Professional Documents
Culture Documents
Η κοκκινη αλεπού
Η κοκκινη αλεπού
Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΤ
(Μ ισανθρωπίας Προλεγόμενα)
Ρ Ο Ε Σ
Δ Ο Κ ϊ Μ ϊ "λ
Όποιος στά σαράντα του δέν είναι
μισάνθρωπος, 8έν αγάπησε ποτέ τούς
άνθρώπους.
Σαμφόρ
Η
ΧΕΙ ΑΛΛΟΚΟΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΗΙΑ ΤΩΝ
ιδεών, άλλά ή μισανθρωπία καταντά νά είναι ό μόνος
έφικτός τρόπος «συμφιλίωσης» μέ τούς άνθρώπους. Οί άλ
λες οδοί — πίστη στόν άνθρωπο, άγάπη γιά τόν πλησίον,
έλπίδα γιά τό άνθρώπινο γένος— , μολονότι υπερθεματίζο
νται άπό στρατιές άνύποπτων άπολογητών τοΰ άνθρωπι-
σμοΰ, άργά ή γρήγορα εύτελίζονται καί γελοιοποιούνται
στήν τριβή τους μέ τήν πραγματικότητα. Στήν ήλικία πού
είναι κανείς σέ θέση νά εχει κάποια ευθύνη άπέναντί στή
ζωή καί νά δικαιοΰται ορισμένες βάσιμες υποψίες γιά τά
άνθρώπινα, ή κρίσιμη «ώρίμανση» εχει άναπόδραστα έπελ-
θει. Γίνε έξομολόγος ενός πρεσβύτη, ένός βετεράνου, ενός
ξεσκολισμένου καί χωρίς άλλο θά σοΰ άποκαλυφθεΐ ενας εκ
πεποιθήσεως ή έξ άνάγκης μισάνθρωπος.
Ό π ω ς είναι εύνόητο, ό χαρακτηρισμός δύσκολα γίνεται
δεχτός. Ό ποια κι άν είναι ή άποστροφή πού δείχνουμε γιά
τούς σεσημασμένους «έχθρούς» ή τούς τακτικούς μας αντι
πάλους, πάντα βρίσκονται πρόσωπα άποδοχής καί συμπά
θειας, φιλόφρονης εστω άνοχής. Άνθρωποι δηλαδή πού, κι
άν άκόμα τελοΰν ύπό τή στενή παρακολούθησή μας, έν άνά
γκη προσάγονται ώς μάρτυρες ύπερασπίσεως άπέναντί στή
βαριά (επειδή υπονοεί παθολογικά αίτια) κατηγορία τοΰ
μίσους γιά τόν άνθρωπο. Ά λλά αύτή άκριβώς ή «φιλία»
καί ή άλληλεγγύη πού ένδέχεται νά συνδέει μιά δράκα άη-
10 Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΤ
Κικικί τό κοκοράκι
πάνω στό βιβλιαράκι.
Νίκος Λεβέντης, ΝΕΟΙ ΠΟΙΚΙΛΜΟΙ
Μ α ϊμ ο ύ δ ε ς
Αφων οι και Αμ ν η μ ο ν ες
ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ
Κ
ΑΘΕ ΔΟΤΑΕΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΩ ΤΗΣ, ΔΗΛΑΔΗ
νά γίνεται καλύτερη, άπό τή στιγμή πού θά αισθανθεί
τήν άνάγκη νά τά βάλει μέ τόν εαυτό της. Δ έ μπορεΐ κα
νείς νά ξεκινάει κάτι άπό νέος καί εκτοτε, ως τά γεράματα,
νά άκολουθεΐ τήν ϊδια γραμμή. Ά ν δέν έπέλθει ρήξη καί
κρίση μεσοδρομίς, άν τό σχοινί δέ σπάσει καί δέ δεθεί κό
μπο μία, δύο καί τρεις φορές, ο εργάτης δέν είναι άξιος.
Αντίθετα ό έργάτης ξέρει (νά μαθαίνει) τή δουλειά του άν
σέ κάθε κύκλο τής ζωής του γίνεται καψοκαλύβας, άν του
συμβαίνει κάποτε νά ντρέπεται νά κοιταχτεί στόν καθρέφτη
καί στά μάτια των άλλων.
Έ λέσχη των προικισμένων άπαρτίζεται άπό μέλη πού
δέ γράφουν επί χρόνια τά άγραφα, σάν τόν Στεπάν Τροφί-
μοβιτς πού λιβάνιζε κατά μόνας κάποια χειρόγραφα, άλλά
άπό άνθρώπους πού μπορούν νά άηδιάζουν τά μούτρα τους
καί νά μεταμορφώνονται. Ώρίμανση σημαίνει νά περνάς ά
πό τού λιναριού τά πάθη. Αλήθεια πού ισχύει άπολύτως
γιά τό πνεύμα καί γιά τόν πνευματικό θηλασμό πού δέν
είναι άλλος άπό τό διάβασμα, τή γνωστή μας ανάγνωση.
Ό π ω ς τήν ξέρουμε καί τήν άκολουθοΰμε κουτσά-στραβά
ΑΦΩΝΟΙ ΚΑΙ ΑΜΝΗΜΟΝΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ 25
ο ΖΑ ΑΕ ϊ ΚΟΣ
και ο Γ ιο ς τοτ
Ε
χ ει π α ρ α τ η ρ η θ εί οτι οι θ εω ρ η τικ ο ί β α δ ι ζ ο ϊ ν τ ο δ ρ ο μ ο
τους άνάποδα. Σ τά νιάτα τους, τήν έποχή του παχυλου
ψεύδους, του κλασαυχενισμοΰ καί τής μπόσικης ψυχής, πανε
νά σώσουν μιά κι εξω τόν κόσμο, ένώ τήν έποχή τής ώρί-
μανσης, στήν ήλικία της άποτυχίας καί της άληθινής ντρο
πής (Ιν-τρΙπομαι: στρέφομαι πρός τά μέσα) εκφράζονται
πιο προσωπικά καί μέ λιγότερη σπουδαιοφάνεια. Εύχής
έργο θά ήταν νά μπορούσε κανείς νά μιλάει καί νά γράφει
απροσχημάτιστα, δπως πλαγιάζει νά κοιμηθεί, δπως μπαί
νει κάτω άπό τό νερό, δπως περιμένει τό χάραμα μετά άπό
μιά νύχτα ξαγρύπνιας. Ά λ λ ά σέ ποιόν δίνεται ή απλότητα
του ύπνου; Μέσα στήν κοινωνική φιδοφωλιά δπου ή όφθαλ-
μοδουλεία σοβεϊ δαφνοστεφής καί άδιάσειστη, τό άνδρείκε-
λο μέσα σέ κάθε άνδρα έξυφαίνει περίφροντι τίς πλαστο
προσωπίες του.
Δέν πρόκειται γιά ψεματάκια, γιά μικροαπάτες πού άρ-
Ο ΖΑ Α Ε ΪΚ Ο Σ ΚΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΤ 3ΐ
ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ
Μ ισ ε ίτ ε
Αλ λ η λ ο τ ς
Τη ς Γ ο ϊ ν α ς το ϊ
Μα ν ί κ ι
ΘΟΛΩΝΟΪΝ
Τα Κ ο π ε λ ιά
Ε
ΠΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΤΤΑΤΗ ΚΡΙΣΗ ΕΤΘΪΓΝΩΜΙΑΣ ΠΟΤ
σοβεί σέ κάθε κοινότητα, ό Πασκάλ θέτει γιά άλλη μιά
φορά τό θέμα του κοινωνικού προσώπου καί των διανθρώ
πινων σχέσεων στή σωστή του βάση: άν δλοι γνώριζαν τί
λέγεται πίσω άπό τήν πλάτη τους, δέν θά ύπήρχαν οΰτε
δύο φίλοι σέ αύτό τόν κόσμο. Καί γιατί νά μή μπορούμε νά
ποΰμε καταπρόσωπο στόν άλλον τί εϊναι ή τουλάχιστον τί
πιστεύουμε δτι εϊναι; Επειδή κανείς σχεδόν δέν τό άντέχει
ή δέν τό εχει άνάγκη ή δέ μπορεΐ νά ζήσει μέ αύτό. Συνε
πώς, γιά νά ζήσει κανείς καί νά εχει φίλους, είναι πρωταρ
χικής σημασίας μιά μικρή ή μεγάλη δόση ψεύδους στή σχέ-
ΤΑ ΚΟΤΣΕΛΙΑ $3
νέες άφορμές γιά χολή, μίσος καί απέχθεια. Όσο γιά τήν
άμοιβαία απομάκρυνση πού άποτελεΐ τήν ένδεδειγμένη λύ
ση, κανείς δέν παίρνει τήν απόφαση. Τά τσακώματα έχουν
πολύ ψωμί. Κι ό κόσμος πεινάει.
Μέ τή φύρα παρόμοιων παθών γεννιέται τό φύραμα τών
πασίγνωστων γραφικών τύπων. Ένας άνθρωπος πού μαρα
ζώνει χρόνια ολόκληρα καλλιεργώντας τόν πικρό άγρό του
μίσους, άποχτάει τό «κουμπί» του. Καί τό κουμπί —γνω
στό στόν περίγυρο— είναι λειτουργικότατο. Τσακμάκι μέ
τά δλα του. Φτάνει κάποιος, γιά νά διασκεδάσει, νά αναφέ
ρει τό μισητό δνομα κι αμέσως αρχίζει ή «μουσική». Έ
ετοιμότητα τοΰ πάσχοντος προσώπου είναι έκπληκτική σέ
αύτές τίς στιγμές. Όσο άλλωστε εύλογη είναι καί ή άπο-
ρία: καλά δέν κουράζονται αύτοί οί άνθρωποι; Δέ σιχαίνο
νται τέλος πάντων τόν έαυτό τους; Τά ί'δια τους τά σπατα-
λημένα σάλια; Καί βέβαια κουράζονται. Μόνο πού αύτό
συμβαίνει μέ μιά περίτεχνη μετάθεση: τόν σιχαίνονται στό
πρόσωπο τοΰ άλλου. Άνθρωπος πού διαρκώς κατηγορεί
(άλλους) καί συνάμα δοξάζει (τόν έαυτό του) είναι φανερό
δτι συντρίβεται άπό τό φορτίο τής ένοχης του.
Χρειάζονται δμως, σάν άπόσωμα, καί κάποιες άλλες
διευκρινίσεις πού δίνουν πιθανώς άλλη διάσταση στό δράμα
τοΰ ακάματου κατασπιλωτή. Έφόσον δέν είναι μισθοφόρος
—ποιος πληρώνει τόν έθελοντή;—, έφόσον πράττει γιά λο
γαριασμό του, άπό καρδιας, ή περίπτωσή του εχει ενα βαθύ
τερο μυστικό. Έ αρρώστια του εχει νά κάνει μέ τήν «τυ
ραννία τοΰ ανθρώπινου προσώπου». Μέ κείνο τό σκοτεινό
γήτεμα πού δέν εχει αγαθές σχέσεις μέ τό φώς. Κατά ενα
τρόπο ό κατασπιλωτής εχει πληγεί βαθύτερα απ’ δσο μπο
ρεΐ νά φτάσει μέσα του, έχουν κακοφορμίσει τά σπλάχνα
του, γ ι’ αύτό άλλωστε πασχίζει νά πλήξει τόν άλλο στό
ίδιο βάθος. Αύτό τό έπιθυμητό βάθος εΐναι πού προσδίδει
ΤΑ ΚΟΤΣΕΛΙΑ 71
0 ΦΟΝΟΣ
ΜΙΑΣ ΫΕΙΡΑΣ
Το Αλέτρι
το ϊ Αρμενη
Η ΚΑΪΤΗ
ΠΑΤΑΤΑ
μέσα στόν ίδιο του τόν οίκο άρχει (καί άρχεται) άπό μιά
μικρογραφημένη κοινωνία;
Αντίθετα ό μονήρης άνθρωπος πού, έπειδή άρνήθηκε (ή
άπορρίφθηκε άπό) τήν οικογένεια, διαθέτει κάτι παραπάνω
σέ εύγένεια, είναι πρόσωπο πιό έκτεθειμένο. Στήν ούσία
παραμένει άνέστιος. Χρησιμοποιεί τό σπίτι του γιά νά κοι
μάται: δπως στά ξενοδοχεία. Καί δίκαιο θά είναι νά γίνεται
καμιά φορά λόγος γιά τό μοναχικό πλήθος τών μαγκούφη-
δων πού διάγουν βίο μονήρη, παραμιλούν στά κλουβιά τους,
γρονθοκοποΰν τά ντουβάρια του σπιτιού τους καί γλωσσο-
δέρνονται. Οί άνθρωποι πού περνούν πολλές ώρες μόνοι
τους, άσχετα μέ τά διαδεδομένα προσχήματα, άναγκάζο-
νται —σάν τό χταπόδι πού καταβροχθίζει κάποτε τά ίδια
του τά πλοκάμια— νά τρώνε τά σωθικά τους.
Τρώνε καί τρώγονται. Έ μόνωση δέν άπομακρύνει τούς
άλλους, άντίθετα τούς φέρνει πιό κοντά. Μπαίνουν σάν τούς
καλικαντζάρους καί τά τελώνια άπό τήν καμινάδα καί τά
άνοιχτά παράθυρα. Αρκεί νά κρυφακούσει κανείς κάτι α
ξιολύπητα γεροντάκια, κάτι σωμένες ύπάρξεις πού μυρί
ζουν τής χωματερής, γιά νά πειστεί δτι στά άκατάσχετα
παραμιλητά τους δέ λένε τραγούδια, δέν προσεύχονται, άλ
λά βγάζουν λογίδρια γιά νά βάλουν τά πράγματα στή θέση
τους, ξεκαθαρίζουν λογαριασμούς, μαλώνουν μέ τούς ή
σκιους πού τά κυκλώνουν. Καί ό τρελός πού εχει τή δική
του, καταδική του μόνωση δέ διαφέρει. Ό,τι κι άν λέει ή
κοινή γνώμη, δέ μαλώνει μέ τή σκούφια του, τά ψέλνει
διαρκώς σέ κάποιους, θέλει νά τούς δώσει νά καταλάβουν.
Οΰτε χρειάζονται ικανότητες καρδιογνώστη γιά νά προσέ
ξει κανείς δτι οί μονήρεις έχουν κουρασμένα πρόσωπα. Ε
κείνη τήν κόπωση τών άνθρώπων πού βγαίνουν άπό μεγά
λες λογομαχίες.
Ανέφικτη
Ενδοφαςια
Ε
κκενώ στε μια ποαη, μια χωρα, τη ν οικοτμ ενη οαο-
κληρη άπό τό τερατώδες άνθρωπομάζωμα πού τή νέμε-
ται καί άφήστε εναν άνθρωπο πού τό πήρε άπόφαση νά
ζήσει μόνος καί παντέρημος. Υποθέστε άκόμα δτι ώς διά
μαγείας δλα γύρω του —έκτός άπό τήν παρουσία άλλων
άνθρώπων— λειτουργοΰν κανονικά. Επιβιβάζεται στό τρέ
νο κι αύτό τόν μεταφέρει στόν προορισμό του. Πηγαίνει
στό νοσοκομείο καί ή νοσηλεία είναι άψογη. Αόρατα χέρια *
τόν σερβίρουν γιά νά δειπνήσει, τόν κουράρουν, μεριμνούν
γιά τή διασκέδαση καί γιά τόν έρημο οικο του.
Κι άν άπογοητευμένος έπιβιβαστεΐ σέ ένα άεροπλάνο
γιά νά πετάξει πάνω άπό τούς ώκεανούς ((εις άναζήτησιν
καλυτέρας τύχης», τίποτα δέν άλλάζει. Ή άρχή τής αηίΗί-
Ιαίίο έφαρμόζεται κι έδώ. Παντού άδειες πολιτείες, ψυχή
στούς δρόμους, οΰτε ενα άνθρώπινο γνέψιμο. Τί ζωή νά φα
νταστεί κανείς γι’ αύτόν τόν άπίθανο μονώτη, πού κατέχει
τά πάντα έκτός άπό τή δυνατότητα νά συναπαντήσει κά
ποιον, κι αύτό διά βίου, χωρίς τήν παραμικρή έλπίδα άλλα-
της;
Ό φως ζεΐ ύπό τήν προϋπόθεση δτι μιλάει* διαφορετικά
αύτοκαταργειται. Καί δέν είναι κατά βάση ή άκατάσχετη
άνάγκη γιά συνομιλία πού γεννάει έδώ τήν τερατωδία, άλ
λά ή συνθήκη τής διυποκειμενικότητας. Τό έγώ καί τό έσύ
120 ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΟ
Μ π ριτζ ή Σ κ α κ ι;
Τ α Π ο τ λ ια στο Α κροθαλαςςι
Τα Δ έ κ α τ α
Γ έ λ ια
Ο ι Π ρώ η ν
Ε ίν αι Α λ ή θ ε ια ;
Στόν Λυκούργο
Ϊ
ΓΙΑΡΧΟΤΝ ΠΟΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Ν’ ΑΠΟΤΤΧΕΙ Ή ΝΑ ΕΠΙΤΤΧΕΙ ΚΑ-
νείς. Πολλοί τρόποι νά πάρει στά σοβαρά τόν έαυτό του
ή νά ζήσει άδιάφορος. Ά λλά ή αύτοκτονία βρίσκεται εξω
άπό κατηγορίες καί μεθόδους.
ι6ο ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ
01 ΛΕΣΧΕΣ
- δ ε μ π ο ρ ε ί ;- θα "ν α ι α π α ξ α π α -
Ο
π ο ιο ν κ ι α ν γ ν ω ρ ις ε ις
ντος μέλος κάποιας Λέσχης. Τό φάσμα είναι πολύ μεγά
λο καί έξουθενώνει ακόμα καί τήν πιό ευρηματική φαντα
σία. Λέσχη τών έχθρών (κάποιου σημαίνοντος προσώπου).
Λέσχη τών φίλων (κάποιας άνθρώπινης αδυναμίας). Λέσχη
τών άδικημένων. Λέσχη τών εύνοημένων. Λέσχη τών τα
πεινών συνηθειών. Λέσχη τών εξάρσεων καί τών δεδηλωμέ
νων έλαττωμάτων κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Δέν ύπάρχει τρόπος νά γραφτεί κανείς σέ μιά παρόμοια
Λέσχη μέ απλή επίδειξη ταυτότητας ή μέ τήν καταβολή
ένός παράβολου. Ό χι γιατί δέν ύπάρχει ταυτότητα καί πα
ράβολο, άλλά επειδή αύτά είναι ή ί'δια ή ζωή του καθενός.
Ό ,τι κι άν πασχίσεις στό βίο σου, άν έχεις τήν τύχη νά
διαθέτεις κάποιο άνάστημα, πάντα κάποια κουτάβια θά
βγουν στό δρόμο σου νά σου ξηλώσουν τά μπατζάκια. Καί
164 βωμολοχίες :
ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ
λ λ η γ λ ω σ σ ά σ η μ α ίν ε ι ά λ λ ο ν ά ν θ ρ ω π ο , ά λ λ ο κ ο ςμ ο
εχει αποκτήσει ->εον δικά της ήθη καί δικό της πλέγμα
συγκινήσεων. Πρέπει νά εχει μελετήσει κανείς τό «μοναχι
κό πλήθος» (μέσα καί εξω άπό τό στάδιο) γιά νά καταλά
βει πώς ή μορφή του πρωταθλητή περιβάλλεται τήν άχλύ
ήρωα καί πώς μιά άναμέτρηση πού διαρκεΐ μόλις μερικά
δευτερόλεπτα (δπως τοΰ Τζόνσον μέ τόν Λιούις) μπορεΐ νά
προκαλεΐ «παγκόσμιο» ένδιαφέρον.
Έ συζήτηση είναι μεγάλη καί μάταιη δσο κάθε συζήτη
ση, πάντως άρχιζει άπό τίς έπιδόσεις. Στούς άγώνες μι-
λοΰν μόνο γιά ρεκόρ. Κανείς δέν προσέχει τόν τελευταίο
άθλητή, τόν μέτριο άλτη, τόν άνήμπορο άρσιβαρίστα. Μό
νο ό κορυφαίος ενδιαφέρει. Αύτός καί τό ρεκόρ του. Άλλά
τί εΐναι ενα ρεκόρ;
Ό Μπούμκα, γιά παράδειγμα, βάζει τόν πήχη δύο πό
ντους ψηλότερα καί, παγκοσμίως, τά βλέμματα στρέφονται
πάνω του. Γιατί δμως; Τί πρόκειται νά συμβεΐ; Ά ν υπήρχε
ενα κάποιο δριο πού μέ τό ξεπέρασμά του ό άθλητής θά
κέρδιζε τήν ιδιότητα τοΰ ύπερανθρώπου ή τοΰ δαίμονα, τό
τε θά υπήρχε μιά έξήγηση. Τώρα δμως, τά 6 μ. στό «έπί
κοντώ» γεννοΰν τό ’ίδιο ένδιαφέρον πού γεννοΰσαν πρίν άπό
μερικά χρόνια τά 5,30 ή τά 5 ,80 . Ή κατάπληξη δέν εχει
έσωτερική σχέση μέ τήν έπίδοση. Τό ίδιο άλλωστε ισχύει
γιά τούς άγώνες ταχύτητας ή άντοχής. Μ&σό λεπτό λιγότε-
ρο στά 10.000 μέτρα, ή κάποια δευτερόλεπτα πιό κάτω
στά 100 μέτρα, δέ μπορεΐ νά έχουν ειδική σημασία. Κι αύ
τό γιατί σέ κανένα άθλημα δέν μπορεΐ νά τεθεί άνώτατο ή
κατώτατο δριο. Συνεπώς τό ρεκόρ, ή αίτια τοΰ θαυμασμοΰ
πού νιώθει 6 μέσος καί ό κάθε θεατής, είναι συμβατικό μέ
χρι καί άνούσιο.
Ά ν δέ λάβουμε ύπόψη μας δτι ό θεατής δέν εχει τρόπο
νά τό διαπιστώσει, ή συμβατικότητα τής επίδοσης γίνεται
άκόμα πιό γοερή. Σέ μιά κούρσα χωρίς έπίσημη χρονομέ
174 ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ
θης, του "Ίμερου, στήν Αθήνα — στήν άγορά τής Αθήνας ακριβέ
στερα...
«Ναί* κοίταξε: τό πρότυπο πού εχουμε του στοχαστή,
είναι του πιό άγοραίου άνθρώπου. Ό Σωκράτης ήταν τό
πιό άγοραϊο πρόσωπο. Δηλαδή, μπορεί νά ζεΐς στήν άγο
ρά, άλλά νά μήν είσαι άγοραΐος, νά μήν ταυτίζεσαι μαζί
της. Έ γώ νομίζω δτι τό εχω καταφέρει αύτό».
οικειότητες;
«Μιά ζωή εχω τήν αίσθηση του ύπεράριθμου. Ζώντας,
δηλαδή, ούσιαστικά χωρίς καμιά εύθύνη, επαγγελματική,
οικογενειακή ή συναισθηματική, ζώντας, θά μπορούσα νά
σου πώ, σέ μιά παρατεταμένη έφηβική επιπολαιότητα, πα
ρακολουθώ μέ άμηχανία διάφορες άλλόκοτες τροπές τής
ζωής μου».
—Όπως;
«Νά, τώρα στά σαράντα μου νιώθω νά γίνομαι ό γέρος
μου. Νά παίρνω σχεδόν δλα τά χούγια του. Καί αύτό είναι
ι88 ΣΤΝΕΝΤΕΤΕΗ
γό, πήρε τήν παλάμη του Λυκούργου στά χέρια του καί,
άφοϋ τήν περιεργάστηκε μέ ύφος ΒΐοΗ&ί, άπεφάνθη ένθου-
σιαστικά.
Ανάλογα πράγματα ελεγε γιά δλους. Έπαιζε μέ τό άν-
δρας-γυναίκα καί μάς εξηγούσε γιατί ή ζήλεια είναι μάταιο
συναίσθημα.
Ά λλά στό τρίτο καραφάκι τόν είδα πού άρχισε νά βα
ραίνει έπικίνδυνα. Μου είχε έξομολογηθεί δτι τό άλκοόλ
ούτε τό άντεχε πολύ ούτε του άρεσε. Θά πρέπει δμως νά
τόν επηρέασε καί κάτι άλλο, έντελώς αναπάντεχο.
Σέ μιά στιγμή πού μιλούσε γιά τήν αυτοβιογραφία του,
ζήτησε άπό τόν Τατσόπουλο νά γράψει γιά τή γνωριμία
τους καί μετά νά του δώσει τό κείμενο γιά νά τό ένσωμα-
τώσει στό βιβλίο. Δέν ξέρω γιατί, ό Τατσόπουλος, ώς γνή
σιος γόνος τής έριδας, μέ κείνο τό μισο-αγγελικό μισο-σα-
τανικό ύφος πού έχουν οί διάκονοι του μαύρου χιούμορ, του
πέταξε ενα ξερό «άμα πεθάνεις, θά γράψω γιά σένα». Αύτό
ήταν. Άπό κείνη τή στιγμή καί πέρα δλα πήγαν άνάποδα
— δηλαδή καλύτερα άπό πρίν. Ό Ταχτσής συγχύστηκε, κι
άφού εφυγε ό Πέτρος, δπως τό συνηθίζει μετά τό τρίτο
ούίσκι, τόν πήρε τό παράπονο. Άρχισε νά μιλάει γιά τήν
Ελλάδα, γιά χρόνια καταφρόνιας, παρεξήγησης καί κατα
λαλιάς. Σέ μιά στιγμή μάλιστα πού ό Λυκούργος, γιά νά
τόν τονώσει, τού είπε δτι τόν θεωρεί «πολύ έντάξει άν
θρωπο», άνοιξε διάπλατα καί ή πύλη τών δακρύων.
Του είπα πολλά γιά νά τόν συνεφέρω. Έβγαλα ολόκληρο
λογύδριο γιά νά δικαιολογήσω τήν αύθάδεια του Πέτρου,
άλλά τό κακό είχε γίνει. Εκείνο τό «άμα πεθάνεις» τόν
είχε πληγώσει βαθύτατα.
Θά πρέπει νά ήταν περασμένη ή ώρα γιατί οί πελάτες
είχαν άραιώσει καί ή Σιμέλα είχε άφήσει τόν πάγκο γιά νά
κάτσει κοντά του. Χρειάστηκε δλη ή τέχνη της γιά νά τόν
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΘΑ ίΙΑΩ 197
Προοίμιο .................................................................... 9
Μασκαράτα ................. ................................................... π
Μαϊμούδες, σ. 13 Ή Πολλή Σπουδή τυφλώνει, σ. 20 "Αφωνοι
καί ’Αμνήμονες Αναγνώστες, σ. 24 Ό Ζάλευκος καί ό Γιος
του, σ. 30
Οί Παρακεντέδες ............................................................................................. 37
Μισείτε ’Αλλήλους, σ. 39 Τής Γούνας του Μανίκι, σ. 48 Ό σο
τά κουνάει θολώνουν, σ. 56 Τά Κουσέλια, σ. 02
Μ νημόσυνα ........................................................................Ι9 1
'Η Τελευταία Επίσκεψη τοΰ Κώστα Ταχτσή, σ. 193 Κάπως
ετσι θά πάω, σ. 197
αποστόλους
-Λϊ'Λ-^" ■■ ■"·:ί:':·!
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
ΡΟΕΣ Α.Ε. Σόλωνος 41, 108 72 Αθήνα
Ρβ-ΝΤΑ Α,Ε. Ανασ. Γίνναδίου 34, 114 ί?.9409