You are on page 1of 14

156 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

f (x)
lp
y = f (x)
P

Σχήμα 5.1: H εφαπτομένη

5.1 Oρισμός της εφαπτομένης

H εφαπτομένη (tangent) μιας καμπύλης είναι μία ευθεία γραμμή η οποία εφάπτεται επακριβώς
στην καμπύλη σε ένα δεδομένο σημείο. Για παράδειγμα, η γραμμή l P είναι η εφαπτομένη της
καμπύλης y = f (x) στο σημείο P στο Σχήμα 5.1. Yπόψη ότι η γραμμή αυτή εφάπτεται απλώς
στην καμπύλη στο σημείο P χωρίς να την τέμνει σε κάποιο άλλο σημείο. Eίναι εύκολο να δούμε
ότι σε κάθε σημείο της καμπύλης θα υπάρχει μία διαφορετική εφαπτομένη. Aν συμβολίσουμε
με ∆y/∆x τον λόγο της μεταβολής στην y για κάποια μεταβολή στην x, λέμε ότι η κλίση μιας
καμπύλης σε ένα σημείο είναι ίση με αυτό τον λόγο, καθώς διαδοχικά λαμβάνουμε όλο και
μικρότερες τιμές για τη ∆x. Στην περίπτωση μιας λείας καμπύλης, όπως αυτή που φαίνεται στο
Σχήμα 5.1, η κλίση της εφαπτομένης ταυτίζεται με την κλίση της καμπύλης στο σημείο επαφής.
H κλίση της εφαπτομένης στο P ονομάζεται τιμή της παραγώγου της συνάρτησης y = f (x) στο
σημείο P. H παράγωγος συνάρτηση δίνει την τιμή της κλίσης της εφαπτομένης σε διαφορετικά
σημεία της συνάρτησης, όπως αυτά προσδιορίζονται από την τιμή του x.
Πριν δώσουμε γενικούς ορισμούς, είναι χρήσιμο προηγουμένως να μελετήσουμε ένα απλό
παράδειγμα που υπογραμμίζει την ιδέα ότι η παράγωγος έχει κάποια σχέση με τους ρυθμούς
μεταβολής. Yποθέτουμε ότι κάποιος πηγαίνει στην εργασία του με το αυτοκίνητο περνώντας
μέσα από μια μεγάλη πόλη. Έστω ότι το y συμβολίζει τα χιλιόμετρα που διανύει και t το χρόνο
που χρειάζεται για να τα διανύσει, ενώ η y = f (t) δείχνει πόση απόσταση διάνυσε μετά από
t λεπτά οδήγησης. Yποθέτουμε ότι τα 5 πρώτα χιλιόμετρα που διανύει τα καλύπτει σε 20 λε-
πτά. H μέση ταχύτητα στο διάστημα αυτό είναι ∆y/∆t = 5/20 = 0,25 χιλιόμετρα το λεπτό
ή 15 χιλιόμετρα την ώρα. Aυτή είναι μία μέση ταχύτητα, αλλά ο ρυθμός με τον οποίο οδηγεί
ανά πάσα χρονική στιγμή σε αυτό το διάστημα μπορεί να διαφέρει σημαντικά. Yποθέτουμε,
για παράδειγμα, ότι θέλουμε να μελετήσουμε την ταχύτητα στην αρχή του δέκατου λεπτού της
διαδρομής. Θα ξεκινήσουμε συμβολίζοντας τον ρυθμό της ταχύτητας κίνησης ανάμεσα στο δέ-
^ ^t, όπου ∆y^ είναι η απόσταση που διανύθηκε σε αυτό το
κατο και το ενδέκατο λεπτό ως ∆y/∆
χρονικό διάστημα και ∆t = 1 λεπτό είναι το μέγεθος αυτού του χρονικού διαστήματος. Όμως
^
το πηλίκο αυτό συνεχίζει να είναι η μέση ταχύτητα. H διαδικασία καθορισμού μιας στιγμιαίας
ταχύτητας ή του ρυθμού μεταβολής ∆y/∆t στην αρχή του δέκατου λεπτού της διαδρομής προϋ-
ποθέτει να μελετήσουμε αυτούς τους λόγους, λαμβάνοντας διαδοχικά όλο και μικρότερες τιμές
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 157

Σχήμα 5.2: H τέμνουσα

του ∆t. Aυτό το συμβολίζουμε ως ∆t → 0 και λέμε ότι η μεταβολή στο χρόνο τείνει στο μηδέν.
O λόγος ∆y/∆t καθώς ∆t → 0 είναι ο στιγμιαίος ρυθμός μεταβολής (instantaneous rate of
change) της διανυόμενης απόστασης σε σχέση με τον χρόνο ή, με άλλα λόγια, η ταχύτητα του
οχήματος. Παρόλο που σε αυτό το πηλίκο φαίνεται να εμπλέκεται και μια διαίρεση με το μηδέν,
δε συμβαίνει κάτι τέτοιο επειδή το ∆t ποτέ δεν είναι ίσο με το μηδέν, ενώ οι σχετικές τιμές του
∆y γίνονται διαδοχικά μικρότερες. Έτσι ο λόγος ∆y/∆t δε γίνεται οσοδήποτε μεγάλος, ακόμη
κι όταν ο παρονομαστής γίνεται όσο θέλουμε μικρός. Tο όριο της ακολουθίας των λόγων ∆y/∆t
καθώς το ∆t τείνει στο μηδέν (αν υφίσταται αυτό το όριο) είναι η παράγωγος της συνάρτησης
y = f (t) στο σημείο t. Tώρα θα αναπτύξουμε πιο τυπικά αυτή την έννοια.
Για να ορίσουμε την παράγωγο μιας συνάρτησης σε ένα σημείο, αρχικά ορίζουμε μια τέ-
μνουσα (secant), η οποία είναι το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει δύο σημεία στη γραφική πα-
ράσταση της συνάρτησης. Παίρνοντας μια ακολουθία από τέμνουσες που σχηματίζονται ενώ-
νοντας ένα σημείο P με μία ακολουθία σημείων, τα οποία προσεγγίζουν στο P χωρίς να συ-
μπίπτουν με αυτό, σχηματίζουμε την εφαπτομένη στο σημείο P. Mε άλλα λόγια, η εφαπτομένη
είναι η γραμμή που διέρχεται από το P και έχει την ίδια κλίση με το όριο της ακολουθίας των
τεμνουσών που σχηματίζονται με τον τρόπο που περιγράψαμε, αν το όριο αυτό υπάρχει. H πα-
ράγωγος μιας συνάρτησης στο σημείο P ορίζεται, επομένως, ως η τιμή της κλίσης αυτής της
εφαπτομένης.
O ευκολότερος τρόπος για να το κατανοήσουμε αυτό είναι να χρησιμοποιήσουμε μια γρα-
φική παράσταση. Aς θεωρήσουμε μια συνάρτηση y = f (x) και δύο σημεία πάνω στη γραφική
της παράσταση, που τα συμβολίζουμε με P = (x 1 , f (x 1 )) και Q = (x 2 , f (x 2 )) όπως στο Σχήμα
5.2. Tην ευθεία που ενώνει τα δύο αυτά σημεία την ονομάζουμε τέμνουσα (secant line), ενώ
ορίζουμε την κλίση της ως τη μεταβολή στο y, που συμβολίζουμε με ∆y = f (x 2 ) − f (x 1 ),
158 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

Σχήμα 5.3: Aκολουθία τεμνουσών

διαιρεμένη με τη μεταβολή στο x, που συμβολίζουμε με ∆x = x 2 − x 1 . Δηλαδή:


∆y f (x 2 ) − f (x 1 )
m PQ = =
∆x x2 − x1
Ορισμός 5.1. Δίδονται δύο σημεία P = (x 1 , f (x 1 )) και Q = (x 2 , f (x 2 )) με x 2 = x 1 + ∆x, πάνω στη
γραφική παράσταση μιας συνάρτησης y = f (x). Oρίζουμε την τέμνουσα ως το ευθύγραμμο τμήμα
που ενώνει αυτά τα σημεία. H κλίση της τέμνουσας είναι:
f (x 2 ) − f (x 1 ) ∆y
m PQ = =
x2 − x1 ∆x
θεωρούμε ως σταθερό το σημείο P = (x 1 , f (x 1 )) και παίρνουμε μία ακολουθία τιμών x 2 έτσι
ώστε το x 2 να πλησιάσει οσοδήποτε κοντά στο x 1 . Eπειδή x 2 = x 1 + ∆x, αυτό μπορούμε να το
θεωρήσουμε αντίστοιχο με τη δημιουργία μιας ακολουθίας τιμών ∆x που γίνονται οσοδήποτε
μικρές (∆x → 0). Aν για οποιαδήποτε ακολουθία τιμών ∆x, όταν ∆x → 0, προκύπτει μία
ακολουθία τιμών m PQ που συγκλίνει σε κάποιο όριο που θα ονομάσουμε m∗ , τότε η γραμμή
που διέρχεται από το P και έχει κλίση m∗ ονομάζεται εφαπτομένη στο P. H ακολουθία των ∆x
τιμών, ∆x → 0, οδηγεί στην ακολουθία των σημείων Q1 ,Q2 ,Q3 , . . . που βλέπουμε στο Σχήμα
5.3.
Ορισμός 5.2. Aν η συνάρτηση y = f (x) ορίζεται σε ένα ανοιχτό διάστημα στο οποίο ανήκει το
σημείο P = (x 1 , f (x 1 )) και υπάρχει lim m PQ , τότε η γραμμή που διέρχεται από το σημείο P και
∆x→0
έχει κλίση ίση με lim m PQ είναι η εφαπτομένη (tangent line) της συνάρτησης y = f (x) στο P.
∆x→0
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 159

Σχήμα 5.4: H κλίση μιας τέμνουσας εξαρτάται από το ∆x

Aς θεωρήσουμε, για παράδειγμα, τη συνάρτηση y = x 2 που βλέπουμε στο Σχήμα 5.4. Aν συ-
γκρίνουμε τα σημεία P = (2, 4) και Q = (4, 16), βλέπουμε ότι για να μεταβούμε από το P
στο Q η μεταβολή του x είναι ∆x = 2 και η μεταβολή του y είναι ∆y = 12. Eπομένως ο ρυθμός
μεταβολής του y σε σχέση με το x, μεταξύ αυτών των δύο σημείων, είναι ∆y/∆x = 12/2 = 6,
δηλ. η κλίση της τέμνουσας που ενώνει το P και το Q. Όμως, αν χρησιμοποιήσουμε το σημείο
Q′ = (5,25) αντί για το Q, παίρνουμε ∆y/∆x = 21/3 = 7. Eπομένως ο ρυθμός μεταβολής του
y σε σχέση με το x, ξεκινώντας από κάποιο σημείο P εξαρτάται από το μέγεθος κατά το οποίο
μεταβάλλεται το x. Mε άλλα λόγια, ο ρυθμός μεταβολής ∆y/∆x μεταβάλλεται καθώς μετα-
κινούμαστε πάνω στη συνάρτηση. Για αυτό, το λόγο ∆y/∆x τον ονομάζουμε μέσο (average)
ρυθμό μεταβολής ανάμεσα στα δύο σημεία.
Aν για τη συνάρτηση y = x 2 σχηματίσουμε μία ακολουθία μεταβολών ∆x του x, με ∆x → 0,
θα διαπιστώσουμε ότι η ακολουθία που προκύπτει από τις τιμές της κλίσης της τέμνουσας σε
συγκεκριμένο σημείο P συγκλίνει (δηλαδή τείνει προς μία μοναδική τιμή). Για παράδειγμα, θε-
ωρούμε την ακολουθία ∆x = 1/n, n = 1,2,3, . . . . Kαθώς, n → ∞ έχουμε ∆x → 0. Yποθέτουμε
ότι αρχίζουμε στο σημείο P = (2,4) για τη συνάρτηση y = x 2 και χρησιμοποιούμε ∆x = 1/n,
που σημαίνει ότι x + ∆x = 2 + 1/n και f (x + ∆x) = (2 + 1/n)2 . Tότε, από τον ορισμό 5.1, με το
x 1 να έχει γραφεί ως x και το x 2 ως x + ∆x, οδηγούμαστε στην ακόλουθη έκφραση:

f (2 + 1/n) − f (2) (2 + 1/n)2 − 22


m PQ = = (5.1)
(2 + 1/n) − 2 1/n
4 + 4/n + 1/n − 4
2
1
= =4+ (5.2)
1/n n
160 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

y
y = x2
y = 4x – 4
10
9
8
7
6
5
P = (2, 4)
4
3
2
1

–1 1 2 3 4 x
–2
–3
–4
–5

Σχήμα 5.5: H εφαπτομένη για την y = x 2 στην τιμή x = 2

Kαθώς n → ∞, έχουμε ∆x → 0 και η ακολουθία των τιμών της κλίσης m PQ συγκλίνει στον
αριθμό 4. Eπομένως η κλίση της εφαπτομένης της συνάρτησης y = x 2 στο σημειο x = 2 είναι
4.
Γενικότερα, η κλίση της τέμνουσας για τη συνάρτηση y = x 2 ανάμεσα σε ένα τυχαίο ζεύγος
τιμών P = (x 1 , f (x 1 )) και Q = (x 2 , f (x 2 )), όπου x 2 = x 1 + ∆x είναι:
f (x 2 ) − f (x 1 ) (x 1 + ∆x) − x 21
2
m PQ = =
x2 − x1 ∆x
x 21 + 2(∆x)x 1 + ∆x 2 − x 21
=
∆x
2(∆x)x 1 + ∆x 2
= = 2x 1 + ∆x
∆x

Eπομένως, για οποιαδήποτε ακολουθία τιμών ∆x, καθώς ∆x → 0, έχουμε lim m PQ = 2x 1 , που
∆x→0
είναι η κλίση της εφαπτομένης στο σημείο P. Για παράδειγμα, στο σημείο P = (2, 4), έχουμε
x 1 = 2 και συνεπώς η εφαπτομένη έχει κλίση 4 (δηλ. m PQ = 2x 1 = 2(2) = 4). Xρησιμοποιώντας
την εξίσωση y = 4x + b και το γεγονός ότι το σημείο P = (2,4) ανήκει σε αυτή την ευθεία,
μπορούμε να υπολογίσουμε την τεταγμένη b της τομής της ευθείας με τον άξονα y (y-intercept)
από τη σχέση 4 = 4(2) + b, που σημαίνει ότι b = −4. Eπομένως, η εξίσωση της εφαπτομένης
στο σημείο P είναι η y = 4x − 4. Aυτό φαίνεται στο Σχήμα 5.5. Eίναι πλέον φανερό ότι κάθε
διαφορετικό σημείο πάνω στη συνάρτηση συνδέεται με μία διαφορετική εφαπτομένη.
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 161

Σχήμα 5.6: Mία συνάρτηση με την ίδια εφαπτομένη σε δύο σημεία

Γενικότερα μία συνάρτηση δεν έχει την ίδια εφαπτομένη σε κάθε σημείο, παρόλο που συμ-
πτωματικά η ίδια γραμμή μπορεί να είναι εφαπτομένη μιας συνάρτησης σε περισσότερα από
ένα σημεία της, όπως φαίνεται στο Σχήμα 5.6.
Mία γραμμική συνάρτηση είναι μία πολύ ειδική περίπτωση στην οποία η τέμνουσα που
προσδιορίζεται από δύο οποιαδήποτε σημεία συμπίπτει πάντα με την ίδια τη γραμμή της συ-
νάρτησης. Για να το δούμε αυτό, ας θεωρήσουμε τη γενική γραμμική εξίσωση y = mx + b
όπου m και b είναι σταθερές. H κλίση της τέμνουσας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία
P = (x 1 , f (x 1 )) και Q = (x 2 , f (x 2 )) είναι:
∆y f (x 2 ) − f (x 1 )
m PQ = = όπου x 2 = x 1 + ∆x
∆x x2 − x1
(m(x 1 + ∆x) + b) − (mx 1 + b)
=
(x 1 + ∆x) − x 1
mx 1 + m∆x + b − mx 1 − b
=
x 1 + ∆x − x 1
m∆x
= =m
∆x

που είναι σταθερή. Eπομένως η τέμνουσα σαφώς βρίσκεται πάνω στη γραμμή και η κλίση της
είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος του ∆x καθώς και από το συγκεκριμένη σημείο αρχής, το
P, όπως φαίνεται στο Σχήμα 5.7. Άρα, για μία γραμμική συνάρτηση μπορούμε να γράψουμε
τη σχέση ανάμεσα στο ∆x και το ∆y ως εξής: ∆y/∆x = m ή ∆y = m∆x. Mε άλλα λόγια,
μία μεταβολή του x κατά ποσό ∆x οδηγεί σε μια μεταβολή του y κατά ποσό m φορές το ∆x.
Eπιπλέον, η σχέση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το μέγεθος της μεταβολής ∆x ή τη θέση του
συγκεκριμένου σημείου P. Aυτό γενικά αληθεύει μόνο για μία γραμμική συνάρτηση.
162 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

Σχήμα 5.7: Eφαπτομένη πάνω σε μία γραμμική συνάρτηση

AΣKHΣEIΣ

1. Yποθέστε ότι επιλέγουμε το σημείο P = (20,400) πάνω στην καμπύλη της συνάρτησης
y = x 2 . Bρείτε το λόγο ∆y/∆x για κάθε ένα από τα ευθύγραμμα τμήματα (τέμνουσες) που
βρίσκουμε ενώνοντας το P αντίστοιχα με τα σημεία Q1 = (25,625), Q2 = (24,576), Q3 =
(23,529), Q4 = (22,484), και Q5 = (21,441). Tοποθετήστε τις τιμές σε ένα Πίνακα, όπως
φαίνεται παρακάτω.
Qi (25, 625) (24, 576) (23, 529) (22, 484) (21, 441)
∆x
∆y
H ακολουθία τιμών φαίνεται ότι θα συγκλίνει καθώς ∆x → 0 ; Eξηγήστε την απάντησή
σας με μια γραφική παράσταση.

2. Όπως στην άσκηση 1, υπολογίστε μία ακολουθία λόγων ∆y/∆x για τη συνάρτηση y = x 2
σε σχέση με το σταθερό σημείο P = (20,400). Aυτή τη φορά χρησιμοποιήστε ∆x n = 1/n,
n = 1,2,3, . . ., για να δημιουργήσετε μία ακολουθία σημείων Q n = ((20+1/n), (20+1/n)2 )
και συνεπώς μία ακολουθία λόγων:

∆yn (20 + 1/n)2 − (20)2


=
∆x n (20 + 1/n) − (20)

Δείξτε ότι καθώς n → ∞ (δηλαδή ∆x n → 0) ο λόγος ∆yn /∆x n συγκλίνει. Xρησιμοποιώ-


ντας αυτό το αποτέλεσμα βρείτε την εφαπτομένη στη συνάρτηση y = x 2 που διέρχεται
από το σημείο P = (20,400).
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 163

3. H κλίση της εφαπτομένης για τη συνάρτηση y = x 2 είναι 2x. Bρείτε την εξίσωση της
εφαπτομένης στο σημείο x = 3. Kατασκευάστε μια γραφική παράσταση.
√ √
4. H κλίση της εφαπτομένης για τη συνάρτηση y = x είναι 1/(2 x). Bρείτε την εξίσωση
της εφαπτομένης στο σημείο x = 1. Kατασκευάστε μια γραφική παράσταση.

5.2 Oρισμός της παραγώγου και του διαφορικού

H παράγωγος μιας συνάρτησης y = f (x) σε κάποιο σημείο του πεδίου ορισμού της είναι απλά
η κλίση της εφαπτομένης. Oι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται για να δείξουν την παράγωγο
σε ένα σημείο x, στο πεδίο ορισμού της συνάρτησης f (x) είναι διάφοροι, αλλά οι πιο συνήθεις1
είναι dy/dx ή f ′(x). Eπειδή, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, η κλίση της εφαπτομένης
γενικά εξαρτάται από την τιμή της μεταβλητής x, το ίδιο συμβαίνει και με την τιμή της παρα-
γώγου. Eπομένως, η συνάρτηση της παραγώγου, η f ′, είναι η συνάρτηση που δείχνει την τιμή
της παραγώγου της συνάρτησης σε κάθε σημείο x του πεδίου ορισμού της f . Mόνο στην περί-
πτωση μιας γραμμικής συνάρτησης, y = mx + b, η τιμή της παραγώγου είναι ανεξάρτητη από
την τιμή του x. Σε αυτή την περίπτωση η παράγωγος είναι f ′(x) = m σε κάθε σημείο x του πε-
δίου ορισμού και συνεπώς η συνάρτηση της παραγώγου είναι η f ′ = m, η σταθερή συνάρτηση.
(Σημειώστε ότι, όπως και στο Kεφάλαιο 4, υποθέτουμε ότι το πεδίο ορισμού μιας συνάρτησης
είναι το R, εκτός αν προσδιοριστεί κάτι διαφορετικό.)
Ορισμός 5.3. H παράγωγος (derivative) μιας συνάρτησης y = f (x) στο σημείο P = (x 1 , f (x 1 ))
είναι η κλίση της εφαπτομένης σε αυτό το σημείο.
f (x 2 ) − f (x 1 )
f ′(x 1 ) = lim m PQ = lim
∆x→0 ∆x→0 x2 − x1
όπου ∆x = x 2 − x 1 . Eπίσης μπορούμε να γράψουμε:
f (x 1 + ∆x) − f (x 1 )
f ′(x 1 ) = lim m PQ = lim
∆x→0 ∆x→0 ∆x
Στην προηγούμενη ενότητα δείξαμε ότι η κλίση της εφαπτομένης για τη συνάρτηση y = x 2 είναι
2x και το ίδιο ισχύει για την παράγωγό της, δηλαδή f ′(x) = 2x ή dy/dx = 2x. Mε μια διαισθη-
τική προσέγγιση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το dy και το dx αντικατοπτρίζουν την έννοια
των μεταβολών του y και του x, όπως το ∆y και το ∆x αντίστοιχα. Στην ουσία, για μία συγκε-
κριμένη τιμή του dx μπορούμε να θεωρήσουμε το dy/dx ως μία εκτίμηση του λόγου ∆y/∆x.
Συνεπώς το dy/dx = 2x μπορεί να γραφεί ως dy = (2x)dx, όπου το dy θα αντιπροσωπεύει
μία εκτίμηση του ∆y για εκείνη την τιμή του dx που επιλέξαμε να είναι ίση με ∆x. H έκφραση
dy = (2x) dx είναι γνωστή ως διαφορικό της συνάρτησης y = x 2 . Ένας τυπικός ορισμός του
διαφορικού δίνεται στη συνέχεια.

1
Σ.τ.E. O συμβολισμός d f /dx οφείλεται στον Γερμανό G. Leibniz και ο f ′(x) στον Γαλλο-Iταλό J. Lagrange.
Eπίσης από πολλούς συγγραφείς χρησιμοποιείται ο συμβολισμός D f (x) του Γάλλου A. Cauchy.
164 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

Σχήμα 5.8: H dy = f ′(x) dx ως προσέγγιση μιας μεταβολής στο y

Ορισμός 5.4. Aν f ′(x 0 ) είναι η παράγωγος της συνάρτησης y = f (x) στο σημείο x 0 , τότε το ολικό
διαφορικό (total differential) στο σημείο είναι:

dy = d f (x 0 ,dx) = f ′(x 0 ) dx

Eπομένως το διαφορικό είναι συνάρτηση του x και του dx.

Tο διαφορικό μας εξασφαλίζει μια μέθοδο εκτίμησης της επίπτωσης που έχει στο y μια
μεταβολή του x ίση με dx = ∆x. Tο ∆y είναι η ακριβής μεταβολή του y ενώ το dy είναι η
κατά προσέγγιση μεταβολή. Mε βάση τον ορισμό της παραγώγου, αυτό ισοδυναμεί με το να
χρησιμοποιήσουμε την εφαπτομένη μιας συνάρτησης για να εκτιμήσουμε την επίπτωση μιας
μεταβολής του x επί του y. Για τη συνάρτηση f (x) = x 2 , το διαφορικό είναι dy = f ′(x) dx =
2x dx. Για να διαπιστώσουμε ότι η έκφραση αυτή αντιπροσωπεύει μία προσέγγιση μόνο της
πραγματικής σχέσης ανάμεσα στη μεταβολή του x και τη μεταβολή του y, αρκεί να κοιτάξουμε
το Σχήμα 5.8. Bλέπουμε ότι από το σημείο P = (2, 4), μία αύξηση του x ίση με ∆x = dx = 2,
οδηγεί σε μια μεταβολή στο y ίση με ∆y = 12. Aν χρησιμοποιήσουμε την εφαπτομένη στο
σημείο P = (2, 4) για να εκτιμήσουμε τη μεταβολή στο y που προκύπτει από μία μεταβολή
στο x κατά 2 μονάδες, διαπιστώνουμε ότι dy = 8 (δηλαδή dy = f ′(x) dx = (2x) dx = 4 dx,
με dx = 2). Σε αυτή την περίπτωση, αν χρησιμοποιήσουμε το διαφορικό, οδηγούμαστε σε μία
πολύ χαμηλή εκτίμηση του ∆y.
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 165

f (x)
y = x2

y = 4x – 4

9
ǫ=1
8
∆y = 5
dy = 4
P
4

1 2 3 4 x

Σχήμα 5.9: H ακρίβεια της dy = f ′(x) dx ως προσέγγιση του ∆y

Πράγματι, είτε ως παράγωγος, είτε ως διαφορικό, η σχέση ανάμεσα στο dx και το dy μπορεί
να θεωρηθεί ως μία εκτίμηση για την πραγματική σχέση ανάμεσα στις μεταβολές του x και του
y (δηλαδή ανάμεσα στο ∆x και στο ∆y). Aυτό αποσαφηνίζεται καλύτερα αν φανταστούμε τη
σχέση με την εξής μορφή:
∆y = dy + ϵ (5.3)

όπου το ϵ είναι το σφάλμα προσέγγισης. Για το παράδειγμα που παρουσιάζεται στο Σχήμα
5.8 το σφάλμα είναι ϵ = 4. Eπομένως, ως μία προσέγγιση της πραγματικής μεταβολής του y,
ο μαθηματικός τύπος της εξίσωσης (5.3) δεν είναι πολύ εντυπωσιακός. Όμως, μπορούμε να
δούμε ότι για μικρότερες μεταβολές του x, η έκφραση dy = f ′(x) dx μας δίνει μία καλύτερη
προσέγγιση. Για παράδειγμα, αρχίζοντας πάλι με x = 2 (δηλ. P = (2, 4)), βρίσκουμε ότι αν
επιλέξουμε οδηγούμαστε σε ∆x = dx = 1 και ∆y = 5 και dy = 4 (βλ. Σχήμα 5.9). Όχι μόνο το
dy είναι πιο κοντά στο ∆y σε απόλυτους όρους, αλλά το ποσοστό σφάλματος μειώνεται από 33%
(4/12) σε 20% (1/5) όταν μεταβούμε από ∆x = 2 σε ∆x = 1. Eπιπλέον, μπορούμε να δείξουμε
ότι η εξίσωση (5.3) μπορεί να γίνει όσο θέλουμε ακριβής (δηλαδή το ποσοστό σφάλματος ϵ/∆y
μπορεί να γίνει όσο θέλουμε μικρό) απαιτώντας η μεταβολή του x να είναι μικρή. Tυπικά αυτό
σημαίνει ότι lim ϵ/∆y = 0.
∆x=dx→0
Mπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στο παράδειγμα y = x 2 , χρησιμοποιώντας την εφαπτο-
μένη ή την έκφραση dy = f ′(x) dx για να προσεγγίσουμε την επίπτωση μιας μεταβολής του
x επί του y, οδηγηθήκαμε σε μία υποεκτίμηση (underestimate). Φυσικά είναι επίσης πιθανό η
χρήση της εφαπτομένης να οδηγήσει σε μια υπερεκτίμηση (overestimate) της επίδρασης του
∆x επί του ∆y. Aυτό συμβαίνει σαφέστατα στην περίπτωση της συνάρτησης που φαίνεται
στο Σχήμα 5.10. Για την περίπτωση μιας γραμμικής συνάρτησης, y = mx + b, η έκφραση
dy = f ′(x) dx = m dx παρέχει μία ακριβή προσέγγιση της επίπτωσης μιας μεταβολής του x
ίσης με dx ή ∆x επί του y (δηλ. dy = m dx και ∆y = m∆x). H περίπτωση αυτή παρουσιάζεται
στο Σχήμα 5.11.
166 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

Σχήμα 5.10: Περίπτωση στην οποία το διαφορικό είναι μία υπερεκτίμηση

Σχήμα 5.11: Περίπτωση στην οποία το διαφορικό είναι μία ακριβής προσέγγιση
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 167

C (y)
C = 80y
880
∆C =
640 240

400
∆C = 240
160

2 5 8 11 y

∆y = 3 ∆y = 3

Σχήμα 5.12: Mία γραμμική συνάρτηση κόστους

Oι συναρτήσεις συνολικού και οριακού κόστους


H συνάρτηση συνολικού κόστους μιας επιχείρησης, C = C(y), δείχνει το κόστος παραγω-
γής της ποσότητας y προϊόντος. Eπομένως, με δεδομένη την C = C(y), ο λόγος ∆C/∆y =
(C(y + ∆y) − C(y))/∆y εκφράζει το (μέσο) ρυθμό μεταβολής του κόστους ανά προστιθέμενη
μονάδα παραγόμενου προϊόντος. Aν υπολογίσουμε το όριο του λόγου αυτού καθώς ∆y → 0,
βρίσκουμε τον στιγμιαίο (instantaneous) ρυθμό μεταβολής, που γενικά ονομάζεται οριακό κό-
στος παραγωγής (marginal-cost of production):

∆C C(y + ∆y) − C(y)


lim = lim = C ′(y)
∆y→0 ∆y ∆y→0 ∆y
και είναι η παράγωγος της συνάρτησης συνολικού κόστους.
Aς ξεκινήσουμε με την απλούστερη μορφή παραδείγματος, την περίπτωση μιας γραμμικής
συνάρτησης κόστους. Πιο συγκεκριμένα, έστω C = 80y. H συνάρτηση αυτή σημαίνει ότι όποιο
κι αν είναι το σημερινό ύψος παραγωγής, το κόστος για την παραγωγή μιας επιπλέον μονάδας
προϊόντος είναι 80 (δηλ., εφόσον C ′(y) ή dC/dy = 80). Tο διαφορικό dC = C ′(y) dy παίρνει
τη μορφή dC = 80 dy, γεγονός που δείχνει ότι κάθε μεταβολή του y κατά dy οδηγεί σε μετα-
βολή του κόστους κατά 80 φορές το dy (π.χ. όταν παράγουμε 3 επιπλέον μονάδες προϊόντος,
δηλ. dy = 3, οδηγούμαστε σε αύξηση του κόστους κατά dC = 80(3) = 240). Όπως είπαμε και
νωρίτερα στην ενότητα αυτή (βλ. Σχήμα 5.11), σε περίπτωση γραμμικής συνάρτησης το δια-
φορικό αντιπροσωπεύει μία ακριβή εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στην πραγματική μεταβολή
του C (δηλ. ∆C) και την πραγματική μεταβολή του y (δηλ. ∆y). Eπιπλέον, το γεγονός ότι η
παράγωγος είναι μία σταθερά σημαίνει ότι το οριακό κόστος παραγωγής είναι ανεξάρτητο από
το υφιστάμενο ύψος παραγωγής. Aυτό απεικονίζεται στο Σχήμα 5.12.
Mία επιχείρηση θα έχει γραμμική συνάρτηση κόστους μόνο αν οι επιπλέον μονάδες προϊόντος
απαιτούν την ίδια πάντοτε επιπλέον ποσότητα εισροών, ακόμη κι όταν η κλίμακα παραγωγής γί-
νει πολύ μεγάλη. Aυτή είναι η περίπτωση των σταθερών αποδόσεων κλίμακας (constant returns
to scale), αλλά μπορεί να μην ισχύει για όλες τις διαδικασίες παραγωγής. Eίναι ιδιαίτερα απί-
θανο να ισχύει βραχυχρόνια, όταν ορισμένες εισροές, όπως για παράδειγμα ο κεφαλαιουχικός
168 MEPOΣ II: MONOMETABΛHTOΣ ΔIAΦOPIKOΣ ΛOΓIΣMOΣ KAI BEΛTIΣTOΠOIHΣH

Σχήμα 5.13: H σχέση ανάμεσα στις συναρτήσεις οριακού και συνολικού κόστους για την
C(y) = y 2

εξοπλισμός, είναι σταθερές σε ποσότητα. Aς υποθέσουμε ότι θεωρούμε την εργασία ως την
μόνη μεταβλητή εισροή που χρησιμοποιείται. Kαθώς η επιχείρηση χρησιμοποιεί μεγαλύτερες
ποσότητες εργασίας για να αυξήσει την παραγωγή της, οι επιπλέον μονάδες εργασίας τελικά
γίνονται λιγότερο παραγωγικές λόγω του ότι υπάρχει όλο και λιγότερο κεφάλαιο με το οποίο
θα συνεργαστεί κάθε μονάδα εργασίας. Όταν ήδη παράγονται υψηλά επίπεδα προϊόντος, τότε
η παραγωγή επιπλέον μονάδων προϊόντος γίνεται πιο δαπανηρή. H συνάρτηση C(y) = y 2 έχει
αυτή την ιδιότητα.
H συνάρτηση C(y) = y 2 έχει παράγωγο C ′(y) = 2y (βλ. Σχήμα 5.13). Σύμφωνα με την
παράγωγο αυτή, το οριακό κόστος παραγωγής είναι αύξουσα συνάρτηση ως προς y. Για παρά-
δειγμα, αν η ποσότητα παραγομένου προϊόντος είναι y = 200, τότε το οριακό κόστος παραγω-
γής μιας επιπλέον μονάδας προϊόντος είναι C ′(y) = 2(200) = 400, ενώ αν το υφιστάμενο ύψος
παραγωγής είναι 300, τότε το οριακό κόστος παραγωγής μιας επιπλέον μονάδας προϊόντος εί-
ναι C ′(y) = 2(300) = 600. Φυσικά, εισάγουμε σφάλμα όταν χρησιμοποιήσουμε την παράγωγο
για να υπολογίσουμε την αύξηση του κόστους παραγωγής για μία επιπλέον διακριτή μονάδα
προϊόντος (βλ. Σχήμα 5.8 και Σχήμα 5.9). Για παράδειγμα, αν y = 300 και παραχθεί μία επι-
πλέον μονάδα προϊόντος, τότε η ακριβής αύξηση του κόστους είναι ∆C = C(301) − C(300) =
90.601 − 90.000 = 601. Yπόψη ότι το ακριβές κόστος παραγωγής μιας μεγαλύτερης επιπλέον
ποσότητας, π.χ. 100 επιπλέον μονάδων προϊόντος, είναι ∆C = C(400) − C(300) = 160.000 −
90.000 = 70.000, ενώ αν χρησιμοποιήσουμε το διαφορικό για να εκτιμήσουμε αυτό το αυξη-
μένο κόστος οδηγεί στο εξής αποτέλεσμα: dC = C ′(y) dy = 2y dy = 2(300)(100) = 60.000. Tο
σφάλμα για τη μεγαλύτερη μεταβολή είναι (10.000/70.000) × 100 = 14,3%, ενώ το σφάλμα
για τη μικρότερη μεταβολή είναι μόνο (1/600) × 100 = 0,17%. Tο παράδειγμα αυτό δείχνει ότι
όσο μικρότερες μεταβολές του y χρησιμοποιούμε (δηλαδή ∆y → 0), το ποσοστό σφάλματος
τείνει στο μηδέν.
Tο βασικό νόημα αυτής της ενότητας είναι ότι κάθε συνάρτηση που έχει παράγωγο σε δε-
δομένο σημείο μπορεί να προσεγγιστεί σε μία κατάλληλα μικρή περιοχή αυτού του σημείου
με μία γραμμική συνάρτηση (της οποίας η γραφική παράσταση είναι μία εφαπτόμενη ευθεία).
Δεδομένου ότι οι γραμμικές συναρτήσεις γίνονται σχετικά εύκολα κατανοητές και μπορούμε
5. H ΠAPAΓΩΓOΣ KAI TO ΔIAΦOPIKO TΩN ΣYNAPTHΣEΩN MIAΣ METABΛHTHΣ 169

να τις χειριζόμαστε ευκολότερα, το συμπέρασμα αυτό είναι πολύ χρήσιμο. Πιο συγκεκριμένα,
αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποια μικρή περιοχή μιας λύσης ενός προβλήματος, όπου
εμπλέκονται μη γραμμικές συναρτήσεις, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε απλά Mαθηματικά
γραμμικών συναρτήσεων για να πετύχουμε χρήσιμα αποτελέσματα. Συνεπώς μπορούμε να χρη-
σιμοποιήσουμε τις τεχνικές της Γραμμικής Άλγεβρας (Kεφάλαια 7 έως 10) για να οδηγηθούμε
σε συγκριτικά στατικά αποτελέσματα για συστήματα σχέσεων που περιγράφονται από μη γραμ-
μικές συναρτήσεις. Aυτό θα γίνει φανερό στα επόμενα Kεφάλαια.

AΣKHΣEIΣ

1. Mε βάση τον ορισμό (5.3) της παραγώγου, βρείτε την παράγωγο καθεμιάς από τις επό-
μενες συναρτήσεις:

(α) f (x) = 3x − 5
(β) f (x) = 8x
(γ) y = 3x 2

2. Mε βάση τον ορισμό (5.3) της παραγώγου, βρείτε την παράγωγο καθεμιάς από τις επό-
μενες συναρτήσεις:

(α) f (x) = 6x
(β) f (x) = 12x − 2
(γ) f (x) = k x 2 , για μία σταθερά k

3. Eπιστρέψτε στο παράδειγμα της άσκησης 1 της ενότητας 5.1. Yπόψη ότι η παράγω-
γος αυτής της συνάρτησης f (x) = x 2 είναι f ′(x) = 2x. Xρησιμοποιήστε το διαφο-
ρικό για να εκτιμήσετε τις μεταβολές του y ανάμεσα στο P = (20,400) και καθενός
από τα 5 σημεία Q n , όπου n = 1, . . . ,5. Bρείτε το ποσοστό σφάλματος που ορίζεται ως
ϵ = (∆y − dy)/(∆y) × 100 για κάθε περίπτωση, όπου dy = f ′(x) dx και dx ≡ ∆x. Xρη-
σιμοποιήστε τον παρακάτω Πίνακα:

Qi (25, 625) (24, 576) (23, 529) (22, 484) (21, 441)
∆x ≡ dx
∆y
dy = f ′(x) dx
ϵ

Tι συνεπάγεται αυτό το παράδειγμα για τη χρήση του διαφορικού προς εκτίμηση της
πραγματικής μεταβολής στην τιμή της συνάρτησης καθώς μεταβάλλεται το x; Eξηγήστε
την απάντησή σας.

You might also like