You are on page 1of 8

czas teraźniejszy znaczenie czas przyszły (θα), tryb aoryst paratatikos

zależny prosty (να)


1. αγαπάω / αγαπιέμαι kocham αγαπήσω / αγαπηθώ αγάπησα / αγαπήθηκα αγαπούσα / αγαπιόμουν
2. αγωνίζομαι walczę (συναγωνίζομαι αγωνιστώ αγωνίστηκα αγωνιζόμουν
- współzawodniczę)
3. αγοράζω / αγοράζομαι kupuję αγοράσω / αγοραστώ αγόρασα / αγοράστηκα αγόραζα / αγοραζόμουν
4. αισθάνομαι czuję (się) αισθανθώ αισθάνθηκα αισθανόμουν
5. ακολουθώ / ακολουθούμαι idę za, podążam za ακολουθήσω / ακολούθησα / ακολουθούσα /
(παρακολουθώ – śledzę) ακολουθηθώ ακολουθήθηκα ακολουθούμουν
6. ακούω / ακούγομαι słucham ακούσω / ακουστώ άκουσα / ακούστηκα άκουγα / ακουγόμουν
7. αλλάζω / αλλάζομαι zmieniam αλλάξω / αλλαχτώ άλλαξα / αλλάχτηκα άλλαζα / αλλαζόμουν
8. ανάβω / ανάβομαι zapalam, włączam ανάψω / αναφτώ άναψα / ανάφτηκα άναβα / αναβόμουν
9. αναγκάζω / αναγκάζομαι zmuszam αναγκάσω /αναγκαστώ ανάγκασα / αναγκάστηκα ανάγκαζα / αναγκαζόμουν
10. ανήκω należę do (σε) - - ανήκα
11. ανοίγω / ανοίγομαι otwieram ανοίξω / ανοιχτώ άνοιξα / ανοίχτηκα άνοιγα / ανοιγόμουν
12. αντιλαμβάνομαι pojmuję αντιληφτώ αντιλήφτηκα αντιλαμβανόμουν
13. αξίζω jestem wart - - άξιζα
14. απαγορεύω / απαγορεύομαι zabraniam απαγορέψω / απαγορευτώ απαγόρεψα / απαγορεύτηκα απαγόρευα/απαγορευόμουν
15. απαντάω / απαντιέμαι odpowiadam απαντήσω / απαντηθώ απάντησα / απαντήθηκα απαντούσα / απαντιόμουν
16. αποκτώ / αποκτιέμαι zdobywam, uzyskuję αποκτήσω / αποκτηθώ απόκτησα / αποκτήθηκα αποκτούσα / αποκτιόμουν
17. απορώ jestem w kłopocie απορήσω απόρησα απορούσα
18. αποτελούμαι składam się z (από) αποτελεστώ αποτελέστηκα αποτελούμουν
19. αποφασίζω / αποφασίζομαι decyduję αποφασίσω / αποφασιστώ αποφάσισα / αποφασίστηκα αποφάσιζα / αποφασιζόμουν
20. αργώ spóźniam się αργήσω άργησα αργούσα
21. αρέσω podobam się (μου - - άρεσα
αρέσει κάτι - lubię coś)
22. αρνούμαι odmawiam, mówię nie αρνηθώ αρνήθηκα αρνούμουν
23. αρχίζω zaczynam αρχίσω άρχισα άρχιζα
24. αστειεύομαι żartuję αστειευτώ αστειεύτηκα αστειευόμουν
25. αφήνω / αφήνομαι zostawiam αφήσω / αφεθώ άφησα / αφέθηκα άφηνα / αφηνόμουν
26. βάζω kładę βάλω / βαλθώ έβαλα / βάλθηκα έβαζα
27. βάφω / βάφομαι maluję βάψω / βαφτώ έβαψα / βάφτηκα έβαφα / βαφόμουν

1
28. βαριέμαι nie mam ochoty βαρεθώ βαρέθηκα βαριόμουν
29. βγάζω wyciągam βγάλω / βγαλθώ έβγαλα / βγάλθηκα έβγαζα
30. βγαίνω wychodzę βγω βγήκα έβγαινα
31. βιάζομαι spieszę się βιαστώ βιάστηκα βιαζόμουν
32. βλέπω / βλέπομαι oglądam, widzę δω / ιδωθώ είδα / ειδώθηκα έβλεπα / βλεπόμουν
33. βοηθάω/ βοηθιέμαι pomagam βοηθήσω / βοηθηθώ βοήθησα / βοηθήθηκα βοηθούσα / βοηθιόμουν
34. βρίσκω / βρίσκομαι znajduję βρω /βρεθώ βρήκα / βρέθηκα έβρισκα / βρισκόμουν
35. βράζω / βράζομαι gotuję (wodę) βράσω / βραστώ έβρασα / βράστηκα έβραζα / βραζόμουν
36. γδύνω / γδύνομαι rozbieram γδύσω / γδυθώ έγδυσα / γδύθηκα έγδυνα / γδύθηκα
37. γελάω / γελιέμαι śmieję się, oszukuję γελάσω / γελαστώ γέλασα / γελάστηκα γελούσα / γελιόμουν
38. γεμίζω / γεμίζομαι napełniam γεμίσω / γεμιστώ γέμισα / γεμίστηκα γέμιζα / γεμιζόμουν
39. γεννάω / γεννιέμαι rodzę γεννήσω / γεννηθώ γέννησα / γεννήθηκα γεννούσα / γεννιόμουν
40. γίνομαι staję się γίνω έγινα γινόμουν
41. γκρινιάζω marudzę γκρινιάσω γκρίνιασα γκρίνιαζα
42. γράφω / γράφομαι piszę γράψω / γραφ(τ)ώ έγραψα / γράφ(τ)ηκα έγραφα / γραφόμουν
43. γυρίζω wracam γυρίσω γύρισα γύριζα
44. δανείζω / δανείζομαι pożyczam komuś (str. δανείσω / δανειστώ δάνεισα / δανείστηκα δάνειζα / δανειζόμουνα
bierna – pożyczam od
kogoś)
45. δείχνω / δείχνομαι pokazuję δείξω / δειχτώ έδειξα / δείχτηκα έδειχνα / δειχνόμουν
46. δένω / δένομαι wiążę, zawiązuję δέσω / δεθώ έδεσα / δέθηκα έδενα / δενόμουν
47. δέχομαι przyjmuję δεχτώ δέχτηκα δεχόμουν
48. διαβάζω / διαβάζομαι czytam, uczę się διαβάσω / διαβαστώ διάβασα / διαβάστηκα διάβαζα / διαβαζόμουν
49. διαλέγω / διαλέγομαι wybieram διαλέξω / διαλεχτώ διάλεξα / διαλέχτηκα διάλεγα / διαλεγόμουν
50. διαμαρτύρομαι protestuję διαμαρτυρηθώ διαμαρτυρήθηκα διαμαρτυρόμουν
51. διαφωνώ nie zgadzam się διαφωνήσω διαφώνησα διαφωνούσα
52. διηγούμαι opowiadam διηγηθώ διηγήθηκα διηγούμουν
53. δίνω / δίνομαι daję δώσω / δοθώ έδωσα (έδωκα) / δόθηκα έδινα / δινόμουν
54. διορθώνω / διορθώνομαι poprawiam διορθώσω / διορθωθώ διόρθωσα / διορθώθηκα διόρθωνα / διορθωνόμουν
55. διψάω mam pragnienie διψάσω δίψασα διψούσα
56. διώχνω / διώχνομαι ścigam, przepędzam διώξω / διωχτώ έδιωξα / διώχτηκα έδιωχνα / διωχνόμουν
57. δοκιμάζω / δοκιμάζομαι próbuję δοκιμάσω / δοκιμαστώ δοκίμασα / δοκιμάστηκα δοκίμαζα / δοκιμαζόμουν

2
58. δουλεύω pracuję δουλέψω δούλεψα δούλευα
59. είμαι jestem είμαι - ήμουν
60. εκφράζω /εκφράζομαι wyrażam εκφράσω / εκφραστώ εξέφρασα / εκφράστηκα έκφραζα / εκφραζόμουν
61. ελπίζω mam nadzieję ελπίσω έλπισα (ήλπισα) έλπιζα
62. εμφανίζομαι pojawiam się εμφανιστώ εμφανίστηκα εμφανιζόμουν
63. ενδιαφέρομαι interesuję się (για) ενδιαφερθώ ενδιαφέρθηκα ενδιαφερόμουν
64. εξηγώ / εξηγούμαι tłumaczę εξηγήσω / εξηγηθώ εξήγησα / εξηγήθηκα εξηγούσα / εξηγούμουν
65. εξαφανίζομαι znikam εξαφανιστώ εξαφανίστηκα εξαφανιζόμουν
66. επηρεάζω / επηρεάζομαι wpływam, mam wpływ επηρεάσω / επηρεαστώ επηρέασα / επηρεάστηκα επηρέαζα / επηρεαζόμουν
67. επιτρέπω / επιτρέπομαι pozwalam επιτρέψω / επιτραπώ επέτρεψα / επιτράπηκα επέτρεπα / επιτρεπόμουν
68. έρχομαι przychodzę έρθω, έλθω ήρθα, ήλθα ερχόμουν
69. ετοιμάζω / ετοιμάζομαι przygotowuję ετοιμάσω / ετοιμαστώ ετοίμασα / ετοιμάστηκα ετοίμαζα / ετοιμαζόμουν
70. εύχομαι życzę (προσεύχομαι – ευχηθώ ευχήθηκα ευχόμουν
modlę się)
71. έχω mam έχω είχα είχα
72. ζεσταίνω / ζεσταίνομαι ogrzewam (str. bierna – ζεστάνω / ζεσταθώ ζέστανα / ζεστάθηκα ζέσταινα / ζεσταινόμουν
jest mi ciepło)
73. ζηλεύω / ζηλεύομαι zazdroszczę ζηλέψω / ζηλευτώ ζήλεψα / ζηλεύτηκα ζήλευα / ζηλευόμουν
74. ζητάω / ζητιέμαι proszę kogoś (από κπν) ζητήσω / ζητηθώ ζήτησα / ζητήθηκα ζητούσα / ζητιόμουν
75. ζω żyję ζήσω έζησα ζούσα
76. θέλω chcę θελήσω θέλησα ήθελα
77. θυμάμαι pamiętam, θυμηθώ θυμήθηκα θυμόμουν
przypominam sobie
78. καθαρίζω / καθαρίζομαι czyszczę καθαρίσω / καθαριστώ καθάρισα / καθαρίστηκα καθάριζα / καθαριζόμουν
79. κάθομαι siedzę καθίσω, κάτσω κάθισα, έκατσα καθόμουν
80. καίω / καίγομαι palę, spalam κάψω / καώ έκαψα / κάηκα έκαιγα / καιγόμουν
81. καλώ / καλούμαι zapraszam, wołam καλέσω / κληθώ κάλεσα / κλήθηκα καλούσα / καλούμουν
82. καπνίζω palę (papierosy) καπνίσω κάπνισα κάπνιζα
83. καταλαβαίνω rozumiem καταλάβω κατάλαβα καταλάβαινα
84. καταστρέφω/καταστρέφομαι niszczę καταστρέψω /καταστραφώ κατέστρεψα/καταστράφηκα κατέστρεφα/καταστρεφόμουν
85. κατεβάζω / κατεβάζομαι ściągam κατεβάσω / κατεβαστώ κατέβασα / κατεβάστηκα κατέβαζα / κατεβαζόμουν
86. κατεβαίνω schodzę, wysiadam κατεβώ κατέβηκα κατέβαινα

3
87. κερνάω stawiam (piwo) κεράσω κέρασα κερνούσα
88. κλαίω płaczę κλάψω έκλαψα έκλαιγα
89. κλείνω / κλείνομαι zamykam κλείσω / κλειστώ έκλεισα / κλείστηκε έκλεινα / κλεινόμουν
90. κόβω / κόβομαι tnę, kroję, ucinam κάψω / κοπώ έκοψα / κόπηκα έκοβα / κοβόμουν
91. κοιμάμαι śpię κοιμηθώ κοιμήθηκα κοιμόμουν
92. κοιτά(ζ)ω / κοιτιέμαι patrzę κοιτάξω / κοιταχτώ κοίταξα / κοιτάχτηκα κοίταζα, κοιτούσα/
(κοιτάζομαι) κοιτιόμουν, κοιταζόμουν
93. κουράζω / κουράζομαι męczę κουράσω / κουραστώ κούρασα / κουράστηκα κούραζα / κουραζόμουν
94. κρατάω / κρατιέμαι trzymam, trwam κρατήσω / κρατηθώ κράτησα / κρατήθηκα κρατούσα / κρατιόμουν
95. κρύβω / κρύβομαι chowam κρύψω / κρυφτώ έκρυψα / κρύφτηκα έκρυβα / κρυβόμουν
96. λέω / λέγομαι mówię πω / ειπωθώ είπα / ειπώθηκα έλεγα / λεγόμουν
97. λείπω brak mnie (μου λείπει λείψω έλειψα έλειπα
κάτι – ja tęsknie za
czymś)
98. λύνω / λύνομαι rozwiązuję λύσω / λυθώ έλυσα / λύθηκα έλυνα / λυνόμουν
99. λυπάμαι jest mi przykro λυπηθώ λυπήθηκα λυπόμουν
100. μαγειρεύω / μαγειρεύομαι gotuję (obiad) μαγειρέψω / μαγειρευτώ μαγείρεψα / μαγειρεύτηκα μαγείρευα / μαγειρευόμουν
101. μαζεύω / μαζεύομαι zbieram μαζέψω / μαζευτώ μάζεψα / μαζεύτηκα μάζευα / μαζευόμουν
102. μαθαίνω uczę się, dowiaduję się μάθω έμαθα μάθαινα
103. μιμούμαι naśladuję μιμηθώ μιμήθηκα μιμούμουν
104. μένω mieszkam, zostaję μείνω έμεινα έμενα
105. μοιάζω jestem podobny μοιάσω έμοιασα έμοιαζα
106. μοιράζω / μοιράζομαι rozdzielam, rozdaję μοιράσω / μοιράστηκα μοίρασα / μοιράστηκα μοίραζα / μοιραζόμουν
107. μπαίνω wchodzę μπω μπήκα έμπαινα
108. μπορώ mogę μπορέσω μπόρεσα μπορούσα
109. νικάω zwyciężam νικήσω / νικηθώ νίκησα / νικήθηκα νικούσα / νικήθηκα
110. νοιάζομαι obchodzi mnie (για) νοιαστώ νοιάστηκα νοιαζόμουν
111. νομίζω sądzę νομίσω νόμισα νόμιζα
112. ντρέπομαι wstydzę się ντραπώ ντράπηκα ντρεπόμουν
113. ντύνω / ντύνομαι ubieram ντύσω / ντυθώ έντυσα / ντύθηκα έντυνα / ντυνόμουν
114. ξαπλώνω / ξαπλώνομαι kładę (str. czynna i ξαπλώσω / ξαπλωθώ ξάπλωσα / ξαπλώθηκα ξάπλωνα / ξαπλωνόμουν
bierna „kładę się”)

4
115. ξεκινάω zaczynam ξεκινήσω ξεκίνησα ξεκινούσα
116. ξέρω wiem ξέρω ήξερα ήξερα
117. ξεχνάω / ξεχνιέμαι zapominam ξεχάσω / ξεχαστώ ξέχασα / ξεχάστηκα ξεχνούσα / ξεχνιόμουν
118. ξυπνάω budzę, budzę się ξυπνήσω ξύπνησα ξυπνούσα
119. ξυρίζω / ξυρίζομαι golę ξυρίσω / ξυριστώ ξύρισα / ξυρίστηκα ξύριζα / ξυρίστηκα
120. οδηγώ / οδηγούμαι prowadzę οδηγήσω / οδηγηθώ οδήγησα / οδηγήθηκα οδηγούσα / οδηγούμουν
121. ονειρεύομαι śnię, mam marzenie ονειρευτώ ονειρεύτηκα ονειρευόμουν
122. ονομάζω / ονομάζομαι nazywam ονομάσω / ονομαστώ ονόμασα / ονομάστηκα ονόμαζα / ονομαζόμουν
123. οφείλω / οφείλομαι jestem dłużny οφείλω όφειλα όφειλα / οφειλόμουν
124. παθαίνω coś mi się dzieje, πάθω έπαθα πάθαινα
ucierpiałem
125. παίζω / παίζομαι gram, bawię się παίξω / παιχτώ έπαιξα / παίχτηκα έπαιζα / παιζόμουν
126. παίρνω / παίρνομαι biorę πάρω / παρθώ πήρα / πάρθηκα έπαιρνα / παιρνόμουν
127. παντρεύομαι żenię się, wychodzę za παντρευτώ παντρεύτηκα παντρευόμουν
mąż
128. παραγγέλνω zamawiam παραγγείλω παρήγγειλα παράγγελνα
129. παραπονιέμαι narzekam παραπονεθώ παραπονέθηκα παραπονιόμουν
130. παριστάνω (παραστάνω) udaję παραστήσω παρέστησα παρίστανα
131. πεθαίνω umieram πεθάνω πέθανα πέθαινα
132. πείθω / πείθομαι przekonuję πείσω / πειστώ έπεισα / πείστηκα έπειθα / πειθόμουν
133. πεινάω jestem głodny πεινάσω πείνασα πεινούσα
134. περιμένω czekam περιμένω περίμενα περίμενα
135. περνάω przechodzę, spędzam περάσω πέρασα περνούσα
czas
136. περπατάω idę pieszo περπατήσω περπάτησα περπατούσα
137. πετυχαίνω osiągam sukces πετύχω πέτυχα πετύχαινα
138. πετάω / πετιέμαι rzucam, latam πέταξα / πεταχτώ πέταξα / πετάχτηκα πετούσα / πετιόμουν
139. πέφτω upadam πέσω έπεσα έπεφτα
140. πηγαίνω , πάω idę πάω πήγα πήγαινα
141. πιάνω / πιάνομαι łapię πιάσω / πιαστώ έπιασα / πιάστηκα έπιανα / πιανόμουν
142. πιέζω / πιέζομαι wywieram nacisk πιέσω / πιεστώ πίεσα / πιέστηκα πίεζα / πιεζόμουν
143. πίνω piję πιω ήπια έπιναν

5
144. πιστεύω / πιστεύομαι wierzę πιστέψω / πιστευτώ πίστεψα / πιστεύτηκα πίστευα / πιστευόμουν
145. πλένω / πλένομαι myję πλύνω / πλυθώ έπλυνα / πλύθηκα έπλενα / πλενόμουν
146. πληρώνω / πληρώνομαι płacę πληρώσω / πληρωθώ πλήρωσα / πληρώθηκα πλήρωνα / πληρωνόμουν
147. πονάω bolę πονέσω πόνεσα πονούσα
148. πουλάω / πουλιέμαι sprzedaję πουλήσω / πουληθώ πούλησα / πουλήθηκα πουλούσα / πουλιόμουν
149. πρέπει trzeba - - έπρεπε
150. πρόκειται chodzi o (για), czas - - επρόκειτο
przyszły (να)
151. προκύπτω pojawiam się nagle προκύψω προέκυψα προέκυπτα
152. προσθέτω dodaję προσθέσω / προστεθώ πρόσθεσα / προστέθηκα πρόσθετα / προσθετόμουν
153. προσέχω uważam προσέξω πρόσεξα πρόσεχα
154. προσποιούμαι udaję προσποιηθώ προσποιήθηκα προσποιούμουν
155. προτείνω proponuję προτείνω / προταθώ πρότεινα / προτάθηκα πρότεινα / προτεινόμουν
156. προτιμάω / προτιμούμαι wolę προτιμήσω / προτιμηθώ προτίμησα / προτιμήθηκα προτιμούσα / προτιμιόμουν
157. ράβω / ράβομαι szyję ράψω / ραφτώ έραψα / ράφτηκα έραβα / ραβόμουν
158. ρίχνω / ρίχνομαι rzucam ρίξω / ριχτώ έριξα / ρίχτηκα έριχνα / ριχνόμουν
159. ρωτάω /ρωτιέμαι pytam ρωτήσω/ ρωτηθώ ρώτησα / ρωτήθηκα ρωτούσα / ρωτιόμουν
160. σβήνω/ σβήνομαι gaszę σβήσω/ σβηστώ έσβησα/ σβήστηκα έσβηνα / σβηνόμουν
161. σέβομαι szanuję σεβαστώ σεβάστηκα σεβόμουν
162. σηκώνω/σηκώνομαι podnoszę σηκώσω/σηκωθώ σήκωσα/σηκώθηκα σήκωνα / σηκωνόμουν
163. σημαίνω/ σημαίνομαι znaczę σημάνω / σημανθώ σήμανα / σημάνθηκα σήμαινα / σημαινόμουν
164. σκεπάζω/σκεπάζομαι nakrywam σκεπάσω/σκεπαστώ σκέπασα/σκεπάστηκα σκέπαζα / σκεπαζόμουν
165. σκέφτομαι myślę σκεφτώ σκέφτηκα σκεφτόμουν
166. σκοτώνω/σκοτώνομαι zabijam σκοτώσω / σκοτωθώ σκότωσα / σκοτώθηκα σκότωνα / σκοτωνόμουν
167. σκουπίζω / σκουπίζομαι zamiatam, wycieram σκουπίσω / σκουπιστώ σκούπισα / σκουπίστηκα σκούπιζα / σκουπιζόμουν
168. σπουδάζω studiuję σπουδάσω σπούδασα σπούδαζα
169. στέλνω / στέλνομαι posyłam στείλω / σταλώ έστειλα / στάλθηκα έστελνα / στελνόμουν
170. στενοχωριέμαι martwię się στενοχωρηθώ στενοχωρήθηκα στενοχωριόμουν
171. συμβαίνει zdarza się συμβεί συνέβη συνέβαινε
172. συμμετέχω biorę udział συμμετάσχω συμμετείχα συμμετείχα
173. συμπεριφέρομαι zachowuję się συμπεριφερθώ συμπεριφέρθηκα συμπεριφερόμουν

6
174. συμφωνώ / συμφωνούμαι zgadzam się συμφωνήσω / συμφωνηθώ συμφώνησα / συμφωνούσα /
συμφωνήθηκα συμφωνούμουν
175. στηρίζω / στηρίζομαι podpieram (υποστηρίζω στηρίξω/ στηριχτώ στήριξα / στηρίχτηκα στήριζα / στηριζόμουν
– podpieram)
176. συνηθίζω mam zwyczaj συνηθίσω συνήθισα συνήθιζα
177. συστήνω / συστήνομαι przedstawiam (kogoś) συστήσω / συσταθώ σύστησα / συστάθηκα σύστηνα / συστηνόμουν
178. σώζω / σώζομαι ocalam σώσω / σωθώ έσωσα / σώθηκα έσωζα / σωζόμουν
179. ταξιδεύω podróżuję ταξιδέψω ταξίδεψα ταξίδευα
180. τρελαίνομαι dostaję szału τρελαθώ τρελάθηκα τρελαινόμουν
181. τρέχω biegnę τρέξω έτρεξα έτρεχα
182. τρώω / τρώγομαι jem φάω / φαγωθώ έφαγα / φαγώθηκα έτρωγα / τρωγόμουν
183. υπάρχω istnieję, jestem υπάρξω υπήρξα υπήρχα
184. υποπτεύομαι podejrzewam υποπτευτώ υποπτεύτηκα υποπτευόμουν
185. υπόσχομαι obiecuję υποσχεθώ υποσχέθηκα υποσχόμουν
186. υποφέρω cierpię υποφέρω υπέφερα υπέφερα
187. υποψιάζομαι podejrzewam υποψιαστώ υποψιάστηκα υποψιαζόμουν
188. φαίνομαι wydaję się φανώ φάνηκα φαινόμουν
189. φαντάζομαι wyobrażam sobie φανταστώ φαντάστηκα φανταζόμουν
190. φέρνω / φέρνομαι niosę (str. bier. – φέρω / φερθώ έφερα / φέρθηκα έφερνα / φερνόμουν
zachowuję się)
191. φεύγω wychodzę, odjeżdżam, φύγω έφυγα έφευγα
uciekam
192. φοβάμαι boję się φοβηθώ φοβήθηκα φοβόμουν
193. φοράω noszę (na sobie) φορέσω φόρεσα φορούσα
194. φταίω jestem winien φταίξω έφταιξα έφταιγα
195. φτάνω docieram φτάσω έφτασα έφτανα
196. φτιάχνω/φτιάχνομαι robię, sporządzam φτιάξω / φτιαχτώ έφτιαξα /φτιάχτηκα έφτιαχνα/ φτιαχνόμουν
197. φωνάζω krzyczę, wołam φωνάξω φώναξα φώναζα
198. χαίρομαι, χαίρω cieszę się, jest mi miło χαρώ χάρηκα χαιρόμουνα
199. χαλάω psuję (się) χαλάσω χάλασα χαλούσα
200. χάνω / χάνομαι tracę, gubię χάσω / χαθώ έχασα / χάθηκα έχανα / χανόμουνα
201. χρειάζομαι potrzebuję χρειαστώ χρειάστηκα χρειαζόμουν

7
202. χρησιμοποιώ / używam χρησιμοποιήσω / χρησιμοποίησα / χρησιμοποιούσα /
χρησιμοποιούμαι χρησιμοποιηθώ χρησιμοποιήθηκα χρησιμοποιούμουν
203. χρωστάω jestem winien - - χρωστούσα
204. χτυπάω / χτυπιέμαι uderzam, dzwonię χτυπήσω/χτυπηθώ χτύπησα/χτυπήθηκα χτυπούσα / χτυπιόμουν
205. χωράω mieszczę (się) χωρέσω χώρεσα χωρούσα
206. ψάχνω/ψάχνομαι szukam ψάξω/ ψαχτώ έψαξα/ ψάχτηκα έψαχνα/ ψαχνόμουν
207. ωφελώ /ωφελούμαι pomagam ωφελήσω/ωφεληθώ ωφέλησα/ωφελήθηκα ωφελούσα / ωφελούμουν

You might also like