You are on page 1of 2

ΙΙΙ.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

α) Παθητικός αποδέκτης ή αυτόνομο άτομο;


Η θεώρηση του μαθητή ως παθητικού αποδέκτη της γνώσης έχει τις ρίζες της στη δυτική σκέψη. Σύμφωνα
με την άποψη αυτή, η γνώση είναι υπαρκτή, αμετάβλητη και μπορεί να μεταδοθεί με λεκτικό τρόπο από
άτομο σε άτομο.
Κύριο χαρακτηριστικό των αντιλήψεων αυτών, που θέλουν το μαθητή παθητικό αποδέκτη της
γνώσης, είναι ο αυξημένος έλεγχος που του ασκείται, η προώθηση της επανάληψης ως μεθόδου μάθησης, οι
πολλαπλές ασκήσεις εμπέδωσης του μαθήματος και οι μονολογικές διδασκαλίες του εκπαιδευτικού
(Ματσαγγούρας, 2006, 313).
Η δεύτερη άποψη, που θεωρεί μαθητή ως νοητικά αυτόνομο άτομο, ως ξεχωριστή και μοναδική
προσωπικότητα έχει τις απαρχές της στη σωκρατική θεωρία. Προγράμματα διδακτικά, που οργανώνονται
με βάση την παραπάνω θεωρία, αντιλαμβάνονται τους μαθητές ως ενεργητικούς συμμέτοχους στη
διαδικασία της μάθησης. Οι μαθητές εμπλέκονται στη διαδικασία της μάθησης, αναζητούν, αντιτίθενται σε
παγιωμένες απόψεις, οικοδομούν τη γνώση, χωρίς να τη λαμβάνουν «έτοιμη» (Ματσαγγούρας, 2006, 313).

β) Ποιος βάζει τους κανόνες, ο δάσκαλος ή οι μαθητές;


Η σχολική τάξη αποτελείται από μαθητές που διαθέτουν διαφορετικές δυνατότητες και ανάγκες, οι οποίοι,
όμως, οφείλουν να εμπλακούν σε κοινές και καλά οργανωμένες δραστηριότητες για να επιτύχουν κοινούς
στόχους. Το γεγονός αυτό επιβάλλει τη διατύπωση κανόνων, που θα διασφαλίζουν την τάξη και θα
μεγιστοποιούν την αποδοτικότητα της ομάδας, προλαβαίνοντας τυχαίες συγκρούσεις και εντάσεις. Οι
κανόνες στοχεύουν στην εμπέδωση, εκ μέρους των μαθητών, των στάσεων που διευκολύνουν την
επικοινωνία, στην ενδυνάμωση του κύρους του εκπαιδευτικού στη ρύθμιση των διαδικασιών διδασκαλίας,
χώρου, χρόνου και μέσων και στη σωστή κατανομή ποινών και αμοιβών.
Η παραδοσιακή Παιδαγωγική θεωρεί πως ο εκπαιδευτικός, λόγω της εξουσίας και της γνώσης που
διαθέτει στο να νομοθετεί, είναι αυτός που πρέπει να διατυπώνει τους κανόνες εκείνους που θα μπορούν
να «τιθασεύουν τη ζωηρή» παιδική φύση και να καθιστούν υποταγμένους τους μαθητές στα κελεύσματά
τους.
Αντίθετα, η σύγχρονη Παιδαγωγική θεωρεί πως οι κανόνες πρέπει να συντάσσονται από κοινού,
δηλαδή, από την οργανωμένη ομάδα των μαθητών και από τον εκπαιδευτικό και πρέπει να στοχεύουν
στην πρόληψη και σωστή αντιμετώπιση των συγκρούσεων, καθώς και στην αυτόνομη κοινωνικοποίηση
κάθε μαθητή (Ματσαγγούρας, 2006, 334).

1
γ) Ανταγωνιστικό ή Συνεργατικό Σύστημα Οργάνωσης;
Το τελευταίο δίλημμα που τίθεται, σχετικά με τη σχολική εξουσία και πειθαρχία, αφορά στο αν το σύστημα
οργάνωσης της τάξης από τον εκπαιδευτικό είναι ανταγωνιστικό ή συνεργατικό (Ματσαγγούρας, 2006,
338).
Οι εκπαιδευτικοί, που οργανώνουν την τάξη τους με βάση το ανταγωνιστικό σύστημα, θεωρούν ότι
οι μαθητές είναι πιο αποδοτικοί και ενεργητικοί στο μάθημα και στη γνώση, όταν πρέπει να
ανταγωνιστούν ή να διαγωνιστούν με τους συμμαθητές τους, με σκοπό την ανάδειξη του καλύτερου. Αυτό
βοηθάει, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, στην αφύπνιση και ενεργό συμμετοχή των παιδιών
στην τάξη, καθώς πρέπει συνεχώς, μέσω της ανταγωνιστικότητας, που ο δάσκαλος καλλιεργεί, οι μαθητές
να αποδεικνύουν αν όντως και κατά πόσο καλύτεροι είναι από τους συμμαθητές τους. Ο τύπος αυτός
οργάνωσης ωθεί τα παιδιά να λειτουργούν περισσότερο ατομικά και να μην προσπαθούν, ίσως, ούτε καν
να ενδιαφέρονται για τη βοήθεια, την άποψη και την πρόοδο των συμμαθητών τους (Ματσαγγούρας,
2006, 338).
Στον αντίποδα βρίσκονται οι οπαδοί του συνεργατικού τρόπου οργάνωσης της τάξης. Αυτοί
υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να φτάσουν τα παιδιά στη μάθηση και ότι για να λειτουργεί όλη η
τάξη αρμονικά, είναι να συνεργάζονται τα παιδιά μεταξύ τους. Αυτό έχει να κάνει είτε με την οργάνωσή
τους σε ομάδες, δουλεύοντας ομαδικά, είτε με τη συνεργασία όλων των παιδιών της τάξης για την
ολοκλήρωση ή κατανόηση ενός θέματος. Η συνεργατικότητα βοηθάει στην καλύτερη οργάνωση της τάξης,
αφού μ΄αυτόν τον τρόπο η μάθηση προωθείται καλύτερα, καθώς υπάρχει αντίδραση και ανατροφοδότηση
που βοηθούν στην καλύτερη λειτουργία της (Ματσαγγούρας, 2006, 338).
β) Ατομικότητα ή μέλος ομοιογενούς ομάδας;
Οι πρεσβευτές της θεωρίας της ατομικότητας αντιμετωπίζουν τους μαθητές ως ξεχωριστές, μοναδικές
προσωπικότητες, κάθε μία από τις οποίες διαθέτει τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της ανάγκες,
δεξιότητες, τα δικά της ενδιαφέροντα. Κάθε μαθητής φέρει τα δικά του χαρακτηριστικά, διαφέρει από τους
υπόλοιπους, γεγονός που επιφέρει διαφορές και στη διαδικασία της μάθησης. Υπό αυτές τις συνθήκες
επιβάλλεται η προσαρμογή της διδασκαλίας στο στιλ και στο ρυθμό μάθησης κάθε μαθητή, προκειμένου
να εξασφαλιστούν συνθήκες ελεύθερης έκφρασης και ανάπτυξης του μαθητή. Εκπαιδευτικοί, που
ενστερνίζονται την άποψη αυτή σε θεωρητικό επίπεδο, συναντούν δυσκολίες σε πρακτικό επίπεδο, λόγω
της ελλιπούς υλικοτεχνικής υποδομής.
Σε αντίθεση, έρχεται η άποψη που θέλει το μαθητή να είναι μέλος μιας ομοιογενούς ομάδας.
Πρεσβευτές της άποψης αυτής αντιμετωπίζουν τους μαθητές, όχι ως ξεχωριστές περιπτώσεις, αλλά ως
«συλλογική μάζα». Σύμφωνα με αυτούς, οι μαθητές δεν διαφοροποιούνται, ιδιαίτερα εάν ανήκουν στην
ίδια ηλικία. Για το λόγο αυτό διδάσκουν τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιούν ίδιες μεθόδους διδασκαλίας
και διδάσκουν με τον ίδιο ρυθμό σε όλους τους μαθητές (Ματσαγγούρας, 2006, 314).

ΜΑΤΣΑΓΓΟΥΡΑΣ, Η. (1999). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας: Η προσωπική θεωρία ως πλαίσιο στοχαστικο-κριτικής ανάλυσης, τ. Α΄.

Αθήνα: Gutenberg.
2

You might also like