You are on page 1of 3

Α.Π. 880/2010 (Τμ. Α1 Πολ.

Προεδρεύων: ΒΑΣ. ΡΗΓΑΣ, Αρεοπαγίτης

Εισηγητής: ΝΙΚ. ΛΕΟΝΤΗΣ, Αρεοπαγίτης

Θέμα:

Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως και


εμφανίζεται στις συναλλαγές.

με τύπους, οι σπουδαιότεροι των οποίων είναι: α) γνήσιο και μη γνήσιο factoring, β)


εμφανές και αφανές, γ) factoring με ή χωρίς προεξόφληση και δ) εσωτερικό και διεθνές
factoring

Το περιεχόμενο της σύμβασης

Με την κρινόμενη 325/11.3.2008 αίτηση αναιρέσεως [παραλείπεται το κείμενο].

Ειδικότερα η από 24.7.2003 σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, οι όροι


της οποίας γνωστοποιήθηκαν στην εναγομένη, όπως συνομολογεί και η ίδια, είναι εγγραφή
και σύμφωνα με τον Δ6 όρο αυτής συμφωνήθηκε να είναι αορίστου διαρκείας, λύνεται δε,
σύμφωνα και με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, με
καταγγελία, η οποία μπορεί να γίνεται οποτεδήποτε από οποιονδήποτε των
συμβαλλομένων αζημίως με την τήρηση προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, τα δε
απορρέοντα από την σύμβαση δικαιώματα και υποχρεώσεις και δη τα σχετιζόμενα με την
είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων θα εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι την
ολοκληρωτική εκκαθάριση όλων των εκκρεμοτήτων. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν
αποδεικνύεται, ότι έγινε καταγγελία της σύμβασης αυτής και (συνεπώς αυτή εξακολουθεί
να υφίσταται.

Περαιτέρω η ενάγουσα απέστειλε επιστολές προς την εναγομένη, με τις οποίες


γνωστοποιούσε το ύψος της οφειλής της σύμφωνα με τα εκχωρηθέντα σε αυτήν τιμολόγια
προς είσπραξη και την οχλούσε για τις επιμέρους καθυστερήσεις στην καταβολή
τιμολογίων των οποίων η περίοδος πίστωσης είχε παρέλθει.

Εν προκειμένω [παραλείπεται το κείμενο].

Εξάλλου, η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων - Factoring είναι, κατά το


άρθρο 1, παρ. 1, του ν. 1905/1990, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. (1), μια
σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε
ανώνυμη εταιρεία, και μιας επιχείρησης - εμπορικής εταιρείας ή και φυσικού προσώπου,
που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών.

Περιεχόμενο της σύμβασης είναι, ότι η εταιρεία factoring (εφεξής πράκτορες ή factor)
αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (εφεξής προμηθευτής), για το
διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση,
τη λογιστική και νομική παρακολούθηση, καθώς και την είσπραξη των χρηματικών
απαιτήσεων κατά των πελατών της (εφεξής οφειλέτες). Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό
μηχανισμό, με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή
ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες.
Κατά ρητή δε πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 1, παράγρ. 1 του ν. 1905/1990), η σύμβαση
πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως και το έγγραφο
αποτελεί συστατικό τύπο, ενώ η έλλειψη του συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης.

Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή είναι μία
«σύμβαση πλαίσιο», με την οποία καθορίζονται οι όροι συνεργασίας των μερών, όπως το
είδος του factoring (γνήσιο ή μη γνήσιο, εμφανές ή αφανές), το ανώτατο ποσό (πλαφόν)
μέχρι το οποίο δέχεται ο πράκτορας να χρηματοδοτήσει τον προμηθευτή, η αμοιβή και οι
προμήθειες του πράκτορα, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εκχώρηση των απαιτήσεων.

Η λειτουργία της σύμβασης αυτής επιτελείται με τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων του
προμηθευτή προς τον πράκτορα και τις πιστώσεις από τον τελευταίο του λογαριασμού του
πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, αμέσως μετά την εκχώρηση ή μετά την είσπραξη των
απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος του factoring, που έχει συμφωνηθεί.

Δεδομένου του διαρκούς χαρακτήρα της ενοχής που δημιουργείται με τη σύμβαση


factoring, της συνεχούς εκχωρήσεως απαιτήσεων του προμηθευτή στον πράκτορα και της
αντίστοιχης πίστωσης του προμηθευτή με τα ποσά που εισπράττονται ή πρόκειται να
εισπραχθούν (ανάλογα με το συμφωνηθέν είδος factoring), μείον αμοιβές, προμήθειες,
προεξοφλητικούς τόκους, η εξυπηρέτηση της σύμβασης factoring, γίνεται συνήθως με την
τήρηση από τον πράκτορα ενός ανοικτού λογαριασμού στο όνομα του προμηθευτή.

Περαιτέρω, η σύμβαση factoring, ως συμβατικό μόρφωμα που δημιουργήθηκε από την


πράξη, εμφανίζεται στις συναλλαγές με διάφορες μορφές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες
είναι: α) γνήσιο και μη γνήσιο factoring, β) εμφανές και αφανές, γ) factoring με ή χωρίς
προεξόφληση και δ) εσωτερικό και διεθνές factoring.

Ειδικότερα γνήσιο χαρακτηρίζεται το factoring, όταν ο πράκτορας αγοράζει το σύνολο των


υπαρχουσών και μελλουσών απαιτήσεων του προμηθευτή κατά των πελατών του και
αναλαμβάνει συγχρόνως τον κίνδυνο μη πληρωμής τους λόγω αφερεγγυότητας των
οφειλετών, ενώ για μη γνήσιο factoring γίνεται λόγος, όταν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας
του οφειλέτη δεν αναλαμβάνει ο πράκτορας, αλλά τον διατηρεί ο προμηθευτής.

Εξάλλου, η διάκριση του factoring με ή χωρίς προεξόφληση έχει ως κριτήριο το χρόνο


εξόφλησης των απαιτήσεων από τον πράκτορα προς τον προμηθευτή. Αν ο πράκτορας
εξοφλεί τις απαιτήσεις (πιστώνει με το ποσό τους το λογαριασμό του προμηθευτή), κατά το
χρόνο, που γίνονται αυτές ληξιπρόθεσμες, δεν υπάρχει προεξόφληση. Αντίθετα, αν η
πίστωση του λογαριασμού του προμηθευτή γίνεται αμέσως μετά την εκχώρηση, δηλαδή τη
χορήγηση στον πράκτορα αντιγράφων των τιμολογίων ή καταστάσεων με τις εκχωρούμενες
αξιώσεις, τότε πρόκειται για σύμβαση factoring με προεξόφληση. Η ήδη αναιρεσείουσα
υποστήριξε πρωτοδίκως ως εναγομένη και σε δεύτερο βαθμό ως εκκαλούσα

ΙΙ. Κατά το άρθρο 281 Α.Κ. απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική,
όταν, η προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και η εξ αυτής δημιουργηθείσα
κατάσταση, δεν δικαιολογεί και καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις
περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ιδίως εφόσον εκ
τούτων δημιουργήθηκε εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση, ότι δεν θα ασκηθεί το
δικαίωμα, του οποίου η άσκηση επιφέρει εις αυτόν επαχθείς συνέπειες, δημιουργώντας
του εύλογα συναίσθημα αδικίας.
Κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής
ασκήσεως, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό κατά την έννοια της λέξεως «πράγμα»
του αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559, αρ. 8, Κ.Πολ.Δ.

Η αναιρεσείουσα προέβαλε [παραλείπεται το κείμενο].

ΙΙ. Κατά τους ορισμούς του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ. «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή
περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν
για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο
οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως
χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Η χρησιμοποίηση στο
μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως της λέξεως
«ειδικές» αντί της λέξεως «ιδιάζουσες» οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το
κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη «ιδιάζουσα». Έτσι ισχύει,
σύμφωνα με το άρθρο 38, παρ. 3, εδ. τελευταίο του ν. 1406/1983, λόγω της νοηματικής
διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διατάξεως που είναι διατυπωμένο στην
καθαρεύουσα.

Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει, ότι [ παραλείπεται το κείμενο ].

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559, αριθ. 19, του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως [παραλείπεται το κείμενο].

(1) Το κείμενο της αποφάσεως δεν έχει αριθμό του νόμου. Πρόκειται για τον ν. 2367/1995
(ΦΕΚ τ. Α’ 261).

You might also like