You are on page 1of 9

CH RI STI AN METZ

Π ΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟ ΓΙΑ, Η ΕΙΚΟ ΝΑ

"Οταν ή ση ειολογική αναζήτηση άναφέρεται στήν ε ι κ ό ν α ,


είναι υποχρεω ένη πρώτα νά τονίσει τίς πιό φανερές διαφορές ανά εσα
σ’ αύτή τήν εικόνα καί στα άλλου είδους ση αίνοντα αντικεί ενα, καί
"ιδιαίτερα στή φράση: τήν «αναλογική» υπόστασή της — τήν «είκονι-
κότητά» της — δηλαδή τή συνολική οπτική ο οιότητα έ τό άναπαραρ:-
στό ενο αντικεί ενο. Ή εικόνα ένός τραίνου οιάζει ε ενα τραίνο, ένώ
τά φωνητικά τ ή ατα (φωνέ ) (τρε) νο ή τό κο άτι τής γραφής
«τραίνο» δέν τοΰ ' οιάζει. Είναι αλήθεια πώς ξέρου ε δτι υπάρχουν ε
ρικές εικόνες πού ·δέν είναι παραστατικές. Π .χ. τά διαγρά ατα (πού ό
Charles Peirce ονό αζε παρ’ δλα αυτά «λογικές εικόνες») Ξέρου ε επί
σης ·δτι ή φωνητική γραφή δέν είναι δ όνος τρόπος γραφής πού υπάρ
χει. Παρ’ δλα αυτά είναι πολύ δύσκολο νά ή συνδέσου ε, Ιστω καί πρω
ταρχικά, τό πρόβλη α της εικόνας έ εκείνο τής αναλογίας. Ά κό α πε
ρισσότερο έπεί'δή τό «αυθαίρετο» τοΰ Saussure δίνει τήν εντύπωση σέ
ερικούς, ιά έσωτερική εντύπωση πού δέν πορεί νά έκφρασθή, άλλά
πού είναι πολύ έντονη, δτι τό «αύθαίρετο» είναι τό αντίθετο τοΰ «ανα
λογικού». ’Έτσι ο ιος ξεχνά ε δτι ή εικόνα πορεί νά είναι αναλογική
γενικά, περικλύοντας ταυτόχρονα αύθαίρετες σχέσεις. Κι δ ως είναι αλή
θεια δτι οί περισσότερες άπό τίς εικόνες, βλέποντάς τες στή γενική τους
ορφή, «ο οιάζουν» ’ αύτό πού άναπαριστοϋν καί ή περίπτωση τών « ή
παραστατικών» οπτικών τεχνών δέν αποτελεί διάψευση τοΰ προηγού ε
νου δπως ερικοί τό θέλουν: γιατί ό άφηρη ένος πίνακας ή τό πλάνο
τοΰ κ α θ α ρ ο ΰ κ ι ν η α τ ο γρ άφου, δπως οί άλλες εικό
νες, οιάζει έ κάποιο πράγ α «Silhouette, περίγρα α, γεω ετρική
φόρ α κλπ» καί αύτό τό «κάποιο πράγ α", καί δχι τό φαινό ενο της ό-
οιότητας, είναι πού διακρίνει τή ή παραστατική εικόνα έ τήν εικόνα
δπου τό άναπαριστό ενο παρουσιάζεται σάν αντικεί ενο, πού πορεί νά
χρησι οποιηθή.
89

’Έτσι είναι φυσικό ή ση ειολογική ερευνά ν α α ρ χ ί σ ε ι άπό


ιά ερευνά πού νά άφορά τήν ίδια τήν έννοια τής άναλογίας. Ά λλ ά δέν
πρέπει νά είνει έκεΐ. Έπί πλέον ή άναλογία εχει γίνει στό παρελθόν
άντικεί ενο ερευνάς κυρίως άπό τούς Α ερικανούς ση ειολόγους, άπό
τόν Charles W illiam Morris καί ετά καί στή Γαλλία στά πρώτα τεύ
χη τοΰ περιοδικού C om m unications. Αύτό πού επιδιώκει τό ση ερινό
τεύχος τών C om m unications, πού παρουσιάζου ε, είναι νά προχωρή
σει αύτή τήν ερευνά πέρα άπό τήν άναλογία: θέ α πού είναι ά εσο στή
δουλειά τοΰ U m berto Eco καί ε εσο σ’ ολους τούς άλλους.
Υπάρχει στήν πραγ ατικότητα ιά θέση. πού πορού ε νά τήν
δνο άσου ε σ τ α ά τ η α σ τ ή ν ε ί κ ο ν ι κ ό τ η τ α. Αύτή
ή θέση ήταν έντονη σέ κάποια στιγ ή τής ση ειολογίας τής εικόνας,
στήν άρχή της. Ξέρου ε δτι ό Charles Peirce-— περισσότερο άπό κά
θε άλλο — στό δικό ας το έα ήταν πρωτοπόρος. Είχε κάνει τήν ο οι
ότητα (likenes) στοιχείο διαφοροποίησης τών εικονικών ση είων. Α π '
αύτό τό χαρακτηριστικό διέκρινε τά εικονικά ση εία άπό τίς δύο άλλες
κατηγορίες ση είων τούς δείκτες καί τά σύ βολα. Κάτω απ’ τό φώς τής
νεώτερης ερευνάς αύτή ή άντίληψη χρειάζεται ξανακοίταγ α καί διόρ
θωση.
Μετά τόν Peirce — καί συχνά πιό άπλοϊκά καί πιό έπιπόλαια άπ"
αυτόν — πολλοί άλλοι προσπάθησαν νά τονίσουν τήν είκονικότητα τής
εικόνας. Γύρω άπό άς, δχι ακρυά άπό άς, διαγράφεται ιά ολόκλη
ρη σειρά άπό σκέψεις, παρατηρήσεις, έντυπώσεις, πού όδηγοΰν σ’ ενα
έντονο διαχωρισ ό άνά εσα στόν «κώδικα επικοινωνίας τών εικόνων» καί
στόν «κώδικα επικοινωνίας τών λέξεων». Μιά προσπάθεια νά τούς ξε
χωρίσουν τόσο έντονα, πού νά άποκλείει τίς ένδιά εσες ορφές και τίς
αλληλοεπιδράσεις. Αύτός ό διαχωρισ ός, λίγο πολύ υθολογικός, οδη
γεί στόν κίνδυνο ενός είδους ά ν τ α γ ω ν ι σ ο ΰ : προτείνει ρόλους
καί δλα οιάζουν σάν νά εί αστε στή έση ενός ψυχοδρά ατος δπου ή
εικόνα άποτελεΐ ενα δργανο πολε ικής ενάντια στή λέξη. ’Έτσι βλέπου
ε σέ ερικά ύπερβολικά άρθρα, πάνω στό κινη ατογράφο, νά αποδίδουν
οί συγγραφείς στό άντικεί ενο τους ιά δύνα η καί ιά άποτελεσ ατι-
κότητα πού είναι τόσο πιό εγάλη,, δσο πιό πολύ νο ίζου ε δτι άπέχει
δ κινη ατογράφος άπό τό λεκτικό «κώδικα επικοινωνίας». ’Έτσι βλέπου
ε ερικές προσπάθειες τής όπτικοακουστικής παιδαγωγικής — πού ευ
τυχώς δέν είναι κανόνας — θέλουν νά άπο ακρύνουν τή λέξη άκό η κι
άπό τό χώρο πού ή παιδαγωγική της βοήθεια είναι ή πιό απαραίτητη
καί ή πιό άπλή. Βλέπου ε,, άκό α, σχεδόν παντοΰ, δη ιουργούς νά προ
τείνουν έ σοβαρότητα στό κοινό τους ενα άπ’ αυτά τά «σχή ατα», πού
πολλές φορές δέν είναι τίποτα άλλο παρά δύο τελείες ενω ένες έ ιά
γρα ή, γιά νά εξηγήσουν κάτι πού τίς περισσότερες φορές θά άρκοΰ-
σε ιά σύντο η φράση νά τό κάνει πέρα γιά πέρα κατανοητό.
90

Στήν πραγ ατικότητα δέν εχει κα ιά έννοια νά εί αστε έ τό


έρος τής γλώσσας ή έναντίον της. Ή προσπάθεια ας στηρίζεται στό
δτι ή ση ειολογία τής εικόνας δη ιουργεΐται π α ρ ά λ λ η λ α ·ι’
αύτή των γλωσσολογικών αντικει ένων (καί συχνά ταυτόχρονα ’ αυ
τή, γιατί πολλά απ’ τά ηνύ ατα είναι ικτά: καί δέν ιλά ε όνο γιά
εικόνες πού τό περιεχό ενό τους περιλα βάνει καί γρα ένες λέξεις,
αλλά επίσης καί γιά τίς γλωσσολογικές 'δο ές, πού συντελούν στήν ίδια
τή δη ιουργία τής εικόνας, δπως καί γιά τίς οπτικές φιγούρες, πού αν
τίστροφα βοηθούν στή δη ιουργία τής δο ής των γλωσσών) . έν πρόκει
ται ε είς εδώ νά παρα ερίσου ε τήν έννοια τής αναλογίας, άλλά νά τήν
κάνου ε πιό σχετική. ’Ανά εσα στό παραστατικό καί στό κωδικοποιη-
ένο ή διαφορά είναι πιό σύνθετη απ’ δτι νο ίζου ε συνήθως1. Τό πα
ραστατικό άνά εσα στ’ άλλα είναι ένα έσον ε τ α φ ο ρ ά ς τών
κωδίκων. Τό νά πού ε δτι ιά εικόνα οιάζει έ τό πραγ ατικό
αντικεί ενο ση αίνει δτι, χάρις σ’ αύτή ττ>ν ίδια τήν ο οιότητα, στήν
ανάγνωση τής εικόνας εταχειριζό αστε τούς ίδιους κώδικες πού εσο
λαβούν γιά τήν άναγνώριση τού αντικει ένου. Κάτω άπ’ τήν είκονικό-
τητα, έσα στήν είκονοικότητα, τό παραστατικό ήνυ α δέχεται τούς
πιό διαφορετικούς κώδικες. Έπί πλέον ή ϊδια ή παραστατικότητα είναι
κω'δικοποιη ένη γιατί υποχρεώνει σέ ιά κρίση τής ο οιότητας: ανά
λογα έ τό χρόνο καί άνάλογα έ τούς χώρους δέν είναι ίδιες, άκρι
βώς, εΙκόνες πού οί άνθρωποι κρίνουν δτι οιάζουν έ τά ίδια αντικεί
ενα. Πολλές εργασίες, κυρίως τοΰ Pierre Francastel, τδχουν δείξει
πολύ καλά αυτό.
Ή «εικόνα» δέν αποτελεί ένα το έα αυτόνο ο καί κλειστό, ενα κό
σ ο χωρίς έπικοινωνία έ το περιβάλλον του. Ο'ί εικόνες — δπως οί λέ­
ξει , δπως δλα — δέν πορούν νά άποφύγουν τό παιχνίδι τής έννοιας,
τίς χιλιάδες κινήσεις πού καθορίζουν τή ση ασία έσα στίς κοινωνίες.
Ά π ό τή στιγ ή πού υπεισέρχεται ή παιδεία — καί βρίσκεται ήδη έσα
στό υαλό τοΰ δη ιουργού τής εΕκόνος — τό εικονικό κεί ενο — αυ
τό δπως κι δλα τ’ άλλα κεί ενα είναι άνοικτό στήν εντύπωση τής φόρ
ας καί τοΰ λόγου. Ή ση ειολογία τής εικόνας δέν θά φιαχτή εξω άπό
ιά γενική ση ειολογία. Γιατί γιά γενική ση ειολογία πρόκειται καί
δχι γιά γλωσσολογία. Σέ ερικές περδε ένες συζητήσεις γύρω άπό τήν
εικόνα,,,, αύτές πού είναι λίγο πολύ θεωρητικές προκαλοΰν τήν άντίδρα-
ση δτι εταφέρουν «γλωσσολογικούς δρους» σ’ ενα χώρο πέρα γιά πέρα
ξένο πού δέν έχουν κα ιά δουλειά. Α κό α, κι δταν προέρχονται ά/το
καλή θέληση αύτές οί άντιρήσεις δέν παύουν νά είναι συγκεχυ ένες καί
γενικές. έν πρέπει νά περδεύου ε τούς δρους - εργαλεία τής γλωσσο
λογίας ’ αυτούς τούς γενικώτερους τής ση ειολογίας. Υ πάρχει βέβαια
ιά σχέση εταξύ τους. Είναι άλήθεια επίσης δτι κα ιά φορά τά ση-
ειολογικά κεί ενα φτάνουν σέ υπερβολές. έν θά επρεπε δ ως κάτι»
άπό τό ενα ή τό άλλο πρόσχη α νά άς διαφεύγει ή έντονη διαφορά πού
91

υπάρχει άνά εσα στου δρου δπως φώνη α, λέξη, διπλή άρθρωση κλπ.
(Spot καθαρά γλο>σσολογικοί άπό τόν ορισ ό τους ήδη) καί στους δρους
δπως σύνταγ α, παράδειγ α, επίπεδο έκφρασης, επίπεδο περιεχό ενου,
ση αίνουσα ονάδα, διαφοροποιός ονάδα κλπ. δροι πού δικαιω ατικά
άνήκουν σέ ιά γενικώτερη ση ειολογία: είτε γιατί άπό τήν αρχή δη-
ιουργήθηκε ιά τέτοια προοπτική (ση είο στον Saussure καί στόν
Peirce, περιεχό ενο / έκφραση στόν Hjelmslev κλπ.) είτε γιατί ενώ ατ' φ
αρχή ήταν δροι πού άφοροΰσαν τή γλώσσα, αργότερα αποκτώντας π λα
τύτερη έννοια, φτάνουν νά αφορούν καί άλλα ση αίνοντα αντικεί ενα.
Καί τούτο συ βαίνει στήν εικόνα κυρία);, άλλά δχι όνο σ’ αυτή γιατί
δέν πρέπει νά ξεχνά- ε δλα τά υπόλοιπα, δλα αυτά πού δέν είναι ούτε
γλωσσολογικά ουτε εικονικά π.χ.: ορισ ένες ορφές γραφή; ή οι κοινέ;
δο ές τής αφήγησης. ’Έτσι, άλλο πράγ α είναι ή αναζήτηση στήν ει
κόνα τοΟ παραδείγ ατος καί τελείως διαφορετικό νά ψάχνει κανείς έ
κάθε τρόπο νά βρεί φωνή ατα. έν αρκεί ενα; όρος νά έχει φτιαχτεί
άπό γλωσσολόγους γιά νά αφορά αποκλειστικά γλωσσολογικά αντικεί
ενα. ’Ά ν θέλου ε νά ετρήσου ε το χώρο έσα στόν οποίο ενα; όρο;
είναι χρήσι ος,, δέν παίρνου ε σάν έτρο τήν ταυτότητα καί τό επάγ
γελ α τοΰ «πατέρα» του, άλλά τόν ορισ ό του, τήν εννοιά του, τό περι
βάλλον του. "Ενας δρος, δπως φ ω ν η τ ι κ ό διαφοροποιό
χαρακτηριστικό, δέν πορεί νά εταφερθή στό χώρο τής ει
κόνας καί αύτό δχι γιατί δη ιουργήθηοιε άπό γλωσσολόγους, άλλά γιατί
ή εικόνα δέν είναι φωνητική. Αντίθετα, άν τό παράδειγ α καί τό σύν
ταγ α, παρ’ δλο πού πρ ωτοχρη σι οπο ιήθη καν στό γλωσσολογικό χώρο
ποροΰν νά χρησι οποιηθούν στήν ερευνά πάνω στήν εικόνα είναι για
τί άπό τόν ορισ ό πού δίνουν σ’ αυτές τίς Ιννοιε; οί ίδιοι οι γλωσσολό
γοι δέν βρίσκου ε κανένα χαρακτηριστικό πού νά είναι άπόλυτα, ανα
φαίρετα δε ένο ’ αύτό πού κάνει νά ξεχω'ρίζουν οί γλώσσες άπό τ’ άλ
λα 'έννοιολογικά συστή ατα. Τό δτι διάφορα τ ή ατα ενός όποιουδήπο-
τε ηνύ ατος ποροΰν νά διατηρούν σχέσεις in praesentia (συνταγ α
τικές σχέσεις) καί δτι τά τ ή ατα αυτά ποροΰν έξ άλλου νά έχουν σχέ
σεις in absentia έ άλλα τ ή ατα πού πορούσε νά ήταν στήν θέση
τους (πραγ ατικές σχέσεις) , είναι αλήθεια γεγονός πού ελετήθηκε
καλλίτερα στή γλώσσα. Ά λλά αύτό δέν ση αίνει δτι δέν πορεί να ύπά'ρ-
ξει οπουδήποτε άλλου.
Συ περασ ατικά, δέν ση αίνει δτι προσκολλά ε τή ελέτη τής ει
κόνας στή γλωσσολογία δταν άρνού εθα νά τήν απο ονώσου ε κρατών
τας τη δε ένη έ ιά ακαθόριστη εικονικότητα, δταν άρνού εθα νά τήν
άποκόψου ε άπό τούς χίλιους δυο δεσ ούς πού τήν ενώνουν έ τή γενι
κή ση ειολογία καί έ τήν κουλτούρα.
έν είναι άσχη ο νά τά ύπενθυ ίζει κανείς δλα αυτά σέ ιά επο
χή πού δη ιουργείται ένας φανατισ ός τοΰ «όπτικοΰ» (ή τοΰ «όπτικο-
ακουστικοΰ») , πού'πολλές φορές φτάνει σέ παραλογία. Τό δτι ένα ή-
92

ν υ α είναι οπτικό δέ ση αίνει δτι δλοι αΐ κώδικές του είναι οπτικοί


καί δτι 'δέν πορούν νά υπάρχουν πουθενά άλλοΰ. Έ πί πλέον ενας κώ
δικας (ακό α καί οπτικός) δέν είναι ποτέ ο ρ α τ ό ς γιατί δέν ε ί
ναι τίποτα άλλο άπό ενα δίκτυο λογικών σχέσεων. Οί οπτικοί «κώδι
κες έπικοινωνίας» διατηρούν έ τούς άλλους πολυάριθ ους καί σύνθετους
συστη ατικούς δεσ ούς καί δέν κερδίζουν τίποτα έ τό νά άντιπαραθέ-
τουν τό «λεκτικό» καί τό «οπτικό» σά δυο εγάλα σύνολα πού τό καθέ
να Θάναι ο ογενές, συ παγές χωρίς κανένα ση είο επαφής έ τό άλλο.
Τό οπτικό — καί ’ αύτό εννοού ε τό σύνολο τών αποκλειστικά οπτι
κών σ υ σ τ η ά τ ω ν — δέν βασιλεύει σάν αδιαφιλονίκητος κύριος
στό υποτιθέ ενο βασίλειό του, δηλαδή σέ δλα τά υ λ ι κ ά οπτικά η
νύ ατα. Αντίθετα παίζει πολύ εγάλο ρόλο έσα στά ή οπτικά ηνύ
ατα στή ση αντική οργάνωση τών γλωσσών, σέ ερικούς λεξικογρα-
φικούς το είς... Πλησιάζα ε έδώ τό πρόβλη α τών σχέσεων άνά εσα
στήν οπτική αντίληψη καί στον «κώδικα επικοινωνίας»: πρόβλη α πα-
ληό καί βασικό έπάνω στό όποίο πολλά έχουν γραφτή. Τελευταία, καί
σέ ιά ση ειολογική προοπτική ο A. J. Greimas ξανάφερε τό θέ α στήν
έπικαιρότητα. έ πολύ ενδιαφέρον2.
Καί δέν είναι όνο ά π ό I ξ ω τό οπτικό ήνυ α πέρα γιά πέ
ρα διαβρω ένο άπό τή γλώσσα (ή λεζάντα πού συνοδεύει τή φωτογρα
φία τοΰ τίτλου,, οί διάλογοι στον κινη ατογράφο, τά σχόλια στήν τηλε
όραση· κλπ.) , άλλά επίση καί άπό τό εσωτερικό, γιατί ακό α καί άπό
τήν ίδια τήν είκονικότητά του τό οπτικό ήνυ α δέν γίνεται καταληπτό
παρά όνο· γιατί οί δο ές του είναι έν έρει ή οπτικές.
Έπί πλέον δέν θά πορούσα ε νά πού ε τίποτα πάνω στό οπτικό
άν δέν υπήρχε ή γλώσσα. Στήν πραγ ατικότητα, ό δρος «οπτικό» έ τήν
όλοκληρωτική καί τήν ονολιθική έννοια πού τοΰ δίνουν ερικές σύγχρο
νες συζητήσεις είναι ενα φάντασ α ή ιά ιδεολογία καί ή ε ι κ ό ν α
( ’ αυτή τήν έννοια τουλάχιστον) είναι κάτι πού δέν υπάρχει.
• Μ' α υ τ ή τήν έννοια τ ουλά χ ι σ τ ον: άς (επι-
είνου ε περισσότερο σ’ αύτή τήν επιφύλαξη. Γιατί δέν αφιερώνουν ενα
τεΰχος ένός περιοδικού στήν εικόνα άν πιστεύου ε δτι ή εικόνα στό βά
θος δέν εχει τίποτα αποκλειστικά δικό ΐης. Είναι κι αύτό ιά θέση
άλλά δχι ή δίκιά ας. Τό νά άρνιέσαι νά δη ιουργήσεις ενα χώρο κλει
στό σέ συνεχή πόλε ο έ ενα άντίθετό του είναι γεγονός. Τό νά παρα
βλέπεις τό γεγονός δτι υπάρχουν ηνύ ατα έ ορφή εικόνας καί η
νύ ατα πού δέν έχουν αύτή τή ορφή είναι άλλο θέ α.
Ά π λ ά καί όνο ε είς έδώ άποφεύγου ε νά άντιπαραθέσου ε τήν ει
κόνα καί τή λέξη απλοϊκά. Ή εργασία πού πρέπει νά γίνει σή ερα εί
ναι νά τοποθετήσου ε τήν εικόνα άνά εσα σ’ άλλους διαφορετικούς λ 6-
γ ο υ ς. Αύτό ση αίνει «νά ελετήσου ε τήν εικόνα»: κι είναι αλήθεια
δτι πρέπει νά τή ελετήσου ε.
93

Σ’ δλα αύτά, τό πραγ ατικό πρόβλη α είναι τό πρόβλη α τοΰ «το


έα ερευνάς». Ποιός δ ως άς βεβαιώνει δτι ή ση ειολογική εργασία
πρέπει νά ξεχωριστεί σέ ιά σειρά άπό «το είς», ό ένας δίπλα στόν
άλλο καί δτι εταξύ τους θά διατηρούν αύτή τή σχέση πού στή Λογική
ονο άζου ε έξωτερικότητα (έλλειψη δποιασδήποτε κοινής ζώνης ανά
εσα στά «λογικά προϊόντα) : το έας τής εικόνας, το έας τής φυσικής,
τής λογοτεχνίας; Μήπως βλέποντας τά πράγ ατα έτσι περνά ε στή ε
ταφυσική; Γιατί οί το είς έχουν ενα λόγο ύπαρξης: παρουσιάζουν εύ-
κολία Ιργασίας, είναι το είς βιβλιογραφίας, ένα απαραίτητο οίρασ α
τών στόχων, αναλογούν σέ ικανότητες' δέν πορού ε νά ασχοληθού ε έ
δλα αύτά ταυτόχρονα. Ά λλ ά , ξεκινώντας απ’ αύτό δέν ση αίνει δτι πρέ
πει νά δη ιουργού ε ξεχωρίσ ατα πιό βαθειά καί πιο ούσιαστικά: ελε
τώντας τα καλλίτερα ίσως δού ε δτι δέν είναι τόσο ση αντικά δσο άς
φαίνονται τώρα. Κάθε το έας ερευνάς αποτελεί ιά παραδοσιακή ονά
δα απλοϊκή πού άς εχει κληροδοτήσει ή κοινωνία, έσα στήν οποία
ζοΰ ε. Ό το έας έρευνας είναι ένας δρος προ - επιστη ονικός.
Μερικοί το είς αντιστοιχούν κατά κάποιο τρόπο σέ ε ί δ η , δη
λαδή σέ κοινωνικές πρακτικές λίγο ή πολύ σταθερές: τέτοια είναι ή δια
φή ιση πού πορεί ταυτόχρονα νά είναι γραπτή ή λεκτική, ακίνητη ει
κόνα ή κινού ενη* κλπ., πού δ ως σ’ δλες αύτες τίς ορφές έχει τήν ίδια
κοινωνική λειτου,ργία. Τέτοια είναι τό υθιστόρη α, ακρινός απόγονος
τοΰ έπους. ’Ά λλοι το είς οφείλουν τήν ύπαρξή τους σ’ αύτό πού ό L.
Hjelmslev ονο άζει υλη τής έκφρασης, π.χ. ζωγραφική εικόνα ονα
δική, άκίνητη φτιαγ ένη έ τό χέρι. Τό ίδιο καί ή φωτογραφία: εικό
να οναδική, άκίνητη, φτιαγ ένη ηχανικά. Καί τό φωτορο άντσο: ει
κόνες σταθερές, φτιαγ ένες ηχανικά. Καί τό δίδυ ο κινη ατογράφος -
τηλεόραση: πολλές εικόνες, κινού ενες, ηχανικά φτιαγ ένες, συνδιασ έ-
νες έ ηχητικά στοιχεία (λόγος, ήχος, ουσική) καί έ γρα ένες φρά
σεις...
'Ό ως γιά τή ση ειολογική ερευνά ό διαχωρισ ός, δ πιό σπου
δαίος, δέν είναι απόλυτα συνδεδε ένος έ τήν κοινωνική λειτουργία
( = είδη) ούτε έ τίς αίσθητικοτεχνικές ονάδες (ύλη τής έκφρασης
ή γιά νά εταχειριστού ε ιά όρολογία πού άς έρχεται άπ’ τήν κυβερ
νητική καί τήν κοινωνιολογία ταυτόχρονα: «φορεύς» ή «κανάλια») . CK
ονάδες πού ή ση ειολογία πρέπει νά ξεχω-ρίζει καί πρός τίς δποΐες πη
γαίνει, είναι οί διαφορετικές δο ές ή οί «φόρ ες» σύ φωνα έ τό Γιε -
σλεβικό λεξιλόγιο. Είναι ονάδες καθαρά λογικές πού έσα τους διάφο
ρες άλλες ονάδες αποκτούν ιά έννοια άπό τίς εταξύ τους σχέσεις. Κ&-
τές τίς ονάδες όνο ή ε ρ γ α σ ί α τής α ν ά λ υ σ η ς πο
ρεί νά δη ιουργήσει: δέν ύπάρχουν άφ’ έαυτές, δέν ύπάρχουν έσα στήν
κοινωνική συνείδηση δπως τό είδος — 'διαφή ιση ή δ φορέας— κινη α
τογράφος. Πολλές άπ’ αυτές, άν καί διαφορετικές, πορούν νά συνυ
πάρχουν έσα σέ ηνύ ατα πού προέρχονται άπό τό ίδιο κανάλι ή ά-
94

νήκουν στό ίδιο είδος: υπάρχουν πολλοί κώδικες πού είναι κοινοί σέ
πολλούς «κώδικες επικοινωνίας». Τ δ ν ά ε λ ε τ ή σ ε ι ς τήν
ε ι κ ό ν α δέν ση αίνει υποχρεωτικά νά αναζητήσεις τδ σύστη α
τής εικόνας, τδ οναδικό καί ολοκληρω ένο σύστη α, πού όνο του αύ
τό είναι Ικανό νά άς ερ ηνεύσει δλες τίς ση ασίες πού ύπάρχουν έσα
στίς εικόνες. "Ολα δέν είναι εικονικά έσα στήν εικόνα καί εικονικότη-
τα υπάρχει κι εξω άπ’ αύτή.
Ή ελέτη τοϋ Jaques Bertin άς φαίρνει τή αρτυρία τοϋ πώς ένα
ήνυ α πορεί νά είναι οπτικό χωρίς ή παραστατική αναλογία νά εχει
εγάλη θέση. Οί «γραφικές τέχνες» — γεωγραφικοί χάρτες, σχή ατα,
διαγρά αταΗ είναι δπτικές πέρα γιά πέρα, ένώ ταυτόχρονα είναι «αυ
θαίρετες»' Αύτό πού τίς καθορίζει δέν είναι ή όπτικότητά τους πού εί
ναι κοινό χαρακτηριστικό καί έ άλλα συστή ατα, άλλά ή Ιδιαίτερη δο
ή τους. Τό άρθρο τοϋ Luis M arey προβάλλει τό παιχνίδι τής φιγούρας
καί τού λόγου στή «ζωγραφική»: "Ενας πίνακας είναι ιά εικόνα ή καλ
λίτερα ή εικόνα «διασχίζεται» στό εσωτερικό της άπό χίλιους δυό συ
βολισ ούς πού άπ' τή ιά εριά άς οδηγούν πολύ ακριά της, άπ’ τήν
άλλη άς κάνουν νά εισχωρήσου ε στήν καρδιά της. Μέχρι σ’ ένα ση
είο ό πίνακας δέν είναι τίποτα άλλο παρά ή άνάγνωση πού πορεί νά
τοΰ γίνει: άφήγηση, περιγραφή, σκηνοθεσία. Ό J ea n -L u if L eheter
προχωρά πιό πέρα άκό α. Προτείνει ενα καινούριο ορισ ό τοΰ ίδιου τοϋ
δρου «εικόνα». Έ εικόνα δέν είναι εικόνα ένός άντικει ένου, άλλά ει
κόνα τής έργασίας τής παραγωγής τής εικόνας.
’Ίσως τό θέ α αύτό τού κεί ενού ας νά είναι πολλαπλό καί παρα
φορτω ένο. ’Έτσι άς προσπαθήσου ε τώρα σέ ία άνακεφαλαίωση νά
το αναλύσου ε σέ διάφορες ( π ρ ο τ ά σ ε ι ς . Μπορεί κανείς νά δέχε
ται ερικές άπ’ αύτές, νά άπορρίπτει άλλες’ άλλά δέν ζητά ε τήν άπο-
δοχή τους στο σύνολο, γ ι’ αύτό καί τίς ξεχωρίζου ε.
1η. Τό οπτικό ήνυ α πορεί νά ήν είναι άναλογικό τουλάχιστον
έ τήν τρέχουσα ση ασία τοϋ δρου. Συναντά ε έδώ άπ’ τή ιά εριά
τό πρόβλη α τών εικόνων, τών λεγο ένων « ή παραστατικών», κι άπ’
τήν άλλη τών λ ο γ ι κ ώ ν ε ι κ ό ν ω ν τοΰ Peirce ή πιό σωστά
τών εικόνων πού, άνά εσα στίς άλλες, είναι οπτικές.
2η. Ή οπτική άναλογία — κι αύτή τή φορά έ τήν τρέχουσα έν
νοια— δέχεται ποσοτικές, θά πορούσα ε νά ποΰ ε, αυξο ειώσεις. ’Εδώ
συναντά ε γιά παράδειγ α τά διάφορα «έπίπεδα είκονικότητας» ένός συγ
γραφέα σάν τόν A. A. Moles. Είναι τό πρόβλη α τής εγαλύτερης ή λί-
γότερης σχη ατοποίησης, τοϋ «στυλιζαρίσ ατος», σέ διάφορα έπίπεδά του.
3η. Έ οπτική άναλογία δέχεται π ο ι ο τ ι κ έ ς αύξο ειώσεις. Έ
«ο οιότητα» έκτι άται διαφορετικά ανάλογα έ τίς κουλτούρες. Μέσα
στήν ίδια κουλτούρα ύπάρχουν πολλοί ά ξ ο ν ε ς ο οιότητας: δύο αν
τικεί ενα οιάζουν πάντα κάτω άπό τή σχέση πού τά ενώνει. ΜΕτσι αύ'
τή ή ίδια ή ο οιότητα είναι ένα σύνολο συστη άτων.
95

4η. Τό όπτικό ήνυ α πορεί νά παρουσιάζει στό σύνολό του ενα


πολύ υψηλό έπίπεδο είκονικότητας χωρίς γ ι’ αύτό νά παύει νά περικλύει
λογικές σχέσεις περισσότερο ή λιγότερο συστη ατοποιήσι ες ( = αυτές
άκριβώς είναι πού, άν διατηρηθούν υστέρα άπό τήν ουδετεροποίηση τών
άλλων ούδετεροποιών διαφορών, επιτρέπουν νά περνά ε προοδευτικά ά
πό τό πιό πιστό «άνάλογο» στό σχή α στό πιό «άφηρη ενο») . Αυτές ο:
σχέσεις δέν είναι εικονικές, άν καί ε φανίζονται έσα στήν εικόνα. Με
ρικές άπ’ αύτές είναι «αυθαίρετες». ’Έτσι, ή δ οιότητα περιέχει έσα
της συστή ατα.
5η. Πολλά άπό τά ηνύ ατα πού τά ονο άζουν συνήθως «οπτικά*,
είναι στήν πραγ ατικότητα ικτά κεί ενα. Ακό α καί απ’ αύτή τήν Γδιχ
ύλική τους υπόσταση, ό ιλών κινη ατογράφος, φωτογραφίες έ λεζάν
τες κλπ.
6η. Πολλά άπό τά Οπτικά ηνύ ατα, πού δέν είναι ικτά έτσι δπως
άναφέρα ε πρίν, είναι ικτά στή δο ή τους (πρέπει νά άποφεύγου ε
νά συγχέου ε τό κ ω δ ι κ ά ε τ ε ρ ο γ ε ν έ ς ήνυ α έ τό ήνυ α
πού είναι σ ύ ν θ ε τ ο σ τ ή ν έ κ φ ρ α σ ή τ ο υ . Μερικά η
νύ ατα είναι ικτά καί έ τις δύο περιπτώσεις) . Ή εργασία τοΰ Emilio
Garroni ξεκαθαρίζει πολύ αυτό τό ση είο3.
έν υπάρχει κανείς λόγος νά υποθέσου ε δτι ή εικόνα διαθέτει
έ ν α κώδικα πού νά τής είναι πέρα γιά πέρα άποκλειστικός καί νά τήν
εξηγεί ολόκληρη. Ή εικόνα φτιάχνεται άπό συστή ατα πολύ διαφορε
τικά εταξύ τους, άπό τά δποΐα ερικά είναι καθαρά εικονικά καί άλλα
ε φανίζονται έξ ισου καλά καί σέ ηνύ ατα ή οπτικά. ’Εδώ παρε
βάλλονται τά διάφορα προβλή ατα τής ε ι κ ο ν ο γ ρ α φ ί α ς (Panof-
sky) , τής συνύπαρξης διαφορετικών κωδίκων έσα στήν ϊδια εικόνα
(Eco) καί γενικώτερα, τών κοινωνικοπολιτικών stratifiquations τής ει
κόνας
7. Ή ονολιθική αντίθεση άνά εσα στό «οπτικό» καί στό «λεκτικό»
είναι άπλοϊκή, γιατί αποκλείει δλες τις περιπτώσεις συνύπαρξης ή συν
δυασ ού. Είναι ιά άντίθεση ερική καί λειψή γιατί άφήνει άπ’ εξω
δλες τις εννοιες πού δέν είναι ούτε άποκλειστικά γλωσσικές ούτε απο
κλειστικά όπτικές.
8η. Ή χρησι ότητα πού πορεί νά έχουν σέ ερικές ελέτες έπά-
νω στήν εικόνα, θεωρητικοί δροι, πού αφορούν τή ση ασιοδότηση, τήν
επικοινωνία ή τή ετάδοση πληροφορίας, δέν θά πρέπει νά συγχέεται
έ τήν επιδρο ή γ λ ω σ σ ο λ ο γ ι κ ώ ν δ ρ ω ν πού ερικοί φα
νατικοί τοΰ δπτικοΰ κατηγορούν. Γιατί ερικές γλωσσολογικές έννοιες —
άλλά δχι δλες— έχουν δεχτή ήδη άπό τόν δικό τους χώρο ένα ορισ ό
πού εχει σάν άποτέλεσ α νά τούς άπαγορεύει τήν έξαγωγή τους. ’Ά λ
λες ετέχουν κατά ένα έρος — αλλά δχι ολοκληρωτικά— στά εθο
δολογικά εργαλεία τής ση ειολογίας πού είναι πιό πλατειά καί άπό τις
γλωσσολογ ικές αναλύσεις καί άπ’ τις εικονικές. Καί οί τελευταίες δέν
96

ποροΰν νά άγνοοΰν αυτούς τούς δρους άν θέλουν νά ένουν ελέτες


τής ση ασιοδότησης.
9. Πιό συχνά ή ελέτη τής εικόνας δέν παράγει εικόνες άλλά λέ
ξεις. Σ ’ αύτή τήν κατάσταση ποροΰ ε νά διακρίνου ε (κι αύτή είναι ή
πιό διαδεδο ένη αντίληψη) ενα κλασσικό φαινό ενο ε τ α κ ω δ ι -
κ ο π ο ί η σ η ς : ή γλώσσα χρησι εύει στή ετακωδικοποίηση τών
«κωδίκων επικοινωνίας» τών πιό διαφορετικών,, ακό α κι δταν αύτοί
δέν είναι γλωσσολογικοί. Μποροΰ ε επίση (κι αύτή είναι ή θέση του
Jean Luis Lehefer) νά προχωρήσου ε πιό ριζοσπαστικά πιό τολ ηρά,
φέρνοντας τή γλώσσα πιό κοντά στή γραφή, ή εικόνα δέν υπάρχει, αλ
λά υπάρχει αύτό πού διαβάζου ε σ’ αύτή. Αύτό πού είναι αλήθεια καί
γιά τίς δυο περιπτώσεις είναι δτι ή ση ειολογία τοΰ όπτικοΰ δέν είνχ.
— δέν είναι κυρίως— ιά οπτική δραστηριότητα. “Ενας λόγος πάρα
πάνω γιά νά άρνού εθα νά κλείσου ε ερ ητικά τό βασίλειο τών εικόνων
στόν εαυτό του ( = ΰθος της οπτικής κ α θ α ρ ό τ η τ α ς ) .
10η. Γιά δλα αύτά ή ε ι κ ο ν ι κ ή ά ν α λ ο γ ί α — δρος πού
πρέπει νά διατηρηθεί στό έτρο πού καθορίζει ενα πολύ έντονο χαρακτη
ριστικό τίολλών εικόνων1— δέν πορεί νά άποτελεΐ γιά τή ελέτη τής
εικόνας παρά ιά αρχή (δχι πάντα απαραίτητη — πολύ συχνά δ ως
βολική) . Μόνο π έ ρ α ά π ό τ ή ν ά ν α λ ο γ ί α πορεί νά αρ
χίζει ή εργασία τοΰ ση ειολόγου. ’Ά ν δχι ποροΰ ε νά φοβό αστε —
γελοιογραφώντας λιγάκι τά πράγ ατα — δτι δέν ένει τίποτα άλλο νά
ποΰ ε γιά τήν εικόνα,, παρά άπλά δτι οι&ζει έ τό αντικεί ενο. Μέ
τό πέρα άπ’ τήν άναλογία εννοού ε ταυτόχρονα καί έσα στην αναλο
γία: υπάρχουν κώδικες πού π ρ ο σ θ έ τ ο ν τ α ι στήν άναλογία καί
άλλοι πού τή φ τ ι ά χ ν ο υ ν (πού δη ιουργούν τήν ο οιότητα) .

Ση ειώσεις:
1. Έ δ ώ , ακριβώς, εΓναι κυρίιος που οί παρατηρήσεις πέρα άπό κριτικές
είναι καί αυτοκριτικές καί δείχνουν ια προσωπική πρόοδο. Σ τ ά πρώ τα τεύχη
τοϋ C om m u nication s ερικά ά ρθρα, σχετικά έ τά οπτικά ηνύ ατα (καί ιδι
αίτερα τά δικά ο υ !) έκαναν τό λάθος νά δη ιουργούν ιά πολύ ισχυρύ α ντί
θεση α νά εσα στό «αναλογικό» καί στό «κοδικοποιη ένο» σέ τέτοιο ση είο,
πού πολλές φ ορές νά βγα ίνει τό συ πέρασ α οτι τά αναλογικό αποκλείει κάθε
κώδικα. Αύτό τό πα ρά δειγ α , ά νά εσ α σέ πολλά ά λλα , δείχνει οτι ό τονισ ός
τής εΐκονικότητας βαραίνει έπάνιο σέ κάθε προσπάθεια εικονικής ση ειολογίας
καί οιάζει ετσι νά άποτελεΐ τήν παιδική της αρρώστια.
2. A. J. Greimas rrSemantique Structurale».
3. Semiotica ed Estetica, Laterza, Bari 1968.

You might also like