Professional Documents
Culture Documents
1
γ) Ανταγωνιστικό ή Συνεργατικό Σύστημα Οργάνωσης;
Το τελευταίο δίλημμα που τίθεται, σχετικά με τη σχολική εξουσία και πειθαρχία, αφορά στο αν το σύστημα
οργάνωσης της τάξης από τον εκπαιδευτικό είναι ανταγωνιστικό ή συνεργατικό (Ματσαγγούρας, 2006,
338).
Οι εκπαιδευτικοί, που οργανώνουν την τάξη τους με βάση το ανταγωνιστικό σύστημα, θεωρούν ότι
οι μαθητές είναι πιο αποδοτικοί και ενεργητικοί στο μάθημα και στη γνώση, όταν πρέπει να
ανταγωνιστούν ή να διαγωνιστούν με τους συμμαθητές τους, με σκοπό την ανάδειξη του καλύτερου. Αυτό
βοηθάει, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, στην αφύπνιση και ενεργό συμμετοχή των παιδιών
στην τάξη, καθώς πρέπει συνεχώς, μέσω της ανταγωνιστικότητας, που ο δάσκαλος καλλιεργεί, οι μαθητές
να αποδεικνύουν αν όντως και κατά πόσο καλύτεροι είναι από τους συμμαθητές τους. Ο τύπος αυτός
οργάνωσης ωθεί τα παιδιά να λειτουργούν περισσότερο ατομικά και να μην προσπαθούν, ίσως, ούτε καν
να ενδιαφέρονται για τη βοήθεια, την άποψη και την πρόοδο των συμμαθητών τους (Ματσαγγούρας,
2006, 338).
Στον αντίποδα βρίσκονται οι οπαδοί του συνεργατικού τρόπου οργάνωσης της τάξης. Αυτοί
υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να φτάσουν τα παιδιά στη μάθηση και ότι για να λειτουργεί όλη η
τάξη αρμονικά, είναι να συνεργάζονται τα παιδιά μεταξύ τους. Αυτό έχει να κάνει είτε με την οργάνωσή
τους σε ομάδες, δουλεύοντας ομαδικά, είτε με τη συνεργασία όλων των παιδιών της τάξης για την
ολοκλήρωση ή κατανόηση ενός θέματος. Η συνεργατικότητα βοηθάει στην καλύτερη οργάνωση της τάξης,
αφού μ΄αυτόν τον τρόπο η μάθηση προωθείται καλύτερα, καθώς υπάρχει αντίδραση και ανατροφοδότηση
που βοηθούν στην καλύτερη λειτουργία της (Ματσαγγούρας, 2006, 338).
β) Ατομικότητα ή μέλος ομοιογενούς ομάδας;
Οι πρεσβευτές της θεωρίας της ατομικότητας αντιμετωπίζουν τους μαθητές ως ξεχωριστές, μοναδικές
προσωπικότητες, κάθε μία από τις οποίες διαθέτει τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της ανάγκες,
δεξιότητες, τα δικά της ενδιαφέροντα. Κάθε μαθητής φέρει τα δικά του χαρακτηριστικά, διαφέρει από τους
υπόλοιπους, γεγονός που επιφέρει διαφορές και στη διαδικασία της μάθησης. Υπό αυτές τις συνθήκες
επιβάλλεται η προσαρμογή της διδασκαλίας στο στιλ και στο ρυθμό μάθησης κάθε μαθητή, προκειμένου
να εξασφαλιστούν συνθήκες ελεύθερης έκφρασης και ανάπτυξης του μαθητή. Εκπαιδευτικοί, που
ενστερνίζονται την άποψη αυτή σε θεωρητικό επίπεδο, συναντούν δυσκολίες σε πρακτικό επίπεδο, λόγω
της ελλιπούς υλικοτεχνικής υποδομής.
Σε αντίθεση, έρχεται η άποψη που θέλει το μαθητή να είναι μέλος μιας ομοιογενούς ομάδας.
Πρεσβευτές της άποψης αυτής αντιμετωπίζουν τους μαθητές, όχι ως ξεχωριστές περιπτώσεις, αλλά ως
«συλλογική μάζα». Σύμφωνα με αυτούς, οι μαθητές δεν διαφοροποιούνται, ιδιαίτερα εάν ανήκουν στην
ίδια ηλικία. Για το λόγο αυτό διδάσκουν τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιούν ίδιες μεθόδους διδασκαλίας
και διδάσκουν με τον ίδιο ρυθμό σε όλους τους μαθητές (Ματσαγγούρας, 2006, 314).
ΜΑΤΣΑΓΓΟΥΡΑΣ, Η. (1999). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας: Η προσωπική θεωρία ως πλαίσιο στοχαστικο-κριτικής ανάλυσης, τ. Α΄.
Αθήνα: Gutenberg.
2