You are on page 1of 45

1

ΜΑΘΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Μάθημα 1)

Σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες , η ψυχολογία είναι η επιστήμη που


επικαλούμαστε συχνότερα από τη στιγμή που πρόκειται να δώσουμε
μια περιγραφή ή να εξηγήσουμε γενικά τις ανθρώπινες
συμπεριφορές.

Δεν υπάρχει τομέας που ξεφεύγει από την ψυχολογία, στο βαθμό που
εισχωρεί σε τομείς όπως : ιατρικοί, παρα-ιατρικοί, επιχειρήσεων, της
κοινωνικής οργάνωσης, της εκπαίδευσης. Ακόμα και στο
οικογενειακό κύτταρο, προκαλεί συζητήσεις που έχουν έναυσμα από
τις τηλεοπτικές εκπομπές ή από εκλαϊκευμένα περιοδικά.
Αυτό σημαίνει ότι και τα media συνεισφέρουν σε αυτή την «υπερ-
πληροφόρηση» (άλλοτε σωστά και άλλοτε στρεβλά) αλλά τείνουν να
κάνουν την ψυχολογία ένα φαινόμενο του κόσμου.

Το ενδιαφέρον που αποδίδεται σε αυτή την επιστήμη φαίνεται επίσης


και από το μεγάλο αριθμό των φοιτητών που υπάρχουν στις διάφορες
σχολές Ψυχολογίας.
Τι αναζητούν, λοιπόν, οι φοιτητές που παρακολουθούν τα μαθήματα
Ψυχολογίας;
Αν και οι καθηγητές δεν μπορούν να απαντήσουν καθαρά σε αυτή
την ερώτηση παρά ταύτα παρατηρείται και καταγράφεται το μεγάλο
ενδιαφέρον των φοιτητών για αυτή την επιστήμη που ανήκει στον
μεγάλο τομέα των κοινωνικών επιστημών.
Επίσης μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι ανάμεσα από άλλα κίνητρα
είναι και τα ερωτήματα που τίθενται από την ψυχολογία για τον
τρόπο σκέψης των ανθρώπων σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες.

1
2

Αναμφίβολα η ψυχολογία διαφέρει από τις θετικές επιστήμες όσον


αφορά τις μεθόδους, τους στόχους, τις εφαρμογές, αλλά ταυτόχρονα
σε ορισμένες στιγμές της εμπειρίας ή του πειραματισμού, επικαλείται
και άλλες πρακτικές. Αρα η ψυχολογία δεν προσφέρει μια συνολική
ενοποιημένη οπτική, αλλά υποδιαιρείται σε ειδικότητες που
συνιστούν αυτόνομες επιστήμες στο εσωτερικό της ίδιας της
επιστήμης.
Ετσι οφείλουμε να μιλάμε για «ψυχολογίες» και όχι για «ψυχολογία»,
ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης (π.χ. η δυναμική της ομάδας, οι
γνωστικές διεργασίες, ψυχοπαθολογία, η παιδαγωγική έρευνα, η
επικοινωνία κ.α).

Αυτά τα αντικείμενα μελέτης μπορούν επίσης να εισάγουν


διακριτούς τρόπους ενέργειας που αφορούν την κάθε μια ειδίκευση,
ή τομέα. Για παράδειγμα οι νοητικές ασθένειες μπορούν να
αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας τόσο της κλινικής ψυχολογίας όσο
και της κοινωνικής ψυχολογίας. Αυτό εξαρτάται από την οπτική
γωνιά που το βλέπει ο ερευνητής.
Αρα η ψυχολογία συνεισφέρει σε διαφορετικές επιστήμες όχι μόνο
της ίδιας της ψυχολογίας αλλά και σε πλησιέστερες κοινωνικές
επιστήμες όπως κοινωνιολογία, η παιδαγωγική ή η εθνολογία.

Η ψυχολογία, μέσω των διαφορετικών της αντικειμένων και των


τομέων διαφορετικών εφαρμογών, διαφέρει πάρα πολύ από αυτό που
παρουσιάζουν γενικώς τα media. Η εκλαϊκευση από τα ΜΜΕ, για
«μια ψυχολογία των προβλημάτων της καθημερινότητας», μπορεί να
είναι σαγηνευτική αλλά είναι επίσης και πολύ περιοριστική και
βρίσκεται πολύ μακρυά από μια πραγματική εισαγωγή στην

2
3

ψυχολογία, η οποία συλλαμβάνεται ταυτόχρονα ως μια επιστήμη και


ως μια πρακτική, ανάλογα με τη μεθοδολογία των διαφορετικών
εξειδικεύσεών της.
Ορισμένες μάλιστα απο αυτές τις εξειδικεύσεις προσεγγίζουν της
πειραματικής μεθόδου των θετικών επιστημών, κάτω από μια οπτική
«αντικειμενοποίησης» του αντικειμένου μελέτης τους, όπως η παληά
γενική ψυχολογία των λειτουργιών η λεγόμενη πειραματική
ψυχολογία (η αντίληψη, η μνήμη, η μάθηση, η γλώσσα, κ.α) ή η
γνωστική ψυχολογία η οποία αναλύει τους λογικούς τρόπους σκέψης,
ή την κατάκτηση των γνώσεων, ή το ρόλο της επεξεργασίας της
πληροφορίας.

Η εξέλιξη της ψυχολογίας ήταν τέτοια τα τελευταία 30 χρόνια, που


έχουμε δυσκολίες να διατηρήσουμε τόσο καθαρά τις διακρίσεις των
στόχων και των μεθόδων ανάμεσα στις επιστήμες. Για παράδειγμα,
κανένας ερευνητής δεν θα αμφισβητούσε σήμερα την παρουσία
υποκειμενικών μεταβλητών στο εσωτερικό πειραμάτων, ή στον
πίνακα μιας παρατήρησης όποια και αν είναι η επιστήμη που αφορά
το πείραμα.
Αυτές οι υποκειμενικές μεταβλητές αφορούν ότι σχετικοποιεί τα
αποτελέσματα του πειράματος και αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει
αδυναμία να κυριαρχήσουμε ολοκληρωτικά στις διάφορες
συνιστώσες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. (παράδειγμα
υποκειμενικής μεταβλητής είναι η στάση του ερευνητή κατά τη
διάρκεια ενός πειράματος).

Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε


την ψυχολογία και τις διαφορετικές ειδικότητές της χωρίς να
αναφέρουμε την προσωπική θέση αυτών που διατυπώνουν τις

3
4

θεωρητικές αρχές και που στη συνέχεια αφαιρούν από αυτές τις
αρχές τις συνθήκες των εφαρμογών τους.
Για παράδειγμα το ερώτημα της προσαρμογής του ατόμου στους
κοινωνικούς κανόνες ή η επιβεβαίωση της πρωτοτυπίας του, μερικές
φορές περιθωριακή, παραπέμπει σε ηθικά στερεότυπα του
ψυχολόγου. Αυτά τα στερεότυπα συνιστούν το αντικείμενο μιας
προσωπικής επεξεργασίας μέσω της ενδοσκόπησης, από την πλευρά
του ψυχολόγου, που θα προσπαθήσει να τα βγάλει στην επιφάνεια και
να τα αποβάλει.

Η υποχρεωτική προσφυγή σε τυπικά μοντέλα επεξήγησης


Το ερώτημα που τίθεται είναι : πώς θα μπορέσουμε να δώσουμε μια
συνθετική άποψη των θεωριών και των δραστηριοτήτων της
ψυχολογίας που σέβεται την εξαιρετική πολυπλοκότητα αυτής της
σύνθετης επιστήμης;
Αν η ψυχολογία προσφέρεται σαν ένα μωσαϊκό ειδικοτήτων σχετικά
αυτόνομων, επιβεβαιώνει αυτή την πολυπλοκότητα, γεγονός που
απαιτεί μια αυστηρή έρευνα, επιδεκτική να αναπτύξει ταυτόχρονα
την πρακτική και τις θεωρίες σε κάθε μια από αυτές τις ειδικότητες.
Παρότι φαίνεται ότι οι διαφορετικές ειδικότητες κατέχουν το
αντικείμενο της μελέτης τους, τις μεθόδους και τους τομείς
εφαρμογής τους, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε
τα θεωρητικά μοντέλα πάνω στα οποία στηρίζονται.
Ενα ΜΟΝΤΕΛΟ είναι μια λογική, αλλά ταυτόχρονα, αφηρημένη
αναπαράσταση που χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε τα παράδοξα
φαινόμενα, των οποίων τα στοιχεία έχουμε κατατάξει, αν αυτό είναι
εφικτό, σύμφωνα με τη μορφολογία του μοντέλου. Αν τα στοιχεία που
παρεμβαίνουν στα φαινόμενα μελέτης δεν μπορούν να αφομοιωθούν

4
5

στο μοντέλο, τότε δεν είναι κατάλληλο να ερμηνεύσει τα αντίστοιχα


φαινόμενα και χρειάζεται τροποποίηση.
Για παράδειγμα, η γνωστική ψυχολογία της οποίας η ιστορική
προέλευση διέπεται από τη μελέτη της τεχνικής νοημοσύνης, θα
επιλέξει τις δικές της θεωρητικές αναφορές στη βάση των
συστημάτων λογικής που έχει, εν μέρει, τα οποία
αναδιοργανώνονται σε σχέση με τις νοητικές δραστηριότητες που
προτείνει προς μελέτη.

Επίσης ερωτήματα του τύπου :


- γιατί αυτό το άτομο συμπεριφέρεται διαφορετικά στο
επαγγελματικό του περιβάλλον και διαφορετικά στο
οικογενειακό του, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει αντιφατικές
στάσεις;
- τι ονομάζουμε νοητικές αναπαραστάσεις και ποιά είναι η
λειτουργία τους στις διεργασίες της σκέψης;
Για όλες τις ερωτήσεις υπάρχει μια επεξεργασία που αναζητά ένα
καινούριο λεξιλόγιο για να εξηγήσει αυστηρά τις δραστηριότητες και
τους μηχανισμούς που υπόκεινται τα φαινόμενα που περιγράψαμε.

Επίσης αν υπάρχει υλικό για σύγκριση στις διάφορες ειδικότητες της


ψυχολογίας, αυτό θα ήταν αφενός στο επίπεδο της δόμησης των
μοντέλων σε κάθε μια απ’αυτές, αφετέρου θα συνιστούσε μια
επιστημολογική μελέτη.
Χρησιμοποιούμε τον όρο «επιστημολογία» υπό την έννοια μιας
κριτικής της επιστημονικής γνώσης, δηλαδή την εξέταση των
προϋποθέσεων που δομούν μια επιστημονική θεωρία (όπως αρχές,
ορισμούς, υποθέσεις κ.α.) για να εκτιμηθεί η πιστότητά της.

5
6

Αρα τείνουμε να σκεφτούμε ότι η χρησιμοποίηση των μοντέλων από


τις ειδικότητες και γενικότερα από τις επιστήμες, περισσότερο από
τα αντικείμενα των πεδίων εφαρμογής τους που μοιράζονται μεταξύ
τους, πιο συχνά επιτρέπει μια συγκριτική μελέτη, της οποίας τα
συμπεράσματα τείνουν να οριοθετήσουν καλύτερα αυτό το
«υποκειμενικό υπόλοιπο» γνήσιο των κοινωνικών επιστημών που
ανθίσταται σε κάθε έρευνα.
Τίποτα δεν μας επιτρέπει να μπερδέψουμε τις επιστήμες
επικαλούμενοι τα κοινά αντικείμενα ή πεδία. Διακρίνονται από τις
μεθόδους που τις υποστηρίζουν και από τους σαφείς στόχους που
καθορίζουν οι ψυχολόγοι.

Μέθοδοι και τομείς εφαρμογής της ψυχολογίας


Μια σύγχρονη παρουσίαση της ψυχολογίας μέσα από την
πολυπλοκότητά της, οδηγεί να οριστούν οι μεθοδολογικές
πρϋποθέσεις των διαφορετικών ειδικοτήτων που τη συνθέτουν, για
να αναδείξουν την πρωτοτυπία της κάθε μιας.
Για παράδειγμα, η κλινική ψυχολογία όπως και η κοινωνική
ψυχολογία, μπορούν να ενδιαφέρονται και οι δυο για το
νοσοκομειακό περιβάλλον, όπως επίσης και για το περιβάλλον των
επιχειρήσεων. Αρα διατηρούν χωρίς καμμία αμφιβολία ένα
αντικείμενο μελέτης και διακριτές οπτικές στις πρακτικές που με
συγκεκριμένο τρόπο οδηγούν τις έρευνές τους (για παράδειγμα το
άκουσμα του ασθενούς ή η συνέντευξη της ομάδας).
Η γνωστική ψυχολογία, επίσης, μπορεί να ενδιαφερθεί για την
κλινική ψυχολογία. Πρωταρχικά συνεισφέρει πολύ στις έρευνες της
νευροψυχολογίας, στο βαθμό που προσπαθεί να προσεγγίσει το
έλλειμα ορισμένων διαδικασιών της σκέψης, αναλύοντάς, (αυτές τις

6
7

διαδικασίες) κάτω από άλλη προοπτική από αυτή που προσφέρει η


νευρολογία.
Πρόκειται λοιπόν για την ίδια κλινική ψυχολογία που ο κλινικός
ψυχολόγος ζητά «στο κρεββάτι του αρρώστου»; Οχι βέβαια.

Οι μέθοδοι της ψυχολογίας


Οι μέθοδοι της ψυχολογίας υπογραμμίζουν την ιστορία της
επιστήμης και χαρακτηρίζουν την εξέλιξή της. Δηλαδή έχουν υποστεί
πολλαπλές μεταβολές από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περίοδος
κατά την διάρκεια της οποίας προσπαθήσαμε να μετράμε τα ψυχικά
φαινόμενα με τον πιο πιθανό αντικειμενικό τρόπο.
Κατά συνέπεια, και παραδόξως παρουσιάζεται ένα ανανεωμένο
ενδιαφέρον για αυτό που συνέχιζε να ξεφεύγει απο την απαίτηση της
μέτρησης, δηλαδή ααυτό το«υποκειμενικό υπόλοιπο», ιδιαίτερα
ανθρώπινο, εμφανίζεται από την αρχή του επόμενου αιώνα. Και
συγκεκριμενοποιείται μέσα από μια έρευνα που είχε περισσότερο ως
στόχο ναεντοπίσει τις τάξεις των ανθρώπων, παρά να ανακαλύψει το
άτομο μέσα από τα στοιχεία και τους πιο ατομικούς μηχανισμούς.
Τέλος για να αντιληφθούμε αυτή την εξέλιξη της ψυχολογίας
θάπρεπε να αναλύσουμε τις τρείς γενικότερες μεθόδους που είναι
α) η συγκριτική μέθοδος
β) η πειραματική μέθοδος
γ) την κλινική μέθοδο.
Εμείς όμως θα επικεντρώσουμε στην πειραματική μέθοδο και αν
υπάρχει χρόνος θα αναφερθούμε έστω και περιληπτικά στις άλλες
μεθόδους.

7
8

ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ


1) Μια θωρία
2) Τις υποθέσεις
3) Τη μέθοδο προσέγγισης του προβλήματος (δηλ. το πειραματικό
υλικό, τη διαδικασία, τον αριθμό των υποκειμένων)
4) Τα αποτελέσματα της έρευνας
5) Την ανάλυση των αποτελεσμάτων
6) Συζήτηση των αποτελεσμάτων

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ


- Η κάθε έρευνα έχει ως στόχο να απαντήσει σε ένα ερώτημα.
- Αυτό φαντάζει φυσιολογικό και δεν είναι σπάνιο να ακούσουμε
από άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με την έρευνα να
ακούσουμε για παράδειγμα «θέλω να μελετήσω τα κίνητρα»
γιατί αυτό μ’ενδιαφέρει.
- Αυτό το ενδιαφέρον όμως δεν πρόκειται να μας οδηγήσει σε
μια συστηματική παρατήρηση της πραγματικότητας, ή στην
έρευνα των σχέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα, παρά μόνο στην
περίπτωση που μπορέσουμε να φορμάρουμε ερωτήσεις
ενδεικτικές.
1ο παράδειγμα «τι είδους κίνητρο πρέπει να έχει το υποκείμενο
για να πάρει μια θέση χειρονακτικού εργάτη? Το κίνητρο αυτό
διαφοροποιείται ανάλογα με τη φύση των συνθηκών της
ζωής?»
2ο παράδειγμα : ας πούμε ότι θέλουμε να μελετήσουμε τις
γνωστικές διεργασίες ενός ατόμου κατά τη διάρκεια επίλυσης
ενός προβλήματος και θέλουμε να μάθουμε μέσω ποιών
μηχανισμών πραγματοποιείται η τέλεση μιας πράξης. Το

8
9

ερώτημα μπορεί να είναι «η έκφραση βοηθά την τέλεση της


πράξης πρι ή μετά?

- Διαπιστώνουμε με ευκολία ότι σ’ένα τόσο πολύπλοκο τομέα


όπως η ψυχολογία οι ερωτήσεις είναι ατέλειωτες και ποικίλες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο χώρος της έρευνας λειτουργεί με
ένα αναρχικό τρόπο, εφόσον οι ερευνητές προσπαθούν να
κρατήσουν την πρωτοπορία της επιστήμης τους.
Για παράδειγμα η «δερματική ευαισθησία» απασχόλησε την
έρευνα αρκετά χρόνια, σήμερα όμως δεν ασχολούνται. Αντιθέτως
προβλήματα που σχετίζονται με τη γνωστική επεξεργασία της
πληροφορίας, βρίσκονται στην καρδιά της έρευνας.

- Αρα πολλά προβλήματα ή ερωτήσεις προκύπτουν από την απλή


παρατήρηση των γεγονότων της καθημερινότητας.
Παράδειγμα «πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την εκπληκτική
μνήμη ενός καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια ενός θεάματος.

- Πολλά ερωτήματα επίσης προκύπτουν μέσα από επιστημονικές


συναντήσεις ή κατα τη διάρκεια μιας μελέτης προκύπτει ένα
καινούργιο ερώτημα.
Παράδειγμα «πως γίνεται ορισμένα παιδιά αφομοιώνουν πολύ
γρήγορα μια έννοια, ενώ στην αρχή το είχαμε εκτιμήσει ότι θα
ήταν απρόσιτο, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία τους?»

Εξ’άλλου ορισμένες θεωρίες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και


ένας μεγάλος αριθμός ερωτήσεων συνίσταται ,απλά, να
επιχειρήσουμε να διαπιστώσουμε αν οι εξηγήσεις που έχουν
δοθεί είναι έγκυρες

9
10

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΕ 3 ΦΑΣΕΙΣ


Θα παρουσιάσουμε μια έρευνα του Bandura et al. (1963) που θα
βοηθήσει να αναδείξουμε αυτές τις φάσεις.
Αυτή η έρευνα είχε ως στόχο να αναδείξει το ακόλουθο
γεγονός :ότι στα παιδιά που είναι μάρτυρες ορισμένων μοντέλων
επιθετικών συμπεριφορών, αυξάνεται η πιθανότητα να εκδηλώσουν
και αυτά επιθετικότητα, όταν έχουν εσωτερική στέρηση (ματαίωση).
Ζήτησαν από μια πρώτη ομάδα παιδιών να παρατηρήσουν μοντέλα
με ασυνήθιστη επιθετική συμπεριφορά που εξελισσόταν μπροστά στα
μάτια τους, απο μια δεύτερη ομάδα να κυττάξουν ένα φίλμ που
έδειχνε τις ίδιες συμπεριφορές, και μια τρίτη ομάδα να δούν ένα φίλμ
που ένα κινούμενο σχέδιο υιοθετούσε τις ίδιες συμπεριφορές.
Στη συνέχεια όλα τα υποκείμενα υπόκεινατι σε μία αθώα στέρηση
(π.χ. καραμέλλεςΤέλος θα μετρούσαν το βαθμό της μιμητικής
επιθετικότητας αλλά και της μη μιμητικής σε μια κατάσταση
παιχνιδιού.
1η ΦΑΣΗ : οι γενικές υποθέσεις
Οταν τίθεται ένα ερευνητικό πρόβλημα, είναι πιθανό χάριν των
γενικών γνώσεων που κατέχουμε, τις θεωρητικές τάσεις που
ασπαζόμαστε και τη μελέτη που κάνουμε να αναδειχτούν πολύ
γρήγορα 1, 2, ή 3 Ηο γενικές.
Πρόκειται για υποθέσεις εργασίας που θα εξυπηρετήσουν να
κατευθυνθεί μια σκέψη περισσότερο σε βάθος, να κατευθύνθούν
άλλες μελέτες και τέλος να πραγματοποιηθούν οι στόχοι.
Ετσι και στην περίπτωση του πειράματος του Bandura και των
συνεργατών του, φαίνεται ότι έχουν εμπνευστεί αρχικά από την
ακόλουθη ερώτηση : είναι ακριβές, όπως διατείνεται η ιδέα που
βασίζεται στην αρχή της κάθαρσης, ότι το γεγονός να φανταστούμε ή
να παρατηρήσουμε μια επιθετική συμπεριφορά που

10
11

πραγματοποιείται από κάποιον άλλο ελλατώνει τον τον τομέα του


κινήτρου να εμφανιστεί επιθετική συμπεριφορά?
Ξεκινώντας από αυτή τη γενική ερώτηση, οι προαναφερθέντες
ερευνητές υιοθέτησαν, αναμφίβολα, πολύ γρήγορα μια γενική
υπόθεση που μοιάζει με αυτό: το γεγονός ότι κάποιος που παρατηρεί
επιθετικές συμπεριφορές συνεισφέρει περισσότερο στην αύξηση της
επιθετικότητας παρά στην μείωσή της.
Αναμφίβολα αυτή η γενική υπόθεση απορρέει από μια θεωρητική
αντίληψη του Bandura σύμφωνα με την οποία ένας παρατηρητής
μπορεί να μάθει συμπεριφορές που βλέπει να εκτελούνται από
άλλους. Αυτή η αντίληψη οδήγησε την ερευνητική ομάδα να
ενδιαφέρεται για το πρόβλημα της μάθησης της επιθετικότητας.
Αυτή όμως η γενική υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται άμεσα, ή καλύτερα
θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί μέσα από μια ποικιλία στρατηγικών.
Δηλαδή θα μπορούσαμε να φανταστούμε πολλούς τρόπους να
αναδείξουμε ότι η παρατήρηση επιθετικών συμπεριφορών αυξάνει
την επιθετικότητα.
Ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ο
καθένας ανταποκρίνεται σε μια εξειδικευμένη έρευνα.
Ανάμεσα από όλες αυτές τις έρευνες θα πρέπει να επιλέξουμε μια που
καθοδηγεί μια ιδιαίτερη στρατηγική
Σε αυτό το στάδιο είναι που πρέπει να περάσουμε στις υποθέσεις
της έρευνας.

2η ΦΑΣΗ : οι υποθέσεις της έρευνας


Η υπόθεση της έρευνας αντιστοιχεί (ισοδυναμεί) με τη
συγκεκριμενοποίηση της γενικής υπόθεσης και απαιτεί χειρισμούς
και εμπειρικές παρτηρήσεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν

11
12

Ετσι η γενική υπόθεση, πιθανόν, να μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί


σε περισσότερες υποθέσεις.
Μια πρώτη υπόθεση θα μπορούσε να είναι η εξής : τα παιδιά που
έρχονται αντιμέτωπα με με ένα μοντέλο επιθετικό παράγουν
περισσότερη επιθετικότητα από τα άλλα που δεν το είδαν. Αυτή η
υπόθεση μπορεί να φαίνεται ότι είναι ίδια με την αρχική, αλλά
ανταποκρίνεται σε μια κατάσταση πολύ συγκεκριμένη : δηλαδή τα
παιδιά παρατηρούν ή όχι ένα μοντέλο παραγωγής επιθετικών
συμπεριφορών.
Μια δεύτερη υπόθεση είναι ότι τα παιδιά που αντιμετωπίζουν
έπιθετική συμπεριφορα η επιθετικότητα είναι πολύ πιο συχνή, αν το
μπντέλο δρά μπροστά τους, και λιγότερο συχνή όταν παρουσιάζεται
μέσω ενός κινούμενου σχεδίου.

Η πρώτη ποιότητα αυτών των υποθέσεων έγκειται στο γεγονός ότι


είναι λειτουργικές. Δηλαδή αναφέρονται σε λειτουργίες
συγκεκριμένες για να μπορέσουμε να δούμε τα γεγονότα τα οποία μας
ενδιαφέρουν και που θέλουμε να μετρήσουμε
Η δεύτερη ποιότητα αυτών των υποθέσεων της έρευνας είναι η
ακρίβεια (η αυστηρότητα). Η πρόβλεψη δεν είναι αξιόπιστη παρά στο
βαθμό που είναι συναφής με το σύνολο των γνώσεων του
υποκειμένου
Η τρίτη ποιότητα της υπόθεσης είναι η θεωρητική γονιμότητα. Η
πρόβλεψη, οφείλει απολύτως να προσθέσει στοιχεία στη θεωρία,
όντας το λογικό παράγωγο ενός συνόλου θεωρητικών στοιχείων και
των εμπειρικών δεδομένων.
Η τελευταία ποιότητα της υπόθεσης , αλλά όχι αμελητέα, είναι ότι
οφείλει να είναι αποδεικτέα.

12
13

Εν ολίγοις μια υπόθεση είναι επιβεβαιωμένη, όταν μπορούμε να


πούμε ότι αφού υποβάλλαμε σε δοκιμασία τα γεγονότα, είτε είναι
σωστά είτε είναι λάθος, ή αν προτιμούμε, ότι είναι επιβεβαιωμένη ή
όχι.

3η ΦΑΣΗ : οι στατιστικές υποθέσεις.


Από τη στιγμή που διαμορφώθηκε μια ερευνητική υπόθεση μένει να
προβλέψουμε πως θα καθορίσουμε αν τα γεγονότα που
παρατηρήσαμε εμπειρικά, την επιβεβαιώνουν ή όχι.
Μια τέτοια εκτίμηση θα ήταν εύκολη αν η πραγματικότητα
παρουσιαζόταν απλά :για παράδειγμα στο πείραμα που αναφέραμε αν
τα παιδιά είναι μάρτυρες της δραστηριότητας ενός μοντέλου
επιθετικού, στη συνέχεια δεν θα είχαν παρά μόνο επιθετικές
συμπεριφορές, και αν οι άλλοι δεν εκδηλώνουνκαμμία συμπεριφορά
αυτού του τύπου, θα υπήρχε μια τέλεια σχέση ανάμεσα στην
παρατήρησηενός μοντέλου και τηνυιοθέτιση μιμητικών
συμπεριφορών. Θα είχε λοιπόν μια τέλεια επιβεβαίωση.
Ομως η πραγματικότητα δεν είναι προφανώς τόσο απλή: αντί να
βρούμε την τέλεια επιβεβαίωση θα παρατηρήσουμε, πιθανόν, μια
σχέση χαλαρή. Τα παιδιά θα παρουσιάσουν άλλοτε λιγότερο και
άλλοτε περισσότερο επιθετικές συμπεριφορές.
Θα πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε αν αυτή η χαλαρή σχέση, που
παρατηρήσαμε επιβεβαιώνει την υπόθεση που κάναμε.
Σε αυτό εδώ το σημείο παρεμβαίνουν τα εργαλεία ανάλυσης που
προέρχονται από τη στατιστική, των οποίων η λειτουργία είναι διπλή
: από τη μια πλευρά εξυπηρετούν στην ποσοτικοποίηση των
γεγονότων ή των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ τους, από την άλλη
να καθορίσουν αν τα μέτρα που ελήφθησαν αποτελούν μια εκτίμηση

13
14

έγκυρη των φαινομένων ή απλά πρόκειται για μια τυχαία εκτίμηση


που αναδεικνύει το αποτέλεσμα του τυχαίου.
Hypothese nulle verifier ou rejetter par des calculs de probabilites.

14
15

ΜΑΘΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Μάθημα 3)

Από τη στιγμή που έχουμε προσδιορίσει το ερευνητικό πρόβλημα και


τις Ηο, θα πρέπει να αποφασίσουμε ποια ή ποιές θα είναι τόσο οι
ανεξάρτητες μεταβλητές όσο και οι εξαρτημένες

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ
Λέγοντας μεταβλητή εννοούμε το οποιοδήποτε χαρακτηριστικό ενός
οργανισμού, ενός περιβάλλοντος, ή μιάς πειραματικής κατάστασης,
που ενδέχεται να ποικίλει από τον έναν οργανισμό στον άλλο, από
ένα περιβάλλον στο άλλο, από μια πειραματική κατάσταση στην
άλλη.
Αρα η μεταβλητή μπορεί να είναι οποιδήποτε φαινόμενο που μπορεί
να προσλάβει διαφορετικές τιμές.
Π.χ. ο δείκτης νοημοσύνης, ο αριθμός των προσπαθειών που
καταβάλλει κάποιος για να μάθει κάτι, η δοσολογία ενός φαρμάκου,
κ.α.
Ο ερευνητής υποχρεούται να επιλέξει μια ή περισσότερες μεταβλητές
ως ανεξάρτητες ή εξαρτημένες.

ΑΝΕΞΆΡΤΗΤΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ
Είναι η μεταβλητή της οποίας την τιμή μεταβάλλει ο ερευνητής μέσα
σ’ένα καθορισμένο εύρος. Δηλαδή σε μια ανεξάρτητη μεταβλητή ο
ερευνητής πραγματοποιεί ορισμένους χειρισμούς μέσω των οποίων
παίρνει μια συγκεκριμένη τιμή, μια αξία.
Αρα λέγεται ανεξάρτητη γιατί είναι ο ερευνητής εκείνος μόνο που
κατέχει τον ορισμό της. Κατά συνέπεια είναι ανεξάρτητη από το

15
16

υποκείμενο ή από οποιοδήποτε εξωτερικό στοιχείου του υποκειμένου,


στοιχείο που θα μπορούσε να καθορίσει τη συμπεριφορά του.
Πχ. Ζητάμε από έναν αριθμό υποκειμένων στην Αγγλία να
ανακαλέσει 5, 10, 15 λέξεις Ελληνικές, για να καθορίσουμε αφενός το
πόσες φορές το υποκείμενο ανακάλεσε σωστά τις λέξεις, αφετέρου το
επίπεδο του άγχους τους μπροστά στη διαδικασία ανάκλησης.
Η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι ο αριθμός των λέξεων που θα
συγκρατήσει το υποκείμενο σε 3 διαφορετικά επίπεδα.

Σύμφωνα με μια ευρύτερη αποδοχή, μπορούμε να θεωρήσουμε ως


ανεξάρτητες μεταβλητές τα χαρακτηριστικά του φυσικού ή
κοινωνικού περιβάλλοντος που ο ερευνητής δεν τα διαχειρίζεται είτε
για λόγους τεχνολογίας, δεοντολογίας ή δεν επιλέγει να το κάνει.
Αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν εκτός την πιθανή ή πραγματική
δράση του ερευνητή.
Π.χ. πόσες ημέρες υπάρχει ήλιος σε μια συγκεκριμένη περιοχή.
Το επίπεδο της χημικής ρύπανσης των νομισμάτων.
Το φορολογικό σύστημα.
Εξ’άλλου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ίδιου του υποκειμένου
μπορούν σε αυτό το λιγότερο αυστηρό πλαίσιο, να εκληφθούν ως
ανεξάρτητες μεταβλητές. Ομως αυτά παίρνουν μια συγκεκριμένη
αξία και είναι παρόντα στα υποκείμενα ανεξάρτητα από την
παρέμβαση του πειραματιστή
Το φύλο, η ηλικία συνιστούν μια κατηγορία ανεξάρτητων
μεταβλητών.
Ομως είναι το ίδιο π.χ για την πίστη του κάθε υποκειμένου, την
κατάσταση της υγείας του, την κινητική του δεξιότητα.

16
17

Αυτές οι ανεξάρτητες μεταβλητές με την ευρεία έννοια είναι


παρούσες όταν ο ερευνητής χρησιμοποιεί για παράδειγμα τη
συσχετιστική μέθοδο.
Κατά συνέπεια είναι σαφές ότι υπάρχει μια επιφύλαξη όταν
πρόκειται να συμπεράνουμε κάτι και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για
πολύπλοκες αναλύσεις, ότι αυτές οι ανεξάρτητες μεταβλητές, που δεν
τις χειριζόμαστε, είναι αιτίες συμπεριφορών με τις οποίες συνδέονται.
Η ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΜΙΑΣ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ
(Θα γίνει κατανοητό με συγκεκριμένο παράδειγμα).
Ποιοτική μεταβολή
Αν ο ερευνητής ενδιαφέρεται π.χ. για την επίδραση ενός ερεθίσματος
οπτικο-ακουστικού στην καρδιακή δραστηριότητα του εμβρύου.
Του ίδιου τύπου μεταβολής θα ήταν αν ο ερευνητής μελετούσε την
ικανότητα ενός υποκειμένου να αναπτύξει ενός τύπου λογικη σε
σχέση με την κατανάλωση ή την εσωτερική κατανάλωση μιας
φαρμακολογικής ουσίας.
Ποσοτική μεταβολή
Π.χ έρευνα που αφορά τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στη σειρά
που κατέχει κάποιος στην οικογένεια (πρωτότοκος, μεσαίος ή μικρός
και το επίπεδο του κομφορμισμού του.
Ερευνα που αφορά την ταχύτητα με την οποία κάποιος μαθαίνει να
συναρμολογεί ένα Χ υλικό σε σχέση με τον αριθμό των προσπαθειών
που κατέβαλαν.

ΜΑΘΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

17
18

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Μάθημα 4)

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ


ΤΥΠΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ
Μπορούμε να διακρίνουμε 2 τύπους ανεξάρτητων μεταβλητών
Ο πρώτος τύπος φέρεται στις πειραματικές ή συσχετιστικές μελέτες.
Υπο την ευρεία έννοια φέρεται περισσότερο στις μεταβολές του
περιβάλλοντος, φυσικού ή κοινωνικού και στα γεγονότα που το
απασχολούν.
Οσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, τους τομείς που απασχολεί
συχνότερα είναι αναμφίβολα αυτοί που σχετίζονται με την αντίληψη,
τη μάθηση, ή τη γνωστική ψυχολογία.
O τομέας της ψυχοφυσιολογίας περιλαμβάνεται επίσης εφόσον το
εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού καθορίζει επίσης τη
συμπεριφορά του ατόμου.
Αν οι μεταβολές συνδέονται με το κοινωνικό περιβάλλον απαιτούν
την εμπλοκή ιδιαίτερα των τομέων της κοινωνικής ψυχολογίας ή της
ψυχολογίας της προσωπικότητας ή της αναπτυξιακής.
Πράγματι , οι ερευνητές μπορούν να αναλύσουν τις δραστηριότητες
μέσω του παιχνιδιού σε ομάδες μικρών παιδιών, σε σχέση με την
παρουσία ή την απουσία αρχηγού στην ομάδα.
Εξ’άλλου, συμβαίνει πολύ συχνά στην ψυχολογία οι ανεξάρτητες
μεταβλητές να γίνονται μέσω των κατευθύνσεων που ο ερευνητής
μεταβιβάζει στα υποκείμενα. Αυτές οι κατευθύνσεις απαιτούν την
εκτέλεση του α ή του β έργου, σε α ή β συνθήκες.
Ο δεύτερος τύπος ανεξάρτητων μεταβλητών ορίζεται από τις
μεταβολές των χαρακτηριστικών που είναι παρόντα στα ίδια τα
υποκείμενα, ή οι μεταβολές που ερμηνεύει περισσότερο ή λιγότερο
άμεσα την ίδια την προσωπικότητα των υποκειμένων.

18
19

Σε αυτή την περίπτωση, οι συσχετιστικές μελέτες είναι οι μόνες


δυνατές :δηλ. Διάφορες συμπεριφορές μπαίνουν σε σύνδεση μεταξύ
τους. Για παράδειγμα η εθνική προέλευση των υποκειμένων, η
αισθητική τους αίσθηση, το γεγονός ότι μεγάλωσαν και από τους δυο
γονείς.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΆΡΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΟΥΣ
Δεν υπάρχει ένας απόλυτος κανόνας ή μαγική φόρμουλα στην οποία
ο ερευνητής μπορεί να στηριχτεί για να αποφασίσει ταυτόχρονα για
τον αριθμό των ανεξάρτητων μεταβλητών, γύρω από τις οποίες θα
διαρθρωθεί μια ιδιαίτερη έρευνα και του αριθμού των επιπέδων που
θα πάρει κάθε μια από αυτές τις μεταβλητές.
Παρά ταύτα είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι καθημερινές και φυσικές
συμπεριφορές τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα επισημαίνουν
πολλαπλές επιδράσεις. Θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι επιθυμητό να
υπάρχουν περισσότερες ανεξάρτητες μεταβλητές σε μια έρευνα.
Αντιθέτως, η ταυτόχρονη μελέτη περισσότερων ανεξάρτητων
μεταβλητών στο εσωτερικό της ίδιας έρευνας θέτει έναν αριθμό
πρακτικών ποβλημάτων, που μερικές φορές κάνει τα προβλήματα
άλυτα, με αποτέλεσμα να μπορούν να ακυρώσουν, εκ των προτέρων,
τη δυναμική της πληροφορίας που περιλαμβάνεται στην έρευνα.
(θα επανέλθουμε σε άλλη στιγμή σε αυτό το ερώτημα)
Προς το παρών , είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι το γεγονός να
υποβάλλουμε τα υποκείμενα σε ένα μεγάλο αριθμό μεταβλητών και
επιπέδων, μπορεί να προκαλέσει κούραση και ενόχληση , γεγονός που
θα διαφοροποιήσει τη συμπεριφορά τους.
Εξ’άλλου αν διαφορετικά άτομα υπόκεινται σε κάθε μια ανεξάρτητη
μεταβλητή και σε καθένα από τα επίπεδά της, ο αριθμός των
υποκειμένων ανεβαίνει κατά πολύ.

19
20

Επίσης, ο μεγάλος αριθμός των ανεξάρτητων μεταβλητών, μπορεί να


δημιουργήσει στον ίδιο τον ερευνητή δυσκολίες π.χ. οργάνωσης του
πειραματικού του υλικού, και του συντονισμού, ή τα αποτελέσματα
να είναι αδύνατον να ερμηνευτούν.
Ομως υπάρχει ένας συγκεκριμένος πραγματιστικός κανόνας που
πρέπει να οδηγεί τον ερευνητή στην επιλογή του.
Αυτός ο κανόνας λέει ότι, ο αριθμός των ανεξάρτητων μεταβλητών
μιας έρευνας ανταποκρίνεται στον αριθμό που απαιτεί η ανάδυση
μιας καθαρής και κατάλληλης απάντησης στη γενική ερώτηση της
έρευνας, ή στην ενδεικνυόμενη επαλήθευση των υποθέσεων της
έρευνας.
Αρα πρόκειται πάνω από όλα, να εκτιμηθεί ο αριθμός από τον οποίον
η εσωτερική επικύρωση της έρευνας είναι εξασφαλισμένη.

(Mάθημα 6)
ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ
Είναι αυτή που μετρά την επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής
Π.χ. στη διδασκαλία υπάρχουν πολλές τεχνικές. ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ
μεταβλητή είναι η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μιας ή
περισσοτέρων τεχνικών διδασκαλίας.
Ομως όλες οι μεταβλητές είτε πρόκειται για ανεξάρτητες είτε για
εξαρτημένες προσδιορίζονται πάντα από το ερευνητικό ερώτημα.
Είναι γεγονός ότι ο ερευνητής θα μετρήσει την επίδραση της
ανεξάρτητης μεταβλητής πάνω στη συμπεριφορά των υποκειμένων.
Αυτή η συμπεριφορά αντικατοπτρίζει τη δράση της ανεξάρτητης
μεταβλητής. Γι αυτό το λόγο η συμπεριφορά αποτελεί την
εξαρτημένη μεταβλητή σε μια δεδομένη έρευνα.
Ετσι, το γεγονός ότι οι μεταβολές της συμπεριφοράς εξαρτώνται από
τις μεταβολές της ανεξάρτητης μεταβλητής, φαίνεται με σαφήνεια

20
21

όταν ο ερευνητής τοποθετήσει τα αποτελέσματά του σε μια γραφική


αναπαράσταση. Η ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΤΟΠΟΘΕΤΕΙΤΑΙ
ΠΑΝΤΑ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ.
Οπως η ανεξάρτητη μεταβλητή έτσι και η εξαρτημένη μεταβλητή
οφείλει να ορίζεται με τέτοιο τρόπο που να αποφεύγεται κάθε
διφορούμενο.
Π.χ. ο ερευνητής δεν θα μελετήσει το άγχος των υποκειμένων. Αυτό
το concept είναι πολύ ακαθόριστο, ασαφές. Θα καταγράψει,
περισσότερο, σε αυτή ή την άλλη κατάσταση το ρυθμό της καρδιάς
τους, τις κινήσεις τους, τη γραφή τους.

ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ (ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ) ΠΟΙΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ


Οι διάφορες αξίες που λαμβάνουμε από την εξαρτημένη μεταβλητή
συνδέονται με τις ποιοτικές διακυμάνσεις, όταν για παράδειγμα, η
καταγραφόμενη συμπεριφορά ενός παιδιού ηλικίας 10 μηνών,
συνίσταται στο να κλάψει, να κάνει γκριμάτσες, ή να γελάσει
μπροστά σε ένα ξένο ενήλικα.
Τον ίδιο τύπο διακυμάνσεων μπορούμε να βρούμε όταν το
υποκείμενο προσπαθεί να βρεί μια λέξη (που όπως λέμε την έχω στην
άκρη της γλώσσας) και που για να το κατορθώσει υιοθετεί μια από
τις 3 ακόλουθες στρατηγικές
Α)το κατορθώνει με τη φωνητική σύνδεση
Β) ανατρέχει στις σημασιολογικές συνδέσεις
Γ) επιχειρεί να θυμηθεί τον αριθμό των συλλαβών που περιλαμβάνει
η λέξη.
Στο ποσοτικό επίπεδο, η εξαρτημένη μεταβλητή, θα μπορούσε, για
παράδειγμα, να βρίσκεται στην ταχύτητα που ένα υποκείμενο
συγκεντρώνει τα μπλόκ για να παράξει ένα σχέδιο, ή η διάρκεια της

21
22

οπτικής επαφής που έχει ένας δάσκαλος όταν παρακολουθεί τους


μαθητές του στο διάλλειμα ή σε μια εκδρομή.

ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ


Oταν η εξαρτημένη μεταβλητή είναι καθορισμένη με σαφήνεια,
καθώς επίσης και η φύση των μεταβολών που θέλουμε να
παρακολουθήσουμε, δεν μένει παρά να ταυτοποιηθούν τα εργαλεία
που θα επιτρέψουν μια κατάλληλη μέτρηση, δηλαδή μια μέτρηση
αντικειμενική και πιστή. (θα επανέλθουμε μεταγενέστερα).
Επι πλέον σ’αυτό το στάδιο της μελέτης να επιλέξουμε ένα εργαλείο
που θα μας δώσει δεδομένα, που μεταφράζουν πραγματικά τις
συμπεριφορές που διερευνούμε, λαμβάνοντας υπόψη τόσο αυτά που
έχουμε ορίσει ως λειτουργικά, όσο και την υπόθεση, ή την γενικότερη
ερώτηση που αφορά την έρευνα.
Είναι επίσης ουσιαστικό η μέτρηση να εξαρτάται όσο το δυνατόν
λιγότερο από αποφάσεις ή προσωπικές ερμηνείες του ατόμου που
πραγματοποιεί την καταγραφή.
Επιπλέον είναι αναγκαίο να βεβαιωθούμε αν το υλικό περιέχει
διακύμανση (ή αυξομείωση) στη λειτουργία του, άρα πρέπει να
ελέγξουμε ότι μας προμηθεύει πάντα τις ίδιες εκτιμήσεις όταν μετρά
τις ίδιες συμπεριφορές.
Η πιστότητα ή η σταθερότητα ενός εργαλείου μέτρησης γενικά είναι
υψηλότερη , αν η καταγραφή γίνεται μέσω ενός μηχανήματος που
εδώ δεν υπάρχουν μεταβολές στην καταγραφή, ή στηρίζεται στη
χρήση ενός τεστ, ή ενός ερωτηματολόγιου, κατάλληλα
καταρτισμένου.
Την ίδια σταθερή είναι πιο δύσκολο να την έχουμε την περίπτωση
που ο παρατηρητής καταγράφει τις συμπεριφορές των υποκειμένων.
Είναι λοιπόν πιθανό ότι μπορεί να υπάρξει μια ποικιλομορφία στα

22
23

κριτήρια στα οοία αναφέρεται για να σημειώσει ή όχι την Α


συμπεριφορά και να την κατατάξει στην Α ή στη Β κατηγορία.
Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο πιστό είναι το εργαλείο, τόσο συνεισφέρει
να αυξήσει την εσωτερική πιστότητα των δεδομένων που έχουν
συλλεγεί.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και να καταλάβουμε ότι η πιστότητα
της μέτρησης.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πιστότητα των μετρήσεων και η
πιστότητα του συνόλου της έρευνας δεν εξαρτάται, βεβαίως, από τον
απόλυτο τρόπο της τεχνικής πολυπλοκότητας, το μέγεθος ή το κόστος
των εργαλείων των εργαλείων μέτρησης που θα χρησιμοποιήσουμε.
Η πιστότητα έγκειται περισσότερο στην καταλληλότητα του
εργαλείου που επιλέξαμε.
Ετσι ο πιο τέλειος Η/Υ δεν θα ταίριαζε στη μελέτη της γονεϊκής
συμπεριφοράς. Σε αντίθεση, το ερωτηματολόγιο ή η παρατήρηση,
πολύ επεξεργασμένη, θα ήταν μια κακή εφαρμογή στη μέτρηση των
ρυθμών στο ηλεκτροεγγεφαλογράφημα ή στην ικανότητα της
ακουστικής διάκρισης των ερεθισμάτων.
Αρα η πειραματική έρευνα μπορεί να χρησιμοποιήσει μηχανήματα,
τεστ, ερωτηματολόγια ή τεχνικές παρατήρησης.
Αυτή την πολυπλοκότητα θα σας την απεικονίσω σε ένα πίνακα
(Ακολουθεί πίνακας)

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ


Μια έρευνα μπορεί να απαιτεί τη μέτρηση περισσότερων
εξαρτημένων μεταβλητών.
Δηλαδή διάφορες ανεξάρτητες μεταβλητές μπορούν να αποτελούνται
από διαφορετικές μετρήσεις μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Για

23
24

παράδειγμα, η εμπάθεια που αισθάνεται το υποκείμενο- όταν είναι


μάρτυρας της διοίκησης για μια τιμωρία σ’ένα άλλο άτομο- μπορεί
να εκτιμηθεί από την καταγραφή της ηλεκτροδερματικής του
αντίστασης, από τα αυθόρμητα λεκτικά του σχόλια, από τις γραπτές
του απαντήσεις σε υποβαλλόμενες ερωτήσεις, από τη στάση του
σώματός του.
Αυτή η πολυδιάστατη μέτρηση ή πολυποικιλότητα μιας
συμπεριφοράς, επιτρέπει μια πιο πλούσια εκτίμηση.
Αναμφίβολα είναι η φύση του προβλήματος που μελετάμε και η φύση
των στόχων, που υποδεικνύουν στον ερευνητή τον αριθμό των
μεταβλητών που οφείλει να λάβει υπόψη του.

ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ


Είναι γενικώς αποδεκτό, όσον αφορα τη φύση των εξαρτημένων
μεταβλητών, ότι οφείλουν να αναδείξουν την εικόνα όσο περισσότερο
αυθεντική, του φαινομένου που μελετάμε.
Εξ’άλλου σύμφωνα με όλες τις πιθανόητες, οι εξαρτημενες
μεταβλητές είναι οι πλέον ευαίσθητες στην πράξη και βεβαιώνουν ότι
μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε, πραγματικά τα αποτελέσματα.
Πάνω στην προοπτική της πρακτικής, ο ερευνητής θα θιοθετήσει στη
συνέχεια αυτές που εγγυώνται τη μεγαλύτερη ηθική προστασία των
υποκειμένων που εξέτασε και αυτές που μπορεί να αποκτήσει,
λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα υποκείμενα θα
εξελιχθούν.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ
Οι γνώσεις των εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών
αρκούνται, σύμφωνα με ορισμένες σχολές σκέψης, στην περιγραφή
και την κατανόηση της συμπεριφοράς των ζώων και των ανθρώπων.

24
25

Ετσι προσχωρώντας στην άποψη του Skinner, ορισμένοι ερευνητές


στηρίζονται σ’ένα ερμηνευτικό σχήμα το λεγόμενο Ε—Α
(Ε=προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον του υποκειμένου, άρα
μια ανεξάρτητη μεταβλητή που είναι υπεύθυνη για την απάντηση Α
του υποκειμένου, άρα εξαρτημένη μεταβλητή.
Αλλοι ερευνητές, εκ των οποίων πρώτος ο Tolman (1938)δεν
απορρίπτει εντελώς αυτή την άποψη, αλλά την εκτιμά μη επαρκή.
Βλέπει περισότερο ένα σχήμα Ε-Ο-Α, όπου το Ο παρουσιάζει τον
οργανισμό ή το ίδιο το υποκείμενο. Ανάμεσα στις εξαρτημένες και
ανεξάρτητες μεταβλητές, εισάγουν την παρέμβαση μιας ή
περισσότερων μεταβλητών ονομαζόμενες ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ μεταβλητές
οι οποίες έχουν την ιδιαιτερότητα να παίρνουν αξίες που δεν είναι
άμεσα παρατηρήσημες.
Αυτές αξίες είναι εξαρτώμενες από την δράση των ανεξάρτητων
μεταβλητών :στη συνέχεια ασκούν τη δική τους επίδραση στις αξίες
των εξαρτημένων μεταβλητών.
Γενικώς, οι ενδιάμεσες μεταβλητές ανταποκρίνονται σε ψυχολογικές
διαδικασίες ή σε εσωτερικές δραστηριότητες των υποκειμένων,
διαδικασίες και δραστηριότητες που τίθενται σε λειτουργία από τις
ανεξάρτητες μεταβλητές των οποίων η παρουσία και τα
χαρακτηριστικά αποκαλύπτονται από ένα πραγματοιποιούμενο
στοιχείο προερχόμενο από τις μεταβολές των εκδηλούμενων
συμπεριφορών.
Ως παράδειγμα μπορούμε να σκεφτούμε το κίνητρο ενός υποκειμένου
να επιλύσει προβλήματα.
Ετσι, αυτό το κίνητρο μπορούμε να το εκλάβουμε ως αρχικά
καθορισμένο από τον αριθμό των ωρών που πέρασαν από την
τελευταία χώνεψη του φαγητού ενός μπαμπουίνου. Είναι αυτό το
κίνητρο το οποίο στη συνέχεια, καθορίζει την ταχύτητα με την οποία

25
26

το ζώο συγκεντρώνει ένα αριθμό από κουτιά για να μπορέσει να έχει


πρόσβαση σε φαγητά που κρέμονται στο ταβάνι.
Αυτές οι ενδιάμεσες μεταβλητές που παίζουν τον ενδιάμεσο ανάμεσα
στο περιβάλλον και στη συμπεριφορά οφείλουν να συνδέονται με τις
βασικές και εμπειρικές συνέπειές τους.
Αν αυτή η συνθήκη δεν πληρείται πρόκειται περισσότερο για μια
υποθετική κατασκευή που ο ερευνητής χρησιμοποιεί αναφερόμενος
σε ένα concept του οποίου ένα μέρος, το λιγότερο, δεν μπορεί να
μελετηθεί επιστημονικά.
Για παράδειγμα, ορισμένα concept ψυχαναλυτικά (π.χ. λιμπιντο, ή το
υπερ-εγώ).
Οι ενδιάμεσες μεταβλητές έχουν λοιπόν ένα statusδιαφορετικό από
αυτό των ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών.
Τοποθετούμενες στο εξωτερικό του επιστημονικού διαβήματος,
αυτές καθ’αυτές, δεν επηρεάζουν το βαθμό της εσωτερικής ή
εξωτερικής πιστότητας μιάς δεδομένης έρευνας.

26
27

(Μάθημα 7)
ΠΛΑΝΟ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Το να δημιουργηθεί ένα πλάνο είναι απαραίτητο να εισαχθούν


ορισμένα στοιχεία από τα οποία θα προκύψει μια έγκυρη απάντηση
στο ερώτημα που διερευνούμε, ή μια έγκυρη διαπίστωση στις
προβλέψεις που έχουμε διατυπώσει.

Θεωρείται έγκυρη η πληροφορία που δίνει στο φαινόμενο μελέτης


μια εικόνα σαφή και όχι αμφιλεγόμενη, η οποία κατά συνέπεια θα
επιτρέψει να εξάγουμε δικαιολογημένα συμπεράσματα εκ των
αποτελεσμάτων που συλλέξαμε.

Για την ακρίβεια, η στρατηγική που τίθεται σε λειτουργία στην


επεξεργασία του πλάνου, στοχεύει να ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ των αποτελεσμάτων. Με άλλα λόγια να
μεγιστοποιήσει την πιθανότητα ανίχνευσης των πραγματικών
αποτελεσμάτων των μεταβλητών που ενδιαφέρουν τον ερευνητή.

Η ουσιαστική λειτουργία ενός ερευνητικού πλάνου, είναι να ελέγξει


τις μεταβλητές των οποίων η παρέμβαση πρέπει να ακυρωθεί. Κατά
συνέπεια, το πλάνο εγγυάται τον άριστο χειρισμό της υποτιθέμενης
αιτιολογημένης ανεξάρτητης μεταβλητής, η τη μέγιστη ταυτοποίηση
της σχέσης μεταβολών ανάμεσα σε δυο μεταβλητές.

Το πλάνο λοιπόν ανταποκρίνεται αφενός σε μα στρατηγική που


φέρεται στο χειρισμό αυτού που ο ερευνητής ερευνά για να μετρήσει
το αποτέλεσμα, αφετέρου στην εξουδετέρωση οποιασδήποτε άλλης

27
28

μεταβλητής και άρα πάνω στον έλεγχο οποιασδήποτε μεταβλητής μη


επιθυμητής.
Εαν η οπτική είναι συσχετιστική το ισοδύναμο εφαρμόζεται σχεδόν
απευθείας.
Είναι αναμφίβολο ότι η γνώση του πλάνου δεν παρεμβαίνει στην
διερεύνιση μιας μεθόδου παρατήρησης. Σε αυτή την περίπτωση ο
ερευνητής δεν ασχολείται παρά μόνο να ορίσει τις εξαρτημένες
μεταβλητές και να αποκτήση μια μέτρηση που θα είναι η πλέον
κατάλληλη.

ΤΡΟΠΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ


H αντιπαράθεση των υποκειμένων στις μεταβλητές που
διαχειριζόμαστε, μπορεί να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με 2 τρόπους,
εντελώς αποκλειστικά του ενός από το άλλο που αφορά μια δεδομένη
ανεξάρτητη μεταβλητή σε μια δεδομένη έρευνα.

Ετσι, ο αριθμός των επιπέδων που περιλαμβάνει κάθε ανεξάρτητη


μεταβλητή αφού έχει σταθεροποιηθεί, είναι δυνατόν να υποβάλλουμε
τα διαφορετικά άτομα διαδοχικά σε κάθε ένα από τα επίπεδα. Ετσι
ένα μέρος του συνολικού δείγματος των υποκειμένων μπορεί να
υπόκειται στο πρώτο επίπεδο, και ένα άλλο μέρος στο δεύτερο
επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη του συνολικού αριθμού των επιπέδων
και των ανεξάρτητων μεταβλητών.

Αρα ο ερευνητής είναι σαν να «διασπά» το σύνολο του δείγματος σε


υπο-σύνολα, καθώς επίσης και τις ανεξάρτητες μεταβλητές
υπολογίζοντας τα επίπεδα : μοιράζει το σύνολο του δείγματός του σε
χ διαφορετικές ομάδες και αποκτά τον αριθμό των επιπέδων που έχει
καθορίσε.

28
29

Εφόσον η σύγκριση των αποτελεσμάτων που γίνεται σε κάθε επίπεδο


φέρεται στις παραγόμενες επιδόσεις από διακριτά υποκείμενα. Αυτή
η σύγκριση λέγεται ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ.
Π.Χ. Σε ένα σύνολο 90 υποκειμένων θέλουμε να μελετήσουμε τα
εξαρτημένα αντανακλαστικά σε περίπτωση κινδύνου και μη
κινδύνου. Στα 30 υποκείμενα παρουσιάζεται μια εικόνα ενός φιδιού
σαν εξαρτημένο ερέθισμα, στα 30 υποκείμενα δείχνουμε μια
φωτογραφία που παρουσιάζει ένα κορδόνι παπουτσιών και στα
υπόλοιπα 30 μια φωτογραφία που παρουσιάζει μια ευθεία γραμμή.
Εχουμε λοιπόν τη σύγκριση των επιδόσεωντων 3 ομάδων που θα
αναδείξει την επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής.
Εχουμε λοιπόν 3 σύνολα των 30 μετρήσεων, ή ένα συνολικό αριθμό
των μετρήσεων ίσο με τον αριθμό των υποκειμένων.
Σημείωση : ο ερευνητής θα μπορούσε να κάνει ανταλλαγή των
εικόνων στα ίδια τα υποκείμενα και να καταλήξει σε μια σύγκριση
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ.

Ως αρχή, για ένα ερευνητή θα ήταν προτιμότερο να επιλέξει ένα


πλάνο που θα επέτρεπε τη σύγκριση στο εσωτερικό των
υποκειμένων. Αυτό το πλάνο εισάγει ένα τέλειο αποτέλεσμα ελέγχου
εφόσον το ίδιο το υποκείμενο έχει περάσει διαφορετικά επίπεδα των
εξαρτημένων μεταβλητών.
Ομως αυτού του είδους η σύγκριση έχει και ορισμένα ρίσκα που
μπορούν να οδηγήσουν σε λανθασμένα αποτελέσματα.
Δυο μορφές πλαισίου έρευνας μας υποχρεώνουν να απορρίψουμε στις
συγκρίσεις στο εσωτερικό των υποκειμένων.
1. Είναι σαφές ότι η χρήση του πλάνου σύγκρισης στο
εσωτερικό των υποκειμένων αποκλείεται όταν η

29
30

ανεξάρτητη μεταβλητή, που δεν τη διαχειριζόμαστε,


οφείλουμε να την προσεγγίσουμε με τρόπο συσχετιστικό.
Ετσι, ας φανταστούμε μια έρευνα που στοχεύει να συσχετίσει το
επίπεδο της λεκτικής δημιουργικότητας σε ένα δείγμα ενηλίκων
ανδρών και γυναικώ. Τα υποκείμενα διαφέρουν όσον αφορά το φύλο
πριν ακόμα συμετάσχουν σε αυτή την έρευνα. Ο ερευνητής δεν
μπορεί να συλλέξει υποκείμενα asexues και να μετρήσει στη συνέχεια
τη δημιουργικότητά τους σε 2 καταστάσεις όπου θα και θα τους
κατατάξει σε 2 φύλα, Τα υποκείμενα από την αρχή ανήκουν σε
διαφορετικές ομάδες ή ανεξάρτητες, γεγονός που μας υποχρεώνει να
κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα στα υποκείμενα

Υπάρχει όμως μια εξαίρεση ανάμεσα στις έρευνες που έχουν


συσχετιστική κατεύθυνση. Αφορά τις περιπτώσεις όπου η ηλικία των
υποκειμένων συνιστα την ανεξάρτητη μεταβλητή και που η
συσχετιστική μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικό.
Δηλαδή τα ίδια άτομα εξετάζονται σε διαφορετικές φάσεις της
εξέλιξής τους (π.χ. νεογέννητο, όλες τις ημέρες κατά τη διάρκεια ενός
μηνός, ή ενήλικες που εξετάζονται κάθε 5 χρόνια για 30 συνεχόμενα
χρόνια). `κατ’αυτό τον τρόπο οι συμπεριφορές τους αντανακλούν
διαδοχικά όλα τα επίπεδα της ανεξάρτητης μεταβλητής που ορίζει η
ηλικία.

30
31

2. Η δεύτερη μορφή πλαισίου.


Το πλάνο σύγκρισης στο εσωτερικό των υποκειμένων οφείλει
απομακρύνεται (να αποφεύγεται) κάθε φορά που η αντιπαράθεση σε
όλα τα επίπεδα ρισκάρει να τροποποιήσει τις απαντήσεις του
υποκειμένου σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, σε σχέση με αυτό που θα
ήταν οι απαντήσεις αν τα υποκείμενα δεν είχαν υποβληθει
προηγουμένως σε ένα ή περισσότερα επίπεδα.
Αυτός ο κίνδυνος αφήνει να πλανάται η πιθανότητα ενός
αποτελέσματος υπολειματικού ή ενός αποτελέσματος εμμονής στην
προηγούμενη χορήγηση των άλλων επιπέδων παρά αυτού του οποίου
μετράμε την επίδραση σε μια συγκεκριμένη στιγμή.
Π.Χ. αν το υποκείμενο υποβληθεί σε μια συγκεκριμένη συνθήκη,
δηλαδή το υποκείμενο έχει την ευκαιρία να μάθει πως επιλύουμε με
ευκολία και ταχύτητα ένα οποιοδήποτε έργο, δε θα μπορέσει, όταν
στη συνέχεια θα βρεθεί αντιμέτωπο με ένα παρόμοιο έργο, να δράσει
σαν να αγνοούσε τον τρόπο επίλυσης που έμαθε.
Εν ολίγοις το υποκείμενο δεν μπορεί να γίνει αμνησιακό και δεν
μπορεί να μπεί στην ίδια διαδικασία που θα έμπαινε ένα άλλο
υποκείμενο που δεν συμμετείχε στην πρώτη συνθήκη.
Αρα δημιουργείται μια μεταβίβαση ασύμετρη από τη μια συνθήκη
στην άλλη.
Ανάμεσα στα πλάνα έρευνας που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στην
ψυχολογία, ορισμένα δεν περιλαμβάνουν παρά συγκρίσεις ανάμεσα
στα υποκείμενα και άλλα συγκρίσεις στο εσωτερικό των
υποκειμένων. Υ πάρχουν και άλλα που συνδιάζουν τους δυο τρόπους
σύγκρισης.
Αντίστοιχα, ορίζουμε αυτά τα πλάνα ως πλάνα σε ανεξάρτητες
ομάδες, πλάνα με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις και πλάνα
συνδιαστικά.

31
32

Ολα αυτά τα πλάνα είναι τα λεγόμενα κλασσικά για 2 λόγους.


1. Αρχικά είναι τα πιο παληά ή τα πρώτα που είχαν επεξεργαστεί
για να απαντήσουν στις ανάγκες της βασικής έρευνας, και
εκτυλίσονταν πολύ συχνά στο εργαστήριο.
2. Επίσης είναι τα πλέον ισχυρά και έχοντας ως βάση αυτά
ξεκίνησαν δημιουργούνται άλλα που έρχονταν να εναρμονίσουν
τα πολλαπλά εμπόδια που υπάρχουν σε μία έρευνα
εφαρμοσμένη ή κατευθυνόμενη.
Ομως οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή του πλάνου που υιοθετούμε
σε μια δεδομένη έρευνα, αυτό οφείλει να ενσωματώνει το
μεγαλύτερο δυνατό αριθμό προφύλαξης ή τρόπους ελέγχου στην
προοπτική να μεγιστοποιήσει την εσωτερική πιστότητα.

ΠΛΑΝΑ ΣΕ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΟΜΑΔΕΣ.


Οταν θέτουμε σε λειτουργία ένα πλάνο για ανεξάρτητες ομάδες,
διαφορετικές ομάδες υποκειμένων υπόκεινται, διαδοχικά, σε αξίες ή
σε διαφορετικά επίπεδα μιας ανεξάρτητης μεταβλητής.
Ετσι φαίνεται ότι υπάρχει μια απουσία σχέσης ή αλληλοεξάρτησης,
ανάμεσά τους, των μετρήσεων που συλλέξαμε από κάθε επίπεδο.
Αυτή η ανεξαρτησία εγκαθιστά την εσωτερική επικύρωση μιας
έρευνας στο βαθμό που η χορήγηση περισσοτέρων από μια εκτίμηση
στα ίδια υποκείμενα συνιστά ένα μειονέκτημα.
Πριν όμως συνεχίσουμε την συζήτηση για τα πλάνα των
ανεξάρτητων ομάδων –μέσω μιας μελέτης του αποτελέσματος μιας
και μόνο ανεξάρτητης μεταβλητής ή το ταυτόχρονο αποτέλεσμα δυο
ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών, είναι προτιμότερο να
εξετάσουμε τις διαφορετικές μεθόδους που εγκυώνται την ισοτιμία
των υποκειμένων τα οποία είναι διαχωρισμένα σε διαφορετικές

32
33

ομάδες, και να παρουσιάσουμε την σημαντική έννοια της ομάδας


ελέγχου.
Είναι σαφές ότι όλες οι γνώσεις που αφορούν αυτή τη μορφή του
πλάνου, εφαρμόζονται στις πειραματικές και συσχετιστικές μελέτες,
λαμβάνοντας πάντα υπόψη την παρουσία ή απουσία μιας
παρέμβασης του ερευνητή στη διαμόρφωση των ανεξάρτητων
μεταβλητών.

OMAΔΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Απ’όσα έχουμε ήδη αναφέρει, το πλάνο με ανεξάρτητες ομάδες,
περιλαμβάνει τη διάθεση ενός μόνο επιπέδου της ανεξάρτητης
μεταβλητής σε μια μόνο ομάδα των ομάδων που εξετάζουμε.
Σε πολλές έρευνες, ένα των επιπέδων της ανεξάρτητης μεταβλητής,
ανταποκρίνεται σε ένα είδος «σημείου αναφοράς», σύγκρισης ή
αντιθέσεων, που επιτρέπει να εκτιμηθεί το καθαρό αποτέλεσμα στα
άλλα επίπεδα.
Η ομάδα των συνδεομένων υποκειμένων σε αυτό το επίπεδο
αναφοράς ονομάζεται «ομάδα ελέγχου».
Πράγματι, το χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας, (που τους
ονομάζουμε επίσης «ομάδα μαρτύρων») είναι το ακόλουθο:
Αυτά τα υποκείμενα υπόκεινται σε όλα τα στοιχεία που υπάρχουν σε
μια δεδομένη έρευνα, χωρίς να ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ
ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΜΕΤΡΙΕΤΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ.
Σε σχέση με αυτή την επίδοση που λαμβάνουμε από μια εξεταζόμενη
ομάδα, εν απουσία της ανεξάρτητης μεταβλητής, είναι που
εκτιμώνται οι επιδόσεις των άλλων ομάδων, σε άλλα επίπεδα της
ανεξάρτητης μεταβλητής.

33
34

ΠΛΑΝΑ ΜΕ ΜΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ


Σε αυτά τα πλάνα τα πιο απλά, είναι που παρεμβαίνει μόνο μια
ανεξάρτητη μεταβλητή, η οποία περιλαμβάνει, ασφαλώς το λιγότερο
2 επίπεδα.
Επίπεδο 1 Επίπεδο 2 ……………… Επίπεδο κ
Ομάδα 1 Ομάδα 2 ……………… Ομάδα κ
N 1 υποκείμενα Ν2 υποκείμενα ……………… Νκ ομάδα

Αυτό το πλάνο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παράδειγμα στη


μελέτη της ανοχής σε ερεθίσματα πόνου, σε σχέση με 5 επίπεδα
οξύτητας της στέρησης, που έχουμε εισάγει προηγουμένως.
Αρα το πλάνο περιλαμβάνει 5 ευδιάκριτες ομάδες εκ των οποίων η
κάθε μια θα υπόκειντο σε ένα μόνο επίπεδο στέρησης.

ΠΛΑΝΑ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟ 1 ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ


ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ
Αυτό το πλάνο επιτρέπει μια ανάλυση του αποτελέσματος
ταυτόχρονα σε περισσότερες ανεξάρτητες μεταβλητές και άρα η
επιβεβαίωση περισσοτέρων υποθέσεων στο εσωτερικό της ίδιας της
έρευνας.
Αυτή η μελέτη γίνεται λοιπόν με τη βοήθεια ενός πλάνου
ονομαζόμενου ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΟΥ, που χαρακτηρίζεται από την
παρουσία το λιγότερο 2 ανεξάρτητων μεταβλητών.
Ως αρχή πολλές μεταβλητές μπορούν να μελετηθούν αλλά πρακτικά ο
αριθμός τους δεν ξεπερνά 4 ή 5, διότι υπάρχουν όρια τόσο στην
τεχνική και στην υπάρχουσα στατιστική, όσο και στα προβλήματα
που τίθενται για την εερμηνεία όλων των συνδιασμών των
αποτελεσμάτων.
Π.Χ. 1 μελέτη απομνημόνευσης σε σχέση με 2 ανεξάρτητες
μεταβλητές.

34
35

Αυτές θα μπορούσαν να αποτελούνται α)από τη μορφή


απομνημόνευσης του υλικού (λεκτικό-εικονικό) και β) από τη
διάρκεια του έργου που πραγματοποιεί το υποκείμενο ανάμεσα στην
παρουσίαση του υλικού και το μέτρο συγκράτησης.
Αυτή η διάρκεια είναι 3, 10, 12 λεπτά.
Κάθε μια από τις 2 ανεξάρτητες μεταβλητές περιλαμβάνει 2 ή 3
επίπεδα.
Το πλάνο είναι το λεγόμενο ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΟ 2χ3 σε 6 ΟΜΑΔΕΣ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ.
Κάθε ομάδα υπόκειται σε 1 μόνο συνδιασμό των επιπέδων των 2
ανεξάρτητων μεταβλητών. Ο αριθμός των συνδιασμών έχει
καθοριστεί από το παράγωγο του αριθμού των διαδοχικών επιπέδων
κάθε ανεξάρτητης μεταβλητής.
Συνεπώς 3 ομάδες απομνημονεύουν ένα λεκτικό υλικό.
Η 1 από τις 3 εκτελεί ένα έργο για 3 λεπτά
Η 2η ……………………………….10 λεπτά
Η 3η………………………………...12 λεπτά
Για τις άλλες 3 ομάδες, το υλικό απομνημόνευσης είναι εικονικό και
η διάρκεια του έργου είναι 3, 10, 12 λεπτά. Ετσι κάθε μια από τις 6
ομάδες συγκρατεί 1 μορφή υλικού και η εκτέλεση του έργου δεν έχει
παρά μόνο μία διάρκεια.
Σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να είναι 4 μεταβλητές (Α Β Γ Δ)
έχοντας 3, 3, 2, και 5 επίπεδα. Αυτό το παραγοντικό 3 χ 3 χ 3 χ 2 χ 5
θα δινόταν σε 90 ανεξάρτητες ομάδες.

(Μάθημα 11)

35
36

Η ικανότητα του παραγοντικού πλάνου και το ενδιαφέρον του,


έγγυται σε 2 από τα χαρακτηριστικά τους.
Στην ίδια έρευνα, το παραγοντικό πλάνο επιτρέπει να καθοριστεί το
χαρακτηριστικό (ειδικό) αποτέλεσμα σε κάθε μία από τις ανεξάρτητες
μεταβλητές που μελετάμε, και το αποτέλεσμα σύζευξης όλων αυτών
των μεταβλητών.
Οι δυο σειρές του αποτελέσματος μετρούνται τη στιγμή της
στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων.
Αναφορικά με το πρώτο χαρακτηριστικό του παραγοντικού πλάνου,
μιλάμε για το κύριο αποτέλεσμα μιας ανεξάρτητης μεταβλητής,
δηλαδή για το καθαρό αποτέλεσμα, οποιαδήποτε και αν είναι η φύση
και τα επίπεδα των άλλων ανεξάρτητων μεταβλητών.
Για παράδειγμα στη μελέτη που έχουμε ήδη αναφέρει για την
απομνημόνευση των δυο μορφών υλικού, δυο ανεξάρτητες
μεταβλητές τίθενται σε λειτουργία και κατά συνέπεια 2 κύρια
αποτελέσματα μετρώνται (εκτιμώνται).
Αρχικά, πρόκειται να αναρωτηθούμε για το χαρακτηριστικό
αποτέλεσμα του τύπου του αποτελέσματος που συγκρατεί το
υποκείμενο, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του ψυχαγωγικού έργου
που παρεμβαίνει ανάμεσα από την παρουσίαση του υλικού και την
εκτίμηση της συγκράτησης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι οποιαδήποτε κι αν είναι η διάρκεια το
λεκτικό υλικό συγκρατείται καλύτερα από το εικονικό υλικό.
Οποιοδήποτε κι αν είναι το υλικό συγκτάτησης διαφέρει ανάλογα με
το έργο το ψυχαγωγικό διάρκειας 3, 10, ή 12 λεπτά.
Αφού τελειώσουμε τη στατιστική ανάλυση, θα πρέπει να έχουμε ένα
κύριο αποτέλεσμα της 1ης μεταβλητής και μια απουσία κυρίου
συμπεράσματος στη 2η μεταβλητή, αν συνέβαινε η συγκράτηση του

36
37

λεκτικού υλικού να είναι πάντα ανώτερη αυτή του εικονικού υλικού,


αλλά δεν είναι καθόλου επηρεασμένη από τη διάρκεια του έργου.
Αυτή η μορφή των αποτελεσμάτων απεικονίζεται στον πίνακα 1α

Αντιθέτως θάπρεπε να συμπεράνουμε ότι υπάρχει απουσία του


κυρίου αποτελέσματος της 1ης μεταβλητής και ένα κύριο
αποτέλεσμα της δεύτερης, αν τα αποτελέσματα έδειχναν περισσότερο
ότι η συγκράτηση του λεκτικού υλικού ισοδυναμεί με αυτό του
εικονικού υλικού, αλλά είναι πιο αδύναμο όταν η διάρκεια του έργου
(του διασκεδαστικού) είναι υψηλότερη.
Αυτή η μορφή των αποτελεσμάτων απεικονίζεται στον πίνακα 1β

Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε για τα 2 κύρια αποτελέσματα


διαδοχικά αποδιδόμενα σε κάθε μία από τις δυο μεταβλητές, αν η
συγκράτηση του λεκτικού ξεπερνούσε πάντα αυτή του εικονικού και
ήταν πολύ λιγότερο καλή απ’ότι η διάρκεια του υλικού
(διασκεδαστικού) ήταν υψηλή.
Αυτή η μορφή των αποτελεσμάτων απεικονίζεται στον πίνακα 1γ

37
38

Το ίδιο συμπέρασμα θα βγάζαμε αν η συγκράτηση του λεκτικού


υλικού ξεπερνούσε πάντα αυτή του εικονικού υλικού και ήταν
υψηλότερη όταν το διασκεδαστικό έργο δεν διαρκεί παρά 3 λεπτά
και όταν η συγκράτηση κατέχει 10 ή 12 λεπτά.
Αυτή η μορφή των αποτελεσμάτων απεικονίζεται στον πίνακα 1δ

Οσον αφορά το 2ο χαρακτηριστικό του παραγοντικού πλάνου,


ομιλούμε για ένα αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης των ανεξάρτητων
μεταβλητών που μελετάμε, δηλαδή του αποτελέσματος που απορρέει
από τις συνδιαστικές παρεμβάεις τους.
Υπάρχει μια αλληλεπίδραση κάθε φορά που το αποτέλεσμα μιας
ανεξάρτητης μεταβλητής διαφέρει ανάλογα με το αν συνδέεται με το
ένα ή το άλλο ιδιαίτερο επίπεδο μιας άλλης μεταβλητής.
Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα της μιας των ανεξάρτητων
μεταβλητών δεν είναι ανεξάρτητο από αυτό των άλλων μεταβλητών.
Είναι, λοιπόν, αδύνατο να εκφραστούμε στο αποτέλεσμα της μιας
μεταβλητής ξεχωριστά, ή να μην αναφερθούμε στα επίπεδα των
άλλων μεταβλητών.

38
39

Από την άλλη πλευρά, είναι σίγουρο ότι ο αριθμός των πιθανών
αλληλεπιδράσεων αυξάνει σε σχέση με τον αριθμό των μεταβλητών
που εισάγουμε στο παραγοντικό πλάνο.
Ετσι, αν οι μεταβλητές Α, Β, Γ, Δ έχουν μελετηθεί, η ανάλυση θα
εκτιμήσει αρχικά την αλληλεπίδραση της 3ης κατηγορίας που
μπορούν να υπάρχουν ανάμεσα στις 4 μεταβλητές Α, Β, Γ, Δ.
Μετά θα πρέπει να εκτιμήσει τις αλληλεπιδράσεις της 2ης
κατηγορίας που είναι δυνατές σε κάθε τριο των μεταβλητών, είτε
ανάμεσα στην Α, Β και Γ, ανάμεσα στην Α, Β, και Δ, ανάμεσα στην Α,
Γ, και Δ και ανάμεσα στις Β, Γ, και Δ.
Τελικά θα εκτιμηθούν οι αλληλεπιδράσεις της 1ης σειράς σε κάθε
ζεύγος των μεταβλητών είτε ανάμεσα στην Α και Β, στην Α και Γ,
στη Α και Δ, στην Β και Γ, στην Β και Δ, και στην Γ και Δ.
Αρα μπορούμε να φανταστούμε με ευκολία την πολυπλοκότητα των
ερμηνειών που μπορούν να δοθούν σε μια αλληλεπίδραση
μεταφράζοντας το ταυτόχρονο αποτέλεσμα αλλά και το πιο
διαφοροποιημένο των 3 μεταβλητών.

(Μάθημα 12)

ΠΛΑΝΑ ΜΕ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

39
40

Σε διαφορά με τα προηγούμενα πλάνα, τα πλάνα με


επαναλαμβανόμενες μετρήσεις, έχουν την ιδιαιτεροτητα να φέρνουν
αντιμέτωπα μια και μόνο ομάδα των υποκειμένων με όλα τα επίπεδα
της ή των ανεξάρτητων μεταβλητών που μελετάμε.
Με τον ίδιο αριθμό μετρήσεων, ο αριθμός των υποκειμένων που
συλλέγουμε για να πραγματοποιηθεί μια έρευνα, μπορεί να είναι
αισθητά ελαττωμένος σε σχέση με αυτόν που θα απαιτούσε η δόμηση
των ανεξάρτητων ομάδων.
Αυτή η πρακτική αντίληψη είναι σημαντική κυρίως στις
περιπτώσεις που ο πληθυσμός είναι ολιγάριθμος αλλά πρέπει να
μελετηθεί.
Για παράδειγμα ένας πληθυσμός αφασικών υποκειμένων ενός
ιδιαίτερου τύπου, ξιφομάχοι ολυμπιακού διαμετρήματος, όπου αυτά
τα υποκείμενα είναι χαρισματικά και έχουν τεράστιες ικανότητες
νοερού υπολογισμού.
Η έκθεση των 2 κατηγοριών αυτής της μορφής πλάνων (δηλαδή με
επαναλαμβανόμενες μετρήσεις) θα αναλυθούν αναφέροντας εκ των
προτέρων αυτές τις κατηγορίες.
Ετσι έχουμε Α κατηγορία : έλεγχος της ισοτιμίας των υποκειμένων
Β κατηγορία : η γνώση του ελέγχου.
Α) Ελεγχος της ισοτιμίας των υποκειμένων.
Τα πλάνα με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις συνεπάγονται τη
δημιουργία μιας και μόνης ομάδας υποκειμένων. Κατά συνέπεια
αποφεύγεται να δημιουργηθούν εξ’αρχής ομάδες όσο το δυνατό
συγκρίσιμες, για να απομονωθεί το αποτέλεσμα των ανεξάρτητων
μεταβλητών που μελετάμε.

40
41

Οι διαδικασίες ζευγαρώματος (από υποκείμενο, από μπλόκ


υποκειμένων ή από ομάδες ολόκληρες) της μιας ομάδας με την άλλη
δεν παρεμβαίνει λοιπόν σε αυτή την περίπτωση.
Αυτά τα πλάνα επιβεβαιώνουν ένα πιο αυστηρό έλεγχο των ατομικών
διαφορών απ’ότι ο έλεγχος που μας παρέχουν τα πλανα των
ανεξάρτητων ομάδων, διότι κάθε επίπεδο της ανεξάρτητης
μεταβλητής εφαρμόζεται πραγματικά στις ατομικές διαφορές,
πιθανολογούμενες σταθερές, που επιδεικνύει το μοναδικό υποκείμενο.
Στην περίπτωση των επαναλαμβανόμενων μετρήσεων ο ερευνητής
περιμένει να αποκτήσει στατιστικά αποτελέσματα πιο ισχυρά ή πιο
ευαίσθητα (λεπτών αποχρώσεων) από αυτά που παρέχονται από τα
πλάνα των ανεξάρτητων ομάδων.
Αντιθέτως στο εσωτερικό της μιας ομάδας των υποκειμένων, κυρίως
όταν πρόκειται για μικρό αριθμό, είναι προτιμότερο οι συμμετέχοντες
να μην είναι πολύ ανομοιογενείς, όσον αφορά ορισμένα από τα
χαρακτηριστικά τους που συνδέονται με την ανεξάρτητη μεταβλητή.
Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί, όπως στην περίπτωση των
ανεξάρτητων ομάδων, επιλέγοντας υποκείμενα που παρουσιάζουν
όλα ή ένα ίδιο χαρακτηριστικό, το οποίο θα ήταν σταθερό από το ένα
υποκείμενο στο άλλο : πχ θα μπορούσαν τα υποκείμενα να είναι όλα
δίγλωσσα.
Ο ίδιος στόχος μπορεί να επιτευχθεί έχοντας μια ποικιλία
συατηματική των χαρακτηριστικών που θέλουμε να ελέξουμε ¨
1ο παράδειγμα : 125 αλκοολικοί εκ των οποίων οι 25 καταναλώνουν
καθημερινά 1 καθορισμένη (επακριβώς) ποσότητα αλκοόλ.
2ο παράδειγμα : 60 νεογέννητα 24 ωρών εκ των οποίων τα 30
γεννήθηκαν με καισαρική τομή και τα υπόλοιπα φυσιολογικά.
Β) Η γνώση του ελέγχου.

41
42

Οταν το πλάνο περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες μετρήσεις όλα τα


υποκείμενα υπόκεινται σε όλα τα επίπεδα της ανεξάρτητης
μεταβλητής.
Ετσι, αν ο ερευνητής μελετά το αποτέλεσμα της παρουσίας της
μητέρας ή του πατέρα όσον αφορά την συντακτική πολυπλοκότητα
των λεκτικών συναλλαγών ανάμεσα στο μεγάλο αδελφό και το
μικρότερο, τότε ο ερευνητής θα υποβάλει όλα τα ζεύγη των παιδιών
σε 2 καταστάσεις : στη μια, ο ενήλικας θα είναι παρών (πειραματική
κατάσταση) και στην άλλη θα είναι απών (κατάσταση ελέγχου).

ΠΛΑΝΑ ΣΥΝΔΙΑΣΤΙΚΑ
Η επεξεργασία ενός συνδιαστικού πλάνου συνίσταται στο να θέσουμε
σε λειτουργία ένα πλάνο του οποίου ένα μέρος περιλαμβάνει
ανεξάρτητες ομάδες και το άλλο μέρος περιλαμβάνει
επαναλαμβανόμενες μετρήσεις.
Τα συνδιαστικά πλάνα ανήκουν αναπόφευκτα στην κατηγορία των
ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΩΝ ΠΛΑΝΩΝ, εφόσον χρησιμοποιούν το λιγότερο 2
ανεξάρτητες μεταβλητές.
Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι το ακόλουθο :
Το λιγότερο μια από τις μεταβλητές που μελετάμε στηρίζεται στη
δόμηση των ανεξάρτητων ομάδων και το λιγότερο μια άλλη από
αυτές τις μεταβλητές εισάγει την έννοια ότι κάθε μια από τις ομάδες
που περιλαμβάνουμε στη σύγκριση ανάμεσα στα υποκείμενα,
υπόκεινται σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις.
Αυτή η γνώση που αφορά διαδοχικά τα πλάνα με ανεξάρτητες ομάδες
και τα πλάνα με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις, οφείλουμε να τα
θεωρήσουμε από κοινού. Συνεπώς ένα πλάνο συνδιαστικό λέγεται
ΜΕΙΚΤΟ.

42
43

ΠΛΑΝΑ ΜΕ 2 Η ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ


ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ.
Tα συνδιαστικά πλάνα απαιτούν τόσες διαφορετικές ομάδες, όσες και
οι ανεξάρτητες μεταβλητές που συνδέονται με τις ανεξάρτητες
ομάδες που διαθέτουν τα επίπεδα.
Ετσι απαιτούνται τόσες διαφορετικές καταστάσεις όσες και οι
ανεξάρτητες μεταβλητές συνδεόμενες με τις επαναλαμβανόμενες
μετρήσεις των διατιθέμενων επιπέδων.
Στην περίπτωση που εξετάζονται 2 μόνο μεταβλητές, η μορφή του
πλάνου ανταποκρίνεται στον πίνακα Β που περιλαμβάνει το
συνδιαστικό πλάνο με 2 ανεξάρτητες μεταβλητές.

Το ακόλουθο παράδειγμα είναι αυτό ενός συνδιαστικού πλάνου 5 χ 2


χ 4 σε 10 ομάδες και επαναλαμβανόμενες μετρήσεις στην τελευταία
μεταβλητή.
Αφορά μια μελέτη κατευθυνόμενη να εκτιμήσει το αποτέλεσμα 3
μεθόδων μάθησης της γνώσης της διατήρησης του βάρους σε παιδιά
ηλικίας 4 και 8 ετών.

Η επίδραση κάθε μεθόδου μάθησης εκτιμάται 4 φορές κατά τη


διάρκεια 4 καταστάσεων ελέγχου : κατά τη διάρκεια ενός προ-τεστ
που εκτυλίσσεται πριν τη χορήγηση όλων των μεθόδων μάθησης και
κατά τη διάρκεια των 3 μετα-τεστ που εκτυλίσσονται διαδοχικά μετά
το τέλος της μαθησιακής συνεδρίας, 1 εβδομάδα μετά και 8
εβδομάδες αργότερα.

2 ομάδες ελέγχου δομούνται : στις 2 περιπτώσεις τα παιδιά δεν


υπόκεινται σε καμμία μέθοδο μάθησης, αλλά στη 2η περίπτωση, τα

43
44

παιδιά εκτελούν, στη θέση των έργων μάθησης ένα έργο που δεν
σχετίζεται με τη γνώση της διατήρησης.
Αυτός ο δεύτερος έλεγχος εξουδετερώνει τη διευκόλυνση που θα
μπορούσε να παρέχει η απλή επαφή με τα άτομα που χορηγούν το
υλικό μάθησης στις πειραματικές ομάδες.

Στον πίνακα παρατηρούμε ότι ο ερευνητής καθορίζει τα κύρια


αποτελέσματα που διαδοχικά αποδίδονται στη μαθησιακή μέθοδο
(μεταβλητή Α), στην ηλικία των παιδιών (μεταβλητή Β) και τη
στιγμή της καταγραφής των επιδόσεών τους (μεταβλητή Γ).
Εξ’άλλου είναι αδύνατον να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της
αλληλεπίδρασης, αφενός για το σύνολο των 3 ανεξάρτητων
μεταβλητών και αφετέρου για κάθε ζεύγος αυτών των μεταβλητών.

Μέθοδος Ηλικία Προ-τεστ Μετα-τεστ 1 Μετα-τεστ 2 Μετα-τεστ 3


μάθησης υποκειμένων (πριν τη (αμέσως μετά (μια εβδομάδα (8 εβδομάδες
μάθηση) τη μάθηση) μετά) μετά)
Καμμία 4 ετών Κατάσταση Κατάσταση Κατάσταση Κατάσταση

44
45

(ομάδα (Ελέγχου) (Ελέγχου) (ελέγχου) (ελέγχου)


ελέγχου) 1 1 2 3 4

8 ετών
(ομάδα
ελέγχου) 2 // // // //
Εργο μη 4 ετών
Κατάλληλο (ομάδα // // // //
Με τη ελέγχου) 3
Γνώση της
Διατήρη-
σης 8 ετών
// // // //
(ομάδα
ελέγχου) 4
Μέθοδος 4 ετών
Χ (Πειραματική // // // //
ομάδα)
5

8 ετών
(Πειραματική // // // //
ομάδα)
6
Μέθοδος 4 ετών
Ψ (Πειραματική // // // //
ομάδα)
7

8 ετών
(Πειραματική // // // //
ομάδα)
8
Μέθοδος 4 ετών
Ω (Πειραματική // // // //
ομάδα)
9

8 ετών
Κατάσταση Κατάσταση Κατάσταση Κατάσταση
(Πειραματική
(Ελέγχου) (Ελέγχου) (ελέγχου) (ελέγχου)
ομάδα)
1 2 3 4
10
ΠΙΝΑΚΑΣ Β : πλάνο συνδιαστικό 5 χ 2 χ 4 σε 10 ανεξάρτητες ομάδες και με
επαναλαμβανόμενες μετρήσεις στη τελευταία μ

45

You might also like