You are on page 1of 187

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΤ
(Μ ισανθρωπίας Προλεγόμενα)

Ρ Ο Ε Σ
Δ Ο Κ ϊ Μ ϊ "λ
Όποιος στά σαράντα του δέν είναι
μισάνθρωπος, 8έν αγάπησε ποτέ τούς
άνθρώπους.
Σαμφόρ
Η
ΧΕΙ ΑΛΛΟΚΟΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΗΙΑ ΤΩΝ
ιδεών, άλλά ή μισανθρωπία καταντά νά είναι ό μόνος
έφικτός τρόπος «συμφιλίωσης» μέ τούς άνθρώπους. Οί άλ­
λες οδοί — πίστη στόν άνθρωπο, άγάπη γιά τόν πλησίον,
έλπίδα γιά τό άνθρώπινο γένος— , μολονότι υπερθεματίζο­
νται άπό στρατιές άνύποπτων άπολογητών τοΰ άνθρωπι-
σμοΰ, άργά ή γρήγορα εύτελίζονται καί γελοιοποιούνται
στήν τριβή τους μέ τήν πραγματικότητα. Στήν ήλικία πού
είναι κανείς σέ θέση νά εχει κάποια ευθύνη άπέναντί στή
ζωή καί νά δικαιοΰται ορισμένες βάσιμες υποψίες γιά τά
άνθρώπινα, ή κρίσιμη «ώρίμανση» εχει άναπόδραστα έπελ-
θει. Γίνε έξομολόγος ενός πρεσβύτη, ένός βετεράνου, ενός
ξεσκολισμένου καί χωρίς άλλο θά σοΰ άποκαλυφθεΐ ενας εκ
πεποιθήσεως ή έξ άνάγκης μισάνθρωπος.
Ό π ω ς είναι εύνόητο, ό χαρακτηρισμός δύσκολα γίνεται
δεχτός. Ό ποια κι άν είναι ή άποστροφή πού δείχνουμε γιά
τούς σεσημασμένους «έχθρούς» ή τούς τακτικούς μας αντι­
πάλους, πάντα βρίσκονται πρόσωπα άποδοχής καί συμπά­
θειας, φιλόφρονης εστω άνοχής. Άνθρωποι δηλαδή πού, κι
άν άκόμα τελοΰν ύπό τή στενή παρακολούθησή μας, έν άνά­
γκη προσάγονται ώς μάρτυρες ύπερασπίσεως άπέναντί στή
βαριά (επειδή υπονοεί παθολογικά αίτια) κατηγορία τοΰ
μίσους γιά τόν άνθρωπο. Ά λλά αύτή άκριβώς ή «φιλία»
καί ή άλληλεγγύη πού ένδέχεται νά συνδέει μιά δράκα άη-
10 Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΤ

διασμένων, εϊναι ή πιό πειστική απόδειξη τής μισανθρω-


πίας.
Καί ή ύπόθεση χρήζει άσφαλώς άποδείξεως, έπειδή ό
αρνητισμός απέναντι στά ανθρώπινα δέν εϊναι κάτι πού μα-
θαίνεται παιδιόθεν. Δέν ύπάρχει μισάνθρωπο παιδί, οΰτε
έφηβος πού νά εχει κατασταλάξει στή φυγανθρωπία. Α ντί­
θετα οί τρυφερές ήλικίες — μακριά άπό τό αίνιγμα τής συ­
νειδητοποιημένης ύποκειμενικότητας— διακατέχονται άπό
έναν ιερό φανατισμό γιά τή συνύπαρξη καί τούς συγχρωτι-
σμούς. Οί ύπόνοιες πού γεννιούνται σέ αύτά τά στάδια τής
ζωής, μπορεΐ νά καλλιεργούν λογης-λογης συμπλέγματα,
σύνδρομα, σκεπτικισμούς καί άλλεργίες, άλλά ποτέ δέν κα­
ταλήγουν σέ τελεσίδικες άποστροφές.
Ή άφέλεια, τουτέστι ή φυσική στάση πού κατανοεί τόν
έαυτό της καί τούς άλλους ώς πράγματα δεδομένα καί αύ-
τονόητα, δταν εμπιστεύεται τόν έαυτό της σέ πεποιθήσεις
καί πάθη — πώς άλλιώς νά ζήσει;— εχει πάντα άνάγκη τήν
εξωθεν καλή μαρτυρία μέ τή μορφή τής συνενοχής. Φύσει
καί θέσει δηλαδή δηλώνεται μέτοχος της συλλογικής εύπι-
στίας, ή οποία μέ τή σειρά της άποτελεΐ τό πλέον ένδε-
δειγμένο σκηνικό γιά δράματα καί άπογοητεύσεις πρώτου
μεγέθους. Ό άνθρωπος κατέρχεται στήν κονίστρα «άνυπο-
ψίαστος» καί ή κατάληξη εϊναι στό μάκρος δεκαετιών νά
((ύποψιαστεΐ» δλα τά πικρά συμπεράσματα.
Γ ι’ αύτό άλλωστε — άπό τόν Λουκιανό ώς τό Νίτσε— ή
παραγνωρισμένη παράδοση του μισανθρώπου παρουσιάζε­
ται οχι ώς προειλημμένη θέση, άλλά ώς δψιμη καί άκριβο-
πληρωμένη άπογοήτευση. Ά σχ ετα μέ τό που καταλήγει, ό
μισάνθρωπος εϊναι κατά κανόνα πρώην φιλάνθρωπος, πρώην
γοητευμένος, εΰπιστος πού πέρασε άπό τίς δοκιμασίες της
νουθεσίας, μετανοημένος πέρα γιά πέρα — καί μόνο ώς
τέτοιος εχει ένδιαφέρον.
ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

Τί δ( μαθών φαίνεις άνεν θρναλλίδος;


ΑΧΑΡΝΗΣ

Κικικί τό κοκοράκι
πάνω στό βιβλιαράκι.
Νίκος Λεβέντης, ΝΕΟΙ ΠΟΙΚΙΛΜΟΙ
Μ α ϊμ ο ύ δ ε ς

ΓΑ ΤΑΝ ΠΑΣΧΙΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΤΕΙ, ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΕΜΙΙΟ- ;


\ \ ) διο είναι ή παιδεία του. Ό σ α του μάθανε. Ό χι τόσο /
) έπειδή ή προσωπική εφεση μπορεΐ να αντιβαίνει στά καθε- V
στώτα διδάγματα, αλλά κυρίως έπειδή ή συστηματική !
μόρφωση καταδικάζει τίς περισσότερες φορές σέ άτροφία \
^καί σκολίωση αύτήν άκριβώς τήν ένδιάθετη τάση. /
Ή παιδεία πού έπιδαψιλεύεται αφειδώλευτα δημιουργεί
κάτι τερατώδες: άτομα μέ συγκρότηση, αλλά χωρίς κλίση,
μήτρες πού πάσχουν απλώς άπό ανεμογκάστρι. Ά λ λ ά χω­
ρίς τήν κλίση καί τήν αληθινή ((σύλληψη», τή φλέβα μέ
άλλα λόγια, καμιά δουλειά δέ γίνεται στήν έντέλεια. Χρειά­
ζεται κανείς τύχη, τύχη καί ατυχία μαζί, γιά νά μπορεΐ νά
ζεΐ τό θέμα του, καί δχι νά τό άναπτύσσει καθ’ ύπαγόρευ-
ση* νά γράφει άπό δική του όρμέμφυτη άνάγκη καί δχι άπό
φιλολογικό κούρδισμα — έπειδή, τζάνεμ, τό πολύ διάβασμα
φέρνει καί τό πολύ γράψιμο— , πράγματα δλα αύτά πού
εύτυχώς δέ διδάσκονται καί ουτε ήταν ποτέ δυνατό νά δι­
δαχτούν καί νά μεταδοθούν.
Ή καθεστηκυία έκπαίδευση πού σέ άρπάζει άπό τό βυζί
τής μάννας σου καί έξ άπαλών, άπαλοτάτων ονύχων σέ υ­
ποτάσσει στή μούλα της δεοντολογίας της, κατορθώνει τε­
λικά τό άντίθετο του έπιδιωκομένου. Άντί νά αύγατίσει
αύτό πού είσαι, νά επεκτείνει τό σπιτικό σου, σέ ξεσπιτώ­
νει καί σέ βγάζει στούς δρόμους ζήτουλα στις ξένες πόρτες.
Μ ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

Ό σ ο κι άν προσπαθεί, ό σπουδασμένος δέ μπορεΐ νά σβή­


σει τήν έντύπωση δτι τά εχει λίγο χαμένα, δτι δουλεύει σέ
ξένο νοικοκυριό, δτι είναι τέλος πάντων λιγάκι «πουλημέ­
νος». *Υπάρχει ενα πανεπιστημιακό Έ γ ώ , άληθινό λίκνο
ψυχασθενειών, πού έξαγοράζεται μέ πολύχρονα βάσανα
(γιατί τά βιβλία αντιστέκονται — δέ χαρίζονται σέ κανένα)
καί γκρεμίζεται πάλι μέ κοπιαστικές προσπάθειες.
Ό σ ο γιά τήν καταστροφή, τή μεταστροφή γιά νά άκρι-
βολογοΰμε, δέν άφορα τόσο τίς γνώσεις μας, πού βρέξει
χιονίσει διατηρούν τό κύρος τους, άλλά τόν καταπονημένο
δέχτη ό όποιος, παιδί της γονυκλισίας μέσα στήν κεγηνώσα
παθητικότητά του, κάνει χρόνια γιά νά βρει (άν ποτέ άξιω-
θεΐ) τήν δρθια στάση, τή δική του ξεχασμένη καί άδικημένη
φωνή, καί συνακόλουθα τήν τόλμη νά περιγελάσει τό κον­
κλάβιο, νά φτύσει επιτέλους καί μιά φορά στό πλούσιο πΓα-
το που τοΰ προσφέρουν, νά άποφανθεΐ δηλαδή οχι γιά τόν
ένδοξο καί τρισένδοξο άέρα πού καβούρδισε επί δεκαετίες
μέσα στίς βιβλιοθήκες, οχι γιά τίς δάνειες έγνοιες πού τοΰ
μεταμόσχευσαν μέ τό στανιό γιά νά τόν μασκαρέψουν σέ
θλιβερό ϋοοίιΐδ οιιπι ΗΒγ ο , άλλά άπλούστατα — καί τό απλό
είναι περίπλοκο— γιά τό φτωχό του σαρκίο, τό μόνο άληθι-
νά δικό του πράγμα.
Ανέκαθεν (τρίπαλαι, δεκάπαλαι, τρισμυριόπαΚαι) ό διχα­
σμός καί τό διαγούμισμα τοΰ σπουδασμένου άποτελοΰσε θέ­
μα κατάλληλο γιά κωμική εκμετάλλευση. Δ έ γελιέται ό άν­
θρωπος τοΰ δρόμου πού τόν κοιτάζει μέ λοίδορη συγκατά­
βαση καί τόν θεωρεί ικανό γιά τή μάθηση (μιά τεχνική
γλώσσα τέλος πάντων), άλλά γκαβό στή ζωή. Λές καί ή
ζωή — ή μόνη πού διδάσκει— είναι τό τελευταίο πού λογα­
ριάζεται.
Πώς άλλιώς νά έξηγήσουμε δτι διαβάζει κανείς ένα πε­
ρισπούδαστο σύγγραμμα γιά τή μεταφορά (πού δέν εϊναι βέ­
ΜΑΪΜΟΤΔΕΣ *5

βαια ρητορικό σχήμα, άλλα ατόφια ζωή, έφόσον δέν είναι


στό χέρι του καθενός νά πει, πρώτος αύτός καί άπό δικά
του, γιά εναν θαρραλέο άνδρα δτι «έχει άντερα» καί γιά μιά
θελκτική γυναίκα δτι είναι «ζαργάνα») καί κατόπιν, δταν
γνωρίζει τό συγγραφέα του, βλέπει εναν βλαροτζίτζικα
πού δχι μόνο εγραψε τά διαβασμένα, άλλά άδυνατεΐ — ώ
του θαύματος!— νά ψελλίσει ενα κάποιο μεταφορικό σχήμα
έξ ίδιων δυνάμεων;
Τό χωριό δέ θέλει κολαούζο: είναι ψεύτης, μαϊμού, ζεΐ μέ
ξένα λεφτά, δέ βγάζει τό ψωμί του, τά δσα άραδιάζει δέν
είναι προσωπικό του πρόβλημα άλλά δοτή μονέδα. Καί ό
Κάντ ειχε τήν ευγένεια νά πει δτι στό άκουσμα του άηδο-
νιου σωπαίνουμε μέ άγαλλίαση, μόλις δμως άντιληφθοΰμε
δτι δέν είναι άληθινό, παύει νά μας άρέσει. Καί δντως παύ­
ει, γιατί εχουμε μιάν δρμέμφυτη ροπή πρός τό πηγαίο καί
τό αύτοφυές. ’Ά ν μάλιστα θέλουμε νά κάνουμε καί ένα βή­
μα στον γκρεμό, θά λέγαμε δτι προτιμάμε άκόμα καί τό
βουβό άηδόνι πού εϊναι δμως άηδόνι, καταηδόνι, άπό τήν
όσοδήποτε πετυχημένη άπομίμησή του. Τή μαϊμού κανείς
δέν τή θέλει. Κι δμως οι μαϊμούδες πληθαίνουν σάν τά κου­
νέλια.
Γ νωστός Βορειοαμερικάνος γελωτοποιός, ό Τζέρι Λιούις,
σέ μιά στιγμή τής σταδιοδρομίας του διέπραξε τό έξης
άπαράδεχτο σφάλμα: ενώ ενσάρκωνε πάντα τον άπρο-
σάρμοστο νεανία πού πέφτει σέ μύριες γκάφες έπειδή δέν
καταφέρνει νά άκολουθήσει τούς κανόνες τής ορθόδοξης
συμπεριφοράς — έξοΰ καί ή κωμικότητα— , αίφνης, Κύριος
οίδε γιατί, του μπήκε ή ιδέα νά παραστήσει εναν κανονικό­
τατο άνθρωπο πού ειχε δμως τήν ικανότητα νά καμώνεται
τόν μπούφο. Τό άποτέλεσμα ήταν άπερίγραπτα λυπηρό.
Ό ,τ ι πρωτύτερα ήταν πηγαία άντίδραση, άηδόνι δηλαδή,
σάρκα καί αίμα, στή συνέχεια κατάντησε ύποκριτικό χαρι­
ι6 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

τολόγημα. Ό κωμικός είχε χαθεί. Είχαμε πλέον έναν άν­


θρωπο πού εκανε τον γελοίο* δέν ήταν. Καμώματα δηλαδή,
τεχνάσματα καί ψεύδη κατά παραγγελία καί κατά συνθήκη.
Μπορεΐ μολαταύτα τά ψεύδη νά διατηρούν τήν άξια τους,
άλλά ο κόσμος στρέφεται ένστικτωδώς πρός τό πηγαίο.
Τον άρκουδιάρη τον θέλεις άρκουδιάρη, δέ μπορεΐς νά σκέ­
φτεσαι ότι είναι υπάλληλος τραπέζης πού τις έλεύθερες ώ ­
ρες του βγάζει σεριάνι τήν άρκούδα. "Αμα είσαι, ό,τι κι αν
είσαι, θά γίνεις έντέλει άποδεχτός. Τον κακομούτσουνο γιά
παράδειγμα, πού όπου βρεθεί έχουν τήν άνεση νά τόν δεί­
χνουν καί νά λένε μεταξύ τους χαμηλόφωνα: γιά δές τό τέ­
ρας! όλοι τόν δέχονται, εστω καί άποστρέφοντας τό πρό­
σωπο. Ό λοι παραδέχονται τό νάνο μέ τό άφύσικο κεφάλι,
τήν παχύσαρκη Σαρακίνα πού σάν μετακινούμενο κήτος με­
ταφέρει τήν αλήθεια της. Ά λ λ ά άπό τόν άνθρωπο πού όλο
βάφεται γιά νά μή σκουριάσει καί κουκουλώνεται μέ κάθε
λογης περούκες τί νά παραδεχτείς;
Έ νας κύριος πού άπό καθέδρας καί άνιδρωτί διδάσκει
δλα αύτά πού δέ μπορεΐ νά ζήσει, ό καθηγητής πού άναλύει
τήν κατηγορική προσταγή, τόν ήθικό νόμο, τήν άθανασία
τής ψυχής καί δύο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα
τά ραδίκια στό μανάβη, δέν είναι νά πεις δόλιος ή άπατεώ-
νας. Του συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Δέν κατοικεί μέ­
σα στά λόγια του. Έπουδενί δέν μπορεΐ νά δώσει τόν έαυτό
του γιά παράδειγμα. Στήν πραγματικότητα άλλα λέει καί
άλλα κάνει, μέ άλλο κεφάλι διδάσκει καί μέ άλλο κεφάλι
ζεΐ, καί κατά βάθος ούτε καί ό ίδιος συνειδητοποιεί πώς
κατάφερε νά ένσαρκώνει αύτή τήν άλλόκοτη διπροσωπία,
αύτή τή δικέφαλη ύπαρξη.
Οί πανεπιστημιακές έπιτροπές πού διανέμουν τά διπλώ­
ματα κατέχουν σέ βάθος αύτό τό πολύτιμο μυστικό. Ό ταν
έχουν νά προκρίνουν κανένα χειρουργό, κανένα οφθαλμία­
ΜΑΪΜΟΎΔΕΣ 17

τρο, κανέναν οικονομολόγο, του βγάζουν τό λάδι στίς έξετά-


σεις γιατί, δέ θέλει καί πολλή σοφία, ενας αδέξιος χειρουρ­
γός άποτελεΐ δημόσιο κίνδυνο, όπως άλλωστε καί ενας α­
δαής τραπεζίτης. Έξαιτίας ένός άλμπάνη οφθαλμίατρου
ενδέχεται νά χάσεις τό φως σου, άλλά έξαιτίας ένός κακού
θεωρητικού τής αισθητικής — άν μπορεΐ νά υπάρχει καλός
σέ αύτή τήν άνύπαρχτη δουλειά— ποιο φως θά στερηθείς;
ποιος κινδυνεύει άπό έναν καθηγητή της φιλοσοφίας πού
κάνει λάθη; Έ τσ ι θά μπορούσε νά άρχίζει ή νά τελειώνει
ενα σταυρόλεξο γιά άνόητους.
Ή αλήθεια τών λόγων μάς άνήκει μόνο άν τήν εξαγορά­
ζουμε μέ τό τομάρι μας. Σκαμπίλι άγνευτο δέν παίζεται.
Αυτή είναι ή μόνο στέρεη παιδεία. Κάποιος πού ύπηρετεΐ
τίς ίδεε<; του, πού τολμάει νά πάει στή σκήτη, νά άνέβει
στο βουνο — ε, αύτός είναι σάν τά λόγια του, τόσο σωστός
καί τόσο πλανημένος* πληρώνει τή νύφη μέ λεφτά παντελο-
νάτα, άρα είναι φίλος καί άποδεχτός. Ά λλά πώς νά γίνει
φίλος ένας πού φιλολογεί πάνω στήν ύποτιθέμενη άλήθεια
του, πού είναι ειλικρινής μόνο δταν πηγαίνει στούς γιατρούς
νά έξεταστεΐ;
Δ έ δέχονται νά δοκιμαστούν ώς άσκούμενοι: αύτό είναι
τό άπογοητευτικό μέ τούς θεωρητικούς. Ένας δικηγόρος
σπουδάζει μερικά χρόνια καί στή συνέχεια, σά νά τελειώ­
σανε τά ψέματα, άρχίζουν τά άληθινά ψέματα τής δουλειάς.
Ά π ό τά κιτάπια καί τή θεωρία κατέρχεται πιά στό γκεζί.
Αναγκαστικά περνάει άπό τή θεωρία στήν πράξη, άπό τίς
διακηρύξεις στήν πραγματικότητα. Ά λλά ένας ακαπνος.θε­
ωρητικός πώς νά περάσει στήν πράξη; Κατεβαζοντας ως τ ’
άφτιά τήν τραγιάσκα τοΰ βιβλιογνώστη, μιλάει άσταμάτη-
τα γιά παλάτια πού δέν είδε.
Ό πλατωνιστής φερ* είπεΐν κόπτεται γιά τόν Σωκράτη,
άνθρωπο τής άγοράς, χωμάτινο καί λάτρη τοΰ χειροπια-
ι8 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

στοΰ, πού δέ μίλαγε ποτέ στον αέρα, πού δοκίμαζε τά πά­


ντα στήν ’ιδια του τή ζωή, καί θά πρέπει νά διαβουν χρόνια
γιά νά άντιληφθεΐ, μετά άπό άγονες δοκησισοφίες καί άνά-
λατα φληναφήματα, δτι ουσιαστικά μιλάει γιά κάτι πού τόν
άρνεΐται ριζικά. Έ νώ αύτός κρύβεται πίσω άπό τά λόγια
του, ό γιός του Σωφρονίσκου δ,τι ξεστόμιζε τό ελεγε έπει-
δή — δπως λέμε— τό «ελεγε ή καρδιά του». Καί δέν είναι
σύμπτωση δτι στά νέα ελληνικά αύτή ή φράση δηλώνει
θάρρος: άν κάτι τό λέει ή καρδιά σου θά σέ βάλει σέ κίνδυ­
νο. Διαφορετικά ή μόνη λύση είναι νά μιμείσαι τόν σελιδο­
δείκτη.
Έ δ ώ άλλωστε φωλιάζει τό πρόβλημα μέ τήν έρίτιμο
άδελφότητα των έγγραμμάτων: δέν γυρεύουν νά έγκολπω-
θοΰν τήν δποια διδασκαλία τους, νά τήν εκθέσουν στά κύ­
ματα τής ζωής, τούς άρκεΐ νά γίνουν τζουτζέδες της. Πώς
νά μήν καταντήσει ό κόσμος τών γραμμάτων μασκαράτα
καί κάλπικο άνθρωπομάζωμα; Ό ταν άκονιτί διδάσκουν δ,τι
άλλοι άνθρωποι κατάκτησαν μέ βάσανα, πώς νά έκτιμή-
σουν τά βάσανα; Αύτοί μελετητές είναι, όρντινάντσες, με­
ταφραστές, διερμηνείς, πιστοί στό γράμμα. Φυλάνε τά ρού­
χα του νεκρού. Τίποτε άλλο.
Γιά δλη αύτή τήν έπονείδιστη κουστωδία μία είναι ή
συμβουλή: πές αύτό πού σέ παιδεύει, μή ντρέπεσαι, φανού
αύτός πού είσαι, κάψε τό ψευδοεγώ του πανεπιστημίου,
πέτα τις βάτες άπό τούς ισχνούς ώμους σου — πάψε νά
βρυχάσαι καί νά κάνεις το θηρίο!
Είναι τόσο μεγάλο τό κακό πού παθαίνουμε μέ τή μόρ­
φωση, τήν παθητική πολυμάθεια καί τούς τίτλους, ώστε
δταν ή ζωή ζορίζει — τά κάνει αύτά— καί τελειώνουν κά-
ποια άστεία, δταν δηλαδή έχεις άνάγκη τό μύχιο σου γιά νά
σταθείς στά πόδια σου, αύτό άποδεικνύεται τόσο θαμμένο,
τόσο φωτόφοβο, ώστε πρέπει νά ούρλιάξεις γιά νά σέ ά-
ΜΑΪΜΟϊΔΕΣ 19

φουγκραστεϊ. Μέ τούς ξυλοδαρμούς δέ συμβαίνει τίποτε


διαφορετικό. Μόλις δύο άνθρωποι αρχίσουν τά σπρωξίματα
καί τίς ψιλές, αύτοστιγμεί κάνουν φτερά όλα τά έπίθετα:
γυαλιά, ψεύτικα δόντια, περούκες, γραβάτες, γιακάδες,
ταυτότητες καί αλυσίδες μέ σταυρούς, γιά νά άπομείνει μό­
νο δ,τι πραγματικά τούς ανήκει: τό αϊμα τους καί ή άλα-
φιασμένη τους άνάσα.
Ενήμερος όλων αύτών ό Ρουσό, στά περί άγωγής τών
νέων εϊναι κατηγορηματικός: όχι λόγια στούς νέους, πράγ­
ματα μόνο* όχι θεωρίες καί κούφιες ιδέες, άλλά ζωή. Ό ταν
λοιπόν ένας υπερφίαλος μπούλης, χτεσινό άβγό μέ άλλα λό­
για, ζεστός άκόμα άπό τήν κοιλιά τής μάννας του, έρχεται
νά έκφράσει τήν άγάπη του γιά τό μέγα δύνασθαι, τής σκέ­
ψης, χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη γιά νά τοΰ άπαντήσεις. Α ­
ντί νά τόν άφήσεις νά βελάζει (γιά τό μεταμοντέρνο, γιά τό
Θεό, τήν ' Ιστορία, γιά τό Εϊναι καί τά όντα, γιά τό άν ή
ζωή έχει νόημα — άλλο καζανάκι αύτό!— , γιά τήν αλλοτρί­
ωση καί τά παρόμοια), άντί νά τόν παπαρίζεις στόν ώμο,
δ ώ σ ’ του καλύτερα καθαρτικό, βάλ’ τον νά σοΰ πει τί
πραγματικά τόν άπασχολεϊ καί άνάγκασέ τον νά άρχίσει
(φτοΰ κι άπό τήν άρχή).
Λένε ότι ό Βάρναλης έφάρμοζε κατά γράμμα αύτή τήν
ψυχοσωτήρια μέθοδο. Ό ταν κάποτε ένας νεαρός τοΰ πήγε
μιάν έρωτικής υφής ποιητική συλλογή, άφοΰ πρώτα τήν
διεξήλθε, άρκέστηκε νά τοΰ πει: Παιδί μου, βρες μιά γυναίκα
νά γαμήσεις. 3 θ ποπ 6 νβΓΟ, 6 Ββη ΐΓοναίο, γιά κάθε νήπιο
καί γιά κάθε ξεμυαλισμένο ινφάντη.
Η ΠΟΛΛΗ ΧΠΟΤΔΗ
ΤΪΦΛΩΝ ΕΙ

Φ ϊΣΙΚ Α ΟΦΕΙΛΟΪΜΕ ΝΑ ΟΜΟΑΟΓΗΣΟΪΜΕ ΟΤΙ ΤΑ ΝΗΙΙΙΑ Εί­


ναι φορές πού τά καταφέρνουν περίφημα. Στή μουσική
γιά παράδειγμα, μάς λέει ό Χέγ^ελ στήν Αισθητική του, ή
οποία έκφράζει βαθιά καί ολωσδιόλου άπροσδιόριστα αισθή­
ματα, σκιρτήματα τής ψυχής πού κατά κάποιο τρόπο είναι
άυλα, κι δπου δέ μπορούμε νά άποδώσουμε κανένα περιεχό­
μενο, καμιά σκέψη, ό μουσικός δέν έ'χει άνάγκη μιάν έμπει-
ρία τόσο μεγάλη δσο στις άλλες τέχνες. Αύτός είναι ό λό­
γος πού τό μουσικό τάλαντο έκδηλώνεται πρόωρα, ενώ τό
κεφάλι καί ή ψυχή παραμένουν άκόμα κενά, χωρίς πνευμα­
τική ή βιωματική έμπειρία* καί ετσι δλοι έχουμε άκούσει
γιά βιρτουόζους πού ό χαρακτήρας καί τό πνεύμα τους δέ
βρίσκονται στό ύψος της δεινότητάς τους.
Έχουμε παιδιά-θαύματα στή μουσική καί στά μαθηματι­
κά, στήν ένόργανη γυμναστική ή στό τραγούδι, άλλά ποτέ
στή σκέψη — δέν έμφανίστηκε άκόμα ό άνήλικος ζωγρά­
φος, φιλόσοφος ή μυθιστοριογράφος. Ή παρατήρηση γιά τό
«άδειο κεφάλι» καί τήν «άδεια ψυχή» δέν άφήνει καμιά ά-
πορία. Ό ταν πρόκειται γιά πνευματική άπόδοση καθαρά
μορφική, δπου τό περιεχόμενο (ήτοι ή θητεία στή ζωή καί
στά μαρτύριά της) μπορεΐ νά άπουσιάζει, τό θαΰμα είναι
πιθανό. Ά λ λ ά είναι άπίθανο δταν εχουμε νά κάνουμε μέ
τέχνες καί έκφράσεις πού προϋποθέτουν ψυχική ώρίμανση.
Η ΠΟΛΛΗ ΣΠΟΤΔΗ ΤΤΦΛΠΝΕΙ 21

Είναι σημαδιακό άλλωστε δτι οί Έλληνες — τά αιώνια παι­


διά— δέν άνέδειξαν ποτέ παιδιά-θαύματα.
Οί έγκύκλιες σπουδές δέν μπορεΐ νά είναι άσχετες μέ
κείνο πού θά άποκαλούσαμε έγκύκλιες δοκιμασίες. Είτε
στά δεκαπέντε σου σύρεις εναν κύκλο μέ τό διαβήτη, είτε
στά πενήντα σου, τό άποτέλεσμα δέ διαφέρει* τι νά πούμε
δμως γιά εναν έφηβο πού ένδέχεται νά άπαγγέλλει σωστά
τό Μή μοι θάνατον παρανδα χωρίς νά εχει —καί που νά τή
βρει;— καμιά βαθύτερη αίσθηση του στίχου; Τ ά κείμενα
περιμένουν (αιώνες) τόν κάθε νέο νά μεστώσει, νά έξέλθει
άπό τό στάδιο τής άφασίας καί νά διαβεΐ τό κατώφλι.
Ά σ χ ετ α μέ τις ευνόητες έκπαιδευτικές μέριμνες, ή έφη-
βεία δέν πρέπει νά ύπερτιμάται. Ή πλησμονή τών πρώτων
επαφών μέ τή ζωή κάνει τόν έφηβο κάτι σάν μύστη τής
άμεσότητας, γι’ αύτό καί στή Βίβλο ή καρδιά του νέου πα-
ρομοιάζεται μέ τά ίχνη του φιδιού πάνω στήν πέτρα ή τά
σημάδια πού άφήνει τό πέταγμα ενός πτηνού στον ούρανό.
Ίχνη καί σημάδια δηλαδή πού συνήθως άποδεικνύονται αι­
νίγματα μικρής άντοχής.
Εξάλλου υί άνθρωποι, ειδικά στίς μικρές ήλικίες, μοιά­
ζουν πολύ στά γενικά τους γνωρίσματα. Μόνο ή ώρίμανση
έπιβάλλει τις μεγάλες διαφορές. Ή σκέψη του Θουκυδίδη
δτι οί άνθρωποι δέν διαφέρουν καί πολύ μεταξύ τους (πολύ
τ€ διαφέρειν ου δα νομίζαν αν άνθρωπον ανθρώπου) — άλή-
θεια τής όποίας τό πολύ Τ6 παίρνει πολύ νερό, ωκεανούς
ολόκληρους— συμπληρώνεται παρήγορα άπό μιά πολύτιμη
προσθήκη: καλύτερος είναι δποιος εχει περάσει τις μεγάλες
καί άπαραίτητες δοκιμασίες (κράηστος δβ άναι όσης βν τοις
άναγκαιοτάτοίς παιδβύβται). Καί τί σημαίνει κράτιστος; Καί
τί σημαίνει δοκιμασίες; Ή παράδοση πάνω στό θέμα είναι
πανάρχαια, διάσημη καί σκληρή.
22 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

Έ πίστη στήν έμφυτη κλήρα τοΰ ατόμου, στό αίμα του,


καί ή περιφρόνηση τών έπίκτητων προσόντων υπήρξε ανέ­
καθεν αριστοκρατικό ιδεώδες. Γιά τόν Πίνδαρο, πού ύπο-
στηρίζει ολόψυχα τή φνά καί οχι τήν παιδεία, ο διαβασμέ­
νος (διδάκτ’ εχει) εϊναι σκοτεινός άνθρωπος (φεφεννός άνήρ)
πού δέν πορεύεται ποτέ του μέ σταθερό βήμα (ον ποτε ά-
τρεκέι κατέβα ποδί). Καί τή λέξη αριστοκρατικός, πού σήμε­
ρα «κεντάει» δπως άλλωστε «κεντοΰσε» καί τότε, θά τήν
καταλάβουμε άν τή φέρουμε κοντά σέ εναν άλλο στίχο τοΰ
ίδιου, πού διακηρύσσει δτι τό φυσικό της δέν τό άλλάζει
οΰτε ή κόκκινη άλεπού (τά γάρ έμφνες ο ν τ’ αϊθων άλώπηξ)
οΰτε τό λιοντάρι (οντ’ έρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ήθος).
Κανείς δέν άρνεΐται δτι καί σήμερα, πέρα άπό κάθε σκέ­
ψη περί άριστοκρατίας τοΰ πνεύματος ή τοΰ αίματος, πι­
στεύουμε άκράδαντά στήν κόκκινη άλεπού, τουτέστι στό
φυσικό τοΰ καθενός. Ό σ ο κι άν καταγίνεται κάποιος σέ
κάτι, άν δέν τό ’χει, ποτέ δέ γίνεται. Μέ τήν έπιμονή εχου-
με άθλους έργατικότητας, άλλά οχι δημιουργήματα.
Μόνο στά ώριμα χρόνια άρχίζει νά γίνεται σαφές δτι δλα
εϊναι δύσκολα γιά τόν άνθρωπο πού εγκαταλείπει τή φύση
του καί χτυπάει γροθιά στό μαχαίρι: άπαντα δνσχέρεια τήν
αν τον φνσιν δταν λιπών τις... ΓΥ αύτό καί ό Ηράκλειτος,
σοφός άρα μισάνθρωπος, ήξερε νά δογματίζει στήν αύγή
κιόλας 'αύτοΰ τοΰ πολιτισμοΰ: ή πολυμάθεια δέ χαρίζει σέ
κανέναν μυαλό (πολνμαθίη νόον εχειν ον διδάσκει), δλα πηγά­
ζουν άπό τό τί εϊναι κανείς, οχι άπό τό τί τοΰ μαθαίνουν.
Καί έδώ έχουμε ενα άπό τά μεγάλα προβλήματα τής παι­
δείας. Ά ν μόνο τό φυσικό (τό σκαρί) μετράει, τότε τί νόη­
μα εχει νά σπέρνουμε τά πετροχώραφα; Μολονότι ό Δημό­
κριτος επαιρνε σαφώς τήν άντίθετη θέση (πλεονες έξ άσκψ
σεως άγαθοι ^ί^νονται ή άπό φνσεως), τήν άκριβή άπάντη­
ση μόνο στόν έαυτό του θά τή βρει ό καθένας.
Η ΠΟΛΛΗ ΣΠΟΤΔΗ ΤΤΦΛΠΝΕΙ ^3

Οί αρχάριοι συγγραφείς πού εμπιστεύονταν στά χέρια


του Ζίντ τά χειρόγραφά τους, τόν ρωτούσαν μέ φόβο: Νά
συνεχίσουμε; Καί ή άπόκριση ήταν πιο έρωτηματική: Πώς
μπορεΐτε καί δέ συνεχίζετε; Τό φυσικό άποφασίζει, κανένας
άλλος. Οί δοκιμασίες, οί σπουδές, οί ταλαιπωρίες άναδει-
κνύουν τούς χαρακτήρες δσο άναδεικνύουν καί τις σαπιο-
κοιλιές. Δ έ λείπουν ποτέ οί διαβασμένοι βλάκες, οί ψοφο-
δεεΐς της πολυμάθειας, τά διπλωματούχα καπόνια, οί ανί­
κανοι πού πρήζουν τόν κόσμο μέ άραθα-μάραθα πασχίζο­
ντας νά πείσουν δτι δέ γεννήθηκαν άπό τή «μούχλα του
μπάνιου».
Τά βάσανα καί τά σαράντα κύματα έχουν άξια δχι γιατί
άπό μόνα τους διαμορφώνουν άνθρώπους (αύτό ποτέ δέν
εγινε), άλλά επειδή δίκην λυδίας λίθου άποκαλύπτουν τήν
ισχυρή καί τήν άνισχυρή φύση. Αύτή είναι ή λειτουργία του
βασανίτη λίθου: φανερώνει δ,τι ύπάρχει ήδη, δέν δημιουρ­
γεί. Ό σ ο γιά τούς άπειθεΐς, πού φυσικώ τώ λόγω δυσπι-
στοΰν, είναι βέβαιο δτι θά χάσουν τόν ύπνο τους.
Ό π ω ς έπίσης είναι βέβαιο δτι ύπάρχει μιά αμαρτωλή
σχέση τής σπονδής μέ τή βιασύνη. Τό λέει ξεκάθαρα ή λέ­
ξη. Ό υπερφίαλος νέος πού στρώνεται, καί μέ τί καρδιά, νά
μελετήσει καί άρχίζει νά λογαριάζει τήν πνευματική του
μοίρα σέ σελίδες, τις περισσότερες φορές έπιτυγχάνει του
σκοπού του* γίνεται ξεφτέρι, έγκαστρίμυθος τής βιβλιοθή­
κης, κοκόρι μέ δανεικό λυρί, έντολοδόχος ένός ύπερεγώ πού
επιβάλλει τή γνώση σάν ρεηδίιπι, αύνάν τής αύτοδιδαχής,
διαλαλητής ξένης πραμάτειας, κτλ. Φυσικά αύτός ό τύπος
άνθρώπου, πού σπεύδει νά σπουδάσει γιά νά έπαληθεύσει
άλλη μιά φορά δτι ή πολλή σπουδή διαλύει τά άδύναμα
μυαλά, δέ λαβαίνει σοβαρά ύπόψη του τό μόνο σοβαρό: δτι
τό πνεύμα, άκόμα κι άν άνθεΐ στις βιβλιοθήκες, δέν είναι
ποτέ δημιούργημα των βιβλιοθηκών. Κι δταν μιλάμε γιά
24 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

πνεύμα δέν εννοούμε τή γνωστική σχέση, τό μόνο εύκολο,


άλλά εναν κλονισμό πού έπέχει θέση άποκαλυπτικου βιώ­
ματος καί συνάπτει κανονικούς δεσμούς αίματος.

Αφων οι και Αμ ν η μ ο ν ες
ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Κ
ΑΘΕ ΔΟΤΑΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΩ ΤΗΣ, ΔΗΛΑΔΗ
νά γίνεται καλύτερη, άπό τή στιγμή πού θά αισθανθεί
τήν άνάγκη νά τά βάλει μέ τόν εαυτό της. Δ έ μπορεΐ κα­
νείς νά ξεκινάει κάτι άπό νέος καί εκτοτε, ως τά γεράματα,
νά άκολουθεΐ τήν ϊδια γραμμή. Ά ν δέν έπέλθει ρήξη καί
κρίση μεσοδρομίς, άν τό σχοινί δέ σπάσει καί δέ δεθεί κό­
μπο μία, δύο καί τρεις φορές, ο εργάτης δέν είναι άξιος.
Αντίθετα ό έργάτης ξέρει (νά μαθαίνει) τή δουλειά του άν
σέ κάθε κύκλο τής ζωής του γίνεται καψοκαλύβας, άν του
συμβαίνει κάποτε νά ντρέπεται νά κοιταχτεί στόν καθρέφτη
καί στά μάτια των άλλων.
Έ λέσχη των προικισμένων άπαρτίζεται άπό μέλη πού
δέ γράφουν επί χρόνια τά άγραφα, σάν τόν Στεπάν Τροφί-
μοβιτς πού λιβάνιζε κατά μόνας κάποια χειρόγραφα, άλλά
άπό άνθρώπους πού μπορούν νά άηδιάζουν τά μούτρα τους
καί νά μεταμορφώνονται. Ώρίμανση σημαίνει νά περνάς ά­
πό τού λιναριού τά πάθη. Αλήθεια πού ισχύει άπολύτως
γιά τό πνεύμα καί γιά τόν πνευματικό θηλασμό πού δέν
είναι άλλος άπό τό διάβασμα, τή γνωστή μας ανάγνωση.
Ό π ω ς τήν ξέρουμε καί τήν άκολουθοΰμε κουτσά-στραβά
ΑΦΩΝΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ 25

έμεΐς σήμερα, ή ανάγνωση, ή άλλιώς ή ξαμολυμένη περιέρ­


γεια πού παίρνει σβάρνα τό τυπωμένο χαρτί καί σταματη-
μό δέν εχει, είναι μιά διαστροφή σχετικά δψιμη. Μερικών
αιώνων. Ποτέ πριν οί άνθρωποι δέ διάβαζαν τόσο πολύ καί
τόσο άσχημα. Καί τό σημαντικό δέν είναι· άν διάβαζαν πο­
λύ ή λίγο — συνήθως διάβαζαν λίγο— , άλλά δτι δέ διάβα­
ζαν δπως σήμερα. Δέν ήξεραν τήν εύτέλεια της παμφάγου
τυπογραφίας, τήν έλευθερίων ήθών καταναγκαστική έκμά-
θηση πραγμάτων δεύτερης καί τρίτης κλάσεως, τήν κίβδη­
λη βιβλιομανία. Τό γράμμα είχε τήν τιμή του άκόμα καί
τήν έποχή του Χέγκελ, ό όποιος δέ δίσταζε νά γράψει δτι ή
άνάγνωση τής έφημερίδας μπορούσε πλέον νά ύποκαταστή-
σει τήν πρωινή προσευχή του πολίτη. Άλλαξαν καί χάλα­
σαν πολύ άπό τότε οί έφημερίδες.
Καί οχι μόνο αύτές. Γιατί ή θυελλώδης ύποβάθμιση τής
άναγνωστικής έντιμότητας δέν εχει νά κάνει πάντα μέ τόν
εύτελισμό τοΰ τυπωμένου χάρτου πού, ώς βιομηχανία πλέ*
ον, καταπίνει τά δάση γιά νά τά παραδώσει βορά στίς άδη-
φάγες άνάγκες τής σύγχρονης κοινωνίας. Άποπαίδι τής
Βαβέλ, ό σημερινός άναγνώστης διαβάζει άσχημα δ,τι κι
άν διαβάσει. Ή πληροφορία, ώς άσθένεια πού κάνει μετά­
σταση σέ δλα τά κέντρα τοΰ ψυχισμοΰ του, καθιστα τά πά­
ντα άφορμή καί έρέθισμα. Πίνει κανείς ενα κονιάκ γιά νά
ξελαμπικάρει καί νά σταθεί στά πόδια του, άν δμως ξεγε­
λαστεί καί κάνει τό ενα δέκα, άντί νά στεριωθεί άρχίζει νά
τρεκλίζει. Τί νά πει ό σημερινός άναγνώστης πού δέν ξέρει
τί γυρεύει, άλλά περιφέρει τή νοημοσύνη του είκή καί ώς
ετυχε μέχρι νά καταντήσει άσύνειδα καρικατούρα τοΰ έαυ-
τοΰ του;
Ά π ό τόν Λουκιανό κιόλας άκοΰμε νά μιλάνε γιά τόν
πολλά βιβλία ώνονμενον. Ά λ λ ά ή έποχή του είναι τής πα­
ρακμής, έποχή πού εχει προλάβει νά άποκτήσει τά δικά της
26 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

πολλά βιβλία καί τούς δικούς της κακούς αναγνώστες.


Πολλά βέβαια δχι σέ σύγκριση μέ τά σημερινά ανήκουστα
δεδομένα, άλλά σέ σχέση μέ άλλους αιώνες καί κυρίως μέ
τή θρυλική άθηναϊκή εποχή. Ό Σωκράτης, γιά παράδειγ­
μα, δέν ήταν άμοιρος άναγνώσεων. Είχε διαβάσει ό δαιμό­
νιος τό βιβλίο του Αναξαγόρα καθώς καί του Έράκλειτου,
γιά τό όποιο μάλιστα άπεφάνθη μέ ειρωνεία (καί ποιός ξέ­
ρει τί άλλο;) δτι θά χρειαζόταν ένας Δήλειος κολυμβητής
γιά νά μπει στά βαθιά νοήματα πού ό ίδιος δέν κατάφερε νά
φτάσει. Έ ν ώ δμως προέτρεπε στό δέον, ποτέ δέν τό συνέ­
δεσε — ούτε κατά διάνοια— μέ τήν κατοχή καί τήν ανά­
γνωση των βιβλίων.
Γιά έναν μέσο πολίτη έκείνης τής έποχής, πού κι άν δέν
ήταν άβιβλος, σέ καμιά περίπτωση δέν ήταν πολύβιβλος,
είναι πολύ δύσκολο νά έκτιμήσουμε τί μπορεί νά σήμαινε ή
ιδιωτική βιβλιοθήκη. Πιθανότατα τίποτα. Τό βιβλίο (πού
βαφτίστηκε έτσι άπό τό υλικό τής κατασκευής του), κόστι­
ζε πολύ, καί ένας τόμος (άπό τό τέμνω ή τό τομάρι πάνω
στό όποιο χαραζόταν ή μεγαλογράμματη γραφή) θά πρέπει
νά ήταν ύψίστης σημασίας γιά νά θεωρηθεί είδος πρώτης
άνάγκης. Ά λ λ ά άφοΰ δλα τά ύψίστης σημασίας — δπως ό
"Όμηρος, δπως οί τραγωδίες, πολλές άπό τις όποιες είχε τή
δυνατότητα κανείς νά παρακολουθήσει κάθε χρόνο στά με­
γάλα Διονύσια— κυκλοφορούσαν στά ήθη, τί νόημα είχε νά
τά φυλακίσει στή βιβλιοθήκη; Τό ιδιωτικό άντίγραφο θά
πρέπει νά άπασχολοΰσε μάλλον τούς φιλοσόφους καί τούς
σοφιστές παρά τόν πεπαιδευμένο πολίτη. Γνωρίζουμε πά­
ντως δτι στις πρώτες σειρές του θεάτρου πωλοΰνταν κά-
ποια χειρόγραφα, δπως άλλωστε καί στήν άγορά, άλλά ή
■οίαδήποτε άφοσίωση στά λιγοστά βιβλία δέ μπορούσε νά
θεωρηθεί φρόνιμη.
Μέσα σέ μιά δημοκρατία άμεση καί τής ζώσας φωνής,
ΑΦΩΝΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ 27

δπου δλα βρίσκονταν σέ απόσταση αναπνοής, ή γραφή έ­


μοιαζε αναπηρία καί τό γραφτό δέν είχε άλλο δρόμο: μετα­
μορφωνόταν γοργά σέ λόγο άπό στήθους. Ό λη ή παιδεία
άποστηθιζόταν. Καί ή άπομνημόνευση δέν διέπλαθε άν-
θρώπους-βιβλία, άλλά μεταμόρφωνε τά βιβλία σέ ζωντανό
λόγο. Τι αύτό, τό Σωκράτη, πού μόνο μιλούσε, δέν είναι
δυνατό νά τόν φανταστούμε νά άπαθανατίζει τίς σκέψεις
του γράφοντας. Έ γραφή στόν Ό μηρο — δπως έξάλλου
καί τά νομίσματα— σπανίζει* δσο γιά τόν Ίησοΰ, παρότι
τόν είδαν, καθώς διαβάζουμε στά εύαγγέλια, νά σκύβει κά­
ποτε γιά νά χαράξει κάτι καταγής, ή γραφή καί πιθανότατα
ή άνάγνωση του ήταν «ξένα» πράγματα.
Μοιάζει σατανική σύμπτωση δτι τό Κοράνι σημαίνει άνά­
γνωση καί ή Βίβλος άποκαλεΐται Γ ραφή. Μοιάζει άλλά δέν
είναι. Άρκεΐ γι’ αύτό νά άναλογιστοΰμε τό χάσμα πού υ­
πάρχει άνάμεσα σέ εναν Μωαμεθανό πού γνωρίζει τό Κορά­
νι «του» — τό, μοναδικό βιβλίο— άπό στήθους (τό όποιο
άπαγγέλλει μεγαλοφώνως πάντα, δπως άλλωστε καί ό Ε ­
βραίος τή Βίβλο στή συναγωγή — έξοΰ καί «χάβρα Ιουδαί­
ων») καί σέ εναν σημερινό δοίοηΠΒί, πού άρμενίζει επί χιλιά­
δες χιλιάδων σελίδες, τίς όποιες άδυνατεΐ οχι νά άπαγγείλ-
λει (καί γιατί τάχα; άναρωτιέται), άλλά άπλώς νά τίς έπα-
ναφέρει στή μνήμη του. Σελίδες έπιπλέον πού διαβάζει
σιωπηλά σάν κλέφτης, λαθραία καί κυνηγημένα, γιά νά τίς
λησμονήσει πάραυτα.
Ά φ ’ ής στιγμής έπινοήθηκε καί έφαρμόστηκε εύρέως
στήν εκπαίδευση ή σιωπηλή άνάγνωση, ή άφωνη μελέτη,
συντελέστηκε μιά βαρύτατη βλάβη στόν ψυχισμό τοΰ πολι­
τισμένου άνθρώπου.
Ό πιστός διάβαζε γιά νά δέσουν τά κόκαλά του* ό έρευ-
νητής διαβάζει γιά νά μάθει καί μέ τή σειρά του νά ικανο­
ποιήσει τή μεγάλη του φιλοδοξία: νά γίνει πατέρας τής
28 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

γραφής. Θεωρείται έξαλλου νόμιμο, σχεδόν έπιβεβλημένο,


ό σημερινός αναγνώστης νά διαβάζει καθημερινά δ,τι του
πέσει στό χέρι. Φιλαναγνώστης, φιλοπερίεργος, έρευνητής,
δέν εχει ιδιαίτερη σημασία. Τό βέβαιο εϊναι δτι περνούν
καθημερινά άπό τά μάτια του καί τά αφτιά του (γιατί μυεΐ-
ται έκών-άκων σέ χούγια όπτικοακουστικά) σεβαστοί δγκοι
γραπτού καί μιλητοΰ λόγου. Τό βιβλίο καί δ,τι του μοιάζει
καταντάει φυσικά τρέχουσα καί σερνάμενη ύπόθεση, άλλά
τό χειρότερο εϊναι δτι κάθε προσλαμβάνουσα παράσταση
άποβαίνει πληροφορία καί έντέλει δλες οί πληροφορίες πλά­
θουν ενα άμάλγαμα άπό άλήθειες του ίδιου κύρους καί άνα-
στήματος. Έφόσον μαθαίνω πάει νά πει άνάγω τό άγνω­
στο στό γνωστό, τό κάθετι άνάγεται στό κεκτημένο μέ τήν
πανουργία της ταχυχειρίας.
Έ τσ ι συντελέστηκε σταδιακά καί ή ύποβάθμιση του
«διαβασμένου». Έ νώ κατά παράδοση του άναγνωριζόταν
τουλάχιστον τό κύρος του γνώστη, τής αύθεντίας, του βιδά-
του ειδήμονα, σήμερα θεωρείται διαλυμένο μυαλό. Ένας
κοινωνικά άπροσάρμοστος μέ γαλόνια. Ό σ ο γιά τόν κοινό
άναγνώστη πού άπαιτεΐ καί έπαιτεΐ ψιχία άπό τή μεγάλη
τράπεζα του πνεύματος, αύτόν πού οί πολιτισμικοί φορείς
τόν στρώνουν στό κυνήγι γιά νά τόν έπιμορφώσουν, σωτη­
ρία δέν ύπάρχει. Ό σ ο προσμένει τή βοήθεια άπό τά ξένα
χέρια καί δέν αύτενεργεΐ ριζικά, ή τύχη του θά βρίσκεται
— που άλλου;— «στά ξένα χέρια».
Ό ταν ό Νίτσε, πρόσκοπος του αιώνα του, εξέφραζε τήν
πεποίθηση δτι μιά έποχή άκόμα παθητικοί άναγνώστες θά
άρκέσει γιά νά βρωμίσει τό πνεύμα, ή κρίση του δέν ξεγε­
λιόταν. Σήμερα τό πνεύμα μπορεΐ νά συνομιλεί μέ τή σήψη
του. Μέσα στις ζάπλουτες βιβλιοθήκες, μέσα στή χαώδη
πολιτισμική μέριμνα γιά άνοδο (πρός τά που άραγε;), μέσα
στήν ψευδομοψυχία του πολιτισμού νά καλλιεργήσει τις θε­
ΑΦΩΝΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ 29

τικές του δυνάμεις, τό πνεΰμα πνέει τά λοίσθια. Μέσα στό


καθεστώς τής κοινωνικής πρόνοιας πού, δπως θά ελεγε ό
δημιουργός τής Μαντάμ Μποβαρί, έπιμένει νά κάνει σπί­
τια γιά δλους, δρόμους καί πλατείες γιά δλους, βιβλία καί
πανεπιστήμια γιά δλους — μέ τά μέσα δλων— , ή κατα­
στροφή αποβαίνει πολιτισμικός στόχος.
Έ στροφή άπό τό πηγαίο καί τό δαιμονικό στήν κοινο­
κτημοσύνη καί τήν άτέλεια συντελεΐται μέ ρυθμούς- κοινω­
νικής έπανάστασης. Νά μή μείνει οΰτε ενας γνήσιος άν­
θρωπος πάνω στή γη — άκόμα καί οί τρελοί νά λογικευ­
τούν— γιά νά σωθεί ό πολιτισμός. Έ τσ ι ό έκδημοκρατι-
σμός στήν άποτίμηση τών δημιουργικών ικανοτήτων
έδραιώνει έκπάγλως τήν πιό άπεχθή ισότητα καί αδελφότη­
τα.
Τό πηγαίο διασύρεται έν όνόματι τών άσπονδων άντιπά-
λων του: τών τυπικών σπουδών, του φιλισταίου πού παραφέ-
ρεται, τής δημοσιογραφίας πού κραδαίνει τό λάβαρο τής
ένηλικίωσής της, της λογοτεχνίας πού σπουδάζει στό «δη­
μοκρατικό» φροντιστήριο τών κοινών άπαιτήσεων καί τοΰ
κοινοΰ νοΰ. Δέν είναι παράξενο λοιπόν άν ό άνθρωπος τοΰ
πηγαίου άντί γιά άγγελος καταντάει φίδι: φυλάει τό κεφάλι
του καί χρησιμοποιεί τό ιαματικό δηλητήριο τής κρίσης
του. Ά ν ή πνευματική ζωή διαδραματίζεται ώς μιά άσκό-
πως άνατοκιζόμενη παρωδία, ή άηδία, ή χολή, ή λοιδορία
άποβ αίνουν θετικές άρετές.
Ό άνθρωπος πού, ποιός ξέρει γιατί, διατηρεί κάποια
προνομιακή σχέση μέ τό πηγαίο, άνέκαθεν — άλλά ειδικά
σήμερα, καί πιό ειδικά στήν Ε λλάδα— μόνο σάν τόν λεπρό
μπορεΐ νά ζεΐ. Καί ή θέση του άξίζει ιδιαίτερου σχολια-
σμοΰ, γιατί δέν παρουσιάζει τίποτα τό συμπαγές καί τό
μονοσήμαντο. Ή συμπεριφορά του καλλιεργεί τά συμπτώ­
ματα τοΰ οξύμωρου. Καταντάει μισάνθρωπος έπειδή άγά-
30 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

πησε μερικούς ανθρώπους, περιφρονητής των συγγραφέων


άπό άγάπη γιά τή γραφή, προπηλακιστής των «γραμμά­
των» άπό θερμά αισθήματα γιά τά γράμματα. Ένας τέ­
τοιος άνθρωπος (δπως συμβαίνει πάντα μέ τούς άξιους νά
σιτιστούν στό πρυτανείο) άπό δημόσια εύεργεσία, σατανικώ
τώ τρόπω, μεταμορφώνεται — συχνά χωρίς νά τό συνειδη­
τοποιεί— σέ άκούσιο δημόσιο κίνδυνο.

ο ΖΑ ΑΕ ϊ ΚΟΣ
και ο Γ ιο ς τοτ

Ε
χ ει π α ρ α τ η ρ η θ εί οτι οι θ εω ρ η τικ ο ί β α δ ι ζ ο ϊ ν τ ο δ ρ ο μ ο
τους άνάποδα. Σ τά νιάτα τους, τήν έποχή του παχυλου
ψεύδους, του κλασαυχενισμοΰ καί τής μπόσικης ψυχής, πανε
νά σώσουν μιά κι εξω τόν κόσμο, ένώ τήν έποχή τής ώρί-
μανσης, στήν ήλικία της άποτυχίας καί της άληθινής ντρο­
πής (Ιν-τρΙπομαι: στρέφομαι πρός τά μέσα) εκφράζονται
πιο προσωπικά καί μέ λιγότερη σπουδαιοφάνεια. Εύχής
έργο θά ήταν νά μπορούσε κανείς νά μιλάει καί νά γράφει
απροσχημάτιστα, δπως πλαγιάζει νά κοιμηθεί, δπως μπαί­
νει κάτω άπό τό νερό, δπως περιμένει τό χάραμα μετά άπό
μιά νύχτα ξαγρύπνιας. Ά λ λ ά σέ ποιόν δίνεται ή απλότητα
του ύπνου; Μέσα στήν κοινωνική φιδοφωλιά δπου ή όφθαλ-
μοδουλεία σοβεϊ δαφνοστεφής καί άδιάσειστη, τό άνδρείκε-
λο μέσα σέ κάθε άνδρα έξυφαίνει περίφροντι τίς πλαστο­
προσωπίες του.
Δέν πρόκειται γιά ψεματάκια, γιά μικροαπάτες πού άρ-
Ο ΖΑ Α Ε ΪΚ Ο Σ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΤ 3ΐ

κεΐ κάποιος φιλάνθρωπος νά σου δώσει νά τίς μυρίσεις, ό­


πως κάνουν μέ τά σκυλιά, γιά νά μάθεις κατόπιν νά τίς
ξετρυπώνεις στούς συναγελασμούς σου. Τό ζήτημα εϊναι
βαθύτατα ήθικό. Ή άρχή μιας περιόδου προσποίησης, κα­
θώς γράφει ό Χένρι Τζέιμς, άποτελεϊ σταθμό στή ζωή ένός
άνθρώπου. Μαθαίνοντας κανείς άπό νέος τό μπούγιο, τίς
άτελώνιστες μπαλαφάρες, τή λάθος φάτσα μέ λίγα λόγια,
εϊναι έπόμενο στή συνέχεια νά χάσει τά άβγά καί τά καλά­
θια.
Τό παράδειγμα τοΰ Ρεμπό τά λέει δλα. Ό ταν τόν περι­
γράφουν στό Ά ντεν νά κουβαλάει στή ζώνη του ενα βαρύ
κεμέρι, νά κάθεται εξω άπό τή θύρα τής χαμοκέλας του
μασώντας σπόρια καί χασκογελώντας — αύτός! ό ήγεμόνας
τών ποιητών— εϊναι βέβαιο δτι δέν περιγράφουν έναν ήλί-
θιο. Ό άνθρωπος ειχε μάτια καί έβλεπε. Καί επειδή άκρι-
βώς τιμοΰσε τό νερό πού επινε, δέν εμεινε στό Παρίσι γιά
νά πουλήσει τήν πραμάτεια του. Οΰτε λέξη δέ δεχόταν νά
άκούσει γιά τά γραφτά (τής νιότης) του. Ή θελε μόνο νά
παραδοθεΐ στήν πραγματικότητα, νά γίνει άνθρωπος. Τά
γράμματα στήν άδελφή του εϊναι ένδεικτικά: φανερώνουν
ενα φιλέρευνο άτομο πού ξέρει νά κοιτάει τή δουλειά του
καί τό χάλι του χωρίς νά παραφέρεται άπό άλαζονεία καί
ψεύτικο μαράζι.
Γενικά ή μαλθακότητα καί ό κομφορμισμός ρέπουν πρός
τά μεγάλα λόγια. Μόνο οί κλονισμοί πού σέ κάνουν «νά σοΰ
φύγει ή μαγκιά», νά κοντύνει ή γλώσσα σου, μποροΰν νά σέ
γλυτώσουν άπό τήν παντοιοτρόπως έπιδοτούμενη κοινωνι­
κή άπάτη. Καί αύτή δέν υπάρχει μόνο στούς κοινωνικούς
θεσμούς, δπου βρίσκει κανείς πολύ σανό, καντάρια ολόκλη­
ρα γιά νά βοσκήσουν τά γέρικα άτια τών κοινωνικών κα­
ταγγελιών, άλλά κυρίως στήν προσωπικότητα. Σέ αύτή
τήν πανάρχαια άπάτη, πού δολορραφει άπό έγγενή άδυνα-
32 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

μία, βρίσκουν νά φωλιάσουν κατά σμήνη τά φάλτσα έπιχει-


ρήματα. Ά π ό τή στιγμή πού τίθεται θέμα άναγνωρίσεως,
άμοιβαίας συνένοχης καί άνοχής, δλα πρέπει νά τεθούν
στήν ύπηρεσία αύτής τής άδοξης έπιχείρησης, σάν τά ατμό­
πλοια πού συνέβαινε νά ρίχνουν στό καζάνι άκόμα καί τά
άλμπουρα καί τά κατάρτια. Καί τό σκανδαλώδες είναι δτι
σέ δσο μικρότερη κοινωνία ζεΐς, τόσο πιο ψευδολόγος πρέ­
πει νά είσαι, γιατί μέσα στό μεγάλο πλήθος κρύβεσαι, ένώ
στούς λίγους καί στούς μετρημένους πώς νά ξεφύγεις; Κ α­
τά φυσική συνέπεια λοιπόν, ό καθένας, σάν τούς φαραώ,
κάθεται σπίτι του καί πλέκει μέ τις βελόνες της υποκρισίας
τό ένδυμά του. Καί οί βελόνες, τό πράγμα είναι γνωστό,
κατάλληλες γιά ύφανση, άποδεικνύονται άκόμα πιο κατάλ­
ληλες γιά κάτι άλλο ούσιωδέστερο: εϊναι δύο, δσα καί τά
μάτια. Μακάριοι οί βελονισθέντες...
Ά λ λ ά ή ρύμη του λόγου, πού συνήθως εϊναι πιο ύπουλη
άπό τόν ίδιο τό λόγο, πέφτοντας θύμα του οίστρου της, δέ
θέλει καί πολύ γιά νά άποθρασυνθεΐ καί νά τσουβαλιάσει
τούς πάντες στόν ίδιο τορβά. Δέν εϊναι δλοι —καί που τούς
ξέρουμε;— γιά τόν ίδιο τορβά, δέ χωράει άμφιβολία* δσο
γιά τά σκουπίδια καί τούς σκουπιδότοπους, εϊναι γνωστό
δτι άπό έκεΐ οί άνέστιοι καί οί πένητες μαζεύουν τά χρεια­
ζούμενα καί άκόμα τούς φίλους τους. Έ δ ώ πάντως, άν ή
υπερβολή ^συνιστά σύμπτωμα ειλικρίνειας, εϊναι γιατί αύτό
πού άπεργάζεται δέν άποτελεϊ μιά κοινωνική πρόταση πρός
υιοθέτηση, μιά κοινωνική κριτική, ενα σχέδιο καθάρσεως,
άλλά εναν λίβελο μισανθρωπίας πού δέν εξαιρεί κανέναν —
ούτε κι αύτόν πού τόν σκαρφίστηκε. Τ ά προλεχθέντα καί
δσα θά άκολουθήσουν, έξομολογητικά κατά βάση, συνιστοΰν
τήν άπολογία ενός άνθρώπου πού πολύ παιδεύτηκε γιά νά
θεραπευτεί άπό τό μασκάρεμά του καί εζησε πολλά χρόνια
μέσα στά ξένα ροΰχα σάν κακός, κάκιστος ήθοποιός.
Ο ΖΑΛΕΤΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΙ ΤΟΤ 33

Ό λ α αύτά, ξένα ροΰχα, μασκαρέματα, πλαστοπροσω­


πίες, παρατεταμένοι θεατρινισμοί, συνεπάγονται μικρές ή
μεγάλες κρίσεις. Καί τίς κρίσεις, πού είναι σάν τίς μετα­
μορφώσεις τών ζώων κατά τήν κύηση, σάν τίς παραμορφώ­
σεις πού φέρνουν οί άνίατες άσθένειες, δέ μπορούμε νά τίς
παρατρέχουμε. Απεναντίας άποτελοΰν βάσιμα στοιχεία.
Κοντός ψαλμός: μόνο ή σκοτεινή πλευρά τοΰ καθενός τρέ­
πει τά πράγματα πρός τό καλύτερο. Άνθρωπος πού δέν
κάνει κακό στόν έαυτό του, άλλά βυσσοδομεΐ άμυνόμενος,
δέν μπορεΐ νά έμπνεύσει καμιά εμπιστοσύνη. Ά π ό εναν νέο
πού διαρκώς σοβαρεύεται, τί καλό μπορεΐς νά περιμένεις;
εγραφε ό Ντοστογιέφσκι. Ό χ ι πώς φταίει σέ τίποτα ή σο­
βαρότητα, άλλά τό κύμα τής ζωής, άν δντως έμψυχώνει,
είναι γιατί καλλιεργεί τίς άντιφάσεις μάλλον, τό καρναβα-
λίστικο στοιχείο, τόν κίνδυνο, παρά τήν άσφάλεια καί τήν
ένότητα. Σάν τήν κουκουβάγια τής Άθηνάς, ή σοβαρότητα
καταφθάνει μετά άπό τήν παραφορά, είναι τό καταστάλαγ­
μα τής κραιπάλης, οχι ή εισαγωγή της. Δ έ στέκει ποτέ ώς
μόνιμο γνώρισμα. Όποιος λοιπόν στή ζωή του δέν παθαίνει
ναυάγια καί χοντρές χασοΰρες, δέν τζογάρει, άλλά περνάει
τήν καθαρή του στολή καί άστυπολεΐ σά μελαγχολική βα­
σίλισσα, είναι γιά κλωτσιές. Αντίθετα ό έρημοσπίτης εχει
έλπίδες.
Κι έδώ γιά παρόμοιες χασοΰρες καί ζημιές θά γίνει λό­
γος, άλλά χωρίς διάθεση καταγγελίας. Οί μηνυτές, εΰθιχτοι
λόγω άδυναμίας, άπαιτοΰν δικαιοσύνη καί ικανοποίηση, λύ­
ση δηλαδή, ένώ στό προκείμενο ό σκοπός είναι κατά η εύ-
γενέστερος. Τό ζητούμενο δέν άφορα τή δικαιοσύνη, άλλά
μιά κάποια άνθρωπογραφία. Παρόμοια γραψίματα βοηθοΰν
τόν συγγραφέα τους νά ύγιαίνει, δπως υγιεινή είναι ή συνή­
θεια τών πολύ εύαίσθητων άνθρώπων οί όποιοι, μία φορά
τουλάχιστον κάθε δεκαετία, βάζουν τό δάχτυλο στόν κατα-
34 ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

πιόνα καί απαλλάσσονται άπό τόν οχετό πού κατάπιαν καί


πιθανώς απόλαυσαν.
Βοηθούσης τής τύχης καί των περιστάσεων πού, οφεί­
λουμε νά τό ομολογήσουμε, ποτέ δέν ολιγωρούν, έρχεται
μιά στιγμή πού άναγκάζεσαι νά πεις σέ έναν άνθρωπο:
«Βροτέ, παραγνωριστήκαμε!» Έ τσι βραβεύονται οί λυκο­
φιλίες. Έ κεϊ πού αρχίζει ή αληθινή αναγνώριση του άλλου,
τελειώνει ή δποια συμπάθεια, καί μάλιστα μέ ένα αίσθημα
αποτροπιασμού πού δέν μπορεΐ νά μήν ύποκρύπτει μιά κά-
ποια συνενοχή άνάμεσα στά διεστώτα μέρη. Αύτή άλλωστε
ήταν καί μιά άπό τίς έμμονες ιδέες του Τολστόι: οί άνθρω­
ποι πού μας ξέρουν καλά δέν καταφέρνουν νά μας άγαπή-
σουν. Ό ίδιος ό «άνθρωπος» δέν μπορεΐ νά άγαπηθεΐ. Δέν
προσφέρει τά άνάλογα έχέγγυα.
Γ ι’ αύτό οί μεγάλοι τιθασευτές του άνθρώπινου γένους
— νομοθέτες, ιερείς, ήθικολόγοι, μεσσίες— δταν χρειάστηκε
νά βρουν έπειγόντως τό στέρεο σημείο γιά νά βάλουν μιά
τάξη στή στρούγκα, δέ βρήκαν καταφύγιο στήν ανθρώπινη
φύση, άλλά πάντα σέ άρχές πού τήν υπερβαίνουν. Αρχής
γενομένης άπό τόν Πλάτωνα, ό άνθρωπος θεωρήθηκε νευρό-
σπαστο — τό πιο άθλιο άπό δλα τά ζωντανά πού σέρνονται
πάνω στή γή, δπως λέει δ Ό μηρος— , τό όποιο δμως, έ­
κτος άπό χοϊκό πλάσμα, έγγειο, γηγενές, έχει μέσα του
— έτσι πρέπει!— καί μιά σταγονίτσα άθανασίας, πού μόνη
αύτή δίνει τό δικαίωμα νά άλλάξουμε γνώμη γιά τήν τύχη
του. Μόνο έρήμην του άνθρώπου — διατείνονται— ό άν­
θρωπος μπορεΐ νά άντιμετωπίσει τό πρόβλημά του.
Οί σωτήρες τής άνθρωπότητας, άξίζει νά τό θυμίζουμε,
άν δέν ήταν κατασταλαγμένοι μισάνθρωποι, διέπονταν του­
λάχιστον άπό μιά βαθύτατη άπελπισία γιά τή μοίρα του
άνθρώπου. Οί λαγέτες (λαόΐ' + άγω) ήξεραν καλά δτι σέρ­
νουν πίσω τους ένα τρελό κοπάδι άπίθανων ζώων. Δ έ μπο-
Ο ΖΑΛΕΤΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΤ 35

ροΰμε συνεπώς νά φανταστούμε εναν ήγέτη συμφιλιωμένο


μέ τό λαό, εναν νομοθέτη νά διατηρεί αγαθές σχέσεις μέ τά
έπιμέρους πρόσωπα. Ό Σόλωνας, ώς γνωστόν, ξενιτεύτη­
κε* δσο γιά τόν Ζάλευκο, πού ήταν νομοθέτης καί συνάμα
— ώ τής άφελείας!— οικογενειάρχης, ή μοίρα τοΰ έπεφύ-
λασσε τό πιό διδαχτικό μάθημα. Σ τό νόμο του περί μοι­
χείας, ό νομοθέτης τών Λοκρών δριζε δτι οί οφθαλμοί πα­
ντός καταλαμβανομένου έπί μοιχεία θά έξορύσσονται άμφό-
τεροι. Αύτό τό παντός, πού έννοεΐ τούς πάντες καί κανέναν,
ήχεΐ υπέροχα στή διατύπωση τοΰ νόμου* πού οδηγεί δμως
άν άναπάντεχα, μέ τίς τροπές τών άνθρωπίνων, τό πέπλο
τής γενικότητας άνασυρθεΐ καί άποκαλύψει εναν έξ αίματος
συγγενή; Ό ταν ό Ζάλευκος πληροφορήθηκε δτι τό παιδί
του ειχε συλληφθεΐ έπί μοιχεία, εκανε δ,τι ήταν άνθρωπί-
νως δυνατό γιά νά τηρηθεί ό νόμος καί νά μήν τυφλωθεί τό
βλαστάρι του. Ή τιμωρία άρίστευσε σέ πρωτοτυπία: πατέ­
ρας καί γιος έχασαν άπό ενα μάτι...
Καί δέν είναι οί μόνοι. Στήν πλειοψηφία του τό άνθρω-
παριό πού λυμαίνεται τόν πλανήτη ζεΐ μονόφθαλμο καί έν
πολλοΐς μισάνθρωπο. Μόνο πού ό καθένας μας, άνθρωπος
σάν τούς άλλους, μέ αύτοσχέδια προσωπικότητα καί ζωή,
αρπαγμένος μέσα στό ιδιωτικό του ναυάγιο άπό τό πρώτο
σωσίβιο πράγμα πού βρήκε μπροστά του (δύναμη, πανουρ­
γία, χρήμα, ομορφιά, καρτερικότητα, φήμη, άνοχή), δέν εί­
ναι σέ θέση, οΰτε πολυσκοτίζεται νά διατυπώσει τό πρό­
βλημα μέ άπόλυτους δρους. Περιορίζεται στόν κλοιό τοΰ
ίδιωτικοΰ βίου, οργανώνει τίς συμπάθειες καί τίς άντιπά-
θειες, τίς εχθρες καί τίς συμμαχίες του δίκην μικρής μα­
φίας, παραμένοντας μέσα στόν σχετικισμό παντός περιρρέ-
οντος. Ξέρει νά μιλήσει γιά τούς κοντινούς του, άλλά στή
γενική ερώτηση τί ίστιν άνθρωπος; μόνο σωκρατικά μπορεΐ
νά άποκριθεΐ: οϋκ ΐχω Χέγειν.
3^ ΜΑΣΚΑΡΑΤΑ

Καί σωστά. Γιατί γιά νά βρει κάτι ούσιώδες νά πει, ο­


φείλει νά αρθεί πάνω άπό τόν ιδιωτικό βίο καί νά θεσει το
πρόβλημα μέ άπόλυτους δρους. Δηλαδή άπάνθρωπα. Γιατι
πάντες σχεδόν άρνοΰνται τούς πάντες;
01ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

Τόν αγαπούσε κρυφά μέ μιά παράφο


ρη αγάπη, ένώ ταυτόχρονα τόν μισού
σε, τόν ζήλευε καί τόν περιφρονοΰσε.

ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ
Μ ισ ε ίτ ε

Αλ λ η λ ο τ ς

ΤΑΝ Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΡΕΦΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΗΣ ΣΕ ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Ο τής ανθρώπινης συμπεριφοράς, συγκεντρώνοντας εκεί,


υπό τύπον δυνάμεων κατοχής ή επιφυλακής, τις επιταγές
καί τίς απαγορεύσεις της, εϊναι βέβαιο δτι έχουμε νά κά­
νουμε μέ κάτι. ριζικό γιά τόν άνθρωπο. Ό χ ι πώς δέν εϊναι
ριζικά άλλα στοιχεία πού δέ θίγει ή ήθική (ή άγάπη γιά τά
ζ ώ α άς πούμε). Δέν ύπάρχει λόγου χάρη κανόνας πού νά
έπιτάσσει τήν άγάπη γιά τόν έαυτό μας έπειδή, δπως δλοι
γνωρίζουν έξ ιδίας καί πολύχρονης πείρας, οί πάντες εϊναι
παθολογικά καί άθεράπευτα τρελοί μέ τό Έ γ ώ τους. Υ ­
πάρχει δμως έντολή πού λέει αγάπα τόν πλησίον σου, γιατί
ενγενει οί άνθρωποι δέν άγαπιοΰνται μεταξύ τους, άλλά
Ιχουν το μίσος επιούσιο άρτο. Συνεπώς ή άγάπη του πλη­
σίον εϊναι κάτι πού χρήζει διαρκούς ύπομνήσεως, πού πρέ­
πει μέ κάθε εύκαιρία νά έντέλλεται.
Τό ίδιο ισχύει γιά τό φόνο — επειδή ό άνθρωπος γίνεται
φονιάς. Τό ίδιο ισχύει γιά τό ψέμα — επειδή ό άνθρωπος
πάνω άπ’ δλα εϊναι ψεύτης.
Έ κτος άπό βροτό 9, μοφηγβνής, μι,νννθάδιος, μ€ροψ, δλα
ονόματα πού παραπέμπουν μεγαλοπρεπώς στή θνητότητα,
ό άνθρωπος άποκαλειται άπό τόν Ό μηρο φώ?. Δέν πρόκει­
ται γιά τό γνωστό μας φώς πού γεννάει τά μάτια, άλλά
(κατά μία έκδοχή τουλάχιστο) γιά τό φημί, τήν ομιλία. Ό
4ο 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΧ

Λόγος κατά τόν 8. αί. δέν εχει ανακαλυφθεί ακόμα, οΰτε ή


ήθική* συνεπώς υπάρχει ή δυνατότητα νά ειπωθεί κάτι α­
ληθινά άρχέγονο γιά τόν άνθρωπο. Άποκαλώντας τούς αν­
θρώπους φώτβ9, ό Ό μηρος προδιαγράφει κάτι άπό τή μελ­
λοντική τους ιστορική περιπέτεια.
Κοινώνία-όμιλος (άπό τό ομιλάν πάλι) ή άνθρώπινη θά
ζήσει μέσα στόν ορίζοντα του λέγειν καί του ψεύδεσθαι.
Άνθρωπος πού μιλάει, πού οργανώνει τό βίο του μέ τό
στόμα, μέ φράσεις πού μπορεΐ νά ισχύουν καί χωρίς νά έ­
χουν άντίκρισμα, ώς άκάλυπτες επιταγές δηλαδή, είναι βέ­
βαιο δτι θά μετέλθει κάθε μέσο γιά νά τά βγάλει πέρα. Θά
αγιάσει τό στόμα του; Τό πιθανότερο είναι δτι θά μαγαρί­
σει τό στόμα του. Μέ τόν καιρό, ομιλία καί ψέμα θά συμπή­
ξουν μιά συμμαχία άμύνης του Έ γ ώ : δολιότητα, έπίφαση,
απάτη.
Ά ν προσπαθήσουμε νά φανταστούμε — καί δέ στοιχίζει
τίποτα— εναν άνθρωπο πού δέ μπορεΐ νά υπηρετήσει τό
ψευδός, γρήγορα καταλαβαίνουμε δτι είναι ενας παίκτης
πού δέν εχει θέση μέσα στήν κοινωνία τών άνθρώπων. Ό
παθολογικά φιλαλήθης — δπως τόν φαντάζεται ό Κάντ—
δέ διεκδικεΐ, δέν άνταγωνίζεται, δέ συγκρούεται, δέν αύτο-
προβάλλεται, δέν κάνει φιλίες ή εχθρες, δέν ολισθαίνει σέ
πάθη, άρα είναι έκτος συνυπάρξεως. Πιό συγκεκριμένα: εί­
ναι ενας άνθρωπος χωρίς Έ γ ώ , άπαλλαγμένος άπολύτως
άπό τό ψέμα. Ά λ λ ά ό άνθρωπος πού γνωρίζουμε εμείς έξ
ιδίων καί άλλοτρίων, είναι άπό τά νύχια ώς τήν κορφή, μέ­
σα κι εξω, Έ γ ώ καί άτομικότητα.
Χωρίζουμε αύτά τά πράγματα γιατί δντως, οχι μόνο δέν
ταυτίζονται, άλλά στούς παράξενους ιριδισμούς τοΰ άσύμ-
μετρου καί τοΰ άσύμβατου πού διήκει τίς σχέσεις τους, πα­
ρουσιάζονται οί πειστικές ένδείξεις τής παρωδίας πού παί­
ζεται πάνω σέ κάθε πρόσωπο. Ή άτομικότητα, στό ά-
ΜΙΣΕΙΤΕ ΑΛΑΗΛΟΤΣ 4ΐ

προσδιόριστο πού τή συνέχει, ενσαρκώνει πρίν απ’ δλα τό


θεατό καί τό παραδιδόμενο. Στήν κοινωνική του συμπερι­
φορά — υπάρχει μήπως κι άλλη;— παρακολουθούμε εναν
άνθρωπο στήν έργασία, στή διασκέδαση, στά πάθη καί στις
άτυχίες του. Σέ αύτή τήν ήθοποιία τά περισσότερα πράγ­
ματα δέν κρύβονται. Πρόσωπο, εκφράσεις, νεύματα, χρώμα
τής φωνής, άκόμα καί περπατησιά εϊναι κανονικοί προδό­
τες. Ό ,τ ι κι άν σοφιστεί κανείς, άποκλείεται νά άποκτήσει
τις ύπεράνθρωπες ικανότητες του Γύγη. Εϊναι περίβλε­
πτος, δαχτυλοδειχτούμενος, κατά ένα τρόπο ανήκει στους
άλλους.
Α ν τ ίθετα έκεΐνο πού, έξ ορισμού άθώρητο, δέν εκτίθεται
ποτέ σέ κοινή θέα, είναι τό Έ γ ώ . Πίσω καί μέσα στήν
ατομικότητα, τό Έ γ ω γράφει άλλη ιστορία. Πρίν άπ’ δλα,
γιατί εχει τό άνεκτίμητο προτέρημα του άθέατου. Ό ταν
ένας άνθρωπος σου μιλάει, μπορεΐ νά σέ παρατηρεί καί νά
σέ «άγοράζει» δπως λέμε, άλλά ή «άγορά» παραμένει άμ-
φίβολη γιατί δέν εχει κανέναν άσφαλή τρόπο νά μάθει τί
σκέφτεσαι γιά τά λεγόμενά του. Εχθρικός ή άδιάφορος, εί­
ναι βέβαιο δτι παραμένει κλειδωμένος απ’ έξω, είναι ξέ­
νος, άν-οίκαο 9.
Αύτά τά περιθώρια τής κρυψίνοιας, πού άρχικά δέν έχουν
τίποτα τό επίμεμπτο, άλλά άποτελοΰν τά μέγιστα δικαιώ­
ματα του Έ γ ώ , είναι ό βασικός παράγοντας του έγωισμοΰ.
Μακριά άπό οχληρούς επισκέπτες καί έξωθεν παρεμβά­
σεις, τό Έ γ ώ μπορεΐ νά διημερεύει καί νά διανυκτερεύει
στό άσφαλές ένδιαίτημά του. Είναι αύτό πού λέμε καταφύ­
γιο, σπίτι. Καί τό άτομο αισθάνεται πραγματικά σπίτι του
μόνο δταν, έρήμην μαρτύρων, άναπλάθει τό χρόνο του, ξε­
θεμελιώνει τά θεμελιωμένα, γλείφει τις πληγές του καί
κλωσσάει τά βάσανά του. Πρίν έξωτερικευτεΐ, ή φυσιο­
γνωμία έχει άνάγκη μιάν εσωτερική οργάνωση. Καί τό
42 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

κρησφύγετο αύτό, ζωτικό δσο καί άτυπο, δέν ανήκει στόν


κοινωνικό έλεγχο.
Ά λ λ ω σ τε ό νόμος, Ά ρ γ ο ς μέ χίλια μυωπικά μάτια, δι­
ώκει μόνο δσα πράγματα κοινοποιούνται καί έξωτερικεύο-
νται, γιά δσα ύπάρχει ή δυνατότητα νά προσαχθοΰν αύτό-
πτες καί αύτήκοοι μάρτυρες. Δέν στήθηκε ποτέ δίκη γιά
κάποιον πού σκέφτηκε νά έξαφανίσει τήν ανθρωπότητα,
άλλά δέν εκανε οΰτε ειπε ποτέ τίποτε γι’ αύτό τό σατανικό
σχέδιο. Γιά τίς μυστικές βουλές τοΰ Έ γ ώ δέν ύπάρχει νό­
μος. Μπορεΐ νά είναι κατά συνέπεια δσο κρυψίβουλο έπιθυ-
μεΐ.
Ά ρ α ό πολίτης, δπως τόν ξέρουμε έμεΐς στίς σημερινές
μας κοινωνίες, συντηρεί άτιμώρητα τήν ιδιωτική του κόλα­
ση. Μέ άλλα λόγια, τό ί'διο τό καθεστώς τοΰ πολίτη τοΰ
έπιτρέπει — τοΰ έπιβάλλει μάλλον— τή δίβουλη ζωή, τήν
πολυπρόσωπη παρουσία καί άπουσία, τό διχασμό καί τίς
παρακαμπτήριες έκδηλώσεις. Όφείλει νά φέρεται κατά τά
θέσμια, άσχετα μέ τό τί κρύβει μέσα του. Καί μόνο ετσι
μποροΰμε νά άντιληφθοΰμε τήν εύαγγελική ήθική ή όποια
εΐχε τό άδιανόητο θάρρος νά μιλήσει, οχι γιά τήν τιμωρία
τής πράξης, πράγμα πανθομολογούμενο, άλλά γιά τήν ισο­
δύναμη ένοχή τοΰ μύχιου λογισμοΰ. Άρκεΐ νά σκεφτεΐς κάτι
γιά νά έκληφθεΐ ώς πράξη...
Έ διαβόητη παράδοση τών καταγγελιών τοΰ έγωισμοΰ
δέν εννοεί μόνο αύτή τήν έσωτερική άτιμωρησία, πού πα­
ραμένει τέτοια ένόσω δέν έξέρχεται άπό τό βασίλειο τοΰ
άθέατου. Ό μύχιος κόσμος, κόσμος τοΰ θυμικοΰ, τής φυ-
γάνθρωπης νόησης καί τών πραπίδων — άρα καί κόσμος
τοΰ άσυνειδήτου, διπλά μύχιος αύτός— είναι τό κατεξοχήν
άνεξέλεγκτο. Ό κόσμος τοΰ Έ γ ώ , δέν άπολαμβάνει μόνο
τίς κρύφιες κινήσεις τοΰ Γύγη, άλλά ζεΐ μετέωρος πάνω
άπό εναν ύπό-κοσμο άρχαϊκό πού ταλανίζεται άπό πανίσχυ­
ΜΙΣΕΙΤΕ ΑΛΑΗΛΟΤΣ 43

ρους άταβισμούς καί θηριώδεις μνήμες οί όποιες δέν έχουν


καμιάν άμεση σχέση μέ τά δέοντα καί τήν κοινωνία τής
αναστολής καί τής συγκράτησης.
Ό ταν λοιπόν στοχαστές σάν τόν Σοπενάουερ τονίζουν
τήν άνευ ορίων φύση του έγωισμοΰ, τήν αγριότητα καί τήν
αναλγησία του, δέν καταγγέλλουν ειδικά τήν απουσία κάθε
άλτρουισμοΰ, τήν παραφορά του φιλοτομαρισμού, τό κοινω­
νικό ψευδός, άλλά κυρίως μιάν έγγενή άδυναμία του ατόμου
πού, μολονότι εκπολιτίζεται εξωθεν, δέν εχει τρόπο νά ά-
παλλαγεΐ εσωθεν άπό τόν πρωτογονισμό του.
Έ κοινωνία τής άναστολής πού διαπλάθει άτομα ύπά-
κουα — μέ τήν έκπαίδευση, τό νόμο, τήν ήθική καί τήν έρ-
γασία— βασίζεται κυρίως στήν έξωτερική συμπεριφορά.
Δ έ μπορεΐ νά παραδεχτεί ρητά δτι ό εγωισμός είναι άδυτο
πού διαφεύγει άπό τόν έλεγχό της, δτι κάνει τόν άνθρωπο
άταίριαστο, κάτι σάν άπομονωμένο πούλι στό παιχνίδι τής
ντάμας, καταπώς λέει ό Αριστοτέλης (α{νξ ών ώσπερ Ιν
7τίττοϊς). Παράπλευρα ή εικόνα πού παριστά τήν κοινωνία
των πολιτών σάν θηρία μέ φίμωτρα, έκτος άπό τό άπλοϊκό
γούστο πού τή διακρίνει, άντιλαμβάνεται χονδροειδώς μιά
πολύ λεπτή διαδικασία. Τό νά ζεΐς μέσα σέ παρορμήσεις
πού διογκώνονται άπό ριπαίους άνέμους πρωτογονισμού
καί νά οφείλεις νά φέρεσαι μέ «τάκτ» καί εύπρέπεια (τά
κοινωνικά προσχήματα), οπωσδήποτε δέν είναι κάτι πού
βρίσκει τήν παραστατική του ερμηνεία στή σχέση πού εχει
ό μολοσσός μέ τό φίμωτρό του ..
Ό άνθρωπος συχνά γίνεται θηρίο. Αύτό είναι γνωστό.
Ά λ λ ά τό θηρίο — δπως καί ό Θεός— διάγει βίο μονήρη,
ένώ ό άνθρωπος είναι δν κοινωνικό, ζεΐ δηλαδή μέσα στήν
πόλη καί μέσα στόν δμιλο. Συνεπώς, δσο ζοφερά όνειρα κι
άν βλέπει ό έγωισμός, μόνο μέσα στις κοινωνικές σχέσεις
εχει τή δυνατότητα νά τά άξιοποιήσει. Διαφορετικά θά πα-
44 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

ραμείνουν φαντάσματα καί παράταιρες ιδεοληψίες. Το συμ­


βόλαιο μέ τούς άλλους είναι πολύ πιό ισχυρό άπό τόν οίοδή-
πότε αύτισμό. Ό εξω κόσμος έπιβάλλεται κατά κράτος.:
Περισσότερο βαρύνει τό θεσμοποιημένο καθεστώς, καθε­
στώς τοΰ ψεύδους ή τής άναγνώρισης, τής υπεροχής ή τής
υποταγής, παρά μιά άόριστη έσωτερικότητα χο^ρίς κατα­
στατική τάξη. Ό λ α κρίνονται εξω. Ά λ λ ά δέ μπορεΐ κανείς
νά ισχυριστεί δτι ή έξωστρέφεια είναι μιά μεταβολή ίπΐ τά
ββλτίω πού προσφέρει τήν άναμενόμενη λύση.
Άφότου άπαγορεύτηκε ή έλεύθερη έκφραση τής βίας, ή
αύτοδικία, ή βεντέτα, ή μονομαχία καί τά παρόμοια, δπου
τό άτομο στό πεδίο τής τιμής ειχε τή δυνατότητα νά ικα­
νοποιήσει τόν εγωισμό του, επρεπε νά έπινοηθοΰν τά ύπο-
κατάστατα γιά νά διοχετευτοΰν εμμεσα αύτές οί ροπές.
Έ άν δέ λάβουμε ύπόψη μας δτι κάποτε οί άνθρωποι είχαν
τήν εύκαιρία — γιατί περί αύτοΰ πρόκειται— νά πολεμοΰν
μία, δύο καί τρεις φορές στή ζωή τους, νά πνίγουν άντιπά-
λους στό αίμα, νά βλέπουν άπό κοντά τό σφαγείο, ένώ σήμε­
ρα δλα αύτά μόνο στά βιβλία καί στούς σινεματόγραφους
μποροΰν νά τά βλέπουν, είναι φανερό δτι οί κοινωνικές σχέ-
σει^φέρουν φορτίο πολλών σωπασμένων κινδύνων. Α κόμα
καί οί πρωτόγονοι ήξεραν — καί ποΧύ καλά μάΧιστα— δτι
πρέπει κάποτε-κάποτε νά αίρονται οί κοινωνικοί φραγμοί
καί οί άνθρωποι νά παραδίδονται παράφορα σέ δλα τά ά-
παγορευμένα. Σήμερα δμως αύτό τό δικαίωμα εχει έκλεί-
ψει. Στήν άμεσότητά του έννοοΰμε, οχι στίς εμμεσες εκφρά­
σεις του. Γιατί κι άν έξέλειπε ή χειροδικία, ώς νόμιμο δικαί­
ωμα καί οχι ώς παραβίαση τοΰ νόμου, ισχύει ή δίκη διά τοΰ
στόματος. Έ βία εχει βρει διέξοδο στή ρητορική. Ό π ω ς ή
άνταλλαγή ξεκίνησε μέ τά ίδια τά πράγματα καί κατέληξε
στά χαρτονομίσματα, ή βία ξεκίνησε κι αύτή άπό τή χειρο-
κρατία καί τή χειροδικία γιά νά προσλάβει σήμερα τήν (εν-
ΜΙΣΕΙΤΕ ΑΛΛΗΛΟΤΣ 45

δικη) μορφή του νομικού χαρτοβασιλείου καί τής καθημερι­


νής καταλαλιάς. Τίποτε πιο φυσικό λοιπόν άν ό σημερινός
' πολίτης θεωρεί ύποχρέωσή του νά μαγαρίσει τό στόμα του,
νά άναδεικνύεται σέ στωμύλο εκδικητή, σέ θρασύδειλο φλή-
ναφο πού μολύνει καί καυτηριάζει σαλεύοντας τή γλώσσα
καί μόνο δίκην σπάθης. Παντού φώτ69, πού μιλώντας πα­
θαίνουν σκοτοδίνη. Σκατόστομοι κουλοί.
Έπειδή ακριβώς κοστίζει — καί κοστίζει πολύ— δταν
έκφράζεται ως κακούργημα, ό ανταγωνισμός βρίσκει διέξο­
δο δχι στό κακό έργο, άλλά στήν κακή γλώσσα καί περαιτέ­
ρω στήν κακιστοκρατία. Σ τό επίπεδο τής γλώσσας ό φόνος
δέν έχει νά κάνει μέ τά αίματα καί τίς βιαιοπραγίες, περιο­
ρίζεται στήν άρνηση. Μέ μερικά όχι — δέν είναι υπερβο­
λή— μπορεΐ κανείς νά βάλει τή ζωή του άλλου σέ κίνδυνο.
Καί αύτοί οί (συμβολικοί) φόνοι, δλοι τό γνωρίζουν έξ ιδί­
ων, άποτελουν μόνιμη κατάσταση. Άφοΰ ό καθένας πρέπει
νά περιφρουρήσει τήν ύπαρξη, τήν έπιθυμία καί τήν άπό-
λαυσή του, τό καθεστώς τής αμοιβαίας έχθρότητας είναι
γεγονός αδιάσειστο.
Έ τσ ι, μέ τό μέγα προνόμιο του στοχαστή πού μπορεΐ νά
φθέγγεται χωρίς νά κατατρίβεται σέ απολογητικές έπεξηγή-
σεις, ό Πασκάλ δίνει τήν πεμπτουσία αύτής τής άλλόκοτης
συνύπαρξης μέ μιά μονάχα φράση: δλοι οί άνθρωποι άλληλο- .
μισούνται έκ φύσεως. Δ έ χρειάζεται τίποτε άλλο* τό ούσιώδες
εχει ειπωΰει.
Καί ό αντίλογος είναι σχοινοτενής καί αρκούντως κα-
ταγγελτικός. Ό ταν κανείς μιλάει γιά τόν «άνθρωπο», έτσι,
χωρίς πλαίσιο αναφοράς καί συμπαρομαρτουσες κοινωνικές
συνθήκες, διαπράττει, ισχυρίζονται, τό μέγα αμάρτημα νά
αποδέχεται τό ιδεολόγημα περί ανθρωπίνου φύσεως. Τή
«φύση» δηλαδή — πού οί θεωρητικοί τών κοινωνικών έπι-
στημών έξάρθρωσαν μέ έπίπονες προσπάθειες γιά νά κατα-
46 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

δείξουν δτι δέν εχει έγγενή σύσταση, άλλά συγκροτείται


εξωθεν. Ό τ ι εχει μέ άλλα λόγια άλλοθι. Καί δπως είναι
γνωστό, δποιος κατορθώνει νά εχει άλλοθι θεωρείται αύτό-
χρημα άθώος. Δ έ φταίει σέ τίποτα τό πουλί, φταίει γιά
δλα, παρελθόντα καί μελλοντικά, τό νερό πού τό ποτίζουμε.
Ό λ α έξαρτώνται άπό τό περιβάλλον, ό άνθρωπος δέν είναι
τίποτα.
Ά λ λ ά κάθε σοβαρός πουλολόγος γνωρίζει έκ πείρας τό
δεσμό τοΰ πτηνοΰ μέ τήν τροφή του, γνωρίζει τί μπορεΐ νά
σημαίνει ή άρνηση τής τροφής καί τοΰ νεροΰ. Δέχεται τά
τεκμήρια, δέχεται τίς υποδείξεις, άλλά δύσκολα τίς μετα­
τρέπει σέ άπόδειξη. ΙΥ αύτό καί τό πιό σημαντικό στήν
έπιχειρηματολογία τών, άρνητών τής άνθρώπινης φύσης
μοιραία άποδεικνύεται δ,τι άποσιωποΰν. Παρά τίς άθωωτι-
κές άγορεύσεις, ό άνθρωπος εξακολουθεί νά ομολογεί τήν
«ένοχή» του.
Νά έμμένει δηλαδή στήν άδικία καί στό μίσος ύπό τή
μορφή τοΰ έγωισμοΰ. Γι’ αύτό τό άνήμερο Έ γ ώ ό Πασκάλ
εχει νά πει κάτι έξίσου βραχυλογικό: Τό έγώ εϊναι άξιομίσητο
(Τβ πιοΐ β$1 ΗαΪΜαΜβ). Φυσικά δέ μιλάει γιά τό δικό του
Έγώ* άπεχθής καί καταγγελτέος άποβαίνει μόνο ό έγωι-
σμός τοΰ άλλου άνθρώπου, μιά καί γιά τόν ίδιο τόν κάτοχο
(καί πιθανώς κατεχόμενο) τοΰ Έ γ ώ , ό ϊδιος ό εαυτός του
δέν υπάρχει περίπτωση νά καταστεί άξιομίσητος. Σέ έ-
κλάμψεις οξυδέρκειας — πού δέ λείπουν— ένδέχεται νά νι­
ώθει κανείς έγκλωβισμένος σέ ενα ιδιόμορφο δεσμωτήριο ή
κρατητήριο, παγιδευμένος σέ μιά πλεκτάνη άπό κακοφορ-
μισμένα αισθήματα, άλλά, δπως οί διαβατικοί πόνοι ή οί
ιδιοφυείς σκέψεις, αύτή ή κατάσταση δέν άντέχει. Έ συνή­
θεια πρωτοστατεί. Καί ό έθισμός στό Έ γ ώ , άπροσδιόρι-
στος μέσα στό κράτος του, δέν είναι κάτι πού άναχαιτίζε-
ται. Απεναντίας, ταυτίζεται μέ τήν πιό πηγαία ζωή. Ά κ ό-
ΜΙΣΕΙΤΕ ΑΛΛΗΛΟΤΣ 47

μα καί οί κρίσεις αύτο-αμφισβήτησης καί αύτο-ταπείνω-


σης θά βρουν τρόπο νά εγγράφουν στό ένεργητικό του
έγωισμοΰ.
Ό μοια μέ τόν χαρτοπαίκτη πού «χοντραίνει)) τό παιχνίδι
δσο χάνει γιά νά ξαναπάρει πίσω τά χαμένα, τό Έ γ ώ βα­
θαίνει καί όριστικοποιεΐ τά βασικά του γνωρίσματα. Είναι
άδικο καί κατάφωρα μεροληπτικό έπειδή θεωρεί τόν έαυτό
του, άν οχι κέντρο του κόσμου, τουλάχιστον προνομιούχο
σημείο, άληθινή Αρκαδία* καί συνάμα είναι έξ ύπαρχής άρ-
νητικό γιά τούς άλλους έπειδή δέν τούς έπιτρέπει νά ύπερτε-
ρήσουν άπέναντί του. Αφοπλιστικές στήν απλότητά τους
αύτές οί πασκαλικές παρατηρήσεις, καλύπτουν μονομιάς δ-
λο τό περίπλοκο παιχνίδι των άνθρώπινων σχέσεων. Ό^τι
κι άν αισθάνεται κανείς γιά τόν άλλον άνθρωπο, δση άγάπη
πιθανώς κι άν του τρέφει, ειδικά τότε, δέν έπιτρέπεται νά
άγνοεί τή μαρμάγκα πού τόν τρώει. Πάνω άπ’ δλα είναι
Έγώ* εχει αύτή τήν πληγή* τά άλλα δλα έπονται. Καί μά­
λιστα σέ μεγάλη, πολύ μεγάλη απόσταση. Μόνο άν άχρη-
στεύεις μπροστά στά μάτια του άλλου τόν έαυτό σου, του
είσαι άρεστός καί χρήσιμος. Ό ταν δηλαδή παίζεις τήν κω­
μωδία τής εκεχειρίας (έκάς + χάρ: μακριά τά χέρια άπό τά
δπλα) καί τής λευκής σημαίας. Καί ή άδυναμία του δποιου
Έ γ ώ νά αισθανθεί διαφορετικά τόν έαυτό του είναι περισ­
σότερο έμφυτη άπ’ δ,τι νομίζουμε. Ό καθένας αισθάνεται
δτι άντιπροσωπεύει τό πάν, έπειδή, άν πεθάνει, τό πάν
είναι νεκρό γι’ αύτόν: άρα ένσαρκώνει τό Ιν πού σώζει τά
πολλά.
Ό άνθρωπος κατέχει μέγιστες ικανότητες στό θέμα τής
αύτοπεριφρούρησης. Μπορεΐ νά κοιμάται (μπροστά στά ού-
σιώδη) καί νά άγρυπνά έπιστρατεύοντας τήν οξύνοιά του
(στά έπουσιώδη). Δέν θέλει νά δει, γιά παράδειγμα*, τις
πολιτείες πού σάν σαρκοφάγοι κατατρώνε έπί αιώνες τούς
48 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

κατοίκους τους χωρίς οί ίδιες νά χάνονται. Αδιαφορεί γιά


τή γλώσσα τήν ’ίδια πού κατοικεί στό στόμα του καί τόν
σαρκάζει, γιατί τόν χρησιμοποιεί μόνο σάν διασταθμό στό
τρελό ταξίδι της πρός τό μέλλον. Αδιαφορεί γιά κάθετι
πού μαρτυρά τήν άλήθεια του. Είναι έφήμερος, άλλά έθελο-
τυφλώντας ζεΐ τό εφήμερο σάν αιωνιότητα. Παντού έφαρμό-
ζεται ή ’ίδια μέθοδος: τά μεγάλα νά γίνουν μικρά καί τά
μικρά μεγάλα. Μέσα σέ αύτή τή θηριώδη έγωπάθεια πού
ξεμυαλίζεται συστηματικά καί κατά καθήκον, πού άδικεΐ
καί ψεύδεται, πού παραχαράζει καί διαστρέφει, πώς μπορεΐ
νά τεθεί θέμα εντιμότητας καί φιλαλήθειας; Έ κατακλείδα
του Πασκάλ είναι κατηγορηματική: ό άνθρωπος είναι μα-
σκάρεμα, ψευδός καί ύποκρισία. Τόσο άπέναντι στον έαυτό
του δσο καί άπέναντι στούς άλλους.
Ά ς τόν παρακολουθήσουμε λοιπόν σέ δύο άπό τίς πιο
περιβόητες στιγμές του: στήν κολακεία καί στή συκοφα­
ντία.

Τη ς Γ ο ϊ ν α ς το ϊ

Μα ν ί κ ι

Υ ΤΧΝΑ, ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΙΤΙΑ ΠΟΤ 01 ΑΛΛΟΙ ΔΕ ΜΑΣ ΤΙΜΟΤΝ ΜΕ


τήν ειλικρίνεια καί τήν παρρησία τους (οί λέξεις εΐναι
ειρωνικότατες στήν έτυμολογία τους: αλη [θέρμη του ή­
λιου] + κρίνω, πάσα + ρήσις) είμαστε έμεΐς οί ίδιοι. Ένας
άνθρωπος πού φέρει διά βίου μιά φριχτή μάσκα καταπρό­
σωπο, πώς ν’ άκούσει αύτή τή θλιβερή άλήθεια; Έ φύση
τόν καταδίκασε νά ζεΐ φρικαλέος τή δψει καί νά πληροφο-
ΤΗΣ ΓΟΤΝΑΣ ΤΟΤ ΜΑΝΙΚΙ 49

ρεΐται τήν ασχήμια του μόνο άπό τούς εχθρούς του. Έ τσ ι


συμβαίνει μέ δλα τά κουσούρια, τίς άτυχίες, τίς άνικανότη-
τες. Ά ν ό άλλος τολμήσει νά γίνει κάτοπτρο γιά νά δούμε
τόν έαυτό μας, ή τόν καθρέφτη πρέπει νά έξαφανίσουμε ή
τόν έαυτό μας. (Πές σέ εναν κακό συγγραφέα τήν άλήθεια.
Ά π ό τήν άλλη μέρα θά άρχίσει νά μιλάει γιά τ ’ άρχίδια
σου. Όπου φτάνει ό καθείς...). Φυσικά τό κάτοπτρο τσακί­
ζεται πιό εύκολα, μόνο πού υπάρχουν καί ψευδή κάτοπτρα
στήν προσαγωγή τών οποίων διαπρέπει ό κόλακας.
Αδικημένος τής ζωής, συφοριασμένος, στραβόξυλο άπό
φυσικοΰ του ή ενας δποιος άνθρωπος, ό κόλακας είναι πά­
ντα ύποδεέστερος. Δέν αισθάνεται βέβαιος γιά τίς δυνάμεις
του, συνεπώς εχει έπείγουσα άνάγκη τήν άλλότρια έπικου-
ρία. Ά λ λ ά δέν αίτεϊ δωρεές: προσφέρει γιά νά τοΰ προσφέ­
ρουν. Αναχωρώντας κατά κανόνα άπό τήν άδυναμία καί
τήν άνέχεια —γιατί ή κολακεία άποτελεΐ συνήθως μιά μα-
σκαρεμένη ικεσία άπέναντί σέ κάποιον ισχυρότερο— στήνει
μπροστά του μεγάλη κλίμακα καί εχει τήν κρυφή πεποίθη­
ση δτι θά τήν άνέλθει. Αύτή άλλωστε ή «κρυφή πεποίθη­
ση» μέ τίς άκοινολόγητες προοπτικές είναι πού τόν διαστρέ­
φει καί τόν κάνει διανοητικά μονώτη. Αδυνατεί νά ομολο­
γήσει τίς άπώτερες βλέψεις του. Εϊναι σχοινί πού στήν ά­
κρη του έλλοχεύει ό γάντζος. Κάτι τό ύστερόποινο
κατατρύχει τό θυμικό του.
Στήν πρεμιέρα πάντως έμφανίζεται ώς αύτόκλητος έ-
γκωμιαστής. Καθώς τά λόγια δέν τοΰ στοιχίζουν τίποτα,
άναλαμβάνει νά δώσει τίς λύσεις πού κάνουν τούς άλλους
νά διστάζουν. Σχεδόν πουλάει χωρίς ζύγι. Ούσιαστικά επι­
τηδεύεται τόν θεραπευτή μέ τή διπλή σημασία τής λέξης.
Καλλιεργεί κάθε λογής βεβαιότητα καί αύταπάτη, ένώ
ταυτόχρονα γιατρεύει κάθε ύπόνοια τοΰ κολακευόμενου. Ό
ρόλος του, ή μάλλον τό τέχνασμα πού ένσαρκώνει σάν άν­
5ο 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

θρωπος, άποσκοπεΐ στήν εντεχνη έπϊ τά βελτίω καί έπι τά


μείζω πλαστογράφηση των σχέσεων πού εχει ενα άτομο — έ-
νίοτε καί μιά όμάδα-^ μέ τόν εξω κόσμο.
Σ έ πολλά μοιάζει μέ τοκογλύφο. Δανείζει μέ απλοχεριά
καί χωρίς δεύτερο λόγο, μόνο πού κάποτε — κι αύτό τό
κάποτε τόν πειθαρχεί— θά απαιτήσει δλο τό χρήμα του
μαζί μέ τά πανωτόκια. Τίποτα άπ’ δλα αύτά δμως δέν εί­
ναι δεδηλωμένο. Γι’ αύτό καί στό στάδιο τής έκκόλαψής
του, πού μπορεΐ νά τραβήξει χρόνια, άκόμα καί δεκαετίες,
κάθεται στή χαμηλή καρέκλα. Είναι ό άνθρωπος του σκα­
μπό. Αύτός πού κατεβάζει τά σκουπίδια. Δέν του επιτρέ­
πεται νά άφήνει τή φωνή του νά πλαταγίζει καί νά δηλώνει
αύτοδιάθεση* σχεδόν δέν άπαιτεΐ τίποτα. Τόν διακρίνει μιά
αύτάρκης άνέχεια. Τό μόνο πού θέλει, καί το κερδίζει εύκο­
λα, είναι νά τόν συγ-χωροΰν, νά του κάνουν κι αύτουνοΰ
τόπο, νά υπολογίζουν στήν παρουσία του. Πράγμα πολύ
σημαντικό σάν πρώτο βήμα.
Ή άδηλη αιτία αύτής τής συμπεριφοράς — ό πυρήνας
του άρχικοΰ δόλου— είναι δτι δέν κατέχει εύθύς έξαρχής τά
άπαιτούμενα διαπιστευτήρια. Είναι λίγο ύπεράριθμος, λιγά­
κι λαθρεπιβάτης. Καθώς δμως δέν προκαλεΐ ποτέ, καί φρο­
ντίζει νά μή στρέφει τόν προβολέα τής επιθετικότητας τών
άλλων πάνω του, κατορθο')νει νά διαβιοΐ λάθρα καί άτελώ-
νιστα προσμένοντας καλύτερες μέρες. Ά λ λ ω στε ή καρτερία
εΐναι τό μεράκι του. Τό στρατήγημα πού άκολουθεΐ είναι ό
κλασικός δρόμος του φυγόπονου καιροσκοπισμού. Κάποιος
θά «καεί» γιά νά φέξει καί γι’ αύτόν.
Καί τά καθήκοντά του καθ’ δλο αύτό τό διάστημα τής
προβληματικής έπώασης δέν είναι μικρά. Ό ντας διεγερτικό
μεγάλης ισχύος καί μέ δοκιμασμένα άποτελέσματα, ή κο­
λακεία προκαλεΐ γοργά έθισμό καί έξάρτηση. Ό υποψήφιος
«ναρκομανής» πού άρχικά δοκιμάζει τό φάρμακο χωρίς νά
ΤΗΣ ΓΟΤΝΑΣ ΤΟΤ ΜΑΝΙΚΙ 5ΐ

τό πολυσκέφτεται — γιατί είναι πάντα εύχάριστο νά σου


κάνουν αέρα— αρχίζει νά γλυκοεθίζεται καί νά έξαρταται
άπό τά ιαματικά άσματα καί, κατά φυσική συνέπεια, άπό
τόν λογομάγειρο πού τά παρασκευάζει. Ή προσφορά, ετσι
όπως γίνεται, δέν εχει τίποτα τό διαβρωτικό, καί τό ύπο­
πτο — άπλώς είναι ύποπτη* κάθετι πλαστό είναι ύποπτο.
Ή λέξη ΗϊδΙποη πού σημαίνει στή γαλλική «μίμος» (άπό
τή λατινική Ηίδΐπο) κατάντησε νά σημαίνει σήμερα γιά
τούς Γάλλους «άγύρτης». Καί τό έγκώμιο, εγκάρδιο ή ζη­
τημένο στήν άρχή, δταν γίνεται κατάσταση δέν ξεφεύγει
άπό τόν κλοιό τής άγυρτείας. Ά π α ξ καί έθιστεΐ, τό θύμα
εχει άνάγκη τή δόση του. Καί τί άλλο δηλώνει τό έ'τυμο
τοΰ κόλακα; Ή λέξη κατάγεται άπό τό κόλον, τό φαγητό.
Ό κόλακας δηλαδή είναι τροφοδότης, ταΐζει τόν κολακευό­
μενο, εστω καί άν του σερβίρει ψυχοφάρμακα. Έ τσι κατορ­
θώνει να άποβεΐ άναγκαΐο στοιχείο τής ισορροπίας τοΰ κο­
λακευόμενου. Αύτός μονάχα γνωρίζει τή μυστική συνταγή.
Συνεπώς τοΰ πρέπει ειδική μεταχείριση καί ξεχωριστή ε­
κτίμηση, γιατί άπό αύτό τό συνταγολόγιο κρίνονται πολλά.
Εϊναι ή στιγμή πού άνοίγουν διάπλατα οί πύλες τοΰ ά-
νακτόρου. Πού κερδίζονται τά ένδότερα. Δέν εχει σημασία
ποιο είναι τό άνάκτορο καί ποιός ό άναξ, ποιά τά ένδότερα
καί ποιά τά έξώτερα. Έ άνθρώπινη κωμωδία προσδίδει
κύρος σέ δλα άνεξαιρέτως τά πρόσωπά της. Κάθε ύποδεέ-
στερος ξέρει νά βρει τόν προϊστάμενό του, δπως τά ζ ώ α
οσμίζονται άλάθητα μέσα στήν έρημιά τό νερό. Γ ενικά εί­
ναι εκπληκτικό πώς τά άνθρώπινα πάθη «αρπάζουν». Στά
καλά καθούμενα άντιλαμβάνεσαι δτι κάποιο κουσούρι «εχει
πιάσει δουλειά». Καί σέ αύτή τή δουλειά δέν ύπάρχει τε­
μπέλης, γιατί έργοδότης καί έργολήπτης είναι τό ίδιο
σκουληκιασμένο Έ γώ .
Ό κόλακας είναι σέ θέση πλέον νά δρέπει τούς πρώ­
52 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΧ

τους καρπούς του μόχθου του. Ώ ς μυστικοσύμβουλος ολ­


κής, αρχίζει νά κατέχει τά μεγάλα μυστικά του έπαγγέλ-
ματος. Καί πρίν απ’ δλα, τή δύναμη τής κρυψίνοιας. Με-
λίρρητος άπό θέση καί άπό κλίση, εϊναι άνθρωπος πού
κάνει τό στόμα του κρύπτη μέ θεραπευτικά βότανα. Δέν
του έπιτρέπεται νά εϊναι σάν τούς άλλους άνθρώπους, κοιλό-
γνωμος δηλαδή, μέ άμφίρροπες διαθέσεις, μέ δισταγμούς,
παλιμβουλίες καί κλυδωνισμούς. Ό λ α αύτά δέν υπάρχει
άμφιβολία δτι τά αισθάνεται, ένίοτε μπορεΐ νά νιώθει καί
άηδία γιά τήν άποστολή του. Τ σω ς σέ άλλους κύκλους νά
εχει μάλιστα καί ξεσπάσματα έπιθετικότητας γιά νά άπο-
δείξει, στον έαυτό του κυρίως, άλλά — πώς άλλιώς;— «εις
έπήκοον άλλων» πάντα, δτι δέν τόν έγκατέλειψε ή ίπποτι-
κή ικανότητα νά λέει μέ θάρρος τήν γνώμη του. Ά λλά στον
τόπο έργασίας πού διάλεξε, οί προθεσμίες τής άλλαγής έ­
χουν πλέον έκπνεύσει. Ζεΐ μέ τά άμφια του άρχιερέα. Ή
τελετή του πρέπει νά ερθει σέ πέρας.
Ό ταν ενας άνθρωπος είναι ((καλός» σέ κάτι, δύσκολα τό
εγκαταλείπει. Πρέπει νά είναι άριστος καί ύπεράριστος γιά
νά δείξει τήν εύγένεια τής παραίτησης. Πλήν δμως ή περί­
πτωση του κόλακα δέν εχει σχέση μέ εύγένειες καί παραι­
τήσεις λόγω ύψους. Οί μέριμνές του είναι πολύ πιό χειρο­
πιαστές. Έχοντας συνειδητοποιήσει δτι στή συμπεριφορά
του μετράει επακριβώς τό άντιστρόφως άνάλογο, διαπρέ-
πει στό νά προσφέρει δ,τι άκριβώς στερείται. Είναι άδύνα-
μος; Μολαταύτα μεταδίδει τή δύναμη. Δέν εχει που τήν
κεφαλήν κλϊναι; Επιδαψιλεύει άβλεπτί μαλακά προσκέφα­
λα. Του λείπει ή αύτοπεποίθηση; Προπονεί τόν κολακευό­
μενο στή σταθερότητα. Έ τσ ι καταφέρνει νά λένε γι’ αύτόν
δτι είναι «δ άνθρωπός μας».
Ό ντω ς εϊναι πρόσωπο εμπιστοσύνης. Δέν σκέφτεται τό
ρόλο του καταδότη ή του κατασκόπου. Επιζητεί τήν έμπι-
ΤΗΣ ΓΟΤΝΑΣ ΤΟΪ ΜΑΝΙΚΙ 53

στοσύνη γιατί — δολίως έ'στω— τήν αξίζει. Ά σχ ετα μέ τό


τί πραγματικά αντιπροσωπεύει —χαμαιλέων, παρακοιμώ­
μενος, τσανακογλύφτης, νεροκουβαλητής— τό έπίσημο δ-
νομά του είναι άπό τά πλέον τιμητικά: άνθρωπος-κλειδί,
σφραγιδοφύλακας, τάφος πραγματικός. Λύνει καί δένει έ-
πειδή τόν έμπιστεύονται τυφλά. Καί τό δαιμόνιο του μέσα
σέ αύτές τίς εύνοϊκές συνθήκες εχει βρει άληθινά τόν έαυτό
του. Έ νώ οί γύρω — θύματα λίγο πολύ— πιστεύουν δτι ό
κόλακας άντλεΐ τόν έαυτό του άπό τά θετικά αισθήματα
πού έμπνέει, ό ίδιος φτάνει στό κρεσέντο τήν ύποκρισία του
καθώς άναλογίζεται τήν πρόοδο πού εχει έπέλθει.
Παρά τά λιβανωτά καί τά πλουμιστά έγκώμια, άπό δλη
τήν ομήγυρη πού τόν άναστρέφεται, είναι ό μόνος τοΰ ό­
ποιου ό ήσκιος εχει μεγαλώσει. Έ νώ ό κολακευόμενος κο­
νταίνει, ό κόλακας ψηλώνει. Έ μεταμόρφωσή του είναι
σχεδόν μέσα στά πράγματα, στή δυναμική τους, καθώς συ­
νειδητοποιεί δτι ό ύμνούμενος εχει καταντήσει πιά ύποχεί-
ριό του. Άφοΰ αύτός είναι πού τόν τρέφει καί τόν βαυκαλί-
ζει, αύτός πού τοΰ προσφέρει τό ψέμα σάν συσσίτιο, τί θά
άπογίνει άν (ύποτβθασθω) άντιστρέψει τά φερσίματά του
καί (δ μή γένοιτο) πάρει πίσω τά λόγια του; Ά ντί γιά τόν
άκάματο έμψυχωτή, ό κολακευόμενος θά βρει αίφνης
μπροστά του εναν θανάσιμο κατήγορο.
Ό π ω ς στό στράτευμα: δσο υψηλότερα ί'σταται ό προδό­
της στήν ιεραρχία τόσο πιό επικίνδυνος είναι. Καί ό κόλα­
κας άπό υπασπιστής καί κάτοχος δλων τών μυστικών μπο-
ρεϊ νά άποβεϊ θανάσιμος κατήγορος. Ένας άνθρωπος μέ
έξοντωτικές δυνατότητες. Ά ν δέ λογαριάσουμε δτι τίς πε­
ρισσότερες φορές ή κολακεία χορηγείται άπό συνάδελφο, ο­
μότεχνο, ομογάλακτο καί οχι ξένο κατά τό έπιτήδευμα, τό­
τε βλέπουμε δτι δέν άπέχει πολύ ή στιγμή πού θά βλαστή-
σει στό νοΰ τοΰ κόλακα τό κακό βοτάνι: γιατί αυτός καί όχι
54 0 1 ΙΙΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

έγώ; Είναι ή απορία πού όντως τόν αντιπροσωπεύει. Ή


μεζούρα πού κράταγε στά θυλάκια του εύθύς έξαρχής καί
μόνο τώρα τολμάει ν’ ανασύρει.
Λένε γιά τόν Τσερτκόφ, τόν επίσημο διερμηνέα τής σκέ­
ψης του Τολστόι, δτι στά τελευταία του μεγάλου Ρώσου
συγγραφέα, ξεσκόνιζε σχολαστικά τά θεωρητικά γραφτά
του μέ ύφος ιεροεξεταστή καί άγρυπνοΰσε μήπως ξεφύγει
πουθενά — ποιος; ό Τολστόι— άπό τήν ορθόδοξη γραμμή
του τολστοϊσμοΰ. Εξοργιστική στάση, δέ χωράει άμφιβο-
λία, καί έλαφρώς γελοία, χωρίς δμως τίποτα τό διαβρωτι-
κό. Είναι παράδοση ό οπαδός νά γίνεται βασιλικότερος του
βασιλέως. Ά λ λ ά ό ύπερβάλλων ζήλος, δταν έπιδεικνύεται
άπό οπαδό, εχει τό θετικό δτι δέ σφετερίζεται. Αύτός εχει
άποφασίσει νά ζήσει στή σκιά, ένώ ή έξαμβλωματική πα­
ραλλαγή του, ο κόλακας, άπό μανίκι τής γούνας, καραδοκεί
έποφθαλμιώντας ολόκληρη τή γούνα.
Ό ταν άκοΰμε νά μιλούν γιά μεγάλους άνδρες πού είχαν
κάποια «άδυναμία» σέ ενα άτομο του στενού τους περιβάλ­
λοντος, δέ χωράει άμφιβολία. Είναι ή γνωστή ιστορία. Ά ν
δέν είναι τό σπάνιο (ενας άνθρωπος-έξαίρεση μέ μεγάλη
ψυχή), τότε έχουμε τήν περίπτωση του κόλακα πού έπωφε-
λήθηκε τής εύπιστίας τους γιά νά άναρριχηθεΐ στό κεφάλι
τους κι άκόμα παραπάνω.
Κάθε ταπείνωση εκδικείται κάποτε. Οί άνάξιοι μηδίζουν
λόγω κατωτέρας φύσεως. Καί ή ύπαρξη του κόλακα δέ
μπορεΐ, θά πρέπει κάποτε νά ορθώσει τό άνάστημά της.
Μέ άφορμή κάτι πού δέν τής δόθηκε, κάτι άναμενόμενο
πού δέν ήρθε, μιά πλασματική κατάσταση πού, κι άν δέν
εχει υπόσταση, πάει γάντι στον τραυματισμένο ψυχισμό
της, παίρνει τή μεγάλη άπόφαση καί άποκαλύπτεται. Τόσα
χρόνια στέρησης τήν έχουν κάνει σκωληκόβρωτη, άψίθυμη
ΤΗΣ ΓΟΤΝΑΣ ΤΟΤ ΜΑΝΙΚΙ 55

καί χωρίς συμπάθεια. Ά ρ α (νισάφι πιά), θά βγάλει τό μέσα


εξω. Καιρός τον σιγάν, καιρός τον λαλαν.
Ά λλά τί νά καταφέρει νά λαλήσει ενας άνθρωπος βορβο-
ρόθυμος πού τό μόνο πού γνωρίζει είναι νά «χαλάει» τό
στόμα του; Ό π ω ς εύκολα εικάζει κανείς, δταν ό κόλακας
μεταστραφεΐ — καί στρέφεται αιφνίδια, δπως τό κρασί ξι­
διάζει ή δπως οί αδύναμοι άνθρωποι άρνιοΰνται τό παρελ­
θόν τους— αποβαίνει ό χείριστος τών εχθρών. Γιατί ύπάρ-
χουν έχθροί καί έχθροί. Υπάρχει αύτός πού μάχεται γιά
τήν τιμή του, δπως ύπάρχει καί έκεΐνος πού μάχεται απο­
κλειστικά καί μόνο τήν τιμή του άλλου. Καί ό συκοφάντης
τό μόνο πού ποθεί είναι νά γίνεται τιμητής.
Ό π λο του δέν είναι τό γεγονός δτι γνωρίζει άπό πρώτο
χέρι τόν άνδρα γύρω άπό τόν όποιο ύφαινε καί ξήλωνε τήν
ύπαρξή του, δέν είναι ή δυνατότητά του νά κοινοποιήσει τά
άκοινοποίητα (άν ύπάρχουν, δέν θά παραλείψει* καί άν δέν
υπάρχουν, θά τά επινοήσει), άλλά τό δτι εχει άνάγκη νά
περιθάλψει τή χρόνια ταπείνωσή του μέ ίσες καί μεγαλύτε­
ρες δόσεις μίσους. Κάποτε λάτρεψε ίσως τόν έαυτό του στό
πρόσωπο τοΰ άλλου, τώρα θά μισήσει πάλι τόν έαυτό του
στό πρόσωπο τοΰ άλλου. Κι άφοΰ τό μίσος δέν ορρωδεί
προ ούδενός, τά μέσα του δέ θά είναι ή καταγγελία, άλλά ή
συκοφαντία. Νά ξεθεμελιωθεί ή προσωπικότητα τοΰ άλλου,
νά παραμορφωθεί τό πρόσωπό του, νά κατασπιλωθεί τό
κύρος του. Τό ζήτημα δέν είναι νά λάμψει μιά κάποια άλή-
θεια — ποτέ δέν ήταν— , τό ζήτημα είναι νά ισοπεδωθεί
δ,τι πύργωσε ή πυργώθηκε πλάι του γιά νά περισοοθεΐ ή
άπερίγραπτη ύπαρξή του. Τό καθήκον είναι ιερό. Καί «οναϊ
τοΐς συκοφαντουμένοις».
Ό Θεός νά σέ φυλάει άπό παλιό διακονιάρη.
Οσ ο τ α κ ο ϊν α ε ι

ΘΟΛΩΝΟΪΝ

ΙΑ ΝΑ ΜΗ ΜΕΡΟΛΗΠΤΟΎΜΕ, ΦΡΙΚΙΩΝΤΑΣ ΤΑΧΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ζ ο ­

Γ φερής πολιτείας του πρώην κόλακα καί νΰν συκοφάντη,


οφείλουμε νά του αναγνωρίσουμε ότι εχει άναλάβει ενα δύ­
σκολο εργο. Πολύ πιο δύσκολο άπό τό προηγούμενο. Έ νώ
στήν πρώτη πράξη του δράματός του ένεργοΰσε ύπό καθε­
στώς φαινομενικής φιλίας καί συμπάθειας, απολαμβάνοντας
άρα δλα τά αγαθά τής ειρήνης, τώρα μετέρχεται τά ήθη
του έμπολέμου. Πανε οί πολύωρες συζητήσεις, οί όλονύ-
κτιες εξομολογήσεις, τά έρεθιστικά καί παραπειστικά λέ-
γε-λέγε, οί έπισκέψεις, οί συναθροίσεις, οί γαλήνιες ώρες
άκόμα, στις όποιες μπορούσε νά είναι εστω καί ύποτυπω-
δώς θερμός καί ειλικρινής. Τώρα εϊναι ό καιρός των έχθρο-
πραξιών καί τής έπίθεσης. Όρθότερα: του «χημικού πολέ­
μου».
Ό οπλισμός του άξίζει πρίν άπ’ δλα τήν περιγραφή.
Σάν τήν άργυρώνητη συνείδηση πού χωρίς καμιά τύψη
μπορεΐ νά υποστηρίζει καί τά δύο άντίδικα μέρη ταυτόχρο­
να — πράγμα πού καταλόγιζαν ως γνωστό στόν ρήτορα
Δημοσθένη— , καταγίνεται νά μετατρέψει σέ άρνήσεις δλες
τις παλαιές του καταφάσεις. Τά εχει αύτά ή γλώσσα. Μέ
τήν παρεμβολή ένός μορίου ό μεγαλύτερος έπαινος μετα­
σχηματίζεται «ω ς διά μαγείας» σέ ψόγο. Μήπως γιά ενα
μόνο γράμμα (όμοονσίος-όμοωνσίος) δέν ερευσαν ποτάμια
ΟΣΟ ΤΑ ΚΟΤΝΑΕΙ ΘΟΛΩΝΟΥΝ 57

αίματος στήν εύρωπαϊκή ήπειρο; Μήπως καί τό γέλιο κα­


μιά φορά δέ θυμίζει κλάμα; Οί άνθρωποι τοΰ πάθους, τοΰ
οποίου πάθους, άκόμα καί τοΰ εύτελέστερου, επειδή αισθά­
νονται νά βαθαίνει ή ζωή μέσα τους, έπιτρέπουν στόν έαυ­
τό τους νά πιστέψει δτι είναι χαρισματικός. Σάν τόν συγ­
γραφέα δηλαδή πού, έπειδή τυχαίνει νά βουρκώνει δταν γρά­
φει κάτι, πείθεται έπιτόπου γιά τή λογοτεχνική του άξια.
Κι έφόσον ή λογοτεχνία πού γράφεται μέ δάκρυα είναι δ­
ντως γιά κλάματα, ό συκοφάντης, άνθρωπος θερμόβουλος
άπό κούνια, οργανώνει τή θλιβερή «λογομαχία» του μέ τό
συγκεχυμένο συναίσθημα δτι διαπρέπει σέ κάτι. Ά κόμα
καί στά πιό ποταπά πράγματα θεωρεί στιλ τό νά μή χάνει
ενα ίχνος αύτοεκτίμησης. Παρότι άναλαμβάνει τήν άμαύ-
ρωση τοΰ πρώην ειδώλου του, θά καταφέρει νά ξεγελάσει
τόν έαυτό του.
Ά λ λ ω σ τε δλα γύρω έχουν άλλάξει πολύ καί ό ίδιος δέ
χάνει τήν εύκαιρία νά νιώθει άλλος άνθρωπος. Ά λλαξαν τά
πρόσωπα, οί χώροι, καί γενικά τό θέατρο τών έπιχειρήσε-
ων εχει μεταφερθεΐ άλλοΰ. Υπάρχει άλλωστε ενας παρά­
γοντας σέ αύτή τή νέα κατάσταση ριζικά διαφορετικός. Έ ­
νώ ή κολακεία εύδοκιμει στίς κατ’ ίδιαν έπαφές, δταν ό ψι­
θυριστής φυσάει έμπιστευτικά τά λόγια του στό άφτί τοΰ
ύποψήφιου «θύματος» (κι δπως λέει ό Μολιέρος στόν Μι­
σάνθρωπο του: μζφιβ αιι ύοη]οιιν, ίΐ άίί ίοιιί ά ΓοτβίΙΙβ), ή συκο­
φαντία είναι μελόδραμα πού παίζεται άπαραιτήτως ενώ­
πιον μαρτύρων. Απαιτεί δημοσιότητα.
Εϊναι μυθική ή παράδοση τοΰ άνθρώπου πού μόνος, μέ
άποκλειστικό μάρτυρα καί συμπαραστάτη τή συνείδησή
του, πηγαίνει νά βρει τόν υπαίτιο γιά νά τοΰ ζητήσει τό
λόγο. Μιά ματιά φτάνει γιά νά άνασύρει τήν ένοχή. Έ νώ ό
συκοφάντης, δέν εχει καμιά σχέση μέ παρόμοιες «άποτρό-
παιες» συναντήσεις. Ά ν άναπάντεχα ύποστεΐ ενα τέτοιο
58 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

συναπάντημα, δποιο κι άν είναι τό πολεμικό του μένος, αι­


σθάνεται ψοφοδεές άνθρωπάριο πού χάνει τή φωνή του. Τήν
’ίδια έκείνη φωνή δηλαδή πού μόλις έμφανιστουν οί μάρτυ­
ρες, καί μάρτυρες είναι οί οποίοι παρευρισκόμενοι, μπορεΐ
νά τήν ύψώσει σέ τόνους στεντόριους. Συνοπτικά, ή τέχνη
τής συκοφαντίας είναι πάντα άκροαματική. Καταγγέλλεις
εις έπήκοον άνυπόπτων τρίτων τά πιό άπίθανα πράγματα
τά όποια, άκριβώς λόγω μεγέθους, δέ γίνεται νά άφήσουν
κανένα αδιάφορο καί χωρίς ύπόνοιες. Είναι τάχα δυνατό
δλα αυτά νά βγήκαν άπό τή φαντασία του; άναρωτιέται
ό αύτήκοος μάρτυς* τόσος καπνός — καί πράγματι ό συκο­
φάντης αριστεύει ως καπνοπώλης— , είναι δυνατό νά μήν
κρύβει στή βάση του κάποια φωτιά;
Έ τσ ι αρχίζει ή έπιχείρηση τής δημιουργίας έντυπώσε-
ων. Άνθρωπος πού τόν πνίγει τό δίκιο (του άλλου), ό συ­
κοφάντης κατορθώνει νά ξεστομίζει ένώπιον τρίτων πράγ­
ματα πού ποτέ δέ θά ξεστόμιζε σέ άλλη περίπτωση, καί
μάλιστα μέ ύφος καί χειρονομίες κυνηγού πού βλέπει τήν
αρκούδα καί τή δείχνει πανικόβλητος. Έφόσον οί μεγάλοι
του στόχοι είναι ή διαβόηση καί ό διασυρμός του άλλου, δέν
έπιτρέπεται νά χάσει τήν εύκαιρία. Ό σ ο πιό ψεύτης άνα-
δειχθεΐ τόσο πιό πειστικός θά είναι. Τό άντιστρόφως ανά­
λογο έξακολουθεΐ κι εδώ νά τόν συντροφεύει.
Έπειδή ξέρει ή διαισθάνεται άπό ένστικτο δτι τό ψέμα
τρέχει, ένώ ή άλήθεια πάει κουτσαίνοντας άλλά φτάνει πιό
σίγουρα, τό σπασμωδικό του στρατήγημα είναι νά προλά­
βει νά πάρει μέ τό μέρος του τήν κοινή γνώμη, νά προϊδεά­
σει δωροδοκώντας καί κολακεύοντας. Ά ν ύψωθεΐ ενα μέ­
τωπο γύρω άπό τό επικίνδυνο ζώο πού τόν «απειλεί», ίσως
νά μήν ξεφύγει. Καί σέ αύτή τήν έπιχείρηση ρίχνεται γιά
άλλη μιά φορά μέ επνευση. Μέ κάθε θυσία επιζητεί τήν
άνθρωπαρέσκεια, γίνεται σαμαρείτης, άκόμα καί σαμάρι,
ΟΣΟ ΤΑ ΚΟΤΝΑΕΙ ΘΟΛΩΝΟΤΝ 59

πού λέει ό λόγος, φοράει γιά νά γίνει αρεστός. Ακολουθώ­


ντας τή γνωστή τακτική τών εμπρηστών πού βάζουν ταυτό­
χρονα φωτιά στά πιό διαφορετικά σημεία, ό βουρλισμένος
κατήγορος παίρνει σβάρνα τίς ρούγες, τά τηλεφωνικά σύρ­
ματα καί τά έντυπα. Κανονικός γυρολόγος τής αθλιότητας,
πουλάει στή φτήνεια τό «φαίνεσθαι» καί, δέ μπορεΐ, δλο καί
κάποιος χαυνοπολίτης θά βρεθεί νά αγοράσει τήν πραμά­
τεια του.
Μέσα στό ξεφρένιασμά του βλέπει κανείς καί τίς θετικές
πλευρές τοΰ χαρακτήρα του νά άποδίδουν. Γιατί χωρίς άλ­
λο αύτός ό άνθρωπος εχει ικανότητες. Μά καί άνίκανος νά
•είναι, πράγμα διόλου άπίθανο, ή άνάγκη, μέγιστος δάσκα­
λος, θά τόν καθοδηγήσει. Θά μπει άπό τήν πέμπτη πλευρά
τοΰ τετραγώνου, θά ψάξει τό κέρατο τοΰ βοδιοΰ, θά ξεπερά-
σει κάθε δριο χυδαιότητας καί νψίας γιά νά παίξει τό
στρεβλό θέατρο τοΰ άνθρώπου πού άνεβαίνει στήν άγχόνη
λόγω άθωότητος.
Έ να τέτοιο πρόσωπο εξάλλου πρέπει νά διαθέτει μεγά­
λη ιματιοθήκη, οχι μόνο γιά νά μασκαρεύεται, δχι μόνο γιά
νά χαρίζει κοστούμια καί σακάκια, άλλά κυρίως γιατί, δπου
βρεθεί, πρέπει νά διαρρηγνύει τά ίμάτιά του άπό θεία οργή.
Νά ύποκρίνεται τό άνοστο δράμα τοΰ έντιμου πού βρίσκε­
ται έν κίνδννω καί έν διωγμω δίνοντας τόν ύπέρ δλων άγώ-
να. Καί γιά νά λογοπαίξουμε: στηθοκοπιέται γιά νά μή
στηθοσκοπηθεΐ.
Στόν Ό μηρο ύπάρχουν πάθη πού άποκαλοΰνται θυμοβό-
ρα, καί δποιος πάσχει άπό παρόμοια αισθήματα (θνμοβόρα
καί θνμοφθόρα) — τό φθόνο γιά παράδειγμα— , έφόσον
τρώγεται, έφόσον είναι βορά, ή άνάγκη τοΰ ύπαγορεύει νά
συμπεριφερθεΐ σάν τρωκτικό. Ό δαρμένος, άν τοΰ δοθεί ή
εύκαιρία νά δείρει, δέρνει διπλά καί τριπλά, δηλαδή καί μέ
6ο 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

τά χέρια έκείνων πού τόν ξυλοκόπησαν. Καί τί άλλο μπορεΐ


νά τσακίσει τόν άντίπαλο καλύτερα άπό τή γλώσσα;
Στήν καθομιλουμένη — καί γι’ αύτό πολύπειρη— γλώ σ­
σα, δταν ή κακία συνδυάζεται μέ τήν αδυναμία, έπιστρα-
τεύονται τά σαρδόνια υποκοριστικά: «παιδάκι», «γλωσσί-
τσα», «στοματάκι»... Καί τό στοματάκι, δέ θέλει πολλή
σκέψη, δέ δίνεται σέ κανέναν άπό φυσικοΰ του* άν κάποιος
τό κατέχει, είναι γιατί του χρειάστηκε. Βορβορόστομος γί­
νεται ό άνθρωπος πού εχει πληγεί, πού εχει δεινοπαθήσει
καί έπειδή δέν κατάφερε νά άντιδράσει κατά τό δέον, βρήκε
διέξοδο στήν «διά τής γλώσσης» δολιοφθορά. Έ κακή
γλώσσα εχει πράγματι κάτι τό καταθλιπτικό, κάτι τό θη­
λυκά άδύναμο, καί δχι μόνο έπειδή οί γυναίκες διακρίνονται
στήν καταλαλιά. Ό τιμωρός γιά παράδειγμα δέν εχει ι­
διαίτερη άνάγκη τό λεκτικό μαστίγιο, μιλάει μέ τήν πράξη
του. Ά λ λ ά μιά πράξη πού δέν εγινε, ενα χαστούκι πού δέ
δόθηκε (καί πολύ περισσότερο πού δέν άνταποδόθηκε) ζητά­
ει καντάρια κακογλωσσιάς γιά νά ίσοφαριστεΐ. Αύτή είναι ή
αιτία του άπύλωτου στόματος καί οχι τά δεινά. Οί εύγε-
νεΐς άνθρωποι εξευγενίζονται άπό τις συμφορές, ενώ τά άν-
δρείκελα εξαχρειώνονται. Κι άν ή φρόνηση δέν μπορεΐ νά
βαθύνει, τί άλλο μένει άπό τό νά μακρύνει ή γλώσσα;
Στήν άρχαία Αθήνα ό συκοφάντης — κατά μιά έκδοχή
τουλάχιστον— εκανε κάτι πολύ άπλό: πρόδιδε τήν παρά­
νομη εξαγωγή σύκων. Παρότι κατέδιδε δηλαδή, ειχε μιά
θετική σχέση μέ τήν άλήθεια. Έ νώ τό εργο του σημερι­
νού συκοφάντη — καί στή λέξη δέ δίνουμε νόημα πολιτι­
κό— είναι νά κάνει έμετό πάνω στόν άντίπαλο. Νά τόν
περιλούσει μέ δλες τίς φοβίες του, δλο τό άρνητικό φορτίο
του Έ γ ώ του. Υπάρχουν, γιά παράδειγμα, ενα πλήθος
πράγματα πού δέ θέλουμε νά τά άκουμε ούτε γιά άστεΐο*
τό κακό άστεΐο τής συκοφαντίας είναι δτι τά άραδιάζει ύπό
010ΤΑ ΚΟΤΝΑΕΙ ΘΟΛΩΝΟΤΝ 6ι

τύπον άτράνταχτων αληθειών. Καλώντας σέ συναγερμό κά­


θε τι αίσχρόβιο, άποσκοπεΐ νά μεταμορφώσει τό αντικείμε­
νο τοΰ φθόνου της σέ κατάπτυστο βδέλυγμα. Έχει τουλά­
χιστο τή νοημοσύνη νά άντιληφθεΐ δτι σέ αύτό τό αί-
σχρούργημα εχει βάλει δλον τόν έαυτό της; ’Ίσα-ϊσα κάνει
μάλλον τό αντίθετο: περιφέροντάς το έπιδεικτικά τό χρη­
σιμοποιεί σάν τεκμήριο τιμιότητας.
Στίς περιπτώσεις αύτές αξίζει κανείς νά παρακολουθεί
τόν πάσχοντα γιά νά δει μέχρι ποΰ θά φτάσει. Ά λλά άφοΰ ή
μόνη λύση θά ήταν τό «άνέφικτο» (ή έξόντωση τοΰ άντιπά-
λου), ό δρόμος του δέν εχει τέρμα. Κι οΰτε ύπάρχει περί­
πτωση νά τόν σταματήσει ή ένοχή δτι αύτός, ενας μέχρι
χθές υπέρ, εϊναι σήμερα ενας άκραιφνής κατά. Μέσα στή
διαστροφή τής νοημοσύνης του, άκόμα καί τήν άπορία, πώς
ενας χθεσινός ύμνητής μεταστράφηκε σέ λυσσαλέο κατήγο­
ρο, τήν πλαστογραφεί πρός οφελός του. Τό παρελθόν τής
κολακείας τό διαφημίζει ώς «πρότερον έντιμον βίον». Ά π ό
σκώληξ άνόστεος αύτοχειροτονεΐται σέ άετό. Άφοΰ χρημά­
τισε έγκωμιαστής, αύτό καί μόνο άρκεϊ γιά νά διαλύσει τή
σκιά τοΰ άδικου καταμηνυτή. Ά λ λ ω σ τε έπιμένει δτι δέν
τόν ένδιαφέρει ό έαυτός του. Μόνο τό «δίκαιο» τόν άπα-
σχολει.
Πέρα άπό τή στρατολόγηση συνοδοιπόρων καί συγκατή-
γορων, ό συκοφάντης εχει τό προνόμιο νά κάνει τούς άλ­
λους θεατές άπίθανων χειρονομιών. Γιατί τό μίσος, οχι μό­
νο χτυπάει τόν άνθρωπο κατάκαρδα — ποΰ άλλοΰ νά τόν
χτυπήσει;— , άλλά τοΰ καλλιεργεί ενα εϊδος άρνητικής εύ-
φυΐας. Υπάρχουν πράγματι ψυχισμοί πού γιά νά έκδηλω-
θοΰν περιμένουν τήν ώρα τών άρνητικών αισθημάτων.
Ό π ω ς ύπάρχουν άκαρπιάδες πού βασανίζουν έπί χρόνια
τό δόλιο χαρτί καί μολονότι κακαρίζουν δέν κατορθώνουν
νά γεννήσουν οΰτε μιά σελίδα, κατ’ άναλογία ύπάρχουν πρό­
62 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

σωπα πού, παρότι προικισμένα, έχουν ταχθεί άθελά τους


στις άγονες έκφάνσεις τής ζωής. Φτάνει νά παρακολουθή­
σει κανείς τις άνέραστες γυναίκες, τούς παθολογικά μπουφό-
νους, τούς ανθρώπους μέ τό ψεύτικο μαράζι, μέ τήν κενόδο­
ξη μεγαληγορία, γιά νά εντοπίσει ενα δαιμόνιο έκτρωματι-
κό πού συχνά μιμείται καί φθονεί τή δημιουργικότητα.
Κι άφοΰ στή ζωή δ,τι κάνουμε ερχεται μιά στιγμή πού
τό λουζόμαστε κανονικά, κάθε στήθος πού δέν κατεβάζει
γάλα πετρώνει καί σαπίζει, κάθε άλφονσισμός καί κάθε χά-
σκουσα κενοδοξία βρίσκουν τό διάολό τους άπό κεΐ πού δέν
τό περιμένανε, κάθε μπουφόνος έξαναγκάζεται νά σοβαρευ­
τεί. Καί ή συκοφαντία αργά ή γρήγορα θά λειτουργήσει
σάν αύτεπίστροφο δπλο.

Τα Κ ο π ε λ ιά

Ε
ΠΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΤΤΑΤΗ ΚΡΙΣΗ ΕΤΘΪΓΝΩΜΙΑΣ ΠΟΤ
σοβεί σέ κάθε κοινότητα, ό Πασκάλ θέτει γιά άλλη μιά
φορά τό θέμα του κοινωνικού προσώπου καί των διανθρώ­
πινων σχέσεων στή σωστή του βάση: άν δλοι γνώριζαν τί
λέγεται πίσω άπό τήν πλάτη τους, δέν θά ύπήρχαν οΰτε
δύο φίλοι σέ αύτό τόν κόσμο. Καί γιατί νά μή μπορούμε νά
ποΰμε καταπρόσωπο στόν άλλον τί εϊναι ή τουλάχιστον τί
πιστεύουμε δτι εϊναι; Επειδή κανείς σχεδόν δέν τό άντέχει
ή δέν τό εχει άνάγκη ή δέ μπορεΐ νά ζήσει μέ αύτό. Συνε­
πώς, γιά νά ζήσει κανείς καί νά εχει φίλους, είναι πρωταρ­
χικής σημασίας μιά μικρή ή μεγάλη δόση ψεύδους στή σχέ-
ΤΑ ΚΟΤΣΕΛΙΑ $3

ση του μέ τόν έαυτό του καί μέ τούς άλλους* είδαλλιώς τό


μαγαζί βάζει λουκέτο.
Ά ν τά πράγματα ήταν τόσο ξεκάθαρα, θά επρεπε ό καθέ­
νας, σέ μιά κρίση αύτοκαταστροφικής μεγαλοψυχίας, νά
πλέξει τό έγκώμιο των λαθραίων έπικριτών του, γιατί
στήν ούσία, κατά τις ταραχώδεις συνεδρίες τους, δέ χάνουν
τόν καιρό τους, άλλά ασχολούνται μέ τήν «αλήθεια)). Τή
δική τον αλήθεια βέβαια πού, ώς δική του, δέν τήν αντέχει,
καί τήν οποία οί άλλοι φέρουν άνέτως, επειδή ακριβώς εί­
ναι δική του καί δχι δική τους. Έχουμε μέ άλλα λόγια εναν
εύεξήγητο φαύλο κύκλο: καθένας φέρει άκοπα τήν αλήθεια
τών άλλων καί είναι ανίκανος νά φέρει ή νά άκούσει τή δική
του. Συνεπώς ή ειλικρίνεια καί ή...εύθύτητα διαπρέπουν μόνο
άναφορικά μέ τούς άλλους. Ό ταν ενα άτομο δοκιμάζει νά
στραφεί στό έγώ του, κάτιτις παθαίνει έμπλοκή καί ή κρί­
ση του παύει νά λειτουργεί.
Έ τσ ι δλα τά πρόσωπα πού ζοΰν στούς κόλπους μιας \
κοινότητας έχουν άναγκαστικά δύο δψεις. Έ μία είναι αύτή /
πού προβάλλουν οί ίδιοι, πού τήν ξέρουν καί τήν ύποστηρί- /
ζουν, καί ή άλλη έκείνη πού εχει σχηματιστεί άπό τά κοι- ;
νωνικά σχόλια. Πρόκειται γιά ενα γνωστότατο παιχνίδι πού \
διέπεται άπό τούς άπλούστερους τών κανόνων: έφόσον καθέ- /
νας εϊναι ικανός νά μιλήσει τή γλώσσα τής άλήθειας μόνο ;
γιά τούς άλλους, καί ειδικά τούς άπόντες, ή άλήθεια φυσ
κώ τώ λόγω εχει δικαίωμα νά άκούγεται μόνο εν άπουσια
κάποιου, αύτοΰ δηλαδή πού πληρώνει τά περίφημα «εξοό'α ·
παραστάσεως». Στήν περίπτωση πού δλοι οί παίκτες εϊναι !
παρόντες, είτε λένε δλοι ψέματα, είτε — δπως συμβαίνει ;
τις περισσότερες φορές— βρίσκουν κάποιον άπόντα γ α να
του φορτώσουν τήν «άλήθεια» του. Διαφορετικά τό παιχνί­
δι δέν εχει λόγο ύπαρξης.
Φαινομενικά αύτή ή ρήτρα θυμίζει λίγο έναν μισαλλόδο­
64 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

ξο μονάρχη τοΰ Μοντεσκιέ πού, ανίκανος νά παραδεχτεί


οτιδήποτε αρνητικό γιά τό άτομό του, έξωθοΰσε δλους
τούς αύλικούς του στήν κολακεία καί στό ψέμα, ώσότου
έντέλει καταδίκασε σέ θάνατο τόν ίδιο του τόν έαυτό' έφό­
σον οί θεράποντες ιατροί του δέν έξαιροΰνταν άπό αύτή τήν
άπαγόρευση, άδυνατοΰσαν — έπί ποινή θανάτου— νά κά­
νουν τήν οίαδήποτε θετική διάγνωση. Τόν καθησύχαζαν
λοιπόν γιά τήν καλή του ύγεία άκόμα καί τίς στιγμές τςρύ
ψυχορραγούσε. Μέ τή διαφορά δτι στό παιχνίδι τής κοινω­
νικής ύποκρισίας δέν εχουμε εναν μονάρχη καί πολλούς ια­
τρούς, άλλά καθένας μας, άνάλογα μέ τό άν είναι παρών ή
άπών, έκ περιτροπής παίρνει τή θέση τοΰ μονάρχη ή τοΰ
γιατροΰ.
*Η άπουσία τοΰ κρινόμενου, γιά νά μιλήσουμε πιό σοβα­
ρά πλέον καί χωρίς ιστορικά άνέκδοτα, χαρίζει μιά π ρωτο­
φανή άνεση στούς έπικρίνοντες. Κυριολεκτικά τούς λύνει
τή γλώσσα. Γιατί τό ζήτημα δέν είναι νά πεις κάτι πού ή
παρουσία τοΰ άλλου τό άπαγορεύει, άλλά νά νιώσεις τήν
έλευθερία νά ξεθεμελιώσεις τήν παρουσία του. Τήν ύπό-
στασή του. Ό σ ο συμβατικά, δισταχτικά, συγκρατημένα κι
άν είναι τά κουσέλια, ούσιαστικά άποσκοποΰν στήν έξουδε-
τέρωση τοΰ κρινόμενου. Οί παρόντες, μόνο καί μόνο έπειδή
είναι παρόντες, έχουν μιάν άδιαμφισβήτητη ύπεροχή Απέ­
ναντι στόν άπόντα. Καί οί διαβουλεύσεις — ετσι συμβαίνει
πάντα— δέν άργοΰν νά καταλήξουν στό συνταρακτικό συ­
μπέρασμα: είναι καιρός νά τελειώνουμε μέ τήν άφεντιά
του. Οί ένορκοι δέν φείδονται καταδικαστικών άποφάσεων.
Πάντα ό άπών βρίσκεται ύπό σχετική ή άπόλυτη δυσμέ­
νεια, εστω κι άν εϊναι ό πιό κοντινός φίλος. Ή ίδια ή άπου­
σία του τόν θέτει σέ δεύτερη μοίρα. Κατά μία έννοια εϊναι
λίγο νεκρός. Τό ονομά του δίνει σκάρτο ήχο, μοιάζει κάπως
μέ τά άδέσποτα καί άφύλαχτα πράγματα πού δέν τά σέβε­
ΤΑ ΚΟΤΣΚΛΙΑ 65

ται κανείς (δρυός πεσονσης...) Μέ άλλα λόγια: περισσεύει


στή μοιρασιά. Καί ή αίσθηση αύτή του ύπεράριθμου δέ
χρειάζεται νά είναι φανερή καί εκπεφρασμένη. Άρκοΰν με­
ρικά σμιξίματα τών φρυδιών, κάποιοι αργοί κύκλοι μέ τήν
άκρη του χεριού, μερικά «μμμ...» γιά νά δημιουργηθεΐ ή
άνάλογη άτμόσφαιρα. Τά υπόλοιπα είναι ζήτημα χρόνου
καί ζήλου, στοιχεία πού δέ λείπουν ποτέ, ειδικά δταν πρό­
κειται γιά τίς άπολαύσεις πού χορηγεί άφειδώς ή άρνηση
καί ή άπόρριψη.
Ό π ω ς μέ τίς μεταβολές του φωτός άλλάζουν άρδην τά
χρώματα, οί «δικαστές» (μιά καί κάθε κουτσομπολιό, κάθε
επίκριση, κάθε λουφασμένη καταλαλιά δέν είναι τίποτε άλ­
λο άπό μιά κανονική δίκη) θαυμάζουν τόν έαυτό τους δταν
καταφέρνουν μέ μερικά επίθετα — τά κατεξοχήν φωτεινά ή
σκοτεινά μέρη του λόγου— νά άνατρέπουν τίς καταστάσεις
καί νά καρποΰνται τό άποτέλεσμα. Συνεπώς ή γλώσσα δέ
χάνει σέ αύτές τίς στιγμές τήν εύκαιρία νά λυθεί. Μόνο ή
λυμένη γλώσσα, ή κρουνοχυτροληραία καί άσύδοτη μετράει
σέ αύτές τίς δίκες. Κάθε επιφύλαξη άντίθετα περιορίζεται
σέ δεύτερους καί τρίτους ρόλους. Ό επιφυλακτικός κύριος
πού άρνεΐται νά συμπράξει, δέν υπολογίζεται. Μετράει μό­
νο ή γοερή άνάγκη τής χολωμένης καί φιλόψογης καρδιάς
πού, κινώντας τίς φράσεις δίκην ισχυρών βραχιόνων, ζητάει
πάση θυσία νά άναποδογυρίσει μιά κατάσταση πραγμάτων,
νά φέρει τά πάνω κάτω καί άκόμα πιό κάτω.
Ά φότου ή ζωή άνατίθεται στά γλωσσικά ήθη, δέν πα­
ρουσιάζεται πουθενά καί σέ τίποτα άδιάσειστη. Ό καθένας
μπορεί νά πει τό «λογάκι» του. Έ τσι ή γλώσσα κάνει τούς
πάντες θαυματοποιούς: φτάνει νά ισχυριστεί ενας άνθρωπος
τό πιό άπροσδόκητο πράγμα, καί παρευθύς, σμήνη προ­
σχημάτων καί στρεψόδικων έπιχειρημάτων θά σπεύσουν
πρός έπίρρωσιν του ίσχυρισμοΰ του.
66 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

Βάλτε γιά παράδειγμα ύπό δοκιμασία τόν οίοδήποτε χρε-


ωκοπημένο τής ζωής καί αφήστε τον νά άπολογηθεΐ. Πού
σημαίνει: παραχωρήστε του τό αναφαίρετο δικαίωμα νά
παίξει μέ τά σταθμά τών λέξεων καί νά άπονείμει άφεαυ-
τοΰ τή δικαιοσύνη πού ξέρει καί επιθυμεί. Είναι βέβαιο δτι
μέ τά γλωσσικά θαλασσοδάνεια — μέ τά όποια ό καθένας
μπορεΐ νά παρουσιάζεται ώς ζάπλουτος— θά άποδείξει δτι
στή μεγάλη αλυσίδα τών γενεών ό δικός του κρίκος είναι
άλλης τάξεως. Φυσικά δέν υπολογίζεται τό άν στήν πραγ­
ματικότητα — ποιά πραγματικότητα, χριστιανοί;— είναι ε­
νας φτηνός χαλκάς, τό κύριο εΐναι δτι μέ τά λόγια μπορεΐ
νά δώσει άλλο νόημα στήν κακή του τύχη. Γενικά κάθε
άνθρωπος, έφόσον του επιτρέπεται νά μιλάει, καί μάλιστα
γιά τόν έαυτό του, καί μάλιστα γιά τήν τύχη του, δέ χωρά­
ει άμφιβολία δτι στρεψοδικοπανοΰργα θά έπιτύχει πανηγυ­
ρικά τήν άθώωσή του. Τί μεγαλύτερο δώρο άπό τή γλώ σ­
σα πού — πολύ πιό ριζικά άπό τό άλκοόλ— χαρίζει στόν
καθένα τή στολή πού έπιθυμεΐ, τόν βγάζει στήν κοινωνία
μέ άλλο πρόσωπο καί τόν στήνει στά πόδια του;
Γιατί, δπως εύκολα εικάζουμε, αύτές οί δίκες πού στή­
νονται στό πρώτο σπίτι ή στό πρώτο καφενείο — καί στήν
πρώτη έφημερίδα καμιά φορά— , δέν άποσκοποΰν σέ μιάν
δποια άπονομή δικαιοσύνης. Ό ποια είσαγγελικά σύνδρομα
κι άν καταδιώκουν ενδοθεν εναν άνθρωπο, δταν μαίνεται ε­
ναντίον κάποιου, ούσιαστικά γυρεύει φάρμακα γιά την πλη­
γή του. Ποτέ δέ μαινόμαστε γιά κάποιον πού μας είναι
άδιάφορος. Απεναντίας, δπου βλέπουμε άφρούς — καί οί
στενόκαρδοι άνθρωποι ξεχειλίζουν εύκολα— εχουμε νά κά­
νουμε μέ λαβωμένους έγωισμούς πού «παντί σθένει» κυνη­
γούν τά χαμένα. Αύτά τά χαμένα (πού συνήθως σχετίζονται
μέ τό πλαστό κύρος τής προσωπικότητας) έξαρτώνται άπό
τήν αδελφότητα στήν οποία άνήκει ό πληγείς, άπό τό
ΤΑ ΚΟΤΣΕΛΪΑ 67

πραγματικό ή προσχηματικό έπάγγελμα, άλλά πάνω άπ’


δλα επιδιώκουν ύποδόρια τήν άμυντική θωράκιση τοΰ κάθε
ψυχισμοΰ. Τό συμπέρασμα συνάγεται άπό μόνο του: άν οί
άδύναμοι άνθρωποι εϊναι τόσο έμπαθεΐς, αύτό συμβαίνει
γιατί πληγώνονται εύκολα καί κατά μοιραία συνέπεια ικα­
νοποιούνται πολύ δύσκολα.
Καί μολονότι ό λόγος γιά άδύναμους καί ισχυρούς, γιά
λαβωματιές καί γιά έμπάθειες, τό προκείμενο δέν είναι οί
έχθρικές παρατάξεις δπου τά άρνητικά αισθήματα είναι δε­
δηλωμένα καί τά στρατηγήματα θεμιτά. Καμιά ραδιουργία
πού έξυφαίνεται γύρω άπό τόν έπιφανή, σάν κι αύτές πού
βλέπουμε στίς σαιξπηρικές ή άλλες αύλές. Ή κοινότητα
έδώ άφορά τήν πασίγνωστη κοινωνία τών πολιτών — τήν
καθημερινή ζωή— , ήτοι τήν ξεδοντιασμένη άπό τό νόμο
ύπαρξη πού, άοπλη καί στερούμενη τήν αύτοδικία, ορίζει
καί περιφρουρεΐ τήν άτομικότητά της μέ τά δπλα τοΰ λό­
γου καί τής σιωπής. Δ έ μιλάμε γιά ξένους καί έχθρούς,
άλλά γιά «φίλους» καί «όμόσταβλους». Μόνο μέσα σέ μιά
κοινότητα δπου τά κάθε λογής συν- χοροστατοΰν (συνεργά­
της, συνάδελφος, σύντροφος, συγγραφέας) εχει νόημα ή
σπερμολογία, ό ταρτουφισμός καί ή άναξιοπιστία.
Επεισοδιακά έστω, άξίζει νά κάνουμε λόγο γιά τίς ά-
δελφότητες τών έπαγγελμάτων πού άποτελοΰν κανονικά
κλουβιά μέ φρενιασμένα τρωκτικά. Έμποροι, έπιχειρημα-
τίες, πολιτικοί, υπάλληλοι, δικηγόροι, γιατροί, τραγουδι­
στές, ήθοποιοί πού άλληλοτρώγονται μέ τίς εύλογίες τής
κοινωνικής χάριτος. Γιά τόν κόσμο τών γραμμάτων δμως ή
μνεία πρέπει νά είναι διεξοδικότερη, γιατί στούς κόλπους
του ή άξια — ποιου άλλου; τής γραφής— έχει άλλη λει­
τουργία. Ανέχεται κανείς νά είναι κακός έπαγγελματίας
(συχνά τό κουδουνίζει σάν τίτλο τιμής), άλλά κακός συγ­
γραφέας; Ποτέ. Έπειδή λοιπόν μόνο τό πρωτείο μετράει,
68 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

στόν κόσμο τών γραμμάτων ό φθόνος καί ή σπερμολογία


είναι πράγματα πού σοβούν έπιδημικά.
Γύρω άπό τό άριστεΐο τών γραμμάτων ξεσπάει μεγάλη
μάχη. Σηκώνεται μεγάλος κουρνιαχτός. Καί δικαίως άν
πρόκειται γιά άμιλλα. Καί δικαίως άν άνταγωνίζονται δο­
κιμασμένες ικανότητες πού δέν ύποχωροΰν στά θέματα γοή­
τρου. Ό ταν δμως στήνεται μιά άπερίγραπτη μουνταρία ά­
πό αύτοσχέδιους δημιουργούς καί κάθε λογης άβερνίκωτα
μούτρα, πώς νά μήν καταλήξει δλος αύτός ό ορυμαγδός νά
γλωσσοδέρνεται καί νά καταφεύγει άνελλιπώς στούς όρθο-
φοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους τρόπους; Έ νεοελληνική
κάστα τών γραμμάτων εχει μεγάλη πείρα σέ αύτά τά κα­
μώματα, καθώς έπίσης καί διάσημα θύματα (τόν Συκοΰτρή
γιά παράδειγμα). Καί τά ιερατεία της είναι μόνο δύο: τό
πανεπιστήμιο άπό τή μιά μεριά, τή θεσμική, καί άπό τήν
άλλη, τή λαϊκότερη, ή ((ποίηση».
Σ έ δ,τι σημαντικό πετύχουν οί άνθρωποι είναι σίγουρο
δτι θά ωριμάσουν περνώντας μέσα άπό ενα μικρό ή μεγάλο
διάστημα φιλονικίας καί καβγά. Καί στήν Ε λλάδα — χώρα
τοΰ τρίτου κόσμου άναντίρρητα— δέν είναι παράξενο δτι
διανύουμε άκρμα τήν περίοδο τοΰ καβγα. Δέν έχουν άδικο
έκεΐνοι πού τά πανεπιστημιακά συγγράμματα τών καθηγη­
τών τά βγάζουν στήν πλειοψηφία τους «ντάρα». Ό θώκος
είναι τό παν, τό σύγγραμμα δέ μετράει. Στήν «ποίηση»
δμως, δπου (συμφορά μας) ύπάρχουν άτράνταχτες διεθνείς
διακρίσεις καί άναγνωρίσεις — πάντα ή Εύρώπη ήταν γεν­
ναιόδωρη άπέναντί στίς έπαρχίες της— , ό καβγάς παίρνει
άλλες διαστάσεις, γιατί εχει καταντήσει πανελλήνια νεύ­
ρωση. Ό υπάλληλος, ό επιχειρηματίας, ό ήθοποιός, ό ύπο-
απασχολούμενος, ο δημοσιογράφος — έχουν δλοι τίς ποιη­
τικές συλλογές τους. Καί τίς λογοτεχνικές φιλοδοξίες τους
φυσικά. Γιατί ό παστουρμάς δέ νοείται χωρίς αλάτι.
ΤΑ ΚΟΤΣΕΛΙΑ ^9

Θά άξιζε κάποτε ενας άνθρωπος μέ μάτι νά καταπιαστεί


μέ τή συγγραφή, οχι της ιστορίας (πού αύτή ή «ποίηση»
εγραψε), άλλά μέ τό πολύκροτο χρονικό τοΰ νεοελληνικοΰ
καβγά γύρω άπό τή στιχουργική τέχνη. Γιά τούς «έν ά-
μαρτίαις» γηράσαντες, γιά τούς ταχυπειθεΐς καί οψιμαθείς
ή άμαθεΐς πού άρχοντοπιάνονται, γιά άνθρώπους πού οπλί­
ζονται μέ μικροσκόπιο δταν άκοΰνε τό καλό, καί άνασύρουν
τόν μεγενθυτικό φακό δταν οσμίζονται τό κακό, γιά άτο­
μα κάθε ηλικίας πού ή βύρσα τους θρανενετω, γιά τίς χειρα­
ψίες «έν μέση όδώ » πού διαρκοΰν ήμίωρα καί βάλε, γιά ενα
δργιο κουσκουσουριάς καί ματαιόσπουδης περιαυτολογίας
πού εφθειρε γενεές έπί γενεών, γιά δλους αύτούς δηλαδή
πού — άναγκαΐο κακό σέ κάθε λογοτεχνία— ειχε ύπόψη του
ό Ντοστογιέφσκι δταν εγραφε: «Χμ! Άκου, Βάνια μου, έ-
γώ ωστόσο είμαι εύχαριστημένος πού τό βιβλίο σου δέν
είναι γραμμένο σέ στίχους. Οί στίχοι, παιδί μου, είναι+ενα
τίποτα. Μή συζητάς καθόλου καί πίστεψε έμένα, τό γέρο.
Έ γ ώ θέλω τό καλό σου. Έ να τίποτα. Χαμένος καιρός.
Στίχους άς γράφουν τά γυμνασιόπαιδα. Οί στίχοι ώς τό
φρενοκομείο μποροΰν νά καταντήσουν ενα νέο...»
Ό Ντοστογιέφσκι δέν μποροΰσε βέβαια νά προβλέψει
δτι οί Έλληνες ποιητές πού κατά τεκμήριο είναι άξιοι τοΰ
ονόματος τους δέν εζησαν στήν Ε λλάδα —ή εζησαν έξόρι-
στοι έν Έλλάδι— , ήξερε δμως άπό πρώτο χέρι τό κλίμα
τής λυκοφιλίας πού γεννοΰν οί κύκλοι τών γραμμάτων. Υ ­
πάρχουν φίλοι, γράφει, πού μισοΰνται χρόνια, πού σιχαίνο­
νται ό ενας τόν άλλον, πού άρρωσταίνουν στή σκέψη τοΰ
άλλου, κι δμως δέ χωρίζουν. Μπορεΐ κάθε βράδι, πού ό κα­
θένας παίρνει τό δρόμο γιά τό σπιτικό του, νά λυσσομανάνε
άπό τό κακό τους, νά χτυπάνε γροθιές στά ντουβάρια της
κάμαράς τους μέχρι νά πέσουν οί σοβάδες. Κι δμως επιμέ­
νουν. Κάθε νέα μέρα καί νέα άποθέματα έχθρότητας, καί
70 01 ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ

νέες άφορμές γιά χολή, μίσος καί απέχθεια. Όσο γιά τήν
άμοιβαία απομάκρυνση πού άποτελεΐ τήν ένδεδειγμένη λύ­
ση, κανείς δέν παίρνει τήν απόφαση. Τά τσακώματα έχουν
πολύ ψωμί. Κι ό κόσμος πεινάει.
Μέ τή φύρα παρόμοιων παθών γεννιέται τό φύραμα τών
πασίγνωστων γραφικών τύπων. Ένας άνθρωπος πού μαρα­
ζώνει χρόνια ολόκληρα καλλιεργώντας τόν πικρό άγρό του
μίσους, άποχτάει τό «κουμπί» του. Καί τό κουμπί —γνω­
στό στόν περίγυρο— είναι λειτουργικότατο. Τσακμάκι μέ
τά δλα του. Φτάνει κάποιος, γιά νά διασκεδάσει, νά αναφέ­
ρει τό μισητό δνομα κι αμέσως αρχίζει ή «μουσική». Έ
ετοιμότητα τοΰ πάσχοντος προσώπου είναι έκπληκτική σέ
αύτές τίς στιγμές. Όσο άλλωστε εύλογη είναι καί ή άπο-
ρία: καλά δέν κουράζονται αύτοί οί άνθρωποι; Δέ σιχαίνο­
νται τέλος πάντων τόν έαυτό τους; Τά ί'δια τους τά σπατα-
λημένα σάλια; Καί βέβαια κουράζονται. Μόνο πού αύτό
συμβαίνει μέ μιά περίτεχνη μετάθεση: τόν σιχαίνονται στό
πρόσωπο τοΰ άλλου. Άνθρωπος πού διαρκώς κατηγορεί
(άλλους) καί συνάμα δοξάζει (τόν έαυτό του) είναι φανερό
δτι συντρίβεται άπό τό φορτίο τής ένοχης του.
Χρειάζονται δμως, σάν άπόσωμα, καί κάποιες άλλες
διευκρινίσεις πού δίνουν πιθανώς άλλη διάσταση στό δράμα
τοΰ ακάματου κατασπιλωτή. Έφόσον δέν είναι μισθοφόρος
—ποιος πληρώνει τόν έθελοντή;—, έφόσον πράττει γιά λο­
γαριασμό του, άπό καρδιας, ή περίπτωσή του εχει ενα βαθύ­
τερο μυστικό. Έ αρρώστια του εχει νά κάνει μέ τήν «τυ­
ραννία τοΰ ανθρώπινου προσώπου». Μέ κείνο τό σκοτεινό
γήτεμα πού δέν εχει αγαθές σχέσεις μέ τό φώς. Κατά ενα
τρόπο ό κατασπιλωτής εχει πληγεί βαθύτερα απ’ δσο μπο­
ρεΐ νά φτάσει μέσα του, έχουν κακοφορμίσει τά σπλάχνα
του, γ ι’ αύτό άλλωστε πασχίζει νά πλήξει τόν άλλο στό
ίδιο βάθος. Αύτό τό έπιθυμητό βάθος εΐναι πού προσδίδει
ΤΑ ΚΟΤΣΕΛΙΑ 71

μανικό χαρακτήρα στά φερσίματά του καί κάποιους τόνους


ίεροΰ πολέμου στίς κατηγορίες του.
Άραγε εχει φτάσει στό σημείο πού αρχίζει ό πραγματι­
κός κίνδυνος γιά τή ζωή του άλλου; Θά αρχίσει νά έπιχει-
ρηματολογεΐ μέ τό σφυρί; Έ περίπτωση είναι σπάνια* τό­
σο σπάνια δσο κοινότατη είναι ή περίπτωση του θρασύδει­
λου συκοφάντη, ό όποιος περνάει άπό τήν άκρα διαστολή
τής θρασυστομίας στήν άκρα συστολή τής θρασυδειλίας. Ό
φόνος θέλει βαριά απόφαση, νά πληρώσεις δηλαδή μέ τήν
Ισόβια καταδίκη, ένώ οί μικροφόνοι ταιριάζουν στόν χαρτο­
πόλεμο τών γραμμάτων καί τών αγραμμάτων.
Ό σπιλωτής δέν εχει διέξοδο: ή θά πρέπει νά φτάσει
στό φόνο ή νά παραδεχτεί δτι νικήθηκε. Φυσικά οί σκάρτοι
άνθρωποι δέ λαβαίνουν ποτέ ακραίες αποφάσεις, γι’ αύτό
δαπανανε τό .βίο. τους σέ στέρφα πάθη .χωρίς λύτρωση —
καί σέ ακάματες αναγνώσεις τών βιβλίων πού ((μισούν».
ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

Ό φόνος είναι πράγμα ιερό


Ρ ω σ ικ ή Π α ρ ο ιμ ί α
Σ ω στέ
τις Γριές

ΑΡΑΚΟΑΟΤΘΠΝΤΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣΧΕΔΟΝ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ

Π δελτίο μέ μιά περιέργεια πού δέ στοιχίζει τίποτα (για­


τί οί άλλοι καίγονται καί μεΐς απλώς κοιτάμε) καί μέ ενα
ένδιαφέρον πού πολύ διαφέρει άπό τή συμπάθεια, δλοι μας
(καί ειδικά οί θεματοφύλακες της ήθικης: πιστοί, δάσκαλοι,
δικαιοκρίτες, άνθρωπιστές) δέν μπορεΐ παρά νά άνησυχου-
με γιά τήν τύχη τοΰ «κακοΰ» στόν κόσμο. Όχι βέβαια γιά
τά μέτρα καταπολέμησής του —αύτά έχουν ληφθεΐ προ
πολλοΰ καί δσο τελειοποιούνται τόσο περισσότερο χωλαί­
νουν—, άλλά γιά τά μέτρα διάσωσής του. Καί ή άνησυχία,
πέραν παντός ενδοιασμού, είναι δικαιολογημένη. Δέ χρειά­
ζεται ειδική γνώση γιά νά άντιληφθεΐ κανείς δτι κατά τό
πλεΐστο, δλα σχεδόν, τά έγκλήματα διαπράττονται γιά τό
«καλό»!
Ά ς πάρουμε σάν «μεθοδικό» παράδειγμα τήν πιό κοινή
περίπτωση. Ένας νέος —μπατίρης έπαρχιώτης ή άπελπι-
σμένος άλλοδαπός ή μέλος τής λέσχης τών άποτυχημένων
έξυπνων ή κάποιος τυχάρπαστος τέλος πάντων— άποφασί-
ζει νά «χτυπήσει» ενα σπίτι δπου εχει τήν πληροφορία δτι
μένει μιά εύπορη γριά. Έ δουλειά δέ δείχνει νά παρουσιά­
ζει δυσκολίες. Μπουκάρει —πάντα μπορεΐ κανείς νά τρυ­
πώσει στό σπίτι δπου μένει μιά γριά—, τής ζητάει χωρίς
πολλά λόγια νά τοΰ δώσει δ,τι μετρητά φυλάει (θά τήν εχει
τήν πεντακοσάρα, δέ γίνεται, καί σίγουρα κανένα μασούρι
?6 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

λίρες) καί μέ φοβέρες, ίσως καί μερικά χαστούκια, τσεπώ­


νει τό μάτσο καί γίνεται μπουχός. Καθαρές δουλειές. Ά μ ’
επος, λοιπόν, άμ’ εργο.
Τό αποτέλεσμα; Νεκρή ή γριά μέ σπασμένο κεφάλι άπό
λοστό, στό νοσοκομείο ή κόρη της πού κατά κακή της τύχη
βρέθηκε έκεΐ, καί φευγάτος ό ύποψήφιος κλέφτης μέ μερικά
ψιλά πού βρήκε στό πρώτο συρτάρι καί φορτωμένος τήν
κατηγορία τής ληστείας μετά φόνου. Τί λένε άραγε οί θεω­
ρητικοί τής ήθικής γ ι’ αύτό τό κακούργημα πού, δόξα τω
0€ω, συμβαίνει μέρα-παρά-μέρα άπανταχου τοΰ πλανήτη;
Γιά νά μιλήσουμε μέ κάποια σοβαρότητα, άς άφήσουμε
άπ’ έξω τούς επιστήμονες τών κοινωνικών αιτιολογήσεων
(κακή κοινωνική διάρθρωση, καθυστερημένα ήθη, οικονομι­
κή άνέχεια), τούς δικαστές καί τήν έγκληματολογία (έσωτε-
ρικό στάδιο τοΰ έγκλήματος, άγωγή, ψυχολογική διάθεση,
ελατήρια, προμελέτη) καί τέλος τούς ψυχίατρους (διατα-
ραγμένη προσωπικότητα τοΰ φονιά, άγχώδης κοινωνική
δυσπροσαρμοστία, φοβοπάθειες καί διαταραχές). Απομέ­
νουν ετσι ορισμένα χειροπιαστά πράγματα.
Ό νεαρός δέν ειχε καμιά φονική πρόθεση. Οΰτε γ ι’ ά-
στεΐο δέν ήθελε νά φανταστεί κάτι τέτοιο. Όσο γιά τό λο-
στουδάκι, δέν τό ειχε μαζί του ώς δπλο, τό ήθελε μόνο γιά
έργαλεΐο. Τό μόνο πού τόν άπασχολοΰσε καί εβλεπε ξύ­
πνιος οπτασίες ήταν νά κάνει τή μπάζα του, λεφτά δηλαδή,
σκέτα λεφτά. Τή γριά (καί πολύ περισσότερο τήν κόρη της)
οΰτε τήν ήξερε, ούτε ειχε τίποτα μαζί της. Ά ν τοΰ παράδι-
νε τά χρήματα μπορεΐ καί νά μήν τήν άγγιζε κάν θά έφευ­
γε όπως μπήκε καί δλα —έκτός άπό τα λεφτά καί τήν
ψυχική οδύνη— θά ήταν στή θέση τους. Ούσιαστικά δέ ζή­
τησε νά έγκληματήσει, ενα «δάνειο» μόνο ήθελε μέ κάπως
άόριστη προθεσμία επιστροφής.
Κι δμως σκότωσε! θά ποΰν οί στυλοβάτες τής ήθικής καί
ΣΩΣΤΕ ΤΙΣ ΓΡΙΕΣ 77

της εννομης τάξης, καί θά έχουν δίκιο. Άνθρωπος πού σκο­


τώνει καί μάλιστα γιά λίγα λεφτά (ή έπεξήγηση χαμηλό­
φωνα γιατί έδώ είναι τό μυστικό) δέν επιτρέπεται νά ζεΐ
μέσα στήν κοινωνία τών ελεύθερων ανθρώπων. Αύτός τάσ­
σεται μέ τό έγκλημα, μέ τό κακό ένγένει, ένώ ή κοινωνία
οργανώνεται πάνω στίς βάσεις τοΰ δικαίου καί τοΰ αγαθού.
ΙΊοιός μπορεΐ νά εχει έμπιστοσύνη σέ ενα διεστραμμένο
μυαλό; Ποιος μπορεΐ νά δείξει έπιείκεια σέ ενα βδέλυγμ,α
πού σπάζει κεφάλια άθώων άνθρώπων; Συνεπώς τοΰ άξίζει
ύποδειγματική τιμωρία. Μά καί ό φονιάς δέν εχει καμιά
άντίρρηση. Συμφωνεί πάνω-κάτω μέ δλα εκτός άπό τήν
«άτυχη» στιγμή του.
Ά ν μάλιστα άναλογιστοΰμε ψύχραιμα τί είχε κατά νοΰ
νά κάνει μέ τά χιλιάρικα πού ειχε βάλει στό μάτι, τότε θά
πειστούμε γιά τό «ήθικό» ύπόβαθρο τοΰ σχεδίου του. Θά
ετρωγε, θά ντυνόταν, θά γέμιζε δώρα τήν ή τίς γυναίκες
του, θά πήγαινε άργά τή νύχτα σέ κάποιο κέντρο γιά νά
κάνει τή φιγούρα του, πιθανώς θά δάνειζε, ετσι γιά επίδει­
ξη άνωτερότητας, κάποιον τοΰ συναφιοΰ. Στήν περίπτωση
δέ πού επεφτε σέ κάνα διπλό έκατομμύριο, ίσως νά επαιρνε
καί κανένα σαράβαλο, ϊσως νά άνοιγε καμιά ψευτοδουλειά
μαζί μέ κανέναν άλλον, δέν άποκλείεται άκόμα’νά πήγαινε
τή δική του ((γριά» σέ κανένα καλό νοσοκομείο πού τό ’χει
χρόνια μαράζι.
Σάν άνθρωπος δέν άποκλείεται νά εχει κακοπέσει, νά έ­
χει κακομάθει, νά σκοτεινιάζει τό μυαλό του δταν παραφέ-
ρεται καί νά μήν άναγνωρίζει δρια, άλλά οί έπιθυμίες του
δέν παύουν νά είναι ίδιες μέ τών άλλων άνθρώπων. Είναι
ενας άπ’ δλους, δέν είναι θηρίο γιά νά τόν βάλουν στό κλου­
βί καί νά τόν δείχνουν. Καί άπό τούς άνθρώπους ενα γύρω
άν ζηλεύει κάποιους, αύτοί δέν είναι οί ισοβίτες, οί έγκλει­
στοι καί οί άπορριγμένοι, άλλά έκεΐνοι πού τά έχουν δλα.
7« ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

Συνεπώς ή καλή ζωή, τό «καθαρό νερό» όπως λέμε, δέν τοΰ


είναι ξένα. Όσο γιά τό καλό, τό ξέρει καί τό παραξέρει.
Καί γιά νά άκριβολογοΰμε: ποιό καλό; Τό πρόβλημα τοΰ
νεαροΰ —δπως καί τοΰ καθενός μας— είναι νά ταίσει τό
Είναι του. Νά δει Θεοΰ πρόσωπο. Νά κάνει τήν «καλή
ζωή» άφοΰ πρώτα πιάσει τήν «καλή». Χρειάζεται έπειγό-
ντως άγαθά, δύναμη καί άπόλαυση. Φυσικά δέν ισχυρίζεται
δτι τοΰ πέρασε ποτέ άπό τό μυαλό νά ζήσει γιά τό καλό.
Κι οΰτε ξέρει κανέναν πού νά κάνει κάτι τέτοιο. Παντοΰ
βλέπει άνθρώπους πού κάνουν τό κουμάντο τους μέ βάση
τό προσωπικό τους συμφέρον, τή δική τους άσφάλεια, τήν
άτομική τους ένίσχυση. Όλοι είναι ύπηρέτες τοΰ έαυτοΰ
τους κινούμενοι κατά τό δυνατό μέσα σέ θεμιτά ή άθέμιτα
πλαίσια.
Κατά μία έννοια —ένδέχεται νά ισχυριστεί ό νεαρός— ή
γριά εϊναι «ένοχη» άπέναντί του. Αύτός ζήτησε μιά λύση
—νά τοΰ δοθεί μιά σκάλα— καί έκείνη τοΰ τήν άρνήθηκε.
Ά ν γιά παράδειγμα έβρισκε τά λεφτά στό δρόμο, είναι ποτέ
δυνατό νά έμπαινε σέ αύτή τήν άπίθανη περιπέτεια; Θά
πήγαινε νά σπάσει τό κεφάλι μιας άνυπεράσπιστης γυναι­
κούλας; Όχι βέβαια. Άλλά αύτό δέ συνιστα άπάντηση.
Δέν θά πήγαινε έκείνη τήν ημέρα, θά πήγαινε δμως δύο
μήνες άργότερα. Τό «δώστε λεφτά γιά νά μή σκοτώνουν οί
νέοι» δέν άποτελεΐ άπάντηση στό πρόβλημα. Δέ φτάνει ή
παροχή* τό «πλεόνασμα» είναι τό άγκάθι. Γι’ αύτό καί ό
Αριστοτέλης στόν προ Χριστοΰ σοσιαλιστή Φαλέα, δταν
έκεΐνος ζητοΰσε ισότητα περιουσιών, ήξερε νά δώσει τήν
κρίσιμη άπάντηση: ον τάς ουσίας ίσάζαν, άλλά τάς επιθυ­
μίας. Καί ή έπιθυμία, άντίθετα μέ τήν άνάγκη πού κορέννυ-
ται κάποτε καί σωπαίνει, δέν έχει περασμό. Ά ν χαρίσεις σέ
έναν άνθρωπο τή γη, θά σοΰ ζητήσει τήν άλλη στιγμή τό
φεγγάρι. Έστω γιά νά τό σφεντονίσει στό χάος άδιάφορος.
ΣΩΣΤΕ ΤΙΣ ΓΡΙΕΣ 79

Τό γεγονός δτι. ενας άνθρωπος —σέ μιάν ορισμένη στιγ­


μή της ζωής του— εγινε φονιάς δέν αποφασίζει τά πάντα
γιά τή μοίρα του. (Έφόσον κάθε δουλειά θέλει τήν άπαραί-
τητη προάσκηση, πώς τά καταφέρνουν καί γίνονται φονιά­
δες άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη; Τί τούς προετοιμάζει;)
Ούτε άλλωστε μπορεϊ νά άιρτελέσει άποφασιστικό κριτή­
ριο δτι σέ μιάν άλλη στιγμή ό ίδιος άνθρωπος εκανε μιά
πράξη αγιότητας. Τό νά ταυτίζεις μιά κι εξω εναν άνθρω­
πο μέ τήν πράξη του, τό λιγότερο πού αφήνεις στον άλλο
νά καταλάβει είναι δτι δέν εχεις υποψιαστεί τήν άνθρώπινη
φύση. Καί οί δικαστές δέν τό άρνοΰνται: δέν καταδικάζουν
ποτέ τόν άνθρωπο, καταδικάζουν τήν πράξη καί κατόπιν
καλούν τό δράστη νά άναλάβει τίς εύθύνες. Όποιος δέν
προνόησε, μετανόησε. Έτσι διαφυλάσσεται βέβαια ή κοινό­
τητα άπό τούς δαίμονες πού τήν άπειλοΰν, άλλά ή δικαιοσύ­
νη της είναι πάντα ύπόλογη.
Έχουμε άμέτρητα παραδείγματα άνθρώπων —λαμπρών
κατά τά άλλα— πού εφάρμοσαν τό γνωστό τέχνασμα: τρία
λεπτά κακοί (φονιάδες, ληστές, άπατεώνες) καί ύστερα μιά
ζωή καλοί καί νομοταγείς. Νά θυμίσουμε τό πλήθος διαφυ-
γόντων κακοποιών που περνούν ζωή χαρισάμενου οικογε­
νειάρχη στή Βραζιλία; Νά θυμίσουμε τά πολυάριθμα έγκλή-
ματα πού δέν εξιχνιάστηκαν, άλλά επρεπε πρώτα νά πεθά-
νει κάποιος εύυπόληπτος πολίτης γιά νά μαθευτεί κατόπιν,
άπό κάποια επιστολή πού άφησε, δτι αύτός σκότωσε τόν X
γιά τούς X λόγους; Καί ό δικός μας νεαρός —κλέφτης έκ
προθέσεως καί προμελέτης, άλλά φονιάς έξ άνάγκης— κα­
τά βάση δέ διαφέρει. Έκανε δ,τι εκανε γιά νά ωφεληθεί καί
πιθανώς νά ωφελήσει. Κοιτούσε πρός τό φώς (τήν άσπρη
μέρα), άλλο τώρα άν ή συγκυρία τόν έστειλε κεΐ πού τόν
εστειλε.
Κατά ενα άνεξήγητο τρόπο δηλαδή, δλοι —ληστές, φο­
8ο ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

νιάδες, τοιχωρύχοι, βιαστές, άπαγωγεΐς—δέν έχουν στό νοΰ


τους τό κακό (πού θά σήμαινε «έγκλημα γιά τό έγκλημα»·
καί ή σκέψη δέν είναι διόλου στρεψόδικη γιατί, όπως θά
δοΰμε παρακάτω, μόνο αύτό μετράει), άλλά τό καλό. Τό
καλό τό δικό τους φυσικά, τά καλά καί συμφέροντα σέ βά­
ρος ενός τρίτου. Όσο άποτρόπαιη κι άν είναι ή πράξη τους,
τίποτα δέν πείθει δτι είναι άνθρωποι άλλου είδους — ειδι­
κά στήν περίπτωση μειωμένου καταλογισμού (τρέλα, παρά­
νοια, βρασμός ψυχής) τό συμπέρασμα ισχύει περισσότερο.
Γι’ αύτό οί άνυποψίαστοι ήθικολόγοι ξαφνιάζονται καί έξε-
γείρονται δταν μαθαίνουν δτι ό τάδε κακοποιός (δράστης
ένός ειδεχθούς εγκλήματος) ήταν ύποδειγματικός οικογε­
νειάρχης, στοργικός πατέρας, φιλόπονος κ.τ.λ. Άφοΰ εκανε
δ,τι εκανε δέν μπορεΐ, θά επινε αιμα άντί γιά νερό! Δέν
άνέχονται δηλαδή νά συνδέσουν τόν άποτροπιασμό μέ τήν
συμπάθεια πού γεννούν οί θετικές του πλευρές. Είτε είναι
αύτό, είτε είναι εκείνο. Πώς μπορεΐ νά εΐναι καί τά δύο
ταυτόχρονα;
Ή χρόνια προσήλωση στόν ορθό λόγο, στήν καλή καρ­
διά, στίς άξίες τής ζωής είναι τόσο μισαλλόδοξη ώστε κά-
θετι πού τήν διαταράσσει πρέπει νά έξοβελιστεΐ πάραυτα.
Έπειδή λοιπόν ή καζουιστική τών ήθικολόγων δταν κατα­
πιάνεται μέ τά κίνητρα καί τίς άρχές —ήγουν μέ τόν ίδιο
τόν άνθρωπο— τά κάνει θάλασσα, προτιμά νά περιορίζεται
στήν πράξη καί στό ποιόν της. Όλα κρίνονται έκ τοΰ άπο-
τελέσματος. Γεννάει λύκος, βγάζει λύκο* γεννάει, άρνί βγά­
ζει άρνί. Δέ μπορεΐ τό άποτέλεσμα νά μή μοιάζει μέ τήν
αιτία πού τό γέννησε, άρα τό κακούργημα συνεπάγεται έ-
γκληματία άνθρωπο. Πώς δμως ό ίδιος έγκληματίας άνα-
δείχνεται ικανός καί γιά τήν πιό άγαθή πράξη; Μά οί άγα-
θές πράξεις, θά μας ποΰν οί άπόγονοι τοΰ Ραδάμανθη, δέν
τιμωρούνται, δέν περνάνε άπό δίκη, συνεπώς δέν έχουν σχέ­
Ο ΦΟΝΟΣ ΜΙΑΣ ΨΕΙΡΑΣ 8ι

ση μέ τό θέμα μας. Αντίθετα τό φλέγον σημείο είναι ενας


περιοριστικός κανόνας: μιά πράξη είναι καλή άν δέν άπαι-
τεΐ άνήθικα μέσα γιά νά ερθει σέ πέρας. Άπαξ δμως καί
τά μετέλθει, δποια κι άν είναι ή πράξη, οδηγεί άπαρέγκλι-
τα στήν καταδίκη.
Τά μέσα καί ό σκοπός θά πρέπει νά ταυτίζονται κατά τό
ποιόν. Καί ετσι τό ήθικό κέρδος έδραιώνεται: μέ αμαρτωλά
μέσα μπορεί κανείς νά φτάσει σέ κακό σκοπό, ένώ μέ τά
ήθικά μέσα άποκλείεται. Καί αύτός ό άποκλεισμός δίνει τό
συμπέρασμα στό πιάτο: πρέπει νά έκλείψουν άπό τή ζ<ί)ή
τών άνθρώπων τά κακά μέσα καί ετσι οί γριές δέ θά κινδυ­
νεύουν.
Νά δμως πού μιά άλλη γριά —Ρωσίδα αύτή τή φορά—
χάνει τή ζωή της άπό εναν άλλο φονιά πολύ διαφορετικών
άρχών.

0 ΦΟΝΟΣ
ΜΙΑΣ ΫΕΙΡΑΣ

ΙΝΑΙ Η ΔΙΑΒΟΗΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΤ ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ, ΑΠΟ ΤΟ

Ε μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι μέ τόν χαρακτηριστι­


κό τίτλο Έγκλημα καί (τί άλλο;) Τιμωρία, περίπτωση λίγο
πολύ γνωστή σέ δλους. Κι έδώ ενας νέος —άκοινώνητος,
ίδεόληπτος, μονομανής— σχεδιάζει νά μπει ύπουλα σέ ενα
σπίτι τής Πετρούπολης καί μετά άπό λίγο —δσο «λίγο»
κρατάει ενα έγκλημα— βγαίνει φονιάς δύο γυναικών καί
κλέφτης τών τιμαλφών τής γριάς ένεχυροδανείστριας.
Άλλά ό Ντοστογιέφσκι, πού ξεσκόνιζε νοσηρά καί κα­
82 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

θημερινά τό αστυνομικό δελτίο, δέ μπορούσε νά έμπλέξει


τόν Ρόντια του σέ μιά τόσο φτηνή ύπόθεση. Τί νά προσφέ­
ρει στήν «τέχνη» —γιατί περί τής τέχνης του λόγου πρό­
κειται— μιά έπιπόλαια ώνείδηση πού σχεδιάζει πρόχειρα
μιά κλοπή, σκοτώνει άπό σύμπτωση καί μετά τρέχει άλα-
φιασμένη μέσα στήν πόλη γιά νά ξεφύγει άπό τήν άρπάγη
τοΰ νόμου; Αύτό ταιριάζει σέ άστυνομικό μυθιστόρημα τής
δεκάρας, οχι σέ έργο ένός μάγιστρου τών άνθρώπινων δυνά­
μεων καί άδυναμιών. Συνεπώς άπαιτεΐται άλλο, άνώτερης
ποιότητας ύλικό.
. Βαθύτατος γνώστης τοΰ άνθρώπου καί τής ήθικής (του),
ό Ντοστογιέφσκι γνώριζε δτι ό άνθρωπος σκοτώνει άπό
έγωισμό καί τυφλό πάθος, δηλαδή άπό άδυναμία. Ήξερε
πολύ καλά δτι ό πιό σύντομος δρόμος γιά νά φτάσει κανείς
στό κακό είναι τά θέλγητρα τοΰ καλοΰ, δπως τό έννοοΰν οί
άνθρωποι καί δπως τό ζοΰν. Μιά περιουσία, μιά δμορφη
γυναίκα, ενας καλοστεκούμενος εγωισμός —δλα πράγματα
άπαραίτητα γιά νά ζήσει κανείς «έν καλώ καί εύδαιμο-
νία»— είναι ιδανικές αίτιες γιά νά σπρώξουν έναν άνθρωπο
στό φόνο. Δέν άγνοοΰσε δτι οί άνθρωποι δέχονται στήν άνά-
γκη νά γίνουν γιά τρία λεπτά φονιάδες δταν ύπάρχει ή ελ­
πίδα νά έξασφαλίσουν βίο εύτυχή. Είχε δμως τό δαιμονι­
σμό νά άναρωτιέται: άντέχει ό άνθρωπος τό φόνο;"Δηλαδή,
έστω κι άν σκοτώσει χρησιμοποιώντας τόν άλλο σά σκάλα,
μπορεΐ άραγε νά άνέβει τή σκάλα μετά τό φόνο; Καί μάλι­
στα οχι τυχαίο φόνο, έκεΐνον πού κατά μία έννοια διαπράτ-
τεται έρήμην τής βαθύτερης βουλήσεώς του, άλλά τόν άπό-
λυτο φόνο;
Αξίζει νά θυμίσουμε δτι ό «άνθρωπος» γιά τόν όποιο
μιλάμε έδώ, είναι ό άνθρωπος τοΰ χριστιανισμού (ρωμαιο­
καθολικού ή ορθόδοξου) καί οχι ό οίοσδήποτε άλλος. Σέ
άλλους πολιτισμούς καί σέ διαφορετικές έποχές αύτή ή έ-
Ο ΦΟΝΟΣ ΜΙΑΣ ΨΕΙΡΑΣ «3

ρώτηση (αντέχει ό άνθρωπος τό φόνο;) μπορεί κάλλιστα νά


στερείται νοήματος. Τί νόημα φερ’ είπεΐν μπορεί νά λάβει
αύτή ή άπορία μέσα στον ομηρικό κόσμο τής Όδύσσειας\
Μολονότι τό άμελοΰμε ή τό άγνοοΰμε, ό προπατοράς μας
Όδυσσέας, ώσότου φτάσει στό κλινάρι του καί σμίξει μέ
τήν Πηνελόπη, χρειάστηκε νά εξοντώσει δεκάδες άνθρώ­
πους, καί μάλιστα άνάμεσά τους τίς ίδιες του τίς ύπηρέ-
τριες πού τίς κρέμασε άπό τήν τριχιά σάν τσίχλες. Καί τό
σημαντικό δέν είναι οί φόνοι (πάντα «εν άμύνη» καί «έν
δικαίω»), άλλά τό γεγονός ότι δέν ενιωσε τήν άνάγκη κα­
μιάς μετάνοιας, κανενός εστω τυπικοΰ εξιλασμού. Απλώς
έπλυνε τά αίματα καί πήγε νά δει τόν γέρο πατέρα *του.
Κόσμος του ήθους καί δχι τής ήθικής —ή οποία άνακαλύ-
πτεται πανηγυρικά μέ τόν Σωκράτη— ό ομηρικός άγνοεϊ
τήν ήθική ένοχή πού γεννάει ό φόνος. Ξέρει μόνο τή δικαιο­
σύνη. Καί άν ή δικαιοσύνη άπαιτεί τήν έξόντωση κάποιου,
ή πράξη είναι επιτρεπτή καί δικαιωμένη. Έτσι λειτούργη­
σαν πάντα τά ήθη. Αποδέχονται τό σύνολο τών άνθρώπι-
νων έκδηλώσεων —άπό τή χειριστή ώς τή βέλτιστη— μέ
μόνο περιορισμό τή δικαιοσύνη. Καί δέν θά ήταν ύπερβολή
άν λέγαμε δτι ή πρώτη μεγάλη άμφισβήτηση αύτοΰ τού
καθεστώτος (άρχαϊκοΰ καί πανίσχυρου) ήταν ό Όρέστης
πού, παρότι σκοτώνει δίκαια, οφείλει νά έξιλαστεί. Άπό τή
στιγμή πού ό δίκαιος φόνος άπαιτεί καί κάτι παραπάνω
(οχι τή φυγή, δπως συνέβη μέ τόν Πάτροκλο, οχι τήν ύλική
ικανοποίηση τών συγγενών, άλλά τήν έξιλέωση ένώπιον
του δικαστηρίου τών έρινύων), τό θέμα τής ήθικής τίθεται
επί τάπητος. Δέ νοείται καθεστώς τής συνύπαρξης άν δέ
θεωρηθεί άπόλυτη καί άπαραβίαστη άξία ή ζωή του άν-
θρώπου.
Τό Έγκλημα καί Τιμωρία αύτό παίρνει σάν δηλωτική άφε-
τηρία. Διαλέγει τόν πιό άσήμαντο άνθρωπο (μιά δίποδη
84 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

μύξα, μιά κατσαρίδα, ενα τίποτα) καί προσπαθεί νά τοΰ


προσδώσει άπόλυτη αξία. Δέν περιγράφει δηλαδή απλά έ-
ναν φόνο έκ προμελέτης, σάν κι αύτούς πού πληροΰν μέχρι
άσφυξίας τήν αστυνομική φιλολογία, άλλά ένα φόνο ώς αύ-
τοσκοπό. Άλλο σκοτώνω χρησιμοποιώντας τό θύμα σά σκά­
λα (σάν γέφυρα, σάν μέσο) καί άλλο, ριζικά διαφορετικό,
σκοτώνω γιά νά σκοτώσω. Μόνο έτσι άξίζει ήθικά τό παι­
χνίδι, καί μόνο σέ αύτή τήν περίπτωση ή ήθική έχει τό
περιθώριο νά τά πει δλα. Όταν δέν προβάλλονται έλαφρυ-
ντικά, μειωμένα αύτεξούσια, άρνήσεις τών εύθυνών καί τά
παρόμοια.
Φαίνεται άπαράδεχτο καί έξοργιστικό άλλά, δπως οί
γιατροί δέν ικανοποιούνται μέ τίς μικροασθένειες —πονο­
κεφάλους, άρρυθμίες, δηλητηριάσεις, μολύνσεις— παρά θέ­
λουν τρανταχτές άρρώστιες γιά νά βροΰν τόν έαυτό τους,
έτσι καί οί κήρυκες τής ήθικής άποφεύγουν σάν τίς αμαρ­
τίες τους τά ξώφαλτσα έγκλήματα. Τί νά άπαντήσει ή ήθι­
κή σέ έναν φόνο έξ άμελείας; Συνήθως κάνει πώς δέν κατα­
λαβαίνει. Γιά νά κελαηδήσει καί νά πει τήν τραγουδάρα
της γυρεύει —τί άλλο;— έγκληματάρες. Τέτοια έγκληματά-
ρα θά διαπράξει ό Ρόντια. Καί ιδού πώς:
Ό φοιτητής πού χτύπησε περίφοβα έκείνη τή μέρα τή
θύρα της Άλιόνας ’ϊβάνοβνας δέν ήταν άνθρωπος, άλλά
φιλοσοφικό έπιχείρημα μέ σάρκα καί οστά, πανωφόρι καί
τσεκούρι. Καί άναμφίβολα δέν πήγε νά κλέψει. Ή κλοπή,
δπως γνωρίζουμε, ποτέ δέ συνιστοΰσε δύσκολο πρόβλημα
γιά τήν ήθική. Ό κλέψας (τοΰ κλέψαντος ή τοΰ τιμίως έχο-
ντος) δέν προκαλεΐ άνήκεστες βλάβες στό κοινωνικό σώμα.
Εκείνο πού έκανε πάντα άνω-κάτω τούς ήθικολόγους ήταν
ή άνθρωποκτονία. Έτσι ό Ρόντια φτάνει στό σπίτι τής
γριάς ένεχυροδανείστριας ώς έκλεκτός τοΰ διαβόλου καί
χαϊδεμένο παιδί της ανθρωπότητας. Θέλοντας νά διαπι-
Ο ΦΟΝΟΣ ΜΙΑΣ ΨΕΙΡΑΣ «5

στώσει έμπρακτα άν τά άνώτερα άτομα στήν 'Ιστορία δι­


καιούνται νά βρίσκονται ύπεράνω ήθικής —πού σημαίνει,
είρήσθω Ιν παρόδω, άν ή έπανάσταση είναι ήθικά δικαιωμέ­
νη— πάει νά σκοτώσει, αύτό καί μόνο, γιά νά βάλει ετσι
ρηξικέλευθα τήν ψυχή του στή μεγάλη δοκιμασία πού πολ­
λοί σκέφτονται, άλλά έλάχιστοι τολμούν.
Σέ αύτή τή σατανική επίσκεψη (πρώτη καί τελευταία)
δέν ύπάρχει τίποτα άπό τή μαύρη σειρά φόνων πού εχει
περιγράψει ό Ντοστογιέφσκι στό Ημερολόγιο καί στις Α­
ναμνήσεις άπό τό Κάτεργο. Δολοφονίες γιά ενα ρολόι, γιά
μιάν άπάτη, γιά μιά κουβέντα, γιά ενα τίποτα. Άνωτέρα
(ήθική) βία υποχρεώνει τό Ρασκόλνικοφ νά άρθει ύπεράνω
τρεχούσης πραγματικότητος καί κοινών κινήτρων. Ά ν τόν
περιέγραφε σάν χαρτοπαίχτη πού τή μιά νύχτα παίζει τό
σπίτι του στά χαρτιά καί τήν έπομέν.η —τί νά κάνει;—
βάζει σέ κίνηση τά μεγάλα άνθρωποκτονικά μέσα γιά νά
περισώσει τήν ύΐυόληψη καί τήν οίκογένειά του, τό ζήτημα
θά έχανε αύτομάτως τή βαρύτητά του γιατί θά επρεπε,
άμεσα ή έμμεσα, νά αντιμετωπίσει αύτόν τόν φτηνό —άν
καί μονίμως έπαναλαμβανόμενο— γρίφο: γιατί τάχα ό άν­
θρωπος λαχταράει τήν απόλαυση καί τήν ώφέλεια εστοο καί
μέ τό τίμημα τής πτώσης ξένων κεφαλών; Γιατί πίνει ατά­
ραχος νερό παρότι έφτυσε στό πηγάδι;
Ό Ντοστογιέφσκι έτρεμε τήν έξαχρείωση πού δέχεται
νά γίνει φονική μέ απώτερη ελπίδα μιά καλύτερη ζωή. Καί
ό πανικός πού ένιωθε μπροστά σέ αύτό τό «ιδανικό)) ζωής
τόν έσπρωξε νά τό χτυπήσει στή ρίζα του, άποδεικνύοντας
μέ τά λογοτεχνικά του μέσα δτι ό φονιάς, άπαξ καί σκοτώ­
σει, αύτοκτονεΐ ήθικά «εν ριπη οφθαλμού». Ό άνθρωπος
δέν αντέχει τό φόνο* γιατί πέρα άπό τήν αντοχή του στή
γνωστή χειρωναξία καί χορογραφία (γροθιές, κραυγές, τσε­
κουριές, αίματα) ύπάρχει κάτι βαθύτερο, ήτοι ό ήθικός νό­
86 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

μος, πού πλήττεται καί μέ τή σειρά του πλήττει τόν φονιά


έσώψυχα, καί οχι έξωθεν, δπως ή νομική έξουσία τοΰ Πορ-
φύρη.
Τό βαρυσήμαντο πόρισμα άφορα τή διάκριση μέσων καί
σκοποΰ. Ά ν —δπως συμβαίνει συνήθως— ή διαδικασία κα­
ταπιαστεί μέ τά έλαφρυντικά (ανάγκη, κακιά ώρα, μεθύσι,
πάθος), ό ήθικολόγος νιώθει λίγο σάν βιρτουόζος πού τοΰ
ξεκούρδισαν δολίως τό δργανο. Ένώ «έχει» ένα έγκλημα,
κανείς δέν δέχεται νά τό άναλάβει. Όλοι φυγομαχοΰν, κάθε
αίτια κάνει έπίδειξη εύθυνοφοβίας καί ή πράξη μένει αδέ­
σποτη. Ά ν δμως ταυτιστοΰν τά μέσα μέ τό σκοπό τότε τό
θήραμα-φονιάς αξίζει τόν κόπο.
Τό βιβλίο δέν αργεί νά λάβει τή μορφή τεχνητοΰ πειρά­
ματος. Θυμίζει δύτη πού δοκιμάζει ποιο είναι τό βάθος πού
αντέχει καί ποιο τό βάθος πού προκαλεΐ ρινορραγία. Θυμί­
ζει άκόμα φυσιολόγο ό όποιος πειραματίζεται πάνω στά
παράξενα ζώα πού λέγονται φονιάδες. Όντως ό Ντοστο-
γιέφσκι έχει κλείσει σέ ειδική γυάλα τό προνομιούχο πει­
ραματόζωο Ρασκόλνικοφ καί περιμένει έναγωνίως τήν έμ-
φάνιση τών πρώτων συμπτωμάτων τοΰ ισχυρότατου φαρμά­
κου μέ τό όποιο τό έχει εμβολιάσει.
Όπως είναι εύνόητο, τά συμπτώματα δέν άργοΰν. Άφό-
του άνακάθεται στό ντιβάνι του καί ξαφνικά «τά θυμάται
δλα», γίνεται άλλος άνθρωπος. Ρίγη διατρέχουν τό κορμί
του, τά δόντια του χτυποΰν άρρυθμα κι άπό παντοΰ άκού-
γονται τά βήματα τών διωκτών του. Τυπική φοβία τοΰ φο­
νιά, θά πει κανείς, πού αισθάνεται δτι ή πόλη δέν έχει ούτε
μιά γωνιά γιά νά τόν προφυλάξει. Φυσικά ό τρόμος γιά τήν
έπικρεμάμενη τιμωρία καί ό κλονισμός της ψυχικής συντρι­
βής, παρότι δέν είναι ταυτόσημα πράγματα, είναι δύσχολο
νά ξεχωρίσουν. Στό βιβλίο —καί πολύ περισσότερο στή
ζωή— απαρτίζουν συνήθως μιάν αλλόκοτη «συμφωνία» γιά
Ο ΦΟΝΟΣ ΜΙΑΣ ΨΕΙΡΑΣ «7

τήν οποία δέ βρίσκεται τό κατάλληλο μουσικό άφτί. Άλλά


μέ τόν λήθαργο, τά παραληρήματα, τούς άνείπωτους σω­
ματικούς πόνους, ό Ντοστογιέφσκι πασχίζει νά ύποδηλώσει
κάτι πολύ βαθύτερο.
Ό ήρωάς του ύποφέρει οχι άπό τήν άπειλή της τιμω­
ρίας, σχεδόν πουθενά δέν τή συζητάει, άλλά άπό τήν πρω­
τοφανή αίσθηση δτι «άπέκοψε ό ϊδιος μέ μαχαίρι τόν εαυτό
του άπό τά πάντα». Κατάσταση πάνω στήν όποια θά μπο­
ρούσε ό καθένας νά τροχίσει τή δυσπιστία του. Μήπως ό
έξωτερικός κίνδυνος (κατακραυγή του κόσμου, δικαστήρια,
δίκες, φυλακίσεις, ισόβια, έκτελέσεις) μεταφέρεται στό έ-
σωτερικό του ήρωα ώς ήθική ένοχή καί ετσι εχουμε ένδο-
προβλημένη μιά καθαρά εξωθεν κατασκευασμένη σκηνοθε­
σία; Έ άπορία δέν είναι άτοπη. Πλήθος φονιάδες δηλώνουν
ικανοί νά ζήσουν άν τούς άφήσουν ήσυχους. Φτάνουν άκόμα
μέχρι σημείου νά έκδηλώνουν ικανοποίηση πού έβγαλαν ά­
πό τή μέση ενα μισητό πρόσωπο, ενα βρωμόσκυλο κ.τ.λ.
Άλλωστε γιατί γίνεται τόσος ντόρος γιά τό τέλειο εγκλη-
μα<
;
Έ άστυνομική φιλολογία, πολύ σημαντική γιά νά τήν
παραλείψουμε, θά είχε άναμφίβολα πολλά νά πει —αιρετι­
κά καί ένδιαφέροντα— πάνω σέ αύτό τό «καταδικό» της
ζήτημα. Ά ν μπορούσαμε νά φανταστούμε μιά άνθρώπινη
κοινότητα ή οποία δέ θά δίωκε τό έγκλημα, άλλά θά τό
ένσωμάτωνε ομαλά στά ήθη της, πού δέ θά εκανε δηλαδή
σά βουρλισμένη στό θέαμα του φονιά, δέν άποκλείεται ή
άσθένεια του Ρόντια νά μήν ύπήρχε, ή τουλάχιστο νά μήν
είχε τέτοια θορυβώδη συμπτώματα. Άλλά γιά τόν Ντο-
στογιέφσκι μιά παρόμοια κοινότητα δέν εχει κανένα δικαί­
ωμα ύπαρξης στό χριστιανικό κόσμο, είναι σατανικό άποκύ-
ημα. Ό ζήλος του νά άποδείξει δτι ή συντριβή του Ρόντια
δέν ταυτίζεται μέ τόν πανικό τής άστυνομίας καί του δικα­
88 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

στηρίου είναι τόσο μεγάλος, ώστε ειρωνεύεται προκλητικά


κάθε σκέψη γιά τό τέλειο έγκλημα.
Ποια είναι ή τελειότητα τοΰ εγκλήματος; Ασφαλώς οχι
ή έκτέλεσή του, άλλά ή παντελής απουσία μαρτύρων. Μιά
μύγα πέταγε κείνη τή στιγμή, γράφει σέ κάποιο σημείο,
καί τά είδε δλα! Άλλά γιά νά εκθέσουμε πιό σοβαρά τή
θέση του, οφείλουμε νά τονίσουμε δτι ή τελειότητα τοΰ έ-
γκλήματος θά ήταν έφικτή δχι άν αποκλειόταν κάθε ύπό-
νοια, μάρτυρας, τεκμήριο ή πειστήριο, άλλά —μόνο τότε—
άν δέν ύφίσταται ήθική άρχή. Ά ν σκοτώναμε δπως τά θη­
ρία. Σέ αύτό ή σοφία τών έθνών άποκρίνεται μέ τό περίφη­
μο: ή συνείδηση τοΰ δράστη ίσοδυναμεΐ μέ χίλιους μάρτυ­
ρες. Άφοΰ ή ήθική άρχή ύπάρχει, ξιφουλκεί ή ντοστογιεφ-
σκική έγκληματολογία, άπό μόνη της άρκεΐ γιά νά σαρώσει
κάθε υποτιθέμενο κρύφιο κακούργημα. Ή συνείδηση τοΰ
φονιά (δηλαδή τά μάτια τοΰ Θεοΰ) κρατοΰν τό ρόλο τοΰ
καταδότη, τοΰ κατήγορου, τοΰ διώκτη καί τοΰ δικαστή.
Καθώς ή ένοχή του ώριμάζει, ό ήρωας άντιλαμβάνεται
δτι τίποτε ιδιαίτερο δέν τόν συνδέει μέ τή γριά. ~Ηταν μιας
φτυσιάς άνθρωπος, μιά ψείρα. Συχνά τον κυριεύει μίσος γι’
αύτήν καί πιστεύει δτι άν βρισκόταν μπροστά του θά τήν
ξανασκότωνε. Τό βάσανό του —αύτή είναι ή σημαντική
σκέψη τοΰ βιβλίου— δέν εχει νά κάνει μέ τό θύμα.
Γιατί ό φονιάς δέν επληξε τό θύμα, άλλά τήν ήθική άρχή
μέσα του. Έτσι έρχεται ή ώρα τών άληθινών καί μεγάλων
άποκαλύψεων γιά τόν Ρασκόλνικοφ. Κάτι εχει ύποψιαστεΐ
ό Πορφύρης πού τόν περιγελά καί τοΰ θυμίζει μέ σαρκασμό
δτι άδυνατεΐ πιά «νά τό σκάσει ψυχολογικά». Ποΰ νά πάει;
Δέν τοΰ φταίει ή Πετρούπολη, ή σκόνη, τό άνθρωπομάνι
πού τόν σκουντάει στούς δρόμους, ή άστυνομία, άλλά μόνο
ή συνείδησή του. Στήν ούσία είναι κρατούμενος τοΰ έαυτοΰ
του. Καί μόνο ετσι ξεκαθαρίζει στή σκέψη του ή άβυσσα-
Ο ΦΟΝΟΣ ΜΙΑΣ ΨΕΙΡΑΣ «9

λέα πλάνη πού τόν ώθησε νά κάνει ό,τι εκανε: ή σκέψη νά


σκοτώσει γι’ αύτόν μονάχα, γιά λογαριασμό του καί γιά τά
μάτια του. Ό ιστός πού συνέχει τά ανθρώπινα υπερβαίνει
τήν άνθρώπινη κοινότητα, συνεπώς δέν είναι του χεριού
του. Τί άλλο του άπομένει άπό τό νά ομολογήσει τήν πλά­
νη του, νά μετανοήσει καί νά σωθεί;
Εγκληματώντας, θέλει νά μας πει ό Ντοστογιέφσκι, ό
Ρόντια άνακαλύπτει τήν ύπαρξη του Θεοΰ. Έτσι έξηγεΐται
άλλωστε τό γεγονός ότι μέσα στά έργα του τό κακό εχει
τέτοια περιωπή καί λειτουργικότητα. Είναι ή ίδια ή έλευθε-
ρία τής βουλήσεως, ή άδεια (άφοβία) του άνθρώπου. Καί ή
άφοβία βέβαια εχει τά μέτρα της: μόλις άφεθεΐ έλεύθερη ή
χρυσαλλίδα, άργά ή γρήγορα θά πάει πρός τό φως. Όλοι
πάνε πρός τό φως. Όλες οί χρυσαλλίδες Γπτανται θεολογι-
κά.
Όταν ό Ρόντια πέφτει στά γόνατα καταμεσής του δρό­
μου καί προσκυνάει τό πλήθος (τό θεοφόρο προσωπείο του
Θεού), ή πίστη του είναι γεγονός. Όμολογεΐ ότι σάν άν-
. θρωπος τσάκισε ένώπιον τής πράξης του και ξεπεράστηκε
άπό τό νόημά της. Καί ή σοφιστική του, αύτή πού γνωμά­
τευε ότι όλα έπιτρέπονται, μεταστρέφεται, άλλά όχι πιά
σάν σοφιστική. Έφόσον ό Θεός υπάρχει, ό φόνος —δολο­
φονία του Θεοΰ κατά μία έννοια— παραμένει άνέφικτος ή­
θικά. Ό φονιάς δέν άντέχει τήν πράξη του.
Καί τό μυθιστόρημα (πού είναι ενα άπό τά ιδιοφυέστερα
θεολογικά στοιχήματα, πολύ άνώτερο άπό τό στοίχημα του
Πασκάλ) κερδίζει, γιατί ό συλλογισμός του είναι άποστο-
μωτικός: άν ό Ρόντια άντεχε τό έγκλημα, δέν θά υπήρχε
Θεός* άλλά άφου ό ήρωας συνετρίβη, ή θεολογική άπόδειξη
βγάζει μάτια. >
Άλλά γιά νά μήν τά βάζουμε μέ τό Θεό —πού, ώς γνω­
στό, ποτέ δέν πείραξε κανέναν— άξίζει νά παρακολουθή­
90 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

σουμε τή συλλογιστική ένός άλλου, μεγαλύτερου ’ισως ήθι-


κολόγου, ό όποιος δέ συνάγει τήν ήθική άπό τήν ύπαρξη
τοΰ Θεοΰ, άλλά τόν Θεό άπό τήν ύπαρξη τοΰ ήθικοΰ νόμου.

Το Αλέτρι
το ϊ Αρμενη

ΪΤ Ο Σ Ο ΗΘΙΚΟΛΟΓΟΣ, ΓΙΟΤ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ ΑΙΙΟ ΤΟΝ I-

Α μάνουελ Κάντ, εχει άλλες άρχές, καί τό σχολείο πού


τόν γαλούχησε δίνει άλλα μαθήματα. Στό θώκο τής πίστης
καί τής θρησκείας ένθρονίζεται μεγαλόσχημα ό Λόγος. Κι
έδώ δέν πρόκειται νά εκθέσουμε τήν ήθική του, πράγμα οχι
καί τόσο εύκολο, άλλά ορισμένες μόνο άπό τίς άπαιτήσεις
αύτοΰ τοΰ Πρακτικού —μιά καί μιλάει γιά τήν πρακτική
συμπεριφορά τοΰ άνθρώπινου— Λόγου.
Έ καντιανή τελετή άρχεται μέ κάτι άπίθανο: οί ήθικές
άρχές πού πρέπει νά διέπουν τήν συμπεφορά τοΰ άνθρώπου,
παρότι επιβάλλονται στόν άνθρωπο, άποκλείεται νά έκπη-
γάζουν άπό τήν άνθρώπινη φύση. Δέν έπιτρέπεται νά βα­
σίζονται σέ έξεις καί συνήθειες (βθος =ήθος), σέ πατροπαρά­
δοτες ικανότητες καί άνικανότητες, σέ πάθη καί άπάθειες
τοΰ άνθρώπου. Ή ήθική, γιά νά έχει πραγματική καθολικό-
τητα, οφείλει νά είναι ά ρποπ, χωρίς καμιά έξάρτηση άπό
τό εμπειρικό περιεχόμενο τής πράξης. Αύτός πού ταΐζει
τόν πεινασμένο δέν είναι ήθικός άν έξαρτά τήν πράξη του
άπό τό θέαμα τοΰ πεινασμένου.
Ένα παράδειγμα, ένα άνέκδοτο πιό σωστά άπό τή λαϊκή
-ρη,άδοση τών Αρμενίων, ίσως κάνει αύτά τά άφηρημένα
ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ ΤΟΤ ΑΡΜΕΝΗ 91

λόγια πιό σταράτα — εύδίάκριτα δηλαδή σάν τά σπυριά του


σιταριού.

Κάποτε ενας Άρμένης ξάφνιασε τό χωριό του δηλώνο­


ντας σέ δλους: ((Θά παντρευτώ τήν αδελφή μου». Όλοι οί
συχωριανοί έπεσαν πάνω του γιά νά του άλλάξουν γνώμη.
«Άρμένη, πρόσεχε, τέτοια πράγματα δέ γίνονται σέ μας».
Άλλά ό Άρμένης δέν ήθελε νά άκούσει τίποτα. «Θά τήν
παντρευτώ», τούς είπε, καί κείνοι του απάντησαν: «Τό κρί­
μα στό λαιμό σου».
Τότε μαζεύτηκαν οί γριές μάγισσες καί, καθώς ήταν
χειμώνας καί τό χιόνι είχε φτάσει ενα μπόι ύψος, συμβού­
λεψαν τό νέο: «Πάρε τά βόδια, ζέψ’ τα, καί πήγαινε νά ορ­
γώσεις τό χιόνι». Έτσι κι εκανε. Τήν πρώτη μέρα δλο τό
χωριό έτρεξε νά δει τό παράξενο θέαμα: εναν άνθρωπο νά
οργώνει τό χιόνι. Άλλά καί τήν έπομένη οί γριές δέν άλ­
λαξαν γνώμη. Μόνο πού, παρότι ό Άρμένης όργωσε καί
πάλι τό χιόνι, έλάχιστοι συχωριανοί πήγαν νά τόν παρακο­
λουθήσουν. Όσο γιά τήν τρίτη μέρα, ό νέος πιά όργωσε τό
χιόνι ολομόναχος.
Τότε οί γριές τόν ξαναρώτησαν: «Θέλεις ακόμα νά πά­
ρεις τήν αδελφή σου; Παντρέψου την. Τίς πρώτες τρεις
μέρες μπορεί νά σέ πολεμήσουν καί νά σέ γλωσσοφανε,
άλλά μετά θά σέ ξεχάσουν».

Ά ν ό Κάντ ήταν Άρμένης καί κατά άγαθή ή κακή σύ­


μπτωση κατοικούσε σέ κείνο τό χωριό, άσφαλώς θά είχε νά
συμβουλεύσει πολύ διαφορετικά πράγματα τόν Άρμένη.
Πρίν άπ’ δλα τό «τί πρέπει»_νά κάνει^κανείς δέ μπορεί νά
έξαρταται άπό τή στάση τών άλλων απέναντι στήν πράξη
το\Γ~ΤΙταν ή βούληση συσκέπτεται μέ τήν έξωθεν έπιδοκι-
μασία, απόρριψη ή ανοχή ύποπίπτει στον εμπειρισμό, στό
σχετικισμό, στήν ήθοκρατία, ένώ ή Ηθική —Κάντ (ΙίχίΙ—
92 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

είναι καθαρή (εκτός παντός έμπειρισμοΰ), απόλυτη (έκτός


πάσης σχετικότητας) καί ξένη πρός τόν κόσμο τών ήθών
καί τών έθίμων. Άρα καί τών άνθρώπων, κατά φυσική καί
αναγκαία συνέπεια.
Έπειδή ήξερε άπό πρώτο χέρι τά βόδια καί τά χιόνια
—καί τούς Άρμένηδες φυσικά—, ό Κάντ έγραψε ολόκληρη
φιλοσοφική πραγματεία μέ τίτλο σημαδιακό: Μεταφυσική
τών Ήθών, γιά νά εξηγήσει τούς λόγους πού δέν έπιτρέπουν
νά σταθεί μιά συνεκτική ήθική μέ βάση τίς συνήθειες, τήν
άνοχή, καί τήν τακτική τών τριών ημερών (χρόνων ή αιώ­
νων) πού σοφά γιά μας —άσοφα γι’ αύτόν— έφάρμοσαν οί
μάγισσες. Ό ,τι έχει σχέση μέ τά έμπειρικά δεδομένα είναι
γνωρίσματα άνθρωπολογικά (σέ χώρο καί σέ χρόνο) καί, σά
γνωρίσματα πού είναι άνθρώπων έμπειρικών καί χωμάτι­
νων, άντιβαίνουν στήν ήθική. Μέ άλλα λόγια, όποιος παίρ­
νει τό άλέτρι καί πάει νά οργώσει τό χιόνι ένδέχεται νά
παντρευτεί τήν άδελφή του, άλλά δέν πράττει ήθικά, γιατί
κινείται μέσα στά πλαίσια τής άνθρωπολογίας καί καταδι­
κάζει τόν έαυτό του στήν έξωθεν θετική μαρτυρία. Δηλαδή
έτεροκαθορίζεται.
Ανάλογα χωριά μέ Άρμένηδες ύπάρχουν πολλά, τελει­
ωμό δέν έχουν, στήν ύφήλιο. Ξέρουμε άλλωστε άπό τόν
1Ηρόδοτο δτι ενας λαός ένδέχεται νά καίει τούς νεκρούς του,
άλλος νά τούς βαλσαμώνει καί ό τρίτος νά τούς καταβρο­
χθίζει. Τί τό κοινό ύπάρχει άνάμεσα σέ αύτές τίς τρεις
μορφές «σεβασμοί;)); Γνωρίζουμε άκόμα δτι ό φόνος, ή συ­
ζυγική πίστη, ή αιμομιξία, τό ψέμα άποτιμώνται μέ τρό­
πους άπίστευτα διαφορετικούς στόν κάθε λαό. Σέ δλες αύ­
τές τίς «πρακτικές» έντοπίζονται στοιχεία ήθικής, άλλά ή
ένότητα είναι άπούσα. Συνεπώς ό θεωρητικός τής ήθικής
πού τό έχει μεράκι νά τίθεται πρό τών (θεωρητικών) εύθυ-
νών του, θά άναγκαστεΐ μέ τά πολλά νά λάβει ριζικές άπο-
ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ ΤΟΤ ΑΡΜΕΝΗ 93

φάσεις: γιά νά έδραιώσει ενα συνεκτικό σύνολο ήθικών αρ­


χών οφείλει, έξ ύπαρχής, νά άπορρίψει τήν πείρα της αν­
θρωπολογίας.
Πράγματι γιά τόν Κάντ ή Ανθρωπολογία είναι ό ορκισμέ­
νος αντίπαλος της ήθικής (τό ομώνυμο βιβλίο του, έπειδή
ακριβώς τίθεται έκτός ήθικής, είναι αναμφίβολα καί τό πιό
απολαυστικό γραφτό του), όπως ό έμπειρισμός γιά τήν έ-
πιστήμη. Έ τελευταία, γιά νά κατοχυρώσει τήν αντικειμε­
νική έγκυρότητα τών νόμων της, απορρίπτει έκ προοιμίου
κάθε έπιμέρους ερεισμα, κάθε τόδβ η. Καί τό καθολικό κύ­
ρος, άν είναι απαραίτητο στήν επιστημονική πρόταση, εί­
ναι γιά ενα λόγο παραπάνω στον ήθικό κανόνα. Τό οξύμω­
ρο εδώ έξαντλεΐ δλα τά δρια τής προκλητικότητας: μολονό­
τι ή ήθική αφορά τόν κάθε άνθρωπο, ώς ήθική άρνείται τήν
ιδιομορφία τής ατομικότητας. Ά ς τό ξαναπουμε: ή ήθική
του ανθρώπου δέν μπορεί νά είναι ανθρώπινη.
^ ^ υπάρχει τρόπος νά τό
απαλλάξουμε άπό τό άντιλογικό του περιεχόμενο άν θυμη-
θουμε δτι γιά τόν Κάντ ό άνθρωπος είναι λαδόνερο, άπαρ-
τίζεται μέ άλλα λόγια άπό δύο ολωσδιόλου διαφορετικές
μεταξύ τους τάξεις (Λόγος-έμπειρία) οί όποιες, παρότι συ­
νυπάρχουν, δέν άναμιγνύονται, δπως καί τό λάδι μέ τό νερό
στό καντήλι.
Ή έμπειρία, κατά γενική έννοια, διδάσκει καί χορηγεί
άφθονο υλικό, άλλά δέ νομοθετεί. Σέ άλλα μέρη τρώνε χε­
λώνες καί άλογα, σέ άλλα οχι* σέ άλλους τόπους θεωρούν
τό φόνο ιερό καί άσπάζονται τά χέρια του φονιά, σέ άλλους
τόν κρεμάνε* σέ άλλα μέρη κοιμούνται δλοι μαζί, σέ άλλα
μόνοι ή κατά ζεύγη. Μέ παρόμοιες πληροφορίες μπορεί νά
συγκροτηθεί ενας μακροσκελέστατος κατάλογος άπίθανης
γραφικότητας, χωρίς ήθικό ερεισμα δμως. Γιατί τό πρό­
βλημα τής καντιανής ήθικής δέν είναι ή δποια μελέτη τών
94 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕίϊΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

λαών καί ατόμων, άλλά ή λελογισμένη έκθεση τών άρχών


τοΰ Πρακτικού Λόγον. Μόνο αύτό.
Ά ς άρχίσουμε λοιπόν πάλι τά παραδείγματα πού γιά τόν
Κάντ ίσοδυναμοΰν μέ καρούλια στήν κίνηση τών συλλογι­
σμών. Ένας πολίτης δανείζει χρήματα σέ κάποιον συμπο­
λίτη του: τό κάνει άπό φιλανθρωπία μήπως, άπό ύποχρέω-
ση, άπό υπολογισμό; Ένας άλλος πασχίζει νά είναι συνεπής
καί τίμιος στίς ύποχρεώσεις του: τό κάνει μήπως άπό έμ­
φυτη έντιμότητα, άπό τό φόβο τής κακολογίας, άπό ύστε-
ροβουλία; Μέ τίς έρωτήσεις καί τά «μήπως» ό Κάντ θέλει
νά ύποβάλλει τήν ιδέα δτι δποιος συνδέει τήν ήθική πράξη
μέ τό περιεχόμενό της (δανείζω γιατί άγαπώ τόν φτωχό,
εύεργετώ έπειδή ετσι μέ έκτιμοΰν περισσότερο) είναι άνυ-
ποψίαστος ήθικά. Τό δέον μόνο ώς α ρποπ μπορεΐ νά ισχύ­
ει, ώς καθαρή μορφή πού δέν έμπλέκεται μέ τό πάρε-δώσε
τής έμπειρίας.
Ό Λόγος έπιτάσσει άπό μόνος του, έξ ιδίας δυνάμεως
καί έλευθερίας, χωρίς έτεροκαθορισμούς καί προσωπολη-
ψίες. Ά ν ό καντιανός άνθρωπος δέ σκοτώνει, δέ δολιεύεται,
δέν έξαπατα, δέν ψεύδεται, δλα αύτά τά άποφεύγει οχι ε­
πειδή σέβεται ή φοβάται (κάποιο πρόσωπο, κάποιο θεσμό,
κάποια κοινότητα), άλλά έπειδή τό δέον πού τόν καθοδηγεί
είναι καθαρή μορφή τοΰ Λόγου, ζατηγορική Προσταγή. Αύτό
σημαίνει: μιά ήθική πού οφείλει υπακοη μόνο στόν έαυτό
της. Μονάχα έτσι ή βούληση έχει τή δυνατότητα νά είναι
πραγματικά αύτόνομη καί κάθε πράξη της νά τήν ύψώνει
—θεμιτά καί δχι μέ αύθαίρετη έπίταση— σέ καθολικό κα­
νόνα. Άλλωστε ό κρυφός ήθικός καημός τοΰ Κάντ ό ό­
ποιος, έστω καί άτυπα, ήταν χριστιανός, δέν άποβλέπει σέ
τίποτε άλλο: ^επιζητεί μιά βούληση ή οποία.μπορεΐ νά
πράττει έτσι ώστε κάθε πράξη της νά ισχύει ώς γενικό
νομοθέτημα.
ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ ΤΟΤ ΑΡΜΕΝΗ 95

Ή περίπτωση ενός αύτόχειρα είναι δ,τι πρέπει γιά νά


φανεί τό γκροτέσκο νόημα αυτής τής ήθικής. Μετά άπό
μιά σειρά ατυχιών καί αποτυχιών, ενας άνθρωπος φτάνει
σέ τέτοια άπελπισία, ώστε σκέφτεται πλέον σοβαρά τήν
αύτοκτονία ώς λύση. Τί εχει νά πει ό Κάντ γι’ αύτό τό
χάλι; Ά ν περιμένει κανείς παραμυθίες, συμβουλές, συμπα­
ραστάσεις έκμέρους του, θά άπογοητευθεΐ. Επειδή άκρι-
βώς τά βάζει μέ τό κακό, ή ήθική παθαίνει δ,τι καί οί
γιατροί: άνοσία καί άναλγησία. Ό Κάντ άδιαφορεί γιά τόν
αύτόχειρα. Τό μόνο πού τόν άπασχολεΐ είναι τό έξης: εχει
δικαίωμα αύτός ό άνθρωπος νά θέσει τήν πράξη του ώς
άρχή μέ καθολική ισχύ; Έφόσον αύτό είναι άτοπο (φαντα­
στείτε μιά κοινότητα αύτόχειρων) τότε ή αύτοκτονία του
άπορρίπτεται ή πιό σωστά, ή αύτοκτονία του δέν είναι ήθι­
κή. Καί τό συμπέρασμα λάμπει: ό αύτοκτόνος φέρθηκε άν-
ήθικα τόσο άπέναντι στόν έαυτό του όσο καί άπέναντι
στούς άλλους.
' Υπάρχουν δμως άκόμα πιό εντυπωσιακά στοιχεία στήν
καντιανή ήθική. Έφόσον μοναδικό του συμβουλάτορα ό κα­
ντιανός άνθρωπος εχει τήν Κατηγορική Προσταγή, μιάν άλή-
θεια δηλαδή πού δέν ξέρει κι ούτε θέλει νά ξέρει άπό ζωή,
πού δέν δίνει δικαιώματα στήν έμπειρική πραγματικότητα
καί δέν εχει πολλά-πολλά μέ τούς άνθρώπους, βρίσκεται
έκτός παθών καί (πώς άλλιώς;) εκτός πάσης άγάπης. Δέν
παρεμβάλλεται τίποτα τό στρεψόδικο εδώ. 'Απλώς συνά­
γουμε τά άναγκαία συμπεράσματα. Όσο κι άν φαίνεται ά-
ντιφατικό, παρότι χριστιανική, ή καντιανή ήθική δέν άνέχε-
ται τήν άγάπη. Καί είναι, οφείλουμε νά ομολογήσουμε, συ­
νεπέστατη* γιατί άγαπώ τόν άλλον σημαίνει δτι δεσμεύο­
μαι. Εξαρτώμαι άπό αύτόν. Τόν εχω στήν καρδιά μου.
Έστω κι άν δέ ζητώ καμιά ανταπόκριση, ή άγάπη αύτή
μου είναι μαράζι. Χώρια πού, δταν κανείς άγαπά, χριστια­
ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

νικά εστω, ύπάρχει κίνδυνος νά κάνει τά πάντα γιά τήν άγά­


πη, άρα καί νά έγκληματήσει. Ή μητρική άγάπη τάχα δέν
είναι πρόθυμη νά κάνει τά πάντα (τοΰ κακοΰ μή έξαιρουμέ-
νου) γιά τό άντικείμενο τής άγάπης της;
Μέ τήν ίδια λογική ό Κάντ θά προχωρήσει καί σέ μιάν
άλλη σοβαρότερη άπόρριψη: δέν άναιρεΐ μόνο τήν άγάπη,
αλλά καί τό καλό.. Καί θεωρεί απαραίτητο νά προβεΐ σέ
“αυτή τήν άπόρριψη γιατί άργά ή γρήγορα κάθε καλό κατα­
λήγει σέ ένίσχυση τοΰ έγωισμοΰ καί τής φιλαυτίας. Άραγε
δέν κερδίζει ή αύταρέσκεια ενός άνθρώπου πού διαρκώς γί­
νεται άπαραίτητος καί άρεστός στούς άλλους; Καί τό καλό,
ώς μόνιμη συμπεριφορά, δέν θά άποφέρει τελικά οφέλη καί
εύεργετήματα; Έντέλει ό μανιακός τοΰ καλοΰ, άν δέν κα-
ταλήξει στήν άγαθομανία τής γεροντοκόρης πού ρίχνει τά
ψαράκια στήν κατσαρόλα γιά νά τά ζεστάνει μακριά άπό τό
ψύχος τοΰ ώκεανοΰ, εϊναι βέβαιο δτι θά κερδίσει μιά κάποια
εύδαιμονία. Πράγμα άσυγχώρητο γιά τόν Κάντ. Έ ήθική,
έπιμένει, δέν άποσκοπεΐ σέ καμιάς μορφής εύτυχία.
Κάνω κάτι ήθικό οχι άπό άγάπη γιά κάποιον, οχι άπό
ύποχρέωση πρός τό καλό, άλλά μόνο άπό οφειλή πρός τήν
ήθική άρχή. Καί μόνο έτσι δύναται ή πράξη μου νά προσλά-
βει καθολική ισχύ. Άσχετα μέ τό άν ή διαγωγή μου δέν
εϊναι ξένη πρός τήν άγάπη καί τό καλό —καί βέβαια δέν
εϊναι—, τό σημαντικό βρίσκεται στό γεγονός δτι κινοΰμαι
μόνο άπό δυνάμεις τοΰ Λόγου καί οχι της ψυχολογίας. Έ ­
τσι αποκλείεται κάθε ιδιοτέλεια (γιατί δέν περιμένω τίπο­
τα), κάθε έκμετάλλευση (γιατί βλέπω τόν άλλον σάν σκοπό
καί οχι σάν γέφυρα), καθε ρήξη (γιατί δέν συνδέομαι μαζί
του ώστε νά διαρρήξω δεσμούς και δεσμά). Φέρομαι ήθικά
χωρίς νά εϊμαι εμπλεος άγάπης, χωρίς νά εύτυχώ — ά-
πλώς ύπακούω στόν ήθικό νόμο.
Συμβαίνουν δμως καί μερικά παρατράγουδα μέ σπαρα-
ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ ΤΟΤ ΑΡΜΕΝΗ 97

κτικό νόημα. Τά έχουν αύτά οί καθολικές θεωρίες γιατί


πασχίζουν νά κάνουν τόν άνθρωπο αύτό πού δέν είναι.
Έστω γιά νά ειρωνευτεί κανείς αύτό τό άτεγκτο καθε­
στώς τής ύπερηθικής, πού έγκαθιστά «εναν μπάτσο —καί
τί μπάτσο!— μέσα στή συνείδηση του ανθρώπου» γιά νά
τόν άναδείξει σέ μέγα θιασάρχη του Λόγου, μπορεί νά φα­
νταστεί τό πιό απλό περιστατικό. Ά ν υποθέσουμε δτι βρε­
θεί ξαφνικά μπροστά σου "ένα πρεζόνι —συμβαίνει συχνά
στά Έξάρχεια— σέ κακά χάλια καί θέλει βοήθεια, κατά
τόν Κάντ, αύτό πού θά κάνεις (νά τόν πας στό νοσοκομείο,
ας πούμε* ή, άν δέ θέλει, νά τόν πας σέ κάποιο γιατρό* νά
του δώσεις κάτι, κουράγιο ή λεφτά) δέν πρέπει νά όφείλε-
ται σέ οίκτο, συμπάθεια, τρυφερότητα, άλλά σέ καθαρή αί­
σθηση καθήκοντος. Όχι πώς απαγορεύονται οί συγκινήσεις
—γιά τόν ίδιο άλλωστε λένε δτι ύπέφερε δταν μάθαινε κά­
τι άσχημο γιά έναν γνωστό του—, άλλά τό καθήκον δέν
επιτρέπεται νά έξαρτάται άπό τόν άποδέχτη τής πράξης.
Στήν περίπτωση πού έξαρτηθεί, τότε πιά δέν θά άργήσει
νά ξεπέσει σέ εμπειρισμό καί ανθρωπολογία.
Ή λέξη συμπάθεια δέν άρέσει ιδιαίτερα στον Κάντ. Καί
είναι προφανές γιατί. Κάθε συμπάθεια (παράπτωμα συνη­
θισμένο στον άνθρωπο) κινδυνεύει νά συνάψει δεσμούς μέ
τό συμπαθούμενο, νά επηρεαστεί άπό αύτό καί (φεν) νά
καταντήσει παθολογία. Συμπαθώ σημαίνει: έρχομαι στή θέ­
ση κάποιου άλλου, αμάρτημα βαρύτατο γιά τήν καντιανή
ηθική ή όποία επιτάσσει τή συμφωνία μέ τήν έσωθεν άρχή
καΓοχι τή συνάφεια μέ τά έξωθεν έρεθίσμαχα. Χώρια πού
κάθε συμπάθεια δέν αργεί νά μεταπέσει σέ άντιπάθεια.
Καταστάσεις δηλαδή πού προδίδουν συνενοχή μέ τόν άνοι-
κονόμητο κόσμο τής εμπειρίας καί, μέ τή σειρά τους, συνε­
πάγονται ηδονικές τριβές μέ τή ζωή.
Έ αποχή προάγει τον καντιανό άνθρωπο σέ αληθινό «τέρας
9* ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

ήθικής» —έκτος άγάπης, έκτος παθών, έκτος απολαύσεων, έκτος


καλοΰ—, τέρας τόσο ακλόνητο, ώστε πάν'ϋ του μπορούν νά οίκο-
δομηθοΰν ανενδοίαστα τά όποιαδήποτε επιχειρήματα γιά τό Θεό,
τήν άθανασία της ψυχής καί δλο τό θεολογικό παραλήρημα.

Η ΚΑΪΤΗ
ΠΑΤΑΤΑ

ΚΟΜΑ ΚΑΙ Ο ΠΙΟ ΑΠΡΟΣΕΧΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ —ΚΑΙ ΟΙ Α­

Α πρόσεχτοι χρειάζονται σέ αύτή τή ζωή έπειδή τό μυα­


λό τους, πιθανότατα, αρμενίζει στά σοβαρότερα— θά είδε
ότι τόσο στόν Ντοστογιέφσκι δσο καί στόν Κάντ ή ήθική
δέν περιορίζεται στίς διανθρώπινες σχέσεις. Σέ εναν κάποιο
φόβο, σεβασμό, άγάπη ή άνοχή τού άλλου. Παρότι όλα ξε­
κινάνε άπό τούς άνθρώπους, όταν φτάνει ή κρίσιμη στιγμή
καί γι’ αύτή γίνονται όλα ή ((καυτή πατάτα» περνάει σέ
άλλα χέρια, άνώτερης ισχύος. Ό Ροκόλνικοφ ώς τό τέλος
δήλωνε ότι θά ξανασκότωνε τή ^'ριά, ό δέ Κάντ λέει ξεκά­
θαρα (γιά όσους σκέφτονται λιγάν». καί άφοΰ κλείσουν τό
βιβλίο) ότι ή όποια συμπάθεια (ή φάτ<τα τοΰ άλλου τέλος
πάντων) άπορρίπτεται ήθικά. Συνεπώς πού οδηγεί ό συλ­
λογισμός;
Άφοΰ κάθε πανηγύρι θέλει σφαχτάρια, δέ γίνεται διαφο­
ρετικά, όταν σημαίνει ή ώρα νά κριθοΰν τά σφαχτάρια καί
οί σφαγείς τής κοινωνικής ζωής, ή ήθική (γιά νά σώσει τίς
γριές καί όλους εμάς άπό έμάς τούς ίδιους) μόνο σέ κάτι
που υπερβαίνει τόν άνθρωπο μπορεΐ νά βρει άποκούμπι.
Η ΚΑΤΤΗ ΠΑΤΑΤΑ 99

Διαφορετικά γίνεται παρανάλωμα τών παθών καί της σο­


φιστικής, στήν όποια διαπρέπει ανέξοδα κάθε τετραπέρατη
καρδιά.
Γιά τόν άνθρωπο, ή ζωή χωρίς τήν άρχή πού τόν υπερ­
βαίνει, τό Θεό δηλαδή, άνακαλεΐ τήν εικόνα ένός νήπιου
πού παίζει μέ τό ξυράφι τοΰ μπαρμπέρη. Ξέρουμε τά ξυρά­
φια. Ξέρουμε καί τούς ξυραφιασμένους. Δέν υπάρχει ζήτη­
μα. Τό ζήτημα άνακύπτει μέ τήν κατάπληξη πού αισθάνε­
ται κανείς μπροστά στούς θεωρητικούς τής ήθικής. Ένώ
νομοθετούν γιά τόν άνθρωπο, στήν ούσία τοΰ άρνοΰνται τήν
τιμή ή τό δικαίωμα νά παρακαθίσει στήν τράπεζα τών δια-
βουλεύσεων. Καί ή ύπόθεση είναι πολύ λεπτή. Παρότι τόν
άφορα άμεσα, δ,τι κουβαλάει πάνω του, καί πριν άπ’ δλα ή
άνθρωπιά του, τόν καθιστα άκατάλληλο γιά συνεννοήσεις.
Άλλά άν δέν υπάρχει τίποτα τό άμιγώς άνθρώπινο πού νά
έξορκίζει τό κακό, δηλαδή τό φόνο —πού δέν εϊναι μόνο τά
αίματα, άλλά ή κάθε λογης άρνηση, άκόμα καί ενα «σκά­
σε»—, τότε τί πιό μισάνθρωπο μπορεΐ νά διανοηθεΐ κανείς
άπό τήν ήθική;
Οί 3. ρποπ μορφές, οί άρχές καθήκοντος καί δέοντος δέν
συνιστοΰν στήν ούσία ήθική, άλλά μιά σειρά άπό γάντια.
Μόνο ό ήθικολόγος ξέρει νά περιφρονεΐ, οχι ό μισάνθρω­
πος. Γιατί ό τελευταίος δηλώνει μιάν εξάρτηση άπό τούς
άλλους, τούς μισεί, τούς άπεχθάνεται, τούς σκέφτεται, έ­
στω καί άν βυζαίνει τήν καρδούλα του τό φίδι τής χολής.
Εϊναι «άδερφός» τους άπό τήν άνάποδη. Ένώ ό άνθρωπος
τοΰ Κάντ; Αύτός είναι άλλου είδους. Έχει ξεπεράσει πέρα
γιά πέρα τό μίσος. Ζεΐ πιά τήν περιφρόνηση ύπό μορφή
λεπτότατων καί τεταμένων υποχρεώσεων.
Μπορεΐ νά μοιάζει εξοργιστικό, άλλά όσα χωρία τοΰ Κά­
ντ κι άν προσκομίσουμε πού νά βεβαιώνουν τό άντίθετο, ή
εικόνα δέν άλλάζει. Ό άνθρωπος τοΰ Κάντ θυμίζει τόν δού­
100 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

κα πού βρέθηκε σέ ένα λαϊκό χάνι καί πρέπει νά περάσει


έκει τή νύχτα του. Γύρω του παραφέρονται οί μεθυσμένοι*
χτυπιοΰνται άνάμεσά τους, βρίζονται* άλλος ρεύεται, άλλος
τραγουδάει φτηνοτράγουδα, άλλος πειράζει τήν κόρη του
χανιτζή* άλλος του ζητάει κάποια δανεικά γιά νά παίξει
χαρτιά. Ό δούκας θά άνεχτεΐ τά πάντα. Μπορεί νά μήν
αγγίζει τά βρωμοπότηρα, νά μή δεχτεί τά λιγδιασμένα σκε­
πάσματα πού του δίνουν, νά μή βάλει οΰτε μιά μπουκιά στό
στόμα του. Θά μείνει σιωπηλός καπνίζοντας μέχρι νά φέ-
ξει. Θά φερθεί έτσι γιατί σάν άνθρωπος τής ήθικής δέν εί­
ναι ό πρώτος τυχών* είναι σάν τόν γιατρό πού ζυγώνει τούς
άλλους (άσθενεΐς έξ ορισμού) μέ τά γάντια, τή μάσκα καί τό
φόβο μήν «τρυπηθεί».
Όσο γιά τόν φόβο (ας μήν τό ξεχνάμε), δέν προέρχεται
άπό κάποιαν άπειλή. Στόν κόσμο του Κάντ δέν ύπάρχουν
κακοποιοί πού άφήνουν πτώματα πίσω τους καί θλιβερά
κουφάρια. Μόνο πολίτες πού λίγο-πολύ είναι συνεπείς στίς
- άστικές τους υποχρεώσεις. Μικρέμποροι, δημόσιοι ύπάλλη-
λοι, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, καρδιές «συμβολαιογρα­
φικού»4τύπου. Δέν είναι νά τούς φοβάται κανείς αύτούς
τούς άνθρώπους. Οΰτε βέβαια θά γίνει ποτέ μέσα στόν
Πρακτικό Λόγο σοβαρή συζήτηση γιά τό φόνο (πάει πολύ!).
Ό μόνος «φόνος» είναι ή καθαυτό άνθρώπινη ιδιότητα του
άλλου. Άπό τή στιγμή πού μολυνθεΐ άπό αύτή —τό έχει
άλλωστε τό μικρόβιο καί αύτός— ή κατρακύλα πρός τήν
άνηθικότητα είναι γεγονός. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί
άκόμα νά φτάσει στό έσχατο κατάντημα νά νιώσει ισχυρή
φιλία γιά κάποιον, νά τόν θεωρήσει άδελφό του, άκόμα καί
νά χτυπηθεί γιά τό χατίρι του.
'Υπάρχει εξάλλου —κατ’ εξαίρεση— τό άνάλογο παρά­
δειγμα μέσα στά γραφτά του. Κάποιος δέχεται τήν ξαφνική
έπίσκεψη ένός πολύ στενού του φίλου ό όποιος του ζητάει
Η ΚΑΤΤΗ ΠΑΤΑΤΑ 101

έναγωνίως νά τόν κρύψει γιά ενα βράδι, ελπίζοντας νά ξεφύ-


γει άπό τούς διώκτες του. Καί ό φίλος δέχεται νά τοΰ παρά­
σχει καταφύγιο. Τί καταφύγιο όμως; Σέ λίγο βροντάει καί
πάλι ή θύρα, μόνο πού αύτή τή φορά τό λόγο έχουν οί διώ­
κτες. «Μήπως κρύβεις εκείνο τό κάθαρμα;» Στήν προσπά-
θειά του νά άπαντήσει, ό άνθρωπος τοΰ Κάντ υπάρχει μέ­
γιστος φόβος δτι θά πράξει τό «άριστούργημά» του. Έφό­
σον άποκλείεται νά πει ψέματα (οχι, δέν ξέρω τί μοΰ λέτε!)
καί νά σώσει τόν φίλο του, θά βρεθεί στή δεινή θέση νά
ζυγίσει τήν ήθική έπιταγή μέ τήν άγάπη γιά τό φίλο. Ξέ­
ρουμε δμως δτι τέτοια ζυγαριά δέν υπάρχει: 6 ήθικός νόμος
έπιβάλλεται κατά κράτος καί ο φίλος παραδίδεται στούς
διώκτες καί στίς έπώδυνες συνέπειες. Είδαλλιώς, εχει νά
άπαντήσει ό Κάντ, άν τόν προφυλάξει μέ ένα ψέμα, άν
όλισθήσει δηλαδή στήν άνηθικότητα, πάει, «τρυπήθηκε».
Ξύπνησε μέσα του ό «άνθρωπος».
Δέν ξύπνησε μέσα στόν άνθρωπο τό θηρίο, δπως λέμε
γιά κάποιον πού παραφέρεται, άλλά ξύπνησε μέσα στό ήθι­
κό αύτόματο ό «άνθρωπος». Πώς νά μή βγάλει κανείς τό
συμπέρασμα δτι ή καντιανή ήθική —ή ήθική γενικότερα—
άποσκοπει άποκλειστικά νά έμπνεύσει στόν άνθρωπο
ντροπή γιά τόν ίδιο τόν έαυτό του; Νά τόν κάνει νά περι-
φρονεΐ τή φύση του καί νά τήν κρύβει, δπως άποκρύπτουμε
άπό έναν ξένο δτι περάσαμε κάποτε μιά βαριά μεταδοτική
άσθένεια;
Σέ κάθε ήθική έπιχειρηματολογία, μετά άπό τόση πείρα,
ξέρουμε πλέον πολύ καλά τί θά βρούμε. Είτε πρόκειται γιά
τό λογίδριο μιας θεούσας, είτε γιά τά θέσφατα τού Πανιερό-
τατου, είτε γιά τό σφιχτοκούραδο σύγγραμμα ένός φοιτη-
ταρά πού ξεσκόνισε τόν Κάντ (καί τώρα δέν ξέρει τί νά τόν
κάνει), είμαστε βέβαιοι δτι θά άπαντήσουμε μεγάλες δό­
σεις άναθεματισμών. Έ κατάφαση στό δέον είναι εφικτή
102 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΠΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

μόνο άν στηλιτευτούν οί στρατιές τών ανθρώπων πού νέμο-


νται τή συγκομιδή άπό τούς καρπούς του δέντρου του κα­
κού. Δέν εχει σημασία ποιοί είναι αύτοί. Πάντα ύπάρχουν.
Οί θέσεις του κακοΰ δέ χηρεύουν. Στήν άνάγκη, πρέπει νά
τούς διορίσουν. Γιατί χωρίς τήν άπειλή τους ό ήθικολόγος
δέν αισθάνεται καλά. Εργοδότες του είναι τά καθάρματα.
Μιά κοινωνία άγγέλων θά τόν έριχνε σέ μαύρη άπελπισία,
γιατί θά του έδινε άδεια έπ’ άόριστον καί άνευ άποδοχών.
Ένώ τώρα κάνει τίς υπερωρίες του, τίς διπλές του βάρδιες,
καταγγέλλει τόν άνθρωπο έν όνόματι του ύπερανθρώπινου.
Αύτή είναι ή δουλειά του, τό ψωμί του: νά καταφρονεί τόν
«άνθρωπο».
Ώς ρητορική άνακάλυψη δέν είναι όψιμη. Τό σύνθημα
εχει δοθεί —καί πόσο καλά!— πολλούς αιώνες πρίν, άπό
τόν ιδρυτή τής ήθικής. Τήν έποχή τής ώρίμανσής του ό
Πλάτων διαδηλώνει τήν περιφρόνησή του γιά τόν άνθρωπο,
τήν πεποίθησή του δτι ή άνθρώπινη ζωή δέν άξίζει καί
πολλά πράγματα (μέγα η δοκεϊ βιναι τόν άνθρώπινον βίον)
σέ σύγκριση μέ τό θεολογικό κύρος τών έντελομένων. Καί
έχει βαρύτητα αύτή ή ώριμη έκρηξη μισανθρωπίας ένός
διανοητή πού —πώς άλλιώς;— πίστεψε στόν άνθρωπο καί
στις δυνατότητές του, πάσχισε νά τόν άνυψώσει, καί φυσι­
κά διαψεύθηκε (τόσο πολύ ώστε νά πουληθεί δούλος). Γενι­
κά ή άνθρωπολατρεία άποκλείεται νά μήν καταλήξει σέ άρ­
νηση καί μνησικακία. Όποιος έχει τή μανία νά άσκεϊται
στή θηριοδαμαστική τέχνη, δέν άποκλείεται νά τόν κατα­
βροχθίσουν κάποτε τά ζωντανά του. Στίς σελίδες της Ζ'
Επιστολής ό φιλοπερίεργος μπορεί νά βρει τό δηλητήριο πού
γυρεύει.
Άλλά τά πλατωνικά δηλητήρια —πού ώς γνωστόν είναι
φάρμακα— ύπάρχουν άφθονα καί άλλου. Όταν στόν Φαίδω­
να ό Σωκράτης άποφασίζει δτι άνάγκη περί τον άθανάτου
Η ΚΑΤΤΗ ΠΑΤΑΤΑ 103

Ηττεϊν, μέ μιά περίεργη διπλή ανάσα βρίσκει τό κουράγιο νά


πει —πυθαγορικώ τώ τρόπω— δτι, άν ή ψυχή εϊναι αθάνα­
τη, οφείλουμε νά τή φροντίζουμε (έπίμβλβίας δβϊται) οχι μό­
νο στό μάκρος αύτής-έδώ τής ζωής (νπβρ τον χρόνου τού­
τον ) άλλά στήν αιωνιότητα (νπίρ τον παντός). Επειδή —
έδώ άρχιζει τό έκπληκτικό— άν ό θάνατος ήταν πράγματι
θάνατος, δηλαδή τελεσίδικη απαλλαγή άπό τά πάντα, τότε
τί πιό μεγάλο δώρο μπορούσαν νά περιμένουν οί κακοί, πού
πεθαίνοντας θά γλύτωναν μιά κι έξω άπό δλες τίς μετά
θάνατον τιμωρίες;
Έ σκέψη είναι βέβαια έξαιρετική, άλλά τό ποιόν της
προδίδει μιά κάποια χροιά χωροφυλακίστικης νοημοσύνης.
Γιατί, οΰτε λίγο οΰτε πολύ, ό Σωκράτης δέν προσφέρει
στόν άνθρωπο τήν άθανασία ώς μεταφυσική δικαίωση τής
ζωής, άλλά τόν παγιδεύει σ’ αύτήν. Μοιάζει μέ τήν περί­
πτωση του κακοποιού πού δέν εχει τό περιθώριο νά ζητήσει
άσυλο σέ μιά ξένη χώρα —στή Βραζιλία άς πούμε— άλλά
παντού τόν καταζητούν. Δέν ύπάρχει καταφυγή. Ό Σωκρά-
της χρησιμοποιεί κάθε μέσο καί κάθε έμφαση γιά νά δείξει
δτι ό θάνατος δέ μπορεΐ νά άποτελέσει λύση άπελπισίας.
Κατά συνέπεια ή άρετή (ώς καταναγκαστική ύπακοή) πα­
ρουσιάζεται πλέον ώς ή μόνη λύση. Έφόσον ή ψυχή είναι
αθάνατη, δηλαδή αιωνίως αιχμάλωτη, ό μόνος τρόπος α­
ποφυγής τοΰ κακοΰ εϊναι ό άγαθός βίος.
Καί μόνο έτσι καταλαβαίνουμε τί τερατώδης ματαιότη­
τα φαίνεται νά καθοδηγεί τά άπονενοημένα διαβήματα τών
άνθρώπων πού, χρεωκοπημένοι ή άηδιασμένοι, σκοτώνουν
καί, έπιτόπου, πάνω στό ζεστό άκόμα κουφάρι τοΰ θύματός
τους, αύτοκτονοΰν* άνθρώπων πού κρεμιούνται άπό τό σω­
λήνα τοΰ καλοριφέρ γιά νά τελειώνουν μιά ώρα άρχύτερα
(τί νά τελειώσουν; θά έλεγε ό Σωκράτης, τά άτελείωτα;)*
άνθρώπων πού πέφτουν άπό τά ρετιρέ καί τσακίζονται στό
104 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

πεζοδρόμιο αφήνοντας διαθήκη τό «σβήστε με απ’ τό χάρ­


τη». Απέναντι σέ δλα αύτά τά ψυχοδράματα ό Σωκράτης
μόνο ειρωνεία αισθάνεται. Ματαιοπονούν. Σκέφτονται μέ
ιδιοτέλεια. Κάνουν πώς δέν καταλαβαίνουν δτι δυνατότητα
«αποχώρησης» δέν υπάρχει.
Καί ή στάση του, παρότι εξοργιστική, είναι συνεπέστατη
πρός τήν ήθική. Γιατί ή ήθική ούτε λέξη δέ δέχεται νά
άκούσει γιά τό θάνατο, Μιά ζωή χωρίς έπέκεινα, δπου δλα
τελειώνουν καί σβήνονται μέ τό θάνατο, είναι γιά τήν ήθική
δ,τι χειρότερο μπορεί νά φανταστεί κανείς. Όχι μόνο επει­
δή ετσι χάνεται κάθε δυνατότητα μετά θάνατον καταλογι­
σμού, άλλά προπάντων γιατί μπροστά στό θάνατο τό κακό
χάνει τό κύρος του. Τί νόημα μπορεί νά άποκτά ό άγαθός
καί ενάρετος βίος δταν τόσο οί καλοί δσο καί οί κακοί έ­
χουν τό ίδιο τέλος; Σέ μιά τέτοια περίπτωση τό άγαθό
άποβαίνει μεταφυσική κοροϊδία.
Ανάμεσα στούς βροτούς καί μινυνθάδιους τό «κακό»,
δηλαδή ή καυτή πατάτα, δέν είναι πλέον τό έγκλημα, άλλά
νέτα-σκέτα ο θάνατος. Κανένας ομηρικός ήρωας δέν μιλάει
γιά τά έγκλήματά του, ολοι δμως μιλούν γιά τήν κήρα μέ-
Κοανα. Όπως, άπό τήν άλλη, μέσα στόν Πρακτικό Λόγο υ­
πάρχει παντού τό κακό άλλά είναι άφαντος δ θάνατος. Ό
κόσμος τής ήθικής άπορρίπτει τό θάνατο, όπως ό κόσμος
τής θνητής ζωης παραγκωνίζει τό κακό. Κανένας συμβιβα­
σμός δέν μπορεί νά υπάρξει άνάμεσα σέ αύτούς τούς δύο
πόλους. Είτε ό όρθολογιστής θά κατρακυλήσει στή σκέψη
τής τρωτής ζωής καί θά μεταμορφωθεί σέ «ύπαρξιστή»,
είτε δ άπελπις βροτός θά μεταστραφεΐ σέ πιστό (του όρθου
ή τού θείου Λόγου). Γ ι’ αύτό ό Κάντ άπό τήν ύπαρξη πού
διαλύεται στό σκοτάδι προτιμάει τή βούληση πού νομοθε­
τεί.
Έ τσι αινιγματικά καί απροσδόκητα, ’άνακαλύπτοντας
Η ΚΑΪΤΗ ΠΑΤΑΤΑ 105

κανείς τό θάνατό του όχι σά δυστυχία (πού είναι), άλλά σάν


προνόμιο (πού τόν κατάντησε ή πλατωνικο-χριστιανική πα­
ράδοση), άρχίζει συνάμα νά υποψιάζεται σοβαρά τήν άν-
θρώπινη φύση του. Μακριά άπό τήν ήθική καί τήν άθανα-
σία, ολα άρχίζουν νά θυμίζουν άνθρωπο!
Καί τά άπόνερα είναι πολλά. Άφότου πειστεί ό άνθρω­
πος —καί πώς πείθονται οί άνθρωποι; μέ τό σκοτάδι καί
μέ τήν τύφλα τους— δτι ή διαδρομή του είναι τον κόσμον
τούτον, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές: νιώθει ν’ άποσπάται
άπό τίς άρπάγες τής ήθικής καί νά παραδίδεται φνχτ) τε και
σώματι στόν κόσμο του θανατόληπτου ήθους. Οί άπειλές
καί οί άθανασίες διαλύονται χλευαστικά μέσα σέ βουρκωμέ­
νους καγχασμούς. Τό φιάσκο, γιά δσους έχουν κάποια ύπο-
λείμματα δράσης, είναι άπερίγραπτο σέ εύτέλεια. Κάθε τό­
σο, τά μέλη κάθε γενιάς μετριούνται καί ξαναμετριοΰνται:
πόσοι μείναμε; Άλλος φεύγει άπό καρδιά, άλλος άπό γερά-
ματα-μαράματα, άλλος άπό πιστόλι, άλλος άπό άπροσεξία
καί άλλος άπό τήν πολλή προσοχή.
Πώς νά μήν ξεπέσει στήν άλληλοπεριφρόνηση καί στήν
άνάλγητη μισανθρο^πία αύτό τό άνθρωπομάνι πού βυζαίνει
τό έφήμερο μέ κατάκλειστα μάτια (σά νήπιο πού άρνεΐται
νά μεγαλώσει) καί τρέμει τό φυλλορόισμα τοΰ ήμερολογίου
σάν τήν έλευση τοΰ μεγάλου Κριτή; Κάθε άνθρώπινη κοινό­
τητα (καί οί άνθρωποι ζοΰσαν πάντα σέ κοινότητες) άπαρ-
τίζεται άπό μέλη πού άλληλοεξυπηρετοΰνται, άλληλοτρώ-
γονται, άλληλομισοΰνται, άλλά κυρίως άλληλοπαρακολου-
θοΰνται. Γιά τούς δασκάλους τής άθανασίας, δταν κοιτάζει
κανείς τά μάτια τοΰ άλλου, μέσα άπό τό έφήμερο γυαλί
διαγιγνώσκει —εν αίνίγματι — τόν μυστικό άχό της αιωνιό­
τητας. Γιά τούς έφήμερους, πέρα άπό τή βιοτική μέριμνα
καί τά γλυκά-πικρά σταφύλια της, ενα πράγμα άπομένει:
ιο6 ΦΑΙΔΡΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΚΟ

παρακολουθώντας ό καθένας τό τρέκλισμα του άλλου, ανα­


ρωτιέται μέ κεϊνο τό αλλόκοτο ξαστέρωμα πού φέρνουν οί
μεγάλες άγρύπνιες: πότε θά πέσει;
Έ ώρα δέν αργεί. Πασιέντσα.
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

Β θ η ^ νΐ χί ΐ ηαί 1?0η6 Ι& Ιιιίΐ


[Έζησε καλά οποίος κρύφτηκε καλά]
Όβίδιος
Της Α ρν ας
ΤΟ ΝΕΡΟ

\ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΙΜΗΝ Λ ΙΙΟΤ ΛΝΛΧΠΡΕΙ ΑΗΔΙΑΣΜΕ-


^ ν ο ς γιά τή σπηλιά του στό δάσος— ό μισάνθρ<χ>πος
παίρνει τήν άγουσα. Φεύγει καί ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω
του. Γιά που δμως; Ή συμβουλή είναι μία καί ισχυρή: χτίσε
τό σπίτι σου μακριά άπό τούς άνθρώπους, άλλά τί οίκος νά
χτιστεί μακριά άπό τή συν-οικία καί άπό τούς συν-ανθρώ­
πους; Πιθανώς ή άπόφαση φαίνεται βαρύτερη άπό τίς αι­
τίες πού τήν προκάλεσαν, γιατί άν ή συνύπαρξη γέννησε τό
μίσος καί τήν άπέχθεια στήν καρδιά του, ή άποχώρηση άπό
τήν άνθρωποκρατία ένδέχεται νά ίσοδυναμεΐ μέ αύτοκτο­
νία.
Ό σαιξπηρικός Τίμωνας είναι τό κλασικό παράδειγμα
του άφοσιωμένου φίλου πού έξαπατήθηκε καί έλαβε τήν ά-
χαριστία ώς άνταπόδοση. Έκτος άπό βαρετό, τό δράμα
καθαυτό δέν καταφέρνει νά πείσει γιά τή σπουδαιότητά
του. Ίσως μάλιστα νά στερείται παντελώς ένδιαφέροντος,
έπειδή έχει τήν κοινοτοπία σάν θέμα. Μετά άπό χρόνιους"
συναγελασμούς καί τακτική θητεία στή συνάφεια, ενας άν­
θρωπος καταλαβαίνει —εύγε!— ορισμένα κοινότατα πράγ­
ματα. Πρώτα ότι ή άλήθεια είναι μαλώτρα καί ύστερα ότι
ο σκύλος δέ δανείζει κόκαλα, ότι τά έλαττώματα μπαίνουν
στούς άνθρώπους μέ τό σακί καί βγαίνουν μέ τή βελόνα,
ότι κάθε ξύλο έχει τόν καπνό του καί ίσως άκόμα ότι τής
κουφής τό παιδί ποτέ δέν κλαίει.
110 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

Πρέπει νά εχεις ζήσει χρόνια πολλά μέ τούς ίδιους αν­


θρώπους, νά εχεις δει άπό κοντά τά μικρά καί τά μεγάλα
λάθη, νά εχεις παρακολουθήσει αύτοπροσώπως τό μικρό
καί τό μεγάλο θέατρο, γιά νά άντιληφθεΐς, μέ μάρτυρα κα­
τηγορίας (άλλά καί ύπερασπίσεως) τό χρόνο, πόσο φθείρο­
νται οί άνθρωποι στούς συγχρωτισμούς καί τί τέρατα κοι­
λοπονούν οί συναγελασμοί πού έχουν δλα τά γνωρίσματα
του φυσιολογικού καί τοΰ θεμιτοΰ. Πρόκειται γιά κάτι πού
δέ μαθαίνεται χωρίς παραστάσεις αύτόπτου καί αύτήκοος.
Έπί ένα διάστημα, γιά κάποια χρόνια δηλαδή, άντέχει
κανείς μέ τά ίδια πρόσωπα καί στά ίδια στέκια, άλλά τά
πολλά χρόνια, ό βίος ολόκληρος είναι άλλο πράγμα. Εκδη­
λώνεται μιά άνεξήγητη ροπή στόν κάθε ψυχισμό νά μετα-
στραφεΐ, νά μεταπέσει στό άντίθετό του, σάν τά ζώα πού
άλλάζουν στάση στόν υπνο τους, σά νά φοράει κανείς μόνι­
μα τό ίδιο ροΰχο καί πρέπει νά τό «γυρίζει)) άπό καιροΰ εις
καιρόν. Οί μεταπηδήσεις, οί αιφνίδιες έξαφανίσεις, οί άπο-
μακρύνσεις άπό κάποιους κύκλους αύτό εκφράζουν. Καί συ­
νάμα καλλιεργοΰν τήν εύπαθή πεποίθηση δτι σέ άλλο μέ­
ρος, μέ άλλα πρόσωπα, δλα μπορεΐ νά είναι καλύτερα. Φυ­
σικά ποτέ δέν είναι καλύτερα. Τό μόνο θετικό είναι ή αύτα-
πατη δτι εχει κανείς τό περιθώριο νά ξεκινήσει καί πάλι με
νεα λεφτά καί άλλη καρδιά καί κυρίως μπροστά σέ ,άπρο-
κατάληπτα μάτια.
V καθείς καί τά δπλα τον, μόνο πού τά δπλα δέν έχουν
μεγάλες διαφορές. Στό τέλος ή καρδιά τοΰ (μισ)ανθρώπου
θυμίζει κατάστιχα δικογραφίας έγκλημάτων «κατά συρ­
ροήν». Στάζει φαρμάκι. Εντείνει τή φθορά της. Όταν λοι­
πόν γνωρίζει κανείς ήλικιωμένους άνθρώπους, άτομα πού
κατά ενα τρόπο είναι σέ δλα πρώην (πρώην νέοι, πρώην ερω­
τευμένοι, πρώην ενθουσιασμένοι, πρώην φίλοι καί φιλάν­
θρωποι), έκεΐνο πού έντυποοσιάζει δέν είναι ή πεποίθησή
ΤΗΣ ΑΡΝΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ 111

τους, άλλά ή ψυχική κόπωση καί διάλυση. Πέρα άπό τή


σωματική φθορά —πού άποτελεΐ άσθένεια άναπόδραστη
καί συνεπώς συγχωρητέα— ή ψυχική φθορά κυριολεκτικά
κρώζει άπ’ δλες τίς μεριές, καθώς δέν παραλείπει νά έκλε-
πτυνθεϊ μέ δλα τά τερτίπια τής διαφθοράς.
Έ λέξη, μολονότι κομίζει περισσότερα άπ’ δσα εννοού­
με, μιλάει γιά ενα γνωστό μοτίβο. Όχι τήν άλωση άπό τήν
δποια άνηθικότητα πού συνήθως πλήττει τούς (ί αθώους»
καί «άδύναμους». Όχι τούς έξ έπαγγέλματος άπατεώνες,
τούς σπουδαρχίδηδες, τούς κοπρίτες κάθε τάξεως, άτομα
μέ άνάκαρα μιας έβδομάδας, ειλικρινείς μιας χρήσεως, ενα
άνθρωπομάνι πού παίζει τή δική του τυφλόμυγα. Δέ μιλά­
με γιά βίτσια, διαστροφές καί δλα τά συμπαρομαρτοΰντα.
Τό ζήτημα είναι ό παλιός πού επειδή πάλιωσε (ώς ίμάηον)
χάλασε κιόλας.
Γιά νά άπολαύσεις τό θέαμα ένός χαλασμένου άνθρώπου
(χαλασμένου στήν καρδιά, στό σώμα καί στό στόμα), χρειά­
ζεται άπαραιτήτως μεγάλη δόση άνέχειας καί άποτυχίας.
Ό κυνισμό.ς,_ίικ>ύ_ περισσότερο κυνηγιέται παρά κυνηγάει)
καί Υ] άσύδοτη^κρίση εύδοκιμοΰν σέ ψυχές πού έχουν χάσει
πιά δλες τίς εύκαιρίες. Έχουν εξαντλήσει δλα τά περιθώ­
ρια. Κι ετσι χαμενες γιά χαμένες, άποφασίζουν νά «άσχο-
λήθοΰν» μέ τά προβλήματα τών άλλων.. Σέ δλους τούς τό­
πους, έχουν νά λένε γιά τά ιδιότυπα «νεκροταφεία» (καφε­
νεία, λέσχες, γηροκομεία, εντευκτήρια) δπου τά ναυάγια
μελετουν τά ναυάγια τών αΛΛων. Ωστόσο αύτά τά κονκλά­
βια δέν άσκοΰνται ειδικά στή μισανθρωπία* απλώς φορτώ­
νουν στούς άλλους δλες τίς αμαρτίες τους. Τό μόνο πού
τούς καίει, είναι νά δώσουν στόν άλλο νά πιει άπό τό ποτή­
ρι τους γιά νά του μεταδώσουν τό νόσημά τους.
Έ άρχή τής μικρότερης προσπάθειας άλλωστε, άν ισχύ­
ει στήν έργασία καί στή δημιουργία, ισχύει έξίσου καί στά
112 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

θέματα του φέρεσθαι. Υπάρχει μιά νόστιμη παράδοση γιά


τόν Περικλή. Όταν κάποτε βρέθηκε στή δεινή θέση νά υ­
βρίζεται χυδαία άπό εναν Αθηναίο πολίτη, οχι μόνο δέν
άντέδρασε, άλλά έστειλε τόν δούλο του μέ τό δαυλό νά
συνοδεύσει τόν λαλίστατο πονηρολόγο ώς τό σπίτι του. Αύ­
τό δμως έγινε μόνο μιά φορά. Δέν ξέρουμε πόσες φορές 6
ίδιος άνθρωπος είναι άξιος γιά τήν ίδια άνωτερότητα. Ή
έπανάληψη φθείρει. Κάνει τίς διαδικασίες συνοπτικές. Καί
οί χαρακτήρες δέν άντέχουν στά χρόνια. Απαιτούν σιδερο-
βελόνες σάν τά παλιά σπίτια.
Έ δύναμη συνήθως καταφέρνει νά συγχωρεΐ, νά ταπει­
νώνει δηλαδή μέ τή μεγαλοψυχία, άλλά ή άδυναμία —μάν­
να κάθε ωμότητας κατά Μοντέιν— μόνο νά χολιάζει καί νά
παραφέρ^.ιαι.....,.ξέρει. Εξάλλου γιά τόν Δημοσθένη δέν έχου­
μ ε τήν ίδια παράδοση: ένα χαστούκι πού δέχτηκε στό θέα­
τρο άπό έναν άλλο πολίτη ποτέ του δέν τό συγχώρεσε. Καί
μήπως δέν άπαρτίζουν λέσχη ολόκληρη τά πρόσωπα του
Ντοστογιέφσκι πού γεύονται χρόνια τό φαρμάκι μιας τα­
πείνωσης, μιας πρόκλησης σέ μονομαχία πού δέν βρήκε τήν
κατάλληλη θαρραλέα άνταπόκριση, ένός έξευτελισμοΰ πού
δέν λυτρώθηκε μέ τήν έκδίκηση; Γνωστά πράγματα δηλα­
δή, πασίδηλα καί εύρέως διαδεδομένα.
Ά ς σημειωθεί άκόμα δτι ή συνήθεια (ώς δευτέρα ή πρό­
χειρη φύση) δέ μπορεί νά έχει κανένα άποτέλεσμα στά ζη­
τήματα τής άνοχής τών άλλων. Ά ν φοβάσαι τό αίμα
—χλωμιάζεις, έμμέσεις ή λιποθυμάς—, άρκεΐ νά θητεύσεις
γιά ένα διάστημα στήν εντατική ένός νοσοκομείου γιά νά
άπαλλαγεΐς μιά κι έξω. Τό ίδιο ισχύει μέ τό φόβο τής θά­
λασσας, τόν ίλιγγο, τήν άποστροφή γιά ορισμένα έδέσματα.
Ή άρχή τής όμοιοπάθειας (πλύνε τά ξυλιασμένα πόδια σου
μέ χιόνι γιά νά ζεσταθούν) κάνει καλά τή δουλειά της. Ά λ­
λά μέ τήν άχαριστία, τίς σκατόψυχες προσβολές καί τίς
ΤΗΣ ΑΡΝΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ ιΐ3

αισχρότητες ή αντίδραση είναι διαφορετική. Αντί νά χα­


μηλώνουν τόν δείχτη τής οργής, τόν ανεβάζουν στά ύψη.
Ταράζουν τά σπλάχνα ώστε ή στιγμή του ξεσπάσματος,
δσο κι άν αργεί, δέν παραλείπει νά φτάσει κάποτε.
Έτσι, μισάνθρωπος, δσο κι άν φαίνεται άπαράδεχτο, δέν
καταλήγει ό γεννημένος άψίκορος (αύτός πού χορταίνει γρή­
γορα, πού δέ σηκώνει δεύτερη κουβέντα). Έ κλήρα τής μι-
σανθρωπίας προορίζεται γιά τά προσηνή πρόσωπα, τά φιλό-
φρονα καί φύσει έλαστικά, πού τό έξαμαρτβϊν τό μετα­
τρέπουν σέ χίλιάκις. Άλλά καί στή χιλιοστή, οί άριθμοί
άποδεικνύονται μικροί. Ό σκατόψυχος δέ διορθώνεται (κό­
βει ή πουτάνα τό γαμήσι;). Όταν λοιπόν ό φιλόφρων, πού
συγχρωτίζεται εκ συστήματος καί βιοτικής άνάγκης τό κη-
φηναριό, νιώσει τίς δυνάμεις του νά τόν έγκαταλείπουν, ά-
ντί γιά έδέσματα, σερβίρει στούς φίλους του ζεματιστό νερό
καί άποχωρεΐ.
Ή κατάσταση εϊναι μόνιμη καί έπαναλαμβάνεται τόσο
τυπικά, δσο τυπική εϊναι καί ή εξήγησή της. Ό,τι μάς δί­
νεται δωρεάν, μέ άνοιχτή παλάμη, χωρίς παζάρι, χωρίς ά-
νταλλαγμα δέν έκτιμάται στή ζωη. Το ξέφραγο άμπέλι
παύει μυστηριωδώς νά εϊναι «αμπέλι». Όταν κάτι ρέει
σταγονηδόν, θεωρείται πολύτιμο. Ά ν δμως ρεύσει κρουνη-
δόν, πέφτει σέ πλήρη άνυποληψία. Γενικά τό χαλαρό σχοινί
δέν έμπνέει τούς άνθρώπους. Χρειάζεται μιά σθεναρή άντί-
σταση, σάν κι αύτή πού άπαιτουμε στή βρώση. Τό καλύτερο
φαγητό άν προσφερθεΐ σέ χυλό, άδιάφορο άν δέ χάσει τή
θρεπτικότητά του, δέν άποτελεΐ τέρψη. Ό άνθρωπος εχει
μόνιμη άνάγκη νά ριπίζεται άπό τήν πρωτόγονη φύση του.
Θέλει τά φαγητά άξιοδάγκωτα, τίς σχέσεις του έπίμαχες
καί άκροσφαλεϊς, τίς εύεργεσίες του τσιγγούνικες.
Στά πάντα, ή άντίσταση άνεβάζει τό κύρος τοΰ κατα-
ιι4 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

κτώμενου. Πώς αλλιώς μεγάλοι θά θεωρούνταν οί έρωτες


πού δέ βρίσκουν ανταπόκριση; Πώς θά είχε δημιουργηθεΐ
διαφορετικά ολόκληρη φιλολογία γιά τή γοητεία του απα­
γορευμένου; Στό άνθιστάμενο ενέχεται μιά βαθύτατη παι­
δαγωγική —γιά τήν ανθρωπότητα— αρχή πού πρέπει νά
λαμβάνεται ύπόψη.
Κι όμως ή φιλική δοτικότητα δέν έχει τίποτα άπό αύτή
την αρχη..Τής λείπει άπολύτως τό στοιχείο τής άπαγόρευ-
σης. του ορίου, τής άπειλής ή τής άρνησης. Πράγματα όλα
αυτα που έπαναφέρουν τόν άνθρωπο στή φύση του καί κε­
ντρίζουν τά βαθύτερα κέντρα του. Δέν είναι λοιπόν άμαρ-
τωλό οΰτε παράξενο πού γιά τούς πολύ άφοσιωμένους άν­
θρώπους αισθανόμαστε μέ κάποια ντροπή, έστω καί παρά
τή θέλησή μας — αύτό άλλωστε είναι τό νόημα—, μιά
σκιά συγκατάβασης. Ό δοτικός εϊναι «άρνί». Γίνεται ((χα­
λί» γιά νά τόν πατήσουν. Καί δντως, τόν πατάνε. Καί ή
μεταστροφή, όσο περισσότερο καθυστερεί, κερδίζει σέ δριμύ-
τητα. Τό χαλί ή καλύτερα τό άρνί γίνεται λύκος πού —ό­
πως όλοι οί λύκοι— κάνει τή φωλιά του σέ μιάν έρημιά.
Σέ αύτή του τήν άντίδραση 6 μισάνθρωπος θυμίζει άρ-
κετά τόν ζηλιάρη. Συγχωρεΐ πολύ εΰκολα καί, κατ’ έξακο-
λούθηση, έπί μακρόν, πληρώνει άγόγγυστα τά σπασμένα.
Έρχεται δμως μιά στιγμή δπου κάθε παράταση τής άνεκτι-
κότητας θυμίζει πειστικά τή γελοιοποίηση. Καί ό άνθρω-
.πος, μολονότι καταφέρνει νά σηκώσει τήν άδικία —έπειδή
ένα πιθανό μέλλον δικαιοσύνης τήν άνακουφίζει—, τή γε­
λοιοποίηση δέν τή συγχωρεΐ — έπειδή κανένα μέλλον άπο-
κατάστασης δέν τής επιφυλάσσεται. Ή άδικία επιτρέπει
στό θύμα νά έπανέλθει, ένώ ή γελοιοποίηση είναι άπό τά
πράγματα πού δέν έχουν επάνοδο.
Ό άγανακτισμένος, αύτός πού κατά κοινή άπορία άθε-
τουσε τόν εγωισμό του γιά νά εμψυχώσει τή μικρή του κοι­
ΤΗΣ ΑΡΝΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ ιι5

νότητα, έντέλει μόνο στόν εγωισμό βρίσκει βοήθεια. Έ


λεπτότητα, πού επειδή ακριβώς είναι λεπτή κινδυνεύει στή
μεγάλη πίεση νά τσακίσει, πριν τσακίσει ή μόλις τσακίσει,
ύπάρχει ό φόβος, δπως γράφει ό Νίκος Παναγιωτόπουλος,
νά έκβαρβαριστεΐ. Αύτό τό ξέσπασμα τοΰ άνθρώπου πού
τιμωρεί καί βιαιοπραγεΐ μετερχόμενος τά μέσα τών άλλων,
πού ένεργεΐ δηλαδή κατ’ άλλότρια υπαγόρευση, είναι άπό
τά πιό ενδιαφέροντα. Όταν έκμανεΐ, εστω καί άν παραβαί­
νει κατάφωρα τόν έαυτό της καί μιμείται δ,τι άπεχθάνεται,
ή άγαθότητα παραμένει μυστηριωδώς πιστή στόν έαυτό
τηζ'
Χο^ρίς νά τό έπιζητεΐ καί πιθανώς χωρίς νά τό φαντάζε­
ται —γιατί ποιος ύποστηρίζει δτι μέσα σέ κάθε άγαθότητα
δέν υπάρχει ξεχασμένο ενα σπέρμα μοχθηρίας;— άποδεικνύ-
εται χειρότερη τών πρώτων διδαξάντων. Όταν κάνεις τό
κακό άπό άντίδραση, καθόλου άπίθανο νά επισκιάσεις τούς
πάντες. Αύτό έξάλλου είναι καί τό γνωστό τέχνασμα (ήθι­
κό επιχείρημα καλύτερα) τής δικαιολόγησης τών ώμοτήτων
πού προκαλεΐ ή κάθε έκδίκηση ή όποια άπονέμει δικαιοσύ­
νη. Στό σινεματόγραφο γιά παράδειγμα, οί ήρωες πού πάνε
νά βροΰν τό δίκιο τους ύποσκελίζουν κατά πολύ τά καθάρ­
ματα σέ βιαιότητες, σκληρότητα καί άναλγησία, κανείς δ­
μως δέν ένοχλειται. Γιά άλλη μιά φορά δηλαδή, δέ μετράνε
τά μέσα, άλλά ό σκοπός πού ύπηρετοΰν. Ό παθών, δ,τι κι
άν κάνει γιά νά πάρει τό αΐμα του πίσω, δώικαίωτοα.
Αύτά κάνει ό πόλεμος. Άλλά ό σκοπός τοΰ έπωαζόμε­
νού μισανθρώπου δέν είναι ή εχθροπραξία. Έστο^ καί άν
πλήττει, ή έπιθυμία του σκοπεύει τή φυγή. Πέρα άπό τό
ψυχόδραμα τής «έξ άντανακλάσεως» σκληρότητας, ή κορε­
σμένη μέχρις άηδίας ψυχή γυρεύει μιά βαθύτερη άπαλλαγή.
Νά άποκοπεΐ άπό τήν κοινότητα στήν όποια άνήκε, νά πα­
ραιτηθεί άπό τήν ένγένει άνθρωποκρατία. Καί φυσικά έδώ
ιι6 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

αρχίζει τό αληθινό της δράμα. Γιατί δέν φεύγεις άπό τήν


κοινωνία τών ανθρώπων δπως εξέρχεσαι άπό μιά ζούγκλα.
Έ πίστη σέ μιά δικαιωματική αύτοδιάθεση καταλήγει σέ
σατανική σπαζοκεφαλιά.
'Η άπόσταση ξεγελά. Αύτό πού μισείς δέν είναι σάν τή
φωτιά, πού εχει συγκεκριμένη άκτίνα δράσης. Σέ πλήττει
δπου κι αν βρίσκεσαι, επειδή άκριβώς ή πυγμή του βρίσκε­
ται μέσα σου. Τά πάθη μοιάζουν μέ τή γλώσσα; είναι έκη-
βόλα δπως έπίσης καί άγχέμαχα δπλα. Συνεπώς δέν τίθε­
ται ζήτημα λήθης. Ή πληγή μπορεί νά κλείνει, άλλά ή μνή­
μη παραμένει ορθάνοιχτη. Δέ σέ άφήνει νά πιεις τής άρνας
τό νερό, νά βρεις καταφύγιο στή λήθη καί νά γαληνέψεις.
Έσύ τή συντηρείς. Καί ό κόμπος πού σέ δένει μέ τούς
άλλους άποδεικνυεται πολύ πιό σφιχτά καί αινιγματικά δε­
μένος. Τά μέλη δέν άνήκουν τυπικά καί έξωτερικά στήν
κοινότητα, συνυφαίνονται μαζί της ολόψυχα. Τό θυμικό πλά­
θει τόν κόσμο του μέ θιάσους ολόκληρους άπό ξένα πρόσω­
πα, χειρονομίες καί λόγια. Ούσιαστικά λειτουργεί σά θάλα­
μος ύποδοχής καί 1ίνίη£ γο οπι τής άνθρωπότητας. Οΰτε σκέ­
ψη γιά ενα υποτιθέμενο ιδιωτικό ένδιαίτημα τό όποιο έκτά-
κτως φιλοξενεί καί ξενοκρατεΐται προσωρινά.
Όλα γίνονται μπροστά στά ξένα μάτια καί γιά τά ξένα
μάτια. Καί ό καθένας ζεί τήν προσωπική του ζωή παρακο-
λουθούμενος —εξωθεν καί εσωθεν— άπό τά ξένα μάτια.
Δέν είναι εύτελές αύτό πού άκοΰμε στόν "Ομηρο δταν υ­
πενθυμίζουν σέ κάποιον τήν αιδώ. Ό ομηρικός άνθρωπος
πράττει τά πάντα γιά νά σώσει τήν τιμή του, πού βρίσκε­
ται στά χέρια τών άλλων. Δέν καταφεύγει σέ ήθικές άξίες.
Όλα τά παίρνει άπό τά μάτια τών άλλων (άναγνώριση) καί
δλα τά άποθέτει πάλι στά μάτια τών άλλων. Έτσι γίνεται
σαφές τό κράτος τής κοινότητας. Ά ν άναλογιστοΰμε μιά
πράξη πού παραμένει κρυφή καί άγνωστη, ούσιαστικά είναι
ΤΗΣ ΑΡΝΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ 117

μιά πράξη πού δέν εγινε, ά~κοινωνική καί μή-άνθρώπινη.


Ό καθένας υπηρετεί συνειδητά ή άσύνειδα τά μάτια τών
άλλων.
• Καί 6 έσωτερικός κόσμος (άρα άθέατος γιά τούς άλ­
λους), μολονότι ύμνήθηκε άπό τόν χριστιανισμό (έξοΰ καί ή
έμφαση τοΰ Παύλου στά περί όφθαλμοδονλεΐας), είναι κενό
γράμμα χωρίς τήν εξωθεν συμπαράσταση. Όταν ενας άν­
θρωπος φτάνει στά δάκρυα μονήρης, χωρίς θεατή, αισθάνε­
ται κενός. Ανυπόστατος. Ένώ μόλις εξοικονομήσει τόν
(πραγματικό ή πλασματικό) θεατή του, δλα μπαίνουν στή
θέση τους. Μόνο άν θεαθεΐ, άκροαθεί, ιδωθεί, παρατηρηθεί,
μαθευτεί μιά πράξη εχει τήν κανονική της λειτουργία. Καί
τό μυστικό γιά τόν ί'διο άκριβώς λόγο παραβιάζει όλες τίς
υποσχέσεις τής εχεμύθειας. Δέ φταίει τό ξέκωλο κοφίνι πού
δλα μαθαίνονται. Έ μανία τής έξομολόγησης είναι βαθύτα­
τη άνάγκη κοινωνικοποίησης πού δέν ύπάγεται στήν παθο­
λογία. Τά πάντα δημοσιοποιοΰνται γιά νά άρχίσουν νά έ­
χουν ζωή καί ύπόσταση. Έ κοιλιά μπορεΐ νά μήν εχει παρα-
θυρα, ένώ ή ψυχή είναι διάτρητη.
Νά ζήσω μόνος σημαίνει νά μήν εχω άνάγκη θεατή καί
συνομιλητή, άρα νά πεθάνω. Μόνο ο θάνατος μέ άλλα λό­
για θά μποροΰσε νά δηλώνει φυγή άπό τά άνθρώπινα. Ό ­
λες οί άλλες φυγές —αύτοεξορίες, άποκλεισμοί, μονώσεις,
άκόμα καί άσκητισμοί καί στηλίτης βίος— είναι ψευδοέξο-
δοι σάν κι αύτές πού βλέπουμε στό θέατρο, συμβιβασμοί
καί συμφιλιώσεις. Καί δέν είναι άμοιρο συνεπειών τό γεγο­
νός δτι ό Τίμωνας είναι ενας άνθρωπος μόνος, χωρίς οίκογέ^
νεια. Ό μισάνθρωπος είναι άνύπαντρος, μπεκιάρης. Γιατί ή
οικογένεια, ώς άμυντικό φράγμα άπέναντί στήν κοινωνική
ύπονόμευση, ώς κοινωνικότητα ύψηλής άποστάξεως, κωλύ­
ει τίς μισάνθρωπες ροπές, δέν τίς άφήνει νά κορώσουν.
Πώς νά μισήσει κανείς τήν κοινωνία τών άνθρώπων, δταν
ιι8 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

μέσα στόν ίδιο του τόν οίκο άρχει (καί άρχεται) άπό μιά
μικρογραφημένη κοινωνία;
Αντίθετα ό μονήρης άνθρωπος πού, έπειδή άρνήθηκε (ή
άπορρίφθηκε άπό) τήν οικογένεια, διαθέτει κάτι παραπάνω
σέ εύγένεια, είναι πρόσωπο πιό έκτεθειμένο. Στήν ούσία
παραμένει άνέστιος. Χρησιμοποιεί τό σπίτι του γιά νά κοι­
μάται: δπως στά ξενοδοχεία. Καί δίκαιο θά είναι νά γίνεται
καμιά φορά λόγος γιά τό μοναχικό πλήθος τών μαγκούφη-
δων πού διάγουν βίο μονήρη, παραμιλούν στά κλουβιά τους,
γρονθοκοποΰν τά ντουβάρια του σπιτιού τους καί γλωσσο-
δέρνονται. Οί άνθρωποι πού περνούν πολλές ώρες μόνοι
τους, άσχετα μέ τά διαδεδομένα προσχήματα, άναγκάζο-
νται —σάν τό χταπόδι πού καταβροχθίζει κάποτε τά ίδια
του τά πλοκάμια— νά τρώνε τά σωθικά τους.
Τρώνε καί τρώγονται. Έ μόνωση δέν άπομακρύνει τούς
άλλους, άντίθετα τούς φέρνει πιό κοντά. Μπαίνουν σάν τούς
καλικαντζάρους καί τά τελώνια άπό τήν καμινάδα καί τά
άνοιχτά παράθυρα. Αρκεί νά κρυφακούσει κανείς κάτι α­
ξιολύπητα γεροντάκια, κάτι σωμένες ύπάρξεις πού μυρί­
ζουν τής χωματερής, γιά νά πειστεί δτι στά άκατάσχετα
παραμιλητά τους δέ λένε τραγούδια, δέν προσεύχονται, άλ­
λά βγάζουν λογίδρια γιά νά βάλουν τά πράγματα στή θέση
τους, ξεκαθαρίζουν λογαριασμούς, μαλώνουν μέ τούς ή­
σκιους πού τά κυκλώνουν. Καί ό τρελός πού εχει τή δική
του, καταδική του μόνωση δέ διαφέρει. Ό,τι κι άν λέει ή
κοινή γνώμη, δέ μαλώνει μέ τή σκούφια του, τά ψέλνει
διαρκώς σέ κάποιους, θέλει νά τούς δώσει νά καταλάβουν.
Οΰτε χρειάζονται ικανότητες καρδιογνώστη γιά νά προσέ­
ξει κανείς δτι οί μονήρεις έχουν κουρασμένα πρόσωπα. Ε ­
κείνη τήν κόπωση τών άνθρώπων πού βγαίνουν άπό μεγά­
λες λογομαχίες.
Ανέφικτη
Ενδοφαςια

Ε
κκενώ στε μια ποαη, μια χωρα, τη ν οικοτμ ενη οαο-
κληρη άπό τό τερατώδες άνθρωπομάζωμα πού τή νέμε-
ται καί άφήστε εναν άνθρωπο πού τό πήρε άπόφαση νά
ζήσει μόνος καί παντέρημος. Υποθέστε άκόμα δτι ώς διά
μαγείας δλα γύρω του —έκτός άπό τήν παρουσία άλλων
άνθρώπων— λειτουργοΰν κανονικά. Επιβιβάζεται στό τρέ­
νο κι αύτό τόν μεταφέρει στόν προορισμό του. Πηγαίνει
στό νοσοκομείο καί ή νοσηλεία είναι άψογη. Αόρατα χέρια *
τόν σερβίρουν γιά νά δειπνήσει, τόν κουράρουν, μεριμνούν
γιά τή διασκέδαση καί γιά τόν έρημο οικο του.
Κι άν άπογοητευμένος έπιβιβαστεΐ σέ ένα άεροπλάνο
γιά νά πετάξει πάνω άπό τούς ώκεανούς ((εις άναζήτησιν
καλυτέρας τύχης», τίποτα δέν άλλάζει. Ή άρχή τής αηίΗί-
Ιαίίο έφαρμόζεται κι έδώ. Παντού άδειες πολιτείες, ψυχή
στούς δρόμους, οΰτε ενα άνθρώπινο γνέψιμο. Τί ζωή νά φα­
νταστεί κανείς γι’ αύτόν τόν άπίθανο μονώτη, πού κατέχει
τά πάντα έκτός άπό τή δυνατότητα νά συναπαντήσει κά­
ποιον, κι αύτό διά βίου, χωρίς τήν παραμικρή έλπίδα άλλα-
της;
Ό φως ζεΐ ύπό τήν προϋπόθεση δτι μιλάει* διαφορετικά
αύτοκαταργειται. Καί δέν είναι κατά βάση ή άκατάσχετη
άνάγκη γιά συνομιλία πού γεννάει έδώ τήν τερατωδία, άλ­
λά ή συνθήκη τής διυποκειμενικότητας. Τό έγώ καί τό έσύ
120 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

συγκροτούνται ταυτόχρονα, άλληλοδιαμορφώνονται. Ποτέ


δέν διαπλάθονται «έν απομονώσει». Καί άν τό βρέφος λέ­
γεται νήπιο καί θεωρείται άνθρωπος μέν, άλλά ένδυνάμει,
είναι έπειδή άκόμα ύπάρχει ώς νή-πιο (ά-λαλο). Μόνο άπό
τή στιγμή πού άρχίσει νά μιλάει άνήκει στόν κύκλο τών
άνθρωπίνων. Οΰτε είναι σύμπτωση ή περίφημη ((μητρική
γλώσσα» πού άποκτάται μαιευτικά, μέ άμοιβαΐο φωνητικό
καί νοηματικό κατοπτρισμό. Τά «άγρια παιδιά» πού μεγά­
λωσαν στήν έρημιά, μακριά άπό τήν μητρική άγκάλη (του
πολιτισμού), κατέπλησσαν κυρίως μέ τήν πλήρη άφασία
τους.
Μόνο μιλώντας ώριμάζει ό άνθρωπος. Γιά νά γίνει έγώ,
αύτόνομος ψυχισμός, αύτοσυνείδηση καί ιτίΗοΙιίηβ η ρβΗβΓ,
κάτοχος καί κατεχόμενος του λέγειν, μόνο μέσα στήν κοι­
νωνία τό επιτυγχάνει, Χάρη στή συλλογικότητα έξανθρω-
πίζεται. Καί δ,τι εύδοκιμεΐ συλλογικά, εστω κι άν μορφώ­
νεται ώς άτομικότητα, ή οποία μάλιστα εχει τή δυνατότη­
τα νά άμφισβητει τά κοινά, δέν εχει δικαίωμα έξόδου. Πά­
ντα τήν άκολουθεΐ τό σύνδρομο του μπουλουκιοΰ, τής
άγέλης, τού κοπαδιού. Σωρηδόν καί ίλαδόν ό άνθρωπος νι­
ώθει άνθρωπος.
Μέ τήν άριστοκρατική καί εμμέσως ένοχη χρονοτριβή
πού διακρίνει τή φιλοσοφία άπέναντί στά πιό κοινά πράγ­
ματα —φερ’ είπεΐν τήν ύπαρξη τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου—,
ξέρουμε δτι δέν κατάφερε ποτέ νά ξεδιαλύνει πώς τό Έγώ
συγκροτείται μέσα άπό τή συνάφεια τής άλληλολαλίας καί
τής Λέσχης (άπό τό λέγω). Τό οο§ΐίο τοΰ Καρτέσιου, ήτοι
ή πιό τολμηρή άπομόνωση τής συνείδησης, δέν εχει λεκτι­
κές δυνατότητες, γιατί ό διάλογος συνεπάγεται τήν παρου­
σία τοΰ άλλου. Έ ίδια άλλωστε άναπηρία χαρακτηρίζει τό
έγώ νοώ τοΰ Κάντ. Δέν ύπάρχει οΰτε ενα γνήσιο φιλοσόφη­
μα (μηδέ τών Καρτεσιανών Στοχασμών τοΰ Χοΰσερλ έξαι-
ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΕΝΔΟΦΑΣΙΑ 121

ρουμένων) δπου τό ζήτημα τής διυποκειμενικότητας νά λύ­


νεται ικανοποιητικά καί τό έγώ νά θεραπεύεται άπό αύτή
τήν άλαλία πολυτελείας.
Όπου δμως ή φιλοσοφία σκοτίζεται, ή ζωή τά καταφέρ­
νει περίφημα. Τά βρέφη έξακολουθοΰν νά ξεφεύγουν άπό τή
νηπιότητα καί νά γίνονται λαλίστατα παίζοντας μέ τή μάν­
να τους. Οί άνθρωποι έπιμένουν νά είναι στωμύλοι καί λα­
λίστατοι φώτες. Τίποτε δέν τούς εμποδίζει. Τό μοναδικό
πρόβλημα πού δείχνει νά περιπλέκει τά πράγματα είναι ή
πιθανή άπόφαση ένός ώριμου άνθρώπου νά άποχωρήσει.
Πώς νά έξοριστεΐ τό δόλιο φημϊ στόν άναπάντητο μονόλο­
γο; Καί ή άποχώρηση δέν μπορεί νά είναι μόνο έξωτερική
(διάρρηξη τών κοινωνικών δεσμών), άλλά ριζικά εσωτερική
(ξερίζωμα τής άνθρωποκρατίας άπό τά σπλάχνα του). Πώς
λοιπόν θά επιβιώσει ώς άρνησίκοσμο καί φυγάνθρωπο ενα
ον διαποτισμένο άπό τήν κοσμικότητα καί τήν άνθρωπότη-
τα;
Άραγε είναι προικισμένο μέ μιάν ικανότητα ένδοφασίας
ή οποία, άγνωστο πώς, έξασφαλίζει τήν έλεύθερη λειτουρ­
γία του ψυχισμοΰ του (μνήμη, φαντασία, ομιλία, θυμικό,
νόηση) χωρίς νά συνεπάγεται άναγκαστικά τήν παρουσία
τών άλλων; Μιά άνάλογη ικανότητα θά ήταν ή καλύτερη
παραμυθία γιά τόν μισάνθρωπο. Νά ύπάρχει δηλαδή μιά
ένδιάθετη ομιλία, άφωνη καί άνεκδήλωτη, πού νά τελεϊται
«έν σιωπή» καί κυρίως νά μήν έπιβάλλει τήν άμοιβαιότητα
τής άκρόασης. Έτσι μιά καί μόνη συνείδηση αύτονομεΐται
άπό τήν κοινωνική· έξάρτηση καί συνιστά άφεαυτής εναν
αύτοδύναμο κόσμο.
Όπως είναι προφανές, ένδοφασικοί ύπάρχουν, καί πολλοί
μάλιστα, άλλά δέν τούς χαρακτηρίζει καμιά αύτοδυναμία.
Στήν πραγματικότητα φέρονται δπως ό σχιζοφρενής πού
κουβαλάει μαζί του τόν άκροατή του. Τό θέαμά τους είναι
122 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

αλλόκοτο* δπως, σέ μικρογραφία, ανησυχητικό είναι τό θέ­


αμα ένός άνθρώπου πού κάθεται μόνος σέ ενα καφενείο.
Ένας άνθρωπος μόνος είναι ένας άνθρωπος λειψός. Κάτι
περιμένει. Κάποιος πρέπει νά τόν συμπληρώσει γιά νά τόν
βγάλει άπό τή δύσκολη θέση της ένδοφασίας του. Καί δ­
ντως, άπό τή στιγμή πού κάποιος κάτσει κοντά του δλα
βαίνουν καλώς. Παίρνει μπρός ή συζήτηση, ή κοινωνία χα­
ρίζει τά φάρμακά της.
Σέ άντίθεση μέ τόν Ρασκόλνικοφ πού, άκούσια έστω, έ­
κοψε σέ μιά στιγμή τούς δεσμούς του μέ τούς άλλους, ή
μισανθρωπία αισθάνεται πλήρη άδυναμία. Είναι πιασμένη
γιά τά καλά στό μέγα δίχτυ τής γλώσσας καί τής συνά­
φειας. Έ ένδεχόμενη άποσκίρτησή της δέν μπορεΐ νά άπο-
τελεΐ ζήτημα άπόφασης. Έ φυγή της, γιά νά μήν είναι
ψευδοφυγή, έχει άνάγκη ένα νέο έγώ — κάτι άνέφικτο δη­
λαδή. Μιά πηγή ζωής, μνήμης καί φαντασίας πού νά μή
χρωστάει τίποτα στή συλλογικότητα. Ά λλά έδώ τά θέσφα­
τα του Αριστοτέλη ισχύουν άπολύτως: γιά νά ζεΐς μόνος
πρέπει νά είσαι ή θηρίο ή Θεός.
Ή ύποχρεωτική σιωπή τών πυθαγορείων, πού συχνά
διαρκοΰσε χρόνια, δέν άπέβλεπε στήν οριστική άπομάκρυν-
ση άπό τά άνθρώπινα* ή άσκησή της είχε νόημα μυητικό,
γ ι’ αύτό δέν άπέκλειε τήν έπάνοδο. Όσο γιά τή σκήτη,
αύτή δέν εξαναγκάζει στή σιωπή. Καί στηλίτης άκόμα, ό
παραδαρμένος φώ 9 θά ύποκαταστήσει τό διάλογο μέ τήν
προσευχή καί θά ξαναβρεΐ έτσι τήν άπωλεσμένη κοινωνικό­
τητα. Έ πανούκλα τοΰ διαλόγου, καταστατική τάξη τής
συνείδησης, δέν είναι κάτι πού γιατρεύεται μέ άσκηση έστω
ή μέ βάσανα.
Μέσα στή σπηλιά του —κι άφοΰ πιά οί σπηλιές δέν κα-
τοικοΰνται, μέσα στήν τρώγλη μιας πολυκατοικίας— ό Τί-
μωνας θά έξακολουθήσει νά ξετυλίγει τό παλιό κουβάρι τής
ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΕΝΔΟΦΑΧΙΑ 123

συλλογικής συνάφειας. Όλα στήν ψυχή του εΐναι κατοικημέ-


να άπό τό παρελθόν καί ή οποιαδήποτε έπιστροφή στόν
έαυτό του δέ μπορεί νά μήν είναι άκανθοτόκος. Πάντα κά­
ποιο ράκος άναμνήσεων θά συνεπαίρνεται καί θά έπαναφέ-
ρει τήν παλαιά κατάσταση. Τό μαχαίρι μπορεί, προσωρινά
εστω, νά ξεχνάει τό άκόνι, άλλά ή συνείδηση, γέννημα-
θρέμμα τής συλλογικότητας, στις νέες τής υποχρεώσεις
προδίδει πρόστυχο υλικό. Έ νΐία ηονα άποδεικνύεται κακό,
κάκιστο άστειο.
Αστείο άλλωστε, χοντρό άστειο, εϊναι καί τό παραμύθι
τής τελεσίδικης φυγής. Ό μισάνθρο^πος ποτέ δέν άναχωρεϊ
άπολύτως. Παραμένει στήν παραμεθόριο τής κοινωνικής
ζωής, κατασκοπεύει μέ άποδοκιμασία καί άπέχθεια τόν ά-
χό τών πολλών, γνωρίζοντας άπό πρώτο χέρι ότι ή κοινω­
νικότητα δέν είναι εκλογή, άλλά μοίρα. Μέσα στό ένδιαί-
τημά του μπορεί νά μοιάζει μέ άποστρατευθέντα, παραιτη-
θέντα, άπολυθέντα (ένίοτε ίσως νά νιώθει δτι τόν πέταξαν
όπως τήν τρίχα άπό τό ζυμάρι), άλλά ποτέ ώς άπόκοσμο
δν. Είναι εκεί, πίνει τό ίδιο νερό, βαδίζει στούς ίδιους δρό­
μους* μέσα άπό τά ραδιοφωνικά καί τηλεοπτικά παράθυρα
τής σκήτης του άφουγκράζεται καί βλέπει δ,τι καί οί άλ­
λοι.
Δέν είναι λίγοι (παρότι έκλεκτοί) οί άνθρωποι πού σήμε­
ρα στήν Ελλάδα —χωρίς νά ξεχνάμε τό οχι καί τόσο πα­
λαιό παράδειγμα του Παρθένη—ζοΰν μέσα σέ άνάλογες
συνθήκες αύτοεξορίας καί έγκλεισμοΰ. Άτομα 6χι άπλώς
άποτραβηγμένα —δπως κονταίνει μέ τά χρόνια τό σχοινί
πού δένει τόν ηλικιωμένο άνθρωπο μέ τό σπίτι του—, άλλά
άτομα έπώνυμα πού προτίμησαν τόν άποσκορακισμό άπό
τή δημοσιότητα καί τό άσκηταριό άπό τή χαύνη κοινωνικό­
τητα. Όλοι ζοΰν μέσα στήν πόλη, άλλά μέ τόν τρόπο του ό
καθένας έχουν βρόχο ενα Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ! Καί μο­
124 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

λονότι ζοΰν έν κρύπτω καί παραβνστω, δέ δέχονται εύκολα


τόν χαρακτηρισμό τοΰ μισανθρώπου. Μέ τό δίκιο τους άλ­
λωστε.
Πριν άπ’ όλα —όπως μέ τόν Τίμωνα τοΰ Λουκιανοΰ—
πάντα κάποιους άνθρώπους άνέχεσαι. Συχνά μάλιστα προ­
σηλώνεσαι σέ αύτούς, γιατί τό «λίγο» ύπερτιμάται πάντα,
καί φτάνεις μέχρι σημείου νά τούς θεωρείς εξαίρεση τών
έξαιρέσεων. Είναι τόσο μεγάλο τό μαράζι τοΰ άνθρώπου
πού άδυνατει νά φέρει τήν άρνησή του σέ πέρας, ώστε δέ
διστάζει κατά διαστήματα νά αύτοδιαψεύδεται γιά νά ξα-
ναβρεΐ κάτι άπό τά παλαιά καί τά άναθεματισμένα. Ή κί­
νηση μπορεΐ νά θυμίζει τόν καπνιστή πού λόγω άσθενείας
στερήθηκε τό τσιγάρο καί τώρα κλέβει μιά ρουφιά άπό τό
τσιγάρο τοΰ άλλου, άλλά μπορεΐ νά θυμίσει καί πράγματα
γενικότερης σημασίας.
Γιατί μέ ποιά λογική μπορεΐ κανείς νά άρνεΐται τό άν-
θρώπινο γένος κρίνοντας μόνο άπό ορισμένα άτομα; Ή λο­
γική τοΰ γευσιγνώστη (πού κρίνει ολόκληρο τό βαρέλι καί
τό άμπέλι άπό μερικές γουλιές) δέν εύσταθεΐ έδώ. Κανείς
μας δέν είναι άντιπροσωπευτικό δείγμα. Εξάλλου ό ίδιος
δέν είναι πού θεωρεί τόν έαυτό του έξαίρεση; Χωρίς νά
καταφεύγει στό άδιανόητο (μιά κοινότητα πού θά είναι
«καλή» έπειδή θά απαρτίζεται άπό μισανθρώπους), μπορεΐ
νά άναθεωρεΐ πολλά άπό τά τραύματά του, πού ένδεχομέ-
νως είναι σφάλματά του.
Όταν ό Σαίξπηρ βάζει τόν Τίμωνα εξω άπό τά τείχη
τής Αθήνας ν’ άναθεματίζει συλλήβδην δλο τό πόλισμα,
αύτή ή —εύεξήγητη άσφαλώς—αύθαιρεσία είναι ολοφάνε­
ρη καί προκλητική. Έν-ονόματι ποίας άρχής μπαίνουν δλοι
στόν ίδιο τορβά;
Ό Κάντ δέ δέχεται τήν άφηρημένη άγάπη γιά τό Θεό,
μέ τό ισχυρό επιχείρημα δτι δέν μπορεΐ κανείς νά άγαπάει
ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΕΝΔΟΦΑΣΙΑ 125

κάτι γιά τό οποίο δέν εχει καμιά παράσταση. Καί τό μίσος


γιά τήν ανθρωπότητα, έλλείψει καθολικών παραστάσεων,
κινδυνεύει νά άποβεΐ κούφα άνυποστασιολογία. Ά ν έν-ονό-
ματι ορισμένων άνθρώπων φτάνει κανείς στή γενική απόρ­
ριψη, τό λιγότερο πού μπορούμε νά σκεφτοΰμε είναι δτι
ύπερτιμα τήν άξια τους. 'Τπό ποία ιδιότητα άναλαμβάνουν
ρόλο επαρκούς δείγματος; Στις ένδοσκοπήσεις καί τίς βα­
σανιστικές ένδοφασίες του ό μισάνθρωπος, εστω καί άνευ
μαρτύρων, παραδέχεται ένοχα δτι ποτέ του δέ γνώρισε τόν
«άνθρωπο», ποτέ δέ γνώρισε «άνθρώπους», άλλά μόνο ιδιό­
τητες καί ξέκρεμα χαρακτηριστικά.
Αληθεύει άπολύτως δτι ό ((άνθρωπος» ύποκρύπτεται
πίσω άπό τό κοπάδι τών άνθρώπων. Γνωρίζεις έπαγγελ-
ματίες, πολιτικούς, άθλητές, φυλακισμένους, άτομα έξώλης
καί προώλης. Άτομα πού έχουν έμπλακεΐ σέ εναν ορισμένο
κύκλο πραγμάτων καί σχέσεων πού ιδιάζουν, προσιδιάζουν,
άλλά δέ γενικεύονται. Έχουν τή δική τους άποκλειστική
ομάδα αίματος. Κανείς τους δέ μπορεί νά σταλεί σέ εναν
άλλον πλανήτη ώς άντιπροσωπευτικό δείγμα του «άνθρώ-
που». Όλοι τους είναι φθαρμένοι άπό τό έπιμέρους, άπό
τήν ειδικότητα, άπό τό συμβάν καί ετσι χάνονται ώς «άν­
θρωποι» γιά νά ζήσουν ώς αύτό τό ιδιόμορφο πού κατάντη­
σαν νά είναι.
Ένας νεαρός βλαστός πού εχει τό μαράζι τής άρτιγέννη-
της προσωπικότητάς του, πώς νά επωμιστεί καθήκοντα ά-
ντιπροσώπου τής άνθρωπότητας; Θιασώτης του υποτυπώ­
δους άκόμα, κάνει τό κακό γύρω του επειδή υπηρετεί τόν
έαυτό του δχι μέ έδραιωμένη αίσθηση άτόμου, άλλά μέ
δορκαδίζοντα σφυγμό.
Ένας άνθρωπος πού επειδή άγόρασε κάποτε τήν τριχιά
πρίν άγοράσει τό βόδι, καί κατόπιν, μιά ζωή, κυκλοφορεί
μέ τήν τριχιά στά χέρια καί άλλοτε σκέφτεται νά κρέμα-
126 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

στεΐ, άλλοτε τή χρησιμοποιεί σά μαστίγιο εναντίον πάντων,


άλλοτε τήν προσφέρει στούς επιρρεπείς γιά νά κρεμαστούν,
πώς νά ενσαρκώσει τόν «άνθρωπο»;
Παντού έχουμε νά κάνουμε μέ άρνάκια πού κρέμονται ά­
πό τό ποδαράκι τους, μέ έπιμέρους πού δέ γενικεύονται, μέ
περιπτώσεις άνθρώπων, άλλά οχι μέ τόν «άνθρωπο», ό ό­
ποιος, δπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, δέν ίσοΰται μέ τό
άθροισμα τών άνά τήν ύφήλιο όμοιων καί άνομοίων του. Τό
έπιμέρους επιμένει νά φέρεται καί νά παραφέρεται. Έ δια­
φορά άνάμεσα στόν Ηοπιο καί στίς εκφάνσεις του εμμένει.
*Υπάρχουν άνθρωποι πού έβαλαν φωτιά καί έκαψαν δλη
τους τήν οικογένεια, άνθρωποι πού διέπραξαν εκατοντάδες
δολοφονίες, εκτελεστές , βιαστές, κακοποιοί κάθε κλίσεως
καί δυνάμεως. Οί δικογραφίες τους δμως δέ μπορούν νά
στηρίξουν κανένα γενικό συμπέρασμα.
Στό βιβλίο τοΰ Ντέ Κουίνσι Ή Δολοφονία ώς μία εκ τών
Καλών Τεχνών άπολαμβάνει κανείς τό θετικό στοιχείο τοΰ
εγκλήματος χωρίς νά συνάγει πένθιμα συμπεράσματα γιά
τήν άνθρωπότητα. Καί δταν λέμε θετικό στοιχείο δέν έννο-
οΰμε τήν δποια δικαιολόγησή του, άλλά τήν άνάδειξη τών
άνθρωπίνων διαστάσεων. Τό έγκλημα, δπως καί ή άγαθο-
εργία, μπορεΐ νά περιγράφει δπως τόσες άλλες συναρπα­
στικές έπιχειρήσεις χωρίς τόν τυφλοσούρτη τής ήθικής κα­
ταδίκης ή τής άρετολογίας παραμάσχαλα. Ό Νίτσε έπέμε-
νε πολύ πάνω σ’ αύτό: υπάρχουν ήθικά κριτήρια, άλλά οχι
ήθικά γεγονότα. Οί περισσότερες καταγγελίες όφείλονται
άναμφίβολα σέ κάποια έλαττώματα τοΰ ματιοΰ πού παρα­
τηρεί τά πταίσματα.
Μέσα σέ κάθε φονιά λυσσομανά ξεκαπίστρωτη μιά επι­
θυμία πού πρέπει νά βρει τήν ικανοποίησή της. Καί σέ βά­
ρος ποιών, άν οχι τών άλλων; Ό Ούίλιαμς καί ό Λαντρί
είναι «άνθρωποι» δσο καί ό πρώτος τυχών πού πέφτει θύμα
ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΕΝΔ0 ΦΑ2 ΙΑ 127

ένός μανιασμένου οπλοφόρου. Οί περιπτώσεις ατόμων πού


ξαφνικά εμφανίζονται σέ ένα δημόσιο χώρο καί άνευ λόγου
θερίζουν όσους βρουν μπροστά τους, γιά νά ομολογήσουν
κατόπιν εορτής καί σφαγής δτι δέν τούς γνώριζαν, άλλά
εκδικούνταν στό πρόσωπό τους τήν ανθρωπότητα, είναι ά­
πό τίς πλέον διδακτικές. Τά άτομα είναι λιγάκι σάν τήν
ιστορία ή οποία, καθώς λένε, διδάσκει δτι δέν διδάσκει
τίποτα.
Τό Έγώ διάγει βίο τραυματία* μονίμως αισθάνεται θιγ­
μένο καί προσβεβλημένο — κατάσταση πού, δπως θά έλεγε
ό Ντοστογιέφσκι, τήν έχει άνάγκη. Ό άνθρωπος έχει άνά­
γκη τά πλήγματα καί τό μίσος. Ίσως έτσι αισθάνεται πιό
έντονα τόν έαυτό του καί δικαιολογεί καλύτερα τό Είναι
του. Πλήν δμως τό μίσος του στρέφεται πάντα ένάντια
στούς άλλους. Τό Έγώ —άλλο παράδοξο αύτό— όσο έπί-
μαχο καί ετοιμοπόλεμο δείχνει σέ σχέση μέ τούς άλλους,
δέν κατορθώνει νά μισήσει τόν έαυτό του.
Φυσικά δέ λείπουν οί περιπτώσεις παθών πού στρέφονται
κατά του έαυτου τους. Όταν έσωτερικεύσεις τό μισούμενο,
τίποτα πιά δέν άποκλείεται. Κυνηγός καί θήραμα ταυτίζο­
νται καί αύτοτραυματίζονται. Εντυπωσιάζει δμως τό γε­
γονός δτι στις έπιστολές τών αύτόχειρων καί στούς βαρύ­
θυμους κωδίκελλους πού άφήνουν πίσω τους, σπάνια συνα-
ντάται μιά ομολογία του έκλιπόντος πού νά παραδέχεται
μίσος γιά τόν έαυτό του. Απέχθεια γιά τήν ύπαρξή του.
Απεναντίας, τό δεσπόζον είναι διάσταση μέ τόν έξω κόσμο
άπό τή μιά καί γαλήνια συμφωνία μέ τήν ειλημμένη άπό-
φαση άπό τήν άλλη. Άλλο παραίτηση, άλλο φυγή, άλλο
άπελπισία, άποτυχία, συντριβή, καί ριζικά άλλο το μίσος
γιά τόν έαυτό μας.
Αύτό άλλωστε είναι καί τό μεγάλο έρωτηματικό του μι-
σανθρώπου: πώς συμβαίνει καί τό μίσος του γιά τήν άν-
128 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

θρωπότητα δέ στρέφεται ποτέ ένάντια στό εκλεκτό τμήμα


της πού ένσαρκώνει ό ίδιος; Άπό τή στιγμή πού αύτή ή
απορία καλλιεργηθεί τολμηρά καί λάβει τίς διαστάσεις πού
τής πρέπουν, ή έξέλιξή τηέ επιφυλάσσει αναθεωρήσεις α­
ναπάντεχες.
Ό εγωισμός δέ φυγαδεύεται μακριά άπό τό άνθρωπαριό.
Έ ξω άπό τή συλλογικότητα κανένας έγωισμός δέν ίκανο-
ποιήθηκε, καμιά γαλήνη δέν άποκτήθηκε. Έ συνείδηση εύ-
δοκιμεΐ μόνο άσκώντας τόν κρησφυγετισμό —εστω στίς α­
γκάλες τοΰ Θεοΰ—, άσφαλίζεται μέ τή συνύπαρξη, δέ μπο­
ρεΐ νά μεταφυτευθεΐ σέ μή άνθρώπινα κλίματα. Είτε άνθί-
ζει καί καρπίζει, είτε βλαστομανά σέ βάρος τής άποδοτι-
κότητάς της, τό έδαφος της είναι ενα καί μόνο: ή κοινωνία
τών άνθρώπων.
Μέ παρόμοιες σκέψεις ό μισάνθρωπος «έπιστρέφει». Ε ­
πιστροφή πού δέν άρνεΐται τό παρελθόν της, άλλ’ απλώς
άνακαλύπτει νέα κίνητρα. Ά ν εφυγε πτοημένος καί άηδια-
σμένος άπό τή σάπια μεταλαβιά τής συλλογικής ζωής, τώ­
ρα επιστρέφει θωρακισμένος μέ τά πάθη του καί άνάλγη-
τος. Δέν άργεΐ ή στιγμή πού θά ενσαρκώσει τόν άνθρωπο
τής δύναμης πού άναλαμβάνει τήν ύπόθεση τοΰ έαυτοΰ του
σάν πολεμική επιχείρηση. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεΐ
νά ύπερισχύσει.
Τό παράδειγμα τοΰ Ζάν Ζάκ Ρουσό άποτελεΐ τήν πει­
στικότερη μαρτυρία.
Ο,ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΑΣ

ΜΟΤΣΟΛΙΝΙ ΘΕΩΡΗΣΕ ΚΑΛΟ, ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ, ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ

0 τό έθιμο τής χειραψίας ανάμεσα στά μέλη του κινήμα­


τος του. Ή πρόταση τής γυμνής χειρός (άνεν όπλου: αύτό
είναι τό νόημα τής χειραψίας) έκδηλώνει ειρηνική διάθεση,
ένώ τό πνεύμα του φασισμού ήταν άκραιφνώς άρειμάνιο.
Τίποτα δέν έμποδίζει δμως τόν άνθρωπο νά έχει πολεμικές
προδιαθέσεις, παρότι έξαντλεΐ τίς κλειδώσεις του σέ χει­
ραψίες καί έναγκαλισμούς.
Μέ τόν καιρό άλλαξε ό τρόπος πού μιλούν οί άνθρωποι,
ή άπόσταση μεταξύ τους, οί έκφράσεις καί οί χειρονομίες.
Άλλά ή πρωτόγονη έχθρότητα, αύτός ό τρόμος μέσα στό
σκοτάδι μήπως σέ άγγίξει κανείς ξαφνικά, είναι κάτι πα­
ραμόνιμο. Ό έγκλωβισμός στίς πολυάνθρωπες πόλεις, ή
καταναγκαστική συνύπαρξη στήν μυρμηγκοφωλιά, αντί νά
ένισχύσει τήν οικειότητα, πολλαπλασίασε τίς άρνητικές
ροπές. Λές καί ό άνθρωπος γιά νά επιβιώσει πρέπει νά
έφευρίσκει τρόπους για να γίνεται χειρότερος.
Δέν είναι περίεργο λοιπον οτι εμφορείται άπό μιάν ίδιά-
ζουσα μυωπία: ανέχεται τά πολύ κοντινά καί άπεχθάνεται
τά άπόμακρα, δπως άγαπαμε τό άνώδυνο κύμα στήν ακρο­
γιαλιά ένώ έχουμε έναν άόριστο τρόμο γιά τό πέλαγος. Γιά
τά θύματα τών θεομηνιών, τών καταστροφών, τών έπιδη-
μιών, τών πολέμων πού μαστίζουν τόν πλανήτη, ή άπάντη-
130 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ

ση είναι μία: μπορούμε νά ζήσουμε καί χωρίς αύτούς. Καί


τό «χωρίς» ισχύει έξίσου γιά τούς ανθρώπους της ίδιας πό­
λης, της ίδιας συνοικίας. Όποιος φεύγει, φεύγει — ενας
λιγότερος.
Αύτός ό οχι καί τόσο μοντέρνος τρόπος νά φτύνει κανείς
στόν τάφο τοΰ άλλου είναι πιά έπιβεβλημένος καί εύρέως
άποδεχτός. Μονάχα πού οί κοινότητες, οί όποιες γιά νά
θρηνήσουν τούς νεκρούς τους επιστρατεύουν κροκόδειλους,
είναι έπόμενο άνά πάσα στιγμή νά κινδυνεύουν άπό τά έρ-
πετά. Καί ό κίνδυνος, είναι γνωστό τοϊς πασι, σοβεί, καθώς
ή ζωή προσέλαβε τόσο φτηνό νόημα ώστε ή διαφορά άνά-
μεσα στά άπορριμματοφόρα καί στά νεκροφόρα οχήματα νά
είναι απλώς άκαδημαϊκή.
Μέσα σέ μιά τέτοια κοινωνία φιλοτόμαρης φοβίας καί
κροκοδειλοβοσκών καλείται ό μισάνθρωπος νά οικονομήσει
τό βίο του. Νά καλλιεργήσει τίς χειρότερες πλευρές του
γιά ν’ άμυνθεΐ καί τίς καλύτερες γιά νά διαπρέψει. Γιατί ή
άξιολογία, δσο τό άνομήλικο δάσος τών άνθρώπων φου­
ντώνει, έξακολουθεΐ νά υπάρχει. Τό κλέος ισχύει. Ξύλο γιά
τό κοπρόφτυαρο, ξύλο γιά τό φουρνόφτυαρο, άλλά τό δάσος
δάσος.
Ε Ξ Α Ρ Χ Ε ΙΑ 1 9 8 9
ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

Στόν Μπάμπη Αυκούδη


Το Κ ϊΝ Η ΓΙ ΤΟΪ ΒΟΑ

Ο ΚΕΡΙ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΦΕΓΓΕΙ. ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ, ΑΝ

Τ δέν προσφερθεΐ στή φλόγα καί στή φθορά, θά παραμεί-


νει άθιχτο, άλλά καί μακριά άπό τά γνωρίσματα πού τό
κάνουν νά είναι αύτό πού είναι.
Αύτό τό μάθημα τής άπώλειας μέσα στό εργο, τής σπα­
τάλης μέσα στήν άπόδοση, άποδεχτό σά συμπέρασμα, άρ­
χιζε ι νά δείχνει τό προβληματικό του πρόσωπο μόλις τεθεί
ή άπαίτηση του βιώματος. Έ στρατηγική τών παρακα­
μπτήριων οδών σέ παρόμοιες περιπτώσεις διαπρέπει. Κι­
βδηλοποιοί, παραχαράκτες, ρέκτες _της φενάκης^καί τών
ψευδεπίγραφων πιστοποιητικών βρίσκουν τήν εύκαιρία νά
στρωθούν στή δουλειά.
Καί τά άποτελέσματα σωρεύονται ενα γύρω μέ ραγδαίο
ρυθμό. Μέσα στόν κόσμο τών μικρών προσπαθειών καί
(κατά συνέπεια) τών άκρατων φιλοδοξιών, τό μέσα μυαλό
χάνει τήν πρωτοκαθεδρία του καί τά μέτρα του πέφτουν σέ
τιμητική άχρηστία. Τό φλέγον ζήτημα σέ αύτή τήν ψυχο­
λογία τής διαφυγής εϊναι ενα καί μόνο: πόσο πρόθυμος ή
ικανός εϊναι ό καθένας νά υποβληθεί στόν κίνδυνο; Μ’ άλλα
λόγια, πιο άγοραΐα στόν ήχο καί πιθανώς πιό μεστά: πόσο
διατεθειμένος εϊναι νά πληρώσει τή «νύφη»; Νά έξαγοράσει
τή μικρή ή μεγάλη του φλόγα μέ τό ίδιο του τό κορμί;
Ο κομφορμισμός τών μετόπισθεν —καί κάθε κίνδυνος,
όπως καί κάθε πόλεμος, εχει τά δικά του μετόπισθεν— έ-
134 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

πινοεΐ εσπευσμένα τήν αναιρετική ρητορική του. Όσο κι


άν αποστομώνεται δταν του ύπενθυμίζουν δτι κανείς δέν
περνάει τό ποτάμι άβρόχοις ποσί, πάντα θά βρει τρόπο νά
σκαρώσει γεφύρια καί νά φανταστεί λογής-λογής πλασμα­
τικά άλματα.
Ή μορφή του μελετητή πού, άκόμα καί μέ ενα μυωπικό
μάτι ή μισό νεφρό, έπιμένει νά διεξέλθει βιβλιοθήκες ολό­
κληρες γιά νά στήσει μιά συχνά μισερή πρόταση, άρχίζει νά
ξεφτίζει πρός οφελος τής λογικής πού καλλιεργεί τήν άπο­
ψη δτι ή πολλή μελέτη διαλύει τό μυαλό. Άφου ή ζωή
είναι τόσο σύντομη, τί εϊναι εκείνο πού άξίζει νά τή θυσιά­
σουμε γιά χάρη του;
Γενικά, ένώ οί ιδέες δείχνουν νά διατηρούν τήν αϊγλη
τους, δταν ερχεται ή στιγμή τής έμπρακτης άπόδειξης, πα-
ρατηρεΐται ενας πανικός, μιά άπουσία άντανακλαστικών,
πού άφήνει σύξυλο κάθε παρατηρητή. Ένας νέος άνθρω­
πος, άφου άκολούθησε τούς άνεξερεύνητους τρίβους τής έ-
φηβείας, στρέφεται ξαφνικά πρός τήν πίστη. Καί τό άλλό-
κοτο βέβαια δέν είναι αύτή ή στροφή —πού βαραίνει πά­
ντοτε, δπως κάθε άληθινή μορφή περιπλάνησης— άλλά ό
τρόπος της. Α ντί ή μυούμενη ψυχή του νά χάσει τά πάντα,
νά νιώσει γυμνή καί άνέστια, μέσα στό ψυχανέμισμα εστω
τής συντριβής, νά βρεθεί έν πάση περιπτώσει μπροστά στόν
γκρεμό, τό μόνο πού επιζητεί είναι μιά νέα άποκατάσταση.
Ά ντί νά άλλάξει ριζώματα, άλλάζει βιβλιογραφία, τόνους
στις συζητήσεις της, συνειρμούς καί εμμονές. Άπό κεΐ καί
πέρα τίποτε άλλο. Οΰτε σκέψη γιά τόν κίνδυνο. Μολονότι
οί φωνές πού τής μιλούν μέσα άπό τά «ιερά» βιβλία κατοί­
κησαν σέ σκήτες καί πάνω σέ στύλους, ή ίδια άνταλλάσσει
τή ζωή μέ πολλά ύποσχόμενες φράσεις καί άρκεϊται σέ αύ­
τό. Έτσι οί παλιοί έπαναστάτες του γραφείου μπορούν νά
γειτονεύουν άπρόσκοπτα μέ τούς πιστούς του γραφείου.
ΤΟ ΚΤΝΗΓΙ ΤΟΪ ΒΟΑ

Άλλα δέν πρόκειται ειδικά για τούς μελετητές καί τούς


πιστούς. Άφοΰ τίποτα τό άξιο δέ δίνεται δωρεάν, τό ζήτη­
μα άφορα κάθε ψυχή. Ακόμα καί ενα άπειρο άνθρωπάριο
μπορεΐ νά υποψιαστεί αν δντως κάποιος εχει καταβάλει τά
λύτρα του έργου του.
Ό πόνος δέν κρύβεται. Εκείνο πού κρύβεται καί πάσχει
ίσοβίως από ανθρωποφοβία εΐναι ή ύπαρξη, πού ζεΐ ως «πέ­
τσινη» επιταγή καί άλλο δέν κάνει από τό νά έκλιπαρεΐ
νέες προθεσμίες. Πρόκειται γιά μιά αλήθεια πού καλύτερα
απ’ δλους τήν τιμα ό κυνηγός του βόα στήν Αφρική.
Μολονότι θά μπορούσε νά μπει στή ζούγκλα οπλισμένος
μέ ενα πολυβόλο δπλο καί νά έπιτύχει τό σκοπό του χωρίς
νά διατρέξει κανέναν κίνδυνο, ό κυνηγός του βόα προτιμά
τήν ήθική χειρονομία από τήν ψυχρή άποτελεσματικότητα.
Ά ν δέν κινδυνέψει, δηλαδή άν δέ ζήσει έσωτερικά τήν πρά­
ξη του, είναι σά νά ομολογεί τήν άποτυχία του.
Όπλισμένος λοιπόν μόνο μέ ενα μαχαίρι, φτάνει στό κέ­
ντρο τής ζούγκλας καί πλαγιάζει πάνω ακριβώς στό «κέ­
ρασμα» του βόα. Φυσικά δέν σκοπεύει νά στήσει μιάν άνι-
ση πάλη μέ τόν πελώριο σφιγκτήρα. Οι κανόνες του παι­
χνιδιού ορίζουν διαφορετικά τή συμμετοχή του στόν κίνδυ­
νο. Μεταξύ τών δπλων του πρέπει νά υπολογίσουμε καί
ενα χοντρό ξύλο, πού τήν κάθε άκρη του τή δένει στέρεα μέ
λουριά στό κάθε πόδι, άφοΰ πρώτα τό τοποθετήσει άνάμε-
σα στά γόνατα. Άπό κεΐ καί πέρα δέν λαβαίνει καμιά άλλη
προφύλαξη. Μόλις αισθανθεί τόν έρχομό του βόα, τό μόνο
πού κάνει είναι νά του προτείνει τό γυμνό του πόδι καί νά
τό άφήσει νά βρεθεί άστραπιαΐα μέσα στό στόμα του φι­
διού.
Δέν είναι καί πολύ εύκολο νά φανταστούμε τι νιώθει κεί­
νες τίς στιγμές ό κυνηγός καί πόσο ό φόβος κυριεύει τήν
καρδιά του. Τό μόνο πού ξέρουμε είναι δτι ετσι άντιμετω-
136 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

πίζει τόν αντίπαλό του στά ίσα. Μέ τήν ψυχή, δχι μέ τά


δπλα. Του δίνει τήν εύκαφία. Τόν αγγίζει. Του πληρώνει
τά όφειλόμενα.
Ή συνέχεια πάντως, άν δέν του λείψει τό σθένος, μπορεί
νά είναι δική του. Καθώς ό βόας καταβροχθίζει άπληστα
τό πόδι του, σταματάει γιά λίγο στο ξύλο πού του φράζει
τό δρόμο πρός τό ύπόλοιπο σώμα. Κείνη ακριβώς τή στιγ­
μή τής πολύτιμης αμηχανίας, ό κυνηγός βρίσκει τήν εύκαι-
ρία νά τραβήξει τό μαχαίρι καί, αρχίζοντας από τό σημείο
όπου συνδέονται τά σαγόνια, ν’ ανοίξει μιά μεγάλη τομή
αχρηστεύοντας τήν κινητικότητά τους.
Θά τό χτυπήσει στά μάτια; Στό λαιμό; Σέ κάποιο άλλο
καίριο σημείο; Τό βέβαιο είναι δτι ό κυνηγός τίς περισσότε­
ρες φορές τραβάει τό πόδι του εξω άπό τό στόμα του ζώου
καί τό έξουδετερώνει μέ μερικά χτυπήματα.
Όταν γυρίζει πίσω στό χωριό, τό σημαντικό δέν είναι ή
λεία, αλλά ό τρόπος πού τήν άπόχτησε.
Δέν ύπάρχει άξια δουλειά πού νά μήν απαιτεί νά άφή-
σουμε τό πόδι μας μέσα στό στόμα του βόα. Πόσο μάλλον
δταν, στίς υποθέσεις τής ψυχής, ό τρόπος είναι τό παν.

ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ


— ό πρώτος
Ινήχνω ς πυκπνσας

ΑΡΟΜΟΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΑΤΤΟΣΤΝΤΗΡΗ2ΗΣ, ΤΗ ΣΤΜΠΛΟ-


Π κή σώμα μέ σώμα, τή θανάσιμη αναμέτρηση, τήν πά­
λη, τήν πυγμαχία δέ χρειάστηκε νά τά έπινοήσει κανείς.
ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ 137

Ούσιαστικά προϋπήρχαν κάθε θεσμού καί κάθε αθλοθέτη.


Όσο προβληματικές κι άν είναι οι αναδρομές στό χώρο του
άρχέγονου, ενας σκυλοκαβγάς στό πάρκο ή ή φιλμική αφή­
γηση πού δείχνει μεγαλοπρεπώς ένα έλάφι στά νύχια της
τίγρης είναι ή καλύτερες αφορμές γιά νά βαθύνει ή μνήμη
καί νά φανταστεί κανείς τόν τρόπο πού οι πρόγονοι του
Ηογϊιο Βαρίεηδ στρέφονταν ό ενας καταπάνω στόν άλλον.
Ό πρωτόγονος, άγριος καί κατόπιν κυνηγός, ψαράς,
καλλιεργητής, χρησιμοποιούσε τά άκρα του γιά δπλα. Ζοΰ-
σε μέ δ,τι εβρισκε καί άμυνόταν μέ δ,τι είχε. Απέναντι
στά θηρία, δσο καί απέναντι στούς όμοιους του.
Καί φυσικά αύτό πού χώρισε τό θηρίο από τόν άνθρωπο
δέν ήταν άλλο άπό τό περίπλοκο μάθημα πού δίνει ή απει­
λή: δηλαδή τό πνεύμα του πολέμου. Τά θηρία ύπακούουν
στό νόμο τής ζούγκλας, άλλά δέν πολεμούν. Αντίθετα ό
άνθρωπος, άξιος γιά άνώτερες συμφορές καί θεαματικότε­
ρους θανάτους, άνακάλυψε τόν πόλεμο καί φυσικά τήν ιστο­
ρία ώθώντας σε έξέλιξη τις συγκρούσεις του, κάνοντάς τες
πιό περίπλοκες, πιο καταστροφικές, ήτοι πιό ανθρώπινες.
Δέν παραδίδεται απλώς στή σύγκρουση. Αμύνεται, πλήτ­
τει, δολιεύεται δπως οί έκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου,
άλλά εχει τρόπο νά άνέλθει. Όργανώνεται, έπιζητεΐ τό θά­
νατο, ύπερβαίνει τό άμεσο, βάζοντας σκοπούς πού ξεπερ­
νούν τή βία.
Γ ι’ αύτό, οί νομοθέτες πού άποδέχτηκαν τό πνεύμα του
πολέμου πέρα γιά πέρα, τό μεταρσίωσαν δημιουργικά. Κά­
θε μέλος τής άρχαίας κοινότητας, γιά νά είναι άποδεχτό,
επρεπε νά παλεύει. Μακριά άπό τή δειλία, τή νωθρότητα,
τήν άσθένεια ή τήν ήδυπαθή παραίτηση, δφειλε νά μετέχει
στίς οργανωμένες βιαιοπραγίες γιά νά θεωρείται άντάξιο
των καρπών τής ειρηνικής ζωής. Όταν λοιπόν ή θυγατέρα
του Έρμη Παλαίστρα εδωσε τήν ιδέα του αθλήματος τής
138 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

πάλης στό Θησέα γιά νά αναπτύξει τήν τεχνική του, ήξερε


δτι παραδίδει τό μυστικό του πολέμου στά καλύτερα χέρια.
Σέ εναν οικιστή πόλεως, άρα σέ εναν ειρηνικό άνθρωπο πού
ήξερε νά χρησιμοποιεί τή φωτιά χωρίς νά καίγεται καί
προπαντός γνώριζε τήν υψηλή λογική του κάθε οπλου: ή
λαβή δείχνει τή θετική πλευρά τής ζωής (συμβίωση, πληρό­
τητα, ειρήνη) πού γιά νά περιφρουρηθεΐ εχει ανάγκη τόν
άντίποδά της (τήν αιχμή, τό αίμα, τήν εξόντωση του αντι­
πάλου).
Έ τσ ι δλα τά είδη πάλης πού άναπτύχθηκαν (όρθοπάλη,
άλίνδηση, κύλιση), δλα τά ε’ίδη πυγμαχίας, δλες οι μορφές
του παγκράτιου ούσιαστικά άποτελουσαν τρόπους περιφρού­
ρησης.
Σέ κάθε αθλητική συμπλοκή, δύο νέοι κατά κανόνα άν­
θρωποι έρχονταν άντιμέτωποι γιά νά διδαχτούν από πρώτο
χέρι τή συνταρακτική γραμματική μιας αναμέτρησης πού
καταργεί τό δυικό αριθμό. Ή νίκη προορίζεται μόνο γιά
έναν. Καί βέβαια ή δύναμη, ο αποτελεσματικός δόλος.
Στήν παλαίστρα στηνόταν ή άναπαράσταση τής μάχης.
Μιας μάχης δμως πού, έπειδή διεξαγόταν μέσα στούς κόλ­
πους τής πόλης καί υπήρχε πάντα ό φόβος νά καταλήξει σέ
συμβατικό παιχνίδι, υποχρέωνε τούς οργανωτές των άγώ-
νων νά λαβαίνουν ειδικά μέτρα γιά νά υπενθυμίζουν στούς
νέους δτι, μολονότι άγωνίζονται μπροστά στά συγκαταβα­
τικά βλέμματα άλυταρχών καί πολιτών, ή σκληραγωγία
τους δέν απέχει πολύ από τό θάνατο.
Γενικά τά άθλήματα άποτελουσαν άνεσταλμένο ή με­
ταρσιωμένο πόλεμο. Σέ αύτά οφείλουμε τή λέξη σκληρ-α-
γωγία πού άφοροΰσε τήν άσφάλεια τής κοινότητας, καί έ­
τσι καταλαβαίνουμε τήν πυγμαχική δεινότητα του Πυθαγό­
ρα καί του Πλάτωνα, καθώς καί τό γραφικό τέλος του Θα­
λή, ό όποιος έτελεντησεν αγώνα θεώμενος γνμνικον νπό Τ€
ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ 139

κανσωνος καί δίφονς. Ειδικά στό παγκράτιο (πού ήταν απλή


πάλη, επειδή έπιτρέπονταν τά χτυπήματα, καί ατελής πυγμή,
έπειδή έπιτρεπόταν ή συμπλοκή, σέ αντίθεση μέ τήν κοινή
πυγμαχία) ή αγωγή στή σκληρότητα συχνά ειχε θανατηφό­
ρα κατάληξη. Άλλά τήν εύθύνη γιά παρόμοιους θανάτους
δέν τήν εφερε ή τύχη. Νικητής βέβαια στεφόταν οποίος έ-
ξανάγκαζε τόν αντίπαλό του —άπό κόπο ή άπό πόνο— νά
άπαγορεύστ}, δηλαδή νά ομολογήσει τήν ήττα του.
Ειχε δμως πάντα τό περιθώριο νά άπα^ορ^νσχ\\
Σ ’ αύτή τήν καίρια στιγμή, μιά ειδική λεπτομέρεια δεί­
χνει τό συνταρακτικό νόημα πού άπέδιδαν στήν πάλη. Συ­
χνά δέν έπέτρεπαν στον παγκρατιαστή νά άπαγορβύστ}.
Μολονότι τελετουργοΰσαν μέσα στήν έορτάζουσα κοινότη­
τα, οί πρεσβύτες άπέστρεφαν τό πρόσωπο καί προτιμούσαν
τό νόημα του πολέμου. Αίφνης οί πάντες έγκατέλειπαν τόν
άθλητή στή μοίρα του.
Θρυλική είναι ή περίπτωση του Άρραχίωνα ό όποιος,
ύστερώντας άπέναντι στόν άντίπαλό του, τή στιγμή άκρι-
βώς πού πήγε νά άπαγορίνοΐ}, άκουσε τή σκληρή φωνή του
γυμναστή Έρυξία νά του θυμίζει: καλόν Ιντάφων ίν Όλν-
μπία μη άπαπίϊν' ήτοι: «μήν προτιμήσεις τήν ταπείνωση
άπό τήν τιμή νά ταφείς στήν Όλυμπία». Τό άποτέλεσμα
φυσικά ήταν νά στραγγαλιστεί έπιτόπου άπό τόν άντίπαλό
του.
Γιά τούς Έλληνες αύτή ή (άναγκαστική εστω) αύτοθυ-
σία σήμαινε τήν άποθέωση των άγώνων. Έ τσ ι δινόταν τό
παράδειγμα, γιατί τά άθλήματα επρεπε νά έχουν περιεχό­
μενο ήθικό. Καί μόνο ετσι φωτίζεται τό λακωνικό πνεύμα
στή Σπάρτη πού δριζε —δπως γράφει ό Πλούταρχος— νά
γυμνάζονται οί νέοι σέ άθλήματα δπου χβϊρ ούκ άνατάνεται,
έκεΐ δηλαδή δπου κανείς άγωνιστής δέν εχει περιθώριο νά
140 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

υποχωρήσει πρό του θανάτου παρά μόνο κατακτώντας τή


νίκη.
Μέ τήν παρακμή της ελληνικής Πόλης τά αθλήματα θά
καταλήξουν στούς εξ έπαγγέλματος άθλητές τής Ρώμης:
μονομάχους καί θηριομάχους. Τό αγώνισμα χάνει τότε κάθε
ήθοποιό επίδραση* δέν είναι πιά μέρος μιας «ψυχαγωγίας»,
αλλά βάρβαρος έξερεθισμός καί κεφάλαιο μιας πρόζας πού
γράφει ή αύτοκρατορία του Καίσαρα.
Κι όταν σήμερα πάνω στό «ταπί» βλέπουμε δύο άθλητές
νά παλεύουν μέσα στά δεσμευτικά δρια των κανονισμών,
χρειάζεται ίδιάζουσα ικανότητα στήν άπογοήτευση γιά νά
έκτιμήσουμε τί εχει άπωλεσθεΐ. Δέν λείπει ή βία, δέν λεί­
πει ή λαχτάρα γιά τή νίκη ουτε ή δύναμη, άλλά ή γενναία
γειτνίαση μέ τό θάνατο.
Κι άφοΰ κάθε θάνατος άθλητή (πού είναι άτύχημα καί
δχι αύτοθυσία) φέρνει στό στάδιο τό γιατρό καί τό δικαστή
κλείνοντας τούς δρόμους πρός τήν Όλυμπία, τί τό παράξε­
νο αν ή σημερινή πάλη είναι μιά άνώδυνη σημειοθηρία πού
άνώτερο ήθος της εχει τή συλλογή μεταλλίων;

Μ π ριτζ ή Σ κ α κ ι;

ΟΛΛΟΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΤ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ* ΛΟΓΟΤΣ ΕΧΟΤΝ ΜΙ-

Π λήσει γιά μιά —ριζική καί γι* αύτό κατάλληλη πρός


έκμετάλλευση— διαφορά του μπριτζ άπό τό σκάκι.
Δέ σχολιάζουμε εδώ τόν ένγένει χαρακτήρα των δύο
παιχνιδιών, τίς στρατηγικές τής δολιότητας πού άκολου-
θουν, τήν πασιέντσα καί άλλα παρόμοια, άλλά ειδικά μιά
ΜΠΡΙΤΖ Ή ΣΚΑΚΙ; ι4ι

ιδιομορφία τους. Στό μπριτζ μπορεΐ κανείς νά παίξει τήν


παρτίδα μόνο άν εϊναι παρών άπό τήν άρχή. Διαφορετικά,
κάθε άγνοια του παρελθόντος χρόνου τόν ύποβιβάζει σέ ά-
δέξιο παίκτη. Αντίθετα στό σκάκι δέν εχει ιδιαίτερη ση­
μασία ή άκριβής γνώση των προηγουμένων. Όποιαδήποτε
στιγμή ό παίκτης μπορεΐ νά κάτσει στό τραπέζι καί νά
συνεχίσει τούς συλλογισμούς του προκατόχου.
Ό παίκτης του μπριτζ είναι ό άνθρωπος της άρχής καί
του τέλους, σέ άντίθεση μέ τόν σκακιστή πού παίζει δποτε
τύχει, όπως τύχει.
Καί, φυσικά, άν βάζαμε τή «ζωή» νά διαλέξει άνάμεσα
στά δύο παιχνίδια, είναι ολοφάνερο δτι ή προτίμησή της θά
στρεφόταν πρός τό σκάκι.
Ένας νέος πού γεννιέται στή μικρή πολίχνη του, στούς
μυχούς του οποίου αιώνα, άναγκάζεται νά ξεκινήσει τό
παιχνίδι (πού άλλοι άρχισαν) άπό τή «μέση». Δέν ξέρει τό
πώς καί τό γιατί τής μεγάλης παρτίδας πού λέγεται ιστο­
ρία. Άφοΰ κάθε άρνηση τοΰ κόσμου είναι ενας άπό τούς
τρόπους άποδοχής του, θά παίξει κι αύτός μέχρι ένός ση­
μείου, ώσότου άφήσει τή θέση του σέ κάποιον έπίγονο.
Βέβαια δέ μπορεΐ κανείς νά ισχυριστεί δτι ό σκακιστής
δέν άναλογίζεται τήν άρχή καί τό τέλος, δτι δέν κάνει σκέ­
ψεις καθολικές πού ύπερβαίνουν τά άμεσα καί τά άποπνι-
κτικά καθέκαστα. Ή συνθήκη του δμως ταιριάζει περισσό­
τερο μέ τό «έπί συμβάσει» καί τό συμπτωματικό. Ό ,τι κι
άν κάνει, καί συχνά κάνει πολλά, άθλους πραγματικούς, κα­
ταγράφεται στό άβυσσαλέο άρχεΐο τής ιστορίας. Δέ γνωρί­
ζει τή συνέχεια. Εξοικειώνεται μέ τό έντεΰθεν, άλλά τό
έπέκεινα παραμένει έσαεί ξένος τόπος.
Τοΰ δίνεται πάντα μιά κάποια άπάντηση γιά τή μικρή
παρτίδα τής προσωπικής του ζωής, άλλά γιά τή μεγάλη
παρτίδα, μέσα στήν όποια ό βίος του είναι απλώς μιά σκι­
142 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

ώδης κίνηση, δέ μπορεΐ νά έχει καμιάν άπολύτως βεβαιό­


τητα.
Θά κάνει τήν ανάγκη πεποίθηση; Τήν έλλειψη πλούτο
σκεπτικισμού καί δυσπιστίας; Λίγο νερό ακόμα μέσα στον
ωκεανό δέν αλλάζει τά πράγματα. Θά πάρει τή θέση του
ειρωνα καί του σαρκαστή; Καί πάλι θά πρέπει κάποτε
ν’ άποχτήσει τήν επίγνωση των μεταμορφώσεων τής α­
ποτυχίας.
Αυτόν τόν άνθρωπο μπορούμε νά τόν συναντήσουμε
καθημερινά, νά τόν δοΰμε κοιτάζοντας όπως ό Καρτέσιος
άπό τό παράθυρό μας, στό δρόμο ή όπου άλλου. Φέρει τόν
δικό μας άόρατο ζυγό: τή γλώσσα πού αύτογονιμοποιεΐται
άκατάσχετα, τό νόημα, κάποια εύφλεκτα ή βραδυφλεγή
πάθη, κάποιες μικρές ή μεγάλες νίκες, πάντα μέ ένα μέρος
τής ψυχής του άπελπιστικά άναξιοποίητο.
Ξέρει κι αύτός ότι ή θάλασσα γυρνάει κάποτε τόν πνιγ­
μένο. ’Ή τουλάχιστον τό μαντεύει, τό υποψιάζεται. Δέ μέ­
νει όμως πιστός στις υποψίες του καί μοιραία έρχεται ή
στιγμή πού τίς λησμονάει.
Κάνει δηλαδή ό,τι άκριβώς άρνείται νά κάνει ο παίκτης
του μπριτζ. Αύτός δέν συμφιλιώνεται ποτέ μέ τόν αιώνα
του καί τήν ιστορία. Όποιες κι αν είναι οι συνθήκες ζωής
καί εγκατάστασης, παραμένει μέ τήν ψυχολογία του ξένου
καί του παρεπίδημου. Τό όποιο γεγονός άξίζει μόνο σάν
κρίκος μιας συνέχειας ή σάν αινιγματική άντανάκλαση, πο­
τέ δέν άποκτά αύτονομία. Τό παρόν τόν ενδιαφέρει όχι γιά
νά τό ζήσει, άλλά γιά νά τό καταγγείλει. Ό ,τι κι αν του
δείξουν, αύτός δείχνει μακρύτερα, μπροστά καί πίσω. Τή
μεγάλη άρχή καί τό μεγάλο τέλος.
’Ίσως αύτόν έννοοΰσε ό Νίτσε όταν έγραφε: «Σέ κάθε
■γωνιά του κόσμου υπάρχουν άνθρωποι πού προσδοκούν, καί
δέ γνωρίζουν ότι προσδοκούν μάταια».
ΤΑ ΠΟΤΛΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙ Μ3

Άλλά ή όποια ύπενθύμιση της ματαιότητας δέν είναι ι­


κανή γιά νά πείσει τόν παίκτη του μπριτζ νά συνυπογράψει
τό συμβόλαιο της ιστορίας. Παραμένει ζηλότυπα αμετά­
πειστος, κι άν διαβάζει τή ζωή, τή διαβάζει δπως τούς
πνευματώδεις συγγραφείς: μέ ενα αδιόρατο χαμόγελο πού
συχνά ίσοδυναμεί μέ στάση ζωής. Στάση ζωής πού ζεΐ μόνο
μέ μιάν απορία: Άραγε ή ιστορία είναι δρόμος πού έπιστρέ-
φει στόν έαυτό του ή γέφυρα;
Απέναντι στίς δραστηριότητες του σκακιστή πού συμ­
φιλιώνεται μέ τόν κόσμο καί τά πράγματα, κηρύχνει άθελά
του τήν αποδοχή, άποστρέφεται, μέ τόν καιρό, τήν κενοδο­
ξία τής άρχής καί του τέλους* ό παίκτης του μπριτζ καλ­
λιεργεί φανατικά τούς αναχρονισμούς του. Ντύνεται γιά νά
γδυθεί, κατοικεί γιά νά μετοικήσει, μιλάει γιά νά σωπάσει,
πράττει γιά νά ύπερβεί τήν πράξη του.
Κάτω από τό χάδι θέλει νά βλέπει τήν αινιγματική πα­
ρουσία του άπειρου.
Κι άν ή πανίσχυρη πραγματικότητα τόν περιβάλλει μέ
σαρκαστικά άδιέξοδα πού γελοιοποιούν τις βαθύτερες σκέ­
ψεις του, έπιμένει νά κραδαίνει τή λέξη του καί τό παιχνίδι
«έφ’ ω έτάχθη». Έστω κι άν ή ζωή δέν είναι ούτε θά άπο-
βεί γέφυρα, ή λέξη ΒγΪ(1§6 —τουλάχιστον αύτή— μόνο ως
«γέφυρα» άπαντάει.

Τ α Π ο τ λ ια στο Α κροθαλαςςι

ΟΑΤΤΧΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΕΤΡΕΣΙΙ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙ-


Τ κής τεχνικής ήταν δτι δόθηκαν άφειδώς δικαιώματα στά
μάτια. Κι οχι άκριβώς στά μάτια. Γιατί τό μάτι είναι ενας
144 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

βουβός δέκτης πού δέν ξέρει τί θά πει εικόνα. Ό ,τι συλλέ­


γει άπό τή γύρω πραγματικότητα τό καταθέτει στήν τρά­
πεζα τοΰ νοΰ. Ούσιαστικά δέ βλέπει. Μόνο ό νους μπορεΐ
νά βλέπει επειδή εχει τήν ικανότητα τής ανάμνησης — δη­
λαδή νά κάνει παρόν τό παρο/χημένο.
'Η φωτογραφία δμως άπέσπασε τό μάτι άπό τό νοΰ καί
τοΰ χάρισε τήν αύτονομία. Έ τσ ι τό φευγαλέο τής οπτικής
παράστασης, μέ τό όποιο εζησε ό άνθρωπος επί χιλιετίες,
αίφνης εχασε τή θνησιγενή του ρευστότητα καί κέρδισε με­
γαλοπρεπούς τά χαρακτηριστικά τής μονιμότητας. Δέ χρειά­
ζονται πιά χειρονομίες, λόγια, περιγραφές. Ή στέγη τοΰ
σπιτιοΰ, ή θυγατέρα καί ή γιαγιά της, άπαντα τά ορατά,
αύτοπαρουσιάζονται μέ ενα (φωτογραφικό) Ιδού.
Όταν δέ αύτό τό Ιδού, άπό απλό οπτικό στιγμιότυπο,
εγινε ορατή άφήγηση, μέ άλλα λόγια δταν ή φωτογραφική
τέχνη ωρίμασε σέ δραματουργία καί βαφτίστηκε κινημα­
τογράφος, δσοι ξέρουν άπό φόβο είδαν τό χάρο μέ τά μάτια
τους. Καί ή αιτία, έπειδή άκριβώς είναι πολύ σοβαρή, δέν
εχει καμιά προφάνεια.
Πώς νά διαφωνήσει κανείς μέ τά μέσα μιας «τέχνης»
πού έλευθέρωσε τόν δημιουργό άπό τόσες χρόνιες συμβά­
σε ις, εδωσε δικαιώματα παρουσίασης στά πράγματα καί ε-
κανε τό κοινό νά άγαπήσει τά μάτια του; Ό κινηματογρά­
φος κέρδισε μέ συντριπτική πλειοψηφία δλα τά δημοψηφί­
σματα, μέχρι σημείου μάλιστα νά άναρωτιέται ό «μέσος»
άνθρωπος τί χρειάζονται άκόμα ή γραφή καί ό άναχρονι-
στικός σχολαστικισμός της.
Τί τύχη μπορεΐ νά εχει μιά φράση ή μιά ολόκληρη σελίδα
περιγραφικής λογοτεχνίας στή σύγκρισή της μέ ενα πλάνο;
Τό έπιχείρημα φαίνεται συγκλονιστικό στήν άφέλειά του.
Άφοΰ ή λογοτεχνία περιγράφει μέ λέξεις ενα πρόσωπο χω-
ρίς νά απορεί νά τό δείξει, δέν είναι θαύμα πού μποροΰμε νά
ΤΑ ΠΟΤΛΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙ Μ5

τό παρουσιάζουμε «αύτοπροσώπως» χωρίς τήν οχληρή με-


σίτευση των λέξεων καί των φράσεων;
Έ απάντηση, θά έλεγε ένας αναλυτικός, βρίσκεται στά
σπλάχνα τής έρώτησης. Όταν βλέπουμε κατιτίς ήδη τό ε-
χουμε συγκροτήσει νοηματικά μέ σκέψεις καί λέξεις. Δέν
άποτελει άφεαυτοΰ μιά γυμνή καί άθώα παράσταση, άλλά
είναι άμεσο παράγωγο του ψυχισμου μας. Δηλαδή έκεΐνο
πού έχουμε άνάγκη δέν είναι ή φωτογραφία (πού βλέπει
χωρίς νά σκέπτεται) άλλά ή φράση (πού σκέπτεται βλέπο­
ντας).
Όταν ό μυθιστοριογράφος περιγράφει ένα πλοίο πού ζυ­
γώνει στήν άποβάθρα, αύτό πού συγκροτεί δέν είναι μιά
εικόνα. Δέν πασχίζει μέσω τής γλώσσας νά κάνει τή δου­
λειά του φωτογράφου. Νά μείνει πιστός στά μάτια του.
Απεναντίας, μέ κλωστή τό χρόνο, κεντάει συσχετίσεις,
συνδέσεις καί διαδοχές γιά νά καταδείξει ενα νόημα πού μέ
κανένα τρόπο δέν μπορεΐ νά αιχμαλωτίσει ή φωτογραφία.
Συνεπώς τό πάθος τής γραφής καί τής περιγραφής έπου-
δενί δέν ταυτίζεται μέ τή νοσταλγία του ορατού καί του
άπωλεσμένου. Ή νοσταλγία άναμφίβολα υπάρχει. Τήν
κουβαλαμε στήν καρδιά μας. Καθημερινά άλλωστε λέμε:
άν δέν τή δεις, δέ μπορεΐς νά καταλάβεις. Αρχίζουμε δμως
νά τήν άντιμετωπίζουμε σοβαρά άπό τή στιγμή πού μπο­
ρούμε νά σκεφτουμε μέ κάποια βαθύτητα αύτή τή σκέψη
του Βάν Γκόγκ: Ή φωτογραφία ενός Ανθρώπου που σκάβει δέν
δείχνει εναν άνθρωπο πού σκάβει. Έδώ βρίσκεται τό αίνιγμα.
Βέβαια ή φράση ψεύδεται. Γιατί ξέρουμε καλά δτι ή
φωτογραφία τής Χάνας πού κλαίει είναι απλά καί φανερά ή
μορφή της. Όπως καί ό φυσικός τράγος είναι πιό άληθινός
άπό τόν ζωγραφιστό. Έφόσον ό φωτογράφος έχει τό προ­
νόμιο τής πιστής άπεικόνισης, ή καλλιτεχνική άπεικόνιση
(τουλάχιστον άπό τή σκοπιά τής πιστότητας) φαίνεται νά
146 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

ερχεται σέ δεύτερη μοίρα. Ή αμεσότητα κερδίζει. Καί δέν


πειράζει. Στά ζητήματα της αμεσότητας τό πνεύμα βγαί­
νει πάντα χαμένο. Ωστόσο οι κερδισμένοι του πρωινού α­
ποδείχνονται πάντα οι χαμένοι του απογεύματος.
Ά ς πάρουμε γιά παράδειγμα μιά σελίδα του Γκόγκολ.
Ένας σερβιτόρος «κραδαίνει ενα δίσκο όπου τά φλιτζάνια
στριμώχνονται σάν τά πουλιά στό άκροθαλάσσι». Τί πιο
καθαρό άντικείμενο! Ό κινηματογραφιστής στήνει τή μη­
χανή του καί άφηγεΐται. Τί; Ό ,τι φαίνεται. Τό ούσιώδες
όμως γιά τόν Γκόγκολ δέν είναι ή φανερή παράσταση (σερ-
βιτόρος-δίσκος-φλιτζάνια) άλλά ή καταστροφή της, πού έ-
πιτελεΐται μέ τήν παραπομπή της σέ μιάν άλλη. Στά που­
λιά στό άκροθαλάσσι.
Ή μεταφορά άπό τά φλιτζάνια στά πουλιά μιλάει γιά
κάτι πού ή φωτογραφία δέν μπορεϊ νά δει. Γιατί τό ούσιώ­
δες δέν είναι οί δύο παραστάσεις, άλλά ή σύνδεσή τους πού
δέν άνήκει στήν οπτική τάξη. Έ σύνδεση δέν φωτογραφί­
ζεται, μόνο λέγεται. Θέλουμε νά πούμε ότι τό πνεύμα, πα-
ρότι ζεϊ μέσα στις οπτικές παραστάσεις, όταν ζητάει τό
κατάλυμά του τίς άρνεΐται* όπως, μολονότι χρειαζόμαστε
τό δρόμο γιά νά πάμε σπίτι μας, ποτέ δέν τόν παίρνουμε
μαζί μας περνώντας τό κατώφλι. Ούτε στέκει νά ρωτάμε:
άραγε πώς νά ήταν στήν πραγματικότητα ή Κα Άρνού;
Γιατί κάθε πρόσωπο τής λογοτεχνίας ζεϊ χάρη στήν άδυ-
ναμία μας νά τό δούμε. Ά ν τό βλέπαμε, ό Φλομπέρ δέ θά
υπήρχε. Όπως ποίηση είναι ό,τι χάνεται στή μετάφραση,
ζωγραφική καί λογοτεχνία είναι ό,τι δέ μπορεί νά πλάσει ή
φωτογραφία.
Πάνω σ’ αύτό οί κινηματογραφιστές έχουν νά πουν ότι
καί ή δική τους γλώσσα γνωρίζει τή μεταφορά, τή μετωνυ-
μία, κ.τ.λ. Φυσικά αύταπατώνται. Όταν δείχνουν ενα σπί­
τι, εναν άνθρωπο πάνω στό άλογο, ή ορθιο τόν Πολίτη Κέιν
ΤΑ ΔΕΚΑΤΑ Η 7

νά μιλάει, ούσιαστικά έχουν αύτοκαταδικαστεΐ. Στήν κυ­


ριολεξία δείχνουν κάτι πού δέν ύπάρχει γιά τό πνεύμα. Γιά
τόν άνθρωπο ποτέ δέν υπήρξε ενας φωτογραφημένος δρό­
μος, άλλά ενας δρόμος πού μοιάζει με] πού είναι σαν, πού
θυμίζει κάτι, κ.τ.λ., καί ή φωτογραφία στό επίπεδο τοΰ σάν
είναι κυριολεκτικά άφασική.
Τολμοΰν καί δείχνουν στον κινηματογράφο δύο άνθρώ-
πους νά φιλιοΰνται. Μά, άγαπητοί μου, τέτοιο πράγμα δέν
ύπήρχε ποτέ. Δέν υπάρχει μιά συνάθροιση άνθρώπων. Ένα
αύτοκίνητο πού πλησιάζει. Τό χέρι πού πιάνει ένα πόμολο.
(Ειδικά γιά τό τελευταίο 6 Φλομπέρ τόνιζε οτι ύπάρχουν
εκατό τρόποι ν’ άνοίξουμε μιά πόρτα, άλλά μόνο ένας ή δύο
νά τό ποΰμε). Κι άν ό κινηματογράφος κατέστη λαϊκή τέ­
χνη εϊναι πιθανώς γιατί ή τέχνη, στήν ούσία της, δέ μπορεΐ
νά είναι λαϊκή.

Τα Δ έ κ α τ α

\ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΠΟΤ Η ΛΕΞΗ «ΑΛΛΟΤΕ» ΚΑΤΑΝΤΑ ΠΙΑ ΔΕΙΚΤΙΚΗ


άντωνυμία, τό κύριο άντικείμενό της είναι οί πάλαι πο­
τέ ύψηλοί πυρετοί. Πάθη, σχέδια, στρατεύσεις, αύτοθυσίες
καί άφοσιώσεις.
Οί στρολόγοι τών φανατικών έχουν πολλά νά ποΰν γιά
τίς εύφλεκτες ήλικίες πού έπιθυμοΰν μέ κάθε τρόπο καί θυ­
σία νά λαμπαδιάσουν γιά νά λάμψει επιτέλους κάποια άλή-
θεια. Τό φιτίλι διδάσκει σιωπηλά τήν αύταπάρνηση. Κι ά­
φοΰ ή κάθε άλήθεια λαβαίνει ύπόσταση άπό τίς λαμπάδες
της, είναι μοιραίο νά χάνεται ή νά σώνεται μαζί τους.
148 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

Άλλά τά άτομα, παρότι στά χαρτιά συνήθως δέν αλλά­


ζουν ονομα, αλλάζουν πολύ συχνά καρδιά, ιδέες καί στάσεις
ζωής. Όπως μέ τις ίδιες περίπου λέξεις, μεταβάλλοντας τή
σύνταξη μιας φράσης, λέμε πράγματα έντελώς διαφορετι­
κά, μέ τά ίδια αισθήματα, μεταβάλλοντας διάθεση, έκφραζό-
μαστε πολύ αλλιώτικα. Ό καθένας γίνεται άλλος παρότι
ζεΐ μέσα στή μονιμότητα. Κι αύτή ή μονιμότητα, άστατη
σάν τόν ούρανό ή τήν επιφάνεια τής θάλασσας, έχει πολλούς
τρόπους νά κάνει τήν έμφάνισή της.
Οί πυρετοί του παρελθόντος, καθημερινοί, τριταϊοι ή τε­
ταρταίοι, ποτέ δέν έξαφανίζονται έντελώς. Κι άν κάποτε ό
αασθενής» μπορεΐ νά ψηνόταν στον πυρετό, τώρα κάλλιστα
ένοχλεΐται απλώς άπό κάποια δέκατα.

Ό παλιός άγωνιστής, μέ ύψηλές καταθέσεις στήν τράπεζα


ψευδαισθήσεων του παρελθόντος, μόλις κάνει νά τρέξει γιά
νά προλάβει ενα ΤΑΧΙ ή ενα λεωφορείο, αισθάνεται νά ξε­
τυλίγονται μέσα του σκηνές άπό τρεχαλητά καί κυνητητά
συλλαλητηρίων καί παράνομων συγκεντρώσεων. «Δέν είναι
τίποτα», σκέπτεται, «νεανικά κατάλοιπα».
Κι δμως τά ίδια δέκατα τόν παιδεύουν στίς συζητήσεις
— δπου διαρκώς πατάει τόν δρκο πού εχει κάνει ένώπιον
του νέου του έαυτου, δτι «δέ θά ξαναπει τή γνώμη του».
Τό πρωί στόν καθρέφτη, μαζί μέ τό νερό, έρχεται κοντά
του καί κάτι άπό τή φυλακή. Στό κουδούνισμα του τηλε­
φώνου, πού έπιμένει κάτι παραπάνω άπό τό κανονικό, ψυ­
χανεμίζεται κάποιες ξεχασμένες φωνές. Βέβαια ή φωνή πού
κατοικεί στό άκουστικό τόν διαψεύδει. Μιλάει άλλιώς. Λέ­
ει άλλα πράγματα. Άλλά οί φωνές, ζωντανών καί νεκρών,
δέ σωπαίνουν ποτέ ούτε συμμερίζονται τίς άλλαγές.
ΤΑ ΔΕΚΑΤΑ 149

Φωνές, ούρλιαχτά καί ζητωκραυγές τυραννάνε τή μνήμη


του παλιού αθλητή. Κάποια έποχή —πού σαν τά πλοία, δσο
απομακρύνεται, μικραίνει— τό άνθρωπομάζωμα παραλη­
ρούσε μέσα στή χοάνη τοΰ σταδίου. Ζοΰσε τότε γιά τά μά­
τια των άλλων. Αναμένοντας τή φωτογραφία του στίς σε­
λίδες των αύριανών εφημερίδων. Ήταν δακτυλοδεικτούμε-
νος. Έδινε τά πάντα γι’ αύτούς τούς άγνωστους πού —πα­
ράδοξο!— έξακολουθοΰν νά κραυγάζουν καί νά παραφέρο-
νται ακόμα καί τώρα πού αύτός εχει άποχωρήσει τιμητικά.
Μόνος καί άγνώριστος πιά, χωρίς τήν άθλητική του πε-
ριβολή, κατ’ οϊκον ή κατ’ αγοράν, άναπολεΐ. Νά κόβει τό
νήμα, νά κάνει γέφυρα σέ ένα σκληρό αντίπαλο, νά περνάει
γλειφτά τόν πήχη στό «επί κοντω», νά πηδάει ψηλότερα
απ’ δλους γιά κεφαλιά, ν’ άλλάζει σκυτάλη. Μακριά άπό
τόν Άργο τής κερκίδας καί τόν εύπαθή στίς άντιδράσεις
τοΰ πλήθους έαυτό του.
Οί άλλοι προχώρησαν, άλλά αύτός έμεινε κεΐ. Συχνά μέ­
σα στούς δρόμους φοβάται μήν τοΰ ξεφύγει καμιά κίνηση
καί γίνει γελοίος. Καί δντως, δέν τοΰ ξεφεύγει. Ό μεγάλος
πυρετός άλλωστε έχει περάσει οριστικά πιά. Μόνο κάτι
άπρόσμενα δέκατα τόν πιάνουν άραιά καί ποΰ, γιά νά χα-
θοΰν κι αύτά σάν τίς άλκυονίδες ημέρες.

Τά δέκατα τά περνάει κανείς στό πόδι, κουβαλώντας μαζί


του τήν ιδιωτική κλινική τής φρόνησής του. Καί τέτοιες
κλινικές περιφέρονται παντοΰ. Μέ τό θερμόμετρο τής άδια-
κρισίας καί τής παρατηρητικότητας, εύκολα μαντεύουμε τή
θερμοκρασία τοΰ καθενός.
Στό βαγόνι τοΰ τρένου —όρεξη νά ’χει κανείς— οί πα­
λιοί πυρετοί επανέρχονται στοματικά. «Εκείνη τήν έποχή
ύπηρετοΰσα στό πεζικό καί συνδεόμουν μέ...» «Όταν περά-
σαμε τά σύνορα τής Ιταλίας τόν ειχα κιόλας ξεχάσει...»
150 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

«Τήν ώρα του ναυαγίου είχαμε μείνει όλοι κι δλοι δώδεκα


έκτος άπό τόν πλοίαρχο...» Όποιος δέν άρρώστησε κάπο­
τε, δέν εχει νά άφηγηθεΐ. Σέ αύτή τήν περίπτωση ή ύγεία
γεννά τήν ένοχή.
Άλλά οί ενοχές είναι λίγες γιατί, όπως εύκολα διαπι­
στώνει κανείς, οί πάντες ζοΰν μέ τά δέκατά τους. Κάθε
συμπεριφορά μιλάει ούσιαστικά γιά ύδραργυρικούς άθλους
πού, παρότι καταλάγιασαν, άφησαν πίσω τους τά ένδεικτι-
κά σημεία.
Είναι χαρακτηριστικό δτι όσες καρδιές δέν άντεξαν, καί
παραδόθηκαν στήν τρέλα, στά παραμιλητά τους δέν άερο-
λογουν. Ούσιαστικά λύνουν παλιές διαφορές μέ άνασκευα-
σμένα επιχειρήματα. Καθυστεροΰν άπέναντι στον έαυτό
τους γιατί έχουν μείνει έκεΐ, πίσω, στό χρόνο τοΰ μεγάλου
πυρετοΰ.
Ένας κ. Τέστ, δηλαδή ενας άνθρωπος πού ζεΐ λυτρωμέ­
νος άπό τό πάθος καί υπάρχει σάν άριθμός ή σάν υδατόση­
μο, εχει καταργήσει τά δέκατα. Θυμίζει λίγο τά σφάγια
τοΰ Απόλλωνα πού, καθώς τά άνέβασαν στον Παρνασσό,
έχαναν ξαφνικά τόν ίσκιο τους, λές καί έχαναν τό σώμα
τους.

Γ έ λ ια

ΤΗΝ ΑΡΧΗ Η ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΕΣ 01 ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ


^ σπουδαιοφάνειας δίνουν καί παίρνουν.
Μέ τήν άδυναμία πού χαρακτηρίζει τίς νεοσύλλεκτες ύ-
ΓΕΛΙΑ

πάρξεις δταν χρειάζεται νά είρωνευτοΰν τόν εαυτό τους γιά


νά τόν προφυλάξουν άπό τις κακοτοπιές, οί άρχάριες συνει­
δήσεις παραδίνονται: στό πάθος, στις «ιδέες, στις παγίδες
πού συνεπάγεται κάθε λογής σταδιοδρομία. Καί ή άρχή βέ­
βαια δέν προδικάζει τή συνέχεια.
Όταν πρόκειται γιά τό πάθος —καί δή τόν έρωτικό έν-
θουσιασμό— ή άπειρία έγγυαται τήν αφελή απαίτηση τής
απολυτότητας. Τείνει κανείς νά πιστέψει δτι δλη ή προη­
γούμενη ανθρωπότητα δούλεψε μόνο γ ι’ αύτόν. Τόσην ισχύ
καί δέλεαρ εχει ή αυταπάτη. Ή τάση γιά έξιδανίκευση
παίζει ρόλο μαντηλιού δεμένου στά μάτια.
Καί τό μαντήλι είναι σφιχτά δεμένο. Όπως ακριβώς στά
τέστ νοημοσύνης, δλοι κάνουν τό ίδιο λάθος: δρκους, αφοσι­
ώσεις, έκδικήσεις, μίση, ενίοτε άκόμα καί παιδιά. Ωστόσο
κάποια στιγμή, δταν τά νερά χαμηλώνουν καί άρχίζει κα­
νείς νά αντιλαμβάνεται τήν ευτέλεια του άλλου κρίνοντας
έξ ίδιων, άρχίζουν τά γέλια.
Καί τί γέλια!
Μέ λυμένο πλέον τό μαντήλι, ό πρώην περιπαθής δείχνει
τή σκιά του μέ έπιδεχτική ούδετερότητα: ονκ οϊδα τόν άν­
θρωποί

Καί τά μαντήλια βέβαια είναι πολλά.


Όπως οί πρώτες άπόπειρες στή λογοτεχνία έχουν σφο­
δρή κλίση πρός τή δραματοποίηση (μιλούν γιά τό θάνατο,
τό έγκλημα, τήν άπελπισία του σύγχρονου άνθρώπου, τήν
έλλειψη νοήματος κ.λπ., χωρίς νά ξέρουν νά μιλήσουν γιά
ενα χέρι πού σηκώνει ένα ποτήρι νερό), οί πρώτες απόπει­
ρες κοινωνικού προβληματισμού έχουν νά κάνουν πάντα μέ
τήν έπανάσταση καί τή σωτηριολογία.
Λένε δτι ή θητεία τών ποιητών στήν τέχνη τους γίνεται
μέ χαστούκια. Άλλά καί ή θητεία στήν πολιτική θέλει κι
152 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

αύτή τά χαστούκια καί τίς κλωτσιές της. Ειδικά στίς χώρες


τοΰ Τρίτου Κόσμου (δπως είναι ή δική μας) καθένας εχει
νά παινεύεται γιά τά χαστούκια καί τίς γροθιές του. Όλοι
οί σοβαροί άνθρωποι έχουν φάει τό ξύλο πού δικαιοΰνται.
Στό μάκρος μιας καί δύο ή τριών καμιά φορά δεκαετιών,
οί παθόντες έχουν νά άφηγοΰνται τά πάθη τους καί τά παθή­
ματα τής χώρας.
Όράματα καί άγώνες.
Ώσότου κάποια στιγμή, δταν τά ιδεώδη άπογυμνώνο-
νται καί τυχαίνει νά ύπάρχουν άτομα μέ λίγο μυαλό, άρχί-
ζουν τά γέλια.
Καί τί γέλια!
Μέ λυμέν<τπλέον τό μαντήλι ό πρωταθλητής τών κοινω­
νικών βασάνων, έκεΐ πού άναγνώριζε λαό, άγώνες, κόμμα,
ιδεολογία, τώρα άναγνωρίζει μόνο τόν έαυτό του.
Καί φυσικά ή ιστορία συνεχίζεται μέ άπειρους τρόπους.
Ένα λογοτεχνικό κίνημα (σάν τό σουρεαλισμό), μιά φι­
λοσοφική τάση (σάν τόν ύπαρξισμό), μιά κοινωνική ιδεολο­
γία (σάν τόν μαρξισμό), ξεκινάνε μέ βαρύγδουπα συνθήμα­
τα. Ανάλογα μέ τίς ίκανότητές τους, άναταράζουν κά­
ποιους κύκλους, κάποια πανεπιστήμια, καμιά φορά τόν κό­
σμο ολόκληρο. Κι άφοΰ τό μελάνι ή τό αιμα βάψει τόν
ούρανό, άφοΰ ή πνευματική άσθένεια κάνει τίς μεταστάσεις
της καί ολοκληρώσει τόν κύκλο της, τότε μοιραία άρχίζουν
τά γέλια.
Καί τί γέλια!
Προφήτες, άναμορφωτές, διανοητές ολκής, εύφυίες, μά­
γοι τοΰ χρωστήρα παραδίδονται στή χλεύη καί στόν σαρδό­
νιο διασυρμό.

Όσάκις ή σοβαρότητα εχει τόν πρώτο λόγο καί άπολαμβά-


νει γενικής έκτιμήσεως, τουλάχιστον δσοι ξέρουν νά βρί­
01 ΠΡΩΗΝ 153

σκουν καταφύγιο στή σιωπή, μπορούν νά ασκούν τόν σκεπι-


κισμό τους περιμένοντας. Άφοΰ συμβαίνει δλοι νά είναι σο­
βαροί, σημαίνει πώς ακόμα δέν ήρθε τό πλήρωμα του χρό­
νου. Δηλαδή εκείνο πού θά φέρει τή λύση καί —τί άλλο;—
τά τρανταχτά γέλια.
Μπορεί ν’ άκούγεται παράξενα, άλλά γιά τό αμάρτημα
τής σοβαρότητας εύθυνεται ή λιγότερο σοβαρή ηλικία του
άνθρώπου. Μονάχα νέοι άνθρωποι πετάνε τή σκούφια τους
γιά νά βάλουν μπροστά «σοβαρά» πράγματα.
Ό Χριστός ήταν βέβαια νεότατος.
Τό ’ίδιο ό Μεγαλέξανδρος — ενα παιδάριο.
Τό ίδιο οί ήρωες του Ντοστογιέφσκι (στά είκοσιεφτά ό
Σταυρόγκιν, στά είκοσιπέντε ό Μίσκιν καί κεΐ-κοντά ό Ά -
λιόσα).
Όσο γιά τόν Ρεμπό, μόνο στήν Κύπρο καί στήν Αφρική
εμαθε καθώς λέγεται νά χαζογελά.
Ό νέος παίρνει τούς δρόμους γιά νά γυρέψει τήν άλή-
θεια. Κι δταν γεράσει, κλείνεται σπίτι του καί (μέ λίγη
τύχη) άρχιζει τά γέλια.
Ίσως γ ι’ αύτό λένε δτι τό μεγαλύτερο κακό τό κάνουν
δσοι δέ μπορούν νά κάτσουν σπίτι τους.

Ο ι Π ρώ η ν

ΦΟΤ ΚΑΘΕ ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

Α —δηλαδή δχι μόνο τής εφηβείας, άλλά τής άφέλειας


ένγένει— ή σοβαρότητα, δπως κι άν τήν καταλάβουμε, εχει
πάντα ενα αμφίβολο παρελθόν. Σάν τούς αύτοδημιούργη-
χ54 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

τους μεγιστάνες πού ξεκίνησαν πένητες, σάν τίς ήρωίδες


τοΰ Ντοστογιέφσκι πού τρέφουν τήν ιταμή τους περηφάνεια
μέ τήν οργή γιά τό ταπεινωμένο τους παρελθόν, ύπάρχει
κάποια σημαντική καμπή στή ζωή τους.
Φυσικά, δέν ισχύουν γενικοί κανόνες. Είναι γνωστό δτι
στά τέλη τής ζωής του ό Μάρξ'δέ θεωρούσε πιά τόν έαυτό
του μαρξιστή. Όπως επίσης δτι ό Χοΰσερλ τής ώριμης
περιόδου θεωροΰσε τή φαινομενολογία ενα «χαμένο ονειρο».
Άλλά ύπάρχουν καί οί περιπτώσεις τοΰ Χέγκελ καί τοΰ
Κίρκεγκαρντ πού βεβαιώνουν τό αντίθετο.
Ωστόσο, δπως κι άν δοΰμε τό μάκρος μιας ζωής, σάν
ένότητα ή σά ρήξη, δέν πρόκειται ποτέ νά βροΰμε μιάν ά­
ξια τοΰ έαυτοΰ της ώρίμανση, πού νά μήν άναγνωρίζει
—στό παρελθόν— μιά έποχή πλάνης καί (ας τό ποΰμε) κω­
μωδίας πού παίρνει τόν έαυτό της στά σοβαρά. 'Η θεωρία,
ή δράση, ή συγγραφή, κάθε λογής δραστηριότητα πού άνα-
μετριέται μέ τή ζωή, γιά νά έκδηλωθεΐ εχει άνάγκη ενα
ποσοστό ζωτικής άπειρίας. Διαφορετικά δυσκολεύει τήν ά-
ναπνοή καί τό βηματισμό της.
Αύτή άκριβώς ή άφέλεια, πού εϊναι άνορθόλογος παρά­
γοντας άγνοιας, θυμικών ένορμήσεων, άσύνειδων διαθέ­
σεων, θά γίνει κατά τήν ώριμη ήλικία τό βήμα άπ’ δπου
κανείς κατακεραυνώνει τόν έαυτό του. Όταν τά άνθρώπινα
εργα άποτυγχάνουν, δηλαδή αύτοκατηγοροΰνται, ερχεται
καί ή ώρα των πικρών, καί γ ι’ αύτό ρεαλιστικών, διαπι­
στώσεων.
Κάθε σοβαρός άνθρωπος δέν μπορεΐ παρά νά είναι πρώ­
ην. Πρώην μαρξιστής, πρώην φαινομενολόγος, πρώην σωτή-
ρας τής άνθρωπότητας. Όλόκληρος θρύλος ύπάρχει γιά τήν
άπέχθεια πού γεννοΰσε στον Ρεμπό ή σκέψη τών νεανικών
του «σκαλαθυρμάτων». Γιά τή συγκατάβαση τοΰ Πάουντ
Οί ΙΙΡΩΗΝ Α55

απέναντι στό ποιητικό του εργο καί τήν παραγγελία του


Κάφκα σχετικά μέ τά χειρόγραφά του: «Κάφτε τα».
Δέν εχει σημασία τό γεγονός δτι κάποτε —τά χρόνια
της πολλής δουλειάς καί του λίγου ρεαλισμού— οί ίδιοι αύ-
τοί άνθρωποι παθιάζονταν μέ πίστη καί αύτοπεποίθηση.
Έ πλάνη γεννάει πάντα γόνιμες διαθέσεις καί κοπιαστικές
προσπάθειες. Καί τά μεγάλα πάθη, δσο εύτελή κι άν είναι
τ άποτελέσματά τους, είναι πολύτιμα γιατί γεννούν τις
μεγάλες μετάνοιες. Όπως άλλωστε τά μικρά τίς μικρές.
Γ ι’ αύτό στον δποιο άνθρωπο μέ κάποια ίχνη σοβαρότητας,
μπορούμε νά αναγνωρίσουμε τά χαρακτηριστικά του πρώην.
Ό μεγάλος χαρτοπαίχτης πού σπατάλησε χρήμα, καρδιά,
φιλίες καί χρόνο γιά τό πάθος του, κάποια στιγμή καίει τά
χέρια του. Κλείνει τίς πόρτες, πετάει τίς μάρκες, ξεχνάει
τόν κύκλο των συμπασχόντων. Αποχωρεί. Μπορεί ν’ άκού-
ει γιά τίς ολονυχτίες, τά μεγάλα ποσά, τούς άθλους αύτοΰ ή
εκείνου. Άλλά είναι πιά εξω άπό τό δίχτυ.
Άσχετο άν είναι πιά κάτι παραπάνω ή κάτι παρακάτω
άπ’ δ,τι ήταν, έκείνο πού τόν ένδιαφέρει είναι ή απόσταση
άπό τό παρελθόν. Τό νον δπου κατοικεί νά διαφέρει άπό τό
άλλοτε.
Έ στρατιά των άνθρώπων πού αισθάνονται καλά μόνο
άν πλάι τους χάσκει κάποιο κενό συνήθως άκολουθοΰν τόν
ίδιο δρόμο. Γιά μιάν έποχή, πουλοΰν άκόμα καί τά χρυσά
δόντια τής μάννας τους γιά νά ικανοποιήσουν τό πάθος
τους. Καί τήν άλλη έποχή —άν είναι άξιοι γ ι’ αύτήν, καί
τυχεροί βέβαια— τή ζουν άναπολώντας καί μετανοώντας.
’Ίσως ετσι άφτιασίδωτοι, καταγγέλλοντας δ,τι υπηρέτη­
σαν (τήν έξυπνάδα, τίς στρατηγικές, τόν εγωισμό καί τήν
πλεονεξία), νά συνάπτουν καλύτερες σχέσεις μέ τή ζωή.
Καί τό σημαντικό είναι δτι τήν ταυτότητά τους, δλοι σχε­
δόν, τή βρίσκουν οχι στό παρόν (δπου τούς περιθάλπτει ή
156 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

απραξία καί ή φρόνηση) άλλά στό παρελθόν της σπατάλης


καί της ανάλωσης.
Μπορεΐ κανείς νά φανταστεί μιά λέσχη απροσδιορίστων
ορίων πού νά απαρτίζεται άπό διάφορους πρώην. Φιλόσοφοι
πού τώρα γιατρεύονται μέ τή σιωπή. Θεωρητικοί πού τώρα
ξέρουν δτι γνώρισμα της ειλικρίνειας είναι νά αύτοκαταγ-
γέλλεται. Άνθρωποι της πράξης πού τώρα άσκοΰνται στό
νά ντρέπονται γιά τόν έαυτό τους. Πιστοί πού τώρα θεολο­
γούν μέ τόν άγνωστικισμό τους. Άνθρωποι του πάθους πού
τώρα λυπουνται τό οξυγόνο πού ξόδεψαν κυνηγώντας ή­
σκιους. Πρώην εραστές. Πρώην δμορφες γυναίκες. Πρώην
συγγραφείς πού τώρα έχουν ως ύφος τό σεβασμό τής λευκής
σελίδας.
Μέσα σέ μιά τέτοια λέσχη μέ ραγισμένες καρδιές καί
ψαλιδισμένες γλώσσες, ένδέχεται νά βρει κανείς τούς φί­
λους του.

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΪΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ


Καμμιά φορά, μοί ελεγε κατ’ ιδίαν ό
άδελφός μου, ένόμιζον πώς ήρχιζε νά
ξέχνα τόν Χρηστάκη, μά ποτέ δέν τήν
είδαν νά ξεχάση τόν φονιά του.
Π ο ιο ς Η τ ο ν ο Φο ν ε τ ς
τ ο τ Αδ ελ φ ο ί μ ο τ

ΕΣΑ ΣΕ ΚΑΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ, ΣΕ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΑ ΔΙΑΜΕΡΙ-


Μ σματα, βουλιαγμένα στό νερό αύτοκίνητα, σέ έρημικά
μέρη ή καταμεσής τοΰ δρόμου, τούς βρίσκουν μέ κομμένο
ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟ ΪΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ 157

κεφάλι, στραγγαλισμένους, γεμάτους αίματα, πληγές άπό


μαχαίρι, πιστόλι ή άλλα φονικά όργανα. Είναι τά θύματα
των φόνων πού τόσο συχνά δίνουν τήν εύκαιρία στή στήλη
του άστυνομικοΰ δελτίου νά αισθάνεται απαραίτητη.
Τό σκηνικό συνήθως θυμίζει πολλά γνωστά καί άγνω­
στα. Ένα διαμέρισμα μέ καταφανή τά ίχνη θανάσιμης πά­
λης. Μιά σύζυγος πνιγμένη στό μπάνιο. Τό κορμί μιας νεα­
ρής κοπέλας βιασμένο, μολωπισμένο, μισόγυμνο καί πε-
ταγμένο στό σκουπιδότοπο. Ένας ηλικιωμένος πού άντι-
στάθηκε μάταια στούς νεαρούς διαρρήκτες.
Όλα αύτά, άν παίρνουν δραματική σημασία, τό οφείλουν
στήν κατάληξή τους καί οχι σέ δ,τι προηγήθηκε.
Πάντα στούς φόνους ή ιστορία των πρωταγωνιστών μας
φαίνεται τόσο οικεία δσο άπόμακρη μοιάζει ή κατάληξή
της. Τό νβϊκος καί ή κάθε λογης διαφορά κινούν τή ζωή —
άλλά πότε οδηγούν στό φόνο; Πώς μέσα άπό τό «κοινώς
φέρεσθαι», αύτό τό «παντού τά πάντα» πού ό καθένας μας
φέρει πάνω του σάν ταυτότητα ή σάν άναγνωρίσιμη άμφίε-
ση, μπορεΐ νά άναδυθεΐ ή δύναμη τής παρέκκλισης πού κα­
ταργεί τήν ίδια τή ζωή; Καί πιο ξεκάθαρα: τί «προσόντα»
χρειάζονται γιά νά γίνει ένας άνθρωπος φονιάς;
Όταν ή άνακριτική διαδικασία προχωρεί καί οί καταθέ­
σεις μαρτύρων καί γνωστών (θύματος καί δράστη) προ­
σπαθούν νά σκιαγραφήσουν τήν ψυχική προσωπογραφία του
φονιά, είναι παράξενο πόσο άνεπαρκεΐς μοιάζουν. Κανείς
σχεδόν δέν μπορούσε νά προβλέψει τήν πράξη. «Έμοιαζε
φιλήσυχος άνθρωπος», «Δέν είχε δώσει ποτέ άφορμή», «Ή ­
ταν άγαπητός- σέ δλους» κ.τ.λ.
Κι ό ίδιος ό δράστης δέν έχει νά πει πιό διαφωτιστικά
πράγματα. Όντας μακριά καί συνήθως πολύ πιό κάτω άπό
τήν πράξη του, έπικαλεΐται τήν κακιά ώρα, δηλαδή τήν κα­
κή τύχη, πού τόν έφερε ως αύτό τό σημείο. Μέ έναν τρόπο,
15» ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

ανήκει κι αύτός στή χορεία των «κανονικών» ανθρώπων


πού εκφράζουν τόν αποτροπιασμό τους.
Είναι σαφές μέ άλλα λόγια δτι ό φονιάς δέν ταυτίζεται
μέ τήν πράξη του, δέν τής έπιτρέπει δηλαδή νά τόν χαρα­
κτηρίσει ριζικά. Μπορεΐ νά σκότωσε, άλλά δέν είναι στή
φύση του νά σκοτώνει. Συνήθους μιλάει γιά μιά στιγμή πού
τόν έξώθησε έξω άπό τά δρια κάθε έλέγχου, μέ τίς γνω­
στές συνέπειες. Θά μπορούσε δμως τό τραγικό γεγονός νά
μή συμβεΐ (δπως δέ συνέβη τόσες καί τόσες φορές στον
πρότερο έντιμο —κατά κανόνα—βίο του).
Μιλώντας δηλαδή ώς άνθρωπος σάν δλους τούς άνθρώ-
πους, δίνει στήν πράξη του ένα νόημα πού άφορά άμεσα
τούς πάντες. Σκοτώνει κανείς λόγω συγκυριών καί οχι λό-
γω φύσεως ή χαρακτήρα. Πράγμα πού κάλλιστα μπορεΐ νά
σημαίνει —καί δντως σημαίνει— δτι οί πάντες είναι φονιά­
δες έν-δυνάμει.
Καί είναι δντως φονιάδες ένδυνάμει γιατί ο καθένας τους
μίσησε, βρέθηκε μέσα στόν κύκλο τοΰ πάθους, τής άνάγκης
ή τής άπελπισίας. Ώς ένεργεία άνθρωπος, πιθανώς δέ σκό­
τωσε λόγω άδυναμίας ή δειλίας, λόγω μεγάλου αύτοελέγ-
χου ή λόγω συγκυριών. Έχοντας υποψιαστεί τήν άτη, τήν
κακιά ώρα, τόν σχεδιασμένο καί άτέλεστο φόνο, μπορεΐ νά
φρικιά μπροστά στήν πράξη (τοΰ άλλου), χωρίς δμως ή σκέ­
ψη νά τοΰ είναι ξένη.
Σέ τοΰτο άκριβώς τό σημείο ό δικαστής δέ θέλει νά γνω­
ρίζει τίποτα γ ι’ αύτή τήν πανανθρώπινη συνενοχή. Τό κα­
τηγορητήριο ένα σκοπό έχει: νά ταυτίσει τόν άνθρωπο μέ
τήν πράξη του. Δέν το ένδιαφέρει ή υπεροχή τοΰ πάθους
άπέναντι στόν αύτοέλεγχο, οΰτε μπορεΐ νά δοξάσει τήν
τόλμη ένός άνθρώπου πού καταστρέφεται παίρνοντας μαζί
του καί κάποιον ή κάποιους άλλους. Ό φονιάς είναι έξ όρι-
σμοΰ έχθρός τής ζωής καί ώς τέτοιος καταδικάζεται.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ; 159

Κι δμως, σέ αύτό ακριβώς τό σημείο ό φονιάς ύπερέχει


απέναντι στήν άγέλη τών αθώων. Έχοντας —εστω καί
παρά τή θέλησή του— εκλεγεί άπό τίς δυνάμεις πού άρνοΰ-
νται τή ζωή νά τίς υπηρετήσει, άποτολμά τό άδιανόητο.
Φέρει τό πάθος του σέ πέρας. Όλοκληρώνει τήν πλάνη.
Προσθέτει αδρά μιάν άκόμα σκιά στή ζωή.
Κατά μία έννοια, φέρει σέ πέρας μιά χαρισματική άπο-
στολή.
Ό φονιάς κάνει τό πάθος του ειλικρίνεια καί δχι ταραγ­
μένο ύπνο. Γιά νά άνέλθει δλη τήν κλίμακα τής ζωής, πρέ­
πει νά έξέλθει άπό τό στρατόπεδο τών άξιών. Γ ι’ αύτό, μέ
τον τρόπο του, είναι ήρωας καί βέβηλος δσο καί ιερός.
Μακριά άπό τό μέγα πλήθος τών νομοταγών πού νέμο-
νται τά άγαθά τής ζωής, ό φονιάς στέκει ως αύστηρός κρι­
τής καί έκλεκτό θύμα. Χωρίς νά μπορεί νά διδάξει τήν ε­
πανάληψη τής πράξης του, είναι τό σημάδι τής σκοτεινής
εισόδου, κατεύθυνση άπαραίτητη σέ κάθε κοινωνία. Κι ί­
σως κάθε λαός —πού τιμά άγιους, ήρωες, ποιητές, σο­
φούς— νά πρέπει κάποτε νά άποτολμήσει τό άνέλπιστο: νά
τιμήσει τούς φονιάδες του.

Ε ίν αι Α λ ή θ ε ια ;
Στόν Λυκούργο

Ϊ
ΓΙΑΡΧΟΤΝ ΠΟΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Ν’ ΑΠΟΤΤΧΕΙ Ή ΝΑ ΕΠΙΤΤΧΕΙ ΚΑ-
νείς. Πολλοί τρόποι νά πάρει στά σοβαρά τόν έαυτό του
ή νά ζήσει άδιάφορος. Ά λλά ή αύτοκτονία βρίσκεται εξω
άπό κατηγορίες καί μεθόδους.
ι6ο ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

Πριν απ’ δλα ό αύτόχειρας δέν κάνει σπασμωδικές κινή­


σεις. Δέν πρόκειται νά πέσει στό κενό άπό θυμό, δπως πε-
ταμε μιά μποτίλια μεσκάλ πάνω σέ μιά τζαμαρία ή γυρί­
ζουμε τό τραπέζι πάνω σέ έναν βλακέντιο συνδαιτυμόνα.
Είναι δέντρο πού αφήνεται στό σαράκι. Επιτρέπει στά
σκουλήκια ν’ ανέβουν σιγά-σιγά ώς τό λαιμό.
Κι δλο αύτό τό διάστημα, πού μπορεΐ νά κρατάει μήνες
καί χρόνια, δέν παύει νά παρακολουθεί. Έκπληκτος, παρα­
τηρεί πώς αλλάζουν οί ρυθμοί τοΰ κόσμου, πόσο διαφορετι­
κά άκούγονται τά λόγια τών άλλων, πόσο ό ίδιος εχει γίνει
σιγά-σιγά άλλος άνθρωπος. Απόμακρος γιά τούς άλλους,
ξένος γιά τόν έαυτό του καί γιά τό παρελθόν του.
Εκείνο πού εχει άλλάξει πάνω άπ’ δλα είναι ό τρόπος
έπιστροφής στό σπίτι. Δηλαδή ή νύχτα.
Άλλοτε, μέ τό άνοιγμα τής πόρτας, μιλοΰσε τρυφερά ή
οικειότητα. Κρεβάτια ξέστρωτα, ροΰχα πεταμένα έδώ καί
κεΐ, τό τηλέφωνο στό βάθος ξεχασμένο νά χτυπάει ή τό
παιδί νά κλαίει, άλλά δλα αύτά μέσα σέ μιά γλυκιά αίσθη­
ση προσφοράς.
Ύστερα μεθυσμένος στή μπανιέρα, μέ τό νερό νά σκορ­
πάει έφηβικές αισθήσεις στό κορμί, τίς πετσέτες νά περι­
μένουν, καί τό κρεβάτι ζεστό άπό τό σώμα της μισοκοιμι-
σμένης γυναίκας. Τίποτα σπουδαίο. Δηλαδή είσαι σπίτι
σου — κοιμήσου. Καί άφησε τή νύχτα νά ξεγεννήσει τήν ε­
πόμενη μέρα.
Οί μικρές εύτυχίες, πού σάν παραμάννες νανουρίζουν
τούς φόβους μας, δταν κάποτε μετοικίσουν, είναι σά νά μήν
ύπήρχαν ποτέ. Καί είναι άλλόκοτη ή ωριμότητα πού φέρνει
ξαφνικά ή έρημιά. Μέσα σ’ ενα άδειο, ξεχασμένο άπ’ δλους
σπίτι, μακριά άπό φιλικές άναπνοές καί συζυγικά βήματα,
μιά πεποίθηση άνδρισμοΰ, δηλαδή παράφορης τάσης γιά αύ-
τοκαταστροφή, άρχίζει νά σαλεύει άπειλητικά.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ; ι6ι

Ναι, αξίζει νά πεθάνει κανείς άπό τά ίδια του τά χέρια.


Καί άπό τά ίδια του τά γέλια. Γιατί, δποια κι άν είναι ή
άπόγνωση, ό μοναχικός της ζωής δέν ξεχνάει ποτέ τό τά­
λαντό του στήν λοιδωρία. Μπορεΐ άνά πάσα στιγμή νά φα­
ντάζεται βρόχους, νά ψάχνει άπό που θά δέσει τό σχοινί
—καί τά ήλίθια διαμερίσματα των πολυκατοικιών δέν παρέ­
χουν καί πολλές άνέσεις γιά κάτι τέτοιο— δπως μπορεΐ νά
ξεχνάει δλα αύτά σά νά άφοροΰν κάποιον άλλον καί νά ρί­
χνει πασιέτζες.
Ένα γερό ξύρισμα, ενα καθαρό ροΰχο, δυο βιαστικά κο-
νιάκ μπροστά στόν καθρέφτη καί μετά στούς δρόμους.
Είναι καί μιά άλλη αίσθηση, πού συνήθως δέν τή λογαριά­
ζουμε, άλλά ύπάρχει. Ό ύποψήφιος αύτόχειρας ντρέπεται
τήν ίδια του τήν έφηβεία. Όταν άναλογίζεται τό λαχανια­
σμένο παιδί (σέ αύτοκίνητα, γήπεδα, φουστάνια καί ξεφα-
ντώματα) πού τώρα κατέληξε στή μορφή αύτοΰ του άπίθα-
νου καί άνεύθυνου μεσήλικα, δέν εχει τί νά πει. «Καλά νά
κρεμαστώ εγώ, άλλά αύτό τό παιδί τί φταίει νά πληρώσει;
Γιατί νά χαθεί μαζί μου;».
Στούς δρόμους, στά καφενεία, στά ούζάδικα, δταν ή μαυ-
ρίλα ξεφτίζει λίγο καί οί έτοιμες κουβέντες, σάν πρόθυμες
ύπηρέτριες, τσακίζονται νά τόν εξυπηρετήσουν, ή οδύνη
ναρκώνεται κάπως. «Μά τί παθαίνω;» σκέφτεται ό ύποψή­
φιος αύτόχειρας. «Τί μέ πιάνει καί θέλω νά σπάσω τή στά­
μνα;». Όλοι τόν χρειάζονται άπλά καί μόνο γιά νά νιώθουν
δτι κι αύτοί μέ τή σειρά τους είναι άπαραίτητοι. Κάθε
βράδι, πιστός στό στασίδι του, δίνει τό παρόν στή ζωή.
Αύτή ή χειρονομία δέν κοστίζει τίποτα. Είναι βραχύβια σάν
τή νύχτα καί σάν τήν αναπνοή.
Άλλά μέ τήν έπιστροφή στό σπίτι, νιώθει σάν τά χωρά­
φια πού ένα δόλιο χέρι γύρισε καταπάνω τους τό ποτάμι.
Δέ μένει τίποτα νά σκεφτεΐ. Σχεδόν δέν άναγνωρίζει τά
16 2 βωμολοχίες ;

χέρια του. Έ συνείδησή του, πού πάσχει άπό χρόνιες άυ-


πνίες, τόν περιπαίζει ενοχλητικά. «Τί καθυστερείς; Τί άλλο
σου μένει; Γιατί δέ δίνεις σέ δλους ενα μάθημα; Γιατί δέ
γελοιοποιείς τή ζωή σου; Δέ σου εμεινε πιά άλλη σοβαρό­
τητα!».
Έ τσ ι άρχίζουν τά σχέδια.
Νά κόψει τίς φλέβες του δέν τό βρίσκει σκόπιμο. Κείνο
τό παλιό ξυράφι πού του είχε χαρίσει ο πατέρας του ήταν
δ,τι επρεπε. Άλλά τό πούλησε κι αύτό. Ύστερα αύτός ό
τρόπος είναι γιά τίς γυναίκες. Χώρια πού μπορεί νά μετα-
νιώσει βλέποντας τούς κρουνούς τό αίμα. Χώρια τό ρεζίλε-
μα άν γλυτώσει καί κυκλοφορεί στούς δρόμους μέ γάζες καί
σημάδια στούς καρπούς.
Προτιμότερο τό περίστροφο. Μιά κι εξω. Σκέφτεται τόν
κρόταφο. Ά πό τήν άριστερή, δέ χωράει άμφιβολία. Νά πέ­
σει στή μέση τής κάμαρης, άλλά νά μήν ξεχάσει ν’ άφήσει
άνοιχτή τήν έξώπορτα. Τά πτώματα σέ σήψη δέν ήταν πο­
τέ του γούστου του. Άλλά καί τό περίστροφο τό κρατάει ό
Άκύλας, ποιός ξέρει που φυλαγμένο.
Μένουν τά χάπια καί ή πτώση άπό ψηλά.
Γιά τά χάπια δέν τό συζητάει. Τά διώχνει τό στομάχι
καί έπιπλέον σέ σκοτώνουν ύπουλα, στον ύπνο. Ερήμην
σου. Έ πτώση άντίθετα εχει τίς χάρες της. Σά νά πέφτεις
σέ πολύ άραιά νερά, σά νά ονειρεύεται γιά μερικά δευτερό­
λεπτα. Τό μόνο πού τόν άνησυχεί είναι οί διαβολικές συ­
μπτώσεις. Κανένα φορτηγό μέ καρπούζια πού μπορεί \ά
περάσει ξαφνικά. Κανένας σωρός άμμου άπό δημόσια εργα.
Νά μείνει άνάπηρος καί μιά ζωή γελοίος... Όχι! Ό καλύτε­
ρος τρόπος είναι τό σχοινί. Τό δένεις στέρεα στήν οροφή
(πώς, θά βρει τή λύση), άνεβαίνεις σέ μιά καρέκλα καί ύστε­
ρα, μέ μιά κλωτσιά καί λίγη άγωνία, τά μάτια του θά προ-
Οί ΛΕΣΧΕΣ 163

σηλωθοΰν σέ ένα σημείο. Άλλωστε πάντα του ήταν παρα­


τηρητικός.
Είναι βέβαιο, δτι αργά ή γρήγορα θά γίνει. Δέ χωράει
καμιά άμφιβολία. Σχεδόν νιώθει εύτυχία πού πήρε αύτή
τήν απόφαση. Μιά νέα αίσθηση ζωής τόν κυριεύει.
Κι δταν τά λόγια του Βελτσάνινοβ τύχει νά τόν ρωτή­
σουν: Είναι άλήθεια πώς θέλετε νά κρεμαστείτε; Είναι αλήθεια;
Μπορεί νά άπαντάει σάν τόν Παύλο Παύλοβιτς: Δέν απο­
κλείεται πάνω στό μεθύσι μου νά μου πέρασε αύτή ή σκέψη ... Δέ
θυμάμαι...

01 ΛΕΣΧΕΣ

- δ ε μ π ο ρ ε ί ;- θα "ν α ι α π α ξ α π α -

Ο
π ο ιο ν κ ι α ν γ ν ω ρ ις ε ις
ντος μέλος κάποιας Λέσχης. Τό φάσμα είναι πολύ μεγά­
λο καί έξουθενώνει ακόμα καί τήν πιό ευρηματική φαντα­
σία. Λέσχη τών έχθρών (κάποιου σημαίνοντος προσώπου).
Λέσχη τών φίλων (κάποιας άνθρώπινης αδυναμίας). Λέσχη
τών άδικημένων. Λέσχη τών εύνοημένων. Λέσχη τών τα­
πεινών συνηθειών. Λέσχη τών εξάρσεων καί τών δεδηλωμέ­
νων έλαττωμάτων κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Δέν ύπάρχει τρόπος νά γραφτεί κανείς σέ μιά παρόμοια
Λέσχη μέ απλή επίδειξη ταυτότητας ή μέ τήν καταβολή
ένός παράβολου. Ό χι γιατί δέν ύπάρχει ταυτότητα καί πα­
ράβολο, άλλά επειδή αύτά είναι ή ί'δια ή ζωή του καθενός.
Ό ,τι κι άν πασχίσεις στό βίο σου, άν έχεις τήν τύχη νά
διαθέτεις κάποιο άνάστημα, πάντα κάποια κουτάβια θά
βγουν στό δρόμο σου νά σου ξηλώσουν τά μπατζάκια. Καί
164 βωμολοχίες :

άρκοΰν μερικές κλωτσιές, μερικές βιτσιές ή καί απλά


«οΰστ», γιά νά στηθεί παρευθύς ή λέσχη των πληγωμένων
κουταβιών.
Όταν κάποιος δημιουργεί —ακόμα καί κανατάς νά εί­
ναι— οί άλλοι συνωμοτούν. Δέν τού επιτρέπουν νά είναι
αύτό πού είναι καί νά κάνει, αύτό πού κάνει γιατί μέ τήν
παρουσία του αύτόχρημα τούς πληγώνει. Έ επιτυχία άπο-
τελεΐ μιά προσβολή τοΰ προσώπου τους.
Καί είναι γνωστό δτι οί άνθρωποι άγαποΰν τίς προσβο­
λές. Τίς διατηροΰν στήν καρδιά τους μέ απίθανη εγρήγορ­
ση. 'Η μνησικακία δέν εχει σχέση μέ τή νωχέλεια.
Μέσα στούς Δαιμονισμένους ή Λέσχη των προσβλημένων
άπό τά φερσίματα τοΰ Σταυρόγκιν είναι έντυπωσιακή. Ά λ ­
λά κάθε κοινότητα (ακόμα καί κάθε συντροφιά) εχει τόν
Σταυρόγκιν της.
Οί ανικανότητες, επειδή συνήθως δέ μποροΰν νά ανε­
χτούν τόν έαυτό τους, φροντίζουν νά έπινοοΰν ή νά προκα-
λοΰν προσβολές καί αδικίες, γιά νά δικαιολογούν τήν κατά­
στασή τους. ΓΥ αύτό δέ βρίσκει κανείς κακούς συγγραφείς,
ήθοποιούς, έραστές ή αθλητές, άλλά μόνο άδικημένους άπό,
άτυχους επειδή, υπονομευμένους λόγω κ.τ.λ.
Πώς νά μήν πυκνώσουν οί λέσχες τών άδικημένων δη­
μιουργών καί τών άτυχων;
Γύρω άπό κάθε έπιτυχημένο (μουσικό, τραγουδιστή, ε­
κτελεστή, όργανοπαίχτη) είναι εντυπωσιακό πόσοι δευτε­
ροκλασάτοι καλλικέλαδοι συντονίζουν τίς καταγγελίες
τους. Όλοι θά μπορούσαν νά είναι στή θέση του. Δέν υστε­
ρούν σέ τίποτα άπέναντί του. Αντίθετα, είναι πολλά τά
σημεία πού ύπερτεροΰν άπέναντί του καί μάλιστα μέ μεγά­
λη διαφορά.
Μιά μικρή συγκυρία τούς καταδίκασε σέ άνυποληψία. Κι
ετσι, μέ ενα έδόθη μοι σκόλοφ Ιν σαρκί Ινα έπαίρομοα, περ-
Οί ΛΕΣΧΕΣ ι 65

νοΰν τή ζωή τους συκοφαντοοντας. Τό μίσος πιθανώς είναι


ένας τρόπος νά περνάς τή ζωή σου, χτίζοντας στήν καρδιά
σου ένα κατάλυμα γιά τόν έχθρό σου. Υπάρχει καλύτερο
παράδειγμα άπό τόν πόλεμο πού είχε κηρύξει ο Άποστολά-
κης ένάντια στον Παλαμά;
Στήνοντας πολέμους, ή μετριότητα αποκτά κύρος. Νιώ­
θει ίση μέ κείνο πού καταγγέλλει, γιατί διαφορετικά ή φι­
λία θά τήν καταδίκαζε σέ ταπεινωτική συγκατάβαση. Καλύ­
τερα Λοιπόν εχθρός καί έλεύθερος παρά φίλος καί ύποδεέστε-
ρος.
Σέ αύτές τίς αδελφότητες τής κακής πίστης, δ,τι κα­
ταγγέλλεται είναι άντικείμενο συγκαλυμμένης λατρείας.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε τό Είναι καί τό Μηδέν αμέσως
ιδρύθηκε ή λέσχη τών άντι-σαρτρικών, Οί καταγγελίες ή­
ταν εντυπωσιακές: λογοκλοπή, παράφραση, ψευδομοντερνι-
σμός, ρηχή δοκησισοφία. Έ κατάληξη; Τό πιό σοβαρό μέ­
λος τής λέσχης, ό Ζάν Βάλ, κατέληξε ιστορικός τής σκέψης
του Σάρτρ...
Άλλά δέν είναι άνάγκη ν’ άνέλθει κανείς στις ανώτερες
κλίμακες γιά νά ανακαλύπτει λέσχες. Ό καλός χαρτοπαί­
χτης ιδρύει έκών-άκων τή λέσχη τών μαινόμενων έχθρών
του. Παρόμοια ό καλός γιατρός, ό καλός τεχνικός, ό καλός
οικογενειάρχης, δπως καί ό ζηλευτός άλήτης.
Έ μετριότητα καί ή βλακεία έχουν ένα ισχυρό γνώρισμα:
δύσκολα συγχωροΰν. Δηλαδή ποτέ.
Όταν ό Μοντέιν έγραφε δτι ή δειλία είναι ή μάννα τής
ωμότητας, τόνιζε αύτήν ακριβώς τήν ιδιότητα τής αδυνα­
μίας. νά άναδείχνεται δυνατή προβάλλοντας τή σκόπιμα ά-
νοιχτή πληγή της.
Δώστε σέ έναν έπαίτη έκατομμύρια* θά ξεχάσει αμέσως
τούς εχθρούς του. Δώστε σέ έναν κακογράφο επιτυχία* άμέ-
σως θά άλλάξει γνώμη γιά δλους δσους πρίν κακολογούσε.
ι66 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

Δώστε στόν χυδαίο σπουδαρχίδη αξιώματα* αμέσως θά


δεχτεί δ,τι πριν καταφρονούσε.
Κοντολογίς, δλες αύτές οί λέσχες πού φιλοξενούν χαμένα
όνειρα καί μεγάλες προσδοκίες είναι φροντιστήρια συκοφα­
ντιών καί μίσους, συνάμα δμως δείχνουν κάτι πολύ βαθύ:
μιάν απαίτηση έλευθερίας καί πλήρωσης. Έ τσι άλλωστε
γεννούν τή μέγιστη απορία: γιατί οί άνθρωποι συναντούν
τόσες μεγάλες δυσκολίες δταν πρόκειται νά παραδεχτούν
τόν έαυτό τους; Γιατί μονάχα τό πρωτείο παρηγορεΐ καί
γαληνεύει, ένώ ή κατωτερότητα τρικυμίζει τά σπλάχνα καί
θολώνει τίς φρένες; Στό δύσκολο παιχνίδι της αύτεπίγνω-
σης, δ,τι δέν εχει κανείς σέ φρόνηση καί διαύγεια, τό εχει
σέ φορτίο ψευδαισθήσεων καί εθελοτυφλίας.
Ύ π ’ αύτή τήν έννοια, άφοΰ οί κάθε λογης Λέσχες στηρί­
ζουν τήν έπιβίωσή τους στίς άρνητικές ικανότητες τών με­
λών τους, έχουν έξασφαλίσει τήν πελατεία τους.

ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ

λ λ η γ λ ω σ σ ά σ η μ α ίν ε ι ά λ λ ο ν ά ν θ ρ ω π ο , ά λ λ ο κ ο ςμ ο

Α καί ή ύφήλιος, δπως ξέρουμε, απαρτίζεται άπό πολυά­


ριθμους άλλόθροους καί άλλόφυλους τέτοιους κόσμους. Α ­
ναφορικά μέ αύτή τήν άδιανόητη πολυμέρεια, ό πολωνικής
έθνικότητας Λουδοβίκος Ζάμενχοφ ειχε συλλάβει τό μέγα
σχέδιο. Επινοώντας τήν εσπεράντο, μιά παγκόσμια γλώσσα
δηλαδή, πού θά ελυνε τά προβλήματα τών γλωσσικών-έθνι-
κών διαφορών βασιζόμενη σέ ενα άνώτατο δριο διεθνικότη­
τας, πίστεψε δτι έπινόησε καί εναν νέο κόσμο.
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ 167

Κάθε λέξη τοΰ λεξικού του έπιλεγόταν μέ βάση τίς εύ-


ρωπαϊκές γλώσσες καί ώς έκτούτου, γ ι’ άλλη μιά φορά, ή
Εύρώπη διεκδικοΰσε τήν πρωτοπορία. Προτείνοντας στούς
άνά τήν ύφήλιο λαούς τή μεταμόσχευση μιας νέας γλώσ­
σας, ούσιαστικά πρότεινε ένα οικουμενικό (γλωσσικό) έ­
θνος. Καί τά ήθη; Έ ψυχική ιστορία κάθε λαοΰ πού εντυ­
πώνεται στό «λέγειν» του; Έ ίδιοπροσωπία; — τί θά απο­
γίνονταν; Είναι γνωστό δτι οί κάθε λογης μεσσιανισμοί,
φανατικοί τής ολότητας καθώς είναι, περιφρονοΰν ή δέ λα­
βαίνουν ύπόψη τους τό ίδιάζον καί τό έπιμέρους.
Έ ν πάση περιπτώσει, τό τερατώδες σχέδιο τοΰ Ζάμεν-
χοφ δέν τελεσφόρησε. Ή έσπεράντο έμεινε στό συρτάρι.
Ό χι δμως καί ή λογική της. Ά ν ή παγκοσμιότητα μιας
γλώσσας χρονοτριβεί άκόμα (γιατί έπιτελεΐται μέ τή βρα­
δεία έξάπλωση τοΰ λατινικοΰ άλφάβητου...), ύπάρχει μιά
άλλη παγκοσμιότητα πού έπιβάλλεται πομπωδώς. Σήμερα
δέν μας προξενεί καμιά εντύπωση δτι ό Αφρικανός ντύνε­
ται μέ κοστούμι καί γραβάτα δπον ό Αμερικανός, ό Εύ-
ρωπαΐος καί δ Άσιάτης, δτι τρώει μέ μαχαίρι καί πιρούνι,
δτι οδηγεί αύτοκίνητο, δτι βλέπει κινηματογράφο καί τη­
λεόραση, δτι φοράει γυαλιά καί φακούς έπαφής, ρολόγια
καί καπέλα, καί πιθανώς συνοδεύει τή συμβία του άλά-
μπρατσέτα...
Οί διαφορές —πού συνιστοΰν τήν ταυτότητα κάθε έ­
θνους— τώρα ύποχωροΰν μπροστά στήν πανίσχυρη ώθηση
τής ομοιογένειας, πίσω άπό τήν οποία πιθανώς κρύβεται ή
ίδια άντίληψη γιά τό χώρο καί τό χρόνο, τή ζωή καί τό .
θάνατο. Άντίληψη βέβαια πού δέν είναι έκπεφρασμένη, άλ- ί
λά καθιδρύεται έξωθεν, μέ τήν έπιβολή τής τεχνικής καί
τών πολλαπλών έφαρμογών της.
Έ τσ ι ή ομοιογένεια (άποπαίδι τοΰ Λόγου καί τής τεχνι­
κής), συνθέτει μιά πελώρια παρωδία. Ό Κινέζος πίνει πέ-
ι68 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

ψι-κόλα, βλέπει κινούμενα σχέδια, διαβάζει κόμικς, Τίμαιο


καί Θεία Κωμωδία, προβάρει εύρωπαϊκά ροΰχα, καί πιθανώς
έτοιμάζεται νά γράψει κι αύτός μέ λατινικούς χαρακτήρες.
Συνεπώς, σέ αύτή τήν καρικατούρα τής έξευρωπαι'σμένης
Ά πω -Ά σίας γιατί νά μήν προστεθεί ό σολοικισμός τής
διοργάνωσης Όλυμπιακών Αγώνων άπό Κορεάτες;
Γιά τό διεθνές έμπόριο θεαμάτων καί άθλητικών συγκινή­
σεων, αύτό τό γεγονός δέν κρύβει τίποτα τό παράταιρο. Ή
Όλυμπιάδα, σάν πολυεθνικός θίασος ή σάν τσίρκο τής Βα­
βέλ, μπορεί νά μετακομίζει άπό ήπειρο σέ ήπειρο άνεβάζο-
ντας τίς παραστάσεις της. Άλλωστε, εδώ τουλάχιστο, δέν
υπάρχουν γλωσσικά έμπόδια: οί άθλητές —κατεξοχήν σιω­
πηλά πρόσωπα— μιλούν τήν παγκόσμια γλώσσα τής κίνη­
σης πού άψηφά δραγουμάνους καί ύπότιτλους.
Ό Μπούμκα καί ό Άουίτα είναι σαφείς γιά τό Ρώσο
δσο καί γιά τόν Αφγανό. Άποσκοπουν σέ μιά μεγάλη επί­
δοση. Πασχίζουν νά ύπερβοΰν τόν έαυτό τους. Άλλά τί
νόημα εχει ή νοοτροπία τής «έπίδοσης» γιά εναν λαό πού
πιθανόν δέ γνωρίζει παρόμοιες άμιλλες; Ειδικά μάλιστα ά~
θλητικοΰ περιεχομένου; Κι δλα αύτά συνδυασμένα μέ τό ή-
μίγυμνο κορμί, τή μανιώδη άναζήτηση τής ύπεροχής, τήν
«πάση θυσία» έπιβολή;
I Θέλουμε νά ποΰμε πώς, δταν έρθει ή στιγμή νά διοργα-
| νώσουν οί Άσιάτες άγώνες τής Φόρμουλα-1 , πέρα άπό τήν
! επιτυχία ή τήν άποτυχία, θά εχουμε νά κάνουμε μέ τό φαι-
\ νόμενο ένός πολιτισμού πού βιάζεται άπό ξένα ήθη. Μιά
πίστα άγώνων πού τελεί υπό τήν αιγίδα μιας ξενόφερτης
τεχνολογίας θά είναι γιά τόν Κινέζο καρκίνωμα πάνω στό
εύγενές σώμα τής παράδοσής του. Όπως πιθανώς καί ή
πυρηνική βόμβα ή ή χρήση αύτοκινήτου. Καί φυσικά οί Ό-
λυμπιακοί Άγώνες δέ σημαίνουν τίποτα διαφορετικό. Έ ­
χουμε μιά σειρά στάδια πού λειτουργοΰν ήλεκτρονικά καί
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ 169

«μέσα» ενα πλήθος αθλητών πού διαγωνίζονται μέ μέσα


κάθε άλλο άπό σύγχρονα. Δέν τρέχουν μέ μοτοσικλέτες,
αύτοκίνητα καί άεροπλάνα, δπως θά άρμοζε στήν έποχή,
άλλά μόνοι τους. Επιδιώκουν τήν άνώτατη ταχύτητα (άλ­
λά οχι μέ τεχνικά μέσα), κυνηγουν τό άνώτατο ύψος (άλλά
μόνο μέ τή βοήθεια τών μυών), κολυμπουν (άλλά χωρίς κα­
μιά εμβόλιμη μηχανή). Τί μπορεΐ λοιπόν νά σημαίνει αύτή
ή γοητευτική άντίφαση πρωτόγονης άμιλλας μέσα σέ ενα
υπερσύγχρονο τεχνικό πλαίσιο;
Γιά εναν Πέρση τής κλασικής εποχής πού (ώς διά μα­
γείας) θά παρευρισκόταν στήν Όλυμπία ή στή Νεμαία,
μπορεΐ ή γύμνια τών άθλητών καί τά οργανωμένα άγωνί-
σματα νά προκαλουσαν μεγάλη άπορία, πάντως τελικά θά
καταλάβαινε δτι πρόκειται γιά ειρηνικό σκηνικό πολέμου.
Γιά τόν πέμπτο αιώνα, δύο άθλητές πού παλεύουν παραπέ­
μπουν άμεσα στό πεδίο τής μάχης — σήμερα οχι. Ένας
άλτης, γιά κείνη τήν έποχή, μπορεΐ νά ήταν καλός στήν
πολιορκία κάποιου φρουρίου. Ένας σφαιροβόλος, καλός
σφαιροβόλος. Ένας άκοντιστής καλός στήν μάχη «εξ άπο-
στάσεως» ή «έκ του σύνεγγυς» κ.τ.λ.
Σήμερα δμως τά περισσότερα άθλήματα δέν παραπέ­
μπουν πουθενά. Είναι σύνολα άπό κινήσεις. Τό άλμα τρι-
πλοϋν είναι ένα άνούσιο θέαμα* τό ίδιο άλλωστε συμβαίνει
μέ τόν άκοντισμό, τή σφαίρα ή τόν Μαραθώνιο. Πρόκειται
γιά άναχρονισμούς πού ταριχεύουν άλλοτινές ζωτικές άνά-
γκ?ς'
Αντίθετα, γιά τήν έποχή πού τά γέννησε καί τά ειχε
πραγματικά άνάγκη, τά άθλήματα, ή άλλιώς τά πολεμικά
μέσα, ήταν κατανοητά άπ’ δλους. Ό άθλητής πριν άπ’ δλα
ήταν μαχητής. Ενσάρκωνε τήν ισχύ τοΰ Πολέμου πού βοη-
θοΰσε τήν Ειρήνη νά σκέφτεται καί νά έλπίζει. Γ ι’ αύτό
άλλωστε δέν ξάφνιαζε κανέναν ό θάνατος κάποιου παγκρα-
1 7° ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

τιαστή ή κάποιου οπλομάχου στήν κονίστρα. Ό θάνατος


στούς άγώνες ήταν τιμητικός δσο καί ό θάνατος στό πεδίο
τής μάχης.
Έπειτα, οί Όλυμπιακοί Άγώνες άποτελουσαν επίδειξη
πολεμικής έτοιμότητας, δπως συμβαίνει σήμερα μέ τά πο­
λεμικά γυμνάσια (ή άναλογία είναι πρόδηλη: ό νεκρός στούς
άγώνες δέν άποτελοΰσε σκάνδαλο, δπως σήμερα δέν άπο-
τελεΐ σκάνδαλο ό θάνατος κάποιου φαντάρου στις πολεμι­
κές άσκήσεις...). Έ ιδιότητα του μαχητή ταυτιζόταν σχε­
δόν μέ τήν ιδιότητα του άθλητή. Γ ι’ αύτό καί στον Όμηρο,
άφου παραδοθεί στήν πυρά ή σορός του Πάτροκλου, ό Ά -
χιλλέας διοργανώνει (τί άλλο;) άθλητικούς άγώνες — αυ­
τά ρ Άχίλλβύς αντον λαόν ερνκε και Ιζαναν ενρνν άγώνα (I
257-258)· Άγώνες πού διεξάγονται στό πλέον κατάλληλο
μέρος: στό πεδίο τής μάχης πού εχει ποτιστεί επανειλημμέ­
να άπό τό αίμα άμέτρητων μαχητών.
Άλλά ό χρόνος, δόλιος Κρόνος, καταπίνει τίς εποχές καί
τά ήθη τους. Τό άκόντιο, τό άρμα, ή περικεφαλαία, τό τό­
ξο, ή τριήρης κλείστηκαν τελεσίδικα στό μουσείο. Έ ιστο­
ρική τους άποστολή εχει προπολλοΰ ολοκληρωθεί. Μόνο
πού γιά τόν πολιτισμό, δ,τι χάνεται, βρίσκει τρόπο νά έπι-
στρέψει μέ άλλη δψη. Ό άλλοτινός πόλεμος επιστρέφει σάν
παιχνίδι. Τό χιούμορ τών αιώνων μετατρέπει τό πολεμικό
άθλημα σέ απλή παιδιά. Μπορεί ό Φειδιππίδης νά εσκασε,
άλλά ό Μαραθώνιος ζεί καί βασιλεύει.
Έδώ βρίσκεται ενα άπό τά μυστικά του πνευματικοΰ
πολιτισμού. Όπου πέφτει ενας Αίγέας στά κύματα, οί επί­
γονοι στήνουν εναν βατήρα γιά καταδύσεις. Τό «μνημόσυ­
νο» του παλαιού πάθους καταλήγει σέ τερπνή καί άνώδυνη
έπανάληψη. Παρότι λοιπόν δλα σχεδόν τά άθλήματα ξεκί­
νησαν μέ τό αίμα, καταλήγουν σέ θεσπέσια θεάματα. Γιά
νά έπιτευχθεί ή συντήρηση, άναγκαία προϋπόθεση είναι νά
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ 171

άποκοπεΐ κάτι άπό τό σκοπό του, μέ άλλα λόγια νά άπο-


σπαστεΐ άπό τή χρήση πού τό γέννησε.
Άρκεΐ νά κοιτάξουμε τό άγώνισμα της ξιφασκίας γιά νά
εχουμε μιάν άνάγλυφη εικόνα αύτής τής συντήρησης καί
τής άπόσπασης. 'Ως μονομαχία ή πολυμαχία, ή χρήση τοΰ
ξίφους ήταν τυπική, οχι μόνο στήν (έλληνική καί ρωμαϊκή)
άρχαιότητα, άλλα καί στόν Μεσαίωνα καί δώθε. Μέ τήν
άθλητική της μορφή δμως, ή ξιφασκία συντηρείται διαρρη­
γνύοντας τούς δεσμούς της μέ τόν αίματόβντα φόνο τοΰ πα­
ρελθόντος. Παρότι υπάρχουν άκόμα τά ξίφη καί οί περικε­
φαλαίες (πού μετατράπηκαν σέ κάσκες μέ δικτυωτό μπρο­
στά στά μάτια), τά ξίφη δέν τρυποΰν πιά. Απλώς άγγίζουν
τό σώμα τοΰ άντιπάλου καί, έφοδιασμένα καθώς είναι μέ
ήλεκτρονική εύαισθησία, καταγράφουν αύτόχρημα πόντους
στόν ήλεκτρονικό δείκτη. Τό τέχνασμα εΐναι πρόδηλο: ένώ
συντηρείται τό πνεύμα τοΰ πολέμου, καταργοΰνται οί οδυ­
νηρές συνέπειες. Ό ξιφομάχος (σάν τόν πυγμάχο ή τόν
σκακιστή) νικάει, άλλά δέ σκοτώνει.
Τό ίδιο ισχύει γιά δλα σχεδόν τά άθλήματα. Οί άγώνες
δρόμου (πού διατηρούν κάτι άπό τή σφοδρότητα τής πα-
λαιας προέλασης) τώρα μετατρέπονται σέ ταχύτητα γιά
τήν ταχύτητα. Έ κωπηλασία (σύμφυτη μέ το πνεύμα τής
ναυμαχίας καί τής μεγάλης ποντοπορίας) τώρα άποβαίνει
τεχνητή άμιλλα γιά τήν άμιλλα. Τό κάθε άθλημα άγκυλώ-
νεται σέ μιά ταυτολογία γιά νά έπιβιώσει. Ό έπικοντιστής
δέν βελτιώνει τήν έπίδοσή του (γιά νά μπει στό άντίπαλό
στρατόπεδο), άλλά ίπταται γιά νά ίπταται. Καταδύτες, κο­
λυμβητές, δρομείς, ρίπτες, άλτες, έρέτες (παράδοξο: ό κα­
τάλογος τών σημερινών άθλημάτων μοιάζει μέ περιγραφή
άρχαίου στρατεύματος!) κάνουν τό άγώνισμά τους αύτο-
σκοπό.
Όσο γκροτέσκο κι άν φαίνεται, οί άγώνες τοΰ σταδίου
172 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

μοιάζουν μέ τήν έξημέρωση της τίγρης. Εϊναι μιά ρώσικη


ρουλέτα χωρίς καμιά σφαίρα (δπου ή μοιραία βολή εχει ά-
ντικατασταθεΐ άπό ενα συμβολικό κλικ). Παλιά άγωνίζο-
νταν μέ σκοπό τό θάνατο του ύποτιθέμενου έχθροΰ' τώρα
κύριο μέλημα τών άγώνων είναι νά μή χυθεί αίμα. Νά μή
χαθεί καμιά άνθρώπινη ζωή. Καί φυσικά δέ χρειάζεται ι­
διαίτερη άγχίνοια γιά νά σκεφτεί κανείς παρακολουθώντας
εναν άγώνα τένις: ((γιά δές πώς κατάντησαν οί μονομαχίες,
άνώδυνες βολές μέ τόπι...» Όπως εξάλλου δέ μπορεί κα­
νείς νά μη θαυμάζει τήν ικανότητα του πολιτισμού στό νά
διατηρεί τό πνεύμα πού τόν γέννησε (τόν πόλεμο) χωρίς τίς
συνέπειές του. Ενασκεί τήν παράσταση χωρίς νά τής άπο-
δίδει ζωτική υπόσταση (ό νικημένος ξιφομάχος δέν πάει
στον άγύριστο). Παίζει μέ τίς άποχρώσεις του μή-πραγ-
ματικου χωρίς τό παιχνίδι νά χάνει σέ μέγεθος καί βαρύτη­
τα. Όλα συμβαίνουν οπως στό θεάτρο: ό πυροβολισμός ά-
κούγεται, ό ήρωας πεφτει. Κι ύστερα, σώοι καί εύτυχείς,
δλοι πάνε στά σπίτια τους.

Ά λ λ ’ άν τά άθλήματα διασφαλίζουν τό κύρος τους άπωθώ-


ντας τήν πολεμική τους καταγωγή, αύτό δέ μπορεί σέ κα­
μιά περίπτωση νά έξηγήσει τό ένδιαφέρον του σημερινού
θεατή. Πράγματι οί σύγχρονοι άγώνες δέν επιτρέπουν στό
άκόντιο νά στραφεί κατά τού άντιπάλου, άλλά τό «καρφώ­
νουν» στό χώμα. Πρόκειται γιά ένα τέχνασμα τό όποιο
μάλλον θά έπρεπε νά άποδιώχνει τόν θεατή παρά νά τόν
προσελκύει. Ούτε βέβαια μπορούμε νά έξηγήσουμε τή λα­
τρεία γιά τά άθλήματα μέ τήν άσύνειδη ροπή πρός τά ήθη
του πολέμου. Έ ροπή υπάρχει (δπως φαίνεται άλλωστε
καί στή στήλη του άστυνομικοΰ δελτίου), άλλά τό χάρμα
ίδέσθαι πού παρουσιάζουν οί φιέστες τών σταδίων έχει νά
κάνει μέ τή βαθύτερη ύφή τής σημερινής συνείδησης, πού
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ 173

εχει αποκτήσει ->εον δικά της ήθη καί δικό της πλέγμα
συγκινήσεων. Πρέπει νά εχει μελετήσει κανείς τό «μοναχι­
κό πλήθος» (μέσα καί εξω άπό τό στάδιο) γιά νά καταλά­
βει πώς ή μορφή του πρωταθλητή περιβάλλεται τήν άχλύ
ήρωα καί πώς μιά άναμέτρηση πού διαρκεΐ μόλις μερικά
δευτερόλεπτα (δπως τοΰ Τζόνσον μέ τόν Λιούις) μπορεΐ νά
προκαλεΐ «παγκόσμιο» ένδιαφέρον.
Έ συζήτηση είναι μεγάλη καί μάταιη δσο κάθε συζήτη­
ση, πάντως άρχιζει άπό τίς έπιδόσεις. Στούς άγώνες μι-
λοΰν μόνο γιά ρεκόρ. Κανείς δέν προσέχει τόν τελευταίο
άθλητή, τόν μέτριο άλτη, τόν άνήμπορο άρσιβαρίστα. Μό­
νο ό κορυφαίος ενδιαφέρει. Αύτός καί τό ρεκόρ του. Άλλά
τί εΐναι ενα ρεκόρ;
Ό Μπούμκα, γιά παράδειγμα, βάζει τόν πήχη δύο πό­
ντους ψηλότερα καί, παγκοσμίως, τά βλέμματα στρέφονται
πάνω του. Γιατί δμως; Τί πρόκειται νά συμβεΐ; Ά ν υπήρχε
ενα κάποιο δριο πού μέ τό ξεπέρασμά του ό άθλητής θά
κέρδιζε τήν ιδιότητα τοΰ ύπερανθρώπου ή τοΰ δαίμονα, τό­
τε θά υπήρχε μιά έξήγηση. Τώρα δμως, τά 6 μ. στό «έπί
κοντώ» γεννοΰν τό ’ίδιο ένδιαφέρον πού γεννοΰσαν πρίν άπό
μερικά χρόνια τά 5,30 ή τά 5 ,80 . Ή κατάπληξη δέν εχει
έσωτερική σχέση μέ τήν έπίδοση. Τό ίδιο άλλωστε ισχύει
γιά τούς άγώνες ταχύτητας ή άντοχής. Μ&σό λεπτό λιγότε-
ρο στά 10.000 μέτρα, ή κάποια δευτερόλεπτα πιό κάτω
στά 100 μέτρα, δέ μπορεΐ νά έχουν ειδική σημασία. Κι αύ­
τό γιατί σέ κανένα άθλημα δέν μπορεΐ νά τεθεί άνώτατο ή
κατώτατο δριο. Συνεπώς τό ρεκόρ, ή αίτια τοΰ θαυμασμοΰ
πού νιώθει 6 μέσος καί ό κάθε θεατής, είναι συμβατικό μέ­
χρι καί άνούσιο.
Ά ν δέ λάβουμε ύπόψη μας δτι ό θεατής δέν εχει τρόπο
νά τό διαπιστώσει, ή συμβατικότητα τής επίδοσης γίνεται
άκόμα πιό γοερή. Σέ μιά κούρσα χωρίς έπίσημη χρονομέ­
174 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

τρηση, κανείς φίλαθλος δέ γνωρίζει άν όντως έγινε ρεκόρ.


Άφοΰ ή συμπεριφορά του άθλητή είναι περίπου ή ίδια τόσο
στήν επιτυχία δσο καί στήν αποτυχία (αύτοσυγκέντρωση,
ρυθμός, κίνηση ποδιών καί χεριών, προσπέραση, συντονισμέ­
νη αναπνοή, ένταση στήν προσπάθεια), τό θέαμα χωρίς έ­
ξωθεν τεκμηρίωση παραμένει απροσδιόριστο.
Άλλά ό θεατής δέν ένδιαφέρεται ειδικά γιά τούτο ή γιά
κείνο. Έ τελική του συγκίνηση δέν ανάγεται σέ κάτι συ­
γκεκριμένο, έπειδή έρχεται σάν απόρροια πολλών ποιοτι­
κών μετατροπών. Τί μπορεί νά αξίζει μιά σταγόνα; Ά π ε ι­
ρες σταγόνες μαζί δμως γεννούν τόν ωκεανό. Καί στό στά­
διο τό τελικό εξαγόμενο είναι ένα σύνολο πού, ενώ βασίζε­
ται σέ πολυάριθμα δεδομένα, δέν τούς οφείλει τό χαρακτή­
ρα του. Άπό μικρά ασήμαντα καί σημαντικά πράγματα,
στό τέλος, πλάθεται μιά πραγματικότητα μέ τρανταχτά
διαπιστευτήρια...
Φυσικά δέν έχουμε νά κάνουμε μέ μιάν η ριϊοπ λατρεία
γιά τόν αθλητισμό. Σύμφωνα μέ αύτή τή λογική, οί θεατές
θά έπρεπε νά έλκύονταν καί άπό τίς τρέχουσες ήμερίδες
στίβου δπου οί έπιδόσεις ψελλίζουν καί άπό τούς ούραγούς
τών μεγάλων συναγωνισμών — πράγμα πού είναι γνωστό
πώς δέ συμβαίνει. Ό φετιχισμός, πού τείνει ν’ άνεβάσει
τόν άθλητή πάνω άπό τό άθλημα καί νά κάνει τήν έπίδοση
άποκλειστική σκοπιμότητα τών άγώνων, έχει άλλη κατα­
γωγή. Σχετίζεται μέ τήν ψυχοσύνθεση της μάζας καί τή
λογική του «όλοι μαζί»* τόν ένθουσιασμό πού δέν άνήκει
ποτέ στόν έναν άνθρωπο. (Ό στίβος άλλωστε έχει σχέση
μέ τό στείβω καί τά στίφη...)
Είναι πάντως γεγονός πώς δ,τι κινείται γοργά συγκινεί.
Ό χι μόνο ό άθλητής, άλλά καί τό άλογο, ή γαζέλα, ή μο­
τοσικλέτα, τό αύτοκίνητο ή τό άεροπλάνο. Τό κινητό (πε­
ρίπου σάν τό τρεχούμενο νερό) γεννάει αύταπάτες καί ψευ­
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ 175

δαισθήσεις. Όταν μάλιστα ή κίνηση τείνει νά σπάσει τά


γνωστά δρια, ή θυμική αντίδραση πού προκαλεΐ εχει κάτι
τό βαθύτατα ήδονικό. Αύτομάτως ή ένταση τοΰ θεατή έ-
ντάσσεται στή σφαίρα της άπόλαυσης. Καί τό καταστατικό
τών αγώνων, δπως ξέρουμε, δέν προάγει μόνο τήν πρωτιά,
δπως στήν άρχαιότητα, έκεΐνο πού κυρίως προβάλλει είναι
ό χρόνος. Ό πρωταθλητής πρέπει νά εϊναι άνθρωπος τοΰ
πρωτοφανοΰς καί τοΰ άνευ προηγουμένου.
Σέ αύτή τήν κατάργηση τοΰ μή-περαιτέρω οφείλουν οί
άγώνες τήν άπίθανη γοητεία τους. Ά ν ύποθέσουμε κά­
ποιους Όλυμπιακούς πού θά διοργανώνονταν μέ τήν αύ-
στηρή προϋπόθεση τής άπαγόρευσης τών ρεκόρ, τότε τό
γεγονός θά περνοΰσε άπαρατήρητο. Δέν άρκεΐ ενα κάποιο
άλμα — τό σημαντικό είναι ή παγκόσμια έπίδοση πού φαί­
νεται νά εισάγει θριαμβευτικά ένα νέο στοιχείο μέσα στόν
κόσμο καί νά μειώνει τήν άπειρη δεσποτεία τοΰ άνέφικτου.
Αύτή ή μανιώδης προσκόλληση στήν ύπερβολή δέν πα-
ρατηρεΐται μόνο στόν άθλητισμό. Μέ τό ’ίδιο ένδιαφέρον ό
θεατής —πάντα διά τής τηλοψίας— παρακολουθεί έναν Ι ν ­
δό μοναχό πού αύτοπυρπολεΐται, έναν άνθρωπο πού τρώει
ένα αύτοκίνητο, έναν Ιάπωνα πού κάνει χαρακίρι ή μιά
πτώση άπό ούρανοξύστη. Έ τελετουργία τοΰ άλλόκοτου,
τοΰ παράδοξου, τοΰ τρομεροΰ καί τοΰ ύπερβολικοΰ συμπο­
ρεύεται πάντα μέ τή λογική τών θεαμάτων. Καί ό πρωτα­
θλητής —παρά τήν ορθόδοξη συμπεριφορά του—, δταν ε­
πιτυγχάνει τή μεγάλη έπίδοση, μεταπηδάει διαμιας στή
σφαίρα τοΰ ύπερβολικοΰ καί ώς τέτοιος γίνεται περιλάλη­
τος.
Όλοι σχεδόν λησμονοΰν τά καθέκαστα της πράξης του.
Ό άθλος του «διαφέρει» ποιοτικά άπό τήν πράξη πού τόν
γέννησε. Ό Μπίμον στέκει στήν άκρη τοΰ διαδρόμου* κάνει
κάποιες προκαταρκτικές κινήσεις* τί τό παράδοξο; Όλοι οί
176 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

αθλητές του «άπλουν» τό ίδιο κάνουν. Καί μέχρι τέλους


(ταχύτητα, πάτημα, έκτίναξη, προσγείωση) δέ θά κάνει τί­
ποτα διαφορετικό. Ά πό τή στιγμή δμως πού ό ήλεκτρονι-
κός πίνακας θά καταγράψει τό ρεκόρ, ό Μπίμον γίνεται τό
παγκόσμιο ρεκόρ καί ως τέτοιος κερδίζει τή φήμη.
Αύτή ή οπτική ύστερία γιά τό συνταρακτικό καί άνευ
προηγουμένου προσιδιάζει χωρίς καμιά αμφιβολία σέ συ­
νειδήσεις μέ αδύναμη έσωτερικότητα. Άλλά γι* αύτό δέν
ύπάρχει καμιά αντίρρηση. Οί Όλυμπιακοί δέν είναι γιά ά­
τομα, είναι γιά πλήθη. Όπως δέν γίνεται νά παρακολουθή­
σει κανείς εναν ποδοσφαιρικό άγώνα μόνος στίς κερκίδες
ένός γηπέδου, οί Όλυμπιακοί είναι γιά τούς πολλούς καί
τρέφονται μέ τά μέσα πού μιλούν τή γλώσσα τών πολλών.
Απευθύνονται στήν κοινή συνείδηση πού εύκολα τή δανεί­
ζεται κανείς άπό τό διπλανό του.
Σέ αύτό τό έκπληκτικό μασκάρεμα, δπου τό τιποτένιο
καί τό έφήμερο έπέχουν θέση συγκλονιστικού καί άξιομνη-
μόνευτου, ή μάζα διαπρέπει. Δέ χρειάζεται ειδικά δικολα-
βίστικο πνεύμα γιά νά διαπιστώσει κανείς τήν άκατάσχετη
κενολογία πού περιρρέει κάθε λογης άθλητικό θέαμα. Πίσω
άπό τά είδωλα, τίς έπιδόσεις, τίς έθνικότητες καί τίς προ­
τιμήσεις, παραμονεύει ή άγελαία τύφλωση πού καταργεί τά
πάντα στό ονομα του χειροπιαστού καί του καταδείξιμου.
Ή ρωμαϊκή άρένα επιστρέφει μέ φιλοδοξίες παγκοσμιότη­
τας αύτή τή φορά. Έ εσπεράντο του Ζάμενχοφ δέν επι­
βάλλεται ως γλώσσα, άλλά ως κοινή νοοτροπία λατρείας
τής δύναμης.
Γ ι’ αύτό άλλωστε δέ μπορεί νά γίνει σοβαρός λόγος γιά
φίλαθλο πνεύμα. Άπό τή στιγμή πού ό άθλητής μεταμορ­
φώνεται σέ θαυματοποιό καί τό στάδιο σέ κήπο τών θαυμά­
των, 6 άθλητισμός πέφτει σέ δεύτερη μοίρα. Τό μόνο πού
άξίζει πιά είναι ή υπέρβαση τών ορίων. Έ τσ ι καί τά άνα-
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ 177

βολικά, παρότι απαγορεύονται τυπικά άπό τούς άθλοθέτες,


κατά βάθος δέν ένοχλοΰν τούς θεατές. Ά ν μέ τή λήψη τοΰ
κατάλληλου φαρμάκου ό Μπούμκα κατόρθωνε νά ύπερβεΐ
τά 7 μέτρα, ποιός θά δυσανασχετοΰσε; Ή ύγεία του; Ή
ήθική τοΰ άθλήματος; Αστεία πράγματα. Ό κόσμος τής
υπερβολής είναι πάντα κόσμος τής ωμότητας. Άφοΰ άπο-
κλειστικός σκοπός εϊναι ή έπίτευξη τοΰ άνέφικτου, γιατί νά
μή χρησιμοποιηθούν αθέμιτα μέσα;
Ό άθλητής άναλαμβάνει έθελούσια τό ρόλο τοΰ γόητα
καί τοΰ μάγου ό όποιος, μπροστά στήν έπιτυχία, υιοθετεί
κάθε δυνατή σοφιστεία. Πώς νά μή θεωρείται δ^ομένη ή
υποκρισία καί ή άπάτη μέσα σέ αύτόν τόν κόσμο, πού θη­
ρεύει τό πρωτοφανές μέσ’ άπό τούς κραδασμούς τοΰ γιγα-
ντισμοΰ;
Τά μεγάλα πλήθη πού πρωτοεμφανίστηκαν στήν Ιστο­
ρία μέσα στά πεδία τών μαχών, τώρα, στόν ψευδοπόλεμο
τών Όλυμπιακών, παίρνουν θέση στίς κερκίδες τοΰ σταδίου
πού, διά τής τηλεοράσεως, απλώνει μιά κερκίδα πού ζώνει
τόν κόσμο ολόκληρο. Τό κραυγαλέο καί τό υπερβολικό πρέ­
πει νά προσφερθοΰν γιά τή χαρά τοΰ άπογεύματος. Επειδή
άκριβώς τό θέαμα τών άγώνων δέν εχει κανένα ιδεολογικό
υπόβαθρο, άλλά δίνεται σάν έφήμερο ρίγος, είναι έξόχως
καταναλώσιμο. Έχοντας τραφεί μέ τά τιποτένια ψιχία μιας
ζωής πού κινείται μέσα στίς έκφάνσεις τοΰ μή-πραγματι-
κοΰ καί τοΰ γοητευτικά άσκοπου, ό θεατής θεωρεί τήν τη­
λεοπτική ρητορική ιδιωτικό λυρισμό του. Άφοΰ σάν άν­
θρωπος θυμίζει λίγο έκεΐνον που κλειδώθηκε εξω άπό τό
σπίτι του, κάθε άναισθητικό πού τόν βοηθάει νά λησμονήσει
τό δράμα του είναι καλόδεχτο.
Τί ένδιαφέρουν οί σοβαρές κριτικές; Αύτές πού καταγ­
γέλλουν τή διεθνή ύποκρισία, τό ψεΰδος παρόμοιων διοργα­
νώσεων, τήν κερδοσκοπία σέ βάρος τοΰ άθλητισμοΰ; Ποιόν
ΐ7« ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ

ενδιαφέρουν ακόμα οί ίδιοι οί πρωταθλητές; Τά λίγα λόγια


πού ψελλίζουν μετά τή νίκη είναι συνήθως φαιδρές κοινο­
τοπίες. Οί θεατές γελούν μέ δλα αύτά, δπως γελούν σέ άλ­
λη περίπτωση καί μέ τά λεγόμενα τών ποδοσφαιριστών. Ό
αθλητής δέ θεωρείται προσωπικότητα, άλλά ενα έντυπω-
σιακό άθροισμα μυών. Δέν είναι άνθρωπος, άλλά ενα άλλό-
κοτο ζώο πού παίρνει θέση μέσα στό στάδιο γιά νά γράψει
ιστορία.
Καί ή ιστορία γράφεται. Σάν πελώρια γαλέρα, οί Όλυ-
μπιακοί πλέουν μαζί μέ τά τρωκτικά τους: έπιχειρήσεις,
διαφημιστικά γραφεία, τουρισμό, διεθνείς σχέσεις — δλους
αύτούς δηλαδή πού προσμένουν νά λάβουν τό μέγα μερτικό
άπό τίς «εισπράξεις» τής γιορτής. Καί τό μερτικό είναι
όντως μεγάλο. Ό κορβανάς του διαβόλου δέν έχει πάτο.
2ΤΝΕΝΤΕΤΞΗ
Σ ϊν ε ν τε τξ η
Με ΤΟΝ ΜίΣΕΑ ΦΑΕ

ΚΑΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ Ο - Ι ­

Α διος αμφισβητεί τή μεταφραστική δημιουργικότητα— δοκιμιογράφος


καί ανεξάρτητος στοχαστής μέ αξιόλογο λόγο καί έ'ργο, ό Κωστής Γία-
παγιώργης ζεϊ απαράβατα στό κλα νόν άστν (άπεχθάνεται τά ταξίδια) τίς
εμμονές του, τίς καθημερινές σχέσεις καί οίκειότητές του —εις πείσμα
τών καιρών— μέ απόλυτο τρόπο κι ωστόσο διακριτικά καί φιλήσυχα. Σέ
τούτη τή συνομιλία μας, ό Κωστής ΓΙαπαγιώργης συσχετίζει τήν ενδεια
δοκιμιογράφων στόν τόπο μας μέ τήν άνθιση ποιητών, κρατάει αποστά­
σεις τόσο άπό τόν άμεσο, δσο καί άπό τόν άκαδημαϊκό λόγο καί βίο.
Τέλος, εκθέτοντας τίς σταθερές βιβλιολατρίες του καί τά χρόνια πάθη
του, φωτίζει «εκ τών εσω», μ ’ εναν ήρεμο μηδενισμό, δλα αύτά πού διά­
βασε, εγραψε καί εζησε.

— Υπάρχει μιά διαβάθμιση στήν επαφή σου μέ τό αναγνωστικό


κοινό: 'Ορισμένοι σέ γνωρίζουν ώς συγγραφέα μέσα άπό τά δύο
τελευταία σου βιβλία (Περί Μέθης καί "Ιμερος καί Κλινοπάλη,ί
ή έστω ώς μεταφραστή λογοτεχνικών ή φιλοσοφικών έργων, καί
έλάχιστοι ώς δοκιμιογράφο καί άνεξάρτητο στοχαστή. Πιστεύεις
δτι αύτό τό φαινόμενο ύπόκειται στούς φανερούς ή κρυφούς νό­
μους τής ελληνικής βιβλιαγοράς ή μήπως, ώς ένα βαθμό, αύτή ή
άνισομέρεια είναι καί αποτέλεσμα δικών σου επιλογών;
«Πρίν άπό ολα, πρίν σου άπαντήσω, θά ήθελα νά ξεκα­
θαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Καί, πρώτον, μιλάς γιά με­
ταφράσεις... Λοιπόν, πιστεύω δτι ή δουλειά του μεταφρα­
στή δέν είναι δημιουργική. Αύτό πού κάνει μπορεί νά εχει
πολιτισμικό άποτέλεσμα, διδακτικό ίσως, άλλά είναι δεύτε­
182 ΣΤΝΕΝΤΕΤΞΙΙ

ρης έντάσεως, τρίτης. Είναι "νοικιασμένη συνείδηση” , είναι


άνθρο^πος στέρφος —τίς περισσότερες φορές— καί συνή­
θως οί μέτριοι στρέφονται πρός τίς μεταφράσεις. Έ μετα­
φραστική άποδοτικότητα, άν θέλεις, χρησιμεύει ώς άλλοθι
ανθρώπων πού δέν έχουν προσωπικό λόγο καί έργο. Άπό
τήν άλλη μεριά, τώρα, τίθεται καί αλλιώς τό θέμα. Πάρε
τά ελληνικά πράγματα. Κανείς άπό δσους δημιούργησαν κά­
τι στόν τόπο μας δέν βασίστηκε στίς μεταφράσεις* δλοι
είχαν κάποια γλωσσομάθεια, μικρή ή μεγάλη. Δηλαδή, άρ-
χίζοντας άπό τίς λαμπρές περιπτώσεις, δπως του Σεφέρη,
καί φτάνοντας μέχρι τά στοχαστικά ζητήματα, δπου δέ χω­
ράει, φυσικά, δεύτερη κουβέντα: Δέ μπορεΐς νά γράφεις δο­
κίμια καί νά μήν ξέρεις γλώσσες, κάτι πού παρεμπιπτό­
ντως κατά κόρον γίνεται στίς μέρες μας. Δέν γίνεται άλ-
λιώς δηλαδή. Ό Λορεντζάτος είναι γλωσσομαθέστατος, ό
Νικολαρείζης τό ί'διο, ό Καπετανάκης σπουδασμένος άλ­
λου, 6 Στέλιος Ράμφος, ό Τάκης Κονδύλης καθηγητές Πα­
νεπιστημίου, ό Παπανοΰτσος* δλοι τους ήταν γλωσσομα­
θείς».

— Γιά νά έπανέλθονμε καί πάλι στήν αρχική έρώτηση: Τά άμι-


γώς δοκιμιακά βιβλία σου αγνοούνται συγκριτικά μέ τίς άλλες
πνευματικές σου δραστηριότητες. Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Ναι, αύτό είναι πολύ λογικό γιά τά ελληνικά δεδομένα.
Στήν Ελλάδα, αύτό πού θεωρείται πνευματική άπόδοση,
συνήθως είναι ή "ποίηση” . Αύτό βέβαια είναι καρπός τής
νεοελληνικής μας καθυστέρησης. Επειδή άκριβώς οί νέοι
δέ μπαίνουν στήν άνάγνωση —νά κάτσουν δηλαδή μιά δε­
καετία, μιά εικοσαετία νά διαβάσουν— νομίζουν δτι έτσι,
άφεαυτοΰ, είναι προικισμένοι γιά νά γράψουν* κατά συνέ­
πεια, χωρίς νά έχουν κάνει έναν στοιχειώδη κύκλο διαβασμά­
των, καταλήγουν στήν άμεση γραφή: καμιά ποιητική συλ­
ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ι ^3

λογή ή κείμενα έξομολογητικά. Αποτέλεσμα τώρα δλων


αύτών είναι νά έχουμε πληθώρα ποιητών —πέντε καλών
καί πέντε χιλιάδων κακών— καί πλήρη απουσία δοκιμιο­
γράφων.
Γιατί, πώς νά τό κάνουμε, τό δοκίμιο θέλει χοντρό διά­
βασμα, πέραν δηλαδή τοΰ ((οίστρου»· γ ι’ αύτό καί τό δοκί­
μιο στήν Ελλάδα νοσεί καί οί δοκιμιογράφοι είναι μετρημέ­
νοι στά δάχτυλα τοΰ μονόχειρα.
Έδώ θά ήθελα νά πώ, «έπί τή εύκαιρία», δτι τό νεοελ­
ληνικό δοκίμιο πού κινείται γύρω άπό τή "Γενιά τοΰ ’30” ή
τόν Μακρυγιάννη καί τά συναφή, μ’ άφήνει τελείως άδιά-
φορο, γιατί γιά μένα τό ούσιώδες είναι νά πλατύνουμε τή
μνήμη μας, νά φτάσουμε στήν άληθινή ελληνική παράδοση,
πού είναι ή άρχαιότητα, καί στήν παράδοση τήν εύρωπαϊ-
κή, άπό τόν Πλάτωνα μέχρι τόν Χέγκελ καί τόν Νίτσε*
δλα τ ’ άλλα, δηλαδή, περί άμεσου βίου, αύθορμησίας, τό
περίφημο άλλοθι τοΰ τάλαντου καί τά ρέστα, δέ φτάνουν, δέ
φτάνουν καθόλου μάλιστα, γιά ν’ άκούσεις καί νά στοχα­
στείς πάνω στή ζωή».

— Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, δτι ό δοκιμιακός λόγος καί ό


στοχασμός στήν Ελλάδα, τουλάχιστον στίς περιοχές πού όρισες,
είναι καταδικασμένος...
«Θά σοΰ άπαντήσω "έμμεσα” . Περνάς άπό τά βιβλιο­
πωλεία καί βλέπεις μπροστά στά καλαθάκια Νίτσε, Σοπε-
νάουερ, κανέναν Πλάτωνα, καί πάνω στίς βιτρίνες, σέ πε­
ρίοπτη θέση, Έλύτη καί Ρίτσο... Αύτό, πέραν τοΰ δτι είναι
γιά γέλια, δείχνει κάτι βαθύτερο καί χρόνιο».

— Έδώ πιστεύω ότι υπεισέρχεται καί τό ταμπεραμέντο τοΰ Έλ­


ληνα, πού τόν οδηγεί σέ πιό αυθόρμητα σχήματα ζωής άπομακρύ-
νοντάς τον άπό τή μελέτη.
18 4 ΣΤΝΕΝΤΕΤΗΗ

«Σίγουρα, επειδή είμαστε μεσογειακοί καί τή βγάζουμε


μιά ζωή έτσι, μισοβουρκωμένοι, "μάς πάει” ή αμεσότητα,
ένώ ένας βόρειος, μέ τόν ακαδημαϊσμό καί μέ τήν πειθαρ­
χία πού τόν διακρίνουν, καταπίνει πιό εύκολα βιβλιοθήκες.
Γ ι’ αύτό έξάλλου ανθούν εδώ τό τραγούδι καί ή ποίηση ώς
πιό αύθόρμητες λειτουργίες έκφρασης».

— Μήπως αύτή ή αντιπαράθεση πού εντοπίσαμε, μεταξύ άμεσου

βίου καί μελέτης, μεταφέρεται, ώς ενα βαθμό στά δυό τελευταία


σου βιβλία, υπό μορφήν διαμάχης ανάμεσα στόν έξομολογητικό
καί τόν ακαδημαϊκό λόγο;
«Τόσο στό Π φ ί Μέθης, δσο καί στό Ίμερος καί Κλινοπάλη,
φαίνεται αύτό. Δηλαδή, δέν μπορεί νά τά διαβάσει κάποιος
καί νά πει δτι είναι ακαδημαϊκά κείμενα. Μπορούμε ίσως
νά πούμε δτι είναι γραμμένα σέ μιά γλώσσα πού έχει μνή­
μες ακαδημαϊκές».

— Καί αναμνήσεις επίσης έντονα βιωματικές...


αΝαί, έντάξει, ό συνδυασμός νομίζω δμως δτι τελικά ή­
ταν επιτυχής».

— Υποτίθεται δτι μετά τήν έκδοση αύτών τών δύο βιβλίων

«καθάρισες», τουλάχιστον γι * αύτή τήν περίοδο, βιωματικά καί βι­


βλιογραφικά, ώς «μεθυσμένος» ή «ερωτευμένος»;
«Δέν τίθεται θέμα άν "καθαρίζεις” ή δχι. Τά πάθη ού-
σιαστικά είναι ατυχίες* βέβαια αύτό πού αποκομίζεις είναι
σπουδαίο. Ά ς μή ξεχνάμε δτι ό παθιασμένος άνθρωπος εί­
ναι ίσως ό μόνος πού κυκλοφορεί χωρίς μάσκα, γυμνός μέσα
στούς μασκαράδες, καί είναι σημαντικό αύτό. Τό ζήτημα
φυσικά είναι νά τή γλυτώσεις — βασικό αύτό... Έ ! εγώ
πρέπει μάλλον νά τήν έχω γλυτώσει.
Έδώ θά ήθελα νά πώ έπίσης δτι πιστεύω στά πάθη καί
ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ι »5

στά βάσανα, άλλά οχι στό τάλαντο* αύτό τό πιστεύω άπο-


λύτως».

— Καλά, δεν υποτίθεται δτι τό πάθος διαμορφώνει, διαπλάθει


τά ταλέντα μας; πάσχον-ποιονν, κατά μία έννοια;
«Πιστεύω ότι όλα ξεκινάνε άπό τό χαρακτήρα. Δέν ύ-
πάρχει ταλέντο; δέν υπάρχει ό λεγόμενος ταλαντούχος άν­
θρωπος, αύτά είναι λίγο πολύ μύθοι. Στόν Ηλίθιο υπάρχει
μιά φράση πού συνοψίζει μοναδικά αύτό πού έννοώ. Λέει
λοιπόν γιά κάποιον: "Αύτός πόνεσε πολύ, άλλά πόνεσε δσο
£ Υ”
άξιζε ».

— Στίς τελευταίες σελίδες τής Μέθης καταλήγεις: «Δέν άρκεϊ ή

ακαδημαϊκή μελέτη θανάτου, πρέπει νά γίνεται κανείς μελέτη μέ τή


σάρκα του, δηλαδή τήν ορατή ψυχή του». Νομίζω δτι στό άπό-
σπασμα αυτό εντοπίζονται τά σημεία επαφής, οί κοινοί τόποι όλων
αυτών πού «έμαθες» στό Παρίσι καί «έπαθες» εν συνεχεία στήν Α ­
θήνα.
«Κοίταξε νά δεις. Έ γώ πέρασα περίπου μιά- δεκαετία
στό Παρίσι διαβάζοντας τυφλά, χωρίς καμιά αύθορμησία.
~Ηταν μιά παθητική άνάγνωση. Γιατί, όταν διαβάζεις λο­
γοτεχνία, ενα μυθιστόρημα άς πούμε, μπορεΐ νά είσαι ά-
θώος, φιλοσοφικά βιβλία δέν διαβάζονται δμως έτσι* πρέ­
πει νά έχεις προπονηθεί, νά ξέρεις τή γλώσσα, τήν τεχνική
τής άνάγνωσης.
Μπορεΐ νά διαβάσεις λογοτεχνία καί νά είσαι "άβιβλος” .
Δηλαδή: τή Μαντάμ Μποβαρί μπορεΐ νά τή διαβάσει καί ή
μάννα μου καί νά τήν καταλάβει καί νά ένθουσιαστεΐ* δέ
μπορεΐ δμως νά διαβάσει τή Φαινομενολογία του Πνεύματος,
άσχέτως άν τά θέματα τής Φαινομενολογίας μπορεΐ νά είναι
πιό γοητευτικά καί πιό οικεία τελικά. Καί έδώ έγείρεται
καί ένα άλλο σημαντικό θέμα: δτι στήν άρχή γράφεις μέ τό
ι86 ΧΤΝ ΕΝ ΤΕΪΕΗ

χέρι στή βιβλιοθήκη, ένώ μετά μέ τό χέρι στήν καρδιά.


Δηλαδή, όταν διαβάζεις Κάντ καί Χέγκελ, δταν έγκύπτεις
πάνω στά έργα τους, τό μόνο πού μπορεις νά κάνεις στήν
άρχή, τά πρώτα κείμενα πού μπορεις νά γράψεις εϊναι κεί­
μενα "μαθητείας” , έκτος φυσικά άν είσαι καμιά διάνοια...»

— Κείμενα δηλαδή μαθητείας καί σχολιασμών;


«Ακριβώς, δπως δηλαδή είναι καί τά πρώτα μου βιβλια­
ράκια. Έ Όντολογία τον Μάρτιν Χάιντεγγερ, άς ποΰμε,
προήλθε ούσιαστικά άπό τήν άγάπη μου γιά ένα βιβλίο: τό
Είναι καί ό Χρόνος, τό όποιο δμως βασίστηκε πάνω στήν
άγάπη μου γιά τή δυτική μεταφυσική. Δηλαδή, μέσα στήν
Όντολογία ύπάρχει Πλάτωνας, Αριστοτέλης, υπάρχει Ά κι-
νάτης, Καρτέσιος, υπάρχει Κάντ, Χέγκελ, υπάρχει Σοπενά-
ουερ. Καί μιλάμε γιά έργα πού δέν σου άφήνουν καί μεγάλα
περιθώρια προσωπικής παρέμβασης... Έ , μετά, άν έχεις
καί λίγη τύχη καί δέν τά παρατήσεις —συνήθως μετά τά
σαράντα οί περισσότεροι τά εγκαταλείπουν—, μπορεις νά
γράψεις πιό προσωπικά, νά άποκτήσεις δική σου φωνή».

— Μ 3άλλα λόγια, θεωρείς ώς προσωπικές σου καταθέσεις μό­


νο τά τελευταία βιβλία σου;
«Ναί... Όλο τό θέμα εϊναι ν’ άποφασίσεις κάποτε δτι θά
πάψεις νά ξεσκονίζεις τό πιάνο του Ρίχτερ σά μαθητούδι
καί θά παίξεις —έν άνάγκη μέ κουταλάκια— κάτι δικό σου,
άλλά θά παίξεις. Πρέπει δηλαδή κάποτε νά άπομακρυνθεΐς
άπ’ δ,τι άγάπησες καί νά μιλήσεις στά δικά σου μέτρα.
Αλλιώς κινδυνεύεις νά έκφυλιστεΐς σέ βιβλιοφάγο, σέ
σπουδασμένο βλάκα. Εξάλλου, γιά τά βιβλία πιστεύω δτι
ισχύει δ,τι καί γιά τούς άνθρώπους. Ό Σαμφόρ έλεγε:
"Όποιος στά σαράντα του δέν είναι μισάνθρωπος, δέν άγά-
πησε ποτέ τούς άνθρώπους” . Καλός καί σπουδαίος ό Ντε-
ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ι 8γ

ριντά καί τό νά γράφουμε γ ι’ αύτόν είναι σημαντικό, άλλά


δέ μπορεί ό Ντεριντά στήν Ελλάδα νά μιλήσει, αύτός είναι
Γάλλος καί εχει πίσω του εναν πολιτισμό μερικών αιώνων
έμεΐς δέν τόν εχουμε αύτόν τόν πολιτισμό, όταν δμως μιλή­
σεις προσωπικά, εχεις πιθανότητες νά σέ άκούσει ό άλλος.
Στό Περί Μέθης, ετσι κουτσό όπως βγήκε τέλος πάντων, ό
άλλος μπορεί ν’ άκούσει μιά άλήθεια, στόν Ντεριντά δμως
δέ μπορεί ν’ άκούσει τίποτα. Άπό τήν άλλη πλευρά τώρα,
δπως έπείγει ή συνάντηση μέ τά βιβλία, ετσι, άντιστοίχως,
έπείγει καί ή συνάντηση μέ τή ζωή».

— Περνάμε δηλαδή στήν «περίοδο» τών σκυλάδικων, τής Μέ­

θης, του "Ίμερου, στήν Αθήνα — στήν άγορά τής Αθήνας ακριβέ­
στερα...
«Ναί* κοίταξε: τό πρότυπο πού εχουμε του στοχαστή,
είναι του πιό άγοραίου άνθρώπου. Ό Σωκράτης ήταν τό
πιό άγοραϊο πρόσωπο. Δηλαδή, μπορεί νά ζεΐς στήν άγο­
ρά, άλλά νά μήν είσαι άγοραΐος, νά μήν ταυτίζεσαι μαζί
της. Έ γώ νομίζω δτι τό εχω καταφέρει αύτό».

— Σήμερα, πώς εϊναι ή ζωή σου; ποιές είναι οι καθημερινές σου

οικειότητες;
«Μιά ζωή εχω τήν αίσθηση του ύπεράριθμου. Ζώντας,
δηλαδή, ούσιαστικά χωρίς καμιά εύθύνη, επαγγελματική,
οικογενειακή ή συναισθηματική, ζώντας, θά μπορούσα νά
σου πώ, σέ μιά παρατεταμένη έφηβική επιπολαιότητα, πα­
ρακολουθώ μέ άμηχανία διάφορες άλλόκοτες τροπές τής
ζωής μου».

—Όπως;
«Νά, τώρα στά σαράντα μου νιώθω νά γίνομαι ό γέρος
μου. Νά παίρνω σχεδόν δλα τά χούγια του. Καί αύτό είναι
ι88 ΣΤΝΕΝΤΕΤΕΗ

παράξενο γιά μένα. Μιά ζωή κρατιόμουν μακριά του, τόν


άρνιόμουν σχεδόν, καί τώρα συνειδητοποιώ δτι τοΰ μοιάζω:
στό ύφος, στίς αντιδράσεις, στούς βαθύτερους ρυθμούς, σέ
δλα...»

— Πώς είναι μιά καθημερινή σου μέρα;


«Τίποτα τό ιδιαίτερο. Ξυπνάω τό μεσημέρι, διαβάζω μέ­
χρι τό βράδι καί μετά πάω στήν Καλλιδρομίου... Δέ μ’
άρέσουν τά ταξίδια, οί διακοπές καί τά ρέστα* δέ μ’ άρέσει
νά φεύγω άπό τήν πόλη...»

—- Γράψεις τώρα κάτι καινούργιο;


«Ναι, έτοιμάζω ενα βιβλίο γιά τή μισανθρωπία...»

— Προηγήθηκε ή μέθη, ακολούθησε ή ζήλεια, τώρα ή μισαν-


θρωπία... Μήπως διαμέσου αυτής άκριβώς τής ανάγκης σου, νά
διατρέχεις δηλαδή δλη τή νοηματική καί βιωματική πορεία μιας
λέξης, εμπλέκεσαι τελικώς σέ μιά μορφή εγκυκλοπαιδισμού;
«Δέ νομίζω, γιατί, γιά νά διατυπώσεις ενα έπιχείρημα,
πρέπει νά τό άναπτύξεις σ’ δλο τό μάκρος της σκέψης.
Τελικά, είναι θέμα συνέπειας δηλαδή, νά δείξεις τή βαθύ­
τητα καί τήν ηλικία ένός έπιχειρήματος».

— Τελικώς δμως διαμορφώνεις, ώς ένα βαθμό τουλάχιστον, ε­


κτενή λήμματα λέξεων πού σέ απασχολούν;
«Μοιραία ναί* γιατί, άν άσχολεΐσαι μέ θέματα τεχνικής
καί έπιστήμης καί μέ τό δεδομένο δτι ούσιαστικά ή έπιστή-
μη δέν εχει παρελθόν —ένώ εχει δηλαδή, τό άπορρίπτει
συνεχώς καί δουλεύει μέ νέες έννοιες—, τά έπιχειρήματά
της παλιώνουν, έναντιθέσει μέ τά θέματα τοΰ πνεύματος
δπου δέν ύπάρχει άπόρριψη: ό Όμηρος καί ό Πλάτωνας δέν
έχουν παλιώσει, ένώ ό Κοπέρνικος, ας ποΰμε, έχει ξεπερα-
ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ 189

στεΐ* κατάλαβες; Είναι αύτό πού λένε, δτι ένας σημερινός


μαθητής μαθηματικών ξέρει περισσότερα μαθηματικά άπό
τόν Πασκάλ, ενώ ένας σημερινός μαθητής φιλοσοφίας δέν
ξέρει περισσότερη φιλοσοφία άπό τόν Πλάτωνα».
ΜΝΗΜΟΣΤΝΑ
Η Τ ε λ ε τ τ α ια Ε π ίσκε ψ η
τ ο τ Κ ωχτα Ταχτχη

Α ΚΑΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΧΟΤΝ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΧΘΡΟ: ΤΟΝ ΔΗ-

Τ μιουργό τους. Τίς περισσότερες φορές ή γνωριμία μαζί


του 6/ι μόνο δέ βοηθάει τό βιβλίο, άλλά γεννάει μιά ρα­
γδαία διάθεση γιά ξεκαθάρισμα λογαριασμών πού, αδιάφο­
ρο ποιόν θά εύνοήσει, συγγραφέα ή εργο, υποσκάπτει καί
τούς δύο γιατί μειώνει σοβαρά τό άρχικό δέος.
Μέ τόν Ταχτσή είναι δύσκολο νά πεις τί ίσ/υε, άν ήταν
πάνω ή κάτω άπό τό Τρίτο Στεφάνν πάντως σάν άνθρωπος
ήταν κάτι πάρα πολύ.
Λίγο καιρό πρίν πεθάνει, μέ πήγε στό σπίτι του ενας
κοινός φίλος, συγγραφέας κι αύτός, εϊρων καί άπρόσεχτος.
Τό τονίζω γιατί, πηγαίνοντας, ξέχασε σέ ενα περίπτερο τό
ούίσκι πού του είχαμε άγοράσει καί τέλος, γιά νά μήν πάμε
μέ άδεια χέρια, άναγκαστήκαμε νά του πάρουμε φρούτα.
αΦρουτα», είπε μόλις μπήκαμε· «ποτέ δέν τρώω φρού­
τα». Εμένα μέ κοίταξε μέ κάποια δυσπιστία γιατί φοβόταν
πιθανώς ότι θά τόν ζαλίσω μέ θεωρητικολογίες καί τά πα­
ρόμοια. Άλλά εύτυχώς όλα πήγαν κατ’ εύχήν. Στό τρίωρο
περίπου πού μείναμε έκεί μάς διηγήθηκε ιστορίες άπό τή
Νέα 'Τόρκη, τήν Αύστραλία (όπου είχε φυλακιστεί επί ά-
λητεία) καί μάς μίλησε μέ κέφι γιά τίς έρωτικές του επιτυ­
χίες πού πολύ τίς χαιρόταν: τόσο πολύ δηλαδή, ώστε είχε
μεγάλη συλλογή άπό φωτογραφίες πού δέν είχαν άνάγκη
κανένα σχόλιο. Στό τέλος, πάντως, μάς διάβασε μέ καλο­
194 ΜΝΗΜΟΣϊΝΑ

προαίρετη έπίδειξη καί σωστή γαλλική προφορά, μιά κρι­


τική γιά τό βιβλίο του πού μόλις είχε κυκλοφορήσει στήν
Ισπανία.
Εκείνο πού ξεχώρισα καί εκτίμησα πάνω του ήταν δτι
εδειχνε άνθρωπος πραγματικά άηδιασμένος καί κουρασμέ­
νος (δπως ταιριάζει στίς ώριμες ήλικίες) καί οχι άνθρωπά-
ριο μέ ψεύτικο μαράζι. Κυρίως δέν είχε τή λέπρα τοΰ άν-
θρώπου τών γραμμάτων. Αντίθετα είχε τό έπώδυνα άπο-
κτημένο ύφος άνθρώπου πού εχει καταλάβει καί παραδε­
χτεί τελεσίδικα δτι, καλή ή ψυχρή, ή ζωή υπερτερεί τών
πάντων. Κι δμως, παρά τά βάσανά του, άφηνε τήν αίσθηση
δτι είχε κάνει ψυχικές οικονομίες γιά τά γεράματα. Ποιά
γεράματα δηλαδή; Έλεγε καί ξανάλεγε πόσο άστείο τοΰ
φαίνεται δταν τόν συμβουλεύουν νά πάψει νά ντύνεται γυ­
ναίκα, πόσο άστείο τοΰ φαίνεται τό ΑΠ)8, δσο καί τό κάπνι­
σμα: «Γιατί νά πάψω νά καπνίζω; Μήπως πεθάνω;».
Όπως δλοι οί προχωρημένης ηλικίας άνθρωποι, ενιωθε
πιό πηγαίος δταν μιλοΰσε γιά παρωχημένες έποχές. Σέ αύ-
τές τίς διηγήσεις ήταν εξαιρετικός καί δέν σέ άφηνε νά ξε­
διαλύνεις άν οί περιπέτειές του άξιζαν έπειδή τίς εζησε ή
έπειδή τώρα εχει τό προνόμιο νά τίς άφηγεΐται. Αύτό άλ­
λωστε, δηλαδή τό άμεσο βίωμα, ήταν τό στοιχείο του* για­
τί δπως ό ίδιος τόνιζε, χωρίς βέβαια νά πείθει, ήταν άν­
θρωπος «τής ζωής», δχι συγγραφέας, καί πολύ περισσότερο
διανοούμενος.
Μάς έξομολογιόταν μέ γέλια: «Δέν μπορώ, βρέ παιδί
μου, νά διαβάσω φιλοσοφία! Άφοΰ εχω κενά, γαμώτα μου».
Τά διαβάσματά του θά πρέπει νά ήταν άμιγώς λογοτεχνικά
— άγγλική καί γαλλική λογοτεχνία. Μέ μιά λαθραία ματιά
στή βιβλιοθήκη του πρόλαβα νά δώ παλιές έκδόσεις τοΰ
Προύστ καί τοΰ Φλομπέρ.
Μιάν άλλη φορά τόν έπισκεφθήκαμε μέ τή Μάγδα καί
Η ΤΕΛΕΤΤΑΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΤ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ

τόν Θέμη, τούς έκδοτες του. Πήγαμε σέ μιά κοντινή τα­


βέρνα στήν Πλατεία Αττικής, καί ειχε δπως θυμαμαι πολύ
καλή διάθεση. Ή πιε λίγο καί σε μιά στιγμή πού άκούστηκε
ενα παλιό τραγούδι, σηκώθηκε αύθόρμητα, εφερε δύο στρο­
φές, γιά νά κάτσει άμέσως μέ μιά παιδική σχεδόν σεμνότη­
τα: «Α ς κάτσω! Δέν κάνει νά βλέπουν μιάν άδελφή νά χο­
ρεύει ζεϊμπέκικο». Μου έκαναν έντύπωση τά λόγια του
γιατί ό ίδιος άρνιόταν τόν τίτλο τής άδελφής, όπως άλλω­
στε καί τοΰ συγγραφέα.
Τήν τελευταία φορά πού τόν ειδα ήταν στήν Καλλιδρο-
μίου, δπου ήρθε συνεπής στήν υπόσχεσή του. Κάτσαμε στό
«Τρίτο Μάτι» καί, έπειδή ό Βασιλάκης δέν ειχε ούζο, πή­
γα δίπλα στό ((Άμα λάχει» καί ζήτησα άπό τό Χρηστό
τρία καραφάκια, τιμής ενεκεν. Ερχόταν κατευθείαν άπό τό
Έρώδειο δπου θά παιζόταν μιά μετάφρασή του, καί κά­
ποιος φαίνεται τοΰ ειχε κολλήσει ενα άνεξήγητο «τονθ’ ο-
7Γ6ρ» πού τό εβαζε δ,τι καί άν ελεγε.
Σέ λίγο κατέφθασαν: Τατσόπουλος, Κοροπούλης, Μπρου-
ντζάκης, Άθανασιάδης καί διάφορα κορίτσια. Ό Τα-
χτής διαρκώς άστειευόταν καί μιλοΰσε ενα-δύο τόνους
πάνω άπό τό κανονικό. ~Ηταν μαζί μας καί μιά πολύ νό­
στιμη φίλη μου, φιλομειδής καί καλλίσφυρος. Όταν τήν εί­
δε ό Κώστας τήν καμάρωσε —γιατί ενιωθε μεγάλη τρυφε­
ρότητα γιά τίς γυναίκες— καί, μόλις εμαθε δτι τή συνό­
δευα έγώ, τής ειπε γιά νά τήν πειράξει: «Πώς σας ξεγελά­
νε, βρέ παιδάκι μου...»
Μετά τά δεύτερα καί τά τρίτα ποτά δλοι είχαν ζωηρέψει
καί γινόταν κανονικός χαβαλές. Πιό πολύ ό Ταχτσής μιλοΰ-
σε μέ τόν Αυκοΰργο, εναν εύσωμο φίλο μας, έραστή τοΰ
πνεύματος άλλά κυρίως τοΰ οινοπνεύματος. Τσως τοΰ άρε­
σε γιατί ήταν ό μόνος άνάμεσά μας πού δέν εγραφε. Σέ μιά
στιγμή μάλιστα πού τόν πληροφόρησαν δτι οδηγεί φορτη­
196 ΜΝΊΊΜΟΣΤΝΑ

γό, πήρε τήν παλάμη του Λυκούργου στά χέρια του καί,
άφοϋ τήν περιεργάστηκε μέ ύφος ΒΐοΗ&ί, άπεφάνθη ένθου-
σιαστικά.
Ανάλογα πράγματα ελεγε γιά δλους. Έπαιζε μέ τό άν-
δρας-γυναίκα καί μάς εξηγούσε γιατί ή ζήλεια είναι μάταιο
συναίσθημα.
Ά λλά στό τρίτο καραφάκι τόν είδα πού άρχισε νά βα­
ραίνει έπικίνδυνα. Μου είχε έξομολογηθεί δτι τό άλκοόλ
ούτε τό άντεχε πολύ ούτε του άρεσε. Θά πρέπει δμως νά
τόν επηρέασε καί κάτι άλλο, έντελώς αναπάντεχο.
Σέ μιά στιγμή πού μιλούσε γιά τήν αυτοβιογραφία του,
ζήτησε άπό τόν Τατσόπουλο νά γράψει γιά τή γνωριμία
τους καί μετά νά του δώσει τό κείμενο γιά νά τό ένσωμα-
τώσει στό βιβλίο. Δέν ξέρω γιατί, ό Τατσόπουλος, ώς γνή­
σιος γόνος τής έριδας, μέ κείνο τό μισο-αγγελικό μισο-σα-
τανικό ύφος πού έχουν οί διάκονοι του μαύρου χιούμορ, του
πέταξε ενα ξερό «άμα πεθάνεις, θά γράψω γιά σένα». Αύτό
ήταν. Άπό κείνη τή στιγμή καί πέρα δλα πήγαν άνάποδα
— δηλαδή καλύτερα άπό πρίν. Ό Ταχτσής συγχύστηκε, κι
άφού εφυγε ό Πέτρος, δπως τό συνηθίζει μετά τό τρίτο
ούίσκι, τόν πήρε τό παράπονο. Άρχισε νά μιλάει γιά τήν
Ελλάδα, γιά χρόνια καταφρόνιας, παρεξήγησης καί κατα­
λαλιάς. Σέ μιά στιγμή μάλιστα πού ό Λυκούργος, γιά νά
τόν τονώσει, τού είπε δτι τόν θεωρεί «πολύ έντάξει άν­
θρωπο», άνοιξε διάπλατα καί ή πύλη τών δακρύων.
Του είπα πολλά γιά νά τόν συνεφέρω. Έβγαλα ολόκληρο
λογύδριο γιά νά δικαιολογήσω τήν αύθάδεια του Πέτρου,
άλλά τό κακό είχε γίνει. Εκείνο τό «άμα πεθάνεις» τόν
είχε πληγώσει βαθύτατα.
Θά πρέπει νά ήταν περασμένη ή ώρα γιατί οί πελάτες
είχαν άραιώσει καί ή Σιμέλα είχε άφήσει τόν πάγκο γιά νά
κάτσει κοντά του. Χρειάστηκε δλη ή τέχνη της γιά νά τόν
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΘΑ ίΙΑΩ 197

κάνουμε νά ξαναγελάσει καί νά βρει κάτι άπό τόν χαμένο


του οίστρο. Άλλωστε ειχε ζαλιστεί πιά πολύ καί ήθελε
άλλο περιβάλλον. Έτσι μισοκλαμένος μισογελαστός, ση­
κώθηκε νά φύγει. Βγήκα καί ’γώ πίσω του νά τόν ξεπρο­
βοδίσω. Πήγαινε τοΐχο-τοΐχο θυμάμαι καί σέ μιά στιγμή
τοΰ επεσε τό παντελόνι πού, καθώς φαίνεται, τό ειχε ξε­
κουμπώσει γιά νά νιώθει πιό άνετα. «Μπά», εκανε καί τό
ξανασήκωσε άδιάφορα. Τόν ρώτησα άν είναι καλά. «Τί; Ά ,
έδώ είσαι;» μοΰ είπε ξαφνιασμένος, γιατί δέν είχε άντιλη-
φθεΐ οτι βγήκα μαζί του. «Μήν άνησυχεΐς! Μπορώ νά οδη­
γήσω. Γειά σου, καί νά ’σαι καλά».
Τόν ειδα πού μπήκε στό αμάξι του καί άπομακρύνθηκε.
Μετά άπό λίγες μέρες μάθαμε πώς τόν φάγανε.

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΘΑ ΠΑΩ

ΟΛΤ ΣΤΧΝΑ, ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΙ, ΜΟΐ ΕΛΕΓΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ


Π τά πρώτα ποτήρια: «Νά τό ξέρεις, έγώ κάπως ετσι θά
πάω!»
Έ άλήθεια είναι δτι ποτέ δέν πιστεύω τά λόγια τοΰ άλ­
λου. Είναι χούι μου, άλλά ετσι κάνω. Προσέχω μόνο αύτό
πού παφλάζει άνάμεσα στά μάτια καί στό στόμα, περίπου
σάν το γιατρό πού μόνο στήν άκρη τοΰ νοΰ του σημειώνει
συντομογραφικά δ,τι τοΰ λέμε, ένώ συνεχίζει νά κάνει τήν
έξέτασή του. Άπό κεϊ καί πέρα, μπορεΐ νά μήν άκούω. Ή
μάλλον προτιμώ νά παίρνω θέση σ’ έκείνη τήν άνεξήγητη
άπόσταση πού χωρίζει —πρέπει νά είναι κανείς παρατηρη­
198 ΜΝΗΜΟΣΤΝΑ

τικός γιά νά τό προσέξει—έναν άνθρωπο άπό τά λεγόμενά


του.
Αύτό συμβαίνει παντού. Όποιος μιλάει δέν είναι μέσα
σέ αύτά πού λέει. Δέν όφείλεται στήν κατά τό κοινώς λεγό­
μενο έλλειψη ειλικρίνειας, άλλά εϊναι οί ίδιες οί λέξεις πού
τόν κλείνουν άπ’ έξω. Ένώ δλα έχουν μπει σέ κίνηση, τά
όργανα παίζουν, δ ομιλητής άπέχει άνεπαίσθητα άπό τίς
φράσεις, του. Μόλις πού του κάνουν τήν τιμή νά δέχονται
δτι βγαίνουν άπό τό στόμα του.
Έ εύγλωττία, πού άπό τήν έλλειψή της πάσχουμε δλοι,
δέ βοηθάει σ’ αύτή τήν περίπτωση. Έ παρεξήγηση γεννιέ­
ται άπό τό απλό γεγονός δτι εϊσαι άναγκασμένος νά σφυ­
ράς τήν ψυχή σου σέ φωνήεντα καί σύμφωνα. Έ ξω άπό τό
στόμα γίνεται πανηγύρι άπό νοήματα, καί μέσα —που; δέν
έχει σημασία, στά παλιά μας τά παπούτσια!—ό ίδιος ό ο­
μιλητής παραμένει νωθρός, καί ίσως ένα ειρωνικό χαμόγελο
νά χρονοτριβεί στά μάτια του. Διεκπεραιώνει τόν έαυτό
του, ώρες-ώρες τόν υποδύεται, ώρες-ώρες άδιαφορεΐ. Α λ ­
λά δέν εϊναι αύτός πού μιλάει.
Όταν λοιπόν ό άξέχαστος συμπότης μου ψιθύριζε αύτά
γιά τόν έπικείμενο χαμό του, έκανα πάλι τίς ίδιες σκέψεις.
«Μικρός είναι», σκεφτόμουνα, «έχει άνάγκη νά λέει δραμα­
τικά λόγια». Πράγματι, ήταν παιδάριο, γύρω στά είκοσι.
Οί φράσεις του πλατάγιζαν καί τόν ικανοποιούσαν. Τί ση­
μασία εϊχε άν τίς πίστευε; Καί νά συνέβαινε αύτό πού πρό-
βλεπε —καί συνέβη έντέλει—, πάλι τά λόγια του δέν εϊχαν
βάρος. Δέν τά πίστευε. Κι άν άκόμη ήθελε νά τά πιστέψει,
του έφευγαν μπροστά* πρίν καλά-καλά τό καταλάβει γίνο­
νταν άέρας, ένώ ό χαμός του, πού έτοιμαζόταν καθώς φαί­
νεται μυστικά, ήταν άλλο πράγμα. Κάτι άνίσχυρο πού δέν
εϊχε τή θηλυκή άνάγκη νά εκφράζεται καί νά έκλιπαρεϊ τήν
άκοή του άλλου.
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΘΑ ΠΑΩ !99

Θέλω νά πω ότι τά λόγια δέν πείθουν καί ειδικά όταν


είναι πειστικά. «Ά σε τήν κωμωδία», του ελεγα, «καί πιές
τό ούίσκι σου». Μέ κοίταζε πικραμένος. Επειδή ήμουνα ό
πιό νοήμων ή τουλάχιστον ό πιό φιλήκοος άπό τούς φίλους
του, πληγωνόταν μέ τή στάση μου. Μέ κοίταζε μέ ενα
βλέμμα πού ελεγε: «Τί θές νά κάνω, νά σκοτωθώ έδώ
μπροστά σου γιά νά μέ πιστέψεις;» Καί έγώ του απαντού­
σα μέ ενα βλέμμα πού ελεγε: «Καί νά σκοτωθείς, πάλι δέ
θά σέ πιστέψω». Δέ μ’ ένδιέφερε ό θάνατός του, δπως άλ­
λωστε καί ό δικός μου — άν υποθέσουμε δτι στέκει νά
μιλάμε ετσι γιά κάτι πού είναι πάντα ικανό νά σέ φοβίζει.
Έν πάση περιπτώσει, ό φίλος μου πέθανε δπως άκριβώς
τό πρόβλεψε. Κάποια χαράματα, τόν μάζεψαν άπό τό οδό­
στρωμα σέ φριχτή κατάσταση. Ειχε πέσει μέ (ποιος ξέρει
τί) ταχύτητα πάνω σέ ενα βυτιοφόρο καί τό κεφάλι του, μέ
τήν άναγκαστική έκτίναξη, τσακίστηκε πάνω στό σηματο­
δότη. Θά πρέπει νά μήν κατάλαβε τίποτα. Ύστερα κηδεία,
κλάματα, συζητήσεις, λουλούδια κ.λπ.
Απορώ τώρα, γιατί ή σκέψη του μου γεννάει σεβασμό.
Γιατί τόν νοσταλγώ καί τόν θυμαμαι; Καί νά ζοΰσε, πάλι
τά ίδια θά μου ελεγε, κι έγώ πάλι τά ίδια θά του άπαντοΰ-
σα. Έ διαφορά είναι δτι τώρα τά λόγια του κι αύτός γίνανε
ενα. Εκτός πιά κι άν ή άπόσταση άνάμεσά τους υπάρχει
άκόμα. ’Ίσως τά λόγια του κι 6 θάνατός του νά μή συνα­
ντηθούν ποτέ, ίσως πάλι νά συναντώνται κάθε στιγμή, κα­
θώς τόν αισθάνομαι γύρω μου άφαντο, νά μέ βαραίνει άφό-
ρητα καμιά φορά.
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Προοίμιο .................................................................... 9
Μασκαράτα ................. ................................................... π
Μαϊμούδες, σ. 13 Ή Πολλή Σπουδή τυφλώνει, σ. 20 "Αφωνοι
καί ’Αμνήμονες Αναγνώστες, σ. 24 Ό Ζάλευκος καί ό Γιος
του, σ. 30

Οί Παρακεντέδες ............................................................................................. 37
Μισείτε ’Αλλήλους, σ. 39 Τής Γούνας του Μανίκι, σ. 48 Ό σο
τά κουνάει θολώνουν, σ. 56 Τά Κουσέλια, σ. 02

Φαιδρή Θεωρία γιά τό Κ α κ ό .................................. ................ ......................... 73


Σώστε τίς Γριές, σ. 75 Ό Φόνος μιας Ψείρας, σ. 8ι Τό Α λ έ ­
τρι τοΰ ’Αρμένη, σ. 90 Ή Καυτή Πατάτα, σ. 98

Στήν Παραμεθόριο ................................................................ ιογ


Τής ’Άρνας τό Νερό, σ. 109 Ανέφικτη Ένδοφασία, σ. 119 Ό ,τ ι
κάνει ό Κόσμος θά κάνει κι ό Κοσμάς, σ. 129

Βωμολοχίες ...................................................................... Ι31


Τό Κυνήγι τοΰ Βόα, σ. 133 Ακμή καί Παρακμή τής Πάλης, σ.
136 Μ πριτζ ή Σκάκι; σ. 140 Τά Πουλιά στό ’Ακροθαλάσσι, σ.
143 Τ ά Δέκατα, σ. 147 Γέλια, σ. 150 Οί Πρώην, σ. 153 Φό­
ρος Τιμής στούς Φονιάδες, σ. 156 Είναι Αλήθεια; σ. 159 Οί
Λέσχες, σ. 163 Κορεατικά, σ. ι66

Συνέντευξη μέ τόν Μισέλ Φ ά ι ς .................................................................... 179

Μ νημόσυνα ........................................................................Ι9 1
'Η Τελευταία Επίσκεψη τοΰ Κώστα Ταχτσή, σ. 193 Κάπως
ετσι θά πάω, σ. 197
αποστόλους

θειοκ, ό μισ& ν& οω πος ά ν ο


λο,μβάνε·. ™ (αγο ,ο : « ψ ,
τ ικ ο ί β ί ; :τοδ άποδιοτ^κ
μποάου. νΑν ή άλήθεια βρί-
ακ?.ί, τό άλάτι της .στό φέμα,
ποδ άλλοδ μκορεί νά βρει
, Ρ Γ1 / „ "*
Τ Ο ίΧ Λ -Χ ^ Ι Χ Τ ιζ Τι &Υ0£7ϋΤι (XV 0 -

-Λϊ'Λ-^" ■■ ■"·:ί:':·!

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
ΡΟΕΣ Α.Ε. Σόλωνος 41, 108 72 Αθήνα
Ρβ-ΝΤΑ Α,Ε. Ανασ. Γίνναδίου 34, 114 ί?.9409

You might also like