Professional Documents
Culture Documents
Γνησιο μη αφανες κλπ
Γνησιο μη αφανες κλπ
Θέμα:
Περιεχόμενο της σύμβασης είναι, ότι η εταιρεία factoring (εφεξής πράκτορες ή factor)
αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (εφεξής προμηθευτής), για το
διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση,
τη λογιστική και νομική παρακολούθηση, καθώς και την είσπραξη των χρηματικών
απαιτήσεων κατά των πελατών της (εφεξής οφειλέτες). Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό
μηχανισμό, με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή
ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες.
Κατά ρητή δε πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 1, παράγρ. 1 του ν. 1905/1990), η σύμβαση
πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως και το έγγραφο
αποτελεί συστατικό τύπο, ενώ η έλλειψη του συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης.
Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή είναι μία
«σύμβαση πλαίσιο», με την οποία καθορίζονται οι όροι συνεργασίας των μερών, όπως το
είδος του factoring (γνήσιο ή μη γνήσιο, εμφανές ή αφανές), το ανώτατο ποσό (πλαφόν)
μέχρι το οποίο δέχεται ο πράκτορας να χρηματοδοτήσει τον προμηθευτή, η αμοιβή και οι
προμήθειες του πράκτορα, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εκχώρηση των απαιτήσεων.
Η λειτουργία της σύμβασης αυτής επιτελείται με τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων του
προμηθευτή προς τον πράκτορα και τις πιστώσεις από τον τελευταίο του λογαριασμού του
πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, αμέσως μετά την εκχώρηση ή μετά την είσπραξη των
απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος του factoring, που έχει συμφωνηθεί.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 281 Α.Κ. απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική,
όταν, η προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και η εξ αυτής δημιουργηθείσα
κατάσταση, δεν δικαιολογεί και καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις
περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ιδίως εφόσον εκ
τούτων δημιουργήθηκε εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση, ότι δεν θα ασκηθεί το
δικαίωμα, του οποίου η άσκηση επιφέρει εις αυτόν επαχθείς συνέπειες, δημιουργώντας
του εύλογα συναίσθημα αδικίας.
Κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής
ασκήσεως, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό κατά την έννοια της λέξεως «πράγμα»
του αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559, αρ. 8, Κ.Πολ.Δ.
ΙΙ. Κατά τους ορισμούς του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ. «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή
περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν
για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο
οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως
χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Η χρησιμοποίηση στο
μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως της λέξεως
«ειδικές» αντί της λέξεως «ιδιάζουσες» οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το
κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη «ιδιάζουσα». Έτσι ισχύει,
σύμφωνα με το άρθρο 38, παρ. 3, εδ. τελευταίο του ν. 1406/1983, λόγω της νοηματικής
διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διατάξεως που είναι διατυπωμένο στην
καθαρεύουσα.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559, αριθ. 19, του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η
απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως [παραλείπεται το κείμενο].
(1) Το κείμενο της αποφάσεως δεν έχει αριθμό του νόμου. Πρόκειται για τον ν. 2367/1995
(ΦΕΚ τ. Α’ 261).