You are on page 1of 6

Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

(Άγγλος ποιητής που γεννήθηκε το 1865 στη Βομβάη και πέθανε το 1936 στο Λονδίνο.

ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ…

μτφρ. Άγγελος Δόξας (1900-1985)

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι


τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να ’χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να ’σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν’ αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,


αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν’ ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν’ αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ’ αγαθά και τα κέρδη σου όλα,


κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν’ αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν’ αντέξεις σ’ αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα ’χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,


ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ’ άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και –περισσότερο ακόμα– θε να ’σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.

IF

IF you can keep your head when all about you


Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you,
But make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don’t deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don’t look too good, nor talk too wise:

If you can dream – and not make dreams your master;


If you can think – and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you’ve spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:

If you can make one heap of all your winnings


And risk it on one turn of pitch–and–toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: "Hold on!"

If you can talk with crowds and keep your virtue,


Or walk with Kings – nor lose the common touch,
if neither foes nor loving friends can hurt you,
If all men count with you, but none too much;
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that’s in it,
And –which is more – you'll be a Man, my son!

Αν

μτφρ. Νίκος Καρβούνης (1880-1947)


Με τον Κ. Βάρναλη έβγαλαν το περιοδικό Ηγησώ

Αν να κρατάς καλά μπορείς


το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ
της ταραχής των ρίχνουν την αιτία.

Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς
τον ίδιο τον εαυτό σου, όταν ο κόσμος
δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς
να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία.

Να περιμένεις αν μπορείς
δίχως να χάνεις την υπομονή σου.
Κι αν άλλοι σε συκοφαντούν,
να μην καταδεχθείς ποτέ το ψέμα,
κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ
σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό
ή τον πολύ σοφό στα λόγια.

Αν να ονειρεύεσαι μπορείς,
και να μην είσαι δούλος των ονείρων
αν να στοχάζεσαι μπορείς,
δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρίζεις σου βαστά
το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια
κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς
τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς
όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς,
για νάναι για τους άμυαλους παγίδα,
ή συντριμμένα να θωρείς
όσα σου έχουν ρουφήξει τη ζωή σου
και πάλι να ξαναρχινάς
να χτίζεις μ’ εργαλεία που ’ναι φθαρμένα.

Αν όσα απόχτησες μπορείς


σ' ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς
κορόνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής,
ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά
ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου.

Αν νεύρα και καρδιά μπορείς


και σπλάχνα και μυαλό και όλα να τα
σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής,
κι ας είναι από πολύ καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός,
όταν δε σου ’χει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση,
κράζοντας σ’ όλα αυτά: «ΒΑΣΤΑΤΕ».

Αν με τα πλήθη να μιλάς
μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς
δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί
μπορούνε πια ποτέ να πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς,
μα και ποτέ πάρα πολύ κανένα.

Αν του θυμού σου τις στιγμές


που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν
την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη,
μ’ όσα και μ’ ότι απάνω της κι αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ:
Άνδρας αληθινός θάσαι παιδί μου.

Κώστας Βάρναλης
Το «ΑΝ» του Κίπλιννγκ
(Παρωδία)

Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι


σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·

κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις


κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις

κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·


το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν, ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι’ αληθινό — να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·

αν, λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας


τα διαβολοσκορπά, και συ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορόνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι

και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ’χεις·


αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνάζεις «πίσω»!

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου


κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχτρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ’χει
κι έξοχος θα ’σαι Κύριος, αλλ’ Άνθρωπος δε θα ’σαι

Κώστας Βάρναλης
Σταδιοδρομία

Πήδα στη γκιόστρα νιόγαμπρος μ’ αριστερή παντιέρα,


για να χει αξία, σα «μετανοιώσεις», γιόκα, παραπέρα.
Μαύρο να στάζει αίμα και δάκρ’ η κόκκινή σου πένα
Για τη σκλαβιά της αργατιάς, που αφεντικό σ’ εγέννα.

--«Το σήμερά ναι κόλαση, τ’ άβριο παράδεισο. Όλη


του Κάτου Κόσμου η πλατωσιά θα γίνει περιβόλι.
Κοινά τα πάντα: κοπελιές, γη κι ουρανός· και λίγη
δουλειά χωρίς αφεντικό, που να σε σκυλοπνίγει».

Άμα σαρώνει ο πόλεμος τη στάχτην ανθρωπότη


πατριώτης θα σαι στην αρχή και μάβρη οχιά κατόπι.
Κι όταν στο δρόμο άρχος λαός σκοτώνεται απ’ τον ξένο,
του ξένου στάσου τσόγλανος, ντουφέκι αγορασμένο.

Σκότωνε τους αντέλληνες! Σοφά παράτα εκείνα


τα ψεφτοφιλελέφτερα. Τον τύρρανο προσκύνα.
Κι όλο τ’ ανάποδα να λες μ’ αφτά που λεγες πρώτα,
γιατί σε καταλάμψανε, Σαούλ, τα ουράνια φώτα.

--Δε φτάνει να καταφρονάς την άθλια μάζα. Πρέπει


από μωρό να τη στραβώνεις, ήλιο να μη γλέπει,
να μη νογά πουθ’ έρχεται, που πάει, ποιον θα χορτάσει,
σα σκοτωθεί χορεφταράς στου χάρου το γιορτάσι.

--Όλα του κόσμου τα καλά και τα μεγάλα, αιώνες


πολιτισμού, τα φκιάσανε κάθε λαού ηγεμόνες.
Τέχνη, επιστήμες, Ιστορία δικά τους όλα κι όσα
δώσαν στον πίθηκο λαό πατρίδα, θεούς και γλώσσα!

Σ’ αφτά δε θα σταθείς πολύ. Μ’ «εντάξει» το ηθικό σου


παλιούς σου φίλους πρόδινε στο νέο τ’ αφεντικό σου.
Θα κάνεις το στερνό σου σάλτο στα μεσούρανα, όπου
δεν ξεχωρίζει των θεών η μοίρα και τ’ ανθρώπου.

Βαγγέλιο στο να χέρι σου, στ’ άλλο στιλέτο κράτει


και πούλα τον χυδαίο λαό στον ξένο στρατοκράτη.
Πούλα πατρίδα και θεό, φαμίλια κ’ εαφτό σου,
πάνου από κάθε δισταγμό και κάθε νόμ’ ορτώσου!

Μπροστά στο δυνατότερο στη λάσπη ανακυλίσου


και γλύφε του τα δάχτυλα πιότερο απ’ το σκυλί σου.
Ντόπιου και ξένου αφεντικού μπαίγνιο και μπράβος γίνε.
Που ενάντια τους σηκώνει τ’ άρματα, Έλληνας δεν είναι!

Κι όταν ο Κύριος τη στερνή σου πάρει μοσκανάσα,


θα σκέπ’ η γαλανόλεφκη την αργυρή σου κάσα.
Και θα ναι Κυριακή, να κλαιν ολόημερα οι Ελλάδες
και θα σε γράφουν με χρυσά ψηφιά χρυσές φυλλάδες.

(Εδώ τον κλαίει η εθνικοφροσύνη)

--«Λέφτερο πνέμα και συνείδηση άγια, πρώτη ουσία


του Κάτου και τ’ Απάνου Κόσμου, χαίρε Προδοσία!
Αγόρι μου, στα σπλάχνα μου γκορφισταυρό σε κλείνω,
Έλληνα και πρωτέλληνα και πρώτε των Ελλήνω…!»

Η «Σταδιοδρομία» από το βιβλίο Κώστας Βάρναλης ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ,


εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

You might also like