You are on page 1of 10

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Τόσους και τόσους μπάσαμε μέσα στο παλάτι μας, αλλά άνθρωπο αφιλότιμο σαν κι αυτόνε,
δεν έχω ξαναδεί. Να βλέπει τον αφέντη μας κλαμένο, κι αυτός να τραβά ίσα μέσα στα
δώματα. Να βλέπει το ότι κακό μεγάλο ρήμαξε το σπιτικό μας, κι αυτός να το ρίχνει στο
φαγόπότι. Κράζει να του φέρουν άλλα φαγητά, επειδή αυτά που του στρώσαμε δεν του
γουστερνουνε. Αρπάζει κούπα κίσσινη και την αδειάζει μονορούφι στην υγειά της άμοιρης
κυράς μας. Κούπα στην κούπα αδειάζει το τσουχτερό κρασί, και βαριανασαίνοντας πάνω
στη θέρμη του μεθυσιού, στεφανώνει το κεφάλι του με φύλλα μυρτιάς, Αχ, κακά το
σκέφτηκε αυτό ο αφέντης μας. Εμείς να χτυπιόμαστε και να κλαίμε την κυρά μας, κι αυτός
να ξελαρυγγίζεται στο τραγούδι. Έναν κλέφτη, πανούργο και ληστή να φιλεύω εγώ μανούλα
μου μέσα στο παλάτι και η κυρά μου να χάνεται για πάντα. Και μήτε να την ξεπροβοδίσω
μπορώ, μήτε γονατιστός να πέσω μπροστά της και να της πω τον πόνο που με σφάζει. Γιατί
σα μάνα μας αγαπούσε όλους. Κι αν ποτέ θύμωνε ο αφέντης μας, εκείνη με δυο γλυκά
λογάκια έκανε και χανόταν ο θυμός του. Πώς ματάκια μου, πώς να μην οχτρευτώ αυτόν τον
ξένο;
ΑΡΜΑΔΟ
Νιώθω αγάπη ακόμα και γι' αυτό το χώμα, το ταπεινό, που το παπούτσι της, που είναι
ακόμα ταπεινότερο, οδηγημένο από το πόδι της, που ναι το πλέον ταπεινό, πατάει.
Αφού αγαπώ, γίνομαι επίορκος, η πιο μεγάλη απόδειξη ατιμίας. Άρα πώς γίνεται να είναι
αγάπη αληθινή, αν είναι βασισμένη σ ένα ψέμα; Ο έρωτας είναι ζιζάνιο. Ο έρωτας είναι
τελώνιο. Ο έρωτας είναι ένας διάβολος. Ο πιο έκπτωτος άγγελος απ' όλους είναι ο έρωτας.
Κι όμως, ακόμα κι ο Σαμψών μπήκε σε πειρασμό - κι ας είχε δύναμη απροσμέτρητη. Ακόμα
και ο Σολομών έπεσε θύμα γοητείας - κι ας ήταν πάν σοφος. Το βέλος του Ερωτιδέα νίκησε
ακόμα και το ρόπαλο του Ηρακλή. Τι να σου κάνει επομένως το ξίφος του Ισπανούς Τι να
μου κάνουν οι κανόνες της μονομαχίας; Ούτε ξιφομαχίες σέβεται ούτε μονομαχίες
λογαριάζει. Τον Έρωτα τον ταπεινώνει αν τον φωνάξεις «αγοράκι». Μα κείνο που τον
εξυψώνει είν' άντρες να κατατροπώνει. Αντίο, ανδρεία! Σκούριασε, ξίφος! Σώπασε,
τύμπανο! Ο κύριός σας αγαπά. Ναι, αγαπά. Θεέ της αυτοσχέδιας ρίμας, έλα, βοήθησέ με,
γιατί είμαι βέβαιος: θα συνθέσω σονέτο. Σκέψου μυαλό, γράψε μολύβι. Είμαι πανέτοιμος
για να γεμίσω τόμους.
ΦΡΟΥΡΌΣ
Τους θεούς παρακαλάω να με λυτρώσουν απ' τα βάσανα τούτα της φρουράς μου που τώρα
κι ένα χρόνο εδώ υποφέρω, σαν το σκυλί πλαγιάζοντας, απάνω στων Ατρειδών τη στέγη κι
έχω μάθει
των νύχτιων άστρων τα κοπάδια κι όλους τους λαμπερούς των άρχοντες, τ' αστέρια που
ξεχωρίζουνε ψηλά και φέρνουν χειμώνα στους θνητούς ή καλοκαίρι, πότε σα στέκονται
θολά στη δύση, πότε σαν ανατέλλουν.
Το σημάδι προσμένω της φωτιάς, λάμπασμα φλόγας, να φέρει το μαντάτο από την Τροία
πως την κουρσέψαν έτσι το προστάζει, γεμάτη ελπίδες η σκληρή καρδιά γυναίκας.
Κι όταν στο μουσκεμένο από της νύχτας το δροσοβόλημα δέρνομαι στρώμα που όνειρα δε
ζυγίζουν –τι φόβος με παραστέκει πάντα κι όχι ο ύπνος, για να μην κλείνω μάτι ούτε για
λίγο και φαίνομαι πως τραγούδι ή κάτι μουρμουρίζω, γιατρικό στη νύστα μ αυτό μου το
τραγούδισμα ζητώντας, τότε με πιάνει θρήνος και στενάζω για του σπιτιού τα πάθη, που
σαν πρτα τόσο καλά δεν κυβερνιέται. Τωρα μακάρι λυτρωμός στα βάσανά μου καλότυχος
να 'ρθεί κι απ' το σκοτάδι χαρούμενη να ξεπηδήσει λάμψη...
(Ξαφνικά λάμπει το φως.)
Ω! φλόγα, καλωσόρισες που μέσα στη νύχτα σαν το φως της μέρας μοιάζεις και πλήθος
τους χορούς θα στήσεις στ' Άργος για τη χαρμόσυνη αυτή τύχη.
Εεεε!
Μ' όλη τη δύναμή μου τη γυναίκα φωνάζω του Αγαμέμνονα, απ' την κλίνη γοργά να
σηκωθεί και στο παλάτι πασίχαρες κραυγές να ξεσηκώσει γι'αυτή τη λάμψη, αν πάρθηκε στ
αλήθεια της Τροίας η πόλη, καθώς δείχνει τούτο της φλόγας το λαμπρό σινιάλο πρώτος εγώ
θα σύρω το χορό. Γιατί σαν πάνε καλά οι αφέντες, θα το λογαριάσω δική μου τύχη, αφού η
φωτιά τούτη τρεις φορές έξι τη χαρά μου φέρνει.
Κι ας ήταν με το χέρι μου ν' αγγίξω του βασιλιά τ αγαπημένο χέρι σα θα γυρίζει. Δε μιλάω
για τ' άλλα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα μα το ίδιο αυτό παλάτι, αν είχε φωνή, θα τα
λεγε καθάρια σ' όσους τα ξέρουν, πρόθυμα τα λέω, για κείνους που δεν τα ξέρουν, δε
μιλάω καθόλου.
ΚΟΥΝΟΥΠΗΣ:
Αγαπητοί μου θεατές.. , σε λίγο αρχίζουμε. Φρόνιμα είπα...θέλω να μείνει μόνο η σιωπή,
κρυστάλινη όπως τρέχει το νερό στην πηγή του και μας κάνει ήσυχους και γελαστούς !!!
.Ωραία που είναι όταν ακούγεται η σιωπή !..ω! Ξέχασα να σας συστηθώ! (υποκλίνεται) Εγώ
είμαι ο κουνούπης !! και μου αρέσει η ξέγνοιαστη ζωή...Εγώ και η παρέα μου ερχόμαστε
από πολύ μακριά και ψάχνουμε να βρούμε τούς ανθρώπους-εσάς δηλαδή-να τους
διηγηθούμε τα μεγάλα και τα μικρά, τα τιποτένια και τα σπουδαία , να γίνουμε λαμπεροί
σα χρυσάφι και διάφανοι σα κρύσταλλο !! Όμως νιώθαμε μόνοι , κλεισμένοι εκεί πέρα τόσο
καιρό... !!
Μιά μέρα να σας πω.... μου συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Έτσι όπως κοίταζα τον ουρανό -άρχισε
να πέφτει ένα αστέρι -τόσο φωτεινό που έμοιαζε με μια τεράστια βιολέττα, και παραλίγο
να μούρθει στο κεφάλι !!
Θαύμασα τόσο πολύ αυτό το παράξενο θέαμα και μου φάνηκε σα να έβλεπα ένα τεράστιο
ποτάμι -με πολλά νερά-να κολυμπάνε πάνω του .. όμορφες χάρτινες βάρκες !!! Το είπα
αμέσως στους φίλους μου και έπειτα το σκάσαμε τρέχοντας κατά ..δώ! ούφ !! Τωρα που
σας βρήκαμε έχουμε να σας δείξουμε όλα τα θαυμαστά πράγματα αυτού του κόσμου !!
Να τώρα που το λέω..κοιτάξτε..
βγαίνει το φεγγάρι και είναι ολόγιομο σα μεγάλο τριαντάφυλλο και χρυσαφίζουν οι
ακρογιαλιές . Ωραία που νιώθω !! Α, να και οι πυγολαμπίδες τρέχουν στις φωλιές τους να
κρυφτούνε ...Γρήγορα να αρχίσουμε.... Όπου νάναι καταφτάνει ο γερο-παράξενος Δον-
Κριστομπίτα αν καταφέρει να σηκώσει την τεράστια κοιλιά του ! Όμως η Δόνια-Ροζίτα είναι
πολύ γλυκειά -αλλά συγκινείται ..εύκολα !! Η κυρά-Ροζίτα έχει καλή καρδιά και μοιάζει με
τα πουλιά του ουρανού αλλά καμιά φορά ψάχνει και κάποιον για να τον παντρευτεί !!!! Και
τώρα αρχίζουμε.. (πάει να
φύγει, ξαναγυρίζει) Ωχ. ξέχασα τον αγέρα .
Έλα αγέρα να δροσίσεις με γέλιο τα συνεφιασμένα πρόσωπα και να πάρεις μακρυά στα
βουνά τους στεναγμούς της νιότης ! Θελω να στεγνώσεις όλα τα δάκρυα του κόσμου -και
πιο πολύ των κοριτσιών, που έχασαν τον αγαπητικό τους !
Τζέηκ:

Ήτανε πολύ μεθοδικός άνθρωπος ο πατέρας μου. Τα υπολόγιζε όλα πολύ προσεκτικά από
τη μέρα που γεννήθηκα. Δεν το έκανε ούτε για προσωπική του ευχαρίστηση, ούτε για δόξα.
Αυτό οφείλω να το τονίσω. Οι επευφημίες τον άφηναν αδιάφορο. Ούτε τις επιζητούσε. Η
ευγνωμοσύνη δεν τον ενδιέφερε. Ούτε την επιζητούσε. Η μαλακία δεν τον ενδιέφερε. Ούτε
την επιζητούσε. Συγνώμη - η επιδοκιμασία δεν τον ενδιέφερε, ήθελα να πω – Εκείνη την
ημέρα ο πατέρας μου τα υπολόγισε όλα. Όλα τα υπέρ και τα κατά. Και κανόνισε μία
σύσκεψη. Μία σύσκεψη με τους επιτρόπους της περιουσίας του. Ο πατέρας μου ήταν
προσηλωμένος στις επιταγές του νόμου που δεν απέχουν και πολύ από τις επιταγές της
πυγμής. Η επίτροποι όμως δεν θα μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να χαρακτηριστούν σαν
ένα ιδιαιτέρως ομοιογενές ασκέρι. Ούτε ομοιογενές ούτε τυχαίο. Τους κρατούσε πάντως
κάτω από αυστηρή αδιάλλακτη και εξονυχιστική παρακολούθηση. Σε κάθε συνεδρίαση
τους επέτρεπε να πάνε για κατούρημα μόνο μιάμιση φορά. Εκκένωναν σύμφωνα με το
ρολόι. Και η διαδικασία διεκπεραιώνετο, με 9 ψήφους υπέρ και 4 κατά. Ο πάστορας απείχε.
Είχε αντιρρήσεις. Είπε πως αυτό ήταν ασυνήθιστο. Πράγματι πολύ σπάνιο και ασυνήθιστο
πράγμα, για έναν άνθρωπο στην ακμή του, να αφήνει ανεπιφύλακτα την προσωπική του
περιουσία στο νεογέννητο γιο του ακριβώς την ημέρα της γέννησης του, πριν ακόμα το
παιδί συλλαβίσει δύο λέξεις ή συλλάβει το ακατανόητον ή να κόψει την τράπουλα ή να
παίξει το πουλί του ή να γαργαλήσει τον κώλο του με ένα φτερό.. Όμως όλοι
εντυπωσιάστηκαν. Ο μόνος από τους επιτρόπους που δεν εντυπωσιάστηκε ήταν ο θείος
Ρούφους. Ναι, ο θείος Ρούφους δεν εντυπωσιάστηκε… Ο λόγος είναι πως ο πατέρας δεν
είχε και πολλά μπικικίνια πια… Είχε ξομείνει από μονέδα κατά τρόπον λίαν εντυπωσιακόν.
Λίγο πριν είχε ποντάρει κάμποσα για να πιάσει την καλή. Η σταδιοδρομία του στο καζίνο
είχε λήξει από καιρό. Ο ασημένιος ντορβάς είχε αδειάσει. Και ο χρυσός. Κι ούτε ένα
σμαράγδι… Ούτε ένα μπριλάντι...Γκαντέμης το χρηματιστήριο… Στην τράπεζα μπατίρης…
Νομίζω πως πρέπει και οφείλει να ειπωθεί - πως ο λόγος που έβγαλε ο πατέρας μου σε
εκείνη τη σύσκεψη των επιτροπών, εκείνο το θαυμάσιο καλοκαιρινό πρωινό στην εξοχή,
πριν από τόσα χρόνια, ήταν ο λόγος ενός απατεώνα - ή ενός παιδιού - ή ενός πολιτικάντη -
ή ενός τρελού - ή ενός παλιανθρώπου - ή ενός Αγίου.
ΟΡΕΣΤΗΣ

Είμαι ο Ορέστης! Ο Βασιλιάς σας! Ο γιος του Αγαμέμνονα και αυτή η μέρα είναι μέρα την
στέψης μου. Γιατί δεν ουρλιάζετε τώρα; Με φοβάστε; Πριν από δεκαπέντε χρόνια,
μετρημένα μέρα τη μέρα, ένας άλλος φονιάς πρόβαλε μπροστά σας. Είχε και αυτός κόκκινα
χέρια. Χέρια βουτηγμένα στο αίμα! Κι όμως δεν τον φοβηθήκατε, γιατί διαβάσατε στα
μάτια του, πως ήταν σαν και σας, πως δεν είχε το θάρρος της πράξης του. Ένα φονικό που ο
δημιουργός του δεν μπορεί να το βαστάξει στους ώμους του, αυτό το φονικό δεν είναι
κανενός, δεν συμφωνείτε; Μοιάζει σχεδόν με ατύχημα. Κάνατε τον φονιά, Βασιλιά σας και
το αξέχαστο έγκλημα περιπλανιότανε στα σοκάκια της πόλης, θρηνώντας ασταμάτητα , σαν
ένας σκύλος που έχασε τον Αφέντη του. Καταλάβατε πως το έγκλημά μου είναι ολότελα
δικό μου. Το σηκώνω και το δείχνω στον ήλιο. Είναι η δικαίωση της ζωής μου. Η περηφάνια
μου. Δεν μπορείτε ούτε να με τιμωρήσετε, ούτε και να με λυπηθείτε και γι’ αυτό με
φοβάστε. Και όμως, εγώ σας αγαπώ! Για σας σκότωσα! Ναι, για σας! Ήρθα, για να γυρέψω
το βασίλειό μου και σεις με διώξατε γιατί δεν ήμουν σαν και σας. Τώρα, όμως, είμαι! Μας
έδεσε το αίμα και αξίζω να γίνω Βασιλιάς σας. Τα σφάλματά σας, τις τύψεις σας, τις
νυχτερινές αγωνίες, το φόνο του Αίγιστου, για όλα φταίω εγώ! Τα παίρνω πάνω μου. Δε θα
καθίσω ματωμένος στο θρόνο του σκοτωμένου! Μου τον προσέφερε ένας θεός, αλλά τον
αρνήθηκα. Θέλω να γίνω ένας βασιλιάς χωρίς γη και χωρίς υπηκόους. Για μένα όλα τώρα
ξαναρχίζουν, τώρα αρχίζει η ζωή. Μια παράξενη ζωή. Ακούστε ακόμα και αυτό. Κάποιο
καλοκαίρι, αμέτρητα ποντίκια καταστρέφανε τη Σκύρο. Ήταν μια τρομαχτική λέπρα που
πλημμύριζε τα πάντα. Οι κάτοικοι, πίστεψαν πως είχε φτάσει το τέλος τους. Αλλά μια μέρα,
έφτασε ένας φλαουτιέρης και άρχισε να παίζει τη φλογέρα του και όλα τα ποντίκια έτρεξαν
και στριμώχτηκαν γύρω του, ύστερα, άρχισε να περπατά με μεγάλα βήματα, φωνάζοντας
στους ανθρώπους της Σκύρου: << Παραμερίστε, παραμερίστε.>> Τότε, όλα τα ποντίκια
σήκωσαν δισταχτικά τα κεφάλια τους, όπως κάνουν τώρα οι μύγες και ύστερα μεμιάς,
όρμησαν στ’ αχνάρια του. Και ο φλαουτιέρης με τα ποντίκια γύρω του, χάθηκε για πάντα.
Έτσι!...
Η ΚΑΤΑΠΑΚΤΗ

Μόλις συνήλθε από το τράνταγμα


έψαξε για σπίρτα, να δει που βρέθηκε
να εξηγήσει την αιφνίδια πτώση.
Κι ήταν όλα γνωστά,
τ' άχρηστα έπιπλα, οι αράχνες, οι παλιές βαλίτσες.
Τόσο που αναλογίστηκε μήπως δεν είχε πέσει
μήπως ήταν κλεισμένος πάντα στο ίδιο υπόγειο.
"Οταν κάηκε και το τελευταίο σπίρτο
παραδέχτηκε το σκοτάδι.
Πέρα απ' τις ερμηνείες, τους τεμαχισμένους φωτισμούς
ήταν αναγκασμένος να ξαναβγεί στο φώς.
Ξανά, η πρώτη του φορά; Δεν είχε σημασία.
Ήταν αναγκασμένος να βγει στο φώς.
Πατρίκιος
ΑΝΑΜΟΝΗ

Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.


Μη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δεν έχει τι να περιμένει,
Κι όμως περιμένει.
Γιατί εάν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σά να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζή.
Αβασταχτο είναι.. Πικρο είναι
Να σιμώνεις αργά στ' ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο.
Λουντέμης
Η απόφαση

Είστε υπέρ ή κατά;


Έστω απαντήστε μ' ένα ναι ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω άσφαλως πώς σας βασάνισε
τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αυτό σας βασάνισε άσφαλως
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έτσι με ναι ή όχι.
Σε σας άνήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε πια να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψετε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας, τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρος λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.
Αναγνωστάκης
"Αν

Αν είχες φύγει την κατάλληλη στιγμή


δε θα χρειάζονταν αργότερα τόσες δικαιολογίες,
τόσοι εξευτελισμοί και ταπεινώσεις. Στην είσοδο
οι δυό πεσμένοι κουβάδες. Τα βρεγμένα παπούτσια
κρυμμένα κάτω από' το κρεβάτι. Στάχτες,
ποτήρια, πένθιμα αγγελτήρια. Ποτέ δεν έμαθες
τί καί πρός τι και ποια η διαφορά. Ψάχνοντας,
ανέβαλλες, όλο και ανέβαλλες. Μπορεί και να 'ταν
ένας τρόπος κι αυτός, όπως και το τσιγάρο,
όπως το κοίταγμα πίσω από' την κουρτίνα, την ώρα
που οι τρεις γυναίκες πολλαπλασιαζονται στον ουρανό
γυμνές μέ ς άσπρα τους χέρια πίσω απ' τα μαλλιά τους-
- κι εσύ να συνεχίζεις την εδω παραμονή σου
ανάμεσα σε δυο εντελώς ανόμοια αγάλματα
που σου μοιάζουν εξίσου και τα δύο, - το ένα
βαμμένο ακέριο κοκκινο χαλι τ' άλλο μαυρο.
Γ.Ριτσος

You might also like