You are on page 1of 161

REPASO DE VOCABULARIO

Unidad 8: Ο ΚΥΚΛΩΨ
Juan José Castro με ἐποίησεν
ἡ θά λαττα
ἡ θά λαττα
δύ ο
δύ ο
εἰ πεῖ ν
εἰ πεῖ ν
ὁ οἶ νος
ὁ οἶ νος
τί ς;
τί ς;
βά λλω
βά λλω
ὁ χειμώ ν
ὁ χειμώ ν
ὁ χειμώ ν
Voc. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.

Acus. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.

τὸ ν χειμῶ να
Acus. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.

τὸ ν χειμῶ να
Acus. sing.

Gen. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.

τὸ ν χειμῶ να
Acus. sing.

τοῦ χειμῶ νος


Gen. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.

τὸ ν χειμῶ να
Acus. sing.

τοῦ χειμῶ νος


Gen. sing.

Dat. sing.
ὁ χειμώ ν
ὦ χειμώ ν
Voc. sing.

τὸ ν χειμῶ να
Acus. sing.

τοῦ χειμῶ νος


Gen. sing.

τῷ χειμῶ νι
Dat. sing.
πᾶ ς
πᾶ ς
περί (+ ac.)
περί (+ ac.)
παρασκευά ζω
παρασκευά ζω
σώ φρων
σώ φρων
ὁ ὀ φθαλμό ς
ὁ ὀ φθαλμό ς
παύ ω
παύ ω
ἐ νθά δε
ἐ νθά δε
τὸ ὄ νομα
τὸ ὄ νομα
τὸ ὄ νομα
Voc. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.

Acus. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.

τὸ ὄ νομα
Acus. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.

τὸ ὄ νομα
Acus. sing.

Gen. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.

τὸ ὄ νομα
Acus. sing.

τοῦ ὀ νό ματος
Gen. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.

τὸ ὄ νομα
Acus. sing.

τοῦ ὀ νό ματος
Gen. sing.

Dat. sing.
τὸ ὄ νομα
ὦ ὄ νομα
Voc. sing.

τὸ ὄ νομα
Acus. sing.

τοῦ ὀ νό ματος
Gen. sing.

τῷ ὀ νό ματι
Dat. sing.
εἷ ς, μί α, ἕ ν
εἷ ς, μί α, ἕ ν
εὑ ρί σκω
εὑ ρί σκω
ἡ πό λις
ἡ πό λις
οὐ δεί ς
οὐ δεί ς
τις
τις
ὁ ρμά ω
ὁ ρμά ω
οἱ χειμῶ νες
οἱ χειμῶ νες
οἱ χειμῶ νες
Voc. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.

Acus. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.

τoὺ ς χειμῶ νας


Acus. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.

τoὺ ς χειμῶ νας


Acus. pl.

Gen. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.

τoὺ ς χειμῶ νας


Acus. pl.

τῶ ν χειμώ νων
Gen. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.

τoὺ ς χειμῶ νας


Acus. pl.

τῶ ν χειμώ νων
Gen. pl.

Dat. pl.
οἱ χειμῶ νες
ὦ χειμῶ νες
Voc. pl.

τoὺ ς χειμῶ νας


Acus. pl.

τῶ ν χειμώ νων
Gen. pl.

τοῖ ς χειμῶ σι
Dat. pl.
αἱ ρέ ω
αἱ ρέ ω
πό θεν;
πό θεν;
? ? ?
?
?
? ?
?
μέ γιστος
μέ γιστος
ὁ ξέ νος
ὁ ξέ νος
κελεύ ω
κελεύ ω
ὁ Κύ κλωψ
ὁ Κύ κλωψ
πῶ ς;
πῶ ς;
ἰέ ναι
ἰέ ναι
τὰ ὀ νό ματα
τὰ ὀ νό ματα
τὰ ὀ νό ματα
Voc. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.

Acus. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.

τὰ ὀ νό ματα
Acus. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.

τὰ ὀ νό ματα
Acus. pl.

Gen. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.

τὰ ὀ νό ματα
Acus. pl.

τῶ ν ὀ νομά των
Gen. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.

τὰ ὀ νό ματα
Acus. pl.

τῶ ν ὀ νομά των
Gen. pl.

Dat. pl.
τὰ ὀ νό ματα
ὦ ὀ νό ματα
Voc. pl.

τὰ ὀ νό ματα
Acus. pl.

τῶ ν ὀ νομά των
Gen. pl.

τοῖ ς ὀ νό μασι
Dat. pl.
ἀ ποκρί νομαι
ἀ ποκρί νομαι
τὸ πῦ ρ
τὸ πῦ ρ
μέ λλω
μέ λλω
ὁ οἶ νος
βά λλω
αἱ ρέ ω
εἷ ς, μί α, ἕ ν
δύ ο
ὁ χειμώ ν
περί (+ ac.)
εὑ ρί σκω
τὸ ὄ νομα
οὐ δεί ς
τις
παύ ω
ἡ πό λις
? ? ?
?

??
? ?
? ? ?
?

??
? ?

πό θεν;
παρασκευά ζω
ὁ ξέ νος
σώ φρων
ὁ ρμά ω
ἡ θά λαττα
μέ λλω
τί ς;
πῶ ς;
τὸ πῦ ρ
κελεύ ω
πᾶ ς
ὁ ὀ φθαλμό ς
εἰ πεῖ ν
μέ γιστος
ἀ ποκρί νομαι
ὁ Κύ κλωψ

You might also like