You are on page 1of 4

Η επιρροή των ατομικών χαρακτηριστικών στη νοσταλγία____

Παρ’ όλο που η νοσταλγία αποτελεί μια καθολική εμπειρία, ποικίλες έρευνες
έχουν δείξει πως υπάρχουν και ορισμένα ατομικά χαρακτηριστικά που την
επηρεάζουν.

Πιο συγκεκριμένα, μία από τις πιο πρώιμες μελέτες προσπάθησε να


διερευνήσει την κατάσταση κατά την οποία η νοσταλγία έχει αρνητικές συνέπειες
για τα άτομα που έχουν τη συνήθεια να ανησυχούν. Η ανησυχία είναι μια
προσπάθεια από τους ανθρώπους να συμμετάσχουν σε ψυχική επίλυση
προβλημάτων. Σύμφωνα με τους ερευνητές, Borkovec et al. (1983) το αντικείμενο
της ανησυχίας μπορεί να αναφέρεται, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν αλλά
αφορά πολύ συχνά και το μέλλον. Ωστόσο αν και η ανησυχία σύμφωνα με τον
Watkins, 2008, είναι στην ουσία μια προσαρμοστική κατάσταση, κάποιοι άνθρωποι
έχουν τη συνήθεια να ανησυχούν επανειλημμένα και επίμονα. Για ένα άτομο που
έχει αναπτύξει μια συνήθεια να ανησυχεί, φέρνοντας στο νου ένα επεισόδιο από το
παρελθόν, η νοσταλγία μπορεί να λειτουργήσει ως εξέχον σημείο αναφοράς και
αυτό να ενεργοποιήσει συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης. Η παρούσα υπόθεση
εξετάστηκε με πειραματικό χειρισμό της νοσταλγίας σε ένα έργο με οπτικές εικόνες.
Οι συμμετέχοντες με μια ισχυρή συνήθεια να ανησυχούν στην νοσταλγική
κατάσταση φάνηκε να παρουσιάζουν ισχυρότερα συναισθήματα άγχους και
κατάθλιψης από ότι η ομάδα ελέγχου. Αυτά τα αποτελέσματα, υποστηρίζουν την
αρχική υπόθεση. Η σύγχρονη βιβλιογραφία σχετικά με τη νοσταλγία υπογραμμίζει
τις ευεργετικές πλευρές αυτής της συναισθηματικής εμπειρίας (Sedikides κ.ά., 2008;
Wildschut et al., 2006). Αυτή η μελέτη απέδειξε ότι πράγματι η πειραματικά
προκαλούμενη νοσταλγία οδήγησε σε θετικές επιπτώσεις. Ωστόσο, παρά την αρχικά
θετική εμπειρία αυτού του ψυχικού ταξιδιού προς στο παρελθόν, οι συμμετέχοντες
που είχαν μια ισχυρή συνήθεια να ανησυχούν έδειξαν αυξημένα συμπτώματα
άγχους και κατάθλιψης, με αποτέλεσμα αυτά τα άτομα να παρουσιάζουν την τάση
να αποφεύγουν νοσταλγικές σκέψεις.

Ένα ακόμη ατομικό χαρακτηριστικό, αυτό της μοναχικότητας εν συναρτήσει


με το νοσταλγικό παράγοντα έχει μελετηθεί τόσο από τον Zhou και τους συνεργάτες
του (2008), όσο και από τους Wildschut et al. (2010).

Οι πρώτοι, αναφέρουν πως η μοναχικότητα σαν συναίσθημα είναι


δυσάρεστο για το άτομο και ακολουθείται από παρόμοια συναισθήματα όπως
δυστυχία, πεσιμισμό, αρνητική αυτοκριτική και κατάθλιψη και είναι στενά
συνδεδεμένη με την έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και επιθυμητών για το άτομο
σχέσεων. Προτείνουν ως εναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης της μοναξιάς την ένταξη
της κοινωνικής στήριξης στις νοσταλγικές αναπολήσεις του κάθε ατόμου, καθώς
βρήκαν πως η νοσταλγία πιθανόν αυξάνει την προσβασιμότητα του ατόμου σε
παρελθοντικές του σχέσεις και με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζει την
μοναχικότητα αυξάνοντας την υποκειμενική αίσθηση της κοινωνικής υποστήριξης .
Επιπλέον, ανακάλυψαν ότι τα άτομα που βίωναν υψηλά επίπεδα μοναξιάς ήταν πιο
νοσταλγικά σε σχέση με τα λιγότερο μοναχικά άτομα, οπότε και συμπέραναν ότι η
μοναξιά προκαλεί τη νοσταλγία. Ένα επιπρόσθετο εύρημά τους ήταν πως η
μοναχικότητα επηρεάζει την κοινωνική στήριξη άμεσα μειώνοντάς την, εξαιτίας του
αρνητικού συναισθήματος, και έμμεσα αυξάνοντάς την μέσω της νοσταλγίας. Έτσι,
φαίνεται πως οι μοναχικοί άνθρωποι, παρ’ όλο που δεν δέχονται κοινωνική
υποστήριξη, τείνουν να νοσταλγούν το παρελθόν και μέσω αυτού εξασφαλίζουν την
κοινωνική υποστήριξη που χρειάζονται.

Οι δεύτεροι, ανατρέχοντας σε προηγούμενη έρευνα των Hawkley, Brown &


Cacioppo (2005), οι οποίοι εξέτασαν τις αναπαραστάσεις που σχηματίζουν τα άτομα
για τις κοινωνικές τους σχέσεις, ανέφεραν ότι ότι οι έννοιες «μοναξιά» και
«συνεκτικότητα» γίνονται αντιληπτές ως συναφείς πνευματικές αναπαραστάσεις με
τρία ξεχωριστά προσωπεία: την Απομόνωση, δηλαδή την αντανάκλαση
συναισθημάτων μοναχικότητας, ανωνυμίας και απόσυρσης, την Σχεσιακή
Συνεκτικότητα, που ανταποκρίνεται στα αισθήματα οικειότητας και στήριξης και την
Συλλογική Συνεκτικότητα, που αφορά την ομαδική συνοχή και ομοιότητα. Οι
έρευνές τους έδειξαν πολύ ισχυρή θετική συσχέτιση νοσταλγίας και απομόνωσης
(σε λιγότερο αποφευκτικούς ερωτώμενους), όπως και αρνητική συσχέτιση
νοσταλγίας-αποφυγής, όταν η απομόνωση ήταν υψηλή. Συμπερασματικά, τα άτομα
χαμηλής αποφυγής φαίνεται να στρέφονται στη νοσταλγία όταν νιώθουν μοναχικά
επειδή την αντιμετωπίζουν ως πηγή κοινωνικής συνεκτικότητας.

Επεκτείνοντας τα προαναφερθέντα ευρήματα, η έρευνα των Ζhou et al.


(2008) εστιάστηκε στο κατά πόσο οι επιδράσεις της μοναχικότητας μπορούν να
μετριαστούν από παράγοντες της προσωπικότητας του ατόμου και πιο
συγκεκριμένα από την προσαρμοστικότητα. Η προσαρμοστικότητα του ατόμου
ορίστηκε ως η ικανότητα του να επανέρχεται και να αντιμετωπίζει αντιξοότητες
ακόμα και τραυματικές στιγμές παραμένοντας "λειτουργικό" όπως αυτό απαιτείται
από τις εκάστοτε συνθήκες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μοναχικότητα
συνδεόταν με την νοσταλγία στα υψηλά προσαρμοστικά άτομα (έναντι των χαμηλά
προσαρμοστικών ατόμων ). Ένα επιπρόσθετο συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι
είτε κάποιο άτομο εμφανίζει υψηλά επίπεδα προσαρμοστικότητας είτε χαμηλά
αντλεί κοινωνική υποστήριξη μέσα από τη νοσταλγία , αλλά αν είναι υψηλά
προσαρμοστικό έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να στραφεί στη νοσταλγία ως
μηχανισμό άμυνας έναντι των μοναχικών συναισθημάτων του.

Σε μια επόμενη έρευνα των Wildchut et al. (2010) μελετήθηκε η συσχέτιση


των διαφορετικών τύπων προσκόλλησης και νοσταλγίας, καθώς, ενώ προηγούμενα
ερευνητικά ευρήματα συμφωνούσαν ότι η νοσταλγία αντισταθμίζει τη μοναξιά
μέσω της ενδυνάμωσης της κοινωνικής συνεκτικότητας, δεν εξηγούσαν τον τρόπο
με τον οποίο τα άτομα με διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης ρυθμίζουν τα
προκαλούμενα από τη μοναξιά αισθήματα δυσφορίας. Σύμφωνα με τη θεωρία της
προσκόλλησης (Bartolomew & Horowitz, 1991) οι ατομικές διαφορές στην
αντιμετώπιση της δυσφορίας είναι αποτέλεσμα είτε της προσκόλλησης που
προκαλεί το άγχος, είτε της προσκόλλησης που προκαλεί την αποφυγή. Ο πρώτος
τύπος αντανακλά το βαθμό στον οποίο το άτομο θεωρεί τον εαυτό του άξιο αγάπης
και υποστήριξης (άγχος), ενώ ο δεύτερος το βαθμό στον οποίο το άτομο θεωρεί
τους άλλους υπεύθυνους για τη δυσφορία του (αποφυγή). Αυτά τα εσωτερικά
λειτουργικά μοντέλα διαμορφώνονται από πολύ νωρίς στη ζωή του ατόμου και
παραμένουν σχετικά σταθερά στη διάρκεια του χρόνου. Εμπειρικές αποδείξεις και
ερευνητικά δεδομένα έχουν δείξει ότι η αποφυγή επηρεάζει το βαθμό στον οποίο
τα άτομα στηρίζονται στους κοινωνικούς δεσμούς για να ρυθμίσουν τα αισθήματα
δυσφορίας, αλλά και πως τα άτομα υψηλής αποφυγής (σε σύγκριση με τα άτομα
χαμηλής αποφυγής) βλέπουν τους άλλους ως μη διαθέσιμους και μη
ανταποδόσιμους και στηρίζονται λιγότερο στους κοινωνικούς δεσμούς για να
ρυθμίσουν τη δυσφορία. Επομένως, καθώς η νοσταλγία λειτουργεί ως μέσο
ενδυνάμωσης των κοινωνικών δεσμών, υπήρξε ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ
μοναξιάς (ως πιθανής πηγής ψυχολογικής δυσφορίας) και νοσταλγίας όταν η
αποφυγή ήταν χαμηλή. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι τα άτομα με χαμηλή αποφυγή
στη συνθήκη νοσταλγίας θεωρούσαν πως είναι ικανότερα να παρέχουν στήριξη σε
κοντινά τους πρόσωπα. Αυτά τα ευρήματα αποκαλύπτουν πως η νοσταλγία δεν
αυξάνει μόνο την κοινωνική συνεκτικότητα, αλλά και την αντίληψη των ατόμων
χαμηλής αποφυγής ως προς την ικανότητά τους να παρέχουν συναισθηματική
στήριξη στους άλλους, εφοδιάζοντάς τα, μ’ αυτόν τον τρόπο, με ένα σημαντικό
προσόν για τον σχηματισμό και τη διατήρηση των διαπροσωπικών τους σχέσεων.

Το 2011 μελετήθηκε από τους Hart C. et al. και το χαρακτηριστικό του


ναρκισσισμού σε συνάρτηση με το νοσταλγικό παράγοντα. Από τις μελέτες φάνηκε
πως οι ''υψηλοί'' ναρκισσιστές χρησιμοποίησαν στις αναφορές τους περισσότερο
λέξεις που σχετίζονται με το ατομικό συμφέρον, παρά με το κοινωνικό και οτι οι
περισσότερο ναρκισσιστές είναι πιο νοσταλγικοί για αντικείμενα που έχουν σχέση
με το άτομο. Όσον αφορά τις λειτουργίες της νοσταλγίας, οι νοσταλγικές
αναπολήσεις φάνηκαν να ενισχύουν την αυτοθετικότητα περισσότερο στους
υψηλούς παρά στους λιγότερο ναρκισσιστές. Συνοπτικά, τα ευρήματα της έρευνας
έδειξαν πως η νοσταλγία είναι κοινή στους ναρκισσιστές, διαφέρει όμως ως προς το
περιεχόμενό της. Οι περισσότερο ναρκισσιστές νοσταλγούν πράγματα που
σχετίζονται με το άτομο και όχι με την κοινωνία. Μέσω της νοσταλγίας οι υψηλοί
ναρκισσιστές θέτουν τους ατομικούς τους στόχους ενισχύοντας έτσι την
αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση τους. Κατά συνέπεια η νοσταλγία αντανακλά
την αυτοθετικότητα στους υψηλούς ναρκισσιστές. Δεν υπάρχει σημαντική
συσχέτιση του υψηλού ναρκισσισμού με την κοινωνική συνεκτικότητα αλλά ούτε
του χαμηλού ναρκισσισμού με την αυτοθετικότητα. Ο λιγότερο ναρκισσιστής δίνει
έμφαση στους κοινωνικούς στόχους, ενώ οι υψηλοί ναρκισσιστές αποσκοπούν σε
ατομικούς στόχους.

Μια πιο πρόσφατη έρευνα των J. Seehusen et al. (2013) συνέδεσε θετικά το
νευρωτισμό με την τάση νοσταλγίας, έχοντας ως έναυσμα την άποψη που θεωρεί
την νοσταλγία μια μορφή συναισθηματικής αστάθειας ή κατάθλιψης. Την
αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ως μια οπισθοχώρηση στο παρελθόν λόγω της αδυναμίας
διαχείρισης των απαιτήσεων της ενήλικης ζωής. Η θεώρηση αυτή βλέπει το άτομο
με τάση νοσταλγίας ως ερωτευμένο με το παρελθόν, δυστυχισμένο στο παρόν και
γεμάτο φόβο για το μέλλον. Ο νευρωτισμός περιλαμβάνει αρνητικά συναισθήματα,
συναισθηματική αστάθεια και σχετίζεται με την ανάγκη του να ανήκεις. Ένα άτομο
με τέτοια ανάγκη , έχει μεγάλη έγνοια να είναι αποδεκτό και είναι ιδιαίτερα
ευαίσθητο στην επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των άλλων. Για αυτό η αρχική
σημασία του νευρωτισμού ήταν η συναισθηματική αστάθεια. Η θετική συσχέτιση
του νευρωτισμού με τη νοσταλγία, αλλά και την ανάγκη του «ανήκειν» υποστηρίζει
την άποψη ότι η συσχέτιση νευρωτισμού και νοσταλγίας προκύπτει επειδή ο
νευρωτισμός συνδέεται θετικά με την ανάγκη του να ανήκεις και η ανάγκη αυτή
προβλέπει αυξημένη νοσταλγία. Η έρευνα αυτή ενισχύει την ιδέα ότι η
αλληλεπίδραση νευρωτισμού και νοσταλγίας προκύπτει επειδή η νοσταλγία με το
πλούσιο κοινωνικό περιεχόμενό της λειτουργεί ως στρατηγική που καλύπτει τις
όποιες ανεπάρκειες στο αίσθημα του ανήκειν.

You might also like