You are on page 1of 211

Αρχιμανδρίτου 

ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ) 
 

ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ 
 

ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ 
 

 
 
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού 
Ιερομονάχου Ζαχαρίου 
 
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή 
Τιμίου Προδρόμου 
Έσσεξ Αγγλίας 
1992 
 
[//6] 
Τίτλος πρωτοτύπου: 
Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), ВИДЄТЬ БОГА как Он есть 
© Archimandrite Sophrony (Sakharov) 
Great Britain, 1985 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 2 ‐
 

 
 
Δια την ελληνικήν και πάσαν άλλην μετάφρασιν 
© Archimandrite Sophrony (Sakharov) 
 
ISBN 1 874679 00 2 
 
Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου 
Tolleshunt Knights, 
by Maldon, Essex CM9 8EZ 
GREAT BRITAIN 
1992 
 
[//7] 
 

 
 
 
 
 
«Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον 
ο αυτός και εις τους αιώνας» 
(Εβρ. ιγʹ 8) 
 
[//8] 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 3 ‐
 

[//9] 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 
 
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ …………………………………………………………………………… 11

Α’  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ………………………… 15

Β’  ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ …………………………………………………………………. 29

Γ’  ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ …………………………………………………………………… 37‐74

   1. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ …………………………………………………… 37

   2. ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ …………………………… 59

Δ’  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ …………………………………………… 75

Ε’  ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ ………………… 89

ΣΤ’  ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟΝ ΤΟ ΓΝΩΝΑΙ ΤΗΝ ΟΔΟΝ  …………………………………… 
cc  ‐ Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ……………………………………………………… 99

Ζ’  ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΗΜΩΝ ………….… 149

Η’  ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ……………………………..……………… 175

Θ’  ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ ………………………………………………………… 189

Ι’  ΠΕΡΙ ΚΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ ………………………………… 193‐220

   1. ΑΣΚΗΤΙΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑΙ ………………………………………………… 193

   2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ………………………… 208

ΙΑ’  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΙΣΟΥΣ ………………………………. 221

ΙΒ’  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ……………………………………………………… 235‐292

   1. Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑΝ ……………………………………… 235

   2. Η ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ………………………………………………… 256

   3. ΒΙΩΘΕΙΣΑ ΠΕΙΡΑ ……………………………………………………… 274

ΙΓ’  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΝ ΤΩ ΘΕΙΩ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΝ ΤΩ 
cc  ΑΝΘΡΩΠΙΝΩ ΕΙΝΑΙ ……………………………………..………………………… 293

ΙΔ’  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ………………………………………… 349

ΙΕ’  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ …………………………………………… 373

ΙΣΤ’  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΙΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ………………………………………… 378

ΙΖ’  ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ‐ΑΛΗΘΕΙΑ  391


 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ……………………………………………………………………………… 415
 
[//10] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 4 ‐
 

[//11] 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
 
Ο  Κύριος  αποδοκιμάζει  την  προσευχήν,  την  ελεημοσύνην,  την  νηστείαν 
και  παν  καλόν  έργον,  όπερ  τελείται  «έμπροσθεν  των  ανθρώπων»  εν  υποκρίσει 
και  αποβλέπει  εις  την  παρ’  αυτών  δόξαν.  Ο  Πατήρ  ημών  ο  ουράνιος,  «ο  εν  τω 
κρυπτώ …» και «βλέπων εν τω κρυπτώ», δεν ευαρεστείται εις παρομοίας πράξεις 
(Ματθ. στ’ 1‐18). Ουχί δε μόνον ο λόγος του Θεού εντέλλεται να αποκρύπτωμεν 
την  εσωτερικήν  ημών  ζωήν  από  των  αλλοτρίων  οφθαλμών,  αλλά  και  το  υγιές 
πνευματικόν  ένστικτον,  ώσπερ  «κατηγορική  τις  προσταγή»,  απαγορεύει  την 
παραβίασιν  του  μυστικού  της  ψυχής  της  παρισταμένης  ενώπιον  του  Θεού.  Η 
προσευχή  της  μετανοίας  ενώπιον  του  Υψίστου  συνιστά  τον  πλέον  ενδόμυχον 
χώρον  του  πνεύματος  ημών.  Εκ  τούτου  γεννάται  η  επιθυμία  να  παραμείνωμεν 
κεκρυμμένοι είς τι μέρος, υπό την γην, ούτως ώστε ουδείς να βλέπη ή να ακούη 
ημάς,  αλλά  το  παν  να  διαμείβηται  μόνον  μεταξύ  του  Θεού  και  της  ψυχής.  Κατ’ 
αυτόν  τον  τρόπον  έζων  τας  πρώτας  δεκαετίας  της  μετανοίας  μου  ενώπιον  του 
Κυρίου. Εκ της πικράς μου πείρας πολλάκις εδιδάχθην ότι είναι απαραίτητον να 
αποφεύγωμεν  και  αυτήν  εισέτι  την  επιστροφήν  προς  ημάς  αυτούς,  άλλως 
αποβαίνωμεν  θύματα  του  πνεύματος  της  κενοδοξίας  ή  της  αυταρεσκείας.  Δια 
[//12]  τας  κινήσεις  αυτάς  της  καρδίας  ημών  υφιστάμεθα  την  υπό  του  Θεού 
εγκατάλειψιν. 
Αφ’ ότου, εν τούτοις, κατεστάθην πνευματικός εις το Άγιον Όρος του Άθω, 
προ τεσσαράκοντα και πλέον ετών, διασαφηνίζων εις τους ερχομένους προς εμέ 
ασκητάς  πατέρας  τα  συμβαίνοντα  αυτοίς  πνευματικά  φαινόμενα,  παρείχον 
ακουσίως  εις  αυτούς  την  δυνατότητα  να  εικάσουν  περί  των  Άνωθεν  εις  εμέ 
δοθεισών  εμπειριών.  Όσον  δε  παρετείνετο  η  διακονία  μου  ως  πνευματικού, 
τοσούτον μεγαλυτέρα καθίστατο η αποκάλυψις μου ενώπιον των αδελφών μου. 
Προσεγγίζων νυν την έξοδον μου και εν βαθεί γήρατι ών, καταπονούμενος 
ημέρας  και  νυκτός  υπό  σωματικών  ασθενειών,  γίνομαι  συνεχώς  ολιγώτερον 
ευπρόσβλητος εκ των ανθρωπίνων περί εμού κρίσεων. Ένεκα τούτου απεφάσισα 
μεγαλυτέραν εισέτι εκμυστήρευσιν, ήδη ενώπιον πολλών, εκείνου το οποίον μετά 
ζήλου εφύλαττον από των ξένων οφθαλμών έως του νυν. 
Η  οδός  μου  και  αι  εμπειρίαι  μου,  κατά  τον  ιδιάζοντα  αυτών  χαρακτήρα, 
ενδέχεται  να  μη  είναι  εντελώς  συνήθεις.  Παρά  ταύτα,  το  ουσιαστικόν  αυτών 
περιεχόμενον  απεκάλυψεν  εις  εμέ  την  τραγωδίαν  των  παθημάτων 
εκατομμυρίων ανθρώπων, διεσπαρμένων επί το πρόσωπον πάσης της γης. Ως εκ 
τούτου, δεν αποκλείεται η δυνατότης να βοηθήση η εξομολόγησίς μου, έστω και 
τινας  εξ  αυτών  εις  την  ανεύρεσιν  καταλληλοτέρας  αντιμετωπίσεως  των 
επερχομένων εις αυτούς δοκιμασιών. 
Ό,τι συνέβη εις εμέ ουδόλως ήτο αποτέλεσμα ιδίας πρωτοβουλίας. Αλλ’ ο 
Θεός, κατά την περί ημών Πρόνοιαν Αυτού, ήν Ούτος μόνος επίσταται, ηυδόκησε 
να  [//13]  επισκεφθή  εμέ  και  παρεχώρησε  να  εγγίσω  το  άναρχον  Αυτού  Είναι.  Η 
αγία  Αυτού  χειρ  άνευ  οίκτου  έρριψεν  εμέ  τον  μηδαμινόν  εις  απεριγράπτους 
αβύσσους.  «Εκεί»,  έκθαμβος  και  εν  μεγάλη  φρίκη,  εγενόμην  θεατής 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 5 ‐
 

πραγματικοτήτων,  αίτινες  υπερέβαινον  την  διάνοιάν  μου.  Περί  αυτών 


αποπειρώμαι να διηγηθώ εις τας επομένας σελίδας. 
Αι  εμπειρίαι  μου  δεν  αφωμοιούντο  παρευθύς  υπό  του  λογικού  μου. 
Παρήλθον δεκαετίαι, πριν ή λάβουν αύται μορφήν δογματικής συνειδήσεως. Προ 
της υπό του Θεού επισκέψεως, αναγινώσκων το Ευαγγέλιον ή τας επιστολάς των 
Αποστόλων,  δεν  κατενόουν  αληθώς  οποία  οντολογική  πραγματικότης 
εγκρύπτεται  εντός  εκάστου  λόγου  της  Αγίας  Γραφής.  Αυτή  αύτη  η  ζωή 
κατέδειξεν  εις  εμέ  ότι  άνευ  της  ζώσης  πείρας  του  Θεού  και  της  συναντήσεως 
μετά  των  αρχών  και  κοσμοκρατόρων  του  σκότους  του  αιώνος  τούτου,  των 
πνευμάτων της πονηρίας «εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ’ 12), μόνη η διανοητική 
μάθησις δεν οδηγεί προς την οντολογικήν έννοιαν της πίστεως ημών: την γνώσιν 
του Θεού του ποιήσαντος πάντα τα όντα·  «γνώσιν» εννοουμένην ως είσοδον εις 
αυτήν  ταύτην  την  Ενέργειαν  της  Αυτού  Αιωνιότητος:  «Αύτη  δε  εστιν  η  αιώνιος 
ζωή,  ίνα  γινώσκωσι  Σε  τον  μόνον  αληθινόν  Θεόν  και  Όν  απέστειλας  Ιησούν 
Χριστόν» (Ιωάν. ιζ’ 3). 
Κατά τας ώρας ότε ήγγιζεν εμέ η Θεία Αγάπη, «ανεγνώριζον» εν αυτή τον 
Θεόν: «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός 
εν  αυτώ»  (Α’  Ιωάν.  δ’  16).  Κατόπιν  των  Άνωθεν  επισκέψεων  ανεγίνωσκον  το 
Ευαγγέλιον μετά νέας, εν συγκρίσει προς το παρελθόν, συνειδήσεως. Βαθέως και 
ευγνωμόνως  έχαιρον  ανακαλύπτων  εν  αυτώ  την  επιβεβαίωσιν  [//14]  της 
προσωπικής μου εμπειρίας. Αι θαυμασταί αύται συμπτώσεις των ουσιωδεστέρων 
στιγμών  της  περί  του  Θεού  συνειδήσεώς  μου  μετά  των  δεδομένων  της 
Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης υπήρξαν απείρως πολύτιμοι δια την ψυχήν 
μου.  Ήσαν  δι’  εμέ  δώρον  του  Ουρανού:  Ο  Θεός  ο  Ίδιος  προσηύχετο  εντός  εμού. 
Ταυτοχρόνως όμως έζων το γεγονός τούτο ως «προσωπικήν» μου κατάστασιν.  
Εβαπτίσθην τας πρώτας ήδη ημέρας της  εμφανίσεως μου εις τον κόσμον. 
Συμφώνως  προς  την  τάξιν  της  Εκκλησίας  ημών,  κατά  το  μυστήριον  τούτο 
εναπετέθη  εις  άπαντα  τα  μέλη  του  σώματος  μου  «σφραγίς  δωρεάς  Πνεύματος 
Αγίου».  Δεν  είναι  άραγε  η  «Σφραγίς»  αύτη,  ήτις  διέσωσεν  εμέ  από  των 
παραπλανήσεών  μου  εις  αλλοτρίας  οδούς;  Δεν  είναι  μήπως  αύτη  η  αιτία  των 
πολλών  «θαυμαστών  συμπτώσεων»  των  βιωμάτων  μου  προς  το  πνεύμα  της 
Ευαγγελικής Αποκαλύψεως;  
Εν  τω  παρόντι  βιβλίω  συγκεντρούται  η  προσοχή  μου  εις  την  περιγραφήν 
μέρους των θεοσδότων εις εμέ εμπειριών. Παραλλήλως όμως προς τούτο, θεωρώ 
χρήσιμον να επισημάνω ότι ολόκληρος η πορεία της εν Θεώ ζωής μου ωδήγησεν 
εμέ  εις  την  πεποίθησιν,  ότι  εκάστη  παρέκκλισις  της  νοεράς  ημών  συνειδήσεως 
από  της  ορθής  κατανοήσεως  της  αποκαλύψεως  αντανακλά  αναποφεύκτως  επί 
των  εκδηλώσεων  του  πνεύματος  ημών  εις  την  πράξιν  της  καθ’  ημέραν  ημών 
υπάρξεως. Άλλαις λέξεσιν: Η αληθώς δικαία ζωή προϋποθέτει ορθήν αντίληψιν 
περί του Θεού, περί της Αγίας Τριάδος. 
Παραδίδω,  λοιπόν,  εμαυτόν  μετ’  εμπιστοσύνης  εις  πάντα  αναγνώστην, 
ελπίζων ότι μετ’ ευμενείας θα μνημονεύη εμέ εν ταις προσευχαίς αυτού προς τον 
Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς.  
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 6 ‐
 

[//15] 
Α’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 
 
Μετά  παρέλευσιν  πεντήκοντα  και  πλέον  ετών  είναι  αδύνατον  να 
επαναφέρω  εις  την  μνήμην  μου  την  ακριβή  χρονολογικήν  ακολουθίαν  των 
γεγονότων  του  εσωτερικού  μου  κόσμου.  Η  πτήσις  του  πνεύματος  εντός  του 
νοερού  διαστήματος  είναι  ασύλληπτος,  καθώς  ο  Ίδιος  ο  Κύριος  είπε  κατά  την 
συνομιλίαν  Αυτού  μετά  του  Νικοδήμου:  «Το  Πνεύμα  όπου  θέλει  πνει,  και  την 
φωνήν Αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει· ούτως εστί 
πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος» (Ιωάν. γ’ 8). 
Επί  του  παρόντος  η  σκέψις  μου  ίσταται  είς  τινας  εξ  εκείνων  των 
καταστάσεων οδύνης και απογνώσεως, αίτινες βραδύτερον απεδείχθησαν δι’ εμέ 
αιτία πολυτίμου γνώσεως και πηγή δυνάμεων δια την επιτέλεσιν του αγώνος, εις 
όν  πάντες  ημείς  εκλήθημεν.  Όσα  έπασχον  τότε  εχαράχθησαν  επί  του  σώματος 
της ζωής μου, ως χαράσσεται η πέτρα υπό της σμίλης, και τούτο παρέχει εις εμέ 
την δυνατότητα να ομιλώ περί εκείνου, όπερ εποίησε μετ’ εμού η δεξιά του Θεού. 
Από  των  νεανικών  μου  χρόνων  η  ψυχή  μου  εξωκειώθη  προς  την  έννοιαν 
της αιωνιότητος. Τούτο ήτο φυσική συνέπεια των παιδικών προσευχών μου προς 
τον Ζώντα  [//16]  Θεόν, προς τον Οποίον απεδήμησαν οι πάπποι και οι προπάπποι 
μου,  καθώς  και  των  συζητήσεων  μετά  των  παιδίων  μετά  των  οποίων  τότε 
συνανεστρεφόμην,  άτινα  ηρέσκοντο  να  ομιλούν  και  να  στοχάζωνται  επί  του 
μυστηρίου  τούτου  μετ’  αφελούς  σοβαρότητος.  Ενηλικιούμενος,  επέστρεφον 
συχνότερον εις τον διαλογισμόν περί του απείρου, περί εκείνου όπερ διαμένει εις 
τον αιώνα. Ιδιαιτέρως εξεδηλούτο ο προβληματισμός ούτος κατά τας συνομιλίας 
μετά του νεωτέρου αδελφού μου Νικολάου (1898‐1979). Ήτο σοφώτερος εμού και 
πολλά εδιδάχθην παρ’ αυτού. 
Ότε δε εξερράγη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914‐1918), το πρόβλημα 
της αιωνιότητος εκυριάρχει εις την συνείδησίν μου. Αι ειδήσεις περί των χιλιάδων 
αθώων ανθρώπων, οίτινες εφονεύοντο εις τα πεδία των μαχών, έθετον ενώπιον 
μου το άγριον θέαμα της ανθρωπίνης τραγωδίας. Ήτο αδύνατον να συμβιβασθώ 
προς  το  γεγονός  ότι  πλήθος  νεαρών  υπάρξεων  εθερίζετο  βιαίως,  και  δη  μετά 
παράφρονος  σκληρότητος.  Θα  ηδυνάμην  να  ευρίσκωμαι  και  εγώ  εις  τας  τάξεις 
αυτών και να έχω ως σκοπόν να φονεύω αγνώστους εις εμέ ανθρώπους, οίτινες 
ωσαύτως θα επεδίωκον να εξοντώσουν εμέ κατά το δυνατόν ταχύτερον. Και εάν 
δια  της  αυθαιρεσίας  διεστραμμένων  τινών  εξουσιαστών  δημιουργούνται 
παρόμοιαι  καταστάσεις,  πού  ευρίσκεται  το  νόημα  της  εμφανίσεως  ημών  εν  τω 
κόσμω  τούτω;  Και  εγώ  …  δια  ποίον  λόγον  εγεννήθην;  Μόλις  προ  ολίγου 
ελάμβανον  συνείδησιν  της  ανθρωπίνης  υποστάσεως  μου:  Μόλις  ανήφθη  εντός 
εμού  το  πυρ  των  καλών  επιθυμιών,  η  αναζήτησις  της  τελειότητος  η 
χαρακτηρίζουσα  την  νεότητα,  ο  ενθουσιασμός  δια  το  φως  της  γνώσεως,  ήτις 
εναγκαλίζεται τα πάντα. Και νυν να εγκαταλείψη τις πάντα ταύτα;  [//17]  Και δια 
τοιούτου  τρόπου;  Προς  όφελος  τινος  και  δια  ποίον  σκοπόν;  Εν  ονόματι  ποίων 
αξιών; 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 7 ‐
 

Εκ  των  παιδικών  προσευχών  μου  εγνώριζον  ότι  αι  προγενέστεραι  γενεαί 
απήλθον μετ’ ελπίδος προς τον Θεόν. Αλλ’ εκείνας τας ημέρας δεν είχον πλέον 
την  παιδικήν  πίστιν.  Είμαι  άρα  γε  αιώνιος,  καθώς  και  πας  άνθρωπος,  ή  μήπως 
πάντες ημείς θα καταλήξωμεν εις το σκότος της ανυπαρξίας; Το ερώτημα τούτο, 
ενώ  πρότερον  ήτο  ήσυχος  μελέτη  του  νου,  ταχέως  απέβη  καυστόν  ως  άμορφος 
μάζα πεπυρακτωμένου μετάλλου. Παράδοξον αίσθημα εσκήνωσεν εν τη βαθεία 
καρδία:  η  ματαιότης  πασών  των  επί  γης  κτήσεων.  Αίσθημα  εντελώς  νέον, 
ουδόλως ομοιάζον προς ο,τιδήποτε προηγούμενον. 
Εξωτερικώς,  εν  τούτοις,  διετήρουν  την  ηρεμίαν  μου.  Συχνάκις  εγέλων 
ευθύμως  και  έζων  ως  πάντες  εν  γένει  ζουν.  Δι’  ενός  ειρηνικού  τρόπου  εν  τη 
καρδία μου ετελείτο τι, και ο νους, απεκδυόμενος παντός πράγματος, συνήγε την 
προσοχήν αυτού εις τα έσω. 
Γιγάντιον  άροτρον  ανέσκαπτε  τας  αχανείς  εκτάσεις  της  πατρίδος  μου 
αποσπών  τας  ρίζας  του  παρελθόντος.  Πάντες  ετέλουν  εν  εξεγέρσει.  Πανταχού 
επεκράτει  έντασις,  ήτις  υπερέβαινε  τας  δυνάμεις  του  ανθρώπου.  Επί  πλέον,  εν 
όλω τω κόσμω εσημειούντο γεγονότα, άτινα έθετον την αρχήν μιάς νέας εποχής 
εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, αλλά το πνεύμα μου δεν έδιδε προσοχήν εις 
αυτά.  Πολλά  εκρημνίζοντο  πέριξ  εμού,  η  εσωτερική  μου  όμως  κατάρρευσις  ήτο 
το εντονώτερον, ίνα μη είπω, το σημαντικότερον δι’ εμέ γεγονός. 
Δια  τί  τούτο;  Εν  ταις  ημέραις  εκείναις  δεν  ηδυνάμην  να  σκέπτωμαι 
λογικώς.  Αι  σκέψεις  εγεννώντο  εντός  μου,  επήγαζον  εκ  της  εσωτερικής 
καταστάσεως  του  πνεύματος  μου.  Εάν  όντως  αποθνήσκω,  τουτέστι  βυθίζωμαι 
[//18]  εις  το  «μηδέν»,  τότε  και  πάντες  οι  άλλοι,  οι  όμοιοι  προς  εμέ  άνθρωποι, 
αφανίζονται  ωσαύτως  ολοσχερώς.  Επομένως,  τα  πάντα  είναι  ματαιότης·  δεν 
εδόθη εις ημάς αυθεντική ζωή. Τα παγκόσμια γεγονότα ουδέν άλλο είναι, ει μη 
κακός τις εμπαιγμός του ανθρώπου. 
Αι  οδύναι  του  πνεύματος  μου  προεκαλούντο  εκ  των  εξωτερικών 
καταστροφών,  και  εγώ,  φυσικώ  τω  τρόπω,  εταύτιζον  τον  γενικόν  όλεθρον  μετά 
των  προσωπικών  μου  πεπρωμένων.  Ο  θάνατος  μου  ελάμβανε  μορφήν 
αφανισμού  πάντων εκείνων, άτινα εγνώριζον και μετά των οποίων συνεδεόμην 
υπαρκτικώς.  Και  τούτο,  ανεξαρτήτως  πλέον  του  πολέμου.  Ο  αναπόφευκτος 
θάνατος μου δεν ήτο μόνον μικρόν τι και ατελευτήτως ασήμαντον γεγονός: «είς 
ολιγώτερον».  Ουχί.  Εντός  μου  και  μετ’  εμού  απέθνησκε  παν  ό,τι  συνέλαβεν  η 
συνείδησίς μου: οι πλησίον μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη αυτών, όλη 
η  εξέλιξις  της  ιστορίας,  σύμπασα  η  Γη  και  ο  ήλιος  και  τα  άστρα  και  το  άπειρον 
διάστημα·  έτι  δε  και  ο  Ποιητής  του  κόσμου,  και  Αυτός  απέθνησκεν  εντός  εμού· 
ολόκληρον εν γένει το είναι κατεβροχθίζετο υπό του σκότους της  λήθης. Ούτως 
εξελάμβανον  τότε  τον  θάνατόν  μου.  Το  Πνεύμα,  το  οποίον  είχε  κατακυριεύσει 
εμού,  απέσπασεν  εμέ  από  της  γης  και  εγώ  ερρίφθην  εις  τινα  ζοφώδη  περιοχήν, 
όπου χρόνος δεν υπάρχει. 
Η  αιώνια  λήθη  ως  κατάσβεσις  του  φωτός  της  συνειδήσεως,  εβύθιζεν  εμέ 
εις  την  φρίκην.  Η  κατάστασις  αύτη  συνέτριβεν  εμέ·  εκυρίευεν  εμού  παρά  την 
θέλησίν μου. Τα τελούμενα γύρωθεν υπενθύμιζον εις εμέ, κατά τρόπον οχληρώς 
επίμονον,  ότι  το  τέλος  της  παγκοσμίου  ιστορίας  ήτο  αναπόφευκτον.  Η  θέα  της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 8 ‐
 

αβύσσου ήτο διαρκώς παρούσα, και μόνον κατά καιρούς ενέδιδε παρέχουσα  [//19] 
εις  εμέ  μικράν  τινα  ανάπαυσιν.  Η  μνήμη  του  θανάτου,  αυξανομένη  βαθμηδόν 
απέκτησε  τοιαύτην  έντασιν  ώστε  εθεώρουν  τον  κόσμον,  ολόκληρον  το  σύμπαν, 
ως  ένα  αντικατοπτρισμόν,  πάντοτε  έτοιμον  να  εξαφανισθή  εις  την  αιώνιον 
άβυσσον του μηδενός. 
Πραγματικότης  άλλης  τάξεως,  ουχί  γηΐνης,  ακαταλήπτου,  εξουσίαζεν 
εμού, παρά τας προσπαθείας μου όπως εκφύγω απ’ αυτής. Ενθυμούμαι καθαρώς 
τον  εαυτόν  μου:  Εις  τον  καθ’  ημέραν  βίον  ήμην  ως  οι  άλλοι  άνθρωποι,  αλλά, 
κατά καιρούς, δεν ησθανόμην την γην υπό τους πόδας μου. Έβλεπον αυτήν δια 
των  οφθαλμών,  ως  συνήθως,  εν  πνεύματι  όμως  εφερόμην  επάνω  απυθμένου 
αβύσσου.  Εις  το  φαινόμενον  τούτο  προσετέθη  βραδύτερον  και  άλλο,  ουχί 
ολιγώτερον  καταθλιπτικόν:  Ενώπιον  μου  ηγέρθη  νοερός  φραγμός,  τον  οποίον 
ησθάνθην  ως  παχύ  μολύβδινον  τείχος.  Δεν  ηδύνατο  να  διαπεράση  τούτο  ουδέ 
μια  ακτίς  φωτός,  φωτός  νοερού,  ουχί  φυσικού,  καθώς  και  το  τείχος  δεν  ήτο 
υλικόν. Επί μακρόν χρόνον ωρθούτο ενώπιον μου και εβασάνιζεν εμέ. 
Ανεξαρτήτως  παντός  εξωτερικού  γεγονότος  –  πολέμου,  ασθενειών  ή 
άλλων  παρομοίων  συμφορών  –  η  συνειδητοποίησις  ότι  ημέραν  τινα  είμαι 
καταδεδικασμένος να αποθάνω, ήτο δι’ εμέ αφόρητον μαρτύριον. Και ιδού, άνευ 
οιουδήποτε  συλλογισμού,  αίφνης  εγεννήθη  εν  τη  καρδία  μου  η  σκέψις:  Εάν  ο 
άνθρωπος  δύναται  να  πάσχη  τοσούτον  βαθέως,  τότε  είναι  μέγας  ως  προς  την 
φύσιν αυτού. Το γεγονός ότι δια του θανάτου αυτού αποθνήσκει όλος ο κόσμος, 
έτι δε και ο Θεός, είναι δυνατόν μόνον, εάν αυτός ο άνθρωπος καθ’ εαυτόν, υπό 
τινα  έννοιαν,  είναι  το  κέντρον  του  σύμπαντος.  Και  βεβαίως,  ενώπιον  του  Θεού 
είναι πολυτιμότερος πάντων των άλλων κτισμάτων.  
[//20]  Ο  Κύριος  γνωρίζει  την  ευγνωμοσύνην  μου  προς  Αυτόν,  διότι  δεν 
εφείσθη εμού και «ουκ απέστη πάντα ποιών, έως εμέ ανήγαγεν» εις την θεωρίαν 
της  Βασιλείας  Αυτού,  έστω  και  «εκ  μέρους».  Ώ,  του  φρικτού  και  ευλογημένου 
εκείνου  καιρού!  Ουδείς  θα  ετόλμα  να  πορευθή  εκουσίως  δια  τοιούτων 
δοκιμασιών. 
Ενθυμούμαι  νυν  τον  κοσμοναύτην  εκείνον,  όστις  απεγνωσμένως  εβόα 
προς  την  γην  να  σώσουν  αυτόν  από  του  θανάτου  εις  το  διάστημα.  Οι  δέκται 
συνελάμβανον  τους  λυγμούς  αυτού,  αλλ’  ουδείς  ήτο  εις  θέσιν  να  έλθη  εις 
βοήθειαν.  Νομίζω  ότι  θα  ήτο  θεμιτόν,  μέχρις  ενός  σημείου,  να  παραλληλίσω 
εκείνο το οποίον υπέστη ο δυστυχής κοσμοναύτης προς αυτό το οποίον έζων την 
ώραν της πτώσεως μου εις την ζοφώδη άβυσσον. Εν τούτοις, το πνεύμα μου δεν 
εστρέφετο προς την γην, αλλά προς Εκείνον τον Οποίον δεν εγνώριζον εισέτι, δια 
την  Ύπαρξιν  του  Οποίου  όμως  ήμην  βέβαιος.  Δεν  εγνώριζον  Αυτόν,  αλλά  δι’ 
ακαταλήπτου τρόπου ήτο μετ’ εμού, κατέχων πλήρως τα μέσα δια την σωτηρίαν 
μου.  Ούτος  πληροί  τα  πάντα,  αλλ’  εκρύπτετο  απ’  εμού  και  εγώ  έβλεπον  τον 
θάνατον  ουχί  κατά  το  σώμα,  ουχί  εν  τη  γηΐνη  αυτού  μορφή,  αλλ’  εν  τη 
αιωνιότητι. 
Ούτως, «υπό αρνητικήν μορφήν», απεκαλύπτοντο εντός εμού τα βάθη του 
Είναι.  Ο  υλικός  κόσμος  «έχανε»  την  συνοχήν  αυτού  και  ο  χρόνος  την  διάρκειαν 
αυτού.  Έπασχον  δεινώς  μη  εννοών  το  εν  εμοί  τελούμενον.  Κατ’  εκείνον  τον 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 9 ‐
 

καιρόν  ουδεμίαν  εισέτι  είχον  γνώσιν  περί  της  διδασκαλίας  των  Πατέρων  της 
Εκκλησίας και των εμπειριών αυτών. Αποτέλεσμα τοσούτου ουσιώδους κενού εις 
τας  γνώσεις  μου  ήτο  η  στροφή  μου  προς  την  μυστικήν  φιλοσοφίαν  της  μη 
χριστιανικής  Ανατολής.  Ήλπιζον,  εν  [//21]  τη  αφροσύνη  μου,  να  εύρω  εν  αυτή 
διέξοδον εκ του βαράθρου εις το οποίον εβυθιζόμην. Εκ της παρεκκλίσεως ταύτης 
απώλεσα  ουχί  ολίγον  πολύτιμον  χρόνον.  Εν  τούτοις,  μετά  παρέλευσιν  πολλών 
ετών, υποστάς πολλάκις την εγκατάλειψιν της χάριτος ένεκα των λογισμών της 
κενοδοξίας,  ενίοτε  εσκεπτόμην:  «Μεγάλη  συμφορά  η  πνευματική  αμάθεια»·  εν 
τη περιπτώσει μου όμως, αυτή ακριβώς η άγνοια συνετέλεσεν εις το να δυνηθώ 
να βαστάσω, κατά την ροήν μακρών χρόνων, την εκχυθείσαν εν αφθονία επ’ εμέ 
δωρεάν του Θεού μου: την χάριν της μνήμης του θανάτου, την οποίαν ιδιαιτέρως 
εξαίρουν οι Άγιοι Πατέρες. Όντως, ότε ανεκάλυψα τα ασκητικά έργα των Αγίων 
Πατέρων, οίτινες τοσούτον εξυμνούν το μεγαλείον της δωρεάς ταύτης, διέτρεξα 
τον  κίνδυνον  να  απολέσω  την  συνείδησιν  της  μηδαμινότητός  μου,  την  οποίαν 
έως τότε είχον αφομοιώσει. 
Κατ’ εκείνην την άληστον περίοδον της ζωής μου, την ουδόλως απλήν και 
εύκολον,  πολλάκις  επειράσθην  υπό  φρικτών  λογισμών  οργής  κατά  του 
Πλαστουργού μου. Καταπεπονημένος εκ της αδυναμίας μου να κατανοήσω τα εν 
εμοί διαδραματιζόμενα, κατηρχόμην εις πάλην μετά του Θεού. Εθεώρουν Αυτόν 
ως  Εχθρικόν  Δυνάστην,  «Όστις  μετά  τυραννικής  εξουσίας  εκάλεσεν  εμέ  εκ  του 
μηδενός»  (Πούσκιν).  Και  επειδή  όλοι  οι  άνθρωποι  έχουν  μίαν  και  την  αυτήν 
οντολογικήν ρίζαν, προέβαλλον τας προσωπικάς μου καταστάσεις εις πάντας. Ο 
μικρός  νους  μου  «επανίστατο»  εν  ονόματι  πάντων  των  εμπαιχθέντων  υπό  του 
ματαίου  δώρου  της  ζωής  ταύτης,  και  ελυπούμην,  διότι  δεν  διέθετον  τοιαύτην 
μάχαιραν,  δι’  ής  θα  ήτο  δυνατόν  να  κατατεμαχίσω  την  «επικατάρατον  γην» 
(πρβλ.  Γέν.  γ’  17),  και  ούτω  να  θέσω  τέρμα  εις  αυτόν  τον  [//22]  αποτρόπαιον 
παραλογισμόν  …  Και  άλλαι,  ουχί  ολίγαι,  τοιαύται  ανόητοι  σκέψεις  ήρχοντο  εις 
τον νουν μου, αλλά νομίζω ότι αι δύο αύται υπήρξαν αι πλέον ακραίοι. 
Ευτυχώς  η  πικρία  του  είδους  τούτου  ουδέποτε  εισεχώρησεν  εις  την 
«βαθείαν  καρδίαν»·  ο  χώρος  εκεί  ήτο  ήδη  κατειλημμένος.  Άγνωστον  που  εν  τω 
πνεύματι  μου, πέραν παντός παροξυσμού απογνώσεως, παρέμενεν ελπίς τις:  Ο 
Παντοδύναμος  δεν  δύναται  να  είναι  άλλως,  ει  μη  αγαθός.  Εάν  δεν  ήτο  ούτως, 
τότε  πόθεν  εις  εμέ  η  ιδέα  του  Αγαθού  Όντος;  Και  η  εσωτερική  μου  ακοή 
συνεκεντρούτο εις τι αψηλάφητον και ταυτοχρόνως πραγματικόν. 
Ουδέποτε θα δυνηθώ να εκφράσω δια λόγων τον ιδιόμορφον πλούτον των 
ημερών εκείνων, ότε ο Κύριος, παραβλέπων τας διαμαρτυρίας μου, ήρπασεν εμέ 
εις  τας  κραταιάς  Αυτού  χείρας,  και  εν  οργή,  ούτως  ειπείν,  έρριψεν  εμέ  εις  το 
άπειρον  του  υπ’  Αυτού  κτισθέντος  κόσμου.  Τί  να  είπω;  Ήτο  σκληρός  ο  τρόπος, 
αλλ’  απεκάλυψεν  εις  εμέ  ορίζοντας  άλλου  Είναι.  Αι  οδυνηραί  περιπέτειαι  μου 
υπήρξαν αληθώς «πορεία δια βασάνων». 
Ο  πόλεμος  μετά  της  Γερμανίας  επλησίαζε  προς  το  θλιβερόν  δια  την 
Ρωσίαν τέλος. Ολίγους μήνας ενωρίτερον εξερράγη άλλος πόλεμος, ο εμφύλιος, 
από  πολλών  απόψεων  φοβερώτερος  του  προηγουμένου.  Το  θέαμα  της 
τραγικότητος  της  ανθρωπίνης  υπάρξεως  ενετυπώθη,  τρόπον  τινα,  εν  τη  ψυχή 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 10 ‐
 

μου,  και  η  μνήμη  του  θανάτου  δεν  εγκατέλειπεν  εμέ,  όπου  και  αν  ευρισκόμην. 
Ήμην  παραδόξως  «δεδιχασμένος»:  Το  πνεύμα  μου  παρέμενεν  εν  εκείνη  τη 
μυστηριώδει και απεριγράπτω σφαίρα, ενώ η λογική και ο ψυχισμός μου έζων, ως 
εφαίνετο, την συνήθη καθ’ ημέραν ζωήν, ως και πάντες οι λοιποί των ανθρώπων.  
[//23]  Έσπευδον  να  ζήσω.  Εφοβούμην  μη  τυχόν  απολέσω  έστω  και  μίαν 
ώραν· επόθουν να αποκτήσω όσον το δυνατόν πλείονας γνώσεις, ουχί μόνον εις 
τον χώρον της τέχνης μου, αλλά και εις πάντας εν γένει τους τομείς. Ειργαζόμην 
σκληρώς  ως  ζωγράφος  εις  το  ευρύχωρον  και  ήσυχον  εργαστήριον  μου. 
Επραγματοποίησα σειράν ταξιδίων ανά την Ρωσίαν και την Ευρώπην. Έζησα επί 
μήνας εν Ιταλία και Γερμανία, πριν ή εγκατασταθώ εν Γαλλία, όπου εγνωρίσθην 
μετά πολλών προσώπων ανηκόντων κυρίως εις τον κόσμον των Καλών  Τεχνών, 
αλλ’  ουδέποτε  εις  ουδένα  εξέφρασα  ουδέ  λόγον  τινα  περί  της  «παραλλήλου» 
ζωής του πνεύματος μου· ουδέν έσωθεν παρεκίνει εμέ εις τοιαύτην εξαγόρευσιν. 
Το  τελούμενον  εν  εμοί  επήγαζεν  εκ  τινος  αρχής,  ανωτέρας  εμού,  ανεξαρτήτως 
της  θελήσεως  ή  της  πρωτοβουλίας  μου.  Δεν  αντελαμβανόμην  τί  συνέβαινεν,  εν 
τούτοις, δι’ εμέ ήτο τούτον ιερόν. 
Το  κάλλος  του  ορατού  κόσμου,  συνδυαζόμενον  προς  το  θαύμα  της 
εμφανίσεως  αυτής  ταύτης  της  οράσεως,  ηχμαλώτιζεν  εμέ.  Πέραν  όμως  της 
ορατής  πραγματικότητος  επεδίωκον  να  αισθανθώ  την  αόρατον,  υπερβατικήν 
πραγματικότητα,  εν  τη  καλλιτεχνική  μου  εργασία,  ήτις  έδιδεν  εις  εμέ  στιγμάς 
λεπτής  απολαύσεως.  Εν  τούτοις  έφθασε  καιρός  κατά  τον  οποίον  η  μνήμη  του 
θανάτου, καταστάσα εντονωτέρα, εισήλθεν εις αποφασιστικήν σύγκρουσιν προς 
το πάθος μου δια την ζωγραφικήν. Η περίοδος της κρίσεως δεν ήτο ούτε βραχεία 
ούτε εύκολος. Εγώ δε, τρόπον τινα, εγενόμην πεδίον πάλης επί δύο επιπέδων: Η 
χάρις της μνήμης του θανάτου δεν συγκατέβαινεν έως της γης, αλλά εκάλει εμέ 
εις ανωτέρας σφαίρας, η δε τέχνη επενόει τρόπους, όπως παρουσιασθή ως τι το 
υψηλόν,  πέραν  του  γηΐνου  επιπέδου,  ικανή  εις  τας  καλυτέρας  αυτής  επιτεύξεις 
να  επιτρέψη  την  επίψαυσιν  [//24]  της  αιωνιότητος.  Όλαι  αι  προσπάθειαι  αυτής 
απεδείχθησαν μάταιαι· το άνισον της πάλης ήτο καθ’ υπερβολήν εμφανές και εν 
τέλει  ενίκησεν  η  προσευχή.  Ησθανόμην  ακινητοποιημένος  μεταξύ  της 
προσκαίρου  μορφής  υπάρξεως  και  της  αιωνιότητος.  Η  τελευταία  αύτη  κατ’ 
εκείνον  τον  καιρόν  ίστατο  ενώπιόν  μου  δια  της  «αρνητικής»  αυτής  όψεως:  Ο 
θάνατος περιέβαλλε το παν. 
Είναι  αδύνατον  να  διηγηθώμεν  ενταύθα  περί  όλων  των  μορφών  εκείνων, 
δια  των  οποίων  η  θεωρουμένη  υπ’  εμού  απόσβεσις  πάσης  ζωής  ενεφανίζετο  εις 
το  πνεύμα  μου.  Ενθυμούμαι  εναργώς  έν  εκ  των  πλέον  χαρακτηριστικών 
επεισοδίων  των  ημερών  εκείνων:  Εκαθήμην  εις  το  γραφείον  μου  και 
ανεγίνωσκον,  επιστηρίζων  την  κεφαλήν  μου  δια  της  χειρός,  και  αίφνης 
αισθάνομαι  να  κρατώ  το  κρανίον  μου  εις  την  χείρα  και  να  παρατηρώ  αυτό 
έξωθεν  νοερώς.  Από  φυσικής  απόψεως  ήμην  εισέτι  νέος  και  εν  γένει  υγιής.  Μη 
κατανοών  το  τελούμενον  εν  εμοί  προσεπάθουν  να  απαλλαγώ  από  παντός 
ερεθίσματος,  όπερ  ανέκοπτε  την  ειρηνικήν  πορείαν  της  εργασίας  μου.  Ηρέμα 
είπον εις εαυτόν: «Έχω εισέτι ενώπιον μου ολόκληρον ζωήν· ίσως τεσσαράκοντα 
και  πλέον  έτη  πλήρη  δράσεως  …  Και  τί  λοιπόν;».  Αίφνης  ήλθεν  απάντησις  μη 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 11 ‐
 

επινοηθείσα υπ’ εμού: «Εάν και χίλια έτη … ύστερον δε τί;». Και τα χίλια έτη εις 
την συνείδησιν μου ελάμβανον πέρας πριν ή ο λογισμός λάβη μορφήν. 
Παν το υποκείμενον εις την φθοράν ενεφανίζετο ως μη έχον αξίαν δι’ εμέ. 
Ότε  έβλεπον  τους  ανθρώπους,  τότε,  πριν  ή  σκεφθώ  τι  περί  αυτών,  έβλεπον 
αυτούς υπό το κράτος του θανάτου, αποθνήσκοντας, και η καρδία μου επληρούτο 
ευσπλαχνίας  προς  αυτούς.  Δεν  επεθύμουν  ούτε  δόξαν  εκ  των  «θνητών»,  ούτε 
εξουσίαν επ’ αυτών· δεν ανέμενον την αγάπην αυτών. Κατεφρόνουν τον υλικόν 
[//25]  πλούτον  και  δεν  εξετίμων  ιδιαιτέρως  την  διανόησιν,  ως  μη  δυναμένην  να 
δώση  απάντησιν  εις  την  αναζήτησιν  μου.  Εάν  προσέφερον  εις  εμέ  αιώνας 
ευδαίμονος ζωής, δεν θα εδεχόμην αυτούς. Το πνεύμα μου απήτει αιωνίαν ζωήν 
και  η  αιωνιότης,  ως  αντελήφθην  βραδύτερον,  ίστατο  ενώπιόν  μου  αναγεννώσα 
εμέ  εναργώς.  Ήμην  τυφλός,  άνευ  επιγνώσεως.  Η  αιωνιότης  έκρουε  την  θύραν 
της ψυχής μου, της εκ του φόβου κεκλεισμένης εν εαυτή (πρβλ. Αποκ. γ’ 18‐20). 
Ώ,  έπασχον,  αλλ’  ουδαμού  υπήρχεν  άλλη  διέξοδος,  ει  μη  εν  τη 
αναγεννηθείση εν εμοί προσευχή·  προσευχή προς τον Άγνωστον εισέτι, μάλλον 
Επιλελησμένον  υπ’  εμού.  Πυρίνη  προσευχή  περιέπτυξεν  εμέ  εις  τους  κόλπους 
αυτής και εν τη ροή πολλών ετών δεν εγκατέλειπεν εμέ ούτε εν εγρηγόρσει ούτε 
καθ’ ύπνον. Το μαρτύριόν μου ήτο παρατεταμένον. Έφθασα μέχρις εξαντλήσεως 
όλων των δυνάμεων μου, ότε, εντελώς απροσδοκήτως δι’ εμέ, λεπτόν τι ως ραφίς 
διεπέρασε  το  πάχος  του  μολυβδίνου  τείχους  και,  δια  της  δημιουργηθείσης 
τριχοειδούς σχισμής, εισέδυσεν ακτίς Φωτός. 
Ο  ασθενής  συχνάκις  δεν  γνωρίζει  εκ  ποίας  ασθενείας  πάσχει  και  εκθέτει 
εις  τον  ιατρόν  τα  υποκειμενικά  αυτού  αισθήματα  αναμένων  να  λάβη  την 
αντικειμενικήν διάγνωσιν. Ούτως και εγώ διηγούμαι απλώς την «υποκειμενικήν» 
ιστορίαν της υπ’ εμού βιωθείσης εμπειρίας. 
Εις  τους  Πατέρας  της  Εκκλησίας  εύρον  την  διδασκαλίαν  περί  αυτής  της 
μορφής  της  χάριτος.  Η  μνήμη  του  θανάτου  είναι  ιδιαιτέρα  κατάστασις  του 
πνεύματος  ημών,  εντελώς  διάφορος  της  φυσικής  γνώσεως  ότι  ημέραν  τινά  θα 
αποθάνωμεν.  Η  θαυμαστή  αύτη  μνήμη  εξάγει  το  πνεύμα  ημών  εκ  της  γηΐνης 
έλξεως.  Ως  δύναμις  Άνωθεν  [//26]  καταβαίνουσα  θέτει  και  ημάς  υπεράνω  των 
γηΐνων παθών, ελευθεροί ημάς από της εξουσίας των προσκαίρων επιθυμιών και 
προσκολλήσεων  και  ούτω,  κατά  τρόπον  φυσικόν,  εγκαινίζει  εν  ημίν  την  αγίαν 
ζωήν.  Καίτοι  υπό  αρνητικήν  μορφήν,  εν  τούτοις  συνάπτει  ημάς  αρρήκτως  προς 
τον Αιώνιον. 
Η  μνήμη  του  θανάτου  παρέχει  εις  ημάς  την  πείραν  της  απαθείας,  ουχί 
όμως εισέτι υπό την θετικήν αυτής μορφήν, ήτις εκδηλούται ως παντεξουσία της 
Θείας αγάπης· ούτε όμως καθαρώς αρνητικόν χαρακτήρα έχει αύτη, τουτέστι δεν 
είναι  εναντία  της  αγάπης.  Παύει  την  ενέργειαν  των  παθών  και  ούτω  θέτει  την 
αρχήν  μιας  ριζικής  αλλαγής  του  συνόλου  τρόπου  της  υπάρξεως  και  δράσεως 
ημών,  και  της  θεωρήσεως  πάντων  των  πραγμάτων.  Το  γεγονός  ότι  αύτη 
επιτρέπει  εις  ημάς  να  ζήσωμεν  τον  θάνατον  ημών  ως  το  τέλος  πάσης  της 
κτίσεως,  επαληθεύει  την  δοθείσαν  ημίν  αποκάλυψιν,  κατά  την  οποίαν  ο 
άνθρωπος  είναι  εικών  του  Θεού,  και  ως  τοιούτος  είναι  ικανός  να  περιλάβη  εν 
εαυτώ  και  τον  Θεόν  και  τον  κτιστόν  κόσμον.  Και  τούτο  αποτελεί  ωσαύτως  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 12 ‐
 

αρχήν  της  συγκεκριμενοποιήσεως  εν  ημίν  της  υποστατικής  αρχής.  Η  εμπειρία 


αύτη  προετοιμάζει  το  πνεύμα  ημών  προς  μίαν  πλέον  πραγματικήν  πρόσληψιν 
της χριστιανικής Αποκαλύψεως και της Θεολογίας εκείνης, της οποίας ως βάσις 
κείται η εμπειρία ενός άλλου Είναι. 
Ότε δυνάμει της μνήμης του θανάτου όλον το είναι μου μετεφέρθη  εις το 
επίπεδον  της  αιωνιότητος,  τότε  φυσικώς  έλαβε  πέρας  το  νεανικόν  πάθος  της 
ενασχολήσεως μου εις την τέχνην, το οποίον εξουσίαζεν εμού ως δούλου. Στενή 
και  τεθλιμμένη  η  οδός  της  πίστεως  ημών:  Όλον  το  σώμα  της  ζωής  ημών 
καλύπτεται υπό πληγών εις πάντα τα επίπεδα και ο πόνος φθάνει μέχρις εκείνου 
[//27]  του  ορίου,  οπότε  ο  πάσχων  νους  σιγά  εν  καταστάσει  εντατικής  παραμονής 
εκτός  χρόνου.  Επιστρέφοντες  εκ  της  οντολογικής  ταύτης  θεωρίας, 
ανακαλύπτομεν  εις  το  βάθος  της  καρδίας  ετοίμους  ήδη  λογισμούς,  μη 
επινοηθέντας υφ’ ημών· εις τους λογισμούς τούτους εμπερικλείεται η πρόγευσις 
περαιτέρω  περί  Θεού  αποκαλύψεων.  Το  χαρισματικόν  τούτο  δώρον  δεν  δύναται 
να  περιγραφή  δια  των  τετριμμένων  ημών  λέξεων.  Η  πείρα  διδάσκει  ότι  τούτο 
αφομοιούται  ουχί  άλλως,  ει  μη  δια  μακροχρονίου  διαδικασίας  ολοκληρωτικής 
κενώσεως.  Τότε  πέραν  πάσης  προσδοκίας,  ούτως  ειπείν,  έρχεται  το  θεραπεύον 
παν  τραύμα  Άκτιστον  Φως.  Εν  τη  επιλάμψει  του  Φωτός  τούτου,  η  διανυθείσα 
«στενή» οδός παρουσιάζεται ως συμμόρφωσις προς την Κένωσιν του Χριστού, δια 
της οποίας παρέχεται και εις ημάς η υιοθεσία υπό του Θεού Πατρός. 
Κατά  το  μέτρον  της  προς  ημάς  αποκαλύψεως  του  Απολύτου  Είναι, 
αισθανόμεθα  συνεχώς  εντονώτερον  την  μηδαμινότητα  και  την  ρυπαρότητα 
ημών. Και τούτο είναι φρικτόν. Παρά ταύτα λυπούμαι, διότι εις το έσχατον γήρας 
μου  η  έντασις  της  ευλογημένης  ταύτης  καταστάσεως  εμειώθη  εντός  μου.  Ο 
Κύριος  ηυδόκησε  να  ζήσω  εν  τω  πλήθει  του  ελέους  Αυτού,  αλλ’  εγώ  ουδέν 
ηννόουν:  Εν  τω  Θεώ  το  παν  είναι  ιδιάζον.  Αλλ’  Ούτος  δεν  εγκατέλειψεν  έως 
τέλους εμέ εις το σκότος. Ωδήγησεν εμέ εις τους πόδας του μακαρίου Σιλουανού 
και  τότε  είδον  ότι  όλη  η  προγενεστέρα  πείρα  μου  προητοίμασεν  εμέ  προς 
κατανόησιν της διδαχής αυτού. 
Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας των αιώνων.  
[//28] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 13 ‐
 

[//29] 
Β’ ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ 
 
Ο φόβος του Θεού είναι συνέπεια πνευματικής ελλάμψεως του ανθρώπου. 
Η  φύσις  αυτού  είναι  ακατάληπτος  δια  την  ψυχολογίαν.  Εν  αυτώ  ουδέν  κοινόν 
υπάρχει  προς  το  αντίστοιχον  ζωώδες  ένστικτον.  Υπάρχουν  πολλοί  βαθμοί  και 
μορφαί φόβου του Θεού, αλλ’ ημείς νυν θα ομιλήσωμεν περί μιας εξ αυτών, της 
πλέον ουσιώδους δια την σωτηρίαν ημών· της «φρίκης» να αποδειχθώμεν ανάξιοι 
του Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς εν τω ανεσπέρω Φωτί  (βλ. Ματθ. ι’ 37‐
38). Όσοι διακατέχονται υπό του αγίου τούτου φόβου, ελευθερούνται από παντός 
άλλου  γηΐνου  φόβου.  Οι  Πατέρες  ημών,  οι  ατρόμητοι  ούτοι  λειτουργοί  του 
Πνεύματος,  απεμακρύνοντο  εις  τας  ερήμους  και  έζων  –  όπερ  και  σήμερον 
παρατηρείται  –  μεταξύ  αγρίων  θηρίων  και  ιοβόλων  όφεων,  υπό  συνθήκας 
τραχείας φύσεως, και εν τοιαύτη εσχάτη πτωχεία, ήτις υπερβαίνει και αυτήν την 
φαντασίαν των συγχρόνων ανθρώπων. Και τούτο, ίνα παραδοθούν ελεύθεροι εις 
το  πένθος,  έχοντες  συνείδησιν  της  αποστάσεως  αυτών  από  του  Ηγαπημένου 
Θεού.  Δεν  είναι  εις  πάντας  εφικτόν  να  εννοήσουν,  δια  ποίον  λόγον  οι 
πνευματικοί ούτοι άνδρες, οι τα πάντα εν τω κόσμω τούτω καταφρονήσαντες [//30] 
θρηνούν ουχί ολιγώτερον, ενίοτε δε πλείον, ή όσον αι μητέρες επί των τάφων των 
προσφιλεστάτων  αυτώ  τέκνων.  Οι  αναχωρηταί  πενθούν  επί  τω  θεάματι  της 
εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» 
και  είναι  αδύνατον  να  αποσπαθούν  αύται  δια  μόνης  της  δυνάμεως  ημών.  Εις 
όσους  όμως  δεν  εγνώρισαν  την  κατάστασιν  αυτήν  του  πνεύματος  ημών,  το 
μυστήριον  τούτο  θα  παραμείνη  εσαεί  ακατανόητον.  Ουχί  διότι  κρύπτεται  τούτο 
από  των  αλλοτρίων  οφθαλμών,  ή  διότι  υπάρχει  προσωποληψία  παρά  τω  Θεώ, 
αλλ’  επειδή  η  χάρις  αύτη  χορηγείται  μόνον  εις  εκείνους,  οίτινες  οι  ίδιοι 
ενεπιστεύθησαν  εαυτούς  εις  τον  Θεόν‐Χριστόν.  Και  αύτη  η  χάρις  αποτελεί 
ωσαύτως  δώρημα  της  αγάπης  του  Θεού,  άνευ  της  οποίας  δάκρυα  δεν 
αναβλύζουν. 
Οι  αναχωρηταί  πενθούν  επί  τω  θεάματι  της  εντός  αυτών  ζοφώδους 
αβύσσου: Είναι βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» και είναι αδύνατον να 
αποσπασθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών. 
Εκ της αγάπης του Θεού γεννάται η αγία παρρησία. Ούτω, μικρά τις ομάς 
Αποστόλων,  πρότερον  μεν  ολιγοψυχούντων,  μετά  δε  την  κάθοδον  του  Αγίου 
Πνεύματος  πεπληρωμένων  ανδρείας,  εξήλθεν  εις  πνευματικήν  πάλην  προς 
άπαντα τον λοιπόν κόσμον. Σχεδόν πάντες ούτοι έλαβον μαρτυρικόν τέλος. Είναι 
θαυμαστοί οι λόγοι του Αποστόλου Ανδρέου προς τον ηγεμόνα των Πατρών, τον 
απειλούντα  αυτόν  δια  σταυρώσεως:  «Εάν  εφοβούμην  τον  σταυρόν,  δεν  θα 
εκήρυττον  αυτόν».  Εσταυρώθη  δε  ούτος,  και  κρεμάμενος  επί  σταυρού  εδόξασε 
τον σταυρικόν θάνατον του Δεσπότου Χριστού. 
Αι δωρεαί του Αγίου Πνεύματος είναι ανεκτίμητοι. Εκάστη αληθής δωρεά 
ουδέν τι άλλο είναι, ει μη φλοξ αγάπης. Αλλά, ίνα πλατυνθή η καρδία ημών και 
καταστή  ικανή  να  προσλάβη  την  αγάπην  του  Χριστού  εις  τας  εναργείς  αυτής 
εκδηλώσεις, είναι αναγκαίον να διέλθωμεν  [//31]  πάντες ανεξαιρέτως δια πολλών 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 14 ‐
 

πειρατηρίων.  Όσοι  ζουν  εν  σαρκική  ανέσει  ατροφούν  πνευματικώς  και 


παραμένουν  κλειστοί  εις  την  αγάπην  του  Χριστού,  την  θεοπρεπώς 
περιπτυσσομένην  τον  κόσμον. Οι  τοιούτοι  ζουν  και αποθνήσκουν  μη  δυνάμενοι 
να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν. Μεταξύ των Άνωθεν δωρεών 
και  του  αγώνος  της  πίστεως  υπάρχει  οποία  τις  αντιστοιχία:  Πάντες  οι 
πορευόμενοι δια της οδού των εντολών του Χριστού αναγεννώνται εξ αυτού του 
γεγονότος  ότι  ακολουθούν  Αυτόν,  ο  είς  πλείον,  οι  άλλοι  ολιγώτερον,  αναλόγως 
του  επιδεικνυομένου  ζήλου  αυτών.  Δια  της  σταυρώσεως  του  πιστού  μετά  του 
σαρκωθέντος  Θεού‐Λόγου  κατέρχεται  επ’  αυτόν  η  χάρις,  η  εξομοιούσα  τον 
άνθρωπον  προς  τον  Θεάνθρωπον.  Το  μέγα  τούτο  δώρον  περικλείει  εντός  αυτού 
την ζωηφόρον Θεολογίαν, δια της αληθούς διαμονής εν τω Φωτί της αγάπης.  
Η  χάρις  της  μετανοίας  παρέχεται  εις  εκείνους,  οίτινες  δι’  ολοκληρωτικής 
πίστεως  αποδέχονται  τον  λόγον  του  Χριστού,  Όστις  λέγει  ότι,  εάν  δεν 
πιστεύσωμεν  εις  την  Θεότητα  Αυτού  και  την  απόλυτον  αλήθειαν  παντός 
εντελλομένου  υπ’  Αυτού,  το  μυστήριον  της  αμαρτίας  δεν  θα  αποκαλυφθή  εις 
ημάς εν τω οντολογικώ αυτού βάθει, και ημείς «αποθανούμεθα εν ταις αμαρτίαις 
ημών» (πρβλ. Ιωάν. η’ 21‐24).  
Αυτή  αύτη  η  έννοια  της  αμαρτίας  είναι  παρούσα  μόνον  εκεί,  όπου  αι 
σχέσεις  μεταξύ  του  Θεού‐Απολύτου  και  του  ανθρώπου‐κτίσματος  λαμβάνουν 
χαρακτήρα  καθαρώς  προσωπικόν.  Άλλως  απομένει  μόνον  διανοητική  τις 
αντίληψις περί του ενός ή του άλλου βαθμού τελειότητος του τρόπου υπάρξεως. 
Η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός. Εκδηλούται ως 
απομάκρυνσις  από  του  Θεού  και  ως  στροφή  της  θελήσεως  [//32]  ημών  προς  τα 
πάθη. Η μετάνοια συνδέεται πάντοτε μετά της εγκρατείας από των αμαρτωλών 
έλξεων. Και εκτός του Χριστιανισμού διεξάγεται αγών κατά τινων παθών· και εν 
τω ανθρωπισμώ παρατηρείται η προσπάθεια υπερνικήσεως της μιας ή της άλλης 
φαυλότητος.  Εφ΄  όσον  όμως  απουσιάζει  η  επίγνωσις  της  βαθυτέρας  ουσίας  της 
αμαρτίας, ήτοι της υπερηφανίας, και εφ’ όσον η ρίζα αύτη του κακού παραμένει 
ακατάβλητος, η τραγικότης της ιστορίας δεν θα παύση να αυξάνη. 
Οι  Άγιοι  Πατέρες  διδάσκουν  ότι  μόνη  η  ταπείνωσις  δύναται  να  σώση  τον 
άνθρωπον,  και  ότι  μόνη  η  υπερηφανία  είναι  ικανή  να  κρημνίση  αυτόν  εις  το 
σκότος του άδου. Η δε νίκη εφ’ όλου του συμπλέγματος των παθών μαρτυρεί την 
απόκτησιν  της  θεοειδούς  ζωής.  Πάντα  τα  πάθη  ενδύονται  αναποφεύκτως 
μορφήν  τινα  ορατήν,  ή  νοητήν‐φαντασιώδη.  Το  πνεύμα  του  χριστιανού, 
ευρισκόμενον  εν  φλογερά  προσευχή  μετανοίας,  απεκδύεται  τας  εικόνας  των 
ορατών  πραγμάτων  και  τας  λογικάς  εννοίας.  Η  απέκδυσις  του  νου  από  πασών 
των  οπτικών  και  νοερών  παραστάσεων  καλλιεργείται  και  εις  άλλας  ασκητικάς 
παραδόσεις.  Παρά  ταύτα,  εν  αυτώ  τούτω  τω  «γνόφω  της  απεκδύσεως»  η  ψυχή 
δεν  θα  συναντήση  τον  Ζώντα  Θεόν,  εάν  η  προσευχή  τελήται  άνευ  της 
οφειλομένης  συνειδήσεως  της  αμαρτίας  και  της  ειλικρινούς  μετανοίας.  Είναι 
δυνατόν, εν τούτοις, να αισθανθή αύτη ανακούφισιν τινα εκ της τύρβης της καθ’ 
ημέραν ζωής. 
Εκ  της  μεγάλης  θλίψεως  δια  τον  απολεσθέντα  Θεόν  η  ψυχή,  φυσικώ  τω 
τρόπω,  απογυμνούται  από  των  υλικών  και  νοερών  εικόνων,  και  ο  νους‐πνεύμα 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 15 ‐
 

προσεγγίζει  εκείνο  το  όριον,  πέραν  του  οποίου  είναι  δυνατόν  να  φανή  το  Φως. 
Αλλά  και  τούτο  το  όριον  δύναται  να  παραμείνη  απρόσβατον,  εάν  ο  νους 
επιστρέψη  εις  εαυτόν.  Δεν  αποκλείονται  [//33]  περιπτώσεις  κατά  τας  οποίας  ο 
νους, εν τη προς εαυτόν στροφή, ορά εαυτόν όμοιον προς φως. Είναι σημαντικόν 
να γνωρίσωμεν ότι το φως τούτο είναι φυσικόν ιδίωμα του νοός ημών, εφ’ όσον 
ούτος  εκτίσθη  κατ’  εικόνα  Θεού,  του  αποκαλυφθέντος  εις  ημάς  ως  Φως  «εν  ώ 
σκοτία  ουκ  έστιν  ουδεμία»  (Α’  Ιωάν.  α’  5).  Ούτω  συντελείται  η  μετάβασις  προς 
άλλην μορφήν νοήσεως, προς άλλο είδος συνέσεως, ανωτέρας της επιστημονικής 
εμπειρικής γνώσεως. Το πνεύμα ημών εν τη ορμή της μετανοίας, απεκδυόμενον 
παν  παρερχόμενον,  εποπτεύει  ως  εξ  υψηλής  τινος  κορυφής  τον  σχετικόν  και 
συμβατικόν  χαρακτήρα  πάσης  ανθρωπίνης  γνώσεως.  Πάλιν  και  πολλάκις 
επαναλαμβάνομεν: Ο Θεός γνωρίζεται εν αληθεία είτε ως πυρ καθαίρον, είτε ως 
Φως καταυγάζον. 
«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. ρι’ 10). Ο φόβος ούτος κατέρχεται εφ’ 
ημάς Άνωθεν. Είναι πνευματική αίσθησις προ παντός του Θεού, ύστερον δε και 
ημών  των  ιδίων.  Ζώμεν  εν  καταστάσει  φόβου  ένεκα  της  ζώσης  παρουσίας  του 
Ζώντος Θεού, έχοντες εν ταυτώ συνείδησιν της ρυπαρότητος ημών. Τοιαύτη είναι 
η ενέργεια του φόβου τούτου: Θέτει ημάς ενώπιον του Προσώπου του Θεού, ίνα 
κριθώμεν  υπ’  Αυτού·  αλλ’  η  πτώσις  ημών  είναι  τοιαύτη,  ώστε  η  θλίψις  δια  την 
κατάστασιν  ημών  γίνεται  βαθεία  οδύνη,  βαρυτέρα  της  βασάνου  του  οράν 
εαυτούς  εν  τη  σκοτία  της  αγνοίας,  εν  τη  παραλυσία  της  αναισθησίας  ή  εν  τη 
δουλεία  των  παθών.  Ο  φόβος  ούτος  είναι  η  ανάνηψις  ημών  εκ  του  μακραίωνος 
ύπνου της αμαρτίας. Φέρει το φως της συνέσεως: την συναίσθησιν, αφ’ ενός μεν 
του  αιωνίου  ολέθρου,  αφ’  ετέρου  δε  της  αγιότητος  του  Θεού.  Η  φύσις  του 
ευλογημένου  τούτου  φόβου  είναι  θαυμαστή:  Άνευ  της  καθαρτικής  αυτού  [//34] 
ενεργείας  δεν  θα  αποκαλυφθή  εις  ημάς  η  οδός  προς  την  τελείαν  αγάπην  του 
Θεού.  Δεν  είναι  ούτος  μόνον  η  αρχή  της  σοφίας,  αλλά  και  της  αγάπης.  Η  ψυχή 
ημών  συγκλονίζεται,  όταν  επιγινώσκωμεν  την  πραγματικήν  ημών  κατάστασιν, 
και  ενούται  μετά  του  Θεού  δια  σφοδρού  πόθου  παραμονής  εν  Αυτώ.  Ο  φόβος 
συνοδεύει το θάμβος ημών ενώπιον του αποκαλυπτομένου Θεού. Η φρίκη ημών 
συνίσταται εις την συναίσθησιν ότι είμεθα ανάξιοι ενός τοιούτου Θεού. Ο φόβος 
μη  τυχόν  παραμείνωμεν  αιωνίως  εν  τω  σκότει  του  άδου,  του  οποίου  την  φύσιν 
διακρίνομεν χάρις εις το άκτιστον Φως – το αόρατον έτι υφ’ ημών, αλλά παρέχον 
την δυνατότητα να βλέπωμεν –, διεγείρει άσβεστον δίψαν να αποσπασθώμεν εκ 
του  ασφυκτικού  εναγκαλισμού  της  πτώσεως  ημών  και  να  εισέλθωμεν  εις  την 
σφαίραν  του  αδύτου  Φωτός,  προς  τον  Θεόν  της  αγίας  αγάπης.  Μόνον  δια  της 
πίστεως εις τον Θεόν‐Χριστόν αποκτώμεν αυθεντικόν κριτήριον διακρίσεως των 
πραγματικοτήτων  του  ακτίστου  και  κτιστού  κόσμου.  Αλλά  προς  τούτο  είναι 
απαραίτητον  να  οικοδομήσωμεν  άπαν  το  είναι  ημών,  και  το  πρόσκαιρον  και  το 
αιώνιον,  επί  της  ασαλεύτου  πέτρας  των  εντολών  του  Χριστού.  Πλείστοι  όσοι 
προσέρχονται  εις  χειροποιήτους  ναούς  δια  προσευχήν,  αλλ’  ελάχιστοι  είναι 
εκείνοι, οίτινες ευρίσκουν την «στενήν» οδόν, την άγουσαν εις την αχειροποίητον 
σκηνήν των ουρανών (βλ. Ματθ’ ζ’ 14). 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 16 ‐
 

Εν  τη  αρχή  της  μετανοίας  ημών  ουδέν,  ως  φαίνεται,  βλέπομεν,  ει  μη  τον 
εντός ημών άδην, αλλά παραδόξως το Φως, αθέατον εισέτι υφ’ ημών, εισδύει ήδη 
εις  την  καρδίαν  ως  ζώσα  αίσθησις  της  παρουσίας  του  Θεού.  Εάν  ισχυρώς,  δι’ 
αμφοτέρων  των  χειρών,  κρατήσωμεν  το  κράσπεδον  του  ιματίου  του  Κυρίου,  το 
θαύμα της εν Θεώ  [//35]  αυξήσεως  ημών  θα  εντείνηται  συνεχώς,  και  εις  ημάς θα 
αποκαλύπτηται  η  θαυμαστή  μορφή  του  Ιησού,  και  μετ’  Αυτού  η  θεωρία  του 
Προτύπου  ημών,  συμφώνως  προς  το  Οποίον  συνελήφθημεν,  προ  καταβολής 
κόσμου, εν τω Νοΐ του Δημιουργού. Ίνα μη υπεραίρηται η καρδία του ανθρώπου 
ένεκα του πλούτου των δωρεών, δίδεται εις αυτόν υπό της Προνοίας να φθάση εις 
αυτήν την γνώσιν δι’ αποκρήμνων και δυσβάτων αναβάσεων, αίτινες εξαντλούν 
και  τον  νουν,  και  την  ψυχήν,  και  το  σώμα.  Κατά  καιρούς  ο  Θεός  αίρει  από  του 
ασκητού  την  χείρα  Αυτού  και  το  αλλότριον  πνεύμα  ευρίσκει  καταλλήλους 
στιγμάς,  καθ’ άς δύναται να σαλεύση την καρδίαν και την σκέψιν αυτού. Ως  εκ 
τούτου ουδέποτε αισθανόμεθα απολύτως ασφαλείς και δεν «υπεραιρόμεθα», και 
όταν  εισέτι  το  έλεος  του  Ηγαπημένου  Θεού  εκχέηται  εφ’  ημάς  πλουσίως.  Ιδού, 
και  ο  Απόστολος  Παύλος  ομιλεί  ωσαύτως  περί  τούτου  εις  την  προς  Κορινθίους 
επιστολήν: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων, ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι 
σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β’ Κορ. 
ιβ’ 7). 
Ούτως ήτο εν τη αρχή του Χριστιανισμού και ούτω θα παραμείνη έως του 
τέλους  της  ιστορίας  του  κόσμου.  Απερίγραπτοι  είναι  αι  δωρεαί  του  Θεού  ημών. 
Και πώς είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μη επαίρηται ενώπιον των αδελφών 
αυτού; Τούτο είναι όντως κατορθωτόν δια της συνεργίας αυτής ταύτης της Θείας 
δυνάμεως, διότι ο Ίδιος ο Θεός είναι Ταπείνωσις.  
[//36] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 17 ‐
 

[//37] 
Γ’ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ 
 
1. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ 
 
Ο  Πατήρ  ημών  «Φως  οικεί  απρόσιτον»  (Α’  Τιμ.  στ’  16).  Ούτος  παραμένει 
αναλλοιώτως  μέγα  μυστήριον  δι’  ημάς,  και  όταν  εισέτι  πληρούμεθα  εκ  της 
εγγύτητος  Αυτού.  Αλλά  και  ο  Άνθρωπος,  κτισθείς  καθ’  ομοίωσιν  του  Υψίστου, 
είναι ωσαύτως απόκρυφον μυστήριον. Και εν τη στάσει ημών έναντι αυτού δέον 
όπως  μη  μειωθή  η  δίψα  της  συνεχώς  βαθυτέρας  γνώσεως  ημών  περί  αυτού  και 
του μεγαλείου της «προ καταβολής κόσμου» κλήσεως αυτού (Ιωάν. ιζ’ 24). 
Ο  Θεός  συνιστά  το  Απόλυτον  Είναι,  την  Αρχήν  πασών  των  αρχών. 
Απεκαλύφθη  εις  ημάς  ως  ο  Εγώ  Ειμι,  ως  Πρόσωπον‐Υπόστασις.  Νυν 
επιγινώσκομεν  Αυτόν  δια  του  Ομοουσίου  Υιού,  του  φανερώσαντος  εις  ημάς  τον 
Πατέρα: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο Μονογενής Υιός ο ών εις τον κόλπον του 
Πατρός, Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. α’ 18). Γνωρίζομεν τον Πατέρα ωσαύτως και 
δια  του  Αγίου  Πνεύματος:  «Ο  δε  Παράκλητος,  το  Πνεύμα  το  Άγιον,  Ό  πέμψει  ο 
Πατήρ εν τω  [//38]  Ονόματί Μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα» (Ιωάν. ιδ’ 26). Και η 
ζώσα  αύτη  γνώσις  ηλευθέρωσεν  ημάς  από  του  παραλογισμού  της  διανοητικής 
πτήσεως  προς  το  Υπερπροσωπικόν  Απόλυτον,  την  Καθαράν  Ύπαρξιν,  την 
υπερβαίνουσαν πάντα τα όντα, ήτις κατ’ ουσίαν αποτελεί το μη είναι. 
Συνάναρχος  τω  Πατρί  και  τω  Πνεύματι,  ο  σαρκωθείς  Λόγος  ήρξατο  την 
αποστολήν  Αυτού  καλών  τους  πεπτωκότας  εις  μετάνοιαν:  «Μετανοείτε·  ήγγικε 
γαρ  η  Βασιλεία  των  Ουρανών»  (Ματθ.  δ’  17).  Έδωκεν  εις  ημάς  την  γνώσιν  και 
περί  του  Πατρός  και  περί  του  Πνεύματος  του  Αγίου.  Και  οι  δύο  Ούτοι 
εμαρτύρησαν περί Εκείνου. Ούτος δε έδειξεν εις ημάς την απλανή οδόν προς τον 
Πατέρα. 
Εν τω τέλει του βίου μου θα ήθελον να ψάλω επάξιον ύμνον εις την χάριν 
της  μετανοίας,  ήτις  εδόθη  υπ’  Αυτού  εις  εμέ.  Θα  δανεισθώ  προς  τούτο  τους 
εμπνευσμένους λόγους του αρχαίου Ψαλμωδού. 
Ο Θεός, ο Θεός μου! 
Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα Σου. 
Άγιος εί, Φως οικών απρόσιοτον. 
Επί Σοι ήλπισαν οι Πατέρες μου και ερρύσω αυτούς. 
Προς Σε εκέκραξαν και εσώθησαν. 
Εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος. 
Όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού. 
Αλλά Συ εί ο εκσπάσας με εκ γαστρός· 
Εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου εί Συ. 
Μη αποστής απ’ εμού, και διηγήσομαι 
το Όνομά Σου τοις αδελφοίς μου: 
Οι φοβούμενοι τον Κύριον αινέσατε Αυτόν. 
Ότι ουκ εξουδένωσε την θλίψιν μου, 
ουδέ απέρριψε την δέησίν μου.  
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 18 ‐
 

[//39] Εξεζήτησα Αυτόν, 
και ουκ απέστρεψε το Πρόσωπον Αυτού απ’ εμού. 
Και νυν παρ’ Αυτού ο έπαινός μου εν Εκκλησία 
Μεγάλη. 
(Πρβλ. Ψαλμ. καʹ) 
«Είτε εν σώματι …, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα» (Β’ Κορ. ιβ’ 2). Ούτως 
ακριβώς συμβαίνει εις τους μετανοούντας φλογερώς. Το συντετριμμένον πνεύμα 
του  ανθρώπου,  διψών  έως  θανάτου  τον  σώζοντα  Θεόν,  έλκεται  προς  Αυτόν  δι’ 
όλου του είναι. Και τότε ο άνθρωπος δεν γνωρίζει πότε και πώς συνετελέσθη εν 
αυτώ  η  αλλαγή,  αλλ’  επιλανθάνεται  του  υλικού  κόσμου,  και  αυτού  εισέτι  του 
ιδίου  σώματος.  Παραμένει  εν  τούτοις  το  αυτό  πρόσωπον,  θα  ηδυνάμεθα  να 
είπωμεν,  μετά  δυνάμεως  και  διαυγείας,  όσον  ουδέποτε  άλλοτε  εις  την  συνήθη 
καθ’  ημέραν  ζωήν.  Αισθάνεται  εαυτόν  ως  ασώματον  τρόπον  τινα  πνεύμα.  Εις 
τοιαύτας  στιγμάς  της  Άνωθεν  ευδοκίας,  δίδεται  εις  αυτόν  η  γνώσις  άλλης, 
ακαταλύτου ήδη, μορφής του Είναι. 
Ενίοτε το πνεύμα μου ησθάνετο εαυτό ευρισκόμενον είς τινα απειρότητα, 
ήτις  κατά  παράδοξον  τρόπον  ήτο  διαφανής,  αν  και  το  φως  δεν  εφαίνετο  ως 
τοιούτον. Δεν δύναμαι να καθορίσω την αβυσσώδη εκείνην σφαίραν. Το πνεύμα 
μου απερροφάτο ολοτελώς υπό της προσευχής: Ουδέν εκτός του Θεού έβλεπον ή 
εγνώριζον. 
Ο μέγας Απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους ότι «ηρπάγη εις 
τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ 
Κορ.  ιβ’  4).  Τί  ηννόει  ούτος  δια  του  όρου  «ρήματα»  ομιλών  περί  της  υψίστης 
γνώσεως  της  Άνωθεν  δοθείσης  εις  αυτόν;  Ήσαν  άρα  γε  τα  «ρήματα»  ταύτα 
ανθρώπινοι  λόγοι  ή  γεγονότα  του  πνευματικού  εκείνου  ουρανού  εις  τον  οποίον 
[//40] «ηρπάγη»; Αι διηγήσεις αυτού εν μέρει μόνον εξηγούν τί συνέβη εις αυτόν. 
Έρχεται εις τον νουν τολμηρά τις σκέψις: Τον Παύλον δεν εγκατέλειπεν η 
μνήμη  ότι  ούτος  «εδίωξε  την  Εκκλησίαν  του  Θεού»  (Α’  Κορ.  ιε’  9)·  ότι  υπήρξε 
«βλάσφημος  και  …  υβριστής»  (Α’  Τιμ.  α’  13)·  ελθών  δε  εις  άκραν  έντασιν 
μετανοίας  περί  πάντων  τούτων,  «ηρπάγη  έως  τρίτου  ουρανού»  (Β’  Κορ.  ιβ’  2). 
Θέλω να είπω ότι και εγώ ο ίδιος έζησα την απομάκρυνσιν μου από του Χριστού, 
ως  αφορήτως  βδελυρόν  έγκλημα  κατά  της  αγάπης  Αυτού.  Την  αγάπην  ταύτην 
εγνώριζον από της πρώτης παιδικής ηλικίας. Ο Κύριος έδωκεν εις εμέ να γευθώ 
αυτής. Συντετριμμένος δια την αφροσύνην μου παρεδιδόμην εις προσευχήν, ήτις 
με  απέσπα  από  παντός  κτιστού  και  μετέθετεν  εις  έτερον  κόσμον.  Όταν 
συνειδητοποιήσωμεν  όντως  το  εν  ημίν  σκότος,  όταν  αποκαλυφθή  εις  ημάς  η 
καταχθόνιος  ουσία  της  αμαρτίας,  τότε  γινόμεθα  επιδεκτικοί  των  ενεργειών  της 
χάριτος:  είτε  είναι  τούτο  έλλαμψις  υπό  του  ακτίστου  Φωτός,  είτε  άλλου  είδους 
αρπαγή, γνώσις ή αποκάλυψις. 
Οι  Πατέρες  λέγουν  ότι  η  συναίσθησις  της  αμαρτίας  ημών  είναι  μέγα 
δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως αγγέλων. Και εγώ επί μακρόν 
παρέμενον  πνευματικώς  τυφλός.  Δεν  έβλεπον  αμαρτίαν  εις  την  απομάκρυνσίν 
μου από του Θεού των παιδικών μου χρόνων: «Αγνοών εποίησα» (Α’ Τιμ. α’ 13). 
Επίστευον ότι ανηρχόμην εις επίπεδον υψηλότερον του Ευαγγελίου. Εγκατέλιπον 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 19 ‐
 

τούτο  άνευ  αντιπαθείας,  ορθολογικώς  σκεπτόμενος  ως  μη  δυνάμενον  να 


παράσχη εις εμέ την υψίστην γνώσιν. Την ουσίαν της αμαρτίας δεν δυνάμεθα να 
εννοήσωμεν  άλλως,  ει  μη  δια  της  πίστεως  εις  τον  Χριστόν‐Θεόν,  [//41]  δια  της  εν 
ημίν επενεργείας του ακτίστου Φωτός (βλ. Ιωάν. η’ 24). 
Εις  τον  άνθρωπον,  ως  πρόσωπον  μη  ετεραρχούμενον,  ως  πνεύμα 
πεπροικισμένον  δια  της  ελευθερίας  του  αυτοπροσδιορισμού,  δυνάμεθα  να 
διακρίνωμέν  τι  το  απόλυτον,  το  «θεοειδές»,  το  μη  επιδεόμενον,  θα  έλεγε  τις, 
άλλου  Θεού.  Δύναται  ο  άνθρωπος  να  θεωρήση  εαυτόν  ως  όντα  εκ  του  ιδίου 
γένους, έτι δε και εκ της αυτής ουσίας του πρωταρχικού Είναι, και ως εκ τούτου 
να αποφασίση την πράξιν της αυτοθεώσεως ως επιστροφήν εις το πρωταρχικόν 
αυτού  είναι.  Εις  την  πλάνην  αυτήν  περιέπεσα  εν  τη  νεότητί  μου  εξ  επιδράσεως 
βιβλίων  περί  του  ινδικού  μυστικισμού  και  συναντήσεων  μετ’  ανθρώπων  εξ 
εκείνων  των  χωρών,  όπου  επί  χιλιετίας  καλλιεργείται  το  είδος  τούτο  του 
μυστικισμού. Πάντοτε είναι δυνατόν να υψωθή ενώπιον ημών το επιχείρημα, ότι 
δήθεν  η  από  παντός  σχετικού  εν  τω  κοσμικώ  είναι  απέκδυσις  δεν  είναι  εισέτι 
ικανοποιητική·  ότι  εν  τη  εφέσι  ημών  προς  την  τελειότητα  οφείλομεν  να 
υπερβώμεν  την  εν  ημίν  υποστατικήν  αρχήν  ως  πρόσκαιρον  μορφήν  υπάρξεως, 
εισάγουσαν  περιορισμούς  εις  πάσας  τας  εκδηλώσεις  ημών.  Εν  ενί  λόγω,  ότι 
πρέπει να φθάσωμεν εκουσίως εις την διάλυσιν ή την νέκρωσιν της ανθρωπίνης 
υποστάσεως  εν  τω  ανονομάστω  ωκεανώ  του  Καθαρού  Είναι,  του  Υπερ‐
προσωπικού Απολύτου.  
Δεν  ηδυνάμην  να  αποφύγω  το  ερώτημα:  Τίς,  λοιπόν,  γνωρίζει;  Τίς 
αυτοπροσδιορίζεται;  Και  έτερον  ερώτημα:  Εάν  εγώ  προήλθον  εκ  της  ανάρχου 
αρχής,  τότε  πώς  ήτο  δυνατόν  να  προκληθή  η  τοσούτον  βαθεία  παραφθορά  του 
είναι  μου;  Δια  τι  νυν  μετά  τοσούτου  κόπου  οφείλω  να  επιδιώκω  την  διάζευξιν 
από της σαρκός, ώστε να επανέλθω [//42] εις εκείνο, το οποίον πάντοτε ήμην, και – 
κατά  την  τάξιν  της  αφηρημένης  διανοητικής  θεωρήσεως  –  ουδέποτε  έπαυσα  να 
είμαι; 
Αι ασκήσεις του υπερβατικού διαλογισμού επέφερον ανάπαυσιν τινα από 
του περισπασμού εκ των μεριμνών της καθ’ ημέραν ζωής. Έδιδον εις εμέ στιγμάς 
διανοητικής  απολαύσεως,  ανεβίβαζον  εις  φαινομενικώς  πνευματικάς  σφαίρας 
και  έθετον  εμέ  υψηλότερον  του  περιβάλλοντός  μου.  Από  φιλοσοφικής  επόψεως 
δεν ηδυνάμην να διανοηθώ την Απόλυτον Αρχήν ως προσωπικόν όν. Και τούτο, 
εν  μέρει,  διότι  ήμην  προσκεκολλημένος  εις  την  γενικήν  πλάνην  την 
διαδεδομένην εις τους κύκλους, όπου εσύχναζον τότε. Η πλάνη συνίστατο εις την 
σύγχυσιν  της  εννοίας  του  προσώπου  μετά  της  εννοίας  του  ατόμου,  εννοιών 
θεολογικώς  εκ  διαμέτρου  αντιθέτων.  Παιδίον  εισέτι  εδιδάχθην  να  προσεύχωμαι 
εις  τον  Αθάνατον  Ουράνιον  Πατέρα,  προς  τον  Οποίον  απήλθον  πάντες  οι 
πρόγονοι  μου.  Τότε  εν  τη  παιδική  μου  πίστει  (βλ.  Ματθ.  ιη’  3,  Λουκ.  ιη’  17),  ο 
συνδυασμός  Προσώπου  και  Αιωνιότητος  ήτο  εύκολος.  Και  ούτως,  η  χριστιανική 
θεώρησις περί προσώπου την οποίαν είχον αποδεχθή από νηπιακής ηλικίας, εις 
τινα στιγμήν απέβη το πλέον ουσιώδες ερώτημα: Δύναται το Απόλυτον να είναι 
πρόσωπον;  Η  ειλικρινής  «ανατολική»  εμπειρία  μου  έφερε  μορφήν  μάλλον 
διανοητικήν,  αποκεκομμένην  εκ  της  καρδίας:  Ήτο  άσκησις  νοεράς  απεκδύσεως 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 20 ‐
 

από παντός σχετικού. Βαθμηδόν επειθόμην ότι ίσταμαι επί εσφαλμένης οδού, ότι 
απομακρύνομαι από του αληθινού, του πραγματικού Είναι, πορευόμενος προς το 
μη  όν.  Η  αυθεντική  γνώσις  δεν  διεφαίνετο  έτι  επί  του  ορίζοντος  του  πνεύματός 
μου. 
Η περίοδος αύτη ήτο άκρως τεταμένη. Η κατάστασις του νοός μου ωμοίαζε 
προς  κλυδωνιζομένην  μικράν  [//43]  λέμβον  εν  σκοτεινή  νυκτί  επί  των  κυμάτων. 
Ενίοτε ο νους μου ανέβαινεν εις την κορυφήν κύματος τινος, άλλοτε πάλιν υπό 
άλλου  κύματος  εκρημνίζετο  εις  το  βάθος  μετ’  οργής.  Εκείνος  όμως,  τον  Οποίον 
εγώ  εγκατέλιπον  ως  «άχρηστον»,  δεν  απεστράφη  εμέ  εις  τέλος  και  ο  Ίδιος 
ανεζήτει  ευκαιρίαν  να  εμφανισθή  εις  εμέ.  Αίφνης  έθεσεν  ενώπιόν  μου  το 
βιβλικόν κείμενον της Σιναϊτικής Αποκαλύψεως: «Εγώ ειμί ο Ών» (Έξοδ. γ’ 14). Το 
Είναι  είμαι  Εγώ.  Ο  Θεός,  ο  Απόλυτος  Δεσπότης  όλων  των  αστρικών  κόσμων, 
είναι προσωπικός. Εγώ ειμί. 
Δι’  αυτού  του  Ονόματος  διηνοίχθησαν  έμπροσθεν  μου  ατέρμονες 
ορίζοντες.  Ο  προσωπικός  ούτος  Θεός  απέβη  δι’  εμέ  οφθαλμοφανής 
πραγματικότης,  την  οποίαν  έζων  ουχί  επί  του  επιπέδου  της  αφηρημένης 
διανοήσεως,  αλλ’  υπαρκτικώς,  δι’  όλου  του  είναι  μου.  Η  όλη  δομή  της 
πνευματικής  μου  ζωής  μετεμορφώθη.  Καίτοι  το  πνεύμα  μου  δεν  είχε  φωτισθή 
πλήρως,  εγνώριζες  εν  τούτοις  που  να  στραφή.  Το  Φως  του  Πολικού  Αστέρος 
ήγγισε την όρασίν μου και ο νους μου ηδυνήθη να ανέλθη μέχρις Αυτού. Όντως, 
ο Θεός Ούτος είναι άκρως απρόσιτος, αλλ’ εφικτός εις το πνεύμα ημών. Να είναι 
τις  θεός,  εκτός  Αυτού  του  Μόνου  Αληθινού,  είναι  αφροσύνη  χείρων  πασών  των 
λοιπών μορφών αφροσύνης. Εγώ δε, συνειδητοποιήσας το φρικτόν της πτώσεως 
μου,  παρεδόθην  εις  απεγνωσμένον,  πικρόν  και  έμπυρον  θρήνον:  Ο  Κύριος 
εδωρήσατο  εις  εμέ  την  χαρισματικήν  απόγνωσιν.  Και  ενώ  εγώ  εθρήνουν  δι’ 
εμαυτόν  μετά  κλαυθμού  ισχυρού,  μη  τολμών  να  υψώσω  την  σκέψιν  μου  προς 
Αυτόν, ενεφανίσθη Ούτος εις εμέ εν τω Φωτί Αυτού. Ούτως έθεσε την αρχήν της 
νέας  ζωής  μου,  αναγεννήσας  εμέ  δια  των  δακρύων  της  μετανοίας.  Παν  ό,τι 
πρότερον είλκυεν εμέ εν τω κόσμω τούτω απώλεσε την γοητείαν αυτού, και, περί 
ουδενός  πλέον  [//44]  σκεπτόμενος,  εβυθίσθην  εις  προσευχήν.  Δεν  θα  είπω  ότι  η 
πάλη  προς  απελευθέρωσιν  μου  εξ  όλων  εκείνων,  εις  τα  οποία  πρότερον  μετά 
πάθους  είχον  επιδοθή,  ήτο  εύκολος  ή  έστω  σύντομος.  Ιδιαιτέρως  βαρύς  ήτο  δι’ 
εμέ ο χωρισμός από της ζωγραφικής. 
Η  χάρις  της  μετανοίας  είναι  αρπαγή  της  ψυχής  προς  τον  Θεόν, 
ελκυσθείσης υπό της εμφανίσεως του Φωτός. Το Φως τούτο κατ’ αρχάς ουδόλως 
εισέτι  είναι  ορατόν,  αλλ’  εκ  της  θέρμης  αυτού  απαλύνεται  η  καρδία.  Η  ψυχή 
διχάζεται:  Αφ’  ενός  μεν  κυριεύεται  υπό  της  φρίκης,  βλέπουσα  εαυτήν  εν  τη 
πραγματική  αυτής  καταστάσει,  αφ’  ετέρου  δε  πλημμυροί  αυτήν  η  μέχρι  τότε 
άγνωστος  δύναμις  εκ  της  οράσεως  του  Ζώντος  Θεού.  Κατά  παράδοξον  τρόπον 
τοσούτον  υπερίσχυεν  εντός  μου  η  απόγνωσις  δι’  εμαυτόν,  ώστε,  και  όταν  εισέτι 
ήτο Εκείνος μετ’ εμού και εν εμοί, δεν ηδυνάμην να ανακόψω τον κλαυθμόν δια 
την αμαρτίαν μου, ήτις ως προς την μεταφυσικήν αυτής ουσίαν ενεφανίζετο ως 
υπερβαίνουσα  πάσαν  ορατήν  παράβασιν.  Η  σφοδρά  επιθυμία,  όπως  διαρρήξω 
πάντα δεσμόν μετά της προγενεστέρας ζωής μου, ελάμβανε μορφήν μίσους προς 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 21 ‐
 

εμαυτόν,  ως  ήμην  εν  τω  παρελθόντι.  Παραλλήλως,  η  θετική  πλευρά  της 
αποστροφής εκ των παθών εξεδηλούτο εις την πράξιν της εδραιώσεως μου εν τω 
αποκαλυφθέντι εις εμέ Θεώ (βλ. Κολ. β’ 19, Εφεσ. δ’ 16). 
Εκ  της  εντάσεως  του  αγίου  αυτομίσους  η  προσευχή  αντλεί  ισχυράν 
ενέργειαν  και  αποβαίνει  ομοία  προς  ορμητικήν  φλόγα.  Το  πνεύμα  τότε  ζη 
συγχρόνως  το  σκότος  του  θανάτου  αυτού  και  την ελπίδα  επί  τον  Σωτήρα  Θεόν. 
Δεν υπάρχει αμφιβολία δι’ εμέ ότι η δύναμις της προσευχής μου δεν ήτο εξ εμού, 
αλλά  προήρχετο  εκ  του  Θεού.  Η  προσευχή  αύτη  εξήντλει  εμέ  μέχρι  πλήρους 
εξασθενήσεως  [//45]  όλης της ψυχο‐σωματικής μου συστάσεως. Θαυμαστή ειρήνη 
ήρχετο ενίοτε εις την ψυχήν και πνοή άλλης ζωής περιεπτύσσετο εμέ τρυφερώς, 
παρέχουσα  την  αίσθησιν  της  παρουσίας  του  Θεού,  του  υπεραγαπήσαντος  το 
λογικόν Αυτού κτίσμα. 
Οδυνηρός είναι ο αγών της απεκδύσεως των παθών, άτινα παρεμποδίζουν 
την  έλευσιν  του  Φωτός.  Η  μακραίων  πείρα  των  αγίων  ασκητών  κατέδειξε  δι’ 
ακαταμαχήτου αξιοπιστίας ότι η υπερηφανία είναι το κύριον πρόσκομμα δια τον 
φωτισμόν  ημών  υπό  του  Αγίου  Πνεύματος.  Κατά  την  διάρκειαν  εκείνης  της 
προσευχής,  την  οποίαν  έδιδεν  εις  εμέ  ο  Κύριος,  ότε  ησθανόμην  εαυτόν 
εξηντλημένον  τρόπον  τινά  έως  τέλους  εφ’  όλων  των  επιπέδων  της  υπάρξεως 
μου,  τότε,  νομίζω,  προσήγγιζον  την  εντεταλμένην  ταπείνωσιν,  διότι  διηνοίγετο 
ενώπιον  του  πνεύματός  μου  η  φωτοφόρος  σφαίρα.  Και  δεν  υπήρχεν  αντίθεσις 
μεταξύ της πνευματικής μου καταστάσεως και της ενεργείας του Θεού εν εμοί. Η 
ταπείνωσις  του  Θεού  είναι  ασύλληπτος,  απόλυτος,  και  εν  αυτή  δεν  υπάρχει 
στοιχείον  τι  συγκρίσεως  προς  ο,τιδήποτε.  Αποτελεί  αύτη  κατηγόρημα  της  Θείας 
αγάπης, της παρεχομένης άνευ μέτρου. 
Εις  τας  προσευχάς  των  προγενεστέρων  γενεών,  ως  και  εις  την  Αγίαν 
Γραφήν,  συναντώμεν  ονόματα  αποδιδόμενα  εις  τον  Θεόν,  αναφερόμενα  εις  τας 
ιδιότητας Αυτού, εις τας σχέσεις Αυτού μεθ’ ημών, εις τας εμφανίσεις Αυτού ως: 
Ο  Θεός  είναι  Φως,  ο  Θεός  είναι  Αλήθεια,  Αγάπη,  Έλεος  και  πλήθος  άλλων 
ονομάτων.  Τολμώ  να  προσθέσω:  Ο  Θεός  είναι  Ταπείνωσις.  Ουδέν  ακάθαρτον, 
τουτέστιν  υπερήφανον,  άπτεται  Αυτού.  Η  υπερηφάνια  είναι  σκότος  απαίσιον,  ο 
αντίπους  της  Θείας  Αγαθωσύνης.  [//46]  Η  υπερηφανία  είναι  η αρχή  του κακού,  η 
ρίζα  πάσης  τραγωδίας,  ο  σπορεύς  του  μίσους,  ο  αφανιστής  της  ειρήνης, 
αντικειμένη εις την τάξιν, ήν εθέσπισεν ο Θεός. Εν αυτή ευρίσκεται η ουσία του 
άδου. 
Η  υπερηφανία  είναι  εκείνο  το  «σκότος  το  εξώτερον»,  εν  τω  οποίω 
διαμένων ο άνθρωπος αποχωρίζεται από του Θεού της αγάπης. «Οι άνθρωποι … 
ηγάπησαν  το  σκότος»  (Ιωάν.  γ’  19).  Η  σωτηρία  εξ  αυτού  του  άδου  είναι  δυνατή 
μόνον δια της μετανοίας.  
Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα. Η μετάνοια 
είναι το Θείον θαύμα δια την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια 
είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ’ ημάς, δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς 
τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης Αυτού. 
Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου 
μεγαλείου. Η δωρεά αύτη κατέστη δυνατή δια της προσευχής του Χριστού εν τη 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 22 ‐
 

Γεθσημανή,  δια  του  θανάτου  Αυτού  επί  του  Γολγοθά  και  δια  της  Αναστάσεως 
Αυτού (βλ. Λουκ. κδ’ 45‐47). 
Η  υπερηφανία  είναι  η  ζοφώδης  εκείνη  άβυσσος  εν  τη  οποία  εβυθίσθη  ο 
άνθρωπος  δια  της  πτώσεως.  Υποκύψας  εις  αυτήν  εκουσίως,  κατέστη 
πνευματικώς  τυφλός  και  ανίκανος  να  διακρίνη  την  παρουσίαν  αυτής  εις  τας 
κινήσεις  της  καρδίας  και  του  νοός.  Μόνον  το  συγκαταβαίνον  εις  ημάς  δια  της 
πίστεως  εις  την  θεότητα  του  Ιησού  Χριστού  άκτιστον  Φως  παρέχει  την 
δυνατότητα να διακρίνωμεν την μεταφυσικήν ουσίαν της υπερηφανίας. Η χάρις 
του Αγίου Πνεύματος φωτίζει την καρδίαν του ανθρώπου και ανακαλύπτει ούτος 
εν  εαυτώ  την  παρουσίαν  ενός  κακοήθους  όγκου,  [//47]  όστις  επιφέρει  θάνατον. 
Όσοι  έλαβον  πείραν  της  θείας  αγάπης,  είναι  φυσικόν  να  αποστρέφωνται  την 
ιδιάζουσαν  δηλητηριώδη  οσμήν,  δια  της  οποίας  είναι  εμπεποτισμένον  το  πάθος 
της  υπερηφανίας.  Αποσπά  αύτη  τον  άνθρωπον  από  του  Θεού  και  ούτος 
απομονούται εν εαυτώ. Ο υπερήφανος – και ο πλέον διανοητικός πεπροικισμένος 
–  θα  παραμένη  πάντοτε  εκτός  της  τα  πάντα  περιπτυσσομένης  αγάπης  του 
Χριστού.  Εν  τω  παραδείσω  ο  άνθρωπος,  μεμεθυσμένος  εκ  της  θανατηφόρου 
ηδονής της εωσφορικής αυτο‐θεώσεως, εγένετο παράφρων και δέσμιος του άδου. 
Εστραμμένος  προς  εαυτόν  ως  προς  κέντρον,  θάττον  ή  βράδιον  θα  προσκρούση 
εις το καταθλιπτικόν κενόν, εκ του οποίου εκάλεσεν ημάς ο Δημιουργός εις την 
ζωήν.  Όταν  δε  ο  άνθρωπος  στραφή  προς  τα  έξω  εις  αναζήτησιν 
αντισταθμίσματος τινος εν τω περιβάλλοντι αυτόν κόσμω, υπόκειται εις παντός 
είδους διαστροφήν και δύναται να αποβή ικανός δι’ οιονδήποτε έγκλημα. 
Αναρίθμητοι  είναι  αι  μορφαί  εμφανίσεως  της  υπερηφανίας,  αλλ’  άπασαι 
αλλοιώνουν  την  εικόνα  του  Θεού  εν  τω  ανθρώπω.  Εκτός  του  Χριστού,  άνευ  του 
Χριστού,  δεν  υπάρχει  λύσις  εις  την  τραγωδίαν  της  επιγείου  ιστορίας  της 
ανθρωπότητος.  Η  γηΐνη  ατμόσφαιρα  αποπνέει  οσμήν  αίματος.  Η  οικουμένη 
τρέφεται καθ’ εκάστην δι’ ειδήσεων περί φόνων ή βασανισμών των ηττηθέντων 
εις αδελφοκτόνους συγκρούσεις. Τα μέλανα νέφη του μίσους καλύπτουν από των 
οφθαλμών ημών το Ουράνιον Φως. Οι άνθρωποι μόνοι δημιουργούν δι’ εαυτούς 
την κόλασιν αυτών. Άνευ της ολοκληρωτικής αλλαγής ημών δια της μετανοίας, 
δεν  θα  επέλθη  η  λύτρωσις  του  κόσμου·  «λύτρωσις»  εκ  της  φοβερωτέρας  πασών 
των αρών, του πολέμου. Δια τον ταπεινόν φορέα της αγάπης είναι προτιμότερον 
να φονευθή, ή να φονεύση.  
[//48]  Το  πνεύμα  ημών  διακατέχεται  υπό  ευγνώμονος  θαυμασμού,  όταν 
αποκαλύπτηται εις ημάς το Άγιον Μυστήριον, το υπερέχον πάντα «κτιστόν νουν: 
ο  Ζων  Θεός,  εις  τον  Οποίον  δυνάμεθα  να  απευθύνωμεν  το  «Συ».  Το  μεγαλείον 
Αυτού  προκαλεί  εις  ημάς  δέος.  Η  ταπείνωσις  Αυτού  καταπλήττει  ημάς.  Εις 
οιονδήποτε  σημείον  και  αν  υψώση  ημάς  η  δι’  όλου  του  είναι  ημών  ακράτητος 
ορμή  προς  Αυτόν,  αισθανόμεθα  χαράν  κατά  την  πορείαν  της  αναβάσεως, 
συγχρόνως  όμως  ο  Ίδιος  εμφανίζεται  διαρκώς  και  πλέον  απρόσιτος.  Συχνάκις 
αποκάμνομεν,  απόγνωσις  κυριεύει  ημών,  βλέπομεν  εαυτούς  ετοίμους  προς 
πτώσιν,  και  αίφνης  Ούτος,  όλως  απροσδοκήτως,  είναι  μεθ’  ημών  και 
εναγκαλίζεται ημάς αγαπητικώς. Ο Θεός είναι εκπληκτικώς παράδοξος. Η ψυχή 
θα  ήθελε  να  ερωτήση  Αυτόν:  Πού  ήσο  λοιπόν  Συ,  ότε  τοσούτον  εχειμαζόμην; 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 23 ‐
 

Βλέπουσα όμως Αυτόν μεθ’ εαυτής δεν δύναται πλέον να εκφράση το ερώτημα. 
Το νόημα της υπό του Θεού εγκαταλείψεως είναι να καταδείξη ότι  είμεθα εισέτι 
ανώριμοι·  ότι  η  οδός  δεν  έχει  εισέτι  διανυθή  έως  τέλους·  ότι  οφείλομεν  να 
διέλθωμεν  δι’  αγώνος  πληρεστέρας  κενώσεως,  να  πίωμεν  έως  τέλους  το 
ποτήριον, όπερ Εκείνος έπιε (βλ. Ματθ. κ’ 22). Και ούτως, εν ευλαβεί φόβω και εν 
τω φωτί κρατυνομένης ελπίδος ταπεινούται η ψυχή και γίνεται βαθυτέρα η χαρά 
της  καρδίας  δια  την  αύξησιν  της  γνώσεως  των  οδών  του  Θεού,  του  Σωτήρος 
ημών. 
Ο  επιρρεπής  εις  την  φαντασίαν  νους  είναι  ακατάλληλος  δια  την 
θεολογίαν. Ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, γνωρίζων την ζημίαν εκ της διαμονής 
εν  τη  σφαίρα  της  φαντασίας,  ηγωνίζετο  να  παρίσταται  τω  Θεώ  καθαρώ  νοΐ.  Η 
κατάστασις  αύτη  του  πνεύματος  δίδεται  εις  τον  άνθρωπον,  όταν  αυτός 
ευρίσκηται  εν  εσχάτη  εντάσει  μετανοίας,  ήτις  εδωρήθη  εις  τον  κόσμον  υπό  του 
αναστάντος  [//49]  Χριστού.  Δεν  είναι  δυνατόν  ούτε  να  εξηγήσωμεν  την 
κατάστασιν ταύτην του πνεύματος ημών, ούτε να καταστήσωμεν τινα κοινωνόν 
αυτής  δια  της  περιγραφής.  Εις  πολλούς  θα  εφαίνετο  τούτο  απίστευτον.  Όντως, 
«παρ’  ανθρώποις  τούτο  αδύνατον  εστι,  παρά  δε  τω  Θεώ  πάντα  δυνατά  εστιν» 
(Ματθ.  ιθ’  26).  Η  προσευχή  δια  καθαρού  νοός  είναι  φαινόμενον  σπάνιον.  Η 
προσέγγισις  εις  αυτήν  συντελείται  προ  παντός  δια  της  βαθείας  θλίψεως  του 
πνεύματος  ημών,  το  οποίον  συνειδητοποιεί  τον  χωρισμόν  από  του  Θεού  ως 
στέρησιν υπ’  ουδενός  αναπληρουμένην. Η λύπη αύτη ομοιάζει προς αγωνίαν· η 
εξ  αυτής  οδύνη  είναι  οξυτέρα  μαχαίρας.  Εάν  αύτη  δεν  συνωδεύετο  υπό 
μετανοίας, τότε, υποθέτω, θα ηδύνατο να προσλάβη ολέθριον χαρακτήρα και να 
οδηγήση,  ίσως,  και  εις  τον  θάνατον.  Δια  της  προσευχής  όμως  αποβαίνει 
θαυμαστόν δώρον της αγάπης του Θεού. Η μαρτυρική αυτή πάλη αφυπνίζει την 
πρότερον  εν  τη  ψυχή  κεκρυμμένην  ενέργειαν  της  προσευχής,  ήτις  εις  το  εξής 
αναβλύζει πυρίνη ημέρας και νυκτός. Και τότε απροσδοκήτως, άνευ επιδιώξεως, 
η  προσευχή  φθάνει  εις  την  καθαρότητα.  Τότε  ο  άνθρωπος  ζη  αυθεντικώς  εν  τη 
φωτοφόρω πραγματικότητι του Αγίου Πνεύματος. Ίσταται και ενώπιον του Θεού 
και ενώπιον εαυτού εν πλήρει διαφανεία της υπάρξεως αυτού. 
Δια  τοιαύτης  προσευχής  θεραπεύεται  το  πνεύμα  ημών  από  της  γοητείας 
των  «φαντασμάτων  της  αληθείας»,  από  του  πλήθους  των  εν  τω  σκότει  της 
αγνοίας δυσδιακρίτων έλξεων. 
Από των παιδικών μου χρόνων απέκτησα την συνήθειαν να προσεύχωμαι. 
Πρωΐαν  τινά  όμως,  εις  τινα  οδόν  της  Μόσχας,  εσφηνώθη  εις  τον  νουν  μου  η 
σκέψις:  Δεν  είναι  δυνατόν  το  Απόλυτον  να  είναι  «πρόσωπον»,  και  η  [//50] 
αιωνιότης  δεν  δύναται  να  περικλεισθή  εις  τον  «ψυχισμόν»  της  ευαγγελικής 
αγάπης  …  Το  γεγονός  τούτο  ήτο  πολύ  παράδοξον·  η  δύναμις  του  λογισμού 
ωμοίαζε  προς  κτύπημα  σφύρας.  Ο  τόπος  εκείνος  παρέμεινε  δια  παντός  εις  την 
μνήμην μου … Έκτοτε ασκών βίαν τινα εις εαυτόν ηρξάμην να αποσπώμαι από 
της  προσευχής  και  να  στρέφωμαι  προς  διαλογισμόν  εξωχριστιανικού  τύπου. 
Συντόμως,  μετά  τούτο,  κατά  τινα  νύκτα  αφυπνίσθην  δι’  ακαταλήπτου  τρόπου. 
Είδον  το  δωμάτιον  μου  πλήρες  ανομοιογενούς,  τεθλασμένου  και  παλλομένου 
φωτός.  Η  ψυχή  μου  εταράχθη.  Ησθάνθην  αποστροφήν  προς  το  όραμα  τούτο· 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 24 ‐
 

μάλλον  ειπείν,  δυσφορίαν  τινα  μεμιγμένην  μετά  τινος  τρόμου,  ομοίου  προς 
φόβον τον οποίον προκαλεί όφις εισερχόμενος έρπων εις οικίαν. Εξήλθον εκ του 
δωματίου  μου  εις  την  τραπεζαρίαν,  διήλθον  εκεί  λεπτά  τινα  και  κατόπιν 
επανήλθον εις την κλίνην μου. Δεν υπήρχε πλέον φως και εκοιμήθην εκ νέου. 
Ολίγον  βραδύτερον,  κατά  την  περίοδον  της  ασκήσεως  του  υπερβατικού 
διαλογισμού,  εις  όν  εσημείωσα  πρόοδον  ως  προς  την  αυτοσυγκέντρωσιν,  είδον 
την  διανοητικήν  μου  ενέργειαν  ομοίαν  προς  φως,  ουχί  ισχυρόν.  Το  φως  τούτο 
ευρίσκετο  εντός  της  κρανιακής  κοιλότητος  και  πέριξ  αυτής·  η  καρδία  όμως  δεν 
συμμετείχεν εις αυτό, ζώσα κεχωρισμένως από του εγκεφάλου. 
Μετά  παρέλευσιν  πολλών  ετών  αφ’  ότου  επεσκέφθη  εμέ  το  έλεος  του 
Υψίστου  Θεού,  παρετήρησα  ότι  το  άκτιστον  Φως  είναι  ήρεμον,  ακέραιον, 
ομοιογενές· ενεργεί επί του νοός, επί της καρδίας, εισέτι δε και επί του σώματος. 
Κατά  την  θεωρίαν  αυτού  όλη  η  ύπαρξις  ημών  ευρίσκεται  εν  καταστάσει,  την 
οποίαν η «γη» δεν γνωρίζει. Αυτό το Φως είναι φως αγάπης, φως συνέσεως, φως 
αθανασίας και θαυμαστής ειρήνης.  
[//51]  Μετά  την  εκ  νέου  εις  Χριστόν  στροφήν  μου,  η  «ανατολική»  εμπειρία 
μου,  ήτις  διήρκεσε  περίπου  επτά  ή  οκτώ  έτη,  εφάνη  εις  το  πνεύμα  μου  ως  το 
πλέον  φοβερόν  έγκλημα  κατά  της  αγάπης  του  Θεού,  τον  Οποίον  εγνώριζεν  η 
ψυχή  μου  εκ  της  τρυφεράς  ηλικίας.  Διακατείχεν  εμέ  ιερά  τις  φρίκη  εκ  της 
συνειδήσεως ότι εγώ, άπιστος και αποστάτης, θα παραμείνω δια παντός ανάξιος 
τοιούτου  Θεού.  Ουχί  άνευ  πόνου  ενθυμούμαι  νυν  την  φρικτήν  εκείνην  και 
συγχρόνως  θαυμαστήν  περίοδον.  Προσηυχόμην  τότε  ως  παράφρων,  μετά 
κλαυθμού  μεγάλου,  συντρίβοντος  εισέτι  και  αυτά  τα  οστά  μου.  Κατά  την 
προσευχήν  ταύτην  ησθανόμην  εντός  μου  πυρ,  όπερ  κατέφλεγεν  εν  εμοί,  ως 
εφαίνετο,  το  παν.  Αγνοώ  πώς  επέζησα.  Ουδέποτε  θα  δυνηθώ  να  αποδώσω  δια 
λόγων  το  «πυρ»  και  την  απόγνωσιν,  των  οποίων  πείραν  έλαβον·  συγχρόνως  δε 
και  την  δύναμιν  εκείνην,  ήτις  εκράτει  εμέ  εις  αδιάλειπτον  προσευχήν  άκρας 
εντάσεως  επί  έτη.  Εν  εκείνω  τω  καιρώ  ουδέν  κατενόουν,  νυν  δε  δεν  ευρίσκω 
τρόπους  να  εκφράσω  την  ευγνωμοσύνην  μου  εις  τον  Θεόν,  τον  Άγιον  Γλύπτην, 
δια  την  «κραταιάν  Αυτού  χείρα».  Ήτο  βαρύ  δι’  εμέ.  Τω  όντι,  έπασχον  εφ’  όλων 
των επιπέδων της υπάρξεως μου. Ίσταμαι έκπληκτος ενώπιον Αυτού. Μετέβαλε 
την  καταχθόνιον  δυσμορφίαν  μου  εις  τι  άλλο,  ολιγώτερον  απέχον  του  αρρήτου 
Φωτός Αυτού. 
Εδόθησαν εις εμέ παρατεταμέναι ώραι τοιαύτης προσευχής, εκ της οποίας 
δεν θα ήθελον να επιστρέψω εις τον κόσμον τούτον. Απώλεσα αυτήν. Φοβούμαι 
… Τί μέλλει γενέσθαι εις εμέ; Θα επανεύρω ποτέ το απολεσθέν; 
Η  ευδοκία  του  Θεού  εις  εμέ  εξεδηλώθη  δια  της  παρ’  Αυτού  δοθείσης 
χάριτος  της  μετανοίας  (βλ.  Λουκ.  κδ’  47).  Εν  τη  αρχή  της  φρικτής  ταύτης,  αλλά 
και ευλογημένης  [//52]  περιόδου, επεκράτει απεγνωσμένη θλίψις εν τη προσευχή, 
συνοδευομένη ενίοτε υπό αισθήσεως πυρός. Δεν εγνώριζον την φύσιν του Πυρός 
τούτου,  ούτε  και  επεδίωκον  να  εξηγήσω  αυτήν,  επειδή  ο  νους  μου  είλκετο  προς 
Αυτόν, τον Θεόν μου. Η πυρίνη αύτη φλοξ κατέκαιε τι εντός μου· τούτο δεν ήτο 
ανώδυνον.  Κατόπιν  πολλών  ήδη  ετών  εν  τω  Άθωνι,  ότε  το  πνεύμα  μου 
ειρήνευσεν, ανεμνήσθην του πρότερον υπ’ εμού βιωθέντος Πυρός ως γεγονότος, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 25 ‐
 

όπερ  ανεγέννησεν  εμέ  και  έθεσε  την  ζωήν  μου  επί  νέας  τροχιάς,  εν  τη  σφαίρα 
ενός άλλου είναι. Και ηυχαρίστουν τον Θεόν. 
Τείνω να δεχθώ ότι η περιγραφείσα υπ’ εμού περίοδος της απεγνωσμένης 
μετανοίας  μου  αποτελεί  γεγονός,  ίσως  ουχί  μόνον  δι’  εμέ.  Πώς  να  μη 
εκπλήττωμαι; Προηγουμένως, απεκδυόμενος την πρόσκαιρον μορφήν υπάρξεως, 
απεμακρυνόμην της καθ’ ημέραν ζωής. Και ιδού, εκεί η χειρ Αυτού προέφθασεν 
εμέ. Ήτο η στιγμή της αναδημιουργίας μου δια του Θελήματος Αυτού: Εκλήθην 
εκ  νέου  «εκ  του  μη  όντος»  εις  το  φως  της  ζωής.  Πόσον  παραδόξως  πάντα 
συνέβησαν, συνέβαινον. 
Εις  τας  κινήσεις,  τας  οποίας  δικαιοί  η  λογική  ημών,  δεν  δυνάμεθα  να 
ίδωμεν  «αμαρτίαν».  Η  αληθής  όρασις  της  αμαρτίας  ανήκει  εις  εκείνο  το 
πνευματικόν  επίπεδον,  εκ  του  οποίου  εξεπέσομεν  δια  της  πτώσεως  ημών.  Η 
αμαρτία συνειδητοποιείται κατά το μέτρον της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, εν 
συνδυασμώ  μετά  της  πίστεως  εις  το  Προσωπικόν  Απόλυτον,  τον  Ποιητήν  και 
Πατέρα  ημών.  Σημασίαν  έχουν  αι  προσωπικαί  ημών  μετ’  Αυτού  σχέσεις  και 
ουδέν άλλο. 
Η  ζώσα  μετ’  Αυτού  συνάντησις  είναι  στιγμή  θαυμαστή.  [//53]  Όντως  είμαι 
εγκληματίας  έναντι  της  αγάπης  Αυτού.  Δεν  εγνώριζον  ως  ώφειλον  να  γνωρίζω 
Αυτόν.  Εν  τούτοις,  δεν  δύναμαι  να  είπω  ότι  ήμην  αθώος  εν  τη  αγνοία  μου.  Η 
ψυχή πάντων ημών διαισθάνεται πάλην τινα μετά της συνειδήσεως ημών, πριν ή 
συντελεσθή  η  εσωτερική  πράξις  της  στροφής  του  θελήματος  ημών  προς  ό,τι 
χωρίζει ημάς από του Θεού. Ούτω συνέβη κατά τους νεανικούς μου χρόνους, ότε 
συγκατετέθην  εις  την  ιδέαν  την  προταθείσαν  εις  εμέ  υπό  του  εχθρού,  κατά  την 
στιγμήν ήν περιέγραψα ανωτέρω. 
Εάν  ήθελον  να  εξηγήσω  την  εσωτερικήν  πορείαν  της  προς  τον  Θεόν 
επιστροφής  μου  μετά  την  πτώσιν  μου,  θα  εχρησιμοποίουν  την  εξής  εικόνα:  Το 
Θείον  Φως,  το  Φως  του  Αγίου  Πνεύματος,  αθέατον  εισέτι  υπ’  εμού,  φωτίζει  εμέ 
όπισθεν  εκ  του  μακρόθεν,  δεικνύον  εκείνον  τον  πνευματικόν  «χώρον»,  εν  ώ 
διαμένω. Το όνομα του χώρου τούτου είναι άδης. Δεν βλέπω το Φως καθ’ εαυτό, 
αλλά τούτο διανοίγει τους οφθαλμούς μου, ίνα ίδω εκείνο το σκότος εν τω οποίω 
ζω.  Δεν  δύναμαι  να  εννοήσω  το  σκότος,  εάν  δεν  αντιπαραθέσω  αυτό  προς  το 
Φως.  Δια  της  αοράτου  παρουσίας  του  Φωτός  τούτου  δημιουργείται  κατάστασις 
τις, καθ’ ήν δύναμαι βαθμηδόν να διακρίνω το  «προ καταβολής κόσμου» δι’ εμέ 
σχέδιον  του  Δημιουργού  μου  (Ιωάν.  ιζ’  24).  Η  νέα  μου,  η  εισέτι  εισαγωγική, 
γνώσις του Ζώντος Θεού οδηγεί εμέ εις την εν Χριστώ ενόρασιν εκείνης ακριβώς 
της  εικόνος,  συμφώνως  προς  την  οποίαν  εκτίσθημεν  (βλ.  Γέν.  α’  26‐27).  Και  η 
καρδία  μου  πλήττεται  υπό  της  θλίψεως:  «Ιδού  πώς  ώφειλε  να  είναι  έκαστος  εξ 
ημών,  ίνα  ζήση  την  ενότητα  αυτού  μετά  του  Πατρός  παντός  υπαρκτού,  την 
ακατάλυτον εις τους αιώνας. Ώ, συμφορά: Εστερήθην τούτου. Από των παιδικών 
χρόνων εδόθη εις εμέ η αίσθησις της αιωνιότητος· εδίδετο  [//54] εις εμέ εμπειρία τις 
ή προσέγγισις προς αυτήν την εμπειρίαν του ακτίστου Είναι. Και εγώ αποθνήσκω 
εν τη παραλόγω σκοτία της αγνοίας μου εφ’ όλων των επιπέδων». 
Ο  γνόφος  ούτος  ίστατο  ενώπιον  μου  ως  μολύβδινον  τείχος,  χωρίζον  εμέ 
από  του  Θεού  μετ’  ακαταβλήτου  εξουσίας.  Το  βαρύ  τούτο  τείχος  ο  Άγιος 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 26 ‐
 

Απόστολος ωνόμασε  «νόμον της αμαρτίας» (Ρωμ. η’ 2). Ο Θεός ημών  «Φως εστι 


και  σκοτία  εν  αυτώ  ουκ  έστιν  ουδεμία»  (Α’  Ιωάν.  α’  5).  Άλλαις  λέξεσιν,  ο  Θεός 
αρνείται να ενωθή μετά του σκότους ημών. Οφείλομεν να καθαρθώμεν από του 
κατέχοντος  ημάς  ρύπου,  άλλως  δεν  θα  εισέλθωμεν  εις  την  Βασιλείαν  της 
Αληθείας και του Φωτός (βλ. Αποκ. κα’ 27). 
Αφ’ ής στιγμής εδόθη εις εμέ η χάρις της μετανοίας, ησθάνθην εαυτόν εν 
τω άδη. Όσον και εάν είναι οδυνηρά κατά καιρούς η οδός αύτη, εν τούτοις, δια τα 
πεπτωκότα  τέκνα  του  Αδάμ  δεν  υπάρχει  άλλη,  ήτις  οδηγεί  εις  τας  θύρας  της 
Θείας  Αιωνιότητος.  Βαθεία  η  θλίψις  μου  δι’  εμαυτόν,  αλλ’  εκεί,  έμπροσθεν, 
βλέπω  το  Φως.  Ο  θαυμασμός  μου  ενώπιον  του  Θεού  γίνεται  δι’  εμέ  μαρτύριον, 
όταν  αναζητώ  να  εκφράσω  αυτόν.  Εδιδάχθην  να  αποφεύγω  την  στομφώδη 
γλώσσαν (Πλησιάζων προς την ωριμότητα της νεότητος ήλθον εις επαφήν μεθ’ 
ενός  κύκλου  ανθρώπων  ισχυρού  χαρακτήρος,  οίτινες  κατεφρόνουν  την 
επιπόλαιον  ευγλωττίαν:  «Αρκάδιε,  μη  είσαι  ευφράδης,  δεν  αρμόζει  τούτο  εις 
ημάς».  ‐Τουργκιένεφ,  Πατέρες  και  υιοί‐.).  Και  νυν  πάσαι  αι  γλώσσαι,  πάντες  οι 
λόγοι, αποβαίνουν πενιχροί, ανίκανοι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνην μου εις 
τον Θεόν. 
Καταυγασθέντες  κατ’  αρχάς  υπό  του  Φωτός,  καθοδηγηθέντες  υπό  της 
χειρός του Θεού εις νέαν, άγνωστον μέχρι τότε, και «υψηλήν» οδόν, συναντώμεν 
δύο  μεγαλειώδης  [//55]  βαθμίδας:  Το  όνομα  της  μιας  είναι  «άδης  μετανοίας»,  της 
άλλης  δε  «άδης  αγάπης».  Η  μετάνοια  συνδέεται  μετά  των  δύο  εντολών.  Πρώτη 
και  μεγάλη:  «Αγαπήσεις  Κύριον  τον  Θεόν  σου  εξ  όλης  της  καρδίας  και  εξ  όλης 
της ψυχής και εξ όλης της διανοίας σου». Ημείς δεν έχομεν την αγάπην ταύτην, 
και  μέγας  είναι  ο  κόπος,  ίνα  αποκτήσωμεν  αυτήν.  Η  επομένη  βαθμίς,  ουχί 
ολιγότερον  επίπονος,  εξαρτάται  εκ  της  δευτέρας  εντολής:  «Αγαπήσεις  τον 
πλησίον σου ως σεαυτόν». Ο Κύριος ουδεμίαν εποίησεν αμαρτίαν (βλ. Ιωάν. α’ 29, 
Λουκ. κγ’ 41), και ως εκ τούτου δεν είχε χρείαν μετανοίας. Αλλά, επειδή ήρε την 
αμαρτίαν του κόσμου  (βλ. Ιωάν. α’ 29), κατήλθεν εις τον άδην της αγάπης προς 
τον  πλησίον,  και  δη  μέχρις  εσχάτου  βάθους,  τουτέστι  μέχρι  των  οριακών 
διαστάσεων  της  δευτέρας  εντολής.  Ελάχιστοι  εκ  των  ανθρώπων  θα  γνωρίσουν 
τον  άδην  τούτον  (της  αγάπης  προς  τον  πλησίον),  διότι  μικρά  είναι  η  εν  ημίν 
αγάπη προς τον πλησίον, τουτέστι προς πάντα συν‐άνθρωπον, προς άπαν το απ’ 
αιώνος πλήθος των ανθρώπων. Η Θεία Αγάπη του Χριστού κενούται ακριβώς εν 
τη διακονία προς πάσαν την ανθρωπότητα, από του Αδάμ έως και του εσχάτου, 
όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. Τέθηκε την ψυχήν Αυτού υπέρ φίλων και 
εχθρών.  Εάν  εννοήσωμεν  το  αληθές  νόημα  της  δευτέρας  εντολής,  τότε  θα 
ομολογήσωμεν ότι δεν έχομεν βάλει εισέτι αρχήν μετανοίας, και εάν εδίδετο εις 
ημάς  να  ζήσωμεν  αυτήν,  κατά  την  δυνατήν  δι’  ημάς  πληρότητα,  τότε  θα 
εγνωρίζομεν τον Ένα εν τρισίν Υποστάσεσι Θεόν και την αθανασίαν ημών  (βλ. 
Ματθ. ιστ’ 28). 
Η  εν  σαρκί  διαμονή  ημών  λίαν  δυσχεραίνει  την  συνειδητοποίησιν  του 
απολύτου της  κλήσεως  ημών. Η  σάρξ  πάντοτε  καλύπτει  ημάς  διά  τινος  πέπλου 
ατελείας  και  [//56]  αγνοίας.  Εν  τούτοις,  όπου  υπάρχει  ολοκληρωτική  πίστις, 
ελευθέρα ασταθειών και αμφιβολιών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος δίδει εις τους 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 27 ‐
 

φλογερώς  μετανοούντας  και  την  πείραν  της  εις  άδου  καταβάσεως,  και  την 
πείραν  του  άδου  της  αγάπης,  και  της  αναστάσεως  της  ψυχής,  εντός  των  ορίων 
εισέτι της εν τω σώματι τούτω ζωής. 
Έν  εκ  των  δυσχερεστέρων  εικαστικών  προβλημάτων  των  τοπιογράφων 
αποτελεί  η  απόδοσις  του  αδιαλείπτως  και  θαυμαστώς  παλλομένου  κυανού 
ουρανού.  Εις  εγχρώμους  φωτογραφίας  το  χρώμα  αυτού  δίδει  εντύπωσιν  οροφής 
αυτοκινήτου  κυανού  χρώματος.  Ωσαύτως  ανιαρά  εκ  των  πολλών  επαναλήψεων 
δύναται  να  φανή  η  περιγραφή  της  πνευματικής  μου  ζωής,  ενώ  εν  τη 
πραγματικότητι  αύτη  ήτο  πλήρης  βαθειών  αντιθέσεων,  ουδέποτε  στερουμένη 
του  δυναμικού  αυτής  χαρακτήρος.  Διακινδυνεύω  όμως  να  συνεχίσω  την 
αναληφθείσαν υπ’ εμού προσπάθειαν, όπως διηγηθώ το βιωθέν υπ’ εμού. 
Εγνώρισα  τον  Ζώντα  Θεόν  εξ  αυτής  της  τρυφεράς  μου  ηλικίας.  Υπήρξαν 
περιπτώσεις,  ότε,  εξερχόμενος  και,  ακριβέστερον,  φερόμενος  εις  την  αγκάλην 
έξω  του  ναού,  έβλεπον  την  πόλιν,  ήτις  εκείνον  τον  καιρόν  ήτο  δι’  εμέ  ο  κόσμος 
άπας, φωτιζομένην υπό δύο ειδών φώτων. Το ηλιακόν φως δεν παρημπόδιζε να 
αισθανθώ την παρουσίαν του άλλου Φωτός. Η ανάμνησις αυτού συνδέεται μετά 
τινος ηρέμου χαράς, ήτις επλήρου τότε την ψυχήν μου. Όλα σχεδόν τα γεγονότα 
της  περιόδου  εκείνης  εξηλείφθησαν  εκ  της  μνήμης  μου,  ουχί  όμως  η  μνήμη  του 
Φωτός Εκείνου. 
Εν  τη  αρχή  της  ωριμότητος  απεμακρύνθην  του  Θεού  μου.  Εγκλήματα 
τιμωρούμενα υπό της κρατικής εξουσίας δεν διέπραξα, αλλά δια του νοός και της 
καρδίας  [//57]  μου  διήρχετο  ελευθέρως  παντός  είδους  φαυλότης,  εφ’  όλων  των 
επιπέδων. 
Αναφής  ο  Θεός  ημών,  αόρατος  και  απρόσιτος·  ανεξιχνίαστοι  αι  οδοί  της 
περί  ημών  Προνοίας  Αυτού.  Πώς  η  τρυφερά,  αλλά  και  κραταιά  Αυτού  χειρ 
ήρπασεν  εμέ,  ότε  εγώ  μετά  του  πείσματος  της  νεανικής  αφροσύνης  εφερόμην 
προς το κενόν της ανυπαρξίας! Ουράνιον Πυρ εισέδεσεν εντός εμού και η καρδία 
μου  ετάκη  υπό  της  θέρμης  Αυτού.  Προσέφερον  εις  τον  Άγιον  Θεόν  την 
προσευχήν  της  μετανοίας  μου,  πρηνής  κατά  πρόσωπον  επί  της  γης.  Ώ,  ποίας 
αισχύνης  ήμην  πεπληρωμένος  εκείνους  τους  χρόνους!  Ησθανόμην  ως  ο  πλέον 
απαίσιος  εγκληματίας,  επειδή  εν  τη  υπερηφάνω  εξάρσει  μου  ισχυρίσθην  ότι 
υπερέβην  Αυτόν.  Η  αμαρτία  μου  εναντίον  της  αγάπης  Αυτού  ενεφανίζετο 
ενώπιόν  μου  εν  τη  εφιαλτική  αυτής  ουσία:  ως  αυτοκτονία,  ουχί  απλώς  επί  του 
επιπέδου  της  φθαρτής  σαρκός,  αλλ’  ως  αιώνιος  έκπτωσις  από  του  Δημιουργού 
μου.  Εν  τη  ατέρμονι  Αυτού  αγάπη  Ούτος  επεθύμει  να  δώση  εις  εμέ  την 
φωτοφόρον απειρότητα, ενώ εγώ έκρουον την θύραν του θανάτου ουχί εν χρόνω, 
αλλά  πέραν  των  ορίων  αυτού.  Εμίσουν  εμαυτόν  και  επί  δεκαετίας  εξέχεον 
δάκρυα δια την συμφοράν και την αισχύνην μου. 
Έκλαιον πικρώς (βλ. Ματθ. κστ’ 75). Αγνοώ, αλλ’ ίσως μέχρι βαθμού τινος 
και γνωρίζω, πώς έκλαυσεν ο Πέτρος δια την άρνησιν αυτού, και πώς, συμφώνως 
προς  την  παράδοσιν,  δεν  επελάθετο  αυτής  καθ’  όλην  την  ζωήν  αυτού.  Δια  τον 
λόγον τούτον και επόθει να σταυρωθή έχων την κεφαλήν προς την γην. Αληθώς, 
ουδόλως  ενθυμούμαι  ότι  είχον  αισθανθή  αποστροφήν  τινα  προς  τον 
Χριστιανισμόν.  Παρεσύρθην  υπό  της  ιδέας  του  υπερβατικού  διαλογισμού. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 28 ‐
 

Εφαίνετο  εις  εμέ  ότι  εγκατέλειψα  έν  [//58]  κατώτερον  επίπεδον  ζωής,  το 
ψυχολογικόν, το ηθικόν: «Αγαπήσεις τον Θεόν και αγαπήσεις τον πλησίον». Ότε 
όμως απεκαλύφθη εις εμέ η πνευματική ουσία της εσωτερικής μου κινήσεως, ως 
επανάληψις  ακριβώς  της  πτώσεως  του  Αδάμ,  τότε  κατέλαβεν  εμέ  φρίκη,  και  η 
προσευχή μου είχεν ως χαρακτηριστικόν την προς εμαυτόν απέχθειαν. Κατά την 
προσευχήν  ταύτην  ο  νους  μου  δεν  επέστρεφεν  εις  εαυτόν·  δεν  ανέλυον  τας 
καταστάσεις  μου·  διακατείχεν  εμέ  τρόμος  μέγας,  θεωρών  εμαυτόν  ανάξιον 
συγχωρήσεως.  Ήτο  ως  να  ιστάμην  επί  του  φοβερού  βήματος  ανωτέρου 
δικαστηρίου:  Όλη  η  προσοχή  μου  συνεκεντρούτο  εις  τον  Κριτήν.  Έμενον 
άναυδος.  Προσηυχόμην  δια  των  αλαλήτων  στεναγμών  της  καρδίας  μου. 
Ουδαμού εύρισκον δικαιολογίαν δι’ εμαυτόν. Δεν υπήρχεν ελπίς εν εμοί. Θα ήτο 
ίσως  ορθότερον,  εάν  είπω  ότι  προσηυχόμην  μετ’  ελπίδος,  ήτις  εξετείνετο  πέραν 
πάσης απογνώσεως. Ενίοτε, κατά την διάρκειαν της προσευχής ταύτης δεν είχον 
αίσθησιν  του  σώματος  μου.  (Ανεκάλυπτον  το  φαινόμενον  τούτο  μετά  την 
επάνοδόν μου εις την φυσικήν αντίληψιν του κόσμου). Το πνεύμα μου εισήρχετο 
τότε  εις  τινα  νοεράν  σφαίραν,  τα  όρια  της  οποίας  έμενον  απρόσιτα,  ίσως  και 
επειδή  δεν  υπάρχουν  όρια.  Εν  τη  πνευματική  αυτή  αβύσσω  η  ψυχή  μου  εζήτει 
μόνον  τον  Θεόν.  Ήμην  μόνος:  Δεν  υπήρχον  «εκεί»  μετ’  εμού  ούτε  αντικείμενα, 
ούτε άλλου είδους προσωπική ύπαρξις. Είχον κατά τινα τρόπον την συναίσθησιν 
ότι, εάν ο Κύριος ευδοκήση, ακωλύτως θα έλθη προς εμέ, όπου και αν είμαι. Και ο 
Κύριος ηυδόκησε. 
Να ονομάσω άρα γε την προσευχήν ταύτην «καθαράν», επειδή το πνεύμα 
μου απεξεδύετο παν κτιστόν; Δεν γνωρίζω πώς να περιγράψω ό,τι συνέβαινεν εις 
εμέ, αλλά κατά την προσευχήν ταύτην υπήρχε δι’ εμέ μόνον ο Θεός: [//59] Εν παντί 
τω είναι Αυτός μόνον υπήρχε και εγώ, το ελεεινόν έκτρωμα. 
 
2. ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
 
Άπασα η επίγειος ημών ζωή, από της γεννήσεως μέχρι και της τελευταίας 
αναπνοής, θα φανή εν τη υστάτη αυτής τελειώσει ως ενιαία τις άχρονος πράξις. 
Θα  είναι  δυνατόν  να  ίδωμεν  το  περιεχόμενον  και  την  ποιότητα  αυτής  εν  ριπή 
οφθαλμού.  Αναλογισθήτε  καθαρόν  τι  σκεύος  ιδεώδους  κρυστάλλου,  πλήρες 
ύδατος. Ευθύς εξ αρχής δυνάμεθα να είπωμεν, εάν το ύδωρ είναι διαυγές ή ουχί, 
και  μέχρι  τίνος  βαθμού.  Ούτω  θα  συμβή  και  εις  ημάς  κατά  την  στιγμήν  της 
μεταβάσεως ημών εις τον άλλον κόσμον. Εκάστη κίνησις, και η πλέον παροδική, 
της καρδίας ή του νοός αφίνει ίχνος τι επί του όλου σώματος της ζωής ημών. Ας 
υποθέσωμεν ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της επιγείου υπάρξεως μου εισέβαλεν 
εις  την  καρδίαν  μου  πονηρός  τις  λογισμός,  φόνου  επί  παραδείγματι,  έστω  και 
άπαξ  μόνον  (βλ.  Ματθ.  ιε’  19).  Και  η  μοναδική  αύτη  σκέψις  θα  παραμείνη  ως 
μελανή τις κηλίς επί του συνόλου της ζωής μου, εάν δεν αποβάλω αυτήν δια της 
μετανοίας  και  αυτομεμψίας.  Ουδέν  δυνάμεθα  να  αποκρύψωμεν:  «Ουδέν  δε 
συγκεκαλυμμένον  εστίν  ό  ουκ  αποκαλυφθήσεται  και  κρυπτόν  ό  ου 
γνωσθήσεται»  (Λουκ.  ιβ’  2‐3).  Συχνάκις  καθησυχάζομεν  την  συνείδησιν  ημών 
σκεπτόμενοι  ότι  ουδείς  ημάς  βλέπει  ή  ουδείς  γνωρίζει  τους  λογισμούς  ή  τας 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 29 ‐
 

πράξεις  ημών.  Όταν  όμως  κυριαρχή  η  μέριμνα  της  ετοιμασίας  ημών  δια  την 
αιωνιότητα,  τότε  το  παν  αλλάσσει  και  ημείς  αγωνιζόμεθα,  ίνα  απαλλαγώμεν 
παντός εσωτερικού ζόφου. 
«Εάν  είπωμεν  ότι  αμαρτίαν  ουκ  έχομεν,  εαυτούς  [//60]  πλανώμεν  και  η 
αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστι και 
δίκαιος,  ίνα  αφή  ημίν  τας  αμαρτίας  και  καθαρίση ημάς  από  πάσης  αδικίας»  (Α’ 
Ιωάν.  α’  8‐9).  Δια  της  ειλικρινούς  μετανοίας  και  της  αποφασιστικής 
αυτοκατακρίσεως  ενώπιον  του  Θεού  και  των  ανθρώπων  καθαίρεται  ο  έσω 
άνθρωπος,  και  το  ύδωρ  εν  τω  σκεύει,  διελθόν  δια  του  πνευματικού  φίλτρου  της 
μετανοίας,  αποκαθίσταται  εν  τη  καθαρότητι  αυτού.  Επομένως,  όταν 
εξομολογούμαι,  μέμφομαι  εμαυτόν  δια  παν  κακόν,  διότι  δεν  υπάρχει  εν  τω 
κόσμω  άπαντι  αμαρτία  την  οποίαν  δεν  διέπραξα,  έστω  και  στιγμιαίως,  δια  του 
νοός  μου.  Αυτή  αύτη  η  δυνατότης  τοιαύτης  κινήσεως  του  πνεύματος  μου 
αποτελεί  ένδειξιν  της  αμαρτωλού  καταστάσεως  μου.  Και  τις  δύναται  να 
ισχυρισθή  ότι  είναι  ελεύθερος  εκ  της  εξουσίας  των  εμπαθών  λογισμών,  οίτινες 
προσβάλλουν  αυτόν;  Και  πού  είναι  η  εγγύησις,  ότι  η  στιγμιαία  επαφή  μετά  του 
πονηρού λογισμού δεν θα μετατραπή εις αιωνιότητα; 
Εν  όσω  ζώμεν  υπάρχει  εισέτι  δυνατότης  επανορθώσεως.  Δεν  γνωρίζομεν 
όμως  τι  αναμένει  ημάς  μετά  την  έξοδον  ημών  εκ  της  ζωής  ταύτης.  Εκ  της 
παρατηρήσεως του υλικού κόσμου γνωρίζομεν ότι, εάν μάζα τις δεχθή επαρκώς 
ισχυράν  ώθησιν,  δύναται  –  θεωρητικώς  –  εκφυγούσα  την  σφαίραν  έλξεως  της 
γης  να  κινήται  αενάως  μετά  μεγάλης  ταχύτητος  εις  τα  αχανή  κοσμικά 
διαστήματα. Δεν θα συμβή άρα γε το αυτό και εις την ψυχήν; Ελκυσθείσα αύτη 
υπό της Θείας αγάπης, εγκαταλιπούσα το σώμα, θα πορεύηται προς τον Θεόν· ή 
και  αντιθέτως:  Απωθήσασα  αύτη  τον  Θεόν,  θα  βυθίζηται  «εις  το  σκότος  το 
εξώτερον»  (Ματθ. η’ 12), εις τας ατελευτήτους  βασάνους της εναντίας προς την 
αγάπην  καταστάσεως.  Ούτω  λοιπόν,  καθ’  όσον  δυνάμεθα  έτι  να  ίδωμεν  [//61] 
εαυτούς, είναι ανάγκη να εξομολογώμεθα καθαρώς τας αμαρτίας ημών, ίνα μη 
φέρωμεν αυτάς μεθ’ ημών μετά θάνατον. 
Η  άμεσος  αντιπαράθεσις  προς  τους  πονηρούς,  ή  έστω  και  ματαίους 
λογισμούς,  δεν  είναι  πάντοτε  η  καταλληλοτέρα  μέθοδος  υπερνικήσεως  αυτών. 
Συχνάκις ο καλύτερος τρόπος είναι η μνήμη του μεγαλείου της προαιωνίου περί 
ημών  βουλής  του  Πατρός.  Ίνα  ζήσωμεν,  ως  οφείλομεν,  είναι  απαραίτητον  να 
γνωρίζωμεν  περί  εαυτών  ότι  προωρίσθημεν  προ  καταβολής  κόσμου  δια  το 
πλήρωμα της τελειότητος (βλ. Ματθ. ε’ 48, Εφεσ. β’ 10 και α’ 4‐5). Να υποβαθμίση 
τις  την  πρωταρχικήν  περί  ημών  ιδέαν  του  Θεού  αποτελεί  ουχί  μόνον  σφάλμα, 
αλλά  και  μέγα  όντως  αμάρτημα.  Οι  άνθρωποι,  μη  διακρίνοντες  εν  εαυτοίς  – 
πολλώ  δε  μάλλον  εν  τω  αδελφώ  –  την  μη  παρερχομένην  αυτών  αξίαν, 
αποβαίνουν  θηριώδεις  εις  τας  μεταξύ  αυτών  σχέσεις  και  αδιστάκτως  φονεύουν 
αλλήλους.  Ώ,  οποίον  παράδοξον  κράμα  ο  άνθρωπος!  Αφ’  ενός  μεν  διεγείρει 
ενθουσιασμόν  και  θαυμασμόν,  αφ’  ετέρου  δε  πικράν  απορίαν  δια  την 
σκληρότητα και αγριότητα αυτού. Η ψυχή παραδίδεται εις την υπέρ του κόσμου 
προσευχήν,  αλλ’  η  προσευχή  αύτη  ουδέποτε  επιτυγχάνει  το  έσχατον  αυτής 
τέλος,  εφ’  όσον  ουδείς  και  ουδέν  δύναται  να  στερήση  τους  ανθρώπους  της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 30 ‐
 

ελευθερίας  να  κλίνουν  προς  το  κακόν,  να  προτιμούν  το  σκότος  αντί  του  φωτός 
(βλ. Ιωάν. γ’ 19). 
Η  θεοπρεπώς  προσφερομένη  προσευχή  εις  τον  Κύριον,  «εν  πνεύματι  και 
αληθεία»  (Ιωάν.  δ’  23),  είναι  ενέργεια  άφθαρτος  και  ακατάλυτος.  Ψυχολογικώς 
είναι  δυνατόν,  εν  μέσω  της  βιοτικής  ματαιότητος,  να  επιλησθώμεν  [//62]  αυτής, 
αλλ’  Αυτός  ο  Θεός  φυλάττει  αυτήν  αιωνίως  (βλ.  Λουκ.  ι’  42,  Αποκ.  ε’  8).  Εν  τη 
ημέρα  της  αναστάσεως  και  της  κρίσεως,  παν  ό,τι  εποιήσαμεν  αγαθόν  κατά  την 
διάρκειαν της ζωής ημών, θα συμπαραστά προς δικαίωσιν ημών· και αντιθέτως, 
παν  ό,τι  εποιήσαμεν  πονηρόν,  και  δια  το  οποίον  δεν  προσεφέρομεν  ανάλογον 
μετάνοιαν,  θα  στηλιτεύση  ημάς.  Φαύλαι  πράξεις  και  σαπροί  λόγοι  δύνανται  να 
εξαλειφθούν  εκ  της  ψυχής  ημών  δια  των  δακρύων  της  μετανοίας,  όσον  και  εάν 
τούτο φαίνηται παράδοξον και λογικώς έτι ακατόρθωτον. Τα αρνητικά εφ’ ημών 
αποτελέσματα  της  αμαρτίας  θεραπεύονται  και  αφανίζεται  η  φθοροποιός 
ενέργεια  των  διαπραχθεισών  υφ’  ημών  πράξεων  εναντίον  του  πλησίον·  θεία 
δυνάμει  αποκαθίσταται  το  πλήρωμα  της  ζωής,  ουχί  όμως  δια  της  μονομερούς 
επεμβάσεως  του  Θεού,  αλλά  πάντοτε  δια  της  συνεργίας  της  μετανοίας  και  της 
προαιρέσεως των ανθρώπων, διότι ο Θεός ουδέν ποιεί μετά του ανθρώπου άνευ 
της συγκαταθέσεως αυτού. 
Την  συμμετοχήν  του  Θεού  εις  την  προσωπικήν  ημών  ζωήν  ονομάζομεν 
Πρόνοιαν.  Η  Πρόνοια  αύτη  ουδόλως  ομοιάζει  προς  την  ειδωλολατρικήν 
ειμαρμένην.  Εις  κρισίμους  στιγμάς  της  ζωής  ημών,  τω  όντι,  ημείς  οι  ίδιοι 
επιλέγομεν  τινα  εκ  των  προτεινομένων  δυνατοτήτων.  Όταν  προ  ημών 
ανοίγωνται  ποικίλαι  οδοί,  τότε,  υπό  κανονικάς  συνθήκας,  οφείλομεν  να 
κινηθώμεν  αποφασιστικώς  προς  εκείνην,  ήτις  οδηγεί  προς  το  ποθούμενον  υφ’ 
ημών  ύστατον  Αγαθόν.  Η  εκλογή  αύτη  συνδέεται  αναποφεύκτως  μετά  της 
ετοιμότητος  προς  θυσίας.  Εν  τοιαύταις  περιπτώσεσιν  η  πνευματική  ημών 
ελευθερία  καθίσταται  ιδιαιτέρως  έκδηλος.  Συχνότατα,  δυστυχώς,  οι  άνθρωποι 
υποκινούμενοι  υπό  προσκαίρων  παρορμήσεων  [//63]  εκτρέπονται  της  υπό  του 
Θεού  υποδειχθείσης  οδού,  ήτις  οδηγεί  εις  την  Βασιλείαν  του  Φωτός.  Ούτως 
εμπίπτει  ο  άνθρωπος  εις  την  δίνην  των  αποπλανώντων  αυτόν  παθών,  άτινα 
κωλύουν  να  ίδωμεν  την  ποθεινήν  αυγήν.  Παρά  ταύτα,  τα  παθήματα  και  αι 
θυσίαι  είναι  αναπόφευκτα  εις  πάσαν  εκλογήν.  Όταν  δε  ημείς  εκλέγωμεν  το 
θέλημα του Θεού, πάσα θυσία εξομοιοί ημάς προς τον Χριστόν: «Πάτερ, ει βούλει 
παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ Εμού· πλην μη το θέλημα Μου, αλλά το Σον 
γινέσθω» (Λουκ. κβ’ 42). 
Είναι  ανάγκη  δια  πάντας  ημάς,  όπως  διέλθωμεν  δια  του  μυστηρίου  του 
θανάτου  χάριν  τελειοτέρας  εξομοιώσεως  προς  τον  Χριστόν.  Όπισθεν  του  ορίου 
τούτου,  αγνώστου εισέτι, ο Θεός και Πατήρ ημών εισάγει ημάς εις την σφαίραν 
της  ανεσπέρου  ημέρας.  Τοιαύτη  είναι  η  εν  Χριστώ  προσδοκία  ημών,  ήτις  μέλλει 
να  εκπληρωθή,  επειδή  πάσαι  αι  επαγγελίαι  Αυτού  είναι  αψευδείς  και 
αμετάθετοι, ως απέδειξεν η μακραίων πείρα της Εκκλησίας ημών. 
Το  Ευαγγέλιον,  η  Καλή  Αγγελία,  και  άρχεται  και  καταλήγει  δια  της 
κλήσεως προς μετάνοιαν. Η διδαχή των αγίων ασκητών, των Πατέρων ημών και 
της Εκκλησίας, είναι εμπεποτισμένη δια της συνειδήσεως ότι, οσάκις ο άνθρωπος 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 31 ‐
 

προσφέρει  προσευχήν  εις  τον  Θεόν  ουχί  ως  αμαρτωλός,  η  προσευχή  αυτού  δεν 
φθάνει  εις τον θρόνον του Υψίστου, διότι ο Υιός του Θεού ήλθε να καλέση ουχί 
τους  «πεποιθότας  εφ’  εαυτοίς  ότι  εισί  δίκαιοι»  (Λουκ.  ιη’  9),  και  συνεπώς 
ευρισκομένους  εκτός  της  αληθείας  (βλ.  Α’  Ιωάν.  α’  8),  αλλ’  εκείνους  οίτινες 
αναγνωρίζουν εαυτούς αμαρτωλούς (βλ. Ματθ. θ’ 13). 
«Την θάλασσαν την οζομένην, την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού 
παραδείσου,  δια  καράβου  της  μετανοίας  [//64]  παρελθείν  δυνάμεθα,  της  εχούσης 
τους κωπηλάτας του φόβου. Εάν δε οι κωπηλάται ούτοι του φόβου ου κυβερνώσι 
το  πλοίον  τούτο  της  μετανοίας,  δι’  ής  διερχόμεθα  την  θάλασσαν  του  κόσμου 
τούτου  προς  τον  Θεόν,  καταποντιζόμεθα  εν  τη  οζομένη  θαλάσση.  Η  μετάνοια 
εστι το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού· η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός … εις 
όν  περώσι  πάντες  οι  κοπιώντες  και  πεφορτισμένοι  εν  τη  μετανοία.  Και  ότε 
φθάσομεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν» (Ισαάκ Σύρου, Λόγος οβ’). 
Η  μετάνοια  αποτελεί  το  θεμελιώδες  βάθρον  πάσης  της  ασκητικής  ημών 
ζωής.  Ο  όσιος  Εφραίμ  ο  Σύρος  κατέλιπεν  εις  ημάς  πολύτιμον  προσευχήν: 
«Δώρησαι  μοι  του  οράν  τα  εμά  πταίσματα».  Και  πάλιν  επαναλαμβάνομεν:  Να 
ίδη τις την αμαρτίαν αυτού είναι πνευματική πράξις μεγίστης αξίας δια πάντας 
τους  εκζητούντας  το  Πρόσωπον  του  Ζώντος  Θεού.  Έτι  μάλλον,  η  πράξις  αύτη 
είναι η εν ημίν ενέργεια του Ιδίου του Θεού, Όστις είναι Φως. 
Κατά την επί δεκαετίας διακονίαν μου ως πνευματικού παρετήρησα  μετά 
λύπης  ότι  σπάνιοι  είναι  οι  άνθρωποι  οι  κατανοούντες  εν  αισθήσει  καρδίας  την 
αληθινήν  φύσιν  της  αμαρτίας.  Συνήθως  οι  πλείστοι  παραμένουν  επί  του 
επιπέδου  της  ανθρωπίνης  ηθικής,  και  εάν  ποτε  αρθούν  υπεράνω  αυτής, 
πράττουν και τούτο πάλιν ανεπαρκώς. 
Εκ  των  οδών,  αίτινες  οδηγούν  προς  την  επίγνωσιν  των  αμαρτιών  ημών, 
ασφαλεστέρα  είναι  η  πίστις  εις  την  Θεότητα  του  Χριστού,  χάριν  της  οποίας 
κατέρχεται  επί  του  ανθρώπου  η  αγάπη  του  Αγίου  Πνεύματος.  Όστις  εγνώρισε 
δια  πείρας  το  άγιον πυρ  της  Θείας  Αγάπης,  είναι  φυσικόν  να  αγωνίζηται,  όπως 
παραμείνη  εν  τη  χαρισματική  ταύτη  καταστάσει.  Και  εάν  διαπράξη  ο,τιδήποτε, 
είτε  [//65]  εν  έργω  είτε  μόνον  δι’  εσωτερικής  κινήσεως  αυτού,  όπερ  συνεπάγηται 
εξασθένησιν  της  αισθήσεως  της  Θείας  Αγάπης,  τότε  αυτή  αύτη  η  μείωσις  της 
χάριτος, άνευ ουδεμιάς λογικής ψυχαναλύσεως, αποτελεί ένδειξιν παρεκκλίσεως 
εκ  της  δικαιοσύνης  του  Θεού.  Τότε  το  πνεύμα  ημών  στρέφεται  ορμητικώς  προς 
τον  Θεόν  εν  προσευχή  μετανοίας,  δια  της  οποίας  έρχεται  η  άφεσις  ως 
αποκατάστασις  εν  τη  αγάπη.  Και  όσον  μεγαλυτέρα  ήτο  η  χάρις  την  οποίαν 
εγνώρισε  κατά  τας  ώρας  της  επισκέψεως  του  Αγίου  Πνεύματος,  τοσούτον 
οδυνηροτέρα και βαθυτέρα γίνεται η μετάνοια. Ο τοιούτος άνθρωπος ζη ενώπιον 
του  Θεού  εν  απλότητι  και  τρόπον  τινά  άνευ  ορθολογισμού,  αγόμενος  υπό  της 
αγάπης  και  του  φόβου  του  Θεού.  Ο  τοιούτος  δύναται  να  ανέλθη  εις  ύψη 
αγιότητος έτι και εις την τελειότητα, μη υποπτευόμενος ο ίδιος το γεγονός τούτο 
(βλ. Λουκ. ιζ’ 20, Ματθ. κε’ 37‐39). 
Ετέραν  οδόν  προς  επίγνωσιν  της  αμαρτίας  συνιστά  η  υποβολή  του 
πνεύματος  του  ανθρώπου  εις  την  κρίσιν  του  λόγου  του  Θεού.  Δια  συνετού 
ελέγχου της εσωτερικής αυτού καταστάσεως, ο άνθρωπος πείθεται ότι δεν τηρεί 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 32 ‐
 

τας  εντολάς,  και  ένεκα  τούτου  έρχεται  εις  μετάνοιαν.  Η  δια  της  οδού  ταύτης 
προσέγγισις εις το ζητούμενον επιβάλλει την μετά ζήλου μελέτην του νόμου του 
Κυρίου,  διότι  «πλατεία  η  εντολή  του  Θεού»,  και  «σφόδρα  εβαθύνθησαν  οι 
διαλογισμοί Κυρίου» (πρβλ. Ψαλμ. ριη’ 96, Ψαλμ. ϰα’ 6). 
Η  συνείδησις  και  ο  νους  του  ανθρώπου,  κατά  την  ικανότητα  αυτών  να 
εισδύουν  εις  τον  χώρον  του  Πνεύματος,  ευρίσκονται  πολύ  χαμηλότερον  του 
επιπέδου  εκείνου  των  εις  ημάς  δοθεισών  εντολών.  Είναι  αναγκαίον  προς 
επίτευξιν  του  πληρώματος  της  μετανοίας  να  ακολουθήσωμεν  τας  δύο  ταύτας 
οδούς, της καρδίας και του [//66] νοός, αίτινες βραδύτερον εν τη πράξει της γνησίας 
αιωνίου  ζωής  συνενούνται  εις  έν.  «Ο  Θεός  αγάπη  εστί»  (Α’  Ιωάν.  δ’  8)  και 
γνωρίζει  Εαυτόν  και  ημάς  δι’  απολύτου  τρόπου·  και  το  παν  εν  Αυτώ  είναι  έν. 
Ούτω  και  ο  άνθρωπος  οφείλει  να  φθάση  πρώτον  εις  την  κατάστασιν  της  Θείας 
Αγάπης, ύστερον δε της θεογνωσίας (βλ. Α’ Ιωάν. δ’ 7‐8) και της αυτογνωσίας: να 
εισχωρήση εις την προαιώνιον βουλήν του Θεού περί του ανθρώπου. 
Προς  διασάφησιν  της  σκέψεως  μου  φέρω  το  εξής  παράδειγμα:  Ο  όσιος 
Συμεών  ο  Νέος  Θεολόγος  γράφει  περί  εαυτού  ότι  πολλάκις  ενεφανίζετο  εις 
αυτόν φως τι και ότι ούτος ηγάπησε το φως τούτο και ειλκύετο προς αυτό, αλλ’ 
ότι επί μακρόν δεν εγνώριζε Ποίος είναι αυτό το φως. Εν τέλει, εις τινα στιγμήν 
της  θεωρίας  του  φωτός,  ανεύρεν  ούτος  εν  εαυτώ  την  τόλμην  να  ερωτήση:  «Ώ 
Δέσποτα, τίς ποτε ής»; Και έλαβεν απάντησιν και εγνώρισεν ότι ο εμφανιζόμενος 
ως  Φως  ήτο  ο  Ιησούς  Χριστός.  Μετά  τούτο  ουχί  μόνον  παρέμενεν  εν  τη  αγάπη, 
αλλά  και  «εγνώριζε»  την  αγάπην  ταύτην.  Η  συνένωσις  βιώματος  και  γνώσεως 
εισάγει εις την ζωήν ημών την αξιοπιστίαν και την σταθερότητα. 
Παρόμοιαι  εμπειρίαι  και  άλλων  ασκητών  εθεμελίωσαν  την  διδαχήν  της 
Εκκλησίας περί της ακτίστου φύσεως του εμφανιζομένου εις αυτούς Φωτός. 
«Και  είπεν  αυτοίς  ότι  ούτω  γέγραπται  και  ούτως  έδει  παθείν  τον  Χριστόν 
και αναστήναι εκ νεκρών τη Τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί τω ονόματι Αυτού 
μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη» (Λουκ. κδ’ 46‐47). Μέγα και 
άρρητον  το  δώρον  της  μετανοίας:  Μετ’  αυτού  συνδέεται  η  διείσδυσις  του 
πνεύματος  ημών  εις  τα  Μυστήρια  του  Ανάρχου  Θεού,  του  Πατρός  ημών.  Ουχί 
[//67]  άλλως, ει μη δια μετανοίας αφομοιούμεν υπαρκτικώς την Αποκάλυψιν, τίνι 
τρόπω  συνελήφθη  ο  Άνθρωπος  εν  τη  προαινίω  Βουλή  του  Τριαδικού  Θεού  προ 
καταβολής κόσμου. 
Η  γνώσις  του  πανταχού  παρόντος  Θεού  είναι  εφικτή  υπό  των  λογικών 
κτισμάτων εν παντί τόπω. Προς απόκτησιν όμως ταύτης δεν επαρκεί η προσφορά 
των  θεολογικών  σχολών  και  συγγραμμάτων.  Η  αληθής  γνώσις  εισδύει 
ανερμηνεύτω τρόπω εις αυτήν ταύτην την ύπαρξιν ημών, όταν Ούτος ευρίσκηται 
μεθ’ ημών. Η ενεργός διαμονή του Θεού εν ημίν μαρτυρεί την είσοδον ημών εις 
αυτήν  ταύτην  την  ζωήν  του  Θείου  Όντος.  Και  δι’  αυτής  ακριβώς  της  οδού 
κοινωνείται  εις  το  πνεύμα  ημών  η  ζώσα  και  αναφαίρετος  γνώσις  του  Θεού.  Το 
ασφαλέστερον  μέσον  προς  απόκτησιν  του  αγαθού  τούτου  είναι  η  προσευχή  της 
μετανοίας, ήτις παρέχεται εις ημάς κατά το μέτρον της εις Χριστόν πίστεως. 
Εάν  δεν  εμβαθύνωμεν  εις  την  πρωταρχικήν  ιδέαν  του  Θεού  περί  της 
δημιουργίας  του  Ανθρώπου,  εάν  δεν  βιώσωμεν  την  αγιότητα  του  Θεού,  δεν  θα 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 33 ‐
 

έλθη εις ημάς μετά της οφειλομένης ισχύος η μεταμέλεια δια την απώλειαν, την 
οποίαν υπέστημεν εκ της πτώσεως. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εν τη παρούση 
καταστάσει  ημών·  είναι  δυνατόν  εκ  μέρους,  και  ως  εξ  αποστάσεως,  να 
αισθανθώμεν  το  Θείον  Πυρ,  και  εξ  αυτού  να  μετανοώμεν  κατά  το  μέτρον  της 
κατανοήσεως  ημών.  Αλλ’  εντελώς  άλλη  μετάνοια,  ολοκληρωτική  πλέον, 
καταλαμβάνει  ισχυρώς  άπασαν  την  ύπαρξιν  ημών,  όταν  το  άκτιστον  Φως 
επιτρέψη εις ημάς να ίδωμεν τον εν ημίν άδην και εν ταυτώ να αισθανθώμεν την 
Αγιότητα του Ζώντος Θεού. 
Εν  καταστάσει  βαθέως  πένθους  δια  τας  αμαρτίας  [//68]  ημών, 
προσλαμβάνομεν εντός ημών, θαυμαστώ τω τρόπω, την ενέργειαν του Ιδίου του 
Θεού. Όστις πατρικώς και τρυφερώς περιπτύσσεται ημάς δια της αγάπης Αυτού. 
Την  λεπτήν  ταύτην  Αύραν  της  αγάπης  δεν  δυνάμεθα  να  κρατήσωμεν  δια  των 
ιδίων δυνάμεων. Όταν αύτη εγκαταλείπη ημάς, βυθιζόμεθα εκ νέου εις το σκότος 
του θανάτου. Αναζητούμεν Αυτόν, αλλ’ Ούτος, ο τα πάντα πληρών, φαίνεται εις 
ημάς απροσίτως απομεμακρυσμένος. 
Όταν εξετάζω εμαυτόν υπό το φως των εντολών του Χριστού  (αγαπήσεις 
τον  Θεόν  εξ  όλου  του  είναι  σου  και  τον  πλησίον  ως  σεαυτόν),  τότε  δεν  έχω  την 
δυνατότητα  να  κρίνω  κατά  πόσον  απέχω  του  προκειμένου  σκοπού.  Έχω  την 
αίσθησιν  τότε  ότι  δεν  έφθασα  εισέτι  εις  την  μετάνοιαν,  αν  και  η  φλοξ  αυτής 
ήψατο  εμού  και  έδωκεν  εις  εμέ  να  γνωρίσω  αυτήν.  Κατ’  εκείνον  τον  καιρόν 
κατέπληξαν  εμέ  οι  λόγοι  του  αποθνήσκοντος  Σισώη  του  Μεγάλου  προς  τον 
εμφανισθέντα  εις  αυτόν  άναρχον  Κύριον:  «Παρακαλώ,  ίνα  αφεθώ  μετανοήσαι 
μικρόν»  … Οι αδελφοί,  οι  ιστάμενοι  πέριξ  της  επιθανατίου  κλίνης  αυτού, είπον: 
«Ου  χρείαν  έχεις  μετανοήσαι,  πάτερ».  Απεκρίθη  ο  άγιος:  «Φύσει  ουκ  οίδα 
εμαυτόν  ότι  έβαλον  αρχήν».  Δια  τους  αδελφούς  οι  λόγοι  του  Σισώη  απετέλουν 
ένδειξιν ότι έφθασεν ούτος μέχρι των ορίων της επί γης εφικτής τελειότητος.  
Παράδοξον φαίνεται τούτο, αλλ’ ούτως ακριβώς κατανοείται υφ’ ημών το 
άναρχον του Θεού. Η αφόρητος δίψα δια τον Ζώντα Θεόν, όταν υπερβή τα μέτρα 
των δυνάμεων της αντοχής ημών, αποσπά το πνεύμα ημών από παντός κτιστού 
και  εισάγει  αυτό  εις  τινα  ανείκαστον  άβυσσον  πνευματικού  χώρου,  όπου  ουδέν 
και  ουδείς  υπάρχει,  [//69]  ει  μη  μόνον  ο  Θεός  της  αγάπης  και  η  θέα  της  Αυτού 
απειρότητος.  Εκεί  το  Φως  δεν  οράται  ως  τοιούτον,  αλλ’  εκεί  ούτε  και  σκότος 
υπάρχει,  διότι  η  άβυσσος  αύτη  είναι  παραδόξως  διαφεγγής,  και  ο  νοερός 
οφθαλμός ακωλύτως διαπερνά το αχανές και ουδαμού συναντά τα όρια αυτής. 
Οι πιστεύοντες εις τον Χριστόν δια πίστεως ελευθέρας πάσης αμφιβολίας 
ως  Θεόν  Δημιουργόν  και  Θεόν  Σωτήρα  ημών,  εν  παραφορά  μετανοίας, 
λαμβάνουν  πείραν  και  του  άδου  και  της  αναστάσεως,  πριν  ή  γευθούν  του 
σωματικού θανάτου. Η μετάνοια δεν είναι απλώς νοητική πράξις, ως αλλαγή της 
διανοητικής  ημών  προσεγγίσεως  προς  παν  το  τελούμενον  εν  τω  κόσμω.  Η 
αλλαγή  αύτη,  η  στροφή  του  νοός,  συνοδεύεται  κατά  φυσικόν  τρόπον  υπό 
αισθήσεως  πικρίας  δια  την  αχρειότητα  ημών  και  υπό  θλίψεως  καρδίας  δια  τον 
χωρισμόν  ημών  από  του  Αγίου  Θεού.  Δεν  υπάρχει  οδύνη  μεγαλυτέρα  της 
επιγνώσεως ότι είμεθα όντως χείριστοι πάντων. Πάσαι αι επίγειοι εμπειρίαι είναι 
πρόσκαιροι,  ενώ  αι  σχέσεις  ημών  μετά  του  Θεού  εξέρχονται  του  χρόνου. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 34 ‐
 

Ερριμένοι  εις  τας  εκτάσεις  του  αιωνίου  Πνεύματος  δια  προσευχής,  ήτις  πηγάζει 
εκ  του  αυτομίσους,  προσευχόμεθα  άνευ  επιστροφής  της  προσοχής  ημών  προς 
εαυτούς. 
Πάσα  θεωρία  θείων  πραγματικοτήτων  είναι  δυνατή  μόνον,  όταν  το 
πνεύμα του ανθρώπου έλθη εις κατάστασιν αντιστοιχούσαν, εν τινι μέτρω, προς 
το  θεωρούμενον.  Όντως  πως  θα  ηδύνατο  ο  δέσμιος  της  υπερηφανίας  να  είναι 
κατοικητήριον  του  Ταπεινού  Αγίου  Πνεύματος;  Είναι  άρα  γε  δυνατόν  εν  τη 
σκοτοδίνη  του  μίσους  και  των  άλλων  καταχθονίων  παθών  να  ίδη  τις  το 
υπερνοητόν Φως  [//70]  της θεότητος; Ή, πώς «ο καταφρονών  (έστω και) ενός των 
μικρών τούτων» (Ματθ. ιη’ 10) θα θεολογήση περί της θείας αγάπης; Επομένως 
μόνον  ο  διαμένων  αισθητώς  εν  τη  χάριτι  του  Αγίου  Πνεύματος  θα  αξιωθή  της 
θεωρίας της αθανάτου δόξης και του αδύτου Φωτός. 
Πάσα  αληθής  θεοπτία  είναι  δώρον  του  Μεγάλου  Θεού,  Όστις  καθιστά 
ημάς  κοινωνούς  της  ζωής  Αυτού:  της  ταπεινώσεως  και  της  ειρήνης,  της  σοφίας 
και  της  γνώσεως, της αγάπης και της αγαθωσύνης. Δια της εν ημίν ενοικήσεως 
της  Ακτίστου  Δυνάμεως  καθιστάμεθα  κοινωνοί  της  ανάρχου  ζωής.  Δυνάμει 
τούτου οι σεσωσμένοι γίνονται «άναρχοι» (ουχί κατ’ ουσίαν, αλλά κατά χάριν). 
Εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής ο βαθμός των χαρισμάτων κρίνεται βάσει 
του  μέτρου  της  εξομοιώσεως  ημών  προς  τον  Χριστόν  κατά  το  φρόνημα,  τα 
βιώματα,  τους  στεναγμούς  εν  ταις  προσευχαίς  …,  επειδή  οφείλομεν  να  έχωμεν 
φρόνημα  «ό  και  εν  Χριστώ  Ιησού»  (Φιλ.  β’  5),  «Ός  εν  ταις  ημέραις  της  σαρκός 
Αυτού  δεήσεις  τε  και  ικετηρίας  προς  τον  δυνάμενον  σώζειν  Αυτόν  εκ  θανάτου 
μετά  κραυγής  ισχυράς  και  δακρύων»  (Εβρ.  ε’  7)  προσέφερε.  Μένοντες  εν  τω 
πνεύματι του Χριστού, γινόμεθα υιοί του Ανάρχου Πατρός και θεοί έτι εντεύθεν. 
Δεν  θα  ήτο  ίσως  περιττόν  να  υπογραμμίσωμεν  ότι  δια  τον  απλούν 
παρατηρητήν,  όστις  δεν  εγνώρισεν  εμπειρικώς  την  χριστιανικήν  ζωήν,  ουδέν 
υπάρχει  άξιον  προσοχής  εις  τον  τοιούτον  φορέα  του  αΰλου  Φωτός.  Ο  πιστός 
άνθρωπος  είναι  δυνατόν  να  φαίνηται  κατά  την  εξωτερικήν  αυτού  εμφάνισιν 
αξιολύπητος,  πτωχός,  ρακένδυτος,  ανυπεράσπιστος  ενώπιον  του  Άρχοντος  του 
κόσμου  τούτου,  αλλ’  όμως  είναι  αληθώς  μέγας  κατά  το  ενοικούν  εν  αυτώ 
πνεύμα.  Η  [//71]  Βασιλεία,  εις  την  οποίαν  ανήκει  κατά  την  Άνωθεν  δωρεάν,  δεν 
είναι εκ του κόσμου τούτου. 
Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψις, συντόμως όμως διαπιστούμεν 
ότι διεισδύει εντός ημών ενέργεια νέας ζωής, επιφέρουσα θαυμαστήν αλλοίωσιν 
του  νου.  Αυτή καθ’ εαυτήν η κίνησις προς μετάνοιαν εμφανίζεται ως ανεύρεσις 
του Θεού της αγάπης. Ενώπιον του πνεύματος ημών διαγράφεται ευκρινέστερον 
η  απεριγράπτως  μεγαλοπρεπής  εικών  του  Πρωτοπλάστου  Ανθρώπου. 
Ατενίζοντες  εις  το  κάλλος  τούτο  ανακαλύπτομεν  οποίαν  φοβεράν  διαστροφήν 
υπέστη εν ημίν η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού περί ημών. Το Φως, το εκ του 
Πατρός εκπορευόμενον, χορηγεί εις ημάς τον «φωτισμόν της γνώσεως της δόξης 
του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. δ’ 6). Εκείνος ο Ίδιος είπεν: «Ουδείς 
δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας Με ελκύση αυτόν» (Ιωάν. στ’ 
44). Η χάρις της μετανοίας αποκαλύπτει εν ημίν την εικόνα του Υιού του Πατρός. 
Ώ,  πόσον  οδυνηρά  είναι  η  πορεία  αύτη!  Πεπυρωμένη  ρομφαία  διέρχεται  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 35 ‐
 

καρδίαν  ημών.  Και  πώς  να  ομιλήσωμεν  περί  της  φρίκης,  ήτις  διακατέχει  ημάς 
τότε;  Και  πώς να περιγράψωμεν την πράξιν ταύτην της αναπλάσεως ημών  υπό 
του  Θεού;  Η  εικών  του  Μονογενούς  και  ομοουσίου  τω  Πατρί  Υιού  και  Λόγου 
ανάπτει εν ημίν σφοδρόν πόθον να ομοιωθώμεν προς Αυτόν εν πάσι. Και εκ νέου 
ευρισκόμεθα  εις  την  παράδοξον  θέσιν:  Πάσχομεν,  αλλά  δι’  άλλης  οδύνης, 
αγνώστου πρότερον εις ημάς. Η οδύνη αύτη εμπνέει ημάς, δεν φονεύει. Εν αυτή 
συνυπάρχει  άκτιστος  δύναμις.  Ριπτόμεθα  εις  την  θείαν  απειρότητα.  Μένομεν 
εκστατικοί  ενώπιον  του  εν  ημίν  ενεργουμένου  γεγονότος.  Το  μεγαλείον  αυτού 
υπερβαίνει  [//72]  ημάς.  Συστελλόμεθα  και  σμικρυνόμεθα  εις  το  έπακρον  εν  τη 
συνειδήσει ημών αυτών, εν ταυτώ δε έρχεται ο Θεός να εναγκαλισθή ημάς, ως ο 
Πατήρ  της  ευαγγελικής  περικοπής  (βλ.  Λουκ.  ιε’  20).  Ο  φόβος  και  ο  τρόμος 
αποχωρούν αφ’ ημών δίδοντες την θέσιν αυτών εις το προ του Θεού «θάμβος». Ο 
Πατήρ  ενδύει  ημάς  δια  πολυτίμων  ιματίων·  κοσμεί  ημάς  δι’  ουρανίων  δωρεών, 
καλλίστη  των  οποίων  είναι  η  τα  πάντα  περιβάλλουσα  αγάπη.  Η  πρώτη  ημών 
οδύνη  της  μετανοίας  μεταβάλλεται  εις  χαράν  και  γλυκύτητα  αγάπης.  Νυν  η 
αγάπη λαμβάνει νέαν μορφήν: την ευσπλαγχνίαν προς παν κτίσμα στερούμενον 
του Θείου Φωτός. 
Ο  ενθουσιασμός  είναι  μέγας  έτι  και  εκ  του  γεγονότος  ότι  αρχόμεθα  να 
κατανοώμεν  το  θέλημα  του  Θεού  περί  ημών·  βλέπομεν  εαυτούς  ελκυμένους  εις 
την  οδόν  της  δημιουργικής  πορείας  του  Ιδίου  του  Θεού.  Συνειργάσθημεν  μετ’ 
Αυτού εις την ιδίαν ημών ανόρθωσιν εκ της πτώσεως και των παραμορφώσεων· 
και  ιδού,  καθιστά  ημας  συνεργούς  εις  το  Αυτού  «γεώργιον».  Τοιαύτη  είναι  η 
ακολουθία της εν Πνεύματι αναγεννήσεως ημών δια της μετανοίας. 
Ο Κύριος «εν ταις ημέραις της σαρκός Αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς 
τον  δυνάμενον  σώζειν  Αυτόν  εκ  θανάτου  μετά  κραυγής  ισχυράς  και  δακρύων 
προσενέγκας, και εισακουσθείς από της ευλαβείας, καίπερ ών Υιός, έμαθεν αφ’ 
ών  έπαθε  την  υπακοήν,  και  τελειωθείς,  εγένετο  τοις  υπακούουσιν  Αυτώ  πάσιν 
αίτιος  σωτηρίας  αιωνίου  …  Περί  ού  πολύς  ημίν  ο  λόγος  και  δυσερμήνευτος 
λέγειν»  (Εβρ.  ε’  7‐11).  Τα  βάθη  της  χριστιανικής  ζωής  είναι  ανεξερεύνητα  και 
δυσερμήνευτα δια τους μη μεμυημένους [//73] εις την θαυμαστήν ταύτην σφαίραν. 
Ο  Χριστός  «πάσι  τοις  υπακούουσιν  Αυτώ»  εγένετο  η  μόνη  οδός,  και  δεν 
αρνείται εις αυτούς να ομοιωθούν προς Αυτόν εν τη προσευχή. Τί να είπω εγώ ο 
μηδαμινότερος πάντων ανθρώπων; Κατά το διάστημα της μακράς ζωής μου και 
εγώ  «προσήνεγκον  Αυτώ  δεήσεις  τε  και  ικετηρίας  μετά  κραυγής  ισχυράς  και 
καυστών  δακρύων».  Εις  την  προσευχήν  ταύτην  ωδήγησεν  εμέ  η  απόγνωσις  δια 
την  κατάστασιν  μου,  όταν  έθεσα  εμαυτόν  υπό  την  κρίσιν  των  εντολών  του 
Χριστού.  Ενίοτε  η  τυραννική  πικρία  του  μίσους  προς  εμαυτόν,  κρημνίζουσα  εμέ 
εις  απερίγραπτον  δια  του  λόγου  άβυσσον,  υπεχώρει  δίδουσα  εν  συνεχεία  τόπον 
εις  την  φωτοφόρον  αγάπην.  Ενόμιζον  ότι  η  αγάπη  εγίνετο  ανεπίστροφος. 
Εφαίνετο εις εμέ ότι εκείμην προ της εισόδου, ήτις εισάγει  «εις  το  εσώτερον  του 
καταπετάσματος» (Εβρ. στ’ 19), εκ του οποίου ουδόλως θα ήθελον να επιστρέψω 
εις την γην, την οποίαν εγκατέλιπον. Ο Κύριος εν τουτοις δεν ηυδόκησε να λάβη 
εμέ προς Εαυτόν. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 36 ‐
 

Πολλάκις εμνήσθην του Προφήτου Μωϋσέως, όστις, μετά την Αποκάλυψιν 
παρά  «τη  αφλέκτω  βάτω»,  απεστάλη  εις  Αίγυπτον  και  επί  τεσσαράκοντα  έτη 
κατεπονείτο εν τω βορβόρω ευτελών παθών ανθρώπων, τους οποίους ώφειλε να 
σώση,  καίτοι  οι  ίδιοι  δεν  επεζήτουν  την  εαυτών  σωτηρίαν.  Βεβαίως,  ομιλών 
ούτως,  δεν  επιχειρώ  να  εξισώσω  εμαυτόν  προς  τους  Προφήτας  ή  τους 
Αποστόλους ή τους Πατέρας, αλλά διακρίνω μόνον μικράν τινα δόσιν αναλογίας, 
άνευ της οποίας θα ήτο αδύνατον να προσανατολισθώμεν εν τη πορεία ημών. Ο 
Θεός  εν  τη  αμέτρω  Αυτού  ταπεινώσει  δεν  απεδοκίμασεν,  αλλ’  ηξίωσεν  εμέ  της 
θεωρίας του  [//74]  ακτίστου Αυτού Φωτός. Ο Χριστός εγένετο η ζωή μου. Ηγάπησα 
Αυτόν και ουδένα δύναμαι να διανοηθώ ικανόν να συγκριθώ προς Αυτόν. Είναι 
δι’  εμέ  ο  μόνος Κύριος και Θεός.  Σχεδόν  ακαταπαύστως  φέρω  εν  τη  καρδία  μου 
πόνον, φοβούμενος μη τυχόν απολέσω την ευσπλαγχνίαν  Αυτού  δια  το πλήθος 
των  αντιστάσεων  μου.  Εν  τούτοις,  ουχί  άνευ  πάλης  μετ’  Αυτού,  ουχί  άνευ 
πολυαρίθμων  αποπειρών  να  παρεκκλίνω  από  του  σταυρού  Αυτού,  ασπάζομαι 
τον σταυρόν του Χριστού, και τρόπον τινά αίρω τον δοθέντα εις εμέ σταυρόν, τον 
σταυρόν μου (βλ. Ματθ. ιστ’ 24). 
Και  νυν  ευλογώ  τον  Θεόν  μου,  Όστις  ηυδόκησε  να  αναγεννηθώ  εν 
φλογερά μετανοία.  
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 37 ‐
 

[//75] 
Δ’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ 
 
«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Ιδού, 
βλέπω την καρδίαν μου εν πάλη: Πώς θα ομιλήσω εις τους συγχρόνους μου περί 
του  αγίου πένθους; Γνωρίζω ότι ούτοι θεωρούν αισχύνην δια τους ενηλίκους να 
κλαίουν δι’ ο,τιδήποτε. Όντως είναι υποτιμητικόν να κλαίη τις, αλλά τούτο μόνον 
όταν πρόκειται περί παρερχομένων πραγμάτων: περί σταδιοδρομίας, περιουσίας, 
προνομίων,  κοινωνικής  θέσεως  ή  περί  υγείας  και  των  ομοίων  προς  αυτά.  Το 
πένθος όμως, περί ού ημίν ο λόγος, άπτεται των σχέσεων ημών μετά του Αιωνίου 
Θεού.  Ανήκει  τούτο  εις  έτερον  επίπεδον  του  είναι.  Διεγείρεται  δια  της  επαφής 
ημών  μετά  του  Πνεύματος  του  Θεού.  Ούτος  επισκέπτεται  ημάς  …·  πληροί  την 
καρδίαν  αφθάρτου  αγάπης,  τον  δε  νουν  καταπλήττει  δια  νέας  θεωρίας  …· 
αρπάζει  το  πνεύμα  ημών  εις  την  σφαίραν  του  ακτίστου  Είναι.  Το  πυρ  της 
«Γεθσημανίου» προσευχής – της συμπαθείας προς άπαντα τον κτιστόν κόσμον – 
προσεγγίζει  την  εύθραυστον  ύπαρξιν  ημών,  και  αύτη  παραδίδεται 
ολοκληρωτικώς εις την εξουσίαν της Αγάπης. Δια τοιούτου πένθους εθρήνουν οι 
Απόστολοι  και  οι  Πατέρες  [//76]  ημών,  οίτινες  εδέχθησαν  την  ουράνιον  ταύτην 
ευλογίαν. Το πυρ τούτο ερρίφθη επί της γης της καρδίας ημών υπό του Ιδίου του 
Χριστού (βλ. Λουκ ιβ’ 49, κβ’ 44). 
Σπανιώτατα  η  εκ  του  Θεού  εκπορευομένη  αγία  δύναμις  της  αγάπης 
εκχέεται  εφ’ ημάς μετά τοσαύτης δυνάμεως: Η φλοξ αύτη θα ήτο αφόρητος δια 
την φύσιν ημών εν τη παρούση αυτής καταστάσει. Συνήθως η αναγέννησις ημών 
άρχεται δια της εμφανίσεως εις ημάς του ακτίστου Φωτός, όπερ αποκαλύπτει το 
μυστήριον του χωρισμού ημών από του Θεού. Και η καρδία, εκτός των δακρύων, 
δεν έχει άλλον τρόπον να εκφράση την κατάνυξιν αυτής, την περίλυπον αγάπην, 
ενώπιον του Θεού. 
Είναι  αφελής  όστις  νομίζει  ότι  είναι  δυνατόν  να  ακολουθήση  τα  ίχνη  του 
Χριστού άνευ δακρύων. Βάλε ξηρόν κάρυον υπό ισχυράν πίεσιν και θα ίδηης ότι 
θα  σταλάξη  έλαιον.  Παρόμοιον  τι  συμβαίνει  και  εις  την  καρδίαν  ημών,  όταν  το 
αόρατον  πυρ του λόγου του Θεού πυρπολήση αυτήν πανταχόθεν. Απελιθώθη η 
καρδία  ημών  εν  τω  κτηνώδει  αυτής  εγωϊσμώ  και,  όπερ  χείριστον,  εν  τω 
υπερηφάνω αυτής σπασμώ. Αλλ’ υπάρχει αληθώς τοιούτον πυρ (βλ. Λουκ. ιβ’ 49), 
ικανόν να τήξη έτι και τα πλέον ισχυρά μέταλλα και τους λίθους. 
Όστις  δεν  ησθάνθη  την  επαφήν  μετ’  αυτού  του  Πυρός,  έστω  άπαξ,  κατά 
την διάρκειαν της ζωής αυτού, ούτος δεν θα εννοήση περί τίνος ενταύθα γίνεται 
λόγος. Ο πρώτος λόγος του ευαγγελικού κηρύγματος, «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η 
Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ’ 17), καλεί ημάς εις ριζικήν αλλαγήν ολοκλήρου 
της  ζωής  ημών.  Η  αλλαγή  αύτη  δεν  είναι  κατορθωτή  άλλως,  ει  μη  δια  της 
συγχωνεύσεως  του  πυρίνου  πόθου  ημών  μετά  της  επενεργείας  του  ουρανίου 
Πυρός,  όπερ  απαλύνει  την  [//77]  καρδίαν.  Και  η  απαλυνθείσα  ήδη  καρδία 
σφυρηλατείται υπό κτυπημάτων ισχυράς σφύρας. 
Το πνευματικόν πένθος είναι κατά την φύσιν αυτού διάφορον του ψυχικού 
πένθους. Συνδέεται μετά της αδιαλείπτου σκέψεως περί του Θεού, εν τη οδυνηρά 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 38 ‐
 

θλίψει δια τον απ’ Αυτού χωρισμόν. Το εμπαθές, το ψυχικόν, πένθος φονεύει το 
σώμα,  σβεννύει  την  ζωηρότητα  αυτού,  εν  αντιθέσει  προς  το  πνευματικόν,  όπερ 
καθαίρει  τον  άνθρωπον  εκ  των  θανατηφόρων  παθών,  και  ούτω  ζωοποιεί  αυτόν 
όλον.  Δια  ζεόντων  δακρύων  απαλλάσεται  ο  νους  ημών  από  των  εμπαθών 
εικόνων. Δια του πένθους κατέρχεται επί την ψυχήν ημών η πνευματική ανδρεία, 
και  ο  άνθρωπος  τίθεται  υπεράνω  αγωνιών  και  φόβων.  Όσον  βαθύτερος  είναι  ο 
κλαυθμός  της  μετανοίας,  τοσούτον  ριζικώτερον  ελευθερούμεθα  από  σειράς 
φυσικών  φαινομενικώς  αναγκών  και  ολεθρίων  παθών,  ως  η  υπερηφανία  και  ο 
θυμός. Εντός ημών σκηνοί η έως τότε άγνωστος χαρά της ελευθερίας. 
Μόνον  εκείνος,  όστις  ουδέποτε  ησθάνθη  την  φονικήν  εξουσίαν  της 
αμαρτίας  επ’  αυτού,  δύναται  να  νομίση  ότι  η  εντελλομένη  υπό  του  Ευαγγελίου 
μεταμόρφωσις της φύσεως ημών είναι δυνατή άνευ δακρύων. Το πένθος, πικρόν 
κατά  το  στάδιον  της  προκαταρκτικής  μετανοίας,  μεταβάλλεται  ύστερον  εις 
δάκρυα  Θείας  αγάπης,  ήτις  μεταρσιοί  ημάς.  Και  τούτο  είναι  σημείον  ότι  η 
προσευχή  ημών  εισηκούσθη,  και  ότι  δια  της  ενεργείας  αυτής  εισαγόμεθα  εις 
νέαν, άφθαρτον ήδη ζωήν. 
Το  πνευματικόν  πένθος  είναι  φαινόμενον  ουρανίου  τάξεως.  Προσπαθώ 
και  δεν  δύναμαι  να  ενθυμηθώ, εάν ποτε  έκλαυσα κατά την ώριμον νεαράν μου 
ηλικίαν. Και όμως η ζωή μου συνέπεσε μετά των πλέον τρομερών γεγονότων του 
αιώνος  ημών.  Πολλάκις  ευρέθην  εις  περιστάσεις  [//78]  ουχί  μόνον  δυσκόλους, 
αλλά  και  θανασίμως  επικινδύνους.  Ότε  όμως  δια  του  εμφανισθέντος  εις  εμέ 
Φωτός  έβλεπον  το  βάθος  της  πτώσεως  μου,  τότε  ήρχετο  κλαυθμός,  τον  οποίον 
δεν  ηδυνάμην  να  αναχαιτίσω.  Υπερίσχυεν  εμού  τούτο  εν  τη  απογνώσει,  εν  ή 
ευρισκόμην.  Κατ’  αρχάς  έκλαιον  δι’  εμαυτόν  φρικιών  δια  την  πτώσιν  μου. 
Βραδύτερον  εθρήνουν  δια  τους  ανθρώπους  τους  μη  γνωρίζοντας  τον  Θεόν, 
διακατεχόμενος  υπό  οίκτου  δια  την  ελεεινήν  εκ  της  αγνοίας  του  Θεού 
κατάστασιν  αυτών.  Εις  τον  Άθωνα  δε,  και  ιδιαιτέρως  εν  τη  ερήμω,  κατά  την 
διάρκειαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχεον πικρά δάκρυα δι’ όλον τον κόσμον. 
Επί  μακρόν  ήρχετο  εις  τον  νουν  μου  ο  λόγος:  «Φοβερόν  το  εμπεσείν  εις 
χείρας Θεού Ζώντος» (Εβρ. ι’ 31). Φρικτόν η υπό του Θεού εγκατάλειψις. Έξω του 
Θεού της αγάπης το παν στερείται νοήματος. Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην 
εις  το  σκότος  του  θανάτου  (βλ.  Α’  Κορ.  ιγ’  1‐3).  Ο  φόβος  εκ  του  σκότους  τούτου 
είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλ’ εδρεύει εν εμοί. 
Όταν  όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου  άδου, τότε 
απέρχεται απ’ εμού πάν πάθος, και κατανοώ ότι ο Παντοκράτωρ Κύριος δύναται 
και  εμέ  να  ποιήση  κύριον  κατ’  εικόνα  της  Αυτού  Κυριότητος:  ελεύθερον  πάσης 
αλλοτρίας εξουσίας, άτρωτον από πάσης κακίας. 
Η  μεταβολή  της  εσωτερικής  μου  καταστάσεως  συνεπήγετο  και  αλλαγήν 
εις τον χαρακτήρα του πένθους. Κατά καιρούς και η καρδία και ο νους απέλαυον 
θαυμαστής  αναπαύσεως,  και  τα  δάκρυα  εγίνοντο  «ηδέα»  εξ  αγάπης.  Ότε  δε  το 
Πνεύμα του Κυρίου απεχώρει και η πνοή της αθανάτου ζωής εσβέννυτο εν εμοί, 
τότε  αθυμία  τις,  μάλλον  δε  και  ταραχή  εισεχώρουν  εις  την  καρδίαν.  [//79]  Η 
προσευχή  ελάμβανε  μορφήν  τυραννικής  απογνώσεως  και  συνέβαινεν  επί  ώρας 
να  κείμαι  κατά  πρόσωπον  επί  της  γης.  Εξηντλημένος  μετέβαινον  εις  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 39 ‐
 

σκληράν  κλίνην  μου.  Τα  δάκρυα  εξηκολούθουν  να  ρέουν  και  ο  νους  εσίγα  εν 
εξαντλήσει. 
Θα  ήθελον  να  ομιλήσω  περί  των  φαινομένων  τούτων  κατά  τον 
απλούστερον  τρόπον,  αλλά  θα  απεκρύπτετο  τότε  από  του  αναγνώστου  η 
κραταιά  ισχύς  των  «φαινομένων»  αυτών,  άτινα  αναντιρρήτως  υπερβαίνουν  το 
μέτρον του ανθρώπου, διότι είναι δώρον Άνωθεν. 
«Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία 
δει  προσκυνείν» (Ιωάν. δ’ 24). Οι  λόγοι  του  Χριστού, «εν  πνεύματι  και  αληθεία», 
επιδέχονται  διττήν  ερμηνείαν:  το  Πνεύμα  της  Αληθείας,  «Ό  παρά  του  Πατρός 
εκπορεύεται»  (Ιωάν.  ιε’  26),  και  το  πνεύμα  και  η  αλήθεια,  άτινα  χαρακτηρίζουν 
τον  μετανοούντα  άνθρωπον  (βλ.  Α’  Ιωάν.  α’  8‐10).  Το  Πνεύμα  το  Άγιον 
κατέρχεται  επί  του  ανθρώπου  και  ούτος,  ως  εικών  του  Θεού,  τη  επενεργεία  της 
Θείας Αληθείας, γίνεται ωσαύτως αληθινός. 
Η  υπαρξιακή  ένωσις  ημών  μετά  του  Θεού  της  αγάπης  προϋποθέτει  την 
συμφωνίαν δύο θελήσεων: της Θείας και της ανθρωπίνης. Η ένωσις καθ’ εαυτήν 
επιτελείται  εν  καταστάσει  αγάπης.  Ο  Θεός‐το  Προσωπικόν  Πνεύμα,  και  ο 
άνθρωπος‐πρόσωπον  συνενούνται  εις  έν  εν  τη  αιωνία  πράξει  της  Θείας  Ζωής. 
Ούτω γινώσκεται υφ’ ημών ο Θεός. 
Το  ύστατον  τέλος  της  χριστιανικής  ασκήσεως  είναι  η  απόκτησις  της 
αγάπης  ταύτης.  Η  επίτευξις  αυτού  συνδέεται  μετά  μακράς  και  τραχείας  οδού. 
Είναι δυνατόν να γευθή τις της επισκέψεως του Θεού εν μεγάλη δυνάμει  [//80]  εις 
τινας  μόνον  στιγμάς,  κατά  την  Άνωθεν  δωρεάν,  όταν  η  ψυχή,  εν  παραφορά 
μετανοίας  δια  τας  αμαρτίας  αυτής,  καθίσταται  δεκτική  του  επ’  αυτής 
κατερχομένου  Θείου  Φωτός.  Εν  τούτοις,  αι  πρώται  αύται  επισκέψεις  δεν  είναι 
εισέτι  η  εις  τους  αιώνας  κεκτημένη  κατάστασις  των  σωζομένων.  Είναι  μόνον  ο 
«άδικος  μαμωνάς»,  όστις  δύναται  να  αφαιρεθή  ένεκεν  απιστίας.  Να  διαφυλάξη 
δε τις την χάριν ταύτην, να παραμείνη πιστός προς παν ό,τι εδίδαξεν ημάς αύτη, 
είναι  αδύνατον  άνευ  βαθέος  κλαυθμού  επί  έτη  (βλ.  Λουκ.  ιστ’  9‐12).  Εάν  τις 
εφρόνει  άλλως,  δεν  θα  συνεφώνουν  μετ’  Αυτού  οι  Πατέρες  ημών.  Και  ημείς 
αγωνιζόμεθα να παραμείνωμεν εν τη εξ αυτών κληρονομηθείση παραδόσει της 
αγίας ζωής. 
Τοιαύτη  είναι  η  οδός  του  Κυρίου:  Ούτος  εμφανίζει  Εαυτόν  εις  τον 
ειλικρινώς  μετανοούντα  άνθρωπον,  και  ο  άνθρωπος  δέχεται  αχρόνως  την 
αγάπην  Αυτού  εν  τω  ακτίστω  Φωτί.  Επαναλαμβάνομεν  συνεχώς  την  λέξιν 
«Αγάπη»,  αλλ’  εν αυτή  περικλείεται  οντολογικώς  και  η  υπερκόσμιος  σοφία,  και 
το  άπειρον  εν  τη  ιδιαζούση  αυτώ  άκρα  ταπεινώσει  μεγαλείον,  το  τα  πάντα 
υπερέχον κάλλος, και η βαθεία ειρήνη. Επισκεπτόμενος ο Θεός τον άνθρωπον, δι’ 
αυτού  τούτου  του  γεγονότος,  καθιστά  αυτόν  κοινωνόν  του  απεριγράπτου  δι’ 
ανθρωπίνων  λόγων  Είναι  Αυτού.  Κατέχει  ημάς  η  μόνη  επιθυμία:  να 
αποκτήσωμεν την γνωσθείσαν Θείαν Αγάπην, ούτως ώστε αύτη να αποβή φύσις 
ημών, αναφαίρετος εις τους αιώνας. 
Όταν ο Θεός ίδη ότι ουδέν πλέον εν όλω τω κόσμω θα δυνηθή να χωρίση 
εκ  νέου  την  ψυχήν  από  της  αγάπης  Αυτού  (βλ.  Ρωμ.  η’  35‐37),  τότε  άρχεται 
περίοδος  δοκιμασιών,  αληθώς  βαρειών,  άνευ  των  οποίων  θα  παρέμενον  άδηλα 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 40 ‐
 

τα  βάθη  της  κτιστής  και  της  ακτίστου  μορφής  του  [//81]  Είναι.  Η  δοκιμασία  αύτη 
είναι  «σκληρά»:  Αόρατος  μάχαιρα  αποκόπτει  ημάς  από  του  ηγαπημένου  Θεού, 
από  του  ανεσπέρου  Αυτού  Φωτός.  Ο  άνθρωπος  πλήττεται  εφ’  όλων  των 
επιπέδων της υπάρξεως αυτού. Ευρίσκεται εν απορία: Δια τι η προσευχή, η ομοία 
προς  εκείνην  της  Γεθσημανή,  ήτις  εφαίνετο  ήδη  ως  τελειωτικός  «σύνδεσμος 
αγάπης»,  μετετράπη  εις  άδην  Θεο‐εγκαταλείψεως;  Την  απάντησιν  εις  την 
απορίαν  ταύτην  ευρίσκομεν  εν  τω  δωδεκάτω  κεφαλαίω  της  προς  Εβραίους 
επιστολής  και  ιδιαιτέρως  εις  τους  στίχους  26  έως  29  (12.26  ου  η  φωνή  την  γήν 
εσάλευσε  τότε,  νυν  δε  επήγγελται  λέγων·  έτι  άπαξ  εγώ  σείω  ου  μόνον  την  γήν, 
αλλά  και  τον  ουρανόν.  12.27  το  δε  έτι  άπαξ  δηλοί  των  σαλευομένων  την 
μετάθεσιν  ως  πεποιημένων,  ίνα  μείνη  τα  μη  σαλευόμενα.  12.28  Διό  βασιλείαν 
ασάλευτον  παραλαμβάνοντες  έχωμεν  χάριν,  δι᾿  ής  λατρεύωμεν  ευαρέστως  τω 
Θεώ μετά αιδούς και ευλαβείας· 12.29 και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον). 
Αλλά προ πάντων και υπέρ πάντα έχομεν το «υπόδειγμα» (Ιωάν. ιγ’ 15) του Ιδίου 
του Χριστού· επί του Γολγοθά προσηλωμένος επί του σταυρού ανεβόησε προς τον 
Πατέρα:  «Ινατί  με  εγκατέλιπες;»  και  ευθύς  μετά  τούτο:  «Τετέλεσται·  και  κλίνας 
την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ματθ. κζ’ 46, Ιωάν. ιθ’ 30). 
Κατ’  αυτόν  τον  τρόπον  αποκαλύπτεται  εις  ημάς  το  Μυστήριον  της  Θείας 
Αγάπης. Το πλήρωμα της κενώσεως προεργάζεται το πλήρωμα της τελειότητος. 
Η Αγάπη, η φλοξ της οποίας ερρίφθη υπό του Χριστού εις την ψυχήν του 
ανθρώπου,  έχει  έν  εκπληκτικόν  ιδίωμα.  Οδηγεί  αυτόν  εις  αβύσσους  και  ύψη 
απρόσιτα  εις  οιονδήποτε  άλλον  άνθρωπον.  Ενισχύει  αυτόν  να  υπερνικήση  παν 
πάθημα,  έτι  δε  και  τον  θάνατον.  Ρίπτει  αυτόν  πολλάκις  εις  απερίγραπτον 
απειρότητα,  όπου  αυτός  «μόνος»  καταπονείται,  ίνα  ίδη  εκ  νέου  το  Φως  του 
ηγαπημένου Θεού. 
Τοιαύτη είναι η διαδικασία, δι’ ής καθαίρεται η φύσις ημών, ήτις εμολύνθη 
υπό  του  εωσφορικού  ιού.  Η  οδός  του  Χριστού  οδηγεί  εκ  της  σχετικής,  αιωνίως 
σαλευομένης  μορφής  του  γίγνεσθαι,  εις  την  απόλυτον,  την  ασάλευτον 
Βασιλείαν.  Είναι  φυσικόν  δια  το  πνεύμα  του  ανθρώπου  [//82]  να  αδημονή,  όταν 
συνεπεία  της  πτώσεως  ευρίσκηται  αποκεκομμένον  της  τελείας  Πατρικής 
αγάπης.  Η  εικών  του  Θεού,  ο  άνθρωπος,  αναζητεί  το  άγιον,  το  αμετάθετον,  το 
απόλυτον  Αγαθόν.  Και  τίς  δύναται  να  περιγράψη  την  προς  τον  Θεόν  αγάπην; 
Πού  θα  εύρισκε  τις  λόγους  ικανούς  να  αποδώσουν,  έστω  και  σκιάν  εκείνης  της 
οδύνης, την οποίαν αισθάνεται η ψυχή εκ του χωρισμού από του Θεού; 
Μόνον η αγία αγάπη, και ουδέν άλλο, καθιστά την καρδίαν του χριστιανού 
ικανήν να αναβλύζη δάκρυα. Η Γραφή λέγει ότι ο Ιησούς, «αγαπήσας τους ιδίους 
τους  εν  τω  κόσμω,  εις  τέλος  ηγάπησεν  αυτούς»  (Ιωάν.  ιγ’  1).  Και  μόνον  δια  του 
«εις  τέλος»  εξηγείται  ο  αιματηρός  ιδρώς  Αυτού  κατά  την  εν  Γεθσημανή 
προσευχήν. Όπου δεν υπάρχει αγάπη, εκεί δεν υπάρχουν δάκρυα, έστω και εάν ο 
ασκητικός  αγών  λαμβάνει  ακραίαν  μορφήν:  εντατικόν  διαλογισμόν, 
παρατεταμένην  νηστείαν,  αυστηράς  συνθήκας  ζωής  εν  απομονώσει  εκ  του 
λοιπού  κόσμου.  Πολλά  τοιαύτα  παραδείγματα  συναντώμεν  και  εις  την 
χριστιανικήν Δύσιν και εις την μη χριστιανικήν Ανατολήν. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 41 ‐
 

Όταν  το  ταπεινόν  πνεύμα  κατέχη  ημάς,  τότε  αναβλύζουν  δάκρυα  εκ 
βάθους  καρδίας.  Περί  αυτών  των  δακρύων  ομιλεί  ο  Χριστός:  «Μακάριοι  οι 
πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Δια ποίας παρακλήσεως; 
Εν  τη  περιπτώσει  ταύτη  πρόκειται  περί  της  παρακλήσεως  της  προερχομένης  εκ 
του  Αγίου  Πνεύματος,  το  Οποίον  ο  Χριστός  ωνόμασε  Παράκλητον·  δια 
παρακλήσεως  ουχί  ψυχολογικής  ή  φυσικής  τάξεως,  αλλά  οντολογικής, 
αναφερομένης εις την Θείαν αιωνιότητα.  
[//83]  Εάν  νυν  παρέλθωμεν  τας  γενικάς  θεολογικάς  και  ασκητικάς  θέσεις 
και  στραφώμεν  προς  τινας  «λεπτομερείας»  της  μακραίωνος  πείρας  των 
χριστιανών ασκητών, θα πράξωμεν τούτο κατά το δυνατόν βραχύτερον. 
Το  πνευματικόν  πένθος  αλλάσσει  χαρακτήρα  συμφώνως  προς  την 
κατάστασιν,  εν  τη  οποία  ευρίσκεται  ο  ασκητής.  Ενίοτε  ρέουν  γλυκέα  δάκρυα  εκ 
της εγγύτητος του Θεού της Αγάπης. Όστις περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον. 
Συχνότερον  παρατηρείται  το  μέτριον  πένθος,  εν  τω  οποίω  είναι  μεμιγμέναι  η 
χαρά  και  η  λύπη.  Εν  τη  αρχή  της  μετανοίας  επικρατούν  τα  πικρά  δάκρυα,  τα 
γεννώμενα ή εκ της συνειδήσεως της δουλείας ημών εις τα αμαρτωλά πάθη, ή εκ 
της  υφέσεως  της  αισθητής  χάριτος,  ή  εκ  της  πικρίας  της  Θεο‐εγκαταλείψεως. 
Υπάρχει  ωσαύτως  το  πένθος  της  ευσπλαγχνίας  προς  το  γένος  των  ανθρώπων, 
έτι δε και προς πάσαν την κτίσιν. Εις πάσας τας μορφάς ταύτας το πνευματικόν 
πένθος αποπλύνει τον άνθρωπον από πάσης κηλίδος, ήτις εμόλυνεν αυτόν εν τη 
ροή της καθ’ ημέραν ζωής· εγκαινίζει εν ημίν την δύναμιν της εφέσεως προς τον 
Θείον  Κόσμον.  Ο  κλαυθμός  εξ  αγάπης  προς  τον  Θεόν  καθιστά  τον  όλον 
άνθρωπον κοινωνόν του Ηγαπημένου Δεσπότου: Νους, ψυχή, και σώμα εισέτι, τα 
πάντα  συνενούνται  εις  έν,  εις  μίαν  ισχυράν  φοράν  προς  το  άκτιστον  Φως.  Το 
τοιούτον  πένθος  διαρρηγνύει  τον  στενόν  κλοιόν  της  γηΐνης  υπάρξεως,  εισάγον 
εις  ουρανίους  σφαίρας  το  πνεύμα  του  ανθρώπου,  ηλευθερωμένον  πλέον  εκ  της 
βιαιότητος των αμαρτωλών παθών· μεταδίδει εις ημάς την πείραν της απαθείας, 
του αγιασμού πάσης ημών της «συστάσεως». 
Η απουσία δακρύων αποτελεί, κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ημών, 
ένδειξιν  ότι  η  προσευχή  ημών  δεν  έφθασεν  εισέτι  την  πρώτην  βαθμίδα  της 
αναβάσεως  [//84]  αυτής  προς  τον  Θεόν.  Ενδέχεται  όμως  εξαντληθέντων  των 
φυσικών  δακρύων,  να  δοθή  άλλη  προσευχή  άνευ  λόγων,  ως  τρυφερά  αίσθησις 
της  χάριτος  του  Αγίου  Πνεύματος  εντός  ημών,  οπότε  η  ειρήνη,  «η  πάντα  νουν 
υπερέχουσα»  (Φιλ.  δ’  7),  πληροί  την  καρδίαν.  Παρομοία  λεπτή  θεωρία  συνήθως 
περιπτύσσεται τον άνθρωπον κατόπιν προσευχής, εν ή προσέφερεν ούτος εις τον 
Θεόν θυσίαν αγάπης έως τέλους. 
Ο  πνευματικός  κλαυθμός  είναι  το  «περισσόν  ζωής»  –  το  ακατασχέτως 
αυξάνον  εκ  της  δυνάμεως  της  αγάπης  –  εν  αντιθέσει  προς  τον  «ψυχικόν» 
κλαυθμόν, όστις αποκτείνει τους γηγενείς. Η πρόνοια του Θεού ωδήγησεν εμέ να 
ζήσω  εν  χώρα,  όπου  οι  άνθρωποι  από  παιδικής  ηλικίας  μανθάνουν  να  μη 
κλαίουν· όπου τα δάκρυα υποτιμώνται ως τι ανάρμοστον δια τον πεπαιδευμένον 
άνθρωπον.  Δεν  δυνάμεθα  να  μη  σεβασθώμεν  την  αγωγήν  ταύτην,  αλλ’ 
οφείλομεν  όπως  μη  επιλανθανώμεθα  ότι  τούτο  αναφέρεται  εις  εκείνην  την 
κατάστασιν,  κατά  την  οποίαν  οι  πόδες  ημών  είναι  ισχυρώς  προσκεκολλημένοι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 42 ‐
 

επί  του  φλοιού  της  γης.  Οι  ασκηταί‐πατέρες  δεν  θρηνούν  δια  την  στέρησιν 
προσκαίρων  αξιών,  ταυτοχρόνως  όμως  επιμένουν  εις  το  απαραίτητον  των 
πνευματικών  δακρύων,  άνευ  των  οποίων  δεν  απαλύνεται  η  εκ  των  παθών 
πεπωρωμένη  καρδία,  η  ανίκανος  να  αγαπήση  δια  της  ευαγγελικής  αγάπης.  Ο 
νους  του  πενθούντος  χριστιανού  είναι  εξ  ολοκλήρου  εστραμμένος  προς  την 
σφαίραν  της  Θείας  αιωνιότητος.  Και  μόνον  δια  την  τελευταίαν  ταύτην  γίνεται 
λόγος  εν  ταις  εντολαίς  του  Χριστού.  Πλήθος  καταστάσεων,  αφορήτων  δι’  όσους 
ζουν την τετριμμένην ζωήν του κόσμου, παρέρχονται απαρατήρητοι δι’ εκείνον, 
όστις  πενθεί  κατά  την  εντολήν  του  Θεού.  Τον  τοιούτον  δεν  πτοεί  η  ένδεια,  δεν 
καταβάλλουν  αι  επιπλήξεις  ή  αι  εξουθενώσεις  [//85]  εκ  μέρους  των  υιών  του 
αιώνος  τούτου,  ούτε  άλλα  πλήγματα  της  προσκαίρου  ζωής,  διότι  ουχί  μόνον  ο 
νους,  αλλά  και  οι  πόδες  αυτού  έχουν  αρθή  υπεράνω  της  γης.  Σπλαγχνίζεται 
ούτος  τους  ανθρώπους,  πενθεί  δι’  αυτούς  ενώπιον  του  Θεού,  αλλά  δεν 
εμπλέκεται  εις  τα  ενδιαφέροντα  αυτών,  πλήρης  ών  εμπνεύσεως  εν  τη  ορμή 
αυτού προς την αμετάθετον Αλήθειαν. 
Το  αληθώς  πνευματικόν  πένθος  είναι  συνέπεια  επενεργείας  Πνεύματος 
Αγίου. Ομού μετ’ αυτού κατέρχεται εφ’ ημάς το άκτιστον Φως. Η καρδία, ύστερον 
δε  και  ο  νους,  αντλούν  δύναμιν,  όπως  περιλάβουν  εν  εαυτοίς  πάσαν  την 
οικουμένην  και  αγαπήσουν  άπασαν  την  κτίσιν.  Το  πνευματικόν  πένθος  έχει 
καθωρισμένην  φοράν:  Κατευθύνεται  προς  τον  Θεόν,  και  ο  άνθρωπος  διαμένων 
εν  τω  Θεώ,  εν  τη  μετά  δακρύων  προσευχή  αυτού  υπέρ  όλης  της  ανθρωπότητος, 
συμπάσχει  μετά  του  κόσμου  παντός.  Οι  Πατέρες  συνιστούν  να  διαφυλάττωμεν 
το δώρον τούτο δια της τηρήσεως των εντολών, ώστε να μη λυπώμεν το Πνεύμα 
το  Άγιον  δι’  οιασδήποτε  αμαρτίας.  Είναι  αδύνατον  όμως  να  «καλλιεργήσωμεν» 
το  δώρον  τούτο,  διότι  δεν  περικλείεται  εν  τοις  ορίοις  της  κτιστής  ημών  φύσεως. 
Τούτο είναι χάρις, και η Θεία χάρις δεν υπόκειται εις την εξουσίαν ημών. 
Ενίοτε  τα  δάκρυα  της  αγάπης  δίδονται  εν  αφθονία  και  ρέουν  κρουνηδόν. 
Εις  περιόδους  όμως  Θεο‐εγκαταλείψεως  το  παν  αποξηραίνεται  εντός  ημών,  και 
μόλις  συλλέγεται  από  των  οφθαλμών  δάκρυόν  τι,  όπερ  ομοιάζει  προς  ρανίδα 
καυστού  αίματος  αναβλύζοντος  εκ  τετρωμένης  καρδίας.  Όστις  δεν  εγεύθη  εν 
εαυτώ της ενεργίας του ουρανίου Πυρός (βλ. Λουκ. ιβ’ 49), ούτος δεν θα εννοήση 
το λεγόμενον. 
Εκ νέου τολμώ να υπομνήσω ότι οι ασκηταί ίστανται  [//86]  προ της κρίσεως 
του  Θεού  μετά  φόβου.  Δεν  πρόκειται  περί  ταχέως  παρερχομένων  πραγμάτων, 
αλλά περί της αιωνιότητος, είτε εν τω Φωτί του Προσώπου του Υψίστου, είτε εν 
«τω  σκότει  τω  εξωτέρω»  (πρβλ.  Ματθ.  κε’  30).  Ένεκα  τούτου  ούτοι  μένουν 
αδιάφοροι προς την επίγειον αυτών κατάστασιν. Ο νους αυτών είναι εν τω Θεώ, 
και  όταν  έρχηται  «παράκλησις»  εκ  του  Πατρός  των  Φώτων,  τότε  ο  πενθών 
ευκόλως συγχωρεί πάσαν κατ’ αυτού αδικίαν, διότι το πνεύμα αυτού έχει υψωθή 
από της γης εις τον ουρανόν, και εν Πνεύματι Αγίω καθίσταται ούτος ικανός να 
αγαπά και τους εχθρούς εισέτι. 
Είς  εκ  των  γερόντων  του  Άθωνος,  εις  τας  συνομιλίας  αυτού  περί  της 
προσευχής,  ανεφέρετο  εις  τας  ποικίλας  μορφάς  δακρύων,  και  διέκρινεν  αυτάς 
συμφώνως προς την ενέργειαν εκάστης εξ αυτών επί του ανθρώπου. Απηρίθμει 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 43 ‐
 

ούτος αυτάς έως δώδεκα. Και εγώ, ως και πάντες οι λοιποί, εγνώρισα διαφόρους 
μορφάς δακρύων κατά τους μακρούς χρόνους της απεγνωσμένης μετανοίας μου, 
αλλ’ ουδέποτε ήλθεν εις εμέ η σκέψις να καταμετρήσω αυτάς. 
«Και  νυν,  λέγει  ο  Κύριος  …·  επιστράφητε  προς  Με  εξ  όλης  της  καρδίας 
υμών και εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ»  (Ιωήλ β’  12)·  «Μακάριοι οι 
πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4, πρβλ. Λουκ. στ’ 21), είπεν ο 
Κύριος  και  ο  λόγος  Αυτού  μένει  εις  πάντας  τους  αιώνας.  Όντως  και  ο  Ίδιος  «εν 
ταις  ημέραις  της  σαρκός  Αυτού,  δεήσεις  τε  και  ικετηρίας  προς  τον  δυνάμενον 
σώζειν Αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσήνεγκεν και 
εισηκούσθη  από  της  ευλαβείας»  (πρβλ.  Εβρ.  ε’  7).  Δι’  όλους,  αλλά  και  δι’  [//87] 
έκαστον  όστις  φέρεται  προς  την  Θείαν  αιωνιότητα,  απόκειται  ακριβώς  η  οδός 
αύτη:  Η  «μετά  κραυγής  ισχυράς  και  δακρύων»  ικεσία,  ίνα  σωθώμεν  εκ  του 
κατέχοντος ημάς θανάτου, της αμαρτίας.  
[//88] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 44 ‐
 

[//89] 
Ε’ ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ 
 
Ο Χριστός είναι η Ζώσα Αλήθεια: «Εγώ ειμι … η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 
ιδ’ 6), Ζωή άναρχος υπό ουδενός περιοριζομένη, αδέσμευτος, συναΐδιος τω Πατρί, 
αχώριστος απ’ Αυτού και αδιαίρετος. Η Αγάπη και το Φως Αυτού ήγγισαν εμέ εν 
τη  αυγή  της  ζωής  μου.  Εν τούτοις,  ούτε  το  δώρον  τούτο  της  χάριτος  διεφύλαξεν 
εμέ από του ολισθήματος εις την άβυσσον του σκότους της ανυπαρξίας. Προς το 
τέλος  της  ωρίμου  νεότητος  διέπραξα  μέγα  αμάρτημα:  Εγκατέλιπον  Αυτόν,  δια 
τινος  κινήσεως  επιπολαίου  υπερηφανίας,  χάριν  ενός  άλλου,  υποθετικού  Υπερ‐
προσωπικού  Απολύτου.  Καταστείλας  την  αγαθήν  έξιν  να  προσεύχωμαι  εις  τον 
Θεόν  της  παιδικής  μου  ηλικίας,εφερόμην,  εις  ώρας  υπερβατικού  διαλογισμού, 
προς  το  απόλυτον  Είναι.  Απεξεδυόμην,  ως  εφαίνετο  εις  εμέ,  παν  σχετικόν 
συνδεόμενον  μετά  ποικίλων  μορφών:  ορατών,  αοράτων,  αισθητών  ή  νοητών. 
Επιμόνως προσέφευγον εις τον γνόφον της αγνωσίας, όπως δια της απεκδύσεως 
παντός παρερχομένου φθάσω Εκείνο, ή Εκείνον, όστις υπερβαίνει τα όρια πάσης 
μεταβλητής  και  ασταθούς  πραγματικότητος.  Ενίοτε  [//90]  ησθανόμην 
«ανάπαυσιν»  τινα,  και  απέλαυον,  κατά  τρόπον  ουχί  ψυχο‐σωματικόν,  της 
καταστάσεως  αυτής.  Κατά  τινα  πλέον  ολοκληρωτικήν  ορμήν  προς  το 
ανονόμαστον  πανυπερβατικόν  Όν‐Μη  Όν,  είδον  τον  νουν  μου  ως  φως.  Ουδέν 
επεδίωκον επί της γης, ει μη μόνον το Αιώνιον. Παραλλήλως επεζήτουν διακαώς 
να εκφράσω δια της  ζωγραφικής το φυσικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει σχεδόν 
παν φυσικόν φαινόμενον. Την περίοδον εκείνην της ζωής μου θα ηδύνατο τις να 
θεωρήση πλήρη εμπνεύσεως, αλλ’ εγώ ουδόλως ενθυμούμαι αυτήν μετ’ αγάπης: 
Κατενόησα  ότι  παρεδιδόμην  είς  τινα  ιδιότυπον  «ηρεμίαν»,  ήτις  κατ’  ουσίαν  δεν 
ήτο ει μη αυτοκτονία επί μεταφυσικού επιπέδου. 
Εκ  της  νόθου  ταύτης  καταστάσεως  ουδέποτε  θα  εξηρχόμην  δι’  ιδίων 
δυνάμεων, αλλ’ ο Κύριος ηλέησε και προέφθασεν εμέ εν τη εσχάτη ίσως στιγμή. 
Εποίησεν Ούτος το θαύμα τούτο της ευσπλαγχνίας επισκεφθείς την καρδίαν μου, 
την  οποίαν  επί  μακρόν  χρόνον  προσεπάθουν  να  αγνοήσω.  Δεν  γνωρίζω  τίνι 
τρόπω  να  διηγηθώ  την  ακολουθίαν  των  πνευματικών  γεγονότων  εκείνου  του 
καιρού.  Αίφνης  κατέστη  εις  εμέ  σαφές  μέχρις  οφθαλμοφανείας,  ότι  η  τεχνητή 
κατάδυσις μου εις την αφηρημένην νοητήν σφαίραν δεν θα ωδήγει εμέ προς την 
αυθεντικήν  γνώσιν  της  Πρωταρχικής  Αρχής  πασών  των  αρχών.  Δια  της 
ασκητικής  απεκδύσεως  μου  από  παντός  σχετικού  δεν  επετύγχανον  της 
πραγματικής ενώσεως μετά του υπ’ εμού Ποθουμένου. Αι μυστικαί εμπειρίαι μου 
έφερον  αρνητικόν  χαρακτήρα.  Ενώπιον  μου  ενεφανίζετο  ουχί  το  «Καθαρόν 
Είναι», αλλά ο θάνατος ολοκλήρου του είναι μου, συμπεριλαμβανομένης και της 
υποστατικής μου αρχής. 
Η  εντολή  «αγαπήσεις  τον  Θεόν  δι’  όλης  της  υπάρξεως  [//91]  σου  και  τον 
πλησίον  ως  σεαυτόν»  (πρβλ.  Λουκ.  ι’  27),  δι’  απροσδοκήτου  εις  εμέ  τρόπου, 
ωρθώθη  προ  του  νοός  μου  εν  τω  ευαγγελικώ  αυτής  περιεχομένω:  Η  υπαρξιακή 
ένωσις μετά του Θεού συντελείται δια της αγάπης. Και ούτως, ό,τι παλαιότερον 
απέτρεψεν  εμέ  από  του  Ευαγγελίου,  το  «αγαπήσεις»,  όπερ  εφάνη  εις  εμέ  τότε, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 45 ‐
 

κατ’  εκείνην  την  παράδοξον  ώραν  επί  της  οδού  της  Μόσχας,  ως  ανάξιος 
ψυχισμός,  νυν  εισέδυσεν  εις  την  καρδίαν  και  τον  νουν  μου  ως  φως  αληθούς 
γνώσεως. Η οντολογική ένωσις πραγματοποιείται εν τη ενεργεία της αγάπης. Η 
Ευαγγελική  έννοια  της  αγάπης  εξέρχεται  ασυγκρίτως  πέραν  των  ορίων  της 
ψυχικής  ή  της  σαρκικής  ημών  αντιλήψεως.  Ο  Θεός  της  παιδικής  μου  ηλικίας 
επέστρεψεν εις εμέ δια του φωτός της επιγνώσεως. 
Η  χριστιανική  ζωή  θεμελιούται  επί  της  ταυτίσεως  δύο  θελήσεων:  της 
Θείας, αιωνίως ασαλεύτου, και της ανθρωπίνης, υποκειμένης εις ταλαντεύσεις. Ο 
Θεός  αποκαλύπτει  πολυτρόπως  Εαυτόν  εις  τον  άνθρωπον.  Δεν  παραβιάζει  την 
ανθρωπίνην  θέλησιν.  Εάν  μετ’  αγάπης  αποδεχώμεθα  την  προς  ημάς 
προσέγγισιν  Αυτού,  τότε  συχνάκις  επισκέπτεται  Ούτος  την  ψυχήν  μετά  της 
πραότητος  και  της  ταπεινώσεως  Αυτού.  Καθώς  μαρτυρεί  η  ιστορία  της 
χριστιανικής πίστεως, δύναται να εμφανίση Εαυτόν εις τον άνθρωπον εν μεγάλω 
Φωτί.  Η  ψυχή,  θεασαμένη  την  Χριστόν  εν  τω  Φωτί  της  αγάπης  Αυτού,  ελκύεται 
προς  Αυτόν.  Δεν  δύναται,  ούτε  και  θέλει,  να  αντισταθή  εις  την  έλξιν  αυτήν. 
Εκείνος  είναι  Πυρ  φλέγον  ημάς.  Πάσα  προσέγγισις  προς  Αυτόν  συνδέεται  μετ’ 
οδυνηράς  εντάσεως.  Είναι  φυσικόν  εις  την  πεπτωκυίαν  φύσιν  ημών  να 
αποστρέφηται  τον  πόνον·  και  ημείς  σαλευόμεθα  εν  τη  αποφάσει  ημών,  όπως 
ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού. Να παραμείνη δε τις έξω του Φωτός Αυτού, είναι 
[//92]  ωσαύτως  αποτρόπαιον.  Και  ούτω  το  πνεύμα  μου  εταλαντεύετο  μεταξύ  δύο 
θέσεων:  Να  αναμιχθώ  δια  νόθου  ταπεινώσεως  μετά  της  περιβαλλούσης  εμέ 
πραγματικότητος  και  να  καταδικάσω  εμαυτόν  εις  φθοράν,  ή  να  αποδεχθώ  την 
φοβεράν  κλήσιν  του  Χριστού.  Ότε  επέλεξα  το  δεύτερον,  τότε  ανεγεννήθην  δια 
ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ. 
Ο  Κύριος  γνωρίζει  μετά  ποίου  φόβου  και  τρόμου  εγράφησαν  πολλαί  εκ 
των σελίδων τούτων της εξομολογήσεως μου. Εν τω τέλει της ζωής μου τολμώ να 
είπω ότι οι λόγοι του τριακοστού τρίτου ψαλμού εδικαιώθησαν και εν εμοί, ουχί 
άπαξ:  «Ούτως  ο  πτωχός  εκέκραξε  και  ο  Κύριος  εισήκουσεν  αυτού  …  φοβήθητε 
τον  Κύριον  …  ότι  ουκ  έστιν  υστέρημα  τοις  φοβουμένοις  Αυτόν».  Ουδόλως  είναι 
ευχάριστον  να  ίδη  τις  εαυτόν  «πτωχόν»,  να  έλθη  εις  επίγνωσιν  της  τυφλότητος 
αυτού.  Είναι  αφορήτως  μέγας  ο  πόνος  να  ακούσω  την  εις  θάνατον  καταδίκην 
μου, δια το ό,τι ευρίσκομαι εν τοιαύτη καταστάσει. Εν τούτοις προ των οφθαλμών 
του  Δημιουργού  μου  είμαι  μακάριος,  χάριν  ακριβώς  αυτής  της  γνώσεως  της 
μηδαμινότητός  μου  (βλ.  Ματθ.  ε’  3).  Η  πνευματική  αύτη  όρασις  συνδέεται  μετά 
της  αποκαλυφθείσης  εις  ημάς  «βασιλείας  των  ουρανών».  Οφείλω  να  ίδω  τον 
Χριστόν  «καθώς  εστιν»,  ίνα  παραβάλω  εμαυτόν  προς  Εκείνον  και  εξ  αυτής  της 
συγκρίσεως  αισθανθώ  την  α‐μορφίαν  μου.  Δεν  δύναμαι  να  γνωρίσω  εμαυτόν, 
εάν  δεν  έχω  ενώπιόν  μου  την  Αγίαν  Αυτού  Μορφήν.  Ισχυρά  υπήρξε,  και 
παραμένει  εισέτι,  η  αποστροφή  μου  προς  εμαυτόν.  Αλλά  εκ  της  φρίκης  ταύτης 
εγεννήθη  εν  εμοί  προσευχή  ιδιαιτέρας  απογνώσεως,  ήτις  εβύθισεν  εμέ  εις 
θάλασσαν  δακρύων.  Ουδαμού  διέκρινα  τότε  οδούς  προς  ίασιν  μου·  εφαίνετο  εις 
εμέ  ότι  η  δυσμορφία  μου  ήτο  αδύνατον  να  μεταποιηθή  εις  ομοίωσιν  προς  το 
κάλλος Αυτού. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 46 ‐
 

[//93]  Και η παράφορος αύτη προσευχή, ήτις συνεκλόνισε την ύπαρξιν μου, 
είλκυσε  προς  εμέ  την  συμπάθειαν  του  Υψίστου  Θεού,  και  το  Φως  Αυτού 
κατηύγασε  το  σκότος  του  είναι  μου.  Εν  βαθεία  σιγή  εδόθη  εις  εμέ  να  θεωρήσω 
την αγαθότητα, την σοφίαν, την αγιότητα Αυτού. 
Διά  μέσου  του  άδου  της  απελπισίας  μου  ήλθεν  η  ουράνιος  λύτρωσις. 
Ανεδύθησαν  εντός  μου  νέαι  δυνάμεις,  ετέρα  όρασις,  άλλη  ακοή.  Ηδυνήθην  να 
γνωρίσω  απερίγραπτον  ωραιότητα.  Εν  τούτοις  τούτο  δεν  ήτο  «εμόν».  Αι 
αμφιταλαντεύσεις  εν  τω  είναι  μου  δεν  είχον  εισέτι  παύσει:  Εξέπιπτον  της 
υπερκοσμίου  ελλάμψεως  και  επέστρεφον  εις  την  πτωχείαν  μου.  Παρά  ταύτα 
εγνώριζον  μετά  βεβαιότητος  ότι  η  Αγία  Βασιλεία  του  Χριστού  είναι  η  αιώνιος 
πραγματικότης.  Την  πραγματικότητα  ταύτην  οφείλομεν  να  αποκτήσωμεν  δια 
μακροχρονίου  αγώνος  προσευχής:  «Η  Βασιλεία  των  ουρανών  βιάζεται,  και 
βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12). 
Πρέπει  να  ευλογώμεν  τον  Θεόν,  όταν  αποκαλύπτηται  εις  ημάς  αφ’  ενός 
μεν η ουσία της απωλείας – ουχί μόνον της επιγείου, αλλά και της αιωνίου – αφ’ 
ετέρου  δε  το  ανεκδιήγητον  Φως  της  Θεότητος.  Η  Γραφή  ομιλεί  περί  «αιωνίου 
κολάσεως»  (Ματθ.  κε’  46).  Εις  τι  συνίσταται  αύτη;  Κατ’  ουσίαν  δεν  γνωρίζομεν 
εισέτι πάσας τας μορφάς βασάνου, τας οποίας ενδέχεται να συναντήσωμεν μετά 
την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. Αλλά και πάλιν η ιδία Γραφή λέγει: «… 
εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός  και ο βρυγμός 
των οδόντων» (Ματθ. η’ 12). Ούτω και εγώ πιστεύω ότι η «αιώνιος κόλασις» δεν 
έγκειται  εις  το  ότι  εν  τω  άδη  σκοτειναί  υπάρξεις  θα  υποβάλλουν  ημάς  εις 
βασανιστήρια  επί  πυράς,  αλλ’  εις  το  ότι  θα  αποδειχθώμεν  ανάξιοι  να  [//94] 
εισέλθωμεν εις την Αγίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Θεού. 
«Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ’ 17). Τοιαύτη 
είναι η αρχή του κηρύγματος του Ιησού Χριστού. Δια της μετανοίας αναγεννάται 
εντός ημών η δύναμις της ζωής. Ανακαινίζεται η απολεσθείσα εν τη πτώσει του 
Αδάμ αξία του ανθρώπου. Δια του θρήνου της μετανοίας αποκαθίσταται η εκ της 
αμαρτίας  αποκτανθείσα  ικανότης  ημών  να  προσλάβωμεν  το  εκ  του  Θεού  –  της 
Αγίας Τριάδος – εκπορευόμενον άκτιστον Φως. Αλλά τί υπέδειξεν εις εμέ η πείρα 
μου; Ιδού τί: Δεκαετίαι οδυρμών επί του εσωτερικού μου νεκρού δεν κατέστησαν 
εμέ ασάλευτον εν τη κατά Θεόν ζωή· δια της μιάς ή της άλλης μορφής η αμαρτία 
νικά  εμέ.  Έκαστον  ολίσθημα  εις  την  αμαρτίαν  θλίβει  βαθέως  την  ψυχήν.  Εκτός 
τούτου, συχνάκις δεν έχομεν – δεν έχω εννοώ – την βεβαιότητα κατά πόσον είμαι 
δίκαιος  εις  τας  ενεργείας  μου,  ή  πόσον  απέχω  από  της  αληθώς  αγίας  ζωής. 
Ιδιαιτέρως  αισθάνομαι  τούτο  εις  τας  ασυμφωνίας  μου  μετά  των  ανθρώπων. 
Ακαταπαύστως  καταδιώκει  ημάς  η  συνείδησις  της  ανεπαρκείας  ημών  και 
ικετεύομεν  τον  Κύριον:  «Συγχώρησον  μοι,  τω  αχρείω  δούλω  Σου»  (βλ.  Λουκ.  ιζ’ 
10).  Βεβαίως,  ως  μοναχός  εδιδάχθην  να  καταδικάζω  εμαυτόν  εις  πάντα,  «να 
κρατώ  τον  νουν  μου  εις  τον  άδην».  Το  έργον  όμως  τούτο  απαιτεί  μεγάλην 
υπομονήν.  Και  μόνον  δια  της  οδού  ταύτης  κατορθούται  ο  περιορισμός  των 
εξαντλητικών  δια  την  καρδίαν  και  τον  νουν  ταλαντεύσεων.  Η  τελεία  δε 
σταθερότης θα εμφανισθή εις την αιωνιότητα, ως έσχατον δώρον του Θεού, του 
Σωτήρος ημών. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 47 ‐
 

Μόνον ο Χριστός δίδει εις ημάς κατά τρόπον μοναδικόν  [//95]  την επίγνωσιν 


των  επιγείων  και  ουρανίων  πραγμάτων.  Ιδού,  Ούτος  είπεν:  «Θαρσείτε,  εγώ 
νενίκηκα  τον  κόσμον»  (Ιωάν.  ιστ’  33).  Ενίκησε  δε  ουχί  ως  Θεός,  Δημιουργός 
πάντων των όντων, αλλ’ ως άνθρωπος. Εις τούτο δε καλεί και ημάς. Ως νικητής 
του  κόσμου  ο  «άνθρωπος  Χριστός  Ιησούς»  (Α’  Τιμ.  β’  5)  εγένετο  υπερκόσμιος. 
Προς τοιαύτην νίκην οδηγεί η συμφώνως προς τας ευαγγελικάς εντολάς ζωή. Και 
ημείς  οι  άνθρωποι  δυνάμεθα  να  νικήσωμεν  και  να  γίνωμεν  υπερκόσμιοι, 
τουτέστι θεοί, αλλ’ ουχί άλλως, ει μη μόνον εν Αυτώ και δια της Αυτού δυνάμεως. 
Ουδείς  υπάρχει εν πάση τη κτίσει,  όστις θα  διήνοιγεν  εις  ημάς  τα  μυστήρια  του 
Είναι εν τη απειρότητι Αυτού, ει μη μόνον ο Κύριος Ιησούς. Ουδείς υπάρχει, όστις 
θα  ηδύνατο  να  συμπεριλάβη  εις  μίαν  αιώνιον  Πράξιν  και  τον  Ουρανόν  και  την 
Γην  και  τα  Καταχθόνια,  ει  μη  ο  συνάναρχος  τω  Πατρί  Μονογενής  Υιός.  Εάν 
ακολουθώμεν οπίσω Αυτού, εν αποφάσει να παραμείνωμεν εν τω πνεύματι της 
διδαχής  Αυτού,  τότε  δίδονται  και  εις  ημάς  στιγμαί  κατά  τας  οποίας, 
κατηυγασμένοι υπό  του Φωτός, εναγκαλιζόμεθα και ημείς εν προσευχή και την 
Γην  και  τα  Καταχθόνια,  έτι  δε  και  τον  Ουρανόν,  και  ασπαζόμεθα  την 
Αιωνιότητα. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 
ιγ’ 8). 
Έχοντες  εντρυφήσει  εις  το  πολυπόθητον  Φως  του  Ουρανού,  ευρίσκομεν 
και  πάλιν  εαυτούς  εις  φοβεράς  καταστάσεις:  Το  Πνεύμα  το  Άγιον, 
απομακρυνθέν αφ’ ημών, εγκαταλείπει τον οίκον ημών έρημον. Εφαίνετο ήδη εις 
ημάς  ότι  επετύχομεν  του  Ποθουμένου,  ότι  κατωπτεύσαμεν  τα  απ’  αιώνος 
απόκρυφα Μυστήρια εν τοις κόλποις της Θεότητος … και αίφνης, είμεθα εκ νέου 
[//96]  όμοιοι  προς  γυμνούς  επαίτας.  Είμεθα  μακάριοι,  όταν  εκ  του  σκότους  της 
αγνοίας  και  του  θανάτου  μεταφερώμεθα  εις  το  θαυμαστόν  Φως·  όταν  όμως 
εκπίπτωμεν  εκ  του  Φωτός  εις  το  πρότερον  σκότος  ημών,  τότε  βιούμεν  αυτό  το 
σκότος  μετ’  εντονωτέρας  οδύνης.  Θα  παρέλθη  ουχί  βραχύς  χρόνος,  πριν  ή 
αρξώμεθα να κατανοώμεν τας οδούς του Θεού ημών. Ούτος εν τη απείρω Αυτού 
προς  ημάς  αγάπη  διψά  να  καταστήση  ημάς  μετόχους  του  Θείου  πληρώματος, 
αλλ’  ημείς  δεν  πρέπει  να  υπολαμβάνωμεν  ως  δυνατήν  την  επίτευξιν  του 
πληρώματος  τούτου  εν  τοις  ορίοις  της  γης.  Ενταύθα  είμεθα  πάντοτε,  κατά  τινα 
τρόπον,  διεσπασμένοι:  Τείνομεν  δι’  όλης  ημών  της  δυνάμεως  προς  την 
Αιωνιότητα, αλλά πειθόμεθα δια την ανικανότητα του παρόντος σώματος ημών 
να  προσλάβη  και  να  φέρη  μετά  σταθερότητος  το  πλήρωμα.  Εις  τινα  στιγμήν  το 
Φως δεικνύει εις το πνεύμα ημών την απειρότητα, ύστερον όμως αναποφεύκτως 
απομακρύνεται.  Όντως,  εις  τι  βάθος  του  υποστατικού  ημών  είναι  αποτυπούται 
αμυδρώς, «ως εν εσόπτρου», το εν αστραπή εμφανισθέν Φως, αιώνιον όμως κατά 
την  φύσιν  αυτού.  Ο  Κύριος  ανέστη,  και  το  αναστηθέν  Αυτού  σώμα  προσέλαβε 
τας  ιδιότητας  του  πνεύματος.  Επομένως,  έως  ότου  είμεθα  ενδεδυμένοι  το  μη 
εισέτι  μεταμεμορφωμένον  δια  της  αναστάσεως  σώμα,  δεν  θα  αποφύγωμεν  τας 
οδυνηράς αμφιταλαντεύσει κατά την πορείαν ημών επί τα ίχνη του Χριστού. 
Δι’άνθρωπον  της  ηλικίας  μου  είναι  φυσικώτερον  να  ετοιμάζηται  μάλλον 
δια  τον  θάνατον  ή  να  συγγράφη.  Και  ποίος  είμαι  εγώ,  ώστε  να  ομιλώ  περί  του 
πώς  διήλθεν  η  ζωή  μου  επί  του  επιπέδου  του  πνεύματος;  Κατά  το  παρελθόν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 48 ‐
 

ουδέποτε  διενοήθην  παρόμοιόν  τι.  Επί  πλέον  δεν  [//97]  είχον  την  πρόθεσιν  να 
φανερώσω  την  εσωτερικήν  μου  πορείαν.  Εθεώρουν  αυτήν  ως  αποτέλεσμα  της 
πτώσεως  μου,  της  οποίας  την  καταχθόνιον  φύσιν  ανεγνώρισα  βραδύτερον.  Αι 
εσωτερικαί συγκρούσεις εις τας οποίας ευρισκόμην θα ηδύνατο ίσως να φανούν 
εις  πολλούς  ως  φαινόμενον  μικρόν  απέχον  της  παραφροσύνης.  Εμέ  όμως,  κατά 
τινα  τρόπον,  επληροφόρει  η  διαίσθησις  ότι  η  περίπτωσίς  μου  εξήρχετο  της 
αρμοδιότητος  της  κοινής  ψυχιατρικής  επιστήμης.  Θα  ήτο  δε  ασυγχώρητος 
βεβήλωσις εάν απετεινόμην προς επαγγελματίας ιατρούς. 
Αι ημέραι της ζωής μου, κατά το πλείστον, παρήρχοντο εις στενόν μάλλον 
κύκλον επαφών. Ως εκ τούτου δεν εξάγω ταχέως γενικά συμπεράσματα. Νυν εν 
τούτοις  δεν  φοβούμαι  ότι  θα  διαπράξω  σοβαρόν  σφάλμα,  εάν  υποθέσω  ότι 
σήμερον  εκατομμύρια  ανθρώπων  εκ  των  πλέον  διαφόρων  κοινωνικών 
στρωμάτων και εθνικοτήτων ζουν εν τινι τραγικώ κύκλω αντιφάσεων αναλόγων 
κατά  το  μάλλον  ή  ήττον  προς  τας  ιδικάς  μου.  Η  γνώσις  μιας  συγκεκριμένης 
περιπτώσεως, ως η ιδική μου, θα ηδύνατο δια τινας εξ αυτών των ανθρώπων να 
αποδειχθή έτι και ωφέλιμος. 
Εν τη ζωή εκάστου χριστιανού η πνευματική αύξησις ακολουθεί ιδιαίτερον 
ρυθμόν ή διαδικασίαν, ήτις προσιδιάζει μόνον εις το δεδομένον πρόσωπον. Αλλ’ 
ως βάσις των πάντων κείται το αυτό Πνεύμα (βλ. Α’ Κορ. ιβ’ 4‐11, Εφεσ. β’ 21‐22, 
Κολ.  β’  19),  επομένως  ο  αυτός  τελικός  σκοπός,  ως  εκφράζεται  δια  των  εντολών 
του Χριστού, των οποίων η κατακλείς είναι: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο 
Πατήρ  υμών  ο  εν  τοις  ουρανοίς  τέλειός  εστιν»  (Ματθ.  ε’  48).  Εξ  αυτού 
συμπεραίνομεν  ότι  τα  πνευματικά  γεγονότα  εις  την  πορείαν  ενός  προσώπου 
είναι δυνατόν να συμπίπτουν προς τας εμπειρίας πολλών  [//98]  άλλων προσώπων 
της ιδίας πίστεως, τα οποία ασκούνται εις διαφόρους εποχάς και υπό διαφόρους 
ουχί μόνον εσωτερικάς, αλλά και εξωτερικάς συνθήκας. Η αυτή περί τελειότητος 
εντολή  εδόθη  δι’  όλους  τους  αιώνας,  εις  όλους  τους  ανθρώπους,  ανεξαρτήτως 
χώρου,  πολιτισμού,  εθνικότητος  ή  οιασδήποτε  άλλης  συμβατικής  και  σχετικής 
ιδιαιτερότητος.  Εν  άλλαις  λέξεσιν,  αι  εντολαί  του  Θεού  έχουν  απόλυτον 
χαρακτήρα. 
Η πνευματική ζωή του χριστιανού φέρει ιδιαιτέρως δυναμικόν χαρακτήρα. 
Ουδέποτε είναι στατική. Είναι απείρως πλουσία εις τας εκδηλώσεις αυτής. Τούτο 
αφ’ ενός μεν αποτελεί τον πλούτον αυτής, αφ’ ετέρου δε συνιστά ένδειξιν της μη 
εισέτι  αποκτηθείσης  τελειότητος.  Εν  τη  ζωή  αυτής  ταύτης  της  Τριαδικής 
Θεότητος η δυναμική και η στατική έποψις συνάγονται εις τινα ακατάληπτον δι’ 
ημάς ενότητα. Και εν αυτή τη «ενότητι» περικλείεται η αληθής σταθερότης, ήτις 
επηγγέλθη δι’ όλους εκείνους οίτινες προσέφερον γνησίαν μετάνοιαν. 
Η  ζωή  του  κόσμου  προσεγγίζει  την  στιγμήν,  ότε  «πάντες  αλλαγησόμεθα 
εν  ριπή  οφθαλμού»,  ότε  «ουρανοί  πυρούμενοι  λυθήσονται  και  στοιχεία 
καυσούμενα  τήκεται»,  όταν  θα  συντελεσθή  «των  σαλευομένων  η  μετάθεσις  ως 
πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα» (Α’ Κορ. ιεʹ 51‐52, Β’ Πέτρ. γʹ 12, Εβρ. 
ιβʹ  26‐28,  βλ.  Αποκ.  καʹ  1).  Εις  τον  άνθρωπον  θα  δοθή  η  διαμονή  εν  τη  Θεία  και 
ασαλεύτω σταθερότητι, τη αιωνίως και εις το έπακρον δυναμική. Και τούτο είναι 
αληθώς η αιωνία κατάπαυσις. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 49 ‐
 

 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 50 ‐
 

[//99] 
ΣΤ’ ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟΝ ΤΟ ΓΝΩΝΑΙ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ‐ Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ 
ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ 
 
Ενθυμούμαι  ότι,  εν  τη  αρχή  της  ζωής  μου  εν  τω  Άθω,  παρεκάλεσα  ένα 
ερημίτην  να  ομιλήση  εις  εμέ  περί  της  προσευχής.  Διακρίνας  ούτος  εν  τη 
παρακλήσει  μου  την  επιθυμίαν  να  ακούσω  περί  της  υψίστης  ευχής,  απήντησεν: 
«Ας ομιλήσωμεν δι’ ό,τι κείται εντός των ορίων των μέτρων ημών. Συζήτησις περί 
εκείνου,  όπερ  υπερβαίνει  ημάς,  δύναται  να  μετατραπή  εις  αργολογίαν.» 
Ησθάνθην  συστολήν  εκ  των  λόγων  αυτού,  αλλ’  εν  τούτοις  ετόλμησα  να  είπω: 
«Επιθυμώ  όντως  να  γνωρίσω  περί  του  τελείου,  περί  εκείνου  όπερ  υπερέχει  του 
μέτρου  μου.  Αλλά  τούτο,  ουχί  διότι  έχω  αξιώσεις  πέραν  των  δυνατοτήτων  μου. 
Ουχί· αλλ’ επειδή θεωρώ αναγκαίον να ίδω τον πλοηγόν αστέρα, ώστε να ελέγχω 
εαυτόν κατά πόσον ευρίσκομαι εν τη ορθή οδώ. Κατά την αρχαιότητα οι ναυτικοί 
προσηνατολίζοντο  υπό  απιστεύτως  απομεμακρυσμένου  αστέρος.  Ούτω  και  εγώ 
θα ήθελον να έχω εν πνεύματι απλανές κριτήριον, έστω και άκρως υψηλόν, ώστε 
να μη επαναπαύωμαι εις εκείνο το ολίγον, όπερ μέχρι της ώρας αυτής γνωρίζω». 
Ο  άγιος  ούτος  ανήρ  συνεφώνησε  μετ’  εμού  ότι  ο  τρόπος  ούτος  σκέψεως  ουχί 
μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται. 
[//100]  Πάντοτε  κατεπόνει  εμέ  η  συναίσθησις  της  μεγάλης  ανάγκης  να 
κατανοήσω:  Δια  τι  εγεννήθην  εν  τω  κόσμω  τούτω;  …  Πού  πορευόμεθα  πάντες 
ημείς  οι  άνθρωποι;  …  Τί  είναι  εις  ημάς  εφικτόν;  …  Πού  ευρίσκεται  το  «τέλος» 
ημών;  Να  αγνοή  τις  πάντα  ταύτα  είναι  αφόρητος  εφιάλτης,  ατελεύτητος 
βάσανος.  Το  αντικείμενον  της  αναζητήσεώς  μου  ήτο  μέγα.  Και  μόνον  η  σκέψις 
περί του πλήρως ανεφίκτου του Ζητουμένου αφήρει απ’ εμού πάσαν έμπνευσιν, 
και απόγνωσις κατεκυρίευε της ψυχής μου: Κάλλιον θα ήτο να μη είχον γεννηθή. 
Ήρεμος έξωθεν, εχειμαζόμην έσωθεν. Δεν απέφυγον να διαβώ αλλοτρίας εις τον 
χριστιανόν  οδούς.  Αλλά  πανταχού  υπήρχε  σκότος.  Ενηλικιωθείς,  συνηντήθην 
μετά του  Χριστού, Όστις είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’ 
33).  Έτι  δε:  «Η  βασιλεία  των  ουρανών  βιάζεται  και  βιασταί  αρπάζουσιν  αυτήν» 
(Ματθ.  ια’  12).  Και  Ούτος  εξέχυσεν  εν  τη  καρδία  μου  έμπνευσιν,  ήτις  δεν 
εγκατέλειπέν  εμέ.  Αι  δυσκολίαι  δεν  ετρόμαζον  εμέ  υπερβολικώς,  αλλ’  ηννόουν 
την  μωρίαν  της  τόλμης  να  ακολουθήσω  Αυτόν:  Να  νικήσω  τον  κόσμον;  Να 
οικειωθώ την νίκην του Χριστού, προς την οποίαν και έκαστος εξ ημών εκλήθη; 
Εάν  Ούτος  είπε  περί  Εαυτού  ότι  «Εγώ  ειμι  η  οδός»,  τότε  δεν  αποκλείεται  να 
προβάλη  ενώπιον  ημών,  κατά  τινα  στιγμήν,  η  ανάγκη  της  μονομαχίας  προς 
άπαντα τον κόσμον. Δεν εγκατελείφθη άρα γε και ο Ίδιος υπό πάντων, έτι δε και 
υπό του Πατρός; (βλ. Ιωάν. ιστ’ 31, Ματθ. κζ’ 46) 
Ταχέως  απεκαλύφθη  εις  εμέ  το  παράδοξον  της  διδαχής  του  Χριστού.  Αφ’ 
ενός  μεν  συνησθανόμην  μέχρι  πόνου  την  μηδαμινότητά  μου,  αφ’  ετέρου  δε 
εφερόμην  προς  τον  Άναρχον.  Η  προς  Αυτόν  προσευχή  εκράτει  ακλινώς  το 
πνεύμα  μου  ενώπιον  του  Προσώπου  του  Απολύτου,  [//101]  ουχί  του  αφηρημένου 
απολύτου  φιλοσομικής  τινος  τάξεως,  καθώς  συνέβαινε  παλαιότερον,  αλλά  του 
Ζώντος  και  Προσωπικού.  Απεκαλύπτετο  ο  Χριστός,  ο  καταβάς  εις  τα  βάθη  του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 51 ‐
 

άδου  και  ύστερον  ανελθών  εις  τους  ουρανούς,  ο  καθήμενος  «εκ  δεξιών  του 
Πατρός», ο φέρων εν εαυτώ άπαν το πλήρωμα του Είναι. Και Αυτός είναι η οδός 
ημών. 
«Μακάριοι  εσμεν,  Ισραήλ,  ότι  τα  αρεστά  τω  Θεώ  ημίν  γνωστά  εστι. 
Θαρσείτε, λαός μου …» (Βαρούχ δ’ 4‐5). Και ημείς οι χριστιανοί απολαύομεν των 
δωρεών  του  Θεού  εις  απείρως  μεγαλύτερον  βαθμόν,  ή  πάντες  οι  προφήται  και 
δίκαιοι  προ  της  ελεύσεως  του  Ιησού  εις  την  γην. Όταν συνειδητοποιώμεν τούτο, 
τότε  ευγνωμόνως  αναφωνούμεν:  «Μακάριοι  εσμεν,  ο  Νέος  Ισραήλ,  το 
ηγιασμένον  γένος  των  χριστιανών,  ότι  ο  Ίδιος  ο  Κύριος  ευδοκεί  να  ενωθή  μεθ’ 
ημών τοσούτον, ώστε Αυτός και ημείς να γίνωμεν έν» (βλ. Ιωάν. ιζ’ 21‐23). 
Ούτως  ακριβώς  μαρτυρεί  και  ο  Ίδιος  ο  Κύριος:  «Υμών  δε  μακάριοι  οι 
οφθαλμοί,  ότι  βλέπουσι,  και  τα  ώτα  υμών,  ότι  ακούουσιν.  Αμήν  γαρ  λέγω  υμίν 
ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ουκ είδον, και 
ακούσαι  ά  ακούετε,  και  ουκ  ήκουσαν»  (Ματθ.  ιγ’  16‐17).  Ο  Απόστολος  Πέτρος 
έγραφε:  «…  οίς  (προφήταις)  απεκαλύφθη  ότι  ουχ  εαυτοίς,  υμίν  δε  διηκόνουν 
αυτά,  ά  νυν  ανηγγέλη  υμίν  δια  των  ευαγγελισαμένων  υμάς  εν  Πνεύματι  Αγίω 
αποσταλέντι  απ’  ουρανού,  εις  ά  επιθυμούσιν  άγγελοι  παρακύψαι»  (Α’  Πέτρ.  α’ 
12). Ο Παύλος δε βεβαιοί ότι εις τους Αποστόλους εδόθη δια Πνεύματος Αγίου η 
γνώσις  του  μυστηρίου  του  Χριστού,  «ό  ετέραις  γενεαίς  ουκ  εγνωρίσθη  τοις  υιοίς 
των  ανθρώπων»·  ότι  εις  αυτόν  εδόθη  η  χάρις  να  αναγγείλη  εις  τους  [//102] λαούς 
«τον  ανεξιχνίαστον  πλούτον  του  Χριστού»,  να  φωτίση  πάντας  δια  του 
ευαγγελισμού του Μυστηρίου, του απ’ αιώνος αποκεκρυμμένου εν τω Θεώ (Εφεσ. 
γʹ 5, 9). Ως και ο Απόστολος Πέτρος, ούτος υποδεικνύει ότι τοσούτον μέγα είναι το 
βάθος αυτού του Μυστηρίου, ώστε έπρεπε να αναγγελθή δια της Εκκλησίας και 
εις  τας  αρχάς  εισέτι  και  εξουσίας  των  ουρανίων  ασωμάτων  νόων,  «η 
πολυποίκιλος  σοφία  του  Θεού,  κατά  πρόθεσιν  των  αιώνων,  ήν  εποίησεν  εν 
Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, εν ώ έχομεν την παρρησίαν και την προσαγωγήν 
εν πεποιθήσει δια της πίστεως Αυτού» (Εφες. γʹ 10‐12, βλ. Εβρ. ια’ 39‐40, ιβ’ 22‐24). 
Η  έλξις  προς  το  ύψιστον  αγαθόν  είναι  φυσική,  αλλ’  η  πορεία  προς  αυτό 
άρχεται δια της καθόδου ημών εις τα καταχθόνια. Μετανοήσας δια το παρελθόν 
αυτού ο Απόστολος Παύλος λέγει περί του Χριστού: «Το δε ανέβη τί εστιν ει μη 
ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γης; Ο καταβάς αυτός εστι και ο 
αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. δ’ 9‐10). 
Αυτή ακριβώς είναι η οδός ημών μετά την πτώσιν. 
Ενσυνειδήτως  κατερχόμεθα  εις  τον  άδην,  διότι,  αφ’  ής  στιγμής 
αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του προαιωνίου Ανθρώπου, ζώμεν οξύτερον το 
βάθος  του  σκοτασμού  ημών.  Μεγάλη  θλίψις  πλήττει  όλον  το  είναι  ημών.  Τα 
εξωχρονικά  παθήματα  του  πνεύματος  υπερβαίνουν  πάντα  φυσικόν  πόνον.  Δια 
προσευχής εσχάτης εντάσεως αναζητούμεν βοήθειαν Άνωθεν. Δεδουλωμένοι εις 
τα πάθη, αποκεκομμένοι εκ του Θεού, κράζομεν εκ βαθέων: «Ελθέ και ίασαί με 
εκ  του  συνέχοντός  με  θανάτου  …  [//103]  Ελθέ  και  αποδίωξον  απ’  εμού  πάσαν 
κακίαν … Ελθέ και ποίησον Συ Αυτός εν εμοί το Σοι ευάρεστον, ότι ασθενής ειμι 
του ποιήσαι παν αγαθόν· αιχμάλωτος ειμι του μισητού σκότους». 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 52 ‐
 

Η  υπερηφανία  είναι  και  κακία  και  σκότος·  εν  αυτή  η  ρίζα  πασών  των 
αμαρτιών.  Ο  Κύριος  ήρξατο  το  κήρυγμα  Αυτού  επί  της  γης  δια  της  κλήσεως  εις 
μετάνοιαν.  Μετάνοια  που  σημαίνει  ριζικήν  αλλαγήν  της  νοεράς  ημών 
προσεγγίσεως προς την ζωήν εν γένει, μετάβασιν εκ της παλαιάς κοσμοθεωρίας 
εις  την  όρασιν  της  ʺαντιστρόφουʺ  εικονογραφικής  προοπτικής.  Επειδή  δια  της 
υπερηφανίας  εκρημνίσθημεν  εις  το  σκότος  το  εξώτερον,  μόνον  δια  της 
ταπεινώσεως  αναβαίνομεν  προς  τον  Ύψιστον.  Ούτως  άρχεται  η  μετάνοια  ημών 
της οποίας δεν υπάρχει τέλος επί της γης. Το τέλος είναι η τελεία ομοίωσις προς 
τον Χριστόν‐Θεόν, τον ανελθόντα προς τον Πατέρα. Η θέωσις ημών τελείται εν 
άκρα θεοειδεί ταπεινώσει. 
Όταν  ο  Θεός  ελκύη  ημάς,  τότε  η  προσευχή  της  ενωδύνου  μετανοίας 
απορροφά  τα  πάντα.  Ουδέν  υπάρχει  εν  τω  νοΐ  και  τη  καρδία  ει  μη  μόνον  η 
φλογερά  δίψα,  όπως  εύρωμεν  τον  Κύριον,  τον  Άγιον  των  αγίων.  Και 
απροσδοκήτως  τελείται  το  θαύμα:  Έρχεται  εκείνο,  όπερ  ούτε  εσκέφθημεν,  ούτε 
ηκούσαμεν,  ούτε  επί  την  καρδίαν  ημών  ανέβη·  εις  την  άβυσσον  του  σκότους 
ημών διεισδύει ακτίς του ακτίστου Ηλίου (βλ. Α’ Κορ. β’ 9). Είναι άρα γε δυνατόν 
να  ομιλήσωμεν  περί  του  Φωτός  αυτού  του  Ηλίου;  Το  Φως  τούτο  παραμυθεί  την 
περίλυπον  ψυχήν  δια  του  ιδιάζοντος  εις  αυτό  τρόπου·  ειρηνεύει  την 
τεταραγμένην  καρδίαν·  φωτίζει  τον  νουν  δια  νέας  θεωρίας.  Η  έως  τότε 
τεθανατωμένη ψυχή προσλαμβάνει άφθαρτον ζωήν. 
[//104]  Το  πνεύμα  ημών  ανατείνεται  διακαώς  προς  την  Πατρικήν  αγάπην. 
Όλη  η  ψυχοσωματική  ημών  σύστασις  περικλείεται  εν  αυτή  τη  προσευχή,  αλλά 
δύναται  να  ακολουθήση  αυτήν  μόνον  έως  ωρισμένου,  εφικτού  εις  αυτήν,  ορίου. 
Όταν  ο  πόθος  να  προσεγγίσωμεν  τον  Θεόν  φλέγη  την  καρδίαν  ημών,  τότε  η 
προσευχή καθαίρει ημάς από παντός αλλοτρίου και η ορμή ημών συγκεντρούται 
εις  τον  εκζητούμενον  Κύριον.  Όταν  τούτο  συμβή  είναι  δυνατόν  να  απολέσωμεν 
την  αίσθησιν  του  σώματος  ημών  και  του  περιβάλλοντος  ημάς  υλικού  κόσμου. 
Δεν  δύναμαι  να  είπω  πώς  ενεργείται  τούτο,  αλλά  γνωρίζω  ότι  δεν  εδόθη  εις 
πάντας  να  διαβούν  το  κατώφλιον  τούτο.  Πολλοί,  φθάσαντες  το  όριον  τούτο, 
καταλαμβάνονται  υπό  φόβου  και  υποχωρούν.  Ένιοι  δε,  απερροφημένοι  υπό  της 
προσευχής,  ουδέν  παρατηρούν,  και  δι’  ακατανοήτου  εις  αυτούς  τρόπου 
«αρπάζονται» εις άλλην σφαίραν του Είναι, επιλανθανόμενοι της γης. Η χείρ του 
Θεού  ποιεί  τούτο  μετά  τοιαύτης  λεπτότητος,  ώστε  ο  άνθρωπος  ουδόλως 
αντιλαμβάνεται  την  στιγμήν  καθ’  εαυτήν,  όπως  ακριβώς  συμβαίνει  κατά  την 
φυσιολογικήν επέλευσιν του ύπνου. Μόνον μετά την επιστροφήν εις την συνήθη 
αίσθησιν  του  κόσμου  ανακαλύπτει  ότι  το  πνεύμα  αυτού  εξήλθε  της  συνήθους 
μορφής  υπάρξεως  και  ηνώθη  μετά  του  Θεού.  Μετά  το  γεγονός  τούτο,  πάντα  τα 
επίγεια κατανοούνται ως παροδικά και εύθραυστα. Η ψυχή δε συνειδητοποιεί ως 
νόημα  της  υπάρξεως  αυτής  την  διαμονήν  μετά  του  Θεού,  εν  Αυτώ,  και  εν  τη 
αιωνιότητι Αυτού. 
Ανέγνων  περί  τινος  ατυχούς  περιπτώσεως  εις  έν  εργοστάσιον 
αεροπλάνων.  Μηχανικός  τις  εδοκίμαζε  την  λειτουργίαν  ενός  νέου 
αεριωθουμένου. Περιερχόμενος  [//105] και παρατηρών την εν κινήσει μηχανήν, εξ 
απροσεξίας εισήλθεν εις το ωστικόν ρεύμα αέρος, το οποίον ήρπασεν αυτόν και, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 53 ‐
 

αποσπάσαν  αυτόν  εκ  της  γης,  παρέσυρε  προς  την  κατεύθυνσιν  του  ισχυρού 
κινητήρος. Ο βοηθός του μηχανικού ιδών την σκηνήν ταύτην, παρευθύς διέκοψε 
την  λειτουργίαν  της  μηχανής.  Πλησιάσας  τον  επί  του  εδάφους  πεσόντα 
συνάδελφον αυτού, εύρεν αυτόν νεκρόν. 
Παρόμοιόν  τι  παρατηρείται  εις  τον  άνθρωπον,  όστις  εκζητεί  την 
προσευχήν.  Ούτος  δύναται  ωσαύτως  να  αρπαγή  υπό  της  ορμής  αυτής  και  να 
αποσπασθή εκ του κόσμου τούτου. Όταν επιστρέψη εκ της αρπαγής ταύτης, είναι 
πλέον  «νεκρός»  δια  τα  εμπαθή  ενδιαφέροντα  και  τας  υλικάς  κτήσεις:  Δεν  θα 
επιδιώξη πλέον ουδεμίαν σταδιοδρομίαν· δεν θα λυπηθή καθ’ υπερβολήν δια την 
απόρριψιν αυτού υπό των άλλων, ούτε θα επαρθή επαινούμενος· επιλανθάνεται 
του παρελθόντος, δεν προσκολλάται εις το παρόν, ούτε μεριμνά δια το επίγειον 
μέλλον.  Καινή  ζωή,  έμπλεος  Φωτός,  απεκαλύφθη  εις  αυτόν  και  εν  αυτώ·  αι 
αφελείς  διασκεδάσεις,  αίτινες  απασχολούν  την  μεγίστην  πλειονότητα  των 
ανθρώπων, παύουν να ενδιαφέρουν αυτόν. Και εάν κρίνωμεν περί της ποιότητος 
της  ζωής,  ουχί  κατά  την  ποσότητα  των  ευχαρίστων  ψυχοφυσικών 
συναισθημάτων,  αλλά  κατά  το  βάθος  της  γνώσεως  ημών  περί  των  κοσμικών 
πραγματικοτήτων και προ παντός περί της Πρώτης και Εσχάτου Αληθείας, τότε 
θα εννοήσωμεν το κεκρυμμένον περιεχόμενον των λόγων του Χριστού, «ειρήνην 
την εμήν δίδωμι υμίν», των λεχθέντων εις τους Αποστόλους ολίγας μόνον ώρας 
προ του σταυρικού Αυτού θανάτου. Η ουσία της ειρήνης του Χριστού έγκειται εις 
την  τελείαν  γνώσιν  του  Πατρός.  Τούτο  ωσαύτως  ισχύει  και  δι’  ημάς.  Εάν 
γνωρίζωμεν  την  Αιώνιον  Αλήθειαν,  την  κειμένην  [//106]  εις  θεμέλιον  παντός  του 
είναι,  τότε  όλαι  αι  αγωνίαι  ημών  θα  άπτωνται  μόνον  της  περιφερείας  της  ζωής 
ημών,  εν  ημίν  δε  θα  βασιλεύη  η  ειρήνη  του  Χριστού.  Ουδεμία  πρόσκαιρος 
ευδαιμονία  θα  δυνηθή  να  δώση  εις  ημάς  την  αληθινήν  ειρήνην,  εάν  ημείς 
διαμένωμεν εν τη αγνοία της Αρχής πασών των αρχών. 
Σπάνιαι  ψυχαί  κέκτηνται  επαρκή  ανδρείαν,  ώστε  να  εκκλίνουν  από  της 
πεπατημένης  ατραπού  της  ευρείας  μάζης  και  να  ζήσουν  συμφώνως  προς  τας 
εντολάς του Χριστού εν τω πεπτωκότι τούτω κόσμω. Εκ της αδιστάκτου πίστεως 
εις  την  Θεότητα  του  Ιησού  γεννάται,  φυσικώ  τω  τρόπω,  η  πνευματική  ανδρεία. 
Τινές  εκ  των  πιστευόντων  εις  τον  Κύριον,  ακολουθούντες  Αυτόν,  οδηγούνται 
μέχρι  του  χείλους  της  αβύσσου,  ήτις  απροσδοκήτως  διανοίγεται  έμπροσθεν 
αυτών,  άνευ  δυνατότητος  οπισθοχωρήσεως.  Εν  τούτοις  είναι  απαραίτητον  εις 
πάντας  ημάς  να  διέλθωμεν  την  άβυσσον,  ίνα  φθάσωμεν  εις  την  Θείαν 
αιωνιότητα.  Αλλά  τί  ακριβώς  έχω  κατά  νουν;  Αναλογίζομαι  το  βαθύ  βάραθρον 
της  αγνοίας,  την  άκραν  έντασιν  της  απογνώσεως  των  εις  θάνατον 
καταδεδικασμένων,  την  εξουσίαν  εφ’  ημών  του  σκότους  του  αιώνος  τούτου  (βλ. 
Α’  τιμ.  α’  13‐14,  Γεν.  β’  17,  Λουκ.  κβ’  53).  Δια  την  πτήσιν  επάνω  της  αβύσσου 
ταύτης  έχομεν  χρείαν  της  δυνάμεως  της  ευλογημένης  απογνώσεως·  η  ενέργεια 
της εν ημίν χάριτος λαμβάνει μορφήν «αποφασιστικότητος». Το Φως διαφαίνεται 
μακρόθεν.  Ελκυόμενοι  προς  αυτό  υπό  μυστηριώδους  δυνάμεως,  αποφασίζομεν 
να  ριφθώμεν  εις  το  άγνωστον,  επικαλούμενοι  το  Άγιον  Όνομα  του  Ιησού 
Χριστού,  του  Θεού  Σωτήρος.  Και  τί  συμβαίνει  τότε;  Αντί  να  συντριβή  η  κεφαλή 
ημών  επί  των  κεκρυμμένων  εις  τον  γνόφον  υφάλων,  αόρατός  [//107]  τις  χειρ 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 54 ‐
 

εμφανίζεται,  στοργικώς  κρατούσα  ημάς  επάνω  της  αβύσσου.  Άνευ  αυτής  της 
φιλικής  χειρός  του  Ζώντος  Θεού  ουδείς  άνθρωπος  δύναται  να  ανταπεξέλθη  εις 
τας  συνθήκας  εκείνων  των  θυελλών  και  αντιξόων  περιστάσεων,  αίτινες  εις 
παρομοίας  περιόδους  περικυκλούν  την  ψυχήν.  Ημείς,  ειλημμένοι  εκ  της  γης, 
συνιστώμεν ελάχιστον τι τμήμα του κολοσσιαίου σώματος της ανθρωπότητος, εκ 
του οποίου ουδόλως είναι απλούν να αποσπασθή τις, ιδιαιτέρως επί των ημερών 
ημών, ότε άπασα σχεδόν η οικουμένη ελέγχεται υπό της κρατικής εξουσίας. Δεν 
είναι  θεμιτόν  να  αποταθώμεν  προς  τους  άρχοντας  του  κόσμου  τούτου  δια 
βοήθειαν·  έναντι  εκάστης  συγκαταβατικής  εξυπηρετήσεως  διατρέχομεν  τον 
κίνδυνον να απολέσωμεν την ελευθερίαν ημών (βλ. Ιωάν. ιδ’ 30). Η ασφαλεστέρα 
«διακινδύνευσις» είναι να εμπιστευθώμεν εαυτούς μετά παιδικής απλότητος εις 
την  Πρόνοιαν  του  Θεού,  κατά  την  αναζήτησιν  της  ζωής,  εν  τη  οποία  η  πρώτη 
θέσις έχει δοθή εις τον Χριστόν. 
«Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις· Ου φονεύσεις  (Έξοδ. κ’ 13) … Εγώ δε 
λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει … 
Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις· Ου μοιχεύσεις (Δευτ. ε’ 18). Εγώ δε λέγω υμίν 
ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη 
καρδία  αυτού  …  Εγώ  δε  λέγω  υμίν  μη  ομόσαι  όλως  …  Εγώ  δε  λέγω  υμίν  μη 
αντιστήναι τω πονηρώ … Ηκούσατε ότι ερρέθη· Αγαπήσεις τον πλησίον σου και 
μισήσεις τον εχθρόν σου (Λευϊτ. ιθ’ 18, βλ. Δευτ. ζ’ 2, βλ. Παρ. κστ’ 24‐25). Εγώ δε 
λέγω υμίν αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς και 
προσεύχεσθε  υπέρ  των  επηρεαζόντων  υμάς  και  διωκόντων  υμάς»  (Ματθ.  ε’  21‐
48).  [//108] «Ός εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη 
ούτω  τους  ανθρώπους,  ελάχιστος  κληθήσεται  εν  τη  βασιλεία  των  ουρανών  … 
Λέγω  γαρ  υμίν  ότι  εάν  μη  περισσεύση  η  δικαιοσύνη  υμών  πλείον  των 
γραμματέων  και  Φαρισαίων,  ου  μη  εισέλθητε  εις  την  βασιλείαν  των  ουρανών» 
(Ματθ. ε’ 19‐20). 
Διακατείχεν  εμέ  ο  φόβος  μη  τυχόν  παραβώ  τας  εντολάς  του  Κυρίου  και 
τοιουτοτρόπως  απολεσθώ.  Κατ’  εκείνους  τους  βαρείς  μεν,  αλλ’  ευλογημένους 
χρόνους,  το  «ζην»  κατά  τας  ευαγγελικάς  εντολάς  εδημιούργει  εν  εμοί  την 
αίσθησιν  πορείας  επί  σχοινίου  τεταμένου  υπεράνω  της  αβύσσου  συνδέοντος  τα 
δύο  άκρα  αυτής.  Ταχέως  η  αίσθησις  αύτη  μετεβλήθη  εις  όρασιν  των 
εσταυρωμένων  χειρών  του  Χριστού,  του  συνάγοντος  εις  έν  τους  διεστώτας 
ορίζοντας  του  κόσμου:  τους  διηρημένους  υπό  της  έχθρας  λαούς.  Το  παν 
υπερέβαινεν  εμέ  απείρως,  και  εγώ  παρέμενον  «εσταυρωμένος»  δια  της  διδαχής 
του  Χριστού.  Ως  απάντησις  εις  την  απεγνωσμένην  προσευχήν  μου  ενεφανίσθη 
εις εμέ το κρεμάμενον επί του σταυρού σώμα του Κυρίου, ως θαυμαστή γέφυρα 
μεταξύ  ουρανού  και  γης.  Οδός  του  χριστιανού  είναι  η  σταύρωσις:  «Εί  τις  θέλει 
οπίσω  Μου  έρχεσθαι  απαρνησάσθω  εαυτόν  και  αράτω  τον  σταυρόν  αυτού  και 
ακολουθείτω  Μοι»  (Λουκ.  θ’  23).  Ούτω  συγκεράννυνται  εν  τη  ψυχή  και  η  λεπτή 
χαρά «του γνώναι την οδόν», και ο μέγας φόβος δια το υπέρμετρον της εντολής. 
Είναι αδύνατον να διηγηθώμεν δια λόγων περί του φοβερού προνομίου της 
μυστηριώδους  αυτής  σχοινοβασίας. Παρομοίως, όσοι απήλθον αφ’  ημών  εις  τον 
άλλον  κόσμον  δεν  αποπειρώνται  δια  των  εμφανίσεων  αυτών  να  διηγηθούν  εις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 55 ‐
 

τους  εν  σαρκί  οικούντας  περί  εκείνου  του  [//109]  μεγαλείου,  όπερ  διανοίγεται 
έμπροσθεν αυτών εν τη νέα ζωή. 
Ενώσας εν Εαυτώ και τον Θεόν και τον Άνθρωπον, ο Κύριος καλεί ημάς να 
ακολουθήσωμεν  Αυτόν.  Επί  της  υψηλής  ταύτης  οδού  το  πνεύμα  ημών, 
υπερνικήσαν  τα  χαμερπή  πάθη,  ατενίζει  εις  τας  έως  τότε  αγνώστους  και 
ασυλλήπτους  πραγματικότητας  της  σφαίρας  του  Θείου  Είναι.  Καθώς  βαρύ  τι 
σώμα  εκσφενδονισθέν  πέραν  των  ορίων  της  γηΐνης  έλξεως  υπόκειται  εις  τας 
συνθήκας  της  «διαστημικής  μηχανικής»  και  κινείται  μετά  ταχύτητος  ανεφίκτου 
επί της γης, ούτω και το πνεύμα ημών εισάγεται εις το ατελεύτητον του «νοερού» 
διαστήματος, εμπλέου Φωτός, μαρτυρούντος περί της ανάρχου Αληθείας και της 
ημετέρας  αθανασίας.  Εις  τον  νουν  παρέχονται  τότε  θεωρίαι  εξαιρετικαί  εις 
βάθος και έκτασιν. 
Η επαφή της θείας αγάπης μετά της καρδίας είναι το πρώτον βήμα επί της 
όχθης  του  ουρανίου  άκρου  της  αβύσσου  και  η  νέα  εξ  ύψους  γέννησις  εν  τη 
αιωνιότητι. Η αγάπη αύτη προσλαμβάνεται ως Αλήθεια, ως Φως, ως Βασιλεία. Αι 
περί  θανάτου,  περί  εχθρών,  περί  επιγείων,  έννοιαι  εκπίπτουν  από  της 
συνειδήσεως, και το πνεύμα ελεύθερον εξ αυτών ζη ετέραν μορφήν του είναι. 
Μετά  την  επιστροφήν  εις  την  συνήθη  αίσθησιν  του  κόσμου,  η  ψυχή 
θλίβεται δια το απολεσθέν. Θα προετίμα να μη επέστρεφε, καίτοι η αίσθησις της 
Θείας αγάπης δεν εγκαταλείπει αυτήν εντελώς. 
Ο  Χριστός  εδωρήσατο  εις  ημάς  το  παν:  Απεκάλυψεν  [//110]  εις  ημάς  το 
μέγιστον μυστήριον  της  Αγίας  Τριάδος·  «έδειξεν ημίν τον Πατέρα» (πρβλ. Ιωάν. 
ιδ’ 8‐9)· δι’ Αυτού ελάβομεν και δια πείρας εγνωρίσαμεν το Πνεύμα το Άγιον. Ως 
εκ τούτου δυνάμεθα ασφαλώς να κρίνωμεν πότε ακριβώς ενεργεί εν  ημίν Αυτό, 
το  εκ  του  Πατρός  εκπορευόμενον  Πνεύμα,  η  Τρίτη  Υπόστασις,  και  ουχί  άλλο  τι 
πνεύμα δυνάμενον εισέτι να φανή εις τους αδοκίμους ως το ηγεμονικόν. Δια του 
Χριστού  και  εν  Αυτώ,  μετ’  άκρως  θετικού  τρόπου,  εφανερώθη  εις  ημάς  ο 
Άνθρωπος  εν  τη  πρωταρχική  αυτού  εικόνι  και  ομοιώσει  προς  τον  Θεόν.  Και 
ουδένα έχομεν πλέον εκτός Αυτού, όστις θα απεδεικνύετο δι’ ημάς θεμέλιον του 
είναι, και εν ορίοις της επιγείου σχετικότητος και εν τη Θεία Απολυτότητι, οι δε 
λόγοι του Χριστού: «Πάντες όσοι ήλθον προ Εμού κλέπται εισί και λησταί» (Ιωάν. 
ι’  8),  ηχούν  δι’  ημάς  εν  τη  δεδομένη  εναργεί  εννοία  και  αληθεία  αυτών.  Πρέπει 
όμως να εννοήσωμεν αυτούς εν τη αυτή προοπτική, εν ή βιούμεν και την άλλην 
κατάστασιν:  «Εχθροί  του  ανθρώπου  οι  οικιακοί  αυτού»  (Ματθ.  ι’  36).  Ούτοι 
αγαπούν  ημάς  και  ημείς  αυτούς,  αλλά  δεν  επιτρέπεται  εις  ημάς  να 
ακολουθήσωμεν  αυτούς,  όταν  ούτοι  παρεμποδίζουν  ημάς  να  παραδοθώμεν  εις 
τον  Θεόν.  Καθ’  ό  μέτρον  ούτοι  εκτρέπουν  ημάς  από  της  μόνης  αληθούς  οδού, 
γίνονται «εχθροί» ημών. Είναι «κλέπται και λησταί». 
Ζώντες  συμφώνως  προς  τας  Ευαγγελικάς  εντολάς,  καίτοι  εν  οδυνηρά 
πορεία,  λαμβάνομεν  βαθμηδόν  λύσιν  πολλών  εκ  των  απ’  αιώνος  προβλημάτων 
της ανθρωπότητος. Μη εκπλήττεσθε, αύτη είναι η πραγματικότης: Εν τω Χριστώ 
ευρίσκεται  η  σωτηρία  ενός  εκάστου  προσώπου,  εν  Αυτώ  η  σωτηρία  των 
συνηγμένων εν τω ονόματι  [//111] Αυτού ομάδων, ως και ολοκλήρων λαών και του 
κόσμου παντός (βλ. Ιωάν. δ’ 42, Ματθ. ιβ’ 21). Δεν υπάρχει και δεν είναι δυνατόν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 56 ‐
 

να  υπάρξη  κατάστασις,  κατά  την  οποίαν  δεν  δύναται  Ούτος  να  σώση.  Ούτως 
ομιλούντες  ουδόλως  εννοούμεν  ότι  οπωσδήποτε  θα  θεραπεύση  την  μίαν  ή  την 
άλλην ασθένειαν, ότι θα λυτρώση από οιασδήποτε συμφοράς – φυσικής, ηθικής ή 
υλικής  –  από  καταπιέσεων  και  εν  γένει  από  παντός  πράγματος,  όπερ  συνήθως 
θεωρείται ζημία ή όλεθρος, καίτοι και πάντα ταύτα είναι εν ταις χερσίν Αυτού. Η 
αυθεντική  σωτηρία  έγκειται  εις  το  να  παραμείνωμεν  σταθεροί  εν  τη  αγάπη 
Αυτού  υπό  οιασδήποτε  συνθήκας,  ως  και  Αυτός  ο  Ίδιος  «τετήρηκε  τας  εντολάς 
του  Πατρός  Αυτού  και  μένει  Αυτού  εν  τη  αγάπη»  (πρβλ.  Ιωάν.  ιε’  10).  Πάντες 
ημείς γνωρίζομεν δια μέσου ποίων δοκιμασιών διήλθεν ο Κύριος, κυρίως δε κατά 
τας τελευταίας ημέρας της παραμονής Αυτού μεθ’ ημών, και εν τούτοις προ του 
θανάτου  Αυτού  έλεγεν  εις  τους  μαθητάς  Αυτού:  «Ταύτα  λελάληκα  υμίν,  ίνα  η 
χαρά η Εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιωάν. ιε’ 11). Έτι δε: «Αμήν 
λέγω σοι, σήμερον μετ’ Εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. κγ’ 43). 
Πάσα  αγάπη  διέρχεται  δια  μέσου  πειρατηρίων  και  η  αληθής  φιλία 
γνωρίζεται  εν  ταις  συμφοραίς.  Όταν  η  αγάπη  είναι  κραταιοτέρα  του  θανάτου, 
τότε  είναι  τελεία.  Μετά  τοιαύτην  «δοκιμασίαν»,  απαραίτητον  δια  πάντας  ημάς 
ανεξαιρέτως,  η  αγάπη  δια  του  θανάτου  επί  του  επιγείου  επιπέδου  νικά  τον 
θάνατον  εις  την  αιωνιότητα  και  καθιστά  τον  άνθρωπον  ικανόν  δια  την 
«ασάλευτον Βασιλείαν» (Εβρ. ιβ’ 28). 
Ο αγών του χριστιανού κατ’ αρχάς συγκεντρούται  [//112] εντός αυτού· ούτος 
εν  τη  τελειώσει  αυτού  γίνεται  προσευχή  υπέρ  όλου  του  κόσμου,  υπέρ  του  όλου 
Αδάμ. Η πρώτη κίνησις της αγάπης κατευθύνεται προς τον Θεόν, η δευτέρα προς 
τον  πλησίον.  Καθώς  η  προς  τον  Θεόν  Πατέρα  αγάπη  του  σαρκωθέντος  Υιού 
έφθασε  το  απόλυτον  πλήρωμα  αυτής,  ούτω  και  η  προς  τον  άνθρωπον  αγάπη 
Αυτού  πορεύεται  «εις  τέλος»  (βλ.  Ιωάν.  ιε’  10‐15,  ιγ’  1).  Περί  αυτής  ακριβώς  της 
αγάπης εδόθη εις ημάς εντολή. 
Αι  εντολαί  του  Χριστού  είναι  κατά  την  ουσίαν  αυτών  αυτοαποκάλυψις 
Θεού·  εκπεφρασμέναι  δια  γηΐνων  λέξεων  φαίνονται  εις  ημάς  σχετικαί,  αλλά 
θέτουν  εκείνον,  όστις  τηρεί  αυτάς,  ως  ώφειλεν,  εις  το  μεθόριον  μεταξύ  του 
σχετικού  και  του  απολύτου,  του  πεπερασμένου  και  του  απείρου,  του 
αιτιοκρατουμένου  και  του  αυτεξουσίου.  Η  εκπλήρωσις  των  προσταγμάτων 
τούτων,  άτινα  δεν  ασκούν  βίαν  εφ’  ημών,  υπερβαίνει  καθ’  υπερβολήν  τας 
κτιστάς ημών δυνάμεις. Είναι απαραίτητον όπως Αυτός ο Ίδιος, ο αποκαλυφθείς 
εις  ημάς  Παντοκράτωρ,  δια  της  ενεργού  Αυτού  σκηνώσεως  εν  ημίν  ανυψώση 
ημάς  εις  την  ιδιάζουσαν  εις  Αυτόν  σφαίραν  του  απολύτου  και  υπό  ουδενός 
προσδιοριζομένου  Είναι:  «  Εγώ  ειμι  η  άμπελος,  υμείς  τα  κλήματα·  ο  μένων  εν 
Εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν 
ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5). 
Ούτως ομίλει ο παντοδύναμος Εξουσιαστής πάσης της κτίσεως (βλ. Ματθ. 
κη’ 18). 
Η θεία προέλευσις των ευαγγελικών προσταγμάτων φανερούται εισέτι και 
εκ του ότι οι τηρούντες ταύτα, ανεξαρτήτως του επιπέδου της εξωτερικής αυτών 
μορφώσεως,  προσλαμβάνουν  τον  Άναρχον  εν  ταις  καρδίαις  αυτών: 
«Εξομολογούμαι  Σοι,  Πάτερ,  Κύριε  του  ουρανού  [//113]  και  της  Γης,  ότι  … 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 57 ‐
 

απεκάλυψας αυτά νηπίοις» (Λουκ. ι’ 21). Εις τους Αποστόλους, νηπίους ως προς 
την  ανθρωπίνην  παιδείαν,  έδωκεν  ο  Χριστός  την  αυθεντικήν  γνώσιν  της 
Προαιωνίου Αληθείας. 
Εντός  εκείνου,  όστις  εγνώρισε  τον  Πατέρα  τον  εν  τοις  ουρανοίς,  κατοικεί 
ήδη  η  αιώνιος  ζωή:  «Χαίρετε  δε  ότι  τα  ονόματα  υμών  εγράφη  εν  τοις  ουρανοίς» 
(Λουκ. ι’ 20). 
Είναι αδύνατον να ζήση τις χριστιανικώς. Χριστιανικώς δύναταί τις μόνον 
να αποθάνη, δια θανάτου όμως κατά την γηΐνην μορφήν της υπάρξεως ημών. Εν 
τούτοις και ο θάνατος ούτος δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε απλούς: Είναι η «στενή 
πύλη», η «τεθλιμμένη οδός η απάγουσα εις την ζωήν», την οποίαν όμως «ολίγοι 
εισίν οι ευρίσκοντες» (Ματθ. ζ’ 13‐14). 
Το  Ευαγγέλιον  του  Χριστού  υπερβαίνει  εις  απίστευτον  βαθμόν  παν  ό,τι 
γνωρίζει  η  γη.  Πώς  να  θεραπευθή  η  φοβερά  εκείνη  νόσος,  δια  της  οποίας 
εμόλυνεν  ο  εχθρός  τον  Άνθρωπον  εν  τη  αυγή  της  εμφανίσεως  αυτού  εις  τον 
κόσμον;  (Βλ.  Γέν.  γ’  1‐6).  Δια  ποίας  οδού  θα  ήτο  δυνατόν  να  δοθή  εις  τους 
ανθρώπους  να  γνωρίσουν  ότι  εκείνος  ο  εντελώς  ασυνήθης  άνθρωπος,  ο  Ιησούς 
Χριστός  των  Ευαγγελίων,  είναι  αληθώς  ο  Άναρχος  Θεός,  ο  Δημιουργός  πάντων 
των  όντων,  ο  αποκαλυφθείς  εις  τον  Μωϋσήν  δια  του  ονόματος  Εγώ  ειμί;  Τις  εκ 
των «υγιώς σκεπτομένων» δύναται να φθάση μέχρι τοιαύτης «μωρίας», ώστε να 
δεχθή ως Θεόν άνθρωπον αποθνήσκοντα επί του σταυρού εν μέσω ληστών; Τί να 
είπωμεν όμως; Όσοι δεν δύνανται να πιστεύσουν εις την Θεότητα του Χριστού, δι’ 
ουδενός άλλου τρόπου θα επιτύχουν την θέωσιν αυτών. Να πιστεύσουν δύνανται 
ή μόνον τα παιδία,  [//114] τα καθαρά τη καρδία, ή όσοι φέρουν εν εαυτοίς – παρά 
την συνείδησιν της πτώσεως και της μηδαμινότητος αυτών – την διαίσθησιν της 
συγγενείας  αυτών  μετά  του  Θεού.  Πιστεύουν  εις  τον  Χριστόν  εκείνοι,  οίτινες 
πιστεύουν εις την θέωσιν αυτών. Η πίστις ή η απιστία εξαρτάται εκ της υψηλής ή 
ταπεινής  περί  του  Ανθρώπου  αντιλήψεως.  Δια  τον  πιστεύοντα  ο  σταυρικός 
θάνατος του Ιησού, τουτέστι πώς και δια τί Ούτος εσταυρώθη, είναι η ισχυροτέρα 
μαρτυρία  υπέρ  Αυτού.  Ιδού  πώς  αντελαμβάνετο  τούτο  ο  Παύλος,  ο  πρώην 
διώκτης:  «απέστειλέ  με  Χριστός  …  ευαγγελίζεσθαι  ουκ  εν  σοφία  λόγου,  ίνα  μη 
κενωθή  ο  Σταυρός  του  Χριστού.  1.18  Ο  λόγος  γαρ  ο  του  σταυρού  τοις  μεν 
απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις … δύναμις Θεού … 1.19 Γέγραπται 
γάρ·  απολώ  την  σοφίαν  των  σοφών,  και  την  σύνεσιν  των  συνετών  αθετήσω.  … 
ουχί  εμώρανεν  ο  Θεός  την  σοφίαν  του  κόσμου  τούτου;  1.21  Επειδή  γαρ  εν  τη 
σοφία  του  Θεού  ουκ  έγνω  ο  κόσμος  δια  της  σοφίας  (ήτις  εφανερώθη  εν  τη 
δημιουργία) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι 
τους πιστεύοντας. 1.22 Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και ῞Ελληνες σοφίαν 
ζητούσιν,  1.23  ημείς  δε  κηρύσσομεν  Χριστόν  εσταυρωμένον,  Ιουδαίοις  μεν 
σκάνδαλον,  ῞Ελλησι  δε  μωρίαν,  1.24  αυτοίς  δε  τοις  κλητοίς,  …  Χριστόν  Θεού 
δύναμιν και Θεού σοφίαν· 1.25 ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων 
εστί, … 2.6 Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, 
…  2.7  αλλά  λαλούμεν  σοφίαν  Θεού  εν  μυστηρίω,  την  αποκεκρυμμένην,  ήν 
προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών, 2.8 ήν ουδείς των αρχόντων 
του  αιώνος  τούτου  έγνωκεν·  …  2.10  Ημίν  δε  ο  Θεός  απεκάλυψε  δια  του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 58 ‐
 

Πνεύματος  Αυτού·  …  2.12  Ημείς  δε  …  ελάβομεν,  …  το  Πνεύμα  το  εκ  του  Θεού, 
ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν» (Α’ Κορ. α’ 17‐25, β’ 6‐12). 
[//115]  Ολιγοψυχούμεν,  αλλ’  ο  Χριστός  λέγει  εις  ημάς:  «Θαρσείτε·  εγώ 
νενίκηκα  τον  κόσμον»  (Ιωάν.  ιστ’  33).  Εάν  Ούτος  ενίκησε  τον  «κόσμον»,  τούτο 
σημαίνει  ότι  και  ως  άνθρωπος  υπερέβη  την  κτίσιν,  εγένετο  υπερκόσμιος.  Και 
έκαστος  πιστεύων  εις  Αυτόν,  νικών  εν  τω  αγώνι  της  μετανοίας  τον  ενεργούντα 
εν ημίν «νόμον της αμαρτίας» (Ρωμ. ζ’ 23), καθίσταται, ομοίως προς τον Χριστόν, 
υπερκόσμιος. 
«Πάτερ, … τα ρήματα ά δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς  … και την δόξαν ήν 
δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς … Πάτερ, ούς δέδωκας Μοι, θέλω ίνα όπου ειμί Εγώ 
κακείνοι  ώσι  μετ’  Εμού,  ίνα  θεωρώσι  την  δόξαν  την  Εμήν  ήν  δέδωκας  Μοι,  ότι 
ηγάπησας Με προ καταβολής κόσμου» (Ιωάν. ιζ’ 1, 8, 22, 24). 
Ίνα θεωρή τις την δόξαν ταύτην, είναι απαραίτητον να μένη και ο ίδιος εν 
αυτή.  Ίνα  εννοήση  τις,  έστω  και  εν  μέρει,  «Τίς  εστιν  Ούτος;»  (Ματθ.  κα’  10), 
πρέπει απαραιτήτως να ομοιωθή προς Αυτόν δια της παραμονής εν τω πνεύματι 
των εντολών Αυτού. Όστις δεν ηκολούθησεν Αυτόν μεθ’ ολοκληρωτικής πίστεως, 
όστις δεν ηγάπησεν Αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας, και ως 
εκ  τούτου  δεν  ετήρησε  τον  λόγον  Αυτού,  εκείνος  ας  μη  τολμά  να  κρίνη  Αυτόν 
επιπολαίως,  ή  να  εκφέρη  γνώμην  περί  Αυτού  (βλ.  Α’  Κορ.  β’  14).  Ας  τηρήση 
έντιμον σιωπήν, διότι δεν είναι κατάλληλος να κρίνη περί του Υιού του Θεού και 
Λόγου του Πατρός. Ίνα εκτιμήση τις επαξίως εις τον χώρον της επιστήμης ή της 
τέχνης  την  ιδιοφυΐαν  του  επιστήμονος  ή  του  καλλιτέχνου,  πρέπει  ο  ίδιος  να  μη 
απέχη  πολύ  αυτού.  Το  αυτό  ακριβώς  [//116]  ισχύει  και  εις  την  σφαίραν  του 
πνεύματος. Όστις όμως ωκοδόμησε την ζωήν αυτού επί την πέτραν της διδαχής 
Αυτού (βλ. Ματθ. ζ’ 24‐29), ούτος θα έλθη βαθμηδόν εις την κατανόησιν του «Τίς 
εστιν Ούτος». 
Ο  Χριστός  είπεν:  «Ουδείς  επιγινώσκει  τον  Υιόν  ει  μη  ο  Πατήρ,  ουδέ  τον 
Πατέρα  τις  επιγινώσκει  ει  μη  ο  Υιός  και  ώ  εάν  βούληται  ο  Υιός  αποκαλύψαι» 
(Ματθ. ια’ 27). Τούτο σημαίνει ότι ευρίσκονται άνθρωποι εις τους οποίους Ούτος 
αποκαλύπτει  τον  Πατέρα.  «Ουδείς  δύναται  ελθείν  προς  Με,  εάν  μη  ο  Πατήρ  ο 
πέμψας  Με  ελκύση  αυτόν».  (Ιωάν.  στ’  44).  Ο  Πατήρ  επομένως  ελκύει.  «Ουδείς 
έρχεται  προς  τον  Πατέρα  ει  μη  δι’  Εμού»  (Ιωάν.  ιδ’  6).  Βλέπομεν  ούτως  ότι  οι 
άνθρωποι «έρχονται» προς τον Πατέρα δια του Υιού. 
Ο  άνθρωπος  είναι  αληθώς  μέγα  μυστήριον.  Κτισθείς  εκ  του  μηδενός 
υψούται  εις  το  πλήρωμα  του  ακτίστου  Είναι.  Ο  Θεός  τοσούτον  ηγάπησεν  τον 
άνθρωπον, ώστε προσφέρεται εις αυτόν άνευ μέτρου, άνευ ορίων. Καθώς ο Θεός 
υπερέχει  παντός  πράγματος  εν  τη  κοσμική  πραγματικότητι,  ούτω  και  ο 
άνθρωπος,  θεούμενος  δια  της  ενοικήσεως  εν  αυτώ  του  Αγίου  Πνεύματος,  είναι 
πολυτιμότερος  πάντων  των  γαλαξιών.  Αυτή  ακριβώς  είναι  η  συνείδησις,  ήτις 
χαρακτηρίζει  τον  χριστιανόν,  και  άνευ  αυτής  δεν  δύναται  ούτος  «αξίως 
περιπατήσαι της κλήσεως, ής εκλήθη» (Εφες. δ’ 1) . 
Δεν συνιστά άρα γε υπέρμετρον υπερηφανίαν να ομιλώμεν μετά τοιαύτης 
τόλμης; Ουχί βεβαίως, εφ’ όσον ακολουθούμεν το υπόδειγμα του Χριστού, Όστις 
είπεν:  «Υπόδειγμα  …  δέδωκα  υμίν,  ίνα  καθώς  Εγώ  εποίησα  υμίν,  και  υμείς 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 59 ‐
 

ποιήτε»  (Ιωάν.  ιγ’  15)·  και  εφ’  όσον  μιμούμεθα  τους  Αποστόλους  και  Πατέρας 
ημών: «Μιμηταί μου [//117] γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α’ Κορ. ια’ 1). 
Εν τω δεκάτω έκτω κεφαλαίω του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου ευρίσκομεν 
ωλοκληρωμένην περί του θέματος τούτου διδαχήν. 
«16.13 ο Ιησούς … ηρώτα τους Μαθητάς Αυτού λέγων· τίνα Με λέγουσιν οι 
άνθρωποι  είναι  τον  Υιόν  του  ανθρώπου;  16.14  Οι  δε  είπον·  οι  μεν  Ιωάννην  τον 
Βαπτιστήν, άλλοι δε ᾿Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των Προφητών. 16.15 Λέγει 
αυτοίς· υμείς δε τίνα Με λέγετε είναι; 16.16 Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· Σύ 
εί  ο  Χριστός,  ο  Υιός  του  Θεού  του  ζώντος.  16.17  Και  αποκριθείς  ο  Ιησούς  είπεν 
αυτώ· μακάριος εί, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ᾿ ο 
Πατήρ Μου ο εν τοις ουρανοίς. 16.18 Καγώ δε σοι λέγω ότι συ εί Πέτρος, και επί 
ταύτη  τη  πέτρα  οικοδομήσω  Μου  την  Εκκλησίαν,  και  πύλαι  άδου  ου 
κατισχύσουσιν αυτής. 16.19 Και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, 
και  ό  εάν δήσης  επί  της  γής,  έσται  δεδεμένον  εν  τοις  ουρανοίς,  και  ό  εάν  λύσης 
επί της γής, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς. 16.20 Τότε (ο Ιησούς) διεστείλατο 
τοις μαθηταίς Αυτού ίνα μηδενί είπωσιν ότι Αυτός εστιν Ιησούς ο Χριστός. 16.21 
Από τότε ήρξατο ο Ιησούς δεικνύειν τοις Μαθηταίς Αυτού ότι δει Αυτόν απελθείν 
εις  Ιεροσόλυμα  και  πολλά  παθείν  από  των  πρεσβυτέρων  και  αρχιερέων  και 
Γραμματέων  και  αποκτανθήναι,  και  τη  τρίτη  ημέρα  εγερθήναι.  16.22  Και 
προσλαβόμενος  Αυτόν  ο  Πέτρος  (αγνοών  εισέτι  το  μυστήριον  των  οδών  της 
σωτηρίας ημών) ήρξατο επιτιμάν Αυτώ λέγων· Ίλεώς Σοι, Κύριε· ου μη έσται Σοι 
τούτο.  16.23  Ο  δε  στραφείς  είπε  τω  Πέτρω·  Ύπαγε  οπίσω  Μου,  σατανά· 
σκάνδαλόν  Μου  εί·  ότι  ου  φρονείς  τα  του  Θεού,  αλλά  τα  των  ανθρώπων.  16.24 
Τότε  ο  Ιησούς  είπε  τοις  Μαθηταίς  Αυτού·  Εί  τις  θέλει  οπίσω  Μου  ελθείν, 
απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και  [//118] ακολουθείτω Μοι. 
16.25 Ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ᾿ αν απολέση 
την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ευρήσει αυτήν. 16.26 Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος 
εάν  τον  κόσμον  όλον  κερδήση,  την  δε  ψυχήν  αυτού  ζημιωθή;  Ή  τί  δώσει 
άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; 16.27 Μέλλει γαρ ο Υιός του ανθρώπου 
έρχεσθαι  εν  τη  δόξη  του  Πατρός  Αυτού  μετά  των  αγγέλων  Αυτού,  και  τότε 
αποδώσει  εκάστω  κατά  την  πράξιν  αυτού.  16.28  Αμήν  λέγω  υμίν,  εισί  τινες  των 
ώδε  εστηκότων,  οίτινες  ου  μη  γεύσωνται  θανάτου  έως  αν  ίδωσι  τον  Υιόν  του 
ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία Αυτού» (Ματθ. ιστ’ 13‐28). 
Εν  τη  ευαγγελική  ταύτη  περικοπή  δίδονται  εις  ημάς  τα  πλέον  ουσιώδη 
σημεία της αποκαλύψεως περί «της στενής πύλης και της τεθλιμμένης οδού, της 
απαγούσης εις την ζωήν». Ότε πολλοί εκ του λαού ετίμων τον Χριστόν ως μέγαν 
Προφήτην,  οι  δε  Απόστολοι  και  ως  Υιόν  του  Θεού  του  Ζώντος,  τότε  Εκείνος 
«ήρξατο  δεικνύειν  τοις  μαθηταίς»  περί  των  παθημάτων  και  του  θανάτου,  άτινα 
έμελλον  να  συμβούν  εις  Αυτόν.  Εις  το  «ανθρώπινον»  αίσθημα  του  Πέτρου  ο 
Κύριος  έδωκεν  αποφασιστικήν  απάντησιν:  «Ύπαγε  ομίσω  Μου»,  και  εσυνέχισε 
την  διδαχήν  περί  της  αναγκαιότητος  του  σταυρού  δια  πάντας  τους 
ακολουθούντας Αυτόν. Και φθάνει μέχρι του ακραίου σημείου να είπη: Ίνα σώση 
τις  αιωνίως  την  ψυχήν  αυτού εν  τη  Βασιλεία, πρέπει να απολέση αυτήν επί του 
επιπέδου των επιγείων ενδιαφερόντων. Η αξία της ψυχής είναι απείρως μεγάλη. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 60 ‐
 

Εάν  δια  την  απόκτησιν  όλου  του  κόσμου  υφίστατο  αύτη  ζημίαν  επί  του  Θείου 
επιπέδου, τότε και άπαντα τα αγαθά της γης δεν θα ηδύναντο να καλύψουν την 
προξενηθείσαν  πνευματικήν  «απώλειαν».  Ο  Χριστός  οικοδομεί  την  Εκκλησίαν 
Αυτού,  [//119]  της  οποίας  «πύλαι  άδου  ου  κατισχύσουσιν»,  επί  την  ομολογίαν  της 
Θεότητος Αυτού. Εάν αρνηθώμεν το εν Αυτώ πλήρωμα της Θεότητος, τότε ούτε η 
Εκκλησία,  ούτε  άλλος  τις,  εν  γένει,  δύναται  να  νικήση  τον  κόσμον  ή  τον 
καταχθόνιον άδην. 
Ύστερον  δε  πάλιν  ακούομεν  λόγους  περί  του  ανάρχου  μεγαλείου  και  της 
εξουσίας Αυτού, άτινα θα φανερωθούν εις τινας «των ώδε εστηκότων» την ώραν 
εκείνην. Τούτο επραγματοποιήθη εις το Θαβώρ, όπου ο Χριστός προσηυχήθη περί 
της «εξόδου» Αυτού προς την κρίσιν και τον θάνατον (βλ. Λουκ. θ’ 31), και όπου 
το  άκτιστον  Φως  του  Αγίου  Πνεύματος  επεσκίασε  τους  Αποστόλους,  και  είδον 
ούτοι  τον  Μωϋσήν  και  τον  Ηλίαν  ως  υπηρέτας  του  Κυρίου,  και  ήκουσαν  την 
ακατάληπτον  φωνήν  του  Πατρός,  του  μαρτυρήσαντος  περί  της  προαιωνίου 
Υιότητος του Ιησού. 
Εν βραχυτάτω χρόνω και η άπειρος δόξα και η κατάβασις εις τον άδην. Και 
αύτη είναι η οδός δια τον χριστιανόν: Καταδικάζει εαυτόν εις την κόλασιν, και ως 
απάντησιν  δέχεται  την  απερίγραπτον  δωρεάν  της  Πατρικής  ευσπλαχνίας. 
Τοιούτος είναι ο πλούτος του περεσσού ζωής, όπερ έφερεν ο Χριστός (βλ. Ιωάν. ι’ 
10): Η ζωή του Χριστού περιβάλλει και τον άδην και την Βασιλείαν· χωρεί εντός 
αυτής  και  το  έσχατον  πάθος  και  την  υψίστην  μακαριότητα.  Απεργάζεται  τον 
μικρόν άνθρωπον μέγαν, παγκόσμιον, θεοειδή κατά πάντα … Δυστυχώς, «ολίγοι 
εισίν οι ευρίσκοντες (την οδόν) αυτήν» (Ματθ. ζ’ 14). 
Αι  δωρεαί του Πατρός υπερβαίνουν το μέτρον της αντοχής ημών. Όταν η 
υπέρμετρος  δύναμις  καταβαίνη  [//120]  επί  του  φθαρτού  ανθρώπου,  ενδέχεται  να 
προσεγγίση  αυτόν  ο  Εωσφόρος,  όστις  έπεσεν  εκ  του  παροξυσμού  της 
υπερηφανίας  αυτού.  Πώς  να  εκφύγωμεν  από  της  πτώσεως  ταύτης;  Και  πάλιν 
έχομεν το υπόδειγμα του Χριστού, του πειρασθέντος εν τη ερήμω. Ενθυμούμεθα 
εισέτι  και  τους  λόγους  Αυτού:  «Και  συ  Καπερναούμ,  η  έως  του  ουρανού 
υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση» (Ματθ. ια’ 23). 
Προκειμένου  να  διαζωγραφήσωμεν  εναργέστερον  την  εικόνα  της 
χριστιανικής  ημών  οδού,  θα  καταφύγωμεν,  ως  και  οι  Πατέρες,  εις  την  μέθοδον 
των αναλογιών. Όταν παρατηρώμεν αιωνόβιον τι δένδρον, του οποίου η κορυφή 
υψούται  μέχρι  των  νεφελών,  τότε  γνωρίζομεν  ότι  η  δύναμις  των  βαθειών  ριζών 
αυτού  οφείλει  να  ανταποκρίνηται  εις  το  μέγεθος  του  δένδρου.  Εάν  αι  ρίζαι  δεν 
εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης – ίσως τοσούτον βαθέως, όσον υψούται 
και η κορυφή –, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις 
τον όγκον και το βάρος του ορατού τμήματος του δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο 
αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο· και ασθενής τις άνεμος θα 
ανέτρεπεν  αυτό.  Το  αυτό  ισχύει  και  δια  την  πνευματικήν  ζωήν  του  ανθρώπου. 
Εάν έχωμεν επίγνωσιν του μεγαλείου της εν Χριστώ κλήσεως ημών, τουτέστι της 
εκλογής ημών δι’ υιοθεσίαν, προ καταβολής κόσμου, εν τη προαιωνίω βουλή του 
Θεού,  δεν  υπεραιρόμεθα  ένεκα  τούτου,  αλλ’  όντως  ταπεινούμεν  εαυτούς.  Η 
κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος το εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 61 ‐
 

ημάς,  ίνα  παραμείνωμεν  σταθεροί  εν  τω  πνεύματι  της  αυθεντικής  χριστιανικής 
ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών 
δια  [//121]  της  πλέον  αυστηράς  αυτομεμψίας  εις  πάντα.  Και  όσον  βαθύτερον 
ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό 
του Θεού» (Λουκ. ιη’ 14). 
Πλείστοι όσοι, μη γνωρίσαντες δια πείρας τας αγαθοποιούς ενεργείας της 
προσευχής,  αγνοούν  ότι  δι’  αυτής  διανοίγεται  εις  το  πνεύμα  του  ανθρώπου 
κόσμος  απεριγράπτου  μεγαλείου:  και  τα  ζοφώδη  βάθη  του  άδου  και  αι 
φωτοφόροι  σφαίραι  των  ουρανών.  Άνευ  της  πίστεως  εις  την  ανάστασιν  πάσα 
δοκιμασία  αποβαίνει  σχεδόν  παράλογος:  εστερημένη  νοήματος·  ικανή  να 
δαμάση  την  δύστροπον  ψυχήν,  αλλ’  ουχί  να  θεραπεύση  αυτήν  εκ  της 
κεκρυμμένης  εν  τω  βάθει  αυτής  υπερηφανίας.  Πλουτεί  αύτη  την  πείραν  της 
ζωής, αλλά άνευ προσευχής δεν ανάγει την ψυχήν εις την απάθειαν· βαθμηδόν 
αποκτείνει  και  σώμα  και  καρδίαν  και  νουν,  πριν  ή  ταύτα  τελειωθούν  εν  τη 
γνώσει του Θεού. Όταν το Φως του άνω κόσμου εγγίση την ψυχήν, τότε τα πάντα 
μεταβάλλονται:  Τα  γήΐνα  πάθη  σβέννυνται  και  το  πνεύμα  ανυψούται  εις  την 
θεωρίαν  του  Αιωνίου.  Ο  άνθρωπος,  πεπροικισμένος  δια  της  ευλογίας  ταύτης, 
θεωρεί πάσαν γηΐνην κατάστασιν (κοινωνικήν, υλικήν, έτι δε και επιστημονικήν) 
ως  πρόσκαιρόν  τι  «μέσον»,  και  ουδόλως  μεριμνά  περί  της  επιγείου  αυτού 
σταδιοδρομίας. Και εάν ούτος επιμείνη εις την ταπεινήν περί εαυτού συνείδησιν, 
θα δοθή εις αυτόν μεγαλυτέρα εισέτι γνώσις περί των μυστηρίων του μέλλοντος 
αιώνος. 
Ο  άνθρωπος  ενούμενος  δια  της  προσευχής  μετά  του  Χριστού,  λαμβάνει 
έσωθεν,  εν  τη  καρδία  και  τω  νοΐ  [//122]  αυτού,  την  πληροφορίαν  ότι  εν  τη 
αιωνιότητι θα δοθή εις αυτόν άπαν το περιεχόμενον του Θεανθρωπίνου Είναι, ως 
αναφαίρετον  κτήμα.  Ένεκα  τούτου  παν  αγαθόν  έργον  οιουδήποτε  ανθρώπου 
άρχεται – ήδη εντεύθεν – να ευφραίνη αυτόν δια της χαράς της κοινής σωτηρίας 
(βλ. Λουκ. ιε’ 31‐32). Η δόξα του αδελφού θα είναι και δόξα αυτού του ιδίου, η δε 
θέα  προσώπων  δεδοξασμένων  υπό  του  Θείου  Φωτός,  αγαλλίασις·  και  όσον 
εντονωτέρα  η  λάμψις  αυτών,  τοσούτον  θεσπεσιωτέρα  η  θεωρία.  Η  ερχομένη 
Βασιλεία  των  αγίων  συνίσταται  εις  το  περισσόν  αγάπης,  πρόγευσις  της  οποίας 
δίδεται υπό του Θεού ήδη εντεύθεν. Η αγάπη του Θεού περιβάλλει και τον άδην. 
Και ημείς νυν γνωρίζομεν ότι η κάθοδος ημών εις τον άδην, κατά την διάρκειαν 
της ζωής ταύτης, είναι η ασφαλής οδός προς την τελειότητα. 
Η  νίκη  επί  του  άδου  διέρχεται  δύο  στάδια:  Το  πρώτον  συνίσταται  εις  την 
υπέρβασιν του εν ημίν σκότους· το δεύτερον, εις την συμπάσχουσαν προς πάσαν 
την κτίσιν αγάπην, την ιδιάζουσαν εις την Θεότητα. Όντως η αγάπη αύτη πληροί 
άπαντα  τον  κτιστόν  κόσμον,  και  δια  Πνεύματος  Αγίου  μεταδίδεται  εις  τους 
σεσωσμένους.  Η  αιωνιότης  δεν  έχει  διαστάσεις,  αλλά  περιέχει  εν  εαυτή  πάσαν 
την  διάρκειαν  των  αιώνων·  η  αιωνιότης  περικλείει  εν  εαυτή  αδιαστάτως  πάντα 
τα πλάτη του κτιστού κόσμου. 
Η  επί  γης  πείρα  ημών  δεν  φθάνει  το  απόλυτον  πλήρωμα.  Παρά  ταύτα  η 
αξιοπιστία  αυτής  δεν  μειούται.  Ιδού  πως  ομιλεί  ο  Απόστολος  Παύλος  περί  του 
αγίου  τούτου  γεγονότος:  «13.8  Η  αγάπη  ουδέποτε  εκπίπτει.  Είτε  προφητείαι, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 62 ‐
 

καταργηθήσονται·  είτε  γλώσσαι,  παύσονται·  είτε  γνώσις,  καταργηθήσεται.  … 


13.10 Όταν δε έλθη το τέλειον,  [//123] τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. … 13.12 
Βλέπομεν γαρ άρτι δι᾿ εσόπτρου εν αινίγματι (αμυδρώς), τότε δε πρόσωπον προς 
Πρόσωπον·  άρτι  γινώσκω  εκ  μέρους,  τότε  δε  επιγνώσομαι  (τελείως)  καθώς  και 
επεγνώσθην (υπό του Θεού). 13.13 Νυνί δε μένει τα τρία ταύτα: πίστις (ως αρχή 
της αγάπης), ελπίς (ως ωρίμανσις αυτής), αγάπη (εν τη τελειώσει αυτής)· μείζων 
δε τούτων η αγάπη» (Α’ Κορ. ιγ’ 8‐13).  
Η γνώσις της οδού διατηρεί ημάς ζώντας έτι και εν τω άδη, αλλά τούτο δεν 
σημαίνει  ότι  τα  παθήματα  ημών  είναι  «κατά  φαντασίαν»:  Ζώμεν  κατά  τρόπον 
μαρτυρικόν  τον  ολέθριον  ζόφον  των  παθών,  όστις  χαρακτηρίζει  όλους  τους 
κληρονόμους  του  πεπτωκότος  Αδάμ·  αλλά  δεν  αποβαίνομεν  θύματα  του  πυρός 
της κολάσεως, κατά τον λόγον του Κυρίου προς τον Άγιον Σιλουανόν: « … και μη 
απελπίζου».  Δεν  πρέπει  να  πτοή  ημάς  καθ’ υπερβολήν η κατάδυσις αύτη εις το 
σκότος,  εφ’  όσον  άνευ  αυτής,  μετά  την  πτώσιν,  το  πλήρωμα  της  γνώσεως  είναι 
ανέφικτον. 
Όσον  και  εάν  προοδεύση  ο  άνθρωπος  εις  τον  ένα  ή  τον  άλλον  τομέα  της 
επιστήμης,  οφείλει  να  ενθυμήται  πάντοτε  των  «στοιχειωδών»,  τουτέστι  των 
θεμελιωδών, θέσεων της επιστήμης αυτού· ούτω και ημείς εν όσω παραμένομεν 
εν  τω  σώματι  τούτω,  κρατούμεν  σταθερώς  την  μέθοδον  εκείνην,  την  οποίαν 
εδίδαξαν εις ημάς και οι Πατέρες ημών και η εν ημίν ενέργεια του Πνεύματος του 
Θεού:  Μη  όντες  ελεύθεροι  εκ  των  καταλοίπων  του  εν  ημίν  ενεργούντος  νόμου 
της  αμαρτίας,  αυτοκαταδικαζόμεθα  μετ’  οργής  και  αυτομίσους  να 
κατακαυθώμεν εις το σκότος το εξώτερον· διότι δεν υπάρχει άλλο πύρ, όπερ  [//124] 
θα εσβέννυε την εν ημίν ενέργειαν των παθών. Και ιδού: Όταν πυρίνη προσευχή 
φλέγη  τα  σπλάγχνα  ημών  και  η  καρδία  αποκάμνη  υπομένουσα,  τότε  έρχεται 
απροσδοκήτως δρόσος ουρανίου παραμυθίας. Όταν η αίσθησις της φθαρτότητος 
ημών  βυθίζη  το  πνεύμα  ημών  εις  απελπισίαν,  τότε  αίφνης  κατέρχεται  νέα 
δύναμις  εξ  ύψους  και  ενδύει  ημάς  αφθαρσίαν  (βλ.  Α’  Κορ.  ιε’  54).  Όταν  πυκνόν 
σκότος αποπνίγη δια φρίκης την ψυχήν ημών, τότε, δι’ ανερμηνεύτου τρόπου, το 
υπερθαυμαστόν  Φως  μεταβάλλει  την  βαθείαν  νύκτα  εις  διαυγή  ημέραν· 
αναλαμβάνει εις ύψος και εισάγει ημάς ως υιούς εις τον Οίκον του Πατρός. 
Πώς  να  εξηγήσωμεν  τας  αντιθέσεις  ταύτας;  Δια  τι  η  μετ’  οργής 
αυτομεμψία  ημών  δικαιοί  ημάς  ενώπιον  του  Θεού;  Δεν  συμβαίνει  άρα  γε  τούτο, 
επειδή εις την συνέχουσαν ημάς συναίσθησιν της παγκαταλυτικής δυνάμεως της 
αμαρτίας  περιέχεται  κατά  τρόπον  υπαρξιακόν  αυθεντική  τις  αλήθεια;  Τοιαύτη 
μετάνοια,  αφικνουμένη  μέχρι  των  πηγών  της  παγκοσμίου  τραγωδίας  (βλ.  Γέν. 
γ’),  διανοίγει  εν  ημίν  «χώρον»  δια  την  έλευσιν  του  Πνεύματος  του  Αγίου,  του 
Πνεύματος  της  Αληθείας,  όπερ  εισάγει  ημάς  αναγεγεννημένους  εις  την 
φωτοφόρον Βασιλείαν. 
Ώ, πόσον θαυμάσιαι αι οδοί του Θεού! Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δύναται να 
ανακαλύψη  αυτάς,  αλλά  το  Πνεύμα,  το  εκ  του  Θεού  εκπορευόμενον,  δια  της 
εμφανίσεως  Αυτού  φωτίζει  προ  ημών  την  θαυμαστήν  ταύτην  είσοδον  προς  την 
αιώνιον σωτηρίαν. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 63 ‐
 

«Όταν  δε  έλθη  ο  Παράκλητος  Όν  Εγώ  πέμψω  υμίν  παρά  του  Πατρός,  το 
Πνεύμα της αληθείας Ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, Εκείνος μαρτυρήσει περί 
Εμού [//125] και οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. ιε’ 26 και ιστ’ 13). 
Δεν  είναι  δυνατόν  να  μη  αναμέλψωμεν  ύμνον  προς  τον  Θεόν,  όταν 
εξερχώμεθα  εκ  της  φλογός  της  μετανοίας,  ήτις  αθεάτως  μετεποίησεν  ημάς  εις 
νέαν  μορφήν  του  είναι,  καταφλέξασα  παν  ό,τι  ήτο  εν  ημίν  φθαρτόν, 
καταθλιπτικόν δι’ ημάς ως βαρύ φορτίον. Πώς και τίς θα περιέγραφε την στάσιν 
ημών  εν  τη  φλογί  ταύτη;  Πώς  και  εις  ποίον  είναι  δυνατόν  να  προτείνωμεν  την 
πείραν  ταύτην;  Είναι  φυσικόν  να  ευχώμεθα  εις  πάντας  και  εις  έκαστον 
άνθρωπον την ανάβασιν εις το Θείον Είναι· τις όμως θα υπομείνη τας βασάνους 
του  άδου  εκφυγών  την  εσχάτην  απόγνωσιν;  Εξετάζων  εαυτόν, 
καταδεδικασμένον να ζη εν τω φοβερώ δια την ιστορίαν της Γης εικοστώ αιώνι, 
τείνω  να  πεισθώ  ότι  δια  πλείστους  εκ  των  συγχρόνων  μου  ενδέχεται  να  μη 
υπάρχη άλλη οδός. 
Ήδη,  πλέον  ή  άπαξ,  ετόλμησα  να  εκφράσω  την  πείραν  μου:  Η  προσευχή 
της  ολοκληρωτικής  μετανοίας  ενώπιον  του  Δημιουργού  ημών  διέρχεται  δια 
μέσου  όλων  των  πνευματικών  δοκιμασιών,  των  δυνατών  δια  τας  κτιστάς  «κατ’ 
εικόνα  Θεού»  υπάρξεις.  Η  «εικών»  και  η  «ομοίωσις»  του  ανθρώπου  προς  τον 
Κύριον  σαφώς  μαρτυρούν  ότι  έκαστος  εξ  ημών  δύναται  να  γίνη  «κύριος»,  ουχί 
άλλως, ει μη εάν νικήση – ουχί βεβαίως δια της αυτού δυνάμεως, αλλά δια της εις 
Χριστόν  πίστεως  (βλ.  Ιωάν.  ε’  4‐5)  –  παν  ό,τι  πληροί  τον  ορατόν  και  νοητόν 
κόσμον  (βλ.  Ιωάν.  ιστ’  33).  Εν  τω  βιβλίω  του  Ιώβ  αναγινώσκομεν:  «Και  είπεν  ο 
Κύριος  τω  διαβόλω:  Πόθεν  παραγέγονας;  Και  αποκριθείς  ο  διάβολος  τω  Κυρίω 
είπε· περιελθών την γην και εμπεριπατήσας την υπ’ ουρανόν  [//126] πάρειμι» (Ιώβ 
α’ 7). Εν τη Αγία Γραφή συχνάκις ο «ουρανός» υποδηλοί την Θείαν σφαίραν, ενώ 
το  «υπ’  ουρανόν»,  τον  κτιστόν  κόσμον.  Δεν  υπάρχει  τοιούτον  μέρος  επί  της  γης 
ούτε  εν  όλω  τω  κόσμω,  όπου  θα  ήτο  δυνατόν  να  αποφύγωμεν  την  συνάντησιν 
μετά  του  διαβόλου.  Και  εάν  ο  τελευταίος  ούτος  ελέγχη  ουχί  μόνον  την 
οικουμένην, αλλά και πάντα τον λοιπόν κόσμον ως «άρχων του κόσμου τούτου», 
τότε,  όπου  και  εάν  ευρισκώμεθα,  «τοπικώς»  ή  πνευματικώς,  θα  έλθη  ούτος  να 
πειράση  ημάς.  Ο  μακάριος  Γέρων  Σιλουανός  ομιλών  περί  τούτου  του  θέματος 
έλεγε: «Νους παλαίει προς νουν … ο νους ημών μετά του νοός του εχθρού» (Άγ. 
Σιλουανός, Κεφ. XVII, Περί λογισμών και περί πλάνης). Επλησίασεν ούτος εισέτι 
και τον Χριστόν, όντα εν τη ερήμω, πειράζων Αυτόν (βλ. Ματθ. δ’ 1‐11, βλ. Λουκ. 
δ’  1‐14).  Προ  της  εν  Γεθσημανή  προσευχής,  ο  Κύριος  είπεν  εις  τους  μαθητάς 
Αυτού: «Έρχεται … ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. ιδ’ 30). 
Τί κατ’ ουσίαν προσπαθώ να είπω; Ακριβώς τούτο, ότι εις όλας τας βαθμίδας της 
αναβάσεως ημών προς τον Θεόν ο εχθρός θα ακολουθή και θα πειράζη ημάς. Και 
όταν  ημείς  ασθενώμεν  σοβαρώς  εφ’  όλων  των  επιπέδων  της  υπάρξεως  ημών,  ή 
παραδιδώμεθα  εις  υπερήφανον  λογισμόν  περί  ημών  των  ιδίων,  επιχειρεί  ούτος 
να αποτρέψη ημάς από του Θεού. 
Έστω και εάν δεν απαριθμήσωμεν την πολυμορφίαν των δοκιμασιών, τας 
οποίας μέλλει να διέλθη ο ασκητής του Χριστού – εγχείρημα όντως ακατόρθωτον 
–,  θα  παραθέσωμεν  εν  τούτοις  πολέμους  τινας  μετά  του  «νοος  του  εχθρού»,  θα 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 64 ‐
 

επισημάνωμεν  δε  ολίγους  εξ  αυτών  ουχί  άνευ  φόβου.  Εν  τω  δεκάτω  κεφαλαίω 
του βιβλίου μου περί του Αγίου Σιλουανού (σελ. 257‐258) έγραφον τα ακόλουθα: 
[//127]  «Δεν  είναι  πάντοτε  άπονον  δια  τον  άνθρωπον  να  οδεύη  κατά  Θεόν. 
Κατά  την  περίοδον  της  άρσεως  της  χάριτος,  ήτις  συνήθως  διαρκεί  επί  σειράν 
ετών,  ο  Θεός  δυνατόν  να  φανή  εις  την  ψυχήν  ανίλεως.  Μη  επιτυγχάνων  του 
ελέους  του  Θεού,  παρά  την  εσχάτην  δια  τας  δυνάμεις  αυτού  άσκησιν,  και  τον 
κόπον,  ο  άνθρωπος  πάσχει  τοσούτον  δεινώς,  ώστε,  εάν  ηδύνατο,  θα  ηρνείτο 
εντελώς πάσαν ύπαρξιν. 
»Εις τί συνίσταται το πάθος αυτού; Η απάντησις εις το ερώτημα τούτο δεν 
είναι εύκολος. 
»Γνωρίσασα τον Θεόν, γνωρίσασα την εν τω φωτί του Προσώπου του Θεού 
ζωήν, η ψυχή εις ουδέν πλέον εν τω κόσμω ευρίσκει χαράν ή ικανοποίησιν και επ’ 
ουδενός  δύναται  να  αναπαυθή,  και  όμως  το  παν  περιβάλλει  αυτήν,  πλην  του 
Θεού.  Ό,τι  εγνώρισεν  ως  κακόν,  ως  σκότος,  πάσα  δαιμονική  ενέργεια, 
παρενοχλεί  αυτήν,  και  το  μαρτύριον  των  παθών  κατά  καιρούς  εγγίζει  την 
υστάτην έντασιν, ενώ ο Θεός, θα έλεγε τις, αποστρέφεται τον άνθρωπον και δεν 
προσέχει εις ουδεμίαν κραυγήν αυτού. Ως το πλέον ανυπεράσπιστον όν κρέμαται 
ούτος επάνω της φοβεράς αβύσσου και επικαλείται την βοήθειαν του Θεού, αλλ’ 
ουδείς  στεναγμός  αυτού  εισακούεται.  Ο  Θεός  φαίνεται  ως  ουδόλως 
ενδιαφερόμενος  δια  το  πάθος  αυτού  … Αναγνωρίζει  (η ψυχή) την αλήθειαν της 
κρίσεως  του  Θεού,  αλλ’  ο  πόνος  αυτής  δεν  ελαττούται.  Ουχί  κατά  φαντασίαν, 
αλλά  εν  αληθεία  βυθίζεται  εις  την  σκιάν  του  θανάτου  και  μη  ευρίσκουσα  μετ’ 
αυτής  τον  Θεόν,  τον  Οποίον  επικαλείται  ημέρας  και  νυκτός,  η  ψυχή  οδυνάται 
φρικτώς.  (Τοιαύτας  ημέρας  εγκαταλείψεως  υπό  του  Θεού  επιλέγει  ιδιαιτέρως  ο 
εχθρός). Εγείρεται το ερώτημα: δια τί πάντα ταύτα; 
»Τον  καιρόν  της  δοκιμασίας  η  ψυχή  δεν  δύναται  να  [//128]  δεχθή  τούτο  ως 
εκδήλωσιν του μεγαλείου της αγάπης ή της εκτιμήσεως του Θεού προς αυτήν, ως 
επιθυμίαν  Αυτού  να  καταστήση  τον  ασκητήν  κατ’  εικόνα  Αυτού  κύριον  και 
βασιλέα,  να  μεταδώση  εις  αυτόν  την  αγιότητα  και  το  πλήρωμα  της  θείας 
υπάρξεως.  Η  ψυχή  γνωρίζει  μόνον  έν:  Ο  Θεός  εγκατέλειψεν  αυτήν,  επιλάμψας 
εις  αυτήν  το  Φως  Αυτού,  και  ούτως  επλήθυνεν  αμέτρως  τας  οδύνας  αυτής.  Και 
όταν  εξηντλημένη  έως  τέλους  δεν  βλέπη  τον  Θεόν  να  κλίνη  προς  αυτήν  εν  τη 
ευσπλαγχνία Αυτού, τότε επιπίπτουν επ’ αυτής τοιαύται σκέψεις και αισθήματα, 
περί ών τηρείται σιωπή». 
Ιδού,  ευρίσκομαι  ενώπιον  διλήμματος:  Να  εμπιστευθώ  άρα  γε  εις  την 
ωριμότητα  των  συγχρόνων  μου  και  να  ομιλήσω  μετ’  αυτών  ως  μετά  διψώντων 
αυθεντικόν  λόγον  περί  τελειότητος,  ή  να  φεισθώ  της  νηπιώδους  αδυναμίας 
αυτών;  Παρακαλώ  πάντα  αναγνώστην  των  σελίδων  τούτων  να  προσεύχηται 
υπέρ εμού, ώστε να μη προξενηθή ζημία αντί ωφελείας εις οιανδήποτε ψυχήν. 
Ο εχθρός εις παρομοίας περιπτώσεις παρωθεί την ψυχήν μέχρις ανταρσίας 
κατά  του  Θεού.  Από  της  στιγμής  της  πτώσεως  ο  εχθρός  έλαβεν  εξουσίαν  να 
εισδύη εις τα εσώτερα βάθη του είναι ημών και εκεί να αιτιάται τον Θεόν δι’ όλα 
τα  παθήματα  του  κόσμου,  διότι  Ούτος  εδημιούργησεν  αυτόν.  Η  μη  κατανόησις 
τούτων  αποβαίνει  ομοία  προς  δεσμά  φυλακής·  και  η  καρδία  και  ο  νους 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 65 ‐
 

ταράσσονται.  Ο  πειραστής  επιχειρεί  να  ωθήση  τον  άνθρωπον  εις  τα  άκρα:  Να 
διαπράξη παν το εναντίον προς τον Θεόν. 
Δεν θα επεκταθώ επί τούτου. Θα ήτο δυνατόν να παρομοιάσωμεν τινας εκ 
την ενεργειών του εχθρού προς καυστικά υγρά χεόμενα επί βλεννογόνου υμένος, 
και άλλας προς διαπεραστικόν ψυχρόν άνεμον ή πνιγηρόν λίβαν. [//129] Εν τούτοις 
κατά  καιρούς,  ως  να  προστατευώμεθα,  τρόπον  τινά,  από  πάντων  των  ανέμων, 
βλέπομεν  εκ  του  καταφυγίου  ημών  μόνον  τα  διωκόμενα  νέφη,  τας  σειομένας 
κορυφάς  των  δένδρων,  και  συμπεραίνομεν  εκ  τούτου  ότι  διέρχεται  θύελλα,  ότι 
αύτη είναι ισχυρά, αλλ’ όμως δεν φθάνει μέχρις ημών. Τότε ημείς, ως ελεύθεροι 
παρατηρηταί,  παρακολουθούμεν  τους  λογισμούς,  οίτινες  περιφέρονται  εις  την 
περιβάλλουσαν  ημάς  ατμόσφαιραν,  αλλ’  όμως  δεν  έχουν  εξουσίαν  εφ’  ημών. 
Τούτο  συμβαίνει  μόνον  εις  εκείνους,  οίτινες  εγνώρισαν  την  ενέργειαν  της 
χάριτος, εις εκείνους εντός των οποίων ερρίφθη ο Θείος σπόρος. Οι άπειροι όμως 
ομοιάζουν  προς  αδαείς  ανθρώπους,  οίτινες  εισήλθον  εις  αίθουσαν  εκθέσεως  ή 
μουσείου  και  δεν  γνωρίζουν  ποίον  έργον  φέρει  επ’  αυτού  σφραγίδα  υψηλής 
μεγαλοφυΐας  και  ποίον  είναι  μέτριον  ή  και  ανάξιον  προσοχής.  Συχνάκις  η 
προτίμησις αυτών κλίνει προς τα πλέον ευτελή έργα. 
«Ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς 
τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα 
πνευματικά  της  πονηρίας  εν  τοις  επουρανίοις»  (Εφεσ.  στ’  12).  Πάντα  τα 
πνεύματα ταύτα «της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» προσβάλλουν σφοδρώς την 
απαλυνθείσαν  δια  της  μετανοίας  καρδίαν  και  τον  ανανήψαντα  δια  της 
παραστάσεως  ενώπιον  του  Θεού  νουν.  Τα  πνεύματα  ταύτα  εισβάλλουν  μετά 
θρασύτητος  εντός  ημών  και  ενεργούν  δια  τοιούτου  τρόπου,  ώστε  να 
εκλαμβάνωμεν  τους  υποβληθέντας  εις  ημάς  υπό  του  εχθρού  λογισμούς  και  τα 
αισθήματα  ως  προερχόμενα  εξ  ημών  των  ιδίων.  Όντως  μετά  την  πτώσιν  αι 
δαιμονικαί υποβολαί ευρίσκουν εν ημίν απήχησίν τινα. Ένεκα τούτου η ορμή της 
μετανοίας  [//130]  αποκτά  τοιαύτην  δύναμιν,  ώστε  το  πνεύμα  ημών  εξέρχεται  εκ 
των σχημάτων του κόσμου τούτου εις την νοεράν απειρότητα, και «εκεί», μόνον 
ενώπιον του Μόνου, παρίσταται απογεγυμνωμένον, αποδεχόμενον αρρήτως την 
γνώσιν περί του χαρακτήρος της πτώσεως ημών και της Θείας αιωνιότητος. 
Ο Παύλος, επειδή υπήρξε διώκτης της Εκκλησίας και φονεύς των πιστών, 
είχε  λόγον  μετανοίας.  Υποθέτω,  ουχί  ανευθύνως,  ότι  η  αρπαγή  ή  η  έκστασις 
αυτού  συνετελέσθη  εν  παροξυσμώ  απεγνωσμένης  μετανοίας.  Ο  ίδιος  γράφει 
περί  του  γεγονότος  τούτου:  «Οίδα  άνθρωπον  εν  Χριστώ  …,  είτε  εν  σώματι  ουκ 
οίδα,  είτε  εκτός  σώματος  ουκ  οίδα,  ο  Θεός  οίδεν,  αρπαγέντα  τον  τοιούτον  έως 
τρίτου  ουρανού  …  εις  τον  παράδεισον,  και  ήκουσεν  άρρητα  ρήματα,  ά  ουκ  εξόν 
ανθρώπω  λαλήσαι»  (Β’  Κορ.  ιβ’  2‐4).  Προς  τους  Ρωμαίους  δε  έγραφε:  «Τις  ημάς 
χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή 
γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ότι ένεκα Σου θανατούμεθα 
όλην  την  ημέραν·  ελογίσθημεν  ως  πρόβατα  σφαγής.  Αλλ’  εν  τούτοις  πάσιν 
υπερνικώμεν  δια  του  αγαπήσαντος  ημάς. Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε 
ζωή  ούτε  άγγελοι  ούτε  αρχαί  ούτε  δυνάμεις  ούτε  ενεστώτα  ούτε  μέλλοντα  ούτε 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 66 ‐
 

ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης 
του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’ 35‐39). 
Δεν είναι δύσκολον να εννοήσωμεν ότι ο Παύλος διήλθε πολλάκις δια του 
πυρός των δοκιμασιών, αίτινες περιγράφονται εις τους προαναφερθέντας λόγους 
αυτού. Εν τω βιβλίω μου περί του Αγίου Σιλουανού  (Κεφ. XII, σελ. 292‐3), επί τη 
βάσει  της  πείρας  των  συγχρόνων  ασκητών,  προσέθεσα  [//131]  επεξηγήσεις  τινας 
εις τους λόγους του μεγάλου Αποστόλου. Έγραφον: 
«Από  της  αγάπης  του  Θεού  αποσπούν  τον  ασκητήν  αι  διαμαρτυρίαι  του 
λογικού αυτού, όπερ δεν δύναται να περιλάβη ή να δεχθή τον νόμον του Χριστού, 
όστις  φαίνεται  εις  αυτόν  μωρία.  Κατά  τας  στιγμάς  της  Θεοεγκαταλείψεως  αι 
διαμαρτυρίαι αύται είναι δυνατόν να προσλάβουν εξαίρετον δύναμιν. 
»Από  της  αγάπης  του  Θεού  θα  χωρίζουν  τον  αγωνιστήν:  άλλοτε  η 
επιθυμία  της  ζωής,  άλλοτε  ο  φόβος  του  θανάτου·  άλλοτε  η  τάσις  προς  τας 
ηδονάς,  άλλοτε  αι  ασθένειαι,  η  πείνα  ή  ο  διωγμός  και  τα  παρόμοια  παθήματα· 
άλλοτε  το  ύψος  και  το  φως  ετέρων  τινών  αποκαλύψεων  και  επιτευγμάτων, 
άλλοτε το βάθος και το υπέροχον βιωμάτων τινών· άλλοτε το μεγαλείον άλλων 
τινών  κατακτήσεων  ή  το  εύρος  άλλων  τινών  δυνατοτήτων·  άλλοτε  αι  οράσεις 
αγγέλων  και  ουρανίων  όντων,  άλλοτε  αι  προσβολαί  των  φρικαλέων  σκονεινών 
πνευμάτων. 
»Δυνάμεθα  να  βεβαιώσωμεν  πλήρως  ότι,  καθ’  οδόν  προς  την  απόκτησιν 
της θείας αγάπης, ο χριστιανός αθλητής συναντά όλην την σειράν των δυνατών 
πειρασμών  και  δοκιμασιών  (ώστε)  …  πάσαι  αι  ανθρώπιναι  οδοί  (να)  είναι 
γνωσταί  εις  τον  χριστιανόν  αθλητήν,  ενώ  αι  οδοί  αυτού  (να)  παραμένουν 
κεκρυμμέναι από των αλλοτρίων οφθαλμών (Α’ Κορ. β’ 15‐16) ». 
Γνωρίζω ότι ουδέν είμαι, εν τούτοις, παρά την μηδαμινότητα μου, ο πόνος 
και  τα  παθήματα  μου  δεν  φαίνονται  εις  εμέ  ανάξια  προσοχής.  Και  ο  Κύριος, 
Όστις έδωκεν εις ημάς την εντολήν  «οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών 
τούτων» (Ματθ. ιη’ 10), δεν παρείδε την κραυγήν μου «και εισήκουσε μου και εκ 
πασών  των  θλίψεων  [//132]  μου  έσωσε  με»  (πρβλ.  Ψαλμ.  λγ’  7).  Εις  τας 
παραφόρους  προσευχάς  μου  συχνάκις  ήμην  ασυγκράτητος  και  τολμηρός,  αλλ’ 
Ούτος  απεκρίνετο  εν  ιλαρότητι  και  πραότητι,  μη  εξουθενών  την  αμάθειάν  μου. 
Προσευχόμενος  ανέμενον  απάντησιν  και  συγχρόνως  δεν  είχον  το  θάρρος  να 
ελπίσω  περί  αυτής.  Παρά  πάσαν  προσδοκίαν,  Ούτος  ήλθεν.  Όλως  ανέλπιστος 
ήτο  ο  τρόπος  της  εμφανείας  Αυτού.  Οι  εχθροί  απεχώρησαν.  Ούτος  ενίκησε  και 
αυτούς  και  εμέ.  Παράδοξον!  Δια  πρώτην  φοράν  ησθάνθην  ανεκλάλητον  χαράν 
δια την ήτταν μου. 
Ο  Θεός  είναι  ασυλλήπτως  μέγας!  Ακούομεν  και  αναγινώσκομεν  τους 
λόγους  περί  του  μεγαλείου  Αυτού,  αλλ’  είναι  εντελώς  διάφορον  να  λάβη  τις 
πείραν του μεγαλείου τούτου. Ουδείς και ουδέν δύναται δι’ οιουδήποτε τρόπου να 
μειώση  την  άναρχον  Αυτού  κυριότητα,  αλλ’  ο  Ίδιος  σμικρύνει  ωσαύτως  Εαυτόν 
εις ακατάληπτον δι’ ημάς βαθμόν: Εν τη ευθραύστω σαρκί ημών Ούτος έφθασε 
το  απόλυτον.  Νυν  γνωρίζω  εκ  πείρας  ότι  Ούτος  διψά  την  τελείωσιν  ημών. 
Παραχωρών  εις  ημάς  τον  βαρύν  πόλεμον  εναντίον  του  εχθρού  και  ημών  των 
ιδίων εν τη πτώσει ημών, επιθυμεί να ίδη ημάς νικητάς. Εάν δεν εγκαταλείψωμεν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 67 ‐
 

Αυτόν,  έτι  και  εν  τη  άκρα  εξουδενώσει  ημών  υπό  των  εχθρών,  τότε  Ούτος 
οπωσδήποτε  θα  έλθη.  Νικά  Ούτος,  ουχί  ημείς.  Την  νίκην  όμως  θα  αποδώση  εις 
ημάς, διότι ημείς υπεμείναμεν τον πόνον. 
Η  φύσις  ουδέποτε  επαναλαμβάνει  ακριβώς  εαυτήν.  Έτι  πλέον,  δεν 
υπάρχουν  απολύτως  ταυτόσημοι  επαναλήψεις  εν  τω  είναι  των  λογικών 
υπάρξεων.  Η  καρδία  εκάστου  ανθρώπου  επλάσθη  υπό  του  Θεού  «κατά  μόνας» 
(Ψαλμ.  λβ’  15).  Είναι  η  καρδία  ενός  συγκεκριμένου  προσώπου‐υποστάσεως,  και 
επομένως ως τοιαύτη είναι ανεπανάληπτος.  [//133] Εν τη εσχάτη αυτής τελειώσει 
εκάστη υπόστασις θα λάβη το οριστικόν δι’ όλην την αιωνίοτητα όνομα, γνωστόν 
μόνον εις τον Θεόν και εις εκείνον τον άνθρωπον, όστις θα φέρει το όνομα τούτο 
(βλ.  Αποκ.  β’  17).  Ούτως,  καίτοι  η  ζωή  πάντων  των  σεσωσμένων  θα  είναι  μία, 
καθώς  Μία  είναι  η  Βασιλεία  της  Αγίας  Τριάδος  (βλ.  Ιωάν.  ιζ’  11,  21‐22),  όμως  η 
υποστατική αρχή εις έκαστον θα παραμείνη αναλλοίωτος. 
Εάν  τα  δεδομένα  αυτά  της  Αποκαλύψεως  είναι  αξιόπιστα,  τότε 
κατανοείται  και  εκείνη η  άποψις  ότι  δεν υπάρχει  και  δεν  δύναται  να  υπάρξη  έν 
σύστημα  ή  πρόγραμμα  ή  πορεία  αναπτύξεως  κοινή  δι’  όλους.  Τούτο  όμως  δεν 
σημαίνει  ότι  ουδαμώς  υπάρχουν  και  γενικαί  αρχαί.  Ούτω  παρατηρούμεν  έν 
σχεδόν  απαραλλάκτως  επαναλαμβανόμενον  φαινόμενον  εις  την  τάξιν  της 
πνευματικής  ημών  ζωής,  ουχί  εν  ταις  λεπτομερείαις,  αλλ’  ως  προς  την  γενικήν 
αρχήν:  Ο  άνθρωπος,  άμα  τη  επιστροφή  αυτού  προς  τον  Θεόν,  λαμβάνει  την 
χάριν, ήτις συνοδεύει και φωτίζει αυτόν, διδάσκουσα αυτόν πολλά μυστήρια της 
μυστικής εν τω Θεώ ζωής. Ύστερον όμως η χάρις αναποφεύκτως θα αποχωρήση 
απ’  αυτού,  τουλάχιστον  κατά  την  αισθητήν  αυτής  δύναμιν,  και  ο  Θεός  θα 
αναμένη  την  απάντησιν  ημών  εις  την  εκχυθείσαν  υπ’  Αυτού  δωρεάν.  Η 
δοκιμασία  αύτη  της  πιστότητος  ημών  έχει  διπλούν  νόημα:  Πρώτον  μεν,  είναι 
απαραίτητον  δι’  ημάς  να  δείξωμεν  την  ελευθερίαν  και  την  σύνεσιν  ημών·  να 
αναπτύξωμεν  και  να  αναγάγωμεν,  ει  δυνατόν,  μέχρι  τελειότητος  το  προνόμιον 
της ελευθερίας δια τον αυτοπροσδιορισμόν ημών εν τη σφαίρα της  αιωνιότητος. 
Δεύτερον  δε,  είναι  αναγκαίον  να  δώσωμεν  εις  τον  Πατέρα  ημών  τον  Ουράνιον 
την  δυνατότητα  να  παραδώση  εις  [//134]  ημάς,  εις  αιώνιον  κληρονομίαν,  παν  ό,τι 
Ούτος  έχει,  διότι  πάσα  εξ  ύψους  δωρεά  αφομοιούται  υφ’  ημών  μόνον  δια 
παθημάτων. Μετά τούτο, εάν επιδείξωμεν ασάλευτον πιστότητα, ο Θεός έρχεται 
εκ  νέου  και  ενοικεί  δια  παντός  εν  τω  ανθρώπω,  όστις  κατέστη  ικανός  να 
περιλάβη το Πυρ της Πατρικής Αγάπης (βλ. Ιωάν. ιδ’ 23, Λουκ. ιστ’ 10‐12). 
Ούτως, καίτοι δεν υπάρχουν γενικαί αρχαί ως πρότυπα της εν Θεώ ημών 
ζωής,  υπάρχουν  όμως  θεμελιώδεις  αρχαί,  τας  οποίας  οφείλομεν  να  φέρωμεν  εν 
τη  συνειδήσει  ημών,  ώστε  να  τελέσωμεν  τον  δρόμον  ημών  εν  συνέσει  και  μη 
γίνωμεν θύματα της αγοίας ημών περί των οδών της σωτηρίας. 
«Ο  Θεός,  ο  Σωτήρ  ημών,  μη  αποκρύψης  απ’  εμού  το  μυστήριον  των  οδών 
του σωτηρίου Σου». 
Δια  τον  χριστιανόν,  ως  ημείς  εννοούμεν  αυτόν,  η  οδός  προς  τον  Πατέρα 
διέρχεται  μόνον  δια  του  Υιού.  «Πάντα  όσα  έχει  ο  Πατήρ  Εμά  εστιν»  (Ιωάν.  ιστ’ 
15).  Εν  τη  προαιωνίω  γεννήσει  του  Υιού  ο  Πατήρ  εξέχεεν  επ’  Αυτόν  άπαν  το 
πλήρωμα  του  Είναι  Αυτού,  ως  εκ  τούτου  δε  ο  Υιός  είναι  εν  παντί  ίσος  προς  τον 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 68 ‐
 

Πατέρα:  Είναι  το  τέλειον  πλήρωμα  της  φανερώσεως  του  Πατρός,  η  ζωή  του 
Πατρός, η ισχύς, η παντοδυναμία, η εξουσία, η Βασιλεία, η σοφία, η παγγνωσία, 
το  δημιουργείν,  η  αγάπη  Αυτού  …  «Ο  εωρακώς  τον  Υιόν  εώρακε  τον  Πατέρα» 
(πρβλ. Ιωάν. ιδ’ 9). «Ο μισών τον Υιόν και τον Πατέρα μισεί» (πρβλ. Ιωάν. ιε’ 23). 
«Ο  πιστεύων  εις  τον  Υιόν  έχει  ζωήν  αιώνιον·  ο  δε  απειθών  τω  Υιώ  ουκ  όψεται 
ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιωάν. γ’ 36). 
Δια του Αγίου Πνεύματος, του εκ του Θεού εκπορευομένου και εν τω Υιώ 
αναπαυομένου,  γνωρίζεται  ο  [//135]  Υιός  εν  τη  Θεότητι  Αυτού  και  τη  υπ’  Αυτού 
προσληφθείση ανθρωπότητι. Εν τω Αυτώ δε Πνεύματι ζώμεν και τον Πατέρα. 
Έκαστος  λόγος  του  Χριστού  είναι  αλήθεια,  ήτις  δεν  υπόκειται  εις  την 
ανθρωπίνην  κρίσιν.  Έχομεν  πανταχού  την  μαρτυρίαν  περί  της  μοναδικότητος 
Αυτού  ως  Υιού  και  Λόγου  του  Πατρός.  Και  ο  Ίδιος  τονίζει  τούτο 
κατηγορηματικώς: «Πάντες όσοι ήλθον προ εμού κλέπται εισί και λησταί» (Ιωάν. 
ι’  8).  Και  δι’  όσους  ήλθον  μετά  την  έλευσιν  Αυτού  και  μέλλουν  εισέτι  να 
εμφανισθούν, λέγει: «Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. Πολλοί γαρ ελεύσονται επί 
τω  ονόματι  Μου  λέγοντες,  εγώ  ειμι  ο  Χριστός  (Μεσσίας),  και  πολλούς 
πλανήσουσι … Τότε εάν τις υμίν είπη, ιδού ώδε ο Χριστός, ή ώδε, μη πιστεύσητε· 
εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσι σημεία μεγάλα 
και τέρατα, ώστε πλανήσαι, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Ιδου προείρηκα υμίν. 
Εάν ουν είπωσιν υμίν, ιδού εν τη ερήμω εστί, μη εξέλθητε, ιδού εν τοις ταμείοις, 
μη πιστεύσητε. Ώσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως 
δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου» (Ματθ. κδ’ 4‐5, 23‐
27). Δεν δύναται να υπάρξη αμφιβολία ότι ο Κύριος διαχωρίζει εαυτόν εκ πάντων 
των  άλλων,  των  δήθεν  «διδασκάλων  της  ανθρωπότητος»:  «Είς  γαρ  υμών  ο 
Διδάσκαλος, ο Χριστός· πάντες δε υμείς αδελφοί έστε» (Ματθ. κγ’ 8). 
Η ιστορία εγνώρισεν εις το παρελθόν πολλάς αποπείρας να τεθή ο Χριστός 
επί  του  αυτού  επιπέδου  μετά  των  άλλων  διδασκάλων,  προφητών  και  ιδρυτών 
θρησκειών.  Παρόμοιαι  απόπειραι  επληθύνθησαν  επί  των  ημερών  ημών,  και 
πρέπει  να  αναμένωμεν  ότι  θα  αυξάνουν  και  εις  το  μέλλον.  Πάσαι  αύται 
συγκλίνουν εις έν: εις την [//136] άρνησιν της αποδοχής της ανάρχου Θεότητος του 
Χριστού,  τουτέστιν  εις  την  άρνησιν  της  παραδοχής  της  απολύτου  Αυτού 
αυθεντίας, την οποίαν διεκήρυξεν η Α’ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.). 
Το άναρχον Φως κοινωνείται εις ημάς δια της ενσαρκώσεως του Λόγου του 
Πατρός. Όπου απορρίπτεται το μέγα τούτο «της ευσεβείας μυστήριον» (Α’ Τιμ. γ’ 
16),  εκεί  δεν  πρέπει  να  αναμένωμεν  γνώσιν  αληθείας.  Εν  τω  Χριστιανισμώ 
συνενούνται  το  άκρως  ψηλαφητόν  και  το  απολύτως  απρόσιτον  του  Θεού. 
Τρώγομεν το Σώμα του σαρκωθέντος Θεού και πίνομεν το Αίμα Αυτού: Γινόμεθα 
μέλη του Σώματος Αυτού (Εφες. ε’ 30). Εν τη μεθέξει του λόγου Αυτού ο κτιστός 
ημών  νους  ενούται  μετά  του  προαιωνίου  Θείου  Νοός.  Και  συγχρόνως:  «Θεόν 
ουδείς  πώποτε  τεθέαται»  (Α’  Ιωάν.  δ’  12)·  «Βασιλεύς  των  βασιλευόντων  και 
Κύριος  των  κυριευόντων  …  φως  οικών  απρόσιτον,  Όν  είδεν  ουδείς  ανθρώπων 
ουδέ ιδείν δύναται» (Α’ Τιμ. στ’ 15‐16). 
Ο  Θεός,  Όστις  εν  τη  ουσία  Αυτού  είναι  επέκεινα  πάσης  εννοίας,  παντός 
ονόματος ή εικόνος, γνωρίζεται εν τη αιωνοβίω πείρα της Εκκλησίας του Χριστού. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 69 ‐
 

Και  οι  Πατέρες  ημών  δια  της  υπερτάτης  εφικτής  εις  τον  άνθρωπον  εμπειρίας 
εγένοντο  μέτοχοι  αυτής  της  γνώσεως,  την  οποίαν  παρέδωκαν  εις  ημάς  ως 
πολύτιμον και αναφαίρετον κληρονομίαν (βλ. Λουκ. ι’ 42). Ο ταπεινός ημών Θεός 
δεν  καταφρονεί  της  μηδαμινότητος  ημών  και  δεν  αρνείται  εις  ημάς  την  εν 
μακαριότητι  γνώσιν  Αυτού,  κατά  το  μέτρον  της  ευδοκίας  Αυτού  προς  τον 
άνθρωπον (βλ. Ματθ. ια’ 27). 
Η  οδός  ημών  προς  την  γνώσιν  του  Θεού  δεν  διέρχεται  δια  των  βιβλίων, 
αλλά  δια  της  πίστεως  εις  τον  λόγον  του  Χριστού·  δια  της  πίστεως  ταύτης, 
εισάγεται ο νους  [//137] ημών εις την καρδίαν, ήτις συνέχεται υπό της φλογός της 
αγάπης  προς  τον  Χριστόν.  Κατερχόμεθα  εις  την  άβυσσον  του  ωκεανού  τούτου, 
εις την καρδίαν του ανθρώπου. Γνωρίζομεν το επίπονον της καταδύσεως ταύτης: 
Προϋποθέτει  πλήθος  παθημάτων.  Εκεί,  εις  τα  βάθη,  η  χείρ  του  Θεού 
εναγκαλίζεται  ημάς  τρυφερώς  και  ανάγει  ημάς  εις  τον  ουρανόν.  Εν  τούτοις,  η 
έως του ουρανού ανύψωσις είναι δυνατή, εάν υπάρχη προς τούτο η ενέργεια του 
πόνου της αγάπης. 
Εν  τω  βιβλίω  τούτω  πολλάκις  ομιλώ  περί  «πόνου»,  και  ενίοτε 
καταλαμβάνομαι υπό φόβου μη τυχόν τινες δεν εννοήσουν ορθώς τον ασκητικόν 
τούτον όρον. Εκείνος ο πόνος, περί του οποίου γράφω, είναι η επωδός της εν Θεώ 
ζωής  μου.  Δεν  δύναμαι  να  επιλησθώ  αυτού.  Ο  πόνος  ούτος  ουδόλως  ομοιάζει 
προς  τον  φυσικόν  ή  τον  ψυχικόν,  καίτοι,  ουχί  σπανίως,  περιλαμβάνει  και  τας 
κατωτέρας ταύτας μορφάς του πόνου. Είναι πόνος Θείας αγάπης, όστις αποσπά 
τον  προσευχόμενον εκ του κόσμου τούτου και εισάγει αυτόν εις έτερον  κόσμον. 
Όσον  βαθύτερος  είναι  ο  πνευματικός  πόνος,  τοσούτον  ισχυροτέρα  και  η  έλξις 
προς  τον  Θεόν·  όσον  δυναμική  η  κατάστασις  ημών  εις  τα  βάθη  του  ατέρμονος 
ωκεανού  των  παθημάτων,  τοσούτον  ασφαλής  και  η  ανάβασις  του  πνεύματος 
ημών εις τον ουρανόν. Όταν δε το πνεύμα εισάγηται εις την φωτοφόρον σφαίραν 
των  ουρανών,  τότε  ο  πόνος  μεταβάλλεται  ωσαύτως  εις  αφόρητον  χαράν 
θριαμβευούσης  αγάπης.  Και  επανέρχεται  κατ’  ουσίαν  η  αυτή  κατάστασις:  Το 
έσχατον  πάθος  συνενούται  μετά  της  άκρας  χαράς.  Αυτή  ακριβώς  η  διάστασις 
ζωής  διακρίνει  τον  μετανοούντα.  Το  Άγιον  Πνεύμα  μεταφέρει  αυτόν  εις 
απροβλέπτους  οριακάς  περιοχάς,  όπου  ούτος  [//138]  δέχεται  την  πρόγευσιν  της 
Θείας  παγκοσμιότητος.  Παρατηρήσατε  τον  Χριστόν  πώς  εβίωσε  τας  συνθήκας 
της γης μετά την πτώσιν του Αδάμ. Εν Αυτώ συνεδυάζοντο η Θεία παντοδυναμία 
μετά  της  ασθενούς  σαρκός.  Ανάλογόν τι  συμβαίνει  και  εις  ημάς:  «Πάντα  ισχύω 
εν  τω  ενδυναμούντι  με  Χριστώ»  (Φιλ.  δ’  13).  Ό,τι  είναι  ο  Κύριος  κατά  την  φύσιν 
της Θεότητος, τούτο λαμβάνουν οι άνθρωποι κατά χάριν. Και όστις εξομοιούται 
προς τον Χριστόν κατά τας επιγείους εκδηλώσεις αυτού, ούτος φυσικώ τω τρόπω 
εξομοιούται προς Αυτόν και επί του Θείου επιπέδου. 
Τα  πνευματικά  παθήματα  είναι  πραγματικότης  αστάθμητος,  και  εις  την 
πλειονότητα  των  ανθρώπων  αδιόρατος.  Η  αγάπη  του  Θεού  γεννά  εν  ημίν 
ολόκληρον  κλίμακα  ποικίλων  μαρτυρίων  του  πνεύματος,  περί  των  οποίων 
οφείλομεν  να  ομιλώμεν  ως  περί  υπερφυσικών,  μεταφυσικών  φαινομένων.  Οι 
διερχόμενοι  δια  τοιούτων  παθημάτων  ενδέχεται  να  ζουν  υπό  εξωτερικάς 
συνθήκας ουχί χείρονας ή όσον αι των συνανθρώπων αυτών, αλλ’ η ψυχή αυτών 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 70 ‐
 

δεν  ικανοποιείται  εις  ουδένα  πλούτον,  ουδεμίαν  πολυτέλειαν,  εις  προνόμια  ή 


εξουσίαν, ουδέ εισέτι εις την δόξαν του κόσμου τούτου. Η ψυχή εν τη φορά αυτής 
προς τον Άναρχον Θεόν πάσχει εκ της στενότητος της καθ’ ημέραν ζωής· πάσχει, 
διότι ησθάνθη την πνοήν του Αγίου Πνεύματος. Η θλίψις αυτής είναι δριμυτέρα 
της θλίψεως μητέρων κοπτομένων επί των νεκρών τέκνων αυτών. 
Ο  πρώτος  λόγος  του  Κυρίου  μετά  την  επιστροφήν  Αυτού  εκ  της  ερήμου 
ήτο:  «Μετανοείτε  ήγγικε  γαρ  η  βασιλεία  των  ουρανών»  (Ματθ.  δ’  17).  Αυτός  ο 
Ίδιος  είναι  [//139]  και  η  Βασιλεία.  Και  ιδού,  ημείς  οι  άνθρωποι,  βλέπομεν  Αυτόν. 
Εγένετο  τοσούτον  οικείος  μεθ’  ημών,  ώστε  ουχί  μόνον  κατέστη  δυνατόν  να 
ίδωμεν Αυτόν, αλλά «και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. α’ 1). Και όταν η 
«ψηλαφητή»  εικών  του  προαιωνίου  Θεού  τρώση  την  ψυχήν  ημών  δια  του 
μεγαλείου  της  αγάπης  Αυτού,  τότε  αύτη  ουδέποτε  δύναται  να  επιλησθή  του 
θαύματος  τούτου.  «13.44  Ομοία  εστίν  η  βασιλεία  των  ουρανών  θησαυρώ 
κεκρυμμένω εν τω αγρώ, όν ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού 
υπάγει  και  πάντα  όσα  έχει  πωλεί  και  αγοράζει  τον  αγρόν  εκείνον.  13.45  Πάλιν 
ομοία  εστίν  η  βασιλεία  των  ουρανών  ανθρώπω  εμπόρω  ζητούντι  καλούς 
μαργαρίτας· 13.46 ός ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην απελθών πέπρακε πάντα 
όσα  είχε  και  ηγόρασεν  αυτόν»  (Ματθ.  ιγ’  44‐46).  Εν  ταις  παραβολαίς  ταύταις  ο 
Κύριος  ομιλεί  περί  εκείνου,  όπερ  ακριβώς  έχω  νυν  κατά  νουν.  Ατενίσας  εν 
πνεύματι εις το κάλλος του Θεού, ο άνθρωπος εγκαταλείπει παν ό,τι ήδη κατέχει 
εν  τω  κόσμω  τούτω,  όπως  αποκτήση  εκείνον  τον  «θησαυρόν»,  εκείνον  τον 
«μαργαρίτην». 
Όταν  το  Πνεύμα  το  Άγιον  εμφανίζη  εις  το  πνεύμα  ημών  εν  τω  ακτίστω 
Φωτί  την  Θείαν  πραγματικότητα,  τότε  η  ψυχή  έχει  ανάγκην  ανδρείας,  ώστε  να 
πιστεύση  εις  την  δοθείσαν  θεωρίαν:  Αύτη  υπερβαίνει  αμέτρως  παν  ό,τι  ημείς 
γνωρίζομεν  εν  τη  συνήθει  ζωή.  Όστις  έλαβε  πείραν  της  καταστάσεως  αυτής 
δύναται  να  εννοήση  πως  τον  δισταγμόν  της  Αγίας  Παρθένου  Μαρίας  κατά  τον 
ευαγγελισμόν  Αυτής  υπό  του  Αρχαγγέλου  Γαβριήλ.  Και  μόνον  ότε 
απεκαλύφθησαν εις Αυτήν και τα παθήματα εκείνα, μετά των οποίων συνεδέετο 
η  διακονία  Αυτής  προς  τον  κόσμον,  απήντησεν:  «Ιδού  η  Δούλη  Κυρίου·  [//140] 
γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. Και απήλθεν απ’ αυτής ο Άγγελος. Αναστάσα δε 
Μαριάμ  εν  ταις  ημέραις  ταύταις  επορεύθη  εις  την  ορεινήν  μετά  σπουδής  εις 
πόλιν  Ιούδα,  και  εισήλθεν  εις  τον  οίκον  Ζαχαρίου  και  ησπάσατο  την  Ελισάβετ. 
Και  εγένετο  ως  ήκουσεν  η  Ελισάβετ  τον  ασπασμόν  της  Μαρίας,  εσκίρτησεν  το 
βρέφος  εν  τη  κοιλία  αυτής·  και  επλήσθη  Πνεύματος  Αγίου  η  Ελισάβετ  και 
ανεφώνησε …: Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας 
Σου.  Και  πόθεν  μοι  τούτο  ίνα  έλθη  η  μήτηρ  του  Κυρίου  μου  προς  με;  …  Και 
μακαρία  η  πιστεύσασα  ότι  έσται  τελείωσις  τοις  λελαλημένοις  αυτή  παρά 
Κυρίου». Ότε όμως έλαβε την διαβεβαίωσιν περί του αληθούς της αποκαλύψεως, 
ήτις εδόθη εις Αυτήν, είπε: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το 
πνεύμα μου επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου» (Λουκ. α’ 38‐47, πρβλ. Λουκ. β’ 35). «… Οι 
δε  ένδεκα  μαθηταί  …  ιδόντες  Αυτόν  προσεκύνησαν  Αυτώ,  οι  δε  εδίστασαν» 
(Ματθ. κη’ 17). Εδίστασαν, διότι το γεγονός υπερέβαινε το μέτρον του ανθρώπου 
(βλ. Ματθ. κ’ 22, Πράξ. θ’ 15‐16). 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 71 ‐
 

Εν πρώτοις το άκτιστον Φως αποκαλύπτει την κατάστασιν ημών, ήτις είναι 
φρικτή·  κατερχόμεθα  ενσυνειδήτως  εις  τα  κατώτατα  μέρη  του  άδου  ημών  και 
βλέπομεν  την  εξαχρείωσιν  ημών,  ως  ημείς  είμεθα.  Όταν  όμως  έλθη  το  Φως  δι’ 
άλλου πλέον τρόπου, εν δόξη, τότε η τεταπεινωμένη ψυχή έχει ανάγκην όπως ο 
Ίδιος  ο  Θεός  άρη  αυτήν  επί  των  χειρών  Αυτού  και  δώση  εις  αυτήν  την  δύναμιν, 
ίνα βαστάση την άφατον δωρεάν. 
Η αμαρτία άρχεται δια της ηδονής, καταλήγει όμως εις τραγικόν όλεθρον. 
Η σωτηρία εκ της εξουσίας [//141] της αμαρτίας εφ’ ημών άρχεται δια της επιπόνου 
μετανοίας, αλλά το τέλος αυτής είναι η νίκη του αγαθού. Ουχί άπαξ ήκουσα τους 
ανθρώπους να λέγουν: «Είμαι πρόθυμος να δεχθώ την θρησκείαν, εάν αύτη δίδη 
εις  εμέ  χαράν».  Αλλά  ούτοι  αναμένουν  χαράν  εξ  αυτής  ταύτης  της  αρχής  της 
πίστεως  αυτών,  όπερ  δεν  είναι  πάντοτε  δυνατόν.  Και  όμως  οι  ίδιοι  άνθρωποι 
καταβάλλουν  τεράστιον  κόπον,  όπως  εξασφαλίσουν  βάσιν  τινά  δια  τον  αγώνα 
προς  επιβίωσιν  και  επιτύχουν  προνόμια  τινα.  Μεγαλύτερος  εισέτι  αγών 
απαιτείται  υπό  των  καλλιτεχνών,  ίνα  τελειοποιηθούν  εις  τον  τομέα  της  τέχνης, 
τον οποίον εξέλεξαν. Συχνάκις κατά την διάρκειαν της ζωής αυτών, ποιηταί και 
ζωγράφοι,  συγγραφείς  και  μουσικοί,  υπομένουν  προθύμως  πάσαν  στέρησιν  εξ 
αγάπης προς την τέχνην. Ούτως, και έτι πλέον, εκείνοι εις τους οποίους εδόθη το 
προνόμιον να ψαύσουν της ουρανίου φλογός υφίστανται μετά χαράς τα πάντα. 
Ας ίδωμεν την διδαχήν του Χριστού: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι 
αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών». Είναι άρα γε ήδη «μακάριοι» νυν, ή μόνον 
εν  τη  ερχομένη  Βασιλεία;  «Μακάριοι  οι  πενθούντες,  ότι  αυτοί 
παρακληθήσονται». Πότε; «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην 
… Μακάριοι οι ελεήμονες … οι καθαροί τη καρδία … οι ειρηνοποιοί … Μακάριοι 
οι  δεδιωγμένοι  ένεκεν  δικαιοσύνης  …  Μακάριοι  εστε  όταν  ονειδίσωσιν  υμάς  … 
και  είπωσι  παν  πονηρόν  ρήμα  καθ’  υμών  ψευδόμενοι  ένεκεν  Εμού.  Χαίρετε  και 
αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς …» (Ματθ. ε’ 3‐12). Είναι 
άρα  γε  δυνατόν  να  πραγματοποιηθούν  πάντα  ταύτα  άνευ  κλαυθμού  μετά 
συντριβής, άνευ πλήθους θλίψεων και βαθείας λύπης; Ουχί βεβαίως. Αλλ’ όμως 
όσον  [//142]  παράδοξον  και  εάν  φαίνηται  τούτο,  αι  ακτίνες  της  φωτοφόρου 
Βασιλείας  των  ουρανών  φθάνουν  μέχρις  ημών,  ήδη  εξ  αυτής  ταύτης  της  αρχής 
της  πίστεως  εις  τον  Χριστόν‐Θεόν.  «Αμήν  λέγω  υμίν  ότι  ουδείς  εστιν  ός  αφήκεν 
οικίαν ή γονείς ή αδελφούς ή γυναίκα ή τέκνα ένεκεν της βασιλείας του Θεού, ός 
ου μη απολάβη πολλαπλασίονα εν τω καιρώ τούτω και εν τω αιώνι τω ερχομένω 
ζωήν αιώνιον» (Λουκ. ιη’ 29‐30, πρβλ. Μαρκ. ι’ 29‐30). 
Πάντα,  όσα  ο  Κύριος  επαγγέλεται,  επιτυγχάνονται  δια  πολλών 
παθημάτων  υπό  της  εκζητούσης  τον  Θεόν  ψυχής,  ήτις  έλκεται  προς  Αυτόν  δια 
της δυνάμεως της αγάπης. Η αγάπη αύτη οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου προς 
τον  Θεόν  δια  τοιαύτης  δυνάμεως,  ώστε  εν  αυτώ  παύουν  να  ενεργούν  πολλαί 
πρότερον  αφομοιωθείσαι  σκέψεις  και  αντιδράσεις.  Το  πνεύμα  του  ανθρώπου 
παρίσταται  ως  νους  Νοΐ  τω  Πρώτω  εν  τη  απεκδύσει  παντός  ορατού  και 
παρερχομένου.  Η  κατάστασις  αύτη  καλείται  παρά  τοις  ασκηταίς  «καθαρά 
προσευχή». Τότε ο άνθρωπος υπερβαίνει τας κατηγορίας της γης: Δεν είναι ούτος 
γέρων  ή  νέος,  Έλλην  ή  Ιουδαίος,  Σκύθης  ή  βάρβαρος,  βασιλεύς  ή  δούλος, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 72 ‐
 

πλούσιος ή πένης, σοφός ή ιδιώτης. Πλέον δε τούτου: άρσεν ή θήλυ. Είναι ούτος 
τότε «καινή κτίσις» εν Χριστώ Ιησού (βλ. Β’ Κορ. ε’ 17, Γαλ. στ’ 15, γ’ 26‐28). 
Όταν  η  μετάνοια  του  χριστιανού  φθάση  εις  την  εσχάτην  έντασιν,  τότε 
έρχεται ούτος εις σύγκρουσιν μετά του «άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιωάν. ιβ’ 
31, ιδ’ 30, ιστ’ 11). Ο νους του εχθρού έχει κοσμικάς διαστάσεις. Ανά μέσον αυτού 
και  ημών  διεξάγεται  αόρατος  πόλεμος.  Μετά  μεγάλης  βεβαιότητος  δύναται  να 
λεχθή  ότι  το  [//143]  πνεύμα  του  εκ  βαθέων  μετανοούντος  χριστιανού  θα 
συναντήση παν ό,τι ευρίσκεται εντός των ορίων του πνευματικού κόσμου. Ούτως 
οφείλει  να  γίνη,  διότι  η  μετάνοια  προσεγγίζει  τον  άνθρωπον  εις  την  ομοίωσιν 
προς  τον  Χριστόν,  τον  Κύριον  του  κόσμου.  Ίνα  μεταδοθή  εις  τον  άνθρωπον  το 
πλήρωμα της Θεο‐ομοιώσεως, και ως προς την Κυριότητα, υποβάλλεται ούτος εις 
δοκιμασίας εφ’ όλων των επιπέδων. Θα εμφανισθούν εις αυτόν πλήθος οράσεων, 
δυνατών  και  εις  μη  χριστιανικάς  μυστικιστικάς  εμπειρίας.  Συναντάται  όμως 
ούτος  μετά  πάντων  των  φαινομένων  τούτων  εν  άλλη  προοπτική,  τρόπον  τινα, 
αντιθέτω. Εκείνο όπερ αναζητούν οι οπαδοί άλλων διδασκαλιών, προς το οποίον 
ελκύονται,  το  οποίον  ούτοι  αποδέχονται  ως  αλήθειαν, τούτο ζη ο χριστιανός ως 
πτώσιν εκ της αυθεντικής ζωής. Το εμφανισθέν Θείον Φως καθιστά αυτόν ικανόν 
να  βλέπη  τας  αβύσσους  του  άδου,  αλλά  δια  τοιούτου  τρόπου,  ώστε  να  διακρίνη 
τα  φάσματα  της  αληθείας,  τα  οποία  έλκουν  προς  εαυτά  τον  άπειρον  ασκητήν. 
«Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση» (Ματθ. κδ’ 4). Αι καταστάσεις του πνεύματος του 
χριστιανού  είναι  άγνωστοι  εις  τας  αλλοτρίας  οδούς.  Προ  παντός  υπερέχει  η 
Άνωθεν καταβαίνουσα αγάπη, η δι’ ευσπλαγχνίας εναγκαλιζομένη άπασαν την 
κτίσιν. 
Ενίοτε  ο  πόνος  της  αγάπης  προς  τον  Θεόν  γίνεται  προς  στιγμήν  όμοιος 
προς τον πόνον της καρδίας, την οποίαν διαπερά πεπυρακτωμένος σίδηρος, αλλά 
– πάλιν αλλά – ο πόνος ούτος είναι αναμεμιγμένος μετ’ αφάτου γλυκύτητος και 
αγάπης περιπτυσσομένης αληθώς τα πάντα. Έπεται ότι και ο πόνος μόνος καθ’ 
εαυτόν  και  η  χαρά  άνευ  πόνου  θα  ήσαν  θανατηφόροι  δια  τον  ψυχοσωματικόν 
ημών οργανισμόν. 
[//144]  Εν  τελική  αναλύσει,  μετά  παρέλευσιν  δεκάδων  ετών  προσευχής 
μετανοίας,  επείσθην  ότι  θα  ήτο  ανεπανόρθωτον  σφάλμα  να  συγχέη  τις  τον 
περιγραφέντα  υπ’  εμού  πόνον  της  αγάπης  του  Χριστού  μετ’  εκδηλώσεων 
παθολογικής  φύσεως.  Τα  παθήματα  του  μετανοούντος  δεν  είναι  ούτε  νευρική 
διαταραχή,  ούτε  αποτέλεσμα  ψυχολογικών  συγκρούσεων,  ή  απωλείας  του 
λογικού  ελέγχου·  ουδέν  το  νοσηρόν  υπάρχει  εν  αυτοίς.  Απολύτως  ουδέν.  Τα 
παθήματα  ταύτα,  κατά  την  φύσιν  αυτών,  ανήκουν  εις  άλλο  επίπεδον  του  είναι. 
Είς  τινας  αρχικάς  περιόδους  αντανακλώνται  ταύτα  εφ’  όλου  του  ανθρώπου, 
τουτέστι  και  επί  της  ψυχής  και  επί  του  σώματος,  ούτως  ώστε  πάσχει  ο  όλος 
άνθρωπος.  Τα  πνευματικά  όμως  κατά  Θεόν  παθήματα  δεν  φονεύουν  τον 
άνθρωπον,  αλλά  ζωοποιούν  αυτόν.  Δια  της  οδού  ταύτης  υπερνικά  ο  άνθρωπος 
τας  συνεπείας  της  πτώσεως,  ελευθερούται  εκ  του  εν  αυτώ  ζώντος  «νόμου  της 
αμαρτίας» (πρβλ. Ρωμ. ζ’ 23). 
Δυσχερής  είναι  η  οδός  της  αναγεννήσεως,  της  επιστροφής  ημών  εις  την 
πρωτόκτιστον  κατάστασιν,  αλλ’  ουδόλως  δικαιολογείται  οιαδήποτε  απόκλισις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 73 ‐
 

από  του  αγώνος  τούτου.  Λαμβάνω  ως  παράδειγμα  τα  επαναστατικά  κινήματα 
της εποχής ημών. Πείρα πλέον του ημίσεος αιώνος απέδειξε μετά πειστικότητος 
εις όλον τον κόσμον πόσον δύσκολος και επώδυνος είναι η μετάβασις εκ του ενός 
κοινωνικού  καθεστώτος  –  αδίκως  δομηθέντος  υπό  τας  συνθήκας  της  φοβεράς 
πτώσεως  της  ανθρωπότητος  –  εις  άλλο  ωσαύτως  απομεμακρυσμένον  εκ  της 
Δικαιοσύνης  του  Θεού,  έστω  και  εάν  τούτο  φαίνηται  ολιγώτερον  σκληρόν.  Εν 
αυτή  τη  εμπαθεί  πάλη  εκατομμύρια  ανθρώπων  διακινδυνεύουν  το  παν  και 
φθάνουν  μέχρι  [//145]  θανάτου.  Και  πάντες  «κατανοούν»  αυτούς.  Ας  λάβωμεν  το 
παράδειγμα  τούτο,  όπως  δικαιώσωμεν  το  «ριψοκίνδυνον»  του  χριστιανού 
ασκητού.  Όντως,  δεν  είναι  ούτε  απλούν,  ούτε  εύκολον  εγχείρημα  η 
μεταμόρφωσις  της  ζωής  ημών  εκ  της  φθοράς  εις  την  αφθαρσίαν,  εκ  του 
παροδικού εις την αθανασίαν. 
Έν  εκ  των  δύο  είναι  αναπόφευκτον:  Ή  να  απομακρυνθώμεν  του  Θεού, 
επιδιώκοντες  ψυχοφυσικάς  απολαύσεις  και  ανέσεις,  και  επομένως  να 
αποθάνωμεν  πνευματικώς,  ή  φερόμενοι  προς  την  υπερφυσικήν  μορφήν 
υπάρξεως  να  νεκρωθώμεν  δια  τον  κόσμον  τούτον.  Εις  την  «νέκρωσιν»  ταύτην 
έγκειται  ο  σταυρός  ημών,  η  σταύρωσις  ημών.  Πολλοί  «απόλλυνται» 
προσπαθούντες  να  πραγματώσουν  εκείνο  όπερ  θεωρούν  ιδεώδες,  καίτοι  τούτο 
αφορά  εις  πρόσκαιρον  θρίαμβον.  Ο  χριστιανός  όμως,  ανακτών  την  εν  Θεώ 
ελευθερίαν  του  αθανάτου  πνεύματος  αυτού,  είναι  έτοιμος  να  πάσχη  δια  την 
πραγμάτωσιν  της  υψίστης  αληθείας.  Εις  τούτο  έγκειται  η  αξία  του  χριστιανού, 
ομοία της οποίας δεν συναντάται εις τον φυσικόν κόσμον. 
«Και  εγένετο  πόλεμος  εν  τω  ουρανώ·  ο  Μιχαήλ  και  οι  άγγελοι  αυτού  του 
πολεμήσαι  μετά  του  δράκοντος·  και  ο  δράκων  επολέμησε  και  οι  άγγελοι  αυτού, 
και  ουκ  ίσχυσεν,  ουδέ  τόπος  ευρέθη  αυτώ  έτι  εν  τω  ουρανώ.  Και  εβλήθη  ο 
δράκων,  ο  όφις  ο  μέγας  ο  αρχαίος,  ο  καλούμενος  Διάβολος  και  ο  Σατανάς,  ο 
πλανών  την  οικουμένην  όλην  …  Και  ήκουσα  φωνήν  μεγάλην  εν  τω  ουρανώ 
λέγουσαν· άρτι εγένετο η σωτηρία και η δύναμις και η βασιλεία του Θεού ημών 
και η εξουσία του Χριστού Αυτού, ότι εβλήθη ο κατήγορος των αδελφών ημών … 
Και  αυτοί  ενίκησαν  αυτόν  δια  το  αίμα  του  Αρνίου  και  δια  τον  [//146]  λόγον  της 
μαρτυρίας αυτών, και ουκ ηγάπησαν την ψυχήν αυτών άχρι θανάτου. Δια τούτο 
ευφραίνεσθε ουρανοί και οι εν αυτοίς σκηνούντες …» (Αποκ. ιβ’ 7‐12). 
Το αγαπάν τον Θεόν μέχρι μίσους προς εαυτόν συνιστά την τελειότητα της 
αγάπης: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ 
των  φίλων  αυτού»  (Ιωάν.  ιε’  13).  Αύτη  είναι  η  «εις  τέλος»  αγάπη  (Ιωάν.  ιγ’  1). 
Όστις  προσεγγίζει  το  μέγα  τούτον  όριον,  ούτος  έφθασεν  εις  την  θύραν  την 
εισάγουσαν εις την «ασάλευτον βασιλείαν» (Εβρ. ιβ’ 28). 
Έκαστος εξ ημών οφείλει να ενθυμήται ότι προς απόκτησιν της Βασιλείας 
ταύτης παν κτιστόν κατ’ εικόνα Θεού πνεύμα μέλλει να διαβή το κατώφλιον των 
παθημάτων·  παθημάτων  εκουσίων  χάριν  της  αγίας  αγάπης.  Άνευ  της 
δοκιμασίας  της  ελευθερίας  ημών,  ούτε  ημείς  οι  ίδιοι  θα  δυνηθώμεν  να 
συνειδητοποιήσωμεν  εαυτούς  ως  αληθώς  ελεύθερα  πρόσωπα.  Εξ  άλλου  είναι 
απαραίτητον  να  παραμείνωμεν  αιωνίως  μετά  του  Θεού  και  εν  τω  Θεώ,  όπως 
μαθητεύσωμεν  εις  την  ιδιάζουσαν  εις  Αυτόν  αγάπην.  Εφανέρωσεν  εις  ημάς  το 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 74 ‐
 

μυστήριον  τούτο  ο  Χριστός,  ο  σαρκωθείς  Λόγος  του  Πατρός.  Άνευ  του 


υποδείγματος  Αυτού  ουδείς  και  ουδέποτε  θα  εγνώριζε  το  μυστήριον  τούτο.  «Να 
διαβώμεν  το  κατώφλιον»  σημαίνει  να  αναγεννηθώμεν  ριζικώς,  να  γίνωμεν 
«καινή  κτίσις»,  να  λάβωμεν  την  δωρεάν  της  Θείας  αιωνιότητος,  ούτως  ώστε  η 
Θεία  ζωή  να  αποβή  αναφαίρετον  κτήμα  ημών.  Η  άναρχος  χάρις  τοσούτον 
συνενούται  μετά  της  κτιστής  φύσεως  ημών,  ώστε  αι  δύο  αύται  γίνονται  έν:  Και 
τούτο είναι η θέωσις. 
Η  ευλογία  της  επιγνώσεως  της  οδού  περιέχει  τα  ως  άνω  λεχθέντα.  Ο 
χριστιανός,  ενθυμούμενος  ταύτα,  θα  [//147]  υπομείνη  την  «πύρωσιν  προς 
πειρασμόν»  (Α’  Πετρ.  δ’  12),  ίσως  και  μετά  χαράς,  ως  τούτο  βλέπομεν  εις  τους 
αγίους μάρτυρας. Η άγνοια τούτου είναι επικίνδυνος, διότι η ψυχή είναι δυνατόν, 
κατά  τας  ημέρας  παρομοίων  δοκιμασιών,  να  κλονισθή  εις  την  αγάπην  και  την 
εμπιστοσύνην  αυτής  προς  τον  Θεόν,  και  να  αρνηθή  αύτη  να  ακολουθήση  τον 
Χριστόν, αναβαίνοντα εις τον Γολγοθάν. 
Συνοψίζοντες  τα  προειρημένα,  θα  αποπειραθώμεν  να  εκθέσωμεν  την 
αληθώς  μεγάλην  ταύτην  επιστήμην  του  Πνεύματος  εν  ολίγαις  λέξεσιν:  Νίκα 
πάσαν επίγειον οδύνην βυθιζόμενος εκουσίως εις μεγαλυτέραν οδύνην: «Κράτει 
τον νουν σου εις τον άδην»· καταδίκασον σεαυτόν εις τον άδην, ως ανάξιον του 
Θεού, αλλά «μη απελπίζου». 
Η άσκησις αύτη θα οδηγήση σε εις την νίκην επί του κόσμου (βλ. Ιωάν. ιστ’ 
33), θα ανυψώση σε εις «βασιλείαν ασάλευτον» (Εβρ. ιβ’ 28). 
Ποίον είναι το πέρας της επιστήμης ταύτης επί της γης; Εδείχθη τούτο υπό 
του Χριστού, Όστις επάτησε θανάτω τον θάνατον. 
Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος.  
[//148] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 75 ‐
 

[//149] 
Ζ’ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΗΜΩΝ 
 
Η αυθεντική χριστιανική ζωή ρέει «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. δ’ 23). 
Ως  εκ  τούτου  είναι  αύτη  δυνατή  εν  παντί  τόπω,  εν  παντί  καιρώ,  εν  οιαδήποτε 
ιστορική εποχή. Αι θείαι εντολαί του Χριστού φέρουν απόλυτον χαρακτήρα. Δεν 
υπάρχουν  και  δεν  δύνανται  να  υπάρξουν  εν  όλω  τω  κόσμω  συνθήκαι  υπό  τας 
οποίας  η  τήρησις  των  εντολών  θα  ήτο  εντελώς  αδύνατος.  Αναμφιβόλως  η  εν 
Χριστώ  ζωή,  ούσα  Θείον  Πνεύμα  και  Αλήθεια,  είναι  κατά  την  αιώνιον  αυτής 
φύσιν  υπεράνω  παντός  εξωτερικού  σχήματος.  Επειδή  ο  άνθρωπος  εμφανίζεται 
εις τον κόσμον ως «tabula rasa», κληθείς «να αυξηθή, να κραταιωθή πνεύματι, να 
πληρωθή  σοφίας»  (πρβλ.  Λουκ.  β’  40),  δημιουργείται  η  αναγκαιότης  όπως 
καταφύγη  εις  μορφάς  τινας  οργανώσεως,  και  εισαγάγη  το  έν  ή  το  άλλο 
πρόγραμμα προς συντονισμόν της από κοινού ζωής και αναπτύξεως των ατελών 
εισέτι ανθρώπων. Οι Πατέρες ημών, οι Απόστολοι – ως ο Ίδιος ο Χριστός – χάρις 
εις  τους  οποίους  εδιδάχθημεν  να  λατρεύωμεν  τον  αληθινόν  Θεόν,  εγνώριζον 
άριστα ότι αφ’ ενός μεν η ζωή του Θείου Πνεύματος υπερέχει παντός εγκοσμίου 
θεσμού,  αφ’  ετέρου  δε  ότι  το  αυτό  Πνεύμα  οικοδομεί  δι’  Εαυτό  κατοικητήριον, 
[//150]  όπερ  εν  τοις  ορίοις  της  γης  έχει  συγκεκριμένα  χαρακτηριστικά,  άτινα 
αποτελούν  έκφρασιν  του  Πνεύματος  και  σκεύος  διαφυλάξεως  των  χαρισμάτων 
Αυτού.  Το  θαυμαστόν  τούτο  σκήνωμα  του  Αγίου  Πνεύματος  είναι  η  Εκκλησία, 
ήτις δια μέσου πολυταράχων αιώνων διέσωσε τον πολύτιμον θησαυρόν της υπό 
του Θεού αποκαλυφθείσης Αληθείας. Ας αντιπαρέλθωμεν εκείνους οίτινες, λόγω 
ανεπαρκούς  συνέσεως,  αποβαίνουν  υπέρθερμοι  οπαδοί  των  εξωτερικών 
«σχημάτων»,  παραθεωρούντες  κατά  συνέπειαν  την  εν  αυτοίς  πνευματικήν 
ουσίαν. «Ο … Κύριος το Πνεύμα εστιν· ού δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. 
Ημείς  δε  πάντες  …  την  δόξαν  Κυρίου  κατοπτριζόμενοι  την  αυτήν  εικόνα 
μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν» (βλ. Β’ Κορ. γ’ 6, 17‐18). Η αποστολή της 
Εκκλησίας συνίσταται εις την χειραγώγησιν των τέκνων αυτής προς την σφαίραν 
του  Θείου  Είναι.  Η  Εκκλησία  αποτελεί  το  πνευματικόν  κέντρον  του  κόσμου,  το 
συγκεφαλαιούν  άπασαν  την  ιστορίαν  της  ανθρωπότητος  από  της  κτίσεως  του 
πρώτου ανθρώπου έως του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. Είναι 
Αύτη  ο  σύνδεσμος  της  αγάπης  του  Χριστού  δυνάμει  της  αρρήκτου  ενώσεως 
Αυτής μετ’ Αυτού. Όσοι ανετράφησαν εν τοις κόλποις Αυτής, δια μακρού αγώνος 
παραμονής  εν  τω  πνεύματι  των  ευαγγελικών  εντολών,  συνειδητοποιούν  την 
ελευθερίαν των υιών του Θεού και δεν δεσμεύονται πλέον ούτε υπό γεωγραφικού 
τόπου,  ούτε  υπό  εξωτερικών  παραδόσεων·  καθιερωμένα  έθιμα  και  θεσμοί  δεν 
περιορίζουν,  ούτε  ζημιούν  αυτούς.  Έχουν  ως  πρότυπον  τον  Ίδιον  τον  Χριστόν, 
Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν του Πατρός, μη «καταλύσας» το «δυσβάστακτον 
φορτίον» των ενταλμάτων του Μωσαϊκού Νόμου. 
[//151]  Πολλάκις  διέκοπτον  την  εργασίαν  μου,  ανικανοποίητος  εξ  όσων 
είχον  γράψει.  Προσεπάθουν  να  ανακαλύψω  την  αιτίαν  του  φαινομένου  τούτου, 
και νυν νομίζω ότι κατά τι εννοώ αυτήν. Έθεσα προ εμού ανεπίτευκτον σκοπόν: 
να παρουσιάσω εν τω βιβλίω μου ό,τι εδόθη εις εμέ να ζήσω κατά την ροήν των 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 76 ‐
 

δεκαετιών  του  «άδου  της  μετανοίας»  μου.  Είναι  γνωστόν  ότι  δεν  είμαι 
συγγραφεύς.  Ενθυμούμενος  τα  πλέον  εναργώς  διατηρηθέντα  εν  τη  μνήμη 
γεγονότα  της  πνευματικής  μου  ζωής,  συχνάκις  ανεχαιτιζόμην  υπ’  αυτής  της 
φύσεως  της  εμπειρίας  μου.  Νομίζω  ότι  αυτό  δεν  είναι  μόνον  προσωπική  μου 
πείρα,  αλλά  και  πάντων  των  άλλων  ασκητών‐συγγραφέων,  αρχαίων  και 
μεταγενεστέρων.  Έν  φαινόμενον,  κατ’  ουσίαν  το  αυτό,  επανελαμβάνετο  κατά 
την διάρκειαν ενίοτε παρατεταμένης περιόδου, αλλά σχεδόν πάντοτε ενεφάνιζε 
διάφορον  ακολουθίαν  ή  επέτρεπεν  αλλαγήν  εις  την  σύνθεσιν  και  τας 
λεπτομερείας: Νέα στοιχεία εισήρχοντο εις τας καταστάσεις μου ή άλλα εκ των 
προγενεστέρων  υπεχώρουν.  Εδημιουργείτο  ποικιλομορφία,  την  οποίαν  είναι 
αδύνατον να εκθέσω εις βιβλίον, ένθα απαιτείται μεθοδική οργάνωσις της όλης 
ύλης. Διεξερχόμενος τας πρώτας σημειώσεις μου προς συγγραφήν εκτενεστέρου 
βιβλίου,  παρετήρουν  συχνάκις  ότι  εν  τη  αυτή  σελίδι  εδίδετο  ο  πυρήν  πολλών 
θεμάτων.  Τινά  εξ  αυτών  θα  ηδύναντο  να  αναφερθούν  ωσαύτως  και  εις  άλλα 
κεφάλαια, ως επί παραδείγματι: περί Μετανοίας, περί Προσευχής, περί Θεωρίας, 
περί Φωτός ή περί Προσώπου και άλλων. Έχω ενίοτε την εντύπωσιν ότι, εάν θα 
έγραφον  εκάστην  των  σκέψεων  μου  επί  ιδιαιτέρου  φύλλου  χάρτου,  θα  ήτο 
σχεδόν  δυνατόν  κατόπιν  να  χρησιμοποιώ  αυτάς  ως  παιγνιόχαρτα,  αναμιγνύων 
ταύτα  εις  διαφόρους  [//152]  συνδυασμούς:  Η  αυτή  ιδέα  θα  ηδύνατο  να 
χρησιμοποιηθή  εις  δεκάδας  συναφών  θεμάτων.  Ας  μη  φανή  τούτο  υπερβολή.  Η 
πνευματική  ζωή  είναι  ομοία  προς  ύδωρ  ζων:  Ενίοτε  είναι  μικρός  ρύαξ,  άλλοτε 
ποταμός  ή  συμβολή  ποταμών·  εις  άλλας  περιπτώσεις  ευρύχωρος  θάλασσα. 
Άλλοτε  μουσική  ρύακος,  ρέοντος  ανά  μέσον  των  λίθων,  άλλοτε  ακαταπαύστως 
παλλόμενος,  αλλ’  εν  τούτοις  ήρεμος  ρους  ισχυρού  ποταμού,  άλλοτε 
ανακυκλώσεις  της  συναντήσεως  δύο  ορμητικών  ορεινών  χειμάρρων·  άλλοτε 
ακύμαντος  επιφάνεια  υδάτων,  αντανακλώντων  τον  ήλιον  και  τον  κυανούν 
ουρανόν· κατά καιρούς, τέλος, εις τους πλατείς ορίζοντας των βαθέων ωκεανών, 
σφοδραί τρικυμίαι μετά τας οποίας έρχεται μεγαλειώδης γαλήνη εν τη σιγή της 
σεληνοφώτου νυκτός. Και εις πάντα ταύτα το ύδωρ είναι το αυτό. 
Το  πνεύμα  του  ανθρώπου,  στρεφόμενον προς  τον  Θεόν,  δύναται  πάντοτε 
να  δεχθή  εξ  Αυτού  νέας  εκχύσεις  άλλου  είναι,  άλλης  γνώσεως.  Φθάνει  εις  τα 
όρια του χρόνου, μεταβαίνει εις άλλας διαστάσεις, περιβάλλει, δια της συνεργίας 
του  Πνεύματος  του  Θεού,  τον  γήϊνον  κόσμον,  το  κτιστόν  είναι,  τους  αιώνας  του 
χρόνου· άπτεται και αυτής της αιωνιότητος εν ευκτική φορά προς τον Άναρχον. 
 Δεν  γνωρίζω  εμπειρίαν,  ήτις  θα  απετέλει,  κατά  τινα  τρόπον,  ενδεικτικήν 
συγκεφαλαίωσιν  όλων  των  άλλων  εμπειριών,  ιδιαιτέρως  όταν  πρόκειται  περί 
εισαγωγικών  και  μέσων  καταστάσεων.  Και  εάν  εισέτι  κατά  τινας  στιγμάς  το 
πνεύμα  ημών  προσεγγίση  τελειοτέραν  θεωρίαν  εν  τω  Φωτί,  εν  τούτοις  η 
τελειότης ημών κατά την επίγειον πορείαν ημών δεν παραμένει σταθερά. Εν ενί 
λόγω,  ο  εξαίρετος  πλούτος  των  ουρανίων  δωρεών  δεν  δύναται  να  εκτεθή  κατά 
χρονολογικήν  [//153]  και  λογικήν  ακολουθίαν,  δια  τούτο  και  εγώ  εγκαταλείπω  το 
εγχείρημα τούτο. 
Η  μέθοδος  του  Αγίου  Σιλουανού  θέτει  τον  άνθρωπον  προ  γενικής  τινος 
αρχής,  ώστε  ο  ίδιος  κατόπιν  να  δύναται  να  ελέγχη  και  να  διακρίνη  τας 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 77 ‐
 

καταστάσεις  αυτού.  Ιδού  παραδείγματα  τινα:  «Τοσούτον  πρέπει  να  τρώγωμεν, 


ώστε μετά την λήψιν της τροφής να μη διακόπτηται η προσευχή και η αίσθησις 
της  Θείας  παρουσίας»  (βλ.  Λουκ.  κα’  34).  «Οιονδήποτε  έργον  δια  το  οποίον  η 
ψυχή  διστάζει  να  εκζητή  την  ευλογίαν  του  Θεού,  κάλλιον  να  μη  επιτελήται. 
Έκαστον δε έργον, προ του οποίου δεν αρμόζει ατάραχος προσευχή, κάλλιον να 
εγκαταλείπηται».  «Εάν  κατά  την  προσευχήν  ξένη  προς  αυτήν  σκέψις 
υπεισέρχηται  εντός  της  συνειδήσεως,  η  τοιαύτη  προσευχή  δεν  είναι  “καθαρά”». 
«Εάν  εν  τη  καρδία  ζη  αντιπάθεια  προς  τινα  ή  μνησικακία,  η  σωτηρία  ημών  δεν 
είναι  βεβαία».  «Εάν  εντός  ημών  δεν  υπάρχη  αγάπη  προς  τους  εχθρούς, 
ευρισκόμεθα  εισέτι  υπό  το  κράτος  του  θανάτου  και  δεν  εγνωρίσαμεν  τον  Θεόν, 
ως θα έπρεπε να γνωρίσωμεν Αυτόν». Και τα παρόμοια. 
Αποφασίζω να συνεχίσω την συγγραφήν μου μετ’ ελαχίστων αξιώσεων δι’ 
εμαυτόν, εκθέτων εν αδραίς γραμμαίς την πλέον του ημίσεος αιώνος πείραν μου, 
εν  σχέσει  προς  τας  θεμελιώδεις  θέσεις  της  πίστεως  ημών  καθώς  κατενόησα 
αυτάς: Ο Θεός της αγάπης είναι Τριάς ομοούσιος και αδιαίρετος· το Απόλυτον Όν 
είναι  Υποστατικόν,  και  αι  σχέσεις  ημών  μετά  του  Υποστατικού  Θεού  είναι 
ωσαύτως  κατ’  εξοχήν  υποστατικαί·  η  αμαρτία  είναι  πάντοτε  έγκλημα  ή 
απόκλισις  από  της  Πατρικής  αγάπης  …  Η  αποκατάστασις  του  αμώμου  και 
αμεταθέτου  εις  τους  αιώνας  συνδέσμου  της  αγάπης  μετά  [//154]  του  Θεού 
επιτυγχάνεται  δια  της  μετανοίας.  Χωρίς  του  Χριστού  και  του  Φωτός  του  Αγίου 
Πνεύματος η τελεία όρασις της αμαρτίας ουδέποτε και υπ’ ουδενός κατορθούται, 
ουδέ  κατανοείται.  Η  οδός  προς  τον  Πατέρα  πάσης  της  κτίσεως  είναι  ο  Χριστός, 
και  η  υιοθεσία  ημών  είναι  δυνατή  αποκλειστικώς  και  μόνον  εν  Αυτώ  και  δι’ 
Αυτού, ως Μονογενούς Υιού, Συνανάρχου τω Πατρί και τω Πνεύματι. Ο θρήνος 
δι’  όλης  της  υπάρξεως  ημών  είναι  η  φυσιολογική  κατάστασις  της  αληθούς 
μετανοίας.  Όσον  πλέον  συντριπτικός  ο  φόβος  του  αιωνίου  χωρισμού  από  του 
Θεού, τοσούτον εντονωτέρα η φρίκη εκ της θέας της δυσμορφίας ημών, και πλέον 
ολοκληρωτική η ορμή του πνεύματος ημών προς την προσευχήν. 
Το δυσανάβατον του ύψους της ισταμένης ενώπιον ημών εντολής ουδόλως 
πρέπει  να  αποτρέπη  ημάς  από  της  εκπληρώσεως  αυτής.  Εάν  πιστεύωμεν  ότι  ο 
Χριστός,  ο  Δημιουργός  της  φύσεως  ημών,  γνωρίζει  κατά  τέλειον  τρόπον  τας 
οριακάς  δυνατότητας  αυτής,  τότε  λαμβάνομεν  έμπνευσιν  προς  ασκητικόν 
αγώνα. Συμφώνως προς την Αποκάλυψιν εξελέγημεν εν Χριστώ «προ καταβολής 
κόσμου». Οι Απόστολοι και οι Πατέρες ημών είχον πλήρη επίγνωσιν τούτου· δια 
τι  ημείς  ολιγοψυχούμεν  ενώπιον  τοιαύτης  θαυμαστής  κλήσεως,  προ  της  οποίας 
ωχριά πάσα άλλη σκέψις ή σκοπός; Έτι πλέον, άνευ της ιδέας ταύτης, τα πάντα 
αποβαίνουν  κενά  και  η  ζωή  γίνεται  παράλογος  ματαιότης.  Ο  Χριστός  ως 
άνθρωπος  εφανέρωσεν  εις  ημάς  εν  τω  Προσώπω  Αυτού  το  εφικτόν  της  αγίας 
αιωνιότητος εν τοις κόλποις του Πατρός· είναι αδύνατον εις ημάς να αρνηθώμεν 
την  κλήσιν  Αυτού  (βλ.  Ιωάν.  ιστ’  22,  33).  Δεν  είμεθα  βεβαίως  ισχυρότεροι  των 
Αποστόλων,  οίτινες  «εθαμβούντο»  και  [//155]  «εφοβούντο»  ακολουθούντες  τον 
Κύριον  αναβαίνοντα  εις  Ιερουσαλήμ  δια  την  επικείμενην  κρίσιν  και  παράδοσιν 
Αυτού  εις  τον  επονείδιστον  θάνατον  (βλ.  Μάρκ.  ι’  32‐33).  Και  ημείς  γνωρίζομεν 
ότι  ευρισκόμεθα  εν  πολέμω.  Αλλ’  ο  μόνος  πόλεμος  ημών,  τον  οποίον  ημείς 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 78 ‐
 

εξελέξαμεν,  είναι  η  αγία  πάλη  προς  τον  κοινόν  εχθρόν  εις  πάντας  ανθρώπους, 
εις  πάσαν  την  ανθρωπότητα:  τον  θάνατον  (βλ.  Α’  Κορ.  ιε’  26).  Κατ’  ουσίαν  ο 
άνθρωπος  δεν  έχει  άλλον  εχθρόν.  Παλαίομεν  δια  την  ανάστασιν,  την 
προσωπικήν  και  παντός  άλλου  συν‐ανθρώπου.  Ο  Κύριος  «απέστειλεν  ημάς  ως 
πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). 
Εν τη κατωτέρα βαθμίδι της κλίμακος των πνευματικών καταστάσεων του 
χριστιανού  κείται  το  «σκότος  το  εξώτερον»  (Ματθ.  θ’  12)·  εν  δε  τη  ανωτέρα,  η 
«βασιλεία του Θεού εληλυθυία εν δυνάμει» (Μαρκ. θ’ 1). Δυστυχώς, η αυτάρκης 
στενότης του πνεύματος πλείστων όσων ουχί μόνον είναι ανίκανος να προσλάβη 
τον  αυθεντικόν  Χριστιανισμόν,  αλλά  και  αποστρέφεται  αυτόν.  Εν  τούτοις  είναι 
δυνατόν, και επί των ημερών ημών, να συναντήσωμεν ασκητάς της ευσεβείας, η 
πείρα  των  οποίων  προσεγγίζει  εκείνην  την  πληρότητα,  ήτις  περιπτύσσεται  τα 
πάντα. Ούτοι διήλθον δια του πόνου των ψυχικών αμφιταλαντεύσεων  – δια του 
μαρτυρίου  της  συνειδήσεως  εκ  της  επιγνώσεως  της  φαυλότητος  και  αδικίας 
αυτών  ενώπιον  του  Θεού  –  δια  των  ολεθρίων  αμφιβολιών  και  της  επωδύνου 
πάλης  κατά  των  παθών.  Εγνώρισαν  καταστάσεις  βασάνων  του  άδου,  το  βαρύ 
σκότος  της  απογνώσεως,  την  απερίγραπτον  αθυμίαν  και  την  πικρίαν  της  Θεο‐
εγκαταλήψεως.  Εις  τον  εκζητούντα  αληθινήν  μετάνοιαν  δίδεται  ωσαύτως  να 
γνωρίση  πολλάς  διαβαθμίσεις  πνευματικής  [//156]  χαράς  και  ειρήνης,  πίστεως 
πλήρους  εμπνεύσεως,  και  θεραπευτικής  ελπίδος.  Επί  την  καρδίαν  και  τον  νουν 
του προσευχομένου αναβαίνει το πυρ της Θείας αγάπης και μετ’ αυτού η θεωρία 
του  ανεσπέρου  Φωτός  «της  μελλούσης  πόλεως»  (Εβρ.  ιγ’  14).  Η  εκλεπτυνθείσα 
δια  της  νηστείας  και  της  προσευχής  καρδία  ευκόλως  αποβαίνει  διορατική  κατά 
χάριν, και τότε αποκαλύπτονται εις αυτήν τα βάθη των ψυχών και αι οδοί προς 
θεραπείαν  αυτών  δια  της  μετανοίας.  Τα  άλλα  είδη  διορατικότητος  δεν  ελκύουν 
την  προσοχήν  ημών.  Εν  αρχή  κατέρχεται  συνήθως  η  χάρις  της  «μνήμης  του 
θανάτου»:  Είναι  ιδιαιτέρα  τις  κατάστασις  κατά  την  οποίαν  η  αιωνιότης  κρούει 
την  θύραν  της  καρδίας  του  διαμένοντος  εν  τω  σκότει  της  αμαρτίας  ανθρώπου. 
Τότε  το  Πνεύμα  του  Θεού  μη  γνωστόν  εισέτι,  ανεξιχνίαστον  και  κρυπτόμενον, 
μεταδίδει  εις  το  πνεύμα  του  ανθρώπου  την  δυσερμήνευτον  θεώρησιν  του 
περιβάλλοντος κόσμου: Άπαν το κτιστόν είναι, εσφραγισμένον απ’ αρχής δια της 
φθοράς,  παρουσιάζεται  άνευ  νοήματος,  βεβυθισμένον  εις  τον  γνόφον  του 
θανάτου. 
Εις την συνείδησιν του δοκίμου χριστιανού γίνεται προσιτός ο Ευαγγελικός 
λόγος.  Ό,τι  παλαιότερον  εφαίνετο  αντιφατικόν,  αποκαλύπτεται  νυν  ως  θεία 
παγκοσμιότης,  ως  το  απ’  αιώνος  απόκρυφον  εκ  των  μιαρών  οφθαλμών  άγιον 
Μυστήριον.  Η  αντίθεσις  μεταξύ  της  νέας  αντιλήψεως  του  κόσμου  και  του 
προγενεστέρου  σκότους  είναι  καθ’  υπερβολήν  μεγάλη,  ώστε  να  εκφρασθή  δια 
λόγων: Το πνεύμα του ανθρώπου εκτείνεται μεταξύ δύο ορίων: του άδου και της 
Βασιλείας, ανά μέσον των οποίων κινείται πάσα η πνευματική ζωή των λογικών 
και υποστατικών όντων. 
Όταν  το  πνεύμα  του  χριστιανού  συνάγηται  εν  εαυτώ,  [//157]  είτε  εκ  της 
μαρτυρικής καταπονήσεως, είτε εκ της ουρανίου δόξης, ήτις επεσκίασεν αυτόν, η 
προσευχή αυτού γίνεται ως αστραπή διασχίζουσα ακαριαίως την οικουμένην απ’ 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 79 ‐
 

άκρου  εις  άκρον.  Το  πνεύμα,  ελεύθερον  εκ  της  επ’  αυτού  εξουσίας  παντός 
παρερχομένου,  ευκόλως  αρπάζεται  εις  τον  αμετάθετον  κόσμον.  Ό,τι  πρότερον 
εφαίνετο θανάσιμος οδύνη, αναμιγνύεται νυν μετ’ «αφορήτου» μακαριότητος. 
Η φύσις του ανθρώπου δεν αντέχει επί μακρόν τας ακραίας καταστάσεις. 
Τινες  εξ  αυτών  δίδονται  μόνον  εις  ολίγους,  άπαξ  μόνον.  Η  εμπειρία  του  είδους 
αυτού  αποκαλύπτει  εν  βραχυτάτη  χρονική  στιγμή  τοιαύτας  σφαίρας  του  Είναι, 
την ύπαρξιν των οποίων συνήθως οι άνθρωποι ουδόλως υποπτεύονται: Η καρδία 
αυτών μένει κεκλεισμένη εις την πρόσληψιν της αγίας Ζωής του Θεού. 
Η  αρχή  της  νικηφόρου  πάλης  προς  την  αμαρτίαν  έγκειται  εις  την 
απομάκρυνσις  εκ  των  χώρων  των  προσώπων  και  των  περιστάσεων  μετά  των 
οποίων  συνεδέοντο  αι  πτώσεις  ημών.  Η  αποταγή  του  κόσμου,  η  φυγή  εις  την 
έρημον,  αποτελεί,  υπ’  αυτήν  την  έννοιαν,  θετικόν  στάδιον,  διότι  εκεί  –  εν  τη 
ερήμω  –  δεν  δυνάμεθα  υλικώς  ή  φυσικώς  να  διαπράξωμεν  έργω  πολλάς 
αμαρτίας,  επί  παραδείγματι:  την  βίαν,  την  απάτην,  την  συκοφαντίαν,  την 
φιλοκτημοσύνην,  την  ακολασίαν,  την  ακράτειαν  και  τα  όμοια.  Βεβαίως  η 
αποταγή  και  μόνον  δεν  είναι  επαρκής.  Ο  επιμελής  χριστιανός  ζη,  ως 
υποδούλωσιν  εις  την  αμαρτίαν  και  τον  θάνατον,  και  αυτήν  την  παρουσίαν 
ανυπερβλήτων εισέτι παθών, άτινα νικούν αυτόν, έστω και εις τα αρχικά μόνον 
στάδια  του  λογισμού.  Επί  πλέον  υπάρχουν  πολλαί  αμαρτίαι  αίτινες, 
ανεξαρτήτως  [//158]  της  πραγματοποιήσεως  αυτών  ή  ουχί  υπό  ορατήν  μορφήν, 
είναι  ικαναί  να  οδηγήσουν  ημάς  εις  απώλειαν,  ως  είναι  η  υπερηφανία,  η 
κενοδοξία, η οίησις, η μνησικακία και άλλα. Ο αγών κατ’ αυτών δύναται να είναι 
λίαν χαλεπός έτι και εν τη ερήμω, εν πλήρει απομονώσει. Η νίκη εφ’ όλων αυτών 
επιτυγχάνεται  δια  της  ταπεινώσεως,  ήτις  εξομοιοί  ημάς  προς  τον  απαθή  και 
ταπεινόν Κύριον. 
Ο Θεός είναι απαθής, και οι εν Αυτώ σεσωσμένοι είναι επίσης απαθείς. Το 
νόημα της χριστιανικής απάθειας έγκειται εις την απελευθέρωσιν του ανθρώπου 
εκ  της  επ’  αυτού  εξουσίας  του  «νόμου  της  αμαρτίας»  (Ρωμ.  η’  2).  Η  κατάστασις 
της  απαθείας  χαρακτηρίζεται  υπό  της  συνεχούς  εν  τω  ανθρώπω  παρουσίας της 
χάριτος  του  Αγίου  Πνεύματος,  το  Οποίον  μαρτυρεί  εις  το  πνεύμα  ημών  ότι 
«μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», την άφθαρτον (πρβλ. Α’ Ιωάν. γ’ 
14). Η ενέργεια του Θείου Πνεύματος αναγνωρίζεται εν τη αγάπη, διότι «ο Θεός 
αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α’ 
Ιωάν.  δ’  14).  Η  αγάπη  αύτη  είναι  ως  προς  την  προέλευσιν  αυτής  αθάνατος.  Τα 
παθήματα  δεν  ζημιούν  αυτήν.  Ίδιον  αυτής  είναι  να  συμπάσχη  μετά  πάντων. 
Θέτουσα  τον  άνθρωπον  εκτός  της  κυριαρχίας  του  θανάτου,  είναι  εκ  φύσεως 
πλήρης  ελεήμονος  οίκτου,  έτι  και  δια  τους  εχθρούς.  Δεν  φοβείται  «από  των 
αποκτεννόντων  το  σώμα»  (Ματθ.  ι’  28):  Οικτίρει  αυτούς  ως  εστερημένους  του 
Φωτός της αληθούς ζωής. Ούτως εδιδάχθημεν υπό των Αγίων Πατέρων ημών να 
εννοώμεν τα πράγματα, και οι ίδιοι ζώμεν την κατανόησιν ταύτην ως την μόνην 
αληθινήν. 
[//159] Γεννηθέντες εν τω κόσμω τούτω συνδεόμεθα μετ’ αυτού δι’ ισχυρών 
δεσμών συγγενείας. Αγαπώμεν αυτόν· εντός των ορίων αυτού οικοδομούμεν την 
αιωνιότητα  ημών·  πάσχομεν  όμως  εν  αυτώ:  Στενός  είναι  ο  κόσμος  δια  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 80 ‐
 

εντεταλμένην  εις  ημάς  αγάπην.  Δεν  δυνάμεθα  να  μη  αγαπώμεν  αυτόν,  τούτο 
όμως δεν σημαίνει ότι θα πορευθώμεν εις τας οδούς του πεπτωκότος κόσμου. Δεν 
είναι  δυνατόν  να  μη  αγαπώμεν  τον  κόσμον,  αλλ’  όταν  η  έλξις  προς  τον  αυτόν 
υπερβαίνη  την  αγάπην  ημών  προς  τον  Θεόν,  τότε  οφείλομεν  να  ανεύρωμεν  εν 
εαυτοίς δυνάμεις και να μιμηθώμεν τον Αβραάμ: Να λάβωμεν εις τας χείρας πυρ 
και μάχαιραν και να προσφέρωμεν ως θυσίαν πάν πολύτιμον εις ημάς, χάριν του 
θριάμβου της αγάπης του Θεού εν ημίν (βλ. Γέν. κβ’ 6). 
Εν  τω  κόσμω  τούτω  η  ευλογία  του  Δημιουργού  μένει  εκεί,  όπου  μετ’ 
ευγνωμοσύνης  δέχονται  αυτήν.  Αλλ’  έτι  και  υπό  την  ευλογημένην  ταύτην 
άποψιν  ο  κόσμος  δεν  δύναται  να  αποβή  ο  ύστατος  σκοπός.  Καταπονούμεθα 
ενταύθα  υπό  αγίου  πόνου:  Η  κλήσις  του  υπερκοσμίου  Πατρός  ελκύει  ημάς. 
Αισθανόμεθα  ότι  η  πλευρά  εκείνη  της  φύσεως  ημών,  ήτις  φέρεται  προς  Αυτόν, 
καθίσταται  υπερκοσμία.  Γνωρίζομεν  ότι  ο  Θεός  εκάλεσεν  ημάς,  όπως 
συνεργήσωμεν μετ’ Αυτού εις την Πράξιν της υπ’ Αυτού δημιουργίας αθανάτων 
θεών.  Ημείς  οι  ίδιοι  είμεθα  κτίσματα,  αλλά  ο  Κύριος  Ιησούς  δια  της  επί  γης 
εμφανίσεως  Αυτού,  της  διδαχής  και  το  υποδείγματος  Αυτού,  απεργάζεται  ημάς 
ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια 
της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα 
και  ημείς  υιοί  του  Υψίστου  (βλ.  Λουκ.  α’  35).  [//160]  Και  παν  ό,τι  λέγει  ο 
ενανθρωπήσας  Χριστός  περί  Εαυτού,  δύναται  να  εφαρμοσθή  και  εις  ημάς:  «Ου 
δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· ά 
γαρ αν Εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί. Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν 
και πάντα δείκνυσιν Αυτώ ά Αυτός ποιεί» (Ιωάν. ε’ 19‐20). 
Ο άνθρωπος ζη επί δύο επιπέδων: Διάγει εν τω φυσικώ τούτω κόσμω, αλλά 
συγχρόνως  υπερβαίνει  αυτόν.  Εν  ταις  κατωτέραις  μορφαίς  της  επιγείου 
υπάρξεως  αυτού  εμφανίζεται  ούτος  ως  «πράγμα»  του  κόσμου  τούτου,  και  ως 
τοιούτον  είναι  ετεραρχούμενος,  αλλ’  ως  υπόστασις,  εικών  του  Υποστατικού 
Θεού, είναι πέραν παντός ορισμού. Ως εκ τούτου έχομεν διττήν συνείδησιν περί 
εαυτών:  Είμεθα  μηδαμινότης  εκ  του  «μηδενός»  ειλημμένη,  αλλά  και  μεγαλείον 
εν  τη  χάριτι  της  σωτηρίας.  Συνοικούν  εν  ημίν  η  εξάρτησις  και  η  ελευθερία,  η 
φθορά  και  η  αθανασία,  η  δουλεία  και  η  κυριότης.  Εν  τη  πτώσει  αυτών  οι 
άνθρωποι  εγένοντο  θύματα  ολεθρίου  πλάνης:  Θαυμάζουν  ως  μεγαλειώδες  ό,τι 
είναι  «βδέλυγμα»  ενώπιον  του  Θεού  (Λουκ.  ιστ’  15),  αποφεύγουν  δε  και 
καταφρονούν  ό,τι  είναι  «πολυτελές»  ενώπιον  Αυτού  (Α’  Πέτρ.  γ’  4,  βλ.  Λουκ.  α’ 
52). 
Να  είναι  τις  χριστιανός  απαιτεί  παρρησία,  προ  της  οποίας  ωχριά  πάσα 
άλλη τόλμη. Ο «Άνθρωπος Χριστός Ιησούς» ενίκησε τον κόσμον και καλεί ημάς 
εις κοινωνίαν της αιωνίου νίκης Αυτού (Α’ Τιμ. β’ 5, βλ. Ιωάν. ιστ’ 33)· μετά δε την 
ανάληψιν  Αυτού  εκάθισεν  ήδη  ως  Άνθρωπος  «εκ  δεξιών  του  Θεού»  (Μαρκ.  ιστ’ 
19).  Όπως  αποδεχθώμεν  ανενδοιάστως  την  κλήσιν  του  Χριστού,  είναι 
απαραίτητος εις πάντας ημάς η μεγάλη δύναμις  [//161] της αποστολικής πίστεως, 
ή  η  απλότης  του  νηπίου.  «Ο  νικών,  δώσω  αυτώ  καθίσαι  μετ’  Εμού  εν  τω  θρόνω 
Μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός Μου εν τω θρόνω Αυτού. Ο 
έχων ούς ακουσάτω …» (Αποκ. γ’ 21‐22). «Παν το γεγεννημένον εκ του Θεού νικά 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 81 ‐
 

τον κόσμον· και αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών …» (Α’ 
Ιωάν. ε’ 4). 
Όστις αποπειράται να ακολουθήση τον Χριστόν, «όπου αν υπάγη» (Αποκ. 
ιδ’ 4), εκείνος αναποφεύκτως θα κλονισθή πολλάκις: εν εκάστη αναβάσει αυτού 
εξ  ελάσσονος  προς  κρείσσονα  γνώσιν,  εκ  του  ήσσονος  προς  το  μείζον  μέτρον 
αγάπης.  Η  καρδία  ημών  δεν  δύναται  να  χωρήση  την  παντοδυναμίαν  Αυτού·  ο 
νους ημών δεν συλλαμβάνει την απειρότητα Αυτού· «Ου γαρ εισιν αι βουλαί Μου 
ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδ’ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί Μου λέγει Κύριος» (Ησ. 
νε’ 8). 
Ποσάκις  παραιτούμεθα  εν  εξαντλήσει,  ανίκανοι  να  εννοήσωμεν  το 
θέλημα  Αυτού,  την  πρωταρχικήν  και  εσχάτην  περί  ημών  βουλήν  Αυτού! 
Δυσκόλως  εγκαταλείπομεν  τας  «οδούς  ημών»,  και  μετά  μεγάλου  κόπου 
ευρίσκομεν τας «οδούς Αυτού». Την στιγμήν καθ’ ήν φαίνεται εις ημάς ότι, ιδού, 
αρχόμεθα  πώς  να  βλέπωμεν,  Ούτος  δεικνύει  ότι  είναι  απείρως 
απομεμακρυσμένος.  Η  ψυχή  μου  εντείνεται  μέχρι  των  ορίων  των  δυνάμεων 
αυτής.  Εκλείπει  το  πνεύμα  μου.  Κυριεύομαι  υπό  τρόμου  ενώπιον  των 
αποκαλυπτομένων αβύσσων της θεογνωσίας· αναζητώ υποστήριγμα εν τω λόγω 
του  Θεού.  Και  τι  λοιπόν  συναντώ  τότε;  «Έτι  άπαξ  εγώ  σείω  ου  μόνον  την  γην, 
αλλά  και  τον  ουρανόν».  Δια  ποίον  λόγον;  Χάριν  «της  μεταθέσεως  των 
σαλευομένων  ως  πεποιημένων,  ίνα  μείνη  τα  μη  [//162]  σαλευόμενα»  (Εβρ.  ιβʹ  26‐
27). 
Κύριε, ασθενής ειμι. Συ οίδας τούτο. 
Μετά φόβου εκζητώ τας προς Σε οδούς. 
Μη υπερίδης με· μη αποστής απ’ εμού 
εν τη πτώσει μου. 
Γενού εγγύς εμού, του μηδαμινού, 
αλλά διψώντός Σε. 
Σκήνωσον εν εμοί, και ποίησον Συ Αυτός εν εμοί 
παν ό,τι ενετείλω ημίν. 
Ποίησόν με Σον εν αγάπη ασαλεύτω 
εις αιώνας αιώνων. 
Η Θεία ζωή είναι δι’ ημάς απερινόητος. Ένεκα τούτου ομιλούμεν συνήθως 
περί  Θείων  Μυστηρίων.  Τούτο  όμως  δεν  σημαίνει  ότι  ο  Κύριος  σκοπίμως 
αποκρύπτει  αφ’  ημών  όψεις  τινάς  του  αιωνίου  Αυτού  Είναι.  Ουχί  βεβαίως.  Ως 
κτισθέντες  εκ  του  «μη  όντος»,  και  επομένως  υπάρχοντες  μόνον  «εν  δυνάμει», 
οφείλωμεν  δια  της  βαθμιαίας  γνώσεως  των  μυστηρίων  να  διέλθωμεν  την 
διαδικασίαν  της  ωριμάνσεως  και  του  γίγνεσθαι  ημών  εν  τη  αληθεία.  Τοιαύτη 
είναι  η  οδός:  Πάντα  τα  χαρίσματα  του  Δημιουργού  είναι  καθαραί  δωρεαί,  διότι 
ημείς  ουδέν  έχομεν  προ  της  εμφανίσεως  ημών  εν  τω  κόσμω  τούτω,  μάλιστα  δε 
και αυτό το είναι ημών εδέχθημεν εκ των χειρών Αυτού. Η αφομοίωσις όμως των 
δωρεών συνδέεται μετ’ οδυνηράς εντάσεως όλης της υπάρξεως ημών. Μόνον υπ’ 
αυτάς τας συνθήκας δίδεται εις τον Θεόν η δυνατότης να αποδώση  εις ημάς την 
επίτευξιν  αυτών,  να  θέση  υπό  την  πλήρη  κατοχήν  ημών  την  εξ  Αυτού 
εκπορευομένην ζωήν καθ’ όλην την αιωνιότητα: Η ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 82 ‐
 

[//163]  Το  άναρχον  Απόλυτον  –  ο  Θεός  –  εφανερώθη  εις  ημάς  ως 


Υποστατικόν  Όν.  Ημείς  όμως  δημιουργούμεθα  ως  υποστάσις  μόνον  εν δυνάμει. 
Η γνώσις του Θεού υφ’ ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του 
Παρέχοντος  και  του  αποδεχομένου.  Η  γνώσις  αύτη  φέρει  πάντοτε  προσωπικόν 
και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα. Ημείς, η εικών του Θεού, φέρομεν εν εαυτοίς 
την  ακατάβλητον  ορμήν  προς  μύησιν  εις  το  αποκαλυπτόμενον  εις  ημάς 
Αυτούσιον Θείον Είναι. 
Μετά  την δημιουργίαν  του  ανθρώπου  ο  Κύριος  δεν  ενεργεί  πλέον  Μόνος, 
αλλά  πάντοτε  εκ  συμφώνου  προς  το  κτίσμα  Αυτού.  Η  πορεία  της  τελειώσεως 
ημών  επιτελείται  δια  της  συναντήσεως  δύο  θελήσεων:  του  Δημιουργού  και  του 
δημιουργήματος· και δύο προσώπων: του Θεού και του ανθρώπου. Η γνώσις του 
Ζώντος Θεού μεταδίδεται εις ημάς εν τη πράξει της ενώσεως ημών μετ’ Αυτού εν 
τω  ιδίω  Αυτού  Είναι.  Η  τοιαύτη  πράξις  «ενώσεως»  είναι  αποτέλεσμα  αμοιβαίας 
αγάπης,  ήτις  διανοίγει  την  καρδίαν  ημών,  πάσαν  την  ύπαρξιν  ημών,  εν  τη 
πληρότητι αυτής. Εάν όμως ημείς προσφέρωμεν εις Αυτόν μέρος μόνον της ζωής 
ημών, τότε δεν πρέπει να αναμένωμεν ότι Αυτός, ο Άναρχος, θα αποκαλυφθή εις 
ημάς  εν  παντί  τω  πληρώματι  Αυτού,  και  δη  κατά  τρόπον  αναφαίρετον  εις  τους 
αιώνας. Ο Κύριος είναι αφάτως οικτίρμων, αλλά λαμβάνει υπ’ όψιν το μέτρον της 
παραδόσεως  ημών  εις  Αυτόν·  εν  άλλαις  λέξεσι:  Δίδεται  εις  ημάς  κατά  τον 
βαθμόν καθ’ όν είμεθα έτοιμοι εν τη ελευθερία ημών να δεχθώμεν Αυτόν. 
Ο Θεός ούτως ενούται μετά του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος ουδόλως βιοί 
Αυτόν  ως  «αντικείμενον»  γνώσεως  [//164],  αλλά  ως  την  εαυτού  ζωήν.  Η 
επιστημονική, η αντικειμενική μέθοδος γνώσεως, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται 
να  εφαρμοσθή  επ’  Αυτού.  Εν  τη  ενώσει  του  Θεού  μεθ’  ημών,  Εκείνος  και  ημείς 
παραμένομεν  αναλλοιώτως  πρόσωπα  έχοντα  συνείδησιν  του  εν  αγάπη 
συνδέσμου  αυτών.  Ούτος  λέγει  περί  Εαυτού:  «Εγώ  ζω»·  ονομάζει  Εαυτόν  «Εγώ 
ειμί», και μεταδίδει εις ημάς την ζωήν ταύτην ούτως, ώστε και ημείς δυνάμεθα να 
είπωμεν εν αισθήσει περί ημών αυτών: «εγώ ειμί». Ούτος είναι ο Ών καθ’ Εαυτόν, 
ημείς δε έχομεν το είναι εξ Αυτού. Κατά το μέτρον εν ώ μένομεν εν Αυτώ, είμεθα 
εκτός θανάτου, τουτέστιν αιώνιοι. 
«Το Α και το Ω, … η αρχή και το τέλος … ο πρώτος και ο έσχατος» (Αποκ. 
α’  8,  17,  κα’  6,  κβ’  13),  ιδού  το  Όνομα  Αυτού.  Ούτος  συνιστά  την  πρωταρχικήν 
αρχήν Εαυτού τε και παντός ό,τι υπάρχει. Πριν ή εγγίση ημάς ο δάκτυλος Αυτού, 
πριν ή η ενέργεια της αϊδίου ζωής Αυτού διαπεράση την καρδίαν, τον νουν, έτι δε 
και  το  σώμα  ημών,  περιπλανώμεθα  εικάζοντες  περί  Αυτού.  Κτιστοί  όντες,  δεν 
συλλαμβάνομεν  πώς  είναι  δυνατόν  εν  γένει  να  υπάρχη  το  Είναι.  Διαπιστούμεν 
το  γεγονός  τούτο,  αλλά  δεν  έχομεν  τας  δυνάμεις  να  πορευθώμεν  πέραν  αυτού. 
Απεκαλύφθη Ούτος κατ’ αρχάς εις τον Μωϋσήν επί του Σινά δια του Ονόματος 
«Εγώ ειμι», έτι δε και ασυγκρίτως εναργέστερον δια της εμφανείας Αυτού εν  τω 
κόσμω  τούτω,  εν  τη  σαρκί  ημών.  Και  έδωκεν  Ούτος  εις  ημάς  την  ευλογίαν  να 
γνωρίσωμεν  Αυτόν  ως  Πρόσωπον  και  να  ίδωμεν  εαυτούς  ανυψουμένους  εις  το 
είδος τούτο του είναι δια της εις Αυτόν πίστεως, δια της συναντήσεως ημών μετ’ 
Αυτού  εν  πλήρει  υπαρκτική  ενώσει  και  δια  της  ελεύσεως  του  Αγίου  Πνεύματος 
εις τας καρδίας ημών. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 83 ‐
 

[//165] Δια της εμφανίσεως του Φωτός δίδεται εις τον άνθρωπον η υπαρκτική 
γνώσις  του  Θεού.  Η  ψυχή,  ο  νους,  έτι  δε  και  το  σώμα,  μετέχουν  της  γνώσεως 
ταύτης. Ημείς όμως δεν δυνάμεθα να περιλάβωμεν άπαν το πλήρωμα Αυτού, και 
το  γεγονός  τούτο  διεγείρει  εν  ημίν  δίψαν  αγάπης,  όπως  εντείνωμεν  την 
κοινωνίαν ημών μετ’ Αυτού, όπως εισδύσωμεν βαθύτερον εν Αυτώ δι’ όλων των 
δυνάμεων  της  υπάρξεως  ημών.  Διψώσα  ούτως  η  ψυχή  τον  Θεόν,  ελκύεται  υπό 
δυνάμεως,  ήτις  παρέχει  χαράν  και  ταυτοχρόνως  συνδέεται  μετά  πόνου.  Το 
πνεύμα  ημών  θλίβεται  βλέπον  εαυτό  εισέτι  απείρως  μακράν  του  Ποθουμένου 
Πατρός, και η προσευχή λαμβάνει χαρακτήρα ορμητικού χειμάρρου. Η εξ αυτής 
πείρα  είναι  ποικίλη.  Αι  ημέραι  και  αι  νύκτες  πληρούνται  μερίμνης  και 
δημιουργικής αναζητήσεως των οδών προς Εκείνον. 
Η αγία εκείνη αγάπη, της οποίας η πνοή δύναται τότε να επισκεφθή ημάς, 
εμφανίζεται  εις  ημάς  εσωτερικώς  –  υποκειμενικώς  –  ως  μη  επιδεχομένη 
αμφιβολίαν  περί  της  Θείας  προελεύεσεως  αυτής.  Εν  τούτοις  όμως,  παρά  την 
ορμήν της τα πάντα περιπτυσσομένης θαυμαστής αγάπης, της φανερουμένης εν 
τω Φωτί, θα ήτο ουχί μόνον σφαλερόν, αλλά και επικίνδυνον να εμπιστευθώμεν 
εις  εαυτούς.  Εκ  των  Γραφών  γνωρίζομεν  ότι  η  Υπέραγνος  Παρθένος  Μαρία 
έσπευσε  προς  την  δικαίαν  Ελισάβετ,  όπως  μάθη  εξ  αυτής  εάν  ήτο  αληθής  η  εις 
Αυτήν  γενομένη  αποκάλυψις  περί  της  εξ  Αυτής  γεννήσεως  Υιού,  Όστις  «έσται 
μέγας  και  Υιός  Υψίστου  κληθήσεται  …,  και  της  Βασιλείας  Αυτού  ουκ  έσται 
τέλος»  (Λουκ. α’ 32‐33).  Έχομεν  ωσαύτως  το  παράδειγμα  του  Παύλου:  «Ηρπάγη 
εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» 
(Β’ Κορ. ιβ’ 4)·  [//166] «Ευδόκησεν ο Θεός … αποκαλύψαι τον Υιόν Αυτού εν αυτώ» 
(πρβλ. Γαλ. α’ 15‐16). Εν τούτοις όμως δις ούτος μετέβη εις Ιερουσαλήμ, ίναι θέση 
υπό  την  κρίσιν  του  Πέτρου  και  των  άλλων  «κατ’  ιδίαν  δε  τοις  δοκούσιν»,  το 
κηρυττόμενον  υπ’  αυτού  Ευαγγέλιον,  ίνα  λάβη  εξ  αυτών  την  επιβεβαίωσιν  ότι 
«ουκ  εις  κενόν  τρέχει  ή  έδραμε»  (πρβλ.  Γαλ.  β’  1‐2).  Και  δεν  υπάρχει  τέλος  εις 
τοιαύτα  παραδείγματα  εν  τη  ιστορία  της  Εκκλησίας  ημών,  ήτις  εθέσπισεν  ως 
υποχρεωτικόν κανόνα να θέτωμεν εαυτούς υπό την κρίσιν άλλων, εμπειροτέρων, 
πρεσβυτέρων, αποδεκτών υπό των πιστών. Και ημείς κρατούμεν την παράδοσιν 
ταύτην. 
Εν  τη  βάσει  της  υπάρξεως  ημών  κείται  η  σφραγίς  της  εκ  του  «μη  όντος» 
δημιουργίας  ημών,  ήτις  αποστερεί  ημάς  της  δυνατότητος  να  εκφέρωμεν 
οιανδήποτε  υποκειμενικήν  κρίσιν  περί  του  Είναι  καθ’  Εαυτό  της  Απολύτου 
Υπάρξεως.  Εκτός  τούτου  φέρομεν  εν  εαυτοίς  τας  συνεπείας  της  «πτώσεως  του 
Αδάμ»,  εν  ή  εκφράζεται  η  τάσις  προς  αυτοθέωσιν.  Η  πείρα  της  ελευθερίας  του 
αυτοπροσδιορισμού  ημών  μαρτυρεί,  βεβαίως,  περί  του  απολύτου  ημών,  αλλ’ 
ημείς  ευκόλως  είναι  δυνατόν  να  απολέσωμεν  την  συνείδησιν  ότι  είμεθα 
κτίσματα,  κτίσματα  «κατ’  εικόνα  του  Απολύτου  Θεού»,  και  ότι  το  «απόλυτον» 
ημών δεν είναι ει μη αντανάκλασις του Πρώτου Απολύτου. Η παραπλάνησις εις 
το  σημείον  τούτο  είναι  δυνατή  δι’  ημάς  και  επί  του  διανοητικού  και  επί  του 
ψυχολογικού επιπέδου. Δυνάμεθα να αποβώμεν θύματα της  «φαντασίας» ημών 
και  να  εκπέσωμεν  εκ  της  αυθεντικής  πραγματικότητος,  ήτις  δεν  είναι  ατομική 
αλλά «καθολική». Εκλήθημεν να περιλάβωμεν εν εαυτοίς άπαν το πλήρωμα του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 84 ‐
 

ανθρωπίνου  και  Θείου  έτι  Είναι,  αλλ’  οφείλομεν  να  αναγνωρίζωμεν  ότι  είμεθα 
μακράν  [//167]  «τούτου».  Και  ούτως  είναι  απολύτως  απαραίτητον  δι’  έκαστον  εξ 
ημών, οιονδήποτε προφητικόν χάρισμα και εάν κατέχωμεν, να βεβαιούμεθα δια 
της  μαρτυρίας  άλλων  προσώπων  ότι  περικλειόμεθα  εις  το  καθολικόν  είναι,  το 
κατ’  εικόνα  του  Τριαδικού  Θεού.  Ημείς,  φυσικιώ  τω  τρόπω,  αναζητούμεν 
τοιούτους μάρτυρας, τους οποίους ουδαμού δυνάμεθα να ανεύρωμεν ει μη εν τη 
Εκκλησία, της οποίας η αιωνόβιος πείρα υπερβαίνει ασυγκρίτως πάσαν ατομικήν 
εμπειρίαν.  Εν  τω  απωτέρω  παρελθόντι  τοιούτοι  έμπειροι  καθοδηγηταί  υπήρξαν 
οι  Απόστολοι,  κληροδοτήσαντες  εις  ημάς  υπό  γραπτήν  μορφήν  την  αμέσως  εκ 
του Θεού δοθείσαν εις αυτούς γνώσιν. Μετ’ αυτούς ηκολούθησε νέφος Πατέρων 
(διδασκάλων  και  ασκητών),  οίτινες  μετέδωκαν  από  γενεάς  εις  γενεάν  κατ’ 
εξοχήν «το πνεύμα της ζωής καθ’ εαυτήν», επιβεβαιώσαντες συχνάκις τούτο και 
δια των ιδίων γραφών. Πιστεύομεν ότι εις εκάστην δεδομένην ιστορικήν στιγμήν 
υπάρχουν εν τη Εκκλησία ζώντες μάρτυρες· ότι έως της συντελείας των ημερών 
του  κόσμου  τούτου  δεν  θα  εκλείψη  εκ  της  ανθρωπότητος  η  αυθεντική 
Θεογνωσία. 
Μόνον  μετά  την  ανεύρεσιν  αυθεντικής  επιβεβαιώσεως  της  ατομικής 
εμπειρίας  ημών  δυνάμεθα  να  εμπιστευθώμεν  εαυτούς,  και  πάλιν  ουχί 
υπερμέτρως.  Το  πνεύμα  ημών  οφείλει  να  μη  ανακόψη  την  κίνησιν  αυτού  προς 
τον  Θεόν·  και  εις  έκαστον  νέον  βήμα  είναι  απαραίτητον  να  ενθυμώμεθα  ότι  η 
μετά  αυτοπεποιθήσεως  απομόνωσις  ημών  εγκυμονεί  την  δυνατότητα  να 
αμαρτήσωμεν κατά της αληθείας. 
«Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, 
το Πνεύμα της Αληθείας (Ιωάν. ιδ’ 16‐17), 
[//168] το εκ του Πατρός εκπορευόμενον (Ιωάν. ιε’ 26) 
και εν Υιώ αναπαυόμενον 
ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, 
οδήγησον ημάς εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. ιστ’ 13) 
και σώσον, Υπεράγαθε, τας ψυχάς ημών». 
«Όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν 
την  αλήθειαν»,  επηγγείλατο  εις  ημάς  ο  Κύριος  προ  της  εξόδου  Αυτού  δια  τον 
σταυρικόν θάνατον. 
Η  συναίσθησις  της  απομακρύνσεως  ημών  από  του  Θεού,  Θεού 
κεκρυμμένου,  αλλά  ηγαπημένου,  είναι  οδυνηρόν  μαρτύριον.  Νυν,  όταν 
σκέπτωμαι  περί  εκείνου,  όπερ  κατ’  ουσίαν  ετελείτο  εν  εμοί  κατ’  εκείνους  τους 
ευλογημένους  χρόνους,  επανέρχονται  εις  την  μνήμην  μου:  Πρώτον,  η  δίψα  του 
Θεού,  ήτις  κατέκαιεν  εμέ,  εφαίνετο  ως  η  μόνη  φυσική,  η  μόνη  προς  «χρείαν» 
(πρβλ. Λουκ. ι’ 42) εν τη οικτρά καταστάσει μου. Δεύτερον, εγώ είμαι ασθενής, εν 
πάσιν  ασταθής  …  Πόθεν  λοιπόν  ήλθεν  εις  εμέ  η  προσευχή,  ήτις  υπερέβη  τας 
δυνάμεις της φύσεως μου; Τρίτον, ουχί άρα γε ο ίδιος ο Κύριος είλκυσεν εμέ δια 
της  δυνάμεως  Αυτού;  …  Δεν  συνηνούντο  δύο  θελήσεις,  του  Θεού  και  εμού,  εφ’ 
όσον ο Ποιητής και Πατήρ ημών ουδέν τελεί μεθ’ ημών άνευ της συγκαταθέσεως 
και της συνεργίας ημών; 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 85 ‐
 

Η  καταπόνησις  της  ψυχής  μου  ήτο  ακατάπαυστος  ημέραν  και  νύκτα.  Το 
μαρτύριον  τούτο  εξεχέετο  εις  προσευχήν  εξ  ίσου  αδιάλειπτον  έτι  και  κατά  την 
διάρκειαν του ύπνου και κατά τον καιρόν της συναναστροφής μου  [//169] μετά των 
ανθρώπων. Επί παρουσία άλλων, εν τούτοις, δύναμις τις συνεκράτει εμέ εκ των 
εξωτερικών εκδηλώσεων, ευθύς όμως ως επέστρεφον εις το κελλίον μου, πριν ή 
κλείσω  την θύραν αυτού,  εκυρίευεν  εμού  ο  κλαυθμός.  Κατά  καιρούς  ο  πόνος  εκ 
του  χωρισμού  της  ψυχής  από  του  Θεού  έρριπτεν  εμέ  επί  του  δαπέδου,  και  εν τη 
γαλήνη της νυκτός δεν έπαυον επί ώρας να χέω δάκρυα και να οδύρωμαι δια την 
ανεκφράστως μεγάλην απώλειαν. Όλος εγώ – ο νους, η καρδία, και το σώμα μου 
εισέτι –, το πάν συνενούτο στενώς, ισχυρώς, εις έν, ως καλώς εσφιγμένος κόμβος. 
Και  ότε  ο  κλαυθμός  διέβαινεν  όριον  τι,  τότε  η  γη,  άπας  ο  ορατός  κόσμος, 
εξέπιπτεν  εκ  της  συνειδήσεως  μου  και  έμενον  μόνος  ενώπιον  του  Θεού.  Το 
αψηλάφητον  Φως,  το  εκ  του  Ανάρχου  εκπορευόμενον,  έδιδεν  εις  εμέ  να  ίδω 
εμαυτόν  ουχί  κατά  την  εξωτερικήν  μου  εμφάνισιν,  ουχί  υπό  τας  συνθήκας  της 
καθ’ ημέραν ζωής μου, αλλά κατά τρόπον παράδοξον τον οποίον δεν δύναμαι να 
περιγράψω. Ιστάμην ενώπιον του Δημιουργού μου τελείως γυμνός εν αυτή ταύτη 
τη  φύσει  μου·  και  ουδέν  υπήρχεν  εν  εμοί  κεκαλυμμένον  από  των  οφθαλμών 
Αυτού. 
Έν εκ των πλέον σημαντικών γεγονότων της ζωής μου, κατά την αγαθήν 
περί  εμού  Πρόνοιαν  του  Θεού,  ήτο  η  συνάντησίς  μου  μετά  του  Αγίου  Γέροντος 
Σιλουανού.  Εις  τον  ταπεινόν  τούτον  άνδρα  εδόθη  εξ  ύψους  η  χάρις  να 
προσεύχηται  υπέρ  όλου  του  κόσμου,  ως  περί  εαυτού.  Επεκράτει  εν  τούτοις  εν 
αυτώ  η  λύπη  περί  των  ήδη  απελθόντων  εντεύθεν.  Η  ψυχή  αυτού  ήτο 
προσηλωμένη εις την θέαν του άδου, πέραν των ορίων της γης. Εθεώρει τον άδην 
τούτον  δυνάμει  της  δοθείσης  εις  αυτόν  πείρας  της  πραγματικότητος  της 
πνευματικής καταστάσεως  [//170] του ανθρωπίνου πνεύματος. Ήτο εν γένει ίδιον 
εις  αυτόν  να  μη  περιορίζηται  εν  τη  προσευχή  αυτού,  ούτε  υπό  του  χρόνου,  ούτε 
υπό  του  χώρου,  διότι  το  πνεύμα  αυτού  ήτο  πάντοτε  εστραμμένον  προς  την 
αιωνιότητα.  Εμέ  όμως  προσωπικώς  κατείχεν  η  θεωρία  του  άδου  εν  τω  κόσμω 
τούτω,  εν  τη  ιστορία.  Ζων  εν  τη  ερήμω,  ουχί  μόνον  δεν  απηλλάγην  της 
καταστάσεως  ταύτης,  αλλά  τουναντίον  ηυξήθη  το  μαρτύριον  μου  υπέρ  του 
κόσμου, ως συνέπεια των γεγονότων, εν γένει, της εποχής ημών, και προ παντός 
της  περιόδου  του  Δευτέρου  Παγκοσμίου  πολέμου.  Η  έρημος  έδιδεν  εις  εμέ  την 
ελευθερίαν να παραδοθώ εις την προσευχήν υπέρ της ανθρωπότητος, ιδιαιτέρως 
τας  νυκτερινάς  ώρας.  Συνείχεν  εμέ,  κατά  τινα  τρόπον,  η  αίσθησις  των 
παθημάτων  της  οικουμένης.  Προς  τούτο  συνέβαλλεν  η  εμπειρία  μου  εκ  του 
Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και της μετ’ αυτόν Ρωσικής Επαναστάσεως. Έζων 
επί έτη εν πνιγηρά ατμοσφαίρα αδελφοκτόνου μίσους, κατ’ αρχάς εξ αιτίας του 
Παγκοσμίου,  κατόπιν  δε  του  εμφυλίου  πολέμου.  Έκτοτε  θα  προετίμων  μάλλον 
να  ακούω  περί  χιλιάδων  ίσως  θυμάτων  εκ  σεισμών,  πλημμυρών,  επιδημιών  και 
άλλων  θεομηνιών  και  καταστροφών,  αίτινες  προκαλούν  συνήθως  την 
συμπάθειαν  πάντων,  ή  περί  πολέμων,  οίτινες  σχεδόν  ανεξαιρέτως  παρασύρουν 
πάντας  εις  ηθικήν  συμμετοχήν  εις  τους  φόνους.  Δεν  υπάρχει  μεγαλυτέρα 
αμαρτία εκείνης του πολέμου. Κατ’ εκείνους τους χρόνους έζων την Λειτουργίαν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 86 ‐
 

αναμιμνησκόμενος  του  Χριστού  προσευχομένου  εν  Γεθσημανή  και 


αποθνήσκοντος  επί  του  Γολγοθά.  Ευρισκόμην  εν  απογνώσει·  διηνοίχθησαν  εις 
εμέ  αι  διαστάσεις  της  Πρώτης  Πτώσεως  του  Ανθρώπου.  Δεν  γνωρίζω  πώς 
επέζησα. 
[//171]  «Ότε  ουν  έλαβε  το  όξος  ο  Ιησούς  είπε·  Τετέλεσται,  και  κλίνας  την 
κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάν. ιθ’ 30). Τί είχεν εν τη συνειδήσει Αυτού ο 
Χριστός,  ότε  προέφερε  τον  λόγον  τούτον:  Τετέλεσται;  Ουδείς  είναι  εις  θέσιν  να 
αποκαλύψη  πλήρως  εκείνην  την  αιωνιότητα,  εν  τη  οποία  διέμενε  πάντοτε  ο 
Κύριος ημών. Δεν θα είναι άστοχον, εάν υποθέσωμεν ότι εν τη σφαιρική οράσει 
Αυτού εισήρχετο ουχί μόνον η έως και της εις άδου καθόδου άκρα κένωσις Αυτού, 
αλλ’  ωσαύτως  και  η  όρασις  της  νίκης  Αυτού  επί  του  θανάτου.  Διέβλεπε  το 
πλήθος των υπ’ Αυτού σεσωσμένων εν τω Φωτί της Βασιλείας του Πατρός. Ό,τι ο 
δημιουργικός  νους  του  Θεού  συνέλαβε  δια  τον  Άνθρωπον  «προ  καταβολής 
κόσμου»  νυν  αποβαίνει  δυνατόν,  πραγματοποιείται.  Ο  Χριστός  εξεπλήρωσε  το 
έργον, το οποίον ανέθεσεν εις Αυτόν ο Πατήρ (βλ. Ιωάν. ιζ’ 4). 
Φόβος και φρίκη κυριεύουν ημών, όταν διανοίγωνται προ ημών τα έσχατα 
όρια  των  παθημάτων.  Η  ιδιομορφία  όμως  της  χριστιανικής  οδού  έγκειται  εις  το 
ότι,  παραλλήλως  προς  την  κατάβασιν  εις  την  χώραν  των  βασάνων,  γίνεται 
δυνατή και η ανάβασις του ανθρωπίνου πνεύματος εις την σφαίραν του ακτίστου 
Φωτός.  Όταν  εμπίπτουν  εις  ημάς  αφόρητοι,  ως  φαίνονται,  οδύναι,  τότε 
απροσδοκήτως  ανοίγεται  η  είσοδος  προς  το  όντως  άπειρον  «περισσόν»  ζωής 
(Ιωάν.  ι’  10)·  τότε  αρχόμεθα  να  γνωρίζωμεν  βαθύτερον  τον  Χριστόν  και  εν  τη 
Ανθρωπότητι  και  εν  τη  Θεότητι  Αυτού.  Το  πνεύμα  ημών  πανηγυρίζει  και 
εκπλήττεται  προ  του  θαύματος,  όπερ  εποίησε  μεθ’  ημών  ο  Θεός.  Καθώς  η 
πραγματική δύναμις της εν Γεθσημανή προσευχής παραμένει αιωνίως, καθώς ο 
[//172]  θάνατος  του  Χριστού  επί  του  Γολγοθά  εσφράγισεν  εσαεί  το  σώμα  του 
κτιστού  κόσμου,  καθώς  διατηρούνται  ανεξίτηλοι  εις  την  ιστορίαν  του  γένους 
ημών πάσαι αι πράξεις και οι λόγοι του Κυρίου, ούτω θα χαραχθούν εφ’ ημών δι’ 
όλην την αιωνιότητα πάντες οι κόποι, τους οποίους κατεβάλομεν ακολουθούντες 
τον Χριστόν, μεταμεμορφωμένοι όμως δια της δυνάμεως της Θείας αγάπης. 
Εις  τον  πιστεύοντα  δίδονται  καταστάσεις,  αίτινες  εξομοιούν  αυτόν  προς 
τον  Σαρκωθέντα  Θεόν·  δεν  ομιλούμεν  περί  πλήρους  ταυτότητος,  αλλ’  ούτε 
αρνούμεθα  αναλογίαν  τινά.  Το  πρώτον  θα  ήτο  αφροσύνη·  ασέβεια  και 
αγνωμοσύνη θα ήτο το δεύτερον. Και αν ουδέποτε εις ουδένα εδίδετο να ζήση εν 
τη προσευχή και μικράν τινα ομοίωσιν προς τας καταστάσεις του Θεανθρώπου, 
τότε  πώς  θα  ήτο,  εν  γένει,  εφικτόν  εις  τους  ανθρώπους  να  αναγνωρίσουν  εν 
Αυτώ  τον  Θεόν;  «Αύτη  δε  εστιν  η  αιώνιος  ζωή,  ίνα  γινώσκωσι  Σε  τον  μόνον 
αληθινόν Θεόν και Όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ’ 3). Άπας ο επίπονος 
ημών  αγών  διεξάγεται  δια  την  γνώσιν  του  Μόνου  Αληθινού  Θεού.  Το  πνεύμα 
ημών  κατευθύνεται  ουχί  προς  παροδικά  φαινόμενα,  αλλά  προς  το  μη 
παρερχόμενον  Είναι.  Η  ορμή  του  νοός  ημών  στρέφεται  προς  τον  Όντα,  την 
Αρχήν  του  παντός,  τον  Πρώτον  και  τον  Έσχατον.  Και  πώς  θα  ηδυνάμεθα  να 
αποδώσωμεν  εις  τον  «ιστορικόν»  Χριστόν  παρόμοια  κατηγορήματα,  εάν  η 
τήρησις  των  εντολών  Αυτού  δεν  προσέφερεν  εκείνους  τους  καρπούς,  περί  ών 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 87 ‐
 

μετά τοιαύτης ευλαβείας και εμπνεύσεως ομιλούν οι Πατέρες ημών  από γενεάς 
εις  γενεάν;  Πώς  θα  ήτο  τούτο  δυνατόν,  εάν  και  Ούτος  ήτο  έν  πεπερασμένον 
άτομον,  ως  πάντες  ημείς;  Αλλά  …  «Ο  Υιός  [//173]  του  Θεού  …  δέδωκεν  ημίν 
διάνοιαν, ίνα γινώσκωμεν τον Αληθινόν (Θεόν)· και εσμέν εν τω Αληθινώ, εν τω 
Υιώ Αυτού Ιησού Χριστώ» (Α’ Ιωάν. ε’ 20). Και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Τούτο 
…  φρονείσθω  εν  ημίνν  ό  και  εν  Χριστώ  Ιησού»  (Φιλ.  β’  5).  Και  πάλιν  γράφει: 
«Κάμπτω τα γόνατα μου προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού … ίνα 
δώη  υμίν  …  κραταιωθήναι  δια  του  Πνεύματος  Αυτού  εις  τον  έσω  άνθρωπον, 
κατοικήσαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών, … ίνα εξισχύσητε 
καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, 
γνώναι  τε  την  υπερβάλλουσαν  της  γνώσεως  αγάπην  του  Χριστού,  ίνα 
πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφεσ. γ’ 14‐19). 
Εάν,  επομένως,  εν  τη  αρχή  του  Χριστιανισμού  το  Πνεύμα  έθεσεν  εις  το 
στόμα  και  την  καρδίαν  του  Παύλου  τους  λόγους  τούτους,  το  Αυτό  Πνεύμα  δεν 
έπαυσεν  έως  των  ημερών  ημών  να  κινή  τας  καρδίας  των  πιστών  εις  ομοίαν 
προσευχήν  υπέρ  του  κόσμου  παντός,  όπως  πας  άνθρωπος  γνωρίση  δι’  όλης  της 
υπάρξεως  αυτού  ότι  ο  Κύριος  καλεί  πάντας  και  έκαστον  εις  το  «θαυμαστόν 
Αυτού Φως» (Α’ Πετρ. β’ 9). 
Δεν  δυνάμεθα  να  συλλάβωμεν  δια  του  νοός  ημών  τί  σημαίνει  «σωτηρία 
του κόσμου», ούτε να εννοήσωμεν την εκ νεκρών ανάστασιν (βλ. Μάρκ. θ’ 10). Εν 
τη  προσευχή  όμως  περιερχόμεθα  ενίοτε  εις  κατάστασιν,  ήτις  διανοίγει  ημίν  εν 
μέρει  τα  μυστήρια  του  μέλλοντος  αιώνος.  Πιστεύομεν  ότι  θα  έλθη  εκείνη  η 
στιγμή,  ήτις  καλείται  «το  πλήρωμα  των  καιρών»  (Εφεσ.  α’  10),  ως  τελείωσις 
παντός ό,τι «ενενόησε» (πρβλ. Ιουδήθ θ’ 5) περί ημών ο Δημιουργός. 
Η αιωνιότης δεν έχει διάρκειαν, καίτοι περιβάλλει πάσας τας εκτάσεις των 
αιώνων  και  του  κοσμικού  χώρου.  [//174]  Δυνάμεθα  να  ομιλώμεν  περί  αυτής  ως 
«περί αιωνίου στιγμής», ήτις δεν υπόκειται εις ορισμόν ή καταμέτρησιν χρονικήν, 
διαστημικήν ή λογικήν. Εν αυτή τη ανεξιχνιάστω αιωνία στιγμή, και ημείς, κατά 
την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, θα περιλάβωμεν εν αγάπη την πληρότητα της 
απ’  αιώνος  κτίσεως  δια  μιας  στιγμιαίας,  αθανάτου,  πράξεως  όλης  ημών  της 
υπάρξεως. Και τότε ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι. 
Το  είναι  της  λογικής  κτίσεως  οφείλει  να  τελειωθή  κατ’  εικόνα  της 
Τριαδικής Θεότητος. Εις τούτο έγκειται το νόημα, ο προορισμός και το έργον της 
Εκκλησίας  του  Χριστού:  «Ίνα  πάντες  έν  ώσι  καθώς  Συ,  Πάτερ,  εν  Εμοί  καγώ  εν 
Σοί,  ίνα  και  αυτοί  εν  Ημίν  έν  ώσιν»  (Ιωάν.  ιζ’  21).  Είναι  φανερόν  ότι  έκαστον 
μέλος της Εκκλησίας οφείλει να φθάση εις το πλήρωμα της ομοιώσεως προς τον 
Χριστόν, μέχρι και της ταυτότητος μετ’ Αυτού (κατ’ ενέργειαν βεβαίως, ουχί κατ’ 
ουσίαν),  άλλως  δεν  θα  πραγματοποιηθή  η  ενότης της  Εκκλησίας  καθ’  ομοίωσιν 
της ενότητος της Αγίας Τριάδος. 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 88 ‐
 

[//175] 
Η’ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 
 
«Τη  ελευθερία  ουν,  ή  Χριστός  ημάς  ηλευθέρωσε,  στήκετε,  και  μη  πάλιν 
ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε’ 1). 
Η αρχή της ζωής ημών εν τω σώματι, όπερ επλάσθη εκ του χοός (βλ. Γεν. 
β’  7),  δίδει  εις  ημάς  την  πείραν  της  εξαρτήσεως  εκ  των  φυσικών  δυνάμεων  και 
των κοσμικών ενεργειών εν γένει, μετά των οποίων συνδέεται η αναγκαιότης και 
η  αιτιοκρατία.  Μόνον  δια  του  Χριστού  θα  γνωρίσωμεν  την  Βασιλείαν  της 
ελευθερίας  του  Πνεύματος  του  Θεού  (βλ.  Κορ.  γ’  17),  ύστερον  δε  και  του 
πνεύματος  του  ανθρώπου  (βλ.  Ιωάν.  η’  31‐32).  Το  πνεύμα  του  ανθρώπου,  ως 
εικών του Πνεύματος του Θεού, κτισθέν ακαταλήπτως υπ’ Αυτού, γεννάται, κατά 
τινα τρόπον, εντός του υλικού σώματος ημών, ενώ κατά την φύσιν αυτού ίσταται 
υπεράνω  της  κοσμικής  ύλης.  Εκ  της  συναντήσεως  αυτού  μετά  του  Χριστού, 
αυξάνει  κατά  την  υποστατικήν  αυτού  συνείδησιν  έως  εκείνης  της  ωριμότητος, 
καθ’  ήν  καταργείται  η  εξάρτησις  αυτού  εκ  των  φυσικών  νόμων  της  γης,  και 
άρχεται να προσλαμβάνη ενεργώς την πνοήν της Θείας αιωνιότητος. 
[//176]  Η  ελευθερία  του  ανθρώπου,  όστις  επίστευσεν  εις  την  Θεότητα  του 
Ιησού  Χριστού  και  διαμένει  εν  τη  σφαίρα  του  λόγου  Αυτού,  ανήκει  εις  επίπεδον 
άλλων  διαστάσεων:  Η  ελευθερία  αύτη  υπό  ουδενός  έξωθεν  προσδιορίζεται.  Ο 
τοιούτος  άνθρωπος  προσεγγίζει  το  μέτρον  του  πληρώματος  της  ηλικίας  του 
Χριστού (βλ. Εφεσ. δ’ 13). Καίτοι είναι κτίσμα του Θεού, εν τούτοις ο Δημιουργός 
απευθύνεται  προς  αυτόν  ουχί  ως  προς  «ενέργημα»  Αυτού,  αλλ’  ως  προς 
καθωρισμένον  γεγονός,  έτι  και  δι’  Αυτόν  τον  Ίδιον.  Ο  Θεός  ουδέν  επιβάλλει  εις 
αυτόν  δια  της  βίας,  ουδέ  την  αγάπην  προς  Αυτόν,  ως  προς  Πατέρα. 
Αποκαλύπτεται  εις  τον  άνθρωπον  «καθώς  εστιν»,  επιτρέπων  εις  αυτόν  να 
αντιδράση  εν  ελευθερία.  Ούτως,  η  Εκκλησία  απορρίπτει  έτι  και  την  Θείαν 
αιτιοκρατίαν,  τουτέστι  την  «ωριγενιστικήν»,  κατά  την  οποίαν  η  Θεία  αγαθότης 
θα  ανεύρη  οδούς  να  σώση  τους  πάντας,  άνευ  παραβιάσεως  της  αρχής  της 
ελευθερίας. 
Η ελευθερία αύτη, της οποίας η εμπειρία δίδεται εις τον χριστιανόν, ανήκει 
εις  την  ενυπάρχουσαν  εν  τω  ανθρώπω  προσωπικήν  αρχήν.  Τα  δύο  ταύτα,  το 
Πρόσωπον  και  η  ελευθερία,  είναι  αρρήκτως  ηνωμένα:  Όπου  δεν  υπάρχει 
ελευθερία,  εκεί  δεν  υπάρχει  Πρόσωπον.  Και  αντιστρόφως:  Όπου  δεν  υπάρχει 
Πρόσωπον,  εκεί  δεν  υπάρχει  ελευθερία.  Αυτός  ο  τρόπος  αιωνίου  υπάρξεως 
χαρακτηρίζει αποκλειστικώς το Πρόσωπον και ουδόλως το άτομον (βλ. Α’ Κορ. ιε’ 
47‐50). 
Εδημιουργήθημεν  υπό  του  Θεού  «κατ’  εικόνα  Αυτού»  προς  ζωήν  «καθ’ 
ομοίωσιν  Αυτού»,  τουτέστι  δια  την  τελικήν  θέωσιν  ημών,  την  μετοχήν  ημών  εις 
την  Θείαν  Ζωήν  εν  παντί  τω  πληρώματι  Αυτής.  Αι  σχέσεις  μεταξύ  Θεού  και 
ανθρώπων  θεμελιούνται  επί  των  αρχών  [//177]  της  ελευθερίας:  Ως  προς  τον 
έσχατον  αυτοπροσδιορισμόν  ημών,  εν  αναφορά  προς  τον  Θεόν,  είμεθα 
αυτεξούσια πρόσωπα. Όταν εν τη ελευθερία ημών κλίνωμεν προς την αμαρτίαν, 
τότε  διαρρηγνύομεν  τον  δεσμόν  της  μετ’  Αυτού  αγάπης  και  απομακρυνόμεθα 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 89 ‐
 

απ’ Αυτού. Η δυνατότης του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού ημών εν σχέσει προς 
τον  ουράνιον  Πατέρα  συνιστά  την  τραγικήν  πλευράν  της  ελευθερίας.  Και  όμως 
το  μοιραίον  τούτο  αυτεξούσιον  αποτελεί  απαραίτητον  προϋπόθεσιν  δια  το 
κτιστόν πρόσωπον, προς ανάβασιν δια την πρόσληψιν της Θείας Ζωής. 
Όντως,  είμεθα  ελεύθεροι,  ουχί  όμως  εις  απόλυτον  βαθμόν,  ως  είναι 
ελεύθερος  μόνον  ο  Θεός.  Ούτος  καθορίζει  το  Είναι  Αυτού  εν  πάσι.  Ημείς  όμως 
κτισθέντες  εκ  του  «μηδενός»,  δεν  έχομεν  το  είναι  εν  εαυτοίς:  Δεν  δυνάμεθα  να 
δημιουργήσωμεν οιανδήποτε άλλην μορφήν υπάρξεως, την οποίαν θα ηθέλομεν 
κατά  την  σύνεσιν  ή  την  αφροσύνην  ημών.  Προ  ημών  ορθούται  το  γεγονός  του 
Πρώτου  Όντος  καθ’  Εαυτό  –  του  Θεού  –,  εκτός  του  Οποίου  ουδέν  αυθύπαρκτον 
υπάρχει. Απόκειται εις ημάς να εκλέξωμεν: ή την υιοθεσίαν ημών υπό του Θεού 
και Πατρός ημών, ή την απομάκρυνσιν απ’ Αυτού εις το σκότος της ανυπαρξίας. 
Ουδέν ενδιάμεσον υπάρχει. 
Ο  χριστιανός  εκλήθη  να  έχη  την  τόλμην  να  πιστεύη  ότι  δυνάμεθα  να 
οικειοποιηθώμεν  το  Θείον  Είναι.  Τούτο  δεν  ανήκει  εις  ημάς,  ούτε  διαθέτομεν 
δυνάμεις  να  δημιουργήσωμεν  αυτό,  διότι  είμεθα  κτίσματα.  Το  Είναι  τούτο 
δύναται να δοθή εις ημάς μόνον ως καθαρά δωρεά της Πατρικής αγάπης. 
Εις  τί  ακριβώς  αναφέρομαι  νυν;  Προσπαθώ  να  ανεύρω  παραλληλισμόν 
τινα εκ της συνήθους ημών ζωής,  [//178] όστις θα διεσάφει το εν ημίν τελούμενον 
κατά  την  εν  ημίν  ενοίκησιν  του  Κυρίου.  Ο  άνθρωπος  γεννάται  τυφλόν, 
ανίσχυρον βρέφος. Το όπλον του αγώνος προς επιβίωσιν αυτού είναι ο κλαυθμός, 
δια του οποίου εκφράζει την δυσαρέσκειαν ή τον πόνον αυτού, οιαδήποτε και εάν 
είναι  η  αιτία  αυτών.  Οι  γονείς,  και  ιδιαιτέρως  η  μήτηρ  εξ  αγάπης  προς  τον 
καρπόν  της  κοιλίας  αυτής,  σπεύδουν  εις  βοήθειαν.  Εν  αρχή  της  ζωής  αυτού 
προσκολλάται εις την μητέρα· περισφίγγει δια των χειρών τον τράχηλον αυτής, 
εναγκαλίζεται  το  πρόσωπον,  τους  ώμους,  το  στήθος,  τους  πόδας,  όταν  δύναται 
να σταθή, και τα παρόμοια. Διδάσκεται βαθμηδόν να διακρίνη τα πράγματα, να 
προφέρη  λέξεις,  να  αφομοιώνη  εννοίας  τινάς·  γίνεται  ισχυρότερος,  ικανός  να 
ίσταται, να περιπατή και να τρέχη. Φθάνει εν τέλει εις την ωριμότητα αυτού, την 
φυσικήν,  την  ηθικήν  και  την  διανοητικήν.  Δύναται  να  γίνη  πατήρ  ή  μήτηρ. 
Εισέρχεται  εις  ζωήν  άνευ  εξαρτήσεων.  Πάντα,  όσα  εβίωσε  κατά  την  βρεφικήν 
ηλικίαν, εκπίπτουν από της μνήμης αυτού. Γνωρίζει τον πατέρα και την μητέρα 
αυτού,  αλλά  δεν  έχει  πλέον  την  αίσθησιν  της  εξαρτήσεως  εξ  αυτών.  Ζη  ως  μη 
προελθών  εξ  ανθρώπου  τινός,  είναι  ελεύθερος  εις  τας  κινήσεις  και  τας 
αποφάσεις  αυτού.  Θεωρεί  εαυτόν  ως  πληρότητα,  ως  ολοκληρωμένην 
προσωπικότητα.  Εν  ενί  λόγω  λέγει:  «Ζω  εγώ».  Πώς  συνέβη  τούτο,  δεν  γνωρίζει. 
Το  γεγονός  όμως  τούτο  πείθει  αυτόν  τον  ίδιον  απολύτως  …  Έχει  μόνον  την 
συνείδησιν  ότι  εκείνη  η  ζωή,  την  οποίαν  είχον  οι  γονείς  αυτού,  μετεδόθη  εις 
αυτόν,  εχύθη  εις  τας  φλέβας  αυτού,  εγένετο  ιδική  του,  εύρε  την  ιδίαν  αυτής 
πορείαν. 
Ό,τι  συμβαίνει  μεταξύ  βρέφους  και  γονέων,  το  αυτό  ισχύει  και  εις  την 
σχέσιν  ανά  μέσον  ημών  και  του  Θεού:  «Ώσπερ  ο  Πατήρ  έχει  ζωήν  εν  Εαυτώ, 
ούτως  έδωκε  και  [//179]  τω  Υιώ  ζωήν  έχειν  εν  Εαυτώ»  (Ιωάν.  ε’  26)  …  «Καθώς 
απέστειλέ Με ο ζων Πατήρ καγώ ζω δια τον Πατέρα, και ο τρώγων Με κακείνος 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 90 ‐
 

ζήσεται  δι’  Εμέ»  (Ιωάν.  στ’  57‐58).  «Εγώ  ζω,  και  υμείς  ζήσεσθε»  (Ιωάν.  ιδ’  19). 
Όταν η άναρχος αύτη ζωή μεταδίδηται υπαρκτικώς εις ημάς, αισθανόμεθα αυτήν 
ως ιδίαν ημών ζωήν. Γνωρίζομεν εκ προγενεστέρας πείρας ότι η ζωή αύτη εδόθη 
υπό  του  Θεού·  δεν  ανήκει  εις  ημάς  κατά  την  ουσίαν  αυτής,  χαρίζεται  όμως  εις 
τους  σωζομένους  ως  αναφαίρετος  κληρονομία,  γίνεται  όντως  η  ζωή  ημών. 
Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής δια των λόγων του αποστόλου Παύλου: «Ζω 
δε  ουκέτι  εγώ,  ζη  δε  εν  εμοί  Χριστός»  (Γαλ.  β’  20).  Επαναλαμβάνω  εκ  νέου: 
Γνωρίζω  ότι  Εκείνος  ζη  εν  εμοί,  αλλ’  η  ζωή  Αυτού  εγένετο  ο  εσώτατος  πυρήν 
όλης της υπάρξεώς μου, ώστε δύναμαι να ομιλώ περί αυτής ως περί ιδίας ζωής: 
Ζη Κύριος, ζω και εγώ. 
«Ο έχων τας εντολάς Μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών Με· ο 
δε αγαπών Με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός Μου, και Εγώ αγαπήσω αυτόν και 
εμφανίσω  αυτώ  Εμαυτόν  …  και  προς  αυτόν  ελευσόμεθα  και  μονήν  παρ’  αυτώ 
ποιήσομεν»  (Ιωάν.  ιδ’  21‐23)·  θα  «ποιήσουν»  βεβαίως  ουχί  προσκαίρως,  αλλά 
αιωνίως. 
Η  είσοδος  ημών  προς  κατοχήν  της  αθανάτου  ταύτης  ζωής  προϋποθέτει 
την τήρησιν των εντολών του Κυρίου. 
«Εάν  υμείς  μείνητε  εν  τω  λόγω  τω  Εμώ,  αληθώς  μαθηταί  Μου  εστε,  και 
γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’ 31‐32). 
Η ομοίωσις της φύσεως ημών προς τον Θεόν γεννά εν ημίν φυσιολογικώς 
την  δίψαν  προς  γνώσιν  της  Αληθείας,  προς αγώνα δια την Θείαν τελειότητα.  Η 
τελειότητα  [//180]  αύτη  δεν  υπάρχει  εν  ημίν,  αλλ’  εν  τω  Πατρί,  Όστις  είναι  Πηγή 
παντός υπάρχοντος. Το να ακολουθώμεν Αυτόν εν πάσιν, ουδόλως σημαίνει ότι 
υποτασσόμεθα  εις  προστάγματα  εξουσίας  επιβαλλομένης  έξωθεν,  αλλ’  ότι  η 
αγάπη  ημών  ελκύει  ημάς  προς  Αυτόν·  πάσχομεν  αναζητούντες  αδιακόπως  την 
τελειότητα  Αυτού.  Και  ο  Χριστός  έδωκεν  εις  ημάς  την  εντολήν:  «Έσεσθε  ούν 
τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. ε’ 48). 
Η  αγία  βουλή  του  Πατρός,  η  απ’  αιώνος  υπάρχουσα  εν  Αυτώ,  δεν  είναι 
ξένη  εις  ημάς,  οίτινες  είμεθα  «εικών»  Αυτού.  Η  βουλή  αύτη  είναι  οικεία  εις  το 
πνεύμα ημών, καίτοι υπερβαίνει την κτιστήν ημών φύσιν. Η υπερβατικότης του 
Πατρός εξηγεί το απαραίτητον της πάλης δια την πλήρη αφομοίωσιν αυτής υφ’ 
ημών· και ημείς πορευόμεθα ελευθέρως προς τον αγώνα τούτον τον μαρτυρικόν 
και ταυτοχρόνως πλήρη εμπνεύσεως. Δια της προσευχής κατέρχεται εφ’ ημάς η 
δύναμις  του  Υψίστου.  Το  Άγιον  Πνεύμα  ενεργεί  εν  ημίν  το  ποθούμενον  και 
προσδοκώμενον,  και  ουχί  αι  μάταιαι  προσπάθειαι  ημών.  Θλιβόμεθα  μέχρι 
μεγάλου  πόνου,  διότι  δεν  δυνάμεθα  να  χωρήσωμεν  εν  εαυτοίς  το  πλήρωμα 
Αυτού. Πονούμεν και πάσχομεν, αλλά και πληρούμεθα χαράς εν τοις παθήμασι 
τούτοις·  ευλαβούμεθα  και  προσκυνούμεν  Αυτόν  εν  αγάπη.  Η  προσευχή,  εν  τη 
πλέον καθαρά μορφή αυτής, ουδέν άλλο είναι ει μη ο θαυμασμός του πνεύματος 
ημών ενώπιον Αυτού. 
«Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι … είπε δε αυτοίς· όταν προσεύχησθε, 
λέγετε· Πάτερ ημών» (Λουκ. ια’ 1‐2). «Ούτως ούν προσεύχεσθε υμείς» (Ματθ. στ’ 
9‐13): 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 91 ‐
 

«Πάτερ  ημών,  ο  εν  τοις  ουρανοίς,  αγιασθήτω  το  όνομά  [//181]  Σου»:  Σύ 
έδωκας εις το πνεύμα μου να οσφρανθή την ευωδίαν της αγιωσύνης Σου, και νυν 
η ψυχή μου διψά να είναι αγία εν Σοι. 
«Ελθέτω  η  βασιλεία  Σου»:  Δέομαι  Σου·  η  βασιλική  ζωή  Σου  να 
υπερπληρώση  εμέ,  τον  πτωχόν  και  πένητα,  και  να  γίνη  η  ζωή  μου  εις  τους 
αιώνας των αιώνων. 
«Γενηθήτω  το  θέλημά  Σου,  ως  εν  ουρανώ  και  επί  της  γης»,  της  γης  της 
κτιστής μου υπάρξεως … ώστε να περιληφθώ και εγώ ο θνητός εις το μέγα ρεύμα 
του Φωτός τούτου, καθώς τούτο είναι εν Σοι τω Ιδίω απ’ αρχής. 
«Τον  άρτον  ημών  τον  επιούσιον  δος  ημίν  σήμερον»,  και  προ  παντός  και 
ύστερον παντός «τον άρτον τον αληθινόν, τον καταβαίνοντα εκ του ουρανού και 
ζωήν διδόντα τω κόσμω» (πρβλ. Ιωάν. στ’ 32‐33). 
«Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις 
ημών»  …  Σε  ικετεύω,  κατάπεμψον  επ’  εμέ  τον  παραλελυμένον  την  χάριν  του 
Αγίου Πνεύματος του παρέχοντος την δύναμιν να συγχωρώ τα πάντα εις πάντας 
ούτως,  ώστε  ουδέν  να  παρεμποδίση  εμέ  να  λάβω  την  παρά  Σου  άφεσιν  του 
πλήθους των αμαρτιών μου. 
«Και  μη  εισενέγκης  ημάς  εις  πειρασμόν»  …  Συ,  καρδιογνώστα,  γνωρίζεις 
την  αχρειότητα  μου  και  την  κλίσιν  μου  προς  την  αμαρτίαν  …  Δέομαι  Σου: 
Απόστειλον  τον  Άγγελόν  Σου  μετά  πυρίνης  ρομφαίας,  ίνα  φράξη  προ  εμού  την 
οδόν προς τας πτώσεις (βλ. Αριθμ. κβ’ 22, κ.ε.). 
«Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» … Πάτερ Άγιε, Παντοκράτορ Αγαθέ, 
ελευθέρωσον με από της εξουσίας του εχθρού ημών και αντικειμένου Σου … Εγώ 
μόνος δεν έχω την δύναμιν να παλαίσω κατ’ αυτού. 
[//182]  Η  πρώτη  κίνησις  της  προσευχής  ημών  είναι  δέησις  περί  ημών  των 
ιδίων.  Όταν  όμως  το  Πνεύμα  το  Άγιον  πληθύνη  την  γνώσιν  και  πλατύνη  την 
συνείδησιν ημών, τότε η προσευχή λαμβάνει παγκοσμίους διαστάσεις, και ημείς, 
επικαλούμενοι  τον  Πατέρα  ημών,  υπό  την  λέξιν  «ημών»  εννοούμεν  όλην  την 
ανθρωπότητα,  και  δια  της  αυτής  καρδίας  εκζητούμεν  την  χάριν  δια  πάντας 
ανθρώπους, ως και δι’ ημάς αυτούς: 
«Αγιασθήτω  το  Όνομα  Σου»  εν  τω  μέσω  πάντων  των  λαών.  «Ελθέτω  η 
βασιλεία Σου» εις τας ψυχάς πάντων των ανθρώπων, ώστε το Φως της παρά Σου 
εκπορευμένης  ζωής  να  γίνη  ζωή  του  σύμπαντος  κόσμου.  «Γενηθήτω  το  θέλημα 
Σου»,  το  μόνον  άγιον,  το  συνάγον  εν  τη  αγάπη  Σου  πάντας  τους  κατοικούντας 
επί της Γης, ως τούτο βασιλεύει μεταξύ των αγίων εν τοις ουρανοίς. «Ρύσαι ημάς 
από  του  πονηρού»,  του  «ανθρωποκτόνου»  (Ιωάν.  η’  44),  όστις  σπείρει  πανταχού 
τον κακόν σπόρον της έχθρας και του θανάτου. 
Κατά την χριστιανικήν αντίληψιν το κακόν, ως και το αγαθόν, είναι παρόν 
μόνον  εκεί,  όπου  υπάρχει  υποστατική  μορφή  του  είναι.  Εκτός  του  είδους  αυτού 
της  ζωής  δεν  υφίσταται  το  κακόν,  αλλά  μόνον  καθωρισμέναι  φυσικαί 
διαδικασίαι. 
Όσον  αφορά  εις  το  πρόβλημα  του  κακού  εν  γένει,  και  ιδιαιτέρως  εν  τω 
κόσμω  των  ανθρώπων,  εγείρεται  το  ερώτημα  της  συμμετοχής  του  Θεού  εις  τα 
ιστορικά  πεπρωμένα  των  λαών.  Πλείστοι  απέρριψαν  την  εις  τον  Θεόν  πίστιν, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 92 ‐
 

διότι, κατά την άποψιν αυτών, εάν υπήρχε Θεός, δεν θα ηδύνατο να έχη θέσιν ο 
τοσούτον  άγριος  οργασμός  του  κακού,  το  πλήθος  των  αδικαιολογήτων 
παθημάτων,  [//183]  η  τοιαύτη  απουσία  τάξεως  και  νοήματος  εν  πάσιν. 
Επιλανθάνονται  ή  ουδόλως  γνωρίζουν  ούτοι  ότι  ο  Κτίστης  περιφρουρεί  την 
ανθρωπίνην  ελευθερίαν  ως  την  θεμελιώδη  αρχήν  εν  τη  δημιουργία  θεοειδών 
υπάρξεων. Η επέμβασις του Θεού εις την ζωήν των ανθρώπων, οσάκις η θέλησις 
αυτών  θα  έκλινε  προς  τας  οδούς  των  ανοσιουργημάτων,  θα  ισοδυνάμει  προς 
στέρησιν της δυνατότητος του αυτοπροσδιορισμού· θα είχεν ως αποτέλεσμα τον 
υποβιβασμόν των πάντων εις κοσμικούς απροσώπους νόμους. 
Ο  Θεός βεβαίως σώζει και μεμονωμένα πάσχοντα άτομα και ολοκλήρους 
λαούς,  όταν  ούτοι  κατευθύνουν  τα  διαβήματα  αυτών  εις  τας  οδούς  Αυτού, 
επικαλούμενοι την παρ’ Αυτού βοήθειαν. 
Δεν  έχουν  πάντες  την  αυτήν  αντίληψιν  περί  του  νοήματος  της  λέξεως 
«σωτηρία».  Δια  τον  χριστιανόν,  όστις  διεξάγει  ανένδοτον  πόλεμον  προς  την 
αμαρτίαν,  η  σωτηρία  έγκειται  εις  το  ότι  ο  Ίδιος  ο  Θεός,  εν  τη  απείρω  Αυτού 
αιωνιότητι,  παραδίδει  Εαυτόν  εις  τον  άνθρωπον.  Τον  τοιούτον  αγωνιστήν 
δυνατόν  να  συνοδεύουν  οραταί  συμφοραί  καθ’  όλην  την  ζωήν  αυτού,  εν  τω 
κρυπτώ όμως της καρδίας αυτού ίσταται ούτος ενώπιον του Αοράτου (βλ. Β’ Τιμ. 
δ’ 7, Φιλ. α’ 29, Πράξ. θ’ 16, Α’ Κορ. ιε’ 30, Β’ Κορ. στ’ 4). Θα απέβαινε μάταιος η 
απόπειρα  της  περιγραφής  της  καταστάσεως  αυτού:  Παραδίδεται  εις  το  θέλημα 
του Θεού, και σμικρύνων ούτως εαυτόν εξομοιούται προς τον Χριστόν (βλ. Λουκ. 
κβ’  42).  Η  πράξις  αύτη  είναι  κατά  την  ουσίαν  αυτής  η  ελευθέρα  φανέρωσις  της 
κενωτικής αγάπης, ήτις εξομοιοί τον άνθρωπον προς τον Θεόν: «… ήλθεν η ώρα· 
ιδού  παραδίδοται  ο  Υιός του Ανθρώπου  εις  τας  χείρας των αμαρτωλών»  (Μαρκ. 
ιδ’  41).  [//184]  Δεν  υπάρχει  αγάπη  μείζων  ταύτης:  Παραδίδομεν  εαυτούς  εις  τας 
αγίας χείρας του Πλαστουργού ημών και ούτως εισερχόμεθα εις το πλήρωμα της 
Θείας ζωής. 
Η  προσευχή  υπερέχει  κατ’  αξίαν  πάσης  άλλης  δραστηριότητος  εις  τον 
κοινωνικόν,  πολιτικόν,  επιστημονικόν  ή  και  καλλιτεχνικόν  τομέα.  Ο  λαβών 
πείραν  τούτου  ευκόλως  θυσιάζει  την  υλικήν  ευμάρειαν  αυτού  χάριν  της 
αμερίμνου  αδολεσχίας  μετά  του  Θεού.  Είναι  μέγα  προνόμιον  να  έχη  τις  την 
δυνατότητα να μελετά τα μη παρερχόμενα, τα ανώτερα και υπερέχοντα και των 
πλέον  λαμπρών  επιτεύξεων  της  επιστήμης,  της  φιλοσοφίας  ή  των  κοινωνικών 
λειτουργημάτων.  Κατ’  αρχάς  η  πάλη  δια  την  πνευματικήν  ελευθερίαν  δύναται 
να φανή υπερμέτρως βαρεία και ριψοκίνδυνος· το παν όμως υπερνικάται, όταν η 
προσευχή αιχμαλωτίση την ψυχήν ολοτελώς. 
Η προσευχή της βαθείας μετανοίας δύναται να οδηγήση τον άνθρωπον εις 
κατάστασιν  κατά  την  οποίαν  ούτος  λαμβάνει  πείραν  της  ελευθερίας  εν  τω 
Πνεύματι  της  Αληθείας:  «…  και  η  αλήθεια  ελευθερώσει  υμάς»  (Ιωάν.  η’  32).  Η 
αγία  αύτη  ελευθερία  είναι  δυστυχώς  άγνωστος  εις  την  πλειονότητα  των 
ανθρώπων.  Το  πρώτον  γνώρισμα  της  ελευθερίας  είναι  η  απροθυμία  ημών  να 
εξουσιάζωμεν  οιουδήποτε.  Η  επομένη  βαθμίς  αυτής  είναι  η  εσωτερική  ημών 
χειραφέτησις  από  της  εξουσίας  των  άλλων  εφ’  ημών·  και  τούτο  ουχί  εκ 
καταφρονήσεως  προς  τας  τεταγμένας  υπό  του  Θεού  αρχάς  και  εξουσίας  της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 93 ‐
 

εξωτερικής ζωής των λαών, αλλ’ ένεκα του Θείου φόβου, όστις δεν επιτρέπει να 
παραβώμεν την εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. 
[//185]  Ο  Άναρχος  Θεός  απεκαλύφθη  εις  ημάς  εν  τη  αφάτω  Αυτού 
ταπεινώσει. Ούτος, ο Δημιουργός πάσης υπάρξεως, δεν ασκεί εξουσίαν εφ’ ημών. 
Αληθώς,  και  Αυτού  ουδείς  εξουσιάζει.  Ο  άνθρωπος  είναι  εικών  του  ταπεινού 
τούτου  και  ελευθέρου  Θεού.  Θα  έπρεπε  να  είναι  φυσικός  εις  ημάς  ο  πόθος  να 
ομοιωθώμεν  προς  Αυτόν  κατά  την  εικόνα  του  Είναι:  να  παραιτηθώμεν  από  της 
κυριαρχίας  επί  των  άλλων,  και  ημείς  οι  ίδιοι  «στήναι  τη  ελευθερία,  ή  Χριστός 
ημάς ηλευθέρωσε» (πρβλ. Γαλ. ε’ 1, Α’ Κορ. ιε’ 23‐28). 
Το  Θείον  Φως  δια  της  ελεύσεως  Αυτού  εις  την  ψυχήν  του  προσευχομένου 
εξάγει αυτήν εκ της δουλείας των παθών και ανάγει εις την φωτοφόρον σφαίραν 
της  θεοειδούς  ελευθερίας,  της  πλήρους  αγάπης,  της  ελευθερίας  ήτις  αποκλείει 
πάσαν τάσιν προς δουλοκτησίαν, όπερ είναι το αντίθετον της αγάπης. Εκεί, όπου 
δεν  υπάρχει  ελευθερία  και  αγάπη,  τα  πάντα  στερούνται  νοήματος.  Και  τοιαύτα 
εισέτι  χαρίσματα,  ως  προφητείαι,  γνώσις  όλων  των  μυστηρίων  και  δυνάμεις 
θαυματουργίας, άνευ αγάπης, ουδεμίαν έχουν αξίαν (βλ. Α’ Κορ. ιγ’ 1‐3). 
Μέγας  και  θαυμαστός  ο  κόσμος  της  αγίας  ελευθερίας!  Άνευ  αυτής  είναι 
αδύνατος η σωτηρία ως θέωσις του ανθρώπου. Είναι ανάγκη ο ίδιος ο άνθρωπος 
να  διατεθή  ελευθέρως  δια  την  αιωνιότητα.  Πάσα  η  κτίσις  ποθεί  την 
απελευθέρωσιν  εκ  της  δουλείας  της  φθοράς  και  την  είσοδον  αυτής  εις  την 
ελευθερίαν της υιοθεσίας (βλ. Ρωμ. η’ 21‐23). 
Πανταχού  νυν  διεξάγεται  αγών  δια  την  ελευθερίαν  και  ανεξαρτησίαν, 
αλλά μετά βίας ευρίσκεται άνθρωπος, εις τον οποίον απεκαλύφθη το μυστήριον 
της  θεομιμήτου  [//186]  ελευθερίας  των  τέκνων  του  Ουρανίου  Πατρός.  Η  αξία  της 
καταστάσεως αυτής είναι απερίγραπτος δια λόγων· και δεν γνωρίζεται άλλως, ει 
μη  μόνον  κατά  το  μέτρον  της  Άνωθεν  δωρεάς.  Και  πάλιν  δεν  δύναμαι  να  μη 
μνησθώ  του  Αποστόλου  Παύλου,  όστις  αναμφιβόλως  εγνώριζε  την  θείαν‐
βασιλικήν ελευθερίαν: «Η αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών 
του Θεού απεκδέχεται· τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα …» (Ρωμ. 
η’ 19‐20). 
«Τη  ελευθερία  ουν,  ή  Χριστός  ημάς  ηλευθέρωσε,  στήκετε,  και  μη  πάλιν 
ζυγώ  δουλείας  ενέχεσθε»  (Γαλ.  ε’  1).  Είναι  εύκολον  να  αντιληφθώμεν  ότι  το 
πάθος της κυριαρχίας επί του αδελφού έχει ως άμεσον συνέπειαν την απώλειαν 
της ημετέρας ανεξαρτησίας, και επί πλέον, πράγμα φοβερόν, τον χωρισμόν από 
του  Θεού  της  αγάπης,  την  στέρησιν  της  χάριτος  του  Αγίου  Πνεύματος.  Εν  τω 
βάθει  της  ψυχής  του  «κατακτητού»  ετοιμάζεται  πτώσις  εις  το  κενόν  της 
ανυπαρξίας.  Η  εξομοίωσις  προς  τον  Κύριον  των  κυριευόντων  αποκλείει  την 
δουλοκτησίαν, εν τη οποία δεν υπάρχει αιώνιος ζωή, ούτε εισέτι και πρόσκαιρος. 
Η  κυριαρχία  επιβάλλεται  συνήθως  δια  της  βίας  και  των  φόνων.  Εις  εκείνους, 
οίτινες  δεν  έδειξαν  ευσπλαγχνίαν,  θα  εφαρμοσθή  εν  τη  εσχάτη  Κρίσει  η  αρχή: 
«Εν  ώ  μέτρω  μετρείτε  μετρηθήσεται  υμίν»·  και  έτσι:  «Η  κρίσις  ανέλεος  τω  μη 
ποιήσαντι έλεος» (Ματθ. ζ’ 2, Ιακ. β’ 13). 
«Ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β’ Κορ. γ’ 17). Η ελευθερία εν 
τη  απολύτω  αυτής  μορφή  είναι  ίδιον  μόνον  του  Θεού.  Δίδεται  όμως  εις  τον 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 94 ‐
 

άνθρωπον  η  ευλογία  να  γνωρίση  αυτήν  εκ  μέρους  εν  τη  προσευχή,  όταν  αύτη 
συνοδεύηται  μετά  ζωής  συμφώνου  προς  τας  [//187]  εντολάς.  Η  προσευχή  είναι 
ανεκτίμητον  δώρον  του  ουρανού,  απαιτεί  όμως  αφ’  ημών  «σχολήν».  Χάριν  της 
συναντήσεως  μετά  του  Ζώντος  Χριστού  δεν  είναι  καθ’  υπερβολήν  δύσκολον  να 
αρνηθώμεν  τας  δελεαστικάς  απολαύσεις  και  να  προτιμήσωμεν  παντός  άλλου 
την μετ’ Αυτού συνομιλίαν. Εδόθη εις εμέ το εξαίρετον τούτο προνόμιον, τολμώ 
να  είπω,  η  μακαριότης,  ήτις  έφθασεν  εις  την  μεγίστην  αυτής  έντασιν  εν  τη 
ερήμω.  Η  ασκητική  έννοια  «έρημος»  δεν  αναφέρεται  εις  γεωγραφικόν  τόπον, 
αλλά  εις  τρόπον  ζωής:  Είναι  η  απομάκρυνσις  από  των  ανθρώπων,  κατά  την 
οποίαν  ουδείς  βλέπει  ή  ακούει  τον  ασκητήν,  ουδεμία  ανθρωπίνη  εξουσία 
ασκείται  επ’  αυτού,  και  ο  ίδιος  ουδένα  εξουσιάζει.  Η  ελευθερία  αύτη  είναι 
απαραίτητος  δια  την  πλήρη  κατάδυσιν  του  πνεύματος,  αλλά  και  όλης  της 
υπάρξεως  ημών,  εις  την  Θείαν  σφαίραν.  Τότε  είναι  δυνατόν  να  μεταδοθή  εις 
ημάς η υπερτέρα πασών των αξιών της γης Θεία απάθεια. Εν αυτή ο άνθρωπος 
ουδόλως  διανοείται  υπεροχήν  έναντι  του  αδελφού  αυτού.  Ουδόλως  επιδιώκει 
τιμήν,  δόξαν,  έτι  μάλλον,  υλικόν  πλούτον.  Ώ,  ο  θετικός  ορισμός  της  αληθούς 
ελευθερίας  δεν  δύναται  να  εκφρασθή  δια  λόγων!  Δεν  εννοώ  δια  ποίον  λόγον  η 
Θεία  συγκατάβασις ευδόκησε να ζήσω εν τη ερήμω την  «ελευθερία  των  τέκνων 
του  Θεού»  (Ρωμ.  η’  21).  Δεν  λέγω  ότι  προσέλαβον  την  δωρεάν  ταύτην  έως  των 
υψίστων  αυτής  βαθμών,  τουτέστιν  όταν  ο  άνθρωπος  αληθώς  κατανικά  την  επ’ 
αυτού εξουσίαν της αμαρτίας και του θανάτου.  Κατά  καιρούς  όμως  διέμενον  εν 
τω  μεθορίω  εκείνω,  εν  τω  οποίω  κατενόουν  ότι  το  πλήρωμα  της  ελευθερίας 
έρχεται, όταν καταλυθή ο θάνατος. 
Όστις δεν πτοείται υπό του θανάτου, ούτος βαδίζει επί της οδού προς την 
ελευθερίαν.  Ο  άνθρωπος  κρατείται  [//188]  εν  δουλεία,  εάν  εν  αυτώ  υπερισχύη  η 
«προσπάθεια» εις τα γήϊνα.  «Ιδού εγώ και τα παιδία ά Μοι έδωκεν ο Θεός. Επεί 
ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και Αυτός παραπλησίως μετέσχε 
των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, 
τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός 
του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. β’ 13‐15). 
Μόνον  εκ  μέρους  εγνώρισα  την  πνοήν  της  πνευματικής  ελευθερίας.  Αφ’ 
ότου  όμως  κατεστάθην  πνευματικός,  ζω  εκτός  αυτής,  ών  εξ  αγάπης  δέσμιος 
εκείνων,  τους  οποίους  ο  Κύριος  ενεπιστεύθη  εις  εμέ.  Η  αγάπη  πολλάκις 
υποδουλοί  εμέ  εις  όσους  διακονώ,  εις  όσους  έχουν  την  ανάγκην  μου  κατά  την 
αναζήτησιν του Θεού. Εν τούτοις, εν τω βάθει της ψυχής παραμένουν τα ίχνη της 
υπ’  εμού  βιωθείσης  εμπειρίας.  Αύτη  εδόθη  εις  εμέ  το  πρώτον  εν  Γαλλία,  εν 
ασαφεί εισέτι μορφή, ότε ησθάνθην ισχυρόν πόθον να εγκαταλείψω τον κόσμον. 
Ηυχαρίστησα  τον  Κύριον  δια  την  περί  εμέ  Πρόνοιαν  Αυτού,  συνειδητοποιήσας 
ότι ήμην ελεύθερος να επιχειρήσω το άλμα τούτο της φυγής εκ του κόσμου, εφ’ 
όσον ουδείς υπήρχεν εν πάση τη οικουμένη του οποίου η ζωή εξηρτάτο απ’ εμού. 
Διψών  τον  Θεόν  ηδυνάμην  να  διακινδυνεύσω  το  παν.  Ουδέν  υπελόγιζον· 
παρέδωκα εμαυτόν ελευθέρως εις πάσαν κακοπάθειαν. Τούτο υπήρξεν η πρώτη 
γεύσις της «βασιλικής ελευθερίας» της ψυχής μου. Ο Χριστός εν τη ελευθερία της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 95 ‐
 

αγάπης  Αυτού,  παρέδωκεν  Εαυτόν  εις  θάνατον,  διανοίγων  ούτως  εις  ημάς  την 
οδόν προς την υψίστην γνώσιν, την Θείαν αθανασίαν. 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 96 ‐
 

[//189] 
Θ’ ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ 
 
Παρά  την  συνείδησιν  της  εσχάτης  μηδαμινότητος  μου,  ίσως  δε  εξ  αιτίας 
αυτού ακριβώς του εσωτερικού μαρτυρίου (βλ. Ματθ. ε’ 3), προσηυχόμην και εγώ 
επί  δεκαετίας,  όπως  δώση  και  εις  εμέ  ο  Κύριος  την  έμπνευσιν  να  ακολουθήσω 
Αυτόν  «όπου  αν  υπάγη»  (Αποκ.  ιδ’  4):  είτε  εις  την  έρημον,  προς  δοκιμασίαν  της 
πιστότητος  της  αγάπης  μου  προς  τον  Πατέρα  (βλ.  Λουκ.  δ’  1  κ.ε.)·  είτε  εις  το 
κήρυγμα  της  βασιλείας  της  Πατρικής  αγάπης,  το  πλήρες  μυρίων  βασάνων·  είτε 
εις το Θαβώρ, ένθα οι τρεις πρόκριτοι μαθηταί ήκουσαν την φωνήν του Πατρός: 
«Ούτος  εστιν  ο  Υιός  Μου  ο  αγαπητός»  (Ματθ.  ιζ’  5)·  είτε,  πρωτίστως  και  κατ’ 
εξοχήν, εις την Γεθσημανή και τον Γολγοθάν. 
Προσευχόμενος  δι’  έμπνευσιν,  είχον  υπ’  όψιν  την  εν  ημίν  παρουσίαν  της 
δυνάμεως  του  Αγίου  Πνεύματος  (βλ.  Ιωάν.  δ’  13‐15,  ζ’  37‐39).  Η  έμπνευσις  του 
είδους  αυτού  ανήκει  εις  άλλο  επίπεδον  του  είναι,  διάφορον  εκείνου,  όπερ 
εγνώριζον  πρότερον  εν  τω  καλλιτεχνικώ  ή  φιλοσοφικώ  χώρω.  Η  εν  τω  χώρω 
τούτω παρατηρουμένη έμπνευσις – ίδιον της πεπτωκυίας ημών φύσεως – δύναται 
να εκληφθή ως δώρον Θεού, αλλ’ όμως δεν οδηγεί εις  [//190] την ένωσιν μετά του 
Υποστατικού Θεού, ουδέ εις την διανοητικήν περί Αυτού γνώσιν. 
Η αυθεντικώς αγία έμπνευσις, η Άνωθεν εκ του Πατρός εκπορευομένη, εις 
ουδένα  επιβάλλεται  δια  της  βίας,  αλλ’  αποκτάται,  ως  και  παν  άλλο  δώρον  του 
Θεού, δι’ εντατικού αγώνος προσευχής (βλ. Λουκ. ια’ 9‐13). Τούτο δεν σημαίνει ότι 
ο Θεός, τρόπον τινά, αμείβει δια τους κόπους, αλλ’ ότι παν το δια συνέσεως και 
δια παθημάτων αποκτώμενον γίνεται αναφαίρετον κτήμα του ανθρώπου δια την 
αιωνιότητα. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς, όπως αναγεννηθώμεν πλήρως 
δια  της  ενεργείας  της  χάριτος  και  αποκαταστήσωμεν  εν  ημίν  την  ικανότητα  να 
προσλάβωμεν  την  θέωσιν.  Πάντα  ταύτα  όμως  είναι  δυνατά  μόνον  δια  της 
πλήρους βασάνων επιστροφής ημών προς τον Θεόν. Ο Θεός παραδίδει όντως εις 
ημάς την ζωήν Αυτού, ως προσωπικόν ημών κτήμα, υπό την πλήρη έννοιαν της 
λέξεως.  Η  προαιώνιος  Θεία  δόξα  κατοικεί  εντός  των  λελυτρωμένων  υπ’  Αυτού, 
και  τούτο,  ουχί  ως  τι  επιπρόσθετον  –  αλλότριον  της  φύσεως  ημών  –,  ουχί  ως 
παρουσία εν ημίν πράγματος «ξένου» και «αδίκου» (πρβλ. Λουκ. ιστ’ 11‐12). Ουχί. 
Η  αληθής  θέωσις  έγκειται  εις  το  ότι  η  λογική  φύσις  μετέχει  της  ανάρχου  ζωής 
του  Ιδίου  του  Θεού  κατά  τρόπον  ενεργόν  και  αναφαίρετον  εις  τους  αιώνας.  Εν 
άλλαις λέξεσιν, η ζωή του Θεού «υποστασιούται» εν τω ανθρώπω δια του αυτού 
τρόπου,  δι’  ου  σαρκωθείς  ο  Θεός  ενυποστασίασε  –προσέλαβεν  εν  τη  υποστάσει 
Αυτού‐  την  κτισθείσαν  υπ’  Αυτού  μορφήν  της  υπάρξεως  ημών.  Εν  τω  μέλλοντι 
αιώνι  η  ενότης  του  Θεού  μετά  του  ανθρώπου  θα  καταστή  πλήρης  εν  παντί  τω 
περιεχομένω του Είναι Αυτού, εκτός, εννοείται, της ταυτότητος κατά την Ουσίαν. 
Η  τελευταία  αύτη  είναι  αμέθεκτος  υπό  των  κτισμάτων  και  παραμένει  [//191] 
πάντοτε απρόσιτος εις πάσαν κτισθείσαν ύπαρξιν: Αγγέλους και ανθρώπους. 
Η  Βασιλεία  του  Πατρός  είναι  η  οντολογική  ενότης  πάντων  των 
σεσωσμένων και ως τοιαύτη υπό ουδενός έτι σαλεύεται  (βλ. Εβρ. ιβ’ 27‐28). Η εξ 
ύψους έμπνευσις εξαρτάται μέχρι τινος εξ ημών, ήτοι κατά πόσον θα ανοίξωμεν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 97 ‐
 

την  θύραν  της  καρδίας  ημών,  ώστε  να  εισέλθη  αβιάστως  εν  ημίν  ο  Κύριος,  το 
Πνεύμα  το  Άγιον,  Όστις  «ίσταται  επί  την  θύραν  (της  καρδίας  ημών)  και  κρούει· 
εάν τις ακούση της φωνής Αυτού και ανοίξη την θύραν, εισελεύσεται προς αυτόν 
και δειπνήσει μετ’ αυτού» και αυτός μετά του Θεού (πρβλ. Αποκ. γ’ 20). Ο Κύριος 
περιφρουρεί  την  ελευθερίαν  των  «κατ’  εικόνα»  Αυτού  κτισμάτων.  Και  ημείς 
οφείλομεν  να  γνωρίζωμεν  τί  είναι  αποδεκτόν  υπ’  Αυτού.  Δημιουργείται  ως  εκ 
τούτου η ανάγκη δια πάντας και δι’ ένα έκαστον εξ ημών, όπως μη επιτρέπωμεν 
εις εαυτούς τοιαύτας πράξεις ή εσωτερικάς κινήσεις του πνεύματος ημών, αίτινες 
λυπούν  το  Πνεύμα  το  Άγιον  του  Θεού  (βλ.  Εφεσ.  δ’  30).  Δια  της  συνεπούς 
διαμονής εν τη σφαίρα των εντολών του Χριστού θεραπεύεται ο εκ της αμαρτίας 
ημών θάνατος, και η ζωή ημών άπασα διαπεράται υπό του Ακτίστου Φωτός της 
Θείας Αιωνιότητος. 
Όταν  η  ψυχή  κατά  τρόπον  υπαρκτικόν  άπτηται  της  αιωνιότητος  ταύτης, 
τότε εκπίπτουν αφ’ ημών τα χαμερπή πάθη. Απαλλασόμεθα της αδελφοκτόνου 
πάλης προς απόκτησιν επιγείων προνομίων, κατέρχεται εφ’ ημάς η «ειρήνη του 
Χριστού»  και  λαμβάνομεν  την  δύναμιν  «να  αγαπώμεν  τους  εχθρούς».  «Ειρήνην 
την  εμήν  δίδωμι  υμίν»  (Ιωάν.  ιδ’  27).  Η  ειρήνη  του  Χριστού  είναι  πολυτιμοτέρα 
παντός θησαυρού, πάσης χαράς και απολαύσεως επί της γης. Συνίσταται δε αύτη 
εις  την  αναμφίβολον  [//192]  γνώσιν  του  Ζώντος  Θεού,  του  Πατρός  ημών.  Είναι 
αρκετόν εις ημάς να έχωμεν ολίγην τροφήν, να είμεθα υπό στέγην και το σώμα 
ημών  να  είναι  κεκαλυμμένον  ένεκα  του  ψύχους  και  της  αιδούς,  προκειμένου  ο 
νους ημών – το πνεύμα ημών – να είναι ελεύθερος να βυθίζηται εν τη μελέτη του 
Θείου  Είναι,  του  υπό  του  Χριστού  αποκαλυφθέντος  εις  ημάς.  Η  δίψα  του  άνω 
κόσμου,  η  εν  αγάπη  ορμή  προς  αυτόν,  γίνεται  το  αγαλλίαμα  ημών,  λαμπρύνει 
βασιλικώς  έτι  και  το  επώδυνον  γήρας,  το  πεπληρωμένον  της  προσδοκίας  των 
ευσπλάγχνων «Πατρικών αγκαλών» (πρβλ. Λουκ. ιε’ 20). 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 98 ‐
 

[//193] 
Ι’ ΠΕΡΙ ΚΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ 
 
1. ΑΣΚΗΤΙΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑΙ 
 
«Μακάριοι  οι  πτωχοί  τω  πνεύματι,  ότι  αυτών  εστιν  η  βασιλεία  των 
ουρανών»  (Ματθ.  ε’  5).  Μακάριοι,  διότι  ομού  μετά  της  συναισθήσεως  της  εν 
πνεύματι  πτωχείας  αυτών  κατέρχεται  επ’  αυτούς  Άνωθεν  δύναμις  δι’  ανάβασιν 
προς  τον  Θεόν.  Άνευ  της  συναισθήσεως  ταύτης  δεν  υπάρχει  κίνησις  προς  τον 
Ύψιστον. Η αυτάρκεια είναι σύμπτωμα ή πνευματικής παραλύσεως ή πτώσεως. 
Δια της συνεχούς υποβολής ημών υπό την κρίσιν των εντολών του Θεού οξύνεται 
εν ημίν το αίσθημα της αποστάσεως ημών απ’ Αυτού και βαθύνεται η επίγνωσις 
ότι  η  υπερηφανία  είναι  η  ρίζα  πάσης  κακίας.  Η  υπερηφανία  είναι  εναντία  προς 
τον  Θεόν.  Είναι  ο  αντίπους  της  Θείας  αγάπης.  Δια  της  υπερηφανίας  η 
ανθρωπότης υπετάγη εις την φθοράν. Είναι απαραίτητον όπως χειραγωγηθώμεν 
υπό της Ευαγγελικής διδαχής, ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ και επανέλθωμεν 
εις το πρωτόκτιστον πνευματικόν κάλλος. Μόνον η ισχυρά πίστις, ότι ο Χριστός 
είναι  ο  Παντοκράτωρ  Θεός,  θα  βοηθήση  ημάς  να  στερεωθώμεν  [//194]  «επί  την 
ασάλευτον  πέτραν  των  εντολών  Αυτού».  Υπό  τας  συνθήκας  αυτάς  διεξάγεται 
δεινός πόλεμος εναντίον όλων εκείκων, άτινα προσελάβωμεν εν τη πτώσει ημών. 
Η  πίστις  ότι  ο  Χριστός  είναι  ο  μόνος  αληθινός  Σωτήρ  του  ανθρώπου  δεν  θα 
επιτρέψη  να  εκπέσωμεν  απ’  Αυτού  κατά  την  διάρκειαν  της  απροβλέπτου  και 
ακαταλήπτου διαδικασίας της καθάρσεως ημών εκ του «πλούτου» της αμαρτίας. 
Οι  Απόστολοι  ανήγγειλαν  εις  ημάς  εκείνα,  άτινα  ήκουσαν  και  εγνώρισαν  εξ 
Αυτού  του  Κυρίου·  οι  δε  Πατέρες  της  Εκκλησίας  δι’  ανυπερβλήτου  ασκήσεως 
διεφύλαξαν  πάντα  τα  υπό  του  Θεού  εντεταλμένα  και  παρέδωκαν  εις  ημάς  την 
ανεκτίμητον  πείραν  και  γνώσιν  αυτών.  Χάριν  αυτών,  των  Αποστόλων  και  των 
Πατέρων,  κατέχομεν  την  γνώσιν  του  μυστηρίου  των  οδών  της  σωτηρίας.  Αι 
αδιόρατοι  αύται  οδοί  κρέμανται  υπεράνω  αβύσσων.  Επαναλαμβάνω  ότι  δεν 
υπάρχει άλλη δύναμις, άλλη σύνεσις, ικανή να αποτρέψη την εκτροπήν ημών εκ 
των  οδών  τούτων  και  τον  καταποντισμόν  εις  τας  ζοφώδεις  αβύσσους,  ει  μη  η 
ακατάλυτος  πίστις  εις  τον  Χριστόν‐Θεόν.  «Αύτη  εστίν  η  νίκη  η  νικήσασα  τον 
κόσμον, η πίστις ημών» (Α’ Ιωάν. ε’ 4). 
Θα  προβώ  εις  την  κατά  δύναμιν  περιγραφήν  του  μυστηρίου  τούτου  των 
οδών της σωτηρίας. Αι εντολαί θέτουν ημάς πρόσωπον προς Πρόσωπον ενώπιον 
του  Απολύτου  Είναι.  Πάσαι  αι  προσπάθειαι  ημών,  όπως  τηρήσωμεν  αυτάς, 
αναποφεύκτως  αποτυγχάνουν.  Ανακαλύπτομεν  την  πλήρη  ανικανότητα  ημών 
δια  την  πορείαν  ταύτην.  Παρατηρούμεν  εν  ημίν  δολιότητα  πνεύματος‐νου  και 
πάθη καρδίας, άτινα φονεύουν ημάς. Ο φόβος της εκπτώσεως από του Θεού, εις 
τον  Οποίον  επιστεύσαμεν,  είναι  μέγας.  Εκ  του  φόβου  τούτου  ερχόμεθα  εις 
συντριβήν  [//195]  καρδίας  δια  την  κατάστασιν  ημών.  Απορρίπτομεν  εκείνα,  τα 
οποία  εθεωρούμεν  κατά  το  παρελθόν  ως  πλούτον  ημών.  Απογυμνούμεθα  από 
πασών  των  γηΐνων  προσκολλήσεων  και  γνώσεων,  έτι  δε  και  από  του  ιδίου 
θελήματος.  Πτωχεύομεν  και  «κενούμεθα».  Βεβαίως  η  πλέον  βαρεία  δοκιμασία 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 99 ‐
 

έγκειται  εις  το  ότι,  παρά  την  άκραν  έντασιν  όπως  παραμείνωμεν  πιστοί  εις  τον 
Θεόν,  υπομένομεν  περιόδους  εγκαταλείψεως  υπό  του  Θεού.  Η  πνευματική 
πτωχεία,  ομού  μετά  της  οδύνης  της  Θεοεγκαταλείψεως,  βυθίζει  ημάς  εις 
απόγνωσιν.  Αισθανόμεθα  ως  να  βαρύνη  εφ’  ημών  φοβερά  τις  κατάρα.  Είναι 
δυνατόν  να  πάσχωμεν  εις  πάντα  τα  επίπεδα  του  είναι  ημών:  το  πνεύμα,  τον 
νουν,  την  καρδίαν,  το  σώμα.  Εις  παρομοίας  ακριβώς  στιγμάς  το  πνεύμα  ημών 
συλλαμβάνει  την  βιβλικήν  αποκάλυψιν  περί  της  αυθεντικής  τραγωδίας  της 
πτώσεως  του  Ανθρώπου,  και  η  πίστις  εις  την  αγάπην  του  Χριστού  παροτρύνει 
ημάς, όπως παραδοθώμεν εις πλήρη κατά το δυνατόν μετάνοιαν. Όσον βαθυτέρα 
είναι  η  μετάνοια  ημών,  τοσούτον  ευρύτερον  διανοίγονται  ενώπιον  ημών  τα  έως 
τότε κεκαλυμμένα βάθη του είναι ημών. Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι 
της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα. 
Αύτη  η  μορφή  κενώσεως  ή  ταπεινώσεως  δεν  επιτυγχάνεται  δι’ 
ανθρωπίνων  προσπαθειών.  Είναι  δώρον  του  Θεού  Σωτήρος.  Είναι  η  χάρις  της 
μετανοίας  «εις  άφεσιν  αμαρτιών»  (Λουκ.  κδ’  47).  Δεν  κατανοούμεν  την  εν  ημίν 
ενέργειαν  Αυτού,  αλλ’  εν  τούτοις  δια  της  δυνάμεως  Αυτού  σμικρυνόμεθα  μέχρι 
του μηδενός· και τούτο είναι δι’ ημάς φρικτόν: Ούτος εγκατέλιπεν ημάς. Αυτός, η 
μόνη αναζήτησις ημών και αγάπη, εκρύβη αφ’ ημών. 
Δι’ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της  «κατηραμένης» 
κληρονομίας (βλ. Γέν. γ’ 14‐19).  [//196] Δι’ αυτής της οδού εισδύει βαθμηδόν εντός 
ημών  ήδη  νέα  άκτιστος  ενέργεια:  Μετέχομεν  του  Θείου  Είναι.  Τότε  έρχεται  το 
Θείον Φως και περιπτύσσεται ημάς. Το Πνεύμα της Αληθείας, το εκ του Πατρός 
εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον, κατέρχεται εις την καρδίαν ημών ως 
Παράκλητος: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). 
Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών 
είναι να δημιουργή. Ούτος, και ουδείς άλλος, εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον 
τούτο. Παραδεδομένοι εις τας αγίας Αυτού χείρας, αισθανόμεθα εντός ημών την 
δημιουργικήν  Αυτού  πορείαν  και  κατανοούμεν  ότι  παν  το  χορηγούμενον  υπ’ 
Αυτού  υπερβαίνει  ημάς:  «ά  οφθαλμός  ουκ  είδε  και  ούς  ουκ  ήκουσε  και  επί 
καρδίαν  ανθρώπου  ουκ  ανέβη»  (Α’  Κορ.  β’  9).  Και  δεν  υπάρχει  τέλος  εις  την 
έκπληξιν ημών ενώπιον Αυτού. Ώ, πώς γνωρίζει Ούτος τον άνθρωπον! Μόνον ο 
Δημιουργός  ημών  δύναται  να  έχη  τοιαύτην  γνώσιν  περί  των  δυνατοτήτων  της 
φύσεως  ημών.  Αναζητώ  λόγους  ίνα  εκφράσω  μυστήριον  απολεσθέν  υπό  των 
ανθρώπων.  Ικετεύω  τον  Θεόν  να  δώση  εις  εμέ  τον  κατάλληλον  λόγον. 
Παρακαλώ τον τυχόν αναγνώστην, όπως αγνοήση εμέ τον μηδαμινόν και δώση 
προσοχήν εις την ουσίαν του θέματος. Δεν είμαι εγώ όστις επενόησε την διδαχήν 
ταύτην,  αλλ’  εμυήθην  εις  αυτήν,  Θεία  συγκαταβάσει,  υπό  του  εκλεκτού  (αγίου 
Σιλουανού  του  Αθωνίτου)  Αυτού.  Δεν  επιχειρώ  να  ερμηνεύσω  το  παράδοξον 
τούτο: Δια τί έλαχεν εις εμέ ο κλήρος της διακονίας ταύτης. Οδηγηθείς όμως εις 
το υποπόδιον του μεγάλου μυστηρίου, έμεινα έκθαμβος προ της μεγαλοπρεπείας 
αυτού. Είναι αδύνατον να ανυμνήσωμεν επαξίως  [//197] την τελειότητα του Θεού‐
Χριστού. 
«Εί  τις  έρχεται  προς  Με  και  ου  μισεί  …  έτι  δε  και  την  εαυτού  ψυχήν,  ου 
δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26). Η εν ημίν εμφάνισις του αγίου τούτου 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 100 ‐
 

«μίσους»  μαρτυρεί  την  προσέγγισιν  ημών  προς  την  θεωρίαν  του  αγίου  τούτου 
μυστηρίου.  Όστις  εδέχθη  την  φοβεράν  ταύτην  ευλογίαν,  ούτος  άρχεται  να 
γνωρίζη  «τον  μόνον  αληθινόν  Θεόν  και  Όν  απέστειλεν  Ιησούν  Χριστόν»  (πρβλ. 
Ιωάν.  ιζ’  3),  και  ίσταται  προ  της  εισόδου  της  ασαλεύτου  Βασιλείας.  Θαυμαστήν 
περιγραφήν  της  οδού  ταύτης  ευρίσκομεν  εν  τω  δωδεκάτω  κεφαλαίω  της  προς 
Εβραίους επιστολής. 
«Τί δε έχεις ό ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τί καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α’ 
Κορ. δ’ 7). Ο Κύριος, Όστις ευδόκησε κατά τους νηπιακούς μου χρόνους να ίδω το 
Φως Αυτού μετά παιδικής απλότητος, παρεχώρησε να ζήσω πτώσιν, ομοίαν προς 
εκείνην  του  Αδάμ.  Όμως  δεν  εγκατέλιπεν  εμέ  έως  τέλους.  Έδωκεν  εις  εμέ  να 
εννοήσω  εις  ποίαν  «χώραν  μακράν»  εμακρυνόμην  απ’  Αυτού  (Λουκ.  ιε’  13‐24). 
Παραλλήλως,  εν  τη  αφθονία  των  δακρύων  μου  εξέχεεν  επ’  εμέ  την  χάριν  της 
συντριβής δια τα υπ’ εμού πεπραγμένα. Κατά την πρώτην περίοδον είχον πλήρη 
άγνοιαν  της  διδασκαλίας  των  αγίων  Πατέρων  ασκητών.  Ό,τι  συνέβαινεν, 
υπερέβαινεν εμέ κατά πάντα, και εγώ ο αμαθής ωδυρόμην εν τη μετανοία μου, 
γνωρίζων ότι ήμην ανάξιος συγχωρήσεως. Ο πόθος ήτο τοσούτος, ώστε, και ότε 
εισέτι  η  κατακαίουσα  εμέ  φλοξ  μετεβάλλετο  εις  φως,  δεν  ηδυνάμην  να  στρέψω 
την προσοχήν μου εις το δώρον τούτο, και η αυτοκαταδίκη  [//198] εις το σκότος το 
εξώτερον  δεν  εγκατέλειπεν  εμέ.  Το  πυρ  της  αφορήτου  αισχύνης  εξήντλει  εμέ: 
«Εγκατέλιπον  Αυτόν  ως  υποδεέστερον:  Ενόμισα  ότι  υπερέβην  Αυτόν  εν  τη 
αντιλήψει μου περί του Πρωταρχικού Είναι». Προσηυχόμην πρηνής. Δεν ετόλμων 
να ατενίσω εις Αυτόν. Εμίσουν εμαυτόν. 
Ο  άνθρωπος,  αποκεκομμένος  εκ  της  Παραδόσεως,  δεν  είναι  εις  θέσιν  να 
πορευθή  μόνος  την  οδόν  του  Χριστού.  Το  θέαμα,  όπερ  εκτυλίσσεται  ενώπιον 
αυτού, είναι καθ’ υπερβολήν μεγαλειώδες. Ο έχων σώας τας φρένας θα αποφύγη 
την  αυτάρκειαν  και  θα  αναζητήση  αξιοπίστους  μάρτυρας, ίνα μάθη  «μήπως εις 
κενόν  τρέχει»  (πρβλ.  Γαλ.  β’  2).  Μάρτυρας  όμως  είναι  φυσικόν  ότι  οφείλει  να 
εκλέγη  εκ  των  παλαιοτέρων  μεν  τους  ακολουθήσαντας  τον  Χριστόν,  εκ  των 
συγχρόνων  δε  αυτού  τους  έχοντας  την  αυτήν  πίστιν.  Δεν  θα  καταφύγω  εις 
βουδδιστήν ή μωαμεθανόν, ίνα ερωτήσω κατά πόσον εννοώ ορθώς τας  εντολάς 
του  Κυρίου.  Ούτω,  λοιπόν,  επεδόθην  εις  την  ανάγνωσιν  πρωτίστως  της  Καινής 
Διαθήκης,  κατέφυγον  εις  τους  λειτουργούς  της  Εκκλησίας,  τους  καθηγητάς  της 
θεολογίας.  Ανέγνων  τας  γραφάς  των  αποστολικών  Πατέρων,  των  μεγάλων 
ασκητών,  μη  αγνοήσας  ωσαύτως  τα  έργα  του  προσφάτου  παρελθόντος  και  των 
συγχρόνων  μου.  Κατ’  εκείνον  τον  καιρόν  τα  συγγράμματα  των  τελευταίων 
ολίγον και εμμέσως εβοήθουν εμέ. Τουναντίον, η γνωριμία μετά των έργων των 
Ασκητών ανταπεκρίνετο όντως εις τας ανάγκας μου. Εν αυτοίς εύρον ουχί μόνον 
χειραγωγίαν  εμπνέουσαν  προς  την  οδόν  την  οποίαν  επέλεξα,  αλλά  και  πολλάς 
θαυμαστάς  ερμηνείας  εσωτερικών  πνευματικών  γεγονότων,  γνωστών  ήδη  εις 
εμέ. Αφ’ ενός μεν εστερεούμην εις την γνώσιν  [//199] του πνευματικού κόσμου, αφ’ 
ετέρου  δε  εισηρχόμην  εις  τον  πολύπλοκον  πόλεμον  κατά  της  κενοδοξίας. 
Ανακαλύπτων  εν  τοις  συγγράμασιν  αυτών  ομοιότητα  προς  την  εμπειρίαν  μου, 
συνέβαινε  να  αισθάνωμαι  κύμα  ικανοποιήσεως,  όπερ  ως  ελώδης  ιλύς  εκάλυπτε 
την  καρδίαν  μου.  Τότε  απεχώρει,  ενίοτε  επί  μακρόν,  η  όρασις  του  ουρανίου 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 101 ‐
 

Φωτός.  Περιέπιπτον  εις  μεγάλην  λύπην  εξ  αιτίας  του  φαινομένου  τούτου. 
Εφαίνετο  εις  εμέ  ότι  ευρισκόμην  προ  αδιεξόδου:  Δεν  ηδυνάμην  να  είμαι 
αυτάρκης. Οσάκις όμως κατενόουν εκείνο, όπερ η δεξιά του Θεού απέστελλεν εις 
εμέ,  τότε  η  «αριστερά»  μου  κατέστρεφε  το  παν  (βλ.  Ματθ.  στ’  3).  «Ταλαίπωρος 
εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ’ 24). 
Προσηυχόμην  κατακλυζόμενος  υπό  δακρύων  συντριβής,  και  ευθύς,  ως 
ενεφανίζετο  πλησίον  που  εν  τω  αέρι  λογισμός  κενοδοξίας,  ανιστάμην  πάραυτα 
από  της  γης  απεστερημένος  πάντων:  Δεν  υπήρχον  δάκρυα,  η  ψυχή  ήτο 
ηρημωμένη·  το  σώμα  ήτο  υγιές,  η  πνευματική  όμως  ζωή  αφίστατο  απ’  εμού. 
Κατόπιν  πολλών  επαναλήψεων  παρομοίων  συμφορών,  και  εκ  του  ελαχίστου 
σημείου  προσεγγίσεως  του  εχθρού  τούτου,  της  κενοδοξίας,  ηρχόμην  εις  φόβον. 
Τότε  εδιπλασίαζον  τον  κλαυθμόν  της  μετανοίας:  «Κύριε  ήλθον  οι  φονείς  μου, 
σώσόν  με».  Ούτω  κατενόησα,  δια  ποίον  λόγον  οι  Πατέρες  αποφεύγουν  τους 
επαίνους:  Και  οι  τέλειοι  εισέτι  δεν  δύνανται  να  εξέλθουν  άνευ  ζημίας  τινός  της 
προς τον Θεόν αγάπης αυτών. 
«Μακάριοι  οι  πτωχοί  τω  πνεύματι,  ότι  αυτών  εστιν  η  βασιλεία  των 
ουρανών»  (Ματθ.  ε’  3).  Οι  λόγοι  ούτοι  του  Χριστού  κείνται  εις  θεμέλιον  της 
ασκητικής ζωής, ήτις οδηγεί προς την σωτηρίαν, εννοουμένην ως θέωσιν. 
[//200]  «Ικετεύω  Σε,  Χριστέ,  συνάναρχε  τω  Πατρί  και  τω  Πνεύματι, 
ενυπόστατε Λόγε, δος μοι νυν λόγον δυνάμενον να εξηγήση, έστω και εκ μέρους, 
ποία  απόκρυφα  μυστήρια  διδάσκεις  ημάς  δια  της  προνοητικής  απομακρύνσεώς 
Σου αφ’ ημών. Συ γαρ εί ο μόνος Διδάσκαλος και Καθηγητής ημών. Συ εί το Φως, 
Συ εί η Σοφία· Συ και η μόνη οδός προς τον Πατέρα». 
Όταν  ευρεθώμεν  αντιμέτωποι  προς  το  ανέφραστον  μεγαλείον  της  Θείας 
Αγάπης, ήν εφανέρωσεν εις ημάς ο σαρκωθείς Λόγος του Πατρός, τότε ημείς, εν 
τη ορμή ημών όπως ακολουθήσωμεν τα ίχνη Αυτού, διερχόμεθα κατ’ αρχήν την 
βαρείαν  εμπειρίαν  της  συνεχώς  αυξανομένης  αποκαλύψεως  της  μηδαμινότητος 
ημών. Είναι επώδυνος και εν ταυτώ θαυμαστή η πορεία αύτη· το βαθύ εν τούτοις 
νόημα αυτής αποκαλύπτεται μόνον εις το τέρμα της οδού. 
Εν  Χριστώ  συναντώμεθα  μετά  της  Απολύτου  Υπάρξεως.  Μόνον  δια  της 
δυνάμεως Αυτού δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν παν ό,τι είναι ενάντιον προς την 
αγάπην  Αυτού  και  ανίκανον  να  προσλάβη  την  αιωνιότητα.  Είναι  θλιβερόν  να 
πειθώμεθα  εις  έκαστον  βήμα  περί  της  αδυναμίας  ημών.  Ο  νους  ημών  είναι 
στενός,  ίνα  συλλάβη  τα  άγια  προστάγματα  Αυτού.  Εν  αυτή  ταύτη  όμως  τη 
οδυνηρά  ορμή  προς  Αυτόν  αρχόμεθα  να  διακρίνωμεν  εμπνέουσαν  κλήσιν 
εκπορευομένην  εκ  της  ανάρχου  Θεότητος.  Καίτοι  ουχί  εισέτι  μεθ’  ηδύτητος,  εν 
τούτοις  αγαπώμεν  Αυτόν,  διότι  είναι  μεγαλοπρεπής,  και  η  αγάπη  αύτη  είναι 
ισχυροτέρα του θανάτου. Όσον βαρεία και εάν είναι η τήρησις του Λόγου Αυτού, 
ημείς  εν  τούτοις  δεν  δυνάμεθα  να  παρεκκλίνωμεν  του  προ  ημών  ισταμένου 
σκοπού:  Να  γίνωμεν  σκήνωμα  του  Φωτός  Αυτού  [//201]  εις  τους  αιώνας.  Ούτως 
αλγούντες δι’ όλης της υπάρξεως ημών κατακλυζόμεθα υπό θαλάσσης δακρύων 
ολοκληρωτικής  μετανοίας.  Γνωρίζομεν  εκ  πείρας  ότι  δεν  υπάρχει  άλλος  τρόπος 
προς  απαλλαγήν  εκ  του  κληρονομηθέντος  εν  τη  πτώσει  ειδεχθούς  πάθους  της 
υπερηφανίας. Εν τη καταστάσει της μετανοίας ταύτης γινόμεθα επιδεκτικοί της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 102 ‐
 

ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, ενεργείας παντοδυνάμου, διδούσης εις ημάς την 
πρόγευσιν της μετά του Θεού αιωνίου ενώσεως ημών. 
Η μετάβασις εκ της φθοράς, της κληρονομηθείσης παρά του Αδάμ, εις την 
περιοχήν  του  ανεσπέρου  Φωτός  του  Χριστού  είναι  γεγονός  σημαντικώτερον 
πάντων  των  άλλων  γεγονότων  της  γης.  Σημείον  της  προσεγγίσεως  εις  το  μέγα 
τούτο  μυστήριον  αποτελεί  η  εν  ημίν  εμφάνισις  του  αγίου  μίσους  προς  ημάς 
αυτούς  (βλ.  Λουκ.  ιδ’  26).  Ως  ελέχθη,  ουδέν  ακάθαρτον  θα  εισέλθη  εις  την 
Βασιλείαν του Αμνού του Θεού (βλ. Αποκ. κα’ 27). Αυστηρώς ελέγχομεν και άνευ 
οίκτου  καταδικάζομεν  εαυτούς  εις  τον  άδην  ως  αναξίους  του  Θεού.  Ούτως 
υπερνικώμεν  την  τάσιν  να  συγκαταβαίνωμεν  εις  τας  αδυναμίας  ημών,  να 
συγχωρώμεν  ευκόλως  τας  παραβάσεις  ημών,  ιδιαιτέρως  όταν  αύται 
διαπράττωνται μόνον κατά διάνοιαν. Ο αγών ημών είναι μεγαλειώδης. Εν αυτώ 
επιστρατεύεται  πάσα  η  ύπαρξις  ημών.  Εάν  κερδήσωμεν,  κατακτώμεν  την 
αθανασίαν εν τω ανάρχω Φωτί. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί 
αρπάζουσιν αυτήν» (βλ. Ματθ. ια’ 12).  
Η  διδαχή  του  Χριστού  πηγάζει  «από  του  Πατρός  των  Φώτων» (Ιακ.  α’  17)· 
συμφυής μετ’ αυτής είναι η Θεία τελειότης. Ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι. 
Ουδείς  [//202] εκ των ανθρώπων δύναται να συμμορφώση την ζωήν αυτού προς το 
Ευαγγέλιον  δια  μόνης  της  δυνάμεως  αυτού.  Όσον  και  εάν  εντείνωμεν  την 
προσπάθειαν ημών, η εντολή παραμένει ανέφικτος εν τη τελειότητι αυτής. Είναι 
δυνατόν  εις  τινας  στιγμάς  να  δοθή  εις  ημάς  η  ευλογία  να  πλησιάσωμεν  το  Πυρ 
τούτο  (βλ.  Λουκ.  ιβ’  49),  αλλά  δεν  δυνάμεθα  να  παραμείνωμεν  εν  Αυτώ  επί 
μακρόν. Το αυτό παρατηρούμεν και εν σχέσει προς την εμπειρίαν της απαθείας: 
Δύναται αύτη να δοθή εις τον ασκητήν, δεν φέρει όμως χαρακτήρα μονιμότητος, 
αλλά υπόκειται εις διακυμάνσεις εξαρτωμένας εκ του περιβάλλοντος και εκ της 
μορφής της διακονίας αυτού προς τους ανθρώπους. 
Η  απόλυτος  τελειότης  δεν  είναι  εφικτή  εν  τοις  ορίοις  της  επιγείου  ζωής, 
και  είναι  επικίνδυνον  να  αισθανώμεθα  ικανοποιημένοι  δια  τα  ήδη  κεκτημένα. 
Όσοι  δεν  πιστεύουν  εις  τον  Θεόν,  δεν  γνωρίζουν  την  Θεοεγκατάλειψιν.  Την  εξ 
αυτής  θλίψιν  διέρχονται  μόνον  εκείνοι,  οίτινες  εγνώρισαν  ήδη  την  αγαθότητα 
του Θεού και αγωνίζονται δι’ όλων των δυνάμεων αυτών, όπως παραμείνουν εν 
Αυτώ και συν Αυτώ. Όσον εντονώτερον εγεύθη ο άνθρωπος της χαράς της μετά 
του Θεού ενώσεως, τοσούτον βαθύτερον πάσχει εκ του χωρισμού απ’ Αυτού. Ως 
γνωρίζομεν εκ του Ευαγγελίου, ο Ίδιος ο Κύριος έζησε την άκραν εγκατάλειψιν. 
Μετά  τον  αιματηρόν  ιδρώτα  της  εν  Γεθσημανή  προσευχής,  εν  τη  οποία  Ούτος 
παρέδωκε  το  παν  εις  τον  Πατέρα  Αυτού,  επί  του  σταυρού  «ανεβόησε  φωνή 
μεγάλη … Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί Με εγκατέλιπες; … (και) πάλιν κράξας φωνή 
μεγάλη  αφήκε  το  πνεύμα»  (Ματθ.  κζ’  46‐50).  Η  τοιαύτη  τελεία  κένωσις  του 
«ανθρώπου  Χριστού  Ιησού»  (πρβλ.  Α’  Τιμ.  β’  5)  μετετράπη  εις  εξ  ίσου  τελείαν 
θέωσιν της φύσεως ημών, την οποίαν προσέλαβε δια της σαρκώσεως Αυτού. Και 
εις  Αυτόν,  ήδη  ως  [//203]  «άνθρωπον»,  εδόθη  «το  Όνομα  το  υπέρ  πάν  όνομα», 
ονομαζόμενον  ουχί  μόνον  εν  τω  νυν,  αλλά  και  εν  τω  μέλλοντι  αιώνι  (Φιλ.  β’  9, 
πρβλ. Εφεσ. α’ 21). 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 103 ‐
 

Οφείλει ο χριστιανός να προσεγγίση, εν τινι μέτρω, εις την κατάστασιν της 
κενώσεως,  όπως  αξιωθή  να  προσλάβη  την  σωτηρίαν,  ήτις  είναι  πάντοτε 
ανάλογος  προς  το  βάθος  της  προσωπικής  αυτού  κενώσεως.  Τοιαύτη  είναι  η 
αγάπη του Θεού: Εν τη αιωνιότητι χαρακτηρίζεται υπό της άκρας εντάσεως του 
Είναι, ουδέποτε ελαττουμένης εν τη πλήρει αυταπαρνήσει αυτής. Η αγάπη αύτη 
είναι ταπεινή, και είναι φυσικόν εις την Θείαν ταπείνωσιν να προσφέρηται προς 
πάντας  τους  ερχομένους  προς  αυτήν  (βλ.  Ιωάν.  στ’  37‐40).  Εν  τη  Βασιλεία  του 
Θεού Πατρός ουδείς απομονούται εγωιστικώς εν εαυτώ. Η αγία αγάπη μεταφέρει 
όλον τον πόθον αυτής εις τους ηγαπημένους. Εναγκαλίζεται εν ταπεινώσει όλον 
τον  κόσμον,  τον  Θείον  και  τον  κτιστόν.  Κατ’  αυτόν  τον  τρόπον  άπαν  το  Είναι 
αποβαίνει το περιεχόμενον αυτής. Εις τούτο έγκειται το μεγαλείον της αγάπης, ο 
άμετρος πλούτος και η άφατος μακαριότης αυτής. 
Τουναντίον,  ο  εν  αυταρεσκεία  εγκλεισμός  του  ανθρώπου  εν  εαυτώ 
αποτελεί  την  άκραν  στέρησιν  και  το  σκότος  του  άδου.  Ο  έσχατος  βαθμός 
εγωκεντρικότητος εκφράζεται ως μίσος προς τον Θεόν. 
Η Θεία αγάπη αποκτάται δια μακράς πείρας αυτοκενώσεως. Αποκάλυψις 
περί  αυτής  δίδεται  εις  βραχείας  στιγμάς  των  Άνωθεν  επισκέψεων.  Ύστερον  θα 
επακολουθήσουν αναποφεύκτως ημέραι, χρόνοι, Θεοεγκαταλείψεως. Φόβος τότε 
περιβάλλει  την  υπό  του  Θεού  εγκαταλειφθείσαν  ψυχήν.  Ενδέχεται  ημείς  να  μη 
γνωρίζωμεν  [//204]  τον  λόγον  της  εγκαταλείψεως.  Ιστάμεθα  προ  κινδύνου:  Η 
αγάπη αύτη, ήτις εφανερώθη εις ημάς εν τω Φωτί, απέρχεται, κρύπτεται ως δύων 
ήλιος  …  Επέρχεται  νυξ  αφεγγής.  Ούτω  μανθάνομεν  να  ακολουθώμεν  τον 
Χριστόν  καταβαίνοντα  εις  τον  άδην·  να  ακολουθώμεν  Αυτόν  «όπου  αν  υπάγη» 
(Αποκ. ιδʹ 4). 
Είναι  απαραίτητον  εις  πάντα  άνθρωπον,  όστις  εν  αληθεία  εκζητεί  την 
σωτηρίαν,  να  διέλθη  δια  της  εμπειρίας  της  Θεοεγκαταλείψεως.  Ενίοτε  αύτη 
βιούται μετά τοιαύτης εντάσεως, ώστε έτι και βραχείαι στιγμαί φαίνονται εκτός 
χρόνου.  Τοιούτου  είδους  ακραίαι  καταστάσεις  σπανίως  παραχωρούνται  εις  τον 
ασκητήν,  αλλ’  η  εν  μετρίω  βαθμώ  δοκιμασία  της  πίστεως  δύναται  να  συνοδεύη 
ημάς  επί  πολλά  έτη  κατά  το  δεύτερον  στάδιον  της  πνευματικής  ημών  ζωής, 
τουτέστιν, όταν κατά πρόνοιαν Θεού πάσχωμεν ύφεσιν ή και απομάκρυνσιν της 
πρώτης χάριτος. Εν τη αναποφεύκτω ταύτη εγκαταλείψει κρύπτεται βαθύ νόημα: 
Δίδεται  εις  τον  άνθρωπον  η  δυνατότης  όπως  επιδείξη  την  ελευθερίαν  και  την 
πιστότητα αυτού προς τον Θεόν. 
Πώς  όμως  είναι  δυνατόν  να  μη  απελπιζώμεθα,  όταν  ουδεμία  προσευχή 
φθάνη εις τα ώτα του Υψίστου; Όσον και εάν είχομεν εδραιωθή εις την πίστιν δια 
της  ζώσης  κοινωνίας  μετά  του  όντως  Όντος  κατά  τα  προηγούμενα  έτη,  η 
κατάστασις  της  εγκαταλείψεως  υπό  του  Θεού,  του  ήδη  ηγαπημένου,  δημιουργεί 
εις το πνεύμα την εναγώνιον απορίαν; Τί άρα γε συνέβαινε τότε μετ’ εμού; Είναι 
ποτε  δυνατόν  ο  τοιούτος  Θεός,  ως  εγνώρισα  Αυτόν,  να  έχη  τοσούτον 
απομακρυνθή,  ώστε  ουδεμία  κραυγή  της  τετρωμένης  ψυχής  μου  να  συγκινή 
Αυτόν;  …  Παρόμοιοι  λογισμοί  συγχέουν  και  κλονίζουν  τον  νουν.  Η  τελική 
απάντησις [//205] εν τούτοις ενδέχεται να μη έλθη ταχέως. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 104 ‐
 

Ότε  εδόθη  εις  εμέ  να  βεβαιωθώ  και  εκ  πείρας  ότι  αι  εντολαί  του  Χριστού 
είναι,  ως  προς  την  ουσίαν  αυτών,  προβολή  της  Θείας  ζωής  επί  του  γηΐνου 
επιπέδου,  τότε  κατενόησα  τους  λόγους  του  Κυρίου:  «Χωρίς  Εμού  ου  δύνασθε 
ποιείν  ουδέν»  (Ιωάν.  ιε’  5).  Εις  δυσκόλους  στιγμάς,  ότε  απετύγχανον  πάσαι  αι 
προσπάθειαι  όπως  συμμορφώσω  τας  εκδηλώσεις  της  ζωής  μου  προς  την 
ευαγγελικήν διδαχήν, συνέβαινε να προσεύχωμαι ούτως: 
«Ελθέ και ποίησον Σύ Αυτός εν εμοί το θέλημά Σου. Τα προστάγματά Σου 
δεν  χωρούν  εν  τη  στενή  μου  καρδία,  και  ο  πεπερασμένος  μου  νους  δεν 
συλλαμβάνει το περιεχόμενον αυτών … Εάν Συ δεν ευδοκήσης να κατοικήσης εν 
εμοί,  τότε  αναποφεύκτως  θα  πορευθώ  εις  το  σκότος  …  Γνωρίζω  ότι  Συ  δεν 
ενεργείς δια της βίας, αλλά Σε ικετεύω: Είσελθε μετ’ εξουσίας εις τον οίκον μου, 
και όλον εμέ αναγέννησον. Μετάβαλε το καταχθόνιον σκότος της υπερηφανίας 
μου  εις  την  ταπεινήν  Σου  αγάπην.  Δια  του  Φωτός  Σου  μεταμόρφωσον  την 
διαφθαρείσαν  φύσιν  μου,  ούτως  ώστε  ουδέν  πάθος  να  μείνη  εν  εμοί,  ικανόν  να 
παρεμποδίση την μετά Σου έλευσιν του Πατρός Σου (βλ. Ιωάν. ιδ’ 21‐23). Ποίησόν 
με κατοικητήριον της αγίας εκείνης ζωής, της οποίας Αυτός Συ επέτρεψας εις εμέ 
να  γευθώ  εκ  μέρους  …  Ναι,  Κύριε,  δέομαί  Σου  μη  στερήσης  εμέ  του  σημείου 
τούτου της αγαθότητός Σου». 
Συχνάκις εν τοιαύτη προσευχή παρήρχοντο πολλαί ώραι. 
[//206]  Βραδύτερον  η  πιστή  ψυχή  θα  εννοήση  ότι  εξελέγη  υπό  του  Αγαθού 
Πατρός  δι’  αυτών  ακριβώς  των  παραχωρηθεισών  εις  αυτήν  μαρτυρικών 
δοκιμασιών. Άνευ αυτών ουδείς θα εισέδυεν εις τα βάθη της περί ημών προνοίας 
του  Θεού  και  ουδολως  θα  εγνώριζε  την  αγάπην  εκείνων,  περί  ής  ωμίλησεν  ο 
Χριστός.  Κατά  τας  ώρας  της  εγκαταλείψεως  αναγνωρίζομεν  ότι  πάσαι  αι  έως 
τότε  προσπάθειαι  ημών  ουδόλως  επαρκούν  προς  σωτηρίαν  και  ότι  η  αγαθή 
αιωνιότης δεν ανήκει εισέτι εις ημάς. Το αλγεινόν αίσθημα της απελπισίας περί 
ημών  αυτών,  όπερ  ζώμεν  ως  αποστροφήν  προς  ημάς  αυτούς,  είναι  το  πρώτον 
σημείον  της  προσεγγίσεως  εις  το  πλήρωμα  της  υπό  του  Θεού  εντεταλμένης 
αγάπης: Είναι η υπέρβασις του φοβερού εκείνου ορίου της επιστροφής προς ημάς 
αυτούς. Εν τη προσευχή, ήτις γεννάται εκ του αυτομίσους, αποκαλύπτεται εντός 
ημών νέον, ήδη υπερκόσμιον, είναι, και ημείς θεωρούμεν το μεγαλείον του Θεού. 
Η  χριστιανική  τελειότης  υπερβαίνει  τον  άνθρωπον:  Είναι  Θεία.  Ο  Κύριος 
εφανέρωσεν  αυτήν  εις  ημάς  δια  της  σαρκώσεως  Αυτού.  Ουδείς  απεχώρησεν  εκ 
του  κόσμου  τούτου φθάσας  εις  ίσον  προς  Αυτόν  μέτρον  τελειότητος  (βλ.  Φιλ.  γ’ 
12). Εν τούτοις, προσέγγισις τις εδόθη εις σχετικώς ολίγους (βλ. Ματθ. ζ’ 14), δια 
της διδαχής και του παραδείγματος των οποίων εμπνεόμεθα εις τον αγώνα προς 
απόκτησιν  της  ταπεινώσεως  του  Χριστού  και  της  αγάπης  Αυτού.  Το  ουράνιον 
πυρ, όπερ διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας και τα Μυστήρια αυτής, συγκρατεί 
δια μέσου των αιώνων την πίστιν εις το Ευαγγέλιον, «ό ουκ έστι κατ’ άνθρωπον, 
ουδέ … παρά ανθρώπου…, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11‐12). 
[//207] Πολλοί θα σωθούν και θα ευφρανθούν εν τω ωκεανώ της αγάπης του 
Χριστού. Ολίγοι όμως θα είναι εκείνοι οίτινες, ουχί άνευ φόβου, θα δεχθούν την 
φλόγα  ταύτην,  φέροντες  εισέτι  την  γηΐνην  σάρκα.  Ενθυμούμαι  ότι  ο  μακάριος 
Γέρων  Σιλουανός,  εκ  συγκαταβάσεως  προς  εμέ,  τον  πένητα,  είπέ  ποτε:  «Η 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 105 ‐
 

φθαρτή  φύσις  ημών  δεν  δύναται  να  βαστάση  το  πλήρωμα  της  χάριτος·  ένεκα 
τούτου η εμφάνισις του Θεού εν τη προαιωνίω δόξη Αυτού είναι δυνατή μόνον εν 
βραχυτάτη στιγμή· και τούτο ουχί άλλως, ει μη δια της πρότερον ενισχύσεως του 
σώματος  και  του  ψυχισμού  υπό  της  χάριτος  του  Αγίου  Πνεύματος  …  Είναι 
ευκολώτερον  να  μεταφέρη  τις  δια  γυμνών  χειρών  ανημμένους  άνθρακας  εις 
απόστασιν,  λόγου  χάριν,  εκατόν  μέτρων,  ή  να  ανθέξη  την  χάριν  ταύτην  και  να 
παραμείνη εν ζωή» (Αποδίδω ακριβώς το νόημα δι’ ιδίων λόγων). 
Οι  φορείς  τοιαύτης  γνώσεως  θέτουν  την  σφραγίδα  αυτών  επί  πλήθους 
πιστών. Χάριν αυτών διατηρείται η ζώσα παράδοσις του πνεύματος της ζωής ανά 
τους αιώνας της ιστορικής πραγματικότητος. 
«Γνωρίζουν» τον Χριστόν μόνον εκείνοι των οποίων η εσωτερική ζωή είναι 
ομοία  προς  την  επίγειον  Αυτού  ζωήν.  Κατά  τους  λόγους  του  Αποστόλου 
οφείλομεν να έχωμεν τα αυτά αισθήματα, το αυτό φρόνημα, άτινα βλέπομεν και 
εν  Χριστώ  Ιησού,  Όστις,  Θεός  υπάρχων  κατ’  ουσίαν,  εκένωσεν  Εαυτόν 
προσλαβών  την  δουλικήν  ημών  μορφήν,  και  «εταπείνωσεν  Εαυτόν  …  μέχρι 
θανάτου,  θανάτου  δε  σταυρού»  (Φιλ.  β’  5‐8).  Ούτος  είναι  ο  «λίθος»  ο 
αποδοκιμασθείς  υπό  των  αρχόντων  του  κόσμου  τούτου,  αλλά  κείμενος  εν  τω 
πραγματικώ  είναι  εις  θεμέλιον  παντός  υπαρκτού.  Όταν  το  υπ’  Αυτού  ριφθέν 
[//208]  επί  της  Γης  Πυρ  εγγίση  την  καρδίαν  του  ανθρώπου,  τότε  μόνον  ευρίσκει 
ούτος την δύναμιν να ακολουθήση Αυτόν εις την Γεθσημανή και τον Γολγοθάν. 
Να  ακολουθήση  βεβαίως  Αυτόν  πνεύματι,  εν  βαθεία  οδύνη  της  συνόλου 
υπάρξεως  αυτού.  Τοιούτου  είδους  γνώσις  του  Κυρίου,  του  «κατελθόντος  εκ  των 
ουρανών» εις την Γην, έτι δε και εις τον άδην, οδηγεί εις την εν μέρει πρόγευσιν 
της αναστάσεως. 
Δίδεται  εις  αυτούς  (τους  χριστιανούς)  η  δια  πείρας  γνώσις  των  ζοφερών 
αβύσσων, αλλά και η ευφρόσυνος θεωρία του Φωτός της Βασιλείας. Η Βασιλεία 
αύτη είναι πανταχού παρούσα. Η είσοδος όμως εις αυτήν εξαρτάται μόνον εκ του 
Θεού,  διότι  αύτη  δεν  είναί  τι  το  «αντικειμενικώς»  υπάρχον,  αλλ’  είναι  Αυτός 
Ούτος  ο  έχων  την  εξουσίαν  να  προσλάβη  ημάς  προς  Εαυτόν  ή,  όπερ  και 
ταυτόσημον, να σκηνώση εν ημίν σκηνώματι αιωνίω. Τότε μένομεν εν Αυτώ και 
Αυτός εν ημίν· και η Ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών αναφαίρετος. 
 
2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ 
 
Η  Θεοεγκατάλειψις  εκείνη,  ήτις  εδόθη  εις  τον  Άγιον  Σιλουανόν  να  ζήση 
προ  της  εις  αυτόν  εμφανίσεως  του  Κυρίου,  είναι,  εν  τη  πνευματική  αυτής 
πραγματικότητι,  η  κένωσις  του  ιδίου  του  Γέροντος.  Κατ’  εκείνην  την 
Θεοεγκατάλειψιν,  την  οποίαν  εξέφρασεν  ούτος  δια  των  λόγων  «Θεόν 
εκδυσωπήσαι  αδύνατον»,  ήτο  φανερά  η  Πρόνοια  του  Θεού,  ήτις  έδωκεν  εις  τον 
Σιλουανόν  να  [//209]  βυθισθή  εις  το  σκότος  της  απογνώσεως,  να  γευθή  την 
φρικαλέαν δια την ψυχήν νέκρωσιν, να σμικρυνθή μέχρι του μηδενός ένεκα της 
απ’  αυτού  απομακρύνσεως  του  Θεού.  Αλλ’  αυτή  η  κάθοδος  εις  τον  άδην  ητο  η 
προετοιμασία της ψυχής αυτού, ίνα δεχθή τον εν μεγάλη δυνάμει εμφανισθέντα 
εις  αυτόν  Χριστόν.  Το  Φως  της  Θεότητος  περιέλαμψεν  αυτόν  και  η  χάρις  του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 106 ‐
 

Αγίου  Πνεύματος  επλήρωσεν  αυτόν  όλον,  έτι  και  το  σώμα.  Η  άκτιστος  ζωή 
περιέβαλεν  αυτόν,  και  η  Άνωθεν  παραχωρηθείσα  «απόγνωσις‐κένωσις» 
μετετράπη εις την «ταπείνωσιν του Χριστού, ήτις είναι απερίγραπτος». Ας ίδωμεν 
πώς ο ίδιος ο Σιλουανός ομιλεί περί της εμπειρίας αυτού: 
«Ο Κύριος εδίδαξεν  εμέ να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην και να 
μη απελπίζωμαι, και κατ’ αυτόν τον τρόπον ταπεινούται η ψυχή μου, 
αλλά  τούτο  δεν  είναι  εισέτι  εκείνη  η  αληθινή  κατά  Χριστόν 
ταπείνωσις, ήτις είναι απερίγραπτος …  
»Η  ταπείνωσις  του  Χριστού  ενοικεί  εις  τους  ελαχίστους,  και  ούτοι 
χαίρουν,  διότι  είναι  ελάχιστοι.  Ούτως  έδωκεν  εις  εμέ  ο  Κύριος  να 
εννοήσω … 
»Γράφω περί τούτου, διότι η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριον. 
»Μόνον εις τους ταπεινούς εμφανίζεται ο Κύριος εν Πνεύματι Αγίω 
… Η ταπείνωσις είναι Φως, εν ώ δυνάμεθα να ίδωμεν τον Θεόν‐Φως 
»Όστις εγνώρισε τον Θεόν Πνεύματι Αγίω, ούτος έμαθε παρ’ Αυτού 
(Χριστού‐Θεού)  την  ταπείνωσιν,  και  ωμοιώθη  προς  τον  Διδάσκαλον 
αυτού, τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού (βλ. Ματθ. ια’ 19) και εγένετο 
όμοιος Αυτώ (τω Χριστώ)». 
(Κεφ. III, Περί ταπεινώσεως). 
[//210] Ουδείς εκ των γηγενών φθάνει το πλήρωμα του Χριστού εν τω κόσμω 
τούτω.  Ο  Χριστός  είναι  το  καταπλήττον  ημάς  θαύμα:  Θεός  ών  Παντοδύναμος 
σμικρύνει  Εαυτόν  δια  της  Σταυρώσεως  και  δι’  όλων  των  επακολουθησάντων 
παθημάτων,  του  θανάτου  επί  του  σταυρού  και  της  καθόδου  εις  τον  άδην.  Το 
θαύμα  έγκειται  εις  το  ότι  εν  τη  δουλική  (βλ.  Φιλ.  β’  7‐8)  ημών  μορφή  υπάρξεως 
εφανέρωσεν  Ούτος  την  τελειότητα  της  κενώσεως  της  Θείας  αγάπης: 
«Τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ’ 30, ιζ’ 4). Ουδείς δύναται να συγκριθή προς τον Χριστόν, 
αλλά  τουλάχιστον  πρέπει  να  υπάρχουν  τινές,  έστω  ολίγοι,  οίτινες  κατά  τινα 
τρόπον  να  είναι  όμοιοι  προς  Αυτόν,  ώστε  «να  γνωρίζουν  τον  Θεόν  Πνεύματι 
Αγίω». 
«Εγώ Παύλος ο δέσμιος του Χριστού Ιησού υπέρ υμών … είγε ηκούσατε την 
οικονομίαν  της  χάριτος  του  Θεού  της  δοθείσης  μοι  …  ότι  κατά  αποκάλυψιν 
εγνώρισε  μοι  το  μυστήριον  …  ό  δύνασθε  αναγινώσκοντες  νοήσαι  την  σύνεσιν 
μου  εν  τω  μυστηρίω  του  Χριστού  …  δια  του  Ευαγγελίου,  ού  εγενόμην  διάκονος 
κατά την δωρεάν της χάριτος του Θεού την δοθείσαν μοι κατά την ενέργειαν της 
δυνάμεως  Αυτού. Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων των αγίων εδόθη η χάρις αύτη 
…» (Εφεσ. γ’ 1‐8). 
«Δια  πάσης  προσευχής  και  δεήσεως,  προσευχόμενοι  …  περί  πάντων  των 
αγίωνν,  και  υπέρ  εμού,  ίνα  μοι  δοθή  λόγος  …  εν  παρρησία  γνωρίσαι  το 
μυστήριον του Ευαγγελίου» (Εφεσ. στ’ 18‐19). 
Ο  Απόστολος  Παύλος  παρεκάλει  τους  Εφεσίους  να  προσεύχωνται  υπέρ 
αυτού,  ώστε  να  δοθή  εις  αυτόν  λόγος  να  αναγγείλη  μετά  παρρησίας  το 
αποκαλυφθέν εις αυτόν «μυστήριον του Ευαγγελίου». Τοσούτον μάλλον έχω εγώ 
ανάγκην  των  προσευχών  πάντων,  και  ενός  εκάστου,  [//211]  ώστε  να  δυνηθώ  να 
εκθέσω πιστώς μίαν εκ των σημαντικωτέρων πλευρών της χριστιανικής ζωής. Εν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 107 ‐
 

τη  περιπτώσει  μου  δεν  γίνεται  λόγος  περί  ιδιαιτέρας  τινός  αποκαλύψεως.  Εν 
τούτοις όμως είναι απαραίτητος, ως έδειξεν εις εμέ η πείρα μου ως πνευματικού, 
η  υπόμνησις  περί  της  απολεσθείσης  υπό  των  πολλών  γνώσεως  των  οδών  της 
σωτηρίας. Επομένως, θερμώς παρακαλώ, προσεύχεσθε υπέρ εμού.  
Μέγα  υπήρξε  το  πνευματικόν  ανάστημα  του  Αγίου  Σιλουανού,  εις  τους 
πόδας  του  οποίου  ωδήγησεν  εμέ  η  Πρόνοια  του  Θεού.  Ωμίλει  και  έγραφε  δι’ 
απλών  λόγων  περί  των  δοθεισών  εις  αυτόν  καταστάσεων.  Οι  λόγοι  αυτού  εν 
τούτοις  είναι  κατανοητοί  μόνον  υπ’  εκείνων,  οίτινες  έζησαν  εν  τη  αυτή 
ατμοσφαίρα πνεύματος, ως και ο Σιλουανός. Συνέβη να συνομιλήσω μετά τινων 
εκ  των  πλέον  διαπρεπών  εκπροσώπων  της  ακαδημαϊκής  θεολογίας.  Ήτο 
οφθαλμοφανές  ότι  και  εκείνοι,  οίτινες  εγνώριζον  τα  έργα  των  αγίων  ασκητών 
της αρχαίας Αιγύπτου και Παλαιστίνης, δεν είχον ζώσαν πείραν εκείνου περί του 
οποίου εμαρτύρουν οι Πατέρες. Ιδού δια τι απεφάσισα να επιχειρήσω, έστω και εκ 
μέρους, να εξηγήσω τον ιδιαίτερον χαρακτήρα εκείνου του κόσμου, εν ώ διέμενε 
το  πνεύμα  του  Αγίου·  να  υποδείξω  τρόπον  τινά  εκείνην  την  πραγματικότητα, 
ήτις  περικλείεται  εις  τους  «απλούς»  λόγους  αυτού,  ως  επί  παραδείγματι: 
«Ηρξάμην να πράττω καθώς εδιδάχθην υπό του Κυρίου· ο νους μου εκαθαρίσθη 
και  το  Πνεύμα  εμαρτύρει  εν  τη  ψυχή  μου  την  σωτηρίαν».  Τι  σημαίνει  όμως 
«καθαρός νους» και τι «μαρτυρία του Πνεύματος»; 
Το γεγονός ότι, δια των ευχών του Αγίου Σιλουανού,  [//212] ετέθην και εγώ 
εις  την  αυτήν  πνευματικήν  προοπτικήν,  επιτρέπει  εις  εμέ  να  τολμήσω  το 
εγχείρημα τούτο. Βεβαίως δεν εγνώρισα πλήρως το μέτρον εκείνης της ευλογίας, 
ήν ο Κύριος εξέχυσεν επ’ αυτόν· αλλ’ εν τούτοις και εις εμέ, τον έσχατον πάντων, 
εδόθη  να  ζήσω  κατά  τινας  στιγμάς  της  ζωής  μου  εγγύτητος  των  καταστάσεων 
μου  προς  εκείνας  τας  οποίας  εβίωσεν  ο  Άγιος,  τολμώ  να  ομιλήσω  περί  του 
υψηλού  τούτου  θέματος.  Εν  τη  προσπαθεία  ταύτη  αναποφεύκτως  θα 
αναφερθώμεν εις βαθέα δογματικά προβλήματα. 
«Θεόν  εκδυσωπήσαι  αδύνατον»,  εσκέφθη  ο  Άγιος.  Επέπεσεν  επ’  αυτόν 
πνεύμα απογνώσεως. Είχε την αίσθησιν ότι ο Θεός απεστράφη αυτόν έως τέλους 
και ότι δεν υπάρχει πλέον σωτηρία δι’ αυτόν. Η ψυχή αυτού ενατένιζεν εναργώς 
εις  την  αιωνίαν  απώλειαν  (βλ.  Άγιος  Σιλουανός,  Κεφ.  XIX,  Διηγήσεις  εκ  της 
ιστορίας του βίου). Γράφει ούτος: «Το πνεύμα τούτο είναι τοσούτον απαίσιον και 
βασανιστικόν, ώστε είναι φοβερόν και να επαναφέρης αυτό εις την μνήμην. Είναι 
αδύνατον  να  βαστάση  τούτο  η  ψυχή  επί  πολύ  …  μετέβην  εις  τον  ναόν  …  και 
ατενίσας εις την εικόνα του Σωτήρος είπον: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον 
αμαρτωλόν”. Και ευθύς είδον εις την θέσιν της εικόνος τον Ζώντα Κύριον, και η 
χάρις  του  Αγίου  Πνεύματος  επλήρωσε  την  ψυχήν  και  όλον  το  σώμα  μου.  Και 
ούτως  εν  Πνεύματι  Αγίω  εγνώρισα  ότι  ο  Ιησούς  Χριστός  είναι  Θεός·  και  ηδέως 
επόθουν όπως πάσχω δια τον Χριστόν». 
Το  γεγονός  αυτό  καθ’  εαυτό  της  εμφανίσεως  του  Ζώντος  Κυρίου  εις  τον 
Σιλουανόν, μετά την δοκιμασίαν αυτού, μαρτυρεί περί του ότι εν εκείνη τη ώρα η 
κατάστασις  [//213]  του  Αγίου  Γέροντος  δεν  απείχε  πολύ  της  καταστάσεως  του 
Χριστού  επί  του  Γολγοθά:  «Θεέ  μου,  Θεέ  μου,  ινατί  με  εγκατέλιπες»  (Ματθ.  κζ’ 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 108 ‐
 

46). Γνωρίζομεν ότι ο ορών ο,τιδήποτε Θείον οφείλει να ευρίσκηται και ο ίδιος εις 
κατάστασιν ανάλογον του ορωμένου. 
Ο  Χριστός,  μετά  την  κραυγήν  Αυτού,  παρέδωκε  το  Πνεύμα  Αυτού  εις  τας 
χείρας  του  Πατρός.  Τί  συνέβη  όμως  εις  την  περίπτωσιν  του  Σιλουανού;  …  Εν 
θανασίμω  θλίψει  μετέβη  εις  τον  ναόν,  και  ευθύς  ως  προέφερε  την  προσευχήν 
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είδεν Αυτόν Ζώντα· και πάσα η ύπαρξις αυτού 
επληρώθη  του  πυρός  της  χάριτος  του  Αγίου  Πνεύματος  μέχρι  των  ορίων  των 
δυνάμεων  αυτού.  Εκ  της  οράσεως  περιήλθεν  ούτος  εις  πλήρη  εξάντλησιν,  και  ο 
Κύριος εγένετο άφαντος. Δια του Πνεύματος όμως του Θεού ο Σιλουανός ηρπάγη 
εις τον ουρανόν, όπου ήκουσεν άρρητα ρήματα. 
Βραδύτερον  ο  Όσιος  Σιλουανός  εβεβαίου  ότι,  όταν  Αυτός  ο  Κύριος 
εμφανίζηται  εις  την  ψυχήν  εν  μεγάλω  Φωτί,  τότε  η  ψυχή  δεν  δύναται  να  μη 
αναγνωρίση εν Αυτώ τον Δημιουργόν και Θεόν αυτής: «Ο Κύριος μου και ο Θεός 
μου!»  ανεφώνησεν  ο  Απόστολος  Θωμάς  εις  τον  αναστάντα  Χριστόν  Ιησούν 
(Ιωάν. κ’ 28). Και ο Σαύλος‐Παύλος επί της οδού προς Δαμασκόν ανεγνώρισεν εν 
τω  ιδίω  Φωτί  τον  Χριστόν‐Θεόν.  Η  ζωή  του  χριστιανού  είναι  παράδοξος  και 
εξαιρετικώς ιδιόμορφος. Η Θεοεγκατάλειψις και το σκότος της αιωνίου απωλείας 
συνυφαίνονται μετά της εμφανείας του Θεού εν τω ακτίστω Φωτί. Ως συμβαίνει 
και  κατά  την  χάριν  της  μνήμης  του  θανάτου,  η  αιωνιότης  παρουσιάζεται  κατ’ 
αρχήν  υπό  αρνητικήν  μορφήν,  τουτέστιν  ως  γενική  απόσβεσις  της  υπάρξεως, 
ύστερον όμως μεταβάλλεται εις θεωρίαν του Φωτός της αναστάσεως. 
[//214]  Ο  Κύριος  Ιησούς  ηρώτησε  τον  Πατέρα:  «Ινατί  με  εγκατέλιπες»; 
Φρονούμεν ότι επί του επιπέδου της Θεότητος δεν ήτο δυνατόν να επέλθη τούτο 
οντολογικώς,  τουτέστι  να  χωρισθή  ο  Πατήρ  από  του  συναϊδίου  και  ομοουσίου 
Υιού  Αυτού,  εις  τον  Οποίον  μετέδωκεν  άπαν  το  πλήρωμα  του  αιωνίου  Αυτού 
Είναι.  Πώς  λοιπόν  να  εννοήσωμεν  ακριβώς  εκείνο,  όπερ  εγένετο  εις  τον 
«άνθρωπον Χριστόν Ιησούν» (Α’  Τιμ. β’ 5); Εκ της πείρας του Σιλουανού,  ως  και 
όλων  των  άλλων  ανά  τους  αιώνας  μεγάλων  ασκητών  της  ευσεβείας, 
παρατηρούμεν  συνύπαρξιν  της  βαρείας  Θεοεγκαταλείψεως  μετά  της  άκρας 
εντάσεως προς τήρησιν των εντολών του Θεού (βλ. Ιωάν. ε’ 30, ι’ 18, ιε’ 10, ιη’ 11). 
Διαπιστούμεν  το  φαινόμενον  τούτο,  αλλ’  ουδόλως  δυνάμεθα  να  ερμηνεύσωμεν 
αυτό, ιδιαιτέρως όταν γίνηται λόγος περί του Θεανθρώπου Χριστού. Κατ’ ουσίαν, 
εν ταις σπανίαις ταύταις περιπτώσεσι της κατά Θείαν πρόνοιαν εγκαταλείψεως, 
πρέπει  να  διακρίνωμεν  το  άμετρον  μεγαλείον  της  δωρεάς  του  Θεού.  Άνευ  της 
εμπειρίας ταύτης είναι δύσκολον να συλλάβωμεν την επηγγελμένην θέωσιν του 
πεπτωκότος ανθρώπου. 
Το  γεγονός,  εις  το  οποίον  νυν  αναφέρομαι,  είναι  η  «κένωσις»  της  Θείας 
αγάπης.  Ο  Χριστός  Ιησούς,  «η  εικών  του  Θεού»,  Θεός  ών  κατ’  ουσίαν,  ή  ως 
εξέφρασε τούτο ο Απόστολος Παύλος, «εν μορφή Θεού υπάρχων», εταπείνωσεν ο 
Ίδιος  Εαυτόν  εξ  υπακοής  προς  τον  Πατέρα  μέχρι  πλήρους  απαρνήσεως  της 
ανθρωπίνης Αυτού θελήσεως, «μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού». 
«Περίλυπος  εστιν  η  ψυχή  Μου  έως  θανάτου  …  και  προελθών  μικρόν 
έπεσεν επί πρόσωπον Αυτού προσευχόμενος και λέγων· Πάτερ Μου, ει δυνατόν 
εστι, παρελθέτω  [//215] απ’ Εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως Εγώ θέλω, αλλ’ 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 109 ‐
 

ως Συ … Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την 
γην. Πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων· Πάτερ Μου, ει ου δύναται 
τούτο  το  ποτήριον  παρελθείν  απ’  Εμού  εάν  μη  αυτό  πίω,  γενηθήτω  το  θέλημα 
Σου! … πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών» (Ματθ. κστ’ 28‐39, 
Λουκ. κβ’ 44, Ματθ. κστ’ 42‐44). Και ακριβώς δια τούτο «ο Θεός Αυτόν υπερύψωσε 
και εχαρίσατο Αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. β’ 9). 
Ο  υπερυψωθείς  Χριστός‐άνθρωπος  παραμένει  αιωνίως  ανυπέρβλητος  εις 
τον  άθλον  της  κενώσεως  Αυτού:  Επορεύθη  προς  επονείδιστον  θάνατον 
προωρισμένον  δι’  εγκληματίας.  Εκρεμάσθη  επί  σταυρού,  γυμνός  ενώπιον  της 
Μητρός  Αυτού,  ενώπιον  των  γυναικών  αίτινες  διηκόνουν  Αυτόν,  εγκατελείφθη 
υπό  των  μαθητών,  είδε  την  πλήρη  αποτυχίαν  του  κηρύγματος  Αυτού  …  Και  τις 
θα  ηδύνατο  να  απαριθμήση  πάντα  όσα  έπασχεν  Ούτος  εντός  Αυτού,  εν  ταις 
ημέραις εκείναις; 
Ούτως,  αυτού  του  είδους  η  εγκατάλειψις  είναι  ο  άλλος  πόλος  της  Θείας 
αγάπης.  Η  αγάπη  αύτη  εδόθη  εις  ημάς  ως  εντολή  υπό  του  Χριστού  δια  των 
φοβερών τούτων λόγων: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί … (παν ό,τι είναι εις 
αυτόν πολύτιμον), έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» 
(Λουκ. ιδ’ 26 και 33). 
Σπανίως,  καθ’  όλην  την  διάρκειαν  της  ιστορίας  της  Εκκλησίας,  εδόθη  εις 
άνθρωπον  να  βιώση  την  κατά  παραχώρησιν  Θεού  εγκατάλειψιν  εις  τοιούτον 
μέτρον, ως ο δούλος του Θεού του Υψίστου Σιλουανός. Ότε, κατά την εμφάνισιν 
του  Χριστού,  περιέλαμψεν  αυτόν  το  μέγα  [//216]  Φως,  τότε,  ό,τι  εφαίνετο  ως 
θανάσιμος εκ της Θεοεγκαταλείψεως πόνος, μετετράπη εις «ταπείνωσιν Χριστού, 
ήτις είναι απερίγραπτος». Αύτη είναι η οντολογική πλευρά της ανάρχου αγάπης 
του  Τριαδικού  Θεού.  Ο  Θεός,  ο  απόλυτος  εν  τη  απείρω  Αυτού  παντοδυναμία, 
είναι  απόλυτος  δι’  ακαταλήπτου  τρόπου  και  εις  την  «κένωσιν‐ταπείνωσιν», 
Αυτού. 
Όστις ηγάπησε φλογερώς τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν‐Δημιουργόν ημών 
και  Θεόν‐Σωτήρα,  αφεύκτως  ζη  δύο  εκ  διαμέτρου  αντιθέτους  φαινομενικώς 
καταστάσεις:  την  εις  άδου  κάθοδον  και  την  εις  ουρανούς  ανάβασιν.  Ο  άγιος 
Παύλος γράφει περί τούτου ως εξής: 
«3.8 Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων των αγίων εδόθη η χάρις αύτη, εν τοις 
έθνεσιν ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού 3.9 και φωτίσαι 
πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν 
τω  Θεώ,  τω  τα  πάντα  κτίσαντι  δια  Ιησού  Χριστού,  3.10  ίνα  γνωρισθή  νυν  ταις 
αρχαίς και ταις εξουσίαις εν τοις επουρανίοις δια της εκκλησίας η πολυποίκιλος 
σοφία του Θεού, 3.11 κατά πρόθεσιν των αιώνων ήν εποίησεν εν Χριστώ Ιησού τω 
Κυρίω ημών, 3.12 εν ώ έχομεν την παρρησίαν και την προσαγωγήν εν πεποιθήσει 
δια  της  πίστεως  αυτού.  3.13  Διό  αιτούμαι  μη  εκκακείν  εν  ταις  θλίψεσί  μου  υπέρ 
υμών,  ήτις  εστί  δόξα  υμών.  3.14  Τούτου  χάριν  κάμπτω  τα  γόνατά  μου  προς  τον 
Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, 3.15 εξ Ου πάσα πατριά εν ουρανοίς και 
επί γης ονομάζεται 3.16 ίνα δώη υμίν κατά τον πλούτον της δόξης αυτού δυνάμει 
κραταιωθήναι δια του Πνεύματος αυτού εις τον έσω άνθρωπον, 3.17 κατοικήσαι 
τον  Χριστόν  δια  της  πίστεως  εν  ταις  καρδίαις  υμών,  3.18  εν  αγάπη  ερριζωμένοι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 110 ‐
 

και  τεθεμελιωμένοι  ίνα  εξισχύσητε  καταλαβέσθαι  σύν  πάσι  τοις  αγίοις  τί  το 
πλάτος  και  μήκος  και  βάθος  και  ύψος,  [//217]  3.19  γνώναί  τε  την  υπερβάλλουσαν 
της  γνώσεως  αγάπην  του  Χριστού,  ίνα  πληρωθήτε  εις  πάν  το  πλήρωμα  του 
Θεού» (Εφεσ. γ’ 8‐19). 
Η  «διαπασών»  της  χριστιανικής  ζωής  υπερβαίνει  αμέτρως  την  συνήθη 
ακοήν των ανθρώπων. «Υπερβαίνει» αυτήν και κατά το βάθος και κατά το ύψος. 
Δυστυχώς  πλείστοι  είναι  εκείνοι,  οίτινες  δεν  συλλαμβάνουν  τα  θαυμαστά 
κύματα  του  θείου  ύμνου,  τα  εκπεμπόμενα  εκ  του  ανεξιχνιάστου  βάθους  του 
προαιωνίου Είναι. Εις τον πιστεύοντα εις την Θεότητα του Χριστού, και δυνάμει 
της  πίστεως  ταύτης  οικοδομούντα  την  ζωήν  αυτού  επί  την  πέτραν  του  λόγου‐
διδαχής  Αυτού  (βλ.  Ματθ.  ζ’  24‐27),  αποκαλύπτονται  απόκρυφοι  άβυσσοι, 
ανυποψίαστοι δια τους μη αποδεχθέντας τον Χριστόν ως τον Αληθινόν Θεόν, ως 
την  παναγίαν  και  απόλυτον  Αυθεντίαν  (βλ.  Ματθ.  κγ’  8)·  την  (άνευ  βίας) 
Αυθεντίαν  πρώτον  της  Αληθείας  του  Ανάρχου  Γεγονότος  και  δεύτερον  της 
Τελείας Αγάπης. 
Ο μακάριος Γέρων διέκρινε δύο είδη ταπεινώσεως: Την ασκητικήν και την 
Θείαν.  Ολίγας  στιγμάς  προ  της  τελευτής  αυτού,  εις  ερώτησίν  μου:  «Γέροντα, 
θέλετε  να  αποθάνητε;»,  απεκρίθη:  «Δεν  εταπεινώθην  εισέτι».  Ουδεμίαν 
αμφιβολίαν έχω ότι ούτος είχεν υπ’ όψιν την απερίγραπτον  (Θείαν) ταπείνωσιν 
του  Χριστού,  της  οποίας  ουδέποτε  ηδύνατο  να  επιλησθή.  Ενθυμούμενος  ταύτην 
έγραφε:  «Μακαρία  η  ψυχή,  ήτις  φυλάττει  την  καθαρότητα  του  σώματος  και  της 
ψυχής.  Ο  Κύριος  αγαπά  αυτήν  και  δίδει  εις  αυτήν  την  χάριν  του  Αγίου 
Πνεύματος· και η χάρις αύτη συνέχει την ψυχήν ούτω να αγαπά τον Θεόν, ώστε 
εκ της ηδύτητος του Πνεύματος  [//218] του Αγίου δεν δύναται αύτη να αποσπασθή 
από του Θεού, και ακορέστως ορμά προς Αυτόν, επειδή εν τη αγάπη του Θεού δεν 
υπάρχει  τέλος.  Γνωρίζω  όμως  άνθρωπον  (πρόκειται  περί  του  ιδίου),  τον  οποίον 
επεσκέφθη  ο  Κύριος  δια  της  χάριτος  Αυτού,  και  εάν  ηρώτα  Αυτόν  ο  Κύριος: 
«Θέλεις να δώσω εις σε μεγαλυτέραν χάριν;», τότε η ασθενής κατά το σώμα ψυχή 
θα  έλεγε:  «Κύριε,  Συ  βλέπεις  ότι,  εάν  θα  δώσης  έτι  μεγαλυτέραν  χάριν,  δεν  θα 
ανθέξω,  θα  αποθάνω!».  Αι  ακραίαι  αύται  εντάσεις  δίδονται  εις  λίαν  σπανίους 
ασκητάς, εν όσω ούτοι ευρίσκονται έτι εν σώματι, και τούτο μόνον εν βραχυτάτω 
χρόνω, εν τω οποίω, εν τούτοις, αποκαλύπτεται η άχρονος αιωνιότης. 
Ο  λόγος  μου  είναι  ανίσχυρος.  Βλέπω  ότι  ουχί  μόνον  η  «ταπείνωσις»  του 
Χριστού  ως  τελειότης  της  Θείας  αγάπης  είναι  απερίγραπτος,  αλλά  και  πολλαί 
άλλαι  πλευραί  της  ζωής  ταύτης  είναι  δι’  εμέ  ωσαύτως  ανέκφραστοι.  Εις  ημάς 
εδόθη ως εντολή ακριβώς η Θεία τελειότης, την οποίαν δεν φθάνομεν, αλλά και 
μόνον ο πόθος αυτής δίδει εις ημάς να αισθανθώμεν δι’ όλης της υπάρξεως ημών 
ότι εγγίζει ημάς η Απόλυτος Θεότης. Αύτη ελκύει προς Εαυτήν την ψυχήν, και η 
ψυχή  πάσχει,  διότι  δεν  είναι  εις  θέσιν  να  περιλάβη  την  ζωήν  ταύτην,  και  ούτω 
διέρχεται  εσταυρωμένη  τους  χρόνους  αυτής  επί  της  γης.  Και  δεν  δύναται  να 
κατέλθη από του αοράτου τούτου σταυρού, διότι, οσάκις «κατέρχεται», έστω και 
εκ μέρους, ατονεί εν αυτή το ρεύμα της αληθούς αιωνιότητος (βλ. Ματθ. κζ’ 40). 
Δυνάμερα να είπωμεν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, 
αλλά  κατ’  εξοχήν  ζωή.  Ζωή  και  [//219]  αγάπη  «εις  τέλος»,  μέχρι  του  αυτομίσους. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 111 ‐
 

Τούτο είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον (Α’ Τιμ. γ’ 16), «ό κατ’ αποκάλυψιν 
εγνωρίσθη ημίν» (πρβλ. Εφεσ. γ’ 3) εν Χριστώ, προσεφέρθη τούτο δια του λόγου 
Αυτού,  εφανερώθη  δια  του  παραδείγματος  του  Χριστού,  «Όν  αι  χείρες  ημών 
εψηλάφησαν» (πρβλ. Α’ Ιωάν. α’ 1). Παρά ταύτα το μυστήριον τούτο παραμένει 
ανεξερεύνητον, απαραβίαστον, «απερίγραπτον». 
Ο Άγιος Σιλουανός εξέφραζε ποικιλοτρόπως πάντοτε την αυτήν ιδέαν: «Ο 
Θεός  και  πάντα  τα  επουράνια  γνωρίζονται  ουχί  άλλως,  ει  μη  δια  Πνεύματος 
Αγίου».  Και  κατά  την  δωρεάν  του  αυτού  Αγίου  Πνεύματος,  του  εκ  του  Πατρός 
εκπορευομένου, δυνάμεθα εν τη Εκκλησία ημών να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς, δια 
ζώσης  πείρας,  την  «κένωσιν»  του  Υιού  του  Πατρός  εν  τω  γεγονότι  της 
Σαρκώσεως, εν τη ερήμω, εν τη εν Γεθσημανή προσευχή και επί του Γολγοθά. Το 
αυτό Άγιον Πνεύμα δεικνύει και την εις ημάς επικειμένην κένωσιν εν τω θανάτω 
ημών. 
Δια της πίστεως εις  τον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν αποβαίνει 
αύτη, έν τινι μέτρω, εφικτή και εις ημάς. Δυνάμεθα όμως να πορευθώμεν πέραν 
τούτου;  …  Εν  τη  Εκκλησία  διδασκόμεθα  να  ζώμεν  την  γέννησιν  του  Υιού  εν  τη 
Αγία Τριάδι ως κένωσιν του Πατρός, Όστις προσφέρει Εαυτόν όλον εις τον Υιόν, 
εν  παντί  τω  πληρώματι  του  ανάρχου  Αυτού  Είναι.  Και  ούτως,  ο  Υιός  είναι  ίσος 
προς τον Πατέρα εν τω απολύτω πληρώματι του Θείου Είναι. Ύστερον βλέπομεν 
την αντίστροφον κίνησιν: Ο Υιός εν τω αυτώ πληρώματι αυτοκενωτικής αγάπης, 
παραδίδει Εαυτόν εις τον Πατέρα και κατά την Θείαν και κατά την ανθρωπίνην 
φύσιν Αυτού. 
[//220]  Θα  ήτο  άρα  γε  επιτρεπτόν  εις  τον  άνθρωπον  να  τολμήση  και, 
υπερβαίνων  ούτος  το  μέτρον  της  προσωπικής  αυτού  πείρας,  να  κατανοήση  εν 
νοερά θεωρία την συμμετοχήν του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος  εις τον επί 
του σταυρού θάνατον του Υιού; 
Ο  Υιός,  «δι’  Ού  τα  πάντα  εγένετο»  (Ιωάν.  α’  3),  είναι  ο  Δημιουργός  του 
Ανθρώπου.  Ούτος  σαρκούται,  προσλαμβάνει  εν  τη  Θεία  Αυτού  Υποστάσει  την 
«δουλικήν»  (βλ.  Φιλ.  β’  7)  ημών  μορφήν  υπάρξεως,  και  κατά  συνέπειαν  και  τα 
μετά  την  Πτώσιν  παθήματα  της  ανθρωπότητος.  Τοιαύτη  οδός  λυτρώσεως  του 
πεπτωκότος ανθρώπου απεφασίσθη εν τη προαιωνίω Βουλή της Αγίας  Τριάδος. 
Δεν  είναι  άρα  γε  τούτο  η  κένωσις  του  Πατρός,  Όστις  «ούτως  ηγάπησε  τον 
κόσμον,  ώστε  τον  Υιόν  Αυτού  τον  Μονογενή  έδωκεν,  ίνα  πας  ο  πιστεύων  εις 
Αυτόν  μη  απόληται  αλλ’  έχη  ζωήν  αιώνιον»  (Ιωάν.  γ’  16)  εν  τοις  κόλποις  της 
Θεότητος; Και το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, ζη δια της 
αυτής αγάπης, ήτις υπάρχει και εν τω Πατρί. Επομένως ο Πατήρ και το Πνεύμα 
συμμετέχουν  αιωνίως  εις  το  ανατεθέν  εις  τον  Ιησούν  «έργον»  (Ιωάν.  ιζ’  4).  Ο 
κενωτικός  χαρακτήρ  της  τελείας  αγάπης  απεκαλύφθη  εις  ημάς  υπό  του  Θεού. 
Και  ημείς  νυν  γνωρίζομεν  ότι  δεν  υπάρχει  άλλη  οδός  προς  την  πληρότητα  της 
θεώσεως  ημών.  «Τετέλεσται!  Και  κλίνας  την  κεφαλήν  παρέδωκε  το  πνεύμα» 
(Ιωάν. ιθ’ 30). «Εν ώ γαρ πέπονθεν Αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις 
βοηθήσαι»  (Εβρ.  β’  18).  Ζώμεν  λοιπόν  επ’  ελπίδι  ότι  εν  τη  ώρα  του  θανάτου  θα 
είναι Ούτος μεθ’ ημών, εάν ημείς εμείναμεν μετ’ Αυτού δια του αγώνος ημών.  
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 112 ‐
 

[//221] 
ΙΑ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΙΣΟΥΣ 
 
Ο Ιησούς Χριστός, ο άναρχος Θεός, έδωκεν εις ημάς εντολάς, αίτινες έχουν 
την  ιδιότητα  να  ευρύνουν  τον  νουν  και  την  καρδίαν  του  ανθρώπου  μέχρι 
απειρότητος.  Κατ’  αρχήν,  εν  τούτοις,  ο  πιστεύων  εις  την  αιώνιαν  αξίαν  του 
ευαγγελικού  λόγου  (βλ.  Ματθ.  κδ’  35)  εισάγεται  εις  τον  εσώτερον  χώρον  της 
ψυχής θέτων εαυτόν απαύστως υπό την κρίσιν του Θεού. «Ο αθετών Εμέ και μη 
λαμβάνων τα ρήματα Μου έχει τον κρίνοντα αυτόν· ο λόγος όν ελάλησα, εκείνος 
κρινεί  αυτόν  εν  τη  εσχάτη  ημέρα·  ότι  Εγώ  εξ  Εμαυτού  (ως  άνθρωπος)  ουκ 
ελάλησα,  αλλ’  ο  πέμψας  Με  Πατήρ  Αυτός  Μοι  εντολήν  έδωκε  τί  είπω  και  τί 
λαλήσω·  και  οίδα  ότι  η  εντολή  Αυτού  ζωή  αιώνιος  εστιν»  (Ιωάν.  ιβ’  48‐50).  Η 
ένθεος προσπάθεια ημών, όπως διαφυλάξωμεν τας εντολάς, θα έχη ως φυσικήν 
συνέπειαν την πλήρη επίγνωσιν της αδυναμίας ημών. Ο νους του ανθρώπου, δια 
του  επιμόχθου  αγώνος  όπως  παραμείνη  ούτος  εν  τω  πνεύματι  του  λόγου  του 
Κυρίου,  κατανοεί  ότι  αι  υποθήκαι  του  Χριστού,  κατά  την  πνευματικήν  αυτών 
ουσίαν, είναι το άκτιστον Φως της Θεότητος. Ουδεμία ενέργεια ημών φθάνει την 
τελειότητα, την οποίαν απαιτεί ο Πανάγιος Θεός. 
Το  κατελθόν  εκ  των  ουρανών  Φως  της  Ευαγγελικής  [//222]  διδαχής 
καταυγάζει  την  εσωτερικήν  ημών  όρασιν  και  λεπτύνει  την  δεκτικότητα  της 
καρδίας.  Ένεκα  τούτου,  ό,τι  πρότερον  ήτο  ασύλληπτον  υφ’  ημών,  δεν  δύναται 
πλέον  να  εκφύγη  της  προσοχής  ημών.  Εκάστη  κίνησις  της  καρδίας  ή  του  νου 
ταχέως  συλλαμβάνεται,  και  βλέπομεν  εαυτούς  οποίοι  ακριβώς  είμεθα.  Όσον 
εντονώτερος  είναι  ο  τρόμος  ημών  μη  τυχόν  αποδειχθώμεν  ανάξιοι  του  Θεού, 
τοσούτον  μάλλον  «απογυμνούται»  όλος  ο  έσω  ημών  κόσμος  και  ενώπιον  ημών 
αυτών  και  βεβαίως  ενώπιον  του  Προσώπου  του  Θεού:  «Και  ουκ  έστι  κτίσις 
αφανής  ενώπιον  Αυτού,  πάντα  δε  γυμνά  και  τετραχηλισμένα  τοις  οφθαλμοίς 
Αυτού»  (Εβρ.  δ’  13).  Η  εγρήγορσις  του  νου  και  η  νήψις  της  καρδίας  οδηγούν  εις 
κατάστασιν,  ήτις  δύναται  να  φανή  εις  τους  μη  έχοντας  πείραν  υπερβολική  ή 
απίστευτος. Συγκεκριμένως, ο χριστιανός ανακαλύπτει εν εαυτώ την παρουσίαν 
παντός είδους κακίας, είτε εκδήλου είτε τουλάχιστον εν δυνάμει, και ούτω θεωρεί 
εαυτόν όντως χείριστον πάντων. 
Προ της εμφανίσεως εις ημάς του Θείου Φωτός ζώμεν ως τυφλοί. Άνευ του 
Φωτός τούτου δεν αναγνωρίζομεν την αμαρτίαν. Άνευ της ελλάμψεως Αυτού δεν 
αποκαλύπτεται  εις  ημάς  η  πτώσις  του  Ανθρώπου  εν  ταις  πραγματικαίς  αυτής 
διαστάσεσι.  Μόνον  το  Πνεύμα  το  Άγιον  εμπνέον  ημάς  καθιστά  ικανούς  να 
ίδωμεν  κατ’  αρχήν  την  τραγικότητα  της  ιδίας  ημών  καταστάσεως,  και  κατόπιν 
μέσω  αυτής  να  βιώσωμεν  το  μέγα  δράμα  της  παγκοσμίου  ιστορίας  της 
ανθρωπότητος. Αι συνέπειαι της πτώσεως είναι νόσος ήτις δεν θεραπεύεται υπό 
των  ιατρών  της  γης.  Δεν  δυνάμεθα  να  συμμορφώσωμεν  τα  αισθήματα  της 
καρδίας  ημών  προς  το  πνεύμα  των  εντολών  του  Χριστού.  Εις  τούτο  οφείλεται  ο 
επώδυνος ασκητικός αγών κατά του φονεύοντος ημάς «νόμου της αμαρτίας» (βλ. 
Ρωμ. ζ’ 23‐25). 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 113 ‐
 

[//223]  Η  περίοδος  αύτη  της  ζωής  ημών  είναι  πολύτιμος,  παρά  τον 
μαρτυρικόν  αυτής  χαρακτήρα.  Εξ  όλων  των  πλευρών  περιζωννύει  ημάς  η  φλοξ 
των  παθών,  άτινα  λαμβάνουν  μορφήν  «πυρώσεως  προς  πειρασμόν»  (πρβλ.  Α’ 
Πετρ.  δ’  12).  Εις  βοήθειαν  ημών  έρχεται  η  χάρις,  ήτις  κατ’  αρχάς  δεν  οράται  ως 
Φως,  αλλά  γίνεται  αισθητή  ως  ουράνιον  πυρ,  κατακαίον  εν  ημίν  τας  ρίζας  της 
αμαρτίας. 
Ποσάκις  η  ψυχή  μου  εκρέματο  ως  μικρόν  και  ανίσχυρον  πλάσμα  επάνω 
της  αβύσσου  εν  μεγάλω  φόβω!  Δεν  ήτο  γήϊνος  ο  φόβος:  Δεν  επεδίωκον 
ατελεύτητον  παράτασιν  της  ζωής  ταύτης.  Η  φρίκη  μου  προήρχετο  εκ  του  ότι, 
μετά  το  γεγονός  της  συγκαταβάσεως  του  Θεού  εις  εμέ,  έβλεπον  υπό  ποίων 
πληγών  ήμην  όλος  ηλκωμένος.  Ανεγνώριζον  εαυτόν  έως  τέλους  ανίκανον  δια 
την  Βασιλείαν  του  Αγίου  Θεού.  Δεν  δύναμαι  να  περιγράψω  την  θλίψιν  εκείνην, 
ήτις  εβύθιζεν  εμέ  εις  παρατεταμένον  και  βαθύ  πένθος.  Άφρων  ών,  εν  τούτοις 
εγνώριζον  ότι  ευρίσκομαι  εις  τας  χείρας  του  Δημιουργού  μου,  περί  ών  ελέχθη: 
«Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού Ζώντος» (Εβρ. ι’ 31). Τούτο ήτο αφορήτως 
βαρύ δι’ εμέ, και πολλάκις απεπειράθην να εκφύγω των αγίων Αυτού χειρών (βλ. 
Ιωάν.  ι’  28),  αλλά  πάσαι  αι  προσπάθειαι  απετύγχανον,  διότι  δεν  είχον  πού  να 
καταφύγω:  Ουδέν  εν  τω  κόσμω  είλκυεν  εμέ,  ουδέν  ηδύνατο  να  ικανοποιήση  το 
πνεύμα μου. 
Ο  Κύριος  είπε:  «Μη  φοβηθήτε  από  των  αποκτεννόντων  το  σώμα  … 
φοβηθήτε τον μετά το αποκτείναι έχοντα εξουσίαν εμβαλείν εις την γέεναν· ναι, 
λέγω υμίν, τούτον φοβήθητε» (Λουκ. ιβ’ 4‐5). Ο Κύριος, παραδούς Εαυτόν εις τον 
επί  του  σταυρού  θάνατον,  δεν  προέφερε  λόγους  [//224]  ματαίους  και  κενούς.  Και 
εγώ  ουδόλως  ήθελον  να  μειώσω  τον  κατηγορηματικόν  αυτών  χαρακτήρα.  Ο 
ζωοποιός  φόβος  δεν  αφίστατο  απ’  εμού.  Πλέον  τούτου  ετελείτο  παράδοξόν  τι: 
Ευθύς  ως  ο  φόβος  ούτος  εξησθένει,  ησθανόμην  να  αποχωρή  απ’  εμού  η  ζώσα 
δύναμις·  απεδυναμούτο  η  προσευχή,  ο  νους  διεχέετο,  η  αίσθησις  του  Θείου 
απήρχετο  εις  την  ομίχλην  –  απέθνησκον  πνεύματι.  Μόνον  βραδύτερον 
κατενόησα  ότι  το  Πνεύμα  του  Θεού  διεπαιδαγώγει  εμέ,  και  η  βάσανος  μου 
μετετρέπετο εις ανυπολόγιστον όφελος. Ο τρόμος προ της αιωνίου απωλείας και 
ο  θρήνος  της  μετανοίας,  δια  τινος  μυστηριώδους  τρόπου,  μετέβαλλον  εμέ  όλον 
εις  «προσευχήν».  Το  πνεύμα  μου  ελευθέρως,  άνευ  ιδιαιτέρας  προσπαθείας, 
ανήρχετο  εις  κατάστασιν  θεωρίας  αγνώστων  πρότερον  πραγματικοτήτων:  της 
ατέρμονος αβύσσου του είναι, των ζοφερών σκηνωμάτων του άδου, αλλά και του 
κατηυγασμένου υπό του ακτίστου Φωτός Ουρανού. 
Είη το όνομα Αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας των αιώνων. 
Μη  αναμένετε  απ’  εμού  την  κατά  τον  οφειλόμενον  τρόπον 
συγκεκροτημένην  περιγραφήν  της  ζωής  της  ψυχής  μου  κατά  τους  μακρούς 
χρόνους του παρελθόντος μου. Ενίοτε κατήρχετο αύτη μέχρι των κατωτάτων του 
Άδου, άλλοτε προς στιγμήν ανεβίβαζεν αυτήν ο Κύριος μέχρι των ουρανών. Κατά 
καιρούς  ίστατο  αύτη  επί  του  ακαθορίστου  εκείνου  μεθορίου,  από  του  οποίου 
εθεώρει  και  το  Φως  της  Θεότητος  και  το  «σκότος  το  εξώτερον»,  όπερ  επιφέρει 
φρίκην  εις  την  ψυχήν·  φρίκην  ιδιαιτέρας  μορφής,  ουχί  ομοίαν  προς  τον  φόβον 
ενώπιον  του  φυσικού  θανάτου.  Ώ,  ουχί,  τούτο  είναι  τι  ποιοτικώς  διάφορον. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 114 ‐
 

Ενώπιον του πνεύματος μου απεκαλύπτετο η αγαθή  [//225] αιωνιότης, ούσα εισέτι 
μακράν απ’ εμού, ωσαύτως όμως και το άχρονον σκότος, όπερ εγένετο γνωστόν 
δια της παρουσίας αυτού εντός μου. Ήμην εν διχασμώ: Μη ών ελεύθερος εκ της 
τυραννίας των παθών, έπασχον, και διψών δια το αμετάθετον αγαθόν εφερόμην 
προς  τον  Θεόν.  Η  προσευχή  της  μετανοίας  εκυρίευεν  εμού  ολοτελώς. 
Αστάθμητος, αόρατος δύναμις μετέφερεν εμέ εις νοητόν‐πνευματικόν διάστημα. 
«Εκεί»  έμενον  μόνος:  Εξηφανίζετο  η  γη·  δεν  υπήρχον  ούτε  ήλιος,  ούτε  αστέρες, 
ούτε  άνθρωποι,  ούτε  άλλο  τι  κτίσμα·  δεν  ησθανόμην  ούτε  το  σώμα  μου. 
Συνέβαινε  να  μη  βλέπω  το  φως  ως  τοιούτον,  αλλ’  εν  τούτοις  το  βλέμμα  μου 
διεισέδυεν  εις  αβυσσαλέα  βάθη.  Η  ψυχή  έκραζε  προς  τον  Θεόν  εν  οδυνηρά 
απογνώσει. Όντως, είμαι αμαρτωλός, αλλά διψώ τον Θεόν, τον άγιον Θεόν. Δεν 
ενεθυμούμην  συγκεκριμένας  πράξεις  εκ  του  παρελθόντος  μου,  ει  μη  την 
διαπεραστικήν συναίσθησιν της απομακρύνσεως μου από του Θεού, τον Οποίον 
εγνώριζον  κατά  τους  χρόνους  της  παιδικής  μου  ηλικίας  και  εν  τη  αρχή  της 
νεότητος. Ούτος απεχώρησεν απ’ εμού, ότε εγώ εμακρύνθην απ’ Αυτού κατά την 
άφρονα αναζήτησιν άλλου, ανωτέρου δήθεν, υπερ‐προσωπικού Απολύτου. 
Η τοιαύτη προσευχή κατέλαβεν εμέ μετ’ ιδιαιτέρας δυνάμεως εν τη ερήμω. 
Δεν  δύναμαι  να  είπω  νυν  πόσον  διήρκουν  αι  δεήσεις  μου  κατ’  εκείνην  ή  την 
άλλην  νύκτα.  Ενθυμούμαι  όμως  ότι,  ότε  η  ψυχή  επέστρεφεν  εις  την  συνήθη 
αντίληψιν  του  υλικού  κόσμου,  παρέμενε  μετ’  εμού,  εν  εμοί,  η  πνευματική 
αίσθησις  την  οποίαν  ησθανόμην  εκ  της  προσευχή  εν  εκείνη  τη  αταράχω  και 
ανεικάστω  αβύσσω.  Εν  εκείνη  τη  απειρότητι  δεν  υπήρχεν  ούτε  άνω,  ούτε  κάτω, 
πρόσω  ή  οπίσω,  δεξιά  ή  αριστερά.  Και  όμως  έφθανε  στιγμή  κατά  την  οποίαν 
εφαίνετο  εις  εμέ  [//226]  ότι  εκινούμην·  και  την  κίνησιν  ταύτην  ησθανόμην  ως 
πτώσιν·  άφωνος  δε  κραυγή  εξέφευγεν  από  του  στήθους:  «Κύριε,  σώσον  …  Συ 
μόνος δύνασαι ακωλύτως να φθάσης εμέ εις οιανδήποτε άβυσσον …». Και Ούτος 
έσωζεν. 
Αλλά  δια  τί  ησθανόμην  ότι  «έπιπτον»;  Δεν  συνέβαινεν  άρα  γε  τούτο, 
επειδή  ο  νους  μου  δεν  ηδύνατο  να  σταθή  πλέον  εις  την  σφαίραν  του  Αιωνίου; 
Πάντως, μετά ταύτα η όρασις ελάμβανε πέρας. 
Αι συνθήκαι της ερήμου ηυνόουν την τοιαύτην προσευχήν, διότι ουδεμίαν 
μέριμναν είχον επί του υλικού επιπέδου. Ήμην μόνος. Τούτο όμως δεν σημαίνει 
ότι  η  προσευχή  αύτη  εξαρτάται,  κατά  την  ουσίαν  αυτής,  εκ  των  εξωτερικών 
συνθηκών.  Είναι  Θείον  δώρον,  συνδεόμενον  μεθ’  ενός  άλλου  δώρου:  της 
μετανοίας  (βλ.  Λουκ.  κδ’  46‐47).  Τας  απαρχάς  της  τοιαύτης  προσευχής  εγεύθην, 
πριν  ή  εγκαταβιώσω  εν  Άθω.  Είχον  αυτήν  και  εν  τη  Μονή,  αλλά  εν  μικροτέρα 
εντάσει και συχνότητι. Αύτη αποσπά τον άνθρωπον εκ των δεσμών του χρόνου. 
Εν  αυτή  ταύτη  τη  καταστάσει  της  προσευχής  ο  άνθρωπος  αισθάνεται  εαυτόν 
εκτός των γηΐνων κατηγοριών: Είναι έξω πάσης ιεραρχίας κοινωνικής, έτι δε και 
εκκλησιαστικής.  Περί  ουδενός  άλλου  λογίζεται,  ει  μη  μόνον  περί  του  Θεού,  και 
παρίσταται Αυτώ μόνος Μόνω. 
Εν  τη απομονώσει του σπηλαίου μου εδέχθην το εξαίρετον προνόμιον να 
παραδοθώ  εξ  ολοκλήρου  εις  τοιαύτην  απερίσπαστον  προσευχήν,  ήτις 
διακατείχεν εμέ επί μήνας. Αύτη διεκόπτετο κατά τας ώρας της ημέρας υπό των 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 115 ‐
 

βιοτικών  απασχολήσεων.  Ευθύς  όμως  ως  έκλινεν  η  εργάσιμος  ημέρα  και 


έφθανεν  η  ήσυχος  νυξ  εν  τω  σπηλαίω,  η  προσευχή  εκείνη  εκ  νέου  εκυρίευεν 
εμού.  [//227] Πάλιν το παν εξέπιπτεν εκ της μνήμης, και έμενε μόνον η συνείδησις 
της  αΰλου  αλλά  φρικτής  αμαρτίας,  ήτις  εγέννα  εν  εμοί  μεταμέλειαν,  αισχύνην, 
αποστροφήν  και  μίσος  εισέτι  προς  εμαυτόν.  Και  πάλιν  το  παν  εβυθίζετο  εις  τα 
δάκρυα  της  μετανοίας  και  το  πνεύμα  μου  εισήρχετο  εις  την  ανονόμαστον 
απειρότητα. 
Ήμην πάντοτε λίαν βραδύς να εννοώ την κατάστασιν των πραγμάτων, να 
διακρίνω  εναργώς  το  τελούμενον  εν  εμοί.  Διηρχόμην  μακράς  περιόδους  άνευ 
σκέψεων. Αι τελευταίαι ήρχοντο κατά τας συνομιλίας, αλλ’ ουχί ότε ευρισκόμην 
μόνος  ενώπιον  του  Θεού.  Δεν  εθεολόγουν,  ούτε  επέστρεφον,  ίνα  αναλύσω 
εαυτόν. Δεν προσεκολλώμην εις τας καταστάσεις των οποίων ελάμβανον πείραν, 
καίτοι  διέμενον  εν  τη  αμόρφω  νοερά  σφαίρα.  Να  καλέσω  άρά  γε  τούτο 
παραφροσύνην; Ότε όμως η παραφροσύνη αύτη απεχώρει απ’ εμού, τότε μόνον 
κατενόουν  την  προξενηθείσαν  υπ’  εμού  ανυπολόγιστον  ζημίαν  εν  τω 
πνευματικώ μου είναι. Τότε και δια μέσου εκείνης της προσευχής απεκαλύπτετο 
εις εμέ εκ μέρους το νόημα των λόγων του Χριστού: «Εί τις έρχεται προς Με και 
ου μισεί … έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. 
ιδ’ 26). 
Το προς εμέ έλεος του Θεού εξεδηλούτο δια της δωρεάς της ακατασχέτου 
ορμής  προς  οδυνηράν  μετάνοιαν,  ήτις  είλκυεν  εμέ  εις  τοιαύτην  ακόρεστον 
προσευχήν,  ώστε  η  ψυχή  να  επιλανθάνηται  των  πάντων,  ουδέν  να  ενθυμήται, 
αλλά να στρέφηται ακατασχέτως προς τον Θεόν, τον αόρατον αλλ’ ηγαπημένον, 
τον  άγνωστον  αλλ’  οικείον,  τον  απρόσιτον  αλλ’  εγγύς.  Δεν  ευρίσκω  λόγους  να 
περιγράψω τον υπό του Κυρίου δωρηθέντα εις εμέ πλούτον. 
[//228]  Θα  επιχειρήσω  να  δώσω  βραχύν  κατάλογον  των  λογισμών  εκείνων, 
οίτινες  ανέβαινον  επί  την  καρδίαν  μου  κατ’  εκείνας  τας  θλιβεράς  ώρας  των 
αναμνήσεων  της  απολεσθείσης  υπ’  εμού  προσευχής.  Φυσική  συνέπεια  της 
τηρήσεως  των  εντολών  του  Κυρίου  είναι  η  άκρα  σμίκρυνσις  ημών,  τουτέστιν  η 
κένωσις. Άνευ της βαθείας επιγνώσεως ότι είμεθα αληθώς γεννήματα του άδου 
εν τη πτώσει ημών, ουδέποτε θα επιτύχωμεν του πληρώματος της μετανοίας. Η 
ολοκληρωτική  μετάνοια  αποσπά  ημάς  από  του  θανασίμου  εναγκαλισμού  του 
εγωκεντρικού ατομισμού και εισάγει εις την θεωρίαν της θείας παγκοσμιότητος 
του  Χριστού,  «του  αγαπήσαντος  ημάς  εις  τέλος»  (πρβλ.  Ιωάν.  ιγ’  1).  Όταν 
μισήσωμεν εαυτούς ένεκα της εν ημίν ζώσης κακίας, τότε διανοίγονται εις ημάς 
οι ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης. Άνευ του Χριστού ουδέποτε θα 
περιβάλωμεν  τον  κόσμον  δια  της  ζωηφόρου  φλογός  της  Άνωθεν  κατερχομένης 
χάριτος,  ούτε  θα  συλλάβωμεν  την  οντολογικήν  διάστασιν  της  «δευτέρας 
εντολής»:  «Αγαπήσεις  τον  πλησίον  σου  ως  σεαυτόν»  (βλ.  Ματθ.  κβ’  37‐40).  Εις 
τον  μακάριον  Γέροντα  Σιλουανόν  εδόθη  η  προσευχή  υπέρ  όλου  του  κόσμου,  ως 
και  περί  αυτού  του  ιδίου.  Είθε  να  δώση  ο  Κύριος  εις  πάντας  και  εις  έκαστον  να 
ίδουν  το  Φως  της  τοιαύτης  προσευχής,  διότι  δι’  αυτής  αποκαθίσταται  η 
πρωτόκτιστος  εικών  του  Ανθρώπου.  Όστις  δεν  προσήγγισε  τα  όρια  των 
καταστάσεων  αυτών,  ας  μη  τολμά  να  ονομάζη  εαυτόν  χριστιανόν  άνευ  φόβου 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 116 ‐
 

και αισχύνης, αλλ’ ας συνειδητοποιή μετά πόνου ότι είναι ανάξιος της κλήσεως 
ταύτης.  «Εί  τις  θέλει  οπίσω  Μου  ελθείν  απαρνησάσθω  εαυτόν  (απαρνησάσθω 
πάσας  τας  προγενεστέρας  αυτού  αντιλήψεις  και  ιδέας)  και  αράτω  τον  σταυρόν 
αυτού και ακολουθείτω Μοι … Εί τις έρχεται προς Με  [//229] και ου μισεί … έτι δε 
και  την  εαυτού  ψυχήν,  ου  δύναταί  Μου  μαθητής  είναι  …  ουκ  έστι  Μου  άξιος» 
(πρβλ. Ματθ. ιστ’ 24, ι’ 37‐38, Λουκ. ιδ’ 26 και 33). 
Τρομάζει  εμέ  ο  λογισμός:  Πού  και  εις  τί  έγκειται  η  ανομία  ενώπιον  του 
Θεού, ήτις παρεμπόδισεν εις εμέ την οδόν προς εκείνο το πλήρωμα, όπερ εξεχύθη 
επί  την  κεφαλήν  του  Αγίου  Σιλουανού;  Η  μνήμη  περί  της  εν  τω  παρελθόντι 
πλάνης μου συνδέεται μετά του οξέος αισθήματος της αναξιότητός  μου εν γένει 
να παρασταθώ ενώπιον τοιούτου Θεού. Και εάν εις τινας στιγμάς της ζωής μου 
προσήγγισα  εκείνα  τα  όρια  της  μετανοίας,  όπου  αγιάζεται  ο  όλος  άνθρωπος, 
τούτο  κατέστη  δυνατόν  ουχί  άλλως,  ει  μη  χάριν  των  προσευχών  του  Αγίου 
Γέροντος.  Δεν  έφθασα  εις  τα  μέτρα  αυτού,  αλλά  γνωρίζω  ότι  εκείνο  περί  του 
οποίου γράφω είναι αληθές. 
«Ο  Θεός  αγάπη  εστίν».  Ούτος  «Φως  εστι  και  σκοτία  εν  Αυτώ  ουκ  έστιν 
ουδεμία»  (Α’ Ιωάν. δ’ 8, α’ 5). Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι 
Πυρ ζωοποιούν, ερριμμένον από των ουρανών επί της Γης δια της ελεύσεως του 
Υιού του Θεού (βλ. Λουκ. ιβ’ 49). Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του 
Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν 
αλλότριον αυτής και εν ταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου 
έως  τότε.  Είναι  απαραίτητον  να  επισκιάση  ημάς  δύναμις  εξ  ύψους,  καταξιούσα 
ημάς  να  γνωρίσωμεν  υπαρκτικώς  την  αγάπην  ταύτην.  Άνευ  της  εμπειρίας 
ταύτης ουδείς εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να κατανοήση το φαινομενικώς 
παράδοξον  των  εντολών  του  Ευαγγελίου:  «Αγαπάτε  τους  εχθρούς  υμών, 
ευλογείτε  τους  καταρωμένους  υμάς,  καλώς  ποιείτε  [//230]  τοις  μισούσιν  υμάς» 
(Ματθ.  ε’  44),  και  εν  ταυτώ:  «Εί  τις  έρχεται  προς  Με  και  ου  μισεί  τον  πατέρα 
εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας 
αδελφάς,  έτι  δε  και  την  εαυτού  ψυχήν  (ζωήν),  ου  δύναταί  Μου  μαθητής  είναι» 
(Λουκ. ιδ’ 26). 
«Ο  Θεός  ημών  πυρ  (εστι)  καταναλίσκον»  (Εβρ.  ιβ’  29).  Η  Θεία  Αγάπη 
συνιστά  τον  πυρήνα  του  προαιωνίου  Είναι·  εν  αυτή  τη  Αγάπη  ευρίσκουν  την 
υψηλοτέραν  αυτών  έκφρασιν  πάντα  τα  λοιπά  κατηγορήματα  της  Θεότητος: 
Σοφία, Βασιλεία, Δύναμις, Φως. Εν αυτή συνίσταται το κάλλος της ανάρχου και 
ασαλεύτου  Βασιλείας.  Η  Αγάπη  του  Χριστού  είναι  η  αποκάλυψις  και  του 
Μυστηρίου της Πατρικής αγάπης. 
Όταν η Αγάπη του Χριστού εύρη καρδίαν ετοίμην να αποδεχθή την φλόγα 
αυτής,  σκηνοί  εν  αυτή.  Η  εξαίρετος  όμως  αύτη  ευλογία  δεν  δίδει  ανάπαυσιν  εις 
τον  διάκονον  αυτής  εν  τω  κόσμω  τούτω,  έως  ότου  επιτελέση  ούτος  το  έργον 
αυτού (βλ. Ιωάν. ιζ’ 4). Να ομιλή τις περί της προσευχής, ήτις γεννάται υπ’ αυτής 
της αγάπης, προξενεί τρόμον εις την καρδίαν. 
Επώδυνος είναι η οδός η άγουσα εις την απόκτησιν της αγίας Αγάπης. Δεν 
είναι  άραγε  αυτός  ο  λόγος  ένεκα  του  οποίου  πολλοί  εκπίπτουν  του 
Χριστιανισμού …, αποκλίνουν από της σταυρικής οδού της αγάπης ταύτης προς 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 117 ‐
 

άλλας  οδούς;  Αλλά  δεν  υπάρχει  άλλη  οδός,  καθώς  δεν  υπάρχει  και  άλλος  Θεός 
(βλ. Ιωάν. ιδ’ 6). 
«Το  μεν  πνεύμα  πρόθυμον,  η  δε  σάρξ  ασθενής»  (Ματθ.  ιστ’  41).  Εις 
προνομιακάς  στιγμάς  είναι  δυνατόν  να  εγγίση  την  γηΐνην  καρδίαν  το  άκτιστον 
Φως της αγάπης του Χριστού. Εν αυτή ευρίσκεται η Θεία αιωνιότης,  [//231] εν αυτή 
και ο μόνος και έσχατος σκοπός της ασκήσεως ημών. 
Ούτε ο νους ημών εν τη πτώσει αυτού, ούτε η καρδία άνευ της επενεργείας 
της αγάπης, της εκ του Πατρός εκπορευομένης, δύνανται να ακολουθήσουν τον 
Χριστόν εις την Γεθσημανή και, έτι πλέον, εις τον Γολγοθάν. Ο βαθύς θρήνος της 
συνόλου ημών υπάρξεως, όστις γεννάται εκ της καιομένης εν ημίν αγάπης κατά 
την  ώραν  της  υπέρ  του  κόσμου  προσευχής,  δύναται  να  φθάση  εις  έντασιν 
υπερβαίνουσαν  την  αντοχήν  ημών.  Τότε  το  πνεύμα  ημών  εξέρχεται  προς  την 
Θείαν  αιωνιότητα  και  η  προσευχή  παύει.  Τοσούτον  επωδύνως 
προπαρασκευάζεται η μακαρία έξοδος του πνεύματος ημών προς τον Θεόν. Εν τη 
επιστροφή  όμως  αυτής  η  ψυχή  γεύεται  γλυκείας  αναπαύσεως  και  εκείνης  της 
ειρήνης, περί της οποίας ο Απόστολος Παύλος είπεν ότι  «υπερέχει πάντα νουν» 
(πρβλ. Φιλ. δ’ 7). 
Η συνείδησις ημών επανέρχεται μετά τινος λύπης εις τον συνήθη τρόπον 
αντιλήψεως  της  ζωής.  Η  ψυχή  βλέπει  εκ  νέου  ταχέως  την  αυτήν 
πραγματικότητα,  ως  και  πρότερον,  και  πάλιν  δέχεται  πολλά  τραύματα.  Όταν  ο 
άνθρωπος ακολουθή τον Χριστόν δι’ όλων των δυνάμεων της υπάρξεως αυτού, το 
πνεύμα  αυτού  αισθάνεται  τον  ορατόν  τούτον  κόσμον  ως  στενόν  κελλίον 
φυλακής. Πάσα αγαθή κίνησις του πνεύματος αυτού προσκρούει εις την αγρίαν 
αντίστασιν των δυνάμεων του σκότους. 
«Ο  Θεός  ημών  αγάπη  εστίν  …  Ούτος  Πυρ  εστι  καταναλίσκον».  Ουδόλως 
είναι  εύκολον  να  πλησιάση  τις  το  Πυρ  τούτο.  Ουδόλως  είναι  ακίνδυνον  να 
επεκταθή τις  [//232] ομιλών περί του αγίου τούτου Πυρός. Ο φόβος συνθλίβει την 
ψυχήν, μη τυχόν αποδειχθή αναξία τούτου, κατά την εντεύθεν έξοδον αυτής. 
Επί πολλά έτη, ιδιαιτέρως ότε ήμην εν Αγίω Όρει, εν τη ερήμω, ως και εν 
τη  Μονή,  ο  νους  μου  εν  τη  φορά  αυτού  προς  τον  Θεόν  απεκόπτετο  του 
παρελθόντος. «Απεκόπτετο» ουχί δι’ ασκητικής εντάσεως, αλλ’ ελκυόμενος υπό 
της  προσευχής  της  μετανοίας.  Αφ’  ότου  όμως  κατεστάθην  πνευματικός, 
πολλάκις  έπρεπε  να  «ενθυμούμαι»  τα  βιωθέντα.  Νυν  δε  συγγράφων  την 
«εξομολόγησίν»  μου,  και  συγχρόνως  την  πνευματικήν  βιογραφίαν  μου,  μετ’ 
ευγνωμοσύνη παρατηρώ ότι πολλαί στιγμαί, καθ’ άς ήγγισεν εμέ ο δάκτυλος του 
Θεού,  εχαράχθησαν  ανεξιτήλως  επί  του  σώματος  της  ζωής  μου. Το Πνεύμα του 
Ζώντος Θεού γράφει «ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ’ εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» 
(Β’ Κορ. γ’ 3). Ό,τι εγράφη υπό του Θεού απέβη το περιεχόμενον του είναι μου. 
Τί  θέλω  κατ’  ουσίαν  να  είπω  δι’  όλων  αυτών;  Τούτο  ακριβώς:  Δια  της 
δοθείσης  εις  εμέ  μετανοίας,  μέχρι  και  του  αυτομίσους,  έλαβον  απροσδοκήτως 
πείραν θαυμαστής ειρήνης, και το άκτιστον Φως περιέβαλεν εμέ, εισέδυσεν εντός 
μου,  εποίησε  και  εμέ  φως  όμοιον  προς  Αυτό  και  έδωκεν  εις  εμέ  να  ζήσω  την 
Βασιλείαν του Θεού της Αγάπης, Βασιλείαν, της οποίας «ουκ έσται τέλος». 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 118 ‐
 

Εθαύμαζον,  και  δεν  θα  παύσω  να  θαυμάζω,  την  ταπεινήν  συγκατάβασιν 
του Παντοκράτορος Θεού μέχρις εισέτι και της μηδαμινότητός μου. Έδωκεν όμως 
εις ημάς την εντολήν: «Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων … ουκ 
έστι  θέλημ έμπροσθεν του Πατρός υμών του εν ουρανοίς, ίνα απόληται είς των 
[//233] μικρών τούτων» (Ματθ. ιη’ 10‐14). 
Βλέπομεν ότι ο Ίδιος ζη συμφώνως προς τας δοθείσας εις ημάς εντολάς. Αι 
εντολαί  του  Ευαγγελίου  περικλείουν  την  Αυτο‐αποκάλυψιν  του  Θεού.  Όσον 
βαθύτερον  εισχωρούμεν  εις  το  πνεύμα  αυτών,  τοσούτον  πλέον  συγκεκριμένη 
καθίσταται  εις  ημάς  η  θεωρία  του  Θεού.  Και  όταν  αι  εντολαί  αύται,  κατά  την 
ευδοκίαν  Αυτού,  αποβούν  η  μόνη  αρχή  όλου  του  είναι  ημών,  προσκαίρου  και 
αιωνίου, τότε και ημείς θα ομοιωθώμεν προς Αυτόν, «ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς 
εστιν» (Α’ Ιωάν. γ’ 2). 
Ο Θεός αγάπη εστί.  
[//234] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 119 ‐
 

[//235] 
ΙΒ’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 
 
1. Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑΝ 
 
Ως θεμέλιον της χριστιανικής ζωής κείται το γεγονός της Σαρκώσεως του 
Θεού. Εν τη σαρκί ημών, τη υπ’ Αυτού κτισθείση, εφανέρωσεν Ούτος εις ημάς την 
άναρχον  τελειότητα  Αυτού.  Το  γεγονός  τούτο  παρέχει  εις  ημάς  ψηλαφητόν 
κριτήριον  δεικνύον  πόσον  απεμακρύνθημεν  απ’  Αυτού  ή  πόσον  προσεγγίζομεν 
το  υπερκόσμιον  Αυτού  Είναι.  Μόνον  όταν  εξομοιούμεθα  προς  Αυτόν  κατά  τας 
εσωτερικάς  κινήσεις  της  καρδίας  ημών,  τον  τρόπον  σκέψεως,  τας  αντιδράσεις 
προς  πάντα  τα  συμβαίνοντα  εις  ημάς  επί  της  γης,  γινόμεθα  όμοιοι  προς  Αυτόν 
και  κατά  την  Θεότητα  Αυτού. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν Αυτόν μετ’ επαρκούς 
εναργείας  και  η  πείρα  της  εν  Αυτώ  ζωής  εκτίθεται  εν  ταις  Επιστολαίς  των 
Αποστόλων.  Αι  εντολαί  Αυτού  είναι  το  άκτιστον  Φως,  εν  τω  οποίω  ιδιαιτέρως 
αποκαλύπτεται  Ούτος  «καθώς  εστιν»  (Α’  Ιωάν.  γ’  2).  «Εγώ  ειμι  το  φως  του 
κόσμου· ο ακολουθών Εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της 
ζωής» (Ιωάν. η’ 12). 
[//236]  Θαυμασταί  είναι  αι  ενέργειαι  του  Φωτός  τούτου  εφ’  ημάς.  Ιστάμεθα 
μετ’ άκρας εκπλήξεως προ του ασυλλήπτου θαύματος της εμφανίσεως ημών εις 
τον κόσμον τούτον. Η δημιουργία παντός υπαρκτού αποτελεί μυστήριον ελκύον 
ημάς προς Αυτόν. Προ της Άνωθεν όμως ελλάμψεως, παραμένοντες εν τω σκότει 
της  αγνοίας,  διερχόμεθα  μετά  καταθλιπτικής  απορίας  την  οδυνηράν  οδόν  της 
αυξήσεως ημών εν τω Είναι: Δια ποίον λόγον ήτο αναγκαία η πολύπλοκος αύτη 
διαδικασία δια την «εκ του μηδενός» δημιουργίαν των υιών του Θεού, τουτέστιν η 
γέννησις  του  πνεύματος  ημών  εν  σώματι  αποτελουμένω  εκ  των  στοιχείων  της 
γης;  Πώς  είναι  δυνατόν  να  συζευχθή  το  πνεύμα,  το  ομοίωμα  τούτο  του 
Απολύτου,  μετά  της  γης;  Το  πνεύμα  ημών  συσφίγγεται  ως  εν  μαγγάνω:  Είναι 
αθάνατον  κατά  την  φύσιν  αυτού,  το  δε  σώμα  ημών  υπόκειται  εις  την 
αποσύνθεσιν  και  τον  θάνατον.  Ως  εκ  τούτου  άρχεται  έντονος  πάλη:  Το  πνεύμα 
ορμά  προς  τον  Θεόν,  θέλει  να  ίδη  και  το  σώμα  αυτού  άφθαρτον  και  ικανόν  να 
ακολουθήση αυτό εις την ανάβασιν. Το σώμα όμως έλκειται προς τα κάτω, προς 
την γην «εξ ής ελήφθη», και μεταδίδει εις το πνεύμα την θνητότητα αυτού. 
Μη  εννοών  ουδέν  εξ  όσων  συνέβαινον  εν  εμοί,  εξησθενημένος  εκ  των 
ακαταπαύστων  συγκρούσεων  και  των  αλύτων  αντιφάσεων,  προσεπάθουν  να 
θέσω  εμαυτόν  εις  την  θέσιν  του  Δημιουργού,  και  διελογιζόμην:  Πώς  άρα  γε  θα 
έκτιζον  εγώ  τον  κόσμον;  Αποσυρθείς  εις  σκοτεινόν  και  ήσυχον  τόπον, 
συνεκέντρωσα  την  σκέψιν  μου  εις  το  πρόβλημα  τούτο.  Επί  τη  βάσει  της  ήδη 
δοθείσης  εις  εμέ  πείρας  του  είναι,  έχων  κατά  νουν  τας  δυσκολίας  τας  οποίας 
διήλθον, διέβαινον εκ των λεπτομερειών της ευμεταβλήτου καθ’ ημέραν ζωής εις 
τους  συνεχώς  επεκτεινομένους  [//237]  ορίζοντας  του  κοσμικού  είναι.  Τί  συνέβη 
όμως τότε; Αντί να επιφέρω διορθώσεις εις την «ασυναρτησίαν» της δημιουργίας 
του Θεού, ταχέως κατελήφθην υπό θαυμασμού ενώπιον εκείνου του Νοός, όστις 
μετά  τοιαύτης  γνώσεως  έπλασε  και  τον  ουρανόν  και  την  γην.  Ανεκάλυψα  μετά 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 120 ‐
 

λύπης, αλλ’ εν ταυτώ και μετά χαράς, την άκραν αδυναμίαν μου. Και ο νηπιώδης 
νους μου προσέβλεψε προς τον Πατέρα μειδιών, ως το εν τω λίκνω βρέφος μειδιά 
προς την εαυτού μητέρα. Ο ενθουσιασμός εκ της ανεξιχνιάστου σοφίας του Θεού 
κατέκλυσε  την  ψυχήν  μου.  Είς  τι  μέρος  μακράν,  εις  το  άπειρον  του  ουρανού, 
αμυδρά τις λάμψις του Φωτός διήγειρε προσευχήν δοξολογίας και εγέννησεν εν 
εμοί  την  δίψαν  να  μετάσχω  του  μεγάλου  δημιουργικού  Έργου  του  Ποιητού. 
Συνέβαινεν  ενίοτε,  ότε  εν  υπαίθρω  εζωγράφουν  τοπία,  να  πλησιάζουν  τινές  εκ 
των  όπισθεν  και  επί  μακρόν  να  παρακολουθούν  εν  σιωπή  την  εργασίαν  μου. 
Ούτω  θα  ήθελον  να  σταθώ  και  εγώ  πλησίον  του  Παντοκράτορος  και  να 
απολαύσω δια της θεωρίας την δημιουργικήν Αυτού έμνευσιν. 
Τοιαύτας σκέψεις αποτολμά τις εις καιρούς, κατά τους οποίους ο θάνατος 
ατενίζει  αυτόν  κατά  πρόσωπον  ή  απειλεί  να  στερήση  απ’  αυτού  ηγαπημένα 
πρόσωπα. Το θάρρος μου ήτο αφελές, αλλά μεμιγμένον μετά τινος δυσαρεσκείας 
κατά  του  Θεού.  Εν  τη  Βίβλω  εύρον  λόγους,  οίτινες  παραπλησίως  εξέφραζον  τα 
βιώματά μου: 
«Είπεν ο Κύριος τω Ιώβ δια λαίλαπος και νεφώς·  
Τίς ούτος ο κρύπτων Με βουλήν, 
συνέχων δε ρήματα εν καρδία, 
Εμέ δε οίεται κρύπτειν; 
[//238] Ζώσαι ώσπερ ανήρ την οσφήν σου, 
ερωτήσω δε σε, σύ δε Μοι αποκρίθητι.  
Πού ής εν τω θεμελιούν Με την γην; …  
Τίς έθετο τα μέτρα αυτής; …  
Επί τίνος οι κρίκοι αυτής πεπήγασι;  
Τίς δε εστιν ο βαλών λίθον γωνιαίον επ’ αυτής;  
Ότε εγενήθησαν άστρα,  
ήνεσάν Με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί Μου … 
Ήλθες επί πηγήν θαλάσσης, 
επί δε ίχνεσιν αβύσσου περιεπάτησας; 
Ανοίγονται δε σοι φόβω πύλαι θανάτου; … 
Εν ποία δε γη αυλίζεται το φως; 
Σκότους δε ποίος ο τόπος; 
Τίς έθετο σοφίαν εν καρδία, 
ή τίς έδωκεν αίσθησιν λόγω; 
Και απεκρίθη Κύριος ο Θεός τω Ιώβ και είπε·  
μή κρίσιν μετά ικανού εκκλινεί, 
ελέγχων δε Θεόν αποκριθήσεται αυτήν; 
Υπολαβών δε Ιώβ λέγει τω Κυρίω·  
Οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί δε Σοι ουδέν. 
Τίς δε αναγγελεί μοι ά ουκ ήδειν, 
μεγάλα και θαυμαστά ά ουκ επιστάμην; … 
Ακοήν μεν ωτός ήκουον Σου το πρότερον, 
νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακε Σε. 
Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 121 ‐
 

ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν. 
(Ιώβ, αποσπάσματα εκ των κεφαλαίων λη’‐μβ’). 
Εάν  εξετάσωμεν  εαυτούς  υπό  το  φως  ζωής  συμφώνου  προς  τας  εντολάς 
του  Κυρίου,  θα  ίδωμεν  ότι  είμεθα  εντελώς  διεφθαρμένοι  και  ανίκανοι  προς  το 
αγαθόν.  Έντρομοι  εκ  της  καταστάσεως  ημών  μετανοούμεν  ενώπιον  [//239]  του 
Θεού  και  δυσωπούμεν  Αυτόν  να  θεραπεύση  ημάς  εκ  του  πλήξαντος  ημάς 
θανάτου. Είμεθα έτοιμοι να διαρρήξωμεν τον στενόν κλοιόν της ατομικής ημών 
θελήσεως και να παραδοθώμεν εν πάσιν εις το άγιον και τέλειον Αυτού θέλημα. 
Ω,  πόσον  επώδυνος  είναι  η  άσκησις  αύτη,  ιδιαιτέρως  εν  τη  αρχή,  αλλά  εν  αυτή 
δίδεται  εις  ημάς  η  δυνατότης  να  ενταχθώμεν  εις  το  ρεύμα  της  αιωνιότητος 
Αυτού! Ελπίζοντες επί τον Θεόν κατά τας ώρας του κινδύνου, έχοντες το πνεύμα 
προσηλωμένον  προς  Αυτόν,  θα  δυνηθώμεν  και  ημείς  να  αισθανθώμεν  εν  ημίν 
την  επαφήν  της  αθανάτου  Αυτού  πνοής.  Το  μέγα  τούτο  δώρον  έρχεται  δια  της 
ταπεινής,  αλλά  πυρίνης  μετανοίας.  Παράδοξον  θαύμα:  Όσον  εναργέστερον 
βλέπω  τον  Θεόν,  τοσούτον  φλογερωτέρα  γίνεται  η  μετάνοιά  μου,  διότι  τότε 
συνειδητοποιώ  σαφέστερον  την  αναξιότητά  μου  ενώπιον  Αυτού.  Και  το  θαύμα 
τούτο  επαναλαμβάνεται  απαραλλάκτως  ανά  τους  αιώνας.  Ιδού  παράδειγμα  εκ 
της Παλαιάς Διαθήκης: «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί Θρόνου υψηλού … και 
Σεραφίμ ειστήκεισαν κύκλω Αυτού … και εκέκραγεν έτερος προς τον έτερον και 
έλεγον:  Άγιος,  άγιος,  άγιος  Κύριος  Σαβαώθ  είδον  τοις  οφθαλμοίς  μου.  Και 
απεστάλη προς με έν των Σεραφίμ,  και  εν τη  χειρί  είχεν  άνθρακα, όν τη λαβίδι 
έλαβεν από του θυσιαστηρίου, και ήψατο του στόματός μου και είπεν· ιδού ήψατο 
τούτο  των  χειλέων  σου  και  αφελεί  τας  ανομίας  σου  και  τας  αμαρτίας  σου 
περικαθαριεί» (Ησ. στ’ 17). 
Εν  τη  Καινή  Διαθήκη  θαυμαστόν  είναι  το  παράδειγμα  του  Αποστόλου 
Παύλου.  Τότε  μόνον  ησθάνθη  ούτος  [//240]  την  αμαρτίαν  αυτού,  ότε  κατά  την 
πορείαν προς Δαμασκόν ενεφανίσθη εις αυτόν ο Κύριος εν τω μεγάλω Φωτί της 
Θεότητος Αυτού· όθεν απεμακρύνθη ούτος εν συνεχεία εις την έρημον (βλ. Γαλ. 
α’  17),  ίνα  προσφέρη  μετάνοιαν  εις  Εκείνον  τον  Οποίον  πρότερον  εδίωκε.  Το 
παρελθόν  αυτού  ήτο  τρομερόν.  Προ  της  συναντήσεως  μετά  του  Χριστού  ο 
Παύλος  ηδύνατο  να  νομίζη  ότι,  ως  και  ο  προφήτης  Ηλίας,  ούτω  και  εκείνος, 
«ζήλων  εζήλωσε  τω  Κυρίω  παντοκράτορι»  (Γ’  Βας.  ιθ’  10),  βλ.  Ιωάν.  ιστ’  2).  Και 
αίφνης,  ό,τι  πρότερον  έζη  ως  φως  και  δικαιοσύνην  Θεού,  παρουσιάσθη  εις  την 
πνευματικήν αυτού όρασιν ως σκοτία και έχθρα εναντίον του Θεού (βλ. Ιακ. δ’ 4, 
Λουκ.  ια’  35).  Και  μετ’  οξέος  πόνου  ωμολόγησεν  εαυτόν  αμαρτωλόν  πλείον 
πάντων:  «Χριστός  Ιησούς  ήλθεν  εις  τον  κόσμον  αμαρτωλούς  σώσαι,  ών  πρώτος 
ειμι εγώ» (Α’ Τιμ. α’ 15)· «Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών … ετάφη 
και  …  εγήγερται  τη  τρίτη  ημέρα  κατά  τας  Γραφάς  …  ώφθη  Κηφά,  είτα  τοις 
δώδεκα·  έπειτα  ώφθη  επάνω  πεντακοσίοις  αδελφοίς  εφάπαξ  …  έσχατον  δε 
πάντων  ωσπερεί  τω  εκτρώματι  ώφθη  καμοί·  εγώ  γαρ  ειμι  ελάχιστος  των 
Αποστόλων,  ός  ουκ  ειμί  ικανός  καλείσθαι  Απόστολος,  διότι  εδίωξα  την 
εκκλησίαν του Θεού» (Α’ Κορ. ιε’ 3‐9)· «Χάριν έχω τω ενδυναμώσαντί με Χριστώ 
Ιησού  τω  Κυρίω  ημών,  ότι  πιστόν  με  ηγήσατο,  θέμενος  εις  διακονίαν  τον 
πρότερον βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν· αλλ’ ηλεήθην …» (Α’ Τιμ. α’ 12‐
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 122 ‐
 

13).  Και  ο  Πέτρος  μετά  την  άρνησιν  αυτού,  «εξελθών  έξω  έκλαυσε  πικρώς» 
(Ματθ.  κστ’  75).  Ουδείς  των  ανθρώπων  υπήρξεν  άνευ  αμαρτίας,  εκτός  της 
Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας. 
Εις πολλούς δυνατόν να φανή ακατανόητος, εισέτι  [//241] δε και παράδοξος, 
η κατάστασις εκείνη της ψυχής, την οποίαν συναντώμεν εις ανθρώπους, οίτινες 
εγνώρισαν  την  φανέρωσιν  του  Θεού  εν  δυνάμει.  Ούτοι  όντως  θεωρούν  εαυτούς 
αξίους του άδου, αλλ’ ο Κύριος παραμένει δι’ αυτούς ευλογητός εις τους αιώνας. 
Η θέα της ατελευτήτου αγιότητος του ταπεινού Θεού αφ’ ενός, και η συναίσθησις 
του εν ημίν ζώντος εωσφορικού σκότους αφ’ ετέρου, οδηγούν τον άνθρωπον εις 
τοιαύτην  κατάστασιν,  ώστε  όλη  η  ύπαρξις  αυτού  συνθλίβεται  εκ  της  ακράτου 
οδυνηράς  ορμής  προς  τον  Άγιον  Θεόν.  Εν  ταυτώ  κατέχεται  υπό  ισχυράς  προς 
εαυτόν  αποστροφής,  και  βαθύς  κλαυθμός  κυριεύει  της  ψυχής.  Ο  πόνος  ούτος 
είναι  πνευματικός,  μεταφυσικός,  αφόρητος.  Ο  πόθος  προς  συγχώρησιν‐
συμφιλίωσιν μετά του Θεού ομοιάζει προς θανατηφόρον δίψαν. Τούτο δυσκόλως 
ερμηνεύεται  εις  τους  μη  έχοντας  πείραν.  Ο  κλαυθμός  ούτος  κατά  την  φύσιν 
αυτού  είναι  φαινόμενον  εντελώς  διάφορον  του  ψυχικού  κλαυθμού,  όστις 
συνδέεται μετά συμφορών εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής  (βλ. Α’ Κορ. ιε’ 42‐46, 
Ιακ. γ’ 15, Ιούδα 19). 
Όταν  ο  άνθρωπος  δι’  όλης  της  υπάρξεως  αυτού  θρηνή  εκ  του  πόνου,  τον 
οποίον αισθάνεται ένεκα της επιγνώσεως της ρυπαρότητος αυτού, τότε ο πόνος 
ούτος υπερβαίνει πάσαν άλλην οδύνην, και εν τω μαρτυρίω τούτω θεωρεί εαυτόν 
χείριστον πάντων. Το Φως της Βασιλείας του Θεού, όπερ ωράθη επί του Θαβώρ, 
επί  της  οδού  προς  Δαμασκόν,  και  εις  άλλας  περιπτώσεις,  ελκύει  προς  εαυτό, 
οράται  όμως  ως  τι  απρόσιτον,  απείρως  υπερβαίνον  την  αξίαν,  ακριβέστερον 
ειπείν,  την  απαξίαν  ημών.  Η  εν  τω  αγίω  τούτω  πόνω  προσευχή  δύναται  να 
αποσπάση το πνεύμα του ανθρώπου εκ του κόσμου τούτου και να μεταθέση αυτό 
εις  άλλον  κόσμον·  και  ο  γήϊνος  [//242]  ούτος  κόσμος  περιέρχεται  εις  λήθην·  και 
αυτό τούτο το σώμα παύει πλέον να είναι αισθητόν. Οι Πατέρες ημών ωνόμασαν 
την  κατάστασιν  ταύτην  «άδην  μετανοίας».  Δι’  αυτής  γινόμεθα  όμοιοι  προς  τον 
Χριστόν, τον κατελθόντα εις τον Αυτού «άδην της Αγάπης». Όσον βαρεία και εάν 
φαίνηται αύτη η «βάσανος του Αδάμ», όσον μεγάλα και εάν είναι τα παθήματα, 
συνοδεύονται εν τούτοις υπό της χαράς της κλήσεως του Θεού και του Φωτός της 
νέας ζωής. 
Οι  Πατέρες  ημών,  δια  της  δωρεάς  της  χάριτος  εν  τη  αιωνοβίω  πείρα  ήτις 
επαναλαμβάνεται  από  γενεάς  εις  γενεάν,  βεβαιούν  κατηγορηματικώς  ότι  δεν 
υπάρχει άλλη οδός προς τον Πατέρα των φώτων. Η χάρις της τοιαύτης μετανοίας 
εδόθη  εις  τον  κόσμον  δια  της  εν  Γεθσημανή  προσευχής,  δια  του  σταυρικού 
θανάτου του Χριστού επί του Γολγοθά και δια της Αναστάσεως Αυτού (βλ. Λουκ. 
κδ’ 47). 
Δεν είναι ακίνδυνον να ομιλή τις ανεπιφυλάκτως περί του θέματος τούτου 
μεταξύ  των  απίστων,  επειδή  δεν  είναι  ούτοι  ικανοί  να  συλλάβουν  την  ουσίαν 
αυτού,  ως  ώφειλον.  Οι  «ψυχικοί»  άνθρωποι  αναποφεύκτως  θα  εκλάβουν  τον 
λόγον τούτον κατά τρόπον εσφαλμένον,  ανταποκρινόμενον  εις  την  κατάστασιν 
αυτών.  Ο  μακάριος  Παύλος  γράφει  περί  τούτου  ως  εξής:  «…2.11  τις  γαρ  οίδεν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 123 ‐
 

ανθρώπων  τα  του  ανθρώπου  ει  μη  το  πνεύμα  του  ανθρώπου  το  εν  αυτώ;  Ούτω 
και τα του Θεού ουδείς οίδε ει μη το Πνεύμα του Θεού. 2.12 Ημείς δε ου το πνεύμα 
του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα από του 
Θεού χαρισθέντα ημίν· 2.13 ά και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας 
λόγοις,  αλλ᾿  εν  διδακτοίς  Πνεύματος  Αγίου,  πνευματικοίς  πνευματικά 
συγκρίνοντες. 2.14 Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος  [//243] του 
Θεού·  μωρία  γαρ  αυτώ  εστι,  και  ου  δύναται  γνώναι,  ότι  πνευματικώς 
ανακρίνεται·  2.15  ο  δε  πνευματικός  ανακρίνει  μεν  πάντα,  αυτός  δε  υπ᾿  ουδενός 
ανακρίνεται» (Α’ Κορ. βʹ 11‐15). 
Προτιθέμενος να προσεγγίσω κατά την εμήν δύναμιν την περιγραφήν των 
ενεργειών  του  Θείου  Φωτός,  θεωρώ  απαραίτητον  να  είπω  εν  ολίγοις 
προκαταρκτικώς  περί  μιάς  μορφής  των  φωτεινών  εμφανίσεων,  της  οποίας 
έλαβον  πείραν.  Κατά  τους  χρόνους  της  ωρίμου  νεότητος  συνέβαινε  ενίοτε,  εν 
καταστάσει  εντόνου  στοχασμού  περί  των  μυστηρίων  του  Είναι,  να  αισθάνωμαι‐
να  βλέπω  την  διανοητικήν  μου  ενέργειαν  ομοίαν  προς  φως.  Ο  κόσμος  των 
νοερών  διαλογισμών  είναι  φωτεινός  κατά  ιδιάζοντα  τρόπον.  Αλλά  και  ο  νους 
ημών  είναι  ωσαύτως  «εικών  του  Νοός  του  Πρώτου»,  όστις  είναι  Φως.  Όταν  η 
διάνοια  συγκεντρωθή  επί  των  μεταφυσικών  προβλημάτων,  είναι  δυνατόν  να 
απολέση  την  αντίληψιν  του  χρόνου  και  του  υλικού  χώρου,  να  εξέλθη,  τρόπον 
τινα,  των  ορίων  αυτών.  Εν  τοιαύτη  ακριβώς  καταστάσει  είδον  τον  νουν  μου  ως 
φως.  Αυτού  του  είδους  η  κατάστασις  είναι  φυσικώς  προσιτή  εις  τον  άνθρωπον. 
Βραδύτερον  διεπίστωσα  ότι  η  περιγραφόμενη  υπ’  εμού  κατάστασις  διακρίνεται 
ποιοτικώς  εκείνης,  κατά  την  οποίαν  ο  Θεός  εμφανίζεται  εν  τω  Ακτίστω  Φωτί, 
εκείνης ήτις είναι ένωσις εν τω είναι. 
«Κύριε, είναι φρικτόν εις εμέ να ομιλώ … 
Συγχώρησον μοι, ίασαι με, 
βοήθησον μοι, μή αποστής απ’ εμού». 
Οι  Απόστολοι  επί  του  Θαβώρ  ηξιώθησαν  να  εισέλθουν  [//244]  εις  την 
σφαίραν  του  εκ  του  Πατρός  εκπορευομένου  Φωτός  και  να  ακούσουν  της  φωνής 
Αυτού,  ήτις  εμαρτύρει  περί  του  ηγαπημένου  Υιού.  Τούτο  όμως  δεν  κατέστη 
δυνατόν  εις  αυτούς,  πριν  ή  ομολογήσουν  την  Θεότητα  του  Χριστού  (βλ.  Ματθ. 
ιστ’ 13 κ.ε.). 
Έτυχε να βιώσω είδη τινά φωτός και φώτων: το «φως» της καλλιτεχνικής 
εμπνεύσεως, όπερ προκαλείται υπό της ωραιότητος του ορατού κόσμου· το «φως» 
του  φιλοσοφικού  στοχασμού,  όπερ  ανάγεται  εις  μυστικήν  θεωρίαν·  ας 
προσθέσωμεν  εις  αυτά  και  το  «φως»  της  επιστημονικής  γνώσεως,  όπερ  έχει 
πάντοτε  και  αναποφεύκτως  σχετικήν  αξίαν.  Επειράσθην  ωσαύτως  υπό 
φωτοειδών εμφανίσεων προερχομένων εκ των εναντίων πνευμάτων. Αλλ’ ότε εις 
ώριμον  ήδη  ηλικίαν  επέστρεψα  εις  τον  Χριστόν  ως  τον  τέλειον  Θεόν, 
περιέλαμψεν  εμέ  το  άναρχον  Φως.  Το  θαυμαστόν  τούτο  Φως,  έστω  και  εν  τω 
μέτρω  εν  τω  οποίω  εδόθη  εις  εμέ  να  γνωρίσω  δια  της  Άνωθεν  ευδοκίας, 
επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι 
και τους πλέον λαμπρούς αστέρας. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 124 ‐
 

Η  Εκκλησία  είναι  τεθεμελιωμένη  επί  την  πέτραν  της  ομολογίας  της 


Θεότητος  του  Ιησού  Χριστού.  (βλ.  Ματθ.  ιστ’  18).  «Μέγα  εστί  το  της  ευσεβείας 
μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί …» (Α’ Τιμ. γ’ 16). «Εν αρχή ήν ο Λόγος … 
Και  ο  Λόγος  σαρξ  εγένετο  και  εσκήνωσεν  εν  ημίν  …  πλήρης  χάριτος  και 
αληθείας»  (Ιωάν.  α’  1  και  14).  Ο  συναΐδιος  Υιός  του  Πατρός  εγένετο  «Υιός 
ανθρώπου». Εγεννήθη εκ της Παρθένου Μαρίας. Το μεγαλείον Αυτής, ως Μητρός 
του  Ιησού‐Θεού,  υπερβαίνει  το  μέτρον  του  ανθρώπου.  Είναι  αδύνατον  να 
χωρίσωμεν  Αυτήν  από  του  Χριστού‐Θεού·  και  συγχρόνως  Αύτη  είναι  ομοούσιος 
ημίν κατά πάντα. Έν τινι στιχηρώ των Χριστουγέννων [//245] τονίζεται ότι έκαστον 
κτίσμα προσέφερε τι κατά την Σάρκωσιν εκ των ιδίων, «ημείς δε – οι άνθρωποι – 
Μητέρα Παρθένον». Άνευ τούτου η «ιστορικότης» της Σαρκώσεως θα ηδύνατο να 
κλονισθή  και  η  σημασία  της  ανθρωπίνης  φύσεως  του  Χριστού  να  αμφισβητηθή 
(δοκητισμός). 
Το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού κατέχει κεντρικήν θέσιν εν όλη 
τη ιστορία του γένους  ημών και εν  πάση τη  κτίσει. Το γεγονός τούτο ανατρέπει 
πάσαν  ανθρωπίνην  απόπειραν  γνώσεως  της  Ανάρχου  Αρχής  τη  βοηθεία 
δυνάμεων προερχομένων εκ των κάτω, όσον και εάν αύται φαίνωνται ενίοτε ότι 
φέρουν πνοήν μεγαλοφυίας. Νυν εδιδάχθημεν ότι δεν πρέπει να αποδίδωμεν εις 
τον Θεόν τα αποκυήματα της γηΐνης διανοίας ημών και της νοσηράς φαντασίας. 
Πάσαι αι ιδέαι ημών, πάσα αναγνώρισις ή απόρριψις ημών, ουδόλως δύνανται να 
αλλοιώσουν  τον  Θεόν  εν  τω  ανάρχω  Αυτού  Είναι.  Όταν  αγωνιζώμεθα  να 
γνωρίσωμεν την αλήθειαν,  οφείλομεν  να  απαντήσωμεν  εις  το  ερώτημα: Είμεθα 
άρα γε διατεθειμμένοι να δεχθώμεν ως αλήθειαν Εκείνο ή Εκείνον, Όστις ή Ό,τι 
αποτελεί  όντως  το  Πρωταρχικόν  Είναι,  την  Αρχήν  παντός  υπαρκτού, 
ανεξαρτήτως εάν τούτο συμπίπτη ή ουχί μετά των ιδεών ημών, ή αποκλείομεν εκ 
των προτέρων παν ό,τι δεν ανταποκρίνεται εις την περί «Αληθείας» αντίληψιν ή 
εις τας επιθυμίας ημών; Προσωπικώς διψώ να γνωρίσω τον όντως Όντα· και τότε 
να θέσω ως σκοπόν μου πώς να είμαι μετ’ Αυτού. 
Πώς να είμαι μετ’ Αυτού; Ιδού, ο Ίδιος απεκάλυψε τούτο εις ημάς· Εκείνος, 
Όστις είπεν, ουχί ως τις παράφρων, αλλά μετά απολύτου συνειδήσεως, «Εγώ ειμι 
…  η  αλήθεια»  (Ιωάν.  ιδ’  6),  και  η  μεγάλη  πλειονότης  των  [//246]  ανθρώπων 
εκυριεύθη  υπό  τρόμου.  Ούτος  ουδόλως  εντάσσεται  εις  τα  πλαίσια  της  κοινής 
ημών διανοήσεως. Τα προστάγματα Αυτού προς ημάς είναι τελείως ανέφικτα· η 
ζωή  Αυτού  είναι  πλήρης  τοιούτων  παθημάτων,  ώστε  η  ψυχή  περιέρχεται  εις 
φόβον,  αλλ’  ο  Ίδιος  λέγει  ότι  δεν  υπάρχει  άλλη  οδός,  ει  μη  μόνον  να 
ακολουθήσωμεν  Αυτόν.  Τί  λοιπόν  εναπόκειται  εις  ημάς,  μάλλον  εις  εμέ,  να 
πράξω; 
Εδοκίμασα  άλλας  οδούς  και  εβεβαιώθην  δια  του  πλέον  πειστικού  τρόπου 
ότι εκεί δεν υπάρχει Αλήθεια. Επέστρεψα προς Αυτόν ως ο «άσωτος», αλλά μετά 
νέας  εν  τούτοις  γνώσεως  περί  του  ανθρώπου  και  του  είναι  εν  γένει.  Οι  λόγοι 
Αυτού  ήχουν  δι’  εμέ  διαφόρως  ή  πρότερον.  Επίστευσα  εις  Αυτόν  ολοτελώς.  Και 
τούτο ουχί διότι Εκείνος προσηρμόσθη εις τον ιδικόν μου τρόπον σκέψεως, ή διότι 
αι  εντολαί  Αυτού  εφάνησαν  εις  εμέ  εύκολοι·  ή  διότι  εδέχθην  επιπολαίως  να 
εξομοιωθώ προς Αυτόν εν τοις παθήμασιν. Ουχί. Αλλ’ ουδέ και νυν δύναμαι να 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 125 ‐
 

διηγηθώ  περί  της  βαθείας  διεργασίας,  ήτις  συνετελείτο  εντός  μου.  Δεν  ευρίσκω 
όνομα,  ίνα  ονομάσω  την  δύναμιν  εκείνην,  ήτις,  διακριτικώς  αλλ’ 
αποτελεσματικώς,  εθεράπευε  τον  νουν  και  την  καρδίαν  μου.  Εις  το  πλέον 
ενδόμυχον βάθος της καρδίας μου ηγέρθη μυστηριώδες τι, οικείον εν τούτοις εμοί 
εκ  της  τρυφεράς  παιδικής  μου  ηλικίας.  Η  διαδικασία  αύτη  ήτο  ιδιόμορφος: 
Άλλοτε  ελάμβανε  μορφήν  βραδείας  και  οδυνηράς  πορείας,  άλλοτε  δε  δι’ 
αιφνιδίων αναλαμπών εχώριζεν εμέ από παντός, ό,τι δεν ήτο Εκείνος. Υποθέτω 
ότι  τούτο  δεν  ήτο  άλλο  τι,  ει  μη  η  Αυτό‐αποκάλυψις  του  Θεού  εντός  του 
πνεύματός μου.  
«Ουδείς  δύναται  ελθείν  προς  Με,  εάν  μη  ο  Πατήρ  ο  [//247]  πέμψας  Με 
ελκύση  αυτόν  …»  (Ιωάν.  στ’  44).  Άρα  γε  ο  Πατήρ  Αυτού  αναζητεί  μόνον  τους 
μεγάλους  ή  και  τους  μικρούς;  Εάν  το  τελευταίον  είναι  δυνατόν,  τότε  δια  ποίον 
λόγον θα απέκλειον τούτο δι’ εμέ, καίτοι είμαι τοσούτον μηδαμινός; Δεν έθεσεν 
άραγε  Ούτος  εν  εμοί  λεπτήν  τινα  διαίσθησιν,  ήτις  εν  τούτοις  ήτο  βαθυτέρα 
πασών  των  άλλων  σκέψεών  μου  και  πλέον  αξιόπιστος  πασών  των  άλλων 
γνώσεών μου; Όπως και εάν είχε το πράγμα, ότε αδιστάκτως επίστευσα εις την 
Θεότητα  του  Χριστού,  περιέλαμψεν  εμέ  Φως  ουχί  εκ  του  κόσμου  τούτου.  Και 
μέχρι  τινός,  ως  και  ο  Παύλος,  ανεγνώρισα  Αυτόν  εν  τω  Φωτί  Αυτού.  Πρώτον 
επίστευσα  δια  ζώσης  πίστεως  και  κατόπιν  απεκαλύφθη  εις  εμέ  το  Φως.  Δεν 
συνέβη  άρά  γε  το  αυτό  και  εις  τους  Αποστόλους  Πέτρον,  Ιάκωβον  και  Ιωάννην; 
Ότε ούτοι δια του στόματος του Πέτρου ωμολόγησαν την Θεότητα Αυτού, Ούτος 
απήντησεν  :  «αμήν  λέγω  υμίν,  εισί  τινες  των  ώδε  εστηκότων,  οίτινες  ου  μη 
γεύσωνται  θανάτου  έως  αν  ίδωσι  τον  Υιόν  του  ανθρώπου  ερχόμενον  εν  τη 
Βασιλεία  Αυτού»  (Ματθ.  ιστʹ  28),  όπερ  εξεπληρώθη  ταχέως  μετά  ταύτα  επί  του 
Θαβώρ.  Κατά  τον  ίδιον  τρόπον  και  ο  Παύλος  έφερε  πνευματικώς  εν  τη  καρδία 
αυτού  τον  Χριστόν,  τον  Οποίον  εδίωκεν,  και  δια  τούτο  ενεφανίσθη  εις  αυτόν  το 
Φως  της  Θεότητος  εν  δυνάμει.  Και  τολμώ  να  είπω  ότι  η  όρασις  του  ακτίστου 
Φωτός συνδέεται αρρήκτως μετά της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού. Ουχί 
δε  μόνον  συνδέεται,  αλλά  και  κατά  παράδοξον  τρόπον  εξαρτάται  το  έν  εκ  του 
άλλου.  Εν  ενί  Φωτί  εμφανίζονται  και  ο  Χριστός  και  το  Άγιον  Πνεύμα.  Το  Φως 
τούτο  μαρτυρεί  περί  της  Θεότητος  του  Χριστού,  διότι  είναι  αδύνατον  να  μη 
αναγνωρίσωμεν  τον  Θεόν  εν  τω  Φωτί  εκείνω  περί  του  οποίου  γίνεται  λόγος.  Αι 
ενέργειαι  αυτού  είναι  απερίγραπτοι·  [//248]  εν  αυτώ  η  αιωνιότης,  εν  αυτώ  και  η 
ανεκλάλητος  μακαριότης  της  αγάπης.  Εν  αυτώ  το  πνεύμα  ημών  βλέπει 
απεράντους  ορίζοντας.  Και  ουχί  αιφνιδίως,  αλλά  βαθμηδόν,  το  πνεύμα 
ανακαλύπτει  συνεχώς  και  νέα  βάθη  εν  εκείνω  τω  φωτοφόρω  ρήγματι  του 
Ουρανού, «ου εστίν ο Θεός» (πρβλ. Έξοδ. κ’ 21). 
«Νυν τέκνα Θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη Τί εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι 
εάν φανερωθή, όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιωάν. 
γ’ 2). Κατ’ ουσίαν ο Θεός παραμένει πάντοτε ο αυτός εν πάση φανερώσει Αυτού 
εις  τον  άνθρωπον,  ημείς  όμως  δεν  δεχόμεθα  Αυτόν  κατά  τον  οφειλόμενον 
τρόπον. Δεν δυνάμεθα να προσλάβωμεν Αυτόν εις το απόλυτον πλήρωμα Αυτού 
εντός  των  ορίων  της  γης,  εν  τούτοις  όμως  «βλέπομεν»  Αυτόν,  έστω  και  «δι’ 
εσόπτρου  εν  αινίγματι»  (Α’  Κορ.  ιγ’  12).  Και  το  «έσοπτρον»  τούτο  δεν  είναι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 126 ‐
 

πάντοτε  εις  τον  αυτόν  βαθμόν  «αινιγματώδες».  Εξαρτάται  εκ  του  μέτρου  της 
τηρήσεως  των  εντολών  του  Χριστού,  δια  των  οποίων  εδόθη  η  Αυτο‐αποκάλυψις 
του  Θεού  εις  ημάς.  Το  Πνεύμα  του  Πατρός  ζη  εν  ταις  εντολαίς:  «Τα  ρήματα  ά 
δέδωκας  Μοι  δέδωκα  αυτοίς,  και  αυτοί  έλαβον  (τα  ρήματα  ταύτα),  και  έγνωσαν 
αληθώς  ότι  παρά  Σου  εξήλθον»  (Ιωάν.  ιζ’  8).  Και  έτι:  «Εάν  υμείς  μείνητε  εν  τω 
λόγω  τω  Εμώ,  …  γνώσεσθε  την  αλήθειαν  και  η  αλήθεια  ελευθερώσει  υμάς» 
(Ιωάν. η’ 31‐32).  
Η  αποδοχή  της  αληθείας  συντελείται  μόνον  εν  ελευθερία.  Ουδείς  και 
ουδέν  δύναται  να  επιβάλη  αυτήν  εις  τον  άνθρωπον‐πρόσωπον.  Να  άρη  δε  τις 
ταύτην  δια  της  βίας  είναι  αδύνατον.  Η  πίστις  ήτις  επεβλήθη  κατ’  επιταγήν  δεν 
είναι τελεία εν τη ρίζη αυτής, καίτοι δύναται να μεταβληθή εις αληθινήν πίστιν, 
τουτέστιν  εις  εκείνην  την  [//249]  πίστιν  δια  της  οποίας  η  ποθητή  και  περιζήτητος 
Αλήθεια σκηνοί εν ημίν εις πάντας τους αιώνας. 
Η  Αλήθεια  είναι  το  όντως  Όν,  «καθώς  (Τούτο)  εστιν».  Απεκαλύφθη  εις 
ημάς  ως  το  Προσωπικόν  Απόλυτον‐Τριάς  Προσώπων  εν  πλήρει  ενότητι  και 
ταυτότητι  του  Είναι.  Η  ένωσις  μετ’  Αυτού  μεταδίδει  και  εις  ημάς  την  Θείαν 
μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας. Ο Ευαγγελικός λόγος δια της εν 
αυτώ  παραμονής  γίνεται  διαφανής  ως  κρύσταλλος  και  αφομοιούται  υφ’  ημών 
τοσούτον,  ώστε  να  κατέχωμεν  αυτόν,  ως  κατέχομεν  την  μητρικήν  ημών 
γλώσσαν.  Όταν  ο  λόγος  ούτος  γίνη  έν  μετά  της  φύσεως  ημών,  τότε 
προσεγγίζομεν εις την ομοίωσιν προς τον Χριστόν, Όστις εδωρήσατο εις ημάς τον 
πολύτιμον  τούτον  θησαυρόν  (βλ.  Ιωάν.  ιζ’  8).  Και  καθώς  είπον  ήδη  πολλάκις,  η 
ομοίωσις  ημών  προς  τον  Σαρκωθέντα  Θεόν  εν  τω  παρόντι  κόσμω  «μεταβαίνει» 
κατ’  αναλογίαν  εις  την  αιωνιότητα  ως  διηνεκής  παραμονή  εν  τη  σφαίρα  του 
Θείου Είναι. Και τούτο είναι η θέωσις ημών. 
Πρέπει  να  τονίσωμεν  και  το  αντίστροφον.  Όταν  ο  Ευαγγελικός  λόγος 
ουδόλως  εφαρμόζηται  εν  τη  πράξει  της  ζωής  ημών,  τότε  παραμένει  κατά  την 
αιωνίαν αυτού φύσιν ακατανόητος  υπό του ανθρώπου και αποβαίνει αδιαφανές 
τι προπέτασμα ανά μέσον του Θεού και ημών. 
Δεν επιτυγχάνομεν το πλήρωμα της τελειότητος του Χριστού· ως εκ τούτου 
όλαι  αι  κρίσεις  ημών  περί  Αυτού  παραμένουν  ατελείς.  Εν  τούτοις  είναι 
σημαντικόν ότι Ούτος, έστω και εν μέρει, αποκαλύπτει εις ημάς μετά οικειότητος 
τον εσωτερικόν Αυτού κόσμον. Δια της δοθείσης εις ημάς πείρας της χάριτος εν 
τη μακρά ασκήσει της ζωής ημών, βλέπομεν ως δια σχισμής περιφράγματος  [//250] 
το  Φως  της  Θεότητος  Αυτού  (βλ.  Α’  Κορ.  β’  9‐12).  Και  τι  δύναμαι  να  είπω;  Ως 
θεμέλιον της ζωής μου κείται η συνείδησις ότι ο Θεός, ο Δημιουργός του κόσμου 
και  εμού,  απόλυτος  ών  εν  τω  ανάρχω  Αυτού  Είναι,  συγκατέβη  μέχρις  ημών  και 
υπέδειξεν  εις  ημάς  τας  οδούς  προς  απόκτησιν  της  αιωνιότητος  Αυτού· 
εφανέρωσεν  εις  ημάς  το  μυστήριον  του  θανάτου,  τουτέστι  της  αμαρτίας· 
απεκάλυψεν εις ημάς το νόημα του είναι, την αγάπην. 
Εάν  δια  του  όρου  «άσκησις»  εννοώμεν  τον  εκούσιον  αγώνα  προς 
υπερνίκησιν  εκείνων  ή  των  άλλων  εμπαθών  τάσεων  ημών,  τότε  εν  τη 
αυθεντικώς χαρισματική ζωή άσκησις δεν υπάρχει. Η έλευσις εν ημίν της Θείας 
δυνάμεως  έχει  ως  αποτέλεσμα  να  λαμβάνουν  πάσαι  αι  εκδηλώσεις  της  ζωής 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 127 ‐
 

ημών θετικόν χαρακτήρα, ελεύθερον εσωτερικών αντιφάσεων. Και ο νους και  η 
καρδία κινούμενα υπό της αγάπης του Χριστού δεν γνωρίζουν αμφιβολίας. Όταν 
δε η αγάπη του Θεού εκχέηται εν αφθονία, τότε μεταβάλλεται αύτη εις θεωρίαν 
του  Ακτίστου  Φωτός,  όπερ  χαρίζεται  την  απάθειαν  και  παρέχει  την  άφατον 
χαράν  της  ελευθερίας  του  πνεύματος,  ώστε  ο  άνθρωπος  να  διαμένη  εκτός 
θανάτου και φόβου. 
Δίδεται  εις  ημάς  να  γνωρίσωμεν  καταστάσεις  απαθείας,  άλλοτε 
μικροτέρας,  και  άλλοτε  μεγαλυτέρας  διαρκείας.  Κατ’  ουσίαν  πρόκειται 
πρωτίστως  περί  της  αγάπης,  ήτις  «έξω  βάλλει  τον  φόβον»  του  θανάτου, 
πληρούσα  την  ψυχήν  ενθέου  εμπνεύσεως  και  εισάγουσα  ημάς  εις  την  θεωρίαν 
της  Θεο‐ομοιώσεως.  Αλλά,  παραλλήλως  προς  πάντα  ταύτα,  η  αυτή  αγάπη 
βυθίζει  την  ψυχήν  εις  πέλαγος  παθημάτων.  Και  όντως,  «όσον  μεγαλυτέρα  η 
αγάπη, τοσούτον μεγαλυτέρα η οδύνη της ψυχής» (άγιος Σιλουανός). 
[//251]  Το  άγιον  Φως  έρχεται  κατά  την  προσευχήν  βαθείας  μετανοίας  υπέρ 
ημών αυτών, ωσαύτως δε και κατά την μετ’ αγαπώσης ευσπλαγχνίας προσευχήν 
υπέρ όσων προσβάλλουν ημάς. Αίφνης η αγάπη ενούται μετά του Φωτός, και το 
Φως  εισδύει  εις  την  ψυχήν,  και  δημιουργείται  έξωθεν  ατμόσφαιρά  τις  πλήρης 
φωτός, αισθητή έτι και δια των σωματικών οφθαλμών. 
Το  ουράνιον  Φως  δεν  υπόκειται  εις  έλεγχον  των  αισθήσεων,  είναι  άλλο, 
ασύλληπτον κατά την φύσιν αυτού, έρχεται δι’ ακαθορίστου υφ’ ημών τρόπου. Το 
Είναι άλλων διαστάσεων διαπερά το περίβλημα του γηΐνου σώματος και πληροί 
την  κτιστήν  φύσιν  ημών  ακτίστου  ενεργείας.  Μεταδίδει  εις  ημάς  την  επίγνωσιν 
του  υπερκοσμίου  Όντος,  ουχί  δι’  οπτικών  ή  αισθητών,  αλλά  δια  πνευματικών 
οράσεων.  Η  περιγραφή  των  οράσεων  τούτων  διατυπούται  ποικιλοτρόπως, 
αναλόγως προς τον χαρακτήρα ή το χάρισμα λόγου του προσώπου εκείνου εις το 
οποίον εδόθησαν. Ανεξαρτήτως όμως του τρόπου της περιγραφής, εκείνος, όστις 
είχε  την  εμπειρίαν  των  Άνωθεν  επισκέψεων,  θα  εννοήση  περί  τινος  γίνεται 
λόγος και θα αναγνωρίση την όπισθεν αυτών κεκρυμμένην πραγματικότητα. 
Το Φως τούτο, απορρέον εκ της Μιάς Φύσεως, οδηγεί εις την μίαν γνώσιν 
του  Θεού  της  Αγάπης.  Δεν  υπάρχουν  διαφωνίαι  ως  προς  τας  συνεπείας  της 
εμφανίσεως  του  αυθεντικώς  ακτίστου  Φωτός.  Πάσαι  αι  εμφανίσεις  αυτού 
συγκλίνουν εις έν: εις την Αποκάλυψιν της Θεότητος του Ιησού Χριστού. Δίδονται 
στιγμαί  κατά  τας  οποίας  το  πνεύμα  του  ανθρώπου  εισάγεται  δια  της  Θείας 
δυνάμεως εις την Βασιλείαν του Χριστού, ήτις «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» 
(Ιωάν. ιη’ 36). 
[//252]  Ο  ασκητής  κρίνων  περί  καλού  ή  κακού  ουχί  εκ  της  ποσότητος  των 
εξωτερικώς  τελουμένων  πράξεων,  αλλ’  εκ  της  πνευματικής  ποιότητος  των 
λογισμών,  οίτινες  επισκέπτονται  αυτόν,  και  εκ  των  αντιδράσεων  της  ψυχής 
αυτού  έναντι  των  «επισκεπτών»  τούτων,  αναγνωρίζει  όντως  εαυτόν  χείριστον 
πάντων.  Παραλλήλως  προς  τούτο,  παρά  το  μέγεθος  της  αθλιότητος  αυτού, 
βλέπει  εαυτόν  ευεργετηθέντα  υπερμέτρως  υπό  του  Θεού·  «ου  γαρ  εκ  μέτρου 
δίδωσιν  ο  Θεός  το  Πνεύμα»  (Ιωάν.  γ’  34).  Και  απορεί  δια  ποίον  λόγον  πολλοί 
άλλοι, πλέον πεπροικισμένοι αυτού, παραμένουν εκτός του Φωτός. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 128 ‐
 

Η  πτώσις  του  ανθρώπου  ήτο  βαρεία,  ουχί  όμως  και  απόλυτος.  Ένεκα 
τούτου υπάρχει δυνατότης μετανοίας και σωτηρίας. Λέγει  η Γραφή: «(Ούτος) ήν 
το  Φως  το  αληθινόν,  ό  φωτίζει  πάντα  άνθρωπον  ερχόμενον  εις  τον  κόσμον» 
(Ιωάν.  α’  9).  Επομένως  δεν  υπάρχει  άνθρωπος  εντελώς  ξένος  του  Φωτός. 
Ωνόμασα  «πλέον  πεπροικισμένους»  εκείνους  τους  «αρίστους»,  οίτινες 
παρέμειναν  ικανοποιημένοι  εις  ό,τι  ήσαν,  και  ως  εκ  τούτου  «ουκ  έγνωσαν  ουδέ 
παρέλαβον  Αυτόν»  (πρβλ.  Ιωάν.  α’  10‐11).  Οι  «χείριστοι»  όμως  «έλαβον  χάριν 
αντί χάριτος» (πρβλ. Ιωάν. α’ 16) δια την διάπυρον αυτών μετάνοιαν (βλ. Ρωμ. ε’ 
20, Λουκ, ε’ 32, Α’ Τιμ. α’ 15). 
Ακολουθών  το  παράδειγμα  του  Αποστόλου  Παύλου  παρακαλώ  και  εγώ 
πάντας  τους  διατεθειμένους  να  αναγνώσουν  τα  γραφόμενα  υπ’  εμού  να 
προσευχηθούν, όπως ο Θεός δώση και εις εμέ, τον δυσφραδή, λόγον κατάλληλον, 
όπως εκφράσω επαξίως το μυστήριον του Χριστού  (βλ. Κορ. δ’ 3). Είναι γνωστόν 
ότι  όστις  ομιλεί  πρεπόντως  περί  Θεού  λαμβάνει  χάριν,  εκείνος  όμως  όστις 
κηρύττει  ψευδή  κρημνίζεται  εις  την  άβυσσον  του  σκότους.  Όταν  προφέρωμεν 
πνευματικόν  λόγον  ενώπιον  [//253]  του  προσώπου  του  Πνεύματος  της  Αληθείας, 
πρώτοι ημείς υποπίπτομεν εις την κρίσιν του λόγου τούτου. Τούτο είναι φοβερόν 
δι’ όσους ηγάπησαν την επιφάνειαν του Σωτήρος εις τον κόσμον (βλ. Β’ Τιμ. δ’ 8). 
Ουδόλως  είναι  απλούν  να  διηγήται  τις  περί  των  συνδεδεμένων  μετά  της 
εις  Χριστόν  πίστεως  δωρεών,  εν  τη  φθοροποιώ  ατμοσφαίρα  των  ημερών  ημών. 
Ενώπιόν μου προβάλλει ο σκοπός να δώσω κατά το δυνατόν πιστοτέραν εικόνα 
εκείνου, όπερ Θεία Προνοία εδόθη εις εμέ να ζήσω· και δη, κατά τοιούτον τρόπον, 
ώστε  να  μη  διαφύγουν  της  προσοχής  του  αναγνώστου  αι  βαθείαι  κινήσεις  της 
καρδίας.  Ο  Θεός  ημών  είναι  ο  Βασιλεύς  της  ταπεινής  αγάπης.  Καλεί  ημάς  να 
μάθωμεν  παρ’  Αυτού  του  Ιδίου  την  ταπείνωσιν  (βλ.  Ματθ.  ια’  29).  Ο  πρώτος 
λόγος  του  κηρύγματος  Αυτού  ήτο:  «Μετανοείτε».  Η  μακραίων  πείρα  του 
Χριστιανισμού  έδειξεν  ότι,  ευθύς  ως  ο  άνθρωπος  αισθανθή  μετ’  οδυνηράς 
πικρίας  απέχθειαν  δια  την  εωσφορικήν  αυτού  αξίωσιν  να  υπερέχη  των  άλλων 
και  αποστραφή  το  σκοτεινόν  τούτο  πνεύμα,  η  καρδία  αυτού  εισάγεται  εις 
σφαίραν  ελευθερίας,  αγνώστου  έως  τότε,  και  το  Θείον  Φως  φέρει  αυτόν  εις 
μακαρίαν  εξάντλησιν  εκ  της  θεωρίας  της  Θείας  αγαθότητος.  Τότε  το  παν  εντός 
αυτού  σιγά:  Ο  νους  δεν  είναι  εις  θέσιν  να  σκεφθή,  ουδέ  η  καρδία  να  εκφράση 
λόγον ευγνωμοσύνης. 
Ώ, ποίος θα δώση εις εμέ σύνεσιν αληθινήν και λόγον ορθόν, ίνα ομιλήσω 
περί  του  Φωτός  της  Θεότητος!  Κυριεύομαι  υπό  αιδούς,  όταν  αποπειρώμαι  να 
γυμνώσω  την  ψυχήν  μου,  να  αποκαλύψω  ό,τι  έως  του  νυν  επεδίωκον  να 
αποκρύψω από των ξένων οφθαλμών. Σφάλλω άρα γε σκεπτόμενος ότι η αγάπη 
του Χριστού ωθεί εμέ εις το έργον τούτο; … Ο φόβος, όστις διακατέχει εμέ,  [//254] 
εξομολογούμενον  ενώπιον  ίσως  πολλών,  δεν  επιτρέπει  εις  εμέ  να  παρεκκλίνω 
από  του  έργου,  όπερ  ανέλαβον.  Ως  εκ  τούτου,  παρακαλώ,  εύχεσθε  υπέρ  εμού, 
όπου και εάν είμαι. 
Ο  Χριστός  είναι  το  μέτρον  πάντων  των  πραγμάτων,  Θείων  και 
ανθρωπίνων.  Είναι  ο  πνευματικός  ήλιος,  ο  φωτίζων  τα  σύμπαντα.  Εν  τω  Φωτί 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 129 ‐
 

των  προσταγμάτων  Αυτού  γνωρίζομεν  την  οδόν.  «Δι’  αυτού  έχομεν  την 
προσαγωγήν … προς τον Πατέρα» (Εφεσ. β’ 18). 
Ο  άνθρωπος  ως  εικών  του  Απολύτου  έλκεται  κατά  φυσικόν  τρόπον  προς 
την  Αρχήν  πασών  των  αρχών,  το  Πρωταρχικόν  Όν.  Εν  τούτοις  η  πορεία  αύτη 
άρχεται  δια  της  καθόδου  ημών  εις  τα  κατώτατα  βάθη.  Ο  Απόστολος  Παύλος 
λέγει  περί του Χριστού: «Το  δε  ανέβη  τί  εστι  ει  μη  ότι  και  κατέβη  πρώτον  εις  τα 
κατώτερα  μέρη  της  γης;  Ο  καταβάς  αυτός  εστι  και  ο  αναβάς  υπεράνω  πάντων 
των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. δ’ 9‐10). Αύτη ακριβώς είναι η οδός 
ημών  μετά  την  πτώσιν,  και  δεν  υπάρχει  άλλη.  Δια  της  αυτομεμψίας 
καταβαίνομεν εις ζοφώδη χάσματα, διότι, αφ’ ής στιγμής εν Χριστώ και δι’ Αυτού 
αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του Ανθρώπου, καθώς υπάρχει προαιωνίως εν 
τω  δημιουργικώ  νοΐ του  Θεού, κατανοούμεν  την  άβυσσον  του  σκοτασμού  ημών. 
Ως η αστραπή φωτίζει την νύκτα, όταν δε αύτη σβεσθή, το σκότος γίνεται πλέον 
αδιαπέραστον,  κατά  τον  ίδιον  τρόπον  η  εμφάνισις  του  Φωτός  της  Θεότητος 
επιτρέπει  να  ίδωμεν  το  εν  ημίν  σκότος  όμοιον  προς  συμπεπυκνωμένην  μάζαν 
απεχθούς  ακαθαρσίας.  Εκ  της  οράσεως  ταύτης  γεννάται  εντός  ημών  μεγάλη 
θλίψις  πλήττουσα  την  ύπαρξιν  ημών  εις  όλα  αυτής  τα  επίπεδα.  Η  οδύνη  του 
πνεύματος  ημών  γίνεται  τότε  εξωχρονική,  [//255]  μεγαλυτέρα  παντός  άλλου 
φυσικού  πόνου.  Βυθιζόμεθα  ολοτελώς  εις  πλήθος  δακρύων.  Δούλοι  όντες  των 
παθών,  αίφνης  ανακαλύπτομεν  εαυτούς  αποκεκομμένους  από  του  Θεού,  η 
ρομφαία  της  αγάπης  του  Οποίου  έτρωσεν  ημάς.  «Εκ  βαθέων  κράζομεν»  προς 
Αυτόν (πρβλ. Ψαλμ. ρκθ’ 1): 
«Ελθέ, Συ, μόνε Άγιε, και αγίασον με 
και καθάρισον με από πάσης κηλίδος. 
Ελθέ, Συ, ο μόνος Ζων εν αληθεία, 
και ίασαι με εκ του πλήξαντος εμέ θανάτου. 
Ελθέ, το Φως το αληθινόν, 
και σκήνωσον εν εμοί σκηνώματι αιωνίω». 
Ούτω  γεννάται  εν  ημίν  η  μετάνοια.  Εν  αρχή  συνοδεύεται  αύτη  υπό 
βαθείας  λύπης.  Ύστερον  δε  μεταβαλλομένη  κατά  την  έντασιν  και  την  μορφήν 
αυτής, δεν εγκαταλείπει πλέον ημάς. Επί της γης η μετάνοια δεν γνωρίζει τέλος. 
Το  τέλος  αυτής  θα  εσήμαινε  την  τελείωσιν  της  θεώσεως  ημών  δια  της  πλήρους 
ομοιώσεως προς τον Αναληφθέντα Χριστόν. 
Κατά  καιρούς  η  ορμή  της  μετανοίας  καταβροχθίζει  το  παν.  Εν  τω  νοΐ  και 
τη καρδία ουδέν άλλο υπάρχει, ει μη η πάσχουσα συνείδησις: «Είμαι αιχμάλωτος 
του  πονηρού  σκότους».  Και  ιδού,  απροσδοκήτως  το  Φως  του  ακτίστου  Ηλίου,  το 
Φως,  όπερ  πληροί  πάντα  τα  κοσμικά  διαστήματα,  εισδύει  εις  την  σκοτεινήν 
φυλακήν  της  ψυχής.  Τούτο  εναγκαλίζεται  εν  αγάπη  τον  νουν  και  την  καρδίαν 
ημών.  Βλέπομεν  Αυτό  και  μένομεν  εν  Αυτώ,  εν  τούτοις  δεν  έχομεν  εισέτι  την 
δύναμιν να πιστεύσωμεν εις το θαύμα τούτο της Αγαθότητος του Πατρός ημών. 
«Και  ιδόντες  Αυτόν  προσεκύνησαν  Αυτώ,  οι  δε  εδίστασαν»  (Ματθ.  κη’  17).  [//256] 
«Εδίστασαν»,  ανίκανοι  να  συλλάβουν  το  τελούμενον.  Εις  εμέ,  τον  πτωχόν  και 
πένητα … είναι άρα γε τούτον δυνατόν; 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 130 ‐
 

2. Η ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 
 
Ενατενίζων  επιμόνως  προς  τον  καθαρόν  και  κυανούν  ουρανόν,  ενίοτε 
προσήλουν  το  βλέμμα  μου  εις  συγκεκριμένην  κατεύθυνσιν,  ενίοτε  δε  διέτρεχον 
τούτον  απ’  άκρου  εις  άκρον.  Ότε  έφθανον  εις  τον  ορίζοντα,  νοερώς  μετέβαινον 
πέραν  αυτού,  και  τότε  έβλεπον  αυτόν  να  περιβάλλη  τον  πλανήτην  ημών. 
Προσεπάθουν να εισχωρήσω εις τα βάθη αυτού και να ανιχνεύσω τα όρια αυτού. 
Όσον  συνεκέντρουν  την  προσοχήν  μου  επί  του  θαυμαστού  τούτου  φαινομένου, 
όσον  εντονώτερον  ενητένιζον  εις  την  πλήρη  φωτός  ουράνιον  σφαίραν,  τοσούτω 
μάλλον αύτη έθελγεν εμέ δια του μυστηρίου αυτής. Ότε όμως, κατά την Άνωθεν 
δωρεάν  ηξιώθην  να  ίδω  το  άκτιστον  Φως  της  Θεότητος,  τότε  εις  τον  κυανούν 
ουρανόν του «κυανού πλανήτου» ημών μετά χαράς ανεγνώρισα το σύμβολον της 
ακτινοβολίας της υπερκοσμίου δόξης. Η λάμψις αύτη πληροί τα πάντα, όλας τας 
αβύσσους  του  σύμπαντος  (ΛΟΓΟΙ  ΤΩΝ  ΟΝΤΩΝ),  παραμένουσα  αναλλοιώτως 
ασύλληπτος  και  απρόσιτος  εις  τα  κτίσματα.  Το  κυανούν  είναι  το  χρώμα  του 
επέκεινα, της υπερβατικότητος. Πολλοί επί της γης εδέχθησαν την μακαριότητα 
της  θέας  του  θαυμαστού  τούτου  Φωτός.  Οι  πλείστοι  εξ  αυτών  εφύλαξαν  την 
ευλογίαν ταύτην ως το πολυτιμότερον μυστικόν της ζωής αυτών, και μετέβησαν 
εις τον άλλον κόσμον, ελκυόμενοι υπό του θαύματος τούτου. Άλλοι όμως έλαβον 
εντολήν  [//257] να αφήσουν εις τους εγγύς και τους μακράν αδελφούς αυτών την 
μαρτυρίαν περί της υψίστης ταύτης πραγματικότητος. 
Η ψυχή μετά φόβου αποφασίζει να ομιλήση περί του Φωτός εκείνου, όπερ 
επισκέπτεται  τον  άνθρωπον  τον  διψώντα  να  ίδη  το  Πρόσωπον  του  Ανάρχου.  Η 
φύσις  του  Φωτός  τούτου  είναι  μυστηριώδης.  Ακατάληπτον,  αόρατον,  ενίοτε 
γίνεται  ορατόν  και  δι’  αυτών  εισέτι  των  σωματικών  οφθαλμών.  Ιλαρόν  και 
τρυφερόν,  ελκύει  προς  εαυτό  και  την  καρδίαν  και  τον  νουν  ούτως,  ώστε  να 
επιλανθάνεταί  τις  της  γης,  αρπαζόμενος  εις  άλλον  κόσμον.  Τούτο  δύναται  να 
συμβή  και  εν  τω  εντόνω  φωτί  της  ημέρας  και  εν  τω  σκότει  της  νυκτός.  Καίτοι 
είναι  πράον,  εν  τούτοις  είναι  ισχυρότερον  παντός  ό,τι  περιβάλλει  ημάς. 
Περιπτύσσεται  τον  άνθρωπον  κατά  παράδοξον  τρόπον  εκ  των  έξω·  βλέπομεν 
τούτο,  αλλ’  η  προσοχή  στρέφεται  εις  τα  ενδότερα  του  έσω  ανθρώπου,  εις  την 
καρδίαν  την  φλεγομένην  υπό  της  αγάπης,  αγάπης  άλλοτε  ευσπλάγχνου  και 
άλλοτε  ευγνώμονος.  Δύναται  να  συμβή  ώστε  να  μη  αισθάνεται  τις  την 
υλικότητα,  ούτε  την  εαυτού  ούτε  την  του  περιβάλλοντος  αυτόν  κόσμου  (ΛΟΓΟΙ 
ΤΩΝ  ΟΝΤΩΝ),  και  βλέπει  εαυτόν  ως  φως.  Παύει  η  αίσθησις  του  πόνου· 
αποχωρούν  αι  μέριμναι  της  γης·  αι  ανησυχίαι  διαλύονται  υπό  της  γλυκείας 
ειρήνης.  Συνέβαινεν,  ώστε  το  Φως  τούτο  να  εμφανίζηται  κατ’  αρχάς  ως  λεπτή 
φλοξ,  θεραπευτική  και  καθαρτική,  κατακαίουσα  τρυφερώς  δια  τινος 
ανεπαισθήτου σχεδόν επαφής και εντός και εκτός παν ό,τι δεν ήτο ευάρεστον εις 
Αυτό. 
Το  άγιον  τούτο  Φως,  όταν  εμφανίζηται  εν  δυνάμει,  φέρει  την  ταπεινήν 
αγάπην.  Αποδιώκει  πάσαν  αμφιβολίαν  [//258]  και  πάντα  φόβον,  εγκαταλείπει 
μακράν  εις  τα  οπίσω  πάσας  τας  γηΐνας  σχέσεις,  άπασαν  την  πυραμίδα  των 
κοινωνικών τάξεων και των ιεραρχικών αξιωμάτων. Ο άνθρωπος γίνεται τρόπον 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 131 ‐
 

τινά  «ουδείς»:  Δεν  ίσταται  επί  της  οδού  των  αδελφών  αυτού·  ουδεμίαν  θέσιν 
επιδιώκει  δι’  εαυτόν  εν  τω  κόσμω  τούτω.  Το  Φως  τούτο  είναι  καθ’  εαυτό  η 
ακήρατος  ζωή,  πεπληρωμένη  υπό  της  ειρήνης  της  αγάπης.  Δίδει  εις  το  πνεύμα 
ημών  την  γνώσιν  ενός  άλλου,  απεριγράπτου  Είναι·  ο  νους  σιγά  καθιστάμενος 
υπεράνω  της  διανοήσεως  εξ  αιτίας  αυτού  τούτου  του  γεγονότος  της  εισόδου 
αυτού  εις  νέαν  μορφήν  ζωής.  Το  Φως;τούτο  είναι  ελαφρόν,  λεπτότερον  παντός 
ό,τι  γνωρίζει  η  γη,  απεργάζεται  δε  την  ψυχήν  άτρωτον  και  απρόσβλητον  από 
παντός ό,τι συνέθλιβεν αυτήν πρότερον. Ο θάνατος τρέπεται εις φυγήν ενώπιον 
Αυτού  και  η  προσευχή  «Άγιος  ο  Θεός,  Άγιος  ισχυρός,  Άγιος  αθάνατος» 
εναρμονίζεται θαυμαστώς μετ’ Αυτού. 
Το πνεύμα ημών αγάλλεται: Το Φως τούτο είναι Θεός· είναι παντοδύναμον 
και  συγχρόνως  αφάτως  πράον.  Ώ,  μετά  πόσης  προσοχής  χειρίζεται  τον 
άνθρωπον! Θεραπεύει την συντετριμμένην εκ της απογνώσεως καρδίαν· εμπνέει 
δια της ελπίδος της νίκης την βεβαρυμένην υπό της αμαρτίας ψυχή. 
Σωστική  δύναμις  περικλείεται  εντός  της  ανενδοιάστου  πίστεως  εις  τον 
Χριστόν‐Θεόν.  Ούτος  είναι  το  υπέρτατον  γεγονός  του  ανάρχου  είναι.  Είναι  η 
αρχή και το τέλος, το Α και το Ω. Επί την πέτραν ταύτην της πίστεως καθίσταται 
δυνατή  εισέτι  και  δι’  ημάς  η  αληθινή  μετάνοια  και  η  περαιτέρω  πνευματική 
πείρα,  ομοία  προς  εκείνην  των  Αποστόλων,  των  Πατέρων  της  Εκκλησίας,  [//259] 
και  των  ασκητών  όλων  των  αιώνων.  Εκ  του  είδους  των  δωρεών,  αίτινες 
ακολουθούν  την  ειλικρινή  μετάνοιαν,  θα  γνωρίση  ο  άνθρωπος  την  ουράνιον 
αυτών  προέλευσιν.  Το  άκτιστον  Φως  περιέβαλεν  επί  του  Θαβώρ  τους 
Αποστόλους  Πέτρον,  Ιάκωβον  και  Ιωάννην,  και  εν  τη  λάμψει  αυτού  ήκουσαν 
ούτοι την άϋλον φωνήν του Πατρός, μαρτυρούντος περί του Χριστού ως περί του 
ηγαπημένου Αυτού Υιού. Ο Απόστολος Παύλος επί της οδού προς Δαμασκόν είδε 
το  αυτό  Φως,  και  εν  τη  εμφανίσει  αυτού  εγνώρισε  την  Θεότητα  του  Ιησού. 
Τοιαύτης  δωρεάς  ηξιώθησαν  κατά  τους  παρελθόντας  αιώνας  πολλοί  ιεράρχαι, 
ασκηταί, μάρτυρες και δίκαιοι. Και μέχρις εισέτι των ημερών ημών η χάρις αύτη 
δεν έπαυσε να εκχέηται επί τους πιστεύοντας. 
Της  οράσεως  του  Φωτός  προηγείται  η  άσκησις  της  μετανοίας,  η 
καθαίρουσα  ημάς  από  των  παθών.  Η  άσκησις  αύτη  είναι  λίαν  επώδυνος,  αλλ’ 
αυτή αύτη η θεωρία του Φωτός είναι ηδεία δια την καρδίαν και τον νουν. Το Φως 
τούτο είναι αγάπη εντελώς ιδιαιτέρα, η μακαριότης της οποίας είναι δυνατόν να 
ενταθή  και  να  παραταθή  κατά  το  μέτρον  καθ’  ό  ο  ψυχισμός  και  το  σώμα  του 
ανθρώπου δύνανται να φέρουν την ουράνιον ταύτην φλόγα. 
Το  Φως  τούτο,  φυσικόν  ιδίωμα  του  «Πατρός  των  φώτων»  (Ιακ.  α’  17), 
αναγεννά και εισέτι ανα‐δημιουργεί ημάς. Η προσοχή ημών μεταβάλλει ριζηδόν 
κατεύθυνσιν.  Πρότερον  ειλκύετο  αύτη  προς  την  γην  και  τα  πρόσκαιρα 
πράγματα. Μετά την επενέργειαν όμως της χάριτος περικλείεται αύτη εντός, και 
εκείθεν  ανέρχεται  εις  την  πνευματικήν  σφαίραν  των  «μη  βλεπομένων  και 
αιωνίων» (πρβλ. Β’ Κορ. δ’ 18). Ό,τι πρότερον εφαίνετο εις ημάς  [//260] σπουδαίον, 
και εισέτι μέγα, αποβαίνει ασήμαντον δια το πνεύμα ημών: Και ο πλούτος, και η 
εξουσία,  και  η  επίγειος  δόξα,  και  πάντα  τα  όμοια  αυτών,  παύουν  να  ελκύουν 
ημάς.  Και  η  επιστήμη  εισέτι,  μη  δίδουσα  εις  ημάς  την  πλέον  ουσιώδη  γνώσιν, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 132 ‐
 

τουτέστι  την  γνώσιν  του  Θεού,  ως  και  αι  φιλοσοφικαί  ενατενίσεις,  άμοιροι 
αυθεντικής ζωής, παρουσιάζονται μόνον ως παρερχόμεναι αξίαι. 
Όταν περιβάλλη ημάς το ανονόμαστον και απαραβίαστον κατά την φύσιν 
αυτού Φως και εισδύη εις την ψυχήν ημών, τότε και ημείς γινόμεθα τρόπον τινά, 
άχρονοι. Το Φως τούτο, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, είναι φως αγάπης και 
γνώσεως,  αλλά  αγάπης  και  γνώσεως  ιδιαιτέρας  τάξεως.  Αμφότερα  ταύτα 
συγχωνεύονται εις έν, μάλιστα δε και είναι έν εν τη αιωνιότητι. Η αγάπη συνενοί 
ημάς εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. Και ιδού, μένομεν εν αυτώ 
τω  Είναι,  μετ’  αυτού  τούτου  του  Είναι.  Και  ιδού,  μένομεν  εν  αυτώ  τω  Είναι  και 
γνωρίζομεν  αυτό  δια  της  μετ’  αυτού  ενώσεως  ημών.  Αλλά  είναι  αδύνατον  να 
παραστήση τις τούτο δια λόγων. Η έλξις της αγάπης προς Αυτόν είναι τοσούτον 
ισχυρά, ώστε το πνεύμα ημών ουδέν προσέχει εκ των περίξ ημών συμβαινόντων, 
καίτοι  ζη  εν  μέσω  αυτών.  Δεν  υπάρχει  στροφή  προς  ημάς  αυτούς.  Το  πνεύμα 
ημών όλον ορμά να ψηλαφίση τον Αψηλάφιτον, να περιλάβη τον Αχώρητον, να 
κατανοήση τον Απερινόητον, να  μένη μόνον εν  Αυτώ και ουδέν άλλο πλέον να 
βλέπη. 
Πολυμερώς και πολυτρόπως εμφανίζεται εις ημάς το Φως. Αλλά πώς είναι 
τούτο δυνατόν; Δεν γνωρίζω πώς συνέβαινεν εις τους άλλους, εάν όμως τολμήσω 
να ομιλήσω εν τη αφροσύνη μου περί εκείνου, όπερ γνωρίζω, τότε θα είπω:  
[//261]  Ο  Κύριος  έδωκεν  εις  εμέ  την  χάριν  της  απογνώσεως,  και  έτι  πλείον 
τούτου: Το άγιον μίσος προς την αμαρτίαν μου, τουτέστι προς εμέ τον ίδιον, τον 
βεβυθισμένον τη αμαρτία, η δυσωδία της οποίας είναι ομοία προς θανατηφόρον 
αέριον.  Να  θεραπευθή  τις  δια  των  ιδίων  προσπαθειών  είναι  αδύνατον. 
Ευρισκόμενος τις εν πλήρει απογνώσει δια την κατάστασιν αυτού, ως εγώ ήμην, 
απομένει  μόνον να ρίψη εαυτόν ενώπιον του Θεού μετ’ απεγνωσμένης ελπίδος. 
Το  άλμα  τούτο  δύναται  να  είναι  ολοκληρωτικόν,  ανεπίστρεπτον:  Φοβούμαι  να 
επιστρέψω·  δεν  διαθέτω  δυνάμεις  να  αντισταθώ  εις  την  αμαρτίαν,  να  κρατήσω 
άσπιλον  την  νέαν  ζωήν.  Ο  Κύριος  εν  τούτοις  δεν  παραλαμβάνει  πάντοτε  την 
ψυχήν  εν  τη  καταστάσει  ταύτη: «Εδέετο δε Αυτού ο ανήρ, αφ’ ου εξεληλύθει τα 
δαιμόνια  (επειδή  εφοβείτο  να  χωρισθή  από  του  Χριστού)  είναι  συν  Αυτώ· 
απέλυσε  δε  αυτόν  ο  Ιησούς  λέγων·  υπόστρεφε  εις  τον  οίκόν  σου  και  διηγού  όσα 
εποίησέ σοι ο Θεός» (Λουκ. η’ 38‐39). Πίστευε ότι ουδέν πλέον εκ των πενυμάτων, 
άτινα  κατείχόν  σε,  θα  λάβη  εξουσίαν  επί  σε.  Οι  ασθενείς,  οίτινες  ευρίσκονται 
έστω  εν  μέρει  εις  κατάστασιν  ομοίαν  του  «Γαδαρηνού»,  γνωρίζουν  την 
αδυναμίαν αυτών να αντιταχθούν εις την «αιχμαλωσίαν», ήτις εκυρίευσεν αυτών 
πρότερον,  φοβούνται  να  χωρισθούν  Εκείνου,  Όστις  ηλευθέρωσεν  αυτούς  εκ  της 
αλλοτρίας εξουσίας. 
Η ζωή της ψυχής, ήτις εγεύθη της μακαριότητος της αγάπης του Χριστού, 
θα  συναντήση  αφεύκτως  πλήθος  θλίψεων  εν  τω  προτέρω  αυτής  περιβάλλοντι: 
«Εν τω κόσμω θλίψινν έξετε, αλλά θαρσείτε …» (Ιωάν. ιστ’ 33). Κατά παράδοξον 
τρόπον «η διήγησις», η μαρτυρία περί του Φωτός της Θείας αγάπης, διεγείρει εν 
ταις καρδίαις  [//262] πλείστων ανθρώπων την αντιπάθειαν. Είναι απαραίτητον εις 
ημάς  να  ζήσωμεν  και  αυτήν  την  θλίψιν  του  Ιησού.  Αύτη  θα  βοηθήση  ημάς  να 
εισδύσωμεν  βαθύτερον  εις  την  επίγειον  Αυτού  ζωήν:  «Ώ  γενεά  άπιστος  και 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 133 ‐
 

διεστραμμένη! Έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’ 
17). 
Εχάρη ο Θεός δια την εμφάνισιν του ανθρώπου εις τον κόσμον  (βλ. Ιωάν. 
ιστ’ 21). Εχάρη και ο πεπτωκώς κόσμος δια την επιφάνειαν του Θεού επί της Γης: 
«Και  είπεν  αυτοίς  ο  Άγγελος·  μη  φοβείσθε·  ιδού  γαρ  ευαγγελίζομαι  υμίν  χαράν 
μεγάλην,  ήτις  έσται  παντί  τω  λαώ,  ότι  ετέχθη  υμίν  σήμερον  Σωτήρ,  Ός  εστι 
Χριστός  Κύριος»  (Λουκ.  β’  10).  Ούτος  ο  Σωτήρ  εδωρήσατο  εις  ημάς  την  γνώσιν 
περί  του  απολεσθέντος  εν  τη  πτώσει  ημών  ουρανίου  Πατρός.  Απεκάλυψεν  εις 
ημάς «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών» (Κολ. 
α’ 26). Μετέδωκεν εις ημάς τον λόγον, τον παρά του Πατρός εκπορευόμενον (βλ. 
Ιωάν.  ιζ’  14).  Δίδει  ωσαύτως  εις  ημάς  την  προαιώνιον  δόξαν,  την  οποίαν  ο  Ίδιος 
έχει παρά του Πατρός (βλ. Ιωάν. ιζ’ 5 και 22). Και εν τω μέλλοντι αιώνι επιθυμεί 
να ίδη ημάς εκεί, όπου ο Ίδιος είναι, τουτέστιν, εκ δεξιών του Πατρός. 
Εν τη αρχή της οράσεως του Φωτός δεν υπάρχει η αίσθησις του μυστηρίου, 
ουδεμία  ερώτησις  τίθεται:  Τα  πάντα  εντός  και  πέριξ  είναι  φωτεινά·  ουδέν  άλλο 
οράται  ει  μη  το  Φως.  Ο  νους  και  η  καρδία  «σιγούν»,  πεπληρωμένα  μακαρίου 
θάμβους  ενώπιον  του  Θεού:  «Πάλιν  δε  όψομαι  υμάς  και  χαρήσεται  υμών  η 
καρδία … και εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν» (Ιωάν. ιστ’ 22‐23). 
[//263] Η Σάρκωσις του Θεού κατέστησεν εις την ανθρωπότητα δυνατήν την 
είσοδον  εις  την  απλανή  οδόν  προς  τον  Πατέρα,  δια  της  παραμονής  εν  τω 
πνεύματι των εντολών του Χριστού υπό οιασδήποτε συνθήκας της επιγείου ζωής. 
Η  εκ  τούτου  αυξανομένη  αγάπη  προς  τον  Χριστόν  καθιστά  την  προσευχήν 
έντονον,  φλογεράν·  γεννά  εν  αυτή  μεγάλην  δίψαν  δια  τον  Κύριον,  οπότε  το 
πνεύμα  του ανθρώπου διαβαίνει τα όρια του κόσμου τούτου και βυθίζεται όλον 
εις τον Ένα Θεόν. Η προσευχή αύτη συγγενειάζει την ψυχήν προς το Πνεύμα της 
Αληθείας. Όταν δε γνωρίση Αυτό, έκτοτε θα αναγνωρίζη Αυτό «εκ της γεύσεως», 
ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, και θα παραδίδηται εις Αυτό. Αντιθέτως: Δια τινος 
διαισθήσεως θα αποκρούη ευθύς τα πολλά φάσματα της Αληθείας, τα δυνάμενα 
να  προσελκύσουν  τον  άπειρον  νουν  και  την  αφώτιστον  καρδίαν.  Το  Θείον  Φως 
αποκαλύπτει  την  γνωσίαν  μορφήν  των  πνευμάτων  και  δι’  αυτού  του  τρόπου 
απαλλάσσει  τον  άνθρωπον  από  του  απατηλού  θελγήτρου  της  πλάνης  του 
αλλοτρίου. 
Το  Φως  όπερ  εμφανίζεται  εις  τον  άνθρωπον  δια  της  εις  Χριστόν  πίστεως, 
μαρτυρεί  περί  της  Θεότητος  Αυτού  του  Χριστού.  Το  πνεύμα  ημών  δέχεται  τον 
Κύριον  Ιησούν  ως  την  αμετάθετον  Αλήθειαν,  την  αυθεντικώς  Αγίαν.  Και  το 
άναρχον τούτο Φως γεννά εν ημίν λόγους, οίτινες είναι όμοιοι προς την διδαχήν 
του  Χριστού.  Εν  τω  Φωτί  τούτω  ενορώμεν  τον  Πατέρα·  αντιλαμβανόμεθα  τούτο 
το Φως ως Πνεύμα Άγιον· εν Αυτώ βλέπομεν τον Χριστόν ως τον Μονογενή Υιόν 
του  Πατρός.  Δια  της  εμπειρίας  ταύτης  γνωρίζομεν  το  ομοούσιον  των  Τριών. 
Προσευχόμενοι εις αυτόν τον Θεόν, βιούμεν το έν είναι των Τριών. Εν αυτή ταύτη 
τη  ενότητι  ζώμεν  όμως  και  [//264]  τας  διακρίσεις:  Άλλον  χαρακτήρα  φέρει  η 
αναφορά μου προς τον Πατέρα, άλλως προσεύχομαι εις το Πνεύμα το Άγιον και 
κατά  διάφορον  τρόπον  απευθύνομαι  εις  τον  Χριστόν.  Μεθ’  ενός  εκάστου 
συνδέεται ιδιαίτερον τι πνευματικόν αίσθημα, ουδαμώς θραύον την Ενότητα του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 134 ‐
 

Είναι. Η σχέσις ημών προς εκάστην υπόστασιν της Αγίας Τριάδος διαφέρει κατά 
τινας αποχρώσεις. Εκ των Τριών εγγύτερον γνωρίζομεν τον Κύριον Ιησούν ένεκα 
της  Σαρκώσεως  Αυτού,  της  Ενανθρωπήσεως,  και  δι’  Αυτού  εισαγόμεθα  εις  το 
Πρωταρχικόν Όν, όπερ και είναι ο Αληθινός Θεός: Τριάς ομούσιος και αχώριστος. 
Ενίοτε  το  Θείον  Φως  οράται  δια  τοιούτου  τρόπου  ώστε  ο  άνθρωπος 
ουδόλως πλέον αντιλαμβάνεται τι των αισθητών. Εν τω καιρώ της προσευχής το 
πνεύμα  αυτού  εισάγεται  εις  την  σφαίραν  του  νοερού  Φωτός,  και  ομού  μετά  της 
απωλείας της αισθήσεως του περιβάλλοντος αυτόν υλικού κόσμου εγκαταλείπει 
αυτόν  η  αίσθησις  του  σώματος  αυτού.  Κατά  την  όρασιν  ταύτην  το  πνεύμα 
αρπάζεται μετά τοιαύτης τρυφερότητος, ώστε ο άνθρωπος αδυνατεί να εκφράση 
το εν αυτώ τελούμενον. Δεν δύναται ύστερον να είπη, εάν ήτο εν σώματι ή εκτός 
σώματος. 
Συχνότερον  συμβαίνει  να  διατηρήται  η  φυσική  όρασις  της  υλικής 
πραγματικότητος·  εν  παρομοία  καταστάσει  ο  άνθρωπος  δύναται  να  έχη 
ανοικτούς τους οφθαλμούς και να βλέπη συγχρόνως δύο φώτα: το φυσικόν και το 
Θείον. Το τοιούτον φαινόμενον έχουν υπ’ όψιν οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί της 
οράσεως  του  ακτίστου  Φωτός  δια  των  φυσικών  οφθαλμών.  Όντως  ορώνται  δύο 
φώτα, αλλ’ ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Το άκτιστον  [//265] Φως, κατά την φύσιν 
αυτού  είναι  διάφορον  και  η  θεωρία  αυτού  δεν  είναι  ομοία  προς  την  φυσικήν 
όρασιν. Κατ’αυτήν το φως προκαλεί τον γνωστόν ερεθισμόν του οπτικού νεύρου 
και  ακολουθεί  ύστερον  η  ψυχοσωματική  διαδικασία  της  οράσεως,  ήτις  δεν 
προξενεί  εν  ημίν  πνευματικήν  αντίδρασιν.  Άλλως  συμβαίνει  μετά  του  Θείου 
Φωτός. Η έλευσις αυτού συνδέεται πάντοτε μετ’ ιδιαιτέρας καταστάσεως χάριτος, 
αισθητής εις την καρδίαν, τον νουν, έτι και εις το σώμα. Αόρατον κατά την φύσιν 
αυτού  γίνεται  ανερμηνεύτως  ορατόν.  Η  τοιαύτη  εμφάνισις  είναι  εν  τούτοις 
ολιγώτερον  συνήθης  των  τυχόν  εντόνων  πνευματικών  καταστάσεων  χάριτος, 
αίτινες όμως δεν συνοδεύονται υπό της θεωρίας του Φωτός. 
Ο  πρώτος  εκ  των  περιγραφομένων  ενταύθα  τρόπων  θεωρίας  είναι 
ανώτερος του δευτέρου, εφ’ όσον η μετοχή εις την Θείαν ζωήν, η επαφή προς το 
Άναρχον Είναι, βιούται εντονώτερον ή εν τω δευτέρω. Πώς όμως να εξηγήση τις 
ότι  εν  αυτή  ταύτη  τη  καταστάσει  της  θεωρίας  ουδεμία  διαδικασία  σκέψεως 
γίνεται  αντιληπτή,  τουτέστιν  ουδεμία  εμφάνισις  εννοιών  ή  παραστάσεων  εν  τω 
νοΐ; Εν τούτοις όμως, μετά την λήξιν της καταστάσεως ταύτης, και ο νους και η 
καρδία έχουν την αίσθησιν ότι είναι πεπληρωμένοι νέας γνώσεως·  η καρδία, δια 
της εν αυτή ενεργείας της χάριτος της Θείας αγάπης, συλλαμβάνει βαθύτερον τα 
μυστήρια, τα υπερβαίνοντα πάσαν διανοητικήν αντίληψιν. Να ονομάση τις τούτο 
ανάστασιν  ψυχής,  ή  πνοήν  Αιωνιότητος,  ήτις  περιβάλλει  ημάς;  Αμφότεραι  αι 
εκφράσεις αύται είναι δυναταί. 
Εν τη γηΐνη υπάρξει ημών, «πριν ή γευθώμεν θανάτου» (πρβλ. Ματθ. ιστ’ 
28),  η  πλέον  στενή  κοινωνία  μετά  [//266]  της  Θεότητος  δίδεται  εις  ημάς  δια  της 
ελλάμψεως υπό του ακτίστου Φωτός. Όταν το Φως τούτο έρχηται εν δυνάμει τότε 
ως  έλεγεν  ο  Άγιος  Σιλουανός  είναι  αδύνατον  να  μη  αναγνωρίσωμεν  ότι  τούτο 
είναι  ο  Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Ποιητής παντός υπαρκτού.  Κατά  την  στιγμήν 
της  οράσεως  ταύτης  ο  άνθρωπος  φωτίζεται  Πνεύματι  Αγίω:  «Πνεύματι  Αγίω 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 135 ‐
 

γνωρίζεται ο Κύριος, και το Πνεύμα το Άγιον πληροί τον όλον άνθρωπον: και την 
ψυχήν και τον νουν και το σώμα» (Άγ. Σιλουανός). Η ενέργεια αυτού του Φωτός 
δεν  δύναται  να  παρέλθη  απαρατήρητος,  άνευ  συνειδήσεως  του  γεγονότος 
τούτου.  Ως  άναρχος  ενέργεια  του  Θεού,  το  Φως  τούτο  εισδύει  εν  ημίν  δια  της 
δυνάμεως  αυτού  και  ημείς  γινόμεθα  άναρχοι,  ουχί  κατά  την  φύσιν  ημών,  αλλά 
κατά  την  δωρεών  της  χάριτος:  Άναρχος  ζωή  μεταδίδεται  εις  ημάς.  Και  δεν 
υπάρχει τέλος εις το μέτρον εκχύσεως της Πατρικής αγάπης επί τον άνθρωπον: 
Ο  άνθρωπος  γίνεται  όμοιος  προς  τον  Θεόν.  Η  ομοίωσις  είναι  κατά  το 
περιεχόμενον  και  ουχί  κατά  το  Άναρχον  του  Αυτο‐Είναι.  Ο  Θεός  θα  παραμένη 
αιωνίως  Θεός  δια  τα  λογικά  κτίσματα.  Ο  Χριστός,  μετά  την  ανάστασιν  Αυτού, 
είπεν  εις  την  Μαρίαν  την  Μαγδαληνήν:  «…  πορεύου  προς  τους  αδελφούς  Μου 
και είπε αυτοίς· αναβαίνω προς τον Πατέρα Μου και Πατέρα υμών και Θεόν Μου 
και  Θεόν  υμών»  (Ιωάν.  κ’  17).  Ο  άγιος  Γρηγόριος  ο  Θεολόγος  εξηγεί  θαυμασίως 
την  έννοιαν  των  λόγων  αυτών  του  Κυρίου:  «Προς  τον  Πατέρα  Μου»  κατά  την 
φύσιν, την απ’ αιώνος· «προς τον Πατέρα υμών» κατά την δωρεάν της Πατρικής 
αγάπης. «Προς τον Θεόν Μου» κατά την ανθρωπίνην φύσιν, την προσληφθείσαν 
υπ’ Αυτού, ουχί δε κατά «κυριολεξίαν» (Άγιος Γρηγόριος). Και η τάξις αύτη είναι 
αιώνιος.  Δια  τον  Άνθρωπον‐Χριστόν,  ο  Πατήρ  παραμένει  [//267]  Θεός·  δι’  ημάς 
ωσαύτως.  Αλλ’  ως  το  πλήρωμα  της  Θείας  ζωής  μετεδόθη  εις  τον  Άνθρωπον‐
Χριστόν,  ούτω  το  αυτό  πλήρωμα  μεταδίδεται  και  εις  τους  σεσωσμένους  εν 
Χριστώ.  Τούτο  απορρέει  εκ  της  προσευχής  του  Κυρίου:  «…  εκ  του  κόσμου  ουκ 
εισίν, καθώς Εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί. Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία Σου· ο 
λόγος ο Σος αλήθειά εστι … Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των 
πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις Εμέ, ίνα πάντες έν ώσι, καθώς Συ, Πάτερ, 
εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ 
με  απέστειλας.  Και  Εγώ  την  δόξαν  ήν  δέδωκάς  Μοι  δέδωκα  αυτοίς,  ίνα  ώσιν  έν 
καθώς Ημείς έν εσμεν, Εγώ εν αυτοίς και Συ εν Εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις 
έν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι Συ Με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς 
Εμέ  ηγάπησας.  Πάτερ,  ους  δέδωκάς  Μοι,  θέλω  ίνα  όπου  ειμί  Εγώ  κακείνοι  ώσε 
μετ’ Εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν ήν δέδωκάς Μοι …» (Ιωάν. ιζ’ 16‐26). 
Και εισέτι: «… τα Εμά πάντα Σα εστι και τα Σα Εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς» 
(Ιωάν. ιζ’ 10). 
Το  Φως,  το  εκπορευόμενον  εκ  του  Πατρός  των  φώτων,  καθιστά  τους 
λόγους  τούτους  οικείους,  ημετέρους  εντός  ημών.  Το  Φως  τούτο  εναποθέται 
αυτούς  εις  τα  ενδότερα  βάθη  του  είναι  ημών.  Εν  τω  Φωτί  τούτω  τελείται  η 
κοινωνία ημών μετ’ Αυτού· κοινωνία «προσωπική», πρόσωπον προς Πρόσωπον. 
Αι  αρχικαί  ενέργειαι  του  Φωτός  τούτου  εις  μικρόν  βαθμόν,  εάν  θα  ήτο 
δυνατόν να εκφρασθώμεν ούτω περί της Θείας ταύτης δωρεάς, αναγνωρίζονται 
δια τινος βαθείας αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καρδία και τω νοΐ ημών, ουχί 
όμως εισέτι ως έλευσις της Βασιλείας εν δυνάμει, ουχί ως εναργής «προσωπική» 
κοινωνία  μετ’  [//268]  Αυτού.  Είναι  απαραίτητον  να υπογραμμίσωμεν  ότι  το  Θείον 
Φως αναποφεύκτως ενούται μετ’ αισθητής υφ’ όλης της υπάρξεως ημών χάριτος. 
Εν  σχέσει  προς  τούτο  ο  μακάριος  Γέρων  Σιλουανός  έλεγε  και  έγραφεν:  «Εάν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 136 ‐
 

βλέπης  μόνον  φως,  και  η  όρασις  αύτη  δεν  συνοδεύεται  μετ’  αισθητής  χάριτος, 
τότε τούτο προέρχεται εκ του “αντικειμένου” και δεν πρέπει να δεχθής τούτο». 
Είναι δυνατόν να διαισθανθώμεν το ακατάληπτον του όντως Όντος και εις 
τους  μεσαίους  βαθμούς  της  πνευματικής  γνώσεως. Πολλοί,  μη  ιδόντες  εισέτι  το 
άκτιστον Φως, τουτέστι το εν τω Θεώ υπαρκτικώς γνωριζόμενον (βλ. Ρωμ. α’ 19), 
κατώρθωσαν ήδη να διαισθανθούν το ασύλληπτον της Θεότητος δια της φυσικής 
πορείας του φιλοσοφικού στοχασμού. Το τελευταίον τούτο δεν είναι ισοδύναμον 
προς  την  πείραν  του  Μωϋσέως  (βλ.  Έξοδ.  κ’  21):  Οντολογικώς  είναι  κατά  πολύ 
υποδεέστερον,  καίτοι  δεικνύει  ότι  δύναται  η  διάνοια  να  έλθη  εις  αυθεντικήν 
θεωρίαν,  ουχί  όμως  κεχωρισμένως  από  της  καρδίας,  του  κέντρου  τούτου  της 
ανθρωπίνης υποστάσεως. 
Πολλάκις  ανέφερον  ότι  παρόμοιαι  διάνοιαι  εν  καταστάσει  εντόνου 
αυτοσυγκεντρώσεως  αισθάνονται  εαυτάς  ως  φως·  ασαφές  μεν,  αλλά  φως.  Και 
εάν  η  διάνοια  εκλάβη  εαυτήν  ως  την  υψίστην  εκδήλωσιν  του  ανθρώπου  και 
παραδοθή  εις  αφηρημένας  αναβάσεις  προς  το  Απόλυτον  Είναι,  άνευ  της 
καρδιακής  αγάπης,  τότε  είς  τινας  περιπτώσεις  δύναται  να  φθάση  μέχρι 
εωσφορισμού·  εωσφορισμού  συνοδευομένου  υπό  του  ανθρωποκτόνου  αυτού 
ψυχρού  φωτός  και  της  αμειλίκτου  καταφρονήσεως  των  παθημάτων 
εκατομμυρίων ανθρώπων.  
[//269]  Ο  νους  ημών  εκτίσθη  κατ’  εικόνα  και  καθ’  ομοίωσιν  του  Νοός  του 
Πρώτου,  του  Θεού.  Το  φως  είναι  ίδιον  του  νοός  ημών,  διότι  εδημιουργήθη  κατ’ 
εικόνα  Εκείνου,  Όστις  είναι  το  άναρχον  Φως.  Όταν  ο  νους  υπερβή  τα  όρια  του 
χρόνου  και  του  χώρου  εν  τη  πείρα  των  ασκητικών  ενοράσεων  περί  των 
μυστηρίων  του  Ανάρχου  Είναι,  και  όταν  δι’  ημάς  αυτούς  γίνηται  όμοιος  προς 
φως, τότε ο άνθρωπος διατρέχει τον κίνδυνον να εκλάβη το φυσικόν τούτο φως 
του  κτιστού  νοός  ως  Άκτιστον,  Θείον.  Εν  καταστάσει  τοιούτων  αποκλίσεων  ο 
ανθρώπινος νους απεργάζεται μυστικάς θεωρίας, αίτινες είναι εφικταί εις αυτόν 
κατά  την  κτιστήν  αυτού  φύσιν,  απομακρύνουν  όμως  αυτόν  εκ  της  αυθεντικώς 
υπαρχούσης αιωνιότητος. 
Είναι  δυνατόν  ο  χριστιανός  διαμένων  υπαρκτικώς  εν  τη  σφαίρα  του 
Ακτίστου  Φωτός,  να  μη  κατανοή  εισέτι  τί  είναι  το  Φως  τούτο.  Εις  εκείνον  όμως, 
όστις  δεν  εγνώρισεν  ενεργώς  την  κατάστασιν  ταύτην,  η  συζήτησις  περί  της 
φύσεως  του  Φωτός  τούτου  δυνατόν  να  φανή  ματαία,  «ακαδημαϊκή»,  μη  έχουσα 
ουσιαστικήν  σημασίαν  δια  την  σωτηρίαν  ημών.  Τούτο  όμως  δεν  ισχύει  δια  τους 
ασκητάς, οίτινες παρέδωκαν εαυτούς εις τον έσχατον κόπον της μετανοίας. Και 
πώς είναι δυνατόν ο αναζητών την αληθινήν γνώσιν του Θεού να παρακάμψη το 
ερώτημα:  Τί  ή  Τίς  εμφανίζεται  εις  αυτόν;  Η  γνώσις  του  Θεού,  η  οντολογική 
γνώσις,  συνδέεται  αναποφεύκτως  μετά  της  ελεύσεως  του  Θεού  εντός  του 
ανθρώπου. Το γεγονός τούτο κατά την ουσίαν αυτού είναι απεριγράπτως μέγα. 
Εν αυτή ταύτη τη καρδία δεν υπάρχουν ενδοιασμοί. Εν τούτοις όμως η εν δυνάμει 
εμφάνισις  του  Φωτός  τοσούτον  υπερβαίνει  την  πεπτωκυίαν  φύσιν  ημών,  ώστε 
ουδείς  [//270]  εκ  των  εις  Χριστόν  πιστευόντων  πρέπει  να  εμπιστεύηται  εις  εαυτόν 
άνευ  της  απαραιτήτου  μαρτυρίας  είτε  εκ  των  Γραφών,  είτε  εκ  των  έργων  των 
Αγίων  Πατέρων.  Πλέον  τούτου,  και  αι  Γραφαί  εισέτι  δεν  επαρκούν  δια  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 137 ‐
 

τελικήν κρίσιν, διότι και ο λόγος του Θεού κατανοείται σχεδόν υφ’ ενός εκάστου 
κατά διάφορον τρόπον. Είναι απαραίτητος η επιβεβαίωσις άλλου προσώπου της 
αυτής  πίστεως,  το  οποίον  όμως  ηξιώθη  προ  ημών  της  Θείας  επισκέψεως. 
Επομένως είναι αναγκαία τα τρία ταύτα: Αι Άγιαι Γραφαί της Καινής Διαθήκης, 
τα  έργα  των  αγίων  ασκητών  της  Εκκλησίας  ημών  και  ο  «ζων»  μάρτυς.  Εάν  ο 
τελευταίος ούτος δεν υπάρχη, τότε είναι ίδιον της δικαίας ψυχής η κραυτή προς 
τον Θεόν: «Φείσαι μου και μη εάσης με τον παραλελυμένον ψυχή τε και σώματι 
να εκπέσω της αληθείας Σου και να τραπώ εις άλλην, αλλοτρίαν οδόν». «Μη με 
δελεάσης απάτη». Τους λόγους τούτους θέτει η εκκλησιαστική υμνολογία εις το 
στόμα  της  Υπεραγίας  Παρθένου,  ότε  Αύτη  έλαβεν  εκ  του  Αρχαγγέλου  Γαβριήλ 
την αποκάλυψιν της εξ Αυτής παρθενικής γεννήσεως του Υιού του Θεού. 
Αι  εμφανίσεις  του  Ακτίστου  Φωτός  δεν  είναι  τοσούτον  σπάνιαι  ως  τινες 
νομίζουν. Πολλοί ασκηταί εν παραφορά μετανοίας ηξιώθησαν του δώρου τούτου, 
όμως  δεν  ετόλμησαν  να  εξετάσουν  τούτο  δια  του  νοός,  ώστε  να  κατανοήσουν 
αληθώς: Τίς εστιν Ούτος; Ούτοι ηρκέσθησαν εις την επενέργειαν του Φωτός επί 
της  ψυχής,  τουτέστι  την  συμφιλίωσιν  μετά  του  Θεού,  την  ανεκτίμητον 
παράκλησιν, την αίσθηιν της αιωνιότητος, την υπέρβασιν του θανάτου. 
Δεν  κατέχουν  πάντες  εκ  φύσεως  την  αυτήν  δύναμιν  [//271]  εκφράσεως  της 
βιωθείσης  υπ’  αυτών  εμπειρίας.  Τούτο  παρατηρείται  εισέτι  και  μεταξύ  των 
μεγάλων. Επί παραδείγματι, ο Απόστολος Πέτρος, περιβεβλημένος δια του πυρός 
της  προς  τον  Θεόν  αγάπης,  ετέλει  θαύματα  ως  και  Αυτός  ο  Κύριος·  εν  ταις 
επιστολαίς  αυτού  όμως  δεν  υπάρχει  ο  εκφραστικός  πλούτος  των  Αποστόλων 
Ιωάννου  και  Παύλου.  Ο  Πέτρος  μάρτυς  της  Θαβωρίου  μεταμορφώσεως, 
εγνώριζεν ότι δια του Χριστού και εν Χριστώ ενούται ούτος μετά  του Θεού εν τη 
αιωνιότητι·  ότι  «τα  τίμια  ημίν  και  μέγιστα  επαγγέλματα  δεδώρηται,  ίνα  δια 
τούτων γενώμεθα Θείας κοινωνοί φύσεως …» (πρβλ. Β’ Πέτρ. α’ 4)· ότι «ουκ έστιν 
εν  άλλω  ουδενί  η  σωτηρία·  ουδέ  γαρ  όνομά  εστιν  έτερον  υπό  τον  ουρανόν  το 
δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. δ’ 12). Ευρίσκονται και 
πολλοί  άλλοι  θαυμάσιοι  λόγοι  εν  ταις  επιστολαίς  αυτού.  Αλλά  ο  Ιωάννης  και  ο 
Παύλος,  αν  και  ετέλεσαν  ολιγώτερα  ορατά  θαύματα,  έδωκαν  εις  ημάς  δια  της 
διδαχής  αυτών  έτι  πλουσιώτερον  υλικόν,  όπερ  διανοίγει  ενώπιον  ημών 
ατέρμονας  ορίζοντας  θεογνωσίας.  Ο  Απόστολος  Παύλος,  πλείον  πάντων  των 
λοιπών  Αποστόλων,  διέθετεν  επαρκή  κατάρτισιν  (εις  την  οποίαν  συμβάλλει 
συνήθως η επιστήμη) δια την περιγραφήν των δοθεισών εις αυτόν εμπειριών. Εις 
αυτόν  ανήκει  η  αιώνιος  δόξα  δι’  ολόκληρον  σειράν  βαθυτάτων  διατυπώσεων 
αποκεκαλυμμένων αληθειών. 
Η  σκέψις  μου,  ως  είναι  φυσικόν,  συχνάκις  επιστρέφει  εις  τον  κατά  Θεόν 
πατέρα  μου,  τον  μακάριον  Γέροντα  Σιλουανόν.  Ο  ταπεινός  ούτος  ανήρ 
παρέμενεν υπαρκτικώς εις καταστάσεις των οποίων ολίγοι μόνον ηξιώθησαν εν 
τη ιστορία της Εκκλησίας. Εν ταις γραφαίς όμως αυτού γίνεται σαφώς αντιληπτή 
η  απουσία  αποθέματος  λέξεων  και  εννοιών  δια  την  πλέον  συστηματικήν  [//272] 
έκθεσιν των μεγάλων ευλογιών, αίτινες εξεχύθησαν επ’ αυτόν. Γνωρίζομεν ότι η 
Εκκλησία τιμά εξ ίσου και εκείνους, οίτινες δι’ ολίγων λόγων, αλλά δια πολλών 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 138 ‐
 

θαυμάτων  και  υψηλού  πνεύματος  ωκοδόμησαν  Αυτήν,  και  τους  άλλους  οίτινες 
υπηρέτησαν τον αυτόν σκοπόν δια του χαρίσματος της διδασκαλίας. 
Όταν ο εν αληθεία Ών Θεός, ο όντως Ών, αποκαλύπτηται εν τη εμφανίσει 
του  Ακτίστου  Φωτός,  τότε  ο  άνθρωπος  εγκαταλείπει  ενστικτωδώς  την  εκ  των 
κάτω  πορευομένην  φιλοσοφίαν  περί  του  Υπερ‐προσωπικού  Απολύτου.  Η  ουχί 
αφηρημένη,  αλλ’  οντολογική  γνώσις  του  Θεού  ουδόλως  περιορίζεται  εις  μόνην 
την διάνοιαν. Είναι απαραίτητος η ζώσα συμμετοχή του όλου ανθρώπου εις την 
Ενέργειαν  του  Θείου  Είναι,  και  τούτο  πραγματοποιείται  εν  τη  αγάπη:  «Ο  δε 
(νομικός)  αποκριθείς  είπεν·  αγαπήσεις  Κύριον  τον  Θεόν  σου  εξ  όλης  της  ισχύος 
σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27). 
Και αύτη είναι η γνωσιολογία ημών – η επιστήμη της γνώσεως. 
Η εντολή καλεί ημάς ʺνα αγαπήσωμενʺ. Επομένως η αγάπη δεν είναι ήδη 
δεδομένη  εις  ημάς.  Οφείλομεν  να  αποκτήσωμεν  αυτήν  δια  του  αγώνος  του 
προσωπικού  ημών  αυτοπροσδιορισμού.  Η  κλήσις  του  Κυρίου  απευθύνεται 
πρωτίστως  εις  την  καρδίαν,  το  πνευματικόν  κέντρον  του  προσώπου.  Ο  νους‐
λογικόν  είναι  μία  εκ  των  ενεργειών  της  ανθρωπίνης  προσωπικότητος.  Η  Θεία 
Αγάπη γεννάται εν τη καρδία δια της πίστεως και ο νους συμμορφούται προς το 
νέον εσωτερικόν γεγονός. Η φλόξ της αγάπης ταύτης ελκύει ολοτελώς τον νουν 
[//273] εις την καρδίαν· και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης, ενούται μετά της 
καρδίας  εις  έν  και  θεωρεί  το  Είναι  εν  τω  Φωτί  της  Θείας  Αγάπης.  Ο  άνθρωπος 
«ενοποιείται»: θεραπεύεται. 
Δεν  υπάρχει  αγών  πλέον  δυσχερής,  πλέον  επώδυνος,  της  πάλης  δια  τον 
θρίαμβον  της  αγάπης  του  Χριστού.  Άρχεται  αύτη  εν  ημίν  αυτοίς,  ύστερον  δε 
εκχέεται προς όλον τον κόσμον. Όντως, η αγάπη αύτη δεν είναι εκ της γής, αλλά 
εκ  του  Ουρανού.  Εν  αυτή  περικλείεται  η  έννοια  του  Είναι  του  Ιδίου  του  Θεού, 
Όστις  έδωκεν  εις  ημάς  την  εντολήν  του  «αγαπάν».  Η  πνευματική  ανάβασις  εις 
την  Βασιλείαν  της  Ακτίστου  Αγάπης  του  Θεού  απαιτεί  λίαν  παρατεταμένον 
ασκητικόν  αγώνα.  Εις  την  «ανάβασιν»  ταύτην  παρατηρούμεν  αναλογίαν  τινά 
προς  την  καταπονητικήν  αναρρίχησιν  εις  απόκρημνον  όρος,  προς  το  μαρτύριον 
ταλαντούχων  καλλιτεχνών  δια  δημιουργίαν  εις  πάντας  τους  τομείς  της  τέχνης, 
προς την μακροχρόνιον και επιμελή εργασίαν δια την απόκτησιν επιστημονικών 
γνώσεων,  και  προς  πλείστα  άλλα  όμοια  αυτών.  Και  εάν  οι  άνθρωποι  κατά  την 
πλειονότητα  των  περιπτώσεων  είναι  έτοιμοι  να  υποστούν  πάσαν  δυνατήν 
θυσίαν δια την κατάκτησιν εφημέρων υλικών αξιών ή προνομιούχων κοινωνικών 
θέσεων,  τότε  ουδόλως  πρέπει  να  εκπλήττη  ημάς  η  αναγκαιότης  έτι  και 
μεγαλυτέρων,  πολλάκις,  προσπαθειών  προς  επίτευξιν  των  μη  παρερχομένων 
αγαθών  της  Βασιλείας  του  Θεού,  κατά  το  ρήμα  του  Χριστού:  «Η  Βασιλεία  των 
ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12).  
 
[//274] 
3. ΒΙΩΘΕΙΣΑ ΠΕΙΡΑ 
 
Θα ήθελον νυν να ομιλήσω περί εκείνου, όπερ εχαρίσατο εις εμέ ο Κύριος 
μετά  την  επιστροφήν  μου  εις  Αυτόν  εν  ωρίμω  ηλικία,  ότε  αι  θείαι  επισκέψεις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 139 ‐
 

συνεδέοντο μετά βαθείας προσευχής μετανοίας. Εν τη αρχή της περιόδου ταύτης 
το  Φως  ενεφανίζετο  μάλλον  ως  Πυρ  καταφλέγον,  και  επί  της  επιφανείας  του 
σώματός μου και εντός της ψυχής μου, ό,τι ησθανόμην κατά την καύσιν ταύτην 
ως  αλλότριον  του  Θεού.  Ώ,  ουδέν  τότε  εγνώριζον  και  δεν  κατενόουν  τα  εν  εμοί 
τελούμενα. Η σκέψις μου δεν επεχείρει να ερευνήση την φύσιν του Πυρός και του 
Φωτός  τούτου.  Έπασχον  εν  τη  μετανοία  μου  δι’  όλης  της  υπάρξεώς  μου· 
εγνώριζον  όμως  ότι  ανέζησα  πνεύματι.  Κατ’  εκείνους  τους  χρόνους  κατέκλυζον 
εμέ  ισχυρά  κύματα  συναισθημάτων  και  σκέψεων.  Συνέρρεον  άλλοτε  αιφνιδίως, 
άλλοτε  σταδιακώς·  ενίοτε  το  παν  ανεμιγνύετο  ως  εν  καιρώ  ταραχώδους 
μεσονυκτίου  θυέλλης·  είναι  αδύνατον  να  προσδιορίσω  νυν  κατά  χρονολογικήν 
σειράν τα υπ’ εμού βιωθέντα. Εκείνο όπερ μετά βεβαιότητος ενθυμούμαι είναι η 
ακατάσχετος  ορμή  μου  προς  τον  Θεόν  εκ  του  πόθου  μου  προς  Αυτόν  μέχρι 
θανάτου.  Τούτον  τον  πόθον  μου  εξέχεον  εις  τας  δεήσεις  μου  μετά  τοιαύτης 
αυτοσυγκεντρώσεως,  ώστε  και  εάν  κατέβαινε  Πυρ  ή  Φως,  η  προσοχή  μου  δεν 
απεσπάτο  από  του  Θεού,  και  όλη  η  ορμή  μου  εστρέφετο  προς  Αυτόν.  Και  ιδού, 
την ημέραν  του Μεγάλου  Σαββάτου  (ίσως  το  έτος  1924),  το Φως  επεσκέφθη  εμέ 
μετά  την  Θείαν  Μετάληψιν  και  ησθάνθην  αυτό  ως  επαφήν  της  Θείας  [//275] 
αιωνιότητος μετά του πνεύματός μου. Ιλαρόν, πλήρες ειρήνης και αγάπης το Φως 
παρέμεινε μετ’ εμού επί τρεις ημέρας. Διέλυσε τον γνόφον της ανυπαρξίας, όστις 
ίστατο ενώπιόν μου. Ανέστην, και εντός μου μετ’ εμού ανέστη ο κόσμος όλος. Οι 
λόγοι  του  Αγίου  Ιωάννου  του  Χρυσοστόμου  εις  το  τέλος  της  ακολουθίας  του 
Πάσχα  ήχησαν  μετά  συγκλονιστικής  δυνάμεως:  «Ανέστη  Χριστός,  και  νεκρός 
ουδείς  επί  μνήματος».  Καταπεπονημένος  υπό  του  θεάματος  του  γενικού 
θανάτου,  ανέζησα  εκείνην  την  στιγμήν:  Αληθώς,  και  η  ψυχή  μου  ανέστη  και 
ουδένα  πλέον  βλέπω  νεκρόν  …  Εάν  τοιούτος  είναι  ο  Θεός,  πρέπει  το 
συντομώτερον  να  εγκαταλείψω  τα  πάντα  και  να  αναζητήσω  μόνον  την  μετ’ 
Αυτού ένωσιν. 
Εις  το  τέλος  των  ημερών  μου  απεφάσισα  να  ομιλήσω  εις  τους  αδελφούς 
μου  περί  εκείνου,  περί  του  οποίου  πρότερον  δεν  θα  ετόλμων,  θεωρών  τούτο  ως 
πράξιν  ασύνετον.  Όσον  μηδαμινός  και  εάν  είμαι  από  πάσης  απόψεως,  το 
γεγονός παραμένει γεγονός: Ο Θεός Πατήρ ηυδόκισεν εν εμοί, ως εν γένει είναι 
ίδιον Αυτού να ευδοκή εν πάσι τοις συντετριμμένοις τη καρδία (βλ. Ψαλμ. ν’ 19). 
Ο Πατήρ είλκυσεν εμέ προς τον ηγαπημένον Αυτού Υιόν, και ο Υιός ήγειρεν εμέ 
εκ της ολεθρίου πτώσεώς μου (βλ. Ιωάν. στ’ 37‐40, 44‐47). Το Πνεύμα το Άγιον, το 
εκ  του  Πατρός  εκπορευόμενον,  έδωκεν  εις  εμέ  να  ζήσω  «το  μέγα  της  ευσεβείας 
μυστήριον· Θεό εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι» (Α’ Τιμ. γ’ 16). 
Νυν  γνωρίζω  ότι  άνευ  τοιαύτης  πίστεως  αι  βιωθείσαι  υπ’  εμού 
καταστάσεις  θα  απεκλείοντο.  Η  πίστις  είναι  δυνατόν  να  υπάρχη  και  εν  ατελεί 
εισέτι εμπειρία. Αυξάνει  [//276] εν συνεχεία δια των εκχύσεων της χάριτος επί τον 
άνθρωπον. Μαρτυρώ ότι όταν όλον το είναι του ανθρώπου εν εντόνω αποστροφή 
προς  εαυτό,  ως  όντως  είναι,  βυθίζηται  εις  προσευχήν  προς  τον  Χριστόν  – 
προσευχήν  ήτις  αποσπά  το  πνεύμα  ημών  εκ  των  ονύχων  των  παθών  και  των 
δεσμών της ύλης  – τότε η αίσθησις της Θείας αιωνιότητος καθίσταται τοσούτον 
εναργής,  ώστε  ουδεμία  λογική  ή  ψυχανάλυσις  δύναται  να  κλονίση  το 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 140 ‐
 

οφθαλμοφανές. Διά ποίον λόγον ομιλώ περί λογικής και ψυχαναλύσεως; Διότι η 
πρώτη  (λογική)  δεν  επιτρέπει  να  πιστεύσωμεν  ότι  είς  ιστορικός  άνθρωπος,  τον 
οποίον  είναι  δυνατόν  να  ίδωμεν,  να  ψηλαφήσωμεν  (Α’  Ιωάν.  α’  1),  να 
φονεύσωμεν, κρεμώντες επί σταυρού ως ληστήν, είναι ο Δημιουργός σύμπαντος 
του  απείρου  κόσμου.  Η  δε  δευτέρα  (ψυχανάλυσις)  πειράται  να  πείση  ημάς 
ψυχολογικώς ότι είναι αναγκαίον να μη εμπιστευώμεθα εις τας εμπειρίας ημών. 
Αλλά,  ως  έλεγεν  ο  Άγιος  Σιλουανός,  τοιούτον  φως,  τοιαύτη  αγάπη,  τοιαύτη 
δύναμις  ζωής  και  σοφία  δύνανται  να  πηγάσουν  μόνον  εκ  της  Αληθινής  Αρχής 
παντός υπαρκτού. Ο Όσιος Σιλουανός ήτο εξαιρέτως πεπροικισμένος άνθρωπος. 
Αλλά και εγώ, πατά την οικτράν αθλιότητά μου, δύναμαι πώς να κρίνω τί είναι 
εφικτόν  εις  το  ανθρώπινον  πνεύμα,  ωσαύτως  δε  και  εις  την  σκέψιν  και  τον 
ψυχισμόν ημών. 
Ο  Απόστολος  Παύλος  μετά  την  εμφάνισιν  του  Χριστού  εις  αυτόν 
απεμακρύνθη εις την έρημον της Αραβίας (βλ. Γαλ. α’ 16)· εκεί, εν ορμή φλογεράς 
μετανοίας  δια  το  παρελθόν  αυτού,  ηξιώθη  πολλών και  μεγάλων  αποκαλύψεων· 
μεταξύ  αυτών  ήτο  η  βεβαίωσις  ότι  ο  Ιησούς  Χριστός  είναι  Θεός.  Δεν  αναζητώ 
λογικάς  αποδείξεις  εκ  των  κάτω,  αλλά  εν  τω  θρήνω  της  μετανοίας  μου,  ήτις 
υπερέβαινε  την  δύναμίν  μου  και  κατέκαιεν  εμέ  [//277]  δια  του  πυρός  αυτής, 
επείσθην  και  εγώ  περί  τούτου:  Ούτος,  ο  Χριστός  είναι  το  ύψιστον,  το  άναρχον 
γεγονός  του  Είναι.  Ο  χαρακτήρ  της  μετανοίας  μου  ουδόλως  επέτρεπε  την 
δυνατότητα  «να  φαντάζωμαι»  ότι  ο  άναρχος  Θεός  δύναται  να  είναι  μετ’  εμού 
τοσούτον  εγγύς,  τοσούτον  ενεργώς.  Υπήρχον  στιγμαί  κατά  τας  οποίας 
κατενόουν  την  μορφήν  της  αποκαλύψεως  των  ουρανίων  μυστηρίων  των 
δοθέντων εις τους Προφήτας, τους Αποστόλους και τους Πατέρας ημών. Το Φως, 
όπερ επεσκέπτετο εμέ, είναι το Φως της  «ουκ εκ του κόσμου τούτου» Βασιλείας, 
Βασιλέα της οποίας ωνόμαζεν Εαυτόν ο Χριστός (βλ. Ιωάν. ιη’ 36‐37). 
Τι συμβαίνει κατ’ ουσίαν; Πώς εξηγούνται παρόμοια γεγονότα; Το πνεύμα 
ημών  εισάγεται  δια  του  Πνεύματος  του  Θεού  εις  την  σφαίραν  της  Βασιλείας 
ταύτης. Και τότε παύει πάσα διαλεκτική· ζώμεν νέαν δι’ ημάς μορφήν υπάρξεως. 
Δίδεται εις ημάς η εμπειρία του «είναι»: Εγώ ειμι. Και ο Απόστολος Παύλος και οι 
λοιποί Απόστολοι – Πέτρος, Ιωάννης … –, και πάντες οι μετέπειτα θεολόγοι της 
Εκκλησίας, διηγούνται περί των γνωσθέντων υπ’ αυτών γεγονότων του είναι. 
Συστέλλομαι μέχρι πόνου προφέρων τοιούτους λόγους, οίτινες δυνατόν να 
φανούν  καθ’  υπερβολήν  υπερήφανοι,  και  επομένως  αποκρουστικοί.  Αλλ’  εις 
τούτο έγκειται το παράδοξον, ότι εγώ ο ίδιος ζω διττήν κατάστασιν: την απεχθή 
μηδαμινότητά  μου  αφ’  ενός,  και  την  ελεήμονα  συγκατάβασιν  του  Θεού  αφ’ 
ετέρου. Σκέπτομαι ούτως: Ο Θεός δεν αρνείται τας δωρεάς Αυτού εις ένα έκαστον 
εξ  ημών  (βλ.  Ματθ.  ζ’  7‐11),  αλλά  παρέχει  αυτάς  κατά  το  μέτρον  της  δίψης  και 
της πιστότητος εκάστου εξ ημών προς τον Δωρεοδότην: Είς τινας δίδει αφθόνως, 
εις  άλλους  μετρίως.  Γνωρίζω  εμαυτόν:  Είμαι  ο  [//278]  πλέον  κοινός  άνθρωπος. 
Συχνάκις εύθυμος άνευ ιδιαιτέρου λόγου, ως τα μικρά παιδία· είναι περιττόν να 
ομιλώ περί της προφανούς ταύτης πραγματικότητος. Αλλ’ εκείνο, όπερ εδόθη εις 
εμέ  παρά  του  Θεού  κατά  την  Αυτού  πρωτοβουλίαν,  είναι  τι  ανάλογον  προς 
εκείνο,  όπερ  έλαβον  οι  Απόστολοι,  οι  Πατέρες  της  Εκκλησίας,  οι  καθοδηγηταί 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 141 ‐
 

μου.  Ένεκα  της  αναλογίας  ταύτης  το  δοθέν  εις  εμέ  εκφράζεται  δια  των  αυτών 
λόγων,  τους  οποίους  ευρίσκομεν  εν  ταις  Γραφαίς  της  Καινής  Διαθήκης  και  τοις 
έργοις των Πατέρων. Δεν υπάρχει αμφιβολία περί της κολοσσιαίας αποστάσεως 
μεταξύ της Παλαιάς Διαθήκης και της Διαθήκης του Χριστού (βλ. Ματθ. ε’ 17‐48). 
Όμως  και  εν  τοις  ορίοις  του  Νόμου  του  Μωϋσέως  οι  Προφήται  ενίοτε 
εξεφράζοντο μετά παρρησίας ομοίας εκείνης των Αποστόλων. Το αυτό συμβαίνει 
και εν τη περιπτώσει μου. Και εν τω μοναστηρίω και εν τη ερήμω εδόθη εις εμέ 
να  γνωρίσω  τας  περιγραφομένας  υπ’  εμού  καταστάσεις  του  πνεύματος.  Δεν 
διεφύλαξα  αυτάς  εν  τη  πλήρει  αυτών  εντάσει·  επιστρέψας  εις  τον  κόσμον 
απώλεσα βαθμηδόν πολλά. Ενθυμούμαι όμως αυτάς. Ό,τι εδωρήθη εις εμέ εν τη 
ερήμω,  ηλευθέρωσε  το  πνεύμα  μου  εκ  της  εξουσίας  των  ανθρωπίνων  κρίσεων 
περί εμού. Ο φόβος όμως του Θεού δεν παύει να συντρίβη εμέ. Τούτο σημαίνει ότι 
δεν υπερβαίνω το μικρόν μου μέτρον. 
Ιδού,  τι  αναγινώσκομεν  εν  ταις  γραφαίς  του  Αγίου  Σιλουανού:  «Λέγουν 
τινές ότι τούτο ήτο τω καιρώ εκείνω, νυν δε πάντα ταύτα απηρχαιώθησαν. Όμως 
παρά  τω  Κυρίω  ουδέν  μειούται,  ούτε  μεταβάλλεται  ποτέ,  και  μόνον  ημείς 
αλλοιούμεθα,  γινόμεθα  κακοί  και  ούτω  στερούμεθα  της  χάριτος.  Εις  τους 
εκζητούντας  όμως  αυτήν,  ο  Κύριος  δίδει  το  παν,  ουχί  διότι  είμεθα  άξιοι,  αλλά 
[//279] διότι ο Κύριος είναι ελεήμων και αγαπά ημάς» (Κεφ. III, Περί ταπεινώσεως). 
Διάφοροι περιστάσεις ηνάγκασαν εμέ να αναχωρήσω εκ του Αγίου Όρους. 
Εν  Ευρώπη  εστερήθην  βαθμηδόν  πολλών  εξ  εκείνων,  δια  των  οποίων  ήτο 
πεπληρωμένη  η  ζωή  μου  εν  τω  Άθω.  Η  διακονία  των  ανθρώπων,  ως  δεικνύει  η 
πείρα,  συνδέεται  μετά  της  αναγκαιότητος  να  εισέρχηταί  τις  εις  τας  θλίψεις,  τα 
παθήματα, τον αγώνα κατά των παθών, και λίαν συχνάκις εις τας στοιχειώδεις 
αυτών ανάγκας. Δυστυχώς, τούτο δεν βοηθεί να παραμένη τις εν τη θεωρία και 
τη ησυχαστική προσευχή. Η ροή των γεγονότων δεικνύει μετά πειστικότητος ότι 
η επιστροφή μου εις τον κόσμον ήτο θέλημα Άνωθεν. Αλλά και εν τη περιπτώσει 
ταύτη δεν παύω να θλίβωμαι δια την απώλειαν εκείνων των δωρεών, τας οποίας 
εξέχεεν επ’ εμέ ο Κύριος πέραν των προσδοκιών μου. 
Η  ενέργεια  του  Φωτός,  περί  του  οποίου  γράφω,  επί  του  πνεύματος  του 
ανθρώπου  μαρτυρεί  περί  της  Θεότητος  Αυτού:  Είναι  άκτιστον,  ανονόμαστον, 
ακράτητον· είναι μυστηριώδες, άϋλον, απαραβίαστον. Απορώ. Πώς να σκεφθώ ή 
ν ομιλήσω περί αυτού; 
Το  Φως  τούτο  είναι  ως  προς  τον  φύσιν  αυτού  υπερκόσμιον.  Η  κάθοδος 
αυτού εφ’ ημάς δεν είναι άλλο τι, ει μη η φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον: 
αποκάλυψις  ουρανίων  μυστηρίων.  Κατά  την  Μεταμόρφωσιν  επί  του  Θαβώρ  δια 
της  δωρεάς  του  Φωτός  τούτου  εδραιώθη  η  Θεογνωσία.  Από  της  στιγμής  της 
ελλάμψεως  των  Αποστόλων  υπό  του  Φωτός  τούτου  επί  το  Θαβώρ,  το  Φως 
εισήλθεν εις την ιστορίαν του κόσμου και εγένετο «αναφαίρετος κληρονομία» δια 
τας  επερχομένας  γενεάς  [//280]  των  πιστευόντων  εις  τον  Χριστόν‐Θεόν. Άνευ  του 
Φωτός  τούτου  η  γη  θα  παρέμενεν  έξω  της  αληθούς  Θεογνωσίας.  Βάσει  της 
προσωπικής  μου  πείρας,  επέτρεψα  εις  εαυτόν  να  ονομάση  το  Φως  τούτο  Φως 
αναστάσεως.  Δια  της  ελεύσεως  του  Φωτός  τούτου  το  πνεύμα  του  ανθρώπου 
εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος. Άνευ της ελλάμψεως του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 142 ‐
 

Φωτός  τούτου  δεν  κατανοείται  ορθώς  το  μυστήριον  των  οδών  της  σωτηρίας·  ο 
κόσμος,  οι  άνθρωποι,  θα  παρέμενον  εν  τω  σκότει  της  αγνοίας.  Η  αφηρημένη 
θεολογική  μόρφωσις,  έτι  και  η  πλέον  εκλελεπτυσμένη,  δεν  σώζει,  διότι  παρέχει 
διανοητικήν μόνον γνώσιν και δεν ανάγει όντως εις τον χώρον του Θείου Είναι. 
Ενίοτε,  δυνάμεθα  να  παρομοιάσωμεν  το  Φως  τούτο  προς  νεφέλην 
καλύπτουσαν  την  κορυφήν  όρους,  επί  του  οποίου  ιστάμεθα:  Η  νεφέλη  καθ’ 
εαυτήν  είναι  έμπλεος  Φωτός,  αλλ’  ημείς  ουδέν  βλέπομεν,  ει  μη  μόνον  αυτήν. 
Άπας  ο  λοιπός  κόσμος  δεν  οράται.  Κατά  τον  αυτόν  τρόπον  το  Θείον  Φως, 
αποκαλύπτον  ημίν  νέαν  μορφήν  πνευματικού  είναι,  αποκρύπτει  από  των 
οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. Το Φως τούτο είναι ομοιόμορφον, 
ακέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Εν αυτώ η ψυχή θεωρεί την Αγάπην και την 
Αγαθότητα  του  Θεού.  Όταν  τούτο  εκχέηται  αφθόνως  επί  τον  άνθρωπον,  παύει 
ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε 
και  την  του  σώματος  αυτού.  Επί  πλέον  βλέπει  εαυτόν  ως  φως.  Το  Φως  τούτο 
έρχεται  ιλαρώς,  τρυφερώς,  ούτως  ώστε  να  μη  παρατηρώμεν  πώς  τούτο 
περιέβαλεν ημάς. Ουχί αίφνης, αλλ’ ηρέμα ο κόσμος συνήθως «λησμονείται». Το 
φαινόμενον τούτο ομοιάζει προς ήρεμον επέλευσιν ύπνου εις φυσιολογικώς υγιά 
άνθρωπον·  όμως,  βεβαίως,  δεν  πρόκειται  περί  [//281]  ύπνου,  αλλά  περί 
πληρώματος ζωής. 
Μετά  την  αποχώρησιν  του  Φωτός,  ήτις  συντελείται  τοσούτον  ησύχως,  ως 
και  η  έλευσις  αυτού, η ψυχή επανέρχεται βραδέως εις την συνήθη αίσθησιν της 
υλικής  πραγματικότητος.  Εντός  της  απαλυνθείσης  καρδίας  βασιλεύει  βαθεία 
ειρήνη.  Το  πνεύμα  του  ανθρώπου  διαμένει  συγχρόνως  και  εν  τη  υψίστη  Θεία 
ατμοσφαίρα και εν τη γηΐνη. Η πρώτη εν τούτοις υποχωρεί βαθμηδόν και εις την 
ψυχήν  εισέρχεται  θλίψις,  αίσθημα  λύπης  τινός,  διότι  μειούται  η  δύναμις  της 
αφάτως  αγαθής  επαφής  αυτής  μετά  του  Πνεύματος  του  Θεού,  καθ’  όν  χρόνον 
αποκαθίσταται  η  αίσθησις  της  φυσικής  πραγματικότητος.  Τα  ευώδη  ίχνη  της 
οράσεως  εξασθενούν,  αλλά  δεν  απαλείφονται  εντελώς.  Παρά  ταύτα  και 
εξησθενημένη αύτη γεννά λεπτήν νοσταλγίαν δια τον Θεόν, και η προσευχή ρέει 
ειρηνικώς  και  εξ  όλης  της  υπάρξεως.  Η  διαμονή  μετά  του  Κυρίου  φονεύει  τα 
πάθη.  Τότε  δεν  ελκύει  ημάς  ούτε  η  δόξα,  ούτε  ο  πλούτος,  ούτε  η  εξουσία,  ούτε 
ο,τιδήποτε γήινον, αναποφεύκτως εμπαθές και πάντοτε φέρον την σφραγίδα του 
τραγικού και του εφήμερου. 
Επανειλημμέναι  επισκέψεις  της  χάριτος  εις  την  ψυχήν  οδηγούν  εις  την 
παρατήρησιν  ομοιότητος  τινος  μεταξύ  της  καταστάσεως  της  θεωρίας  και  της 
εντυπώσεως,  ήτις  προκαλείται  εκ  του  Ευαγγελικού  λόγου.  Την  τελευταίαν 
ταύτην  αποδεχόμεθα  ωσαύτως  ως  Φως,  ως  ζωοποιόν  δύναμιν,  ως  νέαν  πράξιν 
δημιουργίας,  ουχί  πλέον  υπό  μορφήν  της  προσταγής  «γενηθήτω»,  αλλά  ως 
κλήσιν προς το λογικόν δημιούργημα. Ο Ουράνιος Πατήρ καλεί τα τέκνα Αυτού 
άνευ  βίας  προς  θαυμαστήν  [//282]  ανάβασιν  προς  την  βασιλείαν  της  Πατρικής 
αγάπης,  ένθα  ούτε  θάνατος,  ούτε  αρχή,  ούτε  τέλος  υπάρχει.  Το  πνεύμα  ημών 
κατανοεί  ότι  αληθώς  ο  λόγος  του  Χριστού  εκπορεύεται  «από  του  Πατρός  των 
φώτων»,  Όστις  «βουληθείς  απεκύησεν  ημάς  λόγω  αληθείας»  (Ιακ.  α’  17‐18).  Ο 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 143 ‐
 

λόγος  του  Χριστού  περιέχει  Θείαν  ζωήν,  και  όστις  ανοίγει  εις  αυτόν  έως  τέλους 
την εαυτού καρδίαν γίνεται θεοειδής. 
Εν  τη  αρχή  της  μοναστηριακής  μου  ζωής  εν  Άθω  ο  Κύριος  εχαρίσατο  εις 
εμέ την αδιάλειπτον προσευχήν, ήτις, διατηρούσα την έντασιν αυτής, μετέβαινεν 
από  καιρού εις καιρόν εκ του ενός θέματος εις το άλλο. Θα διηγηθώ περί τινος, 
όπερ  ενθυμούμαι  εναργώς,  εφ’  όσον  γίνεται  λόγος  περί  προσευχών,  αίτινες 
αφήκαν ανεξίτηλα ίχνη επί του είναι μου. 
Πολλάκις συνέβαινε το ακόλουθον: Το εσπέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, 
έκλειον  τελείως  το  παράθυρον  του  κελλίου  μου  και  εκάλυπτον  τούτο  δια  τριών 
παραπετασμάτων,  ώστε  να  δημιουργηθούν  κατά  το  δυνατόν  καλύτεραι 
συνθήκαι  ησυχίας  και  σκότους  …  Προσπίπτων  επί  πρόσωπον  επί  του  δαπέδου 
του  κελλίου  μου,  προέφερον  βραδέως  τους  λόγους  της  προσευχής  τον  ένα 
κατόπιν του άλλου· εξηφανίζετο πάσα αίσθησις της στενότητος του μικρού μου 
κελλίου και ο νους μου, επιλανθανόμενος του σώματος, ησθάνετο εαυτόν εν τω 
φωτί του Ευαγγελικού λόγου. Το πνεύμα μου προσηλωμένον εις την απύθμενον 
σοφίαν του λόγου του Χριστού, ελεύθερον παντός υλικού πράγματος, ησθάνετο 
εαυτό  πεπυρωμένον  εκ  της  ελλάμψεως  του  νοητού  Ηλίου  ως  το  σώμα  το 
εκτιθέμενον υπό τον μεσημβρινόν ήλιον. Πραεία ειρήνη επλήρου τότε την ψυχήν 
μου, ήτις επελανθάνετο πάσης [//283] ανάγκης και αγωνίας της γης. 
Πώς να εξηγήση τις ότι, δια της ελεύσεως εις ημάς του Φωτός του Χριστού, 
αι ολίγαι εντολαί Αυτού, κεχαραγμέναι επί της καρδίας και του νου, καταργούν 
πάντας τους άλλους νόμους, συμπεριλαμβανομένου και του Μωσαϊκού; Η νοερά 
αύτη όρασις ελάμβανε χαρακτήρα πλήρους βεβαιότητος: «Αγαπήσεις Κύριον τον 
Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου 
… και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ’ 37‐39). Ο Κύριος έδιδεν εις εμέ να 
ζήσω  την  κατάστασιν  ταύτην,  και  το  πνεύμα  μου  εδίψα  να  προσπέση  εις  τους 
πόδας Αυτού εν ευγνωμοσύνη δια την δωρεάν ταύτην. 
Επαναλήψεις τοιαύτης καταστάσεως, μετά τινων διαλειμμάτων, διήρκουν 
επί μήνας, ίσως και επί έτη. 
Υπό την επίδρασιν του αυτού Φωτός κατά την υπέρ του κόσμου προσευχήν 
βαθεία  λύπη  εκυρίευεν  όλης  της  υπάρξεώς  μου.  Διέκρινον  σαφώς  ότι  τα 
αναρίθμητα και ατελεύτητα παθήματα όλης της οικουμένης είναι συνέπεια του 
χωρισμού  του  ανθρώπου  από  του  Θεού,  του  αποκαλυφθέντος  ημίν  Δημιουργού 
ημών. Εάν ο κόσμος ηγάπα τον Χριστόν και τας εντολάς Αυτού, τότε το παν θα 
μετεμορφούτο  ριζηδόν  και  η  γη  θα  μετεβάλλετο  εις  θαυμαστόν  παράδεισον. 
Κατά την όρασιν ταύτην του Φωτός ο λόγος της Γραφής περί του πρωτοκτίστου 
παραδείσου  ενεφανίζετο  εις  εμέ  «εκείνην»  την  στιγμήν  ως  απτή 
πραγματικότηης.  Εν  τω  χώρω  του  αιωνίου  Πνεύματος  αι  παρελθούσαι  χιλιετίαι 
συμπυκνούνται είς τινα άχρονον και άνευ διαρκείας θεωρίαν. 
«…  Και  έθετο  ο  Κύριος  τον  άνθρωπον  εν  τω  παραδείσω  της  Εδέμ 
εργάζεσθαι  αυτόν  και  φυλάσσειν»  (Γέν.  β’  15):  [//284]  Προορισμός,  όστις  εμπνέει 
τον  άνθρωπον,  καθιστών  αυτόν  συνεργόν  του  Θεού  εις  την  δημιουργίαν  του 
κόσμου. Εφαίνετο εις εμέ ότι η παρεχομένη ελευθερία δια προσευχήν, κατά την 
νυκτερινήν ησυχίαν του Αγίου Όρους, ήτο ήδη πρόγευσις της Βασιλείας. Αρκεί η 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 144 ‐
 

διαμονή  αύτη  εν  τω  ηγαπημένω  Θεώ,  ίνα  κατανοήση  τις  το  νόημα  των  λόγων: 
Παράδεισος  Θεού.  Οι  Ευαγγελικοί  λόγοι  προήλθον  εξ  Αυτού  του  Αγίου  των 
αγίων, και φέρουν τον απόλυτον χαρακτήρα της Θείας παγγνωσίας. 
Μετά  το  πέρας  της  προσευχής  αυτομάτως  ήρχοντο  εις  τον  νουν  μου  οι 
στίχοι του Ψαλμού: «Νυξ φωτισμός εν τη τρυφή μου … ως ημέρα φωτισθήσεται» 
(«…  σκότος  ου  σκοτισθήσεται  από  Σου,  και  νυξ  ως  ημέρα  φωτισθήσεται·  ως  το 
σκότος αυτής ούτω και το φως») (Ψαλμ. ρλη’ 11‐12). 
Περί τας αρχάς της δεκαετίας του  1930, ότε ήμην ήδη διάκονος, η ευδοκία 
του Θεού παρέμεινε μετ’ εμού επί δύο εβδομάδας. Το εσπέρας, ότε ο ήλιος έβαινε 
προς  την  δύσιν  αυτού  οπίσω  του  Ολύμπου,  εκαθήμην  επί  του  εξώστου  πλησίον 
του  κελλίου  μου,  ατενίζων  προς  τον  δύοντα  αστέρα.  Κατ’  εκείνας  τας  ημέρας 
έβλεπον το εσπερινόν φως του ηλίου, και εν ταυτώ έν άλλο Φως, όπερ τρυφερώς 
περιέβαλλεν  εμέ  και  ειρηνικώς  εισεχώρει  εις  την  καρδίαν  μου  κατά  παράδοξον 
τρόπον,  δίδον  εις  εμέ  να  αισθάνωμαι  ευσπλαχνίαν  και  αγάπην  προς  τους 
ανθρώπους,  οίτινες  εφέροντο  προς  εμέ  μετά  τραχύτητος.  Ησθανόμην  ωσαύτως 
ανώδυνόν τινα συμπάθειαν προς πάσαν την κτίσιν εν γένει. Μετά την δύσιν του 
ηλίου απεσυρόμην εις το κελλίον μου, ως συνήθως, προς επιτέλεσιν του κανόνος 
προσευχής, του τεταγμένου ως προετοιμασία δια την Θείαν Λειτουργίαν, και το 
Φως [//285] δεν εγκατέλειπεν εμέ καθ’ όλην την διάρκειαν της προσευχής. 
Και  ιδού,  εσπέραν  τινά,  επλησίασεν  εμέ  ο  μοναχός  π.  Ιουβενάλιος 
(Εγκόρωφ),  ο  μόνος  επί  του  ορόφου  εκείνου  γείτων  μου,  και  ηρώτησεν  εμέ: 
«Ανέγνωσα  προ  ολίγου  τους  Ύμνους  του  αγίου  Συμεών  του  Νέου  Θεολόγου  … 
Είπατέ  μοι,  πώς  αντιλαμβάνεσθε  υμείς  τας  περιγραφάς  της  υπ’  αυτού  οράσεως 
του ακτίστου Φωτός»; Μέχρις εκείνης της στιγμής έζων μετ’ ευγνώμονος καρδίας 
την  εις  εμέ  συγκατάβασιν  της  ευλογίας  του  Κυρίου,  αλλ’  ουδέποτε  διηρωτήθην 
σχετικώς  προς  το  φαινόμενον  τούτο  και  η  σκέψις  μου,  εστραμμένη  προς  τον 
Θεόν, δεν επέστρεφεν εις εμαυτόν. Ίνα απαντήσω εις τον π. Ιουβενάλιον, νοερώς 
εστράφην  προς  εκείνο,  όπερ  έζων  κατ’  εκείνην  την  στιγμήν.  Εν  τη  προσπαθεία 
μου  να  αποκρύψω  εμαυτόν,  απήντησα  δι’  υπεκφυγής:  «Δεν  ανήκει  εις  εμέ  να 
κρίνω  περί  του  βιώματος  του  Αγίου  Συμεών  …,  αλλ’  ίσως,  διαμένων  ούτος  εν 
καταστάσει χάριτος, ησθάνετο αυτήν ως Φως … δεν γνωρίζω». Εφάνη εις εμέ ότι 
ο π. Ιουβενάλιος απήλθε μη υποψιασθείς πλείον τι εκείνου όπερ είπον εις αυτόν. 
Ευθύς  μετά  την  σύντομον  ταύτην  συνομιλίαν  συνέχισα,  ως  συνήθως,  την 
προσευχήν μου. Το Φως και η αγάπη δεν ήσαν πλέον μετ’ εμού. 
Ούτως  εγνώρισα  επανειλημμένως,  δια  πικράς  πείρας,  ότι  η  καθαρά 
προσευχή  δίδεται  τότε  μόνον,  όταν  το  πνεύμα  ημών  βυθίζηται  ολοτελώς  εν  τω 
Θεώ, άνευ στροφής προς εαυτό. Παράδοξον! Συνομιλών μετά του π. Ιουβεναλίου 
δεν παρετήρησα κίνησιν κενοδοξίας εντός μου … Και όμως! Θα ηδυνάμην άρα γε 
να  προβλέψω  ότι  υπήρχε  κίνδυνος  η  συνεχής  θέα  του  Φωτός  κατά  τας  εσπέρας 
και  τας  νύκτας  εκείνης  της  περιόδου  (κατά  την  αρχήν  της  ιερωσύνης  μου)  να 
οδηγήση  εμέ  εις  έπαρσιν;  [//286]  Εάν  τοιαύτη  συμφορά  ανέμενεν  εμέ  καθ’  οδόν, 
τότε  ο  Κύριος  εύρεν  θαυμαστόν  τρόπον  να  ταπεινώση  εμέ  δια  της  άρσεως  της 
δωρεάς ταύτης. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 145 ‐
 

Αυτός  Ούτος  ο  Θεός,  Φως  ών  απρόσιτον  και  Ζωή  αιώνιος,  ήλθεν  εις  τον 
κόσμον,  έζησε  εν  τω  μέσω  ημών  φέρων  την  ψηλαφητήν  ημών  σάρκα,  αλλ’  ο 
κόσμος  «ουκ  έγνω,  ουδέ  παρέλαβεν»  Αυτόν.  Όσοι  δε  ηγάπησαν  την  επιφάνειαν 
Αυτού,  γνωρίζουν  ότι  δια  του  Μονογενούς  υιοθετούνται  και  αυτοί  υπό  του 
Πατρός,  του  Παντοκράτορος  Θεού.  Ούτος  αναγνωρίζεται  ανερμηνεύτως  εν  τη 
εμφανίσει του Φωτός της χάριτος· Φωτός λεπτού και ευαισθήτου, παρακλητικού 
και ζωοποιού. Ο αισθητός ήλιος είναι θαυμαστή εικών του Ηλίου της Αγάπης και 
της Δικαιοσύνης. Άνευ των ακτίνων του ορατού ηλίου δεν θα ήτο δυνατή η ζωή 
επί  του  πλανήτου  ημών.  Πάντες  ημείς  αισθανόμεθα  την  ευεργετικήν  ενέργειαν 
των ακτίνων αυτού. Παλαιότερον ο ήλιος εφαίνετο εις εμέ ως άυλος, αλλά μετά 
την  θεωρίαν  του  Ακτίστου  Φωτός  της  Θεότητος  και  αυτός  –το  φυσικόν  φως‐ 
εγένετο  δι’  εμέ  τραχύς  και  κατά  καιρούς  επιθετικός.  Φωτίζει  την  γηΐνην  φύσιν, 
αλλά δεν δίδει εισέτι εις το πνεύμα ημών την άμεσον διείσδυσιν εις τα μυστήρια 
του  Θείου  Είναι.  Άλλως  συμβαίνει  μετά  του  Φωτός  της  Θεότητος:  Φέρει 
πρωτίστως την αποκάλυψιν της Βασιλείας του Ουρανίου Πατρός. 
Ο  Χριστός  μετά  την  ανάστασιν  Αυτού  ενεφανίζετο  αποκλειστικώς  εις 
εκείνους,  οίτινες  ήσαν  ικανοί  να  αντιληφθούν  Αυτόν  εν  τη  ήδη  τεθεωμένη  και 
πεφωτισμένη σαρκί Αυτού, παραμένων αόρατος δια τους λοιπούς. [//287] Κατά τον 
αυτόν τρόπον και το ΄Άκτιστον Φως, «το τα πάντα πληρούν», παραμένει αθέατον 
εις όσους δεν εξεζήτησαν την γνώσιν του Θεού δι’ όλης της υπάρξεως αυτών. Και 
πάλιν  βλέπομεν  περίεργον  τινα  αναλογίαν  μετά  του  φυσικού  φωτός:  Τούτο 
παραμένει ωσαύτως αόρατον, εάν δεν εύρη το αντικείμενον, όπερ θα προσλάβη 
και  θα  αντικατοπτρίση  αυτό.  Υπό  το  φως  του  γηΐνου  ηλίου  η  φύσις  προβάλλει 
μεγαλοπρεπής  εις  τους  οφθαλμούς,  Το  Θείον  όμως  Φως,  όταν  καταυγάση  τον 
άνθρωπον, μεταμορφοί αυτόν δια θαυμαστού τρόπου. Τα πλέον κοινά πρόσωπα, 
αχρειωθέντα  υπό  της  αμαρτίας,  φωτίζονται  εν  τη  προσευχή  της  μετανοίας  υπό 
του Φωτός και φαίνονται νέα και εύμορφα εισέτι. 
Πάλιν  και  πάντοτε  η  καρδία  είναι  ετοίμη  να  ψάλη  δοξολογίαν  εις  τον 
Χριστόν‐Θεόν,  τον  φανερούμενον  εν  τω  ακτίστω  Φωτί.  Δια  τοιούτου  τρόπου  ο 
απειροδύναμος,  ο  επέκεινα  του  παντός,  συγκαταβαίνεικ  μέχρις  ημών.  Το 
απαραβίαστον,  το  απρόσιτον  Φως  της  Θεότητος  Αυτού,  ζωοποιεί  τα  πάντα, 
εναγκαλίζεται πάσαν την κτίσιν. Δεν υπόκειται εις την έννοιαν του χώρου, ούτε 
και  του όγκου, και όμως είναι αχωρήτως πανταχού παρόν. Η έλλαμψις υπό του 
Φωτός τούτου δίδει εις τον άνθρωπον την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν 
της  μελλούσης  μακαριότητος.  Το  Φως  τούτο  αρρήτως  πληροφορεί  το  πνεύμα 
ημών ότι κτισθείς ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα Θεού», εν τη εσχάτη τελειώσει αυτού 
θα  αποβή  φορεύς  του  πληρώματος  της  θεανθρωπίνης  ζωής,  θα  τελειωθή  καθ’ 
ομοίωσιν  του  Χριστού,  του  Θεανθρώπου.  Δια  της  ενεργείας  του  Φωτός  τούτου 
εντός  του  μετανοούντος  προβάλλει  έν  θαυμαστόν  άνθος:  το  Πρόσωπον‐
Υπόστασις. Και γνωρίζομεν ότι ίδιον αυτής της εν ημίν υποστατικής αρχής είναι 
να  περιλάβη  δια  αγάπης  εν  [//288]  τη  αιωνιότητι  ανεκφράστως  μεγαλειώδη  και 
αγίαν ζωήν. 
Το Φως του Χριστού είναι «ενέργεια» της Θεότητος, άκτιστος, άναρχος ζωή 
του  εν  Τριάδι  Θεού.  Η  ενέργεια  αύτη  είναι  ίδιον  και  του  Πατρός  και  του  Αγίου 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 146 ‐
 

Πνεύματος.  Εν  τω  Φωτί  τούτω  γνωρίζομεν  και  τον  Πατέρα,  και  το  Πνεύμα  το 
Άγιον,  και  τον  Μονογενή  Υιόν.  Όταν  το  Φως  τούτο  δια  της  ευδοκίας  του  Θεού 
επισκιάση  ημάς,  τότε  η  εν  ημίν  δυνάμει  μόνον  κατά  την  γέννησιν  ημών 
υποστατική αρχή ενεργοποιείται και αξιούται να ίδη τον Θεόν (βλ. Ματθ. ε’ 8), να 
προσλάβη τον οντολογικήν δύναμιν Αυτού, τον πλούτον της ζωής του Ιδίου του 
Θεού.  Επί  της  γης  ξο  άνθρωπος  δεν  δύναται  να  περιλάβη  την  απόλυτον 
τελειότητα της Θεότητος, αλλά δια της εν αυτώ ενεργείας του Αγίου Πνεύματος 
αισθάνεται εαυτόν συνδεδεμένον μετ’ Εκείνου, Όστις είναι αληθώς ο Δημιουργός 
πάσης ζωής και το μόνον κέντρον παντός υπαρκτού. 
Και πάλιν επανέρχομαι επί του αυτού θέματος του Φωτός της ζωής, όπερ 
δεν  «καταλαμβάνει»  η  σκοτία  της  ανυπαρξίας  (πρβλ.  Ιωάν.  α’  5).  Δεν  ζω  αφ’ 
εαυτού.  Φέρομαι  όλος  προς  Εκείνον,  τον  Οποίον  αγαπώ.  Ούτος  έδωκεν  εις  εμέ 
την ζωήν. Ούτος είναι η ζωή μου. Και εάν ούτως έχη, τότε λοιπόν τί είμαι εγώ; 
Μέγας  είναι  ο  άνθρωπος  όταν  ευρίσκηται  εν  τω  Μεγάλω  Θεώ.  Δια  της 
δυνάμεως της Θείας αγάπης περιπτύσσεται τον κόσμον άπαντα και ο ίδιος, υπό 
τινα έννοιαν, αποβαίνει «κέντρον του κόσμου». Η σκέψις αύτη επεσκέφθη εμέ το 
πρώτον,  ότε  ο  Θεός  έδωκεν  εις  εμέ  την  χάριν  της  «μνήμης  του  θανάτου».  Η 
μάλλον  [//289] αρνητική αύτη πείρα εν τη μεγίστη αυτής εντάσει έδιδεν εις εμέ να 
αισθανθώ  την  έξοδόν  μου  εις  την  ανυπαρξίαν  ως  εκμηδένισιν  του  σύμπαντος 
κόσμου  εν  εμοί:  «Εν  εμοι»  δια  του  θανάτου  μου  αποθνήσκει άπαν  το γένος των 
ανθρώπων  μετά  πάντων  των  παθημάτων  και  της  χαράς,  των  πόθων  και  των 
γνώσεων αυτού. Επί πλέον ο Ίδιος ο Θεός, άγνωστος εισέτι αλλ’ εν μέρει οικείος, 
αποθνήσκει και Αυτός εν εμοί και μετ’ εμού. Άπαν το κτιστόν και άκτιστον είναι 
εξαφανίζεται  εις  τον  αβυσσώδη  γνόφον  της  λήθης.  Αι  εμπειρίαι  τοιαύτης 
καταστάσεως ήσαν κατ’ ουσίαν θεωρία του «απολύτου», της υποστατικής εν ημίν 
αρχής  (εικών‐αντανάκλασις  του  Απολύτου),  αλλ’  υπό  την  αρνητικήν  αυτής 
μορφήν. 
Ότε  όμως  ήλθε  το  άκτιστον  Φως  μαρτυρούν  εις  το  πνεύμα  μου  την 
υπέρβασιν  του  θανάτου,  τότε,  παν  ό,τι  πρότερον  απέθνησκεν  εν  εμοί,  δια  της 
ενεργείας του Φωτός τούτου συνανίστατο μετ’ εμού. 
Το  απειλητικον  σκότος  του  θανάτου,  η  καταθλιπτική  αποστροφή  προς 
εμαυτόν δια την ζώσαν εν εμοί αμαρτίαν – αισθητήν ως ρήξιν μετά του Θεού της 
αγάπης –, η πικρά απελπισία δι’ εμαυτόν, η αγανάκτησις δια το παράλογον της 
υπάρξεως εν γένει, ως τούτο πρότερον αντανεκλάτο εν τη συνειδήσει μου, πάντα 
ταύτα  μεταμορφούνται  ριζηδόν  δια  της  αναγεννώσης  δυνάμεως  της  μετανοίας, 
αποβαίνουν  χριστοειδής  «κένωσις».  Οι  ομοιωθέντες  Αυτώ  δια  του  θανάτου 
αυτών εγείρονται Πνεύματι Αγίω και ανυψούνται εις αιώνιον δόξαν ομοίαν προς 
την Εαυτού (βλ. Φιλ. β’ 7‐8, γ’ 9‐11, Ρωμ. στ’ 5). Ούτω γνωρίζεται ο Ιησούς Χριστός 
εν τη ανάρχω Αυτού κυριότητι, ως και εν τη αφάτω Αυτού κενώσει «δι’ ημάς τους 
ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». 
[//290]  Ο  Χριστός  ενίκησε  τον  κόσμον  (Ιωάν.  ιστ’  33).  Ουδείς  και  ουδέν 
υπάρχει πλέον, όπερ θα ηδύνατο να περιορίση την Κυριότητα Αυτού. Δια πολλών 
παθημάτων  ελευθερούμεθα  από  της  εφ’  ημών  εξουσίας  παντός  ό,τι  πρότερον 
εβιώσαμεν.  Πεπλουτισμένοι  δια  της  πείρας  της  νίκης  μέσω  της  μετανοίας, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 147 ‐
 

γινόμεθα  όμοιοι  προς  τον  Μονογενή  Υιόν  κατά  την  Κυριότητα  Αυτού:  Ο  άδης 
ουκέτι ημών κυριεύει και ημείς ατενίζομεν εις αυτόν άνευ της προτέρας φρίκης. 
Ουδόλως  επιμένω  ότι  και  ο  Κύριος  Ιησούς  έζησε  την  κένωσιν  Αυτού  εν 
Γεθσημανή  και  επί  του  Γολγοθά  κατά  τον  αυτόν  τρόπον.  Αλλά  εν  τη  μετανοία 
μου  ενώπιον  Αυτού  δι’  όλα  τα  πνευματικά  μου  εγκλήματα  ούτως  εδόθη  εις  εμέ 
να εννοήσω τούτο. Δια τί άρα γε είς τοιούτος άνθρωπος προσηύχετο: «Περίλυπος 
εστιν  η  ψυχή  Μου  έως  θανάτου  …  Πάτερ  Μου,  ει  δυνατόν  εστι,  παρελθέτω  απ’ 
Εμού  το  ποτήριον  τούτο  …  εγένετο  δε  ο  ιδρώς  Αυτού  ωσεί  θρόμβοι  αίματος 
καταβαίνοντες επί την γην» (Ματθ. κστ’ 38‐39, Λουκ. κβ’ 44); 
Δια την μηδαμινότητά μου ήτο μέγα εκείνο όπερ εβίωσα, και μέχρι του νυν 
δεν  παύει  αυξανόμενον.  Μετ’  ευλαβούς  φόβου  διερωτώμαι:  Τί  άρα  γε  έβλεπεν 
Ούτος,  ο  Κύριος  μου,  ο  άπειρος  εν  τη  Θεότητι  Αυτού,  ο  ανεξιχνίαστος  εν  τη 
ταπεινώσει  Αυτού,  ο  απέραντος  εν  τη  «εις  τέλος»  (Ιωάν.  ιγ’  1)  αγάπη  Αυτού,  ο 
απρόσιτος εν τη δόξη Αυτού, ώστε να προσεύχηται ούτως; 
Αναμφιβόλως  το  μαρτύριον  Αυτού  ήτο  μείζον  εκείνου  των  λοιπών 
ανθρώπων, ώστε να αποβή «κοσμοσωτήριον πάθος». 
Ούτος είναι αληθώς το Φως, το ελθόν εις τον κόσμον, «ίνα πας ο πιστεύων 
εις Αυτόν εν τη σκοτία μη [//291] μείνη» (πρβλ. Ιωάν. ιβ’ 46). 
Αι ποικίλαι εμφανίσεις του Φωτός, απλού κατά την αιώνιον φύσιν αυτού, 
διαφέρουν ως προς την έντασιν και ως προς την μορφήν. Σπανίως εν τη ιστορία 
της  Εκκλησίας  αι  οράσεις  του  Φωτός  φθάνουν  εκείνο  το  πλήρωμα  κατά  το 
οποίον,  εν  τη  ελλάμψει,  το  πνεύμα  του  ανθρώπου  αξιούται  εισέτι  και  της 
προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού. Τούτο συνέβη επί του Θαβώρ, ότε ο Πέτρος, 
ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ήκουσαν της αΰλου φωνής του Πατρός, ήτις εμαρτύρει 
περί  του  Ηγαπημένου  Υιού.  Ωσαύτως  και  επί  της  οδού  προς  Δαμασκόν  ο 
Απόστολος  Παύλος  δια  μεγάλης  ελλάμψεως,  και  εν  συνεχεία  δια  προσωπικής 
συνομιλίας μετά του Χριστού, εβεβαιώθη ότι Εκείνος, ο Ιησούς, είναι ο Θεός τον 
Οποίον ετίμα, Όστις απεκαλύφθη εις τον Μωϋσήν επί του Σινά: «Εγώ ειμι Ιησούς, 
Όν συ διώκεις» (Πράξ. θ’ 5). 
Έτι  συχνότερον  το  Φως  τούτο  περιβάλλει  τον  άνθρωπον,  όταν  ούτος 
διαμένη εν καταστάσει προσευχής ολοκληρωτικής μετανοίας, επί των ορίων της 
απογνώσεως. Εν τη αρχή του αγώνος της μεταμελείας δια τας αμαρτίας, το άγιον 
τούτο  Φως  δίδει  την  πείραν  του  Θείου  ελέους  και  της  αγάπης,  ουχί  όμως  εισέτι 
της συνομιλίας πρόσωπον προς Πρόσωπον. Τούτο το τελευταίον συμβαίνει, όταν 
ο  άνθρωπος  διαμένη  όντως  εν  τω  Θεώ  και  ο  Θεός  εν  αυτώ,  και  το  πνεύμα  του 
προσευχομένου  γνωρίζει  ότι  ο  εμφανισθείς  εις  αυτόν  είναι  ο  Προαιώνιος 
Δεσπότης πάσης της κτίσεως, ο Πρώτος και ο Έσχατος, ο απρόσιτος και τοσούτον 
εγγύς,  ο  αόρατος  και  συγχρόνως  αισθητός  έτι  και  σωματικώς·  αισθητός  δια  του 
πυρός της αγάπης του πληρούντος την καρδίαν, και δια του φωτός της συνέσεως 
του καταυγάζοντος τον  [//292] νουν. Τούτο είναι Φως γνώσεως, αλλ’ ανεκφράστου 
δια λόγων. Άλλως τε ο Ίδιος ονομάζει Εαυτόν Εγώ ειμι ο Ών. 
Έκαστος αντιλαμβάνεται τους αγιωτάτους τούτους λόγους κατά το μέτρον 
μόνον  της  πραγματικής  αυτού  πείρας.  Και  ουδείς  εκ  των  βροτών  δύναται  να 
ισχυρισθή  ότι  εγνώρισεν  «εις  τέλος»  οποίον  Είναι  κρύπτεται  εν  τοις  λόγοις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 148 ‐
 

τούτοις.  Εδόθη  όμως  εις  ημάς  η  ελπίς  ότι  θα  ανατείλη  τοιαύτη  αιώνιος  ημέρα, 
όταν Ούτος θα είναι «τα πάντα εν πάσι» (Α’ Κορ. ιε’ 28).  
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 149 ‐
 

[//293] 
ΙΓ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΝ ΤΩ ΘΕΙΩ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΝ ΤΩ 
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩ ΕΙΝΑΙ 
 
Το  αληθώς  ασάλευτον  θεμέλιον  της  θεογνωσίας  εδόθη  εις  ημάς  δια  του 
σαρκωθέντος  Λόγου  του  Πατρός,  του  Ιησού  Χριστού.  Ελκόμενοι  προς  Αυτόν  δια 
της  αγάπης  πάσχομεν  βαθείαν  μεταμόρφωσιν  πάσης  ημών  της  υπάρξεως. 
Μεταδίδεται εις ημάς η άπειρος Αυτού ζωή. Το πνεύμα ημών εκτείνεται μεταξύ 
δύο  αντιθέτων  πόλων:  των  σκοτεινών  εγκάτων  του  άδου  αφ’  ενός,  και  της 
κατηυγασμένης  υπό  του  αδύτου  Ηλίου  Βασιλείας  του  Θεού,  αφ’  ετέρου.  Το 
περιεχόμενον  του  είναι  ημών  ευρύνεται  αρρήτως.  Η  ψυχή  εν  παραφόρω 
προσευχή ορμά προς τον θαυμαστόν τούτον Θεόν. Μισούμεν εαυτούς, ως είμεθα. 
Θα  παρέλθη  πολύς  χρόνος  έως  ότου  αντιληφθώμεν  ότι  Αυτός  ο  Ίδιος 
προσεύχεται  εν  ημίν,  μεταδίδων  εις  ημάς  την  άναρχον  Αυτού  ζωήν.  Δια  της 
θεοσδότου  ταύτης  προσευχής  ενούμεθα  υπαρκτικώς  μετά  του  Χριστού:  Κατ’ 
αρχήν εν τη ανεκδιηγήτως μυστηριώδει κενώσει και καταβάσει Αυτού μέχρι και 
των  καταχθονίων,  ύστερον  δε  εν  τη  Θεία  Αυτού  Παντοδυναμία.  «Αύτη  εστίν  η 
αιώνιος  ζωή,  ίνα  γινώσκωσί  Σε  τον  μόνον  αληθινόν  Θεόν  και  Όν  απέστειλας 
Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ’ 3). 
[//294]  Η  Υπόστασις‐Πρόσωπον  (προτιμώ  τον  όρον  «υπόστασις»  ως 
δηλούντα  το  όντως  όν,  το  κείμενον  εις  θεμέλιον  παντός  του  είναι)  εν  τω  Θείω 
Είναι δεν συνιστά αρχήν περιοριστικήν. Και εν τω κτιστώ ημών είναι η υπόστασις 
αποτελεί  αρχήν  προσλαμβάνουσαν  εν  εαυτή  το  άπειρον.  Εν  τοις  ορίοις  της 
γηΐνης  πραγματικότητος  το  υποστατικόν  ημών  πνεύμα  έχει  ως  προορισμόν  να 
υπερβή  το  τείχος  του  χρόνου  και  να  διαρρήξη  τα  δεσμά  του  χώρου.  Αναλογίαν 
τινά προς το πνευματικόν τούτο γεγονός παρατηρούμεν και εις την καθ’ ημέραν 
ζωήν  ημών.  Το  αεροσκάφος  αναπτύσσον  υπερηχητικήν  ταχύτητα  προκαλεί 
δόνησιν  εις  το  διάστημα  ομοίαν  προς  έκρηξιν.  Ούτω  το  πνεύμα  του  ανθρώπου 
εισερχόμενον  εις  τον  κόσμον  της  Θείας  αιωνιότητος,  συγκλονίζεται  υπό  του 
μεγαλείου της αποκαλυφθείσης εις αυτό θεωρίας. Η οικουμένη ζη τότε αλλαγήν 
εις τα πεπρωμένα αυτής. «Εγεννήθη Άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’ 21) – 
γεγονός  όπερ  αναγγέλλει  εις  όλην  την  κτίσιν  καινήν,  αμετάθετον  αξίαν.  Ο 
άνθρωπος  ως  υποστατικόν  πνεύμα  ανήκει  εις  την  αιώνιον  οντολογίαν.  Οι  εν 
Χριστώ  σεσωσμένοι,  οι  άγιοι,  είναι  φορείς  της  Θείας  αιωνιότητος. 
Προσλαμβάνουν την άναρχον και άκτιστον ζωήν ως αναφαίρετον αυτών κτήμα, 
κατά την φύσιν όμως αυτών παραμένουν αναλλοιώτως κτίσματα. 
Εν  τω  πνευματικώ  ορίζοντι  της  ανθρωπότητος  παρατηρείται  διπλή 
κίνησις.  Η  μία  εξ  αυτών  είναι  αρνητική.  Η  τραχεία  αύτη  μορφή  εκφράζεται  δια 
της  δυναμικής  της  διαρκώς  επιταχυνομένης  πτώσεως:  δια  του  αγοραίου 
μηδενισμού  και  δια  της  ηθικής  αποσυνθέσεως·  το  αποκορύφωμα  δε  της  μορφής 
ταύτης  είναι  η  εωσφορική  κατάστασις,  περί  της  οποίας  πληροφορεί  ημάς  το 
βιβλίον της Γενέσεως (γ’ 5). Η ουσία του φαινομένου τούτου  [//295] έγκειται εις το 
ότι  το  κτίσμα,  πεπροικισμένον  δια  της  δωρεάς  της  ελευθερίας  του 
αυτοπροσδιορισμού, απορρίπτει την εντολήν του Θεού: Ο άνθρωπος αισθάνεται 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 150 ‐
 

αυτήν  ως  τινα  έξωθεν  επιβαλλόμενον  περιορισμόν  εν  τη  ορμή  αυτού  προς 
απόλυτον αυτοβεβαίωσιν, προς αυτοθέωσιν. 
Η  άλλη  κίνησις  είναι  θετική,  ανοδική.  Εκδηλούται  ως  πόθος  προς 
ατελεύτητον ένωσιν μετά του Πατρός, «του εν τοις ουρανοίς». 
Παραλλήλως  προς  τούτο  παρατηρούμεν  δύο  αντιθέτους  τάσεις  εις  τας 
καρδίας και τα πνεύματα των ανθρώπων. Άλλοι μεν επιδιώκουν να απεκδυθούν 
την  γηΐνην  μορφήν  της  υπάρξεως:  Εν  τη  φαντασία  αυτών  εικονίζεται  η  βαθεία 
ησυχία  του  μυστηριώδους  πανυπερβατικού  μη  Όντος.  Άλλοι  δε  εμπνεόμενοι  εκ 
του  λόγου  του  Χριστού,  «η  Βασιλεία  των  ουρανών  βιάζεται  και  βιασταί 
αρπάζουσιν  αυτήν»  (Ματθ.  ια’  12),  αναλαμβάνουν  οδυνηρόν  ασκητικόν  αγώνα 
προς  υπερνίκησιν  του  φθαρτού  της  κτιστής  ημών  φύσεως:  «Ου  θέλομεν 
εκδύσασθαι, αλλ’ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» (Β’ Κορ. 
ε’ 4). 
Χαρακτηριστικόν  των  πρώτων  είναι  ότι  εκλαμβάνουν  το  Πρώτον 
Απόλυτον  ως  υπερ‐προσωπικόν.  Δι’  αυτούς  η  προσωπική  αρχή  εν  τη  καλυτέρα 
περιπτώσει είναι η πρώτη βαθμίς υποβιβασμού, αυτοπεριορισμού του Απολύτου. 
Δια  τους  δευτέρους  αυτό  ακριβώς  το  Πρόσωπον‐Υπόστασις  κείται  εις  θεμέλιον 
παντός  του  είναι.  Τοιαύτη  είναι  η  χριστιανική  ημών  περί  Θεού  και  κόσμου 
θεώρησις.  Εις  ημάς  απεκαλύφθη  ο  Υποστατικός  Θεός,  ο  Ποιητής  «ουρανού  και 
γης,  ορατών  τε  πάντων  και  αοράτων».  Ούτος  είναι  ο  όντως  Ών,  ο  Πρώτος  και  ο 
Έσχατος.  Ουδείς  και  ουδέν  υπάρχει  προ  Αυτού,  [//296]  ουδέ  μετ’  Αυτόν.  Είναι  ο 
Θεός της αφθάρτου και αιωνίου αγάπης. Εις τους «ηγαπηκότας» Αυτόν εδόθη η 
επαγγελία  του  πληρώματος  της  Θείας  υιοθεσίας  δια  του  Μονογενούς  Υιού  του 
Πατρός,  του  Ιησού  Χριστού,  Όστις  είπεν:  «Εγώ  ζω  και  υμείς  ζήσεσθε»  (Ιωάν.  ιδ’ 
19). 
Η  Υπόστασις  συνιστά  την  εσωτάτην  αρχήν  του  Απολύτου  Είναι,  την 
αρχικήν  και  τελικήν  Αυτού  διάστασιν:  «Εγώ  ειμί  το  Α  και  το  Ω  (η  αρχή  και  το 
τέλος),  λέγει  Κύριος  ο  Θεός,  ο  ών  και  ο  ήν  και  ο  ερχόμενος,  ο  Παντοκράτωρ» 
(Αποκ. α’ 8, κβ’ 23). 
Η  Υπόστασις  του  Θεού  εκφεύγει  παντός  ορισμού,  διότι  ευρίσκεται  πέραν 
των ορίων παντός ό,τι φέρει σφραγίδα οιουδήποτε προσδιορισμού. Ακατάληπτος 
εις  την  διάνοιαν  γνωρίζεται  υπαρκτικώς  και  μόνον  κατά  το  μέτρον  της 
αυτοαποκαλύψεως  του  Θεού  εις  τον  άνθρωπον  (βλ.  Ματθ.  ια’  27,  Λουκ.  ι’  22, 
Ιωάν. ιζ’ 26). 
Εν  τω  ανθρώπω  ωσαύτως  τη  εικόνι  του  Υποστατικού  Θεού,  η  αρχή  της 
υποστάσεως είναι αυτός ο  «κρυπτός  της  καρδίας  άνθρωπος  εν  τω  αφθάρτω  του 
πραέος και ησυχίου πνεύματος, ό εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α’ Πέτρ. 
γ’  4).  Και  η  κτιστή  αύτη  υπόστασις  υπέρκειται  παντός  ορισμού.  Η  επιστημονική 
και  φιλοσοφική  γνώσις  εκφράζεται  δι’  εννοιών  και  ορισμών.  Η  υπόστασις  όμως 
είναι όν ασύλληπτον εις την φιλοσοφικήν ή την επιστημονικήν μορφήν γνώσεως. 
Ως ο Θεός ούτω και η ανθρωπίνη υπόστασις μένει έως τέλους αδιαφανής εκ των 
έξω, εκτός εάν η ιδία αποκαλυφθή εις ετέραν υπόστασιν. 
Ο  Θεός  είναι  Θεός  κεκρυμμένος.  Ο  άνθρωπος  ωσαύτως  φέρει  εν  αυτώ 
βάθη  κεκρυμμένα  από  αλλοτρίων  οφθαλμών.  Εν  τω  Θεώ  περικλείεται  η  Αρχή 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 151 ‐
 

του  Είναι  (βλ.  Ιωάν.  α’  2‐3)  [//297]  και  ουχί  εν  τω  Ανθρώπω  (Άνθρωπος  –  μετά 
κεφαλαίου γράμματος – σημαίνει τον μυριοϋπόστατον Πανάνθρωπον, ως η λέξις 
Θεός  σημαίνει  τον  Ένα,  αλλά  τρισυπόστατον  Θεόν:  Πατέρα,  Υιόν  και  Άγιον 
Πνεύμα). Ο τελευταίος όμως ούτος εκτίσθη εν δυνάμει ικανός να ιδιοποιηθή και 
να φέρη εν εαυτώ την άκτιστον Ζωήν της Θεότητος. 
Ο  Χριστός,  «εν  μορφή  Θεού  υπάρχων»,  τουτέστι  Θεός  άναρχος  ών  κατ’ 
ουσίαν,  προσέλαβε  δια  της  σαρκώσεως  εν  τη  Υποστάσει  Αυτού  την  μορφήν  της 
δουλικής ημών υπάρξεως. Η ανθρωπίνη όμως υπόστασις πάσχει κατά χάριν την 
θέωσιν,  ένεκα  της  οποίας  πραγματοποιείται  εν  αυτή  το  πλήρωμα  της  «Θείας 
εικόνος».  Εν  τη  υποστατική  αρχή  του  ανθρώπου  ενυπάρχει  πρωτίστως  η 
ομοίωσις προς Εκείνον, Όστις απεκαλύφθη εις ημάς δια του Ονόματος Εγώ ειμι. 
Κατά  την  θέωσιν  η  ανθρωπίνη  υπόστασις  εκτείνεται  από  των  διαστάσεων  και 
των σχημάτων της γης εις διαστάσεις και μορφάς Θείας Ζωής. Εν άλλαις λέξεσι ο 
άνθρωπος υποστασιάζει εν εαυτώ τα θεία κατηγορήματα, ως είναι η αιωνιότης, η 
αγάπη, το φως, η σοφία, η αλήθεια. Η κτιστή υπόστασις γινομένη θεός κατά το 
περιεχόμενον  του  είναι  αυτής  ουδόλως  αποβαίνει  Θεός  δια  τα  άλλα  λογικά 
κτίσματα. 
Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων εξέθετον 
την αποκάλυψιν περί της ομοιώσεως ημών προς τον Θεόν, αλλ’ ουχί πάντες, ουδέ 
πάντοτε,  μετά  της  αυτής  δυνάμεως.  Και  τούτο  οφείλεται  εν  μέρει  εις  το  ότι  δεν 
ευρίσκοντο  πάντες  επί  του  αυτού  επιπέδου  γνώσεως  του  Θεού  και  του 
Ανθρώπου. Ο λόγος περί της πλήρους ομοιώσεως, μέχρι και της ταυτίσεως εισέτι, 
ετάραττεν  εκείνους,  οίτινες κατενόουν τούτο  [//298] ως ανάκρασιν μετά του Θεού 
μέχρις  άρσεως  πάσης  διακρίσεως.  Μεταξύ  Θεού  και  Ανθρώπου  παραμένει 
αιωνίως ανυπέρβλητο οντολογική απόστασις: Ο Θεός είναι το Πρωταρχικόν Όν, 
το  υπό  ουδενός  και  ουδόλως  εξαρτώμενον,  οι  δε  άνθρωποι  τα  κτίσματα  Αυτού. 
Κατά  την  «κατ’  εικόνα  και  καθ’  ομοίωσιν»  Αυτού  δημιουργίαν,  ο  Ποιητής  ημών 
επαναλαμβάνει, κυρίως ειπείν, Εαυτόν, και υπ’ αυτήν την έννοιαν είναι «Πατήρ 
ημών».  Δεν  είχεν  άρα  γε  ο  Κύριος  τούτο  υπ’  όψιν,  ότε  έδιδεν  εις  ημάς  την 
προσευχήν «Πάτερ ημών»; Δια της ενσαρκώσεως Αυτού ο προαιώνιος Λόγος του 
Πατρός δίδει εις ημάς να κοινωνήσωμεν του Αίματος και της Σαρκός Αυτού, ώστε 
δια της οδού ταύτης να χύση εις τας φλέβας ημών την άναρχον Αυτού Ζωήν, και 
ούτω  να  γίνωμεν  τέκνα  Αυτού,  σαρξ  εκ  της  Σαρκός  Αυτού  και  οστούν  εκ  των 
Οστέων Αυτού (βλ. Ιωάν. στ’ 53‐57, Εφέσ. ε’ 30). 
Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς την τελειότητα της εικόνος του Θεού εν τω 
ανθρώπω  και  την  δυνατότητα  της  φύσεως  ημών  να  προσλάβη  το  πλήρωμα  της 
θεώσεως  εις  τοιούτον  βαθμόν,  ώστε  ο  Ίδιος,  μετά  την  ανάληψιν  Αυτού 
ενεθρόνισεν «εν δεξιά του Πατρός» την φύσιν ημών. Αλλ’ έτι και εν Αυτώ η φύσις 
ημών  δεν  εταυτίσθη  μετά  της  Ουσίας  του  ακτίστου  Θεού.  Εν  τω  Χριστώ  τω 
σαρκωθέντι Υιώ του Πατρός, θεωρούμεν την προαιώνιον ιδέαν του Θεού περί του 
Ανθρώπου. 
Η αποκάλυψις «Εγώ ειμί ο Ών» δεικνύει ότι η υποστατική διάστασις εν τη 
Θεότητι έχει θεμελιώδη σημασίαν. Η αρχή της Υποστάσεως εν τω Θεώ δεν είναι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 152 ‐
 

αφηρημένη  έννοια,  αλλ’  ουσιώδης  πραγματικότης  κατέχουσα  ιδίαν  φύσιν  και 


ενέργειαν ζωής (βλ. Ιωάν. α’ 4). 
Η  ουσία  δεν  είναι  το  πρωτεύον  ή  έστω  το  υπερέχον  [//299]  εν  τω  Θεώ,  το 
καθορίζον  τας  υποστάσεις  εις  τας  αμοιβαίας  αυτών  σχέσεις.  Εν  τω  Θείω  Είναι 
ουδέν υπάρχει έξω της Υποστατικής Αρχής. Το βάθος του μυστηρίου των Θείων 
Υποστάσεων είναι ανεξερεύνητον. Ο αυτοπροσδιορισμός Αυτών εν τη αιωνιότητι 
αποτελεί  άναρχον  Γεγονός:  Ουδέποτε  υπήρξε  τοιαύτη  στιγμή  κατά  την  οποίαν 
δεν είχεν ο Πατήρ τον Υιόν και δεν εξεπορεύετο απ’ Αυτού το Άγιον Πνεύμα. Η 
αρχή  του  παντός  είναι  ο  Πατήρ,  Όστις  εν  τη  προαιωνίω  γεννήσει  του  Υιού 
μεταδίδει  εις  Αυτόν  άπαν  το  πλήρωμα  της  Φύσεως,  της  Ουσίας  Αυτού.  Το  αυτό 
συμβαίνει και εις την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος. Συνέπεια τούτου είναι η 
βεβαίωσις  της  τελείας  ισότητος  του  Υιού  και  του  Αγίου  Πνεύματος  μετά  του 
Πατρός. 
Ο  ένσαρκος  Λόγος  του  Πατρός  (Χριστός–Άνθρωπος)  είναι  εις  ημάς πλέον 
καταληπτός  δια  των  ρημάτων  «ά  δέδωκεν  Αυτώ  ο  Πατήρ»  και  άτινα  Ούτος 
«δέδωκεν ημίν» (πρβλ. Ιωάν. ιζ’ 8). Γνωρίζομεν την επίγειον Αυτού ζωήν εκ των 
ευαγγελικών  διηγήσεων  και  της  πνευματικής  περί  Αυτού  παραδόσεως. 
Εφανέρωσεν εν Εαυτώ «τον Πατέρα Αυτού και Πατέρα ημών» (πρβλ. Ιωάν. κ’ 17). 
Η  γνώσις  του  Αγίου  Πνεύματος  ως  Προσώπου  έρχεται  βραδύτερον.  Τούτο 
ζωοποιεί  απαύστως  ουχί  μόνον  την  Εκκλησίαν  και  τα  τέκνα  Αυτής,  αλλά  και 
πάντα  τον  κόσμον,  άπασαν  την  κτίσιν.  Θεραπεύει  ημάς  εκ  των  συνεπειών  της 
πτώσεως·  αναγεννά  ημάς  και  αγιάζει.  Τα  πάντα  όμως  ποιεί  αοράτως,  ως  τις 
κρυπτόμενος  θαυμαστός  Φίλος,  μη  θέλων  να  επιβαρύνη  ημάς  δια  της 
ευγνωμοσύνης  προς  Αυτόν,  διότι  γνωρίζει  ότι  εν  τη  παρούση  καταστάσει  ημών 
το  ευγενές  αίσθημα  της  ευγνωμοσύνης  γίνεται  φορτίον.  Η  μεγάλη  μακαριότης 
της  γνώσεως  Αυτού  έρχεται  βαθμηδόν,  κατά  το  μέτρον  [//300]  κατά  το  οποίον 
αναδύεται  εντός  ημών  δια  της  συνεργείας  Αυτού  η  υποστατική  αρχή.  Δυνάμει 
αυτής  αρχόμεθα  να  προσλαμβάνωμεν  το  παν,  και  το  Θείον  Πρωταρχικόν  Είναι 
και  το  κοσμικόν  είναι,  δι’  άλλου  τρόπου  προσιδιάζοντος  εις  τον  άνθρωπον‐
υπόστασιν,  την  τετελειωμένην  εικόνα  Εκείνου,  Όστις  απεκαλύφθη  εις  τον 
Μωϋσήν δια του Ονόματος Εγώ Ειμί. Επομένως ο Θεός ο Ίδιος είναι Υποστατικός 
και ημείς δημιουργία «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού, και ως εκ τούτου η 
τελική κλήσις ημών είναι προς την υποστατικήν μορφήν του είναι. 
Η  Υπόστασις  είναι  Εκείνος,  Όστις  μόνον  και  όντως  ζη.  Έξω  της  ζώσης 
ταύτης Αρχής ουδέν δύναται να υπάρχη: «Εν Αυτώ ζωή ήν και η ζωή ήν το φως 
των ανθρώπων» (Ιωάν. α’ 4). Το ουσιώδες περιεχόμενον της ζωής ταύτης είναι η 
Αγάπη:  «Ο  Θεός  αγάπη  εστίν»  (Ιωάν.  δ’  8).  Η  υποστατική  ύπαρξις  έρχεται  εις 
αυτοεπίγνωσιν δια της εν αγάπη συναντήσεως μετά μιας ή πολλών υποστάσεων. 
Επί  τη  βάσει  της  θαυμαστής  ταύτης  Αποκαλύψεως  «Εγώ  ειμι  ο  Ών»  ζώμεν  και 
τον  «κατ’  εικόνα  και  καθ’  ομοίωσιν»  κτισθέντα  Άνθρωπον  κυρίως  ως 
υποστατικήν  ύπαρξιν.  Εις  αυτήν  ακριβώς  την  εν  ημίν  υποστατικήν  αρχήν 
επηγγείλατο ο Κύριος την αιωνιότητα. Αύτη η αρχή, και μόνον αύτη, κατέχει την 
ικανότητα  να  γνωρίζη  το  αρχέτυπον  αυτής  τον  Ζώντα  Θεόν.  Ο  άνθρωπος  είναι 
πλείον  τι  ή  μικρόκοσμος.  Είναι  «μικροθεός».  Κτιστός  ών  έλαβε  την  εντολήν  να 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 153 ‐
 

γίνη θεός. Εάν ο Δημιουργός ωμοιώθη κατά πάντα προς τον άνθρωπον (βλ. Εβρ. 
β’ 17), τούτο σημαίνει ότι και ο άνθρωπος εκτίσθη μετά της δυνατότητος να γίνη 
όμοιος  κατά  πάντα  προς  τον  Θεόν:  «Όμοιοι  [//301]  Αυτώ  εσόμεθα,  ότι  οψόμεθα 
Αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιωάν. γ’ 2). 
Κατά την υπερτάτην εφικτήν εις την φύσιν ημών έντασιν προσευχής, όταν 
ο  Ίδιος  ο  Θεός  προσεύχηται  εν  ημίν,  δίδεται  εις  τον  άνθρωπον  θεοπτία 
υπερκειμένη πάσης εικόνος. Τότε η ανθρωπίνη υπόστασις προσεύχεται προς τον 
Άναρχον  όντως  πρόσωπον  προς  Πρόσωπον.  Εν  τη  συναντήσει  ταύτη  μετά  του 
Υποστατικού  Θεού  ενεργοποιείται  εν  ημίν  εκείνο  όπερ  εν  αρχή  υπήρχε  μόνον 
δυνάμει, η υπόστασις. 
Φερόμενοι  Πνεύματι  Θεού  προς  την  υπέρ  όλου  του  κόσμου  προσευχήν, 
προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης 
εν  εαυτοίς  Θείον  θαύμα:  Ανατέλλει  εντός  ημών  ο  πνευματικός  ήλιος,  το  όνομα 
του  οποίου  είναι  υπόστασις  (πρόσωπον).  Τούτο  είναι  εν  ημίν  η  αρχή  καινής 
μορφής  υπάρξεως,  ήδη  αθανάτου.  Τότε  δεχόμεθα  την  Αποκάλυψιν  της 
Υποστατικής  Αρχής  εν  τη  Αγία  Τριάδι,  ουχί  επιφανειακώς,  ουχί  διανοητικώς, 
αλλ’  εν  τοις  εγκάτοις  του  είναι  ημών.  Ενορώμεν  εν  τω  Φωτί  το  μέγιστον 
μυστήριον  του  Ανάρχου  Είναι:  τον  Υποστατικόν  Θεόν,  τον  Ζώντα·  τον  Ένα  εν 
Τριάδι Υποστάσεων· το Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν. 
Γράφω  την  ιστορίαν  της  ψυχής  μου.  Κατέβαλον  μέγα  τίμημα  δια  τας 
παραπλανήσεις μου εις τας οποίας ενεπλάκην επί επτά ή οκτώ έτη. Κρίνων κατ’ 
άνθρωπον,  δεν  θα  ηδυνάμην  δια  μόνης  της  δυνάμεώς  μου  να  αποσπασθώ  από 
της αβύσσου του υπερβατισμού του ανατολικού μυστικισμού τουτέστι του Υπερ‐
προσωπικού  Απολύτου.  Κατά  την  φυσικήν  και  διανοητικήν  μου  νεότητα,  η 
φιλοσοφία  αύτη  ενεφανίζετο  εις  το  πνεύμα  μου  [//302]  πλήρης  μεγαλείου, 
υπερβαινόντος τον χριστιανικόν συναισθηματικόν ψυχισμόν του «Αγαπήσεις τον 
Θεόν  και  τον  πληρίον».  Κατ’  εκείνην  την  εποχήν  έτι  και  η  λέξις  «πρόσωπον‐
υπόστασις»  εταυτίζοντο  εν  τη  συνείδησει  μου  προς  την  έννοιαν  της  λέξεως 
«άτομον».  Εσκεπτόμην:  «Δεν  είναι  άρα  γε  αφροσύνη  να  προβάλω  αυτό  το 
κατηγόρημα εις το Απόλυτον Είναι»; 
Ότε  όμως,  κατά  την  Άνωθεν  δωρεάν,  εδόθη  εις  εμέ  να  εννοήσω  την 
οντολογικήν  θέσιν  της  αρχής  της  Υποστάσεως  εν  τω  Θείω  Είναι,  τότε  κατά 
τρόπον φυσικόν το παν ήλλαξε και παρουσιάσθη εν αντιθέτω προοπτική: Είμεθα 
κτίσματα·  ως  κτίσματα  φέρομεν  εντός  ημών  την  υποστατικήν  αρχήν  δυνάμει, 
ουχί  ενεργεία.  Δεν  είμαι  το  Πρωταρχικόν  Όν,  αλλ’  η  κτιστή  εικών  Αυτού. 
Καλούμαι  δια  της  τηρήσεως  των  ευαγγελικών  εντολών  να  ενεργοποιήσω,  να 
πραγματοποιήσω εν εμοί την υποστατικήν ομοίωσιν μου προς τον Θεόν· να γίνω 
υπόστασις,  υπερβαίνων  τον  περιορισμόν  του  ατόμου,  όπερ  ουδόλως  δύναται  να 
κληρονομήση την Θείαν μορφήν υπάρξεως. 
Ο Θεός ημών είναι παντογνώστης, Πνεύμα πανταχού παρόν: «Ουδέν εστι 
κεκαλυμμένον  ό  ουκ  αποκαλυφθήσεται,  και  κρυπτόν  ό  ου  γνωσθήσεται  …  ουχί 
δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; Και έν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ 
του Πατρός υμών· υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισίν» 
(Ματθ. ι’ 26‐30). «… Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού, πάντα δε γυμνά και 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 154 ‐
 

τετραχηλισμένα  τοις  οφθαλμοίς  Αυτού»  (Εβρ.  δ’  13).  Ημείς  δεν  κατανοούμεν 
αυτό το είδος της γνώσεως: της αμέσου, της άνευ εξελίξεως, της ολοκληρωτικής. 
Πιστεύομεν  όμως  εις  την  αγαθήν  περί  ημών  πρόνοιαν  του  Θεού.  Κατά  την 
διάρκειαν  χρόνων  επιμόνου  ασκήσεως,  όπως  ζήσωμεν  κατά  το  θέλημα  Αυτού, 
[//303]  πολλάκις  θα  μείνωμεν  έκθαμβοι  δια  την  μαθηματική  ακρίβειαν  της  περί 
ημάς Προνοίας του Θεού. 
Εάν ο Θεός δεν ήτο Όν Υποστατικόν, τότε ούτε και ημείς η εικών Αυτού, θα 
ηδυνάμεθα να εισέλθωμεν εις την υποστατικήν μορφήν του είναι· και αυτή εισέτι 
η  προσωπικότης  ημών  δεν  θα  ήτο  πλείον  επιφαινομένου  τινός.  Επειδή  όμως  η 
υπόστασις  γεννάται  εν  ημίν  εν  καταστάσει  υπερφυσικής  προσευχής  προσώπου 
προς  Πρόσωπον  ενώπιον  του  Ζώντος  Θεού,  δεν  υπόκειται  αύτη  εις  τα  στοιχεία 
της  φύσεως:  Υπερβαίνει  τα  γήινα  όρια  και  κινείται  εις  σφαίραν  άλλων 
διαστάσεων. Μία και μόνη, ανεπανάληπτος και άτρεπτος εις οτιδήποτε άλλο, δεν 
υπόκειται εις αριθμητικόν υπολογισμόν. 
Το  Απόλυτον  Πρωταρχικόν  Όν  είναι  Υποστατικόν,  και  ο  άνθρωπος,  η 
ομοίωσις  του  Απολύτου,  είναι  ωσαύτως  υπόστασις.  Ο  Θεός  είναι  Πνεύμα  και  ο 
άνθρωπος‐υπόστασις  είναι  ωσαύτως  πνεύμα.  Και  το  πνεύμα  τούτο  δεν  είναι 
αφηρημένον, κεχωρισμένον, διότι κέκτηται ιδίαν φύσιν. Επί του γηΐνου επιπέδου 
λαμβάνει  συγκεκριμένην  μορφήν  δια  της  σαρκός,  μετά  της  οποίας  αποκτά  την 
πρώτην  αυτού  εμπειρίαν  του  είναι.  Ο  Θεός‐Λόγος  προσέλαβε  την  ανθρωπίνην 
σάρκα,  και  ούτως  απέδειξεν  ότι  δεν  είναι  επινόησις  του  λογικού  ημών,  ουδέ 
αποκύημα  της  εξημμένης  υπό  μυστικού  τινος  φόβου  ενώπιον  αγνώστων  και 
εχθρικών  δυνάμεων  φαντασίας  ημών.  Ο  Θεός  είναι  η  πρώτη  ουσιαστική 
Πραγματικότης· και η ανθρωπίνη υπόστασις είναι ωσαύτως ουσιαστική ζωή. 
Αι σχέσεις αγάπης είναι ίδιον της Υποστάσεως, της  εικόνος του Θεού της 
αγάπης.  Η  Υπόστασις  δεν  ορίζεται  αντιθετικώς,  δια  της  αντιπαραθέσεως  προς 
αυτήν  [//304],  εκείνου,  όπερ  «δεν  είναι  Εγώ».  Η  αγάπη  είναι  το  βαθύτερον 
περιεχόμενον  και  η  καλυτέρα  έκφρασις  της  ουσίας  αυτής.  Η  Υπόστασις 
περιβάλλουσα εν προσευχή αγάπης ολόκληρον τον κόσμον αποτελεί την προς τα 
έσω  (ad  intra)  ενότητα  των  πάντων.  Εν  τη  δημιουργική  ενεργεία  αυτής  όπως 
αναπτυχθή,  επιδιώκει  την  καθολικήν  ενότητα  και  προς  τα  έξω  (ad  extra).  Εν  τη 
αγάπη  ευρίσκεται  η  ομοίωσις  αυτής  προς  τον  Θεόν,  Όστις  είναι  αγάπη  (βλ.  Α’ 
Ιωάν. δ’ 16). 
Ο  Ποιητής  του  κόσμου  ο  Κύριος  κρατεί  εν  τη  παλάμη  Αυτού  πάντα  τα 
όντα· και ο άνθρωπος‐υπόστασις αποτελεί κέντρον ικανόν να περιλάβη εν εαυτώ 
ουχί μόνον την πολλαπλότητα των πραγματικοτήτων του σύμπαντος, αλλά και 
πλέον  τούτου:  άπαν  το  πλήρωμα  του  θεανθρωπίνου  είναι.  Η  υπόστασις  καθ’ 
εαυτήν είναι αξία μη παρερχομένη, πολυτιμοτέρα ολοκλήρου του λοιπού κόσμου. 
Εν  τη  χαρά  της  ευρέσεως  της  ελευθερίας  της  αθανασίας  ατενίζει  εις  καινήν 
μορφήν του είναι. 
Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς υπό του Θεού εν τη προσευχή, ουδέποτε μένει 
μόνος.  Η  υπόστασις  δεν  γνωρίζει  μοναξίαν:  Διαμένει  πάντοτε  ενώπιον  του 
πανταχού  παρόντος  Θεού.  Πριν  ή  φθάση  εις  την  πληρότητα  αυτής,  «υπομένει» 
ενίοτε  Αυτόν  μετά  μεγάλου  κόπου,  ως  ο  Μωϋσής,  όστις  «τον  αόρατον  ως  ορών 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 155 ‐
 

εκαρτέρησεν»  (Εβρ. ια’ 27).  Άλλοτε  πάλιν  αύτη  πληρούται  ησύχου  και  ειρηνικής 


χαράς έχουσα την συνείδησιν ότι ευρίσκεται εις χείρας του Αγίου Φύλακος. 
Ο άνθρωπος‐υπόστασις δεν γνωρίζει μοναξίαν, έτι και διότι, εν οιαδήποτε 
ερήμω  και  εάν  ευρίσκηται,  προσεύχεται  υπέρ  όλου  του  κόσμου,  είτε  ο  κόσμος 
ούτος πάσχει, είτε ευτυχεί. 
[//305] Δι’ ευχών του Οσίου Πατρός μου Σιλουανού, ο Χριστός εφανέρωσε και 
εις εμέ, έστω και «εκ μέρους» το μυστήριον του προσώπου‐υποστάσεως. Διήλθον 
μακροχρόνιον περίοδον απεγνωσμένης προσευχής. Ο Κύριος δεν εβδελύχθη εμέ, 
και  εν  ελέει  συγκατέβη  εισέτι  μέχρις  εμού.  Κατ’  αρχήν  ενήργει  επ’  εμέ  ο 
ευαγγελικός  Αυτού  λόγος.  Ο  λόγος  ούτος,  ο  εκ  του  Πατρός  εκπορευόμενος  (βλ. 
Ιωάν.  ζ’  16‐17,  ιζ’  14,  17),  δια  των  ριζών  αυτού  εισεχώρει  εις  την  καρδίαν  μου 
διαρρηγνύων τους πεπωρωμένους ιστούς αυτής. Εν οδύναις εγεννάτο η νέα ζωή 
μου.  Κατά  τον  πρώτον  καιρόν  ήμην  μόνος,  εκτός  της  Εκκλησίας  εισέτι.  Ουδέν 
εγνώριζον  τότε,  αλλ’  αόρατον  πυρ  κατέφλεγεν  εμέ  και  η  ψυχή  μου  εν  μεγάλη 
θλίψει  εστρέφετο  προς  τον  «Δυνάμενον  σώσαι  με».  Είς  τι  μέρος  εντός  μου 
διετηρείτο  αμυδρά  ελπίς,  ήτις  υπερενίκησε  τον  φόβον  όπως  εισέλθω  εις  την 
επίπονον οδόν. Ο πόνος ούτος, περί του οποίου προσπαθώ να ομιλήσω, είναι δι’ 
εμέ  ιερός.  Παράδοξον  θαύμα!  Η  οδύνη  αύτη  της  καρδίας  μου  εις  τινας  στιγμάς 
συνήρπαζε  μετ’  ενθουσιασμού  το  πνεύμα  μου.  Εθαύμαζον  πως  ο  Θεός 
εδημιούργησε  την  φύσιν  μου  ικανήν  να  υπομείνη  παθήματα,  δι’  ων 
απεκαλύπτοντο  εις  εμέ  τα  άγνωστα  πρότερον  βάθη  της  προσευχής.  Υπήρχον 
στιγμαί  κατά  τας  οποίας  πιεζόμενος  υπό  δυνατού  πόνου,  μεθ’  ησύχου  φωνής 
αλλά  και  μετά  θάμβους,  «έκραζον»:  «Δόξα  Σοι,  πάνσοφε  Δημιουργέ  …».  Η 
προσευχή ωδήγει εμέ πέραν της στενής φυλακής του κόσμου και το πνεύμα μου 
έζη εν τη ελευθερία της απειρότητος του Θεού μου. Άνευ των παθημάτων τούτων 
ουδέποτε  θα  ηδυνάμην  να  εννοήσω  περί  ποίας  αγάπης  ωμίλει  ο  Κύριος,  όταν 
έλεγεν: «Έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν Εμοί ουκ έχει ουδέν· αλλ’ ίνα γνω ο 
κόσμος ότι αγαπώ τον Πατέρα, και καθώς ενετείλατό Μοι ο Πατήρ, ούτω ποιώ» 
(Ιωάν. ιδ’ 30‐31). 
[//306] Εάν η αγάπη την οποίαν εντέλλεται το Ευαγγέλιον, ήτο φυσική εν τη 
καταστάσει  της  πτώσεως  ημών,  τότε  θα  ήτο  περιττή  η  κλήσις:  «Αγαπήσεις 
Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη 
διανοία σου … αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ’ 37‐39). Όταν 
όμως η αγάπη εκείνη εγγίση την καρδίαν, τότε το πνεύμα ημών βλέπει τον Θεόν 
εν  Φωτί  και  ζη  δι’  Αυτού  και  εν  Αυτώ.  Ο  Θεός  υπερβαίνει  πάσαν  ανθρωπίνην 
διάνοιαν.  Ουδεμία  αφηρημένη  έννοια  προσιδιάζει  εις  Αυτόν.  Είναι  Ζων.  Η 
παντοδυναμία Αυτού είναι άμετρος· η αγάπη Αυτού ανεκδιήγητος. Η μετ’ Αυτού 
ζωή  είναι  πλούτος  άρρητος.  Όταν  ήμην  ζωγράφος,  δεν  εύρισκον  αληθινήν 
ικανοποίησιν,  διότι  τα  μέσα,  άτινα  διέθετον,  ήσαν  ανίσχυρα  να  αποδώσουν  το 
υπάρχον  εν  τη  φύσει  κάλλος.  Νυν  δε  πάντες  οι  λόγοι  μου  είναι  τελείως 
ανεπαρκείς προς έκφρασιν του θάμβους μου ενώπιον του Θεού. 
Να είναι τις τυφλός είναι μεγάλη στέρησις. Δεν υπάρχει όμως μεγαλυτέρα 
συμφορά και βαθυτέρα οδύνη της αγνοίας του Θεού. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 156 ‐
 

Εάν  ο  «άνθρωπος  Χριστός  Ιησούς»  (Α’  Τιμ.  β’  5),  ο  παραδούς  εαυτόν 
εκουσίως δια την λύτρωσιν πάντων, προσηύχετο προς τον Πατέρα: «Πάτερ Μου, 
ει  ου  δύναται  τούτο  το  ποτήριον  παρελθείν  απ’  Εμού,  εάν  μη  αυτό  πίω, 
γεννηθήτω  το  θέλημά  Σου»  (Ματθ.  κστ’  42),  τότε  τι  δυνάμεθα  να  είπωμεν  περί 
εαυτών  ημείς  οι  ολιγόψυχοι;  «Το  ποτήριον  τούτο»  ‐  ποίον  ποτήριον;  Τί  έβλεπεν 
Ούτος  εν  τη  προσευχή  Αυτού,  ώστε  να  εκφρασθή  δια  τοιούτου  τρόπου;  Δεν 
δυνάμεθα  να  προσεγγίσωμεν  το  βάθος  της  θεωρίας  του  Κυρίου.  Το  μυστήριον 
της  συνειδήσεως  Αυτού  εκ  μέρους  μόνον  αποκαλύπτεται  εις  τους  [//307]  πιστούς, 
όταν  δίδηται  εις  αυτούς  να  προσεγγίσουν  τα  απερίγραπτα  εκείνα  όρια.  Οι 
Πατέρες ημών, άνθρωποι εξαιρέτου ανδρείας, απομακρυνόμενοι εις τας ερήμους, 
εις άκραν απομόνωσιν εκ του κόσμου, εθρήνουν ουχί βεβαίως διότι εστερήθησαν 
τι  το  γήινον,  αλλ’  επειδή  ενώπιον  αυτών  διηνοίγοντο  συνταρακτικαί  άβυσσοι, 
περί  ών  είναι  αδύνατον  να  διηγηθή  τις  δια  της  κοινής  γλώσσης.  Όστις  διήλθε 
παρομοίας  καταστάσεις,  γνωρίζει  ότι  ωδηγήθη  μέρχι  των  εσχάτων  ορίων,  των 
προσιτών εις τον άνθρωπον. Και όμως τούτο δεν είναι εισέτι το τέλος: «Έτι άπαξ 
Εγώ  σείω  ου  μόνον  την  γην,  αλλά  και  τον  ουρανόν.  Το  δε  έτι  άπαξ  δηλοί  των 
σαλευομένων  την  μετάθεσιν,  ως  πεποιημένων,  ίνα  μείνη  τα  μη  σαλευόμενα» 
(Εβρ.  ιβ’  26‐27),  ως  τεθεωμένα.  Όταν  σκεπτώμεθα  περί  της  νέας  ταύτης 
δοκιμασίας  πάντων  των  «πεποιημένων  και  σαλευομένων»,  ουδόλως  δυνάμεθα 
να  είμεθα  βέβαιοι  περί  ημών  μέχρι  τέλους.  Η  συναίσθησις  του  κτιστού  και 
ευθραύστου  της  φύσεως  ημών  παραμένει  πάντοτε  μεθ’  ημών,  εκτός  εξαιρέτων 
στιγμών  της  συγκαταβάσεως  του  Φωτός  προς  ημάς,  οπότε  προγευόμεθα  της 
Βασιλείας του Αγίου Πατρός ημών (βλ. Ματθ. ιστ’ 28). 
Ως  βάσις  της  ασκήσεως  ημών  κείται  ο  πόθος  να  αποκτήσωμεν  την 
επηγγελμένην  αγάπην  του  Χριστού.  Όταν  το  Πνεύμα  της  αγάπης  του  Χριστού 
εισέλθη  εντός  ημών,  η  ψυχή  διψά  την  σωτηρίαν  πάντων  των  ανθρώπων.  Μετά 
τρόμου  διαπιστοί  ότι  ουχί  πάντες  επιθυμούν  δι’  εαυτούς  εκείνο  περί  του  οποίου 
αύτη  δέεται  προσευχομένη  υπέρ  αυτών.  Έτι  πλέον  συναντώμεν  εις  αυτούς 
άρνησιν,  εισέτι  δε  και  έχθραν.  Και  πως  είναι  δυνατόν  να  σωθή  ο  άνθρωπος 
ευρισκόμενος  εν  τοιαύτη  διαστροφή;  Ζώμεν  εις  εποχήν  κατά  την  οποίαν,  ένεκα 
[//308]  των  γεγονότων  του  αιώνος  ημών,  η  τραγωδία  της  πτώσεως  καθίσταται 
οφθαλμοφανής.  Ιδού,  νυν  η  σκέψις  μου  στρέφεται  προς  εμέ  τον  ίδιον.  Και  τί 
λοιπόν  βλέπω;  Πλέον  του  ημίσεος  αιώνος  προσηυχόμην  ενίοτε  μέχρι  βαθέος 
θρήνου,  κατά  καιρούς  δε  μέχρι  παραφροσύνης  εκ  της  απογνώσεως,  υπέρ  της 
ειρήνης  του  κόσμου  παντός  και  της  σωτηρίας,  ει  δυνατόν,  πάντων.  Και  έως  της 
ημέρας  ταύτης  του  γήρατος  μου  το  κακόν  ορθούται  ενώπιόν  μου  δια  συνεχώς 
αυξανομένης  δυνάμεως.  Το  τέλος  της  επιγείου  ιστορίας  της  ανθρωπότητος 
γίνεται  «επιστημονικώς»  καταληπτόν.  Αύριον  ίσως  θα  είναι  και  τεχνολογικώς 
πλέον  εφικτόν.  Ο  κατά  οικτρόν  τρόπον  παράλογος  χαρακτήρ  των  συγχρόνων 
γεγονότων  οδηγεί  ημάς  εις  βαθείαν  απορίαν.  Αναζητούμεν  απάντησιν  εν  τω 
λόγω  του  Θεού,  και  μεταξύ  άλλων  ευρίσκομεν  τα  ακόλουθα:  «Όταν  ακούσητε 
πολέμους  και  ακαταστασίας,  μη  πτοηθείτε·  δει  γαρ  ταύτα  γενέσθαι  …  επί  της 
γης  συνοχή  εθνών  …  αποψυχόντων  ανθρώπων  από  φόβου  και  προσδοκίας  των 
επερχομένων  τη  οικουμένη·  αι  γαρ  δυνάμεις  των  ουρανών  σαλευθήσονται  … 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 157 ‐
 

αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι 
εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (βλ. Λουκ. κα’ 9‐28). Και αλλαχού πάλιν: «Έτι άπαξ 
Εγώ σείω ου μόνον την γην, αλλά και τον ουρανόν» (Εβρ. ιβ’ 26). Ούτως, δι’ όλων 
τούτων  ο  Κύριος  καλεί  ημάς  εις  μεγαλειώδη  μάχην  δια  την  κατάκτησιν  της 
«ασαλεύτου  Βασιλείας».  Είναι  προφανές  ότι  το  τοιούτον  Ευαγγέλιον  εδόθη  εις 
ημάς  ουχί  «παρά  ανθρώπου»,  και  κατά  τας  διαστάσεις  αυτού  «ουκ  εστι  κατά 
άνθρωπον» (Γαλ. α’ 11‐12). 
Τί λοιπόν να πράξωμεν, εάν ούτως έχουν τα πράγματα; Να απελπισθώμεν 
και  να  εκπέσωμεν  του  «αιωνίου  Ευαγγελίου»  (Αποκ.  ιδ’  6);  Και  εάν  εκπέσωμεν, 
τότε  [//309]  τι  άλλο  θα  ικανοποιήση  ημάς  εν  όλη  τη  κτίσει;  Αληθώς,  ουδέν  όντως 
υπάρχει, όπερ θα ηδύνατο να χωρίση ημάς απ’ Αυτού, όσον βαρύς και εάν είναι ο 
αγών ημών (βλ. Ρωμ. η’ 35‐39). Διήνοιξε τους οφθαλμούς ημών προς το άπειρον 
και  είναι  αδύνατον  πλέον  να  κλείσωμεν  αυτούς  εκ  νέου  και  να  προτιμήσωμεν 
την τυφλότητα των αρτιγεννήτων: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 
ιστ’ 33), είπεν ο Κύριος. 
Ιδού,  ιστάμεθα  προ  του  Ζώντος  Απολύτου.  Ακριβώς  αυτό  και  μόνον  αυτό 
αναζητούμεν. 
Εν  τω  κόσμω  τούτω  η  ζώσα  πείρα  της  υποστάσεως  σπανίως  δίδεται  εις 
τους ανθρώπους: Έρχεται δια της χριστομιμήτου προσευχής υπέρ του σύμπαντος 
κόσμου, ως και υπέρ ημών αυτών, συμφώνως προς την εντολήν: «Αγαπήσεις τον 
πλησίον  σου  ως  σεαυτόν»  (Ματθ.  κβ’  39).  Οδηγούμενος  ο  άνθρωπος  δια  της 
ενεργείας  του  Αγίου  Πνεύματος  εις  τοιαύτην  προσευχήν  ζη  υπαρκτικώς  το 
μυστήριον  της  Τριαδικής  Μονάδος.  Εν  τοιαύτη  προσευχή  βιούται  το  ομοούσιον 
του  ανθρωπίνου  γένους.  Δι’  αυτής  αποκαλύπτεται  εις  ημάς  το  οντολογικόν 
νόημα της «δευτέρας εντολής». Όλος ο Αδάμ γίνεται είς Άνθρωπος‐Ανθρωπότης. 
Παν  ότι  είναι  κατώτερον  τούτου,  είναι  κατώτερον  και  της  ευαγγελικής 
εντολής. Ευλόγως θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι η εν ταις εντολαίς του Χριστού 
ενυπάρχουσα  πραγματικότης  δεν  εξεπληρώθη  εν  τω  ιστορικώ  Χριστιανισμώ  εις 
τας  αληθινάς  αυτής  διαστάσεις.  Εν  τη  οντολογική  αυτού  αξία  ο  Χριστιανισμός 
υπερβαίνει  αμέτρως  την  σύνεσιν  εκείνων,  οίτινες  εκ  ραθυμίας  δεν  θέλουν  να 
αποκτήσουν την αγίαν θεογνωσίαν, ήτις και είναι η αιώνιος ζωή (βλ. Ιωάν. ιζ’ 3). 
[//310] Οι άνθρωποι αναζητούν την αλήθειαν. Πολλοί αγαπούν τον Χριστόν, 
αλλά  συχνάκις  επιχειρούν  να  υποβιβάσουν  το  Ευαγγέλιον  εις  το  επίπεδον  της 
ηθικής διδασκαλίας. Επιλανθάνονται ούτοι της διδαχής του Χριστού, ότι μόνον οι 
τηρούντες  τον  λόγον  Αυτού  γνωρίζουν  πόθεν  αύτη  προέρχεται:  εξ  ανθρώπου 
άρα γε ή εκ του Ουρανίου Πατρός (βλ. Ιωάν. ζ’ 17); Ίνα πληρωθώμεν αληθώς εκ 
της  θεοποιού  δυνάμεως  του  Ευαγγελικού  λόγου,  είναι  ανάγκη  να  μοχθήσωμεν 
έτι  μάλλον  ή  δια  την  επίτευξιν  πρακτικών  ή  επιστημονικών  γνώσεων.  Ούτε  η 
ανάγνωσις  πλήθους  βιβλίων,  ούτε  η  εξοικείωσις  μετά  της  ιστορίας  του 
Χριστιανισμού  και  των  άλλων  θρησκειών,  ούτε  η  μελέτη  των  διαφόρων 
θεολογικών  συστημάτων  και  τα  όμοια,  θα  οδηγήσουν  ημάς  εις  τον 
επιδιωκόμενον σκοπόν: την σωτηρίαν δια της επιγνώσεως  «του μόνου αληθινού 
Θεού»,  και  του  αποσταλέντος  υπ’  Αυτού  Ιησού  Χριστού  (πρβλ.  Ιωάν.  ιζ’  3).  Η 
μακραίων  πείρα  της  ακαδημαϊκής  θεολογίας  απέδειξε  μετά  πειστικότητος  ότι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 158 ‐
 

είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής 
θεολογίας  και  μη  έχων  ζώσαν  πίστιν,  τουτέστιν  αγνοών  πλήρως  τον  Θεόν.  Εν 
τοιαύταις περιπτώσεσιν η θεολογία αποβαίνει διανοητική ενασχόλησις, ως και η 
νομική  επιστήμη.  Ως  αύτη  διαφέρει  εις  εκάστην  χώραν,  ούτω  και  η  θεολογία 
διαφοροποιείται εν τω πλήθει των διηρημένων ομολογιών». 
Η γνώσις ημών είναι αποτέλεσμα της Άνωθεν Αποκαλύψεως: «Εν αρχή ήν 
ο  Λόγος  …  και  Θεός  ήν  ο  Λόγος»  (Ιωάν.  α’  1).  Δια  πολλούς  εκπροσώπους  της 
συγχρόνου επιστήμης «εν αρχή» ήτο το άτομον του υδρογόνου, και εξ αυτού δια 
της  πορείας  της  εξελίξεως,  [//311]  μετά  πάροδον  δισεκατομμυρίων  ετών, 
ενεφανίσθη  το  σύμπαν.  Η  επιστήμη  δεν  έθεσεν  ενώπιον  αυτής  εισέτι  το 
ερώτημα: Τί άρα γε υπήρχε προ της εμφανίσεως του κόσμου; Ποίος προετοίμασε 
μετά  τοιαύτης  ασυλλήπτου  δημιουργικής  σοφίας  το  τοσούτον  καταπληκτικόν 
«big bang»; Τί είναι κατ’ ουσίαν ο χρόνος και το διάστημα μετά των γαλαξιών και 
των  άλλων  ουρανίων  συστημάτων;  Φαίνεται  εις  ημάς  παράλογος  η  ιδέα  ότι  εκ 
«τυχαίων»  συνδυασμών,  απροσδοκήτων  εισέτι  και  δι’  αυτό  το  πρώτον  άτομον, 
ηδύνατο  να  προκύψη  η  ανθρωπίνη  σκέψις  μετά  της  αναζητήσεως  της  «πρώτης 
αρχής».  Είναι  απαράδεκτος  η  ιδέα  ότι  το  άτομον  του  υδρογόνου  αποτελεί  το 
πρωταρχικόν  όντως  όν.  Εν  καταστάσει  υψίστης  δεκτικότητος  ελάβομεν  την 
πληροφορίαν  περί  ενός  ιδιαιτέρας  τάξεως  Είναι,  το  οποίον  δι’  Εαυτό  ουδεμίαν 
έχει  εξωτερικήν  αιτίαν,  αρχήν  ή  τέλος.  Είναι  αδύνατον  δι’  ιδίων  δυνάμεων  να 
φανερώσωμεν μετ’ αξιοπιστίας τον βαθύν χαρακτήρα του Είναι τούτου. Έχομεν 
όμως  έμφυτον  την  ορμήν  προς  Αυτό.  Και  εις  το  ερώτημα:  «Τί  εστι  το  Είναι;» 
ελάβομεν  την  απάντησιν:  «Εγώ  ειμί  ο  Ών».  Ουχί  «τί»,  αλλά  «τίς».  Και  ο  «Τίς» 
ούτος έρχεται εις κοινωνίαν ζώσαν και αισθητήν μεθ’ ημών. 
Το  Υποστατικόν  τούτο  Είναι,  το  ευρισκόμενον  πέραν  παντός  περιορισμού 
και  ρυθμίζον  καθ’  Εαυτό  τα  πάντα,  είναι  ο  Αίτιος  της  ελεύσεως  ημών  εις  τον 
κόσμον.  Η  Αποκάλυψις  ότι  το  Είναι  τούτο  είναι  υποστατικόν  μαρτυρεί 
οφθαλμοφανώς  ότι  η  περί  Αυτού  γνώσις,  μάλλον  η  γνώσις  Αυτού,  δύναται  να 
δοθή  μόνον  μέσω  προσωπικής  κοινωνίας  Αυτού  μεθ’  ημών,  ως  προσώπων.  Εις 
στιγμάς ζώσης κοινωνίας μετ’ Αυτού ο Ίδιος μεταδίδει εις ημάς την γνώσιν περί 
Εαυτού αποκαλυπτόμενος εν ημίν μέσω των ενεργειών Αυτού. 
[//312]  Και  πάλιν  δεν  είναι  περιττόν  να  επαναλάβωμεν  ότι  η  γνώσις  ημών 
περί  του  ανάρχου  Απολύτου,  του  αποκαλυφθέντος  εις  ημάς  ως  Υποστατικού 
Όντος,  φέρει  χαρακτήρα  προσωπικόν,  οντολογικόν,  και  ουχί  αφηρημένον.  Θα 
επιχειρήσωμεν να εκφράσωμεν τούτο δι’ άλλης ορολογίας. Εν τη συνήθει πορεία 
της  σκέψεως  σχετικώς  προς  την  γνώσιν,  διακρίνομεν  το  γνωρίζον  υποκείμενον 
και  το  γνωριζόμενον  αντικείμενον.  Εν  τη  ημετέρα  όμως  αντιλήψει  περί  της 
γνώσεως  του  Θεού  καταργείται  η  πορεία  της  αντικειμενοποιήσεως  του 
γνωριζομένου, διότι Ούτος γνωρίζεται πάντοτε «εν τω συνδέσμω της αγάπης», εν 
τη καταστάσει της καθαράς προσευχής. Η κτιστή ημών υπόστασις εισάγεται δια 
του  Αγίου  Πνεύματος  εις  την  σφαίραν  του  ακτίστου  Θείου  Είναι  κατά  τοιούτον 
τρόπον, ώστε να αισθανώμεθα εν ημίν τον Θεόν ως την ζωήν ημών. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 159 ‐
 

Εις  τούτο  έγκειται  η  βασική  διαφορά  μεταξύ  επιστημονικής  και 


πνευματικής  γνώσεως.  Η  τελευταία  αύτη  κατανοείται  ως  κοινωνία  εν  τη 
υπάρξει, ως ένωσις εν αυτώ τω είναι. 
Η καθαρά προσευχή είναι η ασφαλεστέρα οδός προς την γνώσιν του Θεού. 
Ο  ούτω  προσευχόμενος  απεκδύεται  πάσας  τας  εξωτερικάς  γνώσεις  και  τας 
εμπαθείς εικόνας, ώστε, κλίνας ενώπιον Εκείνου Όστις είναι η Αρχή του παντός 
να  λάβη  την  εξ  Αυτού  εκπορευομένην  ζωήν.  Άνευ  λόγων,  «στεναγμοίς 
αλαλήτοις»  (Ρωμ.  η’  26),  εκδυσωπεί  τον  άγνωστον  εισέτι  Θεόν  να  σώση  αυτόν 
όπερ  εν  τελευταία  αναλύσει  σημαίνει  να  δεχθή  το  πνεύμα  αυτού  εις  αιώνιον 
παραμονήν μετ’ Αυτού. Η δέησις αυτού ενούται μετά του μακραίωνος στεναγμού 
πάσης της κτίσεως. Αι κραυγαί αυτού συμβάλλουν [//313] εις τον ενιαίον χορόν της 
οικουμένης, ήτις ικετεύει δια την σωτηρίαν. Η προσευχή αύτη είναι ανέκφραστος, 
απερίγραπτος.  Δεν  ενσαρκούται  δια  των  λόγων  ημών.  Η  οδύνη  επί  της  οποίας 
θεμελιούται είναι βαθυτέρα παντός στεναγμού. 
Ακατάσχετος  εν  τοις  ορίοις  της  επιγείου  υπάρξεως  είναι  η  δίψα  προς 
γνώσιν.  Το  κατ’  αρχήν  ασαφές  νόημα  της  προσευχής  ταύτης,  εις  ώραν  την 
οποίαν  γνωρίζει  μόνον  ο  Θεός,  μεταβάλλεται  εις  χαροποιόν  συνείδησιν  της 
κλήσεως Αυτού. Ο Ίδιος δια της δυνάμεως Αυτού ελκύει ημάς εις ανάβασιν προς 
Αυτόν.  Η  θαυμαστή  αύτη  άνοδος,  παρά  την  οδυνηράν  έντασιν  της  υπάρξεως 
ημών, βιούται ως μακάριον «περισσόν» Νέας Ζωής εκχεομένης εφ’ ημάς. Όταν το 
πνεύμα ημών γίνηται όλον προσευχή, αξιούται να αισθανθή εναργώς την πνοήν 
της Θείας αιωνιότητος. Δια μεγάλης οδύνης μετανοίας αναγεννάται ο άνθρωπος 
δια της «ασάλευτον βασιλείαν». Και δια το γεγονός τούτο «χαρά γίνεται ενώπιον 
των αγγέλων του Θεού» εν ουρανοίς (Λουκ. ιε’ 10). 
Ο  Θεός  αποκαλύπτει  το  Όνομα  Αυτού:  «Εγώ  ειμι  ο  Ών».  Δια  τον 
άνθρωπον,  την  εικόνα  του  Υψίστου,  η  λέξις  αύτη  εγώ  είναι  μία  των 
πολυτιμοτέρων,  διότι  μαρτυρεί  την  αρχήν  της  υποστάσεως  εν  ημίν.  Έξω  της 
αρχής ταύτης τα πάντα αποβαίνουν παράλογα, μη όντα (ανύπαρκτα), διότι ο Ών 
είναι  αφεύκτως  «εγώ».  Έκαστος  εξ  ημών  ας  φυλάξη  την  υποστατικήν  αυτού 
αξίαν:  Εν  αυτή  και  μόνον  εν  αυτή  ο  πλούτος  και  το  κάλλος  του  είναι  ημών.  Εν 
τοις πλαισίοις της δεδομένης εις ημάς ιστορικής υπάρξεως ουδόλως είναι εύκολος 
ο  αγών  προς  πραγμάτωσιν  του  περί  ημών  υψηλού  σχεδίου  του  Δημιουργού  και 
Θεού  ημών.  Ο  Κύριος  εδωρήσατο  εις  [//314]  ημάς  το  φως  της  αποκαλύψεως  της 
Υποστάσεως,  ημείς  όμως  εγεννήθημεν  και  αφέθημεν  να  ζώμεν  εντός  της 
αμόρφου μάζης των ατόμων, ίδιον των οποίων είναι ο εγωϊσμός και η φιλαυτία. 
Εις  το  πρόσωπον‐υπόστασις  όμως  εδόθη  να  περιβάλη  πάσαν  την  κτίσιν  δια  της 
φλογός της αγάπης του Χριστού. Συνδεόμεθα μετά του κόσμου τούτου, ως είναι 
εν τη πτώσει αυτού, και ταυτοχρόνως έχομεν ανάγκην να παλαίσωμεν δια την εν 
Θεώ  ελευθερίαν  ημών.  Ο  σύγχρονος  πολιτισμός  έχει  ατομικιστικόν  χαρακτήρα. 
Ο ατομικισμός καλλιεργείται εις τους ανθρώπους καθ’ όλας τας εμπαθείς αυτού 
εκδηλώσεις.  Εμφανέστερον  διαπιστούται  τούτο  εις  τον  τομέα  της  τέχνης. 
Δοξάζονται  αι  μεγαλοφυίαι,  οι  πρωτότυποι  δημιουργοί  του  ενός  ή  του  άλλου 
έργου. Εν άλλας λέξεσι, εκτιμάται η πρωτοτυπία, ή ατομικότης του καλλιτέχνου. 
Η  κοινωνία  ημών  οικοδομείται  επί  τη  βάσει  της  αρχής  ταύτης.  Η  μαζοποίησις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 160 ‐
 

των  ατόμων  είναι  κατ’  ουσίαν  κατάστασις  πτώσεως,  συνοδευομένη  υπό  του 
τραγικού  αυτής  αδιεξόδου.  Η  καλλιέργεια  της  πτώσεως  οδηγεί  εις  την 
αποξένωσιν  από  του  Θεού.  Ο  άνθρωπος  υποβιβάζεται  δια  της  εν  αυτώ 
αμαυρώσεως  της  εικόνος  του  Θεού.  Αντιθέτως  προς  τούτο,  η  σύναξις  των 
υποστάσεων  είναι  «το  άλας  της  γης  και  το  Φως  του  κόσμου».  Τούτο 
πραγματοποιείται εν τη Εκκλησία του Χριστού, μετ’ ιδιαιτέρας δε δυνάμεως εν τη 
λειτουργική  πράξει.  Εκεί  ακριβώς  φανερούται  η  αληθινή  εικών  της  Αγίας 
Τριάδος. Δι’ όλου του περιεχομένου της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργός καλείται, 
εν τω πνεύματι της εν Γεθσημανή προσευχής του Χριστού, να προσφέρη εις τον 
Θεόν λατρείαν αρμόζουσαν εις την υπόστασιν. 
Η  Υπόστασις  εν  τω  Θείω  Είναι  δεν  νοείται  ως  στατική  [//315]  τις  αρχή 
εγκεκλεισμένη εν εαυτή. Τούτο θα ήτο δυνατόν εν τη προοπτική του ενοθεϊσμού 
του  Ισλάμ,  έτι  δε  και  εν  τοις  ορίοις  της  Παλαιάς  Διαθήκης,  αλλ’  ουδόλως  εν  τη 
αποκαλυφθείση  εις  ημάς  Τριάδι,  Ήτις  είναι  Όν  άκρως  δυναμικόν.  Την 
δυναμικότητα ταύτην εδιδάχθημεν να βλέπωμεν εν τη Αγάπη, ήτις αποτελεί την 
βαθυτέραν  έκφρασιν  του  Γεγονότος  του  αιωνίου  αυτοπροσδιορισμού  των 
Υποστάσεων  της  Αγίας  Τριάδος.  Δεν  λέγομεν  ότι  η  Αγάπη  είναι  η  Ουσία  της 
θεότητος, αλλ’ ότι εκφράζει ταύτην πλείον οιουδήποτε άλλου (βλ. Α’ Ιωάν. δ’ 8). 
Η  Ουσία  είναι  αμέθεκτος  υπό  των  κτισμάτων,  και  ως  εκ  τούτου  παραμένει 
αιωνίως  άγνωστος.  Παν  ό,τι  δεν  κοινωνείται,  δεν  γνωρίζεται  υπό  των  λογικών 
κτισμάτων.  Η  ενέργεια  όμως  της  Θείας  Αγάπης  εκχέεται  εις  τα  κατ’  εικόνα 
κτίσματα, και η απόκτησις αυτής εδόθη εις ημάς ως εντολή. 
Εν  τω  Θείω  Είναι  ο  παράγων  ο  αποκαλύπτων  την  Ουσίαν  ονομάζεται 
Ενέργεια.  Η  μετοχή  εις  την  άκτιστον  Ενέργειαν  πραγματοποιεί  την  ομοίωσιν 
ημών  προς  τον  Δημιουργόν,  θεοποιεί  ημάς.  Η  Αγάπη,  ως  άναρχος  και 
αμετάθετος  ζωή  του  Τριαδικού  Θεού  δια  της  ενοικήσεως  αυτής  εν  ημίν,  δεν 
καθιστά  ημάς  μόνον  αθανάτους,  υπό  την  έννοιαν  ότι  η  ύπαρξις  ημών  θα 
παρατείνηται  εις  τους  αιώνας,  αλλά  και  «ανάρχους»,  διότι  και  η  ενδοτριαδική 
Αγάπη  είναι  καθ’  εαυτήν  άναρχος.  Το  άκτιστον  Φως,  συγκαταβαίνον  εις  τον 
άνθρωπον,  δίδει  εις  αυτόν  την  ζώσαν  πείραν  της  Αγάπης  ταύτης.  Η  ενέργεια 
αυτής  υπερνικά  τον  πλήξαντα  ημάς  θάνατον  και  βιούται  ως  εκ  νεκρών 
ανάστασις  εις  νέαν,  άναρχον  πλέον  ζωήν.  Τότε  αίρεται  η  αίσθησις  της  γηΐνης 
προελεύσεως ημών. 
Η  εμπειρία  αύτη,  εν  τούτοις  είναι  μόνον  η  πρόγευσις  [//316]  της 
υπεσχημένης  θεώσεως,  κλήσις  εμπνέουσα  εις  αγώνα,  ουχί  όμως  τετελειωμένη 
κατάστασις θεώσεως. Η δωρεά αύτη της χάριτος πλουτεί ημάς δια της γνώσεως 
εκείνων,  «ά  ητοίμασεν  ο  Θεός  τοις  αγαπώσιν  Αυτόν»  (Α’  Κορ.  β’  9),  αλλά  δεν 
είναι  εισέτι  πλήρως  κτήμα  ημών, και ως εκ τούτου δύναται να αρθή ως  «άδικος 
μαμωνάς»  (βλ.  Λουκ.  ιστ’  11‐12).  Και  ο  επιμελής  εισέτι  ασκητής  δεν  παραμένει 
πάντοτε  εν  ίση  εντάσει  χάριτος.  Μετά  περίοδον  επισκέψεων  αυτής  δύναται  η 
χάρις αύτη να μειωθή, και τότε εκ νέου σκιά τις καλύπτει ημάς. 
Η γνώσις όμως διατηρείται εν τη ψυχή ως ανάμνησις. 
Διακρίνοντες  εν  τη  αποκαλυφθείση  ημίν  Θεότητι  Υποστατικήν  αρχήν, 
Ουσίαν,  Ενέργειαν,  ουδόλως  εννοούμεν  ότι  η  Θεότης  συνίσταται  εκ  διαφόρων 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 161 ‐
 

στοιχείων.  Το  Θείον  Όν  είναι  ο  Ζων  Θεός  και  ουχί  η  αφηρημένη  φιλοσοφική 
έννοια του «καθαρού είναι». Είναι ο Ζων Θεός, διότι είναι Υποστατικός. Και κατ’ 
ουσίαν  ζη  η  Αρχή  αύτη,  τουτέστιν  η  Υπόστασις.  Αύτη  δεν  είναι  αφηρημένη  τις 
ιδέα. Ουχί. Έχει δε Ιδίαν Φύσιν και Ιδίαν Ενέργειαν. Και τούτο είναι το όντως Όν. 
Την  Ουσίαν  ή  Φύσιν  δεν  εκλαμβάνομεν  ως  αντικειμενικόν  παράγοντα  εν  τη 
Θεότητι.  Εάν  ενίοτε  ομιλώμεν  περί  αυτής  της  πλευράς  του  Θείου  Είναι,  ως  να 
επρόκειτο  περί  αντικειμενικής  πραγματικότητος,  πράττομεν  τούτο  κυρίως  υπό 
την έννοιαν ότι η Ουσία και η Ενέργεια, ως Θεία Ζωή εν τη απολυτω πληρότητι 
αυτής είναι το περιεχόμενον ουχί μιας μόνον Υποστάσεως της Τριάδος, αλλά και 
των Τριών κατά το αυτό μέτρον. 
Εν τω Θεώ μεταξύ της Υποστατικής Αρχής και της Ουσίας υπάρχει τελεία 
ταύτησις. Η Ουσία εγκλείεται  [//317] εν ταις Υποστάσεσιν. Ουδεμίαν έχει ύπαρξιν 
«κεχωρισμένην»  εκ  των  Υποστάσεων  ή  εκτός  Αυτών.  Εν  τω  Θείω  Είναι  –άκρως 
υποστατικώ– ο αυτοπροσδιορισμός των Θείων Υποστάσεων προέρχεται εξ αυτών 
των  ιδίων  των  Υποστάσεων  και  κατ’  ουδένα  τρόπον  προκαθορίζεται  ή 
επιβάλλεται υπό της Ουσίας. 
Εν  τη  κτιστή  ημών  ζωή  βλέπομεν  όντως  ότι  η  φύσις  ημών  δεν  ταυτίζεται 
εισέτι  πλήρως  μετά  της  υποστατικής  αρχής.  Έτι  πλέον  ημείς,  ως  πρόσωπα‐
υποστάσεις, ευρισκόμεθα εν οξεία αντιφάσει προς τινας εκδηλώσεις της φύσεως 
ημών.  Γεννώμεθα  ως  υποστάσεις  μόνον  εν  δυνάμει.  Όταν  η  υποστατική  αύτη 
αρχή αναπτυχθή εν ημίν μέχρι βαθμού τινος, άρχεται η σύγκρουσις μεταξύ της 
υποστάσεως  εν  τω  ελευθέρω  αυτοπροσδιορισμώ  αυτής  και  των  τάσεων  της 
εκπτώτου  φύσεως  ημών.  Η  φύσις  δεν  είναι  πλήρως  ενυπόστατος,  και  όμως 
δυνάμεθα  να  ομιλώμεν  περί  της  σχετικής  αυτής  αντικειμενικότητος.  Ουδέποτε 
αύτη εκδηλούται έξω των συγκεκριμένων ατόμων. 
Τον  εν  ημίν  διχασμόν  μεταξύ  φύσεως  και  υποστάσεως  δεν  ανάγομεν  εις 
τον  Θεόν.  Εν  τη  εσχάτη  ημών  τελειώσει  πρέπει  να  επέλθη  πλήρης  ταυτότης 
φύσεως και προσώπου, άλλως θα ήτο αδύνατος η θέωσις ημών εν τη ακεραιότητι 
του είναι ημών. Πιστεύομεν ότι ο Κύριος ανελήφθη εις τον ουρανόν μη χωρισθείς 
από  της  ανθρωπίνης  Αυτού  φύσεως.  Εν  τη  αιωνιότητι  υπάρχει  Ούτος  εν  δυσί 
φύσεσιν  ατρέπτως,  αλλ’  είναι  είς  Κύριος  εν  τη  αρμονική  ενώσει  των  δύο  Αυτού 
φύσεων. Ούτως οφείλει να συμβή και εις ημάς: Μετά θάνατον θα διατηρήσωμεν 
την φύσιν ημών, η δε χάρις του Θεού θα ενωθή μεθ’ ημών τοσούτον στενώς, ώστε 
και ημείς ωσαύτως θα έχωμεν εν τη αιωνία ημών ζωή ακεραίαν αρμονίαν. 
[//318]  «Εγώ  ειμι  ο  Ών».  Το  Εγώ  τούτο  συνιστά  το  ουσιώδες  Είναι.  Οι 
προφήται  (Ησαΐας  και  Ιερεμίας)  εξέφρασαν  τούτο  δια  θαυμαστού  τρόπου:  «Ζω 
Εγώ,  λέγει  Κύριος»  (Ησ.  μθ’  18,  Ιερ.  κβ’  24,  μστ’  18).  Και  ο  Απόστολος  Παύλος 
επανέλαβε  το  αυτό  (Ρωμ.  ιδ’  11).  Το  παν  έγκειται  εις  αυτό  το  Εγώ.  Και  ημείς 
έχομεν  την  επαγγελίαν  της  υποστατικής  αιωνιότητος:  «Εγώ  ζω  και  υμείς 
ζήσεσθε» (ως πρόσωπα: Πέτρος, Ιωάννης, Ανδρέας), είπεν ο Κύριος (Ιωάν. ιδ’ 19). 
Μετά  την  έξοδον  ημών  εκ  της  ζωής  ταύτης,  το  υποστατικόν  ημών  πνεύμα  θα 
διαφυλαχθή  ακριβώς  ως  τοιούτον  και  δεν  θα  διαλυθή  εις  το  υπέρ‐προσωπικόν 
απόλυτον, ως η σταγών εις τον ωκεανόν, ή ως η αναπνοή ημών ενούται μετά της 
ατμοσφαίρας και διαλύεται εν αυτή. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 162 ‐
 

Ο Θεός έκτισε την φύσιν ημών, και ως εκ τούτου Ούτος μόνον γνωρίζει τα 
όρια  των  δυνατοτήτων  αυτής.  Εκάστη  υπόστασις  τίθεται  εντός  ενός  δεδομένου 
φυσικού  περιβάλλοντος,  αλλ’  ημείς  δεν  γνωρίζομεν  αυτό,  ως  θα  έπρεπε.  Τούτο 
βαθμηδόν  αποκαλύπτεται  εις  ημάς,  αποβαίνον  περιεχόμενον  της  υποστάσεως, 
ήτις  εκλήθη  προς  ολοκληρωτικήν  κατοχήν  της  φύσεως  αυτής.  Εν  τη  εσχάτη 
αυτής  τελειώσει  η  κτιστή  υπόστασις  θα  φέρη  ωσαύτως  άπαν  το  πλήρωμα  της 
φύσεως  ταύτης,  την  οποίαν  ο  Δημιουργός  συνέλαβεν  ικανήν  να  περιλάβη  το 
πλήρωμα  του  θεανθρωπίνου  είναι.  Ο  Χριστός,  Όστις  είναι  και  το  μέτρον  του 
ανθρώπου, εφανέρωσε τούτο εν τη αναλήψει Αυτού. Και εν Αυτώ εισέτι η κτιστή 
φύσις  δεν  μετετράπη  εις  την  άναρχον  Ουσίαν  της  Θεότητος,  αλλά  προσέλαβεν 
αμείωτον το πλήρωμα της Θεότητος εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εν τη Υποστάσει 
του Χριστού εκάθισεν αύτη εκ δεξιών του Θεού Πατρός. 
[//319]  Ενώπιον  ημών  ευρίσκεται  η  εντολή  να  πραγματοποιήσωμεν  εν  ταις 
συνθήκαις,  αίτινες  εδημιουργήθησαν  δια  της  πτώσεως,  το  αθάνατον  είναι  της 
υποστατικότητος  ημών.  Η  διαδικασία  αύτη  είναι  άκρως  πολύπλοκος.  Η  πείρα 
μαρτυρεί  ότι  η  φύσις  ημών  ένεκα  του  προπατορικού  αμαρτήματος  υπέστη 
ουσιαστικήν  αλλοίωσιν.  Προέκυψε  παράδοξος  τις  κατάστασις:  Η  φύσις  ημών, 
καίτοι ημετέρα, έρχεται εις σύγκρουσιν μετά της υποστατικής ημών αρχής, όταν 
αύτη αγωνίζηται δια της τηρήσεως των Ευαγγελικών εντολών να θεραπευθή εις 
όλα τα επίπεδα της υπάρξεως, τουτέστι να αποκαταστήση την δια της πτώσεως 
διασπασθείσαν φύσιν ημών εις την πλήρη  «ακεραιότητα» αυτής. Μόνον δια της 
συνεργίας  της  χάριτος  και  της  προσευχής  ο  πνευματικός  δυναμισμός  της 
υποστάσεως  ημών  υπερνικά  την  επιβολήν  οιουδήποτε  περιορισμού,  ουχί  μόνον 
εκ της πεπερασμένης πεπτωκυίας φύσεως, αλλά και εκ των κοσμικών δυνάμεων 
εν  γένει.  Ζωή  εν  τω  κόσμω  τούτω,  συμφώνως  προς  την  διδαχήν  του  Χριστού, 
σημαίνει  αδιάκοπον  πάλην  κατά  των  παθών,  άτινα  παρεμποδίζουν  την 
απόκτησιν της αιωνίου ζωής εν τω Φωτί του Θεού και Πατρός ημών. 
«Εγώ  ειμι  η  Οδός  και  η  Αλήθεια  και  η  Ζωή»  (Ιωάν.  ιδ’  6).  Κατά  το  μέτρον 
καθ’  ό  εδόθη  εις  ημάς  να  γνωρίσωμεν  τον  Ιησούν  Χριστόν,  προσευχόμενον  εν 
Γεθσημανή,  θνήσκοντα  επί  του  σταυρού,  κατερχόμενον  εις  τον  άδην, 
ανιστάμενον εκ των νεκρών, αναβαίνοντα εις ουρανούς, καθεζόμενον εκ δεξιών 
του Πατρός, αποστέλλοντα το Πνεύμα το Άγιον το εκ του Πατρός εκπορευόμενον 
«εις  κληρονομίαν  αναφαίρετον  τοις  πιστοίς»,  γνωρίζομεν  ότι  ουδείς  άλλος  θα 
ηδύνατο να υπερβή Αυτόν επί οιουδήποτε  [//320] επιπέδου (βλ. Φιλ. β’ 9‐11, Εφεσ. 
α’ 10). Ούτω κατενόουν τα πράγματα, κατά τας ευλογημένας εκείνας ημέρας, ότε 
ο Κύριος ηυδόκησε να αναγεννήση εμέ εν τη αγάπη Αυτού. Το αυτό αισθάνομαι 
και  μέχρι  του  νυν,  πλήν  όμως,  όσον  βαθύνεται  η  πείρα,  τοσούτον  διαυγεστέρα 
γίνεται η θεωρία. Δια της πίστεως ητένιζον προς το μέλλον ως προς επικειμένην 
κρίσιν, κατ’ εξοχήν σημαντικήν δι’ έκαστον άνθρωπον. Ώ, πόσον εφοβούμην, και 
πάντοτε  φοβούμαι,  μη  τυχόν  αποτύχω  εις  την  δοκιμασίαν  ταύτην  ενώπιον  του 
Προσώπου  του  ηγαπημένου  Θεού!  Δεν  θα  ήτο  άρα  γε  υπερμέτρως  τολμηρόν  δι’ 
εμέ, τοιούτος ως είμαι, να είπω ότι «ο Πατήρ είλκυσεν εμέ προς τον Υιόν Αυτού» 
(πρβλ. Ιωάν. στ’ 44, 65, βλ. Γαλ. α’ 15‐16); Όπου και εάν κατηυθύνετο το πνεύμα 
μου εν τη απειρότητι του Θεού, οιαδήποτε εν γένει απορία και εάν παρουσιάζετο 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 163 ‐
 

προ εμού, Αυτός, ο Μονογενής Υιός, ήτο και παραμένει δι’ εμέ ο καθοδηγητικός 
αστήρ.  Δι’  Αυτού  εγνώρισα  τον  Πατέρα.  Κατά  τας  υποδείξεις  Αυτού  έμαθον  να 
αναγνωρίζω  το  Πνεύμα  το  Άγιον.  Και  το  τελευταίον  Τούτο  έδιδεν  εις  εμέ  να 
αισθανθώ δι’ όλης της υπάρξεως μου ότι εύρον την Πρωταρχικήν Αλήθειαν  (βλ. 
Ιωάν.  ιστ’  13‐14,  ιδ’  26).  Η  μόνη  μέριμνα  μου  μετά  την  ανεύρεσιν  αυτής,  ήτο  να 
δικαιώσω την θαυμαστήν ταύτην αλήθειαν εν τη ζωή μου. Μη επιτυγχάνων του 
αγίου τούτου σκοπού εβυθιζόμην εις τοιαύτην θλίψιν, την οποίαν δεν δύναμαι να 
εκφράσω.  Ένεκα  αυτής  ωδυρόμην  επί  έτη.  Γνωρίζων  το  αξιόμεμπτον  παρελθόν 
μου συνετριβόμην έως τέλους συναισθανόμενος την αναξιότητά μου. Το στήθος 
μου κατεπονείτο υπό των ακρατήτων στεναγμών της καρδίας. Και πόθεν ευρέθη 
εν  εμοί  τοιαύτη  δύναμις;  Όσοι  δεν  ήμαρτον  ως  εγώ,  δεν  θα  εννοήσουν  εμέ.  Και 
εάν  νομίζουν  ότι  υπερβάλλω,  [//321]  τότε  υποπίπτουν  εις  σφάλμα.  Δεν  υπάρχει 
συμφορά  μεγαλυτέρα  της  προσβολής  της  αγάπης  του  Αγίου  των  Αγίων.  Η 
καρδία μου εγίνετο ως τηκόμενον κηρίον. Η οδύνη όμως εκείνη της καρδίας ήτο 
παραδόξως ζωηφόρος. Απαίσιος τις θάνατος εξηλείφετο υπό καυστών δακρύων, 
ως εξαφανίζονται δια χημικών βιολογικών προϊόντων αι επί παλαιών ενδυμάτων 
σεσσωρευμέναι κηλίδες. 
Ο  Άνθρωπος‐Υπόστασις  εκδηλούται  δια  της  λειτουργίας  της 
αυτοσυνειδησίας,  του  αυτοπροσδιοριμού,  ως  και  δια  της  ικανότητος  αυτού  να 
γνωρίζη  ουχί  μόνον  τον  κόσμον  των  κτιστών  πραγμάτων,  αλλά  και  το  Θείον 
Είναι,  τουτέστι  τον  Ίδιον  τον  Δημιουργόν.  Επιγινώσκει  εαυτόν  εναργέστερον  εν 
τη φλογί  της  αγάπης  της  ενούσης  αυτόν μετά  του ηγαπημένου  Θεού. Η αγάπη, 
δι’ ιδιαιτέρου τρόπου ενούσα τον άνθρωπον μετά  του Θεού, χαρίζεται  εις αυτόν 
και την Θεογνωσίαν. Εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν αποκαλύπτεται ο Θεός 
εν τω φωτί και ως Φως, εν τη ζέσει της αγάπης και ως Αγάπη. Εν τη καταστάσει 
του  Άνωθεν  φωτισμού  ο  άνθρωπος  θεωρεί  την  ευαγγελικήν  αλήθειαν  ως 
αντανάκλασιν της ζωής του Ιδίου του ανάρχου Θεού επί του επιπέδου της Γης. Εν 
τη  εμφανίσει  του  ακτίστου  Φωτός  γνωρίζεται  η  δόξα  του  Χριστού,  «ως 
Μονογενούς παρά Πατρός» (Ιωάν. α’ 14). Το άκτιστον τούτο Φως εφανερούτο δια 
μέσου  των  αιώνων  εις  εκείνους,  οίτινες  εδέχοντο  δια  βαθείας  και  αδιστάκτου 
πίστεως τον Χριστόν ως Θεόν. Το Φως τούτο είναι Θεία Ενέργεια, και ως τοιαύτη 
είναι  το  Ενιαίον  Φως  της  Αγίας  Τριάδος.  Το  Φως  τούτο  εκπορεύεται  εκ  του 
Πατρός.  Είναι  το  Φως  του  συναϊδίου  προς  τον  Πατέρα  Λόγου.  Είναι  η  εν  ημίν 
ενέργεια  του  [//322]  Αγίου  Πνεύματος.  Η  συγκατάβασις  του  Φωτός  τούτου  έως 
ημών  αποτελεί  τρόπον  τινά,  «προσωπικήν  αποκάλυψιν»,  δι’  όσους  ηξιώθησαν 
της χάριτος ταύτης. Δυνάμει της ευδοκίας αυτής του ουρανίου Πατρός αι Γραφαί 
της Καινής Διαθήκης παρουσιάζονται εις την πνευματικήν όρασιν εν τη αιωνίως 
αναλλοιώτω  αυτών  επικαιρότητι.  Εξαφανίζεται  η  αίσθησις  ότι  ο  λόγος  ούτος 
εδόθη ποτέ εις το παρελθόν. Φέρει εν εαυτώ την αιωνιότητα, ήτις περιλαμβάνει 
άπασαν την διάρκειαν των χρόνων (βλ. Ματθ. κδ’ 35). 
Η  «προσωπική  αποκάλυψις»  περί  του  Υπερκοσμίου  Όντος  δύναται  να 
έλθη  κατ’  αιφνίδιον  τινα  τρόπον  ως  λάμψις  αστραπής,  αλλά  το  ούτως 
προσληφθέν  αφομοιούται  εν  τούτοις  βαθμηδόν  κατά  την  παρατεταμένην 
πορείαν  του  αγώνος  της  προσευχής.  Εκ  της  πρώτης  επαφής  της  φωτοφόρου 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 164 ‐
 

χάριτος το ουσιώδες περιεχόμενον της αποκαλυφθείσης γνώσεως καθίσταται εν 
ημίν σαφές. Η ψυχή δεν αισθάνεται την ανάγκην να εκθέση δια λογικών εννοιών 
την  εμπειρίαν  αυτής:  Εκπλήττεται  δια  την  αγαθότητα  του  Θεού  και  πληρούται 
ολοτελώς της παρουσίας του εν αυτή Θείου Πνεύματος. Όταν όμως το Φως τούτο 
απομακρυνθή από της ψυχής, τότε η ήρεμος έκπληξις αυτής αντικαθίσταται υπό 
λύπης,  και  τότε,  φυσικώ  τω  τρόπω,  αυξάνει  η  δίψα  δια  τελειοτέραν,  τουτέστιν 
αμετάθετον και αναφαίρετον ένωσιν μετά του ηγαπημένου Θεού. 
Πρώτος εις τον οποίον απεκαλύφθη ο Απόλυτος Θεός ως Υπόστασις ήτο ο 
Μωϋσής.  Και  αυτού  όμως  η  εξαίρετος  μεγαλοφυΐα  δεν  ηδυνήθη  να  προσλάβη 
άπαν το βάθος του αποκαλυφθέντος εις αυτόν «Εγώ ειμι» (Έξοδ. λγ’ 23).  [//323] Εκ 
της  ιστορίας  της  θεοσδότου  θρησκείας  της  Παλαιάς  Διαθήκης  βλέπομεν  ότι 
ουδείς  των  προφητών  έφθασεν  εις  άπαν  το  πλήρωμα,  όπερ  προσιδιάζει  εις  την 
υποστατικήν αρχήν. Την μορφήν της υπάρξεως ταύτης εφανέρωσεν ο Χριστός εις 
τον κόσμον μετά μεγάλης δυνάμεως. Ολίγοι όμως κατενόησαν αυτήν ως έπρεπε. 
Και  εν  τη  ιστορική  εισέτι  χριστιανική  Εκκλησία  μονάδες  μόνον  κατά  γενεάν 
εβίωσαν την μορφήν ταύτην του είναι. Οι ήρωες ούτοι της πίστεως είναι σπάνιοι, 
αλλ’ η επιρροή αυτών εφαπλούται εις άπαν το πλήθος των μελών της Εκκλησίας. 
Ευλαβείς  ασκηταί, ων  ο  αριθμός  δεν  δύναται  να  υπολογισθή  ακολουθούντες  τα 
ίχνη  των  εκλεκτών  του  Υψίστου  Θεού,  ετέθησαν  επί  της  αυτής  προοπτικής, 
καίτοι δεν έφθασαν εις τας κορυφάς αυτής. Αύτη είναι και η περίπτωσίς μου. Ο 
Όσιος Σιλουανός υπήρξε το πλέον θεμελιώδες γεγονός εν τη οικοδομή της ζωής 
μου. Χάρις εις αυτόν επί σειράν ετών υπήρξα ο εγγύτατος παρατηρητής έτι δε και 
μαθητής,  μιας  ζωής  αυθεντικώς  χριστιανικής.  Είμαι  ασυγκρίτως  πλείον 
οφειλέτης εις τας προσευχάς αυτού, ή εις όλους τους λοιπούς καθοδηγητάς μου. 
Και όμως, μεταξύ αυτών υπήρχον τινες εκ των διαπρεπεστέρων εκπροσώπων της 
Εκκλησίας  ημών: κεχαριτωμένοι ασκηταί εν τοις μοναστηρίοις και εν τη ερήμω, 
επίσκοποι και ιερείς, έτι δε και καθηγηταί θεολογίας. 
Εις  τον  Όσιον  Σιλουανόν,  εν  τη  αρχή  της  μοναστηριακής  αυτού  ζωής, 
εφανερώθη ο Κύριος εν μεγάλω Φωτί (ως επεχείρησα να περιγράψω το γεγονός 
τούτο εν τω βιβλίω μου περί αυτού). Τότε ούτος «εγνώρισε τον Θεόν εν Πνεύματι 
Αγίω»·  έλαβε  την  χάριν  να  εντρυφήση  εν  τη  «απεριγράπτω  ταπεινώσει  του 
Χριστού»,  και  ήρξατο  [//324]  να  προσεύχηται  υπέρ  όλου  του  κόσμου,  ως  και  περί 
αυτού  του  ιδίου.  Δεν  υπάρχει  ανάγκη  να  είπωμεν  ότι  η  πνευματική  αύτη 
κατάστασις  εξέρχεται  των  ορίων  της  ανθρωπίνης  ηθικής  και  ότι  εδόθη  εις  τον 
Άγιον  Σιλουανόν  να  ζήση  εν  τη  σφαίρα  αυτού  του  Φωτός,  να  αναπνεύση  τον 
αέρα του άνω κόσμου. 
Η πορεία της αναπτύξεώς μου ήτο βραδεία εν συγκρίσει προς εκείνην του 
Σιλουανού. Όμως και εκείνο, όπερ έλαβον, είναι μέγα δια την μηδαμινότητά μου. 
Βραδύτερον,  ότε  ήδη  ήμην  εν  τη  ερήμω,  εδόθη  εις  το  πνεύμα  μου  δια  της 
προσευχής η κατανόησις της οντολογικής θέσεως της υποστατικής αρχής εν τω 
Θείω Είναι και εν τω ανθρωπίνω είναι. 
Ας  μη  φανή  αντιφατικόν  ότι  εν  τη  απομονώσει  της  ερήμου 
συνειδητοποίησα  βαθύτερον  την  Υποστατικήν  Αρχήν.  Είμαι  πεπεισμένος  ότι 
τούτο ήτο συνέπεια της εφέσεως μου να ζω συνεχώς εν Χριστώ, εν τη Υποστάσει 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 165 ‐
 

Αυτού.  «Χωρίς  Αυτού»  δεν  γνωρίζω  ούτε  τον  Θεόν,  ούτε  τον  Άνθρωπον.  Εν  τη 
ερήμω ωσαύτως πλείον ή εις οιονδήποτε άλλον τόπον εδόθη εις εμέ η προσευχή 
υπέρ  όλου  του  κόσμου,  υπέρ  όλης  της  ανθρωπότητος,  υπέρ  όλου  του  Αδάμ.  Δια 
της  προσευχής  «ο  όλος  Αδάμ»  παύει  να  είναι  το  προϊόν  των  προσπαθειών  της 
φαντασίας: Αποβαίνει συγκεκριμένη πραγματικότης, ενεργόν περιεχόμενον της 
θεωρίας. Εις την βαθείαν συμπάθειαν προς όλην την ανθρωπότητα συνήργει και 
ο  Δεύτερος  Παγκόσμιος  Πόλεμος.  Ας  μη  καταλογισθή  εις  εμέ  παραφροσύνη  ή 
υπέρμετρος  παρρησία,  εάν  θεωρήσω  εκείνην  την  θεοδώρητον  προσευχήν  ως 
αμυδράν σκιάν της εν Γεθσημανή προσευχής του Χριστού. 
[//325]  Όταν  ο  Ζων  Θεός  –  Εγώ  ειμι  ο  Ών  –  έρχηται  εις  την  καρδίαν,  τότε  η 
χαρά  της  ψυχήςξ  είναι  έμπλεος  φωτός.  Είναι  ιλαρός,  πράος.  Δύναμαι  να 
απευθύνω  εις  Αυτόν  το  «Συ».  Και  εν  τω  «Εγώ»  εκείνω  και  τω  ιδικώ  μου  «Συ» 
κρέμαται άπαν το Είναι: και ο Θεός και ο κόσμος ούτος. Ο Θεός είναι ο όντως Ών, 
ο  αγαπών.  Είναι  ταπεινός  και συγχρόνως  απείρως  παντοδύναμος.  Ενώπιον  των 
οφθαλμών Αυτού είναι αποκεκαλυμμένη και διαφανής πάσα η κτίσις. «Ουκ έστι 
κτίσις  αφανής  ενώπιον  Αυτού  πάντα  δε  γυμνά  και  τετραχηλισμένα  τοις 
οφθαλμοίς  Αυτού»  (Εβρ.  δ’  13).  Εκάστη  στιγμή  της  ζωής  ημών,  έκαστος  παλμός 
της  καρδίας  ημών,  τα  πάντα,  ευρίσκονται  αδιαλείπτως  εν  τη  εξουσία  Αυτού. 
Άπαν το είναι μου και το πρόσκαιρον και το αιώνιον δωρείται υπ’ Αυτού εις εμέ 
μέχρι και των λεπτομερειών, εκτός των αμαρτιών μου, τας οποίας γνωρίζει αλλά 
των  οποίων  δεν  μετέχει.  Όταν  μένω  εν  Αυτώ  δύναμαι  ωσαύτως  να  είπω  «εγώ 
ειμί».  Εάν  δε  είμαι  εκτός  Αυτού  τότε  αποθνήσκω.  Όταν  το  Πνεύμα  του  Θεού 
κατέρχηται  επ’  εμέ  τότε  αγαπώ  Αυτόν  δι’  όλης  της  υπάρξεως  μου.  Ζω  την 
κατάστασιν ταύτην ως προσωπικήν και ουχί ως τι εκτός εμού υπάρχον. Αλλά και 
εκ της πείρας μου εισέτι γνωρίζω ότι η ζωή αύτη παρ’ Αυτού κατέρχεται εις εμέ. 
Δια της ελεύσεως Αυτού εντός μου, επομένως δια της ενώσεώς μου μετ’ Αυτού εν 
αυτή ταύτη τη Ενεργεία του Είναι, ζω και εγώ ως Εκείνος· είναι η ζωή μου. Η Ζωή 
Αυτού  είναι  ζωή  μου.  Κατά  τας  ώρας  της  παραμονής  Αυτού  μετ’  εμού  γνωρίζω 
ότι  Αυτός  είναι  Αγάπη.  Αγάπη  εν  τούτοις  παράδοξος,  ιδιαιτέρου  γένους,  ήτις 
ουδόλως δύναται να αναβή εις τον νουν ή την καρδίαν του ανθρώπου, εάν ούτος 
ως προς το θέμα τούτο στηρίζηται εις εαυτόν, ως είναι νυν εν τη πτώσει αυτού. 
[//326]  Η  αγάπη  του  Θεού  είναι  κενωτική.  Ούτος  απεκάλυψεν  εις  ημάς  το 
μυστήριον  του  Είναι  Αυτού,  δους  εις  ημάς  την  εντολήν  να  αγαπώμεν  τον  Θεόν 
μέχρι  και  του  αυτομίσους  (βλ.  Λουκ.  ιδ’  26‐27  και  33).  Αποκαλύπτει  εις  ημάς  τα 
μυστήρια,  ουχί  δι’  αφηρημένης  φιλοσοφίας,  αλλ’  υπαρκτικώς,  τουτέστι 
συμπεριλαμβάνων  ημάς  εν  τω  Είναι  Αυτού  ούτως,  ώστε  να  γίνηται  τούτο 
ημέτερον. 
Εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος συνήντησα το εξής σύνηθες φαινόμενον. Ο 
μοναχός δυνατόν να είναι όλος εν τω Θεώ, εν τω Φωτί, και το Φως τούτο εν αυτώ, 
παρ’  αυτώ  όμως  δεν  υπάρχει  διανοητική  αντίδρασις  εις  το  γεγονός  τούτο. 
Φαίνεται εις αυτόν φυσιολογική κατάστασις. 
Το μυστήριον της Θείας Κενώσεως είναι ασύλληπτον υπό των κτισμάτων: 
Ο άπειρος Θεός παραμένων αναλλοιώτως εν τω πληρώματι της παντοδυναμίας 
Αυτού  ελαττούται  εις  το  έπακρον,  «εις  τέλος»  (Ιωάν.  ιγ’  1).  Και  τούτο  είναι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 166 ‐
 

χαρακτηριστικόν γνώρισμα της αιωνίου ζωής του Θεού. Το μυστήριον τούτο είναι 
απρόσιτον  εις  ημάς  διότι  ζώμεν  την  κένωσιν  ταύτην  ως  θάνατον,  και  τούτο, 
μέχρις  ότου  κατέλθη  εφ’  ημάς  η  ευδοκία  του  Αιωνίου  Θεού.  Ουδείς  δύναται  να 
ακολουθήση  τον  Χριστόν  εάν  δεν  είναι  μετ’  αυτού  η  δύναμις  του  Πατρός  (βλ. 
Ιωάν.  στ’  65).  Δεν  δύναται  ο  φυσικός  άνθρωπος,  εάν  δεν  γεννηθή  Άνωθεν  (βλ. 
Ιωάν.  γ’  3),  να  δεχθή  τον  ευαγγελικόν  λόγον  ως  την  καλήν  αγγελίαν  περί  της 
θεώσεως του ανθρώπου δια της μεταδόσεως εις αυτόν της Θείας αιωνιότητος ως 
αναφαιρέτου  κτήματος.  Αι  εντολαί  του  Χριστού  δεν  είναι  τι  άλλο,  ει  μη  η 
αυτοαποκάλυψις  [//327]  του  Θεού  ως  προβολή  του  Είναι  Αυτού  επί  του  επιπέδου 
της Γης. Όντως εν ταις εντολαίς αισθανόμεθα οσμήν, ήτις διά τινας είναι «οσμή 
θανάτου  εις  θάνατον»,  δι’  άλλους  δε  «οσμή  ζωής  εις  ζωήν»  (Β’  Κορ.  β’  16).  Πώς 
όμως  να  προσεγγίση  τις  το  μυστήριον  τούτο;  Η  αρχή  αυτού  είναι  προσευχή 
παρομοία,  τουλάχιστον  εκ  μέρους,  προς  την  προσευχήν  του  Χριστού  εν 
Γεθσημανή. 
«Εγώ  ειμι  ο  Ών  …».  Αληθώς,  μόνον  Αυτός  είναι  ο  όντως  Ών.  Πάντα,  όσα 
υπάρχουν εν όλω τω κόσμω, εκλήθησαν εκ του «μη όντος», και ουχί άλλως, ει μη 
δια  του  θελήματος  Αυτού.  Η  συνειδητή  επαφή  μετ’  Αυτού  δεν  παρέρχεται  άνευ 
ιχνών: Ο γνωρίσας την αγάπην Αυτού δεν θα χωρισθή πλέον απ’ Αυτού εις τους 
αιώνας  (βλ.  Ιωάν.  ι’  28‐30).  Ο  νους  του  τοιούτου  ανθρώπου  αναγεννάται. 
Πρότερον  έτεινε  να  βλέπη  πανταχού  αιτιοκρατικάς  κοσμικάς  διαδικασίας,  νυν 
όμως άρχεται να κατανοή τα πάντα εν τω Φωτί της υποστάσεως. 
Το όμοιον γνωρίζεται υπό του ομοίου. Μόνον η υπόστασις‐πρόσωπον είναι 
ικανή  να  γνωρίση  τον  Ζώντα  Θεόν.  Αίρεται  το  παράλογον  της  ανακυκλώσεως 
παντός α‐προσώπου. Η γη, όλοι οι κόσμοι οι προσιτοί εις τον νουν ημών, και όσοι 
εκφεύγουν  αυτού  εις  τους  ανεξιχνιάστους  ορίζοντας,  τα  πάντα,  ομιλούν  περί 
Αυτού.  «Και  χωρίς  Αυτού  εγένετο  ουδέ  έν  ό  γέγονε»  (Ιωάν.  α’  3).  «Τί  έστιν 
άνθρωπος ότι μιμνήσκη Αυτού ή υιός ανθρώπου ότι επισκέπτη Αυτόν» (Εβρ. β’ 6, 
Ψαλμ. η’ 5); 
Ιδού,  Εκείνος  πρώτος  επιθυμεί  να  είναι  μεθ’  ημών,  όπως  μεταδώση  εις 
ημάς το πλήρωμα της αμαράντου Αυτού ζωής. Διψώμεν να λάβωμεν την δωρεάν 
ταύτην.  Αλλά  και  πάλιν  επαναλαμβάνομεν:  Ουδέποτε  πρέπει  να  [//328] 
επιλανθανώμεθα  ότι  η  αφομοίωσις  «παντός  δωρήματος  τελείου,  Άνωθεν 
καταβαίνοντος  από  του  Πατρός  των  Φώτων»  (πρβλ.  Ιακ.  α’  17),  συνδέεται  μετά 
της  αναποφεύκτου  σταυρώσεως  ολοκλήρου  της  υπάρξεως  ημών.  Οφείλομεν  να 
ομοιωθώμεν προς τον Μονογενή Υιόν του Πατρός, ως και Ούτος ωμοιώθη προς 
ημάς «κατά πάντα» (Εβρ. β’ 17). Μόνον υπό τον όρον τούτον θα είμεθα εκεί, όπου 
Αυτός  είναι,  και  ουδείς  πλέον  θα  άρη  αφ’  ημών  την  αγίαν  ταύτην  χαράν  (βλ. 
Ιωάν. ιστ’ 22). 
Μεγάλη είναι η λέξις «Εγώ»: Σημαίνει το πρόσωπον‐υπόστασιν. Το πλέον 
ουσιώδες περιεχόμενον αυτής είναι η αγάπη, ήτις στρέφεται πρωτίστως προς τον 
Θεόν.  Το  «εγώ»  δεν  ζη  εις  παροξυσμόν  φιλαύτου  στροφής  προς  εαυτό. 
Δημιουργηθέν  «εκ  του  μηδενός»  δια  του  θελήματος  του  Θεού‐Δημιουργού  όταν 
βυθίζηται  εν  εαυτώ,  παραμένει  εν  τη  μηδαμινότητι  αυτού.  Η  υπό  του  Χριστού 
εντεταλμένη  αγάπη  προς  τον  Θεόν  μέχρι  και  του  αυτομίσους  εν  τη  αποκοπή 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 167 ‐
 

πασών των ψυχικών και σαρκικών σχέσεων ανάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις 
τας εκτάσεις της Θείας αιωνιότητος (βλ. Λουκ. ιδ’ 26‐27 και 33, Ιωάν. ιβ’ 25, Ματθ. 
ιστ’  25).  Η  αγάπη  αύτη  είναι  κατηγόρημα  της  Θεότητος.  Όταν  η  δύναμις  της 
αγάπης  αυτής  εγγίση  την  καρδίαν  του  ανθρώπου,  ευρύνει  αυτήν  μέχρις 
απειρότητος.  Δίδει  εις  αυτόν  την  χαράν  να  περιπτυχθή  εν  αγάπη  άπασαν  την 
κτίσιν, τον κόσμον άπαντα. 
Το  πλήρωμα  της  αφθάρτου  αγάπης  προς  τον  Θεόν  και  τον  πλησίον 
συνδέεται  δια  θαυμαστού  τρόπου  μετά  της  αποστροφής  προς  εαυτόν  μέχρις 
εισέτι  και  του  μίσους.  Αλλά  το  μίσος  τούτο  είναι  άγιον:  Είναι  δώρον  του  [//329] 
Θεού  προς  ημάς.  Δι’  αυτού  υπερνικάται  ο  θάνατος,  όστις  εβασίλευσε  δια  της 
πτώσεως  του  Αδάμ.  Δια  του  μίσους  τούτου  ενεργώς  κοινωνούμεν  της 
αιωνιότητος. Η αγάπη μέχρι του αυτομίσους είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη εάν ο 
Ίδιος ο Θεός ενωθή μεθ’ ημών και γίνη η ζωή ημών. 
Εάν  ο  Κύριος  Ιησούς  δεν  απεκάλυπτεν  εις  ημάς  το  θαυμαστόν  τούτο 
μυστήριον  ουδείς  εκ  των  θνητών  θα  ηδύνατο  να  διανοηθή  τοιούτον  παράδοξον 
πράγμα: Μίσησον σεαυτόν εξ αγάπης προς τον Θεόν, και δια της αγάπης ταύτης 
θα  εναγκαλισθής  παν  ό,τι  υπάρχει.  Και  ο  Θεός  και  άπας  ο  πλούτος  του 
κτισθέντος υπ’ Αυτού είναι αποβαίνει περιεχόμενον της ζωής σου. Το «εγώ», εν 
τη  ορμή  αυτού  προς  τον  Θεόν  της  αγάπης,  επιλανθάνεται  εαυτού,  αν  και  είναι 
τούτο ακριβώς το «εγώ», το οποίον φέρει μακαρίως εν εαυτώ και τον ουρανόν και 
την γην. 
Είναι δι’ εμέ και χαρά και  βάσανος να ομιλώ περί  αυτής της αγάπης, της 
οποίας την χάριν απώλεσα. Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε πολλάκις, ευθύς 
ως  κατενόουν  δια  της  λογικής  μου  (δια  της  «αριστεράς  μου»)  το  τελούμενον  εν 
εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να εγκαταλείπη εμέ. Ιδιαιτέρως εγνώρισα 
την  συμφοράν  ταύτην,  ότε  κατεστάθην  πνευματικός  εν  τω  Αγίω  Όρει.  Και  πρό 
εκείνου  του  καιρού  ωσαύτως  υπέμεινα  παρομοίας  καταστάσεις  εγκαταλείψεως 
υπό  του  Θεού  ένεκα  προσεγγίσεως  εις  την  καρδίαν  λογισμού  ή  πνεύματος 
κενοδοξίας,  αλλά  τότε  ήτο  ευκολώτερον  να  αποκατασταθώ  δια  της  μετανοίας. 
Να διηγήται δε τις δημοσίως εις τους άλλους περί της δωρεάς του Θεού είναι έτι 
μάλλον επικίνδυνον. 
[//330] Ο Κύριος θέλει να είμεθα εκεί, όπου Αυτός είναι (βλ. Ιωάν. ιβ’ 26, ιδ’ 3, 
ιζ’  24).  Έδωκεν  εις  ημάς  πρόσταγμα  να  μισήσωμεν  εαυτούς,  διότι  και  ο  Ίδιος 
έπραξε  τούτο  χάριν  του  Πατρός  Αυτού,  αλλά  και  χάριν  ημών  εισέτι  των 
διεστραμμένων  υπό  της  αμαρτίας  (βλ.  Φιλ.  β’  6‐8).  Ώ,  εάν  εβλέπομεν  εις  ποίον 
κόσμον ζη ο Χριστός! Τότε θα ηδυνάμεθα να εκτιμήσωμεν τας εντολάς Αυτού ως 
ανεκφράστως  υψηλήν  τιμήν  κλήσεως,  όπως  ομοιάσωμεν  προς  Αυτόν  κατά 
πάντα. 
«Εν ταις ημέραις εκείναις», ότε επλησίασαν τα εν Γεθσημανή και Γολγοθά 
παθήματα  Αυτού,  ο  Χριστός  επορεύθη  αποφασιστικώς,  όπως  επιτελέση  και  ως 
άνθρωπος  τον  άθλον  της  εκουσίας  κενώσεως:  «Πάτερ,  ει  βούλει  παρενεγκείν 
τούτο  το  ποτήριον  απ’  Εμού·  πλην  μη  το  θέλημά  Μου,  αλλά  το  Σον  γινέσθω  … 
εγένετο  δε  ο  ιδρώς  Αυτού  ωσεί  θρόμβοι  αίματος  καταβαίνοντες  επί  την  γην» 
(Λουκ. κβ’ 42‐44). Όταν ιστάμεθα προ της εντολής ήτις απαιτεί να αγαπήσωμεν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 168 ‐
 

τον Χριστόν μέχρι και του μίσους προς ημάς αυτούς (βλ. Λουκ. ιδ’ 26‐27) και προς 
πάντα  όσα  έχομεν  εν  τω  κόσμω  τούτω,  διατρέχομεν  τον  κίνδυνον  να  είπωμεν: 
«Σκληρός  έστιν  ούτος  ο  λόγος·  τις  δύναται  αυτού  ακούειν»;  Ο  Κύριος  όμως 
απαντά εις τούτο: «Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ή δεδομένον αυτώ εκ 
του  Πατρός  Μου»  …  Από  της  ώρας  εκείνης  πολλοί  απήλθον  απ’  Αυτού  …  Ο 
μακάριος  όμως  Πέτρος  ησθάνθη  την  δύναμιν  των  λόγων  του  Χριστού:  «Ρήματα 
ζωής αιωνίου έχεις» (Ιωάν. στ’ 60‐68). 
«Ο  Θεός  αγάπη  εστίν  …  Εν  τούτω  τετελείωται  η  αγάπη  μεθ’  ημών,  ίνα 
παρρησίαν  έχωμεν  εν  τη  ημέρα  της  κρίσεως,  ότι  καθώς  Εκείνος  εστι  και  ημείς 
εσμεν  εν  τω  κόσμω  τούτω»  (Α’  Ιωάν.  δ’  16‐17).  Εκείνο  το  μίσος  περί  του  οποίου 
ομιλεί  ο  Κύριος  της  αγάπης,  είναι  ως  προς  [//331]  την  ουσίαν  αυτού  το  πλήρωμα 
της  κενωτικής  αγάπης  του  Θεού.  Η  αγάπη  εκπορευομένη  εκ  του  Πατρός  ελκύει 
ημάς εις τα ίχνη του Χριστού. Βλέποντες εαυτούς εν τοις δεσμοίς των παθών εξ 
αιτίας  ενός  εγωϊσμού  εστερημένου  αγάπης  και  ανίκανοι  να  ακολουθήσωμεν 
Αυτόν,  μισούμεν  εαυτούς.  Η  δύναμις  του  πόνου  του  αγίου  αυτού  μίσους  εξάγει 
ημάς  εκ  των  ορίων  του  χρόνου  και  του  χώρου.  Τότε  επιλανθανόμεθα  και  αυτού 
του πόνου και παντός παρερχομένου, παραμένει δε μεθ’ ημών μόνον η ορμή της 
αγάπης.  Ούτω  προσεύχεται  η  υπόστασις  η  ανταύγεια  του  Θεού  εν  ημίν  και  η 
ομοίωσις προς τον Χριστόν, τον προσευχόμενον εν Γεθσημανή. 
«Ο  Θεός  αγάπη  εστίν»  και  ο  άνθρωπος‐υπόστασις  είναι  πεπροικισμένος 
δια της ικανότητος να αφομοιώση την εκ του Θεού φλόγα της αγάπης ταύτης. «Ο 
Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. α’ 5). Και ημείς 
εκλήθημεν να γίνωμεν φως εν τη Θεία αιωνιότητι (βλ. Ματθ. ιγ’ 43). Εις τον Θεόν 
τα πάντα είναι τελείως αποκεκαλυμμένα, τα πάντα είναι γνωστά έως τέλους· και 
ο  άνθρωπος‐υπόστασις  περικλειόμενος  εν  τη  Ενεργεία  του  Θείου  Είναι,  δια  του 
Θεού  και  εν  τω  Θεώ,  αποβαίνει  φορεύς  της  παγγνωσίας  (τούτο  απέδειξε  πείρα 
αιώνων  προσευχής  προς  την  Θεοτόκον  και  τους  Αγίους).  Ο  Θεός  πληροί  τα 
πάντα,  είναι  πανταχού  παρών,  ουχί  δια  της  Ουσίας,  ήτις  δι’  απολύτου  τρόπου 
υπερβαίνει παν κτιστόν, αλλά δια της ζωηφόρου Ενεργείας Αυτού. Και οι υιοί της 
Βασιλείας  εν  Πνεύματι  Αγίω  γίνονται,  κατά  τινα  τρόπον,  πανταχού  παρόντες: 
Εστραμμένοι προς τον Μόνον Θεόν, οι Άγιοι βλέπουν εν Αυτώ όλον τον κόσμον. 
Ο  άνθρωπος  είναι  κτιστή  υπόστασις.  Εν  τούτοις  κατά  την  εσωτερικήν 
αυτού  φύσιν  ως  εικών  του  Απολύτου  [//332]  Θεού  εμφανίζεται  και  αυτός  ως 
παγκόσμιον  τι  κέντρον,  μέγα  και  θαυμαστόν  εν  τη  εσχάτη  αυτού  τελειώσει  δια 
του  Υιού,  του  συνανάρχου  τω  Πατρί.  Τούτο  εν  μέρει  προαναγγέλεται  εν  τη 
καταστάσει της εν χάριτι μνήμης του θανάτου· τότε ο άνθρωπος ζη εν πνεύματι 
τον  θάνατον  αυτού  ως  καταστροφήν  του  κόσμου  παντός:  Εν  αυτώ  τω  ιδίω,  δι’ 
αυτόν  τον  ίδιον,  τα  πάντα  αποθνήσκουν  δια  του  θανάτου  αυτού,  εισέτι  και  ο 
Θεός,  γνωστός  ήδη  εις  αυτόν  μέχρι  τινός.  Ο  αρνητικός  χαρακτήρ  της  εμπειρίας 
ταύτης  μετατρέπεται  εις  θετικήν  πείραν  αναστάσεως  της  ψυχής,  όταν  το 
κατερχόμενον επί τον προσευχόμενον άκτιστον Φως γεννά εν αυτώ την βαθείαν 
προσευχήν υπέρ όλου του Αδάμ. 
Η  κτιστή  υπόστασις  αποτελεί  θεοειδές  κέντρον.  Ο  Δημιουργός 
συμπεριφέρεται  προς  αυτήν  ουχί  ως  προς  ενέργημα  Αυτού,  αλλ’  ως  προς  τι 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 169 ‐
 

γεγονός  έτι  και  δι’  Αυτόν.  Δια  την  υπόστασιν  δεν  υπάρχει  εξωτερική  αυθεντία. 
Δυνάμει  τούτου  ουδέν  και  ουδείς  υπάρχει  εν  όλω  τω  κοσμικώ  είναι,  όστις  θα 
ηδύνατο να επιβάλη εις τον άνθρωπον την θέλησιν αυτού ή να αναγκάση αυτόν 
δια της βίας εις την μίαν ή την άλλην εκλογήν, είτε νύν, είτε εν τη αιωνιότητι. Ο 
Παντοκράτωρ Θεός και Δημιουργός πάσης κτίσεως δια της εν σαρκί ελεύσεως εις 
τον  κόσμον  συνεπλήρωσε  δια  του  σταυρικού  Αυτού  θανάτου  την  αποκάλυψιν 
περί του αμέτρου της αγάπης Αυτού προς ημάς, και ως εκ τούτου «ελκύει» ημάς 
προς Εαυτόν, το Αρχέτυπον ημών (Ιωάν. στ’ 44, ιβ’ 32‐33). 
Σωζόμεθα  μόνον  δια  της  πίστεως  εις  τον  Χριστόν,  ως  την  προαιώνιον 
Αλήθειαν  του  ακαταλύτου  Είναι.  Πληρώσας  Ούτος  την  Κένωσιν  Αυτού  επί  του 
σταυρού,  ανέκραξε:  «τετέλεσται,  και  κλίνας  την  κεφαλήν  παρέδωκε  το  [//333] 
πνεύμα» (Ιωάν. ιθ’ 30). 
Το  «τετέλεσται»  τούτο  είναι  ασύλληπτον  εν  τη  πληρότητι  αυτού.  Την 
στιγμήν  όμως  ταύτην  τολμώ  να  επισημάνω  ότι  τότε  ακριβώς  ωλοκληρώθη  η 
αποκάλυψις  περί  του  κενωτικού  χαρακτήρος  της  Θείας  αγάπης·  αγάπης,  ήτις 
προσιδιάζει εις την Υποστατικήν Αρχήν. 
Εις το κατώφλιον της φυσικής ωριμότητος (εις την ηλικίαν των δεκαεπτά ή 
δεκαοκτώ  ετών)  ο  Κύριος  εγκατέλειψεν  εμέ,  και  εγώ  υπέστην  πτώσιν  ομοίαν 
προς εκείνην του Προπάτορος ημών. Δεν απεμακρύνθη Ούτος απ’ εμού τελείως, 
ως δύναμαι νυν να διαπιστώσω, αλλ’ εκάλεσεν εμέ από της σκοτεινής αβύσσου 
και  εφανέρωσεν  εις  εμέ  την  πνευματικήν  ουσίαν  της  προπατορικής  αμαρτίας. 
Εάν  νοήσωμεν  την  αμαρτίαν  ως  παρέκκλισιν  από  του  Θεού  και  Πατρός,  είτε  εκ 
πεπλανημένης  νοεράς  θεωρίας  του  Είναι,  είτε  εξ  εγκλήματος  εναντίον  της 
αγάπης Αυτού, τότε η αμαρτία του Αδάμ, τουτέστιν εμού, περικλείει και τας δύο 
ταύτας όψεις. 
Ο  άνθρωπος  όστις  ησθάνθη  εντός  αυτού  την  αντανάκλασιν,  την 
ανταύγειαν  της  Απολύτου  Φύσεως,  διατρέχει  τον  κίνδυνον  να  υπερεκτιμήση 
εαυτόν και να απαιτήση τι υπερβαίνον το μέτρον αυτού. Ευρισκόμενος εν τοιαύτη 
πλάνη  αγωνίζεται  να  εδραιωθή  εν  αυτή,  εκλαμβάνων  εσφαλμένως  ταύτην  ως 
την περί εαυτού αλήθειαν. Ακριβώς τούτο έπαθεν ο Αδάμ, και επί τα ίχνη αυτού 
πολλοί  εκ  των  απογόνων  αυτού  επανέλαβον  και  συνεχίζουν  να 
επαναλαμβάνουν  την  αυτήν  αμαρτίαν.  Υπερήφανοι  εξάρσεις  αλογίστου 
ελευθερίας δεν υπήρξαν ξέναι εις τον Άνθρωπον. Είναι απαραίτητον εις πάντας 
ημάς να γνωρίζωμεν την περί ημών αλήθειαν ταύτην. Η μοιραία όμως αφροσύνη 
ήτις  εχώρισεν  ημάς  από  της  [//334]  Πατρικής  αγάπης,  δύναται  και  οφείλει  να 
εμπνεύση εις ημάς τον άγιον φόβον και την μετά βαθέος κλαυθμού  προσευχήν. 
Είμεθα  κτίσματα.  Το  Απόλυτον  αληθινόν  Όν  εχαρίσατο  εις  ημάς  το  είναι  και 
υπεσχέθη  να  καταστήση  ημάς  μετόχους  της  ανάρχου  και  ατελευτήτου  Αυτού 
Ζωής.  Απερρίψαμεν  την  επαγγελίαν  ταύτην  και  παρεπλανήθημεν  εις  οδούς 
ετέρου  φανταζομένου  υφ’  ημών  Απολύτου,  η  μετά  του  οποίου  ένωσις 
συνεπάγεται τον υποστατικόν ημών θάνατον. 
Η  σωτηρία  εκ  του  θανάτου  έρχεται  δια  της  αποδοχής  του  Χριστού· 
αποδοχής  τοιαύτης,  την  οποίαν  Αυτός  ο  Ίδιος  αναμένει  εξ  ημών:  «Εάν  μη 
πιστεύσητε  ότι  Εγώ  ειμι  (Όστις  απεκαλύφθη  πρότερον  εις  τον  Μωϋσήν  επί  του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 170 ‐
 

Σινά),  αποθανείσθε  εν  ταις  αμαρτίαις  υμών»  (Ιωάν.  η’  24).  Όταν  όμως 
πιστεύσωμεν εις Αυτόν ως την Αλήθειαν του ακαταλύτου Είναι, τότε το Πνεύμα 
του Θεού ανάγει ημάς εις τον χώρον του Θείου Φωτός. 
Η  δια  του  Χριστού  αποκάλυψις  συνίσταται  εις  το  ότι  το  Απόλυτον  είναι 
Υποστατικόν, δεν είναι όμως μία Υπόστασις  (Μωαμεθανικός ενοθεϊσμός), αλλά 
τρεις  Υποστάσεις  έχουσαι  μίαν  Ουσίαν,  μίαν  Βασιλείαν,  μίαν  Δόξαν,  μίαν 
Ενέργειαν:  Χριστιανικός  μονοθεϊσμός.  Δια  της  πίστεως  εις  αυτόν  τον  Θεόν  της 
Αγάπης,  την  Αγίαν  Τριάδα,  εισαγόμεθα  εις  την  άναρχον  Βασιλείαν, 
διατηρούντες  την  προσωπικήν  ημών  ύπαρξιν.  Επί  της  γης  δίδεται  εις  ημάς  η 
πρώτη  συνάντησις  μετά  του  Δημιουργού  ημών·  η  πραγματοποίησις  όμως  της 
ποθουμένης  υφ’  ημών  τελείας  μετ’  Αυτού  ενώσεως  κείται  πέραν  των  ορίων  της 
επιγείου ημών υπάρξεως (βλ. Α’ Κορ. ιγ’ 12). 
Εν τη προοπτική της Αποκαλύψεως του Υποστατικού  [//335] Απολύτου, και 
βάσει  της  συγχρόνου  πείρας,  είναι  δυνατόν  μέχρι  τινός  να  εικάσωμεν  περί  της 
«ψυχολογίας»  της  πτώσεως  του  Αδάμ:  τον  φόβον  ενώπιον  του  Προσώπου  του 
ακαταλήπτου  Θεού,  Όστις  υπό  ουδενός  ορίζεται,  αλλά  μένει  πάντοτε  τελείως 
ελεύθερος  εις  τας  αντιδράσεις  Αυτού  προς  πάσαν  κίνησιν  του  ανθρώπου.  Αφ’ 
ότου  ο  Θεός  έκτισε  τον  άνθρωπον,  αναμένει  εξ  αυτού  την  υψίστην  μορφήν 
υπευθύνου συνειδήσεως. Τούτο είναι αφ’ ενός μεν η κλήσις προς την άφθαρτον 
δόξαν  της  υιοθεσίας,  αφ’  ετέρου  δε  ο  χριστομίμητος  αγών  της  κενώσεως, 
συνδεδεμένος μετά προσευχής μέρχρις αιματηρού ιδρώτος. Ο Θεός Ούτος ελκύει 
ημάς απαύστως προς υψηλοτέραν ανάβασιν, αναγκάζων ημάς, τα τέκνα Αυτού, 
να  υπερβώμεν  τα  στάδια,  άτινα  επιπόνως  διηνύσαμεν.  Είναι  Πανάγαθος,  αλλά 
τρόπον τινά ουδέποτε ικανοποιείται υπό των επιτευχθέντων υφ’ ημών μέτρων. Ο 
πόνος  του  ανθρώπου,  όστις  ακολουθεί  Αυτόν,  φαίνεται  ως  να  μη  διεγείρη  εις 
Αυτόν  την  αναμενομένην  υφ’  ημών  συμπάθειαν.  «Κύριος  …  μαστιγοί  …  πάντα 
υιόν  όν  παραδέχεται»  (βλ.  Εβρ.  ιβ’  1‐11).  Αναμφιβόλως  το  έσχατον  όριον  αυτής 
της  δοκιμής  εφανέρωσεν  εις  ημάς  ο  Μονογενής  Υιός  εν  τη  ενσαρκώσει  Αυτού: 
«Πάτερ  Μου,  ει  δυνατόν  εστι,  παρελθέτω  απ’  Εμού  το  ποτήριον  τούτο  …  ει  ου 
δύναται  τούτο  το  ποτήριον  παρελθείν  απ’  Εμού  εάν  μη  αυτό  πίω,  γενηθήτω  το 
θέλημά Σου» (Ματθ. κστ’ 39 και 42). 
Είναι  φυσικόν  εις  τον  άνθρωπον  να  φέρηται  προς  την  Θείαν  μορφήν  του 
Είναι. Άρα γε δεν συνίστατο εις τούτο ο  «πειρασμός» (Γέν. γ’), τουτέστιν εις την 
εκμετάλλευσιν  της  «φυσικής»  στροφής  του  ανθρώπου  προς  την  αμετάθετον 
αιωνιότητα,  και  εις  την  υπό  του  εχθρού  εισήγησιν  της  ιδέας  του  δυνατού  της 
επιτεύξεως της ποθουμένης  [//336] Θεώσεως άνευ του «σκληρού» τούτου Θεού; Να 
πορευθή  ουχί  δια  της  μαρτυρικής  σταυρώσεως  (Γαλ.  ε’  24‐25),  αλλά  δια  της 
βρώσεως του απολαυστικού καρπού της γνώσεως του καλού και του κακού; «Και 
είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν 
και ωραίον εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε· και 
έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής και έφαγον» (Γέν. γ’ 6). Και εν ταις ημέραις 
ημών συχνάκις είναι δυνατόν να συναντήσωμεν φορείς της αυτής ιδέας, ήτοι της 
αποκλίσεως  από  της  σταυρικής  οδού  του  Ευαγγελίου  και  της  επιδιώξεως  της 
ενώσεως μετά του Απολύτου μέσω της γνώσεως. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 171 ‐
 

Πεπεισμένος περί της σχετικότητος της λίαν ατελούς εν αυτώ υποστατικής 
αρχής ο άνθρωπος συμπεραίνει λογικώς ότι είναι ανεπίτρεπτον να προβάλη την 
αρχήν  ταύτην  εις  το  Απόλυτον.  Ως  εκ  τούτου  είναι  αναπόφευκτος  η  ολίσθησις 
της  φυσικής  διανοίας  εις  την  ιδέαν  μιάς  Υπερ‐προσωπικής  Αρχής,  ήτις 
υπερβαίνει  παν  το  σχετικόν.  Εν  τη  κινήσει  αυτού  προς  την  υπερώνυμον  ταύτην 
Αρχήν, ο νους του ανθρώπου μετά κόπου επιτυγχάνει να αποδεσμευθή από  της 
αντιλήψεως  περί  Αυτής  ως  τινος  «συμπαντικού»  (το  Παν,  το  Έν).  Όταν  όμως 
υπερπηδήση  το  κατώφλιον  τούτο  της  φαντασίας  των  κοσμικών 
πραγματικοτήτων, οδηγείται εις την ιδέαν του «Καθαρού Είναι». 
Ούτω συνέβη εις εμέ εν τη νεότητί μου. Γράφω περί εμαυτού. Η νοερά μου 
άσκησις  συνίστατο  εις  την  δια  εσωτερικής  και  εκουσίου  αυτοσυγκεντρώσεως 
απέκδυσιν της υλικότητος του σώματος μετά των αισθήσεων αυτού·  κατόπιν εις 
την πορείαν προς το παν‐υπερβατικόν [//337] Καθαρόν Είναι, δια της καταργήσεως 
εν εμοί τω ιδίω και αυτής της υποσταστικής αρχής, της σκέψεως, και των λοιπών 
μορφών  της  εγκοσμίου  υπάρξεως. Ούτω, κατ’ εκείνους τους χρόνους υπηρέτουν 
τον «Θεόν των φιλοσόφων», όστις είναι κατ’ ουσίαν ανύπαρκτος. 
Κατέβαλον ως τίμημα μακροχρόνιον οδυρμόν δια τας παραπλανήσεις μου. 
Δεν υπάρχει στέρησις φοβερωτέρα της αγνοίας του Αληθινού Θεού. Εν τω σκότει 
της  αγνοίας  ταύτης  ουχί  μόνον  οι  πόνοι  και  τα  άλλα  παθήματα,  αλλά  και  αι 
χαραί, αι ικανοποιήσεις, και τα πάντα εν γένει, στερούνται νοήματος. Αντιθέτως 
δεν υπάρχει δωρεά μεγαλυτέρα της συναντήσεως μετά του Ζώντος Θεού. Εν τω 
Φωτί  της  γνώσεως  ταύτης  ουχί  μόνον  αι  ευχάριστοι  καταστάσεις,  αλλά  και  αι 
καταθλιπτικαί  και  μαρτυρικαί  περιστάσεις,  είναι  πλήρεις  βαθέος  νοήματος,  και 
ως  εκ  τούτου  γίνονται  ανεπαχθείς,  δεδικαιωμέναι  (βλ.  Β’  Κορ.  δ’  6‐11).  Πάσα  η 
πολύμορφος πείρα της ζωής, πάσαι αι κοσμικαί διαδικασίαι αι υποπίπτουσαι εις 
την  συνείδησιν  ημών,  οφείλουν  να  υπηρετήσουν  την  προετοιμασίαν  της 
πρόσωπον  προς  Πρόσωπον  μετά  του  Θεού  συναντήσεως,  ήτις  κατά  το  είδος 
αυτής  ανήκει  εις  την  μετα‐ιστορίαν,  επειδή  εισάγει  ημάς  εις  την 
πραγματοποιουμένην αιωνιότητα. Όστις εδέχθη την ευλογίαν της συναντήσεως 
ταύτης  ούτος  έλαβε  συγχρόνως  και  την  κατανόησιν  των  θεοφανειών  των 
περιγραφομένων εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη. 
Μοναδική  υπήρξεν  η  μεγαλοφυΐα  του  Μωϋσέως,  και  όμως  ούτε  ούτος 
ηδυνήθη να συλλάβη άπαν το βάθος του εις αυτόν αποκαλυφθέντος «Εγώ ειμι»: 
«Και όψει τα οπίσω Μου, το δε πρόσωπόν Μου ουκ οφθήσεταί σοι» (Έξοδ. λγ’ 23, 
βλ.  Ματθ.  ιη’  10).  [//338]  Το  αληθές  περιεχόμενον  της  Σιναϊτικής  Αποκαλύψεως 
παρέμεινεν  επί  αιώνας  κεκαλυμμένον,  και  ο  κεκρυμμένος  Θεός  εθεάτο  εν  τω 
γνόφω (Έξοδ. κ’ 21, βλ. Β’ Κορ. γ’ 14‐16). 
«Θεόν  ουδείς  εώρακε  πώποτε·  ο  μονογενής  Υιός  ο  ών  εις  τον  κόλπον  του 
Πατρός,  Εκείνος  εξηγήσατο»  (Ιωάν.  α’  18).  Ο  δια  του  Μωϋσέως  δοθείς  Νόμος 
περιείχε  τα  σπέρματα,  άτινα  ώφειλον  αναπτυσσόμενα  να  προετοιμάσουν  τους 
ανθρώπους  προς  αποδοχήν  της  σαρκώσεως  του  Θεού  και  να  καταστήσουν 
αυτούς  ικανούς  να  «αναγνωρίσουν»  εν  τω  εμφανισθέντι  τον  προαναγγελθέντα 
υπό του Μωϋσέως Προφήτην, Όστις θα μετέδιδεν εις τον κόσμον την γνώσιν περί 
του αληθινού Θεού ως περί Φωτός «εν ώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία» (Α’ Ιωάν. α’ 5), 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 172 ‐
 

ουχί πλέον εν τω γνόφω του Σινά, αλλ’ εν τω Θαβωρίω Φωτί (βλ. Δευτ. ιη’ 15‐19, 
Ιωάν. α’ 45, δ’ 25‐26, στ’ 14, Ματθ. ια’ 3, Πράξ. γ’ 22). 
Εις  παν  ό,τι  απεκαλύφθη  εν  τη  Παλαιά  Διαθήκη  ο  Κύριος  έδωκε  νέας, 
αιωνίους  διαστάσεις.  Ο  υπαινιγμός  όμως  δια  την  επικειμένην  συμπλήρωσιν 
αυτών  ήτο  πλήρως  αναγκαίος  εν  τη  ιστορία  της  Αποκαλύψεως  του  Θεού  (βλ. 
Ματθ.  ε’  17  κ.ε.).  Η  Παλαιά  Διαθήκη  είναι  υψηλή  και  αγία  δι’  ημάς,  όταν 
εννοώμεν αυτήν ως διδάσκει ημάς ο Ίδιος ο Χριστός και οι Απόστολοι Αυτού, και 
ο Μωϋσής εισέτι. Ουδείς όμως εξ αυτών εθεώρησε τον Νόμον ως τι το απόλυτον, 
ως  να  επρόκειτο  περί  εσχάτης  τελειότητος,  χάριν  της  οποίας  έπρεπε  να 
απορριφθή  πάσα  νέα  «συμπληρωματική»  αποκάλυψις.  Ο  ίδιος  μάλιστα  ο 
Μωϋσής  αφήκεν  εντολήν  να  αναμένουν  άλλον  Προφήτην,  όστις  «όταν  έλθη  … 
αναγγελεί ημίν πάντα» (Ιωάν. δ’ 25). 
[//339]  Ο  Χριστός  ωμίλει  προς  τον  λαόν  εις  γλώσσαν  κατανοητήν  και  υπό 
των  απλουστέρων.  Το  περιεχόμενον  όμως  των  ομιλιών  Αυτού  ήτο 
πραγματικότης  απρόσιτος  εις  πάντα  χοϊκόν,  εισέτι  δε  και  εις  τους  Αποστόλους: 
«Πριν Αβραάμ γενέσθαι Εγώ ειμι» (Ιωάν. η’ 58). «Εγώ και ο Πατήρ μου έν εσμεν» 
(Ιωάν.  ι’  30).  «Ουδείς  επιγινώσκει  τον  Υιόν  ει  μη  ο  Πατήρ,  ουδέ  τον  Πατέρα  τις 
επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ώ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. ια’ 27). 
«Και ο Πατήρ Μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ 
αυτώ  ποιήσομεν»  (Ιωάν.  ιδ’  23).  «Και  Εγώ  ερωτήσω  τον  Πατέρα  και  άλλον 
Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιωάν. ιδ’ 16). 
Ιδού,  Τρίτος  τις  …  Πώς  δυνάμεθα  να  συμβιβάσωμεν  τούτο  προς  την 
βαθείαν ημών συνείδησιν ότι ο Θεός είς εστι; Πάλιν ο Κύριος είπεν: «Όταν έλθη 
Εκείνος,  το  Πνεύμα  της  Αληθείας,  Ό  παρά  του  Πατρός  εκπορεύεται,  οδηγήσει 
υμάς  εις  πάσαν  την  αλήθειαν»  (Ιωάν.  ιστ’  13,  ιε’  26).  Και  Αυτός,  το  Πνεύμα  το 
Άγιον,  ήλθε  και  όντως  οδηγεί,  αλλ’  ως  βλέπομεν  και  η  «καθοδήγησις»  αύτη 
ακολουθεί βραδείαν πορείαν. (ΠΡΟΟΔΟΣ) 
Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς το Μυστήριον του Πρωταρχικού Είναι, του 
εν αρχή Όντος: Οι Τρείς, αμείωτοι και άτρεπτοι ο Είς προς τον Άλλον, είναι το Έν 
Όν, τα μάλιστα Απλούν, εις το Οποίον εν τούτοις δεν αντιφάσκει η πολλαπλότης 
των «διακρίσεων». Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα 
της  Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος  δεν  προσεπάθησε  καθ’  υπερβολήν  να  εξηγήση 
το  Μυστήριον  τούτο,  αλλ’  υπέδειξεν  εις  ημάς  την  οδόν  προς  την  υπαρκτικήν 
κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών. 
[//340] «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη 
ψυχή  σου  και  εν  όλη  τη  διανοία  σου.  Αύτη  εστί  πρώτη  και  μεγάλη  εντολή. 
Δευτέρα δε ομοία αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις 
δυσίν  εντολαίς  όλος  ο  νόμος  και  οι  προφήται  κρέμανται»  (Ματθ.  κβ’  37‐40).  Και 
ιδού, όταν κατά την Άνωθεν δωρεάν δίδηται εις τον άνθρωπον να εισέλθη δια της 
προσευχής  εις  τας  αυθεντικάς  διαστάσεις  της  δευτέρας  εντολής,  τότε 
αποκαλύπτονται εις αυτόν νέοι ορίζοντες, αδιανόητοι εν τη προγενεστέρα αυτού 
καταστάσει.  Εν  τη βαθεία  προσευχή  υπέρ  όλου  του  κόσμου,  «ως  και  περί  αυτού 
του  ιδίου»,  εν  προσευχή  ήτις  εξομοιοί  τον  άνθρωπον  προς  τον  Χριστόν  Ιησούν 
προσευχόμενον  εν  τω  κήπω  της  Γεθσημανή,  ο  άνθρωπος  ζη  αληθώς  όλην  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 173 ‐
 

ανθρωπότητα  ως  μίαν  ζωήν,  μίαν  φύσιν  εν  τη  πολλαπλότητι  των  υποστάσεων. 
Εξ  αυτού  του  είδους  της  γνώσεως  της  μυριοϋποστάτου  ενότητος  τελείται  η 
μετάβασις  εις  την  θεολογικήν  αφομοίωσιν  του  δόγματος  περί  της  Ενότητος  της 
Αγίας  Τριάδος.  Ο  Χριστιανικός  μονοθεϊσμός  δεν  είναι  το  αυτό  προς  τον 
ενοθεϊσμόν του Ισλάμ. 
Μετά την εμπειρίαν της «υποστατικής» προσευχής εγκαταλείπομεν εις τα 
οπίσω τας κατηγορίας της τυπικής λογικής και αναγόμεθα εις την  οντολογικήν 
πρόσληψιν, τουτέστιν εις τας κατηγορίας αυτού τούτου του είναι. Η αλήθεια δεν 
είναι  εκείνο,  όπερ  επαγωγικώς  οικοδομεί  η  φιλοσοφία  του  πεπτωκότος 
ανθρώπου. Η Αλήθεια είναι ο προ πάντων των αιώνων όντως Ών. 
«Επιστρέφοντες» εκ της καθαράς προσευχής εις την παχύτητα της σαρκός 
του  κόσμου  τούτου  εκπίπτομεν  του  βιώματος  του  ενός  ανθρώπου  και  βλέπομεν 
εκ [//341] νέου μετά λύπης ότι οι άνθρωποι δεν είναι πλήρως διαφανείς ο είς εις τον 
άλλον.  Το  όριον  μεταξύ  των  ανθρωπίνων  προσώπων  δεν  καταργείται  εις 
τοιούτον  βαθμόν,  ως  τούτο  αποκαλύπτεται  εν  τη  Θεία  Τριάδι,  όπου  εκάστη 
Υπόστασις είναι ολοτελώς ανοικτή προς τας άλλας. Εκεί η κενωτική αγάπη είναι 
ο θεμελιώδης χαρακτήρ της Θείας Ζωής, ένεκα της οποίας η ενότης της Τριάδος 
είναι  απολύτως  τελεία.  Τούτο  εκφράζεται  εν  τη  θεολογία  δια  του  όρου 
«περιχώρησις».  Η  ανθρωπότης  καλείται  να  γίνη  είς  άνθρωπος  κατ’  εικόνα  της 
Τριαδικής Ενότητος (βλ. Ιωάν. ι’ 30, ιζ’ 21). 
Οι  θεοί  οι  επινοηθέντες  υπό  των  ανθρώπων  είναι  νεκροί.  Η  γνώσις  όμως 
του Ζώντος Θεού είναι δώρον ασύγκριτον. Τούτο παραδίδεται εις τον άνθρωπον 
δια  της  εμφανίσεως  του  Θεού  και  τίθεται  ύστερον  ως  θεμέλιον  όλης  της  ζωής 
αυτού. Εκάστη φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον, ούσα Θεία ενέργεια κατά 
την  φύσιν  αυτής,  αντανακλάται  εις  τα  πεπρωμένα  του  σύμπαντος  κόσμου·  είς 
τινας  μάλιστα  περιπτώσεις  επηρεάζει  σημαντικώς  τον  ρουν  των  ιστορικών 
γεγονότων.  Ούτως,  η  Σιναϊτική  Αποκάλυψις  απεδείχθη  πηγή  δυνάμεως  και 
εξουσίας  δι’  όλας  τας  ενεργείας  του  Μωϋσέως,  καίτοι  το  έσχατον  βάθος  αυτής 
υπερέβαινε  την  κατανόησιν  αυτού  και  δεν  εχώρει  εις  την  συνείδησιν  του 
εβραϊκού λαού μέχρι της ελεύσεως του Χριστού. Η ευαγγελική Αποκάλυψις προς 
την  Παρθένον  εβιώθη  υπ’ Αυτής ως όντως εκ Θεού προερχομένη. Το μεγαλείον 
όμως  των  λεχθέντων  εις  Αυτήν  υπό  του  Αγγέλου  υπερέβαινε  κατ’  εκείνην  την 
στιγμήν τας δυνάμεις Αυτής, και ησθάνθη Αύτη την ανάγκην να βεβαιωθή περί 
του  αυθεντικού  του  αποκαλυφθέντος  εις  Αυτήν  μυστηρίου.  Τούτο  επετελέσθη 
[//342] δια του χαιρετισμού της Ελισάβετ: «Ευλογημένη Συ εν γυναιξί … και πόθεν 
μοι τούτο ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με; …». Τότε η Αγία Παρθένος 
ανεφώνησε:  «Μεγαλύνει  η  ψυχή  Μου  τον  Κύριον  …  ότι  επέβλεψεν  επί  την 
ταπείνωσιν της δούλης Αυτού» (Λουκ. α’ 41‐49). Και άπασα η ζωή Αυτής έλαβεν 
άλλην μορφήν· δι’ Αυτής δε και χάριν Αυτής η ιστορία όλου του κόσμου εισήλθεν 
εις νέαν τροχιάν, ασυγκρίτως μεγαλειωδεστέραν παντός ό,τι υπήρχε προ Αυτής. 
Η εμπειρική επιστήμη πορεύεται προς την γνώσιν του φυσικού κόσμου δια 
της  επαγωγικής  μεθόδου.  Εκ  της  παρατηρήσεως  επί  μέρους  φαινομένων 
καταλήγει εις την διατύπωσιν γενικού νόμου. Δεν συμβαίνει όμως ούτως εις τας 
Άνωθεν  κατερχομένας  αποκαλύψεις.  Η  ψυχή  δια  της  διαισθήσεως  αυτής 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 174 ‐
 

αναγνωρίζει  «πόθεν»  ήλθε  το  ορώμενον.  Μη  δυναμένη  εισέτι  να  συλλάβη  το 
πλήρωμα της εκχυθείσης επ’ αυτήν ευλογίας άρχεται εν τούτοις να οικοδομή το 
μέλλον  επί  τον  βράχον  της  δια  θαυμαστού  τρόπου  δοθείσης  γνώσεως:  «Και 
ποιήσεις Μοι αγίασμα, και οφθήσομαι εν υμίν· και ποιήσεις Μοι κατά πάντα, όσα 
Εγώ  σοι  δεικνύω  …»  (Έξοδ.  κε’  8‐9).  «Και  αναστήσεις  την  σκηνήν  κατά  το 
δεδειγμένον  σοι  εν  τω  όρει»  (Έξοδ.  κστ’  30).  Κατά  τον  αυτόν  τρόπον  και  ο 
χριστιανός  οικοδομεί  την  επίγειον  και  αιώνιον  αυτού  ζωήν  συμφώνως προς  την 
δοθείσαν εις αυτόν δια της χάριτος θεωρίαν. 
Όταν  γίνηται  λόγος  περί  οντολογικής  γνώσεως  του  υποστατικού  Θεού, 
έχομεν  υπ’  όψιν  την  κοινωνίαν  εν  τω  είναι  και  ουχί  την  γυμνήν  διανοητικήν 
αντίληψιν του  θέματος. Ο άνθρωπος‐υπόστασις ζη δια του Θεού και εν  [//343] τω 
Θεώ. Η πραγματικότης αύτη δύναται να εκφρασθή και δι’ άλλου τρόπου: Ο Θεός 
περιπτύσσεται  τον  όλον  άνθρωπον,  νουν,  καρδίαν  και  σώμα.  Το  γινώσκον‐
πρόσωπον  και  ο  Γινωσκόμενος‐Θεός  ενούνται  εις  έν.  Ούτε  ο  είς  ούτε  ο  Άλλος 
γίνονται  «αντικείμενον»  εν  αυτή  τη  ενώσει.  Η  αμοιβαία  γνώσις  του  ανθρώπου 
υπό του Θεού και του Θεού υπό του ανθρώπου φέρει χαρακτήρα  «προσωπικόν», 
αποκλείοντα  την  «αντικειμενοποίησιν».  Ο  σύνδεσμος  ούτος  της  αγάπης  είναι 
πνευματική πράξις, κατά την οποίαν ο Ηγαπημένος γίνεται το είναι ημών. Ίδιον 
της αγάπης είναι να μεταφέρη την ζωήν εις Εκείνον τον Οποίον αγαπά μέχρι και 
λήθης  αυτής.  Η  Θεία  αγάπη  κατά  το  είδος  αυτής,  το  μεγαλείον,  την  αρμονίαν, 
την  εξουσίαν,  υπερέχει  παντός  ό,τι  γνωρίζει  η  γη.  Είναι  προς  τούτο  θαυμαστόν 
ότι η τοιαύτη κατάστασις κατανοείται ως η μόνη αληθώς και μοναδικώς φυσική 
δια τον άνθρωπον. Παράδοξον πράγμα: Ο Θεός είναι ο Έτερος και, συγχρόνως, ο 
εμός. 
Η επίτευξις της αγάπης ταύτης είναι κατ’ ουσίαν «η απόκτησις της χάριτος 
του  Αγίου  Πνεύματος»,  περί  ής  ωμίλει  ο  Άγιος  Σεραφείμ  του  Σαρώφ.  Η  πορεία 
προς αυτήν διέρχεται δια τριών σταδίων: 
Η  πρώτη  ένωσις  μετά  του  Θεού  είναι  δυνατή  ως  δώρον  ευδοκίας  εις  τινα 
στιγμήν  την  οποίαν  ο  Θεός  ευρίσκει  ευνοϊκήν,  όταν  ο  άνθρωπος  δύναται  να 
δεχθή μετ’ αγάπης την επίσκεψιν Αυτού. Τούτο είναι πράξις Αυτοαποκαλύψεως 
του  Θεού  εις  δεδομένον  πρόσωπον.  Το  Φως  του  Θεού  χαρίζεται  την  αυθεντικήν 
πείραν  της  Θείας  αιωνιότητος.  Τούτο  όμως  δεν  είναι  εισέτι  η  τελείωσις  της 
θεώσεως του ανθρώπου. Δυνάμεθα να ορίσωμεν το δώρον τούτο ως τον «άδικον 
μαμωνάν»· η Θεία χάρις δεν  [//344] αφωμοιώθη εισέτι υφ’ ημών τοσούτον, ώστε να 
γίνη μετά της φύσεως ημών έν εις τους αιώνας (βλ. Λουκ. ιστ’ 9‐12). 
Το  δεύτερον  στάδιον  είναι  η  παρατεταμένη  περίοδος  της  μετά  ποικίλης 
εντάσεως  Θεοεγκαταλείψεως.  Εις  τας  ακραίας  αυτής  μορφάς  είναι  φοβερά.  Η 
ψυχή αισθάνεται την έκπτωσιν αυτής εκ του Φωτός ως πνευματικόν θάνατον. Το 
εμφανισθέν  Φως  δεν  είναι  εισέτι  αναφαίρετος  κληρονομία  της  ψυχής.  Ο  Θεός 
έτρωσε την καρδίαν ημών δι’ αγάπης, ύστερον όμως απεχώρησεν. Αναμένει ημάς 
αγών  δυνάμενος  να  διαρκέση  επί  έτη,  και  επί  δεκαετίας  εισέτι.  Ενίοτε  η  χάρις 
επανέρχεται, και ούτως ενισχύει την ελπίδα, καινοποιεί την έμπνευσιν και πάλιν 
απομακρύνεται.  Η  εναλλασομένη  αύτη  κατάστασις  είναι  άκρως  σημαντική 
περίοδος αναπτύξεως του ανθρώπου μέχρι της δυνατότητος αυτοπροσδιορισμού 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 175 ‐
 

εν τη αιωνιότητι. Ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, ίνα εκδηλωθή το αυτεξούσιον ημών. 
Την  γνώσιν  δε  της  «οδού»  προς  την  τελειότητα  εκληρονομήσαμεν  εκ  των 
Πατέρων  ημών.  Παρετηρήθη  ότι  πλείστοι  αγνοούντες  τα  περί  της  τάξεως  της 
πνευματικής  αυξήσεως  του  χριστιανού  γευθέντες  πρώτον  της  χάριτος,  κατόπιν 
δε  στερηθέντες  αυτής,  εκπίπτουν  από  του  Θεού.  Την  εμπειρίαν  της  Άνωθεν 
επισκέψεως τείνουν ούτοι να δεχθούν ως παροδικήν ψυχικήν έξαρσιν, ιδιαιτέρως 
χαρακτηριστικήν εν τη αρχή της ενηλικιώσεως. Ο Άγιος Σιλουανός ούτως ωμίλει 
περί  τούτου:  «Πάντα  όσα  εδίδαξεν  ημάς  οποτεδήποτε  η  χάρις,  δέον  όπως 
εκτελώμεν αυτά μέχρι τέλους ζωής … Ο Κύριος ενίοτε εγκαταλείπει την ψυχήν, 
ίνα δοκιμάση αυτήν, ίνα δείξη η ψυχή την σύνεσιν και την προαίρεσιν αυτής· εάν 
όμως ο άνθρωπος δεν βιάζη εαυτόν εις το έργον της ασκήσεως, τότε η χάρις  [//345] 
εγκαταλείπει  αυτόν,  ενώ  εάν  δείξη  την  προαίρεσιν  αυτού,  τότε  η  χάρις  θα 
αγαπήση  αυτόν  και  πλέον  δεν  θα  εγκαταλείπη  αυτόν»  (Κεφ.  XIII,  Το  τέλος  του 
Γέροντος). 
«Η  χάρις  θα  αγαπήση  αυτόν  και  πλέον  δεν  θα  εγκαταλείπη  αυτόν».  Η 
κατάστασις  αύτη  είναι  η  τελείωσις  του  αγώνος  προς  απόκτησιν  της  χάριτος. 
Τούτο είναι το τρίτον στάδιον, το τελικόν. Ο άνθρωπος δεν δύναται να παραμένη 
διαρκώς  εν  τη  τελειότητι,  ως  εν  τη  πρώτη  περιόδω,  διότι  το  γήινον  σώμα  δεν 
δύναται να ανθέξη την δια της χάριτος κατάστασιν της θεώσεως: Αναποφεύκτως 
θα ακολουθήση  «η μετάβασις εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Ιωάν. ε’ 24). 
Αλλά  και  ο  ίδιος  ο  άνθρωπος  δεν  επιθυμεί  «να  επιστρέψη»  εις  εκείνην  την 
καταθλιπτικήν  εναλλαγήν  των  καταστάσεων·  εάν  όμως  ευδοκήση  ο  Κύριος  να 
παρατείνη  την  παραμονήν  του  ασκητού  εν  τω  κόσμω  τούτω  τότε  συγκρατεί 
αυτόν εις τοιούτον μέτρον χάριτος ώστε να διατηρή την ικανότητα να ενεργή και 
επομένως  την  δυνατότητα  «παραθείναι  πιστοίς  ανθρώποις,  οίτινες  ικανοί 
έσονται  και ετέρους διδάξαι» (πρβλ. Β’ Τιμ. β’  2), όσα ο Ίδιος παρέλαβεν εκ των 
Πατέρων και αμέσως παρά του Θεού. 
Η  τελειοτάτη  ζωή  εν  τω  αληθινώ  Θεώ  εκφράζεται  δια  των  απλών  λόγων 
του Ευαγγελίου, αλλ’ η διδαχή αύτη αφομοιούται δια μεγάλου καμάτου. Χιλιάκις 
επανερχόμεθα  εις  τους  αυτούς  λόγους  της  Γραφής,  και  όμως  μετά  βίας 
συλλαμβάνομεν  το  αιώνιον  νόημα  αυτών.  Πολλάκις  μεταπίπτομεν  εκ  τινος 
καταστάσεως  εις  άλλην,  εκ  της  καλής  εις  την  κακήν,  εκ  της  αγάπης  εις  την 
αντιπάθειαν,  εκ  του  Φωτός  εις  το  σκότος  των  παθών.  Συγκρίνομεν  τας 
επιδράσεις  αυτών  επί  της  ψυχής  και  αγωνιζόμεθα  δια  την  επίτευξιν  της 
καλυτέρας  εξ  αυτών.  Υποβαλλόμεθα  [//346]  εις  τας  πλέον  ποικίλας  δοκιμασίας, 
και  δι’  αυτών  αναπτυσσόμεθα  πνευματικώς.  Πρέπει  να  αναχθώμεν  εκ  των 
νηπιωδών  συλλογισμών  εις  την  επίγνωσιν  «του  τελείου  ανδρός  εις  μέτρον 
ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (πρβλ. Εφεσ. δ’ 13, βλ. Α’ Κορ. ιγ’ 11), μέχρι 
της  ικανότητος  να  ποιήσωμεν  εν  ελευθερία  την  συνετήν  «εκλογήν»  δια  τον 
αυτοπροσδιορισμόν  ημών,  πράγμα  όπερ  θα  κρίνη  όλον  το  μέλλον  ημών.  Η 
ελευθερία  άνευ  του  πληρώματος  της  συνέσεως,  μετατρέπεται  ευκόλως  εις 
κακίαν. 
Ο Θεός, αποκαλυφθείς εις ημάς εν τω Φωτί Αυτού, κρύπτεται ύστερον αφ’ 
ημών.  Η  ψυχή  εκ  της  αμέτρου  θλίψεως  δια  την  απώλειαν  ταύτην  φθάνει  εις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 176 ‐
 

ολοκληρωτικήν  μετάνοιαν  μέχρι  του  αυτομίσους.  Άνευ  τούτου  θα  ήτο  σχεδόν 
αδύνατον  εις  τον  άνθρωπον,  τον  κληρονόμον  του  Πρωτοπλάστου  Αδάμ,  να 
απαλλαγή  των  συνεπειών  της εωσφορικής  πτώσεως.  Μόνον  τότε  θα  δυνηθή  να 
εισέλθη  εις  την  σφαίραν  του  ανεσπέρου  Φωτός,  «εις  το  εσώτερον  του 
καταπετάσματος, όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς» (Εβρ. στ’ 19‐20). 
Το  τελευταίον  τούτο  θα  είναι  η  τελείωσις  της  θεώσεως,  κατά  την  οποίαν 
αποκλείεται νέα πτώσις. 
Τα  σημεία  του  «πληρώματος  της  ηλικίας  του  Χριστού»  εν  τοις  ορίοις  της 
Γης είναι προσευχή ομοία εκείνης του Χριστού εν Γεθσημανή, και θάνατος όμοιος 
εκείνου  του  επί  του  Γολγοθά.  Τότε  συντελείται  η  αυθεντική  εισαγωγή  του 
ανθρώπου εις την Θείαν αιωνιότητα· «η είσοδος εις την χαράν του Κυρίου» (πρβλ. 
Ματθ. κε’ 21). 
Εν  προσευχή  ομοία  εκείνης  της  εν  Γεθσημανή  δίδεται  εις  ημάς  η 
οντολογική πείρα της «υποστάσεως»· η ομοίωσις δε του θανάτου ημών προς τον 
θάνατον του  [//347] Χριστού είναι η οδός της «κενώσεως». Όσον πληρεστέρα είναι 
η τελευταία αύτη, τοσούτον τελειοτέρα είναι η ανάβασις του πνεύματος ημών εις 
τον  φωτοφόρον  χώρον  της  Προαιωνίου  Θεότητος.  Και  ανεξαρτήτως  εάν  ο 
άνθρωπος  εκφράζη  δια  λόγων  ή  ουχι  την  πραγματικήν  αυτού  κατάστασιν,  ζη 
αυτήν  ως  υπαρξιακήν  γνώσιν:  Νυν  εν  Χριστώ  δύναται  και  αυτός  να  είπη  «εγώ 
ειμι». 
[//348] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 177 ‐
 

[//349] 
ΙΔ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 
 
Εν  τω  κόσμω  τούτω  η  Θεία  Λειτουργία  εκφράζει  πλήρως  εκείνο,  όπερ 
ορίζομεν  ως  υποστατικήν  προσευχήν,  τουτέστι  προσευχήν  ομοίαν  εκείνης  του 
Ιδίου του Χριστού εν Γεθσημανή. Θα παρέλθη ουχί μικρός αριθμός χρόνων, πριν 
ή  αποκτήσωμεν  την  ικανότητα  να  εμβαθύνωμεν  πνεύματι  εις  τας  αυθεντικάς 
διαστάσεις της Λειτουργίας. Ακολουθούντες μετά προσοχής όλην την σειράν και 
το  περιεχόμενον  της  προς  τον  Θεόν  λατρείας  ταύτης,  εισαγόμεθα  εις  την 
θεωρίαν  του  Θείου  Είναι  και  του  κοσμικού  είναι.  Ποιούμεν  ανάμνησιν  πολλών 
σπουδαίων γεγονότων απ’ «Αρχής»: Ότε ο Θεός έκτισε τον Ουρανόν και την Γην· 
εν τη Βουλή της Αγίας Τριάδος ελήφθη η απόφασις: «Ποιήσωμεν Άνθρωπον κατ’ 
εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (Γέν. α’ 26)· είτα της φοβεράς πτώσεως της 
«εικόνος»  ταύτης,  του  Προπάτορος  ημών  Αδάμ·  εν  συνεχεία,  των  τραγικών 
πεπρωμένων  πάντων  των  υιών  του  Αδάμ·  της  εν  ελέει  ελεύσεως  εν  τη  σαρκί 
ημών  του  Δημιουργού  και  Θεού  ενδυθέντος  την  υπ’ Αυτού του Ιδίου κτισθείσαν 
εικόνα.  Εν  τη  Θεία  Λειτουργία  απορροφώμεν  την  διδαχήν  Αυτού,  ευλαβώς 
τιμώμεν  τα  παθήματα  Αυτού  χάριν  της  απολυτρώσεως  ημών·  δεδοικότες, 
ακολουθούμεν  Αυτόν  [//350]  εις  Γεθσημανή  και  Γολγοθάν  εισέτι·  είμεθα  μετ’ 
Αυτού  εις  την  δίκην  ενώπιον  του  Καϊάφα  και  του  Πιλάτου.  Μετά  φρίκης 
ακούομεν  τας  αγρίας  φωνάς:  «Σταύρωσον  Αυτόν»·  μένομεν  έκθαμβοι  και 
ενισχυόμεθα, όταν Ούτος λέγη προς τον συσταυρωθέντα ληστήν: «Σήμερον μετ’ 
Εμού  έση  εν  τω  παραδείσω»,  και  εν  συνεχεία:  «Ινατί  Με  εγκατέλιπες;»  … 
«Τετέλεσται!  Και  κλίνας  την  κεφαλήν  παρέδωκε  το  πνεύμα».  Και  περαιτέρω 
αναμιμνησκόμεθα  ωσαύτως  της  ταφής,  της  αναστάσεως,  των  εμφανίσεων  εις 
τους  Αποστόλους  και  εις  πολλούς  άλλους·  της  αναλήψεως·  της  αποστολής  του 
Πνεύματος  του  Αγίου  …  Εκάστη  δε  λεπτομέρεια  των  γεγονότων  τούτων  είναι 
πλήρης ανεφίκτου δι’ ημάς νοήματος. Ούτω διδασκόμεθα να ζώμεν επί επιπέδων 
δύο  πραγματικοτήτων:  της  Θείας  και  της  κτιστής.  Μένομεν  εν  αναμονή  της 
Δευτέρας  Αυτού  Παρουσίας.  Εν  εκάστη  λειτουργική  στιγμή  είμεθα  και  εν  τω 
χρόνω και εν τη αιωνιότητι· εν ημίν ρέει εισέτι ζωή διεφθαρμένη εκ της πτώσεως 
και θανατηφόρος, και εν ταυτώ μεθ’ ημών μένει ο λόγος Αυτού, το Φως και η ζωή 
Αυτού. Όσον και εάν επαναλαμβάνωμεν την διακονίαν ταύτην την δοθείσαν εις 
ημάς  κατά  την  αγαθήν  περί  ημών  πρόνοιαν  Αυτού,  όσον  και  εάν  πληρούμεθα 
συνεχώς  νέας  πείρας  εκ  της  διεισδύσεως  εις  την  λειτουργικήν  πραγματικότητα, 
ουδέποτε  φθάνομεν  το  «τέλος»  αυτής.  Εν  τούτοις  είμεθα  εν  χαρά  και  φόβω 
κοινωνούμεν της Θείας Ζωής και δεν δυνάμεθα πλέον να αποσπασθώμεν εκ του 
αποκαλυπτομένου  εις  ημάς  ασυλλήπτως  μεγάλου  σχεδίου  του  Δημιουργού  και 
Πατρός ημών. Αληθώς ο Θεός υπερηγάπησε και εκάλεσεν ημάς, ίνα είμεθα μετ’ 
Αυτού εις τους αιώνας των αιώνων. 
[//351] Νυν γνωρίζομεν δι’ όλων των δυνάμεων του είναι ημών ότι Ούτος «εκ 
των άνω εστίν  … ουκ εκ του κόσμου τούτου» (πρβλ. Ιωάν. η’ 23).  Το  Πυρ  εκείνο 
όπερ  κατεβίβασεν  Ούτος  επί  την  γην  των  καρδιών  ημών  (πρβλ.  Λουκ.  ιβ’  49), 
ανήφθη  εν  τω  αίματι  ημών  δια  της  κοινωνίας  του  Αίματος  Αυτού.  Και,  κατά 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 178 ‐
 

φυσικόν  λόγον,  είμεθα  πεπληρωμένοι  ευγνωμοσύνης  δια  τας  αμέτρους  προς 


ημάς  δωρεάς  Αυτού.  Αύτη  δε  η  Λειτουργία  ημών  ονομάζεται  «Ευχαριστία»  … 
Αλλά … 
Η λειτουργική προσευχή είναι η πλέον επίπονος. Τελούμεν αυτήν όντες εν 
φοβερά  διασπάσει  όλης  της  υπάρξεως  ημών.  Ευλογήσαντες  εν  αρχή  την 
Βασιλείαν  του  Πατρός  και  του  Υιού  και  του  Αγίου  Πνεύματος,  εν  συνεχεία 
κατερχόμεθα  βαθμηδόν  μέχρι  των  προσκαίρων  βιοτικών  αναγκών,  ίνα  εκ  νέου 
αναχθώμεν  δια  της  δοξολογίας  (Δοξολογία  ενταύθα  καλείται  η  πρώτη 
εκφώνησις  μετά  την  μεγάλην  εκτενή:  Ότι  πρέπει  Σοι  πάσα  δόξα  …)  μέχρι  του 
Θρόνου  του  Θεού.  Η  ακατάπαυστος  κίνησις  –άλλοτε  προς  τον  Θεόν,  άλλοτε  δε 
προς  τον  κόσμον–  χαρακτηρίζει  την  ιερουργίαν  ημών.  Και  δια  των  εντολών  του 
Ευαγγελίου και δια του υποδείγματος του Χριστού (βλ. Ιωάν. ιγ’ 15) μανθάνομεν 
να  περιπτυσσώμεθα  το  πλήρωμα  του  παγκοσμίου  είναι:  από  της  δημιουργίας 
παντός υπαρκτού μέχρι της συντελείας της επιγείου ιστορίας και  πέραν τούτου. 
Εν  τούτοις,  παραλλήλως  προς  την  εμπνέουσαν  ανάβασιν  εις  την  σφαίραν  του 
ουρανίου  Φωτός,  παρατηρούμεν  ότι  βαθύνεται  ο  εν  τη  καρδία  ημών  πόνος. 
Βλέπομεν  ότι  η  οικουμένη  εν  τη  ολότητι  αυτής,  ως  και  πρότερον,  περιβάλλεται 
υπό του σκότους της αντιπαθείας. Το Πνεύμα του Θεού δεν ευρίσκει απήχησιν εις 
τας  αποξενωθείσας  από  του  Θεού  καρδίας,  [//352]  και  η  προσευχή  απερριμένη 
τρόπον τινα υπό των ανθρώπων επιστρέφει εις τον προσευχόμενον, επιφέρουσα 
εις  αυτόν  πλήγμα.  Η  κατά  το  φαινόμενον  άκαρπος  έκβασις  της  προσευχής 
ταύτης είς τινας στιγμάς αποβαίνει κατάλληλον έδαφος δια πικρούς λογισμούς: 
Η  ανθρωπότης  νοσεί  ανιάτως·  ματαία  πάσα  ελπίς  όπως  ίδωμεν  την  θεραπείαν 
αυτής· το κακόν δεν παύει να εντείνηται, να εισχωρή συνεχώς βαθύτερον εις τας 
καρδίας  των  ανθρώπων·  πρέπει  να  εγκαταλείψωμεν  την  προσευχήν  υπέρ  της 
ανθρωπότητος,  διότι  είναι  οδύνη  άνευ  αποτελέσματος,  θύμα  της  οποίας  πρώτοι 
θα  αποβώμεν  ημείς  οι  ίδιοι.  Άμυνα  εναντίον  αυτών  των  αποθαρρυντικών 
σκέψεων είναι να έχωμεν εν τη μνήμη ημών τον Χριστόν, Όστις μόνος επάλαισεν 
εναντίον  όλου  του  κόσμου.  Η  νίκη  θα  έλθη  αναποφεύκτως,  αλλ’  ουχί  εις  το 
ορατόν επίπεδον της ιστορίας της Γης. Η νίκη είναι ήδη ανυπέρβλητον Γεγονός: 
«Εγώ νενίκηκα τον κόσμον», είπεν ο Κύριος (Ιωάν. ιστ’ 33). 
Εις  τα  ελεύθερα  κτίσματα  παραχωρείται  η  δυνατότης,  όπως  πορευθούν 
μέχρι  των  ακραίων  εκδηλώσεων  του  κακού.  Εν  όσω  όμως  προσφέρεται  η 
αναίμακτος  Θυσία,  εν  όσω  η  λειτουργική  προσευχή  εναγκαλίζεται  πάντας  τους 
ανθρώπους,  ζώντας,  τεθνεώτας  και  μέλλοντας  εισέτι  να  γεννηθούν,  εν  όσω 
υπάρχουν  ψυχαί  προσευχόμεναι  υπέρ  των  εχθρών,  κατ’  έμπνευσιν  του  Αγίου 
Πνεύματος, η Γη θα διαφυλάττηται από του αποκαλυπτικού πυρός, όπερ μέλλει 
να κατακαύση τα πάντα (βλ. Β’ Πέτρ. γ’ 10). Ούτως επίστευεν ο μακάριος Γέρων 
Σιλουανός.  Εν  αυτή,  τη  Χριστομιμήτω  προσευχή,  έβλεπεν  ούτος  την 
«κατέχουσαν»  δύναμιν,  περί  ής  ομιλεί  ο  Απόστολος  Παύλος  εν  τη  Β’  προς 
Θεσσαλονικείς επιστολή αυτού (β’ 7). 
[//353]  Η  αγαθή  πρόνοια  του  Θεού  επέτρεψεν  εις  εμέ  επί  δεκάδας  ετών  να 
τελώ  την  Θείαν  Λειτουργίαν,  και  εκάστην  φοράν,  εν  αυτώ  ή  εκείνω  τω  μέτρω, 
ησθανόμην  την  συγκατάβασιν  του  Θεού  επί  την  λατρείαν  ταύτην.  Δια  της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 179 ‐
 

λειτουργικής  προσευχής  η  ψυχή  βυθίζεται  εν  τω  ωκεανώ  των  ανθρωπίνων 


παθημάτων.  Κατά  τους  χρόνους  του  Πρώτου  Παγκοσμίου  Πολέμου  –  λίαν 
καταστρεπτικού  δια  την  Ρωσίαν  –  ύστερον  δε  κατά  την  διάρκειαν  των  πρώτων 
ετών της Ρωσικής Επαναστάσεως – μετά του απεριγράπτου χάους του εμφυλίου 
πολέμου  –,  απετυπώθησαν  εν  τη  ψυχή  μου  εσαεί  τα  απαράκλητα  μαρτύρια 
πολλών  εκατομμυρίων  ανθρώπων.  Εγώ  ο  ίδιος  ευρισκόμην  υπό  συνθήκας 
ενδεχομένου ολέθρου εν τη ανενδότω και ανεξελέγκτω εκείνη θυέλλη. Ο Κύριος 
όμως  δια  θαυμαστού  τρόπου  διεφύλαξεν  εμέ  από  πάσης  συμμετοχής  εις  τον 
πόλεμον  τούτον.  Ουδέποτε  εφόνευσά  τινα.  Ότε  δε  ήγγισεν  η  ώρα  να  λάβω  την 
ευλογίαν της ιερωσύνης, τότε δεν εύρισκον λόγους ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν 
μου  δια  το  τοσούτον  εξαίρετον  έλεος  Αυτού  προς  εμέ.  Ουχί  μόνον  δεν  έβαλον 
κατά τινος, αλλά ελπίζω ότι και εις ουδένα επέφερον εκουσίως ορατήν βλάπην – 
εκτός εάν είναι δυνατόν θα θλίψωμεν τινα εκ των περίξ ημών ζώντων και μόνον 
εκ του απλού γεγονότος της παρουσίας ημών. Ένεκα τούτου δεν υπήρξεν εν ταις 
πράξεσι  της  ζωής  μου  κανονικόν  κώλυμα  δια  την  αποδοχήν  της  ιερωσύνης.  Εν 
τούτοις, εν πνεύματι ησθανόμην εαυτόν άξιον μόνον της καταδίκης εις το σκότος 
το εξώτερον. Ο Θεός όμως εποίησε μετ’ εμού το εναντίον. Όσον μεγαλυτέρα ήτο 
η  επίγνωσις  της  αναξιότητός  μου,  τοσούτον  δαψιλώτερον  έδιδεν  εις  εμέ  να 
ψηλαφήσω  την  αιώνιον  Αυτού  Αρχιερωσύνην.  «Συ  γαρ  εί  ο  προσφέρων,  και 
προσφερόμενος,  και  προσδεχόμενος,  [//354]  και  διαδιδόμενος»  (εκ  της  ιερατικής 
ευχής του Χερουβικού ύμνου). 
Σωζόμεθα  κατ’  εξοχήν  δια  της  κοινωνίας  εις  τα  παθήματα  του  Χριστού 
υπέρ  ημών.  Συμμετέχοντες  εις  την  επίγειον  ζωήν  του  Κυρίου  αποκτώμεν  την 
Θείαν αιωνιότητα, την πεπληρωμένην αγάπης. Εν ταις συνθήκαις των ιστορικών 
ημών δεδομένων η αγάπη αύτη είναι αναποφεύκτως πάσχουσα, συμ‐πάσχουσα, 
και  τούτο  «εις  τέλος»,  μέχρι  πλήρους  κενώσεως.  Κατά  την  δωρεάν  του  Αγίου 
Πνεύματος καταπέμπεται εις ημάς παράδοξος ευλογία: η δια πείρας γνώσις των 
καταστάσεων  του  Ιησού  Χριστού  κατά  το  μέτρον  της  ευδοκίας  του  Πατρός  περί 
ημών. Είμεθα μετά του Χριστού και εν τω Μυστικώ Δείπνω και εν Γεθσημανή και 
εν  τοις  κριτηρίοις  Καϊάφα  και  Πιλάτου·  μετέχομεν  της  άρσεως  του  σταυρού 
Αυτού,  μετά  την  εξάντλησιν  εκ  των  βασανισμών  και  του  μαρτυρίου,  της 
Θεοεγκαταλείψεως και της εις άδου καθόδου. Και εν τη συμμετοχή ταύτη εις την 
πορείαν  του  Χριστού  έγκειται  ο  σταυρός  ημών,  αόρατος,  αλλά  πραγματικός  και 
γνωστός εις τον Θεόν. 
Όταν δε κατέρχηται εφ’ ημάς το Άκτιστον Φως, τότε μεταδίδεται εις ημάς 
η χαρά της αναστάσεως, και ο νους ημών θεωρεί τον Κύριον «αναβαίνοντα, όπου 
ήν το πρότερον» (Ιωάν. στ’ 62). Αγαπητοί είναι εις ημάς οι λόγοι του Αποστόλου 
Παύλου: «Ει ούν συνηγέρθητε τω  Χριστώ, τα άνω ζητείτε,  ου ο  Χριστός εστιν  εν 
δεξιά του Θεού καθήμενος» (Κολ. γ’ 1). 
Αι  πραγματικαί  διαστάσεις  της  Λειτουργίας  είναι  αληθώς  θείαι  και 
ουδέποτε ημείς εξαντλούμεν το περιεχόμενον αυτής, ιδιαιτέρως εν όσω έτι ζώμεν 
εν  τη  σαρκί.  [//355]  Κτισθέντες  εκ  του  «μηδενός»  βαθμηδόν  αυξάνομεν, 
αναπτυσσόμεθα,  τελειούμεθα.  Όσον  εντονωτέρα  είναι  η  προς  τον  Θεόν  δίψα 
ημών, τοσούτον αφθονώτερα τα κύματα νέων διεισδύσεων της καρδίας ημών εις 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 180 ‐
 

το  περιεχόμενον  αυτής.  Μετέχοντες  του  Ποτηρίου  του  Χριστού  δια  της 
μεταλήψεως  του  Σώματος  και  του  Αίματος  Αυτού,  δεχόμεθα  ωσαύτως  και  την 
Θεότητα  Αυτού,  καθώς  αύτη  εφανερώθη  υπ’  Αυτού  επί  της  Γης  εν  σαρκί  και 
καθώς αύτη αιωνίως παραμένει εν τοις ουρανοίς. Τοιαύτη είναι η οδός: Δια της εν 
αγάπη ενώσεως μετά της Θείας Υποστάσεως του Μονογενούς Υιού καθιστάμεθα 
όμοιοι προς Αυτόν και, ως υποστάσεις εν τη πληρότητι της «κατ’ εικόνα και καθ’ 
ομοίωσιν» Αυτού τελειώσεως ημών, υιοθετούμεθα υπό του Ουρανίου Πατρός εις 
ατελευτήτους αιώνας. 
Επί  του  σταυρού  κατά  την  τελευταίαν  στιγμήν  ο  Χριστός  ανεφώνησε: 
«Τετέλεσται».  Είναι  άγνωστα  εις  ημάς  τα  βάθη  της  σκέψεως  του  Κυρίου,  αλλά 
γνωρίζομεν  ότι  τότε  επήλθε  μεγάλη  αλλαγή  εις  όλον  το  κοσμικόν  είναι.  Το 
«τετέλεσται»  τούτο  αναφέρεται  εις  την  εν  τοις  κόλποις  της  Αγίας  Τριάδος 
προαιώνιον  Βουλήν.  Περί  αυτού  του  «τετέλεσται»  γίνεται  εν  μέρει  λόγος  και  εν 
τη  δοθείση  εις  ημάς  Αποκαλύψει.  Δι’  ημάς  δεν  ετελέσθη  εισέτι  πλήρως  εκείνο, 
όπερ  ημείς  αναμένομεν  επ’  ελπίδι  παρά  του  Θεού.  Συνεχίζομεν  εν  αγωνία  να 
βλέπωμεν  «τους  νυν  ουρανούς  και  την  Γην  τω  Αυτού  λόγω  τεθησαυρισμένους 
(όντας)  …  πυρί  τηρουμένους  εις  ημέραν  (φοβεράν)  κρίσεως  και  απωλείας  των 
ασεβών ανθρώπων … Ήξει δε (εκείνη) η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν ή 
ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και η Γη 
και  τα  εν  αυτή  έργα  κατακαήσεται»  (Β’  Πέτρ.  γ’  7  και  10).  Πάντες  ημείς  [//356] 
ιστάμεθα  πνεύματι  επί  του  Εσχάτου  τούτου  Κριτηρίου  κατά τρόπον  απιστεύτως 
εγγύς, ως περιγράφεται τούτο εισέτι και δια των όρων του Αποστόλου Πέτρου. 
Παραλλήλως προς τα λεχθέντα υπό του Αποστόλου Πέτρου φέρομεν τους 
λόγους του ιδίου του Χριστού: «…ειπέ ημίν … και τί το σημείον … της συντελείας 
του  αιώνος;  24.4  Και  αποκριθείς  ο  Ιησούς  είπεν  αυτοίς·  βλέπετε  μη  τις  υμάς 
πλανήση. 24.5 Πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί Μου λέγοντες, εγώ ειμι  ο 
Χριστός,  και  πολλούς  πλανήσουσι.  24.6  Μελλήσετε  δε  ακούειν  πολέμους  και 
ακοάς πολέμων· οράτε μη θροείσθε· δει γαρ πάντα γενέσθαι, αλλ᾿ ούπω εστί το 
τέλος.  24.7  Εγερθήσεται  γαρ  έθνος  επί  έθνος  και  βασιλεία  επί  βασιλείαν,  και 
έσονται  λιμοί  και  λοιμοί  και  σεισμοί  κατά  τόπους·  24.8  πάντα  δε  ταύτα  αρχή 
ωδίνων.  24.9  Τότε  παραδώσουσιν  υμάς  εις  θλίψιν  και  αποκτενούσιν  υμάς,  και 
έσεσθε  μισούμενοι  υπό  πάντων  των  εθνών  δια  το  όνομά  Μου  …»  (Ματθ.  κδ’  3‐
44).  Θα  αποψυχούν  οι  άνθρωποι  «από  φόβου  και  προσδοκίας  των  επερχομένων 
(συμφορών)  τη  οικουμένη  …  Αρχομένων  δε  τούτων  γίνεσθαι  ανακύψατε  και 
επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών … γινώσκετε ότι 
ήδη  εγγύς  εστιν  η  βασιλεία  Του  Θεού  …  αιφνίδιος  …  η  ημέρα  εκείνη  … 
επελεύσεται επί πάντας τους καθημένους επί πρόσωπον πάσης της γης» (Λουκ. 
κα’ 26, 28, 31, 34, 35). «Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού και 
πάντες  οι  άγιοι  Άγγελοι  μετ’  Αυτού,  τότε  καθίσει  επί  θρόνου  δόξης  Αυτού,  και 
συναχθήσεται  έμπροσθεν  Αυτού  πάντα  τα  έθνη,  και  αφοριεί  αυτούς  απ’ 
αλλήλων  ώσπερ  ο  ποιμήν  αφορίζει  τα  πρόβατα  από  των  ερίφων,  και  στήσει  τα 
μεν πρόβατα εκ δεξιών Αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων» (Ματθ. κε’ 31‐33). 
Πάντα  ταύτα  εισέρχονται  εις  την  σύστασιν  της  [//357]  Θείας  Πράξεως  της 
Λειτουργίας: «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 181 ‐
 

υπέρ  ημών  γεγενημένων,  του  σταυρού,  του  τάφου,  της  τριημέρου  αναστάσεως, 
της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου 
πάλιν  παρουσίας:  Τα  Σα  εκ  των  Σων  Σοι  προσφέρομεν  κατά  πάντα  και  δια 
πάντα» (Αναφορά Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου). 
«Καιρός  του  ποιήσαι  τω  Κυρίω»  (Ψαλμ.  ριη’  126),  «Ευλόγησον  Δέσποτα». 
Δια  τοιούτων  λόγων  απευθύνεται  ο  διάκονος  προς  τον  ιερέα  προ  της  ενάρξεως 
της Θείας Λειτουργίας. Οι λόγοι ούτοι σημαίνουν ότι «είναι καιρός, όπως ο Ίδιος ο 
Κύριος ενεργήση». Επομένως η Λειτουργία είναι πρωτίστως Θεία Πράξις. Πάντα 
τα  εν  αυτή  τελούμενα  λαμβάνουν  άλλην  διάστασιν  και  άλλο  νόημα.  Η  λέξις 
«καιρός», επί παραδείγματι, τι δηλοί; Η Θυσία του Αμνού προαπεφασίσθη εν τη 
προαιωνίω  Βουλή  του  Τριαδικού  Θεού:  «…  ελυτρώθητε  εκ  της  ματαίας  υμών 
αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου 
Χριστού,  προεγνωσμένου  μεν  προ  καταβολής  κόσμου,  φανερωθέντος  δε  επ’ 
εσχάτων των χρόνων δι’ υμάς, τους δι’ Αυτού πιστεύοντας εις Θεόν τον εγείροντα 
Αυτόν  εκ  νεκρών  …»  (Α’  Πέτρ.  α’  18‐21).  Εδόθησαν  εις  ημάς  δύο  υπαρκτικά 
επίπεδα: το έν είναι εκείνο, όπερ υπάρχει «προ καταβολής κόσμου», το έτερον, το 
ημέτερον, είναι ο ιστορικός ημών καιρός. Τελείται η Θεία Λειτουργία εφ’ όλου του 
προσώπου  της  Γης  ημέραν  εξ  ημέρας,  απ’  αιώνος  εις  αιώνα.  Κατά  συνέπειαν  ο 
«καιρός» της Λειτουργίας είναι: «Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Ο 
Χριστός,  «μίαν  υπέρ  αμαρτιών  προσενέγκας  θυσίαν  εις  [//358]  το  διηνεκές 
εκάθισεν  εν  δεξιά  του  Θεού  …  μιά  γαρ  προσφορά  τετελείωκεν  εις  το  διηνεκές 
τους αγιαζομένους» (Εβρ. ι’ 12 και 14). 
Τοιούτος  αιώνιος‐πρόσκαιρος  και  πρόσκαιρος‐αιώνιος  είναι  ο  χαρακτήρ 
του  Μυστηρίου  τούτου.  Εν  αυτώ  δια  της  ιερουργίας  συναντώμεθα  μετά  τινων 
υπερβάσεων της χρονικής ακολουθίας· εν αυτώ αι παρερχόμεναι ημών ανάγκαι 
συνυφαίνονται  μετά  των  αιωνίων  Θείων  καταστάσεων.  Η  Λειτουργία  δεν  είναι 
ψυχολογική «ανάμνησις» (βλ. Λουκ. κβ’ 19, Α’ Κόρ. ια’ 24) γεγονότος πάλαι ποτέ 
τελεσθέντος,  αλλά  δύναμις  απαύστως  διαμένουσα  εν  τη  ιστορία.  Παρέρχονται 
χιλιετίαι, αλλά το επίκαιρον της Λειτουργίας δεν αλλοιούται: «… μία ημέρα παρά 
Κυρίω  ως  χίλια  έτη,  και  χίλια  έτη  ως  ημέρα  μία»  (Β’  Πέτρ.  γ’  8).  Δι’  ημάς  ο 
ιστορικός  χρόνος  είναι,  τρόπον  τινα,  ο  «τόπος»  της  πρώτης  συναντήσεως  ημών 
μετά  του  Θεού  και  της  αιωνιότητος  Αυτού.  Η  τελευταία  αύτη  περιβάλλει  όλους 
τους  κτιστούς  αιώνας  άνευ  διαρκείας,  αλλά  καθ’  ολοκληρίαν.  Εν  τη  Λειτουργία 
ζώμεν συγχρόνως ως έν συνόλω, και το φθαρτόν της γηΐνης ημών υπάρξεως και 
την πρόγευσιν της Βασιλείας, της «εληλυθυίας εν δυνάμει» (πρβλ. Μαρκ. θ’ 1). Εν 
τη Λειτουργία προγευόμεθα του εν τη Βασιλειά του Ουρανίου Πατρός «Γαμηλίου 
Δείπνου» (βλ. Ματθ. κβ’ 2). Νυν κατέχομεν ήδη «εκ μέρους» την δωρεάν ταύτην, 
αναμένομεν  δε  εν  υπομονή  την  έλευσιν  «του  τελείου»,  οπότε  «το  εκ  μέρους 
καταργηθήσεται» (πρβλ. Α’ Κορ. ιγ’ 10). 
Η  Λειτουργία  έχει  τοιαύτην  δομήν,  ώστε  να  εγχαράττη  εν  τη  συνειδήσει 
ημών, κατά το δυνατόν πληρέστερον, το «έργον» του Χριστού επί της Γης (Ιωάν. 
ιζ’  4).  Δια  της  συνεχούς  επαναλήψεως  της  Πράξεως  ταύτης,  [//359]  το  καθολικόν 
νόημα  αυτής  καθίσταται  επί  μάλλον  και  μάλλον  προσωπική  ημών  θεωρία, 
κοσμοθεωρία  ημών.  Η  θεωρία  αύτη  είναι  άκρως  πλουσία·  κατ’  ουσίαν ουδέποτε 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 182 ‐
 

εξαντλείται,  αλλά  παραμένει  αιωνίως  νέα  και  ζώσα.  Εν  τη  χρονικώς  βραχεία 
ιερουργία  της  Λειτουργίας  περιέχεται  η  «ανάμνησις»  (Λουκ.  κβ’  19)  γεγονότων, 
άτινα  διήρκεσαν  επί  σειράν  χιλιετιών  και  περιέλαβον  αναρίθμητον  πλήθος 
ανθρώπων,  υιών  και  θυγατέρων  του  Αδάμ.  Πάντα  τα  γεγονότα  –  από  της 
δημιουργίας του κόσμου και της εμφανίσεως του Ανθρώπου, από της στιγμής της 
πτώσεως  του  Αδάμ,  ήτις  συνεκλόνισε  το  κοσμικόν  είναι,  μέχρι  της  επί  Γης 
ελεύσεως  του  Θεού‐Σωτήρος  και  της  εκφωνήσεως  «τετέλεσται»,  στιγμής  κατά 
την  οποίαν  εγεύθη  Ούτος  θανάτου  εν  τη  προσληφθείση  υπ’  Αυτού  ανθρωπίνη 
φύσει  και  κατά  την  οποίαν  ήρξατο  η  αποκατάστασις  του  κτισθέντος  υπό  του 
Θεού όντος – ενούται εις μίαν θεωρίαν και προσευχήν. Ολίγον προ της τελέσεως 
της πρώτης και τελευταίας Αυτού Λειτουργίας εν τω Μυστικώ Δείπνω, και κατά 
την  ώραν  της  εν  Γεθσημανή  αγωνίας  Αυτού,  ο  Κύριος  συνωμίλει  περί  πάντων 
τούτων μετά των μαθητών Αυτού (βλ. Ματθ. κστ’ 38), φέρων τα πάντα εν Εαυτώ 
ως  «ασθενείας  ημών»  (βλ.  Ησ.  νγ’  3‐4).  Και  εις  ημάς  δίδει  Ούτος  να 
ψηλαφήσωμεν  τους  «μώλωπας»  Αυτού  (βλ.  Ησ.  νγ’  5,  Ιωάν.  κ’  25),  όταν 
εισερχώμεθα  ενεργώς  και  εν  επιγνώσει  εις  τα  τελούμενα  κατά  την  ώραν  της 
Θείας Λειτουργίας. 
Η  Λειτουργία  είναι  Ενέργεια  του  Ιδίου  του  Θεού  ανήκει  ολοτελώς  εις  τον 
χώρον  της  αιωνιότητος.  Εν  αυτή  φανερούται  η  αγάπη  του  Πατρός  και  του  Υιού 
και  του  Αγίου  Πνεύματος  εν  τη  ευσπλαχνία  αυτής  προς  τους  απολλυμένους 
αμαρτωλούς.  Η  Θεία  αγάπη  είναι  αγάπη  [//360]  θυσίας.  Δια  της  θυσίας  ταύτης 
συγκρατείται  η  ανθρωπότης  από  του  αφανισμού  (βλ.  Γέν.  β’  17).  Δια  της 
ζωοποιού  δυνάμεως  αυτής  διαφυλάττεται  η  ζωή  του  κόσμου.  Η  Θεία  αγάπη 
παραδίδει  την  ζωήν  αυτής  εις  τους  ηγαπημένους  υιούς  των  ανθρώπων:  «Ούτω 
γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή έδωκεν, 
ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ’ 16, 
βλ. Α’ Ιωάν. δ’ 9‐10). 
Ο  αιώνιως  χαρακτήρ  της  Λειτουργίας  εκφράζεται  εισέτι  και  δια  του  ότι  ο 
Κύριος,  προ  του  θανάτου  Αυτού  επί  του  Σταυρού,  κατά  τον  Μυστικόν  Δείπνον, 
παρέδωκεν  εκ  των  προτέρων  εις  τους  Αποστόλους  το  Σώμα  και  το  Αίμα  Αυτού. 
Επί του ιστορικού επιπέδου ηγνοήθη η χρονική ακολουθία. Απεφασίσθη αύτη εν 
τη  προαιωνίω  Τριαδική  Βουλή  (βλ.  Α’  Πέτρ.  α’  19‐20,  Αποκ.  ιγ’  8),  όπου  το  παν 
ενούται  εις  μιαν  Πράξιν  άνευ  διαρκείας,  αλλά  τα  πάντα  περιπτυσσομένην.  Εξ 
αρχής  το  παν  ετελέσθη  εν  τω  Θείω  Σχεδίω  περί  της  δημιουργίας  του  κόσμου. 
Τότε ο Χριστός ωρίσθη ήδη ως Άμωμος Θυσία. Πολλάκις ωμίλησεν Ούτος εις τους 
Αποστόλους  ότι  επίκειται  δι’  Αυτόν  κρίσις  και  θάνατος,  και  εν  συνεχεία 
ανάστασις. 
Είθε  το  Πνεύμα  το  Άγιον  να  δώση  εις  πάντας  ημάς  να  θεωρήσωμεν  τον 
Χριστόν  αποθνήσκοντα  μόνον,  κατακριθέντα  υπό  πάντων,  και  υπ’  ουδενός 
γενόμενον  αντιληπτόν.  Απέθνησκε  μόνος,  δι’  επονειδίστου  –  κατ’  άνθρωπον  – 
θανάτου, αλλά δια της οδού ταύτης έσεισεν όλον τον κόσμον, μετέβαλε ριζηδόν 
τον  ρουν  της  ιστορίας,  έσωσε  δια  την  αγαθήν  αιωνιότητα  δισεκατομμύρια 
ανθρώπων, ευηργέτησεν όλην την κτίσιν. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 183 ‐
 

Πάντα ταύτα, κατά το δυνατόν, οφείλει να φέρη εν τη συνειδήσει αυτού ο 
ιερεύς,  ετοιμαζόμενος  να  τελέση  [//361]  την  Θείαν  Λειτουργίαν,  διότι  «τούτο 
φρονείσθω  εν  ημίν  ό  και  εν  Χριστώ  Ιησού»  (πρβλ.  Φιλ.  β’  5).  Όσον  εγγύτερον 
πλησιάση  προς  τα  ίχνη  του  Χριστού  ο  χριστιανός,  τοσούτον  ολιγωτέρους 
συνοδοιπόρους θα ανακαλύψη πέριξ αυτού. Έχοντες εν εαυτοίς την σκέψιν περί 
της  πλήρους  μονώσεως  του  Χριστού,  δεν  πρέπει  άρα  γε  και  ημείς  να  είμεθα 
ωσαύτως έτοιμοι να αποθάνωμεν εν μονώσει; Εάν συνέβαινεν εις ημάς, κατά την 
αγάπην Αυτού να αποθάνωμεν άνευ μαρτύρων εις χείρας βασανιστών, όπισθεν 
των  τοίχων  θαλάμου  βασανιστηρίων,  τότε  Ούτος  δεν  θα  εγκατέλειπεν  ημάς 
μόνους, αλλά θα εμοιράζετο μεθ’ ημών τον μέγαν άθλον, όστις έλαχεν εις ημάς· 
«εν  ώ  γαρ  πέπονθεν  Αυτός  πειρασθείς,  δύναται  τοις  πειραζομένοις  βοηθήσαι» 
(Εβρ. β’ 18). 
Η  λειτουργική  πράξις,  όταν  φερώμεθα  μετά  προσοχής  και  προς  την 
θεμελιώδη αυτής αρχήν και προς τα επί μέρους αυτής στοιχεία, εκδιδάσκει ημάς 
να  παραμένωμεν  εν  τη  ατμοσφαίρα  του  Χριστού.  Ο  Κύριος  ελκύει  ημάς,  ίνα  εν 
πνεύματι  περιβάλωμεν  όλον  τον  κόσμον,  ένθα  εκατομμύρια  ανθρώπων  καθ’ 
εκάστην  δεδομένην  στιγμήν  συντρίβονται  υπό  των  πληγμάτων  της  σκληρής 
πραγματικότητος  ή  κείνται  προ  των  θυρών  του  θανάτου  και  μετά  βαθέων 
στεναγμών  επικαλούνται  την  Άνωθεν  βοήθειαν.  Εν  τω  μέτρω  της  προσωπικής 
ημών πείρας παντός είδους παθημάτων, δυνάμεθα να βυθισθώμεν εν τη αχανεί 
θαλάσση  των  παθημάτων  των  ανθρώπων,  και  δια  της  προσευχής  να 
μοιρασθώμεν  μετ’  αυτών  τους  φόβους,  ενίοτε  δε  και  την  χαράν  αυτών.  Είναι 
δυνατόν,  εις  τινα  στιγμήν,  να  περιληφθώμεν  τοσούτον  εις  τα  ατελεύτητα 
μαρτύρια πάσης της ανθρωπότητος, ώστε ούτε το σώμα, ούτε ο ψυχισμός, ούτε η 
σκέψις  να  είναι  εις  θέσιν  να  ακολουθήσουν  το  αιχμαλωτισθέν  υπό  της 
προσευχής  [//362]  πνεύμα,  το  παριστάμενον  ενώπιον  του  Θεού  «στεναγμοίς 
αλαλήτοις» (Ρωμ. η’ 26‐27). Τοιαύτη προσευχή είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος 
και  ουχί  ανθρωπίνων  προσπαθειών.  Αύτη  οδηγεί  μέχρι  των  ορίων  του  θανάτου 
και  εν  ταυτώ  ζωοποιεί·  οδηγεί  ημάς  εις  την  Γεθσημανή  και  εις  τον  Γολγοθάν 
εισέτι,  και  συγχρόνως  δίδει  να  προγευθώμεν  της  αναστάσεως.  Εν  αυτή  τη 
προσευχή γνωρίζομεν τον Χριστόν κατερχόμενον εις τον άδην της απείρου Αυτού 
αγάπης, της νικητρίας του θανάτου. 
Η  σωτηρία  παρέχεται  εις  τον  κόσμον  δια  της  λειτουργικής  ιερουργίας, 
ιδιαιτέρως  εις  όσους  διψούν  να  δεχθούν  την  ευλογίαν  του  Ουρανίου  Πατρός. 
Ουδέν  ισάξιον  ή  παρόμοιον  υπάρχει  προς  το  Έργον  του  Χριστού  δια  την 
απολύτρωσιν  του  ανθρωπίνου  γένους.  Εκείνοι  δε,  εις  τους  οποίους  είναι 
εμπεπιστευμένη  η  διακονία  της  συσταθείσης  υπό  του  Κυρίου  Λειτουργίας, 
βοηθούν τους αδελφούς εν τη πορεία αυτών προς την αθανασίαν. Εν τη διακονία 
ταύτη  η  Εκκλησία  εύχεται  ήδη  επί  δύο  χιλιετίας  μεριμνώσα,  ως  ο  Απόστολος 
Παύλος,  όπως  δοθή  εις  τους  ανθρώπους  η  αληθής  επίγνωσις  των 
αποκεκαλυμμένων  υπό  του  Θεού  πραγμάτων·  ίνα  δυνηθούν  ούτοι 
«καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» 
του  υπέρ  ημών  προαιωνίου  Σχεδίου  του  Δημιουργού,  του  ορισθέντος  προ 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 184 ‐
 

καταβολής  κόσμου  δια  την  υιοθεσίαν  ημών  εν  τω  ηγαπημένω  Αυτού  Υιώ  (βλ. 
Εφεσ. γ’ 14‐21, α’ 5). 
Παρέρχονται οι αιώνες ο είς μετά τον άλλον, αλλ’ εν Πνεύματι Αγίω ουδέν 
παλαιούται, και το αυτό Πνεύμα, όπερ έθεσεν εις το στόμα του Παύλου τοιαύτας 
προσευχάς, κινεί μέχρι σήμερον τας καρδίας των ιερέων και των πιστών εν γένει 
εις προσευχήν, εν τη οποία γνωρίζεται  [//363] υπό της βαθείας υπάρξεως ημών ότι 
ο Θεός είναι Πατήρ ημών, και ότι επί γης εφάνη το Φως του ανάρχου Είναι. 
«Πάτερ Άγιε, ο τη Ση εικόνι τιμήσας ημάς και δωρησάμενος ημίν την 
ευλογίαν  του  γνώναι  την  Αλήθειαν  Σου  δια  του  Σαρκωθέντος  Υιού 
Σου  και  της  καθόδου  του  Αγίου  Πνεύματος,  του  παρά  Σου 
εκπορευομένου,  μη  αποστρέψης  το  Πρόσωπόν  Σου  αφ’  ημών  των 
αναξίων  δούλων  Σου,  αλλά  πρόσδεξαι  την  δέησιν  ημών  και 
κατάπεμψον  επί  πάντας  τους  υιούς  της  Γης  πνεύμα  αληθούς 
ευσεβείας,  ίνα  πληρωθή  η  οικουμένη  δια  του  ακηράτου  Φωτός  της 
Σης  θεογνωσίας,  δεόμεθά  Σου  Πάτερ  Αγαθέ,  επάκουσον  ημών  και 
ταχύ ελέησον». 
Η  Λειτουργία  είναι  ανεκτίμητον  δώρον  προς  την  ανθρωπότητα·  δι’  αυτής 
γνωρίζομεν  το  απ’  αιώνος  απόκρυφον  Μυστήριον  της  σταυρώσεως  της  Θείας 
αγάπης· εν αυτή ζώμεν όντως τον τύπον της αναστάσεως· δι’ αυτής αναβαίνομεν 
επί  του  όρους  της  θεωρίας  της  δόξης  της  Μεταμορφώσεως·  αύτη  σβεννύει  την 
δίψαν  του  πνεύματος  ημών  δι’  άλλου  ύδατος,  «αλλομένου  εις  ζωήν  αιώνιον» 
(Ιωάν. δ’ 14). Οι γευσάμενοι εν ερήμω του μάννα απέθανον, οι τρώγοντες δε τον 
άρτον, τον εκ του ουρανού καταβάντα, «ζήσονται εις τον αιώνα» (πρβλ. Ιωάν. στ’ 
58). Οι λειτουργοί της Καινής Διαθήκης, της εσφραγισμένης δια του Αίματος του 
Χριστού,  είναι  ελεύθεροι  εκ  του  παλαιού  καλύμματος  (βλ.  Β’  Κορ.  γ’  12‐18),  και 
«ανακεκαλυμμένω  προσώπω»  προσφέρουν  τας  ικεσέας  αυτών  ενώπιον  του 
Προσώπου  του  Πατρός.  Ο  ναός,  όπου  τελείται  η  Θεία  Λειτουργία,  είναι  ο 
προθάλαμος της  [//364] εν ουρανοίς Αγίας Βασιλείας. Η λατρεία αύτη αποτελεί δι’ 
ημάς  πηγήν  αμώμου  τρυφής.  Ο  ιερουργός  του  Μυστηρίου  της  Λειτουργίας 
ίσταται εν αμέσω εγγύτητι προς τον Υιόν του Θεού, Όστις είναι «το πλήρωμα του 
Νόμου  και  των  Προφητών»  (Λειτουργία  Αγίου  Ιωάννου  Χρυσοστόμου),  και  δια 
του Οποίου εγενόμεθα κάτοχοι «ρημάτων ζωής αιωνίου» (Ιωάν. στ’ 68, ιζ’ 8). 
Η  εγγυτάτη  συνάντησις  μετά  του  Μονογενούς  Υιού  του  Πατρός  δεν  είναι 
ανώδυνος  δια  τους  εφθαρμένους  υπό  της  αμαρτίας·  πλήττει  ημάς,  ως  είναι 
φανερόν,  μέχρις  εσχάτης  εξουθενώσεως,  αλλ’  εν  συνεχεία  αναγεννά  ημάς 
ελευθέρους  ήδη  από  της  αμαρτίας,  καθιστά  ημάς  κοινωνούς  της  θεανδρικής 
παγκοσμιότητος  του  Χριστού  οδηγούσα  την  εν  ημίν  εικόνα  του  Θεού  μέχρι  της 
τελειότητος. 
Ο  ιερεύς  ο  τελών  την  Λειτουργίαν,  ως  και  οι  παρευρισκόμενοι  πιστοί, 
μανθάνουν  να  ζουν  επί  δύο  επιπέδων,  κατά  το  παράδειγμα  του  Ιδίου  του 
Χριστού:  να  διαμένουν  πνεύματι  εν  τη  Θεία  σφαίρα  και  ταυτοχρόνως  να 
συμμετέχουν  εις  τα  τραγικά  πεπρωμένα  της  οικουμένης.  Κατά  καιρούς  η 
προσοχή  του ιερέως στρέφεται κατ’ εξοχήν προς το μεγαλειώδες πανόραμα του 
κτισθέντος  κόσμου,  όπερ  αποτελεί  και  το  περιεχόμενον  της  λειτουργικής  αυτού 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 185 ‐
 

προσευχής· κατά καιρούς δε το πνεύμα αυτού παραχωρείται να ανέρχηται προς 
το  ατελεύτητον,  προς  αφομοίωσιν  του  νοήματος  της  εκχυθείσης  εφ’  ημάς 
χάριτος, προς το Φως το εκπορευόμενον εκ της Αγίας Τριάδος. Είναι απαραίτητος 
εις  πάντας ημάς η τοιαύτη εμβάθυνσις εις την Λειτουργίαν, ίνα η αιωνία αυτής 
πραγματικότης  συνοδεύη  ημάς  εις  την  καθ’  ημέραν  ζωήν,  ίνα  η  ιερατική 
προσευχή  αποβή  φύσις  ημών,  ίνα  αληθώς  γενώμεθα  «ιερείς  και  βασιλείς  τω 
Θεώ», ανεξαρτήτως «φυλής και γλώσσης, λαού και έθνους» (Αποκ. ε’ 10 και 9). 
[//365]  Η  Λειτουργία,  εν  τω  συνόλω  αυτής,  περιπτύσσεται  ουχί  μόνον  τα 
βιβλικά  γεγονότα  τα  αναφερόμενα  εις  την  οικονομίαν  της  σωτηρίας  του 
ανθρώπου,  αλλ’  εν  γένει  την  ζωήν  του  κόσμου  και  εισέτι  εκείνο,  όπερ  ήτο  προ 
καταβολής κόσμου και όπερ αναμένομεν, «ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α’ 
Κορ. ιε’ 28)· ότε «χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. ι’ 6). Δι’ αυτήν την διάβασιν εκ της 
προσκαίρου  πραγματικότητος  εις  την  αιώνιαν  προετοιμάζει  ημάς  η  Θεία 
Λειτουργία. Το πλήρωμα αυτής αιχμαλωτίζει ημάς ολοτελώς τοσούτον, ώστε ότε 
ήμην εν τη ερήμω και ετέλουν μόνος την Λειτουργίαν, έχων μετ’ εμού μόνον ένα 
μοναχόν  –  όστις  ήρχετο,  ίνα  απαντά  εις  τας  δεήσεις  των  εκτενών,  αναγινώσκη 
τον Απόστολον και παρέχη την λοιπήν αναγκαίαν συμμετοχήν, εις τόπον λαού – 
τότε  ούτε  εγώ  ούτε  ο  μοναχός  εκείνος  ησθάνθημεν  ποτε  έλλειψιν  τινα:  Άπας  ο 
κόσμος  ήτο  εκεί  μεθ’  ημών·  ο  κόσμος  και  ο  Κύριος·  ο  Κύριος  και  η  αιωνιότης.  Η 
πείρα  αύτη  της  ερήμου  εδίδαξεν  εμέ  να  προσεύχωμαι  δια  της  ιερατικής 
προσευχής και μετά του λαού και άνευ της ορατής αυτού παρουσίας. 
Επιτρέπω  εις  εμαυτόν  να  είπω  ότι  εν  τη  συνειδήσει  μου  κυριαρχεί  ουχί  η 
παλαιά,  αλλ’  η  σύγχρονος  πείρα.  Η  τελευταία  αύτη  ήρξατο  τότε,  ότε  εισέτι 
ουδόλως εγνώριζον τα έργα των Αγίων Πατέρων. Εμπνευσθείσα ως πιστεύω υπό 
του αυτού Πνεύματος του εκπορευομένου από του Θεού η πείρα αύτη εν πολλοίς 
συνέπιπτε  μετά  των  συγγραμμάτων  των  ασκητών  Πατέρων·  συγχρόνως  όμως 
και  διεκρίνετο  απ’  αυτών  δυνάμει  της  καταπληκτικής  αλλαγής  των  συνθηκών 
ζωής  του  κόσμου.  Τα  εσχατολογικά  σημεία  είναι  έντονα  εις  τον  αιώνα  ημών  εν 
μείζονι βαθμώ ή ποτε άλλοτε κατά το παρελθόν: [//366] «Η γη και τα εν αυτή έργα 
κατακαήσεται»  (Β’  Πετρ.  γ’  10).  Το  πυρ  είναι  ήδη  έτοιμον,  και  εδόθη  εις  χείρας 
αφρόνων.  Η  ειρήνη  εξέλιπεν  από  προσώπου  της  οικουμένης.  Η  θετική  πλευρά 
των φοβερών τούτων γεγονότων έγκειται εις το ότι ουχί μόνον οι χριστιανοί, αλλ’ 
εισέτι και οι μη πιστεύοντες επιμόνως καλούνται να διευρυνθούν  νοερώς και να 
υπερπηδήσουν  τα  στενά  πλαίσια  των  εθνικιστικών  τάσεων  ή  πολιτιστικών 
παραδόσεων και να στοχάζωνται επί πανανθρωπίνων διαστάσεων. Συμβαίνει να 
παρατηρώμεν,  και  μάλιστα  συχνάκις,  το  εναντίον  προς  το  λεχθέν:  την  τάσιν 
προς  ανεξαρτησίαν  εισέτι  και  ολιγαρίθμων  και  εντελώς  υπαναπτύκτων  φυλών. 
Αλλ’ αι αντιθετικαί αύται τάσεις, εκ διαμέτρου αντίθετοι προς την πραγματικήν 
ανάγκην,  πάντοτε  συνώδευον  την  παράδοξον  ιστορίαν  της  πεπτωκυίας 
ανθρωπότητος. 
Καθίσταται νυν αδύνατον δια τον ιερέα, τον προσφέροντα την αναίμακτον 
θυσίαν,  να  παραμείνη  εν  τοις  ορίοις  των  κατά  τόπους  μόνον  αναγκών, 
επιλανθανόμενος  πάσης  της  λοιπής  ανθρωπότητος,  της  βασανιζομένης 
απεγνωσμένως εν τοις δεσμοίς του άδου, του αμοιβαίου μίσους και παντός είδους 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 186 ‐
 

εκβιασμών. Όσον και αν η εποχή ημών εγκυμονή αποκαλυπτικάς καταστροφάς 
δια  το  μέλλον,  η  προσευχή  του  χριστιανού  δεν  πρέπει  να  εξασθενήση  εκ  της 
φαινομενικώς  απελπιστικής  καταστάσεως,  αλλά  να  αυξηθή  η  έντασις  αυτής: 
Είμεθα ερριμένοι εις τας πρώτας σειράς της μεγάλης πνευματικής μάχης. 
Η επιστήμη του Ευαγγελικού Πνεύματος είναι υψηλή: Είναι ανέφικτος εις 
τας  φυσικάς  ημών  δυνάμεις  εν  [//367]  τη  καταστάσει  της  πτώσεως.  Η  δισχιλιετής 
πείρα της Εκκλησίας ημών εν τη ασκήσει της μετανοίας έδειξεν ότι ο άνθρωπος 
δύναται  να  λάβη  Άνωθεν  πνευματικήν  δύναμιν,  και  τότε  γίνεται  ικανός  να 
βαστάση  την  υπερφυσικήν  ευσπλαχνίαν.  Το  παρόν  σώμα  ημών  μετά  της 
ψυχοσυνθέσεως αυτού είναι ασυγκρίτως ασθενέστερον του πνεύματος ημών: «Το 
μεν  πνεύμα  πρόθυμον  η  δε  σάρξ  ασθενής»  (Ματθ.  κστ’  41).  Η  «σύστασις»  του 
σώματος ημών ακολουθεί την κίνησιν του πνεύματος ημών προς τον Θεόν μόνον 
μέχρις  ωρισμένου  βαθμού,  πέραν  του  οποίου  επέρχεται  η  εξάντλησις  αυτού.  Το 
συμπάσχειν  φονεύει  ημάς.  Το  ένστικτον  της  αυτοσυντηρήσεως  κλείει  τους 
οφθαλμούς  ημών,  όπως  μη  βλέπωμεν  τας  αναριθμήτους  συμφοράς,  αίτινες 
επιπίπτουν  επί  την  μοίραν  των  ομοίων  προς  ημάς.  Αλλ’  ο  γευθείς  Πνεύματος 
Χριστού  δεν  δύναται  να  αποφύγη  την  συνάντησιν  μετά  του  ωκεανού  των 
δυστυχιών.  Ούτος  συμμετέχει  εις  την  προσευχήν  του  Κυρίου,  Όστις  έδωκεν  εις 
ημάς  το  «υπόδειγμα»  (Ιωάν.  ιγ’  15).  Καθώς  Ούτος  προσηύχετο  υπέρ  όλου  του 
κόσμου, ούτω και ημείς οφείλομεν και να ζώμεν και να αισθανώμεθα (βλ. Φιλ. β’ 
5).  Τούτο  είναι  ιδιαιτέρως  αναγκαίον  δια  τον  ιερέα,  τον  τελούντα  την  Θείαν 
Λειτουργίαν,  εάν  ούτος  αγωνίζηται  να  εισέλθη  πληρέστερον  εις  την  καθολικήν 
αυτής θεωρίαν. 
Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει άλλο Λειτουργικόν Ποτήριον, ει μη εκείνο μόνον 
όπερ  Αυτός  ο  Κύριος  προσέφερε  προ  της  εξόδου  Αυτού  δια  την  θυσίαν  της 
απολυτρώσεως. Μόνον Ούτος είναι αληθώς Αρχιερεύς. Δια της ευλογίας Αυτού η 
Θεία Λειτουργία, ούσα ανεπανάληπτος, επαναλαμβάνεται εις τους αιώνας. Εν τη 
επαναλήψει  αυτή  του  αιωνίου  κατά  την  ουσίαν  αυτού  Μυστηρίου,  [//368] 
φανερούται το επίκαιρον αυτού η αναλλοίωτος παρουσία αυτού εν τοις ορίοις της 
ιστορίας.  Η  Λειτουργία,  αδιαίρετος  ούσα  μερίζεται  και  ακαταπαύστως 
επεκτείνεται  εις  πάντα  τα  πέρατα  της  οικουμένης.  Το  Υπερώον  της  Σιών  δια 
θαυμαστού τρόπου πλατύνεται, ώστε να καταστή εφικτόν συνεχώς και εις νέας 
γενεάς  «πιστευόντων εις Αυτόν» (πρβλ. Ιωάν. ιζ’ 20). Δια της αγίας κοινωνίας  ο 
Χριστός  συνάγει  τους  αφωσιωμένους  εις  Αυτόν  εις  εκείνην  την  ενότητα,  ήτις 
εδόθη  εις  ημάς  υπό  του  Δημιουργού  ημών.  Κτισθέντες  «κατ’  εικόνα  και  καθ’ 
ομοίωσιν» εκλήθημεν και εις ενότητα κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: 
«Πάτερ Άγιε, τήρησον αυτούς εν τω Ονόματί Σου ώ δέδωκας Μοι, ίνα ώσιν 
έν καθώς ημείς» (Ιωάν. ιζ’ 11). 
Η Λειτουργία εν τη αιωνίω αυτής πραγματικότητι, φέρει πάντοτε εις ημάς 
την  παρουσίαν  του  Πάσχα  του  Κυρίου.  Προ  της  ελεύσεως  του  Χριστού,  το 
Εβραϊκόν Πάσχα συνίστατο εις την ανάμνησιν ιστορικού γεγονότος, τουτέστι της 
δια της Ερυθράς Θαλάσσης διαβάσεως του Ισραηλιτικού λαού, του λυτρωθέντος 
εκ  της  δουλείας  της  Αιγύπτου  –  προτύπου  πασών  των  λοιπών  δουλειών.  Το 
χριστιανικόν όμως Πάσχα είναι λύτρωσις  εκ της δουλείας της  αμαρτίας  και του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 187 ‐
 

θανάτου: η διάβασις εκ των επί μέρους και περιωρισμένων καταστάσεων εις τας 
παγκοσμίους  και  Θείας·  η  ανάβασις  εκ  των  γηΐνων  μορφών  υπάρξεως  εις  τας 
αιωνίους,  εις  την  αθανασίαν.  Και  εδόθη  εις  ημάς  η  εντολή  να  τελώμεν  την 
Λειτουργίαν  εις  ανάμνησιν  Αυτού  (βλ.  Λουκ.  κβ’  19),  εν  τω  Ονόματι  Αυτού.  Ο 
Χριστός  –  το  αληθινόν  κέντρον  πάσης  της  κτίσεως  –  αποτελεί  το  κέντρον  της 
προσοχής ημών: [//369] «Πάντα δι’ Αυτού εγένετο, και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ έν 
ό  γέγονεν» (Ιωάν. α’ 3). Εις τούτο έγκειται  η  ριζική αλλαγή του χαρακτήρος  της 
Πασχαλίου  ημών  πανηγύρεως.  Πάσα  η  Λειτουργία  εν  τω  ουσιώδει  αυτής 
περιεχομένω  δεν  είναι  άλλο  τι  ει  μη  ανάμνησις  Αυτού  και  ουχί  οιουδήποτε 
ιστορικού  γεγονότος.  Η  «ανάμνησις»  νοείται  ως  ζώσα  είσοδος  εις  την  σφαίραν 
του Πνεύματος του Χριστού, κατά την Θείαν και γηΐνην Αυτού διάστασιν. Ούτος 
είναι το νόημα και το φως του Χριστιανικού Πάσχα. 
Η αιώνιος επικαιρότης της Λειτουργίας υπογραμμίζεται ωσαύτως δια του 
περιεχομένου  της  προσευχής,  την  οποίαν  πάντες  οι  πιστοί  προφέρουν  προ  της 
μεταλήψεως  των  αγίων  μυστηρίων  του  Σώματος  και  του  Αίματος  του  Χριστού: 
«Του Δείπνου Σου του Μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε». Εν 
τούτω το «σήμερον» ‐νυν‐ δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον, αλλά μόνον 
το παρόν. Και δια της προσευχής ταύτης παρακαλούμεν όπως γίνωμεν δεκτοί εις 
τους κόλπους της προαιωνίου Θεότητος, της Αγίας Τριάδος. 
Η ψυχή του ιερέως αναποφεύκτως θα φθάσει πολλάκις εις εξάντλησιν εκ 
της θεωρίας παντός είδους παθημάτων αφ’ ενός, και αδικιών και εκβιασμών αφ’ 
ετέρου.  Ακριβώς  αι  ανάρμοστοι  αύται  πράξεις  των  ανθρώπων  αποτελούν 
ένδειξιν  της  πτώσεως  του  κόσμου  ημών.  Δι’  επιπόνου  ασκήσεως  οφείλομεν  να 
κρατήσωμεν  αμείωτον  την  έμπνευσιν  ημών  δια  την  λειτουργικήν  προσευχήν 
υπέρ όλης της ανθρωπότητος. Παν πάθος και πάσα κακοήθεια της αμαρτίας, είτε 
εντός  ημών  των  ιδίων,  είτε  εντός  των  άλλων  εκτός  ημών,  αποτελούν  το  [//370] 
περιεχόμενον  της  καθολικής  ταύτης  προσευχής.  Καθήκον  του  ιερέως  είναι  η 
αναλλοίωτος  εν  χρόνω  επανάληψις  της  Θείας  πράξεως  της  απολυτρώσεως  του 
κόσμου, προς εκπλήρωσιν της εντολής του Χριστού: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν 
ανάμνησιν»  (Λουκ.  κβ’  19).  Είναι  ζώσα  «ανάμνησις»,  ως  ορατή  παρουσία  της  εν 
Γεθσημανή προσευχής και του εν Γολγοθά σταυρικού θανάτου του Κυρίου εν τη 
ιστορία της οικουμένης. 
Η Λειτουργία εν τη αιωνίω αυτής πνευματική πραγματικότητι, είναι θυσία 
υπέρ  των  αμαρτιών  της  ανθρωπότητος.  Ιδού  δια  τι,  συναντώμενοι  μετά  της 
συνθλιπτικής  μάζης  της  αμαρτίας,  είτε  εντός,  είτε  εκτός  ημών,  δεν  παύομεν  να 
παραμένωμεν  εντός  της  λειτουργικής  πράξεως.  Όταν  έχωμεν  τοιαύτην 
συνείδησιν  περί  ιερωσύνης,  άπασα  η  ζωή  ημών  αποτελεί  διακονίαν  προς 
σωτηρίαν  του  κόσμου.  Εις  τούτο  συνίσταται  η  ουσία  του  εις  ημάς  Θείου  δώρου: 
Του «βασιλείου ιερατεύματος». 
Είναι  δυνατόν  να  είναι  τις  φορεύς  της  χάριτος  του  «βασιλείου 
ιερατεύματος»  και  όταν  δεν  φέρη  ιερατικόν  αξίωμα  (βλ.  Α’  Πέτρ.  β’  5  και  9).  Η 
εσωτερική ουσία της ιερωσύνης ταύτης έγκειται εις την προσευχήν υπέρ όλου του 
κόσμου κατά το «υπόδειγμα» του Ιδίου του Κυρίου. Δι’ ημάς τους ανθρώπους το 
ύστατον  εφικτόν  μέτρον  είναι  να  προσευχώμεθα  υπέρ  όλου  του  Αδάμ,  ως  και 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 188 ‐
 

υπέρ ημών των ιδίων. Τοιαύτη προσευχή αποτελεί σημείον ότι αποκαθίσταται εν 
ημίν εκείνη η «εικών», ήτις παρεσχέθη εξ αρχής εις τον άνθρωπον (βλ. Γέν. α’ 26). 
Τα  παθήματα  του  Χριστού  και  η  ανάστασις  Αυτού  εκόμισαν  εις  την 
ανθρωπότητα την χάριν ταύτην (βλ. Λουκ. κδ’ 46 και 49). Πάντες και έκαστος εκ 
των πιστευόντων εις τον Υιόν του Θεού εκλήθησαν  [//371] να δεχθούν την δωρεάν 
ταύτην  εκ  του  Δωρεοδότου:  να  γίνουν  «βασίλειον  ιεράτευμα».  Δεν  υπάρχει 
τίμημα  δια  την  ευλογίαν  ταύτην  ήτις  αποκτάται  δια  μακράς  και  εμπόνου 
ασκήσεως. 
[//372] 
  
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 189 ‐
 

[//373] 
ΙΕ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ 
 
«Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος 
… πάντα δι’ Αυτού εγένετο» (Ιωάν. α’ 1 και 3). 
Η  ανθρωπίνη  γλώσσα  προορίζεται  δια  την  έκφρασιν  πραγματικοτήτων 
διαφόρων  επιπέδων:  του  βιοτικού  επιπέδου  των  φυσικών  αναγκών·  του 
παραπλησίου  αυτού,  και  όμως  διακρινομένου  απ’  αυτού,  των  πρωτογόνων 
ψυχικών  αισθημάτων  και  παθών·  του  της  γλώσσης  της  πολιτικής  δημαγωγίας· 
του της επιστημονικής γλώσσης, της φιλοσοφικής, της γλώσσης της ποιήσεως· εν 
τέλει  του  της  υψίστης  πασών:  της  γλώσσης  της  Θείας  Αποκαλύψεως,  της 
προσευχής, της θεολογίας και των άλλων σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρώπων: 
της Λειτουργικής. 
Η  αφηρημένη  γνώσις  περί  του  είναι  έχει  μεταφυσικάς  ρίζας·  εις  τούτο 
αναφέρεται  η  επιστήμη,  η  φιλοσοφία,  και  πρωτίστως  ο  Θεογνωσία.  Οι  λόγοι  οι 
εκφράζοντες  τα  ως  άνω  υποδειχθέντα  είδη  γνώσεως,  ως  και  τα  Ονόματα  του 
Θεού, προέρχονται εκ της νοεράς σφαίρας, της μεταφυσικής. Ταυτοχρόνως ίδιον 
αυτών είναι να διεγείρουν εν τω νοΐ και τη καρδία διαφόρους αντιδράσεις, και υπ’ 
αυτήν  την  έννοιαν  αποτελούν  «εξηρτημένα‐αντανακλαστικά»  φέροντα 
χαρακτήρα άμεσον, αυτόματον. 
[//374]  Εκάστη  γλώσσα  έχει  ως  σκοπόν  να  οδηγήση  τον  ακροατήν  ή  τον 
αναγνώστην εις εκείνον τον χώρον, εις τον οποίον αύτη ανήκει. Έχοντες υπ’ όψιν 
την  «εξηρτημένην‐αντανακλαστικήν»  ενέργειαν  των  λόγων,  οφείλομεν 
ιδιαιτέρως  να  δώσωμεν  μεγάλην  προσοχήν  εις  την  λειτουργικήν  γλώσσαν,  ήτις 
σκοπόν  έχει  να  γεννήση  εν  τω  νοΐ  και  τη  καρδία  των  προσευχομένων  την 
αίσθησιν  άλλου  κόσμου,  του  υψίστου.  Τούτο  επιτυγχάνεται  δια  της  παρουσίας 
ονομάτων  και  εννοιών  ανηκόντων  αποκλειστικώς  εις  το  θείον  επίπεδον,  ως  και 
δια της χρήσεως μικρού αριθμού ειδικών μορφών εκφράσεως. 
Οι  Έλληνες  δια  της  φιλοσοφίας  έφθασαν  εις  τα  υψηλότερα  δυνατά  όρια 
αναπτύξεως του ανθρωπίνου πνεύματος και δια της γλώσσης παρουσίασαν την 
τελειοτέραν  δυνατήν  μορφήν  εκφράσεως  του  ανθρωπίνου  λόγου.  Την  μορφήν 
ταύτην της  εκφράσεως  προσέλαβε  και  εχρησιμοποίησε  κατά Πρόνοιαν Θεού εις 
την λατρείαν επί δύο χιλιετίας η Εκκλησία του Χριστού. 
Η Λειτουργία, ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον 
Θεόν,  είναι  φυσικόν  να  έχη  ως  εκφραστικόν  όργανον  την  κατά  το  δυνατόν 
τελειοτέραν γλώσσαν. 
Η  χρήσις  του  τελειοτέρου  υπάρχοντος  γλωσσικού  οργάνου  εις  τας 
λατρευτικάς  συνάξεις  βοηθεί  τους  πιστούς  να  διατηρούν  την  αίσθησιν  του 
Τελείου και συμβάλλει εις την πληρεστέραν δυνατήν κοινωνίαν μετ’ Αυτού. 
Η επί τοσούτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της 
Θείας  Λειτουργίας,  ήτις  δύναται  να  χαρακτηρισθή  και  ως  κατηγόρημα  της 
ορθοδόξου  λατρείας,  είναι  αδύνατον  να  αντικατασταθή  άνευ  [//375]  ουσιώδους 
βλάβης  (Διαφωτιστική  ίσως  ενταύθα  δύναται  να  θεωρηθή  και  η  πείρα  εκ  της 
αλλαγής  της  λειτουργικής  γλώσσης  εν  τη  Αγγλικανική  εκκλησία.  Ούτως,  η 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 190 ‐
 

εισαγωγή  απλουστέρας  λειτουργικής  γλώσσης  εις  την  λατρείαν  της  εν  λόγω 
εκκλησίας  ήμβλυνε  την  λατρευτικήν  διάθεσιν  των  πιστών  και  εζημίωσε  τας 
λατρευτικάς συνάξεις) αυτής ταύτης της λατρείας. 
Δια  τους  λόγους  τούτους  είμεθα  κατηγορηματικώς  πεπεισμένοι  ότι  είναι 
αναγκαία  η  χρήσις  της  παραδεδομένης  Λειτουργικής  γλώσσης  εν  ταις 
εκκλησιαστικαίς ακολουθίαις· ουδόλως υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως αυτής 
υπό  της  γλώσσης  της  καθ’  ημέραν  ζωής,  πράγμα  όπερ  αναποφεύκτως  θα 
καταβιβάση  το  πνευματικόν  επίπεδον  και  θα  προξενήση  ούτως  ανυπολόγιστον 
ζημίαν.  Είναι  άτοποι  οι  ισχυρισμοί  περί  του  δήθεν  ακατανοήτου  δια  πολλούς 
συγχρόνους  ανθρώπους  της  παλαιάς  εκκλησιαστικής  γλώσσης,  μάλιστα  δε  δι’ 
ανθρώπους  εγγραμμάτους  και  πεπαιδευμένους  εισέτι.  Δι’  αυτούς  η  εκμάθησις 
εντελώς μικρού αριθμού λέξεων, αίτινες δεν είναι εν χρήσει εις την καθ’ ημέραν 
ζωήν, είναι υπόθεσις ολίγων ωρών. Πάντες ανεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας 
προσπαθείας δια την αφομοίωσιν πολυπλόκων ορολογιών διαφόρων τομέων της 
επιστημονικής  ή  της  τεχνικής  γνώσεως,  της  πολιτικής,  της  νομικής  και  των 
κοινωνικών επιστημών· γλώσσης φιλοσοφικής ή ποιητικής και τα παρόμοια. Δια 
τι  λοιπόν  αναγκάζομεν  την  Εκκλησίαν  να  απολέση  γλώσσαν  απαραίτητον  δια 
την έκφρασιν υψίστων μορφών της θεολογίας και των πνευματικών βιωμάτων; 
Πάντες,  όσοι  ειλικρινώς  επιθυμούν  να  γίνουν  κοινωνοί  της  αιωνοβίου 
παραδόσεως  του  Πνεύματος,  ευκόλως  θα  ανεύρουν  την  δυνατότητα  να 
εξοικειωθούν μετά του ατιμήτου θησαυρού της ιεράς λειτουργικής γλώσσης, [//376] 
ήτις  κατά  τρόπον  υπέροχον  προσιδιάζει  εις  τα  μεγάλα  μυστήρια  της  λατρείας. 
Ολίγαι  ιδιαιτερότητες  της  γλώσσης  αυτής  μειώνουν  τον  κόπον  της  προς  καιρόν 
αποταγής  εκ  των  εμπαθών  συνηθειών:  «Πάσαν  νυν  βιοτικής  αποθώμεθα 
μέριμναν». 
Εάν κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας εχρησιμοποιούμεν γλώσσαν 
της  καθ’  ημέραν  ημών  ζωής,  τότε  θα  εγέννα  αύτη  εν  τη  ψυχή  και  τω  νοΐ  των 
παρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου, επιπέδου της φυσικής ημών 
υπάρξεως (Επί του προκειμένου σημειούμεν ότι οι Σλαύοι, οίτινες κατά Πρόνοιαν 
Θεού  παρέλαβον  και  χρησιμοποιούν  επί  αιώνας  ευλογημένην  γλώσσαν  δια  την 
λατρείαν,  την  Αγίαν  Γραφήν  και  τας  προσευχάς,  ουδέποτε  μετεχειρίσθησαν 
αυτήν δια τας κατωτέρας βιοτικάς ανάγκας, ουδέ εισέτι δια την εκκλησιαστικήν 
φιλολογίαν.).  Ο  ανθρώπινος  λόγος  είναι  εικών  του  Προαιωνίου  Λόγου  του 
Πατρός.  «Τω  λόγω  Κυρίου  οι  ουρανοί  εστερεώθησαν  …  Αυτός  είπε  και 
εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. λβ’ 6, 9). Και ο ημέτερος 
λόγος  κατέχει  δημιουργικήν  δύναμιν.  «Ο  λόγος  του  Θεού  ημών  μένει  εις  τον 
αιώνα» (Ησ. μ’ 8)· και ο λόγος ημών φθάνει την αιωνιότητα, εάν ελέχθη εν ταις 
οδοίς  του  θελήματος  Αυτού.  Δια  της  επικλήσεως  των  Ονομάτων  του  Θεού 
τελούνται  τα  Μυστήρια  της  Εκκλησίας,  συμπεριλαμβανομένης  και  της 
μεταβολής του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Κυρίου. 
Οι  λόγοι  της  Λειτουργίας  και  εν  γένει  των  προσευχών,  δεν  είναι  μόνον 
ανθρώπινοι, αλλά και Άνωθεν δεδομένοι. Η εκκλησιαστική γλώσσα αναφέρεται 
εις την σφαίραν του Θείου Είναι· οφείλει αύτη να εκφράζη την Αποκάλυψιν του 
Πνεύματος  και  τας  εξ  αυτής  γεννωμένας  νοεράς  θεωρίας.  Δια  της  «ακοής 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 191 ‐
 

ρήματος  Θεού»  (Ρωμ.  ι’  17)  εμπνέεται  ο  άνθρωπος  εις  πίστιν  ήτις  «ενίκησε  τον 
κόσμον» (Α’ Ιωάν. ε’ 4, πρβλ. Α’ Θεσσ. β’ 13). 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 192 ‐
 

[//377] 
ΙΣΤ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΙΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 
 
Η  εν  Γεθσημανή  προσευχή  του  Χριστού  είναι  αναμφιβόλως  η  υψίστη 
πασών  των  προσευχών  κατά  την  εσωτερικήν  αυτής  αξίαν  και  την 
κοσμοσωτήριον  δύναμιν.  Συγχόνως  αποτελεί  αύτη  μίαν  των  πολυτιμοτέρων 
αποκαλύψεων περί Θεού και Ανθρώπου. Προσφερθείσα εις τον Θεόν Πατέρα εν 
τω Πνεύματι της Θείας αγάπης, θα ενεργή αιωνίως εν τω κοσμικώ είναι ως Φως 
πάντοτε  αμείωτον.  Ως  ιστορικόν  γεγονός  δεν  διήρκεσεν  επί  μακρόν·  ως 
πνευματική  όμως  πράξις  Θείας  αγάπης  έλαβεν  αρχήν  προ  καταβολής  κόσμου 
(βλ. Α’ Πέτρ. α’ 20), και δεν παύει να ενεργή μέχρι σήμερον. Την παρουσίαν της 
δυνάμεως  αυτής  αισθανόμεθα  κατά  τας  ώρας  της  προσευχής  υπέρ  όλου  του 
κόσμου,  κατ’  εξοχήν  όμως  κατά  την  τέλεσιν  της  Θείας  Λειτουργίας.  Η  αγιότης 
και  το  μεγαλείον  αυτής  ελκύουν  την  καρδίαν  εκείνων,  οίτινες  διεφύλαξαν  εν 
εαυτοίς την εικόνα του Ζώντος Θεού. 
Ο  Κύριος  εν  τη  προσευχή  ταύτη  συμπεριέλαβε  παν  ό,τι  εγένετο  από  της 
εμφανίσεως εις την ζωήν του Πρώτου Αδάμ μέχρι του εσχάτου ανθρώπου, όστις 
μέλλει  να  γεννηθή  εκ  γυναικός.  Ούτως  εδιδάχθημεν  να  φρονώμεν  εν  τη 
Εκκλησία ημών (βλ. Ιωάν. α’ 29, Α’ Ιωάν. β’ 2). Εστερημένοι υπαρκτικής εμπειρίας 
παρομοίας  αγάπης,  [//378]  δεν  δυνάμεθα  να  συλλάβωμεν  την  ακαταμάχητον 
ενέργειαν  αυτής  ήτις  φωτίζει  ανά  τους  αιώνας  πάντα  άνθρωπον  διψώντα  να 
δεχθή την δωρεάν ταύτην. «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται», το έργον όμως 
το τελεσθέν υπό του Χριστού (βλ. Ιωάν. ιζ’ 4) «ου μη παρέλθη» (πρβλ. Ματθ. κδ’ 
35).  Η  προσευχή  αύτη  εισέρχεται  εις  την  ασίγητον  δοξολογίαν  των  ουρανών  ως 
το ουσιώδες αυτής περιεχόμενον. Δεν παύει να συναρπάζη το πνεύμα ημών, να 
γεννά  εν  ημίν  τον  πόθον  όπως  ανταποκριθώμεν  εις  αυτήν  μετά  της  αυτής 
ολοκληρωτικής – «εις τέλος» – αγάπης και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. 
Άπασα η οικουμένη εν τη πτώσει αυτής μέμφεται τον Θεόν, ενοχοποιούσα 
Αυτόν  δια  τα  παθήματα  αυτής.  Μέμφεται  εμπαθώς  εν  τη  αναπηρία  αυτής,  ήτις 
είναι επακόλουθον της εκπτώσεως από της αγάπης Αυτού. Γνωρίζω τούτο και εξ 
ιδίας πείρας. Αλλ’ ο Ιησούς, ο άναρχος Θεός, εν Γεθσημανή και επί του Γολγοθά 
«εδικαίωσε»  τον  Θεόν  Δημιουργόν.  Ο  «Άνθρωπος  Χριστός  Ιησούς»  (Α’  Τιμ.  β’  5) 
«δικαιοί»  ωσαύτως  τον  Άνθρωπον‐ανθρωπότητα  εν  τη  κρίσει  του  Θεού  και 
Πατρός. 
Εξ  επόψεως  του  ανθρώπου  εάν  ο  Θεός  είναι  τοιούτος  ως  εφανέρωσεν 
Αυτόν ο Χριστός, αρμόζει εις Αυτόν πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις πάντας 
τους  αιώνας.  Εξ  επόψεως  όμως  του  Θεού  Πατρός,  εάν  και  ο  άνθρωπος  είναι 
τοιούτος  ως  ήτο  ο  Χριστός,  τότε  ο  Πατήρ  δέχεται  αυτόν  ως  ισότιμον,  δίδει  εις 
αυτόν τον θρόνον «εν δεξιά Αυτού εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. α’ 21). 
Η  αγάπη  του  Χριστού  νικηφόρος  εν  τη  αιωνιότητι,  υποβάλλεται  επί  του 
επιπέδου  της  γης  εις  βαρυτάτας  δοκιμασίας.  [//379]  Ουδείς,  ουδέποτε  έπαθε 
τοσούτον, ως Ούτος. Το βάθος των παθημάτων ευρίσκεται εν αμέσω σχέσει προς 
το  μέτρον  της  ευαισθησίας  εκάστου.  Υπάρχει  τοσαύτη  διαφορά  μεταξύ  των 
ανθρώπων,  όση  και  μεταξύ  ρινοκέρωτος  και  σκώληκος.  Καταφέρετε  επί  του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 193 ‐
 

πρώτου  ισχυρόν  πλήγμα  δια  της  πυγμής·  δεν  θα  αισθανθή  το  πλήγμα  υμών.  Ο 
σκώληξ όμως, όταν θίγηται έστω και ελαφρώς, πάραυτα συνελίσσεται εκ του εφ’ 
όλου  του  σώματος  αυτού  πόνου.  Παραφωνία  ανεπαίσθητος  υπό  των  πολλών, 
ταράττει  οδυνηρώς  την  ευαίσθητον  ακοήν  του  μουσικού.  Ο  οφθαλμός  του 
ζωγράφου  συλλαμβάνει  την  τονικήν  διαφοράν  των  χρωμάτων  εκεί,  ένθα  οι 
άλλοι,  παρά  τας  διασαφήσεις,  ουδεμίαν  διαφοράν  παρατηρούν.  Ο  πνευματικώς 
ευαίσθητος άνθρωπος εν τη επαφή αυτού μετά τινος άλλου διακρίνει μέχρι τινος 
την  ηθικήν  αυτού  κατάστασιν,  ενώ  πλείστοι  όσοι  ουδέν  αντιλαμβάνονται.  Και 
εάν  τούτο  ισχύη  εις  τους  χοϊκούς  ανθρώπους,  τότε  τις  δύναται  να  εννοήση  τον 
Χριστόν, τον Δημιουργόν του κόσμου; «Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, 
και  ιδού  καλά  λίαν»  (Γέν.  α’  31).  Ο  κτίσας  την  Θείαν  κοσμικήν  αρμονίαν  δεν 
ηδύνατο  να  μη  θλίβηται  συναντών  πανταχού  την  αφόρητον  διαστροφήν  του 
πρωτοκτίστου  κάλλους  εκ  των  αισχρών  και  εγκληματικών  ανθρωπίνων 
πράξεων.  Πάντες  ημείς  γνωρίζομεν  ότι,  όσον  βαθύτερον  αγαπώμεν  τοσούτον 
οδυνηρότερον  ζώμεν  και  την  ελαχίστην  εισέτι  σύγκρουσιν.  Τί  όμως  ησθάνετο 
Ούτος, η προαιώνιος Αγάπη, ότε μετά τοιούτου μίσους απέρριψαν την μαρτυρίαν 
Αυτού  περί  του  Πατρός;  Αυτός,  τον  Οποίον  η  Εκκλησία  ονομάζει  Ήλιον  της 
Δικαιοσύνης,  παρέδωκεν  Εαυτόν  εις  την  πονηράν  κρίσιν  εκείνων,  οίτινες 
κατεδίκασαν Αυτόν εις θάνατον. Αυτός, η Υποστατική Αλήθεια, εσυκοφαντήθη, 
[//380]  ητιμάσθη  αναιδώς,  επλήγη  ασπλάγχνως  και  εχλευάσθη  χυδαίως.  Αυτός,  ο 
αναμάρτητος, ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου, ως να ήτο ο Ίδιος ένοχος 
δι’  όλην  την  τραγωδίαν.  «Αγαπήσας  ημάς  εις  τέλος»  (Ιωάν. ιγ’  1)  υπέμεινε  τους 
διωγμούς  της  αδυσωπήτου  κακίας  των  φονευσάντων  Αυτόν,  «δοκούντων 
λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ» (Ιωάν. ιστ’ 2). 
Ίνα προσεγγίσωμεν συνειδητώς, έστω και ολίγον, εις την κατανόησιν του 
γεγονότος εκείνων των τραγικών δι’ όλην την ιστορίαν του κόσμου ημερών, ίνα 
κατοπτεύσωμεν  υπαρκτικώς,  έστω  και  «δι’  εσόπτρου  εν  αινίγματι»  (Α’  Κορ.  ιγ’ 
12),  την  οδόν  την  οποίαν  διήλθεν  ο  Χριστός,  είναι  αναγκαίον  να  υποστώμεν 
πλήθος δοκιμασιών. Όταν ενσκήπτουν παντός είδους πλήγματα και φόβοι, τότε 
οφείλομεν  να  αναγάγωμεν  τον  νουν  ημών  εις  την  θεωρίαν  των  δεινών  πάντων 
των πασχόντων επί της Γης, να περιλάβωμεν εν τη προσευχή της καρδίας ημών 
τους πάσχοντας, μέσω του ιδίου ημών πόνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ευρύνεται η 
καρδία  και  περιβάλλει  πάντας  τους  συντετριμμένους  εκ  των  συμφορών 
αδελφούς,  ως  η  μήτηρ  δια  της  ορμής  της  μετά  πόνου  αγάπης  περιθάλπει  τα 
ασθενή  αυτής  τέκνα.  Ας  γίνη  η  προσευχή  ημών  κραυγή  όλης  της  Γης  προς  τον 
Θεόν  και  Πατέρα.  Παρομοία  προσευχή  δια  της  ενεργείας  του  Αγίου  Πνεύματος 
καθιστά  ημάς  μετόχους  του  απολυτρωτικού  πάθους  της  Θείας  αγάπης  του 
Κυρίου.  Ουδείς  βεβαίως  εξ  ημών  φθάνει  το  άμετρον  αυτής·  είναι  όμως  μέγα  δι’ 
ημάς  το  ότι,  έστω  και  εκ  μέρους  αλλά  μετά  ακατανικήτου  βεβαιότητος, 
αποκαλύπτεται εις ημάς η ζωή Αυτού. «Συμμορφούμενοι (πνεύματι) τω θανάτω 
Αυτού», καταξιούμεθα να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς τον Χριστόν «και την δύναμιν 
της  αναστάσεως  Αυτού»  (Φιλ.  γ’  10).  «Εί  γαρ  σύμφυτοι  [//381]  γεγόναμεν  τω 
ομοιώματι  του  θανάτου  Αυτού  (πνεύματι),  αλλά  και  της  αναστάσεως  εσόμεθα» 
(Ρωμ.  στ’  5).  Δια  μέσου  καιρίων  πληγμάτων  η  νεκρωθείσα  υπό  της  αμαρτίας 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 194 ‐
 

φύσις  ημών  αναγεννάται  εις  προσευχήν,  ήτις  αντικατοπτρίζει  αμυδρώς  την  εν 
Γεθσημανή  προσευχήν.  Έως  ότου  φθάσωμεν  εις  ώριμον  ηλικίαν,  συχνάκις 
δίδεται  εις  ημάς  η  πείρα  του  μερικού  θανάτου,  και  κατά  το  μέτρον  της  πείρας 
ταύτης αποβαίνομεν πλείον ικανοί να θεωρήσωμεν τον Χριστόν πορευόμενον εις 
τον κήπον της Γεθσημανή, και εν συνεχεία εις τον Γολγοθάν. Ο φυσικός πόνος – 
αι μαστιγώσεις ή η προσήλωσις επί του σταυρού  – ουδόλως κατέχει την πρώτην 
θέσιν,  αλλά  καθιστά  το  πάθος  Αυτού  ωλοκληρωμένον  εφ’  όλων  των  επιπέδων. 
Και  ημείς  γνωρίζωμεν  ότι  η  ψυχή  εν  τη  σφαίρα  αυτής  δέχεται  φοβερώτερα 
τραύματα ή το σώμα. Και εάν τούτο ισχύη επί του ψυχολογικού επιπέδου, τότε τί 
θα  ηδυνάμεθα  να  είπωμεν  περί  της  ψυχής‐πνεύματος,  ήτις  προσλαμβάνει  την 
αιωνιότητα;  «Όσον  μεγαλυτέρα  η  αγάπη,  τοσούτον  μεγαλύτερα  τα  παθήματα 
της  ψυχής.  Όσον  βαθυτέρα  η  αγάπη,  έτι  μάλλον  άμετρος  ο  πόνος»  (Άγιος 
Σιλουανός). Αλλά τίς εκ των ανθρώπων τολμά να ισχυρισθή ότι η αγάπη αυτού 
υπερέχει της αγάπης του Χριστού; Ενταύθα έχομεν υπ’ όψιν την σφαίραν εκείνην 
του  Είναι,  ήτις  κατορθούται  ουχί  άλλως,  ει  μη  μόνον  δια  της  δυνάμεως  της 
Άνωθεν δοθείσης πνευματικής αγάπης. 
Είναι  αδύνατον  να  περιγράψωμεν  την  εικόνα  των  παθημάτων  του  Ιησού 
του Ναζωραίου. Άπασα η μεθ’ ημών αναστροφή Αυτού δεν ήτο τι άλλο ει μη έν 
αδιάλειπτον  μαρτύριον.  Ο  Γολγοθάς  είναι  μόνον  η  τελική  πράξις  εν  τη  οποία 
απεκορυφώθη  και  συνηνώθη  το  παν:  ο  φυσικός  πόνος,  η  ψυχική  οδύνη  ως 
αποτέλεσμα  της  υπό  [//382]  των  ανθρώπων  απορρίψεως  του  Ευαγγελίου  της 
Πατρικής  αγάπης,  ο  επονείδιστος  θάνατος  εγκληματίου,  ο  χαιρέκακος  και 
εκδικητικός  χλευασμός  όσων  ηλέγχθησαν  δια  τας  αδικίας  αυτών  …  Πάντες 
κατεδίκασαν  Αυτόν:  το  Ρωμαϊκόν  κράτος  δια  του  κλασικού  αυτού  δικαίου·  η 
τεθεμελιωμένη  επί  της  Σιναϊτικής  αποκαλύψεως  Εκκλησία  της  Παλαιάς 
Διαθήκης·  ο  ευεργετηθείς  υπ’  Αυτού  λαός,  και  ούτος  έκραζε  «σταυρωθήτω».  Εις 
πάντα ταύτα προσετέθη η εγκατάλειψις υπό τον μαθητών· η προδοσία του Ιούδα, 
η  άρνησις  του  Πέτρου·  η  Θεία  εγκατάλειψις:  «Θεέ  μου,  Θεέ  μου,  ινατί  με 
εγκατέλιπες»·  η  επικειμένη  κάθοδος  εις  τον  άδην  και  εις  εκείνους,  οίτινες 
αποτελούν το πλήρωμα του ζοφώδους αυτού τόπου. Ο άδης του Χριστού βεβαίως 
δεν ηδύνατο να είναι άδης έχθρας, αλλά ήτο ο πλέον επώδυνος άδης αγάπης. Και 
πολλά  άλλα,  ασύλληπτα  υπό  του  νοός  ημών,  όστις  αγνοεί  την  οφειλομένην  εις 
τον Θεόν και τον πλησίον αγάπην. 
Ο Κύριος προσηύχετο μέχρις αιματηρού ιδρώτος, ουχί δι’ αμαρτίαν Αυτού, 
αλλά  δια  την  ημετέραν  απώλειαν.  Τούτο  είναι  φανερόν  εκ  των  λόγων  Αυτού 
προς  τας  θρηνούσας  δι’ Αυτόν γυναίκας:  «Μη κλαίετε επ’ εμέ,  πλην εφ’ εαυτάς 
κλαίετε  και  επί  τα  τέκνα  ημών»  (Λουκ.  κγ’  28).  Εν  τούτοις  και  ο  Ίδιος  κατά  την 
ανθρωπίνην  Αυτού  φύσιν  έπρεπε  να  διέλθη  τον  αγώνα  της  πλήρους  κενώσεως, 
ως αύτη ήτο εν τω ουρανώ ήδη τετελειωμένη εν τη Θεότητι Αυτού εν σχέσει προς 
τον  Πατέρα.  Περί  του  «ποτηρίου»  τούτου  προσηύχετο  Ούτος  ως  άνθρωπος.  Δι’ 
Αυτού  απεκαλύφθη  εις  ημάς  ο  χαρακτήρ  του  Θεού  της  αγάπης.  Η  τελειότης 
αυτής έγκειται εις το ότι η αγάπη αύτη είναι ταπεινή, τουτέστι προσφέρεται άνευ 
επιφυλάξεως.  Ο  Πατήρ  εν  τη  γεννήσει  του  Υιού  κενούται  [//383]  ολοτελώς.  Αλλά 
και  ο  Υιός  επιστρέφει  το  παν  εις  τον  Πατέρα.  Αυτήν  ακριβώς  την  πράξιν  της 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 195 ‐
 

τελείας κενώσεως ετέλεσεν ο Κύριος εν τη σαρκώσει Αυτού, εν τη Γεθσημανή και 
επί  του  Γολγοθά.  Τοιαύτην  ακριβώς  αγάπην  εντέλλεται  και  εις  ημάς  ο  Χριστός: 
«Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την 
γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού 
ψυχήν,  ου  δύναται  Μου  μαθητής  είναι»  (Λουκ.  ιδ’  26)·  εκείνος  «ουκ  έστι  Μου 
άξιος» (Ματθ. ι’ 38). Επομένως, μόνον εκείνος όστις εν παραφορά αγάπης, ως και 
οι  μάρτυρες,  «απολέσει»  την  ψυχήν  αυτού  εν  τω  κόσμω  τούτω  δια  τον  Χριστόν, 
θα εισέλθη «εις αυτόν τον ουρανόν … εμφανισθήναι τω προσώπω του Θεού» δια 
«ζωήν ακατάλυτον» (πρβλ. Εβρ. θ’ 24, ζ’ 16). 
Το  νόημα  της  θυσίας  του  Αβραάμ  έγκειται  εις  το  ότι  ούτος  εν  τω  γήρατι 
αυτού,  τοσούτον  προσεκολλήθη  εις  τον  «κατ’  επαγγελίαν  υιόν»  αυτού  Ισαάκ, 
ώστε η προς τον Θεόν αγάπη αυτού απώλεσε το πλήρωμα αυτής. Ίνα και πάλιν η 
προς τον Θεόν αγάπη αποβή ο «ακρογωνιαίος λίθος» της ζωής αυτού, ο Αβραάμ 
ώφειλε  να  προσφέρη  θυσίαν:  να  σφαγιάση  τον  ηγαπημένον  υιόν.  Ότε  όμως 
εσωτερικώς  συνετελέσθη  η  πράξις  αύτη  τότε  ο  θάνατος  του  Ισάακ  δεν  ήτο 
αναγκαίος: Ηδύνατο ούτος να παραμείνη πλησίον του πατρός αυτού. 
Το αυτό επαναλαμβάνεται και εν τη ζωή του χριστιανού: Όταν το έν ή το 
άλλο  πάθος  αποσπά  αυτόν  από  του  Θεού,  πρέπει  να  είναι  έτοιμος  δια  πολλάς 
θυσίας.  Και  εάν  η  πράξις  αύτη  τελειωθή  εσωτερικώς,  τότε  τα  πάθη  αποχωρούν 
και η «θυσία» καθίσταται περιττή. 
Δεν  συμβαίνει  όμως  ούτως  μετά  του  Χριστού.  Ο  Κύριος  εσωτερικώς 
προσέφερε  την  Θυσίαν  Αυτού  εν  [//384]  Γεθσημανή,  αλλά  χάριν  του  «έργου»  (βλ. 
Ιωάν. ιζ’ 4) έπρεπεν ο Ίδιος να πάθη εις τέλος και εξωτερικώς, άλλως ουδείς θα 
ηδύνατο  να  συλλάβη  το  μυστήριον  της  απολυτρώσεως.  Ούτως  επί  του  Γολγοθά 
μόνον,  αποθνήσκων  ήδη,  ανεφώνησεν  ο  Χριστός:  «Τετέλεσται»,  και  ουχί  εν  τω 
κήπω της Γεθσημανή. 
Η  ανθρωπότης  εν  τω  προσώπω  του  Αδάμ  υπέστη  φοβεράν  αλλοτρίωσιν, 
ήτις  απετέλεσε  την  αρχήν  πασών  των  μεταγενεστέρων.  Η  πτώσις  του 
Προπάτορος  επέφερεν  όλεθρον  παγκοσμίων  διαστάσεων.  Είναι  αναγκαίον  να 
έχωμεν τούτο υπ’ όψιν, ίνα κατανοήσωμεν την οργανικήν (ίνα μή είπω λογικήν) 
πορείαν  εξελίξεως,  ήτις  εκφράζεται  εις  τα  πολιτικά  συστήματα,  αλλά  κατ’ 
ουσίαν  είναι  πνευματική:  «Θανάτω  αποθανείσθε»  (Γέν.  β’  17)  εκ  του  πυρός  του 
ητοιμασμένου  ήδη  να  κατακαύση  ημάς.  Εις  τας  νόσους  του  Αδάμ  αι 
μεταγενέστεραι γενεαί προσέθεσαν πλήθος άλλων, ώστε εις άπαν το σώμα της 
ανθρωπότητος  «από  ποδών  έως  κεφαλής  ουκ  έστιν  εν  αυτώ  ολοκληρία,  ούτε 
τραύμα  ούτε  μώλωψ  ούτε  πληγή  φλεγμαίνουσα·  ουκ  έστι  μάλαγμα  επιθήναι 
ούτε  έλαιον  ούτε  καταδέσμους»  (Ησ.  α’  6).  Και  ο  σκελετός  εισέτι  αυτής  γέμει 
καταγμάτων.  Να  θίξη  τις  τοιούτον  οργανισμόν,  σημαίνει  ότι  θα  προκαλέση  εις 
αυτόν αφορήτους πόνους. Όταν όμως πρόκειται περί φυσικών ασθενειών, τότε οι 
άνθρωποι  μετ’  εμπιστοσύνης  παραδίδονται  εις  χείρας  ιατρών,  αναμένοντες  εν 
υπομονή  βοήθειαν.  Το  εναντίον  παρατηρείται  επί  του  πνευματικού  επιπέδου: 
Πάσα  απόπειρα  να  συναρμολογηθούν  τα  οστά  εις  την  πρέπουσαν  θέσιν,  να 
καθαρισθούν αι πληγαί, εγχείρημα όπερ αναποφεύκτως συνοδεύεται υπό πόνων, 
αντιμετωπίζεται μετά δυσαρεκείας, ως να ήτο ο ιατρός η αιτία του πόνου. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 196 ‐
 

[//385] Ούτως  συμβαίνει  μετά  του  Χριστού:  Αυτός  ο  μόνος  αληθινός 


θεραπευτής,  δια  της  εμφανίσεως  Αυτού  έθλιψε  τους  πάντας,  υποδεικνύων  εις 
όλην  την  ανθρωπότητα  την  θανάσιμον  ασθένειαν  αυτής.  Δια  τους  πεπτωκότας 
υιούς  των  ανθρώπων  ουδείς  και  ουδέν  υπάρχει  φοβερώτερον  ει  μη  ο  Χριστός‐
Αλήθεια. Ο κόσμος όλος φοβείται Αυτόν. Πλείστοι όσοι δι’ ακατανοήτου μίσους 
εξαπολύουν κατ’ Αυτού, και μόνον κατ’ Αυτού, πάσαν ύβριν. Πάντες όμως όσοι 
όντως  δέχονται  Αυτόν  ως  την  Πρώτην  Αλήθειαν,  κατά  την  φυσικήν  δια  τους 
ανθρώπους έξιν προς την Αλήθειαν, δεν αρνούνται να ακολουθήσουν Αυτόν. Και 
τούτο  σημαίνει  ότι  είναι  φορείς  της  αγάπης  Αυτού·  εις  τους  τοιούτους  είναι 
αναπόφευκτον να σταυρούνται ποικιλοτρόπως. 
Είναι  ανεκτίμητος  δι’  ημάς  και  η  εκ  μέρους  εισέτι  αποκάλυψις  της 
εσωτάτης  ζωής  του  Χριστού.  Δια  μακροχρονίου  αγώνος  εισερχόμεθα  βαθμηδόν 
εις  το  αιώνιον  νόημα  και  τον  ιδιαίτερον  χαρακτήρα  των  παθημάτων  Αυτού. 
Κατανοούμεν ότι ταύτα υπερβαίνου, ουχί μόνον ποιοτικώς, αλλά και ως προς την 
δύναμιν αυτών, παν ό,τι γνωρίζει ο κόσμος. Ουδαμού και εις ουδέν φθάνομεν τον 
Χριστόν.  Εις  Αυτόν  μόνον  ανήκει  το  αιώνιον  πρωτείον  εφ’  όλων  των  επιπέδων. 
Οφείλομεν, εν τούτοις, πάντες ημείς οι πιστοί να ποθώμεν την κατά το δυνατόν 
πληρεστέραν  γνώσιν  Αυτού.  Κατά  το  μέτρον  της  υφ’  ημών  γνώσεως  των 
απολυτρωτικών παθημάτων Αυτού, θα αναπαυθή εφ’ ημάς και η αιώνιος Αυτού 
δόξα:  «Την  δόξαν  ήν  δέδωκάς  Μοι,  δέκωκα  αυτοίς»  (Ιωάν.  ιζ’  22).  Δι’  Αυτού 
γινόμεθα υιοί του Ανάρχου Πατρός. Νυν «γνωρίζομεν» ότι «ουδείς έρχεται προς 
τον Πατέρα ει μη δι’ Αυτού» (πρβλ. Ιωάν. ιδ’ 6). Τους λόγους τούτους του Χριστού 
δεχόμεθα εν τη απολύτω αυτών εννοία. [//386] Όντως, εάν δεν υπήρχεν εν αυτή τη 
Θεότητι  η  απ’  αιώνος  αρχή  της  Πατρότητος  και  της  Υιότητος,  τότε,  ουδεμία 
ανθρωπίνη άσκησις θα ηδύνατο να επιφέρη ουσιώδη αλλαγήν και εις Αυτό τούτο 
το Πρωταρχικόν Είναι. 
Ο  Χριστός  είναι  το  θαύμα  το  υπερέχον  πάντα  νουν.  Είναι  η  παν‐τελεία 
αποκάλυψις του Θεού της τρισυποστάτου αγάπης, ωσαύτως δε η φανέρωσις των 
απείρων  δυνατοτήτων  του  ανθρώπου.  Εις  τινα  στιγμήν,  γνωστήν  μόνον  εις  τον 
Θεόν,  θα  οδηγηθώμεν  εις  εκείνο  το  αόρατον  μεθόριον,  όπερ  κείται  μεταξύ 
χρόνου και αιωνιότητος. Εγγίζοντες τον πνευματικόν τούτον ορίζοντα οφείλομεν 
οριστικώς να προσδιορίσωμεν εαυτούς δια την επικειμένην εις ημάς αιωνιότητα: 
ή  μετά  του  Χριστού  εξομοιούμενοι  προς  Αυτόν  ή  μακράν  Αυτού.  Μετά  την 
αποφασιστικήν ταύτην και ελευθέραν εκλογήν και η ομοίωσις και ο χωρισμός θα 
λάβουν  χαρακτήρα  αιώνιον.  Εν  τη  ετοιμασία  ημών  προς  αυτό  το  απείρως 
σπουδαίον δι’ έκαστον εξ ημών γεγονός, εν τη καθ’ ημέραν ημών ζωή, πολλάκις 
θα  σαλευώμεθα:  Να  εκπληρώσωμεν  την  εντολήν  …  ή  να  συμβιβασθώμεν  προς 
το  πάθος  ημών;  Εν  τούτω  τω  δια  βίου  αγώνι  ημών  αποκαλύπτεται  εις  ημάς 
βαθμηδόν το μυστήριον του Χριστού, εάν εξ αγάπης προς Αυτόν καταστήσωμεν 
τον  λόγον  Αυτού  ως  τον  μόνον  νόμον  της  υπάρξεως  ημών.  Θα  έλθη  καιρός, 
οπότε η θέα της αγιότητος του ταπεινού Θεού Χριστού ως πυρ θα αναλώση την 
φύσιν  ημών,  μεταποιούσα  αυτήν  εις  ολοκληρωτικήν  ορμήν  αγάπης. 
Πεπληρωμένοι  αποστροφής  δι’ ημάς αυτούς και δια την εμφωλεύουσαν εν ημίν 
κακίαν, ποθούμεν να ομοιάσωμεν προς Αυτόν ως προς την ταπείνωσιν Αυτού, ο 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 197 ‐
 

πόθος  δε  ούτος  είναι  όμοιος  προς  δίψαν  μέχρι  θανάτου.  Αυτή  αύτη  η 
καταπόνησις  δια  την  αγιότητα  είναι  ήδη  η  απαρχή  αυτής.  Όταν  αυξηθή  [//387]  η 
αγάπη  ημών  προς  τον  Κύριον,  τότε  κατά  φυσικόν  τρόπον  αύτη  θα  συγγενειάζη 
ημάς μετ’ Αυτού εν ταις βαθείαις κινήσεσι της καρδίας και «τη ανακαινώσει του 
νοός»  (Ρωμ.  ιβ’  2).  Προ  ημών  διανοίγεται  θέα,  ήτις  υπερβαίνει  την  φαντασίαν 
ημών. Μεγάλη λύπη δια τα παθήματα των ανθρώπων περισφίγγει την καρδίαν 
ημών  ως  οδυνηρός  σπασμός.  Επιλανθανόμεθα  του  σώματος  και  μόνον  το 
πνεύμα,  εις  το  εφικτόν  δι’  αυτό  μέτρον,  εισέρχεται  εις  το  ρεύμα  της  προσευχής 
του  Χριστού  εν  Γεθσημανή.  Δι’  αυτού  του  τρόπου  καρποφορείται  εν  ημίν  η 
γνώσις του Κυρίου Ιησού, ήτις είναι κατ’ ουσίαν και η αιώνιος ζωή (βλ. Ιωάν. ιζ’ 
3).  Προς  επίτευξιν  της  γνώσεως  ταύτης  ο  Απόστολος  Παύλος  πάντα  ταύτα, 
«άτινα  ήν  αυτώ  κέρδη  (κατά  τον  νόμον,  βεβαίως),  …  ηγείτο  δια  τον  Χριστόν 
ζημίαν  …  (δι’  αυτό  και)  πάντα  εζημιώθη  …  ίνα  Χριστόν  κερδήση  …  και  την 
δύναμιν  της  Αναστάσεως  Αυτού  και  την  κοινωνίαν  των  παθημάτων  Αυτού, 
συμμορφούμενος τω θανάτω Αυτού, εί πως καταντήσει εις την εξανάστασιν». Ο 
Παύλος  εξεφράζετο  ούτως,  ουχί  διότι  «είχεν  ήδη  καταλάβει»  …,  αλλά  διότι  «τα 
μεν οπίσω επελανθάνετο τοις δε έμπροσθεν επεξετείνετο … επί το βραβείον της 
άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (πρβλ. Φιλ. γ’ 7‐14). 
Ο  μέγας  Παύλος  ωμολόγησεν  ότι  δεν  «είχε  καταλάβει».  Θα  επιτρέψωμεν 
άρα  γε  εις  εαυτούς  να  διεκδικήσωμεν  ισότητα  προς  τον  Χριστόν;  Οφείλει  εν 
τούτοις  να  υπάρχη  παράλληλόν  τι.  Είναι  απολύτως  αναγκαίον  να  ομοιωθώμεν, 
έστω  και  αμυδρώς  προς  τον  Κύριον,  ίνα  φέρωμεν  εν  επιγνώσει  το  όνομα  του 
χριστιανού.  Επανερχόμεθα  και  πάλιν  εις  τον  Παύλον:  Επεδίωκεν  ούτος  το 
βραβείον  … και εκάλει τους Κορινθίους να μιμηθούν  [//388] αυτόν  (βλ. Α’ Κορ.  δ’ 
16),  ως  εκείνος  τον  Χριστόν.  Και  ημείς  νυν  μιμούμεθα  τον  Χριστόν,  ίνα 
καταστώμεν συγκληρονόμοι Αυτού εν τη αφθάρτω δόξη (βλ. Ρωμ. η’ 17). 
Αγωνίζομαι  απεγνωσμένως  να  περιγράψω  την  Επιστήμην,  την  πλέον 
μεγαλειώδη  εξ  όσων  γνωρίζει  η  Γη  και  ο  Ουρανός.  Αφομοιούται  αύτη  ουχί  εν 
ολίγοις  χρόνοις  ακαδημαϊκών  σπουδών,  αλλά  δι’  όλης  της  υπάρξεως  ημών.  Η 
οντολογική και ουχί αφηρημένη γνώσις αποκτάται δια της συμμετοχής ημών εις 
το είναι. Δια της φλογεράς μετανοίας και της διαμονής ημών εν τω πνεύματι των 
εντολών δίδεται εις ημάς η φοβερά αύτη ευλογία. 
Όταν  επισκεφθή  τον  άνθρωπον  έστω  και  σκιά  τις  της  Γεθσημανίου 
προσευχής,  θραύονται  τα  δεσμά  του  εγωϊστικού  ατόμου  και  εισάγεται  ούτος  εις 
νέαν  μορφήν  προσωπικού,  υποστατικού  είναι,  κατ’  εικόνα  της  υποστάσεως  του 
Μονογενούς  Υιού.  Να  δεχθή  τις  την  πάσχουσαν  αγάπην  του  Χριστού  είναι 
ανεκτίμητος  δωρεά  του  Αγίου  Πνεύματος·  δια  της  δωρεάς  ταύτης  προσεγγίζει  ο 
άνθρωπος  πνευματικώς  την  αίσθησιν  του  θανάτου  Αυτού  επί  του  σταυρού,  και 
εν  ταυτώ  της  δυνάμεως  της  αναστάσεως.  Εάν  τις  ενωθή  μετ’  Αυτού  δια  της 
ομοιώσεως του θανάτου εν βαθεία υπέρ του κόσμου προσευχή και αφορήτω δίψη 
δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, προγεύεται την ομοίωσιν της αναστάσεως (βλ. 
Ρωμ.  στ’  5,  η’  11).  Οδηγούμενος  ούτος  υπό  της  Άνωθεν  συγκαταβαινούσης 
δυνάμεως εις την νέαν ταύτην μορφήν του Είναι, φθάνει «τα τέλη των αιώνων» 
και αισθητώς άπτεται της Θείας Αιωνιότητος. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 198 ‐
 

[//389]  Η  Υπόστασις‐Πρόσωπον  είναι  η  πρωταρχική  και  εσχάτη  αρχή,  η  τα 


πάντα  περιβάλλουσα  διάστασις  εν  τω  Θείω  Είναι.  Το  αυτό  συμβαίνει  και  εν  τω 
ανθρωπίνω,  τω  κατ’  εικόνα  Θεού  κτιστώ  είναι.  Έξω  της  υποστατικής  ταύτης 
αρχής  ουδέν  υπάρχει,  ουδέ  δύναται  να  υπάρχη.  «Πάντα  δι’  Αυτού  εγένετο,  και 
χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν. Εν Αυτώ ζωή ήν» (Ιωάν. α’ 3‐4). «Ζω Εγώ! 
Λέγει  Κύριος»  (Ησ.  μθ’  18).  «Εγώ  ειμι  …  η  Αρχή  και  το  Τέλος,  ο  Πρώτος  και  ο 
Έσχατος» (πρβλ. Αποκ. κβ’ 13). «Εγώ Ειμι» (Ιωάν. η’ 58). 
Αι  δωρεαί  του  Θεού  είναι  απερίγραπτοι.  Απεργάζονται  τον  άνθρωπον 
φορέα  του  πληρώματος  του  θεανθρωπίνου  είναι  δια  της  ενώσεως  μετά  του 
Χριστού  εν  τη  προσευχή,  ήτις  εξομοιοί  αυτόν  προς  Εκείνον.  Σπάνιον  προνόμιον 
συνδυάζον  τας  ακραίας  καταστάσεις  των  παθημάτων  της  αγάπης,  και  τον 
θρίαμβον  αυτής.  Ο  άνθρωπος  αναγεννηθείς  εκ  τοιαύτης  προσευχής,  δια  μέσου 
του  ζωοποιού  πόνου  εισέρχεται  βραδέως  εις  ενεργόν  αίσθησιν  της  αναστάσεως 
της  εαυτού  ψυχής.  Διαβλέπει  εναργώς  ότι  «Χριστός  εγερθείς  εκ  νεκρών  ουκέτι 
αποθνήσκει,  θάνατος  Αυτού  ουκέτι  κυριεύει»  (Ρωμ.  στ’  9).  Η  νίκη  Αυτού  εν  τη 
αιωνιότητι είναι βεβαία. Και το πνεύμα προσεύχεται εν ημίν: 
Ο Κύριος μου και ο Θεός μου … 
Νυν,  Κύριε  Ιησού  Χριστέ,  κατά  την  δωρεάν  της  ανεξιχνιάστου 
δυνάμεως 
και ευδοκίας Σου προς ημάς και εγώ, 
ο πτωχός και πένης, 
μεταβαίνω εκ του θανάτου εις την ζωήν … 
Νυν – εγώ ειμι. 
[//390] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 199 ‐
 

[//391] 
ΙΖ’ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ‐
ΑΛΗΘΕΙΑ 
 
Πας  άνθρωπος  –  οιοσδήποτε  και  εάν  είναι,  οπουδήποτε  και  εάν  ζη, 
οιανδήποτε  θέσιν  και  εάν  κατέχη,  πεπαιδευμένος  ή  απαίδευτος,  πλούσιος  ή 
πένης, επιφανής ή παντελώς άσημος, εν νεότητι, εν ωρίμω ηλικία ή εν γήρατι, εν 
ημέραις χαράς ή συμφοράς – προβληματίζεται «εκ βαθέων» και μετ’ εντάσεως, ή 
ακροθιγώς, επί του νοήματος της ζωής και θέτει προ εαυτού το ερώτημα: Τί εστιν 
αλήθεια; 
Προ  δεκα‐εννέα  περίπου  αιώνων  ο  Πιλάτος  απηύθυνε  ψυχρώς  εις  τον 
Χριστόν το ως άνω ερώτημα. Το περιεχόμενον και το πνεύμα της ερωτήσεως, και 
όταν εισέτι η διατύπωσις είναι η αυτή, είναι δυνατόν να διαφέρουν ριζηδόν. Εν τη 
περιπτώσει  του  Πιλάτου  εξεδηλώθη  ο  σκεπτικισμός  του  μέσου  ρωμαίου 
φιλοσόφου.  Θέσας  ούτος  το  ερώτημα,  «τί  εστιν  αλήθεια»,  εξήλθε  προς  τους 
Ιουδαίους  μη  αναμένων  απάντησιν  παρά  του  Χριστού.  Ήτο  πεπεισμένος  ότι 
ικανοποιητική  απάντησις  εις  το  ερώτημα  τούτο  εν  γένει  δεν  υπάρχει.  Υποθέτω 
ότι  και  εν  ταις  ημέραις  ημών  η  συντριπτική  πλειονότης  των  ανθρώπων  ίσταται 
ουχί  υψηλότερον  του  επιπέδου  της  σκέψεως  του  Πιλάτου  και  οικοδομεί  την 
γηΐνην  ύπαρξιν  αυτής  [//392]  ουχί  επί  τον  βράχον  της  πίστεως,  αλλά  επί  την 
άρνησιν της δυνατότητος μεταθανατίου τινός υπάρξεως. 
Τί  εστιν  Αλήθεια;  Υπάρχει  άρα  γε  εν  γένει;  Πριν  ή  γνωρίσωμεν  αυτήν 
εντός ημών υπάρχει θετική τις απάντησις, ως διαίσθησις, ότι άνευ αυτής θα ήτο 
αδύνατον και αυτό τούτο το Είναι. Η αλήθεια δεν τεκμηριούται επαγωγικώς δια 
λογικών αποδείξεων, αλλά η οντότης αυτής είναι δι’ ημάς αναμφισβήτητος, διότι 
εδόθη  ως  άμεσος  γνώσις,  ήτις  μεταβάλλει  πάσαν  την  σκέψιν  ημών·  εκτός  της 
συνειδήσεως  ταύτης  θα  ήτο  αδύνατος  εν  γένει  η  διαλεκτική,  στόχος  της  οποίας 
είναι πάντοτε η ανεύρεσις της αληθούς λύσεως. 
Επί  ποίου  επιπέδου  τίθεται  το  ερώτημα  τούτο;  Ενταύθα  συναντώμεν 
αναρίθμητον  πλήθος  απόψεων.  Θέτοντες  κατά  μέρος  πάντα  τα  λοιπά,  θα 
εξετάσωμεν  το  επίπεδον  εκείνο,  όπερ  αντιστοιχεί  εις  την  περί  του  Ανθρώπου 
ιδέαν ημών. Ο Άνθρωπος εκ της φύσεως αυτού δεν δύναται να μείνη εις το μέσον 
της  οδού:  Οφείλει  να  φθάση  εις  το  τέλος:  Έχει  υπ’  όψιν  την  Πρώτην‐Αλήθειαν, 
την κειμένην εις θεμέλιον παντός ό,τι υπάρχει. 
Τι  είδους  είναι  η  Πρώτη  και  Εσχάτη  αύτη  Αλήθεια,  η  τα  πάντα 
περιπτυσσομένη  και  αιωνίως  αναλλοίωτος;  Ιδού  το  μόνον  ερώτημα  του  οποίου 
«εστί  χρεία»  (βλ.  Λουκ.  ι’  42).  Εν  τω  μέτρω  κατά  το  οποίον  υφιστάμεθα  εν  τη 
επιγείω  ημών  υπάρξει  αποτυχίας,  διαψεύσεις  των  ελπίδων  ημών,  προσβολάς, 
απωλείας  ηγαπημένων  προσώπων,  άτινα  αρπάζονται  υπό  του  θανάτου  εις  το 
άγνωστον του «μηδενός», εν τω μέτρω κατά το οποίον ζώμεν την πτώσιν πολλών 
ειδώλων  της  γης  –  επιστήμης,  φιλοσοφίας,  τέχνης,  ανθρωπισμού,  πολιτικής  –, 
αυξάνει  εν  ημίν  η  ανέκφραστος  δια  λόγου  προσδοκία  εκείνου,  όπερ  παραμένει 
αμετάθετον. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 200 ‐
 

[//393]  Πεπεισμένος  δια  την  ανεπάρκειαν  πασών  των  ανθρωπίνων 


προσπαθειών προς επίτευξιν της ποθουμένης υφ’ ημών αιωνίου Αληθείας, ούτως 
ώστε  να  ταυτισθώμεν  μετ’  Αυτής,  να  έχωμεν  Αυτήν  ως  προσωπικήν  ημών 
κληρονομίαν,  εστράφην  εις  προσευχήν,  κατ’  αρχάς  μη  χριστιανικήν,  τύπου 
υπερβατικού διαλογισμού της Άπω Ανατολής. Παρήλθον περί τα επτά έως οκτώ 
έτη, ότε «μετά μεγάλης δυνάμεως» κατενόησα την πλάνην της οδού ταύτης. Εις 
το  πνεύμα  μου  απεκαλύφθη  Εκείνος,  Όστις  είπεν:  «Εγώ  ειμι  η  Αλήθεια»  (Ιωάν. 
ιδ’  6).  Ώ,  η  φωτοφόρος  αύτη  στιγμή,  ήτις  εξήγαγεν  εμέ  εκ  του  άδου  του 
θανατηφόρου  σκότους!  Ησθανόμην  δι’  όλης  της  υπάρξεώς  μου  ότι  εισήλθον  εις 
την  ασφαλή  οδόν.  Όσον  όμως  μεγαλοπρεπής  και  εάν  είναι  η  πορεία, 
ταυτοχρόνως  είναι  και  πλήρης  πολλών  θλίψεων,  πριν  ή  φθάσωμεν  τον 
Ποθούμενον (βλ. Ιωάν. ιστ’ 33). 
Ότε  το  πυρ  της  εις  Αυτόν  πίστεως,  εισεχώρησεν  εις  την  καρδίαν  μου  ως 
αιχμή  μαχαίρας,  τότε  επλήσθην  ζωηφόρου  εμπνεύσεως  και  χαράς.  Δεν  είχον 
εισέτι  αποκτήσει  την  Ζώσαν  Αλήθειαν,  αλλ’  η  ιδία  εκείνη  έμπνευσις 
μετεβάλλετο  εις  αίσθησιν,  εις  παρουσίαν  Αυτής  εντός  μου  (βλ.  Εβρ.  ια’  1). 
Προσεπάθουν  κατά  το  δυνατόν  να  προσαρμόσω  ούτω  την  νοεράν  μου  όρασιν, 
ώστε  να  συλλάβω  εναργέστερον  τα  χαρακτηριστικά  της  εμφανισθείσης  εις  εμέ 
Αγίας Αληθείας. Ταχέως όμως ηννόησα ότι τούτο ήτο αφροσύνη εκ μέρους μου: 
Όσον περιειργαζόμην Αυτήν μετά προσοχής, τοσούτον απεριόριστος εγίνετο . 
Δεν προτίθεμαι να γράψω περί τινος Αληθείας ανακαλυφθείσης υπ’ εμού 
και αγνώστου μέχρι τούδε εις τον κόσμον. Γράφω περί του πως εδόθη εις εμέ να 
ζήσω την  [//394]  μετάνοιάν  μου. Το πνεύμα ημών πεινά και διψά να γνωρίση την 
Αλήθειαν, τουτέστιν εκείνο το Πρωταρχικόν Όν, όπερ υπό ουδενός περιορίζεται: 
το απόλυτον όντως Όν, περί του οποίου ωμίλησαν οι Προφήται της Παλαιάς και 
εμαρτύρησαν οι Απόστολοι της Καινής Διαθήκης (βλ. Έξοδ. γ’ 14, Ησ. μδ’ 6, Ιωάν. 
α’ 1‐4, Αποκ. κβ’ 13). 
Δεν  φανταζόμεθα  ούτε  και  δυνάμεθα  να  διανοηθώμεν  ότι  το  Είναι  τούτο 
προέρχεται εξ ημών των ιδίων. Δεν δημιουργούμεν ημείς τον Θεόν  «κατ’ εικόνα 
ημετέραν  και  καθ’  ομοίωσιν».  Εν  ευλαβεί  προσευχή  αναμένομεν  ότι  Ούτος  θα 
εισακούση της κραυγής ημών και θα δώση εις ημάς περί Εαυτού «σημείον». Εν τη 
οδύνη  ημών  διανοίγομεν  εαυτούς,  ίνα  λάβωμεν  απάντησιν‐αποκάλυψιν 
προερχομένην  εξ  Αυτού.  Επιθυμούμεν  να  «γνωρίσωμεν»  Αυτόν,  τον  Αίτιον  του 
είναι ημών, «καθώς εστιν». Απεκαλύφθη εις τους πατέρας και προπάτορας ημών, 
και  ημείς  ευλαβώς  διαφυλάττωμεν  ως  πολύτιμον  μαργαρίτην  την 
κληρονομηθείσαν  εξ  αυτών  μαρτυρίαν.  Εμπιστευόμενοι  εις  αυτούς  δίδομεν 
πίστιν εις την παρακαταθήκην αυτών, αλλά συγχρόνως, ως ο Μωϋσής, κράζομεν 
προς Αυτόν: «Δος ημίν του γνώναι Σε, καθώς Συ εί εν τη αιωνιότητί Σου». Άλλο 
πράγμα είναι «η πίστις εξ ακοής» (Ρωμ. ι’ 17) και εντελώς άλλο «το γνώναι Σε». 
Ευθύς  ως  αποφασίσωμεν  να  παραδοθώμεν  «εις  χείρας  Θεού  Ζώντος»,  αι 
χείρες  αύται  ρίπτουν  ημάς  εις  τοιούτους  απεράντους  χώρους,  περί  ών  ουδόλως 
είχομεν  ποτε  υποψιασθή.  Φρίκη  κυριεύει  ημών  προ  των  αποκαλυπτομένων  εις 
ημάς  αβύσσων.  Ο  Θεός  φαίνεται  «σκληρός».  Και  όμως  μέσω  του  «πόνου»,  τον 
οποίον  υφιστάμεθα,  [//395]  ανεξιχνιάστός  τις  διαδικασία  αναπτύσσει  εν  ημίν  την 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 201 ‐
 

ικανότητα να θεωρώμεν Αυτόν «καθώς εστίν», επέκεινα πάσης εικόνος, έστω και 
άρτι «εκ μέρους» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). 
Ούτος  είναι  ο  Φως  και  η  Αλήθεια.  Και  όταν  το  αληθινόν  τούτο  Φως  (βλ. 
Ιωάν.  α’  9)  περιβάλλη  ημάς  τότε  ζώμεν  την  Αγάπην  και  την  Σοφίαν  Αυτού. 
Είμεθα περιχαρείς και βαθεία γνώσις κατέρχεται εφ’ ημάς, ουχί ως σκέψις, αλλά 
ως κατάστασις του πνεύματος ημών. 
Ούτος  είναι  ο  Ών.  Εν  Αυτώ  δεν  υπάρχει  ούτε  αρχή,  ούτε  τέλος.  Αυτός 
Ούτος  είναι  η  Αρχή  παντός  ό,τι  υπάρχει,  και  το  ατελεύτητον  Τέλος  πασών  των 
προσδοκιών  ημών.  «Γνωρίζομεν»  εν  τη  καρδία  ημών  ότι  θέλει  να  ίδη  ημάς 
τελείους, ουχί ολιγώτερον εκείνου όπερ ο Ίδιος είναι (βλ. Ματθ. ε’ 48). 
Καταπεπονημένοι εκ της τυραννίας των χαμερπών παθών, είναι φυσικόν 
να  προσευχώμεθα  εις  τον  Αγαθόν  Κύριον,  όπως  το  Πνεύμα  Αυτού,  το  Πνεύμα 
της  επιγνώσεως  των  οδών  του  Σωτηρίου  Αυτού,  αναπαυθή  εφ’  ημών. 
Ενδυναμούμενοι  υπό  του  Πνεύματος  τούτου,  βλέπομεν  ότι  δια  τραγικών 
δοκιμασιών  ελευθερούμεθα  εκ  των  συνεπειών  της  πτώσεως·  ότι  δια  των 
παθημάτων  πλατύνεται  το  είναι  ημών  και  διανοίγομεν  εαυτούς  δι’  άλλους 
μεγάλους  κόσμους.  Υπερνικώμεν  την  φίλαυτον  απομόνωσιν  του  θηριώδους 
ατόμου: Εξερχόμεθα εκ της ημι‐κτηνώδους καταστάσεως, ήτις συνίσταται εις την 
άγνοιαν  του  Δημιουργού  ημών.  Όταν  συναισθανθώ  ότι  είναι  απαραίτητον  δι’ 
εμέ,  τον  «εκ  του  μηδενός»  κτισθέντα,  να  διέλθω  δια  του  πυρός  του  πόνου,  ίνα 
γνωρίσω βαθύτερον τον εν πληγή όντα Άνθρωπον (βλ. Ησ. νγ’ 1‐12), δέχομαι τον 
άγιον  τούτον  πόνον  μετ’  ευγνώμονος  αγάπης.  Είναι  ούτος  πλήρης  νοήματος. 
Μυσταγωγεί  εμέ  εις  τα  μυστήρια  [//396]  του  Είναι,  ουχί  μόνον  του  κτιστού,  αλλά 
και του Ακτίστου. Χάριν του πόνου τούτου γίνομαι εύσπλαχνος· δι’ αυτού βλέπω 
εν  πνεύματι  όλους  τους  άλλους  πάσχοντας·  κατέρχεται  εντός  μου  Θεία  αγάπη, 
κατ’  αρχάς  ως  ευσπλαχνία  προς  πάσαν  την  κτίσιν,  εν  δε  τω  μέλλοντι  αιώνι  ως 
μακαριότης επί τη θέα των σεσωσμένων εν τη Αφθάρτω Δόξη. 
Θα  ηδυνάμεθα,  εν  μικρά  παρενθέσει  να  είπωμεν  ότι  εκ  των  μέχρι  τούδε 
λεχθέντων  ουδόλως  σημαίνει  ότι  ημείς  καλλιεργούμεν  έν  είδος  «οδυνισμού» 
(dolorism)  ψυχολογικού  τύπου.  Απολύτως  ουχί.  Όστις  διήλθε  δια  των 
μεταφυσικών  παθημάτων  του  πνεύματος,  διακρίνει  σαφώς  ότι  ο  «πόνος»  ούτος 
είναι  τι  ποιοτικώς  διάφορον:  Είναι  απαραίτητος  «σταθμός»  εν  τη  πορεία  της 
αυξήσεως  ημών  εκ  των  επιγείων  μέχρι  των  διαστάσεων  του  σύμπαντος  και  έτι 
πλείον, των αιωνίων. Δεν είναι τούτο άραγε το μόνον θέμα της Καλής Αγγελίας 
του Χριστού, του Ευαγγελίου; 
Βραδύτερον όταν ο άνθρωπος εννοήση την θέσιν του Σταυρού εν τη κατά 
Θεόν  ζωή  ημών,  κατά  διάφορον  τρόπον  «βαστάζει  τον  εαυτού  σταυρόν»  (πρβλ. 
Λουκ.  ιδ’  27)  και  κατά  διάφορον  τρόπον  αντιλαμβάνεται  αυτόν.  Ούτος  γίνεται 
δεκτός ως Άνωθεν κλήσις του ουρανίου Πατρός (βλ. Ιωάν. στ’ 44 και ιη’ 11). Εν τω 
σταυρώ  ως  και  εν  τω  ποτηρίω  του  Κυρίου,  το  κτιστόν  είναι  μου  συνδέεται  μετά 
του ακτίστου Θείου Είναι. Προς ένδειξιν τούτου ασπαζόμεθα τον σταυρόν δια του 
οποίου ο λειτουργός ευλογεί τους πιστούς εν τω ναώ. 
Δεν  αρνούμεθα  την  πραγματικότητα  των  προσκαίρων.  Είναι  ίδιον  των 
χριστιανών  να  παραμένουν  ταυτοχρόνως  [//397]  επί  δύο  επιπέδων:  επί  του 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 202 ‐
 

προσκαίρου και επί του αιωνίου. Και αυτόν τούτον τον χρόνον κατανοούμεν ως 
θαυμαστήν τινα διαδικασίαν, καθ’ ήν ο Θεός δημιουργεί «εκ του μηδενός» θεούς 
ομοίους  προς  Αυτόν.  Όταν  η  κτιστή  φύσις  φθάση  εις  την  τελείωσιν  αυτής,  τότε 
θα ακούσωμεν τον Άγγελον να ομνύη «εν τω Ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων 
… ότι χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. ι’ 5‐6). 
Ο Κύριος είπε περί Εαυτού: «Εγώ ειμι η Αλήθεια» (Ιωάν. ιδ’ 6). Επεκαλέσθη 
ωσαύτως ως μάρτυρας τον Πατέρα Αυτού και το Πνεύμα το Άγιον. Η κατανόησις 
της  πλευράς  ταύτης  του  Θείου  Είναι  δεν  έρχεται,  ει  μη  κατόπιν  μεγάλων 
προσπαθειών  και  μακροχρονίου  παραμονής  εν  τη  προσευχή  της  μετανοίας. 
Όσον  πιστότερον  ακολουθούμεν  τον  Κύριον  τηρούντες  τας  εντολάς  Αυτού, 
τοσούτον  ευρύνεται  και  βαθύνεται  η  προσωπικότης  ημών.  Όταν  επομένως  οι 
ίδιοι  προσεγγίζωμεν  την  πραγματοποίησιν  της  εν  ημίν  υποστατικής  αρχής  –  εν 
τη  οποία  πρωτίστως  εκδηλούται  η  εικών  του  Θεού  –  τότε  εκ  της  πείρας  ημών 
διαπιστούμεν  ότι  η  υπόστασις  ημών  προς  πραγμάτωσιν  αυτής  έχει  ανάγκην 
συναντήσεως  μετ’  άλλης  ή  και  άλλων  εισέτι  υποστάσεων.  Εν  τη  αυθεντική 
«συναντήσει» αντανακλάται εν ημίν ουχί μόνον η ομοίωσις προς την αρχήν της 
Υποστάσεως εν τη Θεότητι, αλλά και ο τρόπος της ενδοτριαδικής ζωής. Κατά την 
προσευχήν υπέρ όλου του κόσμου δίδεται εις ημάς να αγαπήσωμεν το ομοούσιον 
ημίν  γένος  των  ανθρώπων,  να  ζήσωμεν  πάσαν  την  ανθρωπότητα  ως  Ένα 
Άνθρωπον.  Δια  της  πείρας  ταύτης  λαμβάνομεν  νέαν  γνώσιν,  οντολογικήν:  Το 
πρόσωπον‐υπόστασις, κατά την φύσιν την δομήν και τον χαρακτήρα αυτού, δεν 
ζη μόνον,  [//398] εν απομονώσει, αλλ’ απαραιτήτως φέρεται εν αγάπη προς άλλην 
ή  άλλας  ομοίας  προς  αυτό  υποστάσεις.  Εν  τη  πράξει  της  αγάπης  το  πρόσωπον 
φέρει εν εαυτώ απάντησιν εις το άλλο πρόσωπον και ούτω μαρτυρεί περί αυτού. 
Ουχί μόνον εν τη Θεότητι, εν τη Αγία Τριάδι, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον 
Πνεύμα  μαρτυρούν  ο  Είς  περί  του  Άλλου,  αλλά  μαρτυρούν  ωσαύτως  και  προς 
ημάς τους ανθρώπους ο Είς περί του Άλλου. Έτι πλέον, ο Κύριος ενεπιστεύθη εις 
τους  Αποστόλους  το  έργον  της  περί  Αυτού  μαρτυρίας:  «Όταν  δε  έλθη  ο 
Παράκλητος  …  το  Πνεύμα  της  Αληθείας,  Ό  παρά  του  Πατρός  εκπορεύεται, 
Εκείνος μαρτυρήσει περί Εμού· και υμείς δε μαρτυρείτε, ότι απ’ αρχής μετ’ Εμού 
εστε» (Ιωάν. ιε’ 26‐27). 
Τοιούτου  είδους  είναι  αι  σχέσεις  μεταξύ  των  ανθρώπων  και  μεταξύ  Θεού 
και ανθρώπων. Η μαρτυρία, ως αληθινή ζωή εν τη αγάπη, κινείται αιωνίως προς 
πάσας τας κατευθύνσεις (βλ. Ιωάν. α’ 7‐8, 15, 32 και 34, ε’ 31‐39, η’ 13 και 18, ιβ’ 28, 
ιζ’ 1, Πράξ. α’ 8, ι’ 39‐43). 
Το πνεύμα μου «στεναγμοίς αλαλήτοις» έτεινε προς την Ζώσαν Αλήθειαν. 
«Και  ο  στεναγμός  μου  ουκ  απεκρύβη  απ’  Αυτού»  (πρβλ.  Ψαλμ.  λζ’  10). 
«Επεκαλεσάμην το όνομα Αυτού εκ λάκκου κατωτάτου και Αυτός εισήκουσε της 
κραυγής  μου»  (πρβλ.  Θρήν.  Ιερ.  γ’  55‐56).  Η  αγάπη  Αυτού  ήγγισε  την  καρδίαν 
μου.  Προ  εμού  απεκαλύφθη  ο  απεριγράπτως  θαυμαστός  κόσμος  της 
χριστιανικής προσευχής. Δι’ αυτής εδόθη εις εμέ η κοινωνία μετά του Αληθινού 
και Ζώντος Θεού. Γράφω περί της προσευχής της μετανοίας μου. Αύτη ελάμβανε 
ποικίλας μορφάς. Το είναι μου συνεκεντρούτο ενίοτε εις τα έσω, συνήγετο εις έν 
απείρως  μικρόν  κέντρον  χώρου.  [//399]  Άλλοτε  συνέβαινε  τρόπον  τινά  το 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 203 ‐
 

αντίθετον.  Το  πνεύμα  μου  εισήγετο  εις  τινα  νοεράν  σφαίραν  μη  έχουσαν  όρια, 
και  ο  θρήνος  της  μετανοίας  μου,  κατά  παράδοξον  τρόπον,  εγίνετο  έν  μετά  της 
αβύσσου, εις την οποίαν ητένιζον. Συνέβαινεν ωσαύτως να περιπτύσσωμαι εν τη 
προσευχή,  ως  ησθανόμην  τον  κόσμον  άπαντα.  Ο  Κύριος  έδιδεν  εις  εμέ  στιγμάς 
καθαράς  προσευχής  πρόσωπον  προς  Πρόσωπον,  και  η  αιωνιότης  ηρέμα  αλλ’ 
εξουσιαστικώς  εισέδυεν  εις  την  καρδίαν  μου.  Και  εις  τον  νουν  μου  μετεδίδετο  η 
μακαριότης  να  τήκηται  ούτος  εν  τη  φλογί  της  αγάπης  της  εξερχομένης  εκ  της 
καρδίας. Η εκ της τήξεως ανάκρασις όλης της υπάρξεώς μου  – νου, καρδίας και 
σώματος  –  εις  έν  εδημιούργει  αίσθησιν  ακεραιότητος  του  είναι,  καταστάσεως 
κατά πολύ διαφόρου εκείνης της εκ της συνήθους διαιρέσεως μεταξύ πνεύματος, 
ψυχής και σώματος. 
Νυν  μαρτυρώ  περί  της  Αληθείας  την  οποίαν  εγνώριζον  οι  πατέρες  και  οι 
προπάτορες ημών. Μαρτυρώ περί του πώς αύτη ηυδόκησε να εμφανισθή εις εμέ 
ως απάντησις εις τον παρατεταμένον θρήνον της μετανοίας μου, όστις κατέκαιεν 
εμέ  ως  πυρ.  Έζησα  την  Αλήθειαν  ταύτην  ως  αυθεντικώς  αιωνίαν,  και  κατά  το 
μέτρον της πίστεώς μου ομιλώ και γράφω. Έγραφε περί αυτής και ο Παύλος: «… 
έχοντες  δε  το  αυτό  πνεύμα  της  πίστεως  κατά  το  γεγραμμένον,  επίστευσα,  διό 
ελάλησα, και ημείς πιστεύομεν, διό και λαλούμεν …» (Β’ Κορ. δ’ 13). 
Γνωρίζω ότι η γνώσις μου δεν είναι απόλυτος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι 
υπάρχει  άλλη  τις  αλήθεια.  Πιστεύω  ότι  ήγγισεν  εμέ  η  άναρχος  Αλήθεια,  αλλά 
γνωρίζω  ωσαύτως  ότι  δεν  επραγματοποίησα  εν  τη  πράξει  της  ζωής  μου  το 
γνωσθέν εν τη πείρα της προσευχής … Πού ευρίσκεται όμως το κριτήριον δια την 
βεβαίωσιν των δοθεισών [//400] εις ημάς εμπειριών του Θεού‐Αληθείας; 
Είναι  αναφαίρετος  η  ορμή  ημών  προς  Αυτόν,  τον  Όντα  προ  πάντων  των 
αιώνων. Ούτος εισχωρεί εις πάντα τα όντα και δια της εξουσίας Αυτού συγκρατεί 
αυτά εις το είναι. Είναι δύσκολον εις ημάς τους μηδαμινούς να πιστεύσωμεν ότι ο 
άπειρος  Ούτος  Δεσπότης  δεν  καταφρονεί  ημών.  Όσον  όμως  παράδοξον  και  εάν 
φαίνηται τούτο, όταν στραφώμεν προς Αυτόν εν αληθεί προσευχή, τουτέστιν εν 
προσευχή μετανοίας, σπεύδει εις συνάντησιν ημών και εν αγάπη προσλαμβάνει 
ημάς  προς  Εαυτόν.  Το  γεγονός  τούτο  δεν  δύναται  να  είναι  καρπός  φαντασίας 
διότι υπερβαίνει την ικανότητα της φαντασίας ημών (βλ. Α’ Κορ. β’ 9). 
Συμφώνως  προς  την  Αποκάλυψιν,  ο  Άνθρωπος  εκτίσθη  «κατ’  εικόνα  και 
καθ’  ομοίωσιν»  Θεού  (πρβλ.  Γέν.  α’  26).  Εξ  αυτού  έπεται  ότι  ο  άνθρωπος  είναι 
δυνάμει  πεπροικισμένος  δια  της  ικανότητος  να  επιτύχη  την  ομοίωσιν  προς  τον 
Δημιουργόν  αυτού·  ότι  η  ιδέα  του  Απολύτου  Όντος  είναι  έμφυτος  εις  τον 
άνθρωπον  εις  τοιούτον  βαθμόν,  ώστε  όταν  ο  Παντοκράτωρ  Θεός  εισέλθη  εις 
κοινωνίαν μετά του πνεύματος του ανθρώπου, τούτο δύναται  «να αναγνωρίση» 
Αυτόν, διότι Ούτος είναι συγγενής αυτού. Εισαγόμενον εις την σφαίραν του Νου 
του Θεού Δημιουργού, το «κτιστόν πνεύμα» του ανθρώπου άρχεται να θεάται τον 
Θεόν  «καθώς  εστι»,  καθ’  Εαυτόν  (πρβλ.  Α’  Ιωάν.  γ’  2).  (Λέγω  «κτιστόν  πνεύμα» 
και ουχί «νους», ίνα μη δημιουργηθή σύγχυσις των εννοιών νους και διάνοια). 
Η  πρώτη  κίνησις  κατευθύνεται  προς  Εκείνον  τον  «εν  αρχή»  Όντα.  Η 
διάθεσις  ημών  είναι  να  δεχθώμεν  Αυτόν  ως  την  θεμελιώδη  Αλήθειαν, 
ανεξαρτήτως εάν συμπίπτη ή ουχί η τοιαύτη οντολογική Αλήθεια μετά  [//401] των 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 204 ‐
 

περί Αυτής ιδεών ημών. Και μεγάλη γίνεται η χαρά ημών, όταν τα δεδομένα της 
αποκαλύψεως  (βλ.  Α’  Ιωάν.  α’  5,  δ’  13,  16)  επικυρούνται  δια  της  Άνωθεν 
παρεχομένης  θεωρίας  και  δη  της  γνώσεως  ότι  εκτίσθημεν  «κατ’  εικόνα»  Θεού: 
Φανερούται  Ούτος  εις  ημάς  ως  Θεός  αγάπης,  και  ζώμεν  Αυτόν  εν  ημίν  ως  την 
απόλυτον  αρμονίαν,  και  αρχόμεθα  να  προσκυνώμεν  τον  Πατέρα  «εν  πνεύματι 
και αληθεία» (Ιωάν. δ’ 23‐24). 
«Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια 
ουκ  έστιν  εν  ημίν»  (Α’  Ιωάν.  α’  8).  Επομένως,  μόνον  η  προσευχή  της  μετανοίας 
ανταποκρίνεται  εις  την  περί  ημών  αλήθειαν.  Δεν  παύω  να  υπογραμμίζω  το 
σημείον τούτο: Ιστάμενοι ενώπιον του Ουρανίου Πατρός, έχοντες συνείδησιν της 
αμαρτωλότητος ημών, ευρισκόμεθα επί του επιπέδου της Θείας Αληθείας. Όσον 
βαθύτερον  ζώμεν  την  αμαρτίαν  ημών  ως  θανάσιμον  πλήγμα,  τοσούτον 
πληρέστερον  παραδιδόμεθα  εν  προσευχή  εις  τον  Θεόν  και  δια  της  ζωοποιού 
Αυτού δυνάμεως αποσπώμεθα εκ των δεσμών του χρόνου και του χώρου. Είθε να 
συγχωρήση εμέ ο Κύριος και να μη κρίνουν εμέ αυστηρώς οι αδελφοί μου: Ούτω 
συνέβη  εις  εμέ.  Ως  εκ  τούτου,  αναγινώσκων  τας  επιστολάς  του  Αποστόλου 
Παύλου, υποθέτω μετά βεβαιότητος – δεν κρύπτω τούτο – ότι εδόθησαν εις αυτόν 
«οπτασίαι και  αποκαλύψεις  Κυρίου» (πρβλ. Β’ Κορ. ιβ’  1‐6) εν τη  «μετά κραυγής 
ισχυράς  και  δακρύων»  μετανοία  αυτού  ενώπιον  του  Χριστού,  και  τότε 
«εισηκούσθη από της ευλαβείας» (πρβλ. Εβρ. ε’ 7). 
Εν  παρομοία  προσευχή  (ως  του  Αποστόλου  Παύλου)  ο  νους  ημών 
περικλείεται  εν  τω  Νοΐ  του  Θεού  και  δέχεται  την  κατανόησιν  πραγμάτων  δια 
τρόπου όστις είναι αδύνατον να εκφρασθή [//402] καταλλήλως δια της καθ’ ημέραν 
ημών  γλώσσης.  Επί  παραδείγματι:  Τα  πάντα  εκτίσθησαν  δια  του  θελήματος 
Αυτού,  δια  της  σκέψεως  Αυτού.  Ούτος  «νοεί»  τον  κόσμον  και  η  δημιουργική 
Αυτού  σκέψις  γίνεται  κτιστόν  είναι  (βλ.  Ιουδήθ  θ’  5‐6).  Προηγείται  η  σκέψις  του 
Θεού Δημιουργού και ουχί η ύλη. Ούτω ζώμεν τον κόσμον τούτον ουχί μόνον υπό 
το  πρίσμα  της  εμπειρικής  γνώσεως,  αλλά  και  θεωρούμεν  αυτόν  εν  πνεύματι  δι’ 
άλλου τρόπου (βλ. Εβρ. ια’ 1‐3). 
«Εάν αγαπάτε Με, τας εντολάς τας Εμάς τηρήσατε, και Εγώ ερωτήσω τον 
Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το 
Πνεύμα  της  Αληθείας,  Ό  ο  κόσμος  ου  δύναται  λαβείν,  τι  ου  θεωρεί  Αυτό  ουδέ 
γινώσκει Αυτό· υμείς δε γινώσκετε Αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν έσται … 
υμείς  δε  θεωρείτε  Με,  ότι  Εγώ  ζω  και  υμείς  ζήσεσθε.  Εν  εκείνη  τη  ημέρα 
γνώσεσθε υμείς ότι Εγώ εν τω Πατρί Μου και υμείς εν Εμοί καγώ εν υμίν. Ο έχων 
τας εντολάς Μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστι ο αγαπών Με· ο δε αγαπών Με 
αγαπηθήσεται  υπό  του  Πατρός  Μου,  και  Εγώ  αγαπήσω  αυτόν  και  εμφανίσω 
αυτώ  Εμαυτόν  …  εάν  τις  αγαπά  Με,  τον  λόγον  Μου  τηρήσει,  και  ο  Πατήρ  Μου 
αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν … 
και ο λόγος όν ακούετε ουκ έστιν Εμός, αλλά του πέμψαντος Με Πατρός … Ο δε 
Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον Ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί Μου, Εκείνος 
υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 15‐26). 
«Ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον … διδάξει υμάς πάντα». Θα «διδάξη» 
ημάς  να  σκεπτώμεθα  καθώς  σκέπτεται  ο  Ίδιος  ο  Θεός,  να  αγαπώμεν  καθώς 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 205 ‐
 

αγαπά  [//403]  ο  Θεός.  Μη  εκπλήττεσθε  επί  τούτω.  Τοιούτον  είναι  το  νόημα  της 
ευαγγελικής κλήσεως. Πάσαι αι επιστολαί των Αποστόλων  – Ιωάννου, Παύλου, 
Πέτρου και των λοιπών – ομιλούν περί του αυτού. Την αυτήν μαρτυρίαν έδωκαν 
και οι Πατέρες ημών δια μέσου των αιώνων. 
Εγείρεται το ερώτημα: Πώς δυνάμεθα να επιτύχωμεν της ευλογίας ταύτης; 
Η απάντησις εδόθη υπό του Χριστού: «Τας εντολάς τας Εμάς τηρήσατε, και Εγώ 
ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ ημών εις 
τον  αιώνα».  «Γνωρίζομεν»,  επομένως,  το  Πνεύμα  το  Άγιον  δια  της  αγίας 
παραδόσεως  των  Πατέρων  της  Εκκλησίας,  καθώς  ωσαύτως  και  δια  της 
προσωπικής ημών πείρας των  εν ημίν ενεργειών Αυτού. Εκείνος «υπομιμνήσκει 
ημάς πάντα». 
Επί πλέον: «Εάν τις αγαπά Με, τον λόγον Μου τηρήσει, και ο Πατήρ Μου 
αγαπήσει  αυτόν,  και  προς  αυτόν  ελευσόμεθα  και  μονήν  (αιώνιον)  παρ’  αυτώ 
ποιήσομεν».  Τί  δύναται  να  σημαίνη  τούτο;  Σημαίνει  ότι  εδόθη  εις  ημάς  η 
υπόσχεσις ότι θα κληρονομήσωμεν το πλήρωμα της Θείας ζωής, το πλήρωμα της 
γνώσεως  και  της  δυνάμεως  της  αγάπης,  όπερ  εφανερώθη  εις  ημάς  δια  του 
Ακτίστου Φωτός, «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. α’ 5). 
Ιδού  η  μαρτυρία  του  Παύλου:  «Ημείς  δε  ου  το  πνεύμα  του  κόσμου 
ελάβομεν,  αλλά  το  Πνεύμα  το  εκ  του  Θεού,  ίνα  είδωμεν  τα  υπό  του  Θεού 
χαρισθέντα  ημίν».  Και  εισέτι:  «Τις  γαρ  έγνω  νουν  Κυρίου,  ός  συμβιβάσει  αυτόν; 
Ημείς  δε  νουν  Χριστού  έχομεν»  (Α’  Κορ.  β’  12,  16).  Δια  της  σχολικής  παιδείας 
εισήλθομεν  είς  τινα  κοσμικόν  τρόπον  σκέψεως  και  αφωμοιώσαμεν  τα  δεδομένα 
της εμπειρικής γνώσεως. Ανάλογόν τι συμβαίνει και εν τω χώρω του Πνεύματος. 
Ζώντες  κατά  τας  εντολάς  [//404]  του  Ευαγγελίου  εισερχόμεθα  εις  την  πλέον 
στενήν συγγένειαν μετά του Θείου Νοός. Αι εντολαί αύται είναι ουχί άλλο τι, ει 
μη  η  αυτο‐αποκάλυψις  του  Θεού  «καθώς  εστιν».  Όταν  αύται  αποβούν  ο  μόνος 
νόμος  παντός  του  είναι  ημών,  μεταδίδουν  εις  ημάς  την  ποθουμένην  «μορφήν» 
του Θείου Είναι. «Οίδαμεν δε ότι ο Υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν 
ίνα γινώσκομεν τον Αληθινόν» (Α’ Ιωάν. ε’ 20). 
Ο  Θεός‐Αλήθεια  ουδέν  ψευδές  έπλασεν,  ουδέν  έναντίον  προς  την 
αλήθειαν,  και  ως  εκ  τούτου  πάσα  εξ  Αυτού  εκπορευομένη  ενέργεια  είναι 
αληθινή.  Ο  Χριστός  απεκάλυψεν  εις  ημάς  τον  αυθεντικόν  Άνθρωπον,  καθώς 
ούτος  συνελήφθη  εν  τω  Νοΐ  του  Δημιουργού.  Εν  ημίν  κατετέθη  η  Αλήθεια  του 
Ιδίου  του  Θεού,  διότι  είμεθα  «εικών  και  ομοίωσις»  Αυτού.  Η  αιωνία  Αλήθεια 
μεταδίδεται  εις  την  εν  ημίν  υποστατικήν  αρχήν.  Και  καθώς  η  Υπόστασις 
γεννάται κατ’ αρχάς εν τω ανθρώπω μόνον δυνάμει, ούτω και το εν ημίν σπέρμα 
της  Αληθείας  οφείλει  να  αναπτυχθή  εκ  της  δυνάμει  καταστάσεως  αυτού.  Εν  τη 
πτώσει  του  Αδάμ  η  εν  ημίν  Αλήθεια  υπέστη  αλλοίωσιν.  Δια  της  χάριτος  της 
μετανοίας  και  της  εξ  αγάπης  υπακοής  προς  τον  Πατέρα,  η  Αλήθεια  εν  τη 
πρωταρχική αυτής αγιότητι μεταδίδεται εις ημάς ως ζωή του Ιδίου του Θεού. 
Τί συμβαίνει όμως εις τον άνθρωπον όστις προσφέρει την μετάνοιαν αυτού 
μετά κλαυθμού; Ζη την Αλήθειαν ουχί ως καρπόν των διαλογισμών αυτού, αλλ’ 
ως κατάστασιν του πνεύματος αυτού, δοθείσαν εις αυτόν υπό του Πνεύματος του 
Θεού. Η «κατάστασις» αύτη είναι γεγονός του Είναι εκ του οποίου και αυτή αύτη 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 206 ‐
 

η σκέψις ημών συλλαμβάνει δια του ιδιάζοντος εις αυτήν τρόπου την έννοιαν της 
Αληθείας.  Η  κατανόησις  αύτη  [//405]  της  αληθείας  δεν  είναι  αποτέλεσμα 
αποδεικτικής  σκέψεως,  αλλά  παρουσιάζεται  ως  δια  διαισθήσεως  εμβάθυνσις  ή 
διαπίστωσις γεγονότος, ως γνώσις του Θείου Είναι, ήτις κατέρχεται προς ημάς εκ 
του Θεού. 
Η επίγνωσις των οδών του Κυρίου δεν έρχεται ταχέως. Βαθεία ήτο η οδύνη 
μου, ότε ησθάνθην την ολιγότητα των ημερών ημών. Η ψυχή μου εκυριεύθη υπό 
φόβου μη τυχόν απέλθω εις τον τάφον, πριν ή έλθη απάντησις εκ του Θεού, ότι 
εισηκούσθη  η  προς  Αυτόν  κραυγή  μου.  Αλλά  δεν  εγκατελείφθην  υπ’  Αυτού  εις 
τέλος.  Δια  της  εν  ανενδοιάστω  πίστει  προς  τον  Χριστόν‐Θεόν  προσευχής  μου, 
μετεδόθη  βαθμηδόν  και  εις  εμέ  η  ευσπλαχνία  Αυτού  προς  την  απολλυμένην 
ανθρωπότητα.  Έζων  μετά  μεγάλου  πόνου  τον  προσωπικόν  μου  όλεθρον,  και  ο 
πόνος ούτος διερρήγνυε τα τείχη της λιθίνης καρδίας μου. Συνήθιζον εν γένει να 
προβάλλω τας εμπειρίας μου εφ’ όλης της ανθρωπότητος, και συνέπασχον μεθ’ 
όλων  των  ανθρώπων  οίτινες,  ως  και  εγώ,  έμενον  εν  καταστάσει  χωρισμού  από 
του Θεού. Δια τοιούτου τρόπου τα παθήματα πάντων εγίνοντο  «ίδια», και εν τη 
απομονώσει της ερήμου ήρχετο ενίοτε προσευχή υπέρ όλου του κόσμου μετά του 
ιδίου κλαυθμού ως και υπέρ εμού του ιδίου. Εν εκείνη τη προσευχή ησθάνθην τον 
προαιώνιον  Θεόν  ως  τον  Πατέρα  ημών.  Και  η  αίσθησις  αύτη  ήτο  πειστική 
μαρτυρία  περί  της  ανάρχου  Αληθείας,  της  παραδοθείσης  εις  ημάς  υπό  του 
Χριστού. 
Μετά τρόμου ενθυμούμαι τας ώρας εκείνας, ότε ο Κύριος έδιδεν εις εμέ να 
ζήσω  το  πνευματικόν  τούτο  γεγονός.  Και  νυν  –  ουαί  εμοί  –:  Δεν  βλέπω  εκείνην 
την αγίαν δύναμιν εν εμοί. 
Το  θέμα  το  οποίον  μετά  δυσκολίας  αποπειρώμαι  [//406]  να  εκθέσω  είναι  η 
Ζώσα  Αλήθεια.  Αύτη  δεν  ομοιάζει  προς  τας  επιστημονικάς  ή  τας  φυσιολογικάς 
αληθείας.  Η  αποκαλυπτομένη  εις  ημάς  Αλήθεια  υπερβαίνει  απείρως  πάσαν 
ορθολογικήν  θεώρησιν.  Δεν  είναι  αφηρημένη  τις  διατύπωσις  της  λογικής  ημών 
σκέψεως,  ούτε  μαθηματική  εξίσωσις,  αλλά  Πρόσωπον.  Είναι  πρωτίστως  ο  «απ’ 
αρχής»  Ών,  τουτέστιν  ο  άναρχος  Θεός,  η  Αγία  Τριάς:  Πατήρ,  Υιός  και  Πνεύμα 
Άγιον.  Αλλ’  η  λογική  ημών  διάνοια  είναι  ανίκανος  να  ακολουθήση  δια  της 
σκέψεως  το  πραγματικόν  Είναι  του  Θεού.  Επί  παραδείγματι,  ζώμεν  τον  Πατέρα 
ως  την  απόλυτον  Αλήθειαν.  Και  ο Υιός ωσαύτως  είναι  η  απόλυτος  Αλήθεια,  ως 
και  το  Άγιον  Πνεύμα.  Η  Αλήθεια  όμως  είναι  Μία  και  ουχί  τρεις  απόλυτοι 
αλήθειαι.  Ως  ο  Θεός  είναι  Είς  και  συγχρόνως  Τριάς  Υποστάσεων,  ούτω  και  ο 
Άνθρωπος  εν  τη  εσχάτη  αυτού  τελειώσει  οφείλει  να  γίνη  Είς  Άνθρωπος  εν 
πολλαπλότητι υποστάσεων. 
Ιδού ετέρα τις αντινομία: Ζώμεν την Υπόστασιν εν τω Θεώ ως τον φορέα 
του  απολύτου  πληρώματος  του  Είναι,  και  συγχρόνως  η  Υπόστασις  δεν  υπάρχει 
μόνη.  Δια  την  τυπικήν  λογικήν  τούτο  είναι  ένδειξις  ανεπαρκείας  της 
Υποστάσεως  καθ’  Εαυτήν  και  επομένως  άρνησις  του  απολύτου  χαρακτήρος 
Αυτής. Και όμως τοιαύτη ακριβώς είναι η Αγία Τριάς, ο Θεός της τελείας αγάπης. 
Η  τελεία  αγάπη  δεν  απομονούται  εν  Εαυτή,  αλλά  ζη  εν  ετέρα,  εν  ετέραις 
Υποστάσεσιν. Εκάστη των Τριών Υποστάσεων κατέχει, αναφαιρέτω τρόπω άπαν 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 207 ‐
 

το  πλήρωμα  του  Είναι.  Αλλ’  η  Υπόστασις,  ως  τοιαύτη,  εκδηλούται  κατά  την 
πράξιν  της  τελείας  αγάπης,  της  οποίας  ίδιον  είναι  και  η  τελεία  κένωσις,  η 
αυτοελάττωσις. 
«Μείζονα  ταύτης  αγάπην  ουδείς  έχει,  ίνα  τις  την  [//407]  ψυχήν  αυτού  θή 
υπέρ  των  φίλων  αυτού.  Υμείς  φίλοι  Μου  εστε,  εάν  ποιήτε  όσα  Εγώ  εντέλλομαι 
υμίν … Ο Ιησούς … αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν 
αυτούς  …».  «Ο  μείζων  υμών  έσται  υμών  διάκονος.  Όστις  δε  υψώσει  εαυτόν 
ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται» (Ιωάν. ιε’ 13‐15, ιγ’ 1, 
Ματθ.  κγ’  12).  Εκ  των  λόγων  τούτων  του  Χριστού  βλέπομεν  ότι  η  ιδία 
αποκεκαλυμμένη  εν  τη  Αγία  Τριάδι  κενωτική  αγάπη  εδόθη  ως  εντολή  και  εις 
τους  ανθρώπους:  Δια  της  άκρως  εφικτής  εις  ημάς  κενώσεως  εν  τη  πράξει  της 
μετανοίας  ημών  γινόμεθα  ικανοί,  ίνα  προσλάβωμεν  το  πλήρωμα  και  της  Θείας 
αγάπης και της αγάπης προς τον πλησίον (βλ. Ματθ. κβ’ 37‐40). «Εν ταύταις ταις 
δυσίν  εντολαίς  όλος  ο  νόμος  και  οι  προφήται  κρέμανται»,  και  η  αγία  αιωνιότης 
περιέχεται εν τω πνεύματι αυτών. 
Εν  δυσί  λέξεσιν:  Αιωνιότης  και  Αλήθεια  είναι  το  θέμα  των  σελίδων 
τούτων.  Και ιδού, όταν άπτηται ημών η δύναμις της Θείας ταύτης αγάπης, τότε 
πέραν πάσης αμφιβολίας ζώμεν, μένομεν, εν τη Αληθεία και εν τη Αιωνιότητι. 
Την  δογματικήν  ημών  συνείδησιν  δυνάμεθα  να  εκφράσωμεν  εν  συνόψει 
ως εξής: «Εγώ Ειμι ο Ών», Εγώ ειμι το Είναι. «Εγώ Ειμι η Αλήθεια». Η Υποστατική 
Αρχή  εν  τω  Θείω  Είναι  αποτελεί  τον  οντολογικόν  πυρήνα  Αυτού.  Αυτός  είναι  ο 
όντως  Ζων.  Ο  Πρώτος  και  ο  Έσχατος,  το  Α  και  το  Ω,  η  άναρχος  Αρχή  και  το 
ατελεύτητον Τέλος των πάντων. Ούτω κατανοούμεν την Σιναϊτικήν Αποκάλυψιν 
και την μετέπειτα συμπλήρωσιν αυτής δια της σαρκώσεως του Λόγου του Πατρός 
και της καθόδου του Αγίου Πνεύματος επί την Εκκλησίαν κατά την  ημέραν της 
Πεντηκοστής. 
[//408]  Ούτος  ο  Θεός  εν  τω  απ’  αιώνος  Είναι  Αυτού,  είναι  η  αναζητουμένη 
υφ’  ημών  απόλυτος  Αλήθεια.  Η  γνώσις  της  Αληθείας  ταύτης  είναι  δυνατή  ουχί 
άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως Αυτής, δια της υπαρκτικής 
ενώσεως  μετ’  Αυτής.  Η  Υποστατική  Αλήθεια  γνωρίζεται  δια  της  αυτής 
υποστατικής αρχής, ήτις κατετέθη εν ημίν εν τη πράξει της «κατ’ εικόνα και καθ’ 
ομοίωσιν»  Θεού  δημιουργίας  ημών.  Εφ’  όσον  αύτη  η  εν  ημίν  ελευθέρα  αρχή 
ουδένα επιδέχεται εξωτερικόν εξαναγκασμόν, η ένωσις ημών μετά της Αληθείας 
εξαρτάται  ουχί  μόνον  εκ  του  παρέχοντος  Θεού  αλλά  και  εκ  του  αποδεχομένου 
ανθρώπου (βλ. Ιωάν. α’ 9‐12, Πράξ. ιγ’ 46). 
Το κτιστόν πνεύμα – ο άνθρωπος – δεν δύναται αφ’ εαυτού να φθάση την 
Αλήθειαν  ταύτην.  Εν  τούτοις,  ως  εικών  του  Θεού  έχει  την  ικανότητα  να  εικάση 
περί  της  Αληθείας,  αλλ’  ουχί  πέραν  τούτου.  Η  υπαρκτική  γνώσις  της  Αληθείας 
δίδεται  εις  ημάς  ως δώρον  αγάπης  του Δημιουργού  προς  την  λογικήν  κτίσιν.  Εν 
τη προσωπική ημών σχέσει μετά του Προσωπικού Θεού ουδέν τελείται κατά την 
θέλησιν του ενός μόνον μέρους, αλλ΄ είναι πάντοτε απαραίτητος η συμφωνία, η 
συνεργία,  ο  ταυτισμός  δύο  θελήσεων:  της  Θείας  και  της  ανθρωπίνης.  Εις  τούτο 
συνίσταται η ζωή ημών. 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 208 ‐
 

Καθ’ εαυτόν «πας άνθρωπος ψεύστης» (Ψαλμ. ριε’ 2), ως προελθών εκ του 
«μη όντος». Μόνον δια της εν ημίν ενοικήσεως του Θεού‐Αληθείας γινόμεθα και 
ημείς  «αληθινοί».  Η  Ζώσα  Αλήθεια  μεταμορφοί  ημάς  δια  της  ελεύσεως  Αυτής 
εντός ημών. Η Αλήθεια, απόλυτος ούσα, εναγκαλίζεται και συγκρατεί τα πάντα. 
Όστις θα «γνωρίση» την Αλήθειαν ταύτην (βλ. Ιωάν. η’ 32) κατά  [//409] τον λόγον 
αυτής  ταύτης  της  Αληθείας,  ελευθερούται  από  της  εφ’  ημών  θανατηφόρου 
εξουσίας  της  αμαρτίας.  Είναι  Αιώνιος,  και  καθιστά  ημάς  αθανάτους.  Ο  Θεός‐
Αλήθεια  απεργάζεται  και  ημάς  εν  αληθεία  θεούς.  «Θεούς»,  ουχί  δια  τα  άλλα 
λογικά κτίσματα, αλλά θεούς κατά την μεταδοθείσαν εις ημάς μορφήν του είναι 
και κατά το περιεχόμενον της ζωής ταύτης. 
Εν  τοις  ορίοις  της  γης  ουδέν  εκ  των  κτισμάτων  δύναται  να  προσλάβη  το 
πλήρωμα Αυτής της κατά Θείον τρόπον παγκοσμίου Αληθείας. Ως ο Απόστολος 
Παύλος,  γνωρίζομεν  και  ημείς  Αυτήν  μόνον  «εκ  μέρους»  (Α’  Κορ.  ιγ’  12).  Τούτο 
όμως  δεν  σημαίνει  ότι  η  Αλήθεια  καθ’  εαυτήν  είναι  εντελώς  διάφορος  του  πως 
ημείς νοούμεν Αυτήν. Άλλο είναι να γνωρίζη τις την Αλήθειαν, και άλλο να μη 
κατέχη το απόλυτον πλήρωμα Αυτής, να μη είναι ικανός να φανερώση Αυτήν εν 
τη  τελειότητι  Αυτής  εις  την  πράξιν  της  καθ’  ημέραν  ζωής.  Ομού  μετά  του 
Αποστόλου  Φιλίππου  λέγομεν  άνευ  δισταγμού:  «Ευρήκαμεν  την  Αλήθειαν» 
(πρβλ. Ιωάν. α’ 45)· γνωρίζομεν Αυτήν: Είναι ο Χριστός. 
Η πολυϋπόστατος ανθρωπότης είναι είκών της Αγίας Τριάδος: Μία φύσις 
εν πολλαπλότητι προσώπων. Έκαστος όμως εξ ημών φέρει εν εαυτώ πρωτίστως 
την μορφήν του Μονογενούς Υιού, και η ημετέρα σωτηρία πραγματοποιείται δια 
της υιοθεσίας ημών υπό του Πατρός (βλ. Γαλ. δ’ 5). 
Εάν,  επομένως,  ομολογώμεν  τον  Χριστόν  ως  απολύτως  ίσον  προς  τον 
Πατέρα  Θεόν  και  Αλήθειαν,  τότε,  κατά  φυσικόν  τρόπον,  οφείλομεν  να 
ακολουθώμεν  Αυτόν,  ίνα  αποκτήσωμεν  την  Αλήθειαν.  Και  τότε  αναφαίνεται 
τραγική τις στιγμή: Ιδού πώς ο Ίδιος ομιλεί: «Εί  [//410] τις έρχεται προς Με και ου 
μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους 
αδελφούς  και  τας  αδελφάς,  έτι  δε  και  την  εαυτού  ψυχήν,  ου  δύναται  Μου 
μαθητής  είναι».  Ωσαύτως,  «όστις  ου  βαστάζει  τον  σταυρόν  εαυτού  και  έρχεται 
οπίσω  Μου  …  ός  ουκ  αποτάσσεται  πάσι  τοις  εαυτού  υπάρχουσιν,  ου  δύναται 
είναι Μου μαθητής» (Λουκ. ιδ’ 26, 27, 33). 
Εν  τη  ιδική  μου  περιπτώσει  συνέβη  το  ακόλουθον:  Ιδών  εν  πνεύματι  τον 
Χριστόν,  τον  αγαπήσαντα  ημάς  «εις  τέλος»  (Ιωάν.  ιγ’  1)  προσευχόμενον  εν 
Γεθσημανή  και  εν  συνεχεία  επί  του  Γολγοθά,  «μη  ανθιστάμενον  τω  πονηρώ» 
(πρβλ. Ματθ. ε’ 39), εμίσησα εμαυτόν, ως ήμην, και εν προσευχή, ήτις εγεννήθη 
υπό του αγίου τούτου μίσους, ανεγνώρισα Αυτόν ως την απόλυτον Αλήθειαν, ως 
τον εν αληθεία Παντοκράτορα και Θεόν. Εν τη προσευχή ταύτη εδόθη εις εμέ να 
υπερβώ  «τα  βλεπόμενα  πρόσκαιρα»  και  να  διεισδύσω  εις  «τα  μη  βλεπόμενα 
αιώνια» (πρβλ. Β’ Κορ. δ’ 18). 
«Εν  τω  κόσμω  θλίψιν  έξετε·  αλλά  θαρσείτε,  εγώ  νενίκηκα  τον  κόσμον» 
(Ιωάν.  ιστ’  33).  Και  ημείς  βλέπομεν  εκ  πείρας  ότι  «πάντες  οι  θέλοντες  ευσεβώς 
ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. γ’ 12), ότι θα έλθουν εις σύγκρουσιν 
μετά  του  λοιπού  κόσμου  (βλ.  Ματθ.  ε’  10‐12).  Και  πάλιν:  «Η  γυνή  όταν  τίκτη, 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 209 ‐
 

λύπην  έχει  …  όταν  δε  γεννήση  το  παιδίον,  ουκέτι  μνημονεύει  της  θλίψεως  δια 
την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. Και υμείς ούν λύπην μεν νυν 
έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία. Και την χαράν υμών 
ουδείς αίρει αφ’ υμών. Και εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν» (Ιωάν. 
ιστ’ 19‐23). Δια τι δεν θα ερωτήσωμεν Αυτόν περί ουδενός; 
Όταν  το  Πνεύμα  το  Άγιον  δίδη  εις  ημάς  να  ίδωμεν  [//411]  τον  Χριστόν 
«καθώς  εστι»  δια  της  αγάπης  της  εκ  του  Αγίου  Πνεύματος  προερχομένης  τότε 
καθίσταται εμφανές εις ημάς ότι ο Χριστός είναι το παν: Εν Αυτώ κατοικεί άπαν 
το  πλήρωμα  της  Θεότητος  και  το  πλήρωμα  του  ανθρώπου.  Είναι  Ούτος  η 
Αλήθεια υπό τας δύο αυτής όψεις: Πρώτον, Ούτος είναι το άναρχον γεγονός του 
Είναι,  και  δεύτερον,  κατά  τον  «ηθικόν»  Αυτού  χαρακτήρα,  ο  Αληθής.  Αληθής 
τουτέστιν  Άγιος·  Άγιος,  τουτέστιν  Αγαθός·  Αγαθός,  τουτέστι  «Φως,  εν  ώ  σκοτία 
ουκ έστιν ουδεμία». 
Ολιγοψυχούμεν  όταν  δίδηται  εις  ημάς  να  ίδωμεν  τον  υπερκόσμιον 
χαρακτήρα  του  Ευαγγελίου.  Θα  ηθέλομεν  να  μειώσωμέν  πως  τας  πραγματικάς 
αυτού  διαστάσεις,  να  προσαρμόσωμεν  αυτάς  εις  την  χαρακτηριστικήν  δια  το 
εύθραυστον ημών σώμα αδυναμίαν, αλλ’ ο Ίδιος ουδόλως συγκατατίθεται εις τον 
υποβιβασμόν  των  εντολών  Αυτού.  Εν  άκρα  εντάσει  της  μετανοίας  ημών 
αρχόμεθα να διαισθανώμεθα ότι η αποκάλυψις αύτη είναι η εσχάτη, διότι είναι η 
απολύτως  τελεία.  Εδόθη  δι’  όλους  τους  αιώνας,  δι’  όλας  τας  φυλάς  και  τους 
λαούς μέχρι συντελείας της επιγείου ιστορίας. 
Ο  μακάριος  Γέρων  Σιλουανός  έλεγεν:  «Όστις  δεν  αγαπά  τους  εχθρούς, 
ούτος δεν εγνώρισεν εισέτι τον Θεόν ως οφείλει να γνωρίζη Αυτόν». 
«Εγώ  δε  λέγω  υμίν,  αγαπάτε  τους  εχθρούς  υμών,  ευλογείτε  τους 
καταρωμένους  υμάς,  καλώς  ποιείτε  τοις  μισούσιν  υμάς  και  προσεύχεσθε  υπέρ 
των  επηρεαζόντων  υμάς  και  διωκόντων  υμάς,  όπως  γένησθε  υιοί  του  Πατρός 
υμών του εν τοις ουρανοίς … Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν 
τοις ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ. ε’ 44‐48). Και πάλιν: Όταν το Πνεύμα το Άγιον 
μεταδίδη εις ημάς την αγάπην του Χριστού  [//412] – «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» 
–, τότε και ο νους‐πνεύμα ηδύνεται υπό της Αληθείας της αγάπης ταύτης. Ως το 
σώμα  ημών  αισθάνεται  την  εαυτού  δύναμιν  ή  την  έξωθεν  θερμότητα  των 
ηλιακών  ακτίνων,  κατά  τον  αυτόν  άμεσον  τρόπον  γνωρίζομεν  δι’  όλης  της 
υπάρξεως ημών ότι αυτή η αγάπη (προς τους εχθρούς) είναι η αιώνιος Αλήθεια. 
Γνωρίζει τότε ο άνθρωπος ότι «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 
ε’ 24). 
Η  θαυμαστή  αίσθησις  της  ελεύσεως  του  Θεού  εντός  ημών  συνοδεύεται 
μεθ’  ολοκληρωτικής  συμφωνίας  νου  και  καρδίας.  Η  Θεία  αρμονία  της 
πνευματικής ταύτης καταστάσεως είναι ευφροσύνη δια την καρδίαν και φως δια 
τον νουν. Όλος  ο  άνθρωπος  (νους‐πνεύμα, καρδία, και σώμα εισέτι)  αισθάνεται 
«την ειρήνην του Θεού, την υπερέχουσαν πάντα νουν» (πρβλ. Φιλ. δ’ 7). Η ψυχή 
αναγνωρίζει  ότι  και  η  Αγάπη,  και  το  Φως,  και  η  Ειρήνη  καταβαίνουν  εκ  του 
Υψίστου (βλ. Ιακ. α’ 17). 
Είναι  μέγα  αγαθόν  να  γνωρίση  τις  τον  αληθινόν  Θεόν  και  να  γνωρίζη 
Αυτόν  γνώσει  αναφαιρέτω  (βλ.  Λουκ.  ι’  42).  Πάντα  ταύτα  εδόθησαν  εις  τον 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 210 ‐
 

κόσμον  δια  του  Σαρκωθέντος  Υιού  του  Πατρός,  Χριστού  Ιησού,  και  η  ευγνώμων 
ψυχή έλκεται προς Αυτόν (τον πάλαι επί του Σινά αποκαλύψαντα Εαυτόν δια του 
Ονόματος  «Εγώ ειμι», όπερ επανέλαβε πολλάκις κατά την εν σαρκί επιφάνειαν 
Αυτού).  Μετέδωκεν  εις  ημάς  τούτο  το  «περισσόν  ζωής»  (Ιωάν.  ι’  10),  και  η  ψυχή 
γνωρίζει το τελούμενον εν αυτή και λέγει: «Νυν, Χριστέ μου, εν Σοί και δια Σου 
και εγώ ειμι». 
[//413]  Όστις  χάριν  της  εις  Χριστόν‐Θεόν  πίστεως  αυτού  έλαβε  την  δωρεάν 
να  εισέλθη,  έστω  και  εκ  μέρους,  εις  το  αιώνιον  ρεύμα  της  Γεθσημανίου  Αυτού 
προσευχής  και  εν  συνεχεία  ωσαύτως,  έστω  και  μόνον  εκ  μέρους,  να  υψωθή  και 
επί  του  αθανάτου  Γολγοθά,  ούτος  δι’  αναμφισβητήτου  τρόπου  βλέπει  να 
αποκαλύπτηται  προ αυτού  το  «μέγα  της  ευσεβείας  μυστήριον·  Θεός  εφανερώθη 
εν  σαρκί,  εδικαιώθη  εν  Πνεύματι,  ώφθη  αγγέλοις  …»  (Α’  Τιμ.  γ’  16).  Από  της 
στιγμής  ταύτης  ο  πιστός  «ουκέτι  γινώσκει  κατά  σάρκα  Χριστόν»,  τουτέστιν  ως 
φυσικόν  άνθρωπον,  αλλά  γινώσκει  Αυτόν  ως  τον  πανταχού  παρόντα 
Παντοκράτορα,  «ελθόντα  εις  τον  κόσμον  αμαρτωλούς  σώσαι»  (πρβλ.  Β’  Κορ.  ε’ 
16, Α’ Τιμ. α’ 15). 
Ούτως ο γνησίως «πιστεύων εις τον Υιόν του Θεού έχει την μαρτυρίαν εν 
αυτώ» (Α’ Ιωάν. ε’ 10). 
[//414] 
 
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ     ‐ 211 ‐
 

[//415] 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
 
Εν  τη  αρχή  του  αιώνος  τούτου  εγένετο  ρήμα  Κυρίου  προς  τον  μακάριον 
Γέροντα Σιλουανόν: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την 
ακριβή  ημερομηνίαν  του  γεγονότος  τούτου  ουδέποτε  έμαθον.  Είναι  δυνατόν  να 
συνέβη εν έτει 1906. Έν έτος περίπου πρότερον, το 1905, εγένετο γνωστή εις τον 
κόσμον η Εξίσωσις του Αϊνστάϊν: E=mc2. Η τελευταία αύτη έθεσε το θεμέλιον της 
συγχρόνου  επιστήμης  και  τεχνολογίας.  Αφ’  ενός  μεν  διήνοιξε  κολοσσιαίας 
πηγάς  ζωτικής  ενέργειας,  αφ’  ετέρου  δε  ήτο  η  αφετηρία  δια  την  προετοιμασίαν 
του  «αποκαλυπτικού»  πυρός  του  ετοίμου  να  καταβροχθίση  πάσαν  ζωήν  επί  της 
Γης (βλ. Β’ Πέτρ. γ’ 7, Β’ Θεσσ. α’ 8, Εβρ. ι’ 27, Λουκ. κα’ 35). Ο λόγος όμως όστις 
εδόθη  εις  τον  Σιλουανόν,  ανυπέρβλητος  κατά  την  αξίαν  αυτού,  αποτελεί  δια 
πολλούς πιστούς καθοδηγητικόν αστέρα προς την ασάλευτον Βασιλείαν (βλ. Εβρ. 
ιβ’ 28). Ως προς το πνεύμα, το περιεχόμενον του λόγου τούτου ομοιάζει προς την 
διδασκαλίαν των αρχαίων Πατέρων της Αιγύπτου: Αντωνίου, Μακαρίου, Σισώη, 
Ποιμένος,  των  μεγάλων,  και  πολλών  άλλων  ολιγώτερον  γνωστών,  αλλ’  ίσως 
ουχί ολιγώτερον μεγάλων κατά τα έργα αυτών. 
Ο λόγος του Χριστού  «και μη απελπίζου» εδόθη δια του Αγίου Σιλουανού 
εις  την  εποχήν  ημών,  ήτις  χαρακτηρίζεται  [//416]  υπό  γενικής  απογνώσεως, 
εξαιρέτως  βαρείας.  Οι  άνθρωποι  του  αιώνος  ημών  συχνάκις,  παρά  την  θέλησιν 
αυτών, γίνονται ηθικοί συνεργοί ατελευτήτων τοπικών ή και παγκοσμίων  εισέτι 
αδελφοκτονιών.  Ως  τοιούτοι,  αμετανόητοι  ηθικοί  συνεργοί,  στερούνται  ούτοι, 
κατά φυσικόν τρόπον, της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και δεν δύνανται πλέον 
να πιστεύσουν εις την αθανασίαν αυτών δια της αναστάσεως. Αληθώς, και ούτε 
επιθυμούν  αυτήν.  Ακριβώς  εν  αυτή  τη  αυτοκαταδίκη  εις  πλήρη  μετά  θάνατον 
εκμηδένισιν έγκειται η πνευματική ουσία της απογνώσεως. 
Ότε  ο  Σιλουανός  έλαβε  τον  λόγον  παρά  Κυρίου,  εφήρμοσεν  αυτόν 
ολοτελώς εις την ζωήν αυτού. Ιδού πώς γράφει ούτος περί τούτου: «Ηρξάμην να 
πράττω  καθώς  εδιδάχθην  υπό  του  Κυρίου,  και  ο  νους  μου  εκαθαρίσθη  και  το 
Πνεύμα  εμαρτύρει  την  σωτηρίαν».  «Αμήν  αμήν  λέγω  υμίν  ότι  ο  τον  λόγον  Μου 
ακούων  και  πιστεύων  τω  πέμψαντί  Με  έχει  ζωήν  αιώνιον,  και  εις  κρίσιν  ουκ 
έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν (ήδη) εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. ε’ 24).  
 
 
 
 

You might also like