You are on page 1of 5

Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Ferdinand de

Saussure,Σημειώσεις
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σημειώσεις του μεταφραστή:

 Λόγος ή αρθρωμένος λόγος = langage: η γενική ικανότητα του ανθρώπου να


επικοινωνεί με τον συνάνθρωπο του.
 Γλώσσα = langue: ο ιδιαίτερος «λόγος» κάθε κοινότητας.
 Ομιλία = parole: η χρήση της «γλώσσας» από κάθε συγκεκριμένο άτομο.

Α. Ιστορία της Γλωσσολογίας:


Η επιστήμη της Γλωσσολογίας πέρασε τρεις διαδοχικές φάσεις. Αρχικά, ξεκίνησε από τους
Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, οι οποίοι την ονόμαζαν Γραμματική και είχε ως κύριο
αντικείμενο της τη Λογική - δηλαδή, τους κανόνες που ορίζουν τη μορφή μιας πρότασης ως
ορθή ή μη ορθή. Δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τη γλώσσα καθαυτή. Η δεύτερη φάση άρχισε
γύρω στο 18ο αιώνα από Γερμανούς φιλόλογους οι οποίοι αναφέρονταν κυρίως σε γλωσσικά
φαινόμενα μέσα από τη σύγκριση αρχαίων κειμένων. Σημαντικό ρόλο στη δεύτερη φάση
έπαιξαν οι μελέτες του Ritschl στα κείμενα του Λατίνου κωμικού ποιητή, Πλαύτου. Ωστόσο οι
μελέτες του αν και μπορούν να χαρακτηριστούν γλωσσικές, ήταν πολύ δεμένες με την γραφτή
γλώσσα. Η τρίτη φάση της Γλωσσολογίας, άρχισε την εποχή του Σωσσύρ, δηλαδή αρχές του
19ου αιώνα και συγκεκριμένα με τις μελέτες του Bopp, 1816, στις σχέσεις που είχαν οι
γλωσσικές ρίζες της σανσκριτικής με την γερμανική, την αρχαία ελληνική και τη λατινική
γλώσσα. Στην πορεία σημαντική επίδραση στη γλωσσική επιστήμη είχαν τα έργα του Diez, που
μελέτησε τη ρωμανική γλώσσα και του Αμερικανού Whitney με το έργο «Ζωή της γλώσσας»
(1875).

Β. Έργο της Γλωσσολογίας:


Το υλικό της γλωσσικής επιστήμης αναφέρεται σε όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου λόγου.
Ακόμη ο γλωσσολόγος λαμβάνει υπόψη τα γραπτά κείμενα αφού αυτά τον βοηθούν να γνωρίσει
τα ιδιώματα του παρελθόντος. Καθήκον της Γλωσσολογίας ως επιστήμης είναι:

1) Να περιγράψει και να δώσει την ιστορία όσων γλωσσών μπορεί να πλησιάσει. Δηλαδή να
αποκαταστήσει τη μητέρα γλώσσα κάθε γλωσσικής οικογένειας.

2) Να αναζητήσει τις δυνάμεις που με ένα συνεχή και γενικό τρόπο παίζουν το ρόλο τους σ’
όλες τις γλώσσες και να εξάγει τους γενικούς νόμους.

3) Να θέσει η ίδια τα όρια της γλωσσικής επιστήμης και να δώσει τον ορισμό της.
Γ. Αντικείμενο της Γλωσσολογίας:
Το αντικείμενο της Γλωσσολογίας μπορεί μόνο να μελετηθεί εκ των υστέρων. Ωστόσο υπάρχει
η δυσκολία ότι, όταν προφέρεται μια λέξη, ανάλογα με τον τρόπο θεώρησης της έχει διάφορες
ερμηνείες: σαν ήχο, σαν ιδέα κλπ. Η άποψη δημιουργεί το αντικείμενο και όχι το αντίστροφο.

Το γλωσσικό φαινόμενο παρουσιάζει δύο όψεις: 1) γλώσσα-ήχος. Αρθρώνουμε μια συλλαβή, η


οποία μεταφράζεται ως ακουστική εντύπωση και γίνεται αντιληπτή από τον ήχο. Αντίστροφα
ένας ήχος εκλαμβάνεται ως άρθρωση. 2)ήχος-ιδέα. «Ο ήχος είναι το εργαλείο της σκέψης και
δεν υπάρχει για τον εαυτό του». Ο ήχος είναι ακουστικό-φωνητική σύνθεση όπου ερμηνεύεται
ως ιδέα και μαζί ήχος και ιδέα δημιουργούν μια φυσιολογική και νοητική ενότητα. 3) Ο λόγος
έχει ατομική και κοινωνική πλευρά. 4) Ο λόγος υπονοεί ταυτόχρονα ένα κατεστημένο σύστημα
και μια εξέλιξη. «Είναι ένας θεσμός του παρόντος και ένα προϊόν του παρελθόντος».

Η γλώσσα αποτελεί κανόνα όλων των εκδηλώσεων του λόγου. Η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό
προϊόν των ικανοτήτων του λόγου και ταυτόχρονα ένα σύνολο αναγκαίων συμβάσεων, που έχει
υιοθετήσει το κοινωνικό σώμα ώστε να επιτρέπουν στα άτομα του να ασκούν αυτή την
ικανότητα. Ο λόγος είναι πολύμορφος και ετερόκλιτος και βρίσκεται σε πολλούς τομείς:
φυσιολογικό, ψυχικό και φυσικό. Η γλώσσα είναι ένα σύνολο καθεαυτό και μια αρχή
ταξινόμησης.

Αν και ο λόγος είναι φυσικός και εμφανίζεται η λειτουργία του στο αριστερό εμπρόσθιο
μετωπιαίο μέρος του εγκεφάλου κάποιοι γλωσσολόγοι θεωρούν τυχαίο ότι χρησιμοποιούμε
ακουστικές αντί οπτικές εικόνες για να επικοινωνήσουμε. Αν ορίσουμε τις αρθρώσεις του λόγου
ως υποδιαίρεση της ομιλίας σε συλλαβές είτε ως υποδιαίρεση των σημασιών σε σημασιολογικές
μονάδες, τότε φαίνεται πως φυσική δεν είναι η ικανότητα για ομιλούμενο λόγο αλλά η
δυνατότητα του να δημιουργήσει μια γλώσσα.

Ο λόγος μπορεί να αναπαρασταθεί σαν κύκλωμα: σχηματίζεται μια ιδέα στον εγκέφαλο του Α
(ψυχικό φαινόμενο), εκφράζεται από τα φωνητικά του όργανα σε συλλαβές (φυσιολογικό
φαινόμενο) και μεταφέρεται στο αυτί ενός συνομιλητή Β ως ακουστική εικόνα (φυσικό
φαινόμενο), όπου αργότερα ακολουθεί αντίστροφη πορεία στον συνομιλητή Β. Το κύκλωμα
διαιρείται σε ένα: 1) εξωτερικό (ηχητικοί παλμοί) και σε ένα εσωτερικό μέρος (εγκέφαλος). 2)
ψυχικό και μη ψυχικό μέρος. 3) σε ένα ενεργητικό και σε ένα παθητικό μέρος. Ενεργητικό
αρχίζει από το κέντρο σύνδεσης του Α μέχρι το αυτί του Β και παθητικό αρχίζει από το αυτί του
Β στο κέντρο σύνδεσης του. 4) Στο ψυχικό μέρος του εγκεφάλου μπορούμε να ονομάσουμε
εκτελεστικό κάθε τι που είναι ενεργητικό (από την ακουστική εικόνα στην ιδέα) και
αντιληπτικό κάθε τι που είναι παθητικό (από την ιδέα στην ακουστική εικόνα).

Ομιλία ονομάζουμε το ψυχικό μέρος του ατόμου που ασκεί την εκτελεστική πλευρά του
εγκεφάλου, επειδή η εκτέλεση δεν γίνεται ποτέ από την μάζα. Είναι πάντα ατομική και το άτομο
είναι ο κύριος παράγοντας της. Είναι ατομική πράξη θέλησης και νοημοσύνης. Ο ομιλών
χρησιμοποιεί την γλώσσα για να εκφράσει την προσωπική του άποψη. Διακρίνεται και στον
ψυχο-φυσικό μηχανισμό που επιτρέπει στο άτομο να εξωτερικεύει αυτούς τους συνδυασμούς
της γλώσσας.

Γλώσσα είναι το σύνολο των λεκτικών εικόνων που είναι αποθηκευμένες σε όλα τα άτομα μιας
κοινωνίας. Η γλώσσα δεν είναι πλήρης σε κάποιο άτομο είναι όμως τέλεια στη μάζα. Η γλώσσα
δεν είναι προϊόν του ομιλούντος αλλά είναι το προϊόν που καταγράφει το άτομο παθητικά μέσα
από την κοινωνική του δραστηριότητα. Η γλώσσα είναι ένα σύστημα σημείων που εκφράζουν
ιδέες έτσι μπορούμε να πούμε ότι η Γλωσσολογία είναι επιστήμη που ανήκει στην γενική
επιστήμη της Σημειολογίας.

Δ. Η γλωσσολογία της γλώσσας και η γλωσσολογία της ομιλίας


Η γλώσσα και η ομιλία συγκροτούν μαζί αυτό που ονομάζουμε λόγο. Ωστόσο η ομιλία δεν είναι
το αντικείμενο μελέτης της γλωσσολογίας, αλλά λόγω της στενής τους σχέσης μελετάται από
την Γλωσσολογία. Η γλώσσα θα μπορούσε να συγκριθεί με μια μουσική συμφωνία και η ομιλία
με τα μουσικά όργανα που την δημιουργούν.

Η μελέτη του λόγου περιέχει τη γλώσσα που είναι το ουσιαστικό μέρος του και η οποία είναι
κοινωνική και ανεξάρτητη από το άτομο. Είναι εξ ολοκλήρου ψυχική διεργασία. Ενώ η ομιλία
είναι η ατομική λειτουργία του λόγου και είναι μια ψυχοφυσική διεργασία. Γλώσσα και ομιλία
προϋποθέτουν και στηρίζονται η μια στην άλλη για την λειτουργία τους. Η γλώσσα είναι
αναγκαία για να είναι κατανοητή η ομιλία και να παράγει τα αποτελέσματα της. Η ομιλία είναι
αναγκαία για να υπάρξει και να εξελιχθεί η γλώσσα. Ιστορικά η ομιλία προηγείται της γλώσσας.

Ε. Εξωτερική και Εσωτερική Γλωσσολογία


Η εξωτερική γλωσσολογία μελετά τις εξής σχέσεις: 1)Της γλώσσας με την εθνολογία. Δηλαδή
την ιστορία ενός έθνους με την ιστορία της γλώσσας του. Τα ήθη ενός έθνους επηρεάζουν το
γλωσσικό φαινόμενο και η ταυτότητα ενός έθνους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γλώσσα
του. 2)Της γλώσσας και της πολιτικής ιστορίας. Ο αποικισμός, ο οποίος είναι μια μορφή
κατάκτησης, ενσωματώνει ιδιώματα στην τοπική γλώσσα τα οποία αφομοιώνονται και
προσαρμόζονται από την υπό κατάκτηση χώρα. Χώρες με ανεπτυγμένο πολιτισμό δημιουργούν
ειδικές γλώσσες όπως η επιστημονική ορολογία ή η νομική γλώσσα. 3)Της γλώσσας και των
κοινωνικών θεσμών. Θεσμοί όπως η εκκλησία και το σχολείο επηρεάζουν τη φιλολογική
ανάπτυξη μιας γλώσσας. 4)Της γλώσσας και της γεωγραφικής έκτασης.

Η διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής γλωσσολογίας γίνεται καλύτερα κατανοητή με


την απόδειξη ότι η καθεμιά χρειάζεται διαφορετική μέθοδο μελέτης. Η εξωτερική γλωσσολογία
μπορεί να συγκεντρώσει υλικό χωρίς να αντιληφθεί ότι είναι μέρος ενός συστήματος. Αν
αναζητήσουμε τους παράγοντες που δημιούργησαν μια φιλολογική γλώσσα σε σχέση με τις
διαλέκτους μπορούμε πάντα να χρησιμοποιήσουμε την απλή απαρίθμηση. Με την εσωτερική
γλωσσολογία συμβαίνει το αντίθετο: δεν παραδέχεται καμιά διάταξη. Η γλώσσα είναι ένα
σύστημα που δέχεται μόνο τη δική του ιδιαίτερη τάξη. Αν τη συγκρίνουμε με το σκάκι
μπορούμε να πούμε ότι: το γεγονός ότι το σκάκι έφτασε στην Ευρώπη από την Περσία αφορά το
εξωτερικό του στοιχείο. Όμως οι κανόνες και ότι αφορά το σύστημα του σκακιού είναι το
εσωτερικό στοιχείο. Επομένως για την εσωτερική γλωσσολογία θα δίναμε τον εξής ορισμό:
εσωτερικό είναι ότι προκαλεί μεταβολή στο σύστημα σε οποιοδήποτε βαθμό.

ΣΤ. Παράσταση της γλώσσας με της γραφής


Η γραφή, παρότι είναι ένα διαφορετικό σύστημα σημείων από τη γλώσσα (τον ομιλούμενο
λόγο), αποτελεί σημαντικό εργαλείο μελέτης μιας γλώσσας, κυρίως σε νεκρές γλώσσες. Το
γλωσσικό αντικείμενο ορίζεται μόνο από την ομιλούμενη γλώσσα και όχι από τον συνδυασμό
γλώσσας-γραφής. Η γραφή αποτελεί την εικόνα της ομιλούμενης γλώσσας, ωστόσο, λόγο της
χρησιμότητας της στην μελέτη μιας γλώσσας έχει αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στη γλωσσολογία
σε σημείο που θεωρείτε πιο έγκυρη πηγή μελέτης μιας γλώσσας, κάτι που δεν ισχύει. Οι λόγοι
που συμβαίνει αυτό είναι οι ακόλουθοι:

 Η γλώσσα είναι μεταβαλλόμενη ενώ η γραφή παρουσιάζεται ως διαρκείς, στέρεα και πιο
κατάλληλη από τον ήχο ώστε να συγκροτήσει την ενότητα της γλώσσας, κάτι που δεν
ισχύει αφού ο ήχος είναι φυσικός και μπορούμε να τον συλλάβουμε πιο εύκολα.
 Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν τις οπτικές εντυπώσεις παρά τις ακουστικές επειδή
είναι πιο καθαρές και πιο διαρκείς.
 Η φιλολογική γλώσσα με τη χρήση λεξικών και βιβλίων δίνει μεγαλύτερη σημασία στη
γραφή.
 Η αδυναμία του γλωσσολόγου να δώσει απαντήσεις όταν υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα
σε γλώσσα και γραφή.

Δύο συστήματα γραφής: 1) Το ιδεογραφικό, όπου η λέξη αντιπροσωπεύεται από ένα μοναδικό
σημείο και άσχετο με τους ήχους που το συνθέτουν. Το σημείο αυτό αναφέρεται στο σύνολο της
λέξης και έμμεσα στην ιδέα που εκφράζει. Π.χ. κινέζικη γραφή.

2) Το φωνητικό σύστημα, όπου αναπαραγάγει τη συνέχεια των διαδοχικών ήχων μέσα στη
λέξη. Οι φωνητικές γραφές είναι είτε συλλαβικές είτε αλφαβητικές, δηλαδή βασισμένες πάνω σε
σταθερά στοιχεία της ομιλίας.

Φαίνεται μέχρι τώρα ότι ανάμεσα σε γλώσσα και γραφή δημιουργούνται κάποιες δυσαρμονίες.
Οι κύριες αιτίες γι’ αυτές τις δυσαρμονίες είναι, αρχικά, ότι η γλώσσα εξελίσσεται αδιάκοπα ενώ
η γραφή είναι σταθερή, ακίνητη. Ακόμη, μια άλλη αιτία, είναι η ετυμολογική προκατάληψη.
Τέλος, σημαντική αιτία είναι όταν ένας λαός δανείζεται το αλφάβητο του από κάποιο άλλο λαό
και τα μέσα του γραφικού του συστήματος δεν προσαρμόζονται καλά στην καινούρια τους
λειτουργία και αναγκάζονται να καταφύγουν σε μετατροπές, ώστε να προσαρμόσουν το
αλφάβητο..

You might also like