You are on page 1of 190

Σπoρὰ τοῦ λόγου! Ἡ διδαχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας! Ἡ ἐξήγησις τῆς Ἁγίας Γραφῆς!

Εἶναι τὸ σπουδαῖο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.


Ἐπιτελεῖται ἀπ' τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, ἀπ' τοὺς θεολόγους, ἀπ' τοὺς
εὐλαβεῖς καὶ σεμνοὺς κατηχητὲς καὶ κήρυκες.
Τρία ψυχικὰ προσόντα προϋποθέτει ἡ σπορὰ τοῦ λόγου:
• Τὸ ἕνα εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ὁ χριστιανὸς ἐργάζεται γιὰ τὴ σωτηρία του, ὅταν ἐπιμελῆται καὶ τὸ συμφέρον τοῦ
ἀδελφοῦ. Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἦταν κανόνας ζωῆς τὸ συμφέρον τῶν ἄλλων. «Πάντα
πάσι ἀρέσκω, μὴ ζητῶν τὸ ἔμαυτου συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν πολλῶν, ἶνα σωθῶσι» (Ἃ' Κορ.
ἰ' 33).
Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τοῦτο κανὼν Χριστιανισμοῦ τοῦ τελειοτάτου, τοῦτο ὅρος
ἠκριβωμένος, αὕτη ἢ κορυφὴ ἡ ἀνωτάτη, τὸ τὰ κοινὴ συμφέροντα ζητεϊν... Κὰν νηστεύσης,
κὰν χαμευνήσης, κὰν ἀπαγχονίσης σαυτόν, τοῦ δὲ πλησίον μὴ προνοῇς, οὐδὲν μέγα
εἰργάσω, ἀλλ' ἔτι πόρρω ταύτης ἔστηκας τῆς εἰκόνος ταῦτα ποιῶν» (Ε.Π.Ε. 18α,120).
Μετὰφρασις: Αὐτὸς εἶναι ὁ τελειότατος κανὼν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὀρθὴ βάσις, ἢ ἀνωτάτη
κορυφή, τὸ νὰ ἐπιδιώκῃς τὰ συμφέροντα ὅλων... Κι ἂν ἀκόμα νηστεύσης, κι ἂν ἀκόμα
κοιμᾶσαι στὸ χῶμα γιὰ σκληραγωγία, κι ἂν ἀκόμα θυσιάσης τὸν ἑαυτό σου, τίποτε τὸ
σπουδαῖο δὲν ἔκανες, ἂν δὲν φροντίζῃς γιὰ τὸν πλησίον σου. Πράττοντας αὐτά, ἀκόμα
ἀπέχεις πολὺ ἀπ' τὸ πρότυπό σου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
• Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ πίστις στὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ πιστεύουμε, ὅτι ὁ σπόρος ἔχει
δύναμι τεράστια.
Ἂν ὁ πολὺς κόσμος εἶναι βυθισμένος στὸ σκοτάδι διαφόρων θρησκειῶν καὶ ἰδεολογιῶν,
ὀφείλεται στὸ ὅτι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ δὲν πιστεύσαμε στὴν ἀποστολή μας ἢ δὲν
θέλουμε νὰ ἐνεργοποιοῦμε τὴ δύναμι τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
• Τὸ τρίτο εἶναι ἡ ἐλπίδα.
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ κήρυγμά της καὶ μὲ τὸ ὅλο ποιμαντικὸ ἔργο ἀποβλέπει σὲ ὅλους, στὸ
«ἶνα πάντας σώσω» (Ἃ' Κορ. ἰ' 33). Δὲν ἀπελπίζεται ὅμως, ὅταν τελικὰ δὲν ἰσχύει τὸ
«πάντας», ἀλλ' ἰσχύει τὸ «τινὰς» ὅταν σώζωνται μερικοί. Εἶναι «Καθολική», ὡς πρὸς τὶς
προθέσεις καὶ τὶς θέσεις, ἀφοῦ ὅλοι χωρᾶνε στὴν ἀγάπη τῆς σωτηρίας. Ἂλλ' ἀποτελεῖ «τὸ
μικρὸν ποίμνιον» (Λουκ. Ἰβ' 32), ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν, ποὺ ἀποδέχονται τὴν
ἀγάπη.
Κι ἂν τίποτε δὲν βλέπῃς, σὰν ὁρατὸ καὶ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς σου σπορᾶς,
σὺ ἔκανες τὸ καθῆκον σου.
Ἀπὸ μᾶς τρία ζητάει ὁ Θεός:
• Νὰ σπέρνουμε ἀφειδώλευτα. «Ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ θερίσει καὶ ὁ
σπείρων ἐπ' εὐλογίαις, ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β' Κορ. θ' 6).
• Νὰ σπέρνουμε, νὰ δουλεύουμε χωρὶς ρᾳθυμία καὶ ἀμέλεια. Δὲν εἶναι πάρεργο τὸ
κήρυγμα καὶ ἡ διδαχὴ τοῦ λόγου. Εἶναι ἔργο. Εἶναι τὸ ἔργο. Ο λόγος τοῦ προφήτη Ἱερεμία
ἀντηχεῖ πάντα στ' αὐτιὰ τοῦ ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὰ ἔργα
τοῦ Κυρίου ἀμελῶς» (Ἱερ. λὰ 10).
• Νὰ σπέρνουμε μὲ τὴ βεβαῖα ἐλπίδα, ὅτι τίποτε δὲν πάει χαμένο. «Οὐκ εἰς κενὸν
ἔδραμον οὐδὲ εἰς κενὸν ἐκοπίασα» (Φιλιπ. β' 16).
Μὲ ἐλπίδα ξεκίνησε καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἐξηγήσουμε θεολογικὰ καὶ ἁπλὰ τὶς Ἐπιστολὲς
τοῦ Παύλου.
Στὸν παρόντα τόμο περιλαμβάνονται οἱ ἐργασίες μᾶς πάνω στὶς Ἔπιστολες πρὸς
Τιμόθεον, πρὸς Τίτον καὶ τὴν πρὸς Φιλήμονα.
Ἀρχιμ. Δανιὴλ Γ. Ἀεράκης
Νέος μὲ τρεῖς μαρτυρίες
Γιὰ ἕνα νέο ὁ λόγος. Εἶναι ἀνάγκη νὰ προβληθῆ ὁ νέος αὐτός, καὶ διότι εἶναι
προβαλλόμενος ἀπ' τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ διότι στὴ ζωὴ αὐτοῦ του νέου φαίνονται τὰ
στοιχεῖα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μπορέσουν καὶ οἱ σημερινοὶ νέοι νὰ γίνουν θετικὰ στοιχεῖα
στὴν κοινωνία.
Ο ἁγιογραφικὸς νέος εἶναι ὁ Τιμόθεος. Τὸν χαρακτηρίσουμε ἔτσι γιὰ δυὸ λόγους:
• Ὁ ἕνας: Ἡ πηγὴ πληροφοριῶν γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή.
• Ὁ ἄλλος. Ὁ ἴδιος ἦταν ἐραστὴς τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς.
Τὰ θέματα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀπευθύνονται κυρίως σὲ ἀνθρώπους τῶν Ἁγιογραφικῶν
συνάξεων. Ἃς διδαχτοῦμε στὴν ἀρχὴ ἀπὸ ἕνα νέο, ποὺ ἀπὸ μικρὸς μελετοῦσε τὴν Ἁγία
Γραφή. Εὐχή μας, κάποτε οἱ Ἁγιογραφικὲς συνάξεις καὶ στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία νὰ μὴν
ἀποτελοῦνται μόνο ἀπὸ μεγάλα στὴν ἡλικία ἄτομα, ἀλλὰ νὰ συμπεριλαμβάνουν καὶ
νεώτερα, καὶ μάλιστα νέους καὶ παιδιά.
• Ἀναγκαῖο εἶναι τὸ γάλα, γιὰ τὴ διατροφὴ καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ βρέφους. Πιὸ ἀναγκαῖος
εἶναι ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ἄδολο γάλα τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὴν πνευματικὴ
διατροφὴ καὶ ψυχικὴ καλλιέργεια τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων.
Ο ἀπόστολος Τιμόθεος ρουφοῦσε ἀπὸ μικρὸς αὐτὸ τὸ εὐλογημένο γάλα τῆς Γραφῆς. Οἱ
αἱρετικοί το νοθεύουν. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ διατηροῦμε ἀνόθευτο,
διότι τὸ προσφέρουμε μὲ τὸ ποτῆρι ποῦ ὀνομάζεται Πατερικὴ ἑρμηνεία.
Τὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Τιμοθέου στὴ Γραφὴ ἀπὸ βρεφικὴ ἡλικία μᾶς τὴν δίνει ὁ
διδάσκαλός του ἐν Χριστῷ, ὁ μεγάλος Παῦλος: «Ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδᾳς, τὰ
δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. γ΄ 15).
Αὐτὴ εἶναι ἡ μιὰ μαρτυρία, ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Τιμόθεο. Τὴν συμπληρώνει ὁ ἴδιος ὁ
Παῦλος. Παρουσιάσει καὶ τοὺς τροφοδότες τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τοῦ Τιμοθέου.
Ἡ ἁγία μητέρα του καὶ ἡ εὐσεβὴς γιαγιά του. Τί μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ μητέρα καὶ μιὰ
γιαγιά!
Μπορεῖ νὰ προετοιμάσουν τὸ μελλοντικὸ ἅγιο, ἀλλὰ καὶ τὸν μελλοντικὸ κακοῦργο μιᾶς
κοινωνίας!
Λωΐς λεγόταν ἡ γιαγιὰ (μάμμη) τοῦ Τιμοθέου.
Εὐνίκη ἡ μητέρα του.
Δυὸ γυναῖκες, ποὺ μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ἀγάπη ἔνσταλαξαν στὴν ἁγνὴ καρδοῦλα τοῦ
μικροῦ Τιμοθέου τὴν πίστι στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη στὸ λόγο Του. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ
Παῦλος στὴ Β΄ πρὸς Τιμόθεον 'Ἐπιστολή: «Ὑπόμνησιν λαμβάνω τῆς ἐν σοῖ ἀνυποκρίτου
πίστεως, ἥτις ἐνώκησε πρώτον ἓν τὴ μάμμη σου Λωΐδι καὶ τὴ μητρί σου Εὐνίκη, πέπεισμαι
δὲ καὶ ἐν σοῖ» (α' 5).
• Ἔχει μεγάλη σημασία ἢ μαρτυρία τοῦ Παύλου γιὰ τὸ νεαρὸ Τιμόθεο. Διότι ὁ Παῦλος
εἶχε τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου του Κυρίου. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου σφραγιζόταν ἀπ'
τὴ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλωνόταν μὲ σημεῖα καὶ τέρατα, δηλαδή, μὲ θαύματα.
Γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Παύλου στὸ Ἰκόνιο, λίγο πρὶν Πορευθῆ στὰ Λύστρα, τὴν πατρίδα
τοῦ Τιμοθέου, σημειώνουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «Ἱκανὸν μὲν οὒν χρόνον διέτριψαν
παρρησιαζόμενοι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ τῷ μαρτυρούντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, διδόντι σημεῖα
καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ» (Πράξ. Ἰδ' 3).
Ἀλλὰ γιὰ ἕνα ἔργατή του Θεοῦ δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ μαρτυρία καὶ ἡ συμμαρτυρία τοῦ
πνευματικοῦ του πατρός. Γιὰ νὰ καθιερωθῆ στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἔχῃ
καὶ τὴν καλὴ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, τῶν εὐσεβῶν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη μαρτυρία, ποὺ
εἶχε ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος.
Ἄν, δηλαδή, ὁ Παῦλος ἔκανε ἐκλογὲς στὰ Λύστρα καὶ τὸ Ἰκόνιο, γιὰ νὰ ἐκλέξη συνεργάτη
του, ὅλοι οἱ ἀδελφοί της ἐκεῖ πρώτης Ἐκκλησίας παμψηφεὶ θὰ ἐξέλεγαν τὸν Τιμόθεο. Λέει
σαφῶς τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων: «Ἣν μαρτυρούμενος ὑπὸ τῶν ἐν Λύστροις καὶ Ἰκονίω
ἀδελφῶν» (Πράξ. ιστ΄ 23).
H ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία εἶναι ἀναγκαία γιὰ ἕνα κήρυκα, γιὰ ἕνα κληρικό, γιὰ ἕνα
ἐπίσκοπο.
Δὲν μπορεῖ νὰ ἁγνοηται ὁ πιστὸς λαός. Ὁ ἐργάτης τοῦ Θεοῦ εἶναι θεοκλητός, διότι εἶναι
δημοκλητός. Ὡς μέλος τοῦ «δήμου», τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἔχει καλὴ μαρτυρία γιὰ τὴ ζωή
του. Κι αὐτὸ σημαίνει καὶ ψῆφο τοῦ οὐρανοῦ.
• Ἀλλ' ἐκεῖνο, ποὺ καταξίωσε τὸν ἀπόστολο Τιμόθεο, ἦταν ἡ δική του μαρτυρία.
Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχῃ τὴ μαρτυρία ἑνὸς ἁγίου πνευματικοῦ. Νὰ ἔχῃ καὶ τὴ μαρτυρία
τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ. Κι ὅμως στὴν ἐκκλησιαστική του πορεία ν' ἀποδειχτῆ ἀνάξιος!
Ἐκεῖνο ποὺ σῴζει τελικὰ εἶναι ἡ δική μας μαρτυρία, ἢ προσωπική μας ὁμολογία!
O Τιμόθεος, σὲ ἐποχὴ πολὺ δύσκολη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔδωσε τὴν «καλὴν
ὁμολογίαν». Ἔδωσε τὴ μαρτυρία του, κηρύττοντας ἀνόθευτό το Εὐαγγέλιο. Καὶ μαρτύρησε
γι' αὐτὴ τὴ μαρτυρία.
Ἡ μαρτυρία τοῦ στόματός του σφραγίστηκε μὲ τὸ μαρτύριό του, μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ
αἵματός του. Μαρτύρησε γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γνήσιος υἱὸς μεγάλου πατέρα


Στὴ σκιὰ ἑνὸς Παύλου μεγάλωσε καὶ ἀνδρώθηκε πνευματικὰ ὁ Τιμόθεος. Τὸν Παῦλο
χρησιμοποίησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν καλέση ὄχι ἁπλῶς στὴ χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ στὴ
διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὀφείλουμε νὰ τιμᾶμε ἐκείνους, ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἀπ' τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κλῆσι μας, γιὰ
τὴ σωτηρία μας.
Ἦταν ἀπ' τὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας (στὴ Μικρὰ Ἀσία) ὁ Τιμόθεος. Γράφουν σχετικὰ οἱ
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «Κατήντησε δὲ (ὁ Παῦλος, κατὰ τὴ δεύτερη ἱεραποστολική του
περιοδεία) εἰς Δέρβην καὶ Λύστρα, καὶ ἰδοὺ μαθητὴς τὶς ἣν ἐκεῖ ὄνοματι Τιμόθεος, υἱὸς
γυναικὸς τινὸς Ἰουδαίας πιστῆς, πατρὸς δὲ Ἕλληνος» (Πράξ. 1στ ? 1).
Δυὸ πράγματα κάνουν ἐντύπωση ἀπ' τὴν πληροφορία αὐτή.
• Τὸ ἕνα. Ὁ Τιμόθεος εἶχε μητέρα Ἰουδαία καὶ πατέρα Ἕλληνα. Ἡ μητέρα του δὲν ἦταν
ἁπλῶς Ἰουδαία. Ἦταν πιστὴ Ἰουδαία, ἀπ' τοὺς Ἰουδαίους, ποῦ πίστευαν στοὺς προφῆτες καὶ
ἀνέμεναν τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ Λυτρωτή.
Ὁ πατέρας τοῦ Ἕλληνας.
Ἡ ἕνωσις τῶν δυὸ κόσμων συντελέστηκε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Αὐτὴ τὴν ἕνωσι συμβόλιζε καὶ
ὁ Τιμόθεος, κρᾶμα Ἰουδαίας καὶ Ἕλληνος. Ὁ ἴδιος θὰ γινόταν ἀργότερα ἀπόστολος καὶ γιὰ
τοὺς Ἰουδαίους καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες.
• Τὸ ἄλλο: Ὅταν ὁ Παῦλος ξαναῆρθε στὰ Λύστρα, ἤδη ὁ Τιμόθεος ἦταν «μαθητής». Ἡ
λέξις «μαθητὴς» σημαίνει χριστιανὸς γιὰ τὴν περίσταση. Φαίνεται πὼς εἶχε ἀκούσει τὸν
Παῦλο κατὰ τὴν πρώτη του περιοδεία, τότε ποῦ πέρασε ἀπ' τὴν πατρίδα του.
Ἃς θυμηθοῦμε ἐκείνη τὴν παρουσία τοῦ Παύλου.
Κυνηγημένος ἀπ' τὸ Ἰκόνιο ὁ Παῦλος (Πράξ. ιδ΄ 1-7), ἔφτασε στὰ Λύστρα. Ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸ
Βαρνάβα, κήρυξε τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ θεράπευσε κι ἕνα χωλό. Τόσο ἐντυπωσιάστηκαν οἱ
κάτοικοι τῶν Λύστρων, ποῦ ἤσαν εἰδωλολάτρες, ὥστε φαντάστηκαν ὅτι οἱ «θεοὶ» τοὺς
κατέβηκαν στὴ γῆ! Συγκεκριμένα ὀνόμασαν τὸν μὲν Βαρνάβα Δία, τὸν δὲ Παῦλο Ἑρμῆ. Ἤσαν
μάλιστα ἕτοιμοι νὰ προσφέρουν θυσία.
Θεοποίησις, λοιπόν, τῶν Ἀποστόλων! Ὁ Παῦλος ἀντιδρᾷ δυναμικά. Τί εἶναι τὰ
ἀνθρώπινα!
Ἂπ' τὴ θεοποίησι φτάσανε σὲ ἐλάχιστη ὥρα στὴν... κακοποίηση! Κατέφθασαν ἀπὸ τὴν
Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ ἀπ' τὸ Ἰκόνιο φανατικοὶ Ἰουδαῖοι. Ξεσήκωσαν τὸν ὄχλο. Κι
ἐκεῖνοι, ποῦ πρὶν ἔπεφταν καὶ προσκυνοῦσαν γιὰ θεὸ τὸν Παῦλο, τώρα παίρνουν πέτρες
καὶ τὸν λιθοβολοῦν!
Νὰ γιατί δὲν πρέπει νὰ ἐντυπωσιακώμαστε ἀπ' τὴ γνώμη τοῦ κόσμου ἑνὸς κόσμου, ποὺ
ἀπ' τὸ «Ὡσαννὰ» σὲ ὁδηγεῖ στὸ «Ἀρον ἄρον...»!
Ἂλλ' ἂν ὁ πολὺς λαὸς τόσο εὔκολα ἀλλάζn, ὑπάρχουν οἱ λίγοι ποῦ σταθεροποιοῦνται
στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀνάμεσά τους κι ὁ νεαρὸς Τιμόθεος.
Ἄκουσε, κατὰ προτροπὴ τῶν ἁγίων γυναικὼν τοῦ σπιτιοῦ του, τὸν Παῦλο. Εἶδε τὸ θαῦμα
ποὺ ἔκανε. Παρακολούθησε τὶς δυὸ σκηνές, τὴ θεοποίησι καὶ τὸ λιθοβολισμό. Ἀντικρυσε
αἱμόφυρτο τὸν Παῦλο νὰ τὸν σέρνουν οἱ Ἰουδαῖοι ἔξω ἀπ' τὴν πόλι. Σὲ λίγες πάλι μέρες τὸν
ξαναεῖδε νὰ ἐπιστρέφῃ καὶ νὰ «ἐπιστηρίση» τοὺς μαθητὲς καὶ νὰ προειδοποιῇ, «ὅτι διὰ
πολλῶν θλίψεων δεῖ ἠμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ἲδ ? 22).
Ὅλα αὐτὰ συνετέλεσαν στὴ μεγάλη ζύμωσι στὴν ἁγνὴ ψυχή του.
Νάτος τώρα, ἕτοιμος! Ὁ Παῦλος, κατὰ τὴ δευτέρα του περιοδεία, ξανάρχεται στὰ
Λύστρα. Θυμᾶται καὶ τὸ νεαρὸ Τιμόθεο. Ἐκεῖνος σκιρτᾷ ἀπὸ ἀγαλλίασι. Δὲν χρειάστηκε
πολύ. Ἀποχαιρετᾷ μητέρα καὶ γιαγιὰ (φαίνεται ὅτι ὁ πατέρας τοῦ εἶχε πεθάνει) καὶ
ἀκολουθεῖ τὸν Παῦλο.
Παραδίνεται «χωρὶς κρατούμενα» στὴν περιπέτεια τῆς ἱεραπόστολης!
O Τιμόθεος ἐντάσσεται στοὺς συνεργούς, τοὺς «συνεκδήμους» τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου
τῶν ἐθνῶν. Ἀναφέρουμε ἐδῶ μερικὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα συνεργῶν τοῦ Παύλου: Σίλας,
Τιμόθεος, Τίτος, Λουκᾶς, Τυχικός, Κλήμης.
Ξεχωρίζει ὅμως ὁ Τιμόθεος.
Γι' αὐτὸ καὶ γίνεται ὁ ἀποδέκτης δύο ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις Ἐπιστολὲς τοῦ μεγάλου
Ἀποστόλου.
Πολλοὶ διερωτῶνται, γιατί ἔστειλε μόνο στὸν Τιμόθεο καὶ τὸν Τίτο 'Ἐπιστολές.
Οἱ ἄλλοι δὲν φαίνεται νὰ ἀνέλαβαν Ποιμαντικὸ ἔργο ὡς ἐπίσκοποι τοπικῶν ἐκκλησιῶν.
Οἱ δύο αὐτοὶ ἔγιναν Ποιμένες, ὁ ἕνας στὴν Ἔφεσο, ὁ ἄλλος στὴν Κρήτη. Καὶ ὡς ποιμένες
νεοσυστάτων ἐκκλησιῶν, καὶ μάλιστα σὲ κάπως νεαρὴ ἡλικία, εἶχαν προβλήματα καὶ
δυσκολίες.
Ὁ Παῦλος δὲ θέλει ν' ἀφήση χωρὶς θεϊκὴ χειραγωγία τοὺς δυὸ ἐπισκόΠους.

Πιστὸς στὸν Παῦλο, μιμητὴς τοῦ Παύλου


Ἡ μεγαλύτερη θλῖψις γιὰ ἕνα ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ ἐγκατάλειψίς του ἀπὸ
πνευματικά του τέκνα καὶ συνεργάτες.
Εἶχε καὶ τέτοια θλῖψι ὁ ἄπ. Παῦλος. «Πάντες μὲ ἐγκατέλιπον» (Β΄ Τιμ. δ' 16), γράφει μὲ
κάποιο ἀνθρώπινο παράπονο.
Ὑπῆρχαν ὅμως κι ἐκεῖνοι, ποὺ ἔμειναν πιστοὶ κοντά του. Ἀνάμεσά τους πρῶτοι ὁ Λουκᾶς
καὶ ὁ Τιμόθεος.
Ἀξίζει ν' ἀκούσουμε μερικὰ συστατικά, ποὺ ἀναφέρει ὁ διδάσκαλος γιὰ τὸ μαθητή, ὁ
πατέρας γιὰ τὸν υἱό, ὁ πρωτοπόρος γιὰ τὸν ἀκόλουθό του, ὁ Παῦλος γιὰ τὸν Τιμόθεο.
• Γράφει μέσα ἀπ' τὴ φυλακὴ ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς Φιλιππησίους. Λέει γιὰ τὸν Τιμόθεο,
ὅτι εἶναι δοκιμασμένος στὴν πίστι, ὅτι ἀποτελεῖ γνήσιο τέκνο, ποὺ πρόσφερε τὶς διακονίες
του στὸν πνευματικό του πατέρα.
Δὲν δούλευε προσωπολατρικὰ γιὰ τὸν Παῦλο ὁ Τιμόθεος. Τὸν διακονοῦσε ὡς ἄξιο
ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, γι' αὐτὸ καὶ ἡ διακονία τοῦ ἐκλαμβάνεται ὡς διακονία τοῦ
Εὐαγγελίου. Νὰ γιατί λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Παῦλος: «Τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ (του Τιμοθέου)
γινώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον» (Φιλιπ. β΄ 22).
• Ὅταν χρειάστηκε ὁ Παῦλος νὰ ὑπενθυμίση στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου βασικὰ
πράγματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προκειμένου νὰ τοὺς ἔπαναφερῃ στὴν ἀλήθεια, τὸν
Τιμόθεο διάλεξε ὡς τὸν καταλληλότερο ἀπεσταλμένο. Ἐξέφρασε καλύτερά το πνεῦμα τοῦ
Παύλου, δηλαδὴ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Τιμόθεος ἦταν πιστὸ ἀντίγραφο τοῦ Παύλου, ἑνὸς Παύλου ποὺ ὑπῆρξε ἀντίτυπο πιστό
του Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γράφει, λοιπόν, στοὺς Κορινθίους: «Ἔπεμψα ὑμὶν
Τιμόθεον, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἓν Χριστῷ, καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ
ἐκκλησία διδάσκω» (Α΄ Κορ. δ΄ 17).
• Οἱ Κορίνθιοι εἶχαν ξεφύγει σὲ ὁρισμένα θέματα. Καὶ εἶχαν λυπήσει τὸν Παῦλο.
Συντάσσει, λοιπόν, τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, ποὺ ἐπιλύει πλεῖστα θεολογικὰ καὶ
ἠθικὰ ζητήματα. Ἀλλὰ πρέπει αὐτὰ νὰ γίνουν καὶ ἀποδεκτά.
Γι' αὐτὸ διαλέγει τὸν Τιμόθεο γιὰ νὰ στείλη τὴν Ἐπιστολή του. Ὁ Τιμόθεος εἶχε παρρησία.
Δὲν εἶχε νὰ φοβηθῆ κανένα. Μποροῦσε μὲ θάρρος νὰ ἐμφανιστῆ ἐνώπιόν τους.
Ἦταν δοκιμασμένος συνεργάτης. Ἀκολουθοῦσε τὰ ἴχνη τοῦ Παύλου. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς
πιστούς της Κορίνθου δὲν τολμοῦσε νὰ ἐξουθενώση ἕνα τέτοιο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου,
ὅπως ὁ Τιμόθεος. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος σημειώνει: «Ἐὰν δὲ ἔλθη Τιμόθεος, βλέπετε ἶνα
ἀφόβως γένηται πρὸς ἠμᾶς μὴ τὶς οὒν αὐτὸν ἐξουθενώση» (Ἃ' Κορ. ἰστ' 10).

Ὥριμος γιὰ ποιμένας, ἀλλὰ μὲ χειραγωγία


Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ κατανοήσουμε, πὼς σ' ἕνα τέτοιο μαθητὴ τοῦ ὁ Παῦλος
ἐμπιστεύεται τὴ διαποίμανση τῆς ἐπισκοπῆς Ἐφέσου, μιᾶς πολὺ δύσκολης περιοχῆς.
Ἦταν νέος στὴν ἡλικία, ἀλλ' ὥριμος πνευματικά. Ὑπάρχουν νέοι μὲ σύνεσι σπουδαίων
γερόντων, καὶ γέροι μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀναίδεια ἀτάκτων νεαρῶν.
Ο Θεὸς μετράει διαφορετικὰ τὴν ἡλικία. Ὅταν ὑπάρχη ἀρετή, τότε ἡ νεότητα γίνεται
σεβαστὴ ὡς πολιὸν γῆρας. Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ὅταν ἀρετή, πάντα περιττὰ καὶ
οὐδὲν ἐμπόδιον γένοιτ' ἂν» (Ε.Π.Ε. 23,118).
Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία πρέπει κατὰ κανόνα νὰ εἰσέρχονται νεαρὰ ἄτομα
καὶ νὰ διοικοῦν μὲ θρασύτητα καὶ ἀνοησία! Γιὰ τὸν Παῦλο ἀκόμα κι ἕνας Τιμόθεος ἦταν
ὁρίων ἐκτὸς ἡλικίας. Ὅταν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶδε φαῦλα στοιχεῖα νὰ ἐκμεταλλεύονται τὸ
χωρίο τοῦ Παύλου: «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω» (Α΄ Τιμ. δ' 16),
παρερμηνεύοντάς το καὶ νὰ χειροτονοῦνται κληρικοὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, ὤρισε κατώτερο ὅριο
ἡλικίας (25ο γιὰ τὸ διάκονο, 30ο γιὰ τὸν πρεσβύτερο). Καὶ κανένας πλέον δὲν ἔχει δικαίωμα
νὰ παραβαίνῃ τοὺς σχετικοὺς ἱεροὺς Κανόνες.
• Ὁ νεαρὸς Τιμόθεος τέθηκε ἐπίσκοπος στὴν Ἔφεσο. Ἐπίσκοπος σημαίνει πρωταρχικὰ
διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἐπίσκοπος καὶ πρεσβύτερος, ποὺ δὲν ἔχουν λόγο, ποῦ δὲν οἰκοδομοῦν τοὺς πιστοὺς μὲ
τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἄσκοπα κατέχουν τὴ θέσι.
'Ἀλλ' ἂν ἕνας εἶναι ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι τὰ ξέρει ὅλα. Καὶ ὁ
διδάσκαλος ἔχει ἀνάγκη διδασκαλίας καὶ ἐπιμορφώσεως. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στέλνει τὶς
τρεῖς λεγόμενες Ποιμαντικὲς Ἐπιστολές, γιὰ νὰ μαθαίνουν καὶ οἱ διδάσκαλοι, νὰ ἔχουν
πνευματικὴ χειραγωγία καὶ οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοί. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐδεῖτο
διδασκαλίας οὐ τῆς αὐτῆς, ἧς οἱ μαθηταί, ἀλλὰ τῆς διδασκάλω πρεπούσης» (Ε.Π.Ε. 23,118).
• Τὴν πρέπουσα διδασκαλία παραθέτει ὁ Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, ποὺ
θὰ ἑρμηνεύσουμε στὴ συνέχεια. Ὅσα διαβάζουμε σ' αὐτὴν δὲν ἐνδιαφέρουν μόνο τὸν
Ποιμένα, ἀλλὰ καὶ τὸ ποίμνιο. Εἶναι κανόνας γιὰ τὴ σωστὴ ἐκκλησιαστική μας πορεία.
• Τὸν κανόνα αὐτὸ ἃς ἀκολουθοῦμε πιστά. Δὲν εἶναι ἀνθρώπινος. Εἶναι θεϊκός.
Πρόκειται γιὰ θεόπνευστη Ἐπιστολή. Μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεο ἃς γίνουμε κι ἐμεῖς γνήσια
πνευματικὰ τέκνα τοῦ μεγάλου μας πατέρα, τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
(http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Epistoles_Paulou.htm)
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
«Ποιμαντικές» ονομάστηκαν οι δύο επιστολές προς Τιμόθεον και η προς Τίτον, επειδή
απευθύνονται σε ποιμένες της Εκκλησίας, τον επίσκοπο Εφέσου Τιμόθεο και τον επίσκοπο
Κρήτης Τίτο.
Οι επιστολές αναφέρονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν οι δυο
αυτοί ηγέτες στις Εκκλησίες, στις οποίες τους εγκατέστησε ο Παύλος, και παρέχουν οδηγίες
για το ποιμαντικό τους έργο. Έχουν μεγάλη αξία οι επιστολές αυτές, γιατί μας
παρουσιάζουν το ενδιαφέρον και την αγωνία του για τις Εκκλησίες που ίδρυσε και την
φροντίδα των οποίων ανέθεσε στους συνεργάτες του. Η σκέψη του Αποστόλου είναι
στραμμένη προς το μέλλον, προς τους κινδύνους ιδιαίτερα που διατρέχουν τα μέλη της
Εκκλησίας από τους αιρετικούς και προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τους
αντιμετωπίζουν οι ποιμένες των Εκκλησιών.
ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α'
Η Α' προς Τιμόθεον επιστολή γράφτηκε στη Μακεδονία ή στη Νικόπολη το 63-64 μ.Χ..
Για τον Τιμόθεο έχουμε πολλές πληροφορίες από τις Πράξεις και από τις επιστολές του
Παύλου. Κατάγεται από τα Λύστρα της Λυκαονίας, από ειδωλολάτρη πατέρα και Ιουδαία
μητέρα που είχε γίνει Χριστιανή. Στην πόλη αυτή γνώρισε τον Παύλο και έγινε ο πιο στενός
και έμπιστος συνεργάτης του. Ήδη από πολύ μικρή παιδική ηλικία γνώρισε τα ιερά
γράμματα με τη φροντίδα της μητέρας του Ευνίκης και της γιαγιάς του Λωΐδας. Αργότερα
διακόνησε με ζήλο και αφοσίωση τον Παύλο στη διάδοση του Ευαγγελίου Βρίσκεται κοντά
του κατά τη β' και γ' περιοδεία, μεταφέρει μαζί του τη «λογεία» για τους Χριστιανούς των
Ιεροσολύμων, αναλαμβάνει λεπτές αποστολές που του αναθέτει ο Παύλος και αναφέρεται
ως συναποστολέας μαζί με τον Παύλο στις επιστολές Α'-Β' Θεσσαλονικείς, Β' Κορινθίους,
Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα.
Στην Α' προς Τιμόθεον επιστολή ο Παύλος εφιστά την προσοχή του ποιμένα της
εκκλησίας της Εφέσου στον κίνδυνο των αιρετικών και τον προτρέπει να μείνει πιστός στην
υγιαίνουσα χριστιανική διδασκαλία. Στη συνέχεια ο Απόστολος δίνει οδηγίες για ορισμένα
ζητήματα λατρείας, περιγράφει τα προσόντα που πρέπει να έχουν οι επίσκοποι και οι
διάκονοι, και ομιλεί σε ποιητικό τόνο για το μυστήριο της πίστεως που μας αποκαλύφθηκε,
το οποίο συνίσταται στην Ενανθρώπιση του Χριστού και την ένδοξη επάνοδο του στους
ουρανούς.
Επανέρχεται στο θέμα των «ψευδολόγων» αιρετικών για να καταπολεμήσει τις
διδασκαλίες τους και να τονίσει το καθήκον του Τιμόθεου να προβάλει τον εαυτό του ως
τύπο και παράδειγμα σε όλα. Τον συμβουλεύει για τον τρόπο συμπεριφοράς του έναντι
των ηλικιωμένων, των νεωτέρων, των χηρών, των αξιωματούχων της Εκκλησίας και για την
υποχρέωσή του να τηρεί τον εαυτό του αγνό.
Μετά από μερικές γενικές συστάσεις προς τους δούλους, στρέφεται πάλι κατά των
ετεροδιδασκάλων που αποτελούν το μόνιμο κίνδυνο της Εκκλησίας και δίνει συμβουλές
στον Τιμόθεο για συνεχή αγώνα, για ζωή άσπιλη και για την τήρηση της ιερής
παρακαταθήκης της πίστεως.
1
Παῦλος, ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ κατ' ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν, 2 Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει· χάρις, ἔλεος, εἰρήνη
ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. 3 Καθὼς παρεκάλεσά σε
προσμεῖναι ἐν ᾿Εφέσῳ, πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισὶ μὴ
ἑτεροδιδασκαλεῖν 4 μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις
παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει·

Ἡ ἐπιταγὴ τοῦ Θεοῦ (στ. 1)


Ἕνα γράμμα θὰ ἑρμηνεύσουμε. Φαίνεται προσωπικό, δὲν εἶναι ὅμως ἀπόρρητο.
Ἀπευθύνεται σ' ἕνα πρόσωπο, στὸν Τιμόθεο, ἀλλ' ἀφορᾷ σ' ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Ἂν δὲν
διαβάζουμε αὐτὸ τὸ γράμμα, δὲν σῳΖόμαστε. Γιατί εἶναι ἕνα μέρος ἀπ' τὸ μεγάλο γράμμα
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὀνομάζεται Καινὴ Διαθήκη.
Τὸ γράμμα, ποὺ ὀνομάζεται «πρώτη πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή», βρίσκεται μέσα στὸν
«κανόνα» τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ἔχει δεχτῆ, πῶς ἀνάμεσα στὰ
θεόπνευστα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀνήκει καὶ αὐτὴ ἡ Ἐπιστολή, μιὰ ἀπ' τὶς
δεκατέσσερις Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ ἀδιαφορία γιὰ μελέτη τῆς Ἐπιστολῆς,
ὅπως καὶ ὅλων των βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, συνιστα περιφρόνησι στὸν ἐμπνευστὴ καὶ
τὸν ἄποστολεά της.
Ἐμπνευστῆς καὶ τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὅλη ἡ Γραφὴ εἶναι
θεόπνευστη. «Πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος» (Β΄ Τιμ. γ΄ 16). Ἀπ' τὸ Θεὸ ἐμπνεύστηκε ὁ
συγγραφέας καὶ ἀποστολέας τῆς Ἐπιστολῆς.
Ποιὸς ὁ ἀποστολέας; Τὸ βλέπουμε στὴν προμετωπίδα τῆς Ἐπιστολῆς, στὸν πρῶτο της
στίχο: «Παῦλος ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατ' ἐπιταγὴν Θεοῦ σωτῆρος ἠμῶν καὶ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἠμῶν» (στ. 1). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ὁ Παῦλος,
ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατ' ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ Σωτῆρος μας καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
Χριστοῦ, πούναι ἡ ἐλπίδα μας».
• Παῦλος! Τὸ γλυκύτερο ὄνομα μετὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς
Ὑπεραγίας Μητέρας Του.
• Παῦλος! Ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης.
• Παῦλος! Ὁ κανόνας τῆς γνησιότητας τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
• Παῦλος! Ἡ φλογερώτερη ψυχή.
• Παῦλος! Ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
• Παῦλος! Τὸ μεγάφωνο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τί ἦταν αὐτὸς ὁ
Παῦλος;
Διώκτης καὶ ὑβριστῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν (Πράξ. ἡ' 3. θ' 1). Καὶ ἔγινε
Ἀπόστολος. Εἶχε συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ συνείδηση τῆς
ἀποστολικότητάς του. Δὲν ἀπεμπολεῖ τὴν ἀποστολική του ἰδιότητα, ἐπειδὴ κάποτε εἶχε
ἁμαρτήσει, καὶ μάλιστα φοβερά.
Ἡ μετάνοια τοῦ εἶχε ξεπλύνει τὸ ἔγκλημα.
• Εἶναι Ἀπόστολος. Ποιὸς τὸ ἀμφισβητεῖ; Εἶναι «ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατ'
ἐπιταγήν». Ὄχι μὲ ἁρπαγή, ἀλλὰ μὲ ἐπιταγή.
• Ἀπόστολος! Ὕψιστο ἀξίωμα. Τοῦ τὸ ἔδωσε ἀπ' εὐθείας ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ θαυμαστὸ
τρόπο τὸν κάλεσε. Μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τοῦ ἀπεκάλυψε τὸ Εὐαγγέλιό Του.
Συνήθως τονίζει τὴν κλῆσι του στὸ προοίμιο τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ ὁ Παῦλος. 'Ἀλλ' εἰδικὰ
στὴν ἀρχὴ τῆς Α΄ πρὸς Τιμόθεον, τονίζει ὅτι ἡ ἀποστολικότητά του εἶναι «κατ' ἐπιταγὴν
Θεοῦ» (στ. 1).
Ο Παῦλος δὲν ὑπῆρξε αὐτόκλητος στὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἦταν θεοκλητός. Εἶχε
ἀποστολικὴ ἐπιταγή.
Φαντασθῆτε νὰ πάρη κάποιος μιὰ ἐπιταγὴ μεγάλης ὀνομαστικῆς ἀξίας. Ἀρκεῖ ποῦ τὴν
κρατᾷ στὰ χέρια του; Ὄχι. Γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ χαρά του, πρέπει νὰ ἐξαργυρώση τὴν
ἐπιταγή.
Ἡ τιμητικώτερη ἐπιταγὴ εἶναι ἐκείνη τῆς κλήσεως. Ὁ Παῦλος τὴν ἔξαργυρωσε κατὰ τὸν
καλύτερο τρόπο. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μέγα του ἀποστόλου ἀξίωμα ἥν,
μέγα καὶ θαυμαστόν. Καὶ πανταχοῦ δρῶμεν τὸν Παῦλον προτιθέντα τὰς αἰτίας τοῦ
ἀξιώματος, οὒχ ἅρπαzοντα τὴν τιμήν, ἂλλ' ὡς ἐγχειρισθέντα καὶ ἀνάγκην ἔχοντα» (Ε.Π.Ε.
23,120). Μετάφρασις: Ἦταν μεγάλο το ἀξίωμα τοῦ ἀποστόλου μεγάλο καὶ θαυμαστό.
Παντοῦ βλέπουμε τὸν Παῦλο νὰ προβάλλῃ τὶς αἰτίες τοῦ ἀξιώματος, ὄχι σὰν κάποιος ποὺ
ἁρπάζει τὴν τιμή, ἀλλὰ σὰν κάποιος ποὺ δέχτηκε στὰ χέρια τοῦ τὸ ἀξίωμα κι αὐτὸ ἀποτελεῖ
χρέος του.
Δὲν θεωροῦσε ὁ Παῦλος τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. “Όταν ὅμως τὸν
κάλεσε ὁ Θεός, ἀμέσως πειθάρχησε. Ὁ χριστιανὸς δὲν ἔπιδιωκει ἀξιώματα, ἀλλ' ὅταν
ἐπιστρατεύεται, δὲν ἀρνεῖται. Αὐτὸ ὑποστηρίζει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὥσπερ ὁ
ἐπιπηδῶν μὴ διδομένη παρὰ Θεοῦ τιμὴ μέμψεως ἄξιος της ἐσχάτης, οὕτως ὁ
διακρουόμενος καὶ ἀποπηδῶν ἑτέρων ἐστὶν ἐγκλημάτων ὑπεύθυνος, παρακοῆς καὶ
ἀπειθείας» (Ε.Π.Ε. 23,120). Μετάφρασις: Ὅποιος καταλαμβάνει ἀξίωμα, ποῦ δὲν τοῦ
δόθηκε ἀπ' τὸ Θεό, εἶναι ἄξιος ἐσχάτης κατηγορίας. Ἔτσι κι ὅποιος τὸ ἀπορρίπτει καὶ τὸ
ἀποφεύγει, εἶναι ὑπόλογος γιὰ ἄλλες κατηγορίες, γιὰ παρακοὴ καὶ ἀπείθεια.
Ο Παῦλος ἀποδέχτηκε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καλοῦν τὸν Παῦλο, νὰ τρέξη παντοῦ καὶ νὰ
κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο.
• Στὸ στίχο, ποὺ ἑρμηνεύουμε, εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας, δίνει τὴν ἐπιταγὴ τῆς
ἀποστολῆς.
• Σὲ ἄλλη περίπτωση ἀναφέρεται ὁ Χριστός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅταν κάποτε ὁ Παῦλος ἔφερε ἀντίρρηση στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ποῦ τὸν ἔστελνε στὰ ἔθνη,
ἄκουσε τὴ φωνὴ Τοῦ καθαρὰ νὰ τὸν προστάzn: «Πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἷς ἔθνη μακρὰν
ἑξαποστελῶ σὲ» (Πράξ. κβ΄ 21).
• Στὴν Ἀντιόχεια βλέπουμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ διαλέγῃ τὸν Παῦλο μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα
γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἀφορίσατε δὴ μοὶ τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἷς το ἔργον
ὃ προσκεκλημαι αὐτοὺς» (Πράξ. ιγ΄ 2).
Στὸν πρῶτο στίχο τῆς Ἐπιστολῆς ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ σχέσις τοῦ Θεοῦ Πατέρα μὲ τὸν
Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σκληρός. Εἶναι ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μας. «Κατ' ἐπιταγὴν
Θεοῦ σωτῆρος ἠμῶν» (στ. 1). Εἶναι σωτῆρας ὅλων μας. Καὶ ἀφοῦ εἶναι σωτῆρας μας,
ἐλπίζουμε σ' Αὐτὸν καὶ μόνο.
Ως ἐλπίδα ἀναφέρεται στὸν ἐν λόγῳ στίχο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. «Καὶ Κυρίου Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τῆς ἐλπίδος ἠμῶν» (στ. 1). Ἄρα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἴσος μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα.
Εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινός, ποῦ ᾖρθε στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία μας.
• Ὑπάρχει σωτηρία χωρὶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό; Ὄχι. Ἄρα ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Θεὸς ὁ σωτὴρ
ἠμῶν».
• Ὑπάρχει ἐλπίδα πέρα ἀπ' τὸ Σωτῆρα Χριστό; Ὄχι. Ἄρα ὁ Χριστός, ποῦ ἐδῶ ὀνομάζεται
ἐλπίδα, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸ τονίζεται καὶ σ' ἄλλο σημεῖο τῆς Ἐπιστολῆς:
«Ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῶ Ζώντι» (Α΄ Τιμ. δ' 10).
Προκαταβολικὰ ὁ Παῦλος παρουσιάζει τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ἐλπίδας. Ἦξερε τί θὰ ὑπέφερε
ὁ Τιμόθεος ὡς ἀπόστολος καὶ ἐπίσκοπός της πρώτης Ἐκκλησίας. Θέλει νὰ τὸν στηρίξη μὲ τὴ
βεβαῖα ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς δόξας ἓν Χριστῷ Ἰησοῦ. Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος:
«Πολλὰ πάσχομεν, ἀλλ' ἔχομεν ἐλπίδας μεγάλας. Κινδυνεύομεν, ἐπιβουλευόμεθα, ἂλλ'
ἔχομεν σῴζοντα, οὐκ ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεὸν» (Ε.Π.Ε. 23,124). Μετάφρασις: Πολλὰ
ὑποφέρουμε ὡς χριστιανοί. Ἀλλ' ἔχουμε μεγάλες ἐλπίδες. Κινδυνεύουμε. Μᾶς
καταδιώκουν. Ἀλλ' ἔχουμε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς σώζει. Δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεός.

Γνήσιο τέκνο (στ.2).


Θαυμαστὸς ὁ Παῦλος καὶ γιὰ τὴν κλῆσι του καὶ γιὰ τὴν ἀνταπόκριση στὴν κλῆσι.
Θαυμαστὸς καὶ ὁ παραλήπτης τῆς Ἐπιστολῆς, ὁ Τιμόθεος, ὁ μαθητὴς τοῦ Παύλου καὶ
ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Ὁ Παῦλος τὸν ἀποκαλεῖ τέκνο γνήσιο! Τρυφερὲς λέξεις, γεμάτες ἀγάπη
καὶ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Τιμοθέου. «Τιμοθέω γνησίω τέκνω
ἐν πίστει χάρις, ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἠμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν»
(στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀπευθύνομαι πρὸς τὸν Τιμόθεο, γνήσιο τέκνο διὰ
τῆς πίστεως. Χάρις, ἔλεος, εὐλογία νὰ εἶναι σὲ σένα ἀπ' τὸ Θεὸ πατέρα μας καὶ τὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ τὸν Κύριό μας».
• Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔζησε ἄγαμος, πλήρως ἀφιερωμένος στὸν Κύριο. Ἀλλ' ἂν καὶ δὲν
εἶχε σαρκικὰ τέκνα, ὅσα θὰ τοῦ χάρισε ἕνας φυσιολογικὸς γάμος, εἶχε πλῆθος πνευματικῶν
τέκνων.
• Τὸ κήρυγμα ἀποτελεῖ τοκετὸ γιὰ τὸν Παῦλο. Πολλὲς ψυχὲς γεννήθηκαν «ἄνωθεν»
(Ἰωάν. γ' 27), στὴ νέα ἐν Χριστῷ Ζωή. Γι' αὐτὸ γράφει στοὺς Κορινθίους: «Ὡς τέκνα μου
ἀγαπητὰ νουθετῶ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἔγεννησα» (Ἃ' Κορ.
δ΄ 15).
Ὑπάρχουν τέκνα, ποῦ θλίβουν τοὺς πατέρες τους μὲ τὶς παρεκτροπές τους. Ἀλλὰ τέκνα
ἀναπαύουν τοὺς γονεῖς μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπακοή τους.
• Ἀπ' ὅλα τα πνευματικὰ τέκνα τοῦ Παύλου φαίνεται, ὅτι ὁ Τιμόθεος ἦταν τὸ τιμιώτερο.
Τὸν ἀποκαλεῖ «γνήσιον τέκνον».
Ὁ Τιμόθεος δὲν ἦταν νόθο τέκνο, δηλαδὴ δὲν γεννήθηκε ἀφύσικα καὶ παράνομα.
Γεννήθηκε φυσικὰ ἀπ' τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ἀνῆκε στὸν Παῦλο.
Δὲν τὸν ἅρπαξε ὁ Παῦλος ἀπὸ κάποιον ἄλλο πνευματικὸ πατέρα, ὅπως γίνεται μὲ
ὤρισμενους. Γιὰ νὰ φτιάξουν «συνοδεία» γύρω ἀπ' τὸ πρόσωπό τους, ἀποσποῦν κατὰ
ποικίλους τρόπους χριστιανοὺς - τέκνα ἄλλου πνευματικοῦ πατέρα.
Ὁ Παῦλος κουράστηκε γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Τιμοθέου. Ἡ δὲ γνησιότητα ἔχει σχέσι καὶ μὲ
τὸν τρόπο ποῦ τὸν γέννησε. Αὐτὸ φανερώνει τὸ «ἐν πίστει» (στ. 2). Ὠδήγησε τὸ νεαρὸ
Τιμόθεο στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὁ Τιμόθεος ἀνταποκρίθηκε στὸ γνήσιο Εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου. Μπορεῖ κανεὶς ν'
ἀποκτήση πνευματικὰ τέκνα, ἀλλὰ μὲ θρησκευτικὲς πράξεις καὶ διδασκαλίες, ποῦ δὲν
ἔχουν σχέση μὲ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
• Καὶ ἂν ὁ Παῦλος ἦταν γνήσιος πατέρας τοῦ Τιμοθέου, ὁ Τιμόθεος ἀποδείχτηκε γνήσιος
υἱὸς ἑνὸς μεγάλου πατέρα.
Τιμὴ θεωροῦμε το νὰ ἔχουμε ἅγιο πνευματικὸ πατέρα. Καὶ ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε, ὅτι
ὀρθόδοξος χριστιανὸς χωρὶς πνευματικὸ πατέρα δὲν νοεῖται.
'Ἀλλ' εἶναι καὶ εὐθύνη ν' ἀνταποκριθῆ κανεὶς στὸ μεγάλο βάρος, ποὺ συνεπάγεται ἡ
υἱότητα καὶ ἡ ὑπακοὴ σ' ἕνα μεγάλο πατέρα.
Ἔτσι τὸ «γνησίω τέκνω», φανερώνει ἀπὸ πλευρᾶς μὲν τοῦ Παύλου το πῶς γέννησε τὸν
Τιμόθεο, ἀπὸ πλευρᾶς δὲ τοῦ Τιμοθέου το πῶς στάθηκε στὸ πλευρὸ ἑνὸς Παύλου. Λέει
χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ γνήσιον προστίθηση, τὴν ἀκριβῆ καὶ ὑπὲρ τοὺς
ἄλλους πρὸς αὐτὸν ὅμοιοτητα δείξαι βουλόμενος. Οὗ τοῦτο δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπην
τὴν πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν διάθεσιν τὴν πολλὴν» (Ε.Π.Ε. 23,126). Μετάφρασις: Προσθέτει τὸ
«γνήσιος», θέλοντας νὰ δείξη τὴν ἀκριβῆ ὁμοιότητα, πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅ, τί μὲ ἄλλους.
Κι ὄχι μόνο, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη καὶ τὴν ἀγάπη του στὸν Τιμόθεο κι ὅλα γενικά τα αἰσθήματά
του.
• Ὁμοιότητα καὶ ἀγάπη, νὰ τὰ δυὸ στοιχεῖα τῆς γνησιότητας ἑνὸς παιδιοῦ. Μοιάζει στὸν
πατέρα καὶ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα. Ὁ Τιμόθεος ἦταν πιστὸ ἀντίγραφο τοῦ πατέρα του, τοῦ
Παύλου. Ἑπομένως καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἦταν δεδομένη.
Ἀλλ' αὐτὸ δὲ σημαίνει, ὅτι δὲν κινδύνευε. Ὅλοι κινδυνεύουμε, καὶ οἱ ἁγιώτεροι ἀκόμα,
καὶ ὅσοι συνδέονται μὲ σπουδαίους πνευματικοὺς πατέρες. Γι' αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ συμβουλὲς
χρειάζονται τὴν ἄνωθεν βοήθεια.
Ο Παῦλος εὔχεται στὸ Θεὸ τρία πράγματα νὰ χαρίση στὸ μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο: «Χάρις,
ἔλεος, εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἠμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν» (στ. 2).
• Οἱ διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ χάρι, δηλαδή, ἀπὸ ἐνίσχυση καὶ
φώτισι γιὰ τὸ δύσκολο ἔργο τους.
• Ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἔλεος, γιὰ νὰ συγχωρῆται σ' αὐτοὺς κάθε παράλειψι στὴ διεξαγωγὴ
τῆς διακονίας τους.
•Έχουν ἀνάγκη ἀπὸ εὐλογία (ἔτσι ἑρμηνεύεται ἐδῶ ἢ λέξις «εἰρήνη»).
Καὶ τὰ τρία αὐτὰ μεγάλα δῶρα προέρχονται ἀπ' τὸν Τριαδικὸ Θεό. Γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα
φαίνεται ἡ ὁμοουσιότητα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. «Ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἠμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ
Κυρίου ἠμῶν» (στ. 2). Τὰ δυὸ Πρόσωπα συνδέονται μὲ ἕνα «καί», ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ τὰ
δυὸ εἶναι ἴσα. Δὲν μπορεῖ ἡ χάρις, τὸ ἔλεος, ἢ εἰρήνη, νὰ πηγάζουν ταυτόχρονα καὶ ἀπ' τὸ
Θεὸ καὶ ἀπὸ ἕνα κτίσμα Του, ὅπως θεωροῦν τὸν Ἰησοῦ ὅσοι ἀρνοῦνται τὴ Θεότητά Του.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «Κύριος». Δηλαδὴ ὁ Γιαχβέ, ὁ Θεός. Πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ, ὡς
ὁμοούσιος μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα.

Ὀπισθοφυλακὴ (στ. 3).


Ὁ Παῦλος θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐπιταγμένο ἀπ' τὸ Θεό. Ἀλλ' ἂν ὁ ἴδιος δέχεται διαταγὲς
ἀπ' τὸ Θεό, ἐκεῖνος δὲν δίνει διαταγές. Παρακαλεῖ. Καὶ δὲν τὸ κάνει μόνο σ' ἕνα ὅμομυχό
του, ὅπως ὁ Τιμόθεος. Τὸ κάνει καὶ στὸν τελευταῖο χριστιανό. Λέει στὴ συνέχεια τῆς
Ἐπιστολῆς: «Καθὼς παρεκάλεσά σε προσμείvαι ἐν Ἐφέσῳ, πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν,
ἶνα παραγγείλης τισὶ μὴ ἐτεροδιδασκαλεὶv» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σὲ
παρακάλεσα νὰ παραμείνης στὴν Ἔφεσο, γιὰ νὰ διδάξῃς καὶ νὰ συμβουλεύσης μερικοὺς νὰ
μὴ διδάσκουν διαφορετικὰ ἀπ' τὸ εὐαγγέλιο».
Ἡ Ἐφεσος ὑπῆρξε γιὰ τὸν Παῦλο ἀπ' τοὺς δυσκολοτερους τόπους. Ριζωμένη ἡ
εἰδωλολατρεία, εἰδικότερα ἡ λατρεία τῆς Ἀρτέμιδος. Κουράστηκε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ
στερεώση μερικὲς ψυχὲς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἀντιμετώπισε τοὺς ἐκμεταλλευτές, ποῦ χαλοῦσε ἡ δουλειά τους μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ
Παύλου (Πράξ. 16' 24-25). Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Πολὺν ἐν τῇ πόλει ταύτη χρόνον πεποίηκε
καὶ ἐνταύθα το ἱερόν της Ἀρτέμιδος ἥν, ἐνταύθα ἔπαθε τὰ δεινὰ ἐκεῖνα» (Ε.Π.Ε. 23,128).
Μετάφρασις: Ἔμεινε πολὺ καιρὸ στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος. Ἐδῶ ὑπῆρχε ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος.
Ἐδῶ ἔπαθε πολλὰ κακά.
Τελικὰ ὁ Ἀπόστολος κατέκτησε πνευματικὰ τὴν Ἔφεσο.
'Ἀλλ' ὅπως ἕνας στρατηγός, ὅταν νικήση σὲ μιὰ μάχη καὶ κατακτήση συγκεκριμένο χῶρο,
προχωρεῖ μὲν καὶ γιὰ ἄλλες κατακτήσεις, ἀλλ' ἀφήνει ὀπισθοφυλακὴ στὸν τόπο ποὺ
κέρδισε, ἔτσι κι ὁ Παῦλος. Φεύγοντας ἀπ' τὴν Ἔφεσο, γιὰ νὰ ξαπλώση καὶ στὴ Μακεδονία
καὶ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφήνει ὄπισθοφυλακη τὸν Τιμόθεο. Σ'
αὐτὸν εἶχε περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐμπιστοσύνη
Προσδιορίζει τὸ σκοπὸ ὁ Παῦλος: «Ἶνα παραγγείλης μὴ ἐτεροδιδασκαλεῖν» (στ. 3).
Παραμένουν ὑπολείμματα τοῦ ἐχθροῦ. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι ἀναγκαία μιὰ ἐκκαθαριστικὴ
ἐπιχείρησι.
• Νίκησε ὁ Παῦλος. Ἐν τούτοις ἀπομεινάρια ὁπωσδήποτε θὰ εἶχαν παραμείνει. Εἴτε ἀπ'
τὴν εἰδωλολατρεία, εἴτε ἀπ’ τὸν Ἰουδαϊσμό. Καὶ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος, μετὰ τὴν ἀποχώρηση
τοῦ Παύλου, ἄνθρωποι μὲ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις νὰ ἐπηρέασαν τοὺς νεοφωτίστους
χριστιανούς.
• Παρακαλεῖ τὸν Τιμόθεο νὰ παραμείνη στὴν Ἔφεσο. Τὸν εἶχε βέβαια καὶ ἴδιος ἀνάγκη,
ἀλλὰ περισσότερο τὸν εἶχε ἀνάγκη ἢ ἱεραποστολὴ στὴν Ἔφεσο.
Ἔργο τοῦ Τιμοθέου ἦταν ὄχι μόνο ἡ οἰκοδομὴ τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητας,
ἀλλὰ καὶ νὰ παραμένῃ ἄγρυπνος φρουρός. Νὰ μὴ διδάσκονται «ἔτεραι» διδασκαλίες.
Ἡ ἐτεροδιδασκαλία ἦταν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους κινδύνους γιὰ τὴν πρώτη Ἐκκλησία.
Κίνδυνος νοθεύσεως τοῦ γνησίου Εὐαγγελικοῦ λόγου.

Παραμύθια καὶ ἀλήθεια (στ. 4)


Κάνει πιὸ συγκεκριμένο τὸν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Γιὰ δυὸ πράγματα ὁ
ἄπ. Παῦλος ἀγανακτεῖ κυρίως κατὰ τὴν ἱεραποστολική του σταδιοδρομία.
• Τὸ ἕνα, ὅταν ψευδάδελφοι ἀμφισβητοῦν τὴ γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου.
• Τὸ ἄλλο, ὅταν νοθεύουν τὴ γνησιότητα τοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ κηρύγματος. Γράφει στὴ
συνέχεια: «Μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες Ζητήσεις
παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Νὰ συμβουλεύῃς νὰ μὴν ἀσχολοῦνται μὲ μύθους καὶ ἀπέραντες γενεαλογίες, ποὺ
προκαλοῦν ἁπλῶς συζητήσεις, καὶ δὲν συμβάλλουν στὸ ἔργο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ
τὴ σωτηρία μὲ βάση τὴν πίστ».
• Οἱ πολλοὶ δύσκολα πιστεύουν στὴν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀλήθεια καὶ πολεμεῖται ἀπ' τὸ
Σατανᾶ καὶ στοιχίσει στὴ ζωή τους.
• Εὔκολα πιστεύουν στὰ παραμύθια, διότι αὐτὰ νανουρίζουν τὴ θρησκευτικὴ συνείδηση
καὶ τὴν κοιμίζουν, χωρὶς νὰ βάλλονται ἀπ' τὸ μεγάλο παραμυθά, τὸ Διάβολο.
Ο Παῦλος μιλάει γιὰ μύθους. Δὲν ἐννοεῖ τοὺς μύθους τῶν ἀρχαίων, τοὺς
εἴδωλολατρικους μύθους. Κυρίως ἐννοεῖ τοὺς θρησκευτικοὺς μύθους, τὰ παραμύθια, ποὺ
σχετίζονται μὲ τὴν... ἀλήθεια τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης!
Ἡ ἀλήθεια, ὅταν παραποιῆται καὶ διαστρέφεται, γίνεται παραμύθια. Λέει o ιερός
Χρυσόστομος: «Μύθους οὐ τὸν νόμον φησίν, ἄπαγε, ἀλλὰ τὰς παραποιήσεις καὶ τὰ
παραχαράγματα καὶ τὰ παράσημα δόγματα. Εἶκος γὰρ τοὺς ἐξ Ἰουδαίων ἐν τοῖς ἀνoνήτοις
τὸν πάντα λόγον ἀναλίσκειν, πάππους καὶ προπάππους ἀριθμοῦντας, ἶνα δῆθεν ἐμπειρίας
πολλῆς καὶ Ἱστορίας δόξαν ἔχωσιν» (Ε.Π.Ε. 23,128). Μετάφρασις: Μύθους δὲν ὀνομάζει τὸ
νόμο! Μακρυὰ μιὰ τέτοια σκέψι. Ὀνομάσει τὶς παραποιήσεις, τὶς παραχαράξεις, τὰ κίβδηλα
δόγματα. Διότι ἦταν φυσικό, οἱ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὶ ν' ἀφιερώνουν ὅλο το λόγο τους σὲ
ἀνώφελα πράγματα, ἀπαριθμώντας παπποῦδες καὶ προπαπποῦδες, γιὰ νὰ φημίΖωνται ὡς
αὐθεντικοὶ καὶ νὰ δοξάζωνται ἀπ' τὴν ἱστορία τους.
Καὶ ἄλλου ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ ἀπέραντες συζητήσεις, ποὺ εἶναι ἄνωφελεις καὶ μάταιες
(Τίτ. γ΄ 9).
Ἠσαν σὰν τὶς συζητήσεις, ποὺ γίνονται καὶ σήμερα γύρω ἀπὸ θρησκευτικὰ θέματα. Ἡ
ὁποιαδήποτε θρησκευτικὴ συζήτησις, δὲν σημαίνει ὅτι ὁπωσδήποτε εἶναι καὶ γνήσια
χριστιανικὴ καὶ ὠφέλιμη πνευματικά.
Κάποτε πίσω ἀπὸ ἀπέραντες, ἀτέλειωτες θρησκευτικὲς συζητήσεις κρύβεται
ὀλιγοπιστία, ἄλλοτε καὶ ἀπιστία.
• Ὁ πιστὸς πιστεύει στὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Σὲ ὅσα ἡ ἀγάπη Τοῦ εὐδόκησε νὰ μᾶς
ἀποκαλύψη.
• Ὁ πιστὸς πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο, ποῦ δὲν ἱκανοποιεῖ θρησκευτικὲς περιέργειες, ἀλλὰ
κινεῖ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης.
• Ὁ πιστὸς δὲν ἀναζητεῖ προσωπικοὺς τρόπους σωτηρίας οὔτε ἐπικαλεῖται ἐμπειρίες
ἀτομικές, πολὺ περισσότερο δὲν καυχησιολογεῖ γιὰ τὴ θρησκευτική του παράδοση.
Παραδίνεται ἄνευ ὅρων στὸ Χριστό, ποῦ τὸν καλεῖ στὴν πορεία τοῦ Σταυροῦ καὶ στὴ δόξα
τῆς Ἀναστάσεως.
• Ὁ πιστὸς δὲν ἔχει ἀμφιβολίες. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ τοίνυν προσέχωμεν τοῖς
Ζητήσεσι. Πιστοὶ γὰρ διὰ τοῦτο κεκλήμεθα, ἶνα ἀνενδοιάστως τοῖς λεγομένοις πιστεύωμεν,
ἶνα μηδὲν ἀμφιβάλλωμεν» (Ε.Π.Ε. 23, 130132). Μετάφρασις: Ἃς μὴ προσέχουμε σὲ ἄκαρπες
συζητήσεις. Διότι γι' αὐτὸ ὀνομαζόμαστε πιστοί, γιὰ νὰ πιστεύουμε χωρὶς ἐνδοιασμοὺς σ'
ὅσα λέει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλουμε σὲ τίποτε.
Πιστοὶ λεγόμαστε, γιατί δὲν ἀμφιβάλλουμε σὲ θέματα πίστεως. Αὐτὸ φυσικὰ δὲν
ἀποκλείει τὴν ἔρευνα τῆς Γραφῆς, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ μιὰ ἀναζήτηση καὶ μελέτη σὲ βάθος
τῶν θησαυρῶν τῆς πίστεως. Μ' ὅσα λέει ὁ Παῦλος, γιὰ τὶς ἄνοητες κουβέντες γύρω ἀπὸ
δευτερεύοντα θρησκευτικὰ θέματα, καταδικάζει συζητήσεις, ποὺ ἀποπροσανατολίζουν ἀπ'
τὰ οὐσιώδη, ἀπ' τὰ «βαρύτερά του νόμου» (Ματθ. κγ ? 23).
5
τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς
καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου, 6 ὧν τινες ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς
ματαιολογίαν, 7 θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ
τίνων διαβεβαιοῦνται. 8 Οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται,

Ἀγάπη- συνείδησις- πίστις (στ. 5).


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπιζε ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα. Ἦταν ἡ νόθευσις τῆς
εὐαγγελικῆς διδασκαλίας ἀπὸ διαφόρους τύπους, ποὺ μὲ μία λέξι τοὺς ὀνομάζει
«ψευδαδέλφους». Ἂν γιὰ τὸν ἄρρωστο σοβαρότατο πρόβλημα εἶναι ἡ νόθευσης τοῦ
φαρμάκου, ποὺ μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸν θεραπεύση, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς σοβαρότατο
πρόβλημα εἶναι ἡ νόθευσις τῆς πίστεως, ποὺ ἀποτελεῖ φάρμακο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς
καὶ τοῦ σώματος, γιὰ τὴ σωτηρία τους.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος σ' ὅλες τὶς Ἐπιστολὲς ἀντιδρᾷ, κάποτε καὶ μὲ ὀργή, γιὰ ὅλους ἐκείνους,
ποῦ τὴν 'Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἤθελαν νὰ τὴν ἀντικαταστήσουν μὲ τὰ παραμύθια τοῦ «ἐγώ»
τους.
Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή.
Σὰν ἐπίσκοπος ὁ Τιμόθεος, ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, τὴ γνήσια
τροφοδοσία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὤφειλε πάνω ἀπ' ὅλα νὰ προσέχῃ τοὺς παραχαράκτες τῆς
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πίστεως. Γι' αὐτὸ εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τὸ προοίμιο μπαίνει στὸ θέμα αὐτό,
τὸ τόσο σπουδαῖο.
Τρία εἶναι τὰ στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴ γνησιότητα ἑνὸς χριστιανοῦ:
• Ἡ ὀρθὴ πίστις.
• Ἡ καθαρὴ συνείδησις.
Ἡ ἀγάπη. Λέει σχετικά: «Τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας
καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου» (στ. 5). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Τὸ ἐπιστέγασμα δὲ τῆς διδασκαλίας καὶ συμβουλῆς εἶναι ἡ ἀγάπη ἀπὸ καθαρὴ καρδιὰ καὶ
ἡ ἀγαθὴ συνείδησης καὶ ἡ ἀνυπόκριτη πίστις».
Ἡ ἀγάπη θεωρεῖται «τὸ τέλος τῆς παραγγελίας», δηλαδὴ τὸ συμπλήρωμα, ἀλλὰ καὶ ἡ
ἔκφρασις τῆς τελειώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «τέλος τοῦ νόμου», δηλαδή, τὸ συμπλήρωμα, τὸ πλήρωμα, ἡ
ἐκπλήρωσις, ἢ τελείωσις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλήρωμα, ἢ
τελείωσις τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς. «Τέλος νόμου Χριστὸς» (Ρωμ. 14). Καὶ τέλος τοῦ χριστιανοῦ
ἢ ἀγάπη.
• Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.
• Ὁ χριστιανὸς ἀρχίζει μὲ τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τελειώνει μὲ τὴν ἀγάπη στοὺς
ἀνθρώπους.
Γιὰ ποιὰ ἀγάπη μιλάει ὁ Παῦλος; Γιὰ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι τὸ στέγαστρο τοῦ χριστιανικοῦ
οἰκοδομήματος. Ἡ στέγη ἑνὸς σπιτιοῦ στηρίζεται σὲ κολῶνες. Καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στέγη τῆς
χριστιανικῆς οἰκίας, ποὺ οἱ δυὸ κολῶνες τῆς εἶναι: ἡ καθαρὴ καρδιά, δηλαδή, ἡ καθαρὴ
προσωπικὴ ζωή, καὶ ἡ σωστὴ πίστις. «Ἡ ἀγάπη πάντα στέγει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 7).
• Ἡ ἀγάπη ὅλα τα σκεπάζει. Φυσικὰ ὄχι τὰ βρώμικα, ὄχι τὴν πλάνη. Μιὰ ἀγάπη, ποῦ δὲν
ἔχει σχέση μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ, θὰ προκαλῇ τὴ διαμαρτυρία τῆς Ἀλήθειας. Μιὰ
τέτοια ἀγάπη θὰ εἶναι ἀπάτη ὡς πρὸς τὴν πίστι. Θὰ εἶναι φαυλότητα ὡς πρὸς τὴ ζωή. Γι'
αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: Δὲν μιλάει ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ὅποιαδηποτε ἀγάπη, διότι
ἀγάπη ἔχουν μεταξύ τους καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ λῃστὲς καὶ οἱ κακοποιοί. Μιὰ τέτοια ἀγάπη
θὰ εἶναι συμμορία καὶ μαφία. «Ἀγάπην δὲ ποίαν φησί; Τὴν εἰλικρινῆ, οὐ τὴν μέχρι ρημάτων,
ἀλλὰ τὴν ἀπὸ διαθέσεως καὶ γνώμης καὶ τοῦ συναλγεῖν... Ἔστι γὰρ φιλία καὶ ἥ των φαύλων,
οἶον καὶ λησταὶ ληστᾶς φιλουσιν, καὶ ἀνδροφόνοι ἀνδροφόνους ἀλλ' οὐκ ἔστι τοῦτο ἀπὸ
συνειδήσεως ἀγαθῆς, ἀλλ' ἀπὸ φαύλης, οὐδ' ἐκ καθαρᾶς καρδίας, ἀλλ' ἐξ ἀκαθάρτου, οὐδὲ
ἐκ πίστεως ἀνυποκρίτου, ἀλλ' ἔπιπλαστου καὶ ὑποκεκριμένης. Πίστις γὰρ τὸ ἀληθὲς
δείκνυσιν ἀπὸ δὲ πίστεως εἰλικρινοῦς ἡ ἀγάπη τίκτεται» (Ε.Π.Ε. 23,142). Μετάφρασις: Ποιὰ
ἀγάπη ἐννοεῖ; Τὴν εἰλικρινῆ, ὄχι αὐτὴν ποὺ φτάνει μόνο στὰ λόγια, ἀλλ' ἐκείνην ποῦ
πηγάζει ἀπὸ διάθεση καὶ γνώμη ἀγαθὴ καὶ συμπόνια... Διότι καὶ μεταξύ των φαύλων
παρατηρεῖται φιλία. Καὶ οἱ λῃστὲς ἔχουν φιλία μὲ τοὺς λῃστές, καὶ οἱ φονιάδες μὲ τοὺς
φονιάδες. Αὐτὸ ὅμως δὲν προέρχεται ἀπὸ καλωσύνη, ἀλλ' ἀπὸ κακότητα. Δείχνει
φαυλότητα. Δὲν προέρχεται ἀπὸ καθαρὴ καρδιά, ἀλλ' ἀπὸ ἀκάθαρτη. Ὄχι ἀπὸ πίστι
εἰλικρινῆ, ἀλλ' ἀπὸ ψεύτικη καὶ ὑποκριτική. Ἡ πίστις ἀναφέρεται στὴν ἀλήθεια. Κι ἀπ' τὴν
εἰλικρινῆ πίστι γεννιέται ἡ ἀγάπη.
• Ἡ ἀγαθὴ συνείδησις, γιὰ τὴν ὁποία ἐδῶ μιλάει ὁ Παῦλος, εἶναι τὸ καλύτερο μαξιλάρι
ποὺ ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα τα ἀγαθά του κόσμου κι ἂν διαθέτῃ, ὅλους τους ἐπαίνους
καὶ τὰ «μπράβο» καὶ τὰ «Ζήτω» τοῦ κόσμου ἂν δέχεται, ἐφ' ὅσον συνείδησι ἀγαθὴ δὲν ἔχει,
εἶναι δυστυχής.
Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀναπαύση καὶ νὰ τὸν ἠρεμήση. Καὶ ἢ ἀγαθὴ συνείδησις
γεννᾶται ἀπὸ καθαρὴ καρδιά. «Ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς» (στ.
5).
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουμε καθαρὴ καρδιά, ὅταν μέσα μας ἔχουμε τόσα πάθη; Ἀσφαλῶς
ὄχι. Ἀλλὰ πόθος καὶ ἐπιδίωξίς μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ καθαρὴ καρδιά. Αὐτὴν Ζητάει ὁ
Ψαλμῳδός: «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεὸς καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἔγκαινισον ἐν τοῖς
ἐγκάτοις μου» (Ψάλμ. ν' 12).
• Καὶ τὰ δυὸ συνυπάρχουν, καὶ ἡ συνείδησις ὅτι δὲν ἔχουμε καθαρὴ καρδιά, καὶ ὁ πόθος
ν' ἀποκτήσουμε καθαρὴ καρδιά. Ἄλλωστε χωρὶς καθαρὴ καρδιὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δὴ
κανεὶς τὸν Κύριο: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε΄
8).
• Χωρὶς καθαρὴ καρδιὰ δὲν ἔχουμε οὔτε ὄρθη πίστι. Ἂν ἡ πίστις εἶναι ἀποκάλυψις τοῦ
Θεοῦ, τότε δὲν πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψις σ' ὅσους δὲν ἀγωνίζονται νὰ ἔχουν
καθαρὴ καρδιά. Γι' αὐτὸ στὸ στίχο αὐτὸ καὶ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει, ὅτι μαζὶ μὲ τὴν
ἀγάπη καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ἄπαιτειται ἡ «ἀνυπόκριτος πίστις».
Ἀλλοῦ τονίζονται κάποια ἄλλα στοιχεῖα τῆς πίστεως. Ἐδῶ τονίζεται τὸ «ἀνυπόκριτον».
Ὑπάρχουν αὐτοί, ποὺ ἀνακατεύουν τὴν πίστι μὲ τὸ δόλο καὶ τὴν ὑποκρισία. Στὰ χείλη ἔχουν
πίστι στὸ Θεό, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοὺς ἔχουν δόλο.
Καὶ ὁ δόλος αὐτὸς δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ κακότητα ἐναντίον τῶν γνησίων ἐργατῶν τοῦ
Εὐαγγελίου, ὅπως ὁ Παῦλος, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀλλοίωση τῆς ὀρθῆς πίστεως.

Ματαιολογία (στ. 6)
Ὑπάρχουν θρησκευτικοὶ τύποι, ποῦ δὲν ἔχουν ὅμως καμμιὰ σχέση μὲ τὴν εὐσέβεια καὶ
τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Όσοι μιλᾶνε γιὰ θρησκευτικὰ πράγματα ἐξασφαλίζουν καὶ τὸ
εἰσιτήριο γιὰ τὸν παράδεισο; Ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε καὶ ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ποὺ περὶ
Θεοῦ φιλοσοφοῦσαν ἢ φλυαροῦσαν, θὰ ἔπρεπε νὰ σωθοῦν.
Δὲν σώσει ἢ θρησκευτικὴ φλυαρία, ἡ θρησκευτικὴ βαττολογία, ποὺ κάποτε καταλήγουν
σὲ θρησκευτικὴ βλακεία. Σώζει ἡ βίωσις τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Γι'
αὐτὸ ὁ Παῦλος ὑπενθυμίζει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Ὧν τινὲς ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς
ματαιολογίαν» (στ. 6). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Μερικοὶ ἀπέτυχαν στὴν ἀγάπη καὶ
τὴν πίστι καὶ ἐξετράπησαν σὲ μάταιες (ψευδεῖς) διδασκαλίες».
• Ἂν τὰ λόγια ἀπὸ μόνα τους δὲ σῴζουν, χωρὶς πράξεις καὶ ἔργα, πολὺ περισσότερο δὲν
σώζουν τὰ λόγια, ποὺ εἶναι μάταια καὶ κούφια, ἔστω κι ἂν παρουσιάζονται ὡς θρησκευτικὲς
ἐνασχολήσεις.
• Ὄχι μόνο δὲ σῴζουν, ἀλλὰ καὶ καταδικάζουν καὶ κολάζουν. Καὶ διότι εἶναι περιττὲς
φλυαρίες, καὶ διότι ἐκτρέπουν ἀπ' τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς.
Σ' αὐτὴν τὴν ἀστοχία ἀναφέρεται ὁ Παῦλος.
Ο σκοπευτὴς ἔχει ἕνα στόχο. Φανταστῆτε σκοπευτή, ποὺ ὅλες οἱ προσπάθειές του
πηγαίνουν χαμένες καὶ κανένα βέλος δὲν χτυπᾷ στὸ στόχο! Καὶ ο χριστιανὸς ἕνας στοχευτὴς
εἶναι.
• Στοχεύει στὸν παράδεισο, ὄχι γιὰ νὰ τὸν... σκοτώση, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν κατακτήση.
• Καὶ ὁ παράδεισος κατακτᾶται μὲ τὶς τρεῖς προϋποθέσεις, ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος: Τὴν
ἀνυπόκριτη πίστι, τὴν ἀγαθὴ συνείδηση, καὶ τὴν ἀγάπη. Δηλαδή, μὲ συνέπεια τῆς ζωῆς
πρὸς τρεῖς κατευθύνσεις:
• Πρὸς τὸν ἑαυτὸ μᾶς (ἀγαθὴ συνείδησις).
• Πρὸς τοὺς ἄλλους (ἀγάπη).
• Πρὸς τὸ Θεὸ (ἀνυπόκριτη πίστις). Χωρὶς τὰ παραπάνω ὑπάρχει ἀστοχία.
Στόχος γενικὸς καὶ τελικὸς γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ θέωσις.
Ἂν τῆς ἐπιστήμης στόχος εἶναι νὰ κατακτήση τοὺς ὑλικοὺς οὐρανοὺς καὶ ν' ἀνέβη ὅσο
γίνεται ψηλότερα μὲ τὰ διαστημόπλοιά της, στόχος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ κατακτήση τοὺς
πνευματικοὺς οὐρανοὺς καὶ ν' ἀνεβῇ ὅσο γίνεται ὑψηλότερα μὲ τὸ διαστημόπλοιο τῆς
χάριτος.
Ἂν οἱ ἄνθρωποι στοχεύουν σὲ μιὰ ὑπερέχουσα θέσι, οἱ χριστιανοὶ στοχεύουν στὴν
ὑψηλότερη θέση, ποὺ ὀνομάζεται θέωσις, τελείωσις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ γενικὸς στόχος. Εἰδικώτεροι στόχοι εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις, Ὁ πνευματικὸς
ἀγῶνας, ἡ λειτουργία τῆς ἀγάπης.
Καὶ ὑπάρχουν ἀκόμα εἰδικώτεροι στόχοι, μὲ τοὺς ὁποίους πετυχαίνονται οἱ
προηγούμενοι. Εἶναι νὰ εὐαρεστοῦν τὸ Θεὸ στὴ θέση, στὸ διακόνημα, ποῦ τοὺς ἔχει
ἀνατεθῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἂν δὲν ἔχουμε ὑψηλοὺς καὶ εὐγενεῖς στόχους, τότε κάθε ἐνασχόλησίς μας μ' αὐτὸ ποὺ
λένε «θρησκεία», εἶναι ἀστοχία, ἐκτροπή, ματαιολογία.
• Ἀστοχία δὲν εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία, μὲ τὴ στενότερη ἔννοια, ὅπως πολλοὶ τὴν ἔννοουν.
• Ἀστοχία εἶναι καὶ ἡ παραπληροφόρησης σὲ θέματα πίστεως, Ἐκκλησίας, πνευματικῆς
ζωῆς.
• Ἀστοχία εἶναι καὶ ἡ διαστρέβλωσης τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ φλυαρίες
ἀνθρώπινες.
• Ἀστοχία εἶναι καὶ ἡ νόθευσις τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἔνταλματα
ἀνθρώπων (Ματθ. ιε' 9).
Προσοχή, λοιπόν, σ' ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀφθονία λόγου γύρω ἀπ' τὰ θρησκευτικὰ
πράγματα.
• Ἡ ματαιολογία εἶναι τὸ ἀντίθετό της ὁμολογίας.
• Ἡ ὁμολογία ἔχει σὰν περιεχόμενο τὴν Ἀλήθεια καὶ σὰν κίνητρο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ματαιολογία ἔχει σὰν περιεχόμενο δευτερεύοντα, ἀνούσια καὶ ἀνώφελα θρησκευτικὰ
πράγματα καὶ σὰν κίνητρο τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἐπίδειξι.
• Ἡ ὁμολογία στοιχίσει, ἡ ματαιολογία εἶναι ἀκίνδυνη.

Οἱ ἄστοχοι αὐθεντολογοῦν (στ. 7)


Ἂλλ' ἂν δὲν στοιχίζn στοὺς ἴδιους ἢ ματαιολογία τους, στοιχίζει στὴν Ἐκκλησία. Κάποτε
τέτοιοι ματαιολόγοι κατέχουν ἐπίσημες θέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ θέλουν καὶ νὰ
ἐπιβληθοῦν!
Τὰ ὅσα ἀνόητα λένε προσπαθοῦν νὰ τὰ περιβάλουν μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς αὐθεντίας. Αὐτὸ
ποὺ ἐκεῖνοι λένε, μόνο αὐτὸ εἶναι σωστό! Δεύτερη γνώμη δὲ χωράει. Μιλᾶνε ὡς πάπες
ἀλάθητοι! Μιλᾶνε ὡς ἐπίγειοι θεοί! Καυτηριάσει τὴ βέβηλη αὐτὴ ἔπαρσι ὁ Ἀπόστολος:
«Θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι, μήτε περὶ τίνων
διαβεβαιοῦνται» (στ. 7). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ θέλουν νὰ εἶναι
νομοδιδάσκαλοι, ἐνῷ δὲν καταλαβαίνουν οὔτε αὐτά, ποῦ λένε, οὔτε αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα
δίνουν αὐθεντικὲς διαβεβαιώσεις».
Παριστάνουν τοὺς δασκάλους. Ὅλοι στὰ θεολογικὰ κάνουν τοὺς ἔξυπνους, τοὺς
εἰδικούς. Πολὺ περισσότερο ἐκεῖνοι, ποὺ στὰ χρόνια του Παύλου ὡς ἰουδαϊzoντες
χριστιανοὶ ἦταν «νομοδιδάσκαλοι».
• Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου προέβαλλαν δικές τους θεωρίες καὶ ἀνοησίες.
• Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου παρέβαιναν τὸ Νόμο.
• Ἐκμεταλλεύονταν τὸ Νόμο, γιὰ νὰ κερδίσουν ὀπαδούς. Τὸ λέει καὶ ἄλλου ὁ ἀπόστολος
Παῦλος: «Οὐδὲ αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλ' ἶνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσονται»
(Γαλ. στ' 13).
Κίνητρό τους ἢ φιλαρχία, ἢ ἐπικράτησής τους ἔναντί του Παύλου. Φθονοῦσαν τὸν
Παῦλο, ποῦ κήρρυτε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας. Ἤθελαν νὰ τὸν
ὑποσκελίσουν παρουσιάζοντας μιὰ θρησκεία χωρὶς θυσίες μιὰ διδασκαλία, ποῦ κοίμιζε τὴ
συνείδηση καὶ δημιουργοῦσε ψευδαισθήσεις σωτηρίας: «Ὁρᾷς καὶ ἄλλην αἰτίαν, τὴν τῆς
φιλαρχίας;» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,142).
Ἀλλ' αὐτή τους ἡ φιλαρχία, ὁ ἐγωισμός τους, τοὺς ἀπεμάκρυνε ἀπ' τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἑπομένως δὲν ἤξεραν τί ἔλεγαν.
• Δικές τους θεωρίες τὶς προέβαλλαν σὰν θέσφατά της Ἁγίας Γραφῆς.
• Εἶχαν ὡς ἐπικάλλυμα τῆς ἐγωιστικῆς τους προβολῆς τὴ Γραφή.
• Ἡ βλακεία μὲ πρόσχημα ἁγιογραφικό!
• Ἡ αὐτοπροβολὴ μὲ ἔνδυμα παραδοσιακό!
• Ἤθελαν νὰ στρέψουν τὸν προβολέα ἀπ' τὴ Γραφὴ στὰ δικά τους ἔφευρηματα. Στὴν
πραγματικότητα δὲν ἤξεραν τί ἔλεγαν.

Ἡ χρήσης ἑνὸς ὅπλου (στ. 8)


Τὸ ὅπλο, ποῦ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ψευδάδελφοι γιὰ νὰ χτυπήσουν τὸν Παῦλο, ἦταν ὁ
Νόμος, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Ἤξεραν τὴν εὐαισθησία τοῦ Παύλου, ἀλλὰ καὶ ὅλων των ἐξ
Ἰουδαίων χριστιανῶν πάνω στὸ θέμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποῦ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ
πιστεύεται ὡς Βιβλίο τοῦ Θεοῦ.
Μὲ ἅγιο, λοιπόν, ὅπλο ἤθελαν νὰ πλήξουν καὶ νὰ ἐξοντώσουν τὸν ἅγιωτερο ἄνθρωπο,
τὸν Παῦλο.
Τὸ ἀκόμη χειρότερο: Μὲ τὸ ἅγιο ὅπλο τῆς Γραφῆς ἤθελαν νὰ δολοφονήσουν τὴν
Ἀλήθεια! "Ἄλλωστε αὐτὸ δὲν ἐπιχειρεῖται πάντοτε ἀπ' τοὺς κάθε εἴδους διαστρεβλωτὲς τῆς
ἀλήθειας, ὅπως εἶναι οἱ αἱρετικοί; Όλοι οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποιοῦν τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅμως
εἴτε γιατί δὲν ξέρουν, εἴτε γιατί δὲ θέλουν, δὲν χρησιμοποιοῦν σωστά το θεϊκὸ ὅπλο τῆς
Γραφῆς.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια ἀναφέρεται στὴ σωστή, τὴ νόμιμη χρήση τοῦ Νόμου:
«Οἴδαμεν δέ, ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐὰν τὶς αὔτω νομίμως χρῆται» (στ. 8). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἐμεῖς γνωρίζουμε, ὅτι ὁ νόμος εἶναι ὠφέλιμος, ἂν κάποιος τὸν χρησιμοποιῇ
ὄρθα».
• Ὁ Νόμος εἶναι καλός. Δόθηκε ἀπ' τὸν ἴδιο το Θεὸ διὰ μέσου του Μωϋσέως, τῶν
προφητῶν καὶ ἄλλων ἁγίων μορφῶν τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ.
• Ὁ παλαιοδιαθηκικὸς Νόμος εἶναι θεόπνευστος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τέλειος. Τὸ πλήρωμα
καὶ τοῦ Νόμου ἐκείνου εἶναι ὁ Εὐαγγελικὸς Νόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης.
• Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ κοιτάζουμε τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρὰ μόνο
ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς Καινῆς.
Τί ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν μιλάη γιὰ νόμιμη χρήση τοῦ Νόμου;
Όταν λέῃ, «ἐὰν τὶς αὐτῶ νομίμως χρῆται» (στ. 8), δυὸ πράγματα, κατὰ τὸν ἱερὸ
Χρυσόστομο (Ε.Π.Ε. 23, 144), ἐννοεῖ.
• Τὸ ἕνα: Νόμιμη χρήσης τοῦ Νόμου εἶναι ἡ τήρησης τοῦ Νόμου. Ὁ Νόμος δὲν εἶναι λόγια
Χωρὶς ἐνέργεια. Εἶναι γιὰ τήρησι, ὄχι γιὰ συντήρηση.
Καὶ φυσικὰ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ πιστὴ τήρησις τῶν
πολυαρίθμων διατάξεών του, δὲν εἶναι ἐφικτὴ σὲ ἀπόλυτο βαθμό. Ἂν μποροῦσε κανεὶς νὰ
ἐφαρμόση ὁλόκληρό το Νόμο, τότε θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθῆ. Ἀλλὰ κάτι τέτοιο εἶναι
ἀδύνατον. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ μόνος του τηρώντας ὅλο το Νόμο, γι'
αὐτὸ ᾖρθε ὁ Θεὸς κάτω στὸν κόσμο, μπῆκε κάτω ἀπ' τὸ Νόμο (Γαλ. δ΄ 4), ἔγινε τὸ πλήρωμα
τοῦ Νόμου καὶ μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ σταυρικό Του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.
• Τὸ ἄλλο: Νόμιμη χρήσης τοῦ Νόμου εἶναι νὰ ἐκπληρώνῃ ὁ Νόμος τὸ βασικό του σκοπό.
Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς σ' ἕνα σκοπὸ ἀπέβλεπε: Στὸ Μεσσία, στὸ Σωτῆρα, στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
«Ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἠμὶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (Γαλ. γ ? 23).
Προτοῦ νὰ ἔρθη ἡ χάρις, ἤμασταν κάτω ἀπὸ τὴ φρούρηση τοῦ Νόμου. Ἦρθε ἡ χάρις.
'Ἐνηλικιωθήκαμε πνευματικά. Εἴμαστε ἐλεύθεροι.
• Ὁ Νόμος ᾖρθε ν' ἀνοίξη τὸ δρόμο, γιὰ νὰ περάση ὁ Χριστός. Καὶ τὸ δρόμο, γιὰ νὰ
φτάσουμε ἐμεῖς στὸ Σωτῆρα Χριστό.
Ὅταν ταξιδεύουμε πάνω σε ὡραῖο δρόμο, θαυμάσουμε βέβαιά το δρόμο, ἀλλὰ δὲν
παραμένουμε στὸ δρόμο καὶ στὸ θαυμασμό του. Τὸν χρησιμοΠοιοῦμε, γιὰ νὰ φτάσουμε
στὸν προορισμό μας. Αὐτὸς μας ἐνδιαφέρει.
Ἔτσι βλέπουμε καὶ τὸ Νόμο. Ὡραῖος δρόμος, μὰ δὲν θὰ μείνουμε ἐκεῖ. Θὰ προχωρήσουμε
ἐκεῖ ποὺ μᾶς βγάζει ὁ δρόμος. Προορισμὸς μᾶς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Στὸ Χριστὸ θὰ μείνουμε. Γι' Αὐτὸν θὰ μιλᾶμε. Αὐτὸν θὰ λατρεύουμε. Μ' Αὐτὸν θ'
ἀσχολούμαστε.
• Ὁ Νόμος μᾶς ἄνοιξε τὴν ὄρεξη γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς Ζωῆς.
Ἀλλοίμονο, ἂν ἀφήσουμε τὸν Ἄρτο καὶ ἀσχολούμαστε μὲ δευτερεύοντα πράγματα! Θὰ
μείνουμε νηστικοί.
Καὶ σήμερα ἃς προσέξουμε. Τὰ δευτερεύοντα θρησκευτικὰ στοιχεῖα καὶ τὸ πλῆθος τῶν
τυπικῶν πραγμάτων στὴν Ἐκκλησία τότε εἶναι καλά, ἂν ὁδηγοῦν στὸ ἕνα, στὸ πρῶτο, στὴ
μετοχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

9
εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ
ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, 10 πόρνοις,
ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ
διδασκαλίᾳ ἀντίκειται, 11 κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὃ ἐπιστεύθην
ἐγώ. 12 Καὶ χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με
ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν 13 τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καί ὑβριστήν·
ἀλλ' ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ, 14 ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου
ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.

Ὁ νόμος φόβος γιὰ ποιούς; (στ. 9)


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε κληθῆ νὰ διακονήση τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ
εἶναι ὁ ὑπέρτατος Νόμος ὁ Νόμος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ πρὶν ἀπ' τὸ Εὐαγγέλιο,
ποῦ εἶναι ἡ τελεία ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ, ὑπῆρχε ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἦταν
ἡ μερικὴ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ.
Ο Παῦλος, σ' ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐπιστολές του, ξεκαθαρίζει τὸ θέμα τοῦ Νόμου, διότι πολλοὶ
ἔμεναν προσκολλημένοι σ' αὐτόν, δίνοντάς του ἐνίοτε καὶ σωτηριώδη σημασία.
Ἐδῶ θυμίζει, γιὰ ποιοὺς δόθηκε ὁ Νόμος. Δὲν δόθηκε γιὰ τοὺς δικαίους, γιὰ τοὺς
ἔναρετους. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ Νόμο. Ἂν οἱ ἄνθρωποι διατηροῦσαν τὴν
προπτωτική τους κατάσταση, τὴν εὐσυνειδησία, θὰ εἶχαν ἀνάγκη ἀπ' τὸ Νόμο; Ὄχι. Μέσα
τους ἄλλωστε ὁ Θεὸς εἶχε βάλει Νόμο. Πρόκειται γιὰ τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο, ποὺ ἀποτελεῖ
ἀσφαλῆ τροχονόμο γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό. Γιὰ τὸν ἔμφυτο νόμο μιλάει
ἀλλοῦ ὁ Παῦλος (Ρωμ. β' 14).
Γιὰ τὸν δίκαιο δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀνάγκη τοῦ Νόμου: «Οἴδαμεν τοῦτο, ὅτι δικαίω νόμος οὐ
κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίOις καὶ βεβήλοις,
πατρολώαις καὶ μητρολώαις, ἀνδροφόνοις» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Γνωρίζουμε τοῦτο, ὅτι ὁ νόμος δὲν εἶναι γιὰ τὸν δίκαιο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς παραβάτες τοῦ
νόμου καὶ τοὺς ἀνυποτάκτους, τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γι' αὐτούς, ποὺ δὲν
ἔχουν ὅσιο καὶ ἱερό, τοὺς πατροκτόνους καὶ τοὺς μητροκτόνους, τοὺς ἀνθρωποκτόνους
γενικῶς».
• Τὸ μικρὸ παιδί, γιὰ νὰ μάθη νὰ γράφῃ, τοῦ χαράσσουμε γραμμὲς στὸ τετράδιο καὶ τοῦ
κρατᾶμε τὸ χέρι. Ὅταν ὅμως ἐκπαιδευθῆ καλὰ καὶ μάθη ἐλεύθερα νὰ γράφῃ, μπορεῖ νὰ
χαράσσῃ τὰ γράμματα καὶ σὲ χαρτὶ χωρὶς γραμμὲς καὶ χωρὶς χειραγωγία.
Ἔτσι εἶναι καὶ ὁ Νόμος. Τὸν ἀνεβασμένο πνευματικὰ δὲν ἔχει σὲ τίποτε νὰ τὸν ὠφελήση.
Γιὰ τοὺς ἀρχαρίους ὅμως εἶναι κανόνας γραφῆς, κανόνας Ζωῆς (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,
146).
• Ὁ γιατρὸς εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ τὸν τραυματία. Γι' αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει τραῦμα, καλὸς
εἶναι βέβαια ὁ γιατρός, ἀλλὰ τουλάχιστον πρὸς τὸ παρὸν δὲν τοῦ χρειάζεται. Ἔτσι –λέει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 23,146) - συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Νόμο. Εἶναι γιατρὸς γιὰ τοὺς
πληγωμένους ἀπ' τὴν ἁμαρτία.
Ο Παῦλος ἀπαριθμεῖ ὅλους τους λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ δοθῆ ὁ Νόμος.
• Πρώτον: Γιὰ νὰ διακρίνουμε τὴν ἁμαρτία. «Διὰ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας» (Ρωμ. γ΄
20).
Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τὸ κριτήριο, νὰ κρίνουμε μιὰ πρᾶξι ἂν εἶναι καλὴ ἢ
κακή. Ἀντικειμενικὸ κριτήριο, διότι κάποτε τὸ κριτήριο τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ νόμου
ὑποκειμενοποιεῖται καὶ καθένας ἔχει δικό του κριτήριο γιὰ τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό.
• Δεύτερον: Γιὰ φόβο. Ὁ Νόμος εἶναι τὸ φρένο. Μπορεῖ νὰ συγκρατῇ κάπως τὸν
ἄνθρωπο, ποὺ γλιστράει συνεχῶς πρὸς τὴν ἁμαρτία.
• Τρίτον: Γιὰ τιμωρία. Ὁ Νόμος δὲν φτιάχνει ἁγίους. Ἁπλῶς ἐπειδὴ τιμωρεῖ τοὺς
κακοποιούς, γι' αὐτὸ μπορεῖ νὰ καταστέλλῃ τὸ κακό.
Τοὺς Ἁγίους τους κάνει ἢ χάρις. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Νόμος, ὡς τὰ πολλά,
κακῶν ἀπαγόρευσης ἐστιν. Δίκαιον δὲ οὐ ποιεῖ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἀγαθῶν ἐργασία» (Ε.Π.Ε.
23, 146). Δὲν ἀρκεῖ κανεὶς νὰ μὴν κάνῃ τὸ κακό. Ὀφείλει καὶ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό.
Ὁ Νόμος εἶναι χαλινός. Δόθηκε νὰ τιμωροῦνται οἱ ἀχαλίνωτοι. «Νόμος ἐδόθη, ἶνα τῷ
φόβῳ κολάζωνται καὶ τὴ ἀπειλὴ» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,148).
Στὴ συνέχεια ὡς κομπολόι διαβολικό, ἀπαριθμοῦνται οἱ παράνομοι ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς
ὁποίους εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχη ὁ Νόμος, προκειμένου νὰ χτυπάη τὸ καμπανάκι καὶ νὰ
τοὺς ξυπνάη ἀπ' τὸ λήθαργο. «Δικαίω νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις,
ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλούς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολώαις καὶ μητρολώαις,
ἀνδροφόνοις» (στ. 9).
Στὴν ἀρχὴ εἶναι τὰ πέντε Α τοῦ Διαβόλου:
• Ἄνομοι.
• Ἀνυπότακτοι.
• Ἀσεβεῖς.
• Ἁμαρτωλοί.
• Ἀνόσιοι.
• Ἄνομοι εἶναι ἢ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἐνεργοῦν κόντρα στὸ Νόμο, ἢ ὅσοι βαδίζουν κόντρα
στὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο. Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἀνομία.
• Ανυπότακτοι εἶναι ὅσοι ἐκδηλώνουν ἀνυπακοή, ἀνταρσία στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πάνω
ἀπ' τὸ Θεὸ βάζουν τὸ «ἐγώ» τους, τὸ ἁμαρτωλὸ καὶ ἀδύνατο «ἐγώ».
•'Ἀσεβεῖς εἶναι ὅσοι ὄχι ἀπὸ ἄγνοια ἢ ἀπὸ σφοδρὸ πειρασμὸ ἁμαρτάνουν, ἀλλ' ὅσοι
ἁμαρτάνουν ἐκ συστήματος καὶ ἐκ πεποιθήσεως. Δικαιολογοῦν τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία
τοὺς εἶναι ἄρνησης τοῦ Θεοῦ, πολλὲς φορὲς καὶ θεωρητική.
• Ἁμαρτωλοὶ εἶναι ὅσοι ἀρέσκονται σὲ βρωμερὰ πάθη.
•'Ἀνόσιοι εἶναι ὅσοι δὲν σέβονται τὰ ὅσια, οἱ ἄτιμοι.
Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται καὶ σ' ἄλλες κατηγορίες ἀτόμων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Νόμος
δόθηκε σὰν κατασταλτικὴ δύναμι.
• Εἶναι οἱ βέβηλοι. Αὐτοὶ μολύνουν τὰ πάντα. Ἐκτελοῦν ἀσυγκράτητα καὶ ἀσύστολά το
κακό. Δὲν σέβονται τίποτε.
• Εἶναι οἱ πατρολῶνες καὶ οἱ μητρολῶες, ἐκεῖνοι, δηλαδή, ποὺ ὄχι μόνο δὲν τιμοῦν τοὺς
γονεῖς, ἀλλὰ φτάνουν καὶ στὸ σημεῖο νὰ φονεύουν πατέρα ἢ μητέρα.
Σὲ τέτοια ἀγριότητα ἐνστίκτων ὁδηγοῦνται οἱ χωρὶς Θεὸ ἄνθρωποι. Καὶ ὄχι μόνο ἄλλοτε,
προτοῦ νὰ ἔρθη ἢ χάρις. Καὶ σήμερα.
Στὴν ἐποχὴ μᾶς μάλιστα συμβαίνει τὸ ἀντίθετο τὶς περισσότερες φορές. Λίγοι
μητροκτόνοι καὶ πατροκτόνοι ὑπάρχουν, καὶ αὐτοὶ ἀποδεικνύονται συνήθως ἀνισόρροποι.
Ὑπάρχουν ὅμως πολλοί, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδων, ἕκατομμυρια ἄλλοι, ποὺ εἶναι
χειρότεροι φονιάδες!
Εἶναι οἱ παιδοκτόνοι. Όσοι σκοτώνουν τὴν παιδικὴ Ζωή, ποῦ ἀνθεῖ στὴ μήτρα τῆς
γυναίκας. Ἡ ἔκτρωσις εἶναι ὁ ἀγριώτερος τρόπος θανατώσεως τοῦ πιὸ ἀθῴου πλάσματος,
τοῦ βρέφους.
Γιὰ κάτι τέτοιους ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς συνειδήσεως ὄχι ἁπλῶς θὰ τοὺς βασανίση
σ' ὅλη τὴ ζωή τους, ἀλλὰ καὶ θὰ τοὺς καταδικάση σὲ αἰώνια κόλασι, ἂν δὲν θελήσουν
εἰλικρινὰ καὶ ἔμπρακτα νὰ μετανοήσουν.
• Ἄλλοι, ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος ὡς ὑποκειμένους στὸ Νόμο, εἶναι οἱ πόρνοι, οἱ
διεστραμμένοι ἄνθρωποι, οἱ ἀκόλαστοι σαρκολάτρες, ποῦ ἁμαρτάνουν εἴτε μὲ τὸ ἄλλο
φῦλο ἔξω ἀπ' τὸ γάμο ἢ καὶ μέσα σ' αὐτόν, ἢ μὲ τὸ ἴδιο φῦλο, σὰν ὁμοφυλόφιλοι.
• Εἶναι οἱ ἀνδραποδιστές, ὅσοι, δηλαδή, ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς
χρησιμοποιοῦν σὰν ἀνδράποδα, σὰν Ζῷα.
• Εἶναι οἱ ψεῦστες καὶ ὅσοι παίρνουν ψεύτικο ὅρκο. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς ἐπιβάλλεται νὰ
ὑπάρχη Νόμος.

Θεωρία ἢ ἁμαρτία (στ. 10)


Γιὰ νὰ μὴν ἀπογοητευθοῦν ὅσοι ἔχουν πέσει σὲ πάθη σὰν τὰ προαναφερθέντα, ὁ Παῦλος
κάνει μιὰ διευκρίνισε:
Γιὰ ὅλους τους ἁμαρτωλοὺς ὑπάρχει πλέον σωτηρία, ὑπὸ δυὸ ὅμως προϋποθέσεις.
• Ἡ μία. Νὰ δέχονται τὴν ἁμαρτία ὡς... ἁμαρτία!
• Ἡ ἄλλη: Νὰ μετανοοῦν.
Ὑπάρχουν πολλοί, ποῦ τὴν ἁμαρτία τὴν ἔχουν καὶ ὡς θεωρία καὶ φιλοσοφία.
Ὄχι μόνο ἁμαρτάνουν ἀσύστολα, ἀλλὰ καὶ δικαιολογοῦν τὴν ἁμαρτία. Ὄχι μόνο τὴν
δικαιολογοῦν, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑποστηρίζουν.
Ὄχι μόνο τὴν ὑποστηρίζουν, ἀλλὰ τὴν κάνουν καὶ ἰδεολογία τους. Τὴν θεωροῦν φυσικὴ
κατάσταση, ποὺ ὅλοι ὀφείλουν ν' ἀκολουθοῦν, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι πέφτουν
σὲ σχετικὸ παράπτωμα.
Ὄχι ἁπλὰ τὴν κάνουν θεωρία, ἀλλὰ καὶ τὴ νομιμοποιοῦν ἐπίσημα διὰ τῆς κρατικῆς
ἐξουσίας.
Σ' αὐτὸ τὸ ἔσχατο κατάντημα ἔχουμε φτάσει σήμερα. Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ ἔγκλημα ἔγιναν
ἐπίσημος Νόμος καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (ἀποποινικοποίησις τῆς μοιχείας,
νομιμοποίησης τῶν ἀμβλώσεων κ.α.).
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ὡς τελευταίους στὸ «κομπολόι» τοῦ Διαβόλου ἀναφέρει ὅσους
θεωρητικὰ πᾶνε κόντρα στὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία. «Πόρνοις, ἀρσενοκοίταις,
ἀνδραποδισταις, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἰ τί ἕτερον τὴ ὑγιαινούση διδασκαλία
ἀντίκειται» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὁ νόμος εἶναι γιὰ τοὺς κατὰ φύσιν
ἄνηθικους, γιὰ τοὺς παρὰ φύσιν ἄνηθικους, γιὰ τοὺς δουλεμπόρους, γιὰ τοὺς ψεῦτες, γιὰ
τοὺς ἐπιόρκους, καὶ γενικὰ γιὰ τοὺς ἐνόχους σὲ κάθε τί ποὺ ἀντίκειται στὴν ὑγιῆ
διδασκαλία».
Τὸ ν' ἁμαρτάνῃ κανείς, αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινο. Τὸ νὰ ἐμμένῃ ὅμως στὴν ἁμαρτία καὶ ν'
ἀρνῆται τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ εἶναι σατανικὸ καὶ ἀσυγχώρητο.
Εἶναι σὰν νὰ θέλῃ κάποιος τὸ φαρμάκι νὰ μᾶς τὸ σερβίρῃ σὰν φάρμακο. Ο Παῦλος
νοιάζεται πολὺ γιὰ τὴν «ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν».
• Φοβᾶται πολὺ τὴ διαστρέβλωση, τὴ διαστροφή, τὴν παραποίησι.
• Φοβᾶται, μήπως σιγὰ-σιγὰ τὸ φῶς παρουσιάζεται σὰν σκοτάδι, ἡ ἀλήθεια σὰν πλάνη.
• Καὶ τοῦτο γίνεται φρικτό, ὅταν δὲν ἔχουμε πλέον τὸν ἀτελῆ Μωσαϊκὸ Νόμο, ἀλλὰ
διαθέτουμε τὸν τέλειο Ἠθικὸ Νόμο, τὸν Εὐαγγελικὸ Νόμο, ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός,
ἐρχόμενος ὁ Ἴδιος στὸν κόσμο καὶ σφραγίζοντας τὸν μὲ τὸ πανάγιο Αἷμα Του.
Τὸ εὐαγγέλιο τῆς δόξης (στ. 11)
Όλα τὰ πάθη, ποὺ ἀνέφερε ὁ Παῦλος, ἀποτελοῦν αἰσχύνη, ντροπή. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ δόξα. Λέει στὴ συνέχεια: «Κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ
μακαρίου Θεοῦ, ὃ ἐπιστεύθην ἔγω» (στ. 11). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἡ ὑγιὴς
διδασκαλία συμφωνεῖ μὲ τὸ ἔνδοξο εὐαγγέλιο τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ποῦ ὁ Θεὸς
ἐμπιστεύθηκε σὲ μένα».
Γιατί τὸ Εὐαγγέλιο ὀνομάζεται δόξα;
• Ὁ Χριστός, ποῦ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, δοξάστηκε. Καὶ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός.
Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν σταυρωνόταν, δὲν θὰ δοξαζόταν. Δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἀνάστασις. Ἄρα δὲν θὰ
ὑπῆρχε καὶ ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου, ἢ ἀποκατάστασης τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχέγονη δόξα.
• Τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὡς διδασκαλία καὶ ὡς κοινωνία τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο
στὴ δόξα. Δοξάζεται ὁ Θεὸς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν
τὸν ἀληθινὸ Θεό, δοξαζόμενο, καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου «δοξάζεται ὁ
Πατὴρ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ἐ' 16).
Δοξάζεται ὅμως καὶ ὁ ἄνθρωπος. Δοξάζεται μὲ δόξα ὄχι κοσμική, ποῦ μαραίνεται καὶ
χάνεται, ἀλλὰ μὲ δόξα μόνιμη καὶ αἰώνια. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μάθωμεν τίνες ἄρα
οὑτοὶ εἴσιν καὶ μακαρίσωμεν αὐτούς, ἐννοοῦντες ὅσων ἀπολαύσονται τότε ἀγαθῶν, ὅσης
μεθέξoυσι δόξης, ὅσου φωτὸς» (Ε.Π.Ε. 23, 150). Μετάφρασις: Ἃς μάθουμε ποιοὶ εἶναι οἱ
δοξασμένοι. Κι ἃς τοὺς μακαρίσουμε. Ἃς σκεφτοῦμε πόσα ἀγαθὰ θ' ἀπολαύσουν, πόσο
μεγάλης δόξας μέτοχοι θὰ γίνουν, πόσο φῶς θὰ βλέπουν!
• Ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, σὲ τούτη τὴ ζωὴ στεροῦνται πολλὰ ἄγαθα. Ζοῦν μὲ
ταπείνωση καὶ αὐταπάρνηση. Ἀλλὰ θὰ ντυθοῦν τὴν ἡμέρα ἐκείνη, μετὰ θάνατον, μὲ τὴ δόξα
τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων.
Τί δόξα μᾶς περιμένει, ἂν δουλέψουμε γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ἂν τηρήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο!
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Ὁ ἥλιος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἱμάτιο, ἀπὸ ρούχο; Ὄχι. Εἶναι ντυμένος
τὴ λάμψι. Ἔτσι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ντύνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ λάμψη τῆς θείας δόξας καὶ
μακαριότητας (Ε.Π.Ε. 23, 152).
Διότι ὁ Θεὸς εἶναι «μακάριος» (στ. 11).
Σ' αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἐργαζόταν ὁ Παῦλος. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ ὁ
Θεός. «Ὃ ἐπιστεύθην ἔγω» (στ. 11). Τὸ ἄξιζε; Παρακάτω θὰ μᾶς δώση σχετικὲς ἐξηγήσεις.

Ἔμπιστος γιὰ διακονία (στ. 12)


Ἦταν διάκονος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ Παῦλος ὄχι γιατί τὸ ἄξιζε, ἀλλὰ «κατὰ χάριν». «Καὶ
χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντι μὲ Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἠμῶν, ὅτι πιστὸν μὲ ἠγήσατο,
θέμενος εἰς διακονίαν» (στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ εὐχαριστῶ τὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ τὸν Κύριό μου, πού μου ἔδωσε δύναμι, διότι μὲ ἔκρινε ἔμπιστο καὶ μοῦ ἀνέθεσε
ὑπηρεσία».
Γιὰ πολλὰ πράγματα αἰσθάνεται ὁ Παῦλος τὴν ἀνάγκη ν' ἀποδίδῃ τὴν ὀφειλόμενη
«χάριν», δηλαδή, τὴν εὐχαριστία στὸ Θεό. Ἀλλ' ἐκεῖνο, ποῦ τὸν κάνει νὰ εὐχαριστῇ συνεχῶς
καὶ μετὰ δακρύων τὸ Θεό, εἶναι ὅτι τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴ δύσκολη διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Εἶχε ταπείνωσι. Δὲν εἶχε ταπεινολογία εἶχε ταπεινοφροσύνη. Σχολιάζει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τὴν ταπεινοφροσύνην πολὺ μὲν ἔχουσαν κέρδος ὀρῶμεν, οὐδαμοῦ δὲ
ταχέως εὔρισκομενην, ἀλλὰ ταπεινορρημοσύνην μὲν πολλὴν καὶ πέραν τοῦ δέοντος,
ταπεινοφροσύνην δὲ οὐδαμοῦ. Ὁ δὲ μακάριος οὕτως αὐτὴν μετεδίωκε Παῦλος, ὡς καὶ
ἐπινοεῖν πολλᾶς πανταχοῦ προφάσεις πρὸς τὸ ταπεινοῦν αὐτοῦ τὴν διάνοιαν» (Ε.Π.Ε.
23,160). Μετάφρασις: Βλέπουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἔχει μὲν πολλὴ τὴν ὠφέλεια, ἀλλὰ
δὲν βρίσκεται πουθενά. Βρίσκεις βέβαια ταπεινολογία πολλή. Ταπεινοφροσύνη ὅμως
πουθενά. Ὁ μακάριος ὅμως Παῦλος τόσο πολὺ τὴν ἐπεδίωκε, ὥστε εὕρισκε πολλὲς αἰτίες
γιὰ νὰ ταπεινώνῃ τὸ λογισμό του.
Ἀνάξιο θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ Παῦλος. Καὶ μάλιστα γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ποὺ
ἀποτελεῖ βάρος δυσβάστακτο.
Τὸ βάρος βέβαιά του Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ βάρος, ποῦ σηκώνει ὁ
Παῦλος. Ἀλλ' ὁπωσδήποτε, ἐν σχέσει μ' ἄλλους ἀνθρώπους, ὁ Παῦλος βάστασε τὸ
μεγαλύτερο βάρος. Ἄλλωστε γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ τὸν κάλεσε ὁ Κύριος, «τοῦ βαστᾶσαι τὸ
ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τὲ Ἰσραὴλ» (Πράξ. θ' 15).
Τὸ βάρος αὐτὸ δὲν μποροῦσε μόνος νὰ τὸ σηκώση. Γι' αὐτὸ ζητάει τὴν ἐνίσχυση τοῦ
Χριστοῦ. Καὶ τὴν ἔχει. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «ἐνδυναμῶν» τὸν Παῦλο. Τονίζει ἄλλου: «Πάντα
ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντι μὲ Χριστῷ» (Φιλιπ. δ' 13).
Ἐδῶ ἐκφράσει τὴν εὐχαριστία τοῦ «τῷ ἐνδυναμούντι Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἠμῶν» (στ.
12). Σχολιάζει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Φορτίον ὑπῆλθε μέγα καὶ πολλῆς ἐδεῖτο τῆς ἄνωθεν
ροπῆς. Ἐννόησον γὰρ ὅσον ἣν πρὸς καθημερινᾶς ὕβρεις, λοιδορίας, ἐπιβουλᾶς, κινδύνους,
σκώμματα, ὀνείδη, θανάτους ἵστασθαι, καὶ μὴ ἀποκάμνειν μηδὲ ὀλισθαίνειν μηδὲ
περιτρέπεσθαι, ἀλλὰ πάντοθεν βαλλόμενον μυρίοις καθ' ἑκάστην ἡμέραν τοῖς βέλεσιν,
ἀτενὲς ἔχοντα τὸ ὄμμα ἐστάναι καὶ ἀκατάπληκτον. Τοῦτο οὐκ ἀνθρωπίνης ἰσχῦος, ἀλλ'
οὐδὲ τῆς τοῦ Θεοῦ ροπῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς αὐτοῦ προαιρέσεως» (Ε.Π.Ε. 23,162164).
Μετάφρασις: Φορτώθηκε μεγάλο βάρος καὶ χρειαζόταν πολλὴ βοήθεια ἀπ' τὸν οὐρανό.
Σκέψου, πόσο δύσκολο ἦταν ν' ἀντιστέκεται στὶς καθημερινὲς ὕβρεις, στὶς κακολογίες, στὶς
ἐπιβουλές, στοὺς κινδύνους, στὶς κοροϊδεῖες, στοὺς εὐτελισμούς, στοὺς θανάτους. Καὶ δὲν
καμπτόταν οὔτε γλιστροῦσε οὔτε ἐκτρεπόταν. Ἐνῷ βαλλόταν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς μὲ μύρια
βέλη καθημερινά, στεκόταν ἀκλόνητος. Εἶχε τὸ βλέμμα ὑψηλά. Ἦταν ἀτρόμητος. Αὐτὸ δὲν
ἦταν ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνης δυνάμεως, οὔτε ὅμως καὶ μόνο της θείας βonθείας.
Προερχόταν κι ἀπ' τὴ δική του προαίρεσι.

Τί ἦταν, τί ἔγινε ὁ Παῦλος; (στ. 13)


Τὸ μεγαλεῖο ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή! Δὲν ἔξωραϊζει καταστάσεις καὶ πρόσωπα.
Δὲν εἶναι κανένα πλαστὸ βιβλίο, ποὺ ἐπιδιώκει μὲ παραμύθια νὰ ἐντυπωσιάση. Εἶναι τὸ
βιβλίο τῆς ἀλήθειας. Καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν κρύβεται.
• Ἀλήθεια εἶναι, ὅτι καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἤσαν πρὶν μικροὶ καὶ ἄσημοι ἄνθρωποι, μὲ
ἐλαττώματα.
• Ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν ἕνας διώκτης καὶ μανιακὸς πολέμιος τοῦ Χριστοῦ καὶ
τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί νὰ κρυφτῆ ἡ ἀλήθεια;
• Μιὰ τέτοια ἀλήθεια κάνει νὰ λάμπῃ περισσότερο ἢ ἄλλη ἀλήθεια, ὅτι ἀπ' αὐτὸ τὸ
βάθος ὁ Θεὸς ἀνύψωσε τοὺς Ἀποστόλους σὲ ὕψη μεγάλης ἁγιότητας.
• Ἡ μεγάλη ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀλλοίωσις μετὰ τὴν ἀλλοτρίωση. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοτριώνει τὸν
ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ χάρι Τοῦ τὸν ἄλλοιωνει.
Ἔτσι ἄλλοιωθηκε καὶ ὁ Παῦλος.
Τί ἦταν ὁ Παῦλος; Μᾶς δίνει ὁ ἴδιος τὴν ταυτότητα τοῦ πρώην Παύλου, δηλαδή, τοῦ
Σαύλου: «Τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτης καὶ ὑβριστήν. 'Ἀλλ' ἤλεηθην, ὅτι
ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐμπιστεύθηκε τὴ
διακονία Του σὲ μένα, ποὺ ἤμουν πρωτύτερα ἀσεβὴς κατήγορος καὶ διώκτης καὶ
κακοποιός. 'Ἀλλ' ἐλεήθηκα, διότι ἔδειξα αὐτὴ τὴ διαγωγὴ ἀπὸ ἄγνοια. Καὶ ἡ ἄγνοια γιὰ τὸ
Χριστὸ μὲ ὁδηγοῦσε σὲ ἀπιστία».
Ἦταν διώκτης καὶ βλάσφημος ὁ Παῦλος.
• Βλάσφημος, διότι δυσφημοῦσε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἔβρισε, ἔτριζε τὰ δόντια του,
ἔβαφε τὰ χέρια τοῦ μέσα στὸ χριστιανικὸ αἷμα (Πράξ. θ' 1. 8).
• Δὲν ντρέπεται νὰ τὰ ὁμολογῶ ὅλα αὐτά. «Ὁρᾷς τὴν καταφoρᾶν αὐτοῦ; Πῶς οὐκ ἔστι
φίλαυτος, πῶς συνεσταλμένην κέκτηται τὴν διάνοιαν;» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23, 166).
• Πῶς κάλεσε ὁ Θεὸς ἕνα τέτοιο ἀπαίσιο δολοφόνο, νὰ τὸν κάνῃ Ἀπόστολό Του; Δυὸ
πράγματα ἐπικαλεῖται σχετικὰ ὁ Παῦλος.
• Τὸ ἕνα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸ ἔλεος. Εἶναι ἄμετρό το ἔλεος. Ἀσυναγώνιστο.
Καμμιὰ ἁμαρτία δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συναγωνισθῆ. Γι' αὐτὸ λέει: «Ἠλεήθην».
• Τὸ δεύτερο εἶναι δικό του. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐλαφρυντικό. Κάθε ἐγκληματίας ἔχει καὶ
κάποιο ἐλαφρυντικό. Καὶ γιὰ τὸν Παῦλο ἐλαφρυντικὸ ἦταν ἡ ἄγνοια. Δὲν ἤξερε. Νόμιζε, ὅτι
πολεμώντας τὴ χριστιανικὴ «αἵρεσι», ὅπως θεωροῦσε τὴ νέα πίστι, εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ τῶν
πατέρων του. «Ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα» (στ. 13).

Ξεχειλίζει η χάρις (στ. 14)


Δὲν παύει ὅμως ἡ ὅλη ὑπόθεσις νὰ φανερώνῃ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς χάριτος. Καὶ αὐτὴ ἡ
χάρις εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Στὴν
περίπτωση τοῦ Παύλου ξεχείλισε αὐτὴ ἡ φιλανθρωπία. Αὐτὸ τονίζει στὸν ἑπόμενο στίχο:
«Ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ» (στ. 14). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὑπερεξεχείλισε δὲ ἢ χάρις τοῦ Κυρίου μας
μὲ τὴ φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη, ποὺ ἔδειξε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ξεχειλίζει σὲ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ μετανοεῖ καὶ ἀνταποκρίνεται στὴ θεϊκὴ
ἀγάπη.
Σ' ὅλους ὁ Χριστὸς ἐπιφυλάσσει τὸ ἴδιο μὲ τὸν Παῦλο θαῦμα. Ἀπ' τὸ βυθὸ τῆς ἁμαρτίας
μᾶς ἀνελκύει μὲ τὸ ἐργαλεῖο τῆς χάριτος.
Δυὸ οἱ διαφορὲς μᾶς ἀπ' τὴν περίπτωση τοῦ Παύλου:
• Δὲν ἔχουμε τὸ ἐλαφρυντικό της ἄγνοιας, ὅπως ἐκεῖνος. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἔχουμε. Τὸ
Εὐαγγέλιο στὸν τόπο μᾶς προσφέρεται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μητέρα, ποῦ γεννηθήκαμε.
Ὁποιαδήποτε μορφὴ ἄγνοιας ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀμέλεια, ἀδιαφορία καὶ καταφρόνησι.
• Ἐκεῖνος ὑπῆρξε πρώην ἁμαρτωλός, πρώην ὑβριστής, πρώην διώκτης τῆς ἀλήθειας.
Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ σταυρώνουμε τὸ Χριστὸ (Ἑβρ. στ' 6). Καὶ μετὰ τὴ μετάνοια,
ἐκτρεπόμαστε. Ξαναγυρίζουμε «ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξεραμα» (Β΄ Πέτρ. β' 22). Σὰν ν' ἀφήνουμε τὸ
ποτάμι τῆς χάριτος, ἀντὶ νὰ ξεχειλίση μέσα μας, νὰ πηγαίνῃ χαμένο.
Ὁ Παῦλος ἐλεήθηκε. Γιατί τόσοι ἄλλοι Ἰουδαῖοι δὲν ἐλεήθηκαν; Διότι ἐνεργοῦσαν ὄχι «ἐξ
ἀγνοίας», ἀλλὰ «καὶ εἰδότες καὶ σφόδρα ἐπιστάμενοι ἐπραττον ἅπερ ἐπραττον»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23, 166).
Ο Παῦλος ἔπραττε ὅσα ἔπραττε κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ὄχι ἀπὸ προσωπικὴ φιλοδοξία, ἂλλ'
ἀπὸ Ζῆλο (λάθος Ζῆλο!) γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ καὶ τότε, στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ,
καὶ σήμερα δὲν πιστεύουν καὶ δὲν ὁμολογοῦν, διότι ἀγαποῦν «τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων
μᾶλλον ἥπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. ιβ' 43).

15
Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον
ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· 16 ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ
ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων
πιστεύειν ἐπ' αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. 17 Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ,
μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Ὁ πρῶτος ἁμαρτωλὸς (στ. 15)


Πολλοὶ λόγοι ἀκούγονται ἀπ' τὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων. Ὁρισμένοι ἔχουν κάποια σχέση
μὲ τὴν ἀλήθεια. Τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι λόγοι ὕπερβολικοι ἢ λόγοι ποῦ ἔξωραϊζουν
τὴν κατάστασι. Ψεύτικοι, πλαστικοὶ λόγοι. Ἕνας λόγος εἶναι ἀπόλυτα ἀληθινός. Ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ. Αὐτὸν ᾖρθε καὶ ἀποκάλυψε ὁ σαρκωμένος Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποῦ εἶναι ὁ
προαιώνιος Λόγος. Ἂν θελήσουμε νὰ συνοψίσουμε σὲ δυὸ φράσεις τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχει
σχέση μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, θὰ λέγαμε:
• Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Ἅγιος.
• Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἁμαρτωλός.
Οἱ δυὸ αὐτὲς πραγματικότητες, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, συνιστοῦν τὸν πιὸ ἀξιόπιστο
λόγο.
Ἂν ὁ ἄρρωστος θέλῃ νὰ γίνῃ καλά, ὀφείλει νὰ πιστέψη, ὅτι ὁ γιατρὸς τὸν ἀγαπᾷ καὶ ὅτι
ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ τὸν γιατρεύση. Κι ὁ ἁμαρτωλός, ἂν θέλῃ νὰ σωθῆ, ὀφείλει νὰ δεχτῆ,
ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾷ καὶ ὅτι ἔχει ὅλη τὴ δυνατότητα νὰ τὸν σώση.
Τὸν «πιστὸν λόγον», τὴ μεγαλύτερη, δηλαδή, ἀλήθεια, ποὺ ἀξίζει νὰ πιστὲψοῦν οἱ
ἄνθρωποι, διότι ἔτσι θὰ σωθοῦν, τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης
ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σώσαι, ὧν πρῶτος
εἴμι ἐγὼ» (στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος καὶ πέρα γιὰ
πέρα ἄξιος ἀποδοχῆς, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ᾖρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώση ἁμαρτωλούς, ἀπ'
τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ».
Εἶναι ἀπ' τοὺς δυνατότερους, ἀλλὰ καὶ συγκινητικότερους λόγους τῆς Καινῆς Διαθήκης.
• Ὁ Θεός, ὁ «ὧν καὶ ὁ ὑπάρχων», δὲν στέκει μακρυᾶ, παρακολουθώντας μὲ ἀδιαφορία
καὶ ἀπάθεια τὴν ἀνθρώπινη τραγῳδία, τὸ πρόβλημα «ἄνθρωπος».
• Εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης. Ο προνοητῆς. Ὁ ἀντιλήπτωρ.
Ὄχι ἀπὸ μακρυά. Θέλησε νὰ ἔρθη κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν βοηθήση.
Ο ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ πάῃ στὸν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶχε ὑψώσει τὸν «φραγμόν», τὸ
«μεσότοιχον τῆς ἔχθρας» (Ἐφεσ. β' 14). Εἶχε ἀλλοτριώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπ' τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.
Τί ἄλλη λύσις ὑπῆρχε ἀπ’ τοῦ νάρθη Ἐκεῖνος σὲ μᾶς; Ἀναγκάστηκε ὁ Θεὸς νὰ ἔρθη Κοντὰ
στὸ πλάσμα Του.
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια (1990) εἴδαμε τὸ γκρέμισμα τοῦ λεγόμενου «τείχους τοῦ
αἴσχους», ποὺ χώρισε τὸ Ἀνατολικὸ ἀπ' τὸ Δυτικὸ Βερολίνο, κατ' ἐπέκτασιν τὶς δυὸ
Γερμανίες, καὶ γενικότερα τὴν Ἀνατολὴ ἀπ' τὴ Δύση.
• Πελώριο, ἀνυπέρβλητο, ἦταν τὸ τεῖχος, ποὺ εἶχε ὑψώσει ἡ ἁμαρτία καὶ δὲν ἄφηνε τὸν
ἁμαρτωλὸ νὰ πλησιάση τὸν ἅγιο Θεό. Ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, δὲν
μποροῦσε νὰ γκρεμίση αὐτὸ τὸ τεῖχος. Τὸ τεῖχος τελικὰ γκρεμίστηκε. Τὸ γκρέμισε ὁ
σαρκωμένος Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν ἐπιφάνειά του στὴ γῆ. «Αὐτὸς ἔστιν ἡ εἰρήνη
ἠμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἄμφοτερα ἓν καὶ τὸ μεσοτοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ
σαρκὶ αὐτοῦ» (Ἐφεσ. β' 14).
• Θέλησε ὁ Δημιουργικὸς Λόγος, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐκμηδενίση τὴν ἀπόσταση, ποὺ
χώρισε τὴ γῆ ἀπ' τὸν οὐρανό.
• Θέλησε καὶ ᾖρθε. Δὲν ᾖρθε γιὰ τοὺς ἁγίους. Μόνος ἅγιος εἶναι ὁ Ἴδιος. «Εἷς Ἅγιος, εἰς
Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».
Ἦρθε γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.
• Ὁ Καθαρὸς γιὰ τοὺς ἀκάθαρτους.
• Ὁ 'Ἀμόλυντος γιὰ τοὺς μολυσμένους.
• Ὁ Κύριος γιὰ τοὺς δούλους. Νὰ ἢ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. γ' 16).
Γιὰ νὰ συλλάβης κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη, πρέπει νὰ τὴν κάνῃς δική σου ἀγάπη. Νὰ
συνειδητοποιήσης, δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστὸς ᾖρθε ἀποκλειστικὰ γιὰ σένα.
Τέτοια συναίσθηση εἶχε ὁ Παῦλος. Γι' αὐτὸ ζοῦσε πάντοτε μὲ τὴ συγκίνηση τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
• Σκεπτόταν: Ἂν ὁ μοναδικὸς ἁμαρτωλὸς στὸν κόσμο ἤμουν ἐγώ, θὰ ἐρχόταν γιὰ μένα,
τὸν μοναδικὸ ἁμαρτωλό, ὁ Θεὸς στὸν κόσμο!
• Σκεπτόταν κάτι ἀκόμα συγκλονιστικότερο, ὅτι δὲν ἦταν μόνο καὶ μοναδικός, ἀλλὰ καὶ
ὁ πρῶτος, ὁ χειρότερος ἁμαρτωλός. «Ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σώσαι, ὧν πρῶτος
εἴμι ἐγὼ» (στ. 15).
Ταπεινότερο «ἐγὼ» δὲν ἀκούστηκε ποτὲ στὸν κόσμο.
• Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος των Ἀποστόλων, ἀναγνωρίσει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ χειρότερό
των ἀνθρώπων!
• Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ὁ ἅγιωτερός των ἀνθρώπων, μετὰ φυσικὰ ἀπ' τὴν Παναγία,
παραδέχεται, ὅτι κατέχει τὸ ρεκὸρ τῆς ἁμαρτίας!
Τὸ λέει χωρὶς ἴχνος ταπεινολογίας. Τὸ διαλαλεῖ μὲ εἰλικρινῆ ταπείνωσι, μὲ βαθειὰ
συναίσθηση, μὲ πλήρη αὐτοσυνειδησία.
Κατ' ἀντικειμενικὴ κρίσι, ἀσφαλῶς αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος δὲν εἶναι ἀληθινό. Ὁ Παῦλος
δὲν ἦταν ὁ πρῶτος ἁμαρτωλός. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τόση χάρι καὶ ἀρετή, ὥστε
ἀξιώθηκε ν' ἀνεβῇ Ζωντανὸς μέχρι τρίτου οὐρανοῦ (Β΄ Κορ. ιβ' 2). Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν
Παῦλο ὁ λόγος εἶναι ἀληθινός.
Πῶς ἐξηγεῖται;
• Ὁ Παῦλος εἶχε συνείδηση τοῦ τί εἶναι ἁμαρτία. Τὴν ἁμαρτία, ποὺ διέπραττε, ὅταν δίωκε
τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴ θεωροῦσε πολὺ μεγάλη. Καὶ ἦταν.
Τὸν συγχώρησε βέβαια ὁ Κύριος, μετὰ τὴ μετάνοιά του, ἀλλὰ παρέμενε μέσα του ἢ
ἀνάμνησις τῆς ἁμαρτίας.
Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ βάφῃς τὰ χέρια σου μὲ χριστιανικὸ αἷμα.
Δὲν εἶναι μικρό το ἁμάρτημα νὰ συνεχίζῃς τὸ ἔργο τῶν σταυρωτῶν του Χριστοῦ, νὰ
παίρνῃς ἀπ' τὰ χέρια τοὺς τὸ σφυρὶ καὶ νὰ χτυπᾷς ἐσὺ μὲ τὴ σειρά σου τὰ καρφιὰ γιὰ νὰ
καρφώνῃς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρέμεινε στὴ γῆ, δηλαδή, τὴν Ἐκκλησία.
• Δὲν ντρέπεται ὁ Παῦλος νὰ ὁμολογῇ τὴν ἁμαρτία τοῦ αὐτή, νὰ ἐνοχοποιῇ τὸν ἑαυτό
του, κι ἃς τὸν εἶχε ἀπενοχοποιήσει ἢ χάρις τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὀμολογώντας τὴν
ἁμαρτία, ὤμολογουσε συγχρόνως καὶ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ (Α΄ Τιμ. α' 16),
ποὺ τόσο μεγάλο ἁμαρτωλὸ τὸν δέχτηκε καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Λέει
σχετικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀφ' ἐαυτοῦ ποιεῖται τὸ σημεῖον καὶ οὐκ αἰσχύνεται καλῶν
ἐαυτὸν ἁμαρτωλόν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον εὐφραίνεται οὕτω γὰρ μάλιστα δύναται δείξαι τὸ
μέγα της τοῦ Θεοῦ κηδεμονίας θαῦμα, καὶ ὅτι φιλανθρωπίας ἤξιωθη τοσαύτης» (Ε.Π.Ε.
23,182). Μετάφρασις: Παρουσιάσει τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπ' τὸν ἑαυτό του.
Δὲν ντρέπεται ν' ἀποκαλῇ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἁμαρτωλό. Ἀντίθετα μάλιστα, χαίρεται. Διότι ἔτσι
μπορεῖ περισσότερο ἀπὸ ὅ, τιδήποτε ἄλλο νὰ φανερώνῃ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς προνοίας
τοῦ Θεοῦ, κι ὅτι ὁ ἴδιος ἀξιώθηκε τόσο μεγάλης θεϊκῆς φιλανθρωπίας.
• Ὁ Παῦλος εἶχε προοδεύσει πνευματικά. Όσο κάποιος προοδεύει πνευματικά, τόσο
ἁμαρτωλότερο βλέπει τὸν ἑαυτό του. Διότι διακρίνει ἁμαρτήματα, ποῦ ἄλλοι δὲν τὰ
διακρίνουν.
Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸ μικροσκόπιο. Ἂν πάρης μιὰ σταγόνα νερὸ καὶ τὴν δῇς μὲ γυμνὸ
μάτι, νομίζεις πῶς εἶναι ὁλοκάθαρη. Ἂν ὅμως τὴν βάλης κάτω ἀπ' τὸ μικροσκόπιο μέσα σὲ
μικροβιολογικὸ ἐργαστήριο, διακρίνεις μικρόβια ἀόρατα καὶ ἀδιόρατα μὲ γυμνὸ ὄφθαλμο.
Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος. Σὰν βλέπῃ τὸν ἑαυτό του μὲ ἐπιπόλαια μάτια, νομίζει πῶς εἶναι ἐν
τάξει. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν ἀκοῦς νὰ λέῃ:
- Καὶ τί ἔκανα; Δὲν ἔχω τίποτε. Δὲν βλέπω κανένα κακὸ πάνω μου καὶ μέσα μου!
Καὶ τὰ πιὸ βρωμερὰ ἀκόμα ἁμαρτήματα, ὁ Διάβολος τὸν κάνει νὰ τὰ βλέπῃ ὡς φυσικὲς
καταστάσεις, γιατί ὄχι καὶ σὰν κατορθώματα, καὶ σάν... ἀρετές!
Ὅποιος ὅμως ἔχει ἀποκτήσει πνευματικὴ εὐαισθησία, ἔχει αὐτογνωσία καὶ θεογνωσία.
Ὅταν θέτῃ τὸν ψυχικό του κόσμο κάτω ἀπ' τὸ μικροσκόπιο, ποὺ λέγεται αὐτογνωσία, ἢ
μᾶλλον θεογνωσία, τότε διακρίνει ἁμαρτήματα ἀόρατα καὶ ἀδιόρατα σὲ ἐπιπόλαιους καὶ
κοσμικοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα τὸν τρομάζουν. Δὲν συμβιβάζεται μὲ κανένα. Δὲν δικαιολογεῖ
καμμιὰ τοῦ ἀδυναμία. Συμποσούμενα δὲ τὰ ἁμαρτήματά του, τὸν κάνουν νὰ πιστεύῃ γιὰ
τὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ἁμαρτωλός.
• Ὁ Παῦλος, ὅπως καὶ κάθε ἅγιος, δὲν συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους. Τὸν συγκρίνει μὲ τοὺς ἁγίους, μὲ τοὺς ἀγγέλους. Πρὸ παντὸς μὲ τὸ «μέτρον
ἡλικίας τοῦ πληρώματος» (Ἐφεσ. β' 13), ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἀναμάρτητος Κύριος.
Δὲν ἐνεργεῖ ἐγωκεντρικά, σὰν τὸ φαρισαῖο (Λουκ. 1n' 9-14) τῆς παραβολῆς, γιὰ νὰ κάνῃ
τὴ σύγκριση μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ νὰ διαπιστώση τὴν τάχα ἀνωτερότητά του!
Ἡ σύγκρισης τοῦ ἐαυτοῦ τοῦ γίνεται ὄχι μὲ τὶς ἀποτυχίες τῆς γῆς, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐπιτυχίες
τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ εἶναι καταλυτική. Γι' αὐτὸ καὶ ὁμολογεῖ: «Ὧν πρῶτος εἴμι ἐγὼ» (στ. 15).
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὥσπερ ὁ ἀργύριον πολὺ κεκτημένος καθ' ἐαυτὸν μὲν
πλούσιος φαίνεται, κατὰ δὲ τὴν σύγκρισιν τῶν θησαυρῶν τῶν βασιλικῶν σφόδρα πένης,
καὶ πρῶτος πένης, οὕτω δὴ καὶ ἐνταύθα, πρὸς τοὺς ἀγγέλους κρινόμενοι, ἁμαρτωλοὶ οἱ
ἄνθρωποι, καὶ εἰ δίκαιοι» (Ε.Π.Ε. 23,182). Μετάφρασις: Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἀποκτήσει πολλὰ
χρήματα, φαντάζει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πλούσιος. Σὲ σύγκρισι ὅμως μὲ τοὺς βασιλικοὺς
θησαυρούς, εἶναι φτωχός, ὁ πρῶτος φτωχός. Ἔτσι κι οἱ ἄνθρωποι, συγκρινόμενοι μὲ τοὺς
ἀγγέλους εἶναι ἁμαρτωλοί, κι ὅταν ἀκόμα εἶναι ἐνάρετοι.

Ἐλπίδα γιὰ ὅλους τους ἁμαρτωλοὺς (στ. 16)


Ἂν ἕνας Παῦλος ἔλεγε, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος των ἁμαρτωλῶν, τί πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε
ἐμεῖς; Ο λόγος τοῦ Παύλου θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήση σὲ ἀπελπισία ὅποιον δὲν πιστεύει
στὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δύναμι τῆς μετανοίας. Γιὰ τὸν πραγματικὰ
ταπεινὸ ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν εἶναι πολύ ἁμαρτωλός, εἶναι λόγος ποὺ τὸν ὁδηγεῖ σὲ δυὸ
οὐράνιους χώρους:
• Πρώτον, στὴ βαθειὰ συναίσθηση. «Εἰ δὲ ὁ Παῦλος καὶ τὴν ἐν νόμῳ δικαιοσύνην
ἐργασάμενος πρῶτος ἁμαρτωλός, τὶς ἄρα τῶν ἄλλων δίκαιος ἂν κληθείn;» (Χρυσόστομος.
Ε. Π.Ε. 23,182).
Ἔτσι, πολλοὶ ἅγιοι σ' ὅλους τους αἰῶνες ἐπαναλαμβάνουν μὲ εἰλικρινῆ ταπείνωσι τὸ λόγο
αὐτὸ τοῦ Παύλου: «Εἶμαι ὁ χειρότερος ἁμαρτωλός!».
Μπορεῖ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων μερικοὶ νὰ φαίνονται ἄμεμπτοι. Καὶ ὁ Παῦλος λέει σ'
ἄλλη Ἐπιστολή του: «Κατὰ δικαιοσύνην γενόμενος ἄμεμπτος» (Ρωμ. γ΄ 23). Ἀλλὰ στὰ μάτια
τοῦ Θεοῦ; Ἔτσι ἐξηγεῖται, πῶς καὶ ἕνας ἅγιος των ἡμερῶν μας, ποὺ ὅλοι τὸν θεωροῦμε
σπουδαῖο καὶ τὸν ἔχουμε πρότυπο, παρακάλεσε, στὸν τάφο του νὰ χαράξουν τὰ λόγια αὐτὰ
τοῦ Παύλου: «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σώσαι, ὧν πρωτὸς εἴμι
ἐγώ».
• Δεύτερον: Ὁδηγεῖ στὴν ἐλπίδα.
Η ἀπελπισία εἶναι ἀπαγορευμένη Ζώνη γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ πιστεύει στὸ Σωτῆρα
ὅλων των ἁμαρτωλῶν, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Η ἀπελπισία εἶναι ὁ χειρότερος σύμβουλος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἢ μεγαλύτερη ἐπιτυχία γιὰ
τὸ Διάβολο.
Γιὰ νὰ προλάβη μιὰ τέτοια ἀπελπισία στὴν ψυχὴ τοῦ ὁποιουδήποτε ἁμαρτωλοῦ, ὁ
Παῦλος ἐξηγεῖ γιὰ ποιὸ λόγο τὸν ἐλέησε ὁ Θεός: «Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἤλεηθην, ἶνα ἐν ἐμοὶ
πρώτω ἐνδείξηται 'Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν
μελλόντων πιστεύειν ἐπ' αὐτῶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» (στ. 16). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Ἀλλὰ γι' αὐτὸ ἐλεήθηκα, γιὰ νὰ δείξη ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ μένα πρῶτο ὅλη τὴν
εὐσπλαγχνία Του, ὥστε νὰ εἶμαι παράδειγμα σ' ὅσους στὸ μέλλον θὰ πιστεύουν σ' Αὐτὸν
γιὰ νὰ κληρονομοῦν τὴν αἰώνια ζωή».
• Εἰδικὰ γιὰ τὸν Παῦλο ὁ λόγος, ποῦ τὸν ἐλέησε ὁ Θεός, ἦταν ἡ ἄγνοια. Ἀπὸ ἄγνοια δίωξε
τὴν Ἐκκλησία. Νόμιζε, πῶς ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ διώκοντας τὴν παράξενη αὐτὴ τάξη τῶν
ἀνθρώπων, ὅπως ὡς Ἑβραῖος ἔβλεπε μέχρι τότε τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὴν Ἐκκλησία. Γι' αὐτὸ
σημειώνει: «Ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἓν ἀπιστία» (στ. 13).
• Ἀντικειμενικὰ ὅμως ὁ λόγος τοῦ ἐλέους, ποὺ ἔδειξε ὁ Θεὸς στὸν ἁμαρτωλὸ Σαῦλο, ἦταν
νὰ φανερώση στοὺς ἐπιγινομένους μέχρι ποιοῦ σημείου φτάνει ἡ μακροθυμία Του. Νὰ
ὑπάρχη ἕνα ὑπόδειγμα, ὥστε νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ ἐλπίζουν. «Ἀλλὰ διὰ τοῦτο
ἠλεήθην, ἶνα ἐν ἐμοὶ πρώτω ἐνδείξηται 'Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς
ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων Πιστεύειν ἐπ' αὐτῶ εἰς Ζωὴν αἰώνιον» (στ. 16).
• Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ φάνηκε πλούσια, φιλανθρωπότατη, στὸν Παῦλο. Όταν πιάνῃ
μεγάλη φωτιά, στέλνεται ὅλη ἡ δύναμις τῆς Πυροσβεστικῆς. Ὁ Παῦλος, μὲ τὴν ταπείνωση
ποὺ τὸν διακρίνει, θεωρεῖ ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτωλὴ φωτιὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε
ἀνάψει. Τὸ μένος τοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν.
Ἔσβησε βέβαια ἡ φωτιά! Ἀλλ' ὁ ἴδιος τὴν θεωρεῖ τόσο μεγάλη, ὥστε νομίζει ὅτι γιὰ τὸ
σβήσιμό της ἔστειλε ὁ Θεὸς ὅλη τὴν πυροσβεστική του δύναμι, ὅλη τὴ μακροθυμία Του.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα τοῦ μακαρίου τούτου τὴν ταπεινοφροσύνην. Οὐκ ἔφη, ἶνα
ἐνδείξηται ἐν ἐμοὶ τὴν μακροθυμίαν, ἀλλὰ τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν ὡς ἂν εἰ ἔλεγε: Μᾶλλον
ἐμοῦ ἐπ’ ἄλλω οὐκ ἔχει μακροθυμῆσαι, οὐδὲ εὐρεῖν οὕτως ἁμαρτωλόν, παντὸς δεόμενον
αὐτοῦ του ἐλέους, πάσης της μακροθυμίας, οὐ μέρους, καθάπερ οἱ ἐπὶ μέρους
ἁμαρτάνοντες» (Ε.Π.Ε. 23,184). Μετάφρασις: Θαύμασε τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ μακαρίου
Παύλου. Δὲν εἶπε: «Γιὰ νὰ δείξη σὲ μένα τὴ μακροθυμία». Ἀλλ' «ὅλη τὴ μακροθυμία». Σὰν
νάλεγε: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλος, ποῦ νὰ χρειάζεται ὁ Θεὸς νὰ μακροθυμήση περισσότερο ἀπὸ
ὅσο σὲ μένα. Οὔτε θὰ βρεθῆ ἄλλος τόσο ἁμαρτωλός, ποῦ ν' ἀπαιτῆται ὅλο το ἔλεός Του,
ὅλη ἡ μακροθυμία Του. Γιὰ τοὺς ἄλλους φτάνει ἕνα μέρος τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ, γιατί
ἐν μέρει ἁμαρτάνουν.
• Δὲν ὑπάρχει μόνο ὁ Παῦλος. Ὑπάρχουν καὶ οἱ «μέλλοντες πιστεύειν ἐπ' αὐτῶ» (στ. 16).
Ἀφοῦ ᾖρθε ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅσοι θὰ Τὸν πλησιάζουν, ὅσοι θὰ πείθωνται
στὸ λόγο τοῦ Κυρίου καὶ θὰ πιστεύουν, θὰ ἔχουν τὴν ἀγωνία:
-Πῶς ἐμένα, τὸν τόσο ἁμαρτωλό, τὸν «βεβορβορωμένον», θὰ μὲ καταδεχτῆ ὁ Θεός;
Μπορῶ ἐγὼ νὰ πλησιάσω τὸν Θεό;
Ναί, εἶναι ἡ ἀπάντησης τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὴ σωτηρία ἁμαρτωλοῦ εἶναι
ὑποτίμησης τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ.
Ο Θεὸς δὲν εἶναι ἕνας ψαράς, ποὺ ἁλιεύει μόνο ἀπ' τὰ ρηχὰ μικρὰ ψαράκια. Εἶναι ὁ
μεγάλος Ψαράς, ποῦ μπορεῖ καὶ ἀπ' τὸ μεγαλύτερο βάθος ν' ἁλιεύῃ μεγάλα ψάρια,
μεγάλους ἁμαρτωλούς.
Ὅσο πιὸ βαθειὰ εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ψηλὰ μπορεῖ ν' ἀνέβη.
Γιὰ τὸ Θεὸ οὔτε τὸ ὕψος οὔτε τὸ βάθος εἶναι φοβερὰ καὶ ἀπροσπέλαστα στὸ ἔλεός Του.
Ποιὸ ὅμως εἶναι μεγαλύτερο: Τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὸ βάθος τῆς θάλασσας;
Ἀσφαλῶς τὸ πρῶτο. Τὸ βάθος τῆς θάλασσας, καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀκόμα, ἔχει μετρηθῆ.
Τὸ ὕψος ὅμως τοῦ οὐρανοῦ, αὐτὸ ποῦ χωρίζει τὴ γῆ ἀπ' τὸ μακρύτερο ἀστέρι τοῦ οὐρανίου
στερεώματος, Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ μετρήση;
Ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη τῆς σαρκώσεώς Του ἐκμηδένισε τὴν ἀπόσταση τοῦ ὕψους τοῦ
οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε στὴ γῆ. Δὲν μπορεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ ἐλέους Του, ποὺ κάλυψε τὸ
ὕψος, νὰ καλύψη καὶ τὸ βάθος; Δὲν μπορεῖ νὰ φτάση ἢ ἀγάπη Του στὰ βάθη, κι ἀπὸ κεῖ ν'
ἀνασύρῃ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀνεβάση;
Ο Θεὸς τοῦ ἐλέους ἀπ' τὸ χαμηλότερο βάθος ἑλκύει τοὺς ἁμαρτωλούς, ποῦ μετανοοῦν.
Γι' αὐτὸ ὠρθώθηκε στὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ. Βεβαιώνει ὁ Ἴδιος: «Ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς,
πάντας ἑλκύσω πρὸς ἔμαυτον» (Ἰωάν. ιβ' 32). Ἀπ' τὸ βυθὸ τῆς ἁμαρτίας ἀνεβάζει μὲ τὴ
σωτηριώδη χάρι Του στὴν ἐπιφάνεια τῆς δόξας τῶν λελυτρωμένων.
• Δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ ἁμαρτία. Ὑπάρχει καὶ ἡ «ὑποτύπωσις» τῆς μετανοίας.
Εἶναι ὁ Παῦλος. Ὑπόδειγμα πρὸς μίμησι, ὄχι φυσικὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του, ἀλλὰ γιὰ τὴ
μετάνοιά του.
Στὸν Παῦλο βλέπουμε τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ τὴ μεγαλύτερη μετάνοια.
Ἂν ὁ Διάβολος τὸν παρέσυρε καὶ θέλησε πάνω του νὰ βάλῃ τὴ σφραγῖδα τῆς ἁμαρτίας,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν ἀγάπησε, τὸν σαγήνεψε καὶ ἔβαλε πάνω του ἀνεξίτηλη τὴ δική του
σφραγῖδα τὸ στίγμα τῆς ἁγιότητας.
Ο Παῦλος εἶναι ἡ «ὑποτύπωσις τῶν μελλόντων πιστεύειν». Τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος μ' ἕνα παράδειγμα. Ὑπάρχει, λέει, μιὰ πόλις πολυάνθρωπος, μὲ φαύλους
ὅλους τους κατοίκους της. Ἄλλοι λιγώτερο κι ἄλλοι περισσότερο εἶναι ἁμαρτωλοὶ καὶ
διεφθαρμένοι. Ξαφνικὰ ὁ βασιλιάς, ποὺ κυβερνάει τὴν πόλι, ἀποφασίζει νὰ τοὺς
συγχωρήση ὅλους. Κι ἐνῷ ἔντρομοι περιμένουν τιμωρία, ἀκοῦνε πῶς θὰ δοθῆ χάρις! Ἀλλὰ
δὲν τὸ πιστεύουν, ἂν δὲν δοῦν νὰ συγχωρῆται πρῶτος ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴ χειρότερη
διαγωγή. Ὁ βασιλιὰς τὸ κάνει. Πρῶτα σ' ἐκεῖνον δίνει τὴ χάρι. Έ, τότε ἀναπτερώνονται οἱ
ἐλπίδες ὅλων.
-Ἀφοῦ σ' αὐτόν, τὸ χειρότερο ἄνθρωπο, ἔδωσε χάρι, γιατί νὰ μὴ δώση καὶ σὲ μᾶς;
Νὰ τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Πατρός: «Ἔστω πόλις πολυάνθρωπος πάντας τους πολίτας ἔχουσα
φαύλους, τοὺς μὲν ἧττον, τοὺς δὲ μᾶλλον, πάντας μέντοι κατεγνωσμένους. Εἷς δὲ τὶς ἐν τοῖς
πολλοῖς ἐκείνοις πάντων μᾶλλον ἔστω κολάσεως καὶ τιμωρίας ἄξιος καὶ πᾶν ἐπελθῶν εἶδος
κακίας. Ἂν τοίνυν λέγῃ τὶς, ὅτι πάσιν ἀφεῖναι βούλεται ὁ βασιλεύς, οὐ τούτω πιστεύσωσι
τῷ λόγῳ, ἕως ἂν ἴδωσι τὸν πάντων φαυλότερον αὐτῶν τούτου τυχόντας οὐκ ἔστι γὰρ λοιπὸν
ἀμφισβήτησις» (Ε.Π.Ε. 23,184).
• Ὑπάρχει, λοιπόν, γιὰ ὅλους ἢ αἰώνια ζωή. Ἄλλωστε ἡ πίστις στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐκεῖ
καταλήγει, στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε
τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἶνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπολυται, ἀλλ' ἔχῃ
Ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ' 16).
Ἡ αἰώνια ζωή, ὁ παράδεισος, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἀναμάρτητους. Τέτοιοι δὲν ὑπάρχουν. Ἡ
αἰώνια ζωὴ εἶναι γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ συναισθάνονται τὴν ἁμαρτία τους, ποὺ τὴν
ἀναγνωρίζουν καὶ μετανοοῦν εἰλικρινά.
• Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ ἀσφαλέστερο εἰσιτήριο, ποὺ ἐπιτρέπει τὴν εἴσοδό μας στὸν
παράδεισο. Ἀφοῦ ἕνας Σαῦλος πῆγε στὸν παράδεισο, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο μὲ τὴν ψυχή
του, ὅπως τώρα πᾶνε ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα του, τότε γιατί νὰ μὴν πάῃ στὸν
παράδεισο καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε ἁμαρτωλός, ποῦ θὰ θελήση νὰ μετανοήση;

Δοξολογία (στ. 17)


• Ἂν κάποιος σου χαρίση ἕνα εἰσιτήριο ἀεροπορικῆς διαδρομῆς, ἀσφαλῶς θὰ τὸν
εὐχαριστήσης.
• Ἄν σου χαρίση εἰσιτήριο ὄχι γιὰ τὸ ἐσωτερικό, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐξωτερικό, περισσότερο θὰ
τὸν εὐχαριστήσης.
• Ἄν σου χαρίση εἰσιτήριο γιὰ διαπλανητικὸ ταξίδι, ἀκόμη περισσότερο ὑποχρεώνεσαι.
Ε, πόσο ὀφείλουμε ἐμεῖς νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, ποὺ ᾖρθε κάτω στὴ γῆ, γιὰ νὰ
ἐγκαταστήση τὸ ἐκδοτήριο εἰσιτηρίων ὄχι γιὰ κάποιο ὄμορφο τόπο τῆς πατρίδας μας, ὄχι
γιὰ ἕνα θαυμάσιο τοπίο τοῦ κόσμου, ὄχι γιὰ τὸν ὡραιότερο πλανήτη τοῦ σύμπαντος, ἀλλὰ
γιὰ τὸ ἄρρητο κάλλος τῆς αἰωνίου Ζωῆς καὶ βασιλείας; Καὶ τὸ ἐκδοτήριο τῶν εἰσιτηρίων
εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Κάθε φορᾷ, ποὺ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας Ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
μετανοίας καὶ ἀφέσεως, γίνεται θεώρησης τοῦ εἰσιτηρίου. Καὶ τὸ εἰσιτήριό μας γιὰ τὸν
οὐρανὸ σφραγίζεται μὲ δυὸ σφραγῖδες:
• Ἡ μιὰ δική μας: ἡ μετάνοια.
• Ἡ ἄλλη τοῦ Χριστοῦ: τὸ ἔλεός Του.
Πῶς, λοιπόν, ὁ Παῦλος, ποῦ ἢ χάρις τοῦ εἶχε χαρίσει αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο, νὰ μὴ δοξολογῇ
τὸ Θεό;
Γι' αὐτὸ μετὰ τὸν ἀξιόπιστο λόγο, ποὺ ἀνέφερε, ξεσπάει σ' ἕναν ἀπ' τοὺς ὡραιοτέρους
ὕμνους γιὰ τὸν Κύριο: ««Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἄφθαρτω, ἀοράτω, μόνω σοφῶ Θεῶ,
τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Στὸν αἰώνιο, λοιπόν, Βασιλιά, τὸν ἀθάνατο, τὸν ἀόρατο, τὸ μόνο σοφὸ Θεό, ἃς ἀποδίδεται
τιμὴ καὶ δόξα στοὺς ἀπεράντους αἰῶνες. Ἀμήν».
Στὸν ἄφθαρτο Θεὸ ἁρμόζει τιμὴ καὶ δόξα. Καὶ ὁ ἄφθαρτος Θεὸς εἶναι καὶ ὁ Θεὸς
Πατέρας. Εἶναι καὶ ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Ἄλλωστε Αὐτὸς χαρίζει τὴ
λύτρωση καὶ τὴν ἀφθαρσία (Ε.Π.Ε. 23,186).

́
18
Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ
σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τὴν καλὴν στρατείαν, 19 ἔχων πίστιν καὶ ἀγαθὴν
συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν· 20 ὧν ἐστιν ῾Υμέναιος καὶ
᾿Αλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν.
Παραγγελία και επαγγελία (στ. 18)
Το μεγάλο λόγο της εν Χριστώ Ιησού σωτηρίας παρουσίασε ο απόστολος Παύλος. Ο
στίχος «Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος, ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τόν κόσμον
αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτός είμι εγώ» (στ. 15) είναι από τους σημαντικότερους στίχους
της Καινής Διαθήκης. Περιέχει την αλήθεια της σαρκώσεως του Θεού, το μυστήριο της
θείας οικονομίας. Αυτός ο στίχος είναι το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού.
Αυτό το Ευαγγέλιο, αυτό το σωτηριώδες και ελπιδοφόρο μήνυμα, το εμπιστεύεται ο
Παύλος στο μαθητή και πνευματικό του τέκνο, τόν Τιμόθεο. Γι' αυτό στη συνέχεια γράφει:
«Ταύτην την παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τάς προαγούσας επί σέ
προφητείας, ένα στρατεύη εν αυταίς τήν καλήν στρατείαν» (στ. 18). Απόδοσης στην
απλοελληνική: «Αυτή τη συμβουλή σου δίνω, παιδί μου Τιμόθεε, σύμφωνα με τις
προφητείες, που προnγήθηκαν για σένα, λαμβάνοντας υπ' όψιν ν' αγωνίζεσαι ως
στρατιώτης τόν καλόν αγώνα».
• Ο Παύλος δέν εμπιστευόταν σ' όποιον κι όποιον την ιερή παρακαταθήκη της Καινής
Διαθήκης, την παραγγελία του Θεού. Πρόκειται για θησαυρό ανεκτίμητο. Κι όπως το
θησαυρό δέν τόν εμπιστεύεται κανείς σε ανθρώπους αδιάφορους ή και απατεώνες, έτσι
και το θησαυρό της πίστεως στόν Ιησού Χριστό, αλλά και της διδασκαλίας της πίστεως
αυτής, δεν τον εμπιστεύεται ο Παύλος σ' άλλους, παρά μόνο σε γνήσια πνευματικά του
τέκνα, όπως ο Τιμόθεος.
Αυτοί μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία της ουράνιας παραγγελίας. Μπορούσαν
ακόμη να δεχτούν τις υποδείξεις του πνευματικού τους πατέρα γιά τό πνευματικό και
ιεραποστολικό έργο. Και τέλος μπορούσαν να ξέρουν τι στοιχίζει ένα τέτοιο έργο.
• Η Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνες ήταν πολύ προσεκτική στην επιλογή των
προσώπων, που θα εμπιστευόταν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, το έργο της σωτηρίας. Πολύ
ανιχνευτική στό ποιούς θα χειροτονούσε κληρικούς. Λέει χαρακτηριστικά ο ιερός
Χρυσόστομος: «Το της διδασκαλίας καί τό της Ιερωσύνης αξίωμα μέγα εστί και θαυμαστόν
και όντως της του Θεού δεόμενον ψήφου, ώστε τόν άξιον εις μέσον παραγαγείν. Ούτω και
το παλαιόν εγίνετο, ούτω και νυν γίνεται, όταν χωρίς πάθους ανθρωπίνου τάς αιρέσεις
Ποιώμεθα, όταν πρός μηδέν ορώντες βιωτικόν, μή πρός φιλίαν, μή πρός απέχθειαν» (Ε.Π.Ε.
23,198). Μετάφρασις: Το αξίωμα της διδασκαλίας και της ιερωσύνης είναι μεγάλο και
θαυμαστό. Πραγματικά χρειάζεται την έγκριση του Θεού, ώστε να υποδεικνύεται ο άξιος
γι' αυτό. Έτσι γινόταν και παλαιά, έτσι γίνεται και τώρα, όταν κάνουμε τις εκλογές χωρίς
ανθρώπινο πάθος, όταν δεν αποβλέπουμε σε τίποτε βιωτικό, ούτε σε φιλία ούτε σε
αντιπάθεια.
Με ποιά κριτήρια χειροτονούνται σήμερα οι κληρικοί; Μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι
τηρούνται τα όσα λέει ο Αγιος; Αντίθετα:
• Κι εκείνοι, που σπεύδουν ν' αναλάβουν έργο διακονίας, είτε ως κληρικοί είτε ως λαϊκοί
θεολόγοι είτε ως κήρυκες και κατηχητές, δεν έχουν επίγνωση του τί πορεύονται να κάνουν.
• Κι εκείνοι, πού αναθέτουν ή χειροτονούν δέν έχουν το φόβο καί τόν τρόμο ενός
Παύλου, που πρόσεχε σε ποιούς εμπιστευόταν τα άγια και ιερά πράγματα.
Οι λεγόμενοι χριστιανοί σήμερα είμαστε τόσο νωθροί και ψυχροί, τόσο ακατάρτιστοι,
ώστε ούτε κάν ως απλοί πιστοί μπορούμε να θεωρούμαστε. Αν, λοιπόν, τόν εαυτό μας
έχουμε ακατάρτιστο και ακατάστατο, πώς θάταν δυνατόν η Εκκλησία να μας εμπιστευθη
υπεύθυνο έργο πνευματικού καθοδηγητή ή ηγέτη; Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Εί εν τω
μικρώ ούκ έγένεσθε πιστοί, το μέγα και αληθινόν τίς υμίν έγχειρίσει; Τότε δε, επεί ουδέν
ανθρώπινον έγίνετο, και από προφητείας εγίνοντο οι ιερείς» (Ε.Π.Ε. 23,198). Μετάφρασις:
Αν για το μικρό δέν φανήκατε άξιοι έμπιστοσύνης, ποιός θα σας εμπιστευθη τὸ μεγάλο καὶ
ὑπέροχο; Τότε ὅμως, ἐπειδὴ δὲν γινόταν τίποτε μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια, οἱ ἱερεῖς
ὑποδεικνύονταν διὰ θείου φωτισμοῦ.
Ἀκριβῶς, γιὰ νὰ δείξη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι δὲν ἦταν μόνο δική του ἐπιλογὴ ὁ
Τιμόθεος, ἀλλ' ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸν εἶχε καθορίσει καὶ καθαρίσει, μιλάει γιὰ
«προάγουσαν προφητείαν».
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔκανε τὴν προαγωγὴ τοῦ Τιμοθέου στὸ ἀποστολικὸ ἔργο, ἦταν ἡ
προφητεία.
• Μὲ τὸν ὄρο «προφητεία» ὁ Παῦλος δὲν ἐννοεῖ ἐδῶ καμμιὰ προφητεία περὶ τοῦ
Τιμοθέου, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ νοοῦμε συνήθως τὴν προφητεία. Ἐννοεῖ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἄγ.
Πνεύματος.
Ἡ ἀπόφασης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὀνομάζεται καὶ προφητεία. Ὅπως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
ἀποκάλυψε τὴν εἰδικὴ κλῆσι γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ εἶπε: «Ἀφορίσατε μοὶ τὸν
Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν» (Πράξ. ιγ΄ 2), ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Τιμοθέου. Ὁ Θεὸς
τὸν διάλεξε.
Καὶ τονίζει αὐτὸ ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ συγκινῇ τὸν Τιμόθεο, γιὰ νὰ τὸν κρατάη σὲ ἐγρήγορσι,
ἔχοντα κατὰ τὸ νοῦ πάντοτε τὸ ποιὸς τὸν κάλεσε.
• Ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ ὠδήγησε τὸν Τιμόθεο στὴν παραγγελία τοῦ Εὐαγγελίου. Γι' αὐτὸ
λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Διανιστᾶς αὐτὸν καὶ νήφειν παρασκευάκων καὶ ἐγρηγορέναι,
ἀναμιμνήσκει τοῦ ἐλομένου καὶ χειροτονήσαντος ὡς ἂν εἰ ἔλεγεν ὁ Θεὸς σὲ ἐξελέξατο,
αὐτὸς σοὶ ἐνεπίστευσεν, οὐκ ἄνθρωπινη γέγονας ψήφω. Μὴ ὑβρίσης, μηδὲ καταισχύνῃς
τοῦ Θεοῦ τὴν ψῆφον» (Ε.Π.Ε. 23,200). Μετάφρασις: Διεγείρει τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν ἑτοιμάζει
νὰ εἶναι νηφάλιος καὶ προσεκτικός. Τοῦ ὑπενθυμίζει Ἐκεῖνον, ποῦ τὸν ἐξέλεξε καὶ τὸν
χειροτόνησε. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Ὁ Θεὸς σὲ ἐξέλεξε, Αὐτός σου ἐμπιστεύτηκε. Δὲν ἔχεις
ἀναδειχτῆ μὲ ἀνθρώπινη ψῆφο. Μὴ περιφρονήσης καὶ μὴ ντροπιάσης τὴν ἐπιλογὴ τοῦ
Θεοῦ.
Συγκεκριμένα πράγματα «παραγγέλλει» ὁ Παῦλος στὸν καλεσμένο ἀπ' τὸ Θεὸ Τιμόθεο.
Ἐπιστρατευμένοι (στ. 18)
Λέει στὴ συνέχεια: «Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαι σοί, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς
προαγούσας ἐπὶ σὲ προφητείας, ἶνα στρατεύη ἐν αὔταις τὴν καλὴν στρατείαν» (στ. 18). Οἱ
προφητεῖες, δηλαδή, ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, εἶναι νὰ στρατευθῆς.
• Ὁ χριστιανὸς εἶναι ἕνας στρατιώτης, ἐπιστρατευμένος γιὰ ὅλη του τὴ Ζωή. Ποτὲ δὲν
παίρνει ἀπολυτήριο. Δὲν μπαίνει στὴν ἐφεδρεία. Καὶ ὅταν γεράση, μέχρι τελευταία του
πνοή, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ στρατιώτη Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ Παῦλος τονίζει τὴν πραγματικότητα αὐτή.
Ἡ Ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ στρατεία. Στρατεύεται νὰ πολεμήση στὸν ἀγῶνα τῆς
Ζωῆς.
• Ἡ στρατεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετικὴ ἀπ' ἐκείνη τῆς πατρίδας. Ἀπ' αὐτὴν ὅμως ὁ
Παῦλος δανείζεται στρατιωτικὲς καὶ ἀθλητικὲς εἰκόνες, γιὰ νὰ παραστήση τὴν πορεία καὶ
τὸ χριστιανικὸ ἀγῶνα.
• Ὅσοι ἀνήκουν στὴν πατρίδα καὶ τὴν ἀγαποῦν, ἐπιστρατεύονται καὶ προσφέρουν γιὰ
κάποιο διάστημα τῆς ὑπηρεσίες τους στὴ μητέρα πατρίδα.
Ἱερὴ ὑπόθεσις ἢ ἐπίγεια πατρίδα. Κανένας φιλότιμος καὶ φιλόπατρις δὲν ἀρνεῖται τὴ
στράτευσι. Δυστυχῶς στὸν τόπο μας, στὶς μέρες μας, χάθηκε ἐν πολλοις καὶ τὸ πατριωτικὸ
συναίσθημα. Πολλοὶ μὲ βαρειὰ καρδιὰ ὑπηρετοῦν τὴ στρατιωτική τους θητεία. Καὶ
ὑπάρχουν πολλοί, ποῦ μὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νὰ τὴν μειώσουν ἢ καὶ νὰ τὴν
ἀποφύγουν. Φτάσαμε στὸ σημεῖο, αὐτὴ ἡ ἀντιπατριωτικὴ συμπεριφορὰ καὶ φιλαυτία νὰ
ντύνεται τὸ ἔνδυμα τοῦ «ἀντιρρησία συνείδησης». Γιὰ λόγους τάχα συνειδήσεως,
ἀρνοῦνται τὴν ἀγάπη στὴν πατρίδα. Στὴν πραγματικότητα ἀσυνειδησία καὶ φιλαυτία
κρύβεται πίσω ἀπ' τὴν ἄρνησι γιὰ στράτευσι.
• Ἀλλ' ἂν ἢ στράτευσις (τουλάχιστον στὴν πατρίδα μᾶς) θεωρῆται ἀκόμα ὑποχρεωτικὴ
γιὰ τοὺς νέους, ἡ στράτευσης στὸ στρατὸ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὁπωσδήποτε προαιρετική.
Μόνο ἐθελοντὲς στρατεύονται στὴν παράταξη τοῦ Κυρίου ποὺ ὁ Παῦλος τὴν ὀνομάζει
«καλὴν στρατείαν» (στ. 18). Τὴν ἀντιπαραβάλλει μὲ κάποια ἄλλη στρατεία, ποῦ δὲν εἶναι
καλή.
• Ὑπάρχει καὶ ἡ κακὴ στρατεία. Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι εὐγενὴς στρατολόγος, ὁ Διάβολος εἶναι
πονηρὸς καὶ καταπιεστικὸς στρατολόγος. Στρατολογεῖ μὲ ὑποσχέσεις, μὲ θέλγητρα καὶ μὲ
φόβητρα, μὲ δόλια καὶ πονηρὰ μέσα. Καὶ μαντρώνονται στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεώς
του πολὺ περισσότεροι ἀπὸ ὅσοι προσφέρονται ὡς ἐθελοντὲς στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
'Ἀναμενόμενο ἄλλωστε! Ὁ δημαγωγὸς παρασύρει περισσότερους ἀπὸ ὅσους ἕλκυει ὁ
εἰλικρινὴς ἀρχηγός, ποὺ καλεῖ μάλιστα σὲ θυσίες καὶ στερήσεις καὶ μαρτύριο!
• Ἡ στρατολόγησης στὸ στρατὸ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μεγάλη τιμή. Κι ὁ στρατευμένος
χριστιανὸς καλεῖται σὲ εὐγενικὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς πιὸ ψηλῆς κορυφῆς.
• Ἡ στρατολόγησης τοῦ Διαβόλου εἶναι ὑποδούλωσις στὴ χειρότερη τυραννία, ποὺ
ὁδηγεῖ σὲ πτῶσι κατακόρυφη, σὲ σκοτεινὸ βάθος. Ρωτάει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: Τὸ ἴδιο
εἶναι νὰ σὲ ἐπιστρατεύῃ ἕνας τύραννος καὶ τὸ ἴδιο νὰ σὲ ἐπιστρατεύη ἕνας εὐγενὴς
βασιλιάς; «Ἐκεῖνοι ὑπὸ τυράννω στρατεύονται, σὺ δὲ ὑπὸ βασιλεῖ. Διατὶ δὲ καλεῖ στρατείαν
τὸ πρᾶγμα; Δηλῶν, ὅτι πόλεμος ἐγήγερται σφοδρὸς πάσι μέν, μάλιστα δὲ τῷ διδασκάλῳ,
ὅτι ὅπλων ἠμὶν ἰσχυρῶν δεῖ, ὅτι νήψεως, ὅτι ἐγρηγόρσεως, ὅτι διηνεκοῦς ἀγρυπνίας, ὅτι
πρὸς αἷμα καὶ μάχας παρεσκευάσθαι ὀφείλομεν» (Ε.Π.Ε. 23,200-202). Μετάφρασις: Οἱ
στρατιῶτες τοῦ κόσμου στρατεύονται ἀπὸ τύραννο, ἐνῷ σὺ ὁ χριστιανὸς ἀπὸ Βασιλιά. Γιατί
ὁ Παῦλος ὀνομάζει στρατεία τὴ Ζωή; Γιὰ νὰ φανερώση, ὅτι ἔχει ξεσηκωθῆ δυνατὸς πόλεμος
ἐναντίον ὅλων βέβαιά των χριστιανῶν, ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ δασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου.
Γιὰ νὰ δείξη, ὅτι χρειαζόμαστε ἰσχυρὰ ὅπλα, ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ νηφαλιότητα, ἀπὸ
ἐγρήγορσι, ἀπὸ διαρκῇ ἐπαγρύπνησι, ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ μάχες καὶ θυσίες.
Στρατευμένοι, λοιπόν, κι οἱ χριστιανοί!
• Ὁ στρατιώτης δὲν νοεῖται χωρὶς ὅπλο. Τὸ ἴδιο κι ὁ χριστιανός, καὶ μάλιστα Ὁ
πνευματικὸς ἡγέτης. Σ' ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Παῦλος ὑπενθυμίζει, ὅτι κάποτε προσφέραμε
τὸν ἑαυτό μας καὶ τὰ μέλη μας σὰν ὅπλα στὸ στρατὸ τοῦ Διαβόλου. Τώρα εἶναι ἀπόλυτη
ἀνάγκη νὰ ἐξοπλιστοῦμε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ Θεοῦ. «Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν
δούλα τὴ ἀκαθαρσία καὶ τὴ ἀνομία εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν
δούλα τὴ δικαιοσύνη εἷς ἁγιασμὸν» (Ρωμ. στ' 19). Καὶ στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ
ἀπαριθμεῖ ὅλα τα ὅπλα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα (στ΄ 11-13). Ἐδῶ ἀναφέρεται σὲ δυὸ
συγκεκριμένα πνευματικὰ ὅπλα. Πρὶν ὅμως τὰ δοῦμε, ἃς τονίσουμε καὶ κάτι ἄλλο ὡς πρὸς
τὴν ἐπιστράτευση τῶν χριστιανῶν στὴ στρατεία τοῦ Χριστοῦ.
• Ὅπως σὲ κάθε στρατὸ ὑπάρχουν διάφορα τάγματα μὲ εἰδικὴ καὶ ξεχωριστή το καθένα
ἀποστολή, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία, ποῦ εἶναι τὸ στρατόπεδο τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν διάφορα
τάγματα. Καθένας ἀνήκει σὲ ξεχωριστὸ τάγμα, δηλαδὴ ἔχει κάποιο ξεχωριστὸ χάρισμα,
κάποια ξεχωριστὴ ἀποστολή. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Καθάπερ ἐπὶ τῶν στρατοπέδων οὐ
πάντες εἰς ἕνα εἶδος στρατεύονται, ἀλλ' ἐν διαφόρους τάγμασιν, οὕτω καὶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ,
ὁ μὲν εἰς διδασκάλου τάξιν, ὁ δὲ εἰς μαθητού, ὁ δὲ εἰς ἰδιώτου, σὺ δὲ ἐν τούτῳ» (Ε.Π.Ε. 23,
202). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς στοὺς στρατοὺς δὲν ἐπιστρατεύονται ὅλοι σὲ μιὰ
εἰδικότητα, ἀλλὰ σὲ διάφορες ὑπηρεσίες, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία. "Ἄλλος στρατεύεται στὴ
θέση τοῦ δασκάλου, ἄλλος τοῦ μαθητῆ, ἄλλος στὴ θέση τοῦ ἁπλοῦ πιστοῦ καὶ σὺ σ' αὐτὴ
ποὺ βρίσκεσαι.

Ναυάγιο πίστεως (στ. 19)


Παρουσιάστηκε ὁ Τιμόθεος στὴν καλὴ στρατεία. Ἔδωσε τὸ «παρὼν» στὴν ἐπιστράτευση
τῆς χάριτος. Κι ὠπλίστηκε μὲ δύο ὅπλα.
• Τὸ ἕνα: Ἡ πίστις.
• Τὸ ἄλλο: Ὁ βίος, ἢ ἐνάρετη Ζωή, ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἀγαθὴ συνείδησις.
Ὅποιος χάση τὸ ἕνα, χάνει καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ τότε κινδυνεύει νὰ ναυαγήση. Αὐτὲς τὶς
ἀλήθειες ἐκφράσει ὁ Παῦλος στὸν ἑπόμενο στίχο: «Ἔχων πίστιν καὶ ἀγαθὴν συνείδησιν, ἣν
τινὲς ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἔναυαγησαν» (στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Νὰ ἐργάζεσαι ἔχοντας πίστι καὶ ἀγαθὴ συνείδηση, τὴν ὁποία μερικοὶ ἀπώθησαν καὶ ἔτσι
ναυάγησαν ὡς πρὸς τὴν πίστι».
• Ἡ πίστις εἶναι ὅπλο ἰσόβιο. Ἐνῷ, δηλαδή, στὸν ἐπίγειο στρατὸ καὶ στρατηγὸς δὲν εἶναι
πλέον ἀνάγκη νὰ εἶναι καὶ τυφεκιοφόρος, στὸν πνευματικὸ στρατὸ τόσο ὁ πρῶτος
χριστιανός, ὅσο κι ὁ θεωρούμενος τελευταῖος, καὶ ὁ στρατιώτης καὶ ὁ στρατηγός,
ὑποχρεωτικὰ πάντοτε, σ' ὅλη τους τὴ Ζωή, θὰ Ὁπλοφοροῦν μὲ τὸ ὅπλο τῆς πίστεως.
• Στὸ χριστιανικὸ ἀγῶνα ὄχι ἁπλῶς ἔχουμε ὅλοι ἄδεια, ἂλλ' ἔχουμε ὑποχρέωσι
ὅπλοφοριας. Μιὰ μόνο στιγμὴ ἂν μᾶς βρῇ ὁ ἐχθρὸς χωρὶς τὸ ὅπλο τῆς πίστεως, ἀμέσως θὰ
κάνῃ κατάληψη τῆς ψυχῆς μας. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Τὸν διδάσκαλον πρότερον ἔαυτου
χρῆ εἶναι διδάσκαλον. Ὥσπερ γὰρ ὁ στρατηγός, ἐὰν μὴ πρότερον ἢ στρατιώτης ἄριστος, οὐ
στρατηγὸς ἔσται ποτέ, οὕτω καὶ ὁ διδάσκων. Τοῦτο καὶ ἄλλαχου φησι: Μήπως ἄλλοις
κηρύξας, αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Ε.Π.Ε. 23,302). Μετάφρασις: Ὁ δάσκαλος πρῶτα
πρέπει νάναι δάσκαλος τοῦ ἐαυτοῦ του. Ο στρατηγός, ἂν πρῶτα δὲν εἶναι ἄριστος
στρατιώτης, οὔτε στρατηγὸς μπορεῖ νὰ γίνῃ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ δάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ
λέει κι ἄλλου ὁ Παῦλος: Φοβᾶμαι, μήπως, ἐνῷ κήρυξα σὲ ἄλλους, ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀποδειχτῶ
ἀνάξιος (Α΄ Κορ. θ' 27).
• Πίστις καὶ βίος πηγαίνουν πάντοτε συντροφευμένα. Πολλὲς φορὲς ἡ ἀπιστία ὀφείλεται
στὴν ἄτακτη Ζωή. «Τῆς διαφθορᾶς τοῦ νοῦ προηγεῖται ἡ διαφθορὰ τῆς καρδιᾶς».
Ἡ φαύλη Ζωὴ σκοτίζει τὸ νοῦ καὶ δὲν μπορεῖ ὁ θεῖος φωτισμὸς νὰ ἐπενεργήση
ἐσωτερικά. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος συνδυάζει πίστη καὶ ἀγαθὴ συνείδηση. Ὁ δὲ Ι. Χρυσόστομος
λέει: «Ὅταν ὁ βίος ἀπεγνωσμένος ἤ, καὶ δόγμα τίκτεται τοιοῦτον. Καὶ ἔστιν ἰδεῖν πολλοὺς
ἐκ τούτου καταπεσόντας εἰς βυθὸν κακῶν» (Ε.Π.Ε. 23,202). Μετάφρασις: Ὅταν ὑπάρχη Ζωὴ
ἀξιοκατάκριτη, τότε καὶ ἡ πίστις τέτοια θὰ εἶναι. Μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ πολλούς, ποὺ ἐξ
αἰτίας αὐτοῦ ἔχουν ἔκτραπή σε βυθὸ κακῶν.
Τὸ ναυάγιο ἀρχίζει ἀπ' τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας. Ὅταν τὸ μυαλὸ ἀρχίση ν'
ἀμφιβάλλῃ, τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν προσανατολισμό του, Ζαλίζεται δὲν ἔχει ποὺ νὰ
στηριχθῆ. «Καὶ πίστεως τινὲς ἐκτρέπονται οἱ λογισμοὺς τὸ πᾶν Ζητοῦντες ναυάγιον γὰρ
ἐργάζεται ὁ λογισμός, καὶ ὥσπερ πλοῖον ἀσφαλὲς ἔστιν ἢ πίστις» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε.
23,202). Μετάφρασις: Καὶ μερικοὶ ἐκτρέπονται ἀπ' τὴν πίστι, αὐτοὶ ποῦ γιὰ ὅλα στηρίζονται
στοὺς λογισμούς τους. Ὁ ἀνθρώπινος λογισμὸς προξενεῖ πνευματικὸ ναυάγιο. Ἡ πίστις
εἶναι σὰν ἀσφαλὲς πλοῖο.
Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἄρχισε νὰ κλυδωνίζεται καὶ νὰ καταποντίζεται (Ματθ. Ἰδ'
30), καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν κραυγὴ τῆς ἀγωνίᾳς του. Ἅπλωσε τὸ παντοδύναμο χέρι Του,
τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ὤδηγησε στὸ πλοιάριο τῶν ἄλλων μαθητῶν.
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποῦ τὸν βλέπει νὰ λυγίζῃ καὶ νὰ κλονίζεται. "Ἂν μὲ
εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ πόθο λυτρώσεως Ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπ' τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ
μὲ ἀγωνία τὴ σωτηρία, Ἐκεῖνος εἶναι ἕτοιμος ν' ἁπλώση τὸ χέρι Του καὶ νὰ τὸν σώση ἀπ' τὸ
βέβαιο καταποντισμό. Τὸν σώζει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ μόνο
μέσο σωτηρίας, τὸ μόνο μεταφορικὸ μέσο γιὰ τὸ πέρασμα στὸ λιμάνι τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν.
• Τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, χέρι ἀγάπης, στοργῆς, ἀλλὰ καὶ παντοδυναμίας, ἀνασύρει τὸν πιστό,
ποῦ μὲ κραυγὴ καλεῖ σὲ βοήθεια, σ' ὅποιο βάθος κι ἂν ἔχῃ πέσει.
• Σ' ἕνα βάθος μόνο ἂν βρεθῆ ὃ ἄνθρωπος, τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν φτάνει, καὶ
ἑπομένως ἀποκλείεται νὰ σωθῆ. Καὶ τὸ βάθος αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνια κόλασις.
Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς ἀπ' τὴν κόλαση ν' ἀνασύρῃ τὸν βυθισμένο στὴν ἀπώλεια καὶ νὰ τὸν
ὁδηγήση στὸν παράδεισο.
Προσοχή, λοιπόν, στὴν ἀρχὴ τοῦ ναυαγίου, ποὺ εἶναι οἱ λογισμοί. Ἡ ἀλαΖονεία νὰ
λύσουμε τὰ μυστήρια τῆς πίστεως μὲ τὴ λογική μας, μὲ τὴν πεπερασμένη διάνοιά μας,
μπορεῖ νὰ γίνῃ ἡ ἀρχὴ ἑνὸς μεγάλου ναυαγίου, ποὺ σπρώχνει στὰ ἀπαίσια νερὰ τῆς
κολάσεως. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Πίστεως τινὲς ἐκτρέπονται, οἱ
λογισμοὺς τὸ πᾶν Ζητοῦντες ναυάγιον γὰρ ἐργάζεται ὁ λογισμός, καὶ ὥσπερ πλοῖον
ἀσφαλὲς ἐστιν ἢ πίστις... Οράτε πῶς ἐξ ἐκείνων τῶν χρόνων ἤσαν οἱ παραδιδάσκοντες, οἱ
πολυπραγμονοῦντες, οἵ της πίστεως ἀπεχόμενοι, οἱ Ζητοῦντες λογισμοὺς οἰκείοις; Ὁ
ναυαγῶν γυμνὸς καὶ πάντων ἐστὶν ἔρημος. Οὕτω καὶ ὃ τῆς πίστεως ἐκπεσῶν οὐδὲν ἔχει
λοιπόν, Οὒχ ὅπου στὴ, οὒχ ὅπου κατάσXn. Οὐ βίον ἔχει, δὶ οὐ κερδαίνη τί ἐκεῖθεν της γὰρ
κεφαλῆς διεφθαρμένης, τί τοῦ λοιποῦ σώματος ὄφελος;» (Ε.Π.Ε. 23,202-204). Μετάφρασις:
Ἐκτρέπονται μερικοὶ ἀπ' τὴν πίστι, ὅσοι ἀναζητοῦν τὸ κάθε τί μὲ τὴ λογική τους. Διότι ὁ
λογισμὸς προξενεῖ ναυάγιο, ἐνῷ ἡ πίστις εἶναι σὰν ἀσφαλὲς πλοῖο... Βλέπετε πῶς ἀπ' ἐκεῖνα
τὰ χρόνια ὑπῆρχαν οἱ παραδιδάσκαλοι, οἱ πολυπραγμονοῦντες, ποῦ ἀπεῖχαν ἀπ' τὴν πίστι,
ἐκεῖνοι, ποῦ στήριζαν τὴν ἀναzήτηση στοὺς λογισμούς τους; Όποιος ναυαγεῖ εἶναι γυμνὸς
κι ἔρημος ἀπὸ ὅλα. Κι ὅποιος ξέπεσε ἀπ' τὴν πίστι, δὲν ἔχει στὸ ἑξῆς τίποτε, ποῦ νὰ σταθῇ
δὲν ἔχει, ποὺ νὰ κρατηθῆ δὲν ἔχει. Δὲν ἔχει Ζωή, ποῦ νὰ κερδίση κάτι. Ὅταν τὸ κεφάλι εἶναι
φθαρμένο, τί τὸ ὄφελος στὸ ὑπόλοιπο σῶμα;

Παιδαγωγικὸ μέτρο (στ. 20)


Ο ἀπόστολος Παῦλος φοβόταν πολύ το ναυάγιο τῆς πίστεως. Μὲ πόνο ἀβάσταχτο
ἀναφέρει συγκεκριμένα ὀνόματα ἀπ' τοὺς ναυαγήσαντες στὴν πίστι. Τέτοιοι ἤσαν κάποιος
Ὑμέναιος καὶ κάποιος Ἀλέξανδρος. «Ὧν ἔστιν Ὑμέναιος καὶ Ἀλέξανδρος, οὖς παρέδωκα τῷ
σατανᾷ, ἶνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεὶv» (στ. 20). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀπ'
αὐτοὺς εἶναι ὁ Ὑμέναιος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, ποῦ τοὺς παρέδωσα στὸ Σατανᾶ, γιὰ νὰ
βασανιστοῦν παιδαγωγικὰ καὶ νὰ μὴ διδάσκουν βλάσφημα (αἱρετικὰ) πράγματα».
• Βλασφημία ἐδῶ δὲν εἶναι ἐκείνη μὲ τὴ συνηθισμένη σήμερα ἔννοια, δηλαδή, τὸ νὰ
βρίση κανεὶς τὰ θεία μὲ λόγια χυδαῖα.
• Βλασφημία εἶναι τὸ ν' ἀρνῆται τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ νὰ νομίση πῶς μὲ
τὸ μυαλό του θὰ λύση τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ. «Βλασφημία ἐστὶ τὸ λογισμοὺς Ζητεῖν τὰ
θεία» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,204).
Πῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρέδωσε στὸ Σατανᾶ αὐτοὺς τοὺς δυό, ποῦ εἶχαν κλονιστῆ
στὴν πίστη καὶ τὴν ἠθικὴ Ζωή;
• Ὄχι φυσικὰ γιὰ νὰ γίνουν ὄργανα τοῦ Σατανᾶ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου συνηθίζουν νὰ
στέλνουν τοὺς ἄλλους στὸ Διάβολο! Παραδίνουν τοὺς συνανθρώπους τους στὴν τυραννία
τοῦ ἀπανθρώπου. Πρόκειται γιὰ φοβερὴ ἁμαρτία, Ποῦ φανερώνει παντελῆ ἔλλειψη
ἀγάπης.
• Ὁ Παῦλος τοὺς παραδίνει μὲ τὴν ἔννοια νὰ τιμωρηθοῦν, νὰ δοκιμαστοῦν σωματικά, νὰ
πονέσουν, ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἔλλειψη τῆς Ἐκκλησίας, Κι ἔτσι νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ
σωθοῦν. Κάτι παρόμοιο μὲ τὸν ἐκτραπέντα σὲ θέματα ἠθικά, τὸν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου
(Α΄ Κορ. ε' 5).
Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ ἕνα εἶδος ἀφορισμοῦ, ἀποσχίσεως προσωρινῆς ἀπ' τὴν Ἐκκλησία.
Πρόκειται γιὰ παιδαγωγικὸ μέσο, ποὺ ἀποβλέπει ὄχι στὴν καταστροφή, ἀλλὰ στὴ
σωτηρία.

1
Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας,
ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, 2 ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον
καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. 3 τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ
ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, 4 ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς
ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.

Τὸ πρώτον καθῆκον (στ. 1)


Ὁ Τιμόθεος δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν λειτουργός των μυστηρίων
τοῦ Θεοῦ. Ἦταν πρεσβύτερος, ἐπίσκοπος. Τὸ πρῶτο ἔργο τοῦ λειτουργοῦ του Θεοῦ εἶναι ἡ
προσευχή. Μπορεῖ ἕνας κληρικὸς νὰ βλέπῃ τὴν ἀποστολή του καὶ πολὺ πέρα ἀπ' τὸ Ναὸ
καὶ τὴ λατρευτικὴ σύναξι. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπιβεβλημένο. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονῇ, ὅτι
τὸ πρῶτο ἔργο εἶναι ἡ προσευχή. Τονίζει ὁ Παῦλος στὸν πρῶτο στίχο τοῦ δευτέρου
κεφαλαίου. «Παρακαλῶ oὺν πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχᾶς, ἐντεύξεις,
εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Παρακαλῶ
δέ, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, νὰ γίνονται δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, εὐχαριστίες γιὰ ὅλους
τους ἀνθρώπους».
Ο πρεσβύτερος ἢ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι καὶ πατέρας πνευματικός.
Γνώρισμα τοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀνοχή. Τὸ ἴδιο καὶ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα.
• Ἀγαπάει ὅλους τους ἀνθρώπους, ὄχι μόνο το στενὸ κύκλο τῶν συνεργατῶν του ἢ τὸν
κάπως εὐρύτερό των πιστῶν, ἀλλ' ὅλους τους ἀνθρώπους. «Υπέρ πάντων ἀνθρώπων».
• Ἀνεξαιρέτως, γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ γιὰ τοὺς ἀπίστους,
καὶ γιὰ τοὺς φιλοῦντας καὶ γιὰ τοὺς μισοῦντας, καὶ γιὰ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ γιὰ τοὺς πονηρούς,
καὶ γιὰ τοὺς οἰκείους καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς, γιὰ ὅλους προσεύχεται.
Τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ φτάση κάποτε στὸ σημεῖο ν' ἀσεβήση στὸν πατέρα, ἀκόμα καὶ νὰ τὸν
χτυπήση! Ὁ πατέρας καὶ τότε δὲν παύει ν' ἀγαπᾷ τὸ παιδί.
Πολὺ περισσότερο ὁ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ κληρικός, ὁ ἐπίσκοπος, ὅπως ἦταν ὁ
Τιμόθεος. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὥσπερ κοινὸς τὶς πατὴρ τῆς οἰκουμένης
ἁπάσης ὁ ἱερεύς. Πάντων τοίνυν ἄξιον αὐτὸν κήδεσθαι, καθάπερ καὶ ὁ Θεός... “Οράς πῶς
ἀνώτερον εἶναι βούλεται τὸν χριστιανὸν πάντων; Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῶν παίδων τῶν νηπίων,
κὰν βασταζόμενον τὸ παιδίον τύπτῃ τοῦ πατρὸς τὴν ὄψιν, οὐδὲν ὑποτέμνεται τῆς
φιλοστοργίας, οὕτω κὰν τυπτώμεθα παρὰ τῶν ἔξωθεν, οὐδὲν ὀφείλομεν ἔλαττούν της
εὐνοίας της πρὸς αὐτοὺς» (Ε.Π.Ε. 23,212). Μετάφρασις: Ὁ ἱερεὺς εἶναι πατέρας κοινὸς ὅλης
της οἰκουμένης. Πρέπει νὰ φροντίζῃ γιὰ ὅλους, ὅπως καὶ ὁ Θεός... Βλέπεις, πῶς θέλει τὸ
χριστιανὸ ἀνώτερο ὅλων; Τὰ μικρὰ παιδιά, κι ἂν ἀκόμα, ἐνῷ βαστάζονται ἀπ' τὸν πατέρα,
χτυποῦν τὸ πρόσωπό του, τοῦ πατέρα ἢ φιλοστοργία καθόλου δὲν μειώνεται. Τὸ ἴδιο κι
ἐμεῖς. Κι ἂν δεχόμαστε χτυπήματα ἀπ' τοὺς ἔξω, ἃς μὴ μειώνουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς
αὐτούς.
• Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἔκφρασις ἀγάπης.
Εἶναι ἡ καλύτερη ἀμοιβὴ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς κάνουν ἄλλοι.
Εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότερη προσφορὰ γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων.
Εἶναι ἡ δύναμις, ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ εἶναι «ἔντευξις», συνέντευξις μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς τείνει πάντοτε εὐήκοόν το
οὖς Του, ν' ἀκούση. «Τὰ ὦτα τοῦ Θεοῦ προσέχουν εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεως ἠμῶν».
Ἀποκλείεται νὰ τηλεφωνήσης στὸν Κύριο μὲ τὸ τηλέφωνο τῆς προσευχῆς καὶ νὰ μὴ σπεύσῃ
ἀμέσως νὰ σηκώση τὸ ἄκουστικο γιὰ ν' ἀκούση τὸ αἴτημά σου.
• Ὁ χριστιανός, καὶ μάλιστα ὁ ἐργάτης τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὰ δίπτυχά του.
• Ἀλλὰ πρὶν προσευχηθῆ γιὰ ὅλους, εὐχαριστεῖ πρῶτα γιὰ ὅλα το Θεό. Γιὰ ὅλα! Καὶ γιὰ
τὰ εὐχάριστα καὶ γιὰ τὰ θεωρούμενα δυσάρεστα. Ὅταν εὐχαριστῇ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν καθολική
Του ἀγάπη, γιὰ τὸ ὅτι στέλνει τὰ βασικὰ ἀγαθά Του γιὰ ὅλους, γιὰ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς,
τότε ἀναγκάζεται ν' ἀγαπᾷ ὅλους, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη προέρχεται καὶ πηγάζει ἀπ' τὸ Θεό. Ἔχει
ὑπόδειγμα τὸ Θεό. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δεῖ εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ καὶ ὑπὲρ
τῶν εἷς ἄλλους γενομένων ἀγαθῶν, οἶον ὅτι τὸν ἥλιον ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς,
ὅτι βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. Ὁρᾷς, ὅτι οὐ μόνον διὰ τῆς εὐχῆς, ἀλλὰ καὶ διά της
ευχαριστίας ένοι και συγκολλα ήμάς; Ο γάρ αναγκαζόμενος ευχαριστείν τω Θεώ υπέρ των
του πέλας αγαθών, αναγκάζεται και φιλείν αυτόν και οικείως προς αυτόν διακείσθαι»
(Ε.Π.Ε. 23,214-216). Μετάφρασις: Πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό καί γιά τά αγαθά, που
δίνει στους άλλους, όπως το ότι ανατέλλει τον ήλιο και για τους καλούς και για τους κακούς
ή το ότι βρέχει και γιά τούς δικαίους και γιά τούς αδίκους. Βλέπεις, ότι όχι μόνο με την
προσευχή, αλλά και με την ευχαριστία μας ενώνει και μας κάνει ένα σώμα; Όποιος είναι
υποχρεωμένος να ευχαριστεί το Θεό για τα αγαθά που χαρίζει στον πλησίον του,
αναγκάζεται και ν' αγαπά τόν πλησίον του και να του φέρεται φιλικά.
• Για όλους, λοιπόν, τούς ανθρώπους οφείλουμε να προσευχόμαστε, διότι όλοι έχουν
ανάγκη απ' το Θεό. Όλοι βρίσκονται κάτω απ' την ομπρέλλα της προστασίας του Θεού.
Υπόκεινται στην ευεργετική επίδραση κάποιου θαύματος του Θεού.
• Όλοι έχουν ανάγκη απ' τη σωτηριώδη επέμβαση της χάριτος του Θεού. Κανένας δεν
αποκλείεται απ' την προσευχή μας, έστω και αν είναι άπιστος ή και εχθρός της πίστεως.
• Το αίτημα για τον καθένα μπορεί ν' απαιτήται διαφορετικό. Αλλ' η αγάπη της
προσευχής είναι για όλους η ίδια. Και κάποτε πρέπει να μάθουμε να είμαστε χριστιανοί,
δηλαδή, άνθρωποι της καθολικής αγάπης και της προσευχής υπέρ πάντων. «Μάθωμέν
ποτε είναι χριστιανοί. Ει εύχεσθαι ουκ Ισμεν, όπερ εστίν εύκολον καί σφόδρα ράδιον, τί των
άλλων εισόμεθα; Μάθωμεν εύχεσθαι ως χριστιανοί» (Ε.Π.Ε. 23,218). Μετάφρασις: Κάποτε
να μάθουμε να είμαστε χριστιανοί. Αν δεν γνωρίζουμε να προσευχόμαστε, κάτι πολύ
εύκολο και απλό, τί θα γνωρίσουμε από τα άλλα; Ας μάθουμε να προσευχώμαστε ως
χριστιανοί.
Τί είναι να γυρίσης το διακόπτη, γιά ν' ανάψη το φώς και να πλημμυρίση από φώς το
σκοτεινό δωμάτιο; Εύκολο! Κάτι ανάλογο είναι η προσευχή. Μ' αυτήν γυρίζουμε το
διακόπτη της παντοδυναμίας του Θεού, για να πλημμυρίση απ' το φως της ευεργετικής Του
παρουσίας ή ψυχή κάποιου συνανθρώπου μας.
Εύκολο, κι όμως δεν το κάνουμε.
• Ο Διάβολος όλη τη ραθυμία μας την φορτώνει την ώρα της προσευχής. Κι έτσι το
εύκολο γίνεται δύσκολο. Από όλα τα έργα της πνευματικής ζωής ή της ιεραποστολικής
δράσεως το δυσκολότερο κατάντησε να είναι η προσευχή!

Προσευχή γιά τούς άρχοντες (στ. 2)


Αλλά και άλλος λόγος μας κάνει να μή προσευχόμαστε, και μάλιστα γιά τούς άλλους. Η
αναποτελεσματικότητα, όπως νομίζουμε, της προσευχής.
-Νά προσευχηθώ! Mά για ποιούς; Αφού οι ίδιοι δεν αγωνίζονται, εγώ θα ενδιαφέρομαι
γι' αυτούς; Καί μιά τέτοια προσευχή εισακούεται;
Ο Παύλος έρχεται στον επόμενο στίχο να δείξη, ότι το αντικείμενο της προσευχής μας
δεν έχει όριο. Μπορούμε για όλους να προσευχόμαστε. Ακόμα καί γιά τούς βασιλείς, γιά
τούς άρχοντες. Την εποχή δε εκείνη οι βασιλείς και οι άρχοντες όχι μόνο δεν ήσαν πιστοί,
άλλ' ήσαν και πολέμιοι καί φανατικοί διώκτες και δήμιοι του Χριστιανισμού. Κι όμως και γι'
αυτούς παραγγέλλει νά προσευχόμαστε: «Υπέρ βασιλέων καί πάντων των εν υπεροχή
όντων, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (στ. 2).
Απόδοσης στην απλοελληνική: «Γιά τούς βασιλείς και όλα τα υπεροχικά πρόσωπα, ώστε να
πούμε ήρεμο και ήσυχο βίο με κάθε ευσέβεια και σεμνότητα».
• Τα λόγια αυτά του Παύλου δεν αποτελούν κολακεία πρός τούς άρχοντες. Θα ήταν
κολακεία, άν έλεγε να προσευχόμαστε μόνο γιά τούς άρχοντες. 'Αλλ' ο Παύλος παραγγέλλει
να προσευχόμαστε «υπέρ πάντων» ανεξαιρέτως, για όλους τούς ανθρώπους. Στους άλλους
συμπεριλαμβάνονται και οι άρχοντες. Είπε πρώτα το «υπέρ πάντων», και ύστερα το «υπέρ
βασιλέων...».
Θα ήταν επίσης κολακεία, άν απέβλεπε σε κάποιο όφελος προσωπικό ή εκκλησιαστικό,
άν ανέμενε κάτι απ' τούς κοσμικούς άρχοντες. Αλλ' οι άρχοντες εκείνοι ήσαν εχθρικά
διακείμενοι εναντίον των χριστιανών.
Ο Παύλος έβλεπε την Εκκλησία ως βασιλεία του Θεού, όχι ως κοσμική βασιλεία, που
πρέπει να στηρίζεται στα δεκανίκια κάποιας κοσμικής εξουσίας, όπως δυστυχώς έγινε σε
άλλες ιστορικές περιόδους, ακόμα και σήμερα, όπου εκκλησιαστικοί ταγοί στηρίζονται
αποκλειστικώς στη σπάθη της κοσμικής εξουσίας!
• Απαλλαγμένα, λοιπόν, κολακείας τα λόγια του Παύλου γιά τούς βασιλείς καί τούς
άρχοντες.
• Πολύ περισσότερο ή προτροπή του για προσευχή και υπέρ των αρχόντων δεν αποτελεί
ψήφο εμπιστοσύνης του προσώπου ή της πολιτικής των διαφόρων αρχόντων. Δέν
φανερώνει συμφωνία καθεστωτική μ' ένα ωρισμένο πολίτευμα ή με ώρισμένα ισχυρά
πρόσωπα.
Η προτροπή του Παύλου φανερώνει:
• Αγάπη καί στούς εχθρούς. Αλλού ο ίδιος λέει: «Λοιδορούμενοι ευλογούμεν,
διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν» (Α' Κορ. δ' 12).
Ποιοί άλλοι δίωκαν την Εκκλησία, όσο οι βασιλείς και οι αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας; Κι όμως, γι' αυτούς ο Παύλος προσεύχεται! Καί προτρέπει καί τόν επίσκοπο
Τιμόθεο και όλους τους χριστιανούς να προσεύχονται.
Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι αἴτησης γιὰ συνέχισι ἀντιχριστιανικῆς συμπεριφορᾶς τῶν
ἀρχόντων. Εἶναι αἴτησης σωτηρίας καὶ τῶν ἀρχόντων.
• Ἀνάγκη γιὰ διακυβέρνηση τοῦ κράτους. Τὸ κράτος δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνη
ἀκυβέρνητο. Ἡ χειρότερη διακυβέρνησης εἶναι προτιμότερη ἀπ' τὴν ἀναρχία!
Κάποιος, λοιπόν, καλῶς ἢ κακῶς, πρέπει νὰ κρατάη τὸ τιμόνι τοῦ σκάφους.
Προκειμένου νὰ πετροβολᾷς τὸν τιμονιέρη, τὸν καπετάνιο, δὲν εἶναι προτιftμότερο νὰ
προσεύχεσαι γι' αὐτόν, ὥστε νὰ μὴ ρίξη τὸ σκάφος στοὺς ὑφάλους ἢ τοὺς σκοπέλους;
Βέβαιά το ἰδανικὸ θὰ ἦταν νὰ εἴχαμε εὐσεβεῖς ἄρχοντες. Καὶ πρέπει νάναι κι αὐτὸ βασικὸ
αἴτημα τῆς σχετικῆς δεήσεώς μας. Ἀλλὰ μέχρι νὰ γίνουν τέτοιοι οἱ ἄρχοντές μας, ὀφείλουμε
νὰ προσευχόμαστε, ὥστε φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Θεὸ οἱ ὑπάρχοντες ἄρχοντες νὰ κάνουν
λιγότερα λάθη.
• Τὸν πόθο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ εἰρήνη. Ὁ πόλεμος εἶναι φοβερός. Ὅταν τὸ κράτος
βρίσκεται σὲ ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία, τότε καὶ οἱ χριστιανοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιτελοῦν
ὅπως πρέπει τὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἀγάπης. Προσευχόμαστε, λοιπόν, γιὰ τοὺς
ἄρχοντες, «ἶνα ἤρεμον καὶ ἠσύχιον βίον διαγωμεν, ἐν πάσῃ εὐσεβεῖα καὶ σεμνότητα» (στ.
2).
Ἡ ἠρεμία πάντως δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Πολλὲς φορὲς γιὰ τὴν ἀλήθεια ἢ γιὰ τὸ δίκαιο
θυσιάσει κανεὶς τὴν ἠρεμία.
Ἀλλ' ὁπωσδήποτε ἡ ἠρεμία καὶ ἡ ἡσυχία διευκολύνουν τὴν πνευματικὴ Ζωή.
Βέβαια οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων δὲν ἀπολάμβαναν ἐξωτερικὴ εἰρήνη. Εἶχαν τὴν
ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Εἶχε πραγματοποιηθῆ μέσα τους τὸ «ἐπὶ γῆς εἰρήνη» τοῦ ἀγγελικοῦ
ὕμνου τῶν Χριστουγέννων (Λουκ. β' 14).
Ἀλλ' ἢ ταραχή, οἱ πόλεμοι, οἱ διωγμοί, οἱ περιπέτειες δὲν ἀναδεικνύουν μόνον ἥρωες.
Ἀναδεικνύουν καὶ προδότες καὶ λιποτάκτες. Ὁ πόλεμος Κι ὁ διωγμὸς δὲν εἶναι τὸ ζητούμενο,
τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀπ' τοὺς χριστιανούς. Απλώς καὶ μέσα στὸν πόλεμο καὶ μέσα στὸ διωγμὸ
διατηροῦν τὴν ἐσωτερική τους γαλήνη. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ προσεύχονται γιὰ μιὰ πιὸ
ἰδεώδη κατάστασι, ὅπως εἶναι ἡ ἠρεμία καὶ ὁ ἠσύχιος βίος.
• Τὴν εἰρήνη ἐπιδιώκει ὁ χριστιανός. Καὶ ὑπάρχει κίνδυνος, νὰ εἶναι ὁ ἔξω κόσμος
εἰρηνικὸς καὶ ἐκεῖνος μέσα του νὰ εἶναι ταραγμένος ἀπὸ πάθη κι ἀπὸ λογισμούς. Τότε ποιὸ
τὸ ὄφελος; Γι' αὐτὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τί ὄφελος, ὅταν ἡ μὲν οἰκουμένη βαθείας
ἀπολαύῃ εἰρήνης, σὺ δὲ πρὸς ἐαυτὸν ΠΟλεμης; Ταύτην δεῖ τὴν εἰρήνην ἔχειν ἂν ταύτην
ἔχωμεν, οὐδὲν ἠμᾶς τῶν ἔξωθεν βλάψαι δυνήσεται» (Ε.Π.Ε. 23,228). Μετάφρασις: Τί τὸ
ὄφελος, ὅταν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνῃ εἰρήνη βαθειά, ἐνῷ σὺ πολεμᾷς μὲ τὸν ἑαυτό
σου («τρώγεσαι μὲ τὰ ροῦχα σου»!); Τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη πρέπει νὰ ἔχῃς. Ἂν τὴν ἔχουμε,
τίποτε ἀπ’ τὰ ἐξωτερικὰ δὲν θὰ μπορῶ νὰ μᾶς ταράκη.
• Τὴν ἡσυχία καὶ τὴ γαλήνη δὲν τὴν θέλει ὁ Παῦλος γιὰ ἐπανάπαυσι. Ἠρεμία ἔχει καὶ τὸ
τέλμα, μὰ κανεὶς δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ.
• Τὴν ἡσυχία ὁ Παῦλος δὲν τὴν θέλει γιὰ καλοπέραση καὶ κοίμισμα. Ἠρεμία ἔχουν καὶ τὰ
ζῷα τῆς χειμέριας νάρκης, μὰ κανεὶς δὲν μιλάει γιά... Ζωντάνια τους.
• Ἡ ἠρεμία καὶ ἡ ἡσυχία γιὰ τὸν Παῦλο εἶναι ἡ προϋπόθεσις γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς
εὐσεβείας καὶ τῆς σεμνότητας.
Ὡς εὐσέβεια δέον νὰ θεωρηθῆ ἢ πίστις.
Ὡς σεμνότητα ἡ Ζωή. Πίστις ὀρθὴ καὶ Ζωὴ ἐνάρετη, καὶ τὰ δυὸ μαζὶ συναποτελοῦν τὸ
σωστὸ χριστιανό, ποὺ ὡς δέντρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καρποφορεῖ μέσα σ' ἕνα κλίμα
ἠρεμίας. Ἂν λείπῃ ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, ὁ χριστιανὸς εἶναι ἀτροφικός. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ὅταν λογισμοὶ Ζητητικοὶ ταράσσωσιν ἠμῶν τὴν πίστιν, ποία εἰρήνη; Ὅταν ἀσελγείας
πνεύματα, ποία εἰρήνη;... Τί γὰρ ὄφελος ἐν τῇ πίστει εὐσεβοῦντες διὰ τοῦ βίου ἀσεβεῖ; Ὅτι
γὰρ ἔστι διὰ τοῦ βίου ἀσεβεῖν, ἄκουε τοῦ μακαρίου τούτου πάλιν ἀλλαχοῦ λέγοντος: Θεὸν
ὁμολογούσιν εἴδεναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται» (Ε.Π.Ε. 23,228-230). “Όταν περίεργοι
λογισμοὶ ταράζουν τὴν πίστη μας, τότε ποιὰ εἰρήνη ἔχουμε;... Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἴμαστε
εὐσεβεῖς στὴν πίστη καὶ στὴ ζωὴ μᾶς ἀσεβεῖς; Τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν ν' ἀσεβὴς στὴ ζωή,
ἄκουγε τὸ μακάριο Παῦλο: Λένε ὅτι ξέρουν τὸ Θεό, ἐνῷ μὲ τὰ ἔργα τοὺς Τὸν ἀρνοῦνται (Τίτ.
ἃ' 16).

Εὐάρεστο στὸ Θεὸ (στ. 3).


Αὐτὸ ποὺ παραγγέλλει ὁ Παῦλος, τὸ νὰ προσεύχονται οἱ πιστοὶ γιὰ ὅλους τους
ἀνθρώπους, εἶναι καλὸ καὶ εὐάρεστο στὸ Θεό. Ὁ χριστιανὸς δὲν κάνει ἐκεῖνο, ποὺ σ' αὐτὸν
φαίνεται καλό, οὔτε ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Κάνει πάντοτε ὅ,τι
ἀρέσει στὸν Κύριο. Καὶ στὸν Κύριο ἀρέσει αὐτὸ ποὺ εἶναι φιλόθεο.
Τί ἄλλο πιὸ φιλόθεο καὶ θεάρεστο ἀπ' τὴν καθολικὴ ἀγάπη; Ο Θεὸς σ' ὅλους τους
ἀνθρώπους δείχνει ἀγάπη. Αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. «Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ
ἀπόδεκτον ἐνώπιόν του σωτῆρος ἠμῶν Θεοῦ» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτὸ
εἶναι καλὸ καὶ εὐάρεστο ἐνώπιόν του Σωτῆρος μᾶς Θεοῦ».
• Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶται ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους; Πολλοὶ ἀσεβοῦν. Βλασφημοῦν τὸ Θεό.
Κι ὅμως, δὲν ἐκδικεῖται ὁ Θεός. Δὲν ἀρνεῖται νὰ στείλη τὸν ἥλιό Του. Δὲν ξεραίνει τὴ
θάλασσα. Ἀξίζει ν' ἀκούσουμε χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Οὒχ
ὅρᾳς πόσα καθ' ἑκάστην ἡμέραν ὃ Θεὸς βλασφημεῖται; Πόσα ὑβρίζεται καὶ παρὰ τῶν
ἀπίστων καὶ παρὰ τῶν πιστῶν, καὶ διὰ ρημάτων καὶ διὰ πραγμάτων; Τί οὔν, ἔσβεσε διὰ
τοῦτο τὸν ἥλιον; Ἐκοίμισε τὴν σελήνην; Κατέρραξε τὸν οὐρανόν; 'Ἀνετάραξε τὴν γῆν;
Ἐξήρανε τὴν θάλασσαν; 'Ἠφάνισε τῶν ὑδάτων τὰς πηγᾶς; Συνέχεε τὸν ἀέρα; Οὐδαμῶς,
ἀλλὰ πᾶν τουναντίον. Ἀνατέλλει τὸν ἥλιον, βρέχει τὸν ὑετόν, δίδωσι καρπούς, δίδωσι
τροφᾶς ἐτησίους τοῖς βλασφήμοις, τοὺς ἀνοήτοις, τοὺς μιαρούς, τοὺς διώκταις, οὐ μίαν
ἡμέραν οὔδε δευτέραν οὔδε τρίτην, ἀλλὰ πάντα τὸν βίον. Τοῦτον μίμησαι καὶ σύ, τοῦτον
Ζήλωσον κατὰ δύναμιν ἀνθρωπίνην» (Ε.Π.Ε. 23,222). Μετάφρασις: Δὲν βλέπεις πόσο
βλασφημεῖται ὁ Θεὸς κάθε μέρα; Πόσο βρίζεται ἀπὸ ἀπίστους καὶ πιστούς, καὶ μὲ τὰ λόγια
καὶ μὲ τὰ ἔργα; Καὶ λοιπόν; Μήπως γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔσβησε τὸν ἥλιο; Μήπως κοίμισε τὴ
σελήνη; Μήπως ἔρριξε καταρρακτώδη βροχὴ ἀπ' τὸν οὐρανό; Μήπως ἔσεισε τὴ γῆ; Μήπως
ξήρανε τὴ θάλασσα; Μήπως ἐξαφάνισε τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων; Μήπως ἀναστάτωσε τὸν
ἀέρα; Καθόλου. Ἀντίθετα, καὶ τὸν ἥλιο ἀνατέλλει, καὶ τὴ βροχὴ ρίχνει, καὶ τοὺς καρποὺς
δίνει, καὶ κάθε χρόνο τρέφει καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ τοὺς ἀσύνετους, καὶ τοὺς βρωμιάρηδες,
καὶ τοὺς διῶκτες. Ὄχι μιὰ ἢ δυὸ ἢ τρεῖς μέρες, ἀλλ' ὁλόκληρη ζωή. Αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ μιμῆσαι
καὶ σύ. Αὐτὸν ν' ἀντιγράφῃς, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις.
• «Καλὸν καὶ ἀπόδεκτον» στὸ Θεό! Νὰ τὸ κριτήριο τῶν ἐνεργειῶν καὶ πράξεών μας.
-Αὐτὸ ποῦ κάνω εἶναι καλὸ στὰ μάτια τοῦ Καλοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπ' τὸν Κύριο;
Ἃς μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κάποιο ἀπαθὲς πρόσωπο, ποὺ οὔτε ἐπεμβαίνει οὔτε
μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι. Ὁ Θεὸς εἶναι σωτῆρας. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Ἐνώπιόν του σωτῆρος
ἠμῶν Θεοῦ» (στ. 3).
Ἑπομένως δὲν πηγαίνουν χαμένες οἱ προσφυγές μας στὸ Θεὸ μὲ τὴν προσευχή. Ἀκούει
ὁ Θεός, καὶ ὄχι μὲ ἀπάθεια. Ἔπαθε γι' αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς Τὸν παρακαλοῦμε. Κι ἔχει ὅλη τὴ
δύναμη, ἀλλὰ κι ὅλη τὴν εὐδοκία νὰ ἐπέμβη καὶ νὰ σώση μιὰ κατάσταση ἢ ἕνα πρόσωπο,
ποὺ ἐμεῖς μὲ θέρμη τὸν παρακαλοῦμε.

Καθολικὴ ἢ σωτηρία (στ. 4)


Τὸ Θεὸ ὡς Σωτῆρα συνεχίζει νὰ προβάλλῃ ὁ Παῦλος. Μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε στὸ
Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων των ἀνθρώπων, διότι ὁ Θεὸς ἔχει ὡς ἐπιθυμία τοῦ τὴ σωτηρία
ὅλων. «Ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἷς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (στ. 4).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἔρθουν
σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας».
Αὐτὸ τὸ «πάντας ἀνθρώπους» φανερώνει τὴν καθολική, τὴν ἀδιάκριτη, τὴν
ἀντιρατσιστική, θὰ λέγαμε, ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας ὅλων των ἀνθρώπων.
Όλοι δικά Του πλάσματα. Γιὰ ὅλους πονάει.
• Γι' αὐτὸ καὶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους σαρκώθηκε.
• Ὅλους μας προσέλαβε. Φορτώθηκε πάνω Του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύσι, τὴν
πλανηθεῖσα καὶ ἀμαυρωθεῖσα. Πάνω στὸ «προσλημμα», σ' ἐκεῖνο ποῦ καίτοι ἀσώματος
Θεὸς προσέλαβε, βρισκόμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων των αἰώνων.
• Ἑπομένως γιὰ ὅλους σταυρώθηκε. Τὸ πανάγιο Αἷμα Τοῦ εἶναι λυτρωτικὸ γιὰ ὅλους τους
ἀνθρώπους.
Ἡ καθολικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀκόμα πιὸ θαυμαστή, ἂν σκεφτῆ κανεὶς
δυὸ πράγματα.
• Τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία του γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων των ἀνθρώπων. «Θέλει πάντας
σωθῆναι». Δὲν κάνει ἐξαιρέσεις σ' αὐτὴ τοῦ τὴ σωτηριώδη φιλάνθρωπη δίψα.
• Τὴ δυνατότητα, ποὺ δίνει σ' ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐκαιρίες νὰ
προσοικειωθοῦν τὴν προσφερομένη σωτηρία. Ἡ δυνατότητα αὐτὴ βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία
Του.
Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ λέγεται Καθολική. "Ὅλοι χωρᾶνε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ
κανένας δὲν πιέζεται νὰ μπῆ μὲ τὸ ζόρι. Ἢ μᾶλλον, ὅλοι εἶναι εὐπρόσδεκτοι νὰ γίνουν
Ἐκκλησία, μέλῃ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
• Αὐτὴ ἡ σωτηρία, τὴν ὁποία γιὰ ὅλους μας ἐπιθυμεῖ ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ τὴν ὁποία
προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία, δὲν κερδίζεται μὲ μαγικὰ μέσα. Ἔρχεται μόνο, ἂν ὁ ἄνθρωπος
περάση ἀπ' τὴν «ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας». Ἄν, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίση, δὲν
πιστεύση στὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν βιώση τὸ
μυστήριο αὐτό, ὁπότε ἀπ' τὴ γνῶσι θὰ ὁδηγηθῆ στὴν ἐπίγνωσι, ἢ σωτηρία θὰ εἶναι γι' αὐτὸν
οὐτοπία. Τὸ μέρισμα τῆς σωτηρίας του, κατατεθειμένο στὴν τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ
παραμένῃ Χωρὶς ἀποδέκτη.
• Ἐκεῖνο πάντως, ποῦ ὡς συμπέρασμα βγαίνει, εἶναι ὅτι ὅλοι μποροῦν νὰ σωθοῦν.
Ἑπομένως γιὰ ὅλους μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε, ἀκόμα καὶ γιὰ ἀπίστους καὶ αἱρετικούς.
Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Εἰ ὑπὲρ Ἑλλήνων εὔχεσθαι χρῆ, καὶ ὑπὲρ αἱρετικῶν δηλον ὅτι. Υπέρ
γὰρ ἁπάντων ἀνθρώπων εὔχεσθαι.δεῖ, οὐ διώκειν» (Ε.Π.Ε. 23,232). Μετάφρασις: Ἂν πρέπῃ
νὰ προσεύχεσαι ὑπὲρ τῶν εἰδωλολατρῶν, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πρέπει καὶ γιὰ τοὺς
αἱρετικούς. Διότι πρέπει νὰ προσευχόμαστε γιὰ ὅλους τους ἀνθρῶπος, ὄχι νὰ τοὺς
διώκουμε.
• Μιμητὲς τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, τῆς καθολικῆς ἀγάπης, ὀφείλουν νὰ εἶναι οἱ κληρικοί,
ἀλλὰ καὶ οἱ λαϊκοί. Όλοι οἱ πιστοί. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μιμοῦ τὸν Θεόν. Εἰ πάντας
ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι, εἴκοτως ὑπὲρ ἁπάντων δεῖ εὔχεσθαι. Εἰ πάντας αὐτὸς ἤθελησε
σωθῆναι, θέλει καὶ σύ. Εἰ δὲ θέλεις, εὔχου τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶ τὸ εὔχεσθαι» (Ε. Π.Ε.
23,230). Μετάφρασις: Νὰ μιμῆσαι τὸ Θεό. Ἂν 'Ἐκεῖνος θέλῃ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
εἶναι εὔλογο, πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε γιὰ ὅλους. Ἂν 'Ἐκεῖνος θέλησε νὰ σωθοῦν
ὅλοι, θέλει νὰ σωθῆς καὶ σύ. Ἂν θέλῃς νὰ σωθοῦν, προσεύχου. Διότι ἡ προσευχὴ εἶναι γι'
αὐτούς.
• Μιμήσου τὸ Χριστό. Ἀγάπα ὅλους. Προσεύχου γιὰ ὅλους. Κινήσου γιὰ ὅλους.

5
εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς ᾿Ιησοῦς, 6 ὁ δοὺς
ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, 7 εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ
ἀπόστολος, ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, – διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ
ἀληθείᾳ.

Εἷς Θεὸς (στ. 5)


Ἕνας σωστὸς πατέρας μὲ πολλὰ παιδιὰ ἐνδιαφέρεται ἐξ ἴσου γιὰ ὅλα του τὰ παιδιά. Δὲν
εἶναι δυνατόν τα μὲν νὰ τὰ τρέφῃ, τὰ δὲ νὰ τὰ ἐγκαταλείπῃ νηστικά. Οὔτε γιὰ τὰ μὲν νὰ
προσφέρῃ ἐφόδια Ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα νὰ τ' ἀφήνῃ ἄσπλαγχνως στὴν τύχη τους.
Ἂν κάτι τέτοιο δὲν συμβαίνῃ μὲ τοὺς ἐπιγείους πατέρες, ποὺ εἶναι ἄνθρωποι ἀτελεῖς,
πολὺ περισσότερο δὲν συμβαίνει μὲ τὸν οὐράνιο, τὸν τέλειο Πατέρα. Εἶπε προηγουμένως
ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ὁ Θεὸς «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (στ. 4). Καὶ τὸ ἐξηγεῖ
στὸν ἑπόμενο στίχο: «Εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς
Ἰησοῦς» (στ. 5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐκεῖνος, ὁ Ἴδιος εἶναι καὶ Θεός, ὁ Ἴδιος εἶναι
καὶ μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ὡς ἄνθρωπος, Ἰησοῦς Χριστός».
Ἕνας Θεὸς ὑπάρχει γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς γιὰ τοὺς
μαύρους, ἄλλος γιὰ τοὺς ἄσπρους ἄλλος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἄλλος γιὰ τοὺς ἐθνικούς. Ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι φωτίζονται ἀπ' τὸν ἴδιο ἥλιο. Ἔτσι Ζοῦν καὶ κάτω ἀπ' τὴ στέγη τοῦ ἴδιου Θεοῦ.
Κι αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ξένος. Εἶναι Πατέρας. Ὅλοι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Αὐτὸ σημαίνει δυὸ πράγματα:
• Ὁ Θεὸς ἀδιακρίτως ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Δίνει τὰ ἀγαθά Του γιὰ
ὅλα τα παιδιά Του.
• Οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους εἶναι ἴσοι. Ἔχουν τὴν ἴδια ἀξία. Δὲν ὑπάρχουν α κατηγορίας
καὶ β κατηγορίας παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ παραμένουν «ἀλλοτριωμένοι», ἀποκομμένοι ἀπ' τὸ Θεό,
μακρυὰ ἀπ' τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ χάνουν τὴν κληρονομία τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποῦ
καὶ σ' αὐτοὺς ἀνήκει. Ἀλλὰ γι' αὐτὸ δὲν εὐθύνεται ὁ προσφέρων Θεός. Εὐθύνονται οἱ
ἄνθρωποι, οἱ μὴ ἀποδεχόμενοι διὰ τῆς πίστεως τὴν καθολικὴ προσφορὰ τοῦ Θεοῦ.
«Εἷς Θεός». “Ένας εἶναι ὁ Θεός.
Αὐτὸ δὲν τὸ λέει ὁ Παῦλος σὲ ἀντιδιαστολὴ τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν
ὅποιον μιλάει στὴ συνέχεια. Τὸ λέει σὲ ἀντιδιαστολὴ τῶν πολλῶν ψευτοθεῶν, τῶν εἰδώλων,
ποὺ λατρεύονταν ὡς θεοί.
• Δὲν ὑπάρχει πολυθεΐα. Ὑπάρχει μονοθεΐα. Λέει σχετικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τί οὔν;
Ὁ Υἱὸς οὐ Θεός; Καὶ σφόδρα. Πῶς oὺν φησιν, “εἴς”; Πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν εἰδώλων, οὐ
πρὸς τὸν Υἱόν. Περὶ γὰρ ἀληθείας καὶ πλάνης ἣν αὐτῶ ὁ λόγος» (Ε.Π.Ε. 23,232).
Μετάφρασις: Τί λοιπόν; Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι Θεός; Καὶ πάρα πολὺ μάλιστα εἶναι. Πῶς, λοιπόν,
λέει «Ἕνας»; Σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὰ εἴδωλα, ὄχι μὲ τὸν Υἱό. Ἀφοῦ μάλιστα ὁ λόγος τοῦ ἐν
προκειμένῳ ἦταν περὶ ἀληθείας καὶ πλάνης.
Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ βολὴ κατὰ τῆς ἐπίσημης καὶ ἀνεπίσημης πολυθεΐας.
• Ἐπίσημη πολυθεΐα εἶναι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων, ὅπως κι ἐκείνη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
καὶ ἄλλων λαῶν, ποὺ πίστευαν στὸ δωδεκάθεο ἢ σὲ πλῆθος ἄλλων «θεοτήτων»!
• Ἀνεπίσημη πολυθεΐα ἔχουν ὅσοι θεωρητικὰ δέχονται ἕνα Θεό, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι
συμπεριφέρονται γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα σὰν σὲ θεούς.
Εἴδωλοποιουν πρόσωπα, ὑλικὰ πράγματα, τὸ χρῆμα, τὴν ποδοσφαιρική τους ὁμάδα,
συγγενικὰ πρόσωπα, τὴ λογική, τὴν ἐπιστήμη, τὴν τεχνολογία, κι ἄλλες ἀνθρώπινες
δυνάμεις καὶ «ὑπερδυνάμεις»!
Ἂν ὅμως, ὅπως λένε ὅτι δέχονται, ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὀφείλουν ν' ἀποσύρουν τὴ λατρεία
τους, τὴν «ἀδυναμία» τους, τὴν προσκόλλησή τους, τὴν ὑπερβολική τους ἀγάπη σὲ
κτίσματα (Ρωμ. ἃ' 25).
• Ἕνας ὁ Θεός. Ἕνας ἑπομένως μᾶς ἀγαπάει εἰλικρινὰ καὶ τέλεια.
• Ἕνας ἔχει τὴ δύναμη γιὰ ὅλα, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος παντοδύναμος (Ματθ. ιθ΄ 26). Σὲ
κανένα ἄλλον δὲν πρέπει νὰ στηριζώμαστε.
Γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε, ὅτι λέγοντας «Εἷς Θεὸς» ἀποκλείει τὴ θεότητα ἀπὸ τὸ πρόσωπο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εὐθὺς ἀμέσως ὀνομάζει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μεσίτη.
• Ὁ Χριστὸς εἶναι μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἀλλὰ μεσίτης λέγεται κάποιος, ὁ
ὁποῖος μετέχει καὶ τῶν δυό, τοὺς ὁποίους φέρνει σ' ἐπαφὴ καὶ Κοινωνία ὡς μεσίτης (Ἑβρ.
θ' 15).
Δὲν μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ λέγεται μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἂν ἔχῃ κοινωνία
μόνο μὲ τὸν ἄνθρωπο ἄν, δηλαδή, εἶναι μόνο ἄνθρωπος.
• Εἶναι μεσίτης, διότι ἐξ ἴσου εἶναι κοινωνὸς καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι κοινωνὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τῆς θείας φύσεως.
Εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ ἀληθινὸς Θεός. Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ὁ μεσίτης
ὀφείλει ἀμφοτέροις κοινωνεῖν, ὧν ἔστι μεσίτης. Μεσίτου γὰρ τοῦτό ἐστι, τὸ ἑκατέρων
ἐχόμενον, ὧν ἔστι μεσίτης, κοινωνεῖν. Ἐὰν δὲ τοῦ μὲν ἑνὸς ἔχηται, τοῦ δὲ ἑνὸς
ἀπεσXOινισμένος ἤ, οὐκέτι μεσίτης ἐστίν. Εἰ τοίνυν μὴ ἔχηται τῆς τοῦ Πατρὸς φύσεως, οὐκ
ἔστι μεσίτης» (Ε.Π.Ε. 23,232). Μετάφρασις: Ὁ μεσίτης ὀφείλει νὰ βρίσκεται σὲ σχέση καὶ μὲ
τοὺς δυό, ποὺ εἶναι μεσίτης. Τὸ ἔργο τοῦ μεσίτη αὐτὸ εἶναι, τὸ νάχη σχέση καὶ κοινωνία καὶ
μὲ τοὺς δυό, τῶν ὁποίων εἶναι μεσίτης. Ἂν ὅμως κοινωνῇ μὲ τὸν ἕνα καὶ μὲ τὸν ἄλλον δὲν
ἔχῃ καμμιὰ σχέσι, τότε καθόλου δὲν εἶναι μεσίτης. Ἄν, λοιπόν, ὁ Χριστὸς δὲν μετέχῃ τῆς
φύσεως τοῦ Πατρός, τότε δὲν εἶναι μεσίτης.
• Ὁ Χριστός, λοιπόν, βρίσκεται μέσα στὸ «εἷς Θεός». Εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Ὅπως καὶ ὁ
Πατέρας εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ὁ ἕνας Θεός. Εἶναι ὁ Ἕνας
της Τρισηλίου Θεότητος.
• Εἶναι τὸ γέννημα τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπως καὶ τὸ φῶς εἶναι τὸ γέννημα τοῦ ἥλιου.

Μεσίτης ὁ Χριστὸς (στ. 5)


Ἦταν πάντοτε Θεὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ πολλὴ
ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἑνώση τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό.
• Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται ἡ μεγάλη συνύπαρξις.
Πολὺς λόγος γίνεται στὶς μέρες μας γιὰ τὸ «σύν», γιὰ συνασπισμούς, γιὰ συνεργασίες,
γιὰ συνυπάρξεις, γιὰ συνδυασμούς, γιὰ συντονισμούς!
Τὸ Ἱερώτερο καὶ θαυμασιώτερο «σὺν» πραγματοποιήθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἐκεῖ συνυπάρχουν ἄρρηκτα καὶ ἄρρητα ἑνωμένες ἢ θεία καὶ ἢ ἀνθρώπινη φύσις.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι οὔτε μόνο Θεὸς οὔτε μόνο ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεάνθρωπος
Κύριος.
• Αὐτὸ Τοῦ παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι μεσίτης. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Εἷς γὰρ
Θεός, εἰς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Inσούς» (στ. 5). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐκεῖνος, ὁ Ἴδιος εἶναι καὶ Θεός, ὁ Ἴδιος εἶναι καὶ μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ
καὶ ἀνθρώπων ὡς ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, συνεχίζοντας τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ γύρω ἀπ' τὴ λέξι
«μεσίτης», λέει, ὅτι ἀπ' αὐτὴν βγαίνει ὅτι εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος: «Ὥσπερ τῆς τῶν
ἀνθρώπων ἔχεται φύσεως, ἐπειδὴ πρὸς ἀνθρώπους ἤρχετο, οὕτω καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ
παρὰ Θεοῦ ἤρχετο» (Ε.Π.Ε. 23,234). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς μετέχει τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως, διότι ἔρχοταν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι μετέχει καὶ τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ,
ἐπειδὴ ἔρχοταν ἀπ' τὸ Θεό.
•"Ἂν ἦταν μόνο Θεός, δὲν θὰ γινόταν μεσίτης. Ἡ ἴδια ἀδυναμία θὰ ὑφίστατο, ἂν ἦταν
μόνο ἄνθρωπος. «Ὥσπερ ἄνθρωπος γέγονεν, οὕτω καὶ Θεὸς ἥν. Ἄνθρωπος οὐκ ἂν ἔγενετο
μεσίτης ἔδει γὰρ καὶ τῷ Θεῷ διαλέγεσθαι. Θεὸς οὐκ ἂν ἔγενετο μεσίτης' οὐ γὰρ ἂν ἐδέξαντο
αὐτὸν οἶς ἔμεσιτευσεν» (Ε.Π.Ε. 23,234). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε ἄνθρωπος, ἔτσι
ἦταν καὶ Θεός. Ἄνθρωπος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μεσίτης, διότι ἔπρεπε νὰ εἶναι ἑνωμένος
καὶ μὲ τὸ Θεό. Θεὸς πάλι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ μεσίτης, διότι δὲν θὰ τὸ δέχονταν
ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ μεσίτευε.
Ότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπ' τὸ Θεὸ Πατέρα, φαίνεται καὶ ἀπ' τὸν τρόπο, ποὺ ὁ
Παῦλος παραθέτει τὰ δυὸ «Εἷς».
• Δὲν λέει «Ἕνας καὶ Ἕνας», ὁπότε θὰ εἴχαμε δυὸ διαφορετικὰ ὄντα, ἀλλὰ λέει: «Εἷς
Θεός, εἷς καὶ μεσίτης...». Ἂν ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι ἕνας γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ ὁ
Θεὸς Υἱός, ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι μεσίτης ἕνας γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἔγινε ἄνθρωπος! Καὶ ἐδῶ ὀνομάζεται καθαρά, ὅτι εἶναι «ἄνθρωπος». «Ἄνθρωπος Ἰησοῦς
Χριστός».
Ἄνθρωπος! Ἀληθινὰ πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύσι ὁ Θεὸς Λόγος. Δὲν φαινόταν ἁπλῶς
ἄνθρωπος. Ἦταν ἄνθρωπος. Καὶ δὲν ἦταν ἕνας κάποιος ἄνθρωπος. Ἦταν ὁ Ἄνθρωπος. Δὲν
εἶχε μέρος τῆς ἀνθρωπότητας. Ἦταν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος.
Προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος
σημαίνει γιὰ μᾶς τρία πράγματα:
• Τὴν ταπείνωσί Του. Ο Θεὸς πῆρε «δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. β' 7). Ο Θεὸς ἔγινε
ἄνθρωπος. Καταδέχτηκε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη φύσι. Πῆρε τὸ προσλημμα, γιὰ νὰ τὸ
θεώση.
Φαντάσου κάποιον νὰ πάρη ἀπὸ σένα χῶμα καὶ νὰ στὸ ἐπιστρέψη χρυσάφι!
Αὐτὸ ἔκανε ὁ Θεὸς Λόγος. Πῆρε ἀπ' τὴν Παρθένο Μαρία τὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ τὴν
χρύσωσε. Κάτι ἀκόμα ἀνώτερο, τὴν θέωσε!
• Μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ προσέλαβε, κατέστη παθητός. Ἂν δὲν πάθαινε, δὲν θὰ
σῳζόμασταν ἐμεῖς. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πάθη, ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος. «Τὸ ἀπρόσληπτον
ἀθεράπευτον». Ἂν δὲν μᾶς προσλάμβανε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς θεραπεύση. Γι' αὐτὸ
μας προσέλαβε μὲ τὴν ἐνανθρώπησί Του. Ἂν δὲν γινόταν ἄνθρωπος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
σταυρωθῆ.
• Ἔγινε ποθητός. Μποροῦμε αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τὴ θεωμένη, λόγω
τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὴ θεία φύσι, νὰ τὴν κάνουμε καὶ δική μας. Τὴν σάρκα, ποὺ πῆρε ὁ
ἄσαρκος Λόγος, νὰ τὴν γευόμαστε στὸ μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας.
Ἔτσι ὁ Χριστὸς γίνεται σωτῆρας μας ὡς μεσίτης.
• Ἡ ἔννοια τοῦ μεσίτη ἐν προκειμένῳ ἔχει καὶ βαθύτερο νόημα. Ἕνας μεσίτης, γιὰ νὰ
πουλήση τεμάχιο γῆς, πρέπει νὰ γνωρίζῃ καὶ τοὺς δυό, καὶ τὸν ἀγοραστὴ καὶ τὸν πωλητή.
Ἁπλὴ γνωριμία ἀρκεῖ.
Ο Χριστὸς ὅμως δὲν εἶχε ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸ Θεό. Ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τῆς αὐτῆς
οὐσίας, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν εἶχε ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἦταν ὁ
ἄνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ τέλειος ἄνθρωπος.
Ὁ Χριστὸς ὡς Θεάνθρωπος εἶναι ὁ μεσίτης. Μεσίτης τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸς
ὑπέγραψε μὲ τὸ πανάγιο Αἷμα Τοῦ τὴν ἐξαγορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπ' τὸ σκλαβοπάζαρο τῆς
ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴν κληρονομιὰ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς
αἰώνιας βασιλείας. Ὀνομάζεται «διαθήκης καινῆς μεσίτης» (Ἑβρ. θ΄ 15).
• Ὡς μεσίτης ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται καὶ στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν Ἀνάληψί Του. Προσεύχεται καὶ
προσφέρεται γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Κάθε μεσίτης εἰσπράττει μεσιτικὰ γιὰ τὴ μεσολάβηση ποὺ
κάνει.
Ὁ Κύριος ὡς μεσίτης ὄχι μόνο δὲν πληρώθηκε μεσιτικά, ἀλλὰ πλήρωσε ὁ Ἴδιος τα
μεσιτικά. Πῶς; Τὸ λέει στὸν ἑπόμενο στίχο. Σημασία ἐδῶ ἔχει τὸ γεγονός, ὅτι οἱ ἄνθρωποι
μετὰ Χριστὸν εἶναι χαρούμενοι, διότι ἔχουν τὸν «ἄνθρωπό τους» στὸν οὐρανό, «τὸν
ἄνθρωπον Ἰησοῦν», ποῦ ὡς Θεάνθρωπος ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρεται καὶ νὰ σώση «εἷς
το παντελὲς» (Ἑβρ. 2' 25).
Ὁ Χριστὸς εἶναι στὰ δεξιά του Θεοῦ Πατρὸς ὡς Θεάνθρωπος Σωτῆρας, «ὃς καὶ ἔντυγχανει
ὑπὲρ ἠμῶν» (Ρωμ. η΄ 34).

Ἀντιλυτρο γιὰ μᾶς ὁ Χριστὸς (στ. 6).


Θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ δώση κάτι ἄλλο γιὰ νὰ ἐξαγοράση τὸν ἄνθρωπο ἀπ' τὴ σκλαβιὰ
τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὸν ξανακάνῃ παιδὶ τῆς Ζωῆς. Ἡ ἀγάπη ὅμως Τὸν ὤδηγησε νὰ προσφέρῃ
τὸν Υἱό Του. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ
σταυρωθῆ γιὰ μᾶς. Ἦρθε γιὰ νὰ διακονήση τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας. «Ὁ Υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου οὐκ ᾖλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν (Ζωὴ) αὐτοῦ
λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. κ' 28).
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προσθέτοντας ἕνα «ἀντὶ» μπροστὰ στὴ
φοβερὴ λέξι «λύτρον». Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ δοὺς ἐαυτὸν ἀντιλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ
μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτὸς ἔδωσε τὸν ἑαυτό
του ἀντὶ λύτρου γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ εἶχε ὁριστῆ καὶ ἔγινε στὸν καιρό
του».
• Τὸ «ἀντὶ» φανερώνει τὴν ἀντικατάσταση ποὺ ἔγινε.
Ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε κι ἔπρεπε νὰ πληρώσουμε τὰ λύτρα γιὰ τὴ λύτρωσί μας. Ἀλλὰ δὲν τὰ
εἴχαμε, φτωχοὶ ὄντες καὶ ἐλεεινοὶ ἀπ' τὸ κακό.
Ἐκεῖνος εἶναι ὁ 'Ἀναμάρτητος. Δὲν χρωστοῦσε τίποτε. Κι ὅμως Αὐτὸς τὸ πλήρωσε.
Ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε, Ἐκεῖνος τιμωρήθηκε.
Ἐμεῖς πουληθήκαμε ἤμασταν «πεπραμένοι ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν», 'Ἐκεῖνος μᾶς ἀγόρασε.
• Κι αὐτό, διότι μόνος Αὐτὸς ἔχει τὴν πολλή, τὴν ἀνυπολόγιστη, ἀγάπη. Διότι μόνο
Ἐκεῖνος ἔχει δύναμι ἀνώτερη ἀπ' τὴ δύναμη τοῦ ἀρχεκάκου Διαβόλου.
• Μόνος Ἐκεῖνος διαθέτει τὸ νόμισμα, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαγοράση τὸν ἄνθρωπο. Ὁ
Παῦλος ἀρέσκεται πολὺ στὴν ἔννοια τῆς ἐξαγορᾶς. Ἄλλωστε ἤσαν πολὺ συνηθισμένα στὴν
ἀρχαία ἐποχὴ τὰ σκλαβοπάζαρα καὶ ἢ καταβολὴ λύτρων γιὰ τὴν ἐξαγορὰ δούλων.
Δοῦλοι τῆς φθορᾶς ἐμεῖς. Ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ πληρώνει γιὰ μᾶς. Πληρώνει ὄχι κάτι
ἔξω ἀπ' τὸν ἑαυτό Του. Καταβάλλει σὰν λύτρο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του. Θυσιάζεται «ἐαυτὸν
ἀνενέγκας» (Ἑβρ. 2' 24). Προσφέρεται ὄχι χωρὶς πόνο, ἀλλὰ μὲ ὀδύνη ἀνέκφραστη καὶ
ἀπερίγραπτη.
Φαντασθῆτε ἄνθρωπο νὰ εἶναι κατάδικασμενός σε θάνατο, καὶ τὴν ὥρα ποὺ
ἑτοιμάζονται νὰ τὸν ἐκτελέσουν νὰ ἐμφανίζεται κάποιος καὶ νὰ τοῦ λέῃ:
- Φύγε! Τὴ θέση σου τὴν παίρνω ἐγώ! Αὐτὸ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
• Ἀντὶ γιὰ «ἠμᾶς» καὶ «ὑπὲρ ἠμῶν». «'Ἀνθ' ἠμῶν καὶ ὑπὲρ ἠμῶν». Γι' αὐτὸ ἢ Προσφορὰ
λέγεται «ἀντιλυτρον». Λέει σχετικὰ ο Ι. Χρυσόστομος: «Ἀντιλυτρoν τί ἔστιν; Ἔμελλε
τιμωρείσθαι αὐτούς. Τοῦτο οὐκ ἐποίησεν. 'Ἀπολλυσθαι ἔμελλον. Ἀλλ' ἂντ' ἐκείνων τὸν
αὐτοῦ ἔδωκεν Υἱόν. Καὶ κήρυκας ἠμᾶς ἐπεμψεν, ὥστε κηρύττειν τὸν σταυρὸν» (Ε.Π.Ε.
23,236). Μετάφρασις: Τί σημαίνει «ἀντιλυτρο»; Κανονικὰ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν οἱ
ἄνθρωποι. Δὲν τόκανε αὐτὸ ὁ Θεός. Ἐπρόκειτο νὰ χαθοῦν. Ἀλλ' ἀντὶ γιὰ ἐκείνους, ἔδωσε
τὸν Υἱό Του. Κι ἔστειλε ἐμᾶς νὰ εἴμαστε κήρυκες τοῦ σταυροῦ Του.
• Τὸ ἀντιλυτρο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μαρτύριο. Τὸ δικό Του, ἀλλὰ καὶ τὸ δικό μας
μαρτύριο.
Δικό Του μαρτύριο, διότι γι' αὐτὸ ᾖρθε ὁ Χριστός, «ἶνα μαρτυρήση τὴ ἀληθεῖα» (Ἰωάν.
1n' 37). Ἦρθε ν' ἀποκαλύψη τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ νὰ θυσιαστὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Ἡ θυσία Τοῦ φανερώνει τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἱκανὰ ταῦτα
ἐπισπάσασθαι πάντας καὶ τὴν ἀγάπην ἔνδειξασθαί του Χριστοῦ. "Ὄντως γὰρ μεγάλα καὶ
ἀνεκδιήγητά τα παρὰ Θεοῦ εἰς ἠμᾶς ἐπιδεδειγμένα. Κατέθυσεν ἐαυτὸν ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν,
τῶν μισούντων, τῶν ἀποστρεφομένων αὐτὸν» (Ε.Π.Ε. 23,236). Μετάφρασις: Εἶναι ἀρκετὰ
αὐτὰ νὰ τοὺς προσελκύσουν ὅλους καὶ νὰ δείξουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Διότι
πραγματικὰ εἶναι μεγάλα καὶ ἀνεκδιήγητα ὅσα πραγματοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Θυσίασε
τὸν ἑαυτό Του γιὰ τοὺς ἐχθρούς, γι' αὐτοὺς ποῦ Τὸν μισοῦν, γι' αὐτοὺς ποῦ Τὸν
ἀποστρέφονται.
Εἶναι δυνατὸν μιὰ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς, ἡ θυσία τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ
Του, νὰ μὴ μᾶς συγκινῇ; «Ὃ ἀπὸ ἀνθρώπων πρὸς ὅμοφυλους οὐ γίνεται, τοῦτο ἐγένετο ἀπὸ
Θεοῦ εἰς ἠμᾶς. Καὶ τοσαύτης ἀπολαύσαντες ἀγάπης, ἀκιζόμεθα ἔτι καὶ οὐ φιλοῦμεν τὸν
Χριστὸν» (Ε.Π.Ε. 23,236). Μετάφρασις: Αὐτὸ ποὺ δὲν γίνεται ἀπὸ ἀνθρώπους πρὸς τοὺς
συνανθρώπους, αὐτὸ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεὸ σὲ μᾶς. Κι ἐνῷ ἀπολαύσαμε τόση ἀγάπη, δείχνουμε
ἄρνησι ἀκόμα καὶ δὲν ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό.
Γιὰ τὸ Χριστὸ μαρτύριο «καιροῖς ἰδίοις» εἶναι ἡ θυσία του στὸν κατάλληλο καιρό. Γιὰ μᾶς
«μαρτύριον καιροὺς ἰδίοις» εἶναι ἡ μαρτυρία, ποὺ ὀφείλουμε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὴ
χρωστᾶμε πάντοτε, σὲ κατάλληλες περιστάσεις.
Ἦρθε καὶ σὲ μᾶς αὐτὴ ἡ μαρτυρία «καιροῖς ἰδίοις», σὲ κάποια κατάλληλη γιὰ τὴν ψυχὴ
μᾶς στιγμή. Ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ δίνουμε «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (ΑΠΟΚ. ἃ' 29.
ἰθ' 10. κ΄ 4), ὥστε κι ἄλλοι νὰ προσοικειωθοῦν τὴν παγκόσμια προσφορὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς ἐπουρανίου βασιλείας Του.

Κήρυκας Ἰησοῦ Χριστοῦ (στ. 7)


Αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ ὅλους το αἰσθανόταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γνώρισε τὸν Κύριο
σὰν προσωπικό του σωτῆρα. Καὶ ἤθελε μὲ τὴ σειρά του νὰ γίνεται ὁ μεσίτης τοῦ μεσίτου,
δηλαδή, νὰ παρεμβάλλεται μὲ τὸ κήρυγμά του, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζουν, νὰ
πλησιάσουν καὶ νὰ παίρνουν τὶς δωρεὲς τοῦ Χριστοῦ.
Γι' αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια γιὰ τὸ «μαρτύριον», γιὰ τὸ εὐαγγέλιο, ποῦ κήρυττε: «Εἷς ὃ
ἐτέθην ἔγω κῆρυξ καὶ ἀπόστολος, -ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι-, διδάσκαλος
ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθεῖα» (στ. 7). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ ὁρίστηκα ἐγὼ
κήρυκας καὶ ἀπόστολος, στ' ἀλήθεια, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, δὲν ψεύδομαι, ὠρίστηκα
διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν, πραγματικὰ καὶ ἀληθινά».
Πῶς μποροῦσε ὁ Παῦλος νὰ μὴν ἀγαπᾷ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ μὴ Τὸν κηρύττῃ σ' ὅλα
τα ἔθνη;
Γι' αὐτὸ ὀνομάστηκε ἀπόστολος ἐθνῶν.
• Ἂν ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ ἐμᾶς στὸν οὐρανό, τὸ δρόμο αὐτὸ
ὀφείλουμε νὰ τὸν ἐπεκτείνουμε.
•Επέκτασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸ πεδίο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καὶ τῆς
ἀνθρώπινης ψυχῆς γίνεται μὲ τὸ κήρυγμα, μὲ τὴν ἱεραποστολή. Ὁ Παῦλος ἐργαζόταν γιὰ
τὴν ἐπέκταση τοῦ Εὐαγγελίου (Β΄ Θεσ. γ΄ 1), γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἔφερνε ψυχὲς σὲ γνωριμία μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γινόταν νυμφαγωγὸς στὸ μυστήριο τῆς
ἀπολυτρώσεως.
8
Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας
χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ. 9 ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ
αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ
ἱματισμῷ πολυτελεῖ, 10 ἀλλ' ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι' ἔργων
ἀγαθῶν.

Καθαρὴ προσευχὴ (στ. 8)


Στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει ἀπαραίτητα καὶ γιὰ τὴν ἡ προσευχή. Ὁ
ἴδιος ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς. Ὅποιος θέλει τὸ πνευματικὸ τοῦ ἔργο νὰ θεμελιωθῆ, νὰ
στηριχθῆ καὶ νὰ μείνη, ὀφείλει νὰ προσεύχεται γι' αὐτό. Νὰ προσεύχεται καὶ πρὶν ἀπ' τὸ
ἔργο, καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔργου, καὶ μετὰ τὸ ἔργο. Αὐτὸ ἔκανε ὁ μεγάλος οἰκοδόμος
τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Παῦλος. Εἴδαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τὴν παρακλησία του
νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ προσευχὴ γιὰ ὅλους (στ. 1-4).
Εἰδικὰ μνημονεύει τοὺς ἓν ὑπεροχὴ ὄντας, τοὺς ἄρχοντες, ὑπὲρ τῶν ὁποίων οἱ πιστοὶ
ὀφείλουν δεήσεις καὶ ἱκεσίες. Ὅσο ἀνώτερος εἶναι κανεὶς κατὰ κόσμον, τόσο περισσότερη
προσευχὴ γι' αὐτὸν ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία, ὥστε λιγώτερα λάθη νὰ κάνῃ καὶ περισσότερο νὰ
εὐεργετῇ τὸ λαό.
Ἡ προσευχὴ εἶναι ὑπὲρ ὅλων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλούς. Ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη
δορυφόρος φωτεινοῦ ἄστρου χωρὶς φῶς, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ ὑπάρχη χριστιανὸς χωρὶς
προσευχή. Ὁ χριστιανὸς εἶναι δορυφόρος τοῦ ἥλιου, ποὺ ὀνομάζεται Ἰησοῦς Χριστός, καὶ
τῶν ἀστέρων, ποὺ ὀνομάζονται ἅγιοι. Ὀφείλει, ὅπως ἐκεῖνοι, νὰ δουλεύῃ στὸ ἔργο τῆς
προσευχῆς.
Ἂν ρωτήσουμε κάποιον, τί συμβουλεύει ὡς πρῶτο πνευματικὸ ἔργο, θὰ πῇ: -Προσευχή!
Νὰ προσεύχεσθε!
Αὐτὸ βλέπουμε στὴ συνέχεια. Ο ἀπόστ. Παῦλος ἐκφράζει τὴ βούλησί του: «Βούλομαι
οὒν τοὺς ἄνδρας προσεύχεσθαι ἐν παντὶ τόπω, ἐπαίροντας ὅσιους χεῖρας, Χωρὶς ὀργῆς καὶ
διαλογισμοῦ» (στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Θέλω, λοιπόν, νὰ προσεύχονται οἱ
ἄντρες σὲ κάθε τόπο, ὑψώνοντας χέρια ἅγια, χωρὶς ταραχὴ καὶ ἀμφιβολία».
• Θέλημα τοῦ Παύλου εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὴ
δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του, μᾶς χαρίσει τὴ μεγάλη προσφορὰ νὰ ἔρχομαστέ
σε κοινωνία μαζί Του διὰ τῆς προσευχῆς, ὁ Παῦλος ἀναθέτει τοὺς πιστοὺς στὴ δύναμι τῆς
προσευχῆς.
Τὸ πρῶτο ἔργο γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ προσευχή. Ἂν γιὰ μιὰ μηχανὴ τὸ πρῶτο εἶναι ἡ
σύνδεσής της μὲ τὸ ρεῦμα, γιὰ τὸ χριστιανὸ τὸ πρῶτο εἶναι ἡ σύνδεσής του μὲ τὸ ρεῦμα τῆς
θεϊκῆς δυνάμεως. Κι ἡ σύνδεσης αὐτὴ γίνεται μὲ τὴν προσευχή. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε
ποιεῖν οὐδέν», εἶπεν ὁ Κύριος (Ἰωάν. ιε' 5). Ἡ προαγωγὴ στὴ χριστιανικὴ Ζωὴ εἶναι ἀδύνατη
χωρὶς τὴν προσευχή.
• Ἡ προσευχὴ εἶναι ἔργο γιὰ ὅλους, γιὰ ἄνδρες καὶ γιὰ γυναῖκες. Εἶναι βέβαια
παρατηρημένο, ὅτι οἱ γυναῖκες ἐμφανίζονται πάντοτε περισσότερες ἄριθμητικως στὰ
πνευματικὰ ἔργα, ἑπομένως καὶ στὴν προσευχή. Στὴν ἐκκλησία, ὅπου το πρωταρχικὸ ἔργο
εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, γυναῖκες καλύπτουν τὸ μεγαλύτερο χῶρο.
Λίγοι εἶναι οἱ τακτικῶς ἐκκλησιαζόμενοι ἄντρες.
'Ἀλλ' ὁ Παῦλος δὲν στέκεται σὲ ὅ,τι συνήθως συμβαίνει, ἀλλὰ προβάλλει τὸ δέον
γενέσθαι, τὸ τί πρέπει νὰ γίνεται.
• Ὅλοι οἱ ἄντρες, λοιπόν, ὀφείλουν νὰ προσεύχονται. Ἴσως περισσότερο ἀπ' τὶς γυναῖκες,
διότι θεωροῦνται ἰσχυρότεροι καὶ ὑπευθυνότεροι, καὶ ἄρα ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη
ἐνισχύσεως.
Ἄλλωστε ἡ προσευχὴ εἶναι πανανθρώπινη ἀνάγκη.
Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ μποροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τροφή, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ
ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ δὲν τροφοδοτοῦνται καθημερινὰ μὲ τὴν προσευχή.
Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ μποροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς ὀξυγόνο, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ
ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποῦ zoύν πνευματικὰ χωρὶς τὴν προσευχή. Στὴ συνέχεια ἀναφέρει ὁ
Παῦλος μερικὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς προσευχῆς.
• Ποῦ νὰ γίνεται ἡ προσευχή; Δὲν ὑπάρχει περιορισμὸς στὸν τόπο τῆς προσευχῆς, ἀφοῦ
γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει περιορισμός.
Ἂν μπορῶ νὰ φυλακιστῆ ὁ Θεὸς σ' ἕνα τόπο, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ περιοριστῆ ἢ κοινωνία
μαζί Του μόνο σὲ ἕναν τόπο. Ὁ Ψαλμῳδὸς λέει: «Ἐν παντὶ τόπο τῆς δεσποτείας αὐτοῦ
εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον» (Ψάλμ. 1' 22). Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Παῦλος: «Βούλομαι τοὺς
ἄνδρας προσεύχεσθαι ἐν παντὶ τόπω» (στ. 8).
Ἕνας περιορισμὸς ὑπάρχει στὴν προσευχή: Ἡ κενοδοξία. Ὅπου καὶ ἂν κάνῃ κάποιος
προσευχὴ καὶ ἀπουσιάzn ἢ κενοδοξία, βρίσκεται «ἐν τῷ ταμιεῖο τοῦ» (Ματθ. στ΄ 6).
Παντοῦ εἶναι ὁ Θεός, κι ἑπομένως ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ Τὸν
συναντήση καὶ νὰ συνομιλήσῃ μὲ τὴν προσευχή. Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Ὥσπερ ὑπὸ πάντων
τὰς εὐχᾶς κελεύει ποιεῖν, ὑπὲρ πάντων γὰρ ὁ Χριστὸς ἀπέθανε καὶ ὑπὲρ πάντων, φησί,
ταῦτα κηρύττω, οὕτω καὶ πανταχοῦ καλὸν εὔχεσθαι. Η δὲ παρατήρησις λοιπὸν μὴ περὶ
τόπον ἔστω, ἀλλὰ περὶ τὸν τρόπον τῆς εὐχῆς» (Ε.Π.Ε. 23,246). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς
οἱ προσευχὲς προτρέπει νὰ γίνονται γιὰ ὅλους, ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ ὅλους, ἔτσι
καὶ γιὰ ὅλους κηρύττει αὐτά. Ἔτσι καὶ νὰ προσευχόμαστε παντοῦ. Ἡ παρατήρησις, λοιπόν,
ἃς μὴν εἶναι γιὰ τὸν τόπο, ἀλλὰ γιὰ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς.
Τὸ «ἐν παντὶ τόπω» δὲν ἀποκλείει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσευχῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ
σύναξι.
Τὸ νάχη κάποιος τὴ δυνατότητα νὰ τρώη ἐκτάκτως καὶ στὸ ταξίδι ποὺ πηγαίνει, δὲν αἴρει
τὴν ἀναγκαιότητα εἰδικοῦ χώρου στὸ σπίτι του, ποὺ ὀνομάζεται «τραπεζαρία» ἢ τοῦ
εἰδικοῦ καταστήματος, ποὺ λέγεται «ἑστιατόριο».
Ἡ ἐκκλησία, ὁ ναός, τὴν ὥρα τῆς λατρευτικῆς συνάξεως ἰδίως, εἶναι ἑστιατόριο. Καὶ ἡ
ψυχὴ τροφοδοτεῖται ζωντανότερα. Ἄλλωστε ἡ σύναξις στὴν ἐκκλησία, πλὴν τοῦ στοιχείου
τῆς ἁπλῆς προσευχῆς, ἔχει καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς κοινωνίας μὲ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ σώματος
τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν ἴδιο το Θεάνθρωπο Κύριο στὸ μυστήριο τῆς Θείας
Κοινωνίας.
Ἑπομένως εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖος ὁ χῶρος τοῦ Ναοῦ. Καὶ ἃς μὴ λησμονοῦμε, ὅτι
κάποτε, ἢ μᾶλλον τὶς περισσότερες φορές, καὶ τὸ ἐπιβλητικὸ περιβάλλον τοῦ Ναοῦ, μὲ τὶς
εἰκόνες, μὲ τὰ καντήλια, μὲ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα, ὑποβοηθεῖ τὴν ψυχὴ στὴν προσευχή.
• Ἀρκεῖ ἡ προσευχὴ νὰ ἔχῃ σωστὴ στάσι. Μιλώντας γιὰ τὴ στάση τῆς προσευχῆς ὁ
Παῦλος, λέει: «Ἐπαίροντας ὅσιους χεῖρας» (στ. 8).
Μιὰ ἀνύψωσις εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ ψυχὴ πρῶτα-πρῶτα ἀπ' τὴ χαμαιζnλία ἀνυψώνεται
σὲ σφαῖρες οὐράνιες. Γι' αὐτὸ ὁ ἱερεὺς καλεῖ στὴ Θεία Λειτουργία: «Ἄνω σχῶμεν τὰς
καρδίας». Ἂλλ ἢ προσευχὴ δὲν εἶναι μόνο ἐσωτερικὴ ὑπόθεσις. Εἶναι καὶ ἐξωτερική. Δὲν
μπορεῖ π.Χ. νὰ προσεύχεται κανεὶς χοροπηδώντας! Ἀπαιτεῖται καὶ κάποια ὤρισμενη στάσις
τοῦ σώματος.
Ἐκεῖνο δέ, ποῦ πολὺ τονίζεται στὴ Γραφή, εἶναι τὸ γονάτισμα τῶν ποδιῶν καὶ τὸ ὕψωμα
τῶν χεριῶν. Τὸ γονάτισμα φανερώνει ταπείνωσι. Μικροὶ μπροστὰ στὸ Θεό, ἀναγνωρίζουμε
μὲ τὸ γονάτισμα τὴ μικρότητά μας καὶ σκοπεύουμε ἐπιτυχέστερα γονατιστοί, παρὰ ὄρθιοι.
Τὸ παράδειγμα τοῦ γονατίσματος τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Λουκ. κβ' 41).
Τὸ ὕψωμα τῶν χεριῶν φανερώνει τὴν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει Ὁπωσδήποτε νὰ
ἐξαρτηθῆ ἀπ' τὸ Θεό, νὰ πιάση τὸν οὐράνιο Θεό. Ὁ Θεὸς ἁπλώνει τὰ χέρια του νὰ μᾶς σώση.
Ἀρκεῖ ν' ἁπλώνουμε κι ἐμεῖς τὰ δικά μας χέρια. Γι' αὐτὸ ὁ Ψαλμῳδὸς λέει: « Κατευθυνθήτω
ἢ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή...»
(Ψάλμ. 140,2). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ἐδῶ αὐτὴ τὴ στάση: «Ἐπαίροντας ὁσίους
χεῖρας» (στ. 8). Ο λειτουργὸς ἱερέας μάλιστα ἔχει τὴν περισσότερη ὥρα ὑψωμένα τὰ χέρια
του σὲ στάσι ἱκεσίας.
• Ὑψωμένα τὰ χέρια. Ἀλλὰ ποιὰ χέρια; Τὰ καθαρὰ χέρια. Εἶναι μεγάλη ὑποκρισία, τὰ ἴδια
χέρια, ἀπ' τὴ μιὰ μεριὰ νὰ κλέβουν κι ἀπ' τὴν ἄλλη νὰ ὑψώνωνται σὲ ἱκεσία. Ἀπ' τὴ μιὰ νὰ
γρονθοκοποῦν κι ἀπ' τὴν ἄλλη νὰ παρακαλοῦν. Ἀπ' τὴ μιὰ νάναι ματωμένα, κι ἀπ' τὴν ἄλλη
νὰ δέωνται.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει, ὅτι τὰ χέρια πρέπει νὰ εἶναι «ὅσια», δηλαδή, καθαρά.
«Ἐπαίροντας ὅσιους χεῖρας».
Καθαρὰ ἀπὸ ἁρπαγὴ καὶ ἀδικία, ἀπὸ ἀτιμία καὶ ἀσχήμια. Μὲ βρώμικα χέρια δὲν
καθόμαστε στὸ τραπέζι. Ἔτσι καὶ μὲ λερωμένα ἀπ' τὴν ἁμαρτία χέρια δὲν μποροῦμε νὰ
προσευχόμαστε.
Φυσικὰ δὲν ἀρκεῖ νάχουμε μόνο τα χέρια ἀμόλυντα ἀπὸ κακὲς πράξεις.
Ἀντιπροσωπευτικὰ ἀναφέρει τὰ χέρια, διότι αὐτὰ ὑψώνονται στὴν προσευχή. Τὸ
τονιζόμενο ἀπ' τὸν Παῦλο εἶναι ἡ γενικὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Γι' αὐτὸ καὶ συνεχίζοντας,
λέει: «Χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ» (στ. 8). Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Καθαρὰ ἔστω τοῦ
εὔχομενου ἢ διάνοια, παντὸς πάθους ἀπηλλαγμένη. Μηδεὶς μετὰ ἔχθρας προσίτω τῷ Θεῷ.
Μηδεὶς μετὰ ἀηδίας καὶ διαλογισμοῦ» (Ε.Π.Ε. 23,246). Μετάφρασις: Νὰ εἶναι καθαρὴ ἡ
σκέψις ἐκείνου, ποῦ προσεύχεται, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε πάθος. Κανένας νὰ μὴ πλησιάση
τὸ Θεὸ μὲ ἔχθρα. Κανένας μὲ δυσαρέσκεια καὶ λογισμὸ κακό.
Στὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης ἀπευθυνόμαστε. Πῶς μποροῦμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀγάπη στοὺς ἄλλους
ἢ νὰ ἔχουμε διαπληκτιστῆ μαζί τους ἢ νὰ ἔχουμε θυμώσει;
Ἡ προσευχὴ εἶναι καρπὸς καὶ ἠρεμίας καὶ ἐσωτερικῆς εἰρήνης. Πῶς, λοιπόν, εἶναι
δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦμε ἔχοντας ταραγμένη ἀπὸ ὀργὴ καὶ θυμὸ τὴν ψυχή μας;
• Προσευχόμαστε; Νὰ ἕνα μεγάλο ἐρώτημα γιὰ αὐτοκριτική. Μήπως δὲν μᾶς εὐχαριστεῖ
ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς; Καὶ ἂν προσευχόμαστε, ἔχουμε πίστι τέτοια, ὥστε νὰ διώχνῃ κάθε
«διαλογισμόν», δηλαδή, κάθε ἀμφιβολία; Ο Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐξηγώντας τὸ γιατί δὲν
μᾶς ἀκούει ὁ Θεὸς στὴν προσευχή μας, λέει: «Καὶ πῶς, φησί, δυνήσομαι πιστεύειν, ὅτι
ἐπιτεύξομαι τῆς αἰτήσεως; Ἂν μηδὲν ἐναντίον αἴτῃς, ὧν δοῦναι ἐστιν ἕτοιμος. Ἂν μηδὲν
ἀνάξιόν του βασιλέως, ἂν μηδὲν βιωτικόν, ἂν πάντα πνευματικά, ἂν χωρὶς ὀργῆς προσίης,
ἂν καθαρᾶς ἔχων τὰς χεῖρας, ἂν ὅσιας. “Όσιαί εἰσιν αἳ ἐλεημοσύνας ἐργαζόμεναι. "Ἂν οὕτω
προσίης, πάντως ἐπιτεύξη τῆς αἰτήσεως» (Ε.Π.Ε. 23,246-248). Μετάφρασις: Καὶ πῶς,
ρωτάει, θὰ μπορέσω νὰ πιστεύω, ὅτι θὰ εἰσακουστῇ τὸ αἴτημά μου; Ἂν δὲν Ζητᾷς τίποτε
ἀντίθετο ἀπὸ ὅσα εἶναι ὁ Θεὸς ἕτοιμος νὰ δώση, τίποτε ἀνάξιό της βασιλικῆς δόξας, τίποτε
τὸ βιωτικό. Ἂν ὅλα εἶναι πνευματικά. Ἂν πλησιάπης χωρὶς ὀργή. Ἂν ἔχῃς τὰ χέρια καθαρά.
Ἂν τὰ χέρια σου εἶναι ἅγια. Καὶ ἅγια εἶναι τὰ χέρια, ποὺ κάνουν ἐλεημοσύνες. Ἂν ἔτσι
πλησιάζης, ὁπωσδήποτε θὰ πετύχης τὸ αἴτημά σου.

Σεμνότητα- Ἁπλότητα (στ. 9).


Ὅσα ὁ Παῦλος λέει γιὰ τοὺς ἄντρες ἰσχύουν ὁπωσδήποτε καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες. Ἀφήνει
ὕστερα τὶς γυναῖκες, διότι εἶναι ἀνάγκη νὰ τονίση κάτι ποὺ ἔχουν οἱ γυναῖκες καὶ συνήθως
δὲν τὸ ἔχουν οἱ ἄντρες κάτι ποὺ εἶναι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν προσευχή, καὶ γενικὰ μὲ τὴ
θεοσέβεια. Οἱ γυναῖκες εὐκολότερα ἀπ' τοὺς ἄντρες θρησκεύουν.
Ὁ Διάβολος δὲν ναρκοθετεῖ τὸ δρόμο τους πρὸς τὴν ἐκκλησία. Τὶς μπλέκει διαφορετικὰ
καὶ τὶς κερδίσει ἐν πολλοῖς. Τὶς ἀφήνει νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ φορτωμένες
φτιασίδια καὶ ἀνόητα κοσμήματα. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια λέει: «Ὠσαύτως καὶ τὰς
γυναίκας ἐν καταστολῇ κοσμίω, μετὰ ἀϊδοὺς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἓν
πλέγμασιν ἢ χρυσῶ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῶ πολυτελεῖ» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἐπίσης, οἱ γυναῖκες νὰ στολίζουν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ ἐνδυμασία σεμνή,
μὲ συστολὴ καὶ σοβαρότητα, ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένη κόμμωσι ἢ χρυσὰ κοσμήματα ἢ
μαργαριτάρια ἢ πολυτελῆ ἐνδύματα».
Τέσσερα πράγματα τονίζει ἐδῶ ὁ Παῦλος σχετικὰ μὲ τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ρέπουν
περισσότερο στὴ φιλαρέσκεια, καὶ μερικὲς μάλιστα νομίζουν, ὅτι ἡ φιλαρέσκεια καὶ ὁ
καλλωπισμὸς δὲν εἶναι ἁμαρτία καὶ ὅτι κάλλιστα μποροῦν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὴν
εὐσέβεια καὶ τὸν ἐκκλησιασμό:
• Ἡ σεμνότητα. Ἡ γυναῖκα ὀφείλει νὰ εἶναι ντυμένη πάντοτε. Ἀποκλείεται παντελῶς ὁ
γυμνισμός, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς στὶς μέρες μᾶς ἔχει λάβει καθολικὲς σχεδὸν διαστάσεις.
Ὀφείλει ἡ γυναῖκα νὰ εἶναι πάντοτε «ἐν καταστολὴ κοσμίω». Τὸ φόρεμα νὰ καλύπτῃ
ὁλόκληρο, εἰ δυνατόν, τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴ τονίζῃ τὰ
σημεῖα τῆς θηλυκότητας.
Θηλυκότητα γιὰ τὴ γυναῖκα δὲν εἶναι ἡ προκλητικότητα. Εἶναι ἡ σωστὴ στάσις στὸν εἰδικὸ
ρόλο, ποὺ τῆς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στὸ μυστήριο τῆς Ζωῆς.
Ὑπάρχει περίπτωσις, ἕνας ἄντρας νὰ σκανδαλιστῆ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα καὶ χωρὶς αὐτὴ νὰ
ντυθῆ ἄσεμνα καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκῃ. Τότε ἡ γυναῖκα δὲν ἔχει εὐθύνη. Τὶς περισσότερες
ὅμως φορὲς τὴν εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ τὴν ἔχει ἢ προκλητικὴ ἐμφάνισης τῆς γυναίκας.
Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Τί ἐγὼ πάθω, φησὶν ἢ γυνή, ἂν ἕτερος ὑποπτεύση; Σὺ δίδως
τὴν ἀφορμὴν διὰ τοῦ σχήματος, διὰ τοῦ βλέμματος, διὰ τῶν κινημάτων. Διὰ τοῦτο πολὺς
τῷ Παύλῳ ὁ λόγος τῆς ἀμφιέσεως, πολύς της αἰδοῦς» (Ε.Π.Ε. 23,250). Μετάφρασις: Τί
φταίω ἐγώ, λέει ἡ γυναῖκα, ἂν ἄλλος μὲ κοιτάξη πονηρά; Ἐσὺ δίνεις τὴν ἀφορμή, μὲ τὴν
ἐμφάνιση, μὲ τὸ παρουσιαστικό σου, μὲ τὶς κινήσεις σου. Γι' αὐτὸ καὶ Παῦλος κάνει πολὺ
λόγο γιὰ τὴν ἀμφίεσι καὶ γιὰ τὴ ντροπή.
• Ἡ χριστιανὴ γυναῖκα ἔχει τὴ δική της μόδα. Δὲν ἀκολουθεῖ τὴ μόδα τοῦ κόσμου, ποῦ
«λανσάρει» πάντοτε ἐκκεντρικοὺς τρόπους ντυσίματος, ἔτσι, ὥστε νὰ σαγηνεύῃ τὶς
γυναῖκες, ποὺ θέλουν πάντοτε νὰ προκαλοῦν καὶ νὰ ἑλκύουν τὴν προσοχὴ τῶν ἄλλων.
Ἡ χριστιανικὴ μόδα χαράσσεται ἀπ' τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τὰ ὅσα ἐπισημαίνει
ἀποτελοῦν καὶ ἀπάντηση γιὰ ὅσους θεωροῦν λεπτομέρειες ἢ ἠθικολογίες τὸ ν' ἀσχοληται
ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμα καὶ μὲ τὸ θέμα τοῦ ντυσίματος τῆς γυναίκας ἢ τοῦ ἄντρα,
ἀκόμα καὶ μὲ τὸ χτένισμά τους. Ναί, σ' ἕνα χριστιανὸ ὅλα ἔχουν σημασία.
Ἡ μόδα τῆς χριστιανῆς γυναίκας, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ «αἰδὼς καὶ ἡ
σωφροσύνη». «Μετὰ ἀϊδοὺς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἕαυτας» (στ. 9).
Τὸ ὡραιότερο κόσμημα γιὰ μιὰ κόρη εἶναι ἡ αἰδώς, ἡ συστολή, ἢ ντροπή. “Όταν φύγη τὸ
εὐλογημένο «ἐρύθημα», ποὺ ἀποτελεῖ δεῖγμα ἁγνότητας καὶ ἁπλότητας, τότε ἡ γυναῖκα
ὁδηγεῖται σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀναισχυντία καὶ τὴν ξετσιπωσιά.
Κανένας φραγμὸς δὲν ὑπάρχει στὸ νὰ συγκρατηθῆ ἀπ' τὴν προκλητικότητα.
Ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐν πολλοῖς ἀποτέλεσμα τῆς σεμνῆς ἐμφανίσεως. Πῶς εἶναι δυνατὸν
νὰ εἶναι μιὰ γυναῖκα σώφρων καὶ ἠθική, ὅταν ντύνεται κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἐκθέτῃ
γυμνὰ μέρη τοῦ σώματός της σὲ κοινὴ θέα καὶ νὰ ἑλκύῃ τὰ πονηρὰ βλέμματα ἀνδρῶν; Οἱ
γονεῖς ὀφείλουν ἀπὸ μικρά τα κορίτσια νὰ τὰ κατηχοῦν σχετικῶς, ὥστε νὰ σέβονται καὶ τὸν
ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους. Ἰδιαίτερα ἡ διδασκαλία αὐτὴ ἁρμόζει στὴ μητέρα.
• Ἀλλ' ἢ σεμνότητα δὲν συνίσταται μόνο στὴν κάλυψη τῆς γυμνότητας. Μπορεῖ μιὰ
γυναῖκα νὰ μὴν εἶναι γυμνὴ καὶ νάναι προκλητική. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καίτοι καλόγερος,
παρατηρεῖ τρόπους ποὺ ντύνονταν οἱ γυναῖκες στὴν ἐποχή του, ὥστε νὰ τονίζουν σημεῖα
τοῦ σώματός τους καὶ νὰ ἑλκύουν αἰσχρὰ βλέμματα. Ἀλλὰ πέρα ἀπ' αὐτό, γιὰ μιὰ γυναῖκα
χριστιανὴ ἡ σεμνότητα ὀφείλει νὰ συνοδεύεται ἀπαραίτητα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ
λιτότητα.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια καταδικάσει τὰ φτιασίδια, ποὺ κυρίως συγκεντρώνονται
στὸ κεφάλι τῆς κοσμικῆς γυναίκας. Στ' ἀλήθεια, σκεφτήκατε πόσο στοιχίζει κάθε μῆνα τὸ
κεφάλι μιᾶς κοσμικῆς γυναίκας; Τὸ ἀνεγκέφαλο κεφάλι, ποὺ νομίζει ὅτι ἡ ἀξία κρέμεται στὰ
χρυσὰ σκουλαρίκια, ΖωγραφίΖεται στὰ χρώματα τῶν χειλέων, τῶν βλεφάρων, τῶν ματιῶν
καὶ τῶν παρειῶν, καὶ στεφανώνεται μὲ τὸ πλέξιμο τῶν μαλλιῶν στὸ κομμωτήριο!
Πόσος χρόνος σπαταλᾶται γιὰ τὸ στολισμὸ τοῦ κεφαλιοῦ μιᾶς γυναίκας, ποῦ μετὰ ἀπὸ
μερικὰ χρόνια θὰ εἶναι γυμνὸ κρανίο σὲ κάποιο ὀστεοφυλάκιο!
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος καταδικάζει τα... κομμωτήρια! Ναί, ὅσο καὶ ἂν δὲν συμφωνοῦν πολλοί,
ὁ ἄπ. Παῦλος ἐπιμένει. Κι ὅσοι θέλουν, ἃς τὰ βάλουν μὲ τὸν ἄπ. Παῦλο καὶ ἃς τὸν
κατηγορήσουν ὡς... καθυστερημένο!
Ποιοί; Οἱ ἄνθρωποι, ποῦ τὴ βλακεία τὴν ὀνομάζουν πρόοδο!
Λέει, λοιπόν, ὁ Παῦλος: «Μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσὸ ἢ μαργαρίταις...» (στ. 9). Τὰ μαλλιὰ
γιὰ τὴ γυναῖκα εἶναι στολίδι. Εἶναι φυσικὸ περιδέραιο. Καὶ ἃς μὴ λησμονοῦν οἱ χριστιανὲς
γυναῖκες, ὅσες φυσικὰ θέλουν ν' ἀκολουθοῦν τὴ μόδα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ θέλημα τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι δὲν πρέπει νὰ κουρεύωνται. «Αἰσχρὸν γυναικὶ τὸ κείρασθαι» (Α΄ Κορ. ια'
6). Εἶναι αἰσχρὸ πρᾶγμα νὰ πηγαίνῃ ἡ γυναῖκα στὸ κουρεῖο ἢ στὸ κομμωτήριο καὶ νὰ κόβῃ
τὰ μαλλιά της. Καὶ παρακάτω λέει: «Γυνὴ ἐὰν κομά, δόξα αὐτὴ ἔστιν, ὅτι ἡ κόμη ἀντὶ
περιβολαίου δέδοται αὕτη» (Α' Κορ. ια΄ 15). Γνωρίζω τί θὰ ποῦν ἀρκετοὶ καὶ ἀρκετές: -Δὲν
ἔχει σημασία ἢ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισις! Σημασία κυρίως ἔχει ἡ καρδιά! Ὅλα ἔχουν σημασία,
καὶ τὰ ἐσωτερικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικὰ
Τὸ νὰ ντύνεται μιὰ γυναῖκα σεμνά, δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ὅτι εἶναι καὶ εὐσεβὴς καὶ
ἐνάρετη. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καὶ ὑποκρισία.
Ἀλλ' ὅταν μιὰ γυναῖκα εἶναι σεμνὴ καὶ ἐνάρετη, τότε ντύνεται σεμνὰ καὶ δὲν κουρεύεται
καὶ δὲν φτιάχνει τὰ μαλλιά της σὲ κομμωτήρια.
• Τὰ φτιασίδια τῶν γυναικὼν δὲν ἐξαντλοῦνται μόνο στὸ χτένισμα τῶν μαλλιῶν.
Ἐκδηλώνονται καὶ μὲ κοσμήματα καὶ μὲ ροῦχα πολυτελῆ. Γι' αὐτὸ καὶ Παῦλος καυτηριάζει
καὶ αὐτά: «Μὴ ἓν χρυσῶ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῶ πολυτελεϊ» (στ. 9).
Ὑπάρχουν ματαιόδοξες γυναῖκες, ποὺ εἶναι σωστὰ κινητὰ κοσμηματοπωλεῖα. Ἔχουν
τόσα χρυσαφικά, ποῦ ἂν τὰ ἐκποιήσουν, μποροῦν νὰ συντηρηθοῦν γιὰ ἕνα χρόνο δέκα
οἰκογένειες ἐνδεῶν. Καὶ ὅμως, τὴ δυστυχία τῶν ἄλλων τὴν ἔχουν κάνει... χρυσαφικὰ δικά
τους!
Πρόκειται γιὰ πρόκληση, ὄχι μόνο γιὰ βλακεία. Όσο γιὰ τὰ ροῦχα, ὑπάρχουν γυναῖκες,
ἀλλὰ καὶ ἄντρες, ποῦ δὲν φορᾶνε ποτὲ τὰ ἴδια ροῦχα δυὸ συνεχόμενες μέρες, κάποτε οὔτε
τὴν ἴδια μέρα! Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ «δελεάσουν», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.
23,252). Ρωτάει ὁ ἅγιος Πατήρ:
-Πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία μὲ τόσα στολίδια; Ποῦ πηγαίνεις; Γιὰ νὰ χορέψης πηγαίνεις;
Ξεχνᾷς ὅτι πηγαίνεις γιὰ νὰ προσευχηθῆς;
«Τί λέγεις; Προσέρχη δεομένη τοῦ Θεοῦ καὶ περικεῖσαι χρυσία καὶ ἐμπλέγματα; Μὴ γὰρ
Χορεύσαι ᾖλθες; Μὴ γὰρ γάμων μεθέξουσα; Μὴ γὰρ εἰς πομπῶν παρεγένου; Ἐκεῖ τα
χρυσία, ἐκεῖ τα ἐμπλέγματα, ἐκεῖ τα πολυτελῆ Τμάτια ἔχει καιρόν. Νῦν δὲ οὐδενὸς χρεία
τούτων» (Ε.Π.Ε. 23,248). Μετάφρασις: Τί λές; Ἔρχεσαι νὰ παρακαλέσης τὸ Θεὸ καὶ
περιβάλλεσαι ἀπὸ χρυσὰ καὶ ἐπιτηδευμένες κομμώσεις; Μήπως ᾖρθες γιὰ νὰ χορέψης;
Μήπως γιὰ νὰ λάβης μέρος σὲ γάμο; Μήπως ᾖρθες σὲ πανηγύρι; Ἐκεῖ ἔχουν θέσι τὰ χρυσά,
οἱ παράξενες κομμώσεις, τὰ πολυτελῆ ἐνδύματα. Ἐδῶ δὲν χρειάζεται τίποτε ἀπ' αὐτά.

Ἐπάγγελμα: Θεοσέβεια (στ. 10)


Δὲν εἶναι μόνο ἄρνησις ὁ Παῦλος. Εἶναι καὶ θέσις. Οἱ γυναῖκες δὲν ἔχουν ἐπάγγελμα τὴ
φιλαρέσκεια ἢ τὴν ἀκόλαστη Ζωή, γιὰ νὰ ἐπιμελοῦνται συνεχῶς τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος καὶ
νὰ σπαταλοῦν τοῦ κόσμου τὰ λεφτά. Τὸ κύριο ἐπάγγελμα τῆς γυναίκας εἶναι ἡ θεοσέβεια.
Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος, ὅτι δὲν πρέπει νὰ φροντίζουν γιὰ μάταια πράγματα, ἀλλὰ ν'
ἀποσκοποῦν στὸ «ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δὶ' ἔργων ἀγαθῶν» (στ.
10). Στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀλλὰ μὲ ὅ, τί ἁρμόζει σὲ γυναῖκες, ποὺ παρουσιάζονται ὡς
θεοσεβεῖς, δηλαδή, μὲ καλὰ ἔργα».
Θεοσέβεια ἐδῶ σημαίνει θεαρέσκεια.
Ὅταν κάποιον τὸν σέβομαι καὶ τὸν ἀγαπῶ, κάνω ὅ,τι σ' αὐτὸν ἀρέσει. Καὶ μάλιστα, ὅταν
αὐτὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας φίλος, ἕνας γνωστός, ἕνας συγγενής, ἀλλ' εἶναι ὁ στενότερος
συγγενής μας. Εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς καρδιᾶς μου. Εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει μοιραστῶ μαζί μου
τὴν κληρονομιά Του, τὴ δόξα Του, τὰ πλούτη Του, τὴ Ζωή Του. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Χριστὸν ἔχεις νυμφίον. Τί ἐραστᾶς ἀνθρώπους ἐπισπᾶσαι; Μοιχείας σε τότε
κρινεῖ. Διατὶ μὴ κοσμῇ τὸν κόσμον τὸν αὐτῶ ἀρέσκοντα, τὸν αὐτῶ φίλον, τὴν αἰδῶ, τὴν
σωφροσύνην, τὴν Κοσμιότητα, τὴν σώφρονα καταστολήν;... Παύσαι τῆς μανίας, γύναι, ἐπὶ
τὴν ψυχὴν μετάγαγε τὴν τοιαύτην σπουδήν, ἐπὶ τὴν ἔσω ἔμπρεπειαν. Αὐτὸς γὰρ ὃ κόσμος
ὃ ἔξωθεν περικείμενος οὐκ ἀφίησι τὸν ἔνδον γενέσθαι καλόν. Ὁ περὶ τοῦτον ἤσχολημενος,
τοῦ ἔνδον καταφρονεῖ, ὥσπερ ὁ τούτου καταφρονῶν, πᾶσαν τὴν σπουδὴν περὶ τὸν ἔνδον
ἐνδείκνυται» (Ε.Π.Ε. 23,252-254). Μετάφρασις: Ἔχεις νυμφίο τὸ Χριστό. Γιατί προσπαθεῖς
ν' ἀποκτήσης ἀνθρώπους ἐραστές; Τότε θὰ κατηγορηθῆς γιὰ μοιχεία. Γιατί δὲν στολίζεσαι
τὰ στολίδια, ποῦ ἀρέσουν στὸ Νυμφίο σου, ποῦ Αὐτὸς ἀγαπᾷ, ὅπως εἶναι ἡ ντροπή, ἡ
σωφροσύνη, ἢ κοσμιότητα, ἡ σεμνὴ ἐνδυμασία;... Σταμάτα τὴ μανία, ὢ γυναῖκα, καὶ νὰ
μεταφέρῃς τὴ φροντίδα σου στὴν ψυχή, στὴν ἐσωτερικὴ ὀμορφιά. Ὁ ἐξωτερικὸς στολισμὸς
δὲν ἀφήνει τὸν ἐσωτερικὸ νὰ γίνῃ ὡραῖος. Ὅποιος ἀσχολεῖται μ' αὐτὸ τὸ στολισμό,
καταφρονεῖ τὸν ἐσωτερικό, ὅπως πάλι ὅποιος περιφρονεῖ τὸν ἐξωτερικό, συγκεντρώνει ὅλη
τὴ φροντίδα του στὸν ἐσωτερικὸ στολισμό.
• Ἡ θεοσέβεια ἐκδηλώνεται ὡς θεαρέσκεια. Καὶ ἢ θεαρέσκεια καταργεῖ τὴ φιλαρέσκεια
καὶ τὴ ματαιοδοξία. Καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἀγῶνες καὶ ἀθλήματα πνευματικά. Γι' αὐτὸ λέει ὁ
Παῦλος: «'Ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δὶ' ἔργων ἀγαθῶν» (στ. 10).
Ὄχι βλακεία, ἂλλ' ἔργα ἀγαθά! Νὰ ὁ προορισμὸς κάθε εὐσεβοῦς γυναίκας. Καλλιστεῖα
ὄχι σώματος, ἀλλὰ ψυχῆς. Τὰ στολίδια εἶναι τὰ ἀγαθὰ ἔργα.
Εἶναι στολίδια, μπροστὰ στὰ ὁποῖα ἐντυπωσιάζονται καὶ οἱ ἄγγελοι.
Στολίδια, ποὺ τὰ θαυμάσει καὶ ὁ Οὐρανός.
Στολίδια, ποῦ δὲν χάνονται στὸν τάφο. Τὰ παίρνει ὁ ἄνθρωπος μαζί του, ὅταν φεύγῃ ἀπ'
τὴ ζωὴ μὲ τὴν κοίμησί του.
Όταν ἕνας ἀθλητὴς προκηται ν' ἀγωνιστῆ, γιὰ νὰ πάρη ἕνα ὑπέροχο βραβεῖο, τί
προσέχει;
Νὰ στολιστῆ ἢ νὰ προπονηθῆ; Ἀσφαλῶς τὸ δεύτερο. Ε, λοιπόν, ὁ παρὼν κόσμος εἶναι γιὰ
ἄθληση, ὄχι γιὰ βλακεία καὶ ματαιοδοξία.
Ἃς ἀκούσουν καὶ οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄντρες τ' ἀθάνατα λόγια τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου: «Ἀναδέξασθε ἀγῶνα μέγαν, ἔνθα ἀθλήσεως, οὐ καλλωπισμοῦ δεῖ.
Πυκτεύειν δεῖ, οὗ βλακεύειν. Οὒχ ὅράς τους πυκτεύοντας, τοὺς ἄθλουντας; Ἄρα βαδίσεως
αὐτοῖς μέλει καὶ σχήματος; Οὐδαμῶς. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφέντες, ἱμάτιον ἐλαίω διάβροχον
ἀναβαλλόμενοι, πρὸς ἓν μόνον ὄρωσι, τὸ πλήξαι, καὶ μὴ πληγῆναι» (Ε.Π.Ε. 23,254-256).
Μετάφρασις: Ἀναλάβετε μεγάλο ἀγῶνα, ὅπου χρειάζεται ἄσκησις, ὄχι καλλωπισμός.
Χρειάζεται νὰ πυγμαχῇ κανείς, ὄχι νὰ κάνῃ βλακεῖες. Δὲν βλέπεις τοὺς πυγμάχους, τοὺς
ἀθλητές; Ἄραγε φροντίζουν γιὰ τὸ βάδισμα καὶ τὴν ἐμφάνιση; Καθόλου. Ἀφήνουν ὅλα
αὐτά, φορᾶνε λαδωμένο ἔνδυμα, καὶ ἀποβλέπουν σ' ἕνα μόνο, στὸ νὰ ἐπιφέρουν χτύπημα
στὸν ἀντίπαλο, κι ὄχι νὰ δεχτοῦν χτύπημα.

11
Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ· 12 γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω,
οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ' εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ. 13 ᾿Αδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλάσθη, εἶτα Εὔα· 14 καὶ
᾿Αδὰμ οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε· 15 σωθήσεται δὲ διὰ τῆς
τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης.

Τὸ πάθος τῆς πολυλογίας (στ. 11)


Γιὰ τὰ κοσμήματα τῶν γυναικὼν μίλησε προηγουμένως ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ τὰ
καταδίκασε. Πρόκειται γιὰ τὰ ἐξωτερικὰ κοσμήματα, ποὺ στολίζουν τὸ πρόσωπο καὶ τὸ
κεφάλι τῶν γυναικών, γιὰ τὰ χρυσαφικά, τὰ φτιασίδια, τὰ πολυτελῆ ροῦχα, γιὰ ὅλα ἐκεῖνα,
ποὺ ἱκανοποιοῦν τὴ ματαιοδοξία καὶ τὴ φιλαρέσκεια τῶν γυναικών. Γιὰ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ
στοιχίζουν τόσο πολὺ καὶ προκαλοῦν.
Ο ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ κάνει τὴ μεγαλύτερη... ἀντίπραξι στὰ
κοσμηματοπωλεῖα, τὰ χρυσοχοεῖα καὶ τὰ ἰνστιτοῦτα καλλονῆς! Ὅλα αὐτὰ κάνουν χρυσὲς
δουλειὲς προσφέροντας τὶς ὑπηρεσίες τοὺς σ' ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὀνομάζει
«βλακεία τῶν γυναικών»!
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τ' ἀληθινὰ κοσμήματα, γιὰ τὰ πραγματικὰ
στολίδια τῶν γυναικών. Καὶ ὡς πρῶτο παρουσιάζει τὴ σιωπή. «Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω,
ἐν πάσῃ ὑποταγὴ» (στ. 11). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἡ γυναῖκα νὰ μαθαίνῃ τὴ σιωπή,
νὰ ζῇ μὲ πλήρη ὑποταγή».
Ἃς μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὅλα ὅσα καὶ παραπάνω καὶ ἐδῶ λέει ὁ Παῦλος, κυρίως
ἀναφέρονται στὴν ἐκκλησιαστικὴ σύναξι. Ἄν, δηλαδή, εἶναι μιὰ φορὰ ἁμαρτία, ἡ γυναῖκα
νὰ στολίζεται μὲ κοσμικὰ στολίδια ἔξω ἀπ' τὸ Ναό, εἶναι δέκα φορὲς ἁμαρτία νὰ πηγαίνῃ
ἔτσι φορτωμένη μὲ χρυσαφικὰ καὶ πολυτέλεια μέσα στὸ Ναὸ γιὰ τὴ λατρευτικὴ σύναξι καὶ
τὴν προσευχή.
Γιὰ τὴ σύναξι, λοιπόν, λέει ὁ Παῦλος καὶ τὸ ὅτι οἱ γυναῖκες ὀφείλουν νὰ μὴ μιλᾶνε. Ἡ
γυναῖκα ρέπει στὴ φλυαρία. Καὶ ἡ φλυαρία τῆς ἱκανοποιεῖται πολλὲς φορὲς μὲ περιττὰ
λόγια, μὲ ὑπερβολὲς ἢ μὲ κρίσεις, μὲ κατακρίσεις, μὲ «κουτσομπολιά».
Η φλυαρία χαρακτηρίζει κάποτε καὶ τὴν εὐσεβῆ γυναῖκα. Καὶ ἐνδύεται μὲ ιεραποστολικό
μανδύα! Νομίζει, δηλαδή, ὅτι μπορεῖ καὶ στὴν ἐκκλησία νὰ κάνῃ τὴν ἔξυπνη καὶ νὰ διδάσκῃ!
Ἀλλ' ὁ Παῦλος Ζητάει ἡσυχία ἀπ' τὴ γυναῖκα μέσα στὴ λατρευτικὴ σύναξι. Γιατί;
• Γενικῶς ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὀφείλουν σεβασμὸ στὸν ἱερὸ χῶρο καὶ
κατάνυξι. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα, ν' ἀκούγωνται στὴ λατρευτικὴ σύναξι ψίθυροι καὶ
συζητήσεις. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, καὶ μάλιστα σὲ ἐνοριακοὺς ναούς, γίνεται τόση
φασαρία, ὥστε χάνονται τὰ ψαλλόμενα καὶ ἀναγινωσκόμενα!
• Ἡ ἡσυχία εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαία γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικὰ καὶ ἡ προσοχὴ
τῶν ἐκκλησιαζομένων ἀποσπᾶται καὶ ἀσέβεια γίνεται. Ἄντρες, λοιπόν, καὶ γυναῖκες
ὀφείλουν ἡσυχία μέσ' στὸ ναό, καὶ φυσικὰ πρῶτοι οἱ λειτουργοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ μιλᾶνε στὸ
ἱερὸ βῆμα!
Δὲν εἶναι καφενεῖο ὁ ναός. Εἶναι τόπος προσευχῆς.
• Εἰδικὰ οἱ γυναῖκες δὲν πρέπει νὰ μιλᾶνε, καὶ διότι προκαλεῖ ἡ φωνή τους, ἀλλὰ κυρίως
διότι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ διδάσκουν κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία. Ἦταν παράδοσης τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ὁποία δὲν ἀκύρωσε, ἀλλὰ συμπλήρωσε ἡ Καινὴ Διαθήκη, νὰ εἶναι
ἡ γυναῖκα ἐκκλησιαζομένη, λειτουργουμένη, καὶ ὄχι λειτουργοῦσα μέσα στὸ ναό.
Διδασκομένη, καὶ ὄχι διδάσκουσα. Ἃς θυμηθοῦμε τὰ ὅσα λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ
περίφημο 14ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς, ποὺ εἶναι τὸ κεφάλαιο τῆς
λατρευτικῆς συνάξεως: «Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἳ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς
ἐκκλησίαις σιγάτωσαν. Οὐ γὰρ ἐπιτρέπεται αὔταις λαλεῖν, ἀλλ' ὑποτάσσεσθαι, καθὼς καὶ ὁ
νόμος λέγει» (Α΄ Κορ. ιδ΄ 34).
Ἀπ' τὴν ἡσυχία καὶ τὴ σιγὴ δὲν ἔχει νὰ ζημιωθῆ ἡ γυναῖκα, ὅπως ἄλλωστε καὶ κάθε
χριστιανός. Ποτὲ κανεὶς δὲν μετανοίωσε γιατί δὲν μίλησε. Πολλὲς φορὲς μετανοιώσαμε
γιατί μιλήσαμε!
• Ἡ ἡσυχία τῆς γυναίκας στὸ ναὸ φανερώνει καὶ τὴν ταπείνωσί της. Ὁ ρόλος της δὲν εἶναι
γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ ναοῦ. Ἔχει ἄλλη λειτουργία ἢ γυναῖκα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἱερή,
κάποτε ἐρώτερη ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ ἱερέως ἀνδρός, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
• Ἀλλ' ὁπωσδήποτε ἢ σιγῇ αὐτὴ δὲν ἐμποδίζει τὴν ἱεραποστολικὴ δράση καὶ τὴ
διδασκαλία, ποὺ ὀφείλει ἡ γυναῖκα στὸ περιβάλλον της, ἀλλὰ καὶ στὸ ρόλο ποὺ τῆς ἔχει
ἀναθέσει ὁ Θεός.

Εὐαγγελίστριες, ἀλλ' ὄχι ἱεροκήρυκες (στ. 12)


Ὁ Κύριος εἶχε Μαθητές, ἀλλ' εἶχε καὶ Μαθήτριες. Καὶ εἶναι πολὺ σημαντικό το γεγονός,
ὅτι οἱ μαθήτριες ἔγιναν οἱ πρῶτοι ὁμολογητὲς τῆς Ἀναστάσεως. Πρῶτες εἶδαν τὸν
ἀναστημένο Κύριο. Καὶ ἀπ’ Ἐκεῖνον ἔλαβαν τὴν ἐντολὴ νὰ πᾶνε νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση
στοὺς Μαθητές Του: «Ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοὺς μαθηταίς μου» (Ματθ. κη΄ 10). Μὲ βάση
τὸ Κυριακὸ αὐτὸ λόγιο, προτρέπονται οἱ γυναῖκες ἀπ' τὸν ὑμνογράφο: «Δεῦτε ἀπὸ θέας
γυναῖκες εὐαγγελίστριαι καὶ τὴ Σιῶν εἴπατε: Δέχου παρ' ἠμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς
Ἀναστάσεως Χριστοῦ» (στιχηρὸ τοῦ Πάσχα).
Δὲν ἀπαγορεύεται στὶς γυναῖκες νὰ ὁμολογοῦν δημοσία τὴν πίστι ἢ νὰ διδάσκουν καὶ νὰ
κατηχοῦν. Ὄχι μόνο δὲν ἀπαγορεύεται, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται καὶ στὶς χριστιανὲς γυναῖκες
«εὐκαίρως ἀκαίρως» (Β΄ Τιμ. δ' 2) νὰ παρουσιάΖουν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς τους.
Ἐκεῖνο, ποῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαγορεύει, εἶναι ἡ διδασκαλία μέσα στὸ ναό, ὅταν
ὑπάρχουν ἐκκλησιαζόμενοι καὶ ἄντρες. Τὸ θεωρεῖ αὐθάδεια καὶ ἀναίδεια. Ἀλλ' ἡ χριστιανὴ
γυναῖκα ἔχει ὡς ὡραιότερο στολίδι τῆς τὴν αἰδῶ. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τοσούτον αὐτὴν σιγηρᾶν εἶναι δεῖ, φησίν, ὡς μὴ μόνον περὶ βιωτικῶν, ἀλλὰ
μηδὲ περὶ πνευματικῶν φθέγγεσθαι ἐν ἐκκλησίᾳ. Τοῦτο κόσμος, τοῦτο αἰδώς, τοῦτο
μᾶλλον αὐτὴν τῶν ἱματίων κοσμῆσαι δυνήσεται. Ἂν οὕτως ἐαυτὴν περιστείλη, δυνήσεται
καὶ μετὰ πολλῆς της εὐκοσμίας τὰς εὔχας ποιείσθαι» (Ε.Π.Ε. 23,260). Μετάφρασις: Τόσο
σιωπηλὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ πιστὴ γυναῖκα, λέει ὁ Παῦλος, ὥστε νὰ μὴ μιλάη στὴν ἐκκλησία
ὄχι μόνο γιὰ βιωτικά, ἀλλ' οὔτε γιὰ πνευματικά. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ εἶναι στολίδι. Αὐτὸ σημαίνει
αἰδὼς (ντροπή). Αὐτὸ τὴν στολίζει πολὺ περισσότερο ἀπ' τὰ φορέματα. Ἂν ἔτσι ντύση τὸν
ἑαυτό της, μὲ πολλὴ σεμνότητα θὰ μπορεί νὰ προσεύχεται.
Ἐπιμένει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σιγή, ποὺ ἐπιβάλλεται στὴ γυναῖκα στὴ λατρευτικὴ
σύναξι.
Καὶ φυσικὰ ὁ Παῦλος δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορηθῆ γιὰ ρατσισμό, γιὰ διακρίσεις. Ξεκάθαρα
διακήρυξε: «Οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ ? 28), ὡς πρὸς τὴν ἀξία. Λέει, λοιπόν, στὴ
συνέχεια τῆς ἑρμηνευομένης Ἐπιστολῆς: «Γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ
αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ' εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ» (στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Στὴ
γυναῖκα βέβαια δὲν ἐπιτρέπω νὰ διδάσκῃ (στὶς λατρευτικὲς συνάξεις) ἢ νὰ ἐξουσιάzn τὸν
ἄντρα, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σὲ ταπείνωση καὶ σεμνότητα».
• Δὲν πηγαίνει ἡ γυναῖκα στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ἐρεθίση, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχήθη.
• Ἀφοῦ ρέπει στὴ φλυαρία ἡ γυναῖκα, εἶναι φυσικὸ ὁ Παῦλος νὰ θέλω νὰ θεραπεύση τὸ
πάθος καὶ μ' αὐτὴ τὴν ἀπαγόρευσι. «Λάλον τὸ γένος τῶν γυναικών», λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος
(Ε.Π.Ε. 23,260). Όπου πολύ το πάθος, ἐκεῖ καὶ ἰσχυρότερη ἢ δόσις τοῦ φαρμάκου. Μπορεῖ
νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ Παῦλος, μπορεῖ νὰ φαίνεται αὐστηρό το μέτρο ποὺ λαμβάνει,
ἀλλ' ἀποβλέπει σὲ θεραπεία τοῦ πάθους καὶ διατηρεῖ καὶ τὴν τάξι ποῦ ὤρισε ὁ Θεός.
• Δὲν εἶναι ἡ γυναῖκα κεφαλὴ τοῦ ἄντρα. Ὁ ἄντρας εἶναι κεφαλὴ τῆς γυναίκας. Ἑπομένως
δὲν θὰ διδάσκῃ ἢ γυναῖκα τὸν ἄντρα, ἂλλ' ὁ ἄντρας θὰ διδάσκει τὴ γυναῖκα.
Καὶ αὐτὸ φυσικά, ὅταν προκηται γιὰ χριστιανικὸ ἀντρόγυνο. Διαφορετικά, ἂν ὁ ἄντρας
εἶναι ἄπιστος ἢ ἀδιάφορος θρησκευτικῶς, ἡ γυναῖκα ἐπιβάλλεται νὰ τὸν βοηθήση, καὶ μὲ
τὸ λόγο της καὶ μὲ τὸ παράδειγμά της, νὰ βρῇ τὸ Θεὸ καὶ τὴ σωτηρία του. Ἄλλωστε γι' αὐτὸ
ὁ Παῦλος δὲν προτρέπει νὰ χωρίση ἢ χριστιανὴ σύζυγος ἀπ' τὸν ἄπιστο σύζυγο. «Τί γὰρ
οἶδᾳς, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις;» (Α΄ Κορ. ζ' 16).
• Ἡ ἡσυχία γιὰ τὴ γυναῖκα εἶναι κι αὐτὴ μιὰ λειτουργία, ἕνα ἔργο.
Ἡ γῆ δὲν θορυβεῖ, δὲν μιλάει ὅταν στὰ σπλάχνα τῆς συντελῆται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας
ἑνὸς λουλουδιοῦ, ἑνὸς δέντρου. Ἔπεσε ὁ σπόρος, καὶ μέσα στὴν ἡσυχία ριζώνει, φυτρώνει,
βλαστάνει, καρποφορεῖ. Ἔτσι καὶ ἡ ἡσυχία τῆς γυναίκας, ἀκόμα καὶ ἡ ὑποταγή της στὸν
ἄντρα, σὲ θέματα φυσικὰ ποῦ δὲν θίγουν τὸ «Πιστεύω» της, ἀποδίδει καρπούς.
Ἡ γέννησης καὶ ἡ ἀνατροφὴ ἑνὸς παιδιοῦ δὲν εἶναι θορυβῶδες ἔργο. Εἶναι ὅμως πιὸ
ἀποτελεσματικὸ ἀπὸ ἕνα κήρυγμα μέσα στὴν ἐκκλησία!

Προηγεῖται ὁ ἄντρας (στ. 13)


Όλα στὴ δημιουργία ἔχουν τὴν τάξη τους, τὴν ἱεράρχησή τους. Εἶναι βέβαια ἴσοι ὡς πρὸς
τὴν ἄξια ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅμοιοι ὡς πρὸς τὸν ρόλο καὶ τὴν ἀποστολή.
Ὡς ψυχὲς ἀθάνατες εἶναι ἀδιάκριτες. Δηλαδή, στὸν οὐρανὸ ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοποθετήση τὶς
γυναῖκες σὲ κατώτερη τάξι ἀπὸ τοὺς ἄντρες.
Καθόλου σημασία δὲν ἔχει γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν τὸ γένος. Ἄλλωστε ἡ διάκρισις
γένους δὲν θὰ ὑφίσταται στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιὰ τὴ γῆ ἐπιβάλλεται ἡ διάκρισις τοῦ
γένους, γιὰ νὰ συντελῆται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ συνεχίζεται ἡ δημιουργία καὶ ἡ
αὔξησης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἡ ἰσότητα στὸ Χριστιανισμὸ δὲν μοιάζει μὲ ὁδοστρωτῆρα, ποῦ καταστρέφει τὶς
ἰδιαιτερότητες, οὔτε ἀποτελεῖ παράδοση τῆς σκυτάλης τῆς προτεραιότητας στὴ γυναῖκα.
Τὴν προτεραιότητα τὴν ἔχει ὁ ἄντρας. Αὐτὸς πλάστηκε πρῶτος. Γι' αὐτὸ στὴ συνέχεια λέει
ὁ Παῦλος: «'Ἀδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλάσθη, εἴτα Εὕα» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Ὁ Ἀδὰμ πλάστηκε πρῶτα, κι ἔπειτα ἡ Εὕα».
• Ὅποιος προηγεῖται χρονικά, δὲν σημαίνει πὼς ἔχει καὶ μεγαλύτερη ἀξία. Ἡ ἀξία δὲν
μετρᾶται οὔτε μὲ τὴν ἡλικία οὔτε μὲ τὰ ἀξιώματα οὔτε μὲ τὰ χαρίσματα. Μετρᾶται μόνο μὲ
τὴν ἀρετή. Μιὰ γυναῖκα στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἔχῃ χιλιάδες φορὲς μεγαλύτερη ἀξία
ἀπὸ ἕναν ἄντρα. Καὶ ἃς μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι τὸ ρεκὸρ τοῦ ὕψους, τὸ ρεκὸρ τῆς ἁγιότητος,
γυναῖκα τὸ κατέχει: ἡ Παναγία!
• Ἄλλο ὅμως ἀξία, καὶ ἄλλο ἔργο, ρόλος, ἀποστολή. Δὲν εἶναι τῆς γυναίκας ἀποστολὴ νὰ
γίνεται ἱερέας, νὰ γίνεται ἱεροκήρυκας, νὰ γίνεται διδάσκαλος στοὺς ἄντρες, τουλάχιστον
ἄμεσα. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι μιὰ φορὰ θέλησε νὰ προηγηθῆ ἡ γυναῖκα τοῦ ἄντρα
καὶ τὸν χαντάκωσε, ὄχι μόνο αὐτόν, ἀλλ' ὅλο το ἀνθρώπινο γένος! «Ἐδίδαξε πότε τὸν ἄνδρα,
καὶ πάντα κατέστρεψε, καὶ τὴ παρακοὴ ὑπεύθυνον ἐποίησε. Διὰ τοῦτο αὐτὴν ὑπέταξεν ὁ
Θεός, ἐπειδὴ τὴ ἀρχή, μᾶλλον δὲ τὴ ὁμοτιμία κακῶς ἔχρησατο» (Ε.Π.Ε. 23,260).
Μετάφρασις: Κάποτε δίδαξε ἡ γυναῖκα τὸν ἄντρα (ἢ Εὕα τὸν Ἀδὰμ) κι ὅλα τα κατέστρεψε
καὶ τὸν κατέστησε ὑπεύθυνο στὴν παρακοή. Γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς τὴν ὑπέταξε, ἐπειδὴ ἔκανε κακὴ
χρήση τῆς ἐξουσίας, η, καλύτερα, τῆς ἰσοτιμίας.

Εὔκολωτερα ἐξαπατᾶται ἡ γυναῖκα (στ. 14)


Πότε θέλησε νὰ πάρη τὸ προβάδισμα ἡ γυναῖκα; Στὴν περίπτωση τοῦ ὄφεως.
Προηγήθηκε μαζί της ἢ συνάντησης τοῦ Διαβόλου. Γιατί δὲν πῆγε ὁ Διάβολος στὸν ἄντρα,
καὶ ἐπέλεξε γιὰ πρῶτο συνομιλητὴ τὴ γυναῖκα; Διότι ἡ γυναῖκα εὔκολωτερα πείθεται. «Καὶ
Ἀδὰμ οὐκ ἤπατηθη, ἢ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἓν παραβάσει γέγονε» (στ. 14). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἐπίσης ὁ Ἀδὰμ δὲν ἀπατήθηκε, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἀπατήθηκε καὶ ἔκανε
παράβασι».
• Ἀφοῦ καὶ οἱ δυό, καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, ἔπεσαν, ἀφοῦ καὶ οἱ δυὸ δέχτηκαν νὰ
δοκιμάσουν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, γιατί ὁ Παῦλος λέει, ὅτι ὁ Ἀδὰμ δὲν ἀπατήθηκε, ἐνῷ
ἡ Εὕα ἀπατήθηκε;
Διότι ἡ μὲν γυναῖκα δέχτηκε τὴ συμβουλὴ ἑνὸς ξένου, ἐνῷ ὁ Ἀδὰμ δέχτηκε τὴν προτροπὴ
τῆς ὁμοφύλου! Τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶναι νὰ δείξης ἐμπιστοσύνη σ' ἕνα ξένο, καὶ μάλιστα ἐχθρό,
καὶ τὸ ἴδιο εἶναι νὰ δείξης ἐμπιστοσύνη σ' ἕνα δικό σου ἄνθρωπο; Τὸ δικό σου ἄνθρωπο
δὲν τὸν ὑποψιάζεσαι. Τὸν ξένον ὀφείλεις νὰ τὸν προσέχης.
• Ἀπατήθηκε, λοιπόν, ἡ γυναῖκα, διότι τὴν κορόιδεψε ὁ ἀρχιψεύστης, ὁ Σατανᾶς. Αὐτὸ
βέβαια δὲν ἀμνηστεύει τὸν ἄντρα. Γι' αὐτὸ καὶ στὴν τιμωρητικὴ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ δὲν
ἑξαιρέθηκε ὁ ἄντρας, ὁ Ἀδάμ.
'Ἀλλ' ἢ πρᾶξις τῆς γυναίκας εἶχε ἄλλη βαρύτητα. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Οὐκ ἔστιν ἴσον παρὰ τῆς ὅμοφυλου καὶ συγγενοῦς δέξασθαι τὴν ἀπάτην,
καὶ παρὰ θηρίου, τοῦ δούλου, τοῦ ὑποτεταγμένου. Ὥστε ἐκεῖνο ἀπάτης ἐστι. Πρὸς οὒν τὴν
σύγκρισιν τῆς γυναικὸς φησιν αὐτὸν μὴ ἤπατησθαι, ὅτι ἐκείνη μὲν ὑπὸ τοῦ δούλου καὶ
ὑποτεταγμένου, οὗτος δὲ ὑπὸ τῆς ἐλευθέρας» (Ε.Π.Ε. 23,260-262). Μετάφρασις: Δὲν εἶναι
τὸ ἴδιο νὰ δεχτῆς τὴν ἀπάτη ἀπ' τὴν ὁμόφυλη καὶ συγγενῆ, ἀπὸ ὅ,τι νὰ τὴν δεχτῆς ἀπὸ
θηρίο, ἀπὸ τὸ δοῦλο, ἀπὸ τὸν ὑποταγμένο. Τὸ τελευταῖο εἶναι ἀπάτη. Σὲ σύγκρισι, λοιπόν,
μὲ τὴ γυναῖκα λέει Αὐτὸς δὲν ἀπατήθηκε, διότι ἐκείνη ἀπατήθηκε ἀπὸ δοῦλο καὶ
ὑποταγμένο, ἐνῷ αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη.
• Οἱ διάφοροι ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος ἢ τοῦ ἐμπορίου στὴ γυναῖκα πρῶτα
ἀπευθύνονται. Ἐκείνην ἐξαπατοῦν, καὶ ὕστερα χρησιμοποιώντας τὴν ἐπιρροή της στὸν
ἄντρα, κατορθώνουν νὰ ὑποτάσσουν καὶ αὐτόν.
Δὲν εἶναι βέβαια ἀπόλυτο αὐτό, διότι ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες πολὺ σοβαρότερες καὶ
σταθερότερες ἀπὸ ὠρισμένους ἄντρες. Συνήθως ὅμως εὔκολωτερα ἐνδίδει ἡ γυναῖκα.

Τὸ ἔργο της, ἡ λειτουργία της; (στ. 15)


Πιθανὸν νὰ παραπονοῦνται οἱ γυναῖκες, ἐπηρεασμένες μάλιστα ἀπὸ φεμινιστικὰ
κηρύγματα περὶ ἰσότητας τῶν δυὸ φύλων, καὶ νὰ ρωτᾶνε:
- Καλά, ἡ γυναῖκα δὲν ἔχει κανένα σπουδαῖο ρόλο στὸν κόσμο;
• Ἡ γυναῖκα, ἐνῷ μπορεῖ νὰ συμβάλῃ στὰ περισσότερα ἔργα, ποὺ ἐπιτελεῖ ἕνας ἄντρας,
διαθέτει ἐπὶ πλέον κάτι, ποὺ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπ' τὸν ὅποιοδηποτε ἀντρικὸ ρόλο.
Δὲν λειτουργεῖ στὸ ναό. Τελεῖ ὅμως τὴν ἄλλη λειτουργία, ποὺ χωρὶς αὐτὴν δὲν θὰ ὑπάρχουν
οὔτε ναοὶ οὔτε λειτουργοὶ ἱερεῖς. Πρόκειται γιὰ τὴ λειτουργία τῆς μητρότητας. Γιὰ ἕνα
θαῦμα, ποῦ ὃ Θεὸς συντελεῖ μέσα στὴ γυναῖκα, μὲ τὴ συγκατάθεση ὅμως τῆς ἴδιας της
γυναίκας.
• Ἡ γυναῖκα γίνεται μητέρα. Ἔχει τὴ δυνατότητα τῆς τεκνογονίας. Σήμερα ἔχει
καταφρονηθῆ ἢ παιδοποιΐα. Ἔχει στραπατσαριστῆ.
Οἱ περισσότερες γυναῖκες ἀρνοῦνται νὰ λειτουργήσουν τὸ μυστήριο τῆς Ζωῆς.
Ἀποφεύγουν, ἀποστρέφονται τὴν τεκνογονία!
Φαντασθῆτε ἱερέα νὰ κάνῃ ἀπεργία στὴν ἐκκλησία του! Νὰ βάση πινακίδα ἔξω ἀπ' τὸ
ναό του:
-Σταμάτησε τὸ λειτουργικὸ ἔργο τῆς ἐκκλησίας μου. Δὲν ξανακάνω λειτουργία. Ἀρκετὰ
πιά!
Κάτι τέτοιο κάνουν οἱ περισσότερες γυναῖκες, μὲ τὴ συγκατάθεση φυσικά, στὶς
περισσότερες περιπτώσεις καὶ τῶν ἀντρῶν. Κλείνουν τὴν πόρτα στὴ λειτουργία τῆς ζωῆς.
Αὐτὸ ἀσφαλῶς εἶναι δεῖγμα ἀπιστίας. Εἶναι περιθωριοποίησης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔγκλημα.
Εἶναι ἀποκλεισμὸς ἀπ' τὴ σωτηρία!
• Ἀποκλείεται νὰ σωθῆ ἡ γυναῖκα, ποὺ ἀποκλείει μόνη της τὴν παιδοποΐα. Τὸ λέει
σαφέστατα στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας (ἢ
γυνή), ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπη καὶ ἁγιασμῶ μετὰ σωφροσύνης» (στ. 15).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Θὰ σωθῆ δὲ μὲ τὴν τεκνογονία, ἂν (οἱ ἔγγαμες γυναῖκες)
παραμείνουν σταθερὲς στὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἁγιότητα διὰ τῆς σωφροσύνης».
• Ἡ τεκνογονία μόνη της δὲν σῴζει. Ὀφείλει νὰ εἶναι Χριστιανικὴ τεκνογονία. Ἂν ἔσωσε
ἢ τεκνογονία ἁπλῶς, τότε θὰ σῴζονταν καί τα... Ζῷα, ποῦ τεκνογονοῦν φυσικώτατα!
'Ἀλλ' ἂν ἢ τεκνογονία, ποῦ δὲν εἶναι χριστιανική, μόνη της δὲν σῴζῃ, πολὺ περισσότερο
δὲν σῴζει ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας.
Ἔχουμε τρία σκαλοπάτια:
• Τὸ παρὰ φύσιν.
• Τὸ κατὰ φύσιν.
• Τὸ ὑπὲρ φύσιν.
• Ἡ τεκνογονία εἶναι τὸ κατὰ φύσιν. Δὲν εἶναι ἀρετή. Εἶναι ἁπλῶς ἢ ἐπιτέλεσης ἑνὸς
βιολογικοῦ ρόλου.
Εἶναι ἀρετή το ὅτι πίνει ὁ διψασμένος νερό; Ὄχι. Ἔτσι δὲν εἶναι ἀρετή το ὅτι ὁ ἄνθρωπος
ἱκανοποιεῖ τὴ βιολογικὴ ἀνάγκη τῆς τεκνογονίας.
Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια π.Χ. στὴν πατρίδα μᾶς ὅλοι σχεδὸν εἶχαν πολλὰ παιδιά, χωρὶς νὰ
ἔχουν ἰδιαίτερη θρησκευτικότητα καὶ πνευματικότητα. Ἁπλούστατα τηροῦσαν τοὺς
φυσικοὺς νόμους.
• Ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας εἶναι παρὰ φύσιν κατάστασις. Εἶναι στραγγαλισμὸς τῆς
φύσεως. Διαδόθηκε ὅμως στὶς μέρες μᾶς τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ παρὰ φύσιν, ἢ σατανικὴ μόδα
τῆς ἀποφυγῆς τῆς παιδοποιΐας, ὥστε νὰ θεωρῆται ἀρετὴ πλέον ἡ φυσικὴ τεκνογονία!
Καὶ εἶναι βέβαια ἀρετὴ σήμερα ἡ τεκνογονία. Διότι μύρια ἐμπόδια παρεμβάλλονται γιὰ
ν' ἀνακόψουν τὴ φυσική της πορεία. Όταν, λοιπόν, σήμερα μεριάζουν κάποια ἀντρόγυνα
τὰ τόσα ἐμπόδια καὶ ἀξιώνωνται νὰ φέρουν παιδιὰ στὸν κόσμο, ὅσα τοὺς δίνει ὁ καλὸς
Θεός, αὐτὸ καταγράφεται στὸ ἐνεργητικό τους ὡς σπουδαῖο κατόρθωμα! Ἄλλοτε δὲν
χαρακτηριζόταν ἔτσι.
• Ἀλλ' οἱ χριστιανοὶ γονεῖς ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν, ἀπ' τὴν τεκνογονία ἄνευ ὅρων,
γιὰ νὰ φτάσουν στὸ ὑπὲρ φύσιν, σ' αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
«Ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει». Δηλαδή, ἢ τεκνογονία ὀφείλει νὰ γίνεται «ἐν πίστει», ἀπὸ πίστι
καὶ μὲ πίστι. Πιστοὶ στὴ συζυγική τους σχέσι ὁ ἄντρας κι ἢ γυναῖκα, ἐνεργοῦν μὲ πίστι,
ἔχοντας πλήρη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Νὰ γίνεται «ἐν ἀγάπῃ». Νὰ ὑπάρχη πραγματικὴ ἀγάπη στὸ παιδί. Ἀγάπη πολυεπίπεδη:
Ἀγάπη μεταξύ τους, ἀγάπη στὰ παιδιά, ποὺ γεννοῦν, ἀγάπη πρὸ παντὸς στὸ Χριστό.
Νὰ γίνεται «ἓν ἅγιασμω». Νὰ τηροῦν μαζὶ μὲ τὴν τεκνογονία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἐντολές.
Νὰ γίνεται «ἓν σωφροσύνη». Γάμος δὲν σημαίνει κάθε εἴδους σεξουαλικὴ παρεκτροπή.
Ἡ σωστὴ συζυγικὴ (σεξουαλικὴ) σχέσεις εἶναι ἕνα εἶδος σωφροσύνης. Ἐξίσου σωφροσύνη
εἶναι ἡ πιστότητα, ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε ἐξωσυζυγικῆς σχέσεως. Ἀλλὰ σωφροσύνη
στολίζει καὶ τὸν ἔγγαμο βίο, ὅταν στὴ συμβίωσι ὑπάρχουν καὶ νησῖδες ἐγκρατείας.
Γενικά το χριστιανικὸ ἀντρόγυνο σὲ ὅλα διαβλέπει, Ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ!
Σύμφωνα μ' αὐτὸ ρυθμίσει ὅλες τὶς ἐνέργειές του.
1
Πιστὸς ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ. 2 δεῖ οὖν τὸν
ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον,
φιλόξενον, διδακτικόν, 3 μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ' ἐπιεικῆ, ἄμαχον,
ἀφιλάργυρον, 4 τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης
σεμνότητος· 5 εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ
ἐπιμελήσεται;

Ἐπιθυμία προσφορᾶς (στ. 1)


Ὅταν θέλῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ πῇ ἀλήθειες μεγάλες καὶ ἀναγκαῖες γιὰ τὴ σωτηρία
μας, κάνει εἰσαγωγὴ περὶ πιστότητος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Όταν π.χ. θέλησε νὰ μιλήσῃ γιὰ τὴ συγκλονιστικὴ πραγματικότητα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
ᾖρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς, βεβαίωσε εἰσαγωγικά: «Πιστὸς ὁ λόγος
καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος...» (Α΄ Τιμ. α' 15).
Ἂν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σπουδαῖο, διότι πρόκειται γιὰ τὴ σωτηρία, τὸ πρῶτο θέμα
τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, κι ὅποιος συνεχίζει αὐτὸ τὸ σπουδαῖο ἔργο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
σπουδαῖος.
• Ἡ σωτηρία, ποὺ χάρισε γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ Σταυρὸ καὶ
τὴν Ἀνάστασή Του, προσφέρεται μέσα στὴν Ἐκκλησία στοὺς ἀνθρώπους ὅλων των ἐποχῶν
καὶ γενεῶν. Καλοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰκουμένης νὰ κάνουν προσωπική, δική τους
ὑπόθεση, τὴν ἀντικειμενικῶς προσφερθεῖσα λύτρωσι «ἓν τῷ Σταυρῷ».
• Κι ἐκεῖνοι, ποῦ πρωτίστως χρησιμοποιοῦνται ὡς ὄργανα τῆς χάριτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μάλιστα οἱ ἐπίσκοποι.
• Χωρὶς ἐπίσκοπο δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, ὅπως δὲν ὑπάρχει χωρὶς Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό,
προκειμένου στὸ τρίτο κεφάλαιο ὁ Παῦλος νὰ μιλήσῃ γιὰ τὸν ἐπίσκοπο, κάνει τὴν ἴδια
εἰσαγωγή, ποὺ ἔκανε καὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Πιστὸς ὁ λόγος» (στ. 1).
• Εἶναι ἄξιος προσοχῆς, ἀξιόπιστος ὁ λόγος τοῦ Παύλου περὶ ἐπισκόπου.
'Ἀλλοίμονο στὸν ἄρρωστο ἐκεῖνο, ποῦ δὲν θὰ προσέξη τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπὸ πολλὴ
ἀγάπη τοῦ συνιστᾷ τὸν πραγματικὸ γιατρό! Ἂν δὲν προσέξη, ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς γιατρός,
θὰ πέση σὲ κανένα «κομπογιαννίτη» ἢ σὲ κανένα ἀπατεῶνα.
Ο ἐπίσκοπος εἶναι ὁ γιατρὸς τῆς ψυχῆς. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν προσέξουμε τὸ λόγο τοῦ
Παύλου περὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἐπισκόπου! Πολλοὶ δὲν δίνουν σημασία στὰ γνωρίσματα τοῦ
γνησίου Ποιμένος. Ἔτσι πέφτουν πολλὲς φορὲς θύματα ψευτοποιμένων, λυκοποιμένων,
ἀπατεώνων, ποὺ παριστάνουν τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἱερεῖς!
• Ἀλλ' ὁ λόγος περὶ ἐπισκόπου δὲν εἶναι ἄξιος προσοχῆς μόνο ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θὰ
κυβερνηθοῦν πνευματικὰ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, ἀλλὰ καὶ ἀπ' ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐργαστῆ ὡς
ἐπίσκοπος καὶ γενικῶς ὡς κληρικὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὀφείλει νὰ δώση προσοχὴ στὰ
λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποῦ εἶναι λόγια αἰώνια καὶ χαράσσουν γραμμὲς Ποιμαντικὲς
καὶ ποιμαντορικές. - "Ἃς ἀκούσουμε, λοιπόν, τὸν πρῶτο στίχο περὶ ἐπισκόπου: «Πιστὸς ὁ
λόγος εἰ τὶς ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἀξιόπιστος ὁ λόγος: Ἂν κανεὶς ἐπιθυμῇ νὰ εἶναι ἐπίσκοπος (ἢ
πρεσβύτερος), καλὸ ἔργο ἐπιθυμεῖ».
Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι πολὺ παρεξηγημένος καὶ πολὺ ἐκμεταλλεύσιμος!
Τὸν ἐκμεταλλεύονται νεαρὰ παιδιά, ποὺ «καίγονται» νὰ γίνουν κληρικοί, μὲ προοπτικὴ
νὰ γίνουν κάποτε ἐπίσκοποι.
Μπροστά τους λάμπει ἢ κοσμικὴ αἴγλη καὶ τὸ κοσμικὸ μεγαλεῖο, ποῦ στὴν πάροδο τῶν
αἰώνων ἀπέκτησε τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα!
Λάμπει μπροστά τους ἢ χρυσοποίκιλτη μίτρα καὶ ἡ χρυσὴ ράβδος!
Λάμπει ἢ τιμή, ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ ἐπίσκοπος, ἀφοῦ μπροστά του τρέμουν κυριολεκτικὰ
οἱ λοιποὶ κληρικοί, διάκονοι καὶ πρεσβύτεροι!
Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ σπουδαρχίδες, οἱ δεσποτομανεῖς νεαροὶ κληρικοί, σὰν βάση τῆς
ἁμαρτωλῆς ἐπιθυμίας τοὺς προβάλλουν τὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ Παύλου: «Εἰ τὶς ἐπισκοπῆς
ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ» (στ. 1). Δηλαδή, ὅποιος ἔχει ὄρεξη νὰ γίνῃ ἐπίσκοπος,
αὐτὸς ἐπιθυμεῖ καλὸ ἔργο.
Πόσο κάνουν λάθος ὅσοι ἔτσι, συμφεροντολογικά, ἐκμεταλλεύονται τὸ ιερό χωρίο τοῦ
Παύλου!
Ἃς δοῦμε τὸ ἀληθινό του νόημα.
• Ὁ ὅρος «ἐπίσκοπος» στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ μάλιστα στὸν ἀπόστολο Παῦλο, δηλώνει
τὸ «συναμφότερο». Δηλαδή, ἄλλοτε σημαίνει «πρεσβύτερος», καὶ ἄλλοτε «ἐπίσκοπος».
Καὶ ὁ πρεσβύτερος, δηλαδή, ὁ ἱερεύς, ὁ παπάς, καλεῖται ἐπίσκοπος. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος,
δηλαδή, ὁ δεσπότης, καλεῖται καὶ πρεσβύτερος.
• Ἡ ἀπόστασης μεταξὺ πρεσβυτέρου καὶ ἐπισκόπου στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν
ἐλαχίστη. Στὰ κατοπινὰ χρόνια μπῆκε ἡ μεγαλομανία στοὺς ἐπισκόπους, καὶ μεγέθυναν
ὅλως ἀντικανονικῶς τὴν ἀπόσταση αὐτή. Ἔτσι ἡ ἄδελφοτητα διασπάστηκε καὶ ἡ σχέσις
πρεσβυτέρου καὶ ἐπισκόπου δὲν εἶναι σχέσις ἀγάπης, ἀλλὰ σχέσις φόβου, κάποτε καὶ
τρομοκρατίας!
• Τὴν ἐποχή, ποὺ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅλοι σχεδὸν οἱ κληρικοὶ ἤσαν ὑποψήφιοι
μάρτυρες. Σπάνια ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερός της ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἔφευγε ἀπ' τὴ ζωὴ αὐτὴ
μὲ φυσικὸ θάνατο. Βίαιος, μαρτυρικὸς θάνατος, ἦταν ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ
ἀξιώματος.
Ἑπομένως ἐπιθυμία γιὰ ἐπισκοποποίησι σήμαινε ἐπιθυμία γιὰ δουλειὰ πνευματική,
ἐπιθυμία γιὰ θυσία καὶ προσφορά, ἐπιθυμία γιὰ μαρτύριο.
Ἄν, λοιπόν, ποῦν ὅτι ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ πρεσβύτερος, καὶ μάλιστα ἐπίσκοπος,
ὁπωσδήποτε θὰ θυσιαστὴ καὶ θ' ἀποκεφαλιστῆ, πόσοι θὰ ἤθελαν ἢ θὰ ἔσπευδαν νὰ
καταλάβουν τὸ ἀξίωμα τῆς ἐπισκοπῆς ἢ τῆς ἱερωσύνης; Σ' ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τὸ
μαρτύριο, σ' αὐτοὺς καὶ μόνο ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «Εἰ τὶς ἐπισκοπῆς ὀρέγεται,
καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ» (στ. 1).
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Εἰ τὶς ἐπισκοπῆς ὀρέγεται”, οὐκ ἐγκαλῶ, φησί.
Προστασίας γὰρ ἔργον ἐστὶν εἰ τὶς ταύτην ἔχει τὴν ἐπιθυμίαν, ὥστε μὴ τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς
αὐθεντίας ἔφιεσθαι μόνον, ἀλλὰ τῆς προστασίας, οὐκ ἐγκαλῶ» (Ε.Π.Ε. 23,272).
Μετάφρασις: «Ἂν κανεὶς ἐπιθυμῇ ἐπισκοπή», δὲν τὸν κατηγορῶ, λέει ὁ Παῦλος. Εἶναι ἔργο
προστασίας. Ἂν κάποιος ἔχῃ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία, ὥστε νὰ μὴν ἐπιθυμῇ μόνο τὴν ἐξουσία καὶ
τὴν αὐθεντικότητα, ἀλλὰ τὴ φροντίδα γιὰ τοὺς ἄλλους, τότε δὲν τὸν κατηγορῶ.
Χωρίο, λοιπόν, ποὺ γεννάει ἥρωες καὶ μάρτυρες, ἃς μὴ τὸ χρησιμοποιοῦν οἱ
μεγαλομανεῖς καὶ κενόδοξοι. Αὐτὸ εἶναι ἱεροκαπηλεία!

Πρότυπο Ζωῆς (στ. 2)


Σπουδαῖο το ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου το σπουδαιότερο ἐπὶ τῆς γῆς.
Ἀπαιτοῦνται προσόντα. Ποιά; Σήμερα, γιὰ νὰ γίνῃ κάποιος ἐπίσκοπος, χρειάΖονται τὰ
λεγόμενα τυπικὰ προσόντα, δηλαδή, τὸ πτυχίο κάποιας Θεολογικῆς Σχολῆς, ἔτη
προϋπηρεσίας ὡς κληρικός, γνωριμίες μὲ ἰσχυροὺς ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες κ.λ.π.
Φυσικὰ ὑποτίθεται, ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ τὰ ἀναγκαῖα πνευματικὰ προσόντα. Ἀλλ' ὅσα
συνήθως ὑποτίθενται, τὰ αὐτονόητα, αὐτὰ ἀπουσιάζουν!
Ἀξίζει νὰ δοῦμε τὰ προσόντα τοῦ ἐπισκόπου, καὶ γενικότερά του πρεσβυτέρου, τοῦ
κληρικοῦ, ὅπως τὰ ἀπαριθμεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δεῖ οὒν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον
εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, μὴ
παρoινoν, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ' ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον» (στ. 2-3).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀλλὰ θὰ πρέπῃ ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀδιάβλητος, μιᾶς
γυναίκας ἄντρας (ἂν εἶναι ἔγγαμος), προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός,
ὄχι βίαιος καὶ ἐπιθετικός, ὄχι φιλόνικος, ὄχι αἰσχροκερδής, ἀλλὰ πρᾶος, ἄφιλονικος,
ἀφιλάργυρος».
• Ὅσα λέγει ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀποτελοῦν ἕναν καθρέφτη, στὸν ὁποῖον ὀφείλει νὰ
καθρεφτίζεται κάθε ὑποψήφιος γιὰ τὴν ἱερωσύνη. Καὶ ἂν ἡ συνείδησής του καὶ ὁ
πνευματικός του μαρτυροῦν, ὅτι σὲ ὁρισμένα ἀπ' αὐτὰ δὲν εἶναι ἐν τάξει, ὀφείλει νὰ μὴ
προχωρῇ.
• Ὁ κληρικὸς δὲν χειροτονεῖται γιὰ νὰ καλύψη ἕνα κενό. Χειροτονεῖται, διότι πρέπει νὰ
χειροτονηθῆ! Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ τὶς συνοῖδεν ἐαυτῶ τινὰ ἁμαρτήματα,
οὐ καλῶς ποιεῖ, πράγματος ἐπιθυμῶν, οὐ διὰ τῶν ἔργων ἐαυτὸν ἐξέβαλεν οὐ γὰρ ἄρχειν,
ἀλλὰ ἄρχεσθαι δεῖ τὸν τοιοῦτον» (Ε.Π.Ε. 23,274). Μετάφρασις: Ἂν κάποιος συναισθάνεται
κάποια ἁμαρτήματά του, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἐπιθυμῇ κάτι, ἀπ' τὸ ὁποῖο ἀπομάκρυνε τὸν
ἑαυτό του μὲ τὰ ἔργα του. Διότι ἕνας τέτοιος δὲν πρέπει νὰ ἄρχῃ, ἀλλὰ νὰ ἄρχεται.
• Ὁ ἄρχοντας, καὶ μάλιστα καὶ ἐκκλησιαστικός, εἶναι σὰν τὸν λαμπτῆρα, ποῦ πρέπει νὰ
φωτίση μὲ τὴ ζωή του. Ἂν ὁ Κύριος γιὰ κάθε χριστιανὸ λέῃ: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν
ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων» (Ματθ. ε΄ 18), πολὺ περισσότερο καὶ Κυριακὸς αὐτὸς λόγος
ἰσχύει γιὰ τὸν πνευματικὸ ἡγέτη. Ἂν τὸ φῶς γίνεται σκοτάδι, φαντασθῆτε τί θὰ εἶναι τὸ
σκοτάδι! Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸν ἄρχοντα παντὸς λαμπτῆρος λαμπρότερον εἶναι
δεῖ, καὶ βίον ἔχειν ἀκηλίδωτον, ὥστε πάντας πρὸς ἐκεῖνον ὁρᾶν καὶ πρὸς τὸν αὐτοῦ βίον
τὸν οἰκεῖον χαρακτηρίζειν» (Ε.Π.Ε. 23,274). Μετάφρασις: Ὁ ἄρχοντας πρέπει νὰ εἶναι
λαμπρότερος ἀπὸ κάθε λαμπτῆρα καὶ νὰ ἔχῃ βίο ἀκηλίδωτο, ὥστε ὅλοι νὰ προσβλέπουν σ'
αὐτὸν καὶ νὰ συμμορφώνουν τὴ ζωὴ τοὺς σύμφωνα μὲ τὴ δική του ζωή.
• Ὁ πνευματικὸς ἡγέτης, καὶ μάλιστα ὁ ἐπίσκοπος, εἶναι σὰν τὸ στρατηγό. Εἶναι δυνατὸν
νὰ γίνῃ κάποιος στρατηγός, ἂν δὲν ἔχῃ περάσει προηγουμένως ἀπ' τοὺς κατώτερους
βαθμούς, ἂν δὲν γνωρίζῃ νὰ ἠγῆται τοῦ ἀγῶνα, ἂν δὲν ἔχῃ συνείδηση τῆς ὑψηλῆς καὶ
ὑπεύθυνης ἀποστολῆς του;
Ἔτσι δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ γίνῃ κανεὶς κληρικός, καὶ δὴ ἐπίσκοπος. Ἃς ἀκούσουμε τὸν
ἱερὸ Χρυσόστομο σχετικὰ μὲ τὸ ὑπεύθυνό της ἐκκλησιαστικῆς θέσεως: «Ἄγρυπνον εἶναι χρὴ
αὐτὸν (τὸν κληρικόν), οὐ τὰ ἐαυτοῦ μεριμνώντα μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν. Διεγηγέρθαι
χρὴ καὶ κεῖν τῷ πνεύματι καὶ πῦρ πνέειν, ὡς εἰπεῖν, καὶ μᾶλλον στρατηγοῦ καὶ ἐν νυκτὶ καὶ
ἓν ἡμέρα τὸ στράτευμα περιιόντος κάμνειν καὶ διακονείσθαι καὶ τὴν ὑπὲρ ἁπάντων ἔχειν
φροντίδα καὶ μέριμναν» (Ε.Π.Ε. 23,274). Μετάφρασις: Πρέπει νὰ εἶναι ἄγρυπνος ὁ
κληρικός, χωρὶς νὰ μεριμνᾷ μόνο γιὰ τὰ δικά του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τῶν ὑπολοίπων. Πρέπει νὰ
βρίσκεται σὲ ἐγρήγορσι, νὰ zη Ζωὴ πνευματική, νὰ πνέῃ φωτιά, ὅπως θὰ λέγαμε, καὶ
περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ὁ στρατηγός, νύχτα καὶ μέρα νὰ περιπολῇ τὸ πλήρωμα. Νὰ κοπιάση
καὶ νὰ τὸ ὑπηρετή, ἔχοντας τὴ μέριμνα καὶ τὴ φροντίδα ὅλων.
Μεγάλο, λοιπόν, καὶ δύσκολό το ἔργο τοῦ ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ τὰ Πνευματικά
του προσόντα εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαία. Ἔτσι ὅπως τὰ παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ διακρίνουμε:
• Σὲ θετικὰ προσόντα.
Πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι «νηφάλιος». Καθαρὸς πάντοτε στὴ σκέψη του. Καὶ τὴν
καθαρότητα αὐτὴ θὰ τὴν ἀποκτᾷ μὲ τὴ διαρκῆ νήψι, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐγρήγορσι.
Οἱ πιστοὶ περιμένουν ξεκάθαρα πράγματα ἀπὸ τὸν ἡγέτη τους, ὄχι θολωμένα καὶ
συγκεχυμένα πράγματα.
Νὰ εἶναι «σώφρων». Ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἀνθρώπου, εἶναι ὁδηγὸς τῶν
ἐνεργειῶν του, πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν κληρικό, γιὰ τὸν ἐπίσκοπο, ὁ νοῦς, ὁ ἡγεμόνας
αὐτός, πρέπει νὰ εἶναι φωτισμένος ἀπ' τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὥστε νὰ ἐνεργὴ ὄχι ἀνόητα καὶ
ἀπερίσκεπτα, ἀλλὰ πάντοτε ἁγνὰ καὶ ὠφέλιμα, σοβαρὰ καὶ σταθερά.
Νὰ εἶναι «κόσμιος». Ἡ εὐπρέπεια καὶ ἡ σοβαρότητα εἶναι χαρακτηριστικά του ἡγέτη, ποὺ
ἀποτελεῖ διαρκὲς πρότυπο κάθε χριστιανοῦ. Ἡ κοσμιότητα εἶναι ἀναγκαία, γιὰ νὰ
ἐπιβάλλεται ὁ πνευματικὸς πατέρας, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ δίνη «ἔγκοπην τινὰ» (Ἃ' Κορ. θ' 12).
Η κοσμιότητα δὲν καθιστᾷ τὸν ἐπίσκοπο ἀπόκοσμο, ἀλλὰ τὸν ἐμφανίζει σοβαρὸ καὶ
προσηνῆ. Ἔχει σχέση μὲ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνῃ τὸν κόσμο Ἐκκλησία. Καὶ τὸ
κατορθώνει αὐτό, ὅταν μέσα του ἔχῃ τὸν κόσμο, τὰ στολίδια τῶν χαρίτων καὶ χαρισμάτων.
Νὰ εἶναι «φιλόξενος». Μεγάλη σημασία ἔδινε ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴ φιλοξενία. Καὶ
φυσικὰ ἐδῶ δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὴν ὑλικὴ φιλοξενία, ποῦ χαρακτηρίζει πάντοτε τὸ
ὀρθόδοξο ἦθος. Πάντοτε τὰ μοναστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ παλαιοὶ Ναοί, εἶχαν
ξενῶνες. Τὸ δὲ οἴκημα τοῦ ἐπισκόπου δὲν ἦταν ἀνάκτορο καλοπεράσεως γιὰ τὸν ἴδιον,
ἀλλὰ τόπος φιλοξενίας τῶν πιστῶν. Ἀλλ' ἂν μιὰ φορὰ ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι ὑλικῆς
φιλοξενίας, ἕκατο φορὲς ἔχουν ἀνάγκη πνευματικῆς φιλοξενίας. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι «ξένοι»,
«ἀπηλλοτριωμένοι» τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. δ' 18). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πανδοχεῖο τῆς
σωτηρίας γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους γιὰ ὅσους μετανοοῦν καὶ ζητοῦν μὲ λαχτάρα τὴ στέγη,
τὴ σκέπη τοῦ Θεοῦ. Σ' ὅλους αὐτοὺς εἶναι «ἀνοικτὸς» ὁ πνευματικὸς πατέρας.
Νὰ εἶναι «διδακτικός». Αὐτὸ ἰδιαίτερα τονίζεται ἀπ' τὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸ μεγάλο
διδάσκαλο.
Ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι διακοσμητικὸ ἢ διοικητικὸ στοιχεῖο. Εἶναι κυρίως διδάσκαλος. Καὶ
δὲν νοεῖται ἐπίσκοπος, ποῦ δὲν κατηχεῖ, δὲν κηρύττει, δὲν νουθετεῖ, δὲν ἐνισχύει, δὲν δίνει
λόγον «παντὶ τῷ αἰτούντι» (Α΄ Πετρ. γ΄ 15).
Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ ζωή του, τὴν ἁγία βεβαίως, διδάσκει. Ἀλλὰ πολλὲς φορὲς τὴ ζωὴ τοῦ
ὁ Θεὸς τὴν γνωρίζει, πούναι καρδιογνώστης. Τὰ λόγια του, τὴ διδασκαλία του, τὴν ὁμολογία
του, τὴν μαρτυρία του, τὴν ἀπολογία του, τὴν ἀκοῦνε οἱ ἄνθρωποι. Δυνατοὶ «ἓν ἔργω καὶ
λόγω» (Λουκ. κδ' 19) ὀφείλουν νὰ εἶναι οἱ ποιμένες.
• Σὲ ἀρνητικὰ προσόντα.
Ὅταν λέμε ἀρνητικὰ προσόντα, δὲν ἐννοοῦμε τὰ κακὰ ποὺ πρέπει, ἀλλὰ τὰ κακὰ ποῦ δὲν
πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ ποιμένας, ὁ ἐπίσκοπος. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος μερικῶν παθῶν, ποὺ
χτυπᾶνε φοβερὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ σκανδαλίζουν.
Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μέθυσος. «Μὴ παρoινος». Τὸ Πνεῦμα, ὄχι τὸ οἰνόπνευμα, γεμίζει τὸν
ἐπίσκοπο. Πολλά τα κακὰ ἀπ' τὴ μέθη καὶ τὴν κραιπάλη, καὶ γενικὰ ἀπ' τὴ γαστριμαργία καὶ
τὴν κοιλιοδουλεία.
Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «πλήκτης». Δὲν μπορεῖ νὰ λύνῃ τὶς διαφορές του, τὶς προσωπικές,
ἀλλὰ καὶ τὶς ἐκκλησιαστικές, μὲ χειροδικίες, μὲ γροθιὲς καὶ χαστούκια. Ὁ ἐργάτης τοῦ Θεοῦ
δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ξύλο σὰν σωφρονιστικὸ μέσο ἢ σὰν μέσο ἐπιβολῆς. Χρησιμοποιεῖ τὴν
πειθώ, τὸ λόγο, τὴν ἀγάπη.
Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «αἰσχροκερδής». Ἡ ποίμνη γιὰ τὸν ἐπίσκοπο καὶ γιὰ κάθε κληρικὸ
δὲν εἶναι γιὰ ἄρμεγμα. Εἶναι γιὰ βοσκὴ στὰ χλοερὰ λιβάδια τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλοίμονο, ἂν μπαίνῃ κανεὶς στὴν Ἐκκλησία φτωχὸς καὶ πεθαίνῃ πλούσιος! Τὸ Εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν πλουτίζει. Φτωχαίνει τοὺς χριστιανούς, πολὺ περισσότερό τους
διακόνους, τοὺς ἱερουργοὺς τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λόγος ἐδῶ του Παύλου εἶναι Ζυγαριά, γιὰ νὰ ζυγίσουν ὅλοι οἱ κληρικοὶ τὰ οἰκονομικά
τους κέρδη.
Αισχροκέρδεια δεν έχει μόνο ο μαυραγορίτης, αυτός που βγάζει κέρδος πάνω απ' το
νόμιμο ή ο τοκογλύφος. Έχει καί ό κληρικός, όταν πουλάη τη χάρι των μυστηρίων, όταν
παίρνη τα λεγόμενα «τυχερά», σήμερα μάλιστα που όλοι οι κληρικοί στόν τόπο μας έχουν
λίαν ικανοποιητικό μισθό.
Δέν μπορεί ένας επίσκοπος να γίνεται εξάρτημα παθών, πού σκανδαλίζουν το λαό, όπως
το τσιγάρο, ή σαρκική αμαρτία, το κρασί, τα λεφτά κ.λπ.
• Σημειώνει ο Παύλος και τα δύο προσόντα του πνευματικού εργάτου, που έχουν το
στερητικό α «Άμαχον, άφιλάργυρον».
Δηλαδή, να μη δίνη μάχες ο κληρικός; Δέν εννοεί αυτό ο Παύλος. Ο κληρικός, και μάλιστα
ο επίσκοπος, βρίσκεται σε διαρκή μάχη, σε ακατάπαυστο αγώνα. Οι ποιμένες είναι
«θεηγόροι Οπλίται παρατάξεως Κυρίου». Δίνουν μάχn γιά τήν επικράτηση της Αλήθειας,
για την απομόνωση και εξόντωση των αιρετικών, για την εξάπλωση της βασιλείας του Θεού,
για τη σωτηρία ψυχών.
Αμαχος, λοιπόν, ο κληρικός όχι διότι δεν δίνει μάχες, αλλά διότι δέν φιλονεικεί, δέν
τσακώνεται, δεν είναι καυγατζής και εριστικός. Η πραότητα αφοπλίσει, αλλά και φανερώνει
ταπείνωσι, αυτοσυγκράτηση και πεποίθηση για την αλήθεια.
Το άλλο είναι το «αφιλάργυρος». Αν η φιλαργυρία, κατά τον Παύλο, είναι ειδωλολατρία
(Κολοσ. γ' 5), πώς μπορεί ο κατ' εξοχήν λατρεύων τόν Κύριο Ιησού Χριστό, τόν ακτήμονα
Ναζωραίο, να λατρεύη καί τό μαμωνα (Ματθ. στ' 24), να είναι δούλος της πλεονεξίας και
να επιδιώκη ν' αποκτά περιουσία;
Γιά τούς επισκόπους, αλλά και για όλους τους τιμίους εργάτες του Θεού, ισχύει ο λόγος
πάλι του Παύλου: «Ως πτωχοί, πολλούς δέ πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα
κατέχοντες» (Β ́ Κορ. στ' 10).
• Όλα αυτά τα προσόντα, που απαιτεί το εκκλησιαστικό, και δή το επισκοΠικό
λειτούργημα, πιθανόν να φαίνονται σε μερικούς σήμερα πολλά. Και να διερωτώνται:
Και τότε ποιός μπορεί να γίνη επίσκοπος; Ποιός μπορεί να εισέλθη στήν Ιερωσύνη;
Λέει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι όσα ζητάει ο Παύλος δέν είναι πολλά. Ελάχιστα,
στοιχειώδη πράγματα. Αν ζητούσε δύσκολα και πολλά, θα έπρεπε ο Θεός να στείλη
αγγέλους απ' τον ουρανό για να διακονούν την Εκκλησία Του επί της γης. «Τίνος ένεκεν
ταύτα ούκ είρηκεν; Ότι τοιούτους ολίγους ευρεθήναι ένην, επισκόπων δέ έδει πολλών, και
καθ' εκάστην πόλιν των προηγησομένων. Επεί ούν ενεδρεύεσθαι έμελλε τά των Εκκλησιών,
διά τούτο συμμεμετρημέτην είπεν αρετήν, ούκ εκείνην τήν άνω, την υψηλήν. Τό γάρ
νηφάλιον είναι και κόσμιον καί σώφρονα πολλών ήν» (Ε. Π.Ε. 23,276-278). Μετάφρασις:
Γιατί δέν ανέφερε όλα (τα δύσκολα); Διότι τέτοιοι λίγοι θα ήταν δυνατόν να βρεθούν. Είχαν
όμως ανάγκη από πολλούς επισκόπους. Σε κάθε πόλι έπρεπε να υπάρχη ο επίσκοπος, που
θα προΐστατο. Επειδή, λοιπόν, επρόκειτο να στηθούν παγίδες στην πορεία της Εκκλησίας,
γι' αυτό μίλησε για αρετή μετρημένη, κι όχι για εκείνη την ανώτερη, την υψηλή. Το νάναι
κανείς νηφάλιος καί κόσμιος και σώφρονας ήταν κάτι που πολλοί το είχαν.

Προϊστάμενοι οικογενείας- Εκκλησίας (στ. 2-5)


Ο ίδιος ο Παύλος ήταν άγαμος. Γιά νά είναι αποκλειστικά αφοσιωμένος στο έργο του
Θεού, του έδωσε ο Κύριος το χάρισμα της ισόβιας παρθενίας. Αλλά τόν δικό του τρόπο ζωής
δεν θέλει και δεν μπορεί να τον επιβάλλη.
Και έγγαμοι είναι δεκτοί στό χώρο της ιερωσύνης. Κακώς ο Παπισμός έχει αποκλείσει
τούς εγγάμους απ' τον κλήρο και έχει καθιερώσει την υποχρεωτική άγαμία, μέ τόσα
συνεπακόλουθα θλιβερά και σκανδαλώδη.
Ο Παύλος μιλάει για το γάμο των κληρικών. Τόν ιερέα τόν θέλει «μιας γυναικός άνδρα»
(στ. 2).
• Δέν υποχρεώνει ο Παύλος να έχη Οπωσδήποτε ο κληρικός γυναίκα, αλλά ούτε το
απαγορεύει. Επιτρέπει το γάμο σε κληρικούς. Στην αρχαία Εκκλησία είχαμε και εγγάμους
επισκόπους.
• Αλλά συν τω χρόνω η Εκκλησία ώρισε να εκλέγωνται επίσκοποι μόνο απ' την τάξι
εκείνων, πού εκούσια, όχι καταπιεστικά, δέχτηκαν να ζήσουν το χάρισμα της παρθενίας και
αγαμίας.
• Όταν δε ο Παύλος λέη, ότι ο κληρικός πρέπει νά έχη μιά γυναίκα, ασφαλώς δέν εννοεί,
ότι ο κληρικός, μόλις πεθάνει η γυναίκα του, μπορεί να λάβη άλλη ως σύζυγό του.
Αποκλείεται η διγαμία στόν κληρικό.
Η μονογαμία είναι η ευλογημένη κατάστασης για όλους τους χριστιανούς, πολύ
περισσότερο για τους κληρικούς. Λέει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Ου
νομοθετών τούτό φησιν, ώς μή είναι εξόν άνευ τούτου γίνεσθαι, αλλά την άμετρίαν κωλύων
επειδή επί των Ιουδαίων εξήν και δευτέροις όμιλείν γάμοις, και δύο έχειν κατά ταυτόν
γυναίκας» (Ε.Π.Ε. 23,272). Μετάφρασις: Δεν είπε το λόγο (γιά τόν έγγαμο κληρικό)
νομοθετώντας, σάν νά μή μπορώ να γίνη κανείς επίσκοπος χωρίς αυτό, αλλά για να
εμποδίση την άμετρία. Επειδή στούς Ιουδαίους ήταν δυνατόν να συνάψουν και δεύτερο
γάμο καί νάχουν συγχρόνως δυό γυναίκες.
• Αλλά κι ο ένας γάμος, που επιτρέπεται να τελή ο κληρικός (διάκονος ή πρεσβύτερος
σήμερα), πρέπει να είναι ευλογημένος, τίμιος, πρότυπο γάμου. Γι' αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια:
«Τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος»
(στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ κυβερνᾷ καλά το σπίτι του, νὰ ἔχῃ παιδιὰ
ὑπάκουα μὲ κάθε σεμνότητα».
• Ἂν κάποιος δὲν μπορῶ νὰ κυβερνήση μιὰ βαρκοῦλα, πῶς θὰ τοῦ ἐμπιστευθοῦμε ἕνα
ὑπερωκεάνιο;
• Ἕνας, ποῦ μὲ τὸ σπίτι του δὲν τὰ πηγαίνει καλά, ποῦ ἔχει ἀποτύχει ὡς οἰκογενειάρχης,
πῶς μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη ὡς ἐφημέριος ἢ ὡς ἐπίσκοπος;
Τὰ παιδιὰ τοῦ κληρικοῦ ἢ τοῦ ἀνοίγουν τὸ στόμα ἢ τοῦ τὸ κλείνουν μιὰ γιὰ πάντα. Τί νὰ
πῇ ὁ κληρικός, ποῦ τὰ παιδιὰ τοῦ εἶναι ἀτίθασα, κοσμικά, ἔξαλλα, ἀναρχικά; Μεγάλο βάρος
τῆς πνευματικῆς του ἐργασίας ὁ κληρικὸς ὀφείλει νὰ ρίχνῃ στὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν
παιδιῶν του.
Ἡ οἰκογένεια εἶναι μιὰ μικρὴ ἐκκλησία. Εἶναι ἡ «κατ' οἶκον ἐκκλησία». Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος
λέει: «Εἰ δὲ τὶς τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς 'Ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;»
(στ. 5). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἂν κάποιος δὲν ξέρῃ πῶς νὰ κυβερνᾷ τὸ σπίτι του,
πῶς θὰ διοικήση τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ;».

6
μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. 7 δεῖ δὲ αὐτόν καὶ
μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ
διαβόλου. 8 Διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους, μὴ οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας, μὴ
αἰσχροκερδεῖς, 9 ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει. 10 καὶ οὗτοι δὲ
δοκιμαζέσθωσαν πρῶτον, εἶτα διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες. 11 γυναῖκας ὡσαύτως
σεμνάς, μὴ διαβόλους, νηφαλίους, πιστὰς ἐν πᾶσι. 12 διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς
ἄνδρες, τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων.

Ὄχι νεόφυτος (στ. 6).


Δίνει ἰδιαίτερη σημασία καὶ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιλογὴ τῶν ἐργατῶν τῆς
Ἐκκλησίας. Καὶ οἱ τρεῖς βαθμοὶ τῆς ἱερωσύνης φαίνονται ἀπ' τὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Στὴν
Καινὴ Διαθήκη ἀναφέρονται καὶ ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι. Στὸ τρίτο
κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ Παῦλος καθορίζει τὰ προσόντα τῶν κληρικῶν, ἀναφέρει
τοὺς δυὸ βαθμούς, ἐπισκόπους καὶ διακόνους. Φαίνεται ν' ἀγνοῇ τοὺς πρεσβυτέρους! Δὲν
τοὺς ἄγνοει στὴν πραγματικότητα. Ὅπως ἀναφέραμε στὸ προηγούμενο, μὲ τὸν ὄρο
«ἐπίσκοπος» χαρακτηρίζεται στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ὁ
πρεσβύτερος. Καὶ μὲ τὸν ὄρο «πρεσβύτερος» χαρακτηρίζεται καὶ ὁ ἐπίσκοπος.
• Καὶ ἄλλος λόγος κάνει τὸν Παῦλο νὰ προσπερνάη τὸν «πρεσβύτερο» καὶ νὰ πηγαίνῃ
στὸν διάκονο. Ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος δὲν διέφεραν πολύ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία.
Όσα λέγονται γιὰ τὸν ἐπίσκοπο ἁρμόζουν καὶ ἀπαιτοῦνται καὶ γιὰ τὸν πρεσβύτερο.
Οἱ κατοπινοὶ χρόνοι, κατ' ἀπομίμηση τῆς κοσμικῆς κενοδοξίας, ὕψωσαν τὸ βαθμὸ τοῦ
ἐπισκόπου καὶ ἔκαναν διαστημικὴ πλέον τὴν ἀπόστασή του ἀπ' τὸν πρεσβύτερο. Ὡς πρὸς
τὴ σχέσι ἐπισκόπου καὶ πρεσβυτέρου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Διαλεγόμενος περὶ
ἐπισκόπων, τὸ τῶν πρεσβυτέρων τάγμα ἀφεῖς, εἰς τοὺς διακόνους μετεπήδησε. Τί δήποτε;
Ὅτι οὐ πολύ το μέσον αὐτῶν καὶ τῶν ἐπισκόπων. Καὶ γὰρ καὶ αὐτοὶ διδασκαλίαν εἰσὶν
ἀναδεδεγμένοι καὶ προστασίας τῆς ἐκκλησίας. Καὶ ἃ περὶ ἐπισκόπων εἶπε, ταῦτα καὶ
πρεσβυτέροις ἀρμόττει» (Ε.Π.Ε. 23,290). Μετάφρασις: Ἀφοῦ μίλησε γιὰ τοὺς ἐπισκόπους,
κι ἀφοῦ παρέλειψε τὸ τάγμα τῶν πρεσβυτέρων, μεταπήδησε στοὺς διακόνους. Γιατί; Ἡ
ἀπόστασης μεταξὺ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων δὲν εἶναι μεγάλη. Καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶναι
ταγμένοι στὴν προστασία καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Όσα, λοιπόν, εἶπε γιὰ τοὺς
ἐπισκόπους, τὰ ἴδια ταιριάζουν καὶ γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους.
Συνεχίζουμε, λοιπόν, τὰ προσόντα, ποὺ πρέπει νὰ κοσμοῦν τὸν ἐπίσκοπο, ἑπομένως καὶ
τὸν πρεσβύτερο, τὸν ἱερέα. Τονίζει ὁ Παῦλος στὸν Τιμόθεο, νὰ προσέξη νὰ μὴ χειροτονῇ
ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι «νεόφυτος». «Μὴ νεόφυτον, ἶνα μὴ τυφωθεῖς εἰς κρῖμα ἐμπέση τοῦ
Διαβόλου» (στ. 6). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ μὴν εἶναι (ὁ κληρικὸς) πρόσφατο
μέλος στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευτῆ καὶ καταδικαστῆ ὅπως ὁ Διάβολος».
• Ποιὸς λέγεται «νεόφυτος»; Ἐκεῖνος, ποὺ πρόσφατα φυτεύτηκε στὸ χῶρο τῆς
Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι φυτεία, ποῦ τὴν φύτεψε «ἡ δεξιά του Ὑψίστου». Γι' αὐτὴ τὴ φυτεία καὶ
ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε τὴ συνεργεῖα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀποστόλων καὶ
τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πιστοῦ καὶ τῆς χάριτος. Εἶναι θεανθρώπινο ἔργο. Σαφῶς διακηρύττει:
«Ἐγὼ ἔφυτευσα, Ἀπολλῶς ἐπότισεν, ἀλλ' ὁ Θεὸς ηὔξανε» (Ἃ' Κορ. γ' 6).
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ ἕνα δέντρο, ἂν δὲν ὑπάρχη κατάλληλο χῶμα, κατάλληλος
σπόρος, κατάλληλη καλλιέργεια, κατάλληλες καιρικὲς συνθῆκες.
Ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ σπόρος δὲν καρποφορεῖ, ἂν δὲν ὑπάρχη ἢ
συνέχεια, ἡ καλλιέργεια ἀπ' τὸν ἴδιον ἢ ἄλλον ἐργάτη τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου καὶ ἂν
δὲν ὑπάρχη ἢ εὐλογία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἂν κάποιος πιστέψη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται δεκτὸς ὡς νέο δενδρύλλιο στὸν κῆπο τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλ' ἒπ' οὐδενὶ λόγω πρέπει ν' ἀναλαμβάνῃ ἀμέσως ὑπεύθυνο ἔργο
πνευματικοῦ ἡγέτη. Διότι διατρέχει δυὸ κινδύνους.
Ὁ ἕνας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. «Ἶνα μὴ τυφωθεῖς εἷς κρῖμα ἐμπέση τοῦ διαβόλου» (στ. 6).
Κίνδυνος ὑπερηφανείας ὑπάρχει γιὰ ὅλους. Περισσότερο ὅμως γιὰ νεαρὰ ἄτομα, ποὺ
«ἀθρόον» ἀναρριχῶνται σὲ ὕπατα ἀξιώματα. Εὔκολα φουσκώνουν καὶ καταντοῦν τελικὰ
παίγνιο τοῦ Διαβόλου.
Ὁ Διάβολος γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον, ὅτι γιὰ νὰ πέση κανείς, ὁ σιγουρότερος
δρόμος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Εἶναι τόσο ὀλισθηρὸς αὐτὸς ὁ δρόμος, ὥστε ἀποκλείεται νὰ
μὴ πέση σὲ φοβερὰ ἁμαρτήματα καὶ ὑπερήφανος.
Καὶ πῶς νὰ γλιτώση εὔκολα ἀπ' τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπερηφανείας ἐκεῖνος, ποῦ ἀπὸ
στρατιώτης γίνεται ἀπότομα στρατηγός, ἀπὸ ὑποτακτικὸς γίνεται ἀμέσως ἡγούμενος, ἀπὸ
μαθητὴς τῆς πρώτης τάξεως γίνεται ἀμέσως καθηγητὴς πανεπιστημίου;
Αὐτὸς εἶναι ὁ «νεόφυτος». Γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος λέει:
«Εἰ πρὶν ἢ γενέσθαι μαθητής, διδάσκαλος γένοιτο ταχέως, καὶ εἰς ἀπονοιαν ἔρχεται εἰ, πρὶν
ἢ μαθεῖν ἄρχεσθαι, τῶν ἀρχόντων γένοιτο, φυσᾶται» (Ε.Π.Ε. 23,280). Μετάφρασις: "Ἂν
κάποιος γίνῃ δάσκαλος προτοῦ νὰ γίνῃ μαθητής, φτάνει σὲ ἀλαζονεία. Ἂν προτοῦ νὰ μάθη
νὰ ἔρχεται γίνῃ ἄρχοντας, ὑπερηφανεύεται.
Ὁ ἄλλος κίνδυνος εἶναι ἡ ἀπογοήτευσις. Ἔχουμε περιπτώσεις νέων ἀνθρώπων, ποὺ
ἀνέλαβαν πνευματικὴ διακονία καὶ ὄντες φιλότιμοι δὲν τὰ κατάφεραν κι ἀπογοητεύτηκαν.
Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία καθώρισε ὅριο ἡλικίας γιὰ τοὺς κληρικούς. Ἔχουμε βέβαια στὴν
ἀρχαία Ἐκκλησία ἑξαιρέσεις, ὅπου οἱ Ἀπόστολοι ἢ οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες χειροτονοῦσαν
καὶ νεαρὰ ἄτομα, τὰ ὁποῖα ὅμως εἶχαν ὥριμοτητα πνευματική. Κι αὐτὸ γινόταν γιὰ τὴν
ἀνάγκη, ποὺ εἶχε τότε ἢ διωκομένη Ἐκκλησία. Ἀλλ' ὅταν ἡ ἐξαίρεσις ἔτεινε νὰ μεταβληθῆ
σὲ κανόνα, καὶ νεαρά, ἀνώριμα, ἐπιπόλαια καὶ ἀστοιχείωτα ἄτομα ἔμπαιναν στὴν
Ἐκκλησία, ὡς πνευματικοὶ ἡγέτες, τότε ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπεφάσισε καὶ ὤρισε
κατώτερα ὅρια ἡλικίας γιὰ τοὺς κληρικούς. Τὸ 25ο ἔτος γιὰ τὴ χειροτονία διακόνου καὶ τὸ
30ό γιὰ τὴ χειροτονία πρεσβυτέρου (ιδ΄ κανόνας ΣΤ΄ Οἰκουμ. Συνόδου. Ἰδὲ καὶ Π' κανόνα
Ἁγίων Ἀποστόλων).
Τα ὅρια αὐτὰ ἐπ' οὐδενὶ λόγω ἐπιτρέπεται νὰ παραβιάζονται. Ἔχει πληρώσει πικρὰ ἡ
Ἐκκλησία τὴ χειροτονία «νεοφύτων», ὡς πρὸς τὴν ἡλικία.
Το νεόφυτο δεντράκι εἶναι γιὰ «δέσιμο», γιὰ περιφρούρησι, γιὰ στηριγμό.
Δὲν εἶναι ἀκόμα γιὰ καρποφορία. Θὰ ἔρθη ἡ στιγμή, ποῦ θὰ «δέση», θὰ ριΖώση, θὰ
σταθεροποιηθῆ, θὰ μεστώση μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ μπορῇ ν' ἀποδώση καὶ
καρποὺς ποιμαντικῆς διακονίας.
Ποιὸς ἐμπιστεύεται πλοῖο στὴ διακυβέρνηση ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ;
Ποιὸς ἐμπιστεύεται σοβαρὴ προσωπική του ὑπόθεσι σ' ἐπιπόλαιο νεαρό;
Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμπιστευθῆ ἢ Ἐκκλησία τὴ διακυβέρνησι μιᾶς ἐνορίας, τὴ
διακυβέρνησι ἀθανάτων ψυχῶν, τὸ δυσκολοτατο ἔργο, σὲ χριστιανούς, ποῦ μόλις τώρα
ἄρχισαν νὰ συλλαβίζουν τὰ ἱερὰ γράμματα;
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἔχοντας ὑπ' ὄψι τοῦ τοὺς ὑπηρέτες παλαιῶν σπιτιῶν, ρωτάει:
Προτοῦ ἕνας νεοδιόριστος ὑπηρέτης ἀποδείξη τὶς ἱκανότητές του καὶ τὴν πιστότητά του,
τοῦ ἐμπιστεύεσαι τὸ ἐσωτερικό του σπιτιοῦ σου, ὅπου ἔχεις τοὺς θησαυρούς σου;
Ἀσφαλῶς ὄχι. Πῶς, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐμπιστευθῆ σὲ πρωτάρη Χριστιανό, σὲ
«νεόφυτον», εἴτε ὡς πρὸς τὴν προσέλευσή του στὴν πίστι, εἴτε ὡς πρὸς τὴν ἡλικία, τὰ
ἐνδότερά της πίστεως, τὴ διακονία τῶν μυστηρίων, τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τὴ
διαποίμανση ψυχῶν; «Πῶς οὐκ ἄτοπον, εἰς μὲν οἰκίαν νεώνητον οἴκετην μὴ πρότερον
ἔγχειριζεσθαι τί τῶν ἔνδον, πρὶν ἂν διὰ πολλῆς της πείρας τῆς αὐτοῦ γνώμης πολλὰ
τεκμήρια δῶ, εἰς δὲ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἔξωθεν εἰσελθόντα εἰς τοὺς πρώτους εὐθέως
κατατάττεσθαι;» (Ε.Π.Ε. 23,292).

Ἡ ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία (στ. 7).


Ο ἐπίσκοπος, γενικὰ καὶ πνευματικὸς ἡγέτης, δὲν κυβερνάει ἄλογα ὄντα, ὁπότε δὲν
ὑποχρεώνεται νὰ λαμβάνῃ ὑπ' ὄψι τὴ γνώμη τους. Κυβερνάει λογικὰ ὄντα, ψυχὲς μὲ
ἐλεύθερο φρόνημα, ἀλλὰ καὶ μὲ κρίσι καὶ γνώμη. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, οὔτε νὰ ἐγκαθίσταται
χωρὶς τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, οὔτε νὰ διοικῇ ἀγνοώντας τὴ γνώμη τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος θεωρεῖ ὡς ἕνα ἀπ' τὰ ἀπαραίτητα προσόντα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη
τὴ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, δηλαδή, τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο ὁ ἐπίσκοπος
ἢ κάποια σύνοδος ἐπισκόπων. Ἐκκλησία εἶναι ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός. Λέει: «Δεῖ δὲ αὐτὸν
καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἶνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέση καὶ παγίδα τοῦ
Διαβόλου» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐπίσης πρέπει (ὁ πρεσβύτερος ἢ ὁ
ἐπίσκοπος) νὰ ἔχῃ καλὴ μαρτυρία καὶ ἀπ' τοὺς ἐκτός της Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μὴν ἐξευτελιστῆ
καὶ πέση σὲ παγίδα τοῦ Διαβόλου».
• Καλὴ μαρτυρία εἶχε ὁ Τιμόθεος. Όταν τὸν διάλεξε ὁ Παῦλος γιὰ νὰ τὸν προσλάβη
συνεργάτη στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, ρώτησε στὴν πόλι του, τὰ Λύστρα, τοὺς λίγους τότε
χριστιανούς, καὶ τοῦ ἔδωσαν καλὲς πληροφορίες. «Ἐμαρτυρεῖτο ὑπὸ τῶν ἐν Λύστροις καὶ
Ἰκονίω ἀδελφῶν» (Πράξ. 1στ ? 2).
• Αὐτὴ τὴν καλὴ μαρτυρία πρέπει τώρα καὶ ὁ Τιμόθεος ὡς ἐπίσκοπος νὰ Ζητῇ,
προκειμένου νὰ χειροτονῇ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους.
• Σήμερα ἡ καλὴ μαρτυρία τοῦ πιστοῦ λαοῦ δυστυχῶς δὲν ζητεῖται. Χειροτονοῦνται
ἄτομα ἐν ἀγνοῖᾳ τελείως τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
Κι ὅταν ἀκόμα οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ μιᾶς ἐνορίας ἢ μιᾶς ἐπισκοπῆς ἔχουν σοβαροὺς
πνευματικοὺς λόγους νὰ μὴ δέχονται γιὰ ποιμένα τοὺς πρόσωπο ἀκατάλληλο, καὶ πάλι δὲν
εἰσακούονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ σήμερα ἡγεσία.
Κι ὅταν φτάνουν στὸ ἔσχατο πλέον μέσο ἀντιδράσεως, ποὺ παρέχουν στὸν πιστὸ λαὸ οἱ
ἱεροὶ Κανόνες, νὰ φωνάξουν, δηλαδή, «ἀνάξιος» κατὰ τὴ χειροτονία, καὶ πάλι δὲν
λαμβάνεται ὑπ' ὄψι ὁ εὐσεβὴς λαός.
Ἔτσι ἐπικάθηνται στὸν τράχηλο τοῦ λαοῦ μὲ τὸ «Ζόρι» ἄνθρωποι, ποῦ δὲν διαθέτουν τὴν
ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία.
• Ὁ λαός, οἱ πιστοί, ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν καὶ τὰ δικαιώματα, ποῦ ἔχουν μέσα στὴν
Ἐκκλησία. Καὶ τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐκλογὴ καλῶν ποιμένων δὲν εἶναι ἁπλῶς
δικαίωμα εἶναι καθῆκον τῶν εὐσεβῶν. Δὲν μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ λένε:
Κι ἐμᾶς τί μᾶς νοιάζει ποιὸς θὰ χειροτονηθῆ πρεσβύτερος ἢ ἐπίσκοπος; Εἶναι σὰν νὰ
λένε:
- Ἐμᾶς δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει, ἂν ὁ γιατρὸς ποὺ μᾶς ἔστειλαν ἔχῃ Πτυχίο, ἢ ἂν εἶναι
κατάλληλος γιὰ τὴ λεπτὴ ἀποστολή του!
Γιατί γιὰ τὸ γιατρὸ ἐνδιαφερόμαστε, καὶ γιὰ τὸν πνευματικὸ ἡγέτη, ποῦ πρέπει νὰ
θεραπεύῃ πληγὲς καὶ ἀνάγκες τοῦ κόσμου, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, δὲν ἐνδιαφερόμαστε;
• Ἕνας ποῦ δὲν ἔχει καλὴ μαρτυρία, εὔκολα θὰ παγιδευθῆ στὶς παγίδες, ποῦ στήνει ὁ
Διάβολος. Ἂν ὁ Σατανᾶς παγιδεύῃ κάποτε καὶ ἐκλεκτούς, πολὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ
παγιδεύση τοὺς ἀνέτοιμους καὶ ἀκατάλληλους.
Μὲ ἀκατάλληλα πρόσωπα στὴν κορυφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας γελοιοποιούμαστε.
Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος, ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ καλὴ μαρτυρία τῶν πιστῶν, «ἶνα μὴ εἰς
ὀνειδισμὸν ἐμπέση (ὁ ἐπίσκοπος) καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου» (στ. 7).
• Ἀντίθετα, ἂν ὁ ἐπίσκοπος, καὶ γενικὰ ὁ κληρικός, εἶναι ὅπως τὸν θέλει ὁ Παῦλος, θὰ
γίνῃ πόλος ἕλξεως καὶ ἀπίστων ἀκόμα. Ἔτσι ὑπογραμμίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὥσπερ
οὐκ ἂν τὶς εἴπoι τὸν ἥλιον σκοτεινόν, οὐδὲ αὐτὸς ὁ τυφλός, αἰσχύνεται γὰρ ταϊς πάντων
μάχεσθαι δόξαις, οὕτω τὸν σφόδρα καλὸν οὐκ ἂν τὶς μέμψατο ἀλλὰ τῶν μὲν δογμάτων
ἕνεκεν πολλάκις ἂν αὐτοὺς διαβάλλoιεν Ἕλληνες, βίου δὲ ὀρθοῦ οὐκ ἂν ἐπιλάβoιντο, ἀλλὰ
καὶ μετὰ τῶν ἄλλων θαυμάζουσι καὶ ἐκπλήττονται» (Ε.Π.Ε. 23,282). Μετάφρασις: Ὅπως
ἀκριβῶς δὲν μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς σκοτεινὸ τὸν ἥλιο, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ τυφλός, γιατί ντρέπεται
νὰ ἐναντιώνεται στὴ γενικὴ γνώμη, ἔτσι τὸν πάρα πολὺ καλὸ δὲν θὰ μποροῦσε κανένας νὰ
κατηγορήση. Καὶ γιὰ μὲν τὰ δόγματα Πολλὲς φορὲς οἱ εἰδωλολάτρες θὰ μποροῦσαν νὰ
διαβάλουν τοὺς χριστιανούς. Δὲν θὰ μποροῦσαν ὅμως νὰ τοὺς κατηγορήσουν γιὰ τὴν ὀρθὴ
Ζωή. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς θαυμάζουν καὶ ἐκπλήττονται.

Πίστις καὶ συνείδησης (στ. 8-9)


Τὰ ὅσα εἶπε ὁ Παῦλος γιὰ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ἁρμόζουν ἐν πολλοῖς καὶ
γιὰ τοὺς διακόνους. Λέει: «Διακόνους ὤσαυτως σεμνούς, μὴ διλόγους, μὴ οἴνω πολλῶ
προσέχοντας, μὴ αἰσχροκερδεῖς» (στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐπίσης οἱ διάκονοι
πρέπει νὰ εἶναι σεμνοί, ὄχι διπρόσωποι, ὄχι ἔκδοτοι στὸ πολὺ κρασί, νὰ μὴν εἶναι
αἰσχροκερδεῖς».
Τέσσερά τα προσόντα τῶν διακόνων:
• Ἡ σεμνότητα. Καὶ ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ νὰ εἶναι σεμνοί. Νὰ μὴ σκανδαλίζουν μὲ
τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴ συμπεριφορά τους. Ὑπηρετοῦν τὸ Θεό.
• Ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ εὐθύτητα. Ὄχι «δίλογοι», δηλαδή, διπρόσωποι, δίγλωσσοι, ἄλλοι
νὰ φαίνονται στοὺς μέν, ἄλλοι στοὺς δὲν ἄλλα νὰ λένε στοὺς μέν, ἄλλα στοὺς δέ.
• Ἡ ἔγκρατεια. Φαίνεται, ὅτι στὶς μέρες ἐκεῖνες κυριαρχοῦσε τὸ πάθος τοῦ κρασιοῦ.
Ἄνθρωποι, ποῦ ἤσαν δοῦλοι, ἐξαρτήματα ἑνὸς πάθους, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ γίνουν ἡγέτες
τοῦ λαοῦ; Αὐτὸ σήμερα ἐφαρμόζεται σ' ὅλα ἐκεῖνα τὰ πάθη, ποὺ ὑποδουλώνεται ὁ
ἄνθρωπος, κάποτε καὶ ὁ κληρικός.
Τότε τὸ κρασὶ ἦταν ἡ πιὸ φρικτὴ ἐξάρτησις. Σήμερα ὑπάρχουν κι ἄλλα ποτά, κι ἄλλες
κακὲς συνήθειες καὶ ἐξαρτήσεις, ὅπως π.χ. τὸ τσιγάρο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος ἡγέτης
τοῦ λαοῦ, ὅταν δὲν μπορεί νὰ νικήση ἕνα τσιγάρο!
• Ἡ ἄφιλοχρηματια. Μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὸν κληρικὸ ἢ πλεονεξία, ἡ φιλαργυρία. Τὸ
ποίμνιο μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀφορμὴ γιὰ ἐκμετάλλευση, ὄχι ἀντικείμενο ἐργασίας καὶ ἀγωνίᾳς
καὶ διαποιμάνσεως. Ἂν γιὰ κοσμικοὺς ἀνθρώπους ἢ αἰσχροκέρδεια εἶναι μιὰ φορὰ
ἁμαρτία, γιὰ τὸ διάκονο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολλὲς φορές. Πρόκειται γιὰ σιμωνία.
Δωρεὰν ὁ Χριστὸς προσφέρει τὸ πανάγιο Αἷμα Του, ἀπὸ ὅπου ἀπορρέει ἡ θεία χάρις.
Ὠρισμένοι ὅμως κληρικοὶ τὴ χάρι αὐτὴ τὴν πουλᾶνε, τὴν ἐκμεταλλεύονται «πρὸς ἴδιον
πλουτισμόν».
Συνένοχοι στὴν αἰσχροκέρδεια αὐτή, ποὺ λέγεται, σιμωνία, γίνονται καὶ ὅσοι Πιστοὶ
φθείρουν τὸν κληρικό, πληρώνοντας τὸν γιὰ κάποια συγκεκριμένη ἁγιαστικὴ πρᾶξι. Περὶ
αὐτοῦ ὅμως περισσότερα στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς.

Δόκιμοι (στ. 10)


Δὲν εἶναι ἐπαγγελματίας ὁ κληρικός, ὁ διάκονος ἐν προκειμένῳ. Εἶναι ἐνσυνείδητος
ἐργάτης τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ ψυχρὰ νὰ τέλη τὰ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ μετέχῃ ψυχικά.
Διακονεῖ μυστήριο, τὸ «μυστήριον τῆς πίστεως». Ἑπομένως ὀφείλει νὰ ἔχῃ καθαρὴ
συνείδηση.
Πῶς ν' ἀγγίξη κανεὶς μὲ βρώμικα χέρια ἕνα ἱερὸ καὶ ἅγιο ἀντικείμενο; Πολὺ περισσότερο,
πῶς ν' ἀγγίξη μὲ βρώμικη καρδιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τὴ διακονία τῶν ἁγίων μυστηρίων,
τὸ ἅγιο θυσιαστήριο; Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο βασικὴ προϋπόθεσης εἶναι νὰ διακονοῦν οἱ
κληρικοί, «ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει» (στ. 9). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ κρατᾶνε τὴν ἱερὴ ὑπόθεση τῆς πίστεως μὲ καθαρὴ συνείδησι».
Γι' αὐτὸ χρειάζεται διαρκὴς δοκιμασία.
Νὰ δοκιμάση ὁ κληρικός, νὰ ἐξετάση τὴ συνείδησί του. Νὰ συμβουλεύεται ἔμπειρο
πνευματικό, γιὰ τὸ ἂν μπορεί νὰ σταθῇ, ὑποφερτὰ ἔστω, στὸ φοβερὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ
διακονίας.
Ἂν ὁ Παῦλος τονίζη, ὅτι ὅλοι οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ δοκιμάσουν τὸν ἑαυτό τους, κι ὕστερα
νὰ μετέχουν τῆς θείας Κοινωνίας, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου (Α΄ Κορ. ια΄ 28),
πολὺ περισσότερο ὀφείλουν νὰ δοκιμάζουν τὸν ἑαυτὸ τοὺς οἱ ὑποψήφιοι κληρικοί.
Λέει στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς: «Καὶ οὗτοι δὲ δοκιμακέσθωσαν πρώτον, εἴτα
διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ αὐτοὶ δὲ ἃς
ἐξετάζονται πρῶτα, κι ἔπειτα ἃς γίνονται διάκονοι, ἄν, δηλαδή, εἶναι ἀπαλλαγμένοι
κατηγορίας».
Χρειάζεται διπλὴ δοκιμασία.
• Πρὸ τῆς χειροτονίας.
Κάποτε, γιὰ νὰ γίνῃ κάποιος μοναχός, περνοῦσε γιὰ πολλὰ χρόνια ἀπ' τὸ στάδιο τοῦ
δοκίμου. Τώρα σὲ ἐλάχιστα μοναστήρια τηρεῖται ἡ εὐλογημένη αὐτὴ παράδοσις, ἢ
ἀναγκαία αὐτὴ προϋπόθεσις γιὰ τὴν ἔνταξι ἑνὸς προσώπου στὴν τάξη τοῦ μοναχικοῦ
τάγματος. Στὰ περισσότερα δυστυχῶς μοναστήρια Χωρὶς μεγάλη δοκιμασία γίνεται ἡ
κουρὰ ἀδοκίμων ἀτόμων!
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὶς περιπτώσεις πολλῶν διακόνων, πρεσβυτέρων, ἐπισκόπων.
Χωρὶς καμμιὰ προηγούμενη δοκιμασία πολλοὶ ἐπίσκοποι προβαίνουν σὲ χειροτονία
ἀτόμων ἀσχέτων ὄχι πρὸς τὴν ἱερωσύνη, ἀλλ' ἀκόμα καὶ πρὸς τὴ στοιχειώδη χριστιανικὴ
Ζωή.
Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, δοκιμασία πρὶν ἀπ' τὴ χειροτονία. Γιὰ ὅλους τους κληρικούς, μάλιστα
δὲ γιὰ τοὺς ἄγαμους.
• Μετὰ τὴ χειροτονία.
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ κληρικὸς ὀφείλει νὰ δοκιμάση τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ διαπιστώνῃ ἂν διατηρῇ
τὸ Ζῆλο ποὺ χρειάζεται, ἂν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ βρωμερὲς ἁμαρτίες, ἂν εἶναι καταρτισμένος
πνευματικὰ καὶ θεολογικά, γιὰ ν' ἀντιμετωπίζῃ τὶς δυσκολίες τοῦ ἔργου του. Ἀλλὰ καὶ ὁ
προϊστάμενός του ἐπίσκοπος ὀφείλει κατὰ καιροὺς νὰ τὸν δοκιμάζη.
Μὲ διαρκῇ δοκιμασία, ἐξέταση, αὐτοεξέταση, ὁ διάκονος τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι
«ἀνέγκλητος», ἀκατηγόρητος. Σήμερα πολλοὶ κατηγοροῦν τοὺς κληρικούς, ἄλλοτε ἀδίκως
καὶ ἄλλοτε δικαίως.
Ἃς προσπαθῇ ὁ κληρικὸς νὰ μὴ δίνη ἀφορμὲς γιὰ κατηγορίες. Καὶ ἃς μὴ ξεχνᾷ, ὅτι ὁ
Διάβολος, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, ὁπλίζει τοὺς ἀσεβεῖς μὲ τὸ ὅπλο τῆς ἱεροκατηγορίας.
Όποιος δοκιμάζεται, αὐτὸς καθίσταται τελικὰ «δόκιμος», μὲ τὴν ἄλλη σημασία τῆς
λέξεως (Α΄ Κορ. ια' 19). Εἶναι δόκιμος, ἔκτακτος. Ὅπως τὸ χρυσάφι, ἔτσι κι αὐτὸς ἔχει
δοκιμαστὴ στὶς θλίψεις, στὶς δυσκολίες, καὶ ἀποδείχτηκε Ἱκανός, ἄξιος.

Ἱερατικὴ οἰκογένεια (στ. 11-12)


Στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν μόνο ἄντρες. Ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες. Οἱ γυναῖκες δὲν ἔχουν
ταχθῆ ἀπ' τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἱερουργία τῶν ἱερῶν μυστηρίων. 'Ἀλλ' αὐτὸ δὲν σημαίνει
ὑποτίμηση τῶν γυναικών. Διακονοῦν οἱ γυναῖκες σὲ ἄλλη λειτουργία, στὴ λειτουργία τῆς
μητρότητας, στὸ μυστήριο τῆς Ζωῆς, ὅπως εἴδαμε σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο.
Ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ ἔργο τῆς λατρευτικῆς συνάξεως καὶ διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας οἱ
γυναῖκες ἔχουν ἔργο. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος μιλάει καὶ γιὰ διακόνισσες: «Γυναίκας ὤσαυτως
σεμνᾶς, μὴ διαβόλους, νηφαλίους, πιστᾶς ἐν πάσι» (στ. 11). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Οἱ γυναῖκες (τοὺς) ἐπίσης νὰ εἶναι σεμνές, ὄχι φιλοκατήγορες («κουτσομπόλες»),
προσεκτικές, πιστὲς σὲ ὅλα».
Διακόνισσες ἤσαν οἱ γυναῖκες, ποὺ βοηθοῦσαν στὴ βάπτιση κυρίως τῶν γυναικών, στὴν
κατήχησή τους, στὴν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ, στὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας.
Τὰ κακά των γυναικὼν εἶναι γνωστά:
Φλυαρία, προκλητικὴ ἐμφάνισης, κοσμικότητα, ἐπιπολαιότητα. Ὅλα αὐτὰ καυτηριάζει ὁ
Παῦλος μὲ τὰ ὅσα λέει. Προβάλλει τὴν ὡραία χριστιανὴ γυναῖκα. Αὐτή:
• Εἶναι σεμνή.
• Εἶναι μετρημένη στὰ λόγια της.
• Εἶναι συνετή.
• Εἶναι πιστὴ καὶ ἐνάρετη.
• Εἶναι ἄνδρεια.
• Εἶναι συμπαραστάτης καὶ βοηθὸς τοῦ διακόνου τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ ὅσα γιὰ τοὺς διακόνους συνιστᾷ ὁ Παῦλος ἐξαρτῶνται ἐν πολλοῖς ἀπ' τὴ σύζυγό τους
κι ἀπ' τὰ παιδιά τους. «Διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες, τέκνων καλῶς
προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων» (στ. 12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Οἱ διάκονοι νὰ
εἶναι μιᾶς γυναίκας ἄντρες (ἂν εἶναι ἔγγαμοι), καὶ νὰ κυβερνοῦν καλά τα παιδιά τους καὶ
τὰ σπίτια τους».
• Εὐλογημένη ἡ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Στηρίζεται στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποῦ σμιλεύει
καὶ τὴ συζυγικὴ ἀγάπη καὶ τὴν κάνει ἰσόβια, αἰώνια ἀγάπη.
• Καρπὸς τῆς εὐλογημένης ἱερατικῆς οἰκογενείας εἶναι τὰ παιδιά. Ὁ λειτουργὸς
παραδίνεται πέρα γιὰ πέρα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς πονηρὲς σκοπιμότητες ἀφήνεται
κι αὐτὸς κι ἢ πρεσβυτέρα του (ἢ διακόνισσα) στὸν Πατέρα τοῦ οὐρανοῦ. Κι ὁ ἴδιος ὡς
πνευματικὸς πατέρας φροντίζει μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃ πετύχη στὸ ρόλο του ὡς
φυσικοῦ πατέρα.
• Τὸ σπίτι τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας εἶναι ἐκκλησία. Τότε λειτουργεῖ ποιμαντικὰ καὶ
ἀποδίδει ὁ κληρικός, ὅταν ὁ ναὸς τοῦ εἶναι ἐπέκτασης τοῦ δικοῦ του σπιτιοῦ. Ὅταν τὸ σπίτι
τοῦ εἶναι ὁ πρόναος τῆς ἐνορίας του.
Πόσα θαύματα μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ σωστὴ ἱερατικὴ οἰκογένεια!

13
οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται καὶ πολλὴν
παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. 14 Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε
τάχιον· 15 ἐὰν δὲ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν
ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. 16 καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ
τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη
ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ.

Συνεπεῖς διάκονοι βραβεύονται (στ. 13)


Γιὰ τοὺς διακόνους τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν πορεία τῶν ἐργατῶν, γιὰ τὴ
θέση καὶ στάση τῶν κληρικῶν καὶ τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἰερωσύνης μίλησε ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. Τὸ ζήτημα τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τὸ θεωρεῖ πολὺ
σοβαρὸ θέμα, ὅπως καὶ εἶναι. Δυὸ θέματα καλεῖται νὰ λύνῃ σωστὰ ἢ ποιμαίνουσα
Ἐκκλησία: Τὰ θέματα «ἐπίσκοπος» καὶ «πρεσβύτερος». Ἂν ἔχῃ καλοὺς ἐπισκόπους, αὐτοὶ
θὰ μεριμνήσουν γιὰ τὴν ἐπιστράτευση ἁγίων πρεσβυτέρων.
• Ἂν οἱ ποιμένες εἶναι καλοί, τὰ πρόβατα θὰ βόσκουν σὲ χλοερὰ λιβάδια. Θὰ ὁδηγοῦνται
«εἷς νομὰς σωτηρίους».
• Εἶναι ἀνάγκη νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅλοι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σπίτι μας. Εἶναι δική
μας ὑπόθεσις τὸ ποιοὶ διοικοῦν αὐτὸ τὸ σπίτι. Δὲν μποροῦμε νὰ λέμε μὲ ἀπάθεια:
-Κι ἐμένα τίμ' ἐνδιαφέρει τί κάνουν οἱ παπάδες;
Οἱ κληρικοὶ δὲν εἶναι μαγνητόφωνα ψυχρά, γιὰ νὰ μεταδίδουν κάποια ἱερὴ ἀκολουθία ἢ
νὰ μεταδίδουν μαγικὰ τὴ θεία χάρι.
Εἶναι πρόσωπα, ποὺ προβάλλονται μὲ τὴ ζωή τους καὶ τὸ λόγο τους.
Εἶναι ἰατροί, ποῦ τοὺς ἐμπιστευόμαστε τὴν ψυχή μας.
Εἶναι λειτουργοί των μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι καθαροί.
Εἶναι ἡ βιτρίνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπ' αὐτοὺς ἐν πολλοῖς ἐξαρτᾶται ἡ διαφήμισης ἢ ἢ
δυσφήμισης τοῦ Εὐαγγελίου.
Γι' αὐτὸ καὶ θερμό το αἴτημα τῆς προσευχῆς μας:
«Κύριε, καλοὺς ποιμένες νὰ δίνης στὴν Ἐκκλησία σου. Κύριε, μὴ μᾶς δώσης Ποιμένες
κατὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἁγίους καὶ σοφοὺς πατέρες καὶ διδασκάλους θέλουμε».
Καὶ μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ χρειάζεται καὶ προσπάθεια νὰ ἐξευρίσκονται πάντοτε καλοὶ
ποιμένες, καλοὶ κληρικοί. Νὰ ἐμποδίζωνται οἱ φαῦλοι καὶ οἱ ἄπιστοι. Νὰ μὴ καταλαμβάνουν
ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα «ὠφελείας χάριν» (Ἰούδ. στ. 16). Ο ἀπόστολος Παῦλος,
τελειώνοντας τὰ ὅσα περὶ τῶν ἐπισκόπων (πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων!) καὶ διακόνων
εἶπε, τονίζει τὴ συνέπεια στὸ ἔργο τῆς διακονίας καὶ τὸν καλὸ βαθμὸ ποὺ παίρνουν γιὰ τὴ
διακονία τοὺς αὐτή: «Οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν αυτοις καλὸν περιποιοῦνται καὶ
Πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (στ. 13). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Ὅσοι διακόνησαν καλά, ἀποκτοῦν μεγάλη ὑπόληψι καὶ πολλὴ ἐκτίμηση γιὰ τὸ ζήλο τοὺς
χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ».
• Ὁ Θεὸς δὲν καταργεῖ τὴ βαθμολογία. Καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ μαθητεία ἂν λείψη
ἡ βαθμολογία, θὰ λείψη καὶ ἡ εὐγενὴς ἅμιλλα, ἀλλὰ καὶ θὰ τραυματιστῆ θανάσιμα ἡ
δικαιοσύνη. Ἀλλοίμονο, ἂν δὲν ἀμείβεται ὁ καλὸς γιὰ τὸν κόπο του!
Ὅσοι διακονοῦν στὴν Ἐκκλησία καλῶς, ἐπιμελῶς μὲ συνέπεια καὶ φόβο Θεοῦ, αὐτοὶ
παίρνουν καλὸ βαθμό. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία. Κανονικὰ στὴν
Ἐκκλησία οἱ πιστοί, καὶ μάλιστα οἱ κληρικοί, πρέπει νὰ προάγωνται στὸν ἀνώτερο βαθμὸ μὲ
βάση τὴν καλὴ καὶ συνεπῆ διακονία τους.
Σήμερα προάγονται σὲ ἀνώτερο βαθμό, οἱ διάκονοι στὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου
(Ἱερέως), οἱ πρεσβύτεροι (ἀρχιμανδρῖτες) στὸ βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὄχι μὲ ἀξιοκρατικὰ καὶ
θεϊκὰ κριτήρια, ἀλλὰ μὲ τυπικά, κάποτε δὲ καὶ μὲ ρουσφετολογικά. Ὁ «γεροντισμὸς»
ἐπικρατεῖ καὶ στὴ σύγχρονη Ἐκκλησία. Όποιος ἔχει «Γέροντα» (ὄχι φυσικὰ μὲ τὴν καλὴ
ἔννοια), ὅποιος ἔχει Δεσπότη, δηλαδή, Ἰσχυρὸ παράγοντα, αὐτὸς καὶ προάγεται.
• Δὲν μιλάει γιὰ τέτοια προαγωγὴ ὁ Παῦλος. Μιλάει γιὰ δίκαιη βαθμολογία. «Βαθμὸν
αυτοις καλὸν περιποιοῦνται» (στ. 13).
Ποιὸς εἶναι ὁ βαθμός; Ἡ προαγωγὴ σὲ ὑψηλότερο ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα; Καὶ αὐτὸ
βεβαίως, ἀλλὰ κάτι τέτοιο συνεπάγεται μεγαλύτερες εὐθύνες.
Ὁ καλὸς βαθμός, ποὺ λαμβάνουν οἱ πιστοὶ καὶ συνεπεῖς διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ
πνευματικὴ πρόοδος. Ἀξιώνονται νὰ γίνουν στόματα τοῦ Θεοῦ, πρότυπα ἐκκλησιαστικά,
«φωστῆρες ἐν κόσμῳ». Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Καὶ πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τὴ ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ» (στ. 13).
• Τὸ τιμητικώτερο προσὸν εἶναι νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸ θάρρος νὰ διακηρύττῃ παντοῦ πίστι
στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ παρρησία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καλῆς διακονίας.
Όποιος εἶναι ἐν τάξει στὴν οἰκογένειά του τὴ στενή, ἀλλὰ καὶ στὴν εὐρύτερη, στὴν
ἐκκλησιαστική του διακονία, αὐτὸς ἔχει τὸ στόμα τοῦ ἀνοικτό. Δὲν φοβᾶται κανέναν. Ἡ
ἀσυνεπὴς Ζωὴ ἀντιθέτως κλείνει τὸ στόμα τοῦ κληρικοῦ.

Ἐλπίδα ἀποστολικῆς συναντήσεως (στ. 14)


Ὁ κληρικὸς ἔχει εἰδικὸ χάρισμα ἀπ' τὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος.
Καὶ ὡς ἄνθρωπος κινδυνεύει. Ἰδίως ὅταν εἶναι μόνος, μακρυὰ ἀπὸ ἄλλους ἐν Χριστῷ
ἀδελφούς.
Ὁ Τιμόθεος δὲν ἦταν μόνο νέος στὴν ἡλικία. Ἦταν καὶ ἀπομονωμένος. Ὁ διδάσκαλός του,
ὁ πνευματικός του πατέρας, ἦταν μακρυά. Καὶ τὸν εἶχε τόσο πολὺ ἀνάγκη! Καὶ δυσκολίες
στὸ ἔργο τοῦ συναντοῦσε, καὶ προβλήματα ἀντιμετώπιζε, καὶ θεολογικὰ ζητήματα
ἀνέκυπταν καὶ ἐνίσχυση ψυχικὴ χρειαζόταν.
Ὡς ἄνθρωπος κινδύνευε ἀπ' τὴν ἀθυμία, ἀπ' τὴν ἀπελπισία, ποὺ δημιουργεῖ ἡ
ἀπομόνωσης. Βεβαίως ἀρκεῖ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ γεμίση ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ εἶναι χαρούμενος πάντοτε. Ἀλλ' αὐτὸ ἀφορᾷ στοὺς τελείους. Οἱ ἀτελεῖς -
καὶ ὅλοι εἴμαστε ἀτελεῖς!- ἔχουν ἀνάγκη ἀπ' τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐνίσχυση ἀδελφῶν
πνευματικῶν, καὶ κυρίως πνευματικοῦ πατρὸς καὶ καθοδηγητού.
Κανένας δὲν εἶναι αὐτάρκης.
Ο Τιμόθεος λαχταροῦσε νὰ ἔχῃ πάντοτε κοντά του τὸν Παῦλο. Αὐτὸ τὸ γνωρίζει ὁ
Παῦλος. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἀφήνει κάποια ἐλπίδα γιὰ σύντομη συνάντησή τους: «Ταῦτα σοὶ
γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρὸς σὲ τάχιον» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτά σου
γράφω, ἐλπίζοντας νὰ ἔρθω κοντά σου σύντομα».
Σοῦ σημείωσα ὤρισμενες γραμμὲς γιὰ τοὺς κληρικούς, ποῦ πρέπει νὰ ἐπιλέγῃς καὶ νὰ
χειροτονῇς. Γιὰ περισσότερα περίμενε μέ. Ἐλπίζω νὰ ἔρθω, ὅπου νάναι, κοντά σου.
• Πρόκειται γιὰ ποιμαντικὴ ἐπίσκεψη τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. "Ἂν γιὰ τοὺς ἁπλοϊκοὺς
χριστιανοὺς καὶ ἀπόστολος Παῦλος φρόντισε νὰ τοὺς ξαναεπισκέπτεται, ὥστε νὰ τοὺς
«ἐπιστηρίπη» (Πράξ. ἴε' 41), πολὺ περισσότερο φρόντιζε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς συνεργάτες
του, ὅσους εἶχε ἐγκαταστήσει ἐπισκόπους σὲ καίριες περιοχές.
• Ἡ παρουσία τοῦ Παύλου ἦταν γιὰ τὸν Τιμόθεο ἀφορμὴ χαρᾶς καὶ πνευματικοῦ
ἀνεφοδιασμοῦ.
Γιὰ ἄλλους, ἰδίως γιὰ ἐκείνους, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ἐκτρέψουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν
«ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν», ἡ παρουσία τοῦ Παύλου ἦταν ἕνας ἀναγκαῖος φόβος. Λέει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τούτω μὲν ὑπὲρ τοῦ παύσαι τὴν ἀθυμίαν ταῦτα ἐπιστέλλει, τοῖς δὲ
ἄλλους ὑπὲρ τοῦ διεγείραι αὐτοὺς καὶ ποιῆσαι σπουδαιότερους. Ἡ γὰρ παρουσία αὐτοῦ
καὶ ἐπαγγελλομένη, μεγάλα ἤδυνατο» (Ε.Π.Ε. 23,294). Μετάφρασις: Στὸν Τιμόθεο
προαναγγέλλει τὴν παρουσία του, γιὰ νὰ τοῦ σταματήση τὴ στενοχώρια, ἐνῷ στοὺς ἄλλους,
γιὰ νὰ τοὺς διεγείρῃ καὶ νὰ τοὺς κάνῃ σπουδαιοτέρους. Διότι ἡ παρουσία του, κι ὅταν τὴν
προανήγγελλε, μεγάλα κατώρθωνε.
Ἀναγκαία ἡ ἐπίσκεψης τοῦ ποιμένος. Καὶ οἱ ὑφιστάμενοι πάντοτε πρέπει νὰ Ζοῦν ἔτσι,
ὥστε σὲ κάθε αἰφνιδιαστικὴ ἐπίσκεψη τοῦ προϊσταμένου νὰ βρίσκωνται ἕτοιμοι! Βέβαια
γιὰ τὸν Τιμόθεο ἢ ἐπίσκεψης τοῦ Παύλου θὰ εἶχε ἄλλο χαρακτῆρα. Θὰ ἦταν ἀφορμὴ νὰ
εἰσέλθη περισσότερο στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει στὴ συνέχεια.

Συμπεριφορὰ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ (στ. 15)


Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τάξις καὶ εὐπρέπεια. Δὲν εἶναι ἀκαταστασία (Α΄ Κορ. ιδ' 33). "Ἂν ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, καὶ ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς Ποιεῖ
τὰ πάντα μὲ ἁρμονία καὶ τελειότητα, ἄρα καὶ στὴν Ἐκκλησία ὅλα πρέπει νὰ λειτουργοῦν μὲ
εὐρυθμία καὶ ἁρμονία. Γι' αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν οἱ κανόνες λειτουργίας καὶ Ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ἀπ' τοὺς λόγους, ποὺ γράφει ὁ Παῦλος τῆς Ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τιμόθεο, εἶναι
καὶ αὐτός: Νὰ ξέρουν πὼς σὲ κάθε περίσταση θὰ βαδίζη ὁ ποιμένας καὶ κάθε πιστός. «Ἐὰν
δὲ βραδύνω, ἶνα εἴδης πὼς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶν Ἐκκλησία Θεοῦ
Ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἂν
βραδύνω, σοῦ τὰ γράφω γιὰ νὰ ξέρῃς πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς στὸν οἶκο τοῦ
Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀληθινοῦ, ὁ στῦλος καὶ ἡ στερεὰ βάσις τῆς
ἀλήθειας».
• Οἶκος Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στὸν παράδεισο τοποθετήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν
«ἀναστράφηκε» ὅπως ἔπρεπε, ὅπως εἶχε ὁρίσει ὁ Δημιουργὸς Θεὸς καὶ ὅπως συνέφερε
στὸν ἄνθρωπο. Ἔκανε τοῦ κεφαλιοῦ του! Πῆγε κόντρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀποτέλεσμα ἡ ἁμαρτία, τὸ δρᾶμα τῆς ἐξώσεως, ὁ θάνατος.
Ο Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴ σάρκωσί Του καὶ τὸ σταυρικό Του θάνατο καὶ τὴν
ἀνάστασή Του, ξανανοιξε τὸν παράδεισο. Μᾶς τοποθέτησε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
'Ἀλλοίμονο, ἂν τὴν πάθουμε καὶ τὴ φορὰ αὐτή!
Ἀλλοίμονο, ἂν δὲν προσέξουμε καὶ δὲν μάθουμε πῶς πρέπει νὰ ποῦμε μέσα στὴν
Ἐκκλησία, ὡς μέλῃ τῆς Ἐκκλησίας!
Η τιμωρία θὰ εἶναι σκληρότερη, διότι γιὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου, γιὰ τὴν
ἐγκαθίδρυση τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, θυσιάστηκε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἔχυσε τὸ
πανάγιο Αἷμα Του.

Ἐκκλησία (στ. 15)


Στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾷ παρουσιάσει τὸ μεγαλεῖο της Ἐκκλησίας.
«Ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ Ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (στ. 15).
Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία;
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός. Ο Θεὸς εἶναι ζωντανός. Ἄρα καὶ
ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανή.
• Εἶναι τὸ ζωντανὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου.
• Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀλήθειας, στὴν Ἐκκλησία Τοῦ ἔχει ἀποκαλύψει καὶ
ἀποθησαυρίσει καὶ ἐμπιστευθῆ τὴν ἀλήθεια. Ἀλήθεια σώζουσα δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπ' τὴν
Ἐκκλησία.
Δὲν μιλᾶμε γιὰ φυσικὲς ἢ ἐπιστημονικὲς ἀλήθειες. Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ σῴζει.
Γιὰ τὴν ἀλήθεια σχετικὰ μὲ τὸ Θεό, τὶς οὐράνιες πραγματικότητες καὶ τὴ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου.
Τὰ συστήματα τοῦ κόσμου, οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου, οἱ διάφορες φιλοσοφίες μπορεῖ νὰ
περιλαμβάνουν στὴ διδασκαλία τους καὶ μερικὲς ἀλήθειες, χάρι στὴ φυσικὴ ἀποκάλυψι,
στὸ λεγόμενο «σπερματικὸ λόγο». Ἀλλ' οἱ ἀλήθειες αὐτὲς εἶναι ἀνακατεμένες μὲ πολλὰ
ψέμματα καὶ ἀνοησίες.
• Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιέχει ἀλήθειες. Προβάλλει τὴν Ἀλήθεια. Εἶναι ἡ 'Ἀλήθειd
Μιλώντας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιὰ τὴν Ἐκκλησία, παρουσίασε τὸ αἰώνιο καὶ ἀκατάβλητο καὶ
ἀκατάλυτό της: «Καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄ 18). Καμμιὰ δύναμις
δὲν μπορεῖ νὰ καταλύση τὴν Ἐκκλησία. Ποτὲ δὲν θ' ἀνακαλυφθῆ μηχάνημα, ποὺ θὰ
μπορέση νὰ γκρεμίση τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας! Ὅπως τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ γκρεμίση
τὸ Θεὸ ἀπ' τὸν οὐρανό, ἔτσι κανεὶς δὲν μπορεῖ ν' ἀφανίση τὴν Ἐκκλησία. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Οὐρανία ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία καὶ οὐδὲν ἔστιν ἄλλο ἢ οὐρανὸς» (Ε. Π.Ε. 24,546).
• Εἶναι ἀκατάλυτη ἡ Ἐκκλησία, διότι κατέχει τὴν Ἀλήθεια. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
ἢ σαρκωμένη Ἀλήθεια.
Ἂν στέγη τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, στέγη στὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀποκλείεται νὰ βρεθῆ λάθος στὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἀποκλείεται νὰ βρεθῆ
ἁμάρτημα στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καὶ
ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (στ. 15).
• Ἂν μποροῦν τὰ κύματα, ὅσο ὁρμητικὰ κι ἂν εἶναι, νὰ ξερριζώσουν τὸ βράχο μέσ' στὴ
θάλασσα, ἄλλο τόσο μποροῦν τὰ κύματα τοῦ χρόνου, τῆς πολεμικῆς, τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς
αἱρέσεως, νὰ ξερριζώσουν τὸ βράχο τῆς Ἀλήθειας, ποὺ λέγεται Ἐκκλησία.
'Ἀλλ' ἃς προσέξουμε! Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάποια ἀφηρημένη ἔννοια, ἐπινόησις ἢ
πλάσμα ἀνθρώπων, ὅπως οἱ ἔννοιες «Κοινωνία» καὶ «κράτος». Εἶναι μιὰ πραγματικότητα,
καὶ μάλιστα θεία. Ὀφείλουμε σχετικὰ μ' αὐτὴν νὰ Πιστεύουμε τὰ ἑξῆς:
Νὰ τὴν δεχόμαστε ὡς Ὀντότητα, ὅπως Ὀντότητα εἶναι ὁ Θεός, ὅπως Ὀντότητα εἶναι ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός.
Νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸν ἑαυτὸ μᾶς σ' αὐτήν. Όπως τὰ διάφορα μέλη βρίσκονται
ἐξαρτημένα ἀπ' τὸ σῶμα.
Νὰ ὑπακούουμε σ' αὐτήν. Δὲν μποροῦμε νὰ πηγαίνουμε κόντρα σ' ὅσα ἢ Ἐκκλησία ἔχει
ὁρίσει. Καὶ ἃς μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι καὶ αὐτὴ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ Ἐκκλησία μᾶς τὴν χαρίζει. Αὐτὴ
μας τὴν ἔχει ἐπικυρώσει. Ἂν ὑπάρχη Ἁγία Γραφή, ὑπάρχει διότι ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία.
Κάθε ἀνυπακοὴ συνειδητὴ στὴν Ἐκκλησία μοιάζει μὲ τὴν ἀνταρσία ἑνὸς μέλους τοῦ
σώματος. Κάθε ἀποκοπῆ ἀπ' τὸ σῶμα σημαίνει νέκρωσις, θάνατος.
• Τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μιλάει γιὰ τὴν πίστι «εἷς τὴν Ἐκκλησίαν» μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ
μιλάει γιὰ τὴν πίστι «εἷς ἕνα Θεὸν» καὶ «εἷς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν» καὶ «εἷς το Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον». Καὶ «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίαν...».
Ἃς μὴ φοβόμαστε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν βρέθηκε τὸ τσεκοῦρι, ποὺ θὰ ξεριζώση τὸ δέντρο
τῆς Ἐκκλησίας. Δέντρο ποτισμένο μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μὲ τὸ αἷμα
ἑκατομμυρίων μαρτύρων. Ἐκεῖνο, ποῦ πρέπει νὰ φοβώμαστε, εἶναι, μήπως ἐμεῖς δὲν
ἔχουμε καταλάβει, τί εἶναι Ἐκκλησία! Μήπως ἐμεῖς δέν Ζούμε ως μέλη της Εκκλησίας!
Μήπως εμείς δεν αναγνωρίζουμε την απόλυτη αλήθεια της Εκκλησίας.
• Η Εκκλησία, όπως και ο Χριστός, είναι διπλή «τήν φύσιν». Ο Χριστός είναι Θεός και
άνθρωπος. Στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού βρίσκεται όλη η ανθρωπότητα. Το
«πρόσλημμα» της ανθρωπίνης φύσεως περιλαμβάνει ανθρώπους αμαρτωλούς. Παρ' όλα
αυτά, το «πρόσλημμα» είναι θεωμένο και ο άνθρωπος Χριστός είναι αναμάρτητος και
τέλειος! Όσοι δέχονται με πίστι, ότι και αυτοί ανήκουν στην προσληφθείσα φύση του
Χριστού, αυτοί βρίσκουν το δρόμο της σωτηρίας.
Έτσι και η Εκκλησία είναι ως θεανθρώπινο Σώμα του Ιησού Χριστού. Αγία και τελεία και
αναμάρτητος, «μή έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων» (Εφεσ. ε' 27).
• Αυτό δεν σημαίνει, ότι όσοι ανήκουν στο σώμα της Εκκλησίας είναι αναμάρτητοι, χωρίς
κηλίδες και ρυτίδες.
Αμαρτωλούς προσλαμβάνει η Εκκλησία. Αγίους δημιουργεί.
Είναι η κιβωτός, όπου μπαίνουν οι άνθρωποι κοράκια και βγαίνουν περιστέρια.
Μπαίνουν λύκοι και βγαίνουν πρόβατα. Μπαίνουν αρπακτικά όρνεα καί βγαίνουν
ελεήμονες.
• Κι από άλλη πλευρά είναι διπλή ή Εκκλησία. Έχει το θείο και το έγκόσμιο στοιχείο.
Ως πρός τό θείο στοιχείο της είναι αλάθητη.
Ως πρός το ανθρώπινο, αφού διοικείται και αποτελείται από ανθρώπους, παρουσιάσει
ατέλειες.
• Ακόμα, η Εκκλησία είναι διπλή, διότι είναι ορατή και αόρατη.
Η αόρατη είναι το μυστικό σώμα του Χριστού εκείνο το σώμα, πού μας τρέφει και μας
Zωογονεί.
Ως ορατή είναι το οργανικό εκείνο σύνολο, με τη συγκεκριμένη ιεραρχία, όπου
παρουσιάζονται και διχογνωμίες και διαφορές και ατέλειες.
• Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι η Εκκλησία είναι ο μεταμορφωμένος κόσμος, το άλλο
πρόσωπο του κόσμου, το θεϊκό πρόσωπο.
Οι πιστοί επιδιώκουν να ενσωματώσουν όλους τούς ανθρώπους στην Εκκλησία, ώστε
όλος ο κόσμος να γίνη ενεργεία Εκκλησία, όπως είναι δυνάμει Εκκλησία. Μπορεί ο κόσμος
να γίνη Εκκλησία. Δεν είναι όμως όλος Εκκλησία, διότι δεν θέλει να είναι Εκκλησία διότι
πηγαίνει κόντρα στην αλήθεια της Εκκλησίας, κι όχι διότι η Εκκλησία δέν τόν θέλει. Η
Εκκλησία είναι η αγκάλη «του σύμπαντος κόσμου».
Όσο και αν οι αποτελούντες την Εκκλησία είναι λίγοι, μικροί και άσημοι και ατελείς, η
Εκκλησία σε τίποτε δεν χάνει τη δύναμί της, όπως ο ήλιος δέν χάνει τη λάμψη του άν λίγοι
απολαμβάνουν τις ακτίνες του, και αυτοί... βρώμικοι ή πληγιασμένοι! «Η δύναμίς μου έν
ασθενεία τελειούται» (Α' Κορ. 1β' 9), βεβαιώνει ο Χριστός. Αυτός ο λόγος του Θεού στόν
Παύλο ισχύει σε κάθε άνθρωπίνη ασθένεια και αδυναμία, που εμφανίζεται στο ορατό
μέρος της Εκκλησίας.
Η αλήθεια της Εκκλησίας είναι πάντως ακατάλυτη.

Η πιό τρανή αλήθεια (στ. 16).


Ποιό είναι το βασικό στοιχείο της αλήθειας της Εκκλησίας; Το μυστήριο του Ιησού
Χριστού. Το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου, γνωστό στό Θεό «πρό καταβολής
κόσμου» (Α ́ Πέτρ. α' 20), αλλά που φανερώθηκε στούς ανθρώπους σε συγκεκριμένη εποχή.
Αυτό το μυστήριο παρουσιάζει εκπληκτικά στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος. Αξίζει ο
στίχος 16 νά γίνη το έγκόλπιό μας και να τον κάνουμε τραγούδι της ζωής μας. Είναι ο
θεολογικώτερος ύμνος του Παύλου:
«Και όμολουμένως μέγα εστί τό της ευσεβείας μυστήριον Θεός εφανερώθη εν σαρκί,
έδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω,
άνελήφθη εν δόξη» (στ. 16). Απόδοσις στην απλοελληνική: «Και πραγματικά, είναι μεγάλο
το μυστήριο της Πίστεώς μας: Ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα, πιστοποιήθηκε απ' τό Πνεύμα
(τό Πνεύμα απέδειξε ότι δεν ήταν απλώς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος), φάνηκε σε
κήρυκες (οι κήρυκές Του, αγγελιοφόροι, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες), κηρύχτηκε στα
έθνη, πιστεύθηκε στον κόσμο, αναλήφθηκε με δόξα».
• Ο Ιησούς Χριστός, ο σαρκωμένος Θεός, είναι μυστήριο. Είναι το μυστήριο της θείας
οικονομίας και ευδοκίας του Θεού.
• Ως μυστήριο, είναι απερινόητο. Δέν μπορεί ανθρώπινο μυαλό νά τό κατανοήση. Γι'
αυτό και δεν ανακαλύφθηκε, άλλ' αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε. Γι' αυτό και προσεγγίζεται
μόνο με την πίστι, όχι με πειράματα και με τη γνώση.
• Μυστήριο καλείται μια πραγματικότητα, για την οποία μπορεί να έχω πολλές
αποδείξεις, αλλά δεν έχω λογικές ερμηνείες!
Τὸ μυστήριο δὲν ἑρμηνεύεται. Γίνεται θαυμαστὸ ἀπ' τὶς καταπληκτικὲς ἐνέργειές του καὶ
φανερώσεις του. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σκόπει πῶς πανταχοῦ μυστήριον
καλεῖ τὴν ὑπὲρ ἠμῶν οἰκονομίαν εἴκοτως οὐ γὰρ ἔστι πάσιν ἀνθρώποις δηλον, μᾶλλον δὲ
οὐδὲ ἀγγέλοις ἣν δηλον πῶς γάρ, ὃ ἐφάνη διὰ τῆς Ἐκκλησίας;» (Ε.Π.Ε. 23,296).
Μετάφρασις: Γιὰ δές, πῶς παντοῦ ὀνομάσει μυστήριο τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Καὶ
φυσικά. Διότι δὲν εἶναι σ' ὅλους τους ἀνθρώπους φανερό, η, καλύτερα, οὔτε στοὺς
ἀγγέλους ἦταν φανερό. Ἄλλωστε πῶς θὰ ἦταν φανερὸ ἐκεῖνο, ποῦ φανερώθηκε μὲ τὴν
Ἐκκλησία;
Ἃς δοῦμε τὰ διάφορα στάδια τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὰ παρουσιάζει ὁ
Παῦλος:
• «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Λέει ὁ μεγάλος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος
Φλορόφσκι: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται. Αὐτοπεριορίζεται, ἐπειδὴ σέβεται τὴν
ἐλευθερίαν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ φανερώνεται μὲ τὴν ταπείνωσίν Του, ὄχι μὲ
τὴν δόξαν Του. Εἶναι μία θεοφάνεια, εἷς τὴν ὁποίαν δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ὑποχρεωτικόν».
Μεγάλο μυστήριο, ὅτι φανερώθηκε ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος
ἔγινε Θεός.
• «Ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι». Όσα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶχε προφητεύσει γιὰ τὸ Μεσσία,
πραγματοποιήθηκαν. Ἄρα δικαιώθηκε τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς δικαιώθηκε διὰ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἐποίησε.
• «Ὤφθη ἀγγέλοις». Οἱ ἄγγελοι εἶδαν καὶ αὐτοὶ τὸ Θεὸ ὡς Θεάνθρωπο. Θαυμαστὸ καὶ
γιὰ τοὺς ἀγγέλους τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως.
• «Ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν». Γιὰ ὅλα τα ἔθνη εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία. Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, Οἰκουμενική, Πανεθνική.
• «Ἀνελήφθη ἐν δόξῃ». Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δοξασμένος Θεός. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ
δοξασμένη εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις.
Δόξα στὸ Χριστό, ποῦ μᾶς δόξασε!
1
Τὸ δὲ Πνεῦμα ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως,
προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, 2 ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων,
κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, 3 κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων, ἃ ὁ
Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν
ἀλήθειαν. 4 ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας
λαμβανόμενον· 5 ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως.

Προφητεία γιὰ τοὺς πλανεμένους (στ. 1)


Ἡ πίστης στὸ συγκεκριμένο Θεό, ἡ πίστις στὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστις στὸ
ἐκπεφρασμένο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, εἶναι στάσις Ζωῆς. "Ὄχι ἁπλῶς στάσεις,
ἀλλ' ἡ στάσις τῆς ζωῆς! Εἶναι ἡ μόνη στάσις, ποῦ δὲν εἶναι στάσις, ἀλλὰ δράσις καὶ κίνησις.
Στάσις Ζωῆς σημαίνει τρόπος ζωῆς.
Ποιὸς ἄλλος εἶναι ὀρθότερος καὶ φυσικώτερος τρόπος Ζωῆς ἀπ' τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ; Κάθε
ἄλλος τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι τρόπος, ἀλλ' εἶναι ἐκτροπή.
Καὶ ἂν ἡ πίστις εἶναι ἡ στάσις γιὰ τὴ σωστὴ δράση καὶ κίνησι, ἡ ἀπιστία εἶναι
ἐπανάστασης κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀντίθετό της στάσεως τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ ἄποστασιά της
ἀνταρσίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἡ ἀποστασία ἀπ' τὸ Θεὸ εἶναι ἀποστασιοποίησης ἀπ' τὴ
σταθερότητα καὶ ἀπορρύθμιση γιὰ τὸ σωστὸ «ρεγουλάρισμα» τῆς Ζωῆς. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ
πηγὴ ὅλων των κακῶν. Παύει ὁ ἀποστάτης ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ σταθερὴ γραμμὴ πλεύσεως.
Γίνεται ἕρμαιο τῶν ποικίλων κυμάτων τῶν πειρασμῶν. Παύει νὰ ἔχῃ αὐθεντία καὶ ἐξαρτᾶται
κάθε φορᾷ ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις καὶ ἀνοησίες.
Αὐτὴ τὴν ἀποστασία ἀπ' τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας,
προφητεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἀρχὴ τοῦ τετάρτου κεφαλαίου: «Τὸ δὲ Πνεῦμα
ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροὺς ἀποστήσονται τινὲς τῆς Πίστεως, προσέχοντες
πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ
Πνεῦμα ρητῶς λέει, ὅτι κατὰ τοὺς ὕστερινους χρόνους, μερικοὶ θ' ἀποστατήσουν ἀπ' τὴν
Πίστι καὶ θὰ προσέΧουν σὲ πνεύματα ἀπατηλά, καὶ σὲ διδασκαλίες δαιμονίων».
Γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀποστασία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων των κακῶν λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁρᾷς
ὅτι πάντων αἴτιον τῶν μετὰ ταῦτα κακῶν το τῆς πίστεως ἀποστῆναι; Τί δέ ἐστι, ρητώς”;
Φανερῶς, σαφῶς, ὁμολογουμένως, ὡς μὴ ἀμφιβάλλειν» (Ε. Π.Ε. 23,306-308). Μετάφρασις:
Βλέπεις, ὅτι αἰτία ὅλων των κακῶν εἶναι ἡ ἀποστασία ἀπ' τὴν πίστι; Καὶ τί σημαίνει τὸ
«ρητῶς»; Σημαίνει φανερά, πεντακάθαρα, ἀδιαμφισβήτητα, χωρὶς ἀμφιβολία.
• Καμμιὰ ἀμφιβολία δὲν ὑπάρχει γιὰ ὅσα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, εἴτε διὰ τῶν προφητῶν
εἴτε διὰ τῶν ἀποστόλων, λέει. Όλα θὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ προφητευόμενα.
• Ποιοὶ εἶναι οἱ «ὕστεροι καιροί», γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ὁ Παῦλος;
Ἀσφαλῶς πρόκειται γιὰ χρόνια μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον. Μετὰ ἀπὸ λίγο, μετὰ ἀπὸ αἰῶνες, ὅταν
πλησιάzn τὸ τέλος τοῦ κόσμου, κοντὰ στὰ «ἔσχατα», πάντως μετὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ
Παύλου.
Καὶ στὴν ἐποχὴ βέβαιά του Παύλου ὑπῆρχαν ἄνθρωποι αἱρετικοὶ (μὲ τὴ γενικώτερη
σημασία τῆς λέξεως), ποὺ καταφρονοῦσαν τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως καὶ τόνισαν
δευτερεύοντα στοιχεῖα θρησκευτικῆς ζωῆς, κάποτε καὶ ὑποστήριΖαν «γραώδεις μύθους»
κι ἔδιναν σωτηριώδη σημασία σὲ κατώτερες θρησκευτικὲς πράξεις.
• «Ἀπoστήσονται τινὲς τῆς πίστεως». Ἡ πίστις εἶναι παραδεδομένη. Εἶναι ἀποκάλυψις.
Δὲν εἶναι ἀνακάλυψις, γιὰ ν' ἀλλοιώνεται, νὰ διορθώνεται, νὰ βελτιώνεται.
Πολλοὶ ὅμως ἔθεταν τὸ «ἐγὼ» τοὺς πάνω ἀπ' τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ καὶ νόμιζαν ὅτι
θὰ διώρθωναν τὴν πίστη μὲ τὶς δικές τους ἐπινοήσεις. Ἔτσι γίνονταν ἀποστάτες. Πάντοτε,
καὶ σήμερα, πολλοὶ καταντοῦν ἀποστάτες τῆς πίστεως. Ἤσαν ἀρχικὰ Ὀρθόδοξοι.
Ἀποστάτησαν ὅμως καὶ ἐντάχθηκαν στὶς τάξεις αἱρετικῶν ἢ ἔγιναν θιασῶτες διαφόρων
ἰδεολογιῶν.
Κάποτε ἤσαν ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. 'Ἀλλ' ἀποστάτησαν σὲ ἀντιχριστιανικὴ ζωή.
Καὶ ἔγιναν κατήγοροι κι ἐχθροί της Ἐκκλησίας.
Ὁ Διάβολος εἶναι ὁ πρῶτος ἀποστάτης καὶ ἀντάρτης. Ἄφησε τὴν ἀγγελικὴ οἰκογένεια τοῦ
Θεοῦ καὶ τάχτηκε κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ Του. Αὐτοκαταστράφηκε καὶ αὐτοεπιστρατεύθηκε
ἐνάντια στὸ Θεό.
Εἶναι, λοιπόν, φυσικὸ καὶ μόνο ἀπὸ φθόνο, νὰ προσπαθῇ νὰ ὁδηγήση τοὺς ἀνθρώπους
σὲ ἀπόστασια. Ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία του δὲν εἶναι νὰ ρίξη τοὺς ἀνθρώπους σὲ κάποια
ἁμαρτία, ὅπως θυμός, σαρκικὴ παράβασις κ.λ.π. Ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ εἶναι νὰ τὸν
ἐκτρέψη ἀπ' τὴ σωστὴ πίστι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀποπροσανατολίζεται, χάνει, ὅπως λέμε, τὸ
«μπούσουλά» του! Δὲν ξέρει πρὸς τὰ ποὺ πηγαίνει!
Τὸ χειρότερο πονηρὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο «τῆς πλάνης» (Α΄ Ἰωάν. δ' 6). Πλανᾷ τὸν
ἄνθρωπο, μὲ ἐπίφασι μάλιστα θρησκευτική, καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀδιέξοδο.
Φαντάσου κάποιον νάχη πάρει τὴ λεωφόρο, ποὺ σίγουρα τὸν ὁδηγεῖ στὸν προορισμό
του, καὶ κάποιος τὸν ξεγελᾷ καὶ μὲ διάφορες δελεαστικὲς προτάσεις τὸν βγάλει ἀπ' τὸ
σίγουρο δρόμο καὶ τὸν παρασύρει σὲ κάποιο μονοπάτι, ποὺ τάχα ὁδηγεῖ γρηγορότερα στὸν
προορισμό του!...
Αὐτὸ κάνει ὁ Διάβολος τῆς πλάνης, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας. Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ
διδασκαλίες δαιμονίων. Θεωρίες, φιλοσοφίες, ἰδεολογίες, παραθρησκεῖες, συστήματα,
ὑπόσχονται στὸν ἄνθρωπο εὐτυχία, ἤρεμια, λύση τῶν προβλημάτων του! Κι ὁ ταλαίπωρος
ἄνθρωπος, ἔξωθουμενος πάντοτε καὶ ἀπ' τὸν πειρασμὸ τῆς περιεργείας, ξεφεύγει ἀπ' τὸ
μόνο σωστὸ δρόμο, ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἐκτρέπεται.
• Τὰ δαιμόνια πολλά. Προσοχὴ περισσότερη σ' ἐκεῖνα, ποὺ φορᾶνε τὴ μάσκα τῆς
θρησκευτικότητας.
Ὅ,τι εἶναι θρησκευτικό, δὲν εἶναι πάντοτε καὶ ἀληθινό.
Ὅ,τι εἶναι θρησκευτικό, δὲν εἶναι ἀπαραίτητα καὶ καλό.
Ὅ,τι εἶναι θρησκευτικό, δὲν εἶναι ἀπαραίτητα καὶ ἠθικό.

Ὑποκριτικὴ ψευδολογία (στ. 2).


Ἡ ὑποκρισία εἶναι ἡ κύρια τέχνη καὶ εἰδικότητα τοῦ Διαβόλου. Μετασχηματίζεται σὲ
ἄγγελο φωτὸς (Β΄ Κορ. ια' 14). Στὴ συνέχεια μετασχηματίζει τὰ ἀληθινὰ σὲ ψεύτικα καὶ τὰ
ψεύτικα σὲ ἀληθινά.
Ἡ διαστροφὴ εἶναι τὸ μεγάλο του ὅπλο. Γι' αὐτὸ καὶ ἀπόστολος Παῦλος ἐφιστᾷ τὴν
προσοχὴ τῶν πιστῶν σ' ὅσους ψευδολογοῦν, σ' ὅσους λένε ψέματα ἰδεολογικά, μὲ ἐπίφασι
ἀληθείας.
Ὑποκρίνονται τοὺς κήρυκες τῆς ἀλήθειας, ἐνῷ εἶναι ἀπατεῶνες. Πολλοί, κατὰ τὸν ἄπ.
Παῦλο, προσέχουν «διδασκαλίαις δαιμονίων ἓν ὑποκρίσει ψευδολόγων,
κεκαυτηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Δαιμονικὲς διδασκαλίες θὰ κηρρύτουν ψευδολόγοι ὑποκριτές, μὲ στιγματισμένη τὴ
συνείδησί τους».
• Ἡ συνείδησης ἔχει ἀπ' τὸ Θεὸ κάποια εὐαισθησία καὶ κριτικὴ δυνατότητα. Ξεχωρίζει τὸ
γνήσιο ἀπ' τὸ νόθο, τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ ψεύτικο. Διακρίνει τὸ πνευματικὸ φῶς ἀπ' τὸ
πνευματικὸ σκοτάδι. Ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ κακὸ καὶ ποιὸ τὸ καλό.
• Αὐτά, ἐφ' ὅσον ἡ συνείδησις λειτουργῇ σωστὰ καὶ παρθενικά. Ὑπάρχει πάντως
περίπτωσις, ὅπου ἀπὸ εὐαίσθητη ἢ συνείδησις καταντᾷ ἀναίσθητη.
Ἕνα μέλος τοῦ σώματος, ποὺ μέχρι χτὲς λειτουργοῦσε, μπορεῖ νὰ ὑποστῇ καυτηριασμό,
μαρασμό, καὶ νὰ νεκρωθῆ. Τὸ ἴδιο κι ἡ συνείδησις. Ἂν τὴν καυτηριάση, ἂν τὴ μαράνη, ἂν τὴ
νεκρώση καὶ τὴν πωρώση ἢ ἁμαρτία, τότε χάνει τὸ αἰσθητήριο ἐκεῖνο, ποὺ ἀπὸ μόνη της
μπορεῖ νὰ διακρίνῃ τὸ σωστὸ ἀπ' τὸ λαθεμένο, τὸ ἀληθινὸ ἀπ' τὸ πλανεμένο. Γι' αὐτὸ ὁ
Παῦλος μιλάει γιὰ «κεκαυτηριασμένην συνείδησιν», γιὰ ἀναίσθητη, δηλαδή, συνείδηση.
Μιὰ τέτοια συνείδησις μπορεῖ νὰ παρασυρθῆ σὲ ψευδολογίες.
• Οἱ ψευδολογίες στὴ συναλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων εἶναι κακό. Ἀλλὰ γίνεται κάκιστο, ὅταν
μπαίνουν στὴ συναλλαγὴ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.
Κι ὅταν οἱ ψευδολογίες, ἀπὸ ἀνθρώπους τάχα θρησκευτικούς, παρουσιάζωνται καὶ σὰν
ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχουμε φοβερὸ κίνδυνο. Συνειδητὰ καὶ σκόπιμα
διαστρεβλώνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὑποκριτικὰ ἐμφανίζονται ὡς ἀλήθειες
πράγματα, ποὺ εἶναι ψεύδη ἢ εἶναι δευτερεύοντα στοιχεῖα θρησκευτικότητας!

Συγκεκριμένες παραδοξολογίες (στ. 3)


Ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀγρός, ὅπου εὐδοκιμοῦν τὰ λουλούδια τῆς ἀλήθειας,
ποτισμένα ἀπ' τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ πικράγκαθα ἀνθρωπίνων ἔνταλματων καὶ
θεωριῶν, ποτισμένα ἀπ' τὸ θρησκευτικὸ ἐγωισμὸ ἢ φανατισμό.
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἐμφανίστηκαν παραδοξολογίες, ποῦ «σῴνει καὶ καλὰ»
ἀπαιτοῦσαν νὰ εἰσχωρήσουν ὡς ἐπίσημες διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας!
Μιὰ ἀπ' αὐτὲς ἦταν καὶ τῶν «σοῦπερ» αὐστηρῶν, ποὺ θεωροῦσαν τὸ γάμο ὡς ἁμαρτία
καὶ ἐμπόδισαν τοὺς πιστοὺς νὰ νυμφεύωνται καὶ νὰ παντρεύονται. Λέει σχετικὰ ὁ
ἀπόστολος Παῦλος: «Κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς
μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοὺς πιστοὺς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν» (στ. 3). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Μὲ τὶς πλάνες τοὺς ἀπαγορεύουν τὸ γάμο. Ἐπίσης ἐπιβάλλουν ἀποχὴ
ἀπὸ τροφὲς (ὡς δῆθεν ἀκάθαρτες), ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε γιὰ νὰ τρῶνε καὶ ν'
ἀναπέμπουν εὐχαριστία οἱ πιστοὶ καὶ γνῶστες τῆς ἀλήθειας».
• Ὁ γάμος εὐλογήθηκε κι ἀπ' τὸ Χριστὸ κι ἀπ' τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἄλλωστε ἦταν ἑπόμενο.
• Εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπ' τὶς ἱερώτερες, ἀφοῦ αὐτὴ καταξιώνει τὸν ἄνθρωπο
καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ γίνεται συνδημιουργός του Θεοῦ. Τὸ «σὲξ» εἶναι θαυμαστὴ
λειτουργία, ποῦ ὃ Θεὸς χάρισε στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸ μεγάλο σκοπὸ τοῦ γάμου.
Ἔξω ἀπ' τὸ γάμο ἢ χρήσης τοῦ «σὲξ» ἀποτελεῖ ἁμαρτία, μὲ ποικίλες μορφὲς καὶ
συνέπειες. Ἄλλοτε λέγεται Πορνεία, ἄλλοτε μοιχεία, κι ἄλλοτε ἔχει διάφορα ἄλλα ὀνόματα.
• Ὅπως ὅλα τα πράγματα ἔχουν κάποιο σκοπὸ στὴ ζωὴ κι ὅταν δὲν χρησιμοποιοῦνται γιὰ
τὸ σκοπὸ αὐτό, ἔχουμε ἐκτροπὴ καὶ διαστροφή, ἔτσι καὶ τὸ «σέξ». Δόθηκε γιὰ κάποιο
σκοπό, καὶ μάλιστα μεγάλο καὶ ὑψηλό.
Όταν, λοιπόν, χρησιμοποιῆται γιὰ ἄλλους σκοπούς, τότε ἔχουμε ἐκτροπὴ καὶ διαστροφή.
Σεξουαλικὴ διαστροφὴ δὲν εἶναι μόνο ἡ παρὰ φύσιν κατάστασης, ὅπου σμίγουν ἄντρες
μὲ ἄντρες καὶ γυναῖκες μὲ γυναῖκες (Ρωμ. ἃ' 26-27).
Διαστροφὴ ἔχουμε κι ὅταν σὲ ἑτερόφυλους ἔρωτες ἢ σαρκικὴ ἡδονὴ γίνεται σκοπός, ἐνῷ
εἶναι μέσο. Ὁ Θεὸς ἔβαλε τὴν ἡδονὴ τῆς σαρκός, σὰν ἕνα κάλεσμα γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ
ἔγγαμου βίου. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἕλξις τῶν δυὸ φύλων, τὰ τόσα βάσανα τῆς ἐγγάμου Ζωῆς
καὶ τῆς οἰκογενείας θὰ λειτουργοῦσαν ὡς ἀντικίνητρο στὸ νὰ παντρεύονται οἱ ἄνθρωποι.
Ἀλλ' ἀλλοίμονο ἂν ἡ ἡδονὴ γίνῃ σκοπὸς καὶ αὐτοσκοπός! Τότε εἶναι σὰν νὰ ἐπιζητοῦμε
τὴν ἁμαρτία, κι ὄχι τὴν ἀρετή. Ἡ ἡδονὴ ὡς ἀρχὴ τοῦ γάμου ὁδηγεῖ στὴν ἀρετὴ καὶ καλλιεργεῖ
τὴν ἀρετή.
Ἡ σαρκικὴ ἡδονὴ ὡς αὐτοσκοπὸς εἶναι διαστροφή. Ἄλλωστε πολλὰ ἀντρόγυνα,
προκειμένου νὰ πετυχαίνουν μόνο τὴν ἡδονὴ καὶ νὰ παραμένουν μόνο στὴν ἡδονή, ἔχουν
ἀνακαλύψει ἕνα σωρὸ σατανικὲς μεθόδους ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας.
Σὲ ἀνθρώπους, ποὺ τὸ «σὲξ» τὸ χρησιμοποιοῦν σὰν ἐργαλεῖο ἁμαρτίας, τίθεται τὸ
ἐρώτημα:
-Γιατί παντρεύονται;
• Φυσικὰ ὁ γάμος ἢ ἡ ἀγαμία εἶναι καθαρὰ ὑπόθεσις τῆς ἐλευθερίας, η, καλύτερα,
ἀνταπόκρισις τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἄλλωστε ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ πολλοὺς
ἐνδογενεῖς καὶ ἐξωγενεῖς παράγοντες, ὑπῆρχαν μερικοὶ ποῦ τὴν στρὰγγάλισαν. Μ' ἕνα λόγο
ὁ Παῦλος αὐτοὺς τοὺς ὀνομάζει «κωλύοντας γαμεῖν». Ἐμπόδισαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ
παντρεύονται, λέγοντάς τους ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἁμαρτία!
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία αὐτὸ εἶναι αἵρεσις. Ὅπως «μὲ τὸ ζόρι παντρειὰ δὲν γίνεται», ἔτσι καὶ
καλογερικὴ μὲ τὸ «Ζόρι» δὲν γίνεται.
• Ἡ καταπίεσης τῆς φυσικῆς ὁρμῆς, ποὺ λέγεται σεξουαλικότητα, προκαλεῖ
ψυχονευρωτικὰ προβλήματα.
• Βέβαια ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καλεσμένοι γιὰ τὴν ἰσόβια
παρθενία. Αὐτοὶ ἔχουν εἰδικὸ χάρισμα. Γι' αὐτοὺς μιλάει καὶ ὁ Χριστός. Όταν κάποτε οἱ
μαθητὲς Τὸν ρώτησαν, μήπως εἶναι πιὸ συμφέρον νὰ μὴ νυμφεύωνται, ὁ Κύριος ἀπάντησε:
«Οὗ πάντες χωρούσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ' οἶς δέδοται... Ο δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω»
(Ματθ. 16' 11-12).
Υπέρβασης εἶναι ἡ παρθενία, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα στὴν πνευματικὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ζωή.
• Ἄν, λοιπόν, κάποιος ἔχῃ πληροφορία, ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ ἔχει χαρίσει αὐτὴ τὴ δυνατότητα,
νὰ παραμείνη παρθένος, ὄχι μόνον ὀφείλει νὰ σεβαστῆ αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ'
ὀφείλει καὶ νὰ εὐχαριστήση τὸ Θεό, ποῦ διὰ τοῦ χαρίσματος τῆς παρθενίας τὸν καθιστὰ
ἰδιαίτερο σκεῦος ἐκλογῆς καὶ τοῦ παρέχει τὴν εὐκαιρία, ἀπερίσπαστος νὰ ἐργαστῆ γιὰ τὸ
εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας.
Γιὰ τὴν ἑκούσια παρθενία μιλάει καὶ ὁ Παῦλος: «Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν Κυρίου
οὐκ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι ὡς ἤλεημενος παρὰ Κυρίου πιστὸς εἶναι» (Α΄ Κορ. Ζ' 25). Καὶ
λίγο παραπάνω ἀπ' τὸ χωρίο αὐτὸ λέει: «Θέλω πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καὶ ἔμαυτον.
Ἀλλ' ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως» (Α' Κορ. Ζ' 7).
• Καὶ τὴν ἐν Χριστῷ παρθενία καὶ τὸν ἐν Χριστῷ γάμο, καὶ τὰ δυό, ὁ ἀπόστολος Παῦλος
τὰ ὀνομάζει χαρίσματα. Ἑπομένως καὶ ἢ παρεμπόδισης γιὰ παρθενικὴ Ζωὴ σ' ὅσους
ὑπάρχει τὸ ἀνάλογο χάρισμα, καὶ ἢ παρεμπόδισης τοῦ γάμου σ' ὅσους ἔχουν τὴ σχετικὴ
κλῆσι καὶ τὶς προϋποθέσεις, εἶναι ἁμαρτία.
Καὶ ὅταν αὐτὴ ἡ παρεμπόδισις παίρνει θεωρητικὴ χροιά, τότε δὲν εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτία.
Εἶναι αἵρεσις.
Θὰ ρωτήση κανείς:
-Δηλαδή, δὲν πρέπει νὰ προτρέπουμε ἀνθρώπους ν' ἀκολουθοῦν τὸν ἄγαμο βίο, τὴν
παρθενικὴ Ζωή, τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία;
Κάτι τέτοιο ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς. Ὑπάρχει κίνδυνος, ἢ ἀπόφασις γιὰ
ἀφιέρωσι, γιὰ ἰσόβια παρθενικὴ Ζωή, νὰ λαμβάνεται εἴτε κάτω ἀπὸ συναισθηματικὲς
πιέσεις, εἴτε κάτω ἀπὸ νεανικὸ καὶ ἐπιπόλαιο ἐνθουσιασμό.
• Πάντως ἢ ἄγαμια ἐπιτρέπεται μόνο πρὸς χάριν τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ ν' ἀρέσῃ κανεὶς στὸν
Κύριο. Νὰ μὴν εἶναι ἀφιέρωσις προσωπολατρική, ἐπειδή, δηλαδή, ὑφίσταται σύνδεσμος
μὲ κάποιο πρόσωπο, ἔστω κι ἂν αὐτὸ τὸ πρόσωπο ὀνομάζεται «Γέροντας».
• Ἡ ἀγαμία ξεκινᾷ ἀπ' τὸν Ἰησοῦ καὶ καταλήγει στὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει
σχετικά: «Οὐ κωλύομεν, μὴ γένοιτο, βουλομένους, ἀλλὰ τοὺς μὴ βουλομένους γαμεῖν
προτρέπομεν ἐπὶ τὴν παρθενίαν. Ἑτερὸν ἔστι κωλύσαι, καὶ ἕτερον κύριον ἀφεῖναι τῆς
προαιρέσεως. Ὁ μὲν γὰρ κωλύων, καθάπαξ τοῦτο ποιεῖ, ὁ δὲ ὡς ἐπὶ μείζονα τὴν παρθενίαν
ἐνάγων, οὐ κωλύων γαμεῖν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλὰ προτρέπων παρθενεύειν» (Ε.Π.Ε. 23,316).
Μετάφρασις: Ἐμεῖς δὲν ἀπαγορεύουμε τὸ γάμο σ' αὐτοὺς ποῦ τὸν θέλουν. Ἀλλ' ὅσους δὲν
θέλουν νὰ παντρευτοῦν, τοὺς προτρέπουμε στὴν παρθενία. Ἄλλο εἶναι νὰ ἐμποδίσης
κάποιον, κι ἄλλο νὰ τὸν ἀφήσης κύριό της ἐπιθυμίας του. Διότι αὐτός, ποὺ ἐμποδίζει, τὸ
κάνει ἀπόλυτα. Ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ ὑποδεικνύει τὴν παρθενία ὡς κάτι τὸ ἀνώτερο, τὸ κάνει
αὐτὸ ὄχι ἐμποδίζοντας τὸ γάμο, ἀλλὰ προτρέποντας στὴν παρθενία.

Όλα τὰ φαγητὰ εὐλογημένα (στ. 3-4)


Φαίνεται, ὅτι στὴν πρώτη Ἐκκλησία πολλοί, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ ἰουδαΐζοντες, εἶχαν
ἀρχίσει νὰ κάνουν διακρίσεις φαγητῶν. Όλα τὰ φαγητὰ ὅμως εἶναι εὐλογημένα ἀπ' τὸ Θεό.
Τὸ νὰ μὴ τρώη κάποιος μερικὰ φαγητὰ ἔχει διάφορες αἰτίες:
• Τοπικὴ συνήθεια. Σὲ ὁρισμένους τόπους ἀποφεύγουν μερικὰ φαγητά, ποῦ σ' ἄλλους
συνηθίζονται.
• Γιὰ λόγους ὑγείας. Ἐνοχλοῦν ὁρισμένα φαγητὰ εἴτε στὸ στομάχι, εἴτε προκαλώντας
κάποια ἀλλεργία.
• Ἀπὸ ἰδιοτροπία. Δὲν ἀρέσουν ὁρισμένα φαγητά. Τὰ ἀποστρέφεται γιὰ λόγους
γαστριμαργίας. Δὲν ἱκανοποιοῦν γαστρονομική του προτίμηση!
• Γιὰ λόγους θρησκευτικούς. Θεωρεῖ μερικὰ φαγητὰ καθαρὰ καὶ μερικὰ μὴ καθαρά!
• Γιὰ λόγους πνευματικῆς ἄσκησεως. Νηστεύει, ὅταν βρίση ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἀπέχει
ὠρισμένων τροφῶν.
Οἱ δυὸ πρῶτες περιπτώσεις εἶναι ἀδιάφορες ἠθικῶς. Οὔτε καλὸ οὔτε κακὸ εἶναι το νὰ
μὴ γεύωνται γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς μερικὰ φαγητά.
Ἡ τρίτη περίπτωσις συνιστᾷ ἁμαρτία. Ὅλα τα φαγητὰ ὀφείλει ὁ χριστιανὸς νὰ τὰ τρώπη
καὶ νὰ μὴν ἐπιλέγῃ μόνο τα γαργαλιστικὰ καὶ τὰ εὐφραίνοντα τὸν οὐρανίσκο καὶ τὴ
γαστέρα. Κι ἃς μὴ λησμονή, ὅτι τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος πετάει φαγητά, ἐπειδὴ δὲν τοῦ
ἀρέσουν, χιλιάδες ἄνθρωποι, πεθαίνουν ἀπ' τὴν πεῖνα, διότι στεροῦνται μιὰ «μπουκιὰ»
ψωμί!
Ἡ πέμπτη περίπτωσις συνιστᾷ ἀρετή. Ἡ νηστεία εἶναι ἄσκησης κατὰ τῶν παθῶν. Καὶ
ἐπιβάλλεται μάλιστα,
Ἡ τέταρτη περίπτωσις, ἡ διάκρισις φαγητῶν γιὰ λόγους θρησκευτικούς, συνιστᾷ αἵρεσι.
Τὴν ἀντιμετώπισε ὁ Παῦλος στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Γι' αὐτὸ χαράσσει χρυσὴ γραμμή: “Ὅλα
τα φαγητὰ εἶναι κτίσματα τοῦ Θεοῦ, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καυτηριάζει ἐκείνους, ποὺ δίδασκαν
θεωρητικὰ «ἀπέχεσθαι βρωμάτων, ἄ ο Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοὺς
πιστοὺς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν» (στ. 3).
• Ὅλα τα ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε. Ἡ χρήσης τους δὲν εἶναι ἁμαρτία. Ἡ
κατάχρησης τὰ καθιστὰ ἁμαρτία. Ὁ οἶνος Π.Χ. δὲν εἶναι κακό. Ἡ ὑπερβολικὴ χρήσης τοῦ
οἴνου, ἢ οἰνοποσία, ἡ μέθη, αὐτὴ εἶναι κακό, καὶ μάλιστα πηγὴ πολλῶν κακῶν. Ἐκεῖνο, ποὺ
καθιστᾷ τὴν τροφὴ ἢ τὸ ποτὸ κακὸ εἶναι ἡ ἄμετρια.
Φυσικὰ μιλᾶμε γιὰ τὶς ὠφέλιμες τροφὲς καὶ γιὰ τὰ ὠφέλιμα ποτά. Διότι ὑπάρΧουν ποτά,
ποὺ αὐτὰ καθ' ἑαυτὰ εἶναι βλαβερὰ ὡς οἰνοπνευματώδη. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν
ἄμετρια, ποῦ καθιστᾷ κάθε πρᾶγμα ἁμαρτία: «Οὗ κεκώλυται ἢ τρυφή; Καὶ σφόδρα. Διατί,
εἰ εἰς μετάληψιν ἔκτισται; Ὅτι καὶ ἄρτον ἔκτισε καὶ κεκώλυται ἡ ἄμετρια, καὶ οἶνον ἔκτισε
καὶ κεκώλυται ἡ ἄμετρια. Οὒx ὡς ἀκάθαρτον νῦν τὴν τρυφὴν παραιτείσθαι κελεύει, ἀλλ' ὡς
ἐκλύουσαν διὰ τῆς ἄμετριας τὴν ψυχὴν» (Ε.Π.Ε. 23,308-310). Μετάφρασις: Ἀπαγορεύεται
ἡ τρυφηλὴ Ζωή; Φυσικά, καὶ μάλιστα πάρα πολύ. Ἀφοῦ τὰ ἀγαθὰ ἔγιναν γιὰ νὰ τὰ
ἀπολαμβάνουμε; Καὶ τὸ ψωμὶ ὁ Θεὸς τὸ ἔδωσε, κι ὅμως ἢ ἄμετρη χρήσης τοῦ
ἀπαγορεύεται. Καὶ τὸ κρασὶ ἔδωσε, κι ὅμως ἀπαγορεύεται ἡ ἄμετριά του. Δὲν παραγγέλλει,
λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ν' ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ' τὴν τρυφή, ἐπειδὴ εἶναι κάτι τὸ
ἀκάθαρτο, ἀλλ' ἐπειδὴ παραλύει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἄμετρη Χρῆσι.
• Γιὰ ὅλα τα κτίσματα, καὶ ἑπομένως γιὰ ὅσα μᾶς τροφοδοτοῦν, ὀφείλουμε εὐχαριστία
στὸ Θεό. Ὁ ἀπαγορευμένος καρπὸς εἶναι ἡ λαιμαργία, ἡ θεοποίησης τῆς κοιλιᾶς. Δὲν εἶναι
ἕνα συγκεκριμένο φαγητό, ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὰ εἴδωλοθυτα, γιὰ τὰ κρέατα,
δηλαδή, ποὺ εἶχαν προσφερθῆ ὡς θυσίες σὲ εἰδωλολατρικὲς τελετές. Γι' αὐτὸ τονίζει στὴ
συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας
λαμβανόμενον» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Κάθε τί, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός,
εἶναι ὠφέλιμο. Κανένα δὲν εἶναι ἀπορρίψιμο, ἀρκεῖ νὰ λαμβάνεται μὲ εὐχαριστήρια
προσευχή».
• Τὰ ὅσα λέει ὁ Παῦλος περὶ ἀδιακρίτου γεύσεως τροφῶν δὲν ἐμποδίζουν τὴν ἐπιλογὴ
τροφῶν γιὰ λόγους ὑγείας ἢ γιὰ λόγους νηστείας.

Προσευχὴ εὐλογίας τοῦ φαγητοῦ (στ. 5)


Πόσοι ἀπ' τοὺς λεγόμενους χριστιανοὺς κάνουν προσευχὴ στὸ τραπέζι;
Πόσοι Ζητᾶνε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ φαγητό, γιὰ τὴ «βρῶσιν καὶ πόσιν»;
Πόσοι εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ μετὰ τὸ φαγητό; Οἱ περισσότεροι κάθονται στὸ τραπέζι χωρὶς
νὰ θυμοῦνται τὸν τροφοδότη Κύριο.
Ο ἀπόστ. Παῦλος τονίζει πολὺ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν εὐλογία: «Ἁγιάσεται γὰρ διὰ λόγου
Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (στ. 5). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Κάθε δημιούργημα ἁγιάζεται
μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσευχή».
Ο δὲ Ι. Χρυσόστομος λέει: «Δύο τίθησι κεφάλαια, ἓν μέν, ὅτι οὐδὲν κτίσμα Κοινόν.
Δεύτερον δέ, ὅτι εἰ καὶ γένοιτο Κοινόν, ἂλλ' ἔχεις τὸ φάρμακον. Σφράγισον, εὐχαρίστησον,
δόξασον τὸν Θεόν, καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἀπέπτη. Οὐδὲν ἀκάθαρτον, ὅταν μετὰ εὐχαριστίας
λαμβάνηται, ὅταν μετὰ σφραγῖδος» (Ε.Π.Ε. 23,310). Μετάφρασις: Δυὸ θέματα θίγει ἐδῶ ὁ
Παῦλος. Τὸ ἕνα: Κανένα κτίσμα δὲν εἶναι ἀκάθαρτο. Τὸ δεύτερο: Κι ἂν ἀκόμα κάτι
θεωρήθηκε ἀκάθαρτη τροφή, ἔχεις τὸ φάρμακο. Σφράγισέ το (σταύρωσέ το), εὐχαρίστησε
τὸ Θεό, δόξασε Toν, κι ἀμέσως κάθε ἀκαθαρσία φεύγει. Καμμιὰ τροφὴ δὲν εἶναι
θρησκευτικὰ ἀκάθαρτη, ὅταν τὴν δεχόμαστε μὲ εὐχαριστία, μὲ προσευχή, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ
σταυροῦ.
• Ὅλα ἀπ' τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸ Θεό. «Πὰν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι» (Ἰακ. ἃ' 17).
• Γιὰ ὅλα εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό.
• Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τότε εἶναι ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, ὅταν τὰ
μοιραζόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους. Δὲν μπορεῖ νάναι ἁγιασμένο τὸ δικό μας φαγητό, ὅταν τόσα
παιδάκια πεθαίνουν καθημερινὰ ἀπὸ τὴν πεῖνα. Δὲν μπορεῖ νὰ θεωρῆται εὐλογία ἢ ὑλικὴ
εὐφορία, ὅταν τόσοι αδελφοί μας στὴ γῆ στεροῦνται τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων.
• Ἡ ἀγάπη, ποὺ γίνεται ἐλεημοσύνη, καθιστᾷ τοὺς χριστιανοὺς κοινωνικοὺς καὶ
μεταδοτικούς. Καὶ μόνο, ὅταν ἔχουν κοινωνία προσφορᾶς μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἔχουν
κοινωνία ἁγιότητας μὲ τὸ Θεό.

6
Ταῦτα ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς καλὸς ἔσῃ διάκονος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐντρεφόμενος
τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ᾗ παρηκολούθηκας. 7 τοὺς δὲ βεβήλους
καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ, γύμναζε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν· 8 ἡ γὰρ σωματικὴ
γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν,
ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης. 9 πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς
ἄξιος· 10 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι
σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν.

Διάκονος, ὄχι κόλακας ὁ κληρικὸς (στ. 6)


Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κανένα μαγαζί, ὥστε ὁ ὑπάλληλος πάση θυσία νὰ πρέπῃ νὰ
συγκεντρώση πελατεία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κιβωτὸς σωτηρίας. Δὲν μπαίνουν μὲ τὸ ζόρι ὅλοι,
ἀλλὰ μόνο ὅσοι θέλουν. Ο κληρικὸς εἶναι ὁ κράχτης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐλκύωνται οἱ
ἄνθρωποι στὴ ζωὴ τῆς 'Ἐκκλησίας. Ο Παῦλος ἀπευθύνει τὴν Ἐπιστολὴ σὲ νεαρὸ κληρικό,
καὶ μάλιστα ἐπίσκοπο. Χαράσσει γραμμὲς Ποιμαντικῆς παρουσίας καὶ διακονίας.
Εἶναι δὲ ἀνάγκη τὰ ὅσα γράφει στὸν Τιμόθεο ὁ θεόπνευστος Παῦλος ν' ἀκουστοῦν καὶ
σήμερα, ὅπου παρατηρεῖται ἄλλη σχέσις ἀνάμεσά σε μερικοὺς ποιμένες καὶ στὸ ποίμνιό
τους.
Η σχέσις ποιμένος καὶ ποιμνίου δὲν εἶναι πελατειακή. Εἶναι σωτηριολογική. Ο ποιμένας,
ὅποιουδηποτε ἱερατικοῦ βαθμοῦ, εἶναι «διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ
συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς λέει: «Ταῦτα ὑποτιθέμενος τοὺς ἀδελφοῖς καλὸς ἔση διάκονος
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντρεφόμενος τοὺς λόγους τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ἢ
παρηκολούθηκας» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἂν αὐτὰ διδάσκῃς στοὺς
ἀδελφούς, θὰ εἶσαι ἕνας καλὸς ὑπηρέτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνατρέφεσαι μὲ τοὺς
λόγους τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας, ποὺ ἔχεις παρακολουθήσει».
• Ὅλα ὅσα εἶναι σωστὰ καὶ ἔχουν σχέσι εἴτε μὲ τὸ δόγμα τῆς πίστεως, εἴτε μὲ τὴ ζωὴ τῆς
χάριτος, εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ διδάσκῃ συνεχῶς καὶ πνευματικὸς πατέρας. Νὰ τὰ παρουσιάzn
ὄχι ὡς ἐπιταγή, ἂλλ' ὡς παράκλησι, «ὑποτιθέμενος τοὺς ἀδελφοῖς».
Κάποτε οἱ ἀδελφοὶ -ἃς μὴ λησμονῆται ἡ ἰδιότητα τοῦ ἀδελφοῦ!- ἀπὸ ἄγνοια κάνουν
πράγματα ἀντίθετα ἀπ' τὸ γνήσιο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ποιμένας δὲν θὰ τὰ
ἀνεχθῆ. Θὰ χρησιμοποιήση τὴ συμβουλὴ καὶ τὴν πειστικὴ διδαχή, γιὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τοὺς
πλανωμένους στὴ γραμμὴ τῆς ἀλήθειας.
Ο κληρικὸς δὲν δέχεται τοὺς προσερχομένους μὲ τὶς θεωρίες τους καὶ τὴ Ζωή τους. Δὲν
ἀδιαφορεῖ πάντως γιὰ τὸ τί πιστεύει καὶ γιὰ τὸ πῶς ζὴ ὁ χριστιανός. Δὲν λέει:
-Ἀρκεῖ ποὺ ἔρχεται στὴν ἐκκλησία!
• Ὁ ποιμένας κατευθύνει, ἀλλὰ μὲ ταπείνωσι. Εἶναι «διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ Χριστὸς
εἶναι ὁ πρῶτος διάκονος. Ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ διακονήση τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
Καὶ αὐτὴ ἡ διακονία ἀπήτησε μεγάλη ταπείνωσι. «Ἐκένωσεν ἐαυτὸν» (Φιλιπ. β' 7). Φάνηκε
στοὺς ἀνθρώπους ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ὑπηρέτησε ὅλες τὶς ὑλικὲς καὶ πνευματικές τους
ἀνάγκες. Ἱκανοποίησε τὶς πνευματικές τους δίψες. Ἔφτασε μέχρι τοῦ σημείου νὰ φορέση
τὸ λέντιο καὶ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν τοῦ τὴ Μεγάλη Πέμπτη, γιὰ νὰ δώση
ὑπόδειγμα (Ἰωάν. ιγ΄ 15) ταπεινῆς διακονίας, ποὺ φτάνει μέχρι καὶ τῶν πιὸ χαμηλῶν
ὑπηρεσιῶν. Καὶ τέλος ἀνέβηκε πάνω στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ προσφέρῃ τὸν ἑαυτό Του στὴ
διακονία τῆς σωτηρίας μας.
• Τὰ ἴχνη τοῦ Μεγάλου Διακόνου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «οὐκ ᾖλθε διακονηθῆναι,
ἀλλὰ διακονῆσαι» (Ματθ. κ' 28), ὀφείλουν ν' ἀκολουθοῦν οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ
ποιμένες καὶ διδάσκαλοι.
• Τὸ ποιμαντικὸ ἔργο δὲν εἶναι ἐξουσιαστικό. Εἶναι διακονικό. Ἀπαιτεῖ πολλὴ ταπείνωση
καὶ διάθεση προσφορᾶς.
• Ὁ Ποιμένας εἶναι ἕνας καθημερινὸς τροφοδότης τοῦ λαοῦ. Καὶ φυσικά, γιὰ νὰ
τροφοδοτήση τοὺς ἄλλους, πρέπει πρῶτα ὁ ἴδιος νὰ εἶναι τροφοδοτημένος μὲ τὸ λόγο τῆς
ἀλήθειας. Ζῇ «ἐντρεφόμενος τοὺς λόγους τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας».
Φαντάζεστε ἑστιατόριο, νὰ προσφέρῃ ὡραῖο φαγητό, χωρὶς νὰ ἔχῃ καθημερινὴ
τροφοδοσία ἀπ' τὴν ἀγορά;
Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Ὀρθόδοξος ναός, ἕνα πνευματικὸ ἑστιατόριο εἶναι. Δὲν μπορεῖ ὁ
ἐφημέριος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, νὰ σερβίρῃ νόστιμη πνευματικὴ
τροφή, ἂν προηγουμένως ὁ ἴδιος δὲν τρέφεται καὶ δὲν ἀνεφοδιάζεται πνευματικά.
Δυστυχῶς ἔχουμε κληρικούς, καὶ γενικὰ χριστιανούς, ποῦ δὲν ἀνεφοδιάζονται καὶ
ἀποδεικνύονται φτωχοί, ξηροί. Καὶ ἂν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἢ ζημιὰ θὰ ἦταν
μικρή. Ἀλλὰ στὸ ξηρὸ καὶ φτωχὸ πρόσωπό τους παρουσιάζεται φτωχιὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Θεοῦ. Γι' αὐτὸ συνεχῶς ὀφείλουμε νὰ «ἔντρεφωμεθα» μὲ τοὺς λόγους τῆς πίστεως. Τροφὴ
καὶ τρυφὴ μᾶς καθημερινὴ ἃς εἶναι ἡ σπουδὴ στὴν καλὴ διδασκαλία, ποὺ βρίσκουμε στὴν
Ἁγία Γραφή, στὰ βιβλία τῶν θεοφόρων Πατέρων καὶ στὸ ὀρθόδοξο κήρυγμα.
• «Παρηκολούθηκας...». Δὲν πάσχουμε ἀπὸ ἔλλειψι πνευματικῆς τροφοδοσίας. Ὑπάρχει
καὶ προβάλλεται. Ἀλλὰ προτιμοῦμε νὰ παρακολουθοῦμε τὰ Μ.Μ.Ε. τοῦ κόσμου, παρὰ τὸ
τηλεθέαμα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ἐκπληκτικά το παρουσιάσει ὁ πομπὸς τοῦ οὐρανοῦ, ἡ Ἁγία
Γραφή. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίσει σχετικά: «Ὥσπερ τὴν τροφὴν ταύτην καθ' ἑκάστην
ἡμέραν προσφερόμεθα, οὕτω, φησί, καὶ τοὺς περὶ πίστεως λόγους ἀεὶ λαμβάνωμεν, ἀεὶ
τούτοις τρεφόμεθα» (Ε.Π.Ε. 23,312). Μετάφρασις: "Ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑλικὴ τροφὴ τὴν
τρῶμε καθημερινά, ἔτσι πρέπει πάντοτε νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς.
Καθημερινὴ νὰ εἶναι ἡ πνευματική μας τροφή.

Ἀλήθεια, ὄχι παραμύθια (στ. 7)


Φαντασθῆτε δοχεῖο, φτιαγμένο ἀπ' τὸ πολυτιμότερο μέταλλο καὶ προωρισμένο νὰ
γεμίση ἀπὸ ἐκλεκτὸ ἄρωμα! Ξαφνικά το ἁρπάζει κάποιος καὶ τὸ γεμίΖει βρώμικο νερό!...
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἐκλεκτότερο δοχεῖο. Φτιαγμένο μὲ τὴν τέχνη τοῦ Θεοῦ καὶ
κατασκευασμένο μὲ τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ δοχεῖο αὐτὸ
εἶναι γιὰ τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι τὸ ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ. Δὲν εἶναι γιὰ τὰ βρώμικα νερὰ
ἀνθρωπίνων θεωριῶν, ἐνταλμάτων καὶ ἀνοησιῶν.
Δυστυχῶς πάντοτε, καὶ σήμερα, παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο, νὰ μὴ προσφέρεται στὸ λαὸ
ἢ πρωταρχικὴ καὶ σῴζουσα ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προσφέρονται, ἀντίθετα, στὸ λαὸ
παραμύθια, ντυμένα μὲ θρησκευτικὸ μανδύα, κάποτε δὲ καὶ μὲ τὸ ἔνδυμά της... ὀρθοδόξου
παραδόσεως!
Ο ἀπόστολος Παῦλος, ἔχοντας τρομερὴ εὐαισθησία στὸ θέμα αὐτό, δὲν ἀνεχόταν
ἀλλοίωση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος καὶ ἀντικατάστασή του ἀπὸ ἀνθρώπινα λόγια,
ἔστω καὶ «καλὰ λογάκια». Σ' ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ καυτηριάζει τὴν τάση νὰ
σερβίρονται παραμύθια σὰν ἀλήθεια.
Καὶ στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον σημειώνει: «Τοὺς δὲ βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους
παραιτού. Γύμνασε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Μὲ τοὺς ἀνίερους μύθους, ποὺ εἶναι γιὰ γραΐδια, νὰ μὴν ἀσχολῆσαι καθόλου. Νὰ ἄσκῃς
τὸν ἑαυτό σου στὴν εὐσέβεια».
• Οἱ γραώδεις μῦθοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει ὁ Παῦλος, κυρίως ἀναφέρονται σὲ
ζητήματα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ποῦ ἤσαν τυπικὰ ἢ εἶχαν συμβολικὴ ἄλλοτε σημασία καὶ
τώρα καταργήθηκαν στὴ νέα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ζωή.
Ὑπῆρχαν πολλοί, ποὺ κυριολεκτικὰ καταπίεζαν τὶς συνειδήσεις τῶν νεοφωτίστων
χριστιανῶν, λέγοντας πῶς δὲν θὰ σωθοῦν ἂν δὲν πιστεύσουν στὸ ἄλφα ἢ τὸ βῆτα, ἢ δὲν
κάνουν καὶ τὸ ἄλφα καὶ τὸ βῆτα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα τῶν ἑρμηνευτῶν τοῦ Νόμου.
Κάτι τέτοιο γιὰ τὸν Παῦλο συνιστοῦσε παραχάραξη τῆς ἀλήθειας, προσβολὴ τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ, ἀποστροφὴ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, περιφρόνηση τῆς
σταυρικῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὀπισθοδρόμησι.
• Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι πρόοδος. Ἀπ' τὴ σκιὰ τοῦ Νόμου προχωρεῖ στὸ ἔκπαγλο φῶς τοῦ
Εὐαγγελίου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας τὸν Παῦλο, λέει, ὅτι τὸ νὰ γυρίσουν οἱ
χριστιανοὶ πίσω στὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, μοιάζει σὰν νὰ βλέπῃς νὰ θηλάζη ἀπ'
τὸ μαστὸ μητέρας ἕνας ἄντρας εἴκοσι ἐτῶν! Τὸ θήλασμα εἶναι γιὰ τὰ βρέφη. Γιὰ τοὺς
μεγάλους εἶναι ἡ στερεὰ τροφή, «Ἐννόησον γὰρ μοὶ ἄνδρα μετὰ εἴκοσι ἔτη τῶν μαστῶ
προσάγοντα ἐαυτὸν τῆς τίτθης, πῶς ἐστὶ καταγέλαστος, διὰ τὸ ἄκαιρον. Οράς πῶς καὶ
ἀκάθαρτα αὐτὰ εἶπε καὶ γραώδη; Τὸ μὲν διὰ τὸ παλαιόν, τὸ δὲ διὰ τὸ ἐμποδίΖειν τὴ πίστει»
(Ε.Π.Ε. 23,312).
• Γραώδης μῦθος εἶναι κάτι, ποὺ ὄχι ἁπλῶς εἶναι ψεύτικο, ἀλλὰ καὶ φλύαρο καὶ ἀνόητο.
Τεντώνουν τ' αὐτιὰ τοὺς οἱ ἄνθρωποι πολλὲς φορὲς περισσότερο γιὰ θρησκευτικοὺς
γραώδεις μύθους, παρὰ γιὰ θεολογικὲς ἀλήθειες.
• Τέτοιοι γραώδεις μῦθοι εἶναι στὶς μέρες μᾶς τὰ «γράμματα τῆς Παναγίας», ἀνόητα καὶ
βλακώδη Ποιήματα, ποὺ μερικὰ γυναικάρια λένε πῶς τοὺς τὰ ὑπαγορεύει ἡ Παναγία!
Βάzουν στὸ στόμα τῆς σεμνῆς Θεοτόκου τὶς δικές τους βλακεῖες! Καὶ ἀλλοίμονο σ' ὅποιον
δὲν δώση σημασία στὶς βλακεῖες αὐτές! Ἀπειλεῖται μέ... καρκίνο καὶ μ' ἄλλα κακά!
Ποῦ μπορεῖ νὰ φτάση ἢ θρησκευτικὴ φλυαρία! Ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ τὰ ἀπορρίπτῃ
ἀσυζητητὶ ὅλα αὐτά. «Παραιτού», λέει ὁ Παῦλος. Νὰ παραιτῆται ὁ πιστὸς ἀπὸ συζητήσεις,
ποὺ ὄχι μόνο ἀνωφελεῖς εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὁδηγοῦν σὲ διαστρέβλωση τοῦ εὐαγγελικοῦ
μηνύματος.
• Ο πιστός ασχολείται με ωφέλιμα έργα. Και το ωφελιμώτερο έργο είναι η Πνευματική
άσκησης. Γι' αυτό στη συνέχεια ο Παύλος λέει: «Γύμνασε δε σεαυτόν είς ευσέβειαν» (στ.
7).
Όπως ο αθλητής δεν βγαίνει νικητής καί δέν σημειώνει ρεκόρ, άν δέν προπονήται, έτσι
κι ο χριστιανός δέν προοδεύει άν δέν γυμνάζεται, άν δέν κάνη πνευματική προπόνησι.
• Το «Παραιτού τούς βεβήλους μύθους» αναφέρεται στην πίστι.
• Το «Γύμνασε εις ευσέβειαν σεαυτόν» αναφέρεται στη ζωή και πολιτεία. Η χριστιανική
Ζωή δεν είναι στάσις. Είναι κίνησις. Δέν είναι επανάπαυσις. Είναι αγώνας. Δεν είναι τέλμα.
Είναι πρόοδος. Δέν είναι καλοπέρασης. Είναι συγκεκριμένες ασκήσεις για απόκτηση των
αρετών.
Ο αθλητισμός καί ή ωφέλειά του (στ. 8-9).
-Τι θέσι παίρνει ο Χριστιανισμός έναντι της γυμναστικής και του αθλητισμού;
Κατ' αρχήν οφείλουμε να γνωρίζουμε, ότι τα όσα και εδώ και σ' άλλες Eπιστολές λέει ο
Παύλος, σχετικά με την αθλητική και στρατιωτική ζωή, είναι παραβολικές εικόνες, με τις
οποίες θέλει να παραστήση τούς πνευματικούς αγώνες του χριστιανού αγωνιστή.
Γνώριζε καλά ο Παύλος τα αγωνίσματα της εποχής του και τις στρατιωτικές σκηνές και
ορολογίες.
Απ' τα αισθητά όμως οδηγεί στά υπεραισθητά, στά πνευματικά αθλήματα. Αλλά και
μόνο ότι χρησιμοποιεί ως εικόνες ώρισμένα πράγματα, αυτό δεικνύει ότι δεν τα
καταδικάζει. Δέν θα χρησιμοποιούσε κάτι ως παράδειγμα καλού αγώνα, άν δέν ήταν
ωφέλιμο, έστω και σε μικρό βαθμό.
Κάτι τέτοιο μπορούμε να πούμε, ότι ισχύει με τη σωματική γυμναστική και τον
αθλητισμό.
Ο Παύλος, και γενικά ο Χριστιανισμός, δέν είναι αντίθετος. Και πώς θα ήταν αντίθετος
με κάτι που ωφελεί το σώμα, μιά που το σώμα είναι κι αυτό δώρο του Θεού, και μάλιστα
θαυμαστό δώρο και κατοικητήριο της ψυχής;
Ποτέ ο πνευματικός αγώνας δέν είναι σωματοκτόνος. Πάντοτε είναι παθοκτόνος.
Χρειάζεται όμως ιεράρχησης και αξιολόγησης του σωματικού και του πνευματικού
αγώνα. Αυτό θαυμάσια φαίνεται στον επόμενο στίχο της Επιστολής: «Η γάρ σωματική
γυμνασία πρός όλίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσέβεια πρός πάντα ωφέλιμός εστιν,
επαγγελίας έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης» (στ. 8). Απόδοσης στην απλοελληνική:
«Η εκγύμνασης του σώματος είναι βέβαια ωφέλιμη, αλλά λίγο, ενώ η ευσέβεια είναι
πάντοτε και για όλα ωφέλιμη, επειδή υπόσχεται αγαθά καί γιά τήν παρούσα καί γιά τή
μέλλουσα Ζωή».
• Σώμα- Ψυχή!
Όσο διαφέρει, ώς πρός τήν άξία, το σώμα απ' την ψυχή, τόσο διαφέρει και η σωματική
γυμνασία απ' την πνευματική. Δέν καταδικάζεται, λοιπόν, ο αθλητισμός, όταν σωστά
ιεραρχήται στόν άνθρωπο.
Όταν, δηλαδή, γυμνάζεται το σώμα με μέτρο και με σεμνότητα, ασφαλώς ο αθλητισμός
είναι ωφέλιμος.
Από πολλές πλευρές ή γυμναστική, και κατ' επέκτασιν ο αθλητισμός, είναι ωφέλιμη
ενασχόλησης. Κι από πλευράς υγιεινής, αλλά κι από πλευράς διανοητικής και πνευματικής.
Προκειμένου π.Χ. τα παιδιά να σαπίζουν μέσα στή μολυσμένη από κάθε πλευρά
ατμόσφαιρα των ποικιλώνυμων κοσμικών κέντρων, δέν είναι προτιμότερο να γυμνάζωνται
σ' ένα ωραίο γυμναστήριο;
Εκείνο, που καταδικάζει ο Χριστιανισμός, είναι το αναποδογύρισμα των αξιών. Όταν,
δηλαδή, το ουσιώδες (ή πνευματική άσκησης και καλλιέργεια) γίνεται επουσιώδες, και το
επουσιώδες (ή σωματική γυμναστική και ο αθλητισμός) γίνεται πρωτεύον και ουσιώδες,
τότε έχουμε αντιστροφή των αξιών και Ζημιά. Όταν, μιλώντας για τη νέα γενηά, κοιτάμε
πώς θα της προσφέρουμε μόνο γήπεδα, και δεν γίνεται καθόλου λόγος για πνευματική
καλλιέργεια, για άσκηση αρετής και ήθους, τότε έχουμε μονομερή ωφέλεια και αδικία.
Καταφρονούμε το μείζον και υπηρετούμε υπερβολικά το έλασσον.
Επίσης εκείνο, που αναμφισβήτητα καταδικάζεται, είναι η απολυτοποίησις, ή
εμπορευματοποίησης και ο φανατισμός γύρω απ' τον αθλητισμό, και μάλιστα το
ποδόσφαιρο: ένας φανατισμός, που εξελίσσεται σε βία και καταστροφική μανία!
Αθλητισμός δεν είναι η εκμετάλλευσης της ορμής της νεολαίας, γιά νά πλουτίζουν
ώρισμένοι. Δέν είναι ο αφιονισμός της νεολαίας. Δεν είναι η βία καί ό «Χουλιγκανισμός».
Αθλητισμός δεν είναι η ειδωλοποίησης και η θεοποίησις παικτών και ομάδων.
Αθλητισμός είναι τα ευγενή εκείνα αγωνίσματα, που ασκούν το σώμα όσο χρειάζεται.
Ούτε όλη την ημέρα στο γυμναστήριο, αλλ' ούτε και καθόλου στο γυμναστήριο. Λίγο στό
γυμναστήριο του σώματος, περισσότερο στό σπουδαστήριο του πνεύματος, κι ακόμη
περισσότερο στό στίβο της αρετής.

«Πρὸς ὀλίγον ὠφέλιμος ἔστιν» (στ. 8).


• Τὸ σῶμα, κι ἂν ἀκόμα πολύ το γυμνάσουμε, κι ἂν ἀκόμα τὸ φροντίσουμε καὶ τοῦ
προσφέρουμε κάθε ἰατρικὴ περιποίησι, ὁπωσδήποτε κάποια μέρα θὰ πεθάνη. Αὐτὸ δὲν
σημαίνει βέβαια, ὅτι μιὰ ποῦ θὰ πεθάνη, ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὸ ἐγκαταλείπουμε. Κάτι
τέτοιο θὰ σήμαινε αὐτοκτονία.
Πολλοί, καίτοι ὑλικοὶ καὶ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, μὲ ἁμαρτωλὰ καὶ ζημιογόνα πάθη, ὅπως
τὸ τσιγάρο, τὸ ποτό, ὁ ἐκφυλισμός, τὰ ναρκωτικά, σκοτώνουν τὸ σῶμα καὶ αὐτοκτονοῦν!
• Ὁ χριστιανὸς σέβεται τὸ σῶμα. Φροντίζει ὅμως περισσότερο γιὰ τὴν ψυχή, ποῦ εἶναι
ἀθάνατη. Ἂν δὲν προσέχῃ τὴν ψυχή του, τὸν πνευματικό του ἀγῶνα, οἱ ἐπιπτώσεις καὶ πάνω
στὸ σῶμα του θὰ εἶναι θανατηφόρες. «Τὰ γὰρ ὄψωνια της ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ ?
23).
• Γι' αὐτὸ ἡ «εὐσέβεια», ποὺ ἰσοδυναμεῖ ἐν προκειμένῳ μὲ πνευματικὴ γυμνασία, εἶναι
ὠφέλιμος «πρὸς πάντα» (στ. 8). Ἡ ὑπόσχεσις ὅμως, ποὺ μᾶς δίνει μιὰ σωστὴ σωματικὴ
γυμνασία, εἶναι ὅτι θὰ ἔχουμε ἕνα σῶμα εὔρωστο γιὰ ὠρισμένες δεκαετίες, καλῶς ἐχόντων
τῶν πραγμάτων. Ἡ ὑπόσχεσις, ποὺ μᾶς δίνει ἡ πνευματικὴ ἄσκησις, εἶναι ὅτι θὰ ζήσουμε κι
ἐδῶ, στὰ λίγα χρόνια της παρούσης Ζωῆς, ὄμορφα καὶ ἤρεμα, ἀλλὰ καὶ θ' ἀπολαύσουμε
τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς αἰώνιας Ζωῆς.
Ποιὸς δὲν θὰ προμηθευόταν τὸ φάρμακο, ποῦ θὰ ἔδινε ὄχι ἁπλῶς μακροβιότητα, ἀλλὰ
αἰωνιότητα; Τὸ φάρμακο αὐτὸ γιὰ τὸ χριστιανὸ ὑπάρχει. Εἶναι ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας, ποὺ
διεξάγεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ τονίζει ὁ ἄπ. Παῦλος, ὅτι ἡ πνευματικὴ γυμνασία
ἔχει «ἐπαγγελίαν Ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (στ. 8).
Ο ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Καὶ τίνος ἕνεκεν, φησίν, ἐμνήσθη ταύτης τῆς σωματικῆς
γυμνασίας; Ἀπὸ συγκρίσεως τὴν ὑπεροχὴν ταύτης δηλῶν, ὅτι ἐκείνη μὲν καὶ πόνους ἔχουσα
πολλούς, οὐδὲν ἔχει τὸ κέρδος, οὐδὲ ἄξιον λόγου, αὕτη δὲ διηνεκὲς καὶ ἄφθονον» (Ε.Π.Ε.
23,318). Μετάφρασις: Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, λέει, θυμήθηκε τὴ σωματικὴ ἄσκηση; Γιὰ νὰ κάνῃ
σύγκριση καὶ νὰ φανερώση τὴν ὑπεροχὴ τῆς πνευματικῆς ἄσκησεως. Ἡ σωματική, καίτοι
κοπιαστική, δὲν ἔχει μεγάλο κέρδος, οὔτε τίποτε τὸ ἀξιόλογο. Ἡ πνευματικὴ ἔχει κέρδος
πλούσιο καὶ αἰώνιο.
• Κάθε μέρα, λοιπόν, λίγα λεπτὰ γιὰ γυμναστική.
• Κάθε μέρα ὅμως ὄχι λίγα λεπτά, ἀλλὰ ἀδιάλειπτα, ἀγῶνα πνευματικό. Καὶ ἃς
ἐντοπίζεται ὁ ἀγῶνας σὲ συγκεκριμένες ἀδυναμίες, σὲ συγκεκριμένα πάθη. Ἀγῶνας νὰ
νικήσουμε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τ' ἁμαρτωλά μας πάθη!
Ο Παῦλος πρῶτος αὐτὸς ἀγωνιζόταν. Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος νωχελής. Πρῶτος ἐκεῖνος
σκληραγωγεῖται στὰ πνευματικὰ γυμνάσματα, κι ἔτσι γίνεται ἀξιόπιστος ὅταν καλὴ στὴν
ἀνυπολόγιστη ὠφέλεια τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς
ἄξιος» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς καὶ ἀπόλυτα
ἄξιος ἀποδοχῆς».

Κόπος ἐλπίδας (στ. 10)


Τὰ ὑλικὰ πράγματα δὲν ἀποκτῶνται, παρὰ μόνο μὲ ἀγῶνα καὶ κόπο, μὲ ἱδρῶτα καὶ
βάσανα. Προκειμένου δὲ περὶ ἀθλητῶν, αὐτοὶ δὲν κατακτοῦν τὸ βραβεῖο ἢ τὸ μετάλλιο,
παρὰ μόνο μὲ πολὺ κόπο καὶ σκληρὴ δουλειά.
Τὸ ἴδιο, καὶ πολὺ περισσότερο, δὲν ἀποκτῶνται τὰ ἀγαθά της αἰώνιας Ζωῆς καὶ
βασιλείας, παρὰ μόνο μὲ κόπο καὶ ἱδρῶτα. "Ἂν ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ δική μας σωτηρία Κοπίασε
καὶ ἵδρωσε, καὶ πρὸ παντὸς ἔδωσε τὸ Αἷμα Του στὸ σταυρικὸ θάνατο, ΚΙ ἐμεῖς θὰ
καταβάλλουμε, ἔστω καὶ μικρὸ ποσοστὸ κόπου.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ τονιστῆ αὐτό, διότι ἕνας ἀπ' τοὺς διαστρεβλωμένους καὶ
κακοποιημένους «χριστιανισμοὺς» εἶναι ὁ ἀκίνδυνος χριστιανισμός!
Κανένας κόπος καὶ πόνος γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία μας δὲν πηγαίνει χαμένος. Αὐτὸ
στὴ συνέχεια τονίζει ὁ Παῦλος: «Εἷς τοῦτο γὰρ καὶ Κοπιῶμεν καὶ ὄνειδισομεθα, ὅτι
ἤλπικαμεν ἐπὶ Θεῶ Ζώντι, ὃς ἔστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (στ. 10).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ κοπιάσουμε καὶ ὑπομένουμε
ὄνειδισμους (χλευασμούς, ὕβρεις), διότι στηρίξαμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ
εἶναι Σωτῆρας ὅλων των ἀνθρώπων, ἰδίως τῶν πιστῶν».
• Μὲ ποιὰ δύναμι θ' ἀντιμετωπίζουμε τὶς θλίψεις, τοὺς ὀνειδισμούς, τὰ βάσανα;
• Μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Ζωντανὸ Θεό.
Ο Θεὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς Ζωντανός. Δὲν παρακολουθεῖ ἁπλῶς τὸν ἀγῶνα μας. Εἶναι καὶ ὁ
Σωτῆρας μας. Γιὰ ὅλους προσφέρθηκε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, πολὺ περισσότερο γιὰ
ἐκείνους ποὺ πίστευσαν στὴ σταυρική Του θυσία. «Πειράχτηκε» γιὰ μᾶς, ἀλλ' ἔχει καὶ τὴ
δύναμη καὶ τὴν ἀγάπη «τοὺς πειραζομένους βοηθῆσαι» (Ἑβρ. β' 18). Μᾶς βοηθᾷ μὲ τὴ χάρι
Του. Χωρὶς τὴ δική του ἀντίληψι καὶ συναντίληψι τίποτε δὲν πετυχαίνουμε (Ἰωάν. 1ε' 5).
Μᾶς βοηθᾷ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ βραβείου τῆς ἄνω κλήσεως (Φίλπ. γ΄ 14).
Ἂν δὲν ἐλπίζαμε στὴν ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἤμασταν τὰ μεγαλύτερα κορόιδα (Α΄ Κορ. ιε'

11
Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. 12 μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος
γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. 13 ἕως
ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. 14 μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ
χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ
πρεσβυτερίου. 15 ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν
πᾶσιν. 16 ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν
σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου.

Παραγγελία-Διδασκαλία (στ. 11)


Ὁ Παῦλος ἦταν διδάσκαλος τοῦ Τιμόθεου. Καὶ ὁ Τιμόθεος μὲ τὴ σειρὰ τοῦ διδάσκαλος
τῶν πιστῶν της ἐπισκοπῆς του, ἀλλὰ καὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Γι' αὐτὸ καὶ δέχεται ἀπ'
τὸν Παῦλο συμβουλὲς γιὰ τὸν τρόπο διδασκαλίας, γιὰ τὴν ἀνάγκη διδασκαλίας, γιὰ τὶς
πηγὲς τῆς διδασκαλίας, γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας. Όσα λέει στὴν Ἐπιστολή του
πρὸς Τιμόθεον, ἐνδιαφέρουν ὅλους τους κληρικούς, ὅλους τους ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου,
ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων των ἐποχῶν. Γι' αὐτὸ λέει καὶ ὁ ἑρμηνευτὴς τοῦ Παύλου, ὁ
Ι. Χρυσόστομος: «Οὐ γὰρ δὴ πρὸς Τιμόθεον ταῦτα εἴρηται, ἀλλὰ πρὸς πάντας» (Ε.Π.Ε.
23,332).
Τὸ πρῶτο, λοιπόν, ποὺ στὶς προσωπικὲς συμβουλὲς τονίζει ὁ Παῦλος, εἶναι ἡ ἀνάγκη
παραγγελίας καὶ διδασκαλίας.
• Ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι βουβὸ πρόσωπο. Εἶναι ἐπὶ σκοπιᾶς. Εἶναι φύλακας.
• Καὶ ὁ φύλακας, προκειμένου νὰ διαφυλάξη τὴ λογική του μάντρα ἄθικτη, ὀφείλει νὰ
μιλάη.
• Ὁ λόγος τοῦ ἄλλοτε εἶναι ἤρεμος, ἄλλοτε γίνεται ὁρμητικός. "Ἄλλοτε εἶναι ἐπιταγή, ποὺ
στηρίζεται στὴν αὐθεντία τοῦ αἰωνίου λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοτε εἶναι διδαχὴ καὶ κατήχησις.
Ἄλλοτε εἶναι ἔλεγχος. Ἄλλοτε παράκλησις. Αὐτὸ φαίνεται κι ἀπ' τὴν πρώτη συμβουλὴ τοῦ
Παύλου στὸν Τιμόθεο. «Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε» (στ. 11). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Νὰ τὰ λὲς αὐτὰ καὶ νὰ τὰ διδάσκῃς».
• Τὰ ὅσα ἄκουσε ὁ Τιμόθεος ἀπ' τὸν Παῦλο δὲν ἦταν γιὰ προσωπικό του κτῆμα μόνο.
Ἦταν καὶ γιὰ νὰ τὰ μεταδώση σὲ ἄλλους. Όποιος τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, τὶς κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μόνο, αὐτὸς τελικὰ δὲν
σῴζεται. Όποιος κρύβει τὸ λόγο μέσα του καὶ δὲν τὸν μεταδίδει, αὐτὸς τελικὰ τὸν χάνει.
• Ὁ χριστιανὸς εἶναι μετασχηματιστὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀκούει, δέχεται, ἀποδέχεται,
πιστεύει, μεταδίδει. Πολὺ περισσότερο ἕνας κληρικός, καὶ δὴ ὁ ἐπίσκοπος.
• Τὸ πρῶτο ἔργο τοῦ ἐπισκόπου δὲν εἶναι οἱ μεγαλοπρεπεῖς λειτουργίες, οὔτε ἡ
διοίκησης καὶ ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ χειροτονία κληρικῶν, οὔτε οἱ ὑπογραφὲς γιὰ διάφορα
ὑπηρεσιακὰ θέματα.
Τὸ πρῶτο ἔργο τοῦ εἶναι ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, ἡ κατήχησις, ἡ διδασκαλία. 'Ἀλλοίμονο ἂν
ἀφήνῃ τὸ λαὸ τοῦ χωρὶς λόγο! Εἶναι σὰν ν' ἀφήνῃ ὁ πατέρας τὰ παιδιὰ τοῦ χωρὶς ψωμί. "Ἂν
κάποιος δὲν ἔχῃ χάρισμα λόγου, ἀλλὰ καὶ ἐπιμέλεια καὶ κόπο λόγου, δὲν εἶναι πρόσωπο,
ποὺ μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ἀναδείξη ἐπίσκοπο, Ποιμένα τοῦ λαοῦ.
Κι ἂν βρέθηκε κάποιος σὲ ἐπισκοπικὴ διακονία καὶ συναισθάνεται ἀδυναμία
κηρύγματος, ἃς ἐπιστρατεύῃ ἀνθρώπους πιστούς, θεολόγους καὶ ἄλλους εὐσεβεῖς
καταρτισμένους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, καὶ ἃς τοὺς ἀναθέτῃ τὸ σπουδαῖο ἔργο τοῦ λόγου.
• Τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Παῦλος τὸ διακρίνει σὲ «παραγγελία» καὶ σὲ «διδασκαλία».
Τὴ διάκριση αὐτὴ ὑπογραμμίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἀλλὰ πράγματα στὴν Ἐκκλησία
ἔχουν ἀνάγκη παραγγελίας, ἁπλῆς ὑπομνήσεως. Κι αὐτὸ ὅτι εἶναι ἀναγκαία γιὰ ὅλους τους
ἀνθρώπους, κάποτε αὐτονόητα. Ὀφείλουν ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ τὰ τηροῦν.
Τέτοια εἶναι τὰ θέματα τῆς φυσικῆς ἠθικῆς. Τὸ νὰ μὴ κλέβουν Π.Χ., νὰ μὴ πορνεύουν, νὰ
μὴν εἶναι πονηροὶ καὶ ψεῦστες οἱ χριστιανοί, αὐτὰ δὲν συζητοῦνται. Σ' αὐτὰ δὲν παρακαλεῖ
ὁ ἐπίσκοπος. Αὐτὰ ἀποτελοῦν ἐπιταγές, ὑποχρεώσεις βασικές. Σ' αὐτὰ ἰσχύει τὸ
«παραγγελε»!
Ἀλλὰ ὅμως πράγματα ἀναφέρονται σὲ ὑπερτακτὰ ἔργα, σὲ καθήκοντα υψηλά, που
απαιτούν θυσίες και προϋποθέτουν ειδική κλησι. Αυτά έχουν ανάγκη διδασκαλίας, δηλαδή,
συμβουλής, πνευματικής καλλιεργείας.
Τέτοια π. Χ. είναι το ν' ακουλουθήση κάποιος την παρθενική ζωή, την ισόβια αφιέρωσι,
το να δώση όλα τα υπάρχοντά του, τό νά γίνη κληρικός, το να επιστρατευθη σε έργο
πλήρους απασχολήσεως. Λέει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Τών πραγμάτων τά
μέν διδασκαλίας δείται, τα δε επιταγής... Oιόν τι λέγω το μή είναι πονηρόν, υπέρ τούτου
ου διδάσκειν χρή, αλλ' επιτάττειν και απαγορεύειν μετά πλείονος αυθεντίας το μή
ιουδαΐζειν, επιταγής δείται. Αν μέντοι λέγης, ότι δεί τά υπάρχοντα κενούν, ότι δει
παρθενεύειν, αν περί πίστεως διαλέγη, ενταύθα διδασκαλίας χρεία. Διά τούτο αμφότερα
τίθησιν ο Παύλος. “Παράγγελε και δίδασκε”, φησίν» (Ε.Π.Ε. 23,328). Μετάφρασις: Απ’ τά
πράγματα μερικά βέβαια έχουν ανάγκη από διδασκαλία, ενώ άλλα από προσταγή... Μ'
αυτό εννοώ το εξής: Το να μην είναι κανείς πονηρός, αυτό δεν χρειάζεται να το διδάσκη,
αλλά να το διατάκη και να το απαγορεύη με απόλυτο τρόπο. Τό νά μήν ιουδαϊzn κανείς,
χρειάζεται διαταγή. Αν όμως λές στόν άλλον, ότι πρέπει να δίνη τα υπάρχοντά του, ότι
πρέπει να παρθενεύη, άν πρόκηται για θέματα της πίστεως, εδώ τη θέση την έχει η
διδασκαλία. Γι' αυτό και Παύλος αναφέρει και τα δυό: «Καί παράγγελλε και δίδασκε».
Χρειάζεται, λοιπόν, διάκρισις, πότε θα μιλάη κανείς απόλυτα και αυθεντικά, και πότε
παρακλητικά, συμβουλευτικά.
Βασικό θέμα είναι το ποιός μιλάει. Γι' αυτό ο Παύλος καταγράφει παρακάτω μερικά
αναγκαία προσόντα εκείνου, που θέλει νά έχη εκκλησιαστικό λόγο.

Διδάσκει καί τό παράδειγμα (στ. 12)


Μερικοί θεωρούν κώλυμα την ηλικία. Δέν είναι διατεθειμένοι ν' ακούσουν ένα λόγο,
έστω κι αν είναι απόλυτα σωστός και ωραίος, από πρόσωπο νεώτερό τους. Αλλά γιατί; Ο
νέος στην ηλικία μπορεί να είναι όργανο του Θεού για τη μεταφορά της νέας Ζωής.
Ο Παύλος αναγκάζεται να τονίση το θέμα αυτό, καί γιά τόν ειδικό λόγο, διότι ο Τιμόθεος
ήταν νεαρός στην ηλικία. Γράφει: «Μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος
γίνου των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (στ.
12). Απόδοσις στήν απλοελληνική: «Κανένας νά μή σε καταφρονη γιά τό νεαρό της ηλικίας,
αλλά να γίνεσαι υπόδειγμα των πιστών με το λόγο, με τη συμπεριφορά, με την αγάπη, μέ
τήν αγαθή διάθεση, μέ τήν καλωσύνη, με την αγνότητα».
• Νεαρός ο Τιμόθεος. Υπάρχουν νεαροί, πού είναι ώριμοι, και γέροντες, πού είναι
ανώριμοι και επιπόλαιοι. Προκειμένου βέβαια να επιλέξη κάποιος μεταξύ δυό έναρέτων
και καταρτισμένων διαφορετικής ηλικίας, θα προτιμήση το σεβάσμιο πρόσωπο της
μεγαλύτερης ηλικίας, διότι κοντά στα άλλα διαθέτει και την πείρα. Αλλωστε και ο λαός λέει:
«Αν θές για σκάψιμο, πάρε νέο. Αν θές γιά κλάδεμα, πάρε γέρο». Οι λεπτές εργασίες στο
χωράφι της Εκκλησίας πρέπει ν ανατίθενται σε σοβαρούς και στην ηλικία ανθρώπους.
Αλλά προκειμένου γιά τόν Τιμόθεο η βαρύτητα δέν έπεφτε στην ηλικία. Είχε σχέση με
την αρετή. Ηταν αληθινά «παιδαριογέρων». Είχε μεστώσει πνευματικά. Γράφει ο ιερός
Χρυσόστομος: «Έως αντίρροπον επιδεικνύη βίον, ουκέτι διά την ηλικίαν τις καταφρονήση»
(Ε.Π.Ε. 23,330). Μετάφρασις: Όσο θα δείχνης αντάξιο τρόπο ζωής, κανένας δεν θα σε
καταφρονήση εξ αιτίας της ηλικίας σου.
Αντίρροπο, αντίβαρο της ηλικίας είναι ο βίος, η πολιτεία, ή ενάρετη Ζωή.
• Αλλοίμονο αν η Εκκλησία αναθέτη το δύσκολο έργο της διαποιμάνσεως ψυχών σε
νεαρά άτομα, που ούτε το βάρος της μεστής ηλικίας έχουν, ούτε τόν ενάρετο βίο
διαθέτουν! Νά γιατί η Εκκλησία αναγκάστηκε να θεσπίση όρια ηλικίας για την είσοδο
ατόμων στούς βαθμούς της ιερωσύνης. Γιά νά έχη μιά τουλάχιστον ασφάλεια, από πλευράς
ηλικίας, χωρίς φυσικά αυτό να είναι το παν.
Ας μην επικαλούνται μερικά παιδάρια, που σπεύδουν ν' αναρριχηθούν σε
εκκλησιαστικές θέσεις, και μερικοί επίσκοποι που σπεύδουν να χειροτονήσουν
εικοσάχρονα παιδάκια, το παράδειγμα του Τιμοθέου.
Κατ' αρχήν δεν ήταν είκοσάχρονος ο Τιμόθεος. Αλλά τόσο ο Τιμόθεος, όσο και άλλες
περιπτώσεις της αρχαίας Εκκλησίας (άγιος Ελευθέριος κ.λ.π.), είναι φωτεινές εξαιρέσεις,
που δεν καταργούν τον κανόνα. Αν κάποιος έχη τή συνείδηση, ότι έχει την αγιότητα, το
φωτισμό, την κατάρτιση ενός Τιμοθέου, άς σπεύση να γίνη μέγας και τρανός μέσα στην
Εκκλησία!
• Αλλά χρειάζεται φόβος, ιερό δέος, για να προχωρήση κανείς στά “Άγια. Χρειάζεται να
είναι αυτό, που στη συνέχεια λέει ο Παύλος. Πολλές φορές εκμεταλλευόμαστε κομμάτι
Γραφικού ρητού, που μας εξυπηρετεί, καί δέν προχωράμε στη συνέχεια του ρητού. Η
συνέχεια του ρητου: «Αλλά τύπος γίνου των πιστών, έν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν
Πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (στ. 12).
Τύπος είναι ο κληρικός, αλλά και κάθε χριστιανός.
• Τύπος, πρότυπο, υπόδειγμα. Για να είναι βέβαια ο ίδιος τύπος, οφείλει να έχη ως
τύπου, ως υπόδειγμα στη ζωή του, τον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός δέν είναι μόνο Λυτρωτής
με το Σταυρό και την Ανάστασή Του. Είναι και πρότυπο ζωῆς, μὲ τὴν ἐπὶ γῆς πορεία Του καὶ
τὴ θυσία Του. Ἔχουμε κληθῆ νὰ θαυμάΖουμε καὶ ν' ἀκολουθοῦμε τὸ Χριστό, ποὺ «ἐπαθεν
ὑπὲρ ἠμῶν, ἤμιν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἶνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄
Πετρ. β' 21).
Κάθε κληρικός, καὶ γενικὰ κάθε πνευματικὸς ἐργάτης, εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Στὸ
πρόσωπό του οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ βλέπουν τὸ ἀντίγραφο τῆς Ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ
χριστομίμησις εἶναι ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ Ζωντανὴ χριστομίμησις εἶναι ὁ
ἐπίσκοπος. Καὶ ἀναφέρει ὁ Παῦλος σὲ ποιὰ συγκεκριμένα σημεῖα ὀφείλει νὰ εἶναι τύπος.
• Τύπος «ἐν λόγῳ». Στὰ λόγια ὑποδειγματικός. Κανένας λόγος περιττὸς ἀπ' τὸ στόμα.
Ἀλλὰ καὶ κάθε θρησκευτικὸς λόγος νάναι προσεκτικός. Καὶ οἱ χριστιανοὶ νὰ εἶναι τύποι,
ὑπόδειγμα, στὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς.
• Τύπος «ἓν ἀναστροφή». Στὶς συναναστροφές. Δὲν εἶναι μόνο τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας
προσεκτικὸς ὁ κληρικός. Ἡ ὅλη του ἀναστροφὴ μέσα στὴν κοινωνία εἶναι μιὰ λειτουργία
ἁγιότητας. Πολλοὶ χριστιανοὶ λησμονοῦν στὶς καθημερινές τους ἀναστροφὲς ἢ Κοινωνικές
τους σχέσεις, ὅτι πρωτίστως εἶναι χριστιανοί.
• Τύπος «ἐν ἀγάπῃ». Ὑπόδειγμα ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ
μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι κάθε χριστιανός. Δὲν ἔχει ὅρια ἡ ἀγάπη. Ἀλλοίμονο, ἂν
εἴμαστε κακέκτυπα ἀγάπης!
• Τύπος «ἐν Πνεύματι». Δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάθε χριστιανός, ὄχι μόνο
διότι βαπτισμένος ὅπως εἶναι, ἔχει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι
γεμάτος ἀπ' τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
• Τύπος «ἐν πίστει». Ὑπόδειγμα πίστεως, ὄχι μόνο ὀρθῆς, ἀλλὰ καὶ σταθερῆς. Κανένας
ἄνεμος ὀλιγοπιστίας δὲν σείει τὸ δέντρο τῆς ζωῆς του.
• Τύπος «ἓν ἅγνεια». Ἡ ἁγνότητα τῶν προθέσεων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁγνότητα τῶν αἰσθήσεων,
καὶ μάλιστα ἡ ἁγνότητα στὴ διάνοια καὶ τὴ σάρκα, εἶναι κύριο γνώρισμα τῶν πιστῶν.

Ἀνάγνωσις - Διδασκαλία (στ. 13)


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅσο ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεο, ἀποτελοῦσε Ζωντανὴ ὑπόμνηση
τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ζωντανὸς λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Τιμόθεος καὶ οἱ ἄλλοι
συνεργάτες τοῦ Παύλου ἀναγκάζονταν νὰ βρίσκονται μακρυᾶ ἀπ' τὸν πνευματικό τους
πατέρα, παραδίνονταν στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸ λόγο τῆς Γραφῆς. Τοὺς πρεσβυτέρους τῆς
Ἐφέσου τοὺς ἀποχαιρέτησε μ' ἐκεῖνα τὰ λόγια: «Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς τῷ Θεῷ καὶ
τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμὶν κληρονομίαν ἐν
τοῖς ἠγιασμένοις πάσιν» (Πράξ. κ' 32).
Ἔτσι κι ἐδῶ, στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς, παραπέμπει τὸν Τιμόθεο στὴ συνεχῆ μελέτη
τῆς Γραφῆς: «Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τὴ ἀναγνώσει, τὴ παρακλήσει, τὴ διδασκαλία» (στ. 13).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἕως ὅτου ἔρθω, νὰ προσηλώνεσαι στὴν ἀνάγνωση τῶν
Γραφῶν, στὸ κήρυγμα, στὴ διδασκαλία».
• Ἡ ἀνάγνωσης τῆς Γραφῆς εἶναι πνευματικὸς ἀνεφοδιασμός.
Χριστιανός, ποῦ δὲν μελετᾷ καθημερινὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ξεραίνεται πνευματικά.
Τελειώνουν τὰ ἀποθέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὄχι μόνο δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρῃ στοὺς
ἄλλους, ἀλλ' οὔτε καὶ τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ διατηρήση σὲ δροσερότητα πνευματική.
• Ἡ ἀμέλεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀμέλεια,
ποὺ στοιχίζει τὴν αἰώνια κόλασι. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθῆ ἀπ' τὴ φωτιά, ἂν δὲν φοράη
ἀμίαντη στολή; Μόνο θωρακισμένοι μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς καὶ μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι δυνατὸν ν' ἀποφύγουμε τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ἀκούωμεν ἅπαντες καὶ παιδευώμεθα μὴ ἀμελεῖν τῆς τῶν θείων Γραφῶν
μελέτης... Ὁ Παῦλος προσέχει μὲν τὴ ἀναγνώσει (οὗ γὰρ ἔστι μικρᾶν ἀπὸ τῶν Γραφῶν
ὠφέλειαν καρπώσασθαι), ἠμεῖς δὲ ραθυμοῦμεν καὶ παρέργως ἀκούομεν; Καὶ πόσης οὐκ ἂν
εἴημεν κολάσεως ἄξιοι;» (Ε.Π.Ε. 23,330-332). Μετάφρασις: Ἃς ἀκοῦμε ὅλοι καὶ ἃς
διδασκόμαστε, νὰ μὴν ἀμελοῦμε τὴ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν... Ο Παῦλος βέβαια προσέχει
τὴν ἀνάγνωση, ἀφοῦ δὲν εἶναι μικρὴ ἢ ὠφέλεια, ποὺ εἰσπράττει κανεὶς ἀπ' τὴ Γραφή. Ἐμεῖς
δυστυχῶς δείχνουμε ἀδιαφορία. Ἔχουμε τὴ Γραφὴ γιὰ πάρεργο.
• Ὠπλισμένος ὁ πνευματικὸς ἐργάτης μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἔχει πάντοτε τὴ δυνατότητα νὰ
τελῇ καὶ τὸ ἔργο τῆς παρακλήσεως, καὶ τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας.
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη καὶ ἀπὸ παράκληση (παρηγοριὰ) καὶ ἀπὸ διδασκαλία. Πολλὰ
πράγματα ὁ λαός μας δὲν τὰ ξέρει, ὄχι διότι δὲν θέλει, ἀλλὰ διότι δὲν τοῦ τὰ ἔμαθαν οἱ
διδάσκαλοί του. Ἔτσι βλέπουμε τὸ φαινόμενο, ἢ νάχουν στραβὲς θρησκευτικὲς
πεποιθήσεις, ἢ ν' ἀγνοοῦν βασικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως.
Ἀμέλεια γιὰ τὸ χάρισμα (στ. 14)
Ξεκινᾷ κανεὶς μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Πολὺ περισσὸτερο ξεκινοῦν
μὲ χαρὰ οἱ κληρικοὶ τὴ διακονία τους. Διακονία ἱερή. Ἔργο ὑψηλό. Χρειάστηκε εἰδικὸ
κάλεσμα, εἰδικὸ χάρισμα, εἰδικὴ τελετή, εἰδικὴ ἐπίκλησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀλλ' οἱ πρῶτες ἱερὲς ἐντυπώσεις κινδυνεύουν νὰ σκεπαστοῦν ἀπ' τὴ ρουτίνα, ἀπ' τὴ
συνήθεια, ἀπ' τὴν ἀμέλεια. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια ἐφιστᾷ τὴν προσοχή: «Μὴ
ἀμέλεια τοῦ ἐν σοῖ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοὶ διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν
τοῦ πρεσβυτερίου» (στ. 14). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ μὴ παραμελῇς τὸ χάρισμα,
πού σου δόθηκε ὕστερα ἀπὸ ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ, μὲ ἐπίθεση τῶν χεριῶν τῶν πρεσβυτέρων
(τότε πρεσβύτεροι ὠνομάζονταν καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἀκόμα καὶ οἱ ἀπόστολοι)».
Πάντοτε ἃς σκεπτόμαστε: -Πῶς ξεκινήσαμε!
• Ἱερὲς οἱ στιγμές, ποὺ μπαίνει ἕνας ἄνθρωπος στὴν Ἐκκλησία, περνώντας τὴν πόρτα τοῦ
βαπτίσματος.
• Ἱερώτερες οἱ στιγμές, ὅταν μπαίνῃ στὴ χάρι, περνώντας τὴν πόρτα τῆς μετανοίας καὶ
ἐξομολογήσεως.
• Ἀκόμα ἱερώτερες, ὅταν μπαίνῃ στὴν ἱερωσύνη, περνώντας τὴν πόρτα τῆς Χειροτονίας.
Καὶ τὸ νὰ εἴμαστε πιστοί, ἁπλοὶ πιστοί, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὸ νὰ εἴμαστε ἐν
ἐξομολογήσει καὶ μετανοῖα, καὶ τὸ νὰ εἴμαστε κληρικοί, αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα, δὲν εἶναι δικά
μας. Δὲν μᾶς ἀξίζουν. Δὲν μᾶς δόθηκαν ἀξιοκρατικά. Ἀλλὰ χαριστικά. Εἶναι τοῦ Θεοῦ
χαρίσματα. Καὶ γιὰ τὰ χαρίσματα ἀσφαλῶς δὲν θ' ἀμειφτοῦμε. Γιὰ ἐκεῖνο, ποῦ θ'
ἀμειφτοῦμε, εἶναι ἡ συναίσθησης τοῦ χαρίσματος καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ φανοῦμε ἄξιοι καὶ νὰ
καλλιεργήσουμε τὸ χάρισμα.
Ο Τιμόθεος ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μὲ ἐπίθεση «τῶν χειρῶν τοῦ
πρεσβυτερίου».
• Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μαρτυρίες χειροτονίας τῶν κληρικῶν, καὶ μάλιστα
τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦνται ὄχι ἀπὸ ἕνα ἐπίσκοπο, ἀλλ' ἀπὸ περισσοτέρους,
τουλάχιστον ἀπὸ δυό. Ἐδῶ ὡς «πρεσβύτεροι» πρέπει νὰ ἐννοοῦνται οἱ ἐπίσκοποι. Ἔτσι
τουλάχιστον ἑρμηνεύει ὁ Ι. Χρυσόστομος.
• Ἡ «προφητεία», ποὺ χρειάζεται γιὰ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴ χειροτονία ἑνὸς κληρικοῦ, πρέπει
νὰ εἶναι ἢ ἢ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἕνα πρόσωπο εἶναι κατάλληλο γιὰ τὸ ὑψηλὸ ἔργο,
ἢ ἡ διδασκαλία σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο αὐτό. Κανεὶς δὲν ἀναλαμβάνει ἕνα ἔργο ἂν δὲν τὸ
γνωρίση, καὶ μάλιστα ὅταν τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχῃ πολλὲς εὐθύνες.
Ὁ Παῦλος ἦταν Ἀπόστολος, καὶ μάλιστα κορυφαῖος. Ἐν τούτοις δὲν διοικεῖ μόνος. Δὲν
ἀναλαμβάνει μόνος τὴν εὐθύνη, γιὰ ν' ἀναθέση τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ σ' ἕνα πρόσωπο, ἔστω κι
ἂν τὸ πρόσωπο αὐτὸ εἶναι δικό του πνευματικὸ τέκνο, ὅπως ὁ Τιμόθεος. Λαμβάνει μέρος
καὶ τὸ «σῶμα τοῦ πρεσβυτερίου».
Δυστυχῶς στὶς μέρες μας οὔτε ὁ εὐσεβὴς λαός, οὔτε οἱ πρεσβύτεροι, ἀλλ' οὔτε καὶ οἱ
ἐπίσκοποι ὑπολογίζονται στὶς ἐκλογὲς καὶ χειροτονίες νέων κληρικῶν, καὶ μάλιστα
ἐπισκόπων.
• Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει περισσότερο ἐμᾶς ὡς χριστιανούς, εἶναι το «Μὴ ἀμέλει». Ὅλοι,
ὅπως λέχτηκε, ἔχουμε χαρίσματα. Καὶ τὸ ὅτι εἴμαστε χριστιανοὶ εἶναι χάρισμα.
Νὰ προσέξουμε νὰ μὴ ξεθωριάση ἡ πρώτη ἐντύπωσις, ἡ πρώτη εἰκόνα, ἡ Ζωὴ τῶν
πρώτων ἡμερῶν, τότε ποῦ λουσμένοι στὴ χάρι Ζούσαμε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν εἴχαμε
μεγάλη κατάθεση χρημάτων σὲ τράπεζα, δὲν θα αμελούσαμε. Ο Θεὸς ἔχει καταθέσει τὴ
χάρι Τοῦ μέσα στὴν ψυχή μας. Ἂν ἀμελήσουμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, θὰ χάσουμε τὸ
σπουδαῖο αὐτὸ κεφάλαιο.
Ἡ ἀμέλεια, ἡ ρᾳθυμία, ἢ ὀκνηρία στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα μπορεῖ νὰ ὁδηγήση καὶ τὸν
ἅγιωτερο ἀκόμα στὴν ἀδιαφορία, στὴν ἀπώλεια, στὴν καταστροφή.

Προκοπὴ - Πρόοδος (στ. 15)


Ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ χάσουμε αὐτὸ ποὺ λάβαμε καὶ ἔχουμε, ἀλλ' ὀφείλουμε καὶ νὰ
τὸ αὐξήσουμε.
• Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς «συντήρησης». Εἶναι ὁ δρομέας τῆς προόδου.
• Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα μουσεῖο, γιὰ ν' ἀσχολοῦνται οἱ χριστιανοὶ μὲ τὴ συντήρησί
του. Εἶναι στάδιο ἀγώνων, ποὺ συνεχῶς ἀνεβαίνουν τὰ ρεκὸρ τῆς ἀρετῆς. Κι αὐτὸ γίνεται
μὲ τὴν ἄσκηση, μὲ τὴ μελέτη. Γι' αὐτὸ στὴ συνέχεια λέει ὁ Παῦλος: «Ταῦτα μελέτα, ἐν
τούτοις ἴσθι, ἶνα σου ἢ προΚοπὴ φανερὰ ἢ ἐν πάσιν» (στ. 15). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Αὐτὰ νὰ σκέπτεσαι, σ' αὐτὰ νὰ ἐπιμένῃς, γιὰ νὰ βλέπουν ὅλοι τὴν προκοπή σου».
• Ὑλικὰ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν προοδεύσει. Κανένας δὲν μένει σὲ φτωχικὴ
καλύβη, ὅπως κάποτε. Τὴν ἔχει ἀντικαταστήσει μὲ σπίτι, ποῦ ἔχει σχετικὲς ἀνέσεις. Δὲν
ἀρκεῖται σ' ὅσα ἔχει. Θέλει περισσότερα. Γιατί στὰ ὑλικὰ νὰ παρουσιάζουμε πρόοδο, καὶ
στὰ πνευματικὰ νὰ ὑπάρχη καθυστέρησις;
• Ἡ προκοπὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέλθη Χωρὶς μελέτη.
Οἱ χριστιανοὶ μᾶς δυστυχῶς ἔχουν πάρει διαζύγιο ἀπὸ τὴ μελέτη. Δὲν διαβάζουν
πνευματικὰ βιβλία. Πρὸ παντὸς δὲν μελετοῦν τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀρκοῦνται σὲ τυπικὰ
πράγματα, μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὅμως οὔτε στοιχίζουν τίποτε, οὔτε ὠφέλεια
πνευματικὴ ἐπιφέρουν. Οὔτε ἔχουν σωτηριώδη σημασία καὶ δυνατότητα.
Εἶναι ὀλιγαρκεῖς στὰ πνευματικά.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν στὰ ὑλικά, τὴν ὀλιγάρκεια, τὴν ἔχουν στὰ πνευματικά.
Χρειάζεται, λοιπόν, μελέτη καὶ ἄσκησις.
Σώζεται καὶ σώζει (στ. 16)
Σκοπὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ σωτηρία. Ὄχι μόνο ἡ δική του, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων.
Ὅποιος νοιάζεται μόνο γιὰ τὴ δική του σωτηρία, μόνο γιὰ τὴ δική του ψυχή, αὐτὸς τελικὰ
δὲν σῴζεται.
Ἡ σωτηρία εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης. Καὶ ἀγάπη μὲ κέντρο τὸ «ἐγὼ» δὲν ὑπάρχει.
Ἡ ἀγάπη ἔχει κέντρο τὸ Θεὸ καὶ περιφέρεια ὅλο τὸν κόσμο.
Ἡ ἀγάπη σώζει. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Σῴζεται ὅποιος ἔχει ἀγάπη χωρὶς σύνορα. Σῴζεται ὅποιος προσπαθεῖ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία
τῶν ἄλλων.
• Σῴζεται ὅποιος... σώσει!
• Σώσει ὅποιος... σῴζεται!
Τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ἔπεχε σεαυτῶ καὶ τὴ διδασκαλία, ἐπίμενε αὐτοῖς. Τοῦτο
γὰρ Ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου» (στ. 16). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Νὰ προσέχῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ τὴ διδασκαλία, νὰ ἐπιμένῃς σ' αὐτά. Διότι,
ἔτσι κάνοντας, καὶ τὸν ἑαυτό σου θὰ σώσης, καὶ αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀκοῦνε».
• Προσοχὴ στὴ Ζωή, νὰ μὴ δημιουργήσουμε σκάνδαλο.
• Προσοχὴ καὶ στὴ διδασκαλία, νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε ἢ ἀφήσουμε ἄλλους νὰ ὁδηγηθοῦν
σὲ πλάνη, σὲ αἵρεσι.
• Ὁ χριστιανὸς εἶναι ἥλιος. Καὶ ὅπως ὁ ἥλιος εἶναι ἀφύσικο νὰ μὴ φωτίζῃ τοὺς ἄλλους,
ἔτσι καὶ γιὰ τὸ χριστιανὸ εἶναι ἀφύσικο νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων.
«Οὐδὲν ψυχρότερον χριστιανοῦ, ἑτέρους μὴ σώσοντος» (Χρυσόστομος).

1
Πρεσβυτέρῳ μὴ ἐπιπλήξῃς, ἀλλὰ παρακάλει ὡς πατέρα, νεωτέρους ὡς
ἀδελφούς, 2 πρεσβυτέρας ὡς μητέρας, νεωτέρας ὡς ἀδελφὰς ἐν πάσῃ ἁγνείᾳ. 3 Χήρας τίμα
τὰς ὄντως χήρας. 4 εἰ δέ τις χήρα τέκνα ἢ ἔκγονα ἔχει, μανθανέτωσαν πρῶτον τὸν ἴδιον οἶκον
εὐσεβεῖν καὶ ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις· τοῦτο γάρ ἐστι καλὸν καὶ ἀπόδεκτον
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 5 ἡ δὲ ὄντως χήρα καὶ μεμονωμένη ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Θεὸν καὶ προσμένει
ταῖς δεήσεσι καὶ ταῖς προσευχαῖς νυκτὸς καὶ ἡμέρας· 6 ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε.

Συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς ἄντρες (στ. 1)


Ἡ κοινωνία ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι μὲν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν ἀξία, ἀλλὰ
ποικίλλουν ὡς πρὸς τὶς ἰδιομορφίες καὶ τὰ χαρίσματα. Ἀνήκουν σὲ διαφόρους κατηγορίες.
Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐφαρμόση ἕνα «καλοῦπι» συμπεριφορᾶς γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Κοινὸς κανόνας συμπεριφορᾶς πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ
θεωρῆται μόνο ἡ ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη μεταφράζεται διαφορετικὰ στὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε
ἄτομο ξεχωριστά.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπ' τὰ ὅσα ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στὸ πέμπτο κεφάλαιο τῆς
Ἐπιστολῆς. Ἐκεῖ δίνει στὸν Τιμόθεο ἕνα μέτρο γιὰ τὴ διακριτική του ἀγάπη στὸ ποίμνιό του.
Ποιμένας ὁ Τιμόθεος. Τὸ ποίμνιό του, οἱ πιστοὶ χριστιανοί, οὔτε τῆς αὐτῆς ἡλικίας ἤσαν
ὅλοι, οὔτε τῆς αὐτῆς ἰδιοσυγκρασίας, οὔτε τοῦ αὐτοῦ μορφωτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ
ἐπιπέδου. Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, φωτισμὸς Θεοῦ καὶ σοφία, γιὰ τὴν ἐξεύρεση τοῦ καταλλήλου
γιὰ κάθε περίστασι τρόπου συμπεριφορᾶς.
Εὔκολα ἁπλοποιεῖ κανεὶς τὰ πράγματα καὶ βάσει ὅλους τους ἀνθρώπους στὴν ἴδια
μοῖρα. Ἀλλὰ πόσο ἀποτελεσματικὸ καὶ ἐποικοδομητικὸ εἶναι αὐτό; Ο ἴδιος ὁ Παῦλος σ'
ἄλλη Ἐπιστολὴ τονίζει τὴν ἀνάγκη τῆς σοφίας γιὰ τὴν Ποικιλία τῶν ἐκδηλώσεων: «Ἐν σοφίᾳ
περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι. Ὁ λόγος ὑμῶν ἓν χάριτι, ἅλατι
ἤρτυμενος, εἴδεναι πὼς δεῖ ὑμᾶς ἐνὶ ἐκάστω ἀποκρίνεσθαι» (Κολοσ. δ' 5-6).
Στὸν Τιμόθεο, τὸν ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ποὺ ἦταν ὑποχρεωμένος ν' ἀντιμετωπίζῃ τὰ
πνευματικὰ προβλήματα καὶ τῶν ἀντρῶν καὶ τῶν γυναικών, καὶ τῶν γερόντων καὶ τῶν
νεωτέρων, σημειώνει κατ' ἀρχὰς ὡς πρὸς τοὺς ἄντρες: «Πρεσβυτέρω μὴ ἐπιπλήξης, ἀλλὰ
παρακάλει ὡς πατέρα, νεωτέρους ὡς ἀδελφοὺς» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Πρεσβύτερο στὴν ἡλικία νὰ μὴν ἐπιπλήξης, ἀλλὰ νὰ τοῦ μιλᾷς ὅπως σὲ πατέρα. Σὲ
νεωτέρους στὴν ἡλικία νὰ μιλᾷς ὅπως σὲ ἀδελφούς».
• Ἡ ἐπίπληξις εἶναι ἐσχάτη συμπεριφορά, ποὺ ὁ πνευματικὸς ἡγέτης θὰ χρησιμοποιήση,
ὄχι ὅμως κατὰ προτεραιότητα. Διότι ἡ ἐπίπληξις μπορεῖ νὰ φέρῃ κι ἀντίθετα ἀπὸ τὰ
ἐπιδιωκόμενα ἀποτελέσματα. Καὶ προκειμένου περὶ γερόντων, δὲν ἁρμόζει σὲ νεαρὸ
κληρικὸ νὰ χρησιμοποιήση τὴν ἐπίπληξι. Ὁ σεβασμὸς ὅμως στὴν ἡλικία ποτὲ δὲν σημαίνει
καὶ συμφωνία μαζί τους ἢ καὶ ἀνοχὴ τοῦ τρόπου ζωῆς τους.
Στοὺς πρεσβυτέρους (ὡς πρὸς τὴν ἡλικία) ὁ ποιμένας χρησιμοποιεῖ τὴν παράκλησι.
«Πρεσβυτέρω μὴ ἐπιπλήξης». Εἶναι πνευματικὸς πατέρας καὶ ἐπίσκοπος. Ἀλλ' ὅταν μέλῃ
τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ εἶναι πρεσβυτικῆς ἡλικίας, θὰ προσπαθήση νὰ τοὺς κατηχήση ἢ καὶ νὰ
τοὺς συνετίση μὲ τὴν παράκλησι.
• Ἡ παράκλησις πολλὲς φορὲς κερδίσει περισσότερο ἀπ' τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἐπίπληξι.
Αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τοὺς ποιμένες, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Βλέπεις
κάποιο παράπτωμα σὲ μεγαλύτερο; Δὲν θὰ τὸ δικαιολογήσης βέβαια, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ τὸ
διαπομπεύσης. Πλησίασε τὸν μεγαλύτερό σου μὲ ἀγάπη καὶ μὲ τόνο παρακλητικὸ πές, Ποιὸ
ἐν προκειμένῳ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
• Οὔτε τὸν νεώτερο θὰ διαπομπεύῃς. Καὶ αὐτὸς θέλει ἀγάπη. Σ' αὐτὸν βέβαια μπορεῖς
νὰ μιλήσῃς κάπως πιὸ οἰκεία. Καὶ μέχρι κάποιου σημείου καὶ νὰ τὸν μαλώσης. Ἀλλὰ πάντοτε
μὲ τρόπο, ποῦ νὰ μὴν ἀπωθῇ καὶ νὰ μὴν ἐπιφέρῃ ἀντίθετα ἀποτελέσματα. «Νεωτέρους ὡς
ἀδελφούς». Νὰ τοὺς παρακαλῇς σὰν ἀδέλφια σου.
Ὁ Τιμόθεος ἦταν ἁπλοὺς στὶς σχέσεις του. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε νὰ ἐπιπλεύση ὁ ἴδιος καὶ
νὰ ἐπιβληθῆ. Τὸν ἐνδιέφερε νὰ ἐπικρατήση τὸ σωστὸ καὶ ἡ ἀλήθεια. Στὸν Παῦλο καὶ τοὺς
λοιποὺς ἀποστόλους, δὲν ὑπῆρχε ἡ τάσις τοῦ «Γεροντισμοῦ», ποὺ παρουσιάστηκε στὰ
κατοπινὰ χρόνια. Οἱ ψυχὲς δὲν εἶναι γιὰ νὰ τὶς καταδυναστεύουμε, γιὰ νὰ ὑπακοῦνε σὲ μᾶς.
Εἶναι ἀδελφὲς ψυχές, γιὰ τὶς ὁποῖες «Χριστὸς ἐσταυρώθη».
Σήμερα ἕνας κληρικός, ποὺ θέλει νὰ φτιάξη γύρω του κύκλο ἀνθρώπων τυφλὰ
ὑποταγμένων, σπεύδει ν' ἀποκαλῇ τοὺς χριστιανοὺς «τέκνον μου». Ὁ Παῦλος, ὁ μεγάλος
καὶ ἀληθινὸς πατέρας θεωρεῖ τοὺς χριστιανοὺς «ἄδελφους».
Ἡ ὑπακοὴ στὸν Πνευματικὸ δὲν ἐπιβάλλεται. Ἐμπνέεται.

Συμπεριφορὰ πρὸς τὶς γυναῖκες (στ. 2)


Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες. Καὶ βεβαίως δὲν παύουν νὰ εἶναι ἰσότιμες πρὸς
τοὺς ἄντρες, ἀλλ' αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐξαφανίζονται τὰ ἴδιαζοντα προβλήματα, ποὺ
παρουσιάζονται καὶ στὶς σχέσεις κληρικῶν μὲ τὶς γυναῖκες. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος κάνει εἰδικὸ
λόγο γιὰ τὶς σχέσεις αὐτές.
• Ἀλλοίμονο, ἂν μιὰ γυναῖκα, ἐν ὀνόματι τῆς θέσεώς της στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
προκαλέση Ζημιὰ σ' ἕναν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου!
• Εἶναι ἀξιοπρόσεκτος ὁ στίχος αὐτὸς καὶ γιὰ τὸν ἄλλο λόγο, ὅτι πάντοτε οἱ γυναῖκες εἶναι
περισσότερες στὴν Ἐκκλησία. Συχνάζουν περισσότερες στὶς λατρευτικὲς καὶ λοιπὲς
ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις. Ἑπομένως οἱ σχέσεις γυναικὼν- κληρικῶν εἶναι κάποτε
ἀναπόφευκτες, προκειμένου νὰ λειτουργήση μιὰ ἐνορία ἢ νὰ ὑπηρετήση μιὰ ἐπισκοπὴ τὶς
ἀνάγκες τοῦ λαοῦ.
• Ὁ κληρικός, οἱουδήποτε βαθμοῦ, θὰ διαφυλαχθῆ ἀπὸ τυχὸν πειρασμούς,
παρεξηγήσεις, ψιθυρισμούς, σχολιασμούς, ἂν ἔχῃ ὑπ' ὄψι τοῦ τὰ λόγια, ποῦ στὴ συνέχεια
λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ νεαρὸ ἐπίσκοπο Τιμόθεο: «Πρεσβυτέρας ὡς μητέρας,
νεωτέρας ὡς ἀδελφᾶς ἐν πάσῃ ἅγνεια» (στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σὲ
γερόντισσες νὰ συμπεριφέρεσαι ὅπως σὲ μητέρες, σὲ νεώτερες ὅπως σὲ ἀδελφές, μὲ κάθε
ἁγνότητα».
Μὲ ποιὸ πρῖσμα θὰ βλέπῃ ὁ ἐργάτης τοῦ Θεοῦ τὶς γυναῖκες; Μὲ βλέμμα ἀποστροφῆς;
Θὰ εἶναι μισογύνης; Ἀσφαλῶς ὄχι. Δυὸ πρίσματα ὀρίzει ὁ Παῦλος, κάτω ἀπ' τὰ ὁποῖα θὰ
βλέπῃ τὶς γυναῖκες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
• Τὸ ἕνα ἀφορᾷ στὶς πρεσβυτέρες, δηλαδή, στὶς γυναῖκες μεγάλης ἡλικίας. Εἶναι ὁ
σεβασμός. «Πρεσβυτέρας ὡς μητέρας».
Ποιὸς βλέπει τὴ μητέρα του μὲ πονηρὸ βλέμμα; Ὄχι μόνο δὲν πονηρεύεται κανεὶς στὴ
θέα τῆς μητέρας, ἄλλη μορφὴ τῆς τοῦ ἐμπνέει σεβασμό.
Δὲν ξευτελίζει κανεὶς τὴ μητέρα του. Δὲν ἀσεβεῖ πρὸς τὴ μητέρα του. Καὶ μὲσα στην
Εκκλησία σεβάσμιες γυναίκες είναι άξιες τιμής και σεβασμού. Δεν υποτιμώνται.
Και όπως τη σαρκική του μητέρα και κληρικός τήν σέβεται μέν, αλλά δεν την αφήνει ν'
ανακατεύεται στα πνευματικά του καθήκοντα, έτσι και κάθε γυναίκα ηλικιωμένη, που
βοηθάει στο έργο της Εκκλησίας. Ο επίσκοπος ή ο παπάς θα τήν σέβεται, θά τήν εκτιμά,
αλλά ποτέ δεν θα γίνεται όργανό της. Πρότυπο Κι εδώ ο ίδιος ο Κύριος (Ιωάν. β' 4).
Κάποτε οι γυναίκες υπεισέρχονται περισσότερο από όσο πρέπει στά του ναού ή στά της
φιλανθρωπίας και της ιεραποστολής. Και ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Πολύ περισσότερο,
όταν τους δίνεται το δικαίωμα και ανακατεύονται στά της διοικήσεως της εκκλησιαστικής
Κοινότητας.
• Το άλλο αφορά στις γυναίκες νεαρής ηλικίας. Είναι η αγνότητα. «Νεωτέρας ως
αδελφάς εν πάση αγνεία» (στ. 2).
Πονηρεύεται κανείς με την αδελφή του; Βλέπει την αδελφή του με σαρκικό βλέμμα και
σαρκική επιθυμία; Έτσι σάν αδελφή του οφείλει να βλέπη κάθε νεώτερη στην ηλικία
γυναίκα, όταν φυσικά δεν μπορεί να κάνη διαφορετικά.
Το ευκταίο είναι να μην έχη καθόλου σχέση και επικοινωνία με νεαρά γυναικεία άτομα.
Υπάρχει κίνδυνος να διολισθήση ο διάβολος της συμπάθειας και του έρωτισμού. Και αυτός
είναι, πού τινάζει στον αέρα το πνευματικό έργο ενός καλού κληρικού.
Επειδή όμως κάποτε είναι αναπόφευκτη η παρουσία και νεαρών γυναικών στό δρόμο
του κληρικού, είτε διότι νεαρές γυναίκες είναι τακτικά εκκλησιαζόμενες, είτε διότι
προσφέρουν κάποιο έργο στη διακονία της Εκκλησίας, γι' αυτό ο Παύλος τονίζει, ότι το
αδελφικό βλέμμα θα σώση τόν Ποιμένα.
• Οι χριστιανές γυναίκες είναι αδελφές εν Χριστώ. Αυτό ποτέ δεν σημαίνει, ότι σχέσις
κληρικού - γυναίκας μπορεί να εξελιχθη σε φιλία και οικειότητα. Απλώς η αδελφική σχέσις
είναι τείχος, που εμποδίζει κάθε πονηρή σκέψι.
Ο στόχος πάντως του κληρικού ως πρός τις σχέσεις του (τίς αναγκαίες ποιμαντικές) μέ
τίς νεαρές γυναίκες, βρίσκεται στό «έν πάση αγνεία» (στ. 2). Όχι μόνο ο ίδιος οφείλει να
προσέχη νά μή διαπράξη ποτέ του κάτι το μεμπτό, πού θά τόν ταπεινώση, και πιθανόν θά
τόν απογοητεύση, αλλά και κάθε υποψία να προλαμβάνη.
Μπορεί μιά ενέργειά του να είναι γι' αυτόν αγνή, άλλ' ή να δημιουργή πρόβλημα στο
άλλο πρόσωπο (τό γυναικείο) ή να δίνη λαβή για υποψία και σχολιασμό στούς υπολοίπους.
Γι' αυτό ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Επειδή αι πρός τάς νεωτέρας γινόμεναι ομιλίαι
δυσκόλως διαφεύγουσιν υποψίαν, δεί δε γενέσθαι παρά του επισκόπου και τούτο, διά
τούτο “εν πάση αγνεία” προστίθησι, δηλών ότι μετά πάσης άγνείας προσήκει τάς πρός
αυτάς ομιλίας Ποιείν... Ει δε Τιμοθέω ταύτα επιτάττει, εννοείτω έκαστος των άλλων οποίος
είναι οφείλει, μήτε υποψίαν παρέχων, μήτε σκιάν προφάσεως τους διαβάλλειν
βουλομένοις» (Ε.Π.Ε. 23,334). Μετάφρασις: Επειδή οι ομιλίες πρός τις νεώτερες γυναίκες
είναι δυνατόν να προκαλέσουν υποψία, αλλ' όμως πρέπει κι αυτό να γίνη απ' τον επίσκοπο,
γι' αυτό ο Παύλος προσθέτει το «με κάθε αγνότητα». Δηλώνει έτσι, ότι οφείλει τις
συζητήσεις με τις νεώτερες γυναίκες να τις κάνη με κάθε προσοχή... Αν αυτά παραγγέλλη
στόν Τιμόθεο, άς σκεφτή καθένας, πώς πρέπει να συμπεριφέρεται, ώστε να μη δίνη
αφορμή για υποψία ή σκιά προφάσεως σ' αυτούς που θέλουν να διαβάλλουν.
Πάντοτε υπάρχουν οι καχύποπτοι, αλλά και οι δόλιοι, που επιζητούν αφορμή γιά νά
κατηγορήσουν ένα κληρικό και στο πρόσωπό του ολόκληρη την Εκκλησία! Ιδιαίτερα αυτό
άς το έχουν υπ' όψιν και οι ευλαβείς γυναίκες, που άθελά τους κάποτε μπορεί να γίνωνται
αιτία Ζημιάς μεγάλης.
Οι ίδιες άς προφυλάσσουν τον εργάτη του Θεού. Ο Θεός μπορεί και χωρίς αυτές να
επιτελέση το έργο Του.

Συμπεριφορά πρός τις χήρες (στ. 3-4)


Φαίνεται, ότι στην εποχή του Παύλου υπήρχαν πολλές χῆρες. Και πρέπει ν' αποτελούσε
πρόβλημα στην πρώτη Εκκλησία ή χηρεία. Και οικονομικά και Κοινωνικά και ηθικά οι χήρες
γιά τήν αρχαία Εκκλησία ήσαν αντικείμενο ειδικής μέριμνας. Γι' αυτό ο Παύλος μιλάει στη
συνέχεια για το ποια θα είναι η Ποιμαντική στάσις του Τιμοθέου πρός τις χήρες.
Κατ' αρχήν και αυτές είναι άξιες τιμής. «Χήρας τίμα τάς όντως χήρας» (στ. 3). Απόδοσης
στην απλοελληνική: «Τίς χήρες να φροντίσης, όσες βέβαια είναι χήρες, που όντως έχουν
ανάγκη (έρημες από συγγενείς και απροστάτευτες)».
Να τιμάς τις χήρες, εκείνες βέβαια, πού αληθινά είναι χήρες.
• «Όντως χήραι». Ποιές είναι οι αξιότιμες χήρες;
Εκείνες, που αγόγγυστα σηκώνουν το σταυρό της χηρείας, ύστερα απ' το θάνατο του
συζύγου τους.
Εκείνες, που παραμένουν πιστές στη μνήμη του συζύγου τους και δεν επιτρέπουν στον
εαυτό τους νά ερασθή άλλον άντρα.
Οι σεμνές αυτές χήρες είχαν ανάγκη στοργής και ενδιαφέροντος, και διότι ἀντιμετώπιζαν
τὸν πειρασμὸ τῆς μονώσεως καὶ τῆς ἐγκαταλείψεως, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ἀπουσία ἄντρα στὸ
σπίτι δημιουργοῦσε κάποια ἀνασφάλεια γι' αὐτές. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ἔστι μὴ ἔχειν μὲν ἄνδρα, μὴ εἶναι δὲ χήραν. Ὥσπερ γὰρ τὴν παρθένον οὗ τοῦτο ποιεῖ
παρθένον, τὸ μὴ ὅμιληκεναι γάμω, ἀλλὰ πολλῶν καὶ ἑτέρων δεῖ, τοῦ ἀμέμπτου, τοῦ
εὐπροσέδρου, οὕτω καὶ χήραν οὒχ ἢ τοῦ ἀνδρὸς ἐρημία ποιεῖ ἁπλῶς, ἀλλ' ἢ μετὰ
σωφροσύνης ὑπομονή, ἢ ἐκ πάντων μόνωσις. Τὰς τοιαύτας χήρας τιμᾶν παραινεῖ, εἴκοτως.
Πολλῆς γὰρ δέονται τιμῆς μεμονωμέναι. Ἄνδρας οὐκ ἔχουσι τοὺς προστησομένους. Τὸ
πρᾶγμα ἐπονείδιστον εἶναι δοκεῖ καὶ δυσoιώνιστον παρὰ τοῖς πολλοῖς. Διὰ τοῦτο Πολλῆς
αὐτὴν βούλεται παρὰ τοῦ ἱερέως ἀπολαύειν τιμῆς. Οὗ διὰ τοῦτο μόνον, ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ
ἀξία ἐστὶν» (Ε.Π.Ε. 23,336). Εἶναι δυνατὸν μιὰ γυναῖκα νὰ μὴν ἔχῃ ἄντρα, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν
εἶναι χήρα. Ὅπως ἀκριβῶς τὴν κόρη τὴν παρθένο δὲν τὴν καθιστὰ παρθένο το νὰ μὴν ἔχῃ
παντρευτῆ, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἀπαιτοῦνται, ὅπως τὸ ἄμεμπτο καὶ ἡ σταθερότητα στὴ
ζωή της, ἔτσι καὶ τὴ χήρα τὴν κάνει ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀπουσία τοῦ ἄντρα, ἂλλ' ἢ ὑπομονή, ποῦ
συνοδεύεται ἀπὸ σωφροσύνη, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ κάθε κακό. Τέτοιες χῶρες συμβουλεύει ὁ
Παῦλος τὸν Τιμόθεο νὰ τὶς τιμᾷ. Καὶ σωστά. Διότι, καθὼς εἶναι ἄπομονωμενες, ἔχουν
ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ τιμή. Δὲν ἔχουν ἄντρες νὰ τὶς προστατεύσουν. Ἡ προστασία τοὺς
θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς δύσκολο, κάποτε καὶ ἐπονείδιστο. Γι' αὐτὸ ἀπ' τὸν ἱερέα, ἀπ' τὴν
Ἐκκλησία πρέπει νὰ φροντίΖεται. Κι ὄχι μόνο γιατί εἶναι μοναχικὸ ἄτομο, ἀλλὰ καὶ διότι
εἶναι ἄξια.
• Φαίνεται, ὅτι μερικοὶ συγγενεῖς φόρτωναν τὶς χῆρες στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Παῦλος τονίζει,
ὅτι τὴν πρώτη εὐθύνη καὶ τὴν πρώτη ὑποχρέωση γιὰ τὶς σεμνὲς χῆρες, γιὰ τὴ συντήρησή
τους, τὴν ἔχουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια τους.
Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε γέροντα καὶ γερόντισσα. Κακῶς τὰ παιδιὰ φορτώνουν στὴ
μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας τοὺς γονεῖς ἢ τοὺς παπποῦδες, ποὺ ἐκεῖνοι ὀφείλουν νὰ προσέχουν.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τόσες ἄλλες περιπτώσεις ἐγκαταλελειμμένων γερόντων, ὥστε δὲν μπορεῖ
νὰ φορτώνεται καὶ περιπτώσεις, ὅπου ὑπάρχουν συγγενεῖς. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος λέει: «Εἰ δὲ
τὶς χήρα τέκνα ἢ ἔκγονα ἔχει, μανθανέτωσαν πρώτον τὸν ἴδιον οἶκον εὐσεβεῖν καὶ ἀμοιβὲς
ἀποδιδόναι τοὺς προγόνους τοῦτο γὰρ ἔστι καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιόν του Θεοῦ» (στ.
4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἂν δὲ κάποια χήρα ἔχῃ παιδιὰ ἢ ἐγγόνια, ἃς διδάσκονται
αὐτὰ πρῶτα νὰ σέβονται τὸ σπίτι τους καὶ ν' ἀνταμοίβουν τοὺς προγόνους τοὺς (γονεῖς,
παπποῦδες, γιαγιάδες) μὲ περιποιήσεις. Διότι αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ εὐάρεστο στὸ Θεὸ»
• Παιδιὰ καὶ ἐγγόνια νὰ μάθουν ν' ἀμείβουν, ν' ἀνταποδίδουν, στοὺς προγόνους τὴν
ἀγάπη ποὺ ἐκεῖνα ἀπήλαυσαν.
• Παιδιὰ καὶ ἐγγόνια, ποὺ πετᾶνε τοὺς γέροντες, δὲν θὰ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γερόντισσα, ποὺ τώρα εἶναι χήρα, ἔχει τὴ θέση τῆς μέσα στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ ἢ τοῦ
ἐγγονοῦ της. Κουράστηκε κάποτε πολύ, ἔκλαψε, πόνεσε, χτυπήθηκε, στερήθηκε, γιὰ νὰ
μεγαλώση τὰ παιδιά της. Τώρα δὲν πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ ἐξοφλήσουν κάπως τὰ τροφεῖα;
• Ἡ σκληρότητα τῶν παιδιῶν πρὸς τοὺς γέροντες θὰ μεταδοθῆ στὰ δικά τους παιδιά. Καὶ
ὅταν κάποτε βρεθοῦν κι αὐτοὶ στὴ θέση ποὺ σήμερα βρίσκονται οἱ γονεῖς ἢ οἱ γιαγιάδες
τους, θ' ἀντιμετωπίσουν χειρότερη ἀδιαφορία, σκληρότητα, ἐγκατάλειψι.
• Τὸ ὅτι τὰ παιδιὰ ὀφείλουν νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς χῆρες μανάδες τους ἢ γιαγιάδες
τους, αὐτὸ δὲν σημαίνει, πῶς ἡ ἡλικιωμένη χήρα θὰ ἐπεμβαίνῃ στὰ oiκογενειακά
προβλήματα τῶν παιδιῶν της. Διακριτικὴ ἡ θέσις της.
Παραμένει μὲ χαρά, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ἀνόητες ἀπαιτήσεις.
Κάποτε οἱ γέροντες καὶ οἱ γερόντισσες ἔχουν ἀπαιτήσεις παράλογες καὶ γίνονται ἀφορμὴ
νὰ κινδυνεύῃ ἢ οἰκογένεια τοῦ παιδιοῦ τους. Τότε τὰ παιδιὰ θὰ συμβουλεύωνται τὸν
πνευματικὸ γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ γίνῃ. Καὶ αὐτὸ διότι πάνω ἀπ' τὴν ἀγάπη στὴ μητέρα ὁ
ἄντρας ὀφείλει νὰ ἔχῃ τὴν ἀγάπη στὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του! Τὸ ἴδιο καὶ ἡ γυναῖκα!
Πάντως ὁ Παῦλος ἐδῶ θέλει νὰ τονίση, ὅτι ἡ φροντίδα τῶν χηρῶν εἶναι ὑποχρέωσης τῶν
συγγενῶν, κι ὄχι τῆς ἐνορίας ἢ τῆς ἐπισκοπῆς. Διαφορετικά, κινδυνεύει ἡ Ἐκκλησία νὰ
μετατραπῆ σὲ ὑπουργεῖο Κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ νὰ παύση νὰ εἶναι κιβωτὸς σωτηρίας.
Ἃς μὴ λησμονοῦμε τὸ λόγο τῶν αποστόλων: «Οὐκ ἔστιν ἄρεστον καταλείψαντας ἠμᾶς τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέιαις» (Πράξ. στ΄ 2).

Ὑπάρχει μοναξιά; (στ. 5)


Παρ' ὅλα αὐτὰ καὶ ἡ χήρα εἶναι μέσα στὴν Ποιμαντικὴ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ
περισσότερο ἀπὸ στέγη καὶ τροφή, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποῦ Ζητάει. Εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸ
Θεὸ καὶ ἡ πίστις στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ μεγάλο πρόβλημα γιὰ ἕνα ἡλικιωμένο ἄτομο, καὶ δὴ χήρα, εἶναι ἡ μοναξιά. Ζῇ μόνη.
Κάποτε τὸ σπιτικό της βούizε ἀπὸ φωνές. Ἦταν ἕνα μελίσσι. Ἄντρας καὶ παιδιὰ ἔδιναν μιὰ
Ζωηρότητα γύρω. Τώρα τὰ παιδιὰ ἔφυγαν, ἀφοῦ ἔφτιαξαν δική τους οἰκογένεια, κι ὁ
ἄντρας πέθανε. Ἡ χήρα μόνη.
Μόνη; Στέκει γιὰ ἕνα χριστιανὸ καὶ γιὰ μία χριστιανὴ τὸ παράπονο τῆς μοναξιᾶς; Ἀπαντᾷ
ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια: «Ἡ δὲ ὄντως χήρα καὶ μεμονωμένη ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Θεὸν καὶ
προσμένει ταϊς δεήσεσι καὶ ταϊς προσευχαις νυκτὸς καὶ ἡμέρας» (στ. 5). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἡ δὲ χήρα, ποὺ πραγματικὰ ἔχει ἀνάγκη καὶ εἶναι ἔρημη, ἔχει στηρίξει τὴν
ἐλπίδα της στὸ Θεὸ καὶ δὲν παύει νὰ δέεται καὶ νὰ προσεύχεται νύχτα-μέρα».
• Μοναξιὰ δὲν ὑπάρχει, ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶσαι μόνος. Μαζί σου
ὁ Θεός. Η κοινωνία δὲ μὲ τὸ Θεὸ γίνεται μὲ τὴν προσευχή, νύχτα καὶ μέρα.
Μιὰ τέτοια εὐλογημένη χήρα, ποὺ ὄχι μόνο δὲν αἰσθανόταν μόνωση, ἀλλὰ Ζοῦσε
χαρούμενη τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἡ προφήτις Ἄννα, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ
Εὐαγγελιστής: «Καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὄγδοηκοντα τεσσάρων, ἢ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ
ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἥμεραν» (Λουκ. β' 37).
• Τὸ πρόβλημα τῆς μοναξιᾶς, ποῦ εἶναι ἀπ' τὰ δυσκολοτέρα τῆς ἐποχῆς μας, φανερώνει
ἔλλειψι βαθειᾶς πίστεως.
Δὲν μᾶς γεμίζει ὁ Θεός, γι' αὐτὸ αἰσθανόμαστε κενό.
Δὲν ζοῦμε τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ ἀναζητᾶμε τὴν παρέα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ
τελικά μας ἀπογοητεύει.
Δὲν προσμένουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ στηριζόμαστε σὲ ἀνθρώπους.
Ὁπωσδήποτε ὅμως ὡς μέλῃ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε νὰ ἐνδιαφερόμαστε
γιὰ τὰ μεμονωμένα ἄτομα.
• Ἡ μόνωσης γιὰ μερικὰ ἄτομα εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς αὐτοκτονίας.
Μακάρι νὰ ἤσαν πνευματικὰ ὥριμοι, ὅπως οἱ ἅγιοι, ποῦ ἀναπαύονταν στὴ μόνωση καὶ τὴν
ἐρημικὴ ζωή, διότι ἔτσι Ζοῦσαν τὴν πιὸ κοινωνική ζωή, τὴ Ζωὴ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Ἀλλ' ὅταν ἡ ὀλιγοπιστία ἢ κάποτε καὶ ἡ ἰδιοσυγκρασία ἑνὸς ἀτόμου τὸ ὁδηγῇ στὴν
κατάθλιψι τῆς μονώσεως, ὀφείλουμε νὰ ἐνδιαφερόμαστε καὶ νὰ προλαβαίνουμε τὰ
χειρότερα καὶ ἀνεπανόρθωτα.
Τὸ παράπονο «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ἐ' 7) ἃς ἐξαλειφθῆ ἀπ' τὰ χείλη πονεμένων
ἀνθρώπων, ἂν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἔχουμε ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ κοινωνία.

Σπάταλες γυναῖκες (στ. 6)


Δὲν εἶναι ὅμως μόνο οἱ καλὲς χῆρες, οἱ σεμνές, οἱ σοβαρές, οἱ ἔλεημονες. Ὑπάρχουν καὶ
οἱ ἄλλες. Ζοῦν μόνες τους, ἀλλὰ σπαταλοῦν τοῦ κόσμου τὰ χρήματα σὲ «λοῦσα» καὶ
καλοπέραση!
Φαίνεται, ὅτι καὶ στὶς μέρες τοῦ Παύλου ὑπῆρχαν τέτοιες ἀνόητες καὶ ματαιόδοξες
γυναῖκες, ποὺ ἀντὶ τὰ περισσεύματά τους νὰ τὰ προσφέρουν γιὰ ἔργα ἀγάπης καὶ
φιλανθρωπίας, τὰ σπαταλοῦσαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἔτσι νόμιζαν πῶς ἀποκτοῦσε νόημα ἡ
ζωή τους!
Αὐτὲς τὶς χῆρες ὁ Παῦλος τὶς ὀνομάζει νεκρές! «Ἡ δὲ σπαταλώσα ζῶσα τέθνηκε» (στ. 6).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀντίθετα, ἡ χήρα, ποῦ ἄσωτευει, καίτοι ζῇ, εἶναι νεκρὴ (zn
σαρκικά, ἀλλ' εἶναι νεκρὴ πνευματικῶς)».
• Ἡ σπατάλη εἶναι ποικίλη. Ὑπάρχει σπατάλη χρόνου, σπατάλη δραστηριότητας,
σπατάλη λόγων, σπατάλη χρήματος.
Τὸ τελευταῖο εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ τῆς ἐποχῆς μας. Ὑπάρχει οἰκονομικὸ πρόβλημα
στὸν τόπο μας, διότι ὑπάρχει σπατάλη χρήματος γιὰ περιττὰ πράγματα. Θεωροῦνται πλέον
ὡς ἀναγκαία πράγματα παντελῶς περιττά!
Λέει σχετικὰ μ' αὐτοὺς ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν καλοπέραση σὲ τούτη τὴ Ζωὴ καὶ
ἀδιαφοροῦν τελείως γιὰ τὴ μέλλουσα καὶ μένουσα Ζωή, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἱ Ζῶντες
τὰ τῆς Ζωῆς ἐνεργούσι, τῆς μελλούσης, τῆς ὄντως Ζωῆς... Οἱ ζῶντες οὐχὶ τούτω διεστήκασι
τῶν νεκρῶν μόνον, τῷ τὸν ἥλιον ὁρᾶν καὶ πνεῖν τὸν ἀέρα. Οὗ τούτω φαμέν, ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸν
τί ποιεῖν. Ἐπεῖ, εἰ μὴ τοῦτο προση, τῶν τεθνεώτων οὐδὲν κρείττονες ἔσονται» (Ε.Π.Ε.
23,338). Μετάφρασις: Οἱ ζωντανοὶ φροντίζουν γιὰ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς, τῆς μέλλουσας,
τῆς πραγματικῆς ζωῆς... Οἱ ζωντανοὶ δὲν διαφέρουν ἀπ' τοὺς νεκροὺς μόνο στὸ ὅτι βλέπουν
τὸν ἥλιο καὶ ἀναπνέουν τὸν ἀέρα. Ζωντανοὺς λέμε, αὐτοὺς ποὺ πράττουν κάποιο ἀγαθό.
Ἐπειδή, ἂν δὲν συμβαίνῃ αὐτό, δὲν εἶναι καθόλου καλύτεροι ἀπ' τοὺς πεθαμένους.
• Πεθαμένοι ὅσοι τὴν ἐλπίδα τοὺς τὴν στήριξαν ἐδῶ καὶ μόνο, σὲ τούτη τὴ λιγόχρονη
Ζωή!
• Πόσοι γέροντες καὶ γερόντισσες, ποὺ ἔχουν τὸ ἕνα τους πόδι στὸν τάφο, Κοιτάζουν
μόνο τα λεφτὰ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ μαζεύουν συνεχῶς λεφτά!
Ἀλλὰ γιὰ τὶς χῆρες θὰ συνεχίση ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

7
καὶ ταῦτα παράγγελλε, ἵνα ἀνεπίληπτοι ὦσιν. 8 εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν
οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων. 9 Χήρα καταλεγέσθω μὴ
ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα, ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή, 10 ἐν ἔργοις καλοῖς μαρτυρουμένη, εἰ
ἐτεκνοτρόφησεν, εἰ ἐξενοδόχησεν, εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν, εἰ θλιβομένοις ἐπήρκεσεν, εἰ
παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ ἐπηκολούθησε.

Ἀνεπίληπτοι (στ. 7)
Πάντοτε ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν προβλήματα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπὸ πρόσωπα ἀτελῆ καὶ ἁμαρτωλά, εἶναι ἀνάγκη νὰ
ὑπάρχη καθορισμένη γραμμὴ ἀντιμετωπίσεως καὶ διορθώσεως τῶν ζητημάτων, ποὺ
ἀνακύπτουν. Ἐφ' ὅσον ἀποτελεῖται ἀπὸ διάφορες κατηγορίες ἀτόμων, μὲ ἰδιάζοντα ἡ κάθε
μιὰ θέματα, πρέπει σωστὰ καὶ μὲ ἀγάπη νὰ γίνεται ἡ τοποθέτησής τους στὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας.
Στὴν Ἐπιστολή, ποὺ ἑρμηνεύουμε, ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε τοὺς τρόπους
ποιμαντικῆς ἀντιμετωπίσεως ἀπ' τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία τῶν Ποικίλων περιστατικῶν. Ὁ
Τιμόθεος εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐπισκόπους - Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ μικρογραφία
βλέπουμε ὅλα τα ποιμαντικὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Τὸ πρόβλημα τῶν Χηρῶν, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολεῖται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ πέμπτο
κεφάλαιο, φαίνεται σήμερα ξεπερασμένο. Κι ὅμως, ἂν δοῦμε τὶς πλευρές, ποὺ ἐξετάζει ὁ
Παῦλος, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι τὰ ὅσα λέει ἰσχύουν καὶ γιὰ συγκεκριμένα πρόσωπα (τὶς
χῆρες), ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλα πρόσωπα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Τόνισε ὁ Παῦλος, ὅτι πρέπει γιὰ τὶς χῆρες γυναῖκες νὰ φροντίζουν οἱ συγγενεῖς τους, τὰ
παιδιά, τὰ ἐγγόνια τους. Τόνισε, ὅτι ἡ χήρα ποὺ σπαταλᾷ σὲ ματαιοδοξίες καὶ ἀνόητες
ἐπιδείξεις χρήματα, εἶναι νεκρή. Πέθανε ὁ ἄντρας τῆς σωματικά; Ἔχει καὶ αὐτὴ πεθάνει
πνευματικά, κι αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό.
Στὸ ἐρώτημα, γιατί ἐπιμένει τόσο πολὺ ὁ ἄπ. Παῦλος στὴ στάση τῶν χηρῶν καὶ τῶν
συγγενῶν τους, δίνει ὁ ἴδιος τὴν ἀπάντηση, ποὺ ἰσχύει καὶ αὐτὴ γιὰ κάθε ποιμαντικὴ
μέριμνα τοῦ κληρικοῦ.
Ἕνα ἐνδιαφέρει τὸν ποιμένα: Νὰ εἶναι οἱ ποιμαινόμενοι ἀνεπίληπτοι, νὰ μὴ δίνουν
ἀφορμὴ γιὰ κατηγορία καὶ ὑποτίμηση τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος. Γι' αὐτὸ τονίζει στὴ
συνέχεια: «Καὶ ταῦτα παράγγελλε, ἶνα ἀνεπίληπτοι ὦσιν» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Αὐτὰ νὰ λὲς στὶς χῆρες, γιὰ νὰ μὴ δίνουν λαβὲς νὰ κατηγοροῦνται».
• Ἡ παραγγελία, ἢ νουθεσία, τοῦ κληρικοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο δὲν ἀπαγορεύεται,
ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται. Ἂν κάποιος εἶναι ἄρρωστος, ἀπαιτεῖται ἡ συμβουλὴ τοῦ γιατροῦ,
ὥστε κι ὁ ἴδιος νὰ θεραπευθῆ κι ἡ ἀρρώστια νὰ μὴ λάβη μολυσματικὲς διαστάσεις. Τὸ ἴδιο
καὶ στὸν πνευματικὸ χῶρο. Δὲν μπορεῖ καὶ ποιμένας νὰ παραμένῃ ἀδιάφορος μπροστά σε
κραυγαλέα θέματα τοῦ ποιμνίου του ἢ σὲ φανερὲς περιπτώσεις ἐκτροπῆς. Ὀφείλει νὰ
«παραγγέλη», νὰ συμβουλεύῃ, νὰ προτείνῃ τὰ δέοντα.
Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Τιμόθεος καλεῖται νὰ πῇ καθαρὰ στὶς χῆρες, ὅτι δὲν
μπορεῖ νάναι καὶ χριστιανὲς καὶ νὰ Ζοῦν μὲ σπατάλες καὶ κοσμικότητα, Αὐτὸ εἶναι ἀσωτία.
Κάθε ἀπρόσεκτη Ζωὴ τῶν χριστιανῶν δίνει ἀφορμὴ γιὰ δυσμενῆ σχόλια καὶ ἐπικρίσεις
ὅλης της Ἐκκλησίας!
• Ἐπιδίωξις ὅλων των πιστῶν εἶναι τὸ «ἀνεπίληπτον». Νὰ Ζοῦν, ὅσο γίνεται χωρὶς
ἐπιλήψιμες ἐνέργειες.
• Ἐπιλήψιμος δὲν εἶναι μόνο ὁ αἰσχρὸς βίος. Εἶναι καὶ ὁ σπάταλος καὶ Πολυτελής.
• Ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο το νὰ Ζῇ κανεὶς παράνομα σεξουαλικῶς, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ
καλοπερνᾷ καὶ ν' ἀδικῇ τοὺς ἄλλους ποὺ ὑποφέρουν καὶ πεινᾶνε.
Τὸ πρῶτο, ἡ ἀνηθικότητα, κάνει κακὸ καὶ σ' ἕνα ἀκόμα πρόσωπο.
Η πολυτέλεια ὅμως καὶ ἡ ἀδικία κάνει ζημιὰ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
• Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη. Φανερώνει ἀπιστία στὴν ὕπαρξη ἄλλης Ζωῆς. Στόχος τὸ
ἐπικούρειον «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Λέει σχετικὰ ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Μὴ ζητώμεν ἐνταύθα τὴν ἄνεσιν, ἶνα ἐκεῖ αὐτὴν εὔρωμεν. Μὴ σπαταλῶμεν
ἐνταύθα, ἶνα ἐκεῖ σπαταλήσωμεν τὴν ὄντως σπατάλην, τὴν ὄντως τρυφήν, τὴν οὐδὲν
τίκτουσαν κακόν, τὴν μυρία ἀγαθὰ ἔχουσαν» (Ε.Π.Ε. 23,350). Μετάφρασις: Ἃς μὴ Ζητᾶμε
ἐδῶ τὴν ἄνεσι, γιὰ νὰ τὴν βροῦμε ἐκεῖ. Ἃς μὴ παραδινόμαστε στὶς ἡδονὲς ἐδῶ, γιὰ ν'
ἀπολαύσουμε τὴν ἐκεῖ ὄντως ἡδονή, τὴν ἀληθινὴ ἀγαλλίασι ἐκείνην, ποὺ κανένα κακὸ δὲν
γεννάει, ἀλλὰ παρέχει μύρια ἀγαθά.

Ἄρνησις ἀγάπης = ἄρνησις πίστεως (στ. 8)


Νὰ Ζοῦν ἀνεπίληπτα καὶ οἱ χῆρες, ποὺ λόγω καὶ τοῦ ἀριθμοῦ τοὺς ἀποτελοῦσαν σοβαρὸ
πρόβλημα στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Προσοχὴ στὴ ζωή τους!
Τὴν προσοχὴ αὐτὴ ὀφείλουν νὰ δείχνουν καὶ οἱ συγγενεῖς τους. Τὰ καλὰ ἔργα γιὰ τοὺς
χριστιανοὺς ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ στενὸ συγγενικὸ περιβάλλον. Ἂν κάποιος στοὺς στενοὺς
συγγενεῖς του δὲν δείχνῃ τὴν ἐπιβαλλόμενη ἀγάπη, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δείχνῃ στοὺς ἔξω;
Ἂν κάποιος δὲν ξέρῃ κολύμπι στὰ ρηχά, πῶς μπορεῖ νὰ κολυμπήση στὰ βαθειά; Γι' αὐτὸ τὸ
πρόβλημα τῶν χηρῶν, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἀδυνάτων μελῶν τῆς οἰκογενείας, ὁ Παῦλος τὸ
ἀναθέτει κατ' ἀρχὴν στὴ φροντίδα τῶν οἰκείων. «Εἰ δὲ τὶς τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων
οὗ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων» (στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἂν δὲ κάποιος δὲν προνοῇ γιὰ τοὺς δικούς του, καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του, αὐτὸς ἔχει ἀρνηθῆ τὴν πίστι, καὶ εἶναι χειρότερος ἀπὸ
ἄπιστο».
Στὸ στίχο αὐτὸ τίθενται τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα:
• Ποιοὶ εἶναι οἱ οἰκεῖοι; Στὴν ἀρχὴ ὡς οἰκείους θὰ νοήσουμε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
σπιτιοῦ, τοὺς συγγενεῖς. Καὶ κατ' ἐπέκταση καὶ τοὺς πιστούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε
συγγένεια πνευματική. Κάποτε εἶναι πιὸ δυνατὴ ἡ πνευματικὴ συγγένεια. Αὐτὸ ὅμως δὲν
ἀπαλλάσσει τὸ χριστιανὸ ἀπ' τὸ καθῆκον πρὸς τοὺς σαρκικοὺς συγγενεῖς του.
"Ἂν Π.Χ. ἕνας χριστιανὸς ἀναπαύεται περισσότερο στοὺς ἐν Χριστῷ φίλους του παρὰ στὴ
γυναῖκα του, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψη τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ
γυναῖκα του!
Ἂν κάποιος ἀγαπᾷ τοὺς μοναχοὺς περισσότερο ἀπ' τὰ παιδιά του, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι
θὰ ἐγκαταλείψη τὰ παιδιά του!
Οἱ συγγενεῖς, καὶ μάλιστα γιὰ τὸν ἔγγαμο, εἶναι σταυρός. Δὲν ἔχει ὁ χριστιανὸς δικαίωμα
νὰ ρίχνῃ τὸ σταυρὸ αὐτό, διότι τάχα κάτι ἄλλο τὸν ἀναπαύει περισσότερο!
Οἰκεῖος, λοιπόν, εἶναι τὸ παιδί, καὶ ἀποτελεῖ ἔγκλημα ἢ ἀδιαφορία γιὰ τὸ παιδί. Ἔγκλημα
παιδοκτονίας.
Οἰκεῖος εἶναι καὶ ὁ γέροντας, ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα, καὶ ἀποτελεῖ ἔγκλημα νὰ
ἐγκαταλείπονται σὲ γεροντομαρασμό, ἐπειδὴ δὲν ἔχει διάθεση καὶ ἀγάπη καὶ χριστιανὸς ν'
ἀντιμετωπίση τὰ εἰδικὰ προβλήματα ποὺ ὁπωσδήποτε δημιουργεῖ ἡ παρουσία γερόντων
στὸ σπίτι.
• Γιατί εἶναι χειρότεροι ἀπὸ ἀπίστους ὅσοι δὲν φροντίζουν γιὰ τοὺς συγγενεῖς τους; Ἡ
ἀγάπη στοὺς συγγενεῖς εἶναι κάτι τὸ φυσικό. Τὴν δείχνουν καὶ οἱ μὴ χριστιανοί, ποῦ μέσα
τους ἔχουν τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο. Ἑπομένως, ἂν ο χριστιανὸς δὲν δείχνῃ τὴν ἀγάπη αὐτή,
εἶναι χειρότερος ἀπὸ ἀπίστους!
Τὴν ἀγάπη αὐτὴ δείχνουν ἀκόμα καὶ τὰ ζῷα. Ἄρα ὁ χριστιανός, ποῦ δὲν τὴν ἐκδηλώνει,
εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῷα!
Ο χριστιανὸς ὀφείλει ν' ἀνεβαίνῃ πολλὰ σκαλοπάτια πάνω άπ' τὸ μὴ χριστιανό, καὶ
φυσικὰ ἀκόμα περισσότερα πάνω ἀπ' τὰ Ζῷα. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος σχετικά:
«Ἐννοήσωμεν ὅσοι χρημάτων φειδόμενοι τῶν οἰκείων καταφρονοῦμεν. Ὁ Θεὸς διὰ τοῦτο
καὶ τὴν ἀπὸ συγγενείας ἐπενόησεν ἕνωσιν, ἶνα πολλᾶς ἔχωμεν ὑποθέσεις τοῦ ἀλλήλους εὖ
ποιεῖν. Όταν τοίνυν, ὅπερ ὁ ἄπιστος Ποιεῖ, σὺ μὴ πoιής, οὐχὶ ἤρνησαι τὴν πίστιν;» (Ε.Π.Ε.
23,354). Μετάφρασις: Ἃς σκεφτοῦμε ὅσοι ἀπὸ τσιγγουνιὰ καὶ ἀγάπη στὰ χρήματα οὔτε
τοὺς συγγενεῖς δὲν φροντίζουμε. Ο Θεὸς γι' αὐτὸ ἐπινόησε καὶ τὴ σχέση ἀπ' τὴ σαρκικὴ
συγγένεια, γιὰ νάχουμε πολλὲς ἀφορμὲς εὐεργεσίας μεταξύ μας. Όταν, λοιπόν, ἐκεῖνο ποῦ
κι ὁ ἄπιστος ἀκόμα τὸ κάνει, ἐσὺ δὲν τὸ κάνεις, τότε ἔχεις ἄρνηθη τὴν πίστι.
Δὲν ἀρκεῖ, λοιπόν, νὰ λέμε στὰ λόγια ὅτι πιστεύουμε. Ὀφείλουμε καὶ μὲ τὰ ἔργα μας νὰ
τὸ φανερώνουμε καὶ νὰ τὸ ὁμολογοῦμε. Διαφορετικὰ θὰ ἔχῃ καὶ γιὰ μᾶς ἰσχὺ ὁ λόγος τοῦ
Παύλου: «Θεὸν ὁμολογοῦντες εἴδεναι, τοῖς ἔργοις ἀρνοῦνται» (Τίτ. ἃ' 16).
• "Ἂν εἴμαστε ἄστοργοι στοὺς στενοὺς συγγενεῖς μας, πόσο μᾶλλον θὰ εἴμαστε στοὺς
ἄλλους; Ἐδῶ κυρίως ὁ λόγος εἶναι γιὰ τοὺς ἐγγάμους. Γιὰ τοὺς ἀγάμους, τοὺς
ἀφιερωμένους ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό, ἰσχύει τὸ «Ἀφέντες ἅπαντα ἤκολουθησαν αὐτῶ»
(Λουκ. ἐ' 11).
Οἱ ἀφιερωμένοι συγκινοῦνται ἀπ' τὰ προβλήματα τῶν συγγενῶν τους, ἀλλὰ τὰ
ἀντιμετωπίζουν ὅπως καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων.
Ο ἔγγαμος ὅμως ἔχει ὑποχρέωση νὰ φροντίζῃ τοὺς συγγενεῖς του.
Ἂν ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι δεμένος μὲ συγγένεια δὲν τοὺς ἀγαπᾷ, πῶς μπορεῖ ν'
ἀγαπᾷ τοὺς ἄλλους, τοὺς «ξένους»; Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ τὶς τοὺς γένει
προσήκοντας καὶ ἡνωμένους ὑπὸ ἀγχιστείας περιίδοι, πῶς ἔσται περὶ τοὺς ἄλλους
φιλόστοργος;» (Ε.Π.Ε. 23,352). Μετάφρασις: Ἂν κάποιος παραβλέψη τοὺς κατὰ σάρκα
συγγενεῖς του, πῶς θὰ εἶναι φιλόστοργος πρὸς τοὺς ἄλλους;
• Πολλὲς φορὲς ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἔξω μπορεῖ νὰ κρύβῃ κενοδοξία.
Ἔχουν καλὴ ἰδέα οἱ ἐξωτερικοὶ γιὰ μᾶς. Μᾶς θεωροῦν σπουδαίους. Ἐνῷ μὲ τοὺς συγγενεῖς
ἔχουμε ψυχρὲς σχέσεις.
Τὴν ψυχολογικὴ αὐτὴ παρατήρηση, ὅτι ἡ ἀγάπη στοὺς ἔξω ἱκανοποιεῖ τὸν ἐγωισμό μας,
ἐνῷ στοὺς συγγενεῖς μας δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τὴν κάνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐχὶ
κενοδοξίαν τὸ πρᾶγμα πάντες ἔρoυσιν, ὅταν τοὺς ἀλλοτρίους εὖ ποιῶν, τῶν αὐτοῦ
καταφρονῇ καὶ μὴ φείδηται;» (Ε.Π.Ε. 23,252). Μετάφρασις: Δὲν εἶναι κενοδοξία, ἐνῷ
κάποιος εὐεργετεῖ τοὺς ξένους, ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς δικούς του καὶ δὲν τοὺς φροντίζει;
• Τὸ πρόβλημα εἶναι, γιατί ἕνας χριστιανὸς δὲν φροντίζει γιὰ τοὺς συγγενεῖς του καὶ ἐν
προκειμένῳ γιὰ τὴ σεβάσμια χήρα (γιαγιὰ ἢ μητέρα);
"Ἂν αὐτὸ γίνεται ἀπὸ ἱεραποστολικὸ ἢ μοναχικὸ Ζῆλο, διότι, δηλαδή, κάποιος ἢ κάποια
ἔχει ταχθῆ στὸ μεγάλο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχει ὁπωσδήποτε κάποια
δικαιολογία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἰσχύει τὸ «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστί
μου ἄξιος» (Ματθ. 1' 37). Δὲν εἶναι σκληρότητα μιὰ ἀδιαφορία φαινομενικὴ γιὰ τοὺς
συγγενεῖς του ἀφιερωμένου προσώπου. Φανερώνει, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ πίστι στὴν
πρόνοια τοῦ Θεοῦ! Ἂν ἐκεῖνος τὸ μεῖζον προσφέρῃ στὸν Κύριο, ὅλη του τὴ ζωή, δὲν θὰ τοῦ
χαρίση ὁ Κύριος το ἔλασσον, τὴ μέριμνα κάποιων συγγενῶν του;
• Ἀλλὰ γιὰ τοὺς πολλοὺς ἢ αἰτία ἀδιαφορίας πρὸς τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶναι ὁ Ζῆλος. Εἶναι
ὁ πόθος τῶν χρημάτων καὶ τῶν ἀνέσεων. Τονίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Χρημάτων
φειδόμενοι τῶν οἰκείων καταφρονοῦμεν» (Ε.Π.Ε. 23,354).
Γιατί δὲν κάνουν παιδιὰ τὰ περισσότερα ἀνδρόγυνα; Γιὰ νὰ καλοπερνοῦν οἱ ἴδιοι.
Γιατί δὲν νοιάzονται γιὰ τοὺς γέροντες (γονεῖς ἢ παπποῦδες); Γιὰ νὰ μὴν ἔχουν κι ἄλλα
ἔξοδα καὶ «σκοτοῦρες».
• Ποιὰ εἶναι ἡ πρόνοια, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει στὸ στίχο αὐτὸ ὁ Παῦλος: «Εἰ τὶς τῶν ἰδίων,
καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὗ προνοεῖ...» (στ. 8);
Πρόνοια εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ὅλον ἄνθρωπο, καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή
του. Οὔτε τὸ στομάχι θ' ἀφήσουμε ἄδειο, οὔτε ὅμως καὶ τὴν ψυχή.
Μερικὲς φορὲς συμβαίνει αὐτὸ τὸ τραγικό: Ἡ πρόνοια τῶν χριστιανῶν ἢ καὶ τῆς ἐνορίας
καὶ τῆς ἐπισκοπῆς ἔξικνειται μέχρι τὸ σῶμα.
Ἐμεῖς γεμίζουμε στομάχια, καὶ ὁ ἄθεος κόσμος γεμίζει τὶς ψυχές!
Ἐμεῖς τρέφουμε σώματα, καὶ ἡ τηλεόρασης καὶ οἱ ἄθεοι καὶ ὁ κόσμος τρέφουν τὴν ψυχή.
Πρόνοια, λοιπόν, εἶναι νὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.
Κάποτε δὲ τὸ πρῶτο πείθει γιὰ τὸ δεύτερο. "Ὅταν μᾶς δοῦν, ὅτι ἀνιδιοτελῶς
ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες, μᾶς ἀφήνουν περιθώριο νὰ ἱκανοποιήσουμε καὶ
τὶς πνευματικές τους ἀνάγκες. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πρόνοιαν πᾶσαν λέγει,
τὴν κατὰ ψυχήν, τὴν κατὰ σῶμα, ἐπεῖ καὶ αὕτη πρόνοιά ἐστι» (Ε. Π.Ε. 23,352). Μετάφρασις:
Μιλάει γιὰ κάθε φροντίδα, κι αὐτὴ ποὺ ἀφορᾷ στὴν ψυχὴ κι αὐτὴ ποὺ ἀφορᾷ στὸ σῶμα,
ἀφοῦ κι ἡ τελευταία εἶναι φροντίδα.

Σεβάσμιες χῆρες (στ. 9).


Βέβαια θὰ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ἀτόμων, ποὺ κανένας γι' αὐτοὺς δὲν
ἐνδιαφέρεται.
Ἡ Ἐκκλησία, στοργικὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων, δὲν ἔχει δικαίωμα ν' ἀδιαφορήση
γιὰ τέτοια ἄτομα, καὶ μάλιστα γιὰ πρόσωπα, ποῦ σ' ὅλη τὴ ζωὴ τοὺς ὄχι μόνο ἤσαν
ἀνεπίληπτα, ἀλλὰ κι ἐργάστηκαν στὸ ἔργο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης. Ἀπ' τὶς πρῶτες μέρες
τῆς ὀργανώσεώς της ἡ Ἐκκλησία παρουσίασε καὶ τὸ κοινωνικό της ἔργο.
Ποτὲ βέβαιά το κοινωνικὸ ἔργο δὲν ὑποκαθιστᾷ τὸ σωτηριῶδες ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως
φανερώνει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ὅλο ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει καὶ πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες.
Τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ σπουδαιότερος μαγνήτης, «ἶνα δοξάσωσι τὸν πατέρα τὸν ἐν
τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ἐ' 16).
Σὲ εἰδικοὺς καταλόγους ἔχει ἡ Ἐκκλησία τὶς κατηγορίες τῶν πιστῶν, μὲ τὶς ξεχωριστὲς
κάθε μιὰ ἀνάγκες. Ὅπως ἔχει δίπτυχα προσευχῆς, ἔτσι ἔχει καὶ καταλόγους φιλανθρωπικῆς
μέριμνας. Αὐτὸ φαίνεται κι ἀπὸ ὅσα λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος γιὰ τὶς χῆρες: «Χήρα
καταλεγέσθω μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυία, ἑνὸς ἄνδρος γυνὴ» (στ. 9). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Μιὰ χήρα μπορεῖ νὰ καταγράφεται τιμητικὰ στὸν ἐκκλησιαστικὸ
κατάλογο τῶν Χηρῶν, ἂν δὲν εἶναι μικρότερή των ἑξήντα ἐτῶν, ἂν ὑπῆρξε σύζυγος ἑνὸς
μόνο ἀντρός».
• Καταγράφονται οἱ χῶρες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ὄχι μόνο τίθενται ὑπὸ τὴν
προστασία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐπιστρατεύονται στὸ φιλανθρωπικό της ἔργο, ἀνάλογα
μὲ τὶς δυνάμεις τους. Φυσικὰ δὲν συλλέγει ἡ Ἐκκλησία πρόσωπα, ποῦ εἶναι ἐν Χηρείᾳ, ἀλλὰ
ζοῦν ἄτακτα καὶ κοσμικά. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ μόνα τους δὲν δέχονται νὰ ἔχουν σχέσι μὲ τὴν
Ἐκκλησία.
Φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ χῆρες, ποὺ ἔχουν τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις:
• Νὰ μὴν εἶναι κάτω ἀπὸ ἑξήντα χρονῶν. Φυσικὰ ἡ σεβάσμια ἡλικία δὲν ἀποτελεῖ
κατόρθωμα γιὰ μιὰ γυναῖκα. Εἶναι ὅμως σχετικὴ ἀσφάλεια γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ
περιβάλλον, ὅπου Ζῇ καὶ ἐργάζεται αὐτὴ ἡ γυναῖκα.
• Νὰ χρημάτισε σύζυγος ἑνὸς μόνο ἄντρα. Νὰ μὴν εἶναι δίγαμη. «Ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή». "Ἂν
ἀμέσως μετὰ τὴ χηρεία τοῦ πρώτου συζύγου ἔσπευσε σὲ δεύτερο γάμο, σημαίνει, ὅτι δὲν
εἶχε διάθεση γιὰ ἀφιέρωσι.
"Ἄλλο εἶναι μιὰ γυναῖκα ν' ἀφιερωθῆ ἀπὸ ἱερὸ πόθο στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, κι ἄλλο κατ'
ἀνάγκην νὰ βρεθῆ σὲ θρησκευτικὸ περιβάλλον, ἀφοῦ ἤδη ἔχει ἀπολαύσει ὅλα τα τοῦ
γάμου. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πολλῆς ἀσχολίας ὄντως ὁ γάμος αἴτιος. Ἢ τοίνυν διὰ
ταῦτα μὴ γαμή, ἕνα σχολάκης τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ, μὴ σχολάσεις δέ, οὐδὲν σοὶ τοῦ
πράγματος ὄφελος, ἶνα τὴν θεραπείαν πᾶσαν περὶ ξένους, περὶ ἁγίους ἐπιδείκνυσαι. “Όταν
οὒν ταῦτα μὴ ποιῇς, ὡς τοῦ πράγματος καταγνοῦσα μᾶλλον ἀπέσκου τοῦ γάμου. Οὕτω καὶ
ἢ παρθένος ἢ μὴ μετὰ ἀκριβείας ἐσταυρωμένη, τῷ τοῦ γάμου κατεγνωκέναι ὡς μιαροῦ καὶ
ἀκαθάρτου, τοῦτον παρητήσατο» (Ε.Π.Ε. 23,358). Μετάφρασις: Πραγματικὰ ὁ γάμος ἔχει
πολλὴ φροντίδα. Ἄν, λοιπόν, γι' αὐτὸ δὲν παντρεύεσαι, γιὰ ν' ἀσχολῆσαι μὲ τὸ ἔργο τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ σὺ δὲν ἀσχολῆσαι, τότε κανένα ὄφελος ἀπ' τὴ χηρεία δὲν ἔχεις. "Ὄφελος θὰ
ἔχῃς, ἂν δείχνῃς ὅλη τὴν περιποίησί σου στοὺς ξένους, στοὺς ἁγίους. Ὅταν, λοιπόν, δὲν
κάνῃς αὐτά, τότε ἀπέφυγες τὸ γάμο σὰν νὰ τὸν περιφρονῇς. Ἔτσι καὶ ἡ παρθένος, ποῦ δὲν
ἀφοσιώθηκε μὲ ἀκρίβεια (ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστὸ) στὴν παρθενία, παραιτήθηκε ἀπ' τὸ γάμο,
διότι τὸν θεώρησε μιαρὸ καὶ ἀκάθαρτο.

Γυναῖκες ἀγαθοεργίας (στ. 10)


Φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ χῆρες, ποὺ θέλουν τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς Ζωῆς τους
νὰ τὸν προσφέρουν θυμίαμα ἀγάπης στὸ Χριστὸ καὶ στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς.
Συνεχίζοντας ὁ Παῦλος τὶς προϋποθέσεις, γιὰ ν' ἀνήκῃ μιὰ χήρα στὸν κατάλογο τῶν
ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, λέει: «Ἐν ἔργοις καλοῖς μαρτυρουμένη, εἰ ἔτεκνοτροφησεν, εἰ
ἐξενοδόχησεν, εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν, εἰ θλιβομένοις ἐπήρκεσεν, εἰ παντὶ ἔργω ἀγαθῶ
ἐπηκολούθησε» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἡ χήρα τιμᾶται ἀπ' τὴν Ἐκκλησία,
ἂν ἀπολαύῃ ἐκτιμήσεως γιὰ καλὰ ἔργα, ἂν ἀνέθρεψε παιδιά, ἂν ἦταν φιλόξενη, ἂν
ἀνέπαυσε πόδια ἁγίων (χριστιανῶν), ἂν βοήθησε φτωχούς, ἂν συνέτρεξε σὲ κάθε καλὸ
ἔργο».
• Νὰ ἔχῃ τὴν καλὴ μαρτυρία ἀπ' τὸ σύνολο τῶν πιστῶν, ὅτι ἔδινε καὶ δίνει τὸ παρὸν «εἷς
πᾶν ἔργον ἀγαθόν». «Ἐν ἔργοις καλοῖς μαρτυρουμένη».
Δὲν ὑπάρχει γυναῖκα, ποῦ ν' ἀδύνατη νὰ κάνῃ τὸ καλό. Φτωχειὰ ἦταν ἡ Ταβιθά, κι ὅμως
ἦταν «πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν». Τὴν τέχνη τῆς τὴν εἶχε προσφέρει στὴ
διακονία τῶν φτωχῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν (Πράξ. θ' 36). Φτωχειὰ ἦταν ἡ χήρα,
ποῦ ἐγκωμίασε ὁ Κύριος. Ἕνα δίλεπτο πρόσφερε (Λουκ. καὶ 2-3), κι ὅμως αὐτὴ ἡ προσφορὰ
τῆς ἦταν πλουσιώτερη ἀπὸ ὁποιουδήποτε ἄλλου τὴν ἐλεημοσύνη.
Φτωχειὰ μπορεῖ νάναι μιὰ χήρα σήμερα. Ὅμως στὴ ζωὴ τῆς πέρα ἀπ' τὴ δική της
οἰκογένεια, φρόντισε καὶ γιὰ τοὺς γύρω. Κι ἔχει καὶ τώρα διάθεση νὰ προσφέρῃ.
Στὰ δύσκολα χρόνια της Κατοχῆς ὑπῆρξε, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἡρωίδες, καὶ μιὰ μάνα,
ποὺ τὴ νύχτα ἄφηνε τὸ σπίτι της μὲ τὰ πολλὰ παιδιά της καὶ πήγαινε στὴ φυλακή, ποῦ
πείναγαν οἱ κρατούμενοι. Κρυφά τους μετέφερε φαγητό. Ἀφαιροῦσε ἀπ' τὴ λίγη τροφὴ τῶν
παιδιῶν της, γιὰ νὰ θρέψη τοὺς φυλακισμένους. Τὴν ἀνακάλυψαν κάποια αὐγὴ οἱ
κατακτητές. Καὶ τὴν τουφέκισαν τὴν ὥρα, ποὺ εἶχε ἁπλωμένο σὲ κρατούμενο τὸ χέρι μὲ τὸ
φτωχικὸ φαγητό! Ἡρωίδα! Μάρτυρας τοῦ καθήκοντος!
Πόσα μπορεῖ νὰ κάνῃ μιὰ γυναῖκα! Δὲν χρειάζεται νάχη χρήματα. Ἀρκεῖ νὰ ἐνεργοποιήση
τὴ γυναικεία της εὐαισθησία. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὴν σωματικῆς ὑπηρεσίαν
εἰσφέρειν προτρέπεται. Πρὸς γὰρ θεραπείαν μάλιστα ἐπιτηδείους ἔχουσιν αἳ γυναῖκες,
κλίνην στρώσαι, ἀναπαύσαι» (Ε.Π.Ε. 23,356). Μετάφρασις: Προτρέπεται ἡ σεβάσμια χήρα
νὰ προσφέρῃ ὑλικὴ ὑπηρεσία. Ἀφοῦ ἄλλωστε γιὰ τὴν περιποίησι οἱ γυναῖκες εἶναι οἱ πιὸ
κατάλληλες, ὅπως νὰ στρώνουν κρεββάτι, ν' ἀναπαύουν ἀνθρώπους μὲ σωματικὲς
ἀνάγκες.
• Νὰ ἔχῃ στὸ ἐνεργητικό της καλὴ τεκνοτροφία. «Εἰ ἔτεκνοτροφησεν». Τίμια στὸ γάμο
τῆς πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἡ χήρα της ἐκκλησιαστικῆς μέριμνας. Νὰ γέννησε παιδιά. Νὰ ὑπέταξε
τὸ θέλημά της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς πρὸς τὴν τεκνογονία. Ν' ἀνέθρεψε σωστά τα παιδιά
της. Νὰ διαπαιδαγώγησε καὶ νὰ γαλούχησε χριστιανικά τα παιδιά της.
• Νὰ ἦταν ἄνθρωπος φιλοξενίας. «Εἰ ἔξενοδοχησεν, εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν». Πῶς ζητάει
σήμερα φιλοξενία γυναῖκα, ποῦ δὲν εἶχε τὴ διάθεση νὰ φιλοξενὴ ξένους, καὶ μάλιστα
ἁγίους; Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας μιὰ χήρα, ποῦ τὸ σπίτι της δὲν τὸ εἶχε μεταβάλει σὲ «κατ'
οἶκον ἐκκλησία»;
“Όποιος τὸ σπίτι τοῦ τὸ ἀνοίγει στὴ φιλοξενία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἐργατῶν τοῦ
Εὐαγγελίου, γίνεται δεκτὸς στὴν ἀγκάλη τῆς στοργῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ γι' αὐτὸν ὁ
Χριστὸς ἑτοιμάζει ξενία στὸν Οὐρανό.
Δεῖγμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ταπεινῆς φιλοξενίας εἶναι καὶ τὸ νίψιμό των Ποδιῶν. "Ἂν ὁ
Χριστὸς ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ἀκόμα καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ποῦ σὲ λίγο θὰ
ἔτρεχαν νὰ Τὸν προδώσουν, τί εἶναι γιὰ ἕνα χριστιανικὸ σπίτι νὰ πλύνῃ πόδια ἁγίων;
Δηλαδή, νὰ περιποιηθῆ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ! Νὰ τιμήση τὰ πόδια τῶν ἱεραποστόλων!
Πλένοντας τὰ πόδια φιλοξενουμένων ἀποστολικῶν προσώπων, τὴν ἄποστολη
προσκυνᾷς, τὸ Θεὸ τιμᾷς.
• Νὰ εἶναι ἄνθρωπος παρηγορίας. «Εἰ θλιβομένοις ἐπήρκεσεν». Λείπουν οἱ ἄνθρωποι
τοῦ καλοῦ λόγου. Ὅσο φτωχειὰ κι ἂν εἶναι μιὰ χήρα γυναῖκα, καὶ χρόνο ἔχει καὶ στόμα
διαθέτει, γιὰ νὰ ἐπισκέπτεται σπίτια θλιβομένων καὶ πονεμένων καὶ νὰ γλυκαίνῃ τὸν πόνο
τους. Ἀντὶ νὰ περιέρχεται σπίτια καὶ νὰ φλυαρῇ, νὰ ἐπισκέπτεται τόπους πόνου (Ἐκκλ. 2' 3)
καὶ δακρύων, τόπους ἀσθενείας καὶ ποικίλων περιστάσεων.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἡ χριστιανὴ γυναῖκα, ἡ χήρα ποὺ ἐπιστρατεύεται ἀπ' τὴν
Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς ἀσχολεῖται μὲ παραμυθητικὲς ἐπισκέψεις, ἀλλ' ἐργάζεται «ἐπαρκῶς»,
ἀρκετά, μὲ πλήρη ἀπασχόλησι, στὸν τομέα αὐτό. «Εἰ θλιβομένοις ἐπήρκεσεν».
• Νὰ εἶναι γενικῶς πρόσωπο ἀγαθοεργίας. «Εἰ παντὶ ἔργω ἀγαθῶ ἐπηκολούθησε».
Παροῦσα σὲ κάθε καλὸ ἔργο. Δὲν στέκει ἀδιάφορη. Οὔτε ἁπλῶς θαυμάζει τὴν καλωσύνη.
Σπεύδει νὰ συμπορευθῆ σὲ κάθε καλὴ ἐκκλησιαστικὴ προσπάθεια.
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμαστε ἐμπνευστὲς κάποιου φιλανθρωπικοῦ ἔργου ἢ πρωτοπόροι.
Ἃς εἴμαστε ἀκόλουθοι. "Ἃς παίρνουμε μέρος βοηθώντας τὴ φιλανθρωπικὴ προσπάθεια
ἄλλων. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἐπηκολούθησε».
Ἀκολουθώντας τὴν ἀγάπη, τὸ Χριστὸ ἀκολουθοῦμε.

11
νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ, γαμεῖν
θέλουσιν, 12 ἔχουσαι κρῖμα, ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν· 13 ἅμα δὲ καὶ ἀργαὶ
μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι,
λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα. 14 βούλομαι οὖν νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεῖν, οἰκοδεσποτεῖν,
μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν. 15 ἤδη γάρ τινες ἐξετράπησαν
ὀπίσω τοῦ σατανᾶ. 16 εἴ τις πιστὸς ἢ πιστὴ ἔχει χήρας, ἐπαρκείτω αὐταῖς, καὶ μὴ βαρείσθω
ἡ ἐκκλησία, ἵνα ταῖς ὄντως χήραις ἐπαρκέσῃ.

Θεῖος καὶ ἁμαρτωλὸς ἔρωτας (στ. 11)


Ἐπιμένει ὁ ἀπόστ. Παῦλος στὸ θέμα τῶν Χηρῶν. Φαίνεται, ὅτι πολλὲς χῆρες ἤσαν τὴν
ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ὅτι μερικὲς δημιουργοῦσαν προβλήματα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔκανε τὰ
πρῶτα ἱεραποστολικά της βήματα μέσα στὸν κόσμο. Θέλει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος νὰ
ξεκαθαρίση τὸ θέμα. Ἄλλωστε τὰ ὅσα περὶ χηρῶν λέει ἰσχύουν ἐν πολλοῖς γιὰ ὅλες τὶς
γυναῖκες, ποὺ τὴν παρουσία τους στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ
παραβλέψη. Κατὰ τοῦτο τὰ ὅσα στὸ πρῶτο μέρος τοῦ πέμπτου κεφαλαίου λέγονται πρέπει
νὰ ἐκληφθοῦν ὡς χρυσοὺς κανόνας συμπεριφορᾶς τοῦ ποιμένος πρὸς τὶς γυναῖκες ἐν γένει.
Μίλησε παραπάνω γιὰ τὶς χῆρες μεγάλης ἡλικίας. Καὶ ἔθεσε τὶς βασικὲς προϋποθέσεις,
προκειμένου νὰ προσληφθοῦν στὴν ἐκκλησιαστικὴ πρόνοια ἢ στὴν ἐκκλησιαστικὴ
διακονία. Ἀλλ' ἂν οἱ μεγάλες στὴν ἡλικία γυναῖκες ἀποτελοῦν πρόβλημα, πολὺ περισσότερο
οἱ νεαρές.
Γιὰ τὶς νεαρὲς χῆρες μιλάει στὴ συνέχεια: «Νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ: ὅταν γὰρ
καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ, γαμεῖν θέλουσιν» (στ. 11). Ἀπόδοσiς στὴν ἁπλοελληνική:
«Τὶς νεώτερες ὅμως χῆρες νὰ μὴ τὶς καταγράφης στὸν ἐκκλησιαστικὸ κατάλογο τῶν χηρῶν.
Διότι, ὅταν αἰσθανθοῦν κόρο ἀπ' τὸ Χριστό, θέλουν νὰ ξαναπαντρευτοῦν».
• Πολὺ ρεαλιστικός, ἀλλ' ἀληθινὸς λόγος. Δὲν πρέπει νὰ κρύβουμε μερικὲς καταστάσεις,
διότι, ὅταν συμβοῦν, πιθανὸν νὰ εἶναι ἀργὰ γιὰ θεραπεία. Μὲ ἁπλὰ λόγια:
-Προσοχή! Νὰ ἔχῃς μακρυὰ τὶς χῆρες νεαρῆς ἡλικίας. Διότι, καὶ ἂν ἀκόμα στὴν ἀρχὴ
φανοῦν ν' ἀγαποῦν καὶ ν' ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κάπου ξυπνάει ὁ σαρκικὸς ἔρωτας
καὶ ἡ κοσμική τους ἐπιθυμία. Κοραίνονται ἀπ' τὸ Χριστὸ ἢ ἐγκαταλείπουν τὸ Χριστὸ ἢ
θυσιάσουν τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ γιὰ κάποιον ἐπίγειο ἔρωτα. Καταλαμβάνονται ἀπὸ
οἶστρο σαρκικοῦ γάμου!
Τὸ νὰ θέλῃ μιὰ γυναῖκα, ἔστω καὶ χήρα, νὰ παντρευτῆ, αὐτὸ δὲν εἶναι κολάσιμο. Ἄλλωστε
τὸ ὑποδεικνύει σὲ παρακάτω στίχο ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος.
Ἐκεῖνο, ποῦ εἶναι ἐπικίνδυνο, εἶναι ὁ ὑπολανθάνων ἐρωτισμός, ποῦ ρυθμίσει κάποτε τὶς
σχέσεις μιᾶς νεαρῆς γυναίκας μὲ τὸν κληρικό, τὸν πρεσβύτερο ἢ τὸν ἐπίσκοπο.
• Ὁ ἔρωτας εἶναι κατάστασης, ποὺ κυριεύει τὴν καρδιά. Τὰ βέλη τοῦ ξεσχίζουν καὶ
τραυματίζουν συναισθηματικὰ τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ πρόβλημα εἶναι, ἀπὸ ποὺ ἐκτοξεύονται αὐτὰ τὰ βέλη.
"Ἂν ἐκτοξεύονται ἀπὸ σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ἀπὸ κατώτερα ἔνστικτα, ὠθοῦν στὴν
ἀκολασία.
"Ἂν ἐκτοξεύονται ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη, τότε ὁδηγοῦν σὲ ἱερὲς καταστάσεις, σὲ ἀφιερώσεις,
σὲ οὐράνια ζωή.
• Ὑπάρχει ὁ γήινος ἔρωτας καὶ ὁ θεϊκὸς ἔρωτας. Γιὰ τὸν τελευταῖο εἶναι γνωστό το
τροπάριο πρὶν ἀπ' τὴ θεία Κοινωνία: «Ἐθελξας πόθω μέ, Χριστέ, καὶ ἤλλοιωσας τῷ θείῳ σου
ἔρωτα. Ἀλλὰ καταφλεξον πυρὶ αὔλω τὰς ἁμαρτίας μου...». Καίγονται οἱ ἁμαρτίες μὲ τὴ
φωτιὰ τοῦ θείου ἔρωτα καὶ φουντώνει ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς
μετοχῆς στὴ Ζωὴ τοῦ Θεοῦ, τῆς μεθέξεως καὶ θεώσεως τελικά.
Θεῖο ἔρωτα ἔχουν οἱ ἅγιοι. Ὁ ἔρωτάς τους ἔχει περάσει ἀπ' τὸ φιλτράρισμα τῆς χάριτος
τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει τίποτε τὸ γήινο. «Καὶ οὐδὲν γήινον ἐν αὔτοις».
• Ὁ Παῦλος, μεγάλος ψυχολόγος, γνωρίζει, ὅτι μιὰ νεαρὴ γυναῖκα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ
ἄντρα της, μπορεῖ νὰ παρουσιάση τάσεις ἀφοσιώσεως στὴν ἀρχή, ἀλλὰ σύντομα νὰ
ξυπνήση μέσα της ὁ πόθος τῆς ἐρωτικῆς ζωῆς.
Ἐνῷ στὴν ἀρχὴ μιλάει συνεχῶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀντιδρᾷ σὲ κάθε πρόταση γιὰ
δεύτερο γάμο, σὲ λίγο χρόνο, σὰν νὰ μὴν ἰκανοποιηται πλέον ἀπ' τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
σὰν νὰ μὴ τὴν γεμίση ὁ Χριστός, ἐκδηλώνει τὴ διάθεσι νὰ συνδεθῆ μὲ πρόσωπα, μὲ
ἀνθρώπους. Καὶ ἐπειδὴ πλησιέστερος καὶ ἀγαπητότερος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ποιμένας,
μπορεῖ ἡ ἀγάπη της στὸ Χριστὸ νὰ μετεξελιχθῆ σὲ ἀγάπη στὸν ποιμένα, σὲ ἐρωτικὴ διάθεση
πρὸς τὸν κληρικό!
Γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὅτι ὁ κληρικὸς ὀφείλει νὰ κρατάη σὲ ἀπόστασι τέτοια
πρόσωπα. Ὄχι, διότι δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχῃ ἀφιερωμένα πρόσωπα στὸ ἔργο τοῦ μοναχισμοῦ
ἢ τῆς ἱεραποστολῆς. "Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, μιλώντας γιὰ τὰ ἀληθινὰ ἀφιερωμένα
πρόσωπα, ποὺ ἔχουν σωστὴ κλῆσι καὶ ἀφοσίωσι, λέει: «Ἡ ἄγαμος μέριμνα τὰ τοῦ Κυρίου»
(Α΄ Κορ. ζ΄ 34).
Λέει ὅμως εἰδικὰ γιὰ τὶς νεαρὲς χῆρες, ὅτι πρέπει νὰ κρατοῦνται μακρυά, διότι ὁ κληρικὸς
διατρέχει κίνδυνο ἀπὸ αὐτές. Ἢ ὁ ἴδιος θὰ ὑποστῇ ζημιὰ σκανδαλιζόμενος καὶ συμπαθῶν
ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο, ἢ θὰ πέση στὰ δίχτυα τῆς συμπαθείας τοῦ γυναικείου προσώπου,
λόγω τῆς οἰκειότητας ποὺ ἐπέτρεψε.
Ἑπομένως πρὸς ἀσφάλεια τοῦ ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου τονίζει τὰ ὅσα σημειώνονται καὶ
στὸ στίχο αὐτὸ καὶ στοὺς παρακάτω.
Ἐπιθυμεῖ στὴν Ἐκκλησία νὰ εἶναι πρόσωπα κατὰ τρόπο σωστὸ καὶ ἰσορροπημένο
δοσμένα στὸ Χριστό, καὶ ὄχι πρόσωπα ἐπικίνδυνα.
Θέλει ἀφιερωμένες γυναῖκες, ὄχι πιθανὸν μοιχαλίδες! Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Κωλύει τὰς χήρας τὰς τοιαύτας, οὐ βουλόμενος μὴ εἶναι χήρας νεωτέρας,
ἀλλὰ μὴ βουλόμενος μοιχαλίδας εἶναι, μὴ βουλόμενος ἀργᾶς εἶναι καὶ περιέργους,
λαλούσας τα μὴ δέοντα, μὴ βουλόμενος τὸν διάβολον ἀφορμὴν λαμβάνειν. Ὡς, εἰ μὴ
τοιοῦτον ἐγίνετο, οὐκ ἂν ἐκώλυσεν» (Ε.Π.Ε. 23,384). Μετάφρασις: Ἐμποδίζει τὶς χῆρες
αὐτές, ὄχι διότι θέλει νὰ μὴν ὑπάρχουν χῆρες νεώτερες ὡς πρὸς τὴν ἡλικία, ἀλλὰ δὲν θέλει
νὰ καταντοῦν μοιχαλίδες. Δὲν θέλει νὰ εἶναι ἀργόσχολες καὶ περίεργες καὶ νὰ μιλᾶνε
ἄπρεπα. Δὲν θέλει νὰ δίνουν στὸ Διάβολο ἀφορμή. Ἂν δὲν ὑπῆρχε τέτοια περίπτωσις, δὲν
θὰ τὶς ἐμπόδισε νὰ παραμένουν χῆρες.

Ἀθέτησις ὑποσχέσεως (στ. 12)


Τὰ πρόσωπα, περὶ τῶν ὁποίων μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, φαίνεται ὅτι εἶχαν δώσει
κάποια ὑπόσχεσι. Πάνω στὸν πόνο τους, πάνω στὸ πένθος τοὺς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ
συζύγου τους, σπεύδουν νὰ ὑποσχεθοῦν ἰσόβιο ἀγαμία γιὰ τὸν Κύριο. "Ὅταν στὴ συνέχεια
τὰ πράγματα ἀναδεικνύουν ἀδυναμία ἄφιερωσεως καὶ ζητοῦν γάμο, τότε παρουσιάζεται
τὸ πρόβλημα τῆς ἀθετήσεως τῆς ὑποσχέσεως. Γι' αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος:
«Ἔχουσαι κρῖμα, ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἤθετησαν» (στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Καὶ τότε κάνουν ἁμαρτία, διότι ἀθέτησαν τὸ ζῆλο ποὺ εἶχαν πρῶτα καὶ τὴν ὑπόσχεσή
τους».
Ἐδῶ τίθεται ἕνα μεγάλο πρόβλημα, ποὺ ταλαιπωρεῖ πολλὲς ψυχὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Πρόκειται γιὰ τὰ τάματα καὶ τὶς ὑποσχέσεις. Οἱ χριστιανοὶ συνήθως κάνουν τάματα, καὶ
μάλιστα σὲ δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους. Καλὸ εἶναι ν' ἀποφεύγονται τὰ τάματα.
• Κανένας δὲν θὰ σὲ κατακρίνῃ ἂν δὲν κάνῃς τάματα. Θεωρεῖσαι ὅμως παραβάτης, ἂν
δὲν τηρήσης τὸ τάμα σου.
• Τὰ τάματα γίνονται τὶς περισσότερες φορὲς σὲ φορτισμένες ψυχολογικὲς καὶ
συναισθηματικὲς συνθῆκες. Περισσότερο λειτουργοῦν τὸ συναίσθημα, ὁ φόβος, ἡ
συμπάθεια, ἡ ἀνάγκη, καὶ ὀλιγώτερο ἢ λογική, ἡ σκέψις, ἡ σύνεσις.
• Πάνω σε δύσκολες ὧρες γίνονται τάματα ὑπερβολικά, ποῦ δυνατότητα ἐκπληρώσεώς
τους δὲν ὑπάρχει. Π.χ. ἕνας φτωχὸς κάνει τάμα νὰ προσφέρῃ ἕνα καράβι χρυσὸ στὴν
Παναγία, ἂν γλυτώση ἀπὸ ναυάγιο! Ποῦ νὰ βρῇ τὰ λεφτὰ γιὰ νὰ ἐκπληρώση τὸ τάμα του;
• Πολλὲς δὲ φορὲς γίνονται τάματα, ποὺ στὴ συνέχεια ἀποκαλύπτεται ἀντίθετο ἀπ' αὐτὰ
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καλό, λοιπόν, εἶναι ν' ἀποφεύγονται τὰ τάματα.
Ὅλη ἄλλωστε ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἕνα τάμα, μιὰ ὑπόσχεσις, ὅτι ἀνήκει στὴν
παράταξη τοῦ Κυρίου.
Οπωσδήποτε τὸ Θεὸ ὁ πιστὸς δὲν τὸν ζη μόνο τὴ στιγμὴ τοῦ φόβου, τῆς ἀνάγκης, τοῦ
κινδύνου.
Ἰδιαίτερα πρέπει νὰ προσέχουμε τὰ τάματα ἀφιερώσεως ἀνθρωπίνης Ζωῆς στὴν ἀγαμία.
•Κατ' ἀρχὰς ἀποκλείεται ἀπὸ κάθε πλευρὰ τὸ τάμα ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἄφιερωσι ἄλλου.
Δὲν μπορεῖ π.Χ. ἡ μητέρα ἢ ὁ πατέρας νὰ δώσουν ὑπόσχεσι στὸ Θεό, ὅτι θ' ἀφιερώσουν τὸ
παιδί τους σὲ μοναστῆρι ἢ σὲ ἀδελφότητα!
• Ἡ ἀφιέρωσις εἶναι πάντοτε ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ θερμῆς ἀγάπης τοῦ
ἴδιου του ἀφιερωμένου προσώπου. Γιὰ λογαριασμὸ ἄλλου δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἐγὼ
τάματα!
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἔμμεση καταπίεση πρὸς ἀφιέρωση προσώπου.
Ἔχουμε, δηλαδή, περιπτώσεις, ὅπου κληρικοὶ ἢ «γερόντισσες», γιὰ νὰ ἔχουν πνευματικὰ
τέκνα, ὑποτακτικοὺς ἢ ὑποτακτικές, ἢ καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, ἐμμέσως πιέζουν μιὰ ψυχὴ ν'
ἀφιερωθῆ. Προβάλλουν κατὰ ἀπόλυτο τρόπο τὸ ἰδεῶδες της ἀγαμίας, παρουσιάζουν ὅτι
ἔχουν... ἀποκάλυψι Θεοῦ γιὰ τὴν εἰδικὴ κλῆσι τοῦ ἄλλου προσώπου καὶ μὲ κάποια σχετικὴ
«πλύσι ἐγκεφάλου» ὁδηγοῦν ψυχὲς στὴν ἀφιέρωσι!
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τραγικό. Κάποτε διαπιστώνει τὸ ἄτομο, ὅτι γιὰ ἄλλο δρόμο ἦταν
καλεσμένο. Καὶ ἢ σηκώνεται καὶ φεύγει, ἢ παραμένει στὴ ζωὴ τῆς ἀφιερώσεως
προκαλώντας ποικίλες ἀνώμαλες καταστάσεις.
• Ὑπάρχουν καὶ δυὸ ἄλλες περιπτώσεις, ποὺ πρέπει νὰ προσεχθοῦν.
Ἡ μία. Τὸ ἄτομο, ποῦ θέλει ν' ἀφιερωθῆ, νὰ μὴ βιάζεται νὰ ἐνταχθῆ σὲ μοναχικὸ ἢ
ἱεραποστολικὸ κοινόβιο. «Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἐαυτὸν» (Α΄ Κορ. ια' 28). Ἀπαιτεῖται
δοκιμασία. Σωστὰ ἐνεργοῦν ἱερὰ κοινόβια, ποὺ κρατοῦν στὶς τάξεις τῶν δοκίμων ἐπὶ πολλὰ
ἔτη πρόσωπα πρὸς ἀφιέρωσι. Κάτι τέτοιο δίνει καὶ τὴ δυνατότητα καλλιεργείας καὶ
βεβαιώσεως τῆς κλήσεως, ἀλλ' ἀφήνει καὶ τὴν πόρτα ἀνοιχτῆ πρὸς τὴν ἔγγαμο Ζωή, σὲ
περίπτωση ποὺ θὰ διαπιστωθῆ ὅτι «οὗ δύναται βαστᾶσαι» (Ἰωάν. ιστ' 12) τὸ σταυρὸ τῆς
ἄγαμιας.
Ἡ ἄλλη: Τὸ ἄτομο δίνει σωστὰ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀφιερώσεως. Ὑπάρχουν ὅλα τα σημάδια
γιὰ μιὰ τέτοια Ζωή. Ἀλλὰ δὲν προσέχει στὴ συνέχεια. Καὶ ἰδιαίτερα δὲν παραμένει ταπεινό.
Κι ὁ ἐγωισμὸς αἴρει πρὸς στιγμὴν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ λουλοῦδι τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
ἀγαμίας ἀρχίζει νὰ μαραίνεται. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἔχουμε ὄντως ἀθέτησι ὑποσχέσεως.
Ἔχουμε «τὸ κρῖμα», γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ἐδῶ ὁ Παῦλος. «Ἔχουσι κρῖμα, ὅτι τὴν πρώτην
πίστιν ἤθετησαν» (στ. 12).
• Προσοχή! Ἡ «πρώτη πίστις», ἢ «πρώτη ἀγάπη» (ΑΠΟΚ. β' 4), ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμός,
ἡ παρθενικὴ κατάστασης τῆς χάριτος, πρέπει πάση θυσία νὰ διατηρηθῆ. Καὶ θὰ διατηρηθῆ,
ὅταν μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν προσευχὴ ἐνοικὴ ἢ χάρις τοῦ Θεοῦ, «ἢ τὰ ἐλλείποντα
ἀναπληροῦσα».
• Προσοχή! Νὰ ὑπάρχη σιγουριά, ὅσο κατὰ τὸ ἄθρωπινο εἶναι δυνατόν, ὅτι ὑπάρχει
κλήσις ἀγαμίας. Καὶ ὅταν αὐτὸ διαπιστωθῆ, ἀπαιτεῖται ἀγῶνας ἀκατάπαυστος γιὰ τὴ
διατήρηση τῆς πνευματικῆς καταστάσεως, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν παραμονὴ στὴν ἄγγελικη
ζωὴ τῆς ἄγαμιας.
Δική μας ἀπροσεξία θὰ ὁδηγήση ὄχι μόνο σὲ σαρκική, ἀλλὰ καὶ σὲ πνευματικὴ μοιχεία.
Εἶναι συζυγικὴ ἀπιστία τὸ ν' ἀφήση κανεὶς τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μπλέξη μὲ τὸν κόσμο. Γι' αὐτὸ
ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ «πρώτην πίστιν» (στ. 12).

Ἀργόσχολοι (στ. 13)


• Ἡ ἀγαμία εἶναι σταυρός. Εἶναι καὶ κούρασης. Εἶναι καὶ χαρά, ὅταν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ
δίνει τὴ δυνατότητα στὸ χριστιανὸ ν' ἀνεβαίνῃ προσωπικὰ καὶ νὰ προσφέρῃ περισσότερα
στὸν κόσμο.
• Ἡ σωστή, εὐλογημένη καὶ χαριτωμένη ἀγαμία δίνει τὴ δυνατότητα γιὰ πολὺ
περισσότερη ἐργασία. Ἀπερίσπαστος ὁ σωστὰ ἀφιερωμένος ἄνθρωπος, ἔχει ὅλο το χρόνο
καὶ τὴ δυνατότητα νὰ προσφέρῃ πολλὰ στὸ ἔργο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτὸ σ' ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Παῦλος τονίζει: «Θέλω δὲ ὑμᾶς ἄμεριμνους εἶναι. Ο
ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» (Α' Κορ. ζ' 32).
Ὑπ' αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ὃ ἄγαμος εἶναι ἀνώτερός του ἐγγάμου. Ὄχι γιὰ τὸ ἀνώτερο
χάρισμα, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι μπορεῖ νὰ προσφέρῃ περισσότερα στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπεραίνει ὁ Παῦλος: «Ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς Ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐκγαμίζων κρεῖσσον
ποιεῖ» (Α΄ Κορ. ζ΄ 38).
Καλὸς ὁ γάμος. Καλύτερη ἡ παρθενία!
• Ἂν ὅμως ἡ παρθενικὴ Ζωὴ δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικὴ προσφορὰ στὸ Θεό, τότε δίνει τὴ
δυνατότητα γιὰ περισσότερες ἁμαρτίες καὶ μεγαλύτερο κρῖμα.
Στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς ὁ Παῦλος λέει γιὰ τὶς χῆρες ἐκεῖνες, ποὺ παρέμειναν ἄγαμες,
ἀλλὰ δὲν εἶναι σωστὰ ἀφιερωμένες στὸ Θεό: «Ἅμα δὲ καὶ ἄργα: μανθάνουσι περιερχόμεναι
τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλούσαι τα μὴ δέοντα»
(στ. 13). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐκτὸς δὲ τούτου, συνηθίζουν νὰ εἶναι καὶ
ἀργόσχολες, ἀλλὰ καὶ φλύαρες καὶ περίεργες, καὶ νὰ λένε τὰ ἀνάρμοστα».
• Πόσα κακὰ προέρχονται ἀπὸ μιὰ λανθασμένη ἀφιέρωσι!
"Ἂν ἡ νεαρὴ χήρα εἶχε πολλὰ παιδιὰ ἢ ξαναπαντρευόταν καὶ δημιουργοῦσε μεγάλη
οἰκογένεια, τὰ βάρη, οἱ εὐθύνες τῆς οἰκογενείας δὲν θὰ τῆς ἄφηναν περιθώρια γιὰ τόσα
κακὰ ποὺ δημιουργεῖ τώρα ἢ ἀργία τῆς χωρὶς ἔργο Χnρείας. Ἔχει ὅλο το χρόνο νὰ προκαλῇ
πολλὰ κακά. Νὰ πὼς τὰ παρουσιάζει ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ αἰτιολογηθῆ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾷ τὸ
ἀρχαῖο γνωμικὸ «Ἀργία μήτηρ πάσης κακίας»:
• Περιέργεια. Φύσει περίεργη εἶναι ἡ γυναῖκα. Ἡ γυναικεία περιέργεια ὠδήγησε στὴν
πτώση τῶν πρωτοπλάστων καὶ στὴν τραγῳδία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ περιέργεια Ζητάει ἱκανοποίηση. Ὁ διαθέσιμος χρόνος προσφέρει τὴ δυνατότητα γιὰ
τὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ Ἱκανοποίηση. «Ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι». Ὁ λαὸς λέει:
«Χώνουν τὴ μύτη τοὺς παντοῦ». Γιὰ ὅλα ρωτᾶνε. Ἀδιάκριτα ὑπεισέρχονται σ' ὅλα τα σπίτια.
-Τί νέα;...
Η συνηθισμένη ἐρώτησις, ποῦ ἄσφαλως δὲν προέρχεται ἀπὸ ἁγνὸ ἐνδιαφέρον, ἀλλ' ἀπὸ
ἀρρωστημένη περιέργεια.
Ο ἀπερίεργος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀδιάφορος γιὰ τὰ συμβαίνοντα γύρω του. Ἄλλωστε τὰ
σπουδαῖα γεγονότα εἶναι καὶ κραυγαλέα, καὶ ὁπωσδήποτε μανθάνονται.
Ο ἀπερίεργος ἄνθρωπος εἶναι ὁ σοβαρὸς ἐκεῖνος τύπος, ποὺ δὲν ἔχει χρόνο καὶ διάθεση
νὰ μάθη τὰ μικρὰ καὶ ἄσχετα πρὸς αὐτόν, διότι ἔχει ζῆλο καὶ ἁγία περιέργεια νὰ μάθη τὰ
μεγάλα, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ Πνευματικὰ γυμνάσματα.
Ἀποτέλεσμα τῆς περιεργείας τῶν γυναικὼν ἰδίως, εἶναι ἡ μεταφορὰ ἄλλοιωμενων
πληροφοριῶν καὶ ἡ δημιουργία ποικίλων παρεξηγήσεων.
• Δεύτερο κακὸ ἀπ' τὴν ἀργία εἶναι ἡ σπατάλη χρόνου.
Εἶναι τόσος λίγος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, ὥστε δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν Ἁγία Γραφή.
Πρὸς τί, λοιπόν, νὰ γεμίσουμε τὴν ἀποθήκη τοῦ μυαλοῦ μας μὲ περιττά, ἀνόητα καὶ
ἀνόνητα (ἀνώφελα) πράγματα;
"Ἄλλοι δὲν ἔχουν χρόνο ν' ἀναπνεύσουν, νὰ κλείσουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ
ξεκουραστοῦν. Τὸ καθῆκον τοὺς πιέσει. Καὶ ἄλλοι σπαταλοῦν ἄσκοπά το χρόνο τους, «μὴ
ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν» (Ἐφεσ. ἐ' 16). "Ἃς μὴ λησμονοῦμε, ὅτι θὰ μᾶς Ζητήσῃ ὁ Θεὸς
λόγο γιὰ τὸ τί κάναμε καὶ τὰ λεφτὰ μᾶς (τὰ χρήματα) καὶ τὰ λεπτά μας (τοῦ χρόνου). Ἡ
σπατάλη τοῦ χρόνου εἶναι χειρότερη κάποτε κι ἀπὸ τὴ σπατάλη τοῦ χρήματος.
• Τρίτο κακὸ εἶναι ἡ φλυαρία. «Οὗ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι».
Ἡ φλυαρία, ἢ λογοδιάρροια, φανερώνει τὴν κενότητα τῆς ψυχῆς. “Ο φλύαρος βγάλει ὅ,
τί τοῦ κατεβῇ ἀπ' τὸ στόμα. Καὶ ὁπωσδήποτε πολλὰ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἁμαρτωλά,
ἀφοῦ δὲν εἶναι ἐποικοδομητικά. Γι' αὐτὸ σ' ἄλλη Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος τονίζει, ὅτι κάθε λόγος,
ποὺ βγαίνει ἀπ' τὸ στόμα μᾶς πρέπει νὰ εἶναι νόστιμος, ἁλατισμένος. «Ὁ λόγος ὕμων
πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἤρτυμενος, εἰδέναι πὼς δεῖ ἐνὶ ἐκάστω ἀποκρίνεσθαι» (Κολοσ. δ'
6).
• Τέταρτο κακὸ ἢ ἀλλοτρίωσις. “Ο ἀργός, ὁ περίεργος, ὃ φλύαρος, ὁ τεμπέλης, δὲν
ἀσχολεῖται μ' ἐκεῖνα ποὺ πρέπει, ἀλλὰ μὲ ὅσα δὲν πρέπει. Καὶ ἀπομακρύνεται,
ἄλλοτριωνεται κι ἀπ' τὸ σωστὸ λόγο καὶ ἀπ' τὴν ὀρθὴ πρᾶξι. «Λαλούσαι τα μὴ δέοντα» (στ.
13). Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἴκοτως ἀργαί, λάλοι, περίεργοι γίνονται. Ὁ γὰρ τὰ ἐαυτοῦ
μὴ μεριμνῶν, τὰ ἑτέρου μεριμνήσει πάντως. Ὥσπερ ὅ τα ἐαυτοῦ φροντίζων, τῶν ἑτέρων
οὐδένα ποιήσεται λόγον, οὐδεμίαν ἔξει φροντίδα. Οὐδὲν οὕτως ἀνάρμοστον γυναικί, ὡς τὸ
τὰ ἑτέρων περιεργάζεσθαι μάλιστα, οὐ μόνον δὲ γυναικί, ἀλλὰ καὶ ἀνδρί. Ἀναισχυντίας γὰρ
καὶ ἰταμότητος τεκμήριον τοῦτο μέγιστον» (Ε.Π.Ε. 23,382-384). Μετάφρασις: Εὔλογα
γίνονται ἀργές, φλύαρες, περίεργες. Διότι ὅποιος δὲν φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του,
ὁπωσδήποτε θ' ἀσχοληται μὲ τοὺς ἄλλους, ὅπως πάλι ὅποιος φροντίζει γιὰ τὰ δικά του,
κανένα λόγο δὲν θὰ κάνῃ γιὰ τὰ ξένα. Καμμιὰ ἐνασχόληση μὲ τοὺς ἄλλους δὲν θὰ ἔχῃ.
Τίποτε τόσο ἀταίριαστο δὲν ὑπάρχει στὴ γυναῖκα, ὅσο το νὰ περιεργάζεται τὰ ξένα καὶ τοὺς
ἄλλους. Κι ὄχι μόνο στὴ γυναῖκα, ἀλλὰ καὶ στὸν ἄντρα. Κι αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις μεγάλης
ἀδιαντροπιᾶς καὶ θρασύτητας.

Καλύτερα στὸ Ζυγὸ τῆς οἰκογενείας (στ. 14-15)


Φάρμακο γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς τῶν ἀνοήτων καὶ ἐπισημίων χηρῶν, καὶ γενικῶς τῶν
τύπων, ἀντρῶν καὶ γυναικών, ποὺ ὡς ἄγαμοι ἔχουν ὅλο το χρόνο γιὰ φλυαρίες καὶ
ρᾳδιουργίες, ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσφέρει τὸ χριστιανικὸ γάμο.
Προτιμότερο μιὰ νεαρὴ χήρα νὰ ξαναπαντρεύεται, παρὰ ν' ἁμαρτάνῃ καὶ νὰ κάνῃ καὶ
ἄλλους ν' ἁμαρτάνουν. «Βούλομαι οὒν νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεῖν, οἰκοδεσποτεῖν,
μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τὸ ἀντικειμένω λοιδορίας χάριν» (στ. 14). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ θέλω οἱ νεώτερες χῆρες νὰ παντρεύονται, νὰ γεννᾶνε παιδιά, νὰ
φροντίζουν τὸ σπίτι τους, νὰ μὴ δίνουν στὸν ἐχθρὸ καμμιὰ ἀφορμὴ γιὰ νὰ χλευάzn».
• Δὲν συνιστᾷ διγαμία ὁ Παῦλος, ἡ ὁποία φυσικά, ὡς λύσις οἰκονομίας, μόνο ἐπιτρέπεται
ἀπ' τὴν Ἐκκλησία. Μεταξὺ ὅμως δυὸ κακῶν προτιμᾷ το «μὴ χεῖρον».
Μιὰ ἀργῇ καὶ φλύαρη χήρα τίποτε καλὸ δὲν προσφέρει.
Μιὰ παντρεμένη προσφέρει κάτι. Ὁπωσδήποτε δὲ σηκώνει σταυρό. Διότι ἡ οἰκογένεια
εἶναι βαρὺ καθῆκον. Καὶ μόνο μὲ σταυρὸ μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στὸν παράδεισο.
Τὰ δυὸ αὐτὰ συγκρίνει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ λέει: «Ἔδει (ἢ χήρα) τα τοῦ Θεοῦ
μεριμνᾶν, ἔδει τὴν πίστιν φυλάττειν, ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνα οὐ γίνεται, βέλτιον ταῦτα γενέσθαι
ἢ ἐκεῖνα... Ἀπὸ μὲν γὰρ τῆς χηρείας ἐκείνης οὐδὲν χρηστὸν ἔσται. Ἀπὸ δὲ τοῦ γάμου τούτου
πολλὰ ἀγαθά. Ἐντεῦθεν το κεxnνὸς καὶ ρᾴθυμόν της διανοίας αὐτῆς ἐπιστρέψαι
δυνήσεται» (Ε.Π.Ε. 23,384). Μετάφρασις: Ἔπρεπε οἱ χῆρες αὐτὲς νὰ μεριμνοῦν τὰ τοῦ
Θεοῦ. Ἔπρεπε νὰ φυλᾶνε τὴν πίστι. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ δὲν γίνονται, εἶναι προτιμότερο νὰ
γίνωνται αὐτὰ (τὰ τοῦ γάμου), παρὰ ἐκεῖνα (οἱ ἀταξίες τους). Ἀπὸ μιὰ χηρεία μὲ τόσα κακὰ
τίποτε ἀγαθὸ δὲν θὰ προέλθη. Ἐνῷ, ἂν παντρευτοῦν, πολλὰ ἀγαθὰ θὰ προέλθουν. Μὲ τὸ
σταυρὸ τοῦ γάμου θὰ σταματήσουν νὰ χάσκουν καὶ νάναι ρᾴθυμες.
Μιλάει γιὰ σωστὴ οἰκογενειακὴ κατάσταση, γιὰ σωστό, ἐν Κυρίῳ, γάμο καὶ Παῦλος.
Διότι ὑπάρχει καὶ γάμος, ποὺ καταντᾷ πορνεία, μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας καὶ μὲ
τὴν καλοπέραση. Ἂν προκηται, δηλαδή, μ' ἕνα τέτοιο γάμο ἢ νεαρὴ γυναῖκα νὰ διολισθήση
ἀπ' τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, Ποιὸ τὸ ὄφελος; Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος δὲν μιλάει γιὰ ἕνα γάμο χωρὶς
ὑποχρεώσεις, ἀλλὰ γιὰ γάμο μὲ συγκεκριμένες εὐθύνες, μὲ ὤρισμενό το σταυρό.
Νὰ οἱ ὑποχρεώσεις τοῦ σωστοῦ γάμου:
•Τεκνογονία. «Βούλομαι οὒν νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεϊν» (στ. 14). Η τεκνογονία εἶναι
ἀπ' τοὺς φυσικοὺς καρποὺς τοῦ γάμου, ὁ πρῶτος φυσικὸς σκοπὸς καὶ καρπός. Ἀσφαλῶς
ὑπάρχει καὶ πνευματικὸς σκοπὸς τοῦ γάμου, ἢ τελείωσις τῶν συζύγων.
'Ἀλλ' ὁ πνευματικὸς δὲν ἐκπληρώνεται ὅταν καταπατῆται ἀσύστολα ὁ φυσικὸς σκοπός.
Δηλαδή, δὲν μπορεῖ κανεὶς ἀπ' τὸ παρὰ φύσιν νὰ φτάση στὸ ὑπὲρ φύσιν, ἂν δὲν περάση
πρῶτα ἀπ' τὸ κατὰ φύσιν.
Κατὰ φύσιν κατάστασης εἶναι ἡ τεκνογονία. Δὲν ἀποτελεῖ αὐτὴ καθ' ἐαυτὴν τὴν τελείωσι.
Ἀλλ' ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμησι στὴν πρὸ Χριστοῦ παρὰ φύσιν κατάστασι.
"Ὅταν καὶ τὰ Ζῷα ἀκόμα τηροῦν τοὺς φυσικοὺς νόμους, πῶς μποροῦν νὰ σωθοῦν οἱ
ἄνθρωποι ὅταν δὲν τηροῦν τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἐν ὀνόματι μάλιστά της... ὑπερφυσικῆς
καταστάσεως;
Ὑπερφυσικὴ κατάστασης εἶναι ἡ παρθενία καὶ ἡ ἔγκρατεια μέσα στὸ γάμο.
“Ὁποιοσδήποτε τρόπος ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας εἶναι παρὰ φύσιν κατάστασις. Κι
αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους:
Πρώτον, διότι καταπνίγει τὸν ἔνστικτωδη σκοπὸ καὶ τὴ φυσικὴ λειτουργικότητα τοῦ
γάμου.
Δεύτερον, διότι ἐπιτυγχάνεται μὲ ἁμαρτωλὰ μέσα. Ὁ χριστιανός, καὶ στὸ θέμα τῆς
τεκνογονίας, ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὸ Θεό. Δὲν προγραμματίζει τὴν οἰκογενειακή
του κατάσταση. Ἀφήνει τὸν ἑαυτό του στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στὸ πέλαγος τῆς ἀγαθῆς Του
προνοίας.
• Ἡ τεκνογονία εἶναι εὐλογημένος σταυρὸς στὴν ἐποχή μας, μιὰ ἐποχή, ὅπου ἡ μόδα
ἀπαιτεῖ νὰ θέση stop στὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Μαζί δὲ μὲ τὴν τεκνογονία ἡ γυναῖκα ἔχει καὶ
τὴ φροντίδα τοῦ σπιτιοῦ. «Οἰκοδεσποτεῖν».
Εἶναι ἡ οἰκοδέσποινα. Μεγάλο πρᾶγμα! Σήμερα, ἐν ὀνόματι κάποιου φεμινισμοῦ ἢ
γυναῖκα ἔγκατελειψέ το σπίτι καὶ βγῆκε στοὺς δρόμους. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλημμυρίση ὁ
κόσμος ἀπὸ παγίδες καὶ νὰ διαλυθοῦν τὰ σπίτια.
• Καμμιὰ ἀφορμὴ δὲν δίνει ἡ χριστιανὴ γυναῖκα. Δὲν γίνεται ὄργανο τοῦ Διαβόλου γιὰ
τὴν ἀπώλεια ψυχῶν.
Οἱ χρυσοὶ αὐτοὶ κανόνες τοῦ ἀποστ. Παύλου ἐμπαίζονται σήμερα. "Ἄλλωστε ἀπὸ τότε
εἴχαμε ἐκτροπὴ ἀπ' τὸ ποτάμι τῆς ὁμαλῆς καὶ φυσικῆς λειτουργίας τῆς γυναίκας. Γι' αὐτὸ
καὶ λέει στὴ συνέχεια ὁ μεγάλος Ἀπόστολος: «Ἤδη γὰρ τινὲς ἐξετράπησαν ὄπισώ του
Σατανᾶ» (στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἤδη δὲ μερικὲς παρεξετράπησαν καὶ
ἀκολούθησαν τὸ Σατανᾶ».
Ἡ διαφορὰ τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου ἀπὸ τὴν ἐποχή μας:
Τότε «τινὲς ἐξετράπησαν», μερικὲς γυναῖκες ξεκλιναν, ἔφυγαν ἀπ' τὸ σωστὸ δρόμο.
Σήμερα οἱ περισσότερες ἔχουν ἐκτραπῆ. Ὄχι μόνο ἔπαυσαν νὰ λειτουργοῦν στὸ ναὸ τῆς
οἰκογενειακῆς ζωῆς, ἀλλὰ κατάντησαν καὶ δολοφόνοι τοῦ Θεοῦ! Σκοτώνουν τὶς εἰκόνες τοῦ
Θεοῦ, ποῦ τὸ θαῦμα Τοῦ ἔθεσε μέσα στὴ μητρική τους ὕπαρξι.
Ἀντὶ γιὰ τὸ εὐλογημένο χέρι τοῦ Θεοῦ προτιμοῦν τὸ φρικτὸ μαχαῖρι τῆς ἔκτρωσεως.

Τελικὸ συμπέρασμα (στ. 16).


Πολὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τῶν χηρῶν ὁ ἀπόστολος Παῦλος. 'Ἀλλ' Ὁπωσδήποτε τὰ
ὅσα γιὰ τὶς χῆρες λέει ἃς τὰ ἐκλάβουμε ὡς λεγόμενα γιὰ ὅλες τὶς γυναῖκες, καὶ ἐν πολλοῖς
καὶ γιὰ τοὺς ἄντρες.
Τὸ συμπέρασμα τῆς ὅλης περὶ χηρῶν διδασκαλίας του: «Εἰ τὶς πιστὸς ἢ Πιστὴ ἔχει χήρας,
ἐπαρκείτω αὐταῖς, καὶ μὴ βαρείσθω ἢ Ἐκκλησία, ἶνα ταῖς ὄντως χήραις ἐπαρκέση» (στ. 16).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὅποιος πιστὸς ἢ πιστὴ ἔχει συγγενεῖς χῆρες, ἃς τὶς βοηθῇ,
καὶ ἃς μὴν ἐπιβαρύνεται ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μπορέση ἡ Ἐκκλησία νὰ βοηθῇ τὶς χῆρες ποὺ
ἀληθινὰ ἔχουν ἀνάγκη (ἀφοῦ εἶναι ἔρημες ἀπὸ συγγενεῖς καὶ ἀπροστάτευτες)».
• Ἔχει ἢ διακονία τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας τὰ βάρη της. Βάρη, ποῦ δὲν
μπορεῖ νὰ τὰ ἀποφύγη, διότι δὲν ὑπάρχουν ἀναπληρωματικὲς ἢ ἐναλλακτικὲς λύσεις.
• Ἃς μὴ προσθέτουμε, λοιπόν, καὶ ἐπιπρόσθετα βάρη.
Προβλήματα, ποὺ μποροῦμε νὰ τὰ λύνουμε οἱ χριστιανοὶ προσωπικά, ἃς μὴ τὰ
φορτώνουν στὸν Ποιμένα, τὸν ἐπίσκοπο, τὸν πνευματικό.
Φιλανθρωπία, ποὺ μποροῦμε ἐμεῖς προσωπικὰ νὰ κάνουμε, νὰ μὴ τὴ μεταθέτουμε στὴ
μέριμνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιμένος.
Τὸ ἴδιο καὶ στὸ θέμα τῶν χηρῶν. Ὁ πιστὸς χριστιανός, ἡ πιστὴ χριστιανή, ἃς μὴ φοτώνουν
τὴ συγγενῆ τους χήρα στὴν Ἐκκλησία. "Ἃς ἀναλαμβάνουν αὐτοὶ τὸ ὅλο πρόβλημα, μὲ τὶς
τόσες πλευρὲς καὶ προεκτάσεις του.
Ἔτσι ὁ κληρικός, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ πνευματικός, θὰ ἔχῃ χρόνο ν' ἀσχοληθῆ μὲ τὸ «μεῖζον»,
μὲ τὴν πνευματικὴ προσφορά, ποῦ εἶναι καὶ ἡ δυσκολοτερη πάντοτε, ἰδιαίτερα στὶς μέρες
μας.
Δὲν εἶναι ὑπουργεῖο Κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν ἢ Ἐκκλησία.
Εἶναι κιβωτὸς σωτηρίας

17
Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες
ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ· 18 λέγει γὰρ ἡ γραφή· βοῦν ἀλοῶντα οὐ φιμώσεις· καί· ἄξιος ὁ
ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. 19 κατὰ πρεσβυτέρου κατηγορίαν μὴ παραδέχου, ἐκτὸς εἰ μὴ ἐπὶ
δύο ἢ τριῶν μαρτύρων.
Κόπος γιὰ τὸ κήρυγμα (στ. 17).
Ἐὰν ἐπίσκοπος ὁ Τιμόθεος θὰ εἶχε ν' ἀντιμετωπίση τὰ προβλήματα ὄχι μόνο των λαϊκῶν,
ἀλλὰ καὶ τῶν κληρικῶν. Κάποτε δὲ τὰ τελευταῖα εἶναι τα Ἡ δυσκολοτέρα. Γιὰ τὸν Κύριό μας
ὁπωσδήποτε ὁ πόνος ἀπ' τὴ στάση τοῦ Ἰούδα ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο
πόνο.
Οἱ κληρικοὶ ἀποτελοῦν τὸ στενὸ περιβάλλον τοῦ ἐπισκόπου. Εἶναι τὸ μάτι καὶ τὸ αὐτὶ τοῦ
ἐπισκόπου. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος συγχρόνως παντοῦ. Βρίσκεται
ὅμως διὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν διακόνων. Ἄλλωστε ὅλο το ἔργο τῆς σωτηρίας, ποὺ
ἐπιτελεῖ ἡ ἐπὶ γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία, γίνεται ἀπ' τὸν ἐπίσκοπο.
Ο ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἐπισκόπου
τελοῦν οἱ λοιποὶ κληρικοὶ τὰ μυστήρια καὶ τὶς ἅγιαστικες πράξεις. Κάθε τί ποὺ κάνουν οἱ
κληρικοὶ ἔχει ἀντίκτυπο στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος καὶ εὐθύνεται γιὰ τὴν
ἐπιλογὴ τῶν κληρικῶν, γιὰ τὴ χειροτονία τους, γιὰ τὴ μὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, γιὰ
τὴ μὴ ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων τους, γιὰ τὴ μὴ τιμητικὴ διάκριση τῶν κληρικῶν, ποὺ
πραγματικὰ μοχθοῦν στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτὸ καὶ ἀπόστ. Παῦλος στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς μιλάει γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους.
Πρεσβύτεροι στὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς εἶναι ἄλλοτε οἱ μεγαλύτεροι στὴν ἡλικία, ποὺ
ὁπωσδήποτε εἶναι ἀξιοσέβαστοι, ἄλλοτε εἶναι οἱ ἔχοντες τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα τοῦ
πρεσβυτέρου, τοῦ ἱερέως, θὰ λέγαμε σήμερα.
Μὲ τὸν ὄρο ὅμως «πρεσβύτερος» ἄλλοτε παρουσιάζεται καὶ καὶ σήμερα λεγόμενος
πρεσβύτερος, δηλαδή, ὁ ἱερεύς, ὁ ἔχων τὸν δεύτερο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, καὶ ἄλλοτε ὁ
ἐπίσκοπος, ὁ ἔχων τὸν τρίτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης.
Ποιὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο ἔργο τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου; Ἃς ἀκούσουμε
τὸν Παῦλο: «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ
Κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλία» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Οἱ
πρεσβύτεροι, ποῦ προΐστανται καλά, ν' ἀξιώνωνται διπλῆς περιποιήσεως, καὶ μάλιστα ὅσοι
κοπιάσουν στὸ κήρυγμα καὶ τὴ διδασκαλία».
• Σήμερα, ἂν ρωτήσης, Ποιὸς εἶναι καλὸς προϊστάμενος στὴν ἐνορία ἢ τὴν ἐπισκοπή, θὰ
σοῦ ποῦν:
-Ὁ δραστήριος! “Ὅποιος χτίζει ὡραίους ναοὺς καὶ ἐκκλησιαστικὰ οἰκοδομήματα! όποιος
τελεῖ μεγαλοπρεπῶς τὴ λειτουργία. "Ὅποιος δὲν παραλείπει καμμιὰ ἀκολουθία. Αὐτός, ποὺ
ἀναπτύσσει φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο!
Καὶ ἀσφαλῶς ὅλα αὐτὰ εἶναι καλὰ καὶ ἀναγκαία ἔργα γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά, κατὰ τὸν Παῦλο, τὸ πρῶτο, τὸ ὕψιστο, τὸ ἀναγκαιότατο, εἶναι ὁ λόγος, ἡ
διδασκαλία. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ Λόγο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾷ
καὶ τὸ λόγο ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς Λόγος. Καὶ αὐτὸς ποὺ πιστεύει, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ σὲ σωτηρία ψυχῶν, δὲν μπορεῖ νὰ περιφρονῇ τὸ λόγο τοῦ
Εὐαγγελίου.
• Κληρικός, ποῦ δὲν ἀγωνίζεται νὰ μεταδώση στὸ ποίμνιό του τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς
καταδικάζει τὸ ποίμνιο σὲ λιμοκτονία. Ἑπομένως πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς προϊστάμενος
ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου ἐκεῖνος, ποῦ ἔμμεσα σκοτώνει ψυχές, ἀντὶ νὰ θυσιάζεται γιὰ τὶς
ψυχές; “Ο ποιμένας θυσιάζεται γιὰ τὰ πρόβατά του, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ποιμὴν
ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 1' 11). Καὶ λέει ὁ .
Χρυσόστομος: «Ἄρα τοῦτό ἐστι καλῶς προϊστάναι, μηδενὸς φείδεσθαι τῆς ἐκείνων
κηδεμονίας ἕνεκεν» (Ε.Π.Ε. 23,388). Μετάφρασις: Ἄρα αὐτὸ σημαίνει «καλὸς
προϊστάμενος», νὰ μὴν ἀποφεύγῃ κανένα κόπο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἄλλων.
Τὸ πρῶτο ἐνδιαφέρον τοῦ ποιμένος γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα, γιὰ τοὺς πιστούς, εἶναι
ἡ συχνὴ τροφοδοσία τους μὲ τὸ λόγο.
Χωρὶς λόγο οἱ χριστιανοὶ καταντοῦν ἄλογοι. Ἂν δὲν σερβίρεται ὁ καθαρὸς καὶ ἀθάνατος
λόγος τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι θ' ἀπολαμβάνουν τὰ λογάκια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔρχονται
καὶ παρέρχονται καὶ ἀλλάζουν καὶ ἀπατοῦν καὶ παρασύρουν. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καθοδηγεῖ.
Χωρὶς προσφορὰ τοῦ λόγου, οἱ χριστιανοὶ εἶναι εὐάλωτοι σὲ δυὸ κινδύνους: Τὴν ἄγνοια
καὶ τὴ διαστροφή.
Κι ἂν γιὰ τὸν πολίτη τοῦ ἐπιγείου κράτους ἄγνοια νόμου δὲν δικαιολογῆται, πολὺ
περισσότερο γιὰ τὸν πολίτη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν δὲν νοεῖται ἄγνοια τοῦ Νόμου τοῦ
Θεοῦ. Κι ἂν εἶναι ἀδύνατον «σωθῆναι ἄνευ τῆς τῶν Γραφῶν ἀναγνώσεως», κατὰ τὸν ἅγιο
Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, τότε τί εὐθύνη ἔχουν οἱ ποιμένες ὅταν μὲ τὸ νὰ μὴ προσφέρουν
τὸ λόγο τῆς Γραφῆς καὶ μὲ τὸ νὰ μὴ τονίΖουν τὴν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τῆς καθημερινῆς
μελέτης τῆς Γραφῆς, γίνωνται ἠθικοὶ αὐτουργοὶ στὸ νὰ ὁδηγοῦνται ψυχὲς ἀθάνατες στὴν
ἀπώλεια; Ψυχές, γιὰ τὶς ὁποῖες «Χριστὸς ἀπέθανεν» (Ἃ' Κορ. ἡ' 11)!
Γιατί δὲν προσφέρουν πολλοὶ κληρικοὶ τὸ λόγο, τὴ διδασκαλία, καὶ προτιμοῦν ἄλλα ἔργα;
Μιὰ αἰτία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ λόγος εἶναι τὸ δυσκολοτερο
ἔργο γιὰ ἕνα κληρικό. Μιλάει ὁ Παῦλος γιὰ «κοπιώντας ἓν λόγω καὶ διδασκαλία» (στ. 17).
Γιατί εἶναι δύσκολό το ἔργο τοῦ κηρύγματος;
• Πρέπει νὰ γνωρίζῃ κανεὶς πὼς θὰ μιλήσῃ.
Πῶς «δεῖ ἐνὶ ἐκάστω ἀποκρίνεσθαι!» (Κολοσ. δ' 6). Κήρυγμα δὲν σημαίνει πρόχειρη
προσφορὰ λογιδρίων. Ἡ προχειρότητα στὸ κήρυγμα ὄχι μόνο ὑποτιμᾷ τὸ σύγχρονο
ἀκροατή, ποὺ ἔχει καὶ ἀνησυχίες καὶ προβληματισμοὺς καὶ χρειάζεται πειστικὸ λόγο, ἂλλ'
ὑποτιμᾷ καὶ τὸν ἴδιο το λόγο.
Ὁ Θεὸς Λόγος ἔκανε τὴ μεγαλύτερη θυσία μὲ τὸ νὰ κενωθῆ. Ἐμεῖς δὲν θὰ κάνουμε κάποια
θυσία γιὰ νὰ σαρκωθῇ ὃ λόγος μας, νὰ προσφερθῆ, δηλαδή, κατάλληλα στὶς διάφορες
κατηγορίες τοῦ ποιμνίου;
Ο κοσμικὸς ἑστιάτορας δὲν σερβίρει φαγητό, ἂν δὲν εἶναι καλομαγειρεμένο καὶ νόστιμο.
Ἐμεῖς πῶς σερβίρουμε κήρυγμα, ποῦ δὲν τὸ ἔχουμε κὰν μαγειρέψει; Δὲν ἀρκεῖ ὁ μάγειρος
νὰ ἔχῃ καλὴ διάθεση καὶ νὰ διαθέτῃ κατάλληλα ὑλικά. Ὀφείλει νὰ δείξη καὶ τέχνη, ἀλλὰ καὶ
κόπο νὰ καταβάλῃ.
Ἔτσι κι ὁ κληρικός. Ὀφείλει νὰ κουράζεται, προκειμένου νὰ μαγειρέψη νόστιμο
πνευματικὸ φαγητὸ καὶ νὰ τὸ σερβίρῃ τὴν ὥρα τοῦ κηρύγματος. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος:
«Ὁρᾷς πῶς ὁ Παῦλος βούλεται κάμνειν τὸν διδάσκαλον; Οὗ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστιν ἄλλος
πόνος τοιοῦτος, ὡς ὃ ἐκείνου» (Ε.Π.Ε. 23,386). Μετάφρασις: Βλέπεις πῶς θέλει ὁ Παῦλος
τὸ διδάσκαλο νὰ κοπιάζn; Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τέτοιος κόπος σὰν τὸν κόπο τοῦ
δασκάλου.
• Οἱ συνέπειες ἀπὸ ἕνα ἀποτυχημένο σερβίρισμα τοῦ λόγου εἶναι τραγικές. Πόσοι
ἄνθρωποι κατάντησαν στὴν ἁμαρτία, γιατί ἄκουσαν ἐσφαλμένο λόγο! Ἀλλὰ καὶ πόσοι
κατέληξαν στοὺς αἱρετικούς, γιατί ἐκεῖνοι τελικά τους μίλησαν ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ
Εὐαγγέλιο!
Όταν ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας, ποὺ κατέχει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως ἡ Παράδοσις τὸ ἑρμηνεύει,
ἀποκρύπτῃ τὸ θεϊκὸ λόγο, ἃς μὴν ἄπορουμε πῶς ὠρισμένοι ὀρθόδοξοι παρασύρονται ἀπ'
τοὺς αἱρετικούς, καὶ μάλιστα τοὺς προτεστάντες καὶ τοὺς χιλιαστές, ποὺ σερβίρουν
συνεχῶς λόγο. Διαστρεβλωμένο βέβαια τὸν σερβίρουν, ἀλλὰ τὴ διαστρέβλωση αὐτὴ δὲν
ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνουν οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ ποτὲ δὲν κατηχήθηκαν
σωστὰ καὶ πειστικὰ γιὰ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας.
• Χρειάζεται κόπος γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ λόγου. Ο ἐργάτης τοῦ Θεοῦ ἔχει ν'
ἀντιμετωπίση μυριάδες γλῶσσες, θεωρίες, διαστρεβλώσεις. Πῶς ὅμως θὰ τὸ κάνῃ αὐτὸ
χωρὶς σπουδή, χωρὶς σοβαρὴ ἐνασχόληση μὲ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως; Λέει ὁ
Χρυσόστομος: «Μυρίαις γλώσσαις ἐστὶν ὑπεύθυνος ὁ δεῖνα ἐμέμψατο, ἕτερος ἐπήνεσεν,
ἄλλος ἔσκωψεν, ἄλλος διέβαλε τὴν μνήμην καὶ τὴν σύνθεσιν. Καὶ δεῖ αὐτὸ πολλῆς ἰσχῦος,
ὥστε τοῦτο φέρειν» (Ε.Π.Ε. 23,390). Μετάφρασις: Εἶναι ὁ διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου
ὑποχρεωμένος ν' ἀντιμετωπίζῃ μύριες γλῶσσες. Ὁ ἕνας κατηγόρησε, ὁ ἄλλος ἐπαίνεσε, ὁ
ἄλλος κορόιδεψε, ὁ ἄλλος συκοφάντησε. Χρειάζεται ὁ διδάσκαλος νάχη πολλὴ δύναμι.
Ὕστερα ἀπ' τὰ ὅσα λέει ὁ Παῦλος γιὰ τὸν κόπο τοῦ λόγου καὶ ὅσα οἱ Πατέρες τονίζουν
γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς, τί ἔχουν νὰ ποῦν ὅσοι καὶ στὶς μέρες μᾶς
ὑποτιμοῦν τὸ κήρυγμα, ἐκθειάzοντας ἄλλες, δευτερεύουσες, εὐκαιρίες ὀρθοδόξου
πνευματικότητας;
Φαίνεται, πῶς τέτοιοι τύποι ὑπῆρχαν καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Γι' αὐτὸ
ρωτάει: «Ποῦ νῦν εἰσιν οἱ λέγοντες μὴ δεῖν λόγου, μηδὲ διδασκαλίας, ὅπου γὲ καὶ Τιμοθέω
τοσαύτα παραινεῖ λέγων· “Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι”, καὶ πάλιν “Πρόσεχε τὴ
ἀναγνώσει, τὴ παρακλήσει”;» (Ε.Π.Ε. 23,388). Μετάφρασις: Ποῦ εἶναι αὐτοί, ποῦ λένε, ὅτι
δὲν χρειάζεται κήρυγμα καὶ διδασκαλία, ἀφοῦ ὁ Παῦλος καὶ στὸν Τιμόθεο προτρέπει τόσα;
Τοῦ λέει: «Αὐτὰ νὰ μελετᾷς, σ' αὐτὰ νὰ μένῃς». Καί: «Πρόσεχε τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ
διδασκαλία».
• Ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ δείξη πόση ἀξία ἔχει ὁ λόγος στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, δίνει ἐντολὴ στὸν
Τιμόθεο, νὰ προσφέρεται διπλὴ τιμὴ σ' ἐκείνους ποὺ κουράζονται στὸ λόγο καὶ τὴ
διδασκαλία, στὴν προετοιμασία καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ κηρύγματος. «Οἱ καλῶς προεστῶτες
πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ Κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλία»
(στ. 17).
Τιμὴ εἶναι ἡ πληρωμή, ἢ ὑλικὴ ἀμοιβή. Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι εἶναι καὶ ἡ
πνευματικὴ διάκρισις.
Πρῶτος ἀπὸ ὅλους μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου. Όσοι εἶναι
ἀφιερωμένοι ἀποκλειστικὰ στὸ λόγο, αὐτοὶ συντηροῦνται ἀπ' τὴν Ἐκκλησία. Λέει σ' ἄλλη
Ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Παῦλος: «Οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοὺς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ
τοῦ εὐαγγελίου Ζῆν» (Ἃ' Κορ. Θ' 14). Τὰ ἀναγκαῖα της Ζωῆς ἐξασφαλίσει ὁ ἐργάτης τοῦ
Εὐαγγελίου ἀπ' τὴν 'Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι δικαίωμα. Καίτοι καὶ αὐτὸ τὸ στοιχειῶδες
δικαίωμα τὸ θυσίασε ὁ Παῦλος, ποὺ ἦταν καὶ θερμοτερος καὶ σπουδαιότερος κήρυκας τοῦ
λόγου τοῦ Θεοῦ (Α΄ Κορ. θ' 12).
Τόσο πολὺ ἀγαποῦσε ὁ Παῦλος τὸ κήρυγμα, τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ψυχῶν, ὥστε αὐτὸ
εἶχε γίνει ἕνα μὲ τὸ εἶναι του. Ὅπως ἀναγκαῖο ἦταν γιὰ τὸν Παῦλο ἡ ἀναπνοή, ἔτσι ἀναγκαῖο
ἦταν καὶ τὸ κήρυγμα. Λέει: «Ἀνάγκη μοὶ ἐπίκειται: οὐαὶ δὲ μοὶ ἔστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι»
(Α΄ Κορ. θ' 16). Κανένας δὲν κουράστηκε γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσο ὁ Παῦλος. Πλήρως
ἀφοσιωμένος στὸ κήρυγμα, διότι τὸ κήρυγμα ὁδηγεῖ ψυχὲς στὴ συνειδητὴ μετοχὴ τῶν
μυστηρίων.
Τὸ νὰ βαπτίσης εἶναι εὔκολο. Τὸ νὰ ὁδηγήσης ἄνθρωπο στὸ βάπτισμα εἶναι δύσκολο. Καὶ
αὐτὸ γίνεται μὲ τὸ λόγο. Γι' αὐτὸ τονίζει ὁ Παῦλος: «Οὐκ ἀπέστειλε μὲ ὁ Θεὸς βαπτίζειν,
ἀλλ' εὐαγγελίζεσθαι» (Α΄ Κορ. α' 17).
Καὶ ὅμως ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ μὴ δώση καὶ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ νὰ κατηγορήσουν τὴν
Ἐκκλησία, θυσίασε καὶ αὐτὸ τὸ στοιχειῶδες δικαίωμά του νὰ παίρνῃ ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἀπ'
τὴν Ἐκκλησία. «Ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἔχρησαμην τούτων» (Α΄ Κορ. θ' 15). Δούλευε χειρωνακτικά,
γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τα πρὸς τὸ Ζῆν καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὴν ἱεραποστολική του
ὁμάδα. Πόση εὐαισθησία εἶχε ὁ Παῦλος!
Ἀλλὰ τὴν ὑπέρβαση αὐτὴ δὲν θέλει νὰ τὴν ἐπιβάλῃ καὶ στοὺς ἄλλους ἐργάτες τοῦ
Εὐαγγελίου. Γι' αὐτὸ ἀφήνει τὸ περιθώριο ν' ἀμείβωνται οἱ κληρικοὶ γιὰ τὴν προσφορά
τους, καὶ μάλιστα γιὰ τὸν κόπο τοῦ λόγου.

Ἐργασία - ἀμοιβὴ (στ. 18)


Ἄλλωστε αὐτὸ ἀπαιτεῖ καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ εἰσήγαγε
τὸ δίκαιο σύστημα τῆς ἐργασίας καὶ τῆς ἀμοιβῆς. Πρὶν ἀπ' τὸ Χριστιανισμὸ ὑπῆρχε πλήρης
ἐκμετάλλευσης. Λίγοι ἀπολάμβαναν. Οἱ περισσότεροι δούλευαν σκληρὰ ὡς δοῦλοι, χωρὶς
ὡράριο ἐργασίας, χωρὶς διακοπῆ, χωρὶς ξεκούρασι, καὶ πρὸ παντὸς χωρὶς ἀμοιβή. Ἀφόρητη
κατάστασις!
Τὸ Εὐαγγέλιο ἔφερε τὴ δικαιοσύνη στὸν κόσμο, γιὰ ὅσους φυσικά το δέχονται, τὸ
πιστεύουν καὶ τὸ ἐφαρμόσουν. Ἡ ἀμοιβὴ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἐργασία. Κάτι τέτοιο πρέπει
νὰ ἰσχύῃ καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτὸ καὶ Παῦλος, γιὰ νὰ δικαιολογήση καὶ τὴν
«τιμήν», λέει στὴ συνέχεια: «Λέγει γὰρ ἢ Γραφή, Βοῦν ἄλοωντα οὐ φιμώσεις, καὶ "Ἄξιος ὁ
ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (στ. 18). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Διότι λέει ἡ Γραφή:
Σὲ βόδι, ποῦ ἁλωνίζει, νὰ μὴ βάλῃς φίμωτρο. Λέει ἀκόμα: “Ὁ ἐργάτης εἶναι ἄξιος του
μισθοῦ του».
Ἀναφέρει δυὸ χωρία.
• Τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Λευϊτ. 16' 13). Τὸ βόδι, ποῦ ἁλωνίζει Ζευγαρωμένο
καὶ κουράζεται μέσα στὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας, δὲν τὸ ἀφήνει νηστικό το ἀφεντικό του.
Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, τὸ μεγάλο Ἀφεντικό, ὁ Θεός, ν' ἀφήση νηστικὸ τὸν κληρικό, τὸν
ἐργάτη ἐκεῖνο, ποῦ ἁλωνίζει τὸ χωράφι τῆς κοινωνίας γιὰ νὰ καρποφορήση τὸ Εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ;
• Τὸ ἄλλο Χωρίο εἶναι ἀπ' τὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὸ ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος γιὰ
τὴν 'Ἀγάπη Τοῦ πληρώθηκε μὲ σταυρὸ καὶ θάνατο. Θέλει ὅμως στὴ νέα κοινωνία, ποῦ ᾖρθε
νὰ ἐγκαθιδρύση, νὰ ἐπικρατῇ δικαιοσύνη στὶς ἐργασιακὲς σχέσεις. Ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς
κληρικούς, ποὺ ὑποτίθεται πῶς ἑκούσια ἀκολουθοῦν τὴ ζωὴ τῆς θυσίας. Λέει ὁ Κύριος:
«Ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (Ματθ. 1 10).
Ἐδῶ πρέπει νὰ τονιστοῦν οἱ ἑξῆς ἀλήθειες, ὅπως διαφαίνονται ἀπ' τὰ λόγια τῆς Γραφῆς:
• Μιλάει γιὰ βόδι ποὺ ἁλωνίζει, ὄχι ποὺ κάθεται. Μιλάει γιὰ ἄνθρωπο ἐργασίας, ὄχι γιὰ
κηφῆνα ποὺ κοιμᾶται.
Οἱ Ἀπόστολοι, καὶ πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ἁλώνισαν τὴν οἰκουμένη. Ἔφεραν γύρα ὅλο
τὸν κόσμο. Δὲν «ἔδωκαν τοὺς βλεφάροις νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοὺς κροτάφοις»
(Ψάλμ. 131,4). Νυχθημερὸν ἐργάζονταν γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Σ'
αὐτούς, λοιπόν, ποὺ βλέπουν τὴν Ἐκκλησία ὡς ἀγρὸν ἐργασίας, καὶ ὄχι ὡς τόπον
ἐκμεταλλεύσεως καὶ πλουτισμοῦ, ὀφείλει ἡ διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐν προκειμένῳ
ἐκφράζεται στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου, νὰ δίνη τὰ ἀναγκαῖα της διατροφῆς καὶ
διαβιώσεως.
Σήμερα πολλοὶ θεωρούμενοι ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, κληρικοί, ὄχι μόνο δὲν εἶναι
ἐργάτες, ἀλλ' ἔχουν κουραστῆ νά... κάθωνται! Ἀσχολοῦνται μὲ ἀλλότρια ἔργα!
O ι. Χρυσόστομος τονίζει ὡς βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἀμοιβῆς τὴν ἐργασία: «Εἰ τὶς τρυφὰ
καὶ ἀνίεται, οὐκ ἔστιν ἄξιος εἰ μὴ τὶς ἐστὶ βοὺς ἄλοων, καὶ πρὸς πνῖγος καὶ πρὸς ἀκάνθας τὸ
ζεῦγος ἀνέχων ἕλκει, καὶ οὐ πρότερον ἀφίσταται, ἕως ταῖς ἀποθήκαις τοὺς καρποὺς
εἴσκομισει, οὐκ ἔστιν ἄξιος» (Ε.Π.Ε. 23,388). Μετάφρασις: Ἂν κάποιος ἐπιδίδεται στὴν
τρυφηλὴ Ζωὴ καὶ τὴ μαλθακότητα, δὲν εἶναι ἄξιος. Ἂν κάποιος δὲν εἶναι βόδι, ποὺ ἁλωνίζει,
καὶ ἀνέχεται νὰ σέρνῃ τὸ Ζυγὸ πρὸς τὸ γκρεμὸ καὶ τ' ἀγκάθια, καὶ δὲν σταματᾷ
προηγουμένως μέχρι νὰ μεταφέρῃ τοὺς καρποὺς στὶς ἀποθῆκες, δὲν εἶναι ἄξιος.
• Μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν ἀναγκαίων σ' ὅσους ἀληθινὰ
δουλεύουν καὶ κουράζονται. Δὲν μιλάει γιὰ ἀπόκτηση περιττῶν πραγμάτων καὶ γιὰ
πλουτισμό.
Σήμερα ἔχουμε ἀνθρώπους, ποὺ ἀπολαμβάνουν χωρὶς νὰ δουλεύουν! Ἀκόμα καὶ
κληρικούς, ποῦ χωρὶς συνείδησι εἰσπράττουν χρήματα ποῦ δὲν τοὺς ἀνήκουν, ἀφοῦ δὲν
κουράστηκαν γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους.
Ο κληρικὸς ἢ θὰ εἶναι ὁ πιὸ κουρασμένος ἄνθρωπος, ἂν ἔχῃ πάρει στὰ σοβαρὰ τὴν
ὑψίστη ἀποστολή του, ἢ θὰ εἶναι ὁ ὀλιγώτερον ἐργαζόμενος, ἂν ἔχῃ ἐκλάβει ὡς ἐπάγγελμα
τὸ λειτούργημά του!
• Ὁ κληρικός, ὅπως καὶ οἱ λοιποί των ἀνθρώπων, πρέπει ν' ἀμείβωνται, ὄχι νὰ
πλουτίσουν. Ν' ἀμείβονται νομίμως, ὄχι παρανόμως. Κάποτε, τότε ποὺ οἱ κληρικοὶ δὲν
εἶχαν μισθό, εἶχαν δικαιολογία παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική τους διακονία τὰ
ἀναγκαῖα. Ἡ ἐνορία ἢ ἡ ἐπισκοπὴ εὕρισκε τρόπο καὶ συντηροῦσε τὸν κληρικό.
Σήμερα ὅμως ὁ κληρικός, τουλάχιστον στὴν Ἑλλάδα, ἔχει ἀξιοπρεπέστατο μισθό, ποὺ
μερικὲς φορὲς ξεπερνάει τὸ μισθὸ ἄλλων ἐργαζομένων τάξεων. Πρὸς τί, λοιπόν, νὰ ἐπιΖητῇ
καὶ ἄλλα, τὰ λεγόμενα «τυχηρά»;
• Ὡς πρὸς τὰ «τυχηρὰ» οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ γνωρίσουν κάτι βασικό. Ἡ Ἐκκλησία ἀμείβει
τοὺς κληρικούς της, οἱ κληρικοὶ τῆς ὅμως ποτὲ δὲν ἐκμεταλλεύονται τὴν Ἐκκλησία.
"Ἂν ἕνας κληρικὸς ἔχῃ, λόγω μεγάλης οἰκογενείας ἢ εἰδικῶν δοκιμασιῶν, ἐπὶ πλέον
ἀνάγκες, ἀσφαλῶς ὁ εὐσεβὴς λαὸς θὰ προστρέξη, ὅπως ἄλλωστε ὀφείλει νὰ κάνῃ καὶ γιὰ
κάθε χριστιανό, «χρείαν ἔχοντα». Ποτὲ ὅμως δὲν πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ πληρώνουν τὸν
κληρικὸ γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἱερατικὴ πρᾶξι, γιὰ τὴν τέλεση ὁποιασδήποτε ἀκολουθίας, η,
πολὺ περισσότερο, ἱεροῦ μυστηρίου.
• Ἡ ὅποιαδηποτε πληρωμὴ ἁγιαστικῆς πράξεως εἶναι μικρὴ ἢ μεγάλη Σιμωνία! Δὲν
ἐξαγοράζεται οὔτε πουλιέται ἡ χάρις. Τὸ «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. ι' 8) εἶναι
βασικὸ δόγμα γιὰ τοὺς κληρικούς.
Ἑπομένως ὁ φιλοχρήματος κληρικὸς ἁμαρτάνει θανάσιμα ὅταν τὴ χάρι τῶν Ἱερῶν
μυστηρίων τὴν πουλάη καὶ εἰσπράττῃ τὰ οἱαδήποτε τυχερά, ἀλλὰ καὶ ὁ Πιστός, χωρὶς νὰ τὸ
γνωρίζῃ ἴσως, ἁμαρτάνει ὅταν δίνη χρήματα γιὰ νὰ προσευχηθῆ ὁ ἱερέας, γιὰ νὰ τελέση
βάπτισμα, γάμο, κηδεία, μνημόσυνο, γιὰ νὰ μνημονεύση ὀνόματα στὴν ἁγία Πρόθεση ἢ σὲ
ἀρτοκλασία κ.λ.π.
• Ὁ πιστὸς προσφέρει γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ ναοῦ, γιὰ τὰ ἱεραποστολικὰ καὶ
φιλανθρωπικὰ ἔργα, γιὰ ἄλλες ἀνάγκες. Καὶ γιὰ ἔκτακτες ἀνάγκες τοῦ κληρικοῦ τοῦ ὀφείλει
νὰ ἐνδιαφέρεται. Ἐκεῖνο, ποῦ δὲν ἔχει δικαίωμα, εἶναι, νὰ γίνεται συνένοχος στὸ ἔγκλημα
τῆς Σιμωνίας.
Κάποτε πρέπει νὰ καταργηθῆ αὐτὸ τὸ παζάρεμα τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων.
Κάποτε ὀφείλουν οἱ κληρικοί μας νὰ κατανοήσουν, ὅτι τὸ ἔργο τοὺς εἶναι προσφορὰ καὶ
θυσία, ὄχι ἐκμετάλλευσης καὶ πλουτισμός.
Ἐπὶ τέλους, δὲν σταυρώθηκε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ πλουτίζουν μερικοὶ ἄνθρωποι, ἐν ὀνόματι
μάλιστα μιᾶς (ἀνυπάρκτου φυσικὰ) παραδόσεως! Ἐν προκειμένῳ δὲν πρόκειται γιὰ
παράδοση, ἀλλὰ γιὰ παρὰ - δόσι!
• Ὁ Παῦλος τονίζει, ὅτι ὁ ἐργάτης τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα ἐκεῖνος ποὺ κουράζεται στὸ
ἔργο τοῦ κηρύγματος, πρέπει νὰ ἔχῃ τὰ ἀναγκαῖα της Ζωῆς, γιὰ ἕνα σπουδαῖο λόγο.
Δὲν πρέπει νὰ κατασπαταλᾷ τὸ χρόνο του γιὰ τὸ μικρὸ ἔργο, γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὰ
ἀναγκαῖα της Ζωῆς. Ὁ γιατρὸς εἶναι γιὰ σοβαρὸ ἔργο, γιὰ ἐγχειρήσεις, ποῦ σῴζουν
ἀνθρώπους. Δὲν εἶναι σωστὸ ν' ἀναγκάζεται νὰ σκάβῃ! Ἔτσι κι ὁ ἐργάτης τοῦ Θεοῦ ἔχει
σπουδαιότατο ἔργο, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν προλαβαίνει. Ἃς μὴ τὸν ἀναγκάζουν νὰ δουλεύῃ καὶ
χειρωνακτικά. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ἄρα δεῖ μετὰ ἀφθονίας ἐπιρρέειν
τοῖς διδασκάλοις τὴν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν, ἶνα μὴ κάμνωσι μήτε ἐκλύωνται, μηδὲ περὶ
τὰ μικρὰ σχολάζοντες τῶν μεγάλων ἀποστερῶσιν ἑαυτούς. Ἶνα τὰ πνευματικὰ ἐργάζονται,
μηδένα τῶν βιωτικῶν ποιούμενοι λόγον» (Ε.Π.Ε. 23,388). Μετάφρασις: Πρέπει μὲ ἄφθονια
νὰ χορηγοῦνται στοὺς δασκάλους τὰ ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ μὴν ἀπoκάνουν καὶ νὰ μὴ
χαλαρώνουν, οὔτε ν' ἀσχολοῦνται μὲ τὰ μικρὰ καὶ νὰ στεροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ
μεγάλα. Ἔτσι θὰ μποροῦν νὰ ἐργάζονται τὰ πνευματικὰ καὶ νὰ μὴ προσκολλῶνται στὰ
βιωτικά.

Κατήγοροι καὶ ἱεροκατήγοροι (στ. 19)


Εἶναι φυσικὸ νὰ πολεμῆται ὁ κληρικός. 'Ἐναντίον τοῦ ἐκτοξεύονται πολλὲς κατηγορίες.
Πολλὲς φορὲς ἀνυπόστατες. Προέρχονται ἀπὸ ἐχθρούς του Χριστοῦ ἢ ἀπὸ
κακοπροαίρετους χριστιανοὺς καὶ ἐμπαθεῖς. Τὰ προσωπικὰ θέματα ἀποκτοῦν κάποτε καὶ
ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο! Ὑπάρχουν ὅμως καὶ περιπτώσεις, ὅπου εὐσταθοῦν οἱ κατὰ τοῦ
κληρικοῦ κατηγορίες.
Ο Παῦλος ἀντιμετωπίσει καὶ τὸ θέμα αὐτό. Λέει στὸν Τιμόθεο, νὰ μὴ δέχεται ἀβασάνιστα
ὅσα κατὰ κληρικῶν λέγονται. Νὰ ἐξετάζη κάθε τί ποὺ λέγεται ἢ φημολογεῖται. Καὶ πρὸ
παντὸς κάθε ἔκτοξευομενη κατηγορία πρέπει νὰ στηρίΖεται σὲ αὐτόπτες μάρτυρες,
τουλάχιστον δύο ἢ τρεῖς. «Κατὰ πρεσβυτέρου κατηγορίαν μὴ παραδέχoυ, ἐκτὸς εἰ μὴ ἐπὶ
δύο ἢ τριῶν μαρτύρων» (στ. 19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ μὴ δέχεσαι κατηγορία
ἐναντίον πρεσβυτέρου, ἐκτὸς ἂν βασίζεται σὲ δυὸ ἢ τρεῖς μάρτυρες».
• Ὀφείλουν οἱ ἐπισκοποι νὰ εἶναι πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ στὶς χειροτονίες. Νὰ μὴ
χειροτονοῦν πρόσωπα, ποὺ ἔχουν ἔστω καὶ ὑποψίες, ὅτι θὰ γίνουν σύντομα στόχος
κατηγοριῶν. Εὔκολα εἰσάγονται ἄτομα ἀκατάλληλα στὴν ἱερωσύνη. Δύσκολα ὅμως
ἀπαλλάσσεται ἡ Ἐκκλησία ἀπ' τὸ βάρος ἀναξίων λειτουργῶν. Ἡ πρόληψις εἶναι πάντοτε ἡ
καλύτερη μέθοδος θεραπείας ἑνὸς κακοῦ! Καὶ τί χειρότερο κακὸ ἀπὸ ἕνα σκανδαλοποιὸ ἢ
καὶ ἀσεβῆ κληρικό;
• Ὀφείλουν οἱ κληρικοὶ νὰ προσέχουν, νὰ μὴ δίνουν «ἔγκοπην τινὰ» (Α΄ Κορ. θ' 18),
ἀφορμὴ γιὰ κατηγορίες. Ἡ ζωὴ τοὺς βρίσκεται στὸ στόχαστρο. Όλων τὰ βλέμματα εἶναι
στραμμένα σ' αὐτήν.
• Ὀφείλουν καὶ οἱ λαϊκοὶ νὰ στέκουν μὲ δέος πρὸς τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ μὴ σπεύδουν νὰ
υἱοθετήσουν ὅσα κατὰ κληρικῶν λέγονται, πολλὲς φορὲς ἀνυπόστατα. Ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ
σκανδαλίζωνται, ἂν μερικὰ ἀπὸ τὰ λεγόμενα εἶναι ἀληθινά.
Ἂν στὸν κύκλο τῶν δώδεκα ἀνθρώπων, ποὺ ἀνέπνεαν κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Ζοῦσαν στὸ
περιβάλλον τῆς χάριτος, ὑπῆρξε ἕνας Ἰούδας, γιατί νὰ σκανδαλιστοῦν, ἂν σὲ χιλιάδες
κληρικοὺς βρίσκονται καὶ μερικοὶ Ἰοῦδες;
• Ὀφείλει τέλος κι ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκησης (ἐπίσκοπος, σύνοδος κ.λπ.) νὰ εἶναι δίκαιη
ἔναντί των λειτουργῶν του Θεοῦ.
Μὲ φόβο καὶ τρόμο ν' ἀσκοῦν τὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης. Νὰ τηροῦνται
τουλάχιστον ὅλες οἱ διαδικασίες τῆς κοσμικῆς δικαιοσύνης. Δηλαδή, κανονικὲς ἀνακρίσεις,
συγκεκριμένο κατηγορητήριο, μάρτυρες, δυνατότητα ἄνετης ἀπολογίας τοῦ
κατηγορουμένου, ἀμερόληπτη δίκη, συνηγορία, δίκαιη ἀπόφασις, ἔφεσις γιὰ τὴν ἀπόφαση
κ.λπ.
Ὅπως γιὰ νὰ εἰσέλθη κάποιος στὴν ἱερωσύνη χρειάζονται μαρτυρίες (Πράξ. ἰστ' 2. Α΄ Τιμ.
γ΄ 7), ἔτσι καὶ γιὰ νὰ ἐξέλθη ἀπ' τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο ἀπαιτοῦνται μάρτυρες ἀληθινοί. Κάθε
κατηγορία νὰ στηρίζεται σὲ μάρτυρες, ποὺ μὲ φόβο Θεοῦ, ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ
ἁγνότητα προθέσεων βεβαιώνουν ἕνα ἢ πολλὰ γεγονότα καταγγελτικᾶ. «Κατὰ
πρεσβυτέρου κατηγορίαν μὴ παραδέχoυ, ἐκτὸς εἰ μὴ ἐπὶ δύο ἢ τριῶν μαρτύρων» (στ. 19).
• Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι τόσο οὐσιώδης, ὥστε:
Προβάλλεται ἀπ' τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὅταν μιλάη γιὰ ἐξέταση χριστιανοῦ, ποῦ ἁμάρτησε.
«Παράλαβε μετά σου ἕνα ἢ δύο, ἶνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτὺρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ρῆμα»
(Ματθ. ιn' 16). Δὲν σύρεται ὁ ἄλλος (πολὺ περισσότερο ὁ κληρικὸς) καὶ δὲν διασύρεται ἡ
ὑπόληψίς του. Ἀπαιτοῦνται μάρτυρες γιὰ κάθε δημόσιο παράπτωμά του.
Προβάλλεται ἀπ' τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποῦ βεβαιώνει τοὺς Κορινθίους, ὅτι δὲν θὰ
φεισθῆ, δὲν θὰ λυπηθῆ νὰ λάβη αὐστηρὰ μέτρα, ἐφ' ὅσον ὅμως ὑπάρχουν μάρτυρες. «Ἐπὶ
στόματος δύο μαρτύρων καὶ τριῶν σταθήσεται πᾶν ρῆμα» (Β΄ Κὸρ ιγ΄ 1).
Ὑπενθυμίζεται ἀπ' τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ (ι' 28) ἡ πηγή του. Ἀναφέρεται γιὰ πρώτη
φορὰ στὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (Δεύτ. ιθ΄ 15). Θεωρεῖται βασικὸ στοιχεῖο γιὰ
τὴν κρίσι στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας (καὶ ἐκτὸς φυσικά). Κι ἀλλοίμονο σ' ὅποιον μάρτυρα
ἐνεργεῖ ἀπὸ ἐμπάθεια, καταθέτει ψευδῶς καὶ συκοφαντεῖ ἕνα κληρικό!
• Συνέβησαν πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀδικίες εἰς βάρος ἀθῴων
κληρικῶν. Δικάστηκαν ἅγιοι καὶ καταδικάστηκαν στὴν ἐσχάτη ἐκκλησιαστικὴ ποινὴ ἐπὶ τῇ
βάσει ψευδομαρτύρων. Καταδικάστηκαν ἐνάρετοι κληρικοί, χωρὶς καν νὰ κληθοῦν σὲ
ἀπολογία! Ἐξεδιώχθησαν ἀπ' τὶς ἐπισκοπὲς τοὺς σεμνοὶ καὶ ἀποστολικοὶ ἄνδρες, μὲ μόνο
κριτήριο τὴν ἐμπάθεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου!
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος προλαβαίνει τέτοιες προσβολὲς τοῦ δικαίου λέγοντας: «Κατὰ
πρεσβυτέρου κατηγορίαν μὴ παραδέχoυ, ἐκτὸς εἰ μὴ ἐπὶ δύο ἢ τριῶν μαρτύρων» (στ. 19).
Ἀκόμα καὶ ἡ σύνοδος (τὸ συνέδριο) τῶν Ἰουδαίων σεβάστηκε τὴ βασικὴ ἀρχὴ τοῦ δικαίου
περὶ μαρτύρων καὶ περὶ ἀπολογίας τοῦ κατηγορουμένου, ὅταν τὴν ἐπικαλέστηκε ὁ
φαρισαῖος Νικόδημος: «Μὴ ὁ νόμος ἤμων κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούση παρ' αὐτοῦ
πρότερον καὶ γνῶ τί ποιεῖ;» (Ἰωάν. Ζ' 51).
• Ὁ κληρικὸς δὲν πρέπει νὰ γίνεται βορὰ ἐμπαθείας καὶ θῦμα συκοφαντίας, ἀλλ' οὔτε
καὶ νὰ παραμένῃ ἀσύδοτος καὶ ἀνεξέλεγκτος.
Ἂν ἄδικα κατηγορηθῆ, στέφανο μαρτυρίου θὰ λάβη.
Ἂν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ χαριστῆ σὲ δημόσια σκάνδαλα κληρικοῦ, σὲ σωματεῖο
«κοράκων» μεταβάλλει τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ «κόρακας Κοράκου μάτι δὲν βγάζει»!
Ἂν ἐπιπόλαια καὶ ἀβασάνιστα κρίνῃ κάποιον ἐργάτη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄδικια εἰσάγει στὸ
χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Προσοχή, λοιπόν, ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές.

20
τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον
ἔχωσι. 21 διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν
ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξῃς, χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν. 22 χεῖρας
ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν
τήρει. 23 Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ' οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου
ἀσθενείας.

Δημόσιος ἔλεγχος (στ. 20)


Ἐκκλησία εἶναι ἁγία, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁγίους. Τὰ μέλη τῆς εἶναι χριστιανοὶ
ἀτελεῖς, ποὺ ὑπόκεινται σὲ ποικίλους πειρασμοὺς καὶ ὑποπὶτουν σὲ πλῆθος ἁμαρτημάτων.
Τί θὰ κάνῃ ὁ ἐπίσκοπος, καὶ γενικὰ ὁ πνευματικὸς ἐργάτης, μπροστὰ στ' ἁμαρτήματα τῶν
μελῶν τῆς Ἐκκλησίας; Γιὰ τὰ ἀτομικὰ ἁμαρτήματα, ποῦ ἐκ συναρπαγῆς ἢ ἐξ ἀδυναμίας
γίνονται, ἀσφαλῶς ὁ δρόμος τοῦ δημοσίου ἐλέγχου ἀποκλείεται. Ἡ Ἐκκλησία δὲν
διαπομπεύει ἁμαρτήματα. Συγχωρεῖ ἁμαρτήματα, ἐκείνων φυσικά, Ποῦ εἰλικρινῶς καὶ
μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρυῶν μετανοοῦν. Εἶναι ἰατρεῖο γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Καὶ ποιὸς δὲν
εἶναι ἀσθενής;
Ο ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς μιλάει γιὰ δημόσιο ἔλεγχο ἁμαρτιῶν.
Πρόκειται γιὰ ἁμαρτήματα, ποὺ διαπράττονται προκλητικὰ καὶ δημόσια. Οἱ λόγοι τοῦ
Παύλου: «Τοὺς ἀμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἶνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (στ.
20). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὅσους (δημόσια) ἁμαρτάνουν, ἔλεγχε τοὺς ἐνώπιον
ὅλων, γιὰ νὰ ἔχουν φόβο καὶ οἱ ὑπολοιποι».
Ποιὰ ἁμαρτήματα ἐλέγχονται;
• Ὅσα τελοῦνται δημόσια καὶ σκανδαλίζουν τὸ λαό.
• Ὅσα γίνονται ἀπὸ δημόσια πρόσωπα, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὸ κόστος. Σὲ μιὰ τέτοια
περίπτωση ἡ πρᾶξις ἑνὸς ἐπισήμου προσώπου τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῆς Πολιτείας μπορεῖ νὰ
θεωρηθῆ κανόνας Ζωῆς γιὰ τοὺς λοιπούς.
• Ὅσα προκαλοῦν τὸ κοινὸ αἴσθημα.
• Ὅσα ὄχι ἁπλῶς δημόσια τελοῦνται, ἀλλὰ καὶ δημόσια δικαιολογοῦνται. Δηλαδή, τὰ
ἁμαρτήματα ὑψώνονται σὰν σημαῖες, ποὺ τὰ θεμελιώνουν καὶ θεωρητικά, ποὺ τὰ κάνουν
ἰδεολογίες καὶ φιλοσοφίες.
Ἄλλη εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἁμαρτία, καὶ ἄλλη στὴν ἀσέβεια.
• Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀναπόφευκτη. Συγχωρεῖται, ὅταν ἀκολουθηται ἀπὸ βαθειὰ μετάνοια
καὶ ἀπόφαση διορθώσεως.
• Ἡ ἀσέβεια ὅμως εἶναι πρόκλησις. Εἶναι θεωρητικὴ ἐμπέδωσης τοῦ κακοῦ.
Ο ἁμαρτωλὸς συντρίβεται καὶ κλαίει γιὰ τὴν ἁμαρτία. Γιὰ τὴν ἴδια ἁμαρτία ὁ ἀσεβὴς
γελάει καμαρώνει γιὰ τὸ «κατόρθωμά» του! Θεωρεῖ τὴν ἁμαρτία φυσικὴ κατάσταση!
Στὶς περιπτώσεις, ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἐπιβάλλεται ὁ ἔλεγχος ἀπὸ τὸν ἐργάτη τοῦ Θεοῦ.
• Ὁ ἔλεγχος γίνεται ὅταν ἔχουν περατωθῆ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στάδια, ποὺ ὁ Κύριος προτείνει
γιὰ τὰ προσωπικὰ ἁμαρτήματα ἢ ἀδικήματα: Πάρε καὶ ἄλλον ἕνα ἄδελφο καὶ πηγαίνετε.
Δὲν ἄκουσε; Ἀνάφερε τὸ κατ' ἐξακολούθησιν παράπτωμά του στὴν Ἐκκλησία, στὴν
ἐκκλησιαστικὴ σύναξι. «Ἐὰν δὲ παρακούση αὐτῶν, εἶπε τὴ ἐκκλησία. Ἐὰν δὲ καὶ τῆς
ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοὶ ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ. 1n' 17).
Ἄν, λοιπόν, γιὰ προσωπικὸ ἁμάρτημα, ποὺ ὅμως γίνεται κατ' ἐξακολούθησιν, ἡ
διαδικασία φτάνῃ μέχρι τὴ δημόσια σύναξι τῆς Ἐκκλησίας, πόσο μᾶλλον γιὰ ἁμάρτημα, ποὺ
ὄχι μόνο γίνεται δημόσια, ἀλλὰ θέλει νὰ ἐμφανίζεται καὶ ὡς... καλὴ πρᾶξις καὶ ἀπαιτεῖ
νομιμοποίηση καὶ στεφάνωμα!
• Χρειάζεται ἔλεγχος. Τὸ ἐλεγκτικὸ κήρυγμα στὶς μέρες μᾶς ἔχει ὑποτιμηθῆ, ἀλλὰ καὶ
συκοφαντηθῆ. Μερικοὶ μάλιστα λένε, ὅτι ὁ ἔλεγχος σκανδαλίζει!
Σ' αὐτοὺς ἀπαντᾷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Λέει, ὅτι ὄχι ὁ ἔλεγχος, ἀλλ' ὁ μὴ ἔλεγχος
σκανδαλίζει. Διότι παρουσιάσει τὴν Ἐκκλησία σὰν νὰ συμφωνῇ μὲ φαῦλα πράγματα! «Τί
οὔν; Οὐχὶ σκανδαλίζει μᾶλλον τὸ ἐνώπιον πάντων ἐλέγχεσθαι; Πῶς; "Ὅταν γὰρ τὸ
ἁμάρτημα ὦσιν εἰδότες, τὴν δὲ κόλασιν οὐκέτι, μᾶλλον σκανδαλίζονται» (Ε.Π.Ε. 23,392).
Μετάφρασις: Τί λοιπόν; Δὲν σκανδαλίζει περισσότερό το νὰ ἐλέγχεται κανεὶς μπροστά σε
ὅλους; Ὄχι. Όταν γνωρίζουν τὸ ἁμάρτημα καὶ δὲν βλέπουν τὴν τιμωρία του, τότε
σκανδαλίζονται περισσότερο.
• Ὁ ἔλεγχος τῶν δημοσίων ἁμαρτημάτων ξεκινᾷ ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο. Δὲν ἔχει ὡς κίνητρο
οὔτε τὴ διαπόμπευση τοῦ ἁμαρτάνοντος, οὔτε τὴν ἐξουσιαστικὴ μεγαλωσύνη καὶ ἐπίδειξη
τοῦ ἐλέγχοντος. Μοναδικὸ ἐλατήριο εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ μοναδικὸς τρόπος, ποὺ γίνεται ἡ
χειρουργικὴ ἐπέμβασης τοῦ ἐλέγχου, εἶναι ὁ πόνος. Πονάει ὁ ἐλέγχων πρῶτος. Τρεῖς δὲ
εἶναι οἱ σκοποὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐλέγχου:
Θεραπευτικός. Ἀφοῦ ἄλλος τρόπος νὰ διορθωθῆ τὸ ἀπόστημα δὲν ὑπάρχει, χρειάζεται
νυστέρι. Ἀφοῦ ὁ μαλακὸς τρόπος καὶ ἡ συμβουλὴ δὲν πιάνει γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ
ἁμαρτωλοῦ, ἀπαιτεῖται αὐστηρὴ γλῶσσα καὶ καυτηριασμός.
Προληπτικός. «Ἶνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσιν» (στ. 20). Βλέποντας οἱ ἄλλοι, ποιὰ
αὐστηρὴ θέσι παίρνει ἡ Ἐκκλησία σ' ἕνα σκάνδαλο, θ' ἀποφύγουν νὰ γίνουν κι αὐτοὶ ἥρωες
παρομοίων παραπτωμάτων.
Παιδαγωγικός. Ἂν ἀφαιθη ἕνα σκάνδαλο ἀνεξέλεγκτο, τότε ὁ δρόμος πρὸς τὴν ἁμαρτία
ἀνοίγεται διάπλατα. Τὸ ἀνεξέλεγκτο στὴν Ἐκκλησία παρέχει τὸ «ἐλευθέρας» γιὰ διάπραξι
φρικτῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἐγκλημάτων. Λέει σχετικὰ μὲ τὸ ἀνεξέλεγκτο ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὥσπερ τὸ ἁπλῶς κατακρίνειν βλαβερόν, οὕτω τὸ μὴ ἐπεξιέναι τοῖς
φανεροῖς ἅμαρτημασιν, ὅδόν ἐστι δοῦναι τοῖς ἄλλοις τοῦ τὰ αὐτὰ ποιεῖν καὶ τολμᾶν»
(Ε.Π.Ε. 23,392). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι βλαβερό το νὰ κατακρίνῃς ἁπλῶς, ἔτσι
καὶ τὸ νὰ μὴ τιμωρῇς γιὰ τὰ δημόσια ἁμαρτήματα. Διότι ἔτσι ἀνοίγεις δρόμο στοὺς ἄλλους
νὰ ἐπιχειροῦν τὰ ἴδια.
• Οἱ σκανδαλοποιοί, ὅταν μάλιστα κατέχουν ὑψηλὲς κρατικὲς θέσεις, κατορθώνουν καὶ
ἐπισημοποιοῦν τὰ σκάνδαλά τους, ἀκόμα καὶ τὰ νομιμοποιοῦν! Ἔτσι φτάσαμε στὸ σημεῖο
νὰ ὑποστηρίζονται μὲ Νόμο ἢ μοιχεία, τὸ αὐτόματο καὶ συναινετικὸ διαζύγιο καὶ τὸ
φρικτότερο ἔγκλημα, οἱ ἐκτρώσεις. «Ἀντιστάσεως μὴ οὔσης».
Ἡ Ἐκκλησία ἄρθρωσε βέβαια σ' ὅλες τὶς περιπτώσεις κάποιο λόγο, ἀλλὰ δὲν
προειδοποίησε τοὺς ἀσεβεῖς μὲ τὴν αὐστηρὴ γλῶσσα ποὺ ἐπιβάλλεται.
• Ὁ ἔλεγχος τῆς Ἐκκλησίας σὲ περιπτώσεις, ὅπου το κακὸ στεφανώνεται καὶ ἀμείβεται
ἐπίσημα, πρέπει νὰ ἐκφράζεται καὶ σὰν ἀφορισμός. Πῶς θὰ φοβηθοῦν καὶ οἱ ἑπόμενοι, ἂν
δὲν καταλάβουν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν παίζει καὶ δὲν παζαρεύει τὴν ἠθική της πίστη;
Ὁ φόβος, ναὶ ὁ φόβος, εἶναι κι αὐτὸς ἀνασταλτικὸς παράγοντας γιὰ τοὺς ἐγκληματίες,
γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ὁδηγήσουν τὴν κοινωνία στὴ διάλυση.

Ὑπακοὴ στὸν πνευματικὸ πατέρα (στ. 21)


Μὲ πολλὰ πρακτικὰ ζητήματα ἀσχολήθηκε ὁ ἄπ. Παῦλος παραπάνω. Χάραξε γραμμὲς
ἐκκλησιαστικῆς συμπεριφορᾶς πάνω στὰ θέματα τῶν ἐπισκόπων, τῶν πρεσβυτέρων, τῶν
διακόνων, τῶν ἀντρῶν, τῶν γυναικών, τῶν χηρῶν, τῶν σκανδαλοποιῶν, τῶν ποικίλων
ἁμαρτημάτων.
Τὰ ὅσα εἶπε στὸν Τιμόθεο εἶναι ἠθικοὶ κανόνες. Γιὰ τὸν Τιμόθεο βέβαια δὲν τίθεται θέμα
ἀποδοχῆς καὶ ἐφαρμογῆς. Εἶναι τόσο πιστὸ καὶ ὑπάκουο πνευματικὸ τέκνο τοῦ μεγάλου
πατέρα, τοῦ Παύλου, ὥστε εἶναι αὐτονόητη ἢ τήρησης τῶν ὅσων τοῦ παραγγέλλει.
Ἀλλὰ μετὰ τὸν Τιμόθεο ἔρχονται ἄλλοι ποιμένες. Μέσα στοὺς αἰῶνες τὴ θέση τοῦ
ἐπισκόπου κατέλαβαν πλῆθος ἀτόμων. Καὶ δὲν εἶχαν ὅλοι τὴ λεπτότητα ἑνὸς Τιμόθεου καὶ
τὴν ἀφοσίωσή του. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ ἐπικαλεστῆ μάρτυρες γιὰ τὴν
ἀληθινότητα τῶν ὅσων εἶπε. Δὲν ἤσαν δικά του λόγια. Ἠσαν θεόπνευστα. Λόγια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Θεὸ φέρνει μάρτυρα. Τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ: «Διαμαρτύρομαι ἐνώπιόν
του Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, ἶνα ταῦτα φυλάξης χωρὶς
προκρίματος, μηδὲν Ποιῶν κατὰ προσκλισιν» (στ. 21). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σὲ
ἐξορκίζω ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων, νὰ
φυλάξης αὐτὰ χωρὶς προκατάληψι, χωρὶς νὰ κάνῃς τίποτε μὲ μεροληψία».
Θεωρεῖ μεγάλη τὴν εὐθύνη του καὶ Παῦλος. Καὶ θέλει ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως νὰ ἔχῃ
μάρτυρες, ὅτι ἔπραξε τὸ καθῆκον του, ὅτι εἶπε τὰ δέοντα, ὅτι ἔδωσε τὰ κατάλληλα
φάρμακα. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Καλεῖ μάρτυρα τὸν Πατέρα καὶ τὸν Yiόν τῶν λεχθέντων,
εἷς τὴν μέλλουσαν ἥμεραν ἀπολογούμενος αὐτοῖς, εἰ τί γένοιτο παρὰ τὸ δέον, ὡς τὸ πᾶν
ἀποδυσάμενος» (Ε.Π.Ε. 23,408). Μετάφρασις: Ἐπικαλεῖται μάρτυρα τῶν ὅσων εἶπε τὸν
Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Στὴν ἄπολογιά του κατὰ τὴ μέλλουσα ἡμέρα, θέλει νὰ εἶναι ἐν τάξει,
ὅτι ἐκεῖνος ἔκανε τὸ πᾶν, ἔστω κι ἂν συνέβη κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε.
Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ, ὅτι καὶ στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατὰ παράθεση
ἐμφανίζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν Χριστό, συνδεομένους μὲ ἕνα «καί», ποῦ σημαίνει, ὅτι εἶναι
τῆς αὐτῆς οὐσίας.
Στὴν ἴδια τάξι ὁ Πατέρας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἄρα ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἄγγελος,
ὅπως αὐθαίρετα ὑποστηρίζουν οἱ ἀντίχριστοι Χιλιαστές, καθ' ὅσον μάλιστα τοὺς ἀγγέλους
τοὺς ἀναφέρει ὁ Παῦλος ξεχωριστὰ παρακάτω: «Διαμαρτύρομαι ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων» (στ. 21).
Μπροστά σε ἀγγέλους, μπροστὰ στὸ Θεό, δώσαμε ὤρισμενες ὑποσχέσεις. Καὶ τὶς
ἐντολές, τὶς παραγγελίες τὶς λάβαμε ἀπ' τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες
μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀγγέλους.
• Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ φυλάξουμε τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζονται
στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. «Ἶνα ταῦτα φυλάξης» (στ. 21).
• Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσεῖο, γιὰ τὴ διαφύλαξι θησαυρῶν τοῦ παρελθόντος. Εἶναι
στίβος γιὰ τὴν τήρηση τῶν κανονισμῶν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνα τοῦ παρόντος. Ἑπομένως ἐδῶ το
«φυλάξης» δὲν ἔχει μόνο τὴν ἔννοια νὰ διαφυλάξη ὁ Τιμόθεος καὶ κάθε πιστὸς ἀκέραιη τὴν
παράδοση καὶ νὰ τὴν μεταδώση στοὺς ἐπιγινομένους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔννοια νὰ τηρήση τὰ
ὅσα παραγγέλλονται ἀπ' τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι χωρὶς διακρίσεις. Οὔτε στὶς διδασκόμενες ἐντολὲς γίνεται
διάκρισις, ἂλλ' οὔτε καὶ στὰ πρόσωπα ποὺ πρέπει νὰ ἐφαρμόσουν τὸ Εὐαγγέλιο, γίνεται
διάκρισις.
• Ὅλες τὶς ἐντολὲς ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε. Καὶ γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἰσχύουν οἱ
ἐντολές. Γι' αὐτὸ σημειώνει ὁ Παῦλος: «Χωρὶς προκρίματος μηδὲν Ποιῶν κατὰ προσκλισιν»
(στ. 21). Δὲν ὑπάρχει προσωποληψία στὸν Θεό. «Ὁ γὰρ βλέπει εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου»
(Ματθ. κβ' 16).
Οἱ χριστιανοί, καὶ μάλιστα οἱ ποιμένες, οἱ προεστῶτες τῶν ἐκκλησιῶν, δὲν πρέπει νὰ
κάνουν διακρίσεις, νὰ εἶναι προσωπολῆπτες. Λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Ἀδελφοί μου,
μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἰακ. β' 1).
• Κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἐπηρεάζεται ἀπ' τὴ συμπάθεια ἢ τὴν ἀντιπάθεια. Γιὰ τὸ ἴδιο
παράπτωμα διαφορετικὰ κρίνει τὸν ἕναν, διαφορετικὰ τὸν ἄλλον. Ἀμνηστεύει τὸν μέν,
«τσεκουρώνει» τὸν δέ. Γιὰ τὴν ἴδια πρᾶξι διαφορετικὴ στάσι παίρνει ἔναντι του ἑνός, Π.Χ.
τὸν ἐπαινεῖ, τὸν ἀνυψώνει, διαφορετικὴ ἔναντί του ἄλλου, Π.Χ. ἀδιαφορεῖ τελείως.
Αὐτὰ γιὰ τὸν ἀληθινὸ πνευματικὸ πατέρα εἶναι ἄγνωστα. «Προσκλισις», δηλαδή,
συμπάθεια ἰδιαίτερη, δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη. Ὅλοι εἶναι πρόσωπα ἀθάνατα. Μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο ν' ἀντιμετωπίζονται.
Πόσα κακὰ συμβαίνουν στὶς οἰκογένειες, στὶς ἀδελφότητες, στὰ μοναστήρια, στὶς
δημόσιες ὑπηρεσίες, στὴν ἐνορία, ἀπ' τὶς διακρίσεις, ποὺ στηρίζονται σὲ προσωποληψία,
κάποτε καὶ σὲ προσωπολατρία!

Προσοχὴ στὶς χειροτονίες (στ. 22).


Καὶ στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος ἔρχεται σ' ἕνα σημαντικὸ θέμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ
στελέχωσις τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ τρόπος, ποὺ στελεχώνεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ νέους κληρικοὺς
εἶναι ἡ χειροτονία.
Πολλὲς οἱ μαρτυρίες στὴν Ἁγία Γραφή, ὅτι οἱ κληρικοὶ ἐκλέγονταν ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν
Ἐκκλησία, ἀπὸ κλῆρο καὶ λαό, καὶ καθιερώνονταν μὲ τὴν ἔπιθεσί «των χειρῶν τοῦ
πρεσβυτερίου». Οἱ ἐπίσκοποι ἢ ὁ ἐπίσκοπος χειροτονοῦσαν τὸν νέο ἐργάτη τοῦ Θεοῦ.
Ο Παῦλος ἐφιστᾷ τὴν προσοχὴ στὸ θέμα τῶν χειροτονιῶν. Σὰν νὰ γνώριΖε τί
ἐκκλησιαστικὲς παραβάσεις θὰ γίνονταν στὸ μέλλον καὶ πόσο θὰ ἔταλαιπωρειτο ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ βεβιασμένες χειροτονίες. Τονίζει στὸν ἐπίσκοπο Τιμόθεο νὰ προσέχῃ τὶς
χειροτονίες, καὶ ἰδίως στὴ δοκιμασία ποὺ ἐπιβάλλεται πρὶν ἀπ' αὐτήν. «Χεῖρας ταχέως
μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις. Σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει» (στ. 22).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Χέρια νὰ μὴ βιάζεσαι νὰ ἐπιθέτῃς σὲ κανένα γιὰ
χειροτονία, γιὰ νὰ μὴ γίνεσαι ἔτσι συμμέτοχος σὲ ξένες ἁμαρτίες. Νὰ διατηρῇς τὸν ἑαυτό
σου καθαρό».
• Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεωρεῖ ὡς πρῶτο πρόβλημα στὴν Ἐκκλησία τὶς χειροτονίες. Ἀπὸ
αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἡ πρόοδος ἢ ἡ ἀνακοπὴ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. «Φοβεῖ τὸν Τιμόθεον (ὁ
Παῦλος). Εἴτα τοῦτο εἴπων, ὃ πάντων μάλιστα καιριώτατον ἥν, ἐπήγαγε καὶ ὃ μάλιστα
συνέχει τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ τῶν χειροτονιῶν» (Ε.Π.Ε. 23,408). Μετάφρασις: Φοβίzει ὁ
Παῦλος τὸν Τιμόθεο. Ἔπειτα πρόσθεσε ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ ὅλα, καὶ ποῦ
πρὸ παντὸς συγκρατεῖ καὶ διαφυλάσσει τὴν Ἐκκλησία, δηλαδή, τὸ θέμα τῶν χειροτονιῶν.
• Στὴν ἐποχὴ τοῦ Τιμόθεου, ἐποχὴ μαρτυρίου καὶ διωγμῶν, ἦταν πρόβλημα ἢ χειροτονία
κληρικῶν. Ἀλλ' ὄχι τὸ ἴδιο, ὅπως σήμερα.
Τότε ὁ κληρικός, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἦταν καὶ ὁ πρῶτος
ὑποψήφιος μάρτυρας. Ἑπομένως δὲν ἔσπευδαν νὰ χειροτονηθοῦν ἄτομα εἴτε γιὰ νὰ
ἐπιλύσουν τὸ ἐπαγγελματικό τους πρόβλημα, εἴτε γιὰ ν' ἀναρριχηθοῦν σὲ περίοπτο θέσι
ἐπίγειας δόξας. Δέχονταν νὰ χειροτονηθοῦν πρόσωπα, ποῦ γνώριζαν ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι
θὰ εἶναι τὰ πρῶτα σφάγια, οἱ πρῶτοι μάρτυρες.
Πάντοτε δὲ οἱ ἐκλεκτότεροι γίνονται ἀθλητές, πρωταθλητές, μάρτυρες, ἥρωες!
• Ἂν μιὰ φορὰ στὴν ἐποχὴ τοῦ Τιμοθέου εἶχαν σπουδαιότητα τὰ λόγια τοῦ Παύλου περὶ
προσοχῆς κατὰ τὶς χειροτονίες, χίλιες φορὲς σπουδαιότητα ἀποκτοῦν σήμερα. Καὶ νὰ γιατί:
Σήμερα, ἡ ἱερωσύνη ἀποτελεῖ γιὰ ἀρκετοὺς νεαροὺς λύση ἀνάγκης. Δὲν ἔχουν ποὺ
ἀλλοῦ νὰ πᾶνε, εἶναι ἀγράμματοι καὶ ἀστοιχείωτοι, τελευταῖοι μαθητὲς στὴ δημόσια
ἐκπαίδευση, καὶ καταφεύγουν στὴν ἐκκλησιαστική, γιὰ νὰ βροῦν σίγουρα μιὰ πόρτα
ἀνοιχτῆ, χῶρο σίγουρης ἐπαγγελματικῆς ἀποκαταστάσεως, ποὺ θὰ τοὺς ἀποφέρῃ Πολλὰ
κέρδη, ἔστω καὶ ἂν δὲν κάνουν οὐσιαστικὰ τίποτε!
Σήμερα ἡ ἱερωσύνη ἔχει καταντήσει καταφύγιο προβληματικῶν προσώπων, καὶ
διανοητικῶς καὶ ἠθικῶς. Ναυάγια ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ καταφεύγουν στὴν ἱερωσύνη!
Σήμερα ἡ ἱερωσύνη γιὰ πολλούς, γιὰ τοὺς περισσότερους, ἔχει καταντήσει τρόπος καὶ
χῶρος ἐπιδείξεως. Πουθενὰ ἀλλοῦ το φροῦτο τοῦ ἐγωισμοῦ δὲν ἀναπτύσσεται τόσο
ἔντονα, ὅσο στὸ χῶρο τῆς ἱερωσύνης. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν μπορεῖ κανεὶς ν' ἀποκτήση
τόσους ὑφισταμένους, στοὺς ὁποίους μάλιστα «ἔπιβαλλεί» το θαυμασμό, τὴν ὑπακοή, ὅσο
στὴν ἱερωσύνη! Μὲ τίποτε ἄλλο δὲν ὑπηρετεῖ τὰ προσωπικά του «καπρίτσια» τόσο ἄνετα,
ὅσο στὴν «παπαδική»!
Ἕνας νεαρός, 25 χρόνων, μὲ ἀντικανονικὴ χειροτονία, μπορεῖ νὰ γίνῃ «ἄρχιμανδριτης»
καὶ νὰ παρουσιαστῇ μεγάλος «Γέροντας», μὲ πλῆθος τέκνα! Στὴν κοσμικὴ ἱεραρχία θὰ ἦταν,
στὴν ἡλικία αὐτή, ἕνας τεχνίτης, ἕνας ὑπάλληλος, ἕνας ἐργάτης, ἕνας εἰδικευόμενος
ἐπιστήμονας!.
• Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ὁ πιὸ ἀνηφορικὸς δρόμος, ποὺ σηκώνει κανεὶς βαρὺ σταυρό. Ἀλλὰ
γίνεται κι ἡ πλατειὰ λεωφόρος, γιὰ τὴν πιὸ ἄνετη καὶ πλουσιοπάροχη Ζωή! Ἐξαρτᾶται ἀπ'
τὸ μάτι, ποῦ τὴν βλέπει κανείς.
Σήμερα, λοιπόν, ὅπου ἀμούστακα παιδάρια ξετρυπώνουν καθημερινὰ σὰν διακάκια,
ὅπου νεαρὰ καὶ ἀδοκίμαστα παιδάρια ἐμφανίζονται ξαφνικὰ ὡς «πατέρες», σήμερα εἶναι
ἰδιαίτερη ἀνάγκη ν' ἀκουστοῦν τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Χεῖρας ταχέως μηδενὶ
ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις» (στ. 22).
• Τὴν πρώτη εὐθύνη φέρουν οἱ ἐπίσκοποι, ποὺ ὀφείλουν νὰ προσέχουν. Δὲν εἶναι
«τσιφλίκι» τους ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ φορτώνουν τὸν ὁποιοδήποτε ἀσεβῆ ἢ ἀμφιβόλου
ἠθικῆς ὑποστάσεως στὴν Ἐκκλησία!
Τί χρωστάει ἡ Ἐκκλησία;
Τί χρωστάει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, νὰ βλασφημῆται, ἐξ αἰτίας ἀναξίων κληρικῶν,
τοὺς ὁποίους ἐλαφρὰ τὴ συνειδήσει χειροτόνησαν ἄσυνειδητοι ἐπίσκοποι;
Σήμερα καταπατοῦνται ἀπὸ πολλοὺς ἐπισκόπους οἱ ἱεροὶ κανόνες, ποῦ καὶ ὅριο ἡλικίας
ἐπιβάλλουν καὶ οὐσιαστικὰ προσόντα προϋποθέτουν γιὰ τὴ χειροτονία κληρικῶν (ἴδε ιδ΄
τῆς ΣΤ' Οἴκ. Συνόδου καὶ τὸν π' τῶν Ἄγ. Ἀποστόλων).
• Γιὰ νὰ γίνῃ κανεὶς καπετάνιος σ' ἕνα πλοῖο, πρέπει νὰ περάση ἀπὸ σχολή, νὰ δοκιμαστῆ
πολύ, νὰ ψηθῆ στὴ θάλασσα, νὰ γίνῃ τρίτος, δεύτερος, καὶ ὥριμος πλέον νὰ ἐπιλεγῇ γιὰ
πρῶτος.
Προκειμένου ὅμως γιὰ τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἐμπιστεύονται μερικοὶ ἐπίσκοποι
στὰ ἀδέξια καὶ ἀνίκανα καὶ ἀδιάφορα χέρια νεαρῶν ἀτόμων.
• Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, σκληρὴ δοκιμασία γιὰ τὸ βαρύτατο ἔργο τῆς ἱερωσύνης.
Ἀπαιτεῖται, ὁ ὑποψήφιος νὰ ἔχῃ σκληραγωγηθῆ, νὰ ἔχῃ πάει στρατιώτης, ὥστε νὰ
ἀνδροποιηθη καὶ νὰ ταπεινωθῆ. Νὰ βρίσκεται κάτω ἀπ' τὴν παρακολούθηση συνετοῦ
πνευματικοῦ ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Καὶ πρὸ παντὸς νά... μὴ Ζητήσῃ νὰ γίνῃ «παπάς»!
Τὸ τελευταῖο φαίνεται παράδοξο. Κι ὅμως, ὅσοι Ζητᾶνε καὶ πιέζουν καὶ σπεύδουν νὰ
χειροτονηθοῦν, αὐτοὶ τὶς περισσότερες φορὲς δὲν κάνουν γιὰ τὸ ἔργο αὐτό. Σημαίνει, πῶς
δὲν ἔχουν συναίσθηση τῆς τρομερῆς εὐθύνης.
Όποιος ἀπ' τὸ Θεὸ εἶναι καλεσμένος νὰ γίνῃ κληρικός, δὲν τὸ ζητάει. Ἡ Ἐκκλησία τὸν
ἐπιστρατεύει. Ἔχει δὲ τοὺς τρόπους τοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ φανερώνῃ, ποιοὶ εἶναι γιὰ
ἀποστολικὴ ἐπιστράτευση.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μιλώντας γιὰ τὴ δοκιμασία τοῦ ὑποψηφίου κληρικοῦ, λέει: «Μὴ
ἐκ πρώτης δοκιμασίας, μηδὲ δευτέρας, μηδὲ τρίτης, ἀλλὰ πολλάκις περισκεψάμενος καὶ
ἀκριβῶς ἐξετάσας. Οὐ γὰρ ἀκίνδυνόν το πρᾶγμα. Τῶν γὰρ ἤμαρτημενων ἐκείνω καὶ σὺ
δίκην ὕφεξεις καὶ τὴν ἀρχὴν παρασχῶν, καὶ τῶν παρελθουσῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν
γενησομένων. Ἀφεῖς γὰρ τὰς πρώτας ἄκαιρως, ὑπεύθυνος ἔση καὶ τῶν ἔσομενων, τούτων
μὲν ὡς αἴτιος ὧν σὺ τοῦτον ἔπι τὴν ἄρχην ἀγαγῶν, τῶν δὲ παρελθουσῶν ὡς οὐκ ἀφεῖς
αὐτᾶς πενθῆσαι, οὔτε ἕνα κατανύξει γενέσθαι. Ὥσπερ γὰρ τῶν κατορθωμάτων Κοινωνεῖς,
οὕτω καὶ τῶν ἁμαρτημάτων» (Ε.Π.Ε. 23,408). Μετάφρασις: Νὰ χειροτονῇς ὄχι μὲ τὴν πρώτη
δοκιμασία, οὔτε μὲ τὴ δεύτερη, οὔτε μὲ τὴν τρίτη, ἂλλ' ἀφοῦ τὸ σκεφτῆς πολλὲς φορὲς καὶ
ἐξετάσης τὸ πρᾶγμα μὲ προσοχή. Διότι εἶναι ἐπικίνδυνη ἢ ὑπόθεσις. Καὶ σύ, ποῦ μὲ τὴ
χειροτονία δίνεις τὴν ἐξουσία, θὰ δώσης λόγο καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ χειροτονουμένου,
καὶ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Τὶς πρῶτες τὶς παράβλεψες ἄκαιρα, κι ἔτσι εἶσαι
ὑπεύθυνος καὶ γιὰ τὶς δεύτερες (μελλοντικές). Θὰ εἶσαι αἴτιος τῶν μελλοντικῶν του
ἁμαρτημάτων, διότι σὺ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία. Θὰ εἶσαι αἴτιος γιὰ τὶς περασμένες, ἐπειδὴ δὲν
τούδωσες τὴν εὐκαιρία νὰ κλάψη γι' αὐτὲς καὶ νὰ νιώση κατάνυξι. Όπως, δηλαδή, εἶσαι
συμμέτοχος στὰ κατορθώματά του, ἔτσι καὶ στ' ἁμαρτήματά του.
Στὰ χρυσοστομικὰ αὐτὰ λόγια βλέπουμε τὴν καλύτερη ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ Παύλου
«Μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις» (στ. 22). Μὲ τὴν ἄκαιρη χειροτονία κληρικῶν
καθίσταται ὁ ἐπίσκοπος Κοινωνὸς καὶ τῶν παλαιῶν καὶ τῶν νέων ἁμαρτημάτων.
Κοινωνὸς τῶν παλαιῶν, διότι, ἀντὶ νὰ ὑποδείξη στὸν ὑποψήφιο μετάνοια καὶ κατάνυξι
γιὰ τ' ἁμαρτήματά του, σπεύδει νὰ τὸν ἐπιβραβεύση καὶ νὰ τὸν ἀνεβάση σὲ ὑψηλὴ θέσι.
Κοινωνὸς καὶ τῶν ἁμαρημάτων, ποὺ ὕστερα διαπράττει ὁ ἀνάξιος κληρικός, διότι τὸ
ἀνέβασμα σὲ ὑψηλὴ θέσι εἶναι ἡ βασικὴ αἰτία τῆς αὐξήσεως τῶν ἁμαρτημάτων.
Τὸ ἴδιο ἁμαρτάνει ἕνας ποὺ ἔχει μικρὴ θέση, καὶ τὸ ἴδιο αὐτὸς ποῦ βρίσκεται σὲ ὑψηλὴ
θέση, ὅπως εἶναι ἡ ἱερωσύνη; Τὰ ἁμαρτήματα ἑνὸς ἡγέτη εἶναι πασίδηλα καὶ προκαλοῦν.
Καὶ γιὰ τὰ ἅμαρτηματα αὐτὰ ὑπεύθυνος εἶναι ἐκεῖνος, ποῦ ἀνάξια ἀνέβασε τὸ ἄτομο αὐτό
σε ἡγετικὴ θέση, ἐν προκειμένῳ, ὃ χειροτονήσας ἐπίσκοπος.
Προσοχή, λοιπόν, λέει ὁ Παῦλος!
• Προσοχὴ στοὺς ἄλλους ποὺ χειροτονεῖς.
• Προσοχὴ καὶ στὸν ἑαυτό σου. «Σεαυτὸν ἅγνον τήρει» (στ. 22). Πρότυπο ἁγνότητας,
σεμνότητας, σωφροσύνης, ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, καὶ γενικὰ ὁ κληρικός.

Ἐγκράτεια (στ. 23)


Βέβαια ὁ κληρικὸς εἶναι κι αὐτὸς ἄνθρωπος κι ἔχει ὁρισμένες ἀνάγκες. Κάποτε ἔχει καὶ
σωματικὲς ἀσθένειες. Δὲν θὰ ἐγκαταλείψη τὸν ἑαυτό του.
Ο Παῦλος συμβουλεύει τὸν Τιμόθεο ἀκόμα καὶ σὲ θέματα ὑγείας. Ἦταν καὶ ὁ Τιμόθεος
φορτωμένος ἀπὸ ἀρρώστιες.
Εἶναι κλῆρος τῶν ἁγίων νὰ ταλαιπωροῦνται. Καὶ τοῦ ὑποδεικνύει θεραπευτικὴ ἀγωγή.
«Μηκέτι ὑδροπότει, ἂλλ' οἴνω ὀλίγω χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνᾶς σου
ἀσθενείας» (στ. 23). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ μὴν πίνῃς πλέον μόνο νερό, ἀλλὰ
νὰ χρησιμοποιῇς καὶ λίγο κρασὶ γιὰ τὸ στομάχι σου καὶ τὶς συχνὲς ἀσθένειές σου».
• Λίγο κρασὶ δὲν βλάπτει δὲν εἶναι ἁμαρτία. Τὸ πολὺ βλάπτει. Ἡ ἄμετρια καθιστᾷ καὶ τὸ
κρασὶ ἁμαρτία. Ἡ κατάχρησης τῆς οἰνοποσίας ὁδηγεῖ στὴ μέθη καὶ γίνεται αἰτία πολλῶν
ἐκτροπῶν.
Τὸ λίγο κρασὶ ἐπιβάλλεται καὶ ὠφελεῖ. Θεωρεῖται φάρμακο γιὰ τὸ στομάχι καὶ γιὰ ἄλλες
ἀρρώστιες, ποὺ εἶχε ὁ νεαρὸς Τιμόθεος.
Δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πίνῃ ἐλεύθερα κρασὶ καὶ ἄλλα μεθυστικὰ ποτά. Μόνο γιὰ λόγους
ὑγείας λίγο κρασὶ τοῦ ὑποδεικνύει. «Οὐκ ἀνῆκεν αὐτὸν ἀνέδην ἔμφορεισθαί του οἴνου,
ἀλλ' ὅσον πρὸς ὑγείαν, οὐ πρὸς τρυφὴν» (Ε.Π.Ε. 23,410). Μετάφρασις: Δὲν τοῦ ἐπέτρεπε
νὰ πίνῃ κρασὶ ἐλεύθερα, ἀλλὰ τόσο, ὅσο χρειάζεται γιὰ τὴν ὑγεία, ὄχι γιὰ τὴν ἀπόλαυση.
• Γιατί ὁ Παῦλος, ποῦ καὶ τὸ προσόψιό του ἀκόμα θαυματουργοῦσε καὶ θεράπευε, δὲν
θεράπευσε θαυματουργικὰ καὶ τὸ πνευματικό του παιδί, ὥστε νὰ μὴ βασανίζεται;
'Ἀλλ' ἂν ἦταν θέλημα Θεοῦ, ὅλοι οἱ ἐργάτες Τοῦ ν' ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες καὶ
τὶς δοκιμασίες, ὁ πρῶτος ποὺ θαυματουργικὰ θὰ γιατρευόταν, θὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος,
ποὺ εἶχε τὸν ἰσόβιο «σκόλοπα» (Β΄ Κορ. 1β' 7).
• Ἐπιτρέπει ἀκόμα ὁ Θεὸς νὰ μὴ θεραπεύωνται θαυματουργικὰ οἱ ἄνθρωποί Του, γιὰ νὰ
μὴ σκανδαλίζωνται στὸ μέλλον ὅσοι βλέπουν ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ νὰ πάσχουν καὶ νὰ
ὑποφέρουν. «Ἶνα, κὰν ἴδωμεν ἄνδρας μεγάλους καὶ ἔναρετους ἀσθενοῦντας, μὴ
σκανδαλιζώμεθα. Καὶ γὰρ καὶ ἐκεῖνο συμφερόντως ἐγένετο» (Ε.Π.Ε. 23,410). Μετάφρασις:
Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιζόμαστε, ὅταν καὶ τώρα βλέπουμε σπουδαίους καὶ ἐναρέτους
ἀνθρώπους νὰ εἶναι ἄρρωστοι. Διότι κάτι τέτοιο συμβαίνει γιὰ τὸ συμφέρον τους.
• Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλο λόγο ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τὴ σωματικὴ δοκιμασία στοὺς ἐργάτες Του.
Γιὰ νὰ φανῆ, ὅτι κι αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι ἀδύνατοι.
Ἐν τούτοις, καίτοι μικροὶ καὶ ἀδύνατοι, κατορθώνουν καταπληκτικὰ πράγματα. Λέει ὁ Ι.
Χρυσόστομος: «Μάθωμεν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι τῆς φύσεως ὄντες κάκεινοί της ἡμετέρας οὕτω
κατώρθουν ἅπερ κατώρθουν» (Ε.Π.Ε. 23,410). Μετάφρασις: Ἃς μάθουμε οἱ ἄνθρωποι, ὅτι
καὶ οἱ ἅγιοι, ἐνῷ εἶναι κι αὐτοὶ τῆς ἴδιας μ' ἐμᾶς φύσεως, κατώρθωναν ὅσα κατώρθωναν.
Ἄνθρωποι σὰν κι ἐμᾶς ἤσαν οἱ ἅγιοι. Καὶ ἐμεῖς, λοιπόν, μποροῦμε νὰ τοὺς φτάσουμε.

24
Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι, προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισὶ δὲ καὶ
ἐπακολουθοῦσιν· 25 ὡσαύτως καὶ τὰ καλὰ ἔργα πρόδηλά ἐστι, καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα
κρυβῆναι οὐ δύνανται. 1 Ὅσοι εἰσὶν ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι, τοὺς ἰδίους δεσπότας πάσης τιμῆς
ἀξίους ἡγείσθωσαν, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία βλασφημῆται. 2 οἱ δὲ
πιστοὺς ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοί εἰσιν, ἀλλὰ μᾶλλον
δουλευέτωσαν, ὅτι πιστοί εἰσι καὶ ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι.

Δοῦλοι παθῶν (στ. 24)


Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἔτσι ἐξηγεῖται πὼς μέσα στὴν Ἡ πρώτη Ἐκκλησία
μπῆκαν ἄνθρωποι καὶ τῶν δυὸ κατηγοριῶν τότε, καὶ θεωρούμενοι «ἐλεύθεροι» πολῖτες καὶ
«δοῦλοι». Ὅσοι κι ἀπ' τὶς δυὸ Κοινωνικὲς «τάξεις» πίστευαν στὸ Χριστό, γίνονταν
αὐτομάτως ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ! Γιὰ τὴ νέα κατάστασι ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ δουλεία παίρνουν
μιὰ ἄλλη μορφή.
•Δούλος κυρίως εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ αἰχμαλωτίζεται ἀπ' τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη. Καὶ ἐπειδὴ
μίλησε παραπάνω ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ χειροτονίες κληρικῶν, τονίζει στὴ συνέχεια,
πῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμπιστευθῆ ὁ ἐπίσκοπός το ἔργο τοῦ κληρικοῦ, ἔργο κατ' ἐξοχὴν
ἀπελευθερώσεως, σὲ ἄτομα ποὺ εἶναι δούλα σὲ ἀπαίσια πάθη.
• Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα κρυφά, ποὺ μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὁ πνευματικός του καὶ ὁ Θεὸς
γνωρίζουν.
• Ὑπάρχουν ὅμως κι ἁμαρτήματα, ποὺ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἐλαττώματα προκλητικά, μὲ
πάθη διεστραμμένα, ποὺ εἶναι πασίδηλα, ὁλοφάνερα, κάνουν «μπάμ», ποὺ λένε. Γι' αὐτὰ
μιλάει ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια: «Τινῶν ἀνθρώπων αἳ ἁμαρτίαι πρόδηλοι εἴσι, προάγουσαι
εἰς κρίσιν, τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθούσιν» (στ. 24). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Μερικῶν
ἀνθρώπων οἱ ἁμαρτίες εἶναι ὁλοφάνερες καὶ ἐξωθοῦν σὲ σχηματισμὸ κρίσεως, ἀλλὰ σὲ
μερικοὺς φανερώνονται ἀργότερα».
• «Πρόδηλα» ἁμαρτήματα εἶναι ὅσα γίνονται κατ' ἐξακολούθησιν, ὅσα τελοῦνται
δημόσια, ὅσα κανένας ἀγῶνας δὲν καταβάλλεται γιὰ τὴ διόρθωσή τους. Λέει σχετικὰ o ι.
Χρυσόστομος: «Τί ἔστι “προάγουσαι εἰς κρίσιν”; Οἶον ὅταν τὶς ἁμαρτάνῃ τὰ ἤδη αὐτὸν
κατακρίνοντα, ὅταν τὶς ἀδιόρθωτος ἤ, ὅταν τὶς ἐλπίZnται διορθώσασθαι, μηδὲν δὲ τοιοῦτον
πράξη» (Ε.Π.Ε. 23,412). Μετάφρασις: Τί σημαίνει τὸ «προάγουσαι εἰς κρίσιν»; Ἀναφέρεται
σ' αὐτόν, ποὺ πέφτει σὲ ἁμαρτήματα κατακριτέα, σ' αὐτὸν πούναι ἀδιόρθωτος, σ' αὐτόν,
ποὺ ἐνῷ ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ διορθωθῆ, δὲν κάνει τίποτε.
Τέτοιου εἴδους ἁμαρτήματα «προάγουσι εἰς κρίσιν». Σπρώχνουν τὸν ἄλλο νὰ κάνῃ κρίσι.
• Ὅταν σκοντάφτῃς σὲ μιὰ πέτρα, δὲν φταὶς μόνο σὺ ποῦ δὲν πρόσεξες. Φταίει κι ἐκεῖνος
ποὺ ἔβαλε τὴν πέτρα. Ἔτσι γιὰ τὴν κρίσι καὶ κατάκρισι μερικῶν ἐξώφθαλμων κακῶν δὲν
φταῖνε μόνο ὅσοι προβαίνουν σ' αὐτήν, ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ποὺ σκανδαλίζει μὲ τέτοια
ὁλοφάνερα κακά.
• Ὑπάρχουν βέβαια κι ἁμαρτήματα, ποὺ κατορθώνουν καὶ ξεφεύγουν ἀπ' τὴν προσοχὴ
καὶ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων σήμερα. Ἀλλ' ἃς μὴν ἐπαναπαύεται ὁ ἁμαρτωλός. Ἡ Ζωὴ ἔχει
ἐκπλήξεις. Ξέρει τί θὰ τοῦ συμβῇ στὸ μέλλον; Ἂν τὸν ἀνακαλύψουν στὸ μέλλον καὶ ἐκτεθῆ
ἀνεπανόρθωτα στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων; Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Τισὶ δὲ καὶ
ἐπακολουθούσιν» (στ. 24).
Θὰ ἐπακολουθήσουν οἱ κρίσεις. Ἀλλὰ κι ἂν δὲν ἀποκαλυφτοῦν τ' ἁμαρτήματα σὲ τούτη
τὴ Ζωή, καὶ ἂν τὰ καταφέρουμε καὶ ξεγελάσουμε τοὺς ἀνθρώπους, ὅμως θὰ ἔρθη σίγουρα
ἡ στιγμὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων μας μπροστά σε ἀγγέλους καὶ ἁγίους.
Θὰ ἔρθη ἡ κρίσις, ἡ μέλλουσα κρίσις! Καὶ τότε ἀλλοίμονο σ' ὅσους δὲν θὰ προλάβουμε
νὰ τακτοποιήσουμε τοὺς λογαριασμοὺς καὶ δὲν λευτερωθήκαμε ἀπ' τὰ πάθη! Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος γιὰ τὴ μέλλουσα ἀποκάλυψη καὶ φανέρωσι τῶν ἁμαρτημάτων μας: «Κὰν
ἐνταύθα τινὲς λάθωσιν, ἀλλ' ἐκεῖ οὐ λήσονται. Ἐκεῖ πάντα γυμνὰ ἐστιν» (Ε.Π.Ε. 23,412).
Μετάφρασις: Κι ἂν ἀκόμα ἐδῶ ξεφύγουν, ἐκεῖ ὅμως δὲν θὰ ξεφύγουν. Ἐκεῖ εἶναι ὅλα γυμνά
(τα ξέρει ὅλα ὁ Θεός).
Ἃς προσέχῃ, λοιπόν, ὁ ἐπίσκοπος νὰ μὴν ἀναθέτῃ ἔργα ὑπεύθυνα σὲ ἄτομα, ποὺ ὄχι μόνο
ἔχουν «πρόδηλα» ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀγωνίζονται νὰ τὰ ξεπεράσουν διὰ τῆς
μετανοίας, τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς συνεχοῦς πνευματικῆς πάλης.

Τὰ ἔργα δὲν κρύβονται (στ. 25)


Ὅπως τὰ πονηρὰ ἔργα δὲν κρύβονται, ἀλλὰ προκαλοῦν κρίσι καὶ κατάκρισι, ἔτσι καὶ τὰ
καλὰ ἔργα, ποὺ προκαλοῦν τὸ θαυμασμὸ καὶ ὁδηγοῦν στὴ δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Μιλάει
στὴ συνέχεια γιὰ τὰ καλὰ ἔργα ὁ ἄπ. Παῦλος: «Ὠσαύτως καὶ τὰ καλὰ ἔργα πρόδηλά ἐστι,
καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα κρυβηναι οὐ δύνανται» (στ. 25). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ
ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ καλὰ ἔργα ἄλλα εἶναι ὁλοφάνερα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄφανη δὲν μποροῦν
νὰ παραμείνουν κρυμμένα».
• Ὁ πιστὸς δὲν ἐπιδιώκει ἐπιφάνεια στὶς ἀγαθοεργίες του. Ποτὲ δὲν κάνει τὸ καλὸ «πρὸς
τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. στ΄ 1), γιὰ λόγους ἐπιδείξεως. Ἤδη, ἂν κάνῃ κάτι
τέτοιο, αὐτομάτως τὸ ὁποιοδήποτε καλὸ ἔργο μετατρέπεται σὲ κακό, ἀφοῦ ἐμφιλοχωρεῖ τὸ
στοιχεῖο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφανείας.
• Ἐνεργεῖ ὁ πιστὸς κατὰ φυσικὸ τρόπο καὶ ἀβίαστά τα καλὰ ἔργα. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴ κάνῃ
καλὰ ἔργα, ὅπως δὲν γίνεται νὰ μὴν ἀναπνέῃ. Κι ὅπως κατὰ τὴν ἀναπνοὴ δὲν αἰσθάνεται
καμμιὰ ἔπαρσι, ἀφοῦ φυσικὴ λειτουργία τελεῖται, ἔτσι καὶ μὲ τὰ καλὰ ἔργα δὲν ἐπαίρεται.
• Ἀνάγκη νὰ τονίσουμε τὴ σπουδαιότητα τῶν «καλῶν ἔργων», διότι ὑπάρΧουν πολλοὶ
ποὺ τὰ ὑποτιμοῦν. Δὲν εἶναι μόνο οἱ προτεστάντες, ποὺ λένε ὅτι δὲν χρειάζονται τὰ καλὰ
ἔργα γιὰ τὴ σωτηρία, ἂλλ' ἀρκεῖ ἡ πίστις στὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ὑπάρχουν καὶ στὸν
ὀρθόδοξο χῶρο μερικοί, ποὺ ὀνομάζουν «ἤθικισμο» καὶ «εὐσεβισμὸ» τὴ διδασκαλία γιὰ τὰ
καλὰ ἔργα.
Ἡ Ὀρθοδοξία -λένε- δὲν εἶναι στεῖρος ἠθικισμός, μιὰ καθηκοντολογία, μιὰ συνταγολογία.
Δὲν ξεχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κακοὺς καὶ σὲ καλούς...
• Ἀλλ' ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη ἀποτελεῖ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση σὲ τέτοιες θεωρίες, ποὺ
θέλουν μία θεωρητικὴ Ὀρθοδοξία, χωρὶς πρακτικὲς προεκτάσεις, χωρὶς συνέπεια στὴ Ζωή,
χωρὶς ἀρετὲς καὶ καθήκοντα. Τέτοιες θεωρίες, χωρὶς ἴσως νὰ τὸ ἐπιδιώκουν, στρώνουν τὸ
δρόμο, γιὰ νὰ περάση ἀνενόχλητη ἢ διαφθορά, ἢ ἀκολασία, ἢ κλοπή, ὁ ἀμοραλισμός, ἡ
διάλυσης τῆς κοινωνίας.
Δὲν εἶναι ἔτσι, ὅπως μᾶς λένε μερικοὶ κουλτουριάρηδες «νεοορθόδοξοι», ποὺ ἀκόμα καὶ
Νικολαϊτισμὸ εἰσάγουν στὴν κοινωνία, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ φανοῦν
«καθυστερημένοι»!
• Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τρόπος Ζωῆς. Εἶναι ἡ σωστὴ στάσις μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ στοὺς
ἀνθρώπους. Τὸ Εὐαγγέλιο μιλάει συνεχῶς γιὰ καλὰ ἔργα. Βέβαιά τα καλὰ ἔργα δὲν
λειτουργοῦν αὐτόνομα. Εἶναι ἐξαρτώμενα ἀπ' τὴν ὀρθὴ πίστι. Τὰ καλὰ ἔργα δὲν εἶναι ἡ
ρίζα. Εἶναι ὅμως ὁ καρπὸς τῆς ρίζας, δηλαδή, τῆς πίστεως. Τί νὰ τὸ κάνῃς ἕνα δέντρο μὲ
ρίζες, ἀλλὰ χωρὶς καρπούς;
• Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιατί αὐτὰ φανερώνουν
τὴν πίστη μας καὶ τὸ διαρκῆ ἀγῶνα μας. «Δεῖξον μοὶ τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ.
β' 18).
• Καὶ τὰ καλὰ ἔργα εἶναι «πρόδηλα», ὁλοφάνερα. Δὲν μποροῦν νὰ κρυφτοῦν, ὅσο κι ἂν
ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἐνεργεῖ, κρύβεται. Λάμπουν, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιος. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος μιλάει
γιὰ τὴ λάμψη τῶν καλῶν ἔργων, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους στὸν οὐράνιο Πατέρα. «Οὕτω
λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ
δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ἐ' 16).
Τὰ καλὰ ἔργα φανερώνονται ἀπ' τὸ Θεὸ κατὰ τρόπο, ποῦ δὲν βλάπτεται ἡ ταπείνωσις
τοῦ ἐργάτη τοῦ καλοῦ, ἀλλὰ καὶ ὑποβοηθεῖται ὃ ἄπιστος στὸ νὰ ὁδηγηθῆ στὴν πίστι.
Οπωσδήποτε ὅμως ἡ πλήρης φανέρωσις τῶν καλῶν ἔργων θὰ γίνῃ κατὰ τὴ Δευτέρα τοῦ
Χριστοῦ Παρουσία. Μὴ λησμονοῦμε, ὅτι στὴν περικοπὴ τῆς μελλούσης κρίσεως τὰ καλὰ
ἔργα παρουσιάζει ὁ Κύριος ὡς κριτήριο βασικὸ γιὰ τὸ διαχωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ καλὰ
ἔργα, ποὺ ὅμως γίνονται ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τὸν Χριστόν. «Ἒφ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων
τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).

Δοῦλοι καὶ δοῦλοι (στ. 1).


Ἕνα ἀπ' τὰ προβλήματα, ποὺ εἶχε ν' ἀντιμετωπίση ἢ Ἐκκλησία τῶν πρώτων χρόνων, ἦταν
κι ἐκεῖνο τῶν δούλων. Τέτοια ἦταν ἡ δομὴ τότε τῆς κοινωνίας, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ἤσαν
χωρισμένοι σὲ κυρίους καὶ δούλους, σὲ δεσπότες καὶ οἰκέτες.
Καὶ ἃς μὴ νομίζουμε, ὅτι καὶ σήμερα δὲν ὑφίσταται, κατὰ κάποιον τρόπο, αὐτὸς ὁ
διπολισμός. Ὑπάρχουν τὰ ἀφεντικὰ καὶ οἱ ἐργάτες, οἱ προϊστάμενοι καὶ οἱ ὑφιστάμενοι, οἱ
ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί.
Ἀληθινὴ ἰσότητα μόνο στὴ Ζωντανὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει.
• Τὴν ἰσότητα εἰσήγαγε ὁ Χριστιανισμὸς ὄχι μὲ τὰ ὅπλα, ἀλλὰ μὲ τὴν εἰρηνικὴ
ἐπανάστασι. Πέρασε τὸ μήνυμά του, τὸ Εὐαγγέλιο, στὶς τάξεις τῶν δούλων καὶ τοὺς ἔπεισε,
ὅτι μὲ τὴν τιμιότητά τους θὰ ἑλκύσουν στὴν πίστη καὶ τὰ ἀφεντικά τους. Κι ὁ δοῦλος γινόταν
ἱεραπόστολος καὶ σωτῆρας τοῦ δεσπότη του!
• Πέρασε τὸ μήνυμα καὶ στὶς τάξεις τῶν κυρίων καὶ τοὺς ἔπεισε, ὅτι καὶ οἱ δοῦλοι εἶναι
ἀδελφοί!
• Καὶ πρὸ παντὸς ἔπεισε καὶ πείθει ὅλους τους πιστούς, νὰ αἰσθάνονται πῶς εἶναι
ἐλεύθεροι, διότι εἶναι δοῦλοι τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ο Παῦλος στὴ συνέχεια λέει στὸν Τιμόθεο σχετικὰ μὲ τὴ στάση τῶν χριστιανῶν δούλων:
«Ὅσοι εἰσὶν ὑπὸ Ζυγὸν δοῦλοι, τοὺς ἰδίους δεσπότας πάσης τιμῆς ἀξίους ἠγείσθωσαν, ἶνα
μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία βλασφημῆται» (στ. 1). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ὅσοι εἶναι κάτω ἀπὸ Ζυγὸ δουλείας, ἃς θεωροῦν τοὺς κυρίους τοὺς ἀξίους
κάθε τιμῆς, προκειμένου νὰ μὴ δυσφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία».
• Τιμὴ στοὺς κυρίους τοὺς ὀφείλουν οἱ δοῦλοι, ὄχι γιὰ λόγους ραγιαδισμοῦ, ἀλλὰ γιὰ
λόγους πνευματικοὺς καὶ ἀγάπης. Σκοπὸς τοὺς εἶναι νὰ δοξάΖεται ὁ Θεὸς καὶ διὰ μέσου της
δικῆς τους τιμιότητας καὶ ἐργατικότητας. Ἄλλωστε, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο,
δὲν ὑπάρχουν δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι. Όλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε τὸ ἴδιο.
Ὅλοι εἶναι κύριοι, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἐξουσιάζουν πάνω στὴ φύση καὶ στὰ ἄλογα ζῷα.
Ὅλοι εἶναι δοῦλοι, ἀφοῦ ὑποτάσσονται στὰ ἄλογα πάθη. «Ἐλεύθεροι τὴ φύσει καὶ οὗτοι
εἴσιν. “Αρχέτωσαν τῶν Ἰχθύων”, καὶ τούτοις εἴρηται. Οὐκ ἔστιν αὕτη φύσεως ἢ δουλεία,
ἂλλ' αἰτίας ἐστι καὶ περιστάσεως» (Ε.Π.Ε. 23, 418). Μετάφρασις: Ἐλεύθεροι πλάστηκαν καὶ
οἱ δοῦλοι. Καὶ γι' αὐτοὺς εἶπε το «Νὰ ἄρχουν τῶν ψαριῶν καὶ τῶν ἄλλων Ζῴων». Ἡ δουλεία
τους δὲν εἶναι φυσική, ἄλλο εἶναι ἀποτέλεσμα κακῆς συγκυρίας.
• Οἱ πιστοὶ δοῦλοι αἰσθάνονται τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία καὶ γνωρίζΖουν, ὅτι καὶ ἡ
ἐξωτερικὴ ἐλευθερία θὰ ἔρθη σύντομα.
• Οἱ πιστοὶ δοῦλοι ἐργάζονται ἄνετα. Ἡ ἐργασία δὲν εἶναι πλέον γι' αὐτοὺς δουλεία,
ἀγγαρεία. Εἶναι εὐχαρίστησις. Ὅταν κάποιος γνωρίση, ὅτι ἡ ἐργασία θ' ἀμειφθῆ ἐπάξια,
δουλεύει μὲ μεράκι. Ἔτσι κι ὁ χριστιανὸς δοῦλος. Γνωρίζει, ὅτι ἡ ἐργασία τοῦ θ' ἀμειφθῆ
ἀπ' τὸ Θεό. Ἀλλὰ καὶ στὴ γῆ θ' ἀπολαύση μιὰ σπουδαία ἀμοιβή. Θὰ δὴ καρποὺς τῆς
ἐργασίας του. Ψυχές, μεταξύ των ὁποίων καὶ τ' ἀφεντικά τους, θὰ πιστέψουν στὸν Ἰησοῦ
Χριστό.
Πρόκειται γιὰ μιὰ νέα φιλοσοφία περὶ ἐργασίας, ποὺ φυσικὰ δὲν τὴν καταλαβαίνουν
ὅσοι κηρύττουν ὑλισμὸ καὶ θέλουν τοὺς ἐργάτες νὰ πληρώνονται μὲν περισσότερο, ἀλλὰ
νὰ καταντοῦν δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ τῆς φρικτῆς ἐξαρτήσεως.
Μὲ τὸ πρῖσμα τῆς νέας φιλοσοφίας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἃς δοῦμε τὰ λόγια τοῦ Παύλου
καὶ τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἐπὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου. «Μὴ ἐπειδὴ πιστὸς εἰ,
νομίσης ἐλεύθερος εἶναι. Τοῦτο ἐστιν ἐλευθερία τὸ μᾶλλον δουλεύειν» (Ε.Π.Ε. 23,410-412).
Μετάφρασις: Μὴ νομίσης, πῶς ἐπειδὴ εἶσαι πιστός, εἶσαι καὶ ἐλεύθερος. Ἐλευθερία αὐτὸ
στὴν πραγματικότητα εἶναι, τὸ νὰ γίνεσαι ὑπηρέτης καὶ διάκονος.
• Ἡ σχέσις δούλου - κυρίου εἶναι εἰκόνα τῆς σχέσεως ἀνθρώπου - Θεοῦ, πιστοῦ-Ἰησοῦ.
Εἴμαστε ἑκούσιοι δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἂν μιὰ φορὰ ὑπακούουν οἱ ὑφιστάμενοι στοὺς
προϊσταμένους, ἑκατὸ φορὲς ὀφείλουμε νὰ ὑπακούουμε οἱ χριστιανοὶ στὸν Κύριό μας.
Γιατί;
• Στὴν περίπτωση ἐκείνων, οἱ κύριοι ἔχουν ὠφέλεια. Στὴ δική μας περίπτωση ὁ Κύριός
μας δὲν ὠφελεῖται τίποτε. Ἡ διακονία μας δὲν ὠφελεῖ τὸν Κύριό μας. Ἐμᾶς ὠφελεῖ. «Ἐκεῖ
μὲν ἢ διακονία τοῦ οἴκετου τὸν δεσπότην ὤφελει, ἐνταύθα δὲ ἢ διακονία τοῦ δούλου τὸν
μὲν δεσπότην οὐδέν, πάλιν δὲ αὐτὸν τὸν οἴκετην ὀνίνησιν» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,414).
Μετάφρασις: Στὰ κοσμικὰ ἢ ὑπηρεσία τοῦ δούλου ὠφελεῖ τὸ ἀφεντικό, ἐνῷ στὸ
Χριστιανισμὸ ἢ διακονία τοῦ δούλου (τοῦ χριστιανοῦ) δὲν ὠφελεῖ καθόλου τὸν Κύριο. Τὸν
ἴδιο το δοῦλο καὶ πάλι ὠφελεῖ.
• Ποιὸς ἀφέντης θυσίασε τὸν υἱό του γιὰ τοὺς ὑπηρέτες του; Ὁ δικός μας Κύριος ἔδωσε
τὸ μονογενῆ του Υἱό, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ μᾶς, τοὺς δούλους Του, γιὰ νὰ παύσουμε νάμαστε
«δοῦλοι» καὶ νὰ γίνουμε «υἱοί». Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ποιὸς δεσπότης ὑπὲρ οἴκετου
τὸν υἱὸν ἔδωκε τὸν ἐαυτοῦ; Οὐδεὶς ἀλλὰ πάντες ἂν ἔλoιντο μᾶλλον τοὺς οἴκετας ὑπὲρ τῶν
παίδων δοῦναι. Ἐνταύθα δὲ τουναντίον. Τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἔφεισατο, ἂλλ ὑπὲρ ἠμῶν
πάντων παρέδωκεν αὐτόν, ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν, τῶν μισούντων αὐτὸν» (Ε.Π.Ε. 23,416).
Μετάφρασις: Ποιὸς κύριος παρέδωσε ποτὲ τὸ γυιό του γιὰ χάρη τοῦ δούλου; Κανένας. Ὅλοι
θὰ προτιμοῦσαν νὰ θυσιάσουν τοὺς δούλους ὑπὲρ τῶν παιδιῶν τους. Ἐδῶ ὅμως συμβαίνει
τὸ ἀντίθετο. Ο Θεὸς δὲν λυπήθηκε τὸν Υἱό Του, ἀλλὰ Τὸν παρέδωσε γιὰ χάρι ὅλων μας, γιὰ
τοὺς ἐχθρούς, γι' αὐτοὺς Ποῦ Τὸν μισοῦν.
• Δυσανασχετοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ γνωρίζουμε, ὅτι, ἂν ἀπομακρυνθοῦμε
ἀπ' τὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ, ἐν ὀνόματι μιᾶς κάποιας ἐλευθερίας, θὰ καταντήσουμε δοῦλοι
ἐλεεινοί!
Ἀντὶ νὰ ξεδιψάσουμε, πίνουμε νερὸ γλυφὸ ἢ πεθαίνουμε ἀπὸ τὴ δίψα! Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ἠμεῖς ἀποδυσπετοῦμεν μυρία. Τοῖς οἴκεταις οὐδὲν ἐπαγγέλλεται τοιοῦτον
ὁ δεσπότης, οἶον ἠμὶν ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί; Ἐλευθερίαν τὴν ἐνταύθα, τὴν πολλάκις τῆς δουλείας
χαλεπωτέραν. Πολλάκις γὰρ κατέλαβε λιμός, καὶ πικροτέρα δουλείας αὕτη ἢ ἐλευθερία
γέγονε καὶ τὸ δῶρον τοῦτο τὸ μέγιστον» (Ε.Π.Ε. 23,416). Μετάφρασις: Ἐμεῖς
δυσανασχετοῦμε σὲ μεγάλο βαθμό. Στοὺς δούλους δὲν ὑπόσχεται τίποτε παρόμοιο ὁ
κύριος, ὅπως σ' ἐμᾶς ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί; Ὑπόσχεται τὴν ἐδῶ ἐλευθερία, ποὺ πολλὲς φορὲς
εἶναι φοβερότερη κι ἀπ' τὴ δουλεία. Διότι πολλὲς φορὲς πείνασαν καὶ κατάντησε ἡ
ἐλευθερία πικρότερη ἀπ' τὴ δουλεία. Καὶ τὸ δῶρο αὐτὸ εἶναι μεγαλύτερο.
• Οἱ δοῦλοι κάποτε ἀπὸ ἀνάγκη ὑποτάσσονται στ' ἀφεντικά τους. Ἀλλ' ἀπείρως
μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουμε ἐμεῖς. Ἂν δὲν ὑπακούσουμε, αἰώνιος θάνατος καὶ αἰώνια
κόλασις μᾶς ἀναμένει. «Μὴ ὅτι ἀνάγκη γίνεται εἴπῃς, ὅτι καὶ ἐπὶ σοῖ ἀνάγκη τῆς γεέννης
ἐπίκειται. Καὶ οὔδε οὕτω σωφρονεῖς, οὔδε τοσαύτην παρέχεις τιμὴν τῷ Θεῷ, ὅσης
ἀπολαύεις παρὰ τῶν οἰκετῶν» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,418). Μετάφρασις: Μὴ μοῦ πῇς
βέβαια, ὅτι γίνεται ἀπὸ ἀνάγκη, διότι καὶ πάνω σου κρέμεται ἡ ἀνάγκη τῆς γέεννας. Κι ὅμως
οὔτε ἔτσι δείχνεις σωφροσύνη, οὔτε τόση τιμὴ προσφέρεις στὸ Θεό, ὅση τιμὴ σὺ
ἀπολαμβάνεις ἀπ' τοὺς δούλους σου.

Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ (στ. 2)


Ἡ κοινωνικὴ διάκρισις ἀνάμεσά σε δούλους καὶ κυρίους καταργεῖται μόνο, ἂν μεταξύ
τους μπῆ ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος, ποὺ ἐνῷ εἶναι ὁ Κύριος του σύμπαντος, ὅμως «ἔλαβε δούλου
μορφὴν» (Φιλιπ. β' 7).
Ὁ Χριστὸς κάνει τὴ μεγάλη κοινωνικὴ ἀνατροπή. Ἀδελφοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους.
• Κι ἔτσι οἱ χριστιανοὶ «κύριοι» βλέπουν τοὺς «δούλους» ὡς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς
φροντίζουν περισσότερο καὶ στοργικώτερα.
• Κι οἱ χριστιανοὶ «δοῦλοι» βλέπουν τοὺς «κυρίους» ὡς ἀδελφοὺς καὶ ἐργάζονται
ἀνετώτερα καὶ ἀποδοτικότερα. Λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Οἱ δὲ πιστοὺς ἔχοντες
δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοὶ εἴσιν, ἀλλὰ μᾶλλον δουλευέτωσαν, ὅτι πιστοὶ
εἴσι καὶ ἀγαπητοὶ οἵ της εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἐπίσης ὅσοι ἔχουν πιστοὺς κυρίους, ἃς μὴν τοὺς καταφρονοῦν, διότι εἶναι
ἀδελφοί. Ἃς τοὺς ὑπηρετοῦν πιστότερα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὴν
καλὴ ὑπηρεσία, εἶναι πιστοὶ καὶ ἀγαπητοί».
• Ὁ ἕνας ὑπηρετεῖ τὸν ἄλλον. Ο δοῦλος τὸν κύριο καὶ ὁ κύριος τὸν δοῦλο.
Καὶ οἱ δυὸ εἶναι «οἵ της εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι» (στ. 2). Ἀπολαμβάνουν
εὐεργεσίες οἱ μὲν ἀπὸ τοὺς δέ.
Μάλιστα ὅταν οἱ κύριοι βλέπουν τοὺς ἐργάτες τους, τοὺς ὑφισταμένους τους, σὰν παιδιά
τους, σὰν πραγματικοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, κουράζονται περισσότερο αὐτοὶ γιὰ τοὺς
ὑφισταμένους, παρὰ οἱ ὑφισταμένοι γιὰ τοὺς κυρίους. Ἔτσι λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Μείζονα παρὰ τῶν δεσποτῶν εἰσφέρεται τοὺς δούλοις, ἢ παρὰ τῶν οἰκετῶν τοὺς
δεσπόταις. Ἐκεῖνοι γὰρ εἰσιν οἱ καὶ χρυσίον καταβάλλοντες καὶ ὑπὲρ τῆς τῶν ἀναγκαίων
εὔποριας καὶ ὑπὲρ τῶν ἐνδυμάτων καὶ τῶν ἄλλων μεριμνῶντες ἁπάντων» (Ε.Π.Ε. 23,414).
Μετάφρασις: Περισσότερα προσφέρονται ἀπ' τοὺς κυρίους στοὺς δούλους, παρὰ ἀπ' τοὺς
δούλους στοὺς κυρίους. Καθ' ὅσον οἱ κύριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ καταβάλλουν καὶ τὰ χρήματα
καὶ φροντίζουν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀναγκαίων καὶ γιὰ τὰ ἐνδύματα καὶ γιὰ ὅλα τα ἄλλα.
• Ἀπὸ ὅσα λέει ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀλλαγὴ στὶς σχέσεις δούλων καὶ κυρίων ἕνα εἶναι τὸ
βασικότερο, ὅτι τότε εἶναι ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐργάζεται ἑκούσια στὸ ἔργο τοῦ
Θεοῦ.
Οἱ χριστιανοὶ δοῦλοι τῆς πρώτης Ἐκκλησίας γίνονταν ἐλευθερωτὲς τῶν κυρίων τους.
Ἐμεῖς, οἱ δῆθεν ἐλεύθεροι σήμερα, γινόμαστε δοῦλοι τῆς κακίας, τοῦ μίσους, τῆς
διαφθορᾶς. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Παρὰ ἀνθρώπους ἐλευθέροις, τὰ ἐναντία
τούτων γίνεται. 'Ἀλλήλους δάκνομεν, κατεσθίομεν, οὐ δεδοίκαμεν τὸν δεσπότην, τὰ τῶν
συνδούλων ἅρπαzομεν, κλέπτομεν, τύπτομεν, δρῶντος αὐτοῦ» (Ε.Π.Ε. 23,418).
Μετάφρασις: Οἱ τάχα ἐλεύθεροι κάνουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα ἀπαιτεῖ ἡ ἐλευθερία.
Δαγκωνόμαστε, τρωγόμαστε, δὲν φοβόμαστε τὸν Κύριο, ἁρπάζουμε τὰ πράγματα τῶν
συνδούλων, κλέβουμε, χτυπᾶμε, ἐνῷ Ἐκεῖνος (ὁ Κύριος) βλέπει.
Ἃς προσπαθήσουμε ν' ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' τὰ φοβερά μας πάθη. Καὶ τότε θὰ εἴμαστε
ἐλεύθεροι.
Τότε θὰ βλέπουμε καὶ τοὺς ἄλλους ὡς ἀδελφούς μας καὶ ὡς συνδούλους ἔναντί του
Θεοῦ.
3
Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσι
λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ κατ' εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ, 4 τετύφωται,
μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις,
βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί, 5 παραδιατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ
ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. ἀφίστασο ἀπὸ
τῶν τοιούτων. 6 ῎Εστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας. 7 οὐδὲν γὰρ
εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα· 8 ἔχοντες δὲ
διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα.

Διδασκαλία καὶ ἐτεροδιδασκαλία (στ. 3).


Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μιὰ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀγωνία: Ἡ ἐτεροδιδασκαλία, δηλαδή, ἢ
ἀλλοίωσις τῆς ἀληθινῆς διδασκαλίας. Ἂν δὲν πίνῃς νερό, ἐπειδὴ ξέρεις ὅτι σταγόνες
δηλητηρίου ἔχουν στάξει μέσα, πολὺ περισσότερο οἱ χριστιανοὶ δὲν δέχονται διδασκαλίες,
ποὺ φαίνονται μὲν θρησκευτικές, ἀλλὰ μέσα τους ἔχουν δηλητήριο πλάνης.
Ἂν δὲν τρῷς τροφές, Ποῦ εἶναι μὲν σερβιρισμένες ὡραία, ἀλλὰ ξέρεις ὅτι ἔχουν πάθει
ἀλλοίωσι κι ἔχουν σαπίσει, πολὺ περισσότερο οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ «χαύουν» ὅ, τί
τοὺς σερβίρουν διάφοροι «θρησκευτικοὶ» δάσκαλοι, ποὺ πολλὲς φορὲς ἔχουν νοθεύσει τὸν
ἄρτο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Κριτήριο γιὰ τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία εἶναι ἡ αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὅσα λέει ὁ Παῦλος στὸν Τιμόθεο εἶναι θεόπνευστα. Καί, ὅπως εἴδαμε, ἀναφέρεται σὲ
ὅλα, ἀπ' τὰ πολὺ θεολογικὰ μέχρι τὰ πολὺ πρακτικὰ θέματα.
Βρίσκεται στὸ τέλος περίπου τῆς Ἐπιστολῆς. Γι' αὐτὸ τονίζει στὸν Τιμόθεο τὴν ἀνάγκη νὰ
διατηρηθῆ πάση θυσία ἢ ὑγιαίνουσα διδασκαλία. «Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. Εἰ τὶς
ἐτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ καὶ τὴ κατ’ εὐσέβειαν διδασκαλία τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν
περὶ Ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις, βλασφημίαι, ὑπονοιαι πονηραὶ»
(στ. 3-4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτὰ νὰ διδάσκῃς καὶ νὰ κηρύττῃς. Ἂν ὅμως
κάποιος διδάσκῃ διαφορετικὰ πράγματα καὶ δὲν ἀκολουθῇ τοὺς ὑγιεῖς λόγους, αὐτοὺς τοῦ
Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν εὐσεβῆ διδασκαλία, αὐτὸς εἶναι φουσκωμένος ἀπὸ
ἐγωισμό, ἐνῷ δὲν ξέρει τίποτε. Ἔχει τὴ νόσο νὰ ρέπῃ σὲ συζητήσεις καὶ λογομαχίες, ἀπ' τὶς
ὁποῖες προέρχονται ἔξαψις (φανατισμός), διχόνοια, βρισιές, πράγματα κακά».
• Εἶναι τόση ἡ ἀγωνία του νὰ μὴν ἀλλάξη σὲ τίποτε ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀπ' τὸ Θεὸ
ἀλήθεια, ὥστε ἄλλοτε λέει «Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε» (Α΄ Τιμ. δ' 11), καὶ ἄλλοτε:
«Δίδασκε καὶ παρακάλει» (στ. 3). Ὅλους τους τρόπους χρησιμοποιεῖ ὁ πνευματικὸς
ποιμένας: Καὶ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συμβουλή. Καὶ τὴν παράκληση καὶ τὴν παραγγελία καὶ
τὸν ἔλεγχο, ἀρκεῖ νὰ τηρήση τοὺς πιστοὺς στὴ σωστὴ γραμμὴ πλεύσεως, σ' ἐκείνην ποῦ
ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
• Ὅπως καὶ στοργικὸς καὶ ἀνιδιοτελὴς γιατρὸς σ' ἕνα ἀποβλέπει, στὴ θεραπεία τοῦ
ἀρρώστου, γι' αὐτὸ καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ λάβη τὰ κατάλληλα φάρμακα, ἀλλὰ καὶ ἐπιμένει
καὶ δὲν ὑποχωρεῖ καὶ δὲν ἀλλάζει ἀγωγὴ θεραπείας, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ
ἐκκλησιαστικὸς διάκονος. Παρακαλεῖ καὶ ἐπιμένει. Δὲν προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὰ
ἄρεστα, ἀλλὰ τὰ ὠφέλιμα. Λέει χαρακτηριστικὰ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ γιατροῦ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Εἰ ἰατροὶ τοὺς κάμνοντας παρακαλούσιν, οὒχ ίνα αὐτοὶ τῆς ὑγείας
ἐπιτύχωσιν, ἂλλ' ἶνα ἐκείνους ἁπαλλάξωσι τῆς ἀσθενείας καὶ κειμένους ἀναστήσωσι,
πολλῶ μᾶλλον ἠμᾶς τούτω πρὸς τοὺς διδασκομένους τωήθει κεχρήσθαι χρὴ
παρακαλοῦντας» (Ε.Π.Ε. 23,422). Μετάφρασις: Ἂν οἱ γιατροὶ παροτρύνουν τοὺς ἀσθενεῖς
ὄχι γιὰ νὰ πετύχουν τὴ δική τους ὑγεία, ἀλλὰ γιὰ ν' ἀπαλλάξουν ἐκείνους ἀπ' τὴν ἀρρώστια
καὶ νὰ τοὺς σηκώσουν ἀπ' τὸ κρεββάτι, πολὺ περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νὰ συνηθίζουμε νὰ
τὸ κάνουμε αὐτὸ στοὺς μαθητές μας μὲ τὴ διδασκαλία μας.
Φροντίζει, λοιπόν, ὃ πνευματικὸς πατέρας, εἴτε μὲ παρακλήσεις, εἴτε μὲ συμβουλές, εἴτε
μὲ ἐλέγχους, γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῶν παιδιῶν του.
Ἀγαθὸ ἢ ὑγεία τοῦ σώματος, ποὺ ὀφείλουμε νὰ τὸ διαφυλάττουμε καὶ νὰ τὸ
φροντίζουμε.
Ἀλλ' ἀπείρως σπουδαιότερό το ἀγαθό της ὑγείας τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν πεθαίνει ποτέ. Ἡ
δὲ ὑγεία τῆς ψυχῆς κινδυνεύει πρωτίστως ἀπ' τὴν ἀρρωστημένη διδασκαλία. Γι' αὐτὸ ὁ
Παῦλος καὶ στὴν ἐδῶ Ἐπιστολὴ καὶ σ' ἄλλες Ἐπιστολὲς τοῦ μιλάει γιὰ τὴν ὑγιαίνουσα
διδασκαλία. «Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. Εἰ τὶς ἐτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται
ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἠμῶν Inσού Χριστοῦ καὶ τὴ κὰτ εὐσέβειαν διδασκαλία,
τετύφωται...» (στ. 3).
• Πολλὲς φορὲς ἀκοῦμε ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους: -Τὴν ὑγεία νάχουμε καὶ δὲν θέλουμε τίποτε
ἄλλο!
Γιὰ τὸ σῶμα τὸ ἐνδιαφέρον. Γιὰ τὴν ψυχή; Πόσες φορές, ὅταν τὸ σῶμα ἀσθενῆ, τότε ἡ
ψυχὴ γίνεται πιὸ ὑγιής, πιὸ καθαρή, πιὸ δυνατή!
Ἄρα ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει σημασία, εἶναι κυρίως ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. -Τὴν ψυχὴ νάχουμε ὑγιῆ,
καὶ τί ἄλλο θέλουμε!
• Πῶς ὅμως νὰ εἶναι ὑγιὴς ἢ ψυχή, ὅταν τρέφεται μὲ τροφὴ θρησκευτικὴ μέν, ἀλλὰ
δηλητηριασμένη; Ὁ χῶρος τῆς «θρησκείας» εἶναι ὁ προσφορώτερος, γιὰ νὰ σπέρνῃ
καθένας τὶς ἰδέες του. Ὅλοι κάνουν τὸν ἔξυπνο σὲ θρησκευτικὰ θέματα.
Καὶ τὸ παράδοξο ποιὸ εἶναι; Ἐνῷ προκειμένου γιὰ θέματα σωματικῆς ὑγείας
καταφεύγουμε στὸν εἰδικό, στὸ γιατρό, προκειμένου γιὰ θέματα ψυχῆς καταφεύγουν οἱ
ἄνθρωποι στὸν ὁποιοδήποτε «κομπογιαννίτη» τῆς θρησκείας ἢ τῆς παραθρησκείας!
• Πολλοὶ «ἐτεροδιδασκαλοῦν». Δηλαδή, διδάσκουν πράγματα «ἕτερα» ἀπ' τὴν
ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν «ἕτερον» εὐαγγέλιο (Γαλ. α' 6). Ἔτσι γεννιώνται οἱ
αἱρετικοὶ καὶ οἱ πλάνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει συχνὰ ὁ Παῦλος. Αὐτοὶ προκαλοῦν
ἀναστάτωση καὶ Ζημιὰ στὶς τάξεις τῶν πιστῶν.
Γιὰ τὸν Παῦλο δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος ἀπ' τὴ νόθευση τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ
νόθευσης τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι κάθε διδασκαλία, ποῦ δὲν στηρίζεται ἄμεσα στὴν Ἄγ.
Γραφὴ καὶ δὲν ἀποτελεῖ σαφῆ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Πολλὲς φορές, ὅταν λέμε στοὺς χριστιανοὺς νὰ προσέχουν τὶς διδασκαλίες αἱρετικῶν,
πλανεμένων, σχισματικῶν κ.λ.π., ἀντιλένε:
-Μὰ γιατί; Ἀφοῦ λένε καλὰ λόγια! Μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστό! Θρησκευτικὰ λόγια
προσφέρουν!
• Φανταστῆτε μπουκαλάκι, ποῦ ὁ πωλητὴς τοῦ ἰσχυρίζεται, ὅτι περιέχει φάρμακο γιὰ
ὅλες τὶς ἀρρώστιες! Ἔχει μάλιστα τὴν ἐτικέττα: «Πᾶσαν νόσον θεραπεύει»!
Θὰ τὸ παίρνατε; Θὰ τὸ χρησιμοποιούσατε, μόνο καὶ μόνο διότι ἔχει μιὰ ἐτικέττα; Μόνο
καὶ μόνο διότι κάποιος εὐγενὴς ἄνθρωπος τὸ παρουσιάζει;
Ἀσφαλῶς ὄχι.
Ὅ,τι σερβίρεται γιὰ φάρμακο ἀπὸ ἀνίδεο ἄνθρωπο, δὲν εἶναι πάντοτε φάρμακο.
Ὅ,τι λάμπει, δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε χρυσός.
Καὶ ὅ,τι σὰν θρησκευτικὸ προσφέρεται, δὲν σημαίνει πῶς εἶναι πάντοτε ἀληθινό.
• Ἡ ἀλήθεια εἶναι τόσο σπουδαῖο πρᾶγμα, ὅσο τὸ καθαρὸ νερὸ καὶ ὁ καθαρὸς ἀέρας.
Εἶναι τόσο σπουδαῖο, ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἡ σάρκωσις τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ
εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Αὐτοαλήθεια.
Ὁ Διάβολος δὲν κατακτᾷ ἔδαφος καὶ ψυχὲς τόσο μὲ τὴ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία ἢ μὲ τὴν
ἀνηθικότητα, ὅσο μὲ τὴν ἀλλοίωση τῆς Ἀλήθειας. Διότι κάνοντας τοὺς ἀνθρώπους νὰ
πιστέψουν σὲ πλανεμένες θεωρίες, τοὺς δημιουργεῖ τὴν ψευδαίσθηση τῆς σωτηρίας.
• Ποιὸς «ἐτεροδιδασκαλεῖ»; Ἐκεῖνος, ποὺ ἀφαιρεῖ ἢ προσθέτει σ' ὅσα διδάσκει ἡ
Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅσα περιέχει ἡ Ἁγία Γραφή, καθὼς αὐτὴν ἑρμηνεύει ἢ
Παράδοσις.
Προσοχή, λοιπόν! Κάθε παράδοσις δὲν εἶναι ιερά. Κάθε παλαιὸ δὲν εἶναι καὶ ἀληθινό.
Οὔτε θὰ προσθέτουμε οὔτε θ' ἀφαιροῦμε ἀπ' τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ποιὰ εἶναι ἡ ὑγιαίνουσα διδασκαλία; Τὸ σημειώνει ὁ Παῦλος. Εἶναι «οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου
ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κατ’ εὐσέβειαν διδασκαλία» (στ. 3).
• Ὅποιος εἶναι ταπεινός, δέχεται ὅσα μετέδωσε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Όποιος
εἶναι ἀληθινὰ εὐσεβής, ταπεινώνεται μπροστὰ στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Όποιος ἔχει
ὑπερηφάνεια, αὐτὸς νομίζει ὅτι τὰ ξέρει ὅλα καὶ γίνεται εἰσαγωγέας προσωπικῶν θεωριῶν
καὶ ἀντιλήψεων. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἄρα ἐκ τοῦ εἴδεναί το εἰς
ἀπονοιαν αἵρεσθαι συμβαίνει, ἀλλ' ἐκ τοῦ μὴ εἰδέναι. Ὁ γὰρ εἰδῶς τοὺς κατ' εὐσέβειαν
λόγους, οὗτος μάλιστα καὶ μετριάζειν οἶδεν. Ὅ τους ὑγιαίνοντας ἐπιστάμενος λόγους, οὐ
νοσεῖ. Ὅπερ γὰρ ἐπὶ σωμάτων φλεγμονή, τοῦτο ἐν ταῖς ψυχαῖς ἀπονοια. Ὥσπερ ἐκεῖ το
φλεγμαῖνον οὗ φαμεν ὑγιαίνειν, οὕτως οὔδε ἐνταύθα τους ἄλazονας» (Ε.Π.Ε. 23,424).
Μετάφρασις: Δὲν φτάνει κανεὶς στὴν ἀλαζονεία ἀπὸ γνῶσι, ἂλλ' ἀπὸ ἄγνοια. Αὐτός, ποὺ
γνωρίζει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὸς πρὸ παντὸς ξέρει, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι μετριόφρων.
Ὅποιος κατέχει τὴν ὑγιῆ διδασκαλία, δὲν εἶναι ἀσθενής. Διότι ὅ,τι γιὰ τὰ σώματα εἶναι ἡ
φλεγμονή, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλαζονεία γιὰ τὶς ψυχές. Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖ λέμε, ὅτι δὲν εἶναι
ὑγιές το μέρος μὲ τὴ φλεγμονή, ἔτσι κι ἐδῶ οἱ ἀλαζόνες δὲν εἶναι ὑγιεῖς.

Ὑπερηφάνεια καὶ ἀποτελέσματά της (στ. 4)


Ἡ ἐτεροδιδασκαλία, δηλαδή, ἢ αἵρεσις, ἢ πλάνη, ἢ διαστροφή, εἶναι καρπὸς τῆς
ὑπερηφανείας.
Ἡ ἐτεροδιδασκαλία εἶναι ἕνα εἶδος διαβολῆς. Ὁ πρῶτος εἰσηγητὴς τῆς διαβολῆς, τῆς
διαστροφῆς, εἶναι ὁ Σατανᾶς. Διέστρεψε τὰ λόγια τοῦ Δημιουργοῦ στοὺς πρωτοπλάστους
(Γέν. γ ? 1).
Ἄλλωστε ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνάγεται στὴν ὑπερηφάνεια. Ἀπὸ ὑπερηφάνεια ὁ Ἑωσφόρος, πρῶτο
κάποτε ἀγγελικὸ τάγμα, ἔπεσε καὶ κατάντησε σατανᾶς. Ἔργο τοῦ εἶναι τὸ ψέμα, τὸ
κοντράρισμα στὸ λόγο τῆς ἀλήθειας.
Πόσα κακὰ ἀπ' τὴν ὑπερηφάνεια! Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μιλώντας στὴ
συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια, ὡς αἰτία ἐτεροδιδασκαλίας: «Τετύφωται,
μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν περὶ Ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις,
βλασφημίαι, ὑπονοιαι πονηραὶ» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εἶναι
φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωισμό, ἐνῷ δὲν ξέρει τίποτε, ἀλλ' ἔχει τὴ νόσο νὰ ρέπῃ σὲ συζητήσεις
καὶ λογομαχίες, ἀπ' τὶς ὁποῖες προέρχονται ἔξαψις (φανατισμός), διχόνοια, βρισιές,
πράγματα κακά».
• Ὁ ὑπερήφανος ἕνα κυρίως δὲν γνωρίζει τὴν ὑποταγή. Δὲν ὑποτάσσεται στὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὴ Γραφὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία. Δὲν μιμεῖται τὸ παράδειγμα τοῦ
Κυρίου στὸ θέμα τῆς ταπεινώσεως. Ἀπέχει τόσο ἀπ' τὴν ταπείνωσι, ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπ' τὴ
γῆ. Συνήθως δὲν ταπεινώνεται ὁ ἡμιμαθὴς ἢ ὁ ἀμαθής!
Όσο πιὸ πολλὰ γνωρίζει κάποιος, τόσο λιγότερο ὑπερήφανος εἶναι.
• Ὁ Χριστός, ποῦ τὰ γνωρίζει ὅλα, ὡς Παντογνώστης Θεός, εἶχε μηδὲν ὑπερηφάνεια. Ὁ
ἔξυπνακιας ὅμως ἄνθρωπος ὑπερηφανεύεται, διότι τίποτε σωστὰ δὲν γνωρίζει.
Ὁ Χριστὸς «ἔκενωσεν ἐαυτὸν» (Φιλιπ. β' 8). Ὁ ὑπερήφανος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη
αὐτό.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τόνισε πάντοτε, ὅτι κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὁ ὑπερήφανος
κάνει τὸ δικό του! Νομίζει, ὅτι ὅλα τα ἔχει καὶ δὲν σκέπτεται, ὅτι ὁ ἄνθρωπος τίποτε δικό
του δὲν ἔχει. «Οὐδὲν ἔχει ἄνθρωπος, εἰ μὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ. Οὔκουν οὐ μέγα φρονήσει»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,424).
Ὅ,τι καλὸ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἔχει πάρει δωρεὰν ἀπ’ τὸν Θεό. Ρωτάει σ' ἄλλη Ἐπιστολὴ
ὁ Παῦλος: «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; Καὶ εἰ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβῶν;» (Ἃ' Κορ. δ' 7).
Ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε τόσο, ὥστε ὄχι μόνο ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλ' ἔνιψε καὶ τὰ πόδια
τῶν μαθητῶν τοῦ (Ἰωάν. ιγ΄ 5-14). Ὁ ὑπερήφανος δὲν καταδέχεται νὰ διακονήση.
• Τελικὰ ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν σῴζεται, διότι ἀπ' αὐτὸν ἀποκλείεται ἢ χάρις. Ἐνῷ
ὁ ταπεινὸς δέχεται τὴ χάρι. Ἡ πρώτη δὲ ἔκχυσης τῆς χάριτος εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.
«Ὁ τελώνης ἀπὸ μόνης ταπεινοφροσύνης εὐδοκίμησεν, ὁ φαρισαῖος ἐξ ἀλαζονείας
ἀπώλετο. Ὁ τοίνυν τετυφωμένος οὐδὲν τούτων ἐπίσταται» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,424).
Μετάφρασις: Ὁ τελώνης μόνο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη κέρδισε (σώθηκε), ἐνῷ ὁ φαρισαῖος
ἀπ' τὴν ὑπερηφάνειά του χάθηκε. Ὅποιος, λοιπόν, εἶναι φουσκωμένος, ἀπὸ ἀλαζονεία,
τίποτε οὐσιαστικὰ δὲν γνωρίζει.
• Τὸ κακὸ μὲ τὸν ὑπερήφανο, τὸν τετυφωμένο καὶ κουφὸ ἄνθρωπο, δὲν γίνεται μόνο
στὸν ἑαυτό του. Ξαπλώνεται καὶ στοὺς ἄλλους.
Φαντάσου ἄρρωστο νὰ παριστάνῃ τὸ γιατρό! Φαντάσου τυφλὸ νὰ παριστάνῃ τὸν ὁδηγό!
Φαντάσου «ἀτζαμὴ» νὰ παριστάνῃ τὸν τεχνίτη!
Ο ὑπερήφανος εἶναι ἄρρωστος, τυφλός, «ἀτζαμής». Διότι θέλει νὰ λύση τὰ προβλήματα
τῆς πίστεως μὲ τὴ λογική του. Εἶναι «νοσῶν περὶ Ζητήσεις καὶ λογομαχίας» (στ. 4).
• Ἂν μπορῶ ἕνας, ποὺ διαθέτει ἑκατοστόμετρο μικρὸ νὰ μετρήση τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος
τοῦ ὠκεανοῦ, μπορεῖ κι ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ μικρό, τὸ πεπερασμένο μέτρο τῆς λογικῆς του,
νὰ μετρήση τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς θεολογίας, νὰ βρῇ μόνος το Θεὸ καὶ τὰ περὶ Θεοῦ.
• Ἂν ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε μόνος του ἐρευνώντας νὰ λύση ὅλα τα μυστήρια, δὲν θὰ
ἦταν ἀπόλυτη ἡ ἀνάγκη τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἐπουράνια δὲν συλλαμβάνονται
μὲ ἀνακάλυψι. Νοοῦνται μὲ ἀποκάλυψι. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀπὸ ζητήσεις
καὶ λογομαχίας οὐδὲν ἔστιν εὐρεῖν. Ἃ γὰρ ἢ πίστις ἐπαγγέλλεται μόνη, ἡ Ζήτησις ἐπειδᾶν
ἀναδέξηται, οὔτε δείκνυσιν, οὔτε συνιέναι ἀφίησιν» (Ε.Π.Ε. 23,426). Μετάφρασις: Ἀπὸ
ἄκαρπες συζητήσεις καὶ λογομαχίες δὲν βγαίνει τίποτε. Διότι ὅσα μόνο ἡ πίστις ὑπόσχεται,
ὅταν γίνονται ἀντικείμενο συζητήσεως, οὔτε τὰ ἀποδεικνύει ἡ συζήτησις, οὔτε μ' αὐτὴν τὰ
καταλαβαίνεις.
• Οἱ Ζητήσεις καὶ ἀναζητήσεις μὲ τὴ λογικὴ πάνω σε θέματα πίστεως ὁδηγοῦν, κατὰ τὸν
ἀπόστολο Παῦλο, σὲ λογομαχίες. Καὶ αὐτὲς πάλι καταλήγουν σὲ φιλονεικίες, σὲ Ζήλειες, σὲ
βλασφημίες καὶ σὲ ὑποψίες πονηρές. Αὐτὸ βέβαια ἐπ' οὐδενὶ λόγω ἐπισφραγίζει τὸ
ἀντιευαγγελικὸ «Πίστευε καὶ μὴ ἔρευνα».
Ἡ λογικὴ δόθηκε ἀπ' τὸ Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ λογική... θεός!
Μὲ τὴ σκέψι ὁ ἄνθρωπος φιλοσοφεῖ καὶ ἑρμηνεύει καὶ θέματα ὑπερφυσικά. Ἡ ἔρευνα
ὄχι μόνο δὲν ἀπαγορεύεται, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται.
Ἄλλο ὅμως ἔρευνα κι ἄλλο ἀπαίτησις ν' ἀνοίξη ὁ ἄνθρωπος νέους δρόμους, γιὰ νὰ
ὁδηγηθῆ στὴ σωτηρία καὶ τὴ λύτρωση δρόμους διαφορετικοὺς ἀπ' ἐκείνους, ποὺ
ἀποκάλυψε καὶ διάνοιξε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μὲ τὴν ἀγάπη Του.
Ἄλλο ἑρμηνεία, καὶ ἄλλο ὑπερφίαλη γνώμη, ὅτι θ' ἀνακαλύψη κάποιος πράγματα
ἀπερινόητα στὸ χῶρο τοῦ μυστηρίου.
• Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀδυναμία του. Αἰσθάνεται, ὅτι τὰ μέτρα τοῦ εἶναι μικρὰ
γιὰ νὰ μετρήση τὰ ἀμέτρητα!
Ἂν μπορῇ κάποιος μὲ κλειστὰ μάτια νὰ βρει ἕνα διαμάντι, ποὺ ἔπεσε σὲ μεγάλο σωρὸ
ἀπὸ ἄχυρα, ἂν μπορῶ νὰ ἔχῃ μὲν τὰ μάτια ἀνοιχτά, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σὲ σκοτεινὸ ὑπόγειο
καὶ ἀπ' ἐκεῖ νὰ ἔρευνα τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, ἄλλο τόσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνος του νὰ
βρει τὸ διαμάντι, τὴν ἀλήθεια, μέσ' στὰ ἄχυρα τῆς ἀνθρώπινης ἔρευνας, ἢ νὰ δὴ τὸ Θεὸ
κλεισμένος στὸ ὑπόγειο τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν του.
• Ἡ πίστις ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέα οὐρανίων πραγμάτων. Μὲ τὴν πίστι αὐξάνεται ἡ
ὁρατότητα τῆς ψυχῆς. Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Οὔδε εἰ τὶς μύσας τοὺς ὀφθαλμούς,
βούλεται εὐρεῖν τί τῶν Ζητουμένων, δυνήσεται, ἢ αὖ πάλιν, εἰ τούτων ἀνεωγμένων,
κατορύξας ἐαυτὸν καὶ τὴν ἀκτῖνα ἀποστραφεῖς, ἐκεῖ Ζητoίη, δυνήσεται τί εὐρεῖν» (Ε.Π.Ε.
23, 426). Μετάφρασις: Ἂν κάποιος κλείση τὰ μάτια καὶ θέλῃ νὰ βρῶ κάτι ἀπ' ἐκεῖνα, ποὺ
ἀναζητεῖ, δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸ πετύχη. Τὸ ἴδιο πάλι, ἂν τὰ μάτια εἶναι μὲν ἀνοιχτά, ἂλλ' ὁ
ἴδιος ἔχῃ κρυφτῆ σὲ βάθος καὶ ἀποστρέφεται τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου, δὲν μπορεῖ νὰ βρει κάτι
ποὺ τὸ ψάχνει.

Ἐπάγγελμα η εὐσέβεια (στ. 5)


Στοὺς εὐγενεῖς ἀναζητητὲς τῆς ἀλήθειας τελικὰ ὁ Θεὸς φανερώνεται. Οἱ τύποι, ποὺ
ἀναφέρεται ὁ Παῦλος, δὲν ἤσαν ἀπ' αὐτούς. Ἠσαν ὑπερφίαλα ὄντα, ἐκμεταλλευτὲς τῆς
ὑποθέσεως, ποὺ λέγεται θρησκεία. Αὐτὸ ἀναδεικνύεται κι ἀπὸ τὸν ἑπόμενο στίχο:
«Παραδιατριβαι διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας,
νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. Ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων!» (στ. 5). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀπὸ ἀνόητες καὶ πλανεμένες διδασκαλίες ἐμφανίζονται συνήθειες
ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι διεφθαρμένοι στὸ νοῦ καὶ ἔχουν χάσει τὴν ἀλήθεια. Τέτοιοι
ἄνθρωποι νομίζουν, πῶς ἢ εὐσέβεια εἶναι πηγὴ ὑλικοῦ κέρδους. Μακριὰ ἀπὸ τέτοιους
ἀνθρώπους!».
• Ἡ ἀσχολία μὲ μάταια καὶ ἀνόητα πράγματα εἶναι δεῖγμα διεφθαρμένου νοῦ. Ἡ
ὑπερηφάνεια ἔχει καταντήσει τὸν νοῦ διεφθαρμένο. Οἱ ὑπερήφανοι θρησκευτικοὶ τύποι
δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ περιδιαβαίνουν, νὰ γυρίζουν συνεχῶς, νὰ φλυαροῦν, νὰ
«τρυπώνουν» παντοῦ καὶ νὰ δημιουργοῦν συνεχῶς προβλήματα.
Θέματα λυμένα διαυγέστατα ἀπ' τὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ τὰ παρουσιάζουν ὡς...
προβληματισμοὺς καὶ δημιουργοῦν φιλολογία-θεολογία γύρω ἀπ' αὐτά!
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔχει μιὰ τολμηρή, πλὴν σωστή, εἰκόνα γιὰ τοὺς ἀνεύθυνους
ἀνθρώπους, ποὺ κατὰ καιροὺς ταράζουν τὴν Ἐκκλησία μὲ «θρησκευτικὰ» πράγματα, ποὺ
ἐντυπωσιάζουν μέν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ
σῴζουσα καὶ ὑγιαίνουσα ἀλήθεια. Αὐτοὶ οἱ τύποι - λέει- εἶναι ψωραλέα πρόβατα. Κι ὅπως
τὰ ψωραλέα πρόβατα, ὅταν ἀφεθοῦν μέσ' στὸ κοπάδι τῶν ὑγιῶν προβάτων, καταστρέφουν
καὶ τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ οἱ λοξοί, ὑπερήφανοι καὶ ἐγωκεντρικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ οὐσιαστικὰ
φτιάχνουν κάθε φορᾷ δική τους θρησκεία, τὴν κατὰ καιροὺς «ἐθελοθρησκεία» (Κολοσ. γ΄
23). «Καθάπερ τὰ ψωραλέα των προβάτων παρατριβόμενα νόσου καὶ τὰ ὑγιαίνοντα
ἐμπίπλησιν, οὕτω καὶ οὗτοι οἱ πονηροὶ ἄνδρες» (Ε.Π.Ε. 23,426).
• Φυσικὰ δὲν εἶναι μόνο ἄντρες «πονηροί». Εἶναι καὶ γυναῖκες.
Ἔχουμε γυναικάρια, κατὰ τοὺς τελευταίους ἰδίως χρόνους, ποὺ κατώρθωσαν νὰ
φτιάξουν ὁλόκληρα θρησκευτικὰ ρεύματα, ἐν ὀνόματί της... Ἐκκλησίας! Χαρακτηριστικὴ
περίπτωση οἱ «Ζολωτικές», ποὺ ὀνομάζονται καὶ «φωτισμένες», διότι τάχα τὶς φωτίζει ἡ
Παναγία καὶ βλέπουν πράγματα, ποὺ ἄλλοι δὲν τὰ βλέπουν, καὶ δέχονται ἀποκαλύψεις καὶ
ἐνύπνια καὶ δράσεις, ποὺ καταγράφονται σὲ βιβλία καὶ τετράδια καὶ θεωροῦνται
τουλάχιστον ἰσάξια μέ το... Εὐαγγέλιο! Πολλὲς φορὲς ἀνώτερα κι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο!
• Ὁ Παῦλος σὰν μιὰ αἰτία ἐμφανίσεως τέτοιων ἀρρωστημένων, ἢ μᾶλλον δαιμονικῶν
καταστάσεων, θεωρεῖ τὴν ἐκμετάλλευσι.
Κάνουν χρυσὲς δουλειὲς ὅσοι ἀσχολοῦνται: Ὄχι μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ μὲ τὴν
παραθρησκεία καὶ παραεκκλησία. Ὄχι μὲ τὸ λόγο, ἀλλὰ μὲ τὸ παράλογο.
Ὄχι μὲ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ μὲ τὰ «θαύματα», ὄχι μὲ τὴν 'Ἀποκάλυψι, ἀλλὰ μὲ τὶς
«ἀποκαλύψεις».
Ὄχι μὲ τὰ δύσκολά της πίστεως καὶ τοῦ χριστιανικοῦ ἀγῶνα, ἀλλὰ μὲ εὔκολα
θρησκευτικὰ πραγματάκια, ποὺ κοιμίζουν ἔνοχες συνειδήσεις.
Παράδειγμα: τὰ μέντιουμ, οἱ πνευματιστές, οἱ παραψυχολόγοι. Λέει γι' αὐτοὺς τοὺς
ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων ὁ Παῦλος: «Νομιζόντων Πορισμὸν εἶναι τὴν
εὐσέβειαν» (στ. 5). Τὸ καλύτερο μαγαζί, ποὺ ἔχει πελατεία χειμῶνα-καλοκαῖρι, εἶναι τὸ
στέκι ἐκείνου τοῦ «παπᾶ» (ναός, μοναστῆρι κ.λπ.), ποῦ κάνει συνεχῶς «ξόρκια» καὶ βγάλει
τάχα δαιμόνια καὶ λύνει τάχα μάγια!
Ἀλλοίμονο ἂν τοὺς χαλάσης «τὴν πιάτσα» καὶ χάσουνε «τὴν ἐλπίδα τῆς ἐργασίας αὐτῶν»
(Πράξ. ιστ΄ 19)! Προσοδοφόρος δουλειὰ τὸ ὁποιοδήποτε μαντικὸ ἢ μαγικὸ μαγαζί! Γιὰ τοὺς
πιστοὺς βέβαια μεγάλη ἀπάτη!
• Καὶ ὡς «πορισμόν», ὡς κέρδος, ἃς μὴ νομίσουμε μόνο τα λεφτά. Μπορεῖ κάποιοι νὰ
νοθεύουν τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι γιὰ ὑλικὸ ὄφελος, ἀλλὰ γιὰ ἱκανοποίησι τοῦ «ἐγώ» τους,
ἀποκτώντας ὀπαδούς, μὲ «τὸ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητᾶς ὄπισω αὐτῶν» (Πράξ. κ' 30) ἢ
ἀποκτώντας τὴ φήμη... σπουδαίου θαυματουργοῦ ἢ ὁραματιστῆ ἤ... «γέροντα»!
• Σεῖς τί θὰ κάνατε μπροστὰ σ' αὐτὰ τὰ φαινόμενα; Πάντως ὁ Παῦλος ἕνα δρόμο
ὑποδεικνύει:
Μακρυὰ ἀπ' αὐτούς! «Ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων» (στ. 5). Τί βγαίνει μὲ ἀνθρώπους,
ποῦ τὴν ἱερὴ ὑπόθεση τῆς πίστεως τὴν κάνουν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως; Γιὰ νὰ
συνεννοηθῆς μαζί τους, πρέπει νὰ τοὺς ἱκανοποιήσης τὴ φιλαργυρία ἢ τὸν ἐγωισμό τους.
Καὶ τὰ δυὸ ὅμως εἶναι ἀνικανοποίητα.
Πορισμὸς η εὐσέβεια (στ. 6)
Πραγματικὰ κέρδος μεγάλο εἶναι ἡ εὐσέβεια, ἡ ἀληθινὴ πίστης καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀληθινὴ
Ζωή. Ἀλλὰ κέρδος χωρίς... λεφτά!
Όταν ὑπάρχουν χρηματικὲς συναλλαγὲς καὶ ὑλικὰ συμφέροντα, τότε εἶναι ἐπιζήμια ἢ
εὐσέβεια. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πορισμὸς οὒχ ὅταν χρήματα ἔχῃ, ἂλλ' ὅταν μὴ ἔχῃ»
(Ε.Π.Ε. 23,428).
Πόσοι Π.Χ. ἱερεῖς θὰ δέχονταν νὰ ὑπηρετήσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ Χωρὶς
χρήματα; Γι' αὐτοὺς ἢ εὐσέβεια εἶναι ὑλικὸ κέρδος.
Ο Παῦλος ἐμφανίζει ἕνα ἄλλο κέρδος: «Ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἢ εὐσέβεια μετὰ
αὐταρκείας» (στ. 6). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Εἶναι δὲ πράγματι πηγὴ ἀνεκτίμητου
κέρδους ἢ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, διότι διδάσκει τὴν ὀλιγάρκεια (οἱ εὐσεβεῖς εἶναι καὶ
ὀλιγαρκεῖς)».
• Τί πορίζεται κανείς, τί κερδίζει μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστι, μὲ τὴν εὐσέβεια; Τὸ σπουδαιότερο
εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Δὲν τελειώνει ποτέ.
Τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὅσα καὶ ἂν ἀποκτήσουμε, δὲν γίνοται «συνέκδημα». Δὲν μᾶς
ἀκολουθοῦν ὅταν φεύγουμε ἀπ' τὸν παρόντα κόσμο. Ἡ εὐσέβεια, ἡ ἀρετή, μᾶς συνοδεύει.
«Ὅτι οὐδὲν ἔστιν ὁ πορισμὸς οὗτος, δηλον ἐκ τοῦ μένειν ἐνταύθα, μηδὲ συμμεθίστασθαι
ἠμὶν μηδὲ συναποδημεῖ» (Ε.Π.Ε. 23,428). Μετάφρασις: Τὸ ὅτι τὸ ὑλικὸ μέσο του
πλουτισμοῦ δὲν εἶναι τίποτε, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι παραμένει ἐδῶ. Δὲν μεταφέρεται
μαζί μας οὔτε συνταξιδεύει στὸ αἰώνιο ταξίδι.
• Ἀλλὰ καὶ στὰ ὑλικὰ εἶναι πορισμὸς ἢ εὐσέβεια. Ὁ εὐσεβὴς πιστεύει στὴν πρόνοια τοῦ
Θεοῦ.
Εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς Πατέρας, ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ λουλούδια τοῦ ἀγροῦ (Ματθ. στ ? 28), ν' ἀδιαφορήση γιὰ τὸ
παιδί Του, τὸν ἄνθρωπο;
Ὁ εὐσεβὴς εἶναι ὀλιγαρκής. Ἡ αὐτάρκεια εἶναι καρπὸς τῆς ὀλιγαρκείας.
Εἶναι δυνατὸν νὰ γεμίση κανεὶς ἀπύθμενο πηγάδι; Ἄλλο τόσο εἶναι δυνατὸν νὰ
ἱκανοποιηθῆ ὃ πλεονέκτης ἄνθρωπος. Ποτὲ ὃ πλεονέκτης δὲν θὰ πῇ «φτάνει»! Πάντα θὰ
θεωρῶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀδικημένο καὶ θὰ ζητᾷ κι ἄλλα!
• Ὅποιος εἶναι ὀλιγαρκής, αὐτὸς εἶναι καὶ αὐτάρκης. Αὐτὸς εἶναι εὐτυχισμένος.

Τίποτε δὲν φέραμε, τίποτε δὲν θὰ πάρουμε (στ. 7).


Γιὰ νὰ ἔχουμε τὸ αἴσθημα τῆς αὐταρκείας καὶ νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὰ ὅσα ἔχουμε,
εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνουμε διαρκῶς τὶς δυὸ σκέψεις, ποὺ κάνει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος.
Σκέψεις, ποὺ ἐκφράζουν δυὸ μεγάλες, χειροπιαστὲς πραγματικότητες.
• Ἡ μιά: Ὅταν γεννηθήκαμε, τί φέραμε μαζί μας; Τίποτε τὸ ὑλικό. Γυμνοὶ σωματικὰ
γεννηθήκαμε. Φέραμε μαζί μας τὴν ψυχή, μόνον αὐτή. Κι αὐτὴ τὴν ψυχὴ θὰ παραδώσουμε
στὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας.
Μπορεῖ μερικοὶ ἀνόητοι νὰ φορτώνουν τοὺς νεκροὺς μὲ στολίδια, νὰ τοὺς βάζουν σὲ
βαρύτιμα φέρετρα, νὰ τοὺς δίνουν καὶ ἀντικείμενα ποὺ στὴ Ζωὴ ἀγαποῦσαν. Μὰ ὅλα αὐτὰ
δὲν εἶναι μόνο ἀνόητα εἶναι καὶ «ἀνόνητα», δηλαδὴ ἀνώφελα.
Γυμνό το σῶμα θὰ πέση στὸν τάφο. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τονίζει ὁ Παῦλος,
ἐπαναλαμβάνοντας λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἰώβ. ἃ' 21). «Οὐδὲν γὰρ εἴσηνεγκαμεν εἰς
τὸν κόσμον, δηλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τί δυνάμεθα» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Τίποτε ἄλλωστε δὲν φέραμε στὸν κόσμο ὅταν γεννηθήκαμε. Καὶ εἶναι φανερό, ὅτι τίποτε
δὲν θὰ πάρουμε μαζί μας ἀπ' τὸν ὑλικὸ κόσμο ὅταν θὰ φύγουμε ἀπ' τὴ ζωὴ τούτη».
Τίποτε δὲν θὰ πάρουμε. Δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε.
Φαντάσου κάποιον νὰ θέλῃ νὰ ταξιδέψη στὸ ἐξωτερικὸ καὶ νὰ τοῦ λένε τὸ ποσὸν ποὺ
μπορεῖ νὰ ἔχῃ σὰν συνάλλαγμα μαζί του. Κι ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ παίρνῃ αὐτὸ τὸ ποσόν,
φορτώνεται περιττὰ καὶ ἄχρηστα πράγματα!
Στὸ ταξίδι μας γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ μόνο ἀρετὲς μποροῦμε νὰ πάρουμε καὶ πίστη ὄρθη. Κι
ἐμεῖς, ἀντὶ σ' ὅλη μας τὴ Ζωὴ νὰ ἑτοιμαζόμαστε γι' αὐτὸ τὸ ταξίδι, μαζεύουμε ἕνα σωρὸ
ἄλλα. Ὁ πλοῦτος εἶναι παγίδα. Γιατί:
• Διότι εἶναι μάταιος καὶ περιττός.
• Διότι εἶναι εὐτελέστερος καὶ βορβόρου.
• Διότι μᾶς κατατρώγει καὶ στὴν παροῦσα Ζωὴ μὲ τὶς μέριμνες καὶ τὸ ἄγχος γιὰ τὴν
ἀπόκτησή του.
• Διότι δὲν μᾶς ἀφήνει περιθώρια δραστηριότητας γιὰ τὸν ἀληθινὸ πλοῦτο, γιὰ τὸν
οὐράνιο καὶ ἀτέλειωτο πλοῦτο.
• Διότι δὲν σκεπτόμαστε σοβαρά, ὅτι γυμνοὶ θὰ φύγουμε ἀπ' τὸν κόσμο.
Ὅλα αὐτὰ τὰ αἰτιολογικὰ ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πῶς θ' ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' τὴν
πλεονεξία τοῦ πλούτου; «Ἂν ἴδωμεν αὐτῆς τὸ μάταιον καὶ περιττόν. Ἂν ἴδωμεν, ὅτι καὶ
βορβόρου εὐτελέστερος. Ἂν ἴδωμεν, ὅτι ἥδονην ἔχει ἀναμεμιγμένην ἀθυμίαις. Ἂν ἴδωμεν,
ὅτι οὐδὲν ἤμας ὄνινησιν. Ἂν ἴδωμεν, ὅτι ἔρημος ἀπελεύση καὶ γυμνὸς» (Ε.Π.Ε. 23,436-438).

Τὰ ἀναγκαῖα της Ζωῆς (στ. 8)


Δὲν θὰ ἔχουμε τίποτε τὸ ὑλικό;
• Θὰ ἔχουμε, ἀλλὰ τὰ ἀναγκαῖα. Εἶναι ἡ δεύτερη μεγάλη ἀλήθεια τοῦ Παύλου σχετικὰ
μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Μιὰ ἀλήθεια, ποὺ καὶ μόνη αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ λύση σωστά το
οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα: «Ἔχοντες δὲ διατροφᾶς καὶ σκεπάσματα, τούτοις
ἀρκεσθησόμεθα» (στ. 8). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ ἃς ἀρκούμαστε στὶς
ἀναγκαῖες τροφὲς καὶ τὴν ἀναγκαία ἔνδυση καὶ κατοικία».
Στὸ ἑπόμενο θὰ δοῦμε περισσότερα γιὰ τὸ θέμα τῆς φιλαργυρίας, ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴν
ἀρκούμαστε στὰ ἀναγκαῖα.
Ἐδῶ ἁπλῶς σημειώνουμε τὸ λεγόμενο ἀπ' τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Τοσαύτα ἔσθιειν χρὴ
καὶ τοιαῦτα, ἃ θρέψαι ἀρκεῖ. Τοιαῦτα ἀμφιέννυσθαι, ἃ σκεπᾶσαι μόνον ἠμᾶς ὀφείλει καὶ
περιστειλαι τὴν γύμνωσιν, μηδὲν περιττόν. Τοῦτο δὲ καὶ τὸ τυχὸν ποιῆσαι δύναται ἱμάτιον»
(Ε.Π.Ε. 23, 428). Μετάφρασις: Τόσα καὶ τέτοια πρέπει νὰ τρῶμε, ὅσα ἀρκοῦν νὰ μᾶς
θρέψουν. Μὲ τέτοια ροῦχα νὰ ντυνόμαστε, ποῦ νὰ μᾶς καλύπτουν τὴ γύμνια μας. Τίποτε
περιττό. Κι αὐτὸ μπορεῖς νὰ τὸ κάνῃς καὶ μὲ τυχαία ροῦχα.

9
οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς
ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ
ἀπώλειαν. 10 ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι
ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς. 11 Σὺ δέ, ὦ
ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε· δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην,
ὑπομονήν, πρᾳότητα. 12 ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου
ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν
μαρτύρων. 13 παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ
᾿Ιησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, 14 τηρῆσαί σε τὴν
ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 15 ἣν
καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ
κύριος τῶν κυριευόντων, 16 ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν οὐδεὶς
ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν.

Ἀνόητες καὶ βλαβερὲς ἐπιθυμίες (στ. 9)


Ο Παῦλος δὲν περιφρονεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Τὰ βλέπει ὑπὸ τὸ σωστὸ πρῖσμα, ὡς
διακόνους τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ βλέπει ὡς ὑπηρὲτες, ὄχι ὡς δυνάστες. Οἱ
φιλάργυροι, ἀντιθέτως, ἔχουν γίνει δοῦλοι τῆς τυραννίας τῆς ὕλης, τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Τοὺς θεωρεῖ δυστυχεῖς ὁ Παῦλος, καὶ εἶναι.
Δὲν εἶναι δυστυχὴς ἐκεῖνος, ποὺ ἑτοιμάζει μόνος του παγίδες, γιὰ νὰ πέση μέσα καὶ νὰ
σκοτωθῆ; Αὐτὸ κάνει ὅποιος ὄχι ἁπλῶς εἶναι πλούσιος, ἀλλὰ καὶ θέλει νὰ γίνῃ πλούσιος. Γι'
αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεΐν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν
καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλᾶς ἀνοήτους καὶ βλαβερᾶς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς
ἀνθρώπους εἷς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὅσοι
θέλουν νὰ πλουτίζουν, πέφτουν σὲ πειρασμὸ καὶ παγίδα μὲ πολλὲς ἀνόητες καὶ βλαβερὲς
ἐπιθυμίες (ἀπολαύσεις), ποὺ βυθίσουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὄλεθρο καὶ καταστροφή».
Δυστυχισμένοι οἱ πλούσιοι. Γιατί;
«Βυθίζουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον». Βουλιάζουν καθημερινά. Βουλιάζουν μέσα σὲ
ἀγχωτικὲς καταστάσεις, σὲ μέριμνες καὶ σκοτοῦρες, σὲ ἀγωνίες καὶ θλίψεις. Δὲν μποροῦν
εὔκολα νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὴν πτώση τους. «Βυθίσουσιν ὡς μηδὲ ἀνενεγκεῖν δύνασθαι»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23,428).
Εἶδε κανεὶς ποτὲ πλούσιο πραγματικὰ εὐτυχισμένο; Φαίνεται, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἂν δῇς ἀπὸ
κοντὰ τὴ ζωὴ τῶν πλουσίων, φρίττεις. Εἶναι ἀξιοθρήνητοι. Τονίζει Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Καὶ τοῦτο ἔτερως οὐκ ἔστι μαθεῖν, ἢ τοὺς πλουσίοις παροικοῦντα, πόσα ἐποδύρονται,
πόσα θρηνούσι» (Ε.Π.Ε. 23,428).
Πικρία καὶ κλάμα ἢ Ζωή τους. Καὶ ὅμως ἐπιμένουν. Δὲν ξεκολλοῦν ἀπ' τὰ λεφτά.
Πρόκειται γιὰ ἐπιθυμία, ποὺ ἔχει γίνει ἕνα μὲ τὸ εἶναι τους. Πρόκειται γιὰ ἐξάρτησι
χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐξάρτηση τοῦ τσιγάρου ἢ τῶν ναρκωτικῶν.
• Ἡ μιὰ ἐπιθυμία γεννάει ἐπὶ μέρους ἐπιθυμίες. Ἔχουν οἱ πλούσιοι ἐπιθυμίες ἀνόητες.
«Ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλᾶς καὶ ἀνοήτους» (στ. 9).
Ἂν σκεφτῆ κανεὶς πὼς χρησιμοποιοῦν τὰ χρήματα καὶ τὰ πλούτη τους, βλέπει πόσο
ἀνόητοι εἶναι. Ἀνόητοι, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ προκλητικοί, γιατί σπαταλοῦν χρήματα γιὰ
βλακεῖες, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλοι πεινᾶνε καὶ ὑποφέρουν. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος περιγράφει
τὶς ἀνόητες ἐπιθυμίες τῶν πλουσίων. Τὶς παρουσιάzουμε, διότι θαρρεῖς πῶς μιλάει γιὰ τὴν
ἐποχή μας. Ἀνόητο δὲν εἶναι ν' ἀσχολῆται κανεὶς μὲ σκυλιὰ ράτσας, μὲ ἄλογα, μὲ
θηριοτροφεῖα κ.λ.π.; «Πῶς οὐκ ἀνόητος ἐπιθυμία, ὅταν μωροὺς ἔχουσιν, ὅταν νάνους, οὐ
φιλανθρωπίας ἕνεκεν, ἀλλὰ τέρψεως; Ὅταν ixθύς ἀποκλείωσιν ἐν ταῖς αὐλαῖς, ὅταν θηρία
τρέφωσιν, ὅταν περὶ κύνας ἤσχοληνται, ὅταν ἴπποις κοσμωσι, καὶ τῶν παίδων οὒχ ἧττον
περὶ αὐτοὺς διακέωνται;» (Ε.Π.Ε. 23,430). Μετάφρασις: Πῶς δὲν εἶναι ἀνόητη ἡ ἐπιθυμία
τους, ὅταν μαζεύουν χαζοὺς καὶ νάνους, ὄχι βέβαια γιὰ φιλανθρωπία, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς
πειράζουν καὶ νὰ διασκεδάζουν; Ὅταν κλείνουν ψάρια στὶς αὐλές τους, ὅταν τρέφουν
θηρία, ὅταν ἀσχολοῦνται μὲ σκυλιά, ὅταν στολίζουν ἄλογα καὶ ὅλα αὐτὰ τ’ ἀγαποῦν
περισσότερο ἀπ' τὰ παιδιά;
• Εἶναι καὶ βλαβερὲς οἱ ἐπιθυμίες τῶν πλουσίων. «Ἐμπίπτουσιν εἷς ἐπιθυμίας...
βλαβερᾶς, αἵτινες βυθίσουσι τοὺς ἀνθρώπους εἷς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (στ. 9). Βλαβερὲς
οἱ ἐπιθυμίες τους καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Τὰ πλούτη ὁδηγοῦν στὴ
«μεγάλη Ζωή», σὲ ἀκολασίες καὶ παρανόμους ἔρωτες, μὲ τὰ φρικτὰ ἐπακόλουθα.
Σπρώχνουν σὲ μέθη καὶ κραιπάλη. Ἀπαιτοῦν τὴν ἀδικία καὶ ἀτιμία καὶ τὴν κλοπὴ τῶν ἄλλων,
ἀκόμα καὶ τὸ φόνο τους. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ποίαι βλαβεραί; Ὅταν ἔρωσιν
ἔρωτας ἀτόπους, ὅταν τῶν τοῦ πλησίον ἔφιενται, ὅταν τὴ τρυφὴ προσπαλαίωσιν, ὅταν
μέθης ὄρεγωνται, ὅταν σφαγῆς καὶ τῆς ἑτέρων ἀπωλείας. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τῶν ἔρωτων καὶ
τυραννίδι ἐπέθεντο καὶ ἀπώλoντο. "Ὄντως ὁ τοιοῦτος κάμνει εἰς ἀνόνητα, μᾶλλον δὲ
βλαβερὰ» (Ε.Π.Ε. 23,430). Μετάφρασις: Ποιὲς εἶναι οἱ βλαβερές τους ἐπιθυμίες; Ὅταν
ἐπιθυμοῦν ἔρωτες αἰσχρούς. Όταν θέλουν ν' ἁρπάξουν τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου. Ὅταν
ἔχουν μανία γιὰ ἀκολασία. Ὅταν διψᾶνε γιὰ μεθύσι. Ὅταν ἀκόμα καὶ τὸ σφάξιμο τῶν ἄλλων
ἐπιθυμοῦν. Πολλοὶ ἐξ αἰτίας τέτοιων ἔρωτων φορτώθηκαν τυραννία. Πραγματικὰ ἕνας
τέτοιος ἄνθρωπος κοπιάσει γιὰ ἀνώφελα, η, καλύτερα, γιὰ βλαβερά.
• Μοχθοῦν καὶ κουράζονται γιὰ τὴ δυστυχία τους, γιὰ τὴν τυραννία τους, γιὰ νὰ γίνουν
σκλάβοι.
• Τὰ πλούτη «βυθίσουσιν εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (στ. 9).
Φαντάσου κάποιον νὰ βαδίκη σὲ δρόμο γεμάτο παγίδες. Καὶ νὰ εἶναι μεθυσμένος καὶ νὰ
νομίση ὅτι πηγαίνει καλά. Ξαφνικὰ πατάει μιὰ παγίδα καὶ καταστρέφεται. Χάνεται!
Ἔτσι εἶναι ὁ πλούσιος. Μεθυσμένος ἀπ' τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, νομίζει πῶς πηγαίνει καλὰ στὴ
ζωή του. Μὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη «τὴν ἔχει πατήσει». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρουσιάσει
τὸ παράδειγμα αὐτὸ κάπως διαφορετικά.
Ένας ὁδοιπόρος βαδίζει γιὰ μιὰ πόλι. Ἀφηρημένος ὅπως εἶναι, βυθισμένος σὲ ποικίλες
σκέψεις, προσπερνᾷ τὴν πόλι χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πλούσιος. Προσπερνᾷ τὴν πόλι τῆς εὐτυχίας, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, διότι
εἶναι ἀπορροφημένος ἀπ' τὶς φροντίδες. «Καθάπερ γὰρ τὶς εὐθεῖαν ὁδὸν βαδίζων καὶ πρὸς
ἕτερον τί τὸν νοῦν ἔσχηκως, βαδίζει μέν, οὐκ εἴδως δὲ παρέρχεται τὴν πόλιν πολλάκις
ἐκείνην, εἰς ἣν ἔσπευδεν, ἑλκομένων αὐτῶν τῶν ποδῶν ἁπλῶς καὶ μάτην. Τοιοῦτον τί καὶ ἡ
φιλαργυρία ἐστὶ» (Ε.Π.Ε. 23,432).
• Δυστυχισμένοι οἱ πλούσιοι. Βυθίζουν συνεχῶς στὸ σῶμα τοὺς ἀγκάθια, ποῦ
ἀγκυλώνουν καὶ πονᾶνε.
Ποιὸς πιάνει ἀγκάθια καὶ χαίρεται; Τὸ ἴδιο δὲν χαίρεται ὅποιος πιάνει λεφτά. Ἔτσι λέει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος. Σ' ὅλες σχεδὸν τὶς ὁμιλίες τοῦ καυτηριάσει τὴ φιλαργυρία, ποῦ μόνη
ἀπὸ ὅλα τα πάθη χαρακτηρίζεται «εἴδωλολατρια» (Κολοσ. γ' 5). «Ἄκανθαι εἰσιν αἳ
ἐπιθυμίαι, καὶ καθάπερ ἐν ἀκάνθαις, ὅθεν ἂν τὶς ἄψηται αὐτῶν, ἤμαξε τὰς χεῖρας καὶ
τραύματα ἐργάζεται, οὕτω καὶ ἀπὸ τὸν ἐπιθυμιῶν τὸ αὐτὸ πείσεται ὁ ταύταις ἐμπεσῶν καὶ
τὴν ψυχὴν ἀλγηδόσι περιβαλεϊ» (Ε.Π.Ε. 23,432). Μετάφρασις: Ἀγκάθια εἶναι οἱ
πλεονεκτικὲς ἐπιθυμίες. Κι ὅπως τ' ἀγκάθια, ὅπου κι ἂν τ' ἀγγίξη κανείς, ματώνει τὰ χέρια
του καὶ τραυματίζεται, ἔτσι κι ἀπ' τὶς ἐπιθυμίες αὐτὲς παθαίνει ὅποιος πέφτει σ' αὐτές.
Βάσει τὴν ψυχή του σὲ πόνους.

Ρίζα ὅλων των κακῶν ἢ φιλαργυρία (στ. 10)


Τὰ πλούτη εἶναι κακά, διότι ἀποσποῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπ' τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια, ἀπ' τὸν
ἀληθινὸ πλοῦτο, καὶ τὸν προσκολλοῦν στὰ μάταια καὶ ἀνόητα καὶ «ἀνόνητα» (ἀνώφελα),
ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἡ αἰτία τῶν περισσοτέρων κακῶν.
Ἂν παραστήσουμε ὅλα τα κακά του κόσμου, πολέμους, ἔχθρες, μίση, φιλονεικίες,
κλοπές, ἐγκλήματα κ.λ.π., σὰν καρποὺς τεράστιου δέντρου, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ρίζα τοῦ
εἶναι ἡ φιλαργυρία. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ρίζα γὰρ πάντων
των κακῶν ἔστιν ἢ φιλαργυρία, ἧς τινὲς ὄρεγομενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς Πίστεως καὶ
ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις Πολλαῖς» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ρίζα
πάντως ὅλων των κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Κυριευμένοι ἀπ' αὐτὸ τὸ πάθος μερικοὶ
ἀπομακρύνθηκαν ἀπ' τὴν πίστι καὶ κατατραυμάτισαν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ πολλὰ ὀδυνηρὰ
τραύματα».
• Ἄνθρωπος ποὺ καρφώνει τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποκτᾷ ὀδύνες πολλές, αὐτὸς εἶναι ὁ
φιλάργυρος. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς» (στ. 10). Καὶ τὸ
εἴδαμε αὐτὸ κάπως παραπάνω.
Ἐδῶ ἃς δοῦμε τὸ ἄλλο, Ποῦ εἶναι σημαντικὸ κι ἀπὸ πλευρᾶς κοινωνιολογικῆς καὶ ἠθικῆς,
τὸ ὅτι «ἡ φιλαργυρία ρίζα πάντων των κακῶν ἔστιν» (στ. 10).
• Μπορεῖτε νὰ βρῆτε κακό, ποῦ δὲν προέρχεται ἀπ' τὴ φιλαργυρία, ποῦ δὲν ἔχει σχέση
μὲ τὰ λεφτὰ ἢ τὴν πλεονεξία;
Πηγαίνεις σὲ δικαστήρια, ὅπου ἑκατοντάδες ὑποθέσεις καθημερινά. Σπάνια θὰ βρῇς
ὑπόθεση, ποὺ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπ' τὴ φιλαργυρία, ποῦ δὲν γεννήθηκε ἀπὸ τὴν πλεονεξία.
Διαβάζεις μιὰ ἐφημερίδα, ὅπου περιγράφονται διαρρήξεις, κλοπές, κομπίνες, ἀπάτες,
πλαστογραφίες, νοθεύσεις, λῃστεῖες, ἐγκλήματα, φιλονεικίες. Σπάνια κάποιο ἀπὸ αὐτὰ δὲν
θὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὰ λεφτά. Γι' αὐτὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τί γὰρ κακὸν οὐ διὰ
χρήματα;» (Ε.Π.Ε. 23,434).
Καὶ περιγράφει ὁ ἅγιος Πατὴρ μερικοὺς καρποὺς σάπιους, βρωμερούς, ἔγκληματικους,
ποῦ ὅλοι προέρχονται ἀπ' τὴ ρίζα τῆς φιλαργυρίας: «Τί κακὸν οὐ διὰ τὰ χρήματα; Οὐχὶ
πλεονεξίαι; Οὒχ ἅρπαγαι; Οὐκ ὀλοφυρμοί; Οὐκ ἔχθραι; Οὗ μάχαι; Οὐ φιλονεικίαι; Οὗ μέχρι
τῶν νεκρῶν τὰς χεῖρας ἐξέτειναν; Οὐχὶ καὶ μέχρι πατέρων καὶ ἀδελφῶν; Οὐχὶ φύσεως
νόμους καὶ Θεοῦ προστάγματα καὶ πάντα ἁπλῶς ἀνέστρεψαν, ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ἐκείνης
κατεχόμενοι; Τὰ δικαστήρια οὐ τούτων ἕνεκεν;» (Ε.Π.Ε. 23,434). Μετάφρασις: Ποιὸ κακὸ
δὲν προέρχεται ἀπ' τὴ μανία τῶν χρημάτων; Ἀπ' αὐτὴν γεννιόνται: Κι οἱ πλεονεξίες, καὶ οἱ
κλεψιές, καὶ τὰ δράματα, καὶ οἱ τσακωμοί, καὶ οἱ φιλονεικίες. Ἀκόμα καὶ νεκροὺς κλέβουν.
Ἀκόμα καὶ στ' ἀδέλφια καὶ στοὺς γονεῖς ἁπλώνουν ἅρπακτικά τα χέρια. Δὲν σέβονται τοὺς
νόμους τῆς φύσεως. Καταπατοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Όλα γενικά τα κάνουν ἄνω-κάτω
μανιασμένοι ἀπ' τὸ πάθος τῆς φιλοχρηματίας. Μήπως τὰ δικαστήρια γι' αὐτὸ δὲν
λειτουργοῦν;
• Φρικτὰ πράγματα διαπράττει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ φιλοχρηματία, γιὰ νὰ καλοπερνᾷ
αὐτός. Ἀκόμα καὶ τυμβωρύχος γίνεται. Ἀκόμα καὶ τὸ παιδὶ τοῦ σκοτώνει! Τὸ φρικτὸ ἔγκλημα
τῆς ἐκτρώσεως ποιὰ ἔχει αἰτία; Τὸν ὑλισμὸ τῶν γονέων, ποὺ μόνο στὰ λεφτὰ πιστεύουν,
ποὺ ἔχουν θεοποιήσει τὴν ὕλη, ποῦ θέλουν αὐτοὶ νὰ καλοπερνᾶνε, καί, προκειμένου νὰ μὴ
χάσουν αὐτοὶ τὸ «ΧουΖοῦρι» τους, καταδικάζουν σὲ ἀπαίσιο θάνατο τὸ κυοφορούμενο
παιδί τους!
• Τὰ πάντα καταστρέφει ἢ μανία τοῦ χρήματος.
• Ἄνω - κάτω γίνεται ὁ κόσμος, τὸ σπίτι, ἡ γειτονιά, τὸ κράτος, ἡ κοινωνία τῶν ἐθνῶν, γιὰ
τὰ λεφτά.
Εἴδατε τὴ θάλασσα; Πόσο ὄμορφη εἶναι ὅταν ἐπικρατῇ γαλήνη! Γαλάζια. Φαίνεται κι ὁ
βυθός της μὲ τὰ ὡραῖα του στολίδια. Μὰ ξαφνικὰ σηκώνεται ἄνεμος, δυνατὸς ἀγέρας κι
ἀναταράσσει τὴ θάλασσα. Ἡ ἄμμος ἀπ' τὸ βυθὸ ἔρχεται πάνω καὶ τὰ γαλανὰ νερὰ
θολώνουν.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ κοινωνία. Ὡραία εἶναι. Μὰ ξαφνικὰ σηκώνεται ἡ θύελλα τῶν οἰκονομικῶν
συμφερόντων καὶ ἀναστατώνεται ὁ κόσμος.
Τὸ παράδειγμα αὐτὸ ἀνήκει στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. «Καθάπερ ἄνεμοι τινὲς
ἐναντίοι καὶ σφοδροὶ εἷς γαληνὸν ἔμπνεοντες πέλαγος ἐκ βάθρων αὐτὸ ἀναστρέφουσιν, ὡς
καὶ τὴν βύθιον ἄμμον τοῖς ἄνω μίγνυσθαι κύμασιν, οὕτως οἱ φιλοχρήματοι πάντα ἄνω κάτω
ποιούσιν. Οὐδένα οἶδε φίλον ὁ φιλοχρήματος. Τί δὲ λέγω φίλον; Οὐδὲ αὐτὸν τὸν Θεὸν
ἐπίσταται... Ὑπὸ τούτων (τῶν φιλαργύρων) πάντα ἀνατέτραπται, πάντα διόλωλεν ἀπὸ τῆς
τῶν χρημάτων μανίας» (Ε.Π.Ε. 23,434 436).
• Ὅλα τα κακὰ ἀπ' τὴ φιλαργυρία. Ὁ φιλάργυρος δὲν ἔχει φίλο. Προδίδει καὶ τὸν
καλύτερο φίλο του, ἀφοῦ ἔχει ἤδη προδώσει τὸν Θεό.
Γι' αὐτὸ καταλήγει ὁ Ἱερὸς Πατήρ: Πᾶρτε ἀπ' τὴ μέση τους φιλαργύρους, καὶ ἀμέσως θὰ
λυθοῦν ὅλα τα προβλήματα. Καὶ ἂν οἱ φιλάργυροι προκαλοῦν ὅλα τα κακά, θὰ ἔπρεπε σὰν
λύκους νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε ἀπ' τὴν κοινωνία.
Ἀλλ' ἂν ἀπομακρύναμε τοὺς φιλάργυρους, ποιοὶ θὰ ἀποτελοῦσαν τὴν κοινωνία; «Ἄνελε
τὴν φιλοχρηματίαν, καὶ πέπαυται πόλεμος, πέπαυται μάχη, πέπαυται ἔχθρα, πέπαυται ἔρις
καὶ φιλονεικία. Ὥσπερ λυμεῶνας καὶ λύκους ἐλαύνεσθαι τοὺς τοιούτους ἐκ τῆς οἰκουμένης
ἔχρην» (Ε.Π.Ε. 23,434).

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (11)


Παρουσίασε ὁ Παῦλος τὰ κακά των ὑλιστῶν ἀνθρώπων, ποῦ γιὰ θεὸ τοὺς ἔχουν τὸ
χρῆμα, τὴν κοιλιά τους, τὸ «ἐγώ» τους. Δὲν ἄνηκε ἄσφαλως σ' αὐτοὺς ὁ Τιμόθεος.
Ὁ Τιμόθεος εἶχε τὸ μεγαλύτερο ἀξίωμα. Καὶ μεγαλύτερο ἀξίωμα δὲν εἶναι το ὅτι ἦταν
ἐπίσκοπος, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καὶ κάθε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο
δὲν Ζηλεύει τοὺς πλουσίους, ἂλλ' ἀποφεύγει ὡς βδελυκτὰ καὶ ἐπικίνδυνα ὅσα κάνουν οἱ
φιλοχρήματοι καὶ πλεονέκτες.
Ὁ Παῦλος καλεῖ τὸν Τιμόθεο, ἀλλὰ καὶ κάθε πιστὸ μέσα στοὺς αἰῶνες: «Σὺ δέ, ὢ
ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε. Δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην,
ὑπομονήν, πραότητα» (στ. 11). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὅμως ἐσύ, ὢ ἄνθρωπε τοῦ
Θεοῦ, νὰ τὰ ἀποφεύγῃς αὐτά. Καὶ νὰ ἐπιδιώκῃς τὸ καλό, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστι, τὴν
ὑπομονή, τὴν πραότητα (ἀνεξικακία, ταπείνωσι)».
• « Ὢ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ»!
Ὑπάρχει ὡραιότερη προσφώνησις; Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Μέγα
ἀξίωμα. Πάντες μὲν γὰρ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κυρίως οἱ δίκαιοι, οὐ κατὰ τὸν τῆς
δημιουργίας λόγον, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν τῆς οἰκειώσεως» (Ε.Π.Ε. 23,430).
Όλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ κυρίως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ δίκαιος, ὁ
πιστός, ὁ ἐνάρετος. Αὐτὸς ἀκούσια μὲν δημιουργήθηκε ἀπ' τὸ Θεό, ἀλλ' ἑκούσια δέχτηκε
ἀρχηγὸ τοῦ τὸ Θεὸ καὶ ἔγινε οἰκεῖος (Ἐφεσ. β' 19) τοῦ Θεοῦ.
Μεγάλη ὑπόθεσις νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τί ἄλλο μπορεῖ ν' ἀναπαύση ἕναν
ἄνθρωπο ἀπ' τὴ σκέψι, ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ,
ὅτι τὸν φροντίζει ὃ Θεός, ὅτι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Θεὸς εἶναι καὶ δικά του;
• Ἀλλὰ γιὰ νάναι κάποιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν ἀρκεῖ ν' ἀποφεύγῃ ὅλα τα κακά της
φιλαργυρίας καὶ τῆς πλεονεξίας. Αὐτὸ συνιστᾷ τὴν ἄρνηση. Χρειάζεται καὶ ἡ θέσις. Γι' αὐτὸ
λέει ὁ Παῦλος: «Ταῦτα φεῦγε δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν,
πραότητα» (στ. 11).
Ἀρνούμαστε τὴ ζωὴ τῆς ὕλης. Ἐπιδιώκουμε τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν
ἀρετῶν, γιὰ τοὺς καρποὺς μιᾶς ἄλλης ρίζας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς τοὺς καρποὺς εἶναι καὶ οἱ ἀναφερόμενοι: Δικαιοσύνη, καλωσύνη,
εὐσέβεια, πίστις, ἀγάπη, ὑπομονή, πραότητα.
• Μόνο ὅποιος ξεκαλιστὴ ἀπ' τὴ μέθη, μπορεῖ νὰ δὴ ὅτι ὑπάρχουν ὡραιότερα πράγματα
ἀπ' τὸ κρασί. Ἔτσι μόνο ὅποιος ξεμεθύση ἀπ' τὴ μέθη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ μετανοήση
εἰλικρινά, μπορεῖ ν' ἀποκτήση τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος. Ν' ἀποκτήση τὸ εἰσιτήριο γιὰ
τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. «Ἀνανήψωμεν Ποτὲ ἐκ τῆς μέθης ταύτης. Ἰδωμεν τὸ ὄντως
καλόν, τὸ φύσει καλόν, τὴν εὐσέβειαν, τὴν δικαιοσύνην, ἶνα ἐπιτύχωμεν τῶν ἐπαγγελμένων
ἀγαθῶν» (Ε.Π.Ε. 23,440).

Κράτα καλὰ τὴν αἰωνιότητα (στ. 12)


Δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεσις νὰ ξεκολλήση κανεὶς ἀπ' τὴν ὕλη, ἀπ' τὰ γήινα. Ἀπαιτεῖται
ἀγῶνας. Ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ἀγῶνα καλό. Ἀναγκαῖο, ὄχι μάταιο. Αὐτὸ τονίζει στὸν ἑπόμενο
στίχο ὁ Παῦλος: «'Ἀγωνίzου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως. Ἐπιλαβοὺ τῆς αἰωνίου Ζωῆς, εἰς
ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὤμολογησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» (στ. 12).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀγωνίzου τὸν ὡραῖο ἀγῶνα τῆς πίστεως. Πιάσε καὶ κράτα
καλὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ὁποία σὲ κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ ἔκανες τὴν καλὴ ὁμολογία
ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων».
• «Ἀγωνίσου»! Ἡ λέξις ἠλέκτρισε ἄλλοτε τοὺς χριστιανούς. Σήμερα ὅμως οἱ λεγόμενοι
χριστιανοὶ ἔχουμε μάθει στὴ μαλθακότητα, στὴν καλοπέραση.
Πήραμε τὴ χριστιανικὴ Ζωὴ λάθος. Ἀκολουθοῦμε μιὰ εὔκολη θρησκευτικότητα, ποὺ δὲν
εἶναι ἐπικίνδυνη, ποὺ δὲν ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ προσπάθειες, βία καὶ ἀγῶνα. Λησμονοῦμε,
ὅτι γιὰ νὰ ξεφύγουμε τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς γύρω μας, τὶς διάφορες ἁμαρτωλὲς
ἡδονές, χρειάζεται ἀγῶνας. Κι ὁ ἀγῶνας αὐτὸς γίνεται μὲ προπονητὴ καὶ ἐνισχυτὴ τὴ χάρη
τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανὸς εἶναι «εὔζωνος», πειθαρχημένος σ' ἕνα ἀδιάκοπο ἀγῶνα κατὰ τῆς
ἁμαρτίας.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀγωνιστῆς τῆς ἁγιότητας: «Πάντοθεν χρῆ
συνεστράφθαι, πάντοθεν χρῆ εὔκωνον εἶναι. Μυρίαι πανταχόθεν ἤδοναι ἔλκουσι τῆς
ψυχῆς τοὺς ὀφθαλμούς, αἳ τῶν σωμάτων, αἳ τῶν χρημάτων, αἳ τῆς τρυφῆς, αἳ τῆς ρᾳθυμίας,
αἳ τῆς δόξης, αἳ τῆς ὀργῆς, αἳ τῆς δυναστείας, αἳ τῆς φιλαρχίας» (Ε.Π.Ε. 23,432).
Μετάφρασις: Νὰ προσέχῃς ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές. Νᾶσαι ζωσμένος καλὰ ἀπὸ παντοῦ.
Μύριες ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς φαίνονται νὰ σὲ κυκλώνουν καὶ νὰ τραβᾶνε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
σου: Τῆς σάρκας, τῶν χρημάτων, τῆς πολυτέλειας, τῆς ἀδιαφορίας, τῆς φιλοδοξίας, τῆς
ὀργῆς, τῆς δυνάμεως, τῆς φιλαρχίας.
Ἀγῶνας σκληρός. Ἀντίπαλοι τρεῖς στὸν ἀγῶνα αὐτό:
Ὁ Διάβολος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ διαστρέψη τὰ πράγματα.
Ὁ κόσμος, ποὺ μαγεύει καὶ σαγηνεύει.
Ὁ παλαιὸς ἐαυτός μας, ποὺ φουντώνει κάποτε ἀπ’ τὰ ἐλλοχεύοντα μέσα μας πάθη.
• Γιὰ τὴ νίκη στὸν ἀγῶνα ὑπάρχει ἕνα ἰσχυρὸ κίνητρο. Ἡ αἰώνια ζωή. Γι' αὐτὸ λέει ὁ
Παῦλος: «Ἐπιλαβοὺ τῆς αἰωνίου Ζωῆς» (στ. 12).
Γιὰ τὴν αἰωνιότητα πλαστήκαμε. Τὴν αἰωνιότητα μᾶς χαρίζει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σταυρικό
Του θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του. Στὴν αἰωνιότητα θέλει νὰ μᾶς τραβήξη ὁ Κύριος.
Ἀλλὰ θέλει νὰ κρατηθοῦμε γερὰ ἀπ' τὴν πίστι, ἀπ' τὸν πόθο καὶ ἀπ' τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Φαντάσου κάποιον νὰ βρίσκεται πεσμένος σὲ λάκκο βαθύ. Τοῦ ρίχνουν γερὸ σκοινί, γιὰ
νὰ τὸν ἀνασύρουν. Τὸ σκοινὶ αἰωρεῖται. Τοῦ φωνάζουν:
-Πιάσου γερὰ στὸ σκοινί! Κράτα καλά το σκοινί!..
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔχει ρίξει τὸ σκοινὶ τῆς σωτηρίας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνασύρῃ ἀπ' τὸ λάκκο τῆς
παρούσης τραγῳδίας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸν παράδεισο. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Τοῦ μᾶς
φωνάζει: «Ἐπιλαβοὺ τῆς αἰωνίου Ζωῆς».
Κρατήσου καλὰ ἀπ' τὴν πίστι τῆς αἰωνιότητας! Μὴ χάσης αὐτὴ τὴν πίστη!
Μὴ χάσης τὸ ὄνειρο τῆς αἰωνιότητας, τὴν προοπτική της οὐράνιας πολιτείας!
• Γι' αὐτὴν μας κάλεσε ὁ Χριστός. Καὶ δώσαμε τὴν ὁμολογία μας. Κι ὀφείλουμε μαζὶ μὲ
τὴν ὁμολογία νὰ παρουσιάζουμε καὶ τὸν ἀνάλογο ἀγῶνα. Νὰ δείχνουμε καὶ τὴν ἀνάλογη
ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Εἷς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὤμολογησας τὴν
καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» (στ. 12). Σημειώνει δὲ ἐρμηνεύοντας ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Οὐκ ἄρα ὁμολογίας χρεία μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑπομονῆς» (Ε.Π.Ε. 23,432).
• Γιὰ κάθε ἀγῶνα ὑπάρχει βραβεῖο. Γιὰ τὸν «καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» βραβεῖο καὶ
μισθὸς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μπροστὰ μας ὁ Θεὸς σερβίρει τὸ γλυκύτατο τραπέζι τῆς
ἐπουρανίου βασιλείας Του. Ο κόσμος σερβίρει τὸ βοῦρκο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν. Τί θὰ
προτιμήσουμε;
Ἄσπιλοι μέχρι τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου (στ. 13-14)
Τὸ θέμα εἶναι πολὺ σοβαρό. Εἶναι ζήτημα Ζωῆς ἢ θανάτου αἰωνίου. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος
γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾷ ἐπικαλεῖται μάρτυρα τὸν Θεό. «Παραγγέλλω σοὶ ἐνώπιόν του Θεοῦ
τοῦ Ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου
τὴν καλὴν ὁμολογίαν» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σοῦ παραγγέλλω ἐνώπιόν
του Θεοῦ, ποῦ Ζωοποιεῖ τὰ πάντα, καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔδωσε μαρτυρία μπροστὰ
στὸν Πόντιο Πιλᾶτο κάνοντας τὴν καλὴ ὁμολογία (γιὰ τὸ Πρόσωπό Του)».
Μπροστὰ στὸ Θεό, στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, δώσαμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως.
Κάτω ἀπ' τὰ μάτια Τοῦ Ζοῦμε. Ὁ Μάρτυράς μας, ὅτι παραλάβαμε τὸ γνήσιο Εὐαγγέλιο,
εἶναι Ἐκεῖνος.
Μεγάλη, λοιπόν, ἡ εὐθύνη μας, ἂν ἔκκλινουμε ἀπ' τὴν πίστι, ἂν γλιστρήσουμε σὲ
ἀντιχριστιανικὴ Ζωή. Ὄχι ὅμως μόνο εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ θάρρος καὶ δύναμις. Στηριζόμαστε
στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὄχι ἁπλῶς Ζωντανός, ἀλλὰ καὶ «Ζωοποιῶν». «Ἐνώπιόν του Θεοῦ τοῦ
Ζωοποιοῦντος τὰ πάντα» (στ. 13).
• Κάνει τὰ δυσκολοτέρα. Ζωντανεύει νεκρούς. Κι ἐμᾶς μπορεῖ νὰ μᾶς Ζωντανέψη. Όπως
στὸν στίχο ἐ' 21, ἔτσι κι ἐδῶ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συνδέεται μὲ ἕνα καὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα, ὡς
ὁμούσιος καὶ ὁμοδύναμος!
Θεὸς ἀληθινὸς ὁ Χριστός. Τὰ ἴχνη Τοῦ ἀκολουθοῦμε παντοῦ. Καὶ στὸ θέμα τῆς
ὁμολογίας. Ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴν καλὴ μαρτυρία, τὴ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας. Μαρτύρησε
γιὰ τὴν ἀλήθεια ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου. Λέει στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος:
«Ἀναλογίσασθε τὸν τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς αὐτὸν ἀντιλογίαν,
ἶνα μὴ κάμνητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἐκλυόμενοι» (Ἑβρ. 1β' 3).
• Αὐτὸς ὁ Χριστός, ποῦ ὁ Ἴδιος ἔδωσε τὴν καλὴ ὁμολογία, ἐνισχύει καὶ τοὺς ἀνθρώπους
του νὰ δίνουν «ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων» τὴν καλὴ ὁμολογία καὶ νὰ ὑφίστανται τὶς
μαρτυρικὲς συνέπειες τῆς δημόσιας ὁμολογίας. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος
γιὰ τὸ ὅτι καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ: «Ὃ δὲ λέγει, τοῦτο ἔστιν
ὥσπερ ἐκεῖνος ἐποίnσεν, οὕτω, φησί, καὶ ὑμᾶς χρὴ ποιεῖν. Διὰ τοῦτο γὰρ ἐμαρτύρησεν, ἶνα
κατ' ἴχνος αὐτοῦ βαίνομεν τὴν καλὴν ὁμολογίαν ὅπερ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ
ποιεῖ» (Ε.Π.Ε. 23,442-444).
• Ποιὰ εἶναι ἡ παραγγελία τοῦ Παύλου στὸ μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο, ποῦ εἶναι τόσο σοβαρή,
ὥστε νὰ ἐπικαληται μάρτυρα τὸν ἴδιο τὸν Θεό;
Ἡ καλὴ ὁμολογία. Ἀφορᾷ καὶ στὰ δυὸ σκέλη τῆς χριστιανικῆς Ζωῆς: καὶ στὴν ὀρθὴ πίστι
καὶ στὴν ἐνάρετη Ζωή.
Μὲ μιὰ λέξι ὁ Παῦλος ὀνομάζει αὐτὴ τὴ ζωὴ «ἐντολήν».
• Σκοπὸς μᾶς εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Τηρῆσαι σὲ τὴν ἐντολὴν
ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 14).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ κρατήσης τὴ διδασκαλία ἀνόθευτη, ἄψογη, μέχρι τὴν
ἔνδοξη παρουσία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἡ «ἐντολὴ» ἄσπιλος. Σημαίνει, πρώτον νάχουμε ἄσπιλο, ἀνόθευτο δόγμα, καὶ δεύτερον
ἄσπιλη, ἁγνὴ καὶ καθαρὴ Ζωή, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ δόγματος. Αὐτὸ σημειώνει καὶ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Τί ἔστι “τηρῆσαι σὲ τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον”; Μήτε δογμάτων ἕνεκεν, μήτε
βίου, κηλιδὰ τινὰ προστριψάμενον» (Ε.Π.Ε. 23,444).
• Δὲν εἶναι εὔκολο. Χρειάζεται διαρκής, ἄγρυπνος ἀγῶνας, γιὰ νάναι κανεὶς ὅσο γίνεται
ἀνεπίληπτος. Κι αὐτὸ μέχρι πότε; «Μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»
(στ. 14).
Πολλὲς φορὲς ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ.
Πρόκειται γιὰ τὴ μεγάλη καὶ ποθητὴ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅπου οἱ πιστοὶ θ'
ἀπολαύσουν σ' ὅλο το μεγαλεῖο της τὴν ἐπιφάνεια, τὴ φανέρωση τῆς θεϊκῆς δόξας τοῦ
Χριστοῦ.
Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ γιὰ κάθε πιστὸ εἶναι πολὺ κοντά. «Ὁ Κύριος ἐγγὺς» (Φιλιπ. δ'
5). Εἴτε γιατί ἐμεῖς θὰ φανερωθοῦμε μπροστὰ στὸ Χριστό, τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου μας, εἴτε
γιατί ὁ Χριστὸς θὰ φανερωθῆ σ' ἐμᾶς τὴν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Ἑπομένως κακῶς μερικοὶ ψάχνουν νὰ βροῦν, πότε θὰ γίνῃ ἢ Δευτέρα Παρουσία.
Πάντοτε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι. Ἡ ὥρα τῆς ἐτάσεως εἶναι πολὺ κοντά. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ
σήμερα.

Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος των κυριευόντων (στ. 15)


Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλο λόγο δὲν πρέπει νὰ ψάχνουμε τὸ χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Διότι
αὐτὸ κανεὶς δὲν τὸ γνωρίζει. Εἶναι προνόμιο ἀποκλειστικό του Θεοῦ. Τὸ τονίζει στὸν
ἑπόμενο στίχο ὁ Παῦλος: «Ἣν (ἐπιφάνειαν) καιροις ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος
δυνάστης, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος των κυριευόντων» (στ. 15). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Τὴν ἔνδοξη παρουσία Του, στοὺς ὤρισμενους καιρούς, θὰ
πραγματοποιήση ὁ Μακάριος καὶ μόνος Ἐξουσιαστής, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ ὁ
Κυρίαρχός των κυριάρχων».
• Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μακάριος, ὄχι διότι κάποιος τοῦ χαρίσει τὴ μακαριότητα. Εἶναι, ὅπως
λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ «αὐτομακαριότης» (Ε.Π.Ε. 23, 446). Ἔχει τὴν οὐσία τῆς
μακαριότητας γι' αὐτὸ καὶ εἶναι πηγὴ τῆς μακαριότητας, τῆς εὐτυχίας, τῆς χαρᾶς, τῆς θείας
εὐφροσύνης.
• Ὁ Θεὸς ἔχει τὸ δικό του χρονόμετρο. Ἀντιφατικὸ φαίνεται αὐτό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι
ἐκτὸς χρόνου καὶ χώρου. Ἀλλ' ὡς πρὸς τὴ φανέρωση τῶν σχεδίων Του καὶ τὴν ἐκπλήρωση
τῶν ἐπαγγελιῶν Τοῦ ὑπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα, ὡς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν
εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ «καιροὺς ἰδίους» (στ. 15). Δικοί Του οἱ χρόνοι. Μόνο Αὐτὸς
γνωρίζει πότε θὰ ἔρθη «κρίναι ζωντας καὶ νεκρούς». Ἃς μὴ θέλουμε νὰ ἐρευνοῦμε χρόνους,
ποὺ ἀπέκλεισε ὁ Θεὸς τὴν ἔρευνά τους (Πράξ. α' 7).
Τὰ δικά μας ρολόγια δουλεύουν σ' ἄλλη συχνότητα.
• Γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ παντοδύναμος. Πάνω ἀπὸ ὅλους τους ἄρχοντες καὶ
ἐξουσιαστὲς εἶναι ἐκεῖνος, «ὁ μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος
των κυριευόντων» (στ. 15).
Δυνάστης, χωρὶς νὰ δυναστεύῃ. Ὁ Δυνάστης, ποὺ ἐλευθερώνει. Ἐξουσιάζει παντοῦ.
Γι' αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ
ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι. Φοβήθητε μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα
ἀπολέσαι» (Ματθ. 1' 28).
Εἶναι «Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος των κυριευόντων», ὄχι διότι οἱ βασιλεῖς,
οἱ κύριοι, οἱ πάσης φύσεως ἄρχοντες, Τὸν ἀναγνωρίζουν ἀνώτερό τους, ἀλλὰ διότι ἐξ
ἀντικειμένου εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλους, εἴτε Τὸν ἀναγνωρίζουν εἴτε ὄχι, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε δὲν
τὸ θέλουν.
Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, ἀνώτερος. Διότι ἡ βασιλεία τοῦ εἶναι αἰώνιος. «Τῆς
βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α' 33). Καὶ διότι εἶναι καθολική.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ κυβερνήτης ὅλου του κόσμου. Ἡ κυριότητά του εἶναι
πηγὴ ἐξουσίας καὶ βασιλείας καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς κοντά Του
«βασιλεῖς» (Β΄ Τιμ. β' 12). Θὰ γίνουμε κληρονόμοι τῆς βασιλείας Τοῦ (Ρωμ. η΄ 17).

Λουσμένοι στὸ φῶς (στ. 16)


Εἶναι ἀπερίγραπτος ὁ Χριστὸς ὡς Θεός. Γιὰ νὰ δείξη ὁ Παῦλος τίνος εἴμαστε παιδιά,
τονίζει μὲ θεολογικὴ γλῶσσα τὸ ἀθάνατο καὶ ἀκατάληπτό του Θεοῦ. «Ὁ μόνος ἔχων
ἀθανασίαν, φῶς οἴκων ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται ὢ τιμὴ
καὶ κράτος αἰώνιον. Ἀμὴν» (στ. 16).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἀθανασία, ποὺ
κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπλησίαστο. Κανένας ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶδε οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ δὴ
τὴ θεϊκή Του οὐσία. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία αἰώνια. Ἀμήν».
• Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τὸ «μόνος», ποὺ ἀναφέρει στοὺς δυὸ τελευταίους στίχους. Ὁ
Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, εἶναι ὁ μόνος «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων». Εἶναι «ὁ μόνος
ἔχων ἀθανασίαν». Εἶναι ὁ φύσει ἀθάνατος.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀθάνατοι, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τοὺς χαρίζει τὴν ἀθανασίαν.
Εἶναι ἀθάνατοι, ἀλλ' ἢ ἀθανασία τοὺς τρώθηκε, χτυπήθηκε, πληγώθηκε ἀπ' τὸ βέλος τοῦ
θανάτου. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀθάνατου θέλησε νὰ θυσιάση τὸ μονογενῆ Υἱό, τὸν Ἕνα της
Τριάδος, γιὰ νὰ ξαναποκτήση ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀθανασία.
Νά, λοιπόν, γιατί ἡ ἀθανασία τοῦ Θεοῦ ἔχει μοναδικότητα.
• Ἀθάνατος εἶναι κι ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι, ποῦ δὲν θέλουν νὰ δεχτοῦν τὸν
Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ καὶ νὰ βαδίσουν κατὰ τὶς ἐντολές Του, θὰ ζήσουν τὴ
σκοτεινὴ ἀθανασία. Ἀθανασία μέσα στὸ σκοτάδι! Ἐνῷ ἡ ἀθανασία τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε
φῶς ἕνα φῶς, ποῦ εἶναι ἀπρόσιτο, ἀπλησίαστο, ἀπερίγραπτο. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Ὁ
μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς Ὀϊκῶν ἀπρόσιτον».
• Εἶπε, ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα στὸ φῶς. «Ἶνα τὸ ἀκατάληπτόν της θείας φύσεως
παραστήση, φῶς οἰκεῖν αὐτὸν εἶπεν ἀπρόσιτον, οὕτω θεολογήσας, ὡς ἣν αὐτῶ δυνατὸν»
(Χρυσόστομος).
Αὐτὸ τὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ γιὰ μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος, ὀφείλουμε πάντοτε νὰ
ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε. Τίποτε ἄλλο δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε στὸν Θεό, παρὰ αὐτὸ
ποῦ προτρέπει ὁ Παῦλος: «Αὐτῶ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον ἀμὴν» (στ. 16).
• Ἃς μὴ περιεργαζόμαστε τὸ Θεό, κάτι ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν ἀνθρωπίνη διάνοια.
• Ἃς Τὸν δοξάζουμε, πρᾶγμα ἀσφαλὲς καὶ εὐάρεστον ἐνώπιόν Του.

17
Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ
πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ' ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς
ἀπόλαυσιν, 18 ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι,
κοινωνικούς, 19 ἀποθησαυρίζοντας ἑαυτοῖς θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον, ἵνα ἐπιλάβωνται
τῆς αἰωνίου ζωῆς. 20 ῏Ω Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους
κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 21 ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν
πίστιν ἠστόχησαν. ῾Η χάρις μετὰ σοῦ· ἀμήν.

Ἀδηλότητα - Ἀβεβαιότητα (στ. 17)


Ἐπανέρχεται στοὺς πλουσίους ὁ Παῦλος. Φαίνεται, πῶς καὶ τότε θὰ ὑπῆρχαν χριστιανοί,
ποῦ νόμιζαν ὅτι συνδυάζεται πλοῦτος καὶ χριστιανικὴ Ζωή. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μὴν
ἐπανέλθη στὸ θέμα, ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἶπε γιὰ τὴ φιλαργυρία ὡς ρίζα ὅλων των κακῶν.
Ὅμως ἐπανέρχεται.
Ὁ Παῦλος ἔχει ἀγάπη σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι εἶναι κι αὐτοὶ ὑπόθεσις τῆς
ἀγάπης του.
Εἶναι ἄρρωστοι. Χρειάζεται ἐνδιαφέρον νὰ σωθοῦν.
Τοὺς βλέπει σὰν ἀνθρώπους παγιδευμένους, ποῦ καὶ γι' αὐτοὺς σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός.
Ἂν κάποιος πλακωθῆ ἀπὸ ὄγκο χώματος, τί χρειάζεται; Ἄμεση ἐπέμβασι, γιὰ νὰ
ξεπλακωθῆ καὶ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπ' τὴ θανάσιμη παγίδα.
Στοργὴ θέλουν κι οἱ πλούσιοι, μολονότι ὁ ἀπεγκλωβισμός τους δὲν εἶναι εὔκολος. Δὲν
ἐξαρτᾶται μόνο ἀπ' τὴ διάθεση τοῦ ἀγαπῶντος. Ἐξαρτᾶται κι ἀπ' τὴ θέληση τοῦ
ἀγαπημένου.
Μιλάει, λοιπόν, στὸ τέλος πάλι γιὰ τοὺς πλουσίους. Φυσικὰ ὄχι ὅπως ἕνας σημερινὸς
ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης.
• Σήμερα συνήθως κολακεύονται οἱ πλούσιοι, γιὰ νὰ ἐξαναγκαστοῦν νὰ κάνουν κάποια
προσφορὰ σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο. Ἐπαινοῦνται γιὰ τυχὸν δωρεές τους, καὶ τὰ ὀνόματά τους
γράφονται μὲ χρυσὰ γράμματα σὲ μαρμάρινες πλάκες ὡς μεγάλων εὐεργετῶν! Μὲ τέτοια
νοοτροπία εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ κατανοήσουν οἱ πλούσιοί το θανάσιμο σφιχταγκάλιασμα,
ποῦ τοὺς ἔχει κάνει ὁ χειρότερος δαίμονας;
• Ναί, ἡ φιλαργυρία εἶναι ὁ χειρότερος δαίμονας. Χειρότερος κι ἀπ' τὸ δαίμονα τοῦ
ἐγωισμοῦ. Ὁ ἐγωιστὴς ὑπάρχει περίπτωσις νὰ σωθῆ. Τοῦ συμβαίνει ἕνα τραγικὸ γεγονός,
μιὰ μεγάλη δοκιμασία ἢ κάποια φοβερὴ ἁμαρτία καὶ ταπεινώνεται καὶ συντρίβεται. Ὁ
φιλάργυρος ὅμως δύσκολα, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε ἀδύνατα, σῴζεται.
• Τί λέει ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς πλουσίους; Δίνει ἐντολὴ στὸν Τιμόθεο νὰ μιλάη τὴ γλῶσσα
τῆς ἀλήθειας πρὸς τοὺς ταλαίπωρους πλουσίους. «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰώνι
παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἤλπικεναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ' ἐν τῷ Θεῷ τῷ
Ζωντι, τῷ παρέχοντι ἤμιν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Στοὺς πλουσίους του παρόντος κόσμου νὰ παραγγέλλῃς νὰ μὴν
ὑπερηφανεύωνται οὔτε καὶ νὰ ἐλπίζουν στὴν ἀβεβαιότητα τοῦ πλούτου. Νὰ ἐλπίζουν στὸ
Θεὸ τὸ ζωντανό, ποὺ μᾶς παρέχει τὰ πάντα πλούσια γιὰ ἀπόλαυση».
Δυὸ βασικὰ πράγματα νὰ ὑπενθυμίση στοὺς πλουσίους:
• «Μὴ ὑψηλοφρονεῖν» (στ. 17). Νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται γιὰ κάτι ποὺ οὔτε ἀξία ἔχει,
ἀλλ' οὔτε δικό τους εἶναι. Ἀναφέρεται ὁ Παῦλος στοὺς πλουσίους «ἐν τῷ νῦν αἰώνι».
Διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ πλούσιοί του ἄλλου αἰῶνος, οἱ πλούσιοί του οὐρανοῦ. Ἐκεῖνοι,
ποὺ κληρονόμησαν τὸν ἄφθιτο πλοῦτο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Όσοι τὰ μάτια τὰ ἔχουν
χαμηλά, στὴ λάσπη, στὴν ὕλη καὶ τὴν ἰλύ, γιατί νὰ ὑπερφρονοῦν; Ἄλλωστε τὸ φρόνημά τους
εἶναι χαμηλό.
Υπερηφανεύται ὁ ἀετός, διότι σέρνεται στὴ λάσπη, ἁλυσοδεμένος, ἀντὶ νὰ φτερουγίζῃ
στοὺς γαλανοὺς οὐρανούς;
• Νὰ μὴν ἐλπίζουν στὴν «ἄδηλοτητα». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἄδηλο, πιὸ ἄπιαστο, πιὸ
ἀνασφαλὲς ἀπ' τὸν πλοῦτο. Σήμερα στὰ χέρια σου, αὔριο στὰ χέρια ἄλλου. Ρέει, κυλάει.
«Μηδὲ ἤλπικεναι ἐπὶ πλούτου ἄδηλοτητΙ» (στ. 17). Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τί ἐλπίζεις
ἐπὶ τὸ ἄθροον μεθιστάμενον; Τοῦτο γὰρ ὃ πλοῦτος. Καὶ πῶς εἰς ἐκεῖνον ἐλπίζεις, ὑπὲρ οὐ
θαρρῆσαι οὐκ ἔστι;» (Ε.Π.Ε. 23, 446). Μετάφρασις: Τί ἐλπίζεις σ' αὐτὸ ποῦ σὲ μιὰ στιγμὴ
μεταβάλλεται; Τέτοιο εὐμετάβλητο εἶναι ὁ πλοῦτος. Καὶ πῶς ἐλπίζεις σ' ἐκεῖνο, ποῦ δὲν
μπορεῖς νὰ στηρίζεσαι; Ἃς μὴν ἐλπίζουν οἱ πλούσιοι στὴν ἀβεβαιότητα καὶ ἀστάθεια τοῦ
πλούτου.
Καὶ οἱ πλούσιοι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γενικῶς ἃς ἐλπίζουν σ 'Ἐκεῖνον, ποῦ εἶναι ὁ
μόνος ἀληθινὰ πλούσιος σ' Ἐκεῖνον, ποῦ εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγὴ ὅλων των ἀγαθῶν, ὑλικῶν
καὶ πνευματικῶν στὸν πανάγαθο καὶ παντοδύναμο Θεό.
• Ἡ ἐλπίδα μας στὸ Θεό. Τότε μόνο εἶναι βέβαιη καὶ δὲν πάει χαμένη. «Ἠλπικέναι ἐν τῷ
Θεῷ τῷ Ζωντι, τῷ παρέχονται ἠμὶν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν» (στ. 17).
Ο Θεὸς παρέχει ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι «Οἱ πρῶτες ὗλες», θὰ λέγαμε, γιὰ τὴ ζωή. Δηλαδή, τὸν
ἀέρα, τὸν ἥλιο, τὸ νερό, τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν καὶ τόσα ἄλλα. «Καλῶς εἶπε “πάντα
πλουσίως”, τὰς ἐτησίους τροπᾶς αἰνιττόμενος, τὸν ἀέρα, τὸ φῶς, τὸ ὕδωρ, τὰ ἄλλα πάντα»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 23, 448). Μετάφρασις: Σωστὰ εἶπε: «Ὅλα πλούσια». Ἐννοεῖ τὶς
ἐτήσιες τροπές, τὸν ἀέρα, τὸ φῶς, τὸ νερό, ὅλα τ' ἄλλα.
• Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε στὸν κόσμο αὐτόνομο, ἀλλ' ὅλα δημιουργήθηκαν ἀπ' τὸ Θεό,
γιατί δὲν καταφεύγουμε στὴ σταθερὴ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, ποῦ εἶναι ὁ Θεός, καὶ
προσφεύγουμε σὲ μεσάζουσες καταστάσεις, ὅπως εἶναι τὰ χρήματα, οἱ ἄνθρωποι,
παντελῶς ἄστατοι παράγοντες;
Όλα τὰ ἀπολαμβάνουμε κοντὰ στὸ Θεό. Ἀρκεῖ νὰ τὰ ἀξιοποιοῦμε σωστά, νὰ τὰ
ἱεραρχοῦμε ἀξιοκρατικά, ν' ἀναγνωρίζουμε τὸ Δωρητὴ καὶ νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε.
Ἀπ' τὴ στιγμή, ποὺ καταδικάζουμε σὲ λήθη τὸ Θεὸ ἢ στὸ ἀναπτυξιακό μας πρόγραμμα
βάζουμε τὸ Θεὸ στὸ περιθώριο, εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχουμε καὶ στέρηση τῶν ἀναγκαίων ὑλικῶν
ἀγαθῶν. Ο σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὴν αὐτονόμησί του, μὲ τὴ θεοποίηση τοῦ «ἐγώ» του
καὶ τῆς τεχνολογίας του, ἔθεσε τὶς βάσεις τῆς καταστροφῆς τοῦ μιᾶς καταστροφῆς, ποὺ
ξεκινᾷ ἀπ' τὴν Οἰκολογία καὶ φτάνει στὴν οἰκονομία.
Πάψαμε νὰ ἐλπίζουμε στὸ Θεό, ποὺ βρίσκει «πόρους ἓν ἀποροις», διέξοδα στὰ
ἀδιέξοδα, καὶ γι' αὐτὸ γίναμε δυστυχεῖς.

Κοινωνικοί, ὄχι ἀτομιστὲς (στ. 18)


Παρ' ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι πλούσιοι καὶ σήμερα. Καὶ ὑπάρχουν
πλούσιοι, διότι ὑπάρχει ἄδικια, πλεονεξία, ἀνισότητα.
Τὸ πρόβλημα εἶναι, ἂν οἱ πλούσιοι εἶναι εὐτυχεῖς.
Ἂν βρίσκονται στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο βλέπουμε στὴν
πραγματικότητα.
Οἱ πλούσιοι ἀποκλείονται ἀπ' τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι
κατηγορηματικός. Ἂν ἕνα καραβόσχοινο περνάη ἀπ' τὴν τρῦπα μιᾶς βελόνας, μποροῦν καὶ
οἱ πλούσιοι νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν πύλη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 16' 24).
Πῶς θὰ βγοῦν ἀπ' τὸ τραγικὸ ἀδιέξοδο οἱ πλούσιοι;
Ὑπάρχει δρόμος σωτηρίας τους; Αὐτὸ ἐνδιαφέρει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὑποδεικνύει ὁ Παῦλος: «'Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεϊν ἓν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι,
Κοινωνικοὺς» (στ. 18). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ παραγγέλλῃς στοὺς πλουσίους
νὰ κάνουν ἀγαθοεργίες, νὰ γίνονται πλούσιοι σὲ καλὰ ἔργα, νὰ εἶναι πρόθυμοι στὸ νὰ
δίνουν, νὰ κάνουν τοὺς ἄλλους κοινωνοὺς τῶν ἀγαθῶν τους».
• Νὰ παραγγέλλῃς, ὢ Τιμόθεε, στοὺς πλούσιους, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι χριστιανοί, νὰ
ἀγαθοεργοῦν, νὰ μοιράζουν τὰ πλούτη τους σὲ ἀγαθὰ ἔργα, ὥστε νὰ γίνωνται πλούσιοι ὄχι
σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ σὲ καλὰ ἔργα καὶ σὲ ἀρετές. Νὰ μεταδίδουν τὰ πλούτη τους στοὺς
ἄλλους. Νὰ πάψουν νὰ ζοῦν γιὰ τὸ ἄτομό τους καὶ νὰ γίνουν κοινωνικοί.
• Κοινωνικοί. Νὰ κάτι, ποὺ λείπει ἀπ' τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο. Μιλᾶμε γιὰ Κοινωνιολογία,
γιὰ κοινωνικὲς σχέσεις, γιὰ κοινωνικὸ κράτος, γιὰ διαπροσωπικὲς σχέσεις, γιὰ κοινωνικὴ
συμπεριφορά! Κατὰ βάσιν ἀποδεικνύεται ὁ ἄνθρωπος ἀτομιστής. Ὅλα γύρω ἀπ' τὸ ἄτομό
του στρέφονται. Κέντρο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ εἶναι τὸ ἄτομό του καὶ δορυφόροι τοῦ «ἐγὼ»
τοῦ οἱ στενοὶ συγγενεῖς τους καὶ φίλοι!
Ὁ Κοινωνικὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ὅσα ἔχει τὰ βλέπει ὄχι σὰν δικά του, ἀλλὰ σὰν
ἀγαθά του κοινωνικοῦ συνόλου. Ὁ ἴδιος εἶναι ἁπλῶς οἰκονόμος, γιὰ νὰ τὰ διαχειρίζεται,
προκειμένου νὰ ἐπιβιώση τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων.
Τοῦ τὰ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κάνῃ ἀγαθοεργίες.
Καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν λεγομένων πλουσίων ὀφείλουν νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένες ἀπὸ κάθε
ἐπιδεικτικὸ στοιχεῖο. Διαφορετικὰ δὲν εἶναι ἀγαθοεργίες. Εἶναι σατανοεργίες. Ὁ Διάβολος
καραδοκεῖ. Μόλις δὴ νὰ κλονίζεσαι καὶ νᾶσαι ἀποφασισμένος ν' ἀποφύγης τὴ μιὰ παγίδα,
τὴ φιλαργυρία, εἶναι ἕτοιμος. Σοῦ στρώνει τὴν ἄλλη παγίδα, τὴν κενοδοξία.
Ἀπαλλάσσεσαι ἀπ' τὰ πλούτη σου, προσφέροντας ἀγαθοεργίες; Δὲν σοῦ φέρνει
ἐμπόδιο, ἀλλὰ σὲ φουσκώνει ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ ἐξωθεῖ σὲ ἐπίδειξι.
Κάνεις μιὰ δωρεά; Σοῦ προτείνει νὰ γραφὴ τὸ ὄνομά σου ὡς δωρητοῦ! Ἔ, τότε εἶναι ποῦ
χάνεις τὸ μισθό σου.
Εὐθύνη στὴν περίπτωση αὐτὴ ἔχουν καὶ ὅσοι σὲ κολάκευσαν γιὰ νὰ σοῦ πάρουν τὰ
λεφτά, προσφέροντάς σου σὰν ἀντάλλαγμα τὴ ματαιοδοξία!
Ἀπ' τὸ στόμα τοῦ ἑνὸς θηρίου γλυτώνεις. Στὸ στόμα τοῦ ἄλλου θηρίου πέφτεις.
• Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ εἶναι «εὔμεταδοτος, Κοινωνικὸς» (στ. 18). Ό,τι ἔχει, εἴτε ὑλικὸ
εἴτε πνευματικό, δὲν εἶναι κτῆμα του. Τὸ ἔχει γιὰ νὰ τὸ μεταδίδῃ.
Ἡ κολῶνα δὲν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς τὸ ρεῦμα. Περνάει ἁπλῶς ἀπ' τὴν κολῶνα τὸ
ρεῦμα, γιὰ νὰ μεταφερθῆ παρακάτω, νὰ τὸ πάρη ἄλλη κολῶνα, Κι ἔτσι νὰ φτάση τὸ ρεῦμα
παντοῦ. Μιὰ σκυτάλη μεταδοτικῆς ἀγάπης εἶναι ἡ Ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ.
Ὁ σωλῆνας δὲν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ νερό. Χρησιμοποιεῖται ὡς ἀγωγὸς γιὰ τὴ
μεταφορὰ τοῦ νεροῦ παντοῦ, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν ὅλοι. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ χριστιανός. Τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ δὲν εἶναι γιὰ νὰ τὰ συσσωρεύῃ ἢ νὰ τὰ ἀποταμιεύῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ μεταδίδῃ, νὰ τὰ
προσφέρῃ.
• Κρατάει ὁ χριστιανὸς γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἕνα μερίδιο, σὰν κι αὐτὸ ποὺ μοιράσει στοὺς
ἄλλους. Τὸ ἀναγκαῖο γιὰ τὴ συντήρησί του. Ἂν κρατήση παραπάνω, φανερώνει ἐγωισμό,
ἀφοῦ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνώτερο!
Ἀπὸ ἀπιστία στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ κρατᾶνε παραπάνω, ἀφοῦ κατ' αὐτοὺς ὁ Θεὸς δὲν
εἶναι ἱκανὸς νὰ καλύψη μελλοντικές τους ἀνάγκες! Πρέπει αὐτοὶ νὰ ἀποθηκεύουν ἀγαθὰ
καὶ πλούτη!

Θεμελιώνει τὸ αἰώνιο παλάτι (στ. 19)


Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει, μερικοὶ ἄνθρωποι νὰ γεννιόνται πλούσιοι ἢ νὰ γίνωνται πλούσιοι;
• Ὁ πλοῦτος εἶναι καὶ αὐτὸς χάρισμα τοῦ Θεοῦ! Ὅπως ὅλα τα χαρίσματα τὰ δίνει ὁ Θεός,
γιὰ νὰ σωθοῦμε, νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ κλειστοῦμε ἔξω ἀπ' τὸ νυμφῶνα
τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ τὸν πλοῦτο.
Δίνεται γιὰ νὰ θεμελιώνῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ παλάτι του. Παλάτι ὅλων των Πιστῶν εἶναι ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δίνεται γιὰ νὰ κάνῃ τὴν καλύτερη ἐπένδυση. Κι ἡ καλύτερη ἐπένδυσης τοῦ πλούτου εἶναι
ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ ἐξασφαλίζει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία.
Αὐτὸ τὸ θεμελίωμα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μὲ τὴν κοινωνικὴ διάσταση τοῦ πλούτου,
δηλαδή, μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὶς ἀγαθοεργίες, τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος:
«Ἀποθησαυρίζοντας ἐαυτοῖς θεμέλιον καλὸν εἷς το μέλλον, νὰ ἐπιλάβωνται τῆς αἰωνίου
Ζωῆς» (στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ ἔτσι θὰ ἀποταμιεύουν γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς
τοὺς θησαυρό, ποὺ θὰ εἶναι γερὴ βάση γιὰ τὸ μέλλον, γιὰ νὰ στηριχτοῦν καὶ ν' ἀποκτήσουν
τὴν αἰώνια ζωή».
• Μὲ τὸ μαμωνὰ μπορεῖ κάποιος νὰ κερδίση τὸν παράδεισο! Ἀρκεῖ τὸ μαμωνα νὰ τὸν
προσφέρῃ στοὺς ἄλλους, στὴν κοινωνία. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: «Ποιήσατε φίλους ἐκ τοῦ
μαμωνα τῆς ἀδικίας» (Λουκ. ιστ΄ 9). Θησαυρίζει ὁ πλούσιος, ἐλεώντας!
Ὅσο ἀδειάζει ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, τόσο γεμίζει ἀπὸ ἐλπίδα γιὰ τὴν αἰώνια Ζωή.
Ὅσο ἀρκεῖται σ' ἕνα ἁπλὸ σπιτάκι σὲ τούτη τὴ ζωὴ καὶ προσφέρει ὅλα τα πλούτη τοῦ σ'
ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, τόσο ἀποκτᾷ κυριότητα σὲ οἰκία «ἀχειροποίητον» (Β΄ Κορ. ε' 1).
• Τί δυστυχεῖς, ποὺ εἶναι οἱ φιλάργυροι, οἱ ὑλιστές!
Θεμελιώνουν τὸ σπίτι τοὺς πάνω στὴν ἄμμο. Δὲν τὸ θεμελιώνουν πάνω στὴν πέτρα
(Ματθ. 7' 24-25).
Ἄμμος ἡ παροῦσα ζωή. Ἔρχεται τὸ κῦμα, ποὺ λέγεται χρόνος, καὶ ὅλα τα σαρώνει. Τίποτε
δὲν μένει.
Πέτρα ἢ ἄλλη Ζωή. Ἐκεῖ ἀμετακίνητη, αἰώνια θὰ εἶναι ἡ κατοικία μας.
"Ἂν πιστεύαμε στὴν αἰώνια ζωή! Θὰ ἔφτανε ἢ πίστις αὐτὴ γιὰ νὰ λύση ὅλα τα κοινωνικὰ
καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα τοῦ πλανήτη μας. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Οὔτε ποταμοί, οὔτε ἄνεμοι προσπεσόντες δυνήσονται τί λυμήνασθαι ἠμίν. Ἐστήκαμεν γὰρ
ἐπὶ τῆς πέτρας ἀπαρασάλευτοι. Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ βίου τούτου, ἂν ἐκεῖνον ἐλώμεθα τὸν
ὄντως θεμέλιον, ἔστηκαμεν πάλιν οὐδὲν πάσχοντες δεινόν. Ὁ τὸν πλοῦτον αἰρούμενος
ἐκεῖνον, οὐδὲν πείσεται δεινόν, καὶ τὴν εὐδοκίμησιν, ὁ τὴν δόξαν, καὶ τὴν τιμήν, ὁ τὴν
ἥδονην. Πάντα ἐκεῖνα βέβαια, μεταβολὴ οὐδεμία. Πάντα τα ἐνταύθα ἀλλοιούται καὶ ὑπὸ
τροπὴν κεῖται, πάντα μεταβάλλεται» (Ε.Π.Ε. 23, 450). Μετάφρασις: Οὔτε ποταμοὶ οὔτε
ἄνεμοι πέφτοντας πάνω μας, θὰ μπορέσουν νὰ μᾶς προξενήσουν κάποια καταστροφή.
Διότι στεκόμαστε ἀσάλευτοι πάνω στὴν πέτρα. Ἔτσι καὶ σ' αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν προτιμήσουμε
Ἐκεῖνον, πούναι τὸ πραγματικὸ θεμέλιο, πάλι στεκόμαστε χωρὶς νὰ παθαίνουμε κανένα
κακό. Όποιος προτιμᾷ τὸν πλοῦτο ἐκεῖνο, δὲν θὰ πάθη κανένα κακό. Όποιος προτιμᾷ τὴν
πρόοδο στὴν ἀρετή, τὴν ἀληθινὴ δόξα, τὴν ἀληθινὴ τιμή, τὴν ἀληθινὴ ἡδονή. Ἐκεῖ ὅλα αὐτὰ
εἶναι σταθερά, χωρὶς καμμιὰ μεταβολή. Ἐνῷ ὅλα τα ἐδῶ ἀλλάζουν καὶ ὑπόκεινται σὲ
μετατροπή. Όλα μεταβάλλονται.
• Ὁ ἐλεήμων καὶ Κοινωνικὸς χριστιανός, αὐτὸς τελικὰ γίνεται ἐλεύθερος. Διότι
ἀπαλλάσσεται ἀπ' τὴν τυραννία τοῦ πάθους. Γίνεται ἀληθινὰ πλούσιος. Διότι ἐξασφαλίσει
τὸν ἀσύλητο πλοῦτο τῆς αἰωνιότητας.
Γίνεται ἄρχοντας. Διότι ἐνθρονίζεται στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ.
Ἀντίθετα, δυστυχισμένος ὅποιος παραμένει μέχρι τέλους στὰ δεσμὰ τῆς πλεονεξίας καὶ
τοῦ πλούτου. Ἃς θυμηθοῦμε τὶς δυὸ παραβολὲς τοῦ Κυρίου, τοῦ ἄφρονος πλουσίου καὶ τοῦ
πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιστ΄ 19-31. ιβ΄ 16-21). Γι' αὐτόν, ποὺ ἐπιζητεῖ μὲ μανία
τὴν ἐπίγεια δόξα καὶ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Ὁ ἐνταύθα ἔνδοξος ἀπὸ
τῆς ἀρχῆς, ἑτέρου τὴν ἄρχην διαδεξαμένου, γέγονεν εὐτελής, καὶ τῶν ἀρχομένων εἷς. Ὁ
πλούσιος, ἢ λῃστῶν ἐπιθεμένων ἢ συκοφαντῶν καὶ ἐπιβούλων, ἄφνω γέγονε πένης» (Ε.Π.Ε.
23,450). Μετάφρασις: Ὅποιος εἶναι ἐδῶ ἔνδοξος, ἐξ αἰτίας τῆς ἐξουσίας τοῦ γίνεται εὐτελὴς
κι ἕνας ἀπ' τοὺς κοινοὺς θνητούς. Ἀφοῦ ἄλλωστε ἄλλος θὰ τὸν διαδεχτῆ στὴν ἐξουσία. Ὁ
πλούσιος ξαφνικὰ γίνεται φτωχός, σὰν τοῦ ἐπιτεθοῦν λῃστὲς ἢ κακεντρεχεῖς καὶ κλέφτες.

Προσοχὴ στὴν παρακαταθήκη (στ. 20)


Ἔφτασε στὸ τέλος ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ Ἐπιστολὴ πρὸς τὸ μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο ἔχει
μεγάλη σπουδαιότητα, ὅπως εἴδαμε. Θέτει τὶς βάσεις ἑνὸς σωστοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Ὁ
Τιμόθεος εἶναι ἐπίσκοπός της Ἐκκλησίας. Τέθηκε ἐπὶ σκοπιᾶς.
Όπως αὐτὸς ποὺ εἶναι σὲ σκοπιά, ὁ φρουρός, ἀγρυπνεῖ, ὥστε κανένας νὰ μὴ παραβιάση
τὰ σύνορα, ἔτσι καὶ ὁ ἐπίσκοπος. Εἶναι ἄγρυπνος.
Ἔθεσε ὅρια, σύνορα, ὁ Θεός. Σύνορα πίστεως, σύνορα ἀρετῆς, σύνορα Ζωῆς
πνευματικῆς. Τὰ σύνορα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περάση. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ παραβῇ
ὅσα ἐντέλλεται ὁ Θεός.
• Τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ στόματος καὶ τῆς γραφίδας τῶν Ἀποστόλων, εἶναι
ἱερὴ παρακαταθήκη.
Παρακαταθήκη δὲν εἶναι ἕνα νεκρὸ κειμήλιο τοῦ παρελθόντος, ποὺ τὸ φυλᾶμε καλὰ σὰν
ἀνάμνησι. Εἶναι μιὰ ζωντανὴ παράδοσης τοῦ παρελθόντος, γιὰ νὰ βιωθῆ στὸ παρὸν καὶ στὸ
μέλλον.
Τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Παῦλος στὸν Τιμόθεο, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο! Εἶναι
καὶ γιὰ σήμερα. Γι' αὐτὸ ἡ τελευταία ἀποστροφὴ τοῦ Παύλου στὸν Τιμόθεο πρέπει ὅλους
τους χριστιανοὺς νὰ μᾶς συγκινῇ: «Ὢ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος
τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως» (στ. 20). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Ὢ Τιμόθεε! Τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς ἀλήθειας, πού σου
ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος, φύλαξε τὸν, ἀποφεύγοντας τὶς βλάσφημες φλυαρίες καὶ ἀντιλογίες
(ἢ ἀντιφάσεις) τῆς ψευδῶς ὀνομαζομένης γνώσεως”».
• Τὸ χρυσάφι τὸ ἀνταλλάσσεις μὲ τὸ χῶμα;
Χρυσάφι ἢ ἀποκάλυψις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ θεόπνευστος Παῦλος
παρουσίασε στὴ θεολογική, ἀλλὰ καὶ πρακτική του Ἐπιστολή. Ἀλλοίμονο ἂν τὶς χρυσὲς
συμβουλὲς τοῦ τὶς ἀνταλλάξουμε μὲ γνῶμες τοῦ κόσμου, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ
«βεβήλους κενοφωνίας»!
Βέβηλος, αἰσχρός, ἐκμεταλλευτής, νοθευτῆς, ἀπαίσιος, ὅποιος θέλει στὴ θέση τοῦ
Εὐαγγελίου νὰ θέση τὰ δικά του λογάκια, ἔστω κι ἂν αὐτὰ εἶναι θρησκευτικά! Ὁ Διάβολος
ἔχει πάντοτε τὸν ἀντίλογό του, «τὰς ἀντιθέσεις» του. Ἡ μέθοδός του εἶναι νὰ προσφέρῃ
πάντοτε τὰ ὑποκατάστατα!
Στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας ἀντιπαραθέτει ὡς ὑποκατάστατο τὴν ψευδώνυμη γνῶσι,
θρησκευτικές, δηλαδή, ἰδέες, ποὺ ἔχουν τὸ ντύμα τῆς ἀλήθειας καὶ ἐντυπωσιάζουν!
• Προσοχή! Προσοχή! Ὅ,τι ἀντιτίθεται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι παράδοσις
δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὸς λόγος. Εἶναι καιρὸς νὰ φωνάξουμε δυνατά:
-Χριστιανοί! Φυλάξτε τὴν παρακαταθήκη. Καὶ παρακαταθήκη δὲν εἶναι ὅσα φτιάξανε
ἄνθρωποι, γιὰ ἴδιοτελεις πολλὲς φορὲς λόγους. Παρακαταθήκη εἶναι ὅσα παρέδωσαν ὁ
Κύριος καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Ὅσα ἢ Ἐκκλησία τὰ ἔκανε κτῆμα της καὶ δόγμα της καὶ Ζωή της.
Ὅσα οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Όσα οἱ ἅγιοι ἔζησαν.
Κάτω οἱ βέβηλοί της θρησκείας! Ἐκεῖνοι, ποὺ ἔφτιαξαν μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μιὰ
θρησκεία τῆς περιτομῆς, δηλαδή, μιὰ εὔκολη θρησκεία, ποὺ ἱκανοποιεῖ καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ
«καπρίτσια» τῶν ἀνθρώπων μιὰ θρησκεία, κομμένη καὶ ραμμένη στὰ μέτρα κάθε
ἀνθρώπου.
• Προσοχή! Προσοχή! Διαβάσετε τὸ Εὐαγγέλιο.
Διαβάσετε τὸν Παῦλο, γιὰ νὰ βρίσκεστε πάντοτε στὴ σωστὴ γραμμὴ πλεύσεως. Γιὰ νὰ
ξέρετε, ὅτι τὸ τόξο τῆς Ζωῆς βρίσκεται στὴ σωστὴ στόχευσι.
Πόσοι ἀστοχοῦν στὴ ζωὴ (στ. 21)
Γι' αὐτὴ τὴν ἄστοχια, ποὺ στοιχίζει τὴν ἀπώλεια τῆς αἰωνιότητας, μιλάει στὸν τελευταῖο
στίχο τῆς Ἐπιστολῆς ὁ μεγάλος Παῦλος: «Ἣν τινὲς ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν
ἤστοχησαν. Ἡ χάρις μετά σου. Ἀμὴν» (στ. 21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Μερικοί,
ἐπιμένοντας καὶ καυχώμενοι ὅτι κατέχουν αὐτὴ τὴ “γνώσι”, ἀστόχησαν ὡς πρὸς τὴν πίστι.
Ἡ χάρις νὰ εἶναι μαζί σου. Ἀμήν».
• Μερικοί, βάζοντας τὴ γνώση τοὺς πάνω ἀπ' τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, θρονιάζουν τὸν
ἐγωισμὸ τοὺς πάνω ἀπ' τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Θέτουν τὶς θεωρίες καὶ τὶς δοξασίες τοὺς
πάνω ἀπ' τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀστοχοῦν ἐπικίνδυνα στὸ θέμα τῆς πίστεως.
Κι ὅποιος ἀστοχεῖ στὴν πίστι, αὐτὸς ἔχει πάρει λάθος μονοπάτι γιὰ τὴ σωτηρία.
Ἀκολουθεῖ μονοπάτι, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἀδιέξοδο!
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς αἰώνιας Ζωῆς.
Το Χριστὸ Τὸν κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸν ζη ἡ Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπ' τὴν
Καινὴ Διαθήκη, ἔξω ἀπ' τὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἄστοχιες, ναυάγια, ὄλεθρος.
• Τελειώνει ὁ Παῦλος μὲ τὴν ὡραιότερη εὐχή. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κατορθώση ὁ
ἄνθρωπος στὴν πνευματικὴ ζωὴ χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χάρις εἶναι, ὅπως ξέρουμε, μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς ὡραιότερες λέξεις τοῦ Παύλου (οἱ ἄλλες
δυὸ εἶναι: «ἀγάπη» καὶ «εὐδοκία»).
Εὔχεται, λοιπόν, στὸν Τιμόθεο, ποῦ ὡς πρωτοπόρος στὸν χριστιανικὸ ἀγῶνα ἔχει ν'
ἀντιμετωπίση πολλοὺς κινδύνους: «Ἡ χάρις μετά σου. Ἀμὴν» (στ. 21).
• Αὐτὴ τὴ χάρι ἃς χαρίζῃ καὶ σ' ἐμᾶς ὁ Θεός. Γιὰ νὰ ξυπνήσουμε, νὰ συγκροτηθοῦμε
πνευματικά, ν' ἀγαπήσουμε πολύ το Θεὸ καὶ ν' ἀξιωθοῦμε τῆς σωτηρίας καὶ τῆς αἰώνιας
Ζωῆς.
Ἔτσι τελειώνει κι ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολῆς:
«Διαναστωμὲν πότε, συστρέψωμεν ἑαυτούς, συγκροτήσωμεν, ἀγαπήσωμεν, ὡς δεῖ, τὸν
Θεόν, ἶνα καταξιωθῶμεν τῶν ἐπαγγελμένων ἀγαθῶν τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν, χάριτι καὶ
φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ε.Π.Ε. 23, 454). Μετάφρασις: Ἃς
ἀφυπνιστοῦμε κάποτε, ἃς μετατρέψουμε τοὺς ἑαυτούς μας, ἃς τοὺς συγκροτήσουμε, ἃς
ἀγαπήσουμε ὅπως πρέπει τὸ Θεό, γιὰ ν' ἀξιωθοῦμε τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑποσχέθηκε σ' ἐκείνους,
ποῦ Τὸν ἀγαποῦν, μὲ τὴ χάρι καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἃς εἶναι καὶ σὲ σᾶς, ἀγαπητοί, ποὺ μελετήσατε τὴν Ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ
ἀποστόλου Παύλου καὶ μελετᾶτε καθημερινά το λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἁγία Γραφή.

You might also like