You are on page 1of 78

Ν.Λ.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΕΝΑΛΙΟΙ
ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Τελευταία τροποποίησις 30/11/2014

ΑΘΗΝΑΙ 2020
Ἡ παροῦσα ἔκδοσις ἔχει ὡς στόχο τὴν παρουσίασιν
αὐτῶν τῶν θαυμασίων ἔργων σὲ μία μεγαλυτέρα ὁμάδα ἀνθρώπων
καὶ ὄχι τὴν «συλλογὴ» εὐσήμων ἢ χρημάτων.
Δὲν ἀποτελεῖ λοιπὸν προϊὸν κλοπῆς πνευματικῶν
ἢ ἄλλων «δικαιωμάτων», ἀλλὰ προϊὸν ἀγάπης, κόπου
καὶ κυρίως μελέτης ἀξιολογωτέρων προσπαθειῶν.
Εὐχαριστῶ ὅλους τοὺς φίλους γιὰ τὴν βοήθεια
καὶ τὴν συμπαράστασίν τους.

Λουκιανὸς - Ἐνάλιοι Διάλογοι, Ἀθῆναι 2020, ἔκδοσις Α΄


Ἐπιμέλεια: Ν.Λ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1 Προλεγόμενα
2 Παρὰ θίν’ ἁλός
6 Δωρίδος καὶ Γαλάτειας
13 Κύκλωπος καὶ Ποσειδῶνος
20 Ποσειδῶνος καὶ Ἀλφειοῦ
23 Μενελάου καὶ Πρωτέως
26 Ποσειδῶνος καὶ Δελφίνων
30 Ποσειδῶνος καὶ Νηρεΐδων
34 Πανόπης καὶ Γαλήνης
41 Τρίτωνος καὶ Ποσειδῶνος
46 Ἴριδος καὶ Ποσειδῶνος
50 Ξάνθου καὶ Θαλάσσης
54 Νότου καὶ Ζεφύρου
58 Δωρίδος καὶ Θέτιδος
61 Ἐνιπέως καὶ Ποσειδῶνος
63 Τρίτωνος καὶ Νηρεΐδων
69 Ζεφύρου καὶ Νότου
74 Βιβλιογραφία - Βοηθήματα
Προλεγόμενα
Μὲ τὸ παρὸν ὁλοκληρώνεται ἡ ἰδιαιτέρα αὐτὴ τετρὰς τῶν διαλόγων τοῦ
Λουκιανοῦ, οἱ ὁποῖοι πιστεύω ὅτι ἀντιστοιχοῦν στὰ τέσσερα κοσμογονικὰ στοιχεῖα, τὸ
πῦρ (οἱ Ἑταιρικοί), τὴν γῆν (οἱ Νεκρικοί), τὸν ἀέρα (τῶν Θεῶν) καὶ τὸ ὕδωρ (οἱ Ἐνάλιοι).
Παρὰ τοὺς ἐνδοιασμούς μου γιὰ τὴν παρουσίασίν του, καθὼς οἱ ἐνάλιοι πρωταγωνισταὶ
εἶναι ὀλίγον ἕως πολὺ ἄγνωστοι στοὺς περισσοτέρους, μετὰ ἀπὸ παρότρυνσιν ἀπεφάσισα
νὰ δοκιμάσω τὴν τύχη μου.
Θὰ ἐπιχειρήσουμε ἕνα δύσκολο ταξίδι, τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει μεταξὺ ἄλλων
καταδύσεις εἰς τὸ Αἰγαῖον, τὴν Μεσόγειον (ἡ ὁποία διαφυλάττει στὸν βυθό της τὸν
ἀρχαιότερο ὠκεάνιο φλοιὸ ἡλικίας 340 ἑκατομμυρίων ἐτῶν) καὶ στοὺς ἀπεράντους
ὠκεανούς, σὲ κόσμους ἀγνώστους ἀκόμα, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τοὺς ἐπιστήμονας, περίπου
5-10% τοῦ θαλασσίου κόσμου ἔχει μελετηθῇ πλήρως. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τοὺς
προγόνους μας ἀπὸ τὸ νὰ ἔχουν μία λέξιν γιὰ κάθε σπιθαμή του.
Ἡ Ἑλλὰς περισσότερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη χώρα ἐδέχθη τὴν εὐεργετικὴ
ἐπίδρασιν τῆς θαλάσσης, διότι αὐτὴ περιβρέχει κατὰ τὰ δύο τρίτα τὸν ἠπειρωτικὸ χῶρο
της καὶ σχηματίζει πλῆθος νήσων. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ θάλασσα ἦτο πάντοτε γιὰ
τὸν Ἕλληνα ἀντικείμενον ἀγάπης καὶ νοσταλγίας, πηγὴ πλούτου, διέξοδος, σύμβολον
ἐλευθερίας.
Πρῶτος, ἐπιδεικνύοντας μία σπάνια ναυτικὴ ἰδιοφυΐα, ἐναυπήγησε πλοῖα καὶ
ἵδρυσε ἀποικίες. Ἡ δραστηριότης του ἁπλώθη ἀπὸ τὰ παράλια τοῦ Εὐξείνου πόντου μέχρι
τὴν χερσόνησο τοῦ Γιβραλτάρ, ἀκόμα καὶ στοὺς μεγάλους ὠκεανούς. Στὴν θάλασσαν
ἔγραψε τὶς πιὸ λαμπρὲς σελίδες τῆς ἱστορίας του. Ἐπροσωποποίησε ὅλες τὶς ὄψεις καὶ τὶς
ἰδιότητές της, κυρίως μὲ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν νυμφῶν της, τῶν Ὠκεανίδων καὶ τῶν
Νηρηίδων καὶ τὴν ἀποθέωσε.
Ἦλθε λοιπὸν ἡ ὥρα νὰ λύσουμε τὰ σχοινιά, νὰ ἀνοίξουμε πανιὰ καὶ μὲ τὸν
Λουκιανὸ εἰς τὸ πηδάλιον νὰ βάλουμε πλώρη γιὰ «ἀναπάντεχα μέρη ἀλλουνοῦ κόσμου».
Καλὸ ταξίδι!

Ν. Λ.

Σελίς | 1
Παρὰ θίν’ ἁλός
Ἀνέκαθεν οἱ πρόγονοί μας ἐγοητεύοντο μὲ τὴν θάλασσαν καὶ συνεδέθησαν μὲ
αὐτὴν τόσο ὥστε ἔγινε μέρος τῆς ζωῆς τους. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Ἑλληνικὸς
Πολιτισμὸς εἶναι ἀδιανόητος χωρὶς αὐτήν. Ἡ θάλασσα ἦτο τότε, ὅπως καὶ σήμερα, ἡ
ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος. Στὴν γαλάζια καρδιά της κτυποῦσε ὁ ῥυθμὸς τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Δίχως τοὺς ὑδατίνους δρόμους, τὰ «ὑγρὰ κέλευθα» τῶν Ὀρφικῶν, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ
Ἑλλάς, δὲν θὰ εἶχε ἀνθίσει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ δὲν θὰ εἶχε διαδοθεῖ ἡ ῥωμαλέα
καὶ δημιουργικὴ πνοή του.
Οἱ Ἕλληνες ἐλάτρευον τὴν ἀλλαγή, ἦσαν πάντοτε ἀνήσυχοι καὶ περίεργοι. Ἐνῷ
ἄλλοι λαοὶ κύτταζαν φοβισμένοι τὸ πέλαγος, οἱ Ἕλληνες ἀπεφάσισαν νὰ
διακινδυνεύσουν καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ τὰ μανιασμένα κύματα, ἔστω καὶ ἂν στὴν ἀρχὴ
τὰ σκάφη τους ἦσαν ἀδύναμα. Ἀλλά, μὲ τὸν καιρό, ἐναυπήγησαν πιὸ γερὰ πλεούμενα καὶ
τὰ ταξίδια τους ἔγιναν πιὸ μακρινά.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὶς στεριές, ἠναγκάσθησαν νὰ μελετήσουν τοὺς
καιροὺς καὶ ἐγνωρίσθησαν καλλίτερα μὲ τὰ ἄστρα ποὺ λάμπουν τὶς νύκτες πάντοτε στὴν
ἴδια θέσιν τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα τοὺς ἐβοήθουν στὸν προσανατολισμό τους. Πρόσεχαν
ἀκόμη τὰ ῥεύματα, τοὺς καλοκαιρινοὺς βοριάδες, τὰ δυνατὰ μελτέμια, καθὼς καὶ τὶς
σοροκάδες τῆς ἀνοίξεως καὶ τοῦ φθινοπώρου, ὥστε νὰ πλέουν μὲ μεγαλυτέρα ἀσφάλεια.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄστρα, τοὺς ἀπλανεῖς, παρατηροῦσαν τὴν θέσιν τοῦ Ἡλίου, τὶς φάσεις τοῦ
φεγγαριοῦ, σημάδια τῆς ξηρᾶς, τὸ πέταγμα τῶν πουλιῶν, καθὼς καὶ τὴν πνοὴ τῶν
ἀνέμων.
Ἔχοντας ἰδιαιτέρα ἀγάπη πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν περιπέτεια ἀνοίχθησαν στὸ
πέλαγος καὶ ἀφοῦ ἐγνώρισαν τὸ Αἰγαῖον καὶ τὸ Ἰόνιον, ἔπλευσαν σὲ καινούργιους
τόπους. Ἐταξίδευσαν στὴν Μεσόγειον, στὴν Μαύρη Θάλασσαν, στὸν Ἰνδικὸ καὶ τέλος
στὸν Ἀτλαντικὸ Ὠκεανό. Ἔτσι ἐξερεύνησαν καινούργιους κόσμους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ
ὀλίγες πληροφορίες ἔχουμε γιὰ τὰ ἐξερευνητικὰ αὐτὰ ταξίδια τους, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ ἦσαν
πραγματικά, ἀμφισβητήθηκαν ἀπὸ πολλούς, ὅπως ὁ κοσμοϊστορικὸς πλοῦς τοῦ Πυθέως
τοῦ Μασσαλιώτου.
Ὁ θαλάσσιος στίβος ἐπέτρεψε σὲ πολὺ μεγάλους λαοὺς νὰ διακριθοῦν σὲ κάποια
περίοδο τῆς ἱστορίας τους, ἀλλὰ κανεὶς ἄλλος λαὸς δὲν διεκδικεῖ τὴν συνεχῆ παρουσία
του καὶ διάκρισιν στὴν θάλασσαν ὅπως οἱ Ἕλληνες. Πρῶτοι οἱ Πελασγοί, πρὸ 10.000
περίπου ἐτῶν, ἄφησαν τὶς ἀκτὲς καὶ ἀνοίχθησαν στὸ πέλαγος. Καὶ ἔχουμε ἀπόδειξιν γὶ ’
αὐτὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ ὀψιδιανοῦ λίθου ἀπὸ τὴν νῆσο Μῆλο στὴν Ἐρμιονίδα Ἀργολίδος,
σὲ μία ἀπόστασιν τουλάχιστον 90 ναυτικῶν μιλίων, ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 8.000 π.Χ. Στὴν
συνέχεια ἀναπτύσσονται οἱ πολιτισμοὶ τῆς Κρήτης καὶ τῶν Κυκλάδων, οἱ ὁποῖοι εἶναι
κατ’ ἐξοχὴν ναυτικοὶ πολιτισμοί. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸν προηγηθέντα Πελασγικό, εἶναι οἱ

Σελίς | 2
πρῶτοι πολιτισμοὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἠπείρου καὶ ἴσως τοῦ κόσμου, τὴν δημιουργία τῶν
ὁποίων ὤφειλον στὴν ναυτικότητά τους.
Ὁ ναυτικὸς πρέπει νὰ ἐπιστρατεύσῃ ὅλην τὴν γενναιότητα καὶ τὴν ἐπιδεξιότητά
του γιὰ ἀντιπαρατεθῇ στὴν παντοδυναμία τοῦ ὑγροῦ στοιχείου. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνας
διαρκὴς ἀγὼν γεμάτος κινδύνους, διότι ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἴδια τὴν φύσιν. Καὶ
ἡ θάλασσα εἶναι ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως τὰ ὁποῖα δὲν δαμάζονται. Εἶναι
παντοδύναμος διότι εἶναι ἀπέραντος καὶ ἀπρόβλεπτος. Ξελογιάζει, καταστρέφει,
μαγεύει, δημιουργεῖ δέος.
Ὁ διφυής, ἀντιφατικὸς αὐτὸς χαρακτὴρ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου τῆς θαλάσσης, ἡ ὁποία
ἀπὸ τὴν μία εἶναι πηγὴ ζωῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην καταστροφικὴ ἀνεξέλεγκτος δύναμις, ἡ
ὁποία προκαλεῖ τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἀπώλεια, ἐμυθοποιήθη καὶ ἐδημιουργήθη τὸ
πλῆθος τῶν ἐναλίων θεοτήτων.
Σύμφωνα μὲ τὴν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου ἡ Γαῖα ἐγέννησε τὸν Οὐρανὸ καὶ τὸν Πόντο
καὶ ἀφοῦ ἔσμιξε μὲ τὸν Οὐρανὸ ἐγέννησε τοὺς δώδεκα Τιτᾶνες καὶ Τιτανίδες. Πρῶτος
ἐγεννήθη ὁ Ὠκεανός, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔσμιξε μὲ τὴν ἐπίσης Τιτανίδα Τηθύν, ἔγινε πατὴρ
τριῶν χιλιάδων Ποταμῶν καὶ Ὠκεανίδων. Ἀπὸ τὸν Πόντο ἡ Γαῖα ἀπέκτησε τὸν Νηρέα, ὁ
ὁποῖος ἀπὸ τὴν Ὠκεανίδα Δωρίδα ἀπέκτησε τὸ πολυάριθμον γένος τῶν Νηρηίδων.
Ἐπίσης ἀπὸ τὴν Γαῖα ἐγεννήθη καὶ ὁ Κρόνος, ὁ ὁποῖος ἔσμιξε μὲ τὴν Ῥέα καὶ ἐγέννησε
μεταξὺ ἄλλων τὸν Ποσειδῶνα, κύριον τοῦ βασιλείου τῆς θαλάσσης καὶ τῶν ὑδάτων.
Ἡ Θάλασσα κατά τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ἦτο ἡ ἰδεατὴ ἀνθρωπόμορφος θεότης
τῆς ἐννοίας τοῦ ἁλμυροῦ ὑγροῦ στοιχείου καὶ προστάτις αὐτοῦ. Ἦτο κόρη
τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Ἡμέρας. Παραστάσεις της ὑπῆρχον ἐλάχιστες. Από τὶς πιὸ ὀνομαστὲς
ἦτο τὸ ἄγαλμα στὸν πρόναο τοῦ ναοῦ τοῦ Ποσειδῶνος στὴν ἀρχαία Κόρινθο. Ὁ Ὀρφεὺς
ἔγραψε τὸν 21ον ὕμνον σὲ αὐτήν, ταυτίζοντάς την μὲ τὴν Τηθύν, τὴν σύζυγον τοῦ
Ὠκεανοῦ, καθὼς ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα εἶναι τροφοὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Τηθὺς ὅταν δὲν
σημαίνει γῆ, καθορίζει τὴν θάλασσαν.
Πρὶν ἐπικρατήσῃ ὅμως ὁ Ποσειδῶν, στὴν συνείδησιν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
κυριαρχοῦσαν πολλὲς ἄλλες θεότητες, οἱ ὁποῖες εἶχον ὡρισμένα κοινὰ γνωρίσματα τὰ
ὁποῖα συνεδύαζον τὴν φαντασία μὲ τὴν κοσμογονικὴ θεωρία. Τὰ κυριώτερα κοινὰ
γνωρίσματά τους ἦσαν ὅτι ἐγνώριζον τὰ βάθη καὶ τὰ μυστικὰ τῆς θαλάσσης, μποροῦσαν
νὰ προβλέπουν τοὺς καιροὺς καὶ νὰ μαντεύουν τὸ μέλλον καὶ εἶχον τὴν δυνατότητα νὰ
μεταμορφώνωνται σὲ ζῷα, φυτὰ ἢ καὶ σὲ φυσικὰ στοιχεῖα, ὅπως ὁ ἀήρ, τὸ ὕδωρ καὶ τὸ
πῦρ. Τέτοιες θεότητες ἦσαν ὁ Νηρεύς, ὁ Φόρκυς, ὁ Θαύμας, ἡ Κητώ, ἡ Εὐρυβίη, ἡ Θέτις, ἡ
Ἀμφιτρίτη.
Εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ στὰ ὕδατα συναντᾷ κάποιος πλῆθος τεράτων, τὰ
ὁποῖα ἐμφανίζονται στοὺς μύθους συνήθως σὲ δευτέρους ῥόλους, ἀλλὰ κερδίζουν τὴν

Σελίς | 3
παράστασιν μὲ τὴν ἀπόκοσμη παρουσία τους. Ὁ Τυφῶν, ὁ Τρίτων, οἱ Σειρῆνες, ἡ Σκύλλα,
ἡ Χάρυβδις, ἡ Λερναία Ὕδρα.
Ἡ θάλασσα δίδει πάντοτε μία ξεχωριστὴ αἰσθητικὴ ἀντίληψιν γιὰ τὴν
πραγματικότητα. Προσφέρει ἀνοικτοὺς ὁρίζοντας. Σὲ καλεῖ σὲ μία περιπέτεια γεμάτη
προκλήσεις. Ἐδῶ δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀδρανὴς καὶ νὰ ἐφησυχάζῃς. Ὀφείλεις νὰ εἶσαι
πάντοτε ἀνήσυχος καὶ ἐνεργός, νὰ καινοτομῇς καὶ νὰ νεωτερίζῃς. Νὰ ἀναπλάθῃς
διαρκῶς τὴν ζωή σου γιὰ νὰ δημιουργῇς τὸ δικό σου μέλλον. Πρέπει νὰ εἶσαι ἐπινοητικὸς
καὶ νὰ παίρνῃς διαρκῶς πρωτοβουλίες. Συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα κάθε ναυτικός μας ἔχει
κάποιο ἴχνος τοῦ Ὀδυσσέως μέσα στὴν καρδιά του. Ἀλλὰ καὶ κάθε Ἕλλην, δὲν νιώθει τὸ
μεγαλεῖον καὶ τὴν περιπέτεια τῆς ζωῆς τοῦ πλασμένα μὲ τῆς θαλάσσης τὰ ψιθυρίσματα
καὶ τὰ τραγούδια της, μὲ τὰ γαληνέματά της καὶ μὲ τὶς τρικυμίες της;

Τὸ λεξιλόγιον τῆς θαλάσσης

Ἅλς= Καθορίζει κυρίως τὴν παρὰ τὴν ἀκτὴν θάλασσαν. Ἡ λέξις εἶναι ἠχοποίητος διὰ
ἐναλλαγῆς τῆς δασείας τῆς λέξεως μὲ τὸ σῖγμα. Ἡ ἅλς κυριολεκτικῶς «ἐψιθύρισε» στὸν
Ἕλληνα τὸ ὄνομά της. Ἡ ἴδια λέξις καθορίζει καὶ τὸ «ἁλμυρὸν ὕδωρ», σὲ ἀντιδιαστολὴ
πρὸς τὰ γλυκὰ ὕδατα τῆς στεριᾶς, ἀφοῦ ἡ ἅλς περιέχει χλωριοῦχον νάτριον, τὸ ἅλας. Τὸ
ἅλας ὀνομάζεται «ὁ ἅλς» γιὰ νὰ διαφέρῃ ἀπὸ τὴν ἅλα ἡ ὁποία τὸ ἐμπεριέχει.
Θάλασσα= Τὸ ῥῆμα σαλ-εύω, προσλαμβάνοντας πλέον ὁρμητικὴ κατάληξιν, γίνεται σαλ-
άσσω ἤ σαλ-άττω. Ἡ κατάληξις αὐτὴ (-αττω, -ασσω) προέρχεται ἐκ τοῦ ῥήματος ἀΐσσω ἤ
ἀΐττω = κινῶ ὁρμητικά, ὁρμῶ. Ὁ τύπος ἀΐττω ἐκφέρεται καὶ ὡς ᾄττω (ὁ πολεμιστὴς ᾄττει,
ὁ ἵππος ᾄττει - ἐξ οὗ καὶ τὸ ἄτι). Αὐτὸ τὸ ᾄττω, ὡς κατάληξις -αττα ἤ -ασσα, προσέδωσε
εἰς τὸν ἥσυχον «σάλον» μεγαλυτέρα ὁρμητικότητα. Καὶ ἐγεννήθη ἡ δωρικὴ σάλασσα ἤ
θάλασσα, θάλαττα ἰωνικά. Μακεδονικὰ εἶναι δάλασσα ἤ δαλάγχα καὶ σὲ ἀρχαία κρητικὴ
ἐπιγραφὴ εἶναι γεγραμμένη ὡς θάλαθθα.
Μύρα= Θάλασσα. Ἔχει σχέσιν μὲ τὸ ῥῆμα μορμύρω, μουρμουρίζω ἐπὶ ἤχου ὁμαλῶς
ῥέοντος ὕδατος. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἁλμύρα, ὁ ἅλς, τὸ ἁλάτι τῆς μύρας καὶ πλημμύρα, ἡ πολλὴ
μύρα.
Μαίρη= Ἡ μύρα λέγεται καὶ μαίρη. Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ῥῆμα μαρμαίρω, μαράσσω,
ἀμαρύσσω= λάμπω, ἀστράπτω. Ἐξ οὗ καὶ ἡ Νηρηὶς Μαίρα, μὲ ἐναλλαγὴ τοῦ η μὲ τὸ α.
Ἄχα= Τὸ ὕδωρ, ἀπὸ τὴν ἀχὴ τῆς θορυβώδους κινήσεως ἢ πτώσεως τῶν ὑδάτων. Ἐξ οὗ
καὶ ἡ ῥίζα στὶς ὀνομασίες τῶν ποταμῶν Ἀχελῶος, Ἀχέρων καὶ οἱ Ἀχαιοί, ὁ λαὸς τῆς
θαλάσσης.
Βρύξ= Προσδιορίζει κυρίως τὰ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ὕδατα, τὰ ἐνδότερα
αὐτῆς. Ἐξ οὗ καὶ τὰ σημερινὰ «ὑποβρύχια».

Σελίς | 4
Λίμνη= Ἀπὸ τὸ ῥῆμα λείβω, ἐκχέω. Ἡ ἔννοια αὐτὴ ἐγεννήθη ἀπὸ τὰ ἀρχικῶς
«λιμνάζοντα», «λειβόμενα», πλησίον τῆς παραλίας ὕδατα. Λίμνη, εἰδικώτερα, εἶναι ἡ
κάπως κλειστῆ θάλασσα μεταξὺ νήσων ἢ ἡ περιωρισμένη ἐντὸς κόλπου. Ὅ,τι σήμερα
ὀνομάζουμε «λίμνη», ἀρχικῶς ἀπεκαλεῖτο «λάκκος», δηλαδὴ σχίσμα.
Πέλαγος= Ἡ ἀνοικτὴ θάλασσα, ἡ ὁποία πλήττει μὲ ὁρμὴ τὴν ἀκτή. Κατὰ τὸ Ἐτυμολογικὸν
τὸ Μέγα ὀνομάζεται πέλαγος λόγῳ τοῦ ὅτι «δὲν πελάζει τῆς γῆς», δηλαδὴ δὲν εἶναι
κοντὰ στὴν στεριά.
Πόντος= Εἶναι ἡ ἀχανὴς βαθεῖα θάλασσα.
Ὠκεανός= Τὸ μέγα προαιώνιον ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ῥέει κυκλοτερῶς περὶ τὴν γῆν. Πρὶν ἡ
πανγαία χωρισθῇ σὲ ἠπείρους, ἔπλεε κυριολεκτικῶς ἐντὸς τῶν ὑδάτων τοῦ ἀρχεγόνου
ὠκεανοῦ. Μετὰ τὸν διαχωρισμὸ τῆς πανγαίας, ὁ ἕνας καὶ ἀπέραντος ὠκεανὸς ἐχωρίσθη
σὲ μικροτέρους, κυρίως τρεῖς: Εἰρηνικός, Ἰνδικός, Ἀτλαντικός. Ὁ ὠκεανὸς εἶναι ἡ
μεγάλη «ἔξωθεν» θάλασσα. Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὠκὺς + νάω, δηλαδὴ ὁ ῥέων τὰ ὕδατά
του ταχέως πέριξ τῆς γῆς. Καὶ πράγματι, ὅλοι οἱ μεγάλοι Ὠκεανοὶ συγκοινωνοῦν μεταξύ
τους σὰν ἕνας πελώριος ποταμός.

Σελίς | 5
ΔΩΡΙΔΟΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ

{ΔΩΡΙΣ} Καλὸν ἐραστήν, ὦ Γαλάτεια, τὸν Σικελὸν τοῦτον ποιμένα φασὶν


ἐπιμεμηνέναι σοί.
Λένε, Γαλάτεια1, ὅτι ἔχει ξετρελλαθῇ μαζί σου, ὡραῖος ἐραστής, αὐτὸς ὁ Σικελὸς ποιμήν 2.

{ΓΑΛΑΤΕΙΑ} Μὴ σκῶπτε, Δωρί· Ποσειδῶνος γὰρ υἱός ἐστιν, ὁποῖος ἂν ᾖ.


Μὴ κοροϊδεύεις, Δωρί3. Διότι ὅπως [καὶ] ἂν εἶναι, εἶναι υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνος4.

{ΔΩΡΙΣ} Τί οὖν; εἰ καὶ τοῦ Διὸς αὐτοῦ παῖς ὢν ἄγριος οὕτως καὶ λάσιος ἐφαίνετο
καί, τὸ πάντων ἀμορφότατον, μονόφθαλμος, οἴει τὸ γένος ἄν τι ὀνῆσαι αὐτὸν
πρὸς τὴν μορφήν;

1
Ἡ Νηρηὶς ἡ ὁποία ἡσυχάζει τὴν ταραγμένη θάλασσα ὀνομάζεται Γαλάτεια ἢ Γαλήνη, ἡ προσωποποίησις τῆς
γαλήνης. Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο εἰς τὴν Θεογονία (250), ὅπου ἀναφέρεται ξεχωριστὰ ἡ Γαλήνη (244),
ἀπὸ τὸν Ψευδο-Ἀπολλόδωρο εἰς τὸ ἔργον του «Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 1ον, 2.7) καὶ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰς τὴν
Ἰλιάδα (Σ 45).
2
Ἐννοεῖ τὸν Kύκλωπα Πολύφημο. Τὸν συναντοῦμε στὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου στὴν ραψῳδία ι, στὰ Εἰδύλλια
τοῦ βουκολικοῦ ποιητοῦ Θεοκρίτου καὶ στὶς Μεταμορφώσεις τοῦ Λατίνου ποιητοῦ Ὀβιδίου. Ὁ Θεόκριτος
παρουσιάζει τὸν Πολύφημο ὡς καλοκάγαθο βοσκό, ἐρωτευμένο μὲ τὴν Γαλάτεια, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποδεχθῇ τὴν
ἀσχήμια του, ἀλλὰ προσπαθῇ νὰ τὴν πείσῃ ὅτι ἀξίζει τὴν ἀγάπη της, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ τῆς προσφέρῃ πληθώρα
ὑλικῶν ἀγαθῶν. Στὶς Μεταμορφώσεις τοῦ Ὀβιδίου, ὁ Πολύφημος παρουσιάζεται ἐρωτευμένος μὲ τὴν
Γαλάτεια, ἡ ὁποία δὲν ἀνταποκρίνεται στὸν ἔρωτά του, διότι ἀγαπᾷ ἕναν ὄμορφο βοσκό, τὸν Ἄκι. Ἐπειδὴ ἡ
Γαλάτεια τὸν ἀπορρίπτει, ὁ Πολύφημος θυμώνει, ἐκσφενδονίζει ἕναν βράχο καὶ συνθλίβει τὸν Ἄκι. Ὁ Ὅμηρος
στὴν Ὀδύσσεια δὲν ἀναφέρει ῥητῶς τὸν τόπο κατοικίας του, ὁ Εὐριπίδης ὅμως στὸ σατυρικὸ δρᾶμα του
«Κύκλωψ» ἀναφέρει τὸ βουνὸ Αἴτνα τῆς Σικελίας (στ. 113):
«ΟΔΥΣΣΕΥΣ: τίς δ’ ἥδε χώρα καὶ τίνες ναίουσί νιν;
Ποιά εἶναι αὐτὴ ἐδῶ ἡ χώρα καὶ ποιοί τὴν κατοικοῦν;
ΣΙΛΗΝΟΣ: Αἰτναῖος ὄχθος Σικελίας ὑπέρτατος.
Ἡ Αἴτνα, τὸ ὑψηλότερο βουνὸ τῆς Σικελίας».
3
Ἀναφέρεται ὡς μία ἀπὸ τὶς πενήντα Νηρηίδες ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰς τὴν Ἰλιάδα (Σ 45) καὶ ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο εἰς
τὴν Θεογονία (250), ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸν Ψευδο-Ἀπολλόδωρο εἰς τὸ ἔργον του «Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 1ον, 2.7).
Τὸ ὄνομά της σημαίνει «αὐτὴ ἡ ὁποία δίδει δῶρα».
4
Ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματός του προέρχεται ἀπὸ τὶς λέξεις πόσις + δᾶν= κύριος τῶν ὑδάτων. Θεὸς τῆς
θαλάσσης, τῶν ποταμῶν, λιμνῶν, πηγῶν καὶ κύριος τῶν ἀλόγων. Υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας καὶ ἀδελφὸς
τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Πλούτωνος. Κατοικεῖ σὲ χρυσὸ ἀνάκτορον, στὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης κοντὰ στὶς Αἰγὲς τῆς
Εὐβοίας, μὲ τὴν σύζυγό του Ἀμφιτρίτη καὶ περιστοιχίζεται ἀπὸ ἄλλες δευτερεύουσες ἐνάλιες θεότητες.
Σύμβολά του εἶναι ἡ τρίαινα, μὲ τὴν ὁποίαν μποροῦσε νὰ δημιουργῇ τρικυμίες ἢ νὰ ἠρεμῇ τὰ ὕδατα καὶ τὸ
δελφίνι. Εἶναι ὁ προστάτης τῶν ναυτικῶν καὶ τῶν ψαράδων, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὰ βάθη τῆς
θαλάσσης προκαλεῖ σεισμούς. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐγνώριζον ὅτι οἱ περισσότεροι σεισμοὶ στὴν Ἑλλάδα
προέρχονται ἀπὸ τὰ ὑποθαλάσσια ῥήγματα καὶ τὶς συγκρούσεις τῶν πλακῶν Ἀφρικῆς καὶ Εὐρώπης. Γι’ αὐτὸν
τὸν λόγο ὁ Ποσειδῶν καὶ ὄχι ὁ Ζεὺς ἀποκαλεῖται «γαιήοχος», δηλαδὴ ὁ κατέχων τὴν γῆν.
Σελίς | 6
Καὶ λοιπόν; Ἐὰν ἐφαίνετο ἔτσι ἄγριος καὶ δασύτριχος5 καί, τὸ πιὸ ἄσχημον ἀπ’ ὅλα,
μονόφθαλμος6, ἀκόμα καὶ ὄντας υἱὸς τοῦ ἰδίου τοῦ Διός7, νομίζεις ὅτι ἡ καταγωγὴ θὰ τὸν
ὠφελοῦσε σὲ κάτι ὡς πρὸς τὴν ἐμφάνισιν;

{ΓΑΛΑΤΕΙΑ} Οὐδὲ τὸ λάσιον αὐτοῦ καί, ὡς φῄς, ἄγριον ἄμορφόν ἐστιν -


ἀνδρῶδες γάρ- ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρῶν ἢ
εἰ δύ' ἦσαν.
Οὔτε τὸ δασύτριχόν του καί, ὅπως λές, ἄγριον εἶναι ἄσχημον -διότι εἶναι ἀνδροπρεπές-
καὶ ὁ δὲ ὀφθαλμὸς δεσπόζει εἰς τὸ μέτωπον καὶ δὲν βλέπει ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸ ἐὰν ἤσαν

5
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὸ τεράστιο μέγεθος τοῦ Κύκλωπος, ὁ Ὅμηρος στὴν Ὀδύσσεια μᾶς παρέχει μὲ μία
ἐκπληκτικὴ παρομοίωσιν τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Πολύφημος ἦτο καὶ δασύτριχος (ι 190): «καὶ γὰρ θαῦμ’
ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ’
ἄλλων» (Καὶ ἦτο ἕνα πελώριον θαῦμα, οὔτε ὠμοίαζε μὲ ἄνθρωπο σιτοφάγο, ἀλλὰ μὲ δασώδη κορυφὴ ὑψηλῶν
ὀρέων, ποὺ μόνη ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες).
6
Ἦτο ἆραγε ὁ Πολύφημος μονόφθαλμος; Ὁ Ὅμηρος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀρίστως ἰατρική, ἀνατομία καὶ
φυσιολογία δὲν ἀναφέρει κάτι γιὰ τὴν μονοφθαλμία του, παρ’ ὅλο ποὺ τοῦ παρέχεται ἡ εὐκαιρία
περιγράφοντας τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισιν τοῦ Κύκλωπος, νὰ ἐπισημάνῃ τὸ ὅλως ἀξιοπερίεργον καὶ
ἐντυπωσιακόν, ὅτι ὁ ἄγριος γίγας ἦτο μονόφθαλμος (Ὀδύσσεια, ι 187): «ἔνθα δ’ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα
τὰ μῆλα ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οἶος οὐδὲ μετ’ ἄλλους πωλεῖτ’, ἀλλ’ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη. καὶ γὰρ
θαῦμ’ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐᾐκει ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται
οἶον ἀπ’ ἄλλων» (Ἐκεῖ ἄνδρας ἐκοιμάτο πελώριος, ὁ ὁποῖος τὰ πρόβατα μόνος ἐποίμαινε ἀπὸ μακριά. Οὔτε μὲ
τοὺς ἄλλους ἐσύχναζε, ἀλλὰ ὄντας μακριὰ ἄνομα [πράγματα] ἤξερε. Καὶ ἦτο ἕνα πελώριον θαῦμα, οὔτε
ὠμοίαζε μὲ ἄνθρωπο σιτοφάγο, ἀλλὰ μὲ δασώδη κορυφὴ ὑψηλῶν ὀρέων, ποὺ μόνη ξεχωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες).
Δὲν τὸ πράττει, οὔτε ἐδῶ οὔτε σὲ ὁποιδήποτε ἄλλο σημείον τοῦ ἔπους. Τὸ οὐσιαστικὸν Κύκλωψ σημαίνει ὁ
ἔχων στρογγύλον ὀφθαλμόν, ὄχι ἕναν μόνον ὀφθαλμόν. Ὅπως γιὰ παράδειγμα λέμε σήμερα «ἀνοικτομάτης»,
ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦμε ὅτι ἔχει ἕναν μόνον ὀφθαλμὸν ἀνοικτό. Καὶ συνεχίζει μὲ τὸ ἐπίμαχον ἀπόσπασμα τὸ
ὁποῖον ἀναφέρεται στὴν τύφλωσιν τοῦ Κύκλωπος (Ὀδύσσεια, ι 387): «ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν
ἑλόντες δινέομεν, τὸν δ’ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα. πάντα δέ οἱ βλέφαρ’ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀυτμὴ
γλήνης καιομένης, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι» (Ἔτσι τοῦ περιστρέφαμε μέσα στὸν ὀφθαλμὸ τὸν
πεπυρωμένο μοχλὸ κρατώντας, καὶ αὐτὸν [τὸν μοχλὸ] καθὼς ἦτο θερμὸς περιέρρε [τὸ] αἷμα. Καὶ ὅλα γύρω
ἀπὸ τὰ βλέφαρά του καὶ τὰ φρύδια τὰ καψάλισε ὁ ἀτμὸς καθῶς ἐκαίετο ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ. Καὶ
τριζοβολοῦσαν ἀπὸ τὸ πῦρ οἱ ῥίζες τοῦ [ὀφθαλμοῦ]). Ἀπὸ τὸν στίχο αὐτὸν προκύπτει σαφῶς ὅτι ὁ Κύκλωψ
εἶχε δύο μάτια, ἀφοῦ ἀναφέρονται «βλέφαρα» καὶ «φρύδια» καὶ ὄχι «βλέφαρον» καὶ «φρύδι». Ἄλλως τε μὲ
τέτοια κακοποίησιν τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ Κύκλωψ ἐτυφλώθη ἐντελῶς λόγῳ μεγάλου ἐρεθισμοῦ. Ἐξυπακούεται
ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς περιστάσεις αὐτές, ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σύντροφοί του, μὲ τὸν Κύκλωπα ὀδυρόμενο ἀπὸ τὸν
πόνο, δὲν θὰ εἶχον τὴν εὐκαιρία, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἀπαίτησιν νὰ σταθῇ ὁ Κύκλωψ γιὰ νὰ τοῦ βγάλουν καὶ
τὸν ἄλλον (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Κῶστα Δοῦκα, Ὁμήρου Ὀδύσσεια - μετάφρασις μὲ προσέγγισιν τῆς
ὁμηρικῆς διαλέκτου καὶ ἑρμηνευτικὰ σχόλια, ἐκδ. Ἰδεοθέατρον & Γεωργιάδης, Ἀθῆναι 2002, σελ. 695).
7
Ὁ ὑπέρτατος τῶν Ὀλυμπίων θεῶν. Πατὴρ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ἐσυμβόλιζε τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν
ἀπόλυτον ἐξουσία. Οἱ ἐρωτικές του συνευρέσεις μὲ μία σειρὰ θνητῶν γυναικὼν ἔδωσαν εἰς τοὺς Ἕλληνας
τοὺς ἡμιθέους, τοὺς ἥρωας καὶ τοὺς γενάρχες τους, τοὺς λεγομένους «διογενεῖς».
Σελίς | 7
δύο.

{ΔΩΡΙΣ} Ἔοικας, ὦ Γαλάτεια, οὐκ ἐραστὴν ἀλλ' ἐρώμενον ἔχειν τὸν Πολύφημον,
οἷα ἐπαινεῖς αὐτόν.
Φαίνεσαι, Γαλάτεια, [ὅτι] δὲν τὸν ἔχεις [ἁπλῶς] ἐραστή, ἀλλὰ ἀγαπᾷς σφόδρα τὸν
Πολύφημον8, ἔτσι ὅπως τὸν ἐπαινεῖς.

{ΓΑΛΑΤΕΙΑ} Οὐκ ἐρώμενον, ἀλλὰ τὸ πάνυ ὀνειδιστικὸν τοῦτο οὐ φέρω ὑμῶν,


καί μοι δοκεῖτε ὑπὸ φθόνου αὐτὸ ποιεῖν, ὅτι ποιμαίνων ποτὲ ἀπὸ τῆς σκοπῆς
παιζούσας ἡμᾶς ἰδὼν ἐπὶ τῆς ἠϊόνος ἐν τοῖς πρόποσι τῆς Αἴτνης, καθ' ὃ μεταξὺ
τοῦ ὄρους καὶ τῆς θαλάσσης αἰγιαλὸς ἀπομηκύνεται, ὑμᾶς μὲν οὐδὲ
προσέβλεψεν, ἐγὼ δὲ ἐξ ἁπασῶν ἡ καλλίστη ἔδοξα, καὶ μόνῃ ἐμοὶ ἐπεῖχε τὸν
ὀφθαλμόν. ταῦτα ὑμᾶς ἀνιᾷ· δεῖγμα γάρ, ὡς ἀμείνων εἰμὶ καὶ ἀξιέραστος, ὑμεῖς
δὲ παρώφθητε.
Δὲν τὸν ἀγαπῶ σφόδρα, ἀλλὰ δὲν ἀνέχομαι ἀπὸ ἐσὰς αὐτὸ τὸ πολὺ εἰρωνικὸ [ὕφος] καὶ
μοῦ φαίνεται ὅτι ἀπὸ φθόνον τὸ κάνετε, διότι ὅταν κάποτε ἔβοσκε [τὸ κοπάδι του] μᾶς
εἶδε ἀπὸ ὑψηλὰ καθὼς ἐμεῖς παίζαμε στὴν ἀκρογιαλιά, στοὺς πρόποδες τῆς Αἴτνης9, ἐκεῖ
ὅπου ἐκτείνεται παραλία μεταξὺ τοῦ ὄρους καὶ τῆς θαλάσσης. Ἐσὰς μὲν οὔτε ποὺ σᾶς
κύτταξε, ἐνῷ ἐγὼ [τοῦ] ἐφάνην ἡ ὡραιοτέρα ἀπ’ ὅλες, καὶ εἶχε τὸν ὀφθαλμὸν μόνον γιὰ
ἐμένα. Αὐτὰ σᾶς ἐνοχλοῦν! Ἀπόδειξις [γιὰ τὸ] πόσο καλλίτερη εἶμαι καὶ ἀξιέραστος, ἐνῷ
ἐσεῖς περιφρονηθήκατε.

{ΔΩΡΙΣ} Εἰ ποιμένι καὶ ἐνδεεῖ τὴν ὄψιν καλὴ ἔδοξας, ἐπίφθονος οἴει γεγονέναι;
καίτοι τί ἄλλο ἐν σοὶ ἐπαινέσαι εἶχεν ἢ τὸ λευκὸν μόνον; καὶ τοῦτο, οἶμαι, ὅτι
συνήθης ἐστὶ τυρῷ καὶ γάλακτι· πάντα οὖν τὰ ὅμοια τούτοις ἡγεῖται καλά. ἐπεὶ
τά γε ἄλλα ὁπόταν ἐθελήσῃς μαθεῖν, οἵα τυγχάνεις οὖσα τὴν ὄψιν, ἀπὸ πέτρας
τινός, εἴ ποτε γαλήνη εἴη, ἐπικύψασα ἐς τὸ ὕδωρ ἰδὲ σεαυτὴν οὐδὲν ἄλλο ἢ
χροίαν λευκὴν ἀκριβῶς· οὐκ ἐπαινεῖται δὲ τοῦτο, ἢν μὴ ἐπιπρέπῃ αὐτῷ καὶ τὸ

8
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ Πολυφήμου (α 70): «ἀντίθεον Πολύφημον, ὅου
κράτος ἐστὶ μέγιστον πᾶσιν Κυκλώπεσσι· Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη, Φόρκυνος θυγάτηρ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο
μέδοντος, ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα» (τὸν ἰσόθεο Πολύφημον, τοῦ ὁποίου ἡ δύναμις εἶναι ἡ
μεγίστη σὲ ὅλους τοὺς Κύκλωπας. Ἡ νύμφη Θόωσα τὸν ἐγέννησε, ἡ κόρη τοῦ Φόρκυνος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾷ
τὴν ἀκαταπόνητον θάλασσαν, μέσα σὲ βαθέα σπήλεα σμίγοντας ἐρωτικὰ μὲ τὸν Ποσειδῶνα).
9
Ὄρος ἡφαίστειον, κοντὰ στὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τῆς Σικελίας. Στὴν γιγαντομαχία ὁ Ζεὺς τὸ ἐκύλισε ἐπάνω
στὸν γίγαντα Ἐγκέλαδο καὶ αὐτὸς ἐκφυσὰ τὸν καπνὸ καὶ τὶς φλόγες. Σύμφωνα μὲ ἄλλους κάτω ἀπὸ αὐτὸ
εἶχον τὰ σιδηρουργεῖα τους ὁ Ἥφαιστος καὶ οἱ Κύκλωπες. Τὸ ὄνομά του τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὴν νύμφη Αἴτνα, κόρη
τῆς Γῆς καὶ τοῦ γίγαντος Βριάρεω.
Σελίς | 8
ἐρύθημα.
Ἐπειδὴ ἐφάνης ὡραία εἰς ποιμένα καὶ στερούμενο ὁράσεως, νομίζεις ὅτι ἔχεις γίνει ἄξια
φθόνου; Ἂν καὶ τί ἄλλο θὰ εἶχε νὰ ἐπαινέσῃ σὲ ἐσένα παρὰ μόνον τὸ λευκὸν χρῶμα τοῦ
δέρματος10; Καὶ αὐτό, νομίζω, διότι εἶναι συνηθισμένος στὸ τυρὶ καὶ στὸ γάλα 11. Ὅλα
λοιπὸν τὰ ὅμοια μὲ αὐτά, τὰ θεωρεῖ ὡραῖα. Ὡς πρὸς τὰ ὑπόλοιπα, ὅταν θὰ θελήσῃς νὰ
μάθῃς πῶς τυγχάνει νὰ εἶσαι εἰς τὴν ὄψιν, ἐὰν ποτὲ ὑπάρξῃ γαλήνη, δὲς τὸν ἐαυτόν σου
σκύβοντας ἀπὸ κάποιον βράχο πρὸς τὸ νερό12, ὅτι [δὲν ἔχεις] τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ
δέρμα ἐντελῶς λευκόν. Ὅμως αὐτὸ δὲν ἐπαινεῖται, ἐὰν δὲν ξεχωρίζῃ σὲ αὐτὸ καὶ ἡ
ἐρυθρότης.

{ΓΑΛΑΤΕΙΑ} Καὶ μὴν ἐγὼ μὲν ἡ ἀκράτως λευκὴ ὅμως ἐραστὴν ἔχω κἂν τοῦτον,
ὑμῶν δὲ οὐκ ἔστιν ἥντινα ἢ ποιμὴν ἢ ναύτης ἢ πορθμεὺς ἐπαινεῖ· ὁ δέ γε
Πολύφημος τά τε ἄλλα καὶ μουσικός ἐστι.
Καὶ ὅμως ἐγώ, ἡ τελείως λευκή, ἔχω ἐραστὴ ἔστω καὶ αὐτόν, ἐνῷ σὲ ἐσὰς δὲν ὑπάρχει
κάποιος ἢ ποιμὴν ἢ ναύτης ἢ πορθμεὺς γιὰ νὰ σᾶς ἐπαινῇ. Ὁ Πολύφημος κατὰ τ’ ἄλλα
εἶναι καὶ μουσικός.

{ΔΩΡΙΣ} Σιώπα, ὦ Γαλάτεια· ἠκούσαμεν αὐτοῦ ᾄδοντος ὁπότε πρῴην ἐπὶ σέ·
Ἀφροδίτη φίλη, ὄνον ἄν τις ὀγκᾶσθαι ἔδοξεν. καὶ αὐτὴ δὲ ἡ πηκτὶς οἵα; κρανίον
ἐλάφου γυμνὸν τῶν σαρκῶν, καὶ τὰ μὲν κέρατα πήχεις ὥσπερ ἦσαν, ζυγώσας δὲ
αὐτὰ καὶ ἐνάψας τὰ νεῦρα, οὐδὲ κολλάβοις περιστρέψας, ἐμελῴδει ἄμουσόν τι

10
Ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματός της ἔχει σχέσιν μὲ τὸ γάλα. Ὀφείλει τὸ ὄνομά της στὴν γαλακτώδη χροιὰ τοῦ
σώματός της ἢ στοὺς λευκοὺς σὰν γάλα ἀφροὺς τῆς θαλάσσης. Ὁ νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος Πορφύριος εἰς
τὸ ἔργον του «Ὁμηρικὰ ζητήματα» ἀναφέρει (Βιβλίον 1ον, 50): «ἀπὸ δὲ τοῦ γάλακτος καὶ τῆς στιλβηδόνος
"γλαυκὴ" καὶ ἡ θάλασσα εἴρηται…. καὶ ζοφουμένη θάλασσα "μελανεῖ δέ τε πόντος" λέγεται· ἀτάραχος γὰρ
οὖσα καὶ διειδὴς "λευκὴ δὲ ἦν ἀμφὶ γαλήνη"· καὶ γὰρ ἡ γαλήνη ἀπὸ τοῦ γάλακτος εἴρηται. καὶ ἐπεὶ τὸ μέλαν
σκυθρωπόν, τὸ δὲ λευκὸν ἀντίκειται τῷ μέλανι, ἱλαρὸν ἂν εἴη·» (ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὴν στίλβη
«ἀπαστράπτουσα» λέγεται καὶ ἡ θάλασσα…. καὶ ὅταν ἡ θάλασσα σκοτεινιάζει λέγεται ὅτι «σκουραίνει ὁ
πόντος». Ὅταν εἶναι ἀτάραχος καὶ διαυγὴς «γύρω ἁπλωνόταν μεγάλη γαλήνη». Καὶ ἡ γαλήνη λέγεται ἀπὸ τὸ
γάλα. Διότι καὶ τὸ μαῦρο [θεωρεῖται] σκυθρωπόν, τὸ δὲ λευκὸ ἀντίκειται στὸ μαῦρο, διότι εἶναι χαρούμενον).
Γιὰ τὴν ἀνθρωπίνη ἐπιδερμίδα τὸ λευκὸ χρῶμα ἐσυμβόλιζε τὴν νεότητα καὶ τὸ κάλλος.
11
Σχετικὸ μὲ αὐτό, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Θεοκρίτου «Εἰδύλλια», ὅπου ὁ Πολύφημος ἀπευθύνεται στὴν
Γαλάτεια (11.34): «Ἀλλ’ ωὑτὸς τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω, κἠκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα
πίνω τυρὸς δ’ οὐ λείπει μ’ οὔτ’ ἐν θέρει οὔτ’ ἐν ὀπώρᾳ, οὐ χειμῶνας ἄκρω· ταρσοὶ δ’ ὑπεραχθέες αἰεί» (Ἀλλὰ
ἐγὼ ὁ ἴδιος ὄντας τέτοιος χίλια ζωντανὰ βόσκω καὶ ἀρμέγοντας πίνω ἀπὸ αὐτὰ τὸ καλλίτερο γάλα καὶ δὲν
μοῦ λείπει τὸ τυρὶ οὔτε τὸ καλοκαῖρι, οὔτε τὸ φθινόπωρο, οὔτε τὸ καταχείμωνο. Τὰ καλάθια τῶν τυριῶν εἶναι
πάντοτε πολὺ φορτωμένα).
12
Ὁ πρῶτος καθρέπτης, ἔσοπτρον τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρξε ἡ ἐπιφάνεια τῶν ὑδάτων.
Σελίς | 9
καὶ ἀπῳδόν, ἄλλο μὲν αὐτὸς βοῶν, ἄλλο δὲ ἡ λύρα ὑπήχει, ὥστε οὐδὲ κατέχειν
τὸν γέλωτα ἐδυνάμεθα ἐπὶ τῷ ἐρωτικῷ ἐκείνῳ ᾄσματι· ἡ μὲν γὰρ Ἠχὼ οὐδὲ
ἀποκρίνεσθαι αὐτῷ ἤθελεν οὕτω λάλος οὖσα βρυχομένῳ, ἀλλ' ᾐσχύνετο, εἰ
φανείη μιμουμένη τραχεῖαν ᾠδὴν καὶ καταγέλαστον. ἔφερεν δὲ ὁ ἐπέραστος ἐν
ταῖς ἀγκάλαις ἀθυρμάτιον ἄρκτου σκύλακα τὸ λάσιον αὐτῷ προσεοικότα. τίς
οὐκ ἂν φθονήσειέ σοι, ὦ Γαλάτεια, τοιούτου ἐραστοῦ;
Σώπα, Γαλάτεια, τὸν ἀκούσαμε νὰ τραγουδᾷ ὅταν ἦλθε προσφάτως σὲ ἐσένα. Ἀγαπημένη
Ἀφροδίτη13, ἐφάνη σὰν κάποιος γάιδαρος πού γκαρίζει! Καὶ αὐτὴ ἡ λύρα [του], ἴδια;
Κρανίον ἐλάφου γυμνὸ ἀπὸ σάρκες, καὶ τὰ κέρατα ἦσαν ὡς καβαλάρηδες, καὶ ἀφοῦ τὰ
ἕνωσε μὲ ζυγὸ καὶ προσέθεσε χορδὲς ἀπὸ ἔντερα, χωρὶς νὰ ἔχῃ γυρίσει τὰ κλειδιά, ἔπαιζε
κάτι μὴ ἐμπνευσμένο καὶ παράφωνο. Ἄλλο αὐτὸς γκάριζε, ἄλλο ἡ λύρα ἀντηχοῦσε, ὥστε
οὔτε τὸ γέλιο μπορούσαμε νὰ συγκρατήσουμε μὲ ἐκεῖνο τὸ ἐρωτικὸν ᾆσμα 14. Ἡ μὲν
Ἠχώ15, ἐνῷ εἶναι λαλιστάτη, οὔτε ἤθελε νὰ τοῦ ἀποκριθῇ ἔτσι ὅπως ἐβρυχάτο, ἀλλὰ
ντρεπόταν μήπως καὶ φανῇ ὅτι μιμεῖται ᾠδὴ τραχεία καὶ καταγέλαστον. Ἔφερε δὲ ὁ
ἀξιαγάπητος στὴν ἀγκαλιά [του] παιχνιδάκι νεογνὸ ἀρκούδας 16, τὸ ὁποῖον ὁμοίαζε στὸ

13
Θεὰ τοῦ κάλλους, τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἡδονῆς. Ὁ Ἡσίοδος, ὁ ὁποῖος δίδει στοὺς μύθους του κοσμογονικὸ
νόημα, θέλει τὴν θεὰ προγενεστέρα τοῦ Διός, ὡστόσο νεωτέρα ἀπ’ ὅλους. Στὴν «Θεογονία» (στ. 188) μᾶς
παρουσιάζει τὴν Ἀφροδίτη νὰ γεννᾶται ἀπὸ τὰ κομμένα γεννητικὰ ὄργανα τοῦ Οὐρανοῦ, μετὰ τὸν
ἀκρωτηριασμό του ἀπὸ τὸν Κρόνο. Ἡ θάλασσα κρατοῦσε γιὰ πολὺ καιρὸ τὰ οὐράνια μέλη. Γύρω ἀπὸ αὐτὰ
ἐσχηματίσθη ἀφρὸς καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἀφρὸ ἀνεδύθη πανώρια ἡ Ἀφροδίτη. Ἐπάνω σε ἕνα τεράστιο κοχύλι ὁ
Ζέφυρος τὴν ἐταξίδεψε γιὰ πολὺ καιρὸ μέσα στὸν ἀπέραντο Ὠκεανό. Τὸ παράξενον πλοῖον τῆς Ἀφροδίτης
πέρασε ἀπὸ τὰ Κύθηρα καὶ μετὰ κατευθύνθηκε στὴν Κύπρο. Ὁ Ὅμηρος τὴν παρουσιάζει ὡς κόρη τοῦ Διὸς καὶ
τῆς Διώνης. Ὁ Πλάτων ὑποστηρίζει εἰς τὸ ἔργον του «Συμπόσιον ἢ Περὶ Ἔρωτος» ὅτι ἀμφότερες οἱ ἀφηγήσεις
εἶναι ἔγκυρες, ἀλλὰ ἀναφέρονται στὴν γέννησιν διαφορετικῶν ὀντοτήτων, τῆς Οὐρανίας καὶ τῆς Πανδήμου
Ἀφροδίτης, προστάτιδες τοῦ πνευματικοῦ ἐξιδανικευμένου καὶ σαρκικοῦ ἡδονιστικοῦ ἔρωτος ἀντιστοίχως.
14
Σχετικὸ μὲ αὐτό, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Θεοκρίτου «Εἰδύλλια», ὅπου ὁ Πολύφημος ἀπευθύνεται στὴν
Γαλάτεια (11.38): «Συρίσδεν δ’ ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων, τίν τε, φίλον γλυκύμαλον, ἀμᾷ κἠμαυτῷ
ἀείδων πολλάκι νυκτὸς ἀωρί» (Ξέρω νὰ παίζω τὸν αὐλὸ πολὺ καλὰ ὅπως κανεὶς ἄλλος ἀπὸ αὐτοὺς ἐδῶ τοὺς
Κύκλωπας, καὶ γιὰ ἐσένα καὶ γιὰ ἐμένα συγχρόνως τραγουδῶ, ἀγαπημένο [μου] γλυκόμηλον, συχνὰ ἀργὰ τὴν
νύκτα).
15
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν ἡ Ἠχὼ ἦτο ὀρεσίβια νύμφη, στὴν ὁποίαν οἱ Μοῦσαι ἐδίδαξαν ᾆσμα, αὐλὸ καὶ
σύριγμα. Ἔτσι ἦτο γνωστὴ γιὰ τὴν μελῳδικὴ φωνή της. Ὡς μουσικός, κατὰ μία παράδοσιν, συνηγωνίζετο τὸν
Πάνα ὁ ὁποῖος, εἴτε ἀπὸ καλλιτεχνικὴ ἀντιζηλία, εἴτε διότι ἡ Ἠχὼ περιεφρόνησε τὸν ἔρωτά του προτιμώντας
ἀντ’ αὐτοῦ ἕναν Σάτυρο, ἐνέβαλε μανία στοὺς ποιμένας οἱ ὁποῖοι τὴν ἔκοψαν σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἐσκόρπισαν.
Ὅμως ἡ στοργικὴ Γῆ συνέλεξε τὰ τεμάχια τῆς Ἠχοῦς καὶ τὰ ἔθαβε ὅπου τὰ εὕρισκε. Αὐτὰ ὅμως παρέμειναν
ἀναλλοίωτα διατηρώντας τὶς μουσικὲς ἱκανότητες τῆς Ἠχοῦς ὥστε νὰ ἐπαναλαμβάνουν, ἀσθενέστερα,
ὅποιους ἤχους καὶ ἂν ἄκουγαν.
16
Σχετικὸ μὲ αὐτό, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Θεοκρίτου «Εἰδύλλια», ὅπου ὁ Πολύφημος ἀπευθύνεται στὴν
Γαλάτεια (11.40): «Τρέφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς, πάσας μαννοφόρως, καὶ σκύμνως τέσσαρας ἄρκτων. Ἀλλ’
Σελίς | 10
δασύτριχόν του. Ὁποία δὲν θὰ σὲ ἐφθόνη γιὰ τέτοιον ἐραστή, Γαλάτεια;

{ΓΑΛΑΤΕΙΑ} Οὐκοῦν σύ, Δωρί, δεῖξον ἡμῖν τὸν σεαυτῆς, καλλίω δῆλον ὅτι ὄντα
καὶ ᾠδικώτερον καὶ κιθαρίζειν ἄμεινον ἐπιστάμενον.
Ἐσὺ λοιπόν, Δωρί, δεῖξε μας τὸν δικό σου, διότι σίγουρα εἶναι ὡραιότερος καὶ πιὸ
καλλιεργημένος εἰς τὴν μουσικὴν καὶ ξέρει νὰ παίζῃ κιθάρα καλλίτερα.

{ΔΩΡΙΣ} Ἀλλὰ ἐραστὴς μὲν οὐδεὶς ἔστι μοι οὐδὲ σεμνύνομαι ἐπέραστος εἶναι·
τοιοῦτος δὲ οἷος ὁ Κύκλωψ ἐστί, κινάβρας ἀπόζων ὥσπερ ὁ τράγος, ὠμοβόρος,
ὥς φασι, καὶ σιτούμενος τοὺς ἐπιδημοῦντας τῶν ξένων, σοὶ καὶ πάντοτε σὺ
ἀντερῴης αὐτοῦ.
Ἀλλὰ δὲν μοῦ εὑρίσκεται ἐραστής, οὔτε καυχῶμαι ὅτι εἶμαι ἀξιέραστος. Τέτοιος ὅμως,
ὅπως εἶναι ὁ Κύκλωψ17, ὁ ὁποῖος μυρίζει τραγίλα ἀκριβῶς ὅπως ὁ τράγος, ὠμοφάγος,
ὅπως λένε, καὶ σιτιζόμενος ἀπὸ τοὺς ξένους οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἐδώ 18, μακάρι νὰ εἶναι

ἀφίκευσο ποθ’ ἁμέ, καὶ ἑξεῖς οὐδὲν ἔλασσον» (Καὶ τρέφω γιὰ ἐσένα ἕνδεκα ἐλαφάκια, ὅλα μὲ περιλαίμιον, καὶ
τέσσερα νεογνὰ ἀρκούδας. Ἀλλὰ ἔλα σὲ ἐμένα καὶ δὲν θὰ σοῦ λείψῃ τίποτε). Ὁ Κύκλωψ κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά
του ὡς παιχνίδι ἕνα ζωντανὸ ἀρκουδάκι, τὸ ὁποῖον μᾶς θυμίζει τὰ σημερινὰ λούτρινα ἀρκουδάκια. Ἀπὸ τὰ
παιδιὰ μέχρι τοὺς ἐνήλικες, τὰ ἀρκουδάκια ἔχουν μία ἰσχυρὰ σχέσιν μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ ἐπιτομὴ τῆς
ἀγάπης, τῆς φροντίδος καὶ τῆς ἁγνότητος, τὸ σύμβολον τῆς παιδικῆς ἀθῳότητος. Χρησιμοποιοῦνται ὡς δῶρον
γιὰ νὰ θυμίζουν ξεχωριστὲς περιπτώσεις καὶ θεωροῦνται πολύτιμα λόγῳ τῆς μνήμης τὴν ὁποίαν
ἀντιπροσωπεύουν. Γεμίζουν τὴν ἀπουσία κάποιου, εἰδικὰ ἐκείνου ποὺ μᾶς τὰ ἔχει χαρίσει. Ἀπὸ ψυχολογικῆς
πλευρᾶς, ὑποκαθιστοῦν τὴν δύναμιν τοῦ ἁπαλοῦ ἀνθρωπίνου ἀγγίγματος. Ἕνα ἀρκουδάκι τὸ ὁποῖον
μποροῦμε νὰ ἀγκαλιάσουμε προσφέρει τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ζεστασιὰ τοῦ ἀγγίγματος τὸ ὁποῖον κάθε
ἄνθρωπος χρειάζεται καὶ μᾶς δημιουργεῖ θετικὰ συναισθήματα.
17
Στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ἀναφέρονται τριῶν εἰδῶν Κύκλωπες. Αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἡσίοδος
εἰς τὸ ἔργον του «Θεογονία», οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται ἀμέσως μετὰ τοὺς θεοὺς καὶ ἦσαν μονόφθαλμοι (139):
«γείνατο δ᾽ αὖ Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντας, Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον, οἳ Ζηνὶ
βροντήν τ᾽ ἔδοσαν τεῦξάν τε κεραυνόν. οἱ δ᾽ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν, μοῦνος δ᾽ ὀφθαλμὸς
μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ· Κύκλωπες δ᾽ ὄνομ᾽ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ᾽ ἄρά σφεων κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις
ἐνέκειτο μετώπῳ» (Ἐγέννησε ἔπειτα καὶ τοὺς Κύκλωπας, ποὺ ἔχουν ὑπερβάλλουσα δύναμιν στὴν ψυχή τους,
τὸν Βρόντη, τὸν Στερόπη καὶ τὸν Ἄργη τὸν ὁρμητικό, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν στὸν Δία τὴν βροντὴ καὶ τοῦ
κατεσκεύασαν τὸν κεραυνό. Αὐτοὶ πράγματι σὲ ὅλα τ’ ἄλλα ἦσαν ὅμοιοι μὲ τοὺς θεούς, ἀλλὰ ἕνας μόνον
ὀφθαλμὸς εὐρίσκετο στὴν μέση τοῦ μετώπου. Καὶ τοὺς ἐδόθη τὸ ὄνομα Κύκλωπες, διότι στὸ μέτωπό τους ἕνας
τοὺς εὐρίσκετο κυκλικὸς ὀφθαλμός), οἱ κτηνοτρόφοι Κύκλωπες τοῦ Ὁμήρου ὅπως περιγράφονται στὴν
ῥαψῳδία ι τῆς Ὀδυσσείας καὶ οἱ γιγάντιοι ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους οἱ Ἕλληνες τῆς κλασικῆς ἐποχῆς ἀπέδιδον
τὴν θεμελίωσιν τῶν κυκλωπείων τειχῶν, δείγματα τῶν ὁποίων διατηροῦνται σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς
Ἑλλάδος.
18
Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 288): «ἀλλ’ ὅ γ’ ἀναί̈ξας ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλε,
σὺν δὲ δύω μάρψας ὥς τε σκύλακας ποτὶ γαίῃ κόπτ’· ἐκ δ’ ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν. τοὺς δὲ διὰ
μελεϊστὶ ταμὼν ὡπλίσσατο δόρπον· ἤσθιε δ’ ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, οὐδ’ ἀπέλειπεν, ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ
ὀστέα μυελόεντα» (ἀλλὰ αὐτὸς πετάχτηκε ἐπάνω καὶ στοὺς συντρόφους [μου] ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ ἀφοῦ τοὺς
Σελίς | 11
δικός σου καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ ἐσὺ πάντοτε.

ἅρπαξε δύο μαζί, σὰν νεογνὰ σκύλου τοὺς κτυποῦσε στὴν γῆν. Χύθηκαν κάτω τὰ μυαλά τους καὶ μούσκευε ἡ
γῆ. Αὐτοὺς μετὰ ἀφοῦ τοὺς ἔκοψε τὰ μέλη ἑτοίμασε τὸ δεῖπνον του. Καὶ ἔτρωγε ὡς λέων ποὺ ἔχει τραφεῖ στὰ
ὄρη. Τίποτε δὲν ἄφησε, σάρκες, ἐντόσθια καὶ ὀστᾶ μὲ τὸ μεδοῦλι). Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Εὐριπίδης στὸ σατυρικὸ
δρᾶμα του «Κύκλωψ» (125):
«ΟΔΥΣΣΕΥΣ: φιλόξενοι δὲ χὤσιοι περὶ ξένους;
[Εἶναι] φιλόξενοι καὶ σέβονται τοὺς ξένους;
ΣΙΛΗΝΟΣ: γλυκύτατά φασι τὰ κρέα τοὺς ξένους φορεῖν.
Λένε ὅτι εἶναι γλυκύτατες οἱ σάρκες τῶν ξένων.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ: τί φῄς; βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ;
Τί λές; Χαίρονται νὰ τρώγουν φονευμένους ἀνθρώπους;
ΣΙΛΗΝΟΣ: οὐδεὶς μολὼν δεῦρ’ ὅστις οὐ κατεσφάγη.
[Δὲν ὑπάρχει] κανεὶς ὁ ὁποῖος νὰ ἦλθε ἐδῶ καὶ δὲν [τὸν] ἔσφαξαν».
Σελίς | 12
ΚΥΚΛΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ

{ΚΥΚΛΩΨ} Ὦ πάτερ, οἷα πέπονθα ὑπὸ τοῦ καταράτου ξένου, ὃς μεθύσας


ἐξετύφλωσέ με κοιμωμένῳ ἐπιχειρήσας.
Πατέρα, τί ἔχω πάθει ἀπὸ τὸν καταραμένο ξένο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ [μὲ] ἐμέθυσε, μὲ
ἐτύφλωσε ἐντελῶς ἐπιχειρώντας [το] ὅταν ἐκοιμώμην.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Τίς δὲ ἦν ὁ ταῦτα τολμήσας, ὦ Πολύφημε;


Ποιός ἦτο αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε αὐτά, Πολύφημε;

{ΚΥΚΛΩΨ} Τὸ μὲν πρῶτον Οὖτιν ἑαυτὸν ἀπεκάλει, ἐπεὶ δὲ διέφυγε καὶ ἔξω ἦν
βέλους, Ὀδυσσεὺς ὀνομάζεσθαι ἔφη.
Ἀρχικῶς, ἀποκαλοῦσε τὸν ἐαυτόν του Κανέναν19, ἀφοῦ ὅμως διέφυγε καὶ ἦτο ἐκτὸς

19
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 364): «Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ’ ὄνομα κλυτόν, αὐτὰρ ἐγώ τοι ἐξερέω·
σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης. Οὖτις ἐμοί γ’ ὄνομα. Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ’
ἄλλοι πάντες ἑταῖροι» (Τὸ ξακουστὸ γυρεύεις, Κύκλωπα, νὰ μάθῃς ὄνομά μου. Ἀμέσως θὰ σοῦ τὸ πῶ. Ἐσὺ
ὅμως δῶσε μου τὸ δῶρον φιλοξενίας ποὺ μοῦ ἔταξες. Κανείς τὸ ὄνομά μου! Κανέναν μὲ φωνάζουν καὶ ἡ
μητέρα μου καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι σύντροφοι). Ἡ γνῶσις εἶναι δύναμις καὶ ὁ Πολύφημος, ἀφοῦ
δὲν γνωρίζει τὸν ἀντίπαλό του, στερεῖται αὐτὴν τὴν δύναμιν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ζητεῖ νὰ μάθῃ τὸ ὄνομα
τοῦ Ὀδυσσέως. Τὸ τέχνασμα τοῦ πλαστοῦ ὀνόματος, τὸ ὁποῖον ἐπινοεῖ ὁ Ὀδυσσεύς, εἶναι τὸ σημεῖον
ἀνατροπῆς τῆς καταστάσεως πρὸς ὄφελός του. Δὲν χρησιμοποιεῖ ἕνα ἄλλο ὄνομα στὴν θέσιν τοῦ δικοῦ του,
ἀλλὰ τὴν ἀόριστη ἀντωνυμία «Οὔτις», Κανείς, κάποιος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ γνωστός, νὰ ἀναγνωρισθῇ καὶ
συνεπῶς νὰ πολεμηθῇ καὶ νὰ νικηθῇ. Ἡ ἀνωνυμία, τὴν ὁποίαν δημιουργεῖ ὁ Ὀδυσσεύς, συνιστᾷ τὴν
παντοδυναμία του, διότι ἐπιβάλλει ἀγνωσία στὸν Πολύφημο καὶ τὸν καθιστὰ ἀπολύτως ἀδύναμο νὰ χειρισθῇ
τὴν κατάστασιν. Τὸ ὄνομα εἶναι μία κοινωνικὴ ταξινόμησις, μέσῳ αὐτοῦ ἀναγνωρίζεται ὁ ἄλλος,
δημιουργεῖται ὁ ἐαυτός, ἐγγράφεται καὶ ἐλέγχεται τὸ πρόσωπον μέσα στὸ σύστημα μίας κοσμοαντιλήψεως.
Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριωτέρους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους τὸ ἄτομον παρουσιάζεται στὸν κόσμο, καθὼς
λειτουργεῖ ὡς μία στρατηγικὴ δημοσίας προβολῆς τοῦ ἐαυτοῦ. Ἡ ὀνοματοθεσία εἶναι μία πρᾶξις κοινωνικῆς
θεσμίσεως τοῦ προσώπου. Δίδοντας στὸν ἄνθρωπο ἕνα ὄνομα, ἢ ἀκόμη καὶ ἀλλάζοντας τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἔχει
ἤδη δοθεῖ, τοῦ ἀναγνωρίζεται μία μορφὴ κοινωνικῆς ὑπάρξεως. Ὅλοι οἱ γνωστοὶ πολιτισμοὶ ἔδωσαν
ξεχωριστὴ σημασία στὸ ὄνομα καὶ τὴν ὀνοματοθεσία τοῦ προσώπου, ἢ μετέπειτα τοῦ ἀτόμου. Ἡ ἔνταξις τοῦ
προσώπου στὴν ὁμάδα (γενεά, ἐθνότητα ἢ φυλή, θρησκευτικὴ κοινότητα) ἐπιτελεῖται κατ’ ἀρχὴν μέσῳ καὶ
ἴσως χάριν τοῦ ὀνόματος. Δὲν εἶναι καθόλου ἀσήμαντο πρᾶγμα ἡ ταύτισις τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεως μὲ τὸ
ὄνομα. Τὸ ὄνομα εἶναι φορεὺς ταυτότητος καὶ ἐξατομικεύσεως καὶ λειτουργεῖ ὡς σύμβολον, ἀπηχώντας ἕνα
σύνολο ἰδιοτήτων καὶ πεποιθήσεων, οἱ ὁποῖες ἀποδίδονται στὸν ὀνομαζόμενο. Ἕνα ὄνομα, ἐπίσης, δὲν
λειτουργεῖ μόνον στὸ συλλογικὸ ἀλλὰ καὶ σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδον. Εἶναι τὸ ὄχημα τῆς ἀντιλήψεως τὴν ὁποίαν
φέρει ὁ κάθε ἕνας γιὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ τοὺς ἄλλους, εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖον καθιστᾷ μοναδικὸ ἕνα πρόσωπον.
Ἀντιθέτως ἡ ἔλλειψις ὀνόματος ἐπιβάλλει μίαν ἀγνωσία περὶ τὸ πρόσωπον, τὴν βιογραφική του τροχιὰ καὶ
τὸν κοινωνικό του ὁρίζοντα καὶ ἐγκαθιστᾷ ἕνα ῥῆγμα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν
ἐργασία τῆς Χριστίνας Βεΐκου «Τὸ ὄνομα ὡς ὅριον ἀνάμεσα στὴν φύσιν καὶ στὸν πολιτισμό, ἀνθρωπολογικὸ
σχόλιον στὸν στίχο ι 366 τῆς Ὀδυσσείας»).
Σελίς | 13
βεληνεκοῦς, ἔλεγε ὅτι ὀνομάζεται Ὀδυσσεύς20.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Οἶδα ὃν λέγεις, τὸν Ἰθακήσιον· ἐξ Ἰλίου δ' ἀνέπλει. ἀλλὰ πῶς
ταῦτα ἔπραξεν οὐδὲ πάνυ εὐθαρσὴς ὤν;
Ξέρω ποιόν λές, τὸν Ἰθακήσιον21. Ἀπὸ τὸ Ἴλιον ἀποπλέει. Ἀλλὰ πῶς τὰ ἔκανε αὐτὰ ἀφοῦ
δὲν εἶναι πολὺ εὐθαρσής22;

{ΚΥΚΛΩΨ} Κατέλαβον αὐτοὺς ἐν τῷ ἄντρῳ ἀπὸ τῆς νομῆς ἀναστρέψας


πολλούς τινας, ἐπιβουλεύοντας δῆλον ὅτι τοῖς ποιμνίοις· ἐπεὶ γὰρ ἐπέθηκα τῇ
θύρᾳ τὸ πῶμα -πέτρα δέ ἐστί μοι παμμεγέθης- καὶ τὸ πῦρ ἀνέκαυσα
ἐναυσάμενος ὃ ἔφερον δένδρον ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἐφάνησαν ἀποκρύπτειν αὑτοὺς

20
Ὁ Ὀδυσσεύς, βασιλεὺς τῆς Ἰθάκης, εἶναι ὁ βασικὸς ἥρως στὸ ἐπικὸ ποίημα τοῦ Ὁμήρου «Ὀδύσσεια» καὶ
διαδραματίζει ἐπίσης καθοριστικὸ ῥόλο στὸ ἄλλο ἔπος τοῦ Ὁμήρου, τὴν Ἰλιάδα. Εἶναι εὐρέως γνωστὸς γιὰ
τὴν πονηριὰ καὶ ἐφευρετικότητά του. Ἦτο υἱὸς τοῦ Λαέρτου καὶ τῆς Ἀντικλείας, σύζυγος τῆς Πηνελόπης καὶ
πατὴρ τοῦ Τηλεμάχου. Γιὰ τὸ γενεαλογικὸ δένδρον τοῦ Ὀδυσσέως ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές. Ὁ πατὴρ (ἢ πατριὸς)
τοῦ Λαέρτου εἶναι ὁ Ἀρκέσιος, υἱὸς τοῦ Κέφαλου (ἰδρυτοῦ τῆς Κεφαλληνίας) καὶ ἐγγονὸς τοῦ Αἰόλου. Στὴν
τραγῳδία «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι» τοῦ Εὐριπίδου, ὡς πατὴρ τοῦ Λαέρτου ἀναφέρεται ὁ Σίσυφος. Στὴν Ὀδύσσεια
ἀναφέρεται ὅτι τοῦ ἐδόθη τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν παππού του τὸν Αὐτολύκο (τ 406): «γαμβρὸς ἐμὸς θυγάτηρ τε,
τίθεσθ᾽ ὄνομ᾽ ὅττι κεν εἴπω· πολλοῖσιν γὰρ ἐγώ γε ὀδυσσάμενος τόδ᾽ ἱκάνω, ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν ἀνὰ χθόνα
πουλυβότειραν· τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ὄνομ᾽ ἔστω ἐπώνυμον» (Γαμβρὲ καὶ κόρη μου θὰ βάλετε ὄνομα ὅ,τι τυχὸν σᾶς
πῶ. Ἐγὼ ἔρχομαι ἐδῶ μισούμενος ἀπὸ πολλούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν γῆν ποὺ τρέφει πολλούς. Γι’ αὐτὸν
τὸν λόγο τὸ ὄνομα τὸ ὁποῖον τοῦ δίδεται νὰ εἶναι Ὀδυσσεύς). Ὁ Ὀδυσσεύς ἐπενόησε τὸ τέχνασμα τοῦ Δουρείου
ἵππου μὲ τὸ ὁποῖον κατεκτήθη ἡ Τροία, ἐτιμωρήθη ὅμως ἀπὸ τοὺς θεοὺς σὲ μακρόχρονη περιπλάνησιν, λόγῳ
ὡρισμένων ἀνοσίων πράξεών του κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου.
21
Στοὺς νεωτέρους χρόνους διετυπώθησαν ἀντιρρήσεις ἀπὸ πολλοὺς ἀρχαιολόγους γιὰ τὸ ἐὰν ἡ σημερινὴ
νῆσος τῆς Ἰθάκης εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ὁμηρική. Ἔτσι, ἄλλοι τοποθετοῦν τὴν ὁμηρικὴ Ἰθάκη στὴν Λευκάδα καὶ
ἄλλοι στὴν Κεφαλονιά.
22
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ περιστατικὸν εἰς τὴν ῥαψῳδία Θ τῆς Ἰλιάδος ὅπου ὁ Διομήδης τὸν ἀποκαλεῖ δειλό.
Οἱ Ἀχαιοὶ ὑποχωροῦν καθὼς οἱ Τρῶες τοὺς κυνηγοῦν καὶ ἔχουν πλησιάσει τὰ πλοῖα τους. Ὁ Διομήδης
προσπαθεῖ νὰ σώσῃ τὸν Νέστορα ἀπὸ τὸν Ἕκτορα, ζητεῖ βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, ἀλλὰ ὁ Ὀδυσσεὺς γυρίζει
τὸ ἅρμα του καὶ κατευθύνεται πρὸς τὰ πλοῖα, χωρὶς νὰ δώσῃ σημασία. Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος (Θ 90): «καί νύ κεν
ἔνθ᾽ ὁ γέρων ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσεν εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης· σμερδαλέον δ᾽ ἐβόησεν ἐποτρύνων
Ὀδυσῆα· διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ πῇ φεύγεις μετὰ νῶτα βαλὼν κακὸς ὣς ἐν ὁμίλῳ; μή τίς
τοι φεύγοντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πήξῃ· ἀλλὰ μέν᾽ ὄφρα γέροντος ἀπώσομεν ἄγριον ἄνδρα. ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽
ἐσάκουσε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, ἀλλὰ παρήϊξεν κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν» (καὶ ἐκεῖ ὁ γέρων παρ’ ὀλίγον
θὰ ἔχανε τὴν ζωή του ἐὰν δὲν τὸν ἔπαιρνε ἀμέσως εἴδησιν ὁ βροντόφωνος Διομήδης. Φώναξε δὲ κατὰ τρόπον
φοβερὸ παροτρύνοντας τὸν Ὀδυσσέα: «Υἱὲ τοῦ Λαέρτου διογενή, πολυμήχανε Ὀδυσσεῦ, πρὸς τὰ ποῦ φεύγεις,
γυρνώντας τὰ νῶτα σου σὰν δειλὸς μέσα στὸν συφερτὸ τῆς μάχης; Πρόσεξε, ἐνῷ φεύγεις, μὴ σοῦ μπήξῃ κανεὶς
τὸ ἀκόντιον πισώπλατα. Ἀλλὰ μένε ὥστε νὰ ἀπωθήσουμε ἀπὸ τὸν γέροντα τὸν ἄγριο ἄνδρα». Ἔτσι εἶπε καὶ
δὲν τὸν ἄκουσε ὁ πολύπαθος, ὁ θεῖος Ὀδυσσεύς, ἀλλὰ πέρασε βιαστικὰ κατευθυνόμενος στὰ κοῖλα πλοῖα τῶν
Ἀχαιῶν). Οἱ ἀρχαῖοι σχολιασταὶ διαφωνοῦσαν μὲ τὸ τί ἀπὸ τὰ δύο συνέβη στὸν Ὀδυσσέα. Ἢ δὲν ἄκουσε μέσα
στὸν τόσο θόρυβο ἢ ἄκουσε καὶ τὸ ἀγνόησε.
Σελίς | 14
πειρώμενοι· ἐγὼ δὲ συλλαβών τινας αὐτῶν, ὥσπερ εἰκὸς ἦν, κατέφαγον λῃστάς
γε ὄντας. ἐνταῦθα ὁ πανουργότατος ἐκεῖνος, εἴτε Οὖτις εἴτε Ὀδυσσεὺς ἦν,
δίδωσί μοι πιεῖν φάρμακόν τι ἐγχέας, ἡδὺ μὲν καὶ εὔοσμον, ἐπιβουλότατον δὲ καὶ
ταραχωδέστατον· ἅπαντα γὰρ εὐθὺς ἐδόκει μοι περιφέρεσθαι πιόντι καὶ τὸ
σπήλαιον αὐτὸ ἀνεστρέφετο καὶ οὐκέτι ὅλως ἐν ἐμαυτοῦ ἤμην, τέλος δὲ εἰς
ὕπνον κατεσπάσθην. ὁ δὲ ἀποξύνας τὸν μοχλὸν καὶ πυρώσας προσέτι ἐτύφλωσέ
με καθεύδοντα, καὶ ἀπ' ἐκείνου τυφλός εἰμί σοι, ὦ Πόσειδον.
Τοὺς βρῆκα μέσα στὴν σπηλιὰ ὅταν ἐπέστρεψα ἀπὸ τὴν βοσκή, πολλούς, οἱ ὁποῖοι
ἐπιβουλεύοντο προφανῶς τὰ βοσκήματα. Ἀφοῦ ἔβαλα στὴν θύρα τὸ σκέπασμα -ἔχω ἕναν
τεράστιο βράχο23- καὶ ἄναψα φωτιὰ ῥίπτοντας τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον ἔφερον ἀπὸ τὸ
βουνό, ἐφάνησαν καθὼς προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἐγὼ δέ, ἀφοῦ συνέλαβα κάποιους
ἐξ αὐτῶν, ὅπως ἦτο φυσικόν, τοὺς κατεβρόχθησα ἀφοῦ βεβαίως ἦσαν λῃσταί 24. Τότε
ἐκεῖνος ὁ πανουργότατος, εἴτε ἦτο ὁ Κανεὶς εἴτε ὁ Ὀδυσσεύς, μοῦ ἔδωσε νὰ πιῶ ῥίπτοντας
κάποιο δηλητήριον, γλυκὸ ὅμως καὶ μὲ ὡραῖο ἄρωμα, ἀλλὰ ὕπουλον καὶ πολὺ

23
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 240): «αὐτὰρ ἔπειτ’ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ’ ἀείρας,
ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾿ ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν· τόσσην ἠλίβατον
πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν» (μετὰ ἔβαλε ἕναν μεγάλο βράχο γιὰ νὰ ἀσφαλίσῃ τὴν εἴσοδο, ἀφοῦ τὸν ἐσηκῶσε
ὑψηλά, πολὺ βαρύν, τὸν ὁποῖον, οὔτε εἴκοσι δύο γερὲς ἅμαξες μὲ τέσσερις τροχοὺς δὲν θὰ κουνοῦσαν ἀπὸ τὸ
ἔδαφος. Τόσο τεράστιο βράχο ἔβαλε στὴν εἴσοδο). Ἄλλη μία περιγραφὴ ἀπὸ τὴν ὁποίαν προκύπτει ὅτι ὁ
Πολύφημος ἦτο πελώριος. Ὁ Ὀδυσσεὺς μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα συντρόφους του δὲν μποροῦσαν νὰ
μετακινήσουν τὸν βράχο.
24
Οἱ Κύκλωπες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ὅμηρος, ἦσαν ὀρεσίβιοι καὶ κτηνοτρόφοι. Πρῶτο μέλημά τους ἦτο ἡ
προστασία τῶν κοπαδιῶν τους. Τὰ σαρκοβόρα ζῷα καὶ οἱ λῃσταὶ (οἱ ἀπροσάρμοστοι θηρευταὶ) ἔπρεπε νὰ
ἐμποδίζωνται ἀπὸ τὸ νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν τροφή τους μὲ εὔκολο τρόπο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο εἶχον κτίσει γύρω
ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου συγκεντώνονταν τὰ κοπάδια τους, τόσο γιὰ τὴν προστασία αὐτοῦ τοῦ ζωικοῦ κεφαλαίου
ὅσο καὶ τῶν ἰδίων. Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Ὅμηρος (ι 183): «ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ᾿, ὄιές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ
δ᾿ αὐλὴ ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν» (ἐκεῖ πολλὰ
πρόβατα καὶ κατσίκες ἐκοιμῶντο. Γύρω εἶχε οἰκοδομηθῇ μία ὑψηλὴ αὐλή, μὲ λίθους χωμένους στὴν γῆν καὶ
ὑψηλὰ πεῦκα καὶ βελανιδιὲς ὑψηλόκορφες). Ὁ Πολύφημος βλέποντας ἐντὸς τῆς σπηλιᾶς του τὸν Ὀδυσσέα
καὶ τοὺς συντρόφους του, τοὺς θεωρεῖ λῃστὰς καὶ τοὺς ἐρωτᾷ (ι 252): «ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾿ ὑγρὰ
κέλευθα; ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε, οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾿ ἀλόωνται ψυχὰς
παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;» (Ξένοι, ποιοί εἶσθε; Ἀπὸ ποῦ ἐπλεύσατε τοὺς θαλασσίους δρόμους;
Μήπως γιὰ κάποια δουλειὰ ἢ ἀπερίσκεπτα τριγυρίζετε ὅπως καὶ οἱ λῃσταὶ στὴν θάλασσαν, οἱ ὁποῖοι
περιπλανῶνται διακινδυνεύοντας τὶς ζωές τους καὶ φέρνοντας κακὸ σὲ ἀνθρώπους ἀπὸ ἄλλα μέρη;). Ἀπὸ
ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βλέπουμε τὴν στάσιν τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στοὺς λῃστὰς καὶ τοὺς πειρατάς. Ὁ
προσωκρατικὸς φιλόσοφος Δημόκριτος ἀναφέρει χαρακτηριστκὰ (Ἀποσπάσματα, 260): «κιξάλλην καὶ λῃστὴν
πάντα κτείνων τις ἀθῷος ἂν εἴη καὶ αὐτοχειρίῃ καὶ κελεύων καὶ ψήφῳ» (νὰ θεωρῆται ἀθῷος ὅποιος φονεύει
πειρατὴ καὶ λῃστή, εἴτε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, εἴτε δίδοντας ἐντολή, εἴτε [ἐπικυρώνοντας ἀπόφασιν] μὲ
ψῆφο).
Σελίς | 15
ταραχῶδες25. Διότι πίνοντας, ὅλα εὐθὺς μοῦ ἐφάνησαν νὰ γυρίζουν καὶ τὸ ἴδιο τὸ
σπήλαιον γυρνοῦσε καὶ δὲν ἤμουν στὰ συγκαλά μου καὶ στὸ τέλος ἔπεσα σὲ ὕπνο. Αὐτὸς
δέ, κάνοντας μυτερὸ τὸ ξύλον καὶ πυρώνοντάς το ἐπὶ πλέον, μὲ ἐτύφλωσε καθὼς
ἐκοιμώμην καὶ ἀπὸ τότε εἶμαι τυφλός, Ποσειδῶν.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ὡς βαθὺν ἐκοιμήθης, ὦ τέκνον, ὃς οὐκ ἐξέθορες μεταξὺ


τυφλούμενος. ὁ δ' οὖν Ὀδυσσεὺς πῶς διέφυγεν; οὐ γὰρ ἂν εὖ οἶδ' ὅτι ἠδυνήθη
ἀποκινῆσαι τὴν πέτραν ἀπὸ τῆς θύρας.
Τόσο βαθιὰ ἐκοιμήθης, παιδί [μου], ὁ ὁποῖος δὲν πετάχτηκες ἔξω οὔτε καθὼς σὲ
ἐτύφλωνε; Ὁ Ὀδυσσεύς, ὅμως, πῶς διέφυγε; Διότι ξέρω καλῶς ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ

25
Ἐννοεῖ τὸν πολὺ γλυκὺν καὶ εὐωδιαστὸ οἶνον ἀπὸ τὴν Ἴσμαρο τῆς Θρᾴκης, γνωστὸς περισσότερο μὲ τὸ
ὄνομα Μαρώνειος οἶνος. Ὅταν ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σύντροφοί του ἐκπόρθησαν τὴν Ἴσμαρο, ὁ Ὀδυσσεὺς
ἐσεβάσθη τὸν Μάρωνα, ἱεροφάντη τοῦ Ἀπόλλωνος, καὶ τὴν οἰκογένειά του. Αὐτὸς τοῦ ἔδωσε ὡς δῶρον
εὐγνωμοσύνης, μεταξὺ ἄλλων, δώδεκα ἀμφορεῖς μὲ οἶνον (Ὀδύσσεια, ι 196-205). Φαίνεται ὅτι τὰ σταφύλια
ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρήγετο αὐτὸς ὁ οἶνος εἶχον ὑποστεῖ μεγάλη ἀφυδάτωσιν καὶ ὁ μοῦστος ἦτο πολὺ πυκνὸς καὶ
γλυκύς. Ὅσο πιὸ γλυκὺς καὶ παχὺς ὁ παραγόμενος οἶνος, τόσο περισσότερο νερὸ χρειαζόταν κατὰ τὴν
κράσιν (ἀνάμιξιν οἴνου καὶ νεροῦ). Ὁ οἶνος ἐπίνετο πάντοτε «κεκραμένος» (ἀναμεμειγμένος) μὲ νερὸ σὲ
ἀναλογία συνήθως 1:3 (ἕνα μέρος οἴνου πρὸς τρία μέρη νεροῦ). Περιγράφει ὁ Ὀδυσσεὺς στοὺς Φαίακες
σχετικῶς μὲ αὐτὸν τὸν οἶνον (Ὀδύσσεια, ι 208): «τὸν δ’ ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν, ἓν δέπας
ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα χεῦ’, ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει θεσπεσίη· τότ’ ἂν οὔ τοι
ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν» (Καὶ ὅταν τυχὸν ἔπινον αὐτὸν τὸν ἐρυθρὸν γλυκὺν σὰν μέλι οἶνον, ἀφοῦ γέμιζε
[κάποιος] μία κοῦπα [κρασί, τὴν] ἔριπτε ἀνὰ εἴκοσι μέρη νεροῦ [1:20], καὶ ὀσμὴ γλυκιὰ ἀπὸ τὸν κρατῆρα
εὐωδίαζε, θεσπεσία καὶ τότε σίγουρα σὲ κανέναν δὲν θὰ ἦτο ἀγαπητὸν νὰ μείνῃ μακριά). Ὁ οἶνος τοῦ Μάρωνος
γιὰ νὰ δέχεται εἴκοσι μέρη νεροῦ χωρὶς νὰ χάνῃ τὸν οἰνώδη χαρακτῆρα του, πρέπει νὰ ἦτο «λιαστός», πολὺ
γλυκὺς καὶ παχύς. Νὰ εἶχε, δηλαδή, μεγάλη πυκνότητα. Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὸ ἐὰν ὁ οἶνος αὐτὸς
εἶχε τόσο οἰνόπνευμα γιὰ νὰ μεθύσῃ τὸν Κύκλωπα. Ὅσο πιὸ πολλὰ σάκχαρα περιέχει ὁ μοῦστος, τόσο πιὸ
ὀλίγη ἀλκοόλη καὶ πολλὰ ἀζύμωτα σάκχαρα ἔχει ὁ οἶνος. Τὰ σταφύλια, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποξηρανθῇ στὸν
ἥλιο δίδουν πιὸ γλυκὺν καὶ χαμηλόβαθμο οἶνον, σὰν τὸν παραδοσιακὸ οἶνον τῆς Σαντορίνης. Ἀναφέρει ὁ
Ἱπποκράτης εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ διαίτης ὀξέων» (14.1): «Ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσόν ἐστι καρηβαρικὸς τοῦ
οἰνώδεος, καὶ ἧσσον φρενῶν ἁπτόμενος» (ὁ γλυκὺς [οἶνος] ἐπιφέρει ὀλιγώτερον πονοκέφαλον ἀπὸ τὸν
οἰνώδη καὶ ἐπηρρεάζει ὀλιγώτερον τὸ μυαλό). Τὸ ἴδιο ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Διοσκουρίδης εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ
ὕλης ἰατρικῆς» (Βιβλίον 5ον, 6.2.6): «Ὁ μὲν γὰρ γλυκὺς οἶνος ἁδρομερής ἐστι καὶ δυσδιάπνευστος, στομάχου
πνευματωτικός, κοιλίας τε καὶ ἐντέρων ταρακτικός, ὥσπερ καὶ τὸ γλεῦκος. ἧττον δὲ μεθύσκει» (Ὁ μὲν γλυκὺς
οἶνος εἶναι δυνατὸς καὶ δύσκολα ἐξατμιζόμενος καὶ μπορεῖ νὰ προξενήσῃ φούσκωμα στὸ στομάχι, προκαλεῖ
ἀναταραχὴ καὶ στὴν κοιλιὰ καὶ στὰ ἔντερα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ μοῦστος. Μεθᾷ ὅμως ὀλιγώτερον). Ἄρα ὁ
πολὺ γλυκὺς οἶνος, σὰν αὐτὸν τοῦ Μάρωνoς, λόγῳ τῶν πολλῶν σακχάρων προκαλοῦσε σὲ περίπτωσιν
καταχρήσεως -ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Κύκλωπα- στομαχικὸ φόρτο, ἀλλὰ ὄχι μέθη. Αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἐρυθρὸν
γλυκὺν οἶνον ζητοῦσε καὶ ξαναζητοῦσε ὁ Κύκλωψ ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα. Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τρεῖς φορὲς νὰ
πιῇ. Ἦτο ὁ οἶνος, ὁ ὁποῖος ἔφερε ὄχι τὴν μέθη, ἀλλὰ τὸν «πανδαμάτορα ὕπνον» στὸν Πολύφημον (Ἀπόσπασμα
ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς χημικοῦ καὶ οἰνολόγου Σταυρούλας Κουράκου-Δραγώνα στὸν Βόλο τὸ ἔτος 2009: «Ὁ
Κανεὶς τύφλωσε τὸν Κύκλωπα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸν μέθυσε»).
Σελίς | 16
μετακινήσῃ τὸν βράχο ἀπὸ τὴν θύρα.

{ΚΥΚΛΩΨ} Ἀλλ' ἐγὼ ἀφεῖλον, ὡς μᾶλλον αὐτὸν λάβοιμι ἐξιόντα, καὶ καθίσας
παρὰ τὴν θύραν ἐθήρων τὰς χεῖρας ἐκπετάσας, μόνα παρεὶς τὰ πρόβατα εἰς τὴν
νομήν, ἐντειλάμενος τῷ κριῷ ὅσα ἐχρῆν πράττειν αὐτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ἀλλὰ ἐγὼ τὴν ἀφήρεσα, γιὰ νὰ τὸν πιάσω εὐκολώτερα ἐξερχόμενο, καὶ ἀφοῦ κάθισα
κοντὰ στὴν θύρα προσπαθοῦσα νὰ τοὺς πιάσω ἀπλώνοντας τὰ χέρια, ἀφήνοντας μόνα τὰ
πρόβατα εἰς τὴν βοσκήν, παραγγέλοντας στὸν κριὸ26 ὅσα ἔπρεπε νὰ πράξῃ αὐτὸς γιὰ
ἐμένα.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Μανθάνω· ὑπ' ἐκείνοις ἔλαθον ὑπεξελθόντες· σὲ δὲ τοὺς ἄλλους


Κύκλωπας ἔδει ἐπιβοήσασθαι ἐπ' αὐτόν.
Καταλαβαίνω. Κάτω ἀπὸ αὐτὰ κρύφτηκαν καὶ ἐξήλθον 27. Ἐσὺ ὅμως ἔπρεπε νὰ φωνάξῃς

26
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 447): «κριὲ πέπον, τί μοι ὧδε διὰ σπέος ἔσσυο μήλων ὕστατος; οὔ τι
πάρος γε λελειμμένος ἔρχεαι οἰῶν, ἀλλὰ πολὺ πρῶτος νέμεαι τέρεν᾿ ἄνθεα ποίης μακρὰ βιβάς, πρῶτος δὲ ῥοὰς
ποταμῶν ἀφικάνεις, πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι ἑσπέριος· νῦν αὖτε πανύστατος. ἦ σύ γ’
ἄνακτος ὀφθαλμὸν ποθέεις, τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε σὺν λυγροῖς ἑτάροισι δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ,
Οὖτις, ὃν οὔ πώ φημι πεφυγμένον εἶναι ὄλεθρον. εἰ δὴ ὁμοφρονέοις ποτιφωνήεις τε γένοιο εἰπεῖν ὅππῃ κεῖνος
ἐμὸν μένος ἠλασκάζει· τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, κὰδ δέ
κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν, τά μοι οὐτιδανὸς πόρεν Οὖτις. ὣς εἰπὼν τὸν κριὸν ἀπὸ ἕο πέμπε θύραζε» (Καλέ
μου κριὲ γιατί κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο βγαίνεις ἀπὸ τὸ σπήλαιον, τελευταῖος ἀπὸ τὰ αἰγοπρόβατα; Διότι μέχρι
τώρα δὲν εἶχες μείνει ποτὲ πίσω ἀπὸ τὰ πρόβατα, ἀλλὰ πολὺ πρῶτος ἐξέρχεσαι γιὰ νὰ βοσκήσῃς τὰ τρυφερὰ
ἄνθη τοῦ χορταριοῦ καὶ πηγαίνεις μακριά, πρῶτος φθάνεις στὰ ῥέματα τῶν ποταμῶν, πρῶτος ἐπιθυμεῖς νὰ
γυρίζῃς σὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴν στάνη τὸ βράδυ. Τώρα πάλι ἔρχεσαι τελευταῖος ἀπ’ ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι μᾶλλον
λυπημένος γιὰ τοῦ κύρη σου τὸν ὀφθαλμό, τὸν ὁποῖον ἐτύφλωσε ἐντελῶς ἄνδρας κακὸς μαζὶ μὲ τοὺς
ὀλεθρίους συντρόφους [του], καθὼς μοῦ κατέβαλε τὸ μυαλό μου μὲ οἶνο, ὁ Κανείς, ὁ ὁποῖος, [σοῦ τὸ] λέω,
οὔτε κατὰ διάνοια δὲν ἔχει ξεφύγει τὸν ὄλεθρον. Ἐὰν εἶχες τὴν ἴδια φρόνησιν μὲ ἐμένα καὶ σοῦ ἐγίνετο νὰ
εἶχες τὴν ἱκανότητα νὰ [μοῦ] ἀπευθυνθῇς, θὰ μοῦ ἔλεγες ποῦ [εἶναι] ἐκεῖνος [καὶ] ξεφεύγει τῆς ὀργῆς μου.
Τότε τυχὸν θὰ τοῦ ἔσπαζα τὸ κεφάλι καθὼς θὰ τὸ κτυποῦσα δυνατὰ στὸ ἔδαφος ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σὲ ὅλην
τὴν σπηλιά. Καὶ θὰ ἀνεκουφίζετο ἡ καρδιά μου ἀπὸ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα μου ἐπροξένησε ὁ τιποτένιος ὁ Κανείς.
Ἔτσι εἶπε καὶ ἄφησε τὸν κριὸ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν θύρα).
27
Ὁ Ὅμηρος περιγράφει εἰς τὴν Ὀδύσσεια τὰ κριάρια ὡς μεγαλόσωμα καὶ μᾶς δημιουργεῖται ἡ ὑποψία ὅτι
πιθανῶς νὰ εἶχον καὶ αὐτὰ διαστάσεις μεγαλύτερες ἀπὸ τὶς συνήθεις (ι 425): «ἄρσενες ὄιες ἦσαν ἐυτρεφέες,
δασύμαλλοι, καλοί τε μεγάλοι τε, ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες» (ὑπῆρχον κριάρια εὐτραφῆ, πυκνόμαλλα, μεγάλα
καὶ καλά, τὰ ὁποῖα εἶχον σκουρόχρωμο μαλλὶ) καὶ συνεχίζει (ι 429): «σύντρεις αἰνύμενος· ὁ μὲν ἐν μέσῳ ἄνδρα
φέρεσκε, τὼ δ’ ἑτέρω ἑκάτερθεν ἴτην σώοντες ἑταίρους. τρεῖς δὲ ἕκαστον φῶτ’ ὄιες φέρον· αὐτὰρ ἐγώ γε
ἀρνειὸς γὰρ ἔην μήλων ὄχ’ ἄριστος ἁπάντων, τοῦ κατὰ νῶτα λαβών, λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθεὶς κείμην»
(τὰ ἔπιανα τρία μαζί. Αὐτὸ εἰς τὸ μέσον ἔφερε τὸν ἄνδρα καὶ τὰ ἄλλα δύο ἀπὸ κάθε μεριὰ πήγαιναν σώζοντας
τοὺς συντρόφους. Τριὰ κριάρια ἔφερον κάθε ἄνδρα. Ἔπειτα ἐγὼ πιάνοντας ἀπὸ τὴν ῥάχη κριάρι τὸ ὁποῖον ἦτο
τὸ πιὸ ἐξαίρετον ὅλων, μαζεύτηκα κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά του τὴν πυκνὴ καὶ καθόμουν ἥσυχος). Ἄλλως τε δὲν
Σελίς | 17
τοὺς ἄλλους Κύκλωπας ἐναντίον του.

{ΚΥΚΛΩΨ} Συνεκάλεσα, ὦ πάτερ, καὶ ἧκον· ἐπεὶ δὲ ἤροντο τοῦ ἐπιβουλεύοντος


τοὔνομα κἀγὼ ἔφην ὅτι Οὖτίς ἐστι, μελαγχολᾶν οἰηθέντες με ἀπιόντες ᾤχοντο.
οὕτω κατεσοφίσατό με ὁ κατάρατος τῷ ὀνόματι. καὶ ὃ μάλιστα ἠνίασέ με, ὅτι καὶ
ὀνειδίζων ἐμοὶ τὴν συμφοράν, Οὐδὲ ὁ πατήρ, φησίν, ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε.
Τοὺς συνεκάλεσα, πατέρα, καὶ ἦλθον28. Ἐπειδὴ ἐρωτοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ ἐπιβουλεύοντος
καὶ ἐγὼ ἔλεγον ὅτι εἶναι ὁ Κανείς29, ἐθεώρησαν ὅτι τρελλάθηκα30 καὶ μὲ ἄφησαν καὶ
ἔφυγον. Αὐτὸ ἐσοφίσθη ἐναντίον μου ὁ καταραμένος μὲ τὸ ὄνομα. Καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον μὲ
ἐνόχλησε περισσότερο [εἶναι] ὅτι μὲ κορόιδευε κι ὅλας γιὰ τὴν συμφορὰ καὶ ἔλεγε: «Οὔτε
ὁ πατέρας σου, ὁ Ποσειδῶν, δὲν θὰ σὲ ἰάσῃ31».

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Θάρρει, ὦ τέκνον· ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν, ὡς μάθῃ ὅτι, εἰ καὶ


πήρωσίν μοι τῶν ὀφθαλμῶν ἰᾶσθαι ἀδύνατον, τὰ γοῦν τῶν πλεόντων [τὸ σῴζειν
αὐτοὺς καὶ ἀπολλύναι] ἐπ' ἐμοί ἐστι· πλεῖ δὲ ἔτι.
Ἔχε θάρρος, παιδί [μου]. Διότι θὰ τὸν ἐκδικηθῶ, γιὰ νὰ μάθῃ ὅτι ἂν καὶ μοῦ εἶναι
ἀδύνατον νὰ ἰάσω τὴν βλάβη τῶν ὀφθαλμῶν, τὰ τῶν πλεόντων ὅμως (τὸ νὰ τοὺς σῴζω

εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνδρας, ἀκόμη καὶ μετρίου ἀναστήματος νὰ πιαστῇ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ ἑνὸς κριοῦ καὶ νὰ
δραπετεύσῃ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.
28
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 399): «αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ’ ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς ᾤκεον ἐν
σπήεσσι δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας. οἱ δὲ βοῆς ἀίοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος, ἱστάμενοι δ’ εἴροντο περὶ σπέος
ὅττι ἑ κήδοι· τίπτε τόσον, Πολύφημ᾿, ἀρημένος ὧδ’ ἐβόησας νύκτα δι’ ἀμβροσίην καὶ ἀύπνους ἄμμε τίθησθα; ἦ
μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει; ἦ μή τίς σ’ αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν;» (Ἔπειτα αὐτὸς πολὺ
δυνατὰ ἐφώναξε τοὺς Κύκλωπας, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν γύρω ἀπὸ αὐτὸν σὲ σπήλαια σὲ ἐκτεθειμένες εἰς τὸν
ἄνεμο βουνοκορφές. Καὶ αὐτοὶ ἀκούγοντας τὴν φωνή [του] ἤρχοντο ἄλλος ἀπὸ ἐδῶ ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἀφοῦ
στάθηκαν γύρω ἀπὸ τὴν σπηλιὰ τὸν ἐρωτοῦσαν τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τυχὸν τοῦ δημιουργεῖ ἀναστάτωσιν: «Τί σὲ
ἔβλαψε τόσο καὶ ἔτσι φώναξες Πολύφημε στὴν νύκτα τὴν γλυκιὰ καὶ μᾶς ἀφήνεις ἄυπνους; Στ’ ἀλήθεια
μήπως κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κλέβει τὰ πρόβατά σου χωρὶς τὴν θέλησίν σου; Ἢ μήπως κάποιος ἐσένα
τὸν ἴδιον σὲ φονεύει μὲ δόλο καὶ βία;»).
29
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 407): «τοὺς δ’ αὖτ’ ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος· ὦ
φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν» (Καὶ πάλι ἀπὸ τὴν σπηλιὰ τοὺς ἀπήντησε ὁ δυνατὸς Πολύφημος:
«Ὁ Κανείς, φίλοι [μου], μὲ σκοτώνει μὲ δόλο, ὄχι μὲ βία»).
30
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 409): «οἱ δ’ ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ’ ἀγόρευον· εἰ μὲν δὴ μή
τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα, νοῦσον γ’ οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι, ἀλλὰ σύ γ’ εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι
ἄνακτι» (Καὶ αὐτοὶ ἀπαντώντας μὲ λόγια πτερωτὰ τοῦ ἔλεγον: «Ἀφοῦ κανεὶς δὲν σοῦ ἀσκεῖ βία ὄντας μόνος,
δὲν εἶναι δυνατὸν βεβαίως νὰ ἀποφύγῃς νόσο τοῦ μεγάλου Διὸς, ἀλλὰ ἐσὺ προσευχήσου στὸν πατέρα [σου]
καὶ βασιλέα Ποσειδῶνα»).
31
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 525): «ὡς οὐκ ὀφθαλμόν γ’ ἰήσεται οὐδ’ ἐνοσίχθων» (ὥστε δὲν θὰ
ἰάσῃ τὸν ὀφθαλμόν σου οὔτε αὐτὸς ποὺ σείει τὴν γῆν [ὁ Ποσειδῶν]).
Σελίς | 18
καὶ νὰ χάνωνται), εἶναι δική μου ὑπόθεσις. Διότι πλέει ἀκόμη32…

32
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ὀδύσσεια (ι 526): «ὁ δ’ ἔπειτα Ποσειδάωνι ἄνακτι εὔχετο χεῖρ’ ὀρέγων εἰς
οὐρανὸν ἀστερόεντα· ‘κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε κυανοχαῖτα, εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι, πατὴρ δ’ ἐμὸς εὔχεαι εἶναι,
δὸς μὴ Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ’ ἱκέσθαι υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾿ ἔχοντα. ἀλλ’ εἴ οἱ μοῖρ’ ἐστὶ
φίλους τ’ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι οἶκον ἐυκτίμενον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ὀψὲ κακῶς ἔλθοι, ὀλέσας ἄπο πάντας
ἑταίρους, νηὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίης, εὕροι δ’ ἐν πήματα οἴκῳ.’ ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ’ ἔκλυε κυανοχαίτης» (Αὐτὸς
δὲ ἔπειτα στὸν βασιλέα Ποσειδῶνα προσηύχετο τεντώνοντας τὰ χέρια του πρὸς τὸν γεμάτο ἀπὸ ἀστέρας
οὐρανό: «Ἄκουσε Ποσειδῶν, ἐσὺ ποὺ κατέχεις τὴν γῆν, μὲ τὰ σκουρόχρωμα μαλλιά, ἐὰν στ’ ἀλήθεια εἶμαι
δικός σου καὶ ἐσὺ καυχᾶσαι ὅτι εἶσαι πατέρας μου, δῶσε νὰ μὴ γυρίσῃ στὸν οἶκο του ὁ Ὀδυσσεὺς ὁ πορθητὴς
τῶν πόλεων, ὁ υἱὸς τοῦ Λαέρτου, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στὴν Ἰθάκη. Ἀλλὰ ἐὰν εἶναι ἡ μοῖρα του καὶ νὰ δῇ τοὺς
ἀγαπημένους του καὶ νὰ γυρίσῃ στὸν καλοκτισμένο οἶκο του καὶ στὴν πατρικὴ γῆν του, τότε νὰ ἐπιστρέψῃ
μετὰ ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα κακὴν κακῶς, ἀφοῦ χάσει ὅλους τοὺς συντρόφους τους, μὲ πλοῖον ἄλλου
καὶ νὰ βρῇ στὸν οἶκο του δυστυχίες». Ἔτσι εἶπε προσευχόμενος καὶ αὐτὸς μὲ τὰ σκουρόχρωμα μαλλιὰ [ὁ
Ποσειδῶν] τὸν ἄκουσε). Ἐπίσης (α 68): «ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰεὶ Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν
ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἀντίθεον Πολύφημον, ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον πᾶσιν Κυκλώπεσσι» (Ἀλλὰ ὁ Ποσειδῶν
πάντοτε πεισματικὰ εἶναι ὀργισμένος λόγῳ τοῦ Κύκλωπος, τοῦ ὁποίου ἐτύφλωσε τὸν ὀφθαλμόν, τὸν ἰσόθεο
Πολύφημον, τοῦ ὁποίου ἡ δύναμις εἶναι ἡ μεγίστη σὲ ὅλους τοὺς Κύκλωπας) καὶ συνεχίζει (α 74): «ἐκ τοῦ δὴ
Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ᾿ ἀπὸ πατρίδος αἴης» (Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ
Ποσειδῶν, ὁ ὁποῖος σείει τὴν γῆν, δὲν φονεύει τὸν Ὀδυσσέα, ἀλλὰ τὸν ὁδηγεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν γῆν τῆς πατρίδος
του).
Σελίς | 19
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΦΕΙΟΥ

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Τί τοῦτο, ὦ Ἀλφειέ; μόνος τῶν ἄλλων ἐμπεσὼν ἐς τὸ πέλαγος


οὔτε ἀναμίγνυσαι τῇ ἅλμῃ, ὡς νόμος ποταμοῖς ἅπασιν, οὔτε ἀναπαύεις σεαυτὸν
διαχυθείς, ἀλλὰ διὰ τῆς θαλάσσης συνεστὼς καὶ γλυκὺ φυλάττων τὸ ῥεῖθρον,
ἀμιγὴς ἔτι καὶ καθαρὸς ἐπείγῃ οὐκ οἶδ' ὅπου βύθιος ὑποδὺς καθάπερ οἱ λάροι
καὶ ἐρῳδιοί; καὶ ἔοικας ἀνακύψειν που καὶ αὖθις ἀναφανεῖν σεαυτόν.
Τί εἶναι αὐτό, Ἀλφειέ33; Ἐσὺ μόνον ἀπὸ τοὺς ἄλλους καθὼς ἐκβάλλεις εἰς τὸ πέλαγος
οὔτε ἀναμιγνύεσαι μὲ τὸ ἁλμυρὸ νερό, ὅπως [εἶναι ὁ φυσικὸς] νόμος γιὰ ὅλους τοὺς
ποταμούς, οὔτε ἀνακόπτεις τὴν ὁρμή σου μὲ τὸ νὰ διαχέεσαι, ἀλλὰ συγκεντρωμένος καὶ
διατηρώντας γλυκὺ τὸ ῥεῦμα σου σπεύδεις μέσῳ τῆς θαλάσσης, δὲν ξέρω γιὰ ποῦ, ἀμιγὴς

33
Μυθικὸς θεὸς τοῦ ὁμωνύμου ποταμοῦ, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία, διαρρέει τὴν Ἠλεία καὶ ἐκβάλλει
εἰς τὸ Ἰόνιον πέλαγος. Υἱὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, ὅπως ὅλοι οἱ μεγάλοι ποταμοί, ἐλατρεύετο στὴν
Ὀλυμπία ὡς ποταμία θεότης, καθὼς περνοῦσε ἀπὸ τὸ νότιον τμῆμα τῆς ἱερᾶς Ἄλτεως. Ἡ μεγάλη σημασία τοῦ
ποταμοῦ γιὰ τὸν χῶρο φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα στὴν Ἄλτιν ὑπῆρχε βωμὸς ὅπου ἐτελοῦντο θυσίες
πρὸς τιμήν του. Ἐπὶ πλέον, ὡς ξαπλωμένος ἄνδρας κρατεῖ τὴν μία ἄκρη τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος τοῦ ναοῦ
τοῦ Διὸς στὴν Ὀλυμπία, ἐνῷ στὴν ἄλλη ἄκρη ἐμφανίζεται παρόμοια ὁ ἄλλος ποταμὸς τῆς Πίσας, ὁ Κλάδεος.
Οἱ δύο ποταμοὶ ὁριοθετοῦν τὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ὀλυμπίας, ὅπως καὶ τοῦ ἀετώματος. Ὁ Ἀλφειὸς ἦτο ὁ
ἀγαπημένος ποταμὸς τοῦ Διός. Τὴν 19η τοῦ μηνὸς Ἐλαφηβολιῶνος (21 Φεβρουαρίου - 23 Μαρτίου) μετέφερον
τὴν στάχτη ἀπὸ τὴν ἑστία τοῦ Πρυτανείου στὸν μεγάλο βωμὸ τοῦ Διὸς στὸ κέντρο τῆς Ἄλτεως, τὴν
ἀνακάτευαν μόνον μὲ νερὸ τοῦ Ἀλφειοῦ καὶ ἐπάλειφαν τὸν βωμό. Παραλλαγὴ τῆς καταγωγῆς του θέλει τὸν
Ἀλφειὸ κυνηγό, ἐρωτευμένο μὲ τὴν νύμφη τῆς Ἀχαΐας, Ἀρέθουσα. Ἐκείνη ὅμως δὲν ἀνταπεκρίθη καὶ γιὰ νὰ
γλυτώσῃ ἀπὸ τὶς ὀχλήσεις τοῦ ἐπιμόνου ἐραστοῦ, ἐζήτησε τὴν βοήθεια τῆς Ἀρτέμιδος. Ἡ θεὰ τὴν τύλιξε σὲ
σύννεφο καὶ τὴν ἔφερε στὴν Ὀρτυγία, νησάκι ἀπέναντι ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες, ὅπου τὴν μετεμόρφωσε σὲ πηγή.
Ὁ Ἀλφειὸς περιεπλανάτο ἀπελπισμένος γιὰ τὸν χαμένο ἔρωτά του, μέχρι ποὺ τὸν ἐλυπήθη ὁ Ζεὺς καὶ τὸν
μετεμόρφωσε στὸν μεγάλο ποταμὸ τῆς Πελοποννήσου. Τότε διέσχισε τὸ πέλαγος καὶ ἔφθασε στὴν Σικελία,
ὅπου καὶ ἡνώθη μὲ τὰ νερὰ τῆς Ἀρέθουσας. Ἄλλη παραλλαγὴ τῆς ἐρωτικῆς ἱστορίας ἀναφέρει στὴν θέσιν τῆς
Ἀρέθουσας τὴν ἴδια τὴν Ἄρτεμιν. Ἐπειδὴ ἡ θεὰ ἀντιστεκόταν στὸν ἔρωτά του, ὁ Ἀλφειὸς ἀπεφάσισε νὰ τὴν
κλέψῃ. Τὴν ἐπλησίασε ὅταν ἡ Ἄρτεμις καὶ οἱ νύμφες συμμετεῖχον σὲ κάποια ἑορτὴ στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ
στοὺς Λετρινοὺς τῆς Ἠλείας. Ὅμως ἡ θεὰ πασάλειψε τὸ πρόσωπόν της μὲ λάσπη καὶ ὁ Ἀλφειὸς δὲν τὴν
ἀνεγνώρισε. Ὕστερα τὴν κατεδίωξε ἕως τὴν Ὀρτυγία, ὅπου ὅμως ἐρωτεύθη καὶ μία ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες τῆς
θεᾶς, τὴν Ἀρέθουσα. Ἡ Ἀρέθουσα, ὑποκατάστατον τῆς θεᾶς παρθένου, μετεμορφώθη σὲ πηγὴ καὶ ὁ Ἀλφειὸς
ἀπὸ ἔρωτα ἀνακάτεψε τὰ νερά του μὲ τὰ δικά της. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἄρτεμις-Ἀρέθουσα
ἀπετυπώνετο στὰ νομίσματα τῶν Συρακουσῶν. Μῦθοι, φιλολογικὲς πηγὲς καὶ ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα
συνδέουν τὸν Ἀλφειὸ καὶ τὴν Ἄρτεμιν σὲ κοινὴ λατρεία. Σύμφωνα μὲ τὸν Παυσανία εἰς τὸ ἔργον του
«Ἑλλάδος Περιήγησις» ὑπῆρχε κοινὸς βωμὸς τοῦ Ἀλφειοῦ καὶ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ὀλυμπία (Βιβλίον 5ον,
τόμος Α΄, 14.6): «μετὰ δὲ τοὺς κατειλεγμένους Ἀλφειῷ καὶ Ἀρτέμιδι θύουσιν ἐπὶ ἑνὸς βωμοῦ» (μετὰ ἀπὸ τοὺς
μνημονευμένους [βωμοὺς] θυσιάζουν στὸν Ἀλφειὸ καὶ στὴν Ἀρτέμιδα ἐπὶ ἑνὸς βωμοῦ), ἐνῷ στὶς Συρακοῦσες
ἀπεκαλύφθη ἱερόν της Ἀρτέμιδος, στὸ ὁποῖον ἐλατρεύετο ὡς ἐναλία θεότης, πιθανῶς μὲ τὸ ἐπίθετον
Ἀλφειώα.
Σελίς | 20
ἀκόμη καὶ καθαρός, καταδυθεὶς σὲ βάθη ὅπως οἱ γλάροι καὶ οἱ ἐρῳδιοί34; Καὶ φαίνεσαι
ὅτι κάπου θὰ ἀναδυθῇς καὶ θὰ ἐμφανισθῇς πάλι.

{ΑΛΦΕΙΟΣ} Ἐρωτικόν τι τὸ πρᾶγμά ἐστιν, ὦ Πόσειδον, ὥστε μὴ ἔλεγχε·


ἠράσθης δὲ καὶ αὐτὸς πολλάκις.
Ἐρωτικὸν εἶναι τὸ θέμα, Ποσειδῶν, ὥστε μὴ μὲ κατηγορῇς. Διότι ἀγάπησες καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος
πολλὲς φορές.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Γυναικός, ὦ Ἀλφειέ, ἢ νύμφης ἐρᾷς ἢ καὶ τῶν Νηρεΐδων ἁλίας;


Γυναῖκα, Ἀλφειέ, ἀγαπᾷς ἢ νύμφη ἢ ψαρεύεις καὶ τὶς Νηρηίδες35;

{ΑΛΦΕΙΟΣ} Οὔκ, ἀλλὰ πηγῆς, ὦ Πόσειδον.


Ὄχι, Ποσειδῶν, πηγή.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ἡ δὲ ποῦ σοι γῆς αὕτη ῥεῖ;


Αὐτή σὲ ποιόν τόπο σοῦ ῥέει;

{ΑΛΦΕΙΟΣ} Νησιῶτίς ἐστι Σικελή· Ἀρέθουσαν αὐτὴν ὀνομάζουσιν.


Εἶναι νησιώτισσα, Σικελή. Ἀρέθουσα τὴν ὀνομάζουν.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Οἶδα οὐκ ἄμορφον, ὦ Ἀλφειέ, τὴν Ἀρέθουσαν, ἀλλὰ διαυγής ἐστι
καὶ διὰ καθαροῦ ἀναβλύζει καὶ τὸ ὕδωρ ἐπιπρέπει ταῖς ψηφῖσιν ὅλον ὑπὲρ

34
Οἱ ἐρῳδιοὶ εἶναι πουλιὰ μὲ μακριὰ πόδια καὶ ῥάμφος καὶ ζοῦν σὲ περιοχὲς μὲ ῥηχὰ νερά. Τοὺς συναντοῦμε
σὲ ὅλον τὸν κόσμο, κυρίως ὅμως σὲ τροπικὲς περιοχές. Ζοῦν κοντὰ σὲ ποτάμια, λίμνες, ἕλη, δέλτα, θάλασσα,
σὲ ὑγρὰ λιβάδια καὶ ὑγρὲς καλλιέργειες. Ἀνήκουν στὴν οἰκογένεια τῶν ἐρῳδιιδῶν. Εἶναι ὅλα σαρκοφάγα εἴδη
μὲ τὰ περισσότερα νὰ τρέφωνται κυρίως μὲ ψάρια ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα μὲ ἔντομα, ἀσπόνδυλα, ἀμφίβια καὶ μικρὰ
ἑρπετά. Ὅταν κυνηγοῦν χρησιμοποιοῦν τὴν πολὺ καλὴ ὅρασίν τους καὶ τὴν γρήγορη κίνησιν τοῦ λαιμοῦ
τους. Οι ἐρῳδιοὶ συνήθως κάθονται ἀκίνητοι μέσα στὸ νερὸ καὶ περιμένουν τὸ θήραμα νὰ πλησιάσῃ. Ὅταν
εὑρεθῇ ἐντὸς ἐμβελείας, χρησιμοποιοῦν τὸ ῥάμφος τους σὰν δόρυ γιὰ νὰ τρυπήσουν τὸ θήραμα. Επίσης,
ἀναδεύουν μὲ τὰ πόδια τους τὸ νερὸ προκειμένου νὰ ξετρυπώσουν τὰ κρυμμένα ψάρια.
35
Μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, κόρες τοῦ Νηρέως καὶ τῆς Ὠκεανίδος Δωρίδος. Κατὰ τὸν Ἡσίοδο ἦσαν
πενήντα, κατ’ ἄλλους ὅμως (Ὅμηρος, Ἀπολλόδωρος, Ὑγίνος) διαφέρουν καὶ ὡς πρὸς τὰ ὀνόματα καὶ ὡς πρὸς
τὸν ἀριθμό. Τὰ ὀνόματά τους ἀντιστοιχοῦν στὶς ἰδιότητες τοῦ στοιχείου τὸ ὁποῖον ἐκπροσωποῦν.
Παραδείγματος χάριν ἡ Γαλήνη γιὰ τὴν γαλήνια ὄψιν τῆς θαλάσσης, ἡ Εὐδώρη γιὰ τὰ καλὰ δῶρα τὰ ὁποῖα
φέρει, ἡ Ποντοπόρεια γιὰ τὰ μακρινὰ ταξίδια τὰ ὁποῖα προσφέρει, ἡ Κυμοδόκη γιὰ τὶς τρικυμίες της, ἡ Σπειῶ
γιὰ τὰ σπήλαιά της, ἡ Θέτις γιὰ τὴν θέσιν τῶν διαφόρων θαλασσῶν, ἡ Σαῶ γιὰ τὴν ποθουμένη σωτηρίαν τῶν
πλεόντων, ἡ Κυμοθόη γιὰ τὴν ταχύτητα τῶν κυμάτων της. Γνωστότερες Νηρηίδες ἦσαν ἡ Ἀμφιτρίτη, σύζυγος
τοῦ Ποσειδῶνος, ἡ Θέτις, σύζυγος τοῦ Πηλέως καὶ μητέρα τοῦ Ἀχιλλέως, ἡ Γαλάτεια, τὴν ὁποία ἐρωτεύθη ὁ
Κύκλωψ Πολύφημος καὶ ἡ Ψαμάθη, σύζυγος τοῦ Αἰακοῦ.
Σελίς | 21
αὐτῶν φαινόμενον ἀργυροειδές.
Ξέρω, Ἀλφειέ, ὅτι δὲν εἶναι ἄσχημη ἡ Ἀρέθουσα, ἀλλὰ εἶναι διαυγὴς καὶ ἀναβλύζει
καθαρὰ καὶ τὸ νερὸ λάμπει ἐπάνω ἀπὸ τὰ πετραδάκια καὶ φαίνεται σὰν νὰ εἶναι ὅλον
ἄργυρος.

{ΑΛΦΕΙΟΣ} Ὡς ἀληθῶς οἶσθα τὴν πηγήν, ὦ Πόσειδον· παρ' ἐκείνην οὖν


ἀπέρχομαι.
Πράγματι γνωρίζεις τὴν πηγή, Ποσειδῶν. Πρὸς ἐκείνην λοιπὸν πορεύομαι.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ἀλλ' ἄπιθι μὲν καὶ εὐτύχει ἐν τῷ ἔρωτι· ἐκεῖνο δέ μοι εἰπέ, ποῦ
τὴν Ἀρέθουσαν εἶδες αὐτὸς μὲν Ἀρκὰς ὤν, ἡ δὲ ἐν Συρακούσαις ἐστίν;
Πήγαινε καὶ νὰ εὐτυχῇς εἰς τὸν ἔρωτα. Ἀλλὰ πές μου αὐτό, ποῦ τὴν ἐγνώρισες τὴν
Ἀρέθουσα, ἐνῷ ἐσὺ εἶσαι Ἀρκὰς καὶ αὐτὴ εὑρίσκεται στὶς Συρακοῦσες36;

{ΑΛΦΕΙΟΣ} Ἐπειγόμενόν με κατέχεις, ὦ Πόσειδον, περίεργα ἐρωτῶν.


Μὲ κρατεῖς ἐνῷ ἐπείγομαι, Ποσειδῶν, ἐρωτώντας περίεργα [πράγματα].

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Εὖ λέγεις· χώρει παρὰ τὴν ἀγαπωμένην, καὶ ἀναδὺς ἀπὸ τῆς
θαλάσσης συναναμίγνυσο τῇ πηγῇ καὶ ἓν ὕδωρ γίγνεσθε.
Καλὰ λές. Πήγαινε κοντὰ στὴν ἀγαπημένη καὶ ἀναδυθεὶς ἀπὸ τὴν θάλασσα ἀναμίξου
μαζὶ μὲ τὴν πηγὴ καὶ νὰ γίνετε ἕνα ὕδωρ.

36
Σημαντικὴ κορινθιακὴ ἀποικία στὴν Σικελία, ἡ ὁποία ἱδρύθη ἀπὸ Κορινθίους καὶ Τενεάτες (Τενέα, τὸ
σημερινὸ χωριὸ Χιλιομόδι) τὸ 734 ἢ 733 π.Χ. μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀρχία τὸν Κορίνθιο.
Σελίς | 22
ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΩΣ

{ΜΕΝΕΛΑΟΣ} Ἀλλὰ ὕδωρ μέν σε γενέσθαι, ὦ Πρωτεῦ, οὐκ ἀπίθανον, ἐνάλιόν


γε ὄντα, καὶ δένδρον, ἔτι φορητόν, καὶ εἰς λέοντα δὲ εἰ ἀλλαγείης, ὅμως οὐδὲ
τοῦτο ἔξω πίστεως· εἰ δὲ καὶ πῦρ γίγνεσθαι δυνατὸν ἐν τῇ θαλάσσῃ οἰκοῦντά σε,
τοῦτο πάνυ θαυμάζω καὶ ἀπιστῶ.
Ἀλλὰ ὅτι γίνεσαι νερό, Πρωτεῦ37, δὲν εἶναι ἀπίθανον, ἀφοῦ ζεῖς στὴν θάλασσα, καὶ
δένδρον, ἀκόμα πιὸ ἀνεκτόν, καὶ ἂν τυχὸν μεταμορφωνόσουν σὲ λέοντα, οὔτε καὶ αὐτὸ
εἶναι ἀπίστευτον. Ἀλλὰ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταβληθῇς καὶ σὲ φωτιά, ἐνῷ κατοικεῖς
ἐντὸς τῆς θαλάσσης, αὐτὸ πολὺ μὲ ἐκπλήσσει καὶ δὲν τὸ πιστεύω.

{ΠΡΩΤΕΥΣ} Μὴ θαυμάσῃς, ὦ Μενέλαε· γίγνομαι γάρ.


Μὴν ἐκπλήσσεσαι, Μενέλαε38, διότι γίνομαι.

37
Οἱ ναυτικοὶ τὸν ἀπεκάλουν συχνὰ «Γέροντα τῆς θαλάσσης» καὶ τὸν ἐθεώρουν προστάτη στὰ ταξίδια τους.
Ὅπως μᾶς λέει ὁ Ὅμηρος στὴν Ὀδύσσεια (δ 385) ἦτο ὑποτακτικὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ γνώριζε ὅλα τὰ βάθη
κάθε πελάγους. Ἐπίσης, ἦτο προικισμένος μὲ μαντικὲς ἱκανότητες καὶ μποροῦσε νὰ μεταμορφώνεται σὲ ὅ,τι
ἤθελε, σὲ ζῷον, φυτόν, πουλί, ἀκόμη καὶ σὲ φωτιὰ ἢ σὲ νερὸ (δ 417). Ὁ Πρωτεὺς εἶναι ἡ τρίτη θεότης μετὰ τὸν
Νηρέα καὶ τὴν Θέτιν, ποὺ μπορεῖ νὰ μεταβάλλῃ τὴν μορφή του. Ἐπίσης ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει ὅτι ὁ Πρωτεὺς
κατοικοῦσε στὸ νησάκι Φάρος στὶς μεσογειακὲς ἀκτὲς τῆς Αἰγύπτου, στὶς ἐκβολὲς τοῦ Νείλου (δ 354). Ὅταν ὁ
Μενέλαος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Τροία, ἔχοντας μαζί του τὴν Ὡραία Ἑλένη, οἱ δυνατοὶ ἄνεμοι τοῦ Αἰγαίου τοὺς
ἔφερον στὴν Αἴγυπτο. Ἡ περιπέτεια τοῦ Μενελάου μὲ τὸν Πρωτέα ξεκινᾷ μὲ τὸν πρῶτο καὶ τοὺς ἄνδρες του
ἀποκλεισμένους σὲ ἕνα ἔρημο νησί, ὄχι πολὺ καιρὸ μετὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ ταξιδιοῦ τους γιὰ τὴν ἐπιστροφή
τους στὴν Λακεδαίμονα, ἐπειδὴ δὲν προσέφερε ἐπαρκεῖς θυσίες στοὺς θεοὺς πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησιν. Ἐκεῖ
ὁ Μενέλαος συνήντησε τυχαίως τὴν κόρη τοῦ Πρωτέως, τὴν Εἰδοθέα, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς
θὰ μποροῦσε νὰ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸν πατέρα της χρήσιμες πληροφορίες γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ Εἰδοθέα
τοῦ ἀπεκάλυψε ἀκόμη ὅτι ὁ πατέρας της θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ τί ἔχει συμβεῖ στὸν οἶκο του ὅσο αὐτὸς
εὐρίσκετο μακριὰ καὶ τί ἐπρόκειτο νὰ συμβῇ. Ὁ Μενέλαος ἀκολουθώντας τὶς ὁδηγίες της ἔκανε τὰ ἑξῆς (δ
431): Ὁ ἴδιος καὶ ἄλλοι τρεῖς σύντροφοί του καλύφθησαν μὲ φρεσκογδαρμένα δέρματα φώκιας καὶ ξάπλωσαν
ἀνάμεσα στὶς φώκιες τοῦ Πρωτέως τὸ καταμεσήμερο. Αὐτὴ ἦτο ἡ ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ «γέρων» ἔβγαινε ἀπὸ
τὸ νερό. Συνήθιζε νὰ ξαπλώνῃ ἀνάμεσα στὸ κοπάδι του, τὸ ὁποῖον ἐκοιμάτο ἀναδίδοντας τὴν μυρωδιὰ τοῦ
βυθοῦ. Ὅταν ὁ Πρωτεὺς βγῆκε ἀπὸ τὸ πέλαγος, μέτρησε τὶς φώκιες του, ἀλλὰ δὲν ὑποψιάστηκε τὴν παγίδα
καὶ ξάπλωσε ἀνάμεσά τους. Μόλις ἀπεκοιμήθη, ὁ Μενέλαος τὸν ἅρπαξε μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του καὶ τὸν
κράτησαν σφικτά. Ὁ Πρωτεὺς προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ξεφύγῃ καὶ μετεμορφώθη σὲ λέοντα, σὲ δράκο, σὲ τίγρη,
σὲ κάπρο, ἔπειτα σὲ νερὸ καὶ σὲ δένδρο. Ἐκεῖνοι, ὅμως, δὲν πτοήθησαν καὶ δὲν σταμάτησαν νὰ παλεύουν μαζί
του, παρὰ μόνο ἀφοῦ ἄρχισε νὰ παίρνῃ πάλι τὴν μορφὴ ποὺ εἶχε πρὶν ἀποκοιμηθῇ. Τότε ὁ Πρωτεὺς
ἐξηντλημένος ἀπήντησε στὶς ἐρωτήσεις τοῦ Μενελάου. Ἔμαθε ὅτι γιὰ νὰ τοῦ φανερώσουν οἱ θεοὶ τὸν δρόμο
τῆς ἐπιστροφῆς, ἔπρεπε νὰ ἀνεβῇ τὸν Νεῖλο καὶ νὰ τοὺς προσφέρῃ ἑκατόμβη, δηλαδὴ θυσία ἑκατὸ βοδιῶν.
Τέλος, ὁ Πρωτεὺς τὸν ἐπληροφόρησε καὶ γιὰ τὴν τύχη τοῦ ἀδερφοῦ του, τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ ὁποῖος εἶχε
δολοφονηθῇ, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς συμπολεμιστάς του στὴν Τροία, τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Αἴαντα τὸν Λοκρό.
38
Βασιλεὺς τῆς Σπάρτης, υἱὸς τοῦ Ἀτρέως, ἀδελφὸς τοῦ Ἀγαμέμνονος, σύζυγος τῆς Ὡραίας Ἑλένης. Διεδέχθη
μὲ τὸν γάμο του μὲ τὴν Ἑλένη τὸν Τυνδάρεω στὸν θρόνο τῆς Σπάρτης, ἐπειδὴ τὰ ἀδέλφια τῆς Ἑλένης, Κάστωρ
Σελίς | 23
{ΜΕΝΕΛΑΟΣ} Εἶδον καὶ αὐτός· ἀλλά μοι δοκεῖς -εἰρήσεται γὰρ πρὸς σέ-
γοητείαν τινὰ προσάγειν τῷ πράγματι καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξαπατᾶν τῶν
ὁρώντων αὐτὸς οὐδὲν τοιοῦτο γιγνόμενος.
Τὸ εἶδα καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος. Ἀλλὰ μοῦ φαίνεσαι -διότι θὰ λεχθῇ πρὸς ἐσένα- ὅτι κάποια ἀπάτη
εἰσέρχεται εἰς τὸ πρᾶγμα καὶ ἐξαπατᾷς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οἱ ὁποῖοι βλέπουν, ἐνῷ
ἐσὺ δὲν γίνεσαι τίποτε τέτοιο.

{ΠΡΩΤΕΥΣ} Καὶ τίς ἂν ἡ ἀπάτη ἐπὶ τῶν οὕτως ἐναργῶν γένοιτο; οὐκ
ἀνεῳγμένοις τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδες, εἰς ὅσα μετεποίησα ἐμαυτόν; εἰ δὲ ἀπιστεῖς
καὶ τὸ πρᾶγμά σοι ψευδὲς εἶναι δοκεῖ, καὶ φαντασία τις πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν
ἱσταμένη, ἐπειδὰν πῦρ γένωμαι, προσένεγκέ μοι, ὦ γενναῖε, τὴν χεῖρα· εἴσῃ γάρ,
εἰ ὁρῶμαι μόνον ἢ καὶ τὸ κάειν τότε μοι πρόσεστιν.
Καὶ ποιά τυχὸν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἀπάτη σὲ τόσο φανερὰ [πράγματα]; Δὲν εἶδες μὲ
ἀνοικτοὺς ὀφθαλμοὺς τὶς διάφορες μεταμορφώσεις μου; Ἐὰν δὲ δυσπιστῇς καὶ τὸ πρᾶγμα
σοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι ψεύτικο, καὶ κάποια πλάνη νὰ ὑφίσταται μπροστὰ στοὺς
ὀφθαλμούς, ὅταν μεταβληθῶ σὲ φωτιά, ἀκούμπησε τὸ χέρι [σου] σὲ ἐμένα, γενναῖε. Διότι
θὰ καταλάβῃς ἐὰν φαίνωμαι μόνον [ὡς φωτιὰ] ἢ τότε ἔχω καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ νὰ καίω.

{ΜΕΝΕΛΑΟΣ} Οὐκ ἀσφαλὴς ἡ πεῖρα, ὦ Πρωτεῦ.


Δὲν εἶναι ἀσφαλὴς ἡ δοκιμή, Πρωτεῦ.

{ΠΡΩΤΕΥΣ} Σὺ δέ μοι, ὦ Μενέλαε, δοκεῖς οὐδὲ πολύποδα ἑωρακέναι πώποτε


οὐδὲ ἃ πάσχει ὁ ἰχθῦς οὗτος εἰδέναι.
Μοῦ φαίνεσαι, Μενέλαε, ὅτι οὔτε κταπόδι ἔχεις δεῖ ποτέ, οὔτε γνωρίζεις αὐτὰ τὰ ὁποῖα
παθαίνει αὐτὸ τὸ μαλάκιον.

{ΜΕΝΕΛΑΟΣ} Ἀλλὰ τὸν μὲν πολύποδα εἶδον, ἃ δὲ πάσχει, ἡδέως ἂν μάθοιμι


παρὰ σοῦ.
Ἔχω δεῖ κταπόδι, ἀλλὰ εὐχαρίστως θὰ μποροῦσα νὰ μάθω ἀπὸ ἐσένα αὐτὰ τὰ ὁποῖα

καὶ Πολυδεύκης εἶχον πεθάνει. Ὁ Πάρις, μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀφροδίτης, ἔκλεψε τὴν Ἑλένη μαζὶ μὲ πολλοὺς
θησαυρούς, ὅταν ἐκεῖνος ἔλειπε στὴν Κρήτη γιὰ νὰ παραστῇ στὴν κηδεία τοῦ παπποῦ του. Ἡ πρᾶξις αὐτὴ
ἐθεωρήθη ὑψίστη προσβολὴ καὶ ἔγινε ἡ αἰτία τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, ὅπου ἔλαβον μέρος οἱ πιὸ σπουδαῖοι
Ἕλληνες. Ὁ Μενέλαος ξεκίνησε γιὰ τὴν Τροία μὲ ἑξήντα πλοῖα, ἐνῷ διεκρίθη σὲ κάθε μάχη. Ἦτο ἕνας ἀπὸ
αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι κλείστηκαν στὸν Δούρειο Ἵππο. Μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Τροίας, παρέλαβε τὴν Ἑλένη καὶ τὴν
συγχώρεσε γιὰ τὴν ἀπιστία της καὶ ἔζησε μαζί της εὐτυχισμένα ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ Ζεύς, λόγῳ τῆς
Ἑλένης, τὸν ὠδήγησε μετὰ θάνατον στὰ Ἠλύσια πεδία.
Σελίς | 24
παθαίνει.

{ΠΡΩΤΕΥΣ} Ὁποίᾳ ἂν πέτρᾳ προσελθὼν ἁρμόσῃ τὰς κοτύλας καὶ προσφὺς


ἔχηται κατὰ τὰς πλεκτάνας, ἐκείνῃ ὅμοιον ἐργάζεται ἑαυτὸν καὶ μεταβάλλει
τὴν χροίαν μιμούμενος τὴν πέτραν, ὡς λανθάνειν τοὺς ἁλιέας μὴ διαλλάττων
μηδὲ ἐπίσημος ὢν διὰ τοῦτο, ἀλλὰ ἐοικὼς τῷ λίθῳ.
Σὲ ὅποια πέτρα καὶ ἂν πάῃ καὶ προσαρμόσῃ τοὺς μυζητῆρες του καὶ προσκολληθῇ μὲ τὰ
πλοκάμια του, μὲ ἐκείνην ἐξομοιοῦται καὶ ἀλλάζει τὸ χρῶμα του μιμούμενο τὴν πέτρα,
ὥστε νὰ διαφεύγῃ τῆς προσοχῆς τῶν ἁλιέων, χωρὶς νὰ διαφοροποιεῖται [καὶ] οὔτε νὰ
γίνεται ἐμφανὴς ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀλλὰ ὁμοιάζοντας μὲ τὴν πέτρα.

{ΜΕΝΕΛΑΟΣ} Φασὶ ταῦτα· τὸ δὲ σὸν πολλῷ παραδοξότερον, ὦ Πρωτεῦ.


Αὐτὰ λένε. Ἀλλὰ τὸ δικό σου εἶναι κατὰ πολὺ παραδοξότερον, Πρωτεῦ.

{ΠΡΩΤΕΥΣ} Οὐκ οἶδα, ὦ Μενέλαε, ᾥτινι ἂν ἄλλῳ πιστεύσειας τοῖς σεαυτοῦ


ὀφθαλμοῖς ἀπιστῶν.
Δὲν ξέρω, Μενέλαε, σὲ ποιόν ἄλλον θὰ μποροῦσες τυχὸν νὰ πιστέψῃς, ἀφοῦ δὲν
πιστεύεις στοὺς δικούς σου ὀφθαλμούς.

{ΜΕΝΕΛΑΟΣ} Εἶδον· ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τεράστιον, ὁ αὐτὸς πῦρ καὶ ὕδωρ.


Εἶδα, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα εἶναι ὑπερβολικόν, ὁ ἴδιος νὰ εἶσαι πῦρ καὶ ὕδωρ.

Σελίς | 25
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΝΩΝ

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Εὖ γε, ὦ Δελφῖνες, ὅτι ἀεὶ φιλάνθρωποί ἐστε, καὶ πάλαι μὲν τὸ
τῆς Ἰνοῦς παιδίον ἐπὶ τὸν Ἰσθμὸν ἐκομίσατε ὑποδεξάμενοι ἀπὸ τῶν Σκειρωνίδων
μετὰ τῆς μητρὸς ἐμπεσόν, καὶ νῦν σὺ τὸν κιθαρῳδὸν τουτονὶ τὸν ἐκ Μηθύμνης
ἀναλαβὼν ἐξενήξω ἐς Ταίναρον αὐτῇ σκευῇ καὶ κιθάρᾳ, οὐδὲ περιεῖδες κακῶς
ὑπὸ τῶν ναυτῶν ἀπολλύμενον.
Εὖγε, Δελφῖνες39, διότι εἶσθε πάντοτε φιλάνθρωποι40, καὶ παλαιότερα μὲν τὸ παιδὶ τῆς
Ἰνοῦς41 τὸ δεχτήκατε καὶ τὸ φέρατε στὸν Ἰσθμὸ ἀπὸ τὶς Σκειρωνίδες [πέτρες]42, ὅταν

39
Τὰ δελφίνια, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ποιητὴς Ὀππιανὸς εἰς τὸ ἔργον του «Ἁλιευτικὰ» (1.648): «δελφίνων
δ’ οὔπω τι θεώτερον ἄλλο τέτυκται· ὡς ἐτεὸν καὶ φῶτες ἔσαν πάρος ἠδὲ πόληας ναῖον ὁμοῦ μερόπεσσι,
Διωνύσοιο δὲ βουλῇ πόντον ὑπημείψαντο καὶ ἰχθύας ἀμφεβάλοντο γυίοις· ἀλλ’ ἄρα θυμὸς ἐναίσιμος εἰσέτι
φωτῶν ῥύεται ἀνδρομέην ἠμὲν φρόνιν ἠδὲ καὶ ἔργα» (Τίποτε θεϊκότερον ἀπὸ τὰ δελφίνια δὲν ἔχει ἀκόμη
δημιουργηθῇ, διότι πράγματι κάποτε ἦσαν θνητοὶ καὶ κατοικοῦσαν στὶς πόλεις μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅμως, μὲ ἀπόφασιν τοῦ Διονύσου ἀντήλλαξαν τὴν ξηρὰν πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ περιεβλήθησαν σὲ ὅλο τὸ
σῶμα [δέρμα] ἰχθύων. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τώρα ἡ προφητικὴ διάθεσίς [τους] προφυλάσσει τῶν θνητῶν τὴν
ἀνθρωπίνην φρόνησιν καὶ τὰ ἔργα).
40
Ξεχωριστὴ θέσιν στὶς ζωὲς τῶν ναυτικῶν στὴν ἀρχαιότητα, ἀλλὰ καὶ σήμερα ἔχει ἡ παρουσία δελφινιῶν
στὶς θάλασσες. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν Μινωϊκὴ ἐποχὴ τὸ δελφίνι κυριαρχεῖ στὴν εἰκονογραφία
καὶ ἀργότερα σὰν θέμα στὴν κλασικὴ μυθολογία. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ τοιχογραφία στὸ λεγόμενο δωμάτιο
τῆς βασιλίσσης στὸ παλάτι τῆς Κνωσοῦ τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει σκηνὴ βυθοῦ μὲ πρωταγωνιστὰς τὰ
δελφίνια. Ἀναφέρει ὁ Ῥωμαῖος συγγραφεὺς Πλίνιος εἰς τὸ ἔργον του «Φυσικὴ Ἱστορία» (Βιβλίον 9ον, 7.23):
«pro voce gemitus humano similis, dorsum repandum, rostrum simum. qua de causa nomen simonis omnes
miro modo agnoscunt maluntque ita appellari. Delphinus non homini tantum amicum animal, verum et
musicae arti, mulcetur symphoniae cantu, set praecipue hydrauli sono. hominem non expavescit ut alienum,
obviam navigiis venit, adludit exultans, certat etiam et quamvis plena praeterit vela» (Ἡ φωνή τους ὁμοιάζει
μὲ τὸν θλιμμένο στεναγμὸ ἑνὸς ἀνθρώπου. Εἶναι καμπυλωτὰ καὶ τὸ ῥύγχος τους ἐπίπεδον. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ
αἰτία ποὺ ὅλα τους κατὰ ἕναν θαυμαστὸ τρόπο ἀναγνωρίζουν τὸ ὄνομα Σίμος καὶ τοὺς ἀρέσει νὰ τὰ
ἀποκαλοῦν ἔτσι. Τὸ δελφίνι δὲν εἶναι μόνον φίλος τους ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῆς μουσικῆς τέχνης.
Εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ἁρμονία στὸ τραγοῦδι, κυρίως ὅμως μὲ τὸν ἦχο τῆς ὑδραύλεως. Δὲν φοβεῖται τὸν
ἄνθρωπον, οὔτε τὸν ἀντιμετωπίζει σὰν ἐχθρό, ἀλλὰ ὅταν συναντᾷ πλοῖα, πηδᾷ χαρούμενα, τὰ συναγωνίζεται
καὶ τὰ ξεπερνᾷ, παρ’ ὅλο ποὺ ἔχουν ἀνοικτὰ πανιά). Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα απέδιδον τὴν στενὴ σχέσιν τοῦ
ἀνθρώπου μὲ τὰ δελφίνια στὸν μῦθο ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι αὐτὰ ἦσαν κάποτε ἄνθρωποι καὶ ἡ θανάτωσις
δελφινιοῦ ἐθεωρεῖτο ἀποτρόπαιος πρᾶξις.
41
Ἐννοεῖ τὸν Μελικέρτη. Ἡ Ἰνὼ ἦτο κόρη τοῦ βασιλέως τῶν Θηβῶν Κάδμου καὶ τῆς Ἁρμονίας. Ἀδελφὲς τῆς
Ἰνοῦς ἦσαν ἡ Σεμέλη (μητέρα τοῦ θεοῦ Διονύσου), ἡ Ἀγαύη καὶ ἡ Αὐτονόη. Σύζυγός της ἦτο ὁ Ἀθάμας,
βασιλεὺς τῶν Μινυῶν τοῦ Ὀρχομενοῦ τῆς Βοιωτίας, μὲ τὸν ὁποῖον ἀπέκτησε δύο υἱούς, τὸν Λέαρχο καὶ τὸν
Μελικέρτη καὶ κατὰ μία ἐκδοχὴ καὶ τὸν Χαλκό.
42
Ἡ σημερινὴ Κακιὰ Σκάλα. Εἶναι βραχώδης καὶ ἀπόκρημνη τοποθεσία τῶν Γερανείων ὀρῶν καὶ εὑρίσκεται
ἀνάμεσα στὴν πεδιάδα τῶν Μεγάρων καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Κινέτας. Σήμερα ἀντιστοιχεῖ στὸ 46ον ἕως 52ον
χιλιόμετρον τῆς νέας ἐθνικῆς ὁδοῦ Ἀθηνῶν-Κορίνθου. Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος
Περιήγησις» ὅτι ἡ Ἰνὼ καὶ ὁ Μελικέρτης ἔπεσαν στὴν θάλασσαν ἀπὸ τὴν Μολουρίδα Πέτρα (Βιβλίον 1ον, 44.7):
«λόγοι δέ εἰσιν ἐς τὰς πέτρας, αἳ κατὰ τὸ στενὸν τῆς ὁδοῦ μάλιστα ἀνέχουσιν, ἐς μὲν τὴν Μολουρίδα, ὡς ἀπὸ
Σελίς | 26
ἔπεσε [στὴν θάλασσαν] μαζὶ μὲ τὴν μητέρα [του]43, καὶ τώρα ἐσὺ αὐτὸν ἐδῶ τὸν
κιθᾳρωδό, αὐτὸν ἐκ Μηθύμνης44 ἀνέλαβες καὶ τὸν ἔβγαλες ἔξω εἰς τὸ Ταίναρον45
κολυμβώντας, μαζὶ μὲ τὴν ἐνδυμασία καὶ τὴν κιθάρα του [καὶ] οὔτε ἐπέτρεψες νὰ χαθῇ
μὲ κακὸ τρόπο ἀπὸ τοὺς ναύτας.

{ΔΕΛΦΙΝΕΣ} Μὴ θαυμάσῃς, ὦ Πόσειδον, εἰ τοὺς ἀνθρώπους εὖ ποιοῦμεν ἐξ

ταύτης αὑτὴν ἐς θάλασσαν Ἰνὼ ῥίψαι Μελικέρτην ἔχουσα τῶν παίδων <τὸν> νεώτερον· τὸν γὰρ δὴ
πρεσβύτερον αὐτῶν Λέαρχον ἀπέκτεινεν ὁ πατήρ. λέγεται μὲν δὴ καὶ μανέντα δρᾶσαι ταῦτα Ἀθάμαντα,
λέγεται δὲ καὶ ὡς ἐς τὴν Ἰνὼ καὶ τοὺς ἐξ αὐτῆς παῖδας χρήσαιτο ἀκρατεῖ τῷ θυμῷ τὸν συμβάντα Ὀρχομενίοις
λιμὸν καὶ τὸν δοκοῦντα Φρίξου θάνατον αἰσθόμενος, οὗ τὸ θεῖον αἴτιον οὐ γενέσθαι, βουλεῦσαι δὲ ἐπὶ τούτοις
πᾶσιν Ἰνὼ μητρυιὰν οὖσαν· τότε δὲ φεύγουσα ἐς θάλασσαν αὑτὴν καὶ τὸν παῖδα ἀπὸ τῆς πέτρας τῆς
Μολουρίδος ἀφίησιν, ἐξενεχθέντος δὲ ἐς τὸν Κορινθίων ἰσθμὸν ὑπὸ δελφῖνος ὡς λέγεται τοῦ παιδός, τιμαὶ
καὶ ἄλλαι τῷ Μελικέρτῃ δίδονται μετονομασθέντι Παλαίμονι καὶ τῶν Ἰσθμίων ἐπ’ αὐτῷ τὸν ἀγῶνα ἄγουσι.
τὴν μὲν δὴ Μολουρίδα πέτραν Λευκοθέας καὶ Παλαίμονος ἱερὰν ἥγηντο· τὰς δὲ μετὰ ταύτην νομίζουσιν
ἐναγεῖς, ὅτι παροικῶν σφισιν ὁ Σκίρων, ὁπόσοις τῶν ξένων ἐπετύγχανεν, ἠφίει σφᾶς ἐς τὴν θάλασσαν.
χελώνη δὲ ὑπενήχετο ταῖς πέτραις τοὺς ἐσβληθέντας ἁρπάζειν· εἰσὶ δὲ αἱ θαλάσσιαι πλὴν μεγέθους καὶ ποδῶν
ὅμοιαι ταῖς χερσαίαις, πόδας δὲ ἐοικότας ἔχουσι ταῖς φώκαις. τούτων περιῆλθεν ἡ δίκη Σκίρωνα ἀφεθέντα ἐς
θάλασσαν τὴν αὐτὴν ὑπὸ Θησέως» (Ὑπάρχουν ἱστορίες γιὰ τὰ βράχια τὰ ὁποῖα ὑψώνονται κυρίως ἐκεῖ ὅπου
στενεύει ὁ δρόμος. Γιὰ τὴν Μολουρίδα [λέγεται] ὅτι ἀπὸ αὐτὴν ἔρριψε ἡ Ἰνὼ τὸν ἐαυτόν της εἰς τὴν θάλασσαν
κρατώντας τὸν Μελικέρτη, τὸν νεώτερο ἀπὸ τοὺς υἱούς της, ἐπειδὴ τὸν μεγαλύτερο σὲ ἡλικία ἀπὸ αὐτούς,
τὸν Λέαρχο, τὸν ἐφόνευσε ὁ πατήρ του. Λέγεται μὲν ὅτι ὁ Ἀθάμας τὰ ἔκανε αὐτὰ ἐπειδὴ τρελλάθηκε. Λέγεται
ὅμως καὶ ὅτι ἐπετέθη κατὰ τῆς Ἰνοῦς καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς υἱῶν του μὲ ἀσυγκράτητο θυμό, μόλις ἀντελήφθη ὅτι
τὸ θεῖον δὲν εὐθύνετο γιὰ τὸν λιμό, ὁ ὁποῖος ἔπληξε τοὺς κατοίκους τοῦ Ὀρχομενοῦ καὶ τὸν ὑποτιθέμενο
θάνατον τοῦ Φρίξου, ἀλλὰ ὅλα ἦσαν μηχανορραφίες τῆς Ἰνοῦς ἐπειδὴ ἦτο μητρυιά. Τότε διαφεύγοντας πρὸς
τὴν θάλασσαν ἔρριψε ἀπὸ τὴν Μολουρίδα πέτρα τὸν ἐαυτόν της καὶ τὸν υἱόν της καὶ ὅπως λέγεται ὁ υἱός της
βγῆκε στὴν ξηρὰ στὸν ἰσθμὸ τῶν Κορινθίων μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς δελφινιοῦ. Πολλὲς τιμὲς δίδονται στὸν
Μελικέρτη τὸν ὁποῖον μετωνόμασαν σὲ Παλαίμονα καὶ τοῦ ἀφιέρωσαν τὰ Ἴσθμια. Θεωροῦν ὅτι ἡ μὲν
Μολουρίδα πέτρα εἶναι ἱερὰ λόγῳ τῆς Λευκοθέας καὶ τοῦ Παλαίμονος, ἀλλὰ τὰ βράχια μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὰ
θεωροῦν καταραμένα, διότι ὁ Σκίρων ὁ ὁποῖος ζοῦσε κοντά τους, ὅσους ξένους συναντοῦσε τοὺς ἔρριπτε εἰς
τὴν θάλασσαν. Ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ βράχια κολυμβοῦσε μία χελῶνη γιὰ νὰ ἁρπάζῃ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔπεφταν
ἐντός. Οἱ θαλάσσιαι [χελῶναι] ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μέγεθος καὶ τὰ πόδια εἶναι ὅμοιες μὲ αὐτὲς τῆς στεριᾶς. Ἔχουν
πόδια τὰ ὁποῖα ὁμοιάζουν μὲ τῆς φώκιας. Ὁ Σκίρων ἐπλήρωσε τὶς ἀδικίες του, ὅταν τὸν πέταξε στὴν ἴδια
θάλασσαν ὁ Θησεύς).
43
Κατὰ μία ἐκδοχὴ τοῦ μύθου ὁ Ζεὺς παρέδωσε στὴν Ἰνὼ καὶ στὸν σύζυγό της Ἀθάμαντα τὸν Διόνυσο ὡς
βρέφος, μετὰ τὸν θάνατον τῆς μητέρας του Σεμέλης, γιὰ νὰ τὸ ἀναθρέψουν κρυφὰ ὡς «κόρην». Ἡ Ἥρα, ἡ
ὁποία ἐμίσει τὸν Διόνυσο ἐπειδὴ ἦτο ἐξώγαμον τέκνον τοῦ συζύγου της, γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ τοὺς ἔστειλε
τρέλλα. Χάνοντας τὰ λογικά του ὁ Ἀθάμας ἐφόνευσε τὸν πρωτότοκο υἱόν του, τὸν Λέαρχο. Ἡ Ἰνὼ γιὰ νὰ
ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν καταδίωξιν τοῦ συζύγου της, ἔπεσε στὴν θάλασσαν μαζὶ μὲ τὸ υἱὸν τῆς Μελικέρτη. Ὁ Ζεὺς
τοὺς ἐθεοποίησε καὶ ἀπὸ τότε ἡ Ἰνὼ ὠνομάσθη Λευκοθέα καὶ ὁ Μελικέρτης Παλαίμων.
44
Ἡ Μήθυμνα, ἀρχαία πόλις τῆς Λέσβου στὴν βορειοδυτικὴ ἀκτὴ τῆς νήσου. Ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν
κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Λέσβου Μάκαρα.
45
Τὸ ἀκρωτήριον Ταίναρον τῆς Πελοποννήσου, στὸ ὁποῖον καταλήγει ἡ χερσόνησος ἡ ὁποία διαμορφώνεται
ἀπὸ τὸν Ταΰγετον.
Σελίς | 27
ἀνθρώπων γε καὶ αὐτοὶ ἰχθύες γενόμενοι. Καὶ μέμφομαί γε τῷ Διονύσῳ, ὅτι
ἡμᾶς καταναυμαχήσας καὶ μετέβαλε, δέον χειρώσασθαι μόνον, ὥσπερ τοὺς
ἄλλους ὑπηγάγετο.
Μὴν ἀπορῇς, Ποσειδῶν, ἐὰν εὐεργετοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπὸ
ἀνθρώπους βεβαίως γίναμε ἰχθύες. Κατηγορῶ ὅμως τὸν Διόνυσον 46, διότι μᾶς
κατετρόπωσε σὲ ναυμαχία καὶ μᾶς μετεμόρφωσε47, ἐνῷ ἔπρεπε μόνον νὰ μᾶς
αἰχμαλωτίσῃ, ὅπως ἀκριβῶς ἐξηνάγκασε καὶ τοὺς ἄλλους σὲ ὑποταγή.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Πῶς δ' οὖν τὰ κατὰ τὸν Ἀρίωνα τοῦτον ἐγένετο, ὦ Δελφίν;
Πῶς λοιπὸν συνέβησαν τὰ παθήματα τούτου τοῦ Ἀρίωνος 48, Δελφίν;

{ΔΕΛΦΙΝΕΣ} Ὁ Περίανδρος, οἶμαι, ἔχαιρεν αὐτῷ καὶ πολλάκις μετεπέμπετο

46
Ὁ νεώτερος, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ δημοφιλὴς ἀπὸ τοὺς θεοὺς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, προστάτης τῶν γονιμοποιῶν
δυνάμεων καὶ τῆς ἀμπέλου, ἡ προσωποποίησις τῆς ξεγνοιασιᾶς καὶ τοῦ κεφιοῦ, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Σεμέλης.
Σύμφωνα μὲ τὸν Πολύαινον εἰς τὸ ἔργον του «Στρατηγήματα», ὁ Διόνυσος ὑπῆρξε ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔζησε
στὸ ἀπώτατο παρελθὸν καὶ ἐκστράτευσε σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
47
Ἀναφέρει ὁ Ψευδο-Ἀπολλόδωρος εἰς τὸ ἔργον του «Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 3ον, 5.3): «βουλόμενος δὲ ἀπὸ τῆς
Ἰκαρίας εἰς Νάξον διακομισθῆναι, Τυρρηνῶν λῃστρικὴν ἐμισθώσατο τριήρη. οἱ δὲ αὐτὸν ἐνθέμενοι Νάξον μὲν
παρέπλεον, ἠπείγοντο δὲ εἰς τὴν Ἀσίαν ἀπεμπολήσοντες. ὁ δὲ τὸν μὲν ἱστὸν καὶ τὰς κώπας ἐποίησεν ὄφεις, τὸ
δὲ σκάφος ἔπλησε κισσοῦ καὶ βοῆς αὐλῶν· οἱ δὲ ἐμμανεῖς γενόμενοι κατὰ τῆς θαλάττης ἔφυγον καὶ ἐγένοντο
δελφῖνες» (Θέλοντας ὁ Διόνυσος νὰ μεταφερθῇ ἀπὸ τὴν Ἰκαρία στὴν Νάξο, ἐμίσθωσε πειρατικὴ τριήρη
Τυρρηνῶν. Αὐτοὶ δέ, τὸν ἀνέβασαν στὸ πλοῖον, ἔπλεον ὅμως πέραν τῆς Νάξου καὶ ἐπετάχυνον πρὸς τὴν Ἀσία
γιὰ νὰ τὸν πωλήσουν ὡς δοῦλον. Αὐτὸς ὅμως μετέβαλε τὸ ἱστίον καὶ τὰ κουπιά τους σὲ ὄφεις, ἐγέμισε τὸ
σκάφος μὲ κισσὸ καὶ βοὴ αὐλῶν. Αὐτοὶ ἀφοῦ τρελλάθηκαν, ἔπεσαν στὴν θάλασσα καὶ μετεμορφώθησαν σὲ
δελφίνια). Μετανοημένοι γιὰ τὸ ἀτόπημά τους παραστέκουν ἔκτοτε τοὺς ναυτικοὺς στὰ ταξίδια καὶ τὰ
ναυάγιά τους.
48
Ὁ Ἀρίων, σημαντικὸς μουσικὸς ὁ ὁποῖος ἔζησε στὸ διάστημα μεταξὺ 7ου καὶ 6ου αἰῶνος π.Χ., εἶναι μορφὴ ἡ
ὁποία κινεῖται ἀνάμεσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν μῦθο. Ἐγεννήθη στὴν Μήθυμνα τῆς Λέσβου, ἀλλὰ πέρασε ἀρκετὰ
χρόνια στὴν αὐλὴ τοῦ Περιάνδρου, τυράννου τῆς Κορίνθου, ὅπου ἐδίδαξε καὶ τὸν κύκλιο χορό. Ἔλαβε μέρος
σὲ μουσικοὺς ἀγῶνες στὴν Σπάρτη καὶ ἐταξίδευσε στὶς ἀποικίες τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ Σικελίας, ὅπου ἐγνώρισε
μεγάλες τιμὲς καὶ ἀπέκτησε πολλὰ πλούτη. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Ἰταλία, συνέβη τὸ ἑξῆς
περιστατικὸν τὸ ὁποῖον ἀνάγει τὸν Ἀρίωνα στὸν χῶρο τοῦ μύθου. Ἐναύλωσε πλοῖον ἀπὸ τὸν Τάραντα μὲ
Κορινθίους ναύτας, οἱ ὁποῖοι ὅμως συνωμότησαν γιὰ νὰ τὸν ῥίψουν εἰς στὴν θάλασσαν καὶ νὰ τοῦ κλέψουν
τὰ χρήματα ποὺ εἶχε κερδίσει. Ὁ Ἀπόλλων ὅμως εἶχε φανερωθῇ προηγουμένως σὲ ὄνειρο στὸν Ἀρίωνα γιὰ νὰ
τὸν προειδοποιήσῃ, ὑποσχόμενος νὰ τὸν βοηθήσῃ. Ὅταν οἱ ναύται ἐπετέθησαν στὸν Ἀρίωνα, ἐκεῖνος τοὺς
ἐζήτησε νὰ παίξῃ τὴν λύρα του γιὰ μία τελευταία φορά. Στὸ ἄκουσμα τῆς μελῳδίας μαζεύτηκαν δελφίνια, τὰ
ἀγαπημένα θαλάσσια πλάσματα τοῦ Ἀπόλλωνος. Τότε ὁ Ἀρίων, μὲ πίστιν στὸν θεὸ ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε
φανερωθῇ, ἐπήδησε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἕνα δελφίνι τὸν πῆρε στὴν ῥάχη του καὶ τὸν ἔβγαλε στὸ ἀκρωτήριον
Ταίναρον. Ὕστερα πῆγε στὴν Κόρινθο καὶ ἐδιηγήθη τὴν περιπέτειά του στὸν Περίανδρο. Ὅταν τὸ πλοῖον τὸ
ὁποῖον θὰ τὸν ἔφερνε, ἀγκυροβόλησε στὴν Κόρινθο καὶ ὁ Περίανδρος τοὺς ἐρώτησε ποῦ εὐρίσκετο ὁ Ἀρίων,
ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ὁ Ἀρίων ἐφανερώθη τότε μπροστά τους ἐνδεδυμένος μὲ τὰ ῥοῦχα τὰ
ὁποῖα φοροῦσε ὅταν ἔπεσε στὴν θάλασσα καὶ ὁ τύραννος διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ ναύται.
Σελίς | 28
αὐτὸν ἐπὶ τῇ τέχνῃ, ὁ δὲ πλουτήσας παρὰ τοῦ τυράννου ἐπεθύμησεν πλεύσας
οἴκαδε εἰς τὴν Μήθυμναν ἐπιδείξασθαι τὸν πλοῦτον, καὶ ἐπιβὰς πορθμείου τινὸς
κακούργων ἀνδρῶν ὡς ἔδειξεν πολὺν ἄγων χρυσόν τε καὶ ἄργυρον, ἐπεὶ κατὰ
μέσον τὸ Αἰγαῖον ἐγένετο, ἐπιβουλεύουσιν αὐτῷ οἱ ναῦται· ὁ δὲ -ἠκροώμην γὰρ
ἅπαντα παρανέων τῷ σκάφει- Ἐπεὶ ταῦτα ὑμῖν δέδοκται, ἔφη, ἀλλὰ τὴν σκευὴν
ἀναλαβόντα με καὶ ᾄσαντα θρῆνόν τινα ἐπ' ἐμαυτῷ ἑκόντα ἐάσατε ῥῖψαι
ἐμαυτόν. ἐπέτρεψαν οἱ ναῦται καὶ ἀνέλαβε τὴν σκευὴν καὶ ᾖσε πάνυ λιγυρόν,
καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν ὡς αὐτίκα πάντως ἀποθανούμενος· ἐγὼ δὲ
ὑπολαβὼν καὶ ἀναθέμενος αὐτὸν ἐξενηξάμην ἔχων εἰς Ταίναρον.
Ὁ Περίανδρος49, νομίζω, ἐχαίρετο μὲ αὐτὸν καὶ τὸν προσκαλοῦσε συχνὰ χάριν τῆς τέχνης
[του]. Αὐτὸς δὲ ἀφοῦ ἐπλούτισε κοντὰ στὸν τύραννο, ἐπεθύμησε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν
πατρίδα του τὴν Μήθυμνα γιὰ νὰ ἐπιδείξῃ τὸν πλοῦτο καὶ ἐπιβαίνοντας σὲ κάποιο
πλοιάριον κακούργων ἀνδρῶν, ὅταν ἀπεκάλυψε ὅτι εἶχε μαζί του καὶ πολὺ χρυσὸν καὶ
ἄργυρον, φθάνοντας εἰς τὸ μέσον τοῦ Αἰγαίου, ἀπεφάσισαν οἱ ναύται νὰ τὸν φονεύσουν.
Αὐτὸς δὲ -διότι ἄκουγα τὰ πάντα πλέοντας δίπλα ἀπὸ τὸ σκάφος- εἶπε «ἀφοῦ ἔτσι σᾶς
ἐφάνη καλό, ἀφῆστε με τουλάχιστον νὰ βάλω τὴν στολή, νὰ τραγουδήσω κάποιον θρῆνον πρὸς
τὸν ἐαυτόν μου καὶ νὰ πέσω μὲ τὴν θέλησίν μου [στὴν θάλασσαν]». Οἱ ναύται τοῦ τὸ
ἔπετρεψαν καὶ ἔβαλε τὴν στολή του καὶ τραγούδησε [κάτι] πολὺ θλιβερὸν καὶ ἔπεσε εἰς
τὴν θάλασσαν ὥστε νὰ πεθάνῃ ἀμέσως. Ἐγὼ ὅμως τὸν ἐσήκωσα, τὸν ἔβαλα στὴν πλάτη
μου καὶ κολυμβώντας τὸν ἔβγαλα ἔξω εἰς τὸ Ταίναρον.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ἐπαινῶ σε τῆς φιλομουσίας· ἄξιον γὰρ τὸν μισθὸν ἀπέδωκας


αὐτῷ τῆς ἀκροάσεως.
Σὲ ἐπαινῶ γιὰ τὴν φιλομουσία σου. Διότι ἦτο ἄξια ἡ ἀμοιβὴ ποὺ ἔδωσες σὲ αὐτὸν γιὰ τὴν
ἀκρόασιν.

49
Ὁ Περίανδρος ὁ Κορίνθιος, ἦτο υἱὸς τοῦ Κυψέλου καὶ ἀπόγονος τῶν Ἡρακλειδῶν. Ὑπῆρξε γιὰ 40 ἔτη
τύραννος τῆς Κορίνθου. Ἐπὶ ἐποχῆς του ἡ Κόρινθος ἀνυψώθη σὲ δύναμιν καὶ ἀκμὴ καὶ ἔθεσε τὶς βάσεις τῆς
θαλασσοκρατίας καὶ τῆς κατόπιν εὐημερίας της. Ἐκτὸς ὅμως αὐτοῦ, ὁ Περιανδρὸς ὑπῆρξε καὶ κοινωνικὸς
ἀναμορφωτής, ἐνομοθέτησε κατὰ τῆς ἀσωτίας καὶ τῆς πολυτελείας. Ἐπροστάτευσε τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες
καὶ κατέστησε τὴν αὐλή του κέντρον πνευματικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν
περιελήφθη στοὺς ἑπτὰ σοφοὺς τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Σελίς | 29
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΚΑΙ ΝΗΡΕΙΔΩΝ

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Τὸ μὲν στενὸν τοῦτο, ἔνθα ἡ παῖς κατηνέχθη, Ἑλλήσποντος ἀπ’


αὐτῆς καλείσθω· τὸν δὲ νεκρὸν ὑμεῖς, ὦ Νηρεΐδες, παραλαβοῦσαι τῇ Τρῳάδι
προσενέγκατε, ὡς ταφείη ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων.
Αὐτὸ τὸ στενόν, ὅπου ἡ κοπέλα κατεποντίσθη, νὰ καλῆται ἀπὸ αὐτήν, Ἐλλήσποντος 50.
Τὴν δὲ σορὸ αὐτῆς ἐσεῖς, Νηρηίδες, παραλαμβάνοντας μεταφέρετέ την στὴν Τρῳάδα51,
γιὰ νὰ ταφῇ ἀπὸ τοὺς ντόπιους.

{ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ} Μηδαμῶς, ὦ Πόσειδον, ἀλλ' ἐνταῦθα ἐν τῷ ἐπωνύμῳ πελάγει


τεθάφθω· ἐλεοῦμεν γὰρ αὐτὴν οἴκτιστα ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς πεπονθυῖαν.
Μὲ κανέναν τρόπο, Ποσειδῶν, ἀλλὰ ἐδῶ στὸ ὁμώνυμον πέλαγος ἂς ταφῇ. Διότι τὴν

50
Ὁ Ἑλλήσποντος γνωστὸς καὶ ὡς Δαρδανέλια εἶναι ἕνας στενός, φυσικὸς καὶ διεθνῶς σημαντικὸς πορθμὸς
στὴν βορειοδυτικὴ Τουρκία. Ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ἠπειρωτικοῦ συνόρου μεταξὺ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας καὶ
διαχωρίζει τὴν ἀσιατικὴ ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ Τουρκία. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς πορθμοὺς τοῦ κόσμου
καὶ συνδέει τὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρὰ μὲ τὸ Αἰγαῖον πέλαγος καὶ τὴν Μεσόγειο θάλασσαν, ἐνῷ ἐπιτρέπει τὸ
πέρασμα πρὸς τὴν Μαύρη Θάλασσαν μέσῳ τοῦ Βοσπόρου. Τὸ ὄνομά του τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Ἕλλη (Ἕλλης
πόντος), κόρη τοῦ βασιλέως τοῦ Ὀρχομενοῦ Ἀθάμαντος. Καθὼς αὐτὴ καὶ ὁ ἀδελφός της ὁ Φρίξος ἐταξίδευον
ἐπάνω ἀπὸ τὸν σημερινὸ Ἑλλήσποντο στὴν πλάτη τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ, ἡ Ἕλλη ζαλίστηκε, ἔπεσε στὴν
θάλασσα καὶ πνίγηκε. Ἀναφέρει ὁ Ἐρατοσθένης εἰς τὸ ἔργον του «Καταστερισμοὶ ἢ Ἀστροθεσίαι ζῳδίων»
(1.19.1) «Κριοῦ. Οὗτος ὁ Φρίξον διακομίσας καὶ Ἓλλην· ἄφθιτος δὲ ὢν ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ Νεφέλης τῆς μητρός·
εἶχε δὲ χρυσῆν δοράν, ὡς Ἡσίοδος καὶ Φερεκύδης εἰρήκασιν· διακομίζων δ’ αὐτοὺς κατὰ τὸ στενότατον τοῦ
πελάγους, τοῦ ἀπ’ ἐκείνης κληθέντος Ἑλλησπόντου, ἔῥῥιψεν αὐτὴν [καὶ τὸ κέρας ἀπολέσας]. Ποσειδῶν δὲ
σώσας τὴν Ἓλλην καὶ μιχθεὶς ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς παῖδα ὀνόματι Παίωνα, τὸν δὲ Φρίξον εἰς τὸν Εὔξεινον
πόντον σωθέντα πρὸς Αἰήτην διεκόμισεν· ᾧ καὶ ἐκδὺς ἔδωκε τὴν χρυσῆν δοράν, ὅπως μνημόσυνον ἔχῃ· αὐτὸς
δὲ εἰς τὰ ἄστρα ἀπῆλθεν· ὅθεν ἀμαυρότερον φαίνεται» (Κριοῦ. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος διεκόμισε τὸν Φρίξο καὶ τὴν
Ἕλλη. Ὄντας ἄφθαρτος τοὺς ἐδόθη ἀπὸ τὴν μητέρα τους Νεφέλη καὶ εἶχε χρυσὸ τομάρι, ὅπως ἔχουν πεῖ ὁ
Ἡσίοδος καὶ ὁ Φερεκύδης. Διακομίζοντάς τους στὸ πιὸ στενὸ μέρος τοῦ πελάγους, τοῦ ἀπὸ ἐκείνης κληθέντος
Ἑλλησπόντου, τὴν ἔρριψε χάνοντας καὶ τὸ κέρατό του. Σώζωντας ὁ Ποσειδῶν τὴν Ἕλλη καὶ συνευρισκόμενος
[μὲ αὐτὴν] ἀπέκτησε ἀπὸ αὐτὴν υἱὸν ὀνόματι Παίωνα, ἐνῷ τὸν Φρίξο τὸν ἔσωσε διακομίζοντας τὸν στὸν
Εὔξεινο Πόντο στὸν Αἰήτη, στὸν ὁποῖον ἔδωσε τὸ χρυσὸ τομάρι ἀφοῦ ἔγδαρε [τὸν κριό], γιὰ νὰ τὸ ἔχῃ ὡς
ἐνθύμιον. Αὐτὸς [ὁ Κριὸς] ἀνεχώρησε γιὰ τὰ ἄστρα. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο φαίνεται ἀσθενέστερος). Ὁ Ἡρόδοτος
ἀναφέρει εἰς τὸ ἔργον του «Ἱστορίαι» ὅτι ὁ τάφος της ὑπῆρχε ἀκόμα εἰς τὴν Χερσόννησον τῆς Θρᾴκης, ὅταν
διέβαινε ὁ Ξέρξης (Βιβλίον 7ον, 58.2): «ὁ δὲ κατ᾽ ἤπειρον στρατὸς πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς ἐποιέετο τὴν
ὁδὸν διὰ τῆς Χερσονήσου, ἐν δεξιῇ μὲν ἔχων τὸν Ἕλλης τάφον τῆς Ἀθάμαντος, ἐν ἀριστερῇ δὲ Καρδίην πόλιν»
(Ὁ στρατὸς στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα ἐπορεύετο πρὸς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου μέσῳ τῆς
Χερσονήσου, ἔχοντας στὰ δεξία τὸν τάφον τῆς Ἕλλης, τῆς κόρης τοῦ Ἀθάμαντος καὶ στὰ ἀριστερὰ τὴν πόλιν
Καρδία).
51
Ἡ περιοχὴ ἢ ἡ ἐπικράτεια τῆς παναρχαίας πόλεως τῆς Τροίας ἢ τοῦ Ἰλίου, ἐκ τοῦ ὀνόματος τῆς ὁποίας
προῆλθε καὶ ἡ ὀνομασία τῆς χώρας. Ὁ Ὅμηρος δὲν περιγράφει τὴν ἔκτασιν τῆς Τρῳάδος ἢ τῶν συνόρων της,
οὔτε παρέχει γεωγραφικὲς πληροφορίες γιὰ τοὺς γειτονικοὺς λαούς της.
Σελίς | 30
λυπούμαστε γιὰ τὰ ὅσα θλιβερὰ ἔχει πάθει ἀπὸ τὴν μητρυιά της52.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Τοῦτο μέν, ὦ Ἀμφιτρίτη, οὐ θέμις· οὐδὲ ἄλλως καλὸν ἐνταῦθά


που κεῖσθαι ὑπὸ τῇ ψάμμῳ αὐτήν, ἀλλ' ὅπερ ἔφην ἐν τῇ Τρῳάδι ἢ ἐν Χερρονήσῳ
τεθάψεται. ἐκεῖνο δὲ παραμύθιον οὐ μικρὸν ἔσται αὐτῇ, ὅτι μετ' ὀλίγον τὰ αὐτὰ
καὶ ἡ Ἰνὼ πείσεται καὶ ἐμπεσεῖται ὑπὸ τοῦ Ἀθάμαντος διωκομένη ἐς τὸ πέλαγος
ἀπ' ἄκρου τοῦ Κιθαιρῶνος, καθ' ὅπερ καθήκει ἐς τὴν θάλασσαν, ἔχουσα καὶ τὸν
υἱὸν ἐπὶ τῆς ἀγκάλης. ἀλλὰ κἀκείνην σῶσαι δεήσει χαρισαμένους τῷ Διονύσῳ·
τροφὸς γὰρ αὐτοῦ καὶ τίτθη ἡ Ἰνώ.
Αὐτὸ δὲν εἶναι θεμιτόν, Ἀμφιτρίτη53. Οὔτε σὲ διαφορετικὴ περίπτωσιν εἶναι καλὸν νὰ
ταφῇ κάπου ἐδῶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄμμο, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς εἶπα, νὰ ταφῇ στὴν
Τρῳάδα ἢ στὴν Χερρόνησο54. Θὰ εἶναι δὲ μεγάλη παρηγοριὰ γι’ αὐτὴν ὅτι μετὰ ἀπὸ
ὀλίγον καὶ ἡ Ἰνὼ θὰ πάθῃ τὰ ἴδια καὶ θὰ πέσῃ μέσα στὸ πέλαγος διωκομένη ἀπὸ τὸν
Ἀθάμαντα55, ἀπὸ τὸ ἄκρον τοῦ Κιθαιρώνος56, ἐκεῖ ὅπου κατέρχεται στὴν θάλασσαν,

52
Ἐννοεῖ τὴν Ἰνώ. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰ ἀνεπιθύμητα γι’ αὐτὴν παιδιὰ τοῦ Ἀθάμαντος καὶ τῆς Νεφέλης,
σκέφθηκε τὸ ἑξῆς. Ἔπεισε τὶς γυναῖκες τῆς χώρας νὰ καβουρδίσουν τοὺς σπόρους τοῦ σίτου πρὶν τοὺς
σπείρουν. Οἱ καβουρδισμένοι σπόροι ὅμως δὲν φύτρωναν καὶ ἡ χώρα ἐπείνασε. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἡ Βοιωτία
ἀπὸ τὸν λιμό, τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν ἔδωσε χρησμὸ νὰ θυσιασθῇ στὸν Δία ὁ Φρίξος. Στὴν πραγματικότητα,
ἡ Ἰνὼ εἶχε δωροδοκήσει τοὺς ἄνδρες ποὺ εἶχον σταλεῖ στὸ μαντεῖον, γιὰ νὰ ποῦν αὐτὸ τὸ ψέμμα. Ὁ Ἀθάμας
ἀκουσίως ἐδέχθη. Πρὶν ὅμως θυσιασθῇ ὁ Φρίξος καὶ ἡ ἀδελφή του Ἕλλη, διεσώθησαν ἀπὸ ἕναν ἱπτάμενο κριὸ
τὸν ὁποῖον ἔστειλε ἡ μητέρα τους Νεφέλη.
53
Ἦτο κόρη τοῦ Νηρέως, μία ἀπὸ τὶς Νηρηίδες καὶ σύζυγος τοῦ Ποσειδῶνος. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ποσειδῶν κάποτε
νὰ παίζῃ μὲ τὶς ἄλλες Νύμφες εἰς τὴν Νάξον, τὴν ἐζήτησε γυναῖκα του. Ἐπειδὴ ἀπέφευγε τὸν γάμο κρύφτηκε
στὸν Ἄτλαντα καὶ ὁ Ποσειδῶν ἔστειλε ἐκεῖ δελφίνι γιὰ νὰ μεσολαβήσῃ καὶ νὰ τοῦ τὴν φέρῃ. Γιὰ νὰ τιμήσῃ ὁ
Ποσειδῶν τὸ δελφίνι, τὸ ἔθεσε στοὺς ἀστερισμούς. Ἡ Ἀμφιτρίτη ἐμφανίζεται δίπλα στὸν σύζυγό της, στὸ
δυτικὸ ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος. Περίφημα ἀνάγλυφα ἀπὸ τὸν γάμο τους ὑπάρχουν στὸ μουσεῖον τοῦ
Λούβρου καὶ τοῦ Μονάχου. Μὲ τὸν Ποσειδῶνα ἀπέκτησε τὸν Τρίτωνα καὶ τὴν Ῥόδον. Ὁ Ποσειδῶν τὴν ἐτίμησε
δίδοντάς της τὴν ἐξουσία ἐπὶ ὅλων τῶν φωκῶν τῆς θαλάσσης. Ἐκείνη ὥρισε ποιμένα τους τὸν Πρωτέα. Τὴν
ἐζωγράφιζον ὡραία καὶ μεγαλοπρεπῆ, ἔχουσα τὰ μαλλιὰ τῆς λυμένα, νὰ κάθεται ἡμίγυμνος μαζὶ μὲ τὸν
Ποσειδῶνα στὴν ἅμαξά του, ἔχοντας κάλυμμα τὸ ὁποῖον ἀνεμίζει. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ κάλυμμα διεκρίνετο ἀπὸ τὶς
ἄλλες Νηρηίδες.
54
Πόλις τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου, σημερινῆς χερσονήσου τῆς Καλλιπόλεως, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς
Τρῳάδος. Ταυτίζεται μὲ τὴν πόλιν Καλλίπολιν.
55
Ὁ Ἀθάμας ἦτο βασιλεὺς τῶν Μινυῶν τοῦ Ὀρχομενοῦ τῆς Βοιωτίας. Ἦτο υἱὸς τοῦ Αἰόλου καὶ τῆς Ἐναρέτης.
Ἐνυμφεύθη πρῶτα τὴν θεὰ Νεφέλη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὰ δίδυμα Φρίξο καὶ Ἕλλη καὶ ἔπειτα ἐνυμφεύθη
τὴν Ἰνώ, κόρη τοῦ Κάδμου. Μὲ τὴν Ἰνὼ ἀπέκτησε δύο υἱούς, τὸν Λέαρχο καὶ τὸν Μελικέρτη καὶ κατὰ μία
ἐκδοχὴ καὶ τὸν Χαλκό. Ὁ Ἀθάμας εἶχε ἐπίσης ἕνα ἀδελφό, τὸν Σαλμωνέα, ὁ ὁποῖος ἦτο πατὴρ τῆς Τυροῦς.
56
Ὁ Κιθαιρὼν εἶναι πευκόφυτος ὀρεινὸς ὄγκος μεταξὺ τοῦ ὄρους Πατέρα, τῶν Γερανείων ὀρέων καὶ τῆς
Πάρνηθος. Εὑρίσκεται στὰ σύνορα Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, μεταξὺ τῶν ὀρεινῶν κοινοτήτων τῶν δύο νομῶν.
Στὶς ῥάχες τοῦ ὄρους εὑρίσκεται ἡ Οἰνόη Ἀττικῆς. Ἡ ὀνομασία του προέρχεται ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Πλαταιῶν.
Σελίς | 31
κρατώντας καὶ τὸν υἱόν της στὴν ἀγκαλιά. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη θὰ πρέπῃ νὰ σώσουμε πρὸς
χάριν τοῦ Διονύσου, διότι ἡ Ἰνὼ [ὑπῆρξε] τροφός του καὶ τὸν ἐθήλασε.

{ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ} Οὐκ ἐχρῆν οὕτω πονηρὰν οὖσαν.


Δὲν ἔπρεπε, τόσο κακὴ ποὺ εἶναι.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ἀλλὰ τῷ Διονύσῳ ἀχαριστεῖν, ὦ Ἀμφιτρίτη, οὐκ ἄξιον.


Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄξιον νὰ φανοῦμε ἀχάριστοι πρὸς τὸν Διόνυσον, Ἀμφιτρίτη.

{ΝΗΡΕΙΔΕΣ} Αὕτη δὲ ἄρα τί παθοῦσα κατέπεσεν ἀπὸ τοῦ κριοῦ, ὁ ἀδελφὸς δὲ ὁ


Φρίξος ἀσφαλῶς ὀχεῖται;
Ἀλλὰ τί ἔπαθε αὐτὴ καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸν κριὸ κάτω, ἐνῷ ὁ ἀδελφός της ὁ Φρίξος 57
μεταφέρεται ἀσφαλῶς;

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Εἰκότως· νεανίας γὰρ καὶ δύναται ἀντέχειν πρὸς τὴν φοράν, ἡ δὲ
ὑπ' ἀηθείας ἐπιβᾶσα ὀχήματος παραδόξου καὶ ἀπιδοῦσα ἐς βάθος ἀχανές,
ἐκπλαγεῖσα καὶ τῷ θάλπει ἅμα συσχεθεῖσα καὶ ἰλιγγιάσασα πρὸς τὸ σφοδρὸν
τῆς πτήσεως ἀκρατὴς ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ, ὧν τέως ἐπείληπτο, καὶ
κατέπεσεν ἐς τὸ πέλαγος.
Προφανῶς, διότι εἶναι νέος καὶ δύναται νὰ ἀντέχῃ στὴν ὁρμή. Αὐτὴ ὅμως ἀπὸ ἀπειρία
καὶ ἐπιβαίνοντας σὲ ὄχημα παράδοξον, βλέποντας κάτω βάθος ἀχανὲς, κατεπλάγη καὶ
συγχρόνως οὖσα ταλαιπωρημένη ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ καταληφθεῖσα ὑπὸ ἰλίγγου ἐξ αἰτίας
τῆς σφοδρότητος τῆς πτήσεως, ἄφησε τὰ κέρατα τοῦ κριοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων
προηγουμένως ἐκρατεῖτο, καὶ ἔπεσε κάτω εἰς τὸ πέλαγος.

{ΝΗΡΕΙΔΕΣ} Οὔκουν ἐχρῆν τὴν μητέρα τὴν Νεφέλην βοηθῆσαι πιπτούσῃ;


Δὲν ἔπρεπε ἡ μητέρα ἡ Νεφέλη58 νὰ τὴν βοηθήσῃ καθὼς ἔπεφτε;

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ἐχρῆν· ἀλλ' ἡ Μοῖρα τῆς Νεφέλης πολλῷ δυνατωτέρα.

Ὁ Λουκιανὸς ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἰνὼ ἔπεσε στὸ πέλαγος ἀπὸ τὸ ἄκρον τοῦ Κιθαιρῶνος, ὅμως κανένα ἄκρον του
δὲν κατέρχεται στὴν θάλασσαν.
57
Ἦτο υἱὸς τοῦ Βοιωτοῦ βασιλέως Ἀθάμαντος καὶ τῆς Νεφέλης, αδελφὸς τῆς Ἕλλης.
58
Τὸ εἴδωλον τῆς Ἥρας μετὰ τὴν συνεύρεσίν του μὲ τὸν Ἰξίονα ὠνομάσθη Νεφέλη (σύννεφον) καὶ ἐξ αὐτῆς
τῆς ἐρωτικῆς ἐπαφῆς προῆλθε τὸ γένος τῶν Κενταύρων. Στὴν συνέχεια ἡ Νεφέλη ἐπέλεξε ὡς σύζυγό της τὸν
βασιλέα τῶν Μινυῶν τοῦ Ὀρχομενοῦ τῆς Βοιωτίας, Ἀθάμαντα καὶ ἐγέννησε ἀπὸ αὐτὸν δύο τέκνα, τὸν Φρίξο
καὶ τὴν Ἕλλην.
Σελίς | 32
Ἔπρεπε, ἀλλὰ ἡ Μοίρα59 εἶναι κατὰ πολὺ δυνατωτέρα60 τῆς Νεφέλης.

59
Ἡ λέξις «μοῖρα» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον ῥῆμα μείρομαι= λαμβάνω μερίδιον, τὸ κομμάτι τὸ ὁποῖον
λαμβάνει ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τὴν μοιρασιὰ ἑνὸς ὅλου. Ὁ Ἡσίοδος εἰς τὴν Θεογονία ἀναλύει τὸ ἀποκαλούμενο
πεπρωμένο (ἢ ἀνάγκη) σὲ τρεῖς Μοῖρες, τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων ὑποκρύπτουν τὰ ἄγνωστα ἕως τώρα αἴτια τὰ
ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος θὰ ὑποστῇ ὡς ἀποτέλεσμα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους, ἀφοῦ ποικίλουν ἀπὸ
ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, ὅπως καὶ οἱ ἀντιδράσεις τους ἐπὶ αὐτῶν (στ. 901): «δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν, ἣ
τέκεν… Μοίρας θ’, ᾗς πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε διδοῦσι
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε» (Δευτέρα ἔλαβε σύζυγον τὴν λαμπερὴ Θέμιν, ἡ ὁποία
ἐγέννησε… καὶ τὶς Μοῖρες, στὶς ὁποῖες ὁ συνετὸς Ζεὺς ἔδωσε μεγάλη τιμή, τὴν Κλωθὼ καὶ τὴν Λάχεσιν καὶ τὴν
Ἄτροπον, οἱ ὁποῖες δίδουν στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔχουν καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό). Ἡ Κλωθὼ εἶναι αὐτὴ
ἡ ὁποία κλώθει τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τῶν ὄντων (κλώθω= νήθω, γνέθω, στρέφω ἄτρακτον), τὸ ὄνομα τῆς
Λαχέσεως ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ῥῆμα λαγχνάνω= λαμβάνω κάτι ὡς μέρος τὸ ὁποῖον ἀνήκει σὲ ἐμένα, ὡς
μερίδιον καὶ ἡ Ἄτροπος εἶναι αὐτὴ τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τρέψῃ, ἡ ἀμετάβλητος, ἡ ἄκαμπτος.
Ἐπίσης ἡ λέξις μοῖρα προσδιορίζει τόσο τὸν χῶρο (ὁ κύκλος τῶν 360 μοιρῶν) ὅσο καὶ τὶς τρεῖς διαστάσεις τοῦ
χρόνου, τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, ὅπως ἀναφέρει ὁ Πλάτων εἰς τὸ ἔργον του «Πολιτεία» (617c):
«πέριξ δι᾽ ἴσου τρεῖς, ἐν θρόνῳ ἑκάστην, θυγατέρας τῆς ἀνάγκης, Μοίρας, λευχειμονούσας, στέμματα ἐπὶ τῶν
κεφαλῶν ἐχούσας, Λάχεσίν τε καὶ Κλωθὼ καὶ Ἄτροπον, ὑμνεῖν πρὸς τὴν τῶν Σειρήνων ἁρμονίαν, Λάχεσιν
μὲν τὰ γεγονότα, Κλωθὼ δὲ τὰ ὄντα, Ἄτροπον δὲ τὰ μέλλοντα» (Κυκλικὰ σὲ ἴση ἀπόστασιν τρεῖς, κάθε μία σὲ
θρόνο, οἱ κόρες τῆς Ἀνάγκης, οἱ Μοῖρες, ἐνδεδυμένες στὰ λευκά, φορώντας στέμματα στὰ κεφάλια τους, ἡ
Λάχεσις καὶ ἡ Κλωθὼ καὶ ἡ Ἄτροπος ψάλλoυν σύμφωνα μὲ τὴν ἁρμονία τῶν Σειρήνων. Ἡ Λάχεσις τὰ ὅσα
ἔχουν συμβεῖ, ἡ Κλωθὼ τὰ ὅσα συμβαίνουν καὶ ἡ Ἄτροπος τὰ μέλλοντα). Τὸ πεπρωμένον εἶναι ὅ,τι εἶναι
καθωρισμένο γιὰ τὸν κάθε ἕναν, ἡ καθωρισμένη πορεία.
60
Στὴν Μοῖρα ὑπακούουν μέχρι καὶ οἱ θεοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μὲν τὴν δύναμιν νὰ τὴν ἀλλάξουν, πρακτικῶς
ὅμως, μία τέτοια ἀλλαγὴ θὰ διετάρασσε τὴν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος. Στὸν Τρωικὸ πόλεμο ὁ υἱὸς τοῦ Διός,
ὀ Σαρπηδών, μάχεται γενναία ἐναντίον τοῦ Πατρόκλου, ὁ ὁποῖος ὅμως τὸν ἔχει σχεδὸν νικήσει. Ὁ Ζεὺς
παρακολουθεῖ τὴν μονομαχία καὶ πονᾷ γιὰ τὸν υἱόν του. Σκέπτεται νὰ ἀντιταχθῇ στὴν Μοῖρα γιὰ νὰ
ἀποφευχθῇ ὁ θάνατος τοῦ Σαρπηδόνος (Ἰλιάς, Π 432). Ἡ Ἥρα ὅμως, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ τονίζει ὅτι τὸ πεπρωμένο
τοῦ Σαρπηδόνος ἔχει καθορισθῇ πρὸ πολλοῦ, τοῦ ἐπισημαίνει τὴν μεγάλη δυσαρέσκεια ποὺ θὰ προκαλέσῃ
αὐτὴ ἡ ἐνέργειά του στοὺς ἄλλους θεούς, καθὼς οἱ υἱοὶ πολλῶν ἐξ αὐτῶν πολεμοῦν στὴν Τροία καὶ θὰ ἤθελον
καὶ αὐτοὶ νὰ τοὺς σώσουν. Ἐκεῖνος, τελικῶς, ὑποχωρεῖ καὶ ῥίπτει στὴν γῆ ματωμένες ψιχάλες, γιὰ νὰ δείξῃ
τὴν λύπη του. Ἀργότερα, ὅταν ὀ Ἕκτωρ μονομαχεῖ μὲ τὸν Ἀχιλλέα καὶ πρόκειται ἐντὸς ὀλίγου νὰ φονευθῇ, ὁ
Ζεὺς ζητεῖ ἀπὸ τοὺς θεοὺς νὰ συνδράμουν, ὥστε νὰ ἀλλάξουν τὴν μοῖρα του καὶ νὰ τὸν γλιτώσουν (Ἰλιάς, Ψ
166). Ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀκριβῶς ὅπως ἡ Ἥρα, ὁπότε ὁ Ζεὺς ὑποχωρεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορά.
Σελίς | 33
ΠΑΝΟΠΗΣ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΗΣ

{ΠΑΝΟΠΗ} Εἶδες, ὦ Γαλήνη, χθὲς οἷα ἐποίησεν ἡ Ἔρις παρὰ τὸ δεῖπνον ἐν


Θετταλίᾳ, διότι μὴ καὶ αὐτὴ ἐκλήθη εἰς τὸ συμπόσιον;
Εἶδες, Γαλήνη61, τί ἔκανε ἐχθὲς ἡ Ἔρις62 κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ δείπνου στὴν Θεσσαλία,
ἐπειδὴ δὲν ἐκλήθη καὶ ἡ ἴδια εἰς τὸ συμπόσιον;

{ΓΑΛΗΝΗ} Οὐ συνειστιώμην ὑμῖν ἔγωγε· ὁ γὰρ Ποσειδῶν ἐκέλευσέ μέ, ὦ


Πανόπη, ἀκύμαντον ἐν τοσούτῳ φυλάττειν τὸ πέλαγος. τί δ' οὖν ἐποίησεν ἡ Ἔρις
μὴ παροῦσα;
Ἐγὼ βεβαίως δὲν μετεῖχα εἰς τὸ συμπόσιον, διότι ὁ Ποσειδῶν μὲ διέταξε, Πανόπη 63, νὰ
διατηρῶ ἐν τῷ μεταξὺ γαλήνιον τὸ πέλαγος. Τί ἔκανε λοιπὸν ἡ Ἔρις ἐνῷ δὲν ἦτο
παροῦσα;

61
Ἡ Νηρηὶς ἡ ὁποία ἡσυχάζει τὴν ταραγμένη θάλασσαν. Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο εἰς τὴν Θεογονία (244),
δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ψευδο-Ἀπολλόδωρο εἰς τὸ ἔργον του «Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 1ον, 2.7), οὔτε ἀπὸ τὸν
Ὅμηρο εἰς τὴν Ἰλιάδα (Σ 39).
62
Ὁ Ἡσίοδος εἰς τὴν Θεογονία τὴν θεωρεῖ κόρη τῆς Νυκτὸς καὶ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν (225): «[Νὺξ] καὶ
Ἔριν τέκε καρτερόθυμον. αὐτὰρ Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα
δακρυόεντα Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ’ Ἀνδροκτασίας τε Νείκεά τε Ψεύδεά τε Λόγους τ’ Ἀμφιλλογίας τε
Δυσνομίην τ’ Ἄτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν, Ὅρκόν θ’, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους πημαίνει, ὅτε
κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ» (Ἡ Νύκτα ἐγέννησε καὶ τὴν ἰσχυρὰ Ἔριδα. Ἔπειτα ἡ μισητὴ Ἔρις ἐγέννησε
τὸν ὀδυνηρὸ Πόνο καὶ τὴν Λήθη καὶ τὸν Λιμὸ καὶ τὰ γεμάτα δάκρυα Ἄλγη, τὶς ὁρμητικὲς Μάχες καὶ τὶς
Συγκούσεις καὶ τοὺς Φόνους καὶ τὶς Σφαγὲς τῶν ἀνδρῶν καὶ τὶς Φιλονικίες καὶ τὰ Ψεύδη καὶ τοὺς Λόγους καὶ
τὶς Διαφωνίες καὶ τοὺς Κακοὺς Νόμους καὶ τὴν Ἄτη, ποὺ εἶναι γνώριμοι μεταξύ τους καὶ τὸν Ὅρκο, ὁ ὁποῖος
βλάπτει πάρα πολύ τους ἀνθρώπους ἐπὶ τῆς γῆς, ὅταν τυχὸν κάποιος μὲ τὴν θέλησίν του δώσῃ ψευδῆ ὅρκο).
Ὑπάρχει ὅμως, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἡσίοδος εἰς τὸ ἔργον του «Ἔργα καὶ ἡμέραι» καὶ ἡ ἀγαθὴ Ἔρις (11): «Οὐκ
ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλ’ ἐπὶ γαῖαν εἰσὶ δύω· τὴν μέν κεν ἐπαινήσειε νοήσας, ἡ δ’ ἐπιμωμητή· διὰ δ’
ἄνδιχα θυμὸν ἔχουσιν. ἡ μὲν γὰρ πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει, σχετλίη· οὔ τις τήν γε φιλεῖ βροτός,
ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκης ἀθανάτων βουλῇσιν Ἔριν τιμῶσι βαρεῖαν. τὴν δ’ ἑτέρην προτέρην μὲν ἐγείνατο Νὺξ
ἐρεβεννή, θῆκε δέ μιν Κρονίδης ὑψίζυγος αἰθέρι ναίων γαίης τ’ ἐν ῥίζῃσι καὶ ἀνδράσι πολλὸν ἀμείνω» (Δὲν
ὑπάρχει λοιπὸν μόνον ἕνα γένος τῶν Ἐρίδων, ἀλλὰ εἶναι δύο ἐπὶ τῆς γῆς. Τὴν μία αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ τὴν
ἀντελαμβάνετο θὰ μποροῦσε τυχὸν νὰ τὴν ἐπαινῇ, ἡ ἄλλη ὅμως [εἶναι] ἀξιόμεμπτος. Καὶ ἔχουν ξεχωριστὲς
ἰδιοσυγκρασίες. Ἡ μία ξεσηκώνει τὸν κακὸ πόλεμο καὶ τὴν φιλονικία, ἡ ἀθλία. Κανεὶς θνητὸς δὲν τὴν ἀγαπᾷ,
ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάγκη, μὲ τὴν βούλησιν τῶν ἀθανάτων θεῶν, τιμοῦν τὴν ἐπαχθῆ Ἔριδα. Ὅμως τὴν ἄλλη ἐγέννησε
ἐνωρίτερα ἡ ζοφερὴ Νύκτα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Κρόνου ποὺ ἔχει τὸν θρόνο του ὑψηλὰ καὶ στὸν αἰθέρα κατοικεῖ,
τὴν ἐτοποθέτησε στῆς γῆς τὶς ῥίζες καὶ [εἶναι] πολὺ καλλίτερη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους).
63
Μία ἀπὸ τὶς πενήντα Νηρηίδες. Τὸ ὄνομά της προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετον τὸ «πᾶν» καὶ τὸ οὐσιαστικὸν ἡ
«ὄψ,» τῆς «ὀπός»= ὁ ὀφθαλμός, δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ὁποία βλέπει τὰ πάντα. Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο εἰς τὴν
Θεογονία (250), ἀπὸ τὸν Ὅμηρο εἰς τὴν Ἰλιάδα (Σ 45) καὶ τὸν Ψευδο-Ἀπολλόδωρο εἰς τὸ ἔργον του
«Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 1ον, 2.7).
Σελίς | 34
{ΠΑΝΟΠΗ} Ἡ Θέτις μὲν ἤδη καὶ ὁ Πηλεὺς ἀπεληλύθεσαν ἐς τὸν θάλαμον ὑπὸ
τῆς Ἀμφιτρίτης καὶ τοῦ Ποσειδῶνος παραπεμφθέντες, ἡ Ἔρις δὲ ἐν τοσούτῳ
λαθοῦσα πάντας -ἐδυνήθη δὲ ῥᾳδίως, τῶν μὲν πινόντων, ἐνίων δὲ κροτούντων ἢ
τῷ Ἀπόλλωνι κιθαρίζοντι ἢ ταῖς Μούσαις ᾀδούσαις προσεχόντων τὸν νοῦν-
ἐνέβαλεν ἐς τὸ συμπόσιον μῆλόν τι πάγκαλον, χρυσοῦν ὅλον, ὦ Γαλήνη·
ἐπεγέγραπτο δὲ "ἡ καλὴ λαβέτω." κυλινδούμενον δὲ τοῦτο ὥσπερ ἐξεπίτηδες
ἧκεν ἔνθα Ἥρα τε καὶ Ἀφροδίτη καὶ Ἀθηνᾶ κατεκλίνοντο. κἀπειδὴ ὁ Ἑρμῆς
ἀνελόμενος ἐπελέξατο τὰ γεγραμμένα, αἱ μὲν Νηρεΐδες ἡμεῖς ἐσιωπήσαμεν. τί
γὰρ ἔδει ποιεῖν ἐκείνων παρουσῶν; αἱ δὲ ἀντεποιοῦντο ἑκάστη καὶ αὑτῆς εἶναι
τὸ μῆλον ἠξίουν, καὶ εἰ μή γε ὁ Ζεὺς διέστησεν αὐτάς, καὶ ἄχρι χειρῶν ἂν τὸ
πρᾶγμα προὐχώρησεν. ἀλλ' ἐκεῖνος, Αὐτὸς μὲν οὐ κρινῶ, φησί, περὶ τούτου, -
καίτοι ἐκεῖναι αὐτὸν δικάσαι ἠξίουν- ἄπιτε δὲ ἐς τὴν Ἴδην παρὰ τὸν Πριάμου
παῖδα, ὃς οἶδέ τε διαγνῶναι τὸ κάλλιον φιλόκαλος ὤν, καὶ οὐκ ἂν ἐκεῖνος κρίναι
κακῶς.
Ἡ Θέτις64 καὶ ὁ Πηλεὺς65 εἶχον ἤδη ἀποχωρήσει γιὰ νὰ πᾶνε στὸ νυμφικὸ δωμάτιον 66,

64
Θεότης τῆς θαλάσσης, κόρη τοῦ Νηρέως καὶ τῆς Δωρίδος. Ἦτο ἡ πιὸ ὄμορφη ἀπὸ τὶς Νηρηίδες καὶ γι’ αὐτὸν
τὸν λόγο ὁ Ζεὺς καὶ ὁ Ποσειδῶν συνηγωνίσθησαν γιὰ τὸ χέρι της μέχρι ποὺ ἡ Γαῖα ἢ ἡ Θέμις ἀπεκάλυψε ὅτι
θὰ γεννοῦσε ἕναν υἱὸν σημαντικώτερο ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁπότε ἐπέλεξαν νὰ τὴν δώσουν στὸν θνητὸ Πηλέα
ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπέκτησε τὸν Ἀχιλλέα. Εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ μεταβάλλῃ τὴν μορφή της, ὅπως ὁ Νηρεὺς
καὶ ὁ Πρωτεύς.
65
Ὁ Πηλεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγίνης Αἰακοῦ καὶ τῆς Ἐνδηίδος. Ἀδελφός του ἦτο ὀ Τελαμὼν, ὁ
ὁποῖος ἐφόνευσε κατὰ λάθος τὸν ἑτεροθαλῆ ἀδελφό τους, Φῶκο. Αὐτὸ ἔγινε ὅταν ὁ Τελαμὼν ἑξασκεῖτο στὴν
δισκοβολία καὶ πέταξε τὸν δίσκο τόσο δυνατὰ ὥστε βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ στάδιον καὶ κτύπησε στὸ κεφάλι τὸν
Φῶκο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὴν Αἴγινα καὶ ὁ Τελαμὼν εὑρέθη στὴν Σαλαμίνα ἐνῷ ὁ Πηλεὺς
στὴν Φθία. Ὁ Πηλεὺς κατέφυγε στὸ παλάτι τοῦ βασιλέως Εὐρυτίωνος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξάγνισε καὶ τοῦ ἔδωσε
γυναῖκα του τὴν κόρη του Ἀντιγόνη καὶ τὸ ἕνα τρίτον τοῦ βασιλείου του, τὸ βασίλειον τῶν Μυρμιδόνων. Ὁ
Πηλεὺς μὲ τὴν Ἀντιγόνη ἀπέκτησαν τὴν Πολυδῶρα. Στὸ κυνῆγι τοῦ Καλυδωνίου κάπρου ὁ Πηλεὺς ἐφόνευσε
κατὰ λάθος τὸν Εὐρυτίωνα καὶ κατέφυγε στὴν Ἰωλκὸ, ὅπου ἐφιλοξενήθη ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἄκαστο καὶ
ἐξαγνίσθηκε γιὰ δευτέρα φορά. Ὁ Πηλεὺς ἔλαβε μέρος στὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία.
66
Ὁ Ψευδο-Ἀπολλόδωρος εἰς τὸ ἔργον του Βιβλιοθήκη (Βιβλίον 3ον, 13.5) παραθέτει τὴν ἱστορία τοῦ γάμου
τῆς Θέτιδος μὲ τὶς διάφορες παραλλαγές της: «αὖθις δὲ γαμεῖ Θέτιν τὴν Νηρέως, περὶ ἧς τοῦ γάμου Ζεὺς καὶ
Ποσειδῶν ἤρισαν, Θέμιδος δὲ θεσπιῳδούσης ἔσεσθαι τὸν ἐκ ταύτης γεννηθέντα κρείττονα τοῦ πατρὸς
ἀπέσχοντο. ἔνιοι δέ φασι, Διὸς ὁρμῶντος ἐπὶ τὴν ταύτης συνουσίαν, εἰρηκέναι Προμηθέα τὸν ἐκ ταύτης αὐτῷ
γεννηθέντα οὐρανοῦ δυναστεύσειν. τινὲς δὲ λέγουσι Θέτιν μὴ βουληθῆναι Διὶ συνελθεῖν ὡς ὑπὸ Ἥρας
τραφεῖσαν, Δία δὲ ὀργισθέντα θνητῷ θέλειν αὐτὴν συνοικίσαι. Χείρωνος οὖν ὑποθεμένου Πηλεῖ συλλαβεῖν
καὶ κατασχεῖν αὐτὴν μεταμορφουμένην, ἐπιτηρήσας συναρπάζει, γινομένην δὲ ὁτὲ μὲν πῦρ ὁτὲ δὲ ὕδωρ ὁτὲ
δὲ θηρίον οὐ πρότερον ἀνῆκε πρὶν ἢ τὴν ἀρχαίαν μορφὴν εἶδεν ἀπολαβοῦσαν. γαμεῖ δὲ ἐν τῷ Πηλίῳ, κἀκεῖ
θεοὶ τὸν γάμον εὐωχούμενοι καθύμνησαν» (Μετὰ [ὁ Πηλεὺς] νυμφεύεται τὴν Θέτιν τὴν κόρη τοῦ Νηρέως,
γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ζεὺς καὶ ὁ Ποσειδῶν ἐφιλονίκησαν ποιός θὰ τὴν νυμφευθῇ, ἐπειδὴ ὅμως ἡ Θέμις
ἐχρησμοδότησε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὴν θὰ γίνῃ ἀνώτερος τοῦ πατρός του, ἐκρατήθησαν
Σελίς | 35
συνοδευθέντες ἀπὸ τὴν Ἀμφιτρίτη καὶ τὸν Ποσειδῶνα. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἔρις χωρὶς νὰ
γίνῃ ἀντιληπτὴ ἀπὸ κανέναν -καὶ τὸ κατόρθωσε εὐκόλως, διότι ἄλλοι μὲν ἐπινον,
μερικοὶ δὲ κτυποῦσαν παλαμάκια ἢ εἶχον στρέψει τὴν προσοχή τους στὸν Ἀπόλλωνα67,
ὁ ὁποῖος ἔπαιζε κιθάρα, ἢ στὶς Μούσες68, οἱ ὁποῖες τραγουδοῦσαν- ἔρριψε μέσα στὸ
συμπόσιον κάποιο μῆλον ὡραιότατον, ὅλο χρυσούν69, Γαλήνη, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦτο

μακριά. Μερικοὶ λὲνε ὅτι ὁ Ζεὺς ἤθελε νὰ συνευρεθῇ μαζί της, ἀλλὰ ὁ Προμηθεὺς εἶπε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοῦ
γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὴν θὰ γίνῃ κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Μερικοὶ λένε ὅτι ἡ Θέτις δὲν ἠθέλησε νὰ συνευρεθῇ μὲ τὸν
Δία διότι εἶχε ἀνατραφῇ ἀπὸ τὴν Ἥρα, καὶ ὁ Δίας ὀργισθεὶς ἤθελε νὰ τὴν παντρέψῃ μὲ θνητό. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ
Χείρων συνεβούλευσε τὸν Πηλέα νὰ τὴν πιάσῃ καὶ νὰ τὴν κρατήσῃ καθὼς θὰ μετεμορφώνετο,
παραμονεύοντας [αὐτὸς] τὴν ἤρπασε καὶ παρ’ ὅλο ποὺ μετεβλήθη μία σὲ φωτιά, μία σὲ νερό, μία σὲ θηρίον,
δὲν τὴν ἄφησε ἕως ὅτου εἶδε ὅτι ἔφθασε στὴν ἀρχικὴ μορφή της. Καὶ τὴν ἐνυμφεύθη εἰς τὸ Πήλιον καὶ ἐκεῖ οἱ
θεοὶ τοὺς ἐγκωμίασαν ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν πλουσιοπάροχα).
67
Θεὸς τοῦ φωτός. Υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς. Ὁ Ζεὺς θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Λητοῦς ἡ ὁποία
προήρχετο ἀπὸ τὴν γενεὰ τῶν Τιτάνων καὶ ἔσμιξε μαζί της ἐρωτικά. Ἡ ζηλιάρα ὅμως Ἥρα ἠγανακτημένη
ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες ἀπιστίες τοῦ συζύγου της μὲ θνητὲς καὶ θεές, ἠναντιώθη στὴν Λητὼ καὶ βάλθηκε νὰ μὴ
τὴν ἀφήσῃ μὲ κανέναν τρόπο νὰ γεννήσῃ σὲ μέρος φωτιζόμενο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ματαίως ἡ Λητὼ περιεπλανάτο
κατάκοπος σὲ ὅλην τὴν γῆ, γιὰ νὰ γεννήσῃ τὰ παιδιά της. Ἡ γῆ ἀρνεῖτο νὰ τὴν δεχθῇ διότι ἐφοβεῖτο τὴν ὀργὴ
τῆς Ἥρας. Μονάχα ἕνα μικρὸ πλωτὸ νησί, ἡ Ὀρτυγία (νησὶ τῶν Ὀρτυκιῶν) ἢ Ἀστερία, ἐδέχθη νὰ δώσῃ ἄσυλο
στὴν Λητώ, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Ποσειδῶνος. Τὸ νησάκι αὐτὸ ἦτο πτωχὸν καὶ ἄγονον, δὲν μποροῦσαν νὰ
βοσκήσουν σὲ αὐτὸ ζῷα, οὔτε νὰ καρπίσουν ἀμπέλια ἢ ἄλλα δένδρα. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν ἐφοβήθη τὴν ὀργὴ
τῆς θεᾶς. Ὁ Ἀπόλλων, μόλις ἐγεννήθη, γιὰ νὰ ἀνταμείψῃ τὸ πτωχὸν νησί, τὸ ἐστερέωσε γιὰ πάντοτε μὲ
τέσσερις στῆλες στὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Δῆλος (φανερή), διότι ἐκεῖ ἐφανερώθη ὁ
θεός.
68
Ὅταν ὁ Ζεὺς ἑόρταζε τὸν γάμο του μὲ τὴν Ἥρα, ἐρώτησε τοὺς ἄλλους θεοὺς ἐὰν ἔλειπε κάτι. Ἐκεῖνοι
ἀπήντησαν ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ δημιουργήσῃ κάποιες θεότητες οἱ ὁποῖες θὰ μποροῦσαν μὲ ταιριαστὰ λόγια καὶ
ἐπάξια μουσικὴ νὰ ὑμνήσουν τὰ κατορθώματά του καὶ τὸν θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἔβαλε σὲ τάξιν τὸ
Σύμπαν. Ἔτσι, συνευρισκόμενος στὴν Πιερία μὲ τὴν Μνημοσύνη, κόρη τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας, γιὰ ἐννέα
διαδοχικὲς νύκτες (ἡ διάρκεια τῶν ὁποίων συμβολίζει τὸ πολυχρόνιον τῆς μαθήσεως) ἀπέκτησε ἐννέα κόρες
(ὅσες καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν γραμμάτων τοῦ ὀνόματος τῆς μητρός τους), κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκπροσωπεῖ καὶ
μία τέχνη. Ἡ Καλλιόπη ἦτο ἡ Μοῦσα τοῦ ἡρωικοῦ ἔπους, ἡ Κλειὼ τῆς ἱστορίας (< κλέος = δόξα, διότι γιὰ τὸν
Ἕλληνα ἡ ἱστορία δίχως δόξα δὲν ἀξίζει. Ἡ Κλειὼ πρέπει νὰ γράφῃ μόνον σελίδες δόξης), ἡ Εὐτέρπη τῆς
αὐλητικῆς τέχνης, ἡ Τερψιχόρη τῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ τοῦ χοροῦ, ἡ Ἐρατὼ τῆς ἐρωτικῆς ποιήσεως, ἡ
Μελπομένη τῆς τραγῳδίας, ἡ Θάλεια τῆς κωμῳδίας (< θάλλω = κάνω κάτι νὰ ἀνθῇ, διότι τὸ γέλιον σὲ κάνει
νὰ θάλλῃς), ἡ Οὐρανία τῆς ἀστρονομίας καὶ τέλος ἡ Πολύμνια τῆς θρησκευτικῆς ποιήσεως. Στὸν Ὅμηρο
βλέπουμε καὶ μία ἄλλη διάστασιν. Εἶναι θεὲς οἱ ὁποῖες διασῴζουν ἀξίες, ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ διδάγματα ἀπὸ τὸ
παρελθόν, δηλαδὴ ὅ,τι μιὰ κοινωνία θεωρεῖ βασικὸν γιὰ τὴν ἐπιβίωσίν της.
69
Στὴν ἀρχαιότητα ἡ παρουσία ἢ ἡ κατανάλωσις μήλων ἢ ἄλλων ὁμοίων καρπῶν μὲ σπόρια φαίνεται νὰ ἦτο
μία συνηθισμένη πρακτικὴ γιὰ τὴν πρώτη νύκτα τοῦ γάμου. Τὸ μῆλον, τὸ ὁποῖον ὡς καρπὸς ἐσυμβόλιζε τὸν
ἔρωτα καὶ τὸν θαυμασμό, τὸ πετοῦσαν οἱ καλεσμένοι στὸ ζεῦγος καὶ τὸ ζεῦγος ἐμοιράζετο μῆλον γιὰ νὰ
ἐξασφαλίσῃ μία γόνιμον ἕνωσιν. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου εἰς τὸ ἔργον του «Βίοι
Παράλληλοι, Σόλων» σὲ νόμο τοῦ Σόλωνος γιὰ τὶς ἐπικλήρους (κληρονόμους) γυναῖκες (20.4): «εἰς τοῦτο δὲ
συντελεῖ καὶ τὸ τὴν νύμφην τῷ νυμφίῳ συγκαθείργνυσθαι μήλου κυδωνίου [συγ]κατατραγοῦσαν, καὶ τὸ τρὶς
ἑκάστου μηνὸς ἐντυγχάνειν πάντως τῇ ἐπικλήρῳ τὸν λαβόντα» (Σὲ αὐτὸ συντελεῖ καὶ τὸ νὰ κλείνωνται
Σελίς | 36
γεγραμμένο: «Νὰ τὸ πάρῃ ἡ ὡραία». Κυλιόμενο δὲ αὐτὸ ἔφθασε, σὰν [νὰ τὸ ἔκανε]
ἐπίτηδες, ἐκεῖ ὅπου εἶχον ξαπλώσει ἡ Ἥρα70, ἡ Ἀφροδίτη καὶ ἡ Ἀθηνᾶ71. Καὶ ὅταν ὁ
Ἐρμῆς72 τὸ πῆρε ἀπὸ κάτω καὶ ἀνέγνωσε τὰ γεγραμμένα, ἐμεῖς μὲν οἱ Νηρηίδες

[κάπου] μαζὶ γαμβρὸς καὶ νύμφη, καταναλώνοντας αὐτὴ κυδῶνι, καθὼς καὶ τὸ νὰ σμίγῃ ὁ γαμβρὸς μὲ τὴν
ἐπίκληρον τρεῖς φορὲς κάθε μῆνα ὁπωσδήποτε). Στὴν συγκεκριμένη περίπτωσιν ὅμως συναντοῦμε τὸ μῆλον
ὡς σημεῖον ἔριδος καὶ καταστροφῆς, ἀφοῦ θὰ ἀποτελέσῃ τὴν αἰτίαν γιὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ Τρωικοῦ πολέμου.
70
Κόρη τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας, ἀδελφὴ τοῦ Διὸς καὶ νόμιμη σύζυγός του. Ἡ Ἥρα ἔχει τὶς ἰδιότητες ποὺ ἔχει
καὶ ὁ Ζεύς, εἶναι δηλαδὴ ἡ θηλυκὴ μορφή του. Ἀντιπροσώπευε τὸν ἀέρα, τὴν ἀτμόσφαιρα, τὸ εὐκίνητον καὶ
τὸ εὐμετάβλητον στοιχεῖον τῆς οὐράνιας δυνάμεως. Διαπρέπει στὴν ὀμορφιά, ὥστε συναγωνίζεται τὴν Ἀθηνᾶ
καὶ τὴν Ἀφροδίτη εἰς τὸ κάλλος καὶ μάλιστα διεκδικεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὸ μῆλον τοῦ Πάριδος. Ἔχει ἔντονη
προσωπικότητα καὶ εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν Δία, ἄλλοτε μὲ μεγάλο θάρρος καὶ
ἄλλοτε μὲ γυναικεία πανουργία. Ὁ Ζεὺς ὑπολογίζει πολὺ τὸν θυμό της καὶ γενικὰ τὶς ἀντιδράσεις της. Πάντοτε
ὅμως ἔχει αὐτὸς τὸν τελευταῖο λόγο. Δὲν ἔχει δικό της μυθολογικὸ κύκλο. Ὅλοι ἡ μῦθοι οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γι’
αὐτὴν συνδέονται μὲ τὸν Δία. Παρουσιάζεται ὡς ὑπόδειγμα συζύγου, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο θεωρεῖται προστάτις
τοῦ γάμου, τοῦ τοκετοῦ καὶ τῆς μητρότητος. Ἐπειδὴ ὁ Ζεὺς δὲν τῆς ἦτο πιστός, εἶχε γίνει πολὺ ζηλότυπος. Οἱ
ἀντίζηλές της καθὼς καὶ τὰ παιδιά τους ἐδοκίμασαν τὶς συνέπειες τῆς ζηλοτυπίας της. Τὸ ἀρχαιότερον
κέντρον λατρείας της εὐρίσκετο εἰς τὸ Ἄργος. Οἱ ἑορτὲς οἱ ὁποῖες ἐγίνοντο πρὸς τιμήν της ὠνομάζοντο Ἡραία,
ἐτελοῦντο κυρίως εἰς τὸ Ἄργος κάθε τέσσερα ἔτη, εἰς τὸ μέσον τοῦ δευτέρου ἔτους κάθε Ὀλυμπιάδος καὶ
ἐχρησίμευον ὡς βάσις τῆς χρονολογικῆς ἀριθμήσεως τῶν Ἀργείων. Οἱ ἑορτὲς συνίσταντο σὲ ἀγῶνες τῶν
τοξοβόλων «περὶ χαλκὴς ἀσπίδος» καὶ στεφάνου ἀπὸ μυρτιά, καθὼς καὶ σὲ πομπή, κατὰ τὴν ὁποίαν, ἡ πρώτη
ἱέρεια ἦτο ἐπάνω σὲ ἅρμα, τὸ ὁποῖον ἔσυρε ζεῦγος λευκῶν βοδιῶν καὶ πήγαινε στὸ Ἡραῖον. Ἡραία ἐτελοῦντο
μὲ μεγαλοπρέπεια στὴν Σάμο καὶ στὴν Ἤλιδα, μὲ ἀγῶνες παρθένων, καθὼς καὶ σὲ ἄλλα μέρη. Πολλοὶ
ἐτυμολογοῦν τὸ ὄνομα τῆς Ἥρας ἀπὸ τὸν ἀναγραμματισμὸ τῆς λέξεως «ἀήρ». Ἡ γνώμη αὐτὴ ὑπεστηρίχθη
πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἐμπεδοκλή. Ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα εἰς τὸ ἔργον του «Κρατύλος» (404c): «ἴσως δὲ
μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασε ἐπικρυπτόμενος, θεὶς τὴν ἀρχὴν ἐπὶ τελευτήν. γνοίης
δ’ ἄν, εἰ πολλάκις λέγοις τὸ τῆς Ἥρας ὄνομα» (Ἴσως δὲ ὁ νομοθέτης ὁμιλῶν περὶ φυσικῶν φαινομένων
ὠνόμασε μυστικὰ τὸν ἀέρα Ἥραν, τοποθετώντας τὸ πρώτον γράμμα τελευταῖον. Αὐτὸ δὲ εἶναι εὔκολον νὰ τὸ
ἐννοήσῃς, ἐὰν προφέρῃς πολλὲς φορὲς τὸ ὄνομα τῆς Ἥρας). Δηλαδὴ ἐὰν προφέρουμε πολλὲς φορὲς τὸ ὄνομα
ΗΡΑ ΗΡΑ ΗΡΑ ΗΡΑ ἀκούγεται ὡς ΑΗΡ ΑΗΡ ΑΗΡ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ὀρφικὸς ὕμνος εἰς τὴν Ἥραν (XVI) τὴν ταυτίζει
μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «ἠερόμορφε», «ἀνέμων τροφέ».
71
Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ Διός, ὁ ὁποῖος κατάπιε ἀπὸ φόβο τὴν πρώτη σύζυγό του, τὴν
Μήτιδα (προσωποποίησις τῆς φρονήσεως, κόρη τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος), ὅταν ἔμεινε ἔγκυος, διότι ἔμαθε
ὅτι ἀπὸ αὐτὴν θὰ τοῦ ἐγεννάτο ἐκτὸς ἀπὸ κόρη καὶ υἱὸς ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν ἐξουσία. Ὅταν ἦλθε ἡ
ὥρα τῆς γεννήσεως, ὁ Ἥφαιστος κτύπησε μὲ πέλεκυ τὴν κεφαλὴ τοῦ Διὸς καὶ ἀνεπήδησε ἐξ αὐτῆς μὲ
ἀλαλαγμούς, ἔνοπλος ἡ Ἀθηνᾶ. Τὸ ὅτι ὁ Ζεὺς κατάπιε τὴν Μήτιδα, δὲν πρόκειται βεβαίως γιὰ περίπτωσιν
κανιβαλισμοῦ, ἀλλὰ συμβολίζει τὴν ἀφομίωσιν τῆς Μήτιδος/Φρονήσεως ἀπὸ τὸν Δία/Νοῦν. Ἡ φρόνησις
εἶναι ἡ ὀρθὴ διεκπεραίωσις τῶν καθημερινῶν καθηκόντων καὶ ὑποχρεώσεων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Μήτις
εἶναι ἡ πρώτη σύζυγος τοῦ Διὸς καὶ ἡ Ἀθηνᾶ/Σοφία τὸ τελευταῖο τους παιδὶ μετὰ ἀπὸ 27 ἄλλα τέκνα τὰ ὁποῖα
συμβολίζουν τὶς ἰδιότητες τοῦ νοὸς οἱ ὁποῖες ὀργανωμένες, συγκροτοῦν τοὺς συλλογισμούς, οἱ ὁποῖοι
ἐπιφέρουν μία τάξιν στὴν μεθοδολογία μὲ τὴν ὁποία ζοῦμε σὰν λογικὰ ὄντα. Καὶ πράγματι, ἀπαιτοῦνται
πολλὲς διεργασίες τοῦ νοὸς ἕως ὅτου, μέσῳ τῆς Φρονήσεως, καταλήξῃ στὴν Σοφία.
72
O Ἑρμῆς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ προικισμένους καὶ πιὸ λαοφιλεῖς Ὀλυμπίους θεούς. Υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς
Μαίας, ὁδηγὸς καὶ συνοδηγὸς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, κῆρυξ καὶ ἀγγελιαφόρος τῶν θεῶν, προστάτης τῶν
νέων, τῶν βοσκῶν, τῶν ἀθλητῶν καὶ τῶν κλεπτών. Ἡ γέννησις τοῦ ἱκανοῦ καὶ ἐπινοητικωτάτου θεοῦ
Σελίς | 37
ἐσιωπήσαμεν. Διότι τί ἔπρεπε νὰ κάνουμε ἐνῷ αὐτὲς ἦσαν παροῦσες; Αὐτὲς ὅμως
προέβαλλον δικαίωμα [ἡ] κάθε μία χωριστὰ καὶ εἶχον τὴν ἀξίωσιν δικό τους νὰ εἶναι τὸ
μῆλον καὶ ἐὰν δὲν τὶς ἐχώριζε ὁ Ζεύς, τὸ θέμα θὰ ἔφθανε μέχρι τοῦ νὰ πιαστοῦν στὰ
χέρια. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, ἂν καὶ ἐκεῖνες ἀπαιτοῦσαν νὰ γίνῃ αὐτὸς κριτής, εἶπε: «Δὲν θὰ κρίνω
ὁ ἴδιος περὶ τούτου, ἀλλὰ πηγαίνετε στὴν Ἴδη 73 στὸν υἱὸν τοῦ Πριάμου74, ὁ ὁποῖος ξέρει καὶ νὰ

τοποθετεῖται στὴν Ἀρκαδία καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ ὄρος Κυλλήνη. Ἐκεῖ, μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, κατοικοῦσε
ἀπομονωμένη μία ἀπὸ τὶς ἑπτὰ κόρες τοῦ Ἄτλαντος καὶ τῆς Πληιόνης, ἡ ντροπαλὴ Πλειάδα Μαῖα. Σὲ αὐτὴν
τὴν σπηλιὰ τὴν ἐντόπισε ὁ Ζεὺς καὶ συνευρέθησαν. Δέκα μῆνες μετά, ἔφερε στὸν κόσμο τὸν Ἑρμῆ. Πρόκειται
ἴσως γιὰ τὴν πιὸ συμπαθητικὴ θεότητα τοῦ ἑλληνικοῦ δωδεκάθεου, καθὼς συνδυάζει ἀρχικῶς πολὺ ἔντονα
τὰ ἀνθρώπινα μὲ τὰ θεϊκὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ καὶ διότι θεωρεῖται οὐσιαστικὰ ὁ πρῶτος διδάσκαλος τοῦ
ἀνθρωπίνου γένους. Ἐκεῖνος εἰσήγαγε τὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες στὴν ἀνθρωπότητα, ἐδίδαξε τὴν χρήσιν
τῆς διανοίας καὶ μάλιστα ὑπάρχουν μῦθοι πoὺ ἀποδίδουν σὲ αὐτὸν τὴν μετάδοσιν τῆς γνώσεως τῆς φωτιᾶς
στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι προστάτης τοῦ ἐμπορίου, τῶν κλεπτῶν, τῶν τυχερῶν παιγνίων, τῶν θυσιαστικῶν
τελετῶν καὶ τῆς μαγείας. Ἐπίσης ἔχει τὸν ῥόλο τοῦ ψυχοπομποῦ, ὁδηγώντας τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν στὸν Ἅδη.
Σύμβολά του εἶναι τὸ κηρύκειον καὶ τὰ πτερωτὰ πέδιλα.
73
Ὄρος τῆς Φρυγίας, κοντὰ στὴν Τροία. Ὁ μῦθος λέει ὅτι ἐκεῖ ἔγινε ἡ κρίσις τοῦ Πάριδος γιὰ τὴν ὡραιοτέρα
θεά. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει ὅτι ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ζεὺς παρακολουθοῦσε τὸν πόλεμο Ἀχαιῶν-Τρώων. Ὄρος Ἴδη ἔχουμε
καὶ στὴν Κρήτη, τὸν Ψηλορείτη. Ἐκεῖ εὑρίσκεται τὸ Ἰδαῖον ἄντρον, τὸ σπήλαιον ὅπου ἐγγενήθη ὁ Ζεύς.
74
Υἱὸς τοῦ Πριάμου καὶ τῆς Ἑκάβης. Ὅταν ἐγεννήθη, ἡ Ἑκάβη εἶδε στὸν ὕπνο της ὅτι ὁ Πάρις θὰ ἐγένετο ἡ
αἰτία τῆς καταστροφῆς τῆς πατρίδος του. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο τὸν ἄφησαν ἔκθετο στὸ ὄρος Ἴδη τῆς Τροίας.
Ἐκεῖ ἀνετράφη, ἔγινε βοσκὸς καὶ ὠνομάσθη Ἀλέξανδρος, διότι ἦτο γενναῖος καὶ ἐπροστάτευε τοὺς ἄλλους
βοσκούς. Σὲ αὐτὸν κατέφυγον ἡ Ἥρα, ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἀφροδίτη προκειμένου νὰ κρίνῃ ποιά εἶναι ἡ
ὀμορφότερη. Ἡ Ἀφροδίτη γιὰ νὰ τὸν ἀνταμείψῃ γιὰ τὴν ἐκλογή της, τὸν συνεβούλευσε νὰ ταξιδέψῃ στὴν
Σπάρτη, ὅπου καὶ ἐγνώρισε τὴν Ὡραία Ἑλένη, τὴν ἐρωτεύθη καὶ τὴν ἔκλεψε. Γράφει σχετικῶς ὁ Βυζαντινὸς
λόγιος καὶ συγγραφεὺς Ἰωάννης Τζέτζης εἰς τὸ ἔργον του «Ἀλληγορίαι Ἰλιάδος» (Προλεγόμενα, στ. 176):
«Ἐπεὶ δὲ καὶ Ἀλέξανδρον ἔγκυος ἧν Ἑκάβη, γεννῆσαι φλέγοντα δαλὸν ἐδόκησεν ὀνείροις, ὃς πάσας
ἐπυρπόλησε τὰς Τρώων περιχώρους. Οἱ τῶν ὀνείρων δὲ κριταὶ τοῦτο μαθόντες εἶπον "Τὸ βρέφος ὅπερ ἔνδοθι
φέρεις ἐν τῇ γαστρί σου, τῇ περιχώρῳ γίνεται πάσῃ τῶν Τρώων βλάβη". Οὕτω μὲν εἶπον οἱ κριταὶ τότε τῶν
ὀνειράτων. Γεννήσασα τὸ βρέφος δέ, Πάριν κατονομάζει. Ὁ δὲ πατὴρ ὁ Πρίαμος τῷ φόβῳ τῶν ὀνείρων, μετὰ
τὴν βρέφους γέννησιν ἦλθεν εἰς τὸ μαντεῖον, ἀνερωτήσων ποταπὸν ἐκβήσεται τὸ βρέφος. Ἐδόθη τούτῳ δὲ
χρησμὸς τοιουτοτρόπως λέγων "Πρίαμε Τρώων βασιλεῦ, σύζυγε τῆς Ἑκάβης, δύσπαρις Πάρις σοι υἱὸς ἄρτι
κακῶς γεννῆσαι, ὃν μὴ γεννῆσαι κρεῖττον ἦν ἢ συμφορὰς γεννῆσαι. Ὁ παῖς γὰρ οὗτος, γεγονῶς τριάκοντα
τῶν χρόνων, ὀλέσει τὰ βασίλεια τῶν Τρώων καὶ τὰς πόλεις"» (Ὅταν ἡ Ἑκάβη ἦτο ἔγκυος στὸν Ἀλέξανδρον,
ἐνόμισε στὰ ὄνειρά της ὅτι ἐγέννησε φλέγοντα δαυλόν, ὁ ὁποῖος ἐπυρπόλησε ὅλα τὰ περίχωρα τῶν Τρώων.
Οἱ κριταὶ τῶν ὀνείρων μαθαίνοντάς το εἶπον: «Τὸ βρέφος τὸ ὁποῖον φέρεις στὴν κοιλιά σου, θὰ προκαλέσῃ
κακὸ σὲ ὅλα τὰ περίχωρα τῶν Τρώων». Ἔτσι εἶπoν τότε οἱ κριταὶ τῶν ὀνείρων. Γεννώντας αὐτὴ τὸ βρέφος,
τοῦ δίδει τὸ ὄνομα Πάρις. Ὁ πατὴρ ὁ Πρίαμος ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ὀνείρων, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ βρέφους
πῆγε εἰς τὸ μαντεῖον γιὰ νὰ ἐρωτήσῃ τί εἴδους παιδὶ θὰ βγῇ. Ἐδόθη σὲ αὐτὸν χρησμός, ὁ ὁποῖος ἔλεγε τὰ ἑξῆς:
«Βασιλεῦ τῶν Τρώων Πρίαμε, σύζυγε τῆς Ἑκάβης, για συμφορά μόλις σοῦ ἐγεννήθη υἱός, ὁ Κακόπαρις Πάρις,
τὸν ὁποῖον θὰ ἦτο καλλίτερον νὰ μὴν ἔχῃς γεννήσει, παρὰ νὰ ἔχῃς γεννήσει τὶς συμφορές. Διότι αὐτὸ τὸ παιδί,
ὅταν θὰ γίνῃ τριάντα ἐτῶν, θὰ καταστρέψῃ τὰ βασίλεια τῶν Τρώων καὶ τὶς πόλεις»).
Σελίς | 38
διακρίνῃ τὸ ὡραιότερον ὄντας φίλος τοῦ κάλλους75, καὶ ἐκεῖνος δὲν θὰ κρίνῃ κακῶς76».

{ΓΑΛΗΝΗ} Τί οὖν αἱ θεαί, ὦ Πανόπη;


Καὶ τί ἔκαναν λοιπὸν οἱ θεές, Πανόπη;

{ΠΑΝΟΠΗ} Τήμερον, οἶμαι, ἀπίασιν εἰς τὴν Ἴδην, καί τις ἥξει μετὰ μικρὸν
ἀπαγγέλλων ἡμῖν τὴν κρατοῦσαν.

75
Εἰς τὴν Ἰλιάδα ὁ Ἕκτωρ τὸν ὑβρίζει ἐπειδὴ νοιάζεται μόνον γιὰ γυναῖκες καὶ ὄχι γιὰ τὸν πόλεμο (Γ 38): «Τὸν
δ’ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν· Δύσπαρι εἶδος ἄριστε γυναιμανὲς ἠπεροπευτὰ αἴθ’ ὄφελες ἄγονός
τ’ ἔμεναι ἄγαμός τ’ ἀπολέσθαι» (Βλέποντάς τον ὁ Ἕκτωρ, μὲ ἄσχημα λόγια τὸν ἐχλεύασε: «Κακόπαρι, ἄριστε
στὴν μορφή, γυναικομανή, ἀπατεών, μακάρι νὰ εἶσαι ἄγονος καὶ νὰ χαθῇς ἄγαμος!»). Σὲ ἄλλο σημεῖον τῆς
Ἰλιάδος ὁ Διομήδης τὸν ἀποκαλεῖ δειλὸ καὶ ὅτι τὸ μόνον ποὺ κάνει εἶναι νὰ περιποιῆται τὴν κόμη του γιὰ νὰ
ἐξαπατᾷ τὶς κοπελίτσες (Λ 384): «τὸν δ᾽ οὐ ταρβήσας προσέφη κρατερὸς Διομήδης τοξότα λωβητὴρ κέρᾳ
ἀγλαὲ παρθενοπῖπα εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον σὺν τεύχεσι πειρηθείης, οὐκ ἄν τοι χραίσμῃσι βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί»
(Τότε ὁ ῥωμαλέος Διομήδης χωρὶς νὰ φοβηθῇ τοῦ ἀπήντησε: «Τοξότη, ὑβριστῆ, ποὺ ἐξαπατᾷς τὶς παρθένες μὲ
τὸ ὡραῖο μαλλί. Ἐὰν δοκίμαζες μὲ ὅλα σου τὰ ὅπλα νὰ σταθῇς ἀπέναντί μου, δὲν θὰ σοῦ ἐφαίνοντο χρήσιμα
τὸ τόξον σου καὶ τὰ πυκνὰ βέλη σου»). Ὅσον ἀφορᾷ τὸ οὐσιαστικὸν «τοξότης», δεδομένου ὅτι οἱ τοξόται δὲν
ἐμάχοντο ἐκ τοῦ συστάδην, ἐθεωροῦντο δειλοί. Ὁ Πάρις συνήθιζε νὰ φονεύῃ τοξεύοντας ἀπὸ μακριά. Ἀπὸ τὸ
ἔργον τοῦ Λουκιανοῦ «Θεῶν κρίσις» (3): «οἶδα ἐγὼ τὸν Πάριν. νεανίας ἐστὶ καλὸς καὶ τἄλλα ἐρωτικὸς καὶ τὰ
τοιαῦτα κρίνειν ἱκανώτατος. οὐκ ἂν ἐκεῖνος δικάσειεν κακῶς» (Ξέρω ἐγὼ τὸν Πάριν. Εἶναι ὡραῖος νεαρὸς καὶ
πολὺ ἐρωτικὸς καὶ ἰκανώτατος στὸ νὰ κρίνῃ τέτοια. Δὲν θὰ δικάσῃ κακῶς).
76
Ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ Λουκιανοῦ «Θεῶν κρίσις» σὲ ἔμμετρον ἀπόδοσιν τοῦ Μ. Ἀνδρεάδου τοῦ Κυπρίου
δημοσιευμένη εἰς τὸ περιοδικὸν Χρυσαλλίς, Τόμος Δ΄, Φυλλάδιον 88, 30 Αὐγούστου 1866 (1): «Ἑρμῆ, λαβὼν
τουτὶ τὸ μῆλον ἄπιθι εἰς τὴν Φρυγίαν παρὰ τὸν Πριάμου παῖδα τὸν βουκόλον -νέμει δὲ τῆς Ἴδης ἐν τῷ
Γαργάρῳ- καὶ λέγε πρὸς αὐτόν, ὅτι “σέ, ὦ Πάρι, κελεύει ὁ Ζεύς, ἐπειδὴ καλός τε αὐτὸς εἶ καὶ σοφὸς τὰ ἐρωτικά,
δικάσαι ταῖς θεαῖς, ἥτις αὐτῶν ἡ καλλίστη ἐστὶν τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον ἡ νικῶσα λαβέτω τὸ μῆλον.” ὥρα δὲ
ἤδη καὶ ὑμῖν αὐταῖς ἀπιέναι παρὰ τὸν δικαστὴν ἐγὼ γὰρ ἀπωθοῦμαι τὴν δίαιταν ἐπ’ ἴσης τε ὑμᾶς ἀγαπῶν, καὶ
εἴ γε οἷὸν τε ἦν, ἡδέως ἂν ἁπάσας νενικηκυίας ἰδών. ἄλλως τε καὶ ἀνάγκη, μιᾷ τὸ καλλιστεῖον ἀποδόντα
πάντως ἀπεχθάνεσθαι ταῖς πλείοσιν. διὰ ταῦτα αὐτὸς μὲν οὐκ ἐπιτήδειος ὑμῖν δικαστής, ὁ δὲ νεανίας οὗτος ὁ
Φρὺξ ἐφ’ ὃν ἄπιτε βασιλικὸς μέν ἐστι καὶ Γανυμήδους τουτουὶ συγγενής, τὰ ἄλλα δὲ ἀφελὴς καὶ ὄρειος, κοὐκ
ἄν τις αὐτὸν ἀπαξιώσειε τοιαύτης θέας» (Ἑρμῆ, πάρ’ αὐτὸ τὸ μῆλον κ’ ὕπαγε εἰς τὴν Φρυγίαν. Κάμε μου, υἱέ,
προθύμως ταύτην τὴν παραγγελίαν. Εἰς τὸ Γάργαρον ἐπάνω, εἰς τὴν κορυφὴν τῆς Ἴδης, τὸν Ἀλέξανδρον τὸν
Πάριν νὰ ποιμαίνῃ θὲ νὰ ἴδῃς. Ἀπὸ μέρους μου εἰπὲ τον «ὁ Κρονίδης τὸν προστάσσει ἀμερόληπτα ἐτούτας τὰς
θεάς μας νὰ δικάσῃ. Ἀπ’ αὐτάς, ποία νὰ κρίνῃ εἶναι ἡ ὡραιοτέρα. Λαμπροτέραν ποτὲ κρίσιν ἄλλη δὲν εἶδεν
ἡμέρα! Εἰς αὐτὸν τὴν ἀναθέτω. Κ’ εἰς αὐτὸν θαρρῶ μεγάλως. Στὰ ἐρωτικὰ εἶν’ ἄκρος, κ’ ἔχει θεῖον ὄντως
κάλλος. Γνώσεις λέγουν, ἐμπειρίαν στὸ ὡραῖον ἔχει φῦλον. Τοῦ ἀγῶνος δὲ βραβεῖον εἶν’, Ἑρμῆ, αὐτὸ τὸ
μῆλον. Ἡ νικήτρι’ ἂς τὸ λάβῃ». Ταῦτα πὲς τὸν νέον Πάριν. Καὶ πρὸς τούτοις πρόσθες ὅτι θέλω τοῦ γνωρίζει
χάριν. Σύρετε λοιπὸν εἶν’ ὥρα νὰ ὑπᾶτε στὸν κριτήν σας. Δὲν σᾶς κρίνω, δὲν θὰ γίνω πώποτε διαιτητής σας,
ἐπειδὴ τὸ καλλιστεῖον εἶναι χρεία νὰ τὸ δώσω εἰς τὴν μίαν ἀπ’ τὰς τρεῖς σας, καὶ τὰς δύο νὰ κακιώσω. Ἐγὼ
δέ, ἐξ ἴσου ὅλας, φίλταταί μου, ἀγαπῶ σας καὶ εἰ δυνατόν, ἐπόθουν, καὶ τὰς τρεῖς νὰ ἰδῶ νικώσας. Ὅθεν
πρόσφορος δὲν εἶμαι κατὰ τοῦτο δικαστής σας. Ἄμετε λοιπὸν κ’ αἱ τρεῖς σας, ἐκεῖ κάτω στὴν Τρῳάδα, Ἥρα
μου μὲ τὴν Παλλάδα, καὶ μετὰ τῆς Ἀφροδίτης. Θέλετε, ψυχή μου ἴδει πῶς αὐτός, ὅπου σας στέλλω, ὁ ὡραῖος
Τρῳαδίτης εἶν’ βασιλικός, καὶ εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Γανυμήδη, ἁπλοὺς εἶναι καὶ βουνήσιος, καὶ ἀδέκαστος καὶ
ἴσιος, καὶ ἀνάξιον καμμία δὲν τὸν θέλετε νομίσει τὸ νὰ σᾶς παρατηρήσῃ).
Σελίς | 39
Σήμερα, νομίζω, ἀναχωροῦν γιὰ τὴν Ἴδην καὶ μετὰ ἀπὸ ὀλίγον θὰ ἔλθῃ κάποιος νὰ μᾶς
ἀναγγείλῃ τὴν ἐπικρατοῦσα.

{ΓΑΛΗΝΗ} Ἤδη σοί φημι, οὐκ ἄλλη κρατήσει τῆς Ἀφροδίτης ἀγωνιζομένης, ἢν
μὴ πάνυ ὁ διαιτητὴς ἀμβλυώττῃ.
Ἀπὸ τώρα σοῦ λέω, δὲν θὰ ἐπικρατήσῃ ἄλλη ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη, ἐκτὸς καὶ ἂν ὁ κριτὴς
ἔχῃ στραβομάρα.

Σελίς | 40
ΤΡΙΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ

{ΤΡΙΤΩΝ} Ἐπὶ τὴν Λέρναν, ὦ Πόσειδον, παραγίνεται καθ' ἑκάστην ἡμέραν


ὑδρευσομένη παρθένος, πάγκαλόν τι χρῆμα· οὐκ οἶδα ἔγωγε καλλίω παῖδα ἰδών.
Στὴν Λέρνην77, Ποσειδῶν, ἔρχεται κάθε ἡμέρα γιὰ νὰ πάρῃ νερὸ κόρη, ἀπεριγράπτου
κάλλους πλάσμα. Ἐγὼ τουλάχιστον δὲν ἔχω δεῖ ὡραιοτέρα κοπέλα.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ἐλευθέραν τινά, ὦ Τρίτων, λέγεις, ἢ θεράπαινά τις ὑδροφόρος


ἐστίν;
Καὶ λές, Τρίτων78, νὰ εἶναι ἐλευθέρα ἢ κάποια ὑπηρέτρια ἡ ὁποία κουβαλᾷ νερό;

77
Στὴν εὐρυτέρα περιοχὴ τῶν Μύλων τοποθετεῖται ἡ Λέρνη, ἀρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία τῆς Ἀργολίδος,
ἡ ὁποία ἦτο φημισμένη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὰ ἄφθονα νερά της, τὰ ὁποῖα τροφοδοτοῦν τὴν ἀργολικὴ
πεδιάδα ἀκόμα καὶ σήμερα. Η Λέρνη ἀναφέρεται ἄλλοτε ὡς ποταμός, ἄλλοτε ὡς πηγὴ καὶ ἄλλοτε ὡς
λίμνη. Από τὴν πηγὴ Λέρνη, δίπλα ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ τῶν Μύλων, πηγάζει ὁ μικρὸς ποταμὸς Ποντίνος, ὁ ὁποῖος
ἐκβάλλει στὴν θάλασσα μετὰ ἀπὸ μία σύντομη διαδρομή. Ἀπὸ τὰ ἄφθονα νερά της, καθὼς καὶ τὰ νερὰ ἄλλων
παρακειμένων πηγῶν, ἐσχηματίζοντο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα πολλὰ ἕλη. Στὴν ἴδια περιοχή, κοντὰ στὴν ἀκτή,
ὑπάρχει καὶ σήμερα ἡ μικρὴ λίμνη Λέρνα. Στὴν ἑλώδη αὐτὴ περιοχὴ κατοικοῦσε κατὰ τὴν μυθολογία ἡ
Λερναία Ὕδρα, ἕνα τέρας μὲ σῶμα φιδιοῦ καὶ ἐννέα κεφαλές, τὸ ὁποῖον ἐξόντωσε ὁ Ἡρακλῆς μὲ τὴν βοήθεια
τοῦ Ἰολάου, στὸν δεύτερον ἀπὸ τοὺς ἄθλους του.
78
Θεότης τῆς θαλάσσης, ἀναφέρεται πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο στὴν Θεογονία (στ. 930). Υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ
τῆς Ἀμφιτρίτης, κατοικοῦσε στὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης, στὰ χρυσὰ ἀνάκτορα τῶν γονέων του. Ἦτο σαλπιστὴς
τοῦ Ποσειδῶνος καὶ ἐσάλπιζε προπορευόμενος τοῦ Ποσειδῶνος προαναγγέλοντας τὴν ἔλευσιν ἢ τὴν διάθεσίν
του. Ἡ σάλπιγξ τοῦ ἦτο κοχύλι τῆς θαλάσσης. Ὑπάρχει μαρτυρία τοῦ Παυσανίου εἰς τὸ ἔργον του «Ἑλλάδος
Περιήγησις» ὅτι στὴν Τανάγρα καὶ στὴν Ῥώμη εἶδε μέσα σὲ ναοὺς θαλάσσια κήτη, μᾶλλον ταριχευμένα, τὰ
ὁποῖα ἐπαρουσιάζοντο στοὺς προσκυνητὰς ὡς Τρίτωνες (Βιβλίον 9ον, 20.4): «ἐν δὲ τοῦ Διονύσου τῷ ναῷ θέας
μὲν καὶ τὸ ἄγαλμα ἄξιον λίθου τε ὂν Παρίου καὶ ἔργον Καλάμιδος, θαῦμα δὲ παρέχεται μεῖζον ἔτι ὁ Τρίτων. ὁ
μὲν δὴ σεμνότερος ἐς αὐτὸν λόγος τὰς γυναῖκάς φησι τὰς Ταναγραίων πρὸ τῶν Διονύσου ὀργίων ἐπὶ
θάλασσαν καταβῆναι καθαρσίων ἕνεκα, νηχομέναις δὲ ἐπιχειρῆσαι τὸν Τρίτωνα καὶ τὰς γυναῖκας εὔξασθαι
Διόνυσόν σφισιν ἀφικέσθαι βοηθόν, ὑπακοῦσαί τε δὴ τὸν θεὸν καὶ τοῦ Τρίτωνος κρατῆσαι τῇ μάχῃ. ὁ δὲ ἕτερος
λόγος ἀξιώματι μὲν ἀποδεῖ τοῦ προτέρου, πιθανώτερος δέ ἐστι. φησὶ γὰρ δὴ οὗτος, ὁπόσα ἐλαύνοιτο ἐπὶ
θάλασσαν βοσκήματα, ὡς ἐλόχα τε ὁ Τρίτων καὶ ἥρπαζεν· ἐπιχειρεῖν δὲ αὐτὸν καὶ τῶν πλοίων τοῖς λεπτοῖς,
ἐς ὃ οἱ Ταναγραῖοι κρατῆρα οἴνου προτιθέασιν αὐτῷ. καὶ τὸν αὐτίκα ἔρχεσθαι λέγουσιν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς, πιόντα
δὲ ἐῤῥῖφθαι κατὰ τῆς ᾐόνος ὑπνωμένον, Ταναγραῖον δὲ ἄνδρα πελέκει παίσαντα ἀποκόψαι τὸν αὐχένα αὐτοῦ·
καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἔπεστιν αὐτῷ κεφαλή. ὅτι δὲ μεθυσθέντα εἷλον, ἐπὶ τούτῳ ὑπὸ Διονύσου νομίζουσιν
ἀποθανεῖν αὐτόν. εἶδον δὲ καὶ ἄλλον Τρίτωνα ἐν τοῖς Ῥωμαίων θαύμασι, μεγέθει τοῦ παρὰ Ταναγραίοις
ἀποδέοντα. παρέχονται δὲ ἰδέαν οἱ Τρίτωνες· ἔχουσιν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ κόμην οἷα τὰ βατράχια <τὰ> ἐν ταῖς
λίμναις χρόαν τε καὶ ὅτι τῶν τριχῶν οὐκ ἂν ἀποκρίναις μίαν ἀπὸ τῶν ἄλλων, τὸ δὲ λοιπὸν σῶμα φολίδι λεπτῇ
πέφρικέ σφισι κατὰ ἰχθὺν ῥίνην. βράγχια δὲ ὑπὸ τοῖς ὠσὶν ἔχουσι καὶ ῥῖνα ἀνθρώπου, στόμα δὲ εὐρύτερον καὶ
ὀδόντας θηρίου· τὰ δὲ ὄμματα ἐμοὶ δοκεῖν γλαυκὰ καὶ χεῖρές εἰσιν αὐτοῖς καὶ δάκτυλοι καὶ ὄνυχες τοῖς
ἐπιθέμασιν ἐμφερεῖς τῶν κόχλων· ὑπὸ δὲ τὸ στέρνον καὶ τὴν γαστέρα οὐρά σφισιν ἀντὶ ποδῶν οἵα περ τοῖς
δελφῖσίν ἐστιν» (Ἐντὸς τοῦ ναοῦ τοῦ Διόνυσου, ἄξιον εἶναι νὰ δῇ κανεὶς καὶ τὸ ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπὸ
παριανὸ μάρμαρον καὶ ἔργον τοῦ Καλάμιδος. Ἀλλὰ πιὸ θαυμαστὸ ἐπὶ πλέον [πρᾶγμα] παρουσιάζεται ὁ Τρίτων.
Σελίς | 41
{ΤΡΙΤΩΝ} Οὐ μὲν οὖν, ἀλλὰ τοῦ Αἰγυπτίου ἐκείνου θυγάτηρ, μία τῶν
πεντήκοντα καὶ αὐτή, Ἀμυμώνη τοὔνομα· ἐπυθόμην γὰρ ἥτις καλεῖται καὶ τὸ
γένος. ὁ Δαναὸς δὲ σκληραγωγεῖ τὰς θυγατέρας καὶ αὐτουργεῖν διδάσκει καὶ
πέμπει ὕδωρ τε ἀρυσομένας καὶ πρὸς τὰ ἄλλα παιδεύει ἀόκνους εἶναι αὐτάς.
Ὄχι δά, ἀλλὰ [εἶναι] κόρη ἐκείνου τοῦ Αἰγυπτίου, μία καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὶς πενήντα,
Ἀμυμώνη79 τὸ ὄνομά της. Διότι ἐπληροφορήθην καὶ πῶς ὀνομάζεται καὶ περὶ τῆς
καταγωγῆς [της]. Ὁ Δαναός80 σκληραγωγεῖ τὶς κόρες του καὶ τὶς διδάσκει νὰ ἐργάζωνται
μὲ τὰ χέρια τους καὶ τὶς στέλνει νὰ παίρνουν νερὸ καὶ γενικὰ τὶς μαθαίνει νὰ εἶναι
φιλόπονοι.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Μόνη δὲ παραγίνεται μακρὰν οὕτω τὴν ὁδὸν ἐξ Ἄργους εἰς


Λέρναν;

Ὁ πιὸ μεγαλοπρεπὴς λόγος περὶ αὐτοῦ ἀναφέρει ὅτι οἱ γυναῖκες τῶν Ταναγραίων πρὶν ἀπὸ τὴν τέλεσιν ἱερῶν
τελετουργιῶν τοῦ Διόνυσου κατέβηκαν εἰς τὴν θάλασσαν γιὰ νὰ ἐξαγνισθοῦν, τοὺς ἐπετέθη ὁ Τρίτων καθὼς
κολυμβοῦσαν καὶ οἱ γυναῖκες προσευχήθησαν νὰ ἔλθῃ ὁ Διόνυσος σὲ βοήθειά τους. Ὁ θεὸς [τὶς] ἄκουσε καὶ
ἐπεκράτησε τοῦ Τρίτωνος στὴν μάχη. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ὀλιγώτερον προβεβλημένος ἀπὸ τὸν προηγούμενο,
ἀλλὰ πιὸ πειστικός. Αὐτὸς λέει ὅτι ὅσα βοσκήματα ἔφθανον στὴν θάλασσαν, ὁ Τρίτων παραφυλοῦσε καὶ τὰ
ἅρπαζε. Αὐτὸς ἐπετέθη καὶ σὲ μικρὰ πλοῖα, μέχρις ὅτου οἱ Ταναγραίοι παρουσιάζουν σὲ αὐτὸν ἕνα ἀγγεῖον μὲ
οἶνο. Καὶ λένε ὅτι ἦλθε ἀμέσως προσελκυόμενος ἀπὸ τὴν μυρωδιὰ καὶ ἀφοῦ ἤπιε, ἔπεσε στὴν ἀκτὴ νὰ κοιμηθῇ.
Καὶ ἕνας ἄνδρας Ταναγραῖος τὸν κτύπησε μὲ τσεκοῦρι καὶ τοῦ ἔκοψε τὸν αὐχένα. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει
τὸ κεφάλι του. Καὶ ἐπειδὴ τὸν ἔπιασαν μεθυσμένο, γι’ αὐτὸν τὸν λόγο θεωροῦν ὅτι ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν
Διόνυσον. Εἶδα καὶ ἄλλον Τρίτωνα μεταξὺ τῶν θαυμαστῶν [πραγμάτων] στοὺς Ῥωμαίους, μικρότερο σὲ
μέγεθος ἀπὸ αὐτὸν τῶν Ταναγραίων. Οἱ Τρίτωνες ἔχουν τὴν ἀκόλουθη μορφή. Ἔχουν στὴν κεφαλή τους
μαλλιὰ σὰν τὰ βατράχια τῶν βάλτων, καὶ ὡς πρὸς τὸ χρῶμα, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ξεχωρίζουν ἡ μία τρίχα ἀπὸ τὴν
ἄλλην. Τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τους καλύπτεται μὲ λεπτὲς φολίδες ὅπως καὶ τὸ ψάρι ῥῖνα. Κάτω ἀπὸ τὰ αὐτιά τους
ἔχουν βράγχια καὶ μύτη ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸ στόμα εἶναι εὐρύτερο καὶ τὰ δόντια θηρίου. Τὰ μάτια τους μοῦ
φαίνονται γαλανὰ καὶ ἔχουν χέρια καὶ δάκτυλα καὶ νύχια ὅμοια μὲ τὰ κελύφη τῶν κοχλοειδῶν ὀστράκων.
Κάτω ἀπὸ τὸ στέρνο καὶ τὴν κοιλιὰ ἔχουν οὐρὰ ἀντὶ γιὰ πόδια ὅπως ὑπάρχει στὰ δελφίνια). Κάποιοι
ἑρμηνεύουν αὐτὸν τὸν μῦθο σχετίζοντάς τον μὲ τὰ φυσικὰ φαινόμενα καὶ θεωροῦν ὅτι ὁ Τρίτων εἶναι ἡ
προσωποποίησις τοῦ παλινδρομικοῦ παρακτίου κύματος τὸ ὁποῖον ἁρπάζει τὰ κοπάδια ζῴων, ὅσα πλησιάζουν
τὶς ἀκτές, ἐνῷ ἡ ἀποκοπὴ τοῦ αὐχένος τοῦ Τρίτωνος τὴν ὥρα ποὺ ἐκοιμάτο, ἀπὸ κάποιον βοσκό, συμβολίζει
τὴν κατασκευὴ παρακτίου φράγματος ἢ τοιχίου, σὲ κάποια κατάστασιν ἠρεμίας τῆς θαλάσσης.
79
Μία ἀπὸ τὶς 50 κόρες τοῦ Δαναοῦ, δηλαδὴ μία ἀπὸ τις Δαναΐδες. Ἡ Ἀμυμώνη, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσα ἐκδοχή,
παντρεύτηκε τὸν υἱὸν τοῦ Αἰγύπτου Ἐγκέλαδο καὶ τὸν ἐδολοφόνησε τὴν πρώτη νύκτα τοῦ γάμου τους, ὅπως
ἔπραξαν μὲ τοὺς συζύγους τους καὶ οἱ ἄλλες 48 ἀπὸ τὶς Δαναΐδες. Ὡστόσο ταυτίζεται μὲ την Ὑπερμήστρα, τὴν
μόνη Δαναΐδα ἡ ὁποία δὲν ἐδολοφόνησε τὸν σύζυγό της.
80
Ὁ ἐπώνυμος ἥρως τῶν Δαναῶν, υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτιου Βήλου καὶ τῆς Ἀγχινόης, ἀδελφὸς τοῦ
Κηφέως, τοῦ Φινέως, τοῦ Φοίνικος καὶ τοῦ Ἀγήνορος. Ὡς σύζυγοί του ἀναφέρονται ἡ Ἐλεφαντίς, ἡ Αἰθιοπίς,
ἡ Μέμφις, ἡ Πιέρεια, ἡ Ἔρση, ἡ Κρινώ, ἡ Μελία, οἱ Ἀμαδρυάδες Ἀτλάντεια καὶ Φοίβη καὶ ἡ Ναϊὰς Πολυξώ,
ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀπέκτησε πενήντα κόρες, τὶς περίφημες Δαναῖδες.
Σελίς | 42
Καὶ μόνη πηγαίνει τόσο μακρὺ δρόμο, ἀπὸ τὸ Ἄργος81 εἰς τὴν Λέρνην;

{ΤΡΙΤΩΝ} Μόνη· πολυδίψιον δὲ τὸ Ἄργος, ὡς οἶσθα· ὥστε ἀνάγκη ἀεὶ


ὑδροφορεῖν.
Μόνη. Ὅπως γνωρίζεις τὸ Ἄργος εἶναι ἄνυδρον82, ὥστε εἶναι ἀνάγκη νὰ κουβαλοῦν
μονίμως νερό.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ὦ Τρίτων, οὐ μετρίως με διετάραξας περὶ τῆς παιδὸς εἰπών· ὥστε


ἴωμεν ἐπ' αὐτήν.
Πολὺ μὲ ἀναστάτωσες, Τρίτων, λέγοντας γιὰ τὴν κοπέλα, ὥστε ἂς πᾶμε σὲ αὐτήν.

{ΤΡΙΤΩΝ} Ἴωμεν· ἤδη γὰρ καιρὸς τῆς ὑδροφορίας· καὶ σχεδόν που κατὰ μέσην
τὴν ὁδόν ἐστιν ἰοῦσα ἐς τὴν Λέρναν.
Ἂς πᾶμε, διότι εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὥρα ποὺ μεταφέρει νερὸ καὶ σχεδὸν κάπου στὸ μέσον τῆς
ὁδοῦ εὑρίσκεται πηγαίνοντας πρὸς τὴν Λέρνην83.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Οὐκοῦν ζεῦξον τὸ ἅρμα· ἢ τοῦτο μὲν πολλὴν ἔχει τὴν διατριβὴν
ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζεύγλῃ καὶ τὸ ἅρμα ἐπισκευάζειν, σὺ δὲ ἀλλὰ δελφῖνά
μοί τινα τῶν ὠκέων παράστησον· ἀφιππάσομαι γὰρ ἐπ' αὐτοῦ τάχιστα.
Λοιπὸν ζεῦξε τὸ ἅρμα. Ἢ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀπαιτεῖ πολὺν χρόνον, τὸ νὰ προσδέσῃς τοὺς

81
Η αρχαιοτέρα, συνεχῶς κατοικουμένη πόλις τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Εὐρώπης, ἕδρα τῶν πρώτων θεογενῶν
βασιλέων καὶ μία ἀπὸ τὶς πόλεις οἱ ὁποῖες ἐπρωταγωνίστησαν στὴν ἐθνική μας πορεία. Τὸ ὄνομά του στὴν
Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου ὑποκαθιστᾷ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ ἔνδοξα ὀνόματα Ἀργεῖος καὶ
Δαναὸς εἶναι συνώνυμα μὲ τὸ ἐθνικὸ ὄνομα Ἕλλην, γεγονὸς ποὺ ὑποδεικνύει ὅτι στοὺς χρόνους αὐτοὺς τὸ
Ἄργος ἦτο ἡ καρδιὰ τοῦ ἑλλαδικοῦ καὶ αἰγαιακοῦ κόσμου. Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Πίνδαρος εἰς τὸ ἔργον
του «Νέμεα» (10.1): «Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν, Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα
θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε· φλέγεται δ’ ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν» (Ὑμνεῖτε, Χάριτες, τοῦ Δαναοῦ τὴν
πόλιν καὶ τὶς πενήντα λαμπρόθρονες κόρες του, τὸ Ἄργος, τὴν θεοπρεπῆ κατοικία τῆς Ἥρας. Φλέγεται ἀπὸ
ἀναρίθμητα κατορθώματα λόγῳ τολμηρῶν ἔργων).
82
Ὁ Ποσειδῶν καὶ ἡ Ἥρα ἐνεπλάκησαν σὲ διαμάχη γιὰ τὸ ποιός θὰ ἔχῃ τὴν προστασία τῆς ἀργολικῆς γῆς. Τότε
οἱ θεοὶ ἔβαλαν κριτὲς στὴν διαμάχη τὸν βασιλέα τοῦ Ἄργους Ἴναχο καὶ τοὺς ποταμοὺς Κηφισὸ καὶ Ἀστερίωνα.
Σὲ αὐτὴν τὴν διαμάχη ἡ ζυγαριὰ ἔκλινε πρὸς τὴν Ἥρα μὲ ὁμόφωνη ἀπόφασιν τῶν κριτῶν. Τότε ὁ Ποσειδῶν
μὴ δεχόμενος τὸ ἀποτέλεσμα, στέρεψε ὅλες τὶς πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια τῆς Ἀργολίδος. Ὅμως ὁ θεὸς
παρουσιάζεται εὐμενὴς πρὸς τοὺς Ἀργείους ὅταν συναντᾷ την Δαναΐδα Ἀμυμώνη.
83
Ὁ Δαναὸς εἶχε στείλει τὶς κόρες του πρὸς ἀνεύρεσιν ὕδατος. Ἡ Ἀμυμώνη φθάνοντας στὴν περιοχὴ τῆς
Λέρνης συνήντησε ἕναν Σάτυρο ὁ ὁποῖος ἐκοιμάτο κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο. Αὐτὸς προσεπάθησε νὰ τὴν βιάσῃ, ὁ
Ποσειδῶν ἄκουσε τὶς φωνές της καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἔρριψε τὴν τρίαινά του ἐναντίον του ἀλλὰ
ἀστόχησε καὶ εἰς τὸ σημεῖον ὅπου ἔπεσε ἡ τρίαινα ἀνέβλυσε ἄφθονο νερό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ ἔλαβε τὸ ὄνομα τῆς
Ἀμυμώνης. Ὁ Ποσειδῶν ἐρωτεύθη τὴν Ἀμυμώνη καὶ μαζὶ ἀπέκτησαν ἕναν υἱόν, τὸν Ναύπλιον, τὸν ἱδρυτὴ
τῆς πόλεως τοῦ Ναυπλίου.
Σελίς | 43
ἵππους στὸν ζυγὸ καὶ νὰ ἑτοιμάσῃς τὸ ἅρμα, ἐσὺ δὲ φέρε μου κάποιο δελφίνι ἀπὸ τὰ
γρήγορα. Διότι θὰ φύγω ταχύτερα ἰππεύοντας σὲ αὐτό.

{ΤΡΙΤΩΝ} Ἰδού σοι οὑτοσὶ δελφίνων ὁ ὠκύτατος.


Ὁρίστε σὲ ἐσένα τὸ ταχύτατον ἀπὸ τὰ δελφίνια.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Εὖ γε· ἀπελαύνωμεν· σὺ δὲ παρανήχου, ὦ Τρίτων. κἀπειδὴ


πάρεσμεν εἰς τὴν Λέρναν, ἐγὼ μὲν λοχήσω ἐνταῦθά που, σὺ δὲ ἀποσκόπει·
ὁπόταν αἴσθῃ προσιοῦσαν αὐτὴν.
Εὖγε. Ἂς ἀναχωρήσουμε. Ἐσὺ δέ, Τρίτων, κολύμβα δίπλα [μου]. Καὶ τώρα ποὺ φθάσαμε
εἰς τὴν Λέρνην, ἐγὼ μὲν θὰ στήσω ἐνέδρα κάπου ἐδῶ, ἐσὺ δὲ κύτταζε προσεκτικά. Ὅταν
τὴν δῇς νὰ πλησιάζῃ...

{ΤΡΙΤΩΝ} Αὕτη σοι πλησίον.


Αὐτή, κοντὰ σὲ ἐσένα.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Καλή, ὦ Τρίτων, καὶ ὡραία παρθένος· ἀλλὰ συλληπτέα ἡμῖν


ἐστιν.
Εἶναι ὄμορφη καὶ χαριτωμένη κόρη, Τρίτων. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὴν συλλάβουμε.

{ΑΜΥΜΩΝΗ} Ἄνθρωπε, ποῖ με συναρπάσας ἄγεις; ἀνδραποδιστὴς εἶ, καὶ


ἔοικας ἡμῖν ὑπ' Αἰγύπτου τοῦ θείου ἐπιπεμφθῆναι· ὥστε βοήσομαι τὸν πατέρα.
Ἄνθρωπε, ποῦ μὲ πηγαίνεις ἀρπάζοντάς με; Δουλέμπορος εἶσαι καὶ φαίνεσαι νὰ ἔχῃς
σταλεῖ ἀπὸ τὸν θεῖο [μου] τὸν Αἴγυπτο84. Ὥστε θὰ φωνάξω τὸν πατέρα.

{ΤΡΙΤΩΝ} Σιώπησον, ὦ Ἀμυμώνη· Ποσειδῶν ἐστι.


Σώπα, Ἀμυμώνη. Ὁ Ποσειδῶν εἶναι.

{ΑΜΥΜΩΝΗ} Τί Ποσειδῶν λέγεις; τί βιάζῃ με, ὦ ἄνθρωπε, καὶ εἰς τὴν

84
Ὁ Αἴγυπτος ἦτο βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου, υἱὸς τοῦ Βήλου καὶ τῆς Ἀγχινόης καὶ δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ Δαναοῦ.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του κατήγετο ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα καὶ τὸν Ἔπαφο (τὸν υἱὸν τῆς Ἰοῦς), ἐνῷ ἀπὸ
τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του ἀπὸ τὸν ποταμὸ Νεῖλο. Ὁ Βῆλος, ὁ ὁποῖος ἐβασίλευε στὶς ἀφρικανικὲς χῶρες,
ἐγκατέστησε τὸν Δαναὸ στὴν Λιβύη καὶ ἔδωσε στὸν Αἴγυπτο τὴν Ἀραβία. Ὁ Αἴγυπτος κατέλαβε καὶ τὴν χώρα
τῶν Μελαμπόδων (αὐτῶν ποὺ ἔχουν μαῦρα πόδια), τὴν ὁποίαν ὠνόμασε ἀπὸ τὸν ἴδιον Αἴγυπτο. Ὁ Αἴγυπτος
εἶχε ἀποκτήσει πενήντα υἱοὺς ἀπὸ διάφορες γυναῖκες, ἐνῷ ὁ Δαναὸς πενήντα κόρες. Ἐπειδὴ ὁ Δαναὸς
ἐφοβείτο ὅτι ὁ Αἴγυπτος καὶ οἱ υἱοὶ του θέλουν νὰ τοῦ πάρουν τὴν χώρα κατεσκεύασε ἕνα πλοῖον, τῇ ὑποδείξει
τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, τὸ ὁποῖον ἦτο ἡ πρώτη πεντηκόντορος. Στὰ πενήντα κουπιά της ἐκάθισαν οἱ πενήντα
Δαναΐδες καὶ κατέφυγον εἰς τὸ Ἄργος.
Σελίς | 44
θάλασσαν καθέλκεις; ἐγὼ δὲ ἀποπνιγήσομαι ἡ ἀθλία καταδῦσα.
Γιὰ ποιόν Ποσειδῶνα λές; Γιατί μὲ ἀναγκάζεις διὰ τῆς βίας, ἄνθρωπε, καὶ μὲ τραβᾷς πρὸς
τὴν θάλασσα; Θὰ πνιγῶ ἐγὼ ἡ ἄμοιρος καταδύοντας.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Θάρρει, οὐδὲν δεινὸν μὴ πάθῃς· ἀλλὰ καὶ πηγὴν ἐπώνυμον


ἀναδοθῆναί σοι ποιήσω ἐνταῦθα πατάξας τῇ τριαίνῃ τὴν πέτραν πλησίον τοῦ
κλύσματος, καὶ σὺ εὐδαίμων ἔσῃ καὶ μόνη τῶν ἀδελφῶν οὐχ ὑδροφορήσεις
ἀποθανοῦσα.
Ἔχε θάρρος καὶ δὲν θὰ πάθῃς τίποτε κακό. Ἀλλὰ καὶ πηγὴ θὰ κάνω νὰ ἀναβλύσῃ ἐδῶ γιὰ
χάριν σου, ἡ ὁποία θὰ φέρῃ τὸ ὄνομά σου, κτυπώντας τὸν βράχο μὲ τὴν τρίαινα πλησίον
τῆς ἀκτῆς, καὶ ἐσὺ θὰ εἶσαι εὐδαίμων καὶ ἡ μόνη ἀπὸ τὶς ἀδελφές σου ἡ ὁποία δὲν θὰ
κουβαλήσῃς νερὸ πεθαίνοντας85.

85
Οἱ υἱοὶ τοῦ Αἰγύπτου θέλοντας νὰ σταματήσουν τὴν ἔχθρα ἡ ὁποία ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὸν Αἴγυπτο καὶ στὸν
Δαναό, ἐζήτησαν τὶς κόρες τοῦ Δαναοῦ σὲ γάμο. Ὁ Δαναὸς ἐδέχθη τὴν πρότασίν τους ὅμως, κατ’ ἐντολήν του,
τὴν πρώτη νύκτα τοῦ γάμου τους αὐτὲς ἐφόνευσαν τοὺς συζύγους τους, ἐκτὸς ἀπὸ μία, ἡ ὁποία ἄφησε τὸν
σύζυγό της Λυγκέα νὰ ζήσῃ. Οἱ φόνισσες ἔφερον τὸ μίασμα καὶ στὸν Κάτω Κόσμο, ὅπου κατεδικάσθησαν νὰ
προσπαθοῦν αἰωνίως νὰ γεμίσουν μὲ νερὸ ἕνα τρύπιο πιθάρι (τὸν «πίθο» τῶν Δαναΐδων).
Σελίς | 45
ΙΡΙΔΟΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ

{ΙΡΙΣ} Τὴν νῆσον τὴν πλανωμένην, ὦ Πόσειδον, ἣν ἀποσπασθεῖσαν τῆς Σικελίας


ὕφαλον ἔτι νήχεσθαι συμβέβηκεν, ταύτην, φησὶν ὁ Ζεύς, στῆσον ἤδη καὶ
ἀνάφηνον καὶ ποίησον ἤδη δῆλον ἐν τῷ Αἰγαίῳ μέσῳ βεβαίως μένειν στηρίξας
πάνυ ἀσφαλῶς· δεῖται γάρ τι αὐτῆς.
Τὴν νῆσο τὴν πλανωμένη, Ποσειδῶν, ἡ ὁποία ἀποσπασθεῖσα ἀπὸ τὴν Σικελία
ἐξακολουθεῖ νὰ πλέῃ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης86, αὐτήν, λέει ὁ Ζεύς, κᾶνε την
τώρα νὰ σταθῇ καὶ νὰ τὴν φέρῃς στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ τὴν φανερώσῃς τώρα εἰς τὸ
μέσον τοῦ Αἰγαίου87, νὰ παραμείνῃ ἀκίνητος ἀφοῦ τὴν στηρίξεις πολὺ ἀσφαλῶς. Διότι
χρειάζεται κάτι ἀπὸ αὐτήν.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Πεπράξεται ταῦτα, ὦ Ἶρι. τίνα δ' ὅμως παρέξει τὴν χρείαν αὐτῷ
ἀναφανεῖσα καὶ μηκέτι πλέουσα;
Θὰ ἔχουν γίνει αὐτά, Ἶρι88. Ἀλλὰ σὲ τί θὰ τοῦ χρησιμεύσῃ ἐὰν ἐμφανισθῇ στὴν ἐπιφάνεια
καὶ πάψῃ νὰ πλέῃ;

{ΙΡΙΣ} Τὴν Λητὼ ἐπ' αὐτῆς δεῖ ἀποκυῆσαι· ἤδη δὲ πονήρως ὑπὸ τῶν ὠδίνων ἔχει.
Ἡ Λητὼ πρέπει νὰ γεννήσῃ ἐπάνω σε αὐτήν, ἤδη ἄρχισαν νὰ τὴν βασανίζουν οἱ πόνοι.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Τί οὖν; οὐχ ἱκανὸς ὁ οὐρανὸς ἐντεκεῖν; εἰ δὲ μὴ οὗτος, ἀλλ' ἥ γε

86
Ὁ σχολιαστὴς τοῦ Λουκιανοῦ μητροπολίτης Καισαρείας Ἀρέθας ἀναφέρει στὰ σχόλιά του (78.9.1.8): «ἡ
Δῆλος ἡ νῆσος τῆς Σικελίας ἀποσπασθεῖσα καὶ τέως ὑποβρύχιος λανθάνουσα φερομένη ἔστη» (Ἡ Δῆλος ἡ
νῆσος τῆς Σικελίας ἀποσπασθεῖσα καὶ εὑρισκομένη πρὶν σὲ βάθος, μετακινουμένη χωρὶς νὰ φαίνεται, ἐστάθη).
87
Ὁ σχολιαστὴς τοῦ Λουκιανοῦ μητροπολίτης Καισαρείας Ἀρέθας ἀναφέρει στὰ σχόλιά του (45.38.9): «αἱ δὲ
περὶ αὐτὴν κυκλοῦσαι αὐτὴν Κυκλάδες καλοῦνται» (οἱ [νῆσοι] γύρω ἀπὸ αὐτήν, οἱ ὁποῖες τὴν κυκλώνουν
ὀνομάζονται Κυκλάδες).
88
Θεότης τοῦ Ὀλύμπου, ἀνήκουσα στὴν ἀκολουθία τῶν θεῶν. Στὴν Ἰλιάδα ἀναφέρεται συχνὰ καὶ ἐμφανίζεται
ὡς ἀγγελιαφόρος τους καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἥρας. Ἐμφανίζεται πάντοτε νέα, φορεῖ βραχὺ χιτῶνα,
ἔχει μεγάλα πτερὰ στοὺς ὤμους ἐνῷ κρατεῖ, ὅπως καὶ ὁ Ἑρμῆς, κηρύκειον. Τὸ ὄνομά της σήμερα
χρησιμοποιεῖται μὲ διάφορες σημασίες. Ἶρις ὀνομάζουμε τὸ τμῆμα τοῦ ματιοῦ μας ποὺ εἶναι ἔγχρωμον.
Ὑπάρχει καὶ φυτὸν μὲ τὸ ὄνομά της. Κυρίως ὅμως σημαίνει τὸ οὐράνιο τόξον, διότι ὁ δρόμος τὸν ὁποῖον
ἐχάρασσε στὸν οὐρανὸ ἦτο ἑπτάχρωμος, ὅταν πετοῦσε γιὰ νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Στύγα σὲ χρυσὴ ὑδροχόη τὸ νερὸ
γιὰ τὸν ὅρκο τῶν θεῶν. Ἴσως γι’ αὐτὸν τὸν λόγο σύμφωνα μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς παραδόσεις ἐπίστευον ὅτι στὴν
βάσιν τοῦ οὐρανίου τόξου ὑπάρχει ἔνα τσουκάλι γεμάτο χρυσάφι, τὸ ὁποίον περιμένει ὅποιον καταφέρει νὰ
φθάσῃ ἐκεῖ, πρᾶγμα ἀδύνατον καθὼς τὸ οὐράνιο τόξον εἶναι ὀφθαλμαπάτη καὶ δὲν ἐντοπίζεται στὸν χῶρο. Ὁ
Ὅμηρος, πρῶτος, μὲ τὴν λέξιν «Ἶρις» ὠνόμασε τὸ φυσικὸ φαινόμενον τῆς ἐμφανίσεώς του στὸν οὐρανό. Ποτὲ
ὅμως ἡ Ἶρις δὲν ἀπετέλεσε προσωποποίησίν του. Στήν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου (265) παρουσιάζεται ὡς ἀδελφὴ
τῶν Ἀρπυιῶν καὶ κόρη τοῦ Θαύμαντος καὶ τῆς Ὠκεανίδος Ἠλέκτρας.
Σελίς | 46
γῆ πᾶσα οὐκ ἂν ὑποδέξασθαι δύναιτο τὰς γονὰς αὐτῆς;
Καὶ λοιπόν; Δὲν ἀρκεῖ ὁ οὐρανὸς γιὰ νὰ γεννήσῃ ἐντός [του]; Καὶ ἂν δὲν ἀρκῇ αὐτός, οὔτε
ὅλη ἡ γῆ βεβαίως δὲν δύναται νὰ δεχθῇ τὶς γέννες της;

{ΙΡΙΣ} Οὔκ, ὦ Πόσειδον· ἡ Ἥρα γὰρ ὅρκῳ μεγάλῳ κατέλαβε τὴν γῆν, μὴ
παρασχεῖν τῇ Λητοῖ τῶν ὠδίνων ὑποδοχήν. ἡ τοίνυν νῆσος αὕτη ἀνώμοτός ἐστιν·
ἀφανὴς γὰρ ἦν.
Ὄχι, Ποσειδῶν, διότι ἡ Ἥρα ὑπεχρέωσε τὴν γῆν μὲ μεγάλο ὅρκο νὰ μὴ παραχωρήσῃ στὴν
Λητὼ καταφύγιον γιὰ τὸν τοκετό της. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ νῆσος δὲν δεσμεύεται ἀπὸ ὅρκο,
διότι ἦτο ἀφανής.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Συνίημι. στῆθι, ὦ νῆσε, καὶ ἀνάδυθι αὖθις ἐκ τοῦ βυθοῦ καὶ μηκέτι
ὑποφέρου, ἀλλὰ βεβαίως μένε καὶ ὑπόδεξαι, ὦ εὐδαιμονεστάτη, τοῦ ἀδελφοῦ τὰ
τέκνα δύο, τοὺς καλλίστους τῶν θεῶν· καὶ ὑμεῖς, ὦ Τρίτωνες, διαπορθμεύσατε
τὴν Λητὼ ἐς αὐτήν· καὶ γαληνὰ ἅπαντα ἔστω. τὸν δράκοντα δέ, ὃς νῦν ἐξοιστρεῖ
αὐτὴν φοβῶν, τὰ νεογνὰ ἐπειδὰν τεχθῇ, αὐτίκα μέτεισι καὶ τιμωρήσει τῇ μητρί.
σὺ δὲ ἀπάγγελλε τῷ Διὶ ἅπαντα εἶναι εὐτρεπῆ· ἕστηκεν ἡ Δῆλος· ἡκέτω ἡ Λητὼ
ἤδη καὶ τικτέτω.
Καταλαβαίνω. Στάσου, νῆσε, καὶ ἀναδύσου πάλι ἀπὸ τὸν βυθὸ καὶ μὴ καταβυθίζεσαι
πλέον, ἀλλὰ μένε ἀκίνητος καὶ δέξου νὰ φιλοξενήσῃς, εὐδαιμονεστάτη, τὰ δύο τέκνα
τοῦ ἀδελφοῦ, τοὺς ὡραιοτέρους τῶν θεῶν. Καὶ ἐσεῖς, Τρίτωνες, περᾶστε ἀπέναντι σὲ
αὐτὴν τὴν Λητὼ καὶ ἂς γίνῃ γαλήνη παντοῦ. Τὸν δὲ δράκοντα89 ὁ ὁποῖος ἀκόμα τὴν
τρελλαίνει καὶ τὴν φοβίζει, μόλις γεννηθοῦν τὰ τέκνα, ἀμέσως νὰ τὸν καταδιώξουν καὶ
νὰ ἐκδικηθοῦν γιὰ τὴν μητέρα τους. Ἐσὺ δὲ ἀνάγγειλε στὸν Δία ὅτι ὅλα εἶναι ἕτοιμα.

89
Ὁ Πύθων ἢ Δελφίνης ἦτο υἱὸς τῆς Γῆς γεννηθεὶς ἀπὸ τὴν βρωμερὰ λάσπη, ἡ ὁποία ἔμεινε μετὰ τὸν
κατακλυσμὸ τοῦ Δευκαλίωνος. Ἦτο δράκων μέγιστος καὶ τερατώδης. Εἶχε τὴν φωλιά του στὸν Παρνασσὸ καὶ
ἐχρησμοδότει ἐκεῖ ὅπου ἀργότερα θὰ ἰδρύετο τὸ μαντεῖον τῶν Δελφῶν. Ὅταν ἦτο ἔγκυος ἡ Λητὼ καὶ ἐπειδὴ
προέβλεπε ὅτι ὁ Ἀπόλλων θὰ ἐλάμβανε τὸ μαντεῖον ἢ ἐπειδὴ τὸν παρεκίνησε ἡ Ἥρα, τὴν κατεδίωκε.
Σύμφωνα μὲ ἄλλους, σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο ἐχρησμοδότει ἡ Θέμις καὶ ὁ Πύθων τὸν ἐφύλλατε. Ὁ Ἀπόλλων τὸν
σκότωσε καὶ ἵδρυσε τὸ μαντεῖον του. Εἰς τὸν ὁμηρικὸν ὕμνον «Εἰς Ἀπόλλωνα» ἀναφέρεται ὡς δράκαινα (στ.
356): «ὃς τῇ γ’ ἀντιάσειε, φέρεσκέ μιν αἴσιμον ἦμαρ πρίν γέ οἱ ἰὸν ἐφῆκεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων καρτερόν»
(Ὅποιος τυχὸν τὴν συναντοῦσε τοῦ ἐπέφερε τὴν θανάσιμη ἡμέρα του, μέχρι βεβαίως ποὺ ὁ ἑκηβόλος βασιλεὺς
Ἀπόλλων ἄφησε ἰσχυρὸ βέλος ἐναντίον της).
Σελίς | 47
Ἐστάθη ἡ Δῆλος90. Νὰ ἔλθῃ τώρα ἡ Λητὼ καὶ νὰ γεννήσῃ91.

90
Ἡ νῆσος ἐδημιουργήθη εἴτε ἀπὸ κάποια ἡφαιστειακὴ δραστηριότητα, ὥστε ἀνεδύθη στὴν ἐπιφάνεια, εἴτε
ἀπεκαλύφθη μετὰ τὴν ὑποχώρησιν τῶν ὑδάτων τὰ ὁποῖα προηγουμένως εἶχον κατακλύσει τὴν εὐρυτέρα
περιοχή. Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ πολὺ χαμηλὸ μέσο ὑψόμετρόν της, θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες
παρόμοιες γεωλογικὰ δημιουργίες στὸν αἰγαιακὸ χῶρο. Τὸ ἔδαφός της παρουσιάζεται σήμερα ἰδιαιτέρως
τραχὺ καὶ βραχῶδες. Τὸ ὄνομά της ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ῥήματος «δηλόω-ῶ» τὸ ὁποῖον
σημαίνει φανερώνω, δηλαδὴ ἡ φανερή, σὲ ἀντίθεσιν τοῦ ἐπιθέτου «ἄδηλος». Ἔτσι ἐτυμολογικὰ τὸ ὄνομα
Δῆλος ἐπικροτεῖ καὶ τὶς δύο ἀπόψεις, εἴτε αὐτὴ τῆς αἰφνιδίας ἀναδύσεως, εἴτε τῆς ἀποκαλύψεως, ὅπως τὴν
παραδέχεται ὁ ὁμηρικὸς ὕμνος «Εἰς Ἀπόλλωνα». Ἀναφέρει ὁ Γάλλος πρέσβης καὶ περιηγητὴς Marie-Gabriel-
Florent-Auguste de Choiseul-Gouffier (1752-1817) εἰς τὸ ἔργον του «Voyage pittoresque dans l'Empire
Ottoman, en Grèce, dans la Troade, les îles de l'Archipel et sur les côtes de l'Asie-Mineure» (τόμος Α΄, σελ. 94-
97): «Οἱ ἀρχαῖοι ἰσχυρίσθησαν ὅτι ἡ Δῆλος ἀπὸ καιρὸ ἐπέπλε στὰ ὕδατα. Οἱ ποιηταὶ τραγούδησαν αὐτὸ τὸ
θαῦμα. Εἶναι ἡ συνηθισμένη πορεία εὐπιστίας. Ἦτο ἕνα θαῦμα γιὰ τοὺς Ἕλληνας καὶ καμμιὰ ἀντίρρησις δὲν
εἶναι τόσο πραγματικὴ ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἀντισταθῇ στὴν φωνὴ τῶν θεῶν. Ἡ ἴδια ἡ λογικὴ πρέπει νὰ σωπάσῃ
ἀμέσως μόλις ἀκουσθῇ αὐτὴ [ἡ φωνή]. Ἀλλά, αὐτὸ τὸ ὁποῖον εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ ἐξηγηθῇ εἶναι τὸ ὅτι ἕνα
τέτοιο λάθος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχῃ υἱοθετηθεῖ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους συγγραφεῖς. Ὁ ἡγούμενος Sallier στὰ
ἀπομνημονεύματά του γιὰ τὴν Δῆλο, διαπιστώνει ὅτι "αὐτὴ ἡ ἐντύπωσις δὲν εἶναι, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους
τῆς φυσικῆς, ἔξω ἀπὸ κάθε πιθανότητα". Ἐὰν ὁ Καλλίμαχος, ὁ Πίνδαρος καὶ ὁ Βιργίλιος τὸν ἐπιβεβαιώνουν,
ἡ κοινὴ λογικὴ πρέπει νὰ εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ γνωρίζῃ ὅτι ἕνας βράχος μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων δὲν
κολυμβᾶ μὲ τίποτε ἐπάνω στὰ ὕδατα, "σὰν λουλοῦδι τὸ ὁποῖον παίζουν οἱ νότιοι ἄνεμοι". Ὁ ἡγούμενος Sallier
καλεῖ σὲ βοήθειά του τὸν Σενέκα καὶ παραθέτει ἀκριβῶς τὸ χωρίον τὸ ὁποῖον εἶναι ἰσχυροτέρως ἐναντίον του.
Ὁ φιλόσοφος, ἀφοῦ ἐξέθεσε μὲ τὸν πιὸ ξεκάθαρο τρόπον τὶς ἀρχὲς τῆς ὑδροστατικῆς καὶ ἔχοντας ἐπαναλάβει
ὅτι ἕνα σῶμα, γιὰ νὰ ἐπιπλέῃ, δὲν πρέπει νὰ ζυγίζῃ περισσότερο ἀπὸ τὸν ὄγκο τοῦ ὕδατος ποὺ ἐκτοπίζει,
προσθέτει ὅτι ἔχει δεῖ στὴν λίμνη Cutilie μία πλωτὴ νῆσο καλυμμένη μὲ χορτάρι καὶ ὅτι τὸ παραμικρὸ φύσημα
τοῦ ἀέρος τὴν ἔκανε νὰ μετατοπίζεται. Ἀλλὰ προχωρώντας σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, σπεύδει νὰ ἐξηγήσῃ καὶ γιὰ τὴν
μεγαλυτέρα πυκνότητα τῶν ὑδάτων αὐτῆς τῆς λίμνης, γεμάτων μὲ ὀρυκτὰ μέρη, καὶ κυρίως γιὰ τὴν φύσιν
τῶν σωμάτων ἐκ τῶν ὁποίων ἐσχηματίσθη αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς νήσου. "Δὲν εἶναι", λέει, "παρὰ οἱ ἐλαφροὶ κορμοὶ
δένδρων καὶ τὰ διασκορπισμένα μέσα τὴν λίμνη φύλλα, ποὺ ἔχουν ἑνωθεῖ ἀπὸ τὴν γλουτένη ἑνὸς λιπαροῦ
καὶ κολλώδους ὕδατος". Πρέπει νὰ διαβάσουμε αὐτὸ τὸ κεφάλαιο στὸν Σενέκα. Πουθενὰ δὲν εἶναι τόσο
ξεκάθαρο, τόσο ἀκριβές, τόσο ἀπηλλαγμένο ἀπὸ τὰ λάθη τῆς ἐποχῆς του… Θὰ ἦτο δύσκολον νὰ ἀποφασίσουμε
ἐὰν ἡ Δῆλος εἶναι τὸ προϊὸν ἑνὸς ἡφαιστείου, ὅπως ἐφαίνετο νὰ πιστεύουν ὡρισμένοι ἱστορικοί,
παρομοιάζοντάς την μὲ τὴν νῆσο τῆς Θηρασίας. Τὸ τωρινὸ ἔδαφος τῆς νήσου δὲν μοῦ ἐφάνη νὰ προσφέρῃ
προφανεῖς ἀποδείξεις καὶ ἡ παραδοχὴ τῆς ἀληθείας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, θὰ πήγαινε πίσω σε καιροὺς τόσο
μακρινούς, ὅπου εἶναι ἀδύνατον νὰ διαπερασθῇ τὸ σκότος. Εὑρίσκουμε πράγματι κάποιες ἐλαφρόπετρες
σκορπισμένες στὴν ἐπιφάνεια τῆς νήσου, ἀλλὰ καθόλου χειμάρρους λάβας, κανένας κρατήρ. Ὑποθέτοντας
ὅτι ἡ νῆσος τῆς Δήλου ἐσχηματίσθη ἀπὸ ἕνα ἡφαίστειον, ὁ κρατὴρ αὐτοῦ τοῦ ἡφαιστείου θὰ πρέπῃ νὰ
εὑρίσκεται στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Κύνθος. Τὸ ἴδιο τὸ ὄρος θὰ εἶχε σχηματισθῇ ἀπὸ τὶς ὗλες οἱ ὁποῖες
ἐκτοξεύτηκαν ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό του καὶ θὰ ἀνεγνωρίζετο ἀπὸ τὰ ὑπολείμματά του. Οἱ πλαγιές του θὰ
ἐκαλύπτοντο σὲ κάποιες περιοχὲς ἀπὸ χειμάρρους λάβας, οἱ ὁποῖοι κατεβαίνοντας μέχρι τὴν θάλασσαν θὰ
ἐσχημάτιζον βράχους, ὁ χαρακτὴρ τῶν ὁποίων θὰ πιστοποιοῦσε αὐτὲς τὶς ἀρχαῖες ἀναστατώσεις. Θὰ
εὑρίσκαμε ἐκεῖ κάποια ἴχνη ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δρόμους, στοὺς ὁποίους ἡ λαϊκὴ ἄγνοια ἔδωσε στὴν Ἰσλανδία
τὴν ὀνομασία "μονοπάτι τῶν γιγάντων". Τέλος, ὁ γρανίτης ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀποτελεῖται τὸ ὄρος καὶ ἀπὸ τὸν
ὁποῖον ἐκτίσθησαν τόσα πολλὰ κτίρια, θὰ εἶχε ψηθεῖ ἢ ἠμι-ὑαλοποιηθῇ, ὅπως τὰ βράχια τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν
τὸ ὅριον τῆς ἀκτῆς τῆς Σαντορίνης, ὅπως καὶ ὅλες οἱ οὐσίες ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ τὴν ἐπίδρασιν μίας βιαίας
Σελίς | 48
πυρκαϊᾶς. Μία σταθερὰ παράδοσις, ὅμως, φαίνεται νὰ ἀποδεικνύῃ ὅτι ἡ νῆσος γιὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλοῦμε
ἐνεφανίσθη στὸ παρελθὸν ξαφνικὰ στὰ μάτια τῶν καταπλήκτων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι τὴν ὠνόμασαν Δῆλο, μὲ
μία λέξιν τῆς γλώσσης τους, ἡ ὁποία σημαίνει "ἐμφανίζομαι". Εἶναι πιθανὸν τὸ ἔδαφος τῆς νήσου νὰ ἦτο
προηγουμένως βυθὸς πολὺ κοντὰ στὴν ἐπιφάνεια τῶν ὑδάτων καὶ ἀνυψώθη ἁπλῶς ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ
συγκέντρωσιν τῆς φωτιᾶς, ἡ ὁποία καταλαμβάνει αὐτὸ τὸ μέρος τῆς γῆς. Ίσως, ἐπίσης, σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς
ἀναστατώσεις τὶς ὁποῖες τόσο συχνὰ ἐβίωσε ἡ ὑδρόγειος, τὸ ἐπίπεδον τῆς θαλάσσης χαμήλωσε σὲ αὐτὸ τὸ
μέρος καὶ ἄφησε νὰ ἀποκαλυφθῇ αὐτὸ τὸ ὄρος, τὸ ὁποῖον, λόγῳ τῆς ἀνυψώσεώς του εὐρίσκετο πιὸ κοντὰ
στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης». Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος μελέτησε ἐπισταμένα τὴν γεωλογικὴ σύστασιν τῆς Δήλου
ἦτο ὁ Γάλλος γεωλόγος Lucien Cayeux (1864-1944), ἐκπονώντας σχετικὴ μελέτη ὑπὸ τὸν τίτλο «Description
physique de l'île de Délos». Τὴν θεωρία του γιὰ τὴν δημιουργία τῆς Δήλου ἀνέπτυξε καὶ ὁ Ἕλλην γεωλόγος
Φωκίων Νέγρης (1846-1928) εἰς τὴν ἐργασίαν του εἰς τὴν γαλλικὴν γλῶσσαν «Délos et la transgression
actuelle des mers».
91
Ἡ περιγραφὴ τῆς περιπλανήσεως τῆς Λητοῦς, σύμφωνα μὲ τὸν ὁμηρικὸν ὕμνον «Εἰς Ἀπόλλωνα» (στ. 30-44)
δὲν ἀναφέρεται σὲ ἠπειρωτικὲς χῶρες, ἀλλὰ σὲ νησιὰ καὶ ἑκατέρωθεν ἀκτὲς τοῦ Αἰγαίου καὶ εἶναι ἰδιαιτέρως
ἀποκαλυπτικὴ ἀφοῦ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ χαρτογράφησιν τῶν περιοχῶν ὅπου εἶχον ἤδη ἐξαπλωθῇ οἱ Ἴωνες
στὸν ἐν λόγῳ εὐρύτερο χῶρο. Οἱ περιοχὲς οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸν ὕμνο κατὰ σειρά, μεταξὺ ἄλλων εἶναι:
ἠ Κρήτη, ἠ Ἀθήνα, ἠ Αἴγινα, ἠ Εὔβοια, ὀ Ἄθως, ἠ Σαμοθράκη, ἡ Σκῦρος, ἠ Ἴμβρος, ἠ Λῆμνος, ἠ Λέσβος, ἠ Χίος,
ἠ Σάμος, ἠ Μίλητος, ἠ Κῶς, ἠ Κνίδος, ἠ Κάρπαθος, ἠ Νάξος, ἠ Πάρος καὶ ἠ Ῥήνεια.
Σελίς | 49
ΞΑΝΘΟΥ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

{ΞΑΝΘΟΣ} Δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τὰ


τραύματα.
Δέξου με, θάλασσα92, καὶ κατάσβεσέ μου τὰ τραύματα, καθὼς ἔχω πάθει φοβερὰ
[πράγματα].

{ΘΑΛΑΣΣΑ} Τί τοῦτο, ὦ Ξάνθε; τίς σε κατέκαυσεν;


Τί εἶναι τοῦτο, Ξάνθε93; Ποιός σὲ κατέκαψε;

{ΞΑΝΘΟΣ} Ὁ Ἥφαιστος. ἀλλ' ἀπηνθράκωμαι ὅλος ὁ κακοδαίμων καὶ ζέω.


Ὁ Ἥφαιστος94. Κατακάηκα ὁ δυστυχὴς ὁλόκληρος καὶ φλέγομαι.

{ΘΑΛΑΣΣΑ} Διὰ τί δαί σοι καὶ ἐνέβαλε τὸ πῦρ;


Καὶ γιατί ἔρριψε ἐπάνω σου τὸ πῦρ;

{ΞΑΝΘΟΣ} Διὰ τὸν ταύτης υἱὸν τῆς Θέτιδος· ἐπεὶ γὰρ φονεύοντα τοὺς Φρύγας
ἱκετεύσας οὐκ ἔπαυσα τῆς ὀργῆς, ἀλλ' ὑπὸ τῶν νεκρῶν ἐνέφραττέ μοι τὸν ῥοῦν,
ἐλεήσας τοὺς ἀθλίους ἐπῆλθον ἐπικλύσαι ἐθέλων, ὡς φοβηθεὶς ἀπόσχοιτο τῶν
ἀνδρῶν. ἐνταῦθα ὁ Ἥφαιστος-ἔτυχε γὰρ πλησίον που ὤν- πᾶν οἶμαι ὅσον ἐν τῇ
καμίνῳ πῦρ εἶχεν καὶ ὅσον ἐν τῇ Αἴτνῃ φέρων ἐπῆλθέ μοι, καὶ ἔκαυσε μὲν τὰς
πτελέας μου καὶ μυρίκας, ὤπτησε δὲ καὶ τοὺς κακοδαίμονας ἰχθῦς καὶ τὰς

92
Η Θάλασσα εδώ εἶναι ἡ ἀνθρωπόμορφος θεότης τοῦ ἁλμυροῦ ὑγροῦ στοιχείου καὶ προστάτις αὐτοῦ.
Ἐθεωρεῖτο κόρη τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Ἡμέρας.
93
Ὁ Ξάνθος, ποταμὸς τῆς Τρῳάδος, ὠνομάζετο Ξάνθος ἀπὸ τοὺς θεοὺς καὶ Σκάμανδρος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ξάνθος ὠνομάσθη ἐπειδὴ ξάνθαινε τὰ μαλλιὰ τῶν γυναικὼν τῆς Τροίας, οἱ ὁποῖες λούζονταν σὲ αὐτόν.
Λέγεται, μάλιστα, ὅτι ἡ Ἀφροδίτη, πρὶν τὴν κρίσιν τοῦ Πάριδος, λούστηκε στὸν ποταμό, γιὰ νὰ δώσῃ ξανθιὲς
ἀνταύγειες στὰ μαλλιά της. Ἐδίψασε κάποτε ἐκεῖ ὁ Ἡρακλῆς καὶ ἐπειδὴ δὲν εὕρισκε νερὸ παρεκάλεσε τὸν Δία
καὶ ἐκεῖνος ἔρριψε κεραυνὸν εἰς τὴν γῆν καὶ ἐφάνη ὀλίγον νερό. Σκάβοντας ἐκεῖ ὁ Ἡρακλῆς βρῆκε τὴν πηγὴ
ἀπ’ ὅπου πηγάζει ὁ ποταμός. Ἔτσι τὸν ὠνόμασε Σκάμανδρον, ἀπὸ τὸ ῥῆμα σκάπτω (σκάπτειν) καὶ τὸν ἄνδρα,
δηλαδή, σκάμα ἀνδρός.
94
Θεὸς τοῦ πυρὸς καὶ τῆς μεταλλουργείας. Μία παράδοσις τὸν θέλει υἱὸν τῆς Ἥρας καὶ τοῦ Διός, ἐνῷ ἄλλη
ἀναφέρει ὅτι ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν Ἥρα χωρὶς νὰ συνευρεθῇ μὲ τὸν Δία. Ὁ Ὅμηρος λέει ὅτι ἐγεννήθη κουτσὸς
καὶ στὰ δύο πόδια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δυσηρέστησε τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία τὸν ἔρριψε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο στὴν
θάλασσαν. Τὸν ἔσωσαν ὅμως ἡ Θέτις καὶ ἡ Εὐρυνόμη, οἱ ὁποῖες τὸν ἀνέθρεψαν εἰς τὰ βάθη τοῦ Ὠκεανοῦ. Μία
ἄλλη παράδοσις ἀναφέρει διαφορετικὸ λόγον. Λέει ὅτι ὁ Ζεὺς τὸν πέταξε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, διότι κάποτε ποὺ
φιλονικοῦσε μὲ τὴν Ἥρα, ὁ Ἥφαιστος πῆρε τὸ μέρος της. Μία ὁλόκληρη ἡμέρα ἔπεφτε ὁ θεὸς πρὸς τὰ κάτω.
Τέλος, κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου προσεγειώθη στὴν Λῆμνο. Οἱ κάτοικοι τὸν παρέλαβον καὶ τὸν
περιεποιήθησαν. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐπίστευον ὅτι τὸ ἐργαστήριόν του εὐρίσκετο ἐκεῖ, στὸ ἡφαίστειον
Μόσυχλος. Ἄλλοι ἐπίστευον ὅτι τὸ ἐργαστήριόν του εὐρίσκετο στὸ ἡφαίστειον τῆς Αἴτνας τῆς Σικελίας.
Σελίς | 50
ἐγχέλεις, αὐτὸν δὲ ἐμὲ ὑπερκαχλάσαι ποιήσας μικροῦ δεῖν ὅλον ξηρὸν
εἴργασται. ὁρᾷς γοῦν ὅπως διάκειμαι ἀπὸ τῶν ἐγκαυμάτων.
Ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ αὐτῆς τῆς Θέτιδος95. [Παρ’ ὅλο ποὺ] ἱκέτευσα, ἐπειδὴ ἐφόνευε τοὺς
Φρύγες96, δὲν τοῦ σταμάτησα τὴν ὀργή, ἀλλὰ μὲ τοὺς νεκροὺς μοῦ ἔφραζε τὴν ῥοή.
Ἐπειδὴ λυπήθηκα τοὺς κακόμοιρους ἐπετέθην θέλοντας νὰ πλημμυρίσω, μήπως καὶ
ἐφοβεῖτο καὶ ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Τότε ὁ Ἥφαιστος -διότι ἔτυχε νὰ
εὑρίσκεται κάπου ἐκεῖ κοντά- μοῦ ἐπετέθη φέροντας νομίζω ὅλο ὅσο πῦρ εἶχε στὴν
κάμινο καὶ ὅσο εὑρίσκεται στὴν Αἴτνα, καὶ ἔκαψε τὶς φτελιές μου καὶ τὰ ἁρμυρίκια,
ἕψησε δὲ καὶ τοὺς κακότυχους ἰχθύες καὶ τὰ χέλια, καὶ ἐμένα τὸν ἴδιον ἔκανε νὰ κοχλάσω
καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ μὲ ἀποξηράνῃ ὁλόκληρο97. Βλέπεις φυσικὰ σὲ ποιά κατάστασιν

95
Ἐννοεῖ τὸν Ἀχιλλέα. Ὁ σημαντικώτερος ἥρως τοῦ Τρωικοῦ πολέμου καὶ τὸ κύριον πρόσωπον τοῦ ἔπους τῆς
Ἰλιάδος. Ἦτο υἱὸς τοῦ Πηλέως, βασιλέως τῶν Μυρμιδόνων καὶ τῆς Νηρηίδος Θέτιδος. Ὁ Ζεὺς καὶ ὁ Ποσειδῶν
συνηγωνίσθησαν γιὰ τὸ χέρι της μέχρι ποὺ ἡ θεὰ Θέμις ἀπεκάλυψε ὅτι θὰ γεννοῦσε ἕναν υἱὸν σημαντικώτερο
ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁπότε ἐπέλεξαν νὰ τὴν δώσουν σὲ κάποιον ἄλλον. Ὑπάρχει ὁ μῦθος ὅτι ἡ Θέτις
προσεπάθησε νὰ τὸν καταστήσῃ ἀθάνατον, βουτώντας τον στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Στυγός, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν
ἐκράτει ἀπὸ τὴν πτέρνα, τὸν ἄφησε τρωτὸ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖον. Ὁ Ὅμηρος δὲν ἀναφέρει κάπου ὅτι ἦτο ἂτρωτος
ἢ ἀθάνατος. Τὸ ἀντίθετον μάλιστα. Ὁ θάνατός του προαναγγέλεται πολλὲς φορὲς στὴν Ἰλιάδα. Τὸ γνωρίζει ὁ
ἴδιος, ἡ μητέρα του ἡ Θέτις, προαναγγέλουν τὸν θάνατόν του ὁ Ἕκτωρ καὶ ὁ Ξάνθος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἵππους
του ὁμιλώντας μὲ ἀνθρωπίνη φωνή, ἀλλὰ τελικῶς δὲν συμβαίνει ἐντὸς τοῦ ἔπους.
96
Οἱ Βρύγες/Φρύγες ἦσαν θρακομακεδονικὸ βασιλικὸ γένος, οἱ ὁποῖοι ὁρμώμενοι ἀπὸ τὸ ὅρος Βέρμιον
μετέβησαν εἰς τὴν Μικρᾶν Ἀσίαν γύρω στὸ 94ον ἔτος πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Τροίας, ὅπου καὶ ἵδρυσαν τὸ
βασίλειον τῆς Φρυγίας (στὴν μακεδονικὴ διάλεκτο τὸ γράμμα «β» ἐναλλάσσεται μὲ τὸ «φ») μὲ πρωτεύουσα
τὴν πόλιν Γόρδιον. Στὴν Ἰλιάδα ὁ Ὅμηρος τοὺς ἀναφέρει ὡς ἐπικούρους τῶν Τρώων (Β 862): «Φόρκυς αὖ
Φρύγας ἦγε καὶ Ἀσκάνιος θεοειδὴς τῆλ’ ἐξ Ἀσκανίης· μέμασαν δ’ ὑσμῖνι μάχεσθαι» (Ὁ Φόρκυς πάλι διοικοῦσε
τοὺς Φρύγες καὶ ὁ Ἀσκάνιος μὲ τὴν θεϊκὴ μορφὴ ἀπὸ τὴν μακρινὴ Ἀσκανία. Λαχταροῦσαν νὰ πολεμήσουν
στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς μάχης). Ὁ γραμματικὸς καὶ λεξικογράφος Ἀμμώνιος εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ ὁμοίων
καὶ διαφόρων λέξεων» ἐπισημαίνει (107.1): «βοηθεῖ μὲν ὁ συνών, ἐπικουρεῖ δὲ ὁ ἔξωθεν εἰς βοήθειαν ἥκων,
συμμαχεῖ δὲ ὁ αὐτόθεν, ὑπερμαχεῖ δὲ ὁ ἀδυνάτῳ χρησιμεύων, ἀμύνει δὲ ὁ τιμωρούμενος ὑπὲρ τοῦ
ἀπολωλότος» (Βοηθεῖ αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι μαζὶ [μὲ κάποιον], ἐπικουρεῖ αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἔρχεται εἰς βοήθειαν
ἀπὸ ἔξω, συμμαχεῖ αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπὸ τὸν ἴδιον τόπο, ὑπερμαχεῖ αὐτὸς ὁ ὁποῖος συντρέχει τὸν
ἀδύνατον, ἀμύνει αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐκδικεῖται τὸν πεθαμένο) καὶ συνεχίζει (180.1): «ἐπίκουροι καὶ σύμμαχοι
διαφέρουσιν. ἐπίκουροι μὲν γάρ εἰσιν οἱ τοῖς πολεμουμένοις βοηθοῦντες καὶ συλλαμβανόμενοι, σύμμαχοι δὲ
οἱ τῶν πολεμούντων. Ὅμηρος δι’ ὅλης ἐφύλαξε τῆς ποιήσεως τὴν διαφοράν· οὐκ ἔστιν οὖν παρ’ αὐτῷ
ἐπικούρους Ἑλλήνων λεγομένους [εὑρεῖν], ἀλλὰ Τρώων» (Ἐπίκουροι καὶ σύμμαχοι διαφέρουν. Ἐπίκουροι
εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι βοηθοῦν ὅσους ὑφίστανται πόλεμο καὶ συλλαμβάνονται, ἐνῷ σύμμαχοι [εἶναι] ὅσων
[ξεκινοῦν] πόλεμο. Ὁ Ὅμηρος διετήρησε τὴν διαφορὰ καθ’ ὅλην τὴν ποίησίν [του]. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρῇς
νὰ λέγωνται ἀπὸ τὸν ἴδιον ἐπίκουροι τῶν Ἀχαιῶν, ἀλλὰ τῶν Τρώων).
97
Ἀναφορὰ τοῦ Λουκιανοῦ στὴν ραψῳδία Φ τῆς Ἰλιάδος τοῦ Ὁμήρου. Ὁ Ἀχιλλεὺς καταδιώκει τοὺς Τρῶας
εἴτε πρὸς τὴν πόλιν εἴτε πρὸς τὸν ποταμὸ Σκάμανδρο, φονεύοντας πάρα πολλούς. Ὁ Σκάμανδρος
παραπονεῖται ὅτι ἔχει γεμίσει μὲ νεκροὺς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κυλήσῃ τὰ νερά του, ἀλλὰ ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν
σταματᾷ. Τότε ὁ ποταμὸς φουσκώνει τὰ νερά του καὶ ὁρμᾷ νὰ τὸν πνίξῃ. Σῴζεται μὲ τὴν παρέμβασιν τῆς
Σελίς | 51
εὑρίσκομαι ἀπὸ τὰ ἐγκαύματα98.

{ΘΑΛΑΣΣΑ} Θολερός, ὦ Ξάνθε, καὶ θερμός, ὡς εἰκός, τὸ αἷμα μὲν ἀπὸ τῶν
νεκρῶν, ἡ θέρμη δέ, ὡς φῄς, ἀπὸ τοῦ πυρός· καὶ εἰκότως, ὦ Ξάνθε, ὃς ἐπὶ τὸν
ἐμὸν υἱ<ων>ὸν ὥρμησας οὐκ αἰδεσθεὶς ὅτι Νηρεΐδος υἱὸς ἦν.
Λογικόν, Ξάνθε, [ὅτι εἶσαι] θολὸς καὶ θερμός, τὸ μὲν ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν νεκρῶν, ἡ θέρμη
δέ, ὅπως λές, ἀπὸ τὸ πῦρ. Καὶ προφανῶς, Ξάνθε, ὁ ὁποῖος ὥρμησας ἐναντίον τοῦ δικοῦ
μου ἐγγονοῦ χωρὶς νὰ σεβασθῇς ὅτι ἦτο υἱὸς Νηρηίδος.

{ΞΑΝΘΟΣ} Οὐκ ἔδει οὖν ἐλεῆσαι γείτονας ὄντας τοὺς Φρύγας;

Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, ἀλλὰ ὁ Σκάμανδρος ζητεῖ τὴν συνδρομὴ τοῦ ποταμοῦ Σιμόεντος. Οἱ δύο ποταμοὶ
πλημμυρίζουν τὸν κάμπο καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς κινδυνεύει καὶ πάλι. Ὁ Ἥφαιστος ὅμως, ὕστερα ἀπὸ παράκλησιν τῆς
Ἥρας, ἀνάβει πελώρια φωτιά, καίει τὰ δένδρα στὶς ὄχθες τοῦ Σκαμάνδρου καὶ δαμάζει τὸν ποταμὸ (Φ 342):
«ὣς ἔφαθ’, Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο θεσπιδαὲς πῦρ. πρῶτα μὲν ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς πολλούς,
οἵ ῥα κατ’ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν’ Ἀχιλλεύς· πᾶν δ’ ἐξηράνθη πεδίον, σχέτο δ’ ἀγλαὸν ὕδωρ. ὡς δ’ ὅτ’
ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ’ ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ· χαίρει δέ μιν ὅς τις ἐθείρῃ· ὣς ἐξηράνθη πεδίον πᾶν, κὰδ δ’
ἄρα νεκροὺς κῆεν· ὃ δ’ ἐς ποταμὸν τρέψε φλόγα παμφανόωσαν. καίοντο πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ
μυρῖκαι, καίετο δὲ λωτός τε ἰδὲ θρύον ἠδὲ κύπειρον, τὰ περὶ καλὰ ῥέεθρα ἅλις ποταμοῖο πεφύκει· τείροντ’
ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες οἳ κατὰ δίνας, οἳ κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα πνοιῇ τειρόμενοι
πολυμήτιος Ἡφαίστοιο» (Ἔτσι εἶπε καὶ ὁ Ἥφαιστος ἑτοίμαζε φωτιὰ φοβερά. Πρῶτα στὴν πεδιάδα ἄναβε ἡ
φωτιά, ἔκαιε πολλοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι εἶχον συγκεντρωθῇ κοντὰ σὲ αὐτόν, τοὺς ὁποίους ἐφόνευσε ὁ
Ἀχιλλεύς. Καὶ ὅλη ἡ πεδιὰς ξεράθηκε καὶ τὸ λαμπρὸν ὕδωρ ἀνεκόπη. Ὅπως ὅταν ὁ φθινοπωρινὸς Βορέας
φυσᾷ νεοαρδευθέντα κῆπο καὶ ἀμέσως τὸν ξεραίνει καὶ χαίρεται μὲ αὐτὸ ὅποιος τὸν καλλιεργεῖ, ἔτσι ξεράθηκε
ὅλη ἡ πεδιὰς καὶ κατέκαιε τοὺς νεκρούς. Αὐτὸς δὲ πρὸς τὸν ποταμὸ ἔτρεψε τὴν φλόγα τὴν λαμπρή. Ἐκαίοντο
καὶ οἱ φτελιὲς καὶ οἱ ἰτιὲς καὶ τὰ ἁρμυρίκια, ἐκαίετο τὸ τζίτζυφο καὶ τὰ βοῦρλα καὶ ὁ κύπειρος, τὰ ὁποῖα γύρω
ἀπὸ τὶς ὡραῖες ὄχθες τοῦ ποταμοῦ πληθώρα εἶχον φυτρώσει. Ἐφθείροντο καὶ τὰ χέλια καὶ οἱ ἰχθύες ὅσοι ἦσαν
στὶς δῖνες, ὅσοι πηδοῦσαν στὶς ὡραῖες ὄχθες ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, φθειρόμενοι ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ πολύφρονος
Ἥφαιστου).
98
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ἰλιάδα (Φ 356): «καίετο δ’ ἲς ποταμοῖο ἔπος τ’ ἔφατ᾽ ἔκ τ’ ὀνόμαζεν· Ἥφαιστ’, οὔ
τις σοί γε θεῶν δύνατ’ ἀντιφερίζειν, οὐδ’ ἂν ἐγὼ σοί γ’ ὧδε πυρὶ φλεγέθοντι μαχοίμην. λῆγ’ ἔριδος, Τρῶας δὲ
καὶ αὐτίκα δῖος Ἀχιλλεὺς ἄστεος ἐξελάσειε· τί μοι ἔριδος καὶ ἀρωγῆς; φῆ πυρὶ καιόμενος, ἀνὰ δ’ ἔφλυε καλὰ
ῥέεθρα. ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο πάντοθεν
ἀμβολάδην, ὑπὸ δὲ ξύλα κάγκανα κεῖται, ὣς τοῦ καλὰ ῥέεθρα πυρὶ φλέγετο, ζέε δ’ ὕδωρ· οὐδ’ ἔθελε προρέειν,
ἀλλ’ ἴσχετο· τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο βίηφι πολύφρονος» (Ἐκαίετο ἡ δύναμις τοῦ ποταμοῦ. Καὶ εἶπε μία
κουβέντα καὶ τὸ ὄνομά του: «Ἥφαιστε, δὲν δύναται κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοὺς νὰ ἀναμετρηθῇ μαζί σου. Οὔτε
ἐγὼ μὲ ἐσένα δὲν θὰ μποροῦσα νὰ δώσω μάχη μὲ αὐτὸ τὸ φλογερὸ πῦρ. Παῦσε τὸν πόλεμο καὶ ἀμέσως τοὺς
Τρώας ὁ θεῖος Ἀχιλλεὺς ἂς τοὺς διώξῃ ἀπὸ τὸ ἄστυ τους. Τί θὰ κερδίσω ἐγὼ μὲ ἔριδα καὶ ἀρωγή;» Ἔτσι εἶπε,
καθὼς ἐκαίετο ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ ξεχείλιζαν ἀπὸ τὴν βράσιν τὰ καλὰ ῥεῖθρα του. Ὅπως ἕνας λέβητας βράζει ἀπὸ
μέσα πιεζόμενος ἀπὸ τὴν πολλὴ φωτιά, καθὼς λιώνει τὸ λίπος ἑνὸς χοίρου καλοθρεμμένου καὶ ἀπὸ παντοῦ
κοχλάζει καὶ ἀπὸ κάτω καίγονται τὰ ξύλα τὰ ξερά, ἔτσι αὐτοῦ τὰ καλὰ ῥεῖθρα του ἐκαίοντο καὶ ἔβραζε τὸ νερό
του. Οὔτε ἤθελε νὰ ῥέῃ ἐμπρός, ἀλλὰ σταμάτησε. Τὸν καταπονοῦσε ὁ ἀτμὸς τοῦ πολύφρονος ὡς πρὸς τὴν
δύναμίν του Ἡφαίστου).
Σελίς | 52
Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ λυπηθῶ τοὺς Φρύγες, ὄντας γείτονές μου 99;

{ΘΑΛΑΣΣΑ} Τὸν Ἥφαιστον δὲ οὐκ ἔδει ἐλεῆσαι Θέτιδος υἱὸν ὄντα τὸν Ἀχιλλέα;
Καὶ ὁ Ἥφαιστος δὲν ἔπρεπε νὰ λυπηθῇ τὸν Ἀχιλλέα, ὁ ὁποῖος εἶναι υἱὸς τῆς Θέτιδος;

99
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος εἰς τὴν Ἰλιάδα (Φ 367): «αὐτὰρ ὅ γ᾽ Ἥρην πολλὰ λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
Ἥρη τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν ἐξ ἄλλων; οὐ μέν τοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι ὅσσον οἱ ἄλλοι πάντες,
ὅσοι Τρώεσσιν ἀρωγοί» (Ἔπειτα αὐτὸς βεβαίως παρακαλώντας θερμῶς τὴν Ἥρα λόγια πτερωτὰ [τῆς] εἶπε:
«Ἥρα, γιατί λοιπὸν ὁ υἱός σου ἐπετέθη γιὰ νὰ ταράξῃ τὴν ῥοήν μου ξέχωρα ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Δὲν σοῦ εἶμαι
ἐγὼ τόσο ὁ ὑπαίτιος, ὅσο ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅσοι [εἶναι] ἀρωγοὶ στοὺς Τρῶας).
Σελίς | 53
ΝΟΤΟΥ ΚΑΙ ΖΕΦΥΡΟΥ

{ΝΟΤΟΣ} Ταύτην, ὦ Ζέφυρε, τὴν δάμαλιν, ἣν διὰ τοῦ πελάγους εἰς Αἴγυπτον ὁ
Ἑρμῆς ἄγει, ὁ Ζεὺς διεκόρησεν ἁλοὺς ἔρωτι;
Αὐτὴν τὴν δάμαλιν100, Ζέφυρε101, τὴν ὁποίαν ὁ Ἑρμῆς ὁδηγεῖ διὰ τοῦ πελάγους εἰς τὴν
Αἴγυπτον, ὁ Ζεὺς τὴν ξεπαρθένευσε κυριευθεὶς ἀπὸ ἔρωτα;

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Ναί, ὦ Νότε· οὐ δάμαλις δὲ τότε, ἀλλὰ παῖς ἦν τοῦ ποταμοῦ Ἰνάχου·
νῦν δὲ ἡ Ἥρα τοιαύτην ἐποίησεν αὐτὴν ζηλοτυπήσασα, ὅτι πάνυ ἑώρα ἐρῶντα
τὸν Δία.
Ναί, Νότε102, ἀλλὰ δὲν ἦτο δάμαλις τότε, ἀλλὰ κόρη τοῦ ποταμοῦ Ἰνάχου103. Τώρα ἡ Ἥρα

100
Ἡ Ἰὼ ὑπῆρξε ἡ θνητὴ ἡ ὁποία ἐταλαιπωρήθη ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν Ἥρα. Ἦτο κόρη τοῦ Ἴναχου, βασιλέως
τοῦ Ἄργους καὶ τῆς Μελίας. Ἡ ὀμορφιά της ἦτο ἐξαιρετικὴ καὶ ὁ Ζεὺς τὴν ἐρωτεύθη. Ἡ περιπέτεια τῆς Ἰοῦς
ἄρχισε ὅταν ἡ Ἥρα ἀντελήφθη τὴν παράνομη σχέσιν της μὲ τὸν Δία. Αὐτὸς γιὰ νὰ τὴν προστατεύσῃ ἀπὸ τὸ
μένος τῆς συζύγου του, τὴν μετεμόρφωσε σὲ λευκὴ ἀγελάδα. Ἡ Ἥρα ὅμως τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἀρνηθῇ μὲ ὅρκο
τὴν παράνομη σχέσιν τους καὶ νὰ τῆς παραδώσῃ τὴν ἀγελάδα, πρᾶγμα ποὺ ἐκεῖνος ἔκανε. Ἡ Ἥρα ἐνεπιστεύθη
τὴν φύλαξίν της στὸν πανόπτη Ἄργο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνοῦσε ἐναλλὰξ μὲ τὰ 500 ἀπὸ τὰ 1000 μάτια του. Ὁ Ζεὺς
ἀνέθεσε στὸν Ἑρμῆ νὰ φονεύσῃ τὸν Ἄργο καὶ νὰ ἀπελευθερώσῃ τὴν Ἰὼ. Ὁ Ἑρμῆς ἀποκοίμισε μὲ τὴν γοητεία
τοῦ αὐλοῦ ὅλα τὰ μάτια τοῦ Ἄργου καὶ ἐνῷ ἐκοιμάτο τὸν ἀποκεφάλισε. Ἡ Ἰὼ περιεπλανήθη ὡς ἀγελάδα στὴν
περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὶς Μυκῆνες καὶ κατόπιν πέρασε στὴν Εὔβοια. Ἡ Ἥρα ὅμως δὲν παραιτήθη ἀπὸ τὴν
ἐκδίκησίν της καὶ ἔστειλε ἕναν οἶστρο (ἀλογόμυγα) γιὰ νὰ τὴν βασανίζῃ. Αὐτὴ γιὰ νὰ ἀποφύγῃ τὰ τσιμπήματα
ἄρχισε ἔξαλλη νὰ τρέχῃ. Καταδιωκομένη ἀπὸ τὸν οἶστρο ἄρχισε νὰ περιπλανᾶται σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Διέτρεξε
τὴν ἀκτὴ τοῦ Ἰονίου πελάγους (τὸ ὁποῖον ἐξ αἰτίας της πῆρε τὸ ὄνομά του), ἔφθασε στὴν Ἰλλυρία, διέσχισε
ὅλην τὴν Σκυθία, ἔφθασε στὸν Προμηθέα, ὁ ὁποῖος ἦτο δεμένος στὸν Καύκασο, διέτρεξε τὴν ἀκτὴ τοῦ Εὐξείνου
πόντου, τοῦ ὁποίου μετεβλήθη ἡ ὀνομασία του ἀπὸ Ἄξενος πόντος σὲ Εὔξεινος, διῆλθε ἀπὸ τὸν Βόσπορο, ὁ
ὁποῖος ἔλαβε τὸ ὄνομά του ἀπὸ αὐτὴν («βοῦς» + «πόρος»= τὸ πέρασμα τοῦ βοὸς) καὶ τελικῶς κατέληξε στὴν
Μέμφιδα τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖ ὁ Ζεὺς τὴν ἐλυπήθη γιὰ τὰ τόσα βάσανά της καὶ τῆς ἔδωσε ξανὰ ἀνθρωπίνη
μορφή. Ἀπὸ τὸ ἄγγιγμα τοῦ Διὸς καὶ χωρὶς ἐρωτικὴ ἐπαφὴ ἡ Ἰὼ ἐγέννησε τὸν Ἔπαφο, ὁ ὁποῖος ἐκυβέρνησε
ὅσους τόπους εὑρίσκονται γύρω ἀπὸ τὸν Νεῖλο καὶ ἔγινε προπάτωρ ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἵδρυσαν τὰ μεγάλα
βασίλεια στὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἀφρική. Ἐπίσης ἦτο ὁ γενάρχης τῆς φυλῆς τῶν Δαναῶν. Ἡ Ἰὼ ἔλαβε τὴν θέσιν
της στὸν οὐράνιο θόλο ὡς ἀστερισμὸς καθὼς καὶ ὡς δορυφόρος πλανήτης τοῦ πλανήτου Δίας.
101
Ὁ δυτικὸς ἄνεμος, υἱὸς τοῦ Ἀστραίου καὶ τῆς Ἠοῦς. Ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν Ἄρπυια Ποδάργη δύο τέκνα, τοὺς
ἵππους τοῦ Ἀχιλλέως, Ξάνθο καὶ Βαλίο.
102
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνέμους, υἱὸς τοῦ Ἀστραίου καὶ τῆς Ἠοῦς.
103
Ἀρχαιότατος βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ θεὸς-ποταμὸς ὁ ὁποῖος διαρέει τὸ Ἄργος, υἱὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς
Τηθύος. Γενάρχης τῆς βασιλικῆς δυναστείας τῶν Ἰναχιδῶν καὶ ἀρχὴ τῆς μυθολογίας τοῦ Ἄργους. Ὅταν ἔγινε
ὀ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος ἡ σημερινὴ ἀργολικὴ πεδιὰς ἐπλημμύρισε καὶ μετετράπη σὲ μία ἀπέραντον
λίμνη, καθὼς τὰ νερά της ἠνώθησαν μὲ αὐτὰ τοῦ Ἀργολικοῦ κόλπου. Ὅταν σταμάτησε ὁ κατακλυσμός,
ἄρχισαν νὰ ἀποτραβιοῦνται τὰ νερὰ καὶ προέβαλον μικρὰ τμήματα γῆς, ἀνάμεσα σὲ ἀμέτρητα μικρὰ καὶ
μεγάλα ποτάμια. Ὁ Ἴναχος κατέβασε τοὺς ἀνθρώπους στὰ πεδινὰ καὶ ἔκαναν ἔργα γιὰ νὰ συγκεντρώσουν τὰ
νερὰ τῶν μικρῶν ποταμῶν στὴν κοίτη τοῦ μεγαλυτέρου, ὁ ὁποῖος εἶχε βρεῖ διέξοδο στὴν θάλασσαν. Γιὰ νὰ
τιμήσουν οἱ Ἀργείοι τὸν εὐεργέτη τους Ἴναχο, ἔδωσαν τὸ ὄνομά του στὸν ποταμό. Ὁ ποταμὸς Ἴναχος ὑπῆρξε
Σελίς | 54
τὴν μετεμόρφωσε σὲ τέτοια ζηλεύοντας, διότι ἔβλεπε ὅτι ὁ Ζεὺς τὴν ἀγαποῦσε πάρα
πολύ.

{ΝΟΤΟΣ} Νῦν δὲ ἔτι ἐρᾷ τῆς βοός;


Καὶ τώρα ἀκόμη ἀγαπᾷ τὴν ἀγελάδα;

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Καὶ μάλα, καὶ διὰ τοῦτο αὐτὴν εἰς Αἴγυπτον ἔπεμψεν καὶ ἡμῖν
προσέταξε μὴ κυμαίνειν τὴν θάλασσαν ἔστ' ἂν διανήξεται, ὡς ἀποτεκοῦσα ἐκεῖ
-κυεῖ δὲ ἤδη- θεὸς γένοιτο καὶ αὐτὴ καὶ τὸ τεχθέν.
Φυσικά, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τὴν ἔστειλε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐμᾶς διέταξε νὰ μὴ
σηκώνουμε κῦμα στὴν θάλασσαν ἕως ὅτου περάσῃ κολυμβώντας, γιὰ νὰ γεννήσῃ ἐκεῖ -
διότι εἶναι ἤδη ἔγκυος- θεὸς ἂς γίνῃ καὶ αὐτὴ καὶ τὸ τέκνο της.

{ΝΟΤΟΣ} Ἡ δάμαλις θεός;


Ἡ δάμαλις θεός104;

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Καὶ μάλα, ὦ Νότε· ἄρξει τε, ὡς ὁ Ἑρμῆς ἔφη, τῶν πλεόντων καὶ
ἡμῶν ἔσται δέσποινα, ὅντινα ἂν ἡμῶν ἐθέλῃ ἐκπέμψαι ἢ κωλῦσαι ἐπιπνεῖν.
Βεβαίως, Νότε. Καὶ θὰ ἐξουσιάζῃ, ὅπως εἶπε ὁ Ἑρμῆς, τῶν πλεόντων καὶ κυρά μας θὰ

ἀντικείμενον λατρείας γιὰ τοὺς παναρχαίους κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ καθιερώθη ὡς θεότης, διότι σὲ
αὐτὸν ὠφείλετο ὄχι μόνο ἡ εὐφορία, ἀλλὰ καὶ ἡ δημιουργία τῆς ἀργολικῆς πεδιάδος.
104
Ἀρχικὰ ἦτο μία πολὺ μικρὴ θεότης τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, κυρία τοῦ Πὲρ Χεμπέτ, βόρεια τῆς Βουσίριδος,
ὅπου καὶ εὑρίσκετο τὸ ἱερόν της. Σύμφωνα μὲ τὸν μῦθο, ὅπως παραδίδεται ἀπὸ τὸν Πλούταρχο εἰς τὸ ἔργον
του «Περὶ Ἶσιδος καὶ Ὀσίριδος», ἡ Ἶσις ἦτο κόρη τοῦ Γκὲμπ καὶ τῆς Νοὺτ καὶ ἐγεννήθη στὴν περιοχὴ τῶν ἑλῶν
τοῦ Δέλτα, τὴν τετάρτη ἀπὸ τὶς πέντε ἐμβόλιμες ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπετράπη στὴν μητέρα της νὰ γεννήσῃ.
Ἐπελέχθη ἀπὸ τὸν ἀδελφό της Ὄσιριν ὡς σύζυγός του καὶ ἀνῆλθε μαζί του στὸν θρόνο τῶν θνητῶν. Τὸν
ἐβοήθησε στὸ ἐκπολιτιστικό του ἔργον, διδάσκοντας στὶς γυναῖκες τὴν ἄλεσιν τοῦ σίτου, τὸ γνέσιμο τοῦ
λιναριοῦ καὶ τὴν ὑφαντικὴ τέχνη. Ἐδίδαξε ἐπίσης στοὺς ἀνθρώπους τὸν τρόπο θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν καὶ
τοὺς οἰκογενειακοὺς θεσμούς, μὲ πρῶτον τὸν θεσμὸ τοῦ γάμου. Μὲ τὸν Ὄσιριν ἀπέκτησε ἕναν υἱόν, τὸν Ὧρο.
Ἡ Ἶσις ἀπεικονίζετο συνήθως ὡς γυναῖκα ἡ ὁποία ἔφερε στὴν κεφαλή της ἕναν θρόνο (ἰδεόγραμμα τοῦ
ὀνόματός της). Σὲ μεταγενέστερες περιόδους ἀπεικονίζετο μὲ κέρατα ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ὑπῆρχε δίσκος. Σὲ
ἄλλες ζωομορφικὲς παραστάσεις ἔχει σῶμα ἀνθρώπινο μὲ κεφαλὴ ἀγελάδος. Ἡ ἱστορία τῆς Ἰοῦς εἶναι
ἀρχαιότατος ἑλληνικὸς μῦθος καὶ συμβολίζει τὸν προϊστορικὸ ἀποικισμὸ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου καὶ ὄχι μόνον,
ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα τῶν πόλεων τῆς Αἰγύπτου (Ἡλιούπολις, Θήβαι, Ἑρμούπολις,
Πανόπολις) ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ἰὼ εἰσῆλθε ὀρμητικῶς εἰς τὴν Αἴγυπτον ὅπου ἐλατρεύθη ὡς Ἶσις. Τόσο τὸ
ὄνομά της ὅσο καὶ τὸ «Ἶσις» κωδικοποιοῦν τὶς ἀτελείωτες περιπλανήσεις της, ὅπως ἀναφέρει ὁ Κλήμης ὁ
Ἀλεξανδρεὺς εἰς τὸ ἔργον του «Στρωματεῖς» (Βιβλίον 1ον, 21.106.1.3): «Ἶσιν δὲ τὴν καὶ Ἰὼ φασὶ διὰ τὸ ἰέναι
αὐτὴν διὰ πάσης τῆς γῆς πλανωμένην» (Ἶσιν λένε καὶ τὴν Ἰὼ γιὰ τὸ ὅτι ἐπορεύθη σὲ ὅλην τὴν γῆν
περιπλαμωνένη).
Σελίς | 55
εἶναι, οἱονδήποτε ἀπὸ ἐμᾶς θέλει νὰ πέμψῃ ἢ νὰ πάψῃ νὰ πνέῃ105.

{ΝΟΤΟΣ} Θεραπευτέα τοιγαροῦν, ὦ Ζέφυρε, ἤδη δέσποινά γε οὖσα. εὐνουστέρα


γὰρ ἂν οὕτως γένοιτο.
Πρέπει λοιπὸν νὰ τὴν ὑπηρετοῦμε, Ζέφυρε, ἀφοῦ εἶναι ἤδη κυρά [μας]. Διότι ἔτσι τυχὸν
θὰ εἶναι πιὸ εὐνοϊκή.

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Ἀλλ' ἤδη γὰρ διεπέρασε καὶ ἐξένευσεν ἐς τὴν γῆν. ὁρᾷς ὅπως
οὐκέτι μὲν τετραποδητὶ βαδίζει, ἀνορθώσας δὲ αὐτὴν ὁ Ἑρμῆς γυναῖκα
παγκάλην αὖθις ἐποίησεν;
Ἀλλὰ ἤδη διαπέρασε [τὴν θάλασσαν] καὶ κολύμβησε πρὸς τὴν στεριά. Βλέπεις ὅτι δὲν
βαδίζει πλέον στὰ τέσσερα, ἀλλὰ ὁ Ἑρμῆς τὴν ἀνώρθωσε καὶ τὴν ἔκανε πάλι γυναῖκα
ὡραιοτάτη;

{ΝΟΤΟΣ} Παράδοξα γοῦν ταῦτα, ὦ Ζέφυρε· οὐκέτι τὰ κέρατα οὐδὲ οὐρὰ καὶ
δίχηλα τὰ σκέλη, ἀλλ' ἐπέραστος κόρη. ὁ μέντοι Ἑρμῆς τί παθὼν μεταβέβληκεν
ἑαυτὸν καὶ ἀντὶ νεανίου κυνοπρόσωπος γεγένηται;
Αὐτὰ εἶναι παράδοξα [πράγματα], Ζέφυρε. Οὔτε κέρατα ἔχει πλέον, οὔτε οὐρὰ καὶ πόδια
διχαλωτά, ἀλλὰ εἶναι κόρη ἀξιέραστος. Ὁ μὲν Ἑρμῆς τί ἔπαθε καὶ ἀντὶ νέου ἔχει
μεταβληθῇ σὲ σκυλοπρόσωπο106;

105
Ἡ Ἶσις ἦτο ἡ πρώτη θεότης ἡ ὁποία ἐφανέρωσε μία χαρακτηριστικὴ ἱκανότητα προσαρμογῆς καὶ
μεταμορφώσεως στὸ νέο περιβάλλον ἐντὸς τοῦ ὁποίου διεδόθη. Οἱ ἀρχὲς λατρείας της φανερώνουν τὶς
προσωπικὲς σχέσεις οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσονται μεταξὺ θεᾶς καὶ ἀνθρώπων. Ἡ Ἶσις ἐξακολουθοῦσε νὰ διατηρῇ,
ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Πτολεμαίων, τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀρχαίας παραδόσεως. Ἡ συγκεκριμένη
θεότης συνεδέθη στενὰ μὲ τὰ φυσικὰ ὑδάτινα στοιχεῖα καὶ τὴν γῆν. Σὲ ἕναν ὕμνο ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς νήσου
τῶν Φιλῶν, ὁ ὁποῖος χρονολογεῖται σὲ ἐκείνη τὴν χρονικὴ περίοδο, παρωμοιάζετο μὲ τὴν γῆν, ἡ ὁποία
ἀναζωογονεῖται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδρασιν τῆς πλημμύρας τοῦ Νείλου.
106
Ὁ Λουκιανὸς ἐννοεῖ τὸν Ἑρμάνουβιν, τὸν θεὸν ὁ ὁποῖος συνεδύαζε τὸν Ἑρμῆ μὲ τὸν Ἄνουβιν. Ὁ Ἄνουβις,
σύμφωνα μὲ τὶς πεποιθήσεις τῶν Αἰγυπτίων, ἄνοιγε τὸν δρόμο τοῦ ἄλλου κόσμου πρὸς χάριν τῶν νεκρῶν.
Ἀπεικονίζετο ὡς μελαμψὸς ἄνδρας μὲ κεφαλὴ σκύλου, ἱεροῦ τοτεμικοῦ ζῴου του. Οἱ Ἕλληνες εἶχον δώσει
στὴν μητρόπολιν τῆς λατρείας του τὸ ὄνομα Κυνόπολις καὶ ἐταυτίσθη ἐπίσης μὲ τὸν σκύλο φύλακα Κέρβερο
τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Ἡ λατρεία τοῦ Ἀνούβιδος, χάρις στὸν ῥόλο του ὡς θεοῦ τῶν νεκρῶν, ἔγινε
καθολικὰ ἀποδεκτή, ἐνῷ ἡ εἴσοδός του στὸν κεντρικὸ μῦθο τοῦ Ὀσίριδος συνέτεινε στὴν μακρόχρονη
διάρκεια τῆς λατρείας του μέχρι τοὺς νεωτέρους χρόνους, ὁπότε καὶ ἐταυτίσθη πλήρως μὲ τὸν ψυχοπομπὸ
Ἑρμῆ. Ἔτσι ὁ Ἑρμάνουβις ἀπεικονίζεται νὰ ἔχῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἑρμοῦ καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἀνούβιδος, δηλαδὴ
σκύλου. Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ ἄγαλμά του εὑρίσκεται στὸ μουσεῖον τοῦ Βατικανὸ καὶ μάλιστα τὸν ἐμφανίζει
νὰ κρατῇ στὸ ἕνα χέρι κλαδὶ φοίνικος καὶ στὸ ἄλλο τὸ κηρύκειον. Ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ Ἶσιδος
καὶ Ὀσίριδος» ἀναφέρει τὸ ὄνομα Ἑρμάνουβις ὡς προσδιορισμὸ τοῦ Ἀνούβιδος στὴν ὑπόκοσμη πλευρά του
(61): «Ὁ δ’ ἀναφαίνων τὰ οὐράνια καὶ τῶν ἄνω φερομένων λόγος Ἄνουβις ἔστιν ὅτε καὶ Ἑρμάνουβις
Σελίς | 56
{ΖΕΦΥΡΟΣ} Μὴ πολυπραγμονῶμεν, ὅτι ἄμεινον ἐκεῖνος οἶδε τὸ πρακτέον.
Μὴν ἀνακατευόμαστε σὲ ξένες ὑποθέσεις, διότι ἐκεῖνος ξέρει καλλίτερα αὐτὸ τὸ ὁποῖον
πρέπει νὰ πράξῃ.

ὀνομάζεται, τὸ μὲν ὡς τοῖς ἄνω τὸ δ’ ὡς τοῖς κάτω προσήκων. Διὸ καὶ θύουσιν αὐτῷ τὸ μὲν λευκὸν
ἀλεκτρυόνα, τὸ δὲ κροκίαν, τὰ μὲν εἰλικρινῆ καὶ φανά, τὰ δὲ μικτὰ καὶ ποικίλα νομίζοντες» (Καὶ αὐτὸς ὁ
ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Λόγος ἐκείνων ποὺ κινοῦνται πρὸς τὰ ἄνω, εἶναι ὁ Ἄνουβις,
ὁ ὁποῖος μερικὲς φορὲς ὀνομάζεται καὶ Ἑρμάνουβις, τὸ μὲν ἐπειδὴ ἁρμόζει στὰ ἄνω, τὸ δὲ ἐπειδὴ ἁρμόζει στὰ
κάτω. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο θυσιάζουν σὲ αὐτὸν γιὰ τὸ μὲν λευκὸ κόκκορα, γιὰ τὸ δὲ κεραμιδοκόκκινο, ἐπειδὴ
πιστεύουν ὅτι τὰ πρῶτα εἶναι καθαρὰ καὶ φανερά, τὰ ἄλλα σύνθετα καὶ ποικίλα). Ὁ Πορφύριος εἰς τὸ ἔργον
του «Περὶ ἀγαλμάτων» ἀναφέρεται στὸν Ἑρμάνουβιν ὡς σύνθετο καὶ μιξέλλην (8.110): «Σύνθετος δὲ καὶ οἷον
μιξέλλην καὶ παρ’ Αἰγυπτίοις ὁ Ἑρμάνουβις» (Ὁ Ἑρμάνουβις εἶναι σύνθετος καὶ ὁ μόνος κατὰ τὸ ἥμισυ Ἕλλην
γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους). Ὁ Λουκιανὸς εἰς τὸ ἔργον του «Θεῶν ἐκκλησία» σατυρίζει τὸν Ἄνουβιν (10.2):
«ὦ κυνοπρόσωπε καὶ σινδόσιν ἐσταλμένε Αἰγύπτιε, τίς εἶ, ὦ βέλτιστε, ἢ πῶς ἀξιοῖς θεὸς εἶναι ὑλακτῶν;»
(Κυνοπρόσωπε καὶ ἐνδεδυμένε μὲ λινὰ ὑφάσματα Αἰγύπτιε, ποιός εἶσαι, φίλε μου, ἢ μὲ ποιόν τρόπο ἔχεις τὴν
ἀπαίτησιν νὰ εἶσαι θεὸς ἀφοῦ γαυγίζεις;). Ἡ ἀναφορὰ στὰ λινὰ ὑφάσματα ἔχει σχέσιν μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ
ἱερεῖς στὴν Αἴγυπτο φοροῦσαν λινὰ ἐνδύματα, ὡς ἔνδειξιν ἁγνότητος. Παραστάσεις τοῦ Ἀνούβιδος ἀφθονοῦν
στὴν Πομπηία. Σὲ αὐτὲς περιλαμβάνονται καὶ οἱ παραστάσεις ἱερέων οἱ ὁποῖοι φοροῦν μάσκες σκύλου.
Σελίς | 57
ΔΩΡΙΔΟΣ ΚΑΙ ΘΕΤΙΔΟΣ

{ΔΩΡΙΣ} Τί δακρύεις, ὦ Θέτι;


Γιατί δακρύζεις, Θέτι;

{ΘΕΤΙΣ} Καλλίστην, ὦ Δωρί, κόρην εἶδον ἐς κιβωτὸν ὑπὸ τοῦ πατρὸς


ἐμβληθεῖσαν, αὐτήν τε καὶ βρέφος αὐτῆς ἀρτιγέννητον· ἐκέλευσεν δὲ ὁ πατὴρ
τοὺς ναύτας ἀναλαβόντας τὸ κιβώτιον, ἐπειδὰν πολὺ τῆς γῆς ἀποσπάσωσιν,
ἀφεῖναι εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς ἀπόλοιτο ἡ ἀθλία, καὶ αὐτὴ καὶ τὸ βρέφος.
Διότι εἶδα ὡραιοτάτη κόρη, Δωρί, νὰ τὴν βάζῃ ὁ πατέρας της μέσα σὲ ξύλινο κιβώτιον,
αὐτὴν καὶ τὸ βρέφος της, τὸ νεογνόν. Διέταξε δὲ ὁ πατέρας τοὺς ναύτας, φορτώνοντας
τὸ ξύλινο κιβώτιον [στὸ πλοῖον τους], ὅταν ἀπομακρυνθοῦν πολὺ ἀπὸ τὴν στεριά, νὰ τὸ
ῥίψουν εἰς τὴν θάλασσαν, γιὰ νὰ χαθῇ ἡ ἄμοιρος, καὶ αὐτὴ καὶ τὸ βρέφος.

{ΔΩΡΙΣ} Τίνος ἕνεκα, ὦ ἀδελφή; εἰπέ, εἴ τι ἔμαθες ἀκριβῶς.


Ἐξ αἰτίας ποιοῦ, ἀδελφή; Πές, ἐὰν ἔμαθες κάτι μὲ λεπτομέρειες.

{ΘΕΤΙΣ} Ἅπαντα. ὁ γὰρ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν


ἐς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλών· εἶτα, εἰ μὲν ἀληθὲς οὐκ ἔχω εἰπεῖν, φασὶ δ'
οὖν τὸν Δία χρυσὸν γενόμενον ῥυῆναι διὰ τοῦ ὀρόφου ἐπ' αὐτήν, δεξαμένην δὲ
ἐκείνην ἐς τὸν κόλπον καταρρέοντα τὸν θεὸν ἐγκύμονα γενέσθαι. τοῦτο
αἰσθόμενος ὁ πατήρ, ἄγριός τις καὶ ζηλότυπος γέρων, ἠγανάκτησε καὶ ὑπό τινος
μεμοιχεῦσθαι οἰηθεὶς αὐτὴν ἐμβάλλει εἰς τὴν κιβωτὸν ἄρτι τετοκυῖαν.
Ὅλα! Ὁ πατέρας της ὁ Ἀκρίσιος ἐπειδὴ ἦτο ὡραιοτάτη, τὴν εἶχε κλείσει σὲ κάποιο
χάλκινο δωμάτιο γιὰ νὰ μείνῃ παρθένος. Ἔπειτα, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ἐὰν αὐτὸ εἶναι
ἀληθές, λένε ὅτι ὁ Ζεὺς μεταμορφωθεὶς σὲ χρυσὸ107 κύλησε ἀπὸ τὴν στέγη ἐπάνω της, καὶ
ἐκείνη δεχομένη στὸν κόλπο της τὸν καταρρέοντα θεὸ ἔμεινε ἔγκυος. Ἀφοῦ τὸ
ἀντελήφθη αὐτὸ ὁ πατέρας της, ὁ ὁποῖος εἶναι κάποιος ἄγριος καὶ ζηλιάρης γέρων,

107
Ἀναφέρεται εἰς τὸν μῦθον ὁ ὁποῖος διηγεῖται τὸν ἔρωτα τοῦ Διὸς γιὰ τὴν Δανάη, κόρη τοῦ Ἀκρισίου,
βασιλέως τοῦ Ἄργους. Ὁ Ἀκρίσιος εἶχε λάβει χρησμόν, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον θὰ τὸν ἐφόνευε ὁ ἐγγονός του.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπεφάσισε νὰ κλειδώσῃ τὴν Δανάη μαζὶ μὲ τὴν τροφό της σὲ μία ὑπόγεια φυλακή, τῆς
ὁποίας οἱ τοῖχοι εἶχον ἐπενδυθῇ μὲ μεταλλικὲς πλάκες. Ὅμως ὁ Ζεὺς τὴν ἐρωτεύθη καὶ προκειμένου νὰ
συνευρεθῇ μαζί της μετεμορφώθη σὲ χρυσὴ βροχή, εἰσχωρώντας στὴν φυλακὴ ἀπὸ τὴν ὀροφή. Ἀπὸ τὴν
ἕνωσιν αὐτὴν ἐγεννήθη ὁ Περσεύς. Ὁ Ἀκρίσιος, ὅταν ἀργότερα ἄκουσε κλάμα παιδιοῦ καὶ ἔμαθε γιὰ τὴν
γέννησιν τοῦ ἐγγονοῦ του, ἐφόνευσε τὴν τροφὸ καὶ κλειδώνοντας τὴν Δανάη καὶ τὸν μικρὸ Περσέα σὲ ἕνα
ξύλινο κιβώτιον, τοὺς ἔρριψε εἰς τὴν θάλασσαν.
Σελίς | 58
ἠγανάκτησε καὶ νομίζοντας ὅτι εἶχε συνευρεθῇ μὲ κάποιον παράνομο ἐραστή, τὴν βάζει
μέσα στὸ ξύλινο κιβώτιον μόλις ἐγέννησε.

{ΔΩΡΙΣ} Ἡ δὲ τί ἔπραττεν, ὦ Θέτι, ὁπότε καθίετο;


Αὐτὴ δὲ τί ἔκανε, Θέτι, καθὼς τὴν κατέβαζαν εἰς τὴν θάλασσαν;

{ΘΕΤΙΣ} Ὑπὲρ αὐτῆς μὲν ἐσίγα, ὦ Δωρί, καὶ ἔφερε τὴν καταδίκην. τὸ βρέφος δὲ
παρῃτεῖτο μὴ ἀποθανεῖν δακρύουσα καὶ τῷ πάππῳ δεικνύουσα αὐτό, κάλλιστον
ὄν· τὸ δὲ ὑπ' ἀγνοίας τῶν κακῶν ὑπεμειδία πρὸς τὴν θάλασσαν. ὑποπίμπλαμαι
αὖθις τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων μνημονεύσασα αὐτῶν.
Γιὰ τὸν ἐαυτόν της σιωποῦσε, Δωρί, καὶ ὑπέφερε τὴν καταδίκη. Παρακαλοῦσε ὅμως
δακρύζοντας γιὰ τὸ βρέφος νὰ μὴ φονευθῇ καὶ τὸ ἔδειχνε στὸν παππού του, ἐπειδὴ εἶναι
ὡραῖον. Αὐτὸ δὲ ἐξ ἀγνοίας τῶν κακῶν χαμογελοῦσε πρὸς τὴν θάλασσαν. Γεμίζουν πάλι
οἱ ὀφθαλμοί μου δάκρυα καθὼς τὰ ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμη μου.

{ΔΩΡΙΣ} Κἀμὲ δακρῦσαι ἐποίησας. ἀλλ' ἤδη τεθνᾶσιν;


Καὶ ἐμένα μὲ ἔκανες νὰ δακρύσω. Ἀλλὰ ἔχουν ἤδη πεθάνει;

{ΘΕΤΙΣ} Οὐδαμῶς· νήχεται γὰρ ἔτι ἡ κιβωτὸς ἀμφὶ τὴν Σέριφον ζῶντας αὐτοὺς
φυλάττουσα.
Ὄχι, διότι ἐξακολουθεῖ νὰ πλέῃ τὸ ξύλινο κιβώτιον γύρω ἀπὸ τὴν Σέριφο108 διατηρώντας
τους ζωντανούς.

{ΔΩΡΙΣ} Τί οὖν οὐχὶ σῴζομεν αὐτοὺς τοῖς ἁλιεῦσι τούτοις ἐμβαλοῦσαι ἐς τὰ


δίκτυα τοῖς Σεριφίοις; οἱ δὲ ἀνασπάσαντες σώσουσι δῆλον ὅτι.
Γιατί λοιπὸν δὲν τοὺς σῴζουμε ῥίπτοντάς τους στὰ δίχτυα αὐτῶν τῶν Σεριφίων ἁλιέων;
Αὐτοὶ δὲ εἶναι προφανὲς ὅτι ὅταν τὰ ἀνασύρουν θὰ τοὺς σώσουν109.

108
Ἡ Σέριφος εἶναι νῆσος τοῦ Αἰγαίου πελάγους ἀνήκουσα στὶς Κυκλάδες. Σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχαῖες μαρτυρίες
πρῶτοι κάτοικοι τῆς Σερίφου ἦσαν Αἰολεῖς ἀπὸ τὴν Θεσσαλία, ἐνῷ ἀργότερα ἔφθασαν Ἴωνες ἄποικοι ἀπὸ τὴν
Ἀθῆνα. Μεταλλεῖα σιδήρου καὶ χαλκοῦ ὑπῆρχον ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ οἱ μεταλλουργικὲς δραστηριότητες
ἀνάγονται στοὺς Πρωτοκυκλαδικοὺς χρόνους (3η π.Χ. χιλιετία). Σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία, στὴν Σέριφο
ξεβράστηκε τὸ κιβώτιον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἄργους Ἀκρίσιος εἶχε κλείσει τὴν κόρη του Δανάη
μὲ τὸν υἱόν της Περσέα, γιὰ νὰ χαθοῦν. Ἀπὸ ἀρχαῖες μαρτυρίες εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Σερίφου
ἐλάτρευον τὸν Περσέα. Ἔχουν βρεθεῖ ἀρχαία νομίσματα τῆς Σερίφου ἀπὸ τὸν 6ον π.Χ. αἰῶνα καὶ ἔπειτα, τὰ
ὁποῖα ἀπεικονίζουν τὸν Περσέα καὶ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης.
109
Ὁ ψαρὰς Δίκτυς βρῆκε τὸ ξύλινο κιβώτιον καὶ παρέδωσε τὴν Δανάη καὶ τὸν Περσέα στὸν ἀδελφό του καὶ
βασιλέα τῆς Σερίφου Πολυδέκτη.
Σελίς | 59
{ΘΕΤΙΣ} Εὖ λέγεις, οὕτω ποιῶμεν· μὴ γὰρ ἀπολέσθω μήτε αὐτὴ μήτε τὸ παιδίον
οὕτως ὂν καλόν.
Καλὰ λές, ἔτσι νὰ πράξουμε. Νὰ μὴ χαθῇ οὔτε αὐτὴ οὔτε τὸ παιδί, τὸ ὁποῖον εἶναι τόσο
ὡραῖον.

Σελίς | 60
ΕΝΙΠΕΩΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ

{ΕΝΙΠΕΥΣ} Οὐ καλὰ ταῦτα, ὦ Πόσειδον· εἰρήσεται γὰρ τἀληθές· ὑπελθών μου


τὴν ἐρωμένην εἰκασθεὶς ἐμοὶ διεκόρησας τὴν παῖδα· ἡ δὲ ᾤετο ὑπ' ἐμοῦ αὐτὸ
πεπονθέναι καὶ διὰ τοῦτο παρεῖχεν ἑαυτήν.
Δὲν εἶναι ὡραία αὐτά, Ποσειδῶν. Διότι πρέπει νὰ λεχθῇ ἡ ἀλήθεια. Ὁμοιωθεὶς πρὸς
ἐμένα ἐξασφάλισες τὴν εὔνοιά της καὶ ξεπαρθένεψες τὴν ἐρωμένη μου110. Αὐτὴ δὲ
ἐνόμιζε ὅτι ἀπὸ ἐμένα τὸ γευόταν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο σοῦ ἐδόθη.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Σὺ γάρ, ὦ Ἐνιπεῦ, ὑπεροπτικὸς ἦσθα καὶ βραδύς, ὃς κόρης οὕτω


καλῆς φοιτώσης ὁσημέραι παρὰ σέ, ἀπολλυμένης ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, ὑπερεώρας
καὶ ἔχαιρες λυπῶν αὐτήν, ἡ δὲ περὶ τὰς ὄχθας ἁλύουσα καὶ ἐπεμβαίνουσα καὶ
λουομένη ἐνίοτε ηὔχετό σοι ἐντυχεῖν, σὺ δὲ ἐθρύπτου πρὸς αὐτήν.
Διότι ἐσύ, Ἐνιπεῦ111, ἤσουν ὑπερόπτης καὶ ἀργός, ὁ ὁποῖος τόσο ὡραία κόρη, ποὺ σὲ
ἐπεσκέπτετο κάθε ἡμέρα, τρελλὴ ἀπὸ τὸν ἔρωτα, τὴν περιφρονοῦσες καὶ χαιρόσουν νὰ
τὴν στενοχωρῇς, ἐνῷ αὐτὴ περιεφέρετο στὶς ὄχθες [σου] καὶ ἔμπαινε μέσα καὶ λουομένη
ἐνίοτε εὐχόταν νὰ σὲ συναντήσῃ, ἐνῷ ἐσὺ τῆς ἐθύμωνες.

{ΕΝΙΠΕΥΣ} Τί οὖν; διὰ τοῦτο ἐχρῆν σε προαρπάσαι τὸν ἔρωτα καὶ


καθυποκρίνασθαι Ἐνιπέα ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι καὶ κατασοφίσασθαι τὴν Τυρὼ
ἀφελῆ κόρην οὖσαν;
Καὶ λοιπόν; Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἔπρεπε ἐσὺ νὰ ὑποκλέψῃς τὸν ἔρωτα καὶ νὰ προσποιῆσαι ὅτι
εἶσαι ὁ Ἐνιπεὺς ἀντὶ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ νὰ ξεγελάσῃς μὲ τεχνάσματα τὴν Τυρώ, ἡ ὁποία
εἶναι κοπέλα ἀφελής;

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ὀψὲ ζηλοτυπεῖς, ὦ Ἐνιπεῦ, ὑπερόπτης πρότερον ὤν· ἡ Τυρὼ δὲ


οὐδὲ δεινὸν πέπονθεν οἰομένη ὑπὸ σοῦ διακεκορῆσθαι.
Ἀργὰ ζηλοτυπεῖς, Ἐνιπεῦ, ἐνῷ πρὶν ἤσουν ὑπερόπτης. Ἡ δὲ Τυρὼ δὲν ἔχει πάθει τίποτε

110
Ἐννοεῖ τὴν Τυρώ, κόρη τοῦ Σαλμωνέως καὶ τῆς Ἀλκιδίκης. Κάποτε ἐρωτεύθη τὸν ποτάμιο θεὸ Ἐνιπέα,
ἀλλὰ ἐξηπατήθη ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν μορφή του καὶ συνευρέθη μὲ αὐτήν. Ἀπὸ τὸν
Ποσειδῶνα ἐγέννησε τὸν Πελία, θεῖο τοῦ Ἰάσονος καὶ τὸν Νηλέα, πατέρα τοῦ Νέστορος, βασιλέως τῆς Πύλου.
111
Υἱὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, ὁ ὡραιότερος ἀπ’ ὅλους τοὺς θεοὺς τῶν ποταμῶν. Εἴτε πρόκειται γὰ τὸν
μεγάλο παραπόταμο τοῦ ποταμοῦ Πηνειοῦ στὴν Θεσσαλία (σημερινὸς Τσαναρλὴς) ἢ γιὰ τὸν παραπόταμο τοῦ
Ἀλφειοῦ, δυτικὰ τῆς Ὀλυμπίας (σημερινὸς Βαρνίχιος ἢ Ἄβουρας). Ἡ σύγχυσις ἴσως προέκυψε ἀπὸ τὸ γεγονὸς
ὅτι ὁ πατὴρ τῆς Τυροῦς, ὁ Σαλμωνεύς, στὴν ἀρχὴ κατοικοῦσε στὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλίας, ἀλλὰ ἀργότερα
ἦλθε στὴν Ἤλιδα, ὅπου ἵδρυσε τὴν πόλιν Σαλμώνη.
Σελίς | 61
κακὸ νομίζοντας ὅτι ξεπαρθενεύτηκε ἀπὸ ἐσένα.

{ΕΝΙΠΕΥΣ} Οὐ μὲν οὖν· ἔφησθα γὰρ ἀπιὼν ὅτι Ποσειδῶν ἦσθα. ὃ καὶ μάλιστα
ἐλύπησεν αὐτήν· καὶ ἐγὼ τοῦτο ἠδίκημαι, ὅτι τὰ ἐμὰ σὺ ηὐφραίνου τότε καὶ
περιστήσας πορφύρεόν τι κῦμα, ὅπερ ὑμᾶς συνέκρυπτεν ἅμα, συνῆσθα τῇ παιδὶ
ἀντ' ἐμοῦ.
Ὄχι δά, διότι φεύγοντας εἶπες ὅτι ἤσουν ὁ Ποσειδῶν, τὸ ὁποῖον τὴν κατελύπησεν. Καὶ
ἐγὼ σὲ αὐτὸ ἔχω ἀδικηθῇ, ὅτι ἐσὺ εὐχαριστιόσουν τότε τὰ δικά μου καὶ περιβληθεὶς
κάποιο πορφυροῦν κῦμα, τὸ ὁποῖον ἀκριβῶς σᾶς ἔκρυψε συγχρόνως, συνευρέθης μὲ τὴν
κοπέλα ἀντὶ ἐμοῦ.

{ΠΟΣΕΙΔΩΝ} Ναί· σὺ γὰρ οὐκ ἤθελες, ὦ Ἐνιπεῦ.


Ναί, διότι ἐσὺ δὲν ἤθελες, Ἐνιπεῦ.

Σελίς | 62
ΤΡΙΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΝΗΡΕΙΔΩΝ

{ΤΡΙΤΩΝ} Τὸ κῆτος ὑμῶν, ὦ Νηρεΐδες, ὃ ἐπὶ τὴν τοῦ Κηφέως θυγατέρα τὴν
Ἀνδρομέδαν ἐπέμψατε, οὔτε τὴν παῖδα ἠδίκησεν, ὡς οἴεσθε, καὶ αὐτὸ ἤδη
τέθνηκεν.
Τὸ κῆτος σας, Νηρηίδες, τὸ ὁποῖον στείλατε ἐναντίον τῆς κόρης τοῦ Κηφέως 112 τὴν
Ἀνδρομέδα113, οὔτε τὴν κοπέλα ἔβλαψε, ὅπως νομίζετε, καὶ αὐτὸ ἔχει ἤδη φονευθῇ.

{ΝΗΡΕΙΔΕΣ} Ὑπὸ τίνος, ὦ Τρίτων; ἢ ὁ Κηφεὺς καθάπερ δέλεαρ προθεὶς τὴν


κόρην ἀπέκτεινεν ἐπιών, λοχήσας μετὰ πολλῆς δυνάμεως;
Ἀπὸ ποιόν, Τρίτων; Ἢ ὁ Κηφεὺς χρησιμοποιώντας τὴν κόρη [του] ὡς δόλωμα καὶ
στήνοντας ἐνέδρα μὲ πολλὲς δυνάμεις, ὥρμησε καὶ τὸ σκότωσε;

112
Υἱὸς τοῦ Βήλου καὶ τῆς Ἀγχινόης, ἀδελφὸς τοῦ Φινέως, σύζυγος τῆς Κασσιόπης (ἢ Κασσιεπείας) καὶ πατὴρ
τῆς Ἀνδρομέδης. Ἦτο βασιλεὺς τῆς Αἰθιοπίας. Ἀναφέρει ὁ Ἐρατοσθένης εἰς τὸ ἔργον του «Καταστερισμοὶ ἢ
Ἀστροθεσίαι ζῳδίων» (1.15.5): «ἦν δέ, ὡς Εὐριπίδης φησίν, Αἰθιόπων βασιλεύς, Ἀνδρομέδας δὲ πατήρ· τὴν δ’
αὑτοῦ θυγατέρα δοκεῖ προθεῖναι τῷ κήτει βοράν, ἣν Περσεὺς ὁ Διὸς διέσωσε· δι’ ἣν καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς ἄστροις
ἐτέθη Ἀθηνᾶς γνώμῃ» (Ἦτο, ὅπως λέει ὁ Εὐριπίδης, βασιλεὺς τῶν Αἰθιόπων καὶ πατὴρ τῆς Ἀνδρομέδης.
Φαίνεται ὅτι ἐξέθεσε τὴν κόρη του στὸ κῆτος πρὸς βορά, τὴν ὁποίαν ὁ Περσεὺς ὁ υἱὸς τοῦ Διὸς ἔσωσε. Ἐξ αἰτίας
της καὶ αὐτὸς στοὺς ἀστέρες ἐτέθη μὲ τὴν γνώμη τῆς Ἀθηνᾶς).
113
Ἡ Ἀνδρομέδα ἦτο κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Αἰθιοπίας Κηφέως καὶ τῆς Κασσιόπης (ἢ Κασσιεπείας). Ἀναφέρει
ὁ Ψευδο-Ἀπολλόδωρος εἰς τὸ ἔργον του «Βιβλιοθήκη» (Βιβλίον 2ον, 4.3): «Κασσιέπεια γὰρ ἡ Κηϕέως γυνὴ
Νηρηίσιν ἤρισε περὶ κάλλους, καὶ πασῶν εἶναι κρείσσων ηὔχησεν· ὅθεν αἱ Νηρηίδες ἐμήνισαν, καὶ Ποσειδῶν
αὐταῖς συνοργισθεὶς πλήμμυράν τε ἐπὶ τὴν χώραν ἔπεμψε καὶ κῆτος. Ἄμμωνος δὲ χρήσαντος τὴν ἀπαλλαγὴν
τῆς συμϕορᾶς, ἐὰν ἡ Κασσιεπείας θυγάτηρ Ἀνδρομέδα προτεθῇ τῷ κήτει βορά, τοῦτο ἀναγκασθεὶς ὁ Κηϕεὺς
ὑπὸ τῶν Αἰθιόπων ἔπραξε, καὶ προσέδησε τὴν θυγατέρα πέτρᾳ. ταύτην θεασάμενος ὁ Περσεὺς καὶ ἐρασθεὶς
ἀναιρήσειν ὑπέσχετο Κηϕεῖ τὸ κῆτος, εἰ μέλλει σωθεῖσαν αὐτὴν αὐτῷ δώσειν γυναῖκα. ἐπὶ τούτοις γενομένων
ὅρκων, ὑποστὰς τὸ κῆτος ἔκτεινε καὶ τὴν Ἀνδρομέδαν ἔλυσεν» (Διότι ἡ Κασσιέπεια ἡ γυναῖκα τοῦ Κηφέως
ἔρισε μὲ τὶς Νηρηίδες περὶ κάλλους καὶ ἐκαυχήθη ὅτι εἶναι πιὸ ὡραία ὅλων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἐξωργίσθησαν
καὶ ὁ Ποσειδῶν ὀργιζόμενος καὶ ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ αὐτὲς ἔστειλε πλημμύρα καὶ κῆτος ἐναντίον τῆς χώρας. [Τὸ
μαντεῖον τοῦ] Ἄμμωνος ἔδωσε χρησμὸν γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν συμφορά, ἐὰν ἡ κόρη τῆς Κασσιεπείας
Ἀνδρομέδα ἐκτεθῇ πρὸς βορὰ στὸ κῆτος καὶ αὐτὸ ἔπραξε ὁ Κηφεὺς ἀναγκασθεὶς ἀπὸ τοὺς Αἰθίοπας, προσέδεσε
τὴν κόρη του σὲ βράχο. Βλέποντάς την ὁ Περσεὺς τὴν ἐρωτεύθη καὶ ὑπεσχέθη στὸν Κηφέα νὰ σκοτώσῃ τὸ
κῆτος, ἐὰν πρόκειται σώζωντάς την νὰ τοῦ τὴν δώσῃ ὡς σύζυγό του. Μόλις ἔγιναν οἱ σχετικοὶ ὅρκοι ἀνέλαβε
καὶ σκότωσε τὸ κῆτος καὶ ἐλευθέρωσε τὴν Ἀνδρομέδα). Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Ἐρατοσθένης εἰς τὸ ἔργον του
«Καταστερισμοὶ ἢ Ἀστροθεσίαι ζῳδίων» (1.17.2): «Αὕτη κεῖται ἐν τοῖς ἄστροις διὰ τὴν Ἀθηνᾶν, τῶν Περσέως
ἄθλων ὑπόμνημα, διατεταμένη τὰς χεῖρας, ὡς καὶ προετέθη τῷ κήτει· ἀνθ’ ὧν σωθεῖσα ὑπὸ τοῦ Περσέως οὐχ
εἵλετο τῷ πατρὶ συμμένειν οὐδὲ τῇ μητρί, ἀλλ’ αὐθαίρετος εἰς τὸ Ἂργος ἀπῆλθε μετ’ ἐκείνου, εὐγενές τι
φρονήσασα. λέγει δὲ καὶ Εὐριπίδης σαφῶς ἐν τῷ περὶ αὐτῆς γεγραμμένῳ δράματι» (Αὐτὴ εὑρίσκεται στὰ ἄστρα
ἐξ αἰτίας τῆς Ἀθηνᾶς, ὑπόμνημα τῶν ἄθλων τοῦ Περσέως, μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια, ὅπως εἶχε ἐκτεθῇ στὸ κῆτος.
Εἰς ἀντάλλαγμα ἐπειδὴ ἐσώθη ἀπὸ τὸν Περσέα δὲν ἐπέλεξε νὰ μείνῃ μὲ τὸν πατέρα της ἢ τὴν μητέρα της, ἀλλὰ
ἑκουσίως ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ ἐκεῖνον [τὸν Περσέα] γιὰ τὸ Ἄργος, σκεπτομένη γενναίως. Τὰ λέει καὶ ὁ
Εὐριπίδης μὲ σαφήνεια στὸ γεγγραμμένο δρᾶμα [του] περὶ αὐτῆς).
Σελίς | 63
{ΤΡΙΤΩΝ} Οὔκ· ἀλλὰ ἴστε, οἶμαι, ὦ Ἰφιάνασσα, τὸν Περσέα, τὸ τῆς Δανάης
παιδίον, ὃ μετὰ τῆς μητρὸς ἐν τῇ κιβωτῷ ἐμβληθὲν εἰς τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ
μητροπάτορος ἐσώσατε οἰκτείρασαι αὐτούς.
Ὄχι. Ἀλλὰ γνωρίζετε, νομίζω, Ἰφιάνασσα114, τὸν Περσέα115, τὸ παιδὶ τῆς Δανάης116, τὸ
ὁποῖον ῥιφθὲν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του εἰς τὴν θάλασσαν, μέσα στὸ ξύλινο κιβώτιον, ἀπὸ
τὸν πατέρα τῆς μητρός του, λυπήθηκατε καὶ τοὺς ἐσώσατε.

{ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ} Οἶδα ὃν λέγεις· εἰκὸς δὲ ἤδη νεανίαν εἶναι καὶ μάλα γενναῖόν τε
καὶ καλὸν ἰδεῖν.
Γνωρίζω γιὰ ποιόν λές. Προφανῶς τώρα εἶναι νεαρὸς καὶ πολὺ γενναῖος καὶ χάρμα
ὀφθαλμῶν.

{ΤΡΙΤΩΝ} Οὗτος ἀπέκτεινεν τὸ κῆτος.


Αὐτὸς σκότωσε τὸ κῆτος.

{ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ} Διὰ τί, ὦ Τρίτων; οὐ γὰρ δὴ σῶστρα ἡμῖν τοιαῦτα ἐκτίνειν αὐτὸν
ἐχρῆν.
Γιατί, Τρίτων; Δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς δώσῃ τέτοια ἀμοιβὴ γιὰ τὴν σωτηρία του.

{ΤΡΙΤΩΝ} Ἐγὼ ὑμῖν φράσω τὸ πᾶν ὡς ἐγένετο· ἐστάλη μὲν οὗτος ἐπὶ τὰς
Γοργόνας ἆθλόν τινα τῷ βασιλεῖ ἐπιτελῶν, ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο εἰς τὴν Λιβύην-
Θὰ σᾶς διηγηθῶ τὰ πάντα πῶς συνέβησαν. Ἐστάλη μὲν αὐτὸς ἐναντίον τῶν Γοργόνων 117

114
Ἐπειδὴ ἀπὸ τὸν Ἡσίοδο, τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ψευδο-Ἀπολλόδωρο δὲν ἀναφέρεται καμμία Νηρηίς μὲ τὸ
ὄνομα Ἰφιάνασσα, πιστεύω ὅτι πρόκειται γιὰ χαρακτηρισμὸ ἀναφερόμενο στὴν Ἀμφιτρίτη, διότι ἐτυμολογικὰ
προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα ἶφι= ἰσχυρῶς καὶ τὸ ῥῆμα ἀνάσσω= βασιλεύω, ἀπὸ τὸ ὁποῖον προκύπτει καὶ τὸ
οὐσιαστικὸν ἄνασσα= βασίλισσα. Δηλαδὴ πρόκειται γιὰ αὐτὴν ἡ ὁποία ἰσχυρῶς ἀνάσσει, βασιλεύει. Ἐκτὸς τοῦ
ὅτι ἡ Ἀμφιτρίτη εἶναι μία ἀπὸ τὶς Νηρηίδες, εἶναι σύζυγος τοῦ Ποσειδῶνος καὶ ἄρα βασίλισσα τῆς θαλάσσης.
115
Ἥρως τοῦ Ἄργους, ὁ ἀρχαιότερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἥρωας τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς
Δανάης.
116
Κόρη τοῦ βασιλέως τοῦ Ἄργους Ἀκρισίου καὶ τῆς Εὐρυδίκης.
117
Οἱ Γοργόνες ἦσαν τέρατα τὰ ὁποῖα κατοικοῦσαν στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, κοντὰ στὶς Ἑσπερίδες. Ἦσαν τρεῖς
κόρες τῶν ἐναλίων θεοτήτων Φόρκυνος καὶ Κητοῦς: Ἡ Σθενῶ, ἡ Εὐρυάλη καὶ ἡ Μέδουσα. Οἱ δύο πρῶτες ἦσαν
ἀθάνατες, ἐνῷ ἡ Μέδουσα θνητή. Αὐτὴν ἀποκεφάλισε ὁ Περσεὺς μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀθηνᾶς, στὴν ὁποίαν
ἐχάρισε τὴν κεφαλή της καὶ ἐκείνη τὴν προσήρμοσε στὴν ἀσπίδα της.
Σελίς | 64
γιὰ νὰ ἐκτελέσῃ κάποιον ἄθλον γιὰ τὸν βασιλέα118. Ὅταν δὲ ἔφθασε εἰς τὴν Λιβύην119...

{ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ} Πῶς, ὦ Τρίτων; μόνος; ἢ καὶ ἄλλους συμμάχους ἦγεν; ἄλλως


γὰρ δύσπορος ἡ ὁδός.
Πῶς, Τρίτων; Μόνος; Ἢ ὠδήγει καὶ ἄλλους συμμάχους; Διαφορετικὰ ἡ ὁδὸς εἶναι
δύσκολος στὸ πέρασμα120.

{ΤΡΙΤΩΝ} Διὰ τοῦ ἀέρος· ὑπόπτερον γὰρ αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ ἔθηκεν. ἐπεὶ δ' οὖν ἧκεν
ὅπου διῃτῶντο, αἱ μὲν ἐκάθευδον, οἶμαι, ὁ δὲ ἀποτεμὼν τῆς Μεδούσης τὴν
κεφαλὴν ᾤχετο ἀποπτάμενος.
Διὰ τοῦ ἀέρος. Διότι ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ ἔδωσε πτερά121. Ὅταν δὲ ἔφθασε ἐκεῖ ὅπου ζοῦν, αὐτὲς

118
Ἡ Δανάη καὶ ὁ Περσεὺς παρέμειναν ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν κοντὰ στὸν βασιλέα τῆς Σερίφου Πολυδέκτη
ἀπολαύοντας πολλὲς περιποιήσεις. Ὅταν ὅμως ὁ Πολυδέκτης ἐρωτεύθη τὴν Δανάη καὶ δὲν τοῦ ἦτο πλέον
εὐχάριστος ἡ παρουσία τοῦ Περσέως ἐσοφίσθη τὸ ἑξῆς. Συγκέντρωσε τοὺς φίλους του καθὼς καὶ τὸν Περσέα
εἰς τὸ ἀνάκτορον μὲ πρόσχημα ὅτι διενεργεῖ ἔρανον γιὰ τὸ γαμήλιον δῶρον τῆς Ἰπποδάμειας, τῆς κόρης τοῦ
Οἰνομάου. Ὁ Περσεὺς τὸν ἐρώτησε τί μπορεῖ νὰ φέρῃ ὡς δῶρον καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε «ἕναν ἵππον». Ὁ Περσεὺς
ἀπὸ νεανικὴ ἀπερισκεψία τοῦ εἶπε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ φέρῃ ἀκόμη καὶ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης. Τὴν
ἄλλη ἡμέρα κάθε ἕνας ἔφερε τὸν ἵππον του, ἀλλὰ ὁ Πολυδέκτης δὲν ἐδέχθη τὸν ἵππον τοῦ Περσέως λέγοντάς
του ὅτι τοῦ ὑπεσχέθη ὅτι θὰ τοῦ φέρῃ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης. Ὁ Περσεὺς εὑρέθη σὲ δύσκολη θέσιν καὶ
ἀποθαρρυμένος πῆγε καὶ κάθισε σὲ ἕνα ἀκρογιάλι. Ἐκεῖ τοῦ ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἑρμῆς λέγοντάς του ὅτι ἀπὸ
κοινοῦ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ μποροῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ φέρῃ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης.
119
Ἡ Λιβύη ἦτο κόρη τοῦ Ἐπαφοῦ, υἱοῦ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἰοῦς, καὶ τῆς Μέμφιδος, κόρης τοῦ Νείλου. Ὁ Ἔπαφος
ἀργότερα ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς κόρης του στὴν περιοχή, ἡ ὁποία γειτνίαζε δυτικὰ μὲ τὴν χώρα τῆς Αἰγύπτου.
Ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα ἀπέκτησε δύο διδύμους υἱούς, τὸν Βῆλο καὶ τὸν Ἀγήνορα.
120
Καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν Ἑρμῆ καὶ τὴν Ἀθηνᾶ μετέβη πρῶτα στὶς Γραῖες, τὶς ἀδελφὲς τῶν Γοργόνων. Αὐτὲς
εἶχον ἕναν ὀδόντα καὶ ἕναν ὀφθαλμόν, τοὺς ὁποίους ἀντήλλασον μεταξύ τους, διότι ἦσαν τυφλὲς καὶ χωρὶς
ὀδόντες. Ὁ Περσεὺς ἐκμεταλλευόμενος τὴν στιγμὴ τῆς ἀνταλλαγῆς, ἅρπαξε τὸν ὀφθαλμόν τους καὶ δὲν τοὺς
τὸν ἐπέστρεψε, παρὰ μόνον ὅταν τοῦ ἔδειξαν τὸν δρόμο γιὰ τὶς Νύμφες, οἱ ὁποῖες εἶχον στὴν κατοχή τους τὰ
πτερωτὰ πέδιλα, γιὰ νὰ τρέχῃ μὲ μεγάλη ταχύτητα, τὴν κίβισιν (τὸ μαγικὸ σακκούλι) γιὰ νὰ τοποθετήσῃ ἐντός
της χωρὶς κίνδυνον τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης καὶ τὴν περικεφαλαία τοῦ Ἅδου, μὲ τὴν ὁποίαν καθίστατο
ἀόρατος. Ὁ Περσεὺς συναντᾷ τὶς Νύμφες καὶ ἐφοδιάζεται μὲ τὰ προαναφερθέντα. Ὁ Ἑρμῆς τοῦ δίδει ἐπίσης
μία διαμαντένια ἄρπη, δηλαδὴ σπάθη σὲ σχῆμα δρεπανιοῦ. Μετὰ ξεκινοῦν τὸ ταξίδι τους πρὸς τὸν Ἀτλαντικὸ
Ὠκεανό, γιὰ νὰ φθάσουν στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, ὅπου ἔμεναν οἱ τρεῖς Γοργόνες. Ὁ Περσεὺς ἐστάθη ἐπάνω
ἀπὸ αὐτές, οἱ ὁποῖες ἐκοιμῶντο. Ἀπὸ τὶς τρεῖς Γοργόνες μόνον ἡ Μέδουσα ἦτο θνητή. Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ κατηύθυνε
τὸ χέρι του, ὅσο ἐκεῖνος κυττοῦσε τὸ εἴδωλον ἐπὶ τῆς χάλκινης ἀσπίδος καὶ ἔκοψε τὸ κεφάλι τῆς Μεδούσης
μὲ τὴν ἄρπη. Οἱ ἄλλες Γοργόνες ξύπνησαν καὶ στὴν ἀρχὴ τὸν κατεδίωξαν, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔβλεπον ἐπειδὴ ἦτο
ἀόρατος. Κατόπιν ἱπτάμενος πέρασε ἐπάνω ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανὸ καὶ τὴν Βόρειο Ἀφρικὴ καὶ ἔφθασε
στὴν Αἰθιοπία, ὅπου ἔσωσε τὴν Ἀνδρομέδα τὴν κόρη τοῦ βασιλέως Κηφέως, ἀπὸ ἕνα θαλάσσιο τέρας, τὸ
ὁποῖον ἀπελίθωσε μὲ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης.
121
Τὰ πτερωτὰ πέδιλα τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὶς Νύμφες καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν θεὰ Ἀθηνᾶ.
Σελίς | 65
ἐκοιμῶντο, νομίζω, αὐτὸς δὲ κόβοντας τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης 122 ἔφυγε πετώντας.

{ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ} Πῶς ἰδών; ἀθέατοι γάρ εἰσιν· ἢ ὃς ἂν ἴδῃ, οὐκ ἄν τι ἄλλο μετὰ
ταύτας ἴδοι.
Μὲ ποιόν τρόπο τὶς εἶδε; Διότι εἶναι ἀθέατοι. Ἢ αὐτὸς ὁ ὁποῖος τυχὸν τὶς δῇ, μετὰ ἀπὸ
αὐτὲς δὲν θὰ δῇ τίποτε ἄλλο.

{ΤΡΙΤΩΝ} Ἡ Ἀθηνᾶ τὴν ἀσπίδα προφαίνουσα -τοιαῦτα γὰρ ἤκουσα διηγουμένου


αὐτοῦ πρὸς τὴν Ἀνδρομέδαν καὶ πρὸς τὸν Κηφέα ὕστερον- ἡ Ἀθηνᾶ δὴ ἐπὶ τῆς
ἀσπίδος ἀποστιλβούσης ὥσπερ ἐπὶ κατόπτρου παρέσχεν αὐτῷ ἰδεῖν τὴν εἰκόνα
τῆς Μεδούσης· εἶτα λαβόμενος τῇ λαιᾷ τῆς κόμης, ἐνορῶν δ' ἐς τὴν εἰκόνα, τῇ
δεξιᾷ τὴν ἅρπην ἔχων, ἀπέτεμεν τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, καὶ πρὶν ἀνεγρέσθαι τὰς
ἀδελφὰς ἀνέπτατο. ἐπεὶ δὲ κατὰ τὴν παράλιον ταύτην ἀνέπτατο. ἐπεὶ δὲ κατὰ
τὴν παράλιον ταύτην Αἰθιοπίαν ἐγένετο, ἤδη πρόσγειος πετόμενος, ὁρᾷ τὴν
Ἀνδρομέδαν προκειμένην ἐπί τινος πέτρας προβλῆτος προσπεπατταλευμένην,
καλλίστην, ὦ θεοί, καθειμένην τὰς κόμας, ἡμίγυμνον πολὺ ἔνερθε τῶν μαστῶν·
καὶ τὸ μὲν πρῶτον οἰκτείρας τὴν τύχην αὐτῆς ἀνηρώτα τὴν αἰτίαν τῆς
καταδίκης, κατὰ μικρὸν δὲ ἁλοὺς ἔρωτι -ἐχρῆν γὰρ σεσῶσθαι τὴν παῖδα-
βοηθεῖν διέγνω· καὶ ἐπειδὴ τὸ κῆτος ἐπῄει μάλα φοβερὸν ὡς καταπιόμενον τὴν
Ἀνδρομέδαν, ὑπεραιωρηθεὶς ὁ νεανίσκος πρόκωπον ἔχων τὴν ἅρπην τῇ μὲν
καθικνεῖται, τῇ δὲ προδεικνὺς τὴν Γοργόνα λίθον ἐποίει αὐτό, τὸ δὲ τέθνηκεν
ὁμοῦ καὶ πέπηγεν αὐτοῦ τὰ πολλά, ὅσα εἶδε τὴν Μέδουσαν· ὁ δὲ λύσας τὰ δεσμὰ
τῆς παρθένου, ὑποσχὼν τὴν χεῖρα ὑπεδέξατο ἀκροποδητὶ κατιοῦσαν ἐκ τῆς
πέτρας ὀλισθηρᾶς οὔσης, καὶ νῦν γαμεῖ ἐν τοῦ Κηφέως καὶ ἀπάξει αὐτὴν εἰς
Ἄργος, ὥστε ἀντὶ θανάτου γάμον οὐ τὸν τυχόντα εὕρετο.
Ἡ Ἀθηνᾶ προέβαλλε τὴν ἀσπίδα [της] -διότι τέτοια ἄκουσα νὰ διηγῆται ὁ ἴδιος πρὸς τὴν
Ἀνδρομέδα καὶ τὸν Κηφέα ὕστερα- ἡ Ἀθηνᾶ λοιπὸν παρεῖχε σὲ αὐτὸν νὰ δῇ τὸ εἴδωλον
τῆς Μεδούσης ἐπάνω στὴν καλογυαλισμένη ἀσπίδα [της], σὰν σὲ καθρέπτη. Ἔπειτα
πιάνοντας μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὴν κόμη της, κυττάζοντας τὸ εἴδωλον, ἔχοντας στὸ δεξὶ
χέρι τὴν δρεπανοειδῆ σπάθη, ἀπέκοψε τὴν κεφαλή της καὶ πρὶν ξυπνήσουν οἱ ἀδελφές
της, πέταξε μακριά. Ὅταν δὲ ἔφθασε σὲ αὐτὴν τὴν παράλιο Αἰθιοπία καὶ πετοῦσε ἤδη

122
Ἡ Μέδουσα ἀρχικῶς ἦτο πολὺ ὄμορφη γοργόνα καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο τὴν πολιόρκησε ἐρωτικῶς ὁ
Ποσειδῶν. Διέπραξαν ὅμως προσβολὴ στὴν Ἀθηνᾶ μιαίνοντας ναό της, καθὼς ἐρωτοτρόπησαν μέσα σὲ αὐτόν.
Τότε ἡ Ἀθηνᾶ τὴν μετεμόρφωσε σὲ τέρας ὥστε νὰ μὴ τὴν πολιορκήσῃ ἐρωτικῶς ξανὰ κανείς, ἐνῷ τὸ βλέμμα
της μετέτρεπε σὲ λίθο ὁποιονδήποτε τὴν κύτταζε.
Σελίς | 66
κοντὰ στὴν γῆν, βλέπει τὴν Ἀνδρομέδα νὰ εἶναι ἐκτεθειμένη καὶ δεμένη ἐπάνω σὲ ἕναν
προεξέχοντα βράχο, ὡραιοτάτη, ὦ θεοί, μὲ λελυμένα τὰ μαλλιά, ἡμίγυμνον πολὺ κάτω
τῶν μαστῶν, καὶ ἀρχικῶς λυπηθεὶς τὴν τύχη της ζητοῦσε νὰ μάθῃ τὴν αἰτία τῆς
καταδίκης. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως, κυριευθεὶς ἀπὸ ἔρωτα -διότι ἔπρεπε νὰ σωθῇ ἡ κοπέλα-
ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ. Καὶ τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ κῆτος ἐπλησίαζε πολὺ
φοβερὸν123 γιὰ νὰ καταπίῃ τὴν Ἀνδρομέδα, ὁ νεαρὸς αἰωρηθεὶς ἀπὸ ἐπάνω, ἔχοντας
ἕτοιμη τὴν δρεπανοειδῆ σπάθη, μὲ τὸ ἕνα χέρι τὴν κατέφερε, μὲ τὸ ἄλλο ἐπιδεικνύοντας
τὴν Γοργόνα τὸ ἀπελίθωσε, καὶ αὐτὸ πέθανε καὶ συγχρόνως ἔγιναν πέτρα τὰ περισσότερα
[μέρη του], ὅσα εἶδον τὴν Μέδουσαν124. Αὐτὸς ἀφοῦ ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς παρθένου, τὴν
ἐβοήθησε νὰ κατεβῇ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν βράχο, ἐπειδὴ ἦτο ὀλισθηρός, κρατώντας [της] τὸ
χέρι, καὶ τώρα τὴν νυμφεύεται στὴν οἰκία τοῦ Κηφέως καὶ θὰ τὴν ὁδηγήσῃ εἰς τὸ Ἄργος.
Ὥστε ἀντὶ θανάτου, βρῆκε γάμον [καὶ] ὄχι τυχαῖον.

{ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ} Ἐγὼ μὲν οὐ πάνυ τῷ γεγονότι ἄχθομαι· τί γὰρ ἡ παῖς ἠδίκει


ἡμᾶς, εἰ ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἐμεγαλαυχεῖτο καὶ ἠξίου εἶναι καλλίων;
Ἐγὼ δὲν στενοχωροῦμαι ὀλίγον μὲ τὸ γεγονός, διότι σὲ τί μᾶς ἀδίκησε ἡ κοπέλα, ἐὰν ἡ

123
Ἀναφέρει ὁ Εὐριπίδης εἰς τὴν τραγῳδία του «Ἀνδρομέδα», τῆς ὁποίας ἔχουν διασωθῇ μερικὰ μικρὰ
ἀποσπάσματα (Ἀποσπάσματα, 145): «ὁρῶ δὲ πρὸς τὰ [τῆς] παρθένου θοινάματα κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς
ἁλός» (Βλέπω τὸ κῆτος νὰ κινῆται γρήγορα ἀπὸ τὴν Ἀτλαντικὴ θάλασσαν γιὰ νὰ καταβροχθίσῃ τὴν παρθένο).
124
Ὁ Πλίνιος ὁ πρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε στὴν Πομπηία κατὰ τὴν ἔκρηξιν τοῦ Βεζουβίου τὸν Αὔγουστο
τοῦ 79 μ.Χ., εἶχε δεῖ τὸν σκελετὸ τοῦ κήτους, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταφερθῇ ἀπὸ τὴν Φοινίκη (Παλαιστίνη) στὴν
Ῥώμη. Τὴν πληροφορία αὐτὴν μᾶς τὴν δίδει εἰς τὸ ἔργον του «Φυσικὴ Ἱστορία» (Βιβλίον 9 ον, 4.11): «beluae
cui dicebatur exposita fuisse Andromeda ossa Romae apportata ex oppido Iudaeae Ioppe ostendit inter
reliqua miracula in aedilitate sua M. Scaurus longitudine pedum XL, altitudine costarum Indicos elephantos
excedente, spinae crassitudine sesquipedali» (Τὸ τέρας στὸ ὁποῖον ἐλέγετο ὅτι ἐκτέθη ἡ Ἀνδρομέδα
μετεφέρθη ἀπὸ τὸν Μᾶρκο Σκαῦρο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας του ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἰόππης τῆς
Ἰουδαίας καὶ ἐκτέθη στὴν Ῥώμη μεταξὺ τῶν ὑπολοίπων θαυμαστῶν [πραγμάτων]. Εἶχε μῆκος 40 ποδιῶν, τὸ
ὕψος τῶν πλευρῶν ὑπερβαίνει τοὺς ἰνδικοὺς ἐλέφαντας καὶ οἱ σπόνδυλοι [εἶχον] πάχος ἑνὸς ποδιοῦ καὶ
μισοῦ). Εἰς τὸ ἴδιο ἔργον ἀναφέρει ἐπίσης (Βιβλίον 5ον, 14.69): «Iope Phoenicum, antiquior terrarum
inundatione, ut ferunt, insidet collem praeiacente saxo in quo vinculorum Andromedae vestigia ostendunt»
(Ἡ φοινικικὴ Ἰόππη, ἡ ὁποία εἶναι, ὅπως λένε, ἀρχαιοτέρα τοῦ κατακλυσμοῦ, εὑρίσκεται σὲ ἕναν λόφο,
μπροστὰ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἕνας βράχος ὅπου δείχνουν τὰ σημάδια τῆς ἁλυσίδος τῆς Ἀνδρομέδης). Ὁ
Στράβων ὅμως εἰς τὸ ἔργον του «Γεωγραφικὰ» ἀναφέρει (Βιβλίον 1ον, 2.35.13): «εἰσὶ δ’ οἳ καὶ τὴν Αἰθιοπίαν
εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Φοινίκην μετάγουσι καὶ τὰ περὶ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐν Ἰόππῃ συμβῆναί φασιν· οὐ δήπου κατ’
ἄγνοιαν τοπικὴν καὶ τούτων λεγομένων, ἀλλ’ ἐν μύθου μᾶλλον σχήματι» (ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ μεταφέρουν
καὶ τὴν Αἰθιοπία στὴν δική μας Φοινίκη καὶ λένε ὅτι τὰ γεγονότα γύρω ἀπὸ τὴν Ἀνδρομέδα συνέβησαν στὴν
Ἰόππη. Αὐτὰ σίγουρα δὲν λέγονται ἀπὸ ἄγνοια τῆς τοποθεσίας, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ μύθου).
Σελίς | 67
μητέρα της ἐκαυχάτο ὑπερβολικῶς καὶ εἶχε τὴν ἀξίωσιν νὰ εἶναι ὡραιοτέρα 125;

{ΔΩΡΙΣ} Ὅτι οὕτως ἂν ἤλγησεν ἐπὶ τῇ θυγατρὶ μήτηρ γε οὖσα.


Διότι ἔτσι θὰ ἐλυπεῖτο γιὰ τὴν κόρη της ἀφοῦ εἶναι μητέρα [της].

{ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ} Μηκέτι μεμνώμεθα, ὦ Δωρί, ἐκείνων, εἴ τι βάρβαρος γυνὴ ὑπὲρ


τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν· ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί.
χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ.
Ἂς μὴ θυμόμαστε πλέον ἐκεῖνα, Δωρί, ἐὰν μία βάρβαρος γυναῖκα ὡμίλησε ἐπάνω ἀπὸ
τὴν ἀξία [της]. Μᾶς ἔδωσε ἀρκετή ἐκδίκησιν φοβηθεῖσα γιὰ τὴν κόρη της. Ἂς χαιρώμεθα
λοιπὸν μὲ τὸν γάμον126.

125
Ἀναφέρει ὁ Ἐρατοσθένης εἰς τὸ ἔργον του «Καταστερισμοὶ ἢ Ἀστροθεσίαι ζῳδίων» (1.17.2) γιὰ τὴν
Κασσιόπεια (ἢ Κασσιέπεια): «Ταύτην ἱστορεῖ Σοφοκλῆς ὁ τῆς τραγῳδίας ποιητὴς ἐν Ἀνδρομέδᾳ ἐρίσασαν περὶ
κάλλους ταῖς Νηρηίσιν εἰσελθεῖν εἰς τὸ σύμπτωμα, καὶ Ποσειδῶνα διαφθεῖραι τὴν χώραν κῆτος ἐπιπέμψαντα·
δι’ ἣν πρόκειται τῷ κήτει ἡ θυγάτηρ. οἰκείως δὲ ἐσχημάτισται ἐγγὺς ἐπὶ δίφρου καθημένη» (Διηγεῖται ὁ
Σοφοκλῆς ὁ ποιητὴς τῆς τραγῳδίας εἰς τὴν [τραγῳδία] Ἀνδρομέδα ὅτι αὐτὴ ἔπεσε σὲ δυστυχία ἐπειδὴ ἔρισε
περὶ κάλλους μὲ τὶς Νηρηίδες καὶ ὁ Ποσειδῶν ἔστειλε κῆτος γιὰ νὰ καταστρέψῃ τὴν χώρα. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς
εὑρίσκεται ἐκτεθειμένη στὸ κῆτος ἡ κόρη. Μὲ τὸν δέοντα τρόπο ἔλαβε τὴν θέσιν [στὸν οὐρανὸ καὶ] ὁμοιάζει
νὰ κάθεται σὲ δίφρο).
126
Ὁ Περσεὺς ἀπέκτησε μὲ τὴν Ἀνδρομέδα ἕξι υἱοὺς καὶ μία κόρη. Τὸν Πέρση, τὸν γενάρχη τῶν Περσῶν, τὸν
Ἀλκαῖο, πατέρα τοῦ Ἀμφιτρύωνος καὶ παπποῦ τοῦ Ἡρακλέους, τὸν Ἔλειο, τὸν Σθένελο, πατέρα τοῦ
Εὐρυσθέως, τὸν Μήστορα, τὸν Ἠλεκτρύωνα, πατέρα τῆς Ἀλκμήνης, τῆς μητρὸς τοῦ Ἡρακλέους καὶ τὴν
Γοργοφόνη.
Σελίς | 68
ΖΕΦΥΡΟΥ ΚΑΙ ΝΟΤΟΥ

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Οὐ πώποτε πομπὴν ἐγὼ μεγαλοπρεπεστέραν εἶδον ἐν τῇ θαλάσσῃ,


ἀφ' οὗ γέ εἰμι καὶ πνέω. σὺ δὲ οὐκ εἶδες, ὦ Νότε;
Ποτὲ δὲν εἶδα ἐγὼ πομπὴ μεγαλοπρεπεστέρα στὴν θάλασσαν, ἀφ’ ὅτου ὑπάρχω καὶ πνέω.
Ἐσὺ δὲν εἶδες, Νότε;

{ΝΟΤΟΣ} Τίνα ταύτην λέγεις, ὦ Ζέφυρε, τὴν πομπήν; ἢ τίνες οἱ πέμποντες


ἦσαν;
Γιὰ ποιά πομπὴ λές, Ζέφυρε; Ἢ ποιοί ἦσαν οἱ ἄγοντες τὴν πομπήν;

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Ἡδίστου θεάματος ἀπελείφθης, οἷον οὐκ ἂν ἄλλο ἴδοις ἔτι.


Ἔχασες εὐχάριστον θέαμα, ποὺ ἄλλο τέτοιο δὲν θὰ δῇς πλέον.

{ΝΟΤΟΣ} Περὶ τὴν ἐρυθρὰν γὰρ θάλασσαν εἰργαζόμην, ἐπέπνευσα δὲ καὶ


μέρος τῆς Ἰνδικῆς, ὅσα παράλια τῆς χώρας· οὐδὲν οὖν οἶδα ὧν λέγεις.
Ἐργαζόμουν γύρω ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσαν, ἔπνευσα δὲ καὶ μέρος τῆς Ἰνδικῆς, στὰ
παράλια τῆς χώρας. Δὲν ξέρω λοιπὸν τίποτε ἀπ’ ὅσα λές.

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Ἀλλὰ τὸν Σιδώνιόν γε Ἀγήνορα οἶδας;


Ἀλλὰ γνωρίζεις τὸν Σιδώνιο [τὸν] Ἀγήνορα127;

{ΝΟΤΟΣ} Ναί· τὸν τῆς Εὐρώπης πατέρα. τί μήν;


Ναί, τὸν πατέρα τῆς Εὐρώπης128. Καὶ λοιπόν;

127
Υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Λιβύης, ἀδελφὸς τοῦ Βήλου. Ὁ Ἀγήνωρ ἔλαβε σύζυγό του τὴν Τηλέφασσα καὶ
ἀπέκτησαν τὴν Εὐρώπη, τὸν Κάδμο, τὸν Φοίνικα καὶ τὸν Κίλικα. Ἀναφέρει ὁ Εὐριπίδης εἰς τὴν τραγῳδίαν του
«Φρίξος», τῆς ὁποίας ἔχουν διασωθῇ μερικὰ μικρὰ ἀποσπάσματα, ὡς υἱόν τους καὶ τὸν Θάσο (Ἀποσπάσματα
819.6): «ἦσαν τρεῖς Ἀγήνορος κόροι· Κίλιξ, ἀφ’ οὗ καὶ Κιλικία κικλήσκεται, Φοῖνίξ <θ’>, ὅθεν περ τοὔνομ’ ἡ
χώρα φέρει, καὶ Θάσος» (Ἦσαν τρεῖς οἱ υἱοὶ τοῦ Ἀγήνορος. Ὁ Κίλιξ ἐκ τοῦ ὁποίου ὀνομάζεται ἡ Κιλικία, καὶ ὁ
Φοῖνιξ, ἀπ’ ὅπου ἡ χώρα φέρει τὸ ὄνομά του, καὶ ὁ Θάσος). Μετὰ τὴν ἁρπαγὴ τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὸν Δία, ὁ
Ἀγήνωρ διέταξε τοὺς υἱούς του νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀδελφή τους καὶ νὰ μὴ γυρίσουν πίσω χωρὶς αὐτήν. Οἱ
ἀδελφοὶ δὲν ἐπέτυχον τὸν σκοπό τους, ὁπότε ἐγκατεστάθησαν σὲ ἄλλους τόπους. Ἐκεῖ ἵδρυσαν ἀποικίες καὶ
οἱ τόποι αὐτοὶ ἔλαβον τὸ ὄνομα τῶν ἱδρυτῶν τους: Φοινίκη, Κιλικία, Θάσος.
128
Ἦτο κόρη τοῦ Ἀγήνορος καὶ τῆς Τηλεφάσσης, ἡγεμόνων τῆς Φοινίκης. Ὁ ὀφθαλμός, τὸ πρόσωπον, ἡ ὄψις
στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα λέγονται καὶ «ὤψ». Τὸ ὄνομα Εὐρώπη σημαίνει ἡ εὐρεῖα ὡς πρὸς τὴν ὄψιν καὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς (εὐρεία + ὤψ), ἡ μεγαλομάτα. Παρ’ ὅλο ποὺ ἡ γενεαλογία της ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν Δία καὶ
περιλαμβάνει τὸν Ποσειδῶνα, ὑπάρχει μεγάλη σύγχυσις γύρω ἀπὸ τὴν καταγωγή της. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς της
καὶ ἐκείνη ζοῦσαν στὴν Φοινίκη, ἐθεωρήθησαν Φοίνικες, ἀλλὰ ὄχι Ἕλληνες. Οἱ Ἕλληνες ὅμως κατοικοῦσαν
τότε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γνωστὴ μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα, σὲ ὅλα τὰ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Μεσογείου, ἀπὸ τὸν
Σελίς | 69
{ΖΕΦΥΡΟΣ} Περὶ αὐτῆς ἐκείνης διηγήσομαί σοι.
Περὶ ἐκείνης ἀκριβῶς θὰ σοῦ διηγηθῶ.

{ΝΟΤΟΣ} Μῶν ὅτι ὁ Ζεὺς ἐραστὴς τῆς παιδὸς ἐκ πολλοῦ; τοῦτο γὰρ καὶ πάλαι
ἠπιστάμην.
Μήπως ὅτι ὁ Ζεὺς [εἶναι] πρὸ πολλοῦ ἐραστὴς τῆς κοπέλας; Αὐτὸ τὸ ἐγνώριζα καὶ ἀπὸ
παλαιά.

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Οὐκοῦν τὸν μὲν ἔρωτα οἶσθα, τὰ μετὰ ταῦτα δὲ ἤδη ἄκουσον. ἡ μὲν
Εὐρώπη κατεληλύθει ἐπὶ τὴν ἠϊόνα παίζουσα τὰς ἡλικιώτιδας παραλαβοῦσα, ὁ
Ζεὺς δὲ ταύρῳ εἰκάσας ἑαυτὸν συνέπαιζεν αὐταῖς κάλλιστος φαινόμενος·
λευκός τε γὰρ ἦν ἀκριβῶς καὶ τὰ κέρατα εὐκαμπὴς καὶ τὸ βλέμμα ἥμερος·
ἐσκίρτα οὖν καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῆς ἠϊόνος καὶ ἐμυκᾶτο ἥδιστον, ὥστε τὴν Εὐρώπην
τολμῆσαι καὶ ἀναβῆναι αὐτόν. ὡς δὲ τοῦτο ἐγένετο, δρομαῖος μὲν ὁ Ζεὺς
ὥρμησεν ἐπὶ τὴν θάλασσαν φέρων αὐτὴν καὶ ἐνήχετο ἐμπεσών, ἡ δὲ πάνυ
ἐκπλαγὴς τῷ πράγματι τῇ λαιᾷ μὲν εἴχετο τοῦ κέρατος, ὡς μὴ ἀπολισθάνοι, τῇ
ἑτέρᾳ δὲ ἠνεμωμένον τὸν πέπλον συνεῖχεν.
Ἑπομένως γνωρίζεις [γιὰ] τὸν ἔρωτα, ἄκουσε ὅμως τώρα τὴν συνέχεια. Ἡ μὲν Εὐρώπη
παίρνοντας μαζὶ τὶς συνομήλικές της κατέβηκε στὴν ἀκρογιαλιὰ νὰ παίξῃ. Ὁ δὲ Ζεὺς
ὁμοιωθεὶς πρὸς ταῦρο129 ἔπαιζε μαζί τους φαινόμενος ὡραιότατος, διότι ἦτο κατάλευκος,

Εὔξεινο πόντο μέχρι τὴν Αἴγυπτο. Ἐπίσης ὁ Ὅμηρος δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα Φοῖνιξ ὡς δηλωτικὸν τῆς
ἐθνότητος, ἀλλὰ ὡς ὅρο ὁ ὁποῖος δηλώνει ἐκείνους ποὺ κατήγοντο ἀπὸ κάποια παράκτια πόλιν τῆς Συρίας
καὶ τῆς Παλαιστίνης, ὅταν ἐταξίδευον μακριὰ ἀπὸ τὶς πόλεις τους. Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Γηραιὰ Ἤπειρος εἶχε
λάβει τὸ ὄνομά της ἀπὸ αὐτήν, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι ἡ ὀνομασία ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπὸ παλαιότερα. Ἡ
ἀρχαιοτέρα ἀναφορὰ γίνεται εἰς τὸν ὁμηρικὸν ὕμνον «Εἰς Ἀπόλλωνα» (στ. 250): «ἠμὲν ὅσοι Πελοπόννησον
πίειραν ἔχουσιν ἠδ’ ὅσοι Εὐρώπην τε καὶ ἀμφιρύτας κατὰ νήσους» (ὅσοι κατοικοῦν στὴν πλουσία
Πελοπόννησο καὶ ὅσοι στὴν Εὐρώπη καὶ στὶς περιβαλλόμενες ἀπὸ θάλασσαν νήσους). Παρατηροῦμε ἕναν
διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Εὐρώπη, δηλαδὴ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα. Αὐτὴ ἡ περιοχὴ
ἦτο ἡ ἀρχικὴ Εὐρώπη, ὄνομα τὸ ὁποῖον ἐπεκτάθηκε ἀργότερα σὲ ὁλόκληρη τὴν ἤπειρο. Ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει
εἰς τὴν Θεογονίαν (357) τὴν νύμφη Εὐρώπη, κόρη τῆς Τηθύος καὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀδελφὴ τῆς Ἀσίας. Ἄλλη
ἀρχαία πηγὴ εἶναι ὁ Πίνδαρος εἰς τὸ ἔργον του «Νέμεα» (4.69): «Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν· ἀπότρεπε
αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός» (Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περάσῃς δυτικὰ τῶν Γαδείρων. Γύρνα πίσω
τοῦ πλοίου τὰ ἀναγκαῖα, πρὸς τὴν ἠπειρωτικὴ Εὐρώπη). Στὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐριπίδου ἡ ὀνομασία Εὐρώπη ἦτο
πλέον καθιερωμένη ὅπως φαίνεται στὴν τραγῳδία του «Ἴων» (στ. 1356): «πᾶσάν γ’ ἐπελθὼν Ἀσιάδ’ Εὐρώπης
θ’ ὅρους» (διερχόμενος ὅλην τὴν Ἀσία καὶ τὰ ὅρια τῆς Εὐρώπης).
129
Ὅταν κάποτε ἡ Εὐρώπη ἔπαιζε μὲ τὶς φίλες της στὰ λιβάδια καὶ μάζευε λουλούδια, ὁ Ζεὺς τὴν ἀντίκρισε
καὶ ἀμέσως τὴν ἐρωτεύθη. Γιὰ νὰ πλησιάσῃ τὴν κοπέλα μετεμορφώθη σὲ ἥμερο ταῦρον. Αὐτὴ ἄρχισε νὰ
χαϊδεύῃ τὸ δυνατὸ ζῷον καὶ ἀνέβηκε στὴν ῥάχη του. Ἀμέσως ὁ Ζεὺς-ταῦρος ἄρχισε νὰ τρέχῃ μὲ ἀστραπιαία
ταχύτητα. Ὁ μεταμορφωμένος θεὸς διέσχισε τὴν θάλασσαν καὶ ἔφθασε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ, εντὸς τοῦ σπηλαίου
Σελίς | 70
τὰ κέρατά του καμπυλώνονταν πολὺ ὡραία καὶ [ἦτο] ἥμερος στὸ βλέμμα. Σκιρτοῦσε
λοιπὸν καὶ αὐτὸς στὴν παραλία καὶ ἔβγαζε μυκηθμοὺς χαρᾶς, ὥστε ἡ Εὐρώπη νὰ τολμήσῃ
νὰ ἀνέβῃ κι ὅλας στὴν πλάτη του. Καθὼς συνέβαινε αὐτό, τρεχάτος ὁ Ζεὺς ὥρμησε στὴν
θάλασσα φέροντας αὐτὴν καὶ ἔπεσε μέσα κολυμβώντας. Αὐτὴ δὲ πολὺ ἔκπληκτος μὲ τὸ
πρᾶγμα, μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι κρατιόταν ἀπὸ τὸ κέρατον, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσῃ, ἐνῷ μὲ τὸ
ἄλλο κρατοῦσε τὸν πέπλον [της] ποὺ ἀνέμιζε.

{ΝΟΤΟΣ} Ἡδὺ τοῦτο θέαμα εἶδες, ὦ Ζέφυρε, καὶ ἐρωτικόν, νηχόμενον τὸν Δία
καὶ φέροντα τὴν ἀγαπωμένην.
Εὐχάριστον θέαμα εἶδες, Ζέφυρε, καὶ ἐρωτικόν, τὸν Δία νὰ κολυμβᾷ φέροντας τὴν
ἀγαπημένη του.

{ΖΕΦΥΡΟΣ} Καὶ μὴν τὰ μετὰ ταῦτα ἡδίω παρὰ πολύ, ὦ Νότε· ἥ τε γὰρ θάλασσα
εὐθὺς ἀκύμων ἐγένετο καὶ τὴν γαλήνην ἐπισπασαμένη λείαν παρεῖχεν ἑαυτήν,
ἡμεῖς δὲ πάντες ἡσυχίαν ἄγοντες οὐδὲν ἄλλο ἢ θεαταὶ μόνον τῶν γιγνομένων
παρηκολουθοῦμεν, Ἔρωτες δὲ παραπετόμενοι μικρὸν ὑπὲρ τὴν θάλασσαν, ὡς
ἐνίοτε ἄκροις τοῖς ποσὶν ἐπιψαύειν τοῦ ὕδατος, ἡμμένας τὰς δᾷδας φέροντες
ᾖδον ἅμα τὸν ὑμέναιον, αἱ Νηρεΐδες δὲ ἀναδῦσαι παρίππευον ἐπὶ τῶν δελφίνων
ἐπικροτοῦσαι ἡμίγυμνοι τὰ πολλά, τό τε τῶν Τριτώνων γένος καὶ εἴ τι ἄλλο μὴ
φοβερὸν ἰδεῖν τῶν θαλασσίων ἅπαντα περιεχόρευε τὴν παῖδα· ὁ μὲν γὰρ
Ποσειδῶν ἐπιβεβηκὼς ἅρματος, παροχουμένην τὴν Ἀμφιτρίτην ἔχων, προῆγε
γεγηθὼς ὁδοποιῶν νηχομένῳ τῷ ἀδελφῷ· ἐπὶ πᾶσι δὲ τὴν Ἀφροδίτην δύο
Τρίτωνες ἔφερον ἐπὶ κόγχης κατακειμένην, ἄνθη παντοῖα ἐπιπάττουσαν τῇ
νύμφῃ. ταῦτα ἐκ Φοινίκης ἄχρι τῆς Κρήτης ἐγένετο· ἐπεὶ δὲ ἐπέβη τῇ νήσῳ ὁ μὲν

ὅπου ἐγεννήθη, στὸ Δικταῖον ἀνδρον, ἔσμιξε μαζί της καὶ ἀπέκτησε τὸν Μίνωα, τὸν Ῥαδάμανθη καὶ τὸν
Σαρπηδώνα. Ὁ Θεόφραστος εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ φυτῶν ἱστορίας» ἀναφέρει μία ἄλλη ἐκδοχή, σύμφωνα μὲ
τὴν ὁποία ἡ ἐρωτικὴ συνεύρεσις τοῦ Διὸς καὶ τῆς Εὐρώπης έγινε κάτω ἀπὸ ἕναν πλάτανο στὴν Γόρτυνα καὶ
μάλιστα ἀποτυπώνεται στὰ νομίσματα τῆς πόλεως (Βιβλίον 1ον, 9.5.7): «ἐν Κρήτῃ δὲ λέγεται πλάτανόν τινα
εἶναι ἐν τῇ Γορτυναίᾳ πρὸς πηγῇ τινι ἣ οὐ φυλλοβολεῖ· μυθολογοῦσι δὲ ὡς ὑπὸ ταύτῃ ἐμίγη τῇ Εὐρώπῃ ὁ Ζεύς·
τὰς δὲ πλησίας πάσας φυλλοβολεῖν» (Στὴν Κρήτη λέγεται ὅτι ὑπάρχει κάποιος πλάτανος στὴν Γόρτυνα κοντὰ
σὲ μία πηγή, ὁ ὁποῖος δὲν ῥίπτει τὰ φύλλα του. Μυθολογοῦν ὅτι κάτω ἀπὸ αὐτὸν ἔσμιξε μὲ τὴν Εὐρώπη ὁ Ζεύς.
Ὅλοι ὅμως οἱ κοντινοὶ πλάτανοι ῥίπτουν τὰ φύλλα τους). Ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος εἰς τὸ ἔργον του
«Ἀργοναυτικὰ» ἀναφέρει ὅτι ὁ Ζεὺς τῆς ἐχάρισε τὸν Τάλω, τὸν ἀνθρωπόμορφο χάλκινο φύλακα τῆς Κρήτης,
τὸ πρῶτο αὐτοματοποιημένο ἀνθρωποειδὲς τῆς ἱστορίας (Βιβλίον 4ον, 1643): «Εὐρώπῃ Κρονίδης νήσου πόρεν
ἔμμεναι οὖρον» (τὸν εἶχε προσφέρει στὴν Εὐρώπη ὁ υἱὸς τοῦ Κρόνου, γιὰ νὰ εἶναι φρουρὸς τῆς νήσου).
Ἀργότερα, ἡ Εὐρώπη ἔλαβε γιὰ σύζυγό της τὸν βασιλέα τῆς Κρήτης Ἀστερίωνα, ὁ ὁποῖος υἱοθέτησε τὰ παιδιὰ
ποὺ εἶχε ἀποκτήσει αὐτὴ ἀπὸ τὸν Δία. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἀστερίωνος, τὸν θρόνο τῆς Κρήτης ἔλαβε ὁ
μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς θετοὺς υἱούς του, ὁ Μίνως.
Σελίς | 71
ταῦρος οὐκέτι ἐφαίνετο, ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρὸς ὁ Ζεὺς ἀπῆγε τὴν Εὐρώπην
εἰς τὸ Δικταῖον ἄντρον ἐρυθριῶσαν καὶ κάτω ὁρῶσαν· ἠπίστατο γὰρ ἤδη ἐφ' ὅτῳ
ἄγοιτο. ἡμεῖς δὲ ἐμπεσόντες ἄλλο ἄλλος τοῦ πελάγους μέρος διεκυμαίνομεν.
Καὶ πράγματι ἡ συνέχεια εἶναι πάρα πολὺ εὐχάριστος, Νότε. Διότι καὶ ἡ θάλασσα εὐθὺς
ἔγινε ἀκύμαντος καὶ ἐπαναφέροντας τὴν γαλήνη προσεφέρετο λεία, ὅλοι δὲ ἐμεῖς
κάνοντας ἡσυχία, παρακολουθούσαμε μόνον ὡς θεαταὶ τὰ γινόμενα. Ἔρωτες πετοῦσαν
κοντά, ὀλίγον ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ὥστε τὰ ἄκρα τῶν ποδιῶν τους νὰ ἀγγίζουν
ἐνίοτε τὸ νερό, κρατώντας δᾴδες ἀναμμένες130 ἔψαλλον συγχρόνως τραγούδια τοῦ
γάμου. Οἱ δὲ Νηρηίδες ἀναδυθεῖσες διήρχοντο ἔφιππες ἐπάνω στὰ δελφίνια, ἡμίγυμνοι
οἱ περισσότερες καὶ ἐπικροτοῦσαν, καὶ τὸ γένος τῶν Τριτώνων, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα
θαλάσσια [εἴδη], ὅσων ἡ ὄψις δὲν εἶναι φοβερά, ἐχόρευον γύρω ἀπὸ τὴν κοπέλα 131. Ὁ μὲν
Ποσειδῶν καθὼς εἶχε ἐπιβῇ ἅρματος, ἔχοντας καθισμένη κοντά του τὴν Ἀμφιτρίτη,
ἐπροπορεύετο καὶ μὲ χαρὰ ἄνοιγε τὴν ὁδὸ στὸν ἀδελφό του ὁ ὁποῖος κολυμβοῦσε. Ἐπὶ
πλέον ὅλων αὐτῶν δύο Τρίτωνες ἔφερον τὴν Ἀφροδίτη ξαπλωμένη ἐπάνω σε κογχύλι,
[καθὼς αὐτὴ] ἐρίπτε στὴν νύμφη ἄνθη παντὸς εἴδους. Αὐτὰ συνέβαιναν ἀπὸ τὴν

130
Τὸ ἔθιμον τῶν λαμπάδων εἶναι πολὺ παλαιὸν καὶ ἡ χρῆσις τοὺς ἐπιβεβλημένη διότι οἱ γάμοι ἐτελοῦντο τὸ
σούρουπον. Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Εὐριπίδης εἰς τὴν τραγῳδία του «Ἑλένη» (στ. 637): «ἔχω τὰ τῆς Διός τε
λέκτρα Λήδας θ’, ἃν ὑπὸ λαμπάδων κόροι λεύκιπποι ξυνομαίμονες ὤλβισαν ὤλβισαν τὸ πρόσθεν» (ἔχω τὸν
καρπὸ τοῦ ἔρωτος τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λήδας, ποὺ κάποτε τὰ νεαρὰ ἀδέλφια της, ἰππεύοντας λευκοὺς ἵππους,
κρατώντας λαμπάδες, τὴν ἐμακάρισαν) καὶ συνεχίζει (στ. 722): «Νῦν ἀνανεοῦμαι τὸν σὸν ὑμέναιον πάλιν καὶ
λαμπάδων μεμνήμεθ’ ἃς τετραόροις ἵπποις τροχάζων παρέφερον» (Τώρα ἀνακαλῶ ξανὰ στὴν μνήμη μου τὸν
γάμο σου, καὶ θυμᾶμαι τὶς λαμπάδες τὶς ὁποῖες κρατοῦσα καὶ ἔτρεχα μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἅμαξά σου, τὴν ὁποίαν
ἔσυρον τέσσερις ἵπποι). Ἐπίσης ἦτο ἔθιμον νὰ κρατοῦν λαμπάδες καὶ οἱ μητέρες τῶν νεονύμφων. Ἡ μητέρα
τῆς νύμφης συνοδεύοντας πίσω ἀπὸ τὴν ἅμαξα τὴν πομπή, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ γαμβροῦ περιμένοντας τὴν
πομπή, γιὰ νὰ ὁδηγήσῃ τὴν νύμφη ἐντὸς τῆς οἰκίας.
131
Ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα περιγράφει μία τέτοια γαμήλια σκηνή, ἡ ὁποία ἀπεικονίζεται ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ
Ἀχιλλέως, τὴν ὁποίαν εἶχε κατασκευάσει ὁ Ἥφαιστος (Σ 491): «ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ’ ἔσαν εἰλαπίναι τε, νύμφας
δ’ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ’ ὑμέναιος ὀρώρει· κοῦροι δ’ ὀρχηστῆρες
ἐδίνεον, ἐν δ’ ἄρα τοῖσιν αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἳ δὲ γυναῖκες ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν
ἑκάστη» (Στὴν μία γάμοι ἦσαν καὶ συμπόσια καὶ ὡδηγοῦσαν τὶς νύμφες ἀπὸ δώματα μὲ δᾴδες ποὺ ἔλαμπαν
στὴν πόλιν καὶ πολλὰ γαμήλια τραγούδια ἠκούοντο. Νέοι χορευταὶ στριφογύριζαν καὶ ἀνάμεσά τους αὐλοὶ
καὶ κιθάρες ἀντηχοῦσαν. Οἱ δὲ γυναῖκες κάθονταν στὶς ἐξώπορτες καὶ κάθε μία ἐθαύμαζε).
Σελίς | 72
Φοινίκη132 μέχρι τὴν Κρήτη133. Ὅταν δὲ ἐπέβῃ στὴν νῆσο, ὁ μὲν ταῦρος δὲν ἐφαίνετο
πλέον, ὁ δὲ Ζεὺς παίρνοντας τὸ χέρι της ὡδήγησε τὴν Εὐρώπη εἰς τὸ Δικταῖον ἄντρον 134,
[ἡ ὁποία] κοκκίνιζε καὶ κύτταζε κάτω, διότι καταλάβαινε πλέον γιὰ ποιόν σκοπὸ
ὡδηγεῖτο. Ἐμεῖς δὲ ῥιχτήκαμε, ὁ κάθε ἕνας μας σὲ διαφορετικὸ μέρος τοῦ πελάγους,
σηκώνοντας κῦμα.

{ΝΟΤΟΣ} Ὦ μακάριε Ζέφυρε τῆς θέας· ἐγὼ δὲ γρῦπας καὶ ἐλέφαντας καὶ
μέλανας ἀνθρώπους ἑώρων.
Μακάριε Ζέφυρε, [τί] θέα [εἶχες]! Ἀντιθέτως, ἐγὼ ἔβλεπα γρύπας καὶ ἐλέφαντας καὶ
μαύρους ἀνθρώπους.

132
Γεωγραφικὰ ἡ Φοινίκη τοποθετεῖται στὴν παράκτια ζώνη ἡ ὁποία ἁπλώνεται ἀπὸ τὸ βόρειο Ἰσραήλ,
διέρχεται τὸν Λίβανο καὶ φθάνει μέχρι τὴν νότια Συρία. Στὰ δυτικά της περιορίζεται ἀπὸ τὴν Μεσόγειο
θάλασσαν καὶ στὰ ἀνατολικά της ἀπὸ τὴν ὀροσειρὰ τοῦ Λιβάνου. Ἡ λέξις Φοῖνιξ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν
«φοινὸς» ποὺ σημαίνει βαθυκόκκινος, ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «φόνος». Στὴν κυρίως Ἑλλάδα τέτοιες ὀνομασίες
ὑπῆρχον πρὸ τοῦ ἀποικισμοῦ τῶν παραλίων τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης. Παραδείγματος χάριν, Φοινίκη
ὠνομάζετο ἡ πρωτεύουσα τῆς Χαονίας στὴν Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου εὑρίσκεται τὸ σημερινὸ Φενίκι (Finiq),
περιοχὴ ὅπου οὐδέποτε ἔφθασαν οἱ μὴ ἑλληνικῆς καταγωγῆς Φοίνικες. Ἐπίσης τὸ ὄνομα Φοῖνιξ ἦτο σύνηθες
μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, παραδείγματος χάριν ὁ βασιλεὺς τῶν Δολόπων τῆς Φθίας, δηλαδὴ τῆς Θεσσαλίας.
133
Τὸ βασικότερο στοιχεῖον στὴν κυρίως τελετὴ τοῦ γάμου ἀποτελοῦσε ἡ μεταφορὰ τῆς νύμφης, ἡ ἀγωγὴ ἀπὸ
τὸν παλαιὸ στὸν νέο οἶκο, τὸ ὁποῖον σηματοδοτοῦσε τὸ συνοικεῖν. Σὲ πολλοὺς δικανικοὺς λόγους αὐτὸ
ἐθεωρεῖτο ὡς ἀπόδειξις τῆς νομιμότητος τοῦ γάμου. Ἡ μεγάλη νυκτερινὴ πομπὴ πρὸς τὴν οἰκία τοῦ γαμβροῦ
ἦτο τὸ ἀποκορύφωμα τῆς τριημέρου ἑορτῆς μὲ δημόσιο χαρακτῆρα καὶ ἐγίνετο μὲ τὴν συνοδεία μουσικῆς,
χοροῦ καὶ πολλῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας.
134
Τὸ Δικταῖον ἄντρον εὑρίσκεται στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ βουνοῦ Δίκτη στὴν Κρήτη, ἐπάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ
Ψυχρὸ στὸν δῆμο Ὀροπεδίου Λασιθίου Κρήτης, σὲ ὑψόμετρο 1020 μέτρων. Θεωρεῖται ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα
διεθνῶς γνωστὰ σπήλαια, μὲ μεγάλο μυθολογικὸ καὶ ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον. Τὰ εὐρήματα ἀποδεικνύουν
τὴν συνεχῆ χρῆσιν του, κυρίως γιὰ λατρευτικοὺς σκοπούς. Στὸ ἐσωτερικόν του ὑπάρχει πλούσιος διάκοσμος
σταλακτιτῶν, σταλαγμιτῶν καὶ λίμνη. Τὸ Δικταῖον ἄντρον εἶναι τὸ σπήλαιον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀνετράφη ὁ
Ζεύς κρυφὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἀπὸ τοὺς Δικταίους Κουρῆτες. Ὁ Οὐρανὸς εἶχε προφητεύσει στὸν Κρόνο ὅτι
κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά του θὰ τὸν ἐκθρόνιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ἐθεώρησε καλὸ νὰ τὰ καταπίνῃ. Ἡ Ῥέα
ἠγανάκτησε καὶ ὅταν ἐγέννησε τὸν Δία, τὸν ἐφυγάδευσε στὴν Κρήτη καὶ ἀντὶ γι’ αὐτὸν τύλιξε σὲ σπάργανα
μία μεγάλη πέτρα τὴν ὁποία ἐπαρουσίασε στὸν Κρόνο ἀντὶ τοῦ Διός. Αὐτὸς τὴν ἥρπασε ἀμέσως καὶ τὴν
κατάπιε.
Σελίς | 73
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1) Ἰωάννης Κονδυλάκης, Λουκιανοῦ Ἅπαντα, τόμος Β΄, ἐκδ. Γεώργιος Φέξης, Ἀθῆναι
1911.

2) Ἀλέξανδρος Λαγκαδᾶς, Ἕλληνες θαλασσοπόροι καὶ ἐξευρευνηταί, Ἀθῆναι 1995.

3) Ζήσιμος Σιδέρης, Ὁμήρου Ὀδύσσεια, ἐκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθῆναι 1965.

4) Κωνσταντῖνος Ποταμιᾶνος, Οἱ γίγαντες καὶ οἱ νᾶνοι στοὺς μύθους καὶ τὶς παραδόσεις
ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, ἐκδ. Ἐλεύθερη Σκέψις, Ἀθῆναι 2006.

5) Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθῆναι 2006.

6) Ἀθανάσιος Σταγειρίτης, Ὠγυγία, ἐκδ. Ἰωάννου Βαρθ. Τσβεκίου, Βιέννη 1815.

7) Stephanie Krause, Stephen Nimis, Evan Hayes - Lucian’s Dialogues of the Sea Gods: An
Intermediate Greek Reader with Running Vocabulary and Commentary, Faenum
Publishing, Ltd., 2014.

8) José Luis Navarro González, Luciano - Diálogos marinos, Editorial Gredos, Madrid 1992.

9) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://apps.lexigram.gr/ (ἐκπαιδευτικὰ λογισμικά).

10) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://www.greek-language.gr/ (ψηφιακοὶ πόροι γιὰ τὴν


ἑλληνικὴ γλῶσσα).

11) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις https://el.wikisource.org/wiki/Κύρια_Σελίδα/Αρχαία


(ἀρχαία κείμενα).

12) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις https://www.wikipedia.org/ (διάφορες πληροφορίες).

Σελίς | 74

You might also like