Γ-γ Γάμμα (Γάμα) //Gama - γ or g Δ-δ Δέλτα //Delta - ð as in THe Ε-ε Εψίλον //Epsilon - E as in Element Ζ-ζ Ζήτα //Ζεετα - Z as in Zoo Η-η Ήτα //Eeta - EE as in sEE Θ-θ Θήτα //theta Ι-ι Ιώτα (γιώτα)//Iota - EE as in sEE Κ-κ Κάππα (κάπα)/Kapa - K as inCow Λ-λ Λάμδα//Lambda - L as in Lemon Μ-μ Μυ (μι) //Mee - M as in Mother Ν-ν Νυ (Νι) //Nee - N as in North Ξ-ξ Ξει (Ξι) //Ksee - X as in foX Ο-ο Όμικρον// Omicron - O as in Organ Π-π Πει (Πι) //Pee - P as in Pet Ρ-ρ Ρω (ρο/Rho - R as in Rhapsody Σ-σ/ς Σίγμα Sigma Τ-τ Ταυ // Taf - T as in Table Υ-υ Ύψιλον//Ypsilon - EE as in sEE Φ-φ Φει (φι) //Fee - F as in Fun Χ-χ Χει (Χι) //Chee - H as in Hurry Ψ-ψ ψει (ψι) /Psee - PS as in liPStick Ω-ω Ωμέγα //Omega - O as in Organ λουλούδι (n) flower δάδα (f) torch ποπ κορν (n) popcorn γράμμα (n) letter ύμνοσ (m) hymn κακό (n) bad Singular masculine ο Plural masculine οι Singular feminine η Plural feminine οι Singular neuter το Plural neuter τα (Εγώ) είμαι I am (Εσύ) είσαι you are (singular) (Αυτός, αυτή, αυτό) είναι he, she or it is (Εμείς) είμαστε we are (Εσεί) είσαστε you are(plural) (Αυτοί, αυτές, αυτοί) είναι they are άστρασ (m) man μήλο (n) apple αγόρι (n) boy μικρό small ψομί (n) bread κορίτσι (n) girl γυναίκα (f) woman πίνω (v) to drink γεγονός (m) fact ωκεανός (m) ocean ψυχή (f) soul χρώμα (f) color ξυλόφωνο (n) xylophone nom. indef. masc. sing. article ένας nom. indef. fem. sing. article μία or μια nom. indef. neut. sing. article ένα gen. indef. masc. sing. article ενός gen. indef. fem. sing. article μίας or μιας gen. indef. neut. sing. article ενός acc. indef. masc. sing. article ένα or έναν acc. indef. fem. sing. article μία or μια acc. indef. neut. sing. article ένα nom. indef. masc. plural article μερικοί nom. indef. fem. plural article μερικές nom. indef. neut. plural article μερικά gen. indef. (masc./fem./neut.) plural article μερικών acc. indef. masc. plural article μερικούς acc. indef. fem. plural article μερικές acc. indef. neut. plural article μερικά voc. indef. masc. plural article μερικοί voc. indef. fem. plural article μερικές voc. indef. neut. plural article μερικά εγώ I εσύ you αυτός/αυτή/αυτό he/she/it εμείς we εσείς you αυτοί/αυτές they (masculine/feminine) ζωή (f) life ρύζι (n) rice εφημερίδα (f) newspaper μενού (n) menu διαβάζω to read βιβλίο (n) book θα will - verb auxiliary Καλημέρα Good Morning Καληνύχτα / Καλό βράδυ Good night Καλησπέρα Good evening Όχι No Ναι Yes Ευχαριστώ Thanks / Thank you Παρακαλώ Please / You are welcome Λυπάμαι I am sorry Συγνώμη Sorry / Excuse me Αντίο Goodbye Σ' αγαπώ / Σε αγαπώ I love you Γεια Hi / Hello Τι κάνεις; How are you? / What are you doing? Πόσο κάνει; / Πόσο κοστίζει; How much does it cost? Εγώ είμαι ο / η ..... I am .... Εγώ ζω (or μένω) στον / στην / στο .... I live in ..... θέλω (v) to want δεν not, negation όνομα (n) name μιλώ (v) to speak Ελληνικα Greek λέω (v) to say ψωμί (n) bread τυρί (n) cheese τομάτα / ντομάτα (f) tomato αγγούρι (f) cucumber σαλάτα (f) salad φαγητό (n) food τροφή (f) food σουβλάκι / καλαμάκι (n) suvlaki γύρος (m) gyros κουτάλι (n) spoon μαχαίρι (n) knife πιρούνι (n) fork πιάτο (n) dish / plate καλή όρεξη bon appetit ένα ποτήρι ... a glass of ... νερό (n) water κρασί (n) wine μπίρα / μπύρα (f) beer ούζο (n) ouzo Στην υγειά σου / Στην υγειά μας Cheers κέτσαπ (n) ketchup κεφτέσ (m) meatball λουκάνικο (n) sausage πιπέρι (n) pepper καρπούζι (n) watermelon πεπόνι (n) melon πατάτα (f) potato χυμόσ (m) juice πορτοκάλι (n) orange τσάι (n) tea φράουλα (f) strawberry χάμπουργκερ (n) hamburger μπριζόλα (f) steak κεράσι (n) cherry σταφύλι (n) grape αχλαδι (f) pear βοδινό (n) beef νόστιμο delicious χορτοφάγοσ (m) vegetarian κρέασ (n) meat κοτόπουλο (n) chicken αυγό (n) eg σούπα (f) egg ψάρι (n) fish δείπνο (n) dinner ροδάκινο (n) peach λεμόνι (n) lemon ποτήρι (n) glass φρούτο (n) fruit πίτσα (f) pizza κρεμμύδι (n) onion σκόρδο (n) garlic πορτοκαλάδα (f) orangeade πρωινο (n) breakfast παγωτό (n) ice cream γλυκό (n) candy καρότο (n) carrot χοιρινό (n) pork γεύμα (n) meal κέικ (n) cake καφές (m) coffee τσίζκεικ (n) cheesecake ζάχαρη (n) sugar σάντουιτς (m) sandwich σκύλος / σκυλί (m/n) dog γάτα (f) cat ποντίκι (n) mouse μέλισσα (f) bee πεταλούδα (f) butterfly αρκούδα (f) bear λύκος (m) wolf καμήλα (f) camel πουλί (n) bird αετός (m) eagle γεράκι (n) hawk δελφίνι (n) dolphin φάλαινα (f) whale καρχαρίας (m) shark κότα (f) hen έντομο (n) insect πίθηκος (m) ape άλογο (n) horse λαγός (m) hare αλεπού (f) fox τίγρης (m) tiger θηλαστικό (n) mammal πάπια (f) duck ζώο (n) animal ερπετό (n) reptile σκύλος (m) dog κουτάβι (n) puppy χάμστερ (n) hamster καμηλοπάρδαλη (f) giraffe ελέφαντας (m) elephant χελώνα (f) turtle λιοντάρι (n) lion καβούρι (n) crab αράχνη (f) spider κατοικίδιο (n) pet πελεκάνος (m) pelican my (single object) (Δικός/Δική/Δικό) μου your (single object) (Δικός/Δική/Δικό) σου his (single object) (Δικός/Δική/Δικό) του her (single object) (Δικός/Δική/Δικό) της its (single object) (Δικός/Δική/Δικό) του our (single object) (Δικός/Δική/Δικό) μας your (pl.) (single object) (Δικός/Δική/Δικό) σας their (single object) (Δικός/Δική/Δικό) τους my (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) μου your (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) σου his (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) του her (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) της its (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) του our (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) μας your (pl.) (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) σας their (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) τους καπέλο hat κασκόλ scarf σκούφος skull cap μπλούζα T-shirt πουκάμισο shirt ζακέτα jacket / sweater φανέλα jersey παντελόνι trousers / pants τζιν jeans παπούτσι / παπούτσια shoe / shoes κάλτσα / κάλτσες sock / socks γάντι / γάντια glove / gloves κοστούμι (n) suit τα ρούχα the clothes μιτοθφάν jacket φοράω to wear ζώνη (f) belt κόσμημα (n!) jewel μπότα (f) boot κάλτσα (f) sock παπούτσι (n) shoe γραβάτα (f) tie μάλλινος (m) woolen thing τσέπη (f) pocket πορτοφόλι (n) wallet δερμάτιν|ος|η|ο leather adj. άρθρο article επίδετο adjective ουσιαστικό noun λογός speech μέρος part ρήμα verb μετοχή participle πρόθεση preposition σύνδεσμος conjunction επίρρημα adverb αντωνυμία pronoun επιφώνημα interjection nom. def. masc. sing. article ο nom. def. fem. sing. article η nom. def. neut. sing. article το gen. def. masc. sing. article του gen. def. fem. sing. article της gen. def. neut. sing. article του nom. def. masc. plural article οι nom. def. fem. plural article οι nom. def. neut. plural article τα gen. def. plural article (masc./fem./neut.) των acc. def. masc. plural article τους acc. def. fem. plural article τις acc. def. neut. plural article τα τί what πώς how πού where γιατί why πότε when πόσο how much (masculine) πόσα how much (feminine) ποιός who ποιανού whose ερώτηση question απάντηση answer έχει has της her τους them μας us του him μου me σου you σας you [polite type] έχω have (I) είμαι am (I) έχεις have (you) είσαι are (you) εσύ you εγώ I είναι is (he/she/it) έχει has (he/se/it) αυτός he αυτή she αυτό it είμαστε we αυτά these είσαστε are (you plural) έχουμε are (we) έχετε have (you) έχουν have (they) εμείς we εσείς you (plural) αυτοί they αυτές they (feminine) γράφω I write είμαι I am βλέπω I see κολυμπώ I swim τρέχει He/She/It runs περπατώ I walk υπάρχω I exist μαγειρεύω I cook θέλω I want κοιμάμαι I sleep θέλει He/She/It wants αγοράζω I buy τρέχω I run πηγαίνω I go πληρώνω I pay πληρώνει He/She/It pays πηγαίνει He/She/It goes παίζει He/She/It plays αρέσει He/She/It likes τραγουδώ I sing παίζω I play χρησιμοποιώ I use αγγίζω I touch αγαπά He/She/It loves βρέχει It rains αγαπάω I love απαγορεύω I forbid λέω I tell λέει He/She/It tells ακούει He/She/It hears χρειάζομαι I need φέρνω I bring ακούω I hear δουλεύω I work βοηθώ I help δείχνω I show κάνω I do φτιάχνω I create βάζω I put βρίσκω I find σχεδιάζω I plan παίρνω I take ξέρω I know κόκκινο red πορτοκαλί orange άσπρο white μαύρο black μπλε blue κίτρινο yellow πράσινο green άσπρη white (feminine) ροζ pink πολύχρωμο colorful λαχανί light green μοβ purple γαλάζιο light blue χρώμα color ασπρόμαυρο black and white καφέ brown κίτρινος yellow (masculine) κόκκινος red (masculine) πράσινος green (masculine) μαύρος black (masculine) ανοιχτός light (masculine) σκούρος dark (masculine) εκείνος that (male) εκείνη that (female) εκείνο that (neuter) genitive plural ending -ων articles for genitive m: του f: της n: του από from σε to (prep.) ανάμεσα between δίπλα next to για for σαν like; to be like πριν before μετά after πάνω on/above κάτω down/below εντός in μέσα in εκτός out έξω out κοντά near εναντίον against πόλη city χωριό village πλατεία square κέντρο downtown κωμόπολη town εκκλησία church δημαρχείο town hall παραλία beach ακτή coast δρόμος road σπίτι house εστιατόριο restaurant μέρα day εβδομάδα week Δευτέρα Monday Τρίτη Tuesday Τετάρτη Wednesday Πέμπτη Thursday Παρασκευή Friday Σάββατο Saturday Κυριακή Sunday σαββατοκύριακο weekend μήνας month χρόνος year Ιανουάριος/Γενάρης* January Φεβρουάριος/Φλεβάρης* February Μάρτιος/Μάρτης* March Απρίλιος/Απρίλης* April Μάιος/Μάης* May Ιούνιος June Ιούλιος July Αύγουστος August Σεπτέμβριος/Σεπτέμβρης* September Οκτώβριος/Οκτώβρης* October Νοέμβριος/Νοέμβρης* November Δεκέμβριος/Δεκέμβρης* December εποχή season Χειμώνας winter Άνοιξη spring Καλοκαίρι summer Φθινόπωρο autumn Τι ώρα είναι; What time is it? ο εργάτης / η εργάτης / η εργάτρια the worker ο ναύτης / η ναύτης the sailor ο αγρότης / η αγρότισσα the farmer ο οδηγός / η οδηγός the driver ο δάσκαλος / η δασκάλα the teacher (elementary school) ο καθηγητής / η καθηγήτρια the teacher (middle school & university) ο μαθητής / η μαθήτρια the student (school) ο φοιτητής / η φοιτήτρια the student (university) ο μεταφραστής / η μεταφράστρια the translator ο γιατρός / ο ιατρός / η γιατρός / η ιατρός the doctor ο ηθοποιός / η ηθοποιός the actor / the actress ο αστυνομικός / ο αστυνόμος / η αστυνομικός / η αστυνόμος the policeman / the policewoman ο πωλητής / η πωλήτρια the salesman / the saleswoman ο δικαστής / η δικαστής the judge ο δικηγόρος / η δικηγόρος the lawyer ο διευθυντής / η διευθύντρια the director/ the principal (school) ο στρατιώτης / η στρατιωτίνα the soldier ο μάγειρας / η μαγείρισσα the cook και / κι and ή or ούτε neither ούτε...ούτε neither … nor είτε...είτε either ...or αλλά but όμως however ενώ while όταν when πριν before γιατί why επειδή because αν if/whether να to για να in order to που, πως, ότι* that γιατί, επειδή, διό*τι because σύζυγός spouse νονός godfather οικογένεια family [noun] οικογενειακός family [adj.] γονείς parents θείος uncle παππούς grandfather μητέρα mother συγγενής relative νονά godmother γιος son αδελφός brother ξάδερφος cousin αδέλφια siblings πατέρας father κόρη daughter γιαγιά grandmother αδελφή sister γάμος marriage θεία aunt τύπος type (kind), guy τετάρτη Wednesday χθες yesterday ιανουάριος January λεπτό minute δεκαετία decade περίοδος period ιούλιος July ημερομηνία date σεπτέμβριος September εβδομάδα week πέμπτη Thursday σήμερα today παρασκευή Friday οκτώβριος October νοέμβριος November μάιος May απόψε tonight ημερολόγιο calendar φεβρουάριος February σκηνή stage τρίτη Tuesday αύριο tomorrow εποχή season ιούνιος June παζάρι fair γενιά generation απόγευμα afternoon μέχρι until λίγο little φθινόπωρο autumn ώρα hour, time άνοιξη spring καλοκαίρι summer πάρτι party χρόνος year ημέρα day δεκέμβριος December νύχτα night κυριακή Sunday πρωί morning ηλικία age δευτέρα Monday σάββατο Saturday απρίλιος April χειμώνας winter φέτος this year γέννηση birth δευτερόλεπτο second (time) στιγμή moment αιώνας century μάρτιος March αύγουστος August μήνας month πέρυσι last year μάγειρας cook σερβιτόρος waiter ηθοποιός actor σερβιτόρα waitress αστυνομικός police officer επάγγελμα profession δικηγόρος lawyer καλλιτέχνης artist μηχανικός engineer, mechanic προϊστάμενος supervisor προσωπικό staff, personnel (n) γιατρός doctor αξιωματικός officer μαθητής school student αστυνομία police (force) στρατιώτης soldier δικαστής judge καπετάνιος captain συγγραφέας writer γραμματέας secretary μοντέλο model (n) φύλακας guard επαγγελματίας professional καριέρα career αφεντικό boss (n) συντάκτης editor εργάτης worker αγρότης farmer διευθυντής director αρχιτέκτονας architect δουλειά job εργασία work μελλοντικός future [adj.] διαθέσιμος available φυσιολογική normal πιθανός possible ίδιος same δίγλωσσος bilingual υπεύθυνος responsible ιστορική historical ακριβός expensive πραγματικός real βασικός main, basic ανθρώπινος human διαφορετικός different ανεξάρτητος independent ξύλινος wooden τελικός final προσωπικός personal απαραίτητος necessary δημοφιλής popular αριστερός left (side) σημαντικός important ωραίος nice στρατιωτικός military ανοιχτός open γενική general (generic) γρήγορος fast [adj.] δύσκολος difficult ιδιαίτερος special νόμιμος legal χαρούμενος happy καθαρός clean, pure κουρασμένος tired ολόκληρο whole σύγχρονο modern ιδιωτικός private πολιτιστική cultural ενδιαφέρων interesting πρόσφατος recent όμορφος beautiful διάσημος famous ζέστη warm, hot ζωντανός alive, live εύκολος easy βρώμικη dirty άριστος excellent τοπικό local επόμενο next (following) τέλειος perfect θετικό positive επίσημος official, formal αποτυγχάνω (Ι) fail κοιτάζω (I) look at ανοίγω (I) open ψάχνω (I) look for μελετώ (I) study συμπεριλαμβάνω (I) include αλλάζω (Ι) change σταματάω (Ι) stop δοκιμάζω (I) try ζω (I) live ακολουθώ (Ι) follow ρωτάω (Ι) ask υπογράφουν (they) sign στέλνω (I) sends εύχομαι (I) wish νομίζω (I) think πιστεύει (it) believes ελπίζω (I) hope προσφέρω (I) offer παρουσιάζω (I) present θυμάστε (you) remember [pl.] σώζω (I) save δουλεύουν (they) work επιστρέφουν (they) return καλώ (I) calls ανατρέφω (I) raise δίνω (Ι) give έρχομαι (I) come νιώθω (I) feel νεροχύτης sink χαλί carpet (n) φωτιστικό lamp (furniture) τουαλέτα toilet αποθήκη store room (f) πολυθρόνα armchair μπαλκόνι balcony (f) οροφή ceiling (f) βρύση tap, faucet (f) ντουλάπα wardrobe, closet σπίτι house, home (n!) κουρτίνα curtain ψυγείο refrigerator (n) παράθυρο window (n) ντους shower (n!) μαξιλάρι pillow, cushion (n) έπιπλο (piece of) furniture (n) λάμπα lamp (light bulb) πετσέτα towel κήπος garden καρέκλα chair πάτωμα floor (n!) αυλή yard (f) τοίχος wall χολ hall (n) οδοντόκρεμα toothpaste σαλόνι living room (n) πόρτα door βιβλιοθήκη library, bookcase (f) τραπεζαρία dining room οδοντόβουρτσα toothbrush σαπούνι soap (n) κλειδί key (n) σκάλα stairs σοφίτα attic φως light φούρνος oven δωμάτιο room (n) υπνοδωμάτιο bedroom (n) κουζίνα kitchen κρεβάτι bed (n) γραφείο desk, office (n) καθρέφτης mirror καναπές sofa οθόνη screen κομμάτι piece πράγμα thing (n!) ψαλίδι scissors κουτί box μυθιστόρημα novel (n!) ραδιόφωνο radio οδοντόπαστα toothpaste αντικείμενο object σημαία flag ομπρέλα umbrella ντουλάπι cupboard τηλεόραση television χτένα comb κινητό mobile phone δώρο gift τραπέζι table καλάθι basket ρολόι clock, watch ρίζα root κουτάλι spoon μηχανή engine, machine καμπάνα bell μπουκάλι bottle κούπα cup τσάντα bag μαχαίρι knife σφουγγάρι sponge μπολ bowl (n) μπαταρία battery σκεπή roof περιοδικό magazine πισίνα (swimming) pool αλυσίδα chain υπολογιστής computer τηγάνι pan ξυράφι razor πιρούνι fork σεντόνι sheet χαρτί paper ρόδα wheel απαντώ (Ι) answer εμπιστεύομαι (I) trust φαίνομαι (I) seem ξεκουράζομαι (I) rest γεμίζω (I) fill πονάω (I) hurt συνεχίζω (I) continue τελειώνω (I) finish περνώ (I) pass υποστηρίζω (I) support δίνει (it) gives ξοδεύω (I) spend προσπαθεί (it) tries ξεκινώ (I) begin επιτέλους finally τότε then όσο as long as γρήγορα fast [adv.] κάποιες φορές sometimes πολύ very εύκολα easily μόνο only αρκετά enough [adv.] παρά too μακριά far (away) σχεδόν almost πάντα always πραγματικά really ούτε neither, nor συνήθως usually εκεί there πιθανώς possibly τελείως completely περισσότερο more επίσης also μαζί together σύντομα soon ξανά again τώρα now έτσι so εδώ here αργά late, slowly ακόμα still, more οπουδήποτε whenever [adv.] ποτέ never, ever τουλάχιστον at least πρόσφατα recently τέλεια perfectly φυσιολογικά normally, naturally αργότερα later γενικά generally φορά time [adv.] άλλο else, other σιγά slowly απλώς just ακριβώς exactly ειδικά especially περίπου approximately τόσο so, such μαγείρεψες (you) cooked [sing.] τελείωσα (I) finished είπε (it) said έδωσα (I) gave βρήκα (I) found έγραψε (it) wrote απάντησα (I) answered ήπιαμε (we) drank είδες (you) saw [sing.] έπαιξα (I) played πήρα (I) took άκουσα (I) heard μίλησα (I) spoke νίκησα (I) won πήγα (I) went ήρθα (I) came σταμάτησε (it) stopped άνοιξα (I) opened χρησιμοποίησα (I) used ήθελα (I) wanted είχα (I) had ήταν (it) was, (they) were αγόρασα (I) bought έμεινε (it) stayed έφαγα (I) ate έκανα (I) did, (I) made κάνει do, make [inf.] γράφει write [inf.] περπατώ walk [inf.] πηγαίνω go [inf.] γίνω become [inf.] ακούσει hear [inf.] λέω see [inf.] ρωτώ ask [inf.] δώσει give [inf.] βλέπε see [imp.] φέρε bring [imp.] μάθε learn [imp.] ρώτα ask [imp.] πείτε speak [imp.] φάε eat [imp.] άκουσε listen [imp.] κλείσε close [imp.] περπατήστε walk [imp.] απάντησε answer [imp.] τρέχε run [imp.] χρησιμοποίησε use [imp.] βρες find [imp.] γράφε write [imp.] μαγείρεψε cook [imp.] σταμάτα stop [imp.] βάλε put [imp.] πάρτε take [imp.] έλα come [imp.] δώσε give [imp.] νησί island φυλακή prison έδαφος ground (n) περιοχή area λιμάνι harbour, port λεωφόρος avenue (f) ξενοδοχείο hotel ιδιοκτησία property πόλη city κτίριο building χώρα country μπάνιο bathroom κωμόπολη town πλατεία (public) square διεύθυνση address, direction ζώνη zone τοποθεσία site (location) κοιλάδα valley φάρμα farm κέντρο centre μπαρ bar νεκροταφείο cemetery διαδρομή route εστιατόριο restaurant κάστρο castle δρόμος road πάρκο park γωνία corner, angle αγορά market, purchase παραλία beach ζωολογικός zoological πύργος tower μουσείο museum τμήμα department (n) ελλάδα Greece ακτή coast μπροστά forward, ahead, front μέρος place, part (n) σταθμός station δεξιά right (direction) κορυφή top, peak αεροδρόμιο airport τράπεζα bank περιφέρεια district βορράς north [noun] εκκλησία church σινεμά cinema (n) εσωτερικό interior χωριό village γειτονιά neighbourhood κοπέλα young woman θύμα victim (n) επιτροπή committee άνθρωποι people ζευγάρι couple πληθυσμός population κουλτούρα culture (values, customs) μωρό baby φίλος friend [m.] άνθρωπος human being άτομο person νεολαία youth κυρία lady ίδρυμα foundation (n) πολίτης citizen σχέση relationship φίλη friend [f.] συνέδριο conference κοινό public εχθρός enemy αδύνατο impossible κρύο cold αποδοτική efficient, effective φοβισμένος afraid παραδοσιακό traditional θλιμμένος sad σωστός correct θρήσκα religious επικίνδυνο dangerous άσχημη ugly αντίθετο opposite (contrary) αρνητικό negative ψηλό tall, high λανθασμένη wrong κοντό short ξένος foreign, strange σοβαρό serious βολικό comfortable, convenient γενναία brave αργό slow οικείο familiar αγαπημένος favourite πολλή a lot of, much αρχαία ancient παλιά old νέο young, new έτοιμος ready συχνό frequent ελάχιστο minimum, minimal φτηνό cheap τριάντα thirty δεύτερος second (order) μισό half ένα one παραπέρα beyond δύο two νούμερο number, size τρία three μερικοί some σύνολο total χιλιάδες thousands δεκαεννιά nineteen μέτρο metre δεκατρία thirteen εκατομμύριο million έξι six δεκαεπτά seventeen εξήντα sixty ενενήντα ninety πολλοί many [m., pl.] δώδεκα twelve τελευταίος last, final εκατό hundred πενήντα fifty ψηφίο digit τέταρτο fourth σαράντα forty πλειοψηφία majority αριθμός number, digit δεκαπέντε fifteen αρκετό enough [adj.] άπειρο infinity τρίτος third ανά per οχτώ eigth μέσος middle, average πέντε five επτά seven μηδέν zero δεκαέξι sixteen εβδομήντα seventy ογδόντα eighty έντεκα eleven δεκαοχτώ eighteen δέκα ten εννέα nine τέσσερα four πρώτος first δεκατέσσερα fourteen άθροισμα sum ποσό amount είκοσι twenty λέγεται (it) is said απαγορεύεται (it) is forbidden πληρώνεται (it) is paid βρισκεται (it) is found σχεδιάζονται (they) are designed βρέχεται (it) gets wet ονειρεύονται (they) are dreaming βαριέμαι (I) am bored ακούγεται (it) is heard μαγειρεύεται (it) is cooked πίνεται (it) is drunk φοριέται (it) is worn διαβάζεται (it) is read χρησιμοποιείται (it) is used κάθεται (it) is sitting ομιλούνται (it) is spoken φαντάζομαι (Ι) imagine γράφεται (it) is written τρώγεται (it) is eaten αναφερόμαστε (we) refer to τους οποίους whom [m., pl.] των οποίων of whom, of whose [pl.] ο οποίος who, which [m., sing.] οι οποίοι who , which [m., pl.] όπου wherever η οποία who, which [f., sing.] που which, that ό,τι whatever τον οποίον whom [m., sing.] του οποίου of whom, of which [m., n., sing.] το οποίο which [n., sing.] σε ποιον to whom [m., sing.] όχημα vehicle (n) αυτοκίνητο car μοτοσικλέτα motorcycle ισπανικά Spanish μετρό subway τρένο train αναχώρηση departure γαλλία France λεωφορείο bus γερμανία Germany χάρτης map κίνα China ταξιδεύω (I) travel διεθνές international ρωσία Russia διαβατήριο passport πτήση flight πλοίο ship ταξίδι journey τουρκία Turkey ιταλία Italy αμερική America βάρκα boat ευρώπη Europe τουρίστας tourist γέφυρα bridge βαλίτσα suitcase αυστραλία Australia αγγλία England ποδήλατο bicycle περιπέτεια adventure αεροπλάνο airplane ακολούθησα (I) followed θυμήθηκα (I) remembered ρώτησα (I) asked αγάπησε (it) loved πρόσθεσα (I) added μου άρεσε I liked (it) ένιωσα (I) felt έφυγα (I) left ήξερε (it) knew καλύτερος best μεγαλύτερος bigger μακρύτερο longer μικρότερη smaller μέγιστος maximum φθηνότερος cheaper απλούστερος simplest γρηγορότερος faster δυσκολότερος harder παλαιότερο older νεότατος youngest, newest πιο φθηνός cheapest νεότερος younger, newer τεράστιος huge τριπλός triple κιλά kilos μίλι mile ζυγίζω (I) weigh τόνοι tonnes πλάτος width (n) εκατοστό centimetre γραμμάριο gram μήκος length (n) μεγάλος big μέτρα metres χιλιόμετρο kilometre πλατύς wide διπλός double λίτρο litre μεταπτυχιακό postgraduate κεφάλαιο chapter διδακτορικό doctorate σπουδές studies διάλεξη lecture παρουσίαση presentation (speech) σχολείο school διδασκαλία teaching καθηγητής professor, school teacher (secondary, high ) πανεπιστήμιο university εξάμηνο semester στόχος objective ινστιτούτο institute τεστ test γνώσεις knowledge κολλέγιο college πρόγραμμα program (n) μάθημα lesson (n) προτάση sentence, proposal ιστορία history, story παράδειγμα example (n) έγγραφο document σελίδα page ιδέα idea εκπαίδευση education παραμύθι fairy tale δάσκαλος school teacher (primary, elementary) ποίημα poem (n) ευγένεια courtesy παράσταση presentation (performance) λίστα list ευρωπαϊκή european λάθος error (n) λύση solution προφίλ profile ομάδα team ένωση union άκρη edge πλευρά side θάνατος death υποκείμενο subject σκοτάδι darkness συμφωνία agreement παραγωγή production νέα news (current events) ξεκούραση rest περίπτωση situation ελευθερία freedom επιτυχία success φωνή voice ρεκόρ record (n) απόδειξη proof εξοπλισμός equipment βραβείο prize εικόνα image ελπίδα hope αγάπη love κατασκευή construction ευκαιρία opportunity σύστημα system (n) πρόβλημα problem (n) χρέωση charge αποτέλεσμα result (n) κατηγορία category θέα view (scene) πτυχίο degree (academic) μέλος member (n) ευχή wish περιγραφή description επιλογή choice δραστηριότητα activity είσοδος entrance περιεχόμενο content προστασία protection εισαγωγή introduction έχω ακούσει (I) have heard έχω αγαπήσει (I) have loved έχω ακολουθήσει (I) have followed έχω κάνει (I) have done, (I) have made έχω δώσει (I) have given έχω σταματήσει (I) have stopped έχω δει (I) have seen έχω φάει (I) have eaten έχω νικήσει (I) have won έχω πάει (I) have gone έχω φύγει (I) have left έχω πάρει (I) have gotten έχω έρθει (I) have come έχω τελειώσει (I) have finished έχω χρησιμοποιήσει (I) have used έχω γράψει (I) have written έχω απαντήσει (I) have answered έχω πει (I) have said έχω γίνει (I) have become έχω μιλήσει (I) have spoken έχω παίξει (I) have played έχω βρει (I) have found έχω μαγειρέψει (I) have cooked θρησκεία religion ψέμα lie (n) μίσος hate (n) αλήθεια truth εμπειρία experience ευθύνη responsibility κατάσταση condition συζήτηση conversation μυστικό secret σκιά shadow έξοδος exit (f) σεβασμός respect ντελίβερι delivery τίτλος title πραγματικότητα reality δράση action όφελος benefit (n) κατεύθυνση direction δύναμη strength θέση position κίνηση traffic πίστη faith συμπεριφορά behaviour πόθος desire πιθανότητα possibility σχήμα shape (n) απόφαση decision ευχαρίστηση pleasure σύμβολο symbol ζημιά damage διάστημα space (n) υπογραφή signature προέλευση origin θόρυβος noise σύνθημα cue (n) προσπάθεια try (attempt) έκπληξη surprise σκοπός purpose φράση phrase αμφιβολίες doubts φόβος fear μνήμη memory χιούμορ humour (n) χαρακτήρας character ενδιαφέρον interest (n) ακολουθία order καλλιέργεια cultivation δέντρο tree ήλιος sun φυτό plant καιρός weather σκόνη dust κόσμος world κάμπος plain δάσος forest (n) αέρας air φύλλο leaf κλίμα climate (n) αστέρι star τυφώνας hurricane φεγγάρι moon περιβάλλον environment (n) χωράφι field (land) λίμνη lake σεισμός earthquake καπνός smoke γη land πλημμύρα flood φωτιά fire γρασίδι grass τριαντάφυλλο rose πλανήτης planet ηφαίστεια volcano ουρανός sky γαλαξίας galaxy άμμος sand (f) τοπίο landscape πέτρα stone θάλασσα sea ποτάμι river βουνό mountain σύμπαν universe (n) σύννεφο cloud ξύλο wood φύση nature βροχή rain χιονοστιβάδα avalanche είχα τελειώσει (I) had finished είχα παίξει (I) had played είχα χρησιμοποιήσει (I) had used είχα απαντήσει (I) had answered είχα μιλήσει (I) had spoken είχα μαγειρέψει (I) had cooked είχα δώσει (I) had given είχα σταματήσει (I) had stopped είχα πάει (I) had gone είχα έρθει (I) had come είχα φάει (I) had eaten είχα δει (I) had seen είχα πει (I) had said είχα γράψει (I) had written είχα ακολουθήσει (I) had followed είχα ακούσει (I) had heard είχα βρει (I) had found είχα πάρει (I) had taken είχα νικήσει (I) had won είχε κάνει (it) had done, (it) had made είχα φύγει (I) had left είχε γίνει (it) had become ο ίδιος himself τον εαυτό μου myself [acc.] η ίδια herself ο εαυτός σου yourself τους εαυτούς μας ourselves [acc.] εμείς οι ίδιοι (we) ourselves αυτοί οι ίδιοι (they) themselves εσείς οι ίδιοι (you) yourselves του εαυτού του himself [gen.] το ίδιο itself εγώ ο ίδιος (I) myself στρίβω (I) turn απόσταση distance δύση west πυξίδα compass τέρμα end (n) νότος south [noun] βόρεια north [adv.] αριστερά left (direction) ευθεία straight ανατολή east νότια south [adv.] διπλανός next (adjacent) απέναντι opposite (position) αρχή start μπροστινός in front να σκέφτομαι thinking να κάνω doing, making να περπατώ walking να μιλώ speaking να έχω having να γράφει writing να διαβάζω reading να τρώω eating να δίνει giving να πηγαίνω going να κοιμάται sleeping να αγγίζω touching να περιμένει waiting να σταμάτα stopping να προσπαθώ trying σκοράρω (I) score γήπεδο field (sport) τένις tennis πάσα pass κλωτσά (it) kicks πόντος point (score) φίλαθλος (sports) fan γκολ goal (n) γυμναστήριο gymnasium παίκτης player επίθεση attack άθλημα sport (n) διαιτητής referee εισιτήριο ticket σουτ shot (goal attempt) πρωτάθλημα championship (n) πολυτιμότερος most valuable δίχτυ net ολυμπιακοί αγώνες Olympic Games βήμα step (n) αθλητής athlete πετοσφαίριση volleyball αρχηγός leader οπαδοί fans, followers αγώνας game, match (sport) ποδόσφαιρο football, soccer χάντμπολ handball (n) μπάσκετ basketball (n) προπονητής coach αθλητικά athletic κύπελλο cup (trophy) γκολφ golf (n) άμυνα defence μπάλα ball βιολί violin ποίηση poetry τέχνη art συλλογή collection άγαλμα statue (n) ήχος sound ζωγράφος painter (artist) διαγωνισμός contest φωτογραφία photograph πολιτισμός culture (artistic, intellectual) θέατρο theatre φλάουτο flute φυσαρμόνικα harmonica λύρα lyre ταινία movie λογοτεχνία literature νότα (musical) note πεζογράφημα prose (n) μουσική music χορός dance κινηματογράφος movie theatre συναυλία concert μουσικό όργανο musical instrument πρόβα rehersal ορχήστρα orchestra έκθεση exhibition παρακολουθώ (I) watch θεατρικό έργο theatrical play όπερα opera ζωγραφική painting (creation of) πίνακας painting (work of art) κάμερα camera πιάνο piano τραγούδι song κιθάρα guitar δίκτυο network πληροφορία information κανάλι channel επικοινωνία communication αναζήτηση search συνέντευξη interview κείμενο text διαδίκτυο internet δημοσιογράφος journalist μήνυμα message (n) σχόλιο comment γραμματόσημο (postage) stamp γλώσσα language, tongue επιστολή letter [formal] διάλογος dialogue είδηση news (broadcast) ταχυδρομική κάρτα postcard πλάτη back ασθένεια disease βοήθεια help (aid) ιός virus μάτι eye μαλλί hair θεραπεία treatment δάχτυλα fingers στόμα mouth (n) καρκίνος cancer πρόσωπο face κεφάλι head χείλη lips χέρι hand ασθενοφόρο ambulance φροντίδα care (support) εγκέφαλος brain σώμα body (n) αίμα blood (n) στήθος chest (n) δίαιτα diet αυτιά ears φάρμακο medicine όραση eyesight, vision ώμος shoulder κλινική clinic δέρμα skin (n) άρρωστος sick νοσοκομείο hospital μύτη nose ανάγκη need πόδια legs, feet υγεία health καρδιά heart δόντι tooth θα ξεκινήσω (I) will start θα ακολουθήσω (I) will follow θα παίξω (I) will play θα μαγειρέψω (I) will cook θα νικήσω (I) will win θα πω (I) will say θα χρησιμοποιήσω (I) will use θα φάω (I) will eat θα πάω (I) will go θα κάνω (I) will do, (I) will make θα έρθω (I) will come θα είμαι (I) will be θα δώσω (I) will give θα γίνω (I) will become θα μιλήσω (I) will speak θα φύγω (I) will leave θα απαντήσω (I) will answer θα δω (I) will see θα γράψω (I) will write θα βρω (I) will find πρόκειται να πιώ (I am) going to drink πρόκειται να περιμένω (I am) going to wait πρόκειται να διαβάσω (I am) going to read πρόκειται να βρω (I am) going to find πρόκειται να είμαι (I am) going to be πρόκειται να πάω (I am) going to say πρόκειται να γράψω (I am) going to write πρόκειται να υποστηρίξω (I am) going to support πρόκειται να φύγω (I am) going to leave πρόκειται να βοηθήσω (I am) going to help πρόκειται να φάω (I am) going to eat πρόκειται να αγοράσω (I am) going to buy πρόκειται να δω (I am) going to see μαϊμού monkey (f) φάλαινα whale αλιγάτορας alligator χταπόδι octopus σαλιγκάρι snail κροκόδειλος crocodile φίδι snake κουνέλι rabbit δελφίνι dolphin γουρούνι pig πρόβατο sheep καρχαρίας shark βάτραχος frog χαμαιλέων chameleon γάιδαρος donkey ρινόκερος rhinoceros κατσίκα goat ιπποπόταμος hippopotamus γεράκι hawk, falcon ολιγαρχία oligarchy κράτος nation, state (n) εθνικός national επιχείρηση business κοινωνία society στρατός army υποψήφιος candidate, nominee ψήφος vote (f) αριστοκρατία aristocracy σημαίνει (it) means δήμαρχος mayor βία violence έγκλημα crime (n) δικαστήριο court κοινοβούλια parliaments δημοκρατία democracy γνώμη opinion κογκρέσου congress νόμοι laws εκλογές elections κυβέρνηση government υπουργός minister, secretary (political) πόλεμος war πρόεδρος president ειρήνη peace πρωθυπουργός prime minister οικονομία economy κυβερνήτης governor ασφάλεια safety επενδύσεις investments πυρίτιο silicon μέταλλο metal αέριο gas ρουμπίνι ruby διαμάντι diamond χάλκινο copper [adj.] πλαστικό plastic κρύσταλλος crystal (f) ασήμι silver χαλκός copper [noun] αλουμίνιο aluminum γυαλί glass (material) τσιμέντο cement σίδηρος iron χρυσός gold σμαράγδι emerald στερεό solid μόριο molecule ορυκτό mineral, ore υγρό liquid κεραμικό ceramic υλικό material πιστωτική κάρτα credit card επιταγή cheque αποταμίευση saving (money) χρηματιστήριο stock market πλεόνασμα surplus (n) χρέη debts νόμισμα currency (n) πληθωρισμός inflation λογαριασμός account οικονομικός financial χρήμα money (n) κρίση crisis ενοίκιο rent νομισματική monetary δάνειο loan όριο limit επιστημονική scientific μείωση decrease θερμοκρασία temperature ταχύτητα speed ανακάλυψη discovery ποσότητα quantity ορισμός definition τεχνολογία technology επιστήμονας scientist ανάλυση analysis εφεύρεση invention βιολογία biology όγκος volume λεπτομέρειες details επιστήμη science επιφάνεια surface ανακύκλωση recycling γεωγραφία geography τεχνική technique ενέργεια energy κύκλος circle μάζα mass χημεία chemistry ηλεκτρισμός electricity συμπέρασμα conclusion (n) βάρος weight (n) ποιότητα quality μονάδα unit εργαστήριο laboratory δείγμα sample (n) φυσική physics αύξηση increase αιτία cause βάθος depth (n) μέθοδος method μοίρες degrees (angle) κύβος cube γεωμετρικό geometric τριγωνικό triangular μαθηματικά mathematics πολλαπλασιασμός multiplication ακτίνα radius πρόσθεση addition τετραγωνική ρίζα square root κλάσμα fraction (n) διαίρεση division άλγεβρα algebra ορθογώνιο rectangle τετράγωνο square (shape) πυραμίδα pyramid αφαίρεση subtraction γεωμετρία geometry τρίγωνο triangle πολύγωνο polygon πυθαγόρειο θεώρημα Pythagorean theorem θα έχω τελειώσει (I) will have finished θα έχω δει (I) will have seen θα έχω φέρει (I) will have brought θα έχω βρει (I) will have found θα έχω αγοράσει (I) will have bought θα έχω διαβάσει (I) will have read θα έχω πει (I) will have said θα έχω μιλήσει (I) will have spoken θα έχω γράψει (I) will have written θα έχω φύγει (I) will have left θα έχω έρθει (I) will have came θα έχω φάει (I) will have eaten βέλος arrow (n) δόρυ spear μοχθηρός vicious μάχη battle σπαθί sword πρίγκιπας prince τραυμάτισε (it) injured νίκη victory όπλο weapon ασπίδα shield θησαυρός treasure βασιλιάς king αντίσταση resistance δράκος dragon ήττα defeat γαλλική French ιππότης knight εγκαταλειμμένος abandoned ναός temple τόξο bow επανάσταση revolution σκοτώνω (I) kill κανόνι cannon στρατηγός general (military) πολεμιστής warrior φρούριο fortress αρχαία ελλάδα Ancient Greece νεκρός dead θεός god παρελθόν past μέλλον future [noun] στοιχειωμένο haunted παρόν present μετενσάρκωση reincarnation μάγος wizard πρόγονος ancestor φάντασμα ghost (n) ψυχολογία psychology κατάθλιψη depression προκατάληψη prejudice αρετή virtue μοίρα fate δεισιδαιμονία superstition δολάριο dollar έκπτωση discount (price) οργανισμός organisation βιομηχανία industry ευρώ euro(s) εταιρεία company (business) τιμή price παγκόσμιος global κοστίζει (it) costs κόστος cost (n) πώληση sale (transaction) προώθηση promotion (marketing) εμπόριο trade, commerce προσφορά offer προϊόν product (n) μάρκα brand συνάνρτηση meeting διαφήμιση advertisement μπορούν (they) can θα μπορέσω (I) will be able μπορώ (I) can δεν μπορούμε (we) cannot θα μπορούσες (you) could [sing.] πρέπει should, must θα μπορέσει (it) will be able θα μπορούσα (I) could δεν μπορώ (I) cannot αποσύνδεση disconnection ιστοσελίδα website βιντεοκλήση video call χρήστης user ειδοποίηση notification κοινοποιώ (I) share ηλεκτρονική αλληλογραφία email αίτημα φιλίας friend request κοινωνικά δίκτυα social media θέαση view (internet) σύδεση login εκτός σύνδεσης offline ανέβηκε (it) was uploaded σύνδεση link απενεργοποίηση deactivation κατεβάζω (I) download κλικάρω (I) click σε σύνδεση online ρούτερ router μπλοκάρω (Ι) block βίντεο video(s) εφαρμογή application διαγραφή deletion κοινοποιήσεις shares (social media) νικήτρια winner [f.] νικητής winner [m.] αποφοίτηση graduation φεστιβάλ festival κλήρωση prize draw προσκαλέσω (I) invite μαραθώνιος marathon γιορτή celebration εκδοτήριο ticket office φορτηγό truck, lorry, van υποβρύχιο submarine ελέγχουν (they) control βενζίνη petrol, gasoline τραίνο train κράνος helmet (n) τιμόνι steering wheel πεζοδρόμιο pavement διόδια tolls αποσκευές luggage αεροσυνοδός flight attendant (f) ταξί taxi αμάξι car καύσιμο fuel νταλίκα trailer truck, articulated lorry τραμ tram φανάρια traffic lights ελικόπτερο helicopter μέσα μαζικής μεταφοράς public transportation μηχανάκι motorbike τρακτέρ tractor φιλόσοφος philosopher θετικισμός positivism είδη kinds δομισμός structuralism διαλεκτική dialectic ρεαλιστής realist(ic) πολιτική φιλοσοφία political philosophy νόημα meaning (n) θεωρία theory μύθος myth ηθική ethics ιδρυτής founder πεσιμιστής pessimist(ic) δικαίωμα (moral) right (n) ακαδημία academy συναίσθημα feeling (n) σκεπτικιστής skeptic(al) λογική logic διαφωτισμός enlightenment οπτιμιστής optimist(ic) υποσυνείδητο subconscious ουμανισμός humanism ηδονή pleasure (sensual) προτεσταντισμός Protestantism ιουδαϊσμός Judaism χριστιανικό Christian [adj.] βίβλος Βible (f) προφήτης prophet χριστούγεννα Christmas ινδουισμός Hinduism πάσχα Easter (n) τζαμί mosque άγγελος angel μουσουλμάνος Muslim παπάς priest ανεξιθρησκεία religious tolerance κοράνι Koran ισλάμ Islam ιουδαίος Jew ιερό holy χριστιανός Christian [noun] παγανισμός paganism μονή convent άθεος atheist σταυρός cross βουδισμός Buddhism αγνωστικιστής agnostic συναγωγή synagogue καθολικισμός Catholicism μοναστήρι monastery χριστιανισμός Christianity ορθοδοξία Orthodoxy προστάτης protector, patron άγιος saint θα μπορούσα να είχα μαγειρέψει (I) could have cooked θα μπορούσα να είχα δώσει (I) could have given θα μπορούσα να είχα προσπαθήσει (I) could have tried θα μπορούσα να είχα ρωτήσει (I) could have asked θα μπορούσα να είχα φάει (I) could have eaten