You are on page 1of 8

Αλέξης Τραϊανός

(1944 – 1980)

Το δεύτερο µάτι του Κύκλω̟α / Cancerpoems


(1977)

1
Το δεύτερο µάτι του Κύκλω̟α
Ηλεκτρική καρέκλα

∆εν κατασκεύασα κανένα από αυτά


Τα άδεια συρτάρια του κόσµου

Τίποτα από σχήµα απάτης και τίποτα απ’ αυτόν τον κόσµο
Να ζει να τρέφεται απ’ τις λέξεις µου
Να γλείφει τα χέρια µου
Με το σοβαρό µισό του εαυτού µου
Γερνώντας και γέρνοντας σ’ εν’ άλλο µισό γελαστό

∆εν είναι βλέπεις µόνο η πόλη που παίζει µόνη


Με τόσα πολλά αυτοκίνητα
Χίλιες φτηνές ευκαιρίες για τόσα ακίνητα

∆εν είναι βλέπεις µόνο η πόρνη

Όµως άλλες φωνές δεν ήτανε στους δρόµους

Χέρια σκυλιά τινάξανε οι τοίχοι

Λοιπόν πού πήγαινα


Μισός νύχτα µισός κτήνος
Μέσα στον ψόφιο ζέφυρο

Φθινόπωρο και πανικός και παγωµένο φως


Και Μαδιάµ µοίρα από φαντάσµατα πράγµατα

Πένα σκληρή Πουλί της καταιγίδας


Πού πήγαινα και είµαι πάντα εδώ
Που αρχίζω να περπατώ
Μέσα στις καιρικές συνθήκες του δωµατίου αυτού
Αρχίζω να περπατώ
Σ’ αυτό το γκρο πλάνο του τρόµου
Σαν ένα µπαστούνι δίχως κανένα τυφλό
Τραβώντας από µέσα µου
Τ’ ατέλειωτο τούτο καρφί
Καθώς όλο και πλησιάζει αυτή η κυρία
Με τα µαύρα και τα κεριά
Και βρέθηκα πάλι µέσα στο πάλι σπίτι
Με το στόµα µου απέναντι ή µιαν εκδοχή
Από τόσα πεζά κείµενα
Τόσες εκποµπές από κύµατα

Αίµατα σ’ αυτό το άσπρο


2
Που είναι για να µατώνει µαζί σου χαρτί
Χωρίς καµιάν έκπληξη που δε ζει κανείς
Αφού όλοι γίνανε αντικείµενα
Μέρη που έρχεσαι και φεύγεις
Ή µπορείς να περάσεις τράνζιτο τη ζωή
Σ’ αυτό το σενάριο του κόσµου
Που δεν οδηγείται στη λύση του
Κουτσαίνοντας απ’ τη δεξιά και την αριστερή
Μεριά της ψυχής

Τώρα
Με το χρώµα σου να ξύνεται
Να φεύγει απ’ το πρόσωπό σου
Το πρόσωπό σου να ξύνεται
Να φεύγει απ’ τα κόκαλά σου
Το σώµα σου κάτι το ελάχιστο
Ανάµεσα στο γραφείο και τη ζέστη απ’ τη λάµπα

Ως το τέλος Το τέλος να κρατήσεις


Γράφοντας άτσαλα πια
Κολλώντας τόσο άτσαλα τα γραµµατόσηµα
Με λίγο σάλιο από λύπη
Πάνω σε ποιήµατα που τα έγραφες
Καθισµένος σ’ αυτή την καρέκλα την ηλεκτρική

Μυαλό θανάσιµο βεγγαλικό


Κρύσταλλο κορµί

Η Βίκυ της αιµοµιξίας

Κυνηγούσα το φως και µ’ αγκύλωνε


Σαρκοβόρο σκοτάδι από πέτρα πλάγιο
Κατεβαίνοντας µέσα στο στόµα

Με δένει η πέτρα ζοφερά ψυχανθή


Κύκλοι του αίµατος µέσα στον ύπνο που ξύπναγε
Όταν κόκκινη Κοκκίνησε ο τόπος
Μ’ ένα φόρεµα µατωµένο απόρρητο ήταν

∆όθηκε η καρδιά µου και άδειασε

Χωρίς ηλικία γέννηση θάνατο


Μέσα στο στόµα µου µόνο ένα χάπι για τον ύπνο
Κι ένα

Αντίο η θάλασσα µε την ίδια προσπάθεια εδώ και χρόνια

3
Αντίο φλόγα ενός σάπιου ανέµου
Αντίο ξεκρεµάστε απ’ την ουσία σου κόσµε

Βλέπω αίµα αίµα πολύ


Γέµισε το παράθυρό µου χαµένος παράδεισος
Φυτεία της νικοτίνης και νύχτα

Τότε κάπου πάντα θέλει να πάει κανείς


Στο τίποτα έστω µέσα σε τόσα τίποτα

«Κι η χαµένη καρδιά σκληραίνει κι αγάλλεται»


Τ’ όνειρο έµπαινε πια µέσα στη µέρα µου
Κι από παντού το κόκκινο το κολασµένο γέλιο σου

Εδώ ‘µια γέρος ερωτευµένος µε το δωµάτιο και τα σκοτάδια


∆εν έχω µάτια να σε δω δεν έχω χέρια
Βήχω πίνω καφέ
Βάζω το ξύλινο πόδι µου το γυάλινο µάτι µου
Σου γράφω αυτά τα λόγια που γράφει πριν φύγει κανείς
Κάνει κρύο
Φοβάµαι

Σ̟ίτι του κάρβουνου

Μέρες στενά παπούτσια


Σπίτι του κάρβουνου
Καθώς απ’ τ’ ανοιγµένο δέµα
Έπεσαν όλοι στο κενό

Ελαστικοί και αδιάφοροι


Που θα µπορούσες να ζεις ήσυχα
Μ’ ό,τι δε σ’ αφορά πια
Μες στην τοµή του µηδενός

Κοµµάτι από συνήθεια

Άσκηση του ζώου µες στο µάτι

Πιο σκοτεινά στο σκοτάδι

Και στο χαρτί


Μελανό µοναχικό χαρακίρι
Το σεληνιακό τοπίο
Να χαρακώνει και να σφίγγει το σαλόνι

4
En face et profil

Profil et en face
En face et profil
Πάλι κοιτάζοντας το σώµα αυτό που απέτυχε
Ανάµεσα σε ανθρώπους που µιµούνται το θάνατο
Και βοτανικά επαγγέλµατα

Που τους είδα να παίρνουν


Όλο και κάτι παραπάνω από πάνω µου
Κάθε φορά και να φεύγουνε

Ώσπου να µείνεις µόνο


Αυτό το πάθος για µερικά σπίρτα
Και για λίγο γράψιµο ακόµα
Ανάµεσα στους µεντεσέδες της νύχτας

Άπνοια που δε θα έρθει ποτέ


Με τ’ αναµµένα τσιγάρα
Τη βίδα και τις καρφίτσες
Να στριφογυρίζουν συνέχεια µες στο δέρµα

5
Cancerpoems

Βράδια ̟ου ήρθα κι έφυγα

Εδώ όταν ήρθα το ποίηµα κατέβαινε ολοένα στην κόλαση

Από ‘να απόγευµα κοίταζα τη ζωή


Με αέρα και νύχτα
∆ρόµους κι εµένα

Εδώ είπα όλα τα τριαντάφυλλα καπνίζουν


Μ’ ένα γενετήσιο µαύρο καπνό

Όταν µπαίνω σπίτι κρεµώ τον εαυτό µου στην κρεµάστρα

Κάθε απόγευµα βγάζω λίγο απ’ τον εαυτό µου


Και στον εαυτό µου το ακουµπώ

Μέρες τώρα δίχως να γράψω


Πήρα ‘ένα ξυράφι να κοµµατιάζω το δέρµα µου
Να λιγοστεύει λίγο λίγο το χρέος µου Καλύτερα να κοιµόµουν
Μα ξύπνησα µαζεύοντας άρρωστο φως
Μαραµένους αγγέλους
Ποιήµατα άσκηµα σαν την ψυχή µου

Από τις χαραµάδες του κορµιού µου άκουγα τον καιρό

Έστελνες κάτι λέξεις παλιές και ξερές


Ξερές και παλιές Τίποτα δε φυτρώνει
Μια µέρα γίνεται από µπετόν
Ξεκινά ήσυχα απ’ τις µαύρες σάρκες της νύχτας

Μια µέρα όπως για τον Μπετόβεν


Που κοίταζα να σε δω και µε κοίταζες και δε φαινόµασταν
Ώσπου η µουσική να σκεπάσει κάθε θόρυβο
Με λέξεις και θρόµβους και κάτι µερικές φορές πολύ τροµερό
Που η γυναίκα µε τα φίδια και τα µαύρα µαλλιά της
Τυλίγει και ξετυλίγει σαν το µαύρο κρεβάτι της
Τυλίγει και ξετυλίγει το δέρµα της

Σηκώνεται και µε βρίσκει απελπιστικά θανάσιµον

Πέφτουν οι τοίχοι οι κήποι


Οι άρρωστες µέρες απ’ το κεφάλι µου
Μέσα σε βράδια που ήρθα κι έφυγα

6
Και πέρασα πια πίσω απ την ιστορία της ζωής µου
Με τον κόκκινο άγγελο και τον κόκκινο διάβολο
Το ερωτικό της οξύ χυµένο επάνω µου
Και τον άγριο άνεµο που φύσηξε απ’ το πρόσωπό µου
Τα τελευταία χαρτιά
Για πάντα

Το ̟ουληµένο ̟αιχνίδι της ̟οίησης


δεν έχει τελειώσει ακόµη

Σήµερα µου µίλησες για το πρόσωπό µου


Απλά ότι πάχυνε

∆εν το κατάλαβα ούτε κι εγώ


Γιατί δε θα βλέπω σε λίγο

Άσκηµο νάρκωµα κι ένα βασανιστικό ταξίδι


Μ’ έσµπρωξαν πάλι εδώ
Έτσι τότε που πήρανε τον καθρέφτη
Κι έµεινε το πρόσωπό µου
Πίσω µέσα στον τοίχο
Τα χέρια µου κατεβαίνοντας
Γράφοντας ποιήµατα
Ανοίγοντας την πόρτα και τον καφέ
Το κορίτσι τον Μρούκνερ
Το πέµπτο του πάτωµα

Κι η ζωή µας παίχτηκε κοµµένη ταινία στο σινεµά

Κάηκε η ασφάλεια του εαυτού µου


Ανίσχυρη την τόση µου τάση να σηκώσει

Με χάρτινη κούκλα θα σπάσει τους σπάγγους της


Αµφιβάλλω αν περπατήσει
Αµφιβάλλω αν θα µπορέσει να συρθεί
Ως τα ψίχουλα

Μην περπατάς Το πάτωµα τρίζει Η γη τρίζει


Είν’ επικίνδυνα εδώ στο πέµπτο το πάτωµα αν θα πέσεις
Είν’ επικίνδυνα σ’ αυτό το ερηµονήσι του ύψους

Ο ουρανός τρίζει Το τηλέφωνο κουλουριάζεται Μια µαύρη γάτα


Κοιµάται ήσυχα ∆εν ξυπνάει ποτέ του
Παρά µόνον όταν θέλω ν’ ακούω την ώρα και τον καιρό
Τα έργα της εβδοµάδας τ’ άλογα τα λαχεία και το ΠΡΟ- ΠΟ

7
Κάποιοι φέρνουν κάτι µέσα
∆εν καταλαβαίνω καλά
∆υναµίτη ή βόµβες

Θα υπονοµεύσουν την πολυκατοικία


Τον πλανήτη την πόλη

Το τηλέφωνο κουλουριάζεται πάλι


Το σκεπάζω µε µια κουβέρτα
Σκεπάζω τα βιβλία τα τζάµια τα µάτια µου
Βυθίζω τα δάχτυλα στο πρόσωπό µου
Κι ανακαλύπτω τη λάσπη

Το πουληµένο παιχνίδι της ποίησης


∆εν έχει τελειώσει ακόµη

You might also like