You are on page 1of 13

Η Ωραία Κοιμωμένη

Mια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που
επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού
είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη.

Ενώ καθόταν πλάι στο νερό, βγήκε ένας βάτραχος, την πλησίασε και της λέει:
«Η επιθυμία σας θα γίνει πραγματικότητα, πριν περάσει ένας χρόνος θα
αποκτήσετε μία κόρη.» Πράγματι πριν περάσει ένας χρόνος η βασίλισσα
γέννησε ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο βασιλιάς για να γιορτάσει την γέννηση της
κόρης του αποφάσισε να διοργανώσει μια μεγάλη γιορτή. Κάλεσε τους
συγγενείς, τους φίλους και τους αυλικούς, αλλά και τις νεράιδες, που ήταν
σοφές και θα προίκιζαν το παιδί με όλες τις χάρες και τις αρετές του κόσμου.
Στο βασίλειο υπήρχαν δεκατρείς σοφές νεράιδες, αλλά στο παλάτι υπήρχαν
μόνο δώδεκα χρυσά σερβίτσια και έτσι ο βασιλιάς αποφάσισε να καλέσει μόνο
δώδεκα νεράιδες. Η δέκατη τρίτη νεράιδα έμεινε απρόσκλητη και δεν ήρθε.

Η γιορτή έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο τέλος οι νεράιδες σηκωνόταν η μία


μετά την άλλη και δώριζαν στο παιδί τις θαυματουργές τους χάρες: η μία του
χάρισε την εργατικότητα, η άλλη την ομορφιά, η τρίτη τον πλούτο, και έτσι η
τυχερή μικρή βασιλοπούλα είχε ότι μπορούσε να επιθυμήσει κανείς σε αυτό
τον κόσμο.

Όταν όμως έκανε το δώρο της και η ενδέκατη νεράιδα, εμφανίστηκε ξαφνικά
στη γιορτή η δεκατη-τρίτη νεράιδα, η ακάλεστη. Είχε θυμώσει πολύ που δεν
την κάλεσαν  και είχε έρθει για να εκδικηθεί! Χωρίς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει
κανέναν, φώναξε:

«Όταν η κόρη του βασιλιά γίνει δεκαπέντε χρονών, θα τρυπηθεί με


ένα αδράχτι και θα πέσει νεκρή!»

Χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε και έφυγε την αίθουσα.

Όλοι τρόμαξαν και έμειναν άφωνοι. Τότε ξεπρόβαλε η δωδέκατη νεράιδα, η


οποία ακόμη δεν είχε δώσει το δώρο της. Επειδή δεν μπορούσε να ακυρώσει
την κατάρα, παρά μόνο να την ελαφρύνει, είπε:
1
«Όχι, η βασιλοπούλα δεν θα πεθάνει από το τρύπημα, αλλά θα κοιμηθεί βαθιά
για εκατό χρόνια.»

Από κείνη τη μέρα, ο βασιλιάς και η βασίλισσα έχασαν τον ύπνο τους. Δεν
ήξερα τι να κάνουν για να σώσουν το κοριτσάκι τους από τη δυστυχία που την
περίμενε! Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε ο πόνος και η αγωνία
τους. Ο βασιλιάς που ήθελε να προστατέψει το παιδί του από το κακό, έδωσε
εντολή να κάψουν όλες τις ρόκες και όλα τα αδράχτια που υπήρχαν στη χώρα.

Στο μεταξύ, το κορίτσι μεγάλωνε και είχε πάρει όλες τις χάρες που του
χάρισαν οι σοφές νεράιδες. Ήταν τόσο όμορφο, υπάκουο, ευγενικό και έδειχνε
σε όλους κατανόηση που δεν υπήρχε άνθρωπος να μην το αγαπάει.

Και έφτασε η μέρα που το κορίτσι έγινε δεκαπέντε χρονών. Εκείνο το πρωί, ο


βασιλιάς και η βασίλισσα είπαν στη δασκάλα της να την προσέχει και να μην
αφήσει κανέναν να μπει στο παλάτι, και πήγαν εκδρομή ήσυχοι πως
είχαν λάβει όλα τα μέτρα. Η βασιλοπούλα έμεινε στο παλάτι. Τότε το κορίτσι
πήγε σε όλα τα μέρη του παλατιού, στα δωμάτια και στις αποθήκες που δεν
είχε ξαναδεί, για να φτάσει τελικά σε έναν παλιό πύργο με μια γυριστή σκάλα.
Ανέβηκε την στενή σκάλα και έφτασε σε μία μικρή πόρτα. Στην κλειδαριά της
πόρτας ήταν τοποθετημένο ένα παλιό σκουριασμένο κλειδί. Όταν το γύρισε,
άνοιξε η πόρτα και φανερώθηκε ένα δωμάτιο όπου καθόταν μία γριούλα.
Κρατούσε στο χέρι της ένα αδράχτι και έγνεθε μαλλί σιγοτραγουδώντας.

«Καλημέρα γιαγιούλα» είπε η βασιλοπούλα «τι κάνεις εκεί πέρα;»

«Γνέθω» είπε η γριά και κούνησε ελαφρά το κεφάλι για να χαιρετίσει.

«Τι πράγμα είναι αυτό που στριφογυρίζεις στα χέρια σου;» ρώτησε το


κοριτσάκι που δεν είχε ξαναδεί αδράχτι και το πήρε στα χέρια της, για να μάθει
να γνέθει.

Μόλις όμως το έπιασε, ενεργοποιήθηκε η μαγική ευχή και τρύπησε το δάχτυλο


της.

Με το που αισθάνθηκε το τρύπημα έπεσε στο κρεβάτι το οποίο βρισκόταν στο


δωμάτιο και αμέσως κοιμήθηκε βαθιά. Ο ύπνος αυτός εξαπλώθηκε σε όλο το
παλάτι: ο βασιλιάς και η βασίλισσα, οι οποίοι μόλις είχαν γυρίσει στο παλάτι
και μπαίνανε στην μεγάλη σάλα, άρχισαν να κοιμούνται και μαζί τους και όλοι
οι αυλικοί. Ακόμη και τα άλογα στους στάβλους κοιμήθηκαν και μαζί τους τα
σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη σκεπή και οι μύγες στους τοίχους. Η
φωτιά που άναβε στη σόμπα έσβησε και αποκοιμήθηκε, το ψητό σταμάτησε

2
να ψήνετε, ο μάγειρας που είχε πιάσει τον βοηθό του από τα μαλλιά επειδή
είχε κάνει κάποιο λάθος, τον άφησε και αποκοιμήθηκε. Ο αέρας ησύχασε και
στα δέντρα μπροστά από το παλάτι δεν κουνιόταν πια ούτε φύλλο. Γύρω από
το παλάτι όμως φύτρωσαν αγριοτριανταφυλλιές και άρχισαν να μεγαλώνουν
ώσπου τελικά κάλυψαν όλο το παλάτι. Τόσο πολύ μεγάλωσαν που τελικά δεν
έβλεπε κανείς το παλάτι, ούτε καν τις σημαίες που κυμάτιζαν στους πύργους
τους.

Με τον καιρό, εξαπλώθηκε παντού στη χώρα ο θρύλος της Ωραίας


Κοιμωμένης, το πανέμορφο Αγριοτριαντάφυλλο όπως την
έλεγαν. Βασιλόπουλα έφταναν από ξένες, μακρυνές χώρες
και προσπαθούσαν να περάσουν το φράχτη, να μπουν στο παλάτι και να
δουν την πεντάμορφη βασιλοπούλα.

Όμως δεν κατόρθωναν να περάσουν τις αγριοτριανταφυλλιές γιατί τα αγκάθια


τους μπλέκονταν μεταξύ τους σαν αόρατα χέρια και τους αιχμαλώτιζαν. Έτσι
οι νέοι παγιδεύονταν με αποτέλεσμα να πεθαίνουν άδοξα.

Μετά από πολλά πολλά χρόνια, πέρασε ένα βασιλόπουλο στη χώρα και
άκουσε από έναν γέρο να λέει για τους θάμνους με τις αγριονταφυλλιές που
έκρυβαν το παλάτι της ωραίας κοιμωμένης. Ο γέρος έλεγε πως εδώ και εκατό
χρόνια μέσα σ’ εκείνο το αθέατο παλάτι κοιμόταν η βασιλοπούλα, το
Αγριοτριαντάφυλλο όπως την έλεγαν. Μαζί της είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο ο
βασιλιάς, η βασίλισσα και όλοι οι αυλικοί.

Το βασιλόπουλο ήξερε από τον παππού του ότι πολλοί


πρίγκιπες προσπάθησαν να διαπεράσουν τον γεμάτο αγκάθια φράχτη αλλά
όλοι τους παγιδεύτηκαν και πέθαναν. Ο νεαρός όμως δεν λογάριασε τον
κίνδυνο και είπε:

«Δεν φοβάμαι, θέλω να δω την ωραία κοιμωμένη»

Ο γέρος που του έλεγε για το παλάτι, προσπάθησε μάταια να τον μεταπείσει
αλλά αυτός δεν άκουγε τα λόγια του.

Ωστόσο είχαν ήδη περάσει τα εκατό χρόνια, και είχε έρθει η μέρα που θα
έπρεπε να ξυπνήσει η ωραία κοιμωμένη. Όταν το βασιλόπουλο πλησίασε τον
φράχτη με τα αγκάθια, τον βρήκε ανθισμένο! Οι αγριοτριανταφυλλιές είχαν
βγάλει μεγάλα όμορφα λουλούδια. Μόλις τα άγγιξε με το χέρι του, τα
λουλούδια παραμέρισαν από μόνα τους και τον άφησαν να περάσει χωρίς να
πάθει το παραμικρό. Ετσι, ο νεαρός πέρασε εύκολα το φράχτη και έφτασε
στην πόρτα του παλατιού. Τη βρήκε ανοιχτή και προχώρησε στην αυλή. 

3
Στην αυλή είδε τα άλογα και τα κυνηγόσκυλα να είναι ξαπλωμένα και να
κοιμούνται. Στη σκεπή είδε τα περιστέρια να έχουν βάλει το κεφαλάκι τους
κάτω από τα φτερά τους. Όταν μπήκε στο παλάτι οι μύγες κοιμόταν στους
τοίχους, ο μάγειρας είχε ακόμη το χέρι σε θέση σαν να ήθελε να αρπάξει τον
νεαρό βοηθό του, και η υπηρέτρια καθόταν στο τραπέζι έχοντας μπροστά της
μία μαύρη κότα που ήθελε να ξεπουπουλίσει. Βαθιά ησυχία βασίλευε παντού.

Ο νεαρός μπήκε στη μεγάλη σάλα, όπου κοιμόταν όλοι οι αυλικοί και πάνω
στον θρόνο ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Συνέχισε να περπατάει, και
τίποτε δεν ακουγόταν παρά μόνο η αναπνοή του! Τελικά έφτασε στον πύργο
με τη στενή γυριστή σκάλα. Την ανέβηκε και έφτασε στην πόρτα με το
σκουριασμένο κλειδή. Την άνοιξε και μπήκε στην μικρή κάμαρα όπου
βρισκόταν η ωραία κοιμωμένη. Έκανε μερικά βήματα και αντίκρισε το
Αγριοτριαντάφυλλο, που ακόμα κοιμόταν.

Η βασιλοπούλα ήταν τόσο όμορφη που ο νεαρός μαγεύτηκε, δεν μπορούσε


να πάρει τα μάτια του από πάνω της! Τελικά έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί.
Μόλις την φίλησε η κοπέλα ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια της, και κοίταξε γλυκά
τον νέο. Η κατάρα είχε τελειώσει.

Έπειτα, η βασιλοπούλα σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το βασιλόπουλο


και κατέβηκαν μαζί στη μεγάλη αίθουσα. Εκεί ο ένας μετά τον άλλον
ξυπνούσαν και οι υπόλοιποι, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, όλοι οι αυλικοί και
κοιτούσαν απορημένοι αλλά χαρούμενοι. Τα άλογα στην αυλή ανασηκώθηκαν
και κουνιότανε να ξεμουδιάσουν, τα κυνηγόσκυλα πηδούσαν και γάβγιζαν, τα
περιστέρια στη σκεπή έβγαλαν τα κεφαλάκι τους από τις φτερούγες, κοίταξαν
τριγύρω και άρχισαν να πετάνε, οι μύγες στους τοίχους άρχισαν να
περπατάνε, η φωτιά στην κουζίνα ξαναζωντάνεψε, το φαγητό συνέχισε να
ψήνεται, ο μάγειρας έδωσε μία σφαλιάρα στον βοηθό και αυτός άρχισε να
φωνάζει και η υπηρέτρια συνέχισε να ξεπουπουλιάζει την μαύρη κότα.

Σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος της βασιλοπούλας  και του βασιλόπουλου με


μεγάλη λαμπρότητα. Όλο το βασίλειο γιόρταζε. Και από τότε έζησαν μαζί
ευτυχισμένοι, κυβερνώντας με καλοσύνη και όλοι τους αγαπούσαν.

Ο Σκύλος και ο Λύκος


4
Mια φορά κι έναν καιρό, στο μεγάλο δάσος είχε πέσει μεγάλη πείνα. Τα άγρια
ζώα, οι αρκούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες,  δεν έβρισκαν τίποτε να βάλουν
στο στόμα τους και πεινούσαν πολύ!

Ένας λύκος, αφού γύρισε όλο το δάσος χωρίς να βρει ούτε έναν ποντικό για
να ξεγελάσει την πείνα και το στομάχι του που τον πονούσε, αποφάσισε να
βγει στον κάμπο, μήπως σταθεί τυχερός και βρει κανένα μικρό ζώο να φάει.

Κόντευε να φθάσει σ' ένα μικρό σπίτι, όταν είδε έναν σκύλο να τρέχει
συνέχεια, πότε εδώ και πότε εκεί.

- Γεια σου, ξάδελφε! του είπε ο λύκος γιατί, όπως ξέρετε, οι σκύλοι και οι λύκοι
μοιάζουν σαν τα πρώτα εξαδέλφια.

- Γειά σου κι εσένα, του απάντησε χαρούμενα ο σκύλος και στάθηκε λίγο να
κουβεντιάσει μαζί του.

- Γιατί κάνεις συνέχεια βόλτες πάνω-κάτω; τον ρώτησε με απορία ο λύκος.

- Α, καλέ μου λύκε, εγώ τις βόλτες μου τις κάνω πάντα μετά το φαγητό, για να
χωνέψω, αποκρίθηκε με ενθουσιασμό ο σκύλος.

Ο λύκος γούρλωσε τα μάτια του από θαυμασμό και ζήλια, και του είπε:

- Ώστε... τρως τόσο πολύ;

- Ναι, βέβαια, τρώω όσο θέλω. Το αφεντικό μου με ταΐζει καλά, γιατί του
φυλάω το σπίτι, απάντησε ο σκύλος.

Ακούγοντας για φαγητό, ο πεινασμένος λύκος άρχισε να ξερογλείφεται.

-Και... τι τρως, αν επιτρέπεται; τον ρώτησε.

- Ό,τι πεθυμήσει η ψυχή μου. Μπόλικο κρέας, κόκαλα, ψωμί, και


περισσεύματα από φαγητά...

- Τόσο καλά,ε; Και... κάθε πότε τρως; τον ξαναρώτησε ο λύκος που δεν
πίστευε στα αυτιά του.

- Τρεις φορές την ημέρα. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ, απαντά ο σκύλος.

- Μήπως... μήπως περισσεύει και για μένα κανένα πιάτο φαγητό για να φυλάω
κι εγώ το σπίτι; τον ρώτησε τότε ο λύκος

5
- Ου! απάντησε ο σκύλος. Το αφεντικό θα χαρεί πολύ να έχει δυο φύλακες.
Από φαγητό μη σε νοιάζει. Θα τρως με την ψυχή σου. Έλα κοντά μου και θα
δεις!

- Μια στιγμή, θέλω πρώτα να σε ρωτήσω κάτι, του λέει ο λύκος που κάτι είχε
δει. Αυτό που έχεις στο λαιμό σου, τι είναι;

- Αυτό; Είναι ένας πέτσινος λαιμοδέτης, ένα κολάρο, λέει ο σκύλος.

- Και... γιατί το φοράς;

- Μου το φοράει το αφεντικό μου. Από αυτό με δένει με την αλυσίδα!

- Σε δένει με αλυσίδα; ξαναρώτησε ο λύκος σχεδόν έντρομος.

- Μα, φυσικά. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας είμαι δεμένος με μια
αλυσίδα!

- Α, ξάδερφε, για στάσου! του είπε τότε ο λύκος. Αυτά τα πράγματα δε μου
αρέσουν εμένα. Προτιμώ να γυρίζω νηστικός στο δάσος και να έχω την
ελευθερία μου, παρά να είμαι χορτάτος και δεμένος με μια αλυσίδα. Άντε γεια
σου και χαρά σου. Τρέχω στο όμορφο δάσος μου! ∆εν μπορώ εγώ να
υποφέρω τη σκλαβιά!

Και έτσι έφυγε μακρυά ο λύκος, που προτίμησε να είναι νηστικός και
ελεύθερος παρά χορτάτος και σκλαβωμένος.

Οι έξι κύκνοι
ια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον
συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.

Κάποια στιγμή πετάχτηκε μπροστά του ένα όμορφο ελάφι. Ήταν τόση η
λαχτάρα του να πιάσει αυτό το ελάφι, που το ακολούθησε αμέσως. Δεν
πρόσεξε όμως πως είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ και έτσι βρέθηκε
ολομόναχος.

Όταν άρχισε να νυχτώνει, ο βασιλιάς κοίταξε γύρω του και είδε πως είχε χάσει
το δρόμο του. Ανήσυχος, προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκεται. Άδικα

6
έψαξε να βρει κανένα μονοπάτι που θα τον οδηγούσε πίσω στους
συντρόφους του.

Και τότε ξαφνικά, είδε μια γριά με σκυφτό κεφάλι να έρχεται προς το μέρος
του. Ήταν μάγισσα.

- Καλή μου γυναίκα, είπε εκείνος, μπορείς να μου δείξεις το δρόμο να βρω
τους συντρόφους μου; Θα ανησυχούν πολύ!

- Μάλιστα, βασιλιά μου, απάντησε εκείνη. Και βέβαια μπορώ, μα πρώτα θα


σου θέσω έναν όρο. Αν δεν τον κρατήσεις, να το ξέρεις, πότε δε θα βγεις από
το δάσος. Θα πεθάνεις εδώ από την πείνα.

- Και ποιος είναι αυτός ο όρος; ρώτησε ο βασιλιάς.

- Έχω μια κόρη, είπε η γριά μάγισσα. Είναι πάρα πολύ όμορφη. Αν την πάρεις
μαζί σου και την κάνεις βασίλισσά σου θα σου δείξω το δρόμο και γρήγορα θα
βρεις τους συντρόφους σου.

Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να δεχτεί. Τι να κάνει! Η θέση του ήταν πολύ


δύσκολη. Η γριά τον έφερε στο μικρό σπιτάκι της που η κόρη της, καθισμένη
κοντά στη φωτιά, την περίμενε.

Δέχτηκε το βασιλιά με τρόπο που έδειχνε πως τα ήξερε όλα. Ο βασιλιάς


πρόσεξε πως ήταν όμορφη πραγματικά μα δεν ένιωσε καμιά χαρά.
Απεναντίας καθώς την κοίταζε ένιωσε ανατριχίλα στην πλάτη του.

Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς όμως, και έτσι πήρε την κόρη πάνω στο άλογό
του και η γριά του έδειξε το δρόμο. Ύστερα από λίγο έφτασαν στο παλάτι και
μετά από λίγες μέρες ο βασιλιάς τήρησε την υπόσχεση του και παντρεύτηκε
την κόρη της μάγισσας.

Ο βασιλιάς είχε εφτά παιδιά από την πρώτη του γυναίκα, έξι αγόρια και ένα
κορίτσι. Όλα τα αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. Κι επειδή
φοβόταν πως η νέα βασίλισσα, η μητριά τους, δε θα φερόταν καλά στα παιδιά
του και ίσως να τους έκανε κακό τα πήγε σ’ έναν ερημικό πύργο στη μέση
ενός δάσους.

Εκεί κρυμμένα δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο
για οποιονδήποτε να βρει το δρόμο που οδηγούσε σ’ εκείνον τον πύργο. Κι ο
ίδιος ο βασιλιάς δε μπορούσε να τον βρει αν δεν είχε ένα κουβάρι κλωστή με
μαγική δύναμη. Του το είχε χαρίσει κάποια πολύ σοφή γυναίκα. Όταν έριχνε

7
κάτω το κουβάρι, μπροστά στα πόδια του, αυτό κυλούσε μόνο του και τον
οδηγούσε στον πύργο.

Ο βασιλιάς πήγαινε συχνά να δει τα αγαπημένα του παιδιά και η βασίλισσα


άρχισε να στενοχωριέται με τις απουσίες του. Η περιέργειά της όλο και
μεγάλωνε. Ήθελε να μάθει γιατί έφευγε μόνος του και τι πήγαινε να κάνει στο
δάσος.

Δωροδόκησε λοιπόν τους υπηρέτες του βασιλιά. Τους έδωσε πολλά λεφτά κι
αυτοί της είπαν το μυστικό. Της είπαν όμως πως ήταν αδύνατο να πάει μόνη
της στον πύργο. Μόνο το κουβάρι με τη μαγική δύναμη θα μπορούσε να την
οδηγήσει.

Από τη στιγμή εκείνη, η βασίλισσα δεν μπόρεσε να βρει ησυχία ώσπου


ανακάλυψε πού κρύβει ο βασιλιάς το κουβάρι. Ύστερα ετοίμασε κάμποσα
άσπρα πουκαμισάκια και απάνω στο καθένα έραψε και από κάτι μαγικό. Είχε
μάθει, βλέπετε, από τη μητέρα της να κάνει μαγικά.

Και μια μέρα που ο βασιλιάς πήγε με τους φίλους του για κυνήγι, πήρε τα
πουκαμισάκια και πήγε στο δάσος. Το κουβάρι τη βοήθησε να βρει το δρόμο
για τον πύργο. Τα παιδιά είδαν από μακριά πως κάποιος ερχόταν, νόμισαν
πως ήταν ο αγαπημένος τους πατέρας και έτρεξαν πηδώντας από χαρά να
τον προϋπαντήσουν. Και τότε η κακή βασίλισσα έριξε πάνω στο καθένα από
ένα πουκαμισάκι. Μόλις τα πουκάμισα άγγιξαν το σώμα των παιδιών, αυτά
μεταμορφώθηκαν, έγιναν κάτασπροι κύκνοι και πέταξαν μακρυά μέσα στο
δάσος.

Η βασίλισσα κατευχαριστημένη γύρισε στο παλάτι. Πίστευε πως έχει πια


απαλλαχθεί από τα ξένα παιδιά. Μα δεν ήξερε πως η μικρή κόρη του βασιλιά
είχε μείνει στον πύργο κι είχε γλιτώσει από τα μάγια της.

Την άλλη μέρα, όταν ο βασιλιάς πήγε όπως πάντα να δει τα παιδιά του, δε
βρήκε παρά την κόρη του.

- Πού είναι τα αδέρφια σου; τη ρώτησε.

- Α, αγαπημένε μου πατέρα, απάντησε εκείνη, έφυγαν και με άφησαν


ολομόναχη.

Και του διηγήθηκε πως από το παράθυρο του δωματίου της είχε δει τα
αδέρφια της που μεταμορφώθηκαν σε κύκνους και χάθηκαν μέσα στο δάσος.

8
Και του έδωσε τα φτερά που έπεσαν μπροστά στο παράθυρό της την ώρα
που πέταξαν τα αδέλφια της. Αυτή τα είχε μαζέψει για να του τα δείξει.

Ο βασιλιάς λυπήθηκε πάρα πολύ μα δεν του πέρασε η ιδέα πως ήταν η
βασίλισσα που είχε κάνει την κακή αυτή πράξη. Και επειδή φοβήθηκε πως
μπορούσαν να του κλέψουν και την κόρη του θέλησε να την πάρει μαζί του.

Μα το κοριτσάκι φοβόταν τη μητριά του και παρακάλεσε τον πατέρα της να


την αφήσει ακόμη μια νύχτα στον πύργο.

Όταν έμεινε μόνη σκέφτηκε: «Δεν πρέπει να μείνω περισσότερο εδώ. Πρέπει
να πάω να βρω τα αδέρφια μου».

Και όταν νύχτωσε έφυγε από τον πύργο και έτρεξε στο δάσος.

Όλη τη νύχτα και όλη την άλλη μέρα περπατούσε μέσα στο δάσος
Κουρασμένη πια κάθισε να ξεκουραστεί. Κοιτώντας γύρω της, είδε ότι σε ένα
ξέφωτο υπήρχε ένα καλυβάκι.

Σηκώθηκε και πήγε ως εκεί. Μπήκε μέσα και βρήκε ένα δωμάτιο με έξι
κρεβατάκια. Χώθηκε από κάτω και ξάπλωσε πάνω στα σκληρά σανίδια. Όταν
πλησίαζε να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα ελαφρό θρόισμα κι αμέσως είδε έξι
ολόλευκους κύκνους να μπαίνουν στο δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο.
Κάθισαν ήσυχα στο πάτωμα και άρχισαν να φυσούν ο ένας τον άλλο. Σιγά-
σιγά έπεσαν όλα τα φτερά τους. Ύστερα έβγαλαν το δέρμα τους σα να
έβγαζαν το πουκάμισό τους.

Η μικρή κόρη παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα τα μάτια της την παράξενη


εκείνη στιγμή και ξαφνικά αναγνώρισε τους έξι αδερφούς της. Γεμάτη χαρά
σύρθηκε έξω και έπεσε στην αγκαλιά τους.

Παρ’ όλη την χαρά τους όμως, τ΄ αδέρφια της είχαν ζωγραφισμένη την
ανησυχία στο πρόσωπό τους και της είπαν:

- Φύγε γρήγορα, αδερφούλα μας, φύγε. Δεν πρέπει να μείνεις. Εδώ έρχονται
και κρύβονται ληστές και άμα σε βρουν θα σε σκοτώσουν.

- Και δεν μπορείτε εσείς να με υπερασπιστείτε; ρώτησε η μικρή αδερφή τους.

- Όχι, της απάντησαν, γιατί μόνο κάθε βράδυ, για ένα τέταρτο της ώρας
μπορούμε να λυθούμε από τα μάγια και να ξαναγίνουμε ανθρώπινα
πλάσματα. Μόλις όμως περάσει το τέταρτο ξαναγινόμαστε κύκνοι.

9
Η αδερφή τους όταν άκουσε αυτά τα λόγια άρχισε αν κλαίει.

- Τίποτα λοιπόν, είπε, δεν μπορεί να γίνει για να ελευθερωθείτε;

- Ω, απάντησαν, υπάρχει κάτι αλλά είναι πολύ δύσκολο και εσύ είσαι μικρή κι
αδύναμη. Θα έπρεπε έξι ολόκληρα χρόνια να είσαι αμίλητη, να μην πεις ούτε
μια λέξη ούτε και να γελάσεις. Θα έπρεπε ακόμη να καταφέρεις να ετοιμάσεις,
μέσα στα έξι αυτά χρόνια, έξι πουκαμισάκια με τα λουλούδια εκείνα που τα
λένε αστράκια. Αν όμως βγει από το στόμα σου έστω και μια μόνο λέξη, όλα
θα πήγαιναν χαμένα.

Ίσα-ίσα τη στιγμή που τελείωσαν τα λόγια τους, πέρασε και το τελευταίο


δευτερόλεπτο από το τέταρτο της ώρας. Αμέσως τα έξι αδέρφια της ξανάγιναν
κύκνοι και πέταξαν έξω από το παράθυρο.

Η καλή αδερφούλα είχε πάρει πια την απόφασή της. Θα ελευθέρωνε τα


αδέρφια της ακόμα κι αν το πλήρωνε με την ίδια τη ζωή της.

Έφυγε λοιπόν από την καλύβα και προχώρησε στην καρδιά του δάσους.
Σκαρφάλωσε πάνω σε ένα δέντρο και πέρασε τη νύχτα εκεί. Το άλλο πρωί
μάζεψε αστράκια και άρχισε τη δουλειά της. Όσο για να μιλήσει, ήταν τόση η
ερημιά, που τέτοιος φόβος δεν υπήρχε. Και έπειτα, ήταν τόσο λυπημένη που
δεν ένιωθε την παραμικρή επιθυμία να γελάσει. Καθόταν λοιπόν στο δέντρο
πάνω και δεν κοίταζε παρά τη δουλειά της.

Πέρασε καιρός πολύς. Κάποτε έτυχε να βγει να κυνηγήσει στο δάσος εκείνο ο
βασιλιάς του τόπου. Μερικοί από τους κυνηγούς που τον συνόδευαν έφτασαν
κοντά στο δέντρο που καθόταν η κόρη και την είδαν.

- Ποια είσαι; της φώναξαν από κάτω.

Εκείνη δεν έδωσε καμιά απάντηση. Δεν έβγαλε λέξη από το στόμα της όπως
είχε υποσχεθεί.

- Έλα κάτω, της είπαν. Μη φοβάσαι, δε θα σου κάνουμε κακό.

Η κόρη δεν έβγαλε πάλι λέξη. Κούνησε μόνο το κεφάλι της. Κι επειδή οι
κυνηγοί τη βασάνιζαν με ένα σωρό ερωτήσεις, τους έδειξε το χρυσό
περιδέραιό της ελπίζοντας πως θα ικανοποιηθούν και θα την αφήσουν ήσυχη.
Αυτοί όμως δεν είχαν σκοπό να φύγουν. Αναγκάστηκε λοιπόν να τους ρίξει
την κεντητή ζώνη της, το πολύτιμο δαχτυλίδι της και ό,τι άλλο φορούσε πάνω
της. Στο τέλος έμεινε μόνο με το πουκάμισό της. Τίποτα από αυτά όμως δεν

10
έφερε αποτέλεσμα. Ήταν αδύνατο να τους κρατήσει περισσότερο. Οι κυνηγοί
σκαρφάλωσαν στο δέντρο, την έπιασαν και την πήγαν στο βασιλιά τους.

Ο βασιλιάς την κοίταξε καλά και τη ρώτησε:

- Ποια είσαι; Τι έκανες πάνω στο δέντρο;

Μα εκείνη δεν έβγαλε λέξη από το στόμα της.

Έπειτα, της μίλησε σε όλες τις γλώσσες που ήξερε. Η κόρη έμενε βουβή.
Ήταν όμως τόσο όμορφη που ο βασιλιάς τη συμπάθησε πολύ. Την τύλιξε με
το βασιλικό μανδύα του, την έβαλε πάνω στο άλογο του και την έφερε στο
παλάτι. Παράγγειλε αμέσως να της δώσουν να φορέσει τα πιο πλούσια
φορέματα. Όταν ντύθηκε η κόρη έλαμψε η ομορφιά της. Έλαμπε σαν διαμάντι
και τα μάτια της ακτινοβολούσαν, μα δεν έλεγε ούτε μια λέξη!

Ο βασιλιάς απτόητος την έβαλε να καθίσει στο πλευρό του την ώρα του
φαγητού. Μεγάλη εντύπωση του έκανε η μετριοφροσύνη της και η λεπτή της
συμπεριφορά.

- Αυτή την κόρη, είπε, διαλέγω για γυναίκα μου. Δε θα πάρω καμιά άλλη στον
κόσμο.

Έτσι, ύστερα από λίγες μέρες παντρεύτηκαν και όλοι χάρηκαν στο βασίλειο.
Μόνο η μητέρα του βασιλιά δυσαρεστήθηκε με το γάμο του γιου της και δε
μιλούσε καλά για τη νεαρή βασίλισσα.

- Ποιος ξέρει από πού μας ήρθε, έλεγε. Αυτή δεν ξέρει ούτε μια λέξη να βγάλει
από το στόμα της. Δεν ήταν αυτή άξια να γίνει γυναίκα του γιού μου!

Έπειτα από ένα χρόνο, η νέα βασίλισσα έφερε στον κόσμο το πρώτο παιδάκι
της. Ήταν πολύ χαριτωμένο και ο βασιλιάς ξετρελάθηκε από τη χαρά του. Μα
το άτυχο παιδάκι αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε. Η μητέρα του βασιλιά
κατηγόρησε τη νύφη της πως δεν περιποιήθηκε το παιδί της και γι’ αυτό
πέθανε. Ο καλόκαρδος βασιλιάς όμως δεν το πίστεψε. Θεωρούσε αθώα τη
γυναίκα του. Και η βασίλισσα εξακολουθούσε να ράβει τα πουκαμισάκια χωρίς
να νοιάζεται για τις κατηγορίες της πεθεράς της.

Δυστυχώς και το δεύτερο παιδί που γέννησε η νεαρή βασίλισσα πέθανε


ξαφνικά κι αυτό. Ήταν ένα όμορφο αγοράκι και ο βασιλιάς λυπήθηκε πολύ.
Πάλι η μητέρα του κατηγόρησε τη νύφη της.

11
- Είναι πού τρυφερή και πολύ καλή, είπε ο βασιλιάς και ανίκανη να κάνει κακό.
Αν η καημένη δεν ήταν βουβή και μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, η
αθωότητά της θα έλαμπε όπως το φως του ήλιου.

Όταν όμως πέθανε ξαφνικά και το τρίτο αγοράκι που γέννησε, τότε ο βασιλιάς
πίστεψε τη μητέρα του και παράδωσε την άτυχη γυναίκα στους δικαστές να τη
δικάσουν. Εκείνοι την καταδίκασαν να καεί ζωντανή!

Η μέρα που ορίστηκε για να εκτελεστεί η απόφαση ήταν η τελευταία μέρα στα
έξι χρόνια που ήταν υποχρεωμένη η κόρη να μη γελάσει και να μη μιλήσει για
να ελευθερώσει τα έξι αδέρφια της από τα μάγια της κακής μητριάς τους.

Τα έξι μικρά πουκάμισα ήταν έτοιμα όλα, εκτός από ένα που του έλειπε το
αριστερό μανίκι. Και όταν την ανέβασαν στο σωρό με τα ξύλα για να την
κάψουν, η νεαρή βασίλισσα κρατούσε στα χέρια της τα πουκάμισα.

Μόλις την ανέβασαν πάνω και ετοιμάστηκαν να ανάψουν τη φωτιά, η άτυχη


γυναίκα έβγαλε μια δυνατή φωνή. Την ίδια στιγμή, είδε έξι κύκνους να πετούν
προς το μέρος της. Κατάλαβε πως ήρθε η ώρα και η καρδιά της χτύπησε
δυνατά από την ευτυχία.

Οι κύκνοι με γρήγορα φτερουγίσματα την πλησίασαν και την περικύκλωσαν.


Και η κόρη έριξε τα πουκάμισα πάνω τους. Τότε έπεσαν τα φτερά από πάνω
τους και παρουσιάστηκαν οι έξι αδερφοί της βασίλισσας, όλοι γεροί και
δυνατοί. Μα επειδή το ένα από τα έξι πουκάμισα είχε μείνει χωρίς μανίκι, ο
μικρότερος από τα αδέρφια της αντί για το αριστερό του χέρι είχε φτερούγα
κύκνου!

Τα αγαπημένα αδέρφια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν χαρούμενα και η


βασίλισσα έτρεξε στο βασιλιά που στεκόταν και τους παρακολουθούσε
κατάπληκτος. Για πρώτη φορά από τότε που γνωρίστηκαν, του μίλησε:

- Αγαπημένε μου βασιλιά, του είπε, τώρα που μπορώ να μιλήσω σου λέω
πως είμαι αθώα. Άδικα με κατηγόρησε η μητέρα σου. Τα παιδιά ήταν γραφτό
να πεθάνουν. Έπρεπε πρώτα να ελευθερωθούν τα αδέρφια μου. Σε
παρακαλώ να συγχωρήσεις και συ τη μητέρα σου και να ζήσουμε όλοι
ευτυχισμένοι.

Του διηγήθηκε τότε όλη την ιστορία της και αυτός κατάλαβε τα βάσανά που
είχε περάσει για να απελευθερώσει τα αδέλφια της από τα μάγια.

Από τότε ο βασιλιάς και η βασίλισσα έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.

12
13

You might also like