You are on page 1of 11

http://hallofpeople.com/gr.php?

user=Σαρτρ

Ζαν-Πωλ Σαρτρ
Ο τοίχος
Σε αυτή τη μικρή ιστορία ο Σαρτρ περιγράφει την τελευταία νύχτα τριών
αναρχικών, που πρόκειται να εκτελεστούν το ξημέρωμα, κατά την διάρκεια
του Ισπανικού εμφυλίου.

Απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου

"Είχα την εντύπωση ότι κρατούσα μπροστά μου όλη μου τη ζωή και
σκέφτηκα "είναι ένα άθλιο ψέμα". Δεν άξιζε τίποτα, εφόσον είχε τελειώσει...Η
ζωή ήταν μπροστά μου, τελειωμένη, κλειστή, σαν σάκος, κι όμως ό,τι
υπήρχε εκεί μέσα ήταν ατελές. Για μια στιγμή, προσπάθησα να την κρίνω.
Θα ήθελα να πω "είναι μια ωραία ζωή". Αλλά δεν μπορούσα να την κρίνω,
ήταν ένα προσχέδιο, είχα περάσει τον καιρό μου εκδίδοντας
συναλλαγματικές για την αιωνιότητα, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν
νοσταλγούσα τίποτα, υπήρχαν πάμπολλα πράγματα τα οποία θα μπορούσα
να είχα νοσταλγήσει...όμως ο θάνατος είχε αφαιρέσει τη μαγεία απ' όλα".
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

«Οι Λέξεις» είναι η αυτοβιογραφία των παιδικών χρόνων του φιλόσοφου του υπαρξισμού,
καλύπτοντας το διάστημα από τη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του ως τα 11 περίπου.
Ένα βιβλίο γεμάτο από μνήμες παιδικότητας και μνήμες ανάγνωσης.

Αποσπάσματα

Ανεπίγνωστα πλατωνιστής, πήγαινα από τη γνώση στο αντικείμενο της


γνώσης· έβρισκα περισσότερη πραγματικότητα στην ιδέα απ’ ότι στο
κείμενο.

[…]

Στα βιβλία συνάντησα το σύμπαν: αφομοιωμένο, ταξινομημένο,


καταχωρισμένο, κατανοητό, και επιπλέον επικίνδυνο· δεν διαχώριζα την
αταξία των αναγνωστικών εμπειριών μου από την αβέβαιη πορεία των
πραγματικών γεγονότων.

. […]

Κάθε άνθρωπος έχει τον φυσικό του χώρο· ούτε η περηφάνια ούτε η αξία
καθορίζουν το υψόμετρο: Αυτό το αποφασίζει η παιδική ηλικία. Ο δικός μου
φυσικός χώρος είναι ένας έκτος όροφος στο Παρίσι με θέα τις στέγες

. […]

Για να ξαναβρώ τη χαρά μου επανέκαμπτα στο συμβολικό μου έκτο όροφο,
ανάσαινα και πάλι τον ασφυκτικό αέρα των Γραμμάτων, το σύμπαν
απλωνόταν στα πόδια μου και κάθε πράγμα ικέτευε ταπεινά ένα όνομα·
δίνοντας το όνομα ήταν σαν να το δημιουργούσα και ταυτόχρονα να το
αποκτούσα. Δίχως αυτή την κεφαλαιώδη ψευδαίσθηση, δεν θα είχα γράψει
ποτέ.
Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός
Αποσπάσματα από το βιβλίο του, (εκδόσεις. Ρούγκα).

«Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ»: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση


από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια
κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν
γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού.
Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν
άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας
κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν
πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως
αυτής είναι κόλαση.

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ το έργον ανθρώπων που βλέπουν


ξεκάθαρα και που παίρνουν υπόψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η
λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά
πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα
στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να
κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΡΩΙΑ μπορεί κανείς, τη


στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’
ανακαλύψω έναν κώδικα ηθικής». Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό
να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό
γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν έναν ηθικό κώδικα άξιο του
ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα
πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν
την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό
σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων
τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα.
Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν τους ανθρώπους ικανούς να έχουν
μια νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο
το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων -για να μην αναφέρουμε τις
προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα- να δημιουργούν εμπόδια
στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας
μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει τη
δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται
εξαιρετικά δύσκολη. Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην
οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν,
για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως
την περίπτωση -παρ’ όλες τις καλές προθέσεις- δεν θα πετύχετε την πλήρη
αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα
σας ένας εντελώς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα». Το να μεταχειριστούμε
όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό
αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να
εγκαταλείψουμε.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ, από την


αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να είναι
απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι
σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πώς
έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας - μιας κοινωνίας που
βρίσκεται σε κίνηση. Κι επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης
πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος.

ΕΧΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΡΚΕΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΣΑ χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά


έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της
κατοχής μού είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που
έχουμε στη διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία
μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μού αρέσει, θέλω πάντα να το
δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω
μόνο και μόνο να σκλαβωθούν άλλοι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι
ευχαριστιέμαι από τη σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το
αντικείμενο που θα του δώσω.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ μερικά βιβλία, αλλά
το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα
βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο
εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δεν νομίζω πως θα
έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά
από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή.
Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την
άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά.
ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΡΑ είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό
και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη:
την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του.

[Πηγή: www.doctv.gr]
Ζαν Πωλ Σαρτρ

Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός

(απόσπασμα από διάλεξη που έδωσε το 1946)

Ο άνθρωπος είναι «εγκαταλειμμένος», αφημένος στη δική του


πρωτοβουλία. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, που θα σας επιτρέψει να
καταλάβετε καλύτερα την «εγκατάλειψη» θ' αναφέρω την περίπτωση ενός
απ' τους μαθητές μου, που ήρθε να με βρει κάτω από τις ακόλουθες
συνθήκες. Ο πατέρας του είχε τσακωθεί με τη μητέρα του και μάλιστα
έδειχνε πως είχε κλίση να γίνει συνεργάτης των Γερμανών· ο μεγαλύτερος
αδελφός του είχε σκοτωθεί στη γερμανική επίθεση του 1940 κι αυτός ο
νέος, με κάπως πρωτόγονα συναισθήματα αλλά και περίσσια γενναιοψυχία,
επιθυμούσε να εκδικηθεί το θάνατό του. Η μητέρα του ζούσε μαζί του,
πολύ στενοχωρημένη από την ημι-προδοσία του πατέρα του και τον χαμό
του πρωτότοκου γιου της, και δεν έβρισκε παρηγοριά παρά σ' αυτόν τον
μικρότερο.

Τη στιγμή εκείνη, λοιπόν, ο νεαρός έπρεπε να διαλέξει: ή να φύγει στην


Αγγλία και να προσχωρήσει στις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις ­δηλαδή να
εγκαταλείψει τη μητέρα του- ή να παραμείνει κοντά στη μητέρα του και να
τη βοηθήσει να ζήσει. Είχε απόλυτα συνειδητοποιήσει πως αυτή η γυναίκα
δεν ζούσε παρά χάρη στην παρουσία του και πως η εξαφάνισή του - και
ίσως ο θάνατός του - θα την εβύθιζαν στην απελπισία. Ήξερε ακόμα πως
στο βάθος, συγκεκριμένα, κάθε πράξη που έκανε απέναντι στη μητέρα του
είχε το αντίκρυσμά της, με την έννοια πως την βοηθούσε να ζήσει, ενώ
κάθε πράξη που θα έκανε για να φύγει και να πολεμήσει ήταν διφορούμενη,
αμφίβολης αποτελεσματικότητας, μπορούσε κάλλιστα να χαθεί στις άμμους
και να μη χρησιμέψει σε τίποτα.

Για παράδειγμα: φεύγοντας για την Αγγλία, μπορούσε να συλληφθεί και να


κλειστεί επ' αόριστο σ' ένα ισπανικό στρατόπεδο, καθώς θα περνούσε απ'
την Ισπανία· μπορούσε πάλι να φτάσει κάποτε στην Αγγλία ή στο Αλγέρι κι
εκεί να τον ρίξουν σε κανένα γραφείο να μουντζουρώνει χαρτιά.

Δύο τύποι ηθικής

Βρισκόταν, κατά συνέπεια, απέναντι σε δύο τύπους δράσης πολύ


διαφορετικούς: η μια ήταν συγκεκριμένη, άμεση, αλλά δεν απευθυνόταν
παρά σε ένα μόνον άτομο' η άλλη, που απευθυνόταν σ' ένα πολύ ευρύτερο
σύνολο, σε μιαν εθνικήν ολότητα, ήταν απ' αυτόν ακριβώς τον
προσανατολισμό της διφορούμενη και μπορούσε να διακοπεί στα μισά του
δρόμου. Ταυτόχρονα, εδίσταζε ανάμεσα σε δύο τύπους ηθικής. Απ' τη μια
μεριά, είχε να κάνει με μιαν ηθική της συμπάθειας, της ατομικής
αφοσίωσης απ' την άλλη, αντιμετώπιζε μιαν πολύ ευρύτερη ηθική αλλά
πολύ αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας.
Το χριστιανικό δόγμα

Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στις δύο. Ποιος μπορούσε να τον βοηθήσει να


διαλέξει; Το χριστιανικό δόγμα; Όχι. Το χριστιανικό δόγμα λέει: έσο
φιλάνθρωπος, αγάπα τον πλησίον σου, θυσίασε τον εαυτό σου στους
άλλους, διάλεξε τον πιο τραχύ δρόμο, κτλ, κτλ. Ποιος, όμως, είναι ο πιο
τραχύς δρόμος; Ποιον πρέπει ν' αγαπάμε «ως αδελφόν», τον συμμαχητή
μας ή τη μητέρα μας; Τι είναι πιο ωφέλιμο, η αόριστη συμμετοχή στις
πολεμικές επιχειρήσεις ενός συνόλου ή η συγκεκριμένη βοήθεια σ' ένα
συγκεκριμένο ον για να ζήσει; Ποιος μπορεί ν' αποφασίσει απ' τα πριν γι'
αυτά; Κανένας. Καμιά γραπτή ηθική δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα το ένα
ή το άλλο.

Η καντιανή ηθική λέει: μη χρησιμοποιείτε ποτέ τους άλλους σαν μέσα αλλά
σαν σκοπό. Πάει καλά: αν παραμείνω κοντά στη μητέρα μου, θα της φερθώ
σαν να ήταν σκοπός και όχι μέσο, αλλά, απ' αυτό το ίδιο το γεγονός
κινδυνεύω να χρησιμοποιήσω σαν μέσο αυτούς που πολεμάνε γύρω μου· και
αντίστροφα, αν πάω κι εγώ να πολεμήσω, θα φερθώ στους συμμαχητές μου
σαν να ήταν σκοπός, ενώ κινδυνεύω έτσι να χρησιμοποιήσω τη μητέρα μου
σαν μέσο.

Αξία και συναίσθημα

Αν οι αξίες είναι αόριστες, κι αν είναι πάρα πολύ πλατιές για τη


συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουμε, δεν μας μένει παρά να
εμπιστευθούμε το ένστικτό μας. Αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει κι ο
νεαρός κι όταν τον είδα, έλεγε: στο βάθος, αυτό που έχει σημασία είναι το
συναίσθημα' θα έπρεπε να διαλέξω αυτό που με σπρώχνει αληθινά προς
κάποια κατεύθυνση.
Αν αισθάνομαι πως αγαπάω αρκετά τη μητέρα μου για να θυσιάσω προς
χάρη της όλα τ' άλλα - την επιθυμία μου για εκδίκηση, την επιθυμία μου για
δράση, την επιθυμία μου για περιπέτειες- μένω κοντά της. Αν, αντίθετα,
αισθάνομαι πως η αγάπη για τη μητέρα μου δεν είναι αρκετή, τότε φεύγω.

Πώς, όμως, να καθορίσει κανείς την αξία ενός συναισθήματος. Τι έδινε


αξία στο συναίσθημά του για τη μητέρα του; Το γεγονός ακριβώς ότι έμενε
για χάρη της. Μπορώ να πω: αγαπάω αρκετά τον τάδε φίλο μου για να του
θυσιάσω το δείνα ποσό χρημάτων' δεν μπορώ να το πω στ' αλήθεια παρά
μόνον αν το 'χω κιόλας κάνει. Μπορώ να πω: αγαπάω αρκετά τη μητέρα
μου ώστε να μείνω, αν έχω ήδη μείνει κοντά της. Δεν μπορώ να καθορίσω
την αξία αυτής της αφοσίωσης, παρά μόνο αν έχω κάνει μια πράξη που να
την επικυρώνει και να την προσδιορίζει. Καθώς, όμως, εγώ ζητάω από
αυτή την αφοσίωση να δικαιολογήσει την πράξη μου, παρασύρομαι σ' ένα
φαύλο κύκλο.

Το συναίσθημα οικοδομείται με τις πράξεις μας

Άλλωστε ο Αντρέ Ζιντ είπε, πολύ σωστά, πως ένα συναίσθημα που
υποκρινόμαστε ή ένα συναίσθημα που ζούμε σαν βίωμα είναι δυο πράγματα
σχεδόν αδιαχώριστα: το ν' αποφασίσω πως αγαπάω τη μητέρα μου
μένοντας κοντά της ή να παίξω θέατρο μ' αποτέλεσμα να φαίνεται πως
μένω για τη μητέρα μου, είναι λιγάκι το ίδιο πράγμα. Μ' άλλα λόγια: το
συναίσθημα οικοδομείται με τις πράξεις που κάνουμε· άρα, δεν μπορώ να
το συμβουλευθώ και να το χρησιμοποιήσω σαν οδηγό. Αυτό σημαίνει πως
δεν μπορώ ούτε ν' αναζητήσω μέσα μου την αυθεντική διάθεση που θα με
σπρώξει να δράσω, ούτε και να ζητήσω από μιαν έτοιμη ηθική έννοιες που
θα μου επιτρέψουν να δράσω.
Εκλογή και δέσμευση

Θα μου πείτε: πήγε τουλάχιστον σ' έναν καθηγητή για να του ζητήσει
συμβουλή; Αν, όμως, πάτε να ζητήσετε συμβουλή σ' έναν ιερέα, για
παράδειγμα, έχετε ήδη διαλέξει αυτόν τον ιερέα κι όχι άλλον, ξέρατε ήδη
στο βάθος, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτό που θα συμβούλευε. Μ' άλλα
λόγια: διαλέγοντας τον σύμβουλο, σημαίνει και πάλι πως δεσμεύετε τον
εαυτό σας. Η απόδειξη είναι πως, αν σας ρωτήσουν κι είσαστε χριστιανός,
αμέσως θα πείτε: πηγαίνετε να συμβουλευθείτε έναν ιερέα.

Αλλά υπάρχουν ιερείς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, ιερείς που


περίμεναν να δουν κατά πού θα κλίνει η πλάστιγγα και ιερείς που πήραν
μέρος στην Αντίσταση. Ποιον να διαλέξει κανείς; Κι αν ο νεαρός διαλέξει
έναν ιερέα που ανήκε στην Αντίσταση, ή, αντίθετα ένα συνεργάτη των
Γερμανών, έχει κιόλας αποφασίσει το είδος συμβουλής που θα του δοθεί.

Δεν υπάρχει γενική ηθική

Έτσι, καθώς ήρθε να βρει εμένα, ήξερε την απάντηση που θα του έδινα και
δεν είχα παρά μιαν απάντηση να του δώσω: είσαστε ελεύθερος, διαλέχτε
μόνος σας, δηλαδή εφεύρετε. Καμιά γενική ηθική δεν μπορεί να υποδείξει
τι πρέπει να γίνει: δεν υπάρχουν «σημάδια» στον κόσμο. Οι καθολικοί θα
απαντήσουν: μα υπάρχουν «σημάδια». Ας το δεχθούμε πάντως, εγώ
διαλέγω το νόημα που θα τους δώσω.

μτφρ: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

αναδημοσίευση από: «users.sch.gr»


Γράμματα στον Κάστορα,
(Στη Σιμόν ντε Μπωβουάρ)

αποσπάσματα

14 Ιουλίου

(…) Έκανε λοιπόν μούτρα κι εγώ γκρίνιαζα. Πήγαμε στο Φάλσταφ και την
κατσάδιασα κανονικά. Τότε έπεσε μονοκόμματα, σαν κομμένο δέντρο, στην
αγκαλιά μου και μου ζήτησε να την πάω σπίτι μου, και το έκανα. Έμεινε
εκεί τη νύχτα (και την επόμενη νύχτα – και θα περάσει και την αυριανή:
Φεύγει την επομένη, την Κυριακή). Χαϊδευτήκαμε χωρίς καμιά κουβέντα,
πράγμα που κάνει πιο ανάλαφρη τη διήγηση αυτής της νύχτας. Έκανα όλα τ’
άλλα εκτός από την τελική πράξη. Είναι όπως η εμφάνισή της το δείχνει
αρκετά, αυτό που ο Μπουμπού θα αποκαλούσε μια «μεγάλη ερωμένη».
Είναι εξάλλου πολύ γοητευτική στο κρεβάτι. Είναι η πρώτη φορά που κάνω
έρωτα με μια μελαχρινή ή μάλλον μια μαύρη, γεμάτη μυρωδιές και με
παράξενη τριχοφυΐα, με μια μικρή μαύρη γούνα στην κοιλιά κι ένα σώμα
κάτασπρο, πολύ πιο λευκό απ’ το δικό μου.
Στην αρχή αυτός ο βίαιος αισθησιασμός και αυτά τα πόδια που τσιμπούσαν
σαν πηγούνι κακοξυρισμένου άντρα με εξέπληξαν λίγο, σχεδόν μ’
αηδίασαν. Αλλά όταν κανείς συνηθίσει είναι πολύ έντονα όλα. Έχει
γλουτούς σε σχήμα σταγόνας, γερούς αλλά κάπως βαριούς. Είναι πιο
πλατιά κάτω απ’ ό,τι πάνω και έχει μερικά σπυράκια στο στήθος (τα
ξέρετε αυτά: τα σπυράκια της κακοθρεμμένης και κάπως ατημέλητης
φοιτήτριας, είναι μάλλον συγκινητικό). Πολύ ωραία πόδια, μια τελείως
επίπεδη και μυώδη κοιλιά, καθόλου στήθος και γενικά ένα ευλύγιστο
ωραίο σώμα. Μια πολύ μακριά γλώσσα που ξετυλίγεται ατέλειωτα και μου
χαϊδεύει τις αμυγδαλές, ένα στόμα εξίσου ευχάριστο με της Ζεζέ.
Συνολικά πιστεύω ότι είμαι όσο
ευχαριστημένος μπορεί να είναι μια πόρτα φυλακής. Παρ’ όλ’ αυτά
εκφράζω εδώ την ικανοποίησή μου απ’ αυτήν τη νύχτα, που ήταν τέλεια
παθιασμένη κι όχι απ’ την προηγούμενη, που ήταν πιο κουμπωμένη, γιατί
κάτι την ενοχλούσε. Δεν ήθελα να είμαι πολύ καλός κι εξάλλου τα λογίδριά
μου μού είχαν αφαιρέσει αυτήν τη δυνατότητα, και δεν ήθελε να μου πει
ότι μ’ αγαπάει, κυρίως μετά από αυτά που της είπα. Η μουσική απ’ τις
υπαίθριες ορχήστρες της λεωφόρου ντυ Μαιν δημιουργούσε ένα σύνδεσμο
ανάμεσά μας, θέλω να πω ένα σύνδεσμο λόγω του θορύβου. Κάποια στιγμή
έπαιξαν το Some of these days κάτω απ’ το παράθυρό μου. Ήθελε
συγκεκριμένα να τ’ ακούσει και της είπα: «Nα το Some of these days».
Δεν είπαμε πολλά άλλα πράγματα. Θέλησε να κοιμηθεί στην αγκαλιά μου,
κι έτσι δεν έκλεισα μάτι.

Το πρωί μου είπε: «Δεν ζηλεύω την Τάνια, δεν θα δεχόμουνα ποτέ αυτά
που της προσφέρετε. Ζηλεύω τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ». Πράγμα που είναι
δικαιολογημένο κατά τη γνώμη μου. Βλέπετε ότι στα μάτια της δεν είστε
καθόλου μια ηλίθια ή ένα περπατημένο μονοπάτι. Μου είπε αντίθετα:
«Πάντα ήθελα να είστε με κάποιον όπως είστε με τη Σιμόν ντε
Μπωβουάρ. Το βρίσκω καταπληκτικό».

(…) Μάθετε, χαριτωμένε μου Κάστορα, ότι προσπαθώ να τα βγάλω πέρα


μέσα σ’ όλες αυτές τις καταιγίδες, για να παραμείνω απόλυτα ενωμένος
μαζί σας. Σ’ αυτό το γράμμα δεν φαίνεται, επειδή έχω πολλά να πω. Σας
φιλώ τρυφερά, χαριτωμένε μου Κάστορα, και θα σας γράψω κι αύριο.

Σας αγαπώ. (1938)

Απόσπασμα από το βιβλίο Γράμματα

στον Κάστορα, Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ

γράφει στη Σιμόν ντε Μπωβουάρ,

σελ. 86-87, μτφρ.: Kαρίνα Λάμψα, Εκδόσεις Γλάρος, 1987 Αναδημοσίευση

από «ifigeneiasiafaka.com

You might also like