Professional Documents
Culture Documents
Μια Εισαγωγή στη Γεωγραφική σκέψη για τους εργαζόμενους και την εργασία
Μια Εισαγωγή στη Γεωγραφική σκέψη για τους εργαζόμενους και την εργασία
Σύνοψη
Η Γεωγραφία της Εργασίας, μελετά το πώς, πού και γιατί οι διαφορετικές μορ-
φές δράσης και αντίστασης των εργαζομένων επιβάλλουν χωρικές και κοινωνικές
διευθετήσεις προς όφελός τους. Εξετάζει δε τις ειδικές συνθήκες που διευκο-
λύνουν ή αναστέλλουν τη δράση των εργαζομένων, τον ρόλο του κεφαλαίου και
της αντίστασης ή του συμβιβασμού με τις απαιτήσεις των εργοδοτών, αλλά και
τη σημασία του τόπου, του χώρου και της γεωγραφικής κλίμακας στην αποτε-
λεσματικότητα των διεκδικήσεων. Επίσης, η Γεωγραφία της Εργασίας εστιάζει
στον συντονισμό, στη χωρική αλληλεγγύη και στις σημαντικές διαιρέσεις που
αναπτύσσονται ανάμεσα σε ομάδες και κλάδους εργαζομένων, από την τοπική
έως την παγκόσμια κλίμακα. Το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο επιχειρεί μια σύντομη
σύνοψη του επιστημονικού πεδίου της Γεωγραφίας της Εργασίας και των κοι-
νωνικο-οικονομικών συνθηκών και επιστημολογικών τομών που οδήγησαν στη
γένεσή του. Πέρα από ένα σύντομο ιστορικό, στο κεφάλαιο αποσαφηνίζονται
ζητήματα ορολογίας, χρήσιμα για την κατανόηση των βασικών εννοιών του βιβλί-
ου, και περιγράφεται συνοπτικά η ύλη ανά κεφάλαιο.
1.2. Η
Ανάπτυξη της Αγγλόφωνης Γεωγραφίας της Εργασίας: Τα
Προκαταρκτικά – Χώρος, Εξουσία και Χωρική Πράξη
Πριν κάνουμε μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας του κλάδου της Γεωγρα-
φίας της Εργασίας στον αγγλόφωνο κόσμο είναι χρήσιμο να περιγράψουμε το
πλαίσιο μέσα από το οποίο προέκυψε. Η ύπαρξη και αναπαραγωγή του σημα-
ντικότερου μεριδίου του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως είναι αναπόσπαστα
συνδεδεμένη με την καθημερινή εργασία. Η καθημερινή εργασία, με τη σειρά
της και κατά κανόνα, διεξάγεται σε συγκεκριμένους τόπους και περιοχές. Παρά
τις διακηρύξεις, ενίοτε ιδιαίτερα αισιόδοξες, για το πέρασμα σε μια εποχή ‘τέ-
λους της εργασίας’ και παρά τις προσδοκίες για τη μετάβαση σε κοινωνίες που,
αξιοποιώντας τα τεχνολογικά επιτεύγματα, θα απελευθέρωναν από τα ‘δεσμά’
της πολύωρης και κοπιαστικής απασχόλησης, η πραγματικότητα είναι διαφο-
ρετική: περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού εμπλέκεται σε
κάποιας μορφής, τυπική ή άτυπη, απασχόληση με στόχο την εξασφάλιση ενός
μισθού ή εισοδήματος και συνακόλουθα την επιβίωσή του. Ενδεικτικά, από το
1980 έως το 2013 ο αριθμός των εργαζομένων σε παγκόσμια κλίμακα αυξή-
θηκε από το 1.2 δις στα περίπου 3.5 δις (ILO, 2013). Οι Εικόνες 1.1, 1.2, 1.3 &
1.4 είναι αρκετά εύγλωττες τόσο όσον αφορά στην κυριαρχία του φαινομένου
της εργασίας σε επίπεδο παγκόσμιων μακρο-περιφερειών όσο και στις μεγάλες
ανισότητες που κυριαρχούν στο επίπεδο αυτό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγγλόφωνοι γεωγράφοι της κριτικής σχολής
έχουν ενδιαφερθεί για θέματα χώρου, εργασίας και εξουσίας από τη δεκαετία
του ’70. Είναι σημαντικό ότι μεγάλο μέρος της ερευνητικής δουλειάς της πρώ-
1.2.1. Μ
αρξισμός, άλλες προσεγγίσεις και γεωγραφίες των εργαζομένων και
της απασχόλησης
Πριν από τη δεκαετία του ’70 η θεώρηση της εργασίας στην αγγλόφωνη Γε-
ωγραφία γινόταν κυρίως από μια κεφαλαιοκεντρική σκοπιάv. Έτσι, το κλασι-
κό πρότυπο της βιομηχανικής χωροθέτησης, που αναπτύχθηκε από τον Alfred
Weber (1909/ 1929) και κυριάρχησε στη γεωγραφική σκέψη, έβλεπε την ερ-
γασία μόνο σε σχέση με το κόστος της για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, και
με το πώς αυτό επηρέαζε τις χωροθετικές τους επιλογέςvi. Διαμορφωμένη από
τις θεωρητικές αρχές της νέο-κλασικής οικονομίας, η προσέγγιση του Weber
και όσες άλλες προέκυψαν από αυτήν, εξέταζαν τους εργάτες μόνο σε σχέση
με τις γεωγραφικές διακυμάνσεις του κόστους τους, τον βαθμό της πολιτικής
τους οργάνωσης, το επίπεδο των δεξιοτήτων τους, και ούτω καθεξής. Όπως
το έθεσε η Massey (1973: 34), σε μια τέτοια προσέγγιση ‘το κριτήριο είναι
το κέρδος, οι μισθοί δεν είναι παρά κόστος εργασίας’. Κατά παρόμοιο τρόπο,
έβλεπαν το οικονομικό τοπίο σαν μια περίπου αποστειρωμένη σκηνή όπου δια-
δραματίζονται οι οικονομικές σχέσεις σύμφωνα με διάφορους νόμους οι οποί-
οι μπορούν να περιγραφούν με μαθηματικούς όρους. Η οικονομική γεωγρα-
φία μιας κοινωνίας, επομένως, θεωρείτο απλώς ως μια χωρική αντανάκλαση
της κοινωνικο-οικονομικής της οργάνωσης –ήταν απλώς ο καμβάς πάνω στον
οποίο μπορούσαν να χαρτογραφηθούν οι καμπύλες της οικονομικής ζήτησης
Αντιδρώντας σε αυτή την κατάσταση των πραγμάτων στον τομέα της θεωρητι-
κής κατανόησης της δημιουργίας της γεωγραφίας του καπιταλισμού, στις αρχές
της δεκαετίας του ’90 αρκετοί γεωγράφοι στον αγγλόφωνο κόσμο άρχισαν να
αναπτύσσουν αφηγήσεις που ήταν συνειδητά φιλοεργατικές.viii Αυτοί οι γεω-
γράφοι έβρισκαν τις υπάρχουσες προσεγγίσεις, που εξηγούσαν πώς κατασκευ-
άζεται η γεωγραφία του καπιταλισμού βασιζόμενες σε μεγάλο βαθμό στη μαρ-
ξιστική θεωρία, εξαιρετικά χρήσιμες αλλά και κάπως περιοριστικές θεωρητικά
και πολιτικά. Πίστευαν, μάλιστα ασκώντας υπερβολική κριτική, ότι οι μαρξιστι-
κές προσεγγίσεις της εργασίας που είχαν αναπτυχθεί από τους Harvey, Smith,
Massey και άλλους δεν διέφεραν τόσο από τις νέο-κλασικές βεμπεριανές προ-
σεγγίσεις, γιατί και αυτές εστίαζαν σχεδόν αποκλειστικά στις δραστηριότητες
του κεφαλαίου, αν και από μια ριζικά διαφορετική θεωρητική σκοπιά. Οι εργά-
τες συμπεριλαμβάνονταν στις εξηγήσεις τους γιατί η οικονομική γεωγραφία του
καπιταλισμού έχει τη μορφή που έχει, κυρίως, ως δευτερεύων παράγοντας. Γι’
‘οι εργάτες κατασκευάζουν τις δικές τους γεωγραφίες, αλλά δεν τις κατασκευ-
άζουν όπως ακριβώς θέλουν, δεν τις κατασκευάζουν κάτω από συνθήκες που
επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά κάτω από συνθήκες που συναντήθηκαν, δόθηκαν και
Κεντρικής σημασίας γι’ αυτή την εξέλιξη, επομένως, ήταν η αποδοχή ότι, όπως
είχαν δείξει οι μαρξιστές γεωγράφοι που έγραψαν κατά τις δεκαετίες του ’70
και του ’80, οι καπιταλιστές έχουν ανάγκη να εξασφαλίσουν ότι το οικονομι-
κό τοπίο είναι δομημένο με συγκεκριμένους τρόπους, έτσι ώστε να μπορεί να
λάβει χώρα η συσσώρευση του κεφαλαίου –με άλλα λόγια, έτσι ώστε το κεφά-
λαιο να μπορεί να αναπαραχθεί. Αλλά υποστήριζαν, επίσης, ότι και οι εργάτες
έχουν ανάγκη να εξασφαλίσουν ότι το τοπίο είναι κατασκευασμένο με τέτοιον
τρόπο ώστε να μπορούν να εξασφαλίσουν τη δική τους κοινωνική και βιολο-
γική αναπαραγωγή σε καθημερινή βάση, αλλά και από γενιά σε γενιά. Αυτό
σημαίνει ότι οι καπιταλιστές και οι εργάτες έχουν κατά πάσα πιθανότητα πολύ
διαφορετικά οράματα για το πώς θα πρέπει να κατασκευάζεται η οικονομική
γεωγραφία του καπιταλισμού. Ενώ οι καπιταλιστές πρέπει να εξασφαλίσουν
ότι όποιο τοπίο παραχθεί θα είναι τοπίο κερδοφορίας, οι πράξεις τους μπορεί
στην πραγματικότητα να δημιουργούν και τοπία ανεργίας, κάτι που συνήθως
εμποδίζει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα των εργατών να αναπαράγονται.
Επίσης, διαφορετικές ομάδες καπιταλιστών και διαφορετικές ομάδες εργατών
μπορεί να έχουν διαφορετικά οράματα –οι εργάτες σε μία κοινότητα είναι πι-
θανόν να θέλουν να εξασφαλίσουν ότι οι ‘δικές τους’ δουλειές δεν θα μετεγκα-
τασταθούν σε κάποια άλλη κοινότητα, ενώ πολλοί καπιταλιστές στην ίδια αυτή
κοινότητα μπορεί να επιθυμούν να περιορίσουν τη δυνατότητα καπιταλιστών σε
άλλα μέρη να υπονομεύσουν τις τιμές τους και/ή να πλημμυρίσουν τις ντόπιες
αγορές με πιο φθηνά αγαθά. Αυτές οι ενδο-ταξικές συγκρούσεις και χωρικές
διαφοροποιήσεις μπορούν συχνά να οδηγήσουν τους ντόπιους καπιταλιστές
και τους εργάτες σε μια κοινότητα, περιοχή ή χώρα να συσπειρωθούν για να
υπεραμυνθούν των ‘χώρων τους’ ενάντια σε καπιταλιστές και εργάτες εγκατε-
στημένους αλλού (για ένα ενδιαφέρον παράδειγμα στη βρετανική χαλυβουργία
βλ. Hudson and Sadler, 1986). Τέτοιες διαμάχες ανάμεσα στο ταξικό και στο
τοπικό συμφέρον δείχνουν πώς οι χωρικές εντάσεις μπορούν να βρεθούν στο
κέντρο των πολιτικών και οικονομικών στόχων καπιταλιστών και εργατών, μια
1.3.1. Η
διερεύνηση του τρόπου που η χωρική ενθήκευ ση και/ή παγίδευση
των εργατών διαμορφώνει την κοινωνική τους πράξη
Ένας στόχος της έρευνας είναι να μελετηθεί πώς επιδρά στην κοινωνική πράξη
των εργατών η πρόσδεση τους σε συγκεκριμένα μέρη λόγω συγγενικών δε-
σμών, μη ανακτήσιμων δαπανών τους (όπως το να έχουν στην ιδιοκτησία τους
κάποιο σπίτι το οποίο δεν μπορούν να πουλήσουν), του ιδιαίτερου μείγματος
των δεξιοτήτων τους που ίσως χρησιμεύουν μόνο σε συγκεκριμένους τόπους,
και ούτω καθεξής (για παράδειγμα, Cooke, 1980· Hudson and Sadler, 1983·
Herod, 1991a· Carmichael and Herod, 2012)ix. Συγκεκριμένα, αυτή η έρευνα
προσπαθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο οι εργάτες συχνά εμπλέκονται σε συμμα-
χίες προώθησης των συμφερόντων τους με ντόπιους καπιταλιστές και την το-
πική αυτοδιοίκηση για να φέρουν επενδύσεις στις κοινότητές τους, συμμαχίες
στα πλαίσια των οποίων μπορεί να συμφωνήσουν να μετριάσουν τη μαχητικό-
τητά τους και να οργανώνονται γύρω από χωρικά και όχι ταξικά συμφέροντα.x
Η ερμηνεία-κλειδί, υποστηρίζουν αυτοί οι ερευνητές, έγκειται στο γεγονός ότι
αυτοί οι εργάτες μπορεί να πιστεύουν ότι η αναπαραγωγή τους συνδέεται με την
εξασφάλιση της ζωτικότητας των κοινοτήτων τους, ακριβώς επειδή δεν μπο-
ρούν να μεταναστεύσουν αλλού και επειδή, ίσως, παλεύουν εναντίον άλλων
εργατών σε άλλες κοινότητες για ένα συρρικνούμενο κομμάτι μιας συρρικνού-
μενης πίττας –αν μια εταιρεία πρόκειται να απολύσει τη μισή εργατική της δύνα-
μη, για παράδειγμα, πολλοί εργάτες θα θεωρήσουν προτιμότερο οι συνέπειες
ενός τέτοιου γεγονότος να επηρεάσουν άλλες κοινότητες και όχι τη δική τους.
Διερευνώντας τη χωρική βάση τέτοιων πολιτικών, ορισμένοι ερευνητές υπο-
στηρίζουν πως οι εργάτες προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα δικά τους υλικά
συμφέροντα ως ‘πρόθυμοι εταίροι’ και όχι ως πολιτισμικά/πολιτικά κορόιδα,
όπως θα διαβεβαίωνε μεγάλη μερίδα των ορθόδοξων μαρξιστών αναλυτών.
Στην περίπτωση αυτή βέβαια, οι εργάτες γίνονται ενεργοί υποστηρικτές της κα-
πιταλιστικής λογικής του ‘διαίρει και βασίλευε’.
Ένα δεύτερο σημείο όπου εστιάζει μεγάλο μέρος της έρευνας των αγγλόφωνων
Γεωγράφων της Εργασίας είναι η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι εργάτες
προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά τοπία του καπιταλισμού (και
άλλων κοινωνικών συστημάτων). Για παράδειγμα, πολλοί έχουν ενδιαφερθεί
να κατανοήσουν πώς οι συνδικαλισμένοι εργάτες αναπτύσσουν στρατηγικές
διαπραγμάτευσης, οι οποίες πρέπει να ενσωματώνουν ριζικά διαφορετικά σύ-
νολα συνθηκών και πρακτικών σε οποιοδήποτε δεδομένο οικονομικό τοπίο
–πώς για παράδειγμα τα συνδικάτα εξισορροπούν τα συμφέροντα εργατών σε
διαφορετικές περιοχές με διαφορετικές εργατικές παραδόσεις όταν επιδιώ-
κουν να συνάψουν μια εθνική συλλογική σύμβαση (για παράδειγμα, Sadler and
Fagan, 2004· Herod, 1997b· Sweeney and Holmes, 2013). Το γεγονός αυτό
εγείρει ερωτήματα όσον αφορά στους λόγους για τους οποίους οι εργάτες
επιλέγουν συγκεκριμένες χωρικές στρατηγικές και στις συνέπειες που έχουν
τέτοιες στρατηγικές για το είδος της ανάπτυξης του οικονομικού τοπίου.
Σε κάθε περίπτωση, οι δράσεις των εργαζομένων ανάλογα με το πεδίο και
τη χωρική κλίμακα διεξαγωγής και οργάνωσης, αφενός, και τη μαχητικότητα
ή την αποτελεσματικότητά τους, αφετέρου, αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα
γεωγραφικών στρατηγικών. Μια απόπειρα σύνοψης των στρατηγικών αυτών,
οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες μορφές παρέμβασης και δράσης, σε
συνάρτηση με την κλίμακα οργάνωσης και τον βαθμό χωρικής ολοκλήρωσής
τους, επιχειρείται στον Πίνακα 1.1 ο οποίος σχολιάζεται αναλυτικά στο Κεφά-
λαιο 3 του βιβλίου (βλ. Ενότητα 3.3.4).
Πίνακας 1.1 Η διάρθρωση της δράσης των εργαζομένων σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες
Μια τρίτη σημαντική περιοχή έρευνας μελετά τον τρόπο που οι εργάτες δημι-
ουργούν νέες γεωγραφικές κλίμακες για τη δική τους οργάνωση, και το πώς
προσπαθούν να αποφύγουν να υπαχθούν σε νέες κλίμακες κοινωνικής οργά-
νωσης, οι οποίες τους επιβάλλονται από άλλους. Για παράδειγμα, όταν οι εργά-
τες επιδιώκουν να αναγάγουν τη διαπραγμάτευση από ένα τοπικό σε ένα εθνικό
ή ακόμα και διεθνές σύστημα διαπραγμάτευσης, στην ουσία αναπτύσσουν μια
νέα γεωγραφική κλίμακα οργάνωσης (για παράδειγμα, Wills, 1998a· Castree,
2000· Barchiesi, 2001· Cumbers, 2005· Gough, 2010· Oseland et al., 2012).
Με παρόμοιο τρόπο, όταν οι εργοδότες καταφέρνουν να ακυρώσουν εθνικές
μισθολογικές συμβάσεις είναι σε θέση να στρέψουν τους εργάτες διαφορετι-
κών εργοστασίων ή περιοχών εναντίον αλλήλων, όπως συμβαίνει τα τελευταία
χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες (Herod, 1991b), τη Γερμανία (Berndt, 2000)
και την Αυστραλία (McGrath-Champ, 2005), ανάμεσα σε άλλες χώρες ή μα-
κρο-περιφέρειες.
Οι αγώνες για τη δημιουργία και αναδημιουργία κλίμακας βρίσκονται συχνά
στο επίκεντρο των οργανωτικών στρατηγικών των εργατών. Την ίδια στιγμή,
όμως, οι Γεωγράφοι της Εργασίας έχουν καταφέρει να δείξουν ότι αυτοί που
επιδιώκουν να αποκεντρώσουν τη συλλογική διαπραγμάτευση δεν είναι πάντα
οι καπιταλιστές ούτε είναι πάντα τα σωματεία αυτά που επιδιώκουν να την κατα-
στήσουν εθνική –μερικές ομάδες εργατών που βλέπουν κάποιο στρατηγικό πλε-
ονέκτημα στην τοπική διαπραγμάτευση μπορεί να αποσπαστούν από τις εθνικές
συλλογικές συμβάσεις, ενώ εργοδότες που πληρώνουν μεγάλους μισθούς σε
μια πόλη ή περιοχή συχνά προσπαθούν να επιβάλλουν εθνικές μισθολογικές
συμβάσεις για να μην υπονομεύονται από τους ανταγωνιστές τους που πληρώ-
νουν χαμηλότερους μισθούς αλλού (Holmes, 2004).
1.3.5. Μ
εταβαλλόμενες χωρικότητες του καπιταλισμού και νέα πρότυπα
οργάνωσης της εργασίας
Ένα πέμπτο θέμα έρευνας εξετάζει τις επιπτώσεις που έχουν για τα πρότυπα
της οργάνωσης προσωπικού οι μεταβαλλόμενες γεωγραφίες και σχέσεις των
χώρων δουλειάς που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση. Για παράδειγμα, στο μέσον
του 20ου αιώνα τα σωματεία στις Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν ένα πρότυ-
πο οργάνωσης των εργατών σε βιομηχανίες και ορυχεία το οποίο θεωρούσε
δεδομένο ότι οι χώροι εργασίας είχαν τακτικές αλλαγές βάρδιας και ότι οι
εργάτες μπορούσαν εύκολα να αναγνωριστούν ως εργάτες από την περιβολή
τους. Υπό αυτό το ‘φορντιστικό’ καθεστώς παραγωγής, ένα δημοφιλές πρότυ-
πο οργάνωσης ήταν αυτό που βασιζόταν στην πικετοφορία από μέλη του σω-
ματείου στις εισόδους διαφόρων εργοστασίων ή ορυχείων, τα οποία απλώς
μοίραζαν φυλλάδια σε πιθανά μελλοντικά μέλη του σωματείου και/ή περίμεναν
να έρθουν στο σωματείο οι εργάτες για να ‘οργανωθούν’. Σε ένα τέτοιο μο-
ντέλο ο στόχος ήταν να κερδηθεί η εκλογή της αντιπροσώπευσης με ποσοστό
50%+1 των ψήφων και ύστερα να αρχίσει η ‘εκπαίδευση’ των καινούριων
μελών του σωματείου (βλ. Clark, 1989a για περισσότερες πληροφορίες όσον
αφορά στο σύστημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και αντιπροσώπευσης
στις ΗΠΑ). Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών,
της ‘ομαδικής δουλειάς’ ως μέρος της εξάπλωσης αυτού που ονομάστηκε τρό-
Παρά τις επιτυχίες της, ωστόσο, η αγγλόφωνη Γεωγραφία της Εργασίας είχε
κάποια κενά τα οποία προσπαθεί τώρα να καλύψει αυτό που θα μπορούσαμε
να ονομάσουμε ως ‘Γεωγραφία της Εργασίας, Εκδοχή 2.0’. Τα τρία κύρια ζητή-
ματα είναι τα παρακάτω.
Πρώτον, οι Εργασιο- Γεωγράφοι έχουν την τάση να εστιάζουν κυρίως στους
βιομηχανικούς εργάτες και τα μέλη των εργατικών σωματείων. Σίγουρα είχαν
σοβαρούς λόγους γι’ αυτό. Στην αρχή ο κύριος στόχος των Γεωγράφων αυ-
τών ήταν να αμφισβητήσουν την υπάρχουσα μαρξιστική θεωρία, η οποία έβλε-
πε τη δημιουργία της γεωγραφίας του καπιταλισμού ως αποκλειστικό πεδίο του
κεφαλαίου. Ωστόσο, για να εκφράσουν αμφισβήτηση σε τέτοιο θεωρητικό επί-
‘Η δράση (agency) δεν αναφέρεται στις προθέσεις των ανθρώπων όταν κάνουν
κάτι, αλλά στην δυνατότητά τους να κάνουν αυτά τα πράγματα … Η δράση αφο-
ρά γεγονότα, δράστης των οποίων είναι ένα άτομο, υπό την έννοια ότι το άτομο
θα μπορούσε, σε οποιαδήποτε φάση σε μια δεδομένη αλληλουχία πράξεων,
να έχει δράσει διαφορετικά. Ό,τι και αν συνέβη δεν θα είχε συμβεί, αν αυτό το
άτομο δεν είχε μεσολαβήσει. Η δράση είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία, μια
ροή, όπου ο αναστοχαστικός έλεγχος που τηρεί το άτομο είναι ουσιαστικός για
τον έλεγχο του σώματος, τον οποίο οι δρώντες τηρούν συνήθως στη διάρκεια
της καθημερινής τους ζωής. Είμαι ο δράστης πολλών πραγμάτων τα οποία δεν
προτίθεμαι να κάνω, και ίσως δεν θέλω να κάνω, αλλά παρόλα αυτά κάνω. Αντί-
θετα, ίσως υπάρξουν περιστάσεις στις οποίες σκοπεύω να επιτύχω κάτι, και το
επιτυγχάνω, αν και όχι άμεσα με δική μου δράση. Ας πάρουμε το παράδειγμα…
του χυμένου καφέ. Αν υποθέσουμε ότι ένα άτομο, ο Α, ήταν πειραχτήρι και έκανε
μια φάρσα τοποθετώντας το φλιτζάνι πάνω σε ένα πιατάκι υπό τέτοια γωνία ώστε,
όταν κάποιος το έπαιρνε, θα ήταν πολύ πιθανόν να χυθεί. Το άτομο Β παίρνει
τον καφέ, κι αυτός φυσικά χύνεται. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι το περιστατικό
προκλήθηκε από αυτό που έκανε ο Α, ή τουλάχιστον αυτό το βοήθησε να συμβεί.
Όμως ο Α δεν έχυσε τον καφέ· τον έχυσε ο Β. Το άτομο Β, που δεν είχε πρόθεση
να χύσει τον καφέ, έχυσε τον καφέ· το άτομο Α, που είχε πρόθεση να χυθεί ο
καφές, δεν τον έχυσε’.
Με τη σειρά τους, αυτού του είδους οι συζητήσεις για τη δράση έχουν οδηγήσει
στην εξέταση διαφορετικών θεωρήσεων της αιτιότητας και της σημασίας τους
για τη θεωρητικοποίηση της εργατικής δράσης. Συγκεκριμένα, ένας χρήσιμος
τρόπος σκέψης για την αιτιότητα είναι να επιστρέψουμε στον Αριστοτέλη, στην
πατρίδα του οποίου γράφεται το ανά χείρας σύγγραμμα, που διέκρινε τέσσερις
‘Στο γνωστό παράδειγμα του χτισίματος ενός σπιτιού το υλικό αίτιο βρίσκεται στο
κονίαμα, την ξυλεία και τα άλλα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή.
Οι εργάτες και οι τεχνίτες συναπαρτίζουν το ποιητικό αίτιο, ενώ το αρχιτεκτονικό
σχέδιο θεωρείται ως ειδολογικό αίτιο. Τέλος, η ανάγκη για στέγαση από μέρους
των μελλοντικών κατοίκων συνήθως θεωρείται ως το τελικό αίτιο για το χτίσιμο
του σπιτιού’.
Βιβλιογραφία/Αναφορές
Ammon, U. (ed.) (2001). The Dominance of English as a Language of Science: Effects on
Other Languages and Language Communities. Berlin: Mouton de Gruyter.
Antunes, R. (2001). Global economic restructuring and the world of labor in Brazil: The
challenges to trade union and social movements. Geoforum, 32(4), 449-458.
Aronoqitz, S. (1990). Writing labor’s history. Social Text, 8 & 9 (double issue), 171-195.
Bater, J. (1980). The Soviet City: Ideal and Reality. London: Edward Arnold.
Belina, B., & Michel, M. (eds.), (2007). Raumproduktionen: Beiträge der Radical Geography
– Eine Zwischenbilanz [Productions of Space: Contributions of Radical Geography – An
Interim Report]. Westfälisches Dampfboot: Münster.
Bergene, A.C., Endresen, S.B., & Knutsen, H.M. (eds.) (2010). Missing Links in Labour
Geography. Farnham, UK: Ashgate.
Bergene, A.C., Jordhus-Lier, D., & Underthun, A. (2010). “En introduksjon til
arbeidsgeografi: Nyttige perspektiver for norsk arbeidslivsforskning?” [“An introduction
to labor geography: A useful perspective for research on Norwegian working life?”].
Sokelys pa Arbeidslivet, 27(3), 217-229.
Berndt, C. (2000). The rescaling of labour regulation in Germany: From national and
regional corporatism to intrafirm welfare? Environment and Planning A, 32(9), 1569-
1592.
Berndt, C., & Fuchs, M. (2002). “Geographie der Arbeit: Plädoyer für ein
disziplinübergreifendes Forschungsprogramm” [“Geography of work: Plea for an
interdisciplinary research program”]. Geographische Zeitschrift, 90(3/4), 157-166.
Blomley, N. (1994). Law, Space and the Geographies of Power. New York: Guilford Press.
Carmichael, L., & Herοd, A. (2012). Dockers and seafarers: What the politics of spatial
embeddedness and geographical scale have meant for union organizing in the European
maritime trades. Labor Studies Journal, 37(2), 203-227.
Clark, G. (1986). Restructuring the U.S. economy: The NLRB, the Saturn Project, and
economic justice. Economic Geography, 62(4), 289-306.
Clark, G. (1988). A question of integrity: The National Labor Relations Board, collective
bargaining and the relocation of work. Political Geography Quarterly, 7(3), 209-227.
Clark, G., (1989). Unions and Communities Under Siege: American Communities and the
Crisis of Organized Labor. New York: Cambridge University Press.
Cooke, P. (1980). Regional restructuring: Class politics and popular protest in South
Wales. Environment and Planning D: Society and Space, 1(3), 265-263.
Crampton, J., & Elden, S. (eds.) (2007. Space, Knowledge and Power: Foucault and
Cumbers, A. (2005). Genuine renewal or pyrrhic victory? The scale politics of trade union
recognition in the UK. Antipode, 37(1), 116-138.
Curry, M. (1996. On space and spatial practice in contemporary geography. In: Earle,
C., Mathewson, K., & Kenzer, M. (eds.). Concepts in Human Geography. Lanham, MD:
Rowman and Littlefield, pp. 3-32.
Dassbach, C.H.A. Lean production, labor control, and post-Fordism in the Japanese
automobile industry. In: Green, W. C., & Yanarella, E. J. (eds.) (1996) North American
Auto Unions in Crisis: Lean Production as Contested Terrain. Albany, NY: SUNY Press,
pp. 19-40.
Dohse, K., Jürgens, U., & Malsch, T. (1985). “From ‘Fordism’ to ‘Toyotism’? The social
organization of the labor process in the Japanese automobile industry”. Politics and
Society, 14(2), 115-146.
Ellem, B., & Shields, J. (1999) Rethinking regional industrial relations: Space, place and
the social relations of work. Journal of Industrial Relations, 41(4), 536-560.
Foucault, M. (1977) Discipline and Punish: The Birth of the Prison. New York: Pantheon
Books, (originally published in French in 1975).
Foucault, M. (1984). Space, knowledge, and power. In: Rabinow, P. (ed.). The Foucault
Reader: An Introduction to Foucault’s Thought. London: Harmondsworth Press, pp.
239-256.
Frank, D. (1994). Purchasing Power: Consumer Organizing, Gender, and the Seattle Labor
Movement, 1919-1929. Cambridge: Cambridge University Press.
Gialis, S., & Herod, A. (2013). Resisting austerity: the case of Greece’s powerworkers
and steelworkers. Human Geography: A New Radical Journal, 6(2), 98-115.
Gough, J. (2010). Workers’ strategies to secure jobs, their uses of scale, and competing
Griffitis, M. J., & Johnston, R. J. (1991 What’s in a place? An approach to the concept
of place, as illustrated by the British National Union of Mineworkers’ strike, 1984-85.
Antipode, 23(2), 185-213.
Harvey, D. (1972). Revolutionary and counter revolutionary theory in geography and the
problem of ghetto formation. Antipode, 4, 1-13.
Harvey, D. (1973). Social Justice and the City. London: Edward Arnold.
Harvey, D. (1976). Labor, capital, and class struggle around the built environment in
advanced capitalist societies. Politics and Society, 6(3), 265-295.
Herod, A. (1991b). The production of scale in United States labour relations. Area, 23(1),
82-88.
Herod, A. (1997a). From a geography of labor to a labor geography: Labor’s spatial fix
and the geography of capitalism. Antipode, 29(1), 1-31.
Herod, A. (1997b). Labor’s spatial praxis and the geography of contract bargaining in the
US east coast longshore industry, 1953-89. Political Geography, 16(2), 145-169.
Herod, A. (2001). Labor Geographies: Workers and the Landscapes of Capitalism. New
York: Guilford Press.
Herod, A. (2010a). Social engineering through spatial engineering: Company towns and
the geographical imagination. In: DINIUS, Oliver J., & Vergara, A. (eds.). Company
Towns in the Americas: Landscape, Power, and Working-Class Communities. Athens,
GA: University of Georgia Press, pp. 21-44.
Herod, A., Peck, J. & Wills, J. (2003). Geography and industrial relations. In: Ackers, P.,
& Wilkinson, A. (eds.). Understanding Work and Employment: Industrial Relations in
Transition. Oxford: Oxford University Press, pp. 176-192.
Herod, A., Rainnie, A., & McGrath-Champ, S. (2007). Working space: Why incorporating
the geographical is central to theorizing work and employment practices. Work,
Employment and Society, 21(2), 247-264.
Holmes, J. (1989). New production technologies, labour and the North American auto
industry. In: LINGE, Godfrey J. R., & Van Der Knaap, G. A. (eds.). Labour, Environment
and Industrial Change. London: Routledge, pp. 87-106.
Hudson, R., & Sadler, D. (1983). Region, class, and the politics of steel closures in the
European Community. Environment and Planning D: Society and Space, 1, 405-428.
Hudson, R., & Sadler, D. (1986). Contesting work closures in Western Europe’s old
industrial regions: Defending place or betraying class? In: Scott, A., & Stopper, M.
(eds.). Production, Work, Territory: The Geographical Anatomy of Industrial Capitalism.
Boston: Allen and Unwin, pp. 172-194.
Hyman, R. An emerging agenda for trade unions? In: Munck, R. (ed.) (2004). Labour and
Globalisation: Results and Prospects. Liverpool: Liverpool University Press, pp. 19-33.
Johns, R., & Vural, L. (2000). Class, geography, and the consumerist turn: UNITE and the
Stop Sweatshops Campaign. Environment and Planning A, 32(7), 1193-1213.
Johnston, K. (1986). Judicial adjudication and the spatial structure of production: Two
decisions by the National Labor Relations Board. Environment and Planning A, 18, 27-
39.
Jordhus-Lier, D.C., Aasland, A., Underthun, A., & Tyldum, G. (2011). “Fragmenterte
arbeidsplasser?: en sporreundersokelse blant hotellarbeidere i Oslo og Akershus”
[“Fragmented jobs?: A survey among hotel workers in Oslo and Akershus’]. Sokelys pa
Arbeidsmarkedet 28(4), 355-373.
MacDuffie, J. P. (1995). Workers’ roles in lean production: The implications for worker
representation. In: Babson, S. (ed.). Lean Work: Empowerment and Exploitation in the
Global Auto Industry. Detroit: Wayne State University Press, pp. 54-69.
Marx, K. (1963). The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte. New York: International
Publishers, (originally published in German in 1852; 2004 printing).
Massey, D. (1973). Towards a critique of industrial location theory. Antipode, 5(3), 33-
39.
Massey, D. (1984a). Introduction: Geography matters. In: Massey, D., & Allen, J. (eds.).
Geography Matters! A Reader. Cambridge: Cambridge University Press, pp. 1-11.
Massey, D. (1984b). Spatial Divisions of Labour: Social Structures and the Geography of
Production. London: Macmillan.
Mcculloch, F. W., & Bornstein, T. (1974). The National Labor Relations Board. New York:
Praeger.
McGrath-Champ, S., Herod, A., & Rainnie, A. (eds.) (2010). Handbook of Employment
and Society: Working Space. Cheltenham, UK: Edward Elgar.
Merrifield, A. (2002). Dialectical Urbanism: Social Struggles in the Capitalist City. New
York: Monthly Review Press.
Molotch, H. (1976). The city as a growth machine: Toward a political economy of place.
American Journal of Sociology, 82, 309-332.
Oseland, S. E., Haarstad, H., & Floysand, A. (2012). Labor agency and the importance of
the national scale: Emergent aquaculture unionism in Chile. Political Geography, 31(2),
94-103.
Parker, M., & Slaughter, J. (1988). Choosing Sides: Unions and the Team Concept. Boston:
South End Press.
Rainnie, A., Herod, A., & McGrath-Champ, S. (2007). Spatialising industrial relations.
Industrial Relations Journal, 38(2), 102-118.
Rutherford, T. (2013). Scaling up by law? Canadian labour law, the nation-state and the
case of the British Columbia Health Employees Union. Transactions of the Institute of
British Geographers, New Series 38(1), 25-35.
Ryan, S., & Herod, A. (2006). Restructuring the architecture of state regulation in the
Australian and Aotearoa/ New Zealand cleaning industries and the growth of precarious
employment. Antipode, 38(3), 486-507.
Sadler, D., & Fagan, B. (2004). Australian trade unions and the politics of scale:
Reconstructing the spatiality of industrial relations. Economic Geography, 80(1), 23-
43.
Santana, A.T. de, & Mendonça, M.R. (2009). “Geografia e trabalho: Uma leitura a
partir das transformaçoes territoriais” [“Geography and work: A reading on territorial
transformations”]. Revista Pegada 10.2 (on-line publication – no page numbers).
Short, J. R., Boniche, A., Kim, Y., & Li Li, P. (2001). Cultural globalization, global English,
and geography journals. The Professional Geographer 53.1: 1–11.
Smith, N. (1984). Uneven Development: Nature, Capital and the Production of Space.
Oxford: Basil Blackwell, (1990 edition).
Staszak, J-F. (2001). Les enjeux de la géographie anglo-saxonne. In: Staszak, J-F.,
Collignon, B., Chivallon, C., Debarbieux, B., Geneau de Lamarliere, I., & Hancock,
C. (eds.). Géographies anglo-saxonnes: Tendances Contemporaines. Paris: Belin, pp.
7-21.
Sunley, P. (1990). Striking parallels: A comparison of the geographies of the 1926 and
1984-85 coalmining disputes. Environment and Planning D: Society and Space, 8(1),
35-52.
Sweeny, B., & Holmes, J. (2013). Problematizing labour’s agency: Rescaling collective
bargaining in British Columbia pulp and paper mills. Antipode, 45(1), 218-237.
Tyner, J. (2008). The Killing of Cambodia: Geography, Genocide and the Unmaking of
Space. Aldershot, UK: Ashgate Publishing.
Walsh, J. (2000). Organizing the scale of labor regulation in the United States: Service-
sector activism in the city. Environment and Planning A, 32(9), 1593-1610.
Wills, J. (1998b). Space, place, and tradition in working-class organization. In: Herod,
A. (ed.). Organizing the Landscape: Geographical Perspectives on Labor Unionism.
Minneapolis: University of Minnesota Press, pp. 129-158.
Wills, J. (2001). Community unionism and trade union renewal in the UK: Moving beyond
the fragments at last? Transactions of the Institute of British Geographers, New Series
26(4), 465-483.
Womack, J.P., Jones, D.T., & Roos, D. (1991). The Machine That Changed the World: The
Story of Lean Production. New York: Harper Perennial.
Zile, Z. (1963). Programs and problems of city planning in the Soviet Union. Washington
University Law Quarterly 63.1: 19-59.
Κριτήρια αξιολόγησης
Κριτήριο αξιολόγησης 1
Αναφερθείτε στις συνθήκες υπό τις οποίες εμφανίζεται η Γεωγραφία της Εργα-
σίας και τις βασικές θέσεις/ αξιώματα που επιχειρεί να αναδείξει.
Κριτήριο αξιολόγησης 3
Κριτήριο αξιολόγησης 4
Αναφερθείτε στα βασικά ερευνητικά κενά που έχουν εντοπίσει κριτικές και κρι-
τικοί στην αγγλόφωνη Γεωγραφία της Εργασίας αλλά και στο πως προσπαθεί
να τα καλύψει η ‘Γεωγραφία της Εργασίας, Εκδοχή 2.0’.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Για περισσότερα σχετικά με την επιρροή του Foucault στην αγγλόφωνη Γεωγραφία, βλ.
i
Crampton and Elden (2007). Για περισσότερα σχετικά με την επιρροή του Lefebvre στην αγ-
γλόφωνη Γεωγραφία, βλ. Elden (2004).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που έχουν επιδιώξει να κάνουν πολλές επα-
ii
ναστατικές κυβερνήσεις είναι να επανασχεδιάσουν το φυσικό τοπίο. Για παράδειγμα, στη Σοβιετι-
κή Ένωση κατά τη δεκαετία του ’20 υπήρξε μια κραυγαλέα διαμάχη που αφορούσε τον σχεδιασμό
‘σοβιετικών πόλεων’ με τρόπο που να εξαλείφεται η σφραγίδα του καπιταλισμού στο αστικό τοπίο
καταργώντας τη διάκριση ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή –μια διάκριση που ο Μαρξ θεωρούσε
σήμα κατατεθέν του καπιταλισμού – και να εξασφαλίζεται ότι τα νέα σοβιετικά τοπία θα βοηθού-
σαν να δημιουργηθεί ο ‘Καινούριος Σοβιετικός Άνδρας’ και η ‘Καινούρια Σοβιετική Γυναίκα’ (βλ.
(see Zile [1963] και Bater [1980]). Σε ένα περισσότερο ακραίο παράδειγμα, οι Ερυθροί Χμερ
στην Καμπότζη αποπειράθηκαν να ξαναφτιάξουν το τοπίο σβήνοντας κάθε ένδειξη γαλλικής επιρ-
ροής, αν και στόχος τους δεν ήταν να δημιουργήσουν ξανά το προ-αποικιακό τοπίο, το οποίο
τάζοντας πώς αλλάζουν μέσα στον χρόνο τα σχέδια για συγκεκριμένους χώρους. Ένα πολύ
γνωστό παράδειγμα είναι ότι η άνοδος του ορθολογισμού στα τέλη του 18ου αιώνα είχε σαν
αποτέλεσμα οι δρόμοι των πόλεων να χαράσσονται όλο και περισσότερο σαν κανονικά πλέγ-
ματα, όπως έγινε στη Νέα Υόρκη και αλλού.
Αν και στη μετάφραση του βιβλίου που έγινε το 1991 χρησιμοποιείται ο όρος ‘representational
iv
spaces’, ο Elden (2004: 206) προτείνει το ‘spaces of representation’ ως μια καλύτερη αγγλική
μετάφραση της αρχικής γαλλικής φράσης ‘les espaces de représentation’.
v
Είναι ενδιαφέρον ότι μέχρι εκείνο το σημείο είχε γίνει τέτοια ιστορική ανάλυση. Όπως παρα-
τήρησε ο μαρξιστής ιστορικός Stanley Aronowitz (1990: 171): ‘Η ιστορία του καπιταλισμού
έχει γραφτεί , τις περισσότερες φορές, σαν μια σειρά από αφηγήσεις που τις ενοποιεί το θέμα
της συσσώρευσης: μερκαντιλιστικά και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που αναζητούν νέες πηγές
επενδύσεων, οι επιστημονικές και τεχνολογικές επαναστάσεις που έχουν δώσει ώθηση στην
αύξηση· οι διεθνείς ανταγωνισμοί για επικράτειες και εργασιακά αποθέματα, και οι αμέτρη-
τες συγκρούσεις ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου που παίρνουν πολιτική μορφή, όπως οι
αγώνες για εξουσία ανάμεσα στις προσωποποιήσεις του κεφαλαίου ή οι πόλεμοι… Σ’ αυτές
τις αφηγήσεις, οι εργάτες μπαίνουν στο θέατρο της ιστορίας ως αφηρημένη εργασία, παρά-
γοντες της παραγωγής, εξαρτώμενες μεταβλητές στις μεγάλες αφηγήσεις της κρίσης και της
ανανέωσης’. Μόνο με την ανάπτυξη του κλάδου της ‘κοινωνικής ιστορίας’ στη δεκαετία του
‘60 και του ’70 ήρθαν στο προσκήνιο οι εμπειρίες των κοινών ανθρώπων –σε αντίθεση με
εκείνες των βασιλιάδων, προέδρων και πολιτικών.
iv
Ο Alfred ήταν ο αδελφός του περίφημου κοινωνιολόγου Max Weber.
vii
Για μια επισκόπηση διαφορετικών αντιλήψεων του χώρου και του χρόνου βλ. Curry (1996).
εμφάνισης της αγγλο-σαξωνικής Γεωγραφίας της Εργασίας –ένα σημαντικό παράδειγμα είναι του
Cooke (1985)– μάλλον είναι δίκαιο να πούμε ότι ο κλάδος δεν άρχισε να αποκτάει κρίσιμη μάζα
πριν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Για την παλιότερη βιβλιογραφία, βλ. Herod (1998).
Ο Southall (1988), για παράδειγμα, παρατηρεί ότι η εξάσκηση της τέχνης του μεταλλωρύχου
ix
μιας περιοχής δεν μπορεί πάντα να χρησιμεύσει σε άλλες περιοχές, γιατί η γεωγραφία και μορ-
φολογία/ σύσταση των κοιτασμάτων μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική.
x
Ο Molotch (1976) το έχει διερευνήσει αυτό στο πλαίσιο του φαινομένου του ‘συνασπισμού
ανάπτυξης’ (growth coalition) που είναι τοποκεντρικός, και όπου οι ντόπιοι καπιταλιστές, ερ-
γάτες, και η πολιτεία συχνά συνασπίζονται για να προωθήσουν τις κοινότητές τους ως τόπους
εσωτερικών επενδύσεων σε ανταγωνισμό με άλλες κοινότητες. Οι Humphrey et al. (1989),
όμως, υποστηρίζουν ότι, αν και συχνά είναι χωρικά ενθυλακωμένοι στις τοπικές κοινότητες
εξίσου με τις τοπικές επιχειρήσεις, οι εργάτες και οι οργανώσεις τους (όπως τα εργατικά σω-
ματεία) συχνά είναι ήσσονος σημασίας εταίροι σ’ αυτούς τους συνασπισμούς.
Η National Labor Relations Board είναι ένα σώμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που δη-
xi
μιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1930 για να επιβάλλει την εργατική νομοθεσία των ΗΠΑ
και να αναλαμβάνει τη διαιτησία, όταν επιχειρήσεις και σωματεία έρχονταν σε σύγκρουση
(McCulloch, 1974).