You are on page 1of 32

Α-α Άλφα // Alpha - A as in Ant

Β-β Βήτα // Veeta - V as in Vase


Γ-γ Γάμμα (Γάμα) //Gama - γ or g
Δ-δ Δέλτα //Delta - ð as in THe
Ε-ε Εψίλον //Epsilon - E as in Element
Ζ-ζ Ζήτα //Ζεετα - Z as in Zoo
Η-η Ήτα //Eeta - EE as in sEE
Θ-θ Θήτα //theta
Ι-ι Ιώτα (γιώτα)//Iota - EE as in sEE
Κ-κ Κάππα (κάπα)/Kapa - K as inCow
Λ-λ Λάμδα//Lambda - L as in Lemon
Μ-μ Μυ (μι) //Mee - M as in Mother
Ν-ν Νυ (Νι) //Nee - N as in North
Ξ-ξ Ξει (Ξι) //Ksee - X as in foX
Ο-ο Όμικρον// Omicron - O as in Organ
Π-π Πει (Πι) //Pee - P as in Pet
Ρ-ρ Ρω (ρο/Rho - R as in Rhapsody
Σ-σ/ς Σίγμα Sigma
Τ-τ Ταυ // Taf - T as in Table
Υ-υ Ύψιλον//Ypsilon - EE as in sEE
Φ-φ Φει (φι) //Fee - F as in Fun
Χ-χ Χει (Χι) //Chee - H as in Hurry
Ψ-ψ ψει (ψι) /Psee - PS as in liPStick
Ω-ω Ωμέγα //Omega - O as in Organ
λουλούδι (n) flower
δάδα (f) torch
ποπ κορν (n) popcorn
γράμμα (n) letter
ύμνοσ (m) hymn
κακό (n) bad
Singular masculine ο
Plural masculine οι
Singular feminine η
Plural feminine οι
Singular neuter το
Plural neuter τα
(Εγώ) είμαι I am
(Εσύ) είσαι you are (singular)
(Αυτός, αυτή, αυτό) είναι he, she or it is
(Εμείς) είμαστε we are
(Εσεί) είσαστε you are(plural)
(Αυτοί, αυτές, αυτοί) είναι they are
άστρασ (m) man
μήλο (n) apple
αγόρι (n) boy
μικρό small
ψομί (n) bread
κορίτσι (n) girl
γυναίκα (f) woman
πίνω (v) to drink
γεγονός (m) fact
ωκεανός (m) ocean
ψυχή (f) soul
χρώμα (f) color
ξυλόφωνο (n) xylophone
nom. indef. masc. sing. article ένας
nom. indef. fem. sing. article μία or μια
nom. indef. neut. sing. article ένα
gen. indef. masc. sing. article ενός
gen. indef. fem. sing. article μίας or μιας
gen. indef. neut. sing. article ενός
acc. indef. masc. sing. article ένα or έναν
acc. indef. fem. sing. article μία or μια
acc. indef. neut. sing. article ένα
nom. indef. masc. plural article μερικοί
nom. indef. fem. plural article μερικές
nom. indef. neut. plural article μερικά
gen. indef. (masc./fem./neut.) plural article μερικών
acc. indef. masc. plural article μερικούς
acc. indef. fem. plural article μερικές
acc. indef. neut. plural article μερικά
voc. indef. masc. plural article μερικοί
voc. indef. fem. plural article μερικές
voc. indef. neut. plural article μερικά
εγώ I
εσύ you
αυτός/αυτή/αυτό he/she/it
εμείς we
εσείς you
αυτοί/αυτές they (masculine/feminine)
ζωή (f) life
ρύζι (n) rice
εφημερίδα (f) newspaper
μενού (n) menu
διαβάζω to read
βιβλίο (n) book
θα will - verb auxiliary
Καλημέρα Good Morning
Καληνύχτα / Καλό βράδυ Good night
Καλησπέρα Good evening
Όχι No
Ναι Yes
Ευχαριστώ Thanks / Thank you
Παρακαλώ Please / You are welcome
Λυπάμαι I am sorry
Συγνώμη Sorry / Excuse me
Αντίο Goodbye
Σ' αγαπώ / Σε αγαπώ I love you
Γεια Hi / Hello
Τι κάνεις; How are you? / What are you doing?
Πόσο κάνει; / Πόσο κοστίζει; How much does it cost?
Εγώ είμαι ο / η ..... I am ....
Εγώ ζω (or μένω) στον / στην / στο .... I live in .....
θέλω (v) to want
δεν not, negation
όνομα (n) name
μιλώ (v) to speak
Ελληνικα Greek
λέω (v) to say
ψωμί (n) bread
τυρί (n) cheese
τομάτα / ντομάτα (f) tomato
αγγούρι (f) cucumber
σαλάτα (f) salad
φαγητό (n) food
τροφή (f) food
σουβλάκι / καλαμάκι (n) suvlaki
γύρος (m) gyros
κουτάλι (n) spoon
μαχαίρι (n) knife
πιρούνι (n) fork
πιάτο (n) dish / plate
καλή όρεξη bon appetit
ένα ποτήρι ... a glass of ...
νερό (n) water
κρασί (n) wine
μπίρα / μπύρα (f) beer
ούζο (n) ouzo
Στην υγειά σου / Στην υγειά μας Cheers
κέτσαπ (n) ketchup
κεφτέσ (m) meatball
λουκάνικο (n) sausage
πιπέρι (n) pepper
καρπούζι (n) watermelon
πεπόνι (n) melon
πατάτα (f) potato
χυμόσ (m) juice
πορτοκάλι (n) orange
τσάι (n) tea
φράουλα (f) strawberry
χάμπουργκερ (n) hamburger
μπριζόλα (f) steak
κεράσι (n) cherry
σταφύλι (n) grape
αχλαδι (f) pear
βοδινό (n) beef
νόστιμο delicious
χορτοφάγοσ (m) vegetarian
κρέασ (n) meat
κοτόπουλο (n) chicken
αυγό (n) eg
σούπα (f) egg
ψάρι (n) fish
δείπνο (n) dinner
ροδάκινο (n) peach
λεμόνι (n) lemon
ποτήρι (n) glass
φρούτο (n) fruit
πίτσα (f) pizza
κρεμμύδι (n) onion
σκόρδο (n) garlic
πορτοκαλάδα (f) orangeade
πρωινο (n) breakfast
παγωτό (n) ice cream
γλυκό (n) candy
καρότο (n) carrot
χοιρινό (n) pork
γεύμα (n) meal
κέικ (n) cake
καφές (m) coffee
τσίζκεικ (n) cheesecake
ζάχαρη (n) sugar
σάντουιτς (m) sandwich
σκύλος / σκυλί (m/n) dog
γάτα (f) cat
ποντίκι (n) mouse
μέλισσα (f) bee
πεταλούδα (f) butterfly
αρκούδα (f) bear
λύκος (m) wolf
καμήλα (f) camel
πουλί (n) bird
αετός (m) eagle
γεράκι (n) hawk
δελφίνι (n) dolphin
φάλαινα (f) whale
καρχαρίας (m) shark
κότα (f) hen
έντομο (n) insect
πίθηκος (m) ape
άλογο (n) horse
λαγός (m) hare
αλεπού (f) fox
τίγρης (m) tiger
θηλαστικό (n) mammal
πάπια (f) duck
ζώο (n) animal
ερπετό (n) reptile
σκύλος (m) dog
κουτάβι (n) puppy
χάμστερ (n) hamster
καμηλοπάρδαλη (f) giraffe
ελέφαντας (m) elephant
χελώνα (f) turtle
λιοντάρι (n) lion
καβούρι (n) crab
αράχνη (f) spider
κατοικίδιο (n) pet
πελεκάνος (m) pelican
my (single object) (Δικός/Δική/Δικό) μου
your (single object) (Δικός/Δική/Δικό) σου
his (single object) (Δικός/Δική/Δικό) του
her (single object) (Δικός/Δική/Δικό) της
its (single object) (Δικός/Δική/Δικό) του
our (single object) (Δικός/Δική/Δικό) μας
your (pl.) (single object) (Δικός/Δική/Δικό) σας
their (single object) (Δικός/Δική/Δικό) τους
my (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) μου
your (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) σου
his (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) του
her (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) της
its (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) του
our (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) μας
your (pl.) (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) σας
their (many objects) (Δικοί/Δικές/Δικά) τους
καπέλο hat
κασκόλ scarf
σκούφος skull cap
μπλούζα T-shirt
πουκάμισο shirt
ζακέτα jacket / sweater
φανέλα jersey
παντελόνι trousers / pants
τζιν jeans
παπούτσι / παπούτσια shoe / shoes
κάλτσα / κάλτσες sock / socks
γάντι / γάντια glove / gloves
κοστούμι (n) suit
τα ρούχα the clothes
μιτοθφάν jacket
φοράω to wear
ζώνη (f) belt
κόσμημα (n!) jewel
μπότα (f) boot
κάλτσα (f) sock
παπούτσι (n) shoe
γραβάτα (f) tie
μάλλινος (m) woolen thing
τσέπη (f) pocket
πορτοφόλι (n) wallet
δερμάτιν|ος|η|ο leather adj.
άρθρο article
επίδετο adjective
ουσιαστικό noun
λογός speech
μέρος part
ρήμα verb
μετοχή participle
πρόθεση preposition
σύνδεσμος conjunction
επίρρημα adverb
αντωνυμία pronoun
επιφώνημα interjection
nom. def. masc. sing. article ο
nom. def. fem. sing. article η
nom. def. neut. sing. article το
gen. def. masc. sing. article του
gen. def. fem. sing. article της
gen. def. neut. sing. article του
nom. def. masc. plural article οι
nom. def. fem. plural article οι
nom. def. neut. plural article τα
gen. def. plural article (masc./fem./neut.) των
acc. def. masc. plural article τους
acc. def. fem. plural article τις
acc. def. neut. plural article τα
τί what
πώς how
πού where
γιατί why
πότε when
πόσο how much (masculine)
πόσα how much (feminine)
ποιός who
ποιανού whose
ερώτηση question
απάντηση answer
έχει has
της her
τους them
μας us
του him
μου me
σου you
σας you [polite type]
έχω have (I)
είμαι am (I)
έχεις have (you)
είσαι are (you)
εσύ you
εγώ I
είναι is (he/she/it)
έχει has (he/se/it)
αυτός he
αυτή she
αυτό it
είμαστε we
αυτά these
είσαστε are (you plural)
έχουμε are (we)
έχετε have (you)
έχουν have (they)
εμείς we
εσείς you (plural)
αυτοί they
αυτές they (feminine)
γράφω I write
είμαι I am
βλέπω I see
κολυμπώ I swim
τρέχει He/She/It runs
περπατώ I walk
υπάρχω I exist
μαγειρεύω I cook
θέλω I want
κοιμάμαι I sleep
θέλει He/She/It wants
αγοράζω I buy
τρέχω I run
πηγαίνω I go
πληρώνω I pay
πληρώνει He/She/It pays
πηγαίνει He/She/It goes
παίζει He/She/It plays
αρέσει He/She/It likes
τραγουδώ I sing
παίζω I play
χρησιμοποιώ I use
αγγίζω I touch
αγαπά He/She/It loves
βρέχει It rains
αγαπάω I love
απαγορεύω I forbid
λέω I tell
λέει He/She/It tells
ακούει He/She/It hears
χρειάζομαι I need
φέρνω I bring
ακούω I hear
δουλεύω I work
βοηθώ I help
δείχνω I show
κάνω I do
φτιάχνω I create
βάζω I put
βρίσκω I find
σχεδιάζω I plan
παίρνω I take
ξέρω I know
κόκκινο red
πορτοκαλί orange
άσπρο white
μαύρο black
μπλε blue
κίτρινο yellow
πράσινο green
άσπρη white (feminine)
ροζ pink
πολύχρωμο colorful
λαχανί light green
μοβ purple
γαλάζιο light blue
χρώμα color
ασπρόμαυρο black and white
καφέ brown
κίτρινος yellow (masculine)
κόκκινος red (masculine)
πράσινος green (masculine)
μαύρος black (masculine)
ανοιχτός light (masculine)
σκούρος dark (masculine)
εκείνος that (male)
εκείνη that (female)
εκείνο that (neuter)
genitive plural ending -ων
articles for genitive m: του f: της n: του
από from
σε to (prep.)
ανάμεσα between
δίπλα next to
για for
σαν like; to be like
πριν before
μετά after
πάνω on/above
κάτω down/below
εντός in
μέσα in
εκτός out
έξω out
κοντά near
εναντίον against
πόλη city
χωριό village
πλατεία square
κέντρο downtown
κωμόπολη town
εκκλησία church
δημαρχείο town hall
παραλία beach
ακτή coast
δρόμος road
σπίτι house
εστιατόριο restaurant
μέρα day
εβδομάδα week
Δευτέρα Monday
Τρίτη Tuesday
Τετάρτη Wednesday
Πέμπτη Thursday
Παρασκευή Friday
Σάββατο Saturday
Κυριακή Sunday
σαββατοκύριακο weekend
μήνας month
χρόνος year
Ιανουάριος/Γενάρης* January
Φεβρουάριος/Φλεβάρης* February
Μάρτιος/Μάρτης* March
Απρίλιος/Απρίλης* April
Μάιος/Μάης* May
Ιούνιος June
Ιούλιος July
Αύγουστος August
Σεπτέμβριος/Σεπτέμβρης* September
Οκτώβριος/Οκτώβρης* October
Νοέμβριος/Νοέμβρης* November
Δεκέμβριος/Δεκέμβρης* December
εποχή season
Χειμώνας winter
Άνοιξη spring
Καλοκαίρι summer
Φθινόπωρο autumn
Τι ώρα είναι; What time is it?
ο εργάτης / η εργάτης / η εργάτρια the worker
ο ναύτης / η ναύτης the sailor
ο αγρότης / η αγρότισσα the farmer
ο οδηγός / η οδηγός the driver
ο δάσκαλος / η δασκάλα the teacher (elementary school)
ο καθηγητής / η καθηγήτρια the teacher (middle school & university)
ο μαθητής / η μαθήτρια the student (school)
ο φοιτητής / η φοιτήτρια the student (university)
ο μεταφραστής / η μεταφράστρια the translator
ο γιατρός / ο ιατρός / η γιατρός / η ιατρός the doctor
ο ηθοποιός / η ηθοποιός the actor / the actress
ο αστυνομικός / ο αστυνόμος / η αστυνομικός / η αστυνόμος the policeman / the
policewoman
ο πωλητής / η πωλήτρια the salesman / the saleswoman
ο δικαστής / η δικαστής the judge
ο δικηγόρος / η δικηγόρος the lawyer
ο διευθυντής / η διευθύντρια the director/ the principal (school)
ο στρατιώτης / η στρατιωτίνα the soldier
ο μάγειρας / η μαγείρισσα the cook
και / κι and
ή or
ούτε neither
ούτε...ούτε neither … nor
είτε...είτε either ...or
αλλά but
όμως however
ενώ while
όταν when
πριν before
γιατί why
επειδή because
αν if/whether
να to
για να in order to
που, πως, ότι* that
γιατί, επειδή, διό*τι because
σύζυγός spouse
νονός godfather
οικογένεια family [noun]
οικογενειακός family [adj.]
γονείς parents
θείος uncle
παππούς grandfather
μητέρα mother
συγγενής relative
νονά godmother
γιος son
αδελφός brother
ξάδερφος cousin
αδέλφια siblings
πατέρας father
κόρη daughter
γιαγιά grandmother
αδελφή sister
γάμος marriage
θεία aunt
τύπος type (kind), guy
τετάρτη Wednesday
χθες yesterday
ιανουάριος January
λεπτό minute
δεκαετία decade
περίοδος period
ιούλιος July
ημερομηνία date
σεπτέμβριος September
εβδομάδα week
πέμπτη Thursday
σήμερα today
παρασκευή Friday
οκτώβριος October
νοέμβριος November
μάιος May
απόψε tonight
ημερολόγιο calendar
φεβρουάριος February
σκηνή stage
τρίτη Tuesday
αύριο tomorrow
εποχή season
ιούνιος June
παζάρι fair
γενιά generation
απόγευμα afternoon
μέχρι until
λίγο little
φθινόπωρο autumn
ώρα hour, time
άνοιξη spring
καλοκαίρι summer
πάρτι party
χρόνος year
ημέρα day
δεκέμβριος December
νύχτα night
κυριακή Sunday
πρωί morning
ηλικία age
δευτέρα Monday
σάββατο Saturday
απρίλιος April
χειμώνας winter
φέτος this year
γέννηση birth
δευτερόλεπτο second (time)
στιγμή moment
αιώνας century
μάρτιος March
αύγουστος August
μήνας month
πέρυσι last year
μάγειρας cook
σερβιτόρος waiter
ηθοποιός actor
σερβιτόρα waitress
αστυνομικός police officer
επάγγελμα profession
δικηγόρος lawyer
καλλιτέχνης artist
μηχανικός engineer, mechanic
προϊστάμενος supervisor
προσωπικό staff, personnel (n)
γιατρός doctor
αξιωματικός officer
μαθητής school student
αστυνομία police (force)
στρατιώτης soldier
δικαστής judge
καπετάνιος captain
συγγραφέας writer
γραμματέας secretary
μοντέλο model (n)
φύλακας guard
επαγγελματίας professional
καριέρα career
αφεντικό boss (n)
συντάκτης editor
εργάτης worker
αγρότης farmer
διευθυντής director
αρχιτέκτονας architect
δουλειά job
εργασία work
μελλοντικός future [adj.]
διαθέσιμος available
φυσιολογική normal
πιθανός possible
ίδιος same
δίγλωσσος bilingual
υπεύθυνος responsible
ιστορική historical
ακριβός expensive
πραγματικός real
βασικός main, basic
ανθρώπινος human
διαφορετικός different
ανεξάρτητος independent
ξύλινος wooden
τελικός final
προσωπικός personal
απαραίτητος necessary
δημοφιλής popular
αριστερός left (side)
σημαντικός important
ωραίος nice
στρατιωτικός military
ανοιχτός open
γενική general (generic)
γρήγορος fast [adj.]
δύσκολος difficult
ιδιαίτερος special
νόμιμος legal
χαρούμενος happy
καθαρός clean, pure
κουρασμένος tired
ολόκληρο whole
σύγχρονο modern
ιδιωτικός private
πολιτιστική cultural
ενδιαφέρων interesting
πρόσφατος recent
όμορφος beautiful
διάσημος famous
ζέστη warm, hot
ζωντανός alive, live
εύκολος easy
βρώμικη dirty
άριστος excellent
τοπικό local
επόμενο next (following)
τέλειος perfect
θετικό positive
επίσημος official, formal
αποτυγχάνω (Ι) fail
κοιτάζω (I) look at
ανοίγω (I) open
ψάχνω (I) look for
μελετώ (I) study
συμπεριλαμβάνω (I) include
αλλάζω (Ι) change
σταματάω (Ι) stop
δοκιμάζω (I) try
ζω (I) live
ακολουθώ (Ι) follow
ρωτάω (Ι) ask
υπογράφουν (they) sign
στέλνω (I) sends
εύχομαι (I) wish
νομίζω (I) think
πιστεύει (it) believes
ελπίζω (I) hope
προσφέρω (I) offer
παρουσιάζω (I) present
θυμάστε (you) remember [pl.]
σώζω (I) save
δουλεύουν (they) work
επιστρέφουν (they) return
καλώ (I) calls
ανατρέφω (I) raise
δίνω (Ι) give
έρχομαι (I) come
νιώθω (I) feel
νεροχύτης sink
χαλί carpet (n)
φωτιστικό lamp (furniture)
τουαλέτα toilet
αποθήκη store room (f)
πολυθρόνα armchair
μπαλκόνι balcony (f)
οροφή ceiling (f)
βρύση tap, faucet (f)
ντουλάπα wardrobe, closet
σπίτι house, home (n!)
κουρτίνα curtain
ψυγείο refrigerator (n)
παράθυρο window (n)
ντους shower (n!)
μαξιλάρι pillow, cushion (n)
έπιπλο (piece of) furniture (n)
λάμπα lamp (light bulb)
πετσέτα towel
κήπος garden
καρέκλα chair
πάτωμα floor (n!)
αυλή yard (f)
τοίχος wall
χολ hall (n)
οδοντόκρεμα toothpaste
σαλόνι living room (n)
πόρτα door
βιβλιοθήκη library, bookcase (f)
τραπεζαρία dining room
οδοντόβουρτσα toothbrush
σαπούνι soap (n)
κλειδί key (n)
σκάλα stairs
σοφίτα attic
φως light
φούρνος oven
δωμάτιο room (n)
υπνοδωμάτιο bedroom (n)
κουζίνα kitchen
κρεβάτι bed (n)
γραφείο desk, office (n)
καθρέφτης mirror
καναπές sofa
οθόνη screen
κομμάτι piece
πράγμα thing (n!)
ψαλίδι scissors
κουτί box
μυθιστόρημα novel (n!)
ραδιόφωνο radio
οδοντόπαστα toothpaste
αντικείμενο object
σημαία flag
ομπρέλα umbrella
ντουλάπι cupboard
τηλεόραση television
χτένα comb
κινητό mobile phone
δώρο gift
τραπέζι table
καλάθι basket
ρολόι clock, watch
ρίζα root
κουτάλι spoon
μηχανή engine, machine
καμπάνα bell
μπουκάλι bottle
κούπα cup
τσάντα bag
μαχαίρι knife
σφουγγάρι sponge
μπολ bowl (n)
μπαταρία battery
σκεπή roof
περιοδικό magazine
πισίνα (swimming) pool
αλυσίδα chain
υπολογιστής computer
τηγάνι pan
ξυράφι razor
πιρούνι fork
σεντόνι sheet
χαρτί paper
ρόδα wheel
απαντώ (Ι) answer
εμπιστεύομαι (I) trust
φαίνομαι (I) seem
ξεκουράζομαι (I) rest
γεμίζω (I) fill
πονάω (I) hurt
συνεχίζω (I) continue
τελειώνω (I) finish
περνώ (I) pass
υποστηρίζω (I) support
δίνει (it) gives
ξοδεύω (I) spend
προσπαθεί (it) tries
ξεκινώ (I) begin
επιτέλους finally
τότε then
όσο as long as
γρήγορα fast [adv.]
κάποιες φορές sometimes
πολύ very
εύκολα easily
μόνο only
αρκετά enough [adv.]
παρά too
μακριά far (away)
σχεδόν almost
πάντα always
πραγματικά really
ούτε neither, nor
συνήθως usually
εκεί there
πιθανώς possibly
τελείως completely
περισσότερο more
επίσης also
μαζί together
σύντομα soon
ξανά again
τώρα now
έτσι so
εδώ here
αργά late, slowly
ακόμα still, more
οπουδήποτε whenever [adv.]
ποτέ never, ever
τουλάχιστον at least
πρόσφατα recently
τέλεια perfectly
φυσιολογικά normally, naturally
αργότερα later
γενικά generally
φορά time [adv.]
άλλο else, other
σιγά slowly
απλώς just
ακριβώς exactly
ειδικά especially
περίπου approximately
τόσο so, such
μαγείρεψες (you) cooked [sing.]
τελείωσα (I) finished
είπε (it) said
έδωσα (I) gave
βρήκα (I) found
έγραψε (it) wrote
απάντησα (I) answered
ήπιαμε (we) drank
είδες (you) saw [sing.]
έπαιξα (I) played
πήρα (I) took
άκουσα (I) heard
μίλησα (I) spoke
νίκησα (I) won
πήγα (I) went
ήρθα (I) came
σταμάτησε (it) stopped
άνοιξα (I) opened
χρησιμοποίησα (I) used
ήθελα (I) wanted
είχα (I) had
ήταν (it) was, (they) were
αγόρασα (I) bought
έμεινε (it) stayed
έφαγα (I) ate
έκανα (I) did, (I) made
κάνει do, make [inf.]
γράφει write [inf.]
περπατώ walk [inf.]
πηγαίνω go [inf.]
γίνω become [inf.]
ακούσει hear [inf.]
λέω see [inf.]
ρωτώ ask [inf.]
δώσει give [inf.]
βλέπε see [imp.]
φέρε bring [imp.]
μάθε learn [imp.]
ρώτα ask [imp.]
πείτε speak [imp.]
φάε eat [imp.]
άκουσε listen [imp.]
κλείσε close [imp.]
περπατήστε walk [imp.]
απάντησε answer [imp.]
τρέχε run [imp.]
χρησιμοποίησε use [imp.]
βρες find [imp.]
γράφε write [imp.]
μαγείρεψε cook [imp.]
σταμάτα stop [imp.]
βάλε put [imp.]
πάρτε take [imp.]
έλα come [imp.]
δώσε give [imp.]
νησί island
φυλακή prison
έδαφος ground (n)
περιοχή area
λιμάνι harbour, port
λεωφόρος avenue (f)
ξενοδοχείο hotel
ιδιοκτησία property
πόλη city
κτίριο building
χώρα country
μπάνιο bathroom
κωμόπολη town
πλατεία (public) square
διεύθυνση address, direction
ζώνη zone
τοποθεσία site (location)
κοιλάδα valley
φάρμα farm
κέντρο centre
μπαρ bar
νεκροταφείο cemetery
διαδρομή route
εστιατόριο restaurant
κάστρο castle
δρόμος road
πάρκο park
γωνία corner, angle
αγορά market, purchase
παραλία beach
ζωολογικός zoological
πύργος tower
μουσείο museum
τμήμα department (n)
ελλάδα Greece
ακτή coast
μπροστά forward, ahead, front
μέρος place, part (n)
σταθμός station
δεξιά right (direction)
κορυφή top, peak
αεροδρόμιο airport
τράπεζα bank
περιφέρεια district
βορράς north [noun]
εκκλησία church
σινεμά cinema (n)
εσωτερικό interior
χωριό village
γειτονιά neighbourhood
κοπέλα young woman
θύμα victim (n)
επιτροπή committee
άνθρωποι people
ζευγάρι couple
πληθυσμός population
κουλτούρα culture (values, customs)
μωρό baby
φίλος friend [m.]
άνθρωπος human being
άτομο person
νεολαία youth
κυρία lady
ίδρυμα foundation (n)
πολίτης citizen
σχέση relationship
φίλη friend [f.]
συνέδριο conference
κοινό public
εχθρός enemy
αδύνατο impossible
κρύο cold
αποδοτική efficient, effective
φοβισμένος afraid
παραδοσιακό traditional
θλιμμένος sad
σωστός correct
θρήσκα religious
επικίνδυνο dangerous
άσχημη ugly
αντίθετο opposite (contrary)
αρνητικό negative
ψηλό tall, high
λανθασμένη wrong
κοντό short
ξένος foreign, strange
σοβαρό serious
βολικό comfortable, convenient
γενναία brave
αργό slow
οικείο familiar
αγαπημένος favourite
πολλή a lot of, much
αρχαία ancient
παλιά old
νέο young, new
έτοιμος ready
συχνό frequent
ελάχιστο minimum, minimal
φτηνό cheap
τριάντα thirty
δεύτερος second (order)
μισό half
ένα one
παραπέρα beyond
δύο two
νούμερο number, size
τρία three
μερικοί some
σύνολο total
χιλιάδες thousands
δεκαεννιά nineteen
μέτρο metre
δεκατρία thirteen
εκατομμύριο million
έξι six
δεκαεπτά seventeen
εξήντα sixty
ενενήντα ninety
πολλοί many [m., pl.]
δώδεκα twelve
τελευταίος last, final
εκατό hundred
πενήντα fifty
ψηφίο digit
τέταρτο fourth
σαράντα forty
πλειοψηφία majority
αριθμός number, digit
δεκαπέντε fifteen
αρκετό enough [adj.]
άπειρο infinity
τρίτος third
ανά per
οχτώ eigth
μέσος middle, average
πέντε five
επτά seven
μηδέν zero
δεκαέξι sixteen
εβδομήντα seventy
ογδόντα eighty
έντεκα eleven
δεκαοχτώ eighteen
δέκα ten
εννέα nine
τέσσερα four
πρώτος first
δεκατέσσερα fourteen
άθροισμα sum
ποσό amount
είκοσι twenty
λέγεται (it) is said
απαγορεύεται (it) is forbidden
πληρώνεται (it) is paid
βρισκεται (it) is found
σχεδιάζονται (they) are designed
βρέχεται (it) gets wet
ονειρεύονται (they) are dreaming
βαριέμαι (I) am bored
ακούγεται (it) is heard
μαγειρεύεται (it) is cooked
πίνεται (it) is drunk
φοριέται (it) is worn
διαβάζεται (it) is read
χρησιμοποιείται (it) is used
κάθεται (it) is sitting
ομιλούνται (it) is spoken
φαντάζομαι (Ι) imagine
γράφεται (it) is written
τρώγεται (it) is eaten
αναφερόμαστε (we) refer to
τους οποίους whom [m., pl.]
των οποίων of whom, of whose [pl.]
ο οποίος who, which [m., sing.]
οι οποίοι who , which [m., pl.]
όπου wherever
η οποία who, which [f., sing.]
που which, that
ό,τι whatever
τον οποίον whom [m., sing.]
του οποίου of whom, of which [m., n., sing.]
το οποίο which [n., sing.]
σε ποιον to whom [m., sing.]
όχημα vehicle (n)
αυτοκίνητο car
μοτοσικλέτα motorcycle
ισπανικά Spanish
μετρό subway
τρένο train
αναχώρηση departure
γαλλία France
λεωφορείο bus
γερμανία Germany
χάρτης map
κίνα China
ταξιδεύω (I) travel
διεθνές international
ρωσία Russia
διαβατήριο passport
πτήση flight
πλοίο ship
ταξίδι journey
τουρκία Turkey
ιταλία Italy
αμερική America
βάρκα boat
ευρώπη Europe
τουρίστας tourist
γέφυρα bridge
βαλίτσα suitcase
αυστραλία Australia
αγγλία England
ποδήλατο bicycle
περιπέτεια adventure
αεροπλάνο airplane
ακολούθησα (I) followed
θυμήθηκα (I) remembered
ρώτησα (I) asked
αγάπησε (it) loved
πρόσθεσα (I) added
μου άρεσε I liked (it)
ένιωσα (I) felt
έφυγα (I) left
ήξερε (it) knew
καλύτερος best
μεγαλύτερος bigger
μακρύτερο longer
μικρότερη smaller
μέγιστος maximum
φθηνότερος cheaper
απλούστερος simplest
γρηγορότερος faster
δυσκολότερος harder
παλαιότερο older
νεότατος youngest, newest
πιο φθηνός cheapest
νεότερος younger, newer
τεράστιος huge
τριπλός triple
κιλά kilos
μίλι mile
ζυγίζω (I) weigh
τόνοι tonnes
πλάτος width (n)
εκατοστό centimetre
γραμμάριο gram
μήκος length (n)
μεγάλος big
μέτρα metres
χιλιόμετρο kilometre
πλατύς wide
διπλός double
λίτρο litre
μεταπτυχιακό postgraduate
κεφάλαιο chapter
διδακτορικό doctorate
σπουδές studies
διάλεξη lecture
παρουσίαση presentation (speech)
σχολείο school
διδασκαλία teaching
καθηγητής professor, school teacher (secondary, high )
πανεπιστήμιο university
εξάμηνο semester
στόχος objective
ινστιτούτο institute
τεστ test
γνώσεις knowledge
κολλέγιο college
πρόγραμμα program (n)
μάθημα lesson (n)
προτάση sentence, proposal
ιστορία history, story
παράδειγμα example (n)
έγγραφο document
σελίδα page
ιδέα idea
εκπαίδευση education
παραμύθι fairy tale
δάσκαλος school teacher (primary, elementary)
ποίημα poem (n)
ευγένεια courtesy
παράσταση presentation (performance)
λίστα list
ευρωπαϊκή european
λάθος error (n)
λύση solution
προφίλ profile
ομάδα team
ένωση union
άκρη edge
πλευρά side
θάνατος death
υποκείμενο subject
σκοτάδι darkness
συμφωνία agreement
παραγωγή production
νέα news (current events)
ξεκούραση rest
περίπτωση situation
ελευθερία freedom
επιτυχία success
φωνή voice
ρεκόρ record (n)
απόδειξη proof
εξοπλισμός equipment
βραβείο prize
εικόνα image
ελπίδα hope
αγάπη love
κατασκευή construction
ευκαιρία opportunity
σύστημα system (n)
πρόβλημα problem (n)
χρέωση charge
αποτέλεσμα result (n)
κατηγορία category
θέα view (scene)
πτυχίο degree (academic)
μέλος member (n)
ευχή wish
περιγραφή description
επιλογή choice
δραστηριότητα activity
είσοδος entrance
περιεχόμενο content
προστασία protection
εισαγωγή introduction
έχω ακούσει (I) have heard
έχω αγαπήσει (I) have loved
έχω ακολουθήσει (I) have followed
έχω κάνει (I) have done, (I) have made
έχω δώσει (I) have given
έχω σταματήσει (I) have stopped
έχω δει (I) have seen
έχω φάει (I) have eaten
έχω νικήσει (I) have won
έχω πάει (I) have gone
έχω φύγει (I) have left
έχω πάρει (I) have gotten
έχω έρθει (I) have come
έχω τελειώσει (I) have finished
έχω χρησιμοποιήσει (I) have used
έχω γράψει (I) have written
έχω απαντήσει (I) have answered
έχω πει (I) have said
έχω γίνει (I) have become
έχω μιλήσει (I) have spoken
έχω παίξει (I) have played
έχω βρει (I) have found
έχω μαγειρέψει (I) have cooked
θρησκεία religion
ψέμα lie (n)
μίσος hate (n)
αλήθεια truth
εμπειρία experience
ευθύνη responsibility
κατάσταση condition
συζήτηση conversation
μυστικό secret
σκιά shadow
έξοδος exit (f)
σεβασμός respect
ντελίβερι delivery
τίτλος title
πραγματικότητα reality
δράση action
όφελος benefit (n)
κατεύθυνση direction
δύναμη strength
θέση position
κίνηση traffic
πίστη faith
συμπεριφορά behaviour
πόθος desire
πιθανότητα possibility
σχήμα shape (n)
απόφαση decision
ευχαρίστηση pleasure
σύμβολο symbol
ζημιά damage
διάστημα space (n)
υπογραφή signature
προέλευση origin
θόρυβος noise
σύνθημα cue (n)
προσπάθεια try (attempt)
έκπληξη surprise
σκοπός purpose
φράση phrase
αμφιβολίες doubts
φόβος fear
μνήμη memory
χιούμορ humour (n)
χαρακτήρας character
ενδιαφέρον interest (n)
ακολουθία order
καλλιέργεια cultivation
δέντρο tree
ήλιος sun
φυτό plant
καιρός weather
σκόνη dust
κόσμος world
κάμπος plain
δάσος forest (n)
αέρας air
φύλλο leaf
κλίμα climate (n)
αστέρι star
τυφώνας hurricane
φεγγάρι moon
περιβάλλον environment (n)
χωράφι field (land)
λίμνη lake
σεισμός earthquake
καπνός smoke
γη land
πλημμύρα flood
φωτιά fire
γρασίδι grass
τριαντάφυλλο rose
πλανήτης planet
ηφαίστεια volcano
ουρανός sky
γαλαξίας galaxy
άμμος sand (f)
τοπίο landscape
πέτρα stone
θάλασσα sea
ποτάμι river
βουνό mountain
σύμπαν universe (n)
σύννεφο cloud
ξύλο wood
φύση nature
βροχή rain
χιονοστιβάδα avalanche
είχα τελειώσει (I) had finished
είχα παίξει (I) had played
είχα χρησιμοποιήσει (I) had used
είχα απαντήσει (I) had answered
είχα μιλήσει (I) had spoken
είχα μαγειρέψει (I) had cooked
είχα δώσει (I) had given
είχα σταματήσει (I) had stopped
είχα πάει (I) had gone
είχα έρθει (I) had come
είχα φάει (I) had eaten
είχα δει (I) had seen
είχα πει (I) had said
είχα γράψει (I) had written
είχα ακολουθήσει (I) had followed
είχα ακούσει (I) had heard
είχα βρει (I) had found
είχα πάρει (I) had taken
είχα νικήσει (I) had won
είχε κάνει (it) had done, (it) had made
είχα φύγει (I) had left
είχε γίνει (it) had become
ο ίδιος himself
τον εαυτό μου myself [acc.]
η ίδια herself
ο εαυτός σου yourself
τους εαυτούς μας ourselves [acc.]
εμείς οι ίδιοι (we) ourselves
αυτοί οι ίδιοι (they) themselves
εσείς οι ίδιοι (you) yourselves
του εαυτού του himself [gen.]
το ίδιο itself
εγώ ο ίδιος (I) myself
στρίβω (I) turn
απόσταση distance
δύση west
πυξίδα compass
τέρμα end (n)
νότος south [noun]
βόρεια north [adv.]
αριστερά left (direction)
ευθεία straight
ανατολή east
νότια south [adv.]
διπλανός next (adjacent)
απέναντι opposite (position)
αρχή start
μπροστινός in front
να σκέφτομαι thinking
να κάνω doing, making
να περπατώ walking
να μιλώ speaking
να έχω having
να γράφει writing
να διαβάζω reading
να τρώω eating
να δίνει giving
να πηγαίνω going
να κοιμάται sleeping
να αγγίζω touching
να περιμένει waiting
να σταμάτα stopping
να προσπαθώ trying
σκοράρω (I) score
γήπεδο field (sport)
τένις tennis
πάσα pass
κλωτσά (it) kicks
πόντος point (score)
φίλαθλος (sports) fan
γκολ goal (n)
γυμναστήριο gymnasium
παίκτης player
επίθεση attack
άθλημα sport (n)
διαιτητής referee
εισιτήριο ticket
σουτ shot (goal attempt)
πρωτάθλημα championship (n)
πολυτιμότερος most valuable
δίχτυ net
ολυμπιακοί αγώνες Olympic Games
βήμα step (n)
αθλητής athlete
πετοσφαίριση volleyball
αρχηγός leader
οπαδοί fans, followers
αγώνας game, match (sport)
ποδόσφαιρο football, soccer
χάντμπολ handball (n)
μπάσκετ basketball (n)
προπονητής coach
αθλητικά athletic
κύπελλο cup (trophy)
γκολφ golf (n)
άμυνα defence
μπάλα ball
βιολί violin
ποίηση poetry
τέχνη art
συλλογή collection
άγαλμα statue (n)
ήχος sound
ζωγράφος painter (artist)
διαγωνισμός contest
φωτογραφία photograph
πολιτισμός culture (artistic, intellectual)
θέατρο theatre
φλάουτο flute
φυσαρμόνικα harmonica
λύρα lyre
ταινία movie
λογοτεχνία literature
νότα (musical) note
πεζογράφημα prose (n)
μουσική music
χορός dance
κινηματογράφος movie theatre
συναυλία concert
μουσικό όργανο musical instrument
πρόβα rehersal
ορχήστρα orchestra
έκθεση exhibition
παρακολουθώ (I) watch
θεατρικό έργο theatrical play
όπερα opera
ζωγραφική painting (creation of)
πίνακας painting (work of art)
κάμερα camera
πιάνο piano
τραγούδι song
κιθάρα guitar
δίκτυο network
πληροφορία information
κανάλι channel
επικοινωνία communication
αναζήτηση search
συνέντευξη interview
κείμενο text
διαδίκτυο internet
δημοσιογράφος journalist
μήνυμα message (n)
σχόλιο comment
γραμματόσημο (postage) stamp
γλώσσα language, tongue
επιστολή letter [formal]
διάλογος dialogue
είδηση news (broadcast)
ταχυδρομική κάρτα postcard
πλάτη back
ασθένεια disease
βοήθεια help (aid)
ιός virus
μάτι eye
μαλλί hair
θεραπεία treatment
δάχτυλα fingers
στόμα mouth (n)
καρκίνος cancer
πρόσωπο face
κεφάλι head
χείλη lips
χέρι hand
ασθενοφόρο ambulance
φροντίδα care (support)
εγκέφαλος brain
σώμα body (n)
αίμα blood (n)
στήθος chest (n)
δίαιτα diet
αυτιά ears
φάρμακο medicine
όραση eyesight, vision
ώμος shoulder
κλινική clinic
δέρμα skin (n)
άρρωστος sick
νοσοκομείο hospital
μύτη nose
ανάγκη need
πόδια legs, feet
υγεία health
καρδιά heart
δόντι tooth
θα ξεκινήσω (I) will start
θα ακολουθήσω (I) will follow
θα παίξω (I) will play
θα μαγειρέψω (I) will cook
θα νικήσω (I) will win
θα πω (I) will say
θα χρησιμοποιήσω (I) will use
θα φάω (I) will eat
θα πάω (I) will go
θα κάνω (I) will do, (I) will make
θα έρθω (I) will come
θα είμαι (I) will be
θα δώσω (I) will give
θα γίνω (I) will become
θα μιλήσω (I) will speak
θα φύγω (I) will leave
θα απαντήσω (I) will answer
θα δω (I) will see
θα γράψω (I) will write
θα βρω (I) will find
πρόκειται να πιώ (I am) going to drink
πρόκειται να περιμένω (I am) going to wait
πρόκειται να διαβάσω (I am) going to read
πρόκειται να βρω (I am) going to find
πρόκειται να είμαι (I am) going to be
πρόκειται να πάω (I am) going to say
πρόκειται να γράψω (I am) going to write
πρόκειται να υποστηρίξω (I am) going to support
πρόκειται να φύγω (I am) going to leave
πρόκειται να βοηθήσω (I am) going to help
πρόκειται να φάω (I am) going to eat
πρόκειται να αγοράσω (I am) going to buy
πρόκειται να δω (I am) going to see
μαϊμού monkey (f)
φάλαινα whale
αλιγάτορας alligator
χταπόδι octopus
σαλιγκάρι snail
κροκόδειλος crocodile
φίδι snake
κουνέλι rabbit
δελφίνι dolphin
γουρούνι pig
πρόβατο sheep
καρχαρίας shark
βάτραχος frog
χαμαιλέων chameleon
γάιδαρος donkey
ρινόκερος rhinoceros
κατσίκα goat
ιπποπόταμος hippopotamus
γεράκι hawk, falcon
ολιγαρχία oligarchy
κράτος nation, state (n)
εθνικός national
επιχείρηση business
κοινωνία society
στρατός army
υποψήφιος candidate, nominee
ψήφος vote (f)
αριστοκρατία aristocracy
σημαίνει (it) means
δήμαρχος mayor
βία violence
έγκλημα crime (n)
δικαστήριο court
κοινοβούλια parliaments
δημοκρατία democracy
γνώμη opinion
κογκρέσου congress
νόμοι laws
εκλογές elections
κυβέρνηση government
υπουργός minister, secretary (political)
πόλεμος war
πρόεδρος president
ειρήνη peace
πρωθυπουργός prime minister
οικονομία economy
κυβερνήτης governor
ασφάλεια safety
επενδύσεις investments
πυρίτιο silicon
μέταλλο metal
αέριο gas
ρουμπίνι ruby
διαμάντι diamond
χάλκινο copper [adj.]
πλαστικό plastic
κρύσταλλος crystal (f)
ασήμι silver
χαλκός copper [noun]
αλουμίνιο aluminum
γυαλί glass (material)
τσιμέντο cement
σίδηρος iron
χρυσός gold
σμαράγδι emerald
στερεό solid
μόριο molecule
ορυκτό mineral, ore
υγρό liquid
κεραμικό ceramic
υλικό material
πιστωτική κάρτα credit card
επιταγή cheque
αποταμίευση saving (money)
χρηματιστήριο stock market
πλεόνασμα surplus (n)
χρέη debts
νόμισμα currency (n)
πληθωρισμός inflation
λογαριασμός account
οικονομικός financial
χρήμα money (n)
κρίση crisis
ενοίκιο rent
νομισματική monetary
δάνειο loan
όριο limit
επιστημονική scientific
μείωση decrease
θερμοκρασία temperature
ταχύτητα speed
ανακάλυψη discovery
ποσότητα quantity
ορισμός definition
τεχνολογία technology
επιστήμονας scientist
ανάλυση analysis
εφεύρεση invention
βιολογία biology
όγκος volume
λεπτομέρειες details
επιστήμη science
επιφάνεια surface
ανακύκλωση recycling
γεωγραφία geography
τεχνική technique
ενέργεια energy
κύκλος circle
μάζα mass
χημεία chemistry
ηλεκτρισμός electricity
συμπέρασμα conclusion (n)
βάρος weight (n)
ποιότητα quality
μονάδα unit
εργαστήριο laboratory
δείγμα sample (n)
φυσική physics
αύξηση increase
αιτία cause
βάθος depth (n)
μέθοδος method
μοίρες degrees (angle)
κύβος cube
γεωμετρικό geometric
τριγωνικό triangular
μαθηματικά mathematics
πολλαπλασιασμός multiplication
ακτίνα radius
πρόσθεση addition
τετραγωνική ρίζα square root
κλάσμα fraction (n)
διαίρεση division
άλγεβρα algebra
ορθογώνιο rectangle
τετράγωνο square (shape)
πυραμίδα pyramid
αφαίρεση subtraction
γεωμετρία geometry
τρίγωνο triangle
πολύγωνο polygon
πυθαγόρειο θεώρημα Pythagorean theorem
θα έχω τελειώσει (I) will have finished
θα έχω δει (I) will have seen
θα έχω φέρει (I) will have brought
θα έχω βρει (I) will have found
θα έχω αγοράσει (I) will have bought
θα έχω διαβάσει (I) will have read
θα έχω πει (I) will have said
θα έχω μιλήσει (I) will have spoken
θα έχω γράψει (I) will have written
θα έχω φύγει (I) will have left
θα έχω έρθει (I) will have came
θα έχω φάει (I) will have eaten
βέλος arrow (n)
δόρυ spear
μοχθηρός vicious
μάχη battle
σπαθί sword
πρίγκιπας prince
τραυμάτισε (it) injured
νίκη victory
όπλο weapon
ασπίδα shield
θησαυρός treasure
βασιλιάς king
αντίσταση resistance
δράκος dragon
ήττα defeat
γαλλική French
ιππότης knight
εγκαταλειμμένος abandoned
ναός temple
τόξο bow
επανάσταση revolution
σκοτώνω (I) kill
κανόνι cannon
στρατηγός general (military)
πολεμιστής warrior
φρούριο fortress
αρχαία ελλάδα Ancient Greece
νεκρός dead
θεός god
παρελθόν past
μέλλον future [noun]
στοιχειωμένο haunted
παρόν present
μετενσάρκωση reincarnation
μάγος wizard
πρόγονος ancestor
φάντασμα ghost (n)
ψυχολογία psychology
κατάθλιψη depression
προκατάληψη prejudice
αρετή virtue
μοίρα fate
δεισιδαιμονία superstition
δολάριο dollar
έκπτωση discount (price)
οργανισμός organisation
βιομηχανία industry
ευρώ euro(s)
εταιρεία company (business)
τιμή price
παγκόσμιος global
κοστίζει (it) costs
κόστος cost (n)
πώληση sale (transaction)
προώθηση promotion (marketing)
εμπόριο trade, commerce
προσφορά offer
προϊόν product (n)
μάρκα brand
συνάνρτηση meeting
διαφήμιση advertisement
μπορούν (they) can
θα μπορέσω (I) will be able
μπορώ (I) can
δεν μπορούμε (we) cannot
θα μπορούσες (you) could [sing.]
πρέπει should, must
θα μπορέσει (it) will be able
θα μπορούσα (I) could
δεν μπορώ (I) cannot
αποσύνδεση disconnection
ιστοσελίδα website
βιντεοκλήση video call
χρήστης user
ειδοποίηση notification
κοινοποιώ (I) share
ηλεκτρονική αλληλογραφία email
αίτημα φιλίας friend request
κοινωνικά δίκτυα social media
θέαση view (internet)
σύδεση login
εκτός σύνδεσης offline
ανέβηκε (it) was uploaded
σύνδεση link
απενεργοποίηση deactivation
κατεβάζω (I) download
κλικάρω (I) click
σε σύνδεση online
ρούτερ router
μπλοκάρω (Ι) block
βίντεο video(s)
εφαρμογή application
διαγραφή deletion
κοινοποιήσεις shares (social media)
νικήτρια winner [f.]
νικητής winner [m.]
αποφοίτηση graduation
φεστιβάλ festival
κλήρωση prize draw
προσκαλέσω (I) invite
μαραθώνιος marathon
γιορτή celebration
εκδοτήριο ticket office
φορτηγό truck, lorry, van
υποβρύχιο submarine
ελέγχουν (they) control
βενζίνη petrol, gasoline
τραίνο train
κράνος helmet (n)
τιμόνι steering wheel
πεζοδρόμιο pavement
διόδια tolls
αποσκευές luggage
αεροσυνοδός flight attendant (f)
ταξί taxi
αμάξι car
καύσιμο fuel
νταλίκα trailer truck, articulated lorry
τραμ tram
φανάρια traffic lights
ελικόπτερο helicopter
μέσα μαζικής μεταφοράς public transportation
μηχανάκι motorbike
τρακτέρ tractor
φιλόσοφος philosopher
θετικισμός positivism
είδη kinds
δομισμός structuralism
διαλεκτική dialectic
ρεαλιστής realist(ic)
πολιτική φιλοσοφία political philosophy
νόημα meaning (n)
θεωρία theory
μύθος myth
ηθική ethics
ιδρυτής founder
πεσιμιστής pessimist(ic)
δικαίωμα (moral) right (n)
ακαδημία academy
συναίσθημα feeling (n)
σκεπτικιστής skeptic(al)
λογική logic
διαφωτισμός enlightenment
οπτιμιστής optimist(ic)
υποσυνείδητο subconscious
ουμανισμός humanism
ηδονή pleasure (sensual)
προτεσταντισμός Protestantism
ιουδαϊσμός Judaism
χριστιανικό Christian [adj.]
βίβλος Βible (f)
προφήτης prophet
χριστούγεννα Christmas
ινδουισμός Hinduism
πάσχα Easter (n)
τζαμί mosque
άγγελος angel
μουσουλμάνος Muslim
παπάς priest
ανεξιθρησκεία religious tolerance
κοράνι Koran
ισλάμ Islam
ιουδαίος Jew
ιερό holy
χριστιανός Christian [noun]
παγανισμός paganism
μονή convent
άθεος atheist
σταυρός cross
βουδισμός Buddhism
αγνωστικιστής agnostic
συναγωγή synagogue
καθολικισμός Catholicism
μοναστήρι monastery
χριστιανισμός Christianity
ορθοδοξία Orthodoxy
προστάτης protector, patron
άγιος saint
θα μπορούσα να είχα μαγειρέψει (I) could have cooked
θα μπορούσα να είχα δώσει (I) could have given
θα μπορούσα να είχα προσπαθήσει (I) could have tried
θα μπορούσα να είχα ρωτήσει (I) could have asked
θα μπορούσα να είχα φάει (I) could have eaten

You might also like