You are on page 1of 1896

ΕL JAMES

Πενήντα πιο σκοτεινές

αποχρώσεις του γκρι

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τιτίνα Σπερελάκη

«Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας


προστατεύεται κατά τις διατάξεις της
ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως
έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις
διεθνείς συμβάσεις περί, πνευματικής
ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ
γραπτής άδειας του εκδότη κατά
οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό,
μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή,
φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή,
εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση,
διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε
οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει
εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του
έργου».

Εκδόσεις Πατάκη Ξένη λογοτεχνία

Σύγχρονη ξένη λογοτεχνία -272

Ε L James, Πενήντα πιο σκοτεινές


αποχρώσεις του γκρι

Τίτλος πρωτοτύπου: Fifty Shades Darker

Μεταφράση: Τιτίνα Σπερελάκη

Υπεύθυνος έκδοσης: Κώστας Γιαννόπουλος


Επιμέλεια-Διόρθωση: Μαρία Σεβαστιάδου

Σελιδοποίηση: Παναγιώτης Βογιατζάκης


Φιλμ-Μοντάζ: Κέντρο Γρήγορης
Εκτύπωσης

Copyright ® Fifty Shades Ltd, 2011

Μια αρχική εκδοχή της ιστορίας αυτής, με


διαφορετικούς χαρακτήρες, δημοσιεύτηκε σε
συνέχειες στο διαδίκτυο από τη συγγραφέα
με ψευδώνυμο Snowqueen’s Icedragon και
τίτλο Master of the Universe Copyright ®
για την ελληνική γλώσσα, Σ. Πατάκης
ΑΕΕΔΕ

(Εκδόσεις Πατάκη), 2012

Πρώτη έκδοση στην ελληνική γλώσσα από


τις Εκδόσεις Πατάκη
Αθήνα, Οκτώβριος 2012

ΚΕΤ 8035 . ΚΕΠ 808/12

ISBN 978-960-16-4604-6

Για τους Ζ και Τζ.

Έχετε την ανεπιφύλακτη αγάπη μου, πάντα.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΞΑΝΑΡΘΕ. Η ΜΑΝΟΥΛΑ κοιμάται ή


είναι και πάλι άρρωστη.

Κρύβομαι και γίνομαι ένα κουβαράκι κάτω


από το τραπέζι της κουζίνας. Ανάμεσα από
τα δάχτυλά μου βλέπω τη μανούλα.
Κοιμάται στον καναπέ. Το χέρι της
ακουμπάει επάνω στο γλιτσιασμένο
πράσινο χαλάκι, κι αυτός φοράει τις
μεγάλες μπότες του με τη γυαλιστερή
αγκράφα και στέκεται πάνω από τη
μανούλα ουρλιάζοντας.

Χτυπάει τη μανούλα με μια ζώνη. Σήκω.


Σήκω! Τα έχεις σκατώσει, τσούλα. Τα έχεις
σκατώσει, τσούλα. Τα έχεις σκατώσει,
τσούλα. Τα έχεις σκατώσει, τσούλα. Τα
έχεις σκατώσει, τσούλα. Τα έχεις σκατώσει,
τσούλα!

Η μανούλα βγάζει έναν ήχο σαν αναφιλητό.


Σταμάτα. Σταμάτα, σε παρακαλώ... Η
μανούλα δε στριγκλίζει. Η μανούλα γίνεται
ένα κουβαράκι.

Έχω τα δάχτυλα στα αυτιά μου και κλείνω


τα μάτια. Ο θόρυβος σταματάει.

Γυρίζει, και βλέπω τις μπότες του καθώς


μπαίνει με βαρύ βήμα στην κουζίνα.
Κρατάει ακόμα τη ζώνη. Ψάχνει να με βρει.

Σκύβει και χαμογελάει. Μυρίζει άσχημα.


Τσιγάρα και πιοτό. Εδώ είσαι, σχατόπαιδο...
Ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό τον ξυπνάει.
Χριστέ μου! Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα,
και η καρδιά του σφυροκοπάει. Τι στον
διάολο; Ανακάθεται απότομα στο κρεβάτι
και πιάνει το κεφάλι στα χέρια του.
Γαμώτο... Ξαναγύρισαν. Ο θόρυβος ήμουν
εγώ. Παίρνει μια βαθιά, σταθεροποιητική
ανάσα, προσπαθώντας να διώξει από το
μυαλό και από τα ρουθούνια του τη
μυρωδιά του φτηνού μπέρμπον και της
τσιγαρίλας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

ΕΠΕΖΗΣΑ ΕΠΕΙΤΑ από την Τρίτη Μετά


Κρίστιαν Ημέρα, που είναι και η πρώτη μου
μέρα στη δουλειά. Ήταν ένας
καλοδεχούμενος περισπασμός. Η ώρα
κύλησε γρήγορα, μέσα σε μια παραζάλη
νέων προσώπων, δουλειάς που έπρεπε να
κάνω και του κυρίου Τζακ Χάυντ. Ο κύριος
Τζακ Χάυντ... Μου χαμογελάει, και τα
γαλάζια μάτια του σπιθίζουν καθώς σκύβει
πάνω από το γραφείο μου.

«Θαυμάσια δουλειά, Άνα. Νομίζω πως θα


γίνουμε σπουδαία ομάδα!»

Με κάποιον τρόπο, καταφέρνω να


στραβώσω τα χείλη προς τα επάνω, σε κάτι
που μοιάζει με χαμόγελο. «Λέω να φύγω,
αν δεν έχεις αντίρρηση...» μουρμουρίζω.

«Φυσικά. Είναι πεντέμισι. Θα σε δω


αύριο».

«Καλό βράδυ, Τζακ».

«Καλό βράδυ, Άνα».


Μαζεύω την τσάντα, φοράω το σακάκι μου
και κατευθύνομαι προς την πόρτα.
Βγαίνοντας στον απογευματινό αέρα του
Σιάτλ, παίρνω βαθιά ανάσα. Δεν
καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο να γεμίσει το
κενό στο στήθος μου, ένα κενό που είναι
παρόν από το Σάββατο το πρωί, ένα
οδυνηρό τίποτα που μου θυμίζει αυτό που
έχασα. Προχωράω με το κεφάλι σκυφτό
προς τη στάση του λεωφορείου κοιτάζοντας
τα πόδια μου, προσπαθώντας να συνηθίσω
στην ιδέα πως έχω μείνει χωρίς την
αγαπημένη μου Γουάντα, τον παλιό μου
Σκαραβαίο... Ή το Audi.

Κλείνω αμέσως την πόρτα σ’ αυτήν τη


σκέψη. Όχι. Μην τον σκέφτεσαι. Φυσικά
έχω τη δυνατότητα να αγοράσω αυτοκίνητο
ένα ωραίο καινούριο αυτοκίνητο.
Υποψιάζομαι πως φάνηκε υπερβολικά
γενναιόδωρος στην πληρωμή του, και η
σκέψη αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα
μου. Τη διώχνω όμως, προσπαθώντας να
κρατήσω το μυαλό μου όσο πιο
μουδιασμένο και άδειο γίνεται. Δεν μπορώ
να τον σκέφτομαι. Δε θέλω να βάλω πάλι.τα
κλάματα τουλάχιστον όχι στον δρόμο.

Το διαμέρισμα είναι άδειο. Μου λείπει η


Κέιτ και τη φαντάζομαι ξαπλωμένη σε μια
παραλία στα Μπαρμπάντος να πίνει ένα
δροσερό κοκτέιλ. Ανοίγω την επίπεδη
τηλεόραση για να δημιουργηθεί κάποιος
θόρυβος που να γεμίζει το κενό και να μου
δίνει κάποια αίσθηση παρέας, αλλά δεν
ακούω ούτ*_ και παρακολουθώ. Κάθομαι
και κοιτάζω ανέκφραστα τον τούβλινο
τοίχο. Είμαι σαν παράλυτη. Δεν αισθάνομαι
τίποτα πέρα από πόνο. Πόσο καιρό πρέπει
να το αντέξω αυτό;

Το κουδούνι της πόρτας με βγάζει απότομα


από το μαρτύριό μου, και η καρδιά μου
χτυπάει άρρυθμα. Ποιος μπορεί να είναι;
Πιέζω το κουμπί του θυροτηλεφώνου.

«Παράδοση για τη δεσποινίδα Στιλ...»


απαντάει μια βαριεστημένη ασώματη φωνή,
και με κυριεύει απογοήτευση.

Κατεβαίνω νωθρά κάτω και βρίσκω έναν


νεαρό που μασάει θορυβωδώς τσίχλα.
Κρατάει ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί και
είναι ακουμπισμένος στην εξώπορτα.
Υπογράφω για το πακέτο και το παίρνω
επάνω. Το κουτί είναι τεράστιο και
απρόσμενα ελαφρύ. Περιέχει δύο ντουζίνες
λευκά τριαντάφυλλα με μακριά κοτσάνια
και μια κάρτα.

Συγχαρητήρια για την πρώτη σου μέρα στη


δουλειά.

Ελπιζω να πήγε καλά.

Και ευχαριστώ για το ανεμόπτερο. Ηταν πολύ


ευγενικό,

βρίσκεται σε περίοπτη θέση επάνω στο γραφείο


μου.

Κρίστιαν

Κοιτάζω την τυπωμένη κάρτα, και το κενό


στο στήθος μου μεγαλώνει. Χωρίς
αμφιβολία, αυτό το έστειλε η βοηθός του.
Ο Κρίστιαν μάλλον δεν ανακατεύτηκε
καθόλου. Η σκέψη είναι πολύ οδυνηρή.
Περιεργάζομαι τα τριαντάφυλλα. Είναι
όμορφα, και δε μου κάνει καρδιά να τα
πετάξω στα σκουπίδια. Κατευθύνομαι
φιλότιμα προς την κουζίνα, για να βρω
βάζο.

ΚΙ ΕΤΣΙ, ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ μια ρουτίνα:


ξύπνημα, δουλειά, κλάμα, ύπνος. Εντάξει,
προσπάθεια να με πάρει ο ύπνος. Δεν
μπορώ να του ξεφύγω ούτε στα όνειρά μου.
Φλογερά γκρίζα μάτια, το ύφος του, που
δείχνει χαμένο, τα γυαλιστερά, λαμπερά
μαλλιά του, όλα με στοιχειώνουν. Και η
μουσική... Τόσο πολλή μουσική δεν αντέχω
να ακούω καμία μουσική. Προσέχω να την
αποφεύγω πάση θυσία. Ακόμα και τα
τραγουδάκια των διαφημίσεων μου
προκαλούν ρίγος.

Δεν έχω μιλήσει με κανέναν. Ούτε καν με


τη μητέρα μου ή τον Ρέυ, Δε διαθέτω την
ικανότητα για κουβεντούλα αυτήν τη
στιγμή. Όχι, δε θέλω κουβέντες. Έχω
μετατραπεί σε κάτι σαν απομονωμένο
κράτος. Μια κατεστραμμένη, ρημαγμένη
από τον πόλεμο χώρα, όπου τίποτα δε
φυτρώνει και οι ορίζοντες είναι σκοτεινοί.
Ναι, αυτό είμαι. Στη δουλειά μπορώ να
συνεργάζομαι απρόσωπα, αλλά μόνο αυτό.
Αν μιλήσω στη μαμά, το ξέρω πως θα
σπάσω κι άλλο — και δε μου έχει μείνει
τίποτα που να σπάει.

ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΙ ΝΑ ΦΑΩ. Την


Τετάρτη, την ώρα του μεσημεριανού
διαλείμματος, καταφέρνω τελικά να φάω
ένα κεσεδάκι γιαούρτι, και είναι το πρώτο
πράγμα που τρώω από την Παρασκευή.
Επιβιώνω χάρη σε μια νεοαποκτηθείσα
ανοχή απέναντι στους λάτε και στη
διαιτητική κόκα κόλα. Η καφεΐνη είναι αυτή
που μου δίνει την απαραίτητη ενέργεια.
Μόνο που μου προκαλεί και άγχος.

Ο Τζακ έχει αρχίσει να με γυροφέρνει


εκνευρίζοντάς με, κάνοντας προσωπικές
ερωτήσεις. Μα τι θέλει; Είμαι ευγενική,
αλλά πρέπει να τον κρατήσω σε απόσταση.

Κάθομαι και αρχίζω να ανασκαλεύω ένα


πάκο με γράμματα που απευθύνονται σ’
αυτόν, ευχαριστημένη από τη δυνατότητα
που μου δίνει η χαμαλοδουλειά να ξεφεύγω
κάπως. Το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο
κάνει μπιπ, κι ελέγχω στα γρήγορα να δω
από ποιον είναι το μήνυμα.
Γαμώτο. Ένα μήνυμα από τον Κρίστιαν.
Οχ, όχι... Όχι εδώ. Όχι στη δουλειά.

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα; Αύριο

Ημερομηνία: 8 Ιουνίου 2011, 14:05


Προς: Αναστάζια Στιλ

Αγαπητή Αναστάζια,

Με συγχωρείς γι’ αυτή την ενοχλητική


εισβολή στη δουλειά σου. Ελπίζω να
πηγαίνει καλά. Πήρες τα λουλούδια μου;

Βλέπω πωs αύριο είναι τα εγκαίνια της


έκθεσης του φίλου σου και είμαι σιγουρος
πως δεν πρόλαβες να αγοράσεις αυτοκίνητο.
Η απόσταση είναι μεγάλη, θα χαιρόμουν
πολύ να σε πάω αν θέλεις.

Ενημέρωσε με.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Τα μάτια μου πλημμυρίζουν· δάκρυα.


Εγκαταλείπω βιαστικά το γραφείο μου και
ορμάω στο μπάνιο, για να ξεφύγω σε μια
από τις τουαλέτες. Η έκθεση του Χοσέ. Την
είχα ξεχάσει τελείως και του έχω υποσχεθεί
πως θα πάω. Σκατά. Ο Κρίστιαν έχει δίκιο.
Πώς θα πάω;
Πιάνω το μέτωπο μου. Γιατί δεν
τηλεφώνησε ο Χοσέ; Τώρα που το
σκέφτομαι γιατί δεν τηλεφώνησε κανείς;
Ήμουν τόσο αφηρημένη, που δεν πρόσεξα
πως το κινητό μου έχει μείνει σιωπηλό.

Σκατά! Είμαι εντελώς ηλίθια! Το έχω ακόμα


ρυθμισμένο να προωθεί τις κλήσεις στο
BlackBerry. Να πάρει και να σηκώσει. Τις
κλήσεις μου τις παίρνει ο Κρίστιαν - εκτός
αν πέταξε απλώς το BlackBerry. Πού βρήκε
την ηλεκτρονική μου διεύθυνση;

Ξέρει τι νούμερο παπούτσι φοράω* μια


ηλεκτρονική διεύθυνση δεν πρόκειται να
τον δυσκολέψει.

Μπορώ να τον ξαναδώ; Θα μπορούσα να το


αντέξω; Θέλω να τον δω; Κλείνω τα μάτια
και γέρνω πίσω το κεφάλι, νιώθοντας τη
θλίψη και τη νοσταλγία να με κυριεύουν.
Φυσικά και θέλω.

Ίσως ίσως μπορέσω να του πω ότι άλλαξα


γνώμη... Όχι, όχι, όχι. Δεν μπορώ να είμαι
με κάποιον που αντλεί ευχαρίστηση
κάνοντας με να πονάω, κάποιον που δεν
μπορεί να με αγαπήσει.

Βασανιστικές αναμνήσεις περνούν σαν


αστραπή από το μυαλό μου η ανεμοπορία,
οι δυο μας να κρατιόμαστε χέρι χέρι, να
φιλιόμαστε, η μπανιέρα, η καλοσύνη του,
το χιούμορ και το σκοτεινό, μελαγχολικό,
σέξι βλέμμα του. Μου λείπει. Πέρασαν
πέντε μέρες, πέντε μέρες οδύνης που μου
φάνηκαν αιωνιότητα. Το βράδυ κλαίω
ώσπου να με πάρει ο ύπνος κι εύχομαι να
μην τον είχα εγκαταλείψει, να μπορούσε να
είναι διαφορετικός, να ήμαστε μαζί. Πόσο
θα κρατήσει αυτό το φρικτό, συντριπτικό
συναίσθημα; Βρίσκομαι στο καθαρτήριο.

Τυλίγω τα χέρια γύρω από το σώμα μου,


αγκαλιάζοντας σφιχτά τον εαυτό μου,
μαζεύοντας τα κομμάτια μου. Μου λείπει.
Πραγματικά μου λείπει... Τον αγαπάω.
Απλό.

Αναστάζία Στιλ, είσαι στη δουλειά! Πρέπει


να φανώ δυνατή, αλλά θέλω να πάω στην
έκθεση του Χοσέ, και βαθιά μέσα μου η
μαζοχίστρια θέλει να δει τον Κρίστιαν.
Παίρνω βαθιά ανάσα και επιστρέφω στο
γραφείο μου.

_____________________________________
Από: Ανασιάζια Στιλ θέμα: Αύριο

Ημερομηνία: 8 Ιουνίου 2011,14:25 Προς:


Κρίστιαν Γκρέυ

Γεια σου, Κρίστιαν.

Ευχαριστώ για τα λουλούδια είναι όμορφα.

Ναι, θα το εκτιμούσα αν με πηγαινες

Ευχαριστώ.

Αναστάζία Στιλ

Βοηθός του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ


Ελέγχω το τηλέφωνό μου και βλέπω πως
είναι ακόμα ρυθμισμένο να προωθεί τις
κλήσεις στο BlackBerry. Ο

Τζακ είναι σε σύσκεψη, οπότε παίρνω στα


γρήγορα τον Χοσέ.

«Γεια σου, Χοσέ. Η Άνα είμαι».

«Γεια σου, ξένη...» Ο τόνος του είναι τόσο


ζεστός και ευχάριστος, που σχεδόν φτάνει
για να με σπρώξει και πάλι στον γκρεμό.

«Δεν μπορώ να μιλήσω πολύ. Τι ώρα πρέπει


να είμαι εκεί αύριο για την έκθεσή σου;»

«Σκοπεύεις να έρθεις;» Ακούγεται


ενθουσιασμένος. «Ναι, φυσικά».
Φαντάζομαι το ύφος του και χαμογελάω με
το πρώτο μου πραγματικό χαμόγελο εδώ
και πέντε μέρες.

«Εφτάμισι».

«Θα σε δω αύριο. Γεια σου, Χοσέ».

«Γεια σου, Άνα».

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέιι θέμα: Αύριο

Ημερομηνία: 8 Ιουνίου 2011,14:27

Προς: Αναστάζία Στιλ

Αγαπητή Αναστάζία,

Τ ι ώρα να περάσω να σε πάρω;


Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ θέμα: Αύριο

Ημερομηνία: 8 Ιουνίου 2011,14:32 ripos:


Κρίστιαν Γκρέυ

Η έκθεση του Χοσέ αρχίζει otis 7:30. Τι ώρα


προτείνειε;

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Αύριο


Ημερομηνία: 8 Ιουνίου 2011, 14:34 npos:
Αναστάζια Στιλ

Αγαπητή Αναστάζια,

Το Πόρτλαντ είναι καπως μακριά, θα


περάσω να σε πάρω στις 5:45.

Ανυπομονώ να σε δω.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Αύριο

Ημερομηνία: 8 Ιουνίου 2011, 14:38


Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

θα σε δω αύριο.

Αναστάζια Στιλ

Βοηθός του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

Ποπό... Θα δω τον Κρίστιαν. Πρώτη φορά


έπειτα από πέντε μέρες η διάθεσή μου
φτιάχνει κάπως και επιτρέπω στον εαυτό
μου να αναρωτηθεί πώς να τα πηγαίνει κι
εκείνος.

Του έλειψα άραγε; Μάλλον όχι όπως έλειψε


σε μένα. Βρήκε καινούρια υποτακτική; Η
σκέψη είναι τόσο οδυνηρή, που τη διώχνω
αμέσως. Κοιτάζω τον σωρό με τα γράμματα
που πρέπει να βάλω σε τάξη για τον Τζακ
και αρχίζω να ασχολούμαι με αυτόν,
προσπαθώντας ακόμα μία φορά να διώξω
τον Κρίστιαν από το μυαλό μου.

Το βράδυ στο κρεβάτι στριφογυρίζω


ατέλειωτα. Προσπαθώ να κοιμηθώ, και
είναι η πρώτη φορά εδώ και μέρες που δεν
έκλαψα ώσπου να με πάρει ο ύπνος.

Με τα μάτια του μυαλού μου βλέπω το


πρόσωπο του Κρίστιαν την τελευταία φορά
που τον αντίκρισα καθώς έφευγα. Η
βασανισμένη έκφρασή του με στοιχειώνει.
Θυμάμαι ότι δεν ήθελε να φύγω, πράγμα
παράξενο. Για ποιον λόγο να μείνω αφού
τα πράγματα είχαν φτάσει σε αδιέξοδο;
Καθένας μας προσπαθούσε να αποφύγει το
δικό του πρόβλημα τον φόβο μου για την
τιμωρία, τον φόβο του για... Για ποιο
πράγμα; Την αγάπη;

Γυρίζω στο πλάι και αγκαλιάζω το μαξιλάρι


μου γεμάτη απέραντη θλίψη. Πιστεύει πως
δεν του αξίζει να αγαπηθεί. Γιατί
αισθάνεται έτσι; Έχει να κάνει με τον τρόπο
με τον οποίο μεγάλωσε; Τη βιολογική του
μητέρα, την κοκαϊνομανή πόρνη; Οι
σκέψεις μου με κατατρύχουν έως τις πρώτες
πρωινές ώρες, οπότε και παραδίδομαι
τελικά σ’ έναν άστατο, εξαντλητικό ύπνο.

Η ΜΕΡΑ ΣΕΡΝΕΤΑΙ, και ο Τζακ είναι


ασυνήθιστα περιποιητικός. Υποψιάζομαι
πως αυτό οφείλεται στο δαμασκηνί φόρεμα
της Κέιτ και στις μαύρες ψηλοτάκουνες
μπότες που έκλεψα από την ντουλάπα της,
όμως δεν το σκέφτομαι και πολύ.
Αποφασίζω να πάω να ψωνίσω μερικά
ρούχα με τον πρώτο μου μισθό. Το φόρεμα
μου είναι πιο φαρδύ απ’ όσο ήταν πριν,
αλλά προσποιούμαι πως δεν το προσέχω.

Τελικά πάει πεντέμισι, και μαζεύω το


σακάκι και την τσάντα μου, προσπαθώντας
να ηρεμήσω τα νεύρα μου. Θα τον δω!

«Έχεις ραντεβού απόψε;» ρωτάει ο Τζακ


περνώντας μπροστά από το γραφείο μου
καθώς φεύγει.

«Ναι. Όχι. Όχι ακριβώς...»

Ανασηκώνει το φρύδι του. Το ενδιαφέρον


του ολοφάνερα έχει κεντριστεί. «Το αγόρι
σου;»

Κοκκινίζω. «Όχι, απλός φίλος... Πρώην


αγόρι».
«Ίσως αύριο θα ήθελες να έρθεις για ένα
ποτό μετά τη δουλειά. Η πρώτη σου
εβδομάδα ήταν υποδειγματική, Άνα. Πρέπει
να το γιορτάσουμε!» Χαμογελάει, κι ένα
άγνωστο, ανησυχαστικό συναίσθημα
περνάει φευγαλέα από το πρόσωπό του,
κάνοντάς με να νιώσω άβολα.

Βάζει τα χέρια του στις τσέπες και


προχωράει νωχελικά προς τη δίφυλλη
πόρτα. Κατσουφιάζω πίσω του καθώς
εκείνος απομακρύνεται. Ποτό με το
αφεντικό; Είναι καλή ιδέα;

Κουνάω το κεφάλι. Πρέπει πρώτα να


επιβιώσω από μια βραδιά με τον Κρίστιαν
Γκρέυ. Πώς θα τα καταφέρω; Τρέχω στο
μπάνιο για να κάνω διορθώσεις της
τελευταίας στιγμής.
Στον μεγάλο επιτοίχιο καθρέφτη ρίχνω μια
παρατεταμένη, εξεταστική ματιά στο
πρόσωπό μου. Είμαι ο συνηθισμένος μου
χλωμός εαυτός κι έχω σκούρους κύκλους
γύρω από τα πολύ μεγάλα μάτια μου.
Φαίνομαι αποστεωμένη, στοιχειωμένη.
Μακάρι να ήξερα να χρησιμοποιώ μακιγιάζ.
Βάζω λίγη μάσκαρα και αιλάινερ και
τσιμπάω τα μάγουλά μου, ελπίζοντας να
πάρουν λίγο χρώμα. Φτιάχνω τα μαλλιά μου
έτσι που να κρέμονται όμορφα στην πλάτη
μου και παίρνω βαθιά ανάσα. Δεν μπορώ να
κάνω τίποτε άλλο.

Διασχίζω τον προθάλαμο νευρικά,


χαμογελώντας και κουνώντας το χέρι στην
Κλαιρ στη ρεσεψιόν. Νομίζω πως θα
μπορούσαμε να γίνουμε φίλες εμείς οι δύο.
Κατευθύνομαι προς την πόρτα, όπου ο Τζακ
μιλάει με την Ελίζαμπεθ. Χαμογελώντας
πλατιά, σπεύδει προς το μέρος μου για να
μου ανοίξει.

«Μετά από σένα, Άνα...» μουρμουρίζει.

«Ευχαριστώ...» λέω και χαμογελάω


αμήχανα.

Έξω στο πεζοδρόμιο περιμένει ο Τέυλορ.


Ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου.
Κοιτάζω διστακτικά τον Τζακ, που με έχει
ακολουθήσει έξω. Κοιτάζει θορυβημένος το
Audi SUV.

Γυρίζω και μπαίνω στο πίσω κάθισμα, και


να τος εκεί -ο Κρίστιαν Γκρέυ-, φορώντας
το γκρίζο κοστούμι του, χωρίς γραβάτα, με
λευκό λινό πουκάμισο ανοιχτό στον γιακά.
Τα γκρίζα του μάτια λάμπουν.
Το στόμα μου ξεραίνεται. Είναι υπέροχος,
με τη διαφορά ότι με αγριοκοιτάζει. Γιατί;

«Πότε έφαγες τελευταία φορά;» πετάει την


ώρα που ο Τέυλορ κλείνει πίσω μου την
πόρτα.

Ανάθεμα! «Γεια σου, Κρίστιαν... Ναι, κι εγώ


χαίρομαι που σε βλέπω».

«Δε θέλω εξυπνάδες τώρα. Απάντησέ μου!»


Τα μάτια του πετούν φλόγες.

Γαμώτο. «Εμμμ... Έφαγα ένα γιαούρτι την


ώρα του φαγητού. Α, και μια μπανάνα».

«Πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγες


κανονικό γεύμα;» ρωτάει ψυχρά.
Ο Τέυλορ μπαίνει στη θέση του οδηγού,
βάζει μπρος και ξεκινάει.

Σηκώνω τα μάτια, και ο Τζακ μού κουνάει


το χέρι, αν και δεν ξέρω πώς μπορεί να με
βλέπει μέσα από το φιμέ τζάμι. Ανταποδίδω
τον χαιρετισμό.

«Ποιος είναι αυτός;» ρωτάει ο Κρίστιαν.

«Το αφεντικό μου». Ρίχνω μια κλεφτή


ματιά στον όμορφο άντρα δίπλα μου, και το
στόμα του είναι σφιγμένο σε μια βλοσυρή
γραμμή.

«Λοιπόν; Το τελευταίο σου γεύμα;»

«Κρίστιαν, πραγματικά δε σ’ αφορά


αυτό...» μουρμουρίζω, νιώθοντας ιδιαίτερα
γενναία.
«Ό,τι κάνεις μ’ αφορά. Πες μου!»

Όχι, δε σε αφορά. Αναστενάζω


εκνευρισμένη, υψώνοντας καρτερικά το
βλέμμα μου στον ουρανό, και ο Κρίστιαν
στενεύει τα μάτια. Πρώτη φορά εδώ και
μέρες θέλω να γελάσω. Καταβάλλω μεγάλη
προσπάθεια να πνίξω το χάχανο που απειλεί
να ξεχυθεί από μέσα μου. Προσπαθώ να
μείνω σοβαρή, και το πρόσωπο του
Κρίστιαν μαλακώνει, ενώ ένα ίχνος
χαμόγελου ζωγραφίζεται στα όμορφα
σμιλεμένα χείλη του.

«Λοιπόν;» ρωτάει, πιο μαλακά τώρα.

«Ζυμαρικά αλά βόνγκολε, την προηγούμενη


Παρασκευή...» ψιθυρίζω.
Κλείνει τα μάτια ' ου, καθώς οργή, ίσως
και θλίψη, σκοτεινιάζουν το πρόσωπό του.
«Μάλιστα» λέει με ανέκφραστο ύφος.
«Δείχνεις σαν να έχεις χάσει τουλάχιστον
δύο κιλά, μπορεί και παραπάνω από τότε.
Σε παρακαλώ, τρώγε, Αναστάζια!» με
αποπαίρνει.

Κατεβάζω το βλέμμα στα δάχτυλά μου, που


τα έχω μπλέξει στα πόδια μου. Γιατί με
κάνει πάντα να νιώθω σαν άτακτο παιδάκι;

Ανακάθεται και στρέφεται προς το μέρος


μου. «Πώς είσαι;» ρωτάει, και η φωνή του
είναι ακόμα μαλακή.

Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, είμαι


σκατά... Ξεροκαταπίνω. «Αν σου έλεγα πως
είμαι καλά, θα ήταν ψέμα...»
Παίρνει απότομη ανάσα. «Κι εγώ το ίδιο...»
ψελλίζει και απλώνει το χέρι του να πιάσει
το δικό μου. «Μου λείπεις...» προσθέτει.

Οχ, όχι... Δέρμα επάνω στο δέρμα.

«Κρίστιαν, δεν...»

«Άνα, σε παρακαλώ... Πρέπει να


μιλήσουμε».

Θα κλάψω. Όχι. «Κρίστιαν, σε


παρακαλώ...Έχω κλάψει τόσο πολύ...»
ψιθυρίζω, προσπαθώντας να κρατήσω υπό
έλεγχο τα συναισθήματά μου.

«Ω μωρό μου, όχι...» Με τραβάει από το


χέρι, και προτού το καταλάβω, βρίσκομαι
στην αγκαλιά του. Έχει τα μπράτσα του
τυλιγμένα γύρω μου, και η μύτη του
χώνεται στα μαλλιά μου. «Μου έλειψες
τόσο πολύ, Αναστάζια...» λέει
μουρμουριστά.

Θέλω να ξεφύγω από τα χέρια του, να


κρατήσω κάποια απόσταση, αλλά τα
μπράτσα του είναι τυλιγμένα γύρω μου. Με
πιέζει επάνω στο στήθος του. Λιώνω. Ω,
εδώ θέλω να είμαι.

Ακουμπάω το κεφάλι επάνω του, κι εκείνος


φιλάει επανειλημμένα τα μαλλιά μου. Αυτό
είναι το σπίτι μου. Μυρίζει λινό, μαλακτικό
ρούχων, αφρόλουτρο και την αγαπημένη
μου μυρωδιά Κρίστιαν. Προς στιγμήν
επιτρέπω στον εαυτό μου να αυταπατάται
πως όλα θα πάνε καλά, κι αυτό ηρεμεί τη
ρημαγμένη μου ψυχή.
Έπειτα από λίγα λεπτά ο Τέυλορ σταματάει
δίπλα στο πεζοδρόμιο, παρόλο που είμαστε
ακόμα μέσα στην πόλη.

« Έλα ». Ο Κρίστιαν με σηκώνει από την


αγκαλιά του. «Φτάσαμε».

Τι;

«Ελικοδρόμιο στην κορυφή αυτού του


κτιρίου...» Ο Κρίστιαν ρίχνει μια ματιά
προς την κατεύθυνση του κτιρίου εν είδει
εξήγησης.

Φυσικά. Το Τσάρλι Τάνγκο. Ο Τέυλορ


ανοίγει την πόρτα, και βγαίνω έξω. Μου
χαρίζει ένα ζεστό, καλοσυνάτο χαμόγελο,
που με κάνει να νιώσω ασφαλής. Του το
ανταποδίδω.
«Πρέπει να σου επιστρέψω το μαντίλι σου».

«Κρατήστε το, δεσποινίς Στιλ, με τις


καλύτερες ευχές μου».

Κοκκινίζω. Ο Κρίστιαν κάνει τον γύρο του


αυτοκινήτου και με πιάνει από το χέρι.
Ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα στον
Τέυλορ, που τον κοιτάζει ανέκφραστα,
χωρίς να προδίδει τίποτα.

«Εννιά;» του λέει ο Κρίστιαν.

«Μάλιστα, κύριε».

Ο Κρίστιαν γνέφει και ύστερα στρέφεται


και με οδηγεί μέσα από τη δίφυλλη πόρτα
στον μεγαλόπρεπο προθάλαμο.
Απολαμβάνω την αίσθηση του χεριού του
και των μακριών επιδέξιων δαχτύλων του,
που είναι τυλιγμένα γύρω από τα δικά μου.
Το οικείο τράβηγμα είναι εκεί ελκύομαι
όπως ο Ικαρος από τον ήλιο του. Έχω καεί
ήδη. Να με όμως και πάλι εδώ.

Φτάνουμε στο ασανσέρ, και πιέζει το


κουμπί της κλή σης. Τον κρυφοκοιτάζω, και
στα χείλη του παιχνιδίζει το αινιγματικό
μισοχαμόγελό του. Οι πόρτες ανοίγουν, κι
εκείνος αφήνει το χέρι μου, οδηγώντας με
μέσα.

Οι πόρτες κλείνουν, και διακινδυνεύω να


του ρίξω μια δεύτερη κλεφτή ματιά. Με
κοιτάζει, και είναι εκεί, στον αέρα ανάμεσά
μας, εκείνος ο ηλεκτρισμός. Είναι
χειροπιαστός. Μπορώ σχεδόν να τον γευτώ.
Σπινθηρίζει ανάμεσά μας, σπρώχνοντας τον
έναν κοντά στον άλλο.
«Ποπό...» λέω με κομμένη την ανάσα,
απολαμβάνοντας την ένταση αυτής της
ενστικτώδους, πρωτόγονης έλξης.

«Το νιώθω κι εγώ...» αποκρίνεται, και τα


μάτια του είναι συννεφιασμένα και γεμάτα
ένταση.

Ο πόθος συγκεντρώνεται σκοτεινός και


θανατηφόρος στους βουβώνες μου. Με
αρπάζει από το χέρι και χαϊδεύει με τον
αντίχειρά του τις αρθρώσεις μου. Όλοι μου·
οι μύες σφίγγονται υπέροχα μέσα μου.

Πώς μπορεί να μου το κάνει ακόμη αυτό;

«Σε παρακαλώ, μη δαγκώνεις το χείλος


σου, Αναστάζια...» ψιθυρίζει.
Σηκώνω το βλέμμα επάνω του, αφήνοντας
το χείλος μου. Τον θέλω. Εδώ, τώρα, στο
ασανσέρ. Πώς να μην τον θέλω;

«Ξέρεις τι μου κάνει...» μουρμουρίζει.

Ω, τον επηρεάζω ακόμα. Η εσωτερική μου


θεά αναδεύεται μετά το πενθήμερο
κατσούφιασμά της.

Οι πόρτες ανοίγουν απότομα, διαλύοντας τα


μάγια, και βρισκόμαστε στην ταράτσα.
Φυσάει, και παρά το μαύρο σακάκι μου
κρυώνω. Ο Κρίστιαν βάζει το μπράτσο
γύρω μου τραβώντας με δίπλα του και
προχωράμε βιαστικά προς το Τσάρλι
Τάνγκο, που περιμένει στη μέση του
ελικοδρόμιου, με τις λεπίδες του να
γυρίζουν αργά.
Ένας ψηλός ξανθός άντρας με τετράγωνο
πιγούνι, ντυμένος με σκούρο κοστούμι,
πηδάει έξω, και σκύβοντας χαμηλά, τρέχει
προς το μέρος μας. Σφίγγει το χέρι του
Κρίστιαν και φωνάζει πάνω από τον θόρυβο
των στροφείων.

«Έτοιμο να φύγει, κύριε. Όλο δικό σας!»

«Έγιναν όλοι οι έλεγχοι;»

«Μάλιστα, κύριε!»

«Θα το παραλάβεις γύρω στις οχτώμισι;»

«Μάλιστα, κύριε!»

«Ο Τέυλορ σε περιμένει έξω».


«Ευχαριστώ, κύριε Γκρέυ. Καλή πτήση
μέχρι το Πόρτλαντ, κυρία μου!» λέει
χαιρετώντας και μένα.

Χωρίς να με αφήσει, ο Κρίστιαν γνέφει,


σκύβει και με οδηγεί στην πόρτα του
ελικοπτέρου. Με βάζει μέσα και με δένει
γερά με τους ιμάντες, σφίγγοντας δυνατά τα
λουριά. Μου ρίχνει ένα πονηρό βλέμμα και
μου χαρίζει το μυστικό του χαμόγελο.

«Αυτό θα σε κρατήσει στη θέση σου...»


μουρμουρίζει. «Πρέπει να πω ότι μ’
αρέσουν επάνω σου αυτά τα λουριά. Μην
αγγίξεις τίποτα».

Γίνομαι κατακόκκινη, και περνάει τον


δείκτη του πάνω από το μάγουλό μου
προτού μου δώσει τα ακουστικά. Θα ήθελα
να σε αγγίξω κι εγώ, αλλά δε με αφήνεις.
Κατσουφιάζω. Άλλωστε έχει σφίξει τα
λουριά τόσο πολύ, που δεν μπορώ να
κουνηθώ.

Κάθεται στη θέση του και δένει τη ζώνη.


Ύστερα αρχίζει να κάνει τους
προκαταρκτικούς ελέγχους. Είναι τόσο
ικανός. Πολύ γοητευτικό αυτό. Φοράει τα
ακουστικά, ανεβάζει έναν διακόπτη, και τα
στροφεία επιταχύνουν, ξεκουφαίνοντάς με.

Γυρίζει και με κοιτάζει. «Έτοιμη, μωρό


μου;» Η φωνή του αντηχεί μέσα από τα
ακουστικά.

«Ναι».

Χαμογελάει με το παιδιάστικο χαμόγελό


του. Ποπό - έχω πολύ καιρό να το δω!
«Sea-Tac tower, this is Charlie Tango Golf
Golf Echo Hotel, cleared for takeoff to Port-
land via PDX. Please confirm, over».

Η ασώματη φωνή του ελεγκτή εναέριας


κυκλοφορίας απαντάει, δίνοντας οδηγίες.
«Roger, tower, Charlie Tango set, over and
out».

Ο Κρίστιαν ανεβάζει δύο διακόπτες, πιάνει


τον μοχλό, και το ελικόπτερο σηκώνεται
αργά και ομαλά στον απογευματινό ουρανό.

Αφήνουμε κάτω το Σιάτλ και το στομάχι


μου, και υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα να
δεις.

«Κυνηγήσαμε την αυγή, Αναστάζία, και


τώρα το σούρουπο» λέει η φωνή του μέσα
από τα ακουστικά.
Γυρίζω και τον κοιτάζω με ανοιχτό το
στόμα. Τι σημαίνει αυτό; Πώς είναι
δυνατόν να λέει τα πιο ρομαντικά
πράγματα; Χαμογελάει, και δεν μπορώ να
μην του χαμογελάσω κι εγώ συνεσταλμένα.

«Εκτός από τον απογευματινό ήλιο, αυτήν


τη φορά έχουμε πιο πολλά να δούμε»
συμπληρώνει.

Την προηγούμενη φορά που πετάξαμε στο


Σιάτλ ήταν σκοτεινά. Σήμερα το απόγευμα
όμως η θέα είναι εντυπωσιακή, υπέροχη.
Βρισκόμαστε ψηλά, ανάμεσα στα ψηλότερα
κτίρια, ανεβαίνοντας συνεχώς.

«Το Εσκάλα είναι εκεί πέρα». Δείχνει προς


το κτίριο. «Η Boeing εκεί, και ίσα που
φαίνεται η Διαστημική Βελόνα1».
Τεντώνω τον λαιμό μου. «Δεν έχω πάει
ποτέ».

«Θα σε πάω. Μπορούμε να πάμε εκεί για


φαγητό».

«Κρίστιαν, έχουμε χωρίσει...»^

«Το ξέρω. Και πάλι όμως μπορώ να σε πάω


εκεί και να σε ταΐσω!» Με αγριοκοιτάζει.

Κουνάω το κεφάλι και αποφασίζω να μην


του πάω κόντρα. «Είναι πολύ όμορφα εδώ
πάνω. Ευχαριστώ».

«Εντυπωσιακό, ε;»

«Εντυπωσιακό που μπορείς να το κάνεις».

«Κολακεία από σας, δεσποινίς Στιλ; Μα


είμαι άνθρωπος με πολλά ταλέντα...»
«Το γνωρίζω πολύ καλά, κύριε Γκρέυ».

Γυρίζει και μου χαρίζει ένα αχνό χαμόγελο,


και πρώτη φορά έπειτα από πέντε μέρες
χαλαρώνω λιγάκι. Ίσως δεν πάνε και τόσο
χάλια τα πράγματα.

«Πώς είναι η καινούρια δουλειά;»

«Καλή, ευχαριστώ. Ενδιαφέρουσα».

«Πώς είναι το αφεντικό σου;»

«Μια χαρά είναι». Πώς να πω στον


Κρίστιαν ότι ο Τζακ με κάνει να αισθάνομαι
άβολα;

Ο Κρίστιαν μού ρίχνει μια ματιά. «Τι


συμβαίνει;» με ρωτάει.

«Πέρα από το προφανές, τίποτα».


«Το προφανές;»

«Ω Κρίστιαν, μερικές φορές είσαι


πραγματικά πολύ χοντροκέφαλος...»

«Χοντροκέφαλος; Εγώ; Δεν είμαι σίγουρος


ότι εκτιμώ τον τόνο σας, δεσποινίς Στιλ».

«Μην τον εκτιμάς λοιπόν».

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα αμυδρό


χαμόγελο. «Μου έλειψαν οι εξυπνάδες σου,
Αναστάζια...»

Μου κόβεται η ανάσα. Μου έλειψες


ολόκληρος όχι μόνο οι εξυπνάδες σου! θέλω
να φωνάξω. Αλλά μένω σιωπηλή και
κοιτάζω έξω από τον ανεμοθώρακα του
Τσάρλι Τάνγκο, που είναι σαν γυάλα.
Συνεχίζουμε την πορεία μας προς τον νότο,
έχοντας το ηλιοβασίλεμα στα δεξιά μας. Ο
ήλιος είναι χαμηλά στον ορίζοντα -μεγάλος,
λαμπερός πορτοκαλής-, και είμαι και πάλι ο
Ίκαρος, που πετάει υπερβολικά κοντά του.

ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΜΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ


από το Σιάτλ, και ο ουρανός είναι
πλημμυρισμένος από ιριδίζοντα ρόδινα και
γαλαζοπράσινα, χρώματα, μπλεγμένα
αξεδιάλυτα μεταξύ τους, έτσι όπως μόνο η
Μητέρα Φύση ξέρει να κάνει. Η βραδιά
είναι διαυγής και δροσερή, και τα φώτα του
Πόρτλαντ λαμπυρίζουν και τρεμοπαίζουν,
καλωσορίζοντας μας καθώς ο Κρίστιαν
κατεβάζει το Τσάρλι Τάνγκο στο
ελικοδρόμιο. Βρισκόμαστε στην κορυφή
του παράξενου καφέ τούβλινου κτιρίου στο
Πόρτλαντ, απ’ όπου φύγαμε πριν από τρεις
εβδομάδες περίπου.

Ελάχιστος χρόνος. Κι όμως αισθάνομαι


θαρρείς και γνωρίζω τον Κρίστιαν μια ζωή.
Σβήνει τις μηχανές του ελικοπτέρου
κατεβάζοντας διάφορους διακόπτες, έτσι
που τα στροφεία σταματούν, και τελικά το
μόνο που ακούω είναι η αναπνοή μου μέσα
από τα ακουστικά. Χμμμ... Προς στιγμήν
μού θυμίζει την εμπειρία με τον Τόμας
Τάλλις. Ασπρίζω. Δε θέλω να πάει το μυαλό
μου εκεί αυτήν τη στιγμή.

Ο Κρίστιαν ξεκουμπώνει τους ιμάντες του


και σκύβει για να λύσει και τους δικούς
μου. «Καλό ταξίδι, δεσποινίς Στιλ;» ρωτάει.
Η φωνή του είναι ήπια, τα μάτια του
λάμπουν.
«Ναι, ευχαριστώ, κύριε Γκρέυ» απαντάω
ευγενικά.

«Λοιπόν, πάμε να δούμε τις φωτογραφίες


του νεαρού». Μου απλώνει το χέρι και το
πιάνω, κατεβαίνοντας από το Τσάρλι
Τάνγκο.

Ένας γκριζομάλλης με γένια έρχεται να μας


προϋπαντήσει χαμογελώντας πλατιά. Τον
αναγνωρίζω. Είναι ο ίδιος όπως και την
προηγούμενη φορά που ήμαστε εδώ.

«Τζο! » Ο Κρίστιαν χαμογελάει και αφήνει


το χέρι μου για να ανταλλάξει θερμή
χειραψία μαζί του. «Πρόσεχε το μέχρι να
έρθει ο Στέφαν. Θα εμφανιστεί γύρω στις
οχτώ με εννιά».
«Εντάξει, κύριε Γκρέυ. Κυρία μου...» λέει
γνέφοντάς μου. «Το αυτοκίνητό σας
περιμένει κάτω, κύριε. Ω, και το ασανσέρ
είναι χαλασμένο. Πρέπει να πάτε από τις
σκάλες».

«Ευχαριστώ, Τζο».

Ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι και


κατευθυνόμαστε προς τη σκάλα κινδύνου.

«Ευτυχώς για σένα, είναι μόνο τρεις


όροφοι. Με αυτά τα τακούνια...»
μουρμουρίζει αποδοκιμαστικά.

Μη μου το λες.

«Δε σ’ αρέσουν οι μπότες;»


«Μ’ αρέσουν πάρα πολύ, Αναστάζια». Το
βλέμμα του σκοτεινιάζει, και νομίζω πως
ετοιμάζεται να πει και κάτι άλλο, αλλά
σταματάει. «Έλα. Θα κατέβουμε σιγά σιγά.
Δε θέλω να πέσεις και να σπάσεις τον
σβέρκο σου...»

ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ ΣΙΩΠΗΛΟΙ καθώς ο


οδηγός μάς πηγαίνει προς την γκαλερί. Το
άγχος μου έχει επιστρέψει ακέραιο, και
συνειδητοποιώ πως η ώρα που περάσαμε
στο Τσάρλι Τάνγκο ήταν το μάτι του
κυκλώνα. Ο Κρίστιαν είναι σιωπηλός,
μελαγχολικός, ακόμα και ανήσυχος. Η
ανάλαφρη διάθεση που είχαμε νωρίτερα
έχει εξαφανιστεί. Έχω τόσο πολλά να πω,
όμως αυτή η διαδρομή είναι υπερβολικά
σύντομη. Ο Κρίστιαν κοιτάζει με
συλλογισμένο ύφος έξω από το παράθυρο.

«Ο Χοσέ είναι απλός φίλος...» ψελλίζω.

Ο Κρίστιαν γυρίζει και με ατενίζει με μάτια


σκοτεινά και επιφυλακτικά, που δε
φανερώνουν τίποτα. Το στόμα του αχ, το
στόμα του με αναστατώνει, απρόσκλητα.
Το θυμάμαι πάνω μου παντού. Το δέρμα
μου παίρνει φωτιά. Αναδεύεται στη θέση
του και σκυθρωπιάζει.

«Αυτά τα όμορφα μάτια φαίνονται πολύ


μεγάλα επάνω στο πρόσωπό σου,
Αναστάζια. Σε παρακαλώ, πες μου πως θα
φας...»

«Ναι, Κρίστιαν, θα φάω» αποκρίνομαι


αυτόματα. Είναι μια αοριστολογία.
«Το εννοώ».

«Σοβαρά;» Δεν μπορώ να συγκρατήσω την


περιφρόνηση που χρωματίζει τη φωνή μου.
Ειλικρινά τώρα, μεγάλο θράσος έχει αυτός
ο άνθρωπος αυτός ο άνθρωπος που τις
τελευταίες μέρες με έστειλε στην Κόλαση.
Όχι, δεν είναι σωστό αυτό. Εγώ έστειλα τον
εαυτό μου στην Κόλαση. Όχι, αυτός.
Κουνάω το κεφάλι μπερδεμένη.

«Δε θέλω να τσακωθώ μαζί σου,


Αναστάζία. Σε θέλω πίσω και σε θέλω
υγιή» απαντάει.

«Μα δεν άλλαξε τίποτα...» Εξακολουθείς


να είσαι πενήντα αποχρώσεις.

«Καλύτερα να μιλήσουμε στην επιστροφή.


Φτάσαμε».
Το αυτοκίνητο σταματάει μπροστά στην
γκαλερί, και ο Κρίστιαν βγαίνει, αφήνοντάς
με άφωνη. Μου ανοίγει την πόρτα του
αυτοκινήτου και βγαίνω άτσαλα έξω.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» Η φωνή μου είναι


πιο δυνατή απ’ όσο περίμενα.

«Τι κάνω;» Ο Κρίστιαν έχει σαστίσει.

«Λες κάτι τέτοιο και μετά σταματάς!»

«Αναστάζία, είμαστε εδώ. Εκεί όπου θες


να βρίσκεσαι. Ας τελειώνουμε με αυτό και
μετά θα μιλήσουμε. Δε γουστάρω ιδιαίτερα
τις σκηνές στον δρόμο».

Κοιτάζω ολόγυρα. Έχει δίκιο. Υπάρχει


πολύς κόσμος. Σφίγγω τα χείλη, και με
αγριοκοιτάζει.
«Εντάξει...» μουρμουρίζω μουτρωμένη, κι
εκείνος, σφίγγοντας το χέρι μου, με οδηγεί
μέσα στο κτίριο.

Βρισκόμαστε σε μια διασκευασμένη


αποθήκη τούβλινοι τοίχοι, σκούρα ξύλινα
πατώματα, άσπρα ταβάνια και άσπρες
σωληνώσεις. Η γκαλερί είναι ευάερη και
μοντέρνα, και υπάρχει πολύς κόσμος, που
περιφέρεται πίνοντας κρασί και
θαυμάζοντας τη δουλειά του Χοσέ. Τα
προβλήματά μου εξαφανίζονται για λίγο
καθώς συνειδητοποιώ πως ο Χοσέ έκανε
πραγματικότητα το όνειρό του. Μπράβο,
Χοσέ!

«Καλησπέρα και καλώς ήρθατε στην


έκθεση του Χοσέ Ροδρίγες». Μας
υποδέχεται μια κοπέλα ντυμένη στα μαύρα,
με πολύ κοντά καστανά μαλλιά,
κατακόκκινο κραγιόν και μεγάλους κρίκους
στα αυτιά. Ρίχνει ένα σύντομο βλέμμα σε
μένα, μετά ένα πολύ πιο παρατεταμένο απ’
όσο είναι απαραίτητο στον Κρίστιαν,
ύστερα επιστρέφει σε μένα,
ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και
κοκκινίζοντας.

Το μέτωπό μου ζαρώνει. Είναι δικός μου


ή ήταν, τέλος πάντων. Καταβάλλω μεγάλη
προσπάθεια για να μη μουτρώσω. Καθώς τα
μάτια της εστιάζουν ξανά, τα ανοιγοκλείνει
ακόμα μία φορά.

«Ω, εσύ είσαι, Άνα! Θα θέλαμε και τη δική


σου γνώμη για όλα αυτά». Χαμογελώντας,
μου δίνει μια μπροσούρα και μου δείχνει
ένα τραπέζι γεμάτο ποτά και μεζεδάκια.
«Την ξέρεις;» ρωτάει κατσουφιάζοντας ο
Κρίστιαν.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι, εξίσου


απορημένη.

Ανασηκώνει τους ώμους, και η προσοχή


του στρέφεται αλλού. «Τι θες να πιεις;»

«Θα πάρω ένα ποτήρι λευκό κρασί,


ευχαριστώ».

Το μέτωπό του ζαρώνει, αλλά πνίγει αυτό


που θέλει να πει και κατευθύνεται προς το
μπαρ.

«Άνα!» Ο Χοσέ καταφτάνει τρεχάτος,


διασχίζοντας το πλήθος.
Να πάρει! Φοράει κοστούμι. Φαίνεται μια
χαρά και μου χαμογελάει πλατιά. Τυλίγει
γύρω μου τα μπράτσα του και με σφίγγει
δυνατά. Και κάνω ό,τι μπορώ για να μη
βάλω τα κλάματα. Ο φίλος μου, ο μόνος
μου φίλος όσο λείπει η Κέιτ. Νιώθω τα
δάκρυα να τσούζουν τα μάτια μου.

«Άνα, χαίρομαι τόσο πολύ που τα


κατάφερες...» ψιθυρίζει στο αυτί μου. Με
μια απότομη κίνηση με απομακρύνει λίγο
από κοντά του, εξετάζοντάς με.

«Τι;»

«Δε μου λες... Είσαι καλά; Φαίνεσαι, πώς


να το πω, κάπως παράξενη. Dios mio...
Αδυνάτισες;»
Ανοιγοκλείνω τα μάτια για να συγκρατήσω
τα δάκρυά μου όχι κι αυτός τα ίδια.

«Χοσέ, μια χαρά είμαι. Απλώς χαίρομαι


πολύ για σένα. Συγχαρητήρια για την
έκθεση...» Η φωνή μου τρεμουλιάζει
βλέποντας την ανησυχία που έχει
ζωγραφιστεί στο τόσο οικείο πρόσωπό του,
αλλά πρέπει να κρατηθώ.

«Πώς ήρθες;» με ρωτάει.

«Μ’ έφερε ο Κρίστιαν...» απαντάω,


ανήσυχη ξαφνικά.

«Α...» Η έκφραση του Χοσέ σκοτεινιάζει


και με αφήνει. «Πού είναι;»

«Εκεί πέρα. Φέρνει τα ποτά».


Δείχνω με το κεφάλι προς την κατεύθυνση
του Κρίστιαν και προσέχω πως
ανταλλάσσει χαριτολογήματα με κάποιον
που περιμένει μαζί του στην ουρά. Ο
Κρίστιαν σηκώνει το βλέμμα, και τα μάτια
μας συναντιούνται. Κι εκείνη τη σύντομη
στιγμή παραλύω, κοιτάζοντας τον
απίστευτα όμορφο άντρα που μου
ανταποδίδει το βλέμμα με κάποιο
ανεξιχνίαστο συναίσθημα. Η ματιά του
είναι φλογερή, με καίει, και για μια στιγμή
χανόμαστε ο ένας στο βλέμμα του άλλου.

Να πάρει... Αυτός ο όμορφος άντρας με


θέλει πίσω, και βαθιά μέσα μου
ξεδιπλώνεται μια άγρια χαρά, σαν πρωινή
αγαλλίαση με τις πρώιμες ηλιαχτίδες.

« Άνα! » Ο Χοσέ με τραβάει από τις


σκέψεις μου και επιστρέφω στο εδώ και
τώρα. «Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες.
Άκου... Πρέπει να σε προειδοποιήσω...»

Ξαφνικά η δεσποινίς Πολύ Κοντά Μαλλιά


και Κόκκινο Κραγιόν τον διακόπτει. «Χοσέ,
ήρθε να σε δει η δημοσιογράφος από την
Portland Printz/Ελα...» Μου χαμογελάει
ευγενικά.

«Μιλάμε για πολύ κουλ φάση. Η δόξα!»


Μου χαμογελάει και δεν μπορώ να μην του
ανταποδώσω το χαμόγελο είναι τόσο
ευτυχισμένος. «Τα ξαναλέμε αργότερα,
Άνα ». Με φιλάει στο μάγουλο και τον
παρακολουθώ να προχωράει προς το μέρος
μιας κοπέλας που στέκεται δίπλα σ’ έναν
ψηλό ξερακιανό φωτογράφο.

Οι φωτογραφίες του Χοσέ είναι παντού, και


σε μερικές περιπτώσεις μεγεθυσμένες σε
τεράστια κάδρα. Υπάρχουν και
ασπρόμαυρες και έγχρωμες. Σε πολλά από
τα τοπία κυριαρχεί μια αιθέρια ομορφιά. Σε
μια από αυτές, που έχει τραβηχτεί κοντά
στη λίμνη στο Βανκούβερ, είναι νωρίς το
απόγευμα, και ροζ σύννεφα καθρεφτίζονται
στο ακύμαντο νερό. Παρασύρομαι για λίγο
από την ηρεμία και τη γαλήνη. Είναι
εκπληκτικό.

Ο Κρίστιαν έρχεται κοντά μου και μου δίνει


το ποτήρι με το άσπρο κρασί μου.

«Λέει τίποτα;» Με κοιτάζει ερωτηματικά.


«Το κρασί».

«Όχι. Σπάνια λέει σε τέτοιου είδους


εκδηλώσεις. Ο νεαρός έχει ταλέντο.Έτσι;»
Ο Κρίστιαν θαυμάζει τη φωτογραφία της
λίμνης.
«Για ποιον άλλο λόγο νομίζεις πως του
ζήτησα να σου κάνει το πορτρέτο;» Η
περηφάνια είναι εμφανής στη φωνή μου.

Τα μάτια του Κρίστιαν στρέφονται


ανέκφραστα από τη φωτογραφία σε μένα.

«Ο Κρίστιαν Γκρέυ;» Ο φωτογράφος από


την Portland Printz πλησιάζει τον Κρίστιαν.
«Μπορώ να τραβήξω μια φωτογραφία,
κύριε;»

«Βέβαια ».

Ο Κρίστιαν κρύβει το κατσούφιασμά του.


Κάνω ένα βήμα πίσω, αλλά με αρπάζει από
το χέρι τραβώντας με κοντά του. Ο
φωτογράφος μάς κοιτάζει μην μπορώντας
να κρύψει την έκπληξή του.
«Κύριε Γκρέυ, σας ευχαριστώ». Βγάζει
μερικές φωτογραφίες. «Δεσποινίς;» ρωτάει.

«Άνα Στιλ» απαντάω.

«Ευχαριστώ, δεσποινίς Στιλ».


Απομακρύνεται βιαστικά.

«Έψαξα στο ίντερνετ για φωτογραφίες σου


με κοπέλες. Δεν υπάρχει καμία. Γι’ αυτό
θεώρησε η Κέιτ πως είσαι γκέι».

Το στόμα του Κρίστιαν στραβώνει σ’ ένα


χαμόγελο. «Έτσι εξηγείται η ανάρμοστη
ερώτηση. Όχι, δε βγαίνω με κοπέλες,
Αναστάζία μόνο μαζί σου. Το ξέρεις όμως
αυτό». Η φωνή του είναι ήρεμη και
ειλικρινής.
«Δηλαδή δεν έβγαλες ποτέ έξω τις...»
Κοιτάζω νευρικά γύρω μας, για να
βεβαιωθώ πως δε μας ακούει κανένας. «Τις
υποτακτικές σου;» .

«Μερικές φορές. Όχι ραντεβού όμως. Για


ψώνια, ξέρεις ». Ανασηκώνει τους ώμους,
χωρίς τα μάτια του να αφήνουν τα δικά μου.

Α, δηλαδή μόνο στην αίθουσα ψυχαγωγίας


στο Κόκκινο Δωμάτιο Πόνου και στο
διαμέρισμά του. Δεν ξέρω πώς πρέπει να
νιώσω γι’ αυτό.

«Μόνο με σένα, Αναστάζία...» ψιθυρίζει.

Κοκκινίζω και χαμηλώνω το βλέμμα στα


δάχτυλά μου. Με τον δικό του τρόπο,
νοιάζεται πραγματικά για μένα.
«Ο φίλος σου εδώ πέρα δείχνει πιο πολύ
τύπος για τοπία, όχι πορτρέτα. Έλα να
ρίξουμε μια ματιά».

Πιάνω το απλωμένο χέρι του.


Περιπλανιόμαστε κοι-

τάζοντας μερικές ακόμα φωτογραφίες και


προσέχω ένα ζευγάρι που μου γνέφει,
χαμογελώντας σαν να γνωριζόμαστε.
Πρέπει να είναι επειδή είμαι με τον
Κρίστιαν, αλλά ένας νεαρός έχει καρφώσει
ξεδιάντροπα το βλέμμα του επάνω μου.
Περίεργο.

Στρίβουμε στη γωνία και βλέπω γιατί με


κοιτάζουν παράξενα. Κρεμασμένα στον
απέναντι τοίχο είναι εφτά τεράστια
πορτρέτα δικά μου πορτρέτα.
Τα κοιτάζω ανέκφραστα, μαρμαρωμένη,
ενώ το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό
μου. Εγώ: στραβομουτσουνιασμένη,
γελαστή, κατσουφιασμένη, σοβαρή,
κεφάτη. Όλες πολύ κοντινές, όλες
ασπρόμαυρες.

Γαμώτο! Θυμάμαι τον Χοσέ να παίζει με


τη μηχανή μια δυο φορές που είχε έρθει
επίσκεψη ή είχα πάει μαζί του ως οδηγός
και βοηθός φωτογράφου. Έβγαζε
δοκιμαστικές φωτογραφίες, έτσι νόμιζα.
Όχι αυτά τα κρυφά ενσταντανέ.

Ο Κρίστιαν κοιτάζει αποσβολωμένος μία


μία τις φωτογραφίες. «Φαίνεται πως δεν
είμαι ο μόνος...» τραυλίζει αινιγματικά, και
το στόμα του μεταμορφώνεται σε μια
σκληρή γραμμή.
Νομίζω πως έχει θυμώσει.

«Με συγχωρείς...» ψελλίζει και καρφώνει


στιγμιαία το λαμπερό του βλέμμα επάνω
μου. Κατευθύνεται προς το γραφείο της
ρεσεψιόν.

Τι πρόβλημα έχει τώρα; Τον παρακολουθώ


υπνωτισμένη καθώς μιλάει ζωηρά με τη
δεσποινίδα Πολύ Κοντά Μαλλιά και
Κόκκινο Κραγιόν. Ψαρεύει το πορτοφόλι
από την τσέπη του και βγάζει την πιστωτική
του.

Σκατά... Μάλλον αγόρασε κάποια από


αυτές.

«'Ει! Εσύ είσαι η μούσα. Αυτές οι


φωτογραφίες είναι ' φοβερές!»
Ένας νεαρός με φουντωτά ανοιχτόξανθα
μαλλιά με αιφνιδιάζει. Νιώθω ένα χέρι στον
αγκώνα μου, και ο Κρίστιαν έχει
επιστρέψει.

«Είσαι τυχερός τύπος!» λέει ο Φουντωτός


Ξανθός στον Κρίστιαν, που του ρίχνει ένα
ψυχρό βλέμμα.

«Να είσαι σίγουρος...» μουρμουρίζει


απειλητικά, τραβώντας με στο πλάι.

«Αγόρασες κάποια απ’ αυτές;»

«Κάποια απ’ αυτές;» ξεφυσάει, χωρίς να


τραβάει τα μάτια του από πάνω τους.

«Αγόρασες περισσότερες από μία;»


Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό. «Τις
αγόρασα όλες, Αναστάζια. Δε θέλω να σε
γλυκοκοιτάζει κάποιος ξένος στην ησυχία
του σπιτιού του! »

Η πρώτη μου τάση είναι να γελάσω.


«Προτιμάς να το κάνεις εσύ;» ρωτάω
σαρκαστικά.

«Για να είμαι ειλικρινής, ναι».

«Διεστραμμένε» του λέω άηχα και


δαγκώνω το κάτω χείλος μου για να
εμποδίσω ένα χαμόγελο.

Το στόμα του χάσκει και τώρα .είναι


φανερό πως το διασκεδάζει. Χαϊδεύει
σκεπτικά το πιγούνι του. «Δεν μπορώ να
διαφωνήσω με αυτή την εκτίμηση,
Αναστάζια ...» Κουνάει το κεφάλι, και τα
μάτια του μαλακώνουν από ευθυμία.

«Θα το συζητούσα κι άλλο μαζί σου, αλλά


έχω υπογράψει ΣΜΑ».

Αναστενάζει κοιτάζοντάς με, και τα μάτια


του σκοτεινιάζουν. «Και τι δε θα ήθελα να
κάνω στο στόμα σου, που λέει αυτές τις
εξυπνάδες...» λέει μουρμουριστά.

Μου κόβεται η ανάσα, ξέροντας πολύ καλά


τι εννοεί. «Είσαι πολύ αγενής...» Προσπαθώ
να ακουστώ σοκαρισμένη και τα
καταφέρνο^ δεν έχει κανένα όριο;

Χαμογελάει αμυδρά, δείχνοντας να το


διασκεδάζει, και μετά συνοφρυώνεται.
«Φαίνεσαι πολύ χαλαρή σ’ αυτές τις
φωτογραφίες, Αναστάζία. Δε σε βλέπω
συχνά έτσι...»

Τι; Φοβερό! Αλλαγή θέματος -ο ορισμός


της ανακολουθίας-, από παιχνιδιάρικο σε
σοβαρό.

Κοκκινίζω και χαμηλώνω το βλέμμα στα


δάχτυλά μου. Μου τραβάει πίσω το κεφάλι,
και στο άγγιγμά του παίρνω απότομη
ανάσα.

«Σε θέλω τόσο χαλαρή μαζί μου...»


ψιθυρίζει, και κάθε ίχνος ευθυμίας έχει
χαθεί.

Βαθιά μέσα μου εκείνη η χαρά αναδεύεται


ξανά. Μα πώς μπορεί να συμβεί αυτό;
'Εχουμε προβλήματα.
«Πρέπει να σταματήσεις να με
τρομοκρατείς αν το θες αυτό» πετάω.

«Πρέπει να μάθεις να επικοινωνείς και να


μου λες πώς αισθάνεσαι!» αντιγυρίζει, με
μάτια που πετούν φωτιές.

Παίρνω βαθιά ανάσα. «Κρίστιαν, με ήθελες


σαν υποτακτική. Εκεί έγκειται το
πρόβλημα. Είναι στον ορισμό του
υποτακτικού μου τον έστειλες με
ηλεκτρονικό μήνυμα κάποια φορά». Κάνω
μια παύση, προσπαθώντας να ανακαλέσω
τη διατύπωση. «Νομίζω πως τα συνώνυμα
ήταν, και τα αναφέρω επί λέξει, “υπάκουος,
πειθαρχικός, ευπειθής”. Δεν έπρεπε να σε
κοιτάζω. Ούτε να σου μιλάω, εκτός κι αν
μου έδινες την άδεια να το κάνω. Τι
περίμενες;» του λέω σφυριχτά.
Το κατσούφιασμά του γίνεται πιο έντονο
καθώς συνεχίζω.

«Είναι πολύ μεγάλο μπέρδεμα να είμαι μαζί


σου. Δε θες να σε αψηφάω, αλλά σ’
αρέσουν και οι “εξυπνάδες” μου. Θες
υπακοή, εκτός απ’ όταν δε θες, έτσι ώστε να
μπορείς να με τιμωρήσεις. Απλώς δεν ξέρω
τι μου γίνεται όταν είμαι μαζί σου».

Στενεύει τα μάτια. «Σωστό επιχείρημα και


καλά διατυπωμένο όπως πάντα, δεσποινίς
Στιλ». Η φωνή του είναι παγωμένη. «Έλα.
Πάμε να φάμε».

«Μα μόνο μισή ώρα είμαστε εδώ...»

«Είδες τις φωτογραφίες* μίλησες στον


νεαρό».
«Τον λένε Χοσέ».

«Μίλησες στον Χοσέ τον άνθρωπο ο


οποίος, την τελευταία φορά που τον
συνάντησα, προσπαθούσε να χώσει τη
γλώσσα του στο απρόθυμο στόμα σου ενώ
ήσουν μεθυσμένη και ανακατευόσουν!»
γρυλίζει.

«Δε με χτύπησε ποτέ!» του πετάω


κατάμουτρα.

Ο Κρίστιαν σκυθρωπιάζει και κάθε πόρος


του κορμιού του εκπέμπει οργή. «Αυτό
είναι χτύπημα κάτω από τη ζώνη,
Αναστάζια...» ψιθυρίζει απειλητικά.

Χλωμιάζω, και ο Κρίστιαν περνάει τα χέρια


από τα μαλλιά του, ξεχειλίζοντας από θυμό
που με δυσκολία συγκρατεί. Του
ανταποδίδω το άγριο βλέμμα.

«Θα σε πάω να φας κάτι. Σβήνεις μπροστά


στα μάτια μου. Βρες τον νεαρό, πες αντίο».

«Σε παρακαλώ... Δεν μπορούμε να


μείνουμε κι άλλο;»

«Όχι! Πήγαινε. Τώρα. Πες αντίο».

Τον αγριοκοιτάζω, και το αίμα μου βράζει.


Ο κύριος Βρομο-Μανιακός με τον Έλεγχο.
Ο θυμός είναι καλός. Ο θυμός είναι
καλύτερος από τα δάκρυα.

Τραβάω το βλέμμα από κείνον και ψάχνω


στην αίθουσα για τον Χοσέ. Μιλάει σε μια
ομάδα από νεαρές κοπέλες. Κατευθύνομαι
προς το μέρος του, μακριά από τον
Πενήντα. Απλώς επειδή με έφερε εδώ
πρέπει να κάνω αυτό που λέει; Ποιος
διάολο νομίζει πως είναι;

Τα κορίτσια κρέμονται από κάθε λέξη του


Χοσέ. Ένα από αυτά αφήνει μια άναρθρη
κραυγή καθώς πλησιάζω, αναγνωρίζοντάς
με αναμφίβολα από τα πορτρέτα.

« Χοσέ ...»

«Άνα! Με συγχωρείτε, κορίτσια..*» Ο


Χοσέ τούς χαμογελάει και με αγκαλιάζει,
και σε κάποιο επίπεδο αυτό με διασκεδάζει
ο καταφερτζής Χοσέ εντυπωσιάζει τις
γυναίκες. «Φαίνεσαι έξαλλη» λέει.

«Πρέπει να φύγω...» μουρμουρίζω


πεισματάρικα.
«Μα μόλις ήρθες...»

«Το ξέρω, αλλά ο Κρίστιαν πρέπει να


γυρίσει πίσω. Οι φωτογραφίες είναι
φανταστικές, Χοσέ έχεις πολύ μεγάλο
ταλέντο!»

Εκείνος χαμογελάει πλατιά. «Χάρηκα πάρα


πολύ που σε είδα!»

Με αρπάζει στην αγκαλιά του και με


σφίγγει στριφογυρίζοντάς με, έτσι. που
βλέπω τον Κρίστιαν στην άλλη άκρη της
γκαλερί .Έχει κατσουφιάσει, και
συνειδητοποιώ πως αυτό συμβαίνει επειδή
βρίσκομαι στην αγκαλιά του Χοσέ. Έτσι, με
μια υστερόβουλη κίνηση, τυλίγω τα χέρια
μου γύρω από τον λαιμό του Χοσέ. Νομίζω
πως ο Κρίστιαν θα εκραγεί. Το βλοσυρό
βλέμμα του σκοτεινιάζει, μεταμορφώνεται
σε κάτι πολύ μοχθηρό, και κατευθύνεται
αργά προς το μέρος μας.

«Ευχαριστώ που με προειδοποίησες για τα


πορτρέτα μου...» πετάω.

«Σκατά. Συγγνώμη, Άνα... Έπρεπε να σ’ το


έχω πει. Σ’ άρεσαν;»

«Εεε... Δεν... Δεν ξέρω» απαντάω με


ειλικρίνεια, χάνοντας προς στιγμήν την
ισορροπία μου από την ερώτησή του.

«Ε λοιπόν, πουλήθηκαν όλα. Άρα σε


κάποιον αρέσουν. Πολύ πρώτο, ε; Είσαι
κορίτσι αφίσας!» Με σφίγγει ακόμα
περισσότερο τη στιγμή που ο Κρίστιαν
φτάνει κοντά μας, αγριοκοιτάζοντάς με
τώρα, αν και, ευτυχώς, ο Χοσέ δεν τον
βλέπει. Ύστερα με αφήνει. «Μη χαθείς,
Άνα. Α, κύριε Γκρέυ, καλησπέρα...»

«Κύριε Ροδρίγες, πολύ εντυπωσιακό». Ο


Κρίστιαν ακούγεται παγερά ευγενικός.
«Λυπάμαι που δεν μπορούμε να μείνουμε
άλλο, αλλά πρέπει να επιστρέψουμε στο
Σιάτλ. Αναστάζια;» Με πιάνει από το χέρι.

«Γεια σου, Χοσέ. Και πάλι συγχαρητήρια!»

Του δίνω ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο,


και προτού το καταλάβω, ο Κρίστιαν με
τραβάει έξω από το κτίριο. Ξέρω πως
βράζει από σιωπηλή οργή. Το ίδιο
συμβαίνει όμως και με μένα.

Ο Κρίστιαν ρίχνει μια γρήγορη ματιά επάνω


κάτω στον δρόμο και ύστερα προχωράει
αριστερά και με τραβάει ξαφνικά σ’ ένα
πλαϊνό δρομάκι, σπρώχνοντάς με απότομα
επάνω σ’ έναν τοίχο. Αρπάζει το πρόσωπό
μου ανάμεσα στα χέρια του, αναγκάζοντάς
με να κοιτάξω τα φλογερά, αποφασισμένα
μάτια του.

Μου κόβεται η ανάσα, και το στόμα του


ορμάει επάνω μου. Με φιλάει, βίαια. Για
μια στιγμή τα δόντια μας συγκρούονται, και
μετά η γλώσσα του βρίσκεται μέσα στο
στόμα μου.

Ο πόθος εκρήγνυται σαν πυροτέχνημα σε


όλο μου το κορμί και ανταποδίδω το φιλί με
το ίδιο πάθος, ενώ τα χέρια μου μπλέκονται
στα μαλλιά του τραβώντας τα δυνατά.
Βογκάει βγάζοντας έναν χαμηλό, σέξι ήχο,
που έρχεται από το πίσω μέρος του λαιμού
του και αντηχεί μέσα μου, και το χέρι του
γλιστράει χαμηλά στην κορυφή του μηρού
μου, ενώ το δάχτυλό του χώνεται στη σάρκα
μου μέσα από το δαμασκηνί φόρεμα.

Ξεθυμαίνω όλο το άγχος και τον πόνο των


τελευταίων ημερών σ’ αυτό το φιλί
κρατώντας τον σφιχτά επάνω μου, και από
το μυαλό μου περνάει η ιδέα -αυτήν τη
στιγμή του τυφλού πάθουςπως κάνει κι
αυτός το ίδιο, νιώθει το ίδιο.

Σταματάει το φιλί κοντανασαίνοντας. Τα


μάτια του λάμπουν από πόθο, βάζοντας
φωτιά στο ήδη ξαναμμένο αίμα που
σφυροκοπάει το σώμα μου. Το στόμα μου
είναι μισάνοιχτο καθώς προσπαθώ να
ρουφήξω πολύτιμο αέρα μέσα μου.

«Είσαι. Δική. Μου!» γρυλίζει,


υπογραμμίζοντας κάθε λέξη. Τραβιέται
μακριά μου και σκύβει, με τα χέρια στα
γόνατα, θαρρείς κι έτρεξε σε μαραθώνιο.
«Για όνομα του Θεού, Άνα...»

«Λυπάμαι...» ψελλίζω μόλις ξαναβρίσκω


την ανάσα μου.

«Πρέπει να λυπάσαι. Ξέρω τι έκανες. Θες


τον φωτογράφο, Αναστάζία; Προφανώς
τρέφει συναισθήματα για σένα».

Κουνάω ένοχα το κεφάλι. «Όχι. Είναι απλός


φίλος...»

«Πέρασα όλη μου την ενήλικη ζωή


προσπαθώντας να αποφύγω κάθε ακραίο
συναίσθημα. Κι όμως εσύ... Εσύ μου
βγάζεις στην επιφάνεια συναισθήματα που
μου είναι τελείως ξένα. Είναι πολύ...»
Κατσουφιάζει, ψάχνοντας τη λέξη.
«Ανησυχητικό.
»Μ’ αρέσει ο έλεγχος, Άνα, και κοντά σου
ο έλεγχος απλώς...» Μένει ακίνητος, με
βλέμμα όλο ένταση. «Εξατμίζεται».
Κουνάει αόριστα το χέρι του, ύστερα το
περνάει από τα μαλλιά του και παίρνει
βαθιά ανάσα. Με αρπάζει από το χέρι.
«Έλα. Πρέπει να μιλήσουμε. Κι εσύ πρέπει
να φας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

ME ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΑ ΓΡΗΓΟΡΑ σ’ ένα


μικρό, ζεστό εστιατόριο. «Θα πρέπει να
αρκεστούμε σ’ αυτό το μέρος...» λέει
δύσθυμα ο Κρίστιαν. «Δεν έχουμε πολλή
ώρα».

Εμένα το εστιατόριο μου φαίνεται μια χαρά.


Ξύλινες καρέκλες, λινά τραπεζομάντιλα και
τοίχοι στο ίδιο χρώμα με την αίθουσα
ψυχαγωγίας του Κρίστιαν —βαθύ κόκκινο-
, με τυχαία τοποθετημένους μικρούς
επίχρυσους καθρέφτες, άσπρα κεριά και
μικρά βάζα με λευκά τριαντάφυλλα. ΗΈλλα
Φιτζέραλντ σιγοτραγουδάει στο βάθος γι’
αυτό το πράγμα που το λένε αγάπη. Πολύ
ρομαντικό.

Ο σερβιτόρος μάς οδηγεί σ’ ένα τραπέζι


για δύο σε μια μικρή κόγχη, και κάθομαι
ανήσυχη, μην ξέροντας τι πρόκειται να πει.

«Δεν έχουμε πολλή ώρα» λέει ο Κρίστιαν


στον σερβιτόρο όταν καθόμαστε. «Θα
πάρουμε λοιπόν κόντρα φιλέτο μέτρια
ψημένο, σος μπεαρνέζ, αν έχετε, τηγανητές
πατάτες και πράσινα λαχανικά, ό,τι έχει ο
σεφ· και φέρε μου τον κατάλογο των
κρασιών».

«Μάλιστα, κύριε». Ο σερβιτόρος σπεύδει


να απομακρυνθεί, σαστισμένος από την
ψυχρή, ήρεμη αποτελεσματικότητα του
Κρίστιαν.

Ο Κρίστιαν αφήνει το BlackBerry επάνω


στο τραπέζι. Χριστέ μου! Δεν μπορώ να
διαλέξω μόνη μου;

«Κι αν δε μ’ αρέσει το κόντρα φιλέτο;»

Αναστενάζει. «Μην αρχίζεις, Αναστάζία...»

«Δεν είμαι παιδί, Κρίστιαν».


«Ε τότε πάψε να φέρεσαι σαν παιδί».

Είναι λες και με χαστούκισε. Ώστε έτσι θα


είναι, μια ταραγμένη, ανήσυχη συζήτηση,
αν και σε πολύ ρομαντικό περιβάλλον, αλλά
ασφαλώς χωρίς αγάπες και λουλούδια.

«Είμαι παιδί επειδή δε μ’ αρέσει το φιλέτο;»


μουρμουρίζω, προσπαθώντας να κρύψω την
πίκρα μου.

«Επειδή μ’ έκανες επίτηδες να ζηλέψω. Κι


αυτό είναι παιδιάστικο. Δε δείχνεις κανέναν
σεβασμό στα συναισθήματα του φίλου, σου
και τον ξελογιάζεις με αυτό τον τρόπο;» Ο
Κρίστιαν πιέζει τα χείλη του σε μια λεπτή
γραμμή και σκυθρωπιάζει καθώς ο
σερβιτόρος επιστρέφει με τον κατάλογο των
κρασιών.
Κοκκινίζω αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Τον
καημένο τον Χοσέ. Σίγουρα δε θέλω να του
δώσω ελπίδες. Ξαφνικά ντρέπομαι πολύ. Ο
Κρίστιαν έχει δίκιο· ήταν απερίσκεπτο.
Ρίχνει μια ματιά στον κατάλογο των
κρασιών.

«Θες να διαλέξεις το κρασί;» ρωτάει


ανασηκώνοντας ερωτηματικά το φρύδι του
η προσωποποίηση της υπεροψίας. Ξέρει
πως δε γνωρίζω τίποτα για τα κρασιά.

«Διάλεξε εσύ...» απαντάω κακόκεφα. Έχω


πάρει το μάθημά μου,

«Δύο ποτήρια Barossa Valley Shiraz,


παρακαλώ».

«Εεε... Αυτό το κρασί το πουλάμε μόνο με


το μπουκάλι, κύριε».
«Ένα μπουκάλι τότε» αντιγυρίζει ο
Κρίστιαν.

«Κύριε».

Ο σερβιτόρος αποσύρεται συνεσταλμένα,


και δεν τον

αδικώ. Κοιτάζω κατσουφιασμένη τον


Πενήντα. Τι τον τρώει; Ω, μάλλον εγώ, και
κάπου στα βάθη της ψυχής μου η εσωτερική
μου θεά σηκώνεται νυσταγμένη, τεντώνεται
και χαμογελάει. Κοιμόταν κάμποσο καιρό.

«Είσαι πολύ κακόκεφος».

Με κοιτάζει με ύφος ανέκφραστο.


«Αναρωτιέμαι... Γιατί άραγε;»
«Κοίτα... Είναι καλό να δημιουργούμε την
κατάλληλη ατμόσφαιρα για μια ζεστή και
ειλικρινή συζήτηση γύρω από το μέλλον. Δε
νομίζεις;» Του χαμογελάω γλυκά.

Το στόμα του γίνεται μια σκληρή γραμμή,


αλλά μετά, σχεδόν χωρίς να το θέλει, τα
χείλη του στραβώνουν, και ξέρω πως
προσπαθεί να πνίξει ένα χαμόγελο.

«Με συγχωρείς...» τραυλίζει.

«Δεκτή η συγγνώμη, και είμαι στην


ευχάριστη θέση να σε ενημερώσω πως δεν
αποφάσισα να γίνω χορτοφάγος από την
τελευταία φορά που φάγαμε μαζί».

«Από τη στιγμή που αυτή ήταν η τελευταία


φορά που έφαγες, νομίζω πως το επιχείρημα
είναι αμφισβητήσιμο».
«Να την πάλι αυτή η λέξη:
“αμφισβητήσιμο”».

«Αμφισβητήσιμο» επαναλαμβάνει άηχα,


και τα μάτια του μαλακώνουν, γεμίζουν
ευθυμία. Περνάει το χέρι μέσα από τα
μαλλιά του και σοβαρεύει ξανά. «Άνα, την
τελευταία φορά που μιλήσαμε, με
παράτησες. Είμαι λιγάκι νευρικός. Σου είπα
πως σε θέλω πίσω, κι εσύ... Εσύ δεν είπες
τίποτα». Το βλέμμα του είναι έντονο,
γεμάτο προσμονή, ενώ η ευθύτητά του είναι
εντελώς αφοπλιστική.

Τι διάολο μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό;

«Μου έλειψες... Πραγματικά μου έλειψες,


Κρίστιαν. Οι τελευταίες μέρες ήταν...
Δύσκολες». Καταπίνω, κι ένας κόμπος
μεγαλώνει στον λαιμό μου καθώς θυμάμαι
την απόγνωση και το άγχος μου από τότε
που τον άφησα.

Η τελευταία εβδομάδα ήταν η χειρότερη της


ζωής μου, ο πόνος απερίγραπτος. Τίποτα
δε συγκρίνεται μαζί του. Αλλά η
πραγματικότητα επιστρέφει, κόβοντάς μου
την ανάσα.

«Τίποτα δεν άλλαξε... Δεν μπορώ να είμαι


αυτό που θες να είμαι». Πιέζω τις λέξεις,
για να περάσουν μέσα από τον κόμπο στον
λαιμό μου.

«Είσαι αυτό που θέλω να είσαι!»


αποκρίνεται εκείνος εμφατικά.

«Όχι, Κρίστιαν, δεν είμαι...»


«Είσαι αναστατωμένη λόγω αυτού που
έγινε την προηγούμενη φορά. Φέρθηκα
ηλίθια, κι εσύ... Το ίδιο κι εσύ! Γιατί δε
χρησιμοποίησες τους κωδικούς ασφαλείας,
Αναστάζια;» Ο τόνος του αλλάζει, γίνεται
επικριτικός.

Ορίστε; Μάλιστα — αλλαγή πλεύσης.

«Απάντησε μου».

«Δεν ξέρω. Ήμουν συντετριμμένη.


Προσπαθούσα να γίνω αυτό που θες να
είμαι, προσπαθούσα να διαχειριστώ τον
πόνο και μου διέφυγε. Ξέρεις... Το
ξέχασα...» τραυλίζω ντροπιασμένη και
ανασηκώνω τους ώμους απολογητικά.

Θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε αποφύγει


όλη αυτήν τη στενοχώρια.
«Το ξέχασες;» αναφωνεί με φρίκη,
γραπώνοντας τις άκρες του τραπεζιού και
αγριοκοιτάζοντάς με.

Παραλύω κάτω από το βλέμμα του. Σκατά!


Είναι και πάλι έξαλλος. Η εσωτερική μου
θεά με αγριοκοιτάζει με τη σειρά της.
Βλέπεις, μόνη σου το προκάλεσες όλο αυτό
στον εαυτό σου.

«Πώς μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;» Η


φωνή του είναι χαμηλή. «Ξανά;»

Ο σερβιτόρος έρχεται με το κρασί μας.


Καθόμαστε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο,
γαλάζια μάτια σε γκρίζα, ενώ μας
κατακλύζουν ανείπωτες αλληλοκατηγορίες.
Ο σερβιτόρος βγάζει τον φελλό με μια
περιττή, πομπώδη χειρονομία και βάζει λίγο
κρασί στο ποτήρι του Κρίστιαν. Απλώνει
αυτόματα το χέρι του και πίνει μια γουλιά.

«Καλό είναι». Η φωνή του είναι κοφτή.

Ο σερβιτόρος γεμίζει επιφυλακτικά τα


ποτήρια μας, αφήνει το μπουκάλι στο
τραπέζι και αποσύρεται βιαστικά. Όλη αυτή
την ώρα ο Κρίστιαν δέν έχει πάρει τα μάτια
του από πάνω μου. Είμαι η πρώτη που
σπάει, διακόπτοντας την οπτική επαφή.
Παίρνω το ποτήρι μου και πίνω μια μεγάλη
γουλιά. Δεν αισθάνομαι καν τη γεύση.

«Με συγχωρείς...» ψελλίζω, νιώθοντας


ξαφνικά ανόητη. Έφυγα επειδή νόμιζα πως
είμαστε ασύμβατοι αλλά λέει πως θα
μπορούσα να τον έχω σταματήσει;
«Να σε συγχωρέσω για ποιο πράγμα;»
ρωτάει ανήσυχος.

«Που δε χρησιμοποίησα τον κωδικό


ασφαλείας...»

Κλείνει τα μάτια του σαν ανακουφισμένος.


«Θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει όλο
αυτό τον πόνο...» μουρμουρίζει.

«Φαίνεσαι μια χαρά». Παραπάνω από καλά.


Φαίνεσαι ο εαυτός σου.

«Τα φαινόμενα απατούν» αποκρίνεται


ήρεμα. «Μόνο καλά δεν είμαι. Αισθάνομαι
θαρρείς κι έχει βασιλέψει ο ήλιος και δεν
έχει ανατείλει ξανά εδώ και πέντε μέρες,
Άνα. Βρίσκομαι σε μόνιμο σκοτάδι...»
Η ομολογία του μου κόβει την ανάσα.
Ποπό... Σαν χάι μένα.

«Είπες πως δε θα φύγεις ποτέ, κι όμως,


μόλις ζορίζουν τα πράγματα, το βάζεις στα
πόδια».

«Πότε είπα πως δε θα φύγω ποτέ;»

«Στον ύπνο σου. Ήταν το πιο ενθαρρυντικό


πράγμα που είχα ακούσει μέσα σε πολύ
μεγάλο χρονικό διάστημα, Αναστάζια. Μ’
έκανε να χαλαρώσω».

Η καρδιά μου σφίγγεται και απλώνω το χέρι


στο κρασί μου,

«Είπες πως μ’ αγαπάς...» ψιθυρίζει. «Το


ρήμα είναι τώρα στον αόριστο;» Η φωνή
του είναι σιγανή, γεμάτη αγωνία.
«Όχι, Κρίστιαν, δεν είναι».

Φαίνεται τόσο ευάλωτος καθώς αφήνει την


αναπνοή του. «Ωραία...» μουρμουρίζει.

Σοκάρομαι από την ομολογία του. Άλλαξε


γνώμη. Όταν του είπα πως τον αγαπάω,
τρομοκρατήθηκε.

Ο σερβιτόρος επιστρέφει. Τοποθετεί


βιαστικά τα πιάτα μπροστά μας και σπεύδει
να φύγει.

Γαμώτο μου... Φαγητό.

« Τρώγε! » με διατάζει ο Κρίστιαν.

Βαθιά μέσα μου ξέρω πως πεινάω, αλλά το


στομάχι μου αυτήν τη στιγμή είναι δεμένο
κόμπο. Κάθομαι απέναντι στον μοναδικό
άντρα που αγάπησα ποτέ και συζητάω το
αβέβαιο μέλλον μου, κάτι που δε βοηθάει
την όρεξη. Κοιτάζω διστακτικά το φαγητό
μου.

«Μάρτυράς μου ο Θεός, Αναστάζια, αν δε


φας, θα σε βάλω στο γόνατό μου εδώ μέσα
και δε θα έχει καμία σχέση με τη
σεξουαλική μου ικανοποίηση. Τρώγε!»

Μην εξάπτεσαι, Γκρέυ. Το υποσυνείδητό


μου με κοιτάζει πάνω από τα γυαλιά του σε
σχήμα ημισέληνου. Συμφωνεί ολόψυχα με
τις Πενήντα Αποχρώσεις.

«Εντάξει, θα φάω. Μάζεψε την παλάμη που


σε τρώει, σε παρακαλώ».

Δε χαμογελάει, αλλά συνεχίζει να με


αγριοκοιτάζει. Σηκώνω απρόθυμα το
μαχαίρι και το πιρούνι μου και κόβω το
φιλέτο. Αχ, είναι γαργαλιστικά νόστιμο.
Πεινάω, πραγματικά πεινάω. Μασάω, και
χαλαρώνει εμφανώς.

Τρώμε το φαγητό μας σιωπηλοί. Η μουσική


έχει αλλάξει. Μια γυναίκα με απαλή φωνή
τραγουδάει στο βάθος, και τα λόγια της
απηχούν τις σκέψεις μου. Δε θα είμαι ποτέ
ξανά η ίδια από τότε που μπήκε στη ζωή
μου.

Κοιτάζω τον Πενήντα. Τρώει και με


παρακολουθεί. Πείνα, λαχτάρα, άγχος
συνδυασμένα σε μια καυτή ματιά.

«Ξέρεις ποια τραγουδάει;» Προσπαθώ να


κάνω μια φυσιολογική συζήτηση.
Ο Κρίστιαν κάνει μια παύση και στήνει
αυτί. « Όχι... Είναι όμως καλή, όποια κι αν
είναι».

«Και μένα μ’ αρέσει».

Επιτέλους χαμογελάει με το προσωπικό


αινιγματικό του χαμόγελο. Τι σχεδιάζει;

«Τι;» ρωτάω.

Κουνάει το κεφάλι του. «Τέλειωσε το φαΐ


σου» απαντάει ήπια.

Έχω φάει το μισό φαγητό που υπήρχε στο


πιάτο μου. Δεν μπορώ να φάω άλλο. Πώς
μπορώ να το διαπραγματευτώ αυτό;

«Δεν μπορώ να φάω άλλο. Έφαγα αρκετά


για τον Κύριο;»
Με κοιτάζει ανέκφραστος, χωρίς να
απαντήσει. Μετά ρίχνει μια ματιά στο ρολόι
του.

«Πραγματικά έχω σκάσει» προσθέτω,


πίνοντας μια γουλιά από το υπέροχο κρασί.

«Σε λίγο πρέπει να φύγουμε. Έχει έρθει ο


Τέυλορ, και πρέπει να ξυπνήσεις για να πας
στη δουλειά το πρωί».

«Το ίδιο κι εσύ».

«Λειτουργώ και με πολύ λιγότερο ύπνο απ’


ό,τι εσύ, Αναστάζία. Τουλάχιστον έφαγες
κάτι».

«Δε θα γυρίσουμε με το Τσάρλι Τάνγκο;»


«Όχι. Σκέφτηκα πως ίσως έπινα κανένα
ποτό. Θα μας πάρει ο Τέυλορ. Άλλωστε,
έτσι θα σ’ έχω στο αυτοκίνητο καταδίκη
μου τουλάχιστον για μερικές ώρες. Τι άλλο
μπορούμε να κάνουμε από το να μιλάμε;»

Μάλιστα. Αυτό είναι το σχέδιό του.

Ο Κρίστιαν φωνάζει τον σερβιτόρο για να


ζητήσει τον λογαριασμό, ύστερα παίρνει το
BlackBerry και κάνει ένα τηλεφώνημα.

«Είμαστε στο Le Picotin, Τρίτη Λεωφόρος


νοτιοδυτικά». Κλείνει. Εξακολουθεί να
είναι κοφτός όταν μιλάει στο τηλέφωνο.

«Είσαι πολύ απότομος με τον Τέυλορ. Για


την ακρίβεια, με τους περισσότερους
ανθρώπους».
«Απλώς μπαίνω κατευθείαν στο θέμα,
Αναστάζια».

«Δεν μπήκες στο θέμα απόψε. Τίποτα δεν


άλλαξε, Κρίστιαν».

«Έχω να σου κάνο μια πρόταση».

«Η ιστορία άρχισε με μια πρόταση».

«Διαφορετική πρόταση».

Ο σερβιτόρος επιστρέφει, και ο Κρίστιαν


τού δίνει την πιστωτική του χωρίς να
ελέγξει τον λογαριασμό. Με κοιτάζει
εξεταστικά όσο ο σερβιτόρος περνάει την
κάρτα από το μηχάνημα. Το τηλέφωνό του
βουίζει μία φορά και του ρίχνει μια ματιά.
«Έλα. Ο Τέυλορ είναι έξω». Σηκωνόμαστε
και με πιάνει από το χέρι. «Δε θέλω να σε
χάσω, Αναστάζια». Φιλάει τρυφερά τις
αρθρώσεις μου, και το άγγιγμα των χειλιών
του στο δέρμα μου αντηχεί σε όλο μου το
σώμα.

Έξω περιμένει το Audi. Ο Κρίστιαν μού


ανοίγει την πόρτα. Μπαίνω μέσα και
βουλιάζω στο πολυτελές δέρμα.
Κατευθύνεται προς την πόρτα του οδηγού.
Ο Τέυλορ βγαίνει έξω και μιλούν για λίγο.
Δεν είναι το συνηθισμένο τους πρωτόκολλο
αυτό. Είμαι περίεργη. Τι λένε; Έπειτα από
λίγα δευτερόλεπτα ξαναμπαίνουν και οι δύο
στο αυτοκίνητο. Κοιτάζω τον Κρίστιαν, που
φοράει το ανέκφραστο ύφος του,
ατενίζοντας ίσια μπροστά.
Επιτρέπω στον εαυτό μου να εξετάσει για
ένα δευτερόλεπτο το προφίλ του: ίσια μύτη,
λαξεμένα, γεμάτα χείλη, μαλλιά που
πέφτουν υπέροχα επάνω στο μέτωπό του.
Αυτός ο θεϊκός άντρας σίγουρα δεν είναι
φτιαγμένος για μένα.

Απαλή μουσική γεμίζει το πίσω μέρος του


αυτοκινήτου: ένα υποβλητικό ορχηστρικό
κομμάτι που δε γνωρίζω. Ο Τέυλορ βγαίνει
στην αραιή κυκλοφορία με κατεύθυνση τον
αυτοκινητόδρομο 1-5 και το Σιάτλ.

Ο Κρίστιαν μετακινείται έτσι που να με


κοιτάζει καταπρόσωπο. «Όπως έλεγα,
Αναστάζια, έχω να σου κάνω μια πρόταση».

Κοιτάζω νευρικά τον Τέυλορ.


«Ο Τέυλορ δε σ’ ακούει» με καθησυχάζει ο
Κρίστιαν.

«Πώς;»

«Τέυλορ!» φωνάζει ο Κρίστιαν.

Ο Τέυλορ δεν αντιδρά. Τον ξαναφωνάζει.


Και πάλι καμία αντίδραση. Ο Κρίστιαν
σκύβει και τον χτυπάει στον ώμο. Ο Τέυλορ
βγάζει ένα ακουστικό ψείρα που δεν είχα
προσέξει.

«Μάλιστα, κύριε;»

«Ευχαριστώ, Τέυλορ. Εντάξει* συνέχισε ν’


ακούς τη μουσική σου».

«Κύριε».
«Ικανοποιήθηκες; Ακούει το iPod του.
Πουτσίνι. Ξέχνα πως είναι εδώ. Εγώ το
ξεχνάω».

«Επίτηδες του ζήτησες να το κάνει αυτό;»

«Ναι».

Ω... «Εντάξει. Η πρότασή σου;»

Ο Κρίστιαν φαίνεται ξαφνικά


αποφασισμένος και επαγγελματικός.
Γαμώτο... Διαπραγματευόμαστε μια
συμφωνία. Στήνω αυτί.

«Να σε ρωτήσω πρώτα κάτι. Θες μια


κανονική σχέση βανίλια χωρίς καθόλου
κίνκι γαμήσια;»
Το στόμα μου ανοίγει διάπλατα. «Κίνκι
γαμήσια;» τσιρίζω.

«Κίνκι γαμήσια».

«Δεν το πιστεύω ότι το είπες αυτό!»

«Λοιπόν, το είπα. Απάντησέ μου» λέει


ήρεμα.

Κοκκινίζω. Η εσωτερική μου θεά έχει πέσει


στα γόνατα με τα χέρια ενωμένα σε ικεσία,
εκλιπαρώντας με.

«Μ’ αρέσουν τα κίνκι γαμήσια σου...»


ψιθυρίζω.

«Έτσι φαντάστηκα κι εγώ. Άρα τι δε σ’


αρέσει;»
Που δεν μπορώ να σε αγγίξω. Που
απολαμβάνεις τον πόνο μου, το χτύπημα
της ζώνης...

«Η απειλή της σκληρής και ασυνήθιστης


τιμωρίας».

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Κοίτα... Έχεις όλα εκείνα τα ραβδιά και


τα μαστίγια και τα παρόμοια στην αίθουσα
ψυχαγωγίας σου και με τρομάζουν όσο δεν
παίρνει. Δε θέλω να τα χρησιμοποιείς
επάνω μου».

«Εντάξει. Τότε όχι μαστίγια και ραβδιά


ούτε και ζώνες, θα πω εγώ...» αποκρίνεται
με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Τον κοιτάζω σαστισμένη. «Ήροσπαθείς να
επαναπροσδιορίσεις τα αυστηρά όρια;»

«Όχι ακριβώς. Απλώς προσπαθώ να σε


καταλάβω, να αποκτήσω μια σαφέστερη
εικόνα για το τι σ’ αρέσει και τι όχι».

«Βασικά, Κρίστιαν, αυτό που


δυσκολεύομαι να διαχειριστώ είναι η χαρά
που αντλείς από τον πόνο που μου
προξενείς. Και η ιδέα πως θα το κάνεις
επειδή παραβίασα κάποιο αυθαίρετο όριο»,

«Μα δεν είναι αυθαίρετο* οι κανόνες είναι


καταγεγραμμένοι».

«Δε θέλω κανόνες».

«Κανέναν;»
«Όχι κανόνες». Κουνάω το κεφάλι, αλλά η
καρδιά μου έχει ανέβει στο στόμα μου πού
το πάει με όλα αυτά;

«Αλλά δε σε νοιάζει αν σ’ τις βρέχω;»

«Να μου τις βρέχεις με τι;»

«Με αυτό». Σηκώνει το χέρι του.

Αναδεύομαι αμήχανα. «Όχι, όχι ιδιαίτερα.


Ειδικά με κείνες τις ασημένιες μπάλες...»
Ευτυχώς που είναι σκοτεινά. Το πρόσωπό
μου καίει και αφήνω τη φράση
μισοτελειωμένη καθώς θυμάμαι εκείνη τη
νύχτα. Ναι... Αυτό Θα το έχανα ξανά.

Χαμογελάει αχνά. «Ναι, πλάκα είχε...»

«Κάτι παραπάνω από πλάκα...» τραυλίζω.


«Δηλαδή μπορείς ν’ αντέξεις λίγο πόνο».

Ανασηκώνω τους ώμους. «Ναι, υποθέτω...»

Αχ, πού το πάει με όλα αυτά; Τα επίπεδα


της αγωνίας μου έχουν ανέβει αρκετές
μονάδες στην κλίμακα Ρίχτερ.

Χαϊδεύει το πιγούνι του, χαμένος σε βαθιές


σκέψεις. «Αναστάζία, θέλω να
ξαναρχίσουμε από την αρχή... Να κάνουμε
αυτό το πράγμα με τη βανίλια και μετά
ίσως, όταν θα με εμπιστεύεσαι περισσότερο
και θα είμαι κι εγώ σίγουρος ότι θα είσαι
ειλικρινής και θα επικοινωνείς μαζί μου, θα
μπορούσαμε να προχωρήσουμε και να
κάνουμε κάποια από τα πράγματα που μ’
αρέσει να κάνω».
Τον κοιτάζω άναυδη, χωρίς καμία
απολύτως σκέψη μέσα στο κεφάλι μου σαν
υπολογιστής που έχει κρασάρει. Νομίζω
πως έχει άγχος, αλλά δεν τον βλέπω
καθαρά, αφού μας τυλίγει το σκοτάδι του
Όρεγκον. Τελικά μου περνάει από το μυαλό
πως αυτό είναι.

Θέλει το φως. Να του ζητήσω όμως να το


κάνει αυτό για μένα; Και μήπως εμένα δε
μου αρέσει το σκοτάδι; Λίγο σκοτάδι,
μερικές φορές. Αναμνήσεις από τη βραδιά
του Τόμας Τάλλις περνούν δελεαστικές από
το μυαλό μου.

«Οι τιμωρίες όμως;»

«Χωρίς τιμωρίες». Κουνάει το κεφάλι του.


«Καμία».
«Και οι κανόνες;»

«Χωρίς κανόνες».

«Κανέναν απολύτως; Μα έχεις ανάγκες...»

«Χρειάζομαι εσένα περισσότερο,


Αναστάζια. Αυτές οι τελευταίες μέρες ήταν
κόλαση. Όλα μου τα ένστικτα μου λένε να
σ’ αφήσω να φύγεις, μου λένε πως δε σου
αξίζω.

»Εκείνες οι φωτογραφίες που τράβηξε ο


νεαρός... Βλέπω πώς σε βλέπει. Φαίνεσαι
ανέμελη και όμορφη, όχι πως δεν είσαι
όμορφη τώρα, αλλά να σε εδώ πέρα. Βλέπω
τον πόνο σου. Είναι δύσκολο, ξέροντας πως
εγώ είμαι εκείνος που σ’ έκανε να νιώθεις
έτσι...
»Όμως είμαι εγωιστής. Σε ήθελα από τη
στιγμή που έπεσες μέσα στο γραφείο μου.
Είσαι ευαίσθητη, έντιμη, ζεστή, δυνατή,
ευφυής, σαγηνευτικά αθώα* ο κατάλογος
είναι ατέλειωτος. Μου εμπνέεις θαυμασμό.
Σέ θέλω, και η σκέψη πως θα σ’ έχει
κάποιος άλλος είναι σαν μαχαίρι που
στριφογυρίζει στη σκοτεινή ψυχή μου...»

Το στόμα μου ξεραίνεται. Γαμώτο... Αν


αυτό δεν είναι ερωτική εξομολόγηση, δεν
ξέρω τι είναι. Και τα λόγια ξεφεύγουν από
το στόμα μου λες κι έχει σπάσει κάποιο
φράγμα.

«Κρίστιαν, γιατί νομίζεις πως έχεις


σκοτεινή ψυχή; Δε θα το έλεγα ποτέ.
Θλιμμένη ίσως, μα είσαι καλός άνθρωπος.
Το βλέπω... Είσαι γενναιόδωρος, ευγενικός
και ποτέ δε μου είπες ψέματα. Και δεν
προσπάθησα και πολύ.

»Το περασμένο Σάββατο ήταν μεγάλο σοκ


για το σύστημά μου. Ήταν το καμπανάκι
μου. Συνειδητοποίησα πως μου είχες φερθεί
ήπια και πως δεν μπορούσα να είμαι αυτό
που ήθελες να είμαι. Ύστερα, όταν έφυγα,
μου πέρασε από το μυαλό πως ο σωματικός
πόνος που μου προκάλεσες δεν ήταν τόσο
μεγάλος όσο ο πόνος της απώλειάς σου.
Θέλω να σε ικανοποιώ, μα είναι
δύσκολο...»

«Με ικανοποιείς συνεχώς...» ψιθυρίζει.


«Πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω;»

«Ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεσαι. Μερικές


φορές είσαι τόσο κλειστός και
απομονωμένος... Σαν νησί. Με τρομάζεις.
Γι’ αυτό μένω σιωπηλή. Δεν ξέρω προς τα
πού θα πάει η διάθεσή σου. Μετακινείται
από τον βορρά στον νότο και πάλι πίσω,
μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
Αυτό με μπερδεύει και δε μ’ αφήνεις να σ’
αγγίξω και θέλω τόσο πολύ να σου δείξω
πόσο σ’ αγαπάω...»

Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του μες στο


σκοτάδι, επιφυλακτικά, νομίζω, και δεν
μπορώ να του αντισταθώ άλλο. Λύνω τη
ζώνη μου και ανεβαίνω στα πόδια του,
αιφνιδιάζοντάς τον. Παίρνω το κεφάλι του
στα χέρια μου.

«Σ’ αγαπάω, Κρίστιαν Γκρέυ. Είσαι έτοιμος


να κάνεις όλα αυτά για μένα... Εγώ είμαι
που δε σου αξίζω και λυπάμαι που δεν
μπορώ να κάνω όλα εκείνα τα πράγματα
για σένα. Ίσως με τον καιρό... Δεν ξέρω...
Όμως ναι, δέχομαι την πρότασή σου. Πού
υπογράφω;»

Τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου και με


σφίγγει επάνω του. «Ω Άνα...» τραυλίζει
και χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου.

Καθόμαστε έχοντας τα χέρια τυλιγμένα ο


ένας γύρω από τον άλλο, ακούγοντας τη
μουσική -ένα πραϋντικό κομμάτι-, η οποία
αντικατοπτρίζει τα συναισθήματα που
επικρατούν μέσα στο αυτοκίνητο, τη γλυκιά
γαλήνη μετά τη θύελλα. Κουρνιάζω στην
αγκαλιά του, ακουμπώντας το κεφάλι στη
λακκούβα του λαιμού του. Μου χαϊδεύει
απαλά την πλάτη.

«Το άγγιγμα είναι αυστηρό όριο για μένα,


Αναστάζια...» ψιθυρίζει.
«Το ξέρω. Θα ήθελα να καταλάβω για ποιον
λόγο».

Έπειτα από λίγο αναστενάζει και λέει με


σιγανή φωνή: «Είχα φρικτή παιδική ηλικία.
Ένας από τους νταβατζήδες της
κοκαϊνομανούς πόρνης...». Αφήνει τη
φράση μετέωρη, και το κορμί του
τσιτώνεται καθώς του έρχεται στο μυαλό
κάποια φρικτή, πέρα από κάθε φαντασία,
ανάμνηση. «Το θυμάμαι αυτό...» ψελλίζει
ριγώντας.

Η καρδιά μου σφίγγεται απότομα καθώς


ανακαλώ τις ουλές από καψίματα που
σημαδεύουν το δέρμα του. Ω Κρίστιαν...
Σφίγγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του.
«Σου φερόταν βάναυσα; Η μητέρα σου;» Η
φωνή μου είναι σιγανή και τρυφερή, γεμάτη
δάκρυα που δεν έχουν κυλήσει.

«Απ’ όσο θυμάμαι, όχι. Με παραμελούσε.


Δε με προστάτευε από τον νταβατζή της...»
Ξεφυσάει. «Νομίζω πως εγώ ήμουν που την
πρόσεχα. Όταν τελικά αυτοκτόνησε,
πέρασαν τέσσερις μέρες μέχρι να
ανησυχήσει κάποιος και να μας βρουν... Το
θυμάμαι αυτό».

Δεν μπορώ να συγκρατήσω την κραυγή


φρίκης. Γαμώτο μου. Χολή ανεβαίνει στον
λαιμό μου. «Αυτό είναι άρρωστο...»
τραυλίζω.

«Πενήντα αποχρώσεις...» μουρμουρίζει.


Πιέζω τα χείλη μου επάνω στον λαιμό του,
ψάχνοντας και προσφέροντας παρηγοριά
καθώς φαντάζομαι ένα μικρό βρόμικο
γκριζομάτικο αγόρι χαμένο και μόνο δίπλα
στο σώμα της νεκρής μητέρας του.

Ω Κρίστιαν... Ανασαίνω την ευωδιά του.


Μυρίζει εξαίσια. Το άρωμα που προτιμώ σε
όλο τον κόσμο. Σφίγγει τα χέρια του γύρω
μου και φιλάει τα μαλλιά μου. Κάθομαι
κουρνιασμένη στην αγκαλιά του, και ο
Τέυλορ πατάει γκάζι μες στη νύχτα.

ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΩ, περνάμε μέσα από το


Σιάτλ,

«Γεια σου...» λέει τρυφερά ο Κρίστιαν.


«Συγγνώμη...» μουρμουρίζω και
ανακάθομαι. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα και
τεντώνομαι. Είμαι ακόμα στην αγκαλιά του,
επάνω στα πόδια του.

«Θα μπορούσα να σε παρακολουθώ να


κοιμάσαι με τις ώρες, Άνα».

«Είπα τίποτα;»

«Όχι. Κοντεύουμε να φτάσουμε σπίτι σου».

Ε; «Δεν πάμε στο δικό σου;»

«Όχι».

Ανακάθομαι και τον κοιτάζω. «Γιατί όχι;»

«Επειδή αύριο έχεις δουλειά».

«Α...» Στραβομουτσουνιάζω.
«Γιατί; Είχες τίποτα στο μυαλό σου;»

Αναδεύομαι. « Μπορεί...»

Γελάει πνιχτά. «Αναστάζία, δεν πρόκειται


να σε ξαναγγίξω. Όχι μέχρι να με ικετέψεις
να το κάνω...»

«Τι;»

«Έτσι ώστε ν’ αρχίσεις να επικοινωνείς


μαζί μου. Την επόμενη φορά που θα
κάνουμε έρωτα, θα πρέπει να μου πεις
ακριβώς τι θες, με κάθε λεπτομέρεια».

«Ω...»

Με μετακινεί από τα πόδια του καθώς ο


Τέυλορ σταματάει έξω από το διαμέρισμά
μου. Ο Κρίστιαν βγαίνει και μου ανοίγει την
πόρτα.

«Έχω κάτι για σένα». Πηγαίνει στο


πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, το ανοίγει
και βγάζει ένα μεγάλο κουτί σε συσκευασία
δώρου. Τι διάολο είναι αυτό;

«Άνοιξέ το όταν μπεις μέσα».

«Δεν έρχεσαι μέσα;»

«Όχι, Αναστάζια».

«Πότε θα σε ξαναδώ λοιπόν;»

«Αύριο».

«Το αφεντικό μου θέλει να πάω μαζί του για


ένα ποτό αύριο».
Το πρόσωπο του Κρίστιαν σκληραίνει.
«Θέλει, ε;» Η φωνή του είναι γεμάτη κρυφή
απειλή.

«Για να γιορτάσουμε την πρώτη μου


εβδομάδα» προσθέτω βιαστικά.

«Πού;»

«Δεν ξέρω».

«Θα μπορούσα να σε πάρω από κει».

«Εντάξει... Θα σου στείλω ηλεκτρονικό


μήνυμα ή SMS».

«Ωραία».

Με συνοδεύει έως την είσοδο και περιμένει


όσο ψαχουλεύω στην τσάντα για τα κλειδιά
μου. Όταν ξεκλειδώνω, σκύβει και
χουφτώνει το πιγούνι μου, γέρνοντας το
κεφάλι μου προς τα πίσω. Το στόμα του
διστάζει λίγο πάνω από το δικό μου και
ύστερα κλείνει τα μάτια και αφήνει μια
σειρά από φιλιά από τη γωνία του ματιού
μου έως τη γωνία του στόματός μου.

Ένας μικρός αναστεναγμός ξεφεύγει από το


στόμα μου έτσι όπως λιώνουν τα σωθικά
μου και ξεδιπλώνονται.

«Αύριο...» μουρμουρίζει.

«Καληνύχτα, Κρίστιαν...» Ακούω τη


στέρηση στη φωνή μου.

Χαμογελάει. «Μπες μέσα!» με προστάζει.

Μπαίνω στον προθάλαμο, κουβαλώντας το


μυστηριώδες πακέτο μου.
«Τα λέμε, μωρό μου!» φωνάζει, μετά
στρέφεται και με τη φυσική του χάρη
επιστρέφει στο αυτοκίνητο.

Μόλις μπαίνω στο διαμέρισμα, ανοίγω το


κουτί και βρίσκω το MacBook Pro, το
BlackBerry κι άλλο ένα ορθογώνιο κουτί.
Τι είναι αυτό; Ξετυλίγω το ασημί χαρτί.
Μέσα υπάρχει μια λεπτή μαύρη δερμάτινη
θήκη.

Ανοίγω τη θήκη και βρίσκω ένα iPad.


Γαμώτο μου... Ένα iPad! Μια άσπρη κάρτα
είναι στερεωμένη στην οθόνη, με ένα
μήνυμα γραμμένο με τον γραφικό
χαρακτήρα του Κρίστιαν.

Αναστάζια αυτό είναι για σένα.

Ξερω τι θέλεις να ακούσεις.


Η μουσική εδώ μέσα το λέει για λογαριασμό
μου.

Κρίστιαν

Έχω μια συλλογή τραγουδιών επιλογής του


Κρίστιαν Γκρέυ με τη μορφή ενός iPad
τελευταίας τεχνολογίας. Κουνάω
αποδοκιμαστικά το κεφάλι, μιας και ξέρω
πως είναι ακριβό, αλλά βαθιά μέσα μου το
λατρεύω. Ο Τζακ έχει ένα στο γραφείο, κι
έτσι ξέρω πώς λειτουργεί.

Το ανοίγω και μου κόβεται η ανάσα


βλέποντας την εικόνα που εμφανίζεται στο
φόντο οθόνης: ένα μικρό μοντέλο
ανεμόπτερου. Ποπό! Είναι το Blanik L-23
που του χάρισα, στερεωμένο σε μια γυάλινη
βάση και τοποθετημένο επάνω σε κάτι που
νομίζω πως είναι το γραφείο του Κρίστιαν.
Το κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα.

Το συναρμολόγησε! Πραγματικά το
συναρμολόγησε.

Θυμάμαι πως το ανέφερε στο σημείωμα με


τα λουλούδια. Έχω σαστίσει και τώρα
καταλαβαίνω πως έχει επενδύσει πολλή
σκέψη σ’ αυτό το δώρο.

Μετακινώ το βέλος στο κάτω μέρος της


οθόνης για να την ξεκλειδώσω και μου
κόβεται ξανά η ανάσα, Η φωτογραφία στο
φόντο δείχνει τον Κρίστιαν και μένα στην
αποφοίτησή μου, στο αναψυκτήριο. Είναι
εκείνη που δημοσιεύτηκε στους Seattle
Times. Ο Κρίστιαν φαίνεται τόσο όμορφος,
και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα τεράστιο
χαμόγελο. Ναι, και είναι δικός μου!

Με ένα χτύπημα του δαχτύλου μου τα


εικονίδια αλλάζουν και εμφανίζονται
διάφορα καινούρια στην επόμενη οθόνη.
Μια εφαρμογή Kindle, iBooks, Words ό,τι κι
αν είναι αυτό.

Βρετανική Βιβλιοθήκη; Αγγίζω το εικονίδιο,


και εμφανίζεται ένα μενού: ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΣΥΛΛΟΓΗ. Κάνω κύλιση, επιλέγω
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 18ου ΚΑΙ 19ου
ΑΙΩΝΑ. Άλλο μενού. Πληκτρολογώ έναν
τίτλο: Ο Αμερικάνος ΤΟΥ ΧΕΝΡΥ
ΤΖΕΙΜΣ. Ανοίγει ένα νέο παράθυρο,
προσφέροντάς μου ένα σκαναρισμένο
αντίτυπο του βιβλίου για διάβασμα.
Ανάθεμά με είναι παλιά έκδοση,
δημοσιευμένη το 1879, και είναι στο iPad
μου! Μου αγόρασε τη Βρετανική
Βιβλιοθήκη με το πάτημα ενός κουμπιού.

Βγαίνω γρήγορα, επειδή ξέρω ότι θα


μπορούσα να χαθώ ώρες ολόκληρες μέσα
σ’ αυτή την εφαρμογή. Προσέχω μια
εφαρμογή καλό φαγητό, που με κάνει να
σηκώσω τα μάτια και να χαμογελάσω
ταυτόχρονα, μια εφαρμογή ειδήσεις, μια
εφαρμογή καιρός, αλλά το σημείωμά του
μιλούσε για μουσική. Επιστρέφω στην
κεντρική οθόνη, χτυπάω το εικονίδιο του
iPod και εμφανίζεται μια λίστα μουσικής.
Κάνω κύλιση στα τραγούδια, και ο
κατάλογος με κάνει να χαμογελάσω. Τόμας
Τάλλις αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω
γρήγορα. Στο κάτω κάτω το άκουσα δύο
φορές ενώ με μαστίγωνε και με πηδούσε.
«Witchcraft». Το χαμόγελό μου γίνεται πιο
πλατύ ο χορός στο μεγάλο δωμάτιο. Το
κομμάτι του Μαρτσέλλο από τον Μπαχ. Οχ,
όχι... Αυτό παραείναι θλιβερό για τη διάθεσή
μου αυτήν τη στιγμή. Χμμμ... Τζεφ
Μπάκλεϋ - ναι. τον έχω ακουστά. Snow
Patrol, το αγαπημένο μου συγκρότημα, κι
ένα τραγούδι που λέγεται «Principles of
Lust», των Enigma. Πολύ ταιριαστό για τον
Κρίστιαν.

Ένα άλλο που λέγεται «Possession»... Ω,


ναι, πολύ ταιριαστό για τις Πενήντα
Αποχρώσεις. Και μερικά ακόμα που δεν έχω
ακούσει ποτέ.

Διαλέγω ένα τραγούδι που μου τραβάει την


προσοχή και πατάω «play». Λέγεται «Try»,
από τη Νέλλυ Φουρτάντο. Αρχίζει να
τραγουδάει, και η φωνή της είναι ένα
μεταξωτό πέπλο που τυλίγεται γύρω μου
και με σκεπάζει. Ξαπλώνω στο κρεβάτι
μου.

Σημαίνει αυτό πως ο Κρίστιαν θα


προσπαθήσει; Θα δοκιμάσει αυτή την
καινούρια σχέση; Ρουφάω τους στίχους
κοιτάζοντας το ταβάνι, προσπαθώντας να
καταλάβω τη μεταστροφή του. Του έλειψα*
Μου έλειψε. Πρέπει να αισθάνεται κάτι για
μένα. Πρέπει. Αυτό το iPad, αυτά τα
τραγούδια, αυτές οι εφαρμογές νοιάζεται.
Πραγματικά νοιάζεται. Η καρδιά μου
γεμίζει από ελπίδα.

Το τραγούδι τελειώνει, και τα μάτια μου


γεμίζουν δάκρυα. Κάνω κύλιση γρήγορα σε
κάποιο άλλο «The Scientist», από τους
Coldplay, ένα από τα αγαπημένα
συγκροτήματα της Κέιτ. Το ξέρω το
κομμάτι, αλλά δεν πρόσεξα ποτέ τους
στίχους ιδιαίτερα. Κλείνω τα βλέφαρα και
αφήνω τα λόγια να με παρασύρουν και να
με πλημμυρίσουν.

Τα δάκρυά μου αρχίζουν να κυλούν. Δεν


μπορώ να τα συγκρατήσω. Αν αυτό δεν
είναι απολογία, τι είναι; Ω Κρίστιαν...

Ή μήπως είναι πρόσκληση; Θα απαντήσει


στις ερωτήσεις μου; Μήπως διαβάζω πάρα
πολλά μέσα σ' αυτούς τους στίχους; Κατά
πάσα πιθανότητα διαβάζω πάρα πολλά
μέσα σ' αυτούς τους στίχους.

Σκουπίζω τα δάκρυά μου. Πρέπει να του


στείλω ένα μήνυμα για να τον ευχαριστήσω.
Πετάγομαι από το κρεβάτι για να φέρω το
κακό μηχάνημα.
Κάθομαι σταυροπόδι στο κρεβάτι, ενώ οι
Coldplay εξακολουθούν να τραγουδούν. To
Mac ανοίγει, και συνδέομαι.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ θέμα: IPAD

Ημερομηνία: 9 Ιουνίου 2011, 23:56 npos:


Κρίστιαν Γκρέυ

Με έκανες πάλι να κλάψω.

Λατρεύω το iPad.

Λατρεύω τα τραγούδια.

Λατρεύω την εφαρμογή Βρετανική


Βιβλιοθήκη. Σε λατρεύω.

Ευχαριστώ.
Καληνύχτα.

Άνα χχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: iPad

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 00:03 npos:


Αναστάζια Στιλ

Χαίρομαι που σου άρεσε. Αγόρασα ένα και


για μένα.

Τώρα, αν ήμουν εκεί, θα στέγνωνα τα


δάκρυά σου με φιλιά.

Αλλά δεν είμαι γι’ αυτό, πήγαινε για ύπνο.

Christian Grey
CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

H απάντησή του με κάνει να χαμογελάσω


πάντα τόσο αυταρχικός, πάντα τόσο
Κρίστιαν.

Άραγε θα αλλάξει κι αυτό; Και τούτη τη


στιγμή συνειδητοποιώ πως ελπίζω να μην
αλλάξει. Μου αρέσει έτσι -επιβλητικός-,
φτάνει να μπορώ να σηκώνω το ανάστημά
μου απέναντί του χωρίς τον φόβο της
τιμωρίας.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Κύριος Γξρινιαρης


Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 00:07

Προς: Κριστιαν Γκρέυ

Ακούγεστε ο συνηθισμένος αυταρχικός και


ισως αγχωμένος,

ισως γκρινιάρηε εαυτός σas, κύριε Γκρέυ.

Ξέρω κάτι που θα το έδιωχνε αυτό. Από την


άλλη όμως δεν είστε εδώ -δε θέλατε να με
αφήσετε να έρθω και περιμένετε να
ικετέψω...

Συνεχίστε να ονειρεύεστε, Κύριε.

Άνα χχ
ΥΓ. Παρατηρώ επίσης ότι συμπεριλάβατε
και τον ΕθνικόΎμνο αυτών που
ειδικεύονται στην παρακολούθηση, το
«Every Breath You Take». Όντως
απολαμβάνω το χιούμορ σας.

To ξέρει όμως ο δόκτωρ Φλυν;

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Ηρεμία επιπέδου ζεν

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 00:11

Προς: Αναστάζία Στιλ

Πολυαγαπημένη μου δεσποινίς Στιλ,


Το ξύλισμα συμβαίνει και σε σχέσει βανίλια,
ξέρετε. Συνήθω5 συναινετικά και μέσα σε
σεξουαλικά πλαίσια... Αλλά θα χαρώ πολύ να
κάνω μια εξαίρεση.

θα ανακουφιστείτε αν μάθετε πως και ο


δόκτωρ Φλυν απολαμβάνει το χιούμορ μου.

Τώρα, παρακαλώ, πηγαίνετε για ύπνο, γιατί


αύριο δε θα κοιμηθείτε πολύ.

Παρεμπίπτοντα^ θα ικετέψετε, ακούστε που


σας λέω.

Και το περιμένω ανυπόμονα.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________
Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Καληνύχτα, όνειρα γλυκά

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 00: 13

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Λοιπόν, αφού μου το ζητάε τόσο ευγενικά,


και μου αρέσει η υπέροχη απειλή σου, θα
κουλουριαστώ με το iPad που είχες την
ευγένεια να μου χαρίσει και θα αποκοιμηθώ
ψάχνοντας τη Βρετανική Βιβλιοθήκη,
ακούγοντας τη μουσική που μιλάει αντί για
σένα.

Α χχχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ


θέμα: Άλλη μία παράκληση

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 00:15

Προς: Αναστάζία Στιλ

Ονειρέψου με.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Να σε ονειρευτώ, Κρίστιαν Γκρέυ;


Πάντα.
Φοράω γρήγορα τις πιτζάμες μου,
βουρτσίζω τα δόντια μου και πέφτω στο
κρεβάτι. Βάζω τα ακουστικά, τραβάω το
ξεφούσκωτο μπαλόνι Τσάρλι Τάνγκο κάτω
από το μαξιλάρι μου και το αγκαλιάζω.

Ξεχειλίζω από χαρά. Ένα ηλίθιο πλατύ


χαμόγελο είναι κολλημένο στο πρόσωπό
μου. Πόσο μεγάλη διαφορά μπορεί να κάνει
μία μέρα. Πώς θα τα καταφέρω να κοιμηθώ;

Ο Χοσέ Γκονζάλες αρχίζει να τραγουδάει


μια αιθέρια μελωδία με υπνωτιστικό
κιθαριστικό ριφ, και βυθίζομαι σιγά σιγά
στον ύπνο, απορώντας πώς ο κόσμος
επέστρεψε στη σωστή του θέση μέσα σ’
ένα βράδυ και εξετάζοντας νωθρά την ιδέα
να φτιάξω μια λίστα μουσικής για τον
Κρίστιαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

To MONO ΚΑΛΟ ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι


δεν έχω αυτοκίνητο είναι πως, πηγαίνοντας
στη δουλειά με το λεωφορείο, μπορώ να
συνδέσω τα ακουστικά μου στο iPad ενώ
βρίσκεται φωλιασμένο στην ασφάλεια της
τσάντας μου και να ακούσω όλα εκείνα τα
υπέροχα τραγούδια που μου έγραψε ο
Κρίστιαν. Ώσπου να φτάσω στο γραφείο,
έχω το πιο γελοίο χαμόγελο στο πρόσωπό
μου.
Ο Τζακ με κοιτάζει και αντιδρά με
χρονοκαθυστέρηση. «Καλημέρα, Άνα.
Φαίνεσαι... Λαμπερή».

Η παρατήρησή του με κάνει να κοκκινίσω.


Πολύ ανάρμοστο!

«Κοιμήθηκα καλά, ευχαριστώ, Τζακ.


Καλημέρα».

Το μέτωπό του ζαρώνει. «Μπορείς να


διαβάσεις αυτά για μένα και να μου γράψεις
αναφορές μέχρι την ώρα του φαγητού, σε
παρακαλώ;» Μου δίνει τέσσερα
χειρόγραφα. Βλέποντας την
τρομοκρατημένη έκφρασή μου, προσθέτει:
«Μόνο τα πρώτα κεφάλαια».

« Βέβαια! » Χαμογελάω με ανακούφιση,


και απαντάει με ένα πλατύ χαμόγελο.
Ανοίγω τον υπολογιστή για να αρχίσω να
δουλεύω, τελειώνοντας τον λάτε μου και
τρώγοντας μια μπανάνα. Υπάρχει ένα
ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Κρίστιαν.

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Ειλικρινά...

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 08:05

Προς: Αναστάζια Στιλ

Ελπίζω να έφαγες πρωινό.

Μου έλειπες χτες το βράδυ.

Christian Grey
CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Παλιά βιβλία...

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 08:33

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Πληκτρολογώ τρώγοντας μια μπανάνα. Δεν


έφαγα πρωινά κάμποσεε μέρες, επομένου
είναι ένα βήμα εμπρός. Μου αρέσει η
εφαρμογή τις Βετανικής Βιβλιοθήκης -
άρχισα να ξαναδιαβάζω τον Ροβινσώνα
Κρούσο... Και φυσικά σε αγαπάω. Τώρα
άφησέ με ήσυχη προσπαθώ να δουλέψω.

Αναστάζια Στιλ
Βοηθόε του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Αυτό έφαγεε όλο κι όλο:

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 08:36

Προς: Αναστάζια Στιλ

Μπορείε και καλύτερα, θα χρειαστείς την


ενέργειά σου για να ικετέψει.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________
Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Μπελάς

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 08:39

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Κύριε Γκρέυ προσπαθώ να δουλέψω για να


βγάλω το ψωμί μου.

Κι αυτός που θα ικετεύει θα είστε εσείς.

Αναστάζία Στιλ

Bonθos του ΤζακΧάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ


θέμα: Για να δούμε...

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 08:42

Προς: Αναστάζία Στιλ

Λοιπόν, δεσποινίε Στιλ, μου αρέσει να μου


πετούν το γάντι...

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Καθομαι και χαμογελάω στην οθόνη σαν


ηλίθια. Αλλά πρέπει να διαβάσω εκείνα τα
κεφάλαια για τον Τζακ και να γράψω
αναφορές για όλα. Βάζω τα χειρόγραφα
επάνω στο γραφείο μου και αρχίζω.
Την ώρα του φαγητού πηγαίνω στο
ντελικατέσεν για ένα σάντουιτς με
παστράμι και ακούω τη λίστα μουσικής στο
iPad. Πρώτος πρώτος είναι ο Νίτιν Σόνυ,
ένα κομμάτι world music που λέγεται
«Homelands» είναι όμορφο. Ο κύριος
Γκρέυ έχει εκλεκτικά γούστα στη μουσική.
Γυρίζω πίσω, ακούγοντας ένα κλασικό
κομμάτι, «Fantasia on a Theme by Thomas
Tallis», του Ραλφ Bov Γουίλιαμς. Ο
Πενήντα έχει χιούμορ, και τον αγαπάω γι’
αυτό. Θα φύ-

γει ποτέ από το πρόσωπό μου αυτό το


ηλίθιο χαμόγελο;

Το απόγευμα αργεί να περάσει. Αποφασίζω,


απερίσκεπτα, να στείλω ένα μήνυμα στον
Κρίστιαν.
_____________________________________
--

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Βαριέμαι...

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 16:05

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Ξύνω τα νύχια μου. nebs είσαι;

Τι κάνειε;

Αναστάζία Στιλ

Bonθos του ΤζακΧάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________
Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Τα νύχια σου

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011,16:15

Προς: Αναστάζία Στιλ

Έπρεπε να έχειε έρθει να δουλέψει για μένα.

Δε θα έξυνες τα νύχια σου.

Είμαι σίγουροε πως θα μπορούσα να τα


αξιοποιήσω καλύτερα.

Για την ακρίβεια, έχω υπόψη μου μερικές


εναλλακτικές...

Κάνω τις συνηθισμένες ανιαρές


συγχωνεύσεις και αγορές.
Όλα είναι πολύ πληκτικά.

Τα ηλεκτρονικά σου μηνύματα στην ΑΕΣ


παρακολουθούνται.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Ω, γαμώτο. Δεν είχα ιδέα. Πώς διάολο το


ξέρει;

Κοιτάζω σκυθρωπή την οθόνη κι ελέγχω


στα γρήγορα τα μηνύματα που
ανταλλάξαμε μεταξύ μας, σβήνοντάς τα.

Στις πεντέμισι ακριβώς ο Τζακ είναι στο


γραφείο μου. Είναι Ανεπίσημη Παρασκευή
και φοράει τζιν και μαύρο πουκάμισο.
«Ποτό, Άνα; Συνήθως πάμε για ένα
γρήγορο στο μπαρ απέναντι».

«Ποιοι πάτε;» ρωτάω γεμάτη ελπίδα.

«Οι περισσότεροι από μας...Έρχεσαι;»

Για κάποιον άγνωστο λόγο, που δε θέλω να


εξετάσω πολύ σχολαστικά, με πλημμυρίζει
ανακούφιση.

«Ευχαρίστως. Πώς λέγεται το μπαρ;»

«“Πενήντα”».

«Πλάκα μού κάνεις...»

Με κοιτάζει παραξενεμένος. «Όχι...


Σημαίνει κάτι για σένα;»

«Όχι, συγγνώμη... Θα σας βρω εκεί».


«Τι θες να πιεις;»

«Μια μπίρα, σε παρακαλώ».

«Ωραία».

Πηγαίνω στην τουαλέτα και στέλνω ένα


μήνυμα στον Κρίστιαν από το BlackBerry.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: θα ταιριάξει απόλυτα

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011, 17:36

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Πάμε σ’ ένα μπαρ που Λέγεται «Πενήντα».


Η πλούσια φλέβα χιούμορ που θα μπορούσα
να εξορύξω από αυτό είναι ατέλειωτη.

Ανυπομονώ να σας δω εκεί, κύριε Γκρέυ.

Αχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Κίνδυνοι

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011,17:38

Προς: Αναστάζία Στιλ

Η εξόρυξη είναι πάρα πολύ επικίνδυνη


απασχόληση. Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.


_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Κίνδυνοι;

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011,17:40

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Εννοείς;

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Απλώε...

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου 2011,17:42

Προς: Αναστάζία Στιλ


Έκανα μια παρατήρηση, δεσποινίς Στιλ.

θα σας δω σύντομα.

Τα λέμε σε λίγο, μωρό μου.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Ελέγχω τον εαυτό μου στον καθρέφτη.


Πόσο μεγάλη διαφορά μπορεί να κάνει μία
μέρα. Έχω πιο πολύ χρώμα στα μάγουλα,
και τα μάτια μου λάμπουν. Είναι το
φαινόμενο Κρίστιαν Γκρέυ. Η ανταλλαγή
μερικών μηνυμάτων με κείνον έχει αυτή
την επίδραση. Χαμογελάω στον καθρέφτη
και ισιώνω το γαλάζιο μου πουκάμισο
εκείνο που μου αγόρασε ο Τέυλορ. Σήμερα
φοράω και το αγαπημένο μου τζιν. Οι
περισσότερες γυναίκες στο γραφείο φορούν
είτε τζιν είτε φαρδιές φούστες. Θα πρέπει
να αγοράσω μια δυο φαρδιές φούστες. Ίσως
το κάνω το Σαββατοκύριακο,
χρησιμοποιώντας το τσεκ που μου έδωσε ο
Κρίστιαν για τη Γουάντα, τον Σκαραβαίο
μου.

Μια φωνή ακούγεται πίσω μου τη στιγμή


που βγαίνω από το κτίριο. «Δεσποινίς
Στιλ;»

Γυρίζω και βλέπω μια κάτωχρη κοπέλα να


με πλησιάζει επιφυλακτικά. Μοιάζει με
φάντασμα τόσο χλωμή και παράξενα
ανέκφραστη.
«Δεσποινίς Αναστάζια Στιλ;»
επαναλαμβάνει, και τα χαρακτηριστικά της
μένουν στατικά, παρόλο που μιλάει.

«Ναι;»

Σταματάει και με κοιτάζει από απόσταση


περίπου ενός μέτρου στο πεζοδρόμιο. Την
κοιτάζω κι εγώ, μένοντας ακίνητη. Ποια
είναι; Τι θέλει;

«Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρωτάω.

Ποιος ξέρει το όνομά μου;

«Όχι... Απλώς ήθελα να σε δω». Η φωνή


της είναι απόκοσμα απαλή. Όπως κι εγώ,
έχει σκούρα μαλλιά, που δημιουργούν
έντονη αντίθεση με το ανοιχτόχρωμο δέρμα
της. Τα μάτια της είναι μελιά, αλλά άψυχα.
Δεν υπάρχει καθόλου ζο)ή μέσα τους. Το
όμορφο πρόσωπό της είναι χλωμό και
χαραγμένο από θλίψη.

«Συγγνώμη βρίσκομαι σε μειονεκτική


θέση...» αποκρίνομαι, προσπαθώντας να
αγνοήσω το προειδοποιητικό
μυρμήγκιασμα στη ραχοκοκαλιά μου.

Από πιο κοντά φαίνεται παράξενη,


ξεχτένιστη και ατημέλητη. Τα ρούχα της
είναι δύο νούμερα μεγαλύτερα, ακόμα και
το επώνυμο αδιάβροχό της πλέει επάνω της.
Γελάει με έναν αλλόκοτο, παράφωνο ήχο,
που τροφοδοτεί το άγχος μου.

«Τι έχεις εσύ που δεν έχω εγώ;» ρωτάει


θλιμμένα.
Το άγχος μου μετατρέπεται σε φόβο.
«Συγγνώμη,.. Ποια είσαι;»

«Εγώ; Δεν είμαι καμία». Σηκώνει το χέρι


της για να το περάσει μέσα από τα μακριά
έως τους ώμους μαλλιά της, και καθώς το
κάνει, το μανίκι του αδιάβροχου ανεβαίνει,
αποκαλύπτοντας έναν βρόμικο επίδεσμο
γύρω από τον καρπό της.

Γαμώτο μου...

«Καλή σου μέρα, δεσποινίς Στιλ».

Στρέφεται και απομακρύνεται, ενώ εγώ


μένω καρφωμένη στη θέση μου.
Παρακολουθώ τη μικροκαμωμένη σιλουέτα
της να εξαφανίζεται, χαμένη ανάμεσα στους
εργαζόμενους που ξεχύνονται από τα
διάφορα γραφεία.
Tι ήταν αυτό;

Μπερδεμένη, διασχίζω τον δρόμο προς το


μπαρ, προσπαθώντας να αφομοιώσω αυτό
που μόλις έγινε, ενώ το υποσυνείδητό μου
σηκώνει το άσχημο κεφάλι του και μου λέει
σφυριχτά: Έχει κάποια σχέση με τον
Κρίστιαν.

Το «Πενήντα» είναι ένα σπηλαιώδες


απρόσωπο μπαρ με σημαιάκια και πόστερ
του μπέιζμπολ στους τοίχους. Ο Τζακ
βρίσκεται στην μπάρα με την Ελίζαμπεθ,
την Κόρτνυ, την άλλη επιμελήτρια, δύο
τύπους από το οικονομικό τμήμα και την
Κλαιρ από τη ρεσεψιόν. Φοράει τους
μόνιμους ασημένιους κρίκους της.

«Γεια σου, Άνα!» Ο Τζακ μού δίνει ένα


μπουκάλι Bud.
«Εις υγείαν. Ευχαριστώ...» τραυλίζω,
αναστατωμένη ακόμη από τη συνάντησή
μου με το Κορίτσι-Φάντασμα.

Space Needle: πύργος-ορόσημο του Σιάτλ.


(Σ.τ.Ε.)
«Εις υγείαν».

Τσουγκρίζουμε τα μπουκάλια μας, και ο


Τζακ συνεχίζει την κουβέντα του με την
Ελίζαμπεθ. Η Κλαιρ μου χαμογελάει γλυκά.

«Λοιπόν, πώς ήταν η πρώτη σου εβδομάδα;»


ρωτάει.

«Μια χαρά, ευχαριστώ. Όλοι φαίνονται πολύ


φιλικοί».

«Σήμερα δείχνεις πολύ πιο χαρούμενη».

«Είναι Παρασκευή...» μουρμουρίζω


βιαστικά. «Λοιπόν... Έχεις κανονίσει τίποτα
για το Σαββατοκύριακο;»
Η ΠΑΤΕΝΤΑΡΙΣΜΕΝΗ ΜΟΥ
ΤΕΧΝΙΚΗ αντιπερισπασμού λειτουργεί
και με σώζει. Αποδεικνύεται πως η Κλαιρ
έχει έξι αδέρφια και θα πάει σε μια μεγάλη
οικογενειακή συγκέντρωση στην Τακόμα.
Γεμίζει έξαψη, και συνειδητοποιώ ότι δεν
έχω μιλήσει σε κοπέλα της ηλικίας μου από
τότε που έφυγε η Κέιτ για τα Μπαρμπάντος.

Αναρωτιέμαι αφηρημένα τι να κάνει η


Κέιτ... Και ο Έλλιοτ. Πρέπει να θυμηθώ
να ρωτήσω τον Κρίστιαν αν έχει μάθει νέα
του. Ω, και ο Ίθαν, ο αδερφός της Κέιτ,
θα επιστρέψει την άλλη Τρίτη και θα μείνει
στο διαμέρισμά μας. Δε φαντάζομαι να
ενθουσιαστεί ο Κρίστιαν με την ιδέα. Η
συνάντησή μου λίγο νωρίτερα με το
παράξενο Κορίτσι-Φάντασμα
απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από το
μυαλό μου.

Την ώρα που μιλάω με την Κλαιρ, η


ΕλίζαμπεΟ μου δίνει άλλη μία μπίρα.

«Ευχαριστώ...» της λέω χαμογελώντας.

Η Κλαιρ είναι πολύ καλή παρέα -της αρέσει


να συζητάει-, και προτού το καταλάβω,
είμαι στην τρίτη μου μπίρα, κερασμένη από
ένα από τα παιδιά του οικονομικού
τμήματος.

Όταν η ΕλίζαμπεΟ και η Κόρτνυ φεύγουν, ο


Τζακ έρχεται κοντά σε μένα και την Κλαιρ.
Πού είναι ο Κρίστιαν;

Ένα από τα παιδιά του οικονομικού πιάνει


την κουβέντα με την Κλαιρ.
«Άνα, πιστεύεις πως ήταν σωστή η
απόφασή σου να έρθεις εδώ;»

Η φωνή του Τζακ είναι σιγανή και στέκεται


κάπως υπερβολικά κοντά. Αλλά έχω
παρατηρήσει πως έχει την τάση να το κάνει
αυτό με όλους, ακόμα και στο γραφείο.

«Πέρασα καλά αυτή την εβδομάδα,


ευχαριστώ, Τζακ.

Ναι. Νομίζω πως πήρα τη σωστή


απόφαση».

«Είσαι πολύ έξυπνη κοπέλα, Άνα. Θα


φτάσεις ψηλά».

Κοκκινίζω. «Ευχαριστώ...» ψελλίζω, επειδή


δεν ξέρω τι άλλο να πω.
«Μένεις μακριά;»

«Στην Πάικ Πλέις Μάρκετ».

«Όχι μακριά από μένα». Χαμογελώντας,


πλησιάζει ακόμα πιο κοντά και σκύβει
επάνω στο μπαρ, ουσιαστικά παγιδεύοντάς
με. «Έχεις κανονίσει τίποτα για το
Σαββατοκύριακο;»

«Κοίτα... Εμμμ...»

Τον αισθάνομαι προτού καν τον δω. Είναι


λες και ολόκληρο το κορμί μου είναι
απόλυτα συντονισμένο στην παρουσία του.
Χαλαρώνει και παίρνει φωτιά ταυτόχρονα
-ένας αλλόκοτος εσωτερικός δυϊσμός-, και
νιώθω εκείνο τον παράξενο παλλόμενο
ηλεκτρισμό.
Ο Κρίστιαν τυλίγει το χέρι γύρω από τον
ώμο μου σε μια φαινομενικά τυχαία
επίδειξη τρυφερότητας αλλά εγώ δεν
ξεγελιέμαι. Διεκδικεί τα δικαιώματά του,
και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι
καλοδεχούμενος. Φιλάει απαλά τα μαλλιά
μου.

«Γεια σου, μωρό μου...» λέει ψιθυριστά.

Νιώθω ανακουφισμένη, ασφαλής και


γεμάτη έξαψη με το χέρι του γύρω μου.
Με τραβάει στο πλευρό του και σηκώνω τα
μάτια επάνω του. Έχει καρφώσει το βλέμμα
του στον Τζακ, εντελώς ανέκφραστος.
Στρέφοντας την προσοχή του σε μένα, μου
χαρίζει ένα σύντομο στραβό χαμόγελο και
μετά ένα πεταχτό φιλί. Φοράει το μπλε
μαρέν ριγέ σακάκι του πάνω από ένα τζιν
κι ένα ανοιχτό άσπρο πουκάμισο. Είναι
χάρμα.

Ο Τζακ τραβιέται αμήχανα.

«Τζακ, να σου συστήσω τον Κρίστιαν...»


μουρμουρίζω απολογητικά. Γιατί
απολογούμαι; «Κρίστιαν, ο Τζακ».

«Είμαι ο φίλος» λέει ο Κρίστιαν σφίγγοντας


το χέρι του Τζακ με ένα αχνό ψυχρό
χαμόγελο που δε φτάνει στα μάτια του.

Σηκώνω τη ματιά στον Τζακ, που αξιολογεί


νοερά το εξαιρετικό δείγμα ανδρικού φύλου
που έχει εμπρός του.

«Είμαι το αφεντικό» αποκρίνεται


υπεροπτικά ο Τζακ. «Η Άνα ανέφερε όντως
έναν πρώην φίλο...»
Ω, γαμώτο... Δε θέλεις να παίξεις αυτό το
παιχνίδι με τον Πενήντα.

«Λοιπόν, όχι-πια-πρώην» αποκρίνεται


ήρεμα ο Κρίστιαν. «Έλα, μωρό μου. Ώρα να
φεύγουμε».

«Παρακαλώ... Μείνε να πιεις ένα ποτό μαζί


μας» προτείνει μαλακά ο Τζακ.

Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Γιατί είναι


τόσο άβολο όλο αυτό; Κοιτάζω την Κλαιρ,
που φυσικά έχει καρφώσει το βλέμμα, με το
στόμα να χάσκει και γεμάτη λαγνεία, στον
Κρίστιαν. Πότε θα σταματήσω να
νοιάζομαι για την εντύπωση που προκαλεί
στις άλλες γυναίκες;

«Έχουμε κανονίσει κάτι!..» λέει ο Κρίστιαν


με το αινιγματικό του χαμόγελο.
Μπα; Ένα ρίγος προσδοκίας διαπερνάει το
σώμα μου.

«Κάποια άλλη φορά ίσως» συνεχίζει. « Ελα


» προσθέτει και με πιάνει από το χέρι.

«Θα τα πούμε τη Δευτέρα». Χαμογελάω


στον Τζακ, στην Κλαιρ και στα παιδιά από
το οικονομικό, καταβάλλοντας προσπάθεια
να αγνοήσω την καθόλου ευχαριστημένη
έκφραση του Τζακ, και ακολουθώ τον
Κρίστιαν έξω.

Ο Τέυλορ είναι στο τιμόνι του Audi και


περιμένει στο ρείθρο του πεζοδρομίου.

«Γιατί όλο αυτό μου φάνηκε σαν


διαγωνισμός κάτουρήματος;» ρωτάω τον
Κρίστιαν την ώρα που μου ανοίγει την
πόρτα του αυτοκινήτου.
«Επειδή ήταν...» απαντάει σιγανά και μου
χαρίζει το αινιγματικό του χαμόγελο
κλείνοντας την πόρτα.

«Γεια σου, Τέυλορ» λέω και τα μάτια μας


συναντιούνται στον καθρέφτη.

«Δεσποινίς Στιλ!» Ο Τέυλορ με χαιρετάει


με εγκάρδιο χαμόγελο.

Ο Κρίστιαν κάθεται δίπλα μου, πιάνει το


χέρι μου και φιλάει απαλά τις αρθρώσεις.
«Γεια...» ψιθυρίζει.

Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν ξέροντας πως


ο Τέυλορ μας ακούει, νιώθοντας
ευγνωμοσύνη που δεν μπορεί να δει το
καυτό, ερεθιστικό βλέμμα που μου ρίχνει
ο Κρίστιαν. Χρειάζομαι όλο μου τον
αυτοέλεγχο για να μην ορμήσω επάνω του
εδώ και τώρα, στο πίσω κάθισμα του
αυτοκινήτου.

Ω, το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου...


Χμμμ...

«Γεια...» τραυλίζω. Το στόμα μου είναι


ξερό.

«Τι θα ήθελες να κάνεις απόψε;»

«Νόμιζα πως είχαμε κανονίσει».

«Ω, ξέρω τι θέλω να κάνω εγώ,


Αναστάζία... Σε ρωτάω τι θες να κάνεις
εσύ».

Του χαμογελάω πλατιά.

«Μάλιστα...» μουρμουρίζει με ένα έκφυλο


χαμόγελο.
«Άρα λοιπόν... Ικετεύουμε. Θες να
ικετέψεις σπίτι μου ή στο δικό σου;» Γέρνει
το κεφάλι του στο πλάι και μου χαμογελάει
με το σέξι χαμόγελό του.

«Νομίζω πως είστε πολύ ξιπασμένος, κύριε


Γκρέυ... Αλλά έτσι, για αλλαγή, θα
μπορούσαμε να πάμε στο δικό μου
διαμέρισμα». Δαγκώνω επίτηδες το χείλος
μου, και η έκφρασή του σκοτεινιάζει.

«Τέυλορ, στο σπίτι της δεσποινίδας Στιλ,


παρακαλώ».

«Κύριε» αποκρίνεται ο Τέυλορ και


ξεκινάει.

«Λοιπόν, πώς ήταν η μέρα σου;» ρωτάει ο


Κρίστιαν.
«Μια χαρά. Η δική σου;»

«Μια χαρά, ευχαριστώ!» Το γελοία πλατύ


χαμόγελό του καθρεφτίζει το δικό μου και
μου φιλάει πάλι το χέρι. «Είσαι υπέροχη!»
λέει.

«Το ίδιο κι εσύ».

«Το αφεντικό σού, ο Τζακ Χάυντ, είναι


καλός στη δουλειά του;»

Οπ! Ξαφνική αλλαγή πλεύσης.

Σκυθρωπιάζω. «Γιατί; Αυτό δεν έχει σχέση


με τον διαγωνισμό κατουρήματος...»

Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά. «Αυτός ο


τύπος θέλει να σε κουτουπώσει,
Αναστάζια» απαντάει ξερά.
Γίνομαι κατακόκκινη και το στόμα μου
ανοίγει διάπλατα. Κοιτάζω νευρικά τον
Τέυλορ. «Ό,τι κι αν θέλει, το ίδιο μού
κάνει... Γιατί το συζητάμε καν; Το ξέρεις
ότι δε με ενδιαφέρει καθόλου αυτός ο
άνθρωπος. Είναι μόνο το αφεντικό μου».

«Περί αυτού πρόκειται. Θέλει αυτό που


είναι δικό μου. Πρέπει να ξέρω αν είναι
καλός στη δουλειά του».

Ανασηκώνω τους ώμους πού το πάει; «Έτσι


νομίζω».

«Λοιπόν, καλύτερα να σ’ αφήσει ήσυχη,


αλλιώς θα βρεθεί κωλοκαθισμένος στο
πεζοδρόμιο!»

«Ω Κρίστιαν, τι λες τώρα; Δεν έκανε τίποτα


κακό...»
Κι όμως. Στέκεται υπερβολικά κοντά.

«Αν κάνει έστω και μία κίνηση, πες μου


το. Λέγεται ανάρμοστη συμπεριφορά ή
σεξουαλική παρενόχληση».

«Ήταν απλώς ένα ποτό μετά τη δουλειά».

«Το εννοώ. Μία κίνηση, κι έφυγε!»

«Δεν έχεις τόση εξουσία». Ειλικρινά τώρα!


Και προτού υψώσω το βλέμμα στον
ουρανό, η συνειδητοποίηση με χτυπάει σαν
τριαξονικό χωρίς φρένα. «Έχεις, Κρίστιαν;»

Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει με το


αινιγματικό του χαμόγελο.

«Αγοράζεις την εταιρεία...» ψελλίζω με


φρίκη.
Το χαμόγελό του παγώνει λίγο, ως
αντίδραση στον πανικό που εκπέμπει η
φωνή μου. «Όχι ακριβώς» αποκρίνεται.

«Την αγόρασες. Την ΑΕΣ. Ήδη

Ανοιγοκλείνει τα μάτια επιφυλακτικά.


«Πιθανώς...»

«Την αγόρασες ή δεν την αγόρασες;»

«Την αγόρασα».

Τι διάολο; «Γιατί;» ρωτάω με κομμένη την


ανάσα, έντρομη ω, αυτό παραπάει.

«Επειδή μπορώ, Αναστάζία. Σε θέλω


ασφαλή».

«Μα είπες πως δε θα επέμβεις στην καριέρα


μου»,
«Και δε θα επέμβω».

Τραβάω απότομα το χέρι μου από το δικό


του. «Κρίστιαν...» Χάνω τα λόγια μου.

«Είσαι θυμωμένη μαζί μου;»

«Ναι. Φυσικά και είμαι θυμωμένη μαζί


σου!» Βράζω. «Θέλω να πω, ποιο υπεύθυνο
επιχειρηματικό στέλεχος παίρνει αποφάσεις
ανάλογα με το ποια πηδάει τη συγκεκριμένη
στιγμή;» Ασπρίζω και κοιτάζω πάλι
νευρικά τον Τέυλορ, που μας αγνοεί
στωικά.

Σκατά. Ακατάλληλη στιγμή για να


εκδηλώσω δυσλειτουργία στο φίλτρο
μεταξύ εγκεφάλου και στόματος.
Ο Κρίστιαν ανοίγει το στόμα και ύστερα
το ξανακλείνει και με ατενίζει σκυθρωπός.
Τον κοιτάζω αγριεμένη. Η ατμόσφαιρα
μέσα στο αυτοκίνητο βουλιάζει από τη
ζεστασιά της επανένωσής στην παγωμάρα
των λόγων που αποφεύγουμε να πούμε και
των ενδεχόμενων αλληλοκατηγοριών
καθώς αγριοκοιτάζουμε ο ένας τον άλλο.

Ευτυχώς, η άβολη διαδρομή μας δεν


κρατάει πολύ, και ο Τέυλορ σταματάει έξω
από το διαμέρισμά μου.

Πετάγομαι γρήγορα έξω από το αυτοκίνητο,


χωρίς να 7ΐεριμένω να μου ανοίξουν την
πόρτα.

Ακούω τον Κρίστιαν να μουρμουρίζει στον


Τέυλορ: «Νομίζω πως είναι καλύτερο να
περιμένεις εδώ...».
Τον νιώθω να στέκεται πολύ κοντά πίσω
μου καθώς ψάχνω να βρω στην τσάντα μου
τα κλειδιά της εξώπορτας.

«Αναστάζια...» λέει ήρεμα σαν να είμαι


κανένα στριμωγμένο άγριο ζώο.

Αναστενάζω και γυρίζω να τον κοιτάξω


καταπρόσωπο. Είμαι τόσο έξαλλη μαζί του.
Ο θυμός μου είναι χειροπιαστός μια
σκοτεινή οντότητα που απειλεί να με πνίξει.

«Πρώτον, δε σ’ έχω πηδήξει εδώ και καιρό -


πολύ καιρό, έτσι νιώθωκαι, δεύτερον, ήθελα
να μπω στις εκδόσεις. Από τις τέσσερις
εταιρείες στο Σιάτλ, η ΑΕΣ είναι η πιο
κερδοφόρα, αλλά βρίσκεται στο μεταίχμιο
και οδεύει προς τέλμα. Πρέπει να
επεκταθεί».
Τον κοιτάζω ψυχρά. Η ματιά του είναι
έντονη, ακόμα και απειλητική, αλλά
απίστευτα σέξι. Θα μπορούσα να χαθώ στα
ατσάλινα βάθη της.

«Δηλαδή τώρα είσαι το αφεντικό μου!»


πετάω.

«Τυπικά είμαι το αφεντικό του αφεντικού


του αφεντικού σου».

«Και, τυπικά, είναι ανάρμοστη


συμπεριφορά το γεγονός ότι πηδάω το
αφεντικό του αφεντικού του αφεντικού
μου».

«Προς το παρόν τσακώνεσαι μαζί του...» Ο


Κρίστιαν κατσουφιάζει.
«Κι αυτό επειδή είναι τόσο ζο^ντόβολο!»
αντιγυρίζω σφυριχτά.

Ο Κρίστιαν κάνει ένα βήμα πίσω


κατάπληκτος. Ω, γαμώτο... Μήπως το
παράκανα;

«Ζωντόβολο;» μουρμουρίζει, και η


έκφρασή του αλλάζει. Δείχνει να το
διασκεδάζει.

Να πάρει ο διάολος! Είμαι έξαλλη μαζί σου.


Μη με χάνεις να γελάω!

«Ναι!» Καταβάλλω προσπάθεια να


διατηρήσω το ύφος της ηθικά
προσβεβλημένης.
«Ζωντόβολο;» επαναλαμβάνει ο Κρίστιαν.
Αυτήν τη φορά τα χείλη του στραβώνουν σ’
ένα πνιχτό χαμόγελο.

«Μη με κάνεις να γελάω όταν είμαι έξαλλη


μαζί σου!» ξεφωνίζω.

Και χαμογελάει, με ένα εκτυφλωτικό πλατύ


αμερικανικό χαμόγελο, και δεν μπορώ να
κρατηθώ. Χαμογελάω και γελάω κι εγώ.
Πώς να μην επηρεαστώ από τη χαρά που
βλέπω στο χαμόγελό του;

«Το γεγονός ότι έχω ένα ηλίθιο


βρομοχαμόγελο στο πρόσωπό μου δε
σημαίνει πως δεν είμαι έξαλλη μαζί σου...»
μουρμουρίζω λαχανιασμένη,
προσπαθώντας να πνίξω το χαχανητό μου,
που θυμίζει τσιρλίντερ γυμνασιακού
επιπέδου. Αν και δεν ήμουν ποτέ τσιρλίντερ
έρχεται η πικρή σκέψη στο μυαλό μου.

Σκύβει, και νομίζω πως θα με φιλήσει, αλλά


απλώς χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου
και παίρνει βαθιά ανάσα.

«Όπως πάντα, δεσποινίς Στιλ, είστε


απρόσμενη...» Κάνει ένα βήμα πίσω και με
κοιτάζει με μάτια γεμάτα ευθυμία. «Λοιπόν,
θα με καλέσεις μέσα ή θα με ξαποστείλεις
επειδή ως Αμερικανός πολίτης,
επιχειρηματίας και καταναλωτής άσκησα το
δημοκρατικό μου δικαίωμα να αγοράσω
ό,τι διάολο μου κάνει κέφι;»

«Μίλησες γι’ αυτό στον δόκτορα Φλυν;»

Γελάει. «Θα μ’ αφήσεις να μπω ή όχι,


Αναστάζία;»
Προσπαθώ να έχω κατεβασμένα μούτρα -το
να δαγκώνω το χείλος μου βοηθάει-, αλλά
την ώρα που ανοίγω την πόρτα, χαμογελάω.
Ο Κρίστιαν στρέφεται και κάνει νόημα στον
Τέυλορ, και το Audi ξεκινάει και φεύγει.

ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟ να έχω τον Κρίστιαν


Γκρέυ στο διαμέρισμα. Το μέρος δίνει την
εντύπωση ότι του πέφτει μικρό.

Είμαι ακόμα έξαλλη μαζί του οι τάσεις


παρακολούθησης του Κρίστιαν δεν έχουν
όρια, και μου έρχεται η επιφοίτηση πως με
αυτό τον τρόπο έμαθε πως τα ηλεκτρονικά
μηνύματα στην ΑΕΣ παρακολουθούνται.
Μάλλον ξέρει περισσότερα για την ΑΕΣ
από μένα. Η σκέψη είναι δυσάρεστη.
Τι μπορώ να κάνω; Γιατί έχει αυτή την
ανάγκη να με κρατάει ασφαλή; Γ ία τον
Θεό, είμαι ενήλικη κατά κάποιον τρόπο. Τι
μπορώ να κάνω για να τον καθησυχάσω;

Κοιτάζω το πρόσωπό του έτσι όπως


πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο σαν
φυλακισμένο αρπακτικό, και ο θυμός μου
υποχωρεί. Το να τον βλέπω εδώ στον χώρο
μου τη στιγμή που νόμιζα πως είχαμε
χωρίσει με γεμίζει χαρά. Τον αγαπάω, και
η καρδιά μου φτερουγίζει από νευρική,
μεθυστική αγαλλίαση. Κοιτάζει ολόγυρα,
αξιολογώντας το περιβάλλον.

«Ωραίο σπίτι...» λέει.

«Το αγόρασαν στην Κέιτ οι γονείς της».


Γνέφει αφηρημένα, και τα έντονα γκρίζα
μάτια του έρχονται να στυλωθούν στα δικά
μου.

«Εεε... Θα ήθελες ένα ποτό;» τραυλίζω,


κοκκινίζοντας από νευρικότητα.

«Όχι, ευχαριστώ, Αναστάζία», Το βλέμμα


του σκοτεινιάζει.

Γιατί είμαι τόσο νευρική;

«Τι θα ήθελες να κάνεις, Αναστάζία;»


ρωτάει μαλακά ^ προχωρώντας προς το
μέρος μου ζωώδης και σέξι, «Εγώ ξέρω τι
θέλω να κάνω...» συμπληρώνει
χαμηλόφωνα.
Οπισθοχωρώ, ώσπου σκοντάφτω επάνω
στην τσιμεντένια νησίδα της κουζίνας.
«Είμαι ακόμα έξαλλη μαζί σου».

«Το ξέρω ...» Χαμογελάει με ένα στραβό


απολογητικό χαμόγελο, και λιώνω εντάξει,
ίσως όχι και τόσο έξαλλη.

«Θες να φας κάτι;» ρωτάω.

Γνέφει αργά. «Ναι. Εσένα...» μουρμουρίζει.

Τα πάντα κάτω από τη μέση μου


σφίγγονται. Ξελογιάζομαι και μόνο από τη
φωνή του, αλλά αυτό το ύφος, αυτό το
πεινασμένο ύφος που λέει ότι με θέλει τώρα
ποπό!

Στέκεται μπροστά μου χωρίς να με αγγίζει


πραγματικά, κοιτάζοντάς με στα μάτια και
λούζοντάς με στη θέρμη που εκπέμπει το
κορμί του. Αισθάνομαι μια αποπνικτική
ζέστη, νιώθω ξαναμμένη, και τα πόδια μου
είναι σαν ζελέ καθώς με διατρέχει
σκοτεινός πόθος. Τον θέλω.

«'Εφαγες σήμερα;» ρωτάει χαμηλόφωνα.

«Ένα σάντουιτς στη δουλειά...» ψιθυρίζω.


Δε θέλω να μιλήσω για φαγητό.

Στενεύει τα μάτια. «Πρέπει να φας».

«Πραγματικά δεν πεινάω. Για φαγητό...»

«Για ποιο πράγμα πεινάτε, δεσποινίς Στιλ;»

«Νομίζω πως ξέρετε, κύριε Γκρέυ».

Σκύβει, και νομίζω ξανά πως θα με φιλήσει,


αλλά δεν το κάνει.
«Θες να σε φιλήσω, Αναστάζια;» λέει
σιγανά στο αυτί μου.

« Ναι ...» τραυλίζω.

«Πού;»

«Παντού...»

«Θα χρειαστεί να γίνεις κάπως πιο


συγκεκριμένη. Σου είπα πως δεν πρόκειται
να σ’ αγγίξω μέχρι να με ικετέψεις και να
μου πεις τι να κάνω».

Τα έχω χάσει. Δεν παίζει τίμια.

«Σε παρακαλώ...» ψελλίζω.

«Με παρακαλείς τι;»

«Άγγιξέ με...»
«Πού, μωρό μου;»

Είναι τόσο δελεαστικά κοντά, και η


μυρωδιά του τόσο μεθυστική. Απλώνω το
χέρι, και αμέσως οπισθοχωρεί.

«Όχι, όχι...» με αποπαίρνει. Ξαφνικά τα


μάτια του ανοίγουν διάπλατα, γεμάτα
ανησυχία.

«Τι;» Όχι... Γύρνα πίσω.

«Όχι ». Κουνάει το κεφάλι του.

«Καθόλου;» Δεν μπορώ να κρύψω τη


λαχτάρα από τη φωνή μου.

Με κοιτάζει αβέβαια, και ο δισταγμός μου


με ενθαρρύνει. Κάνω ένα βήμα εμπρός, και
οπισθοχωρεί, σηκώνοντας αμυντικά τα
χέρια του, αλλά χαμογελώντας.

«Κοίτα, Άνα...» Είναι προειδοποίηση, και


περνάει το χέρι από τα μαλλιά του.

«Μερικές φορές δε σε νοιάζει...»


επισημαίνω παραπονιάρικα. «Ίσως πρέπει
να βρω έναν μαρκαδόρο και να
σημειώσουμε τις απαγορευμένες περιοχές».

Ανασηκώνει το φρύδι του. «Δεν είναι κακή


ιδέα. Πού είναι το δωμάτιό σου;»

Του δείχνω. Επίτηδες αλλάζει κουβέντα;

«Έπαιρνες το χάπι σου αυτές τις μέρες;»

Ω, γαμώτο... Το χάπι μου.


Βλέποντας την έκφρασή μου, το πρόσωπό
του σοβαρεύει.

« Οχι! » τσιρίζω.

«Μάλιστα...» λέει, και τα χείλη τόυ


σφίγγονται σε μια σκληρή γραμμή. «Έλα.
Ας φάμε κάτι».

«Νόμιζα πως θα πηγαίναμε στο κρεβάτι.


Θέλω να πάω στο κρεβάτι μαζί σου!»

«Το ξέρω, μωρό μου...» Χαμογελάει και


ξαφνικά ορμάει επάνω μου, αρπάζει τους
καρπούς μου και με τραβάει στην αγκαλιά
του, έτσι που το κορμί του είναι κολλημένο
στο δικό μου. «Χρειάζεσαι φαγητό. Το ίδιο
κι εγώ...» μουρμουρίζει. Τα φλογερά μάτια
του με κοιτάζουν. «Άλλωστε... Η προσμονή
είναι το κλειδί της αποπλάνησης, κι αυτήν
τη στιγμή πράγματι επιδίδομαι στο σπορ
της καθυστερημένης ικανοποίησης».

Μπα; Από πότε;

«Έχω αποπλανηθεί και θέλω την


ικανοποίησή μου τώρα. Θα ικετέψω, σε
παρακαλώ...» Ακούγομαι κλαψιάρα.

Μου χαμογελάει τρυφερά. «Φάε... Είσαι


πολύ κοκαλιάρα». Με φιλάει στο μέτωπο
και με αφήνει.

Πρόκειται για παιχνίδι, μέρος ενός


μοχθηρού σχεδίου. Τον κοιτάζω σκυθρωπά.

«Εξακολουθώ να είμαι έξαλλη μαζί σου που


αγόρασες την ΑΕΣ και τώρα είμαι έξαλλη
μαζί σου κι επειδή με κάνεις να
περιμένω...» γκρινιάζω.
«Είσαι μια θυμωμένη νεαρή κυρία, ε; Θα
νιώσεις καλύτερα μετά από ένα καλό
γεύμα».

«Ξέρω μετά από τι θα νιώσω καλύτερα...»

«Αναστάζία Στιλ, έχω σοκαριστεί...» Ο


τόνος του είναι προσποιητά κοροϊδευτικός.

«Πάψε να με πειράζεις. Δεν παίζεις


δίκαια...»

Πνίγει το χαμόγελό του δαγκώνοντας το


κάτω χείλος του. Είναι αξιαγάπητος... Ο
παιχνιδιάρης Κρίστιαν, που παίζει με τη
λίμπιντό μου. Αχ και να κατείχα καλύτερα
την τέχνη της αποπλάνησης. Θα ήξερα τι να
κάνω, όμως το γεγονός ότι δεν μπορώ να
τον αγγίξω είναι εμπόδιο.
Η εσωτερική μου θεά στενεύει τα μάτια και
φαίνεται σκεπτική. Πρέπει να το
δουλέψουμε αυτό.

Καθώς κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο -εγώ


ξαναμμένη, ενοχλημένη και γεμάτη πόθο,
κι αυτός χαλαρός, γελώντας εις βάρος μου-
, συνειδητοποιώ πως δεν έχω φαγητό στο
διαμέρισμα.

«Θα μπορούσα να μαγειρέψω κάτι... Μόνο


που πρέπει να πάμε για ψώνια».

«Ψώνια;»

«Για τρόφιμα».

«Δεν έχεις φαγητό εδώ;» Η έκφρασή του


σκληραίνει.
Γνέφω αρνητικά. Ανάθεμα. Φαίνεται πολύ
θυμωμένος.

«Πάμε για ψώνια τότε!» λέει αυστηρά.


Κάνει μεταβολή, κατευθύνεται προς την
πόρτα και την ανοίγει διάπλατα για να
περάσω.

«ΠΟΤΕ ΗΤΑΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ που


βρέθηκες σε σουπερμάρκετ; »

Ο Κρίστιαν δείχνει εκτός τόπου, όμως με


ακολουθεί ευσυνείδητα, κρατώντας ένα
καλάθι. «Δε θυμάμαι».

«Όλα τα ψώνια τα κάνει η κυρία Τζόουνς;»


«Νομίζω ότι τη βοηθάει ο Τέυλορ. Δεν
είμαι σίγουρος».

«Συμβιβάζεσαι με ένα στιρ φράι; Είναι


γρήγορο».

«Μια χαρά ακούγεται το στιρ φράι». Ο


Κρίστιαν χαμογελάει, χωρίς αμφιβολία
καταλαβαίνοντας το απώτερο κίνητρό μου
αφού επιλέγω ένα γρήγορο γεύμα.

«Δουλεύουν πολύ καιρό για σένα;»

«Ο Τέυλορ τέσσερα χρόνια, νομίζω. Η


κυρία Τζόουνς περίπου άλλα τόσα. Γιατί
δεν είχες καθόλου φαγητό στο διαμέρισμά
σου;»

«Ξέρεις γιατί...» μουρμουρίζω


κοκκινίζοντας.
«Εσύ ήσουν που με παράτησες!» λέει
επικριτικά.

« Το ξέρω ...» αποκρίνομαι χαμηλόφωνα.


Δε θέλω να μου το θυμίζει.

Φτάνουμε στο ταμείο και στεκόμαστε


σιωπηλοί στην ουρά.

Αν δεν είχα φύγει, θα είχε προσφέρει την


εναλλακτική της βανίλιας; αναρωτιέμαι
άσκοπα.

«Έχεις τίποτα να πιούμε;» Με τραβάει πίσω


στην πραγματικότητα.

«Μπίρα... Νομίζω».

«Θα πάρω κανένα κρασί».


Οχ... Δεν είμαι σίγουρη τι είδους κρασί
υπάρχει στο σουπερμάρκετ του Έρνι. Ο
Κρίστιαν γυρίζει με άδεια χέρια,
μορφάζοντας από απέχθεια.

«Υπάρχει μια καλή κάβα δίπλα!» σπεύδω


να πω.

«Θα δω τι έχουν».

Ίσως έπρεπε να έχουμε πάει στο σπίτι του*


δε θα κάναμε όλη αυτήν τη φασαρία. Τον
παρακολουθώ να βγαίνει έξω
αποφασιστικά, με άνεση και χάρη. Δύο
γυναίκες που έρχονται μέσα σταματούν και
τον κοιτάζουν. Ναι, ναι. Κοιτάξτε τις
Πενήντα Αποχρώσεις μου, σκέφτομαι
μελαγχολικά.
Θέλω την ανάμνησή του στο κρεβάτι μου,
όμως το παίζει δύσκολος. Ίσως θα έπρεπε
να κάνω το ίδιο. Η εσωτερική μου θεά
γνέφει με φούρια, συμφωνώντας. Και
καθώς στέκομαι στην ουρά,
καταστρώνουμε ένα σχέδιο. Χμμμ...

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ τις σακούλες


με τα τρόφιμα στο διαμέρισμα. Τις
κουβάλησε σε όλο τον δρόμο από το
μαγαζί. Δείχνει παράξενος. Αυτή δεν είναι η
συνηθισμένη συμπεριφορά του, εκείνη του
διευθυντικού στελέχους.

«Φαίνεσαι πολύ... Σπιτικός τύπος».

«Κανένας και ποτέ δε με κατηγόρησε για


κάτι τέτοιο» αποκρίνεται ξερά.
Αφήνει τις σακούλες στη νησίδα της
κουζίνας. Αρχίζω να τις αδειάζω, ενώ
εκείνος βγάζει ένα μπουκάλι κρασί και
ψάχνει για τιρμπουσόν.

«Αυτό το μέρος μού είναι ακόμη άγνωστο.


Νομίζω πως το ανοιχτήρι βρίσκεται σ’
εκείνο εκεί το συρτάρι». Του δείχνω με το
πιγούνι μου.

Όλα αυτά φαντάζουν τόσο... Τόσο


φυσιολογικά. Δύο άνθρωποι, που
προσπαθούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο,
ετοιμάζουν φαγητό. Παρ’ όλα αυτά, είναι
τόσο παράξενο. Ο φόβος που πάντα ένιωθα
όταν ήταν παρών έχει εξαφανιστεί. Έχουμε
κιόλας κάνει τόσο πολλά πράγματα μαζί -
κοκκινίζω και μόνο που το σκέφτομαι-, κι
όμως δεν τον ξέρω καν.
«Τι σκέφτεσαι;» Ο Κρίστιαν διακόπτει την
ονειροπόλησή μου καθώς βγάζει το ριγέ
σακάκι του και το αφήνει στον καναπέ.

«Πόσο λίγο σε ξέρω».

Τα μάτια του μαλακώνουν. «Με γνωρίζεις


καλύτερα από οποιονδήποτε».

«Δε νομίζω πως είναι αλήθεια». Η κυρία


Ρόμπινσον έρχεται ακάλεστη και ιδιαίτερα
ανεπιθύμητη στον νου μου.

«Κι όμως είναι, Αναστάζια. Είμαι πολύ,


πάρα πολύ κλειστός άνθρωπος». Μου δίνει
ένα ποτήρι άσπρο κρασί. «Εις υγείαν» λέει.

«Εις υγείαν» αποκρίνομαι πίνοντας μια


γουλιά.
Βάζει το μπουκάλι στο ψυγείο. «Μπορώ να
σε βοηθήσω;» ρωτάει.

«Όχι, δε χρειάζεται. Κάτσε».

«Θα ήθελα να βοηθήσω...» Η έκφρασή του


είναι ειλικρινής.

«Μπορείς να ψιλοκόψεις τα λαχανικά».

«Δε μαγειρεύω» δηλώνει, κοιτάζοντας


φιλύποπτα το μαχαίρι που του δίνω.

«Φαντάζομαι πως δε χρειάζεται να


μαγειρεύεις».

Βάζω μπροστά του ένα ξύλο κοπής και


μερικές κόκκινες πιπεριές. Τα ατενίζει
σαστισμένος.

«Δεν έχεις ψιλοκόψει ποτέ λαχανικό;»


«Όχι».

Τον κοιτάζω υπομειδιώντας.

«Μου υπομειδιάς;»

«Φαίνεται πως αυτό είναι κάτι που εγώ


μπορώ να κάνω, ενώ εσύ δεν μπορείς. Ας
το αντιμετωπίσουμε, Κρίστιαν. Νομίζω πως
είναι μια πρώτη φορά. Ορίστε, θα σου
δείξω».

Τον αγγίζω ξυστά, κι εκείνος κάνει ένα


βήμα πίσω. Η εσωτερική μου θεά
ανακάθεται και προσηλώνεται.

«Έτσι». Ψιλοκόβω την κόκκινη πιπεριά,


προσέχοντας να αφαιρέσω τους σπόρους.

«Φαίνεται μάλλον απλό».


«Δε θα πρέπει να σε δυσκολέψει...»
μουρμουρίζω ειρωνικά.

Με κοιτάζει για μια στιγμή ατάραχος και


μετά αρχίζει τη δουλειά, ενώ εγώ συνεχίζω
να ετοιμάζω το κομμένο σε κυβάκια
κοτόπουλο. Ψιλοκόβει προσεκτικά, αργά.
Ποπό... Θα μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα.

Πλένω τα χέρια μου και ψάχνω για το


γουόκ, το λάδι και τα άλλα υλικά που
χρειάζομαι, περνώντας συνεχώς ξυστά από
δίπλα του ο γοφός, το μπράτσο, η πλάτη,
τα χέρια μου. Μικρά, φαινομενικά αθώα
αγγίγματα. Κάθε φορά που το κάνω, μένει
ακίνητος.

«Ξέρω τι κάνεις, Αναστάζία...» ψιθυρίζει


απειλητικά, εξακολουθώντας να κόβει την
πρώτη πιπεριά.
«Νομίζω πως λέγεται μαγείρεμα...»
αποκρίνομαι πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες
μου. Παίρνω άλλο ένα μαχαίρι και στέκομαι
δίπλα του στο ξύλο κοπής, ξεφλουδίζοντας
και ψιλοκόβοντας σκόρδο, ασκαλώνια και
πράσινα φασολάκια, πέφτοντας συνεχώς
επάνω του.

«Είσαι πολύ καλή σ’ αυτό...» μουρμουρίζει,


ξεκινώντας να κόβει τη δεύτερη κόκκινη
πιπεριά του.

«Στο ψιλοκόψιμο;» ρωτάω βλεφαρίζοντας.


«Χρόνια εξάσκησης!» Τον αγγίζω και πάλι
ξυστά, αυτήν τη φορά με τους γλουτούς
μου.

Μένει ξανά ακίνητος. «Αν το ξανακάνεις


αυτό, Αναστάζια, θα σε πάρω στο πάτωμα
της κουζίνας!»
Ποπό πιάνει! «Θα πρέπει να με ικετέψεις
πρώτα».

«Πρόκληση είναι αυτό;»

«Ίσως...»

Αφήνει το μαχαίρι και κατευθύνεται


νωχελικά προς το μέρος μου, με μάτια που
καίνε. Σκύβει δίπλα μου και σβήνει τη
φωτιά. Το λάδι στο γουόκ σταματάει
σχεδόν αμέσως να τσιτσιρίζει.

«Νομίζω πως θα φάμε αργότερα» λέει.


«Βάλε το κοτόπουλο στο ψυγείο».

Δεν είναι μια πρόταση που περίμενα ποτέ


να ακούσω από τον Κρίστιαν Γκρέυ, και
μόνο αυτός μπορεί να την κάνει να
ακούγεται τόσο σέξι, πραγματικά σέξι.
Παίρνω το μπολ με το κοτόπουλο σε
κυβάκια, βάζω νευρικά ένα πιάτο από πάνω
του και το φυλάω στο ψυγείο. Όταν
στρέφομαι, βρίσκεται δίπλα μου.

«Ώστε θα ικετέψεις;» ψιθυρίζω,


κοιτάζοντας γενναία τα σκοτεινά του μάτια.

«Όχι, Αναστάζία». Κουνάει το κεφάλι του.


«Χωρίς ικεσίες...» Η φωνή του είναι
σιγανή, σαγηνευτική.

Και στεκόμαστε κοιτάζοντας ο ένας τον


άλλο, απολαμβάνοντας ο ένας τη θέα του
άλλου ενώ η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας
φορτίζεται, σχεδόν σπινθηρίζει. Κανένας
μας δε λέει τίποτε. Απλώς κοιταζόμαστε.
Δαγκώνω το χείλος μου έτσι όπως ο πόθος
γι’ αυτό τον άντρα με κυριεύει ολόκληρη,
βάζοντας φωτιά στο αίμα μου, κάνοντας την
ανάσα μου ρηχή, σφίγγοντας το σώμα μου
από τη μέση και κάτω. Βλέπω τις
αντιδράσεις μου να καθρεφτίζονται στη
στάση του, στο βλέμμα του.

Ξαφνικά με αρπάζει από τους γοφούς και


με τραβάει επάνω του. Τα χέρια μου
απλώνονται στα μαλλιά του, και το στόμα
του με διεκδικεί. Με σπρώχνει προς το
ψυγείο και ακούω το αόριστο κροτάλισμα
μπουκαλιών και βάζων που διαμαρτύρονται
στο εσωτερικό του καθώς η γλώσσα του
βρίσκει τη δική μου. Βογκάω μέσα στο
στόμα του, και το χέρι του μετακινείται στα
μαλλιά μου, τραβώντας το κεφάλι μου προς
τα πίσω. Φιλιόμαστε άγρια.

«Τι θες, Αναστάζία;» μουρμουρίζει.

«Εσένα...» απαντάω με κομμένη την ανάσα.


«Πού;»

«Κρεβάτι».

Ξεκολλάει από πάνω μου, με σηκώνει στην


αγκαλιά του και με κουβαλάει γρήγορα και
φαινομενικά χωρίς καμία προσπάθεια στο
δωμάτιό μου. Με αφήνει όρθια δίπλα στο
κρεβάτι μου, σκύβει και ανάβει τη λάμπα
του κομοδίνου. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά
ολόγυρα και τραβάει βιαστικά τις κρεμ
κουρτίνες.

«Και τώρα τι;» ρωτάει μαλακά.

«Κάνε μου έρωτα».

«Πώς;»

Χριστέ μου...
«Πρέπει να μου πεις, μωρό μου».

Ανάθεμά με... «Γδύσε με...»Έχω λαχανιάσει


ήδη.

Χαμογελάει και χώνει το δάχτυλό του στο


ανοιχτό μου πουκάμισο, τραβώντας με προς
το μέρος του. «Καλό κορίτσι...» λέει
ψιθυριστά, και χωρίς να πάρει τα φλογερά
του μάτια από τα δικά μου, αρχίζει να
ξεκουμπώνει αργά το πουκάμισό μου.

Ακουμπάω διστακτικά τα χέρια στα


μπράτσα του για να σταθεροποιηθώ. Δε
διαμαρτύρεται. Τα μπράτσα του είναι
ασφαλής περιοχή. Όταν τελειώνει με τα
κουμπιά, μου τραβάει το πουκάμισο από
τους ώμους, κι εγώ τον αφήνω, για να πέσει
το πουκάμισο στο πάτωμα. Απλώνει το χέρ',
του στη ζώνη του τζιν μου, ξεκουμπώνει το
κουμπί και κατεβάζει το φερμουάρ.

«Πες μου τι θες, Αναστάζια...» Τα μάτια


του καίνε και τα χείλη του μισανοίγουν
καθώς παίρνει γρήγορες, ρηχές ανάσες.

«Φίλησέ με από δω μέχρι εδώ...» ψιθυρίζω


σέρνοντας το δάχτυλό από τη βάση του
αυτιού έως τον λαιμό μου.

Εκείνος απομακρύνει τα μαλλιά μου από τη


γραμμή του πυρός και σκύβει, αφήνοντας
μικρά γλυκά φιλιά κατά μήκος της
διαδρομής που ακολούθησε το δάχτυλό μού
και μετά πάλι πίσω.

«Το τζιν και το σλιπάκι μου...» τραυλίζω.


Εκείνος χαμογελάει επάνω στον λαιμό μου.
Ύστερα πέφτει στα γόνατα εμπρός μου. Ω,
νιώθω τόσο ισχυρή. Χώνει τους αντίχειρές
του μέσα στο τζιν μου και το τραβάει
μαλακά μαζί με το σλιπάκι μου έως κάτω
στα πόδια μου. Βγάζω τα παπούτσια και τα
ρούχα μου και μένω μόνο με το σουτιέν.
Σταματάει και με κοιτάζει με προσδοκία,
αλλά δε σηκώνεται.

«Και τώρα τι, Αναστάζια;»

«Φίλησέ με...» ψιθυρίζω.

«Πού;»

«Ξέρεις πού...»

«Πού;»
Ω, δε δείχνει κανένα έλεος. Αμήχανη,
δείχνω γρήγορα την κορυφή των μηρών
μου. Χαμογελάει πονηρά. Κλείνω τα μάτια,
ταπεινωμένη αλλά και ερεθισμένη
ταυτόχρονα.

«Ω, με μεγάλη μου ευχαρίστηση...»


αποκρίνεται γελώντας πνιχτά.

Με φιλάει αφήνοντας ελεύθερη τη γλώσσα


του, την επιδέξια γλώσσα του, που ξέρει
να προσφέρει τόση χαρά. Βογκάω και κάνω
τα χέρια μου γροθιές μέσα στα μαλλιά του.
Δε σταματάει. Η γλώσσα του'διαγράφει
κύκλους γύρω από την κλειτορίδα μου
τρελαίνοντάς με, συνεχίζοντας χωρίς
διακοπή γύρω γύρω. Αχ... Πέρασε μόλις...
Πόσος καιρός; Ω...
«Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» τον ικετεύω.
Δε θέλω να τελειώσω όρθια. Δεν έχω τη
δύναμη.

«Τι με παρακαλάς, Αναστάζια;»

«Κάνε μου έρωτα...»

«Σου κάνω...» μουρμουρίζει, φυσώντας


εκεί απαλά.

«Όχι. Σε θέλω μέσα μου...»

«Είσαι σίγουρη;»

«Σε παρακαλώ...»

Δε σταματάει το γλυκό, υπέροχο μαρτύριό


του. Βογκάω δυνατά.

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ...»
Σηκώνεται και με κοιτάζει. Τα χείλη του
γυαλίζουν η απόδειξη του ερεθισμού μου.

Είναι τόσο σέξι...

«Λοιπόν;» ρωτάει.

«Λοιπόν, τι;» Κοντανασαίνω, κοιτάζοντάς


τον με φρενιασμένο πόθο.

«Είμαι ακόμα ντυμένος».

Τον ατενίζω σαστισμένη, με το στόμα


ανοιχτό. Να τον γδύσω; Ναι, μπορώ να το
κάνω αυτό. Απλώνω το χέρι στο πουκάμισό
του, και κάνει ένα βήμα πίσω.

«Α, όχι. ..» με μαλώνει.

Σκατά. Εννοεί το τζιν του. Ω, αυτό μου δίνει


μια ιδέα. Η εσωτερική μου θεά
ζητωκραυγάζει δυνατά, και πέφτω στα
γόνατα μπροστά του. Μάλλον αδέξια και
με τρεμάμενα δάχτυλα, ξεκουμπώνω το
κουμπί και κατεβάζω το φερμουάρ, ύστερα
τραβάω κάτω το τζιν και το μποξεράκι του,
ελευθερώνοντάς τον. Ποπό!

Κρυφοκοιτάζω μέσα από τις βλεφαρίδες


μου και τον βλέπω να με κοιτάζει με... Τι;
Ανησυχία; Δέος; Έκπληξη;

Βγάζει το τζιν και τις κάλτσες του και τον


πιάνω στο χέρι μου, σφίγγοντας δυνατά,
τραβώντας το χέρι προς τα πίσω, όπως μου
έχει δείξει. Βογκάει και τσιτώνεται, και η
ανάσα του βγαίνει σφυριχτή μέσα από τα
σφιγμένα δόντια του. Τον βάζω διστακτικά
στο στόμα μου και ρουφάω δυνατά.
Μμμ.,.Έχει ωραία γεύση.
«Αχ... Άνα, σιγά...»

Πιάνει απαλά το κεφάλι μου, και τον


σπρώχνω πιο βαθιά μέσα στο στόμα μου,
πιέζοντας τα χείλη μου όσο μπορώ,
καλύπτοντας τα δόντια μου και ρουφώντας
δυνατά.

«Γαμώτο...» λέει σφυριχτά.

Ω, μου αρέσει αυτός ο ήχος, με εμπνέει.


Έτσι, το ξανακάνω, σπρώχνοντάς τον πιο
βαθιά, σε όλο του το μήκος,
στριφογυρίζοντας τη γλώσσα μου γύρω από
την ερεθισμένη του άκρη. Χμμμ... Νιώθω
σαν την Αφροδίτη.

«Άνα, φτάνει. Όχι άλλο...»


Το ξανακάνω -ικέτεψε, Γκρέυ, ικέτεψεκαι
ύστερα πάλι.

«Άνα, απέδειξες αυτό που ήθελες...»


γρυλίζει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.
«Δε θέλω να τελειώσω στο στόμα σου».

Το κάνω ακόμα μία φορά. Σκύβει, με


αρπάζει από τους ώμους, και σηκώνοντάς
με όρθια, με πετάει στο κρεβάτι. Τραβάει
το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του και
μετά σκύβει στο πεταγμένο τζιν του και σαν
καλός πρόσκοπος βγάζει μια συσκευασία.
Είναι λαχανιασμένος όπως κι εγώ.

«Βγάλε το σουτιέν σου!» με διατάζει.

Ανακάθομαι και κάνω αυτό που μου είπε.

«Ξάπλωσε. Θέλω να σε βλέπω».


Ξαπλώνω και τον παρακολουθώ -να φοράει
αργά το προφυλακτικό. Τον θέλω τόσο
πολύ. Με κοιτάζει και γλείφει τα χείλη του.

«Είσαι υπέροχο θέαμα, Αναστάζία Στιλ...»

Σκύβει πάνω από το κρεβάτι και γλιστράει


αργά επάνω μου, φιλώντας με έτσι όπως
προχωράει. Φιλάει ένα ένα τα στήθη μου
και ερεθίζει τις ρώγες μου, ενώ εγώ βογκάω
και σπαρταράω από κάτω του. Δε
σταματάει.

Όχι... Σταμάτα. Σε θέλω.

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ...»

«Τι με παρακαλάς;» μουρμουρίζει ανάμεσα


στα στήθη μου.
«Σε θέλω μέσα μου...»

«Έτσι, ε;»

«Σε παρακαλώ...»

Με το βλέμμα καρφωμένο επάνω μου, μου


ανοίγει τα πόδια με τα δικά του και
μετακινείται έτσι που να αιωρείται από
πάνω μου. Χωρίς να τραβήξει τα μάτια του,
βυθίζεται μέσα μου με υπέροχα αργό
ρυθμό.

Κλείνω τα βλέφαρα, απολαμβάνοντας την


πληρότητα, την υπέροχη αίσθηση της
κυριαρχίας του, καμπυλώνοντας
ενστικτωδώς τη λεκάνη μου προς τα επάνω
για να τον συναντήσω, να ενωθώ μαζί του,
βογκώντας δυνατά. Τραβιέται πίσω και με
αργές κινήσεις με ξαναγεμίζει. Τα δάχτυλά
μου βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα στα
μεταξένια ανακατωμένα μαλλιά του, και
κουνιέται πάλι, αργά αργά, μέσα έξω.

«Πιο γρήγορα, Κρίστιαν... Πιο γρήγορα. Σε


παρακαλώ...»

Με κοιτάζει θριαμβευτικά και με φιλάει


άγρια. Μετά αρχίζει πραγματικά να
κουνιέται εξαντλητικά, ανελέητα... Ω,
γαμώτο και ξέρω πως δε θα αργήσω. Ο
ρυθμός του είναι καταιγιστικός. Αρχίζω να
σκιρτώ, τα πόδια μου τεντώνονται κάτω
από τα δικά του.

«Έλα, μωρό μου...» λέει με κομμένη την


ανάσα. «Έλα. Δώσ’ το μού...»

Τα λόγια του είναι η καταστροφή μου, και


εκρήγνυμαι, εξαίσια, υπέροχα, σ’ ένα
εκατομμύριο κομμάτια γύρω του. Με
ακολουθεί, φωνάζοντας το όνομά μου.

«Άνα! Ω, γαμώτο, Άνα!» Καταρρέει επάνω


μου, με το κεφάλι του χωμένο στον λαιμό
μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

ΚΑΘΩΣ Η ΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ,


ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω το πρόσωπο
αυτού του άντρα που αγαπάω. Η έκφραση
του Κρίστιαν είναι τρυφερή, στοργική.
Χαϊδεύει τη μύτη μου με τη δική του
στηρίζοντας το βάρος στους αγκώνες του,
ενώ τα χέρια του κρατούν τα δικά μου δίπλα
στο κεφάλι μου. Δυστυχώς, υποπτεύομαι
πως το κάνει για να μην τον αγγίξω. Μου
δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη και τραβιέται
μαλακά έξω.

«Μου έλειψε αυτό...» μουρμουρίζει.

«Και μένα...» αποκρίνομαι χαμηλόφωνα.

Πιάνει το πιγούνι μου και με φιλάει άγρια.


Ένα παθιασμένο, ικετευτικό φιλί που ζητάει
τι; Δεν ξέρω. Με αφήνει ξέπνοη.

«Μη με ξαναφήσεις...» με εκλιπαρεί,


κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια. Το
πρόσωπό του είναι σοβαρό.

«Εντάξει ...» ψιθυρίζω και του χαμογελάω.


Μου απαντάει με ένα χαμόγελο
εκτυφλωτικό: ανακούφιση, αγαλλίαση και
παιδιάστικη χαρά συνδυασμένα σε μια
γοητευτική ματιά που θα έλιωνε και την πιο
ψυχρή καρδιά.

«Ευχαριστώ για το iPad».

«Παρακαλώ, Αναστάζία».

«Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι


εκεί μέσα;»

«Χμμμ... Αυτό θα μαρτυρούσε πολλά»


απαντάει χαμογελώντας. «Έλα να μου
μαγειρέψεις κάτι, τσούπρα... Πεθαίνω της
πείνας!» προσθέτει, και ξαφνικά
ανασηκώνεται τραβώντας με μαζί του.

«Τσούπρα;» επαναλαμβάνω χαχανίζοντας.


«Τσούπρα. Φαΐ. Τώρα, παρακαλώ...»

«Αφού το ζητάτε τόσο ευγενικά,


μεγαλειότατε, θα επιληφθώ αμέσως...»

Καθώς σηκώνομαι, μετακινώ το μαξιλάρι


μου, αποκαλύπτοντας από κάτω το
ξεφούσκωτο μπαλόνι-ελικόπτερο. Ο
Κρίστιαν απλώνει το χέρι να το πιάσει,
κοιτάζοντάς με απορημένος.

«Αυτό είναι το μπαλόνι μου!» λέω,


πλημμυρισμένη από κτητικές τάσεις.
Παίρνω τη ρόμπα μου την τυλίγω γύρω μου.
Χριστέ μου ήταν ανάγκη να το ανακαλύψει;

«Στο κρεβάτι σου;» μουρμουρίζει.

«Ναι...» Κοκκινίζω. «Μου έκανε παρέα».


«Τυχερό Τσάρλι Τάνγκο!» αναφωνεί
έκπληκτος.

Ναι, είμαι συναισθηματική, Γκρέυ, επειδή


σε αγαπάω.

«Το μπαλόνι μου» δηλώνω ξανά και κάνω


μεταβολή για να πάω στην κουζίνα,
αφήνοντάς τον με ένα χαμόγελο από το ένα
αυτί έως το άλλο.

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΚΙ ΕΓΩ καθόμαστε στο


περσικό χαλί της Κέιτ τρώγοντας
κοτόπουλο στιρ φράι και νουντλς από
άσπρα πορσελάνινα μπολ με ξυλάκια και
πίνοντας παγωμένο άσπρο Pinot Grigio. Ο
Κρίστιαν είναι ακουμπισμένος στον
καναπέ, με τα μαλλιά ανακατωμένα και τα
μακριά πόδια του τεντωμένα εμπρός του.
Φοράει το τζιν και το πουκάμισό του και
τίποτε άλλο. Οι Buena Vista Social Club
τραγουδούν στο βάθος από το iPod του
Κρίστιαν.

«Πολύ καλό είναι!» λέει επιδοκιμαστικά.


Έχει πέσει με τα μούτρα.

Κάθομαι σταυροπόδι δίπλα του τρώγοντας


λαίμαργα, κάτι παραπάνω από πεινασμένη,
και θαυμάζοντας τα γυμνά πόδια του.

«Συνήθως εγώ μαγειρεύω, Η Κέιτ δεν είναι


και σπουδαία μαγείρισσα».

«Σ’ έμαθε η μητέρα σου;»

«Ναι, σιγά...» απαντάω χλευαστικά. «Όταν


άρχισα να ενδιαφέρομαι να μάθω, η μητέρα
μου έμενε πια με τον Σύζυγο Νούμερο Τρία
στο Μάνσφιλντ του Τέξας. Όσο για τον Ρέυ,
εντάξει, εκείνος θα μπορούσε να επιβιώνει
με τοστ και φαγητό απέξω αν δεν ήμουν
εγώ».

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει. «Γιατί δεν έμεινες


στο Τέξας με τη μαμά σου;»

«Ο άντρας της, ο Στιβ, κι εγώ... Δεν τα


πηγαίναμε καλά. Και μου έλειπε ο Ρέυ. Ο
γάμος της με τον Στιβ δεν κράτησε πολύ.
Ξαναβρήκε τα λογικά της. Δε μιλάει ποτέ
γι’ αυτόν» απαντάω ήρεμα. Νομίζω πως
πρόκειται για ένα σκοτεινό κομμάτι της
ζωής της, το οποίο δεν έχουμε συζητήσει
ποτέ.

«Κι έμεινες στην Ουάσινγκτον με τον


πατριό σου».
«Έζησα ελάχιστα στο Τέξας. Μετά γύρισα
στον Ρέυ».

«Κατά τα φαινόμενα, τον πρόσεχες...» λέει


μαλακά.

«Υποθέτω...» Ανασηκώνω τους ώμους.

«Έχεις συνηθίσει να προσέχεις τους


άλλους».

Η οξύτητα στη φωνή του μου τραβάει την


προσοχή και σηκώνω τα μάτια επάνω του.
Με κοιτάζει.

«Τι είναι;» ρωτάω, σαστισμένη από την


επιφυλακτική έκφρασή του.

«Θέλω να σε φροντίζω!» Τα μάτια του


λάμπουν από κάποιο ανείπωτο πάθος.
Οι σφυγμοί μου χτυπούν κόκκινο. «Το
πρόσεξα...» ψιθυρίζω. «Απλώς το δείχνεις
με παράξενο τρόπο».

Το μέτωπό του ζαρώνει. «Είναι ο μόνος


τρόπος που ξέρω».

«Εξακολουθώ να είμαι έξαλλη μαζί σου που


αγόρασες την ΑΕΣ».

Χαμογελάει. «Το ξέρω. Το γεγονός όμως


ότι γίνεσαι έξαλλη, μωρό μου, δε θα με
σταματήσει...»

«Τι θα πω στους συναδέλφους μου, στον


Τζακ;»

Στενεύει τα μάτια. «Αυτό το κωλόπαιδο


καλύτερα να προσέχει!»
«Κρίστιαν!» τον μαλώνω. «Είναι το
αφεντικό μου!»

Το στόμα του Κρίστιαν γίνεται μια σκληρή


γραμμή. Μοιάζει με δύστροπο
σχολειαρούδι. «Μην τους το πεις!»
αποκρίνεται.

«Τι να μην τους πω;»

«Πως είναι δική μου. Το προσύμφωνο


υπογράφηκε χτες. Ισχύει απαγόρευση
δημοσιοποίησης της είδησης επί τέσσερις
εβδομάδες, μέχρι να κάνει η διοίκηση της
ΑΕΣ κάποιες αλλαγές».

«Οχ... Θα χάσω τη δουλειά μου;» ρωτάω


ανήσυχη.
«Πολύ αμφιβάλλω...» απαντάει κάπως
ειρωνικά ο Κρίστιαν, προσπαθώντας να
πνίξει ένα χαμόγελο.

Σκυθρωπιάζω. «Αν φύγω και βρω άλλη


δουλειά, θα αγοράσεις και την άλλη
εταιρεία;»

«Δε σκέφτεσαι να φύγεις... Σωστά;» Η


έκφρασή του αλλάζει, είναι και πάλι
επιφυλακτική.

«Πιθανόν. Δεν είμαι σίγρυρη ότι μου


άφησες και πολλές επιλογές...»

«Ναι. Θα αγοράσω και την άλλη εταιρεία».


Είναι κατηγορηματικός.

Τον κοιτάζω ξανά σκυθρωπή. Δεν


πρόκειται να βγω από πάνω. «Δε νομίζεις
πως γίνεσαι λιγουλάκι
υπερπροστατευτικός;»

«Ναι. Έχω απόλυτη επίγνωση τι εντύπωση


δίνει όλο αυτό».

«Να ειδοποιήσουμε τον δόκτορα Φλυν...»


τραυλίζω.

Αφήνει κάτω το άδειο μπολ του και με


κοιτάζει ατάραχος. Αναστενάζω. Δε θέλω
να τσακωθώ. Σηκώνομαι και παίρνω το
μπολ του.

«Θες επιδόρπιο;»

«Τώρα μάλιστα!» αναφωνεί, χαρίζοντάς


μου ένα λάγνο χαμόγελο.
«Όχι εμένα». Γιατί όχι εμένα; Η εσωτερική
μου θεά ξυπνάει από τον υπνάκο της και
κάθεται ίσια, με τεντωμένα τα αυτιά.
«Έχουμε παγωτό. Βανίλια...» προσθέτω
χαχανίζοντας.

«Μπα;» Το χαμόγελο του Κρίστιαν γίνεται


πιο πλατύ. «Νομίζω πως κάτι θα
μπορούσαμε να κάνουμε με αυτό...»

Τι; Τον κοιτάζω άφωνη να σηκώνεται με


χάρη όρθιος.

«Μπορώ να μείνω;» ρωτάει.

«Τι εννοείς;»

«Τη νύχτα».

«Υπέθετα ότι θα έμενες».


«Ωραία. Πού είναι το παγωτό;»

«Στον φούρνο...» απαντάω χαμογελώντας


του γλυκά.

Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, αναστενάζει


και μου κουνάει το κεφάλι. «Ο σαρκασμός
είναι η ταπεινότερη μορφή πνεύματος,
δεσποινίς Στιλ...» Τα μάτια του γυαλίζουν.

Ω, γαμώτο... Τι σχεδιάζει;

«Μπορώ πάντα να σε βάλω στο γόνατό


μου».

Στοιβάζω τα μπολ στον νεροχύτη. «'Εχεις


εκείνες τις ασημένιες μπάλες;»

Χτυπάει ελαφρά με το χέρι το στήθος, την


κοιλιά και τις τσέπες του τζιν του.
«Περιέργως, δεν τις κουβαλάω μαζί μου.
Δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη από δαύτες στο
γραφείο...»

«Πολύ χαίρομαι που το ακούω, κύριε


Γκρέυ, και νόμιζα πως είπατε ότι ο
σαρκασμός είναι η ταπεινότερη μορφή
πνεύματος».

«Βλέπεις, Αναστάζία, το νέο μου μότο είναι


το εξής: “Χέρι που δεν μπορείς να το
δαγκώσεις, φίλησέ το”».

Τον κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα. Δεν


μπορώ να πιστέψω πως είπε τέτοιο πράγμα
και φαίνεται εξοργιστικά ικανοποιημένος
από τον εαυτό του καθώς μου χαμογελάει.
Γυρίζει και ανοίγει το ψυγείο, βγάζοντας
μισό λίτρο από την καλύτερη βανίλια Ben
& Jerry’s.
«Μια χαρά θα είναι αυτό». Με κοιτάζει με
σκοτεινό βλέμμα. «Ben & Jerry’s & Ana...»
Λέει κάθε λέξη αργά, προφέροντας κάθε
συλλαβή καθαρά.

Ω, γαμώτο... Νομίζω πως το κάτω σαγόνι


μου έχει πέσει στο πάτωμα. Ανοίγει το
συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και αρπάζει
ένα κουτάλι. Όταν με κοιτάζει, τα μάτια του
είναι χωμένα στις κόγχες τους, και η
γλώσσα του περνάει πάνω από τα δόντια
του. Μμμ... Αυτή η γλώσσα...

Είμαι σε κατάσταση έξαψης. Πόθος


σκοτεινός, βαρύς και ακόλαστος κυλάει
καυτός στις φλέβες μου. Θα διασκεδάσουμε
με φαγητό.
«Ελπίζω να ζεσταίνεσαι...» ψιθυρίζει. «Θα
σε δροσίσω με αυτό. Έλα». Απλώνει το χέρι
του και του δίνω το δικό μου.

Στο δωμάτιό μου βάζει το παγωτό στο


κομοδίνο μου, τραβάει το πάπλωμα από το
κρεβάτι και βγάζει και τα δύο μαξιλάρια,
κάνοντάς τα έναν σωρό στο πάτωμα.

«Έχεις άλλη αλλαξιά σεντόνια...Έτσι;»

Γνέφω καταφατικά, παρακολουθώντας τον


γοητευμένη. Σηκώνει το Τσάρλι Τάνγκο.

«Μην απλώνεις χέρι στο μπαλόνι μου!» τον


προειδοποιώ.

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα


μισοχαμόγελο. «Ούτε που θα μου περνούσε
από το μυαλό, μωρό μου. Θέλω όμως ν’
απλώσω χέρι επάνω σου και σ’ αυτά εδώ τα
σεντόνια...»

Το κορμί μου ουσιαστικά συσπάται.

«Θέλω να σε δέσω».

Ω! «Εντάξει...» ψελλίζω.

«Μόνο τα χέρια σου. Στο κρεβάτι. Σε


χρειάζομαι ακίνητη».

« Εντάξει ...» τραυλίζω, ανήμπορη να πω


οτιδήποτε άλλο.

Έρχεται προς το μέρος μου, χωρίς να


παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. «Θα
χρησιμοποιήσουμε αυτό». Πιάνει τη ζώνη
της ρόμπας μου και με υπέροχα, ερεθιστικά
αργές κινήσεις λύνει τον κόμπο και τη
βγάζει.

Η ρόμπα μου ανοίγει, και μένω παράλυτη


κάτω από το καυτό του βλέμμα. Έπειτα από
λίγο σπρώχνει από τους ώμους μου τη
ρόμπα, που πέφτει και μαζεύεται στα πόδια
μου. Τώρα στέκομαι γυμνή μπροστά του.
Μου χαϊδεύει το πρόσωπο με τις αρθρώσεις
των δαχτύλων του, και το άγγιγμά του
αντηχεί στα βάθη των βουβώνων μου.
Σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα
χείλη.

«Ξάπλωσε στο κρεβάτι ανάσκελα...»


μουρμουρίζει, και τα μάτια του
σκοτεινιάζουν, στυλωμένα στα δικά μου.

Κάνω αυτό που μου λέει. Το δωμάτιό μου


είναι βουτηγμένο στο σκοτάδι, εκτός από
το απαλό, άχρωμο φως της λάμπας στο
κομοδίνο μου.

Κανονικά σιχαίνομαι τους λαμπτήρες


εξοικονόμησης ενέργειας -είναι πολύ
μουντοί-, αλλά τώρα που βρίσκομαι εδώ
γυμνή με τον Κρίστιαν, νιώθω
ευγνωμοσύνη για το χαμηλό φως. Στέκεται
δίπλα στο κρεβάτι και με κοιτάζει.

«Θα μπορούσα να σε κοιτάζω όλη μέρα,


Αναστάζία» λέει και σκαρφαλώνει στο
κρεβάτι. Ανεβαίνει επάνω μου και κάθεται
καβάλα. «Τα χέρια πάνω από το κεφάλι!»
με προστάζει.

Υπακούω, και δένει την άκρη από τη ζώνη


της ρόμπας γύρω από τον αριστερό μου
καρπό, περνώντας πολλές φορές την άκρη
ανάμεσα από τα μεταλλικά κάγκελα στο
κεφαλάρι του κρεβατιού μου. Την τραβάει
γερά, έτσι που το αριστερό μου χέρι να είναι
λυγισμένο από πάνω μου. 'Υστερα
στερεώνει το δεξί μου χέρι, δένοντας
σφιχτά τη ζώνη.

Όταν βρίσκομαι δεμένη και τον κοιτάζω,


χαλαρώνει αισθητά. Του αρέσω
ακινητοποιημένη. Έτσι, δεν μπορώ να τον
αγγίξω. Μου περνάει από το μυαλό ότι
καμία από τις υποτακτικές του δεν πρέπει
να τον έχει αγγίξει και επιπλέον δεν είχαν
ποτέ τους την ευκαιρία να το κάνουν.
Μάλλον είχε πάντα τον έλεγχο και
κρατούσε αποστάσεις. Γι’ αυτό του
αρέσουν οι κανόνες του.

Κατεβαίνει από πάνω μου και σκύβει για


να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
'Υστερα σηκώνεται και τραβάει το
πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του.
Ξεκουμπώνει το τζιν του και το πετάει στο
πάτωμα.

Είναι γυμνός, εκπέμποντας μεγαλείο. Η


εσωτερική μου θεά κάνει τριπλό άξελ
κατεβαίνοντας από τους ασύμμετρους
ζυγούς, και -ξαφνικά το στόμα μου
ξεραίνεται. Η σωματική του διάπλαση είναι
κλασική: φαρδιοί μυώδεις ώμοι, στενοί
γοφοί, ανάποδο τρίγωνο. Προφανώς
γυμνάζεται. Θα μπορούσα να τον χαζεύω
όλη μέρα. Πηγαίνει στην άκρη του
κρεβατιού και μου αρπάζει
τους αστράγαλους, τραβώντας με γρήγορα
και απότομα προς τα κάτω, έτσι που τα
χέρια μου τεντώνονται και δεν μπορούν να
κουνηθούν.

«Έτσι μπράβο...» μουρμουρίζει.


Παίρνει το παγωτό, ανεβαίνει ξανά στο
κρεβάτι και κάθεται πάλι καβάλα επάνω
μου. Βγάζει αργά αργά το καπάκι και χώνει
μέσα το κουτάλι.

«Χμμμ... Είναι ακόμα πολύ σκληρό» λέει


ανασηκώνοντας το φρύδι του. ΪΊαίρνει μια
κουταλιά παγωτό και το βάζει στο στόμα
του. «Υπέροχο...» ψιθυρίζει γλείφοντας τα
χείλη του. «Είναι απίστευτο πόσο ωραία
γεύση μπορεί να έχει η απλή παλιά
βανίλια...» Με κοιτάζει. «Θες λίγο;» με
πειράζει.

Φαίνεται τόσο απίστευτα σέξι, νέος και


ανέμελος -καθισμένος επάνω μου και
τρώγοντας παγωτό-, με μάτια που λάμπουν
και φωτεινό πρόσωπο. Ω, τι στο καλό θα
μου κάνει; Λες και δεν ξέρω. Γνέφω
ντροπαλά.
Βγάζει άλλη μία κουταλιά και μου την
προσφέρει. Ανοίγω το στόμα, και αμέσως
βάζει πάλι το κουτάλι στο δικό του στόμα.

«Παραείναι ωραίο για να το μοιραστώ...»


λέει χαμογελώντας πονηρά.

« Ει! » διαμαρτύρομαι.

«Γιατί, δεσποινίς Στιλ; Σας αρέσει η βανίλια


σας;»

«Ναι!» απαντάω πιο αποφασιστικά απ’ όσο


σκόπευα και προσπαθώ μάταια να τον
διώξω από πάνω μου.

Γελάει. «Γινόμαστε επιθετικές; Δε θα το


έκανα αυτό αν ήμουν στη θέση σας...»

«Παγωτό...» εκλιπαρώ.
«Λοιπόν, μιας και σήμερα με
ικανοποιήσατε πολύ, δεσποινίς Στιλ...»
Υποχωρεί και μου προσφέρει άλλη μία
κουταλιά. Αυτήν τη φορά με αφήνει να τη
φάω.

Θέλω να χαχανίσω. Πραγματικά το


ευχαριστιέται, και η καλή του διάθεση είναι
κολλητική. Παίρνει ακόμα μία κουταλιά και
με ταΐζει κι άλλο* ύστερα το ξανακάνει.
Εντάξει, φτάνει.

«Χμμμ... Λοιπόν, αυτός είναι ένας τρόπος


για να βεβαιωθώ ότι θα τρως τάισμα με το
ζόρι. Θα μπορούσα να το συνηθίσω».

Παίρνει άλλη μία κουταλιά παγωτό και μου


την προσφέρει. Αυτήν τη φορά κρατάω το
στόμα μου κλειστό και κουνάω το κεφάλι.
Το αφήνει να λιώσει αργά στο κουτάλι, έτσι
ώστε να στάζει στον λαιμό μου, στο στήθος
μου. Σκύβει και με αργές κινήσεις το
γλείφει. Το σώμα μου παίρνει φωτιά από τη
λαχτάρα.

«Μμμ.,.Έχει ακόμα καλύτερη γεύση επάνω


σας, δεσποινίς Στιλ».

Τραβάω τα δεσμά μου, και το κρεβάτι τρίζει


απαίσια, αλλά δε με νοιάζει καίγομαι από
πόθο, λιώνω. Παίρνει ακόμα μία κουτα>ιά
και αφήνει το παγωτό να τρέξει στα στήθη
μου. Μετά, με το πίσω μέρος του
κουταλιού, το απλώνει επάνω σε κάθε
στήθος και στις ρώγες.

Αχ... Είναι κρύο. Οι ρώγες ορθώνονται και


σκληραίνουν κάτο^ από την κρύα αίσθηση
της βανίλιας.
«Κρύο;» ρωτάει σιγανά ο Κρίστιαν και
σκύβει να γλείψει και να βυζάξει πάλι όλο
το παγωτό από πάνω μου. Το στόμα του
είναι ζεστό σε σύγκριση με την κρυάδα του
παγωτού.

Είναι μαρτύριο. Καθώς αρχίζει να λιώνει,


το παγωτό τρέχει από πάνω μου σε ρυάκια
και χύνεται στο κρεβάτι. Τα χείλη του
συνεχίζουν το αργό μαρτύριο, πιπιλίζοντας
δυνατά, πιέζοντας μαλακά. Ω, σε παρακαλώ
έχω λαχανιάσει.

«Θες λίγο;» λέει, και πριν προλάβω να


δεχτώ ή να αρνηθώ την προσφορά του, η
γλώσσα του βρίσκεται στο στόμα μου και
είναι κρύα και επιδέξια κι έχει γεύση
Κρίστιαν και βανίλια. Υπέροχη.
Και ακριβώς τη στιγμή που αρχίζω να
συνηθίζω στην αίσθηση, ανασηκώνεται
ξανά και σέρνει ένα κουτάλι γεμάτο παγωτό
στο κέντρο του σώματός μου, επάνω στο
στομάχι και μέσα στον αφαλό μου, όπου
αφήνει ένα μεγάλο κομμάτι. Ω, είναι πιο
παγωμένο από πριν, αλλά περιέργως καίει.

«Το έχεις ξανακάνει αυτό!» Τα μάτια του


Κρίστιαν λάμπουν. «Θα χρειαστεί να
μείνεις ακίνητη, αλλιώς θα χυθεί παγωτό σε
όλο το κρεβάτι». Φιλάει ένα ένα τα στήθη
μου και ρουφάει δυνατά τις ρώγες, ύστερα
ακολουθεί τη γραμμή του παγωτού στο
κορμί μου, πιπιλίζοντας και γλείφοντας.

Και προσπαθώ* προσπαθώ να μείνω


ακίνητη, παρά τον μεθυστικό συνδυασμό
του κρύου και του καυτού αγγίγματος του.
Αλλά οι γοφοί μου αρχίζουν να κουνιούνται
άθελά μου και να περιστρέφονται στον δικό
τους ρυθμό, αιχμαλωτισμένοι στα κρύα
μάγια του με γεύση βανίλιας. Γλιστράει πιο
κάτω και α'ρχίζει να γλείφει το παγωτό από
την κοιλιά μου, στριφογυρίζοντας τη
γλώσσα του μέσα και γύρω από τον αφαλό
μου.

Αναστενάζω βαριά. Ανάθεμα... Είναι κρύο,


είναι καυτό, είναι βασανιστικό, αλλά δε
σταματάει. Σέρνει το κουτάλι με το παγωτό
ακόμα πιο χαμηλά στο σώμα μου, μέσα στις
τρίχες του εφηβαίου μου, επάνω στην
κλειτορίδα μου. Ξεφωνίζω.

«Σώπα τώρα...» λέει σιγανά ο Κρίστιαν, και


η μαγική του γλώσσα αρχίζει να δουλεύει
γλείφοντας τη βανίλια, και τώρα θρηνώ
σιωπηλά.
«Ω... Σε παρακαλώ, Κρίστιαν...»

«Ξέρω, μωρό μου, ξέρω...» τραυλίζει καθώς


η γλώσσα του κάνει τα μαγικά της.

Δε σταματάει, απλώς δε σταματάει, και το


κορμί μου ανεβαίνει ψηλότερα, ψηλότερα.
Χώνει το δάχτυλό του μέσα μου, μετά άλλο
ένα, και τα κουνάει, βασανιστικά αργά,
μέσα έξω.

«Εδώ ακριβώς...» μουρμουρίζει και


χαϊδεύει ρυθμικά το μπροστινό τοίχωμα του
κόλπου μου, ενώ συνεχίζει το υπέροχο,
ανελέητο γλείψιμο και ρούφηγμα.

Εκρήγνυμαι ξαφνικά σ’ έναν απίστευτο


οργασμό που αιφνιδιάζει όλες μου τις
αισθήσεις, εξαφανίζοντας ό,τι άλλο
συμβαίνει έξω από το σώμα μου καθώς
σπαρταράω και βογκάω. Να πάρει ο
διάολος... Ήταν τόσο γρήγορο.

'Εχω αόριστα συνείδηση πως έχει πάψει να


προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ζυγιάζεται
από πάνω μου φορώντας ένα προφυλακτικό
και ύστερα βρίσκεται μέσα μου, δυνατά και
γρήγορα.

«Ω, ναι...» βογκάει σφυροκοπώντας με.

Κολλάει επάνω μου τα απομεινάρια του


λιωμένου παγωτού απλώνονται ανάμεσα
στα κορμιά μας. Η αίσθηση είναι αλλόκοτα
συνταρακτική, όμως δεν μπορώ να μείνω σ’
αυτήν παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα,
γιατί ο Κρίστιαν τραβιέται ξαφνικά από
μέσα μου και με γυρίζει ανάποδα.

«Έτσι...» λέει μουρμουριστά.


Ξαναμπαίνει απότομα μέσα μου, αλλά δεν
κουνιέται αμέσως με τον συνηθισμένο
εξαντλητικό ρυθμό του. Σκύβει,
ελευθερώνει τα χέρια μ.ου και με τραβάει
όρθια, έτσι που ουσιαστικά κάθομαι πάνω
του. Τα χέρια του ανεβαίνουν στα στήθη
μου, χουφτώνοντάς τα και τα δυο,
τραβώντας απαλά τις ρώγες μου. Βογκάω
και ρίχνω πίσω το κεφάλι, ακουμπώντας το
στον ώμο του. Χώνει τη μύτη

του στον λαιμό μου δαγκώνοντας και


κυρτώνει τους γοφούς του, υπέροχα αργά,
γεμίζοντάς με πάλι και πάλι.

«Ξέρεις τι σημαίνεις για μένα;» ρωτάει


ψιθυριστά στο αυτί μου.

«Όχι...» απαντάω με κομμένη την ανάσα.


Χαμογελάει επάνω στον αυχένα μου, και τα
δάχτυλά του τυλίγονται γύρω από το σαγόνι
και τον λαιμό μου, κρατώντας με μια στιγμή
ακίνητη.

«Ναι, ξέρεις... Δε θα σ’ αφήσω να· φύγεις».

Βογκάω καθώς επιταχύνει τον ρυθμό του.

«Είσαι δική μου, Αναστάζία...»

«Ναι, δική σου...» αποκρίνομαι


κοντανασαίνοντας.

«Φροντίζω ό,τι είναι δικό μου...» λέει


σφυριχτά και μου δαγκώνει το αυτί.

Ξεφωνίζω.

«Έτσι, μωρό μου... Θέλω να σ’ ακούω».


Περνάει το ένα του χέρι γύρω από τη μέση
μου αρπάζοντας με το άλλο τον γοφό μου
και μπαίνει πιο δυνατά μέσα μου, κάνοντάς
με να ξεφωνίσω ξανά. Και αρχίζει ο
εξαντλητικός ρυθμός. Η ανάσα του γίνεται
όλο και πιο τραχιά, άγρια, σαν τη δική μου.

Νιώθω βαθιά μέσα μου το γνωστό


σκίρτημα. Πάλι!

Είμαι ολόκληρη μια αίσθηση. Αυτό μου


κάνει παίρνει το κορμί μου και το
κουρσεύει, έτσι που δε σκέφτομαι παρά
μόνο αυτόν, Τα μάγια του είναι πανίσχυρα,
τοξικά. Είμαι μια πεταλούδα πιασμένη στο
δίχτυ του που δεν μπορεί και δε θέλει να
ξεφύγει. Είμαι δική του... Απόλυτα δική του.

«Έλα, μωρό μου...» μουγκρίζει μέσα από


τα σφιγμένα δόντια του, και ακριβώς αυτήν
τη στιγμή, σαν μαθητευόμενος μάγος που
είμαι, αφήνομαι και φτάνουμε μαζί στην
κορύφωση.

ΕΙΜΑΙ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ στην


αγκαλιά του, επάνω στα σεντόνια, που
κολλάνε. Το στήθος του πιέζεται στην
πλάτη μου, η μύτη του είναι στα μαλλιά
μου.

«Αυτό που νιώθω για σένα με τρομάζει...»


ψιθυρίζω.

Μένει ακίνητος. «Και μένα, μωρό μου» λέει


ήρεμα.

«Τι θα γίνει αν μ’ αφήσεις;» Η σκέψη είναι


φρικτή.
«Δεν πάω πουθενά. Δε νομίζω πως θα
μπορούσα ποτέ να σε χορτάσω,
Αναστάζία».

Γυρίζω και τον κοιτάζω. Η έκφρασή του


είναι σοβαρή, ειλικρινής. Σκύβω και τον
φιλάω απαλά. Χαμογελάει και απλώνει το
χέρι του να σπρώξει τα μαλλιά πίσω από το
αυτί μου.

«Ποτέ δεν είχα νιώσει όπως όταν έφυγες,


Αναστάζία. Θα κινούσα γη και ουρανό για
να αποφύγω να ξανανιώσω κάτι τέτοιο...»
Ακούγεται τόσο θλιμμένος, ακόμα και
σαστισμένος.

Τον ξαναφιλάω. Θέλω να ελαφρύνω κάπως


την ατμόσφαιρα, αλλά το κάνει ο Κρίστιαν
για μένα.
«Θα έρθεις μαζί μου στο καλοκαιρινό πάρτι
του πατέρα μου αύριο; Είναι μια ετήσια
φιλανθρωπική εκδήλωση. Είπα πως θα
πάω».

Χαμογελάω, νιώθοντας ξαφνικά ντροπαλή.


«Φυσικά και θα έρθω...» Ω, γαμώτο. Δεν
έχω τίποτα να φορέσω.

«Τι;»

«Τίποτα».

«Πες μου!» επιμένει.

«Δεν έχω τίποτα να φορέσω».

Ο Κρίστιαν δείχνει προς στιγμήν αμήχανος.


«Μη θυμώσεις, αλλά έχω ακόμα όλα εκείνα
τα ρούχα για σένα στο σπίτι. Είμαι σίγουρος
πως υπάρχουν μερικά φορέματα ανάμεσά
τους».

Σουφρώνω τα χείλη. «Έτσι, ε;»


μουρμουρίζω, και το χαμόγελό μου είναι
σαρδόνιο. Δε θέλω να τσακωθώ μαζί του
απόψε. Χρειάζομαι ένα ντους.

Η ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ


στέκεται έξω από την ΑΕΣ. Για στάσου
είναι εγώ. Είμαι χλωμή και άπλυτη κι όλα
μου τα ρούχα είναι πολύ μεγάλα* την
κοιτάζω, κι εκείνη φοράει τα ρούχα μου
ευτυχισμένη, υγιής.

«Τι έχεις εσύ που δεν έχω εγώ;» τη ρωτάω.

«Ποια είσαι ;»
«Δεν είμαι καμία... Εσύ ποια είσαι; Είσαι
κι εσύ καμία;» «Τότε είμαστε δύο... Μην
το πεις. Θα μας διώξουν, ξέρεις...»
Χαμογελάει, κι ένας αργός, μοχθηρός
μορφασμός απλώνεται στο πρόσωπό της,
και είναι τόσο τρομακτικό, που αρχίζω να
στριγκλίζω.

«ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΑΝΑ!» Ο Κρίστιαν με


ταρακουνάει για να ξυπνήσω.

Είμαι τόσο αποπροσανατολισμένη. Είμαι


σπίτι... Στο σκοτάδι. Στο κρεβάτι με τον
Κρίστιαν. Κουνάω το κεφάλι,
προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου.

«Μωρό μου, είσαι καλά; Έβλεπες κακό


όνειρο». «Ω...»
Ανάβει τη λάμπα, που μας λούζει με το
αχνό φως της. Με κοιτάζει, και το πρόσωπό
του είναι γεμάτο ανησυχία. «Το κορίτσι...»
ψιθυρίζω.

«Τι συμβαίνει; Ποιο κορίτσι;» ρωτάει


μαλακά.

«Ήταν ένα κορίτσι έξω από την ΑΕΣ όταν


έφευγα το απόγευμα. Μου έμοιαζε... Αλλά
και δε μου έμοιαζε».

Ο Κρίστιαν παγώνει, και καθώς το φως της


λάμπας γίνεται πιο ζεστό, βλέπω πως είναι
κάτωχρος.

«Πότε έγινε αυτό;» ψελλίζει θορυβημένος.


Ανακάθεται κοιτάζοντάς με.
«Όταν έφευγα από τη δουλειά το
απόγευμα» επαναλαμβάνω. «Ξέρεις ποια
είναι;»

« Ναι. ..» Περνάει το χέρι μέσα από τα


μαλλιά του.

«Ποια;»

Το στόμα του σφίγγεται σε μια σκληρή


γραμμή, όμως δε λέει τίποτα.

«Ποια;» τον πιέζω,

« Η Λέιλα ...»

Ξεροκαταπίνω. Η πρώην υποτακτική!


Θυμάμαι τον Κρίστιαν να μου μιλάει γι’
αυτήν προτού πάμε για ανεμοπορία.
Ξαφνικά εκπέμπει ένταση. Κάτι συμβαίνει.
«Η κοπέλα που έβαλε το “Toxic” στο iPod
σου;»

Με κοιτάζει ανήσυχος. «Ναι...» απαντάει.


«Είπε τίποτα; »

«Είπε: “Τι έχςις εσύ που δεν έχω εγώ;”. Κι


όταν τη ρώτησα ποια είναι, απάντησε: “Δεν
είμαι καμία”».

Ο Κρίστιαν κλείνει τα μάτια σαν να πονάει.


Τι συνέβη; Τι σημαίνει γι’ αυτόν;

Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει, και η


αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο στο σώμα μου.
Κι αν σημαίνει πολλά για κείνον; Μήπως
του λείπει; Ξέρω τόσο λίγα για τις παλιές...
Εεε... Σχέσεις του. Μάλλον είχε υπογράψει
συμβόλαιο κι έκανε ό,τι της ζητούσε’ του
έδινε ευχαρίστως ό,τι χρειαζόταν.
Οχ όχι -ενώ εγώ δεν μπορώ. Η σκέψη μού
φέρνει ναυτία.

Ο Κρίστιαν σηκώνεται από το κρεβάτι,


φοράει το τζιν του και κατευθύνεται προς
το κεντρικό δωμάτιο. Μια ματιά στο
ξυπνητήρι μού δείχνει πως είναι πέντε το
πρωί. Σηκώνομαι, φοράω το άσπρο του
πουκάμισο και τον ακολουθώ.

Γαμώτο. Είναι στο τηλέφωνο.

«Ναι, έξω από την ΑΕΣ, χτες... Νωρίς το


απόγευμα» λέει ήρεμα. Στρέφεται προς το
μέρος μου καθώς προχωράω προς την
κουζίνα και με ρωτάει ευθέως: «Τι ώρα
ακριβώς;».

«Γύρω στις έξι και δέκα;» μουρμουρίζω.


Ποιον στο καλό παίρνει τέτοια ώρα; Τι
έκανε η Λέιλα; Μεταφέρει την πληροφορία
σε όποιον είναι στη γραμμή χωρίς να
παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. Η
έκφρασή του είναι σκοτεινή και σοβαρή.

«Μάθε πώς... Ναι... Δε θα το έλεγα, αλλά,


πάλι, δεν είχα σκεφτεί πως θα έκανε τέτοιο
πράγμα». Κλείνει τα βλέφαρα σαν να
πονάει. «Δεν ξέρω πώς θα γίνει αυτό... Ναι,
θα της μιλήσω... Ναι... Το ξέρω...
Παρακολούθησέ το και ενημέρωσέ με. Βρες
τη, Γουέλτς έχει πρόβλημα. Βρες την». Το
κλείνει.

«Θες λίγο τσάι;» ρωτάω. Τσάι, η απάντηση


του Ρέυ σε κάθε κρίση και το μόνο πράγμα
που ξέρει να κάνει καλά στην κουζίνα.
Γεμίζω τον βραστήρα με νερό.
«Για νά είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να
γυρίσω στο κρεβάτι ...» Το ύφος του μου
λέει πως δε θέλει να κοιμηθεί.

«Λοιπόν, εγώ χρειάζομαι λίγο τσάι. Θες να


μου κάνεις παρέα; Να πιούμε ένα
φλιτζάνι;» Θέλω να μάθω τι συμβαίνει. Δε
θα αφήσω το σεξ να εκτρέψει από την
πορεία της την προσοχή μου.

Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του


εκνευρισμένος. «Ναι, ευχαρίστως!»
απαντάει, αλλά νιώθω πως είναι
εξοργισμένος.

Βάζω τον βραστήρα στη φωτιά και


ασχολούμαι με τα φλιτζάνια και την
τσαγιέρα. Το επίπεδο του άγχους μου
βρίσκεται σε κατάσταση αμυντικής
ετοιμότητας 1. Θα μου πει το πρόβλημα; Ή
θα χρειαστεί να το εκμαιεύσω;

Αισθάνομαι τη ματιά του επάνω μου νιώθω


την αβεβαιότητά του, και ο θυμός του είναι
χειροπιαστός. Σηκώνω το βλέμμα, και τα
μάτια του γυαλίζουν από φόβο.

«Τι είναι;» ρωτάω μαλακά.

Κουνάει το κεφάλι του.

«Δε θα μου πεις;»

Αναστενάζει και σφαλίζει τα βλέφαρά του.


« Όχι ...»

«Γιατί;»

«Επειδή δεν πρέπει να σε στενοχωρεί. Δε


θέλω να μπλεχτείς σ’ αυτό το πράγμα».
«Δεν πρέπει να με στενοχωρεί, μα με
στενοχωρεί. Με βρήκε και με πλεύρισε έξω
από το γραφείο μου. Πώς ξέρει για μένα;
Πώς ξέρει πού δουλεύω; Νομίζω πως έχω
δικαίωμα να ξέρω τι συμβαίνει».

Περνάει πάλι το χέρι μέσα από τα μαλλιά


του, εκπέμποντας εκνευρισμό, λες και
διεξάγει κάποια εσωτερική μάχη.

«Σε παρακαλώ...» λέω μαλακά.

Το στόμα του γίνεται μια σκληρή γραμμή


και υψώνει το βλέμμα στον ουρανό.
«Εντάξει» απαντάει καρτερικά. «Δεν έχω
ιδέα πώς σε βρήκε. Ίσως η φωτογραφία μας
στο Πόρτλαντ, δεν ξέρω...» Αναστενάζει
ξανά, και νιώθω πως ο εκνευρισμός του
στρέφεται προς τον εαυτό του.
Περιμένω υπομονετικά, ρίχνοντας βραστό
νερό στην τσαγιέρα, ενώ εκείνος βηματίζει
επάνω κάτω. Έπειτα από λίγο συνεχίζει.

«Όταν ήμουν μαζί σου στην Τζόρτζια, η


Λέιλα εμφανίστηκε απροειδοποίητα στο
διαμέρισμά μου κι έκανε μια σκηνή
μπροστά στην Γκέιλ».

« Την Γκέιλ;»

«Την κυρία Τζόουνς».

«Τι εννοείς όταν λες πως “έκανε μια


σκηνή;”»

Με αγριοκοιτάζει, ζυγίζοντάς με.

«Πες μου. Κάτι μου κρύβεις!» Ο τόνος μου


είναι πιο αποφασιστικός απ’ όσο νιώθω.
Ανοιγοκλείνει κατάπληκτος τα βλέφαρά
του, «Άνα, κοίτα...» σταματάει.

«Σε παρακαλώ...»

Αναστενάζει ηττημένος. «Έκανε μια τυχαία


απόπειρα να κόψει τις φλέβες της...»

«Ω, όχι!» Αυτό εξηγεί τον επίδεσμο στον


καρπό της.

«Η Γκέιλ την πήγε στο νοσοκομείο... Η


Λέιλα όμως έφυγε πριν προλάβω να πάω».

Σκατά. Τι σημαίνει αυτό; Τάσεις


αυτοκτονίας; Γιατί;

«Ο ψυχίατρος που την είδε αποκάλεσε την


προσπάθειά της τυπική κραυγή βοήθειας.
Δεν πίστευε πως βρισκόταν πραγματικά σε
κίνδυνο ένα βήμα πριν από τον αυτοκτονικό
ιδεασμό, έτσι το ονόμασε. Αλλά δεν είμαι
σίγουρος. Από τότε προσπαθώ να την
εντοπίσω και να της προσφέρω κάποια
βοήθεια».

«Είπε τίποτα στην κυρία Τζόουνς;»

Με κοιτάζει. Δείχνει πραγματικά αμήχανος.


«Όχι πολλά » απαντάει τελικά, αλλά ξέρω
πως δε μου τα λέει όλα.

Απασχολώ τον εαυτό μου με το σερβίρισμα


του τσαγιού στα φλιτζάνια. Ώστε η Λέιλα
θέλει να ξαναμπεί στη ζωή του Κρίστιαν
και επιλέγει μια απόπειρα αυτοκτονίας για
να προσελκύσει την προσοχή του; Οχ...
Τρομακτικό. Αλλά αποτελεσματικό. Ο
Κρίστιαν έφυγε από την Τζόρτζια για να
βρεθεί στο πλευρό της, εκείνη όμως
εξαφανίστηκε προτού φτάσει ο Κρίστιαν;
Πολύ αλλόκοτο.

«Δεν μπορείς να τη βρεις; Η οικογένειά


της;»

«Δεν ξέρουν πού βρίσκεται. Ούτε και ο


άντρας της».

«Ο άντρας της;»

«Ναι...» λέει αφηρημένα. «Είναι


παντρεμένη περίπου δύο χρόνια».

Τι; «Δηλαδή ήταν μαζί σου ενώ ήταν


παντρεμένη;» Γαμώτο μου πραγματικά δεν
έχει όρια!
«Όχι! Θεούλη μου, όχι! Ήταν μαζί μου πριν
από τρία χρόνια περίπου. Ύστερα έφυγε και
μετά από λίγο παντρεύτηκε αυτό τον τύπο».

Ω ... «Και γιατί προσπαθεί τώρα να σου


τραβήξει την προσοχή;»

Κουνάει μελαγχολικά το κεφάλι του. «Δεν


ξέρω. Το μόνο που καταφέραμε να μάθουμε
είναι πως παράτησε τον άντρα της πριν από
τέσσερις μήνες περίπου...»

«Μισό λεπτό να καταλάβω κάτι. Δηλαδή


δεν είναι υποτακτική σου εδώ και τρία
χρόνια...»

«Περίπου δυόμισι».

«Και ήθελε περισσότερα».


«Ναι».

«Αλλά εσύ δεν ήθελες;»

«Το ξέρεις αυτό».

«Έτσι, σε παράτησε».

«Ναι».

«Και τώρα γιατί έρχεται σε σένα;»

«Δεν ξέρω...» Και ο τόνος της φωνής του


μου λέει πως έχει τουλάχιστον κάποια
θεωρία.

«Υποψιάζεσαι όμως...»

Τα μάτια του στενεύουν αισθητά από θυμό.


«Υποψιάζομαι πως έχει κάποια σχέση μαζί
σου!»
Μαζί μου; Τι μπορεί να θέλει από μένα; Τι
έχεις εσύ που δεν έχω εγώ;

Κοιτάζω τον Πενήντα, υπέροχα γυμνό από


τη μέση κι επάνω. Τον έχω* είναι δικός
μου. Αυτό είναι που έχω, κι όμως εκείνη
μου έμοιαζε: τα ίδια σκούρα μαλλιά και
ωχρό δέρμα. Κατσουφιάζω στη σκέψη.
Ναι... Τι έχω που δεν το έχει;

«Γιατί δε μου το είπες χτες;» ρωτάει σιγανά.

«Την ξέχασα...» Σηκώνω απολογητικά τους


ώμους. «Ξέρεις, ποτά μετά τη δουλειά, στο
τέλος της πρώτης μου εβδομάδας. Η
εμφάνισή σου στο μπαρ και η... Η έκρηξη
τεστοστερόνης σου με τον Τζακ. Και μετά
ήρθαμε εδώ. Μου διέφυγε. Έχεις μια
συνήθεια να με κάνεις να ξεχνάω».
«Έκρηξη τεστοστερόνης;» Τα χείλη του
στραβώνουν.

«Ναι. Ο διαγωνισμός κατουρήματος».

«Θα σου δείξω εγώ μια έκρηξη


τεστοστερόνης...»

«Δεν προτιμάς ένα φλιτζάνι τσάι;»

«Όχι, Αναστάζία, δεν το προτιμώ».

Τα μάτια του με καίνε με το ύφος που λέει


«Σε θέλω και σε θέλω τώρα». Γαμώτο...
Είναι τόσο σέξι...

«Ξέχασέ την. Έλα». Απλώνει το χέρι του.

Καθώς πιάνω το χέρι του, η εσωτερική μου


θεά κάνει τρεις ανάποδες τούμπες στο ταπί
του γυμναστηρίου.
ΞΥΠΝΑΩ ΚΑΙ ΖΕΣΤΑΙΝΟΜΑΙ ΠΟΛΥ.
Με τυλίγει ένας γυμνός Κρίστιαν Γκρέυ.
Αν και κοιμάται βαθιά, με κρατάει σφιχτά.
Το απαλό πρωινό φως μπαίνει .από τις
κουρτίνες. Το κεφάλι μου φωλιάζει στο
στήθος του, το πόδι μου είναι μπερδεμένο
με το δικό του, το χέρι μου επάνω στο
στομάχι του.

Σηκώνω το κεφάλι. Φοβάμαι μήπως τον


ξυπνήσω. Όταν κοιμάται, δείχνει νέος και
χαλαρός και είναι δικός μου.

Χμμμ... Απλώνω το χέρι και χαϊδεύω


διστακτικά το στήθος του, περνώντας τις
άκρες των δαχτύλων μου μέσα από τις
τρίχες, και δεν κουνιέται. Δεν μπορώ να το
πιστέψω, Είναι στ’ αλήθεια δικός μου
μερικά ακόμα πολύτιμα δευτερόλεπτα.
Σκύβω και φιλάω τρυφερά μια από τις
ουλές του. Αναστενάζει σιγανά, αλλά δεν
ξυπνάει, και χαμογελάω. Φιλάω άλλη μία,
και τα μάτια του ανοίγουν.

«Γεια σου...» τον χαιρετάω ένοχα.

«Γεια σου...» λέει επιφυλακτικά. «Τι


κάνεις;»

«Σε κοιτάω».

Περνάω τα δάχτυλά μου από τις τρίχες που


οδηγούν στο εφήβαιό του. Πιάνει το χέρι
μου, στενεύει τα μάτια του και χαμογελάει
με ένα υπέροχο, άνετο χαμόγελο.
Χαλαρώνω. Το κρυφό μου άγγιγμα
παραμένει μυστικό.
Ω... Γιατί δε με αφήνεις να σε αγγίξω;

Ξαφνικά μετακινείται από πάνω μου,


πιέζοντάς με στο στρώμα με τα χέρια του
επάνω στα δικά μου, προειδοποιώντας με.
Χαϊδεύει με τη μύτη του τη δική μου.

«Νομίζω πως κάτι σκαρώνετε, δεσποινίς


Στιλ...» με κατηγορεί, αλλά το χαμόγελό
του διατηρείται.

«Μ’ αρέσει να σκαρώνω διάφορα όταν


είμαι κοντά σου».

«Μπα;» λέει και με φιλάει απαλά στα χείλη.


« Σεξ ή πρωινό;» ρωτάει, και τα μάτια του
είναι σκοτεινά, αλλά γεμάτα ευθυμία. Η
στύση του πιέζει τη σάρκα μου, και
καμπυλώνω τη λεκάνη μου για να τον
προϋπαντήσω. «Καλή επιλογή...»
μουρμουρίζει επάνω στον λαιμό μου,
χαράζοντας ένα μονοπάτι από φιλιά επάνω
στο στήθος μου.

ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΣΤΗ ΣΙΦΟΝΙΕΡΑ ΜΟΥ


κοιτάζοντας τον καθρέφτη, προσπαθώντας
να καλοπιάσω τα μαλλιά μου να
συμμαζευτούν λίγο στ’ αλήθεια παραείναι
μακριά. Φοράω τζιν κι ένα μπλουζάκι, και ο
Κρίστιαν, φρέσκος από το μπάνιο, ντύνεται
πίσω μου. Κοιτάζω πεινασμένα το κορμί
του.

«Πόσο συχνά γυμνάζεσαι;» ρωτάω.

«Κάθε μέρα» μου απαντάει κουμπώνοντας


το παντελόνι του.
«Τι κάνεις;»

«Τρέξιμο, βάρη, κικ μπόξινγκ...»


Ανασηκώνει τους ώμους του.

«Κικ μπόξινγκ;»

«Ναι. Έχω έναν προσωπικό γυμναστή, έναν


πρώην ολυμπιονίκη που μου κάνει μάθημα.
Τον λένε Κλοντ. Είναι πολύ καλός, Θα σ’
αρέσει».

Στρέφομαι να τον κοιτάξω καθώς αρχίζει


να κουμπώνει το άσπρο πουκάμισό του. «Τι
εννοείς όταν λες ότι θα μ’ αρέσει;»

«Θα σ’ αρέσει ως γυμναστής».

«Γιατί να χρειάζομαι προσωπικό γυμναστή;


Έχω εσένα να με κρατάς σε φόρμα».
Έρχεται νωχελικά προς το μέρος μου και
τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, ενώ τα
σκοτεινά του μάτια συναντούν τα δικά μου
στον καθρέφτη.

«Μα σε θέλω σε φόρμα, μωρό μου, γι’ αυτά


που έχω στο μυαλό μου... Πρέπει να
διατηρηθείς σε υψηλό επίπεδο».

Κοκκινίζω καθώς οι αναμνήσεις από την


αίθουσα ψυχαγωγίας πλημμυρίζουν το
μυαλό μου. Ναι... Το Κόκκινο Δωμάτιο
Πόνου είναι εξαντλητικό. Θα με ξαναφήσει
να μπω εκεί μέσα; Θέλω να ξαναμπώ εκεί
μέσα;

Φυσικά θέλειςΐ φωνάζει η εσωτερική μου


θεά.
Κοιτάζω τα ανεξιχνίαστα και υπνωτιστικά
γκρίζα μάτια του.

«Ξέρεις ότι το θες» λέει άηχα.

Κοκκινίζω, και η ανεπιθύμητη σκέψη πως


η Λέιλα μάλλον μπορούσε να διατηρείται
σε υψηλό επίπεδο εισβάλλει απεχθής και
απρόσκλητη στο μυαλό μου. Πιέζω τα χείλη
μου, και ο Κρίστιαν κατσουφιάζει,

«Τι;» ρωτάει ανήσυχος.

«Τίποτα». Κουνάω το κεφάλι. «Εντάξει, θα


γνωρίσω τον Κλοντ».

«Αλήθεια;»

Το πρόσωπο του Κρίστιαν φωτίζεται από


έκπληκτη δυσπιστία. Η έκφρασή του με
κάνει να χαμογελάσω. Είναι θαρρείς και
κέρδισε το λαχείο, αν και κατά πάσα
πιθανότητα ο Κρίστιαν δεν έχει αγοράσει
ποτέ λαχνό δεν έχει ανάγκη.

«Ναι, Χριστέ μου αν σε κάνει να χαίρεσαι


τόσο πολύ...» απαντάω σαρκαστικά.

Σφίγγει τα χέρια του γύρω μου και με φιλάει


στο μάγουλο. «Δε φαντάζεσαι πόσο...»
ψιθυρίζει. «Λοιπόν, τι θες να κάνουμε
σήμερα;» Τρίβει τη μύτη του επάνω μου,
στέλνοντας υπέροχα μυρμηγκιάσματα στο
σώμα μου.

«Θα ήθελα να κόψω τα μαλλιά μου και...


Εεε... Πρέπει να εξαργυρώσω μια επιταγή
και να αγοράσω ένα αυτοκίνητο».
«Ααα...» λέει συ »ωμοτικά και δαγκώνει το
χείλος του. Παίρνει το χέρι του από πάνω
μου, το βάζει στην τσέπη του τζιν του και
βγάζει το κλειδί του μικρού μου Audi. «Εδώ
είναι» προσθέτει ήρεμα, με αβέβαιο ύφος.

«Εδώ είναι; Τι εννοείς;» Ακούγομαι


θυμωμένη. Ανάθεμα. Είμαι θυμωμένη πώς
τολμάει;

«Το έφερε πίσω ο Τέυλορ χτες».

Ανοίγω το στόμα, μετά το κλείνω και


επαναλαμβάνω τη διαδικασία δύο φορές,
αλλά έχω μείνει άφωνη. Μου δίνει πίσω
το αυτοκίνητο. Ανάθεμα και πάλι ανάθεμα.
Γιατί δεν το πρόβλεψα; Ε λοιπόν, αυτό το
παιχνίδι μπορούν να το παίξουν δύο άτομα.
Από την πίσω τσέπη του τζιν μου ψαρεύω
τον φάκελο με την επιταγή του.
«Ορίστε. Αυτό είναι δικό σου».

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει ερωτηματικά·


ύστερα, ανα-

γνωρίζοντας τον φάκελο, σηκώνει και τα


δυο του χέρια και οπισθοχωρεί.

«Ω, όχι... Αυτά τα λεφτά είναι δικά σου».

«Όχι, δεν είναι. Θα ήθελα να αγοράσω το


αυτοκίνητο».

Η έκφρασή του αλλάζει εντελώς. Οργή -ναι,


οργήζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. «Όχι,
Αναστάζία. Δικά σου τα λεφτά, δικό σου το
αυτοκίνητο!» αντιγυρίζει.

«Όχι, Κρίστιαν. Δικά μου τα λεφτά, δικό


σου το αυτοκίνητο! Θα το αγοράσω».
«Σου πήρα το αμάξι ως δώρο για την
αποφοίτηση!»

«Αν μου είχες χαρίσει μια πένα, αυτό θα


ήταν κατάλληλο δώρο. Εσύ μου χάρισες
ένα Audi!»

«Θες πραγματικά να τσακωθούμε γι’ αυτό;»

«Όχι».

«Ωραία. Ορίστε τα κλειδιά». Τα αφήνει στη


σιφονιέρα.

«Δεν εννοούσα αυτό».

«Τέρμα η συζήτηση, Αναστάζία! Μη με


φτάνεις στα άκρα».

Σκυθρωπιάζω και ύστερα μου έρχεται μια


έμπνευση. Παίρνω τον φάκελο, τον σκίζω
στα δύο, μετά πάλι στα δύο και πετάω τα
κομμάτια στο καλάθι των αχρήστων. Ω,
αυτό με κάνει να νιώθω πολύ ωραία.

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει ατάραχος, όμως


ξέρω πως μόλις άναψα το φιτίλι και πρέπει
να σταθώ σε απόσταση. Χαϊδεύει το πιγούνι
του.

«Είστε, όπως πάντα, μεγάλη πρόκληση


δεσποινίς Στιλ» λέει ξερά.

Κάνει μεταβολή και πηγαίνει στο άλλο


δωμάτιο. Αυτή δεν είναι η αναμενόμενη
αντίδραση. Περίμενα κανονικό
Αρμαγεδώνα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη
και ανασηκώνω τους ώμους,
αποφασίζοντας να κάνω τα μαλλιά μου
αλογοουρά.
Η περιέργειά μου έχει κεντριστεί. Τι κάνει
ο Πενήντα; Τον ακολουθώ και τον βρίσκω
στο τηλέφωνο.

«Ναι, είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια.


Απευθείας». Σηκώνει τα μάτια του και με
κοιτάζει, πάντα ατάραχος. «Ωραία... Τη
Δευτέρα; Θαυμάσια... Όχι, τίποτε άλλο,
Άντρια». Κλείνει το τηλέφωνο. «Θα
κατατεθούν στον λογαριασμό σου τη
Δευτέρα. Μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου!»
Βράζει από θυμό, αλλά δε με νοιάζει.

«Είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια!»


Σχεδόν στριγκλίζω. «Και πώς ξέρεις τον
αριθμό του λογαριασμού μου;»

Η οργή μου αιφνιδιάζει τον Κρίστιαν.


«Ξέρω τα πάντα για σένα, Αναστάζια»
απαντάει ήρεμα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ άξιζε το
αυτοκίνητό μου είκοσι τέσσερις χιλιάδες
δολάρια!»

«Θα συμφωνούσα· μαζί σου, μα το θέμα


είναι να γνωρίζεις την αγορά σου, είτε
αγοράζεις είτε πουλάς. Κάποιος παλαβός
εκεί έξω ήθελε εκείνη τη θανάσιμη παγίδα
και ήταν πρόθυμος να πληρώσει αυτό το
ποσό. Προφανώς είναι κλασικό κομμάτι.
Ρώτα tov Τέυλορ αν δε με πιστεύεις».

Τον αγριοκοιτάζω και με αγριοκοιτάζει δύο


θυμωμένοι, ξεροκέφαλοι βλάκες που
στραβοκοιτάζονται.

Και το αισθάνομαι: εκείνο το τράβηγμα -


τον ηλεκτρισμό ανάμεσά μαςχειροπιαστό,
να μας ωθεί τον έναν προς τον άλλο. Με
αρπάζει ξαφνικά και με σπρώχνει επάνω
στην πόρτα με το στόμα του στο δικό μου,
διεκδικώντας με πεινασμένα, με το ένα του
χέρι στους γλουτούς μου να με πιέζει επάνω
στους βουβώνες του και το άλλο στον
αυχένα μου, να μου τραβάει το κεφάλι προς
τα πίσω. Τα δάχτυλά μου είναι στα μαλλιά
του, στρίβοντάς τα δυνατά, κρατώντας τον
επάνω μου. Πιέζει το κορμί του στο δικό
μου, αιχμαλωτίζοντάς με. Η ανάσα του
είναι ακανόνιστη. Τον νιώθω. Με θέλει και
είμαι ζαλισμένη και σαστισμένη από την
έξαψη καθώς αντιλαμβάνομαι την ανάγκη
του για μένα.

«Γιατί, γιατί μ’ αψηφάς;» μουρμουρίζει


ανάμεσα στα φλογερά φιλιά του.

Το αίμα τραγουδάει στις φλέβες μου. Θα


έχει πάντα αυτή την επίδραση επάνω μου;
Κι εγώ επάνω του;
«Επειδή μπορώ...» Η ανάσα μου έχει κοπεί.
Αισθάνομαι μάλλον παρά βλέπω το
χαμόγελό του επάνω στον ^αυχένα μου, και
πιέζει το μέτωπό του στο δικό μου.

«Χριστέ μου, θέλω να σε πάρω τώρα, αλλά


μου έχουν τελειώσει τα προφυλακτικά. Δε
σε χορταίνω ποτέ. Είσαι εξοργιστική,
εξοργιστική γυναίκα...»

«Κι εσύ με εξοργίζεις...» αντιγυρίζω


τραυλίζοντας. «Από κάθε άποψη».

Κουνάει το κεφάλι του. «Έλα. Πάμε έξω για


πρωινό. Και ξέρω ένα μέρος όπου μπορείς
να κόψεις τα μαλλιά σου».

« Εντάξει ». Συγκατανεύω, κι έτσι απλά ο


καβγάς μας τελειώνει.
«ΘΑ ΤΟ ΠΑΡΩ ΕΓΩ!» Αρπάζω τον
λογαριασμό για το πρωινό πριν από κείνον.

Σκυθρωπιάζει.

«Πρέπει να είσαι γρήγορος εδώ μέσα,


Γκρέυ».

«Έχεις δίκιο, πρέπει...» αποκρίνεται ξινά,


αν και νομίζω πως με πειράζει.

«Μην είσαι τόσο τσατισμένος. Είμαι κατά


είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια
πλουσιότερη απ’ όσο ήμουν σήμερα το
πρωί. Μπορώ να πληρώσω» -ρίχνω μια
ματιά στον λογαριασμό«είκοσι δύο δολάρια
κι εξήντα εφτά σεντς για πρωινό».

«Ευχαριστώ...» λέει απρόθυμα. Ω, το


μουτρωμένο σχολειαρόπαιδο επέστρεψε.
«Πού πάμε τώρα;»

«Πραγματικά θες να κόψεις τα μαλλιά


σου;»

«Ναι. Κοίτα τα...»

«Εμένα μου φαίνεσαι όμορφη. Πάντα είσαι


όμορφη».

Κοκκινίζω και χαμηλώνω τα μάτια στα


δάχτυλά μου, που είναι μπλεγμένα στα
πόδια μου. «Κι έχουμε και τη δεξίωση του
πατέρα σου απόψε».

«Να θυμάσαι: είναι με επίσημο ένδυμα».

«Πού θα γίνει;»

«Στο σπίτι των γονιών μου. Έχουν μια


τέντα. Ξέρεις, αγαθοεργίες».
«Ποιος είναι ο*φιλανθρωπικός σκοπός;»

Ο Κρίστιαν τρίβει τα χέρια στους μηρούς


του, δείχνο^ ντας αμήχανος. «Πρόκειται για
ένα πρόγραμμα απεξάρτησης από τα
ναρκωτικά για γονείς με μικρά παιδιά που
λέγεται “Το Αντιμετωπίζουμε Μαζί”...»

«Ακούγεται καλός σκοπός...» αποκρίνομαι


μαλακά.

«Έλα, πάμε».

Σηκώνεται κλείνοντας το θέμα και απλώνει


το χέρι του. Το παίρνω, και σφίγγει τα
δάχτυλά του γύρω από τα δικά μου.

Είναι παράξενο. Από ορισμένες απόψεις


είναι τόσο εκδηλωτικός και από άλλες τόσο
κλειστός. Με οδηγεί έξω από το εστιατόριο
και προχωράμε στον δρόμο. Είναι ένα
όμορφο, γλυκό πρωινό. Ο ήλιος λάμπει, και
ο αέρας μυρίζει καφέ και φρεσκοψημένο
ψωμί.

«Πού πάμε;»

«Έκπληξη».

Ω, εντάξει. Δε μου πολυαρέσουν οι


εκπλήξεις.

Περπατάμε δύο τετράγωνα, και τα μαγαζιά


γίνονται πιο ακριβά. Δεν είχα ακόμα την
ευκαιρία να πάω για εξερεύνηση, αλλά αυτή
η περιοχή είναι πράγματι πολύ κοντά στο
σπίτι μου. Η Κέιτ θα χαρεί πολύ. Υπάρχουν
πολλές μικρές μπουτίκ για να
τροφοδοτήσουν το πάθος της για τη μόδα.
Εδώ που τα λέμε, πρέπει κι εγο3 να
αγοράσω μερικές φαρδιές φούστες για τη
δουλειά.

Ο Κρίστιαν σταματάει έξω από ένα μεγάλο,


πολυτελές ινστιτούτο καλλονής και μου
ανοίγει την πόρτα. Λέγεται Esclava. Το
εσωτερικό είναι κατάλευκο κι όλο δέρμα.
Στο -λευκό γραφείο υποδοχής κάθεται μια
νεαρή ξανθιά κοπέλα με κολλαριστή λευκή
στολή. Όταν μπαίνουμε, σηκώνει το
βλέμμα.

«Καλημέρα, κύριε Γκρέυ!» λέει ζωηρά, και


χρώμα ανεβαίνει στο πρόσωπό της καθώς
του πεταρίζει τις βλεφαρίδες της.

Είναι το φαινόμενο Γκρέυ, αλλά τον ξέρει!


Πώς;

«Γεια σου, Γκρέτα».


Την ξέρει κι αυτός. Τι είναι πάλι τούτο;

«Το συνηθισμένο, κύριε;» ρωτάει ευγενικά.


Φοράει πολύ ροζ κραγιόν.

«Όχι» της απαντάει γρήγορα, ρίχνοντάς μου


ένα νευρικό βλέμμα.

Το συνηθισμένο; Τι σημαίνει αυτό;

Γαμώτο μου! Είναι ο Κανόνας Νούμερο


Έξι, το καταραμένο ινστιτούτο καλλονής.
Οι ανοησίες περί αποτρίχωσης... Σκατά!

Εδώ έφερνε όλες του τις υποτακτικές; Ίσως


και τη Λέιλα; Τι διάολο συμπέρασμα να
βγάλω;

«Η δεσποινίς Στιλ θα σου πει τι θέλει».


Τον αγριοκοιτάζω. Καθιερώνει τους
κανόνες στα μουλωχτά. Συμφώνησα για τον
προσωπικό γυμναστή και τώρα αυτό;

«Γιατί εδώ;» λέω σφυριχτά.

«Είμαι ιδιοκτήτης του μαγαζιού κι άλλων


τριών ίδιων».

«Είσαι ιδιοκτήτης του;» ρωτάω, με την


ανάσα κομμένη από την έκπληξη. Αυτό
ήταν αναπάντεχο.

«Ναι. Είναι μια δευτερεύουσα επιχείρηση.


Εν πάση περιπτώσει, ό,τι θες, μπορείς να το
κάνεις εδώ. Κάθε είδους μασάζ, σουηδικό,
σιάτσου* καυτές πέτρες, ρεφλεξολογία,
μπάνια με φύκια, περιποίηση προσώπου,
όλα αυτά τα πράγματα που αρέσουν στις
γυναίκες τα πάντα. Γίνονται εδώ». Ανεμίζει
περιφρονητικά το χέρι του.

«Αποτρίχωση;»

Γελάει. «Ναι, και αποτρίχωση. Παντού...»


ψιθυρίζει συνωμοτικά, απολαμβάνοντας τη
δυσφορία μου.

Κοκκινίζω και κοιτάζω την Γκρέτα, που


μου ανταποδίδει τη ματιά γεμάτη
προσδοκία.

«Θα ήθελα ένα κούρεμα, παρακαλώ».

«Ασφαλώς, δεσποινίς Στιλ!»

Η Γκρέτα είναι όλο ροζ κραγιόν και


φίλεργη γερμανική αποτελεσματικότητα.
Ελέγχει την οθόνη του υπολογιστή της.
«Ο Φράνκο θα είναι ελεύθερος σε πέντε
λεπτά».

«Ο Φράνκο είναι μια χαρά» μου λέει


καθησυχαστικά ο Κρίστιαν.

Προσπαθώ να καταλάβω. Ο Κρίστιαν


Γκρέυ, CEO, είναι ιδιοκτήτης μιας
αλυσίδας ινστιτούτων καλλονής.

Τον κρυφοκοιτάζω, κι εκείνος ξαφνικά


ασπρίζει κάτι, ή κάποιος, τράβηξε την
προσοχή του. Γυρίζω να δω πού κοιτάζει,
και στο πίσω μέρος της αίθουσας έχει
εμφανιστεί μια κομψή πλατινέ ξανθιά, που
κλείνει την πόρτα πίσω της και μιλάει σ’
έναν από τους κομμωτές.
Η Πλατινέ Ξανθιά είναι ψηλή, μαυρισμένη,
όμορφη και γύρω στα σαράντα δύσκολο να
πεις με βεβαιότητα.

Φοράει την ίδια στολή με την Γκρέτα, αλλά


μαύρη. Είναι εκθαμβωτική. Τα μαλλιά της
λάμπουν σαν άλως, μαζεμένα σ’ έναν
κομψό κότσο. Στρέφεται, βλέπει τον
Κρίστιαν και του χαμογελάει με ένα
εκτυφλωτικό χαμόγελο ζεστής
αναγνώρισης.

«Με συγχωρείς...» μουρμουρίζει βιαστικά ο


Κρίστιαν,

Διασχίζει γρήγορα την αίθουσα,


προσπερνώντας τους λευκοντυμένους
κομμωτές, τους βοηθούς στους
νιπτήρες, πλησιάζοντάς την, πολύ μακριά
για να μπορώ να ακούσω την κουβέντα
τους, Η Πλατινέ Ξανθιά τον χαιρετάει με
προφανή τρυφερότητα, φιλώντας τον και
στα δυο μάγουλα, με τα χέρια της
ακουμπισμένα στο επάνω μέρος των
μπράτσων του. Κουβεντιάζουν ζωηρά.

«Δεσποινίς Στιλ;» Η Γκρέτα, η


ρεσεψιονίστ, προσπαθεί να μου τραβήξει
την προσοχή.

«Μισό λεπτό, παρακαλώ». Παρακολουθώ


τον Κρίστιαν γοητευμένη.

Η Πλατινέ Ξανθιά γυρίζει και με κοιτάζει,


χαρίζοντάς μου το ίδιο εκτυφλωτικό
χαμόγελο λες και με γνωρίζει. Χαμογελάω
κι εγώ ευγενικά.

Ο Κρίστιαν φαίνεται αναστατωμένος με


κάτι. Επιχειρηματολογεί, κι εκείνη
συμφωνεί, σηκώνοντας τα χέρια και
χαμογελώντας του. Της χαμογελάει κι
εκείνος προφανώς γνωρίζονται καλά. Ίσως
δουλεύουν πολύ καιρό μαζί; Μπορεί να
είναι η διευθύντρια εδώ* στο κάτω κάτω
έχει έναν αέρα εξουσίας.

Και ύστερα η σκέψη με χτυπάει σαν μπάλα


κατεδάφισης, και ξέρω, βαθιά μέσα στα
σωθικά μου, ενστικτωδώς, ξέρω ποια είναι.
Είναι εκείνη. Εκθαμβωτική, μεγαλύτερης
ηλικίας, όμορφη.

Είναι η κυρία Ρόμπινσον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ
«ΓΚΡΕΤΑ, ΜΕ ΠΟΙΑ ΜΙΛΑΕΙ ο κύριος
Γκρέυ;» Το κρανίο μου προσπαθεί να το
σκάσει από το κτίριο. Μυρμηγκιάζει από
φόβο, και το υποσυνείδητό μου μου
φωνάζει να το ακολουθήσω. Αλλά
ακούγομαι αρκετά αδιάφορη.

«Α, αυτή είναι η κυρία Λίνκολν. Είναι


συνιδιοκτήτρια, μαζί με τον κύριο Γκρέυ».
Η Γκρέτα δείχνει πολύ πρόθυμη να με
ενημερώσει.

«Η κυρία Λίνκολν;» Νόμιζα πως η κυρία


Ρόμπινσον ήταν διαζευγμένη. Ίσως
ξαναπαντρεύτηκε κανέναν παλιοφουκαρά.

«Ναι. Συνήθως δεν είναι εδώ, αλλά ένας


από τους τεχνικούς μας είναι άρρωστος
σήμερα και τον αντικαθιστά»,
«Ξέρεις το μικρό όνομα της κυρίας
Λίνκολν;»

Η Γκρέτα σηκώνει τα μάτια επάνω μου


κατσουφιασμένη και σουφρώνει τα έντονα
ροζ χείλη της, μην καταλαβαίνοντας την
αδιακρισία μου.

« Ελένα ...» απαντάει, σχεδόν απρόθυμα.

Με κατακλύζει βαθιά ανακούφιση που η


έκτη μου αίσθηση δε με απογοήτευσε.

Έκτη αίσθηση; ρουθουνίζει το


υποσυνείδητό μου. Παιδοφιλο-αίσθηση.

Συζητούν ακόμα. Ο Κρίστιαν μιλάει


βιαστικά στην
Ελένα, κι αυτή φαίνεται ανήσυχη,
γνέφοντας, μορφάζοντας και κουνώντας το
κεφάλι της. Απλώνει το χέρι και του τρίβει
κατευναστικά το μπράτσο, δαγκώνοντας το
χείλος της. Άλλο ένα γνέψιμο, και μετά με
κοιτάζει, χαρίζοντάς μου ένα αμυδρό,
καθησυχαστικό χαμόγελο.

Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να την


ατενίζω πετρωμένη. Νομίζω πως έχω πάθει
σοκ. Πώς μπόρεσε ο Κρίστιαν να με φέρει
εδώ;

Μουρμουρίζει κάτι στον Κρίστιαν εκείνος


ρίχνει μια γρήγορη ματιά προς το μέρος μου
και ύστερα γυρίζει και της απαντάει. Του
γνέφει καταφατικά, και νομίζω πως του
εύχεται καλή τύχη, όμως η ικανότητά μου
να διαβάζω χείλη δεν είναι και πολύ
ανεπτυγμένη.
Ο Πενήντα επιστρέφει με μεγάλες
δρασκελιές κοντά μου. Στο πρόσωπό του
είναι χαραγμένη η αγωνία. Έτσι ακριβώς.
Η κυρία Ρόμπινσον ξαναμπαίνει στο πίσω
δωμάτιο, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει. «Είσαι εντάξει;»


ρωτάει, αλλά ο τόνος του είναι
επιφυλακτικός, γεμάτος ένταση.

«Όχι ακριβώς. Δεν ήθελες να με


συστήσεις;» Η φωνή μου ακούγεται ψυχρή,
σκληρή.

Το στόμα του ανοίγει διάπλατα. Είναι σαν


να τράβηξα το χαλί κάτω από τα πόδια του.

«Μα νόμιζα...»
«Για ευφυής άνθρωπος, μερικές φορές...»
Χάνω τα λόγια μου. «Θα ήθελα να φύγω, σε
παρακαλώ».

«Γιατί;»

«Ξέρεις γιατί». Υψώνω το βλέμμα στον


ουρανό.

Με κοιτάζει με μάτια που καίνε. «Λυπάμαι,


Άνα... Δεν ήξερα ότι θα είναι εδώ. Δεν είναι
ποτέ εδώ. Άνοιξε ένα καινούριο
υποκατάστημα στο Μπρέιβερν Σέντερ και
συνήθως πηγαίνει εκεί. Κάποιος ήταν
άρρωστος σήμερα».

Κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι προς την


πόρτα.
«Δε θα χρειαστούμε τον Φράνκο, Γκρέτα»
πετάει ο Κρίστιαν την ώρα που βγαίνουμε
έξω.

Πρέπει να καταπνίξω την παρόρμησή μου


να τρέξω. Θέλω να τρέξω γρήγορα μακριά.
Νιώθω μια ακατανίκητη επιθυμία να
κλάψω. Απλώς έχω ανάγκη να βρεθώ
μακριά απ’ όλη αυτή την άρρωστη ιστορία.

Ο Κρίστιαν περπατάει αμίλητος δίπλα μου


καθώς κλωθογυρίζω όλα αυτά στο κεφάλι
μου. Τυλίγοντας τα χέρια προστατευτικά
γύρω από τον εαυτό μου, κρατάω το κεφάλι
χαμηλά, αποφεύγοντας τα δέντρα της
Δεύτερης Λεωφόρου. Συνετά, δεν κάνει
καμία προσπάθεια να με αγγίξει. Στο μυαλό
μου κοχλάζουν αναπάντητα ερωτήματα. Θα
πει την αλήθεια ο κύριος Ασαφής;
«Πήγαινες εκεί τις υποτακτικές σου;»
ρωτάω.

«Μερικές, ναι» απαντάει ήρεμα, με κοφτό


τόνο.

«Τη Λέιλα;»

«Ναι».

«Το μέρος φαίνεται πολύ καινούριο».

«Ανακαινίστηκε πρόσφατα».

«Μάλιστα. Ώστε η κυρία Ρόμπινσον έχει


γνωρίσει όλες τις υποτακτικές σου...»

«Ναι».

«Ήξεραν γι’ αυτήν;»


«Όχι. Καμία δεν ήξερε. Μόνο εσύ».

«Εγώ όμως δεν είμαι υποτακτική σου».

«Όχι. Σίγουρα δεν είσαι».

Σταματάω και τον κοιτάζω καταπρόσωπο.


Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά,
γεμάτα φόβο. Τα χείλη του είναι σφιγμένα
σε μια σκληρή, βλοσυρή γραμμή.

«Καταλαβαίνεις πόσο άρρωστο είναι


αυτό;» Τον κοιτάζω με άγριο βλέμμα. Η
φωνή μου είναι χαμηλή.

«Ναι. Λυπάμαι...» απαντάει κι έχει την


ευγένεια να φαίνεται μετανιωμένος.
«Θέλω να κόψω τα μαλλιά μου, κατά
προτίμηση κάπου όπου δεν έχεις πηδήξει
ούτε το προσωπικό ούτε τις πελάτισσες».

Κωλώνει.

«Και τώρα με συγχωρείς».

«Δεν το βάζεις στα πόδια... Έτσι;» ρωτάει.

«Όχι. Απλώς θέλω ένα βρομοκούρεμα!


Κάπου όπου θα μπορέσω να κλείσω τα
μάτια, να μου λούσει κάποιος τα μαλλιά και
να ξεχάσω όλες αυτές τις αποσκευές που σε
συνοδεύουν».

Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του.


«Μπορώ να πω στον Φράνκο να έρθει στο
διαμέρισμά μου ή σπίτι σου» αποκρίνεται
ήρεμα.
«Είναι πολύ ελκυστική».

Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. «Ναι,


είναι».

«Είναι ακόμα παντρεμένη;»

«Όχι. Πήρε διαζύγιο πριν από πέντε χρόνια


περίπου».

«Γιατί δεν είσαι μαζί της;»

«Επειδή ό,τι είχαμε τέλειωσε. Σ’ το έχω


πει...» Ξαφνικά το μέτωπό του ζαρώνει.
Σηκώνει το δάχτυλό του και ψαρεύει το
BlackBerry από την τσέπη του σακακιού
του. Πρέπει να είναι στη δόνηση, γιατί δεν
το άκουσα να χτυπάει.

«Γουέλτς» πετάει, μετά ακούει.


Στεκόμαστε στη Δεύτερη Λεωφόρο και
κοιτάζω το μικρό αγριόπευκο μπροστά μου.
Τα φύλλα του είναι φρέσκα και
καταπράσινα.

Πλήθος κόσμου μάς προσπερνάει,


άνθρωποι χαμένοι στις σαββατιάτικες
δουλειές τους, με τη σκέψη αναμφίβολα
επικεντρωμένη στα δικά τους προσωπικά
δράματα.

Αναρωτιέμαι αν αυτά περιλαμβάνουν


πρώην υποτακτικές που τους
παρακολουθούν, πανέμορφες πρώην
Κυρίαρχες κι έναν άντρα που δεν έχει
αντίληψη της ιδιωτικότητας υπό τους
αμερικανικούς νόμους.
«Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα;
Πότε;» Ο Κρίστιαν διακόπτει την
ονειροπόλησή μου.

Οχ, όχι... Ποιος; Στήνω αυτί.

«Είναι η δεύτερη φορά που αυτός ο


μπάσταρδος δε μας τα λέει όλα. Πρέπει να
ξέρει! Δεν αισθάνεται τίποτα γι’ αυτήν;» Ο
Κρίστιαν κουνάει με απέχθεια το κεφάλι.
«Τώρα αρχίζει να βγάζει νόημα... Όχι...
Εξηγεί το γιατί, αλλά όχι το πού».

Ο Κρίστιαν κοιτάζει ολόγυρα λες και


ψάχνει κάτι, και πιάνω τον εαυτό μου να
μιμείται τις κινήσεις του. Τίποτα δε μου
τραβάει την προσοχή. Υπάρχουν απλώς
άνθρωποι που ψωνίζουν, αυτοκίνητα και
δέντρα.
«Είναι εδώ» συνεχίζει. «Μας
παρακολουθεί... Ναι... Όχι. Δύο ή τέσσερις,
μέρα νύχτα. Δεν το έχω θίξει ακόμα». Ο
Κρίστιαν με κοιτάζει κατάματα.

Τι δεν έχει θίξει; Σκυθρωπιάζω, και με


κοιτάζει επιφυλακτικά.

«Τι...» ψιθυρίζει και χλωμιάζει, με μάτια


ορθάνοιχτα. «Μάλιστα. Πότε; Τόσο
πρόσφατα; Μα πώς; Χωρίς έλεγχο του
ιστορικού; Μάλιστα... Στείλε μου με
μήνυμα το όνομα, τη διεύθυνση και
φωτογραφίες, αν έχεις... Μέρα νύχτα, από
σήμερα το απόγευμα. Συνεργάσου με τον
Τέυλορ ». Κλείνει το τηλέφωνο.

«Λοιπόν;» ρωτάω εξοργισμένη -θα μου πει;

«Ήταν ο Γουέλτς».
«Ποιος είναι ο Γουέλτς;»

«Ο σύμβουλος ασφάλειάς μου».

«Μάλιστα. Τι έγινε λοιπόν;»

«Η Λέιλα παράτησε τον άντρα της πριν από


τρεις μήνες και το έσκασε με έναν τύπο
που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα
πριν από τέσσερις εβδομάδες».

« Ω...»

«Ο μαλάκας ο ψυχίατρος έπρεπε να το έχει


ανακαλύψει!» προσθέτει θυμωμένα.
«Θλίψη· περί αυτού πρόκειται. Έλα».
Απλώνει το χέρι του και αυτόματα του δίνω
το δικό μου, για να το τραβήξω απότομα
πίσω.
«Περίμενε μια στιγμή. Ήμαστε στη μέση
μιας συζήτησης για “μας”. Γι’ αυτήν, για
την κυρία Ρόμπινσόν σου!»

Το πρόσωπο του Κρίστιαν σκληραίνει.


«Δεν είναι κυρία Ρόμπινσόν μου!
Μπορούμε να το συζητήσουμε σπίτι μου».

«Δε θέλω να έρθω σπίτι σου. Θέλω να


κόψω τα μαλλιά μου!» φωνάζω. Μακάρι να
μπορούσα απλώς να επικεντρωθώ σ’ αυτό
το πράγμα...

Βγάζει πάλι με φούρια το BlackBerry από


την τσέπη του και παίρνει έναν αριθμό.
«Γκρέτα, Κρίστιαν Γκρέυ. Θέλω τον
Φράνκο σπίτι μου σε μία ώρα. Ρώτα την
κυρία Λίνκολν... Ωραία». Ξαναβάζει το
τηλέφωνο στην τσέπη. «Θα έρθει στη μία».
«Κρίστιαν...» ψελλίζω ενοχλημένη.'

«Αναστάζία, η Λέιλα προφανώς περνάει


ψυχωσικό επεισόδιο. Δεν ξέρω αν κυνηγάει
εσένα ή εμένα ή μέχρι πού είναι
διατεθειμένη να φτάσει. Θα πάμε σπίτι σου,
θα πάρεις τα πράγματά σου και μπορείς να
μείνεις μαζί μου μέχρι να την εντοπίσουμε».

«Γιατί να το κάνω αυτό;»

«Για να μπορώ να σε προστατεύω».

«Μα...»

Με αγριοκοιτάζει. «Θα έρθεις στο


διαμέρισμά μου ακόμα κι αν χρειαστεί να
σε σύρω μέχρι εκεί από τα μαλλιά!»
Τον κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα... Είναι
πραγματικά απίστευτο. Οι Πενήντα
Αποχρώσεις σε Έγχρωμο Τεχνικολόρ.

«Νομίζω πως αντιδράς υπερβολικά». -

«Καθόλου. Μπορούμε να συνεχίσουμε τη


συζήτησή μας σπίτι μου. Έλα».

Σταυρώνω τα χέρια και τον κοιτάζω με


αγριεμένο βλέμμα. Το πράγμα
παρατράβηξε.

« Όχι! » δηλώνω πεισματάρικα. Πρέπει να


πατήσω πόδι.

«Μπορείς να περπατήσεις ή μπορώ να σε


κουβαλήσω. Το ίδιο μου κάνει,
Αναστάζια».
«Δε θα τολμούσες!» Τον στραβοκοιτάζω
σίγουρα δε θα έκανε σκηνή στη μέση της
Δεύτερης Λεωφόρου;

Μου χαμογελάει αχνά, αλλά το χαμόγελο


δε φτάνει στα μάτια του. «Ω μωρό μου,
ξέρουμε και οι δύο πως, αν μου ρίξεις το
γάντι, θα χαρώ πολύ να το σηκώσω...»

Αγριοκοιτάζουμε ο ένας τον άλλο και


ξαφνικά σκύβει, με αρπάζει από τους
μηρούς και με σηκώνει. Προτού το
καταλάβω, βρίσκομαι πάνω στον ώμο του.

«Άφησέ με κάτω!» στριγκλίζω. Ω, νιώθω


ωραία που στριγκλίζω.

Αρχίζει να προχωράει με μεγάλα βήματα


στη Δεύτερη Λεωφόρο αγνοώντας με.
Σφίγγοντας το μπράτσο του γύρω από τους
μηρούς μου, με κοπανάει στον πισινό με το
ελεύθερο χέρι του.

«Κρίστιαν!» φωνάζω. Ο κόσμος γύρω μας


κοιτάζει. Θα μπορούσε να είναι πιο
ταπεινωτικό; «Θα περπατήσω! Θα
περπατήσω».

Με αφήνει κάτω, και πριν προλάβει να


ισιώσει το σώμα του, ξεχύνομαι προς την
κατεύθυνση του σπιτιού μου βράζοντας από
θυμό, αγνοώντας τον. Φυσικά, μέσα σε
δευτερόλεπτα βρίσκεται στο πλευρό μου,
αλλά συνεχίζω να τον αγνοώ. Τι θα κάνω;
Είμαι τόσο θυμωμένη, αλλά δεν είμαι καν
σίγουρη για ποιο πράγμα είμαι θυμωμένη
υπάρχουν τόσο πολλά.

Περπατώντας προς το σπίτι, φτιάχνω στο


μυαλό μου έναν κατάλογο:
1. Που με κουβάλησε στον ώμο
απαράδεκτο για οποιονδήποτε έχει περάσει
τα έξι.

2. Που με πήγε στο Ινστιτούτο στο. οποίο


είναι συνιδιοκτήτης με την πρώην ερωμένη
του πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι;

3. Στο ίδιο μέρος όπου πήγαινε τις


υποτακτικές του - εδώ ισχύει η ίδια
ηλιθιότητα.

4. Που δεν κατάλαβε καν πως ήταν κακή


ιδέα και υποτίθεται πως είναι έξυπνος.

5. Που έχει τρελές πρώην φίλες. Μπορώ να


του ρίξω το φταίξιμο γι’ αυτό; Είμαι τόσο
έξαλλη ναι, μπορώ.
6. Που ξέρει τον αριθμό του τραπεζικού μου
λογαριασμού μιλάμε για το άκρον άωτον
του παραλογισμού όσον αφορά την
παρακολούθηση.

7. Που αγόρασε την ΑΕΣ έχει περισσότερα


λεφτά παρά μυαλό.

8. Που επιμένει να μείνω μαζί του η απειλή


από τη Λέιλα πρέπει να είναι μεγαλύτερη
απ’ όσο φοβόταν... Δεν το ανέφερε αυτό
χτες.

Ξαφνικά καταλαβαίνω. Κάτι άλλαξε. Τι


μπορεί να είναι; Σταματάω, και ο Κρίστιαν
σταματάει μαζί μου.

«Τι συνέβη;» ρωτάω επιτακτικά.


Ζαρώνει τα φρύδια του. «Τι εννοείς;»

«Με τη Λέιλα».

«Σου είπα».

«Όχι, δε μου είπες. Υπάρχει και κάτι άλλο.


Δεν επέμεινες να έρθω σπίτι σου χτες. Τι
έγινε λοιπόν;»

Αναδεύεται αμήχανα.

«Κρίστιαν, πες μου!» πετάω.

«Χτες κατάφερε να βγάλει άδεια κρυφού


όπλου».

Σκατά... Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα


βλέφαρα και νιώθω τα αίμα να στραγγίζει
από το πρόσωπό μου καθώς αφομοιώνω την
είδηση. Είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω. Κι αν
θέλει να τον σκοτώσει; Όχι!

«Αυτό σημαίνει πως μπορεί να αγοράσει


όπλο...» ψελλίζω.

«Άνα» λέει, και η φωνή του είναι γεμάτη


ανησυχία. Βάζει τα χέρια του στους ώμους
μου, τραβώντας με πιο κοντά του. «Δε
νομίζω πως θα κάνει καμιά ανοησία, αλλά...
Απλώς δε θέλω να το διακινδυνεύσω με
σένα».

«Με μένα; Και με σένα τι γίνεται;»


ψιθυρίζω.

Με κοιτάζει σκυθρωπός. Τυλίγω τα χέρια


γύρω του και τον αγκαλιάζω σφιχτά, με το
πρόσωπό μου επάνω στο στήθος του. Δε
φαίνεται να τον πειράζει.
«Έλα να γυρίσουμε πίσω...» μουρμουρίζει.
Σκύβει και φιλάει τα μαλλιά μου.

Αυτό είναι. Η οργή μου εξαφανίζεται, χωρίς


να ξεχαστεί. Διαλύεται κάτω από την
απειλή του πιθανού κακού που μπορεί να
πάθει ο Κρίστιαν. Η σκέψη είναι αφόρητη.

ΠΑΚΕΤΑΡΩ ΜΕ ΕΠΙΣΗΜΟΤΗΤΑ τα
πράγματά μου σ’ ένα μικρό βαλιτσάκι και
βάζω το Mac, το BlackBerry, το iPad και το
μπαλόνι Τσάρλι Τάνγκο στο σακίδιό μου.

«Θα έρθει και το Τσάρλι Τάνγκο;» ρωτάει ο


Κρίστιαν.

Γνέφω καταφατικά, και μου χαρίζει ένα


μικρό χαμόγελο επιείκειας.
«Ο Ιθαν επιστρέφει την Τρίτη» λέω.

«Ο Ιθαν;»

«Ο αδερφός της Κέιτ. Θα μείνει εδώ μέχρι


να βρει σπίτι στο Σιάτλ».

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει ανέκφραστα, αλλά


προσέχω την παγωμάρα στα μάτια του.
«Ευτυχώς που θα μείνεις μαζί μου. Θα του
κάνεις περισσότερο χώρο» αποκρίνεται
ήρεμα.

«Απ’ ό,τι ξέρω, δεν έχει κλειδιά. Θα πρέπει


να γυρίσω εκείνη τη μέρα».

Ο Κρίστιαν δε λέει τίποτα.

«Αυτά είναι όλα».


Αρπάζει τη βαλίτσα μου και βγαίνουμε έξω.
Την ώρα που κατευθυνόμαστε προς το
πάρκινγκ στο πίσω μέρος του κτιρίου, έχω
συνείδηση πως κοιτάζω πάνω από τον ώμο
μου. Δεν ξέρω αν πρόκειται για παρανοϊκή
εμμονή ή αν κάποιος με παρακολουθεί
πραγματικά. Ο Κρίστιαν ανοίγει την πόρτα
του συνοδηγού στο Audi και με κοιτάζει με
προσμονή.

«Θα μπεις;» ρωτάει.

«Νόμιζα πως θα οδηγούσα εγώ». .

«Όχι. Εγώ θα οδηγήσω».

«Έχει τίποτα ο τρόπος με τον οποίο οδηγώ;


Μη μου πεις πως ξέρεις τι βαθμό πήρα στο
τεστ οδήγησης... Δε θα μου έκανε εντύπωση
με τις τάσεις παρακολούθησης που έχεις».
Ίσως ξέρει πως μετά βίας πέρασα τις
γραπτές εξετάσεις,

«Μπες στο αυτοκίνητο, Αναστάζία!» λέει


θυμωμένα.

«Εντάξει ». Μπαίνω βιαστικά.

Ειλικρινά τώρα, ηρέμησε. Εντάξει;

Ίσως έχει το ίδιο δυσάρεστο συναίσθημα.


Ότι μας παρακολουθεί κάποιος σκοτεινός
φρουρός εντάξει, μια χλωμή καστανή με
καστανά μάτια που έχει μια αλλόκοτη
ομοιότητα με την «ειλικρινά δική σου» και,
πολύ πιθανόν, ένα κρυμμένο όπλο.
Ο Κρίστιαν ξεκινάει.

«Ήταν όλες σου οι υποτακτικές καστανές;»

Κατσουφιάζει. «Ναι...» μουρμουρίζει.


Ακούγεται αβέβαιος, και τον φαντάζομαι να
σκέφτεται: Πού θέλει να καταλήξει;

«Απλώς αναρωτιόμουν».

«Σου είπα. Προτιμώ τις καστανές».

«Η κυρία Ρόμπινσον δεν είναι καστανή».

«Μάλλον αυτός είναι ο λόγος...»


αποκρίνεται χαμηλόφωνα. «Μου
δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα για τις
ξανθές».
«Πλάκα κάνεις...» λέω με κομμένη την
ανάσα.

«Ναι, πλάκα κάνω!» αντιγυρίζει


εξοργισμένος.

Κοιτάζω ανέκφραστα έξω από το


παράθυρο, ρίχνοντας κρυφές ματιές στις
καστανές ολόγυρα. Καμία τους όμως δεν
είναι η Λέιλα.

Ώστε λοιπόν του αρέσουν μόνο οι


καστανές. Αναρωτιέμαι γιατί. Μήπως
πραγματικά η κυρία Απίστευτα Γοητευτική
παρότι Μεγαλύτερης Ηλικίας Ρόμπινσον
του προκάλεσε στ’ αλήθεια αρνητικά
συναισθήματα για τις ξανθές; Κουνάω το
κεφάλι ο Κρίστιαν και τα Μυαλά στα
Κάγκελα Γκρέυ.
«Πες μου γι’ αυτήν».

«Τι θες να μάθεις;» Το μέτωπο του


Κρίστιαν ζαρώνει, και ο τόνος της φωνής
του προσπαθεί να με αποθαρρύνει.

«Πες μου για την επιχειρηματική


συνεργασία σας».

Χαλαρώνει ορατά. Χαίρεται που θα μιλήσει


για δουλειά. «Είμαι αφανής συνέταιρος.
Δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τη
βιομηχανία της ομορφιάς, αλλά τη
μετέτρεψε σε επιτυχημένη επιχείρηση. Εγώ
απλώς επένδυσα και τη βοήθησα να
ξεκινήσει».

«Γιατί;»

«Της το χρωστούσα».
«Α...»

«Όταν παράτησα το Χάρβαρντ, μου δάνεισε


εκατό χιλιάδες δολάρια για να ξεκινήσω την
επιχείρησή μου».

Γαμώτο μου... Είναι και πλούσια.

«Το παράτησες;»

«Δεν ήταν του χαρακτήρα μου.


Παρακολούθησα δύο χρόνια. Δυστυχώς, οι
γονείς μου δεν έδειξαν μεγάλη κατανόηση».

Κατσουφιάζω. Ο κύριος Γκρέυ και η


δόκτωρ Γκρέις Τρεβέλυαν επικριτικοί* δεν
μπορώ να το φανταστώ.
«Δε φαίνεται να τα πήγες κι άσχημα όταν
τα παράτησες... Σε ποιο θέμα έκανες
ειδίκευση;»

«Πολιτική και οικονομία»,

Χμμμ... Αριθμοί.

«Δηλαδή είναι πλούσια;»

«Ήταν μια βαριεστημένη σύζυγος-τρόπαιο,


Αναστάζια. Ο άντρας της ήταν πλούσιος
μεγαλοεπιχειρηματίας στην ξυλεία». Μου
χαμογελάει πονηρά. «Δεν την άφηνε να
δουλεύει. Ξέρεις, ήταν εξουσιαστικός.
Κάποιοι άντρες είναι έτσι...» Μου χαρίζει
ένα σύντομο στραβό χαμόγελο.

«Αλήθεια; Ο εξουσιαστικός άντρας δεν


είναι μυθικό πλάσμα;» Δε νομίζω πως
μπορώ να χωρέσω περισσότερο σαρκασμό
στην απάντησή μου.

Το χαμόγελο του Κρίστιαν γίνεται πιο


πλατύ.

«Σου δάνεισε λεφτά του άντρα της;»

Γνέφει καταφατικά, κι ένα μικρό


σκανδαλιάρικο χαμόγελο εμφανίζεται στα
χείλη του.

«Αυτό είναι φρικτό!»

«Πήρε το αίμα του πίσω...» λέει ο Κρίστιαν


αινιγματικά καθώς μπαίνει στο υπόγειο
γκαράζ του Εσκάλα.
«Πώς;»

Ο Κρίστιαν κουνάει το κεφάλι σαν να φέρνει


στο μυαλό του μια ιδιαίτερα δυσάρεστη
ανάμνηση και παρκάρει δίπλα στο Audi
Quattro SUV.

«Έλα ο Φράνκο θα έρθει σύντομα».

ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ με


κρυφοκοιτάζει. «Ακόμα θυμωμένη μαζί
μου;» ρωτάει ωμά.

«Πολύ».

Γνέφει καταφατικά. «Εντάξει» αποκρίνεται


και κοιτάζει ευθεία μπροστά.
Ο Τέυλορ μας περιμένει όταν φτάνουμε
στον προθάλαμο. Πώς το ξέρει πάντα;
Παίρνει τη βαλίτσα μου.

«Επικοινώνησε ο Γουέλτς;» ρωτάει ο


Κρίστιαν,

«Μάλιστα, κύριε».

«Και;»

«Κανονίστηκαν όλα».

«Θαυμάσια. Πώς είναι η κόρη σου;»

«Καλά, ευχαριστώ, κύριε».

«Ωραία. Στη μία θα έρθει ένας κομμωτής ο


Φράνκο ντε Λούκα».
«Δεσποινίς Στιλ». Ο Τέυλορ μου κουνάει το
κεφάλι.

«Γεια σου, Τέυλορ. Έχεις κόρη;»

«Μάλιστα, κυρία μου»,

«Πόσων χρόνων είναι;»

«Εφτά».

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει ανυπόμονα.

«Μένει με τη μητέρα της» διευκρινίζει ο


Τέυλορ.

«Ω, κατάλαβα...»

Ο Τέυλορ χαμογελάει. Αυτό είναι


αναπάντεχο. Ο Τέυλορ πατέρας; Ακολουθώ
τον Κρίστιαν στο μεγάλο δωμάτιο, με
κεντρισμένη την περιέργειά μου από αυτή
την πληροφορία.

Κοιτάζω ολόγυρα. Δεν έχω ξανάρθει από


τότε που σηκώθηκα κι έφυγα.

«Πεινάς;»

Γνέφω αρνητικά. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει


για μια στιγμή και αποφασίζει να μη δώσει
μεγάλη έκταση.

«Πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα.


Βολέψου, σαν στο σπίτι σου».

«Εντάξει».

Ο Κρίστιαν εξαφανίζεται στο γραφείο του,


αφήνοντάς με όρθια στην τεράστια γκαλερί
τέχνης που αποκαλεί σπίτι του να
αναρωτιέμαι τι να κάνω.

Ρούχα! Παίρνω το σακίδιό μου, ανεβαίνω


στο δωμάτιό μου κι ελέγχω την ντουλάπα-
δωμάτιο. Είναι ακόμα γεμάτη ρούχα όλα
ολοκαίνουρια, με τα καρτελάκια της τιμής
να κρέμονται. Τρία μακριά βραδινά
φορέματα, τρία φορέματα κοκτέιλ και τρία
ακόμα καθημερινά. Όλα αυτά πρέπει να
κόστισαν μια περιουσία.

Ελέγχω το καρτελάκι κάποιου από τα


βραδινά φορέματα: $2.998. Γαμώτο μου...
Βουλιάζω στο πάτωμα.

Δεν είναι το στιλ μου. Πιάνω το κεφάλι στα


χέρια μου και προσπαθώ να επεξεργαστώ
τις τελευταίες ώρες. Είναι εξαντλητικό.
Γιατί, γιατί την πάτησα με κάποιον που
είναι εντελώς τρελός όμορφος, σέξι του
θανατά, πλουσιότερος από τον Κροίσο και
τρελός με κεφαλαίο Τ;

Ψαρεύω το BlackBerry από το σακίδιό μου


και παίρνω τη μαμά μου.

«Άνα, χρυσό μου! Πέρασε τόσος καιρός...


Πώς είσαι, αγάπη μου;»

«Ω, ξέρεις...»

«Τι συμβαίνει; Ακόμα δεν έβγοίλες άκρη με


τον Κρίστιαν; »

«Μαμά, είναι περίπλοκο. Νομίζω πως είναι


βλαμμένος... Αυτό είναι το πρόβλημα».

«Εμένα μου λες... Άντρες... Μερικές φορές


δεν μπορείς να τους καταλάβεις. Ο Μπομπ
αναρωτιέται αν η μετακόμισή μας στην
Τζόρτζια ήταν σωστή».

«Ορίστε;»

«Ναι. Μιλάει για επιστροφή στο Βέγκας».

Ω, κι άλλοι έχουν προβλήματα. Δεν είμαι η


μόνη.

Ο Κρίστιαν εμφανίζεται στην πόρτα. «Εδώ


είσαι... Νόμιζα πως την κοπάνησες». Η
ανακούφιση στη φωνή του είναι εμφανής.

Σηκώνω το χέρι για να του δείξω πως μιλάω


στο τηλέφωνο. «Συγγνώμη, μαμά, πρέπει να
κλείσω. Θα σε ξαναπάρω σύντομα».

«Εντάξει, χρυσό μου. Να προσέχεις. Σ’


αγαπάω».
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μαμά».

Κλείνω και κοιτάζω τον Πενήντα.


Κατσουφιάζει, δείχνοντας παράξενα
αμήχανος.

«Γιατί κρύβεσαι εδώ;» ρωτάει.

«Δεν κρύβομαι. Βυθίζομαι στην


απελπισία».

«Βυθίζεσαι στην απελπισία;»

«Για όλα αυτά, Κρίστιαν». Ανεμίζω το χέρι


προς την κατεύθυνση των ρούχων.

«Μπορώ να μπω;»

«Δική σου είναι η ντουλάπα».


Κατσουφιάζει πάλι και κάθεται σταυροπόδι
απέναντί μου. «Δεν είναι παρά ρούχα. Αν δε
σ’ αρέσουν, θα τα στείλω πίσω».

«Δύσκολα τα βγάζει κανείς πέρα μαζί σου.


Το ξέρεις;»

Ξύνει το πιγούνι του... Το αξύριστο πιγούνι


του. Τα δάχτυλά μου με τρώνε να τον
αγγίξω.

«Το ξέρω. Είναι δύσκολο...» μουρμουρίζει.

«Είσαι πολύ δύσκολος».

«Όπως κι εσείς, δεσποινίς Στιλ».

«Γιατί το κάνεις αυτό;»


Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, και το
επιφυλακτικό ύφος επιστρέφει. «Ξέρεις
γιατί».

«Όχι, δεν ξέρω».

Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του.


«Είσαι πολύ εκνευριστικό θηλυκό».

«Θα μπορούσες να έχεις μια όμορφη


καστανή υποτακτική. Κάποια που θα
ρωτούσε “Πόσο ψηλά;”» κάθε φορά που θα
της έλεγες πήδα, υπό την προϋπόθεση πως
θα είχε την άδεια να μιλήσει. Επομένως,
γιατί εμένα, Κρίστιαν; Απλώς δεν το
πιάνω».

Με κοιτάζει μια στιγμή, και δεν έχω ιδέα τι


σκέφτεται.
«Με κάνεις να βλέπω τον κόσμο
διαφορετικά, Αναστάζια. Δε με θες για τα
λεφτά μου. Μου δίνεις... Ελπίδα » απαντάει
μαλακά.

Ορίστε; Ο κύριος Δυσνόητος επέστρεψε.


«Ελπίδα για ποιο πράγμα;»

Ανασηκώνει τους ώμους του. «Για


περισσότερα...» Η φωνή του είναι σιγανή
και ήρεμη. «Κι έχεις δίκιο. Έχω συνηθίσει
να κάνουν οι γυναίκες ακριβώς αυτό που
λέω όταν το λέω, να κάνουν ακριβώς αυτό
που θέλω. Γρήγορα το βαριέσαι. Έχεις κάτι
επάνω σου, Αναστάζία, το οποίο μ’ ελκύει
σε κάποιο βαθύ επίπεδο που δεν
καταλαβαίνω... Είναι κάλεσμα σειρήνας.
Δεν μπορώ να σου αντισταθώ και δε θέλω
να σε χάσω». Σκύβει και μου πιάνει το χέρι.
«Μην το βάλεις στα πόδια, σε παρακαλώ
δείξε λίγη πίστη σε μένα και λίγη υπομονή.
Σε παρακαλώ...»

Φαίνεται τόσο ευάλωτος... Είναι


συνταρακτικό. Στηρίζομαι στα γόνατά μου
και γέρνω προς τα εμπρός, φιλώντας τον
απαλά στα χείλη.

«Εντάξει. Πίστη και υπομονή... Μπορώ να


ζήσω με αυτά».

«Ωραία. Επειδή έχει έρθει ο Φράνκο».

Ο ΦΡΑΝΚΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΣΩΜΟΣ,


μελαχρινός και γκέι. Τον λατρεύω.
«Τι ωραία μαλλιά!» αναφωνεί
ενθουσιασμένος, με υπερβολική, μάλλον
ψεύτικη, ιταλική προφορά.

Βάζω στοίχημα πως είναι από τη Βαλτιμόρη


ή από κάπου εκεί γύρω, όμως ο οίστρος του
είναι κολλητικός. Ο Κρίστιαν μάς οδηγεί
στο μπάνιο του, βγαίνει βιαστικά και
ξαναμπαίνει κουβαλώντας μια καρέκλα από
το δωμάτιό του.

«Σας αφήνω να κάνετε τη δουλειά σας...»


μουρμουρίζει.

«Grazie, κύριε Γκρέυ». Ο Φράνκο γυρίζει


προς το μέρος μου. «Bene, Αναστάζία. Τι τα
κάνουμε με εσύ;»
Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΚΑΘΕΤΑΙ στον καναπέ του
ξεφυλλίζοντας χαρτιά που μοιάζουν με
φύλλα εργασίας. Απαλή, γλυκιά μουσική
γεμίζει το μεγάλο δωμάτιο. Μια γυναίκα
τραγουδάει με πάθος, βάζοντας την ψυχή
της στο τραγούδι. Είναι συγκλονιστικό. Ο
Κρίστιαν σηκώνει το βλέμμα και μου
χαρίζει ένα χαμόγελο, αποσπώντας μου την
προσοχή από τη μουσική.

«Βλέπεις; Έλεγα εσένα ότι τα του άρεζε!»


αναφωνεί ενθουσιασμένος ο Φράνκο.

«Είσαι πολύ όμορφη, Άνα!» λέει


επιδοκιμαστικά ο Κρίστιαν.

«Η ντουλειά μου εντώ τέλος» προσθέτει ο


Φράνκο.
Ο Κρίστιαν σηκώνεται κι έρχεται προς το
μέρος μας. «Ευχαριστώ, Φράνκο».

Ο Φράνκο με αρπάζει στην αγκαλιά του


σφίγγοντάς με δυνατά και με φιλάει και στα
δυο μάγουλα. «Μην αφήσεις ποτέ άλλον
σου κόψει μαλλιά, bellissima Άνα!»

Γελάω. Η οικειότητά του μου προκαλεί


αμηχανία. Ο Κρίστιαν τον συνοδεύει έως
την πόρτα του προθάλαμου και επιστρέφει
έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα.

«Χαίρομαι που τα κράτησες μακριά» λέει


προχωρώντας προς το μέρος μου, με μάτια
που λάμπουν. Πιάνει μια τούφα ανάμεσα
στα δάχτυλά του. «Τόσο απαλά...»
ψιθυρίζει κοιτάζοντάς με. «Είσαι ακόμα
θυμωμένη μαζί μου;»
Γνέφω καταφατικά, και χαμογελάει.

«Για ποιον ακριβώς λόγο είσαι θυμωμένη;»

Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. «Θες τον


κατάλογο;»

«Υπάρχει κατάλογος;»

«Μακρύς».

«Μπορούμε να τον συζητήσουμε στο


κρεβάτι;»

« Όχι ...» Του σουφρώνω τα χείλη σαν


παιδάκι.

«Ενώ θα τρώμε τότε. Πεινάω, και όχι μόνο


για φαγητό ...» λέει χαμογελώντας μου
λάγνα.
«Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να με
θαμπώσεις δείχνοντάς μου ξανά πόσο
σεξπέρ είσαι...»

Πνίγει ένα χαμόγελο. «Τι σας ενοχλεί


συγκεκριμένα, δεσποινίς Στιλ; Να το πάρει
το ποτάμι».

Εντάξει.

«Τι μ’ ενοχλεί; Λοιπόν, έχουμε την


κατάφωρη εισβολή σου στην προσωπική
μου ζωή, το γεγονός ότι με πήγες σ’ ένα
μέρος όπου δουλεύει η πρώην ερωμένη σου
κι όπου πήγαινες όλες τις ερωμένες σου για
να κάνουν αποτρί-

χωση στα απόκρυφά τους, με κουβάλησες


στον δρόμο θαρρείς και ήμουν έξι χρόνων
και, το αποκορύφωμα, αφήνεις την κυρία
Ρόμπινσόν σου να σ’ αγγίζει!» Η φωνή μου
έχει φτάσει σε κρεσέντο.

Ανασηκώνει τα φρύδια του, και η καλή του


διάθεση εξαφανίζεται. «Μεγάλος
κατάλογος... Αλλά για να το διευκρινίσω
και πάλι δεν είναι η κυρία Ρόμπινσόν μου».

«Μπορεί να σ’ αγγίζει!» επαναλαμβάνω.

Σουφρώνει τα χείλη του. «Ξέρει πού».

«Τι σημαίνει αυτό;»

Περνάει και τα δυο χέρια μέσα από τα


μαλλιά του και κλείνει για μια στιγμή τα
μάτια του, λες και ψάχνει για κάποιου
είδους θεία φώτιση. Καταπίνει.
«Εσύ κι εγώ δεν έχουμε κανόνες. Ποτέ δεν
είχα σχέση χωρίς κανόνες και ποτέ δεν ξέρω
πού θα μ’ αγγίξεις. Αυτό με κάνει νευρικό.
Το άγγιγμά σου είναι τελείως...» Σταματάει
ψάχνοντας τα λόγια. «Απλώς σημαίνει
περισσότερα... Πολύ περ'σσότερα».

Περισσότερα; Η απάντησή του είναι


εντελώς αναπάντεχη. Με σαστίζει, και
υπάρχει κι αυτή η λέξη με το βαθύ νόημα
που κρέμεται και πάλι ανάμεσά μας.

Το άγγιγμά μου σημαίνει... Περισσότερα.


Πώς υποτίθεται ότι μπορώ να αντισταθώ
όταν λέει τέτοια πράγματα; Γκρίζα μάτια
ψάχνουν τα δικά μου, παρατηρώντας
φοβισμένα.

Απλώνω διστακτικά το χέρι, και ο φόβος


μετατρέπεται σε συναγερμό. Ο Κρίστιαν
κάνει ένα βήμα πίσω, και αφήνω το χέρι
μου να πέσει.

«Αυστηρό όριο...» ψιθυρίζει, με ένα


πονεμένο, πανικόβλητο ύφος στο πρόσωπό
του.

Δεν μπορώ να μη νιώθω τρομερή


απογοήτευση. «Πώς θα αισθανόσουν αν δεν
μπορούσες να μ’ αγγίξεις;»

«Συντετριμμένος και στερημένος» απαντάει


αμέσως.

Ω. οι Πενήντα Αποχρώσεις μου. Κουνώντας


το κεφάλι μου, του χαρίζω ένα μικρό,
καθησυχαστικό χαμόγελο, κι εκείνος
χαλαρώνει.
«Κάποια μέρα θα πρέπει να μου πεις για
ποιον ακριβώς λόγο αυτό είναι αυστηρό
όριο, σε παρακαλώ».

«Κάποια μέρα...» μουρμουρίζει και


φαίνεται να βγαίνει μέσα σ’ ένα
νανοδευτερόλεπτο από την ευάλωτη
κατάστασή του.

Πώς μπορεί να αλλάζει τόσο γρήγορα;


Είναι ο πιο ιδιότροπος άνθρωπος που ξέρω.

«Λοιπόν, ο υπόλοιπος κατάλογός σου. Η


εισβολή στην προσωπική σου ζωή». Το
στόμα του στραβώνει καθώς το σκέφτεται.
«Επειδή ξέρω τον αριθμό του τραπεζικού
σου λογαριασμού;»

«Ναι. Είναι εξοργιστικό».


«Ελέγχω το παρελθόν όλων των
υποτακτικών μου. Θα σου δείξω». Κάνει
μεταβολή και κατευθύνεται προς το
γραφείο του.

Τον ακολουθώ υπάκουα, σαστισμένη. Από


ένα κλειδωμένο ερμάρι τραβάει έναν
κίτρινο φάκελο. Στην ετικέτα γράφει:
ΑΝΑΣΤΑΖΙΑ ΡΟΟΤΖ ΣΤΙΛ.

Γαμώτο και ανάθεμα. Τον αγριοκοιτάζω.

Ανασηκώνει απολογητικά τους ώμους του.


«Μπορείς να τον κρατήσεις...» λέει ήρεμα.

«Ποπό! Να είσαι καλά...» αντιγυρίζω.

Ξεφυλλίζω το περιεχόμενο. Έχει ένα


αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησής
μου, αν είναι δυνατόν, τα αυστηρά μου
όρια, το συμφωνητικό μη αποκάλυψης, το
συμβόλαιο -Χριστέ μου-, το ΑΜΚΑ μου, το
βιογραφικό μου, εργασιακά ιστορικά.

«Ώστε το ήξερες ότι δούλευα στο


Κλέυτονς...»

«Ναι».

«Δεν ήταν σύμπτωση. Δεν πέρασες


τυχαία;»

«Όχι».

Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω ή να


κολακευτώ. «Είναι άρρωστο. Το ξέρεις;»

«Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Με αυτό που κάνω


πρέπει να είμαι προσεκτικός».

«Μα είναι προσωπικές πληροφορίες!»


«Δεν κάνω κακή χρήση των πληροφοριών.
Καθένας μπορεί να τις βρει αν το βάλει στο
μυαλό του, Αναστάζία. Για να έχω τον
έλεγχο, χρειάζομαι πληροφορίες... Έτσι
λειτουργούσα πάντα». Με κοιτάζει με
επιφυλακτικό και ανερμήνευτο ύφος.

«Κι όμως κάνεις κακή χρήση των


πληροφοριών. Κατέθεσες είκοσι τέσσερις
χιλιάδες δολάρια που δεν ήθελα στον
λογαριασμό μου!»

Το στόμα του μεταμορφώνεται σε μια


σκληρή γραμμή. «Σου είπα. Τόσα κατάφερε
να πάρει ο Τέυλορ για το αυτοκίνητό σου.
Απίστευτο, το ξέρω, αλλά έτσι είναι».

«Μα το Audi...»
«Αναστάζία, έχεις την παραμικρή ιδέα
πόσα χρήματα βγάζω;»

Αναψοκοκκινίζω. «Γιατί να έχω; Δε


χρειάζεται να ξέρω το περιεχόμενο του
τραπεζικού σου λογαριασμού, Κρίστιαν!»

Τα μάτια του μαλακώνουν. «Το ξέρω...


Eivat ένα από τα πράγματα που αγαπάω σε
σένα».

Τον κοιτάζω σοκαρισμένη. Που αγαπάει σε


μένα;

«Αναστάζία, κερδίζω πάνω κάτω εκατό


χιλιάδες δολάρια την ώρα».

Το στόμα μου ανοίγει διάπλατα. Μιλάμε για


αισχρό ποσό.
«Είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια δεν είναι
τίποτα. Το αυτοκίνητο, τα βιβλία της Τες,
τα ρούχα δεν είναι τίποτα...» Η φωνή του
είναι σιγανή.

Τον κοιτάζω. Πραγματικά δεν έχει ιδέα.


Καταπληκτικό.

«Αν ήσουν στη θέση μου, πώς θα ένιωθες


για όλη αυτήν τη... Τη γενναιοδωρία
απέναντί σου;» ρωτάω.

Με κοιτάζει ανέκφραστα, και να το, το


πρόβλημά του με δυο λόγια ενσυναίσθηση
ή η έλλειψή της. Η σιωπή μεταξύ μας
παρατείνεται.

Τελικά ανασηκώνει τους ώμους του. «Δεν


ξέρω...» απαντάει και δείχνει ειλικρινά
σαστισμένος.
Η καρδιά μου φτερουγίζει. Αυτό είναι
ασφαλώς η ουσία των Πενήντα
Αποχρώσεών του. Δεν μπορεί να βάλει τον
εαυτό του στη θέση μου. Λοιπόν, τώρα
ξέρω.

«Δεν είναι και πολύ ωραίο. Θέλω να πω,


είσαι πολύ γενναιόδωρος, αλλά αυτό με
κάνει στ’ αλήθεια να νιώθω άβολα. Σ’ το
είπα αρκετές φορές».

Αναστενάζει. «Θέλω να σου δώσω όλο τον


κόσμο, Αναστάζία...»

«Θέλω απλώς εσένα, Κρίστιαν. Όχι όλα τα


πρόσθετα».

«Αποτελούν μέρος της συμφωνίας. Μέρος


αυτού που είμαι».
Ω, δεν καταλήγουμε πουθενά.

«Να φάμε;» ρωτάω. Αυτή η ένταση


ανάμεσά μας είναι εξαντλητική.

Συνοφρυώνεται. «Βέβαια...»

«Θα μαγειρέψω».

«Ωραία. Διαφορετικά, υπάρχει φαγητό στο


ψυγείο».

«Η κυρία Τζόουνς λείπει τα


Σαββατοκύριακα; Τρως λοιπόν κρύα πιάτα
τα περισσότερα Σαββατοκύριακα;»

«Όχι».

«Ω...»
Αναστενάζει. «Μαγειρεύουν οι υποτακτικές
μου, Αναστάζια».

«Μα φυσικά...» Φουντώνω. Πώς μπόρεσα


να φανώ τόσο ηλίθια; Του χαμογελάω
γλυκά. «Τι θα ήθελε να φάει ο Κύριος;»

«Ό,τι μπορεί να βρει η κυρία...» απαντάει


κατσούφικα.

ΕΠΙΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ
περιεχόμενο του ψυγείου, αποφασίζω να
φτιάξω ισπανική ομελέτα. Υπάρχουν ακόμα
και κρύες πατάτες τέλεια. Είναι γρήγορη
και εύκολη. Ο Κρίστιαν βρίσκεται ακόμα
στο γραφείο του, αναμφίβολα εισβάλλοντας
στην ιδιωτική ζωή κάποιου καημένου,
ανυποψίαστου βλάκα και συγκεντρώνοντας
πληροφορίες. Η σκέψη είναι δυσάρεστη και
αφήνει πικρή γεύση στο στόμα μου. Το
μυαλό μου είναι σαστισμένο. Πραγματικά
δεν έχει όρια.

Χρειάζομαι μουσική αν είναι να


μαγειρέψω, και θα μαγειρέψω μη
υποτακτικά! Πλησιάζω στο επιτραπέζιο
σύστημα ηχείων του iPod δίπλα στο τζάκι
και παίρνω το iPod του Κρίστιαν. Βάζω
στοίχημα πως υπάρχουν κι άλλες επιλογές
της Λέιλα εδώ μέσα φοβάμαι ακόμα και την
ιδέα.

Που βρίσκεται; αναρωτιέμαι. Τι θέλει;

Ανατριχιάζω. Φοβερή κληρονομιά. Δεν


μπορώ να το συνειδητοποιήσω.
Ψάχνω τον μακρύ κατάλογο. Θέλω κάτι
γρήγορο και δυνατό. Χμμμ... Μπιγιονσέ δε
μοιάζει με επιλογή του Κρίστιαν. «Crazy in
Love».' Ω, ναι! Πολύ ταιριαστό. Πατάω το
κουμπί «επανάληψη» και το βάζω δυνατά.

Επιστρέφω καμαρωτά στην κουζίνα και


βρίσκω ένα μπολ. Ανοίγω το ψυγείο και
βγάζω τα αυγά. Τα σπάω και αρχίζω να
χτυπάω, χωρίς να σταματήσω να χορεύω.

Κάνω άλλη μια επιδρομή στο ψυγείο και


βρίσκω πατάτες, ζαμπόν και -vat!αρακά
από την κατάψυξη. Όλα μού κάνουν.
Βρίσκω ένα τηγάνι και το βάζω στο μάτι,
ρίχνω λίγο ελαιόλαδο και επιστρέφω στο
χτύπημα των αυγών.

Έλλειψη ενσυναίσθησης, συλλογίζομαι.


Είναι αποκλειστικά πρόβλημα του
Κρίστιαν; Ίσως όλοι οι άντρες είναι έτσι.
Δεν καταλαβαίνουν τις γυναίκες. Δεν ξέρω.
Ίσως δεν είναι και τόσο πρωτότυπο.

Μακάρι να ήταν στο σπίτι η Κέιτ· αυτή


μάλλον ξέρει. Έμεινε πολύ καιρό στα
Μπαρμπάντος. Θα πρέπει να γυρίσει στο
τέλος της εβδομάδας, έπειτα από τις
πρόσθετες διακοπές της με τον Έλλιοτ.
Αναρωτιέμαι αν για κείνους ισχύει ακόμα ο
πόθος με την πρώτη ματιά.

Ένα από τα πράγματα που αγαπάω σε σένα.

Σταματάω το χτύπημα. Το είπε. Άραγε αυτό


σημαίνει πως υπάρχουν κι άλλα πράγματα;
Χαμογελάω πρώτη φορά από τότε που είδα
την κυρία Ρόμπινσον με ένα αυθεντικό,
ανυπόκριτο, πλατύ χαμόγελο.
Ο Κρίστιαν περνάει το χέρι γύρω από τους
ώμους μου, κάνοντάς με να τιναχτώ.
«Ενδιαφέρουσα επιλογή μουσικής...»
γουργουρίζει φιλώντας με κάτω από το
αυτί. «Τα μαλλιά σου μυρίζουν ωραία».
Χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου και
παίρνει βαθιά ανάσα.

Ο πόθος ξεδιπλώνεται μέσα στην κοιλιά


μου. Όχι... Τραβιέμαι από την αγκαλιά του,

«Είμαι ακόμα θυμωμένη μαζί σου».

Κατσουφιάζει, «Πόσο σκοπεύεις να το


τραβήξεις;» ρωτάει παίρνοντας το χέρι του
από τα μαλλιά του.

Ανασηκώνω τους ώμους. «Τουλάχιστον


μέχρι να φάω».
Τα χείλη του συσπώνται από ευθυμία.
Στρέφεται και παίρνει το τηλεχειριστήριο
από τον πάγκο, κλείνοντας τη μουσική.

«Εσύ το έβαλες αυτό στο iPod σου;»


ρωτάω.

Γνέφει αρνητικά, συνοφρυωμένος, και ξέρω


πως ήταν εκείνη: το Κορίτσι-Φάντασμα.

«Δε νομίζεις ότι κάτι προσπαθούσε να σου


πει εκείνη την εποχή;»

«Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον»


απαντάει ήρεμα.

ΟΕΔ, όπερ έδει δείξαι. Έλλειψη


ενσυναίσθησης. Το υποσυνείδητό μου
σταυρώνει τα χέρια του και πλαταγίζει με
απέχθεια τα χείλη.
«Γιατί είναι ακόμα εκεί ;»

«Μ’ αρέσει το τραγούδι. Αλλά αν σ’


ενοχλεί, θα το βγάλω».

«Όχι, δεν πειράζει. Μ’ αρέσει να μαγειρεύω


με μουσική».

«Τι θες ν’ ακούσεις;»

«Κάνε μου έκπληξη».

Κατευθύνεται προς το επιτραπέζιο σύστημα


ηχείων του iPod, κι εγώ επιο τρέφω στο
χτύπημα των αυγών.

Έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα η θεϊκά


γλυκιά και εκφραστική φωνή της Νίνα
Σιμόν γεμίζει το δωμάτιο. Είναι ένα από τα
αγαπημένα του Ρέυ. «Ι Put a Spell on You».
Αναψοκοκκινίζω και στρέφομαι να κοιτάξω
τον Κρίστιαν με ολάνοιχτο στόμα. Τι
προσπαθεί να μου πει; Μου έκανε μάγια
εδώ και πολύ καιρό. Ποπό... Το ύφος του
άλλαξε, η ελαφρότητα έχει χαθεί, τα μάτια
του είναι πιο σκοτεινά, γεμάτα ένταση.

Τον παρακολουθώ μαγεμένη να με


ακολουθεί αργά, σαν αρπακτικό που είναι,
στον σιγανό, αισθησιακό ρυθμό του
τραγουδιού. Είναι ξυπόλυτος και φοράει
μόνο ένα άσπρο λινό πουκάμισο
τραβηγμένο έξω από το τζιν του κι ένα
φλογερό ύφος.

Η Νίνα τραγουδάει «you’re mine» ακριβώς


τη στιγμή που ο Κρίστιαν με φτάνει, με
προφανείς διαθέσεις.
«Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» ψελλίζω, με το
χτυπητήρι περιττό στο χέρι μου.

«Τι με παρακαλάς;»

«Μην το κάνεις αυτό...»

«Τι κάνω;»

«Αυτό...»

Στέκεται μπροστά μου και με κοιτάζει.


«Είσαι σίγουρη; » μουρμουρίζει, και
σκύβοντας, παίρνει το χτυπητήρι από το
χέρι μου και το αφήνει μέσα στο μπολ με τα
αυγά.

Η καρδιά μου έχει ανέβει στο στόμα μου.


Δεν το θέλω αυτό -το θέλω αυτόπάρα πολύ.
Είναι τόσο εκνευριστικός, τόσο σέξι και
τόσο επιθυμητός. Τραβάω το βλέμμα
μακριά από τη μαγεία των ματιών του.

«Σε θέλω, Αναστάζια...» λέει χαμηλόφωνα.


«Αγαπάω και μισώ και αγαπάω τους
καβγάδες μαζί σου. Είναι πολύ καινούριο.
Έχω ανάγκη να καταλάβω πως είμαστε
εντάξει. Είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω...»

«Τα συναισθήματά μου για σένα δεν


άλλαξαν...» αποκρίνομαι τραυλίζοντας.

Η εγγύτητά του είναι συγκλονιστική,


απολαυστική. Το γνωστό τράβηγμα είναι
εδώ, όλες μου οι συνάψεις με σπρώχνουν
προς το μέρος του, η εσωτερική μου θεά
είναι στην πιο λάγνα της διάθεση.
Κοιτάζοντας τις τρίχες στο άνοιγμα του
πουκάμισού του, δαγκώνω το χείλος μου
ανήμπορη, παρασυρμένη από τον πόθο
θέλω να δοκιμάσω τη γεύση του εκεί.

Είναι τόσο κοντά, αλλά δε με αγγίζει. Η


έξαψή του ζεσταίνει το δέρμα μου.

«Δεν πρόκειται να σ’ αγγίξω μέχρι να πεις


ναι» λέει μαλακά. «Αυτήν τη στιγμή όμως,
μετά από ένα πραγματικά χάλια πρωινό,
θέλω να χωθώ μέσα σου και απλώς να
ξεχάσω τα πάντα εκτός από μας...»

Ποπό... Εμάς/Εν ας μαγικός συνδυασμός,


μια μικρή, πανίσχυρη αντωνυμία που
σφραγίζει τη συμφωνία. Σηκώνω το κεφάλι
για να κοιτάξω το όμορφο αλλά σοβαρό
πρόσωπό του.

«Θ’ αγγίξω το πρόσωπό σου...»


μουρμουρίζω και βλέπω την έκπληξή του
να καθρεφτίζεται στιγμιαία στα μάτια του
προτού εμφανιστεί η αποδοχή.

Σηκώνοντας το χέρι μου, του χαϊδεύω το


μάγουλο και περνάω τις άκρες των
δαχτύλων μου από τα αξύριστα γένια του.
Σφαλίζει τα βλέφαρά του κι εκπνέει,
γέρνοντας το πρόσωπο προς το άγγιγμά
μου.

Σκύβει αργά, και τα χείλη μου αυτόματα


σηκώνονται για να συναντήσουν τα δικά
του. Ζυγιάζεται από πάνω μου.

«Ναι ή όχι, Αναστάζία;» ψιθυρίζει.

«Ναι...»

Το στόμα του κλείνει απαλά στο δικό μου,


καλοπιάνοντας, πειθαναγκάζοντας τα χείλη
μου να ανοίξουν, ενώ τα μπράτσα του με
τυλίγουν, τραβώντας με πάνω του. Το χέρι
του γλιστράει στην πλάτη μου, τα δάχτυλα
μπερδεύονται στα μαλλιά στο πίσω μέρος
του κεφαλιού μου και τραβούν μαλακά, ενώ
το άλλο του χέρι χουφτώνει τους γλουτούς
μου, πιέζοντάς με πάνω του. Αναστενάζω
σιγανά.

«Κύριε Γκρέυ...» Ο Τέυλορ βήχει, και ο


Κρίστιαν με αφήνει αμέσως.

« Τέυλορ » λέει με παγωμένη φωνή.

Κάνω μεταβολή και αντικρίζω έναν


αμήχανο Τέυλορ να στέκεται στην πόρτα
του μεγάλου δωματίου. Ο Κρίστιαν και ο
Τέυλορ κοιτάζονται, και κάτι
διακοινώνεσαι σιωπηρά ανάμεσά τους.
«Στο γραφείο μου» πετάει ο Κρίστιαν, και
ο Τέυλορ διασχίζει με ζωηρό βήμα το
δωμάτιο. «Άλλη φορά...» μου ψιθυρίζει ο
Κρίστιαν και ακολουθεί τον Τέυλορ έξω
από το δωμάτιο.

Παίρνω μια βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα.


Είναι δυνατόν να μην μπορώ να του
αντισταθώ ούτε ένα λεπτό; Κουνάω το
κεφάλι, αηδιασμένη με τον εαυτό μου,
ευγνώμων για τη διακοπή από τον Τέυλορ,
όσο κι αν ντράπηκα.

Αναρωτιέμαι τι αναγκάστηκε να διακόψει


στο παρελθόν ο Τέυλορ. Τι έχει δει; Δε
θέλω να το σκέφτομαι. Φαγητό. Θα
ετοιμάσω φαγητό. Καταγίνομαι με τις
πατάτες. Τι θέλει ο Τέυλορ; Το μυαλό μου
τρέχει — πρόκειται για τη Λέιλα;
Έπειτα από δέκα λεπτά εμφανίζονται ξανά,
ακριβώς τη στιγμή που η ομελέτα είναι
έτοιμη. Ο Κρίστιαν φαίνεται ανήσυχος έτσι
όπως με κοιτάζει.

«Θα τους ενημερώσω στις δέκα» λέει στον


Τέυλορ.

«Θα είμαστε έτοιμοι» αποκρίνεται ο


Τέυλορ και βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο.

Βγάζω δύο ζεσταμένα πιάτα και τα βάζω


στον πάγκο της κουζίνας. «Φαγητό;»

«Ευχαρίστως!» αναφωνεί ο Κρίστιαν και


ανεβαίνει σ’ ένα σκαμνί. Τώρα με
παρακολουθεί προσεκτικά.

«Πρόβλημα;»
«Όχι».

Κατσουφιάζω. Δε μου λέει. Σερβίρω το


φαγητό και κάθομαι δίπλα του. Έχω
αποδεχτεί πως θα μείνω στο σκοτάδι.

«Καλό είναι...» μουρμουρίζει


επιδοκιμαστικά ο Κρίστιαν τρώγοντας μια
μπουκιά. «Θες ένα ποτήρι κρασί;»

«Όχι, ευχαριστώ». Πρέπει να κρατάω το


κεφάλι μου καθαρό κοντά σου, Γκρέυ.

Πραγματικά είναι νόστιμο, αν και δεν


πεινάω πολύ. Τρώω πάντως, γιατί ξέρω πως
διαφορετικά εκείνος θα γκρινιάξει. Τελικά
ο Κρίστιαν διακόπτει τη μελαγχολική μας
σιωπή, βάζοντας το κλασικό κομμάτι που
άκουσα νωρίτερα.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάω.

«Καντελούμπ, “Τραγούδια της Ωβέρνης”.


Αυτό εδώ ονομάζεται “Bailero”».

«Είναι όμορφο. Τι γλώσσα είναι;»

«Παλιά γαλλικά οξιτανικά, για την


ακρίβεια».

«Μιλάς γαλλικά. Το καταλαβαίνεις;» Στο


μυαλό μου έρχεται η ανάμνηση από τα
άπταιστα γαλλικά που μίλησε στο σπίτι των
γονιών του.

«Μερικές λέξεις». Ο Κρίστιαν χαμογελάει,


χαλαρώνοντας ορατά. «Η μητέρα μου είχε
ένα μάντρα: “μουσικό όργανο, ξένη γλώσο
α, πολεμική τέχνη”. Ο Έλλιοτ μιλάει
ισπανικά* η Μία κι εγώ γαλλικά. Ο Έλλιοτ
παίζει κιθάρα, εγώ πιάνο και η Μία τσέλο».

«Φοβερό! Και οι πολεμικές τέχνες;»

«Ο Έλλιοτ κάνει τζούντο. Η Μία πάτησε


πόδι στα δώδεκα και αρνήθηκε».
Χαμογελάει στην ανάμνηση.

«Μακάρι να ήταν τόσο οργανωτική η


μητέρα μου...»

«Η δόκτωρ Γκρέις είναι τρομερή όταν


πρόκειται για τα επιτεύγματα των παιδιών
της».

«Πρέπει να είναι πολύ περήφανη για σένα.


Εγώ θα ήμουν».
Μια σκοτεινή σκέψη περνάει σαν αστραπή
από το πρόσωπο του Κρίστιαν και προς
στιγμήν φαίνεται αμήχανος. Με κοιτάζει
επιφυλακτικά, σαν να βρίσκεται σε
αχαρτογράφητο έδαφος.

«Αποφάσισες τι θα φορέσεις απόψε; Ή


πρέπει να έρθω να σου διαλέξω κάτι;» Ο
τόνος του είναι ξαφνικά απότομος.

Αμάν! Ακούγεται θυμωμένος. Γιατί; Τι


είπα;

«Εεε... Όχι ακόμα. Εσύ τα διάλεξες αυτά τα


ρούχα;»

«Όχι, Αναστάζία, δεν τα διάλεξα εγώ.


Έδωσα έναν κατάλογο και το νούμερό σου
σ’ έναν θηλυκό προσωπικό ψωνιστή στο
Neiman Marcus. Πρέπει να σου κάνουν. Για
να ξέρεις, κανόνισα επιπλέον ασφάλεια για
απόψε το βράδυ και τις επόμενες μέρες. Με
τη Λέιλα απρόβλεπτη και άφαντη κάπου
στους δρόμους του Σιάτλ, νομίζω πως είναι
συνετό μέτρο προφύλαξης. Δε θέλω να
κυκλοφορείς ασυνόδευτη. Εντάξει;»

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. «Εντάξει». Τι


έγινε ο πρέπει-να-σε-πάρω-τώρα Γκρέυ;

«Ωραία. Θα τους ενημερώσω. Δεν πρέπει ν’


αργήσω».

«Είναι εδώ;»

«Ναι».

Πού;
Παίρνοντας το πιάτο του, ο Κρίστιαν το
αφήνει στον νεροχύτη και εξαφανίζεται από
το δωμάτιο. Τι διάολο ήταν όλο αυτό; Είναι
σαν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι σ’ ένα
σώμα. Δεν είναι σύμπτωμα σχιζοφρένειας
αυτό; Πρέπει να το γκουγκλάρω.

Μαζεύω και το δικό μου πιάτο, τα πλένω


στα γρήγορα και επιστρέφω στο δωμάτιό
μου κουβαλώντας το ντοσιέ ΑΝΑΣΤΑΖΙΑ
ΡΟΟΤΖ ΣΤΙΛ. Ξαναμπαίνω στην
ντουλάπα-δωμάτιο και βγάζω τα τρία
μακριά βραδινά φορέματα. Τώρα ποιο απ’
όλα;

ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ, κοιτάζω


το Mac, το iPad και το BlackBerry μου. Με
έχει κατακλύσει η τεχνολογία.
Ξεκινάω να μεταφέρω τη λίστα μουσικής
του Κρίστιαν από το iPad στο Mac, ύστερα
ανοίγω το Google για να σερφάρω στο
διαδίκτυο.

ΕΙΜΑΙ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΚΑΘΕΤΑ στο


κρεβάτι και κοιτάζω το Mac, όταν μπαίνει ο
Κρίστιαν.

«Τι κάνεις;» ρωτάει μαλακά.

Για μια στιγμή πανικοβάλλομαι και


αναρωτιέμαι αν πρέπει να τον αφήσω να δει
σε ποια ιστοσελίδα βρίσκομαι Διαταραχή
Πολλαπλής Προσωπικότητας:
Συμπτωματολογία.

Ξαπλώνει δίπλα μου και κοιτάζει


διασκεδάζοντας την ιστοσελίδα. «Είσαι σ’
αυτό τον ιστότοπο για κάποιον λόγο;»
ρωτάει αδιάφορα.

Ο απότομος Κρίστιαν έχει εξαφανιστεί ο


παιχνιδιάρης Κρίστιαν έχει επιστρέψει. Πώς
διάολο υποτίθεται πως πρέπει να
ακολουθήσω τον ρυθμό του;

«Έρευνα. Σχετικά με μια δύσκολη


προσωπικότητα». Του μιλάω με το πιο
ανέκφραστο ύφος μου.

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα πνιχτό


χαμόγελο. «Δύσκολη προσωπικότητα;»

«Η προσφιλής μου εργασία».

«Είμαι προσφιλής εργασία τώρα;


Παράπλευρη απασχόληση. Επιστημονικό
πείραμα ίσως. Όταν νόμιζα πως ήμουν τα
πάντα. Δεσποινίς Στιλ, με πληγώνετε...»

«Πού το ξέρεις πως πρόκειται για σένα;»

«Παρακινδυνευμένη εικασία».

«Η αλήθεια είναι πως είσαι ο μόνος


προβληματικός, ευμετάβλητος, μανιακός με
τον έλεγχο με τον οποίο έχω στενή σχέση».

«Νόμιζα πως ήμουν ο μόνος άνθρωπος με


τον οποίο έχεις στενή σχέση...»
Ανασηκώνει το φρύδι του.

Κοκκινίζω. «Ναι... Κι αυτό».

«Κατέληξες σε κάποιο συμπέρασμα;»

Γυρίζω και τον κοιτάζω. Είναι ξαπλωμένος


στο πλάι δίπλα μου, με το κεφάλι
ακουμπισμένο στον αγκώνα του. Το ύφος
του είναι ήπιο, δείχνει να το διασκεδάζει.

«Νομίζω πως χρειάζεσαι εντατική


θεραπεία».

Απλώνει το χέρι του και σπρώχνει απαλά τα


μαλλιά μου πίσω από τα αυτιά μου.

«Νομίζω πως χρειάζομαι εσένα. Ορίστε».


Μου δίνει ένα κραγιόν.

Τον κοιτάζω σκυθρωπή, σαστισμένη. Είναι


κατακόκκινο, σε καμία περίπτωση το
χρώμα μου.

«Θες να φορέσω αυτό;» τσιρίζω.

Γελάει. «Όχι, Αναστάζία, εκτός αν θες. Δεν


είμαι σίγουρος αν σου πάει» απαντάει ξερά.
Ανακάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι και
τραβάει το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι
του ποπό! «Μ’ άρεσε η ιδέα σου για οδικό
χάρτη».

Τον κοιτάζω ανέκφραστα. Οδικό χάρτη;

«Τα άβατα» συμπληρώνει επεξηγηματικά.

«Ω... Αστειευόμουν».

«Εγώ δεν αστειεύομαι».

«Θες να ζωγραφίσω επάνω σου με


κραγιόν;»

«Φεύγει με το πλύσιμο. Κάποια στιγμή».

Αυτό σημαίνει πως θα μπορέσω να τον


αγγίξω ελεύθερα. Ένα μικρό χαμόγελο
δέους παιχνιδίζει στα χείλη μου.
«Τι θα έλεγες για κάτι πιο μόνιμο; Έναν
μαρκαδόρο, ας πούμε;»

«Θα μπορούσα να κάνω τατουάζ!» Τα


μάτια του λάμπουν από ευθυμία.

Ο Κρίστιαν Γκρέυ με τατουάζ; Να


καταστρέψει το

όμορφο κορμί του, όταν είναι ήδη


σημαδεμένο με τόσο πολλούς τρόπους; Σε
καμία περίπτωση!

«Όχι τατουάζ!» Γελάω για να κρύψω τη


φρίκη μου.

«Κραγιόν τότε...» αποκρίνεται


χαμογελώντας.
Κλείνοντας το Mac, το παραμερίζω. Αυτό
θα μπορούσε να έχει πλάκα.

«Έλα». Μου απλώνει το χέρι. «Κάτσε πάνω


μου».

Πετάω τα παπούτσια μου, ανασηκώνομαι


άτσαλα, παίρνω καθιστή θέση και σέρνομαι
προς το μέρος του. Ξαπλώνει στο κρεβάτι,
όμως κρατάει τα γόνατά του λυγισμένα.

«Στηρίξου στα πόδια μου».

Σκαρφαλώνω επάνω του και κάθομαι


καβάλα, ακολουθώντας τις οδηγίες του. Τα
μάτια του είναι ορθάνοιχτα και
επιφυλακτικά, αλλά το διασκεδάζει κιόλας.

«Φαίνεσαι ενθουσιασμένη με την ιδέα...»


σχολιάζει πικρόχολα.
«Είμαι πάντα 3ιψασμένη για πληροφορίες,
κύριε Γκρέυ, κι αυτό σημαίνει πως θα
χαλαρώσετε, μιας και θα ξέρω πού
βρίσκονται τα όρια».

Κουνάει το κεφάλι του, θαρρείς και δεν


πολυπιστεύει πως ετοιμάζεται να με αφήσει
να ζωγραφίσω επάνω στο σώμα του.

«Άνοιξε το κραγιόν!» διατάζει.

Ω, είναι σε υπερ-αυταρχική διάθεση, αλλά


δε με νοιάζει.

«Δώσ’ μου το χέρι σου».

Του δίνω το άλλο μου χέρι.

«Το χέρι με το κραγιόν». Υψώνει το βλέμμα


του στον ουρανό.
«Μου υψώνεις το βλέμμα στον ουρανό;»

«Ναι».

«Πολύ αγενές αυτό, κύριε Γκρέυ... Ξέρω


ορισμένους ανθρώπους που γίνονται
εξαιρετικά βίαιοι όταν τους υψώνεις το
βλέμμα στον ουρανό».

«Α μπα...» Ο τόνος του είναι ειρωνικός.

Του δίνω το χέρι με το κραγιόν, κι εκείνος


ξαφνικά ανακάθεται και βρισκόμαστε μύτη
με μύτη.

«Έτοιμη;» ρωτάει με ένα χαμηλό, απαλό


μουρμούρισμα, που κάνει τα πάντα να
σφιχτούν και να τεντωθούν μέσα μου ποπό!

«Ναι...» ψελλίζω.
Η εγγύτητά του είναι σαγηνευτική, το
γυμνασμένο του κορμί κοντά, η μυρωδιά
του ανακατεύεται με το αφρόλουτρό μου.
Οδηγεί το χέρι μου στην καμπύλη του ώμου
του.

«Πίεσέ το...» λέει σιγανά, και το στόμα μου


ξεραίνεται έτσι όπως καθοδηγεί το χέρι μου
από την κορυφή του ώμου του, γύρω από
την άρθρωση του μπράτσου του και μετά
κάτω, στο πλαϊνό μέρος του στήθους του.
Το κραγιόν αφήνει μια πλατιά πορφυρή
γραμμή στο πέρασμά του. Σταματάει στο
κάτω μέρος του θώρακα και ύστερα με
οδηγεί κατά μήκος του στομαχιού του.
Τσιτώνεται και με κοιτάζει, φαινομενικά
ατάραχος, στα μάτια, όμως κάτω από το
προσεκτικά ανέκφραστο ύφος του βλέπω
πως συγκρατεί τον εαυτό του.
Η απέχθειά του βρίσκεται υπό αυστηρό
έλεγχο. Η γραμμή του σαγονιού του είναι
σφιγμένη, και υπάρχει ένταση γύρω από τα
μάτια του.

Στα μισά του στομαχιού του μουρμουρίζει:


«Και προς τα επάνω, από την άλλη
πλευρά...». Μου αφήνει το χέρι.

Αντιγράφω τη γραμμή που σχεδίασα στην


αριστερή του πλευρά. Η εμπιστοσύνη που
μου δείχνει είναι μεθυστική, αλλά
μετριάζεται από το γεγονός ότι νιώθω τον
πόνο του. Εφτά μικρές στρογγυλές άσπρες
ουλές είναι διάσπαρτες στο στήθος του, και
αισθάνομαι θαρρείς και είμαι βαθιά μέσα
στο καθαρτήριο βλέποντας αυτήν τη
φρικτή, διαβολική βεβήλωση του όμορφου
κορμιού του. Ποιος θα το έκανε αυτό σ’ ένα
παιδί;
«Ορίστε, τέλειωσα...» ψιθυρίζω,
συγκρατώντας τη συγκίνησή μου.

«Όχι, δεν τέλειωσες» αντιγυρίζει εκείνος


και χαράζει μια γραμμή με τον μακρύ
δείκτη του γύρω από τη βάση του λαιμού
του.

Ακολουθώ τη διαδρομή του δαχτύλου του,


ζωγραφίζοντας μια κατακόκκινη γραμμή.
Τελειώνοντας, κοιτάζω στα γκρίζα βάθη
των ματιών του.

«Τώρα την πλάτη μου...» μουρμουρίζει.

Μετακινείται, και αναγκάζομαι να κατέβω


από πάνω του. Ύστερα στρέφεται από την
άλλη επάνω στο κρεβάτι και κάθεται
σταυροπόδι, έχοντάς μου γυρισμένη την
πλάτη.
«Ακολούθησε ^η γραμμή από το στήθος
μου, γύρω γύρω μέχρι την άλλη πλευρά...»
Η φωνή του είναι σιγανή και βραχνή.

Κάνω αυτό που λέει, ώσπου μια κόκκινη


γραμμή διασχίζει την πλάτη του, κι όπως
το κάνω, μετράω κι άλλες ουλές που
ασχημίζουν το όμορφο κορμί του. Συνολικά
εννιά.

Γαμώτο μου,.. Πρέπει να αντισταθώ στην


ακατανίκητη επιθυμία να τις φιλήσω μία
μία και να σταματήσω τους κόμπους των
δακρύων που λιμνάζουν στα μάτια μου. Τι
είδους ζώο θα έκανε τέτοιο πράγμα; Το
κεφάλι του είναι χαμηλωμένο και το σώμα
του τσιτωμένο καθώς ολοκληρώνω τη
διαδρομή γύρω από την πλάτη του.

«Και γύρω από τον λαιμό;» τραυλίζω.


Γνέφει καταφατικά, και ζωγραφίζω άλλη
μία γραμμή που ενώνεται με την πρώτη
γύρω από τη βάση του λαιμού του κάτω από
τα μαλλιά.

«Τέλειωσα...» μουρμουρίζω, και είναι λες


και φοράει ένα παράξενο γιλέκο στο χρώμα
του δέρματος με κατακόκκινες άκρες.

Οι ώμοι του λυγίζουν και χαλαρώνει.


Στρέφεται αργά, για να με κοιτάξει πάλι
καταπρόσωπο. «Αυτά είναι τα όρια» λέει
ήρεμα. Τα μάτια του είναι σκοτεινά, οι
κόρες διεσταλμένες... Από φόβο; Από πόθο;

Θέλω να ορμήσω επάνω του, αλλά


κρατιέμαι και τον κοιτάζω με δέος.
«Μπορώ να ζήσω με αυτά. Αυτήν τη στιγμή
θέλω να σου ορμήσω...» ψιθυρίζω.
Μου χαρίζει ένα έκφυλο χαμόγελο και
απλώνει τα χέρια του σε μια σιωπηλή
χειρονομία συναίνεσης. «Λοιπόν, δεσποινίς
Στιλ, είμαι όλος δικός σας...»

Στριγκλίζω με παιδιάστικη αγαλλίαση και


εκσφενδονίζομαι στην αγκαλιά του,
ρίχνοντάς τον ανάσκελα. Στριφογυρίζει,
αφήνοντας ένα ανέμελο γέλιο όλο
ανακούφιση που το μαρτύριο τέλειωσε. Με
κάποιον τρόπο, καταλήγω από κάτω του
στο κρεβάτι.

«Και τώρα εκείνη η άλλη φορά που


λέγαμε...» λέει μουρμουρητά, και το στόμα
του διεκδικεί άλλη μία φορά το δικό μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

Τα ΧΕΡΙΑ MOT ΣΦΙΓΓΟΝΤΑΙ στα


μαλλιά του, ενώ το στόμα μου καίει επάνω
στο στόμα του Κρίστιαν καταβροχθίζοντάς
τον, απολαμβάνοντας την αίσθηση της
γλώσσας του επάνω στη δική μου. Και
κάνει το ίδιο, κατατρώγοντάς με. Βρίσκομαι
στα ουράνια.

Ξαφνικά με σηκώνει επάνω και αρπάζει την


άκρη της μπλούζας μου τραβώντας την
πάνω από το κεφάλι μου και πετώντας τη
στο πάτωμα.

«Θέλω να σε νιώθω...» λέει λαίμαργα


επάνω στο στόμα μου, και τα χέρια του
γλιστρούν πίσω μου για να ξεκουμπώσουν
το σουτιέν μου. Με μία κίνηση, το βγάζει
και το αφήνει στην άκρη.

Με σπρώχνει πάλι επάνω στο κρεβάτι,


πιέζοντάς με στο στρώμα, ενώ το στόμα και
το χέρι του κινούνται προς τα στήθη μου.
Τα δάχτυλά μου τυλίγονται στα μαλλιά του
καθώς παίρνει τη ρώγα μου στο στόμα του
και τραβάει δυνατά.

Αφήνω μια κραυγή, και η αίσθηση σαρώνει


το κορμί μου, διαπερνάει και σφίγγει όλους
τους μυς γύρω από τους βουβώνες μου.

«Ναι, μωρό μου. Φώναξε να σ’ ακούσω...»


μουρμουρίζει επάνω στο καυτό δέρμα μου.

Τον θέλω μέσα μου τώρα. Το στόμα του


παίζει με τη ρώγα μου, τραβώντας την,
κάνοντάς με να κουλουριάζομαι και να
σφαδάζω και να τον λαχταράω. Νιώθω τον
πόθο του ανακατεμένο με τι; Ευλάβεια.
Είναι σαν να με προσκυνάει.

Με βασανίζει με τα δάχτυλά του, και η


ρώγα μου σκληραίνει και μεγαλώνει κάτω
από το επιτήδειο άγγιγμά του. Το χέρι του
κοι:τεβαίνει στο τζιν μου και ξεκουμπώνει
επιδέξια το κουμπί. Κατεβάζέι το φερμουάρ
και χώνει το χέρι του μέσα στο σλιπάκι μου,
γλιστρώντας τα δάχτυλά του επάνω στα
γεννητικά μου όργανα.

Η ανάσα του βγαίνει σφυριχτή καθώς το


δάχτυλό του χώνεται μέσα μου. Σπρώχνω
τη λεκάνη μου προς τα επάνω μέσα στην
παλάμη του, και ανταποκρίνεται τρίβοντάς
με.
«Ω μωρό μου...» μουγκρίζει καθώς
αιωρείται από πάνω μου, με τα μάτια
καρφωμένα στα δικά μου. «Είσαι τόσο
υγρή!» Η φωνή του είναι γεμάτη θαυμασμό.

« Σε θέλω ...» ψελλίζω.

Το στόμα του ενώνεται ξανά με το δικό μου,


και αισθάνομαι την πεινασμένη απόγνωσή
του, την ανάγκη του για μένα.

Αυτό είναι καινούριο -ποτέ δεν ήταν έτσι,


εκτός ίσως απ’ όταν γύρισα από την
Τζόρτζια-, και τα λόγια που είπε νωρίτερα
μου έρχονται και πάλι στο μυαλό... Έχω
ανάγκη να καταλάβω πως είμαστε εντάξει.
Είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω...

Η σκέψη κάνει το σώμα μου να λυθεί. Το να


ξέρω πως έχω τέτοια επίδραση επάνω του,
πως μπορώ να του προσφέρω παρηγοριά
κάνοντας αυτό το πράγμα... Ανακάθεται,
αρπάζει το επάνω μέρος του τζιν μου και το
τραβάει προς τα κάτω μαζί με το σλιπάκι
μου.

Κρατώντας το βλέμμα του στυλωμένο στο


δικό μου, σηκώνεται, βγάζει από την τσέπη
του ένα προφυλακτικό και μου το πετάει.
Ύστερα βγάζει το τζιν και το μποξεράκι του
με μια γρήγορη κίνηση.

Σκίζω άπληστα τη συσκευασία, κι όταν


ξαπλώνει πάλι δίπλα μου, του φοράω αργά
το προφυλακτικό. Με αρπάζει και από τα
δυο χέρια και γυρίζει ανάσκελα.

«Εσύ. Από πάνω!» προστάζει, τραβώντας


με να καθίσω καβάλα επάνω του. «Θέλω να
σε βλέπω».
Ω....

Με καθοδηγεί, και κατεβαίνω διστακτικά


επάνω του. Κλείνει τα μάτια και κάμπτει
τους γοφούς του για να με συναντήσει,
γεμίζοντάς με, ανοίγοντάς με, ενώ το στόμα
του σχηματίζει ένα τέλειο «Ο» καθώς
εκπνέει.

Αχ... Η αίσθηση είναι τόσο ωραία τον


κυριεύω, με κυριεύει.

Μου κρατάει τα χέρια, και δεν ξέρω αν είναι


για να με σταθεροποιήσει ή για να με
εμποδίσει να τον αγγίξω, αν κι έχω τον οδικό
μου χάρτη.

«Με κάνεις να αισθάνομαι τόσο ωραία...»


λέει χαμηλόφωνα.
Ανασηκώνομαι ξανά, μεθυσμένη από τη
δύναμη που ασκώ επάνω του,
παρακολουθώντας τον Κρίστιαν Γκρέυ να
γίνεται κομμάτια από κάτω μου. Αφήνει τα
χέρια μου και με αρπάζει από τους γοφούς.
Βάζω τα χέρια στα μπράτσα του. Εισβάλλει
μέσα μου βίαια, κάνοντάς με να φωνάξω.

«Έτσι, μωρό μου, νιώσε με...» τραυλίζει με


σφιγμένη φωνή.

Ρίχνω πίσω το κεφάλι και κάνω ακριβώς


εκείνο. Αυτό είναι που κάνει πολύ καλά.

Κουνιέμαι -αντιγράφοντας τον ρυθμό του


σε τέλεια συμμετρία-, διώχνοντας κάθε
σκέψη και λογική. Είμαι μόνο αίσθηση
χαμένη σ’ αυτό το κενό της απόλαυσης.
Επάνω κάτω. Πάλι... Πάλι. Ω, Ανοίγω τα
μάτια και τον κοιτάζω. Η ανάσα μου
βγαίνει ακανόνιστη. Με κοιτάζει κι εκείνος
με μάτια που καίνε.

«Άνα μου» λέει άηχα.

«Ναι...» αποκρίνομαι με τραχιά φωνή.


«Πάντα...»

Βογκάει δυνατά, κλείνοντας πάλι τα


βλέφαρά του, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι. Το
να βλέ^ω τον Κρίστιαν να λιώνει είναι
αρκετό για να σφραγίσει τη μοίρα μου, και
τελειώνω ηχηρά, εξαντλητικά,
παρασυρμένη σε μια δίνη, καταρρέοντας
επάνω του.

«Ω μωρό μου...» βογκάει και φτάνει στην


ανακούφιση, κρατώντας με ακίνητη και
αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο.
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΤ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ πάνω
στο στήθος του στην περιοχή του άβατου,
με το μάγουλό μου ακουμπισμένο στις
μαλακές τρίχες του στέρνου του. Είμαι
λαχανιασμένη, αναψοκοκκινισμένη και
αντιστέκομαι στην παρόρμηση να
σουφρώσω τα χείλη και να τον'φιλήσω.

Μένω απλώς ξαπλωμένη επάνω του,


ξαναβρίσκοντας την ανάσα μου. Μου
ισιώνει τα μαλλιά, και το χέρι του ταξιδεύει
στην πλάτη μου χαϊδεύοντάς με καθώς η
ανάσα του ηρεμεί.

«Είσαι τόσο όμορφη...»

Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω με


σκεπτικό ύφος. Ανταποκρίνεται
κατσουφιάζοντας και ανακάθεται γρήγορα,
αιφνιδιάζοντάς με. Το χέρι του απλώνεται
για να με κρατήσει. Αρπάζομαι από τους
δικέφαλούς του και βρισκόμαστε μύτη με
μύτη.

«Είσαι. Όμορφη!» λέει ξανά, με έμφαση.

«Κι εσύ είσαι απίστευτα γλυκός μερικές


φορές». Τον φιλάω τρυφερά.

Με ανασηκώνει και τραβιέται από μέσα


μου. Μορφάζω. Σκύβει μπροστά και με
φιλάει απαλά.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο ελκυστική


είσαι...Έτσι;»

Κοκκινίζω. Γιατί επιμένει;


«Όλα εκείνα τα αγόρια που σε κυνηγούν —
δεν είναι αποχρώσα ένδειξη;»

«Αγόρια; Ποια αγόρια;»

«Θες τον κατάλογο;» ρωτάει κατσούφικα


ο Κρίστιαν. «Ο φωτογράφος είναι τρελός
για σένα, εκείνο το παιδί στο μαγαζί με τα
σιδηρικά, ο μεγάλος αδερφός της
συγκατοίκου σου. Το αφεντικό σου...»
προσθέτει με πίκρα.

«Κρίστιαν, δεν είναι αλήθεια...»

«Άκου που σου λέω... Σε θέλουν. Θέλουν


αυτό που είναι δικό μου!»

Με τραβάει επάνω του, κι εγώ βάζω τα


μπράτσα στους ώμους του, με τα χέρια στα
μαλλιά του. Τον κοιτάζω διασκεδάζοντας.
«Δική μου!» επαναλαμβάνει, και τα μάτια
του λάμπουν κτητικά.

«Ναι, δική σου...» τον καθησυχάζω


χαμογελώντας.

Δείχνει να ηρεμεί, και νιώθω πολύ άνετα


γυμνή στην αγκαλιά του, επάνω σ’ ένα
κρεβάτι μες στο απογευματινό
σαββατιάτικο φως. Ποιος να το έλεγε. Τα
σημάδια από το κραγιόν έχουν μείνει στο
υπέροχο κορμί του. Παρατηρώ πάντως
μερικές κηλίδες στο πάπλωμα και
αναρωτιέμαι προς στιγμήν τι θα σκεφτεί γι’
αυτές η κυρία Τζόουνς.

«Η γραμμή είναι ακόμη άθικτη...» τραυλίζω


και ακολουθώ θαρραλέα το σημάδι στον
ώμο του με τον δείκτη μου. Κοκαλώνει,
ανοιγοκλείνοντας ξαφνικά τα βλέφαρά του.
«Θέλω να κάνω εξερεύνηση».

Με κοιτάζει δύσπιστα. «Στο διαμέρισμα;»

«Όχι. Σκεφτόμουν τον χάρτη του θησαυρού


που σχεδιάσαμε πάνω σου...» Με γαργαλάει
η ιδέα να τον αγγίξω.

Ανασηκώνει τα φρύδια του από έκπληξη


και ανοιγοκλείνει αβέβαια τα μάτια. Τρίβω
τη μύτη μου επάνω στη δική του.

«Και τι ακριβώς συνεπάγεται αυτό,


δεσποινίς Στιλ;»

Σηκώνω το χέρι από τον ώμο του και


περνάω τις άκρες των δαχτύλων μου από το
πρόσωπό του. «Θέλω απλώς να σ’ αγγίξω
όπου επιτρέπεται».
Ο Κρίστιαν αρπάζει τον δείκτη μου με τα
δόντια του και τον δαγκώνει απαλά.

« Άου! » διαμαρτύρομαι, και χαμογελάει,


βγάζοντας ένα σιγανό γρύλισμα από τον
λαιμό του.

«Εντάξει ...» λέει αφήνοντας το δάχτυλό


μου, αλλά η φωνή του είναι γεμάτη φόβο.
«Περίμενε». Σκύβει πίσω μου
ανασηκώνοντάς με πάλι και βγάζει το
προφυλακτικό, πετώντας το χωρίς πολλή
σκέψη στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. «Τα
σιχαίνομαι αυτά τα πράγματα... Έτσι μου
έρχεται να τηλεφωνήσω στην δόκτορα
Γκριν, να έρθει και να σου κάνει μια
ένεση».
«Νομίζεις πως η κορυφαία μαιευτήρας
γυναικολόγος του Σιάτλ θα έρθει
τρέχοντας;»

«Μπορώ να γίνω πολύ πειστικός...»


απαντάει μουρμουρητά, στερεώνοντας τα
μαλλιά μου πίσω από τα αυτιά μου. «Ο
Φράνκο έκανε πολύ καλή δουλειά με τα
μαλλιά σου. Μ’ αρέσουν έτσι φιλαριστά».

Ορίστε;

«Σταμάτα ν’ αλλάζεις θέμα».

Με ξαναγυρίζει στη θέση μου, έτσι που να


κάθομαι καβάλα επάνω του ακουμπώντας
στα σηκωμένα του γόνατα, με τα πόδια μου
δεξιά και αριστερά από τους γοφούς του.
Ακουμπάει το κεφάλι στα μπράτσα του.
«Άγγιξε...» λέει άκεφα. Φαίνεται νευρικός,
αλλά προσπαθεί να το κρύψει.

Κρατώντας τα μάτια μου στα δικά του,


απλώνω το χέρι και σέρνω το δάχτυλό μου
κάτω από τη γραμμή του κραγιόν, επάνω
στους λαξεμένους κοιλιακούς του.
Τραβιέται, και σταματάω.

«Δεν είναι ανάγκη να το κάνω...» ψιθυρίζω.

«Όχι, εντάξει. Απλώς χρειάζεται λίγη...


Λίγη αναπροσαρμογή από μέρους μου.
Κανένας δε μ’ έχει αγγίξει εδώ και πολύ
καιρό...» ψελλίζει απολογητικά.

«Η κυρία Ρόμπινσον;» Τα λόγια ξεφεύγουν


απρόσκλητα από το στόμα μου και
περιέργως καταφέρνω να κλειδώσω κάθε
πικρία και μνησικακία έξω από τη φωνή
μου.

Γνέφει καταφατικά, με εμφανή αμηχανία.


«Δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτή. Θα μας
χαλάσει την καλή μας διάθεση...»

«Το αντέχω».

«Όχι, δεν το αντέχεις, Άνα. Είναι λες και


βλέπεις κόκκινο πανί κάθε φορά που την
αναφέρω. Το παρελθόν μου είναι παρελθόν
μου. Είναι γεγονός. Δεν μπορώ να το
αλλάξω. Είμαι τυχερός που δεν έχεις
παρελθόν, γιατί θα τρελαινόμουν αν είχες».

Σκυθρωπιάζω, όμως δε θέλω να τσακωθώ.


«Θα τρελαινόσουν; Περισσότερο απ’ ό,τι
τώρα;» Χαμογελάω, ελπίζοντας να
ελαφρύνω την ατμόσφαιρα ανάμεσά μας.
Τα χείλη του στραβώνουν. «Τρελαίνομαι
για σένα...» μουρμουρίζει.

Η καρδιά μου φτερουγίζει από χαρά. «Να


φωνάξω τον δόκτορα Φλυν;»

«Δε νομίζω πως χρειάζεται» απαντάει ξερά.

Μετακινούμαι προς τα πίσω, έτσι που


κατεβάζει τα πόδια του, και βάζω πάλι τα
δάχτυλά μου επάνω στο στομάχι του,
αφήνοντάς τα να περιπλανηθούν στο δέρμα
του. Μένει ξανά ακίνητος.

«Μ’ αρέσει να σ’ αγγίζω...»

Τα δάχτυλά μου γλιστρούν στον αφαλό του


και μετά κάτω, στις τρίχες που οδηγούν στο
εφήβαιο του. Τα χείλη του μισανοίγουν, και
η ανάσα του αλλάζει ρυθμό. Τα μάτια του
σκοτεινιάζουν, και το όργανό του
αναδεύεται από κάτω μου. Χριστέ μου!
Δεύτερος γύρος.

«Πάλι; » μουρμουρίζω.

Χαμογελάει. «Ω, ναι, δεσποινίς Στιλ...


Πάλι».

ΤΙ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΤΡΟΠΟΣ να περάσεις ένα


σαββατιάτικο απόγευμα. Στέκομαι κάτω
από το ντους και σαπουνίζομαι αφηρημένα,
προσέχοντας να μη βρέξω τα πιασμένα
μαλλιά μου, με το μυαλό στις δύο
τελευταίες ώρες. Κρί^ στιαν και βανίλια
φαίνεται να ταιριάζουν.
Αποκάλυψε τόσο πολλά σήμερα. Είναι
συγκλονιστικό να προσπαθώ να
αφομοιώσω όλες τις πληροφορίες και να
σκεφτώ όσα έμαθα: τις λεπτομέρειες του
εισοδήματός του -ποπό, είναι φοβερά
πλούσιος, και για τόσο νέο άνθρωπο είναι
εκπληκτικόκαι τα ντοσιέ που έχει για μένα
και για όλες τις καστανές υποτακτικές του.
Αναρωτιέμαι αν βρίσκονται όλες σ’ εκείνο
το ερμάρι.

Το υποσυνείδητό μου σουφρώνει τα χείλη


του και κουνάει το κεφάλι. Ούτε να το
σκέφτεσαι αυτό. Κατσουφιάζω. Μια γρήγορη
ματιά μόνο;

Και είναι και η Λέιλα -με ένα όπλο, ίσως,


κάπου-, και το χάλια γούστο της στη
μουσική βρίσκεται ακόμα στο iPod του.
Ακόμα χειρότερα όμως, υπάρχει και η
κυρία Παιδόφιλη Ρόμπινσον δεν μπορώ να
βγάλω άκρη μαζί της ούτε και θέλω. Δε
θέλω να είναι ένα φάντασμα με αστραφτερά
μαλλιά στη σχέση μας. Έχει δίκιο ο
Κρίστιαν. Παίρνω ανάποδες όταν τη
σκέφτομαι. Επομένως είναι ίσως καλύτερα
να μην τη σκέφτομαι.

Βγαίνω από το ντους και σκουπίζομαι.


Ξαφνικά με κυριεύει ένας απρόσμενος
θυμός.

Μα ποιος δε θα έπαιρνε ανάποδες; Ποιος


κανονικός, λογικός άνθρωπος θα το έκανε
αυτό σ’ ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι; Πόσο
συνέργησε στο πρόβλημά του; Δεν την
καταλαβαίνω. Και, ακόμα χειρότερα, ο
Κρίστιαν λέει πως τον βοήθησε. Πώς;
Σκέφτομαι τις ουλές του, τη θλιβερή
ενσάρκωση μιας φρικτής παιδικής ηλικίας
και την αηδιαστική υπενθύμιση των
ψυχικών ουλών που πρέπει να αντέχει. Οι
γλυκές, θλιμμένες Πενήντα Αποχρώσεις
μου. Είπε τόσο τρυφερά πράγματα σήμερα.
Τρελαίνεται για μένα.

Κοιτάζοντας την εικόνα μου στον


καθρέφτη, θυμάμαι τα λόγια του και
χαμογελάω. Ή καρδιά μου ξεχειλίζει άλλη
μία φορά από χαρά, και το πρόσωπό μου
μεταμορφώνεται από ένα γελοίο χαμόγελο.
Ίσως καταφέρουμε να κάνουμε τη σχέση
μας να λειτουργήσει. Αλλά πόσο καιρό θα
μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς να θέλει να
με σπάσει στο ξύλο επειδή παραβίασα
κάποια αυθαίρετη γραμμή;
Το χαμόγελό μου σβήνει. Αυτό είναι που
δεν ξέρω. Αυτή είναι η σκιά που κρέμεται
από πάνω μας. Κίνκι γαμήσια, ναι. Αυτό
μπορώ να το κάνω. Περισσότερα όμως;

Το υποσυνείδητό μου με κοιτάζει


ανέκφραστο, αποφεύγοντας πρώτη φορά να
μου κάνει κήρυγμα αραδιάζοντας
στριμμένες νουθεσίες. Επιστρέφω στο
δωμάτιό μου για να ντυθώ.

Ο Κρίστιαν είναι κάτω και ετοιμάζεται,


κάνοντας ό,τι έχει να κάνει, κι έτσι έχω το
υπνοδωμάτιο στη διάθεσή μου. Εκτός απ’
όλα τα φορέματα στην ντουλάπα, έχω και
συρτάρια γεμάτα με καινούρια εσώρουχα.
Διαλέγω ένα μαύρο κορσέ-μπουστάκι με
καρτελάκι τιμής $540. Έχει ασημένιο
τελείωμα σαν φιλιγκράν κι ένα
μικροσκοπικό ασορτί σλιπάκι. Επίσης
κάλτσες που φτάνουν στους μηρούς σε
φυσικό χρώμα, τόσο λεπτές, σκέτο μετάξι.
Ποπό! Τις νιώθω τόσο... Εφαρμοστές. Και
κάπως σέξι...

Απλώνω το χέρι να πάρω το φόρεμα, όταν


μπαίνει απροειδοποίητα ο Κρίστιαν. Αμάν...
Θα μπορούσες να χτυπήσεις! Στέκεται
ακίνητος, κοιτάζοντάς με με μάτια που
γυαλίζουν πεινασμένα. Νιώθω να γίνομαι
κατακόκκινη παντού. Φοράει άσπρο
πουκάμισο και μαύρο παντελόνι* ο γιακάς
του πουκάμισου είναι ανοιχτός. Βλέπω τη
γραμμή του κραγιόν άθικτη. Εξακολουθεί
να έχει τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου.

«Μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε Γκρέυ;


Υποθέτω πως υπάρχει κάποιος λόγος για
την επίσκεψή σας, πέρα από το να με
καρφώνετε χαζά με το βλέμμα σας».
«Μάλλον απολαμβάνω το χαζό κάρφωμα
με το βλέμμα μου, ευχαριστώ, δεσποινίς
Στιλ...» μουρμουρίζει απειλητικά, κάνοντας
άλλο ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο και
καταβροχθίζοντάς με με τα μάτια του.
«Θυμίστε μου να στείλω ένα προσωπικό
ευχαριστήριο σημείωμα στην Καρολάιν
Άκτον».

Κατσουφιάζω. Ποια διάολο είναι αυτή;

«Ο θηλυκός προσωπικός ψωνιστής στο Nei-


man’s...» συμπληρώνει, απαντώντας στην
ερώτηση που δεν έκανα.

«Ω...»

«Έχω ζαλιστεί».
«Το βλέπω. Τι θες, Κρίστιαν;» Τον κοιτάζω
κατάματά.

Αντεπιτίθεται με το στραβό του χαμόγελο


και βγάζει από την τσέπη του τις ασημένιες
μπάλες, κάνοντάς με να μαρμαρώσω.
Γαμώτο! Θέλει να μου τις βρέξει; Τώρα;
Γιατί;

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις» λέει


γρήγορα.

«Διαφώτισέ με...» ψελλίζω.

«Σκέφτηκα πως θα μπορούσες να τις


φορέσεις σήμερα το βράδυ».

Και τα υπονοούμενα αυτής της πρότασης


αιωρούνται ανάμεσά μας καθώς το μυαλό
μου καταγράφει την ιδέα.
«Στην εκδήλωση;»Έχω σοκαριστεί.

Γνέφει αργά, και τα μάτια του


σκοτεινιάζουν.

Ποπό...

«Θα μου τις βρέξεις αργότερα;»

«Όχι».

Προς στιγμήν νιώθω μια σουβλιά


απογοήτευσης.

Γελάει πνιχτά. «Θες να σ’ τις βρέξω;»

Ξεροκαταπίνω. Δεν ξέρω.

«Λοιπόν, να είσα· βέβαιη ότι δεν πρόκειται


να σ’ αγγίξω με τέτοιον τρόπο, ακόμα κι αν
με παρακαλάς».
Ω... Αυτό είναι είδηση.

«Θες να παίξεις αυτό το παιχνίδι;»


συνεχίζει, σηκώνοντας ψηλά τις μπάλες.
«Μπορείς πάντα να τις βγάλεις αν δεν
αντέχεις».

Τον κοιτάζω. Φαντάζει τόσο έκφυλα


προκλητικός ατημέλητος, μαλλιά
ανακατωμένα από το σεξ, μάτια σκοτεινά,
γεμάτα ερωτικούς υπαινιγμούς, χείλη που
στραβώνουν σ’ ένα σέξι, εύθυμο χαμόγελο.

« Εντάξει...» συναινώ σιγανά. Διάολε, ναι!


Η εσωτερική μου θεά έχει βρει τη φωνή της
και τσιρίζει από τις επάλξεις.

«Καλό κορίτσι...» αποκρίνεται


χαμογελώντας ο Κρίστιαν. «Έλα εδώ. Θα σ’
τις βάλω εγώ μόλις φορέσεις τα παπούτσια
σου».

Toe παπούτσια μου; Στρέφομαι και κοιτάζω


τις ανοιχτές γκρι καστόρινες γόβες-στιλέτο
που ταιριάζουν με το φόρεμα που διάλεξα.

Κάνε του το χατίρι!

Απλώνει το χέρι του για να με στηρίξει


καθώς φοράω τα παπούτσια Christian
Louboutin, με τιμή $3.295 πραγματική
ληστεία. Τώρα πρέπει να είμαι τουλάχιστον
δώδεκα πόντους ψηλότερη.

Με οδηγεί δίπλα στο κρεβάτι. Δεν κάθεται,


αλλά πηγαίνει και φέρνει τη μοναδική
καρέκλα που υπάρχει στο δωμάτιο. Τη
βάζει μπροστά μου.
«Όταν σου κάνω νόημα, σκύψε και
κρατήσου από την καρέκλα... Κατάλαβες;»
Η φωνή του είναι βραχνή.

«Ναι».

«Ωραία. Τώρα άνοιξε το στόμα σου...» Η


χροιά του είναι ακόμα σιγανή.

Κάνω αυτό που μου λέει, νομίζοντας πως


θα βάλει τις μπάλες στο στόμα μου για να
τις λιπάνει. Όχι. Βάζει μέσα τον δείκτη του.

Ω...

«Πιπίλισέ τον» λέει.

Σηκώνω το χέρι και αρπάζω το δικό του


κρατώντας το σταθερό και κάνω αυτό που
μου είπε βλέπεις; Μπορώ να γίνω υπάκουη
όταν θέλω.

Έχει γεύση σαπουνιού. Χμμμ... Πιπιλίζω


δυνατά και ανταμείβομαι όταν οι κόρες των
ματιών του διαστέλλονται και τα χείλη του
απομακρύνονται το ένα από το άλλο καθώς
παίρνει βαθιά ανάσα. Έτσι που πάμε, δε θα
χρειαστώ λιπαντικό. Βάζει τις μπάλες στο
στόμα του την ώρα που γλείφω το δάχτυλό
του, στριφογυρίζοντας τη γλώσσα μου γύρω
του. Όταν προσπαθεί να το τραβήξει,
σφίγγω τα δόντια μου.

Χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του


αποπαίρνοντάς με. Τον αφήνω. Μου κάνει
νόημα και σκύβω, πιάνοντας τις άκρες της
καρέκλας. Μετακινεί στο πλάι το σλιπάκι
μου και με επιδέξιες κινήσεις βάζει μέσα
μου το δάχτυλό του, κάνοντας αργούς
κύκλους, έτσι που τον νιώθω παντού. Δεν
μπορώ να συγκρατήσω το βογκητό που
ξεφεύγει από τα χείλη μου.

Τραβάει έξω το δάχτυλό του και βάζει


τρυφερά μία μία τις μπάλες, σπρώχνοντάς
τες βαθιά μέσα μου. Όταν μπαίνουν στο
σωστό μέρος, μου ξαναβάζει το σλιπάκι στη
θέση του και μου φιλάει τους γλουτούς.
Περνώντας τα χέρια του πάνω από τα πόδια
μου, από τους αστράγαλους έως τους
μηρούς, φιλάει τρυφερά την κορυφή των
μηρών, στο σημεί.ο όπου τελειώνουν.

«Έχετε πανέμορφα πόδια, δεσποινίς Στιλ...»


λέει χαμηλόφωνα. Σηκώνεται και αρπάζει
τους γοφούς μου τραβώντας με κοντά του,
έτσι που αισθάνομαι το σφριγηλό του πέος
επάνω μου. «Ίσως σε πάρω έτσι όταν
επιστρέψουμε σπίτι, Αναστάζία. Και τώρα
μπορείς να σηκωθείς όρθια».

Νιώθω ζαλισμένη. Κάτι παραπάνω από


ερεθισμένη καθώς το βάρος από τις μπάλες
τραβάει και σπρώχνει μέσα μου. Σκύβοντας
από πίσω μου, ο Κρίστιαν με φιλάει στον
ώμο.

«Αγόρασα αυτά για να τα φορέσεις στο


γκαλά του περασμένου Σαββάτου». Με
τυλίγει με το μπράτσο του και απλώνει το
χέρι. Στην παλάμη του φωλιάζει ένα μικρό
κόκκινο κουτί, το οποίο στο καπάκι γράφει
Cartier. «Αλλά με παράτησες, οπότε δε
βρήκα ευκαιρία να σ’ τα δώσω».

Ω!
«Αυτή είναι η δεύτερη ευκαιρία μου...»
προσθέτει σιγανά. Η φωνή του είναι
μουδιασμένη από κάποια ανείπωτη
συγκίνηση. Είναι νευρικός.

Απλώνω διστακτικά το χέρι, παίρνω το


κουτί και το ανοίγω. Μέσα λάμπει ένα
ζευγάρι κρεμαστά σκουλαρίκια. Καθένα
έχει τέσσερα διαμάντια, ένα στη βάση, μετά
ένα κενό και ύστερα τρία διαμάντια που
κρέμονται σε τέλεια διάταξη το ένα μετά
το άλλο. Είναι όμορφα, απλά και κλασικά.
Αυτά που θα είχα διαλέξει κι εγώ αν μου
δινόταν ποτέ η ευκαιρία να ψωνίσω από του
Cartier.

«Είναι όμορφα...» ψιθυρίζω, κι επειδή είναι


σκουλαρίκια δεύτερης ευκαιρίας, τα
λατρεύω. «Ευχαριστώ!»
Χαλαρώνει επάνω μου, και η ένταση φεύγει
από το σώμα του. Με φιλάει πάλι στον ώμο.
«Θα φορέσεις το ασημί σατέν φόρεμα;»
ρωτάει.

«Ναι. Είναι εντάξει;»

«Φυσικά. Θα σ’ αφήσω να ετοιμαστείς».


Βγαίνει έξω από το δωμάτιο, ρίχνοντας μια
ματιά πίσω του.

ΕΧΩ ΜΠΕΙ Σ’ ΕΝΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ


ΣΥΜΠΑΝ. Η νεαρή κοπέλα που μου
ανταποδίδει το βλέμμα μπορεί να
περπατήσει επάνω σε κόκκινο χαλί. Το
μακρύ, στράπλες, ασημί σατέν βραδινό
φόρεμα είναι εξαίσιο. Ίσως γράψω κι εγώ
στην Καρολάιν Άκτον. Μου ταιριάζει
τέλεια και κολακεύει τις ελάχιστες
καμπύλες που έχω.

Τα μαλλιά μου πέφτουν σε απαλά κύματα


γύρω από το πρόσωπό μου και χύνονται
στους ώμους και στο στήθος μου. Τα
μαζεύω από τη μια μεριά πίσω από το αυτί
μου, αποκαλύπτοντας τα σκουλαρίκια της
δεύτερης ευκαιρίας. Μακιγιαρίστηκα
ελάχιστα, για φυσικό αποτέλεσμα.
Αϊλάινερ, μάσκαρα, λίγο ροζ ρουζ και
ανοιχτό ροζ κραγιόν.

Στην πραγματικότητα δε χρειάζομαι το


ρουζ. Είμαι κάπως αναψοκοκκινισμένη από
τη συνεχή κίνηση που κάνουν οι ασημένιες
μπάλες. Ναι, θα εξασφαλίσουν λίγο χρώμα
στα μάγουλά μου απόψε. Κουνώντας το
κεφάλι μου μπροστά στην τολμηρότητα των
ερωτικών ιδεών του Κρίστιαν, σκύβω να
μαζέψω το σατέν σάλι και το ασημί βραδινό
τσαντάκι και πηγαίνω να βρω τις Πενήντα
Αποχρώσεις μου.

Μιλάει στο χολ με τον Τέυλορ κι άλλους


τρεις άντρες, με την πλάτη του γυρισμένη
προς το μέρος μου. Το έκπληκτο,
επιδοκιμαστικό ύφος τους ειδοποιεί τον
Κρίστιαν για την παρουσία μου. Γυρίζει και
με βλέπει να στέκομαι αμήχανη και να
περιμένω.

Το στόμα μου ξεραίνεται. Είναι


εντυπωσιακός... Μαύρο επίσημο κοστούμι,
μαύρο παπιγιόν, και η έκφρασή του καθώς
με κοιτάζει φανερώνει δέος, Με πλησιάζει
και με φιλάει στα μαλλιά.

«Αναστάζια. Είσαι εκθαμβωτική!»


Κοκκινίζω με τη φιλοφρόνηση μπροστά
στον Τέυλορ και στους άλλους.

«Ένα ποτήρι σαμπάνια προτού φύγουμε;»

«Ευχαρίστως...» μουρμουρίζω, υπερβολικά


γρήγορα.

Ο Κρίστιαν κάνει νόημα στον Τέυλορ, που


κατευθύνεται προς τον προθάλαμο με την
κουστωδία του.

«Ομάδα ασφάλειας;» ρωτάω.

«Στενή προστασία. Είναι υπό τον έλεγχο


του Τέυλορ. Έχει εκπαιδευτεί και σ’ αυτό».
Ο Κρίστιαν μού δίνει ένα ποτήρι με
σαμπάνια.

«Είναι πολυτάλαντος».
«Ναι, πράγματι...» Ο Κρίστιαν χαμογελάει.
«Είσαι πανέμορφη, Αναστάζια! Στην υγειά
σου».

Σηκώνει το ποτήρι του και το τσουγκρίζω


με το δικό μου. Η σαμπάνια έχει απαλό ροζ
χρώμα και υπέροχη. δροσερή και ελαφριά
γεύση.

«Πώς νιώθεις;» ρωτάει, με μάτια που καίνε.

«Μια χαρά, ευχαριστώ». Χαμογελάω


γλυκά, χωρίς να προδίδω τίποτα, ξέροντας
πολύ καλά πως αναφέρεται στις ασημένιες
μπάλες.

Χαμογελάει αχνά. «Ορίστε. Θα το


χρειαστείς αυτό». Μου δίνει ένα μεγάλο
βελουδένιο πουγκί που ήταν τοποθετημένο
επάνω στον πάγκο της κουζίνας. «Άνοιξέ
το» λέει ανάμεσα σε δύο γουλιές
σαμπάνιας.

Ανοίγω περίεργη το πουγκί και βγάζω μια


περίτεχνη ασημιά μάσκα με φτερά σε βαθύ
μπλε χρώμα που σχηματίζουν ένα λοφίο
στην κορυφή.

«Είναι μπαλ μασκέ» λέει αδιάφορα.

«Μάλιστα...» Η μάσκα είναι όμορφη. Μια


ασημιά κορδέλα είναι στερεωμένη στις
άκρες, και υπέροχο ασημί φιλιγκράν
περιβάλλει τα μάτια.

«Αυτό θα αναδεικνύει τα όμορφα μάτια


σου, Αναστάζια...»

Του χαμογελάω συνεσταλμένα. «Θα


φορέσεις κι εσύ;»
«Φυσικά. Είναι πολύ απελευθερωτικές από
μια άποψη ...» απαντάει ανασηκώνοντας το
φρύδι του.

Ω. Θα έχει πλάκα.

«Έλα. Θέλω να σου δείξω κάτι».

Απλώνοντας το χέρι του, με οδηγεί έξω στο


χολ και σε μια πόρτα δίπλα στα σκαλιά.
Την ανοίγει, αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο
δωμάτιο περίπου στο ίδιο μέγεθος με την
αίθουσα ψυχαγωγίας του, που πρέπει να
βρίσκεται ακριβώς από πάνω μας. Αυτό εδώ
είναι γεμάτο βιβλία. Ποπό! Μια βιβλιοθήκη
με όλους τους τοίχους ασφυκτικά γεμάτους
από το πάτωμα έως το ταβάνι. Στη μέση
υπάρχει ένα μεγάλο τραπέζι μπιλιάρδου,
που φωτίζεται από μια ψηλή λάμπα Tiffany
σε σχήμα τριγωνικού πρίσματος.
«Έχεις βιβλιοθήκη!» τσιρίζω με δέος,
γεμάτη έξαψη.

«Ναι. Το δωμάτιο της βλακείας, όπως λέει ο


Έλλιοτ, Το διαμέρισμα είναι πολύ μεγάλο.
Συνειδητοποίησα σήμερα, όταν ανέφερες
την εξερεύνηση, πως δε σ’ έχω ξεναγήσει.
Δεν έχουμε ώρα τώρα, μα σκέφτηκα να σου
δείξω αυτό το δωμάτιο και ίσως σε
προκαλέσω να παίξουμε ένα μπιλιάρδο στο
όχι πολύ μακρινό μέλλον».

Χαμογελάω πλατιά. «Όποτε θες!»

Μέσα μου αγαλλιάζω. Ο Χοσέ κι εγώ


δεθήκαμε πάνω από ένα τραπέζι
μπιλιάρδου. Παίζαμε τα τρία τελευταία
χρόνια. Είμαι άσος στη στέκα. Ο Χοσέ ήταν
καλός δάσκαλος.
«Τι;» ρωτάει ο Κρίστιαν διασκεδάζοντάς
το.

Ω! Πραγματικά πρέπει να σταματήσω να


εκφράζω κάθε συναίσθημα που νιώθω τη
στιγμή που το αισθάνομαι, αποπαίρνω τον
εαυτό μου.

«Τίποτα» απαντάω βιαστικά.

Ο Κρίστιαν στενεύει τα μάτια. «Ίσως ο


δόκτωρ Φλυν μπορέσει να αποκαλύψει τα
μυστικά σου. Θα τον γνωρίσεις απόψε».

«Τον ακριβό τσαρλατάνο;» Γαμώτο μου...

«Τον ίδιο. Ψοφάει να σε γνωρίσει».


Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΑΙΡΝΕΙ το χέρι μου και
περνάει απαλά τον αντίχειρά του πάνω από
τις αρθρώσεις μου. Είμαστε καθισμένοι στο
πίσω κάθισμα του Audi και
κατευθυνόμαστε προς τα βόρεια.
Αναδεύομαι και νιώθω την αίσθηση στους
βουβώνες μου. Αντιστέκομαι στην
παρόρμηση να βογκήξω, αφού ο Τέυλορ
είναι μπροστά χωρίς να φοράει το iPod,
μαζί με έναν από τους άντρες της
ασφάλειας, που νομίζω πως λέγεται Σόγερ.

Βαθιά μέσα στην κοιλιά μου έχω αρχίσει να


αισθάνομαι έναν σκοτεινό, ευχάριστο πόνο
από τις μπάλες. Αναρωτιέμαι νωθρά πόσο
θα μπορέσω να τις κρατήσω χωρίς κάποια...
Εεε... Ανακούφιση. Σταυρώνω τα πόδια.
Εκείνη τη στιγμή κάτι που με τριβέλιζε στο
πίσω μέρος του μυαλού μου έρχεται
ξαφνικά στην επιφάνεια.

«Πού βρήκες το κραγιόν;» ρωτάω


χαμηλόφωνα τον Κρίστιαν.

Χαμογελάει αμυδρά και δείχνει προς το


μπροστινό κάθισμα. «Ο Τέυλορ» απαντάει
άηχα.

Βάζω τα γέλια. «Ω!» Και σταματάω


γρήγορα οι μπάλες.

Δαγκώνω το χείλος μου. Ο Κρίστιαν μού


σκάει ένα χαμόγελο, και τα μάτια του
λάμπουν έκφυλα. Ξέρει ακριβώς τι κάνει
αυτό το σέξι κτήνος.

«Χαλάρωσε...» μουρμουρίζει. «Αν σε


ζορίζουν...» Αφήνει τη φράση μετέωρη και
μου φιλάει απαλά μία μία τις αρθρώσεις,
ύστερα πιπιλίζει την άκρη του μικρού μου
δαχτύλου.

Τώρα ξέρω πως το κάνει επίτηδες. Σφαλίζω


τα βλέφαρα, κι ένας σκοτεινός πόθος
ξετυλίγεται σε όλο μου το κορμί.
Παραδίδομαι στιγμιαία στην αίσθηση, με
τους μυς βαθιά μέσα μου να σφίγγονται.

Όταν ξανανοίγω τα μάτια, ο Κρίστιαν με


παρατηρεί προσεκτικά σαν σκοτεινός
πρίγκιπας. Πρέπει να είναι το επίσημο
σακάκι και το παπιγιόν, πάντως δείχνει
μεγαλύτερος, εκλεπτυσμένος. Ένας
εντυπωσιακά όμορφος ακόλαστος άντρας
με έκλυτους σκοπούς. Μου κόβει την
ανάσα. Είμαι υπόδουλη της
σεξουαλικότητάς του, κι αν μπορώ να τον
πιστέψω, είναι δικός μου. Η σκέψη με κάνει
να χαμογελάσω. Το πλατύ χαμόγελο με το
οποίο μου απαντάει είναι εκτυφλωτικό.

«Λοιπόν, τι μπορούμε να περιμένουμε σ’


αυτή την εκδήλωση;»

«Α, τα συνηθισμένα...» λέει πρόσχαρα ο


Κρίστιαν.

«Δεν είναι συνηθισμένα για μένα» του


θυμίζω.

Ο Κρίστιαν χαμογελάει τρυφερά και μου


φιλάει πάλι το χέρι. «Ένα σωρό ανθρώπους
που θα μοστράρουν τα λεφτά τους.
Πλειστηριασμό, λοταρία, δείπνο, χορό η
μητέρα μου είναι εξπέρ στα πάρτι!»
Χαμογελάει, και πρώτη φορά σήμερα
επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώσει κάποιον
ενθουσιασμό γι’ αυτό το πάρτι.
Στο δρομάκι του μεγάρου Γκρέυ υπάρχει
μια ουρά από ακριβά αυτοκίνητα. Ψηλά ροζ
χάρτινα φαναράκια κρέμονται πάνω από το
δρομάκι, και καθώς το Audi πλησιάζει,
βλέπω πως βρίσκονται παντού. Στο βραδινό
φως φαντάζουν μαγικά, σαν να μπαίνεις σ’
ένα μαγεμένο βασίλειο. Κοιτάζω τον
Κρίστιαν. Πολύ ταιριαστό για τον πρίγκιπά
μου και η παιδιάστικη έξαψή μου ανθίζει,
σβήνοντας όλα τα άλλα συναισθήματα.

«Φοράμε τις μάσκες...» λέει χαμογελαστά


ο Κρίστιαν. Βάζει την απλή μαύρη μάσκα
του, και ο πρίγκιπάς μου μεταμορφώνεται
σε κάτι πιο σκοτεινό, πιο αισθησιακό.

Το μόνο που μπορώ να δω από το πρόσωπό


του είναι το όμορφο στόμα και το δυνατό
σαγόνι. Στη θέα του ο σφυγμός μου χάνει
τον ρυθμό τρυ. Δένω τη μάσκα μου και
αγνοώ την πείνα βαθιά μέσα στο σώμα μου.

Ο Τέυλορ σταματάει στο δρομάκι, κι ένας


παρκαδόρος ανοίγει την πόρτα του
Κρίστιαν. Ο Σόγερ πετάγεται έξω για να
ανοίξει τη δική μου.

«Έτοιμη;» ρωτάει ο Κρίστιαν.

«Πιο έτοιμη δε γίνεται».

«Είσαι όμορφη, Αναστάζία». Μου φιλάει το


χέρι και βγαίνει από το αυτοκίνητο.

Ένα σκουροπράσινο χαλί διασχίζει το


παρτέρι στο ένα πλάι του σπιτιού,
οδηγώντας στον εντυπωσιακό υπαίθριο
χώρο στο πίσω μέρος. Ο Κρίστιαν με
αγκαλιάζει προστατευτικά, ακουμπώντας
το χέρι του στη μέση μου, και ακολουθούμε
το πράσινο χαλί μαζί με ένα σταθερό ποτάμι
από την ελίτ του Σιάτλ, ντυμένη με τα
καλύτερά της ρούχα και κρυμμένη πίσω
από κάθε είδους μάσκες. Τα φαναράκια
φωτίζουν τον δρόμο. Δύο φωτογράφοι
καθοδηγούν τους καλεσμένους να
ποζάρουν για φωτογραφίες με φόντο μια
πέργκολα με κισσό.

«Κύριε Γκρέυ!» φώνάζει ένας απή τους


φωτογράφους.

Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά και με


τραβάει κοντά του, ώστε να ποζάρουμε στα
γρήγορα για μια φωτογραφία. Πώς ξέρουν
ότι είναι αυτός; Τα χαρακτηριστικά
απείθαρχα χαλκόχρωμα μαλλιά του, χωρίς
αμφιβολία.
«Δύο φωτογράφοι;» ρωτάω τον Κρίστιαν.

«Ο ένας είναι από τους Seattle Times' ο


άλλος για αναμνηστικές φωτογραφίες. Θα
τις αγοράσουμε αργότερα».

Οχ... Πάλι θα μπει η φωτογραφία μου στην


εφημερίδα. Προς στιγμήν μού έρχεται στο
μυαλό η Λέιλα. Έτσι με βρήκε, από τη
φωτογραφία με τον Κρίστιαν. Η σκέψη
είναι ανησυχαστική, αν και με παρηγορεί το
γεγονός ότι με τη μάσκα είμαι αγνώριστη.

Στο τέλος της σειράς ασπροντυμένοι


σερβιτόροι κρατούν δίσκους με ποτήρια
γεμάτος σαμπάνια, και νιώθω ευγνωμοσύνη
όταν ο Κρίστιαν μού δίνει ένα από αυτά -
αποσπώντας με από τις σκοτεινές μου
σκέψεις.
Πλησιάζουμε μια μεγάλη άσπρη πέργκολα,
όπου κρέμονται μικρότερες εκδοχές των
χάρτινων φαναριών. Από κάτω της
αστράφτει μια πίστα χορού με ασπρόμαυρα
τετραγωνάκια, περιτριγυρισμένη από έναν
χαμηλό φράχτη με εισόδους σε τρεις
πλευρές. Σε κάθε είσοδο βρίσκονται από
δύο περίτεχνα αγάλματα κύκνων φτιαγμένα
από πάγο. Η τέταρτη πλευρά της πέργκολας
καταλαμβάνεται από μια σκηνή, όπου ένα
κουαρτέτο εγχόρδων παίζει σιγανά ένα
μαγευτικό, αιθέριο κομμάτι που δεν
αναγνωρίζω. Η σκηνή είναι θαρρείς κι έχει
ετοιμαστεί για μια μεγάλη ορχήστρα, αλλά
δε φαίνονται πουθενά μουσικοί.
Φαντάζομαι πως αυτό θα γίνει αργότερα.
Παίρνοντας το χέρι μου, ο Κρίστιαν με
οδηγεί ανάμεσα από τους κύκνους στην
πίστα, όπου συγκεντρώνονται οι άλλοι
καλεσμένοι κουβεντιάζοντας και πίνοντας
σαμπάνια.

Προς τη μεριά της ακτής έχει στηθεί μια


τεράστια τέντα, ανοιχτή από την πλευρά
που βρίσκεται πιο κοντά σε μας, έτσι που
μπορώ να διακρίνω τα επίσημα
τακτοποιημένα τραπέζια και τις καρέκλες.
Είναι τόσο πολλά!

«Πόσος κόσμος θα έρθει;» ρωτάω τον


Κρίστιαν, σαστισμένη από το μέγεθος της
τέντας.

«Νομίζω γύρω στα τριακόσια άτομα. Θα


πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα μου...»
απαντάει χαμογελώντας.

«Κρίστιαν!»
Μια νεαρή κοπέλα βγαίνει από το πλήθος
και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό
του. Καταλαβαίνω αμέσως πως είναι η Μία.
Φοράει ένα κομψό απαλό ροζ μακρύ
φόρεμα από σιφόν και μια εκπληκτική
ασορτί βενετσιάνικη μάσκα με περίτεχνες
λεπτομέρειες. Είναι υπέροχη. Κι αυτήν τη
στιγμή αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για το
φόρεμα που μου αγόρασε ο Κρίστιαν.

«Άνα! Αγάπη μου, είσαι κούκλα!» Με


αγκαλιάζει στα πεταχτά. «Πρέπει να έρθεις
να γνωρίσεις τις φίλες μου. Καμία τους δεν
το πιστεύει πως ο Κρίστιαν έχει επιτέλους
κοπέλα!»

Ρίχνω ένα σύντομο πανικόβλητο βλέμμα


στον Κρίστιαν, που ανασηκώνει καρτερικά
τους ώμους με ύφος που λέει «Το ξέρω πως
δεν υποφέρεται. Ήμουν επί χρόνια
αναγκασμένος να ζω μαζί της». Αφήνω τη
Μία να με οδηγήσει προς μια ομάδα από
τέσσερις νεαρές κοπέλες, όλες ακριβά
ντυμένες και άψογα χτενισμένες.

Η Μία κάνει τις συστάσεις. Οι τρεις από τις


κοπέλες είναι γλυκές και ευγενικές, αλλά η
Λίλυ, έτσι νομίζω ότι τη λένε, με ατενίζει με
ξινό ύφος πίσω από την κόκκινη μάσκα της.

«Φυσικά όλες νομίζαμε πως ο Κρίστιαν


είναι γκέι...» λέει δηκτικά, κρύβοντας τη
μνησικακία της πίσω από ένα μεγάλο
ψεύτικο χαμόγελο.

Η Μία την κοιτάζει και


στραβομουτσουνιάζει. «Λίλυ, ηρέμησε.
Είναι προφανές πως έχει εξαιρετικό γούστο
στις γυναίκες. Περίμενε να εμφανιστεί η
κατάλληλη, και δεν ήσουν εσύ!»
Η Λίλυ γίνεται το ίδιο χρώμα με τη μάσκα
της, όπως κι εγώ. Είναι δυνατόν να νιώσω
πιο άβολα;

«Κυρίες μου, θα μπορούσα να πάρω πίσω


την ντάμα μου, παρακαλώ;»

Τυλίγοντας το μπράτσο του γύρω από τη


μέση μου, ο Κρίστιαν με τραβάει δίπλα του.
Και οι τέσσερις κοπέλες κοκκινίζουν,
χαμογελούν και σαλεύ.ουν νευρικά, καθώς
το εκτυφλωτικό χαμόγελό του κάνει αυτό
που κάνει πάντα. Η Μία με κοιτάζει και
υψώνει το βλέμμα στον ουρανό. Δεν μπορώ
να μη γελάσω.

«Χάρηκα που σας γνώρισα!» πετάω καθώς


εκείνος με τραβάει μακριά. «Ευχαριστώ»
λέω στον Κρίστιαν άηχα όταν βρισκόμαστε
κάπως μακρύτερα.
«Είδα πως μαζί με τη Μία ήταν και η Λίλυ.
Είναι πολύ σκύλα».

«Σε γουστάρει» δηλώνω ξερά.

Ανατριχιάζει. «Πάντως τα αισθήματα δεν


είναι αμοιβαία. Έλα. Θέλω να σε γνωρίσω
σε κάποιους ανθρώπους».

Περνάω την επόμενη μισή ώρα μέσα σε μια


παραζάλη συστάσεων. Γνωρίζω δύο
ηθοποιούς του Χόλλυγουντ, δύο ακόμα
CEO και διάφορους επιφανείς γιατρούς. Δεν
υπάρχει περίπτωση να θυμάμαι τα ονόματα
όλων αυτών.

Ο Κρίστιαν με κρατάει κοντά του και


αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Ειλικρινά, ο
πλούτος, η λάμψη και η απόλυτη
πολυτέλεια της εκδήλωσης με
τρομοκρατούν. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω
βρεθεί σε κάτι παρόμοιο.

Οι ασπροντυμένοι σερβιτόροι κινούνται


ακούραστα ανάμεσα στο συνεχώς
αυξανόμενο πλήθος των καλεσμένων,
κρατώντας μπουκάλια σαμπάνιας και
γεμίζοντας το ποτήρι μου με ανησυχητική
συχνότητα. Δεν πρέπει να πιω πολύ. Δεν
πρέπει να πιω πολύ, επαναλαμβάνω
διαρκώς στον εαυτό μου, αλλά αρχίζω να
νιώθω ζαλάδα και δεν ξέρω αν είναι η
σαμπάνια, η φορτισμένη ατμόσφαιρα
μυστηρίου και έξαψης που δημιουργούν οι
μάσκες ή οι κρυφές ασημένιες μπάλες. Έχω
αρχίσει να μην μπορώ να αγνοήσω άλλο τον
βουβό πόνο κάτω από τη μέση μου.

«Ώστε δουλεύετε στην ΑΕΣ;» ρωτάει ένας


φαλακρός κύριος με μάσκα αρκούδας -ή
μήπως είναι σκύλου;που καλύπτει το μισό
του πρόσωπο. «Άκουσα φήμες για μια
εχθρική εξαγορά».

Κοκκινίζω. Υπάρχει όντως μια εχθρική


εξαγορά, από κάποιον που διαθέτει
περισσότερα λεφτά παρά λογική και είναι
ειδικευμένος στην παρακολούθηση.

«Δεν είμαι παρά μια ταπεινή βοηθός, κύριε


Ικλς. Δεν μπορώ να τα γνωρίζω αυτά τα
πράγματα».

Ο Κρίστιαν δε λέει τίποτε. Απλώς


χαμογελάει μελιστάλαχτα στον Ικλς.

«Κυρίες και κύριοι!» Ο κομπέρ, ο οποίος


φοράει μια εντυπωσιακή ασπρόμαυρη
μάσκα αρλεκίνου, μας διακόπτει.
«Παρακαλώ, καθίστε στις θέσεις σας.
Σερβίρεται το δείπνο!»

Ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι και


ακολουθούμε το πλήθος, που φλυαρεί
ακατάσχετα στη μεγάλη τέντα.

Το εσωτερικό είναι εκπληκτικό. Τρεις


τεράστιοι πολυέλαιοι ρίχνουν λάμψεις σε
όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου επάνω
στην ιβουάρ εσωτερική επένδυση της
οροφής και των τοίχων. Πρέπει να
υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα τραπέζια,
και μου θυμίζουν την ιδιωτική τραπεζαρία
στο ξενοδοχείο Χίθμαν κρυστάλλινα
ποτήρια, κολλαριστά λευκά λινά
τραπεζομάντιλα στα τραπέζια και
καλύμματα στις καρέκλες και στο κέντρο
υπέροχες απαλές ροζ παιωνίες γύρω από
ένα ασημένιο κηροπήγιο. Τυλιγμένο σε
αραχνοΰφαντο μεταξωτό δίπλα του,
υπάρχει ένα καλάθι με λιχουδιές.

Ο Κρίστιαν συμβουλεύεται το πλάνο των


θέσεων και με οδηγεί προς ένα τραπέζι στο
κέντρο. Η Μία και η Γκρέις Τρεβέλυαν-
Γκρέυ βρίσκονται ήδη στη θέση τους και
συζητούν με έναν νεαρό που δε γνωρίζω.
Η Γκρέις φοράει ένα αστραφτερό φιστικί
βραδινό φόρεμα με ασορτί βενετσιάνικη
μάσκα. Δείχνει λαμπερή, καθόλου
αγχωμένη και με χαιρετάει ζεστά.

«Άνα, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!


Και είσαι τόσο όμορφη!»

«Μητέρα...» τη χαιρετάει άκαμπτα ο


Κρίστιαν, φιλώντας την και στα δυο
μάγουλα.
«Ω Κρίστιαν, τόσο τυπικός...» τον
αποπαίρνει πειραχτικά.

Οι γονείς της Γκρέις, ο κύριος και η κυρία


Τρεβέλυαν, έρχονται να καθίσουν στο
τραπέζι μας. Είναι όλο ζωντάνια και
νεανική φρεσκάδα, αν και είναι δύσκολο
να το διακρίνεις κάτω από τις ασορτί
μπρούντζινες μάσκες τους. Είναι
καταχαρούμενοι που βλέπουν τον Κρίστιαν.

«Γιαγιά, παππού, να σας συστήσω την


Αναστάζια Στιλ».

Η κυρία Τρεβέλυαν πέφτει επάνω μου. «Ω...


Βρήκε επιτέλους κάποια. Καταπληκτικό!
Και τόσο όμορφη... Ελπίζω να τον
αποκαταστήσεις!» λέει με ενθουσιασμό,
σφίγγοντας το χέρι μου.
Να πάρει... Ευτυχώς που φοράω τη μάσκα
μου.

«Μητέρα, μη φέρνεις σε δύσκολη θέση την


Άνα». Η Γκρέις σπεύδει να με σώσει.

«Αγνόησε τη χαζή γριά κότα, καλή μου».


Ο κύριος Τρεβέλυαν μου σφίγγει το χέρι.
«Νομίζει πως, επειδή είναι τόσο γριά, έχει
το θεόσταλτο δικαίωμα να λέει όποια
σαχλαμάρα τής περνάει από το
χοντροκέφαλό της».

«Άνα, από δω ο καβαλιέρος μου, ο Σον». Η


Μία μού συστήνει ντροπαλά τον νεαρό της,
κι εκείνος μου σκάει ένα πονηρό χαμόγελο,
με τα καστανά του μάτια να λάμπουν από
κέφι καθώς σφίγγουμε τα χέρια.

«Χάρηκα, Σον».
Ο Κρίστιαν σφίγγει το χέρι του Σον,
κοιτάζοντάς τον με διαπεραστικό β? έμμα.
Μη μου πεις πως και η καημένη η Μία
υποφέρει από τον αυταρχικό αδερφό της...
Χαμογελάω με συμπάθεια στη Μία.

Ο Λανς και η Τζανίν, φίλοι της Γκρέις, είναι


το τελευταίο ζευγάρι που έρχεται στο
τραπέζι μας, όμως δεν υπάρχει ακόμα
κανένα ίχνος του κυρίου Κάρρικ Γκρέυ.

Ξαφνικά ακούγεται το σφύριγμα ενός


μικροφώνου, και η φωνή του κυρίου Γκρέυ
έρχεται δυνατή από τα μεγάφωνα, κάνοντας
το βουητό των υπόλοιπων φωνών να
χαμηλώσει. Ο Κάρρικ στέκεται σε μια
μικρή σκηνή στη μια άκρη της τέντας,
φορώντας μια εντυπωσιακή χρυσή μάσκα
φασουλή.
«Καλώς ορίσατε, κυρίες και κύριοι, στον
ετήσιο φιλανθρωπικό μας χορό! Ελπίζω να
απολαύσετε όσα έχουμε ετοιμάσει για σας
απόψε και να βάλετε βαθιά το χέρι στην
τσέπη, για να υποστηρίξετε τη φανταστική
δουλειά που κάνει η ομάδα μας με το
πρόγραμμα “Το Αντιμετωπίζουμε Μαζί”.
Όπως ξέρετε, είναι ένα πρόγραμμα στο
οποίο η γυναίκα μου κι εγώ έχουμε
ιδιαίτερη αδυναμία».

Ρίχνω μια νευρική ματιά στον Κρίστιαν,


που ατενίζει απαθώς, νομίζω, τη σκηνή. Με
κοιτάζει και χαμογελάει αχνά,

«Θα σας αφήσω στα χέρια του κομπέρ μας.


Παρακαλώ, καθίστε και απολαύστε το!»
καταλήγει ο Κάρρικ.
Ακολουθεί ευγενικό χειροκρότημα, και
μετά το βουητό από τις φωνές ξαναρχίζει
μέσα στην τέντα. Κάθομαι ανάμεσα στον
Κρίστιαν και τον παππού του. Θαυμάζω τη
μικρή άσπρη κάρτα που γράφει το όνομά
μου με ασημένια καλλιγραφικά γράμματα
σημαδεύοντας τη θέση μου, ενώ ένας
σερβιτόρος ανάβει το καντηλέρι με ένα
μακρύ λιανοκέρι. Ο Κάρρικ έρχεται στο
τραπέζι και με φιλάει και στα δυο μάγουλα
αιφνιδιάζοντάς με.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Άνα...»


μουρμουρίζει. Πραγματικά δείχνει
εντυπωσιακός με την υπέροχη χρυσή μάσκα
του.

«Κυρίες και κύριοι! Παρακαλώ ορίστε έναν


αρχηγό τραπεζιού!» αναφωνεί ο κομπέρ.
«Στο κέντρο του τραπεζιού θα βρείτε έναν
φάκελο» συνεχίζει. «Παρακαλώ, να βρείτε,
να ικετέψετε, να δανειστείτε, να κλέψετε
ένα χαρτονόμισμα όσο το δυνατόν
μεγαλύτερης αξίας, να γράψετε πάνω το
όνομά σας και να το βάλετε μέσα στον
φάκελο. Οι αρχηγοί των τραπεζιών,
παρακαλώ, να φυλάξουν προσεκτικά
αυτούς τους φακέλους. Θα τους χρειαστούμε
αργότερα!»

Ανάθεμα... Δεν έχω φέρει καθόλου λεφτά


μαζί μου. Μεγάλη βλακεία πρόκειται για
φιλανθρωπική εκδήλωση!

Ψαρεύοντας το πορτοφόλι του, ο Κρίστιαν


βγάζει δύο χαρτονομίσματα των $100.
«Ορίστε» λέει.

Τι;
«Θα σ’ τα επιστρέψω...» ψιθυρίζω.

Το στόμα του στραβώνει, και ξέρω πως δεν


είναι ευχαριστημένος, αλλά δεν το
σχολιάζει. Γράφω το όνομά μου
χρησιμοποιώντας την πένα του -είναι
μαύρη, με ένα λουλουδάτο διακοσμητικό
σχέδιο στο καπάκι-, και η Μία περνάει τον
φάκελο από τον έναν στον άλλο.

Μπροστά μου βρίσκω άλλη μία κάρτα


τυπωμένη με ασημένια καλλιγραφικά
γράμματα το μενού μας.

ΕΝΑ ΜΠΑΛ ΜΑΣΚΕ ΥΠΕΡ ΤΟΥ


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

«ΤΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙ»


ΜΕΝΟΥ

ΣΟΛΟΜΟΣ ΤΑΡΤΑΡ ΜΕ ΚΡΕΜ ΦΡΕΣ


ΚΑΙ ΑΓΓΟΥΡΙ

ΕΠΑΝΩ ΣΕ ΦΡΥΓΑΝΙΣΜΕΝΟ ΜΠΡΙΟΣ

ALBAN ESTATE ROUSSANNE 2006

ΣΤΗΘΟΣ ΠΑΠΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΙΑΣ

ΨΗΤΟ ΚΡΕΜΩΔΗΣ ΠΟΥΡΕΣ


ΚΑΝΚΙΟΦΟΛΑΣ

ΓΛΥΚΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΨΗΜΕΝΑ ΜΕ


ΘΥΜΑΡΙ,

ΦΟΥΑΓΚΡΑ CHATEAUNEUF-DU-
PAPE VIEILLES VIGNES 2006

DOMAINEDELA JANASSE
ΣΙΦΟΝ ΚΑΡΥΔΙΟΥ ΜΕ ΚΡΟΥΣΤΑ
ΖΑΧΑΡΗΣ

ΖΑΧΑΡΩΜΕΝΑ ΣΥΚΑ, ΣΑΜΠΑΓΙΟΝ,


ΠΑΓΩΤΟ ΣΦΕΝΤΑΜΙΟΥ

VIN DE CONSTANCE 2004 KLEIN


CONSTANTIA

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΝΤΟΠΙΑ ΤΥΡΙΑ ΚΑΙ


ΨΩΜΙΑ

ALBAN ESTATE GRENACHE 2006

ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΠΤΙΦΟΥΡΦ

Αυτό εξηγεί τον αριθμό των κρυστάλλινων


ποτηριών διαφόρων μεγεθών που
συνωστίζονται μπροστά μου. Ο σερβιτόρος
μας έχει επιστρέψει, προσφέροντας κρασί
και νερό. Στα νώτα μου, τα πλαϊνά της
τέντας μέσα από τα οποία μπήκαμε έχουν
αρχίσει να κλείνουν, ενώ μπροστά δύο
υπηρέτες τραβούν το καραβόπανο,
αποκαλύπτοντας το ηλιοβασίλεμα πάνω
από το Σιάτλ και τον κόλπο
Μεϋντενμπάουερ.

Η θέα είναι εντυπωσιακή. Τα φώτα του


Σιάτλ τρεμοσβήνουν στο βάθος, και η
πορτοκαλιά σκοτεινή γαλήνη του κόλπου
καθρεφτίζεται στους ιριδισμούς του
ουρανού. Είναι πολύ ήρεμα και ειρηνικά.

Δέκα σερβιτόροι, καθένας τους με μια


πιατέλα στα χέρια, έρχονται να σταθούν
ανάμεσά μας. Προχωρώντας σιωπηλά ο
ένας πίσω από τον άλλο, μας σερβίρουν τα
ορεκτικά μας σε πλήρη συγχρονισμό και
μετά εξαφανίζονται ξανά. Ο σολομός
φαίνεται υπέροχος, και συνειδητοποιώ ότι
πεθαίνω της πείνας.

«Πεινασμένη;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν,


έτσι που μόνο εγώ μπορώ να τον ακούσω.

Ξέρω πως δεν αναφέρεται στο φαγητό, και


οι μύες βαθιά μέσα στην κοιλιά μου
ανταποκρίνονται. «Πολύ...» ψιθυρίζω,
συναντώντας ξεδιάντροπα τα μάτια του, και
τα χείλη του Κρίστιαν χωρίζονται καθώς
εισπνέει,

Χα! Βλέπεις; Αυτό το παιχνίδι μπορούν να


το παίξουν δύο.

Ο παππούς του Κρίστιαν μού πιάνει αμέσως


κουβέντα. Είναι ένας υπέροχος γεράκος,
πολύ περήφανος για την κόρη και τα τρία
εγγόνια του.

Είναι παράξενο να σκέφτομαι τον Κρίστιαν


μικρό. Η ανάμνηση των ουλών από τα
καψίματα έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό
μου, αλλά τη διώχνω γρήγορα. Δε θέλω voc
το σκέφτομαι αυτήν τη στιγμή, αν και κατά
ειρωνικό τρόπο αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο γίνεται τούτο το πάρτι.

Εύχομαι να ήταν εδώ η Κέιτ με τον Έλλιοτ.


Θα βρισκόταν στο στοιχείο της -ο αριθμός
των πιρουνιών και των μαχαιριών μπροστά
της δε θα την πτοούσεκαι θα έκανε
κουμάντο στο τραπέζι. Τη φαντάζομαι να
τσακώνεται με τη Μία για το ποια θα είναι
αρχηγός του τραπεζιού. Η σκέψη με κάνει
να χαμογελάσω.
Η κουβέντα στο τραπέζι ανάβει. Η Μία, ως
συνήθως, βρίσκεται στο επίκεντρο και
επισκιάζει τον καημένο τον Σον, που μένει
την περισσότερη ώρα σιωπηλός, όπως κι
εγώ. Η γιαγιά του Κρίστιαν είναι εκείνη που
μιλάει πιο δυνατά απ’ όλους. Έχει κι αυτή
δηκτικό χιούμορ, συνήθως εις βάρος του
συζύγου της. Αρχίζω να λυπάμαι κάπως τον
κύριο Τρεβέλυαν.

Ο Κρίστιαν και ο Λανς συζητούν ζωηρά για


μια συσκευή που φτιάχνει η εταιρεία του
Κρίστιαν εμπνευσμένη από την αρχή του
Ε.Φ. Σουμάχερ «Το μικρό είναι όμορφο».
Είναι δύσκολο να παρακολουθήσω. Ο
Κρίστιαν φαίνεται αποφασισμένος να
ενισχύσει φτωχές κοινότητες ανά τον κόσμο
με wind-up, κουρδιστή, τεχνολογία
συσκευές που δε χρειάζονται ηλεκτρικό
ρεύμα ή μπαταρίες και δεν έχουν ανάγκη
παρά ελάχιστη συντήρηση.

Η γλώσσα του πάει ροδάνι και τον


παρακολουθώ έκπληκτη. Είναι
παθιασμένος και αφοσιωμένος στον στόχο
του να βελτιώσει τη ζωή των λιγότερο
τυχερών. Μέσω της εταιρείας
τηλεπικοινωνιών που έχει είναι
αποφασισμένος να γίνει ο πρώτος που θα
βγάλει στην αγορά ένα κουρδιστό κινητό
τηλέφωνο.

Ποπό δεν είχα ιδέα... Θέλω να πω, ήξερα


για το πάθος του να ταΐσει τον κόσμο, αλλά
αυτό...

Ο Αανς φαίνεται ανήμπορος να κατανοήσει


το σχέδιο του Κρίστιαν να χαρίσει την
τεχνολογία αντί να την πατεντάρει.
Αναρωτιέμαι αόριστα πώς έκανε ο
Κρίστιαν όλα αυτά τα χρήματα αφού είναι
τόσο πρόθυμος να τα δώσει όλα.

Κατά τη διάρκεια του φαγητού ένα σταθερό


ποτάμι ανθρώπων με κομψά βραδινά
σακάκια και μαύρες μάσκες σταματάει στο
τραπέζι, επιδιώκοντας να συναντήσει τον
Κρίστιαν, να του σφίξει το χέρι και να
ανταλλάξει ευφυολογήματα. Με συστήνει
σε κάποιους, ενώ σε άλλους όχι. Είμαι
περίεργη να μάθω πώς και γιατί κάνει τη
διάκριση.

Στη διάρκεια μιας τέτοιας συζήτησης η Μία


σκύβει πάνω από το τραπέζι και
χαμογελάει. «Άνα, θα με βοηθήσεις στη
δημοπρασία;»

«Φυσικά!» απαντάω πρόθυμα.


Όταν πια μας σερβίρουν το επιδόρπιο, έχει
νυχτώσει και αισθάνομαι πραγματικά
άβολα. Πρέπει να ξεφορτωθώ τις μπάλες.
Πριν προλάβω να αποσυρθώ, εμφανίζεται
στο τραπέζι μας ο κομπέρ και μαζί του -
αν δεν απατώμαιβρίσκεται η δεσποινίς
Ευρωπαϊκά Κοτσιδάκια.

Πώς τη λένε; Χάνσελ, Γκρέτελ... Γκρέτσεν.

Φοράει μάσκα φυσικά, αλλά καταλαβαίνω


πως είναι αυτή όταν το βλέμμα της
σταματάει στον Κρίστιαν. Κοκκινίζει, και
εγωιστικά νιώθω κατευχαριστημένη που ο
Κρίστιαν δεν της δίνει καμία σημασία.

Ο κομπέρ ζητάει τον φάκελό μας και με


μια πεπειραμένη και αρκετά πομπώδη
χειρονομία στρέφεται προς την Γκρέις για
να τραβήξει το τυχερό χαρτονόμισμα. Είναι
του Σον, και το καλάθι με το μεταξωτό
περιτύλιγμα απονέμεται σ’ αυτόν.

Χειροκροτάω ευγενικά, αλλά το βρίσκω


αδύνατο να συγκεντρωθώ άλλο στα
τεκταινόμενα.

«Με συγχωρείς για λίγο» μουρμουρίζω


στον Κρίστιαν.

Με κοιτάζει εξεταστικά. «Πρέπει να πας


στην τουαλέτα; »

Γνέφω καταφατικά.

«Θα σου δείξω πού είναι» λέει αινιγματικά.

Όταν σηκώνομαι, όλοι οι άλλοι άντρες


γύρω από το τραπέζι σηκώνονται μαζί μου.
Ποπό! Καλοί τρόποι.
«Όχι, Κρίστιαν! Δε θα πας εσύ την Άνα εγώ
θα την πάω».

Η Μία έχει σηκωθεί όρθια πριν ο Κρίστιαν


προλάβει να διαμαρτυρηθεί. Το σαγόνι του
σφίγγεται* ξέρω πως δεν είναι
ευχαριστημένος. Για να είμαι ειλικρινής,
ούτε κι εγώ. Έχω... Ανάγκες. Του
ανασηκώνω απολογητικά τους ώμους και
βιάζεται να ξανακαθίσει καρτερικά.

Όταν επιστρέφουμε, αισθάνομαι κάπως


καλύτερα, αν και, αφαιρώντας τις μπάλες,
δεν ένιωσα την αυτόματη ανακούφιση που
ήλπιζα. Είναι τώρα χωμένες στο τσαντάκι
μου.

Γιατί νόμιζα ότι μπορούσα να αντέξω όλο


το βράδυ; Εξακολουθώ να αισθάνομαι πόθο
ίσως μπορέσω να πείσω τον Κρίστιαν να με
πάει οιργότερα στο λεμβοστάσιο. Η σκέψη
με κάνει να κοκκινίσω και του ρίχνω μια
ματιά την ώρα που κάθομαι. Με κοιτάζει με
ένα ίχνος χαμόγελου στα χείλη.

Ουφ... Δεν είναι πια έξαλλος για τη χαμένη


ευκαιρία, αν και ίσως εγώ είμαι. Νιώθω
απογοητευμένη ακόμα και ευέξαπτη. Ο
Κρίστιαν .μού ζουλάει το χέρι και ακούμε
προσεκτικά τον Κάρρικ, που έχει ανέβει και
πάλι στη σκηνή και μιλάει για το
πρόγραμμα «Το Αντιμετωπίζουμε Μαζί ».
Ο Κρίστιαν μού περνάει άλλη μία κάρτα
έναν κατάλογο με τα αντικείμενα προς
πλειστηριασμό. Τους ρίχνω μια γρήγορη
ματιά.

ΔΩΡΑ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ


ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΔΩΡΗΤΕΣ ΤΟΥ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΤΟ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙ»

ΥΠΟΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΠΑΛΑ ΤΟΥ


ΜΠΕΙΖΜΠΟΛ

ΤΩΝ ΜΑΡΙΝΕΡΣ

ΔΟΚΤΩΡ ΕΜΙΛΥ ΜΕΪΝΓΟΥΑΡΙΝΓΚ

ΤΣΑΝΤΑ, ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ ΚΑΙ


ΚΛΕΙΔΟΘΗΚΗ GUCCI

ΑΝΤΡΙΑ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ
ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΚΟΥΠΟΝΙ ΓΙΑ ΔΥΟ
ΑΤΟΜΑ ΣΤΟ ESCLAVA,

ΜΠΡΕΪΒΕΡΝ ΣΕΝΤΕΡ

ΕΛΕΝΑ ΛΙΝΚΟΛΝ

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΚΗΠΟΥ


ΤΖΙΑ ΜΑΤΤΕΟ

COCO DE MER COFFRET & PERFUME


BEAUTY SELECTION

- ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΟΣΤΙΝ
ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ ΤΖ. ΜΠΕΪΛΥ

ΔΥΟ ΚΟΥΤΕΣ ΜΕ ΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ


ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΑΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΗΜΑ ALBAN

ALBAN ESTATES

ΔΥΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ VIP ΓΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑ


ΤΩΝ ΧΤΥ

- ΚΥΡΙΑ Λ. ΓΙΕΣΥΟΦ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΚΟΥΡΣΕΣ ΤΙΣ
ΝΤΕΫΤΟΝΑ

- EMC BRITT INC.

ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ,


ΤΗΣ ΤΖΕΙΝ ΟΣΤΕΝ,

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

- ΔΟΚΤΩΡ Α.Φ.Μ. ΛΕΪΣ-ΦΙΛΝΤ

ΟΔΗΓΗΣΤΕ ΜΙΑ ASTON MARTIN DB7


ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

- ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ Λ.Γ. ΝΟΡΑ


ΕΛΑΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ,
ΤΟΥ ΤΖ. ΤΡΟΟΥΤΟΝ

- ΚΕΛΛΪ ΤΡΟΟΥΤΟΝ

ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΕΜΟΠΟΡΙΑΣ ΟΜΙΛΟΣ


ΑΝΕΜΟΠΟΡΙΑΣ

ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΣΙΑΤΛ

ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΓΙΑ ΔΥΟ ΣΤΟ


ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ

ΧΙθΜΑΝ, ΠΟΡΤΛΑΝΤ

- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΧΙΘΜΑΝ
ΔΙΑΜΟΝΗ ΜΙΑΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΣΤΟ
ΑΣΠΕΝ, ΚΟΛΟΡΑΝΤΟ

(ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΕΞΙ ΑΤΟΜΑ)

- ΚΥΡΙΟΣ Κ. ΓΚΡΕΫ

ΔΙΑΜΟΝΗ ΜΙΑΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΣΤΟ


ΓΙΟΤ ΣΟΥΖΙ ΚΙΟΥ

(ΕΞΙ ΚΑΜΠΙΝΕΣ),
ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΗΜΕΝΟ ΣΤΗ ΣΑΝΤΑ
ΛΟΥΤΣΙΑ

- ΔΟΚΤΩΡ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ ΛΑΡΙΝ


ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
ΑΝΤΡΙΑΝΑ,

ΜΟΝΤΑΝΑ (ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΟΧΤΩ


ΑΤΟΜΑ)

- ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΚΤΩΡ ΓΚΡΕΫ

Γαμώτο... Κοιτάζω έκπληκτη τον Κρίστιαν.


« Έχεις σπίτι στο Άσπεν;» λέω σφυριχτά.
Η δημοπρασία έχει ξεκινήσει, και πρέπει να
κρατάω τη φωνή μου χαμηλή.

Γνέφει καταφατικά, κατάπληκτος από το


ξέσπασμά μου και εκνευρισμένος, νομίζω.
Βάζει το δάχτυλό του στα χείλη για να με
κάνει να σωπάσω.
«Έχεις κι αλλού σπίτια;» ψιθυρίζω.

Γνέφει και πάλι καταφατικά και γέρνει


προειδοποιητικά το κεφάλι του στο πλάι.

Όλος ο χώρος αντιλαλεί, από επευφημίες


και χειροκροτήματα. Ένα από τα έπαθλα
του πλειστηριασμού έφτασε στα $12.000.

«Θα σου πω αργότερα» απαντάει ήρεμα ο


Κρίστιαν. «Ήθελα να έρθω μαζί σου»
προσθέτει, μάλλον μουτρωμένος.

Δεν ήρθες όμως. Στραβομουτσουνιάζω και


συνειδητοποιώ πως είμαι ακόμα γκρινιάρα,
και αναμφίβολα αυτή είναι η εκνευριστική
επενέργεια από τις μπάλες. Το κέφι μου έχει
χαλάσει από τη στιγμή που είδα την κυρία
Ρόμπινσον στον κατάλογο των
γενναιόδωρων δωρητών.
Ρίχνω μια ματιά ολόγυρα στην τέντα για
να δω μήπως την εντοπίσω, αλλά δε βλέπω
πουθενά τα χαρακτηριστικά μαλλιά της.
Σίγουρα ο Κρίστιαν θα με είχε
προειδοποιήσει αν ήταν καλεσμένη σήμερα.
Κάθομαι και βράζω στο ζουμί μου,
χειροκροτώντας όποτε είναι απαραίτητο,
καθώς κάθε αντικείμενο της λοταρίας
πουλιέται έναντι τεράστιων χρηματικών
ποσών.

Η πλειοδοσία προχωράει στο σπίτι του


Κρίστιαν στο Άσπεν και φτάνει στα
$20.000.

«Είκοσι χιλιάδες μία, είκοσι χιλιάδες δύο!»


φωνάζει ο κομπέρ.
Και δεν ξέρω τι με πιάνει, αλλά ξαφνικά
ακούω την ίδια μου τη φωνή να ηχεί δυνατά
πάνω από τον θόρυβο του πλήθους.

«Είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια!»

Όλες οι μάσκες στο τραπέζι γυρίζουν προς


το μέρος μου έκπληκτες και σοκαρισμένες,
με τη μεγαλύτερη αντίδραση να έρχεται από
δίπλα μου. Ακούω την απότομη εισπνοή
του και αισθάνομαι την οργή του να πέφτει
επάνω μου σαν παλιρροϊκό κύμα.

«Είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια από την


όμορφη κυρία με τα ασημένια. Είκοσι
τέσσερις χιλιάδες μία, είκοσι τέσσερις
χιλιάδες δύο... Κατακυρώθηκε!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΦΤΑ
ΓΑΜΩΤΟ. Πραγματικά το έκανα αυτό;
Πρέπει να είναι το αλκοόλ. Ήπια σαμπάνια
συν τέσσερα ποτήρια από τέσσερα
διαφορετικά κρασιά. Ρίχνω μια ματιά στον
Κρίστιαν, που είναι απασχολημένος με το
να χειροκροτάει.

Ανάθεμα. Θα θυμώσει τόσο πολύ, και τα


πηγαίναμε τόσο καλά. Το υποσυνείδητό
μου αποφάσισε επιτέλους να κάνει την
εμς^άνισή του και φοράει το πρόσωπο της
«Κραυγής» του Έντβαρντ Μουνκ.

Ο Κρίστιαν σκύβει προς το μέρος μου, με


ένα μεγάλο ψεύτικο χαμόγελο κολλημένο
στο πρόσωπό του. Με φιλάει στο μάγουλο
και μετά πλησιάζει πιο κοντά, για να μου
μιλήσει σιγανά στο αυτί με πολύ ψυχρή,
ελεγχόμενη φωνή.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να πέσω στα πόδια


σου και να σε λατρέψω ή να σ’ τις βρέξω
μέχρι αναισθησίας...»

Ω, ξέρω τι θέλω αυτήν τη στιγμή. Σηκώνω


το βλέμμα επάνω του, ανοιγοκλείνοντας τα
βλέφαρα μέσα από τη μάσκα. Μακάρι να
μπορούσα να διαβάσω τα μάτια του.

«Θα πάρω τη δεύτερη επιλογή,


παρακαλώ...» ψιθυρίζω μέσα σε
αλλοφροσύνη καθώς τα χειροκροτήματα
σβήνουν.

Τα χείλη του χωρίζουν και παίρνει απότομη


ανάσα.
Ω, αυτό το λαξεμένο στόμα το θέλω επάνω
μου, τώρα. Τον λαχταράω. Μου χαρίζει ένα
αστραφτερό ειλικρινές χαμόγελο που μου
κόβει την ανάσα.

«Υποφέρεις, ε; Θα πρέπει να δούμε τι


μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό...»
μουρμουρίζει περνώντας τα δάχτυλά του
από το σαγόνι μου.

Το άγγιγμά του αντηχεί βαθιά, βαθιά μέσα


μου, εκεί όπου γεννιέται και μεγαλώνει
αυτή η λαχτάρα. Θέλω να πέσω επάνω του
εδώ και τώρα, αλλά καθόμαστε και
παρακολουθούμε τον πλειστηριασμό του
επόμενου αντικειμένου.

Με δυσκολία κάθομαι ακίνητη. Ο Κρίστιαν


τυλίγει το μπράτσο του γύρω από τους
ώμους μου, και ο αντίχειράς του χαϊδεύει
ρυθμικά την πλάτη μου, στέλνοντας ένα
υπέροχο μυρμήγκιασμα στη ραχοκοκαλιά
μου. Το ελεύθερο χέρι του αρπάζει το δικό
μου και το φέρνει στα χείλη του, ύστερα το
αφήνει επάνω στα πόδια του.

Αργά και κλεφτά, έτσι που δε


συνειδητοποιώ το παιχνίδι του παρά μόνο
όταν είναι πολύ αργά, σπρώχνει το χέρι μου
επάνω στο πόδι του και το ακουμπάει στο
όργανό του. Μου κόβεται η ανάσα, και το
βλέμμα μου πηγαινοέρχεται πανικόβλητο
ολόγυρα στο τραπέζι, αλλά όλα τα μάτια
είναι καρφωμένα στη σκηνή. Ευχαριστώ τον
Θεό για τη μάσκα μου.

Επωφελούμαι όσο περισσότερο μπορώ,


χαϊδεύοντάς τον αργά, αφήνοντας τα
δάχτυλά μου να εξερευνήσουν. Ο Κρίστιαν
κρατάει το χέρι του πάνω από το δικό μου
κρύβοντας τα ξεδιάντροπα δάχτυλά μου,
ενώ ο αντίχειράς του γλιστράει απαλά στον
αυχένα μου. Το στόμα του ανοίγει καθώς
αναστενάζει σιγανά, και είναι η μόνη
αντίδραση που μπορώ να δω στο άπειρο
άγγιγμά μου. Αλλά σημαίνει πάρα πολλά.
Με θέλει. Τα πάντα κάτω από τον αφαλό
μου συσπώνται. Αυτό το πράγμα έχει
αρχίσει να γίνεται αφόρητο.

Η εβδομάδα στη λίμνη Αντριάνα στη


Μοντάνα είναι το τελευταίο αντικείμενο
που βγαίνει στη δημοπρασία. Φυσικά ο
κύριος και η δόκτωρ Γκρέυ έχουν σπίτι στη
Μοντάνα, και η πλειοδοσία γρήγορα
σκαρφαλώνει στα ύψη. Εγώ όμως ίσα που
καταφέρνω να παρακολουθήσω. Τον νιώθω
να ορθώνεται κάτω από τα δάχτυλά μου, κι
αυτό με κάνει να αισθάνομαι τόσο δυνατή.
«Κατακυρώθηκε για εκατόν δέκα χιλιάδες
δολάρια!» ανακοινώνει με θριαμβικό ύφος
ο κομπέρ.

Όλη η αίθουσα ξεσπάει σε χειροκροτήματα,


και ακολουθώ απρόθυμα, όπως και ο
Κρίστιαν, χαλώντας τη διασκέδασή μας.

Στρέφεται προς το μέρος μου, καί τα χείλη


του συσπώνται. «Έτοιμη;» λέει άηχα μες
στις ενθουσιώδεις ζητωκραυγές.

«Ναι» απαντάω, επίσης άηχα.

« Άνα! » φωνάζει η Μία. «Ήρθε η ώρα!»

Τι; Όχι. Όχι πάλι ! «Ώρα για ποιο πράγμα;»


«Για τον Πλειστηριασμό του Πρώτου
Χορού. Έλα!» Σηκώνεται και απλώνει το
χέρι της.

Ρίχνω μια ματιά στον Κρίστιαν, που νομίζω


πως αγριοκοιτάζει τη Μία, και δεν ξέρω αν
πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Τελικά
υπερισχύει το γέλιο. Υποκύπτω σ’ ένα
καθαρτήριο ξέσπασμα χαχανητών
γυμνασιακού επιπέδου, καθώς η ψηλή ροζ
ηλεκτρογεννήτρια που λέγεται Μία Γκρέυ
μάς χαλάει άλλη μία φορά τα σχέδια. Ο
Κρίστιαν μού ρίχνει μια ματιά κι έπειτα από
μια στιγμή εμφανίζεται στα χείλη του ένα
ίχνος χαμόγελου.

«Ο πρώτος χορός θα είναι μαζί μου.


Εντάξει; Και δε θα είναι στην πίστα...»
μουρμουρίζει λάγνα στο αυτί μου.
Το χαχανητό μου υποχωρεί έτσι όπως η
προσμονή φουντώνει τη φλόγα της
λαχτάρας μου. Ω, ναι! Η εσωτερική μου θεά
εκτελεί ένα τέλειο τριπλό σάλχο με τα
παγοπέδιλά της.

«Τον περιμένω με αγωνία...» Σκύβω και του


δίνω ένα απαλό, αγνό φιλί στο στόμα.

Κοιτάζοντας ολόγυρα, συνειδητοποιώ πως


οι υπόλοιποι καλεσμένοι στο τραπέζι έχουν
μείνει έκπληκτοι. Φυσικά δεν έχουν ξαναδεί
τον Κρίστιαν με κοπέλα.

Χαμογελάει πλατιά. Και φαίνεται...


Ευτυχισμένος.

«Έλα, Άνα!» μου γκρινιάζει η Μία.


Πιάνοντας το απλωμένο χέρι της, την
ακολουθώ στη σκηνή, όπου έχουν
συγκεντρωθεί δέκα ακόμα κοπέλες, και
προσέχω με αόριστη αμηχανία πως η Λίλυ
είναι μια από αυτές.

«Κύριοι, το κλου της βραδιάς!» φωνάζει ο


κομπέρ για να ακουστεί μες στον βόμβο.
«Η στιγμή που όλοι περιμένατε! Αυτές οι
δώδεκα όμορφες κοπέλες συμφώνησαν να
βγάλουν σε πλειστηριασμό τον πρώτο τους
χορό για τον μεγαλύτερο πλειοδότη!»

Οχ, όχι... Κοκκινίζω από την κορφή ως τα


νύχια. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι
σήμαινε αυτό. Πολύ εξευτελιστικό!

«Είναι για καλό σκοπό...» μου σφυρίζει η


Μία νιώθοντας την αμηχανία μου.
«Άλλωστε, ο Κρίστιαν θα νικήσει». Υψώνει
το βλέμμα της στον ουρανό. «Δεν μπορώ να
τον φανταστώ ν’ αφήνει οποιονδήποτε άλλο
να προσφέρει περισσότερα. Δεν έχει πάρει
τα μάτια του από πάνω σου όλο το βράδυ!»

Ναι, επικεντρώσου στον καλό σκοπό, και


ο Κρίστιαν οπωσδήποτε θα νικήσει. Ας
είμαστε ειλικρινείς. Δεν του λείπουν τα
φράγκα.

Μα αυτό σημαίνει πως θα ξοδέψει κι άλλα


λεφτά για σέναΐ μου πετάει το υποσυνείδητό
μου. Δε θέλω όμως να χορέψω με κανέναν
άλλο -δεν μπορώ να χορέψω με κανέναν
άλλο-, και δεν ξοδεύει λεφτά για μένα. Τα
δωρίζει για φιλανθρωπία. Όπως τα $24.000
που ξόδεψε ήδη; Το υποσυνείδητό μου
στενεύει τα μάτια του.
Σκατά. Φαίνεται πως την έβγαλα καθαρή
με την παρορμητική προσφορά μου. Γιατί
τσακώνομαι με τον εαυτό μου;

«Τώρα, κύριοι, σας παρακαλώ να


μαζευτείτε ολόγυρα και να ρίξετε μια
προσεκτική ματιά σ’ αυτό που θα μπορούσε
να γίνει δικό σας για τον πρώτο χορό.
Δώδεκα χαριτωμένες και υπάκουες
τσούπρες!»

Χριστέ μου! Νιώθω θαρρείς και βρίσκομαι


στην κρεαταγορά. Βλέπω έντρομη
τουλάχιστον είκοσι άντρες να προχωρούν
προς τη σκηνή, ανάμεσά τους και τον
Κρίστιαν, ο οποίος κινείται με χάρη
ανάμεσα στα τραπέζια, σταματώντας xc θ’
οδόν για κάποιους χαιρετισμούς. Μόλις
συγκεντρώνονται οι πλειοδότες, ο κομπέρ
αρχίζει.
«Κυρίες και κύριοι, σύμφωνα με την
παράδοση της μασκαράτας, θα
διατηρήσουμε το μυστήριο πίσω από τις
μάσκες και θα μείνουμε στα μικρά ονόματα.
Πρώτη πρώτη έχουμε την όμορφη
Τζέιντα!»

Η Τζέιντα χαχανίζει κι αυτή σαν


μαθητριούλα. Μπορεί και να μην είμαι τόσο
εκτός τόπου. Είναι ντυμένη από την κορφή
ως τα νύχια με μπλε ταφτά και ασορτί
μάσκα. Δύο νεαροί βγαίνουν μπροστά
γεμάτοι προσδοκία. Τυχερή Τζέιντα.

«Η Τζέιντα μιλάει άπταιστα ιαπωνικά, έχει


πτυχίο πιλότου βομβαρδιστικού και είναι
γυμνάστρια ολυμπιακού επιπέδου!
Χμμμ...» Ο κομπέρ κλείνει το μάτι του.
«Κύριοι, τι μου προσφέρετε;»
Η Τζέιντα κοιτάζει έκπληκτη τον κομπέρ,
με το στόμα της να χάσκει· προφανώς λέει
ό,τι του κατέβει. Ύστερα ανταποδίδει
συνεσταλμένα τα χαμόγελα στους δύο
διεκδικητές.

«Χίλια δολάρια!» φωνάζει ο ένας.

Πολύ γρήγορα η πλειοδοσία ανεβαίνει στα


$5.000.

«Πέντε χιλιάδες μία... Πέντε χιλιάδες δύο...


Κατακυρώθηκε» ανακοινώνει δυνατά ο
κομπέρ «στον κύριο με τη μάσκα!».

Και φυσικά όλοι οι άντρες φορούν μάσκες,


κι έτσι ακούγονται ξεκαρδιστικά γέλια,
χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Η
Τζέιντα χαμογελάει πλατιά στον αγοραστή
της και φεύγει γρήγορα από τη σκηνή.
«Βλέπεις; Έχει πλάκα...» ψιθυρίζει η Μία. «
Ελπίζω πάντως να σε κερδίσει ο Κρίστιαν...
Δε θέλουμε κανέναν καβγά» προσθέτει.

«Καβγά;» ρωτάω έντρομη.

«Ω, ναι. Ήταν πολύ θερμοκέφαλος όταν


ήταν μικρότερος...» Ανατριχιάζει.

Ο Κρίστιαν καβγατζής; Ο Κρίστιαν ο


εκλεπτυσμένος, ο ραφινάτος, ο οπαδός της
χορωδιακής μουσικής της εποχής των
Τυδώρ; Δεν μπορώ να το φανταστώ. Ο
κομπέρ μού αποσπά την προσοχή με την
επόμενη παρουσίασή του μια κοπέλα στα
κόκκινα, με μακριά κατάμαυρα μαλλιά.

«Κύριοι, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω


την υπέροχη Μαράια. Τι θα κάνουμε με τη
Μαράια; Είναι έμπειρη ματαδόρ, παίζει
τσέλο σε συναυλιακό επίπεδο και είναι
πρωταθλήτρια στο άλμα επί κοντώ! Πώς
σας φαίνεται αυτό, κύριοι; Τι μου
προσφέρετε, παρακαλώ, για έναν χορό με
τη σαγηνευτική Μαράια;»

Η Μαράια αγριοκοιτάζει τον κομπέρ, και


κάποιος φωνάζει πολύ δυνατά: «Τρεις
χιλιάδες δολάρια!». Είναι ένας μασκοφόρος
με ξανθά μαλλιά και γένια.

Υπάρχει μια αντιπροσφορά, αλλά η Μαράια


κατακυρώνεται για $4.000.

Ο Κρίστιαν με παρακολουθεί σαν γεράκι.


Ο καβγατζής Τρεβέλυαν-Γκρέυ ποιος να το
πίστευε.

«Πριν από πόσο καιρό;» ρωτάω τη Μία.


Με κοιτάζει σαστισμένη.

«Πριν από πόσο καιρό έμπλεκε ο Κρίστιαν


σε καβγάδες; »

«Στην αρχή της εφηβείας. Είχε τρελάνει


τους γονείς μου, ερχόταν σπίτι με σκισμένα
χείλη και μαυρισμένα μάτια. Είχε
αποβληθεί από δύο σχολεία. Σε μερικούς
από τους αντιπάλους του είχε προκαλέσει
μεγάλη ζημιά».

Την κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα.

«Δε σ’ το έχει πει;» Αναστενάζει. «Είχε


πολύ κακή φήμη ανάμεσα στους φίλους
μου. Πραγματικά ήταν ανεπιθύμητο
πρόσωπο επί κάμποσα χρόνια. Όλα όμως
σταμάτησαν όταν ήταν γύρω στα δεκαπέντε
ή δεκαέξι...» Ανασηκώνει τους ώμους της.
Γαμώτο μου... Άλλο ένα κομμάτι του παζλ
μπαίνει στη θέση του.

«Λοιπόν, τι μου προσφέρετε για την


υπέροχη Τζιλ;»

«Τέσσερις χιλιάδες δολάρια!» λέει μια


βαθιά φωνή από τα αριστερά.

Η Τζιλ ξεφωνίζει ενθουσιασμένη.

Σταματάω να προσέχω τον πλειστηριασμό.


Ώστε ο Κρίστιαν είχε τέτοιους μπελάδες
στο σχολείο, μπλεκόταν σε καβγάδες.
Αναρωτιέμαι γιατί. Τον κοιτάζω. Η Λίλυ
μάς παρακολουθεί προσεκτικά.

«Και τώρα επιτρέψτε μου να σας


παρουσιάσω την όμορφη Άνα!»
Ω, γαμώτο... Αυτή είμαι εγώ. Ρίχνω μια
νευρική ματιά στη Μία, που μου κάνει
νόημα να προχωρήσω στο κέντρο της
σκηνής. Ευτυχώς, δεν πέφτω, όμως
στέκομαι αμήχανη όσο δεν παίρνει, σαν
έκθεμα μπροστά σε όλους. Όταν κοιτάζω
τον Κρίστιαν, εκείνος χαμογελάει αχνά. Το
κάθαρμα.

«Η όμορφη Άνα παίζει έξι μουσικά όργανα,


μιλάει άπταιστα μανδαρινικά και είναι
ξεφτέρι στη γιόγκα! Λοιπόν, κύριοι...»

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την


πρότασή του, ο Κρίστιαν τον διακόπτει,
αγριοκοιτάζοντάς τον μέσα από τη μάσκα
του.

«Δέκα χιλιάδες δολάρια!»


Ακούω την άναρθρη κραυγή έκπληξης της
Λίλυ πίσω μου.

Ω, γαμώτο...

«Δεκαπέντε!»

Ορίστε; Γυρίζουμε όλοι σαν ένας προς το


μέρος ενός ψηλού, άψογα ντυμένου άντρα
που στέκεται στα αριστερά της σκηνής.
Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα στον Πενήντα.

Σκατά. Πώς θα το πάρει; Εκείνος όμως


ξύνει το πιγούνι του και χαμογελάει
ειρωνικά στον άγνωστο. Είναι προφανές ότι
τον γνωρίζει. Ο άγνωστος γνέφει ευγενικά
στον Κρίστιαν.

«Λοιπόν, κύριοι... Έχουμε ματσωμένους


παίκτες τούτο το βράδυ!»
Ο κομπέρ εκπέμπει έξαψη πίσω από τη
μάσκα του αρλεκίνου καθώς στρέφεται να
χαμογελάσει στον Κρίστιαν. Πρόκειται για
θαυμάσια παράσταση, μόνο που είναι εις
βάρος μου. Θέλω να κλάψω.

«Είκοσι» αντεπιτίθεται ήρεμα ο Κρίστιαν.

Ο ήχος από τις φωνές του πλήθους έχει


σβήσει. Όλοι κοιτάζουν εμένα, τον
Κρίστιαν και τον κύριο Μυστηριώδη στη
σκηνή.

«Είκοσι πέντε!» πλειοδοτεί ο άγνωστος.

Θα μπορούσα να βρεθώ σε πιο δύσκολη


θέση;

Ο Κρίστιαν τον κοιτάζει ατάραχος, αλλά το


διασκεδάζει. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα
στον Κρίστιαν. Τι θα κάνει; Η καρδιά μου
έχει σκαρφαλώσει στο στόμα μου. Νιώθω
ναυτία.

«Εκατό χιλιάδες δολάρια!» λέει, και η φωνή


του ηχεί καθαρή και δυνατή μέσα στην
τέντα.

«Τι σκατά;» αναφωνεί η Λίλυ πίσω μου,


αρκετά δυνατά ώστε να την ακούσω.

Μια γενική κραυγή έκπληξης και ευθυμίας


διατρυπάει το πλήθος. Ο άγνωστος,
γελώντας, σηκώνει ψηλά τα χέρια σε
ένδειξη παραίτησης, και ο Κρίστιαν τον
κοιτάζει υπομειδιώντας. Με την άκρη του
ματιού μου βλέπω τη Μία να χοροπηδάει
περιχαρής.
«Εκατό χιλιάδε; δολάρια για την όμορφη
Άνα! Εκατό χιλιάδες ένα... Εκατό χιλιάδες
δύο...»

Ο κομπέρ κοιτάζει τον άγνωστο, που


κουνάει το κεφάλι του με προσποιητή θλίψη
και κάνει μια ιπποτική υπόκλιση.

«Κατακυρώθηκε!» φωνάζει θριαμβευτικά ο


κομπέρ.

Μέσα σε εκκωφαντικά χειροκροτήματα και


ζητωκραυγές, ο Κρίστιαν προχωράει για να
με πάρει από το χέρι και να με βοηθήσει
να κατέβω από τη σκηνή. Με κοιτάζει
χαμογελώντας εύθυμα, φιλάει το πίσω
μέρος του χεριού μου και ύστερα το περνάει
κάτω από το μπράτσο του, οδηγώντας με
προς την έξοδο της τέντας.
«Ποιος ήταν αυτός;» ρωτάω.

Με κοιτάζει. «Κάποιος που μπορείς να


γνωρίσεις αργότερα. Αυτήν τη στιγμή θέλω
να σου δείξω κάτι. Έχουμε περίπου μισή
ώρα μέχρι να τελειώσει ο Πλειστηριασμός
του Πρώτου Χορού. Ύστερα πρέπει να
επιστρέψουμε στην πίστα για να μπορέσω
να απολαύσω τον χορό που πλήρωσα».

«Έναν πολύ ακριβό χορό...» τραυλίζω


αποδοκιμαστικά.

«Εγώ είμαι σίγουρος πως θ’ αξίζει και το


τελευταίο σεντς...» Μου χαμογελάει
έκφυλα.

Ω, έχει υπέροχο χαμόγελο, και η λαχτάρα


έχει επιστρέψει, ανθίζοντας στο κορμί μου.
·
Είμαστε έξω στην πελούζα. Νόμιζα πως θα
πηγαίναμε στο λεμβοστάσιο, αλλά
απογοητεύομαι όταν βλέπω πως
κατευθυνόμαστε προς την πίστα, όπου τώρα
παίρνουν τις θέσεις τους τα μέλη μιας
μεγάλης ορχήστρας. Είναι τουλάχιστον
είκοσι μουσικοί, και μερικοί καλεσμένοι
περιφέρονται γύρω τους καπνίζοντας στα
κλεφτά αλλά μιας και η δράση βρίσκεται
κυρίως στην τέντα, δεν προσελκύουμε
πολλή προσοχή.

Ο Κρίστιαν με οδηγεί στο πίσω μέρος του


σπιτιού και ανοίγει μια τζαμόπορτα που
οδηγεί σ’ ένα μεγάλο, άνετο καθιστικό που
δεν έχω ξαναδεί. Διασχίζει το έρημο χολ
προς τη στριφογυριστή σκάλα με* το
κομψό, στιλβωμένο, ξύλινο κιγκλίδωμά
της. Παίρνοντας το χέρι μου από το
μπράτσο του, με οδηγεί στον δεύτερο
όροφο και μετά σε μια άλλη σκάλα που
ανεβαίνει στον τρίτο. Ανοίγοντας μια
άσπρη πόρτα, με βάζει μέσα σε μια από τις
κρεβατοκάμαρες.

«Αυτό ήταν το δωμάτιό μου» λέει ήρεμα.


Στέκεται δίπλα στην πόρτα και την
κλειδώνει.

Το δωμάτιο είναι μεγάλο, ψυχρό και λιτά


επιπλωμένο. Οι τοίχοι είναι άσπροι, όπως
και τα έπιπλα· ένα διπλό κρεβάτι, ένα
γραφείο με μια καρέκλα, ράφια γεμάτα
βιβλία και διάφορα βραβεία στο κικ
μπόξινγκ, απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Στους
τοίχους κρέμονται αφίσες από ταινίες: «The
Matrix», «Fight Club», «The Truman
Show» και δύο κορνιζαρισμένες αφίσες κικ
μπόξερ. Ο ένας λέγεται Τζουζέππε ντι
Νατάλε δεν τον έχω ξανακούσει.

Αλλά εκείνο που μου τραβάει την προσοχή


είναι ο άσπρος πίνακας ανακοινώσεων
πάνω από το γραφείο, όπου είναι
στερεωμένες δεκάδες φωτογραφίες,
σημαιάκια των Μάρινερς και αποκόμματα
εισιτηρίων. Είναι ένα κομμάτι του νεαρού
Κρίστιαν. Τα μάτια μου επιστρέφουν στον
υπέροχο άντρα που στέκεται τώρα στη μέση
του δωματίου. Με κοιτάζει αινιγματικά,
σκεπτικός και σέξι.

«Δεν έχω φέρει ποτέ κορίτσι εδώ μέσα...»


λέει χαμηλόφωνα.

«Ποτέ;» τραυλίζω.

Γνέφει αρνητικά.
Καταπίνω σπασμωδικά, και η λαχτάρα που
με βασάνιζε τις τελευταίες δύο ώρες τώρα
θεριεύει μέσα μου, ωμή και απαιτητική.
Βλέποντάς τον να στέκεται εκεί στο μπλε
χαλί με αυτήν τη μάσκα... Είναι κάτι
παραπάνω από ερωτικό. Τον θέλω. Τώρα.
Με όποιον τρόπο μπορώ να τον έχω. Πρέπει
να αντισταθώ για να μην ορμήσω επάνω
του και του σκίσω τα ρούχα. Προχωράει
αργά προς το μέρος μου.

«Δεν έχουμε πολλή ώρα, Αναστάζια, κι έτσι


που νιώθω αυτήν τη στιγμή δε
χρειαζόμαστε πολλή ώρα. Γύρνα από την
άλλη. Άσε με να σου βγάλω αυτό το
φόρεμα».

Γυρίζω και κοιτάζω την πόρτα, ευγνώμων


που την κλείδωσε.
Σκύβει και μουρμουρίζει στο αυτί μου: «Μη
βγάλεις τη μάσκα...».

Αναστενάζω καθώς το σώμα μου σφίγγεται


αντιδρώντας στα λόγια του. Ούτε που με
άγγιξε ακόμα.

Ο Κρίστιαν αρπάζει το επάνω μέρος του


φορέματός μου, και τα δάχτυλά του
γλιστρούν στο δέρμα μου. Το άγγιγμα
αντηχεί σε όλο μου το κορμί. Με μια
σβέλτη κίνηση κατεβάζει το φερμουάρ.
Κρατώντας το φόρεμα, με βοηθάει να το
βγάλω, ύστερα γυρίζει και το κρεμάει στη
ράχη μιας καρέκλας. Βγάζοντας το σακάκι
του, το βάζει επάνω στο φόρεμά μου.
Σταματάει και με κοιτάζει μια στιγμή,
θαυμάζοντάς με. Φοράω μπουστάκι και
ασορτί σλιπάκι και απολαμβάνω το
αισθησιακό βλέμμα του.
«Ξέρεις, Αναστάζία...» λέει σιγανά καθώς
προχωράει προς το μέρος μου λύνοντας το
παπιγιόν του, έτσι που να κρέμεται δεξιά
και αριστερά από τον λαιμό του, και
ξεκουμπώνοντας τα τρία επάνω κουμπιά
του πουκάμισού του. «Ήμουν τόσο έξαλλος
όταν αγόρασες το δώρο μου στη
δημοπρασία. Πέρασαν διάφορες ιδέες από
το κεφάλι μου. Έπρεπε να θυμίσω στον
εαυτό μου πως η τιμωρία δεν υπάρχει στο
μενού. Αλλά μετά προσφέρθηκες
εθελοντικά». Με κοιτάζει μέσα από τη
μάσκα του. «Γιατί το έκανες αυτό;»
ψιθυρίζει.

«Γιατί προσφέρθηκα εθελοντικά; Δεν ξέρω.


Εκνευρισμός... Πάρα πολύ αλκοόλ...
Αξιέπαινος σκοπός...» μουρμουρίζω
άτολμα, ανασηκώνοντας τους ώμους. Ίσως
για να του τραβήξω την προσοχή;

Τον χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή. Τον


χρειάζομαι περισσότερο τώρα. Η λαχτάρα
έχει γιγαντωθεί, και ξέρω πως μπορεί να
την κατευνάσει, να ηρεμήσει αυτό το τέρας
μέσα μου, που μουγκρίζει και του τρέχουν
τα σάλια, με το τέρας μέσα του. Το στόμα
του μεταμορφώνεται σε μια γραμμή και
γλείφει αργά το επάνω χείλος του, Θέλω
αυτήν τη γλώσσα επάνω μου,

«Ορκίστηκα πως δε θα σ’ τις ξανάβρεχα,


ακόμα κι αν με εκλιπαρούσες».

«Σε παρακαλώ...» τον ικετεύω.

«Αλλά μετά συνειδητοποίησα πως


αισθάνεσαι πολύ άβολα, κι αυτό δεν είναι
κάτι στο οποίο είσαι συνηθισμένη». Μου
χαμογελάει με κατανόηση, το υπεροπτικό
κάθαρμα, όμως δε με νοιάζει, γιατί έχει
απόλυτο δίκιο.

«Ναι...» ψελλίζω.

«Άρα μπορεί να υπάρχουν κάποια...


Περιθώρια. Αν είναι να το κάνω, πρέπει να
μου υποσχεθείς κάτι».

«Οτιδήποτε».

«Θα πεις τον κωδικό ασφαλείας αν


χρειαστεί και απλώς θα σου κάνω έρωτα.
Εντάξει;»

« Ναι ...» Είμαι λαχανιασμένη, θέλω τα


χέρια του επάνω μου.
Καταπίνει και μετά με πιάνει από το χέρι
και προχωράει προς το κρεβάτι. Πετώντας
στην άκρη το πάπλωμα, κάθεται, αρπάζει
ένα μαξιλάρι και το βάζει δίπλα του.
Σηκώνει τα μάτια του επάνω μου και
ξαφνικά τραβάει απότομα το χέρι μου, έτσι
που πέφτω στην αγκαλιά του. Μετακινείται
ελαφρά, και το σώμα μου ακουμπάει στο
κρεβάτι, το στήθος μου στο μαξιλάρι, το
πρόσωπό μου είναι γυρισμένο στο πλάι.
Σκύβει και μαζεύει τα μαλλιά μου στον ώμο
μου, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα από
το λοφίο με τα φτερά της μάσκας μου.

«Βάλε τα χέρια πίσω από την πλάτη σου...»


μουρμουρίζει.

Ω! Βγάζει το παπιγιόν του και το


χρησιμοποιεί για να μου δέσει τους
καρπούς, έτσι που τα χέρια μου να είναι
ακινητοποιημένα πίσω μου, ακουμπώντας
στο κάτω μέρος της πλάτης μου.

«Στ’ αλήθεια το θες αυτό, Αναστάζια;»

Κλείνω τα βλέφαρα. Είναι η πρώτη φορά


απ’ όταν τον γνώρισα που πραγματικά το
θέλω. Το χρειάζομαι.

« Ναι ...» ψιθυρίζω.

«Γιατί;» ρωτάει σιγανά, χαϊδεύοντας τους


γλουτούς μου με την παλάμη του.

Μουγκρίζω μόλις το χέρι του έρχεται σε


επαφή με το δέρμα μου. Δεν ξέρω γιατί...
Εσύ λες να μην πολυσκέφτομαι. Έπειτα από
μια μέρα σαν τη σημερινή τον καβγά για
τα λεφτά, τη Αέιλα, την κυρία Ρόμπινσον,
τον φάκελο με τα στοιχεία μου, τον οδικό
χάρτη, αυτό το πολυτελές πάρτι, τις μάσκες,
το αλκοόλ, τις ασημένιες μπάλες, τον
πλειστηριασμό... Το Θέλω αυτό.

«Χρειάζομαι λόγο;»

«Όχι, μωρό μου, δε χρειάζεσαι» απαντάει.


«Απλώς προσπαθώ να σε καταλάβω».

Το αριστερό του χέρι κουλουριάζεται γύρω


από τη μέση μου κρατώντας με ακίνητη
καθώς η παλάμη του αφήνει τους γλουτούς
μου και προσγειώνεται με δύναμη επάνω
στη συμβολή των μηρών μου. Ο πόνος
συνδέεται κατευθείαν με τη λαχτάρα στην
κοιλιά μου.

Ω Θεέ μου... Μουγκρίζω δυνατά. Με


ξαναχτυπάει, ακριβώς στο ίδιο σημείο.
Βογκάω ξανά.
« Δύο ...» μουρμουρίζει. «Θα
σταματήσουμε στα δώδεκα».

Ποπό! Η αίσθηση είναι διαφορετική από


την προηγούμενη φορά τόσο σεξουαλική,
τόσο αναγκαία... Χαϊδεύει τα πισινά μου με
τα μακριά του δάχτυλα, και είμαι
ανήμπορη, δεμένη και πιεσμένη επάνω στο
στρώμα, στο έλεός του, και με τη δική μου
ελεύθερη βούληση. Με χτυπάει ξανά,
κάπως λοξά, και ξανά, στην άλλη πλευρά,
ύστερα σταματάει καθώς κατεβάζει αργά το
σλιπάκι και μου το βγάζει. Περνάει πάλι
απαλά την παλάμη του πάνω από τα πισινά
μου προτού συνεχίσει το ξύλισμα, με κάθε
τσουχτερό χτύπημα να παίρνει κάτι από την
ένταση της ανάγκης μου -ή τροφοδοτώντας
τη-, δεν ξέρω. Παραδίδομαι στον ρυθμό,
απορροφώντας καθένα από αυτά,
απολαμβάνοντας καθένα από αυτά.

«Δώδεκα...» λέει με χαμηλή και τραχιά


φωνή. Χαϊδεύει πάλι τα πισινά μου και
γλιστράει τα δάχτυλά του προς τα γεννητικά
μου όργανα, βυθίζοντας αργά δύο δάχτυλα
μέσα μου, κουνώντας τα κυκλικά, γύρω
γύρω, βασανίζοντάς με.

Βογκάω δυνατά καθώς το κορμί μου


παίρνει τον έλεγχο και τελειώνω, τελειώνω,
ενώ το σώμα μου συσπάται γύρω από τα
δάχτυλά του. Είναι τόσο έντονο, απρόσμενο
και γρήγορο.

«Έτσι, μωρό μου...» μουρμουρίζει


επιδοκιμαστικά. Λύνει τους καρπούς μου,
κρατώντας τα δάχτυλά του μέσα μου έτσι
όπως μένω -ξαπλωμένη, λαχανιασμένη και
εξαντλημένη επάνω του. «Δεν τέλειωσα
ακόμα μαζί σου, Αναστάζία...»
συμπληρώνει και μετακινείται χωρίς να
βγάλει τα δάχτυλά του.

Κατεβάζει τα γόνατά μου στο πάτωμα, έτσι


που τώρα είμαι σκυμμένη επάνω στο
κρεβάτι. Γονατίζει στο πάτωμα πίσω μου
και κατεβάζει το φερμουάρ του. Τραβάει τα
δάχτυλά του έξω και ακούω τον οικείο ήχο
από το σκίσιμο της συσκευασίας.

«Άνοιξε τα πόδια σου...» γρυλίζει, και


υπακούω. Χαϊδεύει τους γλουτούς μου και
γλιστράει μέσα μου. «Θα είναι γρήγορο,
μωρό μου...» προσθέτει και με αρπάζει από
τους γοφούς. Τραβιέται έξω και μετά
ξαναμπαίνει με φόρα.
« Α! » φωνάζω, αλλά η αίσθηση
πληρότητας είναι θεϊκή.

Χτυπάει τη λαχτάρα στην κοιλιά μου


ακριβώς στο κέντρο της, ξανά, ξανά,
ξεριζώνοντάς τη με κάθε άγρια, γλυκιά
ώθηση. Η αίσθηση είναι εκπληκτική,
ακριβώς αυτό που χρειάζομαι. Σπρώχνω
προς τα πίσω για να τον συναντήσω, ώθηση
την ώθηση.

«Άνα, όχι...» μουγκρίζει, προσπαθώντας να


με κρατήσει ακίνητη.

Τον θέλω όμως τόσο πολύ, και κολλάω


επάνω του, ακολουθώντας τον ρυθμό του.

«Άνα, γαμώτο...» λέει σφυριχτά και


τελειώνει.
Ο αγχωμένος ήχος με φτάνει πάλι στα όριά
μου, οδηγώντας με σ’ έναν καταπραϋντικό
οργασμό, που κρατάει πολλή ώρα και με
στραγγίζει και με αφήνει εξαντλημένη και
ξέπνοη.

Ο Κρίστιαν σκύβει και με φιλάει στον ώμο


και ύστερα τραβιέται έξω. Τυλίγει τα χέρια
του γύρω μου, ακουμπάει το κεφάλι στο
κάτω μέρος της πλάτης μου και μένουμε
έτσι, γονατισμένοι και οι δύο στην άκρη του
κρεβατιού. Για πόσο; Δευτερόλεπτα, μπορεί
και λεπτά, όσο να ηρεμήσει η ανάσα μας. Η
λαχτάρα στην κοιλιά μου έχει εξαφανιστεί,
και το μόνο που αισθάνομαι είναι μια
ανακουφιστική, ικανοποιητική γαλήνη.

Ο Κρίστιαν αναδεύεται και με φιλάει στην


πλάτη. «Νομίζω πως μου χρωστάτε έναν
χορό, δεσποινίς Στιλ...» ψιθυρίζει.
«Χμμμ...» μουρμουρίζω, απολαμβάνοντας
την απουσία επιθυμίας και την αίσθηση της
ικανοποίησης.

Κάθεται ανακούρκουδα και με τραβάει από


το κρεβάτι στην αγκαλιά του. «Δεν έχουμε
πολλή ώρα. Έλα». Με φιλάει στα μαλλιά
και με αναγκάζει να σηκωθώ.

Γκρινιάζω, αλλά κάθομαι και πάλι στο


κρεβάτι και μαζεύω το σλιπάκι μου από το
πάτωμα ξαναφορώντας το. Προχωράω
τεμπέλικα προς την καρέκλα για να πάρω
το φόρεμά μου. Προσέχω με
αποστασιοποιημένο ενδιαφέρον ότι δεν
έβγαλα τα παπούτσια μου στη διάρκεια του
κρυφού μας ραντεβού. Ο Κρίστιαν δένει το
παπιγιόν του, αφού τακτοποίησε τα ρούχα
του και το κρεβάτι.
Ξαναβάζω το φόρεμά μου, κοιτάζοντας
ταυτόχρονα τις φωτογραφίες στον πίνακα
ανακοινώσεων. Ο Κρίστιαν ως βλοσυρός
έφηβος ήταν ακόμα και τότε υπέροχος: με
τονΈλλιοτ και τη Μία σε πίστες σκι· μόνος
του στο Παρίσι, με την Αψίδα του
Θριάμβου να χρησιμεύει ως αποκαλυπτικό
μέσο της τοποθεσίας· στο Λονδίνο* στη
Νέα Υόρκηστο Γκραντ Κάνυον* στην
Όπερα του Σίδνεϊ)* ακόμα και στο Σινικό
Τείχος. Ο αφέντης Γκρέυ είχε ταξιδέψει
πολύ στα νιάτα του.

Υπάρχουν αποκόμματα εισιτηρίων από


διάφορες συναυλίες: U2, Metallica, Verve,
Σέριλ Κρόου, Φιλαρμονική της Νέας
Υόρκης στην παράσταση «Ρωμαίος και
Ιουλιέτα» του Προκόφιεφ πολύ εκλεκτικό
μείγμα! Και στη γωνία υπάρχει μια
φωτογραφία σε μέγεθος διαβατηρίου μιας
νεαρής γυναίκας. Είναι ασπρόμαυρη. Μου
φαίνεται γνωστή, αλλά όσο κι αν
προσπαθώ, δεν μπορώ να καταλάβω ποια
είναι. Όχι η κυρία Ρόμπινσον, δόξα τω Θεώ.

«Ποια είναι αυτή;» ρωτάω.

«Καμία που να έχει σημασία...» απαντάει


μουρμουρητά φορώντας το σακάκι του και
ισιώνοντας το παπιγιόν. «Να σε
κουμπώσω;»

«Ευχαρίστως. Τότε γιατί είναι στον πίνακα


ανακοινώσει) ν σου;»

«Εκ παραδρομής. Πώς είναι το παπιγιόν


μου;» Σηκώνει το πιγούνι του σαν μικρό
αγοράκι, και χαμογελάω ισιώνοντάς το.
«Τώρα είναι τέλειο».

«Όπως κι εσύ...» τραυλίζει και με αρπάζει,


φιλώντας με παθιασμένα. «Νιώθεις
καλύτερα;»

«Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ, κύριε Γκρέυ».

«Η ευχαρίστηση δική μου, δεσποινίς Στιλ».

ΟΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΡΧΙΣΕΙ να


συγκεντρώνονται στην πίστα. Ο Κρίστιαν
μού χαμογελάει -ίσα που προλάβαμεκαι με
οδηγεί στο ασπρόμαυρο καρό πάτωμα.

«Και τώρα, κυρίες και κύριοι, ήρθε η ώρα


για τον πρώτο χορό. Κύριε και κυρία Γκρέυ,
είστε έτοιμοι;»
Ο Κάρρικ γνέφει καταφατικά, με τα χέρια
του γύρω από την Γκρέις.

«Κυρίες και κύριοι του Πλειστηριασμού


του Πρώτου Χορού, είστε έτοιμοι;»

Γνέφουμε όλοι καταφατικά. Η Μία είναι με


κάποιον που δε γνωρίζω. Αναρωτιέμαι τι
απέγινε ο Σον.

«Τότε θα αρχίσουμε. Πάμε, Σαμ!»

Ένας νεαρός ανεβαίνει στη σκηνή ανάμεσα


σε θερμά χειροκροτήματα, στρέφεται στην
ορχήστρα πίσω του και χτυπάει τα δάχτυλά
του. Η γνωστή μελωδία του «I’ve Got You
Under My Skin » γεμίζει τον αέρα.

Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει, με παίρνει


στην αγκαλιά του και αρχίζει να κινείται. Ω,
χορεύει τόσο καλά, και είναι τόσο εύκολο
να τον ακολουθώ. Χαμογελάμε ο ένας στον
άλλο σαν ηλίθιοι καθώς με στροβιλίζει στην
πίστα.

«Μ’ αρέσει αυτό το τραγούδι...» λέει


χαμηλόφωνα ο Κρίστιαν κοιτάζοντάς με.
«Μου φαίνεται πολύ ταιριαστό». Δε
χαμογελάει πια. Είναι σοβαρός.

«Κι εσύ είσαι βαθιά μέσα μου...»


αποκρίνομαι. «Ή ήσουν, στο δωμάτιό σου».

Σουφρώνει τα χείλη του, αλλά δεν μπορεί


να κρύψει την ευθυμία του. «Δεσποινίς
Στιλ» με μαλώνει πειραχτικά, «δεν είχα ιδέα
πως μπορούσατε να γίνετε τόσο χυδαία...».
«Κύριε Γκρέυ, ούτε κι εγώ. Νομίζω πως
είναι όλες αυτές οι πρόσφατες εμπειρίες
μου... Ήταν πολύ επιμορφωτικές».

«Και για τους δυο μας».

Ο Κρίστιαν είναι και πάλι σοβαρός, και θα


μπορούσαμε να είμαστε μόνο οι δυο μας και
η ορχήστρα. Βρισκόμαστε μέσα στη δική
μας ιδιωτική φυσαλίδα.

Το τραγούδι τελειώνει, και χειροκροτάμε


και οι δύο. Ο Σαμ, ο τραγουδιστής, κάνει
μια χαριτωμένη υπόκλιση και συστήνει την
ορχήστρα του.

«Μπορώ να διακόψω;»

Αναγνωρίζω τον άνθρωπο που πήρε μέρος


στον πλειστηριασμό μου. Ο Κρίστιαν με
αφήνει απρόθυμα, όμως είναι κι αυτός
κεφάτος.

«Παρακαλώ. Αναστάζία, από δω ο Τζον


Φλυν. Τζον, η Αναστάζία».

Γαμώτο!

Ο Κρίστιαν χαμογελάει και απομακρύνεται


από την πίστα.

«Τι κάνεις, Αναστάζία;» λέει ήρεμα ο


δόκτωρ Φλυν, και συνειδητοποιώ πως είναι
Βρετανός.

«Γεια χαρά...» ψελλίζω.

Η ορχήστρα ξεκινάει ένα άλλο τραγούδι,


και ο δόκτωρ Φλυν με τραβάει στην
αγκαλιά του. Είναι πολύ νεότερος απ’ όσο
φανταζόμουν, αν και δεν μπορώ να δω το
πρόσωπό του. Φοράει μάσκα παρόμοια με
του Κρίστιαν. Είναι ψηλός, αλλά όχι τόσο
ψηλός όσο ο Κρίστιαν και δεν κινείται με
την αβίαστη χάρη του Κρίστιαν.

Τι να του πω; Γιατί είναι ο Κρίστιαν τόσο


προβληματικός; Γιατί πήρε μέρος στη
δημοπρασία για μένα; Είναι το μόνο
πράγμα που θέλω να τον ρωτήσω, όμως
κατά κάποιον τρόπο φαντάζει αγενές.

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω επιτέλους,


Αναστάζία. Διασκεδάζεις;» ρωτάει.

«Διασκέδαζα...» τραυλίζω.

«Ω... Ελπίζω να μην είμαι υπεύθυνος γι’


αυτή την αλλαγή διάθεσης». Μου χαρίζει
ένα σύντομο ζεστό χαμόγελο, που με κάνει
να νιώσω κάπως πιο άνετα.

«Δόκτωρ Φλυν, εσείς είστε ο ψυχίατρος.


Εσείς να μου πείτε».

Χαμογελάει. «Αυτό είναι το πρόβλημα.


Σωστά; Το ότι είμαι ψυχίατρος».

Χαχανίζω. «Ανησυχώ για όσα μπορεί να


αποκαλύψω, οπότε είμαι λίγο αμήχανη και
τρομαγμένη. Και στ’ αλήθεια το μόνο που
θέλω είναι να σας ρωτήσω για τον
Κρίστιαν».

Χαμογελάει. «Πρώτον, είμαστε σε πάρτι


και δεν είμαι σε υπηρεσία...» ψιθυρίζει
συνωμοτικά. «Και, δεύτερον, πραγματικά
δεν μπορώ να σου μιλήσω για τον Κρίστιαν.
Άλλωστε» προσθέτει πειραχτικά «θα μας
έπαιρνε μέχρι τα Χριστούγεννα...».

Μένω άφωνη από το σοκ.

«Είναι ιατρικό αστείο, Αναστάζία!»

Κοκκινίζω, αμήχανη, και μετά μου


κακοφαίνεται. Κάνει πλάκα εις βάρος του
Κρίστιαν, «Μόλις επιβεβαιώσατε αυτό που
έλεγα στον Κρίστιαν. Πως είστε ένας
ακριβός τσαρλατάνος...» τον αποπαίρνω.

Ο δόκτωρ Φλυν σκάει στα γέλια. «Δεν έχεις


και τελείως άδικο...»

«Είστε Βρετανός;»

«Ναι. Η καταγωγή μου είναι από το


Λονδίνο».
«Πώς βρεθήκατε εδώ;»

«Ευτυχής συγκυρία».

«Δεν αποκαλύπτετε πολλά, ε;»

«Δεν υπάρχουν πολλά να αποκαλύψω.


Είμαι πραγματικά πολύ βαρετό άτομο».

«Υποτιμάτε πολύ τον εαυτό σας».

«Είναι βρετανικό χαρακτηριστικό. Μέρος


της εθνικής μας ταυτότητας».

«Α...»

«Και θα μπορούσα να σε κατηγορήσω κι


εγώ για το ίδιο πράγμα, Αναστάζια».

«Πως είμαι κι εγώ βαρετό άτομο, δόκτωρ


Φλυν;»
Ξεφυσάει. «Όχι, Αναστάζια... Ότι δεν
αποκαλύπτεις πολλά».

«Δεν υπάρχουν και πολλά να


αποκαλύψω...» αποκρίνομαι χαμογελαστά.

«Ειλικρινά, αμφιβάλλω». Συνοφρυώνεται


αναπάντεχα.

Κοκκινίζω, αλλά η μουσική τελειώνει, και


ο Κρίστιαν βρίσκεται και πάλι δίπλα μου. Ο
δόκτωρ Φλυν με αφήνει.

«Χάρηκα για τη γνωριμία, Αναστάζια».


Μου χαρίζει πάλι το ζεστό του χαμόγελο
και νιώθω σαν να πέρασα από κάποιο
κρυφό τεστ.

« Τζον ». Ο Κρίστιαν τού κάνει ένα νεύμα.


«Κρίστιαν». Ο δόκτωρ Φλυν ανταποδίδει
το νεύμα, κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται
μέσα στο πλήθος.

Ο Κρίστιαν με τραβάει στην αγκαλιά του


για τον επόμενο χορό.

«Είναι πολύ πιο νέος απ’ ό,τι περίμενα» του


λέω. «Και φοβερά ακριτόμυθος».

Ο Κρίστιαν γέρνει το κεφάλι του στο πλάι.


«Ακριτόμυθος;»

«Ναι. Μου είπε τα πάντα...» τον πειράζω.

Ο Κρίστιαν τσιτώνεται. «Σ’ αυτή την


περίπτωση θα σου φέρω την τσάντα σου.
Είμαι σίγουρος πως δε θες πια να έχεις
καμία σχέση μαζί μου...» αποκρίνεται
σιγανά.
Σταματάω. «Δε μου είπε τίποτα...» Η φωνή
μου πλημμυρίζει πανικό.

Ο Κρίστιαν ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα


προτού η ανακούφιση ζωγραφιστεί στο
πρόσωπό του. Με τραβάει ξανά στην
αγκαλιά του.

«Τότε ας απολαύσουμε αυτό τον χορό!»


Μου χαμογελάει πλατιά καθησυχάζοντάς
με και ύστερα με στροβιλίζει στην πίστα.

Γιατί νόμιζε πως θα ήθελα να φύγω; Δε


βγάζει κανένα νόημα.

Χορεύουμε δύο ακόμα τραγούδια, και


συνειδητοποιώ πως πρέπει να πάω στην
τουαλέτα.

«Δε θ’ αργήσω».
Στον δρόμο προς την τουαλέτα θυμάμαι
πως έχω αφήσει την τσάντα μου στο
τραπέζι, οπότε κατευθύνομαι προς την
τέντα. Όταν μπαίνω, είναι ακόμα
φωτισμένη αλλά εντελώς έρημη, εκτός από
ένα ζευγάρι στην άλλη άκρη, που επιδίδεται
σε ερωτικές περιπτύξεις. Παίρνω την
τσάντα μου.

«Αναστάζια;»

Μια σιγανή φωνή με ξαφνιάζει και γυρίζω,


για να δω μια γυναίκα ντυμένη με ένα
μακρύ, στενό μαύρο βελούδινο φόρεμα. Η
μάσκα της είναι μοναδική. Καλύπτει το
πρόσωπό της έως τη μύτη αλλά και τα
μαλλιά της. Είναι εντυπωσιακή, με
περίτεχνο χρυσό φιλιγκράν.
«Χαίρομαι πολύ που είσαι μόνη σου...» λέει
σιγανά. «Περίμενα όλο το βράδυ για να σου
μιλήσω».

«Λυπάμαι... Δεν ξέρω ποια είστε».

Τραβάει τη μάσκα από το πρόσωπό της και


αποκαλύπτει τα μαλλιά της.

Γαμώτο. Είναι η κυρία Ρόμπινσον!

«Με συγχωρείς που σε τρόμαξα».

Την κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Να πάρει


τι σκατά θέλει αυτή η γυναίκα;

Δεν ξέρω ποιες είναι οι κοινωνικές


συμβάσεις για τη συνάντηση με άτομα που
είναι γνωστό πως έχουν κακοποιήσει
παιδιά. Χαμογελάει γλυκά και μου κάνει
νόημα να καθίσω στο τραπέζι. Κι επειδή
δε διαθέτω κανένα σημείο αναφοράς, κάνω
αυτό που μου ζητάει από παραζαλισμένη
ευγένεια, ευγνώμων που φοράω ακόμα τη
μάσκα μου.

«Θα είμαι σύντομη, Αναστάζία. Γνωρίζω


ποια είναι η γνώμη σου για μένα... Μου
μίλησε ο Κρίστιαν».

Την κοιτάζω με απάθεια, χωρίς να


φανερώνω τίποτε, αλλά χαίρομαι που ξέρει.
Αυτό με λυτρώνει, μιας και δε χρειάζεται να
της το πω, κι εκείνη μπαίνει κατευθείαν στο
ψητό. Ένα κομμάτι μου είναι πολύ περίεργο
να μάθει τι έχει να πει.

Κάνει μια παύστ, κοιτάζοντας πάνω από τον


ώμο μου. «Ο Τέυλορ μας παρακολουθεί».
Στρέφομαι να κοιτάξω και τον βλέπω να
σαρώνει με τη ματιά του την τέντα από την
πόρτα. Ο Σόγερ είναι μαζί του. Κοιτάζουν
οπουδήποτε αλλού εκτός από μας.

«Άκου... Δεν έχουμε πολλή ώρα» λέει


βιαστικά. « Θα πρέπει να σου είναι σαφές
ότι ο Κρίστιαν είναι ερωτευμένος μαζί σου.
Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ έτσι. Ποτέ!»
Τονίζει την τελευταία λέξη.

Τι; Ερωτευμένος; Όχι. Γιατί μου το λέει


αυτό; Για να με καθησυχάσει; Δεν
καταλαβαίνω.

«Δε σ’ το λέει, επειδή μάλλον δεν είναι σε


θέση να το συνειδητοποιήσει ούτε και ο
ίδιος, παρ’ όλα όσα του είπα. Έτσι είναι
όμως ο Κρίστιαν. Δεν είναι πολύ καλά
συντονισμένος στα όποια θετικά
συναισθήματα μπορεί να έχει. Κολλάει
πολύ στα αρνητικά. Αλλά και πάλι, αυτό
μάλλον το έχεις καταλάβει και από μόνη
σου. Δεν πιστεύει πως είναι άξιος λόγου».

Έχω μείνει άναυδη. Ο Κρίστιαν είναι


ερωτευμένος μαζί μου; Εκείνος δεν το
εξέφρασε, κι αυτή η γυναίκα του είπε πως
έτσι νιώθει; Πολύ αλλόκοτο.

Εκατό εικόνες χορεύουν στο κεφάλι μου:


το iPad, το ανεμόπτερο, το ταξίδι με το
αεροπλάνο για να με δει, όλες του οι
πράξεις, η κτητικότητά του, $100.000 για
έναν χορό. Είναι αυτό έρωτας;

Και το να το ακούω από αυτήν τη γυναίκα,


το να μου το επιβεβαιώνει εκείνη, είναι
ειλικρινά ανεπιθύμητο. Θα προτιμούσα να
το ακούσω από τον ίδιο.
Η καρδιά μου σφίγγεται. Νιώθει ανάξιος
λόγου. Γιατί;

«Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο ευτυχισμένο...


Και είναι προφανές πως τρέφεις κι εσύ
συναισθήματα γι’ αυτόν». Ένα σύντομο
χαμόγελο περνάει από τα χείλη της. «Αυτό
είναι υπέροχο κι εύχομαι και στους δύο τα
καλύτερα. Αλλά αυτό που ήθελα να πω
είναι πως, αν τον ξαναπληγώσεις, θα σε
βρω, κυρά μου, κι όταν σε βρω, αυτό δε θα
είναι ευχάριστο!»

Με κοιτάζει, με τα παγωμένα γαλάζια μάτια


της να τρυπούν το κρανίο μου,
προσπαθώντας να διαπεράσουν τη μάσκα
μου. Η απειλή της είναι τόσο παράξενη,
τόσο τρελή, που μου ξεφεύγει ένα αθέλητο
δύσπιστο χαχανητό. Απ’ όλα τα πράγματα
που θα μπορούσε να μου πει, αυτό είναι
κάτι που μάλλον περίμενα λιγότερο.

«Νομίζεις πως είναι αστείο, Αναστάζία;»


λέει ενοχλημένη. «Δεν τον είδες το
προηγούμενο Σάββατο!»

Το πρόσωπό μου σοβαρεύει και


σκοτεινιάζει. Η σκέψη ενός Κρίστιαν
δυστυχισμένου δεν είναι ευπρόσδεκτη, και
το περασμένο Σάββατο τον παράτησα.
Πρέπει να πήγε να τη βρει. Η ιδέα μού
προκαλεί ναυτία. Γιατί κάθομαι εδώ και
ακούω τούτες τις βλακείες ειδικά από αυτή;
Σηκώνομαι αργά, κοιτάζοντάς την έντονα.

«Γελάω με το θράσος σας, κυρία Λίνκολν.


Ο Κρίστιαν κι εγώ δεν έχουμε καμία σχέση
μαζί σας. Κι αν τον παρατήσω κι έρθετε
να με ψάξετε, θα σας περιμένω μην
αμφιβάλλετε καθόλου. Και ίσως σας δώσω
να δοκιμάσετε το ίδιο σας το φάρμακο εκ
μέρους του δεκαπεντάχρονου αγοριού που
κακοποιήσατε και κατά πάσα πιθανότητα
κάνατε ακόμα πιο προβληματικό απ’ ό,τι
ήταν!»

Το στόμα της ανοίγει διάπλατα.

«Και τώρα με συγχωρείτε, αλλά έχω


καλύτερα πράγματα να κάνω από το να
χαραμίζω τον χρόνο μου μαζί σας!» Κάνω
μεταβολή, με την αδρεναλίνη και την οργή
να πλημμυρίζουν το κορμί μου, και
κατευθύνομαι προς την είσοδο της τέντας,
όπου στέκεται ο Τέυλορ, ακριβώς τη στιγμή
που καταφτάνει ο Κρίστιαν, δείχνοντας
αλαφιασμένος και ανήσυχος.
«Εδώ είσαι...» τραυλίζει και μετά
συνοφρυώνεται μόλις βλέπει την Ελενα.

Τον προσπερνάω με μεγάλες δρασκελιές


χωρίς να πω τίποτα, δίνοντάς του την
ευκαιρία να διαλέξει ή αυτήν ή εμένα.
Κάνει τη σωστή επιλογή.

« Άνα! » μου φωνάζει. Σταματάω και τον


κοιτάζω καταπρόσωπο καθώς με
προλαβαίνει, «Τι συμβαίνει;» Με
παρατηρεί, και το πρόσωπό του
αυλακώνεται από την ανησυχία.

«Γιατί δε ρωτάς την πρώην σου;» σφυρίζω


παγερά.

Το στόμα του συσπάται και τα μάτια του


παγώνουν. «Ρωτάω εσένα...» απαντάει, και
η φωνή του είναι σιγανή, αλλά μέσα της
υποβόσκει κάτι πολύ πιο απειλητικό.

Αγριοκοιταζόμαστε,

Εντάξει, καταλαβαίνω πως το πράγμα θα


καταλήξει σε καβγά αν δεν του εξηγήσω.
«Απειλεί να έρθει να με βρει αν σε
ξαναπληγώσω κατά πάσα πιθανότητα
κρατώντας μαστίγιο!» του πετάω.

Το πρόσωπό του γεμίζει ανακούφιση, το


στόμα του μαλακώνει από ευθυμία.
«Ασφαλώς δε σου διαφεύγει η ειρωνεία του
πράγματος...» λέει, και καταλαβαίνω πως
καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να
κρύψει ότι το διασκεδάζει.

«Δεν είναι αστείο, Κρίστιαν!»


«Όχι, έχεις δίκιο. Θα της μιλήσω». Παίρνει
σοβαρό ύφος, αν και εξακολουθεί να πνίγει
την ευθυμία του.

«Δε θα κάνεις τέτοιο πράγμα!» Σταυρώνω


τά χέρια, και ο θυμός μου χτυπάει πάλι
κόκκινο.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του, αιφνιδιασμένος


από το ξέσπασμά μου.

«Κοίτα... Ξέρω πως είσαι οικονομικά


δεμένος μαζί της, και με συγχωρείς για το
ευφυολόγημα, αλλά...» Σταματάω. Τι του
ζητάω να κάνει; Να την παρατήσει; Να
πάψει να τη βλέπει; Μπορώ να το κάνω
αυτό; «Πρέπει να πάω στην τουαλέτα!» Τον
αγριοκοιτάζω, και το στόμα μου γίνεται μια
βλοσυρή γραμμή.
Αναστενάζει και γέρνει το κεφάλι του στο
πλάι. Θα μπορούσε να φαίνεται πιο σέξι;
Είναι η μάσκα ή απλώς αυτός;

«Σε παρακαλώ, μη θυμώνεις... Δεν ήξερα


πως ήταν εδώ. Είπε ότι δε θα ερχόταν».
Ο τόνος του είναι κατευναστικός, σαν να
μιλάει σε μικρό παιδί. Απλώνει το χέρι και
περνάει τον αντίχειρά του πάνω από το
σουφρωμένο κάτω χείλος μου. «Μην
αφήσεις την Ελένα να μας χαλάσει τη
βραδιά. Σε παρακαλώ, Αναστάζια...
Πραγματικά είναι αρχαία ιστορία».

«Αρχαία» είναι η λέξη κλειδί’ σκέφτομαι


κακόβουλα καθώς ανασηκώνει το πιγούνι
μου και ακουμπάει απαλά τα χείλη του στα
δικά μου. Αναστενάζω συμφωνώντας και
ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. Ισιώνει το σώμα
του και με πιάνει από τον αγκώνα.
«Θα σε συνοδέψω στην τουαλέτα, για να μη
σου κόψουν πάλι τον δρόμο».

Με οδηγεί μέσα από την πελούζα προς τις


πολυτελείς προσωρινές τουαλέτες. Η Μία
είπε πως παραγγέλθηκαν ειδικά για την
περίσταση, αλλά δεν είχα ιδέα πως
υπάρχουν σε εκδοχή ντελούξ.

«Θα σε περιμένω εδώ, μωρό μου...»


μουρμουρίζει.

Όταν βγαίνω, η διάθεσή μου έχει φτιάξει


κάπως. Έχω αποφασίσει να μην αφήσω την
κυρία Ρόμπινσον να μου χαλάσει τη βραδιά,
μιας και, μάλλον, αυτό θέλει. Ο Κρίστιαν
μιλάει στο τηλέφωνο λίγο πιο πέρα, σε
τέτοια απόσταση, ώστε να μην τον ακούνε
οι λίγοι άνθρωποι που γελούν και φλυαρούν
εκεί κοντά. Την ώρα που πλησιάζω,
αφουγκράζομαι. Είναι πολύ τσιτωμένος.

«Γιατί άλλαξες γνώμη; Νόμιζα πως είχαμε


συμφωνήσει. Λοιπόν, άσ’ την ήσυχη...
Είναι η πρώτη κανονική σχέση που είχα
ποτέ και δε θέλω να τη θέσεις σε κίνδυνο
έχοντας κάποια άστοχη έγνοια για μένα.
Άσε. Την. Ήσυχη. Το εννοώ, Ελένα!»
Κάνει μια παύση, ακούγοντας. «Όχι,
φυσικά όχι...» Συνοφρυώνεται καθώς το
λέει αυτό. Σηκώνοντας τα μάτια του, με
βλέπει να τον κοιτάζω εξεταστικά. «Πρέπει
να κλείσω. Καληνύχτα». Πατάει το κουμπί
τερματισμού της κλήσης.

Γέρνω το κεφάλι στο πλάι και του


ανασηκώνω το φρύδι. Γιατί της τηλεφωνεί;

«Πώς είναι η αρχαία ιστορία;»


«Στις κακές της...» απαντάει με σαρδόνιο
χαμόγελο. «Θες να χορέψουμε λίγο
ακόμα;Ή θες να φύγεις;» Ρίχνει μια ματιά
στο ρολόι του. «Τα πυροτεχνήματα
αρχίζουν σε πέντε λεπτά».

«Τρελαίνομαι yta τα πυροτεχνήματα!»

«Θα μείνουμε να τα δούμε τότε». Βάζει τα


χέρια του γύρω μου και με τραβάει πιο
κοντά. «Μην την αφήσεις να μπει ανάμεσά
μας, σε παρακαλώ...»

«Σε νοιάζεται...» μουρμουρίζω.

«Ναι. Κι εγώ αυτήν... Ως φίλη».

«Νομίζω πως για κείνη είναι κάτι


παραπάνω από φιλία».
Το μέτωπό του ζαρώνει. «Αναστάζία, η
Ελένα κι εγώ... Είναι περίπλοκο. Έχουμε
μια κοινή ιστορία. Αλλά είναι απλώς αυτό:
ιστορία. Όπως σου είπα πολλές φορές, είναι
καλή φίλη. Αυτό είναι όλο. Σε παρακαλώ,
ξέχασέ τη...»

Φιλάει τα μαλλιά μου, και για να μη


χαλάσω τη βραδιά μας, το αφήνω να
περάσει. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω.

Επιστρέφουμε χέρι χέρι στην πίστα. Η


ορχήστρα είναι ακόμα σε πλήρη δράση.

«Αναστάζία!»

Γυρίζω και βλέπω τον Κάρρικ να στέκεται


πίσω μας.
«Αναρωτιόμουν αν θα μου έκανες την τιμή
να μου χαρίσεις τον επόμενο χορό».

Ο Κάρρικ απλώνει το χέρι. Ο Κρίστιαν


ανασηκώνει τους ώμους και χαμογελάει,
ελευθερώνοντας το χέρι μου. Αφήνω τον
Κάρρικ να με οδηγήσει στην πίστα. Ο Σαμ,
ο αρχηγός του συγκροτήματος, ξεκινάει το
τραγούδι «Come Fly With Me», και ο
Κάρρικ βάζει τα χέρια γύρω από τη μέση
μου και με στροβιλίζει μαλακά μέσα στο
πλήθος.

«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για τη


γενναιόδωρη προσφορά σου στο
φιλανθρωπικό μας ίδρυμα, Αναστάζία».

Από τον τόνο του υποψιάζομαι πως είναι


ένας έμμεσος τρόπος να ρωτήσει αν αυτό
είναι μέσα στα πλαίσια των οικονομικών
μου δυνατοτήτων.

«Κύριε Γκρέυ...»

«Λέγε με Κάρρικ, σε παρακαλώ, Άνα».

«Χαίρομαι που μπορώ να συνεισφέρω.


Χωρίς να το περιμένω, βρέθηκα να έχω
κάποια χρήματα. Δεν τα χρειάζομαι. Και ο
σκοπός είναι αξιέπαινος».

Μου χαμογελάει, και αρπάζω την ευκαιρία


να κάνω μερικές αθώες ερωτήσεις. Carpe
diem, σφυρίζει το υποσυνείδητό μου πίσω
από το χέρι του.

«Ο Κρίστιαν μού είπε κάποια πράγματα για


το παρελθόν του, οπότε νομίζω πως πρέπει
να υποστηρίξω τη δουλειά σας» προσθέτω,
ελπίζοντας πως αυτό μπορεί να ενθαρρύνει
τον Κάρρικ να μου αποκαλύψει κάποιες
πτυχές του μυστηρίου που αποτελεί ο γιος
του.

Ο Κάρρικ έχει μείνει έκπληκτος. «Σου είπε;


Αυτό δεν είναι συνηθισμένο. Σίγουρα είχες
πολύ θετική επίδραση επάνω του,
Αναστάζια. Δε νομίζω πως τον έχω ξαναδεί
τόσο... Κεφάτο».

Κοκκινίζω.

«Με συγχωρείς... Δεν ήθελα να σε φέρω σε


δύσκολη θέση».

«Απ’ ό,τι μπορώ να πω με την περιορισμένη


εμπειρία μου, είναι πολύ ασυνήθιστος
άνθρωπος...» ψελλίζω.
«Είναι» συμφωνεί ήρεμα ο Κάρρικ.

«Τα πρώτα παιδικά χρόνια του Κρίστιαν


φαίνεται πως ήταν μια φρικτά τραυματική
εμπειρία, απ’ ό,τι μου είπε».

Ο Κάρρικ κατσουφιάζει, και ανησυχώ


μήπως ξεπέρασα τα όρια.

«Η γυναίκα μου είχε βάρδια όταν τον έφερε


η αστυνομία. Ήταν πετσί και κόκαλο και
εντελώς αφυδατωμένος. Δεν εννοούσε να
μιλήσει...» Ο Κάρρικ κατσουφιάζει πάλι,
βουλιάζοντας στην απαίσια ανάμνηση,
παρά τη χαρούμενη μουσική που μας
περιβάλλει. «Για την ακρίβεια, έκανε
σχεδόν δύο χρόνια να μιλήσει. Αυτό που
τον ώθησε να βγει έξω από τον εαυτό του
ήταν το πιάνο. Α, και ο ερχομός της Μία
φυσικά!» προσθέτει χαμογελώντας
τρυφερά.

«Παίζει όμορφα... Κι έχει καταφέρει τόσο


πολλά. Πρέπει να είστε περήφανοι γι’
αυτόν». Ακούγομαι αφηρημένη. Γαμώτο
μου — δε μιλούσε επί δύο χρόνια...

«Πάρα πολύ. Είναι ένας πολύ


αποφασιστικός, πολύ ικανός, πολύ ευφυής
νεαρός. Αλλά μεταξύ μας, Αναστάζια, για
τη μητέρα του και μένα το πραγματικά
συναρπαστικό είναι να τον βλέπουμε όπως
είναι απόψε ανέμελο, να φέρεται σύμφωνα
με την ηλικία του. Το σχολιάζαμε και οι
δύο σήμερα. Νομίζω πως πρέπει να
ευχαριστήσουμε εσένα γι’ αυτό...»

Έχω την αίσθηση πως κοκκινίζω έως τις


ρίζες των μαλλιών μου. Τι να του πω;
«Ήταν πάντα πολύ μοναχικός. Νομίζαμε
πως δε θα τον βλέπαμε ποτέ με κοπέλα. Ό,τι
κι .αν είναι αυτό που κάνεις, σε παρακαλώ
να μην το σταματήσεις. Θα θέλαμε να τον
δούμε ευτυχισμένο». Ξαφνικά σταματάει,
θαρρείς και ξεπέρασε εκείνος τα όρια.
«Λυπάμαι... Δεν ήθελα να σε φέρω σε
δύσκολη θέση».

Κουνάω το κεφάλι. «Θα ήθελα κι εγώ να


τον δω ευτυχισμένο...» μουρμουρίζω, μην
ξέροντας τι άλλο να πω.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες απόψε!


Ήταν μεγάλη χαρά να σας δούμε μαζί».

Καθώς σβήνουν οι τελευταίες νότες του


«Come Fly With Me», ο Κάρρικ με αφήνει
και υποκλίνεται, κι εγώ ανταποδίδω την
ευγενική κίνηση λυγίζοντας τα γόνατα σε
μια υπόκλιση.

«Φτάνουν οι χοροί με γέρους!» Ο Κρίστιαν


είναι πάλι δίπλα μου.

Ο Κάρρικ γελάει. «Όχι και τόσο γέρος, γιε


μου... Είναι γνωστό πως έχω κι εγώ τις
στιγμές μου». Ο Κάρρικ μού κλείνει
παιχνιδιάρικα το μάτι και απομακρύνεται
αργά μέσα από το πλήθος.

«Νομίζω πως ο μπαμπάς μου σε


συμπαθεί...» λέει σιγανά ο Κρίστιαν
παρακολουθώντας τον πατέρα του να
αναμειγνύεται με τον κόσμο.

«Και γιατί να μη με συμπαθεί;» Τον


κοιτάζω κοκέτικα, πεταρίζοντας τις
βλεφαρίδες μου.
«Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο,
δεσποινίς Στιλ ». Με τραβάει στην αγκαλιά
του καθώς η ορχήστρα αρχίζει να παίζει το
«It Had to Be You».

«Χόρεψε μαζί μου...» ψιθυρίζει δελεαστικά.

«Ευχαρίστως, κύριε Γκρέυ!» Χαμογελάω,


και με οδηγεί άλλη μία φορά στην πίστα.

ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΜΕ
στην παραλία ανάμεσα στην τέντα και στο
λεμβοστάσιο, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι
υπόλοιποι καλεσμένοι για να δουν τα
πυροτεχνήματα. Ο κομπέρ, που έχει
αναλάβει πάλι τα ηνία, μας έχει επιτρέψει
να βγάλουμε τις μάσκες, για να
παρακολουθήσουμε καλύτερα το θέαμα. Ο
Κρίστιαν έχει το μπράτσο του γύρω μου,
αλλά έχω συνείδηση πως ο Τέυλορ και ο
Σόγερ βρίσκονται κοντά, ίσως επειδή τώρα
είμαστε μέσα στο πλήθος. Κοιτάζουν
παντού εκτός από την αποβάθρα, όπου δύο
μαυροντυμένοι τεχνικοί κάνουν τις
τελευταίες ετοιμασίες. Όταν βλέπω τον
Τέυλορ, θυμάμαι τη Λέιλα. Ίσως είναι εδώ.
Γαμώτο! Η σκέψη μού παγώνει το αίμα και
φωλιάζω στην αγκαλιά του Κρίστιαν. Με
κοιτάζει και με σφίγγει επάνω του.

«Είσαι εντάξει, μωρό μου; Κρυώνεις;»

«Εντάξει είμαι».

Ρίχνω μια γρήγορη ματιά πίσω μας και


βλέπω τους άλλους δύο σεκιουριτάδες, των
οποίων τα ονόματα δε θυμάμαι, να
στέκονται εκεί κοντά. Μετακινώντας με
μπροστά του, ο Κρίστιαν βάζει και τα δυο
του χέρια γύρω μου, πάνω από τους ώμους
μου.

Ξαφνικά ένα συγκλονιστικό κλασικό


κομμάτι αρχίζει να ακούγεται από την
αποβάθρα, και δύο φωτοβολίδες χαράζουν
τον αέρα και σκάνε με ένα εκκωφαντικό
μπαμ πάνω από τον κόλπο, φωτίζοντάς τον
με έναν αστραφτερό θόλο από λαμπερό
πορτοκαλί και άσπρο, που καθρεφτίζεται σε
μια απαστράπτουσα βροχή πάνω από τα
ήρεμα νερά του κόλπου. Μένω με το στόμα
ολάνοιχτο, καθώς πολλά ακόμα
πυροτεχνήματα σκίζουν τον αέρα και
εκρήγνυνται σ’ ένα καλειδοσκόπιο
χρωμάτων.

Δε θυμάμαι να έχω ξαναδεί τόσο


εντυπωσιακή επίδειξη, εκτός ίσως από την
τηλεόραση, και ποτέ δε φαίνεται τόσο
ωραία στην τηλεόραση. Όλα είναι
συγχρονισμένα με τη μουσική. Η μια
ομοβροντία μετά την άλλη, η μια έκρηξη
μετά την άλλη, το ένα φως μετά το άλλο,
και το πλήθος να ανταποκρίνεται με
κραυγές έκπληξης και με «Ωωω!» και
«Ααα!». Είναι απίστευτο.

Επάνω στη σχεδία στον κόλπο ξεπηδούν


πολλά ασημένια φωτεινά σιντριβάνια έξι
μέτρα ψηλά στον αέρα, αλλάζοντας χρώμα
από μπλε σε κόκκινο, πορτοκαλί και
ασημένιο και ύστερα εκτοξεύονται κι άλλες
φωτοβολίδες καθώς η μουσική φτάνει στο
κρεσέντο της.

Το πρόσωπό μου έχει αρχίσει να πονάει από


το γελοίο χαμόγελο θαυμασμού που είναι
κολλημένο επάνω του. Κοιτάζω τον
Πενήντα, κι έχει το ίδιο ύφος,
απολαμβάνοντας σαν παιδάκι το
εντυπωσιακό θέαμα. Για το φινάλε μια
ομοβροντία έξι φωτοβολίδων, που σκίζουν
το σκοτάδι και εκρήγνυνται ταυτόχρονα,
μας λούζει σ’ ένα υπέροχο χρυσαφένιο φως,
ενώ το πλήθος ξεσπάει σε ξέφρενα,
ενθουσιώδη χειροκροτήματα.

«Κυρίες και κύριοι!» φωνάζει ο κομπέρ την


ώρα που τα χειροκροτήματα και τα
σφυρίγματα σβήνουν. «Μόνο κάτι ακόμα
έχω να προσθέσω στο τέλος αυτής της
υπέροχης βραδιάς* η γενναιοδωρία σας
συγκέντρωσε συνολικά ένα εκατομμύριο
οχτακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες
δολάρια!»

Ο κόσμος ξεσπάει ξανά σε αυθόρμητα


χειροκροτήματα, και από τη σχεδία
φωτίζεται ένα μήνυμα σε ασημένια ποτάμια
από σπίθες, που σχηματίζουν τη φράση
«Ευχαριστούμε από το Πρόγραμμα “Το
Αντιμετωπίζουμε Μαζί”», αστράφτοντας
και λάμποντας πάνω από το νερό.

«Ω Κρίστιαν... Ήταν υπέροχο». Του


χαμογελάω και σκύβει να με φιλήσει.

«Ώρα να φεύγουμε...» μουρμουρίζει, με ένα


πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο όμορφο
πρόσωπό του. Τα λόγια του είναι
φορτωμένα υποσχέσεις.

Ξαφνικά νιώθω πολύ κουρασμένη. Εκείνος


σηκώνει πάλι τα μάτια του, και ο Τέυλορ
βρίσκεται κοντά μας, ενώ το πλήθος γύρω
μας διαλύεται. Δε μιλούν, αλλά κάτι
διακοινώνεσαι μεταξύ τους.
«Μείνε μαζί μου ένα λεπτό. Ο Τέυλορ θέλει
να περιμένουμε μέχρι να διαλυθεί το
πλήθος».
Ω...

«Νομίζω πως η επίδειξη των


πυροτεχνημάτων τον γέρασε εκατό χρόνια»
προσθέτει.

«Δεν του αρέσουν τα πυροτεχνήματα;»

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει τρυφερά και κουνάει


το κεφάλι, αλλά δε δίνει περισσότερες
εξηγήσεις. «Ώστε λοιπόν, Άσπεν...» λέει, και
ξέρω πως προσπαθεί να μου αποσπάσει την
προσοχή από κάτι. Πιάνει.

«Οχ, όχι... Δεν πλήρωσα για την προσφορά


μου!» αναφωνώ.

«Μπορείς να στείλεις τσεκ. Έχω τη


διεύθυνση».
«Ήσουν πολύ θυμωμένος».

«Ναι, ήμουν».

Χαμογελάω. «Εσύ φταις και τα παιχνίδια


σου...»

«Ήσαστε πολύ καταβεβλημένη, δεσποινίς


Στιλ. Πολύ ικανοποιητικό αποτέλεσμα, αν
θυμάμαι καλά...» αποκρίνεται με ένα λάγνο
χαμόγελο. «Επί τη ευκαιρία, πού είναι;»

«Οι ασημένιες μπάλες; Στην τσάντα μου;»

«Θα τις ήθελα πίσω. Παραείναι ισχυρή


συσκευή για να μείνει στα αθώα χέρια
σου».

«Ανησυχείς μήπως καταβληθώ πάλι; Ίσως


με κάποιον άλλο;»
Τα μάτια του γυαλίζουν επικίνδυνα.
«Ελπίζω ότι δε θα συμβεί τέτοιο πράγμα»
απαντάει, και η φωνή του έχει κάτι το
παγερά αιχμηρό. «Αλλά όχι, Άνα. Θέλω
όλη σου την απόλαυση».

Για κοίτα. «Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;»

«Απεριόριστη. Τώρα μπορώ να τις έχω


πίσω;»

«Θα το σκεφτώ...» Με κοιτάζει


στενεύοντας τα μάτια.

Από την πίστα ακούγεται κι άλλη μουσική,


αλλά είναι ένας ντιτζέι που παίζει ένα
εκκωφαντικό κομμάτι, με τα μπάσα να
σφυροκοπούν τα αυτιά ανελέητα.

«Θες να χορέψουμε;»
«Είμαι πραγματικά κουρασμένη,
Κρίστιαν... Θα ήθελα να φύγουμε, αν δεν
πειράζει».

Ο Κρίστιαν κοιτάζει τον Τέυλορ, που


γνέφει καταφατικά, και ξεκινάμε για το
σπίτι ακολουθώντας δύο μεθυσμένους
καλεσμένους. Νιώθω ευγνωμοσύνη όταν ο
Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι τα πόδια μου
πονούν από το ιλιγγιώδες ύψος και τη στενή
φόρμα των παπουτσιών μου.

Η Μία έρχεται χοροπηδώντας προς το


μέρος μας. «Δε φεύγετε, ε; Τώρα ξεκινάει
η πραγματική μουσική. 'Ελα, Άνα! » Με
αρπάζει από το χέρι.

« Μία! » τη μαλώνει ο Κρίστιαν. «Η


Αναστάζια είναι κουρασμένη. Πάμε σπίτι.
Άλλωστε έχουμε μεγάλη μέρα αύριο».
Μπα;

Η Μία στραβομουτσουνιάζει, αλλά


περιέργως δεν πιέζει τον Κρίστιαν. «Πρέπει
να έρθεις κάποια στιγμή την άλλη
εβδομάδα. Ίσως πάμε στο εμπορικό
κέντρο».

«Βέβαια, Μία!» Χαμογελάω, αν και στο


πίσω μέρος του μυαλού μου αναρωτιέμαι
πώς θα γίνει αυτό αφού πρέπει να δουλέψω
για το ψωμί μου.

Μου δίνει ένα πεταχτό φιλί και ύστερα


αγκαλιάζει σφιχτά τον Κρίστιαν,
αιφνιδιάζοντάς μας και τους δύο. Ακόμα
πιο εκπληκτικό είναι το ότι βάζει τα χέρια
της απευθείας επάνω στα πέτα του
σακακιού του, κι εκείνος απλώς την
κοιτάζει καρτερικά.
«Μ’ αρέσει που σε βλέπω τόσο
ευτυχισμένο!» λέει γλυκά και τον φιλάει
στο μάγουλο. «Γεια σας. Να περνάτε
καλά!»

Φεύγει χοροπηδώντας και κατευθύνεται


προς το μέρος όπου την περιμένουν οι φίλες
της ανάμεσά τους και η Λίλυ, που φαίνεται
ακόμα πιο ξινή χωρίς τη μάσκα της.

Αναρωτιέμαι άσκοπα πού βρίσκεται ο Σον.

«Θα αποχαιρετήσουμε τους γονείς μου


προτού φύγουμε. Έλα».

Ο Κρίστιαν με οδηγεί μέσα από ένα κοπάδι


καλεσμέ-

νων στην Γκρέις και στον Κάρρικ, που μας


αποχαιρετούν ζεστά.
«Σε παρακαλώ να έρθεις ξανά, Αναστάζια.
Ήταν μεγάλη χαρά που ήσουν εδώ» λέει
ευγενικά η Γκρέις.

Έχω συγκινηθεί από την αντίδραση της


Γκρέις και του Κάρρικ. Ευτυχώς, οι γονείς
της Γκρέις έχουν αποσυρθεί για να
κοιμηθούν, κι έτσι γλιτώνω τουλάχιστον
από τον δικό τους ενθουσιασμό.

Μέσα σε χαλαρή, εξαντλητική σιωπή ο


Κρίστιαν κι εγώ προχωράμε χέρι χέρι προς
το μπροστινό μέρος του σπιτιού, όπου
αμέτρητα αυτοκίνητα περιμένουν να
παραλάβουν καλεσμένους. Κοιτάζω τον
Πενήντα. Φαίνεται ευτυχισμένος. Είναι
μεγάλη ευχαρίστηση να τον βλέπω έτσι, αν
και υποψιάζομαι πως είναι ασυνήθιστο
έπειτα από μια τόσο παράξενη μέρα.
«Δεν κρυώνεις;» ρωτάει.

«Όχι, ευχαριστώ». Σφίγγω τη σατέν εσάρπα


μου.

«Τη χάρηκα πραγματικά τη σημερινή


βραδιά, Αναστάζια. Ευχαριστώ».

«Κι εγώ. Κάποιες στιγμές περισσότερο από


άλλες...» αποκρίνομαι γελώντας.

Χαμογελάει και γνέφει καταφατικά.


Ύστερα το μέτωπό του ζαρώνει. «Μη
δαγκώνεις το χείλος σου...» μου λέει
προειδοποιητικά, με τρόπο που κάνει το
αίμα μου να τραγουδάει.

«Τι εννοούσες όταν έλεγες για μεγάλη μέρα


αύριο;» ρωτάω για να ξεχαστώ.
«Έρχεται η δόκτωρ Γκριν για να σε βάλει
σε μια σειρά. Επιπλέον σου έχω και μια
έκπληξη».

«Η δόκτωρ Γκριν;» Σταματάω.

«Ναι».

«Γιατί;»

«Επειδή σιχαίνομαι τα προφυλακτικά»


απαντάει ήρεμα. Τα μάτια του γυαλίζουν
στο απαλό φως που ρίχνουν τα χάρτινα
φαναράκια, ζυγίζοντας την αντίδρασή μου.

«Δικό μου είναι το σώμα!» αντιγυρίζω,


ενοχλημένη που δε με ρώτησε.

«Είναι και δικό μου...» ψιθυρίζει.


Τον κοιτάζω, ενώ διάφοροι καλεσμένοι μάς
προσπερνούν αγνοώντας μας. Φαίνεται
πολύ σοβαρός. Ναι, το κορμί μου είναι δικό
του... Το ξέρει καλύτερα από μένα.

Απλώνω το χέρι, και τραβιέται


ανεπαίσθητα, αλλά μένει ακίνητος.
Αρπάζοντας την άκρη του παπιγιόν του, την
τραβάω και το λύνω, αποκαλύπτοντας το
επάνω κουμπί του πουκάμισού του, Το
ξεκουμπώνω μαλακά.

«Έτσι είσαι σέξι...» λέω μουρμουριστά


πάντα είναι σέξι, αλλά έτσι είναι
πραγματικά σέξι.

Χαμογελάει. «Πρέπει να σε πάω σπίτι.


Έλα».
Στο αυτοκίνη :ο ο Σόγερ δίνει στον
Κρίστιαν έναν φάκελο. Σκυθρωπιάζει και
με κοιτάζει την ώρα που ο Τέυλορ με βάζει
μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Τέυλορ φαίνεται
ανακουφισμένος για κάποιον λόγο. Ο
Κρίστιαν μπαίνει στο αυτοκίνητο και μου
δίνει τον φάκελο χωρίς να τον ανοίξει, ενώ
ο Τέυλορ και ο Σόγερ παίρνουν τις θέσεις
τους μπροστά.

«Απευθύνεται σε σένα. Ένα από τα μέλη


του προσωπικού τον έδωσε στον Σόγερ.
Από άλλη μία ξελογιασμένη καρδιά,
αναμφίβολα...» Το στόμα του Κρίστιαν
συσπάται. Είναι ολοφάνερο πως αυτή η
σκέψη τού είναι δυσάρεστη.

Κοιτάζω τον φάκελο. Από ποιον είναι; Τον


ανοίγω και διαβάζω γρήγορα το σημείωμα
στο αμυδρό φως. Γαμώτο. Είναι από αυτήν]
Γιατί δε με αφήνει ήσυχη;

Γαμώτο... Έχει υπογράψει ως κυρία


Ρόμπινσον! Της το είπε. Το κάθαρμα.

«Της το είπες;»

«Σε ποια είπα τι;»

«Πως τη φωνάζω κυρία Ρόμπινσον!»


πετάω.
«Είναι από την Ελενα;» Ο Κρίστιαν έχει
πάθει σοκ. «Αυτό είναι γελοίο!» λέει
θυμωμένα, περνώντας το χέρι μέσα από τα
μαλλιά του. Καταλαβαίνω πως είναι
εκνευρισμένος. «Θα ασχοληθώ μαζί της
αύριο. Ή τη Δευτέρα» συμπληρώνει
παγερά.

Και παρόλο που ντρέπομαι να το


παραδεχτώ, ένα πολύ μικρό κομμάτι μου
χαίρεται. Το υποσυνείδητό μου γνέφει με
βαθυστόχαστο ύφος. Η Ελένα τού σπάει τα
νεύρα, κι αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι
- σίγουρα. Αποφασίζω να μην πω τίποτα
προς το παρόν, αλλά φυλάω το σημείωμά
της στην τσάντα μου και, με μια χειρονομία
που εγγυημένα θα του φτιάξει το κέφι, του
επιστρέφω τις μπάλες.

«Μέχρι την επόμενη φορά...» μουρμουρίζω.


Με κοιτάζει, και είναι δύσκολο να δω το
πρόσωπό του στο σκοτάδι, όμως νομίζω ότι
χαμογελάει αχνά. Πιάνει το χέρι μου και το
ζουλάει.

Κοιτάζω το σκοτάδι έξω από το παράθυρο


και σκέφτομαι αυτήν τη μεγάλη μέρα.
Έμαθα τόσο πολλά για κείνον,
συγκέντρωσα πολλές λεπτομέρειες που
έλειπαν - τα ινστιτούτα, ο οδικός χάρτης, η
παιδική του ηλικία. Υπάρχουν όμως πολύ
περισσότερα ακόμα να ανακαλύψω. Και η
κυρία Ρ; Ναι, νοιάζεται γι’ αυτόν, και πολύ
μάλιστα, κατά τα φαινόμενα. Το βλέπω, και
νοιάζεται κι αυτός για κείνην. Αλλά όχι με
τον ίδιο τρόπο. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ πια.
Όλες αυτές οι πληροφορίες μού φέρνουν
πονοκέφαλο.
Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΕ ΞΥΠΝΑΕΙ ακριβώς την
ώρα που σταματάμε έξω από το Εσκάλα.
«Πρέπει να σε κουβαλήσω;» ρωτάει σιγανά.

Γνέφω νυσταγμένα. Δεν υπάρχει


περίπτωση.

Καθώς στεκόμαστε στο ασανσέρ, γέρνω


επάνω του, βάζοντας το κεφάλι .μου στον
ώμο του. Ο Σόγερ στέκεται μπροστά μας,
ζυγιάζοντας αμήχανα το βάρος του από το
ένα πόδι στο άλλο.

«Ήταν πολύ μεγάλη μέρα.Έτσι δεν είναι,


Αναστάζία;»

Συγκατανεύω.

«Κουρασμένη;»
Γνέφω καταφατικά.

«Δεν είσαι και πολύ ομιλητική».

Γνέφω καταφατικά, και χαμογελάει.

«Έλα. Θα σε βάλω στο κρεβάτι».

Βγαίνουμε από το ασανσέρ και με παίρνει


από το χέρι, αλλά σταματάμε στον
προθάλαμο όταν ο Σόγερ σηκώνει το χέρι
του; Μέσα σ’ εκείνο το κλάσμα του
δευτερολέπτου ξυπνάω εντελώς. Ο Σόγερ
μιλάει στο μανίκι του. Δεν είχα ιδέα ότι
φορούσε ασύρματο.

«Εντάξει, Τ...» λέει και στρέφεται προς το


μέρος μας. «Κύριε Γκρέυ, τα λάστιχα στο
Audi της δεσποινίδας Στιλ έχουν ξεσκιστεί
και του έχουν πετάξει μπογιές».
Γαμώτο. Το αυτοκίνητό μου! Ποιος θα έκανε
τέτοιο πράγμα; Και ξέρω την απάντηση
αμέσως μόλις η ερώτηση παίρνει μορφή
μέσα στο μυαλό μου. Η Λέιλα. Κοιτάζω τον
Κρίστιαν. Έχει ασπρίσει.

«Ο Τέυλορ ανησυχεί μήπως τυχόν ο


δράστης έχει μπει στο διαμέρισμα και
βρίσκεται ακόμα εκεί, Θέλει να βεβαιωθεί».

«Κατάλαβα» αποκρίνεται ο Κρίστιαν.


«Ποιο είναι το σχέδιο του Τέυλορ;»

«Ανεβαίνει με το ασανσέρ υπηρεσίας μαζί


με τον Ρέυνολντς και τον Ράιαν. Θα
χτενίσουν την περιοχή και θα μας δώσουν
το οκέι. Εγώ θα περιμένω μαζί σας, κύριε».

«Ευχαριστώ, Σόγερ». Ο Κρίστιαν σφίγγει


το χέρι γύρω μου. «Η μέρα γίνεται ολοένα
και καλύτερη...» αναστενάζει με πίκρα
χώνοντας τη μύτη του στα μαλλιά μου.
«Άκου... Δεν μπορώ να στέκομαι εδώ
άπρακτος. Σόγερ, πρόσεχε τη δεσποινίδα
Στιλ. Μην την αφήσεις μέχρι να πάρεις το
οκέι. Είμαι σίγουρος πως ο Τέυλορ αντιδρά
υπερβολικά. Αδύνατον να μπει εκείνη στο
διαμέρισμα».

Τι; «Όχι, Κρίστιαν. Πρέπει να μείνεις μαζί


μου...» τον ικετεύω.

Ο Κρίστιαν με αφήνει. «Κάνε αυτό που σου


λένε, Αναστάζια. Περίμενε εδώ».

Όχι!

«Σόγερ;» λέει ο Κρίστιαν.


Ο Σόγερ ανοίγει την πόρτα του προθάλαμου
για να αφήσει τον Κρίστιαν να μπει στο
διαμέρισμα και ύστερα την κλείνει πίσω του
και στέκεται μπροστά της, κοιτάζοντάς με
ατάραχος.

Γαμώτο. Κρίστιαν! Κάθε είδους τρομερές


επιπτώσεις περνούν από το μυαλό μου,
αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να
στέκομαι και να περιμένω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΧΤΩ

Ο ΣΟΓΕΡ ΜΙΛΑΕΙ ΠΑΛΙ στο μανίκι του.


«Τέυλορ, ο κύριος Γκρέυ μπήκε στο
διαμέρισμα». Τινάζεται και αρπάζει το
ακουστικό, τραβώντας το έξω από το αυτί
του. Προφανώς ο Τέυλορ τον βρίζει
στερεοφωνικά.

Οχ, όχι -αν ο Τέυλορ ανησυχεί...

«Σε παρακαλώ, άσε με να μπω μέσα...» τον


εκλιπαρώ.

«Με συγχωρείτε, δεσποινίς Στιλ. Δε θα


αργήσουμε πολύ». Ο Σόγερ σηκώνει και τα
δυο του χέρια σε μια αμυντική χειρονομία.
«Ο Τέυλορ και τα παιδιά μόλις τώρα
μπαίνουν στο διαμέρισμα».

Ω, αισθάνομαι τόσο ανήμπορη. Στέκομαι


τελείως ακίνητη και στήνω αυτί για τον
παραμικρό θόρυβο, αλλά το μόνο που
ακούω είναι η βαριά ανάσα μου. Είναι
δυνατή και ρηχή, το κρανίο μου
μυρμηγκιάζει, το στόμα μου είναι ξερό και
νιώθω έτοιμη να λιποθυμήσω. Σε
παρακαλώ, ας είναι καλά ο Κρίστιαν,
προσεύχομαι σιωπηλά.

Δεν έχω ιδέα πόση ώρα περνάει, και


εξακολουθούμε να μην ακούμε τίποτα. Η
έλλειψη θορύβου είναι σίγουρα καλό
σημάδι δεν ακούγονται πυροβολισμοί.
Αρχίζω να κάνω κύκλους γύρω από το
τραπέζι στον προθάλαμο και να παρατηρώ
τους πίνακες στους τοίχους για να
απασχολήσω το μυαλό μου.

Δεν τους έχω ξανακοιτάξει ποτέ


πραγματικά: όλοι παραστατικοί πίνακες,
όλοι θρησκευτικοί η Παναγία με το βρέφος,
και στους δεκαέξι. Πολύ παράξενο.
Ο Κρίστιαν δεν είναι θρησκευόμενος.
Σωστά; Όλοι οι πίνακες στο μεγάλο
δωμάτιο είναι αφαιρετικοί αυτοί εδώ είναι
αρκετά διαφορετικοί. Δεν τραβούν πολλή
ώρα την προσοχή μου. Πού είναι ο
Κρίστιαν;

Κοιτάζω τον Σόγερ, ο οποίος με


παρακολουθεί ατάραχος.

«Τι γίνεται;»

«Κανένα νέο, δεσποινίς Στιλ».

Ξαφνικά το χερούλι της πόρτας κινείται. Ο


Σόγερ γυρίζει σαν σβούρα και τραβάει ένα
όπλο από τη θήκη κάτω από τον ώμο του.

Παγώνω. Στην πόρτα εμφανίζεται ο


Κρίστιαν.
«Όλα εντάξει...» λέει
στραβομουτσουνιάζοντας στον Σόγερ, που
κρύβει αμέσως το όπλο του και κάνει ένα
βήμα πίσω για να με αφήσει να μπω. «Ο
Τέυλορ αντιδρά υπερβολικά...» γκρινιάζει ο
Κρίστιαν απλώνοντάς μου το χέρι.

Στέκομαι και τον κοιτάζω με το στόμα να


χάσκει, μην μπορώντας να κουνηθώ,
προσέχοντας κάθε μικρή λεπτομέρεια: τα
ανακατωμένα μαλλιά του, την ένταση γύρω
από τα μάτια του, το σφιγμένο σαγόνι του,
τα δύο ξεκούμπωτα επάνω κουμπιά του
πουκάμισού του. Μου φαίνεται πως έχω
γεράσει δέκα χρόνια.

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει σκυθρωπός,


ανήσυχος. Τα μάτια του είναι σκοτεινά.
«Όλα καλά, μωρό μου...» Με πλησιάζει και
με τυλίγει στην αγκαλιά του, φιλώντας τα
μαλλιά μου. «Έλα. Είσαι κουρασμένη.
Κρεβάτι».

«Ανησύχησα τόσο πολύ...» μουρμουρίζω


απολαμβάνοντας την αγκαλιά του και
αναπνέοντας το γλυκό, γλυκό άρωμά του με
το κεφάλι μου επάνω στο στήθος του.

«Το ξέρω. Όλοι είμαστε νευρικοί».

Ο Σόγερ έχει εξαφανιστεί. Μάλλον


βρίσκεται μέσα στο διαμέρισμα.

«Ειλικρινά, κύριε Γκρέυ, οι πρώην σας


αποδεικνύονται μεγάλη πρόκληση...» λέω
σαρκαστικά.

Ο Κρίστιαν χαλαρώνει. «Ναι. Έτσι είναι».


Με αφήνει, και πιάνοντάς με από το χέρι, με
οδηγεί στον διάδρομο και μετά στο μεγάλο
δωμάτιο.

«Ο Τέυλορ και η ομάδα του ελέγχουν όλα


τα ντουλάπια και τις ντουλάπες. Δε νομίζω
πως είναι εδώ».

«Γιατί να είναι εδώ; Δεν είναι λογικό».

«Ακριβώς».

«Μπορούσε να μπει μέσα;»

«Δε βλέπω πώς. Αλλά ο Τέυλορ μερικές


φορές είναι υπερβολικά σχολαστικός».

«Έψαξες στην αίθουσα ψυχαγωγίας σου;»


ψιθυρίζω.
Ο Κρίστιαν μού ρίχνει μια γρήγορη ματιά,
και το μέτωπό του ζαρώνει. «Ναι. Είναι
κλειδωμένη αλλά εγώ και ο Τέυλορ την
ελέγξαμε».

Παίρνω μια βαθιά, εξαγνιστική ανάσα.

«Θες ένα ποτό ή κάτι άλλο;» (ρωτάει ο


Κρίστιαν.

« Όχι ...» Η κούραση με πλημμυρίζει —


θέλω απλώς να πάω για ύπνο.

«Έλα. Θα σε βάλω στο κρεβάτι. Φαίνεσαι


εξαντλημένη». Η έκφραση του Κρίστιαν
μαλακώνει.

Κατσουφιάζω. Αυτός δε θα έρθει; Θέλει να


κοιμηθεί μόνος του;
Ανακουφίζομαι όταν με οδηγεί στο δωμάτιό
του. Αφήνω το τσαντάκι μου επάνω στη
σιφονιέρα και το ανοίγω για να το αδειάσω.
Το μάτι μου πιάνει το σημείωμα της κυρίας
Ρόμπινσον.

«Ορίστε». Το δίνω στον Κρίστιαν. «Δεν


ξέρω αν θες να το διαβάσεις. Εγώ θέλω να
το αγνοήσω».

Ο Κρίστιαν τού ρίχνει μια ματιά, και το


σαγόνι του σφίγγεται. «Δεν ξέρω ποια κενά
μπορεί να συμπληρώσει...» μουρμουρίζει
περιφρονητικά. «Πρέπει να μιλήσω στον
Τέυλορ». Με κοιτάζει. «Άσε με να σου
ξεκουμπώσω το φερμουάρ».

«Σκοπεύεις να καλέσεις την αστυνομία για


το αυτοκίνητο;» τον ρωτάω καθώς γυρίζω
από την άλλη.
Μου παραμερίζει τα μαλλιά, με τα δάχτυλά
του να περνούν ξυστά από τη γυμνή μου
πλάτη, και τραβάει το φερμουάρ μου.

«Όχι. Δέ θέλω να ανακατευτεί η αστυνομία.


Η Λέιλα χρειάζεται βοήθεια, όχι
αστυνομική παρέμβαση, και δεν τους θέλω
εδώ. Απλώς πρέπει να διπλασιάσουμε τις
προσπάθειές μας να τη βρούμε». Σκύβει και
μου δίνει ένα απαλό φιλί στον ώμο. «Πέσε
για ύπνο!» με προστάζει και ύστερα
εξαφανίζεται.

ΕΙΜΑΙ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ


το ταβάνι, περιμένοντάς τον να γυρίσει.
Έγιναν τόσο πολλά σήμερα, τόσο πολλά
που πρέπει να επεξεργαστώ. Από πού να
αρχίσω;
Ξυπνάω με ένα τίναγμα,
αποπροσανατολισμένη. Με πήρε ο ύπνος;
Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα στην αμυδρή
λάμψη που μπαίνει από τον διάδρομο μέσα
από τη μισάνοιχτη πόρτα του υπνοδωματίου
και προσέχω πως ο Κρίστιαν δεν είναι μαζί
μου. Πού βρίσκεται; Σηκώνω το βλέμμα.
Όρθια στην άκρη του κρεβατιού είναι μια
σκιά. Μια γυναίκα ίσως; Μαυροντυμένη;
Δύσκολο να ξεχωρίσω.

Μες στη σύγχυσή μου απλώνω το χέρι και


ανάβω το φως. Ξανακοιτάζω, αλλά δεν
υπάρχει κανένας. Κουνάω το κεφάλι.
Μήπως το φαντάστηκα; Το ονειρεύτηκα;

Ανακάθομαι και χτενίζω με το βλέμμα


ολόγυρα το δωμάτιο, με μια αόριστη,
ύπουλη ταραχή να με κυριεύει - όμως είμαι
εντελώς μόνη.
Τρίβω το πρόσωπό μου. Τι ώρα είναι; Πού
βρίσκεται ο Κρίστιαν; Το ξυπνητήρι δείχνει
πως είναι δύο και τέταρτο το πρωί.

Σηκώνομαι ζαβλακωμένη από το κρεβάτι


και ξεκινάω να τον βρω, ταραγμένη από την
υπερδραστήρια φαντασία μου. Τώρα βλέπω
και πράγματα. Πρέπει να είναι αντίδραση
από τα δραματικά γεγονότα της βραδιάς.

Το μεγάλο δωμάτιο είναι άδειο, και το μόνο


φως έρχεται από τις τρεις κρεμαστές λάμπες
πάνω από τον πάγκο του πρωινού. Αλλά η
πόρτα του γραφείου του είναι μισάνοιχτη;
και τον ακούω στο τηλέφωνο.

«Δεν ξέρω γιατί παίρνεις τέτοια ώρα. Δεν


έχω τίποτα να σου πω... Εντάξει, τώρα
μπορείς να μου μιλήσεις. Δε χρειάζεται ν’
αφήσεις μήνυμα».
Στέκομαι ακίνητη δίπλα στην πόρτα,
κρυφακούοντας ένοχα. Σε ποιον μιλάει;

«Όχι, εσύ ν’ ακούσεις! Σ’ το ζήτησα και


τώρα σ’ το δηλώνω. Άσ’ την ήσυχη. Δεν
έχει καμία σχέση μαζί σου!
Καταλαβαίνεις;»

Ακούγεται εριστικός και οργισμένος.


Διστάζω να χτυπήσω.

«Το ξέρω. Αλλά το εννοώ, Ελένα. Άσ’ την


ήσυχη, γαμώτο μου! Τι θες; Πρέπει να σ’
το δώσω σε τριπλότυπο; Μ’ ακούς; Ωραία.
Καληνύχτα!» Κοπανάει το τηλέφωνο
επάνω στο γραφείο.

Ω, γαμώτο... Χτυπάω διστακτικά την πόρτα.


«Τι;» γρυλίζει, και σχεδόν θέλω να το βάλω
στα πόδια και να κρυφτώ.

Κάθεται στο γραφείο του με το κεφάλι στα


χέρια.

Σηκώνει τη ματιά του, και η έκφρασή του


είναι άγρια, αλλά το πρόσωπό του
μαλακώνει αμέσως όταν με βλέπει. Τα
μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά και
επιφυλακτικά. Ξαφνικά δείχνει πολύ
κουρασμένος, και η καρδιά μου σφίγγεται.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια, και το βλέμμα του


κατεβαίνει στα πόδια μου και ξανά πίσω.
Φοράω ένα από τα μπλουζάκια του.

«Θα έπρεπε να φοράς σατέν και μεταξωτά,


Αναστάζια...» μουρμουρίζει. «Μα ακόμα
και με το μπλουζάκι μου είσαι όμορφη».
Ω, μια απρόσμενη φιλοφρόνηση. «Σε
αναζήτησα. Έλα στο κρεβάτι».

Σηκώνεται αργά από την καρέκλα,


φορώντας ακόμα το άσπρο πουκάμισο και
το μαύρο επίσημο παντελόνι. Αλλά τώρα τα
μάτια του γυαλίζουν, γεμάτα υποσχέσεις...
Υπάρχει όμως κι ένα ίχνος θλίψης. Στέκεται
μπροστά μου κοιτάζοντάς με έντονα, αλλά
χωρίς να με αγγίζει.

«Ξέρεις τι σημαίνεις για μένα;» τραυλίζει.


«Αν σου συνέβαινε κάτι εξαιτίας μου...» Η
φωνή του σβήνει, το μέτωπό του ζαρώνει,
και ο πόνος που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό
του είναι σχεδόν χειροπιαστός. Φαίνεται
τόσο ευάλωτος ο φόβος του είναι
ολοφάνερος.
«Τίποτα δεν πρόκειται να μου συμβεί...»
τον καθησυχάζω με ήρεμη φωνή. Απλώνω
το χέρι και χαϊδεύω το πρόσωπό του,
περνώντας τα δάχτυλά μου μέσα από τα
αξύριστα γένια στο μάγουλό του. Είναι
απίστευτα μαλακά. «Τα γένια σου
μεγαλώνουν γρήγορα...» ψιθυρίζω, μην
μπορώντας να κρύψω τον θαυμασμό στη
φωνή μου γι’ αυτό τον όμορφο
προβληματικό άντρα που στέκεται μπροστά
μου.

Ακολουθώ τη γραμμή του κάτω χείλους του


και ύστερα περνάω τα δάχτυλα από τον
λαιμό του έως την αμυδρή μουτζούρα του
κραγιόν στη βάση του αυχένα του. Με
κοιτάζει, εξακολουθώντας να μη με αγγίζει,
με τα χείλη μισάνοιχτα. Γλιστράω τον
δείκτη μου κατά μήκος της γραμμής, και
κλείνει τα μάτια του. Η σιγανή ανάσα του
αρχίζει να επιταχύνεται. Τα δάχτυλά μου
φτάνουν έως την άκρη του πουκάμισού του
και τα σέρνω προς το επόμενο κουμπωμένο
κουμπί.

«Δε θα σ’ αγγίξω. Θέλω μόνο να σου


ξεκουμπώσω το πουκάμισο...» τραυλίζω.

Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα,


κοιτάζοντάς με με ανησυχία. Αλλά δεν
κουνιέται ούτε και με σταματάει.
Ξεκουμπώνω αργά αργά το κουμπί,
κρατώντας το ύφασμα μακριά από το δέρμα
του, και προχωράω διστακτικά στο
επόμενο, επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία
αργά, συγκεντρώνοντας την προσοχή μου
σ’ αυτό που κάνω.
Δε θέλω να τον αγγίξω. Εντάξει, θέλω...
Αλλά δε θα τον αγγίξω. Στο τέταρτο κουμπί
εμφανίζεται και πάλι η κόκκινη γραμμή, και
του χαμογελάω συνεσταλμένα.

«Επιστροφή στην εδαφική μου


επικράτεια...»

Ακολουθώ τη γραμμή με τα δάχτυλά μου


προτού ξεκουμπώσω το τελευταίο κουμπί.
Τραβάω το πουκάμισό του, το ανοίγω και
προχωράω προς τα μανικέτια, αφαιρώντας
ένα ένα τα μανικετόκουμπα από μαύρη
γυαλισμένη πέτρα.

«Μπορώ να σου βγάλω το πουκάμισο;»


ρωτάω χαμηλόφωνα.

Γνέφει καταφατικά. Τα μάτια του


εξακολουθούν να είναι διάπλατα ανοιχτά
καθώς σηκώνω το χέρι και του τραβάω το
πουκάμισο από τους ώμους. Ελευθερώνει
τα χέρια του, έτσι που στέκεται μπροστά
μου γυμνός από

τη μέση κι επάνω. Χωρίς το πουκάμισο


δείχνει να ανακτά την ισορροπία του. Μου
χαμογελάει αχνά.

«Και το παντελόνι μου, δεσποινίς Στιλ;»


λέει ανασηκώνοντας το φρύδι του.

«Στο υπνοδωμάτιο. Σε θέλω στο κρεβάτι


σου».

«Έτσι, ε; Δεσποινίς Στιλ, είστε αχόρταγη...»

«Δεν μπορώ να φανταστώ για ποιον


λόγο...»
Τον αρπάζω από το χέρι, τον τραβάω από
το γραφείο του και τον οδηγώ στο δωμάτιό
του. Είναι παγωμένο.

«Άνοιξες την μπαλκονόπορτα;» ρωτάει


κατσουφιάζοντας μόλις φτάνουμε στο
δωμάτιό του.

«Όχι ». Δε θυμάμαι να έκανα τέτοιο


πράγμα. Θυμάμαι ότι κοίταξα ολόγυρα στο
δωμάτιο όταν ξύπνησα. Η πόρτα ήταν
σίγουρα κλειστή.

Ω, γαμώτο...Όλο το αίμα στραγγίζει από το


πρόσωπό μου και ατενίζω τον Κρίστιαν με
το στόμα μου να χάσκει.

«Τι;» πετάει αγριοκοιτάζοντάς με.


«Όταν ξύπνησα... Υπήρχε κάποιος εδώ
μέσα» ψελλίζω. Νόμιζα πως ήταν η
φαντασία μου...»

«Τι;» Είναι έντρομος και ορμάει στην


μπαλκονόπορτα. Κοιτάζει έξω, μετά
ξαναμπαίνει στο δωμάτιο και κλειδώνει την
πόρτα πίσω του. «Είσαι σίγουρη; Ποιος;»
ρωτάει με σφιγμένη φωνή.

«Μια γυναίκα, νομίζω... Ήταν σκοτεινά.


Μόλις είχα ξυπνήσει».

«Ντύσου!» γρυλίζει επιστρέφοντας μέσα


στο δωμάτιο. « Τώρα! »

«Τα ρούχα μου είναι πάνω...» κλαψουρίζω.

Ανοίγει ένα από τα συρτάρια της


σιφονιέρας του και βγάζει το παντελόνι μιας
φόρμας. «Βάλε αυτό!» Είναι τεράστιο,
αλλά το ύφος του δε σηκώνει αντιρρήσεις.

Βγάζει ένα μπλουζάκι και για τον εαυτό του


και το φοράει στα γρήγορα. Αρπάζοντας το
τηλέφωνο δίπλα από το κρεβάτι, πατάει δύο
κουμπιά.

«Είναι ακόμα εδώ μέσα, γαμώτο μου!»


σφυρίζει στο ακουστικό.

Έπειτα από τρία δευτερόλεπτα περίπου ο


Τέυλορ κι ένας από τους άλλους
σεκιουριτάδες ορμούν μέσα στο δωμάτιο
του Κρίστιαν. Ο Κρίστιαν τούς κάνει μια
περίληψη των γεγονότων.

«Πριν από πόση ώρα;» ρωτάει ο Τέυλορ


κοιτάζοντάς με με επαγγελματικό ύφος.
Φοράει ακόμα το σακάκι του. Δεν κοιμάται
ποτέ αυτός ο άνθρωπος;

«Κάπου δέκα λεπτά...» μουρμουρίζω,


νιώθοντας για κάποιον λόγο ένοχη.

«Ξέρει το διαμέρισμα σαν την τσέπη της»


λέει ο Κρίστιαν. «Τώρα θα π(χρω μακριά
την Αναστάζία. Κρύβεται κάπου εδώ.
Βρείτε την! Πότε επιστρέφει η Γκέιλ;»

«Αύριο βράδυ, κύριε».

«Δε θα γυρίσει αν δεν είναι ασφαλές το


διαμέρισμα. Κατανοητό;» πετάει ο
Κρίστιαν.

«Μάλιστα, κύριε. Θα πάτε στο Μπέλβιου;»


«Δε θα μεταφέρω αυτό το πρόβλημα στους
γονείς μου. Κλείσε μου δωμάτιο κάπου».

«Μάλιστα. Θα σας καλέσω».

«Μήπως αντιδρούμε κάπως υπερβολικά;»


ρωτάω.

Ο Κρίστιαν με αγριοκοιτάζει. «Μπορεί να


έχει όπλο!» γρυλίζει.

«Κρίστιαν, στεκόταν στην άκρη του


κρεβατιού... Θα μπορούσε να μου έχει ρίξει
αν αυτό ήθελε να κάνει».

Ο Κρίστιαν κάνει μια παύση για να ελέγξει


τα νεύρα του, νομίζω. Με απειλητικά
σιγανή φωνή λέει: «Δεν είμαι έτοιμος να
πάρω το ρίσκο... Τέυλορ, η Αναστάζία
χρειάζεται παπούτσια».
Ο Κρίστιαν εξαφανίζεται μέσα στην
ντουλάπα του, ενώ ο σεκιουριτάς με
παρακολουθεί. Δεν μπορώ να θυμηθώ το
όνομά του. Ράιαν ίσως. Κοιτάζει μια τον
διάδρομο και μια τα παράθυρα που βλέπουν
στο μπαλκόνι. Ο Κρίστιαν εμφανίζεται
έπειτα από δύο λεπτά με μια δερμάτινη
τσάντα αγγελιοφόρου, φορώντας τζιν και το
ριγέ μπλέιζερ. Τυλίγει ένα τζιν μπουφάν
γύρω από τους ώμους μου.

« Έλα! » Μου σφίγγει δυνατά το χέρι και


πρέπει ουσιαστικά να τρέξω για να τον
προλάβω καθώς βαδίζει με τα μεγάλα του
βήματα προς το τεράστιο δωμάτιο.

«Μου είναι αδύνατο να πιστέψω πως


μπορεί να κρύβεται κάπου εδώ μέσα...»
τραυλίζω κοιτάζοντας έξθ3 από τις
μπαλκονόπορτες.
«Είναι μεγάλο σπίτι. Δεν το είδες ακόμα
όλο».

«Γιατί δεν τη φωνάζεις; Να της πεις ότι θες


να της μιλήσεις; »

«Αναστάζια, είναι ανισόρροπη και ίσως


οπλισμένη!» απαντάει οξύθυμα.

«Δηλαδή το βάζουμε απλώς στα πόδια;»

«Προς το παρόν, ναι».

«Κι αν υποθέσουμε πως επιχειρεί να


πυροβολήσει τον Τέυλορ; »

«Ο Τέυλορ ξέρει και καταλαβαίνει από


όπλα» λέει με αποστροφή. «Θα είναι πιο
γρήγορος με ένα όπλο από κείνην».
«Ο Ρέυ ήταν στον στρατό. Μ’ έμαθε να
ρίχνω».

Ο Κρίστιαν ανασηκώνει τα φρύδια και για


μια στιγμή φαίνεται τελείως σαστισμένος.
«Εσύ με όπλο;» ρωτάει με δυσπιστία.

«Ναι! »Έχω προσβληθεί. «Ξέρω να


πυροβολώ, κύριε Γκρέυ, γι’ αυτό καλύτερα
να προσέχετε... Δεν έχετε να

ανησυχείτε μόνο για τις τρελές πρώην


υποτακτικές σας».

«Θα το θυμάμαι, δεσποινίς Στιλ»


αποκρίνεται ξερά, διασκεδάζοντάς το, και
νιώθω όμορφα ξέροντας πως ακόμα και σ’
αυτήν τη γελοιωδώς τεταμένη ατμόσφαιρα
μπορώ να τον κάνω να χαμογελάσει.
Ο Τέυλορ μας βρίσκει στον προθάλαμο και
μου δίνει το μικρό μου βαλιτσάκι και τα
μαύρα Converse μου. Έχω μείνει έκπληκτη
που μου έφτιαξε βαλίτσα με ρούχα. Του
χαμογελάω συνεσταλμένα με
ευγνωμοσύνη, και το απαντητικό του
χαμόγελο είναι άμεσο και καθησυχαστικό.
Πριν προλάβω να συγκρατηθώ, τον
αγκαλιάζω σφιχτά. Αιφνιδιάζεται, κι όταν
τον αφήνω, είναι ροζ και στα δυο μάγουλα.

«Πρόσεχε...» μουρμουρίζω.

«Μάλιστα, δεσποινίς Στιλ...» αποκρίνεται


αμήχανα.

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει σκυθρωπά και


ύστερα ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα
στον Τέυλορ, που χαμογελάει αμυδρά και
διορθώνει τη γραβάτα του.
«Ενημέρωσέ με πού πάω» λέει ο Κρίστιαν.

Ο Τέυλορ βάζει το χέρι στο σακάκι του,


βγάζει το πορτοφόλι του και δίνει στον
Κρίστιαν μια πιστωτική κάρτα. «Ίσως
θέλετε να χρησιμοποιήσετε αυτήν όταν
φτάσετε».

Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά. «Καλή


σκέψη».

Μας πλησιάζει ο Ράιαν. «Ο Σόγερ και ο


Ρέυνολντς δε βρήκαν τίποτα» ανακοινώνει
στον Τέυλορ.

«Συνόδεψε τον κύριο Γκρέυ και τη


δεσποινίδα Στιλ στο γκαράζ!» τον διατάζει
ο Τέυλορ.
Το γκαράζ είναι έρημο. Λογικό. Είναι
σχεδόν τρεις το πρωί. Ο Κρίστιαν με οδηγεί
στη θέση του συνοδηγού του R8 και βάζει
τη βαλίτσα μου και την τσάντα του στο
πορτμπαγκάζ στο μπροστινό μέρος του
αυτοκινήτου. Το Audi δίπλα μας είναι
τελείως χάλια όλα τα λάστιχα σκισμένα,
άσπρη μπογιά χυμένη επάνω του. Είναι
ανατριχιαστικό, και με κάνει να αισθάνομαι
ευγνωμοσύνη που ο Κρίστιαν με πηγαίνει
κάπου αλλού.

«Θα αντικατασταθεί με άλλο τη Δευτέρα»


δηλώνει ο Κρίστιαν παγερά όταν κάθεται
δίπλα μου.

«Πώς ήξερε πως ήταν το δικό μου


αυτοκίνητο;»
Με κοιτάζει ανήσυχα και αναστενάζει.
«Είχε κι αυτή ένα Audi A3... Αγοράζω ένα
για όλες μου τις υποτακτικές είναι ένα από
τα ασφαλέστερα αυτοκίνητα στην
κατηγορία του».

Ω... «Δεν ήταν δώρο αποφοίτησης


λοιπόν...»

«Αναστάζία, παρά τα όσα ήλπιζα, δεν


υπήρξες ποτέ υποτακτική μου, επομένως
ουσιαστικά είναι δώρο αποφοίτησης».
Βγαίνει από το πάρκινγκ και πατάει γκάζι
προς την έξοδο.

Παρά τα όσα ήλπιζε. Οχ, όχι... Το


υποσυνείδητό μου κουνάει το κεφάλι του με
θλίψη. Εκεί καταλήγουμε συνεχώς.

«Ελπίζεις ακόμα;» ψιθυρίζω.


Το τηλέφωνο του αυτοκινήτου χτυπάει.
«Γκρέυ» πετάει ο Κρίστιαν.

«Φαίρμοντ Ολύμπικ. Στο όνομά μου».

«Ευχαριστώ, Τέυλορ. Και, Τέυλορ,


πρόσεχε».

Ο Τέυλορ κάνει μια παύση. «Μάλιστα,


κύριε» αποκρίνεται ήρεμα, και ο Κρίστιαν
το κλείνει.

Οι δρόμοι του Σιάτλ είναι έρημοι, και το


αυτοκίνητο ακολουθεί μουγκρίζοντας την
Πέμπτη Λεωφόρο προς τον
αυτοκινητόδρομο 1-5. Όταν φτάνουμε στον
διαπολιτειακό, ο Κρίστιαν σανιδώνει το
γκάζι, κατευθυνόμενος βόρεια. Επιταχύνει
τόσο γρήγορα, που προς στιγμήν κολλάω
στο κάθισμά μου.
Τον κρυφοκοιτάζω. Είναι χωμένος σε βαθιά
σκέψη, εκπέμποντας θανατηφόρα
μελαγχολική σιωπή. Δεν έχει απαντήσει
στην ερώτησή μου. Κοιτάζει συχνά πίσω
από τον καθρέφτη, και συνειδητοποιώ πως
ελέγχει μήπως μας ακολουθούν. Ίσως γι’
αυτό βρισκόμαστε στον 1-5. Είχα την
εντύπωση πως το Φαίρμοντ είναι στο Σιάτλ.

Κοιτάζω έξω από το παράθυρο,


προσπαθώντας να οργανώσω
ορθολογιστικά το εξαντλημένο,
υπερδραστήριο μυαλό μου. Αν ήθελε να
μου κάνει κακό, είχε κάθε ευκαιρία στην
κρεβατοκάμαρα.

«Όχι, δεν είναι αυτό που ελπίζω. Όχι πια.


Νόμιζα πως ήταν προφανές...» Ο Κρίστιαν
διακόπτει την ενδοσκόπησή μου, μιλώντας
σιγανά.
Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα
και τραβώντας πιο σφιχτά το τζιν μπουφάν
επάνω μου. Δεν ξέρω αν η παγωνιά έρχεται
από μέσα μου ή απέξω.

«Ανησυχώ μήπως, ξέρεις... Μήπως δεν


είμαι αρκετή».

«Είσαι παραπάνω από αρκετή. Για όνομα


του Θεού, Αναστάζια! Τι πρέπει να κάνω;»

Να μου μιλήσεις για τον εαυτό σου. Να μου


πεις ότι με αγαπάς.

«Γιατί νόμιζες ότι θα έφευγα όταν σου


ανέφερα πως ο δόκτωρ Φλυν μού είπε τα
πάντα για σένα;»

Αναστενάζει βαθιά, κλείνοντας για λίγο τα


μάτια, και επί πολλή ώρα δεν απαντάει.
«Δεν μπορείς ούτε να φανταστείς τα βάθη
της αχρειότητάς μου, Αναστάζια. Και δεν
είναι κάτι που θέλω να μοιραστώ μαζί
σου...»

«Και πραγματικά νομίζεις ότι θα σε


εγκατέλειπα αν ήξερα;» Η φωνή μου είναι
ψιλή, δύσπιστη. Δεν καταλαβαίνει πως τον
αγαπάω; «Τόσο κακή γνώμη έχεις για
μένα;»

«Το ξέρω πως θα φύγεις...» λέει θλιμμένα.

«Κρίστιαν... Νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι


απίθανο. Δεν μπορώ να φανταστώ τον
εαυτό μου χωρίς εσένα». Ποτέ.

«Μ’ άφησες μία φορά — δε θέλω να το


ξαναζήσω».
«Η Ελένα είπε πως σε είδε το προηγούμενο
Σάββατο...» τραυλίζω.

«Δε με είδε...» Κατσουφιάζει.

«Δεν πήγες να τη βρεις όταν έφυγα;»

«Όχι! » απαντάει εκνευρισμένος. «Σου είπα


πως δεν πήγα. Και δε μ’ αρέσει να με
αμφισβητούν!» με αποπαίρνει. «Δεν πήγα
πουθενά το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Έκατσα κι έφτιαξα το ανεμόπτερο που μου
χάρισες. Μου πήρε ώρες...» προσθέτει
ήρεμα.

Η καρδιά μου σφίγγεται ξανά. Η κυρία


Ρόμπινσον είπε πως τον είδε. Τον είδε ή
δεν τον είδε; Μου είπε ψέματα ότι τον είδε.
Γιατί;
«Αντίθετα με ό,τι νομίζει η Ελένα, δεν
τρέχω να τη βρω σε όλα μου τα
προβλήματα, Αναστάζία. Δεν προστρέχω
σε κανέναν. Ίσως το έχεις παρατηρήσει δεν
είμαι και πολύ ομιλητικός». Σφίγγει ακόμα
περισσότερο το τιμόνι.

«Ο Κάρρικ μού είπε πως έκανες δύο χρόνια


να μιλήσεις».

«Έτσι είπε, ε;» Το στόμα του Κρίστιαν


μεταμορφώνεται σε μια σκληρή γραμμή.

«Κατά κάποιον τρόπο, τον ψάρεψα για να


πάρω πληροφορίες...» Κοιτάζω αμήχανη τα
δάχτυλά μου.

«Και τι άλλο είπε ο μπαμπάς;»


«Είπε πως η μαμά σου ήταν η γιατρός που
σε εξέτασε όταν σε πήγαν στο νοσοκομείο.
Όταν σε ανακάλυψαν στο διαμέρισμά σας».

Το ύφος του Κρίστιαν παραμένει


ανέκφραστο... Προσεκτικό.

«Είπε πως σε βοήθησε το πιάνο. Και η


Μία».

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα τρυφερό


χαμόγελο όταν αναφέρω το όνομά της.
Έπειτα από μια στιγμή λέει:

«Ήταν περίπου έξι μηνών όταν ήρθε. Είχα


ενθουσιαστεί. ΟΈλλιοτ λιγότερο. Είχε
αναγκαστεί ήδη να αντιμετωπίσει τη δική
μου άφιξη. Ήταν τέλεια...». Ο γλυκός,
θλιμμένος θαυμασμός στη φωνή του είναι
συγκινητικός. «Τώρα όχι και τόσο πολύ,
φυσικά...» μουρμουρίζει και θυμάμαι τις
επιτυχημένες προσπάθειές της στον χορό να
ματαιώσει τις λάγνες προθέσεις μας.

Χαχανίζω.

Ο Κρίστιαν με λοξοκοιτάζει. «Το βρίσκετε


αστείο, δεσποινίς Στιλ;»

«Φαινόταν αποφασισμένη να μας κρατήσει


χώρια!»

Γελάει άκεφα. «Ναι, είναι καταφερτζού».


Απλώνει το χέρι του και μου ζουλάει το
γόνατο. «Τελικά όμως τα καταφέραμε!»
Χαμογελάει και ύστερα ξανακοιτάζει τον
καθρέφτη. «Δε νομίζω να μας ακολούθησε
κανείς». Στρίβει και βγαίνει από τον 1-5,
επιστρέφοντας στο κέντρο του Σιάτλ.
«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι για την
Ελένα;» του λέω μόλις σταματάμε σ’ ένα
φανάρι.

Με κοιτάζει επιφυλακτικά. «Αν είναι


ανάγκη...» μουρμουρίζει βλοσυρά, αλλά
δεν αφήνω την οξυθυμία του να με
αποθαρρύνει.

«Μου είπες πριν από πολύ καιρό πως σ’


αγαπούσε με έναν τρόπο που έβρισκες
αποδεκτό. Τι σήμαινε αυτό;»

«Δεν είναι προφανές;» ρωτάει.

«Για μένα όχι».

«Ήμουν εκτός ελέγχου. Δεν άντεχα να μ’


αγγίζουν. Δεν το αντέχω ούτε τώρα. Για
έναν έφηβο δεκατεσσάρων δεκαπέντε
χρόνων, με τις ορμόνες του να χτυπούν
κόκκινο, ήταν μια δύσκολη εποχή. Μου
έδειξε έναν τρόπο να ξεδίνω ».

Ω ... «Η Μία είπε πως ήσουν καβγατζής».

«Χριστέ μου, τι συμβαίνει με τη λαλίστατη


οικογένειά μου; Στην ουσία εσύ είσαι η
αιτία».'Εχουμε σταματήσει πάλι σε φανάρι
και με κοιτάζει στενεύοντας τα μάτια.
«Εκμαιεύεις πληροφορίες από τους
ανθρώπους...» Κουνάει το κεφάλι του με
προσποιητή βδελυγμία.

«Η Μία μού έδωσε από μόνη της αυτή την


πληροφορία. Για την ακρίβεια, ήταν πολύ
πρόθυμη να μιλήσει. Ανησυχούσε πως ίσως
άρχιζες καβγά στην τέντα αν δε με κέρδιζες
στον πλειστηριασμό!» λέω αγανακτισμένη.
«Ω μωρό μου, δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος.
Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αφήσω
οποιονδήποτε άλλο να χορέψει μαζί σου...»

«Άφησες τον δόκτορα Φλυν».

«Αυτός είναι πάντα η εξαίρεση στον


κανόνα».

Ο Κρίστιαν σταματάει στο εντυπωσιακό


καταπράσινο δρομάκι του ξενοδοχείου
Φαίρμοντ Ολύμπικ και παρκάρει κοντά
στην είσοδο, δίπλα σε μια αλλόκοτη
πέτρινη κρήνη.

«Έλα».

Βγαίνει από το αυτοκίνητο και παίρνει τις


αποσκευές μας. Ένας παρκαδόρος τρέχει
προς το μέρος μας δείχνοντας έκπληκτος
αναμφίβολα εξαιτίας της καθυστερημένης
άφιξής μας. Ο Κρίστιαν τού πετάει τα
κλειδιά του αυτοκινήτου.

«Στο όνομα Τέυλορ» δηλώνει.

Ο παρκαδόρος γνέφει καταφατικά και δεν


μπορεί να συγκρατήσει την αγαλλίασή του
καθώς πηδάει μέσα στο R8 και φεύγει. Ο
Κρίστιαν με παίρνει από το χέρι και μπαίνει
στο λόμπι.

Καθώς στέκομαι δίπλα του στη ρεσεψιόν,


αισθάνομαι εντελώς γελοία. Να με στο πιο
πολυτελές ξενοδοχείο του Σιάτλ, φορώντας
ένα τεράστιο τζιν μπουφάν, φόρμα πουπλέει
επάνω μου κι ένα παλιό μπλουζάκι δίπλα
σ’ αυτό τον κομψό Έλληνα θεό. Καθόλου
παράξενο που η ρεσεψιονίστ κοιτάζει από
τον έναν στον άλλο σαν να μην της βγαίνει
η εξίσωση. Φυσικά ατενίζει τον Κρίστιαν
με δέος. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό
καθώς γίνεται κατακόκκινη και τραυλίζει.
Ακόμα και τα χέρια της τρέμουν.

«Χρειάζεστε... Βοήθεια... Με τις αποσκευές


σας, κύριε Τέυλορ;» ρωτάει κοκκινίζοντας
ξανά.

«Όχι, η κυρία Τέυλορ κι εγώ θα τα


καταφέρουμε».

Η κυρία Τέυλορ! Μα δε φοράω βέρα. Βάζω


τα χέρια πίσω από την πλάτη μου.

«Είστε στη σουίτα “Καταρράκτης”, κύριε


Τέυλορ, στον ενδέκατο όροφο. Ο γκρουμ
θα σας βοηθήσει με τις αποσκευές σας».
«Είμαστε μια χαρά» αποκρίνεται ξερά ο
Κρίστιαν. «Πού είναι τα ασανσέρ;»

Η δεσποινίς Κατακόκκινη του εξηγεί, και


ο Κρίστιαν με αρπάζει πάλι από το χέρι.
Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο εντυπωσιακό,
πολυτελές λόμπι, που είναι γεμάτο από
αναπαυτικές πολυθρόνες, έρημο, με
εξαίρεση μια μελαχρινή γυναίκα που
κάθεται σ’ έναν άνετο καναπέ ταΐζοντας το
γουέστι της. Σηκώνει τα μάτια της και μας
χαμογελάει καθώς προχωράμε προς το
ασανσέρ. Ώστε το ξενοδοχείο επιτρέπει τα
ζώα; Παράξενο για τόσο πολυτελές μέρος!

Η σουίτα έχει δύο υπνοδωμάτια, μια


επίσημη τραπεζαρία και διαθέτει ακόμα και
πιάνο με ουρά. Μια φωτιά καίει στο
τεράστιο καθιστικό. Αυτή η σουίτα είναι
μεγαλύτερη από το διαμέρισμά μου.
«Λοιπόν, κυρία Τέυλορ, δεν ξέρω για σας,
μα εγώ θα ήθελα ένα ποτό...» μουρμουρίζει
εκείνος κλειδώνοντας την εξώπορτα.

Στο υπνοδωμάτιο ο Κρίστιαν βάζει τη


βαλίτσα μου και την τσάντα του στην
κασέλα στα πόδια του king size κρεβατιού
με ουρανό και με οδηγεί στο καθιστικό,
όπου η φωτιά τρίζει δυνατά. Το θέαμα είναι
καλοδεχούμενο. Στέκομαι και ζεσταίνω τα
χέρια μου, ενώ εκείνος ετοιμάζει ποτά και
για τους δυο μας.

«Armagnac;»

«Ευχαρίστως».

Έπειτα από μια στιγμή έρχεται κοντά μου


δίπλα στη φωτιά και μου δίνει ένα
κρυστάλλινο ποτήρι μπράντι.
«Φοβερή μέρα, ε;»

Γνέφω καταφατικά, και το βλέμμα του είναι


ερευνητικό, ανήσυχο.

«Εντάξει είμαι...» ψιθυρίζω


καθησυχαστικά. «Εσύ;»

«Κοίτα... Αυτήν τη στιγμή θα ήθελα να πιω


αυτό το ποτό και μετά, αν δεν είσαι πολύ
κουρασμένη, να σε πάω στο κρεβάτι και να
χαθώ μέσα σου».

«Νομίζω ότι μπορούμε να το κανονίσουμε,


κύριε Τέυλορ». Του χαμογελάω
συνεσταλμένα καθώς βγάζει τα παπούτσια
και τραβάει τις κάλτσες του.

«Κυρία Τέυλορ, σταματήστε να δαγκώνετε


το χείλος σας...» λέει χαμηλόφωνα.
Κοκκινίζω κοιτάζοντας το ποτήρι μου. To
Armagnac είναι υπέροχο, και στο πέρασμά
του αφήνει μια καυτή ζεστασιά καθώς
γλιστράει σαν μετάξι στον λαιμό μου. Όταν
σηκώνω τα μάτια στον Κρίστιαν, ρουφάει
το μπράντι του κοιτάζοντάς με, και το
βλέμμα του είναι σκοτεινό - πεινασμένο.

«Δεν παύεις να μ’ εκπλήσσεις, Αναστάζία.


Μετά από μια μέρα σαν τη σημερινή -ή
μάλλον τη χτεσινήούτε κλαψουρίζεις ούτε
και το έβαλες στα πόδια τρέχοντας. Σε
θαυμάζω. Είσαι πολύ δυνατή».

«Είσαι πολύ καλός λόγος για να μείνω...»


μουρμουρίζω . «Σου είπα, Κρίστιαν. Δεν
πρόκειται να πάω πουθενά, ό,τι κι αν έχεις
κάνει. Ξέρεις πώς αισθάνομαι για σένα».
Το στόμα του συσπάται σαν να αμφισβητεί
τα λόγια μου, και το μέτωπό του ζαρώνει
λες και του είναι οδυνηρό να ακούει αυτά
που λέω. Ω Κρίστιαν, τι πρέπει να κάνω για
να καταλάβεις πώς αισθάνομαι;

Άφησέ τον να σε δείρει, σαρκάζει το


υποσυνείδητό μου. Του
στραβομουτσουνιάζω από μέσα μου.

«Πού θα κρεμάσεις τα πορτρέτα που μου


έκανε ο Χοσέ;» Προσπαθώ να ελαφρύνω
την ατμόσφαιρα.

«Εξαρτάται...» Τα χείλη του στραβώνουν.


Προφανώς αυτό το θέμα συζήτησης είναι
πιο ευπρόσδεκτο για κείνον.

«Από τι ;»
«Από τις συγκυρίες» απαντάει αινιγματικά.
«Η έκθεσή του δεν τέλειωσε ακόμα, οπότε
δε χρειάζεται να αποφασίσω αμέσως».

Γέρνω το κεφάλι στο πλάι και στενεύω τα


μάτια μου.

«Μπορείς να με κοιτάζεις όσο αυστηρά θες,


κυρία Τέυλορ. Δε λέω τίποτα...» προσθέτει
πειραχτικά.

«Ίσως σου αποσπάσω την αλήθεια με


βασανιστήρια».

Ανασηκώνει το φρύδι του. «Πραγματικά,


Αναστάζια, δε νομίζω πως πρέπει να δίνεις
υποσχέσεις που δεν μπορείς να τηρήσεις».

Ποπό έτσι νομίζει; Αφήνω το ποτήρι μου


στην κορνίζα του τζακιού, σκύβω και, προς
μεγάλη έκπληξη του Κρίστιαν, παίρνω το
ποτήρι του και το αφήνω δίπλα στο δικό
μου.

«Αυτό θα το δούμε...» αντιγυρίζω


μουρμουριστά.

Πολύ γενναία -έχοντας αποθρασυνθεί από


το μπράντι χωρίς αμφιβολία-, πιάνω τον
Κρίστιαν από το χέρι και τον τραβάω προς
το υπνοδωμάτιο. Στα πόδια του κρεβατιού
σταματάω. Ο Κρίστιαν προσπαθεί να
κρύψει την ευθυμία του.

«Τώρα που μ’ έφερες εδώ μέσα, Αναστάζία,


τι θα με κάνεις;» με πειράζει χαμηλόφωνα.

«Θα ξεκινήσω γδύνοντάς σε. Θέλω να


τελειώσω αυτό που άρχισα νωρίτερα».
Απλώνω τα χέρια στα πέτα του σακακιού
του προσέχοντας να μην τον αγγίξω, και δεν
τραβιέται, αλλά κρατάει την ανάσα του.

Σπρώχνω μαλακά το σακάκι από τούς


ώμους του, και το βλέμμα του μένει
στυλωμένο στο δικό μου* κάθε ίχνος
ευθυμίας έχει εξαφανιστεί καθώς οι κόρες
του διαστέλλονται και με καρφώνουν
καυτές, επιφυλακτικές... Και με λαχτάρα;
Υπάρχουν τόσο πολλές ερμηνείες για το
ύφος του. Τι σκέφτεται; Αφήνω το σακάκι
του στην κασέλα.

«Τώρα το μπλουζάκι σου...» ψιθυρίζω και


το τραβάω από το κάτω μέρος.

Συνεργάζεται, σηκώνοντας τα χέρια του και


πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω, κάνοντάς το
πιο εύκολο για μένα να το τραβήξω πάνω
από το κεφάλι του. Μόλις το βγάζει, με
κοιτάζει εξεταστικά. Φοράει μόνο τρ τζιν
του, εκείνο που εφαρμόζει τόσο προκλητικά
στους γοφούς του. Το λάστιχο από το
μποξεράκι του φαίνεται.

Το βλέμμα μου κινείται πεινασμένο επάνω


στο σφιχτό στομάχι του, στα απομεινάρια
της γραμμής του κραγιόν, που είναι
ξεθωριασμένη και πασαλειμμένη, ύστερα
πιο ψηλά στο στήθος του. Δε θέλω τίποτε
άλλο παρά να περάσω τη γλώσσα μου μέσα
από τις τρίχες του στήθους του για να νιώσω
τη γεύση του.

«Τώρα τι;» ψιθυρίζει, με μάτια που


αστράφτουν.

«Θέλω να σε φιλήσω εδώ». Γλιστράω το


δάχτυλό μου από το ένα λαγόνι στο άλλο,
περνώντας πάνω από την κοιλιά του.
Τα χείλη του ανοίγουν και παίρνει, μια
απότομη ανάσα. «Δε σε σταματάω...»
τραυλίζει.

Τον πιάνω από το χέρι. «Τότε καλύτερα να


ξαπλώσεις» αποκρίνομαι και τον οδηγώ στο
πλάι του κρεβατιού.

Δείχνει σαστισμένος και μου περνάει από


το μυαλό πως ίσως καμία δεν πήρε
πρωτοβουλία μαζί του έπειτα από κείνην...
Όχι, μην το σκέφτεσαι.

Σηκώνει τα σκεπάσματα και κάθεται στην


άκρη του κρεβατιού κοιτάζοντας,
περιμένοντας με επιφυλακτικό και σοβαρό
ύφος. Στέκομαι μπροστά του και βγάζω το
τζιν μπουφάν αφήνοντάς το να πέσει στο
πάτωμα και μετά τραβάω τη φόρμα.
Τρίβει τον αντίχειρά του στα δάχτυλά του.
Καταλαβαίνω πως τον τρώνε να με αγγίξει,
αλλά καταπνίγει την παρόρμηση.
Παίρνοντας βαθιά ανάσα και ξεπερνώντας
τον εαυτό μου, πιάνω την άκρη της
μπλούζας μου και τη σηκώνω πάνω από το
κεφάλι μου, έτσι που μένω εντελώς γυμνή
εμπρός του. Τα μάτια του δεν αφήνουν τα
δικά μου, αλλά καταπίνει, και τα χείλη του
ανοίγουν.

«Είσαι η Αφροδίτη, Αναστάζια...» λέει


σιγανά.

Αρπάζω το πρόσωπό του στα χέρια μου,


ανασηκώνω το κεφάλι του και σκύβω να
τον φιλήσω. Αναστενάζει χαμηλά στον
λαιμό του.
Καθώς ακουμπάω τα χείλη στα δικά του,
με αρπάζει από τους γοφούς, και προτού
το καταλάβω, είμαι ακινητοποιημένη από
κάτω του, με τα πόδια του να ανοίγουν τα
δικά μου, έτσι που βρίσκεται κολλημένος
επάνω στο σώμα μου ανάμεσα στα πόδια
μου. Με φιλάει, λεηλατώντας το στόμα μου.
Οι γλώσσες μας έχουν γίνει ένα. Το χέρι
του ανεβαίνει από τον μηρό μου στον γοφό,
επάνω στην κοιλιά και στο στήθος μου,
ζουλώντας, τρίβοντας και τραβώντας
γαργαλιστικά τη ρώγα μου.

Μουγκρίζω και άθελά μου γέρνω τη λεκάνη


μου επάνω του, βρίσκοντας ένα υπέροχο
σημείο τριβής στη ραφή του φερμουάρ του
και στο πέος του, που όλο και σκληραίνει.
Σταματάει να με φιλάει και με κοιτάζει
σαστισμένος, με κομμένη την ανάσα.
Κυρτώνει τους γοφούς του, και το όργανό
του με πιέζει... Ναι, εκεί ακριβώς.

Κλείνω τα μάτια, βογκάω, και το


ξανακάνει, αλλά αυτήν τη φορά σπρώχνω
κι εγώ, απολαμβάνοντας το βογκητό της
απάντησής του καθώς με ξαναφιλάει.
Συνεχίζει το αργό και υπέροχο
βασανιστήριο τρίβοντάς με, τρίβοντάς τον.
Κι έχει δίκιο* το να χάνομαι μέσα του είναι
μεθυστικό, τόσο που κλείνω έξω όλα τα
υπόλοιπα. Όλες μου οι ανησυχίες
εξαχνώνονται. Βρίσκομαι εδώ αυτήν τη
στιγμή μαζί του με το αίμα μου να
τραγουδάει στις φλέβες μου, να σφυρίζει
δυνατά στα αυτιά μου, να ανακατεύεται με
τον ήχο της λαχανιασμένης ανάσας μας.
Χώνω τα χέρια μέσα στα μαλλιά του,
κρατώντας τον επάνω στο στόμα μου,
καταβροχθίζοντάς τον, με τη γλώσσα μου
τόσο αχόρταγη όσο και η δική του.
Γλιστράω τα δάχτυλα επάνω στα μπράτσα
του,.στο κάτω μέρος της ζώνης του τζιν του
και σπρώχνω τα άφοβα, άπληστα χέρια μου
μέσα, παρακινώντας τον ξεχνώντας τα
πάντα, εκτός από μας.

«Θα με ευνουχίσεις, Άνα...» ψελλίζει


ξαφνικά και απομακρύνεται από κοντά μου.
Γονατίζει και τραβάει απότομα το τζιν του,
δίνοντάς μου ένα προφυλακτικό. «Με θες,
μωρό μου, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως
σε θέλω κι εγώ. Ξέρεις τι να κάνεις».

Με ανυπόμονα, επιδέξια δάχτυλα ανοίγω τη


συσκευασία και ξετυλίγω το προφυλακτικό
επάνω του. Μου χαμογελάει με χείλη
μισάνοιχτα, μάτια γκρίζα, θολωμένα και
γεμάτα αισθησιακές υποσχέσεις. Σκύβοντας
επάνω μου, τρίβει τη μύτη του στη δική
μου με σφαλιστά μάτια και, υπέροχα αργά,
μπαίνει μέσα μου.

Τον αρπάζω από τα μπράτσα και


ανασηκώνω το πιγούνι, απολαμβάνοντας
την εξαίσια αίσθηση της κυριαρχίας του.
Περνάει τα δόντια του πάνω από το πιγούνι
μου, τραβιέται πίσω και ύστερα
ξαναμπαίνει μέσα μου -τόσο αργά, τόσο
γλυκά, τόσο τρυφερά-, με το κορμί του να
πιέζει το δικό μου, τους αγκώνες και τα
χέρια του δεξιά και αριστερά από το
πρόσωπό μου.

«Με κάνεις να ξεχνάω τα πάντα. Είσαι η


καλύτερη θεραπεία...» τραυλίζει καθώς
κουνιέται με οδυνηρά αργό ρυθμό,
απολαμβάνοντας κάθε εκατοστό μου.
«Σε παρακαλώ, Κρίστιαν πιο γρήγορα...»
μουρμουρίζω, θέλοντας περισσότερα,
τώρα.

«Ω, όχι, μωρό μου. Αυτό το θέλω αργά...»


Με φιλάει γλυκά, απαλά, δαγκώνοντας το
κάτω χείλος μου και απορροφώντας τα
σιγανά βογκητά μου.

Φέρνω τα χέρια στα μαλλιά του και


παραδίδομαι στον ρυθμό του έτσι όπως το
σώμα μου, αργά και σταθερά, ανεβαίνει
ολοένα και ψηλότερα και φτάνει στην
κορύφωση και μετά πέφτει απότομα και
γρήγορα καθώς τελειώνω.

« Ω Άνα ...» ψελλίζει καθώς αφήνεται, με


το όνομά μου ευλογία στα χείλη του,
φτάνοντας στην ανακούφιση.
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΞΕΚΟΥΡΑΖΕΤΑΙ
στην κοιλιά μου, τα χέρια του είναι
τυλιγμένα γύρω μου. Τα δάχτυλά μου
ψαχουλεύουν μέσα στα ανακατωμένα
μαλλιά του, και μένουμε έτσι δεν ξέρω
πόση ώρα. Είναι τόσο αργά και είμαι τόσο
κουρασμένη, αλλά θέλω απλώς να
απολαύσω το ήρεμο συναίσθημα που
συνοδεύει τον έρωτα με τον Κρίστιαν
Γκρέυ, γιατί αυτό κάναμε: τρυφερό, γλυκό
έρωτα.

Έχει κάνει πολύ δρόμο, όπως κι εγώ, μέσα


σε τόσο λίγο καιρό. Είναι σχεδόν πάρα
πολύ για να το συνειδητοποιήσω. Με όλες
αυτές τις περίεργες, προβληματικές
ιστορίες χάνω τη θέα αυτού του απλού,
έντιμου ταξιδιού του μαζί μου.
«Δε θα σε χορτάσω ποτέ. Μη μ’ αφήσεις...»
λέει σιγανά και με φιλάει στην κοιλιά.

«Δεν πάω πουθενά, Κρίστιαν, και σαν να


θυμάμαι πως εγώ ήθελα να σου φιλήσω την
κοιλιά...» γκρινιάζω νυσταγμένα.

Χαμογελάει επάνω στο δέρμα μου. «Τίποτα


δε σε σταματάει τώρα, μωρό μου».

«Δε νομίζω πως μπορώ να κουνηθώ...


Νιώθω πολύ κουρασμένη».

Ο Κρίστιαν αναστενάζει και μετακινείται


απρόθυμα ξαπλώνοντας δίπλα μου, με το
κεφάλι στον αγκώνα του και τραβώντας τα
σκεπάσματα επάνω μας. Με κοιτάζει, και τα
μάτια του λάμπουν ζεστά, τρυφερά.
«Κοιμήσου τώρα, μωρό μου». Με φιλάει
στα μαλλιά και τυλίγει τα χέρια του γύρω
μου. Με παίρνει ο ύπνος.

ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ, το δωμάτιο


είναι γεμάτο φως που με τυφλώνει. Το
κεφάλι μου είναι βαρύ από την έλλειψη
ύπνου. Πού βρίσκομαι; Α στο ξενοδοχείο...

«Γεια...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν


χαμογελώντας τρυφερά. Είναι ξαπλωμένος
δίπλα μου, εντελώς ντυμένος, πάνω από τα
σκεπάσματα.

Πόση ώρα είναι εδώ; Με μελετούσε;


Ξαφνικά νιώθω πολύ ντροπαλή, και το
πρόσωπό μου παίρνει φωτιά κάτω από το
σταθερό του βλέμμα.
«Γεια...» τραυλίζω, ευγνώμων που είμαι
ξαπλωμένη μπρούμυτα. «Πόση ώρα με
παρακολουθείς;»

«Θα μπορούσα να σε παρακολουθώ ώρες


να κοιμάσαι,

Αναστάζια. Αλλά είμαι εδώ μόλις πέντε


λεπτά». Σκύβει επάνω μου και με φιλάει
απαλά. «Η δόκτωρ Γκριν θα έρθει
σύντομα».

«Ω...» Είχα ξεχάσει την άτοπη παρέμβασή


του.

«Κοιμήθηκες καλά;» ρωτάει μαλακά. «Έτσι


μου φάνηκε, με όλα αυτά τα ροχαλητά».

«Δε ροχαλίζω!» Στραβομουτσουνιάζω


εκνευρισμένη.
«Όχι, δε ροχαλίζεις». Μου χαμογελάει. Η
αχνή γραμμή του κόκκινου κραγιόν είναι
ακόμα ορατή γύρω από τον λαιμό του.

«Έκανες ντους;»

«Όχι. Σε περίμενα».

«Ω... Εντάξει. Τι ώρα είναι;»

«Δέκα και τέταρτο. Δε μου έκανε καρδιά να


σε ξυπνήσω νωρίτερα».

«Μου είπες πως δεν είχες καθόλου καρδιά».

Χαμογελάει θλιμμένα, όμως δεν απαντάει.


«Έχει έρθει το πρωινό: τηγανίτες και
μπέικον για σένα. Έλα, σήκω. Έχω αρχίσει
να αισθάνομαι μοναξιά εδώ μέσα». Μου
δίνει ένα απότομο χτύπημα στα πισινά
κάνοντάς με να τιναχτώ και σηκώνεται από
το κρεβάτι.

Χμμμ... Η εκδοχή του Κρίστιαν για την


τρυφερότητα.

Έτσι όπως τεντώνομαι, συνειδητοποιώ πως


πονάω παντού... Χωρίς αμφιβολία, εξαιτίας
όλου αυτού του σεξ, του χορού και της
ισορροπίας επάνω σε ακριβά ψηλοτάκουνα
παπούτσια. Σηκώνομαι παραπατώντας από
το κρεβάτι και μπαίνω στο πολυτελώς
εξοπλισμένο μπάνιο, ενώ ξαναφέρνω στο
μυαλό μου τα γεγονότα της προηγούμενης
μέρας. Όταν βγαίνω και πάλι, φοράω ένα
από τα υπερβολικά χνουδωτά μπουρνούζια
που κρέμονται σ’ έναν μπρούντζινο γάντζο
στο μπάνιο.
Η Λέιλα -η κοπέλα που μου μοιάζει - είναι η
πιο παράξενη εικόνα που μπορεί να σκεφτεί
ο εγκέφαλός μου για να επεξεργαστεί. Αυτή
και η μυστηριώδης παρουσία της στο
υπνοδωμάτιο του Κρίστιαν. Τι ήθελε;
Εμένα; Τον Κρίστιαν; Γ ία να κάνει τι; Και
γιατί, γαμώτο, κατέστρεψε το αυτοκίνητό
μου;

Ο Κρίστιαν είπε πως θα πάρω ένα άλλο


Audi, όπως όλες οι υποτακτικές του. Η
σκέψη είναι δυσάρεστη. Αφού φάνηκα τόσο
γενναιόδωρη με τα χρήματα που μου έδωσε.
δεν μπορώ να κάνω και πολλά.

Μπαίνω στο καθιστικό της σουίτας κανένα


ίχνος του Κρίστιαν. Τον εντοπίζω τελικά
στην τραπεζαρία. Κάθομαι, ευγνώμων για
το εντυπωσιακό πρωινό που είναι απλωμένο
μπροστά μου. Ο Κρίστιαν διαβάζει τις
κυριακάτικες εφημερίδες και πίνει καφέ,
έχοντας τελειώσει το πρωινό του. Μου
χαμογελάει.

«Φάε. Θα χρειαστείς τη δύναμή σου


σήμερα...» με πειράζει.

«Και γιατί αυτό; Θα με κλειδώσεις στο


υπνοδωμάτιο;» Η εσωτερική μου θεά
ξυπνάει ξαφνικά με ένα τίναγμα, ξεχτένιστη
και αναστατωμένη.

«Όσο ελκυστική κι αν είναι αυτή η ιδέα,


σκέφτηκα να βγούμε έξω σήμερα. Να
πάρουμε λίγο καθαρό αέρα».

«Είναι ασφαλές;» ρωτάω αθώα,


προσπαθώντας και αποτυγχάνοντας να
κρύψω την ειρωνεία από τη φωνή μου.
Το πρόσωπο του Κρίστιαν χάνει το κέφι
του, και το στόμα του πιέζεται σε μια
γραμμή. «Εκεί όπου πάμε, ναι. Και το θέμα
δεν είναι για γέλια!» προσθέτει αυστηρά,
στενεύοντας τα μάτια του.

Κοκκινίζω και χαμηλώνω το βλέμμα στο


πρωινό μου. Δεν έχω όρεξη να με μαλώνουν
έπειτα απ’ όλα αυτά τα δράματα και το
ξενύχτι. Τρώω το πρωινό μου σιωπηλά,
νιώθοντας θυμωμένη.

To υποσυνείδητό μου μου κουνάει το


κεφάλι. Ο Πενήντα δεν κάνει αστεία με την
ασφάλειά μου έπρεπε να το ξέρω πια. Θέλω
να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό, αλλά
κρατιέμαι.

Εντάξει, είμαι κουρασμένη και ευερέθιστη.


Η χτεσινή μέρα ήταν μεγάλη, και επιπλέον
δεν κοιμήθηκα αρκετά. Γιατί; Γιατί δείχνει
φρέσκος σαν λουλούδι; Η ζωή δεν είναι
δίκαιη.

Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα.

«Θα είναι η καλή μας γιατρός...» γρυλίζει


ο Κρίστιαν, προφανώς φέροντας ακόμα
βαρέως την ειρωνεία μου. Σηκώνεται από
το τραπέζι.

Δεν μπορούμε να έχουμε ένα ήρεμο,


κανονικό πρωί; Αναστενάζω βαθιά,
αφήνοντας το μισό μου πρωινό, και
σηκώνομαι να χαιρετήσω τη δόκτορα Depo-
Provera.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΥΠΝΟΔΩΜΑΤΙΟ, και
η δόκτωρ Γκριν με κοιτάζει με ολάνοιχτο
στόμα. Είναι ντυμένη πιο σπορ από την
προηγούμενη φορά, με ροζ κασμιρένια
μπλούζα και ζακέτα και μαύρο παντελόνι,
και τα ωραία ξανθά μαλλιά της είναι
λυμένα.

«Και απλώς σταμάτησες να τα


παίρνεις;Έτσι απλά;»

Κοκκινίζω, νιώθοντας κάτι παραπάνω από


ανόητη. «Ναι...» Γίνεται η φωνή μου να
βγει πιο σιγανή;

«Θα μπορούσες να είσαι έγκυος!» λέει


εκείνη κατηγορηματικά.

Τι! Ο κόσμος καταρρέει στα πόδια μου. Το


υποσυνείδητό μου σωριάζεται στο πάτωμα
ξερνώντας, και νομίζω πως κι εγώ
ανακατεύομαι. Όχι!

«Ορίστε. Πήγαινε να κάνεις πιπί εδώ μέσα».


Είναι τελείως επαγγελματική σήμερα δε
χαρίζει κάστανα.

Παίρνω πειθήνια το μικρό πλαστικό δοχείο


που μου δίνει και μπαίνω ζαλισμένη στο
μπάνιο. Όχι. Όχι. Όχι. Αποκλείεται...
Αποκλείεται... Σε παρακαλώ, όχι. Όχι.

Τι θα κάνει ο Πενήντα; Χλωμιάζω. Θα


φρικάρει.

Όχι, σε παρακαλώ, μουρμουρίζω σε μια


σιωπηλή προσευχή.

Δίνω στη δόκτορα Γκριν το δείγμα μου και


βάζει μέσα με προσοχή ένα άσπρο ξυλάκι.
«Πότε άρχισε η περίοδός σου;»

Πώς να σκεφτώ τέτοιες λεπτομέρειες όταν


το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να
κοιτάζω εναγωνίως το άσπρο ξυλάκι;

«Εεε... Την Τετάρτη; Όχι αυτή που πέρασε,


την προηγούμενη. Την πρώτη Ιουνίου».

«Και πότε σταμάτησες να παίρνεις το


χάπι;»

«Την Κυριακή. Την προηγούμενη


Κυριακή»,

Σουφρώνει τα χείλη της. «Πρέπει να είσαι


εντάξει!» λέει απότομα. «Καταλαβαίνω από
το ύφος σου πως μια απρογραμμάτιστη
εγκυμοσύνη δε θα ήταν ευχάριστο νέο.
Έτσι, η μεδροξυπρογεστερόνη είναι καλή
ιδέα αν δεν μπορείς να θυμάσαι να παίρνεις
το χάπι κάθε μέρα».

Μου ρίχνει ένα αυστηρό βλέμμα, κι εγώ


ζαρώνω κάτω από το αυταρχικό της ύφος.
Σηκώνει το άσπρο ξυλάκι και το κοιτάζει.

«Τη γλίτωσες. Δεν είχες ακόμα ωορρηξία,


οπότε, με την προϋπόθεση πως έπαιρνες τις
κατάλληλες προφυλάξεις, μάλλον δεν είσαι
έγκυος. Τώρα να σε ενημερώσω γι’ αυτή
την ένεση. Την απορρίψαμε την
προηγούμενη φορά λόγω των
παρενεργειών, αλλά ειλικρινά οι
παρενέργειες ενός παιδιού είναι μεγάλες και
διαρκούν πολλά χρόνια...»

Χαμογελάει, ευχαριστημένη από τον εαυτό


της και το αστειάκι της, όμως εγώ δεν
μπορώ να αντιδράσω παραείμαι
ζαβλακωμένη.

« Άνα! » πετάει η δόκτωρ Γκριν. «Έλα να


το κάνουμε αυτό το πράγμα». Με βγάζει
από την ονειροπόλησή μου και σηκώνω
πρόθυμα το μανίκι μου.

Ο Κρίστιαν κλείνει την πόρτα πίσω της και


με κοιτάζει επιφυλακτικά. «Όλα εντάξει;»
ρωτάει.

Γνέφο3 βουβά, και γέρνει το κεφάλι του στο


πλάι, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου
του τραβηγμένα από την ανησυχία.

«Αναστάζία, τι συμβαίνει; Τι είπε η δόκτωρ


Γκριν;»
Κουνάω το κεφάλι. «Τα χέρια σου θα είναι
ελεύθερα σε εφτά μέρες...» μουρμουρίζω.

«Εφτά μέρες;»

«Ναι».

«Άνα, τι συμβαίνει;»

Καταπίνω. «Τίποτε ανησυχητικό. Σε


παρακαλώ, Κρίστιαν, άσ’ το...»

Ο Κρίστιαν στέκεται απειλητικά εμπρός


μου. Με αρπάζει από το πιγούνι
σπρώχνοντας πίσω το κεφάλι μου και με
κοιτάζει στα μάτια, προσπαθώντας να
αποκρυπτογραφήσει τον πανικό μου.

«Πες μου!» επιμένει.


«Δεν έχω τίποτα να σου πω. Θα ήθελα να
ντυθώ...» Τραβάω το πιγούνι μου από το
χέρι του.

Αναστενάζει και περνάει το χέρι από τα


μαλλιά του κατσουφιάζοντας. «Πάμε να
κάνουμε ντους» λέει τελικά.

«Βέβαια...» μουρμουρίζω αφηρημένη, και


το στόμα του συσπάται.

«Έλα...» αποκρίνεται μουτρωμένα,


αρπάζοντας γερά το χέρι μου.

Προχωράει αποφασιστικά προς το μπάνιο,


και σέρνομαι πέσω του. Δεν είμαι η μόνη
που δεν έχει κέφια, κατά τα φαινόμενα.
Ανοίγοντας το ντους, ο Κρίστιαν γδύνεται
γρήγορα και στρέφεται προς το μέρος μου.
«Δεν ξέρω τι σε αναστάτωσε ή αν είσαι
απλώς κακόκεφη επειδή σου λείπει ύπνος»
συμπληρώνει λύνοντας τη ζώνη από το
μπουρνούζι μου. «Μα θέλω να μου πεις.
Η φαντασία μου καλπάζει* κι αυτό δε μ’
αρέσει».

Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, κι εκείνος


με αγριοκοιτάζει στενεύοντας τα μάτια του.
Γαμώτο! Εντάξει... Ορίστε.

«Η δόκτωρ Γκριν με αποπήρε που


σταμάτησα τα χάπια. Είπε πως θα
μπορούσα να είμαι έγκυος».

«Τι;» Χλωμιάζει, και τα χέρια του


κοκαλώνουν καθώς με κοιτάζει, κάτασπρος
ξαφνικά.
«Δεν είμαι όμως. Έκανε ένα τεστ. Έπαθα
σοκ, αυτό είναι όλο. Δεν το πιστεύω πως
φέρθηκα τόσο ηλίθια...»

Χαλαρώνει ορατά. «Σίγουρα δεν είσαι;»

«Ναι».

Ξεφυσάει δυνατά. «Ωραία... Ναι.


Καταλαβαίνω πως ένα τέτοιο νέο θα ήταν
κεραμίδα».

Κατσουφιάζω κεραμίδα; «Ανησυχούσα


περισσότερο για τη δική σου αντίδραση».

Ζαρώνει το μέτωπό του απορημένος. «Τη


δική μου αντίδραση; Φυσικά
ανακουφίστηκα... Αν σε γκάστρωνα, αυτό
θα ήταν το αποκορύφωμα της απροσεξίας
και των κακών τρόπων».
«Τότε θα έπρεπε να κάνουμε αποχή!» λέω
σφυριχτά.

Με κοιτάζει για μια στιγμή σαστισμένος,


θαρρείς και είμαι κάποιου είδους
επιστημονικό πείραμα. «Δεν έχεις κέφια
σήμερα το πρωί...»

«Απλώς έπαθα σοκ, αυτό είναι όλο!»


επαναλαμβάνω οξύθυμα.

Αρπάζοντας τα πέτα από το μπουρνούζι


μου, με τραβάει και με αγκαλιάζει ζεστά,
φιλώντας τα μαλλιά μου και πιέζοντας το
κεφάλι μου επάνω στο στήθος του. Οι
τρίχες του στήθους του, που γαργαλούν το
μάγουλό μου, μου αποσπούν την προσοχή.
Αχ και να μπορούσα να χώσω τη μύτη μου
εκεί μέσα...
«Άνα, δεν είμαι συνηθισμένος σ’ αυτά...»
μουρμουρίζει. «Η φυσική μου τάση είναι
να σ’ το αποσπάσω με ένα χέρι ξύλο, αλλά
πολύ αμφιβάλλω αν το θες».

Γαμώτο... «Όχι, δε θέλω. Αυτό βοηθάει».

Τον αγκαλιάζω πιο σφιχτά και στεκόμαστε


πολλή ώρα σ’ ένα αλλόκοτο αγκάλιασμα, ο
Κρίστιαν γυμνός, κι εγώ τυλιγμένη με ένα
μπουρνούζι. Με έχει αποστομώσει άλλη μία
φορά με την ειλικρίνειά του. Δεν ξέρει
τίποτε από σχέσεις. Ούτε κι εγώ, εκτός απ’
όσα έμαθα από τον ίδιο. Μου ζήτησε πίστη
και υπομονή* ίσως θα μπορούσα να κάνω
το ίδιο.

«Έλα. Πάμε να κάνουμε ντους» λέει τελικά


ο Κρίστιαν αφήνοντάς με.
Κάνει ένα βήμα πίσω και μου βγάζει το
μπουρνούζι. Τον ακολουθώ κάτω από τις
λεπτές κουρτίνες του νερού, σηκώνοντας το
πρόσωπό μου ψηλά στον χείμαρρο.
Υπάρχει χώρος και για τους δυο μας κάτω
από το τεράστιο ντους. Ο Κρίστιαν παίρνει
το σαμπουάν και αρχίζει να λούζει τα
μαλλιά του. Μου το δίνει και κάνω το ίδιο.

Ω, πολύ ωραία αίσθηση. Κλείνοντας τα


μάτια, υποκύπτω στο εξαγνιστικό, ζεστό
νερό. Καθώς ξεπλένω το σαμπουάν,
αισθάνομαι τα χέρια του επάνω μου να
σαπουνίζουν το κορμί μου, τους ώμους, τα
μπράτσα, κάτω από τα μπράτσα, τα στήθη,
την πλάτη μου. Με γυρίζει μαλακά από την
άλλη μεριά και με τραβάει επάνω του έτσι
όπως συνεχίζει προς τα κάτω: στο στομάχι,
στην κοιλιά μου, τα επιδέξια δάχτυλά του
ανάμεσα στα πόδια μου -Χμμμ...-, στους
γλουτούς μου. Ω, πολύ ωραία αίσθηση και
τόσο οικεία. Με γυρίζει πάλι για να τον
κοιτάζω καταπρόσωπο.

«Ορίστε...» ψιθυρίζει δίνοντάς μου το


αφρόλουτρο. «Θέλω να μου βγάλεις τα
υπολείμματα του κραγιόν».

Τα μάτια μου ανοίγουν μέσα σε παραζάλη


και σκαρφαλώνουν γρήγορα στα δικά του.
Με κοιτάζει εξεταστικά, μουσκεμένος και
όμορφος, ενώ τα υπέροχα, φωτεινά γκρίζα
μάτια του δε φανερώνουν τίποτα.

«Μην ξεφύγεις πολύ από τη γραμμή, σε


παρακαλώ...» τραυλίζει.

«Εντάξει...» λέω σιγανά, προσπαθώντας να


συνειδητοποιήσω το μέγεθος αυτού που
μόλις μου ζήτησε να κάνω - να τον αγγίξω
στην άκρη της απαγορευμένης ζώνης.

Ζουλάω το μπουκάλι και βάζω λίγο


αφρόλουτρο στην παλάμη μου. Τρίβω τα
χέρια μου μεταξύ τους για να δημιουργήσω
σαπουνάδα, μετά τα βάζω στους ώμους του
και καθαρίζω απαλά τη γραμμή του κραγιόν
και στις δύο πλευρές. Μένει ακίνητος και
κλείνει τα μάτια του με πρόσωπο ατάραχο,
αλλά αναπνέει γρήγορα, και ξέρω πως δεν
είναι πόθος, αλλά φόβος. Αυτό με πληγώνει
αφάνταστα.

Με δάχτυλα που τρέμουν ακολουθώ τη


γραμμή στο πλάι του στήθους του,
σαπουνίζοντας και τρίβοντας απαλά.
Ξεροκαταπίνει. Το σαγόνι του είναι
τσιτωμένο σαν να σφίγγει τα δόντια του. Ω!
Η καρδιά μου βουλιάζει και ο λαιμός μου
κλείνει. Οχ, όχι... Μου έρχεται να κλάψω.

Σταματάω για να ρίξω κι άλλο αφρόλουτρο


στο χέρι μου και τον νιώθω να χαλαρώνει
μπροστά μου. Δεν μπορώ να σηκώσω τα
μάτια επάνω του. Δεν αντέχω να δω τον
πόνο του είναι αβάσταχτο. Είναι η σειρά
μου να ξεροκαταπιώ.

«Έτοιμος;» μουρμουρίζω, και η ένταση


ακούγεται δυνατά και καθαρά στη φωνή
μου.

Βάζω μαλακά τα χέρια δεξιά και αριστερά


στο στήθος του, κι εκείνος παγώνει ξανά.

Δεν αντέχω. Έχω συγκλονιστεί από την


εμπιστοσύνη του έχω συγκλονιστεί από τον
φόβο του, από τη ζημιά που έχει γίνει σ’
αυτό τον όμορφο, συντετριμμένο,
πληγωμένο άντρα.

Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα που


ξεχύνονται στα μάγουλά μου και
ανακατεύονται με το νερό του ντους. Ω
Κρίστιαν! Ποιος σου το έκανε αυτό;

Το διάφραγμά του κινείται γρήγορα με κάθε


του ρηχή ανάσα, το σώμα του είναι
αλύγιστο κι εκπέμπει ένταση κατά κύματα
καθώς τα χέρια μου κινούνται κατά μήκος
της γραμμής, σβήνοντάς τη. Μακάρι να
μπορούσα να σβήσω τον πόνο του. Θα το
έκανα -θα έκανα οτιδήποτεκαι δε θέλω
τίποτε άλλο παρά να φιλήσω κάθε ουλή που
βλέπω, να διώξω ;ιε τα φιλιά μου όλα
εκείνα τα φρικτά χρόνια εγκατάλειψης.
Ξέρω όμως ότι δεν μπορώ, και τα δάκρυά
μου κυλούν απρόσκλητα στα μάγουλά μου.
«Όχι. Σε παρακαλώ, μην κλαις...» ψελλίζει,
και η φωνή του είναι γεμάτη άγχος έτσι
όπως με τυλίγει σφιχτά στην αγκαλιά του.
«Σε παρακαλώ... Μην κλαις για μένα».

Και ξεσπάω σε λυγμούς, θάβοντας το


πρόσωπό μου στον λαιμό του καθώς
σκέφτομαι ένα μικρό αγοράκι χαμένο σε
μια θάλασσα φόβου και πόνου,
τρομαγμένο, παραμελημένο, κακοποιημένο
πληγωμένο πέρα από κάθε αντοχή.

Τραβιέται, πιάνει το κεφάλι μου με τα δυο


του χέρια γέρνοντάς το προς τα πίσω και
σκύβει να με φιλήσει.

«Μην κλαις, Άνα, σε παρακαλώ...»


τραυλίζει επάνω στο στόμα μου. «Ήταν
πριν από πολύ καιρό. Λαχταράω να μ’
αγγίξεις, μα απλώς δεν το αντέχω. Είναι
πάρα πολύ. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...
Μην κλαις».

«Θέλω κι εγώ να σ’ αγγίξω... Περισσότερο


απ’ όσο μπορείς να καταλάβεις. Το να σε
βλέπω έτσι... Τόσο πονεμένο και
φοβισμένο, Κρίστιαν... Με πληγώνει βαθιά.
Σ’ αγαπάω τόσο πολύ...»

Περνάει τον αντίχειρά του από το κάτω


χείλος μου. «Το ξέρω, το ξέρω...» ψιθυρίζει.

«Είναι τόσο εύκολο να σ’ αγαπήσει


κανείς... Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Όχι, μωρό μου, δεν το καταλαβαίνω».

«Είναι. Και σ’ αγαπάω, το ίδιο και η


οικογένειά σου. Το ίδιο και η Ελένα και
η Λέιλα. Έχουν παράξενο τρόπο να το
δείχνουν αλλά σ’ αγαπούν. Το αξίζεις...»

«Σταμάτα...» Βάζει το δάχτυλο στα χείλη


μου και κουνάει το κεφάλι του, με μια
έκφραση αγωνίας στο πρόσωπο. «Δεν
μπορώ να τα ακούω αυτά. Δεν είμαι τίποτε,
Αναστάζια. Είμαι ένας κούφιος άνθρωπος.
Δεν έχω καρδιά...»

«Ναι, έχεις. Και τη θέλω... Ολόκληρη.


Είσαι καλός άνθρωπος, Κρίστιαν,
πραγματικά καλός άνθρωπος...
Μην αμφιβάλλεις καθόλου. Κοίτα τι έχεις
κάνει... Τι έχεις καταφέρει...» τραυλίζω με
αναφιλητά. «Κοίτα τι έχεις κάνει για μένα...
Σε τι γύρισες την πλάτη σου για χάρη
μου...» ψελλίζω. «Ξέρω. Ξέρω τι
αισθάνεσαι για μένα».
Με κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα και
γεμάτα πανικό, και το μόνο που ακούμε
είναι η σταθερή ροή του νερού που τρέχει
επάνω μας στο ντους.

«Μ’ αγαπάς...» λέω χαμηλόφωνα.

Τα μάτια του ανοίγουν ακόμα περισσότερο.


Το ίδιο και το στόμα του. Παίρνει μια
τεράστια ανάσα λες κι έχει θυμώσει.
Φαίνεται βασανισμένος ευάλωτος.

«Ναι ...» μουρμουρίζει. «Σ’ αγαπάω...»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΙΑ

Δεν ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΩ την


αγαλλίασή μου. Το υποσυνείδητό μου με
κοιτάζει χάσκοντας, σιωπηλό και
ζαβλακωμένο, και στο πρόσωπό μου είναι
κολλημένο ένα χαμόγελο που πηγαίνει από
το ένα αυτί έως το άλλο καθώς κοιτάζω με
λαχτάρα μέσα στα βασανισμένα μάτια του
Κρίστιαν.

Η τρυφερή, γλυκιά ομολογία του με αγγίζει


σε κάποιο βαθύ, βασικό επίπ :δο. Είναι
θαρρείς και γυρεύει άφεση· οι δύο μικρές
λεξούλες του είναι σαν μάννα εξ ουρανού.
Δάκρυα πλημμυρίζουν ξανά τα μάτια μου.
Ναι, με αγαπάς. Το ξέρω πως με αγαπάς.

Η συνειδητοποίηση είναι τόσο λυτρωτική,


σαν να έφυγε από πάνω μου το βάρος μιας
ασήκωτης μυλόπετρας. Αυτός ο όμορφος
προβληματικός άντρας, που κάποτε έβλεπα
σαν ρομαντικό μου ήρωα -δυνατό,
μοναχικό, μυστηριώδη-, διαθέτει όλα αυτά
τα χαρακτηριστικά, αλλά είναι επίσης
εύθραυστος και κλεισμένος στον εαυτό του
και γεμάτος αυτοαπέχθεία. Η καρδιά μου
φτερουγίζει από χαρά αλλά και πόνο για
την οδύνη του. Και τούτη τη στιγμή ξέρω
πως η καρδιά μου είναι αρκετά μεγάλη και
για τους δυο μας. Ελπίζω πως είναι αρκετά
μεγάλη και για τους δυο μας.

Απλώνω το χέρι να αγγίξω το αγαπημένο


του πρόσωπο και να τον φιλήσω τρυφερά,
βάζοντας σ’ αυτό το τρυφερό άγγιγμα όλη
την αγάπη που νιώθω. Θέλω να τον
καταβροχθίσω κάτω από το ζεστό
τρεχούμενο νερό. Ο Κρίστιαν βογκάει και
με τυλίγει στα μπράτσα του, κρατώντας με
σαν να είμαι ο αέρας που χρειάζεται για να
αναπνεύσει.

«Ω Άνα ...» ψιθυρίζει βραχνά. «Σε θέλω, μα


όχι εδώ».
«Ναι...» μουρμουρίζω με πάθος μέσα στο
στόμα του.

Κλείνει το ντους και με παίρνει από το χέρι,


οδηγώντας με έξω και τυλίγοντάς με στο
μπουρνούζι μου. Αρπάζοντας μια πετσέτα,
τη δένει γύρω από τη μέση του, ύστερα
παίρνει μια μικρότερη και αρχίζει να μου
ταμπονάρει απαλά τα μαλλιά. Όταν μένει
ικανοποιημένος, στερεώνει την πετσέτα
γύρω από το κεφάλι μου, έτσι που στον
μεγάλο καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα
φαίνεται σαν να φοράω πέπλο. Στέκεται
πίσω μου, και τα μάτια μας συναντιούνται
στον καθρέφτη, φλογερό γκρίζο σε φωτεινό
γαλάζιο, κι αυτό μου δίνει μια ιδέα.

«Μπορώ να ανταποδώσω;» ρωτάω.


Γνέφει καταφατικά, αν και το μέτωπό του
ζαρώνει. Παίρνω άλλη μία χνουδωτή
πετσέτα από τις πολλές που είναι
στοιβαγμένες στην εταζέρα, στέκομαι
μπροστά του στα νύχια των ποδιών μου και
αρχίζω να του στεγνώνω τα μαλλιά. Σκύβει
προς τα εμπρός, διευκολύνοντας τη
διαδικασία, και κάθε φορά που καταφέρνω
να δω το πρόσωπό του κάτω από την
πετσέτα, διαπιστώνω πως χαμογελάει
πανευτυχής σαν μικρό παιδάκι.

«Πάει πολύς καιρός που έχει να μου το


κάνει κάποιος αυτό. Πάρα πολύς καιρός...»
ψιθυρίζει, μετά όμως κατσουφιάζει. «Για
την ακρίβεια, δε νομίζω πως μου στέγνωσε
ποτέ κανείς τα μαλλιά».
«Δεν μπορεί να μην το έκανε η Γκρέις...
Δε σου στέγνωνε τα μαλλιά όταν ήσουν
μικρός;»

Γνέφει αρνητικά, δυσκολεύοντας τη


δουλειά μου. « Όχι, Από την πρώτη μέρα
σεβόταν τα όριά μου, παρόλο που γι’ αυτήν
ήταν οδυνηρό... Ήμουν πολύ αυτάρκης
όταν ήμουν μικρός» απαντάει ήρεμα.

Σκέφτομαι ένα αγοράκι με χαλκόχρωμα


μαλλιά να προσέχει τον εαυτό του μιας και
κανένας άλλος δε νοιάζεται και αισθάνομαι
σαν να έχω φάει κλοτσιά στα πλευρά. Η
σκέψη είναι αποκαρδιωτικά θλιβερή. Δε
θέλω όμως να κλέψει η μελαγχολία μου
αυτή την οικειότητα που μόλις άρχισε να
ανθίζει.
«Τότε είναι τιμή μου...» τον πειράζω
τρυφερά.

«Οπωσδήποτε, δεσποινίς Στιλ. Ή ίσως η


τιμή είναι δική μου».

«Αυτό δεν το συζητάμε καν, κύριε


Γκρέυ...» αποκρίνομαι δηκτικά.

Τελειώνω με τα ααλλιά του, παίρνω μια


άλλη πετσέτα και πηγαίνω να σταθώ πίσω
του. Τα μάτια μας συναντιούνται ξανά στον
καθρέφτη, και το άγρυπνο ερωτηματικό
βλέμμα του με παροτρύνει να μιλήσω.

«Μπορώ να δοκιμάσω κάτι;»

Έπειτα από μια στιγμή γνέφει καταφατικά.


Περνάω επιφυλακτικά και πολύ τρυφερά το
μαλακό πανί από το αριστερό του μπράτσο,
στεγνώνοντας τις σταγόνες του νερού από
το δέρμα του. Σηκώνοντας τα μάτια, ελέγχω
την έκφρασή του στον καθρέφτη. Μου
βλεφαρίζει, και τα μάτια του είναι
καρφωμένα στα δικά μου.

Σκύβω και φιλάω τον δικέφαλό του, και τα


χείλη του ανοίγουν ανεπαίσθητα. Του
στεγνώνω και το άλλο μπράτσο με τον ίδιο
τρόπο, δίνοντας φιλιά γύρω από τον
δικέφαλό του, κι ένα αμυδρό χαμόγελο
παιχνιδίζει στο στόμα του. Του σκουπίζω
προσεκτικά τη ραχοκοκαλιά κάτω από την
αχνή γραμμή του κραγιόν, ορατή ακόμα.
Δεν είχα προλάβει να του πλύνω την πλάτη.

«Όλη την πλάτη» λέει ήρεμα. «Με την


πετσέτα». Παίρνει μια απότομη ανάσα και
κλείνει ερμητικά τα μάτια έτσι όπως τον
στεγνώνω με ζωηρές κινήσεις, προσέχοντας
να τον αγγίζω μόνο με την πετσέτα.

Έχει τόσο ελκυστική πλάτη φαρδιούς,


λαξεμένους ώμους, όλους τους μικρούς μυς
καθαρά ζωγραφισμένους. Προσέχει στ’
αλήθεια τον εαυτό του. Το όμορφο θέαμα
ασχημίζουν μόνο οι ουλές του.

Με δυσκολία τις αγνοώ, πνίγοντας την


ακατανίκητη παρόρμηση να τις φιλήσω μία
μία. Όταν τελειώνω, εκείνος ξεφυσάει, κι
εγώ σκύβω να τον ανταμείψω με ένα φιλί
στον ώμο. Τα μάτια μας συναντιούνται
ξανά στον καθρέφτη, και η έκφρασή του
είναι επιφυλακτική αλλά και εύθυμη.

«Κράτα την». Του δίνω μια μικρότερη


πετσέτα προσώπου και με κοιτάζει
κατσούφικα, σαστισμένος. «Θυμάσαι στην
Τζόρτζια; Μ’ έκανες να χαϊδέψω τον εαυτό
μου χρησιμοποιώντας τα χέρια σου»
προσθέτω.

Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει, αλλά αγνοώ


την αντίδρασή του και τυλίγω τα μπράτσα
γύρω του. Κοιτάζοντας την εικόνα μας στον
καθρέφτη -την ομορφιά του, τη γύμνια του
και μένα με τα μαλλιά τυλιγμένα-, φαντάζει
σχεδόν βιβλική, σαν από μπαρόκ πίνακα με
θέμα από την Παλαιά Διαθήκη.

Πιάνω το χέρι του, που μου το εμπιστεύεται


πρόθυμα, και το οδηγώ στο στήθος του για
να το στεγνώσω, τρίβοντας αργά και αδέξια
την πετσέτα στο κορμί του. Μία φορά, δύο
φορές ύστερα ξανά. Έχει μείνει εντελώς
ακίνητος, άκαμπτος από την ένταση, εκτός
από τα μάτια του, τα οποία ακολουθούν το
χέρι μου, που είναι σφιγμένο γύρω από το
δικό του.

Το υποσυνείδητό μου παρακολουθεί


επιδοκιμαστικά, με τα συνήθως
σουφρωμένα χείλη του χαμογελαστά, κι
εγώ είμαι ο άνθρωπος που κινεί τις
μαριονέτες. Το άγχος του στέλνει στην
πλάτη του κύματα ρίγους, αλλά συνεχίζει
να με κοιτάζει κατάματα, αν και τα μάτια
του είναι πιο σκοτεινά, πιο θανάσιμα...
Αποκαλύπτοντας ίσως τα μυστικά τους.

Θέλω να πάω σ’ αυτό το μέρος; Θέλω να


βρεθώ αντιμέτωπη με τους δαίμονές του;

«Νομίζω πως στέγνωσες...» ψιθυρίζω


αφήνοντας το χέρι μου να πέσει και τον
κοιτάζω βαθιά στα μάτια μέσα από τον
καθρέφτη.
Η ανάσα του έχει επιταχυνθεί, τα χείλη του
είναι μισάνοιχτα. «Σε χρειάζομαι,
Αναστάζία...» τραυλίζει.

«Κι εγώ σε χρειάζομαι...» Και την ώρα που


το λέω, μένω έκπληκτη από τη δύναμη της
αλήθειας που κουβαλάει αυτή η φράση. Δεν
μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς
τον Κρίστιαν. Ποτέ.

«Άσε με να σ’ αγαπήσω» λέει με τραχιά


φωνή.

« Ναι.. .» αποκρίνομαι.

Στρέφεται και με τραβάει στην αγκαλιά του,


ενώ τα χείλη του ψάχνουν τα δικά μου
ικετεύοντάς με, λατρεύοντάς με...
Αγαπώντας με.
ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ
του στη ραχοκοκαλιά μου καθώς
κοιταζόμαστε, απολαμβάνοντας τη
μακαριότητα που ακολουθεί το σεξ.
Κορεσμένοι. Μένουμε ξαπλωμένοι μαζί,
εγώ μπρούμυτα κρατώντας αγκαλιά το
μαξιλάρι μου, εκείνος στο πλευρό του, και
χαίρομαι το τρυφερό του άγγιγμα. Ξέρω
πως αυτήν τη στιγμή έχει ανάγκη να με
αγγίζει. Γι’ αυτόν είμαι βάλσαμο, μια πηγή
παρηγοριάς. Πώς θα μπορούσα να του το
αρνηθώ; Νιώθω ακριβώς το ίδιο για κείνον.

«Ώστε μπορείς να γίνεις τρυφερός...»


μουρμουρίζω.

«Χμμμ.,.Έτσι φαίνεται, δεσποινίς Στιλ».


Χαμογελάω. «Δεν ήσουν ιδιαίτερα την
πρώτη φορά που... Εεε... Που το κάναμε
αυτό».

«Όχι; » ρωτάει χαμογελώντας αχνά. «Όταν


σου έκλεψα την αρετή σου...»

«Δε νομίζω πως μου την έκλεψες...»


αντιγυρίζω υπεροπτικά δεν είμαι καμιά
ανήμπορη παρθένα. «Νομίζω πως η αρετή
μου προσφέρθηκε εντελώς αυτοπροαίρετα
και πρόθυμα. Ήθελα να το κάνεις, κι αν
θυμάμαι καλά, μάλλον το
ευχαριστήθηκα...» Του χαμογελάω
συνεσταλμένα, δαγκώνοντας το χείλος μου.

«Το ίδιο κι εγώ, απ’ ό,τι θυμάμαι, δεσποινίς


Στιλ... Στόχος μας η ευχαρίστησή σας!» λέει
με επιτηδευμένο ύφος, και το πρόσωπό του
μαλακώνει, ενώ γίνεται σοβαρό . «Κι αυτό
σημαίνει πως είσαι δική μου. Εντελώς!»
Κάθε ίχνος χιούμορ έχει εξαφανιστεί καθώς
με κοιτάζει.

«Ναι, είμαι» του αποκρίνομαι. «Ήθελα να


σε ρωτήσω κάτι».

« Ρώτα »·

«Ο βιολογικός σου πατέρας... Ξέρεις ποιος


ήταν;» Αυτή η σκέψη με βασανίζει
κάμποση ώρα.

Το μέτωπό του ζαρώνει και ύστερα κουνάει


αρνητικά το κεφάλι. «Δεν έχω ιδέα. Δεν
ήταν ο αγριάνθρωπος ο νταβατζής της,
ευτυχώς».

«Πού το ξέρεις;»
«Κάτι που είπε ο μπαμπάς μου... Ο
Κάρρικ».

Κοιτάζω τον Πενήντα μου με προσμονή,


περιμένοντας.

«Τόσο διψασμένη για πληροφορίες,


Αναστάζία...»

αναστενάζει κουνώντας το κεφάλι του. «Ο


νταβατζής ανακάλυψε το πτώμα της
κοκαϊνομανούς πόρνης και τηλεφώνησε
στις Αρχές. Του πήρε όμως τέσσερις μέρες
να κάνει την ανακάλυψη. Φεύγοντας,
έκλεισε την πόρτα... Μ’ άφησε μαζί της...
Με το πτώμα της». Τα μάτια του
συννεφιάζουν στην ανάμνηση.
Παίρνω απότομη ανάσα. Καημένο αγοράκι
η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, που δεν μπορώ
ούτε να τη φανταστώ.

«Η αστυνομία τον ανέκρινε αργότερα.


Αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε
σχέση μαζί μου, και ο Κάρρικ είπε πως δε
μου έμοιαζε καθόλου».

«Θυμάσαι πώς ήταν;»

«Αναστάζια, τούτο το κομμάτι της ζωής


μου δεν το επισκέπτομαι πολύ συχνά. Ναι,
θυμάμαι πώς ήταν. Δε θα τον ξεχάσω
ποτέ...» Το πρόσωπο του Κρίστιαν
σκοτεινιάζει και σκληραίνει, γίνεται πιο
γωνιώδες, τα μάτια του παγώνουν από οργή.
«Μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι άλλο;»
«Με συγχωρείς... Δεν ήθελα να σε
αναστατώσω».

Κουνάει το κεφάλι του. «Περσινά ξινά


σταφύλια, Άνα. Δεν είναι κάτι που θέλω να
σκέφτομαι».

«Λοιπόν, ποια είναι η έκπληξη;» Πρέπει να


αλλάξω θέμα προτού γίνει τελείως
Πενήντα.

Η έκφρασή του αμέσως φωτίζεται. «'Εχεις


το κουράγιο να βγεις έξω για λίγο καθαρό
αέρα; Θέλω να σου δείξω κάτι».

«Φυσικά».

Με εντυπωσιάζει η ταχύτητα της


μεταστροφής του - ευμετάβλητος όπως
πάντα. Μου χαμογελάει με το παιδιάστικο,
ανέμελο χαμόγελό του, που φωνάζει:
«Είμαι μόνο είκοσι εφτά χρόνων!». Η
καρδιά μου σκαρφαλώνει στο στόμα μου.
Άρα πρόκειται για κάτι που τον συγκινεί,
απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Με χτυπάει
παιχνιδιάρικα στα πισινά.

«Ντύσου. Ένα τζιν είναι ό,τι πρέπει. Ελπίζω


ο Τέυλορ να σου έβαλε στη βαλίτσα».

Σηκώνεται και φοράει το μποξεράκι του.


Ω... Θα μπορούσα να κάθομαι εδώ όλη τη
μέρα, παρακολουθώντας τον να περιφέρεται
στο δωμάτιο.

«Όρθια!» με αποπαίρνει, αυταρχικός όπως


πάντα.

Τον κοιτάζω χαμογελώντας. «Απλώς


θαυμάζω τη θέα».
Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό.

Καθώς ντυνόμαστε, προσέχω πως


κινούμαστε με τον συγχρονισμό δύο
ανθρώπων που γνωρίζουν καλά ο ένας τον
άλλο, προσέχοντας και οι δύο κι έχοντας
πλήρη επίγνωση της παρουσίας του άλλου,
ανταλλάσσοντας πότε πότε συνεσταλμένα
χαμόγελα και γλυκά αγγίγματα. Και
ξαφνικά μου περνάει από το μυαλό πως
αυτό το πράγμα είναι και γι’ αυτόν εξίσου
καινούριο όσο και για μένα.

«Στέγνωσε τα μαλλιά σου!» με προστάζει


όταν έχουμε πια ντυθεί.

«Αυταρχικός όπως πάντα...» Του χαρίζω


ένα αμυδρό χαμόγελο και σκύβει να μου
φιλήσει τα μαλλιά.
«Αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ, μωρό
μου. Δε σε θέλω άρρωστη».

Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, και το


στόμα του συσπάται από κέφι.

«Ξέρετε, δεσποινίς Στιλ, οι παλάμες μου


εξακολουθούν να με τρώνε...»

«Χαίρομαι που το ακούω, κύριε Γκρέυ.


Είχα αρχίσει να νομίζω πως δεν είστε πια
στην τσίτα».

«Θα μπορούσα εύκολα να αποδείξω, αν το


επιθυμείς, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα»,
Ο Κρίστιαν βγάζει από την τσάντα του ένα
φαρδύ κρεμ πουλόβερ με πλεξούδες και το
τυλίγει επιδέξια γύρω από τους ώμους του.
Με το άσπρο του μπλουζάκι και το τζιν,
τα έντεχνα ανακατωμένα μαλλιά και τώρα
αυτό φαντάζει σαν να έχει βγει από τις
σελίδες πολυτελούς περιοδικού.

Κανένας δεν πρέπει να είναι τόσο όμορφος.


Και δεν ξέρω αν είναι ο στιγμιαίος
περισπασμός από την τέλεια εμφάνισή του
ή η γνώση πως με αγαπάει, αλλά η απειλή
του δε με γεμίζει πλέον τρόμο. Αυτές είναι
οι Πενήντα Αποχρώσεις μου· έτσι είναι
φτιαγμένος.

Καθώς απλώνω το χέρι στο σεσουάρ, μια


απτή ελπίδα ανθίζει μέσα μου. Θα βρούμε
μια μέση οδό. Απλώς πρέπει να
αναγνωρίσουμε ο ένας τις ανάγκες του
άλλου και να προσαρμοστούμε σ’ αυτές.
Μπορώ να το κάνω αυτό. Έτσι δεν είναι;

Κοιτάζω την εικόνα μου στον καθρέφτη της


ντουλάπας. Φοράω το γαλάζιο πουκάμισο
που μου αγόρασε και μου έβαλε στη
βαλίτσα ο Τέυλορ. Τα μαλλιά μου είναι
χάλια, το πρόσωπό μου α αψοκοκκινισμένο,
τα χείλη μου πρησμένα τα αγγίζω και
αναθυμάμαι τα καυτά φιλιά του Κρίστιαν.
Δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα αμυδρό
χαμόγελο. Ναι... Σ' αγαπάω, είπε.

«ΠΟΥ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΑΜΕ;» ρωτάω καθώς


περιμένουμε στο λόμπι τον παρκαδόρο.

Ο Κρίστιαν φέρνει το δάχτυλο στα χείλη


του για να μου δείξει πως είναι μυστικό
και μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Δείχνει
σαν να προσπαθεί απεγνωσμένα να
συγκρατήσει την αγαλλίασή του. Ειλικρινά,
δε θυμίζει καθόλου τον Πενήντα.

Έτσι ήταν όταν πήγαμε για ανεμοπορία


ίσως αυτό πρόκειται να κάνουμε. Του
ανταποδίδω το πλατύ χαμόγελο. Με
κοιτάζει αφ’ υψηλού με κείνο τον
υπεροπτικό τρόπο που έχει, χαμογελώντας
στραβά. Σκύβοντας, με φιλάει τρυφερά.

«Έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο


ευτυχισμένο με κάνεις;» μουρμουρίζει.

«Ναι... Ξέρω ακριβώς. Επειδή έχεις κι εσύ


την ίδια επίδραση επάνω μου».

Ο παρκαδόρος καταφτάνει σαν σίφουνας με


το αυτοκίνητο του Κρίστιαν, έχοντας ένα
τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Θεέ μου!
Όλοι σήμερα είναι πανευτυχείς.

«Σπουδαίο αμάξι, κύριε...» ψελλίζει


δίνοντάς του τα κλειδιά.
Ο Κρίστιαν τού κλείνει το μάτι και του δίνει
ένα απίστευτα γενναίο φιλοδώρημα.

Τον κοιτάζω κατσουφιασμένη. Ειλικρινά


τώρα...

ΚΑΘΩΣ ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ ΜΕΣΑ στην


κίνηση, ο Κρίστιαν είναι βυθισμένος στις
σκέψεις του. Από τα ηχεία ακούγεται η
φωνή μιας νεαρής κοπέλας· έχει όμορφη,
πλούσια, απαλή χροιά, και αφήνομαι στο
θλιμμένο, εκφραστικό τραγούδι της.

«Πρέπει να κάνω μια παράκαμψη. Δε θα


αργήσουμε πολύ» λέει αφηρημένα,
αποσπώντας με από το τραγούδι.
Μπα; Γιατί; Είμαι πολύ περίεργη να μάθω
την έκπληξη. Η εσωτερική μου θεά
χοροπηδάει σαν πεντάχρονο κοριτσάκι.

« Εντάξει ...» αποκρίνομαι σιγανά.

Κάτι συμβαίνει. Ξαφνικά δείχνει


πεισματικά αποφασισμένος.

Μπαίνει στο πάρκινγκ μιας μεγάλης


αντιπροσωπείας αυτοκινήτων, σταματάει το
αυτοκίνητο και γυρίζει να με κοιτάξει
καταπρόσωπο, έχοντας επιφυλακτική
έκφραση.

«Πρέπει να σου πάρουμε καινούριο


αυτοκίνητο» λέει.

Τον κοιτάζω χάσκοντας.


Τώρα; Κυριακάτικα; Τι διάολο; Και η
αντιπροσωπεία είναι της Saab.

«Όχι Audi;» Αυτό είναι, για κάποιον


βλακώδη λόγο, το μόνο πράγμα που μου
έρχεται να πω, και, να είναι καλά,
κοκκινίζει κιόλας.

Ο Κρίστιαν αμήχανος. Πρώτη φορά!

«Σκέφτηκα πως ίσως ήθελες κάτι άλλο...»


μουρμουρίζει. Σχεδόν ντρέπεται.

Ω, σε παρακαλώ... Η ευκαιρία παραείναι


πολύτιμη για να μην τον πειράξω.

Χαμογελάω αμυδρά. «Saab;»

«Ναι. Ένα 9-3. Έλα».

«Τι κόλλημα εχεις με τα ξένα αυτοκίνητα;»


«Οι Γερμανοί και οι Σουηδοί φτιάχνουν τα
ασφαλέστερα αυτοκίνητα στον κόσμο,
Αναστάζια».

Μπα; «Νόμιζα πως μου είχες παραγγείλει


άλλο ένα Audi A3».

Μου ρίχνει ένα αινιγματικό, εύθυμο


βλέμμα. «Μπορώ να το ακυρώσω... Έλα».
Βγαίνει από το αυτοκίνητο, έρχεται στη
δική μου πλευρά και μου ανοίγει την πόρτα.
«Σου χρωστάω ένα δώρο αποφοίτησης»
προσθέτει απλώνοντάς μου το χέρι.

«Κρίστιαν, πραγματικά δε χρειάζεται να το


κάνεις...»

«Ναι, χρειάζεται. Σε παρακαλώ, έλα». Ο


τόνος του λέει πως δε σηκώνει χωρατά.
Παραδίδομαι στη μοίρα μου, Saab; Θέλω
Saab; Την είχα καταβρεί με το Audi
Σπέσιαλ Υποτακτικό. Ήταν πολύ γρήγορο.

Φυσικά, τώρα το σκεπάζει ένας τόνος


άσπρη μπογιά. Ανατριχιάζω. Κι αυτή
βρίσκεται ακόμα κάπου εκεί έξω.

Παίρνω το χέρι του και μπαίνουμε στην


έκθεση.

Ο Τρόυ Τουρνιάνσκυ, ο πωλητής, πέφτει


επάνω στον Κρίστιαν σαν πεινασμένος
λύκος. Μυρίζεται πώληση. Η προφορά του
ακούγεται παράξενα μεσοατλαντική. Ίσως
βρετανική; Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω.

«Ένα Saab, κύριε; Μεταχειρισμένο;» Τρίβει


τα χέρια του με αγαλλίαση.
«Καινούριο!» Τα χείλη του Κρίστιαν
μεταμορφώνονται σε μια σκληρή γραμμή.

Καινούριο!

«Είχατε κάποιο μοντέλο στο μυαλό σας,


κύριε;» Είναι και γαλίφης.

«9-3 2.ΟΤ Sport Sedan».

«Εξαιρετική επιλογή, κύριε!»

«Τι χρώμα, Αναστάζία;» Ο Κρίστιαν γέρνει


το κεφάλι.

«Εεε... Μαύρο;» Ανασηκώνω τους ώμους.


«Πραγματικά δε χρειάζεται να το κάνεις
αυτό».

Κατσουφιάζει. «Το μαύρο δεν είναι εύκολα


ορατό τη νύχτα».
Ω, για όνομα του Θεού! Αντιστέκομαι στον
πειρασμό να υψώσω το βλέμμα στον
ουρανό. «Εσύ έχεις μαύρο αυτοκίνητο...»

Με αγριοκοιτάζει.

«Καναρινί τότε;» Ανασηκώνω τους ώμους.

Ο Κρίστιαν κάνει έναν μορφασμό το


καναρινί προφανώς δεν είναι του γούστου
του.

«Τι χρώμα θες να πάρω;» ρωτάω λες και


είναι μικρό παιδάκι κι εδώ που τα λέμε,
από πολλές απόψεις είναι. Η σκέψη είναι
δυσάρεστη. Με στενοχωρεί και ταυτόχρονα
με βάζει σε σκέψεις.

«Ασημί ή άσπρο».
«Ασημί τότε. Ξέρεις, θα πάρω το Audi»
αποκρίνομαι, προσπαθώντας να διώξω τις
σκέψεις μου.

Ο Τρόυ χλωμιάζει. Ψυχανεμίζεται πως


χάνει μια πώληση. «Μήπως θα σας άρεσε
το κάμπριο, κυρία μου;» ρωτάει χτυπώντας
τα χέρια του με ενθουσιασμό.

Το υποσυνείδητό μου ζαρώνει με αηδία,


καταντροπιασμένο απ’ όλη αυτή την
ιστορία αγοράς αυτοκινήτου, αλλά η
εσωτερική μου θεά τού κάνει τάκλιν,
ξαπλώνοντάς το φαρδύ πλατύ κατάχαμα.
Κάμπριο; Γουστάρω!

Ο Κρίστιαν σκυθρωπιάζει και με


κρυφοκοιτάζει. «Κάμπριο;» ρωτάει
ανασηκώνοντας το φρύδι του.
Κοκκινίζω. Είναι σαν να έχει απευθείας
σύνδεση με την εσωτερική μου θεά, που
ασφαλώς κι έχει. Μερικές φορές είναι πολύ
ενοχλητικό. Χαμηλώνω το βλέμμα στα
χέρια μου.

Ο Κρίστιαν στρέφεται προς τον Τρόυ.


«Ποιες είναι οι στατιστικές ασφάλειας για
το κάμπριο;»

Ο Τρόυ, διαισθανόμενος την αδυναμία του


Κρίστιαν, ορμάει στο ψητό, αραδιάζοντας
κάθε είδους στατιστικές.

Ο Κρίστιαν με θέλει φυσικά ασφαλή. Είναι


θρησκεία γι’ αυτόν, κι ως φανατικός που
είναι, ακούει προσεκτικά την
καλοπροβαρισμένη παρλάτα του Τρόυ. Ο
Πενήντα πραγματικά νοιάζεται.
Ναι... Σ' αγαπάω... Θυμάμαι τα ψιθυριστά,
πνιχτά λόγια του σήμερα το πρωί, και μια
τρυφερή λάμψη απλώνεται σαν ζεστό μέλι
στις φλέβες μου. Αυτός ο άντρας -δώρο του
Θεού στις γυναίκεςμε αγαπάει.

Πιάνω τον εαυτό μου να του χαμογελάει


χαζά, κι όταν με κοιτάζει, διασκεδάζει,
αλλά σαστίζει κιόλας με την έκφρασή μου.
Θέλω να συγχαρώ τον εαυτό μου. Είμαι
τόσο χαρούμενη.

«Ό,τι κι αν είναι αυτό που παίρνετε και σας


φτιάχνει, θα ήθελα κι εγώ λίγο, δεσποινίς
Στιλ...» λέει σιγανά την ώρα που ο Τρόυ
κατευθύνεται προς τον υπολογιστή του.

«Εσείς με φτιάχνετε, κύριε Γκρέυ».


«Αλήθεια; Πραγματικά δείχνεις
μεθυσμένη». Μου δίνει ένα σύντομο φιλί.
«Και σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες το
αυτοκίνητο. Ήταν πιο εύκολο από την
προηγούμενη φορά».

«Δεν είναι Audi A3».

Χαμογελάει αμυδρά. «Δεν είναι για σένα


εκείνο το αυτοκίνητο...»

«Μ’ άρεσε...»

«Κύριε, το 9-3; Εντόπισα ένα στην


αντιπροσωπεία μας στο Μπέβερλυ Χιλς.
Μπορούμε να σας το έχουμε εδώ σε δύο
μέρες!» Ο Τρόυ λάμπει πανευτυχής.

«Κορυφαίο της σειράς;»


«Μάλιστα, κύριε!»

«Θαυμάσια».

Ο Κρίστιαν βγάζει την πιστωτική του


κάρτα. Ή μήπως είναι του Τέυλορ; Η σκέψη
με τρομάζει. Αναρωτιέμαι τι κάνει ο
Τέυλορ κι αν εντόπισε τη Λέιλα στο
διαμέρισμα. Τρίβω το μέτωπό μου. Ναι,
υπάρχουν κι όλες αυτές οι αποσκευές του
Κρίστιαν.

«Ελάτε, αν θέλετε, από δω, κύριε» -ο Τρόυ


ρίχνει μια ματιά στο όνομα επάνω στην
κάρτα«Γκρέυ».

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ την πόρτα


και ξανακάθομαι στη θέση του συνοδηγού.
«Ευχαριστώ» λέω όταν κάθεται δίπλα μου.

Χαμογελάει. «Δεν κάνει τίποτε,


Αναστάζια».

Βάζει μπρος τη μηχανή, και η μουσική


ξαναρχίζει.

«Ποια είναι αυτή;» ρωτάω.

«Η Εύα Κάσσιντυ».

«Έχει υπέροχη φωνή».

«Έχει. Είχε».

«Ω...»

«Πέθανε νέα».

«Ω...»
«Πεινάς; Δεν τέλειωσες όλο σου το
πρωινό». Μου ρίχνει μια σύντομη ματιά,
με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο
πρόσωπό του.

Μάλιστα... «Ναι».

«Πρώτα φαγητό τότε».

Ο Κρίστιαν κατευθύνεται προς την παραλία


και μετά βόρεια, κατά μήκος της
οδογέφυρας Αλάσκαν Γουέυ. Είναι άλλη
μία όμορφη μέρα στο Σιάτλ· τις τελευταίες
εβδομάδες ο καιρός ήταν ασυνήθιστα
καλός.

Ο Κρίστιαν δείχνει ευτυχισμένος και


χαλαρός καθώς η Εύα Κάσσιντυ με τη
γλυκιά, συγκινητική φωνή της μας
συνοδεύει την ώρα ττου τρέχουμε στον
αυτοκινητόδρομο. Έχω νιώσει άλλη φορά
τόσο άνετα μαζί του; Δεν ξέρω.

Αισθάνομαι λιγότερο ανήσυχη για τα


νευράκια του, σίγουρη πως δε θα με
τιμωρήσει, ενώ φαίνεται κι αυτός πιο
άνετος μαζί μου. Στρίβει αριστερά
ακολουθώντας την παραλιακή και
σταματάει τελικά σ’ ένα πάρκινγκ απέναντι
από μια τεράστια μαρίνα.

«Εδώ θα φάμε. Θα σου ανοίξω την πόρτα»


λέει με τέτοιον τρόπο, που καταλαβαίνω
πως δεν είναι συνετό να κινηθώ.

Τον παρακολουθώ να κάνει τον γύρο του


αυτοκινήτου. Θα σταματήσει ποτέ αυτό;
ΒΟΛΤΑΡΟΥΜΕ ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ
ΑΓΚΑΖΕ στην προκυμαία, εκεί όπου
απλώνεται η μαρίνα.

«Πάρα πολλά σκάφη...» ψελλίζω με


θαυμασμό.

Υπάρχουν εκατοντάδες σκάφη, κάθε


σχήματος και μεγέθους, και λικνίζονται στα
ήρεμα νερά της μαρίνας.

Έξω στον πορθμό Πιούτζετ δεκάδες πανιά


κυματίζουν στον άνεμο πέρα δώθε. Το
θέαμα είναι αναζωογονητικό. Ο αέρας έχει
δυναμώσει λίγο, κι έτσι σφίγγω το μπουφάν
γύρω μου.

«Κρυώνεις;» με ρωτάει και με τραβάει


επάνω του.
«Όχι. Απλώς θαυμάζω τη θέα».

«Θα μπορούσα να τη χαζεύω όλη


μέρα.Έλα. Από δω».

Ο Κρίστιαν με οδηγεί σ’ ένα μεγάλο


παραλιακό μπαρ και προχωράει έως τον
πάγκο. Το ντεκόρ θυμίζει περισσότερο Νέα
Αγγλία παρά Δυτική Ακτή ασπρισμένοι
τοίχοι, γαλάζια έπιπλα και ναυτικά σύνεργα
που κρέμονται παντού. Το μέρος είναι
φωτεινό και χαρούμενο.

«Κύριε Γκρέυ!» Ο μπάρμαν τον χαιρετάει


ζεστά. « Τι να σας προσφέρω σήμερα;»

«Γεια σου, Ντάντε!» Ο Κρίστιαν


χαμογελάει καθώς καθόμαστε στα σκαμπό.
«Αυτή η όμορφη κυρία είναι η Αναστάζια
Στιλ».
«Καλώς ορίσατε στο SP’s Place».

Ο Ντάντε μού χαμογελάει φιλικά. Είναι


μαύρος και όμορφος, και τα σκούρα μάτια
του με ζυγίζουν και, κατά τα φαινόμενα,
δε με βρίσκουν ελλιπή. Ένα μεγάλο
διαμαντένιο σκουλαρίκι λάμπει στο αυτί
του. Τον συμπαθώ αμέσως.

«Τι θα ήθελες να πιεις, Αναστάζια;»

Ρίχνω μια ματιά στον Κρίστιαν, που με


κοιτάζει με προσμονή. Ω, θα με αφήσει να
διαλέξω.

«Σε παρακαλώ, λέγε με Άνα, και θα πάρω


ό,τι και ο Κρίστιαν».
Χαμογελάω συνεσταλμένα στον Ντάντε. Ο
Πενήντα είναι πολύ καλύτερος στα κρασιά
από μένα,

«Εγώ θα πιω μπίρα. Αυτό εδώ το μέρος


είναι το μόνο στο Σιάτλ όπου μπορείς να
πιεις Adnams Explorer».

«Μπίρα;»

«Ναι». Μου χαμογελάει. «Δυο Explorer, σε


παρακαλώ, Ντάντε».

Ο Ντάντε γνέφει καταφατικά και αφήνει τις


μπίρες επάνω στο μπαρ.

«Εδώ φτιάχνουν υπέροχη ψαρόσουπα» λέει


ο Κρίστιαν. Με ρωτάει.
«Ψαρόσουπα και μπίρα μού φαίνονται μια
χαρά...» του απαντάω χαμογελώντας.

«Δύο ψαρόσουπες;» ρωτάει ο Ντάντε.

«Ναι, ευχαριστώ». Ο Κρίστιαν τού


χαμογελάει.

Όση ώρα τρώμε, μιλάμε. Όπως δεν έχουμε


ξαναμιλήσει ποτέ. Ο Κρίστιαν είναι
χαλαρός και ήρεμος φαίνεται νεότερος,
ευτυχισμένος και ζωηρός, παρά τα όσα
διαδραματίστηκαν χτες. Διηγείται την
ιστορία της Grey Enterprises Holdings Inc.,
κι όσο πιο πολλά αποκαλύπτει, τόσο
περισσότερο νιώθω το πάθος του να
αποκαθιστά προβληματικές εταιρείες, τις
ελπίδες του για την τεχνολογία που
αναπτύσσει και τα όνειρά του να κάνει τη
γη στον τρίτο κόσμο πιο παραγωγική.
Ακούω εκστασιασμένη. Είναι αστείος,
έξυπνος, φιλάνθρωπος και όμορφος και με
αγαπάει.

Με τη σειρά του με βασανίζει με ερωτήσεις


για τον Ρέυ και τη μαμά μου, για το πώς
μεγάλωσα στα πυκνά δάση του Μοντεσάνο
και για τις σύντομες περιόδους παραμονής
μου στο Τέξας και το Βέγκας. Απαιτεί να
μάθει τα αγαπημένα μου βιβλία και τις
ταινίες, και εκπλήσσομαι από τα πολλά
κοινά που έχουμε.

Καθώς μιλάμε, μου καρφώνεται στο μυαλό


πως έχει μετατραπεί από Άλεκ του Τόμας
Χάρντυ σε Έιντζελ, περνώντας μέσα σε
πολύ σύντομο διάστημα από τον
εξευτελισμό στα υψηλά ιδανικά.
Όταν τελειώνουμε το φαγητό, είναι
περασμένες δύο. Ο Κρίστιαν κανονίζει τον
λογαριασμό με τον Ντάντε, που μας
αποχαιρετάει ζεστά.

«Πολύ ωραίο μέρος! Ευχαριστώ για το


γεύμα» λέω.

Ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι και


βγαίνουμε από το μπαρ. «Θα ξανάρθουμε»
αποκρίνεται και αρχίζουμε να περπατάμε
στην πpoκυμαίαi «Ήθελα να σου δείξω
κάτι».

«Το ξέρω... Και ανυπομονώ να το δω, ό,τι


κι αν είναι».
ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΟΜΑΣΤΕ ΧΕΡΙ ΧΕΡΙ στη
μαρίνα. Το απόγευμα είναι πολύ ευχάριστο.
Οι άνθρωποι έχουν βγει έξω και
απολαμβάνουν την Κυριακή τους κάνοντας
βόλτα με τα σκυλιά τους, θαυμάζοντας τα
σκάφη, παρακολουθώντας τα παιδιά τους
να τρέχουν στον παραλιακό δρόμο.

Όσο προχωράμε στη μαρίνα, τα σκάφη


γίνονται προοδευτικά όλο και μεγαλύτερα.
Ο Κρίστιαν με οδηγεί στην αποβάθρα και
σταματάει μπροστά σ’ ένα τεράστιο
καταμαράν.

«Σκέφτηκα να κάνουμε ιστιοπλοΐα σήμερα


το απόγευμα. Αυτό είναι το σκάφος μου».

Να πάρει! Πρέπει να είναι τουλάχιστον


δέκα, μπορεί και δώδεκα μέτρα. Δύο κομψά
λευκά κύτη, ένα κατάστρωμα, μια
ευρύχωρη καμπίνα και ψηλά δεσπόζει ένα
εντυπωσιακό κατάρτι. Κάτι ξέρω από
σκάφη, αλλά καταλαβαίνω πως αυτό εδώ
είναι ιδιαίτερο.

«Ποπό...» μουρμουρίζω έκθαμβη.

«Το έφτιαξε η εταιρεία μου!» αποκρίνεται


περήφανα, και το στέρνο μου φουσκώνει.
«Σχεδιάστηκε από το μηδέν από τους
καλύτερους ναυπηγούς του κόσμου και
κατασκευάστηκε εδώ στο Σιάτλ, στο
ναυπηγείο μου. Έχει υβριδικό ηλεκτρικό
κινητήρα, ασύμμετρες ανασυρόμενες
καρίνες, τετράγωνη μαΐστρα...»

«Εντάξει... Σ’ έχασα, Κρίστιαν».

Χαμογελάει. «Είναι σπουδαίο σκάφος!»


«Φαίνεται υπέροχο, κύριε Γκρέυ».

«Όντως, δεσποινίς Στιλ».

«Πώς το λένε;»

Με τραβάει στο πλάι, έτσι που να βλέπω το


όνομά του: «Γκρέις». Μένω έκπληκτη.

«Του έδωσες το όνομα της μαμάς σου;»

« Ναι ». Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι


ερωτηματικά. «Γιατί σου φαίνεται
παράξενο;»

Ανασηκώνω τους ώμους. Έχω μείνει


έκπληκτη πάντα φαίνεται αμφίθυμος όταν
είναι με την Γκρέις.

«Λατρεύω τη μαμά μου, Αναστάζία. Γιατί


να μη δώσω το όνομά της σ’ ένα σκάφος;»
Κοκκινίζω. «Όχι, δεν είναι αυτό...
Απλώς...» Σκατά. Πώς να το διατυπώσω;

«Αναστάζία, η Γκρέις Τρεβέλυαν-Γκρέυ


μού έσωσε τη ζωή. Της οφείλω \α πάντα».

Τον κοιτάζω και αφήνω τον σεβασμό στην


τρυφερή παραδοχή του να με κατακλύσει.
Βλέπω καθαρά, πρώτη φορά, πως αγαπάει
τη μαμά του. Γιατί λοιπόν αυτή η παράξενη,
τεταμένη αμφιθυμία απέναντί της;

«Θες ν’ ανέβεις επάνω;» ρωτάει, με μάτια


λαμπερά, γεμάτα έξαψη.

«Ναι, ευχαρίστως!» απαντάω


χαμογελώντας.

Φαίνεται πανευτυχής, και αρπάζοντάς με


από το χέρι, σαλτάρει στη μικρή
σανιδόσκαλα ανεβάζοντάς με στο σκάφος.
Στεκόμαστε στο κατάστρωμα κάτω από μια
σκληρή τέντα.

Στο ένα πλάι υπάρχει ένα τραπέζι κι ένας


καναπές σε σχήμα U καλυμμένος με
γαλάζιο δέρμα, που πρέπει να χωράει
τουλάχιστον οχτώ ανθρώπους. Ρίχνω μια
ματιά στο εσωτερικό της καμπίνας μέσα
από τη συρόμενη πόρτα και πετάγομαι
τρομαγμένη όταν το μάτι μου πιάνει
κάποιον μέσα. Ο ψηλός ξανθός άντρας
ανοίγει τη συρόμενη πόρτα και εμφανίζεται
-μαυρισμένος, σγουρομάλλης και
καστανομάτηςφορώντας ένα ξεθωριασμένο
ροζ κοντομάνικο πόλο, σορτσάκι και
ναυτικά παπούτσια. Πρέπει να είναι λίγο
παραπάνω από τριάντα.

«Μακ!» Ο Κρίστιαν τού χαμογελάει πλατιά.


«Κύριε Γκρέυ! Καλώς ορίσατε ξανά».
Σφίγγουν τα χέρια.

«Αναστάζια, αυτός είναι ο Λίαμ


ΜακΚόννελ. Λίαμ, η κοπέλα μου,
Αναστάζια Στιλ».

Κοπέλα του! Η εσωτερική μου θεά εκτελεί


ένα γρήγορο αραμπέσκ. Έχει διατηρήσει
ακόμα το χαμόγελό της από την αγορά του
κάμπριο. Πρέπει να το συνηθίσω δεν είναι η
πρώτη φορά που το λέει, αλλά εξακολουθεί
να είναι συναρπαστικό όταν τον ακούω να
το προφέρει.

«Χάρηκα». Ανταλλάσσω χειραψία με τον


Λίαμ.

«Φωνάζετέ με Μακ...» λέει ζεστά, και δεν


μπορώ να προσδιορίσω την προφορά του.
«Καλώς ορίσατε στο σκάφος, δεσποινίς
Στιλ».

«Άνα, σε παρακαλώ...» μουρμουρίζω


κοκκινίζοντας και παρατηρώ πως έχει
σκούρα καστανά μάτια.

«Πώς τα πάει, Μακ;» μπαίνει γρήγορα στη


μέση ο Κρίστιαν, και προς στιγμήν νομίζω
πως μιλάει για μένα.

«Είναι έτοιμη να ροκάρει, κύριε!» απαντάει


χαμογελώντας ο Μακ.

Α, το σκάφος, η «Γκρέις». Τι χαζή που


είμαι.

«Άντε, να πηγαίνουμε τότε».

«Θα τη βγάλετε έξω;»


«Ναι...» Ο Κρίστιαν χαρίζει στον Μακ ένα
πονηρό χαμόγελο. «Μια γρήγορη
ξενάγηση, Αναστάζια;»

«Ναι, ευχαρίστως».

Τον ακολουθώ μέσα στην καμπίνα. Ένας


κρεμ δερμάτινος καναπές σε σχήμα Γ
βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας, και από
πάνω ένα τεράστιο καμπυλωτό φινιστρίνι
προσφέρει πανοραμική θέα της μαρίνας.
Αριστερά βρίσκεται ο χώρος της κουζίνας,
πολύ καλά εξοπλισμένος, όλος από
ανοιχτόχρωμο ξύλο.

«Αυτό είναι το κυρίως σαλόνι. Το μαγειρείο


δίπλα» λέει ο Κρίστιαν κουνώντας το χέρι
προς την κατεύθυνση της κουζίνας.
Με παίρνει από το χέρι και διασχίζουμε την
κυρίως καμπίνα. Είναι αναπάντεχα
ευρύχωρη. Το πάτωμα είναι από το ίδιο
ανοιχτόχρωμο ξύλο. Δείχνει μοντέρνα και
περιποιημένη και αποπνέει κάτι το
ανάλαφρο και ανέμελο, αλλά τα πάντα είναι
πλήρως λειτουργικά και τακτοποιημένα,
σαν να μην περνάει πολύ χρόνο εδώ.

«Μπάνια και στις δύο πλευρές». Ο


Κρίστιαν δείχνει δύο πόρτες, ανοίγει τη
μικρή πόρτα με το παράξενο σχήμα που
βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας και μπαίνει
μέσα.

Βρισκόμαστε σε μια πολυτελή


κρεβατοκάμαρα. Ω... Έχει ένα king size
κρεβάτι καμπίνας και είναι όλο γαλάζια
λινά σεντόνια και ανοιχτόχρωμο ξύλο όπως
το υπνοδωμάτιό του στο Εσκάλα. Ο
Κρίστιαν προφανώς διαλέγει ένα μοτίβο και
κολλάει σ’ αυτό.

«Αυτή είναι η κυρίως καμπίνα». Με


κοιτάζει, και τα μάτια του αστράφτουν.
«Είσαι η πρώτη κοπέλα που μπαίνει εδώ
μέσα, εκτός από την οικογένειά μου»
προσθέτει. «Εκείνοι δε μετράνε».

Κοκκινίζω κάτω από το φλογερό του


βλέμμα, και ο σφυγμός μου επιταχύνεται.
Αλήθεια; Άλλη μία πρώτη φορά. Με τραβάει
στην αγκαλιά του, με τα δάχτυλά του να
μπλέκονται στα μαλλιά μου, και με φιλάει
δυνατά επί πολλή ώρα. Όταν τραβιέται, μας
έχει κοπεί η ανάσα.

«Ίσως χρειαστεί να εγκαινιάσουμε αυτό το


κρεβάτι...» ψιθυρίζει επάνω στο στόμα μου.
Ω, στη θάλασσα...

«Όχι τώρα όμως. Έλα. Ο Μακ μάλλον λύνει


κάβους».

Αγνοώ τη σουβλιά απογοήτευσης καθώς με


παίρνει από το χέρι και με οδηγεί ξανά στο
σαλόνι. Δείχνει άλλη μία πόρτα.

«Εκεί είναι το γραφείο κι εδώ μπροστά


άλλες δύο καμπίνες».

«Δηλαδή πόσους μπορεί να κοιμίσει αυτό


το σκάφος;»

«Έχει έξι κουκέτες. Μόνο την οικογένεια


μου έχω φέρει εδώ πάντως. Μ’ αρέσει να
κάνω ιστιοπλοΐα μόνος. Αλλά όχι όταν είσαι
εδώ. Πρέπει να σε προσέχω...»
Ψάχνει σ’ ένα μπαούλο και βγάζει ένα
κατακόκκινο σωσίβιο. «Ορίστε». Μου το
περνάει πάνω από το κεφάλι και σφίγγει τα
λουριά, ενώ ένα αχνό χαμόγελο παιχνιδίζει
στα χείλη του.

«Τρελαίνεσαι να με δένεις με λουριά...


Έτσι;»

«Με οποιονδήποτε τρόπο...» απαντάει, κι


ένα ακόλαστο χαμόγελο ζωγραφίζεται στα
χείλη του.

«Είσαι διεστραμμένος».

«Το ξέρω...» Ανασηκώνει τα φρύδια και το


χαμόγελό του πλαταίνει ακόμα
περισσότερο.

«Ο δικός μου διεστραμμένος...» ψιθυρίζω.


«Ναι, δικός σου...»

Μόλις τελειώνει το δέσιμο, αρπάζει τα


πλαϊνά του σωσίβιου και με φιλάει.
«Πάντα...» μουρμουρίζει και ύστερα με
αφήνει πριν προλάβω να απαντήσω.

Πάντα! Γαμώτο...

« Έλα », Με αρπάζει από το χέρι και με


οδηγεί έξω. Ανεβαίνουμε μια σκάλα και
φτάνουμε στο επάνω κατά-στρώμα, σ’ ένα
μικρό πιλοτήριο που φιλοξενεί ένα μεγάλο
τιμόνι κι ένα ανυψωμένο κάθισμα. Στην
πλώρη του σκάφους ο Μακ κάνει κάτι με
σκοινιά.

«Εδώ έμαθες όλα σου τα κόλπα με τα


σκοινιά;» ρωτάω αθώα τον Κρίστιαν.
«Οι ψαλιδόκομποι αποδείχθηκαν
χρήσιμοι...» μου απαντάει κοιτάζοντάς με
σαν να με αξιολογεί. «Δεσποινίς Στιλ,
ακούγεστε περίεργη. Μου αρέσετε
περίεργη. Θα χαρώ πολύ να σας κάνω
επίδειξη όσων μπορώ να κάνω με ένα
σκοινί...» Χαμογελάει αχνά και του
ανταποδίδω το βλέμμα με απάθεια, σαν να
με στενοχώρησε. Τα μούτρα του πέφτουν.

«Σ’ την έφερα!» αναφωνώ χαμογελώντας.

Το στόμα του στραβώνει και στενεύει τα


μάτια, «Ίσως χρειαστεί να ασχοληθώ μαζί
σου αργότερα, αλλά αυτήν τη στιγμή πρέπει
να οδηγήσω το σκάφος μου». Κάθεται στο
πιλοτήριο, πιέζει ένα κουμπί, και οι μηχανές
ζωντανεύουν μουγκρίζοντας,
Ο Μακ έρχεται και πάλι τρεχάτος, μου
χαμογελάει και πηδάει στο κάτω
κατάστρωμα, όπου αρχίζει να λύνει ένα
σκοινί. Μπορεί να ξέρει κι αυτός μερικά
κόλπα με σκοινιά. Η ιδέα ξεφυτρώνει
απρόσκλητη στο μυαλό μου και κοκκινίζω.

Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει. Του


ανασηκώνω νοερά τους ώμους και ρίχνω
μια ματιά στον Κρίστιαν ο Πενήντα φταίει.
Σηκώνει το ακουστικό και ενημερώνει με
τον ασύρματο την ακτοφυλακή πως είμαστε
έτοιμοι να φύγουμε.

Η επιδεξιότητά του με έχει θαμπώσει ακόμα


μία φορά. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην
μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος; Μετά
θυμάμαι την ευσυνείδητη προσπάθειά του
να ψιλοκόψει μια πιπεριά στο διαμέρισμά
μου την
Παρασκευή. Η σκέψη μού φέρνει χαμόγελο
στα χείλη.

Ο Κρίστιαν βγάζει αργά αργά την «Γκρέις»


από το αγκυροβόλι της και την οδηγεί προς
την είσοδο της μαρίνας. Πίσω μας στην
αποβάθρα έχει μαζευτεί ένα μικρό πλήθος
για να παρακολουθήσει το σαλπάρισμα.
Παιδάκια κουνούν τα χέρια τους. Κουνάω
κι εγώ το δικό μου.

Ο Κρίστιαν κοιτάζει πάνω από τον ώμο του,


μετά με τραβάει ανάμεσα στα πόδια του
και μου δείχνει διάφορους διακόπτες και
συσκευές στο πιλοτήριο.

«Πιάσε το τιμόνι!» με διατάζει, αυταρχικός


όπως πάντα, αλλά κάνω αυτό που μου λέει.
«Μάλιστα, καπετάνιε!» αποκρίνομαι
χαχανίζοντας.

Βάζοντας τα χέρια του τρυφερά πάνω από


τα δικά μου, συνεχίζει να οδηγεί το σκάφος
έξω από τη μαρίνα και μέσα σε μερικά
λεπτά βρισκόμαστε στην ανοιχτή θάλασσα,
στα κρύα γαλανά νερά του πορθμού
Πιούτζετ. Μακριά από το καταφύγιο του
προστατευτικού τείχους της μαρίνας, ο
αέρας είναι πιο δυνατός, και η θάλασσα
σκαμπανεβάζει από κάτω μας.
Δεν μπορώ να μη χαμογελάω νιώθοντας την
έξαψη του Κρίστιαν είναι τόσο
διασκεδαστικό. Διαγράφουμε μια μεγάλη
καμπύλη και κατευθυνόμαστε δυτικά προς
την Ολυμπιακή χερσόνησο, με τον άνεμσ
πίσω μας.

«Ώρα για ιστιοπλοΐα!» λέει ο Κρίστιαν


γεμάτος έξαψη . «Να, πάρ’ το εσύ. Κράτα το
σ’ αυτή την πορεία».

Ορίστε; Χαμογελάει, αντιδρώντας στη φρίκη


που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου.

«Μωρό μου, είναι πραγματικά εύκολο...


Κράτα το τιμόνι κι έχε τα μάτια σου στον
ορίζοντα πάνω από την πλώρη. Θα τα
καταφέρεις μια χαρά· πάντα τα καταφέρνεις.
Όταν σηκωθούν τα πανιά, θα αισθανθείς το
τράβηγμα. Απλώς κράτα το σταθερά. Θα σου
κάνω αυτό το νόημα» -κάνει μια κίνηση
σαν να κόβει τον λαιμό του«και μπορείς να
σβήσεις τις μηχανές. Αυτό εδώ το κουμπί».
Δείχνει ένα μεγάλο μαύρο κουμπί.
«Κατάλαβες;»

« Ναι ...» Γνέφω μέσα σε αλλοφροσύνη,


νιώθοντας πανικό. Να πάρει δεν περίμενα να
κάνω τίποτα.

Με φιλάει στα πεταχτά, ύστερα κατεβαίνει


από την καρέκλα του καπετάνιου και
ορμάει στο μπροστινό μέρος του σκάφους
να βρει τον Μακ. Αρχίζει να ξεδιπλώνει
πανιά, να λύνει σκοινιά και να χειρίζεται
βαρούλκα και τροχαλίες. Δουλεύουν καλά
ως ομάδα, φωνάζοντας διάφορους
ναυτικούς όρους ο ένας στον άλλο, και είναι
ενθαρρυντικό να βλέπω τον Πενήντα να
συνεργάζεται με κάποιον άλλο με τόση
ανεμελιά.

Ίσως ο Μακ είναι φίλος του. Δε φαίνεται


να έχει πολλούς φίλους, απ’ ό,τι έχω
καταλάβει. Από την άλλη όμως ούτε κι εγώ
έχω πολλούς. Τουλάχιστον όχι εδώ στο
Σιάτλ. Η μόνη φίλη που έχω είναι σε
διακοπές και λιάζεται στο Σάιντ Τζέιμς, στη
δυτική ακτή των Μπαρμπάντος.

Αισθάνομαι μια ξαφνική σουβλιά για την


Κέιτ. Μου λείπει η συγκάτοικός μου,
περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζα όταν
έφευγε. Ελπίζω να αλλάξει γνώμη και να
γυρίσει πίσω μαζί με τον αδερφό της, τον
Ίθαν, αντί να παρατείνει τις διακοπές της
μαζί με τον αδερφό του Κρίστιαν, τον
Έλλιοτ.
Ο Κρίστιαν και ο Μακ σηκώνουν τη
μαΐστρα. Φουσκώνει και κυματίζει έτσι
όπως ο άνεμος τη γραπώνει πεινασμένος,
και το σκάφος ξαφνικά μποτζάρει και
ξεχύνεται μπροστά. Το νιώθω μέσα από το
τιμόνι. Ποπό!

Αρχίζουν να δουλεύουν στο πλωριό πανί


και το παρακολουθώ γοητευμένη να
ανεβαίνει με ταχύτητα στο κατάρτι. Ο
άνεμος το αρπάζει και το τεντώνει.

«Κράτα το σταθερά, μωρό μου, και κόψε


τις μηχανές!» μου φωνάζει ο Κρίστιαν πάνω
από τον άνεμο, κάνοντάς μου νόημα να
σβήσω τις μηχανές.

Ίσα που ακούω τη φωνή του, αλλά γνέφω


ενθουσιωδώς, κοιτάζοντας τον άντρα που
αγαπάω ανεμοδαρμένο, καταχαρούμενο, να
στυλώνει τα πόδια για να αντιμετωπίσει τα
σκαμπανεβάσματα του σκάφους.

Πιέζω το κουμπί, το μούγκρισμα των


μηχανών σταματάει, και η «Γκρέις»
εκτοξεύεται προς την Ολυμπιακή
χερσόνησο σκίζοντας τα νερά θαρρείς και
πετάει. Θέλω να φωνάξω και να στριγκλίσω
και να ζητωκραυγάσω. Η εμπειρία αυτή
πρέπει να είναι από τις πιο απολαυστικές
της ζωής μου εκτός ίσως από την
ανεμοπορία και, ίσως, το Κόκκινο Δωμάτιο
Πόνου.

Ποπό αυτό το σκάφος τρέχει! Στέκομαι


σταθερά σφίγγοντας το τιμόνι, παλεύοντας
με το πηδάλιο, και ο Κρίστιαν βρίσκεται
ξανά πίσω μου, με τα χέρια του επάνω στα
δικά μου.
«Πώς σου φαίνεται;» φωνάζει πάνω από τον
θόρυβο του αέρα και της θάλασσας.

«Κρίστιαν! Είναι φανταστικό!»

Το πρόσωπό του φωτίζεται από ένα


τεράστιο χαμόγελο που φτάνει από το ένα
αυτί έως το άλλο. «Περίμενε μέχρι ν’ ανέβει
το μπαλόνι».

Δείχνει με το πιγούνι του τον Μακ, που


ξεδιπλώνει το μπαλόνι ένα πανί σε
βαθυκόκκινο χρώμα. Μου θυμίζει τους
τοίχους της αίθουσας ψυχαγωγίας.

«Ενδιαφέρον χρώμα!» αποκρίνομαι


φωναχτά.

Μου ρίχνει ένα πεινασμένο βλέμμα και


κλείνει το μάτι. Ω, είναι σκόπιμο.
Το μπαλόνι έχει σηκωθεί -το σχήμα του
είναι μεγάλο, παράξενο, ελλειπτικό-, και η
«Γκρέις» φουλάρει τις μηχανές. Φτάνοντας
στην κορυφή του, επιταχύνει επάνω στα
νερά του πορθμού.

«Ασύμμετρο πανί. Για ταχύτητα». Ο


Κρίστιαν απαντάει στην ερώτηση που δεν
έκανα.

«Είναι καταπληκτικό!» Δεν μπορώ να


σκεφτώ τίποτα καλύτερο να πω. Στο
πρόσωπό μου έχει κολλήσει το πιο ηλίθιο
χαμόγελο έτσι όπως σκίζουμε τα νερά, με
κατεύθυνση τα επιβλητικά Ολυμπιακά όρη
και το νησί Μπέινμπριτζ. Κοιτάζοντας
πίσω, βλέπω το Σιάτλ να μικραίνει, με το
όρος Ραινίερ στο βάθος.
Δεν είχα εκτιμήσει την ομορφιά και την
αγριάδα του τοπίου γύρω από το Σιάτλ
κατάφυτο, οργιώδες και εύκρατο, ψηλά
αειθαλή δέντρα και γκρεμοί που
προεξέχουν εδώ κι εκεί. Αυτό το
ηλιόλουστο απόγευμα έχει μια άγρια αλλά
γαλήνια ομορφιά που μου κόβει την ανάσα.
Η ηρεμία είναι εκπληκτική σε σύγκριση με
την ταχύτητά μας καθώς μαστιγώνουμε τα
νερά.

«Πόσο γρήγορα πηγαίνουμε;»

«Πιάνει δεκαπέντε κόμβους».

«Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό».

«Είναι περίπου είκοσι οχτώ χιλιόμετρα την


ώρα».
«Μόνο; Φαίνεται λες και πήγαίνουμε πολύ
πιο γρήγορα».

Μου σφίγγει το χέρι χαμογελώντας. «Είσαι


όμορφη, Αναστάζια. Χαίρομαι που βλέπω
λίγο χρώμα στα μάγουλά σου... Και όχι από
κοκκίνισμα. Είσαι όπως στις φωτογραφίες
του Χοσέ».

Στρέφομαι και τον φιλάω. «Ξέρετε πώς να


διασκεδάζετε τα κορίτσια, κύριε Γκρέυ...»

«Στόχος μας η ευχαρίστησή σας, δεσποινίς


Στιλ». Παραμερίζει τα μαλλιά μου και με
φιλάει στον αυχένα, στέλνοντας υπέροχα
μυρμηγκιάσματα στη ραχοκοκαλιά μου.
«Μ’ αρέσει να σε βλέπω χαρούμενη...»
μουρμουρίζει και σφίγγει τα χέρια του γύρω
μου.
Κοιτάζω την απέραντη γαλάζια θάλασσα
και αναρωτιέμαι τι μπορεί να έκανα στο
παρελθόν ώστε να μου χαμογελάσει η τύχη
και να μου στείλει αυτό τον άντρα.

Ναι, είσαι μια τυχερή σκύλα, μου πετάει το


υποσυνείδητό μου. Αλλά θα τα βρεις
μπαστούνια μαζί του. Δεν πρόκειται να
γουστάρει επ’ άπειρον αυτές τις αηδίες με
γεύση βανίλια... Θα πρέπει να συμβιβαστείς.
Αγριοκοιτάζω νοερά το κακότροπο, θρασύ
πρόσωπό του και ακουμπάω το κεφάλι στο
στήθος του Κρίστιαν. Βαθιά μέσα μου ξέρω
πως το υποσυνείδητό μου έχει δίκιο, αλλά
απωθώ τις σκέψεις. Δε θέλω να χαλάσω τη
μέρα μου.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΩΡΑ έχουμε
φουντάρει σ’ έναν μικρό και απομονωμένο
ορμίσκο έξω από το νησί Μπέινμπριτζ. Ο
Μακ έχει βγει στη στεριά με το φουσκωτό
βαρκάκι -για ποιον λόγο δεν ξέρω-, αλλά
κάτι υποψιάζομαι, επειδή, μόλις ο Μακ
βάζει μπρος την εξωλέμβιο, ο Κρίστιαν με
αρπάζει από το χέρι και ουσιαστικά με
σέρνει στην καμπίνα του σαν άνθρωπος που
έχει να εκτελέσει συγκεκριμένη αποστολή.

Τώρα στέκεται μπροστά μου εκπέμποντας


τον μεθυστικό αισθησιασμό του καθώς τα
επιδέξια δάχτυλά του δουλεύουν με
ταχύτητα στα λουριά του σωσίβιού μου. Το
πετάει σε μια άκρη και με καρφώνει με το
βλέμμα του, με μάτια σκοτεινά και κόρες
διεσταλμένες.
Έχω χαθεί ήδη, και δε με έχει καν αγγίξει.
Ανεβάζει το χέρι του στο πρόσωπό μου, και
τα δάχτυλά του κατεβαίνουν στο πιγούνι,
στον λαιμό, στο στέρνο μου, βάζοντάς μου
φωτιά στο διάβα τους, έως το πρώτο κουμπί
του γαλάζιου πουκάμισού μου.

«Θέλω να σε δω...» ψιθυρίζει και


ξεκουμπώνει επιδέξια το κουμπί.
Σκύβοντας, μου δίνει ένα απαλό φιλί στα
μισάνοιχτα χείλη μου.

Είμαι λαχανιασμένη και ανυπόμονη,


διεγερμένη από τον πανίσχυρο συνδυασμό
της σαγηνευτικής ομορφιάς του, της ωμής
σεξουαλικότητάς του μέσα στα όρια της
καμπίνας του και του απαλού λικνίσματος
του σκάφους. Κάνει ένα βήμα πίσω.
«Κάνε μου στριπτίζ...» λέει, και τα μάτια
του καίνε.

Ποπό... Υπακούω μετά χαράς. Χωρίς να


τραβήξω τα μάτια από τα δικά του,
ξεκουμπώνω αργά ένα ένα τα κουμπιά,
απολαμβάνοντας το καυτό βλέμμα του. Ω,
μιλάμε για μεθυστική εμπειρία. Βλέπω τον
πόθο του είναι εμφανής στο πρόσωπό του.
Και αλλού...

Αφήνω το πουκάμισό μου να πέσει, στο


πάτωμα και γλιστράω τα δάχτυλα στο
κουμπί του τζιν μου.

«Σταμάτα!» με προστάζει. «Κάτσε».

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, και με


μια ρευστή κίνηση πέφτει στα γόνατα
εμπρός μου, λύνοντας τα κορδόνια πρώτα
του ενός και μετά του άλλου παπουτσιού
μου και βγάζοντάς τα, κάνοντας το ίδιο και
με τις κάλτσες. Σηκώνει το αριστερό μου
πόδι και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο
κάτω μέρος του μεγάλου μου δαχτύλου και
ύστερα το γδέρνει λίγο με τα δόντια του.

« Αχ ...» βογκάω, νιώθοντας την επίδραση


στα λαγόνια.

Σηκώνεται με μια σβέλτη κίνηση, μου


απλώνει το χέρι και με τραβάει από το
κρεβάτι. «Συνέχισε» λέει και κάνει λίγο
πίσω για να με παρακολουθήσει.

Ανοίγω το φερμουάρ του τζιν μου και χώνω


τους αντίχειρές μου στη ζώνη,
κατεβάζοντάς το. Ένα αμυδρό χαμόγελο
είναι ζωγραφισμένο στα χείλη του, αλλά τα
μάτια του παραμένουν σκοτεινά.
Και δεν ξέρω αν είναι επειδή μου έκανε
έρωτα το πρωί, κι εννοώ ότι μου έκανε στ’
αλήθεια έρωτα, τρυφερά, γλυκά. ή αν ήταν
εκείνη η παθιασμένη δήλωσή του -Ναι... Σ'
αγαπάω..-, αλλά δε νιώθω καθόλου ντροπή.
Θέλω να είμαι σέξι γι’ αυτό τον άντρα.
Αξίζει να είμαι σέξι με κάνει να νιώθω σέξι.
Εντάξει, είναι καινούριο για μένα, όμως
μαθαίνω κάτω από την έμπειρη κηδεμονία
του. Και από την άλλη είναι και για κείνον
τόσο πολλά τα καινούρια πράγματα. Αυτό
ισορροπεί κάπως την τραμπάλα ανάμεσά
μας, νομίζω.

Φοράω εσώρουχα από τα καινούρια μου -


ένα άσπρο δαντελωτό στρινγκ και ασορτί
σουτιέν-, μιας πασίγνωστης μάρκας με
ανάλογη τιμή. Βγάζω το τζιν και στέκομαι
εκεί γι’ αυτόν φορώντας τα εσώρουχα που
πλήρωσε, αλλά δεν αισθάνομαι πια φτηνή.
Νιώθω δική του.

Ξεκουμπώνω το σουτιέν, κατεβάζω τις


τιράντες στα μπράτσα μου και το πετάω
επάνω στο πουκάμισό μου. Γλιστράω αργά
αργά προς τα κάτω το σλιπάκι μου,
αφήνοντάς το να πέσει στους αστράγαλούς
μου, και το βγάζω, μένοντας έκπληκτη από
τη χάρη μου.

Στέκομαι μπροστά του, γυμνή και χωρίς


ντροπή, και ξέρω πως είναι επειδή με
αγαπάει. Δε χρειάζεται πια να κρύβομαι. Δε
λέει τίποτε, απλώς με κοιτάζει. Και το μόνο
που βλέπω είναι ο πόθος του, η λατρεία του
και κάτι άλλο: το βάθος της ανάγκης του το
βάθος της αγάπης του για μένα.
Απλώνει το χέρι του, πιάνει την άκρη του
κρεμ πουλόβερ και το τραβάει πάνω από
το κεφάλι του. Συνεχίζει με το μπλουζάκι,
αποκαλύπτοντας το στήθος του, χωρίς να
παίρνει τα τολμηρά μάτια του από τα δικά
μου. Ακολουθούν τα παπούτσια και οι
κάλτσες του και ύστερα πιάνει το κουμπί
του τζιν του.

Απλώνω το χέρι και ψιθυρίζω: «Άσ’ το σε


μένα...».

Σουφρώνει στιγμιαία τα χείλη του


σχηματίζοντας ένα «Ο» και μετά
χαμογελάει. «Ευχαρίστως...»

Κάνω ένα βήμα προς το μέρος του, χώνω


τα άφοβα δάχτυλά μου μέσα στη ζώνη του
τζιν του και τραβάω, έτσι που αναγκάζεται
να κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου. Αφήνει
άθελά του μια άναρθρη κραυγή με το
απρόσμενο θράσος μου και ύστερα μου
χαμογελάει. Ξεκουμπώνω το κουμπί, αλλά
προτού του κατεβάσω το φερμουάρ, αφήνω
τα δάχτυλά μου να περιπλανηθούν,
ακολουθώντας το περίγραμμα της στύσης
του κάτω από το μαλακό τζιν. Κυρτώνει
τους γοφούς του μέσα στην παλάμη μου
και κλείνει στιγμιαία τα μάτια του,
απολαμβάνοντας το άγγιγμά μου.

«Έχεις αρχίσει να γίνεσαι πολύ τολμηρή,


Άνα, πολύ γενναία...» τραυλίζει και αρπάζει
το πρόσωπό μου και με τα δυο χέρια,
σκύβοντας για να με φιλήσει βαθιά.

Βάζω τα χέρια στους γοφούς του μισά στο


δροσερό δέρμα του και μισά στη χαμηλή
ζώνη του τζιν του. «Το ίδιο κι εσύ...»
μουρμουρίζω επάνω στα χείλη του έτσι
όπως οι αντίχειρές μου διαγράφουν αργά
κύκλους επάνω στο δέρμα του.

Χαμογελάει. «Κοντεύω...»

Μετακινώ τα χέρια μου στο μπροστινό


μέρος του τζιν του και τραβάω το
φερμουάρ. Τα ατρόμητά δάχτυλά μου
κινούνται μέσα από τις τρίχες του εφηβαίου
του στο ορθωμένο πέος του και τον αρπάζω
σφιχτά.

Βγάζει έναν σιγανό ήχϋ από το λαρύγγι του,


και η γλυκιά ανάσα του με πλημμυρίζει. Με
φιλάει ξανά, τρυφερά. Καθώς το χέρι μου
κινείται πάνω του, γύρω του, χαϊδεύοντας
τον, σφίγγοντάς τον, βάζει τα μπράτσα του
γύρω μου, με το δεξί του χέρι επίπεδο στο
κάτω μέρος της πλάτης μου και τα δάχτυλα
ανοιχτά. Το αριστερό του χέρι βρίσκεται
στα μαλλιά μου, κρατώντας με πάνω στο
στόμα του.

«Ω, σε θέλω τόσο πολύ, μωρό μου...»


μουγκρίζει και ξαφνικά κάνει ένα βήμα
πίσω για να βγάλει το τζιν και το μποξεράκι
του με μια γρήγορη, επιδέξια κίνηση. Με ή
χωρίς ρούχα είναι υπέροχο, υπέροχο θέαμα.
Κάθε εκατοστό του.

Είναι τέλειος. Η ομορφιά του βεβηλώνεται


μόνο από τις ουλές του, σκέφτομαι
θλιμμένα. Και φτάνουν πολύ βαθύτερα από
το δέρμα του.

«Τι τρέχει, Άνα;» μουρμουρίζει


χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο μάγουλο με τις
αρθρώσεις του.

«Τίποτε... Αγάπησέ με. Τώρα».


Με τραβάει στην αγκαλιά του φιλώντας με,
χώνοντας τα χέρια του στα μαλλιά μου. Με
τις γλώσσες μας μπλεγμένες, με οδηγεί
περπατώντας προς τα πίσω στο κρεβάτι και
με ξαπλώνει προσεκτικά. Με ακολουθεί,
έτσι που βρίσκεται ξαπλωμένος δίπλα μου.

Περνάει τη μύτη του πάνω από τη γραμμή


του σαγονιού μου έτσι όπως τα χέρια μου
σκαρφαλώνουν στα μαλλιά του.

«Έχεις ιδέα πόσο υπέροχη είναι η μυρωδιά


σου, Άνα; Είναι ακαταμάχητη...»

Τα λόγια του κάνουν αυτό που κάνουν


πάντα βάζουν φωτιά στο αίμα, επιταχύνουν
τον σφυγμό μου. Κατεβάζει τη μύτη του
στον λαιμό, στα στήθη μου, φιλώντας με
σχεδόν ευλαβικά.
«Είσαι τόσο όμορφη...» λέει ψιθυριστά,
παίρνοντας τη μια ρώγα μου στο στόμα του
και πιπιλίζοντας απαλά.

Βογκάω, και το σώμα μου ανασηκώνεται


από το κρεβάτι σχηματίζοντας καμπύλη.

«Θέλω να σ’ ακούσω, μωρό μου...»

Τα χέρια του κατεβαίνουν στη μέση μου και


απολαμβάνω το άγγιγμά του, δέρμα επάνω
στο δέρμα το πεινασμένο στόμα του στα
στήθη μου, τα επιδέξια μακριά δάχτυλά του
που με χαϊδεύουν λατρεύοντάς με.
Προχωράει στους γοφούς μου, στους
γλουτούς, κάτω στον μηρό έως το γόνατό
μου, κι όλη αυτή την ώρα φιλάει και
πιπιλίζει τη ρώγα μου.
Αρπάζοντάς με από το γόνατο, τραβάει
ξαφνικά το πόδι μου ψηλά, διπλώνοντάς το
πάνω από τους γοφούς του και κόβοντάς
μου την ανάσα, και περισσότερο νιώθω
παρά βλέπω τη χαμογελαστή αντίδρασή του
επάνω στο δέρμα μου. Κυλάει από την
άλλη, έτσι που βρίσκομαι καθισμένη
καβάλα επάνω του, και μου δίνει ένα
προφυλακτικό.

Μετατοπίζομαι προς τα πίσω πιάνοντάς τον


στα χέρια και μου είναι αδύνατο να
αντισταθώ στο μεγαλείο του. Σκύβω και τον
φιλάω παίρνοντάς τον στο στόμα μου,
στριφογυρίζοντας τη γλώσσα μου ολόγυρά
του και μετά ρουφώντας με δύναμη.
Βογκάει και κυρτώνει τους γοφούς του, έτσι
που βρίσκεται πιο βαθιά μέσα στο στόμα
μου.
Μμμ... Έχει ωραία γεύση. Τον θέλω μέσα
μου. Ανακάθομαι και τον κοιτάζω.
Κοντανασαίνει με το στόμα ανοιχτό,
παρακολουθώντας με προσεκτικά.

Σκίζω βιαστικά το φακελάκι του


προφυλακτικού και το ξετυλίγω επάνω του.
Απλώνει τα χέρια του. Πιάνω το ένα, και
με το άλλο μου χέρι παίρνω θέση από πάνω
του, μετά τον διεκδικώ αργά.

Ένα βογκητό βγαίνει χαμηλά από τον λαιμό


του, κι εκείνος σφαλίζει τα βλέφαρα.

Η αίσθηση που με πλημμυρίζει όταν είναι


μέσα μου... Ανοίγοντας... Γεμίζοντάς με -
βογκάω σιγανά είναι θεϊκή. Βάζει τα χέρια
του στους γοφούς μου και με μετακινεί
επάνω κάτω, σπρώχνοντας πιο βαθιά μέσα
μου. Αχ... Είναι τόσο ωραία.
«Ω μωρό μου...» γρυλίζει.

Ξαφνικά ανακάθεται και βρισκόμαστε


καθισμένοι μύτη με μύτη. Η αίσθηση είναι
εκπληκτική τόσο γεμάτη. Μου κόβεται η
ανάσα και πιάνομαι από τα μπράτσα του
καθώς αρπάζει το κεφάλι μου και καρφώνει
το βλέμμα του στο δικό μου με τα βαθιά
γκρίζα μάτια του να καίνε από πόθο.

«Ω Άνα... Τι με κάνεις να νιώθω...»


μουρμουρίζει και με φιλάει φλογερά, με
πάθος.

Τον φιλάω κι εγώ, ζαλισμένη από την


υπέροχη αίσθηση που με κατακλύζει καθώς
είναι θαμμένος βαθιά μέσα μου.

«Σ’ αγαπάω...» λέω χαμηλόφωνα.


Βογκάει λες και πονάει ακούγοντας τα
ψιθυριστά λόγια μου και κυλάει από την
άλλη παίρνοντάς με μαζί του, χωρίς να
διακόψει την πολύτιμη επαφή μας, έτσι που
τώρα είμαι ξαπλωμένη από κάτω του.
Τυλίγω τα πόδια γύρω από τη μέση του.

Με κοιτάζει με θαυμασμό και λατρεία, και


είμαι σίγουρη πως έχω την ίδια έκφραση
καθώς απλώνω το χέρι για να χαϊδέψω το
όμορφο πρόσωπό του. Αρχίζει αργά αργά
να κουνιέται, κλείνοντας τα μάτια και
βογκώντας σιγανά.

Το απαλό λίκνισμα του σκάφους και η


γαλήνη της καμπίνας διακόπτονται από τις
ανάμεικτες ανάσες μας καθώς κουνιέται
αργά μέσα και έξω μου, τόσο ελεγχόμενα
και τόσο όμορφα είναι θεϊκό. Βάζει το
μπράτσο του γύρω από το κεφάλι μου, το
χέρι του επάνω στα μαλλιά μου,
χαιδεύοντάς μου το πρόσωπο με το άλλο
και σκύβοντας για να με φιλήσει.

Με έχει τυλίξει ολόκληρη αγαπώντας με,


μπαίνοντας και βγαίνοντας αργά,
απολαμβάνοντάς με. Τον αγγίζω μένοντας
μέσα στα όρια -τα μπράτσα, τα μαλλιά, το
κάτω μέρος της πλάτης, τους όμορφους
γλουτούς του-, και η ανάσα μου γίνεται πιο
γρήγορη έτσι όπως ο σταθερός ρυθμός του
με σπρώχνει ολοένα και πιο ψηλά. Φιλάει
το στόμα, το πιγούνι, το σαγόνι μου, ύστερα
τσιμπάει το αυτί μου. Και ακούω τις κοφτές
ανάσες του με κάθε απαλή ώθηση του
κορμιού του.

Το σώμα μου αρχίζει να τρεμουλιάζει. Ω...


Αυτή η αίσθηση που ξέρω τώρα τόσο καλά.
Κοντεύω...
«Έτσι, μωρό μου... Τέλειωσε για μένα. Σε
παρακαλώ, Άνα...» τραυλίζει, και τα λόγια
του με σπρώχνουν στον γκρεμό.

«Κρίστιαν!» φωνάζω, κι εκείνος βογκάει


καθώς τελειώνουμε μαζί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ

«Ο ΜΑΚ ΔΕ Θ’ ΑΡΓΗΣΕΙ...»
μουρμουρίζει.

«Μμμ...» Τα μάτια μου ανοίγουν


τρεμοπαίζοντας, για να συναντήσουν το
απαλό γκρίζο βλέμμα του Θεέ μου!

Τα μάτια του έχουν υπέροχο χρώμα, ειδικά


εδώ, στη θάλασσα, καθρεφτίζοντας το φως
που αντανακλάται από το νερό μέσα από τα
μικρά φινιστρίνια στην καμπίνα.

«Πολύ θα ήθελα να μείνω ξαπλωμένος εδώ


μαζί σου όλο το απόγευμα, αλλά θα
χρειαστεί βοήθεια με το βαρκάκι» λέει, και
σκύβοντας, με φιλάει τρυφερά. «Άνα, είσαι
τόσο όμορφη αυτήν τη στιγμή, ξεχτένιστη
και σέξι. Με κάνει να σε θέλω ακόμα
περισσότερο!» Χαμογελάει και σηκώνεται
από το κρεβάτι.

Μένω ξαπλωμένη μπρούμυτα, θαυμάζοντας


τη θέα. «Δεν είσαι τόσο άσχημος και του
λόγου σου, καπετάνιε...» Πλαταγίζω με
θαυμασμό τα χείλη μου, και γελάει.

Τον παρακολουθώ να κινείται ολόγυρα


στην καμπίνα καθώς ντύνεται. Αυτό τον
άντρα που μόλις μου έκανε ξανά έρωτα
τόσο γλυκά. Δεν μπορώ να πιστέψω την
καλή μου τύχη. Δυσκολεύομαι να το
χωνέψω πως είναι δικός μου. Κάθεται δίπλα
μου για να φορέσει τα παπούτσια του.

«Καπετάνιος, ε;» λέει ξερά. «Πάντως είμαι


αφέντης αυτού του σκάφους».

Γέρνω το κεφάλι στο πλάι. «Είστε αφέντης


της καρδιάς μου, κύριε Γκρέυ». Και του
κορμιού... Και της ψυχής μου.

Κουνάει δύσπιστα το κεφάλι του και σκύβει


να με φιλήσει. «Θα είμαι στο κατάστρωμα.
Υπάρχει ντους στο μπάνιο αν θες.
Χρειάζεσαι τίποτα; Ένα ποτό;» ρωτάει
περιποιητικά, και το μόνο που μπορώ να
κάνω είναι να του χαμογελάσω.
Πρόκειται για τον ίδιο άντρα; Πρόκειται για
τον ίδιο Πενήντα;

«Τι;» ρωτάει, αντιδρώντας στο ηλίθιο


χαμόγελό μου.

«Εσύ».

«Εγώ τι;»

«Ποιος είσαι και τι έκανες στον Κρίστιαν;»

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα θλιμμένο


χαμόγελο. «Δεν είναι πολύ μακριά, μωρό
μου...» απαντάει μαλακά, και στη φωνή του
υπάρχει μια νότα μελαγχολίας, που με κάνει
να μετανιώσω αμέσως για την ερώτηση. Τη
διώχνει όμως. «Θα τον δεις πολύ γρήγορα»
-συμπληρώνει υπομειδιώντας-, «ειδικά αν
δε σηκωθείς». Απλώνει το χέρι του και με
χτυπάει δυνατά στα πισινά, έτσι που
τσιρίζω και γελάω ταυτόχρονα.

«Με ανησύχησες».

«Έτσι, ε;» Το μέτωπο του Κρίστιαν


ζαρώνει. «Όντως εκπέμπεις κάποια
αντιφατικά σινιάλα, Αναστάζια. Πώς να σε
παρακολουθήσει κανείς;» Σκύβει και με
ξαναφιλάει. «Τα λέμε, μωρό μου»
προσθέτει και με ένα εκτυφλωτικό
χαμόγελο σηκώνεται και με αφήνει στις
σκόρπιες σκέψεις μου,

ΟΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΖΟΜΑΙ στο


κατάστρωμα, ο Μακ έχει γυρίσει, αλλά
εξαφανίζεται στο επάνω κατάστρωμα μόλις
ανοίγω την πόρτα του σαλονιού. Ο
Κρίστιαν μιλάει στο Black-
Berry. Σε ποιον; αναρωτιέμαι. Σιμώνει και
με τραβάει κοντά του, φιλώντας με στα
μαλλιά.

«Σπουδαία νέα! Ωραία. Ναι... Αλήθεια; Στη


σκάλα κινδύνου; Μάλιστα... Ναι, απόψε».

Πατάει το κουμπί «τερματισμός», και ο


ήχος των μηχανών που παίρνουν μπρος με
αιφνιδιάζει. Ο Μακ πρέπει να είναι πάνω
στο πιλοτήριο.

«Ώρα να γυρίσουμε πίσω» λέει ο Κρίστιαν


φιλώντας με ξανά, καθώς δένει το σωσίβιό
μου.

Ο ΗΛΙΟΣ ΕΧΕΙ ΧΑΜΗΛΩΣΕΙ στον


ουρανό πίσω μας την ώρα που
επιστρέφουμε στη μαρίνα. Συλλογίζομαι το
υπέροχο απόγευμα που πέρασα. Με τη
βοήθεια της προσεκτικής, υπομονετικής
διδασκαλίας του Κρίστιαν, έχω μαζέψει
τώρα μια μαΐστρα, ένα πλωριό πανί κι ένα
μπαλόνι, ενώ έχω μάθει και πώς να δένω
μούδες, ψαλιδόκομπους και μπέζες. Έβλεπα
τα χείλη του να συσπώνται σε όλη τη
διάρκεια του μαθήματος.

«Ίσως σε δέσω κάποια μέρα...» ψελλίζω


στρυφνά.

Το στόμα του στραβώνει με κέφι. «Θα


πρέπει να με πιάσετε πρώτα, δεσποινίς
Στιλ...»

Τα λόγια του μου φέρνουν στο μυαλό το


κυνηγητό στο διαμέρισμά του, την έξαψη
και μετά τη φρικτή συνέχεια. Κατσουφιάζω
και αναριγώ.'Επειτα από αυτό τον
εγκατέλειψα.

Θα τον εγκατέλειπα ξανά τώρα που


παραδέχτηκε πως με αγαπάει; Κοιτάζω τα
καθάρια γκρίζα μάτια του. Θα μπορούσα να
τον εγκαταλείψω ξανά ό,τι κι αν μου κάνει;
Θα μπορούσα να τον προδώσω έτσι; Όχι.
Δε νομίζω πως θα μπορούσα.

Μου έκανε μια πιο ολοκληρωμένη


ξενάγηση στο όμορφο σκάφος του,
εξηγώντας όλα τα πρωτοποριακά
σχέδια και τις τεχνικές, καθώς και τα
υψηλής ποιότητας υλικά που
χρησιμοποιήθηκαν για να ναυπηγηθεί.
Θυμάμαι τη συνέντευξη όταν τον
πρωτογνώρισα· είχα καταλάβει τότε το
πάθος του για τα πλοία. Νόμιζα πως η
αγάπη του αφορούσε τα ποντοπόρα
φορτηγά που ναυπηγεί η εταιρεία του όχι
και τα σούπερ σέξι, κομψά καταμαράν.

Και φυσικά μου έκανε γλυκό, αβίαστο


έρωτα. Κουνάω το κεφάλι φέρνοντας στον
νου μου το σώμα μου, κυρτωμένο και
γεμάτο λαχτάρα κάτω από τα επιδέξια χέρια
του. Είναι εξαιρετικός εραστής, είμαι
σίγουρη αν και φυσικά δεν έχω μέτρο
σύγκρισης. Αλλά αν ήταν πάντα έτσι, η
Κέιτ θα παραληρούσε περισσότερο· δεν
είναι του χαρακτήρα της να μην
αποκαλύπτει λεπτομέρειες.

Πόσο καιρό όμως θα αρκεί αυτό; Δεν ξέρω,


και η σκέψη με τρομάζει.

Τώρα είναι καθισμένος, κι εγώ στέκομαι


μέσα στον ασφαλή κύκλο της αγκαλιάς του
ώρες ολόκληρες, έτσι μου φαίνεται, μέσα
σε άνετη, συντροφική σιωπή καθώς η
«Γκρέις» γλιστράει πλησιάζοντας ολοένα
και περισσότερο στο Σιάτλ. Κρατάω το
τιμόνι, και ο Κρίστιαν με συμβουλεύει κάθε
λίγο για διορθώσεις.

«Υπάρχει ποίηση για τα θαλασσινά ταξίδια


παλιά όσο και ο κόσμος...» μουρμουρίζει
στο αυτί μου.

«Αυτό ακούγεται σαν απόσπασμα από


βιβλίο».

Νιώθω το χαμόγελό του. «Είναι... Αντουάν


ντε Σάιντ Εξυπερύ».

«Ω... Λατρεύω τον Μικρό πρίγκιπα».

«Κι εγώ το ίδιο».


ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑΚΙ όταν ο
Κρίστιαν, με τα χέρια ακόμα επάνω στα
δικά μου, οδηγεί το σκάφος μέσα στη
μαρίνα. Φώτα τρεμοπαίζουν από τα άλλα
σκάφη και καθρεφτίζονται στα σκοτεινά
νερά, αλλά υπάρχει ακόμα φως είναι ένα
γλυκό, φωτεινό απόγευμα, μια εισαγωγή σ’
αυτό που σίγουρα θα είναι ένα εντυπωσιακό
ηλιοβασίλεμα.

Πλήθος κόσμου μαζεύεται στην αποβάθρα


καθώς ο Κρίστιαν στρίβει αργά το σκάφος
μέσα σε σχετικά μικρό χώρο. Το κάνει με
άνεση και μπαίνει εύκολα με την όπισθεν
στο ίδιο αγκυροβόλι απ’ όπου φύγαμε
νωρίτερα. Ο Μακ πηδάει στην αποβάθρα
και δένει, την «Γκρέις» γερά σε μια δέστρα.
«Γυρίσαμε...» λέει χαμηλόφωνα ο
Κρίστιαν.

«Ευχαριστώ...» ψιθυρίζω συνεσταλμένα.


«Ήταν ένα τέλειο απόγευμα».

Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Έτσι μου φάνηκε


και μένα. Ίσως μπορούμε να σε γράψουμε
στη σχολή ιστιοπλοΐας, για να μπορέσουμε
να το πάρουμε και να φύγουμε μερικές
μέρες. Οι δυο μας».

«Θα μ’ άρεσε πολύ! Μπορούμε να


εγκαινιάσουμε και να ξαναεγκαινιάσουμε
το υπνοδωμάτιο».

Σκύβει και με φιλάει κάτω από το αυτί.


«Χμμμ... Ανυπομονώ, Αναστάζία»
μουρμουρίζει, κάνοντας κάθε τριχοθυλάκιο
στο κορμί μου να σταθεί προσοχή.
Πώς το κάνει;

«Έλα. Το διαμέρισμα είναι καθαρό.


Μπορούμε να γυρίσουμε».

«Και τα πράγματά μας στο ξενοδοχείο;»

«Τα μάζεψε κιόλας ο Τέυλορ».

Ω! Πότε;

«Νωρίτερα, αφού έλεγξε την «Γκρέις» με


την ομάδα του» απαντάει ο Κρίστιαν στην
ερώτηση που δεν έκανα.

«Κοιμάται ποτέ αυτός ο φουκαράς;»

«Κοιμάται...» Ο Κρίστιαν με κοιτάζει


απορημένος, ανασηκώνοντας το φρύδι.
«Κάνει απλώς τη δουλειά του, Αναστάζια,
στην οποία είναι πολύ καλός. Ο Τζέισον
είναι κελεπούρι».

«Ο Τζέισον;»

«Ο Τζέισον Τέυλορ».

Νόμιζα πως το «Τέυλορ» ήταν το μικρό του


όνομα. Τζέισον. Του πάει σταθερό,
αξιόπιστο. Για κάποιον λόγο, με κάνει να
χαμογελάσω.

«Συμπαθείς τον Τέυλορ...» λέει ο Κρίστιαν


κοιτάζοντάς με ερωτηματικά.

«Υποθέτω πως ναι». Η ερώτησή του με


εκτροχιάζει. «Δεν τον γουστάρω, αν αυτός
είναι ο λόγος που σε κάνει να
κατσουφιάζεις. Σταμάτα.*.»
Ο Κρίστιαν έχει σχεδόν
στραβομουτσουνιάσει φαίνεται
μουτρωμένος. Χριστέ μου! Είναι τόσο παιδί
μερικές φορές.

«Νομίζω πως ο Τέυλορ σε προσέχει πολύ


καλά. Και γι’ αυτό τον συμπαθώ. Φαίνεται
καλόκαρδος, υπεύθυνος και πιστός. Τον
βλέπω σαν μπάρμπα μου».

«Μπάρμπα;»

«Ναι».

«Εντάξει, μπάρμπα...» Ο Κρίστιαν


δοκιμάζει τη λέξη και τη σημασία της, και
γελάω.

«Ω Κρίστιαν, ενηλικιώσου, για όνομα του


Θεού...»
Ανοίγει διάπλατα το στόμα του,
αιφνιδιασμένος από το ξέσπασμά μου, αλλά
μετά σκυθρωπιάζει σαν να σκέφτεται αυτό
που είπα.

«Δύσκολο» αποκρίνεται τελικά.

«Εσύ είσαι δύσκολος. Πολύ...» τραυλίζω,


αλλά ύστερα υψώνω το βλέμμα στον
ουρανό.

«Πόσες αναμνήσεις μού φέρνεις όταν


υψώνεις το βλέμμα στον ουρανό,
Αναστάζια...» λέει και μου σκάει ένα
χαμόγελο.

Τον κοιτάζω υπομειδιώντας. «Κοίτα... Αν


είσαι καλό παιδί, ίσως τότε μπορέσουμε να
αναβιώσουμε κάποιες απ’ αυτές τις
αναμνήσεις».
Το στόμα του συσπάται από ευθυμία.
«Καλό παιδί;» Ανασηκώνει τα φρύδια του.
«Πραγματικά, δεσποινίς Στιλ - τι σας κάνει
να πιστεύετε πως θέλω να τις αναβιώσω;»

«Ίσως ο τρόπος με τον οποίο φωτίστηκαν


τα μάτια σου σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο
μόλις το είπα».

«Με ξέρεις κιόλας τόσο καλά» αποκρίνεται


ξερά.

«Θα ήθελα να σε μάθω καλύτερα».

Χαμογελάει τρυφερά. «Κι εγώ εσένα,


Αναστάζια».

«ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΜΑΚ». Ο Κρίστιαν


σφίγγει το χέρι του ΜακΚόννελ και
κατεβαίνει στην αποβάθρα.
«Είναι πάντα χαρά μου, κύριε Γκρέυ!
Αντίο, Άνα. Χάρηκα που σε γνώρισα».

Του σφίγγω ντροπαλά το χέρι. Πρέπει να


ξέρει τι κάναμε εγώ και ο Κρίστιαν στο
σκάφος όταν βγήκε στη στεριά.

Μου χαμογελάει και κλείνει το μάτι,


κάνοντάς με να κοκκινίσω. Ο Κρίστιαν με
πιάνει από το χέρι και προχωράμε στην
αποβάθρα προς τον παραθαλάσσιο δρόμο,

«Από πού είναι ο Μακ;» ρωτάω, περίεργη


για την προφορά του.

«Από την Ιρλανδία... Τη Βόρεια Ιρλανδία»


διορθώνει.

«Είναι φίλος σου;»


«Ο Μακ; Δουλεύει για μένα. Βοήθησε να
φτιάξουμε την “Γκρέις”».

«'Εχεις πολλούς φίλους;»

Κατσουφιάζει. «Μπα...Όχι. Με τη δουλειά


που κάνω δεν καλλιεργώ φιλίες...Έχω
μόνο...» Σταματάει, και το κατσούφιασμά
του γίνεται πιο έντονο. Καταλαβαίνω
πως ετοιμαζόταν να αναφέρει την κυρία
Ρόμπινσον. «Πεινάς;» ρωτάει,
προσπαθώντας να αλλάξει θέμα.

Γνέφω καταφατικά. Για την ακρίβεια,


πεθαίνω της πείνας.

«Θα φάμε εκεί όπου άφησα το αυτοκίνητο.


Έλα».
ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ SP’S ΥΠΑΡΧΕΙ ένα μικρό
ιταλικό μπιστρό που λέγεται Bee’s. Μου
θυμίζει το μέρος στο Πόρτλαντ λίγα
τραπέζια και πριβέ χώροι, πολύ ευχάριστη
και μοντέρνα διακόσμηση, με μια μεγάλη
ασπρόμαυρη φωτογραφία από μια φιέστα
των αρχών του προηγούμενου αιώνα να
καλύπτει τον τοίχο σαν τοιχογραφία.

Καθόμαστε σ’ ένα σεπαρέ, μελετώντας τον


κατάλογο και πίνοντας ένα υπέροχο ελαφρύ
Frascati. Όταν σηκώνω τα μάτια από τον
κατάλογο, έχοντας διαλέξει, ο Κρίστιαν με
κοιτάζει εξεταστικά.

«Τι;» ρωτάω.

«Είσαι όμορφη, Αναστάζία. Η ύπαιθρος


σου πάει».
Κοκκινίζω. «Αισθάνομαι κάπως
ανεμοδαρμένη, για να πω την αλήθεια. Μα
πέρασα υπέροχο απόγευμα. Τέλειο
απόγευμα! Σ’ ευχαριστώ».

Χαμογελάει, και τα μάτια του είναι ζεστά,


«Ευχαρίστησή μου...» αποκρίνεται με ένα
χαμόγελο.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Αποφασίζω


να αποτολμήσω μια επιχείρηση
ανακάλυψης στοιχείων.

«Ό,τι θες, Αναστάζία. Το ξέρεις αυτό».


Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, κάτι που τον
κάνει να δείχνει πραγματικά υπέροχος.

«Κατά τα φαινόμενα, δεν έχεις πολλούς


φίλους. Γιατί αυτό;»
Ανασηκώνει τους ώμους του και
σκυθρωπιάζει. «Σου είπα. Στ’ αλήθεια δεν
έχω χρόνο. Έχω συνεργάτες αν κι αυτό
είναι πολύ διαφορετικό από τους φίλους,
υποθέτω. Έχω την οικογένειά μου και
τέρμα. Εκτός από την Ελένα».

Αγνοώ την αναφορά στη σκύλα. «Δεν έχεις


άντρες φίλους της ηλικίας σου για να
βγαίνεις μαζί τους και να ξεθυμαίνεις;»

«Ξέρεις πώς μ’ αρέσει να ξεθυμαίνω,


Αναστάζια...» Το στόμα του Κρίστιαν
συσπάται. «Και δούλευα, έφτιαχνα την
εταιρεία». Φαίνεται απορημένος. «Αυτό
είναι το μόνο που κάνω εκτός από
ιστιοπλοΐα και ανεμοπορία καμιά φορά».

«Ούτε καν στο κολέγιο;»


«Μπα... Όχι».

«Μόνο την Ελένα δηλαδή;»

Γνέφει καταφατικά, με ύφος επιφυλακτικό.

«Θα πρέπει να αισθάνεσαι μοναξιά».

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα μικρό


μελαγχολικό χαμόγελο. «Τι θα φας;»
ρωτάει, αλλάζοντας πάλι θέμα.

«Θα πάρω το ριζότο».

«Καλή επιλογή». Φωνάζει τον σερβιτόρο,


βάζοντας τέλος στη συζήτηση.

Όταν έχουμε παραγγείλει, μετακινούμαι


άβολα στη θέση μου, κοιτάζοντας τα
μπλεγμένα μου δάχτυλα. Αν είναι σε
ομιλητική διάθεση, καλό θα ήταν να
επωφεληθώ.

Πρέπει να του μιλήσω για τις προσδοκίες


του, για τις... Εεε... Ανάγκες του.

«Αναστάζια, τι συμβαίνει; Πες μου».

Σηκώνω τα μάτια στο ανήσυχο πρόσωπό


του.

«Πες μου!» λέει πιο έντονα, και η ανησυχία


του εξελίσσεται σε τι; Φόβο; Θυμό;

Παίρνω βαθιά ανάσα. «Απλώς ανησυχώ


μήπως όλα αυτά δεν είναι αρκετά για σένα.
Ξέρεις, για να ξεθυμάνεις...»
To σαγόνι του τσιτώνεται και τα μάτια του
σκληραίνουν. «Σου έδωσα κάποια ένδειξη
πως δεν είναι αρκετά;»

«Όχι».

«Τότε γιατί το νομίζεις;»

«Ξέρω πώς είσαι. Τι... Εμμμ... Τι


χρειάζεσαι...» απαντάω τραυλίζοντας.

Σφαλίζει τα βλέφαρα και τρίβει το μέτωπό


του με τα μακριά του δάχτυλα. «Τι πρέπει
να κάνω;» Η φωνή του είναι ζοφερά
χαμηλή, θαρρείς και είναι θυμωμένος, και η
καρδιά μου σφίγγεται.

«Όχι... Παρεξήγησες ήσουν καταπληκτικός,


και ξέρω πως έχουν περάσει μόλις λίγες
μέρες, αλλά ελπίζω να μη σε αναγκάζω να
γίνεσαι κάποιος που δεν είσαι».

«Είμαι ακόμα'εγώ, Αναστάζία. Με όλες μου


τις πενήντα προβληματικές αποχρώσεις.
Ναι. Πρέπει να καταπνίγω την παρόρμηση
να γίνομαι αυταρχικός, μα αυτή είναι η
φύση μου, ο τρόπος με τον οποίο
αντιμετώπιζα μέχρι τώρα τη ζωή μου. Ναι.
Περιμένω από σένα να φέρεσαι με
συγκεκριμένο τρόπο, κι όταν δεν το κάνεις,
είναι ταυτόχρονα πρόκληση και απόλαυση.
Κάνουμε ακόμη αυτό που μ’ αρέσει να
κάνω. Μ’ άφησες να σ’ τις βρέξω μετά την
εξοργιστική πλειοδοσία σου χτες...»
Χαμογελάει τρυφερά στην ανάμνηση. «Μ’
αρέσει να σε τιμωρώ. Δε νομίζω πως η
παρόρμηση θα φύγει ποτέ... Αλλά
προσπαθώ, και δεν είναι τόσο δύσκολο όσο
νόμιζα ότι θα είναι».

Αναδεύομαι και κοκκινίζω φέρνοντας στο


μυαλό μου το κρυφό μας ραντεβού στο
παιδικό του υπνοδωμάτιο.

«Δε μ’ ένοιαξε...» λέω χαμογελώντας


συνεσταλμένα.

« Το ξέρω ». Τα χείλη του στραβώνουν σ’


ένα απρόθυμο χαμόγελο. «Ούτε και μένα...
Θέλω όμως να σου πω, Αναστάζία, πως όλα
αυτά είναι εντελώς καινούρια για μένα και
πως τούτες οι τελευταίες μέρες ήταν οι
καλύτερες της ζωής μου. Δε θέλω ν’
αλλάξω τίποτα».

Ω!
«Ήταν και για μένα οι καλύτερες της ζωής
μου, χωρίς καμία εξαίρεση...»
μουρμουρίζω, και το χαμόγελό του
πλαταίνει.

Η εσωτερική μου θεά γνέφει ξέφρενα


συμφωνώντας - και μου χώνει μια δυνατή
αγκωνιά. Εντάξει, εντάξει.

«Δηλαδή δε θες να με πας στην αίθουσα


ψυχαγωγίας σου;»

Καταπίνει και χλωμιάζει κάθε ίχνος


ευθυμίας έχει χαθεί. «Όχι, δε θέλω...»

«Γιατί όχι;» ψιθυρίζω. Δεν είναι η


απάντηση που περίμενα.

Και ναι, να την εκείνη η μικρή τσιμπιά


απογοήτευσης. Η εσωτερική μου θεά
σηκώνεται και φεύγει μουτρωμένη,
σταυρώνοντας τα χέρια σαν θυμωμένο
πιτσιρίκι.

«Την τελευταία φορά που ήμαστε εκεί μέσα


με παράτησες» απαντάει ήρεμα. «Θα
αποφύγω οτιδήποτε θα μπορούσε να σε
κάνει να με παρατήσεις ξανά. Ήμουν
συντετριμμένος όταν έφυγες. Σ’ το
εξήγησα. Δε θέλω να ξανανιώσω έτσι. Σου
είπα τι αισθάνομαι για σένα». Οι κόρες των
γκρίζων ματιών του έχουν διασταλεί κι
εκπέμπουν ειλικρίνεια.

«Μα δε μου φαίνεται δίκαιο. Δε θα μπορείς


να χαλαρώσεις αν ανησυχείς συνεχώς για
το πώς αισθάνομαι. Έκανες όλες αυτές τις
αλλαγές για χάρη μου και... Νομίζω πως
πρέπει με κάποιον τρόπο να ανταποδώσω.
Δεν ξέρω ίσως... Να προσπαθήσουμε...
Κάποια παιχνίδια με ρόλους...» τραυλίζω,
με το πρόσωπό μου τόσο βυσσινί, όσο και
οι τοίχοι της αίθουσας ψυχαγωγίας.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να μιλήσω γι*


αυτά τα θέματα; Έκανα κάθε είδους κίνκι
γαμήσια με αυτό τον άνθρωπο, πράγματα
που δεν είχα καν ξανακούσει πριν από
μερικές εβδομάδες, πράγματα που δε θα
είχα θεωρήσει δυνατά, κι όμως το πιο
δύσκολο είναι να του μιλήσω.

«Άνα, ανταποδίδεις όσο δε νομίζεις. Σε


παρακαλώ, σε παρακαλώ... Μη νιώθεις
έτσι».

Πάει ο ανέμελος Κρίστιαν. Οι κόρες των


ματιών του είναι τώρα διεσταλμένες από
ανησυχία, κι αυτό είναι οδυνηρό.
«Μωρό μου, ένα Σαββατοκύριακο ήταν
μόνο,..» συνεχίζει. «Δώσ’ μας λίγο χρόνο.
Σκέφτηκα πολύ για μας την περασμένη
εβδομάδα όταν έφυγες. Χρειαζόμαστε
χρόνο. Πρέπει να με εμπιστευτείς, κι εγώ
εσένα. Ίσως με τον καιρό μπορέσουμε να
κάνουμε το κέφι μας, όμως μ’ αρέσεις όπως
είσαι τώρα. Μ’ αρέσει να σε βλέπω τόσο
ευτυχισμένη, τόσο χαλαρή και ανέμελη,
ξέροντας πως κάποιον ρόλο έπαιξα σ’ αυτό.
Ποτέ δεν...» Σταματάει και περνάει το χέρι
μέσα από τα μαλλιά του. «Πρέπει να
περπατήσουμε προτού μπορέσουμε να
τρέξουμε». Ξαφνικά χαμογελάει αχνά.

«Πού είναι το αστείο;»

«Ο Φλυν. Το λέει αυτό συνεχώς. Ποτέ δεν


πίστευα πως θα ερχόταν η ώρα να τον
επικαλεστώ».
« Φλυνισμός...»

Ο Κρίστιαν γελάει. «Ακριβώς!»

Έρχεται ο σερβιτόρος με ορεκτικά και


μπρουσκέτες, και η κουβέντα μας αλλάζει
κατεύθυνση έτσι όπως ο Κρίστιαν
χαλαρώνει.

Αλλά μόλις βάζουν μπροστά μας τα


παράλογα μεγάλα πιάτα μας, δεν μπορώ να
μη σκεφτώ πώς μου φάνηκε ο Κρίστιαν
σήμερα χαλαρός, ευτυχισμένος, ανέμελος.
Τουλάχιστον τώρα γελάει, ήρεμος ξανά.

Αφήνω έναν εσωτερικό αναστεναγμό


ανακούφισης όταν αρχίζει να με ανακρίνει
για τα μέρη όπου έχω πάει. Η συζήτηση
είναι σύντομη, αφού δεν έχω βγει ποτέ έξω
από τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Ο
Κρίστιαν, από την άλλη, έχει γυρίσει όλο
τον κόσμο. Περνάμε σε μια πιο εύκολη, πιο
χαρούμενη συζήτηση, μιλώντας για τα μέρη
που έχει επισκεφθεί.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΝΟΣΤΙΜΟ και χορταστικό


γεύμα μας επιστρέφουμε στο Εσκάλα, και η
Εύα Κάσσιντυ, με την απαλή φωνή της, μας
συντροφεύει από τα ηχεία του αυτοκινήτου.
Είναι ένα ήρεμο διάλειμμα που μου
επιτρέπει να σκεφτώ. Η μέρα μου ήταν
εκπληκτική: η δόκτωρ Γκριν* το ντους μας·
η παραδοχή του Κρίστιαν· ο έρωτας στο
ξενοδοχείο και το σκάφος· η αγορά του
αυτοκινήτου. Ακόμα και ο ίδιος ο Κρίστιαν
ήταν διαφορετικός. Λες και εγκαταλείπει ή
ανακαλύπτει ξανά κάτι δεν ξέρω τι από τα
δύο.
Ποιος ήξερε ότι μπορεί να γίνει τόσο
γλυκός; Ο ίδιος το ήξερε;

Όταν τον κοιτάζω, φαίνεται κι εκείνος


χαμένος στις σκέψεις του. Μου καρφώνεται
τότε στον νου πως δεν πέρασε ποτέ εφηβεία
κανονική τουλάχιστον. Κουνάω το κεφάλι.

Το μυαλό μου παρασύρεται στο μπαλ


μασκέ και στον χορό μου με τον δόκτορα
Φλυν και στον φόβο του Κρίστιαν πως ο
Φλυν μού είχε πει τα πάντα για κείνον. Ο
Κρίστιαν εξακολουθεί να μου κρύβει κάτι.
Πώς μπορούμε να πάμε μπροστά αν
αισθάνεται έτσι;

Νομίζει ότι μπορεί να φύγω αν τον γνωρίσω


καλά. Νομίζει ότι μπορεί να τον αφήσω αν
είναι ο εαυτός του. Ω, αυτός ο άνθρωπος
είναι τόσο περίπλοκος...
Όσο πλησιάζουμε στο σπίτι του, αρχίζει να
εκπέμπει ένταση, ώσπου αυτή γίνεται
χειροπιαστή. Ελέγχει τα πεζοδρόμια και τα
πλαϊνά δρομάκια, ενώ τα μάτια του
πηγαινοέρχονται παντού, και ξέρω πως
ψάχνει για τη Λέιλα. Αρχίζω να ψάχνω κι
εγώ. Κάθε νεαρή καστανή κοπέλα είναι
ύποπτη, αλλά δεν τη βλέπουμε πουθενά.

Όταν σταματάει στο γκαράζ, το στόμα του


είναι μια βλοσυρή γραμμή γεμάτη ένταση.
Αναρωτιέμαι γιατί επιστρέψαμε εδώ αν
πρόκειται να είναι τόσο επιφυλακτικός και
σφιγμένος. Ο Σόγερ βρίσκεται στο γκαράζ
και περιπολεί. Το μπογιατισμένο Audi έχει
φύγει. Έρχεται να μου ανοίξει την πόρτα
όταν ο Κρίστιαν σταματάει δίπλα στο SUV.

«Γεια σου, Σόγερ» τον χαιρετάω.


«Δεσποινίς Στιλ». Γνέφει. «Κύριε Γκρέυ».

«Κανένα ίχνος;» ρωτάει ο Κρίστιαν.

«Όχι, κύριε».

Ο Κρίστιαν κάνει ένα νεύμα, με αρπάζει


από το χέρι και κατευθύνεται προς το
ασανσέρ. Ξέρω πως ο εγκέφαλός του
δουλεύει υπερωρίες είναι αφηρημένος.
Μόλις βρισκόμαστε μέσα, στρέφεται προς
το μέρος μου.

«Δεν επιτρέπεται να βγεις από δω μέσα


μόνη σου. Καταλαβαίνεις;» μου πετάει.

« Εντάξει...»

Χριστέ μου άραξε! Η στάση του όμως με


κάνει να χαμογελάσω. Θέλω να συγχαρώ
τον εαυτό μου αυτός ο άντρας είναι
αυταρχικός και απότομος μαζί μου, το
ξέρω. Απορώ που έβρισκα τόσο απειλητική
αυτήν τη συμπεριφορά όταν μου μιλούσε
έτσι μόλις πριν από μία εβδομάδα. Τώρα
όμως τον καταλαβαίνω πολύ καλύτερα.
Αυτός είναι ο μηχανισμός άμυνάς του για
να τα βγάζει πέρα. Είναι στρεσαρισμένος
με τη Λέιλα, με αγαπάει και θέλει να με
προστατέψει.

«Ποιο είναι το αστείο;» μουρμουρίζει, με


ένα ίχνος ευθυμίας στην έκφρασή του.

«Εσύ».

«Εγώ; Δεσποινίς Στιλ; Γιατί είμαι αστείος;»


Σουφρώνει τα χείλη του.
Ο Κρίστιαν με σουφρωμένα χείλη. Είναι
σέξι.

«Μη σουφρώνεις τα χείλη».

«Γιατί;» Η ευθυμία του αυξάνεται.·

«Επειδή έχει επάνω μου την ίδια επίδραση


που έχει σε σένα όταν κάνω αυτό».
Δαγκώνω το χείλος μου.

Ανασηκώνει τα φρύδια του, έκπληκτος και


ευχαριστημένος ταυτόχρονα. «Αλήθεια;»
Σουφρώνει ξανά τα χείλη του και σκύβει για
να μου δώσει ένα πεταχτό σεμνό φιλί.

Σηκώνω τα χείλη μου για να βρω τα δικά


του, και μέσα στο κλάσμα του
δευτερολέπτου που τα χείλη μας αγγίζονται,
η φύση του φιλιού αλλάζει μια πυρκαγιά
απλώνεται στις φλέβες μου από αυτό το
σημείο επαφής, τραβώντας με κοντά του.

Ξαφνικά τα δάχτυλά μου κουλουριάζονται


στα μαλλιά του έτσι όπως με αρπάζει και με
σπρώχνει επάνω στον τοίχο του ασανσέρ,
ενώ τα χέρια του πλαισιώνουν το πρόσωπό
μου κρατώντας με πάνω στα χείλη του
καθώς οι γλώσσες μας ορμούν η μια στην
άλλη. Και δεν ξέρω αν είναι τα όρια του
ασανσέρ που κάνουν τα πάντα να φαίνονται
πιο αληθινά, αλλά νιώθω την ανάγκη, την
αγωνία, το πάθος του.

Γαμώτο... Τον θέλω εδώ και τώρα.

Το ασανσέρ σταματάει βγάζοντας εκείνο


τον χαρακτηριστικό ήχο, οι πόρτες
ανοίγουν, και ο Κρίστιαν τραβάει το
πρόσωπό του από το δικό μου, ενώ οι γοφοί
του με κρατούν ακόμη ακίνητη επάνω στον
τοίχο, με το σκληρό πέος του να μπήγεται
στη σάρκα μου.

«Ποπό...» μουρμουρίζει λαχανιασμένος.

«Ποπό...» αποκρίνομαι σαν ηχώ,


αποθηκεύοντας μια βαθιά, ευπρόσδεκτη
ανάσα στα πνευμόνια μου.

Με κοιτάζει με μάτια που πετούν φλόγες.


«Τι μου κάνεις, Άνα...» Περνάει τον
αντίχειρά του από το κάτω χείλος μου.

Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον


Τέυλορ να κάνει ένα βήμα πίσω, έτσι που
να μη βρίσκεται πια στο οπτικό μου πεδίο.
Ανασηκώνομαι και φιλάω τον Κρίστιαν στη
γωνία του όμορφα σμιλεμένου στόματός
του.
«Τι μου κάνεις, Κρίστιαν...»

Κάνει ένα βήμα πίσω, με πιάνει από το χέρι,


με μάτια πιο σκοτεινά τώρα, χωμένα στις
κόγχες τους. «Έλα!» με διατάζει.

Ο Τέυλορ είναι ακόμα στον προθάλαμο,


περιμένοντας μας διακριτικά.

«Καλησπέρα, Τέυλορ!» λέει εγκάρδια ο


Κρίστιαν.

«Κύριε Γκρέυ. Δεσποινίς Στιλ».

«Χτες ήμουν η κυρία Τέυλορ...»


μουρμουρίζω χαμογελαστά στον Τέυλορ,
που κοκκινίζει.

«Ωραίο ακούγεται, δεσποινίς Στιλ»


αποκρίνεται ο Τέυλορ ήρεμα.
«Και μένα έτσι μου φάνηκε».

Ο Κρίστιαν σφίγγει ακόμα περισσότερο τη


λαβή του στο χέρι μου, κατσουφιάζοντας.
«Αν εσείς οι δύο έχετε τελειώσει, θα ήθελα
μια ενημέρωση». Αγριοκοιτάζει τον
Τέυλορ, που τώρα φαίνεται αμήχανος, και
μέσα μου ζαρώνω ξεπέρασα τα όρια.

«Συγγνώμη...» λέω άηχα στον Τέυλορ, που


ανασηκώνει τους ώμους του και χαμογελάει
καλοσυνάτα. Στρέφομαι και ακολουθώ τον
Κρίστιαν.

«Θα: γυρίσω αμέσως. Θέλω να πω δυο


λόγια με τη δεσποινίδα Στιλ» δηλώνει ο
Κρίστιαν στον Τέυλορ, και ξέρω πως έχω
μπλέξει.
Ο Κρίστιαν με οδηγεί στο υπνοδωμάτιό του
και κλείνει πίσω του την πόρτα.

«Μη φλερτάρεις με το προσωπικό,


Αναστάζια!» με μαλώνει.

Ανοίγω το στόμα να υπερασπιστώ τον


εαυτό μου ύστερα το κλείνω, μετά το
ξανανοίγω, «Δε φλέρταρα... Φερόμουν
φιλικά έχει διαφορά».

«Να μην είσαι φιλική με το προσωπικό ούτε


να φλερτάρεις μαζί τους. Δε μ’ αρέσει!»

Ω... Αντίο, ανέμελε Κρίστιαν.

«Με συγχωρείς...» ψελλίζω και κοιτάζω τα


δάχτυλά μου. Όλη τη μέρα δε με έκανε να
νιώσω μικρό παιδάκι.
Απλώνει το χέρι του και με πιάνει από το
πιγούνι, σηκώνοντάς μου το πρόσωπο για
να τον κοιτάξω κατάματα.

«Ξέρεις πόσο ζηλιάρης είμαι...» ψιθυρίζει.

«Δεν έχεις λόγο να είσαι ζηλιάρης,


Κρίστιαν... Σου ανήκω ψυχή τε και
σώματι».

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του θαρρείς και


δυσκολεύεται να επεξεργαστεί το γεγονός.
Σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί, αλλά
χωρίς ίχνος του πάθους που νιώσαμε πριν
από μια στιγμή στο ασανσέρ.

«Δε θ’ αργήσω. Βολέψου, σαν στο σπίτι


σου...» λέει μουτρωμένα και μου γυρίζει
την πλάτη, αφήνοντάς με να στέκομαι μέσα
στο υπνοδωμάτιό του ζαλισμένη και
μπερδεμένη.

Γιατί στο καλό να ζηλεύει τον Τέυλορ;


Κουνάω το κεφάλι χωρίς να το πιστεύω.

Ρίχνω μια ματιά στο ξυπνητήρι και


προσέχω πως είναι μόλις λίγο μετά τις οχτώ.
Αποφασίζω να ετοιμάσω τα ρούχα μου για
τη δουλειά αύριο. Ανεβαίνω στο
δωμάτιό μου και ανοίγω την ντουλάπα-
δωμάτιο. Είναι άδεια. Όλα τα ρούχα
λείπουν. Οχ, όχι... Ο Κρίστιαν πήρε τα
λόγια μου τοις μετρητοίς και ξεφορτώθηκε
τα ρούχα. Σκατά!

Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει.


Λοιπόν, μάλλον φταις εσύ και το απύλωτο
στόμα σου.
Γιατί με πήρε τοις μετρητοίς; Έρχεται ξανά
να με στοιχειώσει η συμβουλή της μητέρας
μου: Άνα, χρυσό μου, οι άντρες είναι πολύ
απλά πλάσματα. Τους αρέσει η κυριολεξία.
Σουφρώνω τα χείλη, κοιτάζοντας τον άδειο
χώρο. Είχε και μερικά ωραία ρούχα, όπως
το ασημένιο φόρεμα που φόρεσα στο μπαλ
μασκέ.

Περιφέρομαι απαρηγόρητη στο


υπνοδωμάτιο. Για περίμενε τι συμβαίνει; To
iPad έχει εξαφανιστεί. Πού είναι το Mac
μου; Οχ, όχι... Η πρώτη μου κακόβουλη
σκέψη είναι πως ίσως τα έκλεψε η Λέιλα.

Τρέχω κάτω και ξαναμπαίνω στο δωμάτιο


του Κρίστιαν. Επάνω στο κομοδίνο είναι το
Mac, το iPad και το σακίδιό μου. Είναι όλα
εδώ.
Ανοίγω την πόρτα της ντουλάπας-δωμάτιο.
Τα ρούχα μου είναι εδώ -όλακαι
μοιράζονται τον χώρο με τα ρούχα του
Κρίστιαν. Πότε έγινε αυτό; Γιατί δε με
προειδοποιεί ποτέ προτού κάνει τέτοια
πράγματα;

Γυρίζω, και στέκεται στην πόρτα.

«Ω, κατάφεραν να κάνουν τη μεταφορά...»


τραυλίζει αφηρημένα.

«Τι συμβαίνει;» ρωτάω.

Το πρόσωπό του είναι βλοσυρό. «Ο Τέυλορ


πιστεύει πως η Λέιλα έμπαινε από τη σκάλα
κινδύνου... Πρέπει να είχε κλειδί. Όλες οι
κλειδαριές έχουν αλλάξει τώρα. Η ομάδα
του Τέυλορ έλεγξε όλα τα δωμάτια του
διαμερίσματος. Δεν είναι εδώ». Σταματάει
και περνάει το χέρι από τα μαλλιά του.
«Μακάρι να ήξερα πού είναι... Διαφεύγει
όλες μας τις προσπάθειες να τη βρούμε, ενώ
χρειάζεται βοήθεια».

Σκυθρωπιάζει, και ο εκνευρισμός που


ένιωθα νωρίτερα εξαφανίζεται. Τυλίγω τα
χέρια γύρω του. Κλείνοντάς με στην
αγκαλιά του, με φιλάει στα μαλλιά.

«Τι θα κάνεις όταν τη βρεις;» ρωτάω.

«Ο δόκτωρ Φλυν έχει ένα μέρος».

«Και ο άντρας της;»

«Νίπτει τας χείρας του...» Ο τόνος του


Κρίστιαν βγάζει πικρία. «Η οικογένειά της
βρίσκεται στο Κοννέτικατ. Νομίζω πως
είναι εντελώς μόνη της εδώ».
«Αυτό είναι θλιβερό...»

«Είσαι εντάξει με όλα σου τα πράγματα


εδώ; Θέλω να μοιραζόμαστε το δωμάτιό
μου...» λέει μουρμουριστά.

Ποπό... Γρήγορη αλλαγή πλεύσης.

«Ναι».

«Θέλω να κοιμάσαι μαζί μου. Δεν έχω


εφιάλτες όταν είσαι μαζί μου».

«Έχεις εφιάλτες;»

«Ναι».

Τον σφίγγω ακόμα περισσότερο. Κι άλλες


αποσκευές. Η καρδιά μου σφίγγεται γι’
αυτό τον άντρα.
«Ετοίμαζα τα ρούχα μου για τη δουλειά...»
ψελλίζω.

«Τη δουλειά;» αναφωνεί ο Κρίστιαν σαν να


πρόκειται για βρόμικη λέξη και με αφήνει
αγριοκοιτάζοντάς με.

«Ναι, τη δουλειά...» αποκρίνομαι,


σαστισμένη από την αντίδρασή του.

Με κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνει


τίποτα. «Μα η Λέιλα είναι εκεί έξω...»
Κάνει μια παύση. «Δε θέλω να πας στη
δουλειά».

Ορίστε; «Αυτό είναι γελοίο, Κρίστιαν!


Πρέπει να πάω στη δουλειά».

«Όχι, δεν πρέπει».


«Έχω μια καινούρια δουλειά, που μ’ αρέσει.
Φυσικά και πρέπει να πάω στη δουλειά».

Τι εννοεί;

«Όχι, δεν πρέπει!» επαναλαμβάνει


εμφατικά.

«Νομίζεις πως θα κάθομαι εδώ να ξύνω τα


νύχια μου όσο εσύ λείπεις κάνοντας τον
Αφέντη του Σύμπαντος;»

«Για να είμαι ειλικρινής... Ναι».

Ω Πενήντα, Πενήντα, Πενήντα... Δώσε μου


δύναμη.

«Κρίστιαν, είναι ανάγκη να πάω στη


δουλειά...»

«Όχι, δεν είναι».


«Ναι. Είναι. Ανάγκη». Το λέω αργά σαν να
είναι παιδί.

Με αγριοκοιτάζει. «Δεν είναι ασφαλές».

«Κρίστιαν... Πρέπει να δουλεύω για να


βγάζω το ψωμί μου και θα είμαι μια χαρά».

«Όχι. Δε χρειάζεται να δουλεύεις για να


βγάζεις το ψωμί σου! Και πώς το ξέρεις ότι
θα είσαι μια χαρά;» Σχεδόν φωνάζει.

Τι εννοεί; Θα με στηρίζει οικονομικά; Ω,


αυτό είναι γελοίο... Τον ξέρω πόσο πέντε
εβδομάδες;

Είναι θυμωμένος τώρα, τα μάτια του είναι


φουρτουνιασμένα και πετούν αστραπές,
αλλά δε δίνω δεκάρα.
«Για όνομα του Θεού, Κρίστιαν! Η Λέιλα
στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού σου και
δε μου έκανε κακό, και ναι, πρέπει να
δουλεύω. Δε θέλω να σου έχω υποχρέωση.
Έχω να ξεπληρώσω τα φοιτητικά μου
δάνεια!»

Το στόμα του σφίγγεται σε μια βλοσυρή


γραμμή καθώς βάζω τα χέρια στους γοφούς
μου. Δεν κάνω πίσω σ’ αυτό. Ποιος διάολο
νομίζει πως είναι;

«Δε θέλω να πας στη δουλειά».

«Δεν εξαρτάται από σένα, Κρίστιαν. Δε θα


πάρεις εσύ την απόφαση!»

Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του


κοιτάζοντάς με. Δευτερόλεπτα, λεπτά
περνούν έτσι όπως αγριοκοιτάζουμε ο ένας
τον άλλο.

«Ο Σόγερ θα έρθει μαζί σου».

«Κρίστιαν, δεν είναι απαραίτητο. Γίνεσαι


παράλογος!»

«Παράλογος;» μουγκρίζει. «Ή θα έρθει


μαζί σου ή θα γίνω πραγματικά παράλογος
και θα σε κρατήσω εδώ!»

Δε θα το έχανε. Θα το έκανε;

«Πώς ακριβώς;»

«Α, θα βρω έναν τρόπο, Αναστάζία... Μη με


πιέζεις».

«Εντάξει!» Συναινώ, σηκώνοντας και τα


δυο μου χέρια για να τον ηρεμήσω. Γαμώτο
μου η επιστροφή του Πενήντα σε όλο του το
μεγαλείο.

Στεκόμαστε, ρίχνοντας άγριες ματιές ο ένας


στον άλλο.

«Εντάξει ο Σόγερ μπορεί να έρθει μαζί μου,


αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα».

Υποχωρώ, υψώνοντας το βλέμμα στον


ουρανό. Ο Κρίστιαν στενεύει τα μάτια και
κάνει ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος
μου. Πισωπατώ αμέσως. Σταματάει και
παίρνει βαθιά ανάσα, κλείνοντας τα
βλέφαρά του και περνώντας και τα δυο του
χέρια μέσα από τα μαλλιά του. Οχ, όχι...
Ο Πενήντα είναι πολύ και πραγματικά
διαολισμένος.

«Να σου κάνω μια ξενάγηση;»


Ξενάγηση; Πλάκα μου κάνεις;

« Εντάξει ...» μουρμουρίζω επιφυλακτικά.

Άλλη μία αλλαγή πλεύσης ο κύριος


Ευμετάβλητος επέστρεψε στην πόλη σας.
Απλώνει το χέρι του, κι όταν το πιάνω,
ζουλάει απαλά το δικό μου,

«Δεν ήθελα να σε τρομάξω».

«Δε με τρόμαξες. Απλώς ετοιμαζόμουν να


το βάλω στα πόδια...» αστειεύομαι.

«Να το βάλεις στα πόδια;» Οι κόρες των


ματιών του Κρίστιαν διαστέλλονται.

«Πλάκα κάνω!» Ω Χριστέ μου...

Με οδηγεί έξω από την ντουλάπα και μου


παίρνει μια στιγμή να ηρεμήσω. Η
αδρεναλίνη κάνει ακόμα κούρσα ταχύτητας
στο σώμα μου. Ένας καβγάς με τον
Πενήντα δεν είναι κάτι που το παίρνεις
ελαφρά.

Μου κάνει μια ξενάγηση στο διαμέρισμα,


δείχνοντάς μου τα διάφορα δωμάτια. Μαζί
με την αίθουσα ψυχαγωγίας και τρία
βοηθητικά υπνοδωμάτια επάνω,
ανακαλύπτω με ενδιαφέρον πως ο Τέυλορ
και η κυρία Τζόουνς έχουν μια δική τους
πτέρυγα κουζίνα, ευρύχωρο καθιστικό και
από ένα υπνοδωμάτιο καθένας τους. Η
κυρία Τζόουνς δεν έχει επιστρέψει ακόμη
από την επίσκεψή της στην αδερφή της, που
μένει στο Πόρτλαντ.

Κάτω, το δωμάτιο που μου τραβάει την


προσοχή βρίσκεται απέναντι από το
γραφείο του ένα δωμάτιο τηλεόρασης με
μια τεράστια πλάσμα οθόνη και διάφορες
κονσόλες παιχνιδιών. Είναι ζεστό.

«Ώστε τελικά έχεις Xbox...» λέω


υπομειδιώντας.

«Ναι, αλλά παίζω χάλια. Ο Έλλιοτ πάντα


με κερδίζει. Είχε πλάκα όταν νόμισες πως
εννοούσα αυτό το δωμάτιο όταν έλεγα
αίθουσα ψυχαγωγίας...» Μου χαμογελάει,
έχοντας ξεχάσει την υστερική του
αντίδραση. Δόξα τω Θεώ που ξαναβρήκε το
κέφι του.

«Χαίρομαι που με βρίσκετε διασκεδαστική,


κύριε Γκρέυ...» αντιγυρίζω υπεροπτικά.

«Σίγουρα είστε, δεσποινίς Στιλ... Όταν δε


γίνεστε εξοργιστική φυσικά».
«Συνήθως είμαι εξοργιστική όταν εσείς
είστε παράλογος».

«Εγώ; Παράλογος;»

«Μάλιστα, κύριε Γκρέυ. Παράλογος θα


μπορούσε να είναι το μεσαίο σας όνομα».

«Δεν έχω μεσαίο όνομα».

«Τότε το “Παράλογος” θα ταίριαζε».

«Νομίζω πως είναι θέμα άποψης, δεσποινίς


Στιλ».

«Θα με ενδιέφερε η επαγγελματική άποψη


του δόκτορος Φλυν».

Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά.


«Νόμιζα πως το μεσαίο σου όνομα ήταν
Τρεβέλυαν».

«Όχι. Επώνυμο. Τρεβέλυαν-Γκρέυ».

«Μα δεν το χρησιμοποιείς».

«Είναι πολύ μεγάλο. Έλα!» με προστάζει.

Τον ακολουθώ έξω από το δωμάτιο της


τηλεόρασης, μέσα από το μεγάλο δωμάτιο
στον κεντρικό διάδρομο, πέρα από το
πλυσταριό κι ένα εντυπωσιακό κελάρι
κρασιών, μέσα στο μεγάλο, καλά
εξοπλισμένο γραφείο του Τέυλορ. Ο
Τέυλορ σηκώνεται όταν μπαίνουμε. Εδώ
μέσα υπάρχει χώρος για ένα τραπέζι
συσκέψεων που χωράει έξι άτομα. Επάνω
σ’ ένα γραφείο βρίσκεται μια σειρά από
οθόνες. Δεν είχα ιδέα πως το διαμέρισμα
είχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.
Φαίνεται πως καλύπτει το μπαλκόνι, τη
σκάλα, το ασανσέρ υπηρεσίας και τον
προθάλαμο.

«Γεια σου, Τέυλορ. Κάνω ξενάγηση στην


Αναστάζια».

Ο Τέυλορ γνέφει, αλλά δε χαμογελάει.

Αναρωτιέμαι αν άκουσε κι αυτός τον


εξάψαλμο. Και γιατί δουλεύει ακόμα; Όταν
του χαμογελάω, γνέφει ευγενικά. Ο
Κρίστιαν με αρπάζει πάλι από το χέρι και με
οδηγεί στη βιβλιοθήκη.

«Και φυσικά έχεις ξανάρθει εδώ». Ο


Κρίστιαν ανοίγει την πόρτα.
Βλέπω την πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου.
«Παίζουμε;» ρωτάω.

Εκείνος χαμογελάει έκπληκτος. «Εντάξει!


Έχεις ξαναπαίξει;»

«Μερικές φορές» απαντάω ψέματα, και


στενεύει τα μάτια του, γέρνοντας το κεφάλι
στο πλάι.

«Δεν έχεις ταλέντο στα ψέματα, Αναστάζία.


Είτε δεν έχεις ξαναπαίξει ποτέ είτε...»

Γλείφω τα χείλη μου. «Φοβάσαι λίγο


ανταγωνισμό;»

«Να φοβηθώ ένα κοριτσάκι σαν και σένα;»


με αποπαίρνει κεφάτα ο Κρίστιαν.

«Πάω στοίχημα, κύριε Γκρέυ...»


«Έχετε τόση αυτοπεποίθηση, δεσποινίς
Στιλ;» Χαμογελάει αχνά, εύθυμος και
δύσπιστος ταυτόχρονα. «Τι θα θέλατε να
στοιχηματίσετε;»

«Αν κερδίσω, θα με πας και πάλι στην


αίθουσα ψυχαγωγίας».

Με κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνει


ακριβώς αυτό που είπα. «Κι αν κερδίσω;»
ρωτάει έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα
σαστιμάρας.

«Τότε διαλέγεις εσύ».

Το στόμα του στραβώνει καθώς σκέφτεται


την απάντηση. «Εντάξει, σύμφωνοι...»
Χαμογελάει αμυδρά. «Θες να παίξεις
οχτάμπαλο, γαλλικό ή σνούκερ;»
«Οχτάμπαλο, παρακαλώ. Τα άλλα δεν τα
ξέρω».

Από μια ντουλάπα κάτω από ένα ράφι της


βιβλιοθήκης βγάζει μια μεγάλη δερμάτινη
θήκη. Μέσα, επάνω σε βελούδο, βρίσκονται
οι μπάλες του μπιλιάρδου. Τοποθετεί
γρήγορα και επιδέξια τις μπάλες επάνω
στην τσόχα. Δε νομίζω πως έχω ξαναπαίξει
μπιλιάρδο σε τόσο μεγάλο τραπέζι. Ο
Κρίστιαν μού δίνει μια στέκα και μια
κιμωλία.

«Θες να σπάσεις;» Παριστάνει τον


ευγενικό. Το απολαμβάνει νομίζει πως θα
νικήσει.

«Εντάξει». Τρίβω το τεμπεσίρι στην άκρη


της στέκας μου και φυσάω το
περισσευούμενο. Κοιτάζω τον Κρίστιαν
μέσα από τις βλεφαρίδες μου η ματιά του
σκοτεινιάζει.

Σημαδεύω την άσπρη μπάλα και με ένα


γρήγορο, καθαρό χτύπημα πετυχαίνω την
κεντρική μπάλα του τριγώνου με τέτοια
δύναμη, που μια δίχρωμη μπίλια σπινάρει
και χώνεται στην επάνω δεξιά τσέπη. Έχω
σκορπίσει τις υπόλοιπες μπάλες.

«Διαλέγω τις δίχρωμες...» λέω αθώα,


χαμογελώντας του σεμνότυφα, και το
στόμα του στραβώνει από κέφι.

«Όπως θες» αποκρίνεται ευγενικά.

Συνεχίζω, βάζοντας απανωτά στις τσέπες


τις επόμενες τρεις μπάλες. Μέσα μου
χορεύω. Αυτήν τη στιγμή είμαι ευγνώμων
στον Χοσέ που μου έμαθε να παίζω
μπιλιάρδο και να παίζω καλά. Ο Κρίστιαν
με παρακολουθεί απαθής χωρίς να προδίδει
τίποτε, αλλά η ευθυμία του φαίνεται να
σβήνει. Χάνω παρά τρίχα την πράσινη
δίχρωμη.

«Ξέρεις, Αναστάζία, θα μπορούσα να


στέκομαι εδώ όλη μέρα και να σε
παρακολουθώ να σκύβεις και να
τεντώνεσαι επάνω στο τραπέζι του
μπιλιάρδου!» δηλώνει με ικανοποίηση.

Κοκκινίζω. Δόξα τω Θεώ που φοράω το


τζιν μου. Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά.
Προσπαθεί να μου χαλάσει την
αυτοσυγκέντρωση, το κάθαρμα. Τραβάει το
κρεμ πουλόβερ πάνω από το κεφάλι του,
το πετάει στη ράχη μιας καρέκλας και μου
χαμογελάει, πλησιάζοντας για να ρίξει την
πρώτη του βολή.
Σκύβει χαμηλά πάνω από το τραπέζι, Το
στόμα μου ξεραίνεται, Ω, κατάλαβα τι
εννοεί. Ο Κρίστιαν με στενό τζιν και άσπρο
μπλουζάκι σκυμμένος έτσι... Το θέαμοι
είναι μοναδικό. Χάνω τον ειρμό της σκέψης
μου. Ρίχνει στα γρήγορα στις τσέπες
τέσσερις μονόχρωμες και μετά κάνει φάουλ
ρίχνοντας την άσπρη.

«Εντελώς στοιχειώδες λάθος, κύριε


Γκρέυ...» μουρμουρίζω πειραχτικά.

Χαμογελάει αμυδρά. «Α, δεσποινίς Στιλ,


δεν είμαι παρά ένας ανόητος θνητός... Σειρά
σας, νομίζω». Δείχνει το τραπέζι.

«Δεν προσπαθείς να χάσεις... Σωστά;»

«Ω, όχι... Με αυτό που έχω στο μυαλό μου


για έπαθλο θέλω να νικήσω, Αναστάζια».
Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.
«Αλλά πάλι, πάντα θέλω να νικάω».

Στενεύω τα μάτια. Εντάξει λοιπόν... Είμαι


πανευτυχής που φοράω το γαλάζιο μου
πουκάμισο, που έχει ευχάριστα βαθύ
ντεκολτέ. Περιφέρομαι γύρω από το
τραπέζι, σκύβοντας χαμηλά σε κάθε
ευκαιρία προσφέροντας στον Κρίστιαν
όποτε μπορώ καλή θέα προς τα πισινά και
το ντεκολτέ μου. Αυτό το παιχνίδι μπορούν
να το παίξουν δύο. Τον κοιτάζω.

«Ξέρω τι κάνεις...» ψιθυρίζει, με βλέμμα


σκοτεινό.

Γέρνω κοκέτικα το κεφάλι στο πλάι,


χαϊδεύοντας τη στέκα, ανεβοκατεβάζοντας
αργά το χέρι μου επάνω της.
«Ω... Απλώς αποφασίζω από πού θα ρίξω
την επόμενη βολή...» αποκρίνομαι
αφηρημένα.

Σκύβοντας επάνω στο τραπέζι, χτυπάω τη


δίχρωμη πορτοκαλιά, φέρνοντάς τη σε
καλύτερη θέση. Ύστερα στέκομαι μπροστά
στον Κρίστιαν και βγάζω τις άλλες μπάλες
κάτω από το τραπέζι. Σημαδεύω για την
επόμενη βολή, σκύβοντας εμπρός. Ακούω
την απότομη εισπνοή του Κρίστιαν και
φυσικά χάνω τη βολή. Σκατά!

Έρχεται να σταθεί δίπλα μου ενώ είμαι


ακόμα σκυμμένη στο τραπέζι και βάζει το
χέρι του επάνω στους γλουτούς μου. Χμμμ...

«Τα κουνάτε αυτά πέρα δώθε για να με


βάλετε σε πειρασμό, δεσποινίς Στιλ;» λέει
και με κοπανάει δυνατά.
Αφήνω μια άναρθρη κραυγή. «Ναι...»
τραυλίζω, επειδή είναι αλήθεια.

«Πρόσεχε τι εύχεσαι, μωρό μου...»

Τρίβω τον πισινό μου καθώς μετακινείται


στην άλλη άκρη του τραπεζιού, σκύβει και
ρίχνει τη βολή του. Χτυπάει την κόκκινη
μπάλα, που πέφτει στην αριστερή τσέπη.
Σημαδεύει την κίτρινη επάνω δεξιά και τη
χάνει για λίγο.

Χαμογελάω. «Κόκκινο Δωμάτιο, σου


ερχόμαστε!» τον πειράζω.

Εκείνος ανασηκώνει απλώς τα φρύδια και


μου λέει να συνεχίσω. Ρίχνω στα γρήγορα
την πράσινη δίχρωμη και από καθαρή τύχη
καταφέρνω να ρίξω μέσα και την τελευταία
πορτοκαλιά δίχρωμη.
«Πες σε ποια τσέπη...» μουρμουρίζει ο
Κρίστιαν και είναι σαν να μιλάει για κάτι
άλλο, κάτι σκοτεινό και σκαμπρόζικο.

«Επάνω αριστερά». Σημαδεύω τη μαύρη,


τη χτυπάω, αλλά χάνω τη βολή. Περνάει
ξυστά. Να πάρει!

Ο Κρίστιαν χαμογελάει έκφυλα και σκύβει


πάνω από το τραπέζι, ρίχνοντας στα
γρήγορα -τις δύο μονόχρωμες που
απομένουν. Έχω λαχανιάσει
παρακολουθώντας το λυγερό κορμί του
τεντωμένο μπροστά. Σηκώνεται και τρίβει
με το τεμπεσίρι τη στέκα του, και τα μάτια
του με καίνε.

«Αν κερδίσω...»

Ναι;
«Θα σ’ τις βρέξω και θα σε γαμήσω επάνω
στο τραπέζι του μπιλιάρδου...»

Γαμώτο μου...Όλοι οι μύες κάτω από τον


αφαλό μου σφίγγονται.

«Επάνω δεξιά...» ψιθυρίζει δείχνοντας τη


μαύρη και σκύβει για να ρίξει τη βολή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑ

ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΕΣΗ, ο
Κρίστιαν χτυπάει ελαφρά την άσπρη μπάλα,
έτσι που γλιστράει επάνω στο τραπέζι,
φιλάει τη μαύρη και, πολύ αργά, η μαύρη
κυλάει, τραμπαλίζεται στην άκρη και
τελικά πέφτει στην επάνω δεξιά τσέπη του
τραπεζιού.

Ανάθεμα.

Σηκώνεται, και το στόμα του στραβώνει σ’


ένα θριαμβευτικό, σε-έχω-σ ;ο-χέρι-Στιλ,
χαμόγελο. Αφήνει τη στέκα κι έρχεται
περπατώντας αδιάφορα προς το μέρος μου,
αναμαλλιασμένος, με το τζιν και το άσπρο
μπλουζάκι του. Δε μοιάζει με διευθύνοντα
σύμβουλο θυμίζει κακό παιδί από τις
φτωχογειτονιές. Να πάρει... Είναι τόσο
σέξι.

«Ξέρεις να χάνεις... Έτσι δεν είναι;» λέει


ψιθυριστά, συγκρατώντας με δυσκολία το
χαμόγελό του.
«Εξαρτάται από το πόσο δυνατά θα μου τις
βρέξεις...» ψελλίζω και σφίγγω τη στέκα
μου για στήριξη.

Μου την παίρνει και την αφήνει στην άκρη,


μετά χώνει το δάχτυλό του στο επάνω μέρος
του πουκάμισού μου και με τραβάει προς το
μέρος του.

«Λοιπόν, για να μετρήσουμε τα


παραπτώματά σας. δεσποινίς Στιλ...»
Μετράει με τα μακριά του δάχτυλα.

«Ένα, με κάνατε να ζηλέψω το ίδιο μου


το προσωπικό. Δύο, τσακωθήκατε μαζί μου
για τη δουλειά. Και τρία, τα τελευταία
είκοσι λεπτά μού κουνούσατε μπροστά στη
μύτη τον υπέροχο πισινό σας».
Τα μάτια του γυαλίζουν από έξαψη και
σκύβει να τρίψει τη μύτη του επάνω στη
δική μου. «Θέλω να βγάλεις το τζιν κι αυτό
το πολύ προκλητικό πουκάμισο. Τώρα!»
Μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη,
πηγαίνει αδιάφορα προς την πόρτα και την
κλειδώνει. ·

Όταν γυρίζει να με κοιτάξει, τα μάτια του


με καίνε. Στέκομαι παράλυτη σαν ζόμπι, με
την καρδιά να σφυροκοπάει στο στήθος, το
αίμα να κυλάει γρήγορα, ανήμπορη να
κουνήσω έστω κι έναν μυ. Μέσα στο μυαλό
μου το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι
το εξής: το κάνω γι* αυτόν και η σκέψη
επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν μάντρα.

«Ρούχα, Αναστάζία. Μου φαίνεται πως τα


φοράς ακόμα. Βγάλ’ τα ή θα το κάνω εγώ
αντί για σένα».
«Κάν’ το εσύ...» Βρίσκω τελικά τη φωνή
μου, που ακούγεται σιγανή και γεμάτη
λαγνεία.

Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Ω δεσποινίς


Στιλ... Είναι βρόμικη δουλειά, αλλά νομίζω
πως μπορώ να ανταποκριθώ στην
πρόκληση».

«Συνήθως ανταποκρίνεστε σε όλες τις


προκλήσεις, κύριε Γκρέυ». Του ανασηκώνω
το φρύδι και χαμογελάει αχνά.

«Αναρωτιέμαι τι να εννοείτε, δεσποινίς


Στιλ...» Καθώς έρχεται προς το μέρος μου,
σταματάει στο μικρό σεκρετέρ που είναι
ενσωματωμένο σε μια από τις βιβλιοθήκες.
Απλώνει το χέρι του και παίρνει έναν
χάρακα από Perspex. Τον κρατάει από τις
δύο άκρες και τον λυγίζει, ενώ τα μάτια του
δεν αφήνουν τα δικά μου.

Γαμώτο μου — το αγαπημένο του όπλο. Το


στόμα μου ξεραίνεται.

Ξαφνικά είμαι ξαναμμένη και ζαλισμένη


και υγρή σε όλα τα σωστά σημεία. Μόνο
ο Κρίστιαν θα μπορούσε να με ανάψει με
ένα μονάχα βλέμμα και με το λύγισμα ενός
χάρακα. Τον χώνει στην πίσω τσέπη του
τζιν του και κατευθύνεται αργά προς το
μέρος μου, με μάτια σκοτεινά και γεμάτα
υποσχέσεις. Χωρίς να πει λέξη, πέφτει στα
γόνατα εμπρός μου και αρχίζει να λύνει τα
κορδόνια μου, γρήγορα και επιδέξια,
τραβώντας τα Converse και τις κάλτσες
μου. Ακουμπάω στο μπιλιάρδο για να μην
πέσω. Τον κοιτάζω να μου λύνει τα
κορδόνια και σαστίζω από το βάθος των
συναισθημάτων που τρέφω γι’ αυτό τον
άντρα. Τον αγαπάω.

Με αρπάζει από τους γοφούς, χώνει τα


δάχτυλά του στη ζώνη του τζιν και
ξεκουμπώνει το κουμπί και το φερμουάρ.
Με κοιτάζει μέσα από τις μακριές
βλεφαρίδες του, χαμογελώντας με το πιο
ακόλαστο χαμόγελό του καθώς μου
κατεβάζει αργά το παντελόνι. Κάνω ένα
βήμα για να το βγάλω, ευγνώμων που
φοράω αυτό το όμορφο άσπρο δαντελένιο
σλιπάκι. Αρπάζει το πίσω μέρος των ποδιών
μου και περνάει τη μύτη του από την ένωση
των μηρών μου. Λιώνω.

«Θέλω να γίνω βίαιος μαζί σου, Άνα. Θα


πρέπει να μου πεις να σταματήσω αν το
παρακάνω...» μουρμουρίζει.
Ποπό! Με φιλάει... Εκεί. Βογκάω σιγανά.

«Κωδικό ασφαλείας;» ψελλίζω.

«Όχι, όχι κωδικό ασφαλείας. Απλώς πες το


μου και θα σταματήσω. Κατάλαβες;» Με
φιλάει ξανά, τρίβοντας τη μύτη του επάνω
μου. Ω, ωραίο είναι αυτό... Σηκώνεται και
με κοιτάζει έντονα. «Απάντησέ μου» με
διατάζει με βελουδένια φωνή.

«Ναι. Ναι, καταλαβαίνω...» Έχω σαστίσει


από την επιμονή του.

«Μου πετάς υπονοούμενα και μου στέλνεις


αντιφατικά σινιάλα όλη τη μέρα,
Αναστάζία» λέει. «Είπες πως ανησυχούσες
μήπως δεν είμαι πια στην τσίτα. Δεν είμαι
σίγουρος για το τι εννοούσες και δεν ξέρω
πόσο σοβαρά μιλούσες, μα θα το μάθουμε.
Δε θέλω να ξαναπάω ακόμα στην αίθουσα
ψυχαγωγίας, οπότε μπορούμε τώρα να
δοκιμάσουμε αυτό. Μα αν δε σ’ αρέσει,
πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα μου το
πεις». Μια φλογερή ένταση που γεννιέται
από το άγχος του έχει αντικαταστήσει το
προηγούμενο τουπέ του.

Ποπό... Σε παρακαλώ, μην έχεις άγχος,


Κρίστιαν.

«Θα σ’ το πω. Χωρίς κωδικό ασφαλείας...»


επαναλαμβάνω για να τον καθησυχάσω.

«Είμαστε εραστές, Αναστάζία. Οι εραστές


δε χρειάζονται κωδικούς ασφαλείας...»
αποκρίνεται κατσούφικα. «Χρειάζονται;»

«Φαντάζομαι πως όχι...» τραυλίζω. Πού να


ξέρω; «Το υπόσχομαι».
Ψάχνει το πρόσωπό μου για κάποιο ίχνος
που να προδίδει πως μπορεί να μην έχω
το θάρρος της γνώμης μου. Είμαι κι εγώ
νευρική, αλλά γεμάτη έξαψη. Είμαι πολύ
πιο πρόθυμη να το κάνω αυτό ξέροντας πως
με αγαπάει. Είναι πολύ απλό για μένα, κι
αυτήν τη στιγμή δε θέλω να το σκεφτώ
υπερβολικά.

Ένα αργό χαμόγελο απλώνεται στο


πρόσωπό του και αρχίζει να μου
ξεκουμπώνει το πουκάμισο, με τα επιδέξια
δάχτυλά του να δουλεύουν γρήγορα. Αλλά
δε μου το βγάζει. Σκύβει και παίρνει τη
στέκα.

Ω, γαμώτο... Τι θα την κάνει; Ένα ρίγος


φόβου με διαπερνάει.
«Παίζετε καλά, δεσποινίς Στιλ. Πρέπει να
πω ότι έχω εκπλαγεί. Γιατί δε βάζετε τη
μαύρη;»

Ξεχνώντας τον φόβο μου, σουφρώνω τα


χείλη. Αναρωτιέμαι γιατί διάολο έχει
εκπλαγεί το σέξι, αλαζονικό κάθαρμα. Η
εσωτερική μου θεά προθερμαίνεται στο
βάθος κάνοντας τις ασκήσεις εδάφους της,
με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.

Τοποθετώ την άσπρη μπάλα. Ο Κρίστιαν


κάνει τον κύκλο του τραπεζιού και στέκεται
πίσω μου καθώς σκύβω για να ρίξω τη βολή
μου. Βάζει το χέρι του επάνω στον δεξιό
μου μηρό και ανεβοκατεβάζει τα δάχτυλά
του στο πόδι μου έως τον γλουτό και ξανά
πίσω, χαϊδεύοντας απαλά.
«Θα χάσω τη βολή αν συνεχίσεις να το
κάνεις αυτό...» μουρμουρίζω σφαλίζοντας
τα βλέφαρα και απολαμβάνοντας την
αίσθηση των χέρια) ν του επάνω μου.

«Δε με νοιάζει αν την πετύχεις ή τη χάσεις,


μωρό μου... Ήθελα απλώς να σε δω έτσι
μισοντυμένη, τεντωμένη επάνω στο τραπέζι
του μπιλιάρδου μου. Έχεις ιδέα πόσο σέξι
είσαι αυτήν τη στιγμή;»

Κοκκινίζω, και η εσωτερική μου θεά


αρπάζει ένα τριαντάφυλλο, το βάζει
ανάμεσα στα δόντια της και αρχίζει να
χορεύει ταγκό. Παίρνοντας βαθιά ανάσα,
προσπαθώ να τον αγνοήσω και να
σημαδέψω. Αδύνατον. Μου χαϊδεύει
συνεχώς τα πισινά.
«Επάνω αριστερά...» ψελλίζω και ύστερα
χτυπάω την άσπρη μπάλα.

Ο Κρίστιαν με ξυλίζει δυνατά με την


παλάμη του, ακριβώς επάνω στα πισινά
μου.

Είναι τόσο απρόσμενο, ώστε βγάζω μια


διαπεραστική κραυγή. Η άσπρη χτυπάει τη
μαύρη, που αναπηδάει επάνω στη σπόντα,
μακριά από την τσέπη. Ο Κρίστιαν μού
χαϊδεύει ξανά τα πισινά.

«Ω, νομίζω πως πρέπει να


ξαναπροσπαθήσεις...» ψιθυρίζει. «Πρέπει
να συγκεντρωθείς, Αναστάζία».

Τώρα είμαι λαχανιασμένη, γεμάτη έξαψη


από αυτό το παιχνίδι. Προχωράει προς την
άκρη του τραπεζιού, ξαναστήνει τη μαύρη
μπάλα, μετά σπρώχνει πάλι την άσπρη προς
το μέρος μου. Φαίνεται τόσο αισθησιακός,
με τα σκοτεινά μάτια και το ακόλαστο
χαμόγελό του. Πώς θα μπορούσα ποτέ να
του αντισταθώ; Παίρνω την μπάλα και τη
στήνω, έτοιμη να χτυπήσω ξανά.

«Τς τς...» με επιπλήττει. «Περίμενε λίγο».

Του αρέσει να παρατείνει την αγωνία.


Πλησιάζει πάλι και στέκεται πίσω μου.
Ξανακλείνω τα μάτια έτσι όπως χαϊδεύει
τον αριστερό μου μηρό αυτήν τη φορά και
μετά ζουλάει πάλι τα πισινά μου.

«Σημάδεψε...» λέει σιγανά.

Δεν μπορώ να πνίξω ένα βογκητό έτσι όπως


ο πόθος αναδεύεται μέσα μου. Και
προσπαθώ, πραγματικά προσπαθώ, να
σκεφτώ πού πρέπει να χτυπήσω τη μαύρη
με την άσπρη. Μετακινούμαι ελαφρά προς
τα δεξιά και με ακολουθεί. Σκύβω πάλι
πάνω από το .τραπέζι. Επιστρατεύοντας τα
τελευταία απομεινάρια της εσωτερικής μου
δύναμης -που έχει μειωθεί αρκετά αφού
ξέρω τι πρόκειται να συμβεί μόλις χτυπήσω
την άσπρη μπάλα-, σημαδεύω κι εκτελώ
ξανά βολή. Ο Κρίστιαν με χτυπάει και πάλι.
Δυνατά.

Οχ! Χάνω ξανά τη βολή. « Ω, όχι... »


αναστενάζω.

«Άλλη μία, μωρό μου. Κι αν χάσεις κι


αυτήν τη φορά, θα σ’ τα δώσω κανονικά».

Ορίστε; Τι θα μου δώσει;


Στήνει πάλι τη μαύρη μπάλα και προχωράει
οδυνηρά αργά προς το μέρος μου, ώσπου
στέκεται πάλι πίσω μου, χαιδεύοντάς μου
ξανά τα πισινά.

«Μπορείς να τα καταφέρεις» με καλοπιάνει.

Όχι όταν μου αποσπάς έτσι την προσοχή.


Σπρώχνω τα πισινά μου προς τα πίσω,
επάνω στο χέρι του, και με χτυπάει ελαφρά.

«Ανυπόμονη, δεσποινίς Στιλ;»


μουρμουρίζει.

Ναι. Σε θέλω.

«Λοιπόν, ας ξεφορτωθούμε αυτά».

Κατεβάζει μαλακά το σλιπάκι μου προς


τους γοφούς μου και μου το βγάζει. Δε
βλέπω τι το κάνει, αλλά με αφήνει να νιώθω
εκτεθειμένη καθώς μου δίνει ένα απαλό φιλί
σε κάθε μάγουλο.

«Ρίξε τη βολή, μωρό μου».

Θέλω να κλαψουρίσω· δεν υπάρχει


περίπτωση να πετύχω. Το ξέρω πως θα
χάσω. Σημαδεύω την άσπρη, τη χτυπάω και
μέσα στην ανυπομονησία μου χάνω τη
μαύρη. Περιμένω το χτύπημα αλλά δεν
έρχεται. Αντί γι’ αυτό, σκύβει από πάνω
μου οριζοντιώνοντάς με επάνω στο τραπέζι,
μου παίρνει τη στέκα από το χέρι και τη
σπρώχνει στην πλαϊνή σπόντα. Τον νιώθω,
σκληρό, στα πισινά μου.

«Έχασες τη βολή...» μου λέει χαμηλόφωνα


στο αυτί. Το μάγουλό μου πιέζεται στην
τσόχα. «Βάλε τα χέρια σου ίσια επάνω στο
τραπέζι».

Κάνω αυτό που λέει.

«Ωραία. Θα σ’ τις βρέξω τώρα, και την


επόμενη φορά ίσως δεν τη χάσεις».
Μετακινείται έτσι που να στέκεται στα
αριστερά μου, με το ορθωμένο πέος του
επάνω στον γοφό μου.

Βογκάω, και η καρδιά μου σκαρφαλώνει


στο στόμα μου. Η ανάσα μου βγαίνει με
μικρά λαχανιάσματα, και μια καυτή, βαριά
έξαψη ρέει στις φλέβες μου. Μου χαϊδεύει
απαλά τα πισινά και κουλουριάζει το άλλο
του χέρι γύρω από τον αυχένα μου, με τα
δάχτυλά του να σφίγγονται γύρω από τα
μαλλιά μου, τον αγκώνα του στην πλάτη
μου, κρατώντας με ακίνητη. Είμαι τελείως
ανήμπορη.

«Άνοιξε τα πόδια σου...» μουρμουρίζει, και


για λίγο διστάζω. Και με χτυπάει δυνατά με
τον χάρακα!

Ο θόρυβος είναι πιο δυνατός από το


τσούξιμο και με αιφνιδιάζει. Μου κόβεται η
ανάσα, και με ξαναχτυπάει.

«Πόδια! » με προστάζει. Ανοίγω τα πόδια


μου κοντανασαίνοντας.

Ο χάρακας ξαναχτυπάει. Οχ... Τσούζει,


αλλά ο κρότος που κάνει επάνω στο δέρμα
μου ακούγεται χειρότερος από την αίσθηση
που αφήνει.
Κλείνω τα μάτια και απορροφώ τον πόνο.
Δεν είναι και πολύ δυνατός, και η ανάσα
του Κρίστιαν γίνεται πιο τραχιά. Με
ξαναχτυπάει, μετά πάλι, και βογκάω. Δεν
είμαι σίγουρη για το πόσα χτυπήματα
ακόμα μπορώ να αντέξω αλλά το να τον
ακούω, το να ξέρω πόσο ξαναμμένος είναι
τροφοδοτεί τη διέγερση και την προθυμία
μου να συνεχίσω. Περνάω στη σκοτεινή
πλευρά, ένα μέρος στην ψυχή μου που δε
γνωρίζω καλά, αλλά έχω επισκεφθεί ξανά
στην αίθουσα ψυχαγωγίας* με τον Τάλλις.
Ο χάρακας ξαναχτυπάει, και αναστενάζω
δυνατά, και ο Κρίστιαν απαντάει
βογκώντας. Με χτυπάει άλλη μία φορά κι
άλλη μία φορά. Κι άλλη μία φορά... Πιο
δυνατά τώρα και μορφάζω.
«Σταμάτα...» Η λέξη έχει βγει από το στόμα
μου προτού καν αντιληφθώ ότι την είπα.

Ο Κρίστιαν πετάει αμέσως τον χάρακα και


με αφήνει. «Αρκετά;» ψιθυρίζει.

«Ναι...»

«Τώρα θέλω να σε γαμήσω...» λέει μέσα


από τα σφιγμένα δόντια του.

«Ναι...» μουρμουρίζω με λαχτάρα.

Ξεκουμπώνει το παντελόνι του, κι εγώ μένω


λαχανιασμένη επάνω στο τραπέζι, ξέροντας
πως θα είναι βίαιος.

Απορώ και πάλι πώς άντεξα -και ναι,


απόλαυσααυτά που μου έκανε ως τούτη τη
στιγμή. Είναι τόσο σκοτεινά, αλλά τόσο
τυπικά δικά του.

Χώνει δύο δάχτυλα μέσα μου και τα


κουνάει κυκλικά. Η αίσθηση είναι εξαίσια.
Κλείνοντας τα μάτια, το απολαμβάνω.
Ακούω το αποκαλυπτικό σκίσιμο της
συσκευασίας, ύστερα στέκεται από πίσω
μου, ανάμεσα στα πόδια μου, σπρώχνοντάς
τα να ανοίξουν περισσότερο.

Βυθίζεται αργά μέσα μου, γεμίζοντάς με.


Ακούω το βογκητό της απόλυτης
απόλαυσής του και νιώθω την ψυχή μου να
σαλεύει. Με αρπάζει γερά από τους γοφούς,
τραβιέται έξω κι αυτήν τη φορά
ξαναμπαίνει με φόρα, κάνοντάς με να
φωνάξω. Μένει για μια στιγμή ακίνητος.

«Ξανά;» ρωτάει σιγανά.


«Ναι... Είμαι μια χαρά. Άφησε τον εαυτό
σου... Πάρε με μαζί σου...» ψε/νλίζω με
κομμένη την ανάσα.

Βογκάει χαμηλά στον λαιμό του, τραβιέται


πάλι έξω, μετά ξαναμπαίνει με φόρα και
το επαναλαμβάνει πολλές φορές αργά,
προσεκτικά με έναν βάναυσο, βίαιο, θεϊκό
ρυθμό.

Ο, γαμώτο μου... Τα σωθικά μου αρχίζουν


να τρεμουλιάζουν. Το νιώθει κι αυτός και
αυξάνει τον ρυθμό, σπρώχνοντάς με, πιο
ψηλά, πιο δυνατά, πιο γρήγορα. Και
παραδίδομαι, εκρήγνυμαι γύρω του — σ’
έναν οργασμό που με στραγγίζει και με
αφήνει σβησμένη και εξαντλημένη.

Έχω αόριστη επίγνωση πως και ο Κρίστιαν


αφήνεται φωνάζοντας το όνομά μου, ενώ τα
δάχτυλά του χώνονται στους γοφούς μου.
Μετά μένει ακίνητος και καταρρέει επάνω
μου. Βουλιάζουμε στο πάτωμα και με
λικνίζει στην αγκαλιά του.

«Σ’ ευχαριστώ, μωρό μου...» λέει


μουρμουρίστε, σκεπάζοντας το
ανασηκωμένο μου πρόσωπο με απαλά
φιλιά.

Ανοίγω τα βλέφαρα και τον κοιτάζω. Με


τυλίγει πιο σφιχτά στην αγκαλιά του.

«Το μάγουλό σου είναι ροζ από την


τσόχα...» συμπληρώνει, τρίβοντάς μου
τρυφερά το πρόσωπο. «Πώς ήταν αυτό;» Οι
κόρες των ματιών του είναι διεσταλμένες,
το βλέμμα του επιφυλακτικό.
«Οδυνηρά ωραίο...» τραυλίζω. «Μ’ αρέσει
βίαιο, Κρίστιαν, και μ’ αρέσει και ήρεμο.
Μ’ αρέσει που είναι μαζί σου».

Κλείνει τα μάτια του και με σφίγγει ακόμα


πιο πολύ.

Χριστέ μου... Είμαι κουρασμένη.

«Δε με απογοητεύεις ποτέ, Άνα. Είσαι


όμορφη, έξυπνη, ενδιαφέρουσα, αστεία,
σέξι, και ευχαριστώ κάθε μέρα τη Θεία
Πρόνοια που ήρθες εσύ να μου πάρεις
συνέντευξη και όχι η Κάθριν Κάβανο». Με
φιλάει στα μαλλιά. Χαμογελάω και
χασμουριέμαι στο στήθος του. «Σ’
εξαντλώ» συνεχίζει. «Έλα. Μπάνιο, μετά
κρεβάτι».
ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ στην μπανιέρα
του Κρίστιαν, ο ένας απέναντι από τον
άλλο, έως τον λαιμό στον αφρό, με το γλυκό
άρωμα του γιασεμιού να μάς τυλίγει. Ο
Κρίστιαν μού τρίβει τις πατούσες μία μία.
Η αίσθηση είναι τόσο ωραία, που θα έπρεπε
να είναι παράνομο.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» ψιθυρίζω,

«Φυσικά. Ό,τι θες, Άνα, Το ξέρεις αυτό».

Παίρνω βαθιά ανάσα και ανακάθομαι,


μορφάζοντας λίγο. «Αύριο -όταν θα πάω
στη δουλειάμπορεί ο Σόγερ να μ’ αφήσει
απλώς στην είσοδο του γραφείου και μετά
να με πάρει στο τέλος της μέρας; Σε
παρακαλώ, Κρίστιαν. Σε παρακαλώ...» τον
εκλιπαρώ.
Τα χέρια του μένουν ακίνητα και το μέτωπό
του ζαρώνει. «Νόμιζα πως
συμφωνήσαμε...» γκρινιάζει.

«Σε παρακαλώ..,» τον ικετεύω.

«Και την ώρα του φαγητού;»

«Θα φτιάξω κάτι εδώ και θα το πάρω μαζί


μου, έτσι που να μη χρειαστεί να βγω έξω.
Σε παρακαλώ...»

Φιλάει το κουντεπιέ μου. «Το βρίσκω πολύ


δύσκολο να σου λέω όχι...» αποκρίνεται
σιγανά, λες και διαισθάνεται πως αυτό είναι
κουσούρι. «Δε θα βγεις έξω;»

«Όχι».

« Εντάξε ι».
Του χαμογελάω πλατιά. «Ευχαριστώ...»
Ανασηκώνομαι στα γόνατα πιτσιλίζοντας
νερά παντού και τον φιλάω.

«Δεν κάνει τίποτα, δεσποινίς Στιλ. Πώς


είναι τα πισινά σας;»

«Πονούν. Αλλά όχι πολύ... Το νερό με


ανακουφίζει».

«Χαίρομαι που μου είπες να σταματήσω»


λέει κοιτάζοντάς με.

«Το ίδιο και τα πισινά μου».

Χαμογελάει.

ΤΕΝΤΩΝΟΜΑΙ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ, πολύ


κουρασμένη. Είναι μόνο δέκα και μισή,
αλλά αισθάνομαι σαν να είναι τρεις το πρωί.
Πρέπει να ήταν ένα από τα πιο εξαντλητικά
Σαββατοκύριακα της ζωής μου.

«Δεν έστειλε κανένα νυχτικό η κυρία


Άκτον;» ρωτάει ο Κρίστιαν με τόνο γεμάτο
αποδοκιμασίας κοιτάζοντάς με.

«Δεν έχω ιδέα. Μ’ αρέσει να φοράω τα


μπλουζάκια σου...» απαντάω νυσταγμένα.

Το πρόσωπό του μαλακώνει και σκύβει να


με φιλήσει στο μέτωπο. «Πρέπει να
δουλέψω. Μα δε θέλω να σ’ αφήσω μόνη
σου. Μπορώ να χρησιμοποιήσω το λάπτοπ
σου για να συνδεθώ με το γραφείο; Θα σ’
ενοχλώ αν δουλέψω από δω;»

«Δεν είναι δικό μου το λάπτοπ...» απαντάω


τραυλίζοντας και με παίρνει ο ύπνος.
ΤΟ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ ΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙ,
ξυπνώντας με με τα νέα από την κυκλοφορία
στους δρόμους. Ο Κρίστιαν κοιμάται ακόμα
δίπλα μου. Τρίβοντας τα μάτια μου, ρίχνω
μια ματιά στο ρολόι. Εξίμισι πολύ νωρίς.

Έξω βρέχει, πρώτη φορά εδώ και καιρό, και


το φως είναι αμυδρό και γλυκό. Αισθάνομαι
ζεστασιά και άνεση μέσα σ’ αυτό το
τεράστιο μοντέρνο δωμάτιο με τον
Κρίστιαν στο πλευρό μου. Τεντώνομαι και
στρέφομαι στον παλαβό άντρα δίπλα μου.
Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα και τα
ανοιγοκλείνει νυσταγμένα.

«Καλημέρα...» Του χαμογελάω και τον


χαϊδεύω στο πρόσωπο, σκύβοντας να τον
φιλήσω.
«Καλημέρα, μωρό μου. Συνήθως ξυπνάω
προτού χτυπήσει το ξυπνητήρι...»
μουρμουρίζει απορημένος.

«Το έχεις ρυθμίσει πολύ πρωί».

«Αυτό σίγουρα, δεσποινίς Στιλ...»


αποκρίνεται χαμογελώντας. «Πρέπει να
σηκωθώ».

Με φιλάει και ύστερα έχει πεταχτεί από το


κρεβάτι. Σωριάζομαι και πάλι επάνω στα
μαξιλάρια. Ποπό ξύπνημα μια εργάσιμη
μέρα δίπλα στον Κρίστιαν Γκρέυ. Πώς
έγιναν όλα αυτά; Κλείνω τα μάτια και
αποκοιμιέμαι.

«Άντε, υπναρού, ξύπνα!»


Ο Κρίστιαν σκύβει από πάνω μου. Είναι
ξυρισμένος, καθαρός, φρέσκος. Χμμμ...
Μυρίζει τόσο όμορφα φοράει κολλαριστό
άσπρο πουκάμισο και μαύρο κοστούμι
χωρίς γραβάτα. Ο διευθύνων σύμβουλος
επέστρεψε.

« Τι;» ρωτάει.

«Θα μ’ άρεσε να γυρίσεις στο κρεβάτι».

Τα χείλη του μισανοίγουν. Έχει


αιφνιδιαστεί από την ορμητικότητά μου και
χαμογελάει σχεδόν συνεσταλμένα.

«Είστε αχόρταγη, δεσποινίς Στιλ... Όσο


ελκυστική κι αν είναι η ιδέα, έχω μια
σύσκεψη στις οχτώμισι, οπότε πρέπει να
φύγω σύντομα».
Ω, κοιμήθηκα άλλη μία ωρίτσα. Σκατά!
Πετάγομαι από το κρεβάτι, κι αυτό
προκαλεί ευθυμία στον Κρίστιαν.

ΚΑΝΩ ΝΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΤΥΝΟΜΑΙ στα


γρήγορα, φορώντας τα ρούχα που διάλεξα
χτες: μια εφαρμοστή, ίσια γκρίζα φούστα,
ανοιχτό γκρίζο μεταξωτό πουκάμισο και
ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες, όλα από τη
νέα μου γκαρνταρόμπα. Βουρτσίζω χα
μαλλιά μου και τα σηκώνω με προσοχή
ψηλά και ύστερα κατευθύνομαι προς το
μεγάλο δωμάτιο, χωρίς να ξέρω τι πρέπει να
περιμένω. Πώς θα πάω στη δουλειά;

Ο Κρίστιαν πίνει καφέ στον πάγκο του


πρωινού. Η κυρία Τζόουνς είναι στην
κουζίνα φτιάχνοντας τηγανίτες και μπέικον.
«Είσαι όμορφη...» μουρμουρίζει ο
Κρίστιαν.

Τυλίγοντας το μπράτσο του γύρω μου, με


φιλάει κάτω από το αυτί. Με την άκρη του
ματιού μου πιάνω την κυρία Τζόουνς να
χαμογελάει. Κοκκινίζω.

«Καλημέρα, δεσποινίς Στιλ» λέει βάζοντας


μπροστά μου τηγανίτες και μπέικον.

«Ω, ευχαριστώ. Καλημέρα...» αποκρίνομαι


σιγανά. Χριστέ μου θα μπορούσα να το
συνηθίσω αυτό.

«Ο κύριος Γκρέυ λέει πως θα θέλατε να


πάρετε μαζί σας φαγητό για τη δουλειά. Τι
θα θέλατε να φάτε;»
Ρίχνω μια ματιά στον Κρίστιαν, που βάζει
τα δυνατά του να μη χαμογελάσει. Του
στενεύω τα μάτια.

«Ένα σάντουιτς... Σαλάτα. Δε με νοιάζει και


πολύ». Χαμογελάω πλατιά στην κυρία
Τζόουνς.

«Θα σας ετοιμάσω αμέσως ένα γεύμα,


κυρία μου».

«Σας παρακαλώ, κυρία Τζόουνς, να με λέτε


Άνα».

«Άνα ...» Χαμογελάει και γυρίζει να μου


φτιάξει τσάι.

Ποπό... Πολύ χουλ.


Γυρίζω και γέρνω το κεφάλι επάνω στον
Κρίστιαν προκαλώντας τον εμπρός,
κατηγόρησέ με ότι φλερτάρω με την κυρία
Τζόουνς.

«Πρέπει να φύγω, μωρό μου. Ο Τέυλορ θα


γυρίσει και θα σε πάει στη δουλειά μαζί με
τον Σόγερ».

«Μόνο μέχρι την πόρτα».

«Ναι. Μόνο μέχρι την πόρτα». Ο Κρίστιαν


υψώνει το βλέμμα στον ουρανό. «Πρόσεχε
πάντως».

Ρίχνω μια ματιά ολόγυρα και το μάτι μου


πιάνει τον Τέυλορ, που στέκεται στην
είσοδο. Ο Κρίστιαν σηκώνεται και με
φιλάει, πιάνοντάς με από το πιγούνι.
«Τα λέμε, μωρό μου».

«Να έχεις καλή μέρα στο γραφείο, χρυσέ


μου!» φωνάζω από πίσω του.

Γυρίζει και μου χαρίζει το όμορφο


χαμόγελό του και μετά εξαφανίζεται. Η
κυρία Τζόουνς μού δίνει ένα φλιτζάνι τσάι
και ξαφνικά αισθάνομαι άβολα που είμαστε
μόνο οι δυο μας εδώ.

«Πόσο καιρό δουλεύετε για τον Κρίστιαν;»


ρωτάω, πιστεύοντας ότι πρέπει να κάνω
κάποιου είδους συζήτηση.

«Κάπου τέσσερα χρόνια» απαντάει


ευγενικά, ξεκινώντας να πακετάρει το
γεύμα μου.
«Ξέρετε, θα μπορούσα να το κάνω εγώ
αυτό...» μουρμουρίζω. Ντρέπομαι που το
κάνει για μένα.

«Εσύ φάε το πρωινό σου, Άνα. Αυτή είναι


η δουλειά μου. Μ’ αρέσει. Είναι ωραίο να
έχω και κάποιον άλλο να φροντίζω εκτός
από τον κύριο Τέυλορ και τον κύριο
Γκρέυ...» αποκρίνεται χαμογελώντας μου
πολύ γλυκά.

Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν από χαρά και


θέλω να βομβαρδίσω αυτήν τη γυναίκα με
ερωτήσεις. Πρέπει να ξέρει πάρα πολλά για
τον Πενήντα, και παρόλο που η
συμπεριφορά της είναι ζεστή και φιλική,
είναι και πολύ επαγγελματική. Ξέρω πως
απλώς θα έρθουμε και οι δύο σε δύσκολη
θέση αν αρχίσω να την ανακρίνω, κι έτσι
τελειώνω το πρωινό μου μέσα σε σχετικά
ευχάριστη σιωπή, που διακόπτεται μόνο
από τις ερωτήσεις της αναφορικά με τις
γενικές προτιμήσεις μου στο φαγητό.

Έπειτα από είκοσι πέντε λεπτά ο Σόγερ


εμφανίζεται στην είσοδο του μεγάλου
δωματίου. Έχω βουρτσίσει τα δόντια μου
και είμαι έτοιμη να φύγω. Σφίγγοντας στα
χέρια μου την καφέ χαρτοσακούλα με το
μεσημεριανό μου -δε θυμάμαι ούτε τη μαμά
μου να το κάνει αυτό για μένα-,
κατευθύνομαι με τον Σόγερ προς το ισόγειο.
Είναι κι αυτός πολύ λιγομίλητος και δε
φανερώνει τίποτα. Ο Τέυλορ περιμένει στο
Audi, Ο Σόγερ ανοίγει την πίσω πόρτα, και
μπαίνω μέσα.

«Καλημέρα, Τέυλορ!» λέω κεφάτα.


«Δεσποινίς Στιλ...» αποκρίνεται
χαμογελώντας.

«Τέυλορ, με συγχωρείς για χτες και για τις


ανάρμοστες παρατηρήσεις μου. Ελπίζω να
μη σ’ έβαλα σε μπελάδες».

Ο Τέυλορ συνοφρυώνεται και με κοιτάζει


σαστισμένος από τον καθρέφτη του
αυτοκινήτου καθώς βγαίνει από το γκαράζ
στην κυκλοφορία του Σιάτλ.

«Δεσποινίς Στιλ, σπάνια έχω μπελάδες»


λέει καθησυχαστικά.

Α, ωραία. Ίσως ο Κριστιάν δεν του τα


έψαλε. Μόνο σε μένα λοιπόν, σκέφτομαι
ξινά.
«Χαίρομαι που το ακούω, Τέυλορ»
αποκρίνομαι και του χαμογελάω.

Ο ΤΖΑΚ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕΙ αξιολογώντας την


εμφάνισή μου καθώς προχωράω προς το
γραφείο μου.

«Μέρα, Άνα. Καλό Σαββατοκύριακο;»

«Ναι, ευχαριστώ. Εσύ;»

«Καλό ήταν. Βολέψου σου έχω δουλειά».

Γνέφω και κάθομαι στον υπολογιστή μου.


Μου φαίνεται σαν να έχουν περάσει χρόνια
από την τελευταία φορά που ήμουν στη
δουλειά. Ανοίγω τον υπολογιστή μου και
ξεκινάω το πρόγραμμα ηλεκτρονικών
μηνυμάτων - και φυσικά υπάρχει ένα
μήνυμα από τον Κρίστιαν.
_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Αφεντικό

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 08:24

Προς: Αναστάζία Στιλ

Καλημέρα, δεσποινίς Στιλ.

Ήθελα απλώε να σας ευχαριστήσω για ένα


υπέροχο, παρ’ όλα τα δράματα,
Σαββατοκύριακο.

Ελπίζω να μη φύγετε ποτέ. Ποτέ.

Και να σας υπενθυμίσω: τα νέα για την ΑΕΣ


έχουν εμπάργκο τεσσάρων εβδομάδων.
Διαγράψτε αυτό το μήνυμα μόλις το
διαβάσετε.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc. &


αφεντικό του αφεντικού του αφεντικού σας

Ελπίζει να μη φύγω ποτέ; Θέλει να


μετακομίσω στο σπίτι του; Χριστέ και
Κύριε... Μόλις που τον ξέρω. Πατάω
διαγραφή.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ θέμα: Αυταρχικος

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:03


Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ κύριε Γκρέυ,

Μου ζητάτε να μετακομίσω στο σπίτι σας;


Ασφαλώς και θυμάμαι πως τα πειστήρια των
επικών ικανοτήτων παρακολούθησης που
διαθέτετε έχουν εμπάργκο για αλλες τέσσερις
εβδομάδες.

Να συμπληρώσω μια επιταγή στο όνομα του


προγράμματος «Το Αντιμετωπίζουμε Μαζί»
και να τη στείλω στον μπαμπά σας; Σας
παρακαλώ, μη διαγράψετε αυτό το μήνυμα,
Σας παρακαλώ, απαντήστε.

Σ.Α. χχχ

Αναστάζια Στιλ
Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

«Άνα! » Ο Τζακ με κάνει να πεταχτώ.

« Ναι! » αποκρίνομαι κοκκινίζοντας, και ο


Τζακ με κοιτάζει συνοφρυωμένος.

«Όλα εντάξει;»

«Φυσικά...» Σηκώνομαι αδέξια και πηγαίνω


στο γραφείο του με το σημειωματάριό μου.

«Ωραία... Όπως ίσως θυμάσαι, την Πέμπτη


θα πάω σ’ εκείνο το Συμπόσιο
Μυθιστοριογραφίας στη Νέα Υόρκη. Έχω
εισιτήρια και κράτηση, αλλά θα ήθελα να
έρθεις μαζί μου».

«Στη Νέα Υόρκη;»


«Ναι. Θα πρέπει να φύγουμε την Τετάρτη
και να μείνουμε το βράδυ. Νομίζω πως θα
βρεις την εμπειρία πολύ διδακτική...» Τα
μάτια του σκοτεινιάζουν καθώς το λέει.

αλλά το χαμόγελό του είναι ευγενικό.


«Μπορείς να κάνεις τις απαραίτητες
ενέργειες; Και να κλείσεις ένα επιπλέον
δωμάτιο στο ξενοδοχείο όπου θα μείνω;
Νομίζω πως η Σαμπρίνα, η προηγούμενη
βοηθός μου, άφησε κάπου σε εμφανές
σημείο όλες τις λεπτομέρειες».

« Εντάξει. ..» Χαμογελάω ξεψυχισμένα


στον Τζακ.

Ανάθεμα. Επιστρέφω στο γραφείο μου.


Αυτό δε θα αρέσει καθόλου στον Πενήντα
το γεγονός όμως είναι ότι θέλω να πάω.
Ακούγεται πραγματική ευκαιρία, και είμαι
σίγουρη ότι μπορώ να κρατήσω τον Τζακ
σε απόσταση αν αυτό είναι το απώτερο
κίνητρό του. Πίσω στο γραφείο μου υπάρχει
μια απάντηση από τον Κρίστιαν.

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Εγώ αυταρχικός;

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:07

Προς: Αναστάζία Στιλ

Ναι. Παρακαλώ.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.


Πράγματι θέλει να μετακομίσω στο σπίτι
του. Ω Κρίστιαν παραείναι νωρίς. Πιάνω
το κεφάλι στα χέρια μου, προσπαθώντας να
ανακτήσω την ηρεμία μου. Μόνο αυτό μου
έλειπε έπειτα από το ασυνήθιστο
Σαββατοκύριακό μου. Δε μου έμεινε ούτε
ένα λεπτό για να σκεφτώ καλά και να
κατανοήσω όλα όσα βίωσα και ανακάλυψα
αυτές τις τελευταίες δύο μέρες.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Φλυνισμοί

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:20

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ


Κρίστιαν,

Τι απέγινε το περπατάμε προτού τρέξουμε:

Μπορούμε να το συζητήσουμε απόψε, σε


παρακαλώ; Μου ζήτησαν να πάω σ’ ένα
συνέδριο στη Νέα Υόρκη την Πέμπτη.

Αυτό σημαίνει πως θα μείνω εκεί την


Τετάρτη το βράδυ. Σκέφτηκα πως πρέπει να
το ξέρεΐ5.

Αχ

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: ΤΙ;


Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:21

Προς: Αναστάζια Στιλ

Ναι. As το συζητήσουμε απόψε. θα nas μόνη


σου;

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Όχι έντονα φωναχτά κεφαλαία


δευτεριάτικα!

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:30

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ


Μπορούμε να το συζητήσουμε απόψε;

Αχ

Αναστάζια Στιλ

Boηθος του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα:

Δεν έχείς δει ακόμα τα φωναχτά

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:35

Προς: Αναστάζία Στιλ

Uss μου.
Αν είναι να nas μαζί με τον λεχρίτη για τον
οποίο δουλεύει, τότε η απάντηση είναι όχι.
Μόνο πάνω από το πτώμα μου.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

H καρδιά μου σφίγγεται. Γαμώτο κάνει σαν


να είναι ο μπαμπάς μου.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Όχι. ΕΣΥ δεν έχειε δει ακόμα τα


φωναχτά

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:46

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ


Ναι. Με τον Τζακ είναι.

θέλω να πάω. Είναι συναρπαστική ευκαιρία


για μένα. Και δεν έχω πάει ποτέ στη Νέα
Υόρκη. Μην ανεβάζει πίεση.

Αναστάζία Στιλ

Βοηθός του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Όχι. ΕΣΥ δεν έχεις δει ακόμα τα


φωναχτά

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:50

Προς: Αναστάζία Στιλ


Αναστάζια,

Δεν ανησυχώ για τη γαμοπίεσή μου.

Η απάντηση είναι ΟΧΙ.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

«Όχι!» ξεφωνίζω στον υπολογιστή μου,


κάνοντας ολόκληρο το γραφείο να
σταματήσει τη δουλειά του και να στραφεί
προς το μέρος μου.

Ο Τζακ με κοιτάζει από το γραφείο του.


«Όλα εντάξει, Άνα;»
«Ναι. Συγγνώμη...» ψελλίζω. «Απλώς...
Εεε... Δεν έσωσα ένα αρχείο». Είμαι
κατακόκκινη από ντροπή.

Μου χαμογελάει, αλλά το ύφος του είναι


απορημένο. Παίρνω κάμποσες βαθιές
ανάσες και πληκτρολογώ στα γρήγορα μια
απάντηση. Είμαι έξαλλη.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ θέμα: Πενήντα


Αποχρώσες

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 09:55

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Κρίστιαν,

Πρέπει να συγκρατήσει τα νεύρα σου.


ΔΕΝ πρόκειται να κοιμηθώ με τον Τζακ ούτε
για όλο το χρυσάφι του κόσμου.

ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ. Αυτό γίνεται όταν οι


άνθρωποι αγαπούν ο έναε τον άλλο.

ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΙ ο έναε τον άλλο.

Δε νομίζω πως πρόκειται να ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ,


να ΤΙΣ ΒΡΕΞΕΙΣ, να ΓΑΜΗΣΕΙΣ ή να
ΜΑΣΤΙΓΩΣΕΙΣ οποιαδήποτε άλλη.

Σε ΠΙΣΤΕΥΩ και σε ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ.

Σε παρακαλώ, δείξε την ίδια ΕΥΓΕΝΕΙΑ


απέναντί μου.

Άνα

Αναστάζια Στιλ
Βοηθόε του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

Κάθομαι και περιμένω την απάντησή του.


Δεν έρχεται τίποτα. Τηλεφωνώ στην
αεροπορική εταιρεία και κλείνω ένα
εισιτήριο για τον εαυτό μου, φροντίζοντας
να είμαι στην ίδια πτήση με τον Τζακ.
Ακούω τον ήχο ενός καινούριου
μηνύματος.

_____________________________________

Από: Λίνκολν, Ελένα

θέμα: Ραντεβού για φαγητό

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011,10:15

Προς: Αναστάζια Στιλ

Αγαπητή Αναστάζια,
θα ήθελα πραγματικά να βγούμε μαζί για
φαγητό. Νομίζω πως ξεκινήσαμε στραβά και
θα ήθελα να το διορθώσω.

Είσαι ελεύθερη κάποια στιγμή αυτή την


εβδομάδα;

Ελένα Λίνκολν

Να πάρει και να σηκώσει όχι η κυρία


Ρόμπινσον! Πού στον διάολο βρήκε την
ηλεκτρονική μου διεύθυνση; Πιάνω το
κεφάλι στα χέρια μου. Μπορεί να γίνει
χειρότερη αυτή η μέρα;

Το τηλέφωνό μου χτυπάει και σηκώνω


απαυδισμένη το κεφάλι από τα χέρια μου
για να απαντήσω, κοιτάζοντας το ρολόι
μου. Είναι μόλις δέκα και είκοσι, κι εύχομαι
ήδη να μην είχα σηκωθεί από το κρεβάτι
του Κρίστιαν. «Γραφείο Τζακ Χάυντ. Άνα
Στιλ στο τηλέφωνο».

Μια οδυνηρά οικεία φωνή βρυχιέται στο


αυτί μου. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να
σβήσεις το τελευταίο μήνυμα που μου
έστειλες και να προσπαθήσεις να είσαι πιο
προσεκτική στη γλώσσα που χρησιμοποιείς
στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της δουλειάς
σου; Σου είπα, το σύστημα
παρακολουθείται. Θα προσπαθήσω να κάνω
κάποιο περιορισμό της ζημιάς από δω». Το
κλείνει.

Γαμώτο μου... Έχω μαρμαρώσει και


κοιτάζω το τηλέφωνο. Ο Κρίστιαν μού το
έκλεισε. Αυτός ο άνθρωπος ποδοπατάει την
καριέρα μου, που βρίσκεται ακόμα στα
σπάργανα, και μου κλείνει το τηλέφωνο;
Αγριοκοιτάζω το ακουστικό, κι αν δεν ήταν
εντελώς άψυχο, ξέρω πως θα ζάρωνε από
τρόμο κάτω από το άγριο βλέμμα μου.

Ανοίγω τα μηνύματά μου και σβήνω εκείνο


που του έστειλα. Δεν είναι και τόσο κακό.
Απλώς μιλάω για ξύλισμα και, εντάξει,
μαστίγωμα. Αν ντρέπεται τόσο πολύ γι’
αυτά, ας μην τα έκανε. Παίρνω το Black-
Berry και τον καλώ στο κινητό του.

«Τι;» πετάει.

«Θα πάω στη Νέα Υόρκη είτε σ’ αρέσει είτε


όχι...» λέω σφυριχτά.

«Μην περιμένεις...»
Το κλείνω, κόβοντάς τον στα μισά της
πρότασης. Η αδρεναλίνη κάνει αγώνα
ταχύτητας σε όλο μου το σώμα. Ορίστε για
να μάθει. Είμαι έξαλλη.

Παίρνω βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να


ηρεμήσω. Κλείνοντας τα μάτια, φαντάζομαι
πως βρίσκομαι σε κάποιο χαρούμενο μέρος.
Χμμμ... Στην καμπίνα ενός σκάφους με τον
Κρίστιαν. Διώχνω την εικόνα, γιατί αυτήν
τη στιγμή είμαι πολύ έξαλλη με τον
Πενήντα για να του επιτρέψω να βρίσκεται
οπουδήποτε κοντά στο χαρούμενο μέρος
μου.

Ανοίγοντας τα βλέφαρά μου, πιάνω ήρεμα


το σημειωματάριό μου και διαβάζω
προσεκτικά τον κατάλογο με τα πράγματα
που έχω να κάνω. Παίρνω μια μεγάλη,
βαθιά ανάσα, ξαναβρίσκοντας την
ισορροπία μου.

«Ανά! » φωνάζει ο Τζακ ξαφνιάζοντάς με.


«Μην κλείσεις εκείνη την πτήση!»

«Ω, πολύ αργά... Την έκλεισα» αποκρίνομαι


καθώς έρχεται με μεγάλα βήματα από το
γραφείο του προς το μέρος μου.

Ο Τζακ φαίνεται έξαλλος. «Άκου... Κάτι


συμβαίνει. Για κάποιον λόγο, όλα τα έξοδα
για ταξίδια και ξενοδοχεία θα πρέπει
ξαφνικά να εγκριθούν από την ανώτερη
διοίκηση. Η οδηγία ήρθε κατευθείαν από
την κορυφή. Ανεβαίνω επάνω να δω τον
γερο-Ρόουτς. Κατά τα φαινόμενα, μόλις
μπήκε σε εφαρμογή ένα μορατόριουμ σε
όλες τις δαπάνες. Δεν το καταλαβαίνω...» Ο
Τζακ τσιμπάει τη γέφυρα της μύτης του και
κλείνει τα μάτια.

Το περισσότερο αίμα στραγγίζει από το


πρόσωπό μου και κόμποι σχηματίζονται
στο στομάχι μου. Ο Πενήντα!

«Έχε τον νου σου στα τηλεφωνήματά μου.


Θα πάω να δω τι έχει να πει ο Ρόουτς...»
Μου κλείνει το μάτι και φεύγει για να δει
το αφεντικό του — όχι το αφεντικό του
αφεντικού.

Ανάθεμα. Κρίστιαν Γκρέυ... Το αίμα μου


αρχίζει πάλι να βράζει.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ θέμα: Τι έκανεε;


Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011,10:43 Προς:
Κρίστιαν Γκρέυ

Σε παρακαλώ, n8s μου πως δε θα


ανακατευτεί^ στη δουλειά μου.

Σι’ αλήθεια θέλω να πάω σ' αυτό το


συνέδριο. Δε θα έπρεπε να σε ρωτάω.

Έσβησα το προσβλητικό μήνυμα.

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Τι έκανες;

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011,10:46 Προς:


Αναστάζια Στιλ
Απλώς προστατεύω αυτό που μου ανήκει.

Το μήνυμα που τόσο απερίσκεπτα έστειλεε


έχει σβηστεί τώρα από τον σέρβερ Tns ΑΕΣ,
όπωε και τα μηνύματά μου Προς εσένα.
Παρεμπιπτοντως, σου έχω απόλυτη
εμπιστοσύνη. Σ’ αυτόν δεν έχω.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Ελέγχω να δω αν έχω ακόμα τα μηνύματά


του, κι έχουν εξαφανιστεί. Η επιρροή αυτού
του ανθρώπου δεν έχει όρια. Πώς το κάνει;
Ποιον γνωρίζει που μπορεί να σκαλίζει
κρυφά στα βάθη των σέρβερ της ΑΕΣ και
να σβήνει μηνύματα; Είμαι τόσο έξω από τα
νερά μου εδώ πέρα.
_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ θέμα: Ενήλικη

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 10:48 Προς:


Κρίστιαν Γκρέυ

Κρίστιαν,

Δε χρειάζομαι προστασία από το ίδιο μου το


αφεντικό.

Ενδεχομένου να μου χα ρίξει, αλλά θα πω


όχι.

Δεν μπορεί^ να ανακατεύεσαι. Είναι λάθοε


και αυταρχικό σε πολλά επίπεδα.

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ


_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Η απάντηση είναι ΟΧΙ

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011,10:50

Προς: Αναστάζια Στιλ

Άνα,

Έχω δει πόσο «αποτελεσματική» είσαι στην


απόκρουση του ανεπιθύμητου φλερτ,
θυμάμαι πως έτσι είχα την ευχαρίστηση να
περάσω την πρώτη μου νύχτα μαζί σου.
Τουλάχιστον ο φωτογράφοε κάτι νιώθει για
σένα. Ο λεχρίτηε, από την άλλη, δεν
αισθάνεται τίποτα. Είναι μπήχτη$ κατ’
εξακολούθηση και θα προσπαθήσει να σε
αποπλανήσει. Ρώτα τον τι απέγινε η
προηγούμενη βοηθόε του και η προ-
προηγούμενη.

Δε θέλω να τσακωθώ γι’ αυτό το θέμα.

Αν θε$ να nas στη Νέα Υόρκη, θα σε πάω.


Μπορούμε να πάμε αυτό το
Σαββατοκύριακο/Εχω διαμέρισμα εκεί.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Ω Κρίστιαν! Δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι


τόσο εκνευριστικός, γαμώτο. Και φυσικά
έχει διαμέρισμα εκεί. Πού αλλού έχει
ακίνητα; Δεν υπάρχει περίπτωση να μην
αναφέρει τον Χοσέ. Θα καταφέρω ποτέ να
το κάνω αυτό να ξεχαστεί; Για όνομα του
Θεού ήμουν πιωμένη! Δε θα μεθούσα με
τον Τζακ.

Κουνάω το κεφάλι στην οθόνη, αλλά


σκέφτομαι πως δεν μπορώ να συνεχίσω να
τσακώνομαι μαζί του μέσω μηνυμάτων. Θα
πρέπει να περιμένω έως απόψε το βράδυ.
Ελέγχω το ρολόι. Ο Τζακ δεν έχει
επιστρέψει ακόμη από τη σύσκεψή του με
τον Τζέρρυ, κι έχω να ασχοληθώ με την
Ελένα. Διαβάζω πάλι το μήνυμά της και
αποφασίζω πως ο καλύτερος τρόπος να το
χειριστώ είναι να το στείλω στον Κρίστιαν.
Ας επικεντρωθεί σ’ αυτήν αντί για μένα.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ


θέμα: FW: Ραντεβού για φαγητό ή
εκνευριστικέΒ αποσκευέΒ Ημερομηνία: 13
Ιουνίου 2011,11:15 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Κρίστιαν,

Όσο ήσουν απασχολημένο5 επεμβαίνοντα$


στην καριέρα μου και σώζονταε το* * εαυτό
σου από tis απρόσεκτεε επιστολέ5 μου,
έλαβα το ακόλουθο μήνυμα από την κυρία
Λίνκολν.

Πραγματικά δε θέλω να τη συναντήσω


ακόμα κι αν ήθελα, δε μου επιτρέπεται να
βγω από το κτίριο. Δεν ξέρω πού βρήκε την
ηλεκτρονική μου διεύθυνση.Τι προτείνει να
κάνω;

Το μήνυμά Tns είναι το εξήε:


Αγαπητή Αναστάζία,

θα ήθελα πραγματικά να βγούμε μαζί για


φαγητό. Νομίζω πωε ξεκινήσαμε στραβά και
θα ήθελα να το διορθώσω.

Είσαι ελεύθερη κάποια στιγμή αυτή την


εβδομάδα;

Ελένα Λίνκολν

Αναστάζία Στιλ

Βοηθόε του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Εκνευριστικές


αποσκευές

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011, 11:23


Προς: Αναστάζια Στιλ

Μη θυμώνει μαζί μου. Νοιάζομαι για τα


συμφέροντά σου. Αν σου συνέβαινε
οτιδήποτε, δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό
μου.

θα ασχοληθώ εγώ με την κυρία Λίνκολν.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Τα λέμε

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2011,11:32


Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Μπορούμε, σε παρακαλώ, να το
συζητήσουμε απόψε;

Προσπαθώ να δουλέψω, και οι συνεχεία


παρεμβάσεις σου μου αποσπούν την
προσοχή.
Αναστάζια Στιλ

Βοηθός του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

Ο Τζακ επιστρέφει μετά το μεσημέρι και μου


λέει πως η Νέα Υόρκη έχει τελειώσει για
μένα, αν κι αυτός θα πάει, και δεν μπορεί να
κάνει τίποτα για να αλλάξει την πολιτική της
ανώτερης διοίκησης. Μπαίνει στο γραφείο
του χτυπώντας την πόρτα, εμφανώς
εξοργισμένος. Γιατί είναι τόσο θυμωμένος;

Βαθιά μέσα μου γνωρίζω πως οι προθέσεις


του μόνο έντιμες δεν είναι, όμως είμαι
σίγουρη πως μπορώ να τα

βγάλω πέρα μαζί του και αναρωτιέμαι τι


ξέρει ο Κρίστιαν για τις προηγούμενες
βοηθούς του Τζακ. Απωθώ αυτές τις
σκέψεις και συνεχίζω τη δουλειά μου, αλλά
αποφασίζω να προσπαθήσω να κάνω τον
Κρίστιαν να αλλάξει γνώμη, αν και οι
πιθανότητες είναι ελάχιστες.

Στη μία ξεπροβάλλει το κεφάλι του Τζακ


από την πόρτα του γραφείου του. «Άνα,
πας, σε παρακαλώ, να μου φέρεις κάτι να
φάω;»

«Φυσικά. Τι θες;»

«Παστράμι με ψωμί σίκαλης, χωρίς


μουστάρδα. Θα σου δώσω τα λεφτά όταν
γυρίσεις».

«Κάτι να πιεις;»
«Κόκα, σε παρακαλώ. Ευχαριστώ, Άνα».
Ξαναμπαίνει στο γραφείο του, και παίρνω
την τσάντα μου.

Να πάρει. Υποσχέθηκα στον Κρίστιαν πως


δε θα έβγαινα έξω. Αναστενάζω. Δε θα το
μάθει, και θα κάνω γρήγορα.

Η Κλαιρ από τη ρεσεψιόν μού προσφέρει


την ομπρέλα της, αφού εξακολουθεί να
βρέχει καταρρακτωδώς. Βγαίνοντας από
την εξώπορτα, σφίγγω επάνω μου το σακάκι
μου και ρίχνω μια κλεφτή ματιά δεξιά και
αριστερά κάτω από την τεράστια ομπρέλα.
Τίποτα δε φαίνεται αφύσικο. Κανένα ίχνος
του Κοριτσιού-Φάντασμα.

Περπατάω με ζωηρό βήμα, κι ελπίζω


διακριτικά, προς το φαστφούντ. Παρ’ όλα
αυτά, όσο πλησιάζω, τόσο περισσότερο έχω
μια αλλόκοτη αίσθηση πως με
παρακολουθούν, και δεν ξέρω αν πρόκειται
για παρανοϊκό παροξυσμό ή αν είναι η
πραγματικότητα. Σκατά. Ελπίζω να μην
είναι η Λέιλα με κανένα όπλο.

Είναι απλώς η φαντασία σου, μου πετάει το


υποσυνείδητό μου. Ποιος διάολο θα ήθελε
να σε πυροβολήσει;

Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά έχω επιστρέψει


σώα και αβλαβής και επίσης
ανακουφισμένη. Νομίζω πως η παράνοια
του Κρίστιαν και η υπερπροστατευτική του
επιτήρηση αρχίζουν να με ενοχλούν.

Πηγαίνω στον Τζακ το φαγητό του.


Σηκώνει το βλέμμα του από το τηλέφωνο.
«Ανά, σ’ ευχαριστώ. Μιας και δε θα έρθεις
μαζί μου, θα χρειαστεί να μείνεις μέχρι
αργά. Πρέπει να ετοιμάσουμε εκείνες τις
περιλήψεις. Ελπίζω να μην έχεις
κανονίσει...» Μου χαμογελάει ζεστά και
κοκκινίζω.

«Όχι, εντάξει...» αποκρίνομαι με ένα


κεφάτο χαμόγελο και σφιγμένη καρδιά. Δε
θα ξεμπλέξω εύκολα με αυτό - ο Κρίστιαν
θα φρικάρει, είμαι σίγουρη.

Καθώς επιστρέφω στο γραφείο μου,


αποφασίζω να μην του το πω αμέσως,
αλλιώς μπορεί να προλάβει να παρέμβει με
κάποιον τρόπο. Κάθομαι και τρώω το
σάντουιτς με κοτοσαλάτα που μου έφτιαξε
η κυρία Τζόουνς. Είναι νοστιμότατο. Ξέρει
να φτιάχνει σάντουιτς.
Φυσικά, αν μετακόμιζα στο σπίτι του
Κρίστιαν, θα μου έφτιαχνε φαγητό κάθε
μέρα, Η ιδέα είναι ανησυχητική. Ποτέ δεν
ονειρευόμουν μεγάλα πλούτη κι όλα τα
συμπαρομαρτούντα μόνο αγάπη. Να βρω
κάποιον που θα με αγαπάει και δε θα
προσπαθεί να ελέγχει κάθε μου κίνηση.
Χτυπάει το τηλέφωνο.

«Γραφείο Τζακ Χάυντ...»

«Με διαβεβαίωσες πως δε θα έβγαινες έξω»


με διακόπτει ο Κρίστιαν, και η φωνή του
είναι ψυχρή και σκληρή.

Η καρδιά μου σφίγγεται για


εκατομμυριοστή φορά σήμερα. Πώς διάολο
το ξέρει;
«Ο Τζακ μ’ έστειλε να του φέρω φαγητό.
Δεν μπορούσα να πω όχι. Έχεις βάλει να
με παρακολουθούν;» Το κρανίο μου
μυρμηγκιάζει στην ιδέα. Να γιατί ένιωθα
τόσο παρανοϊκή πράγματι κάποιος με
παρακολουθούσε. Η σκέψη με κάνει να
θυμώσω.

«Γι’ αυτό δεν ήθελα να ξαναπάς στη


δουλειά!» πετάει ο Κρίστιαν.

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Γίνεσαι» —τόσο


Πενήντα— «τόσο καταπιεστικός».

«Καταπιεστικός;» ψιθυρίζει κατάπληκτος.

«Ναι. Πρέπει να σταματήσεις. Θα σου


μιλήσω απόψε. Δυστυχώς, πρέπει να
δουλέψω μέχρι αργά τώρα που δεν μπορώ
να πάω στη Νέα Τόρκη».
«Αναστάζια, δε θέλω να σε καταπιέζω...»
λέει ήρεμα, τρομαγμένος.

«Ε λοιπόν, με καταπιέζεις. Έχω δουλειά.


Θα σου μιλήσω αργότερα». Το κλείνω,
νιώθοντας εξαντλημένη και αόριστα
δύσθυμη.

Έπειτα από το υπέροχο Σαββατοκύριακό


μας η πραγματικότητα με χτυπάει
κατακέφαλα. Δεν ένιωσα ποτέ μεγαλύτερη
παρόρμηση να φύγω τρέχοντας. Να φύγω
τρέχοντας προς κάποιο ήσυχο καταφύγιο,
για να μπορέσω να σκεφτώ γι’ αυτό τον
άνθρωπο, για το πώς είναι και πώς θα τον
χειριστώ. Σ’ ένα επίπεδο ξέρω πως είναι
διαλυμένος -τώρα το βλέπω καθαρά-, και
είναι θλιβερό και εξαντλητικό ταυτόχρονα.
Από τα μικρά σπαράγματα πολύτιμων
πληροφοριών που μρυ έδωσε για τη ζωή
του καταλαβαίνω το γιατί. Ένα παιδί χωρίς
αγάπη· ένα φρικτά βάναυσο περιβάλλον·
μια μητέρα που δεν μπορούσε να τον
προστατέψει, την οποία ο ίδιος δεν
μπορούσε να προστατέψει και που πέθανε
μπροστά του.

Ανατριχιάζω, Ο καημένος ο Πενήντα μου.


Είμαι δική του, αλλά όχι για να με κρατάει
κλεισμένη σε χρυσοποίκιλτο κλουβί. Πώς να
τον κάνω να το καταλάβει;

Παίρνω με βαριά καρδιά ένα από τα


χειρόγραφα των οποίων την περίληψη θέλει
ο Τζακ να κάνω και συνεχίζω το διάβασμα.
Δεν μπορώ να σκεφτώ εύκολη λύση για τα
μπερδεμένα προβλήματα που έχει ο
Κρίστιαν αναφορικά με το ζήτημα του
ελέγχου. Απλώς θα πρέπει να του μιλήσω
αργότερα, πρόσωπο με πρόσωπο.
Έπειτα από μισή ώρα ο Τζακ μού στέλνει
με ηλεκτρονικό μήνυμα ένα κείμενο που
πρέπει να σουλουπώσω, να χτενίσω και να
ετοιμάσω για τύπωμα έγκαιρα για το
συνέδριό του. Δε θα μου πάρει απλώς το
υπόλοιπο απόγευμα, αλλά θα πάει βράδυ.
Ρίχνομαι στη δουλειά.

Όταν σηκώνω τα μάτια, είναι περασμένες


εφτά και το γραφείο έρημο, αν και το φως
στο γραφείο του Τζακ είναι ακόμη
αναμμένο. Δεν είχα προσέξει πως είχαν
φύγει όλοι, αλλά έχω σχεδόν τελειώσει.
Στέλνω το κείμενο με ηλεκτρονικό μήνυμα
στον Τζακ για έγκριση κι ελέγχω τα
εισερχόμενά μου. Δεν υπάρχει κανένα νέο
από τον Κρίστιαν, οπότε ρίχνω μια γρήγορη
ματιά στο BlackBerry και πετάγομαι όταν
αρχίζει να βουίζει είναι ο Κρίστιαν.
«Γεια...» τραυλίζω.

«Γεια. Πότε τελειώνεις;»

«Μέχρι τις εφτάμισι πιστεύω».

«Θα σε περιμένω έξω».

« Εντάξει »

Ακούγεται μαζεμένος, ίσως και νευρικός.


Γιατί; Φοβάται την αντίδρασή μου;

«Είμαι ακόμα θυμωμένη μαζί σου, αλλά


αυτό είναι όλο ...» ψιθυρίζω. «Έχουμε
πολλά να συζητήσουμε».

«Το ξέρω. Θα σε δω στις εφτάμισι».

Ο Τζακ βγαίνει από το γραφείο του.


«Πρέπει να κλείσω. Θα σε δω στις
εφτάμισι».

Σηκώνω τα μάτια στον Τζακ, που


προχωράει αδιάφορα προς το μέρος μου.

«Θέλω απλώς δύο μικροαλλαγές. Σου


έστειλα ξανά την περίληψη».

Σκύβει από πάνω μου καθώς ανακτώ το


κείμενο, πολύ κοντά δυσάρεστα κοντά. Το
μπράτσο του περνάει ξυστά από το δικό
μου. Τυχαία; Τραβιέμαι, αλλά κάνει πως
δεν το προσέχει. Το άλλο του μπράτσο είναι
ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας μου,
αγγίζοντας την πλάτη μου. Ανακάθομαι
έτσι που να μην ακουμπάω στη ράχη.

«Οι σελίδες δεκαέξι και είκοσι τρία, και


τίποτε άλλο...» μουρμουρίζει, με το στόμα
του σε απόσταση εκατοστών από το αυτί
μου.

Το δέρμα μου μυρμηγκιάζει νιώθοντάς τον


τόσο κοντά, όμως επιλέγω να το αγνοήσω.
Ανοίγοντας το κείμενο, αρχίζω με
τρεμάμενα χέρια τις αλλαγές. Είναι ακόμα
σκυμμένος από πάνω μου, κι όλες μου οι
αισθήσεις είναι σε επιφυλακή. Μου αποσπά
την προσοχή και με κάνει να αισθάνομαι
άβολα, και μέσα μου φωνάζω: Κάνε πίσω!

«Μόλις τελειώσει, καλό θα ήταν να πάει για


τύπωμα. Μπορείς να το οργανώσεις αύριο
αυτό. Σ’ ευχαριστώ που έμεινες μέχρι αργά
για να το φτιάξεις, Άνα».

Η φωνή του είναι απαλή, ευγενική, λες και


μιλάει σε πληγωμένο ζώο. Το στομάχι μου
ανακατεύεται.
«Νομίζω πως το λιγότερο που μπορώ να
κάνω είναι να σε ανταμείψω με ένα ποτό
στα γρήγορα. Το αξίζεις». Στερεώνει πίσω
από το αυτί μου μια τούφα από τα μαλλιά
μου που έχει ξεφύγει από το κλάμερ και
χαϊδεύει απαλά τον λοβό μου.

Τραβιέμαι τρίζοντας τα δόντια και τινάζω


μακριά το κεφάλι μου. Γαμώτο μου... Ο
Κρίστιαν είχε δίκιο. Μη με αγγίζεις!

«Δεν μπορώ σήμερα το βράδυ». Και κανένα


άλλο βράδυ, Τζακ.

«Ένα στα γρήγορα;» με καλοπιάνει.

«Όχι, δεν μπορώ. Ευχαριστώ πάντως».

Ο Τζακ κάθεται στην άκρη του γραφείου


μου και κατσουφιάζει. Καμπανάκια
κινδύνου χτυπούν δυνατά μέσα στο κεφάλι
μου. Είμαι μόνη μου στο γραφείο. Δεν
μπορώ να φύγω. Ρίχνω μια νευρική ματιά
στο ρολόι. Άλλα πέντε λεπτά ώσπου να
έρθει ο Κρίστιαν.

«Άνα, νομίζω πως είμαστε σπουδαία


ομάδα. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να
εξασφαλίσω αυτό το ταξίδι στη Νέα Υόρκη.
Δε θα είναι το ίδιο χωρίς εσένα».

Είμαι σίγουρη πωζ δε Θα είναι. Του


χαμογελάω ξεψυχισμένα, επειδή δεν μπορώ
να σκεφτώ κάτι να πω. Και πρώτη φορά όλη
τη μέρα νιώθω ένα ίχνος ανακούφισης που
δε θα πάω.

«Λοιπόν, πέρασες καλά το


Σαββατοκύριακο;» ρωτάει γαλίφικα.
«Ναι, ευχαριστώ». Σκατά πού το πάει;

«Είδες τον φίλο σου;»

«Ναι».

«Τι δουλειά κάνει;»

Είναι ιδιοκτήτης σου... «Επιχειρήσεις».

«Ενδιαφέρον... Τι είδους επιχειρήσεις;»

«Ω, ανακατεύεται με πολλά πράγματα».

Ο Τζακ γέρνει το κεφάλι στο πλάι και


σκύβει προς το μέρος μου, εισβάλλοντας
στον προσωπικό μου χώρο ξανά.

«Είσαι πολύ κουμπωμένη, Άνα».


«Να... Ανακατεύεται με τις
τηλεπικοινωνίες, τη βιομηχανία και τη
γεωργία».

Ο Τζακ ανασηκώνει τα φρύδια. «Πολλά


πράγματα... Για ποιον δουλεύει;»

«Για τον εαυτό του. Αν είσαι


ικανοποιημένος με το κείμενο, θα ήθελα να
φύγω, αν δε σε πειράζει».

Τραβιέται πίσω. Ο προσωπικός μου χώρος


είναι και πάλι ασφαλής.

«Φυσικά. Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε


κρατήσω...» ψελλίζει υποκριτικά.

«Τι ώρα κλείνει το κτίριο;»

«Η ασφάλεια μένει μέχρι τις έντεκα».


«Ωραία». Χαμογελάω, και το υποσυνείδητό
μου σωριάζεται στην πολυθρόνα του
ανακουφισμένο που δεν είμαστε μόνοι μας
στο κτίριο. Κλείνω τον υπολογιστή, αρπάζω
την τσάντα μου και σηκώνομαι, έτοιμη να
φύγω.

«Σ’ αρέσει δηλαδή; Ο φίλος σου;»

«Τον αγαπάω» απαντάω κοιτάζοντας


κατάματα τον Τζακ.

«Μάλιστα...» Ο Τζακ συνοφρυώνεται και


σηκώνεται από το γραφείο μου. «Πώς είναι
το επίθετό του;»

Κοκκινίζω. «Γκρέυ. Κρίστιαν Γκρέυ...»


μουρμουρίζω.
Το στόμα του Τζακ ανοίγει διάπλατα. «Ο
πιο πλούσιος εργένης του Σιάτλ; Αυτός ο
Κρίστιαν Γκρέυ;»

«Ναι. Ο ίδιος». Ναι, αυτός ο Κρίστιαν


Γκρέυ, το μελλοντικό αφεντικό σου που θα
σε φάει για πρωινό έτσι και εισβάλεις ξανά
στον προσωπικό μου χώρο.

«Το σκέφτηκα ότι φαινόταν γνωστός...»


λέει κατσούφικα ο Τζακ, ζαρώνοντας ξανά
το μέτωπό του. « Τυχερός είναι».

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. Τι να απαντήσω


σ’ αυτό;

«Καλό βράδυ, Άνα». Ο Τζακ χαμογελάει,


αλλά το χαμόγελο δε φτάνει στα μάτια του.
Κατευθύνεται με αλύγιστο βήμα προς το
γραφείο του χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Αφήνω έναν μεγάλο αναστεναγμό
ανακούφισης. Εντάξει, αυτό το πρόβλημα
μπορεί και να λύθηκε. Ο Πενήντα έκανε
πάλι τα μαγικά του. Το όνομά του και μόνο
είναι το φυλαχτό μου κι έκανε αυτό τον
άνθρωπο να οπισθοχωρήσει με την ουρά
στα σκέλια. Επιτρέπω στον εαυτό μου ένα
μικρό θριαμβικό χαμόγελο. Βλέπεις,
Κρίστιαν;

Ακόμα καί το όνομά σου με προστατεύει


δεν ήταν ανάγκη να μπεις σε όλο αυτό τον
κόπο περικόπτοντας τις δαπάνες.
Τακτοποιώ το γραφείο μου και κοιτάζω το
ρολόι μου. Ο Κρίστιαν πρέπει να είναι έξω.

To Audi είναι παρκαρισμένο δίπλα στο


πεζοδρόμιο, και ο Τέυλορ πετάγεται έξω για
να ανοίξει την πίσω πόρτα. Πρώτη φορά
χαίρομαι τόσο πολύ που τον βλέπω.
Χώνομαι στο αυτοκίνητο για να γλιτώσω
από τη βροχή.

Ο Κρίστιαν βρίσκεται στο πίσω κάθισμα


και με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα και
επιφυλακτικά. Δείχνει έτοιμος να
αντιμετωπίσει τον θυμό μου. Το σαγόνι του
είναι σφιγμένο και γεμάτο ένταση.

«Γεια...» τραυλίζω.

«Γεια» αποκρίνεται προσεκτικά. Απλώνει


το χέρι και πιάνει το 3ικό μου ζουλώντας το
δυνατά, και η καρδιά μου μαλακώνει λίγο.
Είμαι τόσο μπερδεμένη. Δεν αποφάσισα
καν τι πρέπει να του πω. «Είσαι ακόμα
θυμωμένη;» ρωτάει.

«Δεν ξέρω...» ψελλίζω.


Μου σηκώνει το χέρι και δίνει απαλά φιλιά
στις αρθρώσεις μου. «Η μέρα ήταν
σκατά...» λέει.

«Ναι, πράγματι». Αλλά πρώτη φορά από


την ώρα που έφυγε για τη δουλειά σήμερα
το πρωί αρχίζω να χαλαρώνω. Και μόνο που
είμαι μαζί του, είναι βάλσαμο· όλα τα
σκατά από τον Τζακ, τα εριστικά μηνύματα
που πηγαινοέρχονταν και η παρενόχληση
από την Ελένα ξεθωριάζουν στο
παρασκήνιο. Είμαι μόνο εγώ και ο μανιακός
μου με τον έλεγχο στο πίσω κάθισμα του
αυτοκινήτου.

«Είναι καλύτερα τώρα που είσαι εδώ...»


ψιθυρίζει.

Καθόμαστε σιωπηλοί έτσι όπως ο Τέυλορ


ελίσσεται μέσα στη βραδινή κυκλοφορία,
μελαγχολικοί και σκεπτικοί και οι δύο.
Νιώθω όμως τον Κρίστιαν να ηρεμεί σιγά

σιγά δίπλα μου καθώς χαλαρώνει κι αυτός,


περνώντας απαλά τον αντίχειρά του πάνω
από τις αρθρώσεις μου με απαλό,
καθησυχαστικό ρυθμό.

Ο Τέυλορ μας αφήνει έξω από το κτιριακό


συγκρότημα και χωνόμαστε μέσα για να
ξεφύγουμε από τη βροχή. Περιμένουμε το
ασανσέρ, και ο Κρίστιαν μού σφίγγει το
χέρι, με μάτια που σαρώνουν την πρόσοψη
του κτιρίου.

«Υποθέτω πως δε βρήκατε ακόμα τη


Λέιλα».

«Όχι. Ο Γουέλτς την ψάχνει ακόμα...»


αποκρίνεται μελαγχολικά.
Έρχεται το ασανσέρ, και μπαίνουμε μέσα.
Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με βλέμμα
ανερμήνευτο. Είναι υπέροχος ανακατωμένα
μαλλιά, άσπρο πουκάμισο, σκούρο
κοστούμι. Και ξαφνικά είναι εκεί, από το
πουθενά, εκείνη η αίσθηση. Ποπό
η.λαχτάρα, ο πόθος, ο ηλεκτρισμός. Αν
ήταν ορατή, θα ήταν μια έντονη γαλάζια
αύρα γύρω και ανάμεσά μας. Είναι πολύ
δυνατή. Τα χείλη του μισανοίγουν καθώς με
κοιτάζει.

«Το νιώθεις;» ρωτάει σιγανά.

«Ναι...»

« Ω Άνα ...» αναστενάζει και με αρπάζει.

Τα μπράτσα του τυλίγονται γύρω μου, με το


ένα του χέρι στον αυχένα μου, γέρνοντας το
κεφάλι μου προς τα πίσω καθώς τα χείλη
του βρίσκουν τα δικά μου. Τα δάχτυλά μου
είναι στα μαλλιά του και χαϊδεύουν το
μάγουλό του την ώρα που με σπρώχνει
επάνω στον τοίχο του ασανσέρ.

«Σιχαίνομαι να τσακώνομαι μαζί σου...»


τραυλίζει επάνω στο στόμα μου, και το φιλί
του έχει μια απελπισμένη, παθιασμένη
χροιά που καθρεφτίζει τη δική μου.

Ο πόθος εκρήγνυται μέσα στο κορμί μου.


Όλη η ένταση της μέρας ψάχνει διέξοδο.
Κολλάω επάνω του, ζητώντας περισσότερα.
Είμαστε όλο γλώσσα και ανάσες και χέρια
και αγγίγματα και γλυκιά, γλυκιά αίσθηση.
Το χέρι του βρίσκεται στον γοφό μου και
ξαφνικά τραβάει επάνω τη φούστα μου, ενώ
τα δάχτυλά του χαϊδεύουν τους μηρούς μου.
«Χριστούλη μου, φοράς κάλτσες...»
μουρμουρίζει με θαυμασμό καθώς ο
αντίχειράς του χαϊδεύει τη σάρκα πάνω από
τη γραμμή της κάλτσας. «Θέλω να το δω
αυτό...» προσθέτει και τραβάει ψηλά τη
φούστα μου, εκθέτοντας το επάνω μέρος
των μηρών μου.

Κάνει ένα βήμα πίσω και απλώνει το χέρι


του να πιέσει το κουμπί του στοπ. Το
ασανσέρ σταματάει ομαλά ανάμεσα στον
εικοστό δεύτερο και τον εικοστό τρίτο
όροφο. Τα μάτια του είναι σκοτεινά, τα
χείλη του μισάνοιχτα και αναπνέει το ίδιο
βαριά με μένα. Κοιταζόμαστε χωρίς να
αγγιζόμαστε. Είμαι ευγνώμων για τον τοίχο
πίσω από την πλάτη μου, που με κρατάει
όρθια όσο απολαμβάνω την αισθησιακή,
σεξουαλική επιδοκιμασία αυτού του
όμορφου άντρα.

«Άσε κάτω τα μαλλιά σου!» με διατάζει με


βραχνή φωνή.

Σηκώνω το χέρι και λύνω τα μαλλιά μου


ελευθερώνοντάς τα, έτσι που να πέφτουν σ’
ένα πυκνό σύννεφο γύρω από τους ώμους
έως το στήθος μου.

«Ξεκούμπωσε τα δύο πρώτα κουμπιά του


πουκάμισού σου...» ψιθυρίζει, και τα μάτια
του είναι τώρα πιο άγρια.

Με κάνει να νιώθω τόσο ακόλαστη.


Σηκώνω το χέρι και ξεκουμπώνω τα
κουμπιά ένα ένα, οδυνηρά αργά, έτσι που το
επάνω μέρος του στήθους μου εμφανίζεται
σκανδαλιστικά.
Καταπίνει. «Έχεις ιδέα πόσο γοητευτική
είσαι αυτήν τη στιγμή;»

Δαγκώνω εσκεμμένα το χείλος μου και


κουνάω το κεφάλι. Κλείνει για μια στιγμή
τα βλέφαρά του, κι όταν τα ξανανοίγει, το
βλέμμα του πετάει φωτιές. Κάνει ένα βήμα
εμπρός και βάζει τα χέρια του στον τοίχο
του ασανσέρ, δεξιά και αριστερά από το
πρόσωπό μου. Είναι όσο πιο κοντά γίνεται
χωρίς να με αγγίζει.

Ανασηκώνω το πρόσωπό μου για να


συναντήσω τα μάτια του, και σκύβοντας,
τρίβει τη μύτη του επάνω στη δική μου, έτσι
που αυτή είναι η μόνη επαφή ανάμεσά μας.
Είμαι τόσο ξαναμμένη, έγκλειστη μέσα σ’
αυτό το ασανσέρ μαζί του. Τον θέλω τώρα.
«Νομίζω πως ξέρετε, δεσποινίς Στιλ...
Νομίζω πως σας αρέσει να με τρελαίνετε».

«Σε τρελαίνω;» ψελλίζω.

«Σε όλα, Αναστάζια. Είσαι μια σειρήνα, μια


θεά». Και απλώνει το χέρι του να με αγγίξει,
αρπάζοντας το πόδι μου πάνω από το
γόνατό μου και τυλίγοντάς το γύρω από τη
μέση του, έτσι που στέκομαι στο ένα πόδι,
ακουμπώντας επάνω του.

Τον νιώθω επάνω μου, τον νιώθω σκληρό


και γεμάτο πόθο στην κορυφή των μηρών
μου έτσι όπως περνάει τα χείλη του από
τον λαιμό μου. Αναστενάζω βαριά και
τυλίγω τα μπράτσα γύρω από τον λαιμό
του,

«Τώρα θα σε πάρω...» λέει σιγανά.


Αντιδρώ καμπυλώνοντας την πλάτη και
πιέζοντας τον εαυτό μου επάνω του,
λαχταρώντας την τριβή. Βογκάει βαθιά και
χαμηλά στο κάτω μέρος του λαιμού του και
με σπρώχνει πιο ψηλά την ώρα που
ξεκουμπώνει το παντελόνι του.

«Κρατήσου γερά, μωρό μου...»


μουρμουρίζει κι ως διά μαγείας εμφανίζει
ένα προφυλακτικό που κρατάει μπροστά
στο στόμα μου.

Το πιάνω με τα δόντια μου, κι αυτός


τραβάει, έτσι που καταφέρνουμε μαζί να
ανοίξουμε το φακελάκι.

«Καλό κορίτσι...» Κάνει ελάχιστα πίσω


καθώς φοράει το προφυλακτικό. «Θεέ μου,
δεν μπορώ να περιμένω να περάσουν οι
επόμενες έξι μέρες...» γρυλίζει και με
κοιτάζει με μάτια χωμένα στις κόγχες τους.
«Ελπίζω να μη συμπαθείς ιδιαίτερα αυτό
το σλιπάκι...» Το ξεσκίζει με τα επιδέξια
δάχτυλά του και διαλύεται μέσα στα χέρια
του.

Το αίμα σφυροκοπάει στις φλέβες μου,


λαχανιάζω από πόθο.

Τα λόγια του είναι μεθυστικά. Όλο το άγχος


της μέρας έχει ξεχαστεί. Είμαστε μόνο οι
δυο μας, κάνοντας αυτό που κάνουμε
καλύτερα. Χωρίς να παίρνει τα μάτια του
από τα δικά μου, βυθίζεται αργά μέσα μου.
Το σώμα μου κυρτώνεται και γέρνω πίσω
το κεφάλι σφαλίζοντας τα βλέφαρα,
απολαμβάνοντας την αίσθησή του μέσα
μου. Τραβιέται πίσω και ύστερα
ξαναμπαίνει, τόσο αργά, τόσο γλυκά.
Βογκάω.
«Είσαι δική μου, Αναστάζια...» μουγκρίζει
επάνω στον λαιμό μου.

«Ναι. Δική σου... Πότε θα το δεχτείς;»


Κοντανασαίνω.

Βογκάει και αρχίζει να κουνιέται, να


κουνιέται πραγματικά. Και παραδίδομαι
στον ανελέητο ρυθμό του, απολαμβάνοντας
κάθε ώθηση και έλξη, την τραχιά ανάσα
του, τον πόθο του για μένα, που καθρεφτίζει
τον δικό μου.

Με κάνει να αισθάνομαι πανίσχυρη,


δυνατή, επιθυμητή. Με κάνει επίσης να
νιώθω πως αυτός ο γοητευτικός περίπλοκος
άντρας με αγαπάει, όπως τον αγαπάω κι εγώ
με όλη μου την καρδιά. Σπρώχνει ολοένα
και πιο δυνατά, με την ανάσα του τραχιά,
αφήνοντας ελεύθερο τον εαυτό του μέσα
μου, όπως αφήνω κι εγώ ελεύθερο τον δικό
μου.

«Ω μωρό μου...» βογκάει ο Κρίστιαν ενώ τα


δόντια

του περνούν ξυστά από το πιγούνι μου, και


τελειώνω ηχηρά γύρω του. Μένει ακίνητος,
με σφίγγει στην αγκαλιά του και με
ακολουθεί, ψιθυρίζοντας το όνομά μου.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ είναι


εξαντλημένος, ήρεμος και με φιλάει απαλά,
η ανάσα του γαληνεύει. Με κρατάει όρθια
επάνω στον τοίχο του ασανσέρ, με τα
μέτωπά μας να ακουμπούν μεταξύ τους, και
το κορμί μου είναι σαν ζελέ, αδύναμο, αλλά
ευχάριστα χορτασμένο από τον οργασμό
μου.

« Ω Άνα ...» ψελλίζε ι. «Σε χρειάζομαι τόσο


πολύ». Με φιλάει στο μέτωπο.

«Κι εγώ εσένα, Κρίστιαν».

Αφήνοντάς με, μου ισιώνει τη φούστα και


κουμπώνει τα δύο κουμπιά του πουκάμισού
μου, ύστερα πληκτρολογεί τον κωδικό, που
θέτει και πάλι σε κίνηση το ασανσέρ.
Ξεκινάει με ένα τίναγμα, και απλώνω τα
χέρια για να πιαστώ από τα μπράτσα του.

«Ο Τέυλορ θα αναρωτιέται πού είμαστε...»


λέει χαμογελώντας λάγνα.

Ω, να πάρει... Περνάω τα δάχτυλα από τα


μαλλιά μου, σε μια μάταιη προσπάθεια να
διορθώσω την εμφάνιση που μαρτυράει τι
έκανα, μετά τα παρατάω και τα πιάνω
αλογοουρά.

«Καλή είσαι». Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά


καθώς κουμπώνει το παντελόνι του και
βάζει το προφυλακτικό στην τσέπη του.

Είναι και πάλι η προσωποποίηση του


Αμερικανού επιχειρηματία, και μιας και τα
μαλλιά του είναι τον περισσότερο καιρό
ανακατωμένα, η διαφορά είναι ελάχιστη.
Μόνο που τώρα χαμογελάει, είναι χαλαρός,
με τα μάτια του να ζαρώνουν από νεανική
γοητεία. Κατευνάζονται όλοι οι άντρες
τόσο εύκολα;

Ο Τέυλορ περιμένει όταν ανοίγουν οι


πόρτες.
«Πρόβλημα με το ασανσέρ...»
μουρμουρίζει απολογητικά ο Κρίστιαν
καθώς βγαίνουμε έξω, και δεν μπορώ να
κοιτάξω κανέναν τους καταπρόσωπο.

Διασχίζω βιαστικά τη δίφυλλη πόρτα προς


το δωμάτιο του Κρίστιαν, για να βρω
καινούρια εσώρουχα.

ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ, Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ έχει


βγάλει το σακάκι του και κάθεται στον
πάγκο του πρωινού φλυαρώντας με την
κυρία Τζόουνς, που μου χαμογελάει
ευγενικά και βάζει δύο πιάτα με ζεστό
φαγητό μπροστά μας. Μμμ... Μυρίζει
υπέροχα κοκ ο βεν, αν δεν κάνω λάθος.
Πεθαίνω της πείνας.
«Καλή όρεξη, κύριε Γκρέυ, Άνα» λέει και
μας αφήνει μόνους.

Ο Κρίστιαν φέρνει ένα μπουκάλι άσπρο


κρασί από το ψυγείο και καθόμαστε να
φάμε. Μου λέει πόσο πιο κοντά βρίσκεται
στην τελειοποίηση ενός ηλιακού κινητού
τηλεφώνου. Είναι ενθουσιασμένος και
γεμάτος έξαψη για το σχέδιο, και
καταλαβαίνω πως η μέρ<χ του δεν ήταν
εντελώς χάλια.

Τον ρωτάω για την ακίνητη περιουσία του.


Χαμογελάει αχνά, και αποδεικνύεται πως
έχει διαμερίσματα μόνο στη Νέα Υόρκη,
στο Άσπεν και στο Εσκάλα. Τίποτε άλλο.
Όταν τελειώνουμε, μαζεύω το πιάτο του και
το δικό μου και τα πηγαίνω στον νεροχύτη.

«Άσ’ τα. Θα τα κάνει η Γκέιλ» λέει.


Γυρίζω και τον κοιτάζω. Με παρακολουθεί
προσεκτικά. Θα συνηθίσω ποτέ να έχω
κάποιον να μου μαζεύει τα πιάτα;

«Λοιπόν, τώρα που είστε πιο πειθήνια,


δεσποινίς Στιλ, να μιλήσουμε για σήμερα;»

«Νομίζω πως εσύ είσαι ο πιο πειθήνιος.


Πιστεύω ότι κάνω καλή δουλειά
εξημερώνοντάς σε».

«Εξημερώνοντάς με;» ρουθουνίζει με


ευθυμία. Όταν γνέφω καταφατικά,
κατσουφιάζει, θαρρείς και σκέφτεται τα
λόγια μου. «Ναι. Μπορεί και να με
εξημερώνεις, Αναστάζία...»

«Είχες δίκιο για τον Τζακ...» μουρμουρίζω,


σοβαρή τώρα, και σκύβω πάνω από τη
νησίδα της κουζίνας, ζυγίζοντας την
αντίδρασή του.

Τα μούτρα του Κρίστιαν πέφτουν και τα


μάτια του σκληραίνουν. «Επιχείρησε
τίποτα;» ψιθυρίζει, με φωνή νεκρικά ψυχρή.

Γνέφω αρνητικά για να τον καθησυχάσω.


«Όχι. Ούτε και θα επιχειρήσει, Κρίστιαν.
Του είπα σήμερα πως είμαι η κοπέλα σου,
κι έκανε αμέσως πίσω».

«Είσαι σίγουρη; Θα μπορούσα να τον


απολύσω, τον κερατά...» λέει ο Κρίστιαν
σκυθρωπιάζοντας.

Αναστενάζω, παίρνοντας θάρρος από το


κρασί μου. «Πραγματικά πρέπει να μ’
αφήσεις να δίνω τις δικές μου μάχες. Δεν
μπορείς συνεχώς να με κριτικάρεις και να
προσπαθείς να με προστατέψεις. Με
πνίγεις, Κρίστιαν... Δε θ’ ανθίσω ποτέ με
την αδιάκοπη παρέμβασή σου. Χρειάζομαι
κάποια ελευθερία... Εμένα δε θα μου
περνούσε από το μυαλό να ανακατευτώ στις
δουλειές σου».

Με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του.


«Απλώς σε θέλω ασφαλή, Αναστάζία. Αν
σου συνέβαινε οτιδήποτε, θα...» Σταματάει.

«Το ξέρω και καταλαβαίνω γιατί νιώθεις


αυτή την παρόρμηση να με προστατέψεις...
Κι ένα κομμάτι μου το λατρεύει αυτό. Ξέρω
πως, αν σε χρειαστώ, θα είσαι εκεί, όπως
είμαι κι εγώ για σένα. Αλλά αν είναι να
έχουμε την παραμικρή ελπίδα για κοινό
μέλλον, πρέπει να με εμπιστεύεσαι και να
εμπιστεύεσαι την κρίση μου. Ναι, θα τα
θαλασσώσω κάποιες φορές — θα κάνω
λάθη, μα πρέπει να μάθω...»

Με κοιτάζει, και η έκφρασή του είναι


ανήσυχη, κάτι που με παρακινεί να κάνω
τον κύκλο και να τον πλησιάσω, έτσι που
στέκομαι ανάμεσα στα πόδια του ενώ είναι
καθισμένος στο σκαμνί. Αρπάζοντας τα
χέρια του, τα βάζω γύρω μου και ακουμπάω
τα δικά μου επάνω στα μπράτσα του.

«Δεν μπορείς να επεμβαίνεις στη δουλειά


μου. Είναι λάθος. Δε θέλω να ορμάς σαν
λευκός ιππότης για να σώσεις την
κατάσταση. Γνωρίζω ότι θες να ελέγχεις τα
πάντα και καταλαβαίνω το γιατί, αλλά δεν
μπορείς... Είναι ανέφικτος στόχος. Πρέπει
να μάθεις να χαλαρώνεις». Απλώνω το χέρι
και του χαϊδεύω το πρόσωπο έτσι όπως με
κοιτάζει, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά. «Κι
αν μπορέσεις να το κάνεις αυτό -να μου το
δώσεις αυτό-, θα έρθω να μείνω μαζί σου...»
προσθέτω σιγανά.

Παίρνει απότομη ανάσα, έκπληκτος. «Θα


το έκανες αυτό;» ψιθυρίζει.

«Ναι».

«Μα δε με ξέρεις...» Κατσουφιάζει, και


ξαφνικά η φωνή του βγαίνει πνιχτή και
γεμάτη πανικό, κάτι που δε θυμίζει καθόλου
Πενήντα.

«Σε ξέρω αρκετά, Κρίστιαν. Τίποτα που


μπορείς να μου πεις για τον εαυτό σου δε θα
με τρομάξει τόσο ώστε να φύγω». Περνάω
απαλά τις αρθρώσεις μου από το μάγουλό
του. Η έκφρασή του από ανήσυχη γίνεται
αβέβαιη. «Αν μπορούσες όμως να
χαλαρώσεις μαζί μου...» τον ικετεύω.

«Προσπαθώ, Αναστάζια... Δεν μπορούσα


να κάτσω και να σ’ αφήσω να πας στη Νέα
Υόρκη με αυτό τον...

Τον λεχρίτη. Έχει απαίσια φήμη. Καμία από


τις βοηθούς του δεν άντεξε παραπάνω από
τρεις μήνες, και ποτέ δε μένουν στην
εταιρεία. Δεν το θέλω αυτό για σένα, μωρό
μου...» Αναστενάζει. «Δε θέλω να σου
συμβεί τίποτα. Η σκέψη ότι μπορεί να
πληγωθείς... Με γεμίζει τρόμο. Δεν μπορώ
να σου υποσχεθώ πως δε θα παρεμβαίνω.
Όχι αν πιστεύω πως θα σου συμβεί κάτι
κακό». Κάνει μια παύση και παίρνει βαθιά
ανάσα. «Σ’ αγαπάω, Αναστάζία... Θα κάνω
ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε
προστατέψω. Δεν μπορώ να φανταστώ τη
ζωή μου χωρίς εσένα...»

Να πάρει... Η εσωτερική μου θεά, το


υποσυνείδητό μου κι εγώ κοιτάζουμε
σοκαρισμένοι, με το στόμα να χάσκει, τον
Πενήντα.

Δύο λεξούλες* Ο κόσμος μου μένει


ακίνητος, γέρνει, μετά αρχίζει να γυρίζει
επάνω σ’ έναν νέο άξονα. Απολαμβάνω τη
στιγμή, κοιτάζοντας τα ειλικρινή, όμορφα
γκρίζα μάτια του.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Κρίστιαν...» Σκύβω και


τον φιλάω, και το φιλί βαθαίνει.

Μπαίνοντας απαρατήρητος, ο Τέυλορ


ξεροβήχει. Ο Κρίστιαν τραβιέται,
κοιτάζοντάς με έντονα. Σηκώνεται, με το
χέρι του γύρω από τη μέση μου.

«Ναι;» πετάει στον Τέυλορ.

«Ανεβαίνει η κυρία Λίνκολν, κύριε».

«Τι;»

Ο Τέυλορ ανασηκώνει απολογητικά τους


ώμους. Ο Κρίστιαν αναστενάζει βαθιά και
κουνάει το κεφάλι του.

«Αυτό λοιπόν θα είναι ενδιαφέρον...»


μουρμουρίζει και μου χαρίζει ένα στραβό
στωικό χαμόγελο.

Γαμώτο! Γιατί δε μας αφήνει ήσυχους αυτή


η παλιογυναίκα;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ

«ΤΗΣ ΜΙΛΗΣΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;» ρωτάω τον


Κρίστιαν καθώς περιμένουμε την άφιξη της
κυρίας Ρόμπινσον.

«Ναι».

«Τι της είπες;»

«Της είπα πως δεν ήθελες να τη δεις και


πως καταλαβαίνω το γιατί. Της είπα επίσης
ότι δε μ’ άρεσε που κινήθηκε πίσω από την
πλάτη μου». Το βλέμμα του είναι απαθές
και δε φανερώνει τίποτα.

Α, ωραία. «Και τι απάντησε;»


«Το αγνόησε επιδεικτικά, με έναν-τρόπο
που μόνο η Ελένα ξέρει ». Το στόμα του
γίνεται μια στραβή γραμμή.

«Γιατί λες να ήρθε;»

«Δεν έχω ιδέα...» Ο Κρίστιαν ανασηκώνει


τους ώμους.

Ο Τέυλορ ξαναμπαίνει στο μεγάλο


δωμάτιο. «Η κυρία Λίνκολν» αναγγέλλει.

Και να τη... Γιατί είναι τόσο ελκυστική,


γαμώτο; Είναι ντυμένη από την κορφή ως
τα νύχια στα μαύρα: στενό τζιν, ένα
πουκάμισο που τονίζει την τέλεια σιλουέτα
της κι ένα φωτοστέφανο από λαμπερά,
αστραφτερά μαλλιά.
Ο Κρίστιαν με τραβάει κοντά του.
«Ελένα...» λέει με απορημένο ύφος.

Εκείνη με κοιτάζει σοκαρισμένη, με το


στόμα ολάνοιχτο. Έχει μαρμαρώσει.
Ανοιγοκλείνει τα μάτια της και ξαναβρίσκει
την απαλή φωνή της.

«Συγγνώμη... Δεν ήξερα πως είχες παρέα,


Κρίστιαν. Είναι Δευτέρα» λέει, λες κι αυτό
εξηγεί την παρουσία της εδώ.

«Φιλενάδα» αποκρίνεται ο Κρίστιαν εν


είδει εξήγησης και γέρνει το κεφάλι στο
πλάι, χαμογελώντας της ψυχρά.

Ένα αργό, πλατύ χαμόγελο που


απευθύνεται αποκλειστικά σ’ αυτόν
απλώνεται στο πρόσωπό της. Είναι
ενοχλητικό.
«Φυσικά. Γεια σου, Αναστάζία... Δεν ήξερα
7ΐως θα είσαι εδώ. Ξέρω ότι δε θες να μου
μιλήσεις. Το δέχομαι».

«Αλήθεια;» υψώνω ήρεμα το ανάστημά


μου, κοιτάζοντάς την και αιφνιδιάζοντάς
μας όλους.

Σκυθρωπιάζει ελαφρώς και προχωράει λίγο


πιο μέσα στο δωμάτιο. «Ναι, το έπιασα το
μήνυμα. Δεν ήρθα για να δω εσένα. Όπως
είπα, ο Κρίστιαν σπάνια έχει παρέα στη
διάρκεια της εβδομάδας». Κάνει μια παύση.
«Έχω ένα πρόβλημα και θέλω να το
συζητήσω μαζί του».

«Μπα;» Ο Κρίστιαν ισιώνει το σώμα του.


«Θες ένα ποτό; >
«Ναι, ευχαρίστως...» τραυλίζει με
ευγνωμοσύνη.

Ο Κρίστιαν φέρνει ένα ποτήρι, ενώ η Ελένα


κι εγώ στεκόμαστε κοιτάζοντας αμήχανα η
μια την άλλη. Παίζει με ένα μεγάλο
ασημένιο δαχτυλίδι στο μεσαίο της
δάχτυλο, και δεν ξέρω πού να κοιτάξω.
Τελικά μου χαρίζει ένα σφιγμένο χαμόγελο,
πλησιάζει τον πάγκο της κουζίνας και
κάθεται στο ακριανό σκαμνί. Προφανώς
γνωρίζει καλά το σπίτι και κυκλοφορεί
άνετα εδώ μέσα.

Να μείνω; Να φύγω; Ω, η κατάσταση είναι


πολύ δύσκολη. Το υποσυνείδητό μου την
κοιτάζει συνοφρυωμένο, με το πιο εχθρικό
πρόσωπο Άρπυιας που διαθέτει.
Έχω πολλά να πω σ’ αυτήν τη γυναίκα και
τίποτε από αυτά δεν είναι κολακευτικό.
Είναι όμως φίλη του Κρίστιαν -η μόνη του
φίλη-, κι όσο κι αν την περιφρονώ, είμαι εκ
φύσεως ευγενής. Αποφασίζω να μείνω και
κάθομαι με όσο μεγαλύτερη χάρη μπορώ
στο σκαμνί που άδειασε ο Κρίστιαν.
Εκείνος σερβίρει κρασί στα ποτήρια μας και
κάθεται ανάμεσά μας στον πάγκο του
πρωινού. Δεν αισθάνεται πόσο αλλόκοτη
είναι η κατάσταση;

«Τι τρέχει;» τη ρωτάει.

Η Ελένα με κοιτάζει νευρικά, και ο


Κρίστιαν απλώνει το χέρι και πιάνει σφιχτά
το δικό μου.
«Η Αναστάζια είναι μαζί μου τώρα»
απαντάει στη σιωπηλή της ερώτηση
ζουλώντας το χέρι μου.

Κοκκινίζω, και το υποσυνείδητό μου του


χαμογελάει πλατιά, ξεχνώντας το πρόσωπο
της Άρπυιας.

Το πρόσωπο της Ελένα μαλακώνει σαν να


χαίρεται για κείνον. Σαν να χαίρεται
πραγματικά για κείνον. Αχ, δεν την
καταλαβαίνω καθόλου αυτήν τη γυναίκα
και αισθάνομαι άβολα και αμήχανα
μπροστά της.

Παίρνει βαθιά ανάσα και αλλάζει θέση,


ισορροπώντας στην άκρη του σκαμνιού της
και δείχνοντας ταραγμένη. Κοιτάζει
νευρικά τα χέρια της και αρχίζει να
στριφογυρίζει μανιασμένα το μεγάλο
ασημένιο δαχτυλίδι γύρω από το μεσαίο της
δάχτυλο.

Τι πρόβλημα έχει; Φταίει η παρουσία μου;


Ασκώ αυτή την επίδραση επάνω της;
Επειδή αισθάνομαι το ίδιο δεν τη θέλω εδώ.
Σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάζει τον
Κρίστιαν κατάματα.

«Με εκβιάζουν».

Γαμώτο... Δεν είναι αυτό που περίμενα να


βγει από το στόμα της, Ο Κρίστιαν
τσιτώνεται. Ανακάλυψε κάποιος την τάση
της να δέρνει και να πηδάει ανήλικα παιδιά;

Πνίγω την αποστροφή μου και δεν μπορώ


να μη σκεφτώ: ας πρόσεχε. Το
υποσυνείδητό μου τρίβει τα χέρια του μην
μπορώντας να κρύψει τη χαιρεκακία του.
Ωραία.

«Πώς;» ρωτάει ο Κρίστιαν, και η φρίκη


είναι απτή στη φωνή του.

Ψάχνει στην τεράστια λουστρινένια, σινιέ


τσάντα της, βγάζει ένα σημείωμα και του το
δίνει.

«Άσ’ το κάτω. Άνοιξέ το». Ο Κρίστιαν


δείχνει τον πάγκο του πρωινού με το πιγούνι
του.

«Δε θες να το αγγίξεις;»

«Όχι. Δακτυλικά αποτυπώματα».

«Κρίστιαν, ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω


στην αστυνομία με τούτο...»
Γιατί τα ακούω αυτά; Μήπως πηδάει κάποιο
άλλο καημένο αγοράκι;

Απλώνει το σημείωμα μπροστά στον


Κρίστιαν, που σκύβει να το διαβάσει.

«Ζητούν μόνο Γέντε χιλιάδες δολάρια...»


λέει αφηρημένα. «Έχεις ιδέα ποιος μπορεί
να είναι; Κάποιος στην κοινότητα;»

« Όχι » λέει με την απαλή, γλυκιά φωνή της.

«ΟΛινκ;»

Ο Αινκ; Ποιος είναι αυτός;

«Τι; Μετά από τόσο καιρό; Δε νομίζω...»


απαντάει με δυσφορία.

«Το ξέρει ο Άιζακ;»


Ποιος είναι ο Άιζακ;

«Δεν του το είπα».

«Νομίζω πως πρέπει να το μάθει»


αντιγυρίζει ο Κρίστιαν.

Κουνάει το κεφάλι της, και τώρα


αισθάνομαι παρείσακτη. Δε θέλω να έχω
σχέση με αυτά. Προσπαθώ να τραβήξω το
χέρι μου από τη λαβή του Κρίστιαν, αλλά
απλώς με σφίγγει περισσότερο και γυρίζει
να με κοιτάξει.

«Τι;» ρωτάει.

«Είμαι κουρασμένη. Λέω να πάω για


ύπνο...»
Τα μάτια του εξερευνούν τα δικά μου.
Ψάχνοντας τι; Μομφή; Αποδοχή;
Εχθρότητα; Κρατάω την έκφρασή μου όσο
πιο ήπια μπορώ.

«Εντάξει» αποκρίνεται. «Δε θ’ αργήσω».

Με αφήνει και σηκώνομαι. Η Ελένα με


παρακολουθεί επιφυλακτικά. Κρατάω τα
χείλη μου σφιγμένα και της ανταποδίδω το
βλέμμα χωρίς να φανερώνω τίποτα.

«Καληνύχτα, Αναστάζια...» λέει


υπομειδιώντας.

«Καληνύχτα...» μουρμουρίζω, και η φωνή


μου ακούγεται ψυχρή. Γυρίζω να φύγω. Η
ένταση παραείναι μεγάλη για να την
αντέξω. Καθώς βγαίνω από το δωμάτιο,
τους ακούω να συνεχίζουν τη συζήτησή
τους.

«Δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω και πολλά,


Ελένα» της δηλώνει ο Κρίστιαν. «Αν είναι
ζήτημα χρημάτων...» Αφήνει τη φράση
μισοτελειωμένη. «Θα μπορούσα να ζητήσω
από τον Γουέλτς να το ερευνήσει».

«Όχι, Κρίστιαν. Απλώς ήθελα να το πω σε


κάποιον».

Όταν βγαίνω από το δωμάτιο, την ακούω


να ψιθυρίζει: «Φαίνεσαι πολύ
ευτυχισμένος...».

«Είμαι» αποκρίνεται ο Κρίστιαν.

«Το αξίζεις ...»


«Μακάρι να ήταν αλήθεια».

«Κρίστιαν!» τον αποπαίρνει.

Παγώνω, στήνοντας αυτί. Δεν μπορώ να


αντισταθώ στον πειρασμό.

«Ξέρει πόσο αρνητικός είσαι απέναντι στον


εαυτό σου; Για όλα σου τα προβλήματα;»

«Με ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον».

«Οχ... Αυτό πονάει».

«Είναι η αλήθεια, Ελένα, Δε χρειάζεται να


παίζω παιχνίδια μαζί της. Και το εννοώ. Άσ’
την ήσυχη».

«Ποιο είναι το πρόβλημά της;»


«Εσύ... Αυτό που ήμαστε. Αυτό που
κάναμε. Δεν καταλαβαίνει».

«Κάν’ τη να καταλάβει».

«Αυτό ανήκει στο παρελθόν, Ελένα. Και για


ποιον λόγο να θέλω να τη βρομίσω με την
προβληματική σχέση μας; Είναι καλή και
γλυκιά και αθώα, και χάρη σε κάποιο θαύμα
μ’ αγαπάει».

«Δεν είναι θαύμα, Κρίστιαν...» τον


αποπαίρνει καλοσυνάτα η Ελένα. «Έχε λίγη
αυτοπεποίθηση. Είσαι πράγματι κελεπούρι,
Σ’ το έχω πει αρκετές φορές. Και φαίνεται
και αξιαγάπητη. Δυνατή. Κάποια που θα
σηκώσει ανάστημα απέναντί σου».
Δεν ακούω την απάντηση του Κρίστιαν.
Ώστε είμαι δυνατή, ε; Σίγουρα δεν
αισθάνομαι έτσι.

«Δε σου λείπει;» συνεχίζει η Ελένα.

«Τι;»

«Η αίθουσα ψυχαγωγίας σου...»

Παύω να αναπνέω.

«Αυτό πραγματικά δε σ’ αφορά, γαμώτο


μου!» πετάει ο Κρίστιαν.
...

«Με συγχωρείς...» ξεφυσάει υποκριτικά η


Ελένα.

«Νομίζω πως είναι καλύτερο να φύγεις. Και,


σε παρακαλώ, να τηλεφωνήσεις προτού
ξανάρθεις».

«Κρίστιαν, με συγχωρείς...» λέει, κι αυτήν


τη φορά από τον τόνο της φαίνεται να το
εννοεί. «Από πότε είσαι τόσο ευαίσθητος;»
Τον αποπαίρνει και πάλι.

«Ελένα, έχουμε μια επαγγελματική σχέση


που υπήρ-

ξε και για τους δυο μας πολύ κερδοφόρα.


Ας το διατηρήσουμε έτσι. Αυτό που υπήρχε
μεταξύ μας είναι κομμάτι του παρελθόντος.
Η Αναστάζια είναι το μέλλον μου, και δε
θα το διακινδυνεύσω με κανέναν τρόπο. Γι’
αυτό, κόψε τις μαλακίες!»

Το μέλλον του!

«Κατάλαβα...»

«Κοίτα... Λυπάμαι για τους μπελάδες σου.


Ίσως θα έπρεπε να κάνεις ότι δεν
καταλαβαίνεις και να ξεσκεπάσεις την
μπλόφα τους». Ο τόνος του είναι πιο
μαλακός.

«Δε θέλω να σε χάσω, Κρίστιαν...»

«Δεν είμαι δικός σου για να με χάσεις,


Ελένα» πετάει πάλι.

«Δεν εννοούσα αυτό».


«Τι εννοούσες;» Είναι απότομος,
θυμωμένος.

«Άκου... Δε θέλω να τσακωθούμε. Η φιλία


σου σημαίνει πολλά για μένα. Θα κάνω
πίσω σε σχέση με την Αναστάζια. Αλλά
είμαι εδώ αν με χρειαστείς. Πάντα θα
είμαι».

«Η Αναστάζια πιστεύει πως με συνάντησες


το περασμένο Σάββατο. Τηλεφώνησες,
αυτό είναι όλο. Γιατί της είπες άλλα;»

«Ήθελα να ξέρει πόσο αναστατωμένος


ήσουν όταν έφυγε. Δε θέλω να σε
πληγώσει».

«Το ξέρει. Της το είπα. Μην επέμβεις ξανά.


Ειλικρινά, συμπεριφέρεσαι σαν
υπερπροστατευτική μητέρα...» Ο Κρίστιαν
ακούγεται πιο καρτερικός, και η Ελένα
γελάει, αλλά υπάρχει μια νότα θλίψης στη
φωνή της.

«Το ξέρω. Λυπάμαι... Το γνωρίζεις ότι


νοιάζομαι για σένα. Ποτέ δεν πίστευα πως
θα κατέληγες να ερωτευτείς, Κρίστιαν.
Είναι πολύ μεγάλη ευχαρίστηση να το
βλέπω. Αλλά δε θα το άντεχα αν σε
πλήγωνε».

«Θα το διακινδυνεύσω!» αντιγυρίζει


απότομα ο Κρίστιαν. «Και τώρα είσαι
σίγουρη πως δε θες να το ψάξει λίγο ο
Γουέλτς;»

Η Ελένα αναστενάζει. «Υποθέτω ότι δεν


είναι κακό...»

«Εντάξει. Θα τον πάρω το πρωί».


Τους ακούω να διαφωνούν, προσπαθώντας
να βγάλουν άκρη. Πράγματι ακούγονται
σαν παλιοί φίλοι, όπως λέει ο Κρίστιαν,
Απλοί φίλοι. Και νοιάζεται γι’ αυτόν ίσως
υπερβολικά. Αλλά δε θα νοιαζόταν όποιος
τον ήξερε;

«Σ’ ευχαριστώ, Κρίστιαν. Και... Και με


συγχωρείς... Δεν ήθελα να ενοχλήσω με την
παρουσία μου. Φεύγω. Την άλλη φορά θα
τηλεφωνήσω».

«Ωραία».

Φεύγει! Σκατά! Διασχίζω τρέχοντας τον


διάδρομο προς το δωμάτιο του Κρίστιαν και
κάθομαι στο κρεβάτι. Ο Κρίστιαν μπαίνει
έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα.
«Έφυγε...» λέει επιφυλακτικά, ζυγίζοντας
την αντίδρασή μου.

Τον κοιτάζω, προσπαθώντας να διατυπώσω


την ερώτησή μου. «Θα μου πεις τα πάντα
γι’ αυτήν; Θέλω να καταλάβω γιατί
πιστεύεις ότι σε βοήθησε». Κάνω μια
παύση, για να σκεφτώ την επόμενη
πρόταση. «Την απεχθάνομαι, Κρίστιαν...
Νομίζω Ή;ως σου έκανε απερίγραπτη
ζημιά. Δεν έχεις φίλους. Τους κρατούσε
μακριά σου;»

Αναστενάζει και περνάει το χέρι μέσα από


τα μαλλιά του. «Γιατί, γαμώτο μου, θες να
μάθεις γι’ αυτήν; Είχαμε μια πολύχρονη
σχέση, μ’ έσπαγε συχνά στο ξύλο και τη
γαμούσα με κάθε είδους τρόπο, που ούτε
καν μπορείς να φανταστείς. Τελεία και
παύλα!»
Χλωμιάζω. Ανάθεμα. Είναι θυμωμένος μαζί
μου. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα.

«Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος;»

«Επειδή όλες αυτές οι μαλακίες έχουν


τελειώσει!»

φωνάζει, κοιτάζοντάς με βλοσυρά.


Αναστενάζει απελπισμένα και κουνάει το
κεφάλι του.

Ασπρίζω. Σκατά... Χαμηλώνω τη ματιά στα


χέρια μου, που είναι μπλεγμένα στα πόδια
μου. Απλώς θέλω να καταλάβω.

Κάθεται δίπλα μου. «Τι θες να μάθεις;»


ρωτάει κουρασμένα.
«Δεν είσαι υποχρεωμένος να μου πεις. Δε
θέλω να ανακατευτώ».

«Αναστάζια, δεν είναι αυτό. Δε μ’ αρέσει


να μιλάω για κείνες τις μαλακίες. Έζησα
επί χρόνια σε μια φυσαλίδα όπου τίποτα δε
με επηρέαζε και δεν είχα να δικαιολογηθώ
σε κανέναν. Πάντα ήταν εκεί ως
μυστικοσύμβουλος. Και τώρα το παρελθόν
και το μέλλον μου συγκρούονται με έναν
τρόπο που δε θεωρούσα ποτέ δυνατό».

Του ρίχνω μια ματιά και με κοιτάζει με


μάτια ορθάνοιχτα.

«Ποτέ δεν πίστευα πως είχα μέλλον με


οποιαδήποτε, Αναστάζια. Μου δίνεις
ελπίδα και με κάνεις να σκέφτομαι κάθε
είδους πιθανότητες...» Σταματάει.
«Άκουγα...» ψελλίζω και χαμηλώνώ ξανά
το βλέμμα στα χέρια μου.

«Τι; Την κουβέντα μας;»

«Ναι».

«Και;» Ακούγεται καρτερικός.

«Νοιάζεται για σένα».

«Ναι, νοιάζεται... Κι εγώ γι’ αυτήν, με τον


δικό μου τρόπο, που όμως δεν πλησιάζει
καν το πώς νιώθω για σένα. Αν πρόκειται
περί αυτού...»

«Δε ζηλεύω».Έχω πληγωθεί που μπορεί να


σκέφτεται πως ή μήπως ζηλεύω; Σκατά.
Ίσως περί αυτού πρόκειται. «Δεν την
αγαπάς...» μουρμουρίζω.
Αναστενάζει ξανά. Πραγματικά είναι έξω
φρενών. «Πριν από πολύ καιρό νόμιζα πως
την αγαπούσα...» λέει μέσα από τα
σφιγμένα δόντια του.

Ω... «Όταν ήμαστε στην Τζόρτζια... Είπες


πως δεν την αγαπούσες».

«Σωστά».

Κατσουφιάζω.

«Τότε σ’ αγαπούσα, Αναστάζία...»


ψιθυρίζει. «Είσαι ο μόνος άνθρωπος, που
για να τον δω, θα πετούσα πέντε χιλιάδες
χιλιόμετρα».

Ποπό! Δεν καταλαβαίνω. Τότε με ήθελε


ακόμα για υποτακτική. Το κατσούφιασμά
μου γίνεται πιο έντονο.
«Τα συναισθήματα που έχω για σένα είναι
πολύ διαφορετικά από τα όποια είχα για την
Ελένα» προσθέτει εν είδει εξήγησης.

«Πότε το κατάλαβες;»

Ανασηκώνει τους ώμους. «Κατά ειρωνικό


τρόπο, ήταν η Ελένα αυτή που μου το
επισήμανε. Με παρότρυνε να έρθω στην
Τζόρτζια».

Το ήξερα! Το κατάλαβα στη Σαβάνα. Τον


κοιτάζω ανέκφραστη.

Τι συμπέρασμα να βγάλω; Μπορεί η Ελένα


να είναι με το μέρος μου και απλώς να
ανησυχεί μήπως τον πληγώσω. Η σκέψη
είναι επώδυνη. Δε θα ήθελα ποτέ να τον
πληγώσω. Έχει δίκιο η Ελένα — αρκετά
έχει πληγωθεί.
Ίσως δεν είναι και τόσο κακιά. Κουνάω το
κεφάλι. Δε θέλω να δεχτώ τη σχέση του
μαζί της. Την αποδοκιμάζω. Ναι, περί
αυτού πρόκειται. Είναι μια αηδιαστική
τύπισσα που γράπωσε στα νύχια της έναν
ευάλωτο έφηβο, κλέβοντάς του τα εφηβικά
του χρόνια, ό,τι κι αν λέει ο ίδιος.

«Δηλαδή την ποθούσες; Όταν ήσουν


νεότερος;»

«Ναι».

«Μ’ έμαθε πολλά. Μ’ έμαθε να πιστεύω


στον εαυτό μου».

«Αλλά επίσης σ’ έσπαγε στο ξύλο».

Χαμογελάει τρυφερά. «Ναι, μ’ έσπαγε...»


«Και σ’ άρεσε αυτό;»

«Εκείνη την εποχή μ’ άρεσε».

«Τόσο πολύ, που ήθελες να το κάνεις σε


άλλους;»

Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται και


το βλέμμα του σοβαρεύει. «Ναι».

«Σε βοήθησε σ’ αυτό;»

«Ναι».

«Έγινε υποτακτική σου;»

«Ναι».

Γαμώτο μου! «Περιμένεις από μένα να τη


συμπαθήσω;» Η φωνή μου ακούγεται
στριγκιά και πικρή.
«Όχι. Αν και θα έκανε τη ζωή μου πολύ
πιο εύκολη...» απαντάει κουρασμένα.
«Καταλαβαίνω την επιφυλακτικότητά
σου».

«Επιφυλακτικότητα! Χριστέ μου,


Κρίστιαν... Αν ήταν ο γιος σου, πώς θα
ένιωθες;»

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του σαν να μην


καταλαβαίνει την ερώτηση. Σκυθρωπιάζει.
«Δεν ήμουν υποχρεωμένος να μείνω μαζί
της. Ήταν και δική μου επιλογή, Αναστάζια
...» μουρμουρίζει.

Αυτή η ιστορία δε βγάζει πουθενά.

«Ποιος είναι ο Λινκ;»

«Ο πρώην άντρας της».


«Ο “Λίνκολν Ξυλεία”;»

«Ο ίδιος ...» απαντάει υπομειδιώντας.

«Και ο Άιζακ;»

«Ο τωρινός της υποτακτικός».

Οχ, όχι...

«Είναι γύρω στα είκοσι πέντε, Αναστάζία.


Ξέρεις συναινώ ν ενήλικος» συμπληρώνει
βιαστικά, αποκωδικοποιώντας σωστά το
αηδιασμένο ύφος μου.

«Στη δική σου ηλικία...» ψελλίζω.

«Κοίτα, Αναστάζία... Όπως είπα και στην


ίδια, αποτελεί μέρος του παρελθόντος μου.
Εσύ είσαι το μέλλον μου. Μην την αφήσεις
να μπει ανάμεσά μας, σε παρακαλώ. Και,
εντελώς ειλικρινά, έχω βαρεθεί πραγματικά
αυτό το θέμα. Θα πάω να δουλέψω λίγο».
Σηκώνεται και με κοιτάζει. «Ξέχνα το. Σε
παρακαλώ».

Τον κοιτάζω πεισματάρικα.

«Α, παραλίγο να το ξεχάσω...» προσθέτει.


«Το αυτοκίνητό σου έφτασε μία μέρα
νωρίτερα. Είναι στο γκαράζ. Ο Τέυλορ έχει
το κλειδί».

Ποπό! To Saab; «Μπορώ να το οδηγήσω


αύριο;»

«Όχι».

«Γιατί όχι;»
«Ξέρεις γιατί όχι. Και τώρα που το
θυμήθηκα... Αν πρόκειται να βγεις από το
γραφείο σου, ενημέρωσέ με. Ο Σογερ ήταν
εκεί και σε παρακολουθούσε. Φαίνεται πως
δεν μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη ότι θα
φροντίζεις τον εαυτό σου».

Κατσουφιάζει, κάνοντάς με να αισθανθώ


σαν άτακτο παιδί — πάλι. Και θα
τσακωνόμουν μαζί του, αλλά είναι πολύ
φορτισμένος με το θέμα της Ελένα, και δε
θέλω να τον πιέσω κι άλλο. Δεν αντέχω
όμως να μην κάνω ένα σχόλιο.

«Απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε κι εγώ μπορώ να


σου έχω εμπιστοσύνη...» λέω σιγανά. «Θα
μπορούσες να μου έχεις πει πως ο Σόγερ με
παρακολουθούσε».

«Θες να τσακωθούμε και γι’ αυτό;» πετάει.


«Δεν είχα καταλάβει πως τσακωνόμαστε.
Νόμιζα πως επικοινωνούσαμε!» αντιγυρίζω
οξύθυμα.

Κλείνει στιγμιαία τα βλέφαρά του,


προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή
του. Καταπίνω παρακολουθώντας με
αγωνία. Δεν ξέρω πώς θα καταλήξει αυτό.

«Έχω δουλειά» λέει ήρεμα. Και με αυτά τα


λόγια, βγαίνει από το δωμάτιο.

Εκπνέω. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι


κρατούσα την ανάσα μου. Σωριάζομαι πάλι
στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το ταβάνι. Θα
μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε μια
φυσιολογική συζήτηση που δε θα
εκφυλιστεί σε καβγά; Είναι εξαντλητικό.
Απλώς δεν ξέρουμε πολύ καλά ο ένας τον
άλλο. Θέλω στ’ αλήθεια να μείνω μαζί του;
Δεν ξέρω αν πρέπει να του φτιάξω τσάι ή
καφέ όσο δουλεύει. Θα μπορούσα να τον
ενοχλήσω καν; Δεν έχω ιδέα τι του αρέσει
και τι όχι.

Προφανώς έχει βαρεθεί όλη αυτή την


ιστορία με την Ελένα κι έχει δίκιο, πρέπει
να πάω παρακάτω. Να την ξεχάσω.
Τουλάχιστον δεν περιμένει από μένα να την
κάνω φίλη, κι ελπίζω πως τώρα η Ελένα θα
πάψει να με πρήζει να συναντηθούμε.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω στο


παράθυρο. Ξεκλειδώνω την
μπαλκονόπορτα και πλησιάζω στο γυάλινο
κιγκλίδωμα. Η διαφάνειά του είναι
ανησυχητική. Ο αέρας είναι ψυχρός και
αναζωογονητικός εδώ ψηλά.
Ατενίζω τα τρεμάμενα φώτα του Σιάτλ.
Είναι τόσο αποστασιοποιημένος από τα
πάντα εδώ ψηλά στο οχυρό του. Δε δίνει
λογαριασμό σε κανέναν. Μόλις μου είχε πει
πως με αγαπάει, και μετά ήρθαν όλες αυτές
οι μαλακίες εξαιτίας αυτής της φρικτής
γυναίκας. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό.
Η ζωή του είναι τόσο περίπλοκη. Αυτός
είναι τόσο περίπλοκος.

Με έναν βαθύ αναστεναγμό και μια


τελευταία ματιά στο Σιάτλ, που είναι
απλωμένο σαν χρυσό πανί στα πόδια μου,
αποφασίζω να τηλεφωνήσω στον Ρέυ. Έχω
μέρες να του μιλήσω. Η κουβέντα είναι
σύντομη όπως πάντα, αλλά διαπιστώνω πως
είναι καλά και πως διακόπτω έναν
σημαντικό ποδοσφαιρικό αγώνα.
«Ελπίζω να είναι όλα καλά με τον
Κρίστιαν» λέει αδιάφορα, και καταλαβαίνω
ότι προσπαθεί να ψαρέψει πληροφορίες,
όμως στην πραγματικότητα δε θέλει να
ξέρει.

«Ναι. Είμαστε μια χαρά». Περίπου, και θα


μετακομίσω στο σπίτι του. Αν και δεν
έχουμε συζητήσει το χρονοδιάγραμμα.

«Σ’ αγαπάω, μπαμπά».

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Άννι».

Κλείνω το τηλέφωνο και κοιτάζω το ρολόι


μου. Είναι μόλις δέκα. Λόγω της
συζήτησης, νιώθω παράξενα εκνευρισμένη
και ανήσυχη.
Κάνω ένα γρήγορο ντους, και
επιστρέφοντας στο δωμάτιο, αποφασίζω να
φορέσω ένα από τα νυχτικά με τα οποία με
εφοδίασε η Καρολάιν Άκτον από το Nei-
man Marcus. Ο Κρίστιαν παραπονιέται
συνεχώς για τα μπλουζάκια μου. Υπάρχουν
τρία. Διαλέγω το απαλό ροζ και το φοράω.
Το ύφασμα γλιστράει στο δέρμα μου
χαϊδεύοντάς το και κολλώντας επάνω μου
καθώς πέφτει γύρω από το κορμί μου.
Φαίνεται πανάκριβο* από το πιο καλό
λεπτό σατέν. Ποπό! Κοιτάζομαι στον
καθρέφτη και μοιάζω με σταρ της δεκαετίας
του 1930. Είναι μακρύ και κομψό και δεν
ταιριάζει καθόλου στον χαρακτήρα μου.

Παίρνω την ασορτί ρόμπα και αποφασίζω


να ψάξω για κανένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη.
Θα μπορούσα να διαβάσω το iPad μου αλλά
αυτήν τη στιγμή θέλω την παρηγοριά και τη
βολή ενός πραγματικού βιβλίου. Θα αφήσω
τον Κρίστιαν ήσυχο. Μπορεί να ξαναβρεί
την καλή του διάθεση μόλις τελειώσει τη
δουλειά.

Τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του Κρίστιαν


είναι υπερβολικά πολλά. Θα χρειαστώ ώρες
για να διαβάσω όλους τους τίτλους. Ρίχνω
μια φευγαλέα ματιά στο τραπέζι του
μπιλιάρδου και κοκκινίζω στην ανάμνηση
της χτεσινής βραδιάς. Χαμογελάω
βλέποντας πως ο χάρακας είναι ακόμα
πεταγμένος στο πάτωμα. Τον σηκώνω και
χτυπάω την παλάμη μου. Οχ! Τσούζει.

Γιατί δεν αντέχω λίγο περισσότερο πόνο για


τον άνθρωπό μου; Αφήνω απαρηγόρητη τον
χάρακα στο γραφείο και συνεχίζω την
αναζήτηση ενός καλού βιβλίου.
Τα περισσότερα είναι πρώτες εκδόσεις.
Πώς μπορεί να έχει συγκεντρώσει μια
τέτοια συλλογή μέσα σε τόσο μικρό
διάστημα; Ίσως η περιγραφή της θέσης
εργασίας του Τέυλορ να περιλαμβάνει και
αγορά βιβλίων. Καταλήγω στη Ρεβέκκα, της
Δάφνης ντυ Μοριέ. Έχω πολύ καιρό να το
διαβάσω. Κουλουριάζομαι χαμογελώντας
σε μια από τις αναπαυτικές πολυθρόνες και
διαβάζω την πρώτη αράδα:

Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα πως πήγα


ξανά στο Μάντερλεΰ...

Ξυπνάω όταν ο Κρίστιαν με σηκώνει στην


αγκαλιά του.

«Ει...» μουρμουρίζει. «Σε πήρε ο ύπνος. Δε


σ’ έβρισκα». Χώνει τη μύτη του στα μαλλιά
μου.
Τυλίγω νυσταγμένα τα μπράτσα γύρω από
τον λαιμό του και ανασαίνω το άρωμά του
-ω, πόσο ωραία μυρίζεικαθώς με κουβαλάει
ξανά στο υπνοδωμάτιο. Με ξαπλώνει στο
κρεβάτι και με σκεπάζει.

«Κοιμήσου, μωρό μου...» ψιθυρίζει


πιέζοντας τα χείλη του στο μέτωπό μου.

ΞΥΠΝΑΩ ΞΑΦΝΙΚΑ από ένα


ανησυχητικό όνειρο και προς στιγμήν είμαι
αποπροσανατολισμένη. Πιάνω τον εαυτό
μου να ελέγχει με αγωνία την άκρη του
κρεβατιού. Από το μεγάλο δωμάτιο ακούω
τον απόηχο μιας περίπλοκης μελωδίας από
το πιάνο.
Τι ώρα είναι; Κοιτάζω το ξυπνητήρι δύο
το πρωί. Ξάπλωσε καθόλου ο Κρίστιαν;
Ξεμπερδεύω τα πόδια μου από τη ρόμπα,
που τη φοράω ακόμα, και σηκώνομαι από
το κρεβάτι.

Στο μεγάλο δωμάτιο στέκομαι στη σκιά


ακούγοντας. Ο Κρίστιαν είναι χαμένος στη
μουσική. Φαίνεται οισφαλής και σίγουρος
μέσα στη φυσαλίδα του φωτός του. Και ο
σκοπός που παίζει έχει μια εύθυμη μελωδία.
Μερικά κομμάτια της ακούγονται γνωστά,
αλλά πολύ περίπλοκα. Παίζει τόσο καλά.
Γιατί με εκπλήσσει πάντα αυτό;

Η όλη σκηνή φαντάζει κάπως διαφορετική,


και συνειδητοποιώ πως η ουρά του πιάνου
είναι κατεβασμένη, προσφέροντάς μου
απεριόριστη θέα. Σηκώνει το βλέμμα του,
και τα μάτια μας συναντιούνται. Τα δικά
του είναι γκρίζα και λάμπουν απαλά στο
διάχυτο φως της λάμπας. Συνεχίζει να
παίζει χωρίς να μπερδευτεί καθόλου καθώς
προχωράω προς το μέρος του. Τα μάτια του
με ακολουθούν ρουφώντας με, λάμποντας
ακόμα περισσότερο. Όταν φτάνω κοντά
του, σταματάει.

«Γιατί σταμάτησες; Ήταν πολύ όμορφο...»

«Έχεις ιδέα πόσο επιθυμητή φαίνεσαι αυτήν


τη στιγμή; » λέει με σιγανή φωνή.

Ω. .. «Έλα στο κρεβάτι...» τραυλίζω, και τα


μάτια του παίρνουν φωτιά έτσι όπως μου
απλώνει το χέρι. Όταν το πιάνω, εκείνος
με τραβάει αναπάντεχα και πέφτω στην
αγκαλιά του.
Τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου και χώνει
τη μύτη του στον αυχένα μου πίσω από το
αυτί, στέλνοντας ρίγη στη ραχοκοκαλιά
μου.

«Γιατί τσακωνόμαστε;» ψιθυρίζει, και τα


δόντια του αγγίζουν τον λοβό μου.

«Επειδή μαθαίνουμε ο ένας τον άλλο και


είσαι πεισματάρης και καβγατζής και
κυκλοθυμικός και δύσκολος. ..» απαντάω
με κομμένη την ανάσα, μετακινώντας το
κεφάλι μου για να του προσφέρω
ευκολότερη πρόσβαση.

Περνάει τη μύτη του από τον λαιμό μου, και


νιώθω το χαμόγελό του. «Είμαι όλα αυτά
τα πράγματα, δεσποινίς Στιλ... Είναι θαύμα
που με ανέχεστε». Δαγκώνει ελαφρά τον
λοβό μου, και βογκάω. «Είναι πάντα έτσι;»
αναστενάζει.

«Δεν έχω ιδέα».

«Ούτε κι εγώ».

Τραβάει απότομα τη ζώνη της ρόμπας μου,


έτσι που αυτή ανοίγει, και το χέρι του
διατρέχει το σώμα μου πάνω από το στήθος
μου. Οι ρώγες μου σκληραίνουν κάτω από
το απαλό του άγγιγμα, πιέζοντας το σατέν.
Κατεβαίνει στη μέση μου και ύστερα στους
γοφούς μου.

«Η υφή σου είναι τόσο απαλή κάτω από


αυτό το ύφασμα, και βλέπω τα πάντα ακόμα
κι αυτό».
Τραβάει μαλακά τις τρίχες του εφηβαίου
μου μέσα από το ύφασμα κόβοντάς μου την
ανάσα, ενώ το άλλο του χέρι τυλίγεται σε
γροθιά γύρω από τα μαλλιά στον αυχένα
μου. Τραβώντας το κεφάλι μου προς τα
πίσω, με φιλάει, και η γλώσσα του είναι
επίμονη, ανελέητη, επιτακτική. Βογκάω και
χαϊδεύω το πολυαγαπημένο του πρόσωπο.
Το χέρι του τραβάει μαλακά το νυχτικό μου
προς τα επάνω, αργά, βασανιστικά, ώσπου
βρίσκεται να χαϊδεύει τους γυμνούς
γλουτούς μου, και μετά περνάει τον
αντίχειρά του από το μέσα μέρος του μηρού
μου.

Ξαφνικά σηκώνεται, ξαφνιάζοντάς με, και


με ανεβάζει επάνω στο πιάνο. Τα πόδια μου
είναι ακουμπισμένα στα πλήκτρα,
χτυπώντας παράφωνες, ξεκάρφωτες νότες,
και τα χέρια του γλιστρούν στα πόδια και τα
γόνατά μου. Με αρπάζει από τα χέρια.

«Ξάπλωσε πίσω!» με προστάζει, κρατώντας


τα χέρια μου έτσι όπως χαμηλώνω το κορμί
μου επάνω στο πιάνο.

Νιώθω το καπάκι σκληρό και άβολο στην


πλάτη μου. Με αφήνει και σπρώχνει τα
πόδια μου να ανοίξουν περισσότερο, ενώ
οι πατούσες μου χορεύουν επάνω στα
πλήκτρα, στις χαμηλότερες και τις
ψηλότερες νότες.

Ποπό! Ξέρω τι πρόκειται να κάνει, και η


προσμονή... Βογκάω δυνατά καθώς με
φιλάει στο μέσα μέρος του γόνατου, ύστερα
φιλάει και πιπιλίζει και δαγκώνει
ανεβαίνοντας προς τον μηρό μου. Το απαλό
σατέν του νυχτικού μου σηκώνεται
ψηλότερα, γλιστρώντας επάνω στο
ευαισθητοποιημένο δέρμα μου καθώς
σπρώχνει το ύφασμα. Λυγίζω τα ,:όδια, και
οι χορδές ακούγονται ξανά. Σφαλίζοντας τα
βλέφαρά μου, του παραδίδομαι την ώρα
που το στόμα του φτάνει στην κορυφή των
μηρών μου.

Με φιλάει... Εκεί... Ποπό! Μετά φυσάει


απαλά προτού η γλώσσα του αρχίσει να
διαγράφει κύκλους γύρω από την
κλειτορίδα μου. Μου ανοίγει ακόμα
περισσότερο τα πόδια. Αισθάνομαι τόσο
ανοιχτή τόσο εκτεθειμένη. Με κρατάει
ακίνητη, με τα χέρια λίγο πάνω από τα
γόνατά μου καθώς η γλώσσα του με
βασανίζει, χωρίς έλεος, χωρίς ανάπαυλα...
Χωρίς οίκτο. Ανασηκώνοντας τους γοφούς,
ακολουθώντας και αντιγράφοντας τον
ρυθμό του, παίρνω φωτιά.

«Ω Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» βογκάω.

«Α, όχι, μωρό μου...Όχι ακόμα» με


πειράζει, αλλά νιώθω τον εαυτό μου να
επιταχύνει όπως κι αυτός. Σταματάει.

« Όχι ...» κλαψουρίζω.

«Αυτή είναι η εκδίκησή μου, Άνα...»


μουγκρίζει σιγανά, «Καβγάδισε μαζί μου,
και με κάποιον τρόπο θα ξεσπάσω στο
σώμα σου». Χαράζει ένα μονοπάτι από
φιλιά στην κοιλιά μου, ενώ τα χέρια του
ταξιδεύουν στους μηρούς μου χαϊδεύοντας,
ζουλώντας, βασανίζοντας. Η γλώσσα του
κάνει κύκλους γύρω από τον αφαλό μου,
και τα χέρια του -χάι οι αντίχειρες τον... Αχ,
οι αντίχειρες τουφτάνουν στην κορυφή των
μηρών μου.

« Αχ! » φωνάζω καθώς σπρώχνει τον έναν


μέσα μου.

Ο άλλος του αντίχειρας με καταδιώκει


αργά, βασανιστικά, κάνοντας κύκλους. Η
πλάτη μου ανασηκώνεται από το πιάνο
καθώς σφαδάζω κάτω από το άγγιγμά του.
Είναι σχεδόν αφόρητο.

«Κρίστιαν!» φωνάζω την ώρα που


στροβιλίζομαι εκτός ελέγχου από τον πόθο.

Με λυπάται και σταματάει. Σηκώνοντας τα


πόδια μου από τα πλήκτρα, με σπρώχνει.
Και ξαφνικά τσουλάω χωρίς προσπάθεια
επάνω στο πιάνο, γλιστρώντας στο σατέν,
και με ακολουθεί γονατίζοντας στιγμιαία
ανάμεσα στα πόδια μου για να φορέσει ένα
προφυλακτικό. Ζυγιάζεται από πάνω μου
και λαχανιάζω, κοιτάζοντάς τον με
παράφορο πόθο, και συνειδητοποιώ πως
είναι γυμνός, Πότε έβγαλε τα ρούχα του;

Με κοιτάζει, και στα μάτια του υπάρχει


θαυμασμός, θαυμασμός, αγάπη και πάθος,
και είναι συγκλονιστικό.

«Σε θέλω... Τόσο πολύ.. .» λέει και, πολύ


αργά, υπέροχα, βυθίζεται μέσα μου.

ΕΙΜΑΙ ΣΩΡΙΑΣΜΕΝΗ ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ,


στραγγισμένη, με τα μέλη βαριά και νωθρά
έτσι όπως είμαστε ξαπλωμένοι επάνω στο
πιάνο του. Ποπό! Εκείνος νιώθει πολύ πιο
άνετα ξαπλωμένος στο πιάνο. Προσέχοντας
να μην τον αγγίξω στο στήθος, ακουμπάω
το μάγουλό μου επάνω του και μένω
εντελώς ακίνητη. Δε φέρνει αντίρρηση, και
ακούω την ανάσα του, που επιβραδύνεται
όπως και η δική μου. Μου χαϊδεύει απαλά
τα μαλλιά.

«Το βράδυ πίνεις τσάι ή καφέ;» ρωτάω


νυσταγμένα.

«Πολύ παράξενη ερώτηση...» λέει


αφηρημένα.

«Σκέφτηκα να σου φέρω τσάι στο γραφείο


σου και μετά συνειδητοποίησα πως δεν
ήξερα τι σ’ αρέσει».

«Α, κατάλαβα... Νερό ή κρασί το βράδυ,


Άνα. Αν και ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσω το
τσάι».
Το χέρι του κουνιέται ρυθμικά στην πλάτη
μου, χαϊδεύοντάς με απαλά.

«Στ’ αλήθεια ξέρουμε πολύ λίγα ο ένας για


τον άλλο. ..» τραυλίζω.

« Το ξέρω ...» ψελλίζει, και η φωνή του


είναι πένθιμη.

Ανακάθομαι για να τον κοιτάξω. «Τι είναι;»


ρωτάω.

Κουνάει το κεφάλι του σαν για να διώξει


κάποια δυσάρεστη σκέψη, και σηκώνοντας
το χέρι, μου χαϊδεύει το μάγουλο. Τα μάτια
του είναι λαμπερά και σοβαρά.

«Σ’ αγαπάω, Άνα Στιλ...» λέει.


Το ξυπνητήρι ζωντανεύει με τα νέα των έξι
για την κυκλοφορία και με τραβάει απότομα
από το ανησυχητικό μου όνειρο με τις
κατάξανθες και τις μελαχρινές γυναίκες.
Δεν αντιλαμβάνομαι αμέσως περί τίνος
πρόκειται, και γρήγορα η προσοχή μου
αποσπάται, μιας και ο Κρίστιαν Γκρέυ είναι
τυλιγμένος γύρω μου σαν μετάξι, με τα
ανακατωμένα μαλλιά του επάνω στο στέρνο
μου, τα χέρια του στα στήθη μου, τα πόδια
του γύρω μου, κρατώντας με ακίνητη.
Κοιμάται ακόμα, κι εγώ ζεσταίνομαι πολύ.

Αγνοώ όμως τη δυσφορία μου, απλώνοντας


διστακτικά τα δάχτυλα για να τα περάσω
μέσα από τα μαλλιά του. Αναδεύεται.
Ανοίγοντας τα φωτεινά γκρίζα μάτια του,
χαμογελάει νυσταγμένα. Ποπό... Είναι
αξιολάτρευτος.
«Καλημέρα, όμορφη...» λέει.

«Καλημέρα, όμορφε...» Του ανταποδίδω το


χαμόγελο.

Με φιλάει, ξεκουβαριάζεται ακουμπώντας


στον αγκώνα του και με κοιτάζει.
«Κοιμήθηκες καλά;» ρωτάει.

«Ναι, παρά τη διακοπή του ύπνου .μου χτες


βράδυ».

Το χαμόγελό του πλαταίνει. «Χμμμ...


Μπορείς να με διακόπτεις έτσι όποτε θες».
Με ξαναφιλάει.

«Εσύ; Κοιμήθηκες καλά;»

«Πάντα κοιμάμαι καλά μαζί σου,


Αναστάζία».
«Τέρμα οι εφιάλτες;»

«Ναι».

Κατσουφιάζω και αποτολμώ μια ερώτηση.


«Τι βλέπεις στους εφιάλτες σου;»

Το μέτωπό του ζαρώνει και το χαμόγελο


σβήνει. Σκατά -η ηλίθια περιέργειά μου.

«Είναι φλας μπακ στα πρώτα παιδικά μου


χρόνια, ή τουλάχιστον έτσι λέει ο δόκτωρ
Φλυν. Κάποια έντονα, κάποια όχι και
τόσο...» Η φωνή του χαμηλώνει, και το
πρόσωπό του παίρνει μια απόμακρη,
πληγωμένη έκφραση. Αρχίζει αφηρημένα
να σέρνει το δάχτυλό του επάνω στην
κλείδωσή μου, αποσπώντας μου την
προσοχή.
«Ξυπνάς με φωνές και κλάματα;»
Προσπαθώ μάταια να αστειευτώ.

Με κοιτάζει σαστισμένος. «Όχι,


Αναστάζία. Ποτέ δεν έκλαψα. Απ’ όσο
θυμάμαι...» Σκυθρωπιάζει θαρρείς και
φτάνει στα βάθη των αναμνήσεών του.

Οχ, όχι αυτό το μέρος παραείναι σκοτεινό


για να πάμε αυτή την ώρα.

«Έχεις καθόλου χαρούμενες αναμνήσεις


από την παιδική σου ηλικία;» ρωτάω
βιαστικά, κυρίως για να του αποσπάσω την
προσοχή.

Δείχνει για λίγο σκεπτικός,


εξακολουθώντας να σέρνει το δάχτυλό του
επάνω στο δέρμα μου. «Θυμάμαι την
κοκαϊνομανή πόρνη να ψήνει στον φούρνο.
Θυμάμαι τη μυρωδιά. Μια τούρτα
γενεθλίων, νομίζω. Για μένα... Και μετά
είναι και η άφιξη της Μία με τον μπαμπά
και τη μαμά μου. Η μαμά μου ανησυχούσε
για την αντίδρασή μου, εγώ όμως λάτρεψα
αμέσως το μωρό. Η πρώτη μου λέξη ήταν
“Μία”. Θυμάμαι το πρώτο μου μάθημα
πιάνου. Η δεσποινίς Κάθι, η δασκάλα μου,
ήταν καταπληκτική. Είχε και άλογα...» λέει
και χαμογελάει μελαγχολικά.

«Είπες πως η μαμά σου σ’ έσωσε. Πώς;»

Ο ρεμβασμός του διακόπτεται και με


κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνω τη
βασική αριθμητική του δύο συν δύο.

«Με υιοθέτησε» απαντάει λιτά. «Νόμιζα


πως ήταν άγγελος όταν την πρωτοείδα.
Ήταν ντυμένη στα λευκά και ήταν τόσο
ευγενική και ήρεμη όταν με εξέταζε... Ποτέ
δε θα το ξεχάσω. Αν είχε πει όχι ή αν ο
Κάρρικ είχε πει όχι ...» Ανασηκώνει τους
ώμους του και κοιτάζει πίσω του το
ξυπνητήρι. «Όλα αυτά είναι κάπως βαριά
για τόσο νωρίς το πρωί...» μουρμουρίζει.

«Πήρα όρκο να σε μάθω καλύτερα».

«Έτσι, ε, δεσποινίς Στιλ; Νόμιζα πως


θέλατε να μάθετε αν προτιμώ τον καφέ ή
το τσάι...» αποκρίνεται υπομειδιώντας. «Εν
πάση περιπτώσει, μπορώ να σκεφτώ έναν
τρόπο για να με γνωρίσετε». Σπρώχνει με
νόημα τους γοφούς του επάνω μου.

«Νομίζω πως σε ξέρω αρκετά καλά απ’


αυτή την άποψη...» Η φωνή μου είναι
υπεροπτική και επιτιμητική και τον κάνει να
χαμογελάσει πιο πλατιά.
«Δε νομίζω πως θα σε μάθω ποτέ μου
αρκετά καλά απ' αυτή την άποψη...»
αντιγυρίζει χαμηλόφωνα. «Σαφώς
υπάρχουν πλεονεκτήματα στο να ξυπνάω
δίπλα σου». Η φωνή του είναι απαλή και
απίστευτα σαγηνευτική.

«Δεν πρέπει να σηκωθείς;» Η χροιά μου


είναι σιγανή και βραχνή ω, τι μου χάνει...

«Σήμερα όχι. Δεν υπάρχει παρά ένα μέρος


όπου θα ήθελα να βρίσκομαι αυτήν τη
στιγμή, δεσποινίς Στιλ!» απαντάει, και τα
μάτια του σπιθίζουν λάγνα.

«Κρίστιαν...» ψελλίζω σοκαρισμένη, με


κομμένη την ανάσα.

Ξαφνικά εκείνος μετακινείται έτσι που


βρίσκεται πάνω μου, πιέζοντάς με στο
κρεβάτι. Αρπάζοντας τα χέρια μου, τα
σηκώνει πάνω από το κεφάλι μου και
αρχίζει να με φιλάει στον λαιμό.

«Ω δεσποινίς Στιλ...» Χαμογελάει επάνω


στο δέρμα μου, στέλνοντας παντού υπέροχα
μυρμηγκιάσματα καθώς το χέρι του
ταξιδεύει στο κορμί μου, και αρχίζει να
σηκώνει αργά το σατέν νυχτικό μου. «Ω, τι
θα ήθελα να σου κάνω...» μουρμουρίζει.

Και χάνομαι, βάζοντας τέλος στην


ανάκριση.

Η ΚΥΡΙΑ ΤΖΟΟΥΝΣ ΜΟΥ ΣΕΡΒΙΡΕΙ το


πρωινό μου με τις τηγανίτες και το μπέικον,
και για τον Κρίστιαν μια ομελέτα με
μπέικον. Καθόμαστε πλάι πλάι μέσα σε
άνετη σιωπή.

«Πότε θα γνωρίσω τον Κλοντ, τον


γυμναστή σου, για να τον δοκιμάσω;»
ρωτάω.

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει χαμογελώντας.


«Εξαρτάται από το αν θες να πας στη Νέα
Υόρκη το Σαββατοκύριακο ή όχι εκτός αν
θα ήθελες να τον δεις νωρίς ένα πρωί μέσα
στην εβδομάδα. Θα πω στην Άντρια να
κοιτάξει το πρόγραμμά του και να σε
πάρει».

«Την Άντρια;»

«Την προσωπική μου βοηθό».


Α, ναι. «Μια από τις πολλές ξανθές σου...»
τον πειράζω.

«Δεν είναι δική μου. Δουλεύει για μένα.


Εσύ είσαι δική μου».

«Δουλεύω για σένα...» ψιθυρίζω ξινά.

Χαμογελάει πλατιά σαν να το είχε ξεχάσει.


«Πράγματι...» Το χαμόγελό του είναι
κολλητικό.

«Ίσως ο Κλοντ μπορεί να με μάθει κικ


μπόξινγκ» τον προειδοποιώ.

«Α μπα... Για να βελτιώσεις τις πιθανότητές


σου εναντίον μου;» Ο Κρίστιαν
ανασηκώνει το φρύδι με κέφι. «Δώστε τα
όλα, δεσποινίς Στιλ!»
Είναι τόσο χαρούμενος σήμερα, σε
σύγκριση με την κακή του διάθεση χτες
μετά την αποχώρηση της Ελένα. Είναι
εντελώς αφοπλιστικό. Ίσως είναι όλο αυτό
το σεξ... Ίσως αυτό τον κάντι τόσο κεφάτο.

Ρίχνω μια ματιά πίσω μου στο πιάνο,


απολαμβάνοντας την ανάμνηση της
χτεσινής νύχτας. «Ξανασήκωσες την ουρά
του πιάνου».

«Την κατέβασα χτες το βράδυ για να μη σε


ενοχλήσω. Μάλλον δεν έπιασε, μα χαίρομαι
γι’ αυτό...» Τα χείλη του Κρίστιαν
συσπώνται σ’ ένα λάγνο χαμόγελο καθώς
τρώει μια μπουκιά ομελέτα.

Γίνομαι κατακόκκινη και του χαμογελάω


αχνά. Ω, ναι... Ευχάριστες στιγμές επάνω στο
πιάνο.
Η κυρία Τζόουνς σκύβει, και αφήνει
μπροστά μου μια χάρτινη σακούλα που
περιέχει το γεύμα μου, κάνοντάς με να
κοκκινίσω από ενοχή,

«Για αργότερα, Άνα. Τόνος. Εντάξει;»

«Ω, ναι... Ευχαριστώ, κυρία Τζόουνς».

Της χαμογελάω συνεσταλμένα, κι εκείνη


ανταποδίδει, χαρίζοντάς μου ένα ζεστό
χαμόγελο προτού βγει από το μεγάλο
δωμάτιο. Υποψιάζομαι πως το κάνει για να
μας αφήσει λίγο μόνους.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Στρέφομαι


και πάλι στον Κρίστιαν.

Η εύθυμη έκφρασή του σβήνει. «Φυσικά».


«Και δε θα θυμώσεις;»

«Είναι για την Ελένα;»

«Όχι».

«Τότε δε θα θυμώσω».

«Τώρα όμως έχω μια συμπληρωματική


ερώτηση».

«Μπα;»

«Που είναι γι’ αυτήν».

Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό. «Τι;»


ρωτάει, και τώρα είναι εκνευρισμένος.

«Γιατί γίνεσαι τόσο έξαλλος όταν σε ρωτάω


γι’ αυτήν;»
«Ειλικρινά;»

Του κατσουφιάζω. «Νόμιζα πως ήσουν


πάντα ειλικρινής μαζί μου...»

«Προσπαθώ να είμαι».

Στενεύω τα μάτια. «Αυτή η απάντηση


ακούγεται μάλλον διφορούμενη».

«Είμαι πάντα ειλικρινής μαζί σου, Άνα. Δε


θέλω να παίζω παιχνίδια. Τουλάχιστον όχι
τέτοιου είδους παιχνίδια. ..» διευκρινίζει,
και τα μάτια του παίρνουν φωτιά.

«Τι είδους παιχνίδια θες να παίζεις;»

Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι


υπομειδιώντας. «Δεσποινίς Στιλ, μπορεί
κανείς πολύ εύκολα να σας αποσπάσει την
προσοχή...»

Χαχανίζω. Έχει δίκιο. «Κύριε Γκρέυ,


μπορείτε να μου αποσπάτε την προσοχή σε
πάρα πολλά επίπεδα!» Κοιτάζω τα φωτεινά
γκρίζα μάτια του, που λάμπουν από
ευθυμία.

«Ο αγαπημένος μου ήχος σε όλο τον κόσμο


είναι το χαχανητό σου, Αναστάζία. Τώρα
ποια ήταν η αρχική σου ερώτηση;» ρωτάει
ήρεμα, και νομίζω πως με κοροϊδεύει.

Προσπαθώ να στραβώσω το στόμα για να


δείξω τη δυσφορία μου, αλλά μου αρέσει
ο παιχνιδιάρης Πενήντα - έχει πλάκα. Μου
αρέσουν τα πρωινά πειράγματα.
Σκυθρωπιάζω, προσπαθώντας να θυμηθώ
την ερώτησή μου.
«Α, ναι...Έβλεπες τις υποτακτικές σου μόνο
τα Σαββατοκύριακα;»

«Ναι, σωστά...» απαντάει, κοιτάζοντάς με


νευρικά.

Του χαμογελάω. «Δηλαδή δεν είχε σεξ στη


διάρκεια της εβδομάδας;»

Γελάει. «Α, ώστε: εκεί το πάμε...» Φαίνεται


αόριστα ανακουφισμένος. «Γιατί νομίζεις
ότι γυμνάζομαι κάθε μέρα;»

Τώρα πραγματικά με κοροϊδεύει, αλλά δε


με νοιάζει. Θέλω να συγχαρώ τον εαυτό μου
από την αγαλλίαση. Άλλη μία πρώτη φορά
ή μάλλον πολλές πρώτες φορές.

«Φαίνεστε πολύ ικανοποιημένη από τον


εαυτό σας, δεσποινίς Στιλ».
«Είμαι, κύριε Γκρέυ».

«Θα έπρεπε να είσαι...» αποκρίνεται


χαμογελώντας. «Φάε τώρα το πρωινό σου».

Ω, ο αυταρχικός Πενήντα... Ποτέ δεν είναι


πολύ μακριά.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΚΑΘΙΣΜΑ του


Audi. Ο Τέυλορ οδηγεί, και το σχέδιο είναι
να με αφήσει στη δουλειά και μετά να πάει
τον Κρίστιαν. Ο Σόγερ κάθεται στη θέση
του συνοδηγού.

«Δεν είπες ότι σήμερα έρχεται ο αδερφός


της συγκατοίχου σου;» ρωτάει ο Κρίστιαν
σχεδόν αδιάφορα, με φωνή και έκφραση
που δε φανερώνουν τίποτα.
«Οχ. ο Ίθαν!» φωνάζω. «Το ξέχασα. Ω
Κρίστιαν, ευχαριστώ που μου το θύμισες.
Θα πρέπει να πάω στο διαμέρισμα! »

Τα μούτρα του πέφτουν. «Τι ώρα;»

«Δεν είμαι σίγουρη για το τι ώρα έρχεται».

«Δε θέλω να πας πουθενά μόνη σου» λέει


ξερά.

«Το ξέρω...» μουρμουρίζω και


αντιστέκομαι στον πειρασμό να κάνω μια
καρτερική γκριμάτσα στον κύριο
Υπερβολικό. «Θα κατασκοπεύει... Εμμμ...
Έχει βάρδια ο Σόγερ σήμερα;»
Κρυφοκοιτάζω προς την κατεύθυνση του
Σόγερ και βλέπω το πίσω μέρος των αυτιών
του να γίνεται κατακόκκινο.
«Ναι» πετάει ο Κρίστιαν. Τα μάτια του
είναι παγερά.

«Αν οδηγούσα το Saab, θα ήταν


ευκολότερο!» αντιγυρίζω οξύθυμα.

«Ο Σόγερ θα έχει αυτοκίνητο και μπορεί να


σε πάει στο διαμέρισμά σου, ανάλογα με
την ώρα».

«Εντάξει. Νομίζω πως ο Ίθαν θα με


ειδοποιήσει στη διάρκεια της μέρας. Τότε
θα σου πω ποιο είναι το σχέδιο».

Με κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Αχ, τι


σκέφτεται;

« Εντάξει » Συγκατατίθεται. «Πουθενά


μόνη σου. Καταλαβαίνεις; » Μου κουνάει
το δάχτυλο.
«Ναι, χρυσέ μου...» λέω σιγανά.

Υπάρχει ένα ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό


του. «Και ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιείς
το BlackBerry θα σου στείλω μήνυμα εκεί.
Αυτό θα εμπόδιζε τον πληροφορικάριό μου
να περάσει ένα αξέχαστο πρωινό...
Εντάξει;» Το χαμόγελό του είναι σαρδόνιο.

«Ναι, Κρίστιαν». Δεν μπορώ να αντισταθώ.


Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, και
χαμογελάει αχνά.

«Λοιπόν, δεσποινίς Στιλ, νομίζω πως μου


προκαλείτε φαγούρα στην παλάμη...»

«Α, κύριε Γκρέυ. Η παλάμη σας με τη


μόνιμη φαγούρα... Τι θα την κάνουμε;»
Γελάει και μετά η προσοχή του αποσπάται
από το BlackBerry, που πρέπει να είναι στη
δόνηση, γιατί δε χτυπάει. Κατσουφιάζει
όταν βλέπει το όνομα αυτού που τον
παίρνει.

«Τι τρέχει;» πετάει στο τηλέφωνο και


ύστερα ακούει προσεκτικά.

Επωφελούμαι από την ευκαιρία, για να


μελετήσω τα ωραία χαρακτηριστικά του
την ίσια μύτη, τα μαλλιά που κρέμονται
ατημέλητα στο μέτωπό του. Από το
κρυφοκοίταγμά μου με αποσπά η έκφρασή
του, που στην αρχή είναι δύσπιστη και μετά
γίνεται εύθυμη. Εντείνω την προσοχή μου.

«Πλάκα μού κάνεις... Για μια σκηνή... Πότε


σ’ το είπε;» Ο Κρίστιαν χαχανίζει, σχεδόν
απρόθυμα. « Όχι. μην ανησυχείς. Δε
χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Χαίρομαι
που υπάρχει λογική εξήγηση. Όντως
φαινόταν γελοία μικρό ποσό... Δεν
αμφιβάλλω πως έχεις σχεδιάσει κάτι
σατανικό και δημιουργικό για εκδίκηση.
Τον καημένο τον Αιζακ...» Χαμογελάει.
«Ωραία... Γεια χαρά». Κλείνει το τηλέφωνο
και με κοιτάζει. Τα μάτια του είναι ξαφνικά
γεμάτα δυσπιστία, αλλά περιέργως δείχνει
και ανακουφισμένος.

«Ποιος ήταν;» ρωτάω.

«Θες πραγματικά να μάθεις;» λέει ήρεμα.

Και με αυτή την απάντηση, καταλαβαίνω.


Κουνάω το κεφάλι και κοιτάζω έξω από το
παράθυρό μου την γκρίζα μέρα, νιώθοντας
παραμελημένη. Γιατί δεν μπορεί να τον
αφήσει ήσυχο;
«Έι!» Απλώνει το χέρι του να πιάσει το
δικό μου και φιλάει μία μία τις αρθρώσεις
μου. Ξαφνικά πιπιλίζει δυνατά το μικρό μου
δαχτυλάκι. Μετά το δαγκώνει απαλά.

Ποπό! Βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με


τους βουβώνες μου. Μου κόβεται η ανάσα
και κοιτάζω νευρικά τον Τέυλορ και τον
Σόγερ, ύστερα τον Κρίστιαν, και τα μάτια
του είναι πιο σκοτεινά. Μου χαρίζει ένα
αργό, αισθησιακό χαμόγελο.,

«Μην το κουράζεις,
Αναστάζία...»'ψιθυρίζει. «Ανήκει στο
παρελθόν». Και μου δίνει ένα φιλί στη μέση
της παλάμης μου, στέλνοντας παντού ρίγη.

Το στιγμιαίο μου κάκιωμα έχει ξεχαστεί.


«ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΑΝΑ...» μουρμουρίζει ο
Τζακ καθώς προχωράω προς το γραφείο
μου. «Ωραίο φουστάνι».

Κοκκινίζω. Το φουστάνι είναι μέρος της


καινούριας μου γκαρνταρόμπας, με την
ευγενική χορηγία του απίστευτα πλούσιου
φίλου μου. Είναι ένα αμάνικο ριχτό φόρεμα
από γαλάζιο λινό, αρκετά στενό, και φοράω
κρεμ ψηλοτάκουνα σανδάλια. Στον
Κρίστιαν αρέσουν τα τακούνια, νομίζω.
Χαμογελάω από μέσα μου στη σκέψη,
γρήγορα όμως ξαναβρίσκω το
μελιστάλαχτο επαγγελματικό μου χαμόγελο
για το αφεντικό μου.

«Καλημέρα, Τζακ».
Αρχίζω να κανονίζω την αποστολή της
μπροσούρας του στο τυπογραφείο. Χώνει
το κεφάλι του από την πόρτα του γραφείου.

«Μπορώ να έχω έναν καφέ, σε παρακαλώ,


Άνα;»

«Φυσικά».

Πηγαίνω στην κουζίνα και πέφτω επάνω


στην Κλαιρ από τη ρεσεψιόν, που φτιάχνει
κι αυτή καφέ.

«Γεια σου, Άνα!» αναφωνεί κεφάτα.

«Γεια σου, Κλαιρ».

Φλυαρούμε λίγο για την οικογενειακή της


συγκέντρωση το Σαββατοκύριακο, την
οποία ευχαριστήθηκε πολύ, και της λέω για
την ιστιοπλοΐα με τον Κρίστιαν.

«Ο φίλος σου είναι όνειρο, Άνα...»


αποκρίνεται, και τα μάτια της είναι απλανή.

Μπαίνω στον πειρασμό να υψώσω το


βλέμμα στον ουρανό. «Δεν είναι κι
άσχημος...» Χαμογελάω και βάζουμε και οι
δύο τα γέλια.

«ΜΕ ΤΟ ΠΑΣΟ ΣΟΥ!» πετάει ο Τζακ όταν


φέρνω τον καφέ.

Ω! «Με συγχωρείς...» Κοκκινίζω, μετά


κατσουφιάζω. Έκανα τη συνηθισμένη ώρα.
Ποιο είναι το πρόβλημά του; Ίσως έχει
νεύρα για κάτι.
Κουνάει το κεφάλι του. «Συγγνώμη, Άνα...
Δεν ήθελα να σου βάλω τις φωνές, γλυκιά
μου».

Γλυκιά μου;

«Κάτι συμβαίνε, σε επίπεδο ανώτερης


διοίκησης, και δεν ξέρω τι είναι. Κράτα τα
αυτιά σου ανοιχτά. Εντάξει; Αν ακούσεις
τίποτα ξέρω πώς μιλάτε μεταξύ σας εσείς τα
κορίτσια...»

Μου χαμογελάει και με πιάνει ναυτία. Δεν


έχει ιδέα πώς μιλάμε εμείς «τα κορίτσια».
Άλλωστε ξέρω τι συμβαίνει.

«Θα μου το πεις, έτσι;»


«Ασφαλώς...» μουρμουρίζω. «Έστειλα την
μπροσούρα στο τυπογραφείο. Θα τη φέρουν
γύρω στις δύο».

«Θαυμάσια! Ορίστε». Μου δίνει μια στοίβα


χειρόγραφα. «Όλα αυτά χρειάζονται
σύνοψη του πρώτου κεφαλαίου και μετά
αρχειοθέτηση».

«Θα ασχοληθώ με αυτά αμέσως».

Ανακουφίζομαι που βγαίνω από το γραφείο


του και κάθομαι στο δικό μου. Ω, είναι
δύσκολο να ξέρεις. Τι θα κάνει όταν το
μάθει; Το αίμα μου παγώνει. Κάτι μου λέει
πως ο Τζακ θα ενοχληθεί. Κοιτάζω το
BlackBerry και χαμογελάω. Υπάρχει ένα
μήνυμα από τον Κρίστιαν.

_____________________________________
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Ανατολή

Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011, 09:23

Προς: Αναστάζια Στιλ

Μου αρέσει να ξυπνάω δίπλα σου το πρωί.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Νομίζω ότι το χαμόγελό μου φτάνει έως τα


αυτιά μου.

_____________________________________

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ


Αγαπητέ Εντελώε και Απόλυτα
Ερωτοχτυπημένε,

Και μένα μου αρέσει να ξυπνάω δίπλα"σου.


Αλλά μου αρέσει και να είμαι στο κρεβάτι μαζί
σου και σε ασανσέρ και σε πιάνα και σε
τραπέζια μπιλιάρδου και σε σκάφη και σε
γραφεία και σε ντους και σε μπανιέρες
και σε παράξενους ξύλινους σταυρούς με
χειροπέδες και σε κρεβάτια με ουρανό και
κόκκινα σατέν σεντόνια και σε λεμβοστάσια
και σε παιδικά υπνοδωμάτια.

Δική σου

Τρελή και Αχόρταγη για Σεξ χχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα:

Μουσκεμένος εξοπλισμός
Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011, 09:37

Προς: Αναστάζία Στιλ

Αγαπητή Τρελή και Αχόρταγη για Σεξ,

Μόλιε έφτυσα καφέ επάνω στο πληκτρολόγιό


μου.

Δε νομίζω πως μου έχει ξανασυμβεί.

θαυμάζω τις γύναικες που επικεντρώνονται


στη γεωγραφία.

Να συμπεράνω πωs με θέλεις μόνο για το


κορμί μου;

Christian Grey

Εντελώς και Απόλυτα Σοκαρισμένος CEO,


Grey Enterprises Holdings, Inc. 1
_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Σκασμένη στα γέλια και μουσκεμένη

Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011, 09:42

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ Εντελώς και Απόλυτα Σοκαρισμένε,


Πάντα.

Έχω δουλειά.

Σταμάτα να με ενοχλείς.

Τ&ΑγΣ χχ

_____________________________________
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Πρέπει;

Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011, 09:50 Προς:


Αναστάζία Στιλ

Αγαπητή Τ&ΑγΣ,

Oπως πάντα, η επιθυμία σου είναι διαταγή


μου.

Μου αρέσει που είσαι σκασμένη στα γέλια


και μουσκεμένη.

Τα λέμε, μωρό μου.

Christian Grey

Εντελώς και Απόλυτα Ερωτοχτυπημένος,


Σοκαρισμένος και
Μαγεμένος CEO, Grey Enterprises Hold-
ings, Inc.

Αφήνω κάτω το BlackBerry μου και


στρώνομαι στη δουλειά.

ΤΗΝ ΩΡΑ TOΥ ΦΑΓΗΤΟΥ o Τζακ μου


ζητάει να κατέβω στο φαστφούντ για να του
φέρω να φάει. Παίρνω τον Κρίστιαν μόλις
βγαίνω από το γραφείο του Τζακ.

«Αναστάζια...» Απαντάει αμέσως, και η


φωνή του είναι ζεστή και χαϊδευτική.

Πώς γίνεται αυτός ο άνθρωπος να με κάνει


να λιώνω στο τηλέφωνο;
«Κρίστιαν, ο Τζακ μού ζήτησε να του φέρω
το μεσημεριανό του»,

«Ο παλιοτεμπέλης,,,» γκρινιάζει ο
Κρίστιαν.

Τον αγνοώ και συνεχίζω. «Λοιπόν, θα πάω


να το πάρω. Ίσως θα βόλευε αν μου έδινες
το τηλέφωνο του Σόγερ, για να μη
χρειάζεται να σ’ ενοχλώ».

«Δε μ’ ενοχλείς, μωρό μου».

«Μόνος σου είσαι;»

«Όχι. Έξι άνθρωποι με κοιτάζουν αυτήν τη


στιγμή και αναρωτιούνται σε ποιον διάολο
μιλάω».

Γαμώτο... «Αλήθεια;» Πανικοβάλλομαι.


«Ναι, αλήθεια. Η φιλενάδα μου»
ανακοινώνει απομακρύνοντας το
τηλέφωνο.

Να πάρει! «Κατά πάσα πιθανότητα όλοι


νόμιζαν πως είσαι γκέι, ξέρεις...»

Γελάει. «Ναι, μάλλον...» Ακούγεται το


χαμόγελό του.

«Εμμμ... Καλύτερα να πηγαίνω». Είμαι


σίγουρη πως καταλαβαίνει πόσο ντρέπομαι
που τον διακόπτω.

«Θα ειδοποιήσω τον Σόγερ». Γελάει ξανά.


«Έμαθες νέα από τον φίλο σου;»

«Όχι ακόμα. Θα είστε ο πρώτος που θα το


μάθει, κύριε Γκρέυ».
«Ωραία. Τα λέμε, μωρό μου».

«Γεια σου, Κρίστιαν...» αποκρίνομαι


χαμογελώντας.

Κάθε φορά που το λέει, με κάνει να


χαμογελάω... Τόσο αταίριαστο για τον
Πενήντα, αλλά κατά κάποιον τρόπο και
τόσο ταιριαστό.

ΟΤΑΝ ΒΓΑΙΝΩ ΕΞΩ έπειτα από μερικά


δευτερόλεπτα, ο Σόγερ με περιμένει στην
είσοδο του κτιρίου.

«Δεσποινίς Στιλ» με χαιρετάει τυπικά.

«Σόγερ». Απαντάω με ένα γνέψιμο και


κατευθυνόμαστε μαζί προς το φαστφούντ.
Δε νιώθω τόσο άνετα με τον Σόγερ όπως
με τον Τέυλορ. Καθώς προχωράμε, χτενίζει
συνεχώς με το βλέμμα του τον δρόμο. Με
κάνει ακόμα πιο νευρική και πιάνω τον
εαυτό μου να τον μιμείται.

Είναι η Λέιλα κάπου εκεί έξω; Ή έχουμε


κολλήσει όλοι την παράνοια του Κρίστιαν;
Μήπως είναι μέρος των πενήντα
αποχρώσεών του; Και τι δε θα ’δινα για
μισή ώρα συζήτησης με τον δόκτορα Φλυν
ώστε να το ανακαλύψω.

Τίποτα ολόγυρα δεν είναι ασυνήθιστο.


Μόνο άνθρωποι που τρέχουν για το
μεσημεριανό τους, ψωνίζουν, συναντούν
φίλους. Βλέπω δύο νεαρές κοπέλες να
αγκαλιάζονται μόλις συναντιούνται.
Μου λείπει η Κέιτ. Έχουν περάσει μόλις
δύο εβδομάδες από τότε που έφυγε για τις
διακοπές της, όμως μου φαίνονται οι
μακρύτερες δύο εβδομάδες της ζωής μου.
Έχουν γίνει τόσο πολλά δε θα με πιστεύει
όταν της τα διηγηθώ. Εντάξει... Όταν της
διηγηθώ τη λογοκριμένη, σύμφωνη με το
ΣΜΑ εκδοχή. Κατσουφιάζω. Θα πρέπει να
μιλήσω στον Κρίστιαν γι’ αυτό. Τι
συμπέρασμα θα έβγαζε η Κέιτ απ’ όλα;
αυτά; Ασπρίζω και μόνο που το σκέφτομαι.
Ίσως γυρίσει μαζί με τονίθαν. Η σκέψη μού
προκαλεί έξαψη, αλλά νομίζω πως είναι
απίθανο. Μάλλον θα μείνει κι άλλο με τον
Έλλιοτ.

«Πού στέκεσαι όταν περιμένεις και


παρακολουθείς έξω από το κτίριο;» ρωτάω
τον Σόγερ καθώς μπαίνουμε στην ουρά για
το φαγητό.

Ο Σόγερ βρίσκεται μπροστά μου, με


πρόσωπο προς την πόρτα, ελέγχοντας
συνεχώς τον δρόμο κι όποιον μπαίνει μέσα.
Μου προκαλεί νευρικότητα.

«Κάθομαι στο καφέ ακριβώς απέναντι,


δεσποινίς Στιλ».

«Δεν καταντάει πολύ βαρετό;»

«Για μένα όχι, κυρία μου. Αυτή είναι η


δουλειά μου» απαντάει τυπικά.

Κοκκινίζω. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να


υπονοήσω...» Αφήνω την πρόταση μετέωρη
μπροστά στην ευγενική, γεμάτη κατανόηση
έκφρασή του.
«Παρακαλώ, δεσποινίς Στιλ. Η δουλειά μου
είναι να σας προστατεύω. Κι αυτό θα
κάνω».

«Λοιπόν, κανένα ίχνος της Λέιλα;»

«Όχι, κυρία μου».

Σκυθρωπιάζω. «Πού ξέρεις πώς μοιάζει;»

«Είδα φωτογραφία της».

«Ω... Την έχεις μαζί σου;»

«Όχι, κυρία μου». Χτυπάει το κρανίο του με


το δάχτυλο. «Την έχω απομνημονεύσει».

Φυσικά. Θα ήθελα να περιεργαστώ μια


φωτογραφία της Λέιλα, για να δω πώς ήταν
προτού γίνει ΚορίτσιΦάντασμα.
Αναρωτιέμαι αν ο Κρίστιαν θα με άφηνε
να πάρω ένα αντίγραφο. Ναι, μάλλον θα με
άφηνε για την ασφάλειά μου. Καταστρώνω
ένα σχέδιο, και το υποσυνείδητό μου
καμαρώνει και γνέφει επιδοκιμαστικά.

ΟΙ ΜΠΡΟΣΟΥΡΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ
στο γραφείο, και προς μεγάλη μου
ανακούφιση είναι καταπληκτικές. Πηγαίνω
μία στο γραφείο του Τζακ. Τα μάτια του
φωτίζονται· δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει
με μένα ή με την μπροσούρα. Επιλέγω να
πιστέψω πως είναι το δεύτερο.

«Είναι καταπληκτική, Άνα!» Την


ξεφυλλίζει νωθρά. «Ναι, καλή δουλειά. Θα
δεις τον φίλο σου απόψε;» Το χείλος του
στραβώνει όταν προφέρει τη λέξη «φίλο».
«Ναι. Μαζί μένουμε». Είναι περίπου
αλήθεια. Τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή
μένουμε μαζί. Κι έχω συμφωνήσει επίσημα
να μετακομίσω στο σπίτι του, επομένως δεν
είναι και τελείως ψέμα. Ελπίζω να είναι
αρκετό για να του κόψω τη φόρα.

«Θα είχε αντίρρηση να έρθεις για ένα ποτό


στα γρήγορα σήμερα το βράδυ; Να
γιορτάσουμε για τη σκληρή δουλειά σου;»

«Απόψε έρχεται ένας φίλος από άλλη πόλη


και θα βγούμε όλοι μαζί για φαγητό». Και
θα είμαι απασχολημένη κάθε βράδυ, Τζακ.

«Μάλιστα...» αναστενάζει ενοχλημένος.


«Ίσως όταν γυρίσω από τη Νέα Υόρκη...
Τι λες;» Ανασηκώνει τα φρύδια του με
προσμονή, και το βλέμμα του σκοτεινιάζει,
γεμίζει υπονοούμενα.
Οχ, όχι... Χαμογελάω διφορούμενα,
πνίγοντας ένα ρίγος. «Θες λίγο καφέ ή
τσάι;» ρωτάω.

«Καφέ, σε παρακαλώ...» Η φωνή του είναι


σιγανή και βραχνή, λες και ζητάει κάτι
άλλο.

Γαμώτο. Δεν πρόκειται να κάνει πίσω.


Τώρα το βλέπω. Αχ... Τι να κάνω;

Όταν βγαίνω από το γραφείο του, αφήνω


έναν μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης.
Με γεμίζει άγχος. Έχει δίκιο ο Κρίστιαν
γι’ αυτόν, κι ένα κομμάτι του εαυτού μου
παίρνει ανάποδες που ο Κρίστιαν έχει δίκιο
γι’ αυτόν.
Κάθομαι στο γραφείο μου, και χτυπάει το
BlackBerry - από έναν αριθμό που δε
γνωρίζω.

«Άνα Στιλ».

«Γεια σου, Στιλ!» Η συρτή προφορά


τουΊθαν με πιάνει προς στιγμήν
απροετοίμαστη.

«Ίθαν! Τι κάνεις;» Σχεδόν τσιρίζω από


χαρά.

«Χαίρομαι που γύρισα! Έχω βαρεθεί στ’


αλήθεια τον ήλιο και τα παντς με ρούμι και
την αδερφούλα μου, που είναι αγιάτρευτα
ερωτευμένη με τον μεγαλουσιάνο. Ήταν
κόλαση, Άνα...»
«Ναι! Θάλασσα, άμμος, ήλιος και παντς με
ρούμι μού ακούγονται σαν την “Κόλαση”
του Δάντη...» αποκρίνομαι χαχανίζοντας.
«Πού είσαι;»

«Στο Σι Τακ περιμένοντας τη βαλίτσα μου.


Τι κάνεις;»

«Είμαι στη δουλειά. Ναι, είμαι επικερδώς


απασχολούμενη!» απαντάω και ακούω τον
ήχο της έκπληξής του. «Θες να έρθεις εδώ
να πάρεις τα κλειδιά; Θα τα πούμε
αργότερα στο διαμέρισμα».

«Ωραία. Θα σε δω σε σαράντα πέντε λεπτά


με μία ώρα περίπου. Πες μου τη
διεύθυνση».

Του δίνω τη διεύθυνση της ΑΕΣ. «Θα σε δω


σε λίγο, Ίθαν».
«Τα λέμε» αποκρίνεται και κλείνει.

Τι; Όχι και ο'Ιθαν! Και μου έρχεται στον


νου πως μόλις πέρασε μία εβδομάδα με τον
Έλλιοτ. Πληκτρολογώ στα γρήγορα ένα
μήνυμα στον Κρίστιαν.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Επισκέπτεε από ηλιόλουστα κλίματα

Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011, 14:55

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Φίλτατε Εντελώς και Απόλυτα ΕΣ&Μ,

Ο Ίθαν γύρισε κι έρχεται να πάρει τα κλειδιά


του διαμέρισματος
Θα ήθελα να βεβαιωθώ πως έχει βολευτεί.

Γιατί δεν περνάς να με πάρείς μετά τη


δουλειά; Μπορούμε να πάμε στο διαμέρισμα
και ύστερα θα μπορούσαμε ίσωε να βγούμε
ΟΛΟΙ μαζί για φαγητό. Τι λες;

Να κεράσω;

Η Άνα σου Ακόμα Τ&ΑγΣ

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Φαγητό έξω


Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011, 15:05

Προς: Αναστάζια Στιλ

Εγκρίνω το σχέδιο. Εκτός από το κομμάτι


που αφορά το κέρασμα από σένα.

Εγώ κερνάω.

θα περάσω να σε πάρω στις 6:00.

ΥΓ. Γιατί δε χρησιμοποιείς το BlackBerry;;;

Christian Grey

Εντελώς και Απόλυτα Ενοχλημένος CEO,


Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________
Από: Αναστάζια Στιλ θέμα: Αυταρχικότητα
Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011,15:11 Προς:
Κρίστιαν Γκρέυ

Αχ... Μην είσαι τόσο στριμμένος και


στραβόξυλο.

Όλα είναι κρυπτογραφημένα. θα σε δω στιs


6:00.

Άνα χ

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Εξοργιστικό


θηλυκό Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011,15:18
Προς: Αναστάζια Στιλ
Στριμμένοε και στραβόξυλο;

θα σου δείξω εγώ τι θα πει στριμμένοε και


στραβόξυλο. Και ανυπομονώ κιόλαε.

Christian Grey

Εντελώς και Απόλυτα πιο Ενοχλημένος,


αλλά Χαμογέλασα, για Κάποιον Άγνωστο
Λόγο,

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Υποσχέσείς. Υποσχέσεις...

Ημερομηνία: 14 Ιουνίου 2011,15:23


Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Γία να σας δούμε, κύριε Γκρέυ.

Κι εγώ ανυπομονώ; D

Άνα χ

Αναστάζία Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

Δεν απαντάει, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν


περίμενα να απαντήσει. Τον φαντάζομαι να
γκρινιάζει για αντιφατικά σινιάλα, και η
σκέψη με κάνει να χαμογελάσω.
Ονειροπολώ για λίγο γύρω από το τι θα
μπορούσε να μου κάνει, αλλά πιάνω τον
εαυτό μου να αναδεύεται στην καρέκλα. Το
υποσυνείδητό μου με κοιτάζει
αποδοκιμαστικά πάνω από τα γυαλιά του
σε σχήμα ημισελήνου στρώσου στη δουλειά
σου.

ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΛΙΓΟ χτυπάει το


τηλέφωνό μου. Είναι η Κλαιρ από τη
ρεσεψιόν.

«Έχει έρθει στη ρεσεψιόν ένας πολύ


νόστιμος νεαρός να σε δει. Πρέπει να
βγούμε για ποτό κάποια στιγμή, Άνα.
Γνωρίζεις μερικούς πραγματικούς
κόμματους...» σφυρίζει συνωμοτικά στο
ακουστικό.

Ο Ίθαν! Αρπάζοντας τα κλειδιά από την


τσάντα μου, τρέχω στον προθάλαμο.
Γαμώτο ξανθά, ξεθωριασμένα από τον ήλιο
μαλλιά, φανταστικό μαύρισμα και λαμπερά
ανοιχτοκάστανα μάτια με κοιτάζουν από
τον πράσινο δερμάτινο καναπέ.

Μόλις με βλέπει, το στόμα του ανοίγει


διάπλατα και πετάγεται όρθιος για να με
προϋπαντήσει.

«Ποπό, Άνα...» Κατσουφιάζει και σκύβει


να με αγκαλιάσει.

«Φαίνεσαι μια χαρά!» του λέω


χαμογελώντας.

«Φαίνεσαι... Ποπό διαφορετική!


Περπατημένη, πιο έμπειρη... Τι έγινε;
Άλλαξες τα μαλλιά σου; Τα ρούχα σου; Δεν
ξέρω, Στιλ, μα είσαι σέξι!»
Γίνομαι κατακόκκινη, «Ω Ίθαν... Απλώς
φοράω τα ρούχα της δουλειάς» τον
αποπαίρνω, ενώ η Κλαιρ παρακολουθεί με
ανασηκωμένο φρύδι και στραβό χαμόγελο.

«Πώς ήταν τα Μπαρμπάντος;»

«Πλάκα είχαν» απαντάει.

«Πότε γυρίζει η Κέιτ;»

«Επιστρέφουν με τον Έλλιοτ την


Παρασκευή. Είναι πολύ σοβαρά τα
πράγματα μεταξύ τους...» Ο Ιθαν υψώνει το
βλέμμα στον ουρανό.

«Μου έλειψε...»

«Μπα; Πώς τα πας με τον κύριο


Μεγιστάνα;»
«Τον κύριο Μεγιστάνα;» επαναλαμβάνω
χαχανίζοντας. «Είχε ενδιαφέρον... Θα μας
βγάλει για φαγητό απόψε».

«Ωραία». Ο Ιθαν δείχνει στ’ αλήθεια


ευχαριστημένος. Ουφ!

«Ορίστε». Του δίνω τα κλειδιά. «Έχεις τη


διεύθυνση;»

«Ναι. Τα λέμε». Σκύβει και με φιλάει στο


μάγουλο.

«Έκφραση του Έλλιοτ;»

«Ναι. Είναι κάπως κολλητική».

«Όντως. Τα λέμε!» Του χαμογελάω καθώς


σηκώνει τη μεγάλη τσάντα ώμου που έχει
αφήσει δίπλα στον καναπέ και βγαίνει από
το κτίριο.

Όταν στρέφομαι, ο Τζακ με παρακολουθεί


με ανεξιχνίαστο ύφος από την πέρα άκρη
του προθάλαμου. Του χαμογελάω κεφάτα
και επιστρέφω στο γραφείο μου, νιώθοντας
όλη αυτή την ώρα τα μάτια του καρφωμένα
επάνω μου. Έχει αρχίσει να μου δίνει στα
νεύρα. Τι να κάνω; Δεν έχω ιδέα. Θα πρέπει
να περιμένω ώσπου να επιστρέψει η Κέιτ.
Δεν μπορεί, κάποιο σχέδιο θα καταστρώσει.
Η σκέψη διώχνει την άθλια διάθεσή μου,
και πιάνω το επόμενο χειρόγραφο.

ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ χτυπάει το


τηλέφωνό μου. Είναι ο Κρίστιαν.
«Εδώ Στριμμένος και Στραβόξυλο...» λέει,
και χαμογελάω. Είναι ακόμα ο παιχνιδιάρης
Πενήντα.

Η εσωτερική μου θεά χτυπάει τα χέρια της


με αγαλλίαση σαν μικρό παιδάκι.

«Εδώ Τρελή και Αχόρταγη για Σεξ.


Υποθέτω πως είσαι έξω » λέω ξερά.

«Όντως, δεσποινίς Στιλ. Ανυπομονώ να σας


δω...» Η φωνή του είναι ζεστή και
γοητευτική, και η καρδιά μου φτερουγίζει
ξέφρενα.

«Παρομοίως, κύριε Γκρέυ. Κατεβαίνω


αμέσως». Το κλείνω.

Σβήνω τον υπολογιστή και μαζεύω την


τσάντα μου και το κρεμ κάρντιγκαν.
« Φεύγω, Τζακ! » φωνάζω στο διπλανό
γραφείο.

«Εντάξει, Άνα. Ευχαριστώ για σήμερα! Να


περάσεις καλά απόψε».

«Κι εσύ».

Γιατί δεν μπορεί να είναι πάντα έτσι; Δεν


τον καταλαβαίνω.

TO AUDI ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΚΑΡΙΣΜΕΝΟ στο


ρείθρο του πεζοδρομίου, και ο Κρίστιαν
βγαίνει έξω μόλις πλησιάζω. Έχει βγάλει το
σακάκι του και φοράει το γκρίζο παντελόνι
του, το αγαπημένο μου, αυτό που εφαρμόζει
στους γοφούς του με κείνο τον τρόπο... Πώς
μπορεί αυτός ο Έλληνας θεός να
προορίζεται για μένα; Πιάνω τον εαυτό μου
να χαμογελάει σαν τρελός, ανταποδίδοντας
το δικό του ηλίθιο χαμόγελο.

Έχει περάσει όλη τη μέρα


συμπεριφερόμενος σαν ένα ερωτευμένο
αγόρι ερωτευμένο μαζί μου. Αυτός ο
αξιολάτρευτος, περίπλοκος, ραγισμένος
άντρας είναι ερωτευμένος μαζί μου κι εγώ
μαζί του. Πλημμυρίζω απρόσμενα χαρά και
απολαμβάνω τη στιγμή, νιώθοντας για λίγο
ότι θα μπορούσα να κατακτήσω όλο τον
κόσμο.

«Δεσποινίς Στιλ, φαίνεστε το ίδιο


σαγηνευτική όσο και σήμερα το πρωί». Ο
Κρίστιαν με τραβάει στην αγκαλιά του και
μου δίνει ένα βαθύ φιλί.

«Κύριε Γκρέυ, το ίδιο κι εσείς...»


«Πάμε να πάρουμε τον φίλο σου». Μου
χαμογελάει και ανοίγει την πόρτα του
αυτοκινήτου.

Καθώς ο Τέυλορ κατευθύνεται προς το


διαμέρισμα, ο Κρίστιαν με ενημερώνει για
τη μέρα του πολύ καλύτερη από τη χτεσινή,
κατά τα φαινόμενα. Τον κοιτάζω με λατρεία
έτσι όπως προσπαθεί να μου εξηγήσει
κάποια σημαντική ανακάλυψη που έκανε το
τμήμα περιβαλλοντικών επιστημών του
ΚΠΟ στο Βανκούβερ. Τα λόγια του δε μου
λένε και πολλά, αλλά έχω γοητευτεί από το
πάθος και το ενδιαφέρον του για το θέμα.
Ίσως έτσι θα είναι τα πράγματα, καλές
μέρες και κακές μέρες, κι αν οι καλές μέρες
είναι έτσι, δε θα έχω πολλούς λόγους για
να παραπονιέμαι. Μου δίνει ένα κομμάτι
χαρτί.
«Αυτές είναι οι ώρες που ο Κλοντ είναι
ελεύθερος αυτή την εβδομάδα» λέει,

Ω! Ο γυμναστής.

Καθώς σταματάμε έξω από την


πολυκατοικία μου, βγάζει το BlackBerry
από την τσέπη του.

«Γκρέυ» απαντάει. «Ρος, τι τρέχει;» Ακούει


προσεκτικά, και καταλαβαίνω πως η
κουβέντα είναι περίπλοκη.

«Πάω να φέρω τον Ίθαν. Δυο λεπτά θα


κάνω» λέω άηχα στον Κρίστιαν και
σηκώνω τα δυο μου δάχτυλα.

Γνέφει καταφατικά, προφανώς με την


προσοχή στραμμένη στο τηλεφώνημα. Ο
Τέυλορ μου ανοίγει την πόρτα
χαμογελώντας μου ζεστά. Του ανταποδίδω
το χαμόγελο· ακόμα και ο Τέυλορ το
νιώθει. Πατάω το κουδούνι και φωνάζω
χαρωπά στο θυροτηλέφωνο.

«Γεια σου, Ίθαν. Εγώ είμαι! Άνοιξέ μου».

Η πόρτα βουίζει, και ανεβαίνω στο


διαμέρισμα. Μου περνάει από το μυαλό πως
έχω να έρθω από το Σάββατο το πρωί. Μου
φαίνεται τόσο μεγάλο διάστημα. Ο Ιθαν
είχε την ευγένεια να αφήσει την πόρτα
ανοιχτή. Μπαίνω και δεν ξέρω γιατί, αλλά
μόλις πατάω το πόδι μου μέσα,
ενστικτωδώς παγώνω. Μου παίρνει μια
στιγμή να συνειδητοποιήσω πως είναι
επειδή η χλωμή, ασθενική μορφή που
στέκεται δίπλα στη νησίδα της κουζίνας
κρατώντας ένα μικρό περίστροφο είναι η
Λέιλα, που με κοιτάζει ανέκφραστη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ

ΓΑΜΏΤΟ MOΥ... Είναι εδώ και με κοιτάζει


με ανησυχητικά απλανές βλέμμα,
κρατώντας όπλο. Το υποσυνείδητό μου
πέφτει ξερό παριστάνοντας το πεθαμένο,
και νομίζω πως ούτε καν η αμμωνία δεν
μπορεί να το συνεφέρει.

Ανοιγοκλείνω επανειλημμένα τα βλέφαρα,


και το μυαλό μου μπαίνει σε
υπερλειτουργία. Πώς μπήκε; Πού είναι ο
Ίθαν; Γαμώτο! Πού είναι ο Ίθαν;
Ένας παγωμένος φόβος πλημμυρίζει την
καρδιά μου, και το κρανίο μου
μυρμηγκιάζει καθώς κάθε τριχοθυλάκιο στο
κεφάλι μου σφίγγεται από τρόμο. Αν του
έκανε κακό; Η αδρεναλίνη και ο πανικός
που μου μουδιάζει τα κόκαλα διαπερνούν
το σώμα μου, κάνοντας την ανάσα μου να
επιταχυνθεί. Μείνε ήρεμη, μείνε ήρεμη
επαναλαμβάνω συνεχώς μέσα στο κεφάλι
μου.

Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι, κοιτάζοντάς


με σαν να είμαι έκθεμα σε σόου τεράτων.
Θεέ μου! Δεν είμαι εγώ το τέρας εδώ πέρα.

Φαντάζει σαν να έχει περάσει ένας αιώνας


όσο προσπαθώ να επεξεργαστώ όλα αυτά,
αν και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά
ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Η έκφραση
της Λέιλα παραμένει απαθής, και η
εμφάνισή της είναι ατημέλητη και
απεριποίητη όπως πάντα. Φοράει ακόμα
εκείνο το βρόμικο αδιάβροχο και δείχνει να
χρειάζεται επειγόντως ένα μπάνιο. Τα
μαλλιά της είναι λαδωμένα και άλουστα,
κολλημένα στο κεφάλι της, και τα μάτια
της, με το θαμπό καστανό τους χρώμα, είναι
θολά και αόριστα σαστισμένα.

Παρόλο που το στόμα μου είναι κατάξερο,


προσπαθώ να μιλήσω. «Γεια... Η Λέιλα δεν
είσαι;» λέω με τραχιά φωνή.

Χαμογελάει, αλλά είναι μάλλον ένα


ανησυχητικό στράβωμα του χείλους της
παρά πραγματικό χαμόγελο.

«Μιλάει...» ψιθυρίζει, και η φωνή της είναι


απαλή και βραχνή ταυτόχρονα, ένας ήχος
απόκοσμος.
«Ναι, μιλάω...» αποκρίνομαι μαλακά,
θαρρείς και απευθύνομαι σε παιδί. «Μόνη
σου είσαι εδώ;» Πού είναι ο Ίθαν; Η καρδιά
μου σφυροκοπάει στη σκέψη πως μπορεί να
έπαθε κάτι.

Το ύφος της φ αίνεται συντετριμμένο, τόσο


που νομίζω πως θα βάλει τα κλάματα
φαίνεται απελπισμένη.

«Μόνη...» τραυλίζει. «Μόνη». Και το


βάθος της θλίψης σ’ αυτήν τη μοναδική
λέξη είναι σπαραχτικό.

Τι θέλει να πει; Εγώ είμαι μόνη; Αυτή είναι


μόνη; Είναι μόνη γιατί έκανε κακό στον
Ίθαν; Οχ, όχι πρέπει να καταπνίξω τον
ασφυκτικό φόβο που μου κλείνει τον λαιμό.
Δάκρυα απειλούν να τρέξουν από τα μάτια
μου.
«Τι κάνεις εδώ; Μπορώ να σε βοηθήσω;»
Τα λόγια μου είναι ήρεμα, ευγενικά, παρά
τον φόβο που με πνίγει.

Το μέτωπό της ζαρώνει, λες κι έχει σαστίσει


εντελώς από τις ερωτήσεις μου. Αλλά δεν
κάνει καμία βίαιη κίνηση εναντίον μου. Το
χέρι της είναι ακόμα χαλαρό γύρω από το
όπλο. Αλλάζω τακτική, προσπαθώντας να
αγνοήσω το κρανίο μου, που σφίγγεται
ολοένα και περισσότερο.

«Θες λίγο τσάι;»

Γιατί τη ρωτάω αν θέλει τσάι; Eivat η


απάντηση του Ρέυ σε κάθε
συναισθηματικού περιεχομένου
κατάσταση, που βγαίνει εντελώς άστοχα
στην επιφάνεια. Χριστέ μου! Θα πάθαινε
κρίση αν με έβλεπε αυτήν τη στιγμή. Θα
είχε λειτουργήσει η στρατιωτική του
εκπαίδευση και θα την είχε αφοπλίσει ήδη.
Στην πραγματικότητα δε με σημαδεύει με
το όπλο. Ίσως μπορώ να σαλέψω. Κουνάει
το κεφάλι της και το γέρνει από το ένα πλάι
στο άλλο, σαν να τεντώνει τον λαιμό της.

Παίρνω μια βαθιά, πολύτιμη ρουφηξιά


αέρα, προσπαθώντας να ηρεμήσω την
πανικόβλητη αναπνοή μου, και προχωράω
προς τη νησίδα της κουζίνας.
Σκυθρωπιάζει, σαν να μην καταλαβαίνει
ακριβώς τι κάνω, και μετακινείται λίγο, έτσι
που να είναι ξανά απέναντί μου. Παίρνω
την τσαγιέρα και με τρεμάμενο χέρι τη
γεμίζω νερό από τη βρύση. Καθώς
μετακινούμαι, η ανάσα μου ηρεμεί. Ναι. Αν
ήθελε να με σκοτώσει, θα με είχε
πυροβολήσει έως τώρα. Με παρακολουθεί
με αφηρημένη, σαστισμένη περιέργεια.
Κρατάω την τσαγιέρα, ενώ βασανίζομαι
από τη σκέψη του Ίθαν. Έχει πάθει τίποτα;
Είναι δεμένος;

«Είναι κανείς άλλος στο διαμέρισμα;»


ρωτάω διστακτικά.

Γέρνει το κεφάλι της στο άλλο πλάι και


με το δεξί χέρι -εκείνο που δεν κρατάει το
περίστροφο— αρπάζει μια τούφα από τα
μακριά, λαδωμένα μαλλιά της και αρχίζει
να τη στρίβει και να παίζει μαζί της,
τραβώντας και στριφογυρίζοντάς την.
Προφανώς είναι νευρική συνήθεια, κι ενώ
το μυαλό μου είναι απασχολημένο με αυτήν
τη σκέψη, με εντυπωσιάζει πάλι η
ομοιότητά της με μένα. Κρατάω την ανάσα
μου περιμένοντας την απάντησή της, και η
αγωνία μου φτάνει σε σχεδόν αφόρητα ύψη.
«Μόνη. Ολομόναχη...» ψελλίζει.

Το βρίσκω παρήγορο. Ίσως ο Ίθαν δεν είναι


εδώ. Η ανακούφιση μου δίνει δύναμη.

«Είσαι σίγουρη πως δε θες τσάι ή καφέ;»

«Δε διψάω...» απαντάει σιγανά και κάνει


επιφυλακτικά ένα βήμα προς το μέρος μου.

Η δύναμη που ένιωθα εξατμίζεται. Γαμώτο.


Αρχίζω πάλι να λαχανιάζω από τον φόβο,
που τον νιώθω να κυλάει πυκνός και άγριος
μέσα στις φλέβες μου. Παρά τον φόβο
όμως, και νιώθοντας κάτι παραπάνω από
γενναία, στρέφομαι και φέρνω δύο
φλιτζάνια από το ντουλάπι.
«Τι έχεις εσύ που δεν έχω εγώ;» ρωτάει, και
η φωνή της παίρνει την τραγουδιστή χροιά
παιδιού.

«Τι εννοείς, Λέιλα;» ρωτάω όσο πιο


μαλακά μπορώ.

«Ο Αφέντης.-ο κύριος Γκρέυσ’ αφήνει να


τον φωνάζεις με το μικρό του όνομα».

«Δεν είμαι υποτακτική του, Λέιλα. Εεε... Ο


Αφέντης καταλαβαίνει πως είμαι ανίκανη,
ανεπαρκής γι’ αυτό τον ρόλο».

Γέρνει το κεφάλι της στο άλλο πλάι. Είναι


πολύ ανησυχητική και αφύσικη κίνηση.

«Α-νε-παρ-κής!» Δοκιμάζει τη λέξη,


συλλαβίζοντάς τη δυνατά, κοιτάζοντας πώς
τη νιώθει στη γλώσσα της. «Μα ο Αφέντης
είναι ευτυχισμένος... Τον είδα. Γελάει και
χαμογελάει. Αυτές οι αντιδράσεις είναι
σπάνιες... Πολύ σπάνιες για κείνον».
Ω...

«Μου μοιάζεις...» Η Λέιλα αλλάζει γραμμή


πλεύσης, αιφνιδιάζοντάς με. Τα μάτια της
θαρρείς και εστιάζουν πρώτη φορά
πραγματικά επάνω μου. «Στον Αφέντη
αρέσουν οι υπάκουες που μοιάζουν με σένα
και μένα. Οι άλλες, όλες ίδιες... Όλες ίδιες...
Κι όμως εσύ κοιμάσαι στο κρεβάτι του. Σε
είδα...»

Σκατά! Ήταν στο δωμάτιο. Δεν το


φαντάστηκα.

«Με είδες στο κρεβάτι του;» ψιθυρίζω.

«Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα στο κρεβάτι του


Αφέντη...» μουρμουρίζει.
Είναι κάτι άυλο, σαν φάντασμα. Μισός
άνθρωπος. Φαίνεται τόσο μικροκαμωμένη,
και παρά το γεγονός ότι κρατάει όπλο,
αισθάνομαι ξαφνικά να με πλημμυρίζει
συμπάθεια. Τα χέρια της σφίγγονται γύρω
από το όπλο, και οι κόρες των ματιών μου
διαστέλλονται, απειλώντας να πεταχτούν
από το κεφάλι μου.

«Γιατί μας θέλει ο Αφέντης έτσι; Με κάνει


να σκέφτομαι κάτι... Κάτι... Ο Αφέντης
είναι σκοτεινός... Ο Αφέντης είναι
σκοτεινός άνθρωπος... Αλλά τον αγαπάω».

Όχι, όχι, δεν είναι. Μέσα μου αγριεύω. Δεν


είναι σκοτεινός. Είναι καλός άνθρωπος και
δε βρίσκεται στο σκοτάδι. Ήρθε μαζί μου
στο φως. Και τώρα αυτή είναι εδώ,
προσπαθώντας να τον τραβήξει πάλι πίσω,
με κάποια στρεβλή ιδέα πως τον αγαπάει.
«Λέιλα, θες να μου δώσεις το όπλο;» ρωτάω
μαλακά.

Το χέρι της το σφίγγει δυνατά και το


αγκαλιάζει στο στήθος της. «Είναι δικό
μου! Είναι το μόνο που μου έχει μείνει».
Χαϊδεύει απαλά το όπλο. «Για να πάει να
βρει την αγάπη του...»

Σκατά! Ποια αγάπη τον Κρίστιαν; Είναι σαν


να μου έδωσε γροθιά στο στομάχι. Ξέρω
πως ο Κρίστιαν έπειτα από λίγο θα είναι
εδώ, για να δει γιατί αργώ. Σκοπεύει να τον
πυροβολήσει; Η σκέψη είναι τόσο φρικτή,
ώστε νιώθω τον λαιμό μου να φουσκώνει
και να πονάει από έναν τεράστιο κόμπο που
σχηματίζεται εκεί, σχεδόν πνίγοντάς με,
παραβγαίνοντας με τον φόβο που είναι
κουλουριασμένος σφιχτά στο στομάχι μου.
Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή η πόρτα
ανοίγει διάπλατα, και ο Κρίστιαν στέκεται
στο κατώφλι, έχοντας τον Τέυλορ πίσω του.

Ρίχνοντάς μου ένα σύντομο βλέμμα, τα


μάτια του με διατρέχουν από την κορφή ως
τα νύχια, και προσέχω τη μικρή σπίθα
ανακούφισης μέσα τους. Αλλά η
ανακούφισή του είναι παροδική, καθώς η
ματιά του γυρίζει στη Λέιλα και μένει
ακίνητος εστιάζοντας επάνω της, χωρίς να
τρεμοπαίζει καθόλου τα βλέφαρά του. Την
αγριοκοιτάζει με μια ένταση που δεν έχω
ξαναδεί. Το βλέμμα του είναι άγριο, οι
κόρες του διεσταλμένες, θυμωμένες και
φοβισμένες.

Οχ, όχι... Οχ, όχι.


Τα μάτια της Λέιλα γουρλώνουν και για μια
στιγμή φαίνεται να ξαναβρίσκει τα λογικά
της. Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα βλέφαρα,
και το χέρι της σφίγγεται πάλι γύρω από το
όπλο.

Η ανάσα μου κόβεται στον λαιμό μου, και


η καρδιά μου αρχίζει να σφυροκοπάει τόσο
δυνατά, που ακούω τον βόμβο του αίματος
στα αυτιά μου. Όχι, όχι, όχι!

Ο κόσμος μου παραπαίει αβέβαια στα χέρια


αυτής της δυστυχισμένης, αξιολύπητης
γυναίκας. Θα πυροβολήσει; Και τους δυο
μας; Μόνο τον Κρίστιαν; Η σκέψη μού
κόβει τα πόδια.

Περνάει μια αιωνιότητα, μιας και ο χρόνος


μένει ακίνητος γύρω μας, και ύστερα το
κεφάλι της κατεβαίνει ελαφρώς και
σηκώνει τα μάτια της επάνω του μέσα από
τις μακριές βλεφαρίδες της, δείχνοντας
μετανιωμένη.

Ο Κρίστιαν σηκώνει το χέρι, κάνοντας


νόημα στον Τέυλορ να μείνει εκεί όπου
βρίσκεται. Το ωχρό πρόσωπο του Τέυλορ
προδίδει την οργή του. Δεν τον έχω ξαναδεί
έτσι, αλλά στέκεται μαρμαρωμένος καθώς ο
Κρίστιαν και η Λέιλα κοιτάζονται.

Συνειδητοποιώ ότι κρατάω την ανάσα μου.


Τι θα κάνει η Λέιλα; Τι θα κάνει ο
Κρίστιαν; Αλλά απλώς συνεχίζουν να
κοιτάζονται. Η έκφραση του Κρίστιαν είναι
σκληρή, γεμάτη από κάποιο άγνωστο
συναίσθημα. Θα μπορούσε να είναι οίκτος,
φόβος, τρυφερότητα...Ή μήπως είναι
αγάπη; Όχι, προς Θεού. Όχι αγάπη!
Τα μάτια του την καίνε. Και, οδυνηρά αργά,
η ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα αλλάζει. Η
ένταση αυξάνεται, έτσι που νιώθω τον
σύνδεσμό τους, τη φόρτιση ανάμεσά τους.

Όχι! Ξαφνικά αισθάνομαι πως εγώ είμαι η


παρείσακτη που ενοχλεί με την παρουσία
της καθώς στέκονται κοιτάζοντας ο ένας
τον άλλο. Είμαι ξένη ένας ηδονοβλεψίας
που κατασκοπεύει μια απαγορευμένη
προσωπική σκηνή πίσω από κλειστές
κουρτίνες.

Το έντονο βλέμμα του Κρίστιαν γίνεται πιο


φλογερό, και η στάση του αλλάζει
ανεπαίσθητα. Φαντάζει ψηλότερος, κάπως
πιο γωνιώδης, πιο ψυχρός και πιο
απόμακρος. Αναγνωρίζω αυτήν τη στάση.
Τον έχω ξαναδεί έτσι - στην αίθουσα
ψυχαγωγίας του.
Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει και πάλι.
Αυτός είναι ο Κυρίαρχος Κρίστιαν, και
πόσο άνετος φαίνεται... Αν γεννήθηκε ή αν
εκπαιδεύτηκε γι’ αυτό τον ρόλο δεν μπορώ
να το ξέρω, αλλά με βαριά καρδιά και
σφιγμένο στομάχι παρακολουθώ τη Λέιλα
να ανταποκρίνεται, τα χείλη της να
μισανοίγουν, την ανάσα της να
επιταχύνεται καθώς το αναψοκοκκίνισμα
βάφει τα μάγουλά της. Όχι! Η φευγαλέα
ματιά στο παρελθόν του είναι ανεπιθύμητη,
επώδυνη.

Τελικά της απευθύνει μια λέξη άηχα. Δεν


ξεχωρίζω τι είναι, αλλά η επίδραση στη
Λέιλα είναι άμεση. Σωριάζεται κατάχαμα
στα γόνατα, με το κεφάλι χαμηλωμένο, και
το όπλο πέφτει και γλιστράει άχρηστο στο
ξύλινο πάτωμα. Γαμώτο μου...
Ο Κρίστιαν προχωράει ψύχραιμα προς το
σημείο όπου έχει πέσει το όπλο και σκύβει
με χάρη να το μαζέψει. Το κοιτάζει με
απέχθεια που δύσκολα κρύβεται και μετά
το χώνει στην τσέπη του σακακιού του.
Ατενίζει πάλι τη Λέιλα, που είναι
γονατισμένη υπάκουα δίπλα στην νησίδα
της κουζίνας.

«Αναστάζια, πήγαινε με τον Τέυλορ!» με


διατάζει.

Ο Τέυλορ διασχίζει το κατώφλι και με


κοιτάζει.

«Ο Ιθαν...» ψελλίζω.

«Κάτω». Απαντάει με σιγουριά, χωρίς να


παίρνει το βλέμμα του από τη Λέιλα.
Κάτω. Όχι εδώ. Ο Ίθαν είναι καλά. Η
ανακούφιση κυκλοφορεί γρήγορα στο αίμα
μου και προς στιγμήν νομίζω ότι θα
λιποθυμήσω.

«Αναστάζια!» 0·τόνος του Κρίστιαν είναι


απότομος και προειδοποιητικός.

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα και ξαφνικά δεν


μπορώ να κουνηθώ. Δε θέλω να τον αφήσω
να τον αφήσω μαζί της. Μετακινείται με
τέτοιον τρόπο, ώστε τώρα να στέκεται
δίπλα στη Λέιλα, που είναι γονατισμένη στα
πόδια του. Ζυγιάζεται από πάνω της
προστατευτικά. Είναι τόσο ακίνητη, που
φαντάζει αφύσικο. Δεν μπορώ να πάρω τα
μάτια μου από τους δυο τους μαζί...

«Για όνομα του Θεού, Αναστάζια, κάνε μια


φορά αυτό που σου λένε και φύγε!» Το
βλέμμα του Κρίστιαν καρφώνεται στο δικό
μου και με αγριοκοιτάζει. Η φωνή του είναι
ψυχρή σαν πάγος. Ο θυμός του είναι
χειροπιαστός κάτω από την ήρεμη,
μετρημένη εκφορά των λέξεων.

Θυμωμένος μαζί μου; Αποκλείεται. Σε


παρακαλώ όχι! Αισθάνομαι σαν να με
χαστούκισε δυνατά. Γιατί θέλει να μείνει
μαζί της;

«Τέυλορ. Πάρε τη δεσποινίδα Στιλ κάτω.


Τώρα!»

Ο Τέυλορ γνέφει καταφατικά καθώς εγώ


κοιτάζω τον Κρίστιαν.

«Γιατί;» ψιθυρίζω.
«Πήγαινε. Πίσω στο διαμέρισμα». Τα μάτια
του λαμποκοπούν παγωμένα. «Πρέπει να
μείνω μόνος μου με τη Λέιλα!» Το λέει
επιτακτικά.

Νομίζω πως προσπαθεί να μου μεταδώσει


κάποιο μήνυμα, αλλά είμαι τόσο
σαστισμένη απ’ όσα έχουν γίνει, ώστε δεν
είμαι σίγουρη. Ρίχνω μια ματιά στη Λέιλα
και βλέπω να ζωγραφίζεται στα χείλη της
ένα πολύ αμυδρό χαμόγελο, αλλά κατά τα
άλλα παραμένει πραγματικά απαθής. Μια
τέλεια υποτακτική. Γαμώτο! Η καρδιά μου
παγώνει.

Αυτό χρειάζεται. Αυτό του αρέσει. Όχι!


Θέλω να ουρλιάζω.
«Δεσποινίς Στιλ. Άνα...» Ο Τέυλορ μου
απλώνει το χέρι, παρακαλώντας με να
φύγω.

Έχω μείνει μαρμαρωμένη από το φρικτό


θέαμα μπροστά μου. Επιβεβαιώνει τους
χειρότερους φόβους μου και παίζει με όλες
μου τις ανασφάλειες. -

«Τέυλορ!» τον πιέζει ο Κρίστιαν, και ο


Τέυλορ σκύβει και με σηκώνει στην
αγκαλιά του.

Το τελευταίο πράγμα που βλέπω καθώς


φεύγουμε είναι ο Κρίστιαν, που χαϊδεύει
απαλά το κεφάλι της Λέιλα,
μουρμουρίζοντάς της σιγανά κάτι.

Όχι!
Ο Τέυλορ με κουβαλάει στα σκαλιά και
μένω άψυχη στα χέρια του, προσπαθώντας
να συνειδητοποιήσω τι έγινε τα τελευταία
δέκα λεπτά — ή μήπως ήταν περισσότερο;
Λιγότερο; Η αίσθηση του χρόνου με έχει
εγκαταλείψει.

Ανακουφίζομαι βλέποντας τον Ίθαν, που


πηγαινοέρχεται στο μικρό λόμπι
κουβαλώντας ακόμα τη μεγάλη τσάντα του.
Ω, δόξα τω Θεώ, είναι χαλά! Όταν ο Τέυλορ
με αφήνει κάτω, ορμάω επάνω στον Ίθαν,
τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον
λαιμό του.

«Ίθαν. Ω, δόξα σόι ο Θεός! » Τον σφίγγω


δυνατά. Είχα ανησυχήσει τόσο πολύ και
προς στιγμήν απολαμβάνω την ευεργετική
επίδραση μιας ανάσας, μιας κατάπαυσης
του αυξανόμενου πανικού μου για όσα
γίνονται επάνω στο διαμέρισμά μου.

«Τι διάολο συμβαίνει, Άνα; Ποιος είναι


αυτός ο τύπος;»

«Συγγνώμη, Ίθαν... Αυτός είναι ο Τέυλορ.


Δουλεύει για τον Κρίστιαν. Τέυλορ, ο Ίθαν,
αδερφός της Συγκατοίκου μου».

Χαιρετιούνται.

«Άνα, τι τρέχει επάνω; Έψαχνα να βρω τα


κλειδιά του διαμερίσματος, όταν αυτοί οι
δύο τύποι όρμησαν από το πουθενά και τα
άρπαξαν. Ο ένας ήταν ο Κρίστιαν...» Ο Ίθαν
αφήνει τη φράση μισοτελειωμένη.

«Άργησες... Δόξα τω Θεώ».


«Ναι. Συνάντησα έναν φίλο από το
Πούλμαν ήπιαμε ένα ποτό στα γρήγορα. Τι
τρέχει επάνω;»

«Είναι μια κοπέλα, μια πρώην του


Κρίστιαν. Στο διαμέρισμά μας. Της έχει
σαλέψει, και ο Κρίστιαν κάνει...» Η φωνή
μου σπάει, και δάκρυα γεμίζουν τα μάτια
μου.

« Ει ...» ψιθυρίζει ο Ίθαν και με τραβάει


ξανά στην αγκαλιά του. «Τηλεφώνησε
κανείς στους μπάτσους;»

«Όχι, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο...»


Κλαίω με αναφιλητά επάνω στο στήθος
του, και τώρα που άρχισα, δεν μπορώ να
σταματήσω. Όλη η ένταση από το επεισόδιο
εκτονώνεται μέσα από τα δάκρυά μου.
Ο Ίθαν σφίγγει ακόμα πιο πολύ τα χέρια
γύρω μου, όμως αισθάνομαι το σάστισμά
του. «Ει, Άνα, πάμε να πιούμε ένα ποτό...»
Με χτυπάει αμήχανα στην πλάτη.

Νιώθω, κάπως απότομα, κι εγώ αμηχανία


και ντροπή και ειλικρινά θέλω να μείνω
μόνη μου. Γνέφω όμως καταφατικά,
συμφωνώντας με την πρότασή του. Θέλω
να βρεθώ μακριά από δω, απ’ ό,τι γίνεται
πάνω.

Γυρίζω στον Τέυλορ. «Ελέγχθηκε το


διαμέρισμα;» τον ρωτάω με δάκρυα στα
μάτια, σκουπίζοντας τη μύτη μου με την
ανάστροφη της παλάμης μου.

«Σήμερα το απόγευμα...» Ο Τέυλορ


ανασηκώνει απολογητικά τους ώμους και
μου δίνει ένα μαντίλι. Δείχνει
συντετριμμένος. «Λυπάμαι, Άνα...»
μουρμουρίζει.

Κατσουφιάζω. Θεέ μου φαίνεται τόσο


ένοχος. Δε θέλω να τον κάνω να αισθανθεί
χειρότερα.

«Φαντάζει να διαθέτει μια αλλόκοτη


ικανότητα να μας ξεφεύγει...» προσθέτει
και κατσουφιάζει ξανά.

«Ο Ίθαν κι εγώ θα πάμε για ένα ποτό στα


γρήγορα και ύστερα θα επιστρέψουμε στο
Εσκάλα...» Σκουπίζω τα μάτια μου.

Ο Τέυλορ ζυγιάζει αμήχανα το βάρος του


από το ένα πόδι στο άλλο. «Ο κύριος Γκρέυ
ήθελε να γυρίσετε στο διαμέρισμα» λέει
ήρεμα.
«Τώρα ξέρουμε πού είναι η Λέιλα...» Δεν
μπορώ να συγκαλύψω την πικρία που
χρωματίζει τη φωνή μου. «Άρα δεν υπάρχει
ανάγκη για όλη αυτή την ασφάλεια. Πες
στον Κρίστιαν ότι θα τον δούμε αργότερα».

Ο Τέυλορ ανοίγει το στόμα να μιλήσει και


μετά, συνετά, το ξανακλείνει.

«Θες ν’ αφήσεις την τσάντα σου στον


Τέυλορ;» ρωτάω τον Ίθαν.

«Όχι, θα την κρατήσω. Ευχαριστώ».

Ο Ίθαν γνέφει στον Τέυλορ και ύστερα με


οδηγεί έξω. Θυμάμαι, πολύ αργά, πως έχω
αφήσει την τσάντα μου στο πίσω κάθισμα
του Audi. Δεν έχω τίποτα μαζί μου.

«Η τσάντα μου...»
«Μη σε νοιάζει...» αποκρίνεται
μουρμουριστά ο Ίθαν, και το πρόσωπό του
είναι γεμάτο ανησυχία. «Όλα εντάξει.
Κερνάω εγώ».

ΔΙΑΛΕΓΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΠΑΡ στην


απέναντι πλευρά του δρόμου και
καθόμαστε σε δύο ξύλινα στουλ δίπλα στο
παράθυρο. Θέλω να βλέπω τι γίνεται ποιος
έρχεται και, το πιο σημαντικό, ποιος φεύγει.
Ο Ίθαν μού δίνει ένα μπουκάλι μπίρα,

«Μπελάδες με μια πρώην;» ρωτάει μαλακά.

«Είναι κάπως πιο περίπλοκο...» απαντάω


χαμηλόφωνα. Ξαφνικά είμαι επιφυλακτική.
Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό το πράγμα
έχω υπογράψει ΣΜΑ. Και πρώτη φορά
αυτό με κάνει να αγανακτώ, συν το γεγονός
ότι ο Κρίστιαν δεν έχει πει τίποτα για
ακύρωσή της.

«Έχω χρόνο» αποκρίνεται ευγενικά ο Ίθαν


και πίνει μια μεγάλη γουλιά από την μπίρα
του.

«Είναι μια πρώην, από πολύ παλιά.


Παράτησε τον άντρα της για έναν τύπο.
Μετά, πριν από δύο εβδομάδες περίπου,
εκείνος σκοτώθηκε με το αυτοκίνητο, και
τώρα αυτή κυνηγάει τον Κρίστιαν...»
Ανασηκώνω τους ώμους. Ορίστε, δεν
αποκάλυψα και πολλά.

«Τον κυνηγάει;»

«Είχε όπλο».
«Τι διάολο...»

«Δεν απείλησε κανέναν. Νομίζω πως


σκόπευε να κάνει κακό στον εαυτό της.
Αλλά αυτός ήταν ο λόγος που μ’ έκανε να
ανησυχήσω τόσο πολύ για σένα. Δεν ήξερα
αν ήσουν στο διαμέρισμα...»

«Κατάλαβα. Ακούγεται ανισόρροπη».

«Είναι».

«Και τι κάνει τώρα ο Κρίστιαν μαζί της;»

Το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό μου


και χολή ανεβαίνει στον λαιμό μου. «Δεν
ξέρω...» τραυλίζω.

Τα μάτια του Ίθαν γουρλώνουν επιτέλους


το έπιασε.
Αυτή είναι η ουσία του προβλήματός μου.
Τι διάολο κάνουν; Συζητούν, ελπίζω.
Απλώς συζητούν. Το μόνο που μπορώ να
δω όμως με τα μάτια του νου μου είναι το
χέρι του να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά της.

Είναι ψυχικά κλονισμένη, και ο Κρίστιαν


νοιάζεται για κείνηναυτό είναι όλο, το
εκλογικεύω. Αλλά στο πίσω μέρος του
μυαλού μου το υποσυνείδητό μου κουνάει
με θλίψη το κεφάλι του.

Είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Η Λέιλα


ήταν σε θέση να ικανοποιεί τις ανάγκες του
με έναν τρόπο που εγώ δεν μπορώ. Η σκέψη
είναι καταθλιπτική.

Προσπαθώ να επικεντρωθώ σε όσα κάναμε


τις τελευταίες μέρες στην ερωτική του
εξομολόγηση, στο ερωτιάρικο χιούμορ,
στην παιχνιδιάρικη διάθεσή του. Τα λόγια
όμως της Ελένα επανέρχονται συνεχώς και
με χλευάζουν. Είναι αλήθεια αυτό που λένε
για όσους κρυφακούνε.

Δε σου λείπει; Η αίθουσα ψυχαγωγίας


σου...

Τελειώνω την μπίρα μου σε χρόνο ρεκόρ,


και ο Ίθαν φέρνει άλλη μία. Δεν είμαι
σπουδαία παρέα, αλλά προς τιμήν του μένει
μαζί μου, φλυαρώντας, προσπαθώντας να
μου φτιάξει το κέφι, μιλώντας για τα
Μπαρμπάντος, για τα γελοία παιχνίδια της
Κέιτ και του Έλλιοτ, κάτι που μου αποσπά
ευχάριστα την προσοχή. Αλλά μόνο αυτό -
μου αποσπά την προσοχή.

Το μυαλό, η καρδιά, η ψυχή μου είναι μέσα


σ’ εκείνο το διαμέρισμα με τις Πενήντα
Αποχρώσεις μου και τη γυναίκα που ήταν
κάποτε υποτακτική του. Μια γυναίκα που
νομίζει πως τον αγαπάει ακόμα. Μια
γυναίκα που μου μοιάζει.

Στη διάρκεια της τρίτης μας μπίρας, ένα


μεγάλο SUV με φιμέ τζάμια σταματάει
δίπλα στο Audi μπροστά στο διαμέρισμα.
Αναγνωρίζω τον δόκτορα Φλυν, που
βγαίνει έξω συνοδευόμενος από μια
γυναίκα, η οποία φοράει κάτι που μοιάζει με
γαλάζια νοσοκομειακή στολή. Το μάτι μου
πιάνει τον Τέυλορ, που τους μπάζει από την
εξώπορτα.

«Ποιος είναι αυτός;» ρωτάει ο Ίθαν.

«Τον λένε δόκτορα Φλυν. Τον ξέρει ο


Κρίστιαν».
«Τι είδους γιατρός;»

«Τρελογιατρός».

«Α...»

Παρακολουθούμε και οι δυο, κι έπειτα από


μερικά λεπτά επιστρέφουν. Ο Κρίστιαν
κουβαλάει τη Λέιλα, που είναι τυλιγμένη
σε μια κουβέρτα. Τι; Τους παρακολουθώ
έντρομη να μπαίνουν στο αυτοκίνητο, το
οποίο απομακρύνεται με ταχύτητα.

Ο Ίθαν μού ρίχνει μια ματιά γεμάτη


συμπάθεια και νιώθω δυστυχισμένη,
εντελώς δυστυχισμένη.

«Μπορώ να έχω κάτι λίγο πιο δυνατό;»


ρωτάω τον Ίθαν με σιγανή φωνή.
« Αμέ! Τι θες;»

«Ένα μπράντι, σε παρακαλώ...»

Ο Ίθαν γνέφει καταφατικά και


κατευθύνεται προς το μπαρ. Κοιτάζω έξω
από το παράθυρο την εξώπορτα. Έπειτα
από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίζεται ο
Τέυλορ, μπαίνει στο Audi και φεύγει για
το Εσκάλα... Ακολουθεί τον Κρίστιαν; Δεν
ξέρω.

Ο Ιθαν βάζει μπροστά μου ένα μεγάλο


ποτήρι μπράντι. «Άντε, Στιλ, Έλα να
μεθύσουμε!»

Φαντάζει σαν την καλύτερη πρόταση που


μου έκαναν τον τελευταίο καιρό.
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και πίνω μια
γουλιά από το κεχριμπαρένιο υγρό, που με
καίει. Το κάψιμο είναι ένας ευπρόσδεκτος
περισπασμός από τον φρικτό πόνο που
πλημμυρίζει την καρδιά μου.

Είναι αργά και νιώθω ζαλισμένη. Ο Ιθαν


κι εγώ είμαστε κλειδωμένοι έξω από το
διαμέρισμα. Επιμένει να με συνοδέψει με
τα πόδια έως το Εσκάλα, όμως δε θέλει να
μείνει. Έχει τηλεφωνήσει στον φίλο που
συνάντησε νωρίτερα για ποτό κι έχει
κανονίσει να μείνει στο σπίτι του.

«Ώστε εδώ μένει ο μεγιστάνας...» Ο Ίθαν


σφυρίζει μέσα από τα δόντια του
εντυπωσιασμένος.

Γνέφω καταφατικά.

«Σίγουρα δε θες να έρθω μαζί σου;» ρωτάει.


«Όχι. Πρέπει να το αντιμετωπίσω ή να πάω
για ύπνο».

«Θα σε δω αύριο;»

«Ναι. Ευχαριστώ, Ίθαν». Τον αγκαλιάζω.

«Θα τη βρεις την άκρη, Στιλ...» ψιθυρίζει


στο αυτί μου. Με αφήνει και με
παρακολουθεί να κατευθύνομαι προς το
κτίριο. «Τα λέμε!» φωνάζει.

Του χαρίζω ένα αδύναμο χαμόγελο κι ένα


κούνημα του χεριού και μετά πιέζω το
κουμπί του ασανσέρ.

Βγαίνω από το ασανσέρ και μπαίνω στο


διαμέρισμα του Κρίστιαν. Ο Τέυλορ δεν
περιμένει, πράγμα ασυνήθιστο. Ανοίγοντας
τη δίφυλλη πόρτα, κατευθύνομαι προς το
μεγάλο δωμάτιο. Ο Κρίστιαν
πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο δίπλα στο
πιάνο μιλώντας στο τηλέφωνο.

«Ήρθε! » πετάει. Γυρίζει και με


αγριοκοιτάζει κλείνοντας το τηλέφωνο.
«Πού διάολο ήσουν;» γρυλίζει, αλλά δεν
κινείται προς το μέρος μου.

Είναι θυμωμένος μαζί μου; Αυτός, που


πέρασε ο Θεός

ξέρει πόση ώρα με την παλαβή πρώην φίλη


του, είναι θυμωμένος μαζί μου;

«Τα έχεις κοπανήσει;» με ρωτάει έντρομος.

«Λιγάκι...» Δεν ήξερα πως ήταν προφανές.


Του κόβεται η ανάσα και περνάει το χέρι
μέσα από τα μαλλιά του. «Σου είπα να
γυρίσεις εδώ». Η φωνή του είναι απειλητικά
ήρεμη. «Η ώρα είναι δέκα και τέταρτο.
Ανησυχούσα».

«Πήγα για ένα ποτό ή τρία ποτά με τον


Ίθαν όσο εσύ φρόντιζες την πρώην σου...»
αντιγυρίζω σφυριχτά. «Δεν ήξερα πόση
ώρα θα έμενες... Μαζί της».

Στενεύει τα μάτια και κάνει μερικά βήματα


προς το μέρος μου, αλλά σταματάει. «Γιατί
το λες έτσι;»

Ανασηκώνω τρυς ώμους και κοιτάζω τα


δάχτυλά μου.
«Άνα, τι συμβαίνει;» Και πρώτη φορά
ακούω κάτι άλλο εκτός από θυμό στη φωνή
του. Τι; Φόβο;

Καταπίνω, προσπαθώντας να καταλάβω τι


θέλω να πω. «Πού είναι η Λέιλα;» ρωτάω
σηκώνοντας το βλέμμα μου επάνω του.

«Σε μια ψυχιατρική κλινική στο Φρίμοντ»


απαντάει, και το πρόσωπό του ελέγχει το
δικό μου. «Άνα, τι συμβαίνει;» Προχωράει
προς το μέρος μου, ώσπου έρχεται να
σταθεί ακριβώς εμπρός μου. «Τι τρέχει;»
μουρμουρίζει.

Κουνάω το κεφάλι. «Δεν κάνω για σένα...»

«Τι;» τραυλίζει, και τα μάτια του


γουρλώνουν από ανησυχία. «Γιατί το
πιστεύεις αυτό; Πώς είναι δυνατόν να το
πιστεύεις;»

«Δεν μπορώ να είμαι όλα όσα χρειάζεσαι...»

«Είσαι όλα όσα χρειάζομαι!»

«Και μόνο που σε είδα μαζί της...» Αφήνω


τη φράση μετέωρη.

«Γιατί μου το κάνεις αυτό; Δεν πρόκειται


για σένα, Άνα. Πρόκειται γι’ αυτήν».
Παίρνει μια απότομη ανάσα, περνώντας
πάλι το χέρι μέσα από τα μαλλιά του.
«Αυτήν τη στιγμή είναι πολύ άρρωστη...»

«Μα το ένιωσα... Αυτό που είχατε μεταξύ


σας».
«Τι; Όχι! » Απλώνει το χέρι του προς το
μέρος μου, και ενστικτωδώς κάνω ένα βήμα
πίσω. Αφήνει το χέρι του να πέσει,
ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά του.
Φαίνεται πανικόβλητος. «Το βάζεις στα
πόδια;» ψελλίζει, και οι κόρες των ματιών
του διαστέλλονται από φόβο.

Δε λέω τίποτα, προσπαθώντας να


συγκεντρώσω τις σκόρπιες σκέψεις μου.

«Δεν μπορείς...» μου λέει παρακλητικά.

«Κρίστιαν... Δεν...» Αγωνίζομαι να μαζέψω


τις σκέψεις μου. Τι προσπαθώ να του πω;
Χρειάζομαι χρόνο, χρόνο για να
επεξεργαστώ όλα αυτά. Δώσε μου χρόνο.

« Όχι Όχι! » αναφωνεί.


«Άκου...»

Κοιτάζει σαν τρελός ολόγυρα. Για


έμπνευση; Για θεϊκή παρέμβαση; Δεν ξέρω.

«Δεν μπορείς να φύγεις, Άνα... Σ*"


αγαπάω!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Κρίστιαν. Απλώς...»

«Όχι... Όχι! » λέει με απόγνωση, πιάνοντας


και με τα δυο χέρια το κεφάλι του.

«Κρίστιαν...»

« Όχι ...» τραυλίζει, με τις κόρες των ματιών


του διεσταλμένες από τον πανικό, και
ξαφνικά πέφτει στα γόνατα εμπρός μου, με
το κεφάλι χαμηλωμένο, τα χέρια απλωμένα
επάνω στους μηρούς του. Παίρνει βαθιά
ανάσα και δεν κουνιέται.

Τι; «Κρίστιαν, τι κάνεις;»

Συνεχίζει να έχει καρφωμένο το βλέμμα του


κάτω, χωρίς να με κοιτάζει.

«Κρίστιαν! Τι κάνεις;» επαναλαμβάνω με


στριγκιά φωνή.

Δεν κουνιέται.

«Κρίστιαν, κοίταξέ με!» τον προστάζω


πανικόβλητη.

Το κεφάλι του σηκώνεται χωρίς δισταγμό


και με κοιτάζει παθητικά με το ατάραχο
γκρίζο βλέμμα του είναι σχεδόν γαλήνιος...
Γεμάτος προσμονή.
Γαμώτο μου... Ο Κρίστιαν. Ο υποτακτικός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΣ στα πόδια


μου, να με καρφώνει με το σταθερό γκρίζο
βλέμμα του. Αυτό είναι το πιο
ανατριχιαστικό και φρικιαστικό θέαμα που
έχω δει ποτέ μου περισσότερο από τη Λέιλα
και το όπλο της. Η αόριστη ζαλάδα που μου
έχει προκαλέσει το αλκοόλ εξατμίζεται στο
λεπτό και αντικαθίσταται από ένα κρανίο
που μυρμηγκιάζει και μια έρπουσα αίσθηση
καταστροφής καθώς το αίμα στραγγίζει από
το πρόσωπό μου.
Σοκαρισμένη, παίρνω βαθιά ανάσα. Όχι.
Όχι, είναι λάθος. Εντελώς λάθος και
εντελώς·εξοργιστικό.

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Μην το κάνεις


αυτό. Δεν το θέλω».

Συνεχίζει να με κοιτάζει με απάθεια, χωρίς


να κουνιέται, χωρίς να μιλάει.

Ω, γαμώτο... Ο καημένος ο Πενήντα μου. Η


καρδιά μου σφίγγεται. Τι διάολο του έκανα;
Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.

«Γιατί το κάνεις αυτό; Μίλησέ μου...»


ψιθυρίζω.

Ανοιγοκλείνει μία φορά τα βλέφαρά του.


«Τι θα ήθελες να πω;» λέει σιγανά, άψυχα,
και προς στιγμήν ανακουφίζομαι που
μιλάει, αλλά όχι έτσι όχι. Όχι.

Δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στα μάγουλά


μου και ξαφνικά δεν αντέχω να τον βλέπω
στην ίδια υποταγμένη στάση με κείνο το
αξιολύπητο πλάσμα, τη Λέιλα. Η εικόνα
ενός πανίσχυρου άντρα που στην
πραγματικότητα είναι ακόμα μικρό παιδί,
το οποίο κακοποίησαν και παραμέλησαν
φρικτά, που νιώθει ανάξιος να αγαπηθεί
από την τέλεια οικογένειά του και την όχι-
και-τόσο-τέλεια φιλενάδα του... Το χαμένο
μου αγόρι... Είναι συγκλονιστική.

Συμπόνια, σαστιμάρα και απελπισία


πλημμυρίζουν την καρδιά μου και με
κυριεύει μια πνιγηρή αίσθηση απόγνωσης.
Θα χρειαστεί να παλέψω για να τον
ξαναφέρω πίσω, να ξαναφέρω πίσω τον
Πενήντα μου.

Η σκέψη ότι θα μπορούσα να εξουσιάζω


κάποιον είναι φρικιαστική. Η σκέψη ότι θα
μπορούσα να εξουσιάζω τον Κρίστιαν είναι
εμετική. Θα γινόμουν σαν κι αυτήν τη
γυναίκα που του έκανε αυτό.

Η σκέψη μού προκαλεί ανατριχίλα και


προσπαθώ να διώξω τη χολή που ανεβαίνει
στον λαιμό μου. Σε καμία περίπτωση δεν
μπορώ να το κάνω αυτό. Σε καμία
περίπτωση δεν το θέλω.

Καθώς οι σκέψεις μου ξεκαθαρίζουν,


μπορώ να δω μόνο μία διέξοδο. Χωρίς να
πάρω τα μάτια μου από τα δικά του, πέφτω
στα γόνατα εμπρός του.
Το ξύλινο πάτωμα είναι σκληρό στις κνήμες
μου, και σκουπίζω πρόχειρα τα δάκρυα με
την ανάστροφη της παλάμης μου.

Με αυτό τον τρόπο, είμαστε ίσοι. Είμαστε


στο ίδιο επίπεδο. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε
να τον ξαναπάρω πίσω.

Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται


ελάχιστα καθώς τον κοιτάζω, αλλά πέρα
από αυτό η έκφραση και η στάση του δεν
αλλάζουν.

«Κρίστιαν, δε χρειάζεται να το κάνεις


αυτό...» τον εκλιπαρώ. «Δεν πρόκειται να
το βάλω στα πόδια. Σ’ το είπα τόσες φορές.
Δε θα το βάλω στα πόδια. Όλα αυτά που
έγιναν... Είναι συνταρακτικά. Απλώς
χρειάζομαι χρόνο για να σκεφτώ... Λίγο
χρόνο για τον εαυτό μου. Γιατί υποθέτεις
πάντα το χειρότερο;» Η καρδιά μου
σφίγγεται ξανά, γιατί ξέρω· είναι επειδή
αμφιβάλλει τόσο για τον εαυτό του, επειδή
νιώθει τόση αυτοαπέχθεια.

Τα λόγια της Ελένα επανέρχονται και με


στοιχειώνουν.

Ξέρει πόσο αρνητικός είσαι απέναντι στον


εαυτό σου; Για όλα σου τα προβλήματα;

Ω Κρίστιαν... Φόβος πλημμυρίζει και πάλι


την καρδιά μου και αρχίζω να φλυαρώ
ακατάληπτα. «Σκόπευα να προτείνω να
γυρίσω απόψε στο διαμέρισμά μου. Δε μου
δίνεις ποτέ χρόνο... Χρόνο απλώς να
σκεφτώ καλά τα πράγματα...» ψελλίζω μες
στα αναφιλητά, και κάτι σαν κατσούφιασμα
σκιάζει το πρόσωπό του. «Απλώς χρόνο για
να σκεφτώ. Μόλις που γνωρίζουμε ο ένας
τον άλλο, κι όλες αυτές οι αποσκευές που σε
συνοδεύουν... Θέλω... Χρειάζομαι χρόνο να
το σκεφτώ. Και τώρα που η Λέιλα είναι...
Τέλος πάντων, ό,τι είναι...Έχει-φύγει από
τη μέση και δεν αποτελεί απειλή...
Σκέφτηκα... Σκέφτηκα...» Αφήνω τη φράση
μισοτελειωμένη και τον κοιτάζω.

Με ατενίζει με προσήλωση και νομίζω πως


ακούει.

«Βλέποντάς σε με τη Λέιλα...» Σφαλίζω τα


μάτια, και η οδυνηρή ανάμνηση της επαφής
του με την πρώην υποτακτική του αρχίζει
πάλι να με βασανίζει. «Ήταν μεγάλο
σοκ.Έριξα μια φευγαλέα ματιά στη ζωή σου
όπως ήταν... Και...» Χαμηλώνω το βλέμμα
στα μπλεγμένα μου δάχτυλα, ενώ τα
δάκρυα εξακολουθούν να κυλούν στα
μάγουλά μου. «Το θέμα είναι πως δεν είμαι
αρκετά καλή για σένα. Είδα τη ζωή σου
και φοβάμαι τόσο πολύ ότι θα με βαρεθείς
και μετά θα φύγεις... Και θα καταλήξω σαν
τη Λέιλα... Μια σκιά. Επειδή σ’ αγαπάω,
Κρίστιαν... Κι αν μ’ αφήσεις, θα είμαι σαν
ένας κόσμος χωρίς φως. Θα είμαι στο
σκοτάδι. Δε θέλω να το βάλω στα πόδια.
Απλώς φοβάμαι τόσο πολύ ότι θα μ’
αφήσεις...»

Την ώρα που του λέω αυτά τα λόγια -με την


ελπίδα πως με ακούει-, συνειδητοποιώ ποιο
είναι το πραγματικό μου πρόβλημα. Απλώς
δεν καταλαβαίνω γιατί του αρέσω. Ποτέ δεν
κατάλαβα γιατί του αρέσω.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί με βρίσκεις


ελκυστική...» μουρμουρίζω. «Εσύ είσαι...
Εντάξει, είσαι εσύ. Κι εγώ είμαι...»
Ανασηκώνω τους ώμους και τον κοιτάζω.
«Απλώς δεν το πιάνω. Είσαι όμορφος και
σέξι και επιτυχημένος και καλός και
ευγενικός και περιποιητικός -όλα αυτά τα
πράγματα-, κι εγώ δεν είμαι. Και δεν μπορώ
να κάνω τα πράγματα πού σ’ αρέσει να
κάνεις. Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που
σου χρειάζεται... Πώς θα μπορούσες να
γίνεις ευτυχισμένος μαζί μου; Πώς είναι
δυνατόν να σε κρατήσω;» Εκφράζω τους
πιο σκοτεινούς μου φόβους, και η φωνή μου
είναι ένας ψίθυρος. «Δεν κατάλαβα ποτέ τι
βλέπεις σε μένα. Κι όταν σε είδα μαζί της,
τα συνειδητοποίησα όλα αυτά...» Ρουφάω
και σκουπίζω τη μύτη μου με την
ανάστροφη της παλάμης μου, κοιτάζοντας
την απαθή έκφρασή του.

Ω, είναι τόσο εξοργιστικός. Μίλα μου, που


να πάρει ο διάολος!
«Σκοπεύεις να μείνεις εδώ πέρα γονατιστός
όλη νύχτα; Επειδή θα μείνω κι εγώ» του
πετάω.

Νομίζω πως η έκφρασή του μαλακώνει


ίσως δείχνει αόριστα εύθυμος. Αλλά είναι
δύσκολο να το πω με βεβαιότητα.

Θα μπορούσα να απλώσω το χέρι και να


τον αγγίξω, όμως θα ήταν ασυγχώρητη
κατάχρηση της θέσης όπου με έβαλε. Δεν
το θέλω, αλλά δεν μπορώ να ξέρω και τι
θέλει εκείνος ή τι προσπαθεί να μου πει.
Απλώς δεν καταλαβαίνω.

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...


Μίλησέ μου» τον ικετεύω, πιέζοντας τα
χέρια στα πόδια μου. Νιώθω άβολα, αλλά
εξακολουθώ να μένω γονατιστή,
ατενίζοντας τα σοβαρά, όμορφα γκρίζα
μάτια του, και να περιμένω.

Και να περιμένω.

Και να περιμένω.

«Σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ ξανά.

Το έντονο βλέμμα του ξαφνικά σκοτεινιάζει


και ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του.
«Φοβήθηκα τόσο πολύ...» ψελλίζει.

Ω, δόξα σόι Κύριε, Το υποσυνείδητό μου


επιστρέφει παραπατώντας στην πολυθρόνα
του και σωριάζεται με ανακούφιση,
πίνοντας μια μεγάλη γουλιά τζιν.

Μιλάει! Με πλημμυρίζει ευγνωμοσύνη και


ξεροκαταπίνω, προσπαθώντας να
συγκρατήσω τη συγκίνηση και τους
καινούριους κόμπους δακρύων που
απειλούν να αναβρύσουν από τα μάτια μου,

Η φωνή του είναι μαλακή και σιγανή.


«Όταν είδα τον Ίθαν να καταφτάνει έξω από
το κτίριο, κατάλαβα πως κάποιος σου είχε
ανοίξει να μπεις. Πεταχτήκαμε με τον
Τέυλορ έξω από το αυτοκίνητο.
Καταλάβαμε, και βλέποντάς την εκεί μαζί
σου και οπλισμένη... Νομίζω ότι πέθανα
χίλιες φορές, Άνα, Κάποιος να σ’ απειλεί,.,
Οι χειρότεροι φόβοι μου είχαν γίνει
πραγματικότητα. Ήμουν τόσο θυμωμένος,
μαζί της, μαζί σου, με τον Τέυλορ, με τον
εαυτό μου...»

Κουνάει το κεφάλι αποκαλύπτοντας την


αγωνία του. «Δεν ήξερα πόσο ασταθής θα
ήταν... Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήξερα
πώς θα αντιδρούσε». Σταματάει
και σκυθρωπιάζει. «Και ύστερα μου έδωσε
μια ιδέα· φάνηκε τόσο συντετριμμένη. Και
απλώς ήξερα πώς έπρεπε να ενεργήσω...»
Κάνει μια παύση κοιτάζοντάς με,
προσπαθώντας να ζυγίσει την αντίδρασή
μου.

«Συνέχισε...» ψιθυρίζω.

Καταπίνει. «Βλέποντάς τη σ’ αυτή την


κατάσταση, ξέροντας πως ίσως είχα κάποια
σχέση με τον ψυχικό κλονισμό της...»
Σφαλίζει πάλι τα βλέφαρά του. «Ήταν
πάντα τόσο σκανδαλιάρα και αεικίνητη».

Ανατριχιάζει και παίρνει μια τραχιά ανάσα,


σχεδόν σαν λυγμό. Είναι μαρτύριο να τον
ακούω, αλλά μένω γονατισμένη,
προσεκτική, ρουφώντας τα αποκαλυπτικά
λόγια του.

«Θα μπορούσε να σου έχει κάνει κακό...


Και θα ήταν δικό μου λάθος». Το βλέμμα
του ξεστρατίζει, γεμίζει φρίκη και μένει
ξανά σιωπηλός.

«Δε μου έκανε όαως...» ψελλίζω. «Και δεν


ήσουν υπεύθυνος για την κατάστασή της,
Κρίστιαν». Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας
τα μάτια, ενθαρρύνοντάς τον να μιλήσει.

Μετά μου περνάει από το μυαλό η ιδέα πως


ό,τι έκανε ήταν για να με κρατήσει ασφαλή.
Και ίσως και τη Λέιλα, επειδή νοιάζεται και
γι’ αυτήν. Πόσο νοιάζεται όμως για κείνην;
Το ερώτημα μένει κολλημένο στον νου μου,
ανεπιθύμητο. Λέει πως με αγαπάει, αλλά
ύστερα ήταν τόσο απότομος, πετώντας με
έξω από το ίδιο μου το σπίτι,

«Απλώς σε ήθελα έξω από κει...»


μουρμουρίζει, με την αλλόκοτη ικανότητά
του να διαβάζει τις σκέψεις μου. «Σε ήθελα
μακριά από τον κίνδυνο και... Εσύ. Δεν.
Εννοούσες. Να. Φύγεις...» σφυρίζει μέσα
από τα σφιγμένα δόντια του κουνώντας το
κεφάλι, και η απόγνωσή του είναι
χειροπιαστή.

Με κοιτάζει έντονα. «Αναστάζία Στιλ, είσαι


η πιο πεισματάρα γυναίκα που ξέρω».
Κλείνει τα βλέφαρά του και κουνάει πάλι το
κεφάλι σαν να μην το πιστεύει.

Ω, επέστρεψε. Αφήνω έναν βαθύ,


εξαγνιστικό αναστεναγμό ανακούφισης.
«Δε σκόπευες να το βάλεις στα πόδια;»
ρωτάει.

«Όχι!»

Κλείνει πάλι τα μάτια, και ολόκληρο το


σώμα του χαλαρώνει. Όταν τα ξανανοίγει,
βλέπω τον πόνο και την αγωνία του.

«Νόμιζα...» Σταματάει. «Αυτός είμαι, Άνα.


Ολόκληρος... Και είμαι όλος δικός σου. Τι
πρέπει να κάνω για να το καταλάβεις; Να
δεις ότι σε θέλω με όποιον τρόπο μπορώ να
σ’ έχω... Πως σ’ αγαπάω...»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Κρίστιαν. Και


βλέποντάς σε έτσι...» Πνίγομαι, και τα
δάκρυα αρχίζουν πάλι να κυλούν. «Νόμιζα
πως σε είχα σπάσει».
«Σπάσει; Εμένα; Ω, όχι, Άνα... Ακριβώς το
αντίθετο». Απλώνει το χέρι του και πιάνει
το δικό μου. «Είσαι το σωσίβιό μου...»
ψιθυρίζει και μου φιλάει τις αρθρώσεις,
πιέζοντας την παλάμη μου στη δική του.

Με τα μάτια ορθάνοιχτα και γεμάτα φόβο,


τραβάει απαλά το χέρι μου και το
ακουμπάει στο στήθος του, επάνω στην
καρδιά του στην απαγορευμένη ζώνη. Η
ανάσα του επιταχύνεται. Η καρδιά του
χτυπάει με έξαλλο, βροντερό ρυθμό κάτω
από τα δάχτυλά μου. Κρατάει τα μάτια του
καρφωμένα στα δικά μου· το σαγόνι του
είναι τσιτωμένο, τα δόντια του σφιγμένα.

Μου κόβεται η ανάσα. Ω, ο Πενήντα μου!


Με αφήνει να τον αγγίξω. Και είναι λες και
δεν έχω καθόλου αέρα στα πνευμόνια μου
σαν να έχει χαθεί. Το αίμα σφυροκοπάει
στα αυτιά μου καθώς οι παλμοί της καρδιάς
μου ανεβαίνουν, για να ταιριάξουν με τους
δικούς του.

Τραβάει το χέρι του, αφήνοντας το δικό μου


επάνω στην καρδιά του. Λυγίζω ελαφρώς
τα δάχτυλα, νιώθοντας τη ζεστασιά του
δέρματος κάτω από το λεπτό ύφασμα του
πουκάμισού του. Κρατάει την ανάσα του.
Δεν το αντέχω. Κάνω να πάρω το χέρι μου.

« Όχι! » λέει γρήγορα και βάζει πάλι το


χέρι του πάνω από το δικό μου, πιέζοντας τα
δάχτυλά μου επάνω του. «Μη...»

Παίρνοντας θάρρος από αυτές τις δύο


λέξεις, σέρνομαι λίγο πιο κοντά, έτσι που
τα γόνατά μας ακουμπούν μεταξύ τους, και
σηκώνω διστακτικά το άλλο χέρι ώστε να
ξέρει ακριβώς τι σκοπεύω να κάνω. Τα
μάτια του γουρλώνουν ακόμα περισσότερο,
αλλά δε με σταματάει.

Αρχίζω να ξεκουμπώνω μαλακά τα κουμπιά


του πουκάμισού του. Είναι δύσκολο με το
ένα χέρι. Λυγίζω τα δάχτυλά μου κάτω
ο£πό το χέρι του και το αφήνει,
επιτρέποντάς μου να χρησιμοποιήσω και τα
δυο χέρια για να του ξεκουμπώσω το
πουκάμισο. Τα μάτια μου δεν αφήνουν τα
δικά του έτσι όπως του ανοίγω το
πουκάμισο αποκαλύπτοντας το στήθος του.

Καταπίνει, και το στόμα του μισανοίγει


καθώς η ανάσα του επιταχύνεται.
Αισθάνομαι τον αυξανόμενο πανικό του,
όμως δεν τραβιέται. Λειτουργεί ακόμα σαν
υποτακτικός; Δεν έχω ιδέα.
Πρέπει να το κάνω αυτό; Δε θέλω να τον
πονέσω, σωματικά ή ψυχικά. Βλέποντάς
τον σ’ αυτή την κατάσταση, να μου
προσφέρει τον εαυτό του, είναι σαν
καμπανάκι αφύπνισης.

Απλώνω το χέρι αφήνοντάς το να αιωρείται


πάνω από το στήθος του και τον κοιτάζω...
Ζητώντας του την άδεια. Γέρνει
ανεπαίσθητα το κεφάλι του στο πλάι,
κάνοντας την καρδιά του πέτρα καθώς
περιμένει το άγγιγμά μου.

Εκπέμπει ένταση, αυτήν τη φορά όμως δεν


είναι θυμός - είναι φόβος.

Διστάζω. Μπορώ πραγματικά να του το


κάνω αυτό;
« Ναι.. .» μουρμουρίζει — ξανά με κείνη
την αλλόκοτη ικανότητά του να απαντάει
στις ερωτήσεις που δεν έχω διατυπώσει.

Απλώνω τις άκρες των δαχτύλων μου στις


τρίχες του στήθους του και τις χαϊδεύω
απαλά. Κλείνει τα βλέφαρα, και το
πρόσωπό του ζαρώνει σαν να βιώνει
αφόρητο πόνο. Είναι αβάσταχτο να το
βλέπεις, κι έτσι σηκώνω αμέσως τα δάχτυλά
μου, αλλά μου αρπάζει μεμιάς το χέρι και το
ακουμπάει πάλι σταθερά επάνω στο γυμνό
του στήθος, έτσι που οι τρίχες γαργαλούν
την παλάμη μου.

«Όχι!» λέει με φωνή γεμάτη ένταση. «Το


έχω ανάγκη».

Τα μάτια του είναι σφιχτά σφαλισμένα.


Πρέπει να είναι μαρτύριο. Είναι στ’ αλήθεια
βασανιστικό να το παρακολουθείς. Αφήνω
προσεκτικά τα δάχτυλά μου να χαϊδέψουν
το στήθος του έως την καρδιά του,
απολαμβάνοντας την αίσθηση, τρέμοντας
μήπως το παρακάνω.

Ανοίγει τα μάτια του και είναι σαν γκρίζα


φωτιά που με καίει.

Να πάρει... Το βλέμμα του είναι επώδυνο,


άγριο, κάτι παραπάνω από έντονο, και η
ανάσα του είναι γρήγορη. Κάνει το αίμα
μου να κυλάει πιο γοργά. Αναδεύομαι κάτω
από τη ματιά του.

Δε με έχει σταματήσει, οπότε περνάω πάλι


τα δάχτυλα από το στήθος του, και το στόμα
του χαλαρώνει. Κοντανασαίνει, και δεν
ξέρω αν είναι από τον φόβο ή από κάτι
άλλο.
Ήθελα τόσο καιρό να τον φιλήσω εκεί,
ώστε λυγίζω τα γόνατα και καρφώνω για
λίγο τα μάτια στα δικά του, κάνοντας την
πρόθεσή μου απόλυτα σαφή. Μετά
γέρνω και δίνω ένα απαλό φιλί επάνω στην
καρδιά του, νιώθοντας το ζεστό, μυρωδάτο
δέρμα κάτω από τα χείλη μου.

Το πνιχτό βογκητό του με συγκινεί τόσο


πολύ, που κάθομαι ανακούρκουδα, μην
ξέροντας τι θα δω στο πρόσωπό του. Τα
μάτια του είναι κλεισμένα σφιχτά, αλλά δεν
έχει κουνηθεί.

« Πάλι ...» ψιθυρίζει.

Σκύβω ξανά στο στήθος του, αυτήν τη φορά


για να φιλήσω κάποια από τις ουλές. Του
κόβεται η ανάσα, και φιλάω άλλη μία, μετά
άλλη μία. Βογκάει δυνατά και ξαφνικά τα
μπράτσα του είναι γύρω μου και το χέρι
του στα μαλλιά μου, τραβώντας επώδυνα
το κεφάλι μου, έτσι που τα χείλη μου
συναντούν το επίμονο στόμα του.
Φιλιόμαστε, και τα δάχτυλά μου
μπλέκονται στα μαλλιά του.

« Ω Άνα ...» μουρμουρίζει και με


στριφογυρίζει τραβώντας με στο πάτωμα,
έτσι που βρίσκομαι από κάτω του.

Σηκώνω τα χέρια να πιάσω το όμορφο


πρόσωπό του κι εκείνη τη στιγμή νιώθω τα
δάκρυά του.

Κλαίει... Όχι. Όχι!

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ, μην κλαις... Το


εννοούσα όταν είπα πως δε θα σ’ αφήσω
ποτέ. Πραγματικά. Αν σου έδωσα άλλη
εντύπωση, λυπάμαι πολύ... Σε παρακαλώ,
σε παρακαλώ, συγχώρεσε με... Σ’ αγαπάω.
Πάντα θα σ’ αγαπάω».

Αιωρείται από πάνω μου κοιτάζοντάς με


καταπρόσωπο, και η έκφρασή του είναι
γεμάτη πόνο.

«Τι συμβαίνει;»

Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται


περισσότερο.

«Ποιο είναι αυτό το μυστικό που σε κάνει


να νομίζεις ότι θα το βάλω στα πόδια; Που
σε κάνει τόσο σίγουρο ότι θα φύγω; Πες
μου, Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» τον
εκλιπαρώ με τρεμουλιαστή φωνή.
Με κοιτάζει και φαίνεται θαρρείς κι έχει
βουλιάξει στην απόλυτη απόγνωση. Ω,
γαμώτο, είναι άσχημο...

«Άνα ...» Κάνει μια παύση ψάχνοντας τα


λόγια, έχοντας μια έκφραση γεμάτη οδύνη.

Πού διάολο το πάει;

Παίρνει βαθιά ανάσα και ξεροκαταπίνει.


«Είμαι σαδιστής, Άνα... Μ’ αρέσει να
μαστιγώνω μικρά καστανά κοριτσάκια σαν
και σένα, επειδή όλες μοιάζετε με την
κοκαϊνομανή πόρνη τη βιολογική μου
μητέρα. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να
μαντέψεις το γιατί». Το λέει βιαστικά, σαν
να είχε μέρες και μέρες την πρόταση στο
κεφάλι του και θέλει απεγνωσμένα να την
ξεφορτωθεί.
Ο κόσμος μου σταματάει. Οχ, όχι...

Δεν είναι αυτό που περίμενα. Είναι άσχημο.


Πραγματικά άσχημο. Τον κοιτάζω
προσπαθώντας να καταλάβω τη σημασία
αυτού που μόλις είπε. Πάντως εξηγεί το
γιατί μοιάζουμε όλες μεταξύ μας.

Η πρώτη μου σκέψη είναι πως η Λέιλα είχε


δίκιο Ο Αφέντης είναι σκοτεινός...

Θυμάμαι την πρώτη συζήτηση που είχα


μαζί του για τις τάσεις του όταν ήμαστε στο
Κόκκινο Δωμάτιο Πόνου.

«Είπες πως δεν ήσουν σαδιστής...»


τραυλίζω, προσπαθώντας απεγνωσμένα να
καταλάβω. Να του βρω κάποια δικαιολογία.
«Όχι. Είπα πως ήμουν Κυρίαρχος. Αν σου
είπα ψέματα, ήταν ψέμα παράλειψης. Με
συγχωρείς...» Χαμηλώνει για λίγο το
βλέμμα στα περιποιημένα νύχια του.

Μου φαίνεται ταπεινωμένος. Ταπεινωμένος


που μου είπε ψέματα; Ή γι’ αυτό που είναι;

«Όταν μου έκανες εκείνη την ερώτηση, είχα


φανταστεί μια διαφορετική σχέση ανάμεσά
μας...» μουρμουρίζει.

Καταλαβαίνω από το ύφος του πως είναι


τρομοκρατημένος. Μετά η ιδέα με χτυπάει
σαν οδοστρωτήρας. «Δεν μπορώ να σου
δώσω αυτό που χρειάζεσαι». Αυτό είναι -
αυτό σημαίνει πραγματικά πως είμαστε
ασύμβατοι.
Ο κόσμος αρχίζει να σωριάζεται στα πόδια
μου, καταρρέοντας γύρω μου καθώς ο
πανικός με αρπάζει από τον λαιμό. Αυτό
είναι. Δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Συνοφρυώνεται. «Όχι, όχι, όχι. Άνα. Όχι...


Μπορείς. Στ’ αλήθεια μου δίνεις αυτό που
χρειάζομαι». Σφίγγει τις γροθιές του, «Σε
παρακαλώ, πίστεψέ με...» ψελλίζει, και τα
λόγια του είναι μια παθιασμένη ικεσία.

«Δεν ξέρω τι να πιστέψω, Κρίστιαν. Όλα


αυτά είναι τόσο μπερδεμένα...» τραυλίζω,
και ο λαιμός μου είναι βραχνιασμένος και
πονάει, πνίγοντάς με με δάκρυα που δεν
ξέσπασαν.

Όταν με ξανακοιτάζει, τα μάτια του είναι


γουρλωμένα και λαμπερά.
«Άνα, πίστεψέ με... Όταν σε τιμώρησα και
με παράτησες, η κοσμοθεωρία μου άλλαξε.
Δεν έκανα πλάκα όταν είπα πως θα
απέφευγα να ξανανιώσω έτσι...» Με
κοιτάζει με πονεμένο, παρακλητικό ύφος.
«Όταν μου είπες ότι μ’ αγαπάς, ήταν σαν
αποκάλυψη. Κανένας δε μου το είχε
ξαναπεί, και ήταν σαν να έθαβα κάτι
οριστικά ή ίσως εσύ το έθαψες οριστικά,
δεν ξέρω. Ο δόκτωρ Φλυν κι εγώ το
συζητάμε ακόμα ενδελεχώς».

Ελπίδα τρεμοπαίζει προς στιγμήν στην


καρδιά μου. Μπορεί να τα καταφέρουμε.
Θέλω να τα καταφέρουμε. Δε θέλω;

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ψιθυρίζω.

«Σημαίνουν ότι δεν το χρειάζομαι. Όχι


τώρα».
Τι ; «Πού το ξέρεις; Πώς είσαι τόσο
σίγουρος;»

«Το ξέρω. Η σκέψη να σε πονέσω... Με


οποιονδήποτε αληθινό τρόπο... Μου
προκαλεί αποστροφή».

«Δεν καταλαβαίνω. Και οι χάρακες και το


ξύλισμα κι όλα αυτά τα κίνκι γαμήσια;»

Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του


και σχεδόν χαμογελάει, τελικά όμως
αναστενάζει μελαγχολικά. «Μιλάω για τις
πραγματικά βίαιες μαλακίες, Αναστάζια...
Και πού να δεις τι μπορώ να κάνω με ένα
ραβδί ή με έναν βούρδουλα».

Το στόμα μου ανοίγει διάπλατα από


κατάπληξη. «Θα προτιμούσα να μη δω...»
«Το ξέρω. Αν ήθελες να το κάνεις, τότε
εντάξει... Μα δε θες, και το κατανοώ. Δεν
μπορώ να κάνω όλες αυτές τις μαλακίες
μαζί σου αν δε θες. Σ’ το είπα και άλλοτε.
Εσύ έχεις όλη τη δύναμη. Και τώρα, από
τότε που ξαναγύρισες, δε νιώθω καν αυτή
την παρόρμηση».

Τον κοιτάζω για μια στιγμή χάσκοντας,


προσπαθώντας να αφομοιώσω όλες αυτές
τις πληροφορίες. «Όταν όμως
γνωριστήκαμε, αυτό δεν ήθελες;»

«Ναι, αναμφίβολα».

«Πώς μπορεί η παρόρμησή σου απλώς να


εξαφανιστεί, Κρίστιαν; Σαν να είμαι
κάποιου είδους πανάκεια, κι εσύ είσαι -
ελλείψει άλλης λέξηςθεραπευμένος; Δεν το
καταλαβαίνω...»
Αναστενάζει ξανά. «Δε θα έλεγα
“θεραπευμένος”... Δε με πιστεύεις;»

«Απλώς το βρίσκω... Απίστευτο. Πράγμα


που είναι διαφορετικό».

«Αν δε με είχες παρατήσει, τότε κατά πάσα


πιθανότητα δε θα ένιωθα έτσι. Η
εγκατάλειψή μου ήταν το καλύτερο πράγμα
που έκανες ποτέ... Για μας. Μ’ έκανε να
συνειδητοποιήσω πόσο σε θέλω, μόνο
εσένα, και το εννοώ όταν λέω πως σε θέλω
με όποιον τρόπο μπορώ να σ’ έχω».

Τον κοιτάζω. Γίνεται να το πιστέψω αυτό;


Το κεφάλι μου πονάει και μόνο από την
προσπάθεια να σκεφτώ όλα αυτά, και βαθιά
μέσα μου νιώθω... Μουδιασμένη.
«Είσαι ακόμα εδώ. Νόμιζα πως θα την είχες
κοπανήσει ήδη...» ψιθυρίζει.

«Γιατί; Επειδή μπορεί να σκεφτόμουν ότι,


για να μαστιγώνεις και να πηδάς γυναίκες
που μοιάζουν με τη μάνα σου, πρέπει να
είσαι βλαμμένος; Τι μπορεί να σου έδωσε
αυτή την εντύπωση;» ρωτάω σφυριχτά,
περνώντας στην επίθεση.

Τα σκληρά μου λόγια τον κάνουν να


ασπρίσει.

«Δε θα το είχα διατυπώσει έτσι ακριβώς,


αλλά ναι...» απαντάει, και τα μάτια είναι
γουρλωμένα και πληγωμένα.

Η έκφρασή του με συνεφέρνει και αμέσως


μετανιώνω για το ξέσπασμά μου.
Κατσουφιάζω, νιώθοντας μια σουβλιά
ενοχής.

Ω, τι θα κάνω; Τον κοιτάζω και δείχνει


μετανιωμένος, ειλικρινής... Μοιάζει με τον
Πενήντα μου.

Και, απρόσκλητη, έρχεται στο μυαλό μου


η φωτογραφία στο παιδικό του δωμάτιο, κι
εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ γιατί η
γυναίκα που απεικόνιζε φαινόταν τόσο
οικεία. Του έμοιαζε. Μάλλον ήταν η
βιολογική του μητέρα.

Μου έρχεται στο μυαλό η ευκολία με την


οποία την προσπέρασε: Καμία που να έχει
σημασία... Αυτή φταίει για όλα αυτά... Κι
εγώ της μοιάζω... Γαμώτο!
Με κοιτάζει με μάτια κοκκινισμένα, και
ξέρω ότι περιμένει την επόμενη κίνησή μου.
Φαίνεται ειλικρινής. Είπε ότι με αγαπάει,
αλλά είμαι πραγματικά μπερδεμένη.

Όλα είναι τόσο περίπλοκα. Με καθησύχασε


ως προς τη Λέιλα, τώρα όμως ξέρω με
μεγαλύτερη βεβαιότητα από ποτέ πώς
κατάφερνε να τον ικανοποιεί. Η σκέψη
είναι αποκαρδιωτική και δυσκολοχώνευτη.

«Κρίστιαν, είμαι εξαντλημένη... Μπορούμε


να το συζητήσουμε αύριο; Θέλω να πάω για
ύπνο».

Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του έκπληκτος.


«Δε φεύγεις;»

«Θες να φύγω;»
«Όχι! Νόμιζα πως θα έφευγες μόλις
μάθαινες».

Όλες εκείνες οι φορές που υπαινίχθηκε πως


θα έφευγα μόλις μάθαινα τα σκοτεινότερα
μυστικά του περνούν σαν αστραπή από το
μυαλό μου... Και τώρα ξέρω. Σκατά. Ο
Αφέντης είναι σκοτεινός.

Πρέπει να φύγω; Τον κοιτάζω, αυτό τον


τρελό άντρα που αγαπάω ναι, αγαπάω.

Μπορώ να τον αφήσω; Τον άφησα μία


φορά, κι αυτό παραλίγο να με διαλύσει... Το
ίδιο κι αυτόν. Τον αγαπάω. Αυτό το ξέρω,
παρά την αποκάλυψή του.

«Μη μ’ αφήσεις...» τραυλίζει.


«Αμάν πια ...Όχι! Δεν πρόκειται να φύγω!»
φωνάζω, και είναι εξαγνιστικό. Ορίστε, το
είπα. Δε φεύγω.

«Αλήθεια;» Οι κόρες των ματιών του


διαστέλλονται.

«Τι μπορώ να κάνω για να καταλάβεις ότι


δε θα το βάλω στα πόδια; Τι μπορώ να πω;»

Με κοιτάζει, αποκαλύπτοντας πάλι τον


φόβο και το άγχος του. Καταπίνει.
«Υπάρχει ένα πράγμα που μπορείς να
κάνεις».

«Τι;» πετάω.

«Παντρέψου με...» ψιθυρίζει.

Ορίστε; Στ’ αλήθεια τώρα δα...


Δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερο από μισή
ώρα ο κόσμος μου μένει ακίνητος.

Γαμώτο! Κοιτάζω τον βαθιά προβληματικό


άντρα που αγαπάω. Δεν μπορώ να πιστέψω
αυτό που μόλις είπε.

Γάμο; Προτείνει γάμο; Πλάκα κάνει; Δεν


αντέχω στον πειρασμό — ένα μικρό,
νευρικό, δύσπιστο χαχανητό ξεφεύγει από
βαθιά μέσα μου. Δαγκώνω το χείλος μου
για να το σταματήσω, ώστε να μη γίνει
κανονικό υστερικό γέλιο, και αποτυγχάνω
οικτρά. Ξαπλώνω ανάσκελα στο πάτωμα
και παραδίδομαι στην παρόρμηση,
γελώντας όπως δεν έχω ξαναγελάσει, με
βροντερά, θεραπευτικά, εξαγνιστικά
χάχανα.
Και προς στιγμήν είμαι μόνη μου,
κοιτάζοντας αυτή την παράλογη
κατάσταση: ένα κατάπληκτο κορίτσι που
κακαρίζει δίπλα σ’ ένα όμορφο,
διαταραγμένο αγόρι. Διπλώνω τα μπράτσα
επάνω στα μάτια μου, καθώς το γέλιο μου
μετατρέπεται σε καυτά δάκρυα. Όχι, όχι...
Αυτό παραπάει.

Κι όπως η υστερία υποχωρεί, ο Κρίστιαν


μού σηκώνει μαλακά τα μπράτσα από το
πρόσωπο. Στρέφομαι να τον κοιτάξω.

Σκύβει από πάνω μου. Το στόμα του έχει


στραβώσει από σαρκαστική ευθυμία, αλλά
τα μάτια του αστράφτουν γκρίζα, ίσως
πληγωμένα. Οχ, όχι...

Σκουπίζει απαλά ένα αδέσποτο δάκρυ με


την ανάστροφη της παλάμης του.
«Βρίσκετε την πρότασή μου
διασκεδαστική, δεσποινίς Στιλ;»

Ω Πενήντα! Απλώνω το χέρι και του


χαϊδεύω τρυφερά το μάγουλο,
απολαμβάνοντας την αίσθηση που έχουν τα
αξύριστα γένια του κάτω από τα δάχτυλά
μου. Θεέ μου! Τον αγαπάω αυτό τον
άνθρωπο.

«Κύριε Γκρέυ... Κρίστιαν. Το αισθητήριο


με βάση το οποίο επιλέγεις τον σωστό
χρόνο είναι αναμφίβολα...» Τον κοιτάζω,
αδυνατώντας να βρω τα κατάλληλα λόγια.

Μου χαμογελάει αχνά, αλλά το ζάρωμα


γύρω από τα μάτια του δείχνει πως είναι
πικραμένος. Αυτό με συνεφέρνει.

«Με πληγώνεις, Άνα... Θα με παντρευτείς;»


Ανακάθομαι και γέρνω επάνω του,
βάζοντας τα χέρια στα γόνατά του. Κοιτάζω
το όμορφο πρόσωπό του. «Κρίστιαν,
συνάντησα την ψυχοπαθή πρώην σου, που
κρατούσε όπλο, με πέταξαν έξω από το
σπίτι μου, μου έγινες Πενήντα με τα όλα
σου...»

Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, αλλά


σηκώνω το χέρι και το κλείνει υπάκουα.

«Μόλις μου αποκάλυψες μια ειλικρινά


συγκλονιστική πληροφορία για τον εαυτό
σου και τώρα μου ζητάς να σε παντρευτώ».

Κουνάει το κεφάλι του από το ένα πλάι έως


το άλλο, λες και αναλογίζεται τα γεγονότα.
Διασκεδάζει. Δόξα τω Θεώ,
«Ναι. Νομίζω πως πρόκειται για σωστή και
ακριβή ανακεφαλαίωση των γεγονότων»
αποκρίνεται ξερά.

Του κουνάω το κεφάλι. «Τι απέγινε η


καθυστερημένη ικανοποίηση;»

«Την ξεπέρασα και είμαι τώρα σθεναρός


υποστηρικτής της άμεσης ικανοποίησης.
Carpe diem, Άνα...» ψιθυρίζει.

«Άκου, Κρίστιαν... Σε ξέρω εδώ καί-


πόσο;περίπου τρία λεπτά και υπάρχουν
πολλά ακόμα που πρέπει να μάθω. Έχω
παραπιεί, πεινάω, είμαι κουρασμένη και
θέλω να πάω για ύπνο. Πρέπει να σκεφτώ
την πρότασή σου ακριβώς όπως σκέφτηκα
κι εκείνο το συμβόλαιο που μου έδωσες.
Και...» Πιέζω τα χείλη μου για να δείξω
τη δυσαρέσκειά μου αλλά και για να
ελαφρύνω τη μεταξύ μας ατμόσφαιρα.
«Επιπλέον δεν ήταν και η πιο ρομαντική
πρόταση...»

Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, και τα χείλη


του στραβωνουν σ’ ένα χαμόγελο. «Σωστό
επιχείρημα και καλά διατυπωμένο όπως
πάντα, δεσποινίς Στιλ...» μουρμουρίζει, και
η φωνή του φανερώνει ανακούφιση.
«Δηλαδή δεν είναι όχι;»

Αναστενάζω. «Όχι, κύριε Γκρέυ... Δεν είναι


όχι, δεν είναι όμως ούτε και ναι. Το κάνετε
αυτό απλώς επειδή φοβάστε και δε μου
έχετε εμπιστοσύνη».

«Όχι. Το κάνω επειδή βρήκα τελικά


κάποιον με τον οποίο θέλω να περάσω την
υπόλοιπη ζωή μου».
Ω! Ο σφυγμός μου επιταχύνεται, και μέσα
μου λιώνω. Πώς γίνεται στα μισά των πιο
αλλόκοτων καταστάσεων να λέει τα πιο
ρομαντικά πράγματα; Το στόμα μου χάσκει
από το σοκ.

«Πίστευα πως αυτό δε θα μου συνέβαινε


ποτέ...» συνεχίζει, και η έκφρασή του
εκπέμπει απλή και άδολη ειλικρίνεια.

Τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό,


ψάχνοντας τα κατάλληλα λόγια. «Μπορώ
να το σκεφτώ... Σε παρακαλώ; Και να
σκεφτώ κι όλα τα υπόλοιπα που έγιναν
σήμερα; Αυτά που μόλις μου είπες; Μου
ζήτησες υπομονή και πίστη. Λοιπόν, σ’ το
επιστρέφω, Γκρέυ. Τα χρειάζομαι όλα αυτά
τώρα».
Τα μάτια του ψάχνουν τα δικά μου, κι
έπειτα από μια στιγμή σκύβει και μου
σπρώχνει τα μαλλιά πίσω από το αυτί.

«Μπορώ να το αντέξω αυτό». Μου δίνει


ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Όχι και πολύ
ρομαντικό, ε;» Ανασηκώνει τα φρύδια του,
και του κουνάω επιτιμητικά το κεφάλι.
«Καρδούλες και λουλούδια;» ρωτάει
μαλακά.

Γνέφω καταφατικά, και μου χαμογελάει


αμυδρά.

«Πεινάς;»

«Ναι».

«Δεν έφαγες...» Τα μάτια του παγώνουν και


το σαγόνι του τσιτώνεται.
«Όχι, δεν έφαγα». Κάθομαι ανακούρκουδα
και τον κοιτάζω ανέκφραστα. «Το γεγονός
ότι με πέταξαν έξω από το σπίτι μου αφού
παρακολούθησα τον καλό μου σε στενή
επαφή με την πρώην υποτακτική του μου
έκοψε την όρεξη!» Τον αγριοκοιτάζω
έχοντας τα χέρια στη μέση.

Ο Κρίστιαν κουνάει το κεφάλι και


σηκώνεται όρθιος με χάρη. Ω, επιτέλους.
Μπορούμε να σηκωθούμε από το πάτωμα.
Μου απλώνει το χέρι.

«Θα σου φτιάξω κάτι να φας» λέει.

«Δεν μπορώ να πάω απλώς στο κρεβάτι;»


μουρμουρίζω κουρασμένα, βάζοντας το
χέρι μου στο δικό του.
Με τραβάει όρθια. Είμαι πιασμένη. Με
κοιτάζει, και το ύφος του είναι ήπιο.

«Όχι. Πρέπει να φας. Έλα». Ο αυταρχικός


Κρίστιαν επέστρεψε μεγάλη ανακούφιση.

Με οδηγεί στην κουζίνα και μου δείχνει ένα


σκαμνί να καθίσω, ενώ εκείνος
κατευθύνεται προς το ψυγείο. Κοιτάζω το
ρολόι μου. Είναι σχεδόν εντεκάμισι, και το
πρωί πρέπει να σηκωθώ για δουλειά.

«Κρίστιαν, δεν πολυπεινάω...»

Με αγνοεί επιμελώς καθώς ψαχουλεύει


μέσα στο τεράστιο ψυγείο. «Τυρί;» ρωτάει.

«Όχι τέτοια ώρα».

«Πρέτσελ;»
«Από το ψυγείο; Όχι» πετάω.

Γυρίζει και μου χαμογελάει. «Δε σ’


αρέσουν τα πρέτσελ; »

«Όχι στις εντεκάμισι. Κρίστιαν, θα πάω για


ύπνο... Μπορείς να σκαλίζεις το ψυγείο σου
όλη την υπόλοιπη νύχτα αν θες. Εγώ είμαι
κουρασμένη, και η μέρα μου παραήταν
ενδιαφέρουσα. Μια μέρα που θα ήθελα να
ξεχάσω». Κατεβαίνω από το σκαμνί και με
αγριοκοιτάζει, αλλά αυτήν τη στιγμή δε με
νοιάζει καθόλου. Θέλω να πάω για ύπνο
είμαι εξαντλημένη.

«Μακαρόνια με τυρί;» Σηκώνει ένα άσπρο


μπολ καλυμμένο με αλουμινόχαρτο.
Φαίνεται τόσο γεμάτος ελπίδα, που με
συγκινεί,
«Σ’ αρέσουν τα μακαρόνια με τυρί;»
ρωτάω.

Γνέφει ενθουσιωδώς, και η καρδιά μου


λιώνει. Ξαφνικά δείχνει τόσο νέος. Ποιος να
το έλεγε. Στον Κρίστιαν Γκρέυ αρέσει το
φαγητό του νηπιαγωγείου.

Γνέφω καταφατικά και του χαμογελάω


αδύναμα. Το απαντητικό του χαμόγελο
είναι συγκλονιστικό. Βγάζει το
αλουμινόχαρτο από το μπολ και το χώνει
στον φούρνο μικροκυμάτων. Κουρνιάζω
πάλι στο σκαμνί και παρακολουθώ τον
πανέμορφο Κρίστιαν Γκρέυ -τον άνθρωπο
που θέλει να με παντρευτείνα μετακινείται
με χάρη και άνεση στην κουζίνα.

«Ώστε ξέρεις να χρησιμοποιείς τον φούρνο


μικροκυμάτων;» τον πειράζω μειλίχια.
«Αν είναι συσκευασμένο, συνήθως κάτι
μπορώ να κάνω. Με το πραγματικό φαγητό
είναι που έχω πρόβλημα».

Δεν το πιστεύω πως είναι ο ίδιος άνθρωπος


που ούτε μισή ώρα πριν ήταν γονατιστός
μπροστά μου. Είναι ο συνηθισμένος
ευμετάβλητος εαυτός του. Βάζει σουπλά,
πιάτα και μαχαιροπίρουνα στον πάγκο του
πρωινού.

«Είναι πολύ αργά...» μουρμουρίζω.

«Μην πας στη δουλειά αύριο».

«Πρέπει να πάω στη δουλειά αύριο. Το


αφεντικό μου φεύγει για Νέα Υόρκη».

Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει. «Θες να πάμε


εκεί το Σαββατοκύριακο; »
«Κοίταξα την πρόγνωση του καιρού και
μάλλον θα βρέξει » απαντάω, κουνώντας
αρνητικά το κεφάλι.

«Α... Δηλαδή τι θες να κάνουμε;»

Το μπιπ του φούρνου μικροκυμάτων


αναγγέλλει πως το δείπνο μας έχει ζεσταθεί.

«Αυτήν τη στιγμή θέλω απλώς να τα βγάζω


πέρα μέρα τη μέρα. Όλη αυτή η έξαψη
είναι... Κουραστική». Του ανασηκώνω το
φρύδι, πράγμα που αγνοεί συνετά.

Βάζει το άσπρο μπολ ανάμεσα στα


σερβίτσια μας και κάθεται δίπλα μου.
Φαίνεται πολύ σκεπτικός. Σερβίρω τα
μακαρόνια στα πιάτα μας. Μυρίζουν
υπέροχα και μου τρέχουν εκ των προτέρων
τα σάλια. Πεθαίνω της πείνας.
«Συγγνώμη για τη Λέιλα...» τραυλίζει.

«Γιατί ζητάς συγγνώμη;» Μμμ... Η γεύση


των μακαρονιών είναι εξίσου καλή με τη
μυρωδιά τους. Το στομάχι μου
γουργουρίζει από ευγνωμοσύνη.

«Πρέπει να έπαθες μεγάλο σοκ όταν τη


βρήκες στο διαμέρισμά σου... Ο Τέυλορ το
είχε ελέγξει προσωπικά νωρίτερα. Είναι
πολύ στενοχωρημένος».

«Δε θεωρώ υπεύθυνο τον Τέυλορ».

«Ούτε κι εγώ. Είχε βγει έξω και σ’ έψαχνε».

«Αλήθεια; Γιατί;»

«Δεν ήξερα πού ήσουν. Άφησες την τσάντα


σου, το τηλέφωνό σου. Δεν μπορούσα να σε
εντοπίσω. Πού πήγες; » ρωτάει. Η φωνή του
είναι ήπια, αλλά στα λόγια του υποβόσκει
κάτι δυσοίωνο.

«Πήγα με τον Ίθαν σ’ ένα μπαρ ακριβώς


απέναντι. Για να μπορώ να παρακολουθώ τι
γίνεται».

«Μάλιστα...»

Η ατμόσφαιρα μεταξύ μας έχει αλλάξει


ανεπαίσθητα. Δεν είναι πια ανάλαφρη.

Εντάξει λοιπόν... Αυτό το παιχνίδι μπορούν


να το παίξουν δύο. Ας το ξαναγυρίσουμε
λοιπόν σε σένα, Πενήντα.

Προσπαθώντας να ακούγομαι αδιάφορη,


θέλοντας να ικανοποιήσω την ακόρεστη
περιέργειά μου, αλλά τρέμοντας την
απάντηση, τον ρωτάω: «Λοιπόν, τι έκανες
με τη Λέιλα στο διαμέρισμα;»

Σηκώνω τα μάτια επάνω του και παγώνει,


με μια πιρουνιά μακαρόνια να αιωρείται
στον αέρα. Οχ, όχι... Αυτό δεν είναι καλό.

«Πραγματικά θες να μάθεις;»

Τα σωθικά μου δένονται κόμπο και η όρεξή


μου εξαφανίζεται. «Ναι...» απαντάω
ψιθυριστά. Θες; Θες πραγματικά; Το
υποσυνείδητό μου έχει πετάξει την άδεια
μπουκάλα του τζιν στο πάτωμα και
ανακάθεται στην πολυθρόνα του
αγριοκοιτάζοντάς με έντρομο.

Το στόμα του Κρίστιαν γίνεται μια βλοσυρή


γραμμή. Διστάζει. «Μιλήσαμε και την
έκανα μπάνιο». Η φωνή του είναι τραχιά,
κι ό>ταν δεν απαντάω, συνεχίζει βιαστικά.
«Και την έντυσα με μερικά ρούχα σου.
Ελπίζω να μη σε πειράζει... Αλλά ήταν
βρόμικη».

Γαμώτο μου... Την έκανε μπάνιο;

Τι ανάρμοστο. Έχω μείνει άναυδη,


κοιτάζοντας τα μισοφαγωμένα μακαρόνια
μου. Η θέα τους μου φέρνει τώρα
αναγούλα.

Προσπάθησε να το εκλογικεύσεις, με
συμβουλεύει το υποσυνείδητό μου. Αυτό το
ψύχραιμο, νοητικό κομμάτι του εγκεφάλου
μου γνωρίζει πως το έκανε απλώς επειδή
ήταν βρόμικη, αλλά όλο αυτό είναι πολύ
δύσκολο. Ο ευάλωτος ζηλιάρης εαυτός μου
δεν το αντέχει.
Ξαφνικά.θέλω να κλάψω — όχι να
υποκύψω σε γυναικεία δάκρυα που κυλούν
κόσμια στα μάγουλα, αλλά να ουρλιάξω.
Παίρνω βαθιά ανάσα για να καταπνίξω την
παρόρμηση, αλλά ο λαιμός μου είναι
στεγνός και τσούζει από τα δάκρυα και τους
λυγμούς που δεν ξέσπασαν.

«Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω,


Άνα...» λέει μαλακά.

«Εξακολουθείς να νιώθεις κάτι γι’ αυτήν;»

«Όχι! » απαντάει έντρομος και κλείνει τα


μάτια του γεμάτος αγωνία.

Γυρίζω από την άλλη, ρίχνοντας ακόμα μία


ματιά στο σιχαμερό φαγητό μου. Δεν
αντέχω να τον κοιτάζω.
«Το να τη βλέπω έτσι, τόσο διαφορετική,
τόσο τσακισμένη... Νοιάζομαι γι’ αυτήν
όπως ένα ανθρώπινο πλάσμα για ένα άλλο».
Ανασηκώνει τους ώμους του σαν για να
διώξει μια δυσάρεστη ανάμνηση.

Χριστέ μου! Περιμένει τη συμπόνια μου;

«Άνα, κοίταξέ με».

Δεν μπορώ. Ξέρω πως, αν το κάνω, θα βάλω


τα κλάματα. Όλα αυτά παραείναι πολλά για
να τα αφομοιώσω. Είμαι σαν ξεχειλισμένη
δεξαμενή καυσίμων γεμάτη πάνω από το
όριο της χωρητικότητάς της. Δεν υπάρχει
χώρος για άλλο. Απλώς δεν μπορώ να τα
βγάλω πέρα με άλλες μαλακίες. Θα πάρω
φωτιά και θα εκραγώ, και θα είναι άσχημο.
Θεέ μου!
Ο Κρίστιαν να φροντίζει την πρώην
υποτακτική του με τέτοιον οικείο τρόπο η
εικόνα περνάει σαν αστραπή από τον
εγκέφαλό μου. Να την κάνει μπάνιο,
γαμώτο μου

- γυμνή. Ένα τραχύ, επώδυνο ρίγος


συνταράζει το σώμα μου.

«Άνα...»

«Τι;»

«Μη... Δε σημαίνει τίποτα. Ήταν σαν να


φροντίζω ένα παιδί, ένα εξουθενωμένο,
τσακισμένο παιδί...» ψελλίζει.

Τι διάολο ξέρει αυτός από φροντίδα


παιδιών; Ήταν μια γυναίκα με την οποία
είχε μια έντονη, διαστροφική σεξουαλική
σχέση.

Οχ, πονάει... Παίρνω βαθιά ανάσα για να


σταθεροποιηθώ. Ή ίσως αναφέρεται στον
εαυτό του. Αυτός είναι το τσακισμένο παιδί.
Αυτό είναι πιο λογικό... Ή μπορεί να μην
είναι καθόλου λογικό. Αχ... Είναι όλα τόσο
μπερδεμένα, και ξαφνικά είμαι
εξαντλημένη. Χρειάζομαι ύπνο.

«Άνα;»

Σηκώνομαι, πηγαίνω το πιάτο μου στον


νεροχύτη και ρίχνω το περιεχόμενο στα
σκουπίδια.

«Άνα, σε παρακαλώ...»
Στρέφομαι απότομα και τον κοιτάζω
καταπρόσωπο. «Σταμάτα, Κρίστιαν!
Σταμάτα με τα “Άνα, σε παρακαλώ”! » του
φωνάζω, και τα δάκρυά μου αρχίζουν να
κυλούν. «Αρκετά σκατά ανέχτηκα σήμερα.
Πάω να κοιμηθώ. Είμαι κουρασμένη και
ευσυγκίνητη. Και τώρα άσε με στην ησυχία
μου!»

Κάνω μεταβολή και ουσιαστικά τρέχω στο


υπνοδωμάτιο, παίρνοντας μαζί μου την
ανάμνηση της γουρλωμένης, σοκαρισμένης
ματιάς του. Χαίρομαι που μαθαίνω πως
μπορώ κι εγώ να τον σοκάρω. Βγάζω τα
ρούχα μου σε χρόνο μηδέν, και αφού
ψαχουλεύω στα συρτάρια του, φοράω ένα
από τα μπλουζάκια του και κατευθύνομαι
προς το μπάνιο.
Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και
δεν αναγνωρίζω τη λιπόσαρκη, γεμάτη
κοκκινίλες μέγαιρα που μου ανταποδίδει το
βλέμμα. Είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το
ποτήρι. Σωριάζομαι στο πάτωμα και
παραδίδομαι στο ψυχόρμητο συναίσθημα
που δεν μπορώ πια να συγκρατήσω,
θρηνώντας με σπαραχτικούς, βίαιους
λυγμούς, αφήνοντας επιτέλους τα δάκρυά
μου να τρέξουν ανεμπόδιστα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ

«Ει ...» ΛΕΕΙ ΜΑΛΑΚΑ Ο Κριστιαν και


με αγκαλιαζει. Σε παρακαλώ, μην κλαις,
Άνα. Σε παρακαλώ...» με εκλιπαρεί. Είναι
στο πάτωμα του μπάνιου κι εγώ στην
αγκαλιά του.

Βάζω τα χέρια γύρω του και θρηνώ στον


λαιμό του. Γλυκομιλώντας μέσα στα μαλλιά
μου, μου χαϊδεύει μαλακά την πλάτη, το
κεφάλι.

«Με συγχωρείς, μωρό μου...» ψελλίζει, κι


αυτό με κάνει να κλάψω πιο δυνατά και να
τον αγκαλιάσω πιο σφιχτά.

Καθόμαστε έτσι ατέλειωτη ώρα. Τελικά,


όταν τα δάκρυα έχουν πλέον στερέψει, ο
Κρίστιαν σηκώνεται παραπατώντας,
κρατώντας με στην αγκαλιά του, και με
κουβαλάει στο δωμάτιό του, απιθώνοντάς
με στο κρεβάτι. Σε δευτερόλεπτα είναι
δίπλα μου, και τα φώτα έχουν σβήσει. Με
τραβάει στην αγκαλιά του κρατώντας με
σφιχτά και τελικά παρασύρομαι σ’ έναν
σκοτεινό και ταραγμένο ύπνο.

ΞΥΠΝΑΩ ΜΕ ΕΝΑ ΤΙΝΑΓΜΑ. Το κεφάλι


μου είναι βαρύ και ζεσταίνομαι
υπερβολικά. Ο Κρίστιαν είναι τυλιγμένος
γύρο) μου σαν κισσός. Γκρινιάζει στον ύπνο
του, αλλά δεν ξυπνάει. Ανακάθομαι και
κοιτάζω το ρολόι. Είναι τρεις το πρωί.
Χρειάζομαι ένα Advil και κάτι να πιω.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω
στην κουζίνα.

Στο ψυγείο βρίσκω ένα χάρτινο κουτί


πορτοκαλάδα. Βάζω ένα ποτήρι. Μμμ...
Είναι υπέροχη, και το βαρύ κεφάλι μου
αμέσως καθαρίζει. Ψάχνω στα ντουλάπια
για παυσίπονα και βρίσκω τελικά ένα
πλαστικό κουτί γεμάτο φάρμακα.
Κατεβάζω δύο Advil και βάζω άλλο ένα
ποτήρι πορτοκαλάδα.

Περιφέρομαι άσκοπα έως τον μεγάλο


γυάλινο τοίχο και κοιτάζω έξω το
κοιμισμένο Σιάτλ. Τα φώτα τρεμοφέγγουν
και αναβοσβήνουν κάτω από το κάστρο του
Κρίστιαν στον ουρανό. Ή μήπως να το πω
οχυρό; Πιέζω το μέτωπό μου στο δροσερό
τζάμι είναι ανακουφιστικό. Έχω τόσο
πολλά να σκεφτώ έπειτα απ’ όλες τις
χτεσινές αποκαλύψεις. Ακουμπάω την
πλάτη στο γυαλί και γλιστράω στο πάτωμα.
Το μεγάλο δωμάτιο είναι σπηλαιώδες μες
στο σκοτάδι. Το μόνο φως έρχεται από τις
τρεις λάμπες πάνω από τη νησίδα της
κουζίνας.

Γάμος. Είναι σχεδόν απίστευτο και τελείως


απρόσμενο. Αλλά πάλι, τα πάντα στον
Κρίστιαν είναι απρόσμενα. Τα χείλη μου
χαμογελούν ειρωνικά μπροστά σ’ αυτή την
πραγματικότητα. Κρίστιαν Γκρέυ, να
προσμένετε το απρόσμενο πενήντα
αποχρώσεις του προβληματικού.

Το χαμόγελό μου σβήνει. Μοιάζω στη


μητέρα του. Αυτό με πληγώνει βαθιά, και
ο αέρας εγκαταλείπει μεμιάς τα πνευμόνια
μου. Όλες μοιάζουμε στη μητέρα του.

Πώς διάολο να ξεπεράσω την αποκάλυψη


αυτού του μικρού μυστικού; Καθόλου
παράξενο που δεν ήθελε να μου το πει.
Αλλά δεν μπορεί να έχει και πολλές μνήμες
από τη μητέρα του. Αναρωτιέμαι ξανά αν
θα πρέπει να μιλήσω με τον δόκτορα Φλυν.
Θα με άφηνε ο Κρίστιαν; Ίσως αυτός θα
μπορούσε να συμπληρώσει τα κενά.
Κουνάω το κεφάλι. Αισθάνομαι
κουρασμένη από τον κόσμο, αλλά
απολαμβάνω τη γαλήνη του μεγάλου
δωματίου και τα όμορφα έργα τέχνης του
ψυχρά και αυστηρά, αλλά με τον δικό τους
τρόπο πάντα όμορφα μες στο σκοτάδι και
σίγουρα πανάκριβα. Θα μπορούσα να ζήσω
εδώ; Ό,τι κι αν συμβεί; Όπως κι αν έρθουν
τα πράγματα; Σφαλίζω τα βλέφαρα,
ακουμπάω το κεφάλι επάνω στο τζάμι και
παίρνω μια βαθιά, εξαγνιστική ανάσα.

Η ηρεμία σπάει απότομα από μια


σπαραχτική, πρωτόγονη κραυγή που κάνει
κάθε τρίχα στο σώμα μου να σταθεί
προσοχή. Ο Κρίστιαν! Γαμώτο — τι έγινε;
Τινάζομαι και τρέχω πίσω στο υπνοδωμάτιο
προτού σβήσει ο αντίλαλος αυτής της
φρικτής κραυγής, με την καρδιά μου να
βροντοχτυπάει από φόβο.

Πιέζω έναν διακόπτη, και το φως στο


κομοδίνο του Κρίστιαν ανάβει.
Στριφογυρίζει, σφαδάζοντας από αγωνία.
Όχι! φωνάζει ξανά, και ο απόκοσμος,
συγκλονιστικός ήχος με διαπερνάει και
πάλι.

Σκατά εφιάλτης!

«Κρίστιαν!» Σκύβω από πάνω του, τον


αρπάζω από τους ώμους και τον
ταρακουνάω για να τον ξυπνήσω.

Ανοίγει τα μάτια του και είναι άγρκχ και


άδεια, σαρώνοντας το άδειο δωμάτιο
προτού επιστρέψουν επάνω μου.
«Έφυγες, έφυγες, πρέπει να έφυγες...»
τραυλίζει -ενώ οι διεσταλμένες κόρες του
είναι σαν να με κατηγορούνκαι φαίνεται
τόσο χαμένος, που μου σπαράζει την
καρδιά. Καημένε Πενήντα.

«Εδώ είμαι...» Κάθομαι στο κρεβάτι πλάι


του. «Εδώ είμαι...» μουρμουρίζω, σε μια
προσπάθεια να τον καθησυχάσω. Απλώνω
το χέρι και αγγίζω με την παλάμη μου το
πλαϊνό μέρος του προσώπου του, θέλοντας
να τον γαληνέψω.

«Είχες φύγει...» ψελλίζει βιαστικά. Τα


μάτια του είναι ακόμη άγρια και
τρομαγμένα, αλλά δείχνει να ηρεμεί.

«Πήγα να πιω κάτι. Διψούσα...»


Κλείνει τα βλέφαρα και τρίβει το πρόσωπό
του. Όταν τα ξανανοίγει, φαίνεται τόσο
απελπισμένος.

«Είσαι εδώ. Ω, δόξα τω Θεώ...» Απλώνει το


χέρι του και με αρπάζει σφιχτά, τραβώντας
με δίπλα του στο κρεβάτι.

«Πήγα μόνο να πιω κάτι...» αποκρίνομαι


σιγανά.

Ω, η ένταση του φόβου του... Τη νιώθω. Το


μπλουζάκι του είναι μούσκεμα στον ιδρώτα
και η καρδιά του σφυροκοπάει καθώς με
σφίγγει επάνω του. Με κοιτάζει σαν για να
διαβεβαιώσει τον εαυτό του πως είμαι
πραγματικά εδώ. Του χαϊδεύω απαλά τα
μαλλιά και μετά το μάγουλο.
«Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Εδώ είμαι. Δεν
πάω πουθενά » λέω καθησυχαστικά.

« Ω Άνα ...» τραυλίζει.

Με αρπάζει από το πιγούνι για να με


κρατήσει ακίνητη και μετά το στόμα του
είναι πάνω στο δικό μου. Ο πόθος τον
κυριεύει, και το σώμα μου ανταποκρίνεται
απρόσκλητα είναι τόσο καλά συντονισμένο
μαζί του. Τα χείλη του είναι στο αυτί, στον
λαιμό, μετά πάλι στο στόμα μου, τα δόντια
του τραβούν ελαφρά το κάτω χείλος μου,
το χέρι του ταξιδεύει στο σώμα μου από
τον γοφό προς το στήθος, ανεβάζοντας το
μπλουζάκι μου. Χαϊδεύοντάς με,
ψηλαφίζοντας μέσα από τα υψώματα και τα
βαθουλώματα της σάρκας μου, αποσπά την
ίδια οικεία αντίδραση, ενώ το άγγιγμά του
στέλνει ρίγη, που με διαπερνούν. Το χέρι
του χουφτώνει το στήθος μου και βογκάω,
ενώ τα δάχτυλά του σφίγγονται γύρω από
τη ρώγα μου.

«Σε θέλω...» μουρμουρίζει.

«Είμαι εδώ για σένα. Μόνο για σένα,


Κρίστιαν...»

Βογκάει και με ξαναφιλάει παθιασμένα, με


μια φλόγα και μια απόγνωση που δεν έχω
ξανανιώσει από αυτόν. Αρπάζοντας την
άκρη της μπλούζας του, την τραβάω, και
με βοηθάει να του τη βγάλω. Γονατίζοντας
ανάμεσα στα πόδια μου, με σηκώνει με
βιάση όρθια και μου βγάζει το μπλουζάκι.

Τα μάτια του είναι,σοβαρά, γεμάτα πόθο


και σκοτεινά μυστικά εκτεθειμένα. Βάζει τα
χέρια του γύρω από το πρόσωπό μου και
με φιλάει. Καταρρέουμε από το πάθος ξανά
στο κρεβάτι, με τον μηρό του ανάμεσα
στους δικούς μου έτσι που είναι
μισοξαπλωμένος επάνω μου. Νιώθω το
πέος του σκληρό στον γοφό μου μέσα από
το μποξεράκι του. Με θέλει, αλλά τα λόγια
που είπε νωρίτερα διαλέγουν αυτήν τη
στιγμή για να επιστρέψουν και να με
στοιχειώσουν όλα εκείνα που είπε για τη
μητέρα του. Και είναι σαν κουβάς
παγωμένο νερό στη λίμπιντο μου. Γαμώτο.
Δεν μπορώ να το κάνω. Όχι τώρα.

«Κρίστιαν... Σταμάτα. Δεν μπορώ...»


ψελλίζω βιαστικά επάνω στο στόμα του,
ενώ τα χέρια μου σπρώχνουν τα μπράτσα
του.

«Τι; Τι συμβαίνει;» τραυλίζει και αρχίζει να


φιλάει τον αυχένα μου, γλιστρώντας απαλά
την άκρη της γλώσσας του πάνω από τον
λαιμό μου ω...

«Όχι, σε παρακαλώ... Δεν μπορώ. Όχι τώρα.


Χρειάζομαι λίγο χρόνο, σε παρακαλώ...»

«Ω Άνα, μην το πολυσκέφτεσαι...» λέει


ψιθυριστά και δαγκώνει απαλά τον λοβό
μου.

«Αχ ...» Μου κόβεται η ανάσα νιώθοντας


την αίσθηση στους βουβώνες μου, και το
σώμα μου κυρτώνεται, προδίδοντάς με.
Είναι τόσο μπερδεμένο.

«Είμαι ακριβώς ο ίδιος, Άνα. Σ’ αγαπάω και


σε χρειάζομαι. Άγγιξέ με, Σε παρακαλώ...»
Τρίβει τη μύτη του στη δική μου, και η
ήρεμη, ανυπόκριτη ικεσία του με συγκινεί
και λιώνω.
Να τον αγγίξω. Να τον αγγίξω ενώ κάνουμε
έρωτα. Ποπό!

Ανασηκώνεται από πάνω μου κοιτάζοντας


προς τα κάτω, και στο ημίφως από τη λάμπα
του κομοδίνου βλέπω ότι περιμένει την
απόφασή μου κι ότι είναι αιχμάλωτος της
μαγείας μου.

Απλώνω το χέρι και το ακουμπάω


επιφυλακτικά στον απαλό θύσανο επάνω
στο στέρνο του. Αφήνει μια άναρθρη
κραυγή και κλείνει σφιχτά τα μάτια του σαν
να πονάει, αλλά αυτήν τη φορά δεν παίρνω
το χέρι μου. Το μετακινώ στους ώμους του,
νιώθοντας το τρέμουλο να τον διαπερνάει.
Βογκάει, κι εγώ τον τραβάω επάνω μου,
βάζοντας και τα δυο μου χέρια στην πλάτη
του, όπου δεν τον έχω αγγίξει ποτέ, στις
ωμοπλάτες του, κρατώντας τον επάνω μου.
Το πνιχτό βογκητό του με διεγείρει όσο
τίποτε άλλο.

Χώνει το κεφάλι του στον λαιμό μου,


φιλώντας και πιπιλίζοντας και δαγκώνοντάς
με προτού σύρει τη μύτη του στο πιγούνι
μου και με φιλήσει, με τη γλώσσα του να
κουρσεύει το στόμα μου, τα χέρια του να
κινούνται πάλι επάνω στο σώμα μου. Τα
χείλη του κατεβαίνουν προς τα κάτω. Προς
τα κάτω... Στα στήθη μου, λατρεύοντάς με,
και τα χέρια μου μένουν στους ώμους και
στην πλάτη του, απολαμβάνοντας το
λύγισμα και το κυμάτισμα των
καλοδουλεμένων μυών του, το δέρμα του,
που είναι ακόμα μουσκεμένο από τον
εφιάλτη του. Τα χείλη του κλείνουν επάνω
στη ρώγα μου, τραβώντας και γλιστρώντας,
κάνοντάς τη να ανασηκωθεί ώστε να
προϋπαντήσει το υπέροχο, επιδέξιο στόμα
του.

Αναστενάζω βαριά και σέρνω τα νύχια μου


στην πλάτη του. Κι εκείνος αφήνει μια
άναρθρη κραυγή, ένα πνιχτό μουγκρητό.

«Ω, γαμώτο, Ανά...» λέει ξέπνοα, και είναι


μισή ικεσία, μισό βογκητό.

Μου σπαράζει την καρδιά, αλλά βαθιά μέσα


μου σφίγγει κι όλους τους μυς κάτω από τη
μέση μου. Ω, τι μπορώ να του κάνω! Τώρα
είμαι λαχανιασμένη, συντονίζοντας τις
τυραννισμένες ανάσες του με τις δικές μου.

Το χέρι του ταξιδεύει προς την κοιλιά μου,


πιο κάτω, στα γεννητικά μου όργανα και τα
δάχτυλά του είναι πάνω μου, ύστερα μέσα
μου. Βογκάω καθώς τα κουνάει κυκλικά με
κείνο τον τρόπο και σπρώχνω τη λεκάνη
μου για να καλωσορίσω το άγγιγμά του.

« Άνα.. .» μουγκρίζει. Ξαφνικά με αφήνει


και ανακάθεται* βγάζει το μποξεράκι του
και σκύβει στο κομοδίνο να πάρει ένα
προφυλακτικό. Η ματιά του αστράφτει
καθώς μου το δίνει. «Θες να το κάνεις αυτό;
Μπορείς ακόμα ν’ αρνηθείς. Μπορείς πάντα
ν’ αρνηθείς...» τραυλίζει.

«Μη μ’ αφήσεις να σκεφτώ, Κρίστιαν... Σε


θέλω κι εγώ». Σκίζω με τα δόντια τη
συσκευασία καθώς γονατίζει ανάμεσα στα
πόδια μου και, με τρεμάμενα δάχτυλα, του
φοράω το προφυλακτικό.

«Ήρεμα» λέει. «Θα με ευνουχίσεις, Άνα...»


Εκπλήσσομαι από το τι μπορώ να κάνω σ’
αυτό τον άντρα με το άγγιγμά μου.
Τεντώνεται πάνω μου, και προς το παρόν
οι αμφιβολίες μου παραμερίζονται και
κλειδώνονται στα σκοτεινά, τρομακτικά
βάθη στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Έχω
μεθύσει από αυτό τον άντρα, τον άντρα μου,
τις Πενήντα Αποχρώσεις μου. Ξαφνικά
μετακινείται αιφνιδιάζοντάς με απόλυτα,
έτσι που βρίσκομαι από πάνω. Ποπό!

«Πάρε με εσύ...» μουρμουρίζει, και τα


μάτια του λάμπουν με άγρια ένταση.

Αργά, πολύ αργά, κατεβαίνω επάνω του.


Γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω και
κλείνει τα βλέφαρα μουγκρίζοντας.
Αρπάζω τα χέρια του και αρχίζω να
κουνιέμαι, απολαμβάνοντας την πληρότητα
της κυριαρχίας μου, απολαμβάνοντας την
αντίδρασή του, παρακολουθώντας τον να
λύνεται από κάτω μου. Νιώθω σαν θεά.
Σκύβω και τον φιλάω στο πιγούνι,
περνώντας τα δόντια μου από το αξύριστο
σαγόνι του. Η γεύση του είναι υπέροχη. Με
αρπάζει από τους γοφούς και σταθεροποιεί
τον ρυθμό μου αργά και μαλακά.

«Άνα, άγγιξέ με... Σε παρακαλώ».

Ω... Σκύβω και σταθεροποιούμαι,


ακουμπώντας τα χέρια στο στήθος του. Και
φωνάζει, η κραυγή του σαν αναφιλητό, και
σπρώχνει ακόμα πιο βαθιά μέσα μου.

«Αχ ...» κλαψουρίζω και σέρνω απαλά τα


νύχια μου στο στήθος του, μέσα από τις
τρίχες.
Βογκάει δυνατά και στριφογυρίζει
απότομα, έτσι που βρίσκομαι πάλι από
κάτω του. «Αρκετά...» γρυλίζει. «Όχι άλλο,
σε παρακαλώ...» Και η ικεσία του είναι
σπαραχτική.

Απλώνω τα χέρια και αρπάζω το πρόσωπό


του, νιώθοντας την υγρασία στα μάγουλά
του. Τον τραβάω κοντά στα χείλη μου, έτσι
που να μπορώ να τον φιλήσω. Τυλίγω τα
χέρια γύρω από την πλάτη του.

Βγάζει ένα βαθύ και χαμηλό βογκητό την


ώρα που κουνιέται μέσα μου, σπρώχνοντάς
με προς τα εμπρός και προς τα επάνω, αλλά
δεν μπορώ να φτάσω στην κορύφωση. Το
κεφάλι μου παραείναι φορτωμένο με
προβλήματα. Είμαι τελείως απορροφημένη
από αυτόν κι ό,τι τον αφορά.
«Άσε ελεύθερο τον εαυτό σου, Άνα...» με
παροτρύνει.

«Όχι».

« Ναι! » βρυχιέται. Μετακινείται ελαφρώς


και στριφογυρίζει τους γοφούς του ξανά και
ξανά.

Χριστέ μου... Αχ!

«Έλα, μωρό μου... Το χρειάζομαι. Δώσ’ το


μου...»

Και εκρήγνυμαι, το σώμα μου σκλάβος του


δικού του, και τυλίγομαι γύρω του,
κολλώντας επάνω του σαν περικοκλάδα
καθώς φωνάζει το όνομά μου, και τελειώνει
μαζί μου, ύστερα καταρρέει, με όλο το
βάρος του να με πιέζει επάνω στο στρώμα.
Λικνίζω τον Κρίστιαν στην αγκαλιά μου,
με το κεφάλι του στο στήθος μου,
απολαμβάνοντας την αίσθηση που μας
κατακλύζει μετά τον έρωτα. Περνάω τα
δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του,
παρακολουθώντας την ανάσα του να
ξαναγίνεται φυσιολογική.

«Μη μ’ αφήσεις ποτέ...» λέει σιγανά, και


υψώνω το βλέμμα στον ουρανό,
γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν μπορεί να
με δει. «Ξέρω πως υψώνεις το βλέμμα σου
στον ουρανό...» μουρμουρίζει, και στη
φωνή του ακούω ένα ίχνος ευθυμίας.

«Με ξέρεις καλά...» αποκρίνομαι


χαμηλόφωνα.

«Θα ήθελα να σε μάθω καλύτερα».


«Παρομοίως, Γκρέυ. Τι έβλεπες στον
εφιάλτη σου;»

«Τα συνηθισμένα».

«Πες μου».

Καταπίνει και τσιτώνεται, μετά αφήνει έναν


συρτό αναστεναγμό. «Πρέπει να είμαι γύρω
στα τρία, και ο νταβατζής της
κοκαϊνομανούς πόρνης είναι πάλι έξαλλος.
Καπνίζει συνεχώς, το ένα τσιγάρο μετά το
άλλο, και δεν μπορεί να βρει τασάκι...»

Σταματάει, και παγώνω. Με κυριεύει


σύγκρυο.

«Πονούσε» λέει. «Ο πόνος είναι αυτό που


θυμάμαι. Αυτό είναι που με κάνει να βλέπω
εφιάλτες. Αυτό, και το γεγονός πως εκείνη
δεν έκανε τίποτα για να τον σταματήσει».

Οχ, όχι... Είναι αβάσταχτο. Τον σφίγγω


ακόμα πιο πολύ επάνω μου, κρατώντας τον
δυνατά με τα χέρια και τα πόδια μου, και
προσπαθώ να μην αφήσω την απόγνωσή
μου να με πνίξει. Πώς μπορεί να φερθεί
κανείς έτσι σ’ ένα παιδί; Σηκώνει το κεφάλι
και με καρφώνει με το έντονο γκρίζο
βλέμμα του.

«Δεν είσαι σαν κι αυτή. Μην σου περάσει


ποτέ από το μυαλό. Σε παρακαλώ...»

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. Τα λόγια του


είναι πολύ καθησυχαστικά. Ακουμπάει πάλι
το κεφάλι του στο στήθος μου, και νομίζω
πως έχει ολοκληρώσει, όμως με αιφνιδιάζει
συνεχίζοντας.
«Μερικές φορές στα όνειρά μου είναι
απλώς ξαπλωμένη στο πάτωμα. Και νομίζω
πως κοιμάται. Αλλά δεν κουνιέται. Ποτέ
δεν κουνιέται. Και πεινάω. Πεινάω
πραγματικά...»

Ω, γαμώτο...

«Ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος, κι αυτός


έχει γυρίσει και με χτυπάει πολύ δυνατά,
βλαστημώντας την κοκαϊνομανή πόρνη. Η
πρώτη του αντίδραση ήταν πάντα να
χρησιμοποιεί τις γροθιές ή τη ζώνη του».

«Γι’ αυτό δε σ’ αρέσει να σ’ αγγίζουν;»

Κλείνει τα μάτια και με -σφίγγει ακόμα πιο


δυνατά. «Είναι περίπλοκο...» μουρμουρίζει.
Χώνει τη μύτη του ανάμεσα στα στήθη μου
ανασαίνοντας βαθιά, προσπαθώντας να μου
αποσπάσει την προσοχή.

«Πες μου...» τον παροτρύνω.

Αναστενάζει. «Δε μ’ αγαπούσε... Δεν


αγαπούσα τον εαυτό μου. Το μόνο άγγιγμα
που ήξερα ήταν... Σκληρό. Από κει πηγάζει.
Ο Φλυν το εξηγεί καλύτερα από μένα».

«Μπορώ να δω τον Φλυν;»

Σηκώνει το κεφάλι του για να με κοιτάξει.


«Οι Πενήντα Αποχρώσεις ξεβάφουν επάνω
σου από το τρίψιμο;»

«Δε λες τίποτα... Μ’ αρέσει πάντως το


τρίψιμο αυτήν τη στιγμή». Στριφογυρίζω
προκλητικά από κάτω του, και χαμογελάει.
«Ναι, δεσποινίς Στιλ. Αρέσει και σε μένα
αυτό...» Σκύβει και με φιλάει. Με κοιτάζει
για μια στιγμή. «Μου είσαι τόσο πολύτιμη,
Άνα... Μιλούσα σοβαρά όταν σου πρότεινα
να με παντρευτείς. Ύστερα μπορούμε να
γνωρίσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο.
Μπορώ να σε φροντίζω. Μπορείς να με
φροντίζεις. Μπορούμε να κάνουμε παιδιά
αν θες. Θ’ απλώσω τον κόσμο μου στα
πόδια σου, Αναστάζια. Σε θέλω, ψυχή τε
και σώματι, για πάντα. Σε παρακαλώ,
σκέψου το...»

«Θα το σκεφτώ, Κρίστιαν. Θα το σκεφτώ»


τον διαβεβαιώνω, νιώθοντας και πάλι
σαστισμένη. Παιδιά; Χριστέ μου... «Πάντως
θα ήθελα πραγματικά να μιλήσω με τον
δόκτορα Φλυν, αν δε σε πειράζει».
«Ό,τι θες, μωρό μου. Ό,τι θες... Πότε θες να
τον δεις;»

«Το συντομότερο».

«Εντάξει. Θα το κανονίσω το πρωί». Ρίχνει


μια ματιά στο ρολόι. «Είναι αργά. Πρέπει
να κοιμηθούμε». Μετακινείται για να
σβήσει το φως στο κομοδίνο και με τραβάει
επάνω του.

Κοιτάζω το ξυπνητήρι. Να πάρει... Είναι


τέσσερις παρά τέταρτο.

Τυλίγει τα μπράτσα γύρω μου, με το στήθος


του επάνω στην πλάτη μου, και χώνει τη
μύτη του στον λαιμό μου.
«Σ’ αγαπάω, Άνα Στιλ, και σε θέλω πλάι
μου. Παντοτινά...» μουρμουρίζει φιλώντας
με στον αυχένα. «Κοιμήσου τώρα».

Σφαλίζω τα μάτια.

Ανοίγω απρόθυμα τα βαριά βλέφαρά μου


στο λαμπερό φως που γεμίζει το δωμάτιο.
Αναστενάζω βαριά. Νιώθω ζαλισμένη,
αποκομμένη από τα μολυβένια μέλη μου,
και ο Κρίστιαν είναι τυλιγμένος γύρω μου
σαν κισσός. Ως συνήθως, ζεσταίνομαι πολύ.
Δεν μπορεί να είναι πάνω από πέντε το
πρωί. Το ξυπνητήρι δεν έχει χτυπήσει
ακόμα. Τεντώνομαι για να ελευθερωθώ από
τη ζέστη που εκπέμπει, στριφογυρίζοντας
στην αγκαλιά του, και μουρμουρίζει κάτι
ακατανόητο στον ύπνο του. Ρίχνω μια ματιά
στο ρολόι. Εννιά παρά τέταρτο.
Σκατά. Θα αργήσω. Γαμώτο... Πετάγομαι
από το κρεβάτι και ορμάω στο μπάνιο. Έχω
κάνει ντους κι έχω ξαναβγεί σε τέσσερα
λεπτά.

Ο Κρίστιαν ανακάθεται στο κρεβάτι


παρακολουθώντας με με μια ευθυμία που
δεν μπορεί να κρύψει, συνδυασμένη με
επιφυλακτικότητα, ενώ. εγώ συνεχίζω να
σκουπίζομαι, μαζεύοντας ταυτόχρονα τα
ρούχα μου. Ίσως περιμένει να αντιδράσω
στις χτεσινές αποκαλύψεις. Αυτήν τη
στιγμή δεν προλαβαίνω.

Ελέγχω τα ρούχα μου -μαύρο παντελόνι,


μαύρο πουκάμισο-, όλα λίγο αλά κυρία
Ρόμπινσον, αλλά δεν έχω ούτε
δευτερόλεπτο για να* αλλάξω γνώμη.
Φοράω βιαστικά μαύρο σουτιέν και
σλιπάκι, έχοντας συνείδηση πως
παρακολουθεί κάθε μου κίνηση. Είναι...
Ανησυχητικό. Το σλιπάκι και το σουτιέν
είναι ό,τι πρέπει.

«Καλή είσαι...» γουργουρίζει ο Κρίστιαν


από το κρεβάτι. «Μπορείς να τηλεφωνήσεις
και να πεις πως είσαι άρρωστη, ξέρεις».
Μου χαρίζει το συγκλονιστικό στραβό
χαμόγελό του, 150% γκομενοπαγίδα.

Ω, είναι τόσο δελεαστικός. Η εσωτερική


μου θεά μού σουφρώνει προκλητικά τα
χείλη.

«Όχι, Κρίστιαν, δεν μπορώ. Δεν είμαι


κανένας μεγαλομανής διευθύνων
σύμβουλος με αφοπλιστικό χαμόγελο που
μπορεί να μπαινοβγαίνει στο γραφείο του
όποτε γουστάρει».
«Μ’ αρέσει να μπαινοβγαίνω όποτε
γουστάρω». Χαμογελάει αχνά και ανεβάζει
άλλο ένα κλικ το υπέροχο χαμόγελό του,
έτσι που τώρα είναι σε οθόνη HD ΙΜΑΧ.

«Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω. Του πετάω την


πετσέτα μου και γελάει.

«Ωραίο χαμόγελο, ε;»

«Ναι. Ξέρεις τι επίδραση έχεις επάνω μου».


Φοράω το ρολόι μου.

«Έχω;» Ανοιγοκλείνει αθώα τα μάτια.

«Ναι, έχεις. Την ίδια επίδραση που έχεις σε


όλες τις γυναίκες. Καταντάει στ’ αλήθεια
κουραστικό να τις παρακολουθείς να
πέφτουν όλες ξερές».
«Καταντάει, ε;» Ανασηκώνει το φρύδι του,
ακόμα πιο εύθυμος τώρα.

«Μην κάνετε τον αθώο, κύριε Γκρέυ.


Πραγματικά δε σας πάει...» μουρμουρίζω
αφηρημένα μαζεύοντας τα μαλλιά μου σε
αλογοουρά και φορώντας τα μαύρα
ψηλοτάκουνα παπούτσια μου. Ορίστε. Δεν
μπορώ να κάνω τίποτε άλλο.

Όταν σκύβω να τον φιλήσω, με αρπάζει


τραβώντας με στο κρεβάτι. Μετεωρίζεται
από πάνω μου, χαμογελώντας από το ένα
αυτί έως το άλλο. Ποπό! Είναι τόσο
όμορφος - μάτια που λάμπουν
σκανδαλιάρικα, ανακατωμένα μαλλιά,
εκείνο το εκθαμβωτικό χαμόγελο. Τώρα
είναι παιχνιδιάρης.
Είμαι κουρασμένη, σαστισμένη ακόμη απ’
όλες τις χτεσινές αποκαλύψεις, ενώ αυτός
είναι λαμπερός σαν τον ήλιο και σέξι σαν
σταρ. Ω, ο εξοργιστικός Πενήντα.

«Τι μπορώ να κάνω για να σε δελεάσω να


μείνεις;» ρωτάει μαλακά, και η καρδιά μου
αναπηδάει και αρχίζει να σφυροκοπάει.
Είναι η προσωποποίηση του πειρασμού,
«Δεν μπορείς...» γκρινιάζω, παλεύοντας να
ανακαθίσω. «Άσε με!»

Σουφρώνει τα χείλη του, και υποχωρώ.


Περνάω χαμογελώντας τα δάχτυλα πάνω
από τα λαξεμένα του χείλη - οι Πενήντα
Αποχρώσεις μου. Τον αγαπάω με όλα του
τα μνημειώδη προβλήματα. Δεν έχω καν
αρχίσει ακόμα να επεξεργάζομαι, τα
χτεσινά γεγονότα και το πώς αισθάνομαι γι’
αυτά. ·
Σκύβω να τον φιλήσω, ευγνώμων που έχω
βουρτσίσει τα δόντια μου. Με φιλάει
παρατεταμένα και βίαια και μετά με
σηκώνει γρήγορα στα πόδια μου,
αφήνοντάς με ζαλισμένη, με κομμένη την
ανάσα και κάπως ασταθή.

«Θα σε πάει ο Τέυλορ. Πιο γρήγορα από


το να ψάχνεις να παρκάρεις. Σε περιμένει
έξω από το κτίριο...» λέει καλοσυνάτα ο
Κρίστιαν και φαίνεται ανακουφισμένος.
Ανησυχούσε για την αντίδρασή μου σήμερα
το πρωί; Σίγουρα η χτεσινή νύχτα -εεε... Το
σημερινό πρωίαπέδειξε πως δεν πρόκειται
να το βάλω στα πόδια.

«Εντάξει. Σ’ ευχαριστώ...» αποκρίνομαι


σιγανά, απογοητευμένη που στέκομαι όρθια
στα πόδια μου, σαστισμένη από τη
διστακτικότητά του και αόριστα
εκνευρισμένη που πάλι δε θα οδηγήσω το
Saab μου — αλλά έχει δίκιο φυσικά. Με τον
Τέυλορ θα πάω πιο γρήγορα. «Απολαύστε
το πρωινό σας χουζούρι, κύριε Γκρέυ...

Μακάρι να μπορούσα να μείνω, αλλά ο


ιδιοκτήτης της εταιρείας για την οποία
δουλεύω δε θα ενέκρινε τις κοπάνες του
προσωπικού του απλώς λόγω καυτού σεξ».
Αρπάζω την τσάντα μου.

«Προσωπικά, δεσποινίς Στιλ, δεν έχω


αμφιβολία πως θα το ενέκρινε. Για την
ακρίβεια, μπορεί και να επέμενε κιόλας».

«Γιατί μένεις στο κρεβάτι; Δεν είναι στο


στιλ σου».
Σταυρώνει τα χέρια πίσω από το κεφάλι του
και μου χαμογελάει. «Επειδή μπορώ,
δεσποινίς Στιλ!»

Του κουνάω το κεφάλι. «Τα λέμε, μωρό


μου». Του στέλνω ένα φιλί και
εξαφανίζομαι.

Ο ΤΕΫΛΟΡ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ και φαίνεται


να καταλαβαίνει πως έχω αργήσει, επειδή
οδηγεί σαν να τον κυνηγούν για να με πάει
στη δουλειά στις εννιά και τέταρτο. Όταν
σταματάει στο ρείθρο του πεζοδρομίου,
είμαι ευγνώμων. Ευγνώμων που είμαι
ζωντανή τα χρειάστηκα έτσι όπως
οδηγούσε. Και ευγνώμων που δεν έχω
αργήσει υπερβολικά μόλις δεκαπέντε
λεπτά,
«Ευχαριστώ, Τέυλορ...» μουρμουρίζω
κατάχλωμη. Θυμάμαι τον Κρίστιαν, που
μου είπε πως οδηγούσε τανκς· ίσως οδηγεί
και σε αγώνες.

«Άνα».

Με αποχαιρετάει γνέφοντας και ορμάω στο


γραφείο μου, συνειδητοποιώντας καθώς
ανοίγω την πόρτα της ρεσεψιόν πως ο
Τέυλορ δείχνει να έχει ξεπεράσει την
τυπικότητα του «δεσποινίς Στιλ», κι αυτό
με κάνει να σκάσω ένα χαμόγελο.

Η Κλαιρ μού χαμογελάει καθώς διασχίζω


τρέχοντας τη ρεσεψιόν πηγαίνοντας προς το
γραφείο μου.

«Άνα!» φωνάζει ο Τζακ. «Έλα εδώ».


Ω, γαμώτο...

«Τι ώρα είναι;» πετάει.

«Με συγχωρείς... Παρακοιμήθηκα»


απαντάω και γίνομαι κατακόκκινη.

«Να μην ξαναγίνει. Φτιάξε μου καφέ και


ύστερα θέλω να γράψεις μερικά γράμματα.
Κουνήσου!» λέει φωναχτά, κάνοντάς με να
ζαρώσω.

Γιατί είναι τόσο έξαλλος; Τι πρόβλημα έχει;


Τι έκανα; Τρέχω στην κουζίνα να του
φτιάξω καφέ. Ίσως έπρεπε να έχω κάνει
κοπάνα. Θα μπορούσα να κάνω κάτι καυτό
με τον Κρίστιαν ή να τρώω πρωινό μαζί του
ή απλώς να μιλάω αυτό θα ήταν καινοτομία.
Ο Τζακ δε μου δίνει καν σημασία όταν
διακινδυνεύω να επιστρέψω στο γραφείο
του με τον καφέ του. Μου πετάει ένα χαρτί
είναι γραμμένο στο χέρι, με
ορνιθοσκαλίσματα που ούτε καν
διαβάζονται*

«Δακτυλογράφησέ το, φέρ’ το να


υπογράψω, μετά κάνε αντίγραφα και στείλ’
τα σε όλους μας τους συγγραφείς».

« Ναι, Τζακ ».

Δε σηκώνει το κεφάλι του καθώς φεύγω.


Ποπό έξαλλος είναι!

Κάθομαι τελικά στο γραφείο μου με κάποια


ανακούφιση. Πίνω μια γουλιά τσάι,
περιμένοντας τον υπολογιστή μου να
ανοίξει. Ελέγχω τα μηνύματά μου.
_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Μου λείπει

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 09:05

Προς: Αναστάζια Στιλ

Σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς το Black-


Berry. χ

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ


θέμα: Μερικοί μπορούν

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 09:27

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Το αφεντικό μου είναι έξαλλο.

Εσύ φταις, που με ξενύχτησες με τις...


Ζαβολιές σου. θα έπρεπε να ντρέπεσαι.

Αναστάζια Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Ζαβό... Τι;


Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 09:32

Προς: Αναστάζια Στιλ

Δε χρειάζεται να δουλεύει, Αναστάζια.

Δεν έχειε ιδέα πόσο απεχθάνομαι tis


ζαβολιέ$ μου. Αλλά μου αρέσει να σε
κρατάω ξύπνια μέχρι αργά;) Σε παρακαλώ
να χρησιμοποιεί^ το BlackBerry.

Α, και παντρέψου με, σε παρακαλώ.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ


θέμα: To ψωμί μου

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 09:35

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Ξέρω ότι η φυσική τάση σου είναι να πρήζει


tous άλλουε, αλλά σταμάτα.

Πρέπει να μιλήσω στον τρελογιατρό σου.

Δεν έχω αντίρρηση να ζω μέσα στην


αμαρτία.

Αναστάζία Στιλ

Bonθos του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ


θέμα: BLACKBERRY Ημερομηνία: 15
Ιουνίου 2011, 09:40

Προς: Αναστάζία Στιλ

Αναστάζία, αν σκοπεύει να αρχίσει να


συζητάς για τον δόκτορα Φλυν, τότε
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ TO BLACKBERRY.

Δεν πρόκειται για παράκληση.

Christian Grey

Τώρα Τσατισμένος CEO, Grey Enterprises


Holdings, Inc.

Ω, γαμώτο. Τώρα είναι κι αυτός έξαλλος


μαζί μου. Λοιπόν, μπορεί να βράσει στο
ζουμί του, σκασίλα μου. Βγάζω το Black-
Berry από την τσάντα μου και το κοιτάζω
σκεπτικά. Ακριβώς πάνω στην ώρα, αρχίζει
να χτυπάει. Δεν μπορεί να με αφήσει ήσυχη;

«Ναι» πετάω.

«Άνα, γεια...»

«Χοσέ! Τι κάνεις;» Ω, είναι ωραίο να


ακούω τη φωνή του.

«Μια χαρά είμαι, Άνα. Κοίτα... Βλέπεις


ακόμα εκείνο τον τύπο, τον Γκρέυ;»

«Εμμμ... Ναι... Γιατί;» Αναρωτιέμαι πού το


πάει. «Άκου... Αγόρασε όλες σου τις
φωτογραφίες, και σκέφτηκα να τις
παραδώσω στο Σιάτλ. Η έκθεση κλείνει την
Πέμπτη, κι έτσι θα μπορούσα να τις φέρω
την Παρασκευή το απόγευμα και να τις
αφήσω, ξέρεις. Και ίσως θα μπορούσαμε
να πιούμε κανένα ποτό ή κάτι τέτοιο. Για
να είμαι ειλικρινής, ήλπιζα να βρω κι ένα
μέρος να κοιμηθώ».

«Χοσέ, θαύμα! Ναι. Είμαι σίγουρη πως θα


βρούμε μια λύση. Άσε με να μιλήσω με τον
Κρίστιαν και θα σε ξαναπάρω. Εντάξει;»

«Υπέροχα! Θα περιμένω νέα σου. Γεια σου,


Άνα».

«Γεια».

Κλείνει.

Να πάρει. Δεν έχω δει τον Χοσέ ούτε κι έχω


ακούσει νέα του μετά την έκθεσή του. Δεν
τον ρώτησα καν πώς τα πήγε ή αν πούλησε
κι άλλες φωτογραφίες. Ωραία φίλη είμαι.
Λοιπόν, θα μπορούσα να περάσω το βράδυ
μου με τον Χοσέ την Παρασκευή. Πώς θα
του φαινόταν αυτό του Κρίστιαν;
Συνειδητοποιώ ότι δαγκώνω το χείλος μου
ώσπου πονάει. Ω, αυτός ο άνθρωπος έχει
δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εκείνος μπορεί
-ανατριχιάζω στη σκέψηνα κάνει μπάνιο τη
θεόμουρλη πρώην ερωμένη του, αλλά εγώ
μάλλον θα φάω στη μάπα τα μούτρα του
έως το πάτωμα έτσι και θελήσω να πιω ένα
ποτό με τον Χοσέ. Πώς θα το χειριστώ;

« Άνα! » Ο Τζακ με βγάζει απότομα από την


ονειροπόλησή μου. Είναι ακόμα έξαλλος;
«Πού είναι εκείνο το γράμμα;»

«Εμμμ... Έρχεται». Σκατά τι τον έχει


πιάσει;
Δακτυλογραφώ το γράμμα του σε χρόνο
μηδέν, το τυπώνω και μπαίνω ταραγμένη
στο γραφείο του.

«Ορίστε». Το βάζω επάνω στο γραφείο του


και στρέφομαι να φύγω.

Ο Τζακ τού ρίχνει βιαστικά μια επικριτική,


διαπεραστική ματιά. «Δεν ξέρω τι κάνεις
εκεί έξω, αλλά εγώ σε πληρώνω για να
δουλεύεις!» γαβγίζει.

«Το ξέρω, Τζακ...» τραυλίζω απολογητικά.


Νιώθω ένα αργό κοκκίνισμα να
καταλαμβάνει το δέρμα μου.

«Είναι γεμάτο λάθη!» πετάει. «Ξαναγράψ’


το!»
Γαμώτο. Αρχίζει να ακούγεται σαν κάποιος
που ξέρω, αλλά την αγένεια από τον
Κρίστιαν μπορώ να την ανεχτώ. Ο Τζακ
έχει αρχίσει να μου τη δίνει.

«Και φέρε μου μαζί ακόμα έναν καφέ».

«Συγγνώμη...» ψιθυρίζω και βγαίνω από το


γραφείο του όσο πιο γρήγορα μπορώ.

Γαμώτο μου. Έχει γίνει αφόρητος. Κάθομαι


και πάλι στο γραφείο μου, ξαναγράφω
βιαστικά το γράμμα του, που είχε δύο λάθη,
και το ελέγχω προσεκτικά προτού το
τυπώσω. Τώρα είναι τέλειο. Του φέρνω
ακόμα έναν καφέ υψώνοντας το βλέμμα
μου στον ουρανό, ώστε να δώσω στην
Κλαιρ να καταλάβει πως έχω μπλέξει
άσχημα. Παίρνω βαθιά ανάσα και πλησιάζω
ξανά στο γραφείο του.
«Καλύτερο...» μουρμουρίζει απρόθυμα και
υπογράφει το γράμμα. «Βγάλε
φωτοαντίγραφα, αρχειοθέτησε το
πρωτότυπο και στείλ’ το σε όλους μας τους
συγγραφείς. Κατάλαβες;»

«Ναι». Δεν είμαι ηλίθια. «Τζακ, συμβαίνει


κάτι;»

Σηκώνει το βλέμμα, και τα γαλάζια του


μάτια σκοτεινιάζουν καθώς κοιτάζει το
σώμα μου από πάνω έως κάτω. Το αίμα μου
παγώνει.

«Όχι».

Η απάντησή του είναι λακωνική, αγενής και


περιφρονητική. Στέκομαι εκεί σαν την
ηλίθια που παρίστανα πως δεν είμαι και
ύστερα βγαίνω από το γραφείο του
σέρνοντας τα πόδια μου. Μπορεί να πάσχει
κι αυτός από διαταραχή προσωπικότητας.
Ουφ... Είμαι περικυκλωμένη από τέτοιους.
Πηγαίνω στο φωτοαντιγραφικό μηχάνημα -
το οποίο φυσικά έχει μαγκώσει το χαρτί-,
κι όταν το διορθώνω, ανακαλύπτω πως δεν
έχει χαρτί. Δεν είναι η μέρα μου.

Όταν επιστρέφω τελικά στο γραφείο μου


και αρχίζω να γεμίζω φακέλους, χτυπάει το
BlackBerry. Βλέπω μέσα από τον γυάλινο
τοίχο πως ο Τζακ μιλάει στο τηλέφωνο. Το
σηκώνω είναι ο Ίθαν.

«Γεια σου, Άνα. Πώς πήγε χτες το βράδυ;»

Χτες το βράδυ. Ένα γρήγορο μοντάζ


εικόνων περνάει από τον νου μου ο
Κρίστιαν γονατιστός, η αποκάλυψή του, η
πρότασή του, μακαρόνια με τυρί, τα
κλάματά μου, ο εφιάλτης του, το σεξ, τα
χέρια μου, που τον άγγιξαν...

«Εεε... Μια χαρά...» τραυλίζω, όχι και πολύ


πειστικά.

Ο Ίθαν κάνει μια παύση και αποφασίζει να


γίνει συνένοχος στην άρνησή μου. «Θαύμα!
Μπορώ να πάρω τα κλειδιά;»

«Βέβαια».

«Θα περάσω σε μισή ώρα. Θα έχεις καιρό


για έναν καφέ;»

«Όχι σήμερα. Άργησα να έρθω, και το


αφεντικό μου είναι σαν ταύρος εν
υαλοπωλείω...»

«Χάλια, ε;»
«Χάλια δε λες τίποτα...» αποκρίνομαι
χαχανίζοντας.

Ο Ιθαν γελάει, και το κέφι μου φτιάχνει


λίγο. «Εντάξει. Θα σε δω σε τριάντα
λεπτά». Κλείνει.

Ρίχνω μια ματιά στον Τζακ και βλέπω ότι με


κοιτάζει. Ω, γαμώτο. Τον αγνοώ επιμελώς
και συνεχίζω να γεμίζω φακέλους.

Έπειτα από μισή ώρα χτυπάει το τηλέφωνό


μου. Είναι η Κλαιρ. «Είναι πάλι εδώ, στη
ρεσεψιόν. Ο ξανθός θεός!»

Ο Ιθαν είναι χάρμα οφθαλμών έπειτα απ’


όλο το χτεσινό άγχος και την κακή διάθεση
που μου μεταδίδει σήμερα το αφεντικό μου,
όμως γρήγορα με αποχαιρετάει.
«Θα σε δω απόψε;»

«Μάλλον θα μείνω με τον Κρίστιαν...»


Κοκκινίζω.

«Την έχεις πατήσει άσχημα...» επισημαίνει


καλοσυνάτα ο Ίθαν.

Ανασηκώνω τους ώμους. Δε λες τίποτα...


Κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως την
έχω πατήσει κάτι παραπάνω από άσχημα.
Την έχω πατήσει εφ’ όρου ζωής. Και κατά
παράξενο τρόπο, φαίνεται να νιώθει το ίδιο
και ο Κρίστιαν. Ο Ίθαν με αγκαλιάζει στα
πεταχτά.

«Τα λέμε, Άνα».

Γυρίζω στο γραφείο μου, παλεύοντας με τη


σκέψη που μόλις έκανα. Ω, και τι δε θα
’δινα να μείνω μία μέρα μόνη μου, απλώς
για να σκεφτώ καλά όλα αυτά.

«Πού ήσουν;» Ξαφνικά ο Τζακ στέκεται


απειλητικά από πάνω μου.

«Είχα μια δουλειά στη ρεσεψιόν...»


Πραγματικά μου σπάει τα νεύρα.

«Θέλω το μεσημεριανό μου. Το


συνηθισμένο!» πετάει απότομα και
επιστρέφει με βαρύ βήμα στο γραφείο του.

Γιατί δεν έμεινα στο σπίτι με τον Κρίστιαν; Η


εσωτερική μου θεά σταυρώνει τα χέρια και
σουφρώνει τα χείλη της· θέλει κι εκείνη να
μάθει την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση.
Μαζεύω την τσάντα μου και το BlackBerry
και βαδίζω προς την πόρτα. Ελέγχω τα
μηνύματά μου.
_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Μου λείπεις

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 09:06

Προς: Αναστάζία Στιλ

Το κρεβάτι μου είναι πολύ μεγάλο χωρις


εσένα.

Μάλλον θα χρειαστεί να πάω στη δουλειά


τελικά.

Ακόμα και οι μεγαλομανείς διευθύνοντες


σύμβουλοι έχουν ανάγκη να κάνουν κάτι.

χ
Christian Grey

ΒαριεστημένοΒ CEO, Grey Enterprises


Holdings, Inc.

Και υπάρχει άλλο ένα δικό του, από πιο


αργά το πρωί.

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Η σύνεση

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 09:50

Προς: Αναστάζία Στιλ

Είναι καλύτερη από την ανδρεία.


Σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς σύνεση... Τα
ηλεκτρονικά μηνύματα στη δουλειά σου
παρακολουθούνται.

ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΤΟ ΠΩ;

Ναι. Φωναχτά κεφαλαία, oπως λεε. ΝΑ


ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΣ ΤΟ BLACKBERRY.

Ο δόκτωρ Φλυν μπορεί να μας δει αύριο το


βράδυ,

Christian Grey

Ακόμα ΤσατισμένοΒ CEO, Grey Enterprises


Holdings, Inc.
Κι ένα ακόμα μεταγενέστερο. Οχ, όχι...

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Αναμμένα κάρβουνα

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 12:15

Προς: Αναστάζια Στιλ

Δεν έχω νέα σου.

Σε παρακαλώ, πες μου πως είσαι εντάξει.

Ξέρεις ότι ανησυχώ.

θα στείλω τον Τέυλορ να ελέγξει!

χ
Christian Grey

Πολύ ανησυχος CEO, Grey Enterprises


Holdings, Inc.

Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό και τον


παίρνω τηλέφωνο. Δε θέλω να ανησυχεί.

«Τηλέφωνο Κρίστιαν Γκρέυ, εδώ Άντρια


Πάρκερ».

Ω... Τα χάνω τόσο πολύ που δεν απαντάει


ο Κρίστιαν, ώστε σταματάω απότομα στον
δρόμο και ο νεαρός από πίσω μου
μουρμουρίζει θυμωμένα, αλλάζοντας
απότομα κατεύθυνση για να μην πέσει
επάνω μου. Στέκομαι κάτω από την
πράσινη τέντα του φαστφούντ.
«Εμπρός; Μπορώ να σας βοηθήσω;» Η
Άντρια γεμίζει το κενό της άβολης σιωπής.

«Συγγνώμη... Εμμμ... Ήλπιζα να μιλήσω


στον Κρίστιαν...»

«Ο κύριος Γκρέυ είναι σε σύσκεψη αυτήν


τη στιγμή». Ξεχειλίζει
αποτελεσματικότητα. «Να κρατήσω
μήνυμα;»

«Μπορείτε να του πείτε πως πήρε η Άνα;»

«Η Άνα; Όπως λέμε Αναστάζια Στιλ;»

«Εεε... Ναι». Η ερώτησή της με σαστίζει.

«Περιμένετε ένα λεπτό, δεσποινίς Στιλ».

Στήνω αυτί καθώς αφήνει το τηλέφωνο,


αλλά αδύνατον να καταλάβω τι γίνεται.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα ο
Κρίστιαν είναι στη γραμμή. «Είσαι
εντάξει;»

«Ναι, μια χαρά».

Αφήνει την αναπνοή που κρατούσε.

«Κρίστιαν, γιατί να μην είμαι εντάξει;»


ψιθυρίζω καθησυχαστικά.

«Συνήθως απαντάς πολύ γρήγορα στα


μηνύματά μου. Έπειτα απ’ όσα σου είπα
χτες ανησυχούσα...» απαντάει ήρεμα και
ύστερα μιλάει σε κάποιον στο γραφείο. «
Όχι, Άντρια. Πες τους να περιμένουν!» λέει
αυστηρά ω, τον ξέρω αυτό τον τόνο.

Δεν ακούω την απάντηση της Άντρια.


«Όχι. Είπα να περιμένουν!» πετάει.

«Κρίστιαν, προφανώς έχεις δουλειά. Πήρα


απλώς για να σου πω πως είμαι εντάξει, και
το εννοώ απλώς είμαι πολύ απασχολημένη.
Σήμερα ο Τζακ έχει πιάσει το μαστίγιο.
Εεε... Δηλαδή...» Κοκκινίζω και μένω
σιωπηλή.

Ο Κρίστιαν δε λέει τίποτα για λίγο.

«Έχει πιάσει το μαστίγιο, ε; Κάποτε θα τον


θεωρούσα τυχερό...» Η φωνή του είναι
γεμάτη ψυχρό χιούμορ. «Μην τον αφήσεις
να σε καβαλήσει, μωρό μου».

«Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω και ξέρω ότι


χαμογελάει.
«Απλώς πρόσεχέ τον, αυτό είναι όλο.
Άκου... Χαίρομαι που είσαι καλά. Τι ώρα
να περάσω να*σε πάρω;»

«Θα σου στείλω μήνυμα».

«Από το BlackBerry!» λέει αυστηρά.

«Μάλιστα, Κύριε!» αντιγυρίζω.

«Τα λέμε, μωρό μου».

«Γ εια...»

Δεν το κλείνει.

« Κλείσε! » τον αποπαίρνω χαμογελώντας.

Αναστενάζει βαθιά στο τηλέφωνο.


«Μακάρι να μην είχες πάει στη δουλειά
σήμερα το πρωί...»
«Μακάρι... Αλλά έχω πολλή δουλειά.
Κλείσε».

«Κλείσε εσύ...»

Ακούω το χαμόγελό του. Ω, ο παιχνιδιάρης


Κρίστιαν. Αγαπάω τον παιχνιδιάρη
Κρίστιαν. Χμμμ... Αγαπάω τον Κρίστιαν.
Τελεία.

«Το ξανακάναμε αυτό».

«Δαγκώνεις το χείλος σου».

Σκατά. Έχει δίκιο. Πώς το ξέρει;

«Βλέπεις; Νομίζεις ότι δε σε ξέρω,


Αναστάζία. Μα σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο
νομίζεις...» μουρμουρίζει σαγηνευτικά, με
κείνο τον τρόπο που μου κόβει τα γόνατα
και ανοίγει τους κρουνούς του υγρού πόθου
μου.

«Κρίστιαν, θα τα πούμε αργότερα. Αυτήν


τη στιγμή στ’ αλήθεια εύχομαι να μην είχα
φύγει σήμερα το πρωί».

«Θα περιμένω το μήνυμά σας, δεσποινίς


Στιλ».

«Καλή σας μέρα, κύριε Γκρέυ».

Κλείνοντας, γέρνω επάνω στο κρύο,


σκληρό τζάμι της βιτρίνας του φαστφούντ.
Ποπό ακόμα και από το τηλέφωνο με έχει
δική του! Κουνώντας το κεφάλι μου για να
το καθαρίσω απ’ όλες τις σκέψεις που
αφορούν τον Γκρέυ, μπαίνω στο
φαστφούντ, δύσθυμη λόγω όλων των
σκέψεων που αφορούν τον Τζακ.
ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ, έχει κατεβασμένα
μούτρα.

«Μπορώ να πάω για φαγητό τώρα;» λέω


διστακτικά.

Με κοιτάζει, και το κατσούφιασμα


εντείνεται. «Αν είναι ανάγκη...» πετάει.
«Σαράντα πέντε λεπτά. Να αναπληρώσεις
τον χρόνο που έχασες σήμερα το ϊΐρωί».

«Τζακ, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;»

«Τι;»

«Σήμερα φαίνεσαι κάπως


κακόκεφος...Έκανα τίποτα που σ’ έθιξε;»
Με κοιτάζει για λίγο, ανοιγοκλείνοντας τα
βλέφαρά του. «Δε νομίζω πως αυτήν τη
στιγμή έχω διάθεση να απαριθμήσω τα
ατοπήματά σου. Είμαι απασχολημένος».
Εξακολουθεί να κοιτάζει την οθόνη του
υπολογιστή του, ουσιαστικά διώχνοντάς με.

Οχ... Τι έκανα;

Γυρίζω και βγαίνω από το γραφείο του, και


για μια στιγμή νομίζω πως θα βάλω τα
κλάματα. Γιατί άρχισε ξαφνικά να με
αντιπαθεί; Μια εντελώς ανεπιθύμητη σκέψη
μού περνάει από το κεφάλι, αλλά την
αγνοώ. Δε χρειάζομαι αυτές τις αηδίες
τούτη την ώρα μου φτάνουν τα δικά μου.

Βγαίνω από το κτίριο και κατευθύνομαι


προς το κοντινό Starbucks. Παραγγέλνω
έναν λάτε, κάθομαι μπροστά στη βιτρίνα
και βγάζω το iPod από την τσάντα μου.
Φοράω τα ακουστικά και διαλέγω ένα
τραγούδι στην τύχη πιέζοντας
«επανάληψη», ώστε να παίζει συνεχώς.
Χρειάζομαι μουσική για να σκεφτώ.

Το μυαλό μου ξεφεύγει. Κρίστιαν ο


σαδιστής. Κρίστιαν ο υποτακτικός.
Κρίστιαν ο ανέγγιχτος. Το οιδιπόδειο
σύμπλεγμα του Κρίστιαν. Ο Κρίστιαν να
κάνει μπάνιο τη Λέιλα. Αναστενάζω και
κλείνω τα μάτια, ενώ αυτή η τελευταία
εικόνα με στοιχειώνει.

Μπορώ πραγματικά να παντρευτώ αυτό τον


άνθρωπο; Δεν είναι εύκολο να τον αντέξεις.
Είναι πολύπλοκος και δύσκολος, βαθιά
μέσα μου όμως ξέρω πως δε θέλω να τον
αφήσω, παρά τα προβλήματά του. Ποτέ δε
θα μπορούσα να τον αφήσω. Τον αγαπάω...
Θα ήταν σαν να έκοβα το δεξί μου χέρι.

Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ τόσο ζωντανή,


τόσο δραστήρια. Έχω βιώσει κάθε είδους
περίπλοκα, βαθιά συναισθήματα και νέες
εμπειρίες από τότε που τον γνώρισα. Καμία
στιγμή δεν είναι βαρετή με τον Πενήντα.

Ρίχνοντας μια νοερή ματιά στη ζωή μου


πριν από τον Κρίστιαν, είναι λες κι όλα
ήταν ασπρόμαυρα, σαν τις φωτογραφίες του
Χοσέ. Τώρα όλος ο κόσμος μου έχει
πλούσια, φωτεινά, κορεσμένα χρώματα.
Αιωρούμαι σε μια δέσμη εκτυφλωτικού
φωτός, του εκτυφλωτικού φωτός του
Κρίστιαν. Είμαι ακόμα ο Ίκαρος, που πετάει
πολύ κοντά στον ήλιο του. Ξεφυσάω.
Πέταγμα με τον Κρίστιαν - ποια μπορεί να
αντισταθεί σ’ έναν άντρα που ξέρει να
πετάει;

Μπορώ να τον παρατήσω; Θέλω να τον


παρατήσω; Είναι θαρρείς και πάτησε έναν
διακόπτη και με άναψε από μέσα. Η
γνωριμία με κείνον ήταν σαν επιμορφωτική
εμπειρία. Ανακάλυψα περισσότερα για τον
εαυτό μου τις τελευταίες εβδομάδες από
ποτέ. Έμαθα για το σώμα μου, τα αυστηρά
μου όρια, τα χαλαρά μου όρια, την ανοχή,
την υπομονή, τη συμπόνια και την
ικανότητά μου να αγαπήσω.

Και με χτυπάει σαν κεραυνός. Αυτό


χρειάζεται από μένα, αυτό που δικαιούται:
ανεπιφύλακτη αγάπη. Ποτέ δεν την
εισέπραξε από την κοκαϊνομανή πόρνη
αυτό είναι που χρειάζεται. Μπορώ να τον
αγαπήσω ανεπιφύλακτα; Μπορώ να τον
δεχτώ γι’ αυτό που είναι ανεξάρτητα από τις
αποκαλύψεις του χτες το βράδυ;
Το ξέρω πως έχει πάθει ζημιά, αλλά δε
νομίζω πως είναι ανεπανόρθωτη.
Αναστενάζω, φέρνοντας στο μυαλό μου τα
λόγια του Τέυλορ: Είναι καλός άνθρωπος,
δεσποινίς Στιλ...

Έχω δει σοβαρές αποδείξεις της καλοσύνης


του -τη φιλανθρωπική δουλειά του, την
επαγγελματική ηθική του, τη γενναιοδωρία
του—, κι όμως δεν το βλέπει στον εαυτό
του. Δε νιώθει άξιος για οποιαδήποτε αγάπη.
Με δεδομένη την ιστορία και τις προτιμήσεις
του, έχω μια υπόνοια για τον λόγο της
αυτοαπέχθειάς του γι’ αυτό δεν άφηνε ποτέ
κανέναν να τον πλησιάσει. Μπορώ να το
ξεπεράσω αυτό;

Είπε κάποτε ότι δεν μπορώ ούτε να


φανταστώ τα βάθη της αχρειότητάς του. Ε
λοιπόν, τώρα μου το είπε, και με δεδομένα
τα πρώτα χρόνια της ζωής του, δε με
εκπλήσσει... Αν και, παρ’ όλα αυτά, έπαθα
σοκ όταν άκουσα να το λέει δυνατά.
Τουλάχιστον μου το είπε — και φαίνεται
πιο χαρούμενος τώρα που το έκανε. Ξέρω
τα πάντα.

Μειώνει αυτό την αγάπη μου για κείνον;


Όχι, δε νομίζω. Ποτέ δεν ξανάνιωσε έτσι*
ούτε κι εγώ. Έχουμε φτάσει και οι δύο τόσο
μακριά.

Δάκρυα αναβρύζουν και τσούζουν τα μάτια


μου καθώς θυμάμαι τους τελευταίους του
φραγμούς να γκρεμίζονται χτες το βράδυ
όταν με άφησε να τον αγγίξω. Και
χρειάστηκε η Λέιλα κι όλη της η τρέλα για
να φτάσουμε εκεί.
Ίσως θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων. Το
γεγονός ότι την έκανε μπάνιο δεν αφήνει
πια τόσο πικρή γεύση στο στόμα μου.
Αναρωτιέμαι ποια ρούχα τής έδωσε. Ελπίζω
να μην ήταν το δαμασκηνί φόρεμα. Μου
άρεσε αυτό.

Μπορώ λοιπόν να αγαπήσω ανεπιφύλακτα


αυτό τον άνθρωπο με όλα του τα
προβλήματα; Επειδή δεν αξίζει τίποτα
λιγότερο. Εξακολουθεί να χρειάζεται να
μάθει πώς να βάζει όρια κι άλλα
μικροπράγματα, όπως η ενσυναίσθηση, και
να είναι λιγότερο αυταρχικός. Λέει πως δε
νιώθει πια την παρόρμηση να με πονέσει·
ίσως ο δόκτωρ Φλυν μπορέσει να ρίξει λίγο
φως σ’ αυτό.

Βασικά, αυτό είναι που με ανησυχεί


περισσότερο ότι το χρειάζεται και πάντα
έβρισκε γυναίκες με τις ίδιες αντιλήψεις
που το χρειάζονταν κι αυτές. Κατσουφιάζω.
Ναι, αυτή είναι η εξασφάλιση που
χρειάζομαι. Θέλω να είμαι τα πάντα για
τούτο τον άνθρωπο, το Άλφα του και το
Ωμέγα του και τα πάντα ενδιαμέσως, επειδή
κι αυτός είναι τα πάντα για μένα.

Ελπίζω ο Φλυν να έχει τις απαντήσεις, και


ίσως τότε καταφέρω να πω ναι. Ο Κρίστιαν
κι εγώ μπορούμε να βρούμε το δικό μας
κομμάτι ουρανού κοντά στον ήλιο.

Κοιτάζω έξω το γεμάτο κίνηση


μεσημεριανό Σιάτλ. Κυρία Κρίστιαν Γκρέυ
ποιος να το έλεγε. Ρίχνω μια ματιά στο
ρολόι μου. Σκατά! Πετάγομαι από τη θέση
μου και ορμάω στην πόρτα· μία ολόκληρη
ώρα απλώς καθόμουν. Πώς πέρασε ο
χρόνος; Ο Τζακ θα γίνει πύραυλος!
ΓΛΙΣΤΡΑΩ ΣΤΑ ΜΟΥΛΩΧΤΑ στο
γραφείο μου. Ευτυχώς, δεν είναι στο δικό
του. Φαίνεται πως τη γλίτωσα. Καρφώνω
τα μάτια στην οθόνη του υπολογιστή μου
χωρίς να βλέπω, προσπαθώντας να
συγκεντρώσω και πάλι τις σκέψεις μου σε
ρυθμό γραφείου.

«Πού ήσουν;»

Πετάγομαι. Ο Τζακ στέκεται πίσω μου με


τα χέρια σταυρωμένα.

«Στο υπόγειο, έβγαζα φωτοαντίγραφα...»


απαντάω ψέματα.

Τα χείλη του Τζακ πιέζονται σε μια λεπτή,


ανένδοτη γραμμή. «Φεύγω για το
αεροδρόμιο στις εξίμισι. Πρέπει να μείνεις
μέχρι τότε».

« Εντάξε ι...» Χαμογελάω όσο πιο γλυκά


μπορώ.

«Θα ήθελα το δρομολόγιό μου για Νέα


Υόρκη τυπωμένο και φωτοτυπημένο δέκα
φορές. Και συσκεύασε τις μπροσούρες! Και
φέρε μου.λίγο καφέ!» γρυλίζει μπαίνοντας
αγέρωχα στο γραφείο του.

Αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης και


του βγάζω τη γλώσσα μόλις κλείνει την
πόρτα. Κάθαρμα.
ΣΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΙΡΝΕΙ η Κλαιρ από
τη ρεσεψιόν. «Έχω τη Μια Γκρέυ στη
γραμμή».

Τη Μία; Ελπίζω να μη θέλει να πάμε βόλτα


στο εμπορικό κέντρο.

«Γεια σου, Μία!»

«Άνα, γεια! Τι κάνεις;» Ο ενθουσιασμός


στη φωνή της είναι ασφυκτικός.

«Καλά. Πολλή δουλειά σήμερα. Εσύ;»

«Βαριέμαι αφόρητα! Πρέπει να βρω κάτι


να κάνω, κι έτσι οργανώνω ένα πάρτι
γενεθλίων για τον Κρίστιαν».

Τα γενέθλια του Κρίστιαν; Χριστέ μου δεν


είχα ιδέα! «Πότε είναι;»
«Το ήξερα. Το ήξερα ότι δε θα σ’ το έλεγε.
Είναι το Σάββατο. Η μαμά και ο μπαμπάς
θέλουν να έρθουν όλοι για φαγητό να το
γιορτάσουμε. Σε καλώ επισήμως».

«Ω, υπέροχα! Σ’ ευχαριστώ, Μία».

«Έχω τηλεφωνήσει ήδη στον Κρίστιαν και


του το είπα και μου έδωσε τον αριθμό του
τηλεφώνου σου εκεί».

«Ωραία». Το μυαλό μου έχει θολώσει τι


διάολο θα πάρω στον Κρίστιαν για τα
γενέθλιά του; Τι αγοράζεις στον άνθρωπο
που έχει τα πάντα;

«Και ίσως μπορούμε να βγούμε για φαγητό


κάποια στιγμή την άλλη εβδομάδα...»
«Ναι, αμέ. Τι λες για αύριο; Το αφεντικό
μου θα λείπει στη Νέα Υόρκη».

«Α, πολύ ωραία, Άνα! Τι ώρα;»

«Μία παρά τέταρτο;»

«Θα είμαι εκεί. Γεια σου, Άνα!»

«Γεια». Το κλείνω.

Ο Κρίστιαν. Γενέθλια. Τι διάολο να του


πάρω;

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Προκατακλυσμιαία

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 16:11


Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ κύριε Γκρέυ,

Πότε ακριβοί σκοπεύατε να μου το πείτε;

Τι να πάρω στον γέρο μου για τα γενέθλιά


του;

Ισως μερικές καινούριες μπαταριες για τα


ακουστικά βαρηκοΐας του;

Αχ

Αναστάζια Στιλ

Βοηθόε του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕΣ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Προϊστορικός


Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011,16:20

Προς: Αναστάζια Στιλ

Μην κοροϊδεύει τους ηλικιωμένους.

Χαίρομαι που είσαι ακμαιότατη.

Και που επικοινώνησεε με τη Μία.

Οι μπαταριά είναι πάντα χρήσιμες.

Christian Grey

O80Koucpos CEO, Grey Enterprises Hold-


ings, Inc.

_____________________________________
Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Χμμμ...

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 16:24

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ κύριε Γκρέυ,

Σας φαντάζομαι να σουφρώνετε τα χείλη


γράφονταε αυτή την τελευταία πρόταση.

Κάτι μου κάνει αυτό.

Αχοχ

Αναστάζία Στιλ

Βοηθός του Τζακ Χάυντ, επιμελήτρια, ΑΕζ


_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Βλέμμα στον ουρανό

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011,16:29

Προς: Αναστάζία Στιλ

Δεσποινίς Στιλ,

ΘΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΤΕ, ΣΑΣ
ΠΑΡΑΚΑΛΩ,

TO BLACKBERRY;;;

Christian Grey
CEO με Φαγούρα στις Παλάμες, Grey En-
terprises Holdings, Inc.

Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. Γιατί είναι


τόσο μυγιάγγιχτος με τα ηλεκτρονικά
μηνύματα;

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ θέμα: Έμπνευση

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 16:33 Προς:


Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ κύριε Γκρέυ.

Α... Οι παλάμες σας δεν μπορούν να μείνουν


ακινητες πολλή ώρα από τη φαγούρα.Έτσι;
Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε γι’ αυτό ο δόκτωρ
Φλυν.

Τώρα όμως ξέρω τι θα σας πάρω για τα


γενέθλιά σας κι ελπίζω να με πονέσει...

;)

Αχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Στηθάγχη

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011,16:38

Προς: Αναστάζια Στιλ

Δεσποινίς Στιλ,
Δε νομίζω πως η καρδιά μου θα αντέξει το
στρες από άλλο ένα τέτοιο μήνυμα. Ούτε και
το παντελόνι μου, εδώ που τα λέμε.

Φρόνιμα.

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Προσπαθώ

Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 16:42

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ


Κρίστιαν,

Προσπαθώ να δουλέψω για το πολύ


εκνευριστικό αφεντικό μου. Σε παρακαλώ,
σταμάτα να με ενοχλεί^ και να γίνεσαι κι εσύ
εκνευριστικόε.

Το τελευταίο σου μήνυμα παραλίγο να μου


προκαλέσει ανάφλεξη.

Υ Γ. Mnopsis να έρθεις να με πάρεις στις


6:30;

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: θα είμαι εκεί


Ημερομηνία: 15 Ιουνίου 2011, 16:47

Προς: Αναστάζία Στιλ

Τίποτα δε θα με ευχαριστούσε περισσότερο.

Για να είμαι ειλικρινήε, μπορώ να σκεφτώ


κάμποσα πράγματα που θα μου έδιναν
μεγαλύτερη ευχαρίστηση, κι όλα έχουν να
κάνουν με σένα. χ

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Κοκκινίζω διαβάζοντας την απάντησή του


και κουνάω το κεφάλι. Τα πειράγματα μέσω
μηνυμάτων είναι ωραία και καλά, αλλά
πραγματικά πρέπει να μιλήσουμε. Ίσως
αφού δούμε τον Φλυν. Αφήνω το Black-
Berry και τελειώνω τη συμφωνία για τα
μικροέξοδά μου.

ΣΤΙΣ ΕΞΙ ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟ το γραφείο


είναι έρημο. Τα έχω όλα έτοιμα για τον
Τζακ. Το ταξί του για το αεροδρόμιο έχει
κλειστεί και απλώς πρέπει να του δώσω τα
έγγραφα. Κοιτάζω με αγωνία μέσα από το
τζάμι, όμως είναι ακόμα βυθισμένος στην
τηλεφωνική του συζήτηση και δε θέλω να
τον διακόψω ειδικά με τη διάθεση που έχει
σήμερα. Περιμένοντάς τον να τελειώσει,
μου περνάει από το μυαλό πως δεν έφαγα
σήμερα. Ω, γαμώτο. Αυτό δε θα αρέσει
καθόλου στον Πενήντα. Κατεβαίνω
βιαστικά στην κουζίνα, για αν δω αν έχουν
μείνει καθόλου μπισκότα.
Τη στιγμή που ανοίγω το κοινής χρήσης
βάζο με τα μπισκότα, ο Τζακ εμφανίζεται
απρόσμενα στην πόρτα της κουζίνας
τρομάζοντάς με.

Ω... Τι γυρεύει εδώ;

Με κοιτάζει. «Λοιπόν, Άνα, νομίζω πως


αυτή ίσως είναι μια καλή στιγμή για να
συζητήσουμε τα παραπτώματά σου».
Μπαίνει μέσα, κλείνει πίσω του την πόρτα,
και το στόμα μου αμέσως ξεραίνεται, καθώς
συναγερμοί κινδύνου ουρλιάζουν,
τριβελίζοντάς μου το κεφάλι.

Ω, γαμώτο...

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα αφύσικο


χαμόγελο και τα μάτια του.γυαλίζουν με μια
βαθιά, σκοτεινή γαλάζια λάμψη.
«Επιτέλους σε πετυχαίνω μόνη σου...» λέει
και γλείφει αργά το κάτω χείλος του.

Ορίστε;

«Τώρα... Θα είσαι καλό κορίτσι και θ’


ακούσεις προσεκτικά αυτά που θα πω;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΞΙ

Τα ΜΑΤΙΑ TOΥ ΤΖΑΚ αστράφτουν


σκοτεινά και καγχάζει καθώς ρίχνει μια
πονηρή ματιά στο σώμα μου.

Ο φόβος με πνίγει. Τι είναι αυτό; Τι θέλει;


Από κάπου βαθιά μέσα μου και παρά το
ξεραμένο στόμα μου βρίσκω την
αποφασιστικότητα και το θάρρος να
ξεφουρνίσω μερικά λόγια. Το μάντρα από
τα μαθήματα αυτοάμυνας «Κάντε τους να
μιλούν» τριγυρίζει στο κεφάλι μου σαν
άυλος φρουρός.

«Τζακ, μπορεί να μην είναι η κατάλληλη


στιγμή. Το ταξί σου έρχεται σε δέκα λεπτά,
και πρέπει να σου δώσω τα χαρτιά σου...»
Η φωνή μου είναι ήρεμη αλλά βραχνή,
προδίδοντάς με.

Χαμογελάει και είναι ένα δεσποτικό


χαμόγελο που φτάνει τελικά στα μάτια του
και είναι θαρρείς και λέει «Άντε γαμήσου».
Το βλέμμα του γυαλίζει στο σκληρό
φθοριούχο φως που πέφτει από πάνω μας
μέσα στο μουντό, χωρίς παράθυρα δωμάτιο.
Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου
αγριοκοιτάζοντάς με, ενώ τα μάτια του δεν
αφήνουν τα δικά μου. Οι κόρες του
διαστέλλονται καθώς παρακολουθώ το
μαύρο σβήνει το γαλάζιο. Οχ, όχι... Ο
φόβος μου κλιμακώνεται.

«Ξέρεις, χρειάστηκε να τσακωθώ με την


ΕλίζαμπεΟ για να σου δώσω αυτήν τη
δουλειά...» Αφήνει τη φράση μετέωρη και
κάνει άλλο ένα βήμα προς το μέρος μου,
ενώ εγώ οπισθοχωρώ, ακουμπώντας στα
βρόμικα εντοιχισμένα ντουλάπια.

Κάνε τον να μιλάει, χάνε τον να μιλάει,


χάνε τον να μιλάει.

«Τζακ, ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά


σου; Αν θες να εκφράσεις τα παράπονά σου,
τότε ίσως θα έπρεπε να ζητήσουμε από το
τμήμα ανθρωπίνων πόρων να συμμετάσχει.
Θα μπορούσαμε να το κάνουμε μαζί με την
ΕλίζαμπεΟ με πιο επίσημο τρόπο».

Πού είναι οι σεκιουριτάδες; Είναι ακόμα


στο κτίριο;

«Δε χρειαζόμαστε το τμήμα ανθρωπίνων


πόρων για να διαχειριστεί λάθος την
κατάσταση, Άνα...» ρουθουνίζει. «Όταν σε
προσέλαβα, πίστευα πως θα ήσουν πολύ
εργατική. Νόμιζα πως είχες προοπτικές,
Αλλά τώρα δεν ξέρω. Έγινες αφηρημένη
και τσαπατσούλα. Και αναρωτιέμαι... Είναι
ο φίλος σου αυτός που σε βγάζει από τον
σωστό δρόμο;» Λέει «φίλος» με παγερή
περιφρόνηση.

Και συνεχίζει. «Αποφάσισα να ελέγξω τα


ηλεκτρονικά σου μηνύματα, για να δω αν
μπορούσα να βρω ενδείξεις. Και ξέρεις τι
βρήκα, Άνα; Τι ήταν άτοπο; Τα μόνα
προσωπικά μηνύματα στον λογαριασμό σου
ήταν προς τον επιφανή φίλο σου». Κάνει
μια παύση, μετρώντας την αντίδρασή μου.
«Και κάθισα και σκέφτηκα... Πού είναι τα
δικά του μηνύματα; Δεν υπάρχει κανένα.
Τίποτα. Μηδέν. Τι συμβαίνει, λοιπόν, Άνα;
Πώς γίνεται τα δικά του μηνύματα προς
εσένα να μην είναι στο σύστημά μας; Είσαι
καμιά εταιρική κατάσκοπος που σε φύτεψε
εδώ η εταιρεία του Γκρέυ; Περί αυτού
πρόκειται;»

Γαμώτο μου. Τα μηνύματα. Οχ, όχι... Τι


έγραφα;

«Τζακ, τι λες τώρα;»

Προσπαθώ να κάνω τη σαστισμένη και


είμαι αρκετά πειστική. Αυτή η συζήτηση
δεν πάει όπως περίμενα και δεν του έχω
καμία εμπιστοσύνη. Κάποια υποσυνείδητη
φερομόνη που εκπέμπει ο Τζακ με βάζει σε
κατάσταση υψηλού συναγερμού. Αυτός ο
άνθρωπος είναι θυμωμένος, ευμετάβλητος
και εντελώς απρόβλεπτος. Προσπαθώ να
του μιλήσω λογικά.

«Μόλις είπες πως χρειάστηκε να πείσεις την


ΕλίζαμπεΟ για να με προσλάβετε.
Επομένως, πώς θα μπορούσα να έχω
φυτευτεί σαν κατάσκοπος; Αποφάσισε,
Τζακ».

«Ο Γκρέυ χάλασε το ταξίδι στη Νέα


Υόρκη...Έτσι δεν είναι;»

Ω, γαμώτο...
«Πώς το κατάφερε αυτό, Άνα; Τι έκανε ο
πλούσιος, κολεγιόπαις φίλος σου;»

Το λίγο χρώμα που απομένει στο πρόσωπό


μου στραγγίζει και μου φαίνεται πως θα
λιποθυμήσω. «Δεν ξέρω τι λες, Τζακ...»
ψελλίζω. «Το ταξί σου έρχεται σε λίγο. Να
σου φέρω τα πράγματά σου;»

Ω, σε παρακαλώ, άσε με να φύγω. Σταμάτα.

Ο Τζακ συνεχίζει, απολαμβάνοντας την


ταραχή μου. «Και νομίζει πως θα σ’ τα
έριχνα;» Χαμογελάει αχνά, και τα μάτια του
παίρνουν φωτιά. «Λοιπόν, θέλω να
σκεφτείς κάτι όσο θα είμαι στη Νέα Υόρκη.
Σου έδωσα αυτήν τη δουλειά και περιμένω
λίγη ευγνωμοσύνη. Για την ακρίβεια, τη
δικαιούμαι. Η ΕλίζαμπεΟ ήθελε κάποια με
περισσότερα προσόντα, αλλά εγώ εγώ κάτι
είδα σε σένα. Επομένως πρέπει να κάνουμε
μια συμφωνία. Μια συμφωνία για να με
κρατάς ευχαριστημένο. Καταλαβαίνεις τι
λέω, Άνα;»

Γαμώτο!

«Δες το ως βελτίωση της θέσης εργασίας


σου. Κι αν με κρατήσεις ευχαριστημένο, δε
θα σκαλίσω άλλο το πώς ο φίλος σου βάζει
μέσο, αξιοποιεί τις επαφές του ή
εκμεταλλεύεται τις χάρες που του χρωστούν
τα δουλοπρεπή κολλητάρια του από το
κολέγιο».

Μένω με το στόμα ανοιχτό. Με εκβιάζει.


Για σεξ! Και τι να πω; Η είδηση για την
εξαγορά από τον Κρίστιαν έχει εμπάργκο
άλλων τριών εβδομάδων. Δεν μπορώ να το
πιστέψω. Σεξ μαζί του!
Ο Τζακ πλησιάζει περισσότερο, ώσπου
στέκεται ακριβώς μπροστά μου,
κοιτάζοντάς με κατάματα. Η γλυκερή
κολόνια του εισβάλλει στα ρουθούνια μου
-είναι αηδιαστική-, κι αν δεν κάνω λάθος,
στην ανάσα του μυρίζει η πικρή μπόχα του
αλκοόλ. Γαμώτο. Έπινε... Πότε;

«Είσαι τόσο σφιχτοκώλα, σπασαρχίδω,


ανάφτρα, ξέρεις, Άνα...» ψιθυρίζει μέσα
από τα σφιγμένα δόντια του.

Ορίστε; Ανάφτρα... Εγώ;

«Τζακ, δεν έχω ιδέα τι λες...» τραυλίζω,


νιώθοντας την αδρεναλίνη να χτυπάει
κόκκινο στο σώμα μου.

Είναι πιο κοντά μου τώρα. Περιμένω για


να κάνω την κίνησή μου. Ο Ρέυ θα είναι
περήφανος. Ο Ρέυ με έμαθε τι να κάνω.
Ο Ρέυ ξέρει από αυτοάμυνα. Αν ο Τζακ
με αγγίξει -αν έστω αναπνεύσει υπερβολικά
κοντά μου-, θα τον ξαπλώσω καταγής. Η
ανάσα μου είναι ρηχή. Δεν πρέπει να
λιποθυμήσω, δεν πρέπει να λιποθυμήσω.

«Δες πώς είσαι...» Με κοιτάζει πονηρά.


«Είσαι τόσο ξαναμμένη, το βλέπω.
Πραγματικά με ξελόγιασες. Βαθιά μέσα
σου το θες. Το ξέρω...»

Γαμώτο... Ο άνθρωπος έχει παραισθήσεις.


Ο φόβος μου ανεβαίνει σε επίπεδα
αμυντικής ετοιμότητας 1, απειλώντας να με
πνίξει.

«Όχι, Τζακ... Ποτέ δε σε ξελόγιασα».


«Με ξελόγιασες, ανάφτρα! Ξέρω να
διαβάζω τις ενδείξεις».

Απλώνει το χέρι και με χαϊδεύει απαλά στο


πρόσωπο με το πίσω μέρος των αρθρώσεών
του έως το πιγούνι μου. Ο αντίχειράς του
γλιστράει στον λαιμό μου, και η καρδιά μου
σκαρφαλώνει στο στόμα μου έτσι όπως
προσπαθώ να πνίξω την αναγούλα μου.
Φτάνει στο βαθούλωμα στο κάτω μέρος του
λαιμού μου, όπου το επάνω κουμπί του
μαύρου πουκάμισού μου είναι ανοιχτό, και
πιέζει το χέρι του στο στήθος μου.

«Με θες. Παραδέξου το, Ανά...»

Κρατώντας τα μάτια μου καρφωμένα στα


δικά του και μένοντας συγκεντρωμένη σ’
αυτό που πρέπει να κάνω -αντί για την
αυξανόμενη απέχθεια και τον τρόμο μου-,
βάζω μαλακά το χέρι μου επάνω στο δικό
του και το χαϊδεύω. Χαμογελάει θριαμβικά.
Αρπάζω το μικρό του δαχτυλάκι και το
στρίβο) προς τα πίσω, τραβώντας απότομα
κάτω και ανάποδα, κοντά στον γοφό του.

«Αααχ!» ουρλιάζει από πόνο και έκπληξη,


κι όπως χάνει την ισορροπία του και σκύβει,
ανεβάζω το γόνατό μου γρήγορα και δυνατά
προς τους βουβώνες του, πετυχαίνοντας
τέλεια επαφή με τον στόχο μου.

Παραμερίζω επιδέξια προς τα αριστερά


καθώς τα γόνατά του λυγίζουν, και
σωριάζεται με ένα μουγκρητό στο πάτωμα
της κουζίνας, σφίγγοντας με τα χέρια του το
επίμαχο σημείο ανάμεσα στα πόδια του.

«Μην τολμήσεις να με ξαναγγίξεις!» του


γρυλίζω. «Το δρομολόγιό σου και οι
μπροσούρες είναι συσκευασμένα επάνω
στο γραφείο μου. Τώρα πηγαίνω σπίτι μου.
Καλό ταξίδι. Και στο μέλλον να φτιάχνεις
μόνος σου τον κωλοκαφέ σου!»

«Παλιοπουτάνα!» Η φωνή του είναι μισή


κραυγή μισός βρ^^θμός, αλλά έχω βγει
κιόλας από την πόρτα.

Τρέχω ολοταχώς στο γραφείο μου, αρπάζω


το σακάκι και την τσάντα μου και ορμάω
στη ρεσεψιόν, αγνοώντας τα μουγκρητά και
τις βλαστήμιες που βγάζει το κάθαρμα,
ξαπλωμένο ακόμα μπρούμυτα στο πάτωμα
της κουζίνας. Βγαίνω σαν σίφουνας έξω
από το κτίριο και σταματάω μια στιγμή
καθώς ο δροσερός αέρας με χτυπάει
καταπρόσωπο. Παίρνω βαθιά ανάσα για να
ηρεμήσω. Αλλά δεν έχω φάει όλη τη μέρα,
και καθώς το ανεπιθύμητο κύμα
αδρεναλίνης υποχωρεί, τα πόδια μου
λυγίζουν από κάτω μου και σωριάζομαι στο
έδαφος.

Παρακολουθώ με κάποια αποστασιοποίηση


την ταινία που εκτυλίσσεται μπροστά μου
σε αργή κίνηση. Ο Κρίστιαν και ο Τέυλορ,
φορώντας σκούρα κοστούμια και άσπρα
πουκάμισα, πετάγονται από το αυτοκίνητο
που περιμένει και τρέχουν προς το μέρος
μου. Ο Κρίστιαν πέφτει στα γόνατα δίπλα
μου, και σε κάποιο ασύνειδο επίπεδο το
μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το εξής:
Είναι εδώ. Η αγάπη μου είναι εδώ.

«Άνα, Άνα! Τι τρέχει;» Με αρπάζει στην


αγκαλιά του, γλιστρώντας τα χέρια του
επάνω κάτω στα μπράτσα μου, ψάχνοντας
για σημάδια τραυματισμού. Πιάνει το
κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια του και με
κοιτάζει με τα γουρλωμένα, έντρομα μάτια
του καρφωμένα στα δικά μου.

Καταρρέω επάνω του, κυριευμένη ξαφνικά


από ανακούφιση και κούραση. Ω, η αγκαλιά
του Κρίστιαν... Δεν υπάρχει άλλο μέρος
όπου θα προτιμούσα να βρίσκομαι.

«Άνα...» Με ταρακουνάει μαλακά. «Τι


συμβαίνει; Είσαι άρρωστη;»

Γνέφω αρνητικά, συνειδητοποιώντας πως


πρέπει να αρχίσω να επικοινωνώ. «Ο
Τζακ...» ψελλίζω και νιώθω μάλλον παρά
βλέπω τη γρήγορη ματιά του Κρίστιαν στον
Τέυλορ, που εξαφανίζεται απότομα μέσα
στο κτίριο.
«Γαμώτο!» Ο Κρίστιαν με τυλίγει στην
αγκαλιά του. «Τι σου έκανε αυτός ο
λεχρίτης;»

Και κάπου από τη σωστή πλευρά της


τρέλας, ένα χαχανητό ανεβαίνει στον λαιμό
μου. Θυμάμαι την απέραντη έκπληξη του
Τζακ όταν του άρπαξα το δάχτυλο.

«Το θέμα είναι τι του έκανα εγώ...» Αρχίζω


να κακαρίζω και δεν μπορώ να σταματήσω.

«Άνα! » Ο Κρίστιαν με ταρακουνάει πάλι,


και η κρίση γέλιου σταματάει. «Σ’ άγγιξε;»

«Μόνο μία φορά».

Οι μύες του Κρίστιαν σφίγγονται και


τεντώνονται καθώς τον κυριεύει η οργή.
Σηκώνεται βιαστικά, ορμητικά -σταθερά-,
κρατώντας με στην αγκαλιά του. Φαίνεται
έξαλλος. Όχι!

«Πού είναι αυτός ο γαμιόλης;»

Μέσα από το κτίριο ακούμε πνιχτές φωνές.


Ο Κρίστιαν με στήνει όρθια.

«Μπορείς να σταθείς;»

Γνέφω καταφατικά. «Μην πας μέσα. Μην


πας, Κρίστιαν...» Ξαφνικά ο φόβος μου έχει
επιστρέψει, φόβος γι’ αυτό που μπορεί να
κάνει ο Κρίστιαν στον Τζακ.

«Μπες στο αυτοκίνητο!» γαβγίζει.

«Κρίστιαν, όχι...» Τον αρπάζω από το


μπράτσο.
«Μπες στο κωλοάμαξο, Άνα!» Τινάζει το
χέρι του και το ελευθερώνει.

«Όχι! Σε ικετεύω...» ψελλίζω. «Μείνε. Μη


μ’ αφήσεις μόνη μου...» Επιστρατεύω το
τελευταίο μου όπλο.

Βράζοντας από θυμό, ο Κρίστιαν περνάει


το χέρι μέσα από τα μαλλιά του και με
αγριοκοιτάζει, ολοφάνερα ανήμπορος να
καταλήξει σε απόφαση. Οι φωνές μέσα στο
κτίριο δυναμώνουν και μετά, ξαφνικά,
σταματούν.

Οχ, όχι... Τι έκανε ο Τέυλορ;

Ο Κρίστιαν βγάζει το BlackBerry.

«Κρίστιαν, έχει τα ηλεκτρονικά μου


μηνύματα...»
«Τι;»

«Τα μηνύματά μου σε σένα. Ήθελε να μάθει


πού είναι τα δικά σου μηνύματα.
Προσπαθούσε να με εκβιάσει...»

Το βλέμμα του Κρίστιαν είναι δολοφονικό.

Ω, γαμώτο...

«Σκατά!» πετάει και με κοιτάζει


στενεύοντας τα μάτια. Πιέζει ένα νούμερο
στο BlackBerry.

Οχ, όχι... Την έβαψα. Ποιον παίρνει;

«Μπάρνυ. Γκρέυ. Θέλω να μπεις στον


κύριο σέρβερ της ΑΕΣ και να σβήσεις όλα
τα μηνύματα της Αναστάζία Στιλ προς
εμένα. Μετά μπες στα προσωπικά αρχεία
του Τζακ Χάυντ και κοίτα μήπως έχουν
αποθηκευτεί εκεί. Αν έχουν αποθηκευτεί,
σβήσ’ τα... Ναι, όλα. Τώρα! Ενημέρωσέ με
όταν τελειώσεις».

Πιέζει με δύναμη το κουμπί «τερματισμός»


και παίρνει ένα άλλο νούμερο.

«Ρόουτς. Γκρέυ. Ο Χάυντ θέλω να πάρει


πόδι. Τώρα. Αυτήν τη στιγμή! Πάρε την
ασφάλεια. Πες να αδειάσει το γραφείο του
αμέσως, αλλιώς θα ρευστοποιήσω αυτή την
εταιρεία αύριο πρωί πρωί. Έχεις ήδη όλες
τις δικαιολογίες που χρειάζεσαι για να του
δώσεις το χαρτί απόλυσης! Κατάλαβες;»

Ακούει λίγο και το κλείνει, εμφανώς


ικανοποιημένος.
«BlackBerry...» μου λέει σφυριχτά μέσα
από σφιγμένα δόντια.

«Σε παρακαλώ, μη μου θυμώνεις...»


τραυλίζω και τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας
τα βλέφαρα.

«Είμαι τόσο έξαλλος μαζί σου αυτήν τη


στιγμή!» γρυλίζει και περνάει πάλι το χέρι
μέσα από τα μαλλιά του. «Μπες στο
αυτοκίνητο».

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ...»

«Μπες στο γαμημένο το αυτοκίνητο,


Αναστάζία, αλλιώς. μάρτυς μου ο Θεός, θα
σε χώσω μέσα μόνος μου!» με απειλεί, με
μάτια που πετούν φλόγες.
Σκατά! «Μην κάνεις τίποτε ανόητο, σε
παρακαλώ...» τον ικετεύω.

«ΑΝΟΗΤΟ!» ξεσπάει. «Σου είπα να


χρησιμοποιείς το γαμημένο το BlackBerry.
Μη μου λες λοιπόν εμένα τι είναι ανόητο.
Μπες στο κωλοάμαξο, Αναστάζία ΤΩΡΑ!»
φωνάζει, κι ένα ρίγος φόβου με διαπερνάει.
Μιλάμε για Πολύ Θυμωμένο Κρίστιαν δεν
τον έχω ξαναδεί τόσο έξαλλο. Μόλις που
διατηρεί την αυτοκυριαρχία του.

«Εντάξει...» μουρμουρίζω κατευναστικά.


«Αλλά, σε παρακαλώ, πρόσεχε».

Πιέζοντας μεταξύ τους τα χείλη του, δείχνει


το αυτοκίνητο και με αγριοκοιτάζει.

Χριστέ μου! Εντάξει. Το έπιασα το μήνυμα!


«Σε παρακαλώ, πρόσεχε. Δε θέλω να σου
συμβεί τίποτα. Αυτό θα με σκότωνε...»
ψελλίζω.

Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα μάτια του και


μένει ακίνητος, χαμηλώνοντας το χέρι και
παίρνοντας βαθιά ανάσα.

«Θα προσέχω» αποκρίνεται, και τα μάτια


του μαλακώνουν.

Ω, δόξα τω Θεώ. Το βλέμμα του με καίει


καθώς κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητο,
ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού και
μπαίνω μέσα. Μόλις βρίσκομαι με
ασφάλεια στην άνεση του Audi,
εξαφανίζεται μέσα στο κτίριο, και η καρδιά
μου ανεβαίνει πάλι στο στόμα μου. Τι
σκοπεύει να κάνει;
Κάθομαι και περιμένω. Περιμένω. Και
περιμένω... Πέντε ατέλειωτα λεπτά. Το ταξί
του Τζακ σταματάει μπροστά από το Audi.
Δέκα λεπτά. Δεκαπέντε. Χριστέ μου τι
κάνουν εκεί μέσα; Και πώς είναι ο Τέυλορ;
Η αναμονή είναι αγωνιώδης.

Έπειτα από είκοσι πέντε λεπτά ο Τζακ


βγαίνει από το κτίριο κρατώντας ένα
χαρτόκουτο. Πίσω του βρίσκεται ο
σεκιουριτάς. Πού ήταν νωρίτερα; Κι έπειτα
από αυτούς εμφανίζονται ο Κρίστιαν και
ο Τέυλορ. Ο Τζακ δείχνει άρρωστος.
Πηγαίνει κατευθείαν στο ταξί, και είμαι
ευγνώμων για τα εντελώς φιμέ τζάμια του
Audi, που δεν του επιτρέπουν να με δει. Το
ταξί ξεκινάει —μάλλον όχι για το Σι Τακ-,
ενώ ο Κρίστιαν και ο Τέυλορ φτάνουν στο
αυτοκίνητο.
Ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού, ο
Κρίστιαν χώνεται μέσα, μάλλον επειδή
κάθομαι μπροστά, και ο Τέυλορ μπαίνει και
κάθεται πίσω μου. Κανένας τους δε λέει
λέξη, και ο Κρίστιαν βάζει μπρος και
ξεκινάει. Ριψοκινδυνεύω μια γρήγορη ματιά
στον Πενήντα. Το στόμα του είναι σφιγμένο
σε μια ίσια γραμμή, αλλά φαίνεται
αφηρημένος. Χτυπάει το τηλέφωνο του
αυτοκινήτου.

« Γκρέυ! » πετάει ο Κρίστιαν,

«Κύριε Γκρέυ, εδώ Μπάρνυ».

«Μπάρνυ, είμαι σε ανοιχτή ακρόαση, και


υπάρχουν κι άλλοι στο αυτοκίνητο» τον
προειδοποιεί ο Κρίστιαν.
«Κύριε, έγιναν όλα. Αλλά πρέπει να σας πω
τι άλλο βρήκα στον υπολογιστή του κυρίου
Χάυντ».

«Θα σε πάρω όταν φτάσω στον προορισμό


μου. Και ευχαριστώ, Μπάρνυ».

«Κανένα πρόβλημα, κύριε Γκρέυ».

Ο Μπάρνυ κλείνει. Ακούγεται πολύ


νεότερος απ’ ό,τι περίμενα.

Tt άλλο βρήκε στον υπολογιστή του Τζακ;

«Μου μιλάς;» ρωτάω ήρεμα.

Ο Κρίστιαν μού ρίχνει μια ματιά προτού


καρφώσει και πάλι το βλέμμα του στον
δρόμο μπροστά μας, και καταλαβαίνω πως
είναι ακόμα έξαλλος.
« Όχι ...» μουρμουρίζει σκυθρωπά.

Αντε πάλι... Πολύ παιδιάστικο. Τυλίγω τα


χέρια γύρω μου και κοιτάζω, χωρίς να
βλέπω, έξω από το παράθυρο. Ίσως θα
έπρεπε να του ζητήσω να με αφήσει στο
διαμέρισμά μου* έτσι θα μπορεί να «μη μου
μιλάει» από την ασφάλεια του Εσκάλα και
να γλιτώσουμε και οι δύο από τον
αναπόφευκτο καβγά. Αλλά ακόμα και τη
στιγμή που το σκέφτομαι, ξέρω πως δε θέλω
να τον αφήσω να βυθιστεί στη μελαγχολία.
Όχι έπειτα από τα χτεσινά.

Τελικά σταματάμε μπροστά στο κτίριο


όπου μένει, και ο Κρίστιαν βγαίνει από το
αυτοκίνητο. Κινούμενος με χάρη και άνεση,
έρχεται προς την πλευρά μου και μου
ανοίγει την πόρτα.
«Έλα!» με διατάζει καθώς ο Τέυλορ
κάθεται στη θέση του οδηγού και απλώνει
το χέρι του.

Πιάνω το χέρι του και τον ακολουθώ μέσα


από τον επιβλητικό προθάλαμο στο
ασανσέρ. Δε με αφήνει.

«Κρίστιαν, γιατί είσαι τόσο θυμωμένος μαζί


μου;» ρωτάω τραυλίζοντας καθώς
περιμένουμε.

«Ξέρεις γιατί...» απαντάει σιγανά καθώς


μπαίνουμε στο ασανσέρ και πληκτρολογεί
τον κωδικό για τον όροφό του. «Θεέ μου,
αν σου είχε συμβεί κάτι, θα ήταν πεθαμένος
τώρα!»

Ο τόνος του Κρίστιαν με παγώνει έως το


κόκαλο. Οι πόρτες κλείνουν.
«Πάντως θα του καταστρέψω την καριέρα,
έτσι που να μην μπορεί να εκμεταλλεύεται
πια νεαρές κοπέλες αυτός ο ελεεινός».
Κουνάει το κεφάλι του. «Χριστέ μου,
Ανά!» Ξαφνικά με αρπάζει, φυλακίζοντάς
με στη γωνία του ασανσέρ.

Τα χέρια του κουλουριάζονται στα μαλλιά


μου και τραβάει το πρόσωπό μου προς το
δικό του. Το στόμα του βρίσκεται στο δικό
μου, και το φιλί του έχει μια παθιασμένη
απόγνωση. Δεν ξέρω γιατί με αιφνιδιάζει
αυτό, αλλά με αιφνιδιάζει. Αισθάνομαι την
ανακούφισή του, τη λαχτάρα του και τα
απομεινάρια του θυμού του καθώς η
γλώσσα του κουρσεύει το στόμα μου.
Σταματάει κοιτάζοντάς με, ρίχνοντας επάνω
μου το βάρος του, έτσι που δεν μπορώ να
κουνηθώ. Με αφήνει με κομμένη την
ανάσα, κολλημένη επάνω του για να
κρατηθώ, κοιτάζοντας το όμορφο πρόσωπό
του, που είναι γεμάτο αποφασιστικότητα
και χωρίς ίχνος ευθυμίας.

«Αν σου είχε συμβεί τίποτα... Αν σου είχε


κάνει κακό...» Νιώθω το ρίγος που τον
διαπερνάει. «BlackBerry!» με προστάζει.
«Από τώρα και στο εξής. Καταλαβαίνεις;»

Γνέφω καταφατικά, καταπίνοντας,


ανήμπορη να τραβήξω τα μάτια μου από το
βλοσυρό, υπνωτιστικό του βλέμμα.

Ισιώνει το σώμα του και με αφήνει καθώς


το ασανσέρ σταματάει. «Είπε πως τον
κλότσησες στα αχαμνά...» Ο τόνος του είναι
πιο ανάλαφρος, με ένα ίχνος θαυμασμού,
και νομίζω πως με έχει συγχωρέσει.
«Ναι...» ψιθυρίζω, σαστισμένη ακόμη από
την ένταση του φιλιού και την παθιασμένη
εντολή του.

«Ωραία».

«Ο Ρέυ ήταν στον στρατό. Ήταν καλός


δάσκαλος».

«Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό...» λέει


μουρμουριστά και προσθέτει,
ανασηκώνοντας το φρύδι του: «Αυτό
πρέπει να το θυμάμαι».

Παίρνοντάς με από το χέρι, με οδηγεί έξω


από το ασανσέρ, και τον ακολουθώ
ανακουφισμένη. Νομίζω πως η διάθεσή του
δεν πρόκειται να χειροτερέψει άλλο.
«Πρέπει να πάρω τον Μπάρνυ. Δε θ’
αργήσω». Εξαφανίζεται στο γραφείο του,
αφήνοντάς με σαν χαμένη στο τεράστιο
καθιστικό. Η κυρία Τζόουνς τελειώνει το
φαγητό μας. Συνειδητοποιώ πως πεθαίνω
της πείνας, αλλά πρέπει κάτι να κάνω.

«Μπορώ να βοηθήσω;» ρωτάω.

Γελάει. «Όχι, Άνα... Να σου ετοιμάσω


κάποιο ποτό; Φαίνεσαι ξεθεωμένη».

«Θα ήθελα ένα ποτήρι κρασί».

«Άσπρο;»

«Ναι, ευχαριστώ».

Κάθομαι σ’ ένα από τα σκαμνιά και μου


δίνει ένα ποτήρι παγωμένο κρασί. Δεν ξέρω
τι είναι, αλλά έχει υπέροχη επίγευση και
κατεβαίνει εύκολα, καταπραΰνοντας τα
σμπαραλιασμένα νεύρα μου. Τι
σκεφτόμουν νωρίτερα σήμερα; Πόσο
ζωντανή νιώθω από τότε που γνώρισα τον
Κρίστιαν. Πόσο συναρπαστική έχει γίνει η
ζωή μου. Χριστέ μου μπορώ να έχω μερικές
βαρετές μέρες;

Κι αν δεν είχα γνωρίσει ποτέ τον Κρίστιαν;


Θα ήμουν τρυπωμένη στο διαμέρισμά μου
συζητώντας το με τον Ίθαν, εντελώς
φρικαρισμένη από την αντιπαράθεσή μου
με τον Τζακ, ξέροντας ότι θα έπρεπε να
αντιμετωπίσω ξανά τον λεχρίτη την
Παρασκευή. Τώρα όμως για ποιον θα
δουλεύω; Συνοφρυώνομαι. Αυτόδεν το είχα
σκεφτεί. Σκατά. Έχω καν δουλειά;
«Καλησπέρα, Γκέιλ» λέει ο Κρίστιαν
μπαίνοντας στο μεγάλο δωμάτιο, βγάζοντάς
με από τις σκέψεις μου. Βαδίζει προς το
ψυγείο και βάζει ένα ποτήρι κρασί.

«Καλησπέρα, κύριε Γκρέυ. Δείπνο σε δέκα


λεπτά, κύριε;»

«Μια χαρά ακούγεται».

Ο Κρίστιαν σηκώνει το ποτήρι του, «Στους


πρώην στρατιωτικούς που εκπαιδεύουν
καλά τις κόρες τους...» λέει και τα μάτια του
μαλακώνουν.

«Εις υγείαν...» μουρμουρίζω σηκώνοντας


το ποτήρι μου.

«Τι τρέχει;» ρωτάει.


«Δεν ξέρω αν έχω ακόμα δουλειά...»

Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι.


«Εξακολουθείς να θες δουλειά;»

«Φυσικά!»

«Τότε έχεις ακόμα».

Απλό. Βλέπεις; Είναι ο αφέντης του


σύμπαντός μου. Υψώνω το βλέμμα στον
ουρανό, και χαμογελάει.

Η ΚΥΡΙΑ ΤΖΟΟΥΝΣ φτιάχνει φοβερή


τάρτα κοτόπουλο. Μας έχει αφήσει να
απολαύσουμε τους καρπούς των κόπων της,
και αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που
έφαγα κάτι. Καθόμαστε στον πάγκο του
πρωινού, και παρά τα καλοπιάσματά μου, ο
Κρίστιαν δε μου λέει τι βρήκε ο Μπάρνυ
στον υπολογιστή του Τζακ. Αφήνω το θέμα
και αποφασίζω να καταπιαστώ αντί γι’ αυτό
με το ακανθώδες ζήτημα της επικείμενης
επίσκεψης του Χοσέ.

«Τηλεφώνησε ο Χοσέ» λέω αδιάφορα.

«Μπα;» Ο Κρίστιαν στρέφεται και με


κοιτάζει καταπρόσωπο.

«Θέλει να παραδώσει τις φωτογραφίες σου


την Παρασκευή».

«Προσωπική παράδοση. Πολύ εξυπηρετικό


εκ μέρους του...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα.

«Θέλει να βγει. Για ποτό. Μαζί μου».


«Μάλιστα...»

«Και μάλλον έχουν επιστρέψει η Κέιτ με


τονΈλλιοτ» προσθέτω βιαστικά.

Ο Κρίστιαν αφήνει το πιρούνι του και με


κοιτάζει κατσουφιασμένος. «Τι ακριβώς
ζητάς;»

Αρπάζομαι. «Δε ζητάω τίποτα! Σε


ενημερώνω αναφορικά με τα σχέδιά μου για
την Παρασκευή. Κοίτα... Θέλω να δω τον
Χοσέ και θέλει να μείνει το βράδυ. Είτε θα
μείνει εδώ είτε μπορεί να μείνει σπίτι μου,
αλλά αν μείνει εκεί, πρέπει να είμαι κι εγώ
εκεί».

Οι κόρες των ματιών του Κρίστιαν


διαστέλλονται. Είναι αποσβολωμένος. «Σ’
τα έριξε...»
«Κρίστιαν, αυτό συνέβη πριν από
εβδομάδες. Ήταν πιωμένος, ήμουν
πιωμένη, έσωσες την κατάσταση δε θα
ξανασυμβεί. Δεν είναι Τζακ, που να πάρει η
ευχή!»

«Είναι εκεί ο Ίθαν. Μπορεί να του κάνει


παρέα».

«Εμένα θέλει να δει, όχι τον'Ιθαν».

«Δε μ’ αρέσει».

Και λοιπόν; Χριστέ μου μερικές φορές είναι


εκνευριστικός!

Παίρνω βαθιά ανάσα. «Είναι φίλος μου,


Κρίστιαν. Έχω να τον δω από την έκθεσή
του. Κι εκεί τον είδα πολύ λίγο. Ξέρω πως
δεν έχεις φίλους, εκτός από κείνη τη φρικτή
γυναίκα, αλλά δεν γκρινιάζω που τη
βλέπεις!» πετάω. Ο Κρίστιαν ανοιγοκλείνει
τα μάτια σοκαρισμένος. «Θέλω να τον δω.
Ήμουν κακή φίλη...» Το υποσυνείδητό μου
έχει ανησυχήσει. Χτυπάς το ποδαράκι σου;
Σιγά μη σκίσεις κανένα καλσόν!

Τα γκρίζα του μάτια με κοιτάζουν πετώντας


φωτιές. «Αυτή είναι η άποψή σου;»

«Για ποιο πράγμα;»

«Για την Ελένα. Θα προτιμούσες να μην τη


βλέπω;»

«Ακριβώς. Θα προτιμούσα να μην τη


βλέπεις».

«Γιατί δεν το λες;»


«Γιατί δεν έχω καμία δουλειά να το πω.
Νομίζεις πως είναι η μόνη σου φίλη!»
Ανασηκώνω εκνευρισμένη τους ώμους.
Πραγματικά δεν καταλαβαίνει. Πώς γύρισε
αυτή η κουβέντα σε συζήτηση για κείνη; Δε
θέλω καν να τη σκέφτομαι. Προσπαθώ να
επανέλθω στον Χοσέ. «Ακριβώς όπως δεν
είναι δουλειά σου να λες αν μπορώ ή όχι να
βλέπω τον Χοσέ. Δεν το καταλαβαίνεις;»

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει σαστισμένος,


νομίζω. Αχ, τι σκέφτεται;

«Μπορεί να μείνει εδώ, υποθέτω...»


τραυλίζει. «Μπορώ να τον προσέχω!»
Ακούγεται οξύθυμος.

Αλληλούια!
«Σ’ ευχαριστώ! Ξέρεις, αν πρόκειται να
μένω κι εγώ εδώ ...» Αφήνω τη φράση
μετέωρη. Ο Κρίστιαν γνέφει. Καταλαβαίνει
τι προσπαθώ να πω. «Δεν είναι πως δεν
έχεις χώρο ...» προσθέτω υπομειδιώντας,

Τα χείλη του στραβώνουν αργά σ’ ένα


χαμόγελο. «Μου υπομειδιάτε, δεσποινίς
Στιλ;»

«Σαφέστατα, κύριε Γκρέυ». Σηκώνομαι,


μην τυχόν και τον τρώνε οι παλάμες του,
μαζεύω τα σερβίτσια μας και τα βάζω στο
πλυντήριο πιάτων.

«Θα το κάνει η Γκέιλ αυτό».

«Το έκανα εγώ τώρα». Ανασηκώνομαι και


τον κοιτάζω, κι εκείνος με παρακολουθεί
προσεκτικά.
«Πρέπει να δουλέψω λίγο...» λέει
απολογητικά.

«Εντάξει. Θα βρω κάτι να κάνω».

«Έλα εδώ...» με διατάζει, αλλά η φωνή του


βγαίνει σιγανή και σαγηνευτική, το βλέμμα
του είναι φλογερό.

Δε διστάζω να χωθώ στην αγκαλιά του και


τυλίγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του
έτσι όπως είναι καθισμένος στο σκαμνί του.
Με αγκαλιάζει, με σφίγγει επάνω του και
απλώς με κρατάει.

«Είσαι εντάξει;» ψιθυρίζει μέσα στα μαλλιά


μου.

« Εντάξει;»
«Μετά απ’ αυτό που έγινε με κείνο τον
γαμιόλη. Μετά απ’ αυτό που έγινε χτες...»
απαντάει, και ο τόνος του είναι ήρεμος και
ειλικρινής.

Κοιτάζω τα σκοτεινά, σοβαρά μάτια του.


Είμαι εντάξει; «Ναι...» τραυλίζω.

Τα μπράτσα του σφίγγονται γύρω μου και


αισθάνομαι ασφαλής. Νιώθω πως με
νοιάζεται και με αγαπάει, όλα ταυτόχρονα.
Με κάνει ευτυχισμένη. Κλείνοντας τα
μάτια, απολαμβάνω την αίσθηση της
αγκαλιάς του. Αγαπάω αυτό τον άνθρωπο.
Αγαπάω το μεθυστικό άρωμά του, τη
δύναμη, τους ευμετάβλητους τρόπους του
τον Πενήντα μου.
«Ας μην τσακωνόμαστε...» λέει σιγανά. Με
φιλάει στα μαλλιά και παίρνει βαθιά ανάσα.
«Μυρίζεις θεϊκά, όπως πάντα, Άνα...»

«Το ίδιο κι εσύ...» ψιθυρίζω και τον φιλάω


στον λαιμό.

Δυστυχώς, με αφήνει γρήγορα. «Δύο


ωρίτσες θα κάνω».

ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ ΑΣΚΟΠΑ στο


διαμέρισμα. Ο Κρίστιαν δουλεύει ακόμα.
Έχω κάνει ντους κι έχω ντυθεί με μια φόρμα
κι ένα δικό μου μπλουζάκι και βαριέμαι.
Δε θέλω να διαβάσω. Αν καθίσω ήσυχη, θα
θυμηθώ τον Τζακ και τα δάχτυλά του επάνω
μου.
Ρίχνω μια ματιά στο παλιό μου δωμάτιο, το
δωμάτιο των υποτακτικών. Ο Χοσέ μπορεί
να κοιμηθεί εδώ θα του αρέσει η θέα. Είναι
περίπου οχτώ και τέταρτο, και ο ήλιος
αρχίζει να γέρνει προς τη δύση του. Τα
φώτα της πόλης τρεμοσβήνουν από κάτω
μου. Είναι υπέροχα. Ναι, θα του αρέσει του
Χοσέ εδώ. Αναρωτιέμαι νωθρά πού θα
κρεμάσει ο Κρίστιαν τις φωτογραφίες που
μου τράβηξε ο Χοσέ. Θα προτιμούσα όμως
να μην τις κρεμάσει. Δε μου αρέσει να
βλέπω τον εαυτό μου.

Πίσω στον διάδρομο βρίσκομαι έξω από


την αίθουσα ψυχαγωγίας και, χωρίς να το
σκεφτώ, δοκιμάζω το πόμολο της πόρτας. Ο
Κρίστιαν συνήθως την κρατάει κλειδωμένη,
αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη η πόρτα
ανοίγει. Πολύ παράξενο. Νιώθοντας σαν
παιδάκι που την έχει κάνει κοπάνα και
ξεστρατίζει προς το απαγορευμένο δάσος,
μπαίνω μέσα. Είναι σκοτεινά. Πατάω τον
διακόπτη, και τα φώτα κάτω από τη μαρκίζα
ανάβουν με μια απαλή λάμψη. Είναι όπως
το θυμάμαι. Ένα δωμάτιο σαν μήτρα.

Στο μυαλό μου ξυπνούν αναμνήσεις από


την τελευταία φορά που ήμουν εδώ. Η
ζώνη... Η θύμηση με κάνει να μορφάσω.
Τώρα κρέμεται αθώα, στη σειρά μαζί με
άλλες, στην κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα.
Γλιστράω δοκιμαστικά τα δάχτυλά μου
πάνω από τις ζώνες, τα μαστίγια, τις βέργες.
Οχ οχ οχ... Αυτό είναι που πρέπει να
ξεκαθαρίσω με τον δόκτορα Φλυν. Μπορεί
κάποιος με αυτό τον τρόπο ζωής απλώς να
σταματήσει; Φαντάζει τόσο απίθανο.
Περιπλανιέμαι ως το κρεβάτι, κάθομαι στα
απαλά σατέν σεντόνια, κοιτάζοντας όλα τα
σύνεργα ολόγυρα.

Δίπλα μου είναι ο πάγκος κι επάνω του η


συλλογή ραβδιών. Τόσο πολλά! Ένα δε
φτάνει; Εντάξει, όσο λιγότερο μιλάμε γι’
αυτά, τόσο το καλύτερο. Και το μεγάλο
τραπέζι. Ποτέ δεν το δοκιμάσαμε αυτό, ό,τι
κι αν κάνει επάνω του. Τα μάτια μου
πέφτουν στον καναπέ Τσέστερφιλντ και
πλησιάζω για να καθίσω. Είναι ένας απλός
καναπές, τίποτε ασυνήθιστο τίποτα επάνω
στο οποίο μπορείς να δέσεις κάτι, απ’ όσο
μπορώ να δω τουλάχιστον. Ρίχνοντας μια
ματιά πίσω μου, βλέπω τη μαονένια
σιφονιέρα, που' είναι θαρρείς και βγήκε από
μουσείο. Η περιέργειά μου έχει κεντριστεί.
Τι φυλάει εκεί μέσα;
Ανοίγοντας το πρώτο συρτάρι,
συνειδητοποιώ πως το αίμα σφυροκοπάει
στις’ φλέβες μου. Γιατί είμαι τόσο νευρική;
Αισθάνομαι σαν να κάνω κάτι παράνομο,
σαν να καταπατώ ιδιωτικό χώρο, πράγμα
που κάνω φυσικά. Αλλά αν θέλει να με
παντρευτεί, τότε...

Γαμώτο. Τι είναι όλα αυτά; Μια σειρά από


όργανα και αλλόκοτα σύνεργα -δεν έχω
ιδέα τι είναι ή για ποιο πράγμα
προορίζονταιείναι προσεκτικά
τοποθετημένα στο συρτάρι επίδειξης.
Σηκώνω ένα. Έχει σχήμα σφαίρας και κάτι
σαν χερούλι. Χμμμ... Τι διάολο χάνεις με
αυτό; Το μυαλό μου σαστίζει, αν και
νομίζω> πως κάποια ιδέα έχω. Υπάρχουν
τέσσερα διαφορετικά μεγέθη! Το κρανίο
μου μυρμηγκιάζει και σηκώνω το βλέμμα
μου.

Ο Κρίστιαν στέκεται στο κατώφλι και με


κοιτάζει με ύφος ανερμήνευτο. Πόση ώρα
είναι εκεί; Αισθάνομαι σαν να με έπιασαν
με το χέρι μέσα στο βάζο.

«Γεια...» Χαμογελάω νευρικά και ξέρω πως


τα μάτια μου είναι γουρλωμένα και είμαι
κατάχλωμη.

«Τι κάνεις;» ρωτάει σιγανά, αλλά στη φωνή


του υποβόσκει κάτι.

Σκατά. Έχει θυμώσει; Κοκκινίζω.

«Εμμμ... Βαριόμουν και ήμουν περίεργη...»


μουρμουρίζω. Ντρέπομαι που με έπιασε
στα πράσα είπε πως θα έκανε δύο ώρες.
«Πολύ επικίνδυνος συνδυασμός αυτός».
Περνάει στοχαστικά τον αντίχειρα από το
κάτω χείλος του, χωρίς να παίρνει τα μάτια
του από πάνω μου.

Καταπίνω, και το στόμα μου είναι ξερό.

Μπαίνει αργά στο δωμάτιο και κλείνει


ήρεμα την πόρτα πίσω του. Τα μάτια του
μια υγρή γκρίζα φωτιά. Ποπό! Ακουμπάει
με άνεση επάνω στη σιφονιέρα, αλλά
νομίζω πως η στάση του είναι απατηλή. Η
εσωτερική μου θεά δεν ξέρει αν είναι ώρα
μάχης ή φυγής.

«Λοιπόν, για ποιο πράγμα ακριβώς είστε


περίεργη, δεσποινίς Στιλ; Ίσως θα
μπορούσα να σας διαφωτίσω».
«Η πόρτα ήταν ανοιχτή... Και» Κοιτάζω τον
Κρίστιαν κρατώντας την ανάσα μου και
ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, μην ξέροντας,
όπως πάντα, ποια θα είναι η αντίδρασή του
ή τι πρέπει να πω.

Τα μάτια του είναι σκοτεινά. Νομίζω πως το


διασκεδάζει, αλλά είναι δύσκολο να το πω
με σιγουριά. Ακουμπάει τους αγκώνες στη
μουσειακή σιφονιέρα και βάζει το πιγούνι
του επάνω στα σφιγμένα χέρια του.

«Είχα έρθει εδώ νωρίτερα και


αναρωτιόμουν τι θα τα κάνω όλα αυτά.
Πρέπει να ξέχασα να το κλειδώσω».
Σκυθρωπιάζει στιγμιαία, λες και το να
αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη ήταν κανένα
φοβερό σφάλμα της κρίσης του.
Κατσουφιάζω. Δε συνηθίζει να είναι
ξεχασιάρης.

«Μπα;»

«Τώρα όμως να σε εδώ μέσα, περίεργη


όπως πάντα...» Η φωνή του είναι ήοεμη,
απορημένη.

«Δεν είσαι θυμωμένος;» ψιθυρίζω με την


ανάσα που μου έχει απομείνει.

Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και τα χείλη


του στραβώνουν με κέφι. «Γιατί να είμαι
θυμωμένος;»

«Αισθάνομαι σαν να καταπατώ ιδιωτικό


χώρο... Και είσαι πάντα θυμωμένος μαζί
μου». Η φωνή μου είναι σιγανή, αν και
νιώθω ανακούφιση.
Το μέτωπο του Κρίστιαν ζαρώνει ξανά.
«Ναι, καταπατάς ιδιωτικό χώρο, αλλά δεν
είμαι θυμωμένος. Ελπίζω πως κάποια μέρα
θα ζήσεις εδώ μαζί μου, κι όλα αυτά...»
κάνει μια αόριστη χειρονομία με το ένα του
χέρι, δείχνοντας ολόγυρα το δωμάτιο, «θα
γίνουν και δικά σου».

Η αίθουσα ψυχαγωγίας μου; Τον κοιτάζω


με ολάνοιχτο στόμα αυτό δεν είναι εύκολο
να το χωνέψω.

«Γι’ αυτό ήμουν εδώ σήμερα.


Προσπαθούσα να αποφασίσω τι να κάνω».
Χτυπάει ελαφρώς τα χείλη με τον δείκτη
του. «Είμαι συνεχώς θυμωμένος μαζί σου;
Δεν ήμουν σήμερα το πρωί».

Ω, αυτό είναι αλήθεια. Χαμογελάω στην


ανάμνηση του Κρίστιαν όταν ξυπνήσαμε,
κι αυτό μου αποσπά το μυαλό από το τι
πρόκειται να συμβεί με την αίθουσα
ψυχαγωγίας. Ήταν τόσο αστείος Πενήντα
σήμερα το πρωί.

«Ήσουν παιχνιδιάρης. Μ’ αρέσει ο


παιχνιδιάρης Κρίστιαν».

«Έτσι, ε;» Ανασηκώνει το φρύδι, και το


όμορφο στόμα του στραβώνει σ’ ένα
χαμόγελο. Ένα συνεσταλμένο χαμόγελο.
Ποπό!

«Τι είναι αυτό;» Σηκώνω το πράγμα που


μοιάζει με ασημένια σφαίρα.

«Πάντα διψασμένη για πληροφορίες,


δεσποινίς Στιλ. Αυτό είναι πρωκτική
σφήνα...» απαντάει μαλακά.
«Α...»

«Αγορασμένη για σένα».

Ορίστε; «Για μένα;»

Γνέφει αργά, και το πρόσωπό του είναι


τώρα σοβαρό και επιφυλακτικό.

Κατσουφιάζω. «Αγοράζεις καινούρια...


Εεε... Παιχνίδια για κάθε υποτακτική;»

«Μερικά πράγματα. Ναι».

«Πρωκτικές σφήνες;»

«Ναι».

Εντάξει... Καταπίνω. Πρωκτική σφήνα.


Είναι από συμπαγές μέταλλο άβολο δεν
είναι; Θυμάμαι τη συζήτησή μας για τα
σεξουαλικά σύνεργα και τα αυστηρά όρια
μετά την αποφοίτησή μου. Νομίζω πως
εκείνη τη φορά είπα πως θα δοκίμαζα.
Τώρα, βλέποντας μια από κοντά, δεν ξέρω
αν είναι κάτι που θέλω να κάνω. Την
περιεργάζομαι ακόμα μία φορά και την
ξαναβάζω στο συρτάρι.

«Κι αυτό;» Βγάζω ένα μακρύ μαύρο


λαστιχένιο αντικείμενο φτιαγμένο από
σφαίρες ενωμένες μεταξύ τους, η πρώτη
μεγάλη και η τελευταία πολύ μικρότερη.
Συνολικά οχτώ σφαίρες.

«Πρωκτικές χάντρες» απαντάει ο Κρίστιαν


παρακολουθώντας με προσεκτικά.

Ω! Τις εξετάζω γοητευμένη αλλά και με


φρίκη. Όλα αυτά, μέσα μου... Εκεί! Δεν είχα
ιδέα.
«Έχουν πολύ μεγάλη επίδραση αν τις
τραβήξεις έξω στα μισά του οργασμού»
προσθέτει με σιγουριά.

«Για μένα είναι αυτό;» ψιθυρίζω.

«Για σένα...» Γνέφει αργά.

«Αυτό είναι το πρωκτικό συρτάρι;»

Χαμογελάει αχνά. «Αν θες...»

Το κλείνω βιαστικά, νιώθοντας να γίνομαι


κόκκινη σαν αστακός.

«Δε σ’ αρέσει το πρωκτικό συρτάρι;»


ρωτάει αθώα, διασκεδάζοντάς το.

Τον κοιτάζω και ανασηκώνω τους ώμους,


προσπαθώντας να δείξω ότι δεν ιδρώνει το
αυτί μου.
«Δεν είναι στην κορυφή του κόιταλόγου με
τα χριστουγεννιάτικα δώρα μου...»
μουρμουρίζω αδιάφορα. Ανοίγω
επιφυλακτικά το δεύτερο συρτάρι.

Χαμογελάει. «Το αμέσως επόμενο συρτάρι


περιέχει μια συλλογή δονητών».

Το κλείνω βιαστικά. «Και το επόμενο;»


ψελλίζω, κάτωχρη ξανά, αυτήν τη φορά από
ντροπή.

«Αυτό είναι πιο ενδιαφέρον».

Ω! Τραβάω διστακτικά το συρτάρι για να


το ανοίξω, χωρίς να παίρνω τα μάτια από
το όμορφο πρόσωπό του με το μάλλον
αυτάρεσκο ύφος. Μέσα υπάρχουν διάφορα
μεταλλικά αντικείμενα και λίγα
μανταλάκια. Μανταλάκια! Πιάνω ένα
μεγάλο μεταλλικό εργαλείο σαν λαβίδα.

«Σφιγκτήρας γεννητικών οργάνων» λέει ο


Κρίστιαν. Σηκώνεται και κάνει τον κύκλο,
έτσι που βρίσκεται δίπλα μου.

Το αφήνω αμέσως κάτω και διαλέγω κάτι


πιο λεπτό - δύο μεταλλικές λαβίδες σε μια
αλυσίδα.

«Μερικά απ’ αυτά είναι για πρόκληση


πόνου, αλλά τα περισσότερα είναι για
ευχαρίστηση...» λέει σιγανά.

«Αυτό τι είναι;»

«Σφιγκτήρες για τις ρώγες... Αυτό είναι και


για τα δύο».
«Και για τα δύο; Στήθη;»

Ο Κρίστιαν χαμογελάει αμυδρά. «Έχει δύο


λαβίδες, μωρό μου, Ναι, και για τα δυο
στήθη, αλλά δεν εννοούσα αυτό. Είναι και
για ευχαρίστηση και για πόνο».

Α... Μου το παίρνει από τα χέρια.

«Φέρε το μικρό σου δαχτυλάκι».

Κάνω αυτό που μου ζητάει και πιάνει με τη


μια λαβίδα την άκρη του δαχτύλου μου. Δεν
είναι οδυνηρό.

«Η αίσθηση είναι πολύ έντονη. Μα όταν τις


βγάζεις, φτάνεις στο απόγειο του πόνου και
της ευχαρίστησης».
Βγάζω τη λαβίδα. Χμμμ... Θα μπορούσε να
είναι ωραίο αυτό. Μετακινούμαι αμήχανα
στη σκέψη.

«Μ’ αρέσει η όψη τους...» τραυλίζω, και ο


Κρίστιαν χαμογελάει.

«Έτσι, ε, δεσποινίς Στιλ; Νομίζω πως το


κατάλαβα».

Γνέφω ντροπαλά και ξαναβάζω τις λαβίδες


στο συρτάρι. Ο Κρίστιαν σκύβει και βγάζει
άλλες δύο.

«Αυτές είναι ρυθμιζόμενες». Τις σηκώνει


για να τις ελέγξω.

«Ρυθμιζόμενες;»
«Μπορείς να τις σφίξεις πολύ... Ή όχι.
Ανάλογα με τη διάθεσή σου».

Πώς το κάνει να ακούγεται τόσο ερωτικό;


Καταπίνω, και για να του αποσπάσω την
προσοχή, βγάζω έξω μια συσκευή που
μοιάζει με αγκαθωτό κόφτη ζύμης.

«Αυτό;» Σκυθρωπιάζω σίγουρα δε φτιάχνει


γλυκά στην αίθουσα ψυχαγωγίας.

«Αυτό είναι τροχός Wartenberg».

«Για;»

Απλώνει το χέρι του και μου τον παίρνει.


«Δώσ’ μου το χέρι σου. Με την παλάμη
προς τα επάνω».
Του δίνω το αριστερό μου χέρι και το πιάνει
απαλά, γλιστρώντας τον αντίχειρά του πάνω
από τις αρθρώσεις μου. Ένα ρίγος με
διαπερνάει. Το δέρμα του επάνω στο δικό
μου ποτέ δεν παύει να με συναρπάζει.
Περνάει τον τροχό πάνω από την παλάμη
μου.

« Α! » Οι αιχμηρές προεξοχές τσιμπούν το


δέρμα μου - είναι κάτι που υπερβαίνει τον
πόνο. Για την ακρίβεια, γαργαλάει.

«Φαντάσου το επάνω στα στήθη σου...»


μουρμουρίζει ο Κρίστιαν με λαγνεία.

Ω! Κοκκινίζω και τραβάω πίσω το χέρι μου.


Η αναπνοή και οι παλμοί μου έχουν
ξεκινήσει κούρσα ταχύτητας.
«Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα
στην ευχαρίστηση και στον πόνο» λέει
μαλακά, σκύβοντας να ξαναβάλει το
εργαλείο στο συρτάρι.

«Μανταλάκια;» ψιθυρίζω.

«Μπορείς να κάνεις ένα σωρό πράγματα με


ένα μανταλάκι...» Τα μάτια του καίνε.

Ακουμπάω επάνω στο συρτάρι και το


κλείνω.

«Αυτό είναι όλο;» Ο Κρίστιαν δείχνει να το


διασκεδάζει.

«Όχι...» Τραβάω το τέταρτο συρτάρι και


σαστίζω από μια μάζα δέρματος και
λουριών. Πιάνω ένα από τα λουριά...
Φαντάζει σαν να είναι συνδεδεμένο με μια
μπάλα.

«Φίμωτρο. Για να σε κρατάει σιωπηλή...»


λέει ο Κρίστιαν, δείχνοντας και πάλι να το
διασκεδάζει.

«Χαλαρό όριο...» μουρμουρίζω.

«Το θυμάμαι» αποκρίνεται. «Αλλά μπορείς


να αναπνεύσεις. Τα δόντια σου σφίγγονται
πάνω στην μπάλα». Μου το παίρνει, και με
τα δάχτυλά του σχηματίζει ένα στόμα που
δαγκώνει την μπάλα.

«Έχεις φορέσει τέτοιο;» ρωτάω.

Μένει ακίνητος και με κοιτάζει. «Ναι».

«Για να καλύψεις τις κραυγές σου;»


Κλείνει τα μάτια του, νομίζω με θυμό. «Όχι.
Δεν είναι γι’ αυτό».

Μπα;

«Το ζήτημα είναι ο έλεγχος, Αναστάζια.


Πόσο ανήμπορη θα ένιωθες αν ήσουν
δεμένη και δεν μπορούσες να μιλήσεις;
Πόση εμπιστοσύνη θα έπρεπε να έχεις
ξέροντας πως ασκώ τόση εξουσία επάνω
σου; Ότι θα έπρεπε να διαβάσω το σώμα και
την αντίδρασή σου αντί ν’ ακούσω τα λόγια
σου; Σε κάνει πιο εξαρτημένη, μου δίνει τον
απόλυτο έλεγχο».

Ξεροκαταπίνω. «Ακούγεσαι σαν να σου


λείπει...»

«Αυτό ξέρω...» αποκρίνεται σιγανά. Οι


κόρες των ματιών του είναι διεσταλμένες,
το βλέμμα του σοβαρό, και η ατμόσφαιρα
ανάμεσά μας έχει αλλάξει, σαν να βρίσκεται
σε εξομολογητήριο.

«Ασκείς εξουσία επάνω μου. Το ξέρεις...»


ψιθυρίζω.

«Αλήθεια; Με κάνεις να νιώθω...


Ανήμπορος».

« Οχι! » Ω Πενήντα... «Γιατί;»

«Επειδή είσαι ο μόνος άνθρωπος που ξέρω


ο οποίος θα μπορούσε πραγματικά να με
πονέσει...» Απλώνει το χέρι του και
τακτοποιεί τα μαλλιά πίσω από το αυτί μου.

«Ω Κρίστιαν... Αυτό λειτουργεί αμφίδρομα.


Αν δε με ήθελες...»
Αναριγώ, με το βλέμμα στα μπλεγμένα
δάχτυλά μου. Εκεί βρίσκεται η άλλη
σκοτεινή επιφύλαξή μου για μας. Αν δεν
ήταν τόσο τσακισμένος... Θα με ήθελε;
Κουνάω το κεφάλι. Πρέπει να προσπαθήσω
να μην το σκέφτομαι.

«Το τελευταίο που θέλω είναι να σε


πονέσω. Σ’ αγαπάω...» τραυλίζω,
απλώνοντας και τα δυο χέρια για να περάσω
τα δάχτυλά μου μέσα από τις φαβορίτες του
και να χαϊδέψω απαλά τα μάγουλά του.

Γέρνει το κεφάλι του στο άγγιγμά μου,


αφήνει το φίμωτρο μέσα στο συρτάρι και
απλώνει τα χέρια του να με πιάσει από τη
μέση. Με τραβάει επάνω του.

«Τελειώσαμε την επίδειξη;» ρωτάει, και η


φωνή του είναι απαλή και σαγηνευτική. Το
χέρι του μετακινείται ψηλά στην πλάτη μου
φτάνοντας στον αυχένα μου.

«Γιατί; Τι ήθελες να κάνεις;»

Σκύβει και με φιλάει απαλά, κι εγώ λιώνω


επάνω του, αρπάζοντας τα μπράτσα του.

«Άνα, παραλίγο να σου επιτεθούν


σήμερα...» Η φωνή του είναι απαλή αλλά
επιφυλακτική.

«Και λοιπόν;» ρωτάω, απολαμβάνοντας την


αίσθηση του χεριού του στην πλάτη μου και
την εγγύτητά του.

Τραβάει πίσω το κεφάλι του και με


αγριοκοιτάζει. «Τι εννοείς με το “και
λοιπόν”;» με μαλώνει.
«Κρίστιαν, είμαι καλά».

Με τυλίγει στην αγκαλιά του, κρατώντας με


σφιχτά. «Όταν σκέφτομαι τι θα μπορούσε
να έχει συμβεί...» ψελλίζει και χώνει το
πρόσωπό του στα μαλλιά μου.

«Πότε θα μάθεις πως είμαι πιο δυνατή απ’


όσο φαίνομαι;» ψιθυρίζω καθησυχαστικά
στον λαιμό του, ανασαίνοντας την υπέροχη
μυρωδιά του. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο
στον πλανήτη από την αγκαλιά του
Κρίστιαν.

«Το ξέρω πως είσαι δυνατή...» αποκρίνεται


με συλλογισμένο ύφος. Με φιλάει στα
μαλλιά, αλλά μετά, προς μεγάλη μου
απογοήτευση, με αφήνει.
Ω ...

Σκύβω και ψαρεύω ένα άλλο αντικείμενο


από το ανοιχτό συρτάρι. Διάφορες
χειροπέδες συνδεδεμένες σε μια βέργα. Το
σηκώνω ψηλά.

«Αυτό» λέει ο Κρίστιαν, και τα μάτια του


σκοτεινιάζουν, «είναι ράβδος επέκτασης με
πέδικλα για αστράγαλους και καρπούς».

«Πώς λειτουργεί;» ρωτάω, πραγματικά


περίεργη.

«Θες να σου δείξω;» μουρμουρίζει


έκπληκτος, κλείνοντας στιγμιαία τα βλέφαρά
του.

Του ανοιγοκλείνω τα μάτια. Όταν ανοίγει τα


δικά του, αυτά πετούν φωτιές.
«Ναι, θέλω μια επίδειξη. Μ’ αρέσει να με
δένουν...» τραυλίζω καθώς η εσωτερική
μου θεά κάνει άλμα επί κοντώ από το
καταφύγιο προς τη σεξ λονγκ της.

«Ω Άνα...» λέει χαμηλόφωνα. Ξαφνικά


φαίνεται περίλυπος.

«Τι;»

« Όχι εδώ ».

«Τι εννοείς;»

«Σε θέλω στο κρεβάτι μου, όχι εδώ. Έλα».


Αρπάζει τη ράβδο επέκτασης και το χέρι
μου και μετά με οδηγεί κατευθείαν έξω από
το δωμάτιο.
Γιατί φεύγουμε; Ρίχνω μια ματιά πίσω μου
καθώς βγαίνουμε.

«Γιατί όχι εδώ;»

Ο Κρίστιαν σταματάει στα σκαλιά και με


κοιτάζει. Η έκφρασή του είναι αυστηρή.
«Άνα, μπορεί εσύ να είσαι έτοιμη να
ξαναμπείς εκεί μέσα, αλλά εγώ δεν είμαι.
Την τελευταία φορά που ήμαστε εκεί μέσα,
με παράτησες. Σ’ το λέω και σ’ το ξαναλέω
πότε θα το καταλάβεις;»

Κατσουφιάζει και με αφήνει, έτσι που να


μπορεί να χειρονομεί με το ελεύθερο χέρι
του. «Η όλη στάση μου άλλαξε εξαιτίας
αυτού του γεγονότος. Η όλη αντίληψή μου
για τη ζωή έχει μεταβληθεί ριζικά. Σ’ το
είπα. Αυτό που δε σου είπα είναι...»
Σταματάει και περνάει τα χέρια από τα
μαλλιά του, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις.
«Είμαι σαν αλκοολικός που αναρρώνει.
Εντάξει; Αυτός είναι ο μόνος
παραλληλισμός που μπορώ να κάνω... Η
παρόρμηση έχει εξαφανιστεί, μα δε θέλω να
βάλω πειρασμούς στον δρόμο μου. Δε θέλω
να σε πονέσω...»

Δείχνει τόσο μετανιωμένος, κι αυτήν τη


στιγμή ένας οξύς πόνος με διαπερνάει. Τι
έκανα σ’ αυτό τον άνθρωπο; Του βελτίωσα
τ/] ζωή; Ήταν ευτυχισμένος προτού με
γνωρίσει. Έτσι δεν είναι;

«Δεν αντέχω να σε πονέσω, επειδή σ’


αγαπάω» προσθέτει κοιτάζοντάς με, και η
έκφρασή του φανερώνει απόλυτη
ειλικρίνεια, όπως ένα μικρό παιδί που λέει
μια πολύ απλή αλήθεια.
Είναι αφοπλιστικά ευθύς και μου κόβει την
ανάσα. Τον λατρεύω, περισσότερο από
οτιδήποτε ή οποιονδήποτε. Πραγματικά
αγαπάω αυτό τον άντρα ανεπιφύλακτα.

Ρίχνομαι πάνω του με τόση δύναμη, που


αναγκάζεται να αφήσει αυτό που κρατάει;
για να με πιάσει έτσι όπως τον σπρώχνω
επάνω στον τοίχο. Αρπάζοντας το πρόσωπό
του ανάμεσα στα χέρια μου, φέρνω τα χείλη
του στα δικά μου, νιώθοντας την έκπληξή
του καθώς σπρώχνω τη γλώσσα μου μέσα
στο στόμα του. Στέκομαι στο πιο ψηλό
σκαλοπάτι βρισκόμαστε στο ίδιο επίπεδο
και νιώθω ευφρόσυνα δυνατή. Φιλώντας
τον παθιασμένα, με τα δάχτυλά μου να
τυλίγονται στα μαλλιά του, θέλω να τον
αγγίξω παντού, αλλά συγκρατώ τον εαυτό
μου, γνωρίζοντας τον φόβο του. Παρ’ όλα
αυτά, ο πόθος μου ξετυλίγεται, καυτός και
βαρύς, ανθίζοντας βαθιά μέσα μου.
Μουγκρίζει και με αρπάζει από τους ώμους,
σπρώχνοντάς με μακριά.

«Θες να σε γαμήσω επάνω στα σκαλιά;»


μουρμουρίζει ανασαίνοντας τραχιά.
«Επειδή αυτήν τη στιγμή θα το κάνω...»

« Ναι ...» απαντάω ψιθυριστά και είμαι


σίγουρη πως το σκοτεινό μου βλέμμα είναι
ίδιο με το δικό του.

Με αγριοκοιτάζει με μάτια βαριά και


χωμένα στις κόγχες τους. «Όχι. Σε θέλω στο
κρεβάτι μου!» Ξαφνικά με σηκώνει στον
ώμο του, κάνοντάς με να τσιρίξω δυνατά,
και μου δίνει ένα δυνατό χτύπημα στα
πισινά, έτσι που ξανατσιρίζω.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα, σκύβει για να
ξαναπιάσει την πεσμένη ράβδο επέκτασης.

Τη στιγμή που περνάμε από το χολ, η κυρία


Τζόουνς βγαίνει από την αποθήκη. Μας
χαμογελάει, και της χαρίζω ένα
απολογητικό ανάποδο χαμόγελο. Δε νομίζω
πως ο Κρίστιαν την προσέχει.

Στο υπνοδωμάτιο με αφήνει να σταθώ στα


πόδια μου και πετάει τη ράβδο επάνω στο
κρεβάτι.

«Δεν πιστεύω πως θα με πονέσεις...»


τραυλίζω.

«Ούτε κι εγώ νομίζω πως θα σε πονέσω»


αποκρίνεται. Πιάνει το κεφάλι μου στα
χέρια του και με φιλάει, παρατεταμένα και
βαθιά, βάζοντας φωτιά στο αίμα μου, που
κοχλάζει ήδη. «Σε θέλω τόσο πολύ...»
ψιθυρίζει επάνω στο στόμα μου
λαχανιασμένος. «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό
μετά τα σημερινά;»

«Ναι. Σε θέλω κι εγώ. Θέλω να σε γδύσω...»


Δε βλέπω την ώρα να τον αγγίξω τα
δάχτυλα μου με τρώνε.

Τα μάτια του γουρλώνουν και προς στιγμήν


διστάζει. Ίσως σκέφτεται το αίτημά μου.

«Εντάξει...» λέει επιφυλακτικά.

Απλώνω το χέρι στο δεύτερο κουμπί του


πουκάμισού του και τον ακούω να κρατάει
την ανάσα του.

«Δε θα σ’ αγγίξω αν δε θες...» αποκρίνομαι


σιγανά.
«Όχι!» αντιγυρίζει γρήγορα. «Άγγιξέ με.
Εντάξει. Είμαι καλά...» προσθέτει
χαμηλόφωνα.

Ξεκουμπώνω μαλακά το κουμπί, και τα


δάχτυλά μου γλιστρούν επάνω στο
πουκάμισο προς το επόμενο. Οι κόρες των
ματιών του είναι διεσταλμένες, το βλέμμα
του λαμπερό, τα χείλη του μισάνοιχτα
καθώς η ανάσα του γίνεται πιο ρηχή. Είναι
τόσο όμορφος, ακόμα κι όταν φοβάται...
Επειδή φοβάται. Ξεκουμπώνω το τρίτο
κουμπί και προσέχω τις μαλακές τρίχες του
που ξεπροβάλλουν από το μεγάλο V του
πουκάμισου.

«Θέλω να σε φιλήσω εκεί...» μουρμουρίζω.

Παίρνει απότομη ανάσα. «Να με φιλήσεις;»


«Ναι...» απαντάω ψιθυριστά.

Ξεκουμπώνω το επόμενο κουμπί, και του


κόβεται η ανάσα. Σκύβω αργά αργά προς
τα εμπρός, κάνοντας την πρόθεσή μου
ξεκάθαρη. Κρατάει την αναπνοή του, αλλά
στέκεται μαρμαρωμένος καθώς του δίνω
ένα απαλό φιλί ανάμεσα στις μαλακές,
εκτεθειμένες μπούκλες. Ξεκουμπώνω και
το τελευταίο κουμπί και σηκώνω το
πρόσωπο προς το μέρος του. Με κοιτάζει,
και υπάρχει μια έκφραση ικανοποίησης,
ηρεμίας και θαυμασμού στο πρόσωπό του.

«Γίνεται όλο και πιο εύκολο. Σωστά;» λέω


σιγανά.

Γνέφει καταφατικά έτσι όπως τραβάω αργά


το πουκάμισο από τους ώμους του και το
αφήνω να πέσει κατάχαμα.
«Τι μου έχεις κάνει, Άνα;» ψελλίζει. «Ό,τι
κι αν είναι, μη σταματάς...» Και με παίρνει
στην αγκαλιά του, χώνοντας και τα δυο του
χέρια μέσα στα μαλλιά μου και τραβώντας
το κεφάλι μου προς τα πίσω, έτσι που να
έχει πρόσβαση στον λαιμό μου.

Περνάει τα χείλη του από το σαγόνι μου,


δαγκώνοντας ελαφρά. Βογκάω. Ω, τον
θέλω. Τα δάχτυλά μου πασπατεύουν τη
ζώνη του παντελονιού του,
ξεκουμπώνοντας το κουμπί και τραβώντας
προς τα κάτω το φερμουάρ.

«Ω μωρό μου...» τραυλίζει και με φιλάει


πίσω από το αυτί.

Νιώθω τη στύση του, σταθερή και σκληρή,


να με πιέζει. Τον θέλω στο στόμα μου.
Κάνω ένα απότομο βήμα πίσω και πέφτω
στα γόναταΛ

«Ποπό...» λέει με κομμένη την ανάσα.

Τραβάω απότομα το παντελόνι και το


μποξεράκι του και απελευθερώνεται. Πριν
προλάβει να με σταματήσει, τον παίρνω στο
στόμα μου ρουφώντας δυνατά,
απολαμβάνοντας τη σοκαρισμένη έκφρασή
του καθώς το στόμα του ανοίγει διάπλατα.
Με κοιτάζει, παρακολουθώντας κάθε μου
κίνηση με μάτια κατασκότεινα και γεμάτα
σαρκική ευδαιμονία. Ποπό! Καλύπτω τα
δόντια μου και ρουφάω πιο δυνατά. Κλείνει
τα βλέφαρά του και παραδίδεται σ’ αυτή
την ευδαιμονική σαρκική απόλαυση. Ξέρω
τι του κάνω και είναι ηδονιστικό,
απελευθερωτικό και σέξι όσο δεν παίρνει. Η
αίσθηση είναι μεθυστική· δεν είμαι απλώς
πανίσχυρη είμαι παντογνώστρια.

«Γαμώτο...» σφυρίζει και λικνίζει απαλά το


κεφάλι μου καμπυλώνοντας τους γοφούς
του, έτσι που μπαίνει πιο βαθιά μέσα στο
στόμα μου.

Ναι, το θέλω και στριφογυρίζω τη γλώσσα


μου γύρω του, ρουφώντας δυνατά... Πολλές
φορές.

«Άνα...» Προσπαθεί να τραβηχτεί.

Α, όχι... Δε θα φύγεις, Γκρέυ. Σε θέλω.


Αρπάζω δυνατά τους γοφούς του,
διπλασιάζοντας τις προσπάθειές μου, και
καταλαβαίνω πως κοντεύει.
«Σε παρακαλώ...» λέει κοντανασαίνοντας.
«Θα τελειώσω, Άνα...» βογκάει.

Ωραία. Το κεφάλι της εσωτερικής μου θεάς


είναι ριγμένο πίσω σε κατάσταση έκστασης.
Τελειώνει, ηχηρά και υγρά, μέσα στο στόμα
μου.

Ανοίγει τα φωτεινά γκρίζα μάτια του


κοιτάζοντάς με, και του χαμογελάω
γλείφοντας τα χείλη μου. Μου χαμογελάει
κι εκείνος, με ένα έκφυλο, λάγνο χαμόγελο.

«Α... Ώστε αυτό είναι το παιχνίδι που


παίζουμε, δεσποινίς Στιλ;» Σκύβει, με
πιάνει από τις μασχάλες και με σηκώνει
όρθια. Ξαφνικά το στόμα του είναι στο δικό
μου. Βογκάει. «Έχεις τη δική μου γεύση.
Η δική σου είναι καλύτερη...» μουρμουρίζει
επάνω στα χείλη μου.
Τραβάει το μπλουζάκι μου και μου το
βγάζει πετώντας το απρόσεκτα στο πάτωμα,
ύστερα με σηκώνει και με ρίχνει στο
κρεβάτι. Αρπάζοντας την άκρη της φόρμας
μου, την τραβάει απότομα, έτσι που βγαίνει
με μια γρήγορη κίνηση. Από κάτω είμαι
γυμνή, ξαπλωμένη επάνω στο κρεβάτι του.
Περιμένοντας. Λαχταρώντας. Τα μάτια του
με πίνουν, και βγάζει αργά τα υπόλοιπα
ρούχα του, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του
από πάνω μου.

«Είσαι όμορφη γυναίκα; Αναστάζια...»


ψιθυρίζει με ικανοποίηση.

«Είσαι όμορφος άντρας, Κρίστιαν, κι έχεις


υπέροχη γεύση».

Μου χαμογελάει πονηρά και απλώνει το


χέρι του προς τη ράβδο επέκτασης.
Αρπάζοντας τον αριστερό μου αστράγαλο,
τον δένει γρήγορα, κουμπώνοντας σφιχτά
την αγκράφα, αλλά όχι πολύ σφιχτά.
Ελέγχει πόσο χώρο έχω, χώνοντας το μικρό
του δαχτυλάκι ανάμεσα στο πέδικλο και
στον αστράγαλό μου. Δεν παίρνει τα μάτια
του από τα δικά μου· δε χρειάζεται να
βλέπει τι κάνει. Χμμμ... Το έχει ξανακάνει.

«Θα πρέπει να δούμε τι γεύση έχετε. Αν


θυμάμαι καλά, είστε μια σπάνια, εξαίσια
λιχουδιά, δεσποινίς Στιλ...» Ω!

Αρπάζοντας τον άλλο μου αστράγαλο, τον


δένει κι αυτόν γρήγορα και
αποτελεσματικά, έτσι που τα πόδια μου
απέχουν περίπου εξήντα πόντους το ένα
από το άλλο.
«Το καλό με αυτήν τη ράβδο είναι πως
επεκτείνεται...» μουρμουρίζει.

Πατάει κάτι επάνω στη ράβδο, μετά


σπρώχνει, και τα πόδια μου ανοίγουν
περισσότερο. Ποπό! Απέχουν ενενήντα
πόντους το ένα από το άλλο. Το στόμα μου
χάσκει και παίρνω βαθιά ανάσα. Γαμώτο.
Είναι σέξι! Έχω πάρει φωτιά, είμαι νευρική
και γεμάτη πόθο.

Ο Κρίστιαν γλείφει το κάτω χείλος του. «Ω,


θα διασκεδάσουμε με αυτό, Άνα...»
Απλώνει το χέρι του, αρπάζει τη ράβδο και
τη στρίβει, έτσι που γυρίζω μπρούμυτα.

Αιφνιδιάζομαι.

«Βλέπεις τι μπορώ να σου κάνω;» λέει


καταχθόνια και τη στρίβει πάλι απότομα.
Και βρίσκομαι ξανά ανάσκελα, κοιτάζοντάς
τον με ανοιχτό το στόμα, με κομμένη την
ανάσα.

«Αυτές οι άλλες χειροπέδες είναι για τους


καρπούς σου. Θα το σκεφτώ. Εξαρτάται
από το αν φέρεσαι καλά».

«Πότε δε φέρομαι καλά;»

«Μπορώ να σκεφτώ κάμποσες


παραβάσεις...» απαντάει σιγανά, περνώντας
τα δάχτυλά του πάνω από τα πέλματά μου.

Με γαργαλάει, αλλά η ράβδος με κρατάει


στη θέση μου, αν και σφαδάζω,
προσπαθώντας να ξεφύγω από τα δάχτυλά
του.

«Το BlackBerry καταρχάς».


Μου κόβεται η ανάσα. «Τι σκοπεύεις να
κάνεις;»

«Α... Δεν αποκαλύπτω ποτέ τα σχέδιά μου».


Χαμογελάει αχνά, και τα μάτια του είναι
σκανδαλιάρικα.

Ποπό! Είναι τόσο απίστευτα σέξι, που μου


κόβει την ανάσα. Σέρνεται στο κρεβάτι,
ώσπου βρίσκεται γονατισμένος ανάμεσα
στα πόδια μου, υπέροχα γυμνός, και είμαι
ανήμπορη.

«Χμμμ... Είστε τόσο εκτεθειμένη, δεσποινίς


Στιλ».

Περνάει τα δάχτυλα και των δυο χεριών του


από το μέσα μέρος των ποδιών μου, αργά,
σταθερά, κάνοντας μικρές κυκλικές
κινήσεις. Δεν παίρνει ούτε μια στιγμή τα
μάτια του από \α δικά μου.

«Το θέμα είναι η προσμονή, Άνα... Τι θα


σου κάνω;»

Τα ψιθυριστά λόγια του διεισδύουν


κατευθείαν στο βαθύτερο, σκοτεινότερο
κομμάτι του εαυτού μου. Σφαδάζω επάνω
στο κρεβάτι και βογκάω. Τα δάχτυλά του
συνεχίζουν την αργή επίθεσή τους στα
πόδια μου, περνώντας πίσω από τα γόνατά
μου. Θέλω ενστικτωδώς να κλείσω τα πόδια
μου, αλλά δεν μπορώ.

«Να θυμάσαι. Αν δε σ’ αρέσει κάτι, απλώς


πες μου να σταματήσω...» μουρμουρίζει.
Σκύβοντας, με φιλάει στην κοιλιά, δίνοντάς
μου απαλά, ρουφηχτά φιλιά, ενώ τα χέρια
του συνεχίζουν το αργό, ελικοειδές ταξίδι
τους, ανεβαίνοντας στο μέσα μέρος των
μηρών μου, αγγίζοντας και διεγείροντας.

«Αχ, σε παρακαλώ, Κρίστιαν...» τον


ικετεύω.

«Ω δεσποινίς Στιλ... Ανακάλυψα ότι


μπορείτε να είστε ανελέητη στις ερωτικές
σας επιθέσεις εναντίον μου. Νομίζω πως
πρέπει να ανταποδώσω τη χάρη».

Τα δάχτυλά μου αρπάζουν το πάπλωμα και


του παραδίδομαι. Το στόμα του
κατευθύνεται σιγά σιγά προς τα κάτω, τα
δάχτυλά του προς τα επάνω, προς την
ευάλωτη και εκτεθειμένη κορυφή των
μηρών μου. Χώνει τα δάχτυλά του μέσα
μου. Και αναστενάζω βαριά,
ανασηκώνοντας τη λεκάνη μου ώστε να τ.α
προϋπαντήσω. Ο Κρίστιαν ανταποκρίνεται
βογκώντας.

«Ποτέ δεν παύεις να με εκπλήσσεις, Άνα.


Είσαι τόσο υγρή...» μουγκρίζει επάνω στη
γραμμή όπου οι τρίχες του εφηβαίου μου
συναντούν την κοιλιά μου.

Το σώμα μου καμπυλώνει έτσι όπως το


στόμα του με βρίσκει.

Ποπό...

Ξεκινάει μια αργή, αισθησιακή επίθεση, με


τη γλώσσα του να στριφογυρίζει, ενώ τα
δάχτυλά του κινούνται μέσα μου. Επειδή
δεν μπορώ να κλείσω τα πόδια μου ή να
κουνηθώ, είναι έντονο. Πραγματικά έντονο.
Η πλάτη μου κυρτώνεται καθώς προσπαθώ
να αφόμοιώσω ό,τι αισθάνομαι.
«Αχ, Κρίστιαν!» φωνάζω.

«Ξέρω, μωρό μου...» ψιθυρίζει, και για να


μειώσει την ένταση, φυσάει απαλά το πιο
ευαίσθητο σημείο του σώματός μου.

«Αχ, σε παρακαλώ...» τον ικετεύω.

«Πες το όνομά μου!» με προστάζει.

«Κρίστιαν!» αναφωνώ και δεν αναγνωρίζω


την ίδια μου τη φωνή είναι τόσο
διαπεραστική και ερεθισμένη.

«Πάλι ...» γρυλίζει.

«Κρίστιαν, Κρίστιαν, Κρίστιαν Γκρέυ!»


λέω δυνατά.

«Είσαι δική μου...» Η φωνή του είναι απαλή


και αδυσώπητη, και με ένα τελευταίο
στριφογύρισμα της γλώσσας του, πέφτω -
θεαματικά— και παρασύρομαι από τον
οργασμό μου, που, επειδή τα πόδια μου
είναι τόσο μακριά το ένα από το άλλο,
συνεχίζεται ατελείωτα.

Αντιλαμβάνομαι αμυδρά πως ο Κρίστιαν με


έχει γυρίσει μπρούμυτα.

«Θα δοκιμάσουμε αυτό, μωρό μου. Αν δε σ’


αρέσει ή αν είναι πολύ άβολο, πες το και θα
σταματήσουμε».

Τι; Είμαι εντελώς χαμένη στην αίσθηση που


ακολουθεί τον οργασμό για να κάνω
οποιαδήποτε λογική σκέψη. Κάθομαι στην
αγκαλιά του Κρίστιαν. Πώς έγινε αυτό;

«Σκύψε, μωρό μου...» ψιθυρίζει στο αυτί


μου. «Κεφάλι και στήθος στο κρεβάτι».
Μέσα σε παραζάλη, κάνω ό,τι μου λέει.
Τραβάει και τα δυο μου χέρια προς τα πίσω
και τα δένει με τις χειροπέδες στη ράβδο,
δίπλα στους αστράγαλους μου. Ω... Τα
γόνατά μου είνα μαζεμένα, τα πισινά μου
στον αέρα, εντελώς ευάλωτη, απόλυτα δική
του.

«Άνα, είσαι τόσο όμορφη!»

Η φωνή του είναι γεμάτη θαυμασμό, και


ακούω το σκίσιμο μιας συσκευασίας.
Περνάει τα δάχτυλά του από τη βάση της
ραχοκοκαλιάς μου κατεβαίνοντας προς τα
γεννητικά μου όργανα και κάνει μια στάση
επάνω στα πισινά μου.

«Όταν θα είσαι έτοιμη, το θέλω κι αυτό».


Το δάχτυλό του αιωρείται από πάνω μου.
Αφήνω μια άναρθρη κραυγή και νιώθω τον
εαυτό μου να τσιτώνεται κάτω από το
ελαφρό ψηλάφισμά του. «Όχι σήμερα,
γλυκιά Άνα, μα κάποια μέρα... Σε θέλω με
όλους τους τρόπους. Θέλω να κουρσέψω
κάθε εκατοστό σου. Είσαι δική μου».

Σκέφτομαι την πρωκτική σφήνα, και τα


πάντα σφιγγονται βαθιά μέσα μου. Τα λόγια
του με κάνουν να βογκήξω, και τα δάχτυλά
του μετακινούνται πιο κάτω, σε πιο οικείο
έδαφος.

Έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα μπαίνει


βίαια μέσα μου.

«Αααχ! Μαλακά!» φωνάζω, και μένει


ακίνητος.

«Είσαι εντάξει;»
«Μαλακά... Άσε με να το συνηθίσω».

Βγαίνει αργά από μέσα μου και ύστερα


ξαναμπαίνει το ίδιο αργά, γεμίζοντάς με,
ανοίγοντάς με, δύο φορές, τρεις φορές, και
είμαι ανήμπορη.

«Ναι, ωραία. Το έπιασα τώρα...» ψελλίζω


απολαμβάνοντας την αίσθηση.

Βογκάει και συνεχίζει τον εξαντλητικό


ρυθμό του. Κουνιέται, κουνιέται...
Ανελέητα... Εμπρός, μέσα, γεμίζοντάς με...
Και είναι εξαίσιο. Υπάρχει χαρά στην
ανημποριά μου, χαρά στην παράδοσή μου
σ’ αυτόν και στο γεγονός ότι ξέρω πως
μπορεί να χαθεί μέσα μου έτσι όπως θέλει.
Μπορώ να το κάνω αυτό. Με παίρνει σ’
αυτά τα σκοτεινά μέρη, μέρη που δεν ήξερα
ότι υπάρχουν, και μαζί τα γεμίζουμε
εκτυφλωτικό φως. Ναι... Λαμπρό,
εκτυφλωτικό φως.

Και αφήνομαι, απολαμβάνοντας αυτά που


μου κάνει, βρίσκοντας τη γλυκιά, γλυκιά
ανακούφισή μου καθώς τελειώνω ξανά,
δυνατά, φωνάζοντας το όνομά του. Και
μένει ακίνητος, αφήνοντας την καρδιά και
την ψυχή του να ξεχυθούν μέσα μου.

«Άνα, μωρό μου!» φωνάζει και καταρρέει


δίπλα μου.

Τα δάχτυλά του λύνουν επιδέξια τα λουριά


και μου τρίβει τους αστράγαλους, μετά τους
καρπούς. Όταν τελειώνει και είμαι
επιτέλους ελεύθερη, με τραβάει στην
αγκαλιά του και παρασύρομαι εξαντλημένη.
Μόλις αναδύομαι ξανά, είμαι
κουλουριασμένη δίπλα του και με κοιτάζει.
Δεν έχω ιδέα τι ώρα είναι.

«Θα μπορούσα να σε παρακολουθώ με τις


ώρες να κοιμάσαι, Άνα...» λέει
μουρμουριστά και με φιλάει στο μέτωπο.

Χαμογελάω και μετακινούμαι


αποχαυνωμένα δίπλα του.

«Δε θέλω να σ’ αφήσω ποτέ» προσθέτει και


τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου.

Χμμμ... «Δε θέλω να φύγω ποτέ. Μη μ’


αφήσεις ποτέ να φύγω...» αποκρίνομαι
ψελλίζοντας νυσταγμένα, ενώ τα βλέφαρά
μου αρνούνται να ανοίξουν.
«Σε χρειάζομαι...» ψιθυρίζει, αλλά η φωνή
του είναι ένα μακρινό, αιθέριο κομμάτι των
ονείρων μου. Με χρειάζεται... Χρειάζεται...

Και καθώς γλιστράω στο σκοτάδι, οι


τελευταίες μου σκέψεις τρέχουν σ’ ένα
αγοράκι με γκρίζα μάτια και βρόμικα,
ανακατωμένα, χαλκόχρωμα μαλλιά που μου
χαμογελάει συνεσταλμένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΦΤΑ

ΧΜΜΜ... Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΕΧΕΙ ΧΩΣΕΙ τη


μύτη του στον λαιμό μου καθώς ξυπνάω
σιγά σιγά.
«Καλημέρα, μωρό μου...» ψιθυρίζει και μου
δαγκώνει τον λοβό.

Τα μάτια μου τρεμοπαίζουν και


ξανακλείνουν γρήγορα. Έντονο πρωινό φως
πλημμυρίζει το δωμάτιο, και το χέρι του
χαϊδεύει απαλά το στήθος μου,
βασανίζοντάς με τρυφερά. Κατεβάζοντάς
το πιο κάτω, με αρπάζει από τον γοφό όπως
είναι ξαπλωμένος πίσω μου και με τραβάει
επάνω του.

Τεντώνομαι πλάι του απολαμβάνοντας το


άγγιγμά του και νιώθω το σφριγηλό του
πέος επάνω στους γλουτούς μου. Ποπό!
Κλήση αφύπνισης Κρίστιαν Γκρέυ.

«Χαίρεσαι που με βλέπεις...» μουρμουρίζω


νυσταγμένα και τρίβομαι με νόημα επάνω
του. Αισθάνομαι το χαμόγελό του στο
σαγόνι μου.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω!»


αποκρίνεται και γλιστράει το χέρι του στο
στομάχι μου και χαμηλά, για να χουφτώσει
τα γεννητικά μου όργανα, εξερευνώντας τα
με τα δάχτυλά του. «Υπάρχουν σαφή
πλεονεκτήματα στο να ξυπνάω δίπλα σας,
δεσποινίς Στιλ...» με πειράζει τραβώντας με
μαλακά, έτσι που να γυρίσω ανάσκελα.

Και συνεχίζει. «Κοιμήθηκες καλά;» ρωτάει,


και τα δάχτυλά του συνεχίζουν το
αισθησιακό τους βασανιστήριο. Μου
χαμογελάει με το εκτυφλωτικό,
αμερικανικό χαμόγελο του μοντέλου με τα
τέλεια δόντια. Μου κόβει την ανάσα.
Οι γοφοί μου αρχίζουν να λικνίζονται στον
ρυθμό του χορού που έχουν ξεκινήσει τα
δάχτυλά του. Με φιλάει σεμνά στα χείλη
και ύστερα κατεβαίνει στον λαιμό μου,
δαγκώνοντας απαλά, φιλώντας και
πιπιλίζοντας όσο κατεβαίνει. Είναι
τρυφερός και το άγγιγμά του γλυκό και
θεϊκό. Τα άφοβα δάχτυλά του
μετακινούνται προς τα κάτω και χώνει αργά
το ένα μέσα μου, σφυρίζοντας σιγανά με
θαυμασμό.

« Ω Άνα ...» ψιθυρίζει με σεβασμό επάνω


στον λαιμό μου. «Είσαι πάντα έτοιμη».
Κουνάει το δάχτυλό του στον ίδιο ρυθμό με
τα φιλιά του, ενώ τα χείλη του ταξιδεύουν
αργά επάνω στην κλείδα μου και μετά στο
στήθος μου. Τυραννάει πρώτα τγ^ μια, μετά
την άλλη ρώγα με δόντια και χείλη, αλλά
τόσο τρυφερά, κι αυτές σκληραίνουν και
μακραίνουν σε γλυκιά ανταπόκριση.

Βογκάω.

«Χμμμ...» μουγκρίζει σιγανά και σηκώνει


το κεφάλι του για να με κοιτάξει με το
γκρίζο βλέμμα του. «Σε θέλω τώρα».

Απλώνει το χέρι του στο κομοδίνο.


Μετακινείται πάνω μου, ρίχνοντας το βάρος
του στους αγκώνες, και τρίβει τη μύτη του
στη δική μου, ενώ μου ανοίγει τα πόδια
με τα δικά του. Κάθεται στα γόνατα και
ανοίγει μια συσκευασία.

«Ανυπομονώ να έρθει το Σάββατο» λέει,


και τα μάτια του λάμπουν με λάγνα
απόλαυση.
«Για το πάρτι σου;» ρωτάω λαχανιάζοντας.

«Όχι. Μπορώ να σταματήσω να


χρησιμοποιώ αυτά τα γαμημένα».

«Πολύ εύστοχος χαρακτηρισμός...»


αποκρίνομαι χαχανίζοντας.

Μου χαμογελάει αχνά καθώς φοράει το


προφυλακτικό. «Χαχανίζετε, δεσποινίς
Στιλ;»

« Όχι ...» Προσπαθώ μάταια να πάρω


σοβαρό ύφος.

«Δεν είναι ώρα τώρα για χάχανα». Κουνάει


το κεφάλι του επιτιμητικά, και η φωνή του
είναι χαμηλή, αυστηρή, αλλά η έκφρασή
του -να πάρειείναι παγερή και εκρηκτική
ταυτόχρονα.
Η ανάσα μου κόβεται στον λαιμό μου.
«Νόμιζα πως σ’ άρεσε να χαχανίζω...»
τραυλίζω βραχνά, κοιτάζοντας τα σκοτεινά
βάθη των τρικυμισμένων ματιών του.

«Όχι τώρα. Υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος


και τόπος για χάχανα. Τώρα δεν ισχύει ούτε
το ένα ούτε το άλλο. Πρέπει να σε
σταματήσω και νομίζω πως ξέρω τον
τρόπο» δηλώνει με ζοφερό ύφος, και το
σώμα του σκεπάζει το δικό μου.

«ΤΙ ΘΑ ΗΘΕΛΕΣ για πρωινό, Άνα;»

«Θα φάω μόνο λίγη γκρανόλα. Σας


ευχαριστώ, κυρία Τζόουνς».

Κοκκινίζω και κάθομαι στη θέση μου στον


πάγκο του πρωινού δίπλα στον Κρίστιαν.
Την τελευταία φορά που αντίκρισα την
πολύ σεμνότυφη και καθωσπρέπει κυρία
Τζόουνς, ο Κρίστιαν με έσερνε με το ζόρι
στο υπνοδωμάτιό του κουβαλώντας με στον
ώμο του.

«Είσαι όμορφη...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν


τρυφερά.

Φοράω πάλι την ίσια γκρίζα φούστα και την


γκρίζα μεταξωτή μπλούζα.

«Το ίδιο κι εσύ...» Του χαμογελάω


συνεσταλμένα.

Φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο και τζιν και


φαίνεται άνετος και δροσερός και τέλειος,
όπως πάντα.

«Πρέπει να σου αγοράσουμε μερικές


φούστες ακόμα» λέει αποφασιστικά. «Για
την ακρίβεια, θα μ’ άρεσε να σε πάω για
ψώνια».

Χμμμ... Ψώνια. Σιχαίνομαι τα ψώνια. Αλλά


με τον Κρίστιαν ίσως δεν είναι τόσο
άσχημα. Αποφασίζω να εφαρμόσω
αντιπερισπασμό ως καλύτερη μορφή
άμυνας.

«Αναρωτιέμαι τι θα γίνει σήμερα στη


δουλειά».

«Θα πρέπει να αντικαταστήσουν τον


λεχρίτη...» Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει,
έχοντας ένα ύφος σαν να πάτησε κάτι
εξαιρετικά δυσάρεστο.

«Ελπίζω να πάρουν γυναίκα για καινούριο


μου αφεντικό».
«Γιατί;»

«Υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να έχεις


αντιρρήσεις αν χρειαστεί να φύγω μαζί
της...» τον πειράζω.

Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα μικρό


χαμόγελο και αρχίζει να τρώει την ομελέτα
του.

«Ποιο είναι το αστείο;» ρωτάω.

«Εσύ. Φάε την γκρανόλα σου. Όλη, αν είναι


το μόνο που θα φας».

Αυταρχικός όπως πάντα. Σουφρώνω τα


χείλη, αλλά πέφτω με τα μούτρα.
«ΛΟΙΠΟΝ, ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΜΠΑΙΝΕΙ
ΕΔΩ». Ο Κρίστιαν δείχνει τη μίζα, κάτω
από τον λεβιέ.

«Παράξενο μέρος...» τραυλίζω. Αλλά είμαι


ενθουσιασμένη με κάθε μικρολεπτομέρεια,
ουσιαστικά χοροπηδάω σαν παιδάκι στο
άνετο δερμάτινο κάθισμα ο Κρίστιαν με
αφήνει τελικά να οδηγήσω το αυτοκίνητό
μου.

Με κοιτάζει ψυχρά, αν και τα μάτια του


λάμπουν από ευθυμία. «Είσαι
ενθουσιασμένη, έτσι;» ρωτάει
διασκεδάζοντάς το.

Γνέφω καταφατικά, χαμογελώντας σαν


ανόητη. «Μύρισε την οσμή του καινούριου
αυτοκινήτου. Αυτό εδώ είναι ακόμα
καλύτερο από το Σπέσιαλ Υποτακτικό.
Εεε... To Audi A3! » προσθέτω γρήγορα,
κοκκινίζοντας.

Το στόμα του Κρίστιαν στραβώνει.


«Σπέσιαλ Υποτακτικό, ε; Έχετε τον τρόπο
σας με τις λέξεις, δεσποινίς Στιλ.. .»
Ακουμπάει την πλάτη του στο κάθισμα με
προσποιητά αποδοκιμαστικό ύφος, όμως δε
με ξεγελάει. Ξέρω ότι το απολαμβάνει.
«Εντάξει, πάμε». Δείχνει προς την είσοδο
του γκαράζ.

Χτυπάω τα χέρια μου, βάζω μπρος το


αυτοκίνητο, και η μηχανή ζωντανεύει
βουίζοντας. Βάζω τον λεβιέ στο drive,
σηκώνω το πόδι από το φρένο, και το Saab
κινείται ομαλά προς τα εμπρός. Ο Τέυλορ
βάζει μπρος το Audi πίσω μας, και μόλις
σηκώνεται η μπάρα του γκαράζ, μας
ακολουθεί έξω από το Εσκάλα στον δρόμο.
«Μπορούμε να βάλουμε το ραδιόφωνο;»
ρωτάω καθώς περιμένουμε στο πρώτο στοπ.

«Θέλω να είσαι συγκεντρωμένη!» απαντάει


απότομα.

«Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Μπορώ να


οδηγήσω με μουσική». Υψώνω το βλέμμα
στον ουρανό.

Μένει λίγο σκυθρωπός και μετά απλώνει


το χέρι του στο ραδιόφωνο. «Μπορείς να
παίζεις το iPod και τα MP3 σου αλλά και
CD σ’ αυτό εδώ...» μουρμουρίζει.

Οι δυνατές, γλυκές νότες των Police


γεμίζουν ξαφνικά το αυτοκίνητο. Ο
Κρίστιαν χαμηλώνει τη μουσική. Χμμμ...
«King of Pain».
«Ο ύμνος σου...» τον πειράζω και ύστερα
το μετανιώνω αμέσως όταν το στόμα του
σφίγγεται σε μια λεπτή γραμμή. Οχ, όχι ...
«Κάπου το έχω αυτό το άλμπουμ» συνεχίζω
βιαστικά yta να του αποσπάσω την
προσοχή. Κάπου στο διαμέρισμα, όπου έχω
περάσει ελάχιστο χρόνο.

Αναρωτιέμαι τι να κάνει ο Ίθαν. Πρέπει να


προσπαθήσω να του τηλεφωνήσω σήμερα.
Δε θα έχω πολλά να κάνω στη δουλειά.

Η αγωνία μού σφίγγει το στομάχι. Τι θα


γίνει όταν φτάσω στο γραφείο; Θα ξέρουν
όλοι για τον Τζακ; Θα ξέρουν όλοι για την
ανάμειξη του Κρίστιαν; Θα έχω ακόμα
δουλειά; Οχ... Αν δεν έχω δουλειά, τι θα
κάνω;
Θα παντρευτείς τον πολυεκατομμυριούχο,
Άνα! Το υποσυνείδητό μου έχει φορέσει την
κακότροπη μουτσούνα του. Το αγνοώ το
άπληστο τέρας.

«Ει, δεσποινίς Εξυπνάκια... Γυρίστε πίσω».


Ο Κρίστιαν με επιστρέφει στο εδώ και τώρα
καθώς σταματάω στο επόμενο φανάρι.
«Είσαι πολύ αφηρημένη. Συγκεντρώσου,
Άνα!» με αποπαίρνει. «Τα ατυχήματα
συμβαίνουν όταν δε συγκεντρώνεσαι».

Ω, για όνομα του Θεού και ξαφνικά


εκτοξεύομαι πίσω στην εποχή όπου ο Ρέυ
μού μάθαινε να οδηγώ. Δε χρειάζομαι
άλλον πατέρα. Σύζυγο ίσως. Έναν κίνκι
σύζυγο. Χμμμ...

«Σκέφτομαι απλώς τη δουλειά».


«Μωρό μου, θα είσαι εντάξει. Πίστεψέ
με...» μου αποκρίνεται χαμογελώντας ο
Κρίστιαν.

«Σε παρακαλώ, μην ανακατευτείς θέλω να


το κάνω μόνη μου. Κρίστιαν, σε
παρακαλώ... Eivat σημαντικό για μένα» λέω
όσο πιο μαλακά μπορώ. Δε θέλω να
τσακωθώ.

Το στόμα του γίνεται πάλι μια σκληρή,


πεισματάρικη γραμμή, και νομίζω πως
ετοιμάζεται να με κατσαδιάσει.

Οχ, όχι...

«Ας μην τσακωθούμε, Κρίστιαν. Είχαμε


τόσο υπέροχο πρωινό. Και χτες το βράδυ
ήταν...» Δεν μπορώ να βρω τα λόγια. Χτες
το βράδυ ήταν... «Θεϊκά».
Δε λέει τίποτα. Του ρίχνω μια ματιά, και τα
βλέφαρά του είναι κλειστά.

«Πράγματι. Θεϊκά...» επαναλαμβάνει


τρυφερά. « Το εννοούσα αυτό που είπα».

«Ποιο;»

«Δε θέλω να σ’ αφήσω να φύγεις».

«Δε θέλω να φύγω».

Χαμογελάει, κι αυτό το καινούριο


συνεσταλμένο χαμόγελο λιώνει τα πάντα
στο πέρασμά του. Είναι πανίσχυρο.

«Ωραία» λέει απλά και χαλαρώνει αισθητά.

Μπαίνω στο πάρκινγκ, μισό τετράγωνο


απόσταση από την ΑΕΣ.
«Θα περπατήσω μαζί σου μέχρι τη δουλειά.
Ο Τέυλορ θα με πάρει από κει»
προθυμοποιείται ο Κρίστιαν.

Βγαίνω αδέξια από το αυτοκίνητο, με την


ίσια φούστα να περιορίζει τις κινήσεις μου,
ενώ ο Κρίστιαν κατεβαίνει με χάρη, άνετος
με το σώμα του ή τουλάχιστον δίνοντας την
εντύπωση κάποιου που είναι άνετος με το
σώμα του. Χμμμ... Κάποιος που δεν
αvτέχεC να τον αγγίζουν δεν μπορεί να
είναι τόσο άνετος. Η αδέσποτη σκέψη με
κάνει να σκυθρωπιάσω.

«Μην ξεχάσεις ότι θα δούμε τον Φλυν στις


εφτά το απόγευμα» λέει απλώνοντάς μου το
χέρι.

Πιέζω το κουμπί για να κλειδώσω τις


πόρτες και πιάνω το χέρι του. «Δε θα το
ξεχάσω. Θα του ετοιμάσω έναν κατάλογο
με ερωτήσεις».

«Ερωτήσεις; Για μένα;»

Γνέφω καταφατικά.

«Μπορώ να απαντήσω εγώ σε όποιες


ερωτήσεις έχεις για μένα...» Ο Κρίστιαν
φαίνεται θιγμένος.

Του χαμογελάω. «Ναι, αλλά θέλω την


αμερόληπτη γνώμη του ακριβού
τσαρλατάνου...»

Κατσουφιάζει και ξαφνικά με τραβάει στην


αγκαλιά του, κρατώντας και τα δυο μου
χέρια σφιχτά πίσω από την πλάτη μου.
«Νομίζεις πως είναι καλή ιδέα;» λέει, και η
φωνή του είναι χαμηλή και βραχνή.

Γέρνω προς τα πίσω και βλέπω το άγχος


στις μεγάλες, διεσταλμένες κόρες του. Μου
σπαράζει την καρδιά.

«Αν δε θες, δε θα το κάνω».

Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα,


λαχταρώντας να διώξω με ένα χάδι την
ανησυχία από το πρόσωπό του. Τραβάω το
ένα μου χέρι, κι εκείνος το αφήνει
ελεύθερο. Τον αγγίζω τρυφερά στο
μάγουλο είναι λείο από το πρωινό ξύρισμα.

«Τι σε ανησυχεί;» ρωτάω, και η φωνή μου


είναι απαλή και καθησυχαστική.

«Μήπως φύγεις...»
«Κρίστιαν, πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω
δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Μου είπες
ήδη το χειρότερο. Δε σε εγκαταλείπω».

«Τότε γιατί δε μου απάντησες;»

«Δε σου απάντησα;» ψιθυρίζω υποκριτικά.

«Ξέρεις τι θέλω να πω, Άνα».

Αναστενάζω. «Θέλω να μάθω αν είμαι


αρκετή για σένα, Κρίστιαν. Αυτό είναι
όλο...»

«Και δε με πιστεύεις όταν σ’ το λέω;»


ρωτάει εκνευρισμένος, αφήνοντάς με.

«Κρίστιαν, όλα αυτά έγιναν τόσο γρήγορα.


Κι όπως παραδέχτηκες και ο ίδιος, είσαι
πενήντα αποχρώσεις του προβληματικού.
Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που
χρειάζεσαι...» μουρμουρίζω. «Αυτά δεν
είναι για μένα. Τούτο όμως με κάνει να
αισθάνομαι ανεπαρκής, ειδικά από τη
στιγμή που σε είδα με τη Λέιλα. Ποιος μου
λέει πως μια μέρα δε θα συναντήσεις
κάποια που να της αρέσει να κάνει αυτό
που κάνεις; Και ποιος μου λέει πως δε θα,
ξέρεις... Την πατήσεις μαζί της; Κάποια
πολύ πιο κατάλληλη για τις ανάγκες σου».
Η σκέψη του Κρίστιαν με οποιαδήποτε
άλλη με αρρωσταίνει. Χαμηλώνω το
βλέμμα στα μπλεγμένα μου δάχτυλα.

«Γνώρισα πολλές γυναίκες που τους άρεσε


να κάνουν αυτό που κάνω. Καμία τους δεν
ασκούσε πάνω μου την έλξη που ασκείς
εσό. Ποτέ δε δημιούργησα συναισθηματικό
σύνδεσμο με κάποια απ’ αυτές. Μόνο εσύ
υπήρξες ποτέ, Άνα».

«Επειδή δεν τους έδωσες ποτέ τη


δυνατότητα. Πέρασες πάρα πολύ καιρό
κλειδωμένος μέσα στο οχυρό σου,
Κρίστιαν. Άκου... Ας το συζητήσουμε
αργότερα. Πρέπει να πάω στη δουλειά.
Ίσως ο δόκτωρ Φλυν μπορέσει να μας
δώσει τα φώτα του».

Η συζήτηση παραείναι βαριά για ένα


πάρκινγκ στις εννιά παρά δέκα το πρωί, και
κατά πρώτη φορά στη ζωή του ο Κρίστιαν
δείχνει να συμφωνεί. Γνέφει καταφατικά,
αλλά τα μάτια του είναι επιφυλακτικά.

«' Έλα! » με διατάζει απλώνοντας το χέρι


του.
ΟΤΑΝ ΦΤΑΝΩ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΟΥ,
βρίσκω ένα σημείωμα που μου ζητάει να
πάω κατευθείαν στο γραφείο της
Ελίζαμπεθ. Η καρδιά μου ανεβαίνει στο
στόμα μου. Εντάξει, αυτό ήταν. Θα με
απολύσουν.

«Αναστάζια...» Η ΕλίζαμπεΟ χαμογελάει


ευγενικά, δείχνοντάς μου μια καρέκλα
μπροστά στο γραφείο της.

Κάθομαι και την κοιτάζω με προσμονή,


ελπίζοντας να μην ακούει την καρδιά μου,
που σφυροκοπάει. Ισιώνει τα πυκνά μαύρα
μαλλιά της και με κοιτάζει με σοβαρά
γαλάζια μάτια.

«Έχω ένα μάλλον άσχημο νέο».


Άσχημο! Οχ, όχι...

«Σε φώναξα για να σε ενημερώσω πως


εντελώς ξαφνικά ο Τζακ έφυγε από την
εταιρεία».

Κοκκινίζω. Αυτό δεν είναι άσχημο νέο για


μένα. Να της πω ότι το ξέρω;

«Η μάλλον βιαστική αποχώρησή του άφησε


ένα κενό, και θα θέλαμε να το καλύψεις
προς το παρόν, μέχρι να βρούμε
αντικαταστάτη».

Τι; Το αίμα εγκαταλείπει το κεφάλι μου.


Εγώ;

«Μα είμαι εδώ μόλις μία εβδομάδα πάνω


κάτω...»
«Ναι, Αναστάζία, το καταλαβαίνω, αλλά ο
Τζακ ήταν πάντα υπέρμαχος των
ικανοτήτων σου. Έτρεφε μεγάλες ελπίδες
για σένα».

Κρατάω την ανάσα μου. Έτρεφε μεγάλες


ελπίδες να με ρίξει στο κρεβάτι, αυτό είναι
βέβαιο.

«Έχω εδώ μια λεπτομερή περιγραφή της


θέσης εργασίας. Διάβασέ την προσεκτικά
και μπορούμε να τη συζητήσουμε
αργότερα».

«Μα...»

«Σε παρακαλώ, το ξέρω πως είναι ξαφνικό,


αλλά έχεις έρθει ήδη σε επαφή με τους
βασικούς συγγραφείς του Τζακ. Οι
σημειώσεις σου στα κεφάλαια που
δούλεψες δεν πέρασαν απαρατήρητες από
τους άλλους επιμελητές. Έχεις κοφτερό
μυαλό, Αναστάζία. Όλοι πιστεύουμε πως θα
τα καταφέρεις».

«Εντάξει». Αυτό είναι εξωπραγματικό.

Σηκώνεται, δίνοντάς μου να καταλάβω πως


τελειώσαμε, και μου απλώνει το χέρι. Το
σφίγγω μέσα σε παραζάλη.

«Χαίρομαι που έφυγε...» ψιθυρίζει, και μια


βασανισμένη έκφραση αυλακώνει το
πρόσωπό της. Γαμώτο μου... Τι της έκανε;

Επιστρέφω στο γραφείο μου, βγάζω το


BlackBerry και παίρνω τον Κρίστιαν.
Απαντάει στο δεύτερο κουδούνισμα.
«Αναστάζια... Είσαι εντάξει;» ρωτάει,
ανήσυχος.

«Μόλις μου έδωσαν τη θέση του Τζακ


εντάξει, προσωρινά» ξεφουρνίζω.

«Πλάκα μού κάνεις...» ψιθυρίζει


σοκαρισμένος.

«Έχεις καμιά σχέση με αυτό;» Η φωνή μου


είναι πιο διαπεραστική απ’ όσο θέλω.

«Όχι. Όχι, καμία! Θέλω να πω, με όλο τον


σεβασμό, Αναστάζια, βρίσκεσαι εκεί μόλις
μία εβδομάδα πάνω κάτω και δε θέλω να
γίνω αγενής με αυτό που λέω».

«Το ξέρω. ..» Σκυθρωπιάζω. «Προφανώς ο


Τζακ με εκτιμούσε στ’ αλήθεια».
«Έτσι, ε;» Ο τόνος του Κρίστιαν είναι
παγερός.Ύστερα αναστενάζει. «Κοίτα,
μωρό μου... Αν αυτοί νομίζουν ότι θα τα
καταφέρεις, είμαι σίγουρος πως θα τα
καταφέρεις. Συγχαρητήρια. Ίσως θα πρέπεί
να το γιορτάσουμε μετά τη συνάντηση με
τον Φλυν».

«Χμμμ... Είσαι σίγουρος πως δεν είχες


καμία σχέση;»

Μένει μια στιγμή σιωπηλός και μετά λέει με


χαμηλή, απειλητική φωνή: «Αμφισβητείς
τα λόγια μου; Με εξοργίζει αυτό».

Καταπίνω. Χριστέ μου θυμώνει τόσο


εύκολα!

«Με συγχωρείς...» ψελλίζω μετανιωμένη.


«Αν χρειαστείς τίποτα, πες μου το. Θα είμαι
εδώ. Και, Αναστάζια...»

«Τι;»

«Να χρησιμοποιείς το BlackBerry»


προσθέτει κοφτά.

«Ναι, Κρίστιαν».

Δεν το κλείνει όπως περιμένω να κάνει,


αλλά παίρνει βαθιά ανάσα.

«Το εννοώ. Αν με χρειαστείς, είμαι εδώ».


Τα λόγια του είναι πολύ πιο ήπια,
συμφιλιωτικά. Αχ, είναι τόσο
ευμετάβλητος... Οι αλλαγές στη διάθεσή
του είναι σαν μετρονόμος ρυθμισμένος στο
πρέστο.
«Εντάξει...» μουρμουρίζω. «Κλείνω τώρα.
Πρεπει να μετακομίσω σε άλλο γραφείο».

«Αν με χρειαστείς. Το εννοώ...»


επαναλαμβάνει χαμηλόφωνα.

«Το ξέρω. Ευχαριστώ, Κρίστιαν. Σ’


αγαπάω».

Νιώθω το χαμόγελό του στην άλλη άκρη


της γραμμής. Τον ξανακέρδισα.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρό μου».

Ω, θα βαρεθώ ποτέ να ακούω αυτά τα λόγια;

«Θα τα πούμε αργότερα».

«Τα λέμε, μωρό μου».


Κλείνω και κοιτάζω το γραφείο του Τζακ.
Το γραφείο μου. Να πάρει Αναστάζία Στιλ,
Αναπληρώτρια Επιμελήτρια. Ποιος να το
έλεγε. Πρέπει να ζητήσω περισσότερα
χρήματα.

Τι θα έλεγε ο Τζακ αν το μάθαινε;


Ανατριχιάζω στη σκέψη και αναρωτιέμαι
νωθρά πώς περνάει το πρωινό του.
Προφανώς όχι στη Νέα Υόρκη, όπως
περίμενε. Μπαίνω στο καινούριο μου
γραφείο, κάθομαι και αρχίζω να διαβάζω
την περιγραφή της θέσης εργασίας.

Στις δωδεκάμισι με καλεί η Ελίζαμπεθ.

«Άνα, σε χρειαζόμαστε σε μια σύσκεψη στη


μία στην αίθουσα συσκέψεων. Θα είναι εκεί
ο Τζέρρυ Ρόουτς και η Κέυ Μπέστι ξέρεις,
ο πρόεδρος και η αντιπρόεδρος της
εταιρείας. Θα παρευρεθούν όλοι οι
επιμελητές».

Σκατά!

«Πρέπει να ετοιμάσω τίποτα;»

«Όχι. Πρόκειται απλώς για μια ανεπίσημη


συγκέντρωση που κάνουμε μία φορά τον
μήνα. Θα υπάρχει φαγητό».

«Θα είμαι εκεί».

Γαμώτο μου! Ελέγχω τον κατάλογο των


συγγραφέων του Τζακ. Ναι, τους ξέρω
όλους. Έχω τα πέντε χειρόγραφα τα οποία
υποστήριζε, συν δύο ακόμα, που
πραγματικά πρέπει να ληφθούν υπόψη για
έκδοση. Παίρνω βαθιά ανάσα δεν μπορώ να
πιστέψω πως είναι κιόλας ώρα για φαγητό.
Η μέρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω, και
το απολαμβάνω. Έγιναν τόσο πολλά που
πρέπει να αφομοιώσω σήμερα το πρωί. Ένα
μπιπ από το ημερολόγιό μου μου
αναγγέλλει ένα ραντεβού.

Οχ, όχι η Μία! Μέσα σε όλη αυτή την


έξαψη ξέχασα το ραντεβού μας για φαγητό.
Βγάζω το BlackBerry και προσπαθώ
απεγνωσμένα να βρω τον αριθμό της.

Χτυπάει το τηλέφωνό μου.

«Έχει έρθει αυτός στη ρεσεψιόν...» Η φωνή


της Κλαιρ είναι χαμηλή.

«Ποιος;» Για μια στιγμή σκέφτομαι πως


μπορεί να είναι ο Κρίστιαν.

«Ο ξανθός θεός...»
«Ο Ιθαν;»

Αχ, τι θέλει; Νιώθω αμέσως ένοχη που δεν


του τηλεφώνησα.

Ο Ίθαν, φορώντας μπλε καρό πουκάμισο,


τζιν και άσπρο μπλουζάκι, μου χαμογελάει
πλατιά όταν εμφανίζομαι.

«Ποπό! Είσαι σέξι, Στιλ!» αναφωνεί


γνέφοντας επιδοκιμαστικά. Με αγκαλιάζει
στα πεταχτά.

«Όλα εντάξει;» ρωτάω.

Κατσουφιάζει. «Όλα μια χαρά, Άνα. Απλώς


ήθελα να σε δω... Δεν είχα νέα σου και
ήθελα να ελέγξω πώς σου φέρεται ο κύριος
Μεγιστάνας».
Κοκκινίζω και δεν μπορώ να κρύψω το
χαμόγελό μου.

«Εντάξει!» λέει φωναχτά ο Ίθαν


σηκώνοντας τα χέρια. «Καταλαβαίνω από
το μυστικό χαμόγελο. Δε θέλω να μάθω
περισσότερα. Πέρασα μήπως, παρ’ ελπίδα,
μπορούσες να βγεις για φαγητό. Θα
ξεκινήσω μαθήματα ψυχολογίας από τον
Σεπτέμβρη στο Σιάτλ. Για το μάστερ μου».

«Ίθαν, έχουν γίνει τόσο πολλά...Έχω ένα


σωρό να σου πω, αλλά αυτήν τη στιγμή
δε γίνεται. Έχω μια σύσκεψη». Μια ιδέα
περνάει από το μυαλό μου. «Και
αναρωτιέμαι αν μπορείς να μου κάνεις μια
πραγματικά, πραγματικά, πραγματικά
μεγάλη χάρη...» Ενώνω σαν σε ικεσία τα
χέρια μου.
«Βέβαια...» αποκρίνεται, σαστισμένος από
το παρακλητικό μου ύφος.

«Είχα κανονίσει να φάω με την αδερφή του


Κρίστιαν και του Έλλιοτ αλλά δεν τη
βρίσκω, και μόλις μου πέταξαν στα μούτρα
αυτήν τη σύσκεψη. Θα τη βγάλεις, σε
παρακαλώ, για φαγητό; Σε παρακαλώ...»

«Οχ, Άνα! Δε θέλω να κάνω μπέιμπι σίτινγκ


σε κάποιο βρομόπαιδο!»

«Σε παρακαλώ, Ίθαν...» Τον κοιτάζω με το


πιο γοητευτικό ύφος που μπορώ να
επιστρατεύσω.

Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό, και


ξέρω πως τον έχω τουμπάρει.

«Θα μου μαγειρέψεις κάτι;» μουρμουρίζει.


«Βέβαια! Ό,τι θες, όποτε θες».

«Και πού είναι;»

«Όπου να ’ναι, θα έρθει». Και ακριβώς


πάνω στην ώρα. ακούω τη φωνή της.

«Άνα! » φωνάζει από την εξώπορτα.

Γυρίζουμε και οι δύο, και να την -


καμπυλόγραμμη και ψηλή, με τα
κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά της-,
ντυμένη με ένα φιστικί μίνι φόρεμα και
ασορτί ψηλοτάκουνες γόβες με λουράκια
γύρω από τους λεπτούς αστράγαλούς της.
Είναι υπέροχη.

«Το βρομόπαιδο;» ψιθυρίζει ο Ίθαν


κοιτάζοντάς τη με ανοιχτό το στόμα.
«Ναι. Το βρομόπαιδο που έχει ανάγκη από
μπέιμπι σίτινγκ...» απαντάω. «Γεια σου,
Μία!» Την αγκαλιάζω στα πεταχτά καθώς
καρφώνει, μάλλον ξεδιάντροπα, τον Ίθαν.

«Μία, να σου συστήσω τον Ίθαν, τον


αδερφό της Κέιτ».

Ο Ίθαν κουνάει το κεφάλι, με τα φρύδια


του ανασηκωμένα από την έκπληξη. Η Μία
ανοιγοκλείνει μερικές φορές τα μάτια και
του δίνει το χέρι της.

«Χαίρομαι για τη γνωριμία...»


μουρμουρίζει ο Ίθαν ευγενικά, και η Μία
ανοιγοκλείνει ξανά τα βλέφαρα σιωπηλή
για μία φορά στη ζωή της.

Κοκκινίζει. Ποπό δε νομίζω πως την έχω


ξαναδεί να κοκκινίζει!
«Δεν μπορώ να έρθω για φαγητό..,»
ψελλίζω ένοχα. «Ο Ιθαν συμφώνησε να σε
πάει, αν δεν έχεις αντίρρηση... Μπορούμε
να το αναβάλουμε;»

«Βέβαια...» απαντάει εκείνη χαμηλόφωνα.


Η Μία σε χαμηλούς τόνους αυτό κι αν είναι
καινοτομία.

«Ναι. Αναλαμβάνω εγώ από δω και πέρα.


Τα λέμε, Άνα» λέει ο Ίθαν προσφέροντας
στη Μία το μπράτσο του.

Εκείνη το παίρνει με ένα ντροπαλό


χαμόγελο. «Γεια σου, Άνα». Η Μία γυρίζει
προς το μέρος μου και μου λέει άηχα:
«Ποπό. Θεούλη. Μου!» κλείνοντάς μου με
υπερβολικό τρόπο το μάτι.
Τον γουστάρει! Τους κουνάω το χέρι καθώς
βγαίνουν από το κτίριο. Αναρωτιέμαι πώς
να αντιμετωπίζει ο Κρίστιαν τα αγόρια με
τα οποία βγαίνει η αδερφή του. Η σκέψη
με κάνει να αισθάνομαι άβολα. Η Μία είναι
στην ηλικία μου, επομένως δεν μπορεί να
έχει αντίρρηση. Σωστά;

Για τον Κρίστιαν μιλάμε. Το κακότροπο


υποσυνείδητό μου έχει επιστρέψει,
αθυρόστομο, με το κάρντιγκαν και την
τσάντα κάτω από τη μασχάλη. Αγνοώ την
εικόνα. Η Μία είναι μεγάλη γυναίκα, και ο
Κρίστιαν μπορεί να φερθεί λογικά. 'Ετσι δεν
είναι; Διώχνω τη σκέψη και επιστρέφω στο
γραφείο του Τζακ... Εμμμ... Στο γραφείο
μου, για να ετοιμαστώ για τη σύσκεψη.

Όταν γυρίζω, είναι τρεισήμισι. Η σύσκεψη


πήγε καλά. Εξασφάλισα μάλιστα έγκριση
για τα δύο χειρόγραφα που υποστήριξα. Η
αίσθηση είναι μεθυστική.

Επάνω στο γραφείο μου υπάρχει ένα


τεράστιο ψάθινο καλάθι γεμάτο υπέροχα
άσπρα και απαλά ροζ τριαντάφυλλα. Και
μόνο η ευωδιά τους, είναι υπέροχη. Παίρνω
χαμογελώντας την κάρτα. Ξέρω ποιος τα
έστειλε.

Συγχρητηρια, δεσποινίς Slid.

Και εντελώς μόνη σας!

Καμία βοήθεια από τον υπερβολικά


φυσικό, εξυπηρετικό, μεγαθομανή
διευθύνοντα συμβουλό σας.

Μεε αγάπη Κρίστιαν


_____________________________________

Παίρνω το BlackBerry για να του στείλω ένα


μήνυμα.

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Ο Μεγαλομανία...

Ημερομηνία: 16 Ιουνίου 2011, 15:43

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

... Είναι το αγαπημένο μου είδος μανιακού.


Ευχαριστώ για τα όμορφα λουλούδια.

Ήρθαν μέσα σ’ ένα τεράστιο ψάθινο καλάθι


που μου θυμίζει πικνίκ και κουβέρτες.

χ
_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Φρέσκος αέρας

Ημερομηνία: 16 Ιουνίου 2011, 15:55

Προς: Αναστάζια Στιλ

Μανιακός, ε; Ο δόκτωρ Φλυν ισως έχει κάτι


να πει περί αυτού. Ισως να πάμε για πικ νικ;

θα μπορούσαμε να διασκεδάσουμε στο


ύπαιθρο, Αναστάζια... Πως πάει η μέρα σου,
μωρό μου;

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.


Ποπό! H απάντησή του με κάνει να
κοκκινίσω.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Πολυάσχολη Ημερομηνία: 16 Ιουνίου


2011,16:00

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Η μέρα πέρασε χωρις να το καταλάβω.

Δε μου έμεινε λεπτό για να σκεφτώ


οτιδήποτε άλλο εκτόε από τη δουλειά.

Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω! θα σου


πω περισσότερα όταν επιστρέψω στο σπίτι.
Το ύπαιθρο ακούγεται... Ενδιαφέρον.

Σ’ αγαπάω

Αχ

ΥΓ. Μην ανησυχείς για τον δόκτορα Φλυν.

Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι η Κλαιρ


από τη ρεσεψιόν, η οποία πεθαίνει από
περιέργεια να μάθει ποιος έστειλε τα
λουλούδια και τι απέγινε ο Τζακ. Χωμένη
όλη μέρα στο γραφείο, έχασα τα
κουτσομπολιά. Της λέω στα γρήγορα πως
τα λουλούδια είναι από τον φίλο μου και
πως ξέρω πολύ λίγα για την αποχώρηση του
Τζακ. Βουίζει το BlackBerry, κι έχω ακόμα
ένα μήνυμα από τον Κρίστιαν.
_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: θα προσπαθήσω...

Ημερομηνία: 16 Ιουνίου 2011, 16:09

Προς: Αναστάζία Στιλ

... Να μην ανησυχώ.

Τα λέμε, μωρό μου. χ .

Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.


Στις πεντέμισι μαζεύω το γραφείο μου. Δεν
το πιστεύω πόσο γρήγορα πέρασε η μέρα.
Πρέπει να γυρίσω στο Εσκάλα και να
ετοιμαστώ για τη συνάντηση με τον
δόκτορα Φλυν. Δεν πρόλαβα καν να
σκεφτώ ερωτήσεις. Ισως σήμερα κάνουμε
μια πρώτη συνάντηση, και μπορεί ο
Κρίστιαν να με αφήσει να τον ξαναδώ.
Διώχνω τη σκέψη και βγαίνω γρήγορα από
το γραφείο, κουνώντας βιαστικά το χέρι
μου στην Κλαιρ.

Έχω να σκεφτώ και τα γενέθλια του


Κρίστιαν. Ξέρω τι θα του αγοράσω. Θα
ήθελα να το πάρει σήμερα, προτού
συναντήσουμε τον Φλυν. Πώς όμως; Δίπλα
στο πάρκινγκ είναι ένα μικρό μαγαζάκι που
πουλάει τουριστικά μπιχλιμπίδια. Μου
έρχεται μια έμπνευση και χώνομαι μέσα.
ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΩ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ δωμάτιο
έπειτα από μισή ώρα, ο Κρίστιαν είναι
όρθιος και μιλάει στο BlackBerry,
κοιτάζοντας έξω από τον γυάλινο τοίχο.
Γυρίζει και μου χαμογελάει πλατιά,
βάζοντας τέλος στο τηλεφώνημα.

«Ρος, πολύ ωραία. Πες το στον Μπάρνυ, και


θα συνεχίσουμε από κει και πέρα... Αντίο».

Έρχεται προς το μέρος μου καθώς στέκομαι


διστακτικά στην είσοδο. Έχει αλλάξει και
τώρα φοράει ένα άσπρο μπλουζάκι και τζιν.
Έχει όψη κακού παιδιού. Ποπό!

«Καλησπέρα, δεσποινίς Στιλ...»


μουρμουρίζει και σκύβει να με φιλήσει.
«Συγχαρητήρια για την προαγωγή σας».
Τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου και
μυρίζει υπέροχα.

«Έκανες ντους».

«Μόλις τέλειωσα την προπόνηση με τον


Κλοντ».

«Α...»

«Κατάφερα να τον πετάξω κάτω δύο


φορές». Ο Κρίστιαν χαμογελάει
παιδιάστικα, πολύ ικανοποιημένος από τον
εαυτό του. Το χαμόγελό του είναι
μεταδοτικό.

«Δε συμβαίνει συχνά αυτό;»

«Όχι. Πολύ ικανοποιητικό όταν συμβαίνει.


Πεινάς;»
Γνέφω αρνητικά.

«Τι;» Με κοιτάζει κατσουφιάζοντας.

«Είμαι νευρική. Για τον δόκτορα Φλυν...»

«Κι εγώ. Πώς ήταν η μέρα σου;» Με αφήνει


και του κάνω μια σύντομη περίληψη.
Ακούει προσεκτικά.

«Α... Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να


σου πω» συμπληρώνω. «Είχα κανονίσει να
πάω για φαγητό με τη Μία».

Ανασηκώνει τα φρύδια του έκπληκτος.


«Δεν το ανέφερες».

«Το ξέρω. Το ξέχασα. Δεν μπορούσα να


πάω, λόγω της σύσκεψης, και την έβγαλε
για φαγητό ο Ίθαν αντί για μένα».
Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Μάλιστα...
Σταμάτα να δαγκώνεις το χείλος σου».

«Πάω να φρεσκαριστώ» πετάω, αλλάζοντας


κουβέντα και γυρίζοντας να φύγω πριν
προλάβει να αντιδράσει περισσότερο.

ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΔΟΚΤΟΡΟΣ ΦΛΥΝ


απέχει ελάχιστα με το αυτοκίνητο από το
διαμέρισμα του Κρίστιαν. Πολύ βολικό,
συλλογίζομαι, για επείγουσες συνεδρίες.

«Συνήθως τρέχω μέχρι εδώ από το σπίτι»


λέει ο Κρίστιαν καθώς παρκάρει το Saab
μου. «Καταπληκτικό αυτοκίνητο!»
προσθέτει χαμογελώντας.
«Έτσι νομίζω κι εγώ». Του ανταποδίδω το
χαμόγελο. «Κρίστιαν... Εγώ...»·Τον
κοιτάζω αγχωμένη.

«Τι συμβαίνει, Άνα;»

«Ορίστε». Βγάζω το μικρό μαύρο κουτί


δώρου από την τσάντα μου. «Αυτό είναι
το δώρο για τα γενέθλιά σου. Ήθελα να σ’
το δώσω τώρα, μα μόνο αν μου υποσχεθείς
πως δε θα το ανοίξεις πριν από το Σάββατο.
Εντάξει;»

Ανοιγοκλείνει έκπληκτος τα βλέφαρά του


και καταπίνει. «Εντάξει...» απαντάει
επιφυλακτικά.

Παίρνω βαθιά ανάσα και του το δίνω,


αγνοώντας τη σαστισμένη έκφρασή του.
Κουνάει το κουτί, πράγμα που προκαλεί ένα
πολύ ικανοποιητικό κροτάλισμα.
Σκυθρωπιάζει. Ξέρω πως θέλει
απεγνωσμένα να δει τι περιέχει. Μετά
χαμογελάει, και τα μάτια του λάμπουν από
νεανική, ανέμελη έξαψη.

Ποπό... Δείχνει στην ηλικία του και είναι


πανέμορφος,

«Δεν μπορείς να το ανοίξεις πριν από το


Σάββατο» τον προειδοποιώ.

«Το κατάλαβα» αποκρίνεται. «Γιατί μου το


δίνεις τώρα; » Χώνει το κουτί στη μέσα
τσέπη του μπλε ριγέ σακακιού του, κοντά
στην καρδιά του.

Πολύ ταψίαστό, συλλογίζομαι. Του χαρίζω


ένα αμυδρό χαμόγελο.
«Επειδή μπορώ, κύριε Γκρέυ».

Το στόμα του στραβώνει από εύθυμη


ειρωνεία. «Ποπό, δεσποινίς Στιλ, μου
κλέψατε την ατάκα...»

Μια ζωηρή και φιλική ρεσεψιονίστ μάς


οδηγεί στο μεγαλοπρεπές γραφείο του
δόκτορος Φλυν. Χαιρετάει τον Κρίστιαν
φιλικά, κάπως υπερβολικά φιλικά για τα
γούστα μου -είναι αρκετά μεγάλη για να
μπορεί να είναι μητέρα του-, και ο Κρίστιαν
ξέρει το όνομά της.

Το δωμάτιο είναι λιτό, απαλό πράσινο με


δύο σκουροπράσινους καναπέδες απέναντι
σε δύο δερμάτινες πολυθρόνες, και
αποπνέει μια ατμόσφαιρα λέσχης για
κυρίους. Ο δόκτωρ Φλυν είναι καθισμένος
στο γραφείο του στην άκρη του δωματίου.
Καθώς μπαίνουμε, σηκώνεται κι έρχεται
κοντά μας στον χώρο του καθιστικού.
Φοράει μαύρο παντελόνι κι ένα γαλάζιο
πουκάμισο ανοιχτό στον λαιμό χωρίς
γραβάτα. Τα φωτεινά γαλάζια μάτια του
δείχνουν σαν να μην τους ξεφεύγει τίποτα.

«Κρίστιαν...» Τον χαιρετάει χαμογελώντας


φιλικά.

«Τζον». Ο Κρίστιαν τού σφίγγει το χέρι.


«Θυμάσαι την Αναστάζία;»

«Πώς θα μπορούσα να την ξεχάσω;


Αναστάζία, καλώς όρισες».

«Άνα, παρακαλώ...» μουρμουρίζω καθώς


μου σφίγγει σταθερά το χέρι. Μου αρέσει η
αγγλική προφορά του.
«Άνα » λέει ευγενικά, οδηγώντας μας στους
καναπέδες.

Ο Κρίστιαν μού δείχνει τον έναν από τους


δύο. Κάθο-

μαι, προσπαθώντας να φαίνομαι χαλαρή,


ακουμπώντας το χέρι μου στο μπράτσο, ενώ
εκείνος απλώνεται στον άλλο καναπέ δίπλα
μου, έτσι που είμαστε σε ορθή γωνία ο ένας
προς τον άλλο. Ανάμεσά μας βρίσκεται ένα
μικρό τραπεζάκι με μια απλή λάμπα.
Προσέχω με ενδιαφέρον ένα κουτί
χαρτομάντιλα δίπλα στη λάμπα.

Δεν είναι όπως το περίμενα. Είχα στο μυαλό


μου ένα ψυχρό λευκό δωμάτιο με ένα
μαύρο δερμάτινο ανάκλιντρο.
Δείχνοντας να είναι χαλαρός και να έχει τον
έλεγχο της κατάστασης, ο δόκτωρ Φλυν
κάθεται σε μια από τις πολυθρόνες
κρατώντας ένα δερμάτινο σημειωματάριο.
Ο Κρίστιαν σταυρώνει τα πόδια, με τον
αστράγαλο ακουμπισμένο στο γόνατό του,
και απλώνει το ένα του χέρι στη ράχη του
καναπέ. Με το άλλο βρίσκει το δικό μου
στο μπράτσο του δικού μου καναπέ και το
ζουλάει καθησυχαστικά.

«Ο Κρίστιαν ζήτησε να τον συνοδέψεις σε


μια από τις συνεδρίες μας» αρχίζει ευγενικά
ο δόκτωρ Φλυν. «Απλώς, προς ενημέρωσή
σου, αντιμετωπίζουμε αυτές τις συνεδρίες
με απόλυτη εμπιστευτικότητα...»

Ανασηκώνω τα φρύδια στον Φλυν,


αναγκάζοντάς τον να αφήσει τη φράση του
μισοτελειωμένη.
«Εεε.,.Έχω υπογράψει ΣΜΑ...»
μουρμουρίζω, νιώθοντας αμηχανία που
σταμάτησε.

Τόσο ο Φλυν όσο και ο Κρίστιαν με


κοιτάζουν, και ο Κρίστιαν μού αφήνει το
χέρι.

«Συμφωνητικό μη αποκάλυψης;» Το
μέτωπο του δόκτορος Φλυν ζαρώνει και
κοιτάζει ερωτηματικά τον Κρίστιαν.

Ο Κρίστιαν ανασηκώνει τους ώμους.

«Ξεκινάς όλες σου τις σχέσεις με τις


γυναίκες με ένα ΣΜΑ;» τον ρωτάει ο
δόκτωρ Φλυν.

«Τις συμβατικές, ναι».


Το χείλος του δόκτορος Φλυν στραβώνει.
«Είχες κι άλλου είδους σχέσεις με
γυναίκες;» ρωτάει και φαίνεται να το
διασκεδάζει.

« Όχι » απαντάει ο Κρίστιαν έπειτα από


ελάχιστο δισταγμό και φαίνεται να το
διασκεδάζει κι αυτός.

«Έτσι φαντάστηκα κι εγώ». Ο δόκτωρ Φλυν


στρέφει ξανά την προσοχή του σε μένα.
«Λοιπόν, φαντάζομαι πως δε χρειάζεται να
ανησυχούμε για την εμπιστευτικότητα.
Μου επιτρέπετε όμως να προτείνω να το
συζητήσετε οι δυο σας αυτό κάποια στιγμή;
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, τώρα πια δε
συνάπτεις τέτοιου είδους συμβατική
σχέση».
«Διαφορετικού είδους σύμβαση, ελπίζω»
αποκρίνεται μαλακά ο Κρίστιαν
κοιτάζοντάς με.

Κοκκινίζω, και ο δόκτωρ Φλυν στενεύει τα


μάτια.

«Άνα, πρέπει να με συγχωρέσεις, αλλά


μάλλον ξέρω πολύ περισσότερα για σένα
απ’ ό,τι νομίζεις. Ο Κρίστιαν ήταν πολύ
αποκαλυπτικός».

Κοιτάζω νευρική τον Κρίστιαν. Τι είπε;

«ΣΜΑ;» συνεχίζει. «Πρέπει να σε σόκαρε».

Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα.


«Νομίζω πως τούτο το σοκ ωχριά μπροστά
στις πιο πρόσφατες αποκαλύψεις του
Κρίστιαν...» λέω, και η φωνή μου είναι
σιγανή και διστακτική. Ακούγομαι πολύ
νευρική.

«Είμαι σίγουρος». Ο δόκτωρ Φλυν μού


χαρίζει ένα ευγενικό χαμόγελο. «Λοιπόν,
Κρίστιαν, τι θα ήθελες να συζητήσουμε;»

Ο Κρίστιαν ανασηκώνει τους ώμους σαν


μουτρωμένος έφηβος. «Η Αναστάζια ήθελε
να σε δει. Ίσως αυτήν πρέπει να
ρωτήσεις...»

Το πρόσωπο του δόκτορος Φλυν


καταγράφει πάλι την έκπληξή του. Με
κοιτάζει με διαπεραστικό βλέμμα.

Γαμώτο μου... Είναι πολύ εξευτελιστικό.


Χαμηλώνω τη ματιά στα δάχτυλά μου.
«Θα αισθανόσουν πιο άνετα αν ο Κρίστιαν
μάς άφηνε για λίγο;»

Τα μάτια μου καρφώνονται στον Κρίστιαν,


που με κοιτάζει με προσμονή.

«Ναι...» ψελλίζω.

Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει και ανοίγει το


στόμα, αλλά το ξανακλείνει γρήγορα και
σηκώνεται με μια σβέλτη, άνετη κίνηση.

«Θα είμαι στην αίθουσα αναμονής» λέει.


Το στόμα του είναι μια ίσια, κακόκεφη
γραμμή.

Οχ, όχι...

«Ευχαριστώ, Κρίστιαν» αποκρίνεται


ανέκφραστα ο δόκτωρ Φλυν.
Ο Κρίστιαν μού ρίχνει ένα παρατεταμένο,
διερευνητικό βλέμμα και ύστερα βγαίνει
αγέρωχα από το δωμάτιο αλλά δε χτυπάε:
πίσω του την πόρτα. Ουφ... Αμέσως
χαλαρώνω.

«Σε τρομοκρατεί;»

«Ναι Αλλά όχι όσο παλιά». Νιώθω σαν να


τον προδίδω, όμως είναι η αλήθεια.

«Δε μ’ εκπλήσσει αυτό, Άνα. Πώς μπορώ


να βοηθήσω;»

Χαμηλώνω το βλέμμα στα μπλεγμένα μου


δάχτυλα. Τι μπορώ να ρωτήσω;

«Δόκτωρ Φλυν, δεν έχω ξαναδημιουργήσει


ποτέ σχέση, και ο Κρίστιαν είναι... Εντάξει,
είναι ο Κρίστιαν. Και την τελευταία
εβδομάδα συνέβησαν πάρα πολλά. Δεν
πρόλαβα να σκεφτώ καλά τα πράγματα...»

«Τι θες να σκεφτείς;»

Σηκώνω τα μάτια επάνω του, και το κεφάλι


του είναι γερμένο στο πλάι, κοιτάζοντάς με
με συμπόνια, νομίζω.

«Κοιτάξτε... Ο Κρίστιαν λέει πως


ευχαρίστως εγκαταλείπει το... Εμμμ...»
Κομπιάζω και σταματάω. Αυτό το πράγμα
είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο νόμιζα.

Ο δόκτωρ Φλυν αναστενάζει. «Άνα, στον


πολύ περιορισμένο χρόνο που τον ξέρεις,
έκανες μεγαλύτερη πρόοδο με τον ασθενή
μου απ’ όση έκανα εγώ τα τελευταία δύο
χρόνια. Άσκησες βαθιά επίδραση επάνω
του. Πρέπει να το βλέπεις αυτό...»
«Κι εκείνος άσκησε βαθιά επίδραση επάνω
μου. Μόνο που δεν ξέρω αν είμαι αρκετή.
Για να ικανοποιήσω τις ανάγκες του...»
τραυλίζω.

«Αυτό χρειάζεσαι από μένα; Να σε


καθησυχάσω;»

Γνέφω καταφατικά.

«Χρειάζεται αλλαγή» λέει λιτά. «Ο


Κρίστιαν βρέθηκε σε μια κατάσταση όπου
οι μέθοδοι που είχε για να τα βγάζει πέρα
δεν είναι πια αποτελεσματικές. Πολύ απλά
τον ανάγκασες να αντιμετωπίσει μερικούς
από τους δαίμονές του και να το
ξανασκεφτεί».

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. Αυτό ηχεί σαν


τα λόγια του Κρίστιαν.
«Ναι, τους δαίμονές του...» μουρμουρίζω.

«Δεν κολλάμε σ’ αυτούς ανήκουν στο


παρελθόν. Ο Κρίστιαν ξέρει ποιοι είναι οι
δαίμονές του, όπως κι εγώ. Και τώρα είμαι
σίγουρος πως ξέρεις κι εσύ. Ανησυχώ πολύ
περισσότερο για το μέλλον και για το πώς
θα φτάσει ο Κρίστιαν σ’ ένα μέρος όπου θα
θέλει να είναι».

Σκυθρωπιάζω, και ανασηκώνει το φρύδι


του.

«Ο τεχνικός όρος είναι ΣΘΕΛ συγγνώμη...»


συνεχίζει χαμογελώντας. «Αυτό σημαίνει
Σύντομη Θεραπεία Επικεντρωμένη σε
Λύσεις. Βασικά, είναι προσανατολισμένη
σε στόχους. Επικεντρωνόμαστε στο πού
θέλει να πάει ο Κρίστιαν και πώς θα φτάσει
εκεί. Πρόκειται για διαλε-
κτική μέθοδο. Δεν έχει νόημα να
οδυρόμαστε για το παρελθόν αυτό το έχουν
εξετάσει αναλυτικά όλοι οι γιατροί, οι
ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι που έχει δει
ποτέ ο Κρίστιαν. Ξέρουμε γιατί είναι έτσι
όπως είναι, αλλά το σημαντικό είναι το
μέλλον. Πού οραματίζεται τον εαυτό του ο
Κρίστιαν, πού θέλει να πάει. Χρειάστηκε να
τον παρατήσεις για να πάρει στα σοβαρά
αυτήν τη μορφή θεραπείας. Κατανοεί πως
ο στόχος του είναι μια σχέση αγάπης μαζί
σου. Τόσο απλό είναι, και πάνω σε τούτο
δουλεύουμε αυτήν τη στιγμή. Φυσικά
υπάρχουν εμπόδια

- η αφηφοβία του, για παράδειγμα».

Η ποία του; Μου κόβεται η ανάσα.


«Με συγχωρείς... Εννοώ ο φόβος του να
τον αγγίξουν» εξηγεί ο δόκτωρ Φλυν
κουνώντας το κεφάλι θαρρείς και μαλώνει
τον εαυτό· του. «Την οποία είμαι σίγουρος
ότι γνωρίζεις».

Κοκκινίζω και γνέφω καταφατικά. Α, αυτό!

«Τον διακρίνει μια νοσηρή αυτοαπέχθεια.


Είμαι σίγουρος πως αυτό δε σ’ εκπλήσσει.
Και φυσικά υπάρχει και η παραϋπνία...
Εμμμ... Οι νυχτερινοί εφιάλτες, για τους
κοινούς θνητούς».

Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα,


προσπαθώντας να αφομοιώσω όλες αυτές
τις παράξενες λέξεις. Τα ξέρω όλα αυτά.
Αλλά ο Φλυν δεν έχει αναφέρει τη βασική
μου έγνοια.
«Μα είναι σαδιστής... Κι ως σαδιστής, έχει
ασφαλώς ανάγκες που δεν μπορώ να
ικανοποιήσω».

Ο δόκτωρ Φλυν υψώνει το βλέμμα στον


ουρανό, και το στόμα του γίνεται μια
σκληρή γραμμή. «Αυτό δεν αναγνωρίζεται
πια ως ψυχιατρικός όρος. Δεν ξέρω πόσες
φορές του το έχω πει. Δεν κατατάσσεται
καν στις παραφιλίες, από τη δεκαετία του
ενενήντα και μετά».

Πάλι μπερδεύτηκα. Κοιτάζω τον δόκτορα


Φλυν και ανοιγοκλείνω τα μάτια. Μου
χαμογελάει ευγενικά.

«Αυτό είναι που μου τη δίνει». Κουνάει το


κεφάλι του. «Ο Κρίστιαν σκέφτεται το
χειρότερο σε κάθε δεδομένη συνθήκη.
Αποτελεί μέρος της αυτοαπέχθειάς του.
Φυσικά υπάρχει κάτι που λέγεται
σεξουαλικός σαδισμός, αλλά δεν είναι
ασθένεια· είναι επιλογή τρόπου ζωής, Κι
αν εφαρμόζεται μέσα σε μια ασφαλή, υγιή
σχέση ανάμεσα σε συναινούντες ενηλίκους,
τότε δεν αποτελεί πρόβλημα. Απ’ ό,τι
καταλαβαίνω, ο Κρίστιαν διαχειρίστηκε
όλες τις BDSM1 σχέσεις του με αυτό τον
τρόπο. Είσαι η πρώτη ερωμένη του που δε
συναίνεσε, και επομένως εκείνος δε θέλει
να το κάνει».

Ερωμένη!

«Μα ασφαλώς δεν είναι τόσο απλό».

«Γιατί όχι;» Ο δόκτωρ Φλυν ανασηκώνει


καλοσυνάτα τους ώμους.
«Εντάξει... Οι λόγοι για τους οποίους το
κάνει».

«Άνα, περί αυτού πρόκειται. Από την


άποψη της Σύντομης Θεραπείας της
Επικεντρωμένης σε Λύσεις είναι τόσο
απλό. Ο Κρίστιαν θέλει να είναι μαζί σου.
Για να το πετύχει, πρέπει να παραιτηθεί από
τις πιο ακραίες όψεις αυτού του είδους
σχέσης. Στο κάτω κάτω αυτό που ζητάς δεν
είναι παράλογο... Σωστά;

Κοκκινίζω. Όχι, δεν είναι παράλογο.


Σωστά;

«Δε νομίζω. Ανησυχώ όμως μήπως το


νομίζει αυτός».

«Ο Κρίστιαν το αναγνωρίζει αυτό κι έχει


φερθεί αναλόγως. Δεν είναι παράφρων». Ο
δόκτωρ Φλυν αναστενάζει. «Με λίγα λόγια,
δεν είναι σαδιστής, Άνα... Eivat ένας
θυμωμένος, τρομαγμένος, ευφυής νεαρός
που, όταν γεννήθηκε, πήρε το χειρότερο
φύλλο στη μοιρασιά. Μπορούμε όλοι να
χτυπιόμαστε και να οδυρόμαστε γι’ αυτό το
γεγονός και να αναλύουμε μέχρις εσχάτων
το ποιος, πώς και γιατί ή ο Κρίστιαν μπορεί
να προχωρήσει και να αποφασίσει πώς
θέλει να ζήσει. Είχε βρει κάτι που λίγο πολύ
του έκανε για μερικά χρόνια, μα από τότε
που σε γνώρισε, δεν του κάνει πια. Κατά
συνέπεια αλλάζει τον τρόπο δράσης του.
Εσύ κι εγώ πρέπει να σεβαστούμε την
επιλογή του και να τον υποστηρίξουμε σ’
αυτήν».

Τον κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. «Αυτή


είναι η μόνη μου εγγύηση;»
«Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο, Άνα.
Δεν υπάρχουν εγγυήσεις σ’ αυτήν τη ζωή»
απαντάει χαμογελώντας. «Κι αυτή είναι η
επαγγελματική μου άποψη...»

Χαμογελάω κι εγώ, αδύναμα. Ιατρικά


αστεία... Χριστέ μου!

«Μα ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του


αλκοολικό σε φάση ανάρρωσης...»

«Ο Κρίστιαν σκέφτεται πάντα το χειρότερο


για τον εαυτό του. Όπως είπα, αυτό
αποτελεί μέρος της αυτοαπέχθειάς του.
Είναι στη φύση του, όπως και να το
κάνουμε. Φυσικά έχει άγχος γι’ αυτή την
αλλαγή στη ζωή του. Εκθέτει ενδεχομένως
τον εαυτό του σ’ έναν ολόκληρο κόσμο
συναισθηματικού πόνου, τον οποίο,
παρεμπιπτόντως, γεύτηκε όταν τον
παράτησες. Φυσικά φοβάται...» Ο δόκτωρ
Φλυν κάνει μια παύση. «Δε χρειάζεται να
τονίσω πόσο σημαντικό ρόλο έχεις σ’ αυτήν
τη μεταστροφή - στον δρόμο του προς τη
Δαμασκό. Αλλά έχεις. Ο Κρίστιαν δε θα
βρισκόταν σ’ αυτό το σημείο αν δε σε είχε
γνωρίσει. Προσωπικά δεν πιστεύω πως το
“αλκοολικός”

είναι πολύ καλή παρομοίωση, αλλά προς το


παρόν λειτουργεί για τον ίδιο, οπότε νομίζω
πως πρέπει να του αναγνωρίσουμε το
ελαφρυντικό της αμφιβολίας».

Να αναγνωρίσουμε στον Κρίστιαν το


ελαφρυντικό της αμφιβολίας. Η σκέψη με
κάνει να κατσουφιάσω.

«Συναισθηματικά ο Κρίστιαν είναι έφηβος,


Ανά. Παρέκαμψε εντελώς αυτήν τη φάση
της ζωής του. Διοχέτευσε όλη του την
ενέργεια στην προσπάθεια να πετύχει ως
επιχειρηματίας, και πέραν πάσης
προσδοκίας τα κατάφερε. Ο
συναισθηματικός του κόσμος πρέπει να
καλύψει το χαμένο έδαφος».

«Κι εγώ πώς θα βοηθήσω;»

Ο δόκτωρ Φλυν γελάει. «Απλώς συνέχισε


να κάνεις αυτό που κάνεις!» απαντάει. «Ο
Κρίστιαν είναι ερωτευμένος μέχρι τα
μπούνια. Το θέαμα είναι απολαυστικό!»

Κοκκινίζω, και η εσωτερική μου θεά


συγχαίρει τον εαυτό της με αγαλλίαση. Κάτι
όμως με ενοχλεί.

«Μπορώ να ρωτήσω κάτι ακόμα;»


«Φυσικά».

Παίρνω βαθιά ανάσα. «Ένα κομμάτι μου


πιστεύει πως, αν δεν ήταν τόσο
πληγωμένος, δεν... Δε θα με ήθελε».

Ο δόκτωρ Φλυν ανασηκώνει κατάπληκτος


τα φρύδια. «Πολύ αρνητική σκέψη αυτή
που εκφράζεις για τον εαυτό σου, Άνα. Και,
ειλικρινά, λέει περισσότερα για σένα παρά
για τον Κρίστιαν. Δε βρίσκεται στο ίδιο
επίπεδο με την αυτοαπέχθειά του, αλλά μ’
εκπλήσσει...»

«Μα κοιτάξτε τον... Και μετά κοιτάξτε και


μένα».

Ο δόκτωρ Φλυν σκυθρωπιάζει. «Το έχω


κάνει... Βλέπω έναν ελκυστικό νεαρό άντρα
και μια ελκυστική νεαρή κοπέλα. Άνα, γιατί
δε θεωρείς ελκυστικό τον εαυτό σου;»

Οχ, όχι... Δε θέλω να μιλήσουμε για μένα.


Χαμηλώνω το βλέμμα στα δάχτυλά μου.
Ένα απότομο χτύπημα στην

πόρτα με κάνει να πεταχτώ. Ο Κρίστιαν


ξαναμπαίνει στο δωμάτιο,
αγριοκοιτάζοντάς μας. Κοκκινίζω και ρίχνω
μια γρήγορη ματιά στον δόκτορα Φλυν, που
χαμογελάει καλοπροαίρετα στον Κρίστιαν.

«Καλώς όρισες ξανά, Κρίστιαν!» αναφωνεί.

«Νομίζω πως τέλειωσε ο χρόνος, Τζον».

«Κοντεύει, Κρίστιαν. Κάτσε».


Ο Κρίστιαν παίρνει θέση, αυτήν τη φορά
δίπλα μου, και βάζει το χέρι του κτητικά
επάνω στο γόνατό μου. Η κίνησή του δεν
περνάει απαρατήρητη από τον δόκτορα
Φλυν.

«Έχεις άλλες ερωτήσεις, Άνα;» ρωτάει ο


δόκτωρ Φλυν, και η ανησυχία του είναι
εμφανής.

Σκατά. Δεν έπρεπε να έχω κάνει αυτή την


ερώτηση. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι.

«Κρίστιαν;»

«Όχι σήμερα, Τζον».

Ο Φλυν γνέφει καταφατικά. «Μπορεί να


είναι χρήσιμο να ξανάρθετε χα οι δύο. Είμαι
σίγουρος πως η Άνα θα έχει κι άλλες
ερωτήσεις».

Ο Κρίστιαν συγκατανεύει απρόθυμα.

Κοκκινίζω. Ανάθεμα. Θέλει να το σκαλίσει.


Ο Κρίστιαν με αρπάζει από το χέρι και με
κοιτάζει εξεταστικά.

«Εντάξει;» ρωτάει μαλακά.

Του χαμογελάω και γνέφω καταφατικά.


Ναι, θα του δώσουμε το ελαφρυντικό της
αμφιβολίας, τη ευγενεί αδεία του καλού
γιατρού από την Αγγλία.

Ο Κρίστιαν μού ζουλάει το χέρι και


στρέφεται στον Φλυν. «Πώς είναι;» ρωτάει-
σιγανά.
Εγώ;

«Θα τα καταφέρει...» λέει εκείνος


καθησυχαστικά.

«Ωραία. Ενημέρωνέ με για την πρόοδό


της».

« Εντάξει ».

Γαμώτο. Μιλούν για τη Λέιλα!

«Πάμε να γιορτάσουμε την προαγωγή


σου;» με ρωτάει με νόημα ο Κρίστιαν.

Γνέφω ντροπαλά, και ο Κρίστιαν


σηκώνεται. Αποχαιρετιόμαστε στα γρήγορα
με τον δόκτορα Φλυν, και ο Κρίστιαν με
οδηγεί έξω με ανάρμοστη βιασύνη.
Στον δρόμο στρέφεται προς το μέρος μου.
«Πώς σου φάνηκε;» Η φωνή του είναι
γεμάτη άγχος.

«Μια χαρά».

Με κοιτάζει φιλύποπτα. Γέρνω το κεφάλι


στο πλάι. «Κύριε Γκρέυ, σας παρακαλώ, μη
με κοιτάτε έτσι. Με ιατρική εντολή θα σας
αναγνωρίσω το ελαφρυντικό της
αμφιβολίας».

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Θα δεις».

Το στόμα του συσπάται και τα μάτια του


στενεύουν. «Μπες στο αυτοκίνητο!» με
προστάζει ανοίγοντας την πόρτα του
συνοδηγού του Saab.
Μάλιστα... Αλλαγή πλεύσης. Χτυπάει το
BlackBerry. Το βγάζω από την τσάντα μου.

Σκατά... Ο Χοσέ!

«Γεια...»

«Γεια σου, Άνα!»

Κοιτάζω τον Πενήντα, που με καρφώνει


καχύποπτα. « Ο Χοσέ » του λέω άηχα.

Με ατενίζει ανέκφραστος, αλλά τα μάτια


του σκληραίνουν. Νομίζει πως δεν το
προσέχω; Στρέφω πάλι την προσοχή μου
στον Χοσέ.

«Με συγχωρείς που δε σε πήρα... Για αύριο


είναι;» ρωτάω τον Χοσέ, αλλά κοιτάζω τον
Κρίστιαν.
«Ναι. Άκου... Μίλησα με κάποιον στο σπίτι
του Γκρέυ, οπότε ξέρω πού θα παραδώσω
τις φωτογραφίες και θα φτάσω εκεί μεταξύ
πέντε κι έξι... Μετά είμαι ελεύθερος».

Από τα αρχικά των λέξεων «Bondage and


Discipline, Dominance and Submission,
Sadism and Masochism», που σημαίνουν:
υποδούλωση και πειθαρχία, κυριαρχία και
υποταγή, σαδισμός και μαζοχισμός. (Σ.τ.Ε.)
Ω...

«Κοίτα... Αυτές τις μέρες μένω με τον


Κρίστιαν, κι αν θες, λέει πως μπορείς να
μείνεις σπίτι του».

Ο Κρίστιαν σφίγγει το στόμα του σε μια


σκληρή γραμμή. Χμμμ... Ωραίος
οικοδεσπότης.

Ο Χοσέ μένει σιωπηλός για μια στιγμή,


αφομοιώνοντας τα νέα. Ζαρώνω. Δεν έχω
προλάβει να του μιλήσω για τον Κρίστιαν.

« Εντάξει» αποκρίνεται τελικά. «Αυτό το


πράγμα με τον Γκρέυ είναι σοβαρό;»

Στέφομαι από την άλλη και προχωράω έως


την απέναντι άκρη του πεζοδρομίου. «Ναι».
«Πόσο σοβαρό;»

Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό και κάνω


μια παύση. Γιατί πρέπει να ακούει ο
Κρίστιαν;

«Σοβαρό».

«Είναι μαζί σου αυτήν τη στιγμή; Γι’ αυτό


απαντάς μονολεκτικά;»

«Ναι».

«Εντάξει. Κι έχεις άδεια να βγεις αύριο;»

«Φυσικά κι έχω». Ελπίζω. Αυτόματα


σταυρώνω τα δάχτυλά μου.

«Και πού θα σε βρω;»


«Μπορείς να με πάρεις από τη δουλειά»
προτείνω.

« Εντάξει».

«Θα σου στείλω τη διεύθυνση με SMS».

«Τι ώρα;»

«Στις έξι;»

«Ωραία. Θα σε δω αύριο. Ανυπομονώ. Μου


λείπεις».

Χαμογελάω. «Εντάξει. Θα σε δω αύριο...»


Κλείνω το τηλέφωνο και γυρίζω.

Ο Κρίστιαν είναι ακουμπισμένος επάνω στο


αυτοκίνητο και με παρακολουθεί
προσεκτικά. Είναι αδύνατο να διαβάσω την
έκφρασή του.
«Πώς είναι ο φίλος σου;» ρωτάει ψυχρά.

«Καλά. Θα με πάρει από τη δουλειά, και


λέω να πάμε για κανένα ποτό. Θες να έρθεις
κι εσύ;»

Ο Κρίστιαν διστάζει, και τα γκρίζα μάτια


του είναι παγερά. «Λες να επιχειρήσει
τίποτα;»

«Όχι! » Ο τόνος μου είναι γεμάτος θυμό —


αλλά κρατιέμαι και δε υψώνω το βλέμμα
στον ουρανό.

«Εντάξει ». Ο Κρίστιαν σηκώνει νικημένος


τα χέρια. «Βγες με τον φίλο σου, και θα σας
δω αργότερα».

Περίμενα καβγά, και η εύκολη συναίνεσή


του με κάνει να βγω εκτός ισορροπίας.
«Βλέπεις; Μπορώ να είμαι λογικός...»
μουρμουρίζει υπομειδιώντας.

Το στόμα μου συσπάται. Αυτό θα το δούμε.

«Μπορώ να οδηγήσω;»

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας


τα βλέφαρα, κατάπληκτος από το αίτημα
μου. «Προτιμώ να μην οδηγήσεις».

«Για ποιον λόγο ακριβώς;»

«Επειδή δε μ’ αρέσει να οδηγούν άλλοι».

«Τα κατάφερες σήμερα το πρωί και δείχνεις


να το αντέχεις όταν οδηγεί ο Τέυλορ».

«Έχω τυφλή εμπιστοσύνη στην οδήγηση


του Τέυλορ».
«Ενώ στη δική μου όχι;» Βάζω τα χέρια
στους γοφούς μου. «Ειλικρινά τώρα η μανία
σου να έχεις τον έλεγχο δεν έχει όρια,
Οδηγώ από δεκαπέντε χρόνων!»

Απαντάει με ένα ανασήκωμα των ώμων, λες


κι αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ω είναι
τόσο εξοργιστικός. Το ελαφρυντικό της
αμφιβολίας; Λοιπόν, ας πάει στον διάολο
αυτό.

«Είναι δικό μου αυτό το αυτοκίνητο;»


ρωτάω επιτακτικά.

Με κοιτάζει κατσουφιασμένος. «Φυσικά


και είναι δικό σου...»

«Τότε δώσ’ μου τα κλειδιά, σε παρακαλώ...


Το έχω οδηγήσει δύο φορές, και μόνο από
και προς τη δουλειά. Όλη τη διασκέδαση
την κρατάς για τον εαυτό σου».

Έχω κατεβάσει μούτρα έως το χώμα. Τα


χείλη του Κρίστιαν συσπώνται από ένα
χαμόγελο που προσπαθεί να πνίξει.

«Μα δεν ξέρεις πού πάμε».

«Είμαι σίγουρή πως μπορείτε να με


διαφωτίσετε, κύριε Γκρέυ. Έχετε κάνει
σπουδαία δουλειά μέχρι στιγμής».

Με κοιτάζει σαστισμένος, μετά χαμογελάει


με το καινούριο συνεσταλμένο χαμόγελό
του, που με αφοπλίζει τελείως και μου κόβει
την ανάσα.

«Σπουδαία δουλειά, ε;» ρωτάει σιγανά.


Κοκκινίζω. «Σε μεγάλο βαθμό, ναι...»

«Ε, εν τοιαύτη περιπτώσει...» Μου δίνει τα


κλειδιά, κάνει τον κύκλο έως την πόρτα του
οδηγού και μου την ανοίγει.

«ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΕΔΩ!» διατάζει ο Κρίστιαν,


και κατευθυνόμαστε βόρεια προς τον 1-5,
«Να πάρει η οργή ήρεμα, Άνα!»
Γραπώνεται από την κονσόλα.

Για όνομα του Θεού! Υψώνω το βλέμμα


στον ουρανό, αλλά δε γυρίζω να τον
κοιτάξω. Ο Βαν Μόρρισον σιγοτραγουδάει
στο βάθος από το ηχοσύστημα του
αυτοκινήτου.

«Κόψε ταχύτητα!»

«Κόβω ταχύτητα!»
Ο Κρίστιαν αναστενάζει. «Τι είπε ο Φλυν;»
Ακούω την αγωνία στη φωνή του.

«Σου είπα. Λέει πως πρέπει να σου


αναγνωρίσω το ελαφρυντικό της
αμφιβολίας». Ανάθεμα ίσως έπρεπε να έχω
αφήσει τον Κρίστιαν να οδηγήσει. Έτσι, θα
μπορούσα να τον παρακολουθώ. Εδώ που
τα λέμε... Ανάβω τα αλάρμ για να
σταματήσω.

«Τι κάνεις;» ρωτάει έντρομος.

«Σ’ αφήνω να οδηγήσεις»,

«Γιατί;»

«Για να μπορώ να σε κοιτάω».


Γελάει. «Όχι, όχι ήθελες να οδηγήσεις.
Επομένως εσύ οδηγείς, κι εγώ σε
παρακολουθώ!»

Τον κοιτάζω σκυθρωπή.

«Κράτα τα μάτια σου στον δρόμο!»


φωνάζει.

Το αίμα μου βράζει. Αυτό ήταν! Σταματάω


στο ρείθρο ακριβώς πριν από ένα φανάρι
και ορμάω έξω από το αυτοκίνητο
κοπανώντας την πόρτα. Στέκομαι στο
πεζοδρόμιο με τα χέρια σταυρωμένα και τον
αγριοκοιτάζω. Βγαίνει από το αυτοκίνητο.

«Τι κάνεις;» με ρωτάει θυμωμένα,


καρφώνοντάς με με το βλέμμα.

«Όχι! Εσύ τι κάνεις;»


«Δεν μπορείς να σταματήσεις εδώ!»

«Το ξέρω!»

«Και γιατί σταμάτησες;»

«Επειδή βαρέθηκα να μου γαβγίζεις


διαταγές. Ή θα οδηγήσεις ή θα το
βουλώσεις για την οδήγησή μου!»

«Αναστάζία, μπες στο αυτοκίνητο προτού


πάρουμε κλήση!»

«Όχι!»

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του, δείχνοντας να


τα έχει χάσει εντελώς, μετά περνάει το χέρι
μέσα από τα μαλλιά του, και ο θυμός
μετατρέπεται σε σάστισμα. Φαίνεται
ξαφνικά τόσο αστείος, και δεν μπορώ να
μην του χαμογελάσω. Κατσουφιάζει.

«Τι;» πετάει πάλι.

«Εσύ!»

«Ω Αναστάζια! Είσαι το πιο εξοργιστικό


θηλυκό στον πλανήτη». Σηκώνει τα χέρια
του. «Εντάξει, θα οδηγήσω».

Τον αρπάζω από τις άκρες του σακακιού


και τον τραβάω επάνω μου. «Όχι εσείς είστε
ο πιο εξοργιστικός άντρας στον πλανήτη,
κύριε Γκρέυ».

Με κοιτάζει, με μάτια σκοτεινά και


ερευνητικά, ύστερα τυλίγει τα μπράτσα του
γύρω από τη μέση μου και με αγκαλιάζει
κρατώντας με σφιχτά.
«Τότε ίσως είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για
τον άλλο...» λέει σιγανά και παίρνει βαθιά
ανάσα, με τη μύτη του στα μαλλιά μου.

Τον αγκαλιάζω και κλείνω τα βλέφαρα.


Πρώτη φορά από το πρωί νιώθω να
χαλαρώνω.

«Ω Άνα, Άνα, Άνα...» μουρμουρίζει, με τα


χείλη του να πιέζονται πάνω στα μαλλιά
μου.

Σφίγγω τα χέρια γύρω του και στεκόμαστε


ακίνητοι, απολαμβάνοντας μια στιγμή
απρόσμενης γαλήνης στον δρόμο. Με
αφήνει και ανοίγει την πόρτα του
συνοδηγού. Μπαίνω και κάθομαι ήρεμα,
παρακολουθώντας τον να κάνει τον γύρο
του αυτοκινήτου.
Ξαναβάζει μπρος και ξεκινάει,
σιγοτραγουδώντας αφηρημένα μαζί με τον
Βαν Μόρρισον.

Ποπό! Δεν τον έχω ξανακούσει να


τραγουδάει. Ούτε καν στο ντους. Ποτέ.
Κατσουφιάζω. Έχει ωραία φωνή - φυσικά.
Χμμμ.,.Έχει ακούσει εμένα να τραγουδάω;

Δε θα σε είχε ζητήσει σε γάμο αν σε είχε


ακούσει! Το υποσυνείδητό μου έχει
σταυρώσει τα χέρια και φοράει καρό ρούχα
Burberry. Το τραγούδι τελειώνει, και ο
Κρίστιαν χαμογελάει.

«Ξέρεις, αν είχαμε πάρει κλήση, το


αυτοκίνητο είναι στο όνομά σου».

«Πάλι καλά που πήρα προαγωγή η τσέπη


μου αντέχει το πρόστιμο...» αντιγυρίζω
αυτάρεσκα, κοιτάζοντας το ωραίο προφίλ
του.

Τα χείλη του στραβώνουν. Άλλο ένα


τραγούδι του Βαν Μόρρισον αρχίζει να
παίζει καθώς στρίβει στην έξοδο προς τον
1-5, κατά τον βορρά.

«Πού πάμε;»

«Είναι έκπληξη. Τι άλλο είπε ο Φλυν;»

Αναστενάζω. «Μίλησε για ΘΛΕΣ ή κάτι


τέτοιο...»

«ΣΘΕΛ. Είναι η πιο πρόσφατη θεραπεία...»


λέει μουρμουρητά.

«Δοκίμασες κι άλλες;»
Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει. «Μωρό μου, έχω
υποβληθεί σε όλες. Γνωστικισμό,
φροϊδισμό, λειτουργισμό, μορφολογική
ψυχολογία, συμπεριφορισμό...Ό,τι θες. Στη
διάρκεια αυτών των χρόνων το έχω
κάνει...» λέει και ο τόνος του φανερώνει
την πικρία του. Η μνησικακία στη φωνή του
είναι οδυνηρή.

«Νομίζεις πως αυτή η τελευταία


προσέγγιση θα βοηθήσει;»

«Τι είπε ο Φλυν;»

«Είπε να μην κολλάς στο παρελθόν. Να


επικεντρώνεσαι στο μέλλον σου στο πού
θες να πας».
Ο Κρίστιαν συγκατανεύει, αλλά
ταυτόχρονα ανασηκώνει τους ώμους του,
με επιφυλακτικό ύφος. «Τι άλλο;» επιμένει.

«Μίλησε για τον φόβο σου να σ’ αγγίζουν,


αν και τον ονόμασε κάπως αλλιώς. Και για
τους εφιάλτες σου και την αυτοαπέχθειά
σου». Τον κοιτάζω, και στο απογευματινό
φως δείχνει σκεπτικός, μασουλίζοντας τον
αντίχειρά του καθώς οδηγεί. Μου ρίχνει μια
γρήγορη ματιά. «Τα μάτια στον δρόμο,
κύριε Γκρέυ...» τον αποπαίρνω με το φρύδι
ανασηκωμένο.

Φαίνεται να το διασκεδάζει, αλλά


συγχρόνως είναι και εκνευρισμένος.
«Μιλούσατε με τις ώρες, Αναστάζία. Τι
άλλο είπε;»
Ξεροκαταπίνω. «Δε νομίζει πως είσαι
σαδιστής...» ψιθυρίζω.

«Αλήθεια;» ρωτάει ήρεμα και


σκυθρωπιάζει.

Η ατμόσφαιρα στο αυτοκίνητο βαραίνει


απότομα.

«Λέει πως ο όρος δεν αναγνωρίζεται πια


από την ψυχιατρική. Ήδη από τη δεκαετία
του ενενήντα...» τραυλίζω, προσπαθώντας
βιαστικά να σώσω την κατάσταση.

Το πρόσωπο του Κρίστιαν σκοτεινιάζει κι


εκπνέει αργά. «Ο Φλυν κι εγώ έχουμε
διαφορετικές απόψεις περί αυτού...»
αποκρίνεται μαλακά.
«Είπε ότι πάντα σκέφτεσαι το χειρότερο για
τον εαυτό σου. Το ξέρω πως είναι
αλήθεια...» ψελλίζω. «Ανέφερε επίσης τον
σεξουαλικό σαδισμό είπε όμως ότι αυτό
είναι επιλογή τρόπου ζωής, όχι ψυχιατρική
πάθηση. Ίσως αυτό έχεις στο μυαλό σου».

Τα μάτια του γυρίζουν και πάλι στιγμιαία


προς το μέρος μου και το στόμα του γίνεται
μια βλοσυρή γραμμή. «Ώστε λοιπόν, μια
συζήτηση με τον καλό μας γιατρό, κι έγινες
ειδική» λέει παγερά και στρέφει το βλέμμα
του μπροστά.

Οχ, Θεέ μου... Αναστενάζω.

«Κοίτα... Αν δε θες ν’ ακούσεις τι είπε, μη


με ρωτάς...» αντιγυρίζω σιγανά.
Δε θέλω να τσακωθώ. Εν πάση περιπτώσει
έχει δίκιο - τι διάολο ξέρω για όλες αυτές
τις μαλακίες; Θέλω καν να ξέρω; Μπορώ να
απαριθμήσω τα βασικά στοιχεία -τη μανία
του να έχει τον έλεγχο, την κτητικότητά
του, τη ζήλια του, την
υπερπροστατευτικότητά τουκαι κατανοώ
απολύτως τις καταβολές του. Μπορώ
ακόμα και να καταλάβω γιατί δεν του
αρέσει να τον αγγίζουν. Είδα τις σωματικές
ουλές. Τις ψυχικές μπορώ μόνο να τις
φανταστώ κι έριξα μία φορά [Ιια βιαστική
ματιά στους εφιάλτες του. Και ο δόκτωρ
Φλυν είπε...

«Θέλω να μάθω τι συζητήσατε». Ο


Κρίστιαν διακόπτει τις σκέψεις μου καθώς
βγαίνει από την έξοδο 172 του 1-5 με
κατεύθυνση δυτικά, προς τον ήλιο που
βυθίζεται αργά στη δύση του.

«Με αποκάλεσε ερωμένη σου».

«Έτσι, ε;» Ο τόνος του είναι συμφιλιωτικός.


«Είναι πάντα σχολαστικός με τους όρους
που χρησιμοποιεί... Νομίζω ότι πρόκειται
για ακριβή περιγραφή. Εσύ τι λες;»

«Θεωρούσες τις υποτακτικές σου


ερωμένες;»

Το μέτωπο του Κρίστιαν ζαρώνει ξανά,


αλλά αυτήν τη φορά σκέφτεται. Στρίβει το
Saab ομαλά, και πάλι προς βορρά. Πού
πάμε;

«Όχι. Ήταν σεξουαλικές παρτενέρ...»


απαντάει χαμηλόφωνα, και η χροιά του
είναι πάλι επιφυλακτική. «Εσύ είσαι η
μοναδική μου ερωμένη. Και θέλω να γίνεις
κάτι περισσότερο...»

Ω... Να την πάλι αυτή η μαγική λέξη,


γεμάτη δυνατότητες. Με κάνει να
χαμογελάσω και μέσα μου συγχαίρω τον
εαυτό μου, προσπαθώντας να συγκρατήσω
τη χαρά μου.

«Το ξέρω ...» ψιθυρίζω, προσπαθώντας με


νύχια και με δόντια να κρύψω την έξαψή
μου. «Απλώς χρειάζομαι λίγο χρόνο,
Κρίστιαν. Για να συνειδητοποιήσω τι έγινε
τις τελευταίες μέρες».

Μου ρίχνει μια παράξενη ματιά,


σαστισμένος, με το κεφάλι γερμένο στο
πλάι.
'Επειτα από λίγο το φανάρι όπου έχουμε
σταματήσει γίνεται πράσινο. Κουνάει το
κεφάλι του και δυναμώνει τη μουσική. Η
κουβέντα μας παίρνει τέλος.

Ο Βαν Μόρρισον τραγουδάει ακόμα -πιο


αισιόδοξα τώραγια μια υπέροχη νύχτα
κατάλληλη για χορό κάτω από το
φεγγαρόφωτο. Κοιτάζω έξω από το
παράθυρο τα πεύκα και τις ερυθρελάτες,
πασπαλισμένες με χρυσάφι από το φως του
ήλιου, που σβήνει, με τις μακριές σκιές τους
να απλώνονται μπροστά μας. Ο Κρίστιαν
έχει μπει σε κάποιον δρόμο με περισσότερα
σπίτια και κατευθυνόμαστε δυτικά προς τον
πορθμό.

«Πού πάμε;» ξαναρωτάω μόλις στρίβουμε.


Το μάτι μου πιάνει μια πινακίδα 9Η
ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΒΔ. Έχω μπερδευτεί.
«Έκπληξη!» λέει και χαμογελάει
αινιγματικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΟΧΤΩ

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ να οδηγεί,


προσπερνώντας μονώροφα,
καλοσυντηρημένα σανιδένια σπίτια, όπου
παιδιά παίζουν μπάσκετ στις αυλές ή
βολτάρουν με το ποδήλατο και τρέχουν
στον δρόμο. Όλα φαίνονται όμορφα και
άνετα με τα σπίτια φωλιασμένα ανάμεσα
στα δέντρα. Ίσως πάμε να επισκεφθούμε
κάποιον ποιον;
Έπειτα από λίγα λεπτά ο Κρίστιαν στρίβει
απότομα αριστερά, και βρισκόμαστε
μπροστά σε δύο περίτεχνες άσπρες
μεταλλικές πύλες, προσαρμοσμένες σ’ έναν
τοίχο από ψαμμόλιθο σχεδόν δύο μέτρα
ψηλό. Ο Κρίστιαν πιέζει ένα κουμπί στο
χερούλι της πόρτας του, και το ηλεκτρικό
παράθυρο κατεβαίνει με ένα ελαφρύ
βουητό. Πατάει έναν αριθμό στο
πληκτρολόγιο, και οι πύλες ανοίγουν
καλωσορίζοντάς μας.

Μου ρίχνει μια ματιά, και η έκφρασή του


έχει αλλάξει. Δείχνει αβέβαιος, ίσως και
νευρικός.

«Τι συμβαίνει;» ρωτάω και δεν μπορώ να


κρύψω την ανησυχία από τη φωνή μου.
«Μια ιδέα» απαντάει ήρεμα και περνάει το
Saab από τις πύλες.

Ανεβαίνουμε το δενδρόφυτο δρομάκι, το


οποίο ίσα που χωράει δύο αυτοκίνητα. Στη
μια πλευρά τα δέντρα σηματοδοτούν το
τέλος μιας δασωμένης περιοχής με πυκνή
βλάστηση, και στην άλλη υπάρχει ένα
τεράστιο λιβάδι όπου έχει αφεθεί χέρσο ένα
κάποτε καλλιεργημένο χωράφι. Γρασίδι και
αγριολούλουδα το έχουν ανακαταλάβει,
δημιουργώντας μια ειδυλλιακή εικόνα
υπαίθρου - ένα λιβάδι όπου η απογευματινή
αύρα κάνει το γρασίδι να κυματίζει, ενώ
ο ήλιος χρυσώνει τα αγριολούλουδα. Είναι
όμορφα, εντελώς γαλήνια, και ξαφνικά
φαντάζομαι τον εαυτό μου ξαπλωμένο στο
γρασίδι να κοιτάζει τον γαλάζιο
καλοκαιρινό ουρανό. Η σκέψη είναι
δελεαστική. Παρ’ όλα αυτά, για κάποιον
παράξενο λόγο με κάνει να νιώσω
νοσταλγία. Πολύ περίεργο.

Το δρομάκι στρίβει και προχωράει ίσια,


φαρδαίνοντας μπροστά σ’ ένα εντυπωσιακό
σπίτι μεσογειακού τύπου από απαλό ροζ
ψαμμόλιθο. Αρχοντικό. Όλα τα φώτα είναι
αναμμένα, κάθέ παράθυρο φωτισμένο μες
στο σύθαμπο. Μια κομψή μαύρη BMW
είναι παρκαρισμένη μπροστά από το
τετραθέσιο γκαράζ, αλλά ο Κρίστιαν
σταματάει έξω από τη μεγάλη σκεπαστή
είσοδο.

Χμμμ... Αναρωτιέμαι ποιος να μένει εδώ.


Γιατί ήρθαμε επίσκεψη;
Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με άγχος την ώρα
που σβήνει τη μηχανή του αυτοκινήτου.
«Θα έχεις ανοιχτό μυαλό;» ρωτάει.

Σκυθρωπιάζω. «Κρίστιαν, χρειάστηκα


ανοιχτό μυαλό από τη μέρα που σε
γνώρισα...»

Χαμογελάει ειρωνικά και γνέφει. «Σωστό


επιχείρημα και καλά διατυπωμένο,
δεσποινίς Στιλ... Πάμε».

Οι σκούρες ξύλινες πόρτες ανοίγουν, και


μια γυναίκα με σκούρα καστανά μαλλιά,
ειλικρινές χαμόγελο κι ένα φωτεινό λιλά
ταγέρ στέκεται και μας περιμένει. Είμαι
ευγνώμων που άλλαξα και φόρεσα το
καινούριο μου μπλε αμάνικο φόρεμα για να
εντυπωσιάσω τον δόκτορα Φλυν. Εντάξει,
δε φοράω θανατηφόρα τακούνια όπως
εκείνη - αλλά και πάλι δεν είμαι και με το
τζιν.

«Κύριε Γκρέυ!» Η γυναίκα τού χαμογελάει


ζεστά και σφίγγουν τα χέρια.

«Δεσποινίς Κέλλυ» αποκρίνεται ο Κρίστιαν


ευγενικά.

Μου χαμογελάει απλώνοντας το χέρι της,


και το σφίγγω. Το οφθαλμοφανές
κοκκίνισμά της δεν περνάει απαρατήρητο.
Είναι-τόσο κούκλος-μακάρι-να-ήταν-δικός-
μου, λέει το ύφος της.

«Όλγα Κέλλυ! » αναγγέλλει πρόσχαρα.

«Άνα Στιλ...» μουρμουρίζω.


Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Παραμερίζει,
καλωσορίζοντάς μας στο σπίτι. Όταν
μπαίνω μέσα, παθαίνω σοκ. Είναι άδειο
εντελώς άδειο. Βρισκόμαστε σ’ ένα μεγάλο
χολ. Οι τοίχοι έχουν ξεθωριασμένο κίτρινο
χρώμα, με γδαρσίματα στα σημεία όπου θα
πρέπει να κρέμονταν πίνακες. Το μόνο
απομεινάρι είναι οι παλιομοδίτικες
κρυστάλλινες βάσεις για τα φώτα. Τα
πατώματα είναι από μουντό σκληρό ξύλο.
Δεξιά και αριστερά μας υπάρχουν κλειστές
πόρτες, αλλά ο Κρίστιαν δε μου δίνει χρόνο
να αφομοιώσω αυτό που συμβαίνει.

« Έλα » λέει και με πιάνει από το χέρι,


οδηγώντας με μέσα από την αψίδα μπροστά
μας σ’ έναν μεγαλύτερο εσωτερικό
προθάλαμο, όπου δεσπόζει μια ελικοειδής
φαρδιά σκάλα με περίτεχνο σιδερένιο
παραπέτο. Και πάλι όμως δε σταματάει. Με
οδηγεί στο κυρίως καθιστικό, που είναι
άδειο, εκτός από ένα μεγάλο ξεβαμμένο
χρυσαφένιο χαλί το μεγαλύτερο που έχω δει
ποτέ. Ω... Και υπάρχουν και τέσσερις
κρυστάλλινοι πολυέλαιοι.

Αλλά η πρόθεση του Κρίστιαν είναι τώρα


ολοφάνερη καθώς διασχίζουμε το δο^μάτιο
και βγαίνουμε από την τζαμόπορτα σε μια
μεγάλη πέτρινη βεράντα. Από κάτω μας
υπάρχει μια έκταση σαν μισό ποδοσφαιρικό
γήπεδο με περιποιημένο γρασίδι, αλλά πέρα
από αυτό απλώνεται η θέα. Ποπό!

Η πανοραμική, ανεμπόδιστη άποψη είναι


εκπληκτική - συγκλονιστική: λυκόφως
πάνω από τον πορθμό. Στο βάθος φαίνεται
το νησί Μπέινμπριτζ και ακόμα πιο μακριά,
τούτο το κρυστάλλινο βράδυ, ο ήλιος
κατεβαίνει αργά, λάμποντας κατακόκκινος
και πορτοκαλής πέρα από το Ολυμπιακό
Εθνικό Πάρκο. Άλικες αποχρώσεις
ξεβάφουν στον βαθυγάλανο ουρανό, μαζί
με ιριδίζουσες και πρασινογάλαζες, και
συγχωνεύονται με τις πιο σκούρες
βυσσινιές από τα λίγα αραιά σύννεφα και
την ξηρά πέρα από τον πορθμό. Είναι η
φύση στα καλύτερά της, μια οπτική
συμφωνία που ενορχηστρώνεται στον
ουρανό και καθρεφτίζεται στα βαθιά,
ακίνητα νερά του πορθμού. Έχω μαγευτεί
από τη θέα κοιτάζω, προσπαθώντας να
αφομοιώσω όλη αυτή την ομορφιά.

Συνειδητοποιώ πως κρατάω την ανάσα μου


από δέος και ο Κρίστιαν μού βαστάει ακόμα
το χέρι. Όταν τραβάω απρόθυμα τα μάτια
μου από τη θέα, βλέπω ότι με κοιτάζει με
αγωνία.

«Μ’ έφερες εδώ για να θαυμάσω τη θέα;»


ψιθυρίζω.

Γνέφει καταφατικά, με σοβαρό ύφος.

«Είναι συγκλονιστική, Κρίστιαν.


Ευχαριστώ...» τραυλίζω, αφήνοντας τα
μάτια μου να την απολαύσουν ακόμα μία
φορά.

Μου αφήνει το χέρι. «Πώς θα σου φαινόταν


να την κοιτάζεις σε όλη την υπόλοιπη ζωή
σου;» μουρμουρίζει.

Ορίστε; Στρέφω το κεφάλι προς το μέρος


του, σαστισμένα γαλάζια μάτια καρφωμένα
σε σκεπτικά γκρίζα. Νομίζω πως το στόμα
μου χάσκει. Τον κοιτάζω ανέκφραστη.

«Πάντα ήθελα να ζήσω στην ακτή.


Ανεβοκατεβαίνω τον πορθμό με το σκάφος
και λιμπίζομαι αυτά τα σπίτια. Αυτό εδώ
δεν έχει πολύ καιρό που βγήκε στην αγορά.
Θέλω να το αγοράσω, να το κατεδαφίσω
και να χτίσω ένα καινούριο σπίτι για μας...»
λέει σιγανά, και τα μάτια του λάμπουν,
διάφανα από τις ελπίδες και τα όνειρά του.

Να πάρει. Με κάποιον τρόπο, καταφέρνω


να μείνω όρθια.Έχω σαστίσει. Να ζήσω
εδώ! Σ’ αυτό το όμορφο καταφύγιο! Για
όλη την υπόλοιπη ζωή μου...

«Μια ιδέα είναι μόνο...» προσθέτει


επιφυλακτικά.
Ρίχνω μια ματιά πίσω μου, για να εκτιμήσω
το εσωτερικό του σπιτιού. Πόσο να αξίζει;
Πρέπει να φτάνει πόσο πέντε, δέκα
εκατομμύρια δολάρια; Δεν έχω ιδέα. Γ
αμώτο.

«Γιατί θες να το κατεδαφίσεις;» ρωτάω


γυρίζοντας να τον κοιτάξω.

Το πρόσωπό του χάνει την ευθυμία του. Οχ,


όχι...

«Θα ήθελα να φτιάξω ένα πιο βιώσιμο


σπίτι, χρησιμοποιώντας τις τελευταίες
οικολογικές τεχνικές. Ίσως θα μπορούσε να
το χτίσει ο Έλλιοτ».

Ξανακοιτάζω το δωμάτιο. Η δεσποινίς


Όλγα Κέλλυ βρίσκεται στην άλλη άκρη και
τριγυρίζει κοντά στην είσοδο. Είναι η
κτηματομεσίτρια φυσικά. Προσέχω πως το
δωμάτιο είναι τεράστιο και ψηλοτάβανο,
λίγο σαν το μεγάλο δωμάτιο στο Εσκάλα.
Από πάνω υπάρχει ένας εξώστης πρέπει να
είναι το κεφαλόσκαλο για τον δεύτερο
όροφο. Υπάρχει ένα τεράστιο τζάκι και μια
ολόκληρη σειρά από τζαμόπορτες που
βγάζουν στη βεράντα. Έχει μια γοητεία του
παλιού καιρού.

«Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο


σπίτι;»

Με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του.


«Ασφαλώς ...» Ανασηκώνει τους ώμους του
απορημένος.

Το πρόσωπο της δεσποινίδας Κέλλυ


φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο
όταν ξαναμπαίνουμε μέσα. Με μεγάλη της
χαρά θα μας κάνει την ξενάγηση και θα μας
βγάλει το λογύδριό της.

Το σπίτι είναι τεράστιο: παραπάνω από


χίλια εκατό τετραγωνικά σε οικόπεδο
περίπου είκοσι πέντε στρεμμάτων. Εκτός
από το κυρίως καθιστικό, υπάρχει και η
κουζίνα με χώρο για φαγητό -όχι, για
δεξίωσηκαι συνεχόμενο δωμάτιο για να
συγκεντρώνεται η οικογένεια -οικογένεια!-,
ένα δωμάτιο μουσικής, μια βιβλιοθήκη, ένα
γραφείο και, προς μεγάλη μου έκπληξη, μια
εσωτερική πισίνα και γυμναστήριο με
σάουνα και χαμάμ. Κάτω στο υπόγειο
υπάρχει κινηματογράφος -Χριστέ μου!και
αίθουσα παιχνιδιών. Χμμμ... Τι είδους
παιχνίδια θα μπορούσαμε να παίζουμε εδώ;

Η δεσποινίς Κέλλυ επισημαίνει κάθε είδους


χαρακτηριστικά, βασικά όμως το σπίτι είναι
όμορφο και προφανώς κάποτε ήταν το
σπιτικό μιας ευτυχισμένης οικογένειας.
Τώρα είναι σε σχετικά κακή κατάσταση,
αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό ώστε να μη
διορθώνεται με λίγη αγάπη και
τρυφερότητα.

Ακολουθούμε τη δεσποινίδα Κέλλυ στην


υπέροχη κεντρική σκάλα προς τον δεύτερο
όροφο και με δυσκολία συγκρατώ την
έξαψή μου... Αυτό το σπίτι διαθέτει ό,τι θα
επιθυμούσα ποτέ σ’ ένα σπιτικό,

«Δε θα μπορούσες να κάνεις το υπάρχον


σπίτι πιο οικολογικό και αυτοσυντήρητο;»

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει και ανοιγοκλείνει


τα βλέφαρα σαστισμένος. «Θα πρέπει να
ρωτήσω τονΈλλιοτ... Εκείνος είναι ο
ειδικός σε όλα αυτά».
Η δεσποινίς Κέλλυ μάς οδηγεί στην
κεντρική κρεβατοκάμαρα, όπου πανύψηλα
παράθυρα βλέπουν σ' ένα μπαλκόνι, απ’
όπου η θέα εξακολουθεί να είναι
εντυπωσιακή. Θα μπορούσα να κάθομαι
όλη μέρα στο κρεβάτι και να κοιτάζω έξω,
παρακολουθώντας τα σκάφη και τις
αλλαγές του καιρού.

Υπάρχουν πέντε ακόμα κρεβατοκάμαρες σ’


αυτό τον όροφο. Παιδιά! Απωθώ βιαστικά
τη σκέψη. Έχω ήδη πάρα πολλά να
επεξεργαστώ. Η δεσποινίς Κέλλυ είναι
απασχολημένη, υποδεικνύοντας στον
Κρίστιαν πώς θα μπορούσε το οικόπεδο να
χωρέσει στάβλους ιππασίας και μια μάντρα.
Άλογα! Τρομακτικές εικόνες από τα λίγα
μαθήματα ιππασίας που έκανα περνούν σαν
αστραπή από το μυαλό μου, αλλά ο
Κρίστιαν δε φαίνεται να ακούει.

«Η μάντρα θα ήταν εκεί όπου είναι τώρα το


λιβάδι;» ρωτάω.

« Ναι! » απαντάει κεφάτα η δεσποινίς


Κέλλυ.

Για μένα το λιβάδι είναι ένα μέρος όπου


μπορούμε να ξαπλώσουμε στο ψηλό
γρασίδι και να κάνουμε πικ νικ, όχι για να
τριγυρίζουν κάποιοι δαίμονες της Κόλασης.

Πίσω στο κυρίως δωμάτιο η δεσποινίς


Κέλλυ εξαφανίζεται διακριτικά, και ο
Κρίστιαν με οδηγεί ξανά στη βεράντα. Ο
ήλιος έχει δύσει, και τα φώτα από τις
κωμοπόλεις στην Ολυμπιακή χερσόνησο
τρεμοπαίζουν στην άλλη πλευρά του
πορθμού.

Ο Κρίστιαν με τραβάει στην αγκαλιά του


και μου σηκώνει το πιγούνι με τον δείκτη
του, κοιτάζοντάς με εξεταστικά.

«Σου ήρθαν πολλά μαζί, ε;» ρωτάει, και η


έκφρασή του είναι ανερμήνευτη.

Γνέφω καταφατικά.

«Ήθελα να βεβαιωθώ πως σ’ αρέσει προτού


το αγοράσω».

«Η θέα;»

Γνέφει καταφατικά.

«Μ’ αρέσει η θέα και μ’ αρέσει και το


υπάρχον σπίτι».
«Αλήθεια;»

Χαμογελάω συνεσταλμένα. «Κρίστιαν, μ’


έριξες όταν είδα το λιβάδι...»

Τα χείλη του μισανοίγουν έτσι όπως παίρνει


απότομη ανάσα. Ύστερα το πρόσωπό του
φωτίζεται από ένα χαμόγελο, ενώ τα χέρια
του χώνονται ξαφνικά στα μαλλιά μου και
το στόμα του είναι πάνω στο δικό μου.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ


επιστρέφοντας στο Σιάτλ, και η διάθεση του
Κρίστιαν έχει βελτιωθεί σημαντικά.

«Λοιπόν, θα το αγοράσεις;» ρωτάω.

«Ναι».
«Θα βάλεις πωλητήριο στο Εσκάλα;»

Κατσουφιάζει. «Γιατί να το κάνω αυτό;»

«Για να πληρώσεις...» Αφήνω τη φράση


μετέωρη φυσικά. Κοκκινίζω.

Μου χαμογελάει αχνά. «Πίστεψέ με, έχω να


το πληρώσω».

«Σ’ αρέσει να είσαι πλούσιος;»

«Ναι. Δείξε μου κάποιον που να μην του


αρέσει...» απαντάει με σκοτεινό ύφος.

Εντάξει, ας αλλάξουμε γρήγορα θέμα.

«Αναστάζια, θα πρέπει να μάθεις κι εσύ να


είσαι πλούσια αν πεις ναι» λέει μαλακά.
«Ο πλούτος δεν είναι κάτι στο οποίο
απέβλεπα ποτέ, Κρίστιαν...» Κατσουφιάζω.

«Το ξέρω. Μ’ αρέσει αυτό σε σένα. Αλλά


πάλι, δεν πείνασες ποτέ» αποκρίνεται λιτά,
και τα λόγια του μου φέρνουν θλίψη.

«Που πάμε;» ρωτάω κεφάτα, αλλάζοντας


θέμα.

«Να γιορτάσουμε». Ο Κρίστιαν χαλαρώνει.

Ω! «Τι να γιορτάσουμε; Το σπίτι;»

«Το ξέχασες κιόλας; Τη θέση της


αναπληρώτριας επιμελήτριας».

«Α, ναι...» λέω χαμογελώντας. Απίστευτο,


αλλά το είχα ξεχάσει. «Πού;»

«Ψηλά στη λέσχη μου».


«Στη λέσχη σου;» ,

«Ναι. Μία απ’ αυτές».

Η ΛΕΣΧΗ MILE HIGH βρίσκεται στον


εβδομηκοστό έκτο όροφο του Πύργου
Κολούμπια, ψηλότερα και από το
διαμέρισμα του Κρίστιαν. Είναι πολύ
μοδάτη κι έχει την πιο εντυπωσιακή θέα στο
Σιάτλ.

«Cristal, κυρία μου;» Ο Κρίστιαν μού δίνει


ένα ποτήρι παγωμένη σαμπάνια όπως
κάθομαι στο σκαμνί του μπαρ.

«Ω, ευχαριστώ, Κύριε». Υπογραμμίζω


τσαχπίνικα την τελευταία λέξη,
πεταρίζοντας σκόπιμα τις βλεφαρίδες μου.
Με κοιτάζει, και το πρόσωπό του
σκοτεινιάζει. «Με φλερτάρετε, δεσποινίς
Στιλ;»

«Μάλιστα, κύριε Γκρέυ. Σας φλερτάρω. Τι


θα κάνετε γι’ αυτό;»

«Είμαι σίγουρος πως μπορώ να σκεφτώ


κάτι...» απαντάει χαμηλόφωνα. «Έλα το
τραπέζι μας είναι έτοιμο».

Καθώς πλησιάζουμε στο τραπέζι, ο


Κρίστιαν με σταματάει, με το χέρι του στον
αγκώνα μου,

«Πήγαινε να βγάλεις το σλιπάκι σου...»


ψιθυρίζει.

Ω... Ένα υπέροχο μυρμήγκιασμα διατρέχει


τη ραχοκοκαλιά μου.
«Πήγαινε...» με προστάζει σιγανά.

Τι; Δε χαμογελάει μιλάει εντελώς σοβαρά.


Κάθε μυς κάτω από τη μέση μου σφίγγεται.
Του δίνω το ποτήρι της

σαμπάνιας μου, κάνω απότομα μεταβολή


και κατευθύνομαι προς την τουαλέτα.

Σκατά. Τι θα κάνει; Ίσως αυτή η λέσχη έχει


το σωστό όνομα.

Οι τουαλέτες είναι το αποκορύφωμα του


μοντέρνου ντιζάιν όλο σκούρο ξύλο,
μαύρος γρανίτης και δέσμες φωτός από
στρατηγικά τοποθετημένες λάμπες
αλογόνου. Στην ιδιωτικότητα που μου
προσφέρει ο χώρος χαμογελάω αχνά καθώς
απαλλάσσομαι από το εσώρουχο.
Αισθάνομαι ξανά ευγνώμων που άλλαξα
και φόρεσα το μπλε αμάνικο φόρεμα.
Σκέφτηκα πως ήταν το κατάλληλο ντύσιμο
για τη συνάντηση με τον καλό δόκτορα
Φλυν δεν περίμενα να πάρει η βραδιά τόσο
αναπάντεχη τροπή.

Με έχει κυριεύσει ήδη η έξαψη. Γιατί με


επηρεάζει τόσο πολύ; Μου κακοφαίνεται
κάπως που υποκύπτω τόσο εύκολα στα
μάγια του. Τώρα ξέρω ότι δε θα περάσουμε
τη βραδιά μας συζητώντας αναλυτικά για
όλα τα προβλήματά μας και τα τελευταία
γεγονότα... Πώς όμως να του αντισταθώ;

Ελέγχω στον καθρέφτη την εμφάνισή μου.


Τα μάτια μου είναι λαμπερά και είμαι
αναψοκοκκινισμένη από την έξαψη.
Προβλήματα, ξε-προβλήματα.
Παίρνω βαθιά ανάσα και επιστρέφω στη
λέσχη. Εντάξει, δεν είναι πως δεν έχω
ξαναμείνει ξεβράκωτη... Η εσωτερική μου
θεά φοράει ένα ροζ μποά με φτερά και
διαμάντια και επιδεικνύεται καμαρωτή,
ισορροπώντας στα τσουλίστικα παπούτσια
της.

Όταν επιστρέφω στο τραπέζι, ο Κρίστιαν


σηκώνεται ευγενικά, με ύφος ανεξιχνίαστο.
Είναι ο συνηθισμένος τέλειος, ψύχραιμος,
ήρεμος και νηφάλιος εαυτός του. Φυσικά,
τώρα ξέρω πως αυτό δεν ισχύει.

«Κάτσε δίπλα μου» λέει. Χώνομαι στο


κάθισμα και κάθεται κι εκείνος. «Σου
παράγγειλα. Ελπίζω να μη σε πειράζει...»

Μου δίνει το μισοτελειωμένο ποτήρι


σαμπάνιας κοιτάζοντάς με έντονα, και κάτω
από το εξεταστικό του βλέμμα το αίμα μου
παίρνει ξανά φωτιά. Ακουμπάει τα χέρια
στους μηρούς του. Τσιτώνομαι και ανοίγω
λίγο τα πόδια μου.

Ο σερβιτόρος καταφτάνει με ένα πιάτο


στρείδια επάνω σε τριμμένο πάγο. Στρείδια!
Η ανάμνηση των δυο μας στην ιδιωτική
τραπεζαρία του Χίθμαν γεμίζει το μυαλό
μου. Συζητούσαμε το συμβόλαιό του.
Ποπό! Διανύσαμε πολύ δρόμο από τότε.

«Νομίζω πως σ’ άρεσαν τα στρείδια την


τελευταία φορά που τα δοκίμασες...» Η
φωνή του βγαίνει χαμηλή, προκλητική.

«Ήταν η μόνη φορά που τα δοκίμασα...»


Είμαι λαχανιασμένη, και η χροιά μου με
προδίδει.
Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα χαμόγελο.
«Ω δεσποινίς Στιλ, πότε θα μάθετε;» ρωτάει
με σκεπτικό ύφος.

Παίρνει ένα στρείδι από το πιάτο και


σηκώνει το άλλο του χέρι από τον μηρό του.
Τραβιέμαι με προσμονή, αλλά το απλώνει
για να πάρει μια φέτα λεμόνι.

«Τι να μάθω;» ρωτάω.

Χριστέ μου! Ο σφυγμός μου σφυροκοπάει


σαν τρελός. Τα μακριά επιδέξια δάχτυλά
του στύβουν το λεμόνι επάνω στα στρείδια.

«Φάε» λέει, κρατώντας το όστρακο κοντά


στο στόμα μου. Μισανοίγω το στόμα, και
το βάζει προσεκτικά στο κάτω χείλος μου.
«Γείρε αργά το κεφάλι σου προς τα πίσω...»
μουρμουρίζει.
Κάνω αυτό που μου λέει, και το στρείδι
γλιστράει στον λαιμό μου. Δε με αγγίζει
εκείνος, μόνο το στρείδι.

Τρώει κι αυτός ένα, μετά με ταΐζει άλλο


ένα. Συνεχίζουμε αυτήν τη βασανιστική
ρουτίνα, ώσπου τελειώνουμε και τα δώδεκα
στρείδια. Το δέρμα του σε καμία περίπτωση
δεν ακουμπάει το δικό μου. Κι αυτό με
τρελαίνει.

«Σ’ αρέσουν ακόμα τα στρείδια;» ρωτάει


καθώς καταπίνω το τελευταίο.

Γνέφω καταφατικά, κατακόκκινη,


λαχταρώντας το άγγιγμα του.

«Ωραία».
Αναδεύομαι στη θέση μου. Γιατί είναι τόσο
σέξι αυτό;

Ακουμπάει πάλι αδιάφορα το χέρι του


επάνω στον μηρό του, και λιώνω. Τώρα.
Σε παρακαλώ. Άγγιξε με. Η εσωτερική μου
θεά είναι πεσμένη στα γόνατα, γυμνή, εκτός
από το σλιπάκι της ικετεύοντας.
Ανεβοκατεβάζει το χέρι στον μηρό του, το
σηκώνει, μετά το ξαναβάζει εκεί όπου ήταν.

Ο σερβιτόρος γεμίζει τα ποτήρια της


σαμπάνιας μας και μαζεύει στα γρήγορα τα
πιάτα. Έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα
επιστρέφει με το κυρίως πιάτο μας: λαβράκι
-δεν το πιστεύωσερβιρισμένο με σπαράγγια,
πατάτες σοτέ και σος ολαντέζ.

«Από τα αγαπημένα σας, κύριε Γκρέυ;»


«Σαφώς, δεσποινίς Στιλ. Αν και νομίζω πως
στο Χίθμαν ήταν μπακαλιάρος». Το χέρι
του ανεβοκατεβαίνει στον μηρό του.

Η ανάσα μου κόβεται, αλλά και πάλι δε


με αγγίζει. Είναι πολύ εκνευριστικό.
Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην κουβέντα
μας.

«Σαν να θυμάμαι ότι τότε ήμαστε σε


σεπαρέ, συζητώντας συμβόλαια».

«Ευτυχισμένες μέρες...» αποκρίνεται


υπομειδιώντας.

«Αυτήν τη φορά ελπίζω να καταφέρω να


σε πηδήξω». Μετακινεί το χέρι του για να
πιάσει το μαχαίρι.

Άι στο καλό.
Τρώει μια μπουκιά από το λαβράκι του.
Ναι, το κάνει επίτηδες.

«Μην είσαι και πολύ σίγουρος...»


μουρμουρίζω σουφρώνοντας τα χείλη, και
με κοιτάζει με κέφι. «Μιας και μιλάμε για
συμβόλαια...» προσθέτω. «Το ΣΜΑ»,

«Σκίσ’ το» λέει λιτά.

Ποπό!

«Τι; Αλήθεια;»

«Ναι».

«Είσαι σίγουρος πως δε θα τρέξω στους


Seattle Times με αναλυτικές περιγραφές;»
τον πειράζω.
Γελάει, και ο ήχος είναι υπέροχος. Φαίνεται
τόσο νέος.

«Ναι. Σου έχω εμπιστοσύνη. Θα σου


αναγνωρίσω το ελαφρυντικό της
αμφιβολίας».

Ω. Του χαμογελάω συνεσταλμένα.


«Παρομοίως...» αποκρίνομαι ψιθυριστά.

Τα μάτια του φωτίζονται. «Πολύ χαίρομαι


που φοράς φουστάνι...» μουρμουρίζει, και
ο πόθος αρχίζει να κυλάει κατευθείαν στο
αίμα μου, που κοχλάζει ήδη.

«Γιατί δε μ’ έχεις αγγίξει τότε;» λέω


σφυριχτά.

«Σου λείπει το άγγιγμά μου;» ρωτάει


χαμογελώντας. Διασκεδάζει... Το κάθαρμα.
« Ναι! » απαντάω βράζοντας.

« Φάε! » με διατάζει.

«Δεν πρόκειται να μ’ αγγίξεις, ε;»

«Όχι». Κουνάει το κεφάλι του.

Ορίστε; Μου ξεφεύγει μια άναρθρη κραυγή.

«Φαντάσου πώς θα αισθάνεσαι όταν


φτάσουμε σπίτι...» ψιθυρίζει. «Δε βλέπω
την ώρα να σε πάω σπίτι».

«Εσύ θα φταις αν πάρω φωτιά στον


εβδομηκοστό έκτο όροφο...» αντιγυρίζω
μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου.

«Ω Αναστάζια... Θα βρίσκαμε έναν τρόπο


να σβήσουμε τη φωτιά» αποκρίνεται
χαμογελώντας μου λάγνα.
Βγάζοντας καπνούς, σκαλίζω το λαβράκι
μου, και η εσωτερική μου θεά στενεύει τα
μάτια της, βυθισμένη σε σιωπηλή,
πανούργα περισυλλογή. Μπορούμε κι εμείς
να παίξουμε αυτό το παιχνίδι. Έμαθα τα
βασικά στη διάρκεια του γεύματος στο
Χίθμαν. Τρώω μια μπουκιά από το λαβράκι
μου. Λιώνει υπέροχα στο στόμα. Κλείνω
τα μάτια, απολαμβάνοντας τη γεύση. Όταν
τα ανοίγω, αρχίζω την αποπλάνηση του
Κρίστιαν Γκρέυ, τραβώντας πολύ αργά την
άκρη του φουστανιού μου προς τα επάνω,
εκθέτοντας μεγαλύτερο μέρος των μηρών
μου.

Ο Κρίστιαν κάνει μια στιγμιαία παύση, με


μια πιρουνιά ψάρι στον αέρα.

Άγγιξε με.
Έπειτα από ένα δευτερόλεπτο συνεχίζει το
φαγητό του. Τρώω άλλη μία μπουκιά
λαβράκι, αγνοώντας τον. Μετά, αφήνοντας
το μαχαίρι μου, περνάω τα δάχτυλα από το
εσωτερικό μέρος των μηρών μου,
χτυπώντας ελαφρά το δέρμα με τις άκρες
των δαχτύλων μου. Αποσπά ακόμα και τη
δική μου προσοχή, ειδικά από τη στιγμή
που λαχταράω το άγγιγμά του. Ο Κρίστιαν
κάνει και πάλι μια παύση.

«Ξέρω τι κάνεις...» Η φωνή του είναι


χαμηλή, βραχνή.

«Το ξέρω ότι το ξέρετε, κύριε Γκρέυ...»


αποκρίνομαι μαλακά. «Αυτό είναι το
θέμα». Παίρνω ένα σπαράγγι, τον
λοξοκοιτάζω μέσα από τις βλεφαρίδες μου,
ύστερα βουτάω το σπαράγγι στη σος
ολαντέζ, στριφογυρίζοντας καλά την άκρη
μέσα της.

«Δε θα μου φέρετε τα πάνω κάτω, δεσποινίς


Στιλ».

Υπομειδιώντας, απλώνει το χέρι του και


μου παίρνει το σπαράγγι κατά εκπληκτικό
και ενοχλητικό τρόπο, καταφέρνοντας ξανά
να μη με αγγίξει.

Όχι. δεν είναι σωστό. Τα πράγματα δεν


πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Άι στο
καλό.

«Άνοιξε το στόμα σου!» με προστάζει.

Χάνω αυτήν τη μάχη βούλησης. Σηκώνω


πάλι το βλέμμα να τον κοιτάξω, και τα
γκρίζα μάτια του πετούν φωτιές.
Ανοίγοντας ένα χιλιοστό το στόμα μου,
περνάω τη γλώσσα από το κάτω χείλος μου.
Εκείνος χαμογελάει, και τα μάτια του
σκοτεινιάζουν κι άλλο.

«Πιο πολύ...» μουρμουρίζει, και τα χείλη


του μισανοίγουν, έτσι που βλέπω τη
γλώσσα του.

Βογκάω μέσα μου και δαγκώνω το κάτω


χείλος μου. Μετά κάνω αυτό που μου
ζητάει.

Ακούω την απότομη εισπνοή του — δεν


είναι και τόσο απρόσβλητος. Ωραία.
Επιτέλους τον επηρεάζω.

Κρατώντας τα μάτια μου καρφωμένα στα


δικά του, παίρνω το σπαράγγι στο στόμα
μου και πιπιλίζω αργά, απαλά, την άκρη.
Η σος ολαντέζ είναι υπέροχη. Δαγκώνω,
αναστενάζοντας ελαφρά από ευχαρίστηση.

Ο Κρίστιαν κλείνει τα μάτια. Ναι! Όταν τα


ξανανοίγει, οι κόρες του είναι διεσταλμένες.
Η επίδραση επάνω μου είναι άμεση.
Βογκάω και απλώνω το χέρι να αγγίξω τον
μηρό του. Και, προς μεγάλη μου έκπληξη,
χρησιμοποιεί το άλλο του χέρι για να
αρπάξει τον καρπό μου,

«Ω, όχι. Μη, δεσποινίς Στιλ...» λέει σιγανά.


Σηκώνει το χέρι μου στο στόμα του και
περνάει ξυστά τα χείλη του από τις
αρθρώσεις μου.

Αναδεύομαι. Επιτέλους! Κι άλλο, σε


παρακαλώ.
«Μην αγγίζεις» με αποπαίρνει ήρεμα και
αφήνει πάλι το χέρι μου επάνω στο γόνατό
μου.

Είναι τόσο εκνευριστικό τούτη η σύντομη


απογοητευτική επαφή.

«Δεν παίζεις δίκαια...» Σουφρώνω τα χείλη.

«Το ξέρω». Σηκώνει το ποτήρι της


σαμπάνιας του για να κάνει πρόποση, κι
εγώ τον μιμούμαι. «Συγχαρητήρια για την
προαγωγή σας, δεσποινίς Στιλ».
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και
κοκκινίζω.

«Ναι, κάπως απρόσμενη...» τραυλίζω.

Σκυθρωπιάζει, σαν να πέρασε από το μυαλό


του κάποια δυσάρεστη σκέψη. «Φάε!» με
διατάζει. «Δε θα σε πάω σπίτι πριν
τελειώσεις το φαγητό σου. Ύστερα
μπορούμε πραγματικά να το γιορτάσουμε!»
Η έκφρασή του είναι τόσο ξαναμμένη, τόσο
ωμή, τόσο αυταρχική.

Λιώνω. «Δεν πεινάω. Όχι για φαγητό...»

Κουνάει το κεφάλι του, απολαμβάνοντας


στο έπακρο την κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά
όμως, μου στενεύει τα μάτια.

«Φάε, αλλιώς θα σε βάλω στο γόνατό μου


εδώ και τώρα και θα διασκεδάσουμε τους
άλλους συνδαιτυμόνες».

Τα λόγια του με κάνουν να αναδευτώ. Δε


θα τολμούσε! Αυτός και η φαγούρα στις
παλάμες του. Πιέζω το στόμα μου σε μια
σκληρή γραμμή και τον κοιτάζω.
Παίρνοντας ένα σπαράγγι, βουτάει το
κεφάλι στην ολαντέζ.

«Φάε αυτό...» λέει με χαμηλή και


σαγηνευτική φωνή.

Συμμορφώνομαι πρόθυμα.

«Πραγματικά τώρα, δεν τρως αρκετά.


Έχασες βάρος από τότε που σε γνώρισα». Ο
τόνος του είναι ήπιος.

Δε θέλω να σκέφτομαι το βάρος μου. Η


αλήθεια είναι πως μου αρέσει να είμαι τόσο
αδύνατη. Καταπίνω το σπαράγγι.

«Θέλω απλώς να πάω σπίτι και να κάνω


έρωτα...» μουρμουρίζω απελπισμένη.
Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Το ίδιο κι εγώ,
και θα πάμε. Φάε».

Επιστρέφω απρόθυμα στο φαγητό μου και


αρχίζω να τρώω. Ειλικρινά τώρα, και την
κιλότα μου έβγαλα κι όλα. Αισθάνομαι σαν
παιδάκι που δεν του δίνουν καραμέλα. Είναι
τόσο πειραχτήρι, ένα υπέροχο, σέξι, άτακτο
πειραχτήρι, και είναι όλος δικός μου.

Με ρωτάει για τονΤθαν. Όπως


αποδεικνύεται, ο Κρίστιαν κάνει δουλειές
με τον πατέρα της Κέιτ και του Ίθαν.
Χμμμ... Ο κόσμος είναι μικρός.
Ανακουφίζομαι που δεν αναφέρει τον
δόκτορα Φλυν ή το αρχοντικό, γιατί
δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ στην
κουβέντα μας. Θέλω να πάω στο σπίτι.
Η ερωτική προσμονή ξεδιπλώνεται
ανάμεσά μας. Είναι τόσο καλός σ’ αυτό.
Στο να με κάνει να περιμένω. Στο να στήνει
το σκηνικό. Ανάμεσα σε μπουκιές βάζει το
χέρι του στον μηρό του, τόσο κοντά στο
δικό μου, αλλά πάλι δε με αγγίζει, απλώς
για να με βασανίσει κι άλλο.

Το κάθαρμα! Τελειώνω επιτέλους το


φαγητό μου και αφήνω τα μαχαιροπίρουνα
επάνω στο πιάτο.

«Καλό κορίτσι...» ψιθυρίζει, κι αυτές οι δύο


λέξεις περικλείουν τόσες υποσχέσεις.

Τον κοιτάζω κατσουφιασμένη. «Και τώρα


τι;» ρωτάω, ενώ ο πόθος μού ξεσκίζει τα
σωθικά. Αχ, τον θέλω αυτό τον άντρα...
«Τώρα; Θα φύγουμε. Νομίζω πως έχετε
κάποιες προσδοκίες, δεσποινίς Στιλ... Στις
οποίες σκοπεύω να ανταποκριθώ όσο
καλύτερα μου επιτρέψουν οι δυνατότητές
μου».

«Όσο καλύτερα... Σου... Σου επιτρέψουν...


Οι... Οι δυνατότητές σου;» τραυλίζω.
Γαμώτο μου!

Χαμογελάει και σηκώνεται.

«Δε θα πληρώσουμε;» ρωτάω με κομμένη


την ανάσα.

Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Είμαι


μέλος εδώ. Θα μου στείλουν τον
λογαριασμό. Έλα, Αναστάζια. Μετά από
σένα».
Παραμερίζει, και σηκώνομαι για να
φύγουμε, έχοντας επίγνωση πως δε φοράω
την κιλότα μου.

Με κοιτάζει με σκοτεινό ύφος σαν να με


γδύνει, και απολαμβάνω την ερωτική
επιδοκιμασία του. Με κάνει να νιώθω τόσο
σέξι αυτός ο όμορφος άντρας με ποθεί. Θα
μου προκαλεί πάντα απόλαυση αυτό;
Σταματάω σκόπιμα μπροστά του και ισιώνω
το φουστάνι μου επάνω στους γοφούς μου.

Ο Κρίστιαν μού ψιθυρίζει στο αυτί: «Δε


βλέπω την ώρα να σε πάω σπίτι...» Και πάλι
όμως δε με αγγίζει.

Καθώς βγαίνουμε έξω, μουρμουρίζει κάτι


για το αυτοκίνητο στον μετρ, αλλά δεν
ακούω· η εσωτερική μου θεά έχει πάρει
φωτιά από την προσμονή. Θεέ μου! Θα
μπορούσε να φωταγωγήσει το Σιάτλ.

Περιμένουμε μπροστά στο ασανσέρ μαζί με


δύο μεσόκοπα ζευγάρια. Όταν οι πόρτες
ανοίγουν, ο Κρίστιαν με παίρνει από τον
αγκώνα και με οδηγεί στο πίσω μέρος.
Ρίχνω μια ματιά ολόγυρα και βλέπω πως
μας περιβάλλουν φιμέ καθρέφτες. Καθώς
τα άλλα ζευγάρια μπαίνουν, ένας άντρας με
όχι και πολύ κολακευτικό καφέ κοστούμι
χαιρετάει τον Κρίστιαν.

«Γκρέυ». Κάνει ένα ευγενικό νεύμα.

Ο Κρίστιαν απαντάει γνέφοντας, αλλά μένει


σιωπηλός.

Τα ζευγάρια στέκονται μπροστά μας, με


πρόσωπο προς την πόρτα του ασανσέρ.
Προφανώς είναι φίλοι οι γυναίκες
φλυαρούν δυνατά, όλο έξαψη και κέφι μετά
το γεύμα τους. Νομίζω πως είναι όλοι λίγο
πιωμένοι.

Όταν οι πόρτες κλείνουν, ο Κρίστιαν σκύβει


στιγμιαία δίπλα μου για να δέσει τα
κορδόνια του. Παράξενο. Τα κορδόνια του
δεν είναι λυμένα. Βάζει διακριτικά το χέρι
του στον αστράγαλό μου ξαφνιάζοντάς με,
και καθώς σηκώνεται, το χέρι του ταξιδεύει
γρήγορα επάνω στο πόδι μου, γλιστρώντας
υπέροχα στο δέρμα μου -ποπό!έως επάνω.
Πρέπει να πνίξω το βογκητό της έκπληξης
έτσι όπως το χέρι του φτάνει στα πισινά
μου. Ο Κρίστιαν μετακινείται πίσω μου.

Ποπό... Κοιτάζω χάσκοντας τους


ανθρώπους μπροστά μας, με τα μάτια
καρφωμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού
τους. Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι
κάνουμε. Τυλίγοντας το ελεύθερο χέρι του
γύρω από τη μέση μου, ο Κρίστιαν με
τραβάει επάνω του, κρατώντας με ακίνητη
καθώς τα δάχτυλά του εξερευνούν. Να
πάρει ο διάολος και να σηκώσει... Εδώ μέσα;
Το ασανσέρ κατεβαίνει ομαλά,
σταματώντας στον πεντηκοστό τρίτο όροφο
για να πάρει μερικούς ανθρώπους ακόμη,
αλλά εγώ δεν προσέχω. Έχω επικεντρωθεί
σε κάθε μικρή κίνηση που κάνουν τα
δάχτυλά του. Διαγράφοντας κύκλους...
Τώρα προχωρώντας προς τα εμπρός,
αναζητώντας, καθώς τραβιόμαστε λίγο πιο
πίσω.

Πνίγω ξανά ένα βογκητό όταν τα δάχτυλά


του βρίσκουν τον στόχο τους.
«Πάντα τόσο έτοιμη, δεσποινίς Στιλ...» λέει
χαμηλόφωνα, γλιστρώντας το ένα του
δάχτυλο μέσα μου.

Αναδεύομαι και μου κόβεται η ανάσα. Πώς


το κάνει αυτό με τόσο κόσμο εδώ μέσα;

«Μείνε ακίνητη και σώπα...» με


προειδοποιεί μουρμουρίζοντας στο αυτί
μου.

Είμαι αναψοκοκκινισμένη, ζεσταίνομαι,


πεθαίνω από πόθο, παγιδευμένη σ’ ένα
ασανσέρ με εφτά ανθρώπους, έξι από τους
οποίους δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στη
γωνία. Το δάχτυλό του γλιστράει μέσα και
έξω μου επανειλημμένα. Η ανάσα μου...
Χριστέ μου! Με κάνει να ντρέπομαι. Θέλω
να του πω να σταματήσει... Και να
συνεχίσει... Και να σταματήσει. Χαλαρώνω
επάνω του και σφίγγει τα μπράτσα του γύρω
μου, με το σκληρό του όργανο να πιέζει τον
γοφό μου.

Σταματάμε πάλι στον τεσσαρακοστό


τέταρτο όροφο. Ω... Πόση ώρα θα
συνεχιστεί αυτό το μαρτύριο; Μέσα... Έξω...
Μέσα... Έξω... Λικνίζω ανεπαίσθητα το
σώμα μου γύρω από το επίμονο δάχτυλό
του. Έπειτα από τόση ώρα που δε με άγγιζε,
διάλεξε να το κάνει τώρα! Εδώ! Και με
κάνει να αισθάνομαι τόσο ακόλαστη.

«Σώπα...» ψιθυρίζει, φαινομενικά


ανεπηρέαστος, καθώς δύο ακόμη άνθρωποι
μπαίνουν στο ασανσέρ.

Έχουμε αρχίσει να στριμωχνόμαστε. Ο


Κρίστιαν με τραβάει κοντά του ακόμα πιο
πίσω, έτσι που τώρα είμαστε κολλημένοι
στη γωνία. Με κρατάει ακίνητη και
εξακολουθεί να με βα7ανίζει. Χώνει τη
μύτη του στα μαλλιά μου. Είμαι σίγουρη
πως, αν κάποιος έκανε τον κόπο να στραφεί
και να κοιτάξει τι κάνουμε, μοιάζουμε με
νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι που
χαϊδολογιέται στη γωνιά... Και χώνει ένα
ακόμα δάχτυλο μέσα μου.

Γαμώτο! Βογκάω και είμαι ευγνώμων που


το μπουλούκι των ανθρώπων μπροστά μας
συνεχίζει να φλυαρεί, εντελώς
ανυποψίαστο.

Ω Κρίστιαν... Τι μου κάνεις; Γέρνω το


κεφάλι στο στήθος του, κλείνοντας τα μάτια
και αφήνοντας τον εαυτό μου στα ανελέητα
δάχτυλά του.
«Μην τελειώσεις...» τραυλίζει. «Αυτό το
θέλω αργότερα». Ανοίγει την παλάμη του
επάνω στην κοιλιά μου, πιέζοντας ελαφρά
έτσι όπως συνεχίζει το γλυκό του μαρτύριο.

Τελικά το ασανσέρ φτάνει στο ισόγειο. Με


έναν οξύ ήχο οι πόρτες ανοίγουν, και
σχεδόν αμέσως οι επιβάτες αρχίζουν να
βγαίνουν. Ο Κρίστιαν τραβάει αργά τα
δάχτυλά του έξω και με φιλάει στο πίσω
μέρος του κεφαλιού. Γυρίζω να τον κοιτάξω
και χαμογελάει, ύστερα γνέφει πάλι στον
κύριο Ασουλούπωτο Καφέ Κοστούμι, που
ανταποδίδει όπως βγαίνει από το ασανσέρ
με τη γυναίκα του. Μόλις που το προσέχω,
συγκεντρωμένη στην προσπάθειά μου να
μείνω όρθια και παλεύοντας να κρύψω το
λαχάνιασμά μου. Θεέ μου! Νιώθω το σώμα
μου να πονάει και να τον αποζητάει. Ο
Κρίστιαν με αφήνει, και πρέπει να σταθώ
στα πόδια μου χωρίς να ακουμπάω επάνω
του.

Στρέφομαι και τον κοιτάζω. Δείχνει


ατάραχος και ψύχραιμος, ο συνηθισμένος
ήρεμος εαυτός του. Χμμμ... Δεν είναι
καθόλου δίκαιο.

«Έτοιμη;» με ρωτάει. Τα μάτια του


λάμπουν έκφυλα καθώς χώνει πρώτα τον
δείκτη και μετά το μεσαίο του δάχτυλο στο
στόμα του και τα γλείφει. «Ωραιότατα,
δεσποινίς Στιλ...» λέει σιγανά.

Σχεδόν με πιάνουν σπασμοί εκεί, επιτόπου.


«Δεν το πιστεύω ότι το έκανες αυτό...»
ψελλίζω και νιώθω να λιώνω.
«Θα μένατε έκπληκτη από τα πράγματα που
μπορώ να κάνω, δεσποινίς Στιλ»
αποκρίνεται. Απλώνει το χέρι του και
σπρώχνει μια τούφα από τα μαλλιά μου
πίσω από το αυτί μου, έχοντας ένα ελαφρό
χαμόγελο που προδίδει την ευθυμία του.
«Θέλω να σε πάω σπίτι, αλλά μπορεί να μην
καταφέρουμε να φτάσουμε πιο πέρα από το
αυτοκίνητο». Μου χαμογελάει και με πιάνει
από το χέρι, οδηγώντας με έξω από το
ασανσέρ.

Τι; Σεξ στο αυτοκίνητο; Δεν μπορούμε να το


κάνουμε εδώ, επάνω στο δροσερό μάρμαρο
του πατώματος της εισόδου; Παρακαλώ...

«Δεν έχω κάνει ποτέ σεξ σε αυτοκίνητο...»


ψιθυρίζω.
Ο Κρίστιαν σταματάει και με πιάνει με τα
ίδια εκείνα δάχτυλα από το πιγούνι,
γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω και
ρίχνοντάς μου ένα αγριεμένο βλέμμα.

«Χαίρομαι πολύ που το ακούω. Πρέπει να


πω ότι θα μου προκαλούσε μεγάλη
κατάπληξη, για να μην πω θυμό, αν είχες
κάνει».

Κοκκινίζω, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα.


Φυσικά· μόνο μαζί του έχω κάνει σεξ.
Σκυθρωπιάζω.

«Δεν εννοούσα αυτό».

«Τι εννοούσες;» Ο τόνος του είναι


απρόσμενα τραχύς.

«Κρίστιαν, ήταν μια απλή έκφραση...»


«Η περίφημη έ-κφραση “δεν έχω κάνει ποτέ
σεξ σε αυτοκίνητο”. Ναι, πολύ εύκολα το
ξεφούρνίζει κανείς».

Τι πρόβλημα έχει;

«Κρίστιαν, δε σκεφτόμουν. Για όνομα του


Θεού, μόλις. .. Εμμμ... Μου έκανες αυτό
το πράγμα μέσα σ’ ένα ασανσέρ γεμάτο
κόσμο. Έχω ξεμυαλιστεί!»

Ανασηκώνει τα φρύδια του. «Τι σου


έκανα;» με προκαλεί.

Τον κοιτάζω κατσουφιάζοντας. Θέλει να το


πω.

«Με... Άναψες για τα καλά. Τώρα πήγαινέ


με σπίτι και πήδηξέ με».
Το στόμα του ανοίγει διάπλατα, μετά γελάει
έκπληκτος. Τώρα φαίνεται νέος και
ανέμελος. Ω, το άκουσμα του γέλιου του.
Μου αρέσει επειδή είναι τόσο σπάνιο.

«Είστε γεννημένη ρομαντική, δεσποινίς


Στιλ!» Με παίρνει από το χέρι και
βγαίνουμε από το κτίριο προχωρώντας προς
τον παρκαδόρο, ο οποίος στέκεται δίπλα
στο Saab μου.

«ΩΣΤΕ ΘΕΣ ΣΕΞ ΣΕ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ;»


μουρμουρίζει ο Κρίστιαν βάζοντας μπρος
το αμάξι.

«Για να είμαι ειλικρινής, θα ήμουν


ικανοποιημένη και με το πάτωμα του
λόμπι».
«Πίστεψέ με, Άνα, το ίδιο κι εγώ. Αλλά δε
μ’ αρέσει να με συλλαμβάνουν τέτοια ώρα
και δεν ήθελα να σε γαμήσω μέσα σε μια
τουαλέτα. Όχι σήμερα τέλος πάντων».

Τι ; «Εννοείς πως υπήρχε τέτοια


δυνατότητα;»

«Ω, ναι...»

«Πάμε πίσω!»

Γυρίζει να με κοιτάξει και γελάει. Το γέλιο


του είναι κολλητικό* σύντομα γελάμε και
οι δύο με ένα υπέροχο, εξαγνιστικό,
ασυγκράτητο γέλιο. Απλώνει το χέρι του
και το ακουμπάει στο γόνατό μου,
χαϊδεύοντάς το απαλά με τα επιδέξια
δάχτυλά του. Σταματάω να γελάω.
«Υπομονή, Αναστάζία...» λέει
μουρμουριστά και μπαίνει στην
κυκλοφορία του Σιάτλ.

ΠΑΡΚΑΡΕΙ TO SAAB στο γκαράζ του


Εσκάλα και σβήνει τη μηχανή. Ξαφνικά,
μέσα στα όρια του αυτοκινήτου, η
ατμόσφαιρα ανάμεσά μας αλλάζει. Tqv
κοιτάζω με ακόλαστη προσμονή,
προσπαθώντας να συγκρατήσω την καρδιά
μου, που σφυροκοπάει. Έχει στραφεί προς
το μέρος μου, γερμένος επάνω στην πόρτα,
με τον αγκώνα του ακουμπισμένο στο
τιμόνι.

Τραβάει το κάτω χείλος του με τον


αντίχειρα και τον δείκτη του. Το στόμα του
με κάνει να ξεχνάω τα πάντα. Το θέλω
επάνω μου. Με παρακολουθεί εξεταστικά,
με σκοτεινά γκρίζα μάτια. Το στόμα μου
ξεραίνεται. Χαμογελάει με ένα αργό, σέξι
χαμόγελο.

«Θα πηδηχτούμε στο αυτοκίνητο σε χρόνο


και τόπο της δικής μου επιλογής. Αυτήν τη
στιγμή θέλω να σε πάρω σε κάθε διαθέσιμη
επιφάνεια του διαμερίσματός μου».

Είναι σαν να απευθύνεται σε κάποιο σημείο


κάτω από τη μέση μου... Η εσωτερική μου
θεά κάνει τέσσερα αραμπέσκ κι ένα pa de
Basque.

«Ναι...» Χριστέ μου! Ακούγομαι τόσο


λαχανιασμένη, απεγνωσμένη.

Σκύβει ελάχιστα προς τα εμπρός. Κλείνω


τα μάτια περιμένοντας το φιλί του και
σκέφτομαι: επιτέλους. Τίποτα όμως δε
συμβαίνει. Έπειτα από μερικά ατέλειωτα
δευτερόλεπτα ανοίγω τα μάτια και τον
βλέπω να με κοιτάζει. Δεν μπορώ να
μαντέψω τι έχει στο μυαλό του, αλλά πριν
προλάβω να πω το παραμικρό, μου αποσπά
ξανά την προσοχή.

«Αν σε φιλήσω, δε θα φτάσουμε στο


διαμέρισμα. Έλα».

Ουφ! Θα μπορούσε να είναι πιο


εκνευριστικός αυτός ο άνθρωπος; Βγαίνει
από το αυτοκίνητο.

ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΠΑΛΙ ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ,


ενώ το σώμα μου μυρμηγκιάζει από
προσμονή. Ο Κρίστιαν με κρατάει από το
χέρι, περνώντας τον αντίχειρά του ρυθμικά
πάνω από τις αρθρώσεις μου. Κάθε χάδι
έχει απήχηση σε όλο μου το σώμα. Ω, θέλω
τα χέρια του παντού επάνω μου. Αρκετά με
έχει βασανίσει.

«Τι απέγινε η άμεση ικανοποίηση;»


μουρμουρίζω καθώς περιμένουμε.

«Δεν είναι κατάλληλη για κάθε περίσταση,


Αναστάζια».

«Από πότε;»

«Από απόψε».

«Γιατί με βασανίζεις έτσι;»

«Μία σας και μία μου, δεσποινίς Στιλ».

«Πώς σε βασανίζω εγώ;»

«Νομίζω ότι ξέρεις».


Σηκώνω τα μάτια επάνω του, και η
έκφρασή του είναι ανερμήνευτη. Θέλει την
απάντησή μου... Αυτό είναι.

«Είμαι κι εγώ οπαδός της καθυστερημένης


ικανοποίησης...» ψιθυρίζω, χαμογελώντας
συνεσταλμένα.

Με τραβάει αναπάντεχα από το χέρι και


ξαφνικά είμαι στην αγκαλιά του. Αρπάζει
τα μαλλιά στον αυχένα μου τραβώντας
ελαφρά, έτσι που το κεφάλι μου γέρνει προς
τα πίσω.

«Τι να κάνω για να πεις ναι;» ρωτάει με


ζέση, βγάζοντάς με πάλι εκτός ισορροπίας.

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, ατενίζοντας το


όμορφο, σοβαρό, απελπισμένο πρόσωπό
του. «Δώσ’ μου λίγο χρόνο. Σε
παρακαλώ...» ψελλίζω.

Βογκάει και τελικά με φιλάει,


παρατεταμένα και δυνατά. Μετά
βρισκόμαστε μέσα στο ασανσέρ και
είμαστε όλο χέρια και στόματα και γλώσσες
και χείλη και δάχτυλα και μαλλιά. Ο πόθος,
έντονος και ορμητικός, κυλάει στο αίμα μου
και μου θολώνει τη λογική. Με σπρώχνει
επάνω στον τοίχο, καθηλώνοντάς με με
τους γοφούς του, έχοντας το ένα του χέρι
στα μαλλιά, to άλλο στο πιγούνι μου,
κρατώντας με ακίνητη.

«Σου ανήκω...» μουρμουρίζει. «Η μοίρα


μου είναι στα χέρια σου, Άνα»,

Τα λόγια του είναι μεθυστικά, και μέσα στο


ξάναμμά μου θέλω να του σκίσω τα ρούχα.
Τραβάω το σακάκι για να του το βγάλω,
κι όταν το ασανσέρ φτάνει στο διαμέρισμα,
βγαίνουμε σκοντάφτοντας στον
προθάλαμο.

Ο Κρίστιαν με ακινητοποιεί στον τοίχο


δίπλα στο ασανσέρ. Το σακάκι του πέφτει
στο πάτωμα, ενώ το χέρι του ταξιδεύει
ψηλά στο πόδι μου, χωρίς τα χείλη του να
αφήνουν τα δικά μου. Μου σηκώνει το
φουστάνι.

«Πρώτη επιφάνεια εδώ...» γρυλίζει και


ξαφνικά με σηκώνει. «Τύλιξε τα πόδια σου
γύρω μου».

Κάνω αυτό που μου λέει. Γυρίζει και με


ξαπλώνει επάνω στο τραπέζι του
προθάλαμου, έτσι που στέκεται ανάμεσα
στα πόδια μου. Συνειδητοποιώ ότι το
συνηθισμένο βάζο με τα λουλούδια λείπει.
Μπα; Χώνοντας το χέρι στην τσέπη του τζιν
του, βγάζει ένα προφυλακτικό και μου το
δίνει, ενώ ξεκουμπώνει το παντελόνι του.

«Ξέρεις πόσο με διεγείρεις;»

«Τι;» λαχανιάζω. «Όχι... Δεν...»

«Κι όμως το κάνεις...» λέει σιγανά.


«Συνεχώς».

Αρπάζει τη συσκευασία από το χέρι μου.


Όλα γίνονται πολύ γρήγορα, αλλά έπειτα
από τα βασανιστήριά του τον θέλω πολύ
αυτήν τη στιγμή. Με κοιτάζει καθώς φοράει
το προφυλακτικό, ύστερα βάζει τα χέρια
του κάτω από τους γοφούς μου, ανοίγοντας
περισσότερο τα πόδια μου.
Παίρνοντας θέση, κάνει μια παύση. «Κράτα
τα μάτια σου ανοιχτά. Θέλω να σε βλέπω...»
ψιθυρίζει, και γραπώνοντας και τα δυο μου
χέρια με τα δικά του, βυθίζεται αργά μέσα
μου.

Προσπαθώ, πραγματικά προσπαθώ, αλλά


το αίσθημα είναι τόσο εξαίσιο. Αυτό που
περίμενα έπειτα από τόσα βασανιστήρια. Ω,
η πληρότητα, αυτή η αίσθηση... Βογκάω και
ανασηκώνω την πλάτη μου από το τραπέζι.

« Άνοιξε! » μουγκρίζει, σφίγγοντας τα χέρια


μου με τα δικά του και σπρώχνοντας
δυνατά, κάνοντάς με να φωνάξω.

Ανοίγω τα μάτια και με καρφώνει με τα


δικά του. Τραβιέται αργά, ύστερα βυθίζεται
ξανά μέσα μου, ενώ το στόμα του
χαλαρώνει και μετά σχηματίζει ένα Αχ...
Αλλά δε λέει τίποτα. Βλέποντας τη
διέγερσή του, την αντίδρασή του απέναντί
μου, μέσα μου φλογίζομαι, το αίμα τρέχει
καυτό στις φλέβες μου. Τα γκρίζα μάτια
του καίνε τα δικά μου. Βρίσκει τον ρυθμό
του, και το απολαμβάνω, το χαίρομαι να τον
παρακολουθώ, να παρακολουθώ τον εαυτό
μου -το πάθος, την αγάπη τουκαθώς
τελειώνουμε μαζί.

Εκρήγνυμαι γύρω του ηχηρά, κι εκείνος με


ακολουθεί.

«Ναι, Άνα!» αναφωνεί.

Σωριάζεται πάνω μου, αφήνοντας τα χέρια


μου και ακουμπώντας το κεφάλι του στο
στήθος μου. Τα πόδια μου είναι ακόμα
τυλιγμένα γύρω του, και κάτω από τα
υπομονετικά, μητρικά μάτια της Παναγίας
στους πίνακες αγκαλιάζω το κεφάλι του και
αγωνίζομαι να ξαναβρώ την ανάσα μου.

Σηκώνει το κεφάλι του για να με κοιτάξει.


«Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου...» λέει
ψιθυριστά και σκύβει να με φιλήσει.

ΕΙΜΑΙ ΓΥΜΝΗ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ του


Κρίστιαν, ξαπλωμένη επάνω στο στήθος
του, κοντανασαίνοντας. Να πάρει μειώνεται
ποτέ η ενέργειά του; Ο Κρίστιαν
ανεβοκατεβάζει τα δάχτυλά του στην πλάτη
μου.

«Ικανοποιημένη, δεσποινίς Στιλ;»

Συγκατανεύω μουρμουριστά. Δε μου έχει


απομείνει ενέργεια για κουβέντα. Σηκώνω
το κεφάλι και στρέφω τα θολά μάτια μου
προς το μέρος του, απολαμβάνοντας το
ζεστό, τρυφερό βλέμμα του. Γέρνω αργά
το κεφάλι προς τα κάτω, έτσι ώστε να
καταλάβει πως θα τον φιλήσω στο στήθος.

Τσιτώνεται στιγμιαία, και δίνω ένα απαλό


φιλί στις τρίχες του στήθους του,
ανασαίνοντας τη μοναδική μυρωδιά του,
ανακατεμένη με ιδρώτα και σεξ. Είναι
μεθυ^στικό. Κυλάει στο πλευρό του, έτσι
που βρίσκομαι ξαπλωμένη δίπλα του, και με
κοιτάζει.

«Έτσι είναι το σεξ για όλους; Μου κάνει


εντύπωση που ο κόσμος βγαίνει έξω...»
μουρμουρίζω, νιώθοντας ξαφνικά
συνεσταλμένη.
Χαμογελάει. «Δεν μπορώ να μιλήσω για
όλο τον κόσμο, αλλά μαζί σου είναι πολύ
ξεχωριστό, Αναστάζια». Σκύβει και με
φιλάει.

«Επειδή είστε πολύ ξεχωριστός, κύριε


Γκρέυ!» λέω χαμογελώντας και
χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του αμήχανα.


«Είναι αργά. Κοιμήσου» αποκρίνεται. Με
φιλάει, μετά ξαπλώνει και με τραβάει
επάνω του, ώστε η πλάτη μου να ακουμπάει
στο στήθος του.

«Δε σ’ αρέσουν οι φιλοφρονήσεις...»

«Κοιμήσου, Αναστάζια».
Μα είναι πολύ ξεχωριστός. Θεέ μου! Γιατί
δεν το καταλαβαίνει;

«Μ’ άρεσε το σπίτι...» τραυλίζω.

Για λίγο δε λέει τίποτε, αλλά νιώθω το


χαμόγελό του.

«Σ’ αγαπάω. Κοιμήσου».

Χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου, και


βυθίζομαι στον ύπνο, ασφαλής στην
αγκαλιά του. Ονειρεύομαι ηλιοβασιλέματα
και μεγάλες τζαμόπορτες και φαρδιές
σκάλες... Κι ένα μικρό αγοράκι με
χαλκόχρωμα μαλλιά να τρέχει στο λιβάδι,
γελώντας και χαχανίζοντας ενώ το
κυνηγάω.
«Μωρό μου, πρέπει να φύγω...» Ο Κρίστιαν
με φιλάει ακριβώς κάτω από το αυτί.

Ανοίγω τα μάτια· είναι πρωί. Γυρίζω να τον


κοιτάξω, αλλά είναι όρθιος και ντυμένος
και ακμαίος και υπέροχος και σκύβει από
πάνω μου.

«Τι ώρα είναι;» Οχ, όχι... Δε θέλω να


αργήσω.

«Μην πανικοβάλλεσαι. Έχω μια πρωινή


σύσκεψη». Τρίβει τη μύτη του επάνω στη
δική μου.

«Ωραία μυρίζεις...» ψελλίζω και


τεντώνομαι από κάτω του, Τα μέλη μου
είναι πιασμένα και τρίζουν μετά τα χτεσινά
μας κατορθώματα. Τυλίγω τα χέρια γύρω
από τον λαιμό του. «Μη φύγεις...»
Γέρνει το κεφάλι στο πλάι και ανασηκώνει
τα φρύδια του. «Δεσποινίς Στιλ
προσπαθείτε να κρατήσετε έναν άντρα
μακριά από μια μέρα έντιμης δουλειάς;»

Του γνέφω σιωπηλά και χαμογελάει ξανά


με το καινούριο συνεσταλμένο χαμόγελό
του.

«Όσο δελεαστική κι αν είσαι, πρέπει να


φύγω». Με φιλάει και σηκώνεται. Φοράει
ένα πραγματικά κομψό σκούρο μπλε
κοστούμι, άσπρο πουκάμισο και μπλε
γραβάτα και θυμίζει διευθύνοντα σύμβουλο
από την κορφή ως τα νύχια. Ο σέξι
διευθύνων σύμβουλος... «Τα λέμε, μωρό
μου...» προσθέτει μουρμουριστά και
εξαφανίζεται.
Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι, βλέπω πως
είναι ήδη εφτά το ξυπνητήρι πρέπει να
χτύπησε και να μην το άκουσα. Ώρα να
σηκωθώ.

ΣΤΟ ΝΤΟΥΣ ΜΟΤ ΕΡΧΕΤΑΙ


ΕΜΠΝΕΥΣΗ. Σκέφτηκα άλλο ένα δώρο
γενεθλίων για τον Κρίστιαν. Είναι δύσκολο
να αγοράσεις κάτι για τον άνθρωπο που έχει
τα πάντα. Του έχω δώσει ήδη το βασικό μου
δώρο κι έχω ακόμα το άλλο αντικείμενο που
αγόρασα από το μαγαζί με τα τουριστικά
είδη, αλλά αυτό εδώ είναι ένα δώρο που
ουσιαστικά θα είναι για μένα. Κλείνω το
ντους, συγχαίροντας τον εαυτό μου με
ανυπομονησία. Πρέπει απλώς να το
ετοιμάσω.
Μέσα στην ντουλάπα-δωμάτιο φοράω ένα
στενό πορφυρό φόρεμα με τετράγωνο
ντεκολτέ, αρκετά χαμηλό. Ναι. Είναι ό,τι
πρέπει για τη δουλειά.

Τώρα, για το δώρο του Κρίστιαν. Αρχίζω να


σκαλίζω τα συρτάρια του, ψάχνοντας για
τις γραβάτες του. Στο κάτω συρτάρι βρίσκω
εκείνο το ξεθωριασμένο, σκισμένο τζιν,
αυτό που φοράει στην αίθουσα ψυχαγωγίας
αυτό που τον κάνει να φαίνεται τόσο σέξι.
Το χαϊδεύω απαλά, χρησιμοποιώντας όλο
τα χέρι μου. Ποπό το ύφασμα είναι τόσο
μαλακό...

Κάτω από αυτό βρίσκω ένα μεγάλο μαύρο


επίπεδο χαρτόκουτο. Μου κεντρίζει αμέσως
την περιέργεια. Τι έχει εδώ μέσα; Το
κοιτάζω, νιώθοντας πάλι σαν να καταπατώ
ιδιωτικό χώρο. Το βγάζω έξω και το
κουνάω.. Είναι βαρύ σαν να περιέχει χαρτιά
ή χειρόγραφα. Δεν μπορώ να αντισταθώ και
ανοίγω το καπάκι... Και το ξανακλείνω
βιαστικά. Γαμώτο μου φωτογραφίες από το
Κόκκινο Δωμάτιο. Το σοκ με κάνει να
καθίσω ανακούρκουδα, προσπαθώντας να
σβήσω την εικόνα από τον εγκέφαλό μου.
Γιατί άνοιξα το κουτί; Γιατί τις κράτησε;

Ανατριχιάζω. Το υποσυνείδητό μου με


αγριοκοιτάζει - αυτά ήταν πριν από σένα.
Ξέχασέ τες.

Έχει δίκιο. Όταν σηκώνομαι, παρατηρώ


πως οι γραβάτες του κρέμονται στην άκρη
της βέργας για τα ρούχα. Βρίσκω την
αγαπημένη μου και βγαίνω βιαστικά.

Οι φωτογραφίες αυτές είναι ΠΑ Προ


Αναστάζία. Το υποσυνείδητό μου γνέφει
επιδοκιμαστικά, αλλά η καρδιά μου είναι
πιο βαριά όπως κατευθύνομαι προς το
κυρίως δωμάτιο για πρωινό. Η κυρία
Τζόουνς μού χαμογελάει ζεστά και ύστερα
σκυθρωπιάζει.

«Όλα εντάξει, Άνα;» ρωτάει ευγενικά.

«Ναι...» τραυλίζω αφηρημένα. «Μήπως


έχετε κλειδί για την... Εεε... Αίθουσα
ψυχαγωγίας;»

Κάνει μια στιγμιαία παύση, κατάπληκτη.


«Ναι, φυσικά...» Βγάζει μια μικρή αρμαθιά
κλειδιά από τη ζώνη

της. «Τι θες για πρωινό, καλή μου;» ρωτάει


δίνοντάς μου τα κλειδιά.

«Μόνο γκρανόλα... Δε θ’ αργήσω».


Τώρα αισθάνομαι πιο αμφίθυμη για τούτο
το δώρο, αλλά μόνο αφότου ανακάλυψα
εκείνες τις φωτογραφίες. Τίποτα δεν άλλαξε!
μου γαβγίζει ξανά το υποσυνείδητό μου,
αγριοκοιτάζοντάς με πάνω από τα
πεταλουδέ, σε σχήμα ημισέληνου, γυαλιά
του. Εκείνη η μοναδική φωτογραφία που
είδες ήταν καυτή, μπαίνει στη μέση η
εσωτερική μου θεά, και της κατεβάζω
νοερά τα μούτρα. Ναι, ήταν παραήταν για
τα δικά μου μέτρα.

Τι άλλο έχει κρύψει; Ψαχουλεύω βιαστικά


μέσα στη μουσειακή σιφονιέρα, παίρνω ό,τι
χρειάζομαι και κλειδώνω την πόρτα της
αίθουσας ψυχαγωγίας πίσω μου. Δε θα ήταν
ό,τι καλύτερο αν το ανακάλυπτε αυτό ο
Χοσέ!
Δίνω και πάλι τα κλειδιά στην κυρία
Τζόουνς και κάθομαι να καταβροχθίσω το
πρωινό μου, νιώθοντας παράξενα που ο
Κρίστιαν δεν είναι εδώ. Η εικόνα της
φωτογραφίας χορεύει απρόσκλητη στο
μυαλό μου. Αναρωτιέμαι ποια να ήταν. Η
Λέιλα ίσως;

ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ,


σκέφτομαι αν πρέπει να πω στον Κρίστιαν
ότι βρήκα τις φωτογραφίες του. ΌχιΙ
τσιρίζει το υποσυνείδητό μου, φορώντας το
πρόσωπο της «Κραυγής» του Έντβαρντ
Μουνκ. Αποφασίζω πως μάλλον έχει δίκιο.

ΜΟΛΙΣ ΚΑΘΟΜΑΙ στο γραφείο μου, ηχεί


το BlackBerry.
_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Επιφάνειες

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 08:59

Προς: Αναστάζια Στιλ

Υπολογίζω πως υπάρχουν τουλάχιστον 30


επιφάνειες ακόμα.

Προσβλέπω ανυπόμονα σε καθεμιά από


αυτες.

'Υστερα υπάρχουν τα πατώματα, οι τοίχοι


και να μην ξεχάσουμε το μπαλκόνι.

Μετά είναι και το γραφείο μου...

Μου λείπεις, χ
Christian Grey

Πριαπικός CEO, Grey Enterprises Hold-


ings, Inc.

To μήνυμά του με κάνει να χαμογελάσω,


κι όλες οι προηγούμενες επιφυλάξεις μου
εξατμίζονται. Εμένα θέλει τώρα, και οι
αναμνήσεις από τις χτεσινοβραδινές
σεξοτρέλες μας γεμίζουν το μυαλό μου...
Το ασανσέρ, ο προθάλαμος, το κρεβάτι. Το
«πριαπικός» είναι σωστό. Αναρωτιέμαι
νωθρά ποιο είναι το θηλυκό αντίστοιχο.

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Ρομάντζο;
Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 09:03 Προς:
Κρίστιαν Γκρέυ

Κύριε Γκρέυ,

Είστε κολλημένος.

Μου λείπατε στο πρωινό.

Αλλά η κυρία Τζόουνς ήταν πολύ


εξυπηρετική.

Αχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Εξημμένη περιέργεια

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 09:07


Προς: Αναστάζια Στιλ

Σε τι πράγμα ήταν εξυπηρετική η κυρία


Τζόουνε;

Τι σκαρώνετε, δεσποινίς Στιλ;

Christian Grey

Περίεργος CEO, Grey Enterprises Hold-


ings, Inc.

Πώς το ξέρει;

_____________________________________

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Δάχτυλο στα χείλη


Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 09:10

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Περίμενε και θα δεις είναι έκπληξη. Πρέπει


να δουλέψω... Άσε με ήσυχη. Σ’ αγαπάω.

Αχ

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Εκνευρισμένος

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 09:12

Προς: Αναστάζια Στιλ

Το σιχαίνομαι όταν μου κρύβειε πράγματα.


Christian Grey

CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.

Κοιτάζω τη μικρή οθόνη του BlackBerry.


H σφοδρότητα που υποκρύπτει αυτό το
μήνυμα με αιφνιδιάζει. Γιατί αισθάνεται
έτσι; Δεν είναι δα κι ότι κρύβω ερωτικές
φωτογραφίες των πρώην μου.

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Σε κακομαθαίνω

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 09:14

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ


Είναι για τα γενέθλιά σου.

Άλλη μία έκπληξη.

Μην εκνευρίζεσαι τόσο.

Αχ

Δεν απαντάει αμέσως, και με φωνάζουν για


σύσκεψη. Δε μου μένει χρόνος να το
σκεφτώ πολύ.

ΟΤΑΝ ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΖΩ TO
BLACKBERRY, συνειδητοποιώ με τρόμο
πως είναι τέσσερις το απόγευμα. Πού πήγε
η μέρα; Ακόμα κανένα μήνυμα από τον
Κρίστιαν. Αποφασίζω να του στείλω εγώ
ένα.
_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Γεια

Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2011, 16:03

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Δε μου μιλά5;

Μην ξεχάσεις ότι θα πάω για ποτό με τον


Χοσέ κι ότι θα μείνει μαζί μας απόψε.

Σε παρακαλώ, ξανασκέψου αν θέλεις να


έρθεις μαζί μας.

Αχ
Δεν απαντάει, και νιώθω μια ανατριχίλα
ανησυχίας. Ελπίζω να είναι εντάξει.
Παίρνω στο κινητό του και βγαίνει ο
τηλεφωνητής. Το ηχογραφημένο μήνυμα
λέει απλώς «Γκρέυ, αφήστε μήνυμα» με τον
πιο κοφτό τόνο του.

«Γεια... Εμμμ... Εγώ είμαι. Η Άνα. Είσαι


εντάξει; Πάρε με...» τραυλίζω. Ποτέ δε
χρειάστηκε να του αφήσω μήνυμα.
Κοκκινίζω και το κλείνω. Φυσικά και θα
καταλάβει πως είσαι εσύ, ηλίθια! Το
υποσυνείδητό μου υψώνει το βλέμμα στον
ουρανό. Μπαίνω στον πειρασμό να πάρω
την προσωπική του βοηθό, την Άντρια,
αλλά αποφασίζω πως αυτό παραπάει.
Συνεχίζω απρόθυμα τη δουλειά μου.

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΜΟΥ ΧΤΥΠΑΕΙ


απρόσμενα·, και η καρδιά μου αναπηδάει.
Ο Κρίστιαν! Αλλά όχι είναι η Κέιτ, η
καλύτερή μου φίλη. Επιτέλους!

« Άνα! » φωνάζει από κει όπου βρίσκεται.

«Κέιτ! Γύρισες; Μου έλειψες...»

«Και μένα. Έχω τόσα να σου πω... Είμαστε


στο Σι Τακ εγώ και ο καλός μου!»
Χαχανίζει με τρόπο που δε θυμίζει καθόλου
Κέιτ.

«Θαυμάσια! Έχω κι εγώ πολλά να σου πω».

«Θα σε δω στο σπίτι;»

«Θα πάω για ποτό με τον Χοσέ. Έλα να μας


βρεις». «Είναι εδώ ο Χοσέ; Βέβαια! Στείλε
μου τη διεύθυνση με SMS».

« Εντάξει! » Λάμπω από χαρά.


«Τα πας καλά, Άνα;»

«Ναι, μια χαρά».

«Ακόμα με τον Κρίστιαν;»

«Ναι».

«Ωραία. Τα λέμε».

Οχ, όχι κι αυτή... Η επιρροή του Έλλιοτ δε


γνωρίζει σύνορα.

«Ναι, τα λέμε, μωρό μου». Χαμογελάω, και


το κλείνει. Ποπό! Η Κέιτ γύρισε. Πώς θα
της πω όλα όσα έγιναν; Θα πρέπει να τα
γράψω για να μην ξεχάσω τίποτα.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΩΡΑ χτυπάει το
τηλέφωνο του γραφείου μου ο Κρίστιαν!
Όχι. Είναι η Κλαιρ.

«Πρέπει να δεις τον τύπο που σε ζητάει


στη ρεσεψιόν. Πώς και ξέρεις όλους αυτούς
τους σέξι τύπους, Άνα;»

Κατά πάσα πιθανότητα έχει έρθει ο Χοσέ.


Κοιτάζω το ρολόι είναι έξι παρά τέταρτο, κι
ένα μικρό ρίγος έξαψης με διαπερνάει. Έχω
καιρό να τον δω.

«Άνα, ποπό! Είσαι υπέροχη. Μεγάλωσες!»


μου λέει χαμογελώντας.

Τι; Απλώς επειδή φοράω ένα κομψό


φόρεμα; Χριστέ μου!
Με αγκαλιάζει σφιχτά. «Ψήλωσες
κιόλας...» μουρμουρίζει απορημένος.

«Τα παπούτσια είναι, Χοσέ. Κι εσύ δεν


είσαι κακός...»

Φοράει τζιν, ένα μαύρο μπλουζάκι κι ένα


ασπρόμαυρο καρό φανελένιο πουκάμισο.

«Θα πάρω τα πράγματά μου και φεύγουμε».

«Ωραία. Περιμένω εδώ».

ΠΑΙΡΝΩ ΔΥΟ ROLLING ROCKS από το


γεμάτο κόσμο μπαρ και κατευθύνομαι προς
το τραπέζι όπου κάθεται ο Χοσέ.

«Βρήκες εύκολα το σπίτι του Κρίστιαν;»


«Ναι. Δεν μπήκα μέσα. Απλώς παρέδωσα
τις φωτογραφίες στο ασανσέρ υπηρεσίας.
Τις πήρε κάποιος Τέυλορ. Φαίνεται φοβερό
σπίτι».

«Είναι. Πού να δεις το εσωτερικό...»

«Ανυπομονώ. Salud, Άνα. Το Σιάτλ σού


πάει».

Κοκκινίζω καθώς τσουγκρίζουμε τα


μπουκάλια μας. Ο Κρίστιαν είναι που μου
πάει.

«Salud. Πες μου για την έκθεσή σου και


πώς πήγε».

Λάμπει ολόκληρος και αρχίζει να μου


διηγείται. Πούλησε όλες του τις
φωτογραφίες εκτός από τρεις, πράγμα που
θα του επιτρέψει να ξεπληρώσει τα
φοιτητικά του δάνεια και να του μείνει και
κάτι.

«Και μου ανέθεσαν να κάνω μερικά τοπία


για το Τουριστικό Επιμελητήριο του
Πόρτλαντ! Καλό, ε;» λέει περήφανα
κλείνοντας.

«Χοσέ, είναι υπέροχο! Δε θα μπει όμως


εμπόδιο στις σπουδές σου αυτό;» Τον
κοιτάζω κατσουφιασμένη.

«Μπα... Τώρα που φύγατε εσείς, συν τρεις


άλλοι φίλοι με τους οποίους έβγαινα, έχω
περισσότερο χρόνο».

«Δεν έχεις κανένα καυτό μωρό να σε


κρατάει απασχολημένο; Την τελευταία
φορά που σε είδα, είχες μισή ντουζίνα
γυναίκες που κρέμονταν από τα χείλη
σου...» Του ανασηκώνω το φρύδι.

«Μπα, Άνα... Καμία τους δεν είναι αρκετά


γυναίκα για μένα». Κάνει τον παλικαρά.

«Ναι, βέβαια. Χοσέ Ροδρίγες ο


γυναικοκατακτητής!» αποκρίνομαι
χαχανίζοντας.

«Κοίτα...Έχω κι εγώ τις στιγμές μου, Στιλ».


Φαίνεται αόριστα πικραμένος, και
μετανιώνω.

«Φυσικά και τις έχεις...» του λέω


κατευναστικά.

«Λοιπόν, τι κάνει ο Γκρέυ;» ρωτάει, και ο


τόνος του αλλάζει, γίνεται πιο ψυχρός.
«Καλά είναι. Καλά είμαστε...» απαντάω
σιγανά.

«Είναι σοβαρό;»

«Ναι. Σοβαρό».

«Δεν είναι πολύ γέρος για σένα;»

«Ω Χοσέ... Ξέρεις τι λέει η μαμά μου


γεννήθηκα γριά».

Το στόμα του Χοσέ συσπάται με ένα ίχνος


σαρκασμού. «Πώς είναι η μαμά σου;»

Κι έτσι, βγαίνουμε από την επικίνδυνη


ζώνη.

«Άνα!»
Στρέφομαι και βλέπω την Κέιτ με τονΤθαν.
Είναι πανέμορφη: ξεθωριασμένα
πυρρόξανθα μαλλιά, χρυσαφένιο μαύρισμα
και πλατό άσπρο χαμόγελο και τόσο
καλλίγραμμη μέσα στο άσπρο φανελάκι και
το στενό άσπρο τζιν της. Όλα τα μάτια
στραμμένα στην Κέιτ. Πετάγομαι από την
καρέκλα μου για να την αγκαλιάσω. Ω,
πόσο μου έλειψε αυτή η γυναίκα!

Με σπρώχνει μακριά της και με κρατάει


σε απόσταση, εξετάζοντάς με προσεκτικά.
Κοκκινίζω κάτω από το έντονο βλέμμα της.

«Έχασες βάρος... Πολύ βάρος. Και


φαίνεσαι διαφορετική. Μεγάλη... Τι
συμβαίνει;» λέει με υπερπροστατευτικό
τρόπο. «Μ’ αρέσει το φουστάνι σου. Σου
πάει».
«Έγιναν πολλά από τότε που έφυγες. Θα σ’
τα πω αργότερα, όταν θα μείνουμε μόνες
μας». Δεν είμαι έτοιμη για την Ιερά
Εξέταση της Κάθριν Κάβανο.

Με κοιτάζει με φιλύποπτο ύφος. «Είσαι


εντάξει;» ρωτάει μαλακά.

« Ναι! » Χαμογελάω, αν και θα ήμουν


καλύτερα αν ήξερα πού βρίσκεται ο
Κρίστιαν.

«Ωραία».

«Γεια σου, Ίθαν!» Του χαρίζω ένα


χαμόγελο και με αγκαλιάζει στα πεταχτά.

«Γεια σου, Άνα...» μου ψιθυρίζει στο αυτί.

Ο Χοσέ τον κοιτάζει κατσουφιασμένος.


«Πώς ήταν το γεύμα με τη Μία;» ρωτάω τον
Ίθαν.

«Ενδιαφέρον...» απαντάει αινιγματικά.

Μπα;

«Ίθαν, γνωρίζεις τον Χοσέ;»

«Έχουμε συναντηθεί μία φορά...»


μουρμουρίζει ο Χοσέ ζυγίζοντας τον Ίθαν
καθώς σφίγγουν τα χέρια.

«Ναι. Στο σπίτι της Κέιτ στο Βανκούβερ»


λέει ο Ίθαν χαμογελώντας ευγενικά στον
Χοσέ. «Μπράβο ποιος θέλει ποτό;»

ΠΗΓΑΙΝΩ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ. Όσο είμαι


εκεί, στέλνω στον Κρίστιαν ένα SMS για
να του πω πού είμαστε* ίσως έρθει να μας
βρει. Δεν υπάρχουν αναπάντητες κλήσεις
από κείνον ούτε ηλεκτρονικά μηνύματα.
Καθόλου συνηθισμένο από μέρους του.

«Τι τρέχει, Άνα;» ρωτάει ο Χοσέ όταν


επιστρέφω στο τραπέζι.

«Δεν μπορώ να βρω τον Κρίστιαν... Ελπίζω


να είναι εντάξει».

«Μια χαρά θα είναι. Θες άλλη μία μπίρα;»

«Ναι, αμέ!»

Η Κέιτ σκύβει εμπρός. «Ο Ίθαν λέει πως


μια τρελή πρώην φιλενάδα ήταν στο
διαμέρισμά μας με ένα όπλο...»
«Εεε... Ναι». Ανασηκώνω απολογητικά
τους ώμους. Θεέ μου πρέπει να το κάνουμε
τώρα αυτό;

«Άνα, τι διάολο συμβαίνει;» Η Κέιτ


σταματάει απότομα και πιάνει το τηλέφωνό
της. «Γεια σου, μωρό μου!» λέει όταν
απαντάει. Μωρό μου! Κατσουφιάζει και με
κοιτάζει. «Βέβαια...» προσθέτει και
στρέφεται προς το μέρος μου. «Είναι ο
Έλλιοτ... Θέλει να σου μιλήσει».

«Άνα ...» Η φωνή του Έλλιοτ είναι κοφτή,


σιγανή, και το κρανίο μου μυρμηγκιάζει
από κάτι αόριστα ζοφερό. «Τι συμβαίνει;»

«Ο Κρίστιαν... Δε γύρισε από το


Πόρτλαντ».

«Τι; Τι εννοείς;»
«Το ελικόπτερό του αγνοείται...»

«Το... Το Τσάρλι Τάνγκο;» ψελλίζω καθώς


η ανάσα εγκαταλείπει το σώμα μου. « Όχι!
»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ

ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ υπνωτισμένη.


Χορεύουν και λικνίζονται φανταχτερές,
φωτεινές πορτοκαλιές με γαλάζιες άκρες,
στο τζάκι του διαμερίσματος του Κρίστιαν.
Και παρά τη ζεστασιά που στέλνει ή φωτιά
και την κουβέρτα που είναι τυλιγμένη γύρω
από τους ώμους μου, κρυώνω. Κρυώνω έως
το μεδούλι.

Αντιλαμβάνομαι πνιχτές φωνές, πολλές


πνιχτές φωνές. Αλλά ακούγονται ιτο βάθος,
σαν μακρινό βουητό. Δεν ξεχωρίζω τα
λόγια. Το μόνο που ακούω, το μοναδικό
στο οποίο μπορώ να επικεντρωθώ, είναι το
σιγανό τσιτσίρισμα της φωτιάς,

Οι σκέψεις μου τρέχουν στο σπίτι που


είδαμε χτες και στα τεράστια τζάκια —
πραγματικά τζάκια για να καις ξύλα. Θα
μου άρεσε να κάνω έρωτα με τον Κρίστιαν
μπροστά σε αληθινή φωτιά. Θα μου άρεσε
να κάνω έρωτα με τον Κρίστιαν μπροστά
σ’ αυτήν τη φωτιά. Ναι, ωραία θα ήταν.
Αναμφίβολα κάτι θα σκαρφιζόταν για να
χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη, όπως όλες
τις φορές που κάναμε έρωτα. Ακόμα και
τις φορές που απλώς πηδιόμασταν,
στραβομουτσουνιάζω μέσα μου ειρωνικά.
Ναι, ήταν κι αυτές αξιομνημόνευτες. Πού
είναι;

Οι φλόγες λικνίζονται και τρεμοπαίζουν,


κρατώντας με αιχμάλωτη, μουδιασμένη.
Εστιάζω μόνο στη λαμπερή, καυτερή
ομορφιά τους. Είναι σαγηνευτικές.

Μ' έχεις σαγηνέψει, Άνα. Το είπε την πρώτη


φορά που κοιμήθηκε μαζί μου στο κρεβάτι
μου. Οχ, όχι...

Τυλίγω τα χέρια γύρω μου, και ο κόσμος


ολόγυρα ξεθωριάζει, η πραγματικότητα
εξαερώνεται στη συνείδησή μου. Το
υφέρπον κενό μεγαλώνει κι άλλο. Το
Τσάρλι Τάνγκο αγνοείται.
«Άνα. Ορίστε...» μου λέει μαλακά η κυρία
Τζόουνς, και η φωνή της με ξαναγυρίζει στο
δωμάτιο, στο τώρα, στο άγχος. Μου δίνει
ένα φλιτζάνι τσάι.

Παίρνω με ευγνωμοσύνη το φλιτζάνι και


το πιατάκι. Το κροτάλισμα προδίδει το
τρέμουλο των χεριών μου.

«Ευχαριστώ...» ψελλίζω, με φωνή βραχνή


από τα δάκρυα που δεν έχω χύσει και τον
μεγάλο κόμπο στον λαιμό μου.

Η Μία κάθεται απέναντί μου στον τεράστιο


καναπέ σε σχήμα U, χέρι χέρι με την Γκρέις.
Με κοιτάζουν, με τον πόνο και την αγωνία
να αυλακώνουν τα όμορφα πρόσωπά τους.
Η Γκρέις μοιάζει μεγαλύτερη μια μητέρα
που ανησυχεί για τον γιο της. Τους
ανοιγοκλείνω ανέκφραστα τα βλέφαρα. Δεν
μπορώ να τους προσφέρω κάποιο
καθησυχαστικό χαμόγελο. Ούτε καν ένα
δάκρυ - δεν υπάρχει τίποτα, μόνο σάστισμα
και το συνεχώς αυξανόμενο κενό. Κοιτάζω
τονΈλλιοτ, τον Χοσέ και τον Ίθαν, που
στέκονται γύρω από τον πάγκο του μπαρ με
πρόσωπα σοβαρά, μιλώντας χαμηλόφωνα.
Συζητώντας κάτι με πνιχτή φωνή. Πίσω
τους η κυρία Τζόουνς κρατάει
απασχολημένο τον εαυτό της στην κουζίνα.

Η Κέιτ βρίσκεται στο δωμάτιο της


τηλεόρασης παρακολουθώντας τα τοπικά
νέα. Ακούω το αμυδρό σκούξιμο από τη
μεγάλη πλάσμα τηλεόραση. Δεν αντέχω να
ξαναδω τις ειδήσεις.

ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΓΚΡΕΥ με το


όμορφο πρόσωπό του στην οθόνη.
Μου περνάει νωθρά από το μυαλό πως δεν
είδα ποτέ ξανά τόσο πολύ κόσμο μέσα σ’
αυτό το δωμάτιο, κι όμως εξακολουθούν να
φαίνονται σαν νάνοι μπροστά στο τεράστιο
μέγεθός του. Μικρές νησίδες χαμένων,
αγχωμένων ανθρώπων στο σπίτι του
Πενήντα μου. Πώς θα του φαινόταν η
παρουσία τους εδώ;

Σε κάποιο μέρος του σπιτιού ο Τέυλορ και


ο Κάρρικ μιλούν στις Αρχές, που μας
παρέχουν ενημέρωση με το σταγονόμετρο,
τίποτα όμως δεν έχει νόημα. Το γεγονός
είναι πως αγνοείται. Αγνοείται εδώ και
οχτώ ώρες. Κανένα σημάδι, καμία λέξη από
κείνον. Η έρευνα σταμάτησε ως εκεί ξέρω.
Είναι πολύ σκοτεινά εκεί έξω. Και δεν
ξέρουμε πού βρίσκεται. Θα μπορούσε να
είναι τραυματισμένος, πεινασμένος ή κάτι
ακόμα χειρότερο. Όχι!

Κάνω άλλη μία σιωπηλή προσευχή στον


Θεό. Σε παρακαλώ, χάνε να είναι καλά ο
Κρίστιαν. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά
ο Κρίστιαν. Το επαναλαμβάνω μέσα στο
κεφάλι μου το μάντρα μου, το σωσίβιό μου,
κάτι συγκεκριμένο από το οποίο μπορώ να
πιαστώ μες στην απόγνωσή μου. Αρνούμαι
να σκεφτώ το χειρότερο. Όχι, μην πας εκεί.
Υπάρχει ελπίδα.

Είσαι το σωσίβιό μου... Τα λόγια του


Κρίστιαν επανέρχονται για να με
στοιχειώσουν. Ναι, πάντα υπάρχει ελπίδα.
Δεν πρέπει να απελπίζομαι. Τα λόγιρι του
αντηχούν στο μυαλό μου.
Την ξεπέρασα και τώρα υποστηρίζω
σθεναρά την άμεση ικανοποίηση. Carpe
diem, Άνα...

Γιατί δεν άδραξα τη μέρα;

Το κάνω επειδή βρήκα τελικά κάποιον με


τον οποίο θέλω να περάσω την υπόλοιπη
ζωή μου.

Λικνίζομαι απαλά, κλείνοντας τα μάτια σε


μια σιωπηλή προσευχή. Σε παρακαλώ, κάνε
να μην είναι τόσο σύντομη η υπόλοιπη ζωή
του. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Δεν
προλάβαμε... Χρειαζόμαστε κι άλλο χρόνο.
Κάναμε τόσο πολλά μέσα σε λίγες μόνο
εβδομάδες, φτάσαμε τόσο μακριά. Όλες μας
οι τρυφερές στιγμές: το κραγιόν, όταν μου
έκανε έρωτα πρώτη φορά στο ξενοδοχείο
Ολύμπικ, γονατισμένος μπροστά μου να
μου προσφέρει τον εαυτό του, κι εγώ τελικά
να τον αγγίζω.

Είμαι ακριβώς ο ίδιος, Άνα. Σ’ αγαπάω και


σε χρειάζομαι. Άγγιξέ με. Σε παρακαλώ...

Ω, τον αγαπάω τόσο πολύ. Δε θα είμαι


τίποτα χωρίς αυτόν, τίποτα. Μόνο μια σκιά
όλο το φως θα έχει χαθεί. Όχι, όχι, όχι... Ο
καημένος ο Κρίστιαν μου.

Αυτός είμαι, Άνα. Ολόκληρος... Και είμαι


όλος δικός σου. Τι πρέπει να κάνω για να το
καταλάβεις; Να δεις ότι σε θέλω με όποιον
τρόπο μπορώ να σ’ έχω... Πως σ’ αγαπάω...

Κι εγώ εσένα, Πενήντα Αποχρώσεις μου.

Ανοίγω τα βλέφαρα και κοιτάζω πάλι χωρίς


να βλέπω τη φωτιά, με τις αναμνήσεις από
τις μέρες που περάσαμε μαζί να περνούν
σαν αστραπή από το μυαλό μου: η
παιδιάστικη χαρά του όταν κάναμε
ιστιοπλοΐα και ανεμοπορία· η γλυκιά,
σοφιστικέ και σέξι εμφάνισή του στο μπαλ
μασκέ* ο χορός -ω, ναι, ο χορόςεδώ στο
διαμέρισμα υπό τη μελωδική φωνή του
Σινάτρα, με μας να στροβιλιζόμαστε στο
δωμάτιο η ήσυχη, εναγώνια ελπίδα του χτες
στο σπίτι εκείνη η εκπληκτική θέα.

Θ’ απλώσω τον κόσμο μου στα πόδια σου,


Αναστάζια. Σε θέλω, ψυχή τε και σώματι,
για πάντα...

Ω, σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. Δεν


μπορεί να έχει χαθεί. Είναι το κέντρο του
σύμπαντός μου.
Ένας αθέλητος λυγμός ξεφεύγει από τον
λαιμό μου και σκεπάζω το στόμα με το χέρι
μου. Όχι. Πρέπει να φανώ δυνατή.

Ο Χοσέ βρίσκεται ξαφνικά κοντά μου. Ή


μήπως είναι πολλή ώρα εδώ; Δεν έχω ιδέα.

«Θες να πάρεις τη μαμά σου ή τον μπαμπά


σου;» ρωτάει μαλακά.

Όχι! Γνέφω αρνητικά και σφίγγω το χέρι


του Χοσέ. Δεν μπορώ να μιλήσω. Ξέρω
πως, αν μιλήσω, θα διαλυθώ, αλλά η
ζεστασιά και το απαλό σφίξιμο του χεριού
του δε μου προσφέρουν παρηγοριά.

Ω μαμά... Τα χείλη μου τρέμουν στη σκέψη


της μητέρας μου. Να της τηλεφωνήσω; Όχι.
Δε θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με την
αντίδρασή της. Ίσως τον Ρέυ· εκείνος δεν
είναι ευσυγκίνητος ποτέ δεν είναι
ευσυγκίνητος. Ούτε ακόμα κι όταν χάνουν
οι Μάρινερς.

Η Γκρέις σηκώνεται για να πάει κοντά


στους άντρες, αποσπώντας μου ~ην
προσοχή. Πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο
διάστημα που έμεινε ακίνητη. Η Μία
έρχεται να καθίσει κι αυτή δίπλα μου,
πιάνοντας το άλλο μου χέρι.

«Θα γυρίσει...» μουρμουρίζει, και η φωνή


της είναι αρχικά αποφασιστική, όμως μετά
ραγίζει. Οι κόρες των ματιών της είναι
διεσταλμένες και κόκκινες, το πρόσωπό της
χλωμό και κουρασμένο από την έλλειψη
ύπνου.

Κοιτάζω τον Ίθαν. Παρακολουθεί τη Μία


και τονΈλλιοτ, που έχει αγκαλιάσει την
Γκρέις. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι. Είναι
περασμένες έντεκα, κοντεύουν μεσάνυχτα.
Στον διάολο η ώρα! Όσο περνάει ο χρόνος,
η βασανιστική κενότητα μεγαλώνει,
κατατρώγοντάς με, πνίγοντάς με. Βαθιά
μέσα μου ξέρω πως ετοιμάζω τον εαυτό μου
για το χειρότερο. Κλείνω τα μάτια και κάνω
μια σιωπηλή προσευχή, σφίγγοντας τα
χέρια του Χοσέ και της Μία.

Ανοίγω και πάλι τα μάτια και ξανακοιτάζω


τις φλόγες. Βλέπω το συνεσταλμένο
χαμόγελό του την αγαπημένη απ’ όλες τις
εκφράσεις του, μια φευγαλέα ματιά
στον αληθινό Κρίστιαν, τον αληθινό μου
Κρίστιαν. Είναι τόσο πολλοί άνθρωποι:
μανιακός με τον έλεγχο,
διευθύνων σύμβουλος, ειδικός στην
παρακολούθηση, θεός του σεξ, Κυρίαρχος
και ταυτόχρονα ένα αγοράκι με τα
παιχνίδια του. Χαμογελάω. Το αυτοκίνητό
του, το σκάφος του, το ανεμόπτερό του, το
ελικόπτερο Τσάρλι Τάνγκο...

Το χαμένο μου αγόρι, πραγματικά χαμένο


αυτήν τη στιγμή. Το χαμόγελό μου σβήνει
και με σουβλίζει ο πόνος. Τον θυμάμαι στο
μπάνιο, να σκουπίζει τα σημάδια από το
κραγιόν.

Δεν είμαι τίποτε, Αναστάζια. Είμαι ένας


κούφιος άνθρωπος. Δεν έχω καρδιά...

Ο κόμπος στον λαιμό μου μεγαλώνει. Ω


Κρίστιαν, έχεις, έχεις καρδιά, και είναι δική
μου. Θέλω να τη φυλάω παντοτινά σαν τα
μάτια μου. Παρόλο που είναι τόσο
περίπλοκος και δύσκολος, τον αγαπάω.
Πάντα θα τον αγαπάω. Δε θα υπάρξει ποτέ
άλλος. Ποτέ!

Θυμάμαι να κάθομαι στο Starbucks


ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά του
Κρίστιαν μου. Όλα εκείνα τα κατά, ακόμα
κι αυτές οι φωτογραφίες που βρήκα σήμερα
το πρωί, φαίνονται τώρα ασήμαντα.
Υπάρχει μόνο εκείνος και η αμφιβολία για
το αν θα γυρίσει πίσω. Ω, σε παρακαλώ,
Θεέ μου, φέρ’ τον πίσω. Σε παρακαλώ, κάνε
να είναι καλά. Θα πάω στην εκκλησία... Θα
κάνω τα πάντα. Ω, αν τον πάρω πίσω, θα
αδράξω τη μέρα. Η φωνή του αντηχεί και
πάλι στο μυαλό μου: Carpe diem, Άνα...

Κοιτάζω πιο βαθιά μέσα στη φωτιά, τις


φλόγες που εξακολουθούν να γλείφουν και
να τυλίγονται η μια γύρω από την άλλη
λαμπερές.'Υστερα η Γκρέις στριγκλίζει, και
τα πάντα μπαίνουν σε αργή κίνηση.

«Κρίστιαν!»

Στρέφομαι και προλαβαίνω να δω την


Γκρέις να διασχίζει τρέχοντας το μεγάλο
δωμάτιο από το σημείο όπου
πηγαινοερχόταν νευρικά, κάπου πίσω μου,
κι εκεί στην είσοδο στέκεται ένας
καταθορυβημένος Κρίστιαν. Φοράει μόνο
το πουκάμισο και το παντελόνι του
κοστουμιού του και κρατάει το μπλε
σακάκι, τα παπούτσια και τις κάλτσες του.
Φαίνεται κουρασμένος, βρόμικος και
απίστευτα όμορφος.

Γαμώτο μου... Ο Κρίστιαν! Είναι ζωντανός.


Τον κοιτάζω μουδιασμένη, προσπαθώντας
να καταλάβω αν έχω παραισθήσεις ή αν
είναι στ’ αλήθεια εδώ.

Η έκφρασή του προδίδει απόλυτη


σαστιμάρα. Αφήνει το σακάκι και τα
παπούτσια του στο πάτωμα και προλαβαίνει
να πιάσει την Γκρέις, που τυλίγει τα χέρια
της γύρω από τον λαιμό του και τον φιλάει
δυνατά στο μάγουλο.

«Μαμά;» Ο Κρίστιαν την κοιτάζει


εμβρόντητος, γεμάτος αμηχανία.

«Νόμιζα πως δε θα σε ξαναδώ...» ψελλίζει


η Γκρέις, εκφράζοντας τον συλλογικό μας
φόβο.

«Μαμά, είμαι εδώ...»

Ακούω την ταραχή στη φωνή του.


«Πέθανα χίλιες φορές σήμερα...» τραυλίζει
εκείνη, και η φωνή της μόλις που
ακούγεται, απηχώντας τις σκέψεις μου.
Βγάζει άναρθρες κραυγές και αναφιλητά,
μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τα
δάκρυά της.

Ο Κρίστιαν σκυθρωπιάζει, είναι έντρομος


ή ντροπιασμένος -δεν μπορώ να καταλάβω
τι από τα δύοκι έπειτα από μια στιγμή την
τυλίγει σε μια τεράστια αγκαλιά, κρατώντας
τη σφιχτά.

«Ω Κρίστιαν...» λέει πνιχτά, σφίγγοντας τα


χέρια της γύρω του, κλαίγοντας στον λαιμό
του αφήνοντας κατά μέρος κάθε
αυτοσυγκράτηση.

Ο Κρίστιαν δεν κάνει πίσω. Απλώς την


κρατάει στην αγκαλιά του, λικνίζοντάς την,
παρηγορώντας την. Καυτά δάκρυα
λιμνάζουν στα μάτια μου. Ο Κάρρικ
ωρύεται από τον διάδρομο.

«Είναι ζωντανός! Γαμώτο εδώ είσαι!»


Εμφανίζεται από το γραφείο του Τέυλορ
κρατώντας το κινητό του και τους
αγκαλιάζει και τους δύο, κλείνοντας τα
μάτια με γλυκιά ανακούφιση.

«Μπαμπά;»

Η Μία στριγκλίζει κάτι ακατάληπτο από


δίπλα μου, μετά σηκώνεται και τρέχει κοντά
στους γονείς της, αγκαλιάζοντάς τους κι
αυτή όλους.

Τελικά τα δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στα


μάγουλά μου. Είναι εδώ, είναι καλά. Αλλά
δεν μπορώ να κουνηθώ.
Ο Κάρρικ είναι ο πρώτος που τραβιέται,
σκουπίζοντας τα μάτια του και χτυπώντας
τον Κρίστιαν στον ώμο. Ύστερα τους
αφήνει η Μία, και η Γκρέις κάνει ένα βήμα
πίσω.

«Συγγνώμη...» μουρμουρίζει.

«Μαμά δεν πειράζει...» αποκρίνεται ο


Κρίστιαν, και στο πρόσωπό του είναι ακόμα
εμφανής η ταραχή.

«Πού ήσουν; Τι συνέβη;» φωνάζει η Γκρέις


και πιάνει το κεφάλι με τα χέρια της.

«Μαμά...» ψελλίζει ο Κρίστιαν. Την


τραβάει πάλι στην αγκαλιά του και τη
φιλάει στην κορυφή του κεφαλιού. «Είμαι
εδώ... Είμαι καλά. Απλώς μου πήρε πολλές
ώρες να γυρίσω από το Πόρτλαντ. Τι είναι
αυτή η επιτροπή υποδοχής;» Σηκώνει τα
μάτια και σαρώνει το δωμάτιο, ώσπου το
βλέμμα του καρφώνεται πάνω μου.

Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του και ρίχνει


μια σύντομη ματιά στον Χοσέ, που μου
αφήνει το χέρι. Το στόμα του Κρίστιαν
σφίγγεται. Απολαμβάνω την εικόνα του, και
η ανακούφιση κυλάει μέσα μου, αφήνοντάς
με αποσβολωμένη, εξαντλημένη και
εντελώς συνεπαρμένη. Αλλά τα δάκρυά μου
δε σταματούν. Ο Κρίστιαν στρέφει ξανά την
προσοχή του στη μητέρα του.

«Μαμά, είμαι καλά. Τι συμβαίνει;» λέει


καθησυχαστικά.

Πιάνει και με τα δυο της χέρια το πρόσωπό


του. «Κρίστιαν, ήσουν αγνοούμενος... Το
σχέδιο πτήσης σου δεν έφτασες ποτέ στο
Σιάτλ. Γιατί δεν επικοινώνησες;»

Τα φρύδια του Κρίστιαν ανασηκώνονται


από την κατάπληξη. «Δεν πίστευα πως θα
έκανα τόσες ώρες...»

«Γιατί δεν τηλεφώνησες;»

«Είχε τελειώσει η μπαταρία στο κινητό


μου».

«Δε σταμάτησ€ς... Να τηλεφωνήσεις από


κάποιον θάλαμο;»

«Μαμά, είναι μεγάλη ιστορία...»

«Ω Κρίστιαν! Μη μου το ξανακάνεις αυτό!


Καταλαβαίνεις;» σχεδόν τον μαλώνει.
«Ναι, μαμά». Της σκουπίζει τα δάκρυα με
τους αντίχειρές του και την αγκαλιάζει
ξανά, κι όταν ξαναβρίσκει την
αυτοκυριαρχία της, την αφήνει για να
αγκαλιάσει τη Μία, που του δίνει ένα
δυνατό χτύπημα στο στήθος.

«Μας ανησύχησες τόσο πολύ!»


ξεφουρνίζει, κλαίγοντας κι εκείνη.

«Για τον Θεό, είμαι εδώ...» μουρμουρίζει ο


Κρίστιαν.

ΟΈλλιοτ προχωράει προς το μέρος του, και


ο Κρίστιαν παραδίδει τη Μία στον Κάρρικ,
που έχει κιόλας το ένα του μπράτσο γύρω
από τη γυναίκα του. Τυλίγει το άλλο γύρω
από την κόρη του. ΟΈλλιοτ αγκαλιάζει στα
πεταχτά τον Κρίστιαν, προς μεγάλη
έκπληξη του τελευταίου, και τον χτυπάει
δυνατά στην πλάτη.

«Χαίρομαι που σε βλέπω!» λέει οΈλλιοτ


δυνατά, αν και κάπως τραχιά,
προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή
του.

Καθώς τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό


μου, το βλέπω. Το μεγάλο δωμάτιο έχει
πλημμυρίσει από αυτήν: από ανεπιφύλακτη
αγάπη. Την έχει σε μεγάλες ποσότητες
απλώς δεν το έχει παραδεχτεί ποτέ· και
ακόμα και τώρα τα έχει εντελώς χαμένα.

Κοίτα, Κρίστιαν... Όλοι τούτοι οι άνθρωποι


σε αγαπούν! Ίσως τώρα αρχίσεις να το
πιστεύεις!
Η Κέιτ στέκεται δίπλα μου -βγήκε από το
δωμάτιο της τηλεόρασης— και μου
χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. «Είναι στ’
αλήθεια εδώ, Άνα...» ψιθυρίζει
ενθαρρυντικά.

«Τώρα θα χαιρετήσω το κορίτσι μου»


δηλώνει ο Κρίστιαν στους γονείς του.

Γνέφουν και οι δύο καταφατικά,


χαμογελώντας, και παραμερίζουν.

Έρχεται προς το μέρος μου, με τα γκρίζα


μάτια του φωτεινά, αν και κουρασμένα.
Εξακολουθεί να είναι σαστισμένος. Από
κάπου βαθιά μέσα μου βρίσκω τη δύναμη
να σηκωθώ, τρεκλίζοντας, όρθια και να
ορμήσω στην ανοιχτή αγκαλιά του.

«Κρίστιαν...» ψελλίζω με λυγμούς.


«Σώπα...» μουρμουρίζει και με κρατάει
στην αγκαλιά του, χώνοντας το πρόσωπό
του στα μαλλιά μου και ανασαίνοντας
βαθιά.

Σηκώνω το κλαμένο πρόσωπό μου για να


αντικρίσω το δικό του και μου δίνει ένα
πολύ σύντομο φιλί.

«Γεια...» λέει ψιθυριστά.

«Γεια...» αποκρίνομαι σιγανά, με τον κόμπο


στο πίσω μέρος του λαιμού μου να με καίει.

«Σου έλειψα;»

«Λιγάκι...»

Χαμογελάει. «Το βλέπω!» Και με ένα


απαλό άγγιγμα του χεριού του, μου
σκουπίζει τα δάκρυα, που αρνούνται να
σταματήσουν να κυλούν στα μάγουλά μου.

«Νόμιζα... Νόμιζα...» ψελλίζω.

«Το βλέπω. Σώπα... Είμαι εδώ. Είμαι


εδώ...» τραυλίζει και με φιλάει πάλι
συγκρατημένα.

«Είσαι καλά;» ρωτάω, αφήνοντάς τον και


αγγίζοντας το στήθος, τα μπράτσα, τη μέση
του ω, η αίσθηση αυτού του ζεστού,
ρωμαλέου, αισθησιακού άντρα κάτω από τα
δάχτυλά μου με διαβεβαιώνει πως είναι
εδώ, στέκεται μπροστά μου.

Γύρισε. Δεν τραβιέται καν. Απλώς με


κοιτάζει με εξεταστικό βλέμμα. «Εντάξει
είμαι. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά».
«Ω, δόξα τω Θεώ.;.» Τον αρπάζω πάλι από
τη μέση και με αγκαλιάζει ξανά. «Πεινάς;
Θες κάτι να πιεις;»

«Ναι».

Κάνω ένα βήμα πίσω να του φέρω κάτι,


αλλά δε με αφήνει. Με χώνει κάτω από το
μπράτσο του και απλώνει το άλλο του χέρι
στον Χοσέ.

«Κύριε Γκρέυ...» λέει ήρεμα ο Χοσέ.

Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει. «Κρίστιαν, σε


παρακαλώ...» αποκρίνεται.

«Κρίστιαν, καλώς ήρθες πίσω. Χαίρομαι


που είσαι καλά. Και... Ευχαριστώ που μ’
άφησες να μείνω εδώ».
«Κανένα πρόβλημα».

Ο Κρίστιαν στενεύει τα μάτια, όμως η


προσοχή του αποσπάται από την κυρία
Τζόουνς, που βρίσκεται ξαφνικά δίπλα του.
Μόνο τώρα μου περνάει από το μυαλό πως
δεν είναι κομψή όπως συνήθως. Δεν το είχα
προσέξει έως αυτήν τη στιγμή. Τα μαλλιά
της είναι λυτά και φοράει μαλακό γκρίζο
κολάν κι ένα φαρδύ γκρίζο φούτερ που
γράφει μπροστά WSU COUGARS και την
κάνει να φαίνεται μικροσκοπική. Δείχνει
πολύ νεότερη.

«Μπορώ να σας φέρω κάτι, κύριε Γκρέυ;»


Σκουπίζει τα μάτια της με ένα
χαρτομάντιλο.
Ο Κρίστιαν τής χαμογελάει τρυφερά. «Μια
μπίρα, σε παρακαλώ, Γκέιλ -Budvarκαι κάτι
να βάλω στο στόμα μου...»

«Θα τα φέρω εγώ...» μουρμουρίζω,


θέλοντας να κάνω κάτι για τον άνθρωπό
μου.

«Όχι. Μη φύγεις» λέει εκείνος μαλακά,


σφίγγοντας το μπράτσο του γύρω μου.

Η υπόλοιπη οικογένειά του μας πλησιάζει,


και ο Ίθαν με την Κέιτ έρχονται κι αυτοί
κοντά μας. Σφίγγει το χέρι του Ίθαν και
δίνει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο στην
Κέιτ. Η κυρία Τζόουνς επιστρέφει με ένα
μπουκάλι μπίρα κι ένα ποτήρι. Παίρνει το
μπουκάλι, αλλά όχι το ποτήρι. Του
χαμογελάει και επιστρέφει στην κουζίνα.
«Μου κάνει εντύπωση που δε θες τίποτα
πιο δυνατό...» λέει χαμηλόφωνα ο Έλλιοτ.
«Λοιπόν, τι διάολο σου συνέβη; Το πήρα
χαμπάρι όταν μου τηλεφώνησε ο μπαμπάς
για να μου πει πως το τσόπερ αγνοείται».

« Έλλιοτ! » τον αποπαίρνει η Γκρέις.

«Ελικόπτερο!» μουγκρίζει ο Κρίστιαν


διορθώνοντας τον Έλλιοτ, που χαμογελάει,
και υποψιάζομαι ότι πρόκειται για κάποιο
οικογενειακό αστείο.

«Ελάτε να κάτσουμε και θα σας πω».

Ο Κρίστιαν με τραβάει στον καναπέ, κι όλοι


κάθονται, με τα μάτια καρφωμένα επάνω
του. Πίνει μια μεγάλη γουλιά μπίρα. Το
μάτι του πιάνει τον Τέυλορ, που γυροφέρνει
στην είσοδο, και του γνέφει με το κεφάλι.
Ο Τέυλορ ανταποδίδει με τη σειρά του το
νεύμα.

«Η κόρη σου;»

«Είναι καλά τώρα. Λάθος συναγερμός,


κύριε».

«Ωραία...» Ο Κρίστιαν χαμογελάει.

Η κόρη του; Τι έπαθε η κόρη του Τέυλορ;

«Χαίρομαι που γυρίσατε, κύριε. Τίποτε


άλλο;»

«Έχουμε να μαζέψουμε το ελικόπτερο».

Ο Τέυλορ γνέφει καταφατικά. «Τώρα; Ή


μπορούμε να το κάνουμε το πρωί;»

«Το πρωί, νομίζω, Τέυλορ».


«Πολύ καλά, κύριε Γκρέυ. Τίποτε άλλο,
κύριε;»

Ο Κρίστιαν κουνάει αρνητικά το κεφάλι και


σηκώνει το μπουκάλι προς το μέρος του. Ο
Τέυλορ του χαρίζει ένα σπάνιο χαμόγελο -
πιο σπάνιο και από του Κρίστιαν, νομίζωκαι
βγαίνει έξω, κατευθυνόμενος μάλλον προς
το γραφείο του ή επάνω, προς το δωμάτιό
του.

«Κρίστιαν, τι συνέβη;» ρωτάει επιτακτικά ο


Κάρρικ.

Ο Κρίστιαν αρχίζει να διηγείται την ιστορία


του. Πετούσε με το Τσάρλι Τάνγκο μαζί με
τη Ρος, το νούμερο δύο του, για να λύσουν
ένα πρόβλημα χρηματοδότησης στο ΚΠΟ
στο Βανκούβερ. Είμαι τόσο
παραζαλισμένη, που μετά βίας μπορώ να
παρακολουθήσω. Απλώς κρατάω το χέρι
του Κρίστιαν και κοιτάζω τα φροντισμένα
νύχια του, τα μακριά του δάχτυλα, τις
γραμμούλες στις αρθρώσεις του, το ρολόι
του ένα Omega με τρία μικρά καντράν.
Σηκώνω το βλέμμα στο όμορφο προφίλ του
καθώς συνεχίζει την ιστορία του.

«Η Ρος δεν είχε δει ποτέ το όρος Αγία


Ελένη, κι έτσι στον γυρισμό, για να το
γιορτάσουμε, κάναμε μια γρήγορη
παράκαμψη. Είχα ακούσει πως η
προσωρινή απαγόρευση πτήσεων πρόσφατα
είχε αρθεί και ήθελα να ρίξω μια ματιά.
Λοιπόν, ευτυχώς που το κάναμε.
Πετούσαμε χαμηλά, κάπου εξήντα μέτρα
πάνω από το έδαφος, όταν άναψε ο πίνακας
των οργάνων. Είχαμε φωτιά στην ουρά - το
μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να
σβήσω όλα τα ηλεκτρονικά όργανα και να
προσγειωθώ». Κουνάει το κεφάλι του. «Το
κατέβασα κοντά στο Σίλβερ Λέικ, έβγαλα
έξω τη Ρος και κατάφερα να σβήσω τη
φωτιά».

«Φωτιά; Και στις δύο μηχανές;» αναφωνεί


έντρομος ο Κάρρικ.

«Ναι».

«Σκατά! Μα νόμιζα...»

«Το ξέρω » τον διακόπτει ο Κρίστιαν.


«Ήταν καθαρή τύχη που πετούσα τόσο
χαμηλά...» μουρμουρίζει.

Ανατριχιάζω. Μου αφήνει το χέρι και με


αγκαλιάζει.
«Κρυώνεις;» μου λέει και γνέφω αρνητικά.

«Πώς έσβησες τη φωτιά;» ρωτάει η Κέιτ,


με το ένστικτο της Κάρλα Μπερνστάιν να
παίρνει το πάνω χέρι. Χριστέ μόυ! Μερικές
φορές ακούγεται απότομη.

«Με τον πυροσβεστήρα. Είναι υποχρεωτικό


να έχουμε μαζί μας από τον νόμο» απαντάει
ανέκφραστα ο Κρίστιαν.

Στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια που είπε


πριν από καιρό. Ευχαριστώ κάθε μέρα τη
Θεία Πρόνοια που ήρθες εσύ να μου πάρεις
συνέντευξη και όχι η Κάθριν Κάβανο.

«Γιατί δεν τηλεφώνησες και δε


χρησιμοποίησες τον ασύρματο;» ρωτάει η
Γκρέις.
Ο Κρίστιαν κουνάει το κεφάλι. «Χωρίς
ηλεκτρονικά όργανα δεν είχαμε ασύρματο.
Και δε θα διακινδύνευα να τα ανοίξω, λόγω
της φωτιάς. To GPS στο BlackBerry
δούλευε ακόμα, οπότε κατάφερα να
κατευθυνθώ προς τον κοντινότερο δρόμο.
Μας πήρε τέσσερις ώρες να φτάσουμε μέχρι
εκεί με τα πόδια. Η Ρος φορούσε τακούνια».

Το στόμα του Κρίστιαν πιέζεται σε μια


αποδοκιμαστική επίπεδη γραμμή. «Δεν
είχαμε σήμα στο κινητό. Στο

Γκίφορντ δεν υπάρχει κάλυψη. Πρώτη


εξαντλήθηκε η μπαταρία της Ρος. Η δική
μου τέλειωσε καθ’ οδόν».

Γαμώτο... Τσιτώνομαι, και ο Κρίστιαν με


τραβάει στην αγκαλιά του.
«Και πώς επέστρεψες στο Σιάτλ;» ρωτάει
η Γκρέις, ανοιγοκλείνοντας ελαφρώς τα
μάτια, αναμφίβολα εξαιτίας του θεάματος
που παρουσιάζουμε οι δυο μας.

Κοκκινίζω.

«Κάναμε οτοστόπ και ψαχτήκαμε να δούμε


τι λεφτά έχουμε. Και οι δύο μαζί είχαμε
εξακόσια δολάρια και σκεφτήκαμε πως θα
χρειαζόταν να πληρώσουμε κάποιον για να
μας φέρει πίσω. Σταμάτησε όμως ένας
φορτηγατζής και συμφώνησε να μας φέρει.
Αρνήθηκε τα λεφτά και μοιράστηκε μαζί
μας το φαγητό του». Ο Κρίστιαν κουνάει
σαστισμένος το κεφάλι καθώς το θυμάται.
«Κάναμε ώρες... Δεν είχε κινητό απίστευτο
κι όμως αληθινό! Δεν το είχα σκεφτεί».
Σταματάει, κοιτάζοντας την οικογένειά του.
«Πως θα ανησυχούσαμε;» τον χλευάζει η
Γκρέις. «Ω Κρίστιαν...» τον αποπαίρνει.
«Είχαμε τρελαθεί!»

«Αδέρφι, έγινες είδηση!»

Ο Κρίστιαν υψώνει το βλέμμα στον ουρανό.


«Ναι. Το πήρα χαμπάρι όταν είδα την
υποδοχή και κάτι φωτογράφους απέξω, Με
συγχωρείς, μαμά... Έπρεπε να έχω ζητήσει
από τον οδηγό να σταματήσει για να
τηλεφωνήσω. Αλλά βιαζόμουν να γυρίσω».
Ρίχνει μια ματιά στον Χοσέ.

Ω, γι’ αυτό... Επειδή θα μείνει εδώ ο Χοσέ. Η


σκέψη με κάνει να κατσουφιάσω.-Θεέ μου
τόση ανησυχία!

Η Γκρέις κουνάει το κεφάλι. «Χαίρομαι που


γύρισες σώος και αβλαβής, χρυσό μου...»
Αρχίζω να χαλαρώνω και ακουμπάω το
κεφάλι στο στήθος του. Μυρίζει ύπαιθρο,
ανεπαίσθητα ιδρώτα και αφρόλουτρο
μυρωδιά Κρίστιαν, το πιο ωραίο άρωμα
στον κόσμο. Δάκρυα αρχίζουν να κυλούν
πάλι στα μάγουλά μου, δάκρυα
ευγνωμοσύνης.

«Και οι δύο μηχανές;» ρωτάει ξανά ο


Κάρρικ, σκυθρωπιάζοντας σαν να μην το
πιστεύει.

«Άντε να βγάλεις άκρη...» Ο Κρίστιαν


ανασηκώνει τους ώμους και μου χαϊδεύει
την πλάτη. «Ει...» ψιθυρίζει. «Όχι άλλα
κλάματα».

Σκουπίζω τη μύτη με την ανάστροφη της


παλάμης μου, με μάλλον ανάγωγο τρόπο.
«Όχι άλλες εξαφανίσεις...» κλαψουρίζω,
και τα χείλη του στραβώνουν.

«Ηλεκτρική βλάβη... Παράξενο δεν είναι;»


λέει πάλι ο Κάρρικ.

«Ναι. Μου πέρασε και μένα από το μυαλό,


μπαμπά. Αλλά αυτήν τη στιγμή το μόνο που
θέλω είναι να πάω για ύπνο και να σκεφτώ
όλες αυτές τις αηδίες αύριο».

«Και τα μέσα ενημέρωσης ξέρουν πως ο


Κρίστιαν Γκρέυ βρέθηκε σώος και
αβλαβής;» λέει η Κέιτ.

«Ναι. Με τα μέσα ενημέρωσης θα


ασχοληθούν η Άντρια και οι άνθρωποί μου
από τις δημόσιες σχέσεις. Την πήρε η Ρος
όταν την αφήσαμε σπίτι».
«Ναι. Η Άντρια με πήρε για να μου πει
πως είσαι ακόμα ζωντανός...» αποκρίνεται
χαμογελώντας ο Κάρρικ.

«Θα πρέπει να της δώσω αύξηση αυτής της


κοπέλας. Είναι σίγουρα αργά...»

«Νομίζω πως αυτό είναι υπαινιγμός, κυρίες


και κύριοι, πως ο αγαπητός μου αδερφός
χρειάζεται τον ύπνο του, που τον
ομορφαίνει...» κοροϊδεύει, αφήνοντας
υπονοούμενα, ο Έλλιοτ.

Ο Κρίστιαν τού κάνει μια γκριμάτσα.

«Κάρυ, ο γιος μου είναι καλά. Τώρα


μπορείς να με πας σπίτι».

Κάρυ; Η Γκρέις κοιτάζει με λατρεία τον


άντρα της.
«Ναι. Νομίζω πως χρειαζόμαστε ύπνο»
αποκρίνεται ο Κάρρικ χαμογελώντας της.

«Μείνετε» προθυμοποιείται ο Κρίστιαν.

«Όχι, χρυσό μου. Θέλω να πάω σπίτι. Τώρα


που ξέρω πως είσαι καλά...»

Ο Κρίστιαν με αφήνει απρόθυμα στον


καναπέ και σηκώνεται. Η Γκρέις τον
αγκαλιάζει ξανά, πιέζει το κεφάλι της
επάνω στο στήθος του και κλείνει τα μάτια
ικανοποιημένη. Τυλίγει τα χέρια του γύρω
της.

«Ανησύχησα τόσο πολύ, αγάπη μου...»


τραυλίζει.

«Είμαι εντάξει, μαμά».


Γέρνει προς τα πίσω και τον περιεργάζεται
προσεκτικά. «Ναι. Νομίζω πως είσαι...»
λέει σιγανά, μου ρίχνει μια ματιά και
χαμογελάει.

Κοκκινίζω.

Ακολουθούμε την Γκρέις και τον Κάρρικ


στον προθάλαμο. Πίσω μου
αντιλαμβάνομαι πως η Μία και ο Ίθαν
έχουν μια θερμή ψιθυριστή συζήτηση, αλλά
δεν μπορώ να την ακούσω.

Η Μία χαμογελάει συνεσταλμένα στον


Ίθαν, κι εκείνος την κοιτάζει με ανοιχτό το
στόμα και κουνάει το κεφάλι. Ξαφνικά
σταυρώνει τα χέρια και κάνει μεταβολή.
Αυτός τρίβει με το χέρι το μέτωπό του,
εμφανώς εκνευρισμένος.
«Μαμά, μπαμπά περιμένετέ με!» φωνάζει
μουτρωμένη η Μία. Ίσως είναι εξίσου
ευμετάβλητη με τον αδερφό της.

Η Κέιτ με αγκαλιάζει σφιχτά. «Απ’ ό,τι


καταλαβαίνω, έχουν συμβεί σοβαρές
εξελίξεις όσο εγώ ήμουν μακαρίως ανήξερη
στα Μπαρμπάντος. Είναι μάλλον προφανές
πως εσείς οι δύο είστε τρελοί ο ένας για τον
άλλο. Χαίρομαι που είναι καλά. Όχι μόνο
για κείνον, Άνα και για σένα».

«Ευχαριστώ, Κέιτ...» αποκρίνομαι


χαμηλόφωνα.

«Ναι. Ποιος να το έλεγε πως θα βρίσκαμε


ταυτόχρονα την αγάπη...» λέει
χαμογελαστά. Ποπό! Το παραδέχτηκε.

«Με αδέρφια!» προσθέτω χαχανίζοντας.


«Μπορεί να καταλήξουμε συννυφάδες!»
συμπληρώνει, πετώντας το καρφί της.

Τσιτώνομαι και ύστερα δίνω νοερά μια


κλοτσιά στον εαυτό μου καθώς η Κέιτ κάνει
ένα βήμα πίσω για να με κοιτάξει με το
κάτι-μου-κρύβεις ύφος της. Κοκκινίζω.

Γαμώτο. Πρέπει να της πω ότι μου ζήτησε


να τον παντρευτώ;
«Έλα, μωρό μου!» φωνάζει ο Έλλιοτ από το
ασανσέρ.

«Μιλάμε αύριο, Άνα. Πρέπει να είσαι


ξεθεωμένη».

Πήρα παράταση. «Βέβαια. Κι εσύ το ίδιο,


Κέιτ έκανες τόσο μεγάλο ταξίδι σήμερα».

Αγκαλιαζόμαστε πάλι, μετά ακολουθεί μαζί


με τον Έλλιοτ τους Γκρέυ στο ασανσέρ. Ο
Ίθαν σφίγγει το χέρι του Κρίστιαν και με
αγκαλιάζει στα πεταχτά. Φαίνεται
αφηρημένος, αλλά τους ακολουθεί στο
ασανσέρ, και οι πόρτες κλείνουν.

Όταν βγαίνουμε στον προθάλαμο, ο Χοσέ


περιφέρεται στον διάδρομο.
«Λοιπόν, πάω για ύπνο... Σας αφήνω,
παιδιά» λέει.

Κοκκινίζω. Γιατί είναι τόσο άβολο αυτό;

«Ξέρεις πού να πας;» ρωτάει ο Κρίστιαν.

Ο Χοσέ γνέφει καταφατικά. «Ναι. Η


οικονόμος...»

«Η κυρία Τζόουνς» τον διορθώνω.

«Ναι, η κυρία Τζόουνς. Μου έδειξε


νωρίτερα. Φοβερό σπίτι έχεις, Κρίστιαν!»

«Ευχαριστώ» αποκρίνεται ευγενικά ο


Κρίστιαν κι έρχεται να σταθεί δίπλα μου,
βάζοντας το μπράτσο γύρω από τους ώμους
μου. Σκύβει και με φιλάει στα μαλλιά.
«Πάω να φάω ό,τι μου ετοίμασε η κυρία
Τζόουνς. Καληνύχτα, Χοσέ». Ο Κρίστιαν
επιστρέφει στο μεγάλο δωμάτιο, αφήνοντας
εμένα και τον Χοσέ στην είσοδο.

Για δες! Με άφησε μόνη μου με τον Χοσέ.

«Λοιπόν, καληνύχτα...» Ο Χοσέ δείχνει


αμήχανος.

«Καληνύχτα, Χοσέ, και ευχαριστώ που


έμεινες».

«Παρακαλώ, Άνα. Όποτε ο πλούσιος,


επιτυχημένος φίλος σου αγνοείται, θα είμαι
εδώ».

«Χοσέ!» τον μαλώνω.


«Πλάκα κάνω... Μη θυμώνεις. Θα φύγω
νωρίς το πρωί. Θα σε δω κάποια στιγμή.
Σωστά; Μου έλειψες».

«Βέβαια, Χοσέ. Γρήγορα, ελπίζω.


Συγγνώμη που απόψε η κατάσταση ήταν...
Σκατά» απαντάω, υπομειδιώντας
απολογητικά.

«Ναι» αποκρίνεται χαρίζοντάς μου ένα


χαμόγελο. «Σκατά...» Με αγκαλιάζει.
«Σοβαρά, Άνα, χαίρομαι που είσαι
ευτυχισμένη, μα θα είμαι εδώ αν με
χρειαστείς».

Τον κοιτάζω. «Ευχαριστώ».

Μου χαρίζει ένα θλιμμένο, γλυκόπικρο


χαμόγελο και ύστερα ανεβαίνει επάνω.
Επιστρέφω στο μεγάλο δωμάτιο. Ο
Κρίστιαν στέκεται δίπλα στον καναπέ και
με παρακολουθεί με ύφος ανεξιχνίαστο.
Είμαστε επιτέλους μόνοι και κοιταζόμαστε.

«Είναι ακόμα τσιμπημένος, ξέρεις...»

«Και πού το ξέρετε, κύριε Γκρέυ;»

«Αναγνωρίζω τα συμπτώματα, δεσποινίς


Στιλ. Νομίζω πως πάσχω από την ίδια
ασθένεια...»

«Πίστευα ότι δε θα σε ξαναδώ...» ψελλίζω.


Ορίστε το είπα. Οι χειρότεροι φόβοι μου
συσκευασμένοι τακτικά σε μια σύντομη
πρόταση έχουν τώρα εξορκιστεί.

«Δεν ήταν τόσο άσχημο όσο ακούγεται».


Σηκώνω το σακάκι του κοστουμιού και τα
παπούτσια του από κει όπου είναι
πεταγμένα στο πάτωμα και προχωράω προς
το μέρος του.

«Θα το πάρω εγώ» πετάει και απλώνει το


χέρι στο σακάκι του.

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει σαν να είμαι ο


λόγος για τον οποίο ζει, και είμαι σίγουρη
πως έχω το ίδιο ύφος. Είναι εδώ,
πραγματικά εδώ. Με τραβάει στην αγκαλιά
του και τυλίγεται γύρω μου.

«Κρίστιαν...» λέω με κομμένη την ανάσα,


και τα δάκρυά μου αρχίζουν να τρέχουν
ξανά.

«Σώπα...» με καθησυχάζει φιλώντας με στα


μαλλιά. «Ξέρεις... Μέσα σ’ εκείνα τα λίγα
δευτερόλεπτα σκέτου τρόμου προτού
προσγειωθώ, όλες μου οι σκέψεις ήταν για
σένα. Είσαι το φυλαχτό μου, Άνα...»

«Νόμιζα πως σε είχα χάσει...» τραυλίζω.

Στεκόμαστε αγκαλιασμένοι,
ξαναβρίσκοντας και καθησυχάζοντας ο
ένας τον άλλο. Σφίγγω τα χέρια γύρω του
και συνειδητοποιώ πως κρατάω ακόμα τα
παπούτσια του. Τα αφήνω να πέσουν με
θόρυβο στο πάτωμα.

«Έλα να κάνουμε ντους μαζί...»


μουρμουρίζει.

« Εντάξει ». Σηκώνω τα μάτια επάνω του.


Δε θέλω να τον αφήσω.
Απλώνει τα χέρια και μου σηκώνει το
πιγούνι με τα δάχτυλά του. «Ξέρεις, ακόμα
και κλαμένη, είσαι όμορφη, Άνα Στιλ».
Σκύβει και με φιλάει μαλακά. «Και τα χείλη
σου είναι τόσο απαλά...» Με ξαναφιλάει,
βαθαίνοντας το φιλί του.

Ποπό... Και να σκεφτείς ότι θα μπορούσα


να τον έχω χάσει... Όχι! Σταματάω να
σκέφτομαι και παραδίδομαι.

«Ν’ αφήσω το σακάκι μου...» λέει σιγανά.

«Πέτα το κάτω» αποκρίνομαι πάνω στα


χείλη του.

«Δεν μπορώ». Γέρνω προς τα πίσω και τον


κοιτάζω σαστισμένη. Μου χαμογελάει
αμυδρά. «Αυτός είναι ο λόγος». Βγάζει από
τη μέσα τσέπη το μικρό κουτάκι που του
έδωσα, το οποίο περιέχει το δώρο μου.
Τοποθετεί το σακάκι στη ράχη του καναπέ
και βάζει το κουτί επάνω του.

Άδραξε τη μέρα, Άνα, με παρακινεί το


υποσυνείδητό μου. Λοιπόν, είναι
περασμένα μεσάνυχτα, επομένως, με τη
στενή έννοια, είναι τα γενέθλιά του.

«Άνοιξέ το...» τραυλίζω, και η καρδιά μου


αρχίζει να σφυροκοπάει στο στήθος μου.

«Ήλπιζα να το πεις αυτό...» μουρμουρίζει. «


Μ’ έχει τρελάνει αυτό το πράγμα».

Του χαμογελάω σκανδαλιάρικα.


Αισθάνομαι ζαλισμένη. Μου χαρίζει το
συνεσταλμένο χαμόγελό του και λιώνω,
παρά το βροντοχτύπημα της καρδιάς μου,
απολαμβάνοντας την εύθυμη αλλά και
περίεργη έκφρασή του. Με τα επιδέξια
δάχτυλά του ξετυλίγει και ανοίγει το κουτί.
Το μέτωπό του ζαρώνει όταν βγάζει ένα
μικρό ορθογώνιο πλαστικό μπρελόκ με μια
φωτογραφία από μικροσκοπικά πίξελ που
αναβοσβήνουν σαν οθόνη LED. Εικονίζει
το περίγραμμα του ορίζοντα του Σιάτλ, με
τη λέξη « ΣΙΑΤΛ » γραμμένη φαρδιά
πλατιά επάνω στο τοπίο.

Το κοιτάζει για λίγο και ύστερα σηκώνει


τα μάτια του επάνω μου σαστισμένος, ενώ
ένα κατσούφιασμα ασχημίζει το όμορφο
μέτωπό του.

«Γύρνα το από την άλλη...» ψελλίζω


κρατώντας την ανάσα μου.

Το γυρίζει, και τα μάτια του καρφώνονται


αμέσως στα δικά μου, ορθάνοιχτα και
γκρίζα, γεμάτα θαυμασμό και χαρά. Τα
χείλη του μισανοίγουν λες και δεν το
πιστεύει.

Η λέξη « ΝΑΙ » αναβοσβήνει στο μπρελόκ.

«Χρόνια πολλά...» ψιθυρίζω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ

«ΘΑ ME ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΣ;» ρωτάει


δύσπιστα.

Γνέφω νευρικά, κατακόκκινη και αγχωμένη


και σχεδόν χωρίς να πιστεύω την αντίδρασή
του αυτός ο άνθρωπος που νόμιζα πως είχα
χάσει. Πώς είναι δυνατόν να μην
καταλαβαίνει πόσο τον αγαπάω;
«Πες το...» με διατάζει μαλακά, με έντονο,
φλογερό βλέμμα.

«Ναι. Θα σε παντρευτώ».

Παίρνει απότομη ανάσα και ξαφνικά


κινείται, αρπάζοντας και στριφογυρίζοντάς
με με πολύ αταίριαστο για τον Πενήντα
τρόπο. Γελάει, νεαρός και ανέμελος,
ακτινοβολώντας ενθουσιασμό. Γραπώνομαι
από τα μπράτσα του, νιώθοντας τους μυς
του να κυματίζουν κάτω από τα δάχτυλά
μου, και το μεταδοτικό του γέλιο με
παρασύρει - ξεμυαλισμένη, σαστισμένη,
μια κοπέλα εντελώς και τρελά
ερωτοχτυπημένη με τον άνθρωπό της. Με
αφήνει κάτω και με φιλάει. Δυνατά. Τα
χέρια του πιάνουν δεξιά και αριστερά το
πρόσωπό μου, η γλώσσα του είναι επίμονη,
πειστική... Διεγερτική.
«Ω Άνα ...» μουρμουρίζει επάνω στα χείλη
μου, και είναι μια αγαλλίαση που με αφήνει
ζαλισμένη. Με αγαπάει, γι’ αυτό δεν έχω
αμφιβολία, και απολαμβάνω τη

γεύση αυτού του υπέροχου άντρα, αυτού


του άντρα που νόμιζα πως μπορεί να μην
ξανάβλεπα ποτέ. Η χαρά του είναι
προφανής —τα λαμπερά μάτια, το νεανικό
χαμόγελοκαι η ανακούφισή του σχεδόν
χειροπιαστή.

«Νόμιζα πως σ’ έχασα...» ψελλίζω,


σαστισμένη ακόμα και με κομμένη την
ανάσα από το φιλί του.

«Μωρό μου, θα χρειαστεί κάτι παραπάνω


από pta δυσλειτουργία στο 135 για να με
κρατήσει μακριά σου».
«135;»

«Το Τσάρλι Τάνγκο. Είναι Eurocopter


EC135, το ασφαλέστερο στην κατηγορία
του». Κάποιο ανομολόγητο και σκοτεινό
συναίσθημα περνάει στιγμιαία από το
πρόσωπό του, αποσπώντας μου την
προσοχή.

Τι δε μου λέει; Πριν προλάβω να τον


ρωτήσω, μένει ακίνητος και με κοιτάζει
κατσουφιάζοντας, και προς στιγμήν νομίζω
πως ετοιμάζεται να μου πει. Ανοιγοκλείνω
τα βλέφαρα στο ερωτηματικό γκρίζο
βλέμμα του.

«Γία μισό λεπτό... Αυτό μου το έδωσες


προτού συναντήσουμε τον Φλυν» λέει
σηκώνοντας το μπρελόκ. Φαίνεται σχεδόν
τρομοκρατημένος.
Οχ... Πού το πάει τώρα; Γνέφω καταφατικά,
κρατώντας το πρόσωπό μου ανέκφραστο.

Το στόμα του ανοίγει διάπλατα.

Ανασηκώνω απολογητικά τους ώμους,


«Ήθελα να ξέρεις πως, ό,τι κι αν έλεγε ο
Φλυν, δε θ’ άλλαζε τίποτα για μένα...»

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει δύσπιστα,


ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Δηλαδή χτες
το-βράδυ, όταν σε παρακαλούσα να μου
δώσεις μια απάντηση, την είχα ήδη;» Είναι
καταθορυβημένος.

Γνέφω πάλι καταφατικά, προσπαθώντας


απεγνωσμένα να ζυγίσω την αντίδρασή του,
Με κοιτάζει με αποβλακωμένη έκπληξη,
αλλά μετά στενεύει τα μάτια και το στόμα
του στραβώνει με κεφάτη ειρωνεία.
«Όλο αυτό το άγχος...» ψιθυρίζει με ζοφερό
ύφος. Του χαμογελάω και ανασηκώνω ξανά
τους ώμους. «Ω, μην προσπαθείτε να μου
παραστήσετε την έξυπνη, δεσποινίς Στιλ...
Αυτήν τη στιγμή θέλω...»

Περνάει το χέρι από τα μαλλιά του, ύστερα


κουνάει το κεφάλι του και αλλάζει τακτική.
«Δεν το πιστεύω ότι μ’ άφησες να
ψήνομαι...» Το μουρμούρισμά του είναι
γεμάτο δυσπιστία. Η έκφρασή του αλλάζει
ανεπαίσθητα, τα μάτια του γυαλίζουν
έκφυλα, το στόμα του στραβώνει σ’ ένα
λάγνο χαμόγελο.

Γαμώτο μου. Ένα ρίγος με διαπερνάει. Τι


σκέφτεται;

«Νομίζω πως απαιτείται κάποιου είδους


ανταπόδοση, δεσποινίς Στιλ» λέει μαλακά.
Ανταπόδοση; Ω, γαμώτο... Ξέρω πως παίζει
αλλά καλού κακού κάνω ένα επιφυλακτικό
βήμα μακριά του.

Χαμογελάει. «Αυτό είναι το παιχνίδι;»


μουρμουρίζει. «Επειδή θα σε πιάσω...» Και
τα μάτια του καίνε με έντονα παιχνιδιάρικη
ένταση. «Και δαγκώνεις και το χείλος
σου...» προσθέτει απειλητικά. .

Τα σωθικά μου σφίγγονται αμέσως. Ποπό!


Ο μέλλων σύζυγός μου θέλει να παίξει.
Κάνω άλλο ένα βήμα πίσω και μετά γυρίζω
για να το βάλω στα πόδια αλλά μάταια. Ο
Κρίστιαν με αρπάζει με μια εύκολη
εφόρμηση, ενώ εγώ τσιρίζω από χαρά,
έκπληξη και σοκ. Με ρίχνει στον ώμο του
και διασχίζει το χολ.
«Κρίστιαν!» λέω σφυριχτά, έχοντας
επίγνωση πως ο Χοσέ είναι πάνω, αν και
είναι αμφίβολο αν μπορεί να μας ακούσει.
Σταθεροποιούμαι αρπάζοντάς τον χαμηλά
από τη μέση και ύστερα, με μια γενναία
παρόρμηση, του κοπανάω μια στα πισινά.

Με χτυπάει αμέσως κι αυτός.

«Οχ! » τσιρίζω.

«Ώρα για ντους!» ανακοινώνει


θριαμβευτικά.

«Άσε με κάτω!» Δοκιμάζω, αλλά δεν τα


καταφέρνω, να ακουστώ επικριτική. Η
πάλη μου είναι μάταιη -το μπράτσο του
είναι σφιγμένο γύρω από τους μηρούς
μουκαι για κάποιον λόγο δεν μπορώ να
σταματήσω να χαχανίζω.
«Τα συμπαθείς ιδιαίτερα αυτά τα
παπούτσια;» ρωτάει κεφάτα, ανοίγοντας
την πόρτα του μπάνιου του.

«Προτιμώ να πατούν στο πάτωμα!»


Προσπαθώ να φανώ οργισμένη, αλλά δεν
είναι και πολύ αποτελεσματικό, γιατί δεν
μπορώ να διώξω το γέλιο από τη φωνή μου.

«Η επιθυμία σας είναι διαταγή, δεσποινίς


Στιλ». Χωρίς να με αφήσει κάτω, μου
βγάζει και τα δύο παπούτσια και τα αφήνει
να πέσουν με θόρυβο στο πάτωμα.
Σταματώντας δίπλα στον καθρέφτη,
αδειάζει τις τσέπες του. Νεκρό BlackBerry,
κλειδιά, πορτοφόλι, το μπρελόκ, και μπορώ
μόνο να φανταστώ πώς φαίνομαι στον
καθρέφτη από αυτήν τη γωνία. Όταν
τελειώνει, κατευθύνεται αμέσως προς την
τεράστια ντουζιέρα.
«Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω δυνατά η
πρόθεσή του είναι τώρα ολοφάνερη.

Ανοίγει το νερό στο φουλ. Χριστέ μου!


Παγωμένο νερό ξεχύνεται στην πλάτη μου,
και στριγκλίζω μετά σταματάω, έχοντας
πάλι επίγνωση πως ο Χοσέ είναι από πάνω
μας. Το νερό είναι κρύο, και φοράω όλα
μου τα ρούχα. Ποτίζει το φόρεμα, το
σλιπάκι και το σουτιέν μου. Είμαι
μούσκεμα και δεν μπορώ να σταματήσω το
χαχάνισμα.

« Όχι! » στριγκλίζω. «Άσε με κάτω!»

Τον κοπανάω ξανά, δυνατότερα αυτήν τη


φορά, και ο Κρίστιαν με αφήνει να
γλιστρήσω επάνω στο βρεγμένο τώρα κορμί
του. Το άσπρο του πουκάμισο έχει
κολλήσει στο στήθος του, και το παντελόνι
του κοστουμιού του είναι μουλιασμένο.
Είμαι κι εγώ μουσκεμένη,
αναψοκοκκινισμένη, ζαλισμένη και με
κομμένη την ανάσα. Μου χαμογελάει και
είναι τόσο... Τόσο απίστευτα σέξι.

Σοβαρεύει, με μάτια που λάμπουν, και


πιάνει πάλι το πρόσωπό μου στις χούφτες
του, τραβώντας τα χείλη μου προς τα δικά
του. Το φιλί του είναι απαλό, στοργικό και
με ταξιδεύει. Δε νοιάζομαι πια αν φοράω
όλα μου τα ρούχα κι αν είμαι βρεγμένη έως
το κόκαλο μέσα στο ντους του Κρίστιαν.
Είμαστε μόνο οι δυο μας1 κάτω από το νερό
που τρέχει. Γύρισε, είναι ασφαλής, είναι
δικός μου.

Τα χέρια μου κινούνται άθελά μου προς το


πουκάμισό του, που κολλάει επάνω σε κάθε
γραμμή και μυ του στήθους του,
αποκαλύπτοντας τις τρίχες που είναι
πιεσμένες κάτω από το μουσκεμένο άσπρο
ύφασμα. Τραβάω απότομα την άκρη του
πουκάμισού του έξω από το παντελόνι, και
βογκάει επάνω στο στόμα μου, αλλά τα
χείλη του δεν ξεκολλούν από τα δικά μου.
Καθώς αρχίζω να ξεκουμπώνω το
πουκάμισό του, απλώνει το χέρι στο
φερμουάρ του, κατεβάζοντάς το αργά. Τα
χείλη του γίνονται πιο επίμονα, πιο
προκλητικά, η γλώσσα του εισβάλλει στο
στόμα μου και το σώμα μου εκρήγνυται από
πόθο. Τραβάω δυνατά το πουκάμισό του
και το σκίζω. Τα κουμπιά εκσφενδονίζονται
δεξιά και αριστερά, αναπηδώντας επάνω
στα πλακάκια, και εξαφανίζονται στο
πάτωμα του ντους. Έτσι όπως κατεβάζω το
βρεγμένο ύφασμα από τους ώμους και τα
μπράτσα του, τον πιέζω επάνω στον τοίχο,
εμποδίζοντας τις προσπάθειές του να με
γδύσει.

«Μανικετόκουμπα...» μουρμουρίζει
σηκώνοντας τους καρπούς του, απ’ όπου
κρέμεται μουλιασμένο και τσαλακωμένο το
πουκάμισό του,

Με αδέξια δάχτυλα ξεκουμπώνω πρώτα το


ένα και απρόσεκτα στα πλακάκια του
πατώματος, και ακολουθεί το πουκάμισό
του. Τα μάτια του ψάχνουν τα δικά μου
μέσα από τον χείμαρρο του νερού, το
βλέμμα του φλογερό, αισθησιακό, καυτό
σαν το νερό. Απλώνω το χέρι στη ζώνη του
παντελονιού του, αλλά κουνάει το κεφάλι
του και με αρπάζει από τους ώμους
γυρίζοντάς με από την άλλη, έτσι που να
κοιτάζω μακριά του. Τελειώνει το μακρύ
ταξίδι προς τα κάτω με το φερμουάρ μου,
μαζεύει τα βρεγμένα μαλλιά από τον
αυχένα μου και γλιστράει τη γλώσσα του
έως το σημείο όπου αρχίζουν τα μαλλιά μου
και πάλι πίσω, φιλώντας και πιπιλίζοντας.

Αναστενάζω βαριά, και μου κατεβάζει αργά


το φόρεμα από τους ώμους, σπρώχνοντάς
το κάτω από τα στήθη μου, φιλώντας τον
αυχένα μου κάτω από το αυτί. Μου
ξεκουμπώνει το σουτιέν και το βγάζει,
ελευθερώνοντας το στήθος μου, Τα χέρια
του το χουφτώνουν και ψιθυρίζει στο αυτί
μου τον θαυμασμό του.

«Τόσο όμορφη...» λέει σιγανά.

Τα μπράτσα μου είναι παγιδευμένα από το


σουτιέν και το φόρεμά μου, τα οποία
κρέμονται ξεκούμπωτα κάτω από το στήθος
μου* τα μπράτσα μου είναι ακόμα μέσα στα
μανίκια, αλλά τα χέρια μου είναι ελεύθερα.
Γέρνω το κεφάλι, δίνοντας στον Κρίστιαν
καλύτερη πρόσβαση στον λαιμό μου, και
σπρώχνω το στήθος μου στα μαγικά χέρια
του. Απλώνω το χέρι πίσω μου και
καλωσορίζω την απότομη εισπνοή του
καθώς τα αδιάκριτα δάχτυλά μου έρχονται
σε επαφή με το σκληρό πέος του. Σπρώχνει
τους βουβώνες του στα πρόθυμα χέρια μου.
Να πάρει. Γιατί δε με αφήνει να του βγάλω
το παντελόνι;

Μου τραβάει τις ρώγες, και καθώς αυτές


σκληραίνουν και μακραίνουν κάτω από το
έμπειρό άγγιγμά του, κάθε σκέψη για το
παντελόνι του εξαφανίζεται, και η
απόλαυση φτάνει απότομα στο
αποκορύφωμα στην κοιλιά μου. Γέρνω το
κεφάλι επάνω του και βογκάω.
« Ναι ...» μουγκρίζει και με γυρίζει πάλι
από την άλλη, αιχμαλωτίζοντας το στόμα
μου στο δικό του. Μου κατεβάζει το
σουτιέν, το φόρεμα και το σλιπάκι και τα
πετάει να γίνουν ένας μουσκεμένος σωρός
μαζί με το πουκάμισό του στο πάτωμα του
ντους.

Αρπάζω το αφρόλουτρο από δίπλα μας. Ο


Κρίστιαν μένει ακίνητος
συνειδητοποιώντας τι ετοιμάζομαι να κάνω.
Κοιτάζοντάς τον κατάματα, ρίχνω λίγο από
το μυρωδάτο παχύρρευστο υγρό στην
παλάμη μου και απλώνω το χέρι εμπρός στο
στήθος του, περιμένοντοις απάντηση στην
ερώτηση που δεν έκανα. Τα μάτια του
γουρλώνουν και μετά κάνει ένα σχεδόν
ανεπαίσθητο νεύμα.
Ακουμπάω απαλά το χέρι στο στέρνο του
και αρχίζω να τρίβω το σαπούνι στο δέρμα
του. Το στήθος του ανασηκώνεται καθώς
παίρνει απότομη ανάσα, αλλά στέκεται
κοκαλωμένος. Έπειτα από μια στιγμή τα
χέρια του αρπάζουν τους γοφούς μου, αλλά
δε με σπρώχνει μακριά. Με παρακολουθεί
επιφυλακτικά, με βλέμμα περισσότερο
εξεταστικό παρά τρομαγμένο, αλλά τα
χείλη του είναι μισάνοιχτα καθώς η ανάσα
του επιταχύνεται.

«Είναι εντάξει αυτό;» μουρμουρίζω.

«Ναι...»

Η σύντομη, χαμηλόφωνη απάντησή του


είναι σαν άναρθρη κραυγή. Θυμάμαι τα
πολλά ντους που έχουμε κάνει μαζί, αλλά
εκείνο στο Ολύμπικ είναι μια γλυκόπικρη
ανάμνηση. Ε λοιπόν, τώρα μπορώ να τον
αγγίξω. Τον πλένω κάνοντας απαλούς
κύκλους, καθαρίζοντας τον άνθρωπό μου,
προχωρώντας στις μασχάλες του, πάνω από
τα πλευρά, κάτω στην επίπεδη, σκληρή
κοιλιά του, προς τις τρίχες που κατεβαίνουν
στο εφήβαιό του και στη ζώνη του
παντελονιού του.

«Σειρά μου...» ψιθυρίζει και πιάνει το


σαμπουάν, μετακινώντας τα σώματά μας
έξω από την ακτίνα του νερού που πέφτει
και ζουλώντας λίγο στην κορυφή του
κεφαλιού μου.

Νομίζω πως είναι υπαινιγμός για να


σταματήσω να τον πλένω, κι έτσι χώνω τα
δάχτυλα στη ζώνη του. Τρίβει το σαμπουάν
στο κεφάλι μου και τα σταθερά δάχτυλά του
κάνουν μασάζ στο κρανίο μου. Αναστενάζω
επιδοκιμαστικά, σφαλίζοντας τα βλέφαρα
και αφήνοντας τον εαυτό μου να απολαύσει
τη θεσπέσια αίσθηση. Έπειτα απ’ όλο το
στρες της βραδιάς είναι ακριβώς αυτό που
χρειάζομαι.

Κρυφογελάει, και ανοίγω το ένα μάτι για να


τον πιάσω να με κοιτάζει*χαμογελώντας.
«Σ’ αρέσει;»

«Μμμ...»

Χαμογελάει. «Και μένα!» αποκρίνεται και


σκύβει να με φιλήσει στο μέτωπο, ενώ τα
δάχτυλά του συνεχίζουν το γλυκό, σταθερό
ζύμωμα του κρανίου μου. «Γύρνα από την
άλλη!» αναφωνεί επιτακτικά.

Κάνω αυτό που μου λέει, και τα δάχτυλά


του κινούνται αργά στο κεφάλι μου,
καθαρίζοντας, χαλαρώνοντας, αγαπώντας
με καθ’ οδόν. Ω, μιλάμε για ευδαιμονία...
Απλώνει το χέρι του να πάρει κι άλλο
σαμπουάν και λούζει απαλά τις μακριές
τούφες που κρέμονται στην πλάτη μου.
Όταν τελειώνει, με τραβάει πάλι κάτω από
τρ ντους.

«Γείρε πίσω το κεφάλι σου...» διατάζει


σιγανά.

Υπακούω πρόθυμα, και. μου ξεπλένει


προσεκτικά τη σαπουνάδα. Όταν τελειώνει,
τον κοιτάζω ξανά και ορμάω κατευθείαν
στο παντελόνι του.

«Θέλω να σε πλύνω ολόκληρο...» ψιθυρίζω.

Χαμογελάει με κείνο το λοξό χαμόγελο και


σηκώνει τα χέρια του σε μια χειρονομία που
λέει «Είμαι όλος δικός σου, μωρό μου».
Χαμογελάω* είναι σαν να έχουμε
Χριστούγεννα. Ξεμπερδεύω αμέσως με το
φερμουάρ του, και γρήγορα το παντελόνι
και το μποξεράκι του πάνε να βρουν τα
υπόλοιπα ρούχα μας. Σηκώνομαι και πιάνω
το αφρόλουτρο και το σφουγγάρι.

«Κατά τα φαινόμενα, χαίρεσαι που με


βλέπεις...» μουρμουρίζω.

«Πάντα χαίρομαι που σας βλέπω, δεσποινίς


Στιλ...» μου αποκρίνεται υπομειδιώντας.

Βάζω σαπούνι στο σφουγγάρι και μετά


επαναλαμβάνω το ταξίδι μου στο στήθος
του. Είναι πιο χαλαρός ίσως επειδή δεν τον
αγγίζω απευθείας. Κατευθύνομαι με το
σφουγγάρι προς τα κάτω, επάνω στην
κοιλιά, ακολουθώντας τις τρίχες που
κατεβαίνουν προς το εφήβαιό του, κι επάνω
στη στύση του.

Του ρίχνω μια ματιά και με κοιτάζει με


μάτια χωμένα στις κόγχες τους και με
φιλήδονη λαχτάρα. Μμμ... Μου αρέσει αυτό
το ύφος. Αφήνω το σφουγγάρι και
χρησιμοποιώ τα χέρια μου, αρπάζοντάς τον
σταθερά. Κλείνει τα μάτια, ρίχνει πίσω το
κεφάλι του και βογκάει, σπρώχνοντας τους
γοφούς του στα χέρια μου.

Ω, ναι! Είναι τόσο ερεθιστικό. Η εσωτερική


μου θεά έχει ξαναεμφανιστεί έπειτα από τή
βραδιά που πέρασε θρηνώντας στη γωνία
και φοράει κατακόκκινο προκλητικό
κραγιόν.

Τα φλογερά του μάτια καρφώνονται


ξαφνικά στα δικά μου. Κάτι θυμήθηκε.
«Είναι Σάββατο!» αναφωνεί, με μάτια που
λάμπουν από λάγνα έκπληξη. Με αρπάζει
από τη μέση τραβώντας με πάνω του και
φιλώντας με άγρια.

Ποπό αλλαγή ρυθμού!

Τα χέρια του ορμούν κάτω στο γλιστερό,


υγρό κορμί μου, γύρω από τα γεννητικά μου
όργανα, ενώ τα δάχτυλά του εξερευνούν,
βασανίζουν, και το στόμα του είναι
ανελέητο, αφήνοντάς με με κομμένη την
ανάσα. Το άλλο του χέρι βρίσκεται στα
βρεγμένα μαλλιά μου, κρατώντας με
ακίνητη όσο δέχομαι το ξέσπασμα του
πάθους του. Τα δάχτυλά του μπαίνουν μέσα
μου.

« Αχ ...» βογκάω στο στόμα του.


«Ναι...» λέει σφυριχτά και με σηκώνει, με
τα χέρια του πίσω από τους γλουτούς μου.
«Τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου, μωρό
μου...»

Τα πόδια μου υπακούν και κολλάω σαν


στρείδι στον λαιμό του. Με στηρίζει επάνω
στον τοίχο του ντους και κάνει μια παύση
κοιτάζοντάς με.

«Ανοιχτά μάτ.ια...» ψιθυρίζει. «Θέλω να σε


βλέπω».

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, με την καρδιά


μου να σφυροκοπάει, το αίμα να κυλάει
καυτό και βαρύ στο σώμα μου, τον πόθο,
αληθινό και αχαλίνωτο, να με κατακλύζει.
Και ύστερα μπαίνει μέσα μου τόσο αργά,
γεμίζοντάς με, διεκδικώντας με, δέρμα
επάνω στο δέρμα. Σπρώχνομαι πάνω του
και βογκάω δυνατά. Μόλις μπαίνει όλος
μέσα μου, κάνει πάλι παύση, με τα
χαρακτηριστικά του τραβηγμένα, όλο
ένταση.

«Είσαι δική μου, Αναστάζια...» τραυλίζει.

«Πάντα...»

Χαμογελάει θριαμβικά και λικνίζεται


κόβοντάς μου την ανάσα.

«Και τώρα μπορούμε να το πούμε σε όλους,


μιας και είπες ναι...» Η φωνή του είναι
γεμάτη ευλάβεια και σκύβει,
αιχμαλωτίζοντας το στόμα μου στο δικό
του, και αρχίζει να κουνιέται... Αργά και
γλυκά.
Κλείνω τα μάτια και γέρνω πίσω το κεφάλι
καθώς το σώμα μου κυρτώνεται, η θέλησή
μου υποτάσσεται στη δική του, σκλάβα του
μεθυστικού, αργού ρυθμού του.

Τα δόντια του περνούν ξυστά από το


σαγόνι, το πιγούνι και τον λαιμό μου καθώς
βρίσκει τον ρυθμό του, σπρώχνοντάς με
προς τα εμπρός, προς τα επάνω μακριά από
το γήινο επίπεδο, από το νερό του ντους,
από την παγερή τρομάρα της βραδιάς. Είμαι
εγώ και ο άντρας μου. να κινούμαστε σε
αρμονία, σαν ένα σώμα -καθένας μας
αφομοιωμένος από τον άλλο-, με τα
βογκητά και τα γρυλίσματά μας να
αναμειγνύονται. · Απολαμβάνω την εξαίσια
αίσθηση της κυριαρχίας του έτσι όπως το
σώμα μου μπουμπουκιάζει και ανθίζει γύρω
του.
Θα μπορούσα να τον έχω χάσει... Και τον
αγαπάω... Τον αγαπάω τόσο πολύ, και
ξαφνικά με συντρίβει η απεραντοσύνη της
αγάπης μου και το βάθος της αφοσίωσής
μου σ’ αυτόν. Θα περάσω την υπόλοιπη
ζωή μου αγαπώντας αυτό τον άντρα, και
με αυτήν τη σκέψη που μου προκαλεί δέος
εκρήγνυμαι γύρω του σ’ έναν
καταπραϋντικό, εξαγνιστικό οργασμό,
φωνάζοντας το όνομά του καθώς τα δάκρυα
κυλούν στα μάγουλά μου.

Φτάνει στην κορύφωση και ξεχύνεται μέσα


μου. Με το πρόσωπο χωμένο στον λαιμό
μου, καταρρέει στο πάτωμα κρατώντας με
σφιχτά, φιλώντας μου το πρόσωπο και
διώχνοντας με φιλιά τα δάκρυά μου, ενώ το
ζεστό νερό χύνεται γύρω μας ξεπλένοντάς
μας.
«ΜΟΥΛΙΑΣΑΝ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΟΥ...»
ψιθυρίζω χορτασμένη από έρωτα έτσι όπως
γέρνω επάνω στο στήθος του.

Σηκώνει τα δάχτυλά μου στα χείλη του και


τα φιλάει ένα ένα. «Πρέπει πραγματικά να
βγούμε από το ντους».

«Είμαι άνετα εδώ». Κάθομαι ανάμεσα στα


πόδια του και με κρατάει σφιχτά. Δε θέλω
να κουνηθώ.

Ο Κρίστιαν μουρμουρίζει τη συγκατάθεσή


του. Ξαφνικά όμως αισθάνομαι έντονα
κουρασμένη, αποκαμωμένη. Έγιναν τόσο
πολλά την τελευταία εβδομάδα -αρκετά για
μια ζωή γεμάτη δράμα-, και τώρα
παντρεύομαι. Ένα δύσπιστο χάχανο
ξεφεύγει από τα χείλη μου.

«Κάτι σας διασκεδάζει, δεσποινίς Στιλ;»


ρωτάει.

«Ήταν πολυάσχολη εβδομάδα».

Χαμογελάει. «Όντως!»

«Δοξάζω τον Θεό που γυρίσατε σώος, κύριε


Γκρέυ...» λέω χαμηλόφωνα, σοβαρεύοντας
στη σκέψη αυτού που θα μπορούσε να έχει
συμβεί.

Τσιτώνεται, και αμέσως μετανιώνω που του


το θύμισα.

«Φοβήθηκα...» ομολογεί προς μεγάλη μου


έκπληξη.
«Νωρίτερα;»

Γνέφει καταφατικά, με σοβαρό ύφος,

Να πάρει... «Δηλαδή το υποβάθμισες για να


καθησυχάσεις την οικογένειά σου;»

«Ναι. Παραήμουν χαμηλά για να


προσγειωθώ καλά. Αλλά με κάποιον τρόπο,
τα κατάφερα».

Γαμώτο. Τα μάτια μου ανεβαίνουν στα δικά


του, κι εκείνος δείχνει σοβαρός καθώς το
νερό κυλάει επάνω μας.

«Πόσο παρά τρίχα γλίτωσες;»

Με κοιτάζει. «Πολύ λεπτή τρίχα...» Κάνει


μια παύση. «Επί μερικά φρικτά
δευτερόλεπτα νόμιζα πως δε θα σε
ξανάβλεπα».

Τον αγκαλιάζω σφιχτά. «Δεν μπορώ να


φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα,
Κρίστιαν. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ, που με
τρομάζει...»

«Κι εγώ...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα. «Η


ζωή μου θα ήταν άδεια χωρίς εσένα. Σ’
αγαπάω τόσο πολύ». Τα χερια του
σφίγγονται γύρω μου και χώνει τη μύτη στα
μαλλιά μου. «Δε θα σ’ αφήσω ποτέ να
φύγεις».

«Δε θέλω να φύγω. Ποτέ». Τον φιλάω στον


λαιμό και σκύβει και με φιλάει τρυφερά.
Έπειτα από μια στιγμή μετακινείται. «Έλα
να στεγνώσεις και στο κρεβάτι. Είμαι
ξεθεωμένος, κι εσύ φαίνεσαι λιώμα».

Τραβιέμαι πίσω και ανασηκώνω το φρύδι


για την επιλογή των λέξεων. Γέρνει το
κεφάλι του στο πλάι και μου χαμογελάει
αχνά.

«Έχετε κάτι να πείτε, δεσποινίς Στιλ;»

Κουνάω το κεφάλι λαι σηκώνομαι


τρεκλίζοντας.

ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ. Ο Κρίστιαν


επέμεινε να μου στεγνώσει τα μαλλιά είναι
κάτι που κάνει πολύ επιδέξια. Πώς έγινε
αυτό; Είναι μια δυσάρεστη σκέψη, και τη
διώχνω αμέσως. Είναι περασμένες δύο το
πρωί, και είμαι έτοιμη για ύπνο. Ο Κρίστιαν
με κοιτάζει και περιεργάζεται ξανά το
μπρελόκ προτού πέσει στο κρεβάτι.
Κουνάει το κεφάλι του, δείχνοντας και πάλι
να μην το πιστεύει.

«Είναι καταπληκτικό. Το καλύτερο δώρο


γενεθλίων που μου έκαναν ποτέ!» Με
κοιτάζει με μάτια τρυφερά και ζεστά.
«Καλύτερο και από το υπογεγραμμένο
πόστερ του Τζουζέππε ντι Νατάλε».

«Θα σ’ το είχα πει νωρίτερα, αλλά αφού


ήταν τα γενέθλιά σου... Τι να δώσεις στον
άνθρωπο που έχει τα πάντα; Σκέφτηκα να
σου δώσω... Εμένα».

Αφήνει το μπρελόκ στο κομοδίνο και


κουρνιάζει δίπλα μου, τραβώντας με στην
αγκαλιά του επάνω στο στήθος του, έτσι
που είμαστε πλάτη με στήθος.

«Είναι τέλειο! Όπως κι εσύ...»

Φωλιάζω στην αγκαλιά του υπομειδιώντας,


αν και δεν μπορεί να δει το ύφος μου.
«Απέχω πολύ από το να είμαι τέλεια,
Κρίστιαν...»

«Μου υπομειδιάτε, δεσποινίς Στιλ;»

Πώς το ξέρει; «Ίσως...» απαντάω


χαχανίζοντας. «Μπορώ να σε ρωτήσω
κάτι;»

«Φυσικά». Χώνει τη μύτη του στον λαιμό


μου.
«Δεν τηλεφώνησες επιστρέφοντας από το
Πόρτλαντ. Το έκανες λόγω του Χοσέ;
Ανησυχούσες επειδή ήμουν εδώ μόνη μαζί
του;»

Ο Κρίστιαν δε λέει τίποτα. Στρέφομαι να


τον κοιτάξω καταπρόσωπο, και οι κόρες
των ματιών του είναι διεσταλμένες καθώς
τον μαλώνω.

«Ξέρεις πόσο γελοίο είναι αυτό; Σε πόση


αγωνία υπέβαλες την οικογένειά σου και
μένα; Σ’ αγαπάμε όλοι πολύ!»

Ανοιγοκλείνει μια δυο φορές τα μάτια του


και μετά μου χαρίζει το συνεσταλμένο του
χαμόγελο. «Δεν είχα ιδέα πως
ανησυχούσατε τόσο πολύ...»
Σουφρώνω τα χείλη. «Πότε θα το βάλεις
στο χοντροκέφαλο σου πως σ’ αγαπούν;»

«Χοντροκέφαλο;» Τα φρύδια του


ανασηκώνονται από έκπληξη.

Γνέφω καταφατικά. «Ναι. Χοντροκέφαλο!»

«Δε νομίζω πως η οστική πυκνότητα του


κεφαλιού μου είναι σημαντικά μεγαλύτερη
από οπουδήποτε αλλού στο σώμα μου».

«Μιλάω σοβαρά! Σταμάτα να προσπαθείς


να με κάνεις να γελάσω. Είμαι ακόμα λίγο
θυμωμένη μαζί σου, αν και εν μέρει μου
πέρασε λίγο, χάρη στο γεγονός ότι γύρισες
σπίτι σώος και αβλαβής, τη στιγμή που
νόμιζα. ..»Ή φωνή μου σβήνει καθώς
θυμάμαι εκείνες τις αγωνιώδεις ώρες.
«Εντάξει, ξέρεις τι νόμιζα...»
Τα μάτια του μαλακώνουν και απλώνει το
χέρι να μου χαϊδέψει το πρόσωπο. «Με
συγχωρείς... Εντάξει».

«Και η καημένη η μαμά σου...Ήταν πολύ


συγκινητικό να σε βλέπει κανείς μαζί της...»
ψιθυρίζω.

Ο Κρίστιαν χαμογελάει συνεσταλμένα.


«Δεν την έχω ξαναδεί έτσι...»
Ανοιγοκλείνει τα μάτια του στην ανάμνηση.
«Ναι, αυτό ήταν τρομερό. Συνήθως έχει
μεγάλη αυτοκυριαρχία. Ήταν μεγάλο
σοκ...»

«Βλέπεις; Όλοι σ’ αγαπούν...» λέω και


χαμογελάω. «Ίσως τώρα αρχίσεις να το
πιστεύεις». Σκύβω και τον φιλάω απαλά.
«Χρόνια πολλά, Κρίστιαν. Χαίρομαι που
είσαι εδώ να μοιραστείς αυτήν τη μέρα μαζί
μου. Και δεν έχεις δει τι σου έχω για
αύριο... Εεε... Σήμερα» προσθέτω
υπομειδιώντας.

«'Εχει κι άλλο;» ρωτάει, και το πρόσωπό


του φωτίζεται από ένα σαγηνευτικό
χαμόγελο.

«Ω, ναι, κύριε Γκρέυ... Αλλά πρέπει να


περιμένετε».

ΞΥΠΝΑΩ ΞΑΦΝΙΚΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ


ή εφιάλτη, και ο σφυγμός μου χτυπάει
κόκκινο. Γυρίζω πανικόβλητη και προς
μεγάλη μου ανακούφιση ο Κρίστιαν
κοιμάται βαθιά δίπλα μου. Η μετακίνησή
μου τον κάνει να αναδευτεί και απλώνει
το χέρι μέσα στον ύπνο του, τυλίγοντάς το
γύρω μου και ακουμπώντας το κεφάλι του
επάνω στον ώμο μου με έναν σιγανό
αναστεναγμό.

Το δωμάτιο είναι γεμάτο φως. Η ώρα είναι


οχτώ. Ο Κρίστιαν δεν κοιμάται ποτέ ως
τόσο αργά. Μένω ξαπλωμένη και αφήνω
την καρδιά μου να ηρεμήσει. Γιατί τόσο
άγχος; Είναι τα επακόλουθα της χτεσινής
νύχτας;

Στρέφομαι να τον κοιτάξω. Είναι εδώ. Είναι


ασφαλής. Παίρνω βαθιά ανάσα για να
συνέλθω και καρφώνω το βλέμμα στο
όμορφο πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο που
μου είναι τώρα τόσο οικείο, με όλα τα
κοιλώματα και τις σκιές του αιώνια
χαραγμένα στο μυαλό μου.
Δείχνει πολύ νεότερος όταν κοιμάται, και
χαμογελάω, επειδή σήμερα είναι κατά έναν
ολόκληρο χρόνο μεγαλύτερος. Σκέφτομαι
το δώρο μου και συγχαίρω τον εαυτό μου.
Ω... Τι θα κάνει; Ίσως πρέπει να αρχίσω
φέρνοντάς του πρωινό στο κρεβάτι.
Άλλωστε μπορεί να είναι ακόμα εδώ ο
Χοσέ.

Βρίσκω τον Χοσέ στον πάγκο να τρώει ένα


μπολ δημητριακά. Δεν μπορώ να μην
κοκκινίσω όταν τον βλέπω. Ξέρει ότι
πέρασα τη νύχτα με τον Κρίστιαν. Γιατί
νιώθω ξαφνικά τόσο ντροπαλή; Δεν είναι
πως είμαι και γυμνή. Φοράω τη μεταξωτή
μου ρόμπα, μακριά έως το πάτωμα.

«Καλημέρα, Χοσέ!» Χαμογελάω,


προσπαθώντας να κάνω πως δεν τρέχει
τίποτα.
«Γεια σου, Άνα!» Το πρόσωπό του
φωτίζεται. Δείχνει ειλικρινά χαρούμενος
που με βλέπει. Δεν υπάρχει ίχνος
πειραχτικής διάθεσης ή αφοριστικής
περιφρόνησης στο ύφος του.

«Κοιμήθηκες καλά;» ρωτάω.

«Βέβαια. Φοβερή η θέα από δω πάνω!»

«Ναι. Είναι μοναδική». Όπως ο ιδιοκτήτης


του διαμερίσματος. «Θες ένα αντρίκειο
πρωινό;» τον πειράζω.

«Θα μ’ άρεσε».

«Σήμερα είναι τα γενέθλια του Κρίστιαν θα


του πάω πρωινό στο κρεβάτι».

«Ξύπνιος είναι;»
«Όχι. Νομίζω πως τα έχει παίξει από χτες».
Γυρίζω βιαστικά αλλού τα μάτια μου και
κατευθύνομαι προς το ψυγείο, για να μη δει
το κοκκίνισμά μου.

Χριστέ μου! Είναι μόνο ο Χοσέ. Όταν βγάζω


τα αυγά και το μπέικον από το ψυγείο,
αυτός μου χαμογελάει.

«Σ’ αρέσει πραγματικά, ε;»

Σουφρώνω τα χείλη. «Τον αγαπάω, Χοσέ».

Τα μάτια του γουρλώνουν για μια στιγμή


και ύστερα χαμογελάει. «Είναι να μην τον
αγαπάς;» ρωτάει, δείχνοντας ολόγυρα το
μεγάλο δωμάτιο.

Τον κοιτάζω σκυθρωπή. «Μάλιστα...


Ευχαριστώ πολύ!»
«Έλα, Άνα... Πλάκα κάνω».

Χμμμ... Θα μου το χτυπούν πάντα αυτό;


Ότι παντρεύομαι τον Κρίστιαν για τα λεφτά
του;

«Αλήθεια, πλάκα κάνω! Ποτέ δεν ήσουν


τέτοιος τύπος».

«Συμβιβάζεσαι με ομελέτα;» ρωτάω


αλλάζοντας θέμα. Δε θέλω να τσακωθώ.

«Ασφαλώς».

«Κι εγώ...» λέει ο Κρίστιαν μπαίνοντας στο


μεγάλο δωμάτιο. Γαμώτο μου. Φοράει μόνο
το παντελόνι της πιτζάμας, που εφαρμόζει
στους γοφούς του με κείνο τον απόλυτα
σέξι τρόπο.
«Χοσέ...» Γνέφει.

«Κρίστιαν!» Ο Χοσέ ανταποδίδει με


επισημότητα τον χαιρετισμό του.

Ο Κρίστιαν στρέφεται προς το μέρος μου


και χαμογελάει αχνά όταν βλέπει πως έχω
καρφώσει το βλέμμα επάνω του. Το έκανε
επίτηδες. Στενεύω τα μάτια, προσπαθώντας
απεγνωσμένα να ξαναβρώ την ισορροπία
μου, και η έκφραση του Κρίστιαν αλλάζει
ανεπαίσθητα. Ξέρει ότι ξέρω τι σκαρώνει
και δεν τον νοιάζει.

«Ετοιμαζόμουν να σου φέρω πρωινό στο


κρεβάτι».

Πλησιάζει με ύφος, τυλίγει το μπράτσο του


γύρω μου, μου ανασηκώνει το πιγούνι και
μου δίνει ένα σκαστό υγρό φιλί στα χείλη.
Καμία σχέση με το στιλ του Πενήντα!

«Καλημέρα, Αναστάζια...» μουρμουρίζει.

Θέλω να του κατεβάσω μούτρα και να του


πω να καθίσει φρόνιμα αλλά είναι τα
γενέθλιά του. Κοκκινίζω. Γιατί είναι τόσο
κτητικός;

«Καλημέρα, Κρίστιαν. Χρόνια πολλά!»


Του χαμογελάω και ανταποκρίνεται
υπομειδιώντας.

«Ανυπομονώ να πάρω το άλλο μου δώρο»


δηλώνει.

Αυτό είναι. Αναψοκοκκινίζω, παίρνω το


χρώμα που έχει το Κόκκινο Δωμάτιο
Πόνου, και κοιτάζω νευρικά τον Χοσέ, που
δείχνει σαν να έχει καταπιεί κάτι
δυσάρεστο. Γυρίζω από την άλλη και
αρχίζω να ετοιμάζω το φαγητό.

«Λοιπόν, τι σχέδια έχεις για σήμερα,


Χοσέ;» ρωτάει ο Κρίστιαν φαινομενικά
αδιάφορα την ώρα που κάθεται σ’ ένα
σκαμνί.

«Θα πάω να επισκεφθώ τον μπαμπά μου και


τον Ρέυ, τον μπαμπά της Άνα».

Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει, «Γνωρίζονται;»

«Ναι. Ήταν μαζί στον στρατό. Είχαν χάσει


επαφή, μέχρι που η Άνα κι εγώ βρεθήκαμε
μαζί στο κολέγιο. Πλάκα έχει. Τώρα είναι
οι καλύτεροι φίλοι. Θα πάμε εκδρομή για
ψάρεμα >.
«Ψάρεμα;» Ο Κρίστιαν δείχνει γνήσιο
ενδιαφέρον.

«Ναι υπάρχουν φοβερά ψάρια σ’ εκείνα τα


νερά στον ωκεανό. Οι ιριδίζουσες
πέστροφες μπορούν να γίνουν τεράστιες!»

«Πράγματι. Με τον Έλλιοτ, τον αδερφό


μου, βγάλαμε μια φορά μια πέστροφα
δεκαπέντε κιλά».

Μιλούν για ψάρεμα; Τι τρέχει με το


ψάρεμα; Ποτέ δεν το κατάλαβα.

«Δεκαπέντε κιλά; Καθόλου άσχημα.


Πάντως ο πατέρας της Άνα έχει το ρεκόρ.
Είκοσι κιλά!»

«Πλάκα κάνεις! Δε μου το έχει πει».


«Χρόνια πολλά, επί τη ευκαιρία».

«Ευχαριστώ, Λοιπόν, πού σ’ αρέσει να


ψαρεύεις;»

Κατεβάζω τους διακόπτες. Δε χρειάζεται να


τα μάθω

όλα αυτά. Ταυτόχρονα όμως νιώθω


ανακούφιση. Βλέπεις, Κρίστιαν; Δεν είναι
και τόσο κακός ο Χοσέ.

ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΣΗΚΩΘΕΙ Ο ΧΟΣΕ για να


φύγει, είναι και οι δύο πολύ πιο χαλαροί
ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Κρίστιαν
αλλάζει στα γρήγορα βάζοντας ένα
μπλουζάκι κι ένα τζιν και, ξυπόλυτος,
συνοδεύει τον Χοσέ και μένα στον
προθάλαμο.

«Ευχαριστώ που μ’ άφησες να κοιμηθώ


εδώ» λέει ο Χοσέ στον Κρίστιαν την ώρα
που χαιρετιούνται.

«Όποτε θες...» αποκρίνεται χαμογελώντας ο


Κρίστιαν.

Ο Χοσέ με αγκαλιάζει στα πεταχτά. «Να


προσέχεις, Άνα».

«Βέβαια. Χάρηκα που σε είδα! Την άλλη


φορά θα κάνουμε κανονική βραδινή
έξοδο».

«Οπωσδήποτε!» Μας κουνάει το χέρι μέσα


από το ασανσέρ και μετά χάνεται.
«Βλέπεις; Δεν είναι και τόσο κακός».

«Θέλει ακόμα να σε κουτουπώσει, Άνα. Μα


δεν μπορώ να πω ότι τον αδικώ».

«Κρίστιαν, δεν είναι αλήθεια!» '

«Δεν έχεις ιδέα, ε;» μου λέει


υπομειδιώντας. «Σε θέλει. Σαν τρελός!»

Κατσουφιάζω. «Κρίστιαν, είναι απλώς


φίλος, καλός φίλος». Και ξαφνικά
συνειδητοποιώ πως ακούγομαι σαν τον
Κρίστιαν όταν μιλάει για την κυρία
Ρόμπινσον. Η σκέψη είναι δυσάρεστη.

Ο Κρίστιαν σηκώνει τα χέρια σε μια


κατευναστική χειρονομία, «Δε θέλω να
τσακωθώ...» μουρμουρίζει.
Ω! Δεν τσακωνόμαστε... Τσακωνόμαστε;

«Ούτε κι εγώ».

«Δεν του είπες ότι παντρευόμαστε».

«Όχι. Σκέφτηκα πως πρέπει να το πω πρώτα


στη μαμά και στον Ρέυ». Σκατά! Πρώτη
φορά που το σκέφτομαι από τότε που είπα
ναι. Χριστέ μου τι θα πουν οι γονείς μου;

Ο Κρίστιαν συγκατανεύει. «Ναι, έχεις


δίκιο. Κι εγώ... Εμμμ... Πρέπει να σε
ζητήσω από τον πατέρα σου».

Γελάω. «Κρίστιαν δεν είμαστε στον δέκατο


όγδοο αιώνα!»

Γαμώτο μου! Τι θα πει ο Ρέυ; Η σκέψη


αυτής της συζήτησης με γεμίζει φρίκη.
«Έτσι επιτάσσει η παράδοση...» Ο Κρίστιαν
ανασηκώνει τους ώμους.

«Ας το συζητήσουμε αργότερα αυτό...


Θέλω να σου δώσω το άλλο σου δώρο».
Ο στόχος μου είναι να του αποσπάσω την
προσοχή. Η σκέψη του δώρου μου ανοίγει
μια καυτή τρύπα στη συνείδησή μου. Θέλω
να του το δώσω και να δω πώς θα
αντιδράσει.

Μου χαρίζει το συνεσταλμένο χαμόγελό


του, και η καρδιά μου χοροπηδάει. Όσο ζω,
δε θα κουραστώ ποτέ να κοιτάζω αυτό το
χαμόγελο.

«Δαγκώνεις πάλι το χείλος σου...» λέει και


μου τραβάει το πιγούνι.
Ένα ρίγος διαπερνάει το σώμα μου όταν
τα δάχτυλά του με αγγίζουν. Χωρίς να πω
λέξη, κι όσο έχω ακόμα μια στάλα θάρρους,
τον παίρνω από το χέρι και τον οδηγώ πίσω
στο υπνοδωμάτιο. Τον αφήνω να στέκεται
δίπλα στο κρεβάτι και βγάζω, κάτω από τη
δική μου πλευρά του κρεβατιού, τα δύο
άλλα κουτιά δώρου.

«Δύο;» ρωτάει έκπληκτος.

Παίρνω βαθιά ανάσα. «Αυτό το αγόρασα


πριν από το... Εεε... Χτεσινό περιστατικό.
Τώρα δεν είμαι και πολύ σίγουρη γι’ αυτό».
Του δίνω βιαστικά το ένα πακέτο προτού
αλλάξω γνώμη.

Με κοιτάζει απορημένος, νιώθοντας την


αβεβαιότητά μου. «Είσαι σίγουρη ότι θες να
το ανοίξω;»
Γνέφω καταφατικά, αγχωμένη.

Ο Κρίστιαν σκίζει το χαρτί και κοιτάζει


έκπληκτος το κουτί.

«Το Τσάρλι Τάνγκο...» ψιθυρίζω.

Χαμογελάει. Το κουτί περιέχει ένα μικρό


ξύλινο ελικόπτερο με μεγάλες λεπίδες
στροφείου που κινούνται με ηλιακή
ενέργεια. Το ανοίγει.

«Ηλιακή ενέργεια...» μουρμουρίζει.


«Ποπό...»

Και προτού το συνειδητοποιήσω, κάθεται


στο κρεβάτι να το συναρμολογήσει. Τα
κομμάτια ενώνονται γρήγορα, και ο
Κρίστιαν το σηκώνει στην παλάμη του. Ένα
μπλε ξύλινο ελικόπτερο. Με κοιτάζει και
μου χαρίζει ένα υπέροχο αμερικανικό
χαμόγελο και ύστερα πλησιάζει στο
παράθυρο, έτσι που το μικρό ελικόπτερο
λούζεται στο φως και το στροφείο αρχίζει
να γυρίζει.

«Για δες το...» λέει σιγανά, εξετάζοντάς το


από κοντά. «Τι μπορούμε να κάνουμε
κιόλας με αυτή την τεχνολογία...» Το
κρατάει στο επίπεδο των ματιών του,
παρακολουθώντας τις λεπίδες να γυρίζουν.
Είναι γοητευμένος και γοητευτικός έτσι
όπως χάνεται στις σκέψεις του ατενίζοντας
το μικρό ελικόπτερο. Τι σκέφτεται;

«Σ’ αρέσει;»

«Άνα, το λατρεύω! Σ’ ευχαριστώ». Με


αρπάζει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί,
μετά ξαναστρέφει την προσοχή του στο
στροφείο που γυρίζει. «Θα το βάλω μαζί
με το ανεμόπτερο στο γραφείο μου»
συμπληρώνει αφηρημένα,
παρακολουθώντας τις λεπίδες να
περιστρέφονται. Μετακινεί το χέρι του
μακριά από το φως, και οι λεπίδες
επιβραδύνουν και σταματούν.

Δεν μπορώ να μη χαμογελάσω πλατιά και


θέλω να συγχαρώ τον εαυτό μου. Το
λατρεύει. Φυσικά είναι φανατικός των
εναλλακτικών τεχνολογιών. Το είχα ξεχάσει
στη βιασύνη μου να το αγοράσω.
Αφήνοντάς το επάνω στη σιφονιέρα,
γυρίζει να με κοιτάξει.

«Θα μου κάνει παρέα μέχρι να


περισώσουμε το Τσάρλι Τάνγκο».

«Σώζεται;»
«Δεν ξέρω. Το εύχομαι... Θα την πεθυμήσω
διαφορετικά».

Την; Σοκάρομαι με τον εαυτό μου για το


μικρό τσίμπημα ζήλιας που αισθάνομαι για
ένα άψυχο αντικείμενο. Το υποσυνείδητό
μου ρουθουνίζει με ειρωνικό γέλιο. Το
αγνοώ.

«Τι υπάρχει στο άλλο κουτί;» ρωτάει, με


μάτια γουρλωμένα από σχεδόν παιδιάστικη
έξαψη.

Γαμώτο μου... «Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό


το δώρο είναι για σένα ή για μένα».

«Μπα;» λέει, και είμαι σίγουρη πως του


κέντρισα το ενδιαφέρον.
Του δίνω νευρικά το δεύτερο κουτί. Το
κουνάει μαλακά και ακούμε και οι δύο ένα
βαρύ κροτάλισμα. Σηκώνει τα μάτια του
επάνω μου.

«Γιατί είσαι τόσο νευρική;» ρωτάει


απορημένος.

Ανασηκώνω τους ώμους αμήχανη και


γεμάτη έξαψη. Κοκκινίζω.

Συνοφρυώνεται. «Μου έχετε εξάψει την


περιέργεια, δεσποινίς Στιλ...» ψιθυρίζει, και
η φωνή του με διαπερνάει, κάνοντας την
κοιλιά μου να σφιχτεί από πόθο και
προσμονή. «Πρέπει να πω ότι απολαμβάνω
την αντίδρασή σου. Τι σκάρωσες;» Στενεύει
τα μάτια του προσπαθώντας να καταλάβει.

Μένω σιωπηλή, κρατώντας την ανάσα μου.


Σηκώνει το καπάκι από το κουτί και βγάζει
μια μικρή καρτούλα. Τα υπόλοιπα
περιεχόμενα είναι τυλιγμένα σε χαρτί.
Ανοίγει την κάρτα, και τα μάτια του
στρέφονται αμέσως στα δικά μου διάπλατα
ανοιχτά από το σοκ ή από την έκπληξη, δεν
ξέρω.

«Να σου κάνω πρόστυχα πράγματα;»


μουρμουρίζει.

Γνέφω καταφατικά και ξεροκαταπίνω.


Γέρνει το κεφάλι του επιφυλακτικά στο
πλάι, ζυγίζοντας την αντίδρασή μου, και
σκυθρωπιάζει. Ύστερα στρέφει και
πάλι την προσοχή του στο κουτί. Σκίζει το
γαλάζιο χαρτί και βγάζει μια μάσκα για τα
μάτια, ένα ζευγάρι σφιγκτήρες για τις
ρώγες, μια πρωκτική σφήνα, το iPod του,
την ασημογκρίζα γραβάτα του και -
τελευταίο αλλά όχι αμελητέοτο κλειδί της
αίθουσας ψυχαγωγίας του.

Με κοιτάζει, και το ύφος του είναι


σκοτεινό, ανεξιχνίαστο. Ω, γαμώτο...
Μήπως είναι κακή κίνηση;

«Θες να παίξεις;» ρωτάει μαλακά.

«Ναι...» απαντάω ψελλίζοντας.

«Για τα γενέθλιά μου;»

«Ναι...» Θα μπορούσε η φωνή μου να βγει


πιο σιγανή;

Χιλιάδες συναισθήματα εναλλάσσονται στο


πρόσωπό του, κανένα από τα οποία δεν
μπορώ να εντοπίσω, αλλά καταλήγει στο
άγχος. Χμμμ... Δεν είναι ακριβώς η
αντίδραση που περίμενα.

«Είσαι σίγουρη;» ρωτάει.

«Όχι μαστίγια και τα παρόμοια...»

«Το καταλαβαίνω αυτό».

«Τότε ναι. Είμαι σίγουρη».

Κουνάει το κεφάλι του και κοιτάζει τα


περιεχόμενα του κουτιού. «Τρελή και
αχόρταγη για σεξ... Λοιπόν, νομίζω πως
κάτι μπορούμε να κάνουμε με όλα τούτα...»
λέει σχεδόν από μέσα του και ύστερα βάζει
και πάλι τα περιεχόμενα στο κουτί. Όταν με
ξανακοιτάζει, η έκφρασή του έχει αλλάξει
τελείως.
Να πάρει. Τα μάτια του με καίνε, ενώ το
στόμα του στραβώνει σ’ ένα αργό, ερωτικό
χαμόγελο. Μου απλώνει το χέρι.

«Τώρα» λέει, και δεν είναι παράκληση.

Η κοιλιά μου σφίγγεται, γερά και δυνατά,


βαθιά, βαθιά και χαμηλά.

Βάζω το χέρι στο δικό του.

« Έλα! » με διατάζει.

Τον ακολουθώ έξω από το υπνοδωμάτιο,


με την καρδιά στο στόμα. Ο πόθος κυλάει
γλιστερός και καυτός στο αίμα μου καθώς
τα σωθικά μου σφίγγονται από λαχτάρα και
προσμονή. Επιτέλους!
Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ έξω από την
αίθουσα ψυχαγωγίας. «Είσαι σίγουρη;»
ρωτάει. Το βλέμμα του είναι φλογερό αλλά
και αγχωμένο.

«Ναι...» τραυλίζω, χαμογελώντας του


συνεσταλμένα.

Τα μάτια του μαλακώνουν. «Υπάρχει κάτι


που δε θες να κάνεις;»

Η αναπάντεχη ερώτησή του με εκτροχιάζει,


και το μυαλό μου μπαίνει σε κατάσταση
υπερδιέγερσης. Ξαφνικά μου έρχεται μια
σκέψη.

«Δε θέλω να μου τραβήξεις φωτογραφίες».


Μένει ακίνητος, η έκφρασή του σκληραίνει
και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι,
κοιτάζοντάς με ερευνητικά.

Ω, γαμώτο...Έχω την εντύπωση πως θα με


ρωτήσει γιατί, αλλά ευτυχώς δεν το κάνει.

«Εντάξει...» αποκρίνεται σιγανά, και το


μέτωπό του ζαρώνει. Ξεκλειδώνει την
πόρτα και μετά παραμερίζει για να με
αφήσει να περάσω μέσα στο δωμάτιο.

Νιώθω τα μάτια του επάνω μου καθώς με


ακολουθεί και κλείνει την πόρτα.

Αφήνοντας το κουτί με το δώρο επάνω στη


σιφονιέρα, βγάζει έξω το iPod, το ανοίγει,
ύστερα κουνάει το χέρι του μπροστά στο
επιτοίχιο ηχοσύστημα, και η φιμέ γυάλινη
πόρτα ανοίγει σιωπηλά. Πιέζει μερικά
κουμπιά, και στο δωμάτιο αντηχεί ο ήχος
ενός συρμού του μετρό. Χαμηλώνει την
ένταση, και ο αργός, υπνωτιστικός
ηλεκτρονικός ρυθμός που ακολουθεί
γίνεται άμπιεντ. Μια γυναίκα αρχίζει να
τραγουδάει, δεν ξέρω ποια είναι, η φωνή
της όμως είναι απαλή αλλά και τραχιά και
ο ήχος ρυθμικός, αργός... Ερωτικός. Ποπό!
Είναι μουσική για να κάνεις έρωτα.

Ο Κρίστιαν γυρίζει και με κοιτάζει έτσι


όπως στέκομαι στη μέση του δωματίου, με
την καρδιά μου να σφυροκοπάει και το αίμα
να τραγουδάει στις φλέβες μου, να πάλλεται
-ή έτσι μου φαίνεταιταυτόχρονα με τον
σαγηνευτικό ρυθμό της μουσικής. Έρχεται
αδιάφορα προς το μέρος μου και μου
τραβάει το πιγούνι για να σταματήσω να
δαγκώνω το χείλος μου.
«Τι θες να κάνεις, Αναστάζία;»
μουρμουρίζει δίνοντάς μου ένα απαλό,
σεμνό φιλί στη γωνία του στόματός μου,
ενώ τα δάχτυλά τοι εξακολουθούν να
σφίγγουν το πιγούνι μου.

«Έχεις γενέθλια. Ό,τι θες εσύ...» απαντάω


ψιθυριστά.

Περνάει τον αντίχειρά του από το κάτω


χείλος μου, και το μέτωπό του είναι πάλι
ζαρωμένο. «Είμαστε εδώ μέσα επειδή
νομίζεις πως εγώ θέλω να είμαι εδώ μέσα;»
Μιλάει ήρεμα, αλλά με κοιτάζει
εξεταστικά.

« Όχι. ..» ψελλίζω. «Θέλω κι εγώ να είμαι


εδώ μέσα».
Ζυγίζει την απάντησή μου, και το βλέμμα
του σκοτεινιάζει και γίνεται πιο τολμηρό.
Περνάει κάμποση ώρα, που φαντάζει σαν
αιωνιότητα, ώσπου να ξαναμιλήσει.

«Ω, είναι τόσο μα τόσο πολλές οι


δυνατότητες, δεσποινίς Στιλ...» Η φωνή του
είναι χαμηλή, γεμάτη έξαψη. « Ας
ξεκινήσουμε όμως γδύνοντάς σας».

Τραβάει τη ζώνη της ρόμπας μου, που


ανοίγει αποκαλύπτοντας το μεταξωτό
νυχτικό μου, μετά κάνει ένα βήμα πίσω και
κάθεται αδιάφορα στο μπράτσο του καναπέ
Τσέστερφιλντ.

«Βγάλε τα ρούχα σου. Αργά...» Μου ρίχνει


ένα αισθησιακό, προκλητικό βλέμμα.
Άθελά μου ξεροκαταπίνω, πιέζοντας τους
μηρούς μου μεταξύ τους. Είμαι ήδη
μουσκεμένη ανάμεσα στα πόδια. Η
εσωτερική μου θεά είναι ολόγυμνη και
στέκεται στην ουρά, περιμένοντας
πανέτοιμη και παρακαλώντας με να βιαστώ.
Κατεβάζω τη ρόμπα από τους ώμους μου,
χωρίς τα μάτια μου να φεύγουν από τα δικά
του, και την αφήνω να γλιστρήσει
κυματιστά στο πάτωμα. Το υπνωτιστικό
γκρίζο βλέμμα του παίρνει φωτιά και με
ατενίζει σέρνοντας τον δείκτη του επάνω
στα χείλη του.

Κατεβάζω τις λεπτές τιράντες της νυχτικιάς


μου στους ώμους μου, τον κοιτάζω για μια
στιγμή και ύστερα τις αφήνω. Η νυχτικιά
πέφτει στα πόδια μου, χαϊδεύοντας και
γλιστρώντας απαλά στο σώμα μου. Είμαι
γυμνή και λαχανιασμένη και πανέτοιμη.

Ο Κρίστιαν μένει ακίνητος για λίγο, και


απορώ με τον πραγματικά ηδονικό
θαυμασμό στην έκφρασή του. Σηκώνεται,
πλησιάζει στη σιφονιέρα και παίρνει την
ασημογκρίζα γραβάτα του την αγαπημένη
μου. Στρέφεται και περπατάει αδιάφορα
προς το μέρος μου περνώντας την ανάμεσα
από τα δάχτυλά του, με ένα χαμόγελο να
παιχνιδίζει στα χείλη του. Όταν στέκεται
μπροστά μου, περιμένω να μου ζητήσει να
απλώσω τα χέρια, αλλά δεν το κάνει.

«Νομίζω πως δεν είστε αρκετά ντυμένη,


δεσποινίς Στιλ...» μουρμουρίζει. Περνάει τη
γραβάτα γύρω από τον λαιμό μου και αργά
αλλά επιδέξια τη δένει σε κάτι που υποθέτω
πως είναι ένας τέλειος κόμπος Windsor.
Καθώς σφίγγει τον κόμπο, τα δάχτυλά του
περνούν ξυστά από τη βάση του λαιμού μου
και με διαπερνάει ηλεκτρισμός, κόβοντάς
μου την ανάσα. Αφήνει τη φαρδιά άκρη της
γραβάτας μακριά, αρκετά μακριά ώστε να
αγγίζει τις τρίχες του εφηβαίου μου.

«Τώρα είστε πανέμορφη, δεσποινίς Στιλ...»


λέει και σκύβει να με φιλήσει απαλά στα
χείλη είναι ένα πεταχτό φιλί και θέλω κι
άλλο καθώς ο πόθος διατρέχει απρόκλητος
το σώμα μου. «Τι θα σε κάνουμε τώρα;»
προσθέτει και μετά πιάνει τη γραβάτα και
την τραβάει απότομα, έτσι που
αναγκάζομαι να πέσω στην αγκαλιά του.
Τα χέρια του χώνονται στα μαλλιά μου και
μου τραβάει πίσω το κεφάλι, φιλώντας με
πραγματικά, δυνατά, με τη γλώσσα του
ανελέητη, αμείλικτη. Το ένα του χέρι
περιφέρεται στην πλάτη μου, ώσπου
χουφτώνει τους γλουτούς μου.

Όταν τραβιέται, είναι κι αυτός


λαχανιασμένος και με κοιτάζει με μάτια που
θυμίζουν λιωμένο μολύβι· είμαι γεμάτη
πόθο, η ανάσα μου έχει κοπεί, αισθάνομαι
εντελώς ξεμυαλισμένη. Είμαι σίγουρη πως
τα χείλη μου θα πρηστούν από τη φιλήδονη
επίθεσή του.

«Γύρνα» με διατάζει μαλακά, κι εγώ


υπακούω. Τραβώντας τα μαλλιά μου ώστε
να ελευθερωθούν από τη γραβάτα, τα
πλέκει γρήγορα και τα στερεώνει. Πιάνει
γερά την κοτσίδα, έτσι που το κεφάλι μου
ανασηκώνεται, «'Εχεις όμορφα μαλλιά,
Αναστάζία...» συμπληρώνει χαμηλόφωνα
και με φιλάει στον λαιμό, στέλνοντας ρίγη
να ανεβοκατέβουν στη ραχοκοκαλιά μου.
«Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις
σταμάτα... Το ξέρεις αυτό.Έτσι;» ψιθυρίζει
επάνω στον λαιμό μου.

Γνέφω καταφατικά, με κλειστά μάτια, και


απολαμβάνω τα χείλη του επάνω μου. Με
γυρίζει ακόμα μία φορά από την άλλη και
πιάνει την άκρη της γραβάτας.

«Έλα» συνεχίζει τραβώντας απαλά,


οδηγώντας με στη σιφονιέρα, όπου είναι
απλωμένα τα υπόλοιπα περιεχόμενα του
κουτιού. «Αναστάζία, τούτα τα
αντικείμενα...» Σηκώνει την πρωκτική
σφήνα. «Αυτή εδώ είναι ένα νούμερο
μεγαλύτερη. Ως παρθένα από τον πρωκτό,
δε θες να ξεκινήσεις με αυτή. Θέλουμε να
αρχίσουμε με τούτο εδώ». Υψώνει το μικρό
του δαχτυλάκι, και μου κόβεται η ανάσα.
Έχω σοκαριστεί. Δάχτυλα... Εκεί; Μου
χαμογελάει αμυδρά και μου έρχεται στο
μυαλό η δυσάρεστη εκείνη σκέψη του
πρωκτικού fisting, της διείσδυσης με το
χέρι, που αναφερόταν στο συμβόλαιο.

«Δάχτυλο στον ενικό...» λέει μαλακά με


κείνη την αλλόκοτη ικανότητα που έχει να
διαβάζει το μυαλό μου.

Τα μάτια μου καρφώνονται στα δικά του.


Πώς το κάνει αυτό;

«Αυτοί οι σφιγκτήρες είναι μάλλον άγριοι»


προσθέτει και σκουντάει τους σφιγκτήρες
για τις ρώγες. «Θα χρησιμοποιήσουμε
αυτούς». Βάζει ένα διαφορετικό ζευγάρι
σφιγκτήρων επάνω στη σιφονιέρα.
Μοιάζουν με γιγάντια τσιμπιδάκια για τα
μαλλιά, αλλά με* μικρά κοσμήματα από
γαγάτη κρεμασμένα στην άκρη τους. «Είναι
ρυθμιζόμενοι...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν,
και η φωνή του δείχνει έγνοια.

Ανοιγοκλείνω τα γουρλωμένα μάτια μου.


Κρίστιαν, ο σεξουαλικός μου μέντορας.
Ξέρει πολύ περισσότερα από μένα για όλα
αυτά. Δε θα καλύψω ποτέ τη διαφορά.
Κατσουφιάζω. Ξέρει πιο πολλά από μένα
για τα περισσότερα πράγματα... Εκτός από
το μαγείρεμα.

«Σαφές;» ρωτάει.

«Ναι...» ψελλίζω με ξεραμένο στόμα. «Θα


μου πεις τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Όχι. Το επινοώ βήμα βήμα. Δεν πρόκειται


για σκηνή, Άνα».
«Πώς πρέπει να φερθώ;»

Το μέτωπό του ζαρώνει. «Όπως θες».

Ω!

«Περίμενες τον άλλο μου εαυτό;» ρωτάει,


και ο τόνος του είναι αόριστα κοροϊδευτικός
κι εκπέμπει ταυτόχρονα σαστιμάρα.

Του ανοιγοκλείνω τα μάτια. «Για να πω την


αλήθεια, ναι. Μ’ αρέσει...» τραυλίζω.

Μου χαμογελάει με το καταδικό του


χαμόγελο και απλώνει το χέρι για να
περάσει τον αντίχειρά του από το μάγουλό
μου.

«Έτσι, ε;» μουρμουρίζει και μου χαϊδεύει


το κάτω χείλος. «Είμαι εραστής σου,
Αναστάζια, όχι Κυρίαρχός σου. Μ’ αρέσει
ν’ ακούω το γέλιο σου και το κοριτσίστικο
χαχανητό σου. Μ’ αρέσεις χαλαρή και
ευτυχισμένη, όπως είσαι στις φωτογραφίες
του Χοσέ. Αυτό είναι το κορίτσι που έπεσε
μέσα στο γραφείο μου. Αυτό είναι το
κορίτσι που ερωτεύτηκα».

Το στόμα μου χάσκει, και μια ευπρόσδεκτη


ζεστασιά γεμίζει την καρδιά μου. Είναι
χαρά γνήσια χαρά.

«Από την άλλη πάντως μ’ αρέσει και να σας


κάνω πρόστυχα πράγματα, δεσποινίς Στιλ,
και ο άλλος μου εαυτός ξέρει μερικά
κολπάκια... Γι’ αυτό, κάντε αυτό που σας
λέω και γυρίστε από την άλλη».

Τα μάτια του γυαλίζουν έκφυλα, και η χαρά


μετακινείται απότομα προς τα κάτω,
καταλαμβάνοντάς με ολόκληρη και
σφίγγοντας κάθε μυ κάτω από τη μέση μου.
Κάνω αυτό που είπε. Ανοίγει πίσω μου ένα
από τα συρτάρια κι έπειτα από μια στιγμή
βρίσκεται και πάλι μπροστά μου.

«Έλα!» με διατάζει και τραβάει τη γραβάτα


οδηγώντας με στο τραπέζι.

Καθώς προσπερνάμε τον καναπέ,


παρατηρώ πρώτη φορά πως όλα τα ραβδιά
έχουν εξαφανιστεί. Αυτό μου αποσπά την
προσοχή. Ήταν εκεί χτες όταν μπήκα μέσα;
Δε θυμάμαι. Τα μετακίνησε ο Κρίστιαν; Η
κυρία Τζόουνς; Ο Κρίστιαν διακόπτει τον
ειρμό των σκέψεών μου.

«Θέλω να γονατίσεις εδώ πάνω» προσθέτει


όταν φτάνουμε στο τραπέζι.
Ω, εντάξει. Τι έχει στο μυαλό του; Η
εσωτερική μου θεά δεν μπορεί να περιμένει
για να το μάθει είναι κιόλας ανεβασμένη
στο τραπέζι και τον παρακολουθεί με
λατρεία.

Με σηκώνει μαλακά επάνω στο τραπέζι και


διπλώνω τα πόδια μου από κάτο> μου
γονατίζοντας μπροστά του, αιφνιδιασμένη
από τη χάρη μου. Τώρα είμαστε στο ίδιο
επίπεδο. Περνάει τα χέρια του από τους
μηρούς μου, αρπάζει τα γόνατά μου, μου
ανοίγει τα πόδια κι έρχεται να σταθεί
ακριβώς εμπρός μου. Φαίνεται πολύ
σοβαρός. Τα μάτια του είναι πιο σκοτεινά,
χωμένα στις κόγχες τους... Γεμάτα λαγνεία.

«Τα χέρια πίσω από την πλάτη. Θα σε


δέσω» λέει και βγάζει ένα ζευγάρι
δερμάτινες χειροπέδες από την πίσω τσέπη
του, απλώνοντας τα χέρια του πίσω από την
πλάτη μου.

Ξεκινάμε. Πού θα με πάει αυτήν τη φορά;

Η εγγύτητά του είναι μεθυστική. Ο


άνθρωπος αυτός θα γίνει άντρας μου.
Μπορείς να ποθείς έτσι τον άντρα σου; Δε
θυμάμαι να το έχω διαβάσει πουθενά. Δεν
μπορώ να αντισταθώ, και περνάω τα
μισάνοιχτα χείλη μου πάνω από το σαγόνι
του, νιώθοντας τα γένια, έναν διεγερτικό
συνδυασμό αγκαθωτού και μαλακού, κάτω
από τη γλώσσα μου. Μένει ακίνητος και
κλείνει τα μάτια του. Η ανάσα του γίνεται
ακανόνιστη και τραβιέται πίσω.

«Σταμάτα. Αλλιώς θα τελειώσουμε πολύ


πιο γρήγορα απ’ όσο θέλουμε και οι δύο...»
με προειδοποιεί.
Προς στιγμήν νομίζω πως ίσως είναι
θυμωμένος, αλλά χαμογελάει, και το
φλογερό του βλέμμα είναι εύθυμο.

«Είσαι ακαταμάχητος!» Σουφρώνω τα


χείλη.

«Έτσι, ε;» λέει ξερά.

Γνέφω καταφατικά.

«Άκου... Μη μου αποσπάς την προσοχή,


γιατί θα σε φιμώσω».

«Μ’ αρέσει να σου αποσπώ την προσοχή...»


ψιθυρίζω κοιτάζοντάς τον πεισματάρικα, κι
εκείνος μου ανασηκώνει το φρύδι.

«Ή θα σ’ τις βρέξω».
Ω! Προσπαθώ να κρύψω το χαμόγελό μου.
Υπήρχε μια εποχή, πριν από όχι και πολύ
καιρό, που αυτή η απειλή θα με είχε κάνει
να λουφάξω. Δε θα είχα βρει ποτέ το
θάρρος να τον φιλήσω, χωρίς να μου δώσει
την άδεια, όσο ήταν μέσα σ’ αυτό το
δωμάτιο. Τώρα συνειδητοποιώ ότι δε με
τρομάζει πια. Είναι αποκάλυψη.
Χαμογελάω σκανδαλιάρικα, και
ανταποκρίνεται υπομειδιώντας.

«Φρόνιμα...» γρυλίζει και κάνει πίσω


κοιτάζοντάς με και χτυπώντας τις
δερμάτινες χειροπέδες επάνω στην παλάμη
του. Και η προειδοποίηση είναι εκεί,
υποβόσκει στις πράξεις του.

Προσπαθώ να κάνω τη μετανιωμένη και


νομίζω πως τα καταφέρνω. Με πλησιάζει
ξανά.
«Έτσι μπράβο...» μουρμουρίζει και σκύβει
πάλι πίσω μου με τις χειροπέδες.

Αντιστέκομαι στον πειρασμό να τον


αγγίξω, αλλά ανασαίνω την υπέροχη
ευωδιά του Κρίστιαν, δροσερή ακόμα από
το χτεσινοβραδινό ντους. Μμμ... Θα πρέπει
να την εμφιαλώσω.

Περιμένω να μου δέσει τους καρπούς, όμως


εκείνος περνάει τις χειροπέδες πάνω από
τους αγκώνες μου. Αυτό με κάνει να
καμπυλώσω την πλάτη, σπρώχνοντας
μπροστά τα στήθη μου, αν και οι αγκώνες
μου δεν ακουμπούν καθόλου μεταξύ τους.
Όταν τελειώνει, κάνει πίσω για να με
θαυμάσει.

«Αισθάνεσαι εντάξει;» ρωτάει.


Δεν είναι και η πιο άνετη στάση, αλλά είμαι
τόσο ξαναμμένη περιμένοντας να δω πού το
πάει με όλα αυτά, ώστε γνέφω καταφατικά,
ανίσχυρη από τον πόθο.

«Ωραία». Βγάζει από την πίσω τσέπη του τη


μάσκα. «Νομίζω πως είδες αρκετά...» λέει
χαμηλόφωνα.

Περνάει τη μάσκα πάνω από το κεφάλι μου


και μου σκεπάζει τα μάτια. Η ανάσα μου
επιταχύνεται. Ποπό! Γιατί είναι τόσο
ερωτικό να μη βλέπεις; Είμαι εδώ, δεμένη
και γονατισμένη επάνω σ’ ένα τραπέζι,
περιμένοντας - με τη γλυκιά προσμονή
καυτή και έντονη βαθιά μέσα στην κοιλιά
μου. Μπορώ ακόμα να ακούω πάντως, και ο
μελωδικός σταθερός ρυθμός του κομματιού
συνεχίζεται. Αντηχεί σε όλο μου το σώμα.
Δεν το είχα προσέξει έως τώρα. Πρέπει να
το έχει βάλει στην επανάληψη.

Ο Κρίστιαν απομακρύνεται. Τι κάνει;


Επιστρέφει στη σιφονιέρα, ανοίγει ένα
συρτάρι και μετά το ξανακλείνει. Έπειτα
από μια στιγμή έχει επιστρέψει και τον
αισθάνομαι μπροστά μου. Στον αέρα
πλανιέται μια διαπεραστική, πλούσια και
ευωδιαστή μυρωδιά. Είναι υπέροχη. σχεδόν
λαχταριστή.

«Δε θέλω να καταστρέψω την αγαπημένη


μου γραβάτα...» ψιθυρίζει. Ξετυλίγεται
αργά καθώς τη λύνει.

Παίρνω απότομη ανάσα καθώς η άκρη της


γραβάτας ταξιδεύει στο σώμα μου
γαργαλώντας με. Να καταστρέψει τη
γραβάτα; Στήνω αυτί για να διαπιστώσω τι
ετοιμάζεται να κάνει. Τρίβει τα χέρια του
μεταξύ τους. Οι αρθρώσεις του περνούν
ξυστά από το μάγουλό μου και κατεβαίνουν
στο σαγόνι μου, ακολουθώντας τη γραμμή
του.

Το σώμα μου στέκεται προσοχή. Το


άγγιγμά του στέλνει ένα υπέροχο ρίγος να
με διαπεράσει, Το χέρι του λυγίζει επάνω
στον αυχένα μου και είναι γλιστερό από
μυρωδάτο λάδι, γλιστρώντας εύκολα στον
λαιμό μου, κατά μήκος της κλείδωσής μου
και ψηλά στον ώμο μου, ενώ τα δάχτυλά
του τρίβουν απαλά προχωρώντας. Ω, μου
κάνει μασάζ. Δεν είναι αυτό που περίμενα.

Βάζει το άλλο του χέρι στον άλλο μου ώμο


και αρχίζει ακόμα ένα αργό, διεγερτικό
ταξίδι επάνω στην κλείδωσή μου.
Αναστενάζω σιγανά καθώς κατεβαίνει προς
τα στήθη μου, που πονούν από τον πόθο,
λαχταρούν το άγγιγμά του. Είναι
βασανιστικό. Κυρτώνω κι άλλο το σώμα
μου προς τα επιδέξια χέρια του, που όμως
γλιστρούν στα πλευρά μου, αργά,
προσεκτικά, ακολουθώντας τον ρυθμό της
μουσικής, αποφεύγοντας επιμελώς τα
στήθη μου. Βογκάω, αλλά δεν ξέρω αν είναι
από την απόλαυση ή τον εκνευρισμό.

«Είσαι τόσο όμορφη, Άνα...» λέει σιγανά


και βραχνά, με το στόμα του δίπλα στο αυτί
μου. Η μύτη του ακολουθεί τη γραμμή του
πιγουνιού μου, ενώ συνεχίζει να με τρίβει
κάτω από τα στήθη, στην κοιλιά, πιο κάτω...

Με φιλάει φευγαλέα στα χείλη, μετά


περνάει τη μύτη του από τον αυχένα, τον
λαιμό μου. Ποπό! Έχω πάρει φωτιά... Η
εγγύτητά του, τα χέρια του, τα λόγια του.
«Και σύντομα θα γίνεις γυναίκα μου για
πάντα...» ψιθυρίζει.

Ποπό!

«Θα σ’ αγαπάω και θα σε φροντίζω».

Χριστέ μου!

«Με το σώμα μου θα σε λατρεύω».

Ρίχνω πίσω το κεφάλι και βογκάω. Τα


δάχτυλά του περνούν από τις τρίχες του
εφηβαίου μου, πάνω από τα γεννητικά μου
όργανα, και τρίβει την παλάμη του στην
κλειτορίδα μου.

«Κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει καθώς η


παλάμη του τρίβεται πάνω μου.

Βογκάω.
«Ναι...» ψιθυρίζει, και η παλάμη του
συνεχίζει να με διεγείρει. «Άνοιξε το στόμα
σου».

Το στόμα μου είναι ήδη μισάνοιχτο από το


λαχάνιασμα. Το ανοίγω πιο πολύ, και χώνει
ανάμεσα στα χείλη μου ένα μεγάλο
μεταλλικό αντικείμενο. Το σχήμα του
θυμίζει τεράστια πιπίλα για μωρά, έχει
μικρές αυλακώσεις ή σκαλίσματα και κάτι
που δίνει την αίσθηση αλυσίδας στην άκρη.
Είναι μεγάλο.

«Πιπίλισέ το...» με διατάζει μαλακά. «Θα


το βάλω μέσα σου».

Μέσα μου; Μέσα μου πού; Η καρδιά μου


σκαρφαλώνει στο στόμα μου.
«Πιπίλισέ το!» επαναλαμβάνει και
σταματάει να με τρίβει με την παλάμη του.

Όχι, μη σταματάς! θέλω να φωνάξω, αλλά


το στόμα μου είναι γεμάτο. Τα λαδωμένα
χέρια του γλιστρούν πάλι στο σώμα μου και
τελικά χουφτώνουν τα παραμελημένα μου
στήθη.

«Μη σταματάς να πιπιλίζεις».

Στριφογυρίζει απαλά τις ρώγες μου


ανάμεσα στους αντίχειρες και τους δείκτες
του, κι αυτές, κάτω από το επιδέξιο άγγιγμά
του, σκληραίνουν και μακραίνουν,
στέλνοντας συναπτικά κύματα απόλαυσης
έως τους βουβώνες μου.

«Έχεις τόσο όμορφο στήθος, Άνα...» λέει


σιγανά, και οι ρώγες μου αντιδρούν,
σκληραίνοντας ακόμα περισσότερο.
Μουρμουρίζει την επιδοκιμασία του, και
βογκάω. Τα χείλη του κατεβαίνουν από τον
λαιμό προς το ένα στήθος μου,
δαγκώνοντας ελαφρά και ρουφώντας,
προχωρώντας προς τη ρώγα μου, και
ξαφνικά νιώθω το τσίμπημα του σφιγκτήρα.

«Αχ...» βογκάω πνιχτά μέσα από το


μηχάνημα που έχω στο στόμα μου. Ποπό!
Η αίσθηση είναι εξαίσια, σκληρή, οδυνηρή,
απολαυστική... Ω το τσίμπημα.

Υγραίνει μαλακά τη σφιγμένη ρώγα με τη


γλώσσα του, και καθώς το κάνει, τοποθετεί
τον δεύτερο σφιγκτήρα. Το δάγκωμά του
είναι εξίσου τραχύ... Αλλά το ίδιο
ευχάριστο. Βογκάω δυνατά.

«Νιώσ’ το...» ψιθυρίζει.


Ω, το νιώθω. Το νιώθω. Το νιώθω.

«Δώσ’ το μου αυτό». Τραβάει απαλά την


περίτεχνη μεταλλική πιπίλα από το στόμα
μου, και την αφήνω. Τα χέρια του
κατεβαίνουν πάλι στο σώμα μου, προς τα
γεννητικά μου όργανα. Έχει ξαναβάλει λάδι
στα χέρια του. Γλιστρούν γύρω από τους
γλουτούς μου.

Μου κόβεται η ανάσα. Τι θα κάνει; Νιώθω


την ένταση στα γόνατά μου καθώς περνάει
τα δάχτυλά του ανάμεσα από τους γλουτούς
μου.

«Σσσσς... Ήρεμα» μουρμουρίζει κοντά στο


αυτί μου και με φιλάει στον αυχένα, ενώ
τα δάχτυλά του με χαϊδεύουν και με
διεγείρουν.
Τι θα χάνει; Το άλλο του χέρι γλιστράει
στην κοιλιά μου προς τα γεννητικά μου
όργανα, τρίβοντάς με πάλι με την παλάμη
του. Χώνει τα δάχτυλά του μέσα μου, και
βογκάω δυνατά, επιδοκιμαστικά,

«Αυτό θα το βάλω μέσα σου...» γρυλίζει.


«Όχι εδώ...» Τα δάχτυλά του κατεβαίνουν
ανάμεσα στους γλουτούς μου, απλώνοντας
λάδι. «Αλλά εδώ». Μετακινεί τα δάχτυλά
του γύρω γύρω, μέσα έξω, χτυπώντας το
μπροστινό τοίχωμα του κόλπου μου.

Βογκάω, και οι χαλινωμένες ρώγες μου


πρήζονται. «Αχ...»

«Σώπα τώρα».

Ο Κρίστιαν βγάζει τα δάχτυλά του και


χώνει μέσα μου το αντικείμενο. Χουφτώνει
το πρόσωπό μου και με φιλάει. Το στόμα
του εισβάλλει στο δικό μου, και ακούω ένα
πολύ αμυδρό κλικ. Αμέσως το αντικείμενο
μέσα μου αρχίζει να δονείται εκεί κάτω!
Μου κόβεται η ανάσα. Η αίσθηση είναι
απίστευτη πέρα από οτιδήποτε έχω
αισθανθεί έως τώρα.

«Αχ!»

«Ήρεμα...» με καθησυχάζει ο Κρίστιαν,


πνίγοντας τα βογκητά μου με το στόμα του.
Τα χέρια του μετακινούνται προς τα κάτω
και τραβούν πολύ απαλά τους σφιγκτήρες.

Φωνάζω δυνατά. «Κρίστιαν, σε


παρακαλώ!»

«Σώπα, μωρό μου... Κρατήσου».


Αυτό παραπάει όλη αυτή η υπερδιέγερση,
παντού. Το σώμα μου αρχίζει να ανεβαίνει,
κι όπως είμαι γονατισμένη, δεν μπορώ να
ελέγξω τη συσσώρευση της έντασης.
Ποπό... Θα μπορέσω να το διαχειριστώ;

«Καλό κορίτσι,,,» με καλοπιάνει.

«Κρίστιαν...» Κοντανασαίνω και ακούω


την απόγνωση στην ίδια μου τη φωνή.

«Σώπα.,, Νιώσ’ το, Άνα. Μη φοβάσαι...»

Τα χέρια του βρίσκονται τώρα στη μέση


μου, με κρατούν, αλλά δεν μπορώ να
συγκεντρωθώ σ’ αυτά, σ’ εκείνο που είναι
μέσα μου και στους σφιγκτήρες
ταυτόχρονα. Το σώμα μου συσσωρεύει,
συσσωρεύει ένταση, απειλώντας να εκραγεί
με τις ανελέητες δονήσεις και το γλυκό,
γλυκό μαρτύριο στις ρώγες μου. Γαμώτο!
Θα είναι πολύ έντονο. Τα χέρια του
μετακινούνται από τους γοφούς μου κάτω
και γύρω, γλιστερά και λαδωμένα,
αγγίζοντας, πασπατεύοντας, ζυμώνοντας το
δέρμα μου ζυμώνοντας τους γλουτούς μου.

«Τόσο όμορφη...» λέει σιγανά και ξαφνικά


σπρώχνει ένα πασαλειμμένο δάχτυλο μέσα
μου... Εκεί! Ανάμεσα στους γλουτούς μου.

Γαμώτο! Η αίσθηση είναι άγνωστη, πλήρης,


απαγορευμένη... Αλλά, ω... Τόσο ωραία...
Και το κουνάει αργά, μέσα έξω, ενώ τα
δόντια του γδέρνουν το ανασηκωμένο
πιγούνι μου.

«Τόσο όμορφη, Ανά...»


Κρέμομαι ψηλά ψηλά πάνω από μια πλατιά,
πλατιά χαράδρα και πετάω και μετά πέφτω
ζαλισμένη, κάνοντας βουτιά προς τη Γη.
Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο και φωνάζω
καθώς το σώμα μου συσπάται και φτάνει
στην κορύφωση με τη γεύση της
συνταρακτικής πληρότητας. Καθώς το
σώμα μου εκρήγνυται, δεν είμαι παρά
αίσθηση. Παντού. Ο Κρίστιαν βγάζει πρώτα
τον έναν και ύστερα τον άλλο σφιγκτήρα,
κάνοντας τις ρώγες μου να τραγουδήσουν
με ένα κύμα γλυκιάς, γλυκιάς, οδυνηρής
αίσθησης, αλλά είναι τόσο όμορφο και
κάνει τον οργασμό μου, αυτό τον οργασμό,
να συνεχίζεται χωρίς τελειωμό. Το δάχτυλό
του μένει εκεί όπου βρίσκεται,
μπαινοβγαίνοντας μαλακά.

« Αχ! » αναφωνώ.
Ο Κρίστιαν τυλίγεται γύρω μου, με
αγκαλιάζει καθώς το σώμα μου συνεχίζει να
πάλλεται ανελέητα από μέσα.

«Όχι!» φωνάζω πάλι, εκλιπαρώντας, κι


αυτήν τη φορά τραβάει έξω τον δονητή και
το δάχτυλό του, ενώ το σώμα μου συνεχίζει
να συσπάται.

Λύνει τη μια χειροπέδη, και τα μπράτσα


μου πέφτουν μπροστά. Το κεφάλι μου
κυλάει στους ώμους του και είμαι χαμένη,
χαμένη σ’ αυτήν τη συνταρακτική αίσθηση.
Είμαι όλο ακανόνιστη αναπνοή,
ικανοποιημένες επιθυμίες και γλυκιά,
ευπρόσδεκτη λήθη.

Αντιλαμβάνομαι αόριστα πως ο Κρίστιαν


με σηκώνει, με κουβαλάει στο κρεβάτι και
με αποθέτει στα δροσερά σατέν σεντόνια.
Έπειτα από μια στιγμή τα χέρια του,
λαδωμένα ακόμα, τρίβουν απαλά το πίσω
μέρος των μηρών μου, τα γόνατα, τις
γάμπες και τους ώμους μου. Αισθάνομαι το
κρεβάτι να βουλιάζει καθώς ξαπλώνει δίπλα
μου.

Μου βγάζει τη μάσκα, αλλά δεν έχω δύναμη


να ανοίξω τα μάτια. Βρίσκει την κοτσίδα,
βγάζει το λαστιχάκι, μου ξεπλέκει τα
μαλλιά και σκύβει μπροστά, φιλώντας με
απαλά στα χείλη. Μόνο η ακανόνιστη
ανάσα μου διακόπτει τη σιωπή στο δωμάτιο
και σταθεροποιείται καθώς μετεωρίζομαι,
επιστρέφοντας ξανά στη Γη. Η μουσική έχει
σταματήσει.

«Τόσο όμορφη...» μουρμουρίζει.


Όταν πείθω το ένα μου μάτι να ανοίξει, με
κοιτάζει χαμογελώντας τρυφερά.

«Γεια...» λέει. Καταφέρνω να απαντήσω με


ένα γρύλισμα, και το χαμόγελό του
πλαταίνει. «Αρκετά πρόστυχο για σένα;»

Γνέφω καταφατικά και του χαμογελάω


απρόθυμα. Θεέ μου! Λίγο πιο πρόστυχο,
και θα έπρεπε να μας τις βρέξουν και στους
δύο.

«Μου φαίνεται ότι προσπαθείς να με


σκοτώσεις...» τραυλίζω.

«Θάνατος διά οργασμού...» αποκρίνεται


υπομειδιώντας. «Υπάρχουν και χειρότεροι
τρόποι να πεθάνεις» συμπληρώνει, αλλά
μετά κατσουφιάζει πολύ ελαφρά, καθώς μια
δυσάρεστη σκέψη περνάει από το μυαλό
του. Με κάνει να νιώσω θλίψη.

Σηκώνω το χέρι και χαϊδεύω το πρόσωπό


του. «Μπορείς να με σκοτώσεις έτσι όποτε
θες...» ψελλίζω, προσέχοντας πως είναι
υπέροχα γυμνός και έτοιμος για δράση.

Όταν παίρνει το χέρι μου και μου φιλάει


τις αρθρώσεις, σκύβω και αιχμαλωτίζω το
πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια μου,
τραβώντας το στόμα του προς το δικό μου.
Με φιλάει στα πεταχτά και ύστερα
σταματάει.

«Αυτό θέλω να κάνω...» αποκρίνεται


σιγανά και χώνει το χέρι κάτω από. το
μαξιλάρι για το τηλεχειριστήριο του
ηχοσυστήματος. Πατάει ένα κουμπί, και οι
γλυκές νότες μιας ακουστικής κιθάρας
αντηχούν ολόγυρα. «Θέλω να σου κάνω
έρωτα» προσθέτει κοιτάζοντάς με, και τα
γκρίζα μάτια του καίνε με φωτεινή,
στοργική ειλικρίνεια.

Απαλά στο βάθος μια οικεία φωνή αρχίζει


να τραγουδάει. «The First Time Ever I Saw
Your Face ». Και τα χείλη του βρίσκουν τα
δικά μου.

ΚΑΘΩΣ ΣΦΙΓΓΟΜΑΙ ΠΑΝΩ TOY,


φτάνοντας άλλη μία φορά στην κορύφωση,
ο Κρίστιαν λύνεται στην αγκαλιά μου, με το
κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω, φωνάζοντας
το όνομά μου. Με κρατάει σφιχτά επάνω
στο στήθος του καθώς καθόμαστε μύτη με
μύτη στη μέση του τεράστιου κρεβατιού
του, με μένα καβάλα επάνω του. Κι αυτήν
τη στιγμή -αυτήν τη στιγμή χαράς με αυτό
τον άντρα υπό τους ήχους τούτης της
μουσικήςη ένταση της πρωινής εμπειρίας
μου εδώ μέσα μαζί του κι όλα όσα
διαδραματίστηκαν στη διάρκεια της
τελευταίας εβδομάδας με κατακλύζουν
ξανά, όχι μόνο σωματικά, αλλά και
συναισθηματικά. Όλα αυτά τα
συναισθήματα με έχουν κυριέψει απόλυτα.
Είμαι τόσο βαθιά ερωτευμένη μαζί του.
Πρώτη φορά κατανοώ έστω και αμυδρά το
πώς αισθάνεται για την ασφάλειά μου.

Ανακαλώ τη χτεσινή περιπέτειά του με το


Τσάρλι Τάνγκο και ανατριχιάζω στη σκέψη.
Δάκρυα λιμνάζουν στα μάτια μου. Αν του
συνέβαινε ποτέ το παραμικρό... Τον
αγαπάω τόσο πολύ. Τα δάκρυά μου τρέχουν
ανεξέλεγκτα στα μάγουλά μου. Τόσες
πλευρές του Κρίστιαν: η γλυκιά, ευγενική
προσωπικότητά του και η άγρια,
κυριαρχική πλευρά του, που είναι σαν να
λέει «Θα σου κάνω ό,τι μου γουστάρει και
θα τελειώνεις σαν τρελή» -οι πενήντα
αποχρώσεις του-, ολόκληρος. Όλος
συνταρακτικός. Όλος δικός μου. Κι έχω
επίγνωση πως δε γνωρίζουμε ο ένας τον
άλλο καλά κι έχουμε χίλια προβλήματα να
λύσουμε, αλλά ξέρω πως και οι δυο μας θα
προσπαθήσουμε. Και θα έχουμε μια ζωή για
να το κάνουμε.

«Ει ...» μουρμουρίζει παίρνοντας το κεφάλι


μου στα χέρια του, κοιτάζοντάς με. Είναι
ακόμα μέσα μου. «Γιατί κλαις;» Η φωνή
του είναι γεμάτη ανησυχία.

«Επειδή σ’ αγαπάω πάρα πολύ...»


τραυλίζω.
Μισοκλείνει τα βλέφαρά του σαν
ναρκωμένος, αφομοιώνοντας τα λόγια μου.
Όταν τα ανοίγει και πάλι, καίνε από την
αγάπη του.

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Άνα. Με κάνεις...


Πλήρη». Με φιλάει τρυφερά καθώς η
Ρομπέρτα Φλακ ολοκληρώνει το τραγούδι
της.

ΜΙΛΑΜΕ ΜΕ ΤΙΣ ΩΡΕΣ, καθισμένοι στο


κρεβάτι της αίθουσας ψυχαγωγίας, εγώ
στην αγκαλιά του, με τα πόδια του ενός
γύρω από τον άλλο. Το κόκκινο σατέν
σεντόνι είναι τυλιγμένο γύρω μας σαν
βασιλικό κουκούλι, και δεν έχω ιδέα πόση
ώρα έχει περάσει. Ο Κρίστιαν γελάει
παρακολουθώντας με να μιμούμαι την Κέιτ
στη διάρκεια της φωτογράφισης στο
Χίθμαν.

«Και να σκεφτείς ότι θα μπορούσε να έρθει


εκείνη να μου πάρει τη συνέντευξη. Δόξα
σόι, Κύριε, για το απλό κρυολόγημα...»
μουρμουρίζει και με φιλάει στη μύτη.

«Νομίζω πως είχε γρίπη, Κρίστιαν...» τον


αποπαίρνω γλιστρώντας τα δάχτυλά μου
μέσα από τις τρίχες του στήθους του και
απορώντας που το ανέχεται με τόση άνεση.
«Όλα τα ραβδιά εξαφανίστηκαν...»
προσθέτω σιγανά, φέρνοντας στο μυαλό
μου αυτό που πρόσεξα νωρίτερα.

Μου τακτοποιεί για νιοστή φορά τα μαλλιά


πίσω από το αυτί. «Θεώρησα ότι δε θα
ξεπεράσεις ποτέ αυτό το αυστηρό όριο».
«Όχι, δε νομίζω ότι θα το ξεπεράσω...»
αποκρίνομαι ψιθυρίζοντας, με τις κόρες των
ματιών μου διεσταλμένες, και μετά πιάνω
τον εαυτό μου να κοιτάζει προς τα μαστίγια,
τις βέργες και τα ραβδιά που είναι
αραδιασμένα στον απέναντι τοίχο.

Ακολουθεί το βλέμμα μου. «Θες να τα


ξεφορτωθώ κι αυτά;» Είναι εύθυμος αλλά
ειλικρινής.

«Όχι το μαστίγιο ιππασίας... Εκείνο το


καφέ. Ούτε και το καστόρινο με τις πολλές
ουρές...» Κοκκινίζω.

Μου χαμογελάει. «Εντάξει. Το μαστίγιο


ιππασίας κι αυτό με τις πολλές ουρές...
Λοιπόν, δεσποινίς Στιλ, είστε όλο
εκπλήξεις!»
«Όπως κι εσείς, κύριε Γκρέυ. Είναι ένα από
τα πράγματα που αγαπάω σε σας». Τον
φιλάω απαλά στη γωνία του στόματός του.

«Τι άλλο αγαπάς σε μένα;» ρωτάει, και τα


μάτια του γουρλώνουν.

Ξέρω πως είναι μεγάλη υπόθεση γι’ αυτόν


να θέσει αυτή την ερώτηση. Με κάνει να
ντρέπομαι και τον κοιτάζω
ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά μου. Αγαπάω
τα πάντα επάνω του ακόμα και τις πενήντα
αποχρώσεις του. Ξέρω πως η ζωή με τον
Κρίστιαν δε θα είναι ποτέ βαρετή.

«Αυτό...» Χαϊδεύω τα χείλη του με τον


δείκτη μου. «Αγαπάω αυτό κι ό,τι βγαίνει
απ’ αυτό κι όσα μου κάνεις με αυτό. Κι
ό,τι βρίσκεται εδώ μέσα». Του χαϊδεύω τον
κρόταφο. «Είσαι τόσο έξυπνος και ευφυής
και γνωρίζεις τόσα πράγματα, τα
καταφέρνεις σε τόσα πράγματα. Αλλά πιο
πολύ απ’ όλα αγαπάω αυτό που είναι εδώ
μέσα». Πιέζω απαλά την παλάμη μου
επάνω στο στήθος του, νιώθοντας τον
σταθερό χτύπο της καρδιάς του. «Είσαι ο
πιο συμπονετικός άνθρωπος που έχω
γνωρίσει. Αυτό που κάνεις. Ο τρόπος με
τον οποίο δουλεύεις. Μου προκαλεί δέος...»
ψιθυρίζω.

«Σου προκαλεί δέος;» Είναι απορημένος,


αλλά υπάρχει ένα ίχνος ευθυμίας στο
πρόσωπό του. Ύστερα η έκφρασή του
μεταμορφώνεται και εμφανίζεται το
συνεσταλμένο χαμόγελό του λες και
ντρέπεται, και θέλω να ριχτώ επάνω του.

Κι αυτό κάνω.
ΛΑΓΟΚΟΙΜΑΜΑΙ, ΤΥΛΙΓΜΕΝΗ σε
σατέν και Γκρέυ. Ο Κρίστιαν με ξυπνάει
τρίβοντας τη μύτη του επάνω μου.

«Πεινάς;» ρωτάει χαμηλόφωνα.

«Μμμ... Πεθαίνω της πείνας».

«Κι εγώ».

Γυρίζω να τον κοιτάξω έτσι όπως είναι


ξαπλωμένος στο κρεβάτι. «Είναι τα
γενέθλιά σας, κύριε Γκρέυ. Θα σας
μαγειρέψω κάτι. Τι θα θέλατε;»

«Κάνε μου έκπληξη!» Περνάει το χέρι του


από την πλάτη μου, χαϊδεύοντάς με απαλά.
«Πρέπει να κοιτάξω το BlackBerry για όλα
τα μηνύματα που έχασα χτες».

Αναστενάζει και ανακάθεται, και ξέρω πως


αυτές οι ιδιαίτερες στιγμές πήραν τέλος...
Προς το παρόν.

«Έλα να κάνουμε ντους» προσθέτει.

Ποια είμαι εγώ για να αρνηθώ κάτι στον


εορτάζοντα;

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ στο γραφείο του


και μιλάει στο τηλέφωνο. Ο Τέυλορ είναι
μαζί του, δείχνοντας σοβαρός αλλά σπορ
με ένα τζιν κι ένα στενό μαύρο μπλουζάκι.
Ασχολούμαι με τα της κουζίνας,
ετοιμάζοντας το φαγητό. Έχω βρει στο
ψυγείο φιλέτα σολομού και τα σιγοβράζω
με λεμόνι. Φτιάχνω και σαλάτα και μερικές
βραστές πατάτες. Αισθάνομαι ιδιαίτερα
χαλαρή και ευτυχισμένη - κυριολεκτικά
στην κορυφή του κόσμου. Όλη αυτή η
συζήτηση... Όλο αυτό το σεξ... Χμμμ... Θα
μπορούσα να το συνηθίσω.

Ο Τέυλορ βγαίνει από το γραφείο,


διακόπτοντας την ονειροπόλησή μου.
Χαμηλώνω την ένταση στο iPod και βγάζω
το ένα ακουστικό.

«Γεια σου, Τέυλορ».

«Άνα». Γνέφει.

«Είναι καλά η κόρη σου;»


«Ναι, ευχαριστώ. Η πρώην γυναίκα μου
νόμιζε πως είχε σκωληκοειδίτιδα, αλλά
ήταν υπερβολική, ως συνήθως». Ο Τέυλορ
υψώνει το βλέμμα στον ουρανό,
εκπλήσσοντάς με. «Η Σόφι είναι μια χαρά,
αν κι έχει μια άσχημη στομαχική ίωση».

«Λυπάμαι...»

Χαμογελάει.

«Εντοπίστηκε το Τσάρλι Τάνγκο;»

«Ναι. Η ομάδα αποκατάστασης είναι καθ’


οδόν. Θα επιστρέψει στο Μπόινγκ Φιλντ
αργά σήμερα το βράδυ». «Α, ωραία!»

Μου χαμογελάει σφιγμένα. «Κάτι άλλο,


κυρία μου;» «Όχι. Όχι, τίποτα».
Κοκκινίζω. Θα συνηθίσω ποτέ το να με
αποκαλεί ο Τέυλορ κυρία μου; Με κάνει να
νιώθω τόσο γριά, τουλάχιστον τριάντα.

Γνέφει και βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο.


Ο Κρίστιαν είναι ακόμα στο τηλέφώνο.
Περιμένω να βράσουν οι πατάτες. Μου
έρχεται μια ιδέα. Φέρνω την τσάντα μου και
βγάζω το BlackBerry. Υπάρχει ένα SMS
από την Κέιτ.
*θα σε δω απόψε. Έχουμε πολλάαα να
πούμε*

Απαντάω.

*Πάρα πολλά*

Ωραία θα είναι να μιλήσω με την Κέιτ.

Ανοίγοντας το πρόγραμμα ηλεκτρονικής


αλληλογραφίας, γράφω ένα γρήγορο μήνυμα
στον Κρίστιαν.

Από: Αναστάζια Στιλ

θέμα: Γεύμα

Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2011, 13:12


Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ κύριε Γκρέυ,

σας στέλνω μήνυμα για να σας ενημερώσω


ότι το γεύμα σας είναι σχεδόν έτοιμο.

Κι ότι έκανα νωρίτερα σήμερα ένα


εκπληκτικό κίνκι γαμήσι.

Το κίνκι γαμήσι γενεθλίων συνιστάται


ανεπιφύλακτα.

Αχ

(Η μνηστή σας)

Στήνω αυτί για τυχόν αντίδραση, αλλά


μιλάει ακόμα στο τηλέφωνο. Ανασηκώνω
τους ώμους. Ίσως είναι πολύ
απασχολημένος. To BlackBerry δονείται.

_____________________________________

Από: Κρίστιαν Γκρέυ

θέμα: Κίνκι γαμήσι

Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2011, 13:15

Προς: Αναστάζία Στιλ

Ποια πλευρά του ήταν η πιο εκπληκτική;

Κρατάω σημειώσει.

Christian Grey
Ξελιγωμένος και Ξεθεωμένος Μετά τον
Σημερινό Μόχθο CEO, Grey Enterprises
Holdings, Inc.

ΥΓ. 1 Μου αρέσει η υπογραφή σου.

ΥΓ. 2 Τι απέγινε η τέχνη της συζήτησης;

_____________________________________

Από: Αναστάζία Στιλ

θέμα: Ξελιγωμένος;

Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2011, 13:18

Προς: Κρίστιαν Γκρέυ

Αγαπητέ κύριε Γκρέυ,


Επιτρέψτε μου να σας επιστήσω την προσοχή
στην πρώτη αράδα του προηγούμενου
μηνύματόε μου, η οποία σας ενημερώνει ότι
το γεύμα σας είναι σχεδόν έτοιμο... Άρα δε
θέλω αυτές τις ανοησίες για ξελιγωμένους
και ξεθεωμένους. Όσον αφορά tτις
εκπληκτικές πλευρές του κίνκι γαμησιού...
Ειλικρινά το σύνολο, θα με ενδιέφερε να
διαβάσω τις σημειώσει σας. Και μου αρέσει
και μένα η εντός παρενθέσεων υπογραφή
μου.

(Η μνηστή σας)

ΥΓ. Από πότε γίνατε λαλίστατοε; Άλλωστε


μιλάτε στο τηλέφωνο.

Πατάω αποστολή, σηκώνω τα μάτια, κι


εκείνος στέκεται μπροστά μου
υπομειδιώντας. Πριν προλάβω να μιλήσω,
κάνει τον γύρο του πάγκου της κουζίνας,
με αρπάζει στην αγκαλιά τού και μου σκάει
ένα φιλί.

«Αυτό είναι όλο, δεσποινίς Στιλ» λέει


αφήνοντάς με και επιστρέφει -με το τζιν,
τα ξυπόλυτα πόδια του και το κρεμασμένο
έξω άσπρο πουκάμισοστο γραφείο του, και
μένω με κομμένη την ανάσα.

ΕΧΩ ΦΤΙΑΞΕΙ ΕΝΑ ΝΤΙΠ από


νεροκάρδαμο, κόλιαντρο και ξινή κρέμα για
να συνοδέψουμε τον σολομό κι έχω
στρώσει τον πάγκο του πρωινού. Δε μου
αρέσει να τον διακόπτω όταν δουλεύει,
αλλά τώρα στέκομαι στην πόρτα του
γραφείου του. Μιλάει ακόμα στο τηλέφωνο,
με ανακατωμένα μαλλιά και φωτεινό γκρίζο
βλέμμα μια πανδαισία για τα μάτια. Όταν
με αντιλαμβάνεται, σηκώνει τη ματιά του
και δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω
μου. Σκυθρωπιάζει ελαφρά, και δεν ξέρω
αν αυτό έχει να κάνει με μένα ή με τη
συζήτηση που έχει.

«Απλώς άνοιξέ τους να μπουν και άσ’ τους


ήσυχους. Κατάλαβες, Μία;» λέει σφυριχτά
και υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό.
«Ωραία».

Κάνω πως τρώω, και μου χαμογελάει


γνέφοντας.

«Θα τα πούμε αργότερα». Κλείνει, «Άλλο


ένα τηλεφώνημα;» ρωτάει.

«Ασφαλούς».

«Αυτό το φόρεμα είναι πολύ κοντό»


προσθέτει.
«Σ’ αρέσει;» Κάνω μια γρήγορη στροφή
είναι ένα από κείνα που αγόρασε η
Καρολάιν Άκτον: ένα απαλό τιρκουάζ
ελαφρό φορεματάκι, κατά πάσα πιθανότητα
πιο κατάλληλο για την παραλία, αλλά η
μέρα είναι τόσο ωραία σε πολλά επίπεδα.

Κατσουφιάζει, και χάνω το κέφι μου. «Σου


πάει υπέροχα, Άνα. Απλώς δε θέλω να σε
δει κανένας άλλος έτσι...»

«Τι;» τον αγριοκοιτάζω. «Είμαστε στο


σπίτι, Κρίστιαν, Δεν είναι κανένας εδώ,
εκτός από το προσωπικό!»

Το στόμα του στραβώνει και είτε προσπαθεί


να κρύψει την ευθυμία του ή στ’ αλήθεια
δεν του φαίνεται αστείο. Τελικά
συγκατανεύει, καθησυχασμένος. Του
κουνάω το κεφάλι σοβαρολογεί δηλαδή;
Γυρίζω στην κουζίνα.

Έπειτα από πέντε λεπτά βρίσκεται πάλι


μπροστά μου, κρατώντας το ακουστικό.
«Είναι ο Ρέυ στο τηλέφωνο και θέλει να σου
μιλήσει...» μουρμουρίζει, και τα μάτια του
είναι επιφυλακτικά.

Ο αέρας εγκαταλείπει μεμιάς το σώμα μου.


Παίρνω το τηλέφωνο και καλύπτω το
μικρόφωνο με το χέρι μου.

«Του το είπες!» πετάω σφυριχτά.

Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά, και οι


κόρες των ματιών του διαστέλλονται
μπροστά στο προφανές ύφος απόγνωσης
που έχω. Σκατά!
Παίρνω βαθιά ανάσα. «Γεια σου,
μπαμπά...»

«Ο Κρίστιαν μόλις με ρώτησε αν μπορεί να


σε παντρευτεί» λέει ο Ρέυ.

Η σιωπή παρατείνεται ανάμεσά μας καθώς,


μες στην απόγνωσή μου, σκέφτομαι τι να
πω. Ο Ρέυ μένει σιωπηλός ως συνήθως,
χωρίς να μου παρέχει ενδείξεις για την
αντίδρασή του στην είδηση.

«Τι απάντησες;» Σπάω πρώτη.

«Είπα ότι θέλω πρώτα να σου μιλήσω. Είναι


κάπως ξαφνικό. Δε νομίζεις, Άννι; Δεν τον
ξέρεις πολύ καιρό. Θέλω να πω, είναι καλό
παιδί, ξέρει από ψάρεμα... Μα τόσο
σύντομα;» Η φωνή του είναι ήρεμη και
μετρημένη.
«Ναι. Είναι ξαφνικό... Περίμενε λίγο».

Φεύγω βιαστικά από την κουζίνα, μακριά


από το αγχωμένο βλέμμα του Κρίστιαν, και
κατευθύνομαι προς το μεγάλο παράθυρο.
Οι πόρτες προς το μπαλκόνι είναι ανοιχτές,
και βγαίνω έξω στη λιακάδα. Δεν μπορώ να
φτάσω έως την άκρη. Είναι πολύ μακριά.

«Το ξέρω πως είναι ξαφνικό κι όλα αυτά,


Μα κοίτα... Τον αγαπάω. Μ’ αγαπάει. Θέλει
να με παντρευτεί, και ποτέ δε θα υπάρξει
κάποιος άλλος για μένα». Κοκκινίζω στη
σκέψη πως είναι μάλλον η πιο προσωπική
συζήτηση που έκανα ποτέ με τον πατριό
μου.

Ο Ρέυ μένει σιωπηλός στην άλλη άκρη του


τηλεφώνου. Ύστερα ρωτάει: «Το είπες στη
μητέρα σου;».
«Όχι».

«Άννι... Το ξέρω πως είναι πλούσιος και


πολύφερνος γαμπρός... Αλλά γάμο; Είναι
πολύ μεγάλο βήμα. Είσαι σίγουρη;»

«Είναι ο άνθρωπος της ζωής μου...'»


ψελλίζω.

«Ποπό...» λέει ο Ρέυ έπειτα από μια στιγμή,


και ο τόνος του είναι πιο ήπιος.

«Είναι τα πάντα».

«Άννι, Άννι, Άννι... Είσαι τόσο


πεισματάρα. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις.
Δώσ’ τον μου πάλι, σε παρακαλώ».

«Ναι, μπαμπά. Και θα με παραδώσεις εσύ


στον γάμο;» ρωτάω σιγανά.
«Ω γλυκιά μου...» Η φωνή του σπάει και
μένει μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλός, ενώ
η συγκίνηση στη χροιά του μου φέρνει
δάκρυα στα μάτια. «Τίποτα δε θα μου έδινε
μεγαλύτερη χαρά...» απαντάει τελικά.

Ω Ρέυ. Σε αγαπάω τόσο πολύ... Καταπίνω


για να κρατηθώ και να μην κλάψω.

«Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά. Θα σε ξαναδώσω


στον Κρίστιαν... Να είσαι ευγενικός μαζί
του. Τον αγαπάω...» ψιθυρίζω.

Νομίζω πως ο Ρέυ χαμογελάει στην άλλη


άκρη του τηλεφώνου, όμως είναι δύσκολο
να το πω με βεβαιότητα. Είναι πάντα
δύσκολο να είσαι σίγουρη με τον Ρέυ.
«Βέβαια, Άννι. Κι έλα να κάνεις επίσκεψη
στον γέρο σου. Φέρε και τον Κρίστιαν
μαζί».

Επιστρέφω με αποφασιστικό βήμα στο


δωμάτιο -τσατισμένη με τον Κρίστιαν, που
δε με προειδοποίησεκαι του απλώνω το
τηλέφωνο, με έκφραση που του δίνει να
καταλάβει πόσο ενοχλημένη είμαι. Είναι
κεφάτος έτσι όπως παίρνει το τηλέφωνο και
κατευθύνεται πάλι προς το γραφείο του.

Έπειτα από δύο λεπτά εμφανίζεται ξανά.


«Έχω τη μάλλον απρόθυμη έγκριση του
πατριού σου!» λέει περήφανα, για την
ακρίβεια τόσο περήφανα, που με κάνει να
χαχανίσω, και μου χαμογελάει πλατιά.
Κάνει λες και μόλις διαπραγματεύτηκε μια
μεγάλη καινούρια συγχώνευση ή αγορά,
πράγμα που υποθέτω πως έχει κάνει σε
κάποιο επίπεδο.

«ΝΑ ΠΑΡΕΙ... ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΗ


ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ, κοπέλα μου!» Ο Κρίστιαν
καταπίνει την τελευταία του πιρουνιά και
μου σηκώνει το ποτήρι με το άσπρο κρασί.

Οι έπαινοί του με γεμίζουν χαρά και μου


περνάει από το μυαλό πως θα του
μαγειρεύω μόνο τα Σαββατοκύριακα.
Σκυθρωπιάζω. Μου αρέσει να μαγειρεύω.
Ίσως θα έπρεπε να του έχω φτιάξει μια
τούρτα για τα γενέθλιά του. Κοιτάζω το
ρολόι μου. Προλαβαίνω ακόμα.
«Άνα;» λέει διακόπτοντας τις σκέψεις μου.
«Γιατί μου ζήτησες να μη σου βγάλω
φωτογραφία;»

Η ερώτησή του με αιφνιδιάζει. Και πιο πολύ


η φωνή του, που είναι απατηλά ήπια.

Ω, γαμώτο... Ot φωτογραφίες. Κατεβάζω τα


μάτια στο άδειο μου πιάτο,
στριφογυρίζοντας τα δάχτυλά μου στα
πόδια μου. Τι να πω; Είχα υποσχεθεί στον
εαυτό μου να μην αναφέρω ότι βρήκα τη
δική του εκδοχή του Penthouse Pets.

«Άνα! » πετάει. «Τι συμβαίνει;»

Με κάνει να τιναχτώ, και η φωνή του με


αναγκάζει να τον κοιτάξω. Πότε σκέφτηκα
πως δε με τρομάζει;
«Βρήκα τις φωτογραφίες σου...» ψελλίζω.

Τα μάτια του γουρλώνουν από το σοκ.


«Άνοιξες το χρηματοκιβώτιο;» ρωτάει και
δείχνει να μην το πιστεύει.

«Χρηματοκιβώτιο; Όχι. Δεν ήξερα πως


έχεις χρηματοκιβώτιο».

Κατσουφιάζει. «Δεν καταλαβαίνω...»

«Στην ντουλάπα σου. Το κουτί. Έψαχνα για


τη γραβάτα σου, και το κουτί ήταν κάτω
από το τζιν... Εκείνο που φοράς συνήθως
στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Εκτός από
σήμερα...» Κοκκινίζω.

Με κοιτάζει με ολάνοιχτο στόμα,


καταθορυβημένος, και περνάει νευρικά το
χέρι από τα μαλλιά του καθώς
επεξεργάζεται την πληροφορία. Τρίβει το
πιγούνι του, χαμένος στις σκέψεις, όμως δεν
μπορεί να κρύψει την αμηχανία και την
ενόχληση που είναι ζωγραφισμένες στο
πρόσωπό του. Ξαφνικά κουνάει το κεφάλι
εκνευρισμένος -αλλά και κεφάτος-, κι ένα
αμυδρό χαμόγελο θαυμασμού χαράζεται
στη γωνία του στόματός του. Σηκώνει τα
χέρια μπροστά του ακουμπώντας στους
αγκώνες του και εστιάζει πάλι σε μένα.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Τις είχα


ξεχάσει εντελώς. Το κουτί μετακινήθηκε.
Η θέση αυτών των φωτογραφιών είναι στο
χρηματοκιβώτιο».

«Ποιος τις μετακίνησε;» ρωτάω


μουρμουριστά.
Ξεροκαταπίνει. «Μόνο ένας άνθρωπος θα
μπορούσε να το έχει κάνει...»

«Ω... Ποιος; Και τι εννοείς όταν λες “δεν


είναι αυτό που νομίζεις”;»

Αναστενάζει και γέρνει το κεφάλι του στο


πλάι. Νομίζω πως ντρέπεται. Και καλά
κάνεά βρυχιέται το υποσυνείδητό μου.

«Θ’ ακουστεί ψυχρό, αλλά... Είναι ένα


ασφαλιστήριο» ψιθυρίζει, και
προετοιμάζεται για την αντίδρασή μου.

«Ασφαλιστήριο;»

«Για τυχόν αποκάλυψη».

Επιτέλους μπαίνω στο νόημα. «Α...»


μουρμουρίζω, επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ
κάτι άλλο να πω. Σφαλίζω τα μάτια. Αυτό
είναι. Αυτές είναι οι πενήντα αποχρώσεις
του προβληματικού, εδώ και τώρα. «Ναι.
Έχεις δίκιο...» τραυλίζω. «Πράγματι
ακούγεται ψυχρό». Σηκώνομαι να μαζέψω
τα πιάτα μας. Δε θέλω να μάθω τίποτε άλλο.

«Άνα...»

«Το ξέρουν; Οι κοπέλες... Οι υποτακτικές;»

Κατσουφιάζει. «Φυσικά και το ξέρουν...»

Πάλι καλά. Κάτι είναι κι αυτό. Απλώνει το


χέρι του και με αρπάζει, τραβώντας με πάνω
του.

«Αυτές οι φωτογραφίες υποτίθεται πως


έπρεπε να βρίσκονται στο χρηματοκιβώτιο.
Δεν είναι για ψυχαγωγική χρήση ».
Σταματάει. «Ίσως ήταν, όταν τραβήχτηκαν
αρχικά. Αλλά...» Σταματάει, εκλιπαρώντας
με. «Δε σημαίνουν τίποτα...»

«Ποιος τις έβαλε στην ντουλάπα σου;»

«Μόνο η Λέιλα θα μπορούσε να το έχει


κάνει».

«Ξέρει τον συνδυασμό του


χρηματοκιβωτίου σου;»

Ανασηκώνει τους ώμους. «Δε θα με


εξέπληττε... Είναι εξαιρετικά μεγάλος
συνδυασμός και τον χρησιμοποιώ πολύ
σπάνια. Είναι ο μόνος αριθμός που έχω
καταγεγραμμένο και δεν έχω αλλάξει».
Κουνάει το κεφάλι του. «Αναρωτιέμαι τι
περισσότερο ξέρει κι αν έχει πάρει τίποτε
άλλο από κει μέσα». Κατσουφιάζει και
ύστερα στρέφει την προσοχή του σε μένα.
«Κοίτα... Θα καταστρέψω τις φωτογραφίες.
Τώρα, αν θες».

«Είναι δικές σου φωτογραφίες, Κρίστιαν.


Κάν’ τες ό,τι θες...» αποκρίνομαι
μουρμουριστά.

«Μην είσαι έτσι» λέει παίρνοντας το κεφάλι


μου στα χέρια του και κρατώντας το βλέμμα
του καρφωμένο στο δικό μου. «Δε θέλω
αυτήν τη ζωή. Θέλω τη δική μας ζωή, μαζί».

Να πάρει... Πώς ξέρει ότι κάτω από τη


φρίκη μου για κείνες τις φωτογραφίες
υπάρχει η παράνοιά μου;

«Άνα, νόμιζα πως ξορκίσαμε όλα αυτά τα


φαντάσματα σήμερα το πρωί. Έτσι νιώθω...
Εσύ δεν το νιώθεις;»
Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα
"βλέφαρα. Θυμάμαι το πολύ πολύ
ευχάριστο και ρομαντικό και εντελώς
βρόμικο πρωινό μας στην αίθουσα
ψυχαγωγίας του.

«Ναι...» λέω με ένα χαμόγελο. «Έτσι νιώθω


κι εγώ».

«Ωραία». Σκύβει και με φιλάει, τυλίγοντάς


με στην αγκαλιά του. «Θα τις κάνω
κομμάτια...» συμπληρώνει σιγανά. «Και
μετά πρέπει να πάω για δουλειά. Με
συγχωρείς, μωρό μου, μα έχω ένα κάρο
δουλειές να τελειώσω σήμερα το
απόγευμα».

«Δεν πειράζει. Πρέπει να τηλεφωνήσω στη


μητέρα μου...» Μορφάζω. «Μετά θέλω να
κάνω μερικά ψώνια και να σου φτιάξω μια
τούρτα».

Χαμογελάει, και τα μάτια του λάμπουν σαν


μικρού παιδιού. «Τούρτα;»

Γνέφω καταφατικά.

«Τούρτα σοκολάτα;»

«Θες τούρτα σοκολάτα;» ρωτάω το


χαμόγελό του είναι μεταδοτικό.

Γνέφει καταφατικά.

«Θα δω τι μπορώ να κάνω, κύριε Γκρέυ».

Με ξαναφιλάει.

Η ΚΑΡΛΑ ΕΧΕΙ ΜΕΙΝΕΙ ΑΝΑΥΔΗ.


«Μαμά, πες κάτι...»

«Δεν είσαι έγκυος, έτσι, Άνα;» ψιθυρίζει με


φρίκη.

«Όχι, όχι, όχι... Τίποτα τέτοιο», Με κυριεύει


απογοήτευση και θλίβομαι που σκέφτεται
έτσι για μένα. Αλλά μετά θυμάμαι με
μεγάλη αμηχανία πως ήταν έγκυος σε μένα
όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου.

«Με συγχωρείς, αγάπη μου... Απλώς είναι


πολύ ξαφνικό. Θέλω να πω, ο Κρίστιαν
είναι μεγάλο κελεπούρι, αλλά είσαι τόσο
νέα και πρέπει να δεις λίγο τον κόσμο».

«Μαμά, δεν μπορείς απλώς να χαρείς για


λογαριασμό μου; Τον αγαπάω».
«Αγάπη μου, απλώς χρειάζομαι χρόνο για
να συνηθίσω την ιδέα. Έπαθα σοκ. Το
έβλεπα στην Τζόρτζια πως υπήρχε κάτι
πολύ ιδιαίτερο μεταξύ σας... Αλλά γάμος;»

Στην Τζόρτζια ήθελε να γίνω υποτακτική


του, αλλά αυτό δε θα της το πω.

«Ορίσατε ημερομηνία;»

«Όχι».

«Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου...»


τραυλίζει.

Οχ, όχι... Όχι αυτό. Όχι αυτό τώρα.

«Το ξέρω, μαμά... Μακάρι να τον είχα


γνωρίσει».
«Σε κράτησε μόνο μία φορά στην αγκαλιά
του και ήταν τόσο περήφανος... Πίστευε
πως ήσουν το πιο όμορφο κορίτσι του
κόσμου...» Η φωνή της είναι ένας νεκρικός
ψίθυρος καθώς ξαναλέει τη γνωστή
ιστορία... Πάλι. Αμέσως μετά θα βάλει τα
κλάματα.

«Το ξέρω, μαμά».

«Και μετά πέθανε...» Ρουφάει τη μύτη της,


και ξέρω πως αυτό πυροδότησε τον
μηχανισμό, όπως κάνει πάντα.

«Μαμά...» ψελλίζω και θέλω να απλώσω


το χέρι από το τηλέφωνο και να την
αγκαλιάσω.

«Είμαι μια ανόητη γριά...» μουρμουρίζει


ρουφώντας ξανά τη μύτη της. «Φυσικά και
χαίρομαι για σένα, αγάπη μου, Το ξέρει ο
Ρέυ;» προσθέτει και φαίνεται να έχει
ξαναβρεί την ισορροπία της.

«Ο Κρίστιαν μόλις του ζήτησε το χέρι μου».

«Ω, αυτό είναι γλυκό... Ωραία». Ακούγεται


μελαγχολική, αλλά καταβάλλει
προσπάθεια.

«Ναι, ήταν...» ψιθυρίζω.

«Άνα, καλή μου, σ’ αγαπάω πολύ.


Χαίρομαι πραγματικά για σένα. Και πρέπει
να έρθετε και οι δύο για επίσκεψη».

«Ναι, μαμά. Κι εγώ σ’ αγαπάω».

«Με φωνάζει ο Μπομπ, πρέπει Λ>α κλείσω.


Ενημέρωσέ με για την ημερομηνία. Πρέπει
να προγραμματίσουμε... Θα κάνετε ανοιχτό
γάμο;

Ανοιχτό γάμο. Σκατά. Δεν το είχα σκεφτεί


καν. Ανοιχτό γάμο; Όχι. Δε θέλω ανοιχτό
γάμο.

«Δεν ξέρω ακόμα. Όταν θα ξέρω, θα σε


πάρω».

«Ωραία. Να προσέχεις τώρα και να


φροντίζεις για την ασφάλειά σου. Εσείς οι
δύο πρέπει να διασκεδάσετε... Έχετε χρόνο
για παιδιά αργότερα».

Παιδιά! Χμμμ... Και να την πάλι μια όχι και


τόσο συγκαλυμμένη αναφορά στο γεγονός
ότι με έκανε τόσο νωρίς.

«Μαμά, δε σου κατέστρεψα τη ζωή...Έτσι;»


Της κόβεται η ανάσα. «Ω, όχι, Άνα... Μην
το σκεφτείς ποτέ αυτό. Ήσουν το καλύτερο
πράγμα που συνέβη ποτέ στον πατέρα σου
και σε μένα. Απλώς θα ήθελα να ήταν εδώ
για να σε δει τόσο μεγάλη και έτοιμη να
παντρευτείς...» Η φωνή της είναι πάλι
νοσταλγική και κλαψιάρικη.

«Κι εγώ θα το ήθελα». Κουνάω το κεφάλι


στη σκέψη του μυθικού πατέρα μου.
«Μαμά, θα σε κλείσω. Θα σε πάρω
σύντομα».

«Σ’ αγαπάω, καλή μου».

«Κι εγώ, μαμά. Αντίο».


Η ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΙΑΝ είναι
όνειρο. Για άνθρωπο που δεν έχει ιδέα από
μαγείρεμα, φαίνεται να έχει τα πάντα.
Υποψιάζομαι ότι και στην κυρία Τζόουνς
αρέσει να μαγειρεύει. Το μόνο που
χρειάζομαι είναι λίγη σοκολάτα καλής
ποιότητας για το γλασάρισμα. Αφήνω τα
δύο μισά της τούρτας σε μια σχάρα να
κρυώσουν, παίρνω την τσάντα μου και
χώνω το κεφάλι στην πόρτα του γραφείου
του Κρίστιαν. Είναι συγκεντρωμένος στην
οθόνη του υπολογιστή του. Σηκώνει τα
μάτια του και μου χαρίζει ένα χαμόγελο.

«Πάω στο σουπερμάρκετ να πάρω μερικά


υλικά».

«Εντάξει...» Με κοιτάζει σκυθρωπός.

«Τι;»
«Θα φορέσεις κανένα τζιν ή κάτι άλλο;»

Αχ, έλα τώρα. «Κρίστιαν, είναι απλώς


πόδια...»

Με κοιτάζει χωρίς καμία ευθυμία. Θα γίνει


καβγάς. Και είναι τα γενέθλιά του. Υψώνω
το βλέμμα στον ουρανό, νιώθοντας σαν
άτακτη έφηβη.

«Αν ήμαστε στην παραλία;» Αλλάζω


τακτική.

«Δεν είμαστε στην παραλία».

«Θα είχες αντίρρηση αν ήμαστε στην


παραλία;»

Το σκέφτεται ένα λεπτό. « Όχι » απαντάει


λιτά.
Υψώνω πάλι το βλέμμα στον ουρανό και
του χαμογελάω αχνά. «Λοιπόν, φαντάσου
απλώς πως είμαστε στην παραλία. Τα
λέμε».

Κάνω μεταβολή και ορμάω προς τον


προθάλαμο. Φτάνω στο ασανσέρ πριν με
προλάβει. Την ώρα που κλείνουν οι πόρτες,
του κουνάω το χέρι, χαμογελώντας του
γλυκά καθώς με παρακολουθεί ανήμπορος
-αλλά ευτυχώς εύθυμος-, στενεύοντας τα
μάτια του. Κουνάει το κεφάλι του
εκνευρισμένος και ύστερα τον χάνω από τα
μάτια μου.

Ω, ήταν συναρπαστικό. Η αδρεναλίνη


κυλάει ορμητικά στις φλέβες μου και νιώθω
την καρδιά μου να προσπαθεί να βγει από
το σώμα μου. Αλλά όσο το ασανσέρ
κατεβαίνει, το ίδιο συμβαίνει και στη
διάθεσή μου. Σκατά. Τι έκανα;

Κρατάω μια τίγρη από την ουρά. Όταν


γυρίσω, θα είναι έξαλλος. Το υποσυνείδητό
μου με αγριοκοιτάζει πάνω από τα γυαλιά
του σε σχήμα ημισέληνου, κρατώντας μια
βέργα στο χέρι. Να πάρει. Σκέφτομαι πόσο
μικρή εμπειρία έχω με τους άντρες. Δεν έχω
ξαναζήσει ποτέ με άντρα, εκτός από τον
Ρέυ, και για κάποιον λόγο εκείνος δε
μετράει. Είναι ο μπαμπάς μου... Εντάξει, ο
άνθρωπος που θεωρώ μπαμπά μου.

Και τώρα έχω τον Κρίστιαν. Δεν έχει ζήσει


ποτέ πραγματικά με κανέναν, νομίζω. Θα
πρέπει να τον ρωτήσω - αν μου μιλάει
ακόμα.
Η αδιαπραγμάτευτη άποψή μου όμως είναι
πως πρέπει να φοράω ό,τι μου αρέσει.
Θυμάμαι τους κανόνες του. Ναι, πρέπει να
είναι δύσκολο γι’ αυτόν, αλλά έχει
πληρώσει για τούτο το φουστάνι, να πάρει
η οργή. Έπρεπε να έχει δώσει καλύτερες
οδηγίες στο Neiman’s: τίποτα τόσο κοντό.

Δεν είναι και τόσο κοντή αυτή η φούστα.


Είναι; Κοιτάζω στον μεγάλο καθρέφτη της
εισόδου. Γαμώτο. Ναι, είναι πολύ κοντή,
αλλά τώρα πάτησα πόδι. Και χωρίς
αμφιβολία θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω
τις συνέπειες. Αναρωτιέμαι νωθρά τι θα
κάνει. Πρώτα όμως χρειάζομαι χρήματα.

ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΜΟΥ από


το ΑΤΜ: $51.689,16. Μιλάμε για $50.000
παραπάνω από το κανονικό! Αναστάζια, θα
πρέπει να μάθεις κι εσύ να είσαι πλούσια
αν πεις ναι. Αρχίσαμε λοιπόν. Παίρνω το
πενιχρό ποσό των πενήντα δολαρίων μου
και κατευθύνομαι προς το σουπερμάρκετ.

ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ, πηγαίνω


κατευθείαν προς την κουζίνα και δεν μπορώ
να μην αισθανθώ ένα ρίγος ανησυχίας. Ο
Κρίστιαν βρίσκεται ακόμα στο γραφείο του.
Χριστέ μου - κοντεύει να περάσει το
απόγευμα! Αποφασίζω πως η καλύτερη
επιλογή είναι να τον αντιμετωπίσω και να
δω πόση ζημιά έκανα. Ρίχνω μια διστακτική
ματιά από την πόρτα του γραφείου του.
Μιλάει στο τηλέφωνο, κοιτάζοντας έξω από
το παράθυρο.

«Και ο ειδικός της Eurocopter θα έρθει τη


Δευτέρα το απόγευμα; Ωραία. Κράτα με
ενήμερο. Πες τους ότι θέλω τα αρχικά τους
ευρήματα είτε τη Δευτέρα το βράδυ είτε
την Τρίτη το πρωί». Το κλείνει και στρίβει
την καρέκλα του από την άλλη, αλλά όταν
με βλέπει, μένει ακίνητος, με ανέκφραστο
πρόσωπο.

«Γεια...» ψελλίζω,

Δε λέει τίποτα, και η καρδιά μου κάνει


βουτιά στο στομάχι μου. Μπαίνω
επιφυλακτικά στο δωμάτιο και κάνω τον
γύρο του γραφείου όπου κάθεται.
Εξακολουθεί να μη μιλάει, αλλά τα μάτια
του δεν αφήνουν τα δικά μου. Στέκομαι
μπροστά του, νιώθοντας πενήντα
αποχρώσεις της ανόητης.

«Γύρισα... Είσαι θυμωμένος μαζί μου;»

Αναστενάζει, απλώνει το χέρι να πιάσει το


δικό μου και με τραβάει στην αγκαλιά του,
τυλίγοντας τα μπράτσα του γύρω μου.
Χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου.

«Ναι» απαντάει.

«Με συγχωρείς... Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε».


Κουλουριάζομαι στον κόρφο του
ανασαίνοντας τη θεσπέσια ευωδιά του και
νιώθω ασφαλής, παρά το γεγονός ότι είναι
θυμωμένος.

«Ούτε κι εγώ. Φόρα ό,τι θες...» ψιθυρίζει.


Περνάει το χέρι του από το γυμνό μου πόδι
έως τον μηρό. «Άλλωστε αυτό το φόρεμα
έχει και τα πλεονεκτήματά του».

Σκύβει να με φιλήσει, και καθώς τα χείλη


μας ακουμπούν μεταξύ τους, με διαπερνάει
το" πάθος ή η λαγνεία ή μια βαθιά ριζωμένη
ανάγκη να επανορθώσω, και ο πόθος βάζει
φωτιά στο αίμα μου. Αρπάζω το κεφάλι του
στα χέρια μου, χώνοντας τα δάχτυλα στα
μαλλιά του. Αναστενάζει βαριά καθώς το
σώμα του ανταποκρίνεται και δαγκώνει
πεινασμένα το κάτω χείλος μου τον λαιμό,
το αυτί μου, ενώ η γλώσσα του εισβάλλει
στο στόμα μου, και προτού καν το
καταλάβω, ξεκουμπώνει το παντελόνι του,
τραβώντας με καβάλα επάνω του, και
βυθίζεται μέσα μου. Αρπάζω τη ράχη της
καρέκλας, ενώ τα πόδια μου μόλις που
αγγίζουν το πάτωμα... Και αρχίζουμε να
κουνιόμαστε.

«Μ’ ΑΡΕΣΕΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΚΔΟΧΗ της


συγγνώμης...» μουρμουρίζει επάνω στα
μαλλιά μου.
«Και μένα η δική σου!» αποκρίνομαι
χαχανίζοντας και φωλιάζω στο στήθος του.
«Τέλειωσες;»

«Χριστέ μου, Άνα! Θες κι άλλο;»

«Όχι! Τη δουλειά σου».

«Θα έχω τελειώσει σε μισή ώρα περίπου.


Άκουσα το μήνυμά σου στον τηλεφωνητή
μου».

«Από χτες».

«Ακουγόσουν ανήσυχη».

Τον αγκαλιάζω σφιχτά. «Ήμουν. Δεν το


συνηθίζεις να μην απαντάς».

Μου φιλάει τα μαλλιά.


«Η τούρτα σου πρέπει να είναι έτοιμη σε
μισή ώρα». Του χαμογελάω και κατεβαίνω
από την αγκαλιά του.

«Την περιμένω με ανυπομονησία. Μύριζε


υπέροχα! Μπορώ να σου πω ότι μου έβγαζε
ακόμα και μια αίσθηση νοσταλγίας όσο
ψηνόταν».

Του χαμογελάω συνεσταλμένα, νιώθοντας


αμήχανη, και με κοιτάζει με το ίδιο ύφος.
Θεέ μου είμαστε πραγματικά τόσο
διαφορετικοί; Ίσως είναι οι παιδικές του
μνήμες από το ψήσιμο γλυκών. Σκύβοντας,
του δίνω ένα πεταχτό φιλί στη γωνία του
στόματός του και επιστρέφω στην κουζίνα.

ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΚΟΥΩ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ από


το γραφείο του, είμαι πανέτοιμη και ανάβω
το μοναχικό χρυσό κερί στην τούρτα του.
Έρχεται προς το μέρος μου με ένα χαμόγελο
από το ένα αυτί έως το άλλο, και του
τραγουδάω σιγανά το «Happy Birthday».
Μετά σκύβει και το σβήνει, κλείνοντας τα
μάτια.

«Έκανα την ευχή μου» λέει όταν ξανανοίγει


τα βλέφαρα, και για κάποιον λόγο το
βλέμμα του με κάνει να κοκκινίσω.

«Το γλάσο είναι ακόμα μαλακό. Ελπίζω να


σ’ αρέσει».

«Δε βλέπω την ώρα να το δοκιμάσω,


Αναστάζία...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα,
και το κάνει να ακούγεται τόσο σέξι.

Κόβω ένα κομμάτι για καθέναν μας και


αρχίζουμε να το τρώμε με κουταλάκια του
γλυκού.
«Μμμ...» μουγκρίζει επιδοκιμαστικά. «Γι’
αυτό θέλω να σε παντρευτώ».

Και γελάω με ανακούφιση... Του αρέσει.

«ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙΣ την


οικογένειά μου;»

Ο Κρίστιαν σβήνει τη μηχανή του R8.


Έχουμε παρκάρει στο δρομάκι των γονιών
του.

«Ναι. Θα τους το πεις;»

«Φυσικά! Ανυπομονώ να δω την αντίδρασή


τους...» Μου χαμογελάει πονηρά και
βγαίνει από το αυτοκίνητο.

Είναι εφτάμισι, και παρόλο που η μέρα ήταν


ζεστή, φυσάει μια δροσερή απογευματινή
αύρα. Βγαίνω από το αυτοκίνητο,
τραβώντας γύρω μου το' σάλι. Φοράω ένα
σμαραγδί φόρεμα κοκτέιλ που βρήκα
σήμερα το πρωί ψαχουλεύοντας στην
ντουλάπα. Έχει μια φαρδιά ασορτί ζώνη.
Ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι και
κατευθυνόμαστε προς την μπροστινή
πόρτα. Ο Κάρρικ την ανοίγει διάπλατα πριν
προλάβουμε να χτυπήσουμε.

«Κρίστιαν, γεια σου. Χρόνια πολλά, γιε


μου!» Πιάνει το απλωμένο χέρι του
Κρίστιαν, αλλά τον τραβάει σε μια σύντομη
αγκαλιά, αιφνιδιάζοντάς τον.

«Εεε... Ευχαριστώ, μπαμπά».

«Άνα, πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!»


Αγκαλιάζει και μένα, και τον ακολουθούμε
μέσα στο σπίτι.
Πριν προλάβουμε να πατήσουμε το πόδι
μας στο καθιστικό, η Κέιτ ορμάει από τον
διάδρομο σαν σίφουνας καταπάνω μας.
Φαίνεται έξαλλη.

Οχ, όχι...

«Εσείς οι δύο! Θέλω να σας μιλήσω...»


πετάει με φωνή που λέει «Καλύτερα να μην
τα βάλετε μαζί μου».

Ρίχνω μια νευρική ματιά στον Κρίστιαν,


που ανασηκώνει τους ώμους και
αποφασίζει να πάει με τα νερά της. Την
ακολουθούμε στην τραπεζαρία, αφήνοντας
τον Κάρρικ απορημένο στην είσοδο του
καθιστικού. Κλείνει την πόρτα και
στρέφεται προς το μέρος μου.
«Τι διάολο είναι αυτό;» ρωτάει γρυλίζοντας
και ανεμίζει ένα κομμάτι χαρτί.

Το παίρνω από τα χέρια της εντελώς


αμήχανη και του ρίχνω μια γρήγορη ματιά.
Το στόμα μου ξεραίνεται. Γαμώτο μου...
Είναι το ηλεκτρονικό μου μήνυμα στον
Κρίστιαν, όπου συζητάω το συμβόλαιο.

Ολο TO ΧΡΩΜΑ ΣΤΡΑΓΓΙΖΕΙ από το


πρόσωπό μου καθώς το αίμα μου παγώνει
και ο φόβος επελαύνει στο σώμα μου.
Μπαίνω ενστικτωδώς ανάμεσα σ’ εκείνη
και στον Κρίστιαν.

«Τι είναι;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν


επιφυλακτικά.

Τον αγνοώ. Δεν μπορώ να πιστέψω πως η


Κέιτ το κάνει αυτό.
«Κέιτ! Δεν έχεις καμία δουλειά με αυτό!»

Την αγριοκοιτάζω φαρμακερά, ενώ ο θυμός


αντικαθιστά τον φόβο. Πώς τολμάει να το
κάνει αυτό; Όχι τώρα, όχι σήμερα. Όχι στα
γενέθλια του Κρίστιαν. Αιφνιδιασμένη από
την αντίδρασή μου, τρεμοπαίζει τα
βλέφαρά της, με τα πράσινα μάτια της
ορθάνοιχτα.

«Άνα, τι συμβαίνει;» ρωτάει πάλι ο


Κρίστιαν, και ο τόνος του είναι πιο
απειλητικός.

«Κρίστιαν, μπορείς, σε παρακαλώ, να


φύγεις;» λέω.

«Όχι. Δείξε μου». Απλώνει το χέρι του, και


ξέρω πως δε σηκώνει αντιρρήσεις η φωνή
του βγαίνει ψυχρή και σκληρή.
Του δίνω απρόθυμα το ηλεκτρονικό
μήνυμα.

«Τι σου έκανε;» ρωτάει η Κέιτ, αγνοώντας


τον Κρίστιαν. Φαίνεται τόσο θορυβημένη.

Κοκκινίζω, καθώς χιλιάδες ερωτικές


εικόνες περνούν σαν αστραπή από το μυαλό
μου. «Αυτό δε σ’ αφορά, Κέιτ!» Δεν μπορώ
να κρύψω τον εκνευρισμό από τη φωνή
μου.

«Πού το βρήκες αυτό;» ρωτάει ο Κρίστιαν


με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, το πρόσωπο
ανέκφραστο, αλλά με φωνή... Τόσο
απειλητικά μειλίχια.

Η Κέιτ κοκκινίζει. «Αυτό είναι άσχετο...»


Κάτω από το παγερό βλέμμα του, συνεχίζει
βιαστικά. «Ήταν στην τσέπη ενός σακακιού
-που υποθέτω πως είναι δικό σου-, το οποίο
βρήκα πίσω από την πόρτα του δωματίου
της Άνα». Αντιμέτωπη με το έντονο γκρίζο
βλέμμα του Κρίστιαν, η αποφασιστικότητα
της Κέιτ υποχωρεί κάπως, αλλά δείχνει να
ανακάμπτει και τον αγριοκοιτάζει.

Είναι μια εστία εχθρότητας μέσα σ’ ένα


κολλητό κατακόκκινο φόρεμα. Είναι
υπέροχη. Αλλά γιατί, γαμώτο μου, ψάχνει
τα ρούχα μου; Συνήθως γίνεται το αντίθετο.

«Το είπες σε κανέναν;» Η φωνή του


Κρίστιαν είναι σαν μεταξωτό γάντι.

«Όχι. Φυσικά όχι!» πετάει η Κέιτ


προσβεβλημένη.

Ο Κρίστιαν γνέφει και φαίνεται να


χαλαρώνει. Γυρίζει και κατευθύνεται προς
το τζάκι. Η Κέιτ κι εγώ τον
παρακολουθούμε άφωνες να παίρνει έναν
αναπτήρα από την κορνίζα, να βάζει φωτιά
στο μήνυμα και να το αφήνει να τσιτσιρίζει
αναμμένο στη σχάρα, ώσπου διαλύεται. Η
σιωπή στο δωμάτιο είναι καταθλιπτική.

«Ούτε καν στον Έλλιοτ;» ρωτάω,


στρέφοντας και πάλι την προσοχή μου στην
Κέιτ.

«Σε κανέναν!» απαντάει εμφατικά η Κέιτ,


και πρώτη φορά δείχνει απορημένη και
πληγωμένη. «Θέλω απλώς να μάθω αν είσαι
εντάξει, Άνα...» ψιθυρίζει.

«Είμαι μια χαρά, Κέιτ. Κάτι παραπάνω από


μια χαρά.
Σε παρακαλώ, ο Κρίστιαν κι εγώ είμαστε
καλά, πραγματικά καλά αυτό είναι παλιά
ιστορία. Σε παρακαλώ, αγνόησέ το...»

«Να το αγνοήσω;» λέει σφυριχτά. «Πώς


μπορώ να αγνοήσω αυτό το πράγμα; Τι σου
έκανε;» Και τα πράσινα μάτια της είναι
τόσο γεμάτα από ειλικρινή έγνοια.

«Δε μου έκανε τίποτα, Κέιτ, Ειλικρινά είμαι


καλά...»

Μου ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα.


«Αλήθεια;» ρωτάει.

Ο Κρίστιαν τυλίγει το μπράτσο του γύρω


μου και με τραβάει κοντά του, χωρίς να
παίρνει τη ματιά του από την Κέιτ.
«Η Άνα δέχτηκε να γίνει γυναίκα μου,
Κάθριν» λέει ήρεμα.

«Γυναίκα σου;» τσιρίζει η Κέιτ, και τα


μάτια της είναι γουρλωμένα από τη
δυσπιστία.

«Παντρευόμαστε. Θα αναγγείλουμε τον


αρραβώνα μας απόψε» απαντάει.

«Ω!» Η Κέιτ με κοιτάζει με το στόμα


ολάνοιχτο.Έχει μείνει άναυδη. «Σ’ αφήνω
μόνη σου δεκαέξι μέρες, και γίνεται αυτό;
Είναι πολύ ξαφνικό. Δηλαδή χτες,
όταν είπα...» Με κοιτάζει σαν χαμένη.
«Πού κολλάει εκείνο το μήνυμα μέσα σε
όλα αυτά;»

«Δεν κολλάει, Κέιτ. Ξέχνα το σε


παρακαλώ... Τον αγαπάω και μ’ αγαπάει.
Μην το κάνεις αυτό. Μην καταστρέψεις το
πάρτι του και τη βραδιά μας...» τραυλίζω.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια της. Απρόσμενα, τα


βλέπω να γυαλίζουν από δάκρυα.

«Όχι. Φυσικά όχι... Είσαι εντάξει;» Θέλει


να την καθησυχάσω.

«Δεν ήμουν ποτέ πιο ευτυχισμένη...»


ψιθυρίζω.

Απλώνει το χέρι της και αρπάζει το δικό


μου, παρά το μπράτσο του Κρίστιαν, που
είναι τυλιγμένο γύρω μου.

«Πραγματικά είσαι εντάξει;» ρωτάει


γεμάτη ελπίδα.
«Ναι...» Της χαμογελάω, νιώθοντας και
πάλι πολύ χαρούμενη.

Έχει συνέλθει. Μου χαμογελάει κι αυτή,


καθώς η ευτυχία μου αντικατοπτρίζεται
πάνω της. Κάνω ένα βήμα φεύγοντας από
την αγκαλιά του Κρίστιαν, και ξαφνικά με
αγκαλιάζει.

«Ω Άνα ανησύχησα τόσο πολύ όταν το


διάβασα... Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Θα μου
το εξηγήσεις;» ρωτάει ψιθυριστά.

«Κάποια μέρα. Όχι τώρα».

«Ωραία. Δε θα το πω σε κανέναν. Σ’
αγαπάω τόσο πολύ, Άνα. Σαν αδερφή μου.
Απλώς σκέφτηκα... Δεν ήξερα τι να
σκεφτώ. Με συγχωρείς... Αν εσύ είσαι
ευτυχισμένη, είμαι κι εγώ ευτυχισμένη».
Κοιτάζει κατάματα τον Κρίστιαν και
επαναλαμβάνει τη συγγνώμη της.

Της κουνάει το κεφάλι, με παγερά μάτια,


και η έκφρασή του δεν αλλάζει. Ω, γαμώτο.
Είναι ακόμα έξαλλος.

«Στ’ αλήθεια λυπάμαι, Άνα. Έχεις δίκιο...


Δε μ’ αφορά...» ψελλίζει.

Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα που


μας ξαφνιάζει και τις δύο, κάνοντάς μας να
τιναχτούμε μακριά η μια από την άλλη. Η
Γκρέις χώνει το κεφάλι μέσα.

«Όλα εντάξει, χρυσό μου;» ρωτάει τον


Κρίστιαν.

«Όλα είναι μια χαρά, κυρία Γκρέυ»


απαντάει αμέσως η Κέιτ.
«Μια χαρά, μαμά» λέει ο Κρίστιαν.

«Ωραία». Η Γκρέις μπαίνει μέσα. «Τότε δε


θα σας πειράξει αν δώσω στον γιο μου ένα
φιλί γενεθλίων...» μουρμουρίζει
χαμογελώντας και στους δυο μας.

Ο Κρίστιαν την αγκαλιάζει σφιχτά και


αμέσως μαλακώνει.

«Χρόνια πολλά, χρυσό μου» του λέει


τρυφερά, κλείνοντας τα μάτια της στο
αγκάλιασμά του. «Χαίρομαι τόσο πολύ που
είσαι ακόμα μαζί μας...»

«Μαμά, είμαι μια χαρά!» Ο Κρίστιαν τής


χαμογελάει.

Τραβιέται πίσω, τον κοιτάζει εξεταστικά


και του χαμογελάει κι εκείνη. «Χαίρομαι
τόσο πολύ για σένα!» αναφωνεί και του
χαϊδεύει το πρόσωπο.

Της χαμογελάει με το χαμόγελο των χιλίων


μεγαβάτ.

Το ξέρει! Πότε της το είπε;

«Λοιπόν, παιδιά, αν τελειώσατε το τετ-α-


τετ σας, είναι εδώ ένα σωρό κόσμος που
θέλει να βεβαιωθεί πως είσαι στ’ αλήθεια
σώος, Κρίστιαν, και να σου ευχηθεί για τα
γενέθλιά σου».

«Έρχομαι αμέσως».

Η Γκρέις κοιτάζει αγχωμένη εμένα και την


Κέιτ και φαίνεται καθησυχασμένη από τα
χαμόγελά μας. Μου κλείνει το μάτι και μας
κρατάει την πόρτα ανοιχτή. Ο Κρίστιαν μού
απλώνει το χέρι και το παίρνω.

«Κρίστιαν, πραγματικά θέλω να ζητήσω


συγγνώμη...» λέει η Κέιτ ταπεινά. Η
ταπεινή Κέιτ είναι κάτι το πρωτόγνωρο.

Ο Κρίστιαν τής κουνάει το κεφάλι και την


ακολουθούμε έξω.

Στο χολ κοιτάζω με αγωνία τον Κρίστιαν.


«Ξέρει για μας η μητέρα σου;»

«Ναι».

«Ω...»

Και να σκεφτείς ότι η βραδιά μας θα


μπορούσε να εκτροχιαστεί από την
πεισματάρα δεσποινίδα Κάβανο.
Ανατριχιάζω στη σκέψη οι επιπτώσεις από
την αποκάλυψη του τρόπου ζωής του
Κρίστιαν μπροστά σε όλους.

«Λοιπόν, το ξεκίνημα της βραδιάς ήταν


πολύ ενδιαφέρον...» Του χαμογελάω γλυκά
και με κοιτάζει κι έχει επιστρέψει το εύθυμο
ύφος του. Δόξα τω Θεώ.

«Όπως πάντα, δεσποινίς Στιλ, έχετε ένα


ταλέντο να υποβαθμίζετε τη σημασία των
γεγονότων». Σηκώνει το χέρι μου στα χείλη
του και μου φιλάει τις αρθρώσεις έτσι όπως
μπαίνουμε στο καθιστικό κάτω από ένα
ξαφνικό, αυθόρμητο και εκκωφαντικό
χειροκρότημα.

Να πάρει... Πόσοι άνθρωποι είναι εδώ μέσα;


Ρίχνω μια γρήγορη ματιά ολόγυρα: όλοι οι
Γκρέυ, ο Ίθαν με τη Μία, ο δόκτωρ Φλυν
και η γυναίκα του, υποθέτω. Είναι ο Μακ
από το σκάφος, ένας ψηλός, όμορφος
Αφροαμερικανός -θυμάμαι πως τον είδα
στο γραφείο του Κρίστιαν όταν τον
πρωτογνώρισα-, η κακεντρεχής φίλη της
Μία, η Λίλυ, δύο γυναίκες που δεν
αναγνωρίζω, και... Οχ, όχι... Η καρδιά μου
σφίγγεται. Εκείνη η γυναίκα... Η κυρία
Ρόμπινσον.

Εμφανίζεται η Γκρέτσεν, κρατώντας έναν


δίσκο με ποτήρια γεμάτα σαμπάνια. Φοράει
ένα μαύρο φόρεμα με χαμηλό ντεκολτέ, και
τα μαλλιά της είναι σηκωμένα ψηλά αντί
για κοτσιδάκια. Κοκκινίζει και πεταρίζει τα
βλέφαρά της στον Κρίστιαν. Το
χειροκρότημα σβήνει, και ο Κρίστιαν μού
ζουλάει το χέρι καθώς όλα τα βλέμματα
στρέφονται με προσμονή επάνω του.

«Σας ευχαριστώ όλους. Και μάλλον θα


χρειαστώ ένα απ’ αυτά...»

Αρπάζει δύο ποτά από τον δίσκο της


Γκρέτσεν και της χαρίζει ένα σύντομο
χαμόγελο. Μου φαίνεται πως η Γκρέτσεν θα
πεθάνει ή θα λιποθυμήσει. Μου δίνει ένα
ποτήρι.

Ο Κρίστιαν σηκώνει το ποτήρι του στους


υπόλοιπους μέσα στο δωμάτιο, και αμέσως
όλοι κινούνται προς τα εμπρός. Την
εφόρμηση καθοδηγεί η διαβολική γυναίκα
με τα μαύρα. Φοράει ποτέ άλλο χρώμα;
«Κρίστιαν, ανησύχησα τόσο πολύ...» Η
Ελένα τον αγκαλιάζει στα πεταχτά και τον
φιλάει και στα δυο μάγουλα.

Ο Κρίστιαν δεν αφήνει το χέρι μου, παρόλο


που προσπαθώ να το τραβήξω. «Είμαι
καλά, Ελένα» αποκρίνεται ψυχρά.

«Γιατί δε μου τηλεφώνησες;» Η ικεσία της


είναι απελπισμένη, τα μάτια της ψάχνουν τα
δικά του.

«Είχα πολλή δουλειά».

«Δεν πήρες τα μηνύματά μου;»

Ο Κρίστιαν μετακινείται αμήχανα και με


τραβάει πιο κοντά του, βάζοντας το
μπράτσο του γύρω μου. Το πρόσωπό του
παραμένει ανέκφραστο έτσι όπως κοιτάζει
την Ελένα. Δεν μπορεί να με αγνοήσει
άλλο, οπότε μου γνέφει ευγενικά.

«Ανά...» γουργουρίζει. «Είσαι πολύ


όμορφη, χρυσή μου».

«Ελένα ...» γουργουρίζω κι εγώ.


«Ευχαριστώ».

Πιάνω με το βλέμμα την Γκρέις να μας


κοιτάζει. Κατσουφιάζει παρακολουθώντας
τους τρεις μας.

«Ελένα, έχω να κάνω μια αναγγελία»


δηλώνει ο Κρίστιαν κοιτάζοντάς την
ψύχραιμα.

Τα ανοιχτογάλαζα μάτια της συννεφιάζουν.


«Φυσικά...» Κάνει πίσω, έχοντας ένα
προσποιητό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη
της.

«Την προσοχή σας, παρακαλώ!» φωνάζει


ο Κρίστιαν. Περιμένει λίγο ώσπου να
καταλαγιάσει το βουητό στο δωμάτιο κι όλα
τα μάτια να στραφούν πάλι επάνω του. «Σας
ευχαριστώ που ήρθατε σήμερα. Πρέπει να
πω ότι περίμενα ένα ήσυχο οικογενειακό
δείπνο, οπότε αυτό εδώ είναι ευχάριστη
έκπληξη...» Ρίχνει μια ματιά όλο νόημα στη
Μία, που χαμογελάει ανεμίζοντάς του το
χέρι.

Ο Κρίστιαν κουνάει θυμο>μένος το κεφάλι


και συνεχί*-ζει. «Η Ρος κι εγώ» -δείχνει με
ένα νεύμα την κοκκινομάλλα που στέκεται
πιο πέρα μαζί με μια μικροκαμωμένη
αφράτη ξανθιά«τη γλιτώσαμε παρά τρίχα
χτες».
Α, αυτή είναι η Ρος, που δουλεύει μαζί του.
Χαμογελάει και του σηκώνει το ποτήρι της.
Της απαντάει γνέφοντας.

«Γι’ αυτό, χαίρομαι ιδιαίτερα που


βρίσκομαι σήμερα εδώ για να μοιραστώ με
όλους σας τα πολύ καλά νέα μου. Αυτή η
όμορφη γυναίκα» -με κοιτάζει-, «η
δεσποινίς Αναστάζία Ρόουζ Στιλ, δέχτηκε
να γίνει σύζυγός μου, και θα ήθελα να είστε
οι πρώτοι που το μαθαίνετε!»

Ακούγονται κραυγές έκπληξης, κάποιες


επευφημίες και μετά ένας καταιγισμός
χειροκροτημάτων. Χριστέ μου - συμβαίνει
στ’ αλήθεια! Νομίζω πως έχω το χρώμα του
φουστανιού της Κέιτ. Ο Κρίστιαν με
αρπάζει από το πιγούνι, ανασηκώνει τα
χείλη μου προς τα δικά του και με φιλάει
στα πεταχτά.
«Σύντομα θα γίνεις δική μου».

«Είμαι ήδη...» ψιθυρίζω.

«Νόμιμα» λέει άηχα και μου χαμογελάει


πονηρά.

Η Λίλυ, που στέκεται δίπλα στη Μία,


δείχνει αποκαρδιωμένη· η Γκρέτσεν
φαίνεται θαρρείς κι έχει φάει κάτι άνοστο
και στυφό. Καθώς κοιτάζω ολόγυρα τη
συνάθροιση, το μάτι μου πιάνει την Ελένα.
Το στόμα της χάσκει. Έχει μείνει άναυδη
φρικαρισμένη, μπορώ να πω, και μου είναι
αδύνατο να μη νιώσω ένα αμυδρό αλλά
έντονο αίσθημα ικανοποίησης βλέποντάς
την αποσβολωμένη. Τι διάολο κάνει εδώ, εν
πάση περιπτώσει;
Ο Κάρρικ και η Γκρέις διακόπτουν τις
κακόβουλες σκέψεις μου, και γρήγορα όλοι
οι Γκρέυ με αγκαλιάζουν και με φιλούν και
με περνούν ο ένας στον άλλο.

«Ω Άνα χαίρομαι τόσο πολύ που θα γίνεις


μέλος της οικογένειας!» λέει με καμάρι η
Γκρέις. «Η αλλαγή στον Κρίστιαν... Είναι...
Είναι ευτυχισμένος. Σου είμαι πολύ
ευγνώμων!»

Κοκκινίζω, αμήχανη εμπρός στην


πληθωρικότητά της αλλά και περιχαρής
μέσα μου.

«Πού είναι το δαχτυλίδι;» αναφωνεί η Μία


αγκαλιάζοντάς με.
«Εμμμ...» Δαχτυλίδι! Χριστέ μου... Δεν είχα
σκεφτεί καν για δαχτυλίδι. Σηκώνω τα
μάτια στον Κρίστιαν.

«Θα το διαλέξουμε μαζί...» Ο Κρίστιαν την


αγριοκοιτάζει.

«Ω, μη με κοιτάς έτσι, Γκρέυ!» τον


αποπαίρνει και ύστερα τυλίγει τα χέρια της
γύρω του. «Είμαι κατενθουσιασμένη για
σένα, Κρίστιαν!» συμπληρώνει.

Είναι ό μόνος άνθρωπος που ξέρω ο οποίος


δεν τρομοκρατείται από το αγριοκοίταγμα
του Γκρέυ. Εμένα με πιάνει πανικός...
Τουλάχιστον με έπιανε.

«Πότε θα παντρευτείτε; Ορίσατε


ημερομηνία;» ρωτάει χαμογελώντας πλατιά
στον Κρίστιαν.
Κουνάει το κεφάλι, και ο θυμός του είναι
χειροπιαστός. «Δεν έχω ιδέα. Και όχι, δεν
έχουμε ορίσει. Η Άνα κι εγώ πρέπει να τα
συζητήσουμε όλα αυτά!» απαντάει
οξύθυμα.

«Ελπίζω να κάνετε ανοιχτό γάμο εδώ!» λέει


γελώντας με ενθουσιασμό, αγνοώντας τον
καυστικό του τόνο.

«Μάλλον θα πετάξουμε για το Βέγκας


αύριο...» της γρυλίζει και ανταμείβεται με
το σήμα κατατεθέν στραβομουτσούνιασμα
της Μία Γκρέυ. Υψώνοντας το βλέμμα του
στον ουρανό, στρέφεται στον Έλλιοτ, που
τον αγκαλιάζει σφιχτά δεύτερη φορά μέσα
σε ισάριθμες μέρες.

«Καλή δουλειά, αδέρφι!» Χτυπάει τον


Κρίστιαν στην πλάτη.
Η αντίδραση από τους παρόντες είναι
σαρωτική, και περνούν αρκετά λεπτά
ώσπου να ξαναβρεθώ δίπλα στον Κρίστιαν,
που είναι με τον δόκτορα Φλυν. Η Ελένα
δείχνει σαν να έχει εξαφανιστεί, και η
Γκρέτσεν ξαναγεμίζει σκυθρωπά τα
ποτήρια σαμπάνιας.

Δίπλα στον δόκτορα Φλυν στέκεται μια


επιβλητική νεαρή γυναίκα με μακριά
σκούρα, σχεδόν μαύρα, μαλλιά,
εντυπωσιακό ντεκολτέ και όμορφα καστανά
μάτια.

«Κρίστιαν» λέει ο Φλυν απλώνοντας το χέρι


του.

Ο Κρίστιαν το σφίγγει με χαρά. «Τζον!


Ρίαν!» Φιλάει στο μάγουλο τη γυναίκα με
τα σκούρα μαλλιά είναι μικροκαμωμένη και
όμορφη.

«Χαίρομαι που είσαι ακόμα μαζί μας,


Κρίστιαν. Η ζωή μου θα ήταν πολύ
πληκτική -και φτωχικήχωρίς εσένα».

Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά.

«Τζον! » τον αποπαίρνει η Ρίαν και


προκαλεί τη θυμηδία του Κρίστιαν.

«Ρίαν, από δω η Αναστάζια, η μνηστή μου.


Άνα, από δω η γυναίκα του Τζον».

«Χαίρομαι που γνωρίζω τη γυναίκα που


κέρδισε τελικά την καρδιά του Κρίστιαν»,
Η Ρίαν μού χαμογελάει ευγενικά.
«Ευχαριστώ...» μουρμουρίζω, αμήχανη
ξανά.

«Πολύ παραπλανητική μπαλιά αυτή που


έριξες, Κρίστιαν...» Ο δόκτωρ Φλυν
κουνάει το κεφάλι με δύσπιστη ευθυμία.

Ο Κρίστιαν τον κοιτάζει κατσουφιάζοντας.


«Τζον εσύ και οι παρομοιώσεις σου από το
κρίκετ...»

Η Ρίαν υψώνει το βλέμμα στον ουρανό.


«Συγχαρητήρια και στους δυο σας και
χρόνια πολλά, Κρίστιαν. Υπέροχο δώρο
γενεθλίων!» Μου χαμογελάει πλατιά.

Δεν είχα ιδέα πως θα ήταν εδώ ο δόκτωρ


Φλυν ή η Ελένα. Έχω πάθει σοκ και στύβω
το μυαλό μου να δω αν έχω τίποτα να τον
ρωτήσω, αλλά ένα πάρτι γενεθλίων δε
φαίνεται κατάλληλος χώρος για ψυχιατρικό
συνέδριο.

Επί μερικά λεπτά μιλάμε περί ανέμων και


υδάτων. Η Ρίαν είναι μητέρα δύο μικρών
αγοριών και δε δουλεύει. Συμπεραίνω πως
αυτή είναι ο λόγος για τον οποίο ο δόκτωρ
Φλυν ασκεί το επάγγελμά του στις
Ηνωμένες Πολιτείες.

«Είναι καλά, Κρίστιαν, Ανταποκρίνεται


καλά στη θεραπεία. Άλλες δύο εβδομάδες,
και μπορούμε να σκεφτούμε τη δυνατότητα
εξωνοσοκομειακής περίθαλψης...»

Οι φωνές του δόκτορος Φλυν και του


Κρίστιαν είναι χαμηλωμένες, αλλά δεν
μπορώ να μη στήσω αυτί, αγνοώντας
μάλλον ανάγωγα τη Ρίαν.
«Έτσι, προς το παρόν ασχολούμαι μόνο με
το πού θα παίξουν και με πάνες...»

«Αυτό πρέπει να σου γεμίζει όλη τη


μέρα...» Κοκκινίζω, στρέφοντας ξανά την
προσοχή μου στη Ρίαν, που γελάει γλυκά.
Ξέρω πως ο Κρίστιαν και ο Φλυν μιλούν για
τη Λέιλα.

«Ρώτησέ την κάτι εκ μέρους μου.Λ»


μουρμουρίζει ο Κρίστιαν.

«Εσύ τι δουλειά κάνεις, Αναστάζία;»

«Άνα, σε παρακαλώ. Δουλεύω στις


εκδόσεις».

Ο Κρίστιαν και ο δόκτωρ Φλυν


χαμηλώνουν κι άλλο τη φωνή τους· είναι
τόσο εκνευριστικό. Σταματούν όμως όταν
μας πλησιάζουν οι δύο γυναίκες που είχα
δει νωρίτερα, αλλά δεν τις γνώριζα η Ρος
και η αφράτη ξανθιά, την οποία ο Κρίστιαν
συστήνει ως ταίρι της, η Γκουέν.

Η Ρος είναι γοητευτική, και γρήγορα


ανακαλύπτω πως μένουν σχεδόν απέναντι
από το Εσκάλα. Είναι όλο επαίνους για το
πιλοτάρισμα του Κρίστιαν. Ήταν η πρώτη
της φορά στο Τσάρλι Τάνγκο και λέει πως
δε θα δίσταζε να το ξανακάνει. Είναι μια
από τις λίγες γυναίκες που έχω γνωρίσει οι
οποίες δε θαμπώνονται από την εμφάνισή
του... Για προφανείς λόγους.

Η Γκουέν είναι γελαστή, με ειρωνικό


χιούμορ, και ο Κρίστιαν δείχνει να
αισθάνεται εξαιρετικά άνετα και με τις δυο
τους. Τις γνωρίζει καλά. Δε μιλούν για τη
δουλειά, αλλά καταλαβαίνω πως η Ρος είναι
έξυπνη γυναίκα, που μπορεί εύκολα να
παρακολουθήσει τον Κρίστιαν σε ό,τι
κάνει. Επίσης έχει υπέροχο, βραχνό από τα
πολλά τσιγάρα, γέλιο.

Η Γκρέις διακόπτει την αβίαστη κουβέντα


μας, για να ενημερώσει τον κόσμο πως το
δείπνο είναι σερβιρισμένο σε στιλ μπουφέ
στην κουζίνα των Γκρέυ. Οι καλεσμένοι
κατευθύνονται αργά προς το πίσω μέρος
του σπιτιού.

Η Μία με στριμώχνει στον διάδρομο. Με το


απαλό ροζ φουσκωτό φουστάνι της σε στιλ
μπέιμπι ντολ και τα πανύψηλα τακούνια τη^
δεσπόζει από πάνω μου σαν νεράιδα του
χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κρατάει δύο
ποτήρια κοκτέιλ.

«Άνα...» σφυρίζει συνωμοτικά.


Σηκώνω τα μάτια στον Κρίστιαν, που με
αφήνει κοιτάζοντάς με λες και μου εύχεται
καλά ξεμπερδέματα, και χώνομαι στην
τραπεζαρία μαζί της.

«Ορίστε...» λέει σκανδαλιάρικα. «Αυτό


είναι ένα από τα σπέσιαλ μαρτίνι με λεμόνι
του μπαμπά μου πολύ καλύτερο από τη
σαμπάνια». Μου δίνει ένα ποτήρι και με
παρακολουθεί με αγωνία όσο πίνω μια
δοκιμαστική γουλιά.

«Μμμ... Υπέροχο. Αλλά δυνατό».

Τι θέλει; Προσπαθεί να με μεθύσει;

«Άνα, χρειάζομαι μια συμβουλή... Και δεν


μπορώ να ρωτήσω τη Λίλυ είναι όλο
επικρίσεις για τα πάντα». Η Μία υψώνει
το βλέμμα στον ουρανό και μετά μου
χαμογελάει. «Σε ζηλεύει πάρα πολύ.
Νομίζω πως ήλπιζε ότι κάποια μέρα θα τα
έφτιαχνε με τον Κρίστιαν!» Βάζει τα γέλια
με το παράλογο του πράγματος, και μέσα
μου με κυριεύει φόβος.

Να κάτι με το οποίο θα χρειαστεί να τα


βγάζω πέρα επί πολύ καιρό άλλες γυναίκες
που θέλουν τον άντρα μου. Απωθώ την
ανεπιθύμητη σκέψη α,πό το μυαλό μου κι
εστιάζω την προσοχή μου στο θέμα που έχω
μπροστά μου. Πίνω άλλη μία γουλιά από το
μαρτίνι μου.

«Θα προσπαθήσω να βοηθήσω. Ρίξ’ το».

«Όπως ξέρεις, ο Ίθαν κι εγώ γνωριστήκαμε


πρόσφατα, χάρη σε σένα!» λέει
χαμογελώντας πλατιά.
«Ναι».

Πού διάολο το πάει;

«Άνα δε θέλει να βγαίνει μαζί μου...»


Σουφρώνει τα χείλη της.

«Ω...» Την κοιτάζω κατάπληκτη. Ίσως δε σε


γουστάρει και τόσο, σκέφτομαι.

«Κοίτα... Δεν το είπα σωστά. Δε θέλει να


βγαίνει μαζί μου, επειδή η αδερφή του
βγαίνει με τον αδερφό μου. Ξέρεις το
θεωρεί κάτι σαν αιμομιξία. Αλλά ξέρω πως
του αρέσω. Τι να κάνω;»

«Α, κατάλαβα...» τραυλίζω, προσπαθώντας


να κερδίσω λίγο χρόνο. Τι να πω;
«Μπορείτε να συμφωνήσετε να μείνετε
φίλοι και να δώσετε στα πράγματα λίγο
χρόνο. Θέλω να πω, μόλις τον γνώρισες...»

Ανασηκώνει το φρύδι της.

«Άκου... Το ξέρω πως κι εγώ μόλις γνώρισα


τον Κρίστιαν, μα...» Σκυθρωπιάζω, μην
ξέροντας τι ακριβώς θέλω να πω. «Μία,
αυτό είναι κάτι που εσύ και ο Ίθαν πρέπει
να λύσετε μαζί. Εγώ θα δοκίμαζα τον δρόμο
της φιλίας».

Η Μία χαμογελάει. «Αυτό το ύφος το


έμαθες από τον Κρίστιαν...»

Κοκκινίζω. «Αν θες συμβουλή, ρώτα την


Κέιτ. Ίσως ξέρει κάτι παραπάνω για το πώς
νιώθει ο αδερφός της».

«Λες;» ρωτάει η Μία.


« Ναι! » απαντάω, χαμογελώντας της
ενθαρρυντικά.

«Θαύμα! Ευχαριστώ, Άνα». Με αγκαλιάζει


ξανά και το σκάει ενθουσιασμένη -και
επιβλητική πάνω στα ψηλά τακούνια
τηςπρος την πόρτα, αναμφίβολα για να
ζαλίσει την Κέιτ.

Πίνω άλλη μία γουλιά από το μαρτίνι μου


και ετοιμάζομαι να την ακολουθήσω, όταν
μαρμαρώνω στη θέση μου.

Η Ελένα μπαίνει μ? αέρα στο δωμάτιο, με


πρόσωπο σφιγμένο, που προδίδει βλοσυρή,
θυμωμένη αποφασιστικότητα. Κλείνει
ήρεμα την πόρτα πίσω της και με
αγριοκοιτάζει.

Ω, να πάρει...
«Άνα...» λέει περιφρονητικά.

Συγκεντρώνω όλη μου την αυτοκυριαρχία,


ελαφρώς ζαλισμένη από τα δύο ποτήρια
σαμπάνιας και το θανατηφόρο κοκτέιλ που
κρατάω στο χέρι. Νομίζω πως το αίμα έχει
στραγγίξει από το πρόσωπό μου, όμως
επικαλούμαι τόσο το υποσυνείδητό μου όσο
και την εσωτερική μου θεά, ώστε να φανώ
όσο το δυνατόν πιο ήρεμη και ατάραχη.

« Ελένα ...» Η φωνή μου είναι σιγανή αλλά


σταθερή — παρά το ξεραμένο μου στόμα.

Γιατί με φρικάρει τόσο πολύ αυτή η


γυναίκα; Και τι θέλει τώρα;

«Θα σου έδινα τα θερμά μου συγχαρητήρια,


μα νομίζω πως θα ήταν ανάρμοστο». Τα
διαπεραστικά ψυχρά γαλάζια μάτια της
κοιτάζουν παγερά τα δικά μου, γεμάτα
απέχθεια.

«Ούτε χρειάζομαι ούτε θέλω τα


συγχαρητήριά σου, Ελένα. Νιώθω μεγάλη
κατάπληξη και απογοήτευση που σε βλέπω
εδώ».

Ανασηκώνει το φρύδι της. Νομίζω πως έχει


εντυπωσιαστεί,

«Δε σε σκεφτόμουν ως αξιόλογη αντίπαλο,


Αναστάζία, Αλλά μ’ εκπλήσσεις συνεχώς».

«Εγώ δε σε σκεφτόμουν καθόλου»


αποκρίνομαι ψέματα με άνεση. Ο Κρίστιαν
θα ήταν περήφανος. «Και τώρα με
συγχωρείς. Έχω πολύ καλύτερα πράγματα
να κάνω από το να χαραμίζω τον χρόνο μου
μαζί σου».
«Όχι τόσο γρήγορα, δεσποινάριο...»
σφυρίζει ακουμπώντας επάνω στην πόρτα,
ουσιαστικά μπλοκάροντάς την. «Τι στην
οργή νομίζεις ότι κάνεις, συμφωνώντας να
παντρευτείς τον Κρίστιαν; Αν νομίζεις έστω
και για λίγο ότι μπορείς να τον κάνεις
ευτυχισμένο, τότε απατάσαι οικτρά!»

«Το τι συμφωνώ να κάνω με τον Κρίστιαν


δεν είναι δική σου δουλειά...» της
αντιγυρίζω με σαρκαστική γλυκύτητα.

Με αγνοεί. «Έχει ανάγκες ανάγκες που δεν


μπορείς να ικανοποιήσεις ούτε στο
ελάχιστο...» λέει χαιρέκακα.

«Tt ξέρεις εσύ για τις ανάγκες του;»


γρυλίζω. Η αγανάκτηση φουντώνει μέσα
μου και μου βάζει φωτιά, ενώ η αδρεναλίνη
διατρέχει το σώμα μου. Πώς τολμάει αυτό
το παλιογύναικο να μου κάνει κήρυγμα;
«Δεν είσαι παρά μια άρρωστη που ασελγεί
σε μικρά παιδιά! Κι αν ήταν στο χέρι μου,
θα σε πετούσα στον έβδομο κύκλο της
Κόλασης και θα έφευγα χαμογελαστή! Και
τώρα φύγε από μπροστά μου ή μήπως
πρέπει να σε αναγκάσω;»

«Κάνεις μεγάλο λάθος εδώ, κυρά μου...»


αποκρίνεται και μου κουνάει το μακρό,
λιπόσαρκο, φροντισμένο δάχτυλό της.
«Πώς τολμάς να κρίνεις τον τρόπο ζωής
μας; Δεν ξέρεις τίποτα και δεν έχεις ιδέα
πού πας να μπλέξεις! Κι αν νομίζεις πως
θα είναι ευτυχισμένος με μια κατσιασμένη
άπληστη σαν και σένα...»

Αυτό ήταν! Της πετάω στα μούτρα το


υπόλοιπο μαρτίνι λεμόνι, κάνοντάς τη
μούσκεμα.
«Μη μου λες εμένα πού πάω να μπλέξω!»
φωνάζω. «Πότε θα μάθεις; Δεν είναι δική
σου δουλειά, γαμώτο!»

Με κοιτάζει άναυδη, γεμάτη φρίκη,


σκουπίζοντας το κολλώδες ποτό από το
πρόσωπό της. Νομίζω πως ετοιμάζεται να
μου ριχτεί, αλλά ξαφνικά μετακινείται
απότομα προς τα εμπρός καθώς η πόρτα
ανοίγει.

Στην είσοδο στέκεται ο Κρίστιαν. Του


παίρνει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου να
εκτιμήσει την κατάσταση - εγώ να τρέμω,
κάτωχρη, αυτή μούσκεμα και εκτός εαυτού.
Το όμορφο πρόσωπό του σκοτεινιάζει και
συσπάται από οργή την ώρα που έρχεται να
σταθεί ανάμεσά μας.
«Τι σκατά κάνεις, Ελένα;» λέει, και η φωνή
του είναι παγερή και απειλητική.

Τον κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά


της. «Δεν είναι καλή για σένα, Κρίστιαν...»
τραυλίζει.

«Τι;» φωνάζει, τρομάζοντας και τις δυο


μας.

Δε βλέπω το πρόσωπό του, αλλά όλο το


σώμα του έχει τσιτωθεί κι εκπέμπει
εχθρότητα.

«Πώς διάολο ξέρεις τι είναι καλό για μένα;»

«Έχεις ανάγκες, Κρίστιαν...» απαντάει, και


η φωνή της είναι πιο μαλακή.
«Σ’ το ξανάπα. Δεν είναι δική σου δουλειά,
γαμώτο!» ουρλιάζει οχ οχ οχ...

Ο Πολύ Οργισμένος Κρίστιαν έχει


ανασηκώσει το όχι και πολύ άσχημο κεφάλι
του. Θα μας ακούσει ο κόσμος.

«Τι είναι αυτό;» Κάνει μια παύση,


αγριοκοιτάζοντάς τη. «Νομίζεις πώς είσαι
εσύ; Εσύ; Νομίζεις πως εσύ είσαι καλή για
μένα;»

Η φωνή του είναι πιο μαλακή, αλλά στάζει


περιφρόνηση, και ξαφνικά δε θέλω να
βρίσκομαι εδώ. Δε θέλω να
παρακολουθήσω αυτή την προσωπική
αντιπαράθεση. Είμαι παρείσακτη. Αλλά
έχω παγιδευτεί τα μέλη μου δεν εννοούν να
κουνηθούν.
Η Ελένα ξεροκαταπίνει και φαίνεται να
ισιώνει το σώμα της. Η στάση της αλλάζει
ανεπαίσθητα, γίνεται πιο αυταρχική, και
κάνει ένα βήμα προς το μέρος του.

«Ήμουν το καλύτερο πράγμα που σου


συνέβη ποτέ...» του σφυρίζει αλαζονικά.
«Κοίτα τον εαυτό σου τώρα... Ένας από
τους πιο πλούσιους, πιο επιτυχημένους
επιχειρηματίες στις Ηνωμένες Πολιτείες με
επιρροή, ισχύ. Δε χρειάζεσαι τίποτα. Είσαι
αφέντης του σύμπαντος σου».

Κάνει ένα βήμα πίσω σαν να τον χτύπησαν


και την κοιτάζει άναυδος και εξοργισμένος,
θαρρείς και δεν πιστεύει στα αυτιά του.

«Σ’ άρεσε, Κρίστιαν... Μην προσπαθείς να


κοροϊδέψεις τον εαυτό σου. Βρισκόσουν
στον δρόμο της αυτοκαταστροφής και σ’
έσωσα, σ’ έσωσα από μια ζωή πίσω από
τα σίδερα. Πίστεψέ με, μωρό μου... Εκεί θα
είχες καταλήξει. Σου έμαθα ό,τι ξέρεις, ό,τι
χρειάζεσαι».

Ο Κρίστιαν ασπρίζει, κοιτάζοντάς τη με


φρίκη. Όταν μιλάει, η φωνή του είναι
χαμηλή και δύσπιστη. «Μου έμαθες να
γαμάω, Ελένα. Αλλά αυτό είναι άδειο, σαν
και σένα. Καθόλου περίεργο που ο Λινκ
έφυγε...»

Χολή ανεβαίνει στο στόμα μου. Δεν πρέπει


να βρίσκομαι εδώ. Αλλά έχω μαρμαρώσει
στη θέση μου, νοσηρά γοητευμένη καθώς
ξεσκίζουν ο ένας τον άλλο.

«Ποτέ σου δε με κράτησες στην αγκαλιά


σου...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. «Ποτέ σου
δεν είπες πως μ’ αγαπάς».
Στενεύει τα μάτια της. «Η αγάπη είναι για
τους βλάκες, Κρίστιαν».

«Έξω από το σπίτι μου!» Η αμείλικτη,


έξαλλη φωνή της Γκρέις μάς αιφνιδιάζει,
και τρία κεφάλια στρέφονται βιαστικά προς
το σημείο όπου στέκεται στην πόρτα του
δωματίου. Κοιτάζει βλοσυρά την Ελένα,
που χλωμιάζει κάτω από το Σαιν Τροπέ
μαύρισμά της.

Ο χρόνος φαντάζει σαν να έχει μείνει


μετέωρος καθώς παίρνουμε όλοι μια βαθιά,
λαχανιασμένη ανάσα και η Γκρέις μπαίνει
αργά στο δωμάτιο. Τα μάτια της πετούν
φλόγες οργής και δεν αφήνουν την Ελένα,
ώσπου έρχεται να σταθεί μπροστά της. Τα
μάτια της Ελένα γουρλώνουν ανήσυχα, και
η Γκρέις τής δίνει ένα δυνατό χαστούκι. Ο
ήχος του αντηχεί στους τοίχους της
τραπεζαρίας.

«Μάζεψε τα ξερά σου από τον γιο μου,


πόρνη, και ξεκουμπίσου από το υπίτι μου
τώρα...» σφυρίζει μέσα από τα σφιγμένα
δόντια της.

Η Ελένα αρπάζει το κοκκινισμένο της


μάγουλο και κοιτάζει για μια στιγμή με
φρίκη, σοκαρισμένη και ανοιγοκλείνοντας
τα μάτια της, την Γκρέις. Ύστερα σπεύδει
να βγει από το δωμάτιο, χωρίς καν να κάνει
τον κόπο να κλείσει πίσω της την πόρτα.

Η Γκρέις στρέφεται αργά για να κοιτάξει


καταπρόσωπο τον Κρίστιαν, και μια σιωπή
γεμάτη ένταση εγκαθίσταται σαν πυκνό
σύννεφο από πάνω μας έτσι όπως
κοιτάζονται. Έπειτα από μια* στιγμή η
Γκρέις μιλάει.

«Άνα, προτού σ’ τον παραδώσω, σε


πειράζει να μείνω ένα δυο λεπτά μόνη με
τον γιο μου;» Η φωνή της είναι ήρεμη, αλλά
πολύ δυνατή.

«Βέβαια ...» τραυλίζω και βγαίνω όσο πιο


γρήγορα μπορώ, ρίχνοντας με αγωνία μια
ματιά πάνω από τον ώμο μου.

Κανένας τους δε με προσέχει καθώς φεύγω.


Εξακολουθούν να κοιτάζονται, με τη
σιωπηλή επικοινωνία τους να αντηχεί στη
διαπασών.

Στον διάδρομο μένω για λίγο σαν χαμένη.


Η καρδιά μου σφυροκοπάει και το αίμα
κυλάει γρήγορα στις φλέβες μου... Είμαι
πανικόβλητη και έξω από τα νερά μου.
Γαμώτο μου. Αυτό ήτάν πολύ βαρύ, και
τώρα η Γκρέις γνωρίζει. Δεν μπορώ να
φανταστώ τι θα πει στον Κρίστιαν και ξέρω
πως είναι λάθος, αλλά ακουμπάω επάνω
στην πόρτα, προσπαθώντας να ακούσω.

«Πόσο καιρό, Κρίστιαν;» Η φωνή της


Γκρέις βγαίνει σιγανή.

Δεν ακούω την απάντησή του.

«Πόσων χρόνων ήσουν;» Η φωνή της είναι


πιο επίμονη. «Πες μου! Πόσων χρόνων
ήσουν όταν άρχισαν όλα αυτά;»

Και πάλι δεν ακούω τον Κρίστιαν.

«Όλα εντάξει, Άνα;» Με διακόπτει η Ρος.


«Ναι. Μια χαρά. Ευχαριστώ. Δεν...»

Η Ρος χαμογελάει. «Πάω να πάρω την


τσάντα μου. Χρειάζομαι τσιγάρο».

Για μια στιγμή σκέφτομαι να την


ακολουθήσω. «Εγώ πάω στο μπάνιο».
Πρέπει να μαζέψω τα μυαλά μου και τις
σκέψεις μου, να επεξεργαστώ αυτό που
μόλις παρακολούθησα και άκουσα.

Ο επάνω όροφος φαίνεται να είναι το πιο


ασφαλές μέρος για να μείνω μόνη. Βλέπω
τη Ρος να μπαίνει στο σαλόνι και ανεβαίνω
δυο δυο τα σκαλιά προς τον δεύτερο όροφο,
μετά προς τον τρίτο. Μόνο ένα μέρος
υπάρχει όπου θα ήθελα να είμαι.

Ανοίγω την πόρτα του παιδικού δωματίου


του Κρίστιαν και την κλείνω πίσω μου,
παίρνοντας μια βαθιά, βιαστική ανάσα.
Κατευθύνομαι προς το κρεβάτι του,
σωριάζομαι πάνω του και κοιτάζω το απλό
άσπρο ταβάνι.

Να πάρει... Πρέπει να ήταν, χωρίς


αμφιβολία, μια από τις πιο μαρτυρικές
αντιπαραθέσεις που χρειάστηκε ποτέ να
υπομείνω, και τώρα αισθάνομαι
μουδιασμένη. Ο μνηστήρας μου και η
πρώην ερωμένη του καμία μελλόνυμφη δε
θα έπρεπε να το δει αυτό. Από την άλλη ένα
κομμάτι μου χαίρεται που αποκάλυψε τον
πραγματικό της εαυτό και που ήμουν εκεί
να το δω.

Οι σκέψεις μου γυρίζουν στην Γκρέις. Την


καημένη την Γκρέις, που αναγκάστηκε να
ακούσει όλα αυτά. Σφίγγω επάνω μου ένα
από τα μαξιλάρια του Κρίστιαν. Το αυτί της
πρέπει να πήρε πως ο Κρίστιαν και η Ελένα
είχαν σχέση, αλλά όχι τη φύση της. Δόξα τω
Θεώ. Αναστενάζο^.

Τι κάνω; Ίσως η κακιά μάγισσα είχε δίκιο.

Όχι. Αρνούμαι να το πιστέψω. Είναι τόσο


ψυχρή και σκληρή. Κουνάω το κεφάλι.
Κάνει λάθος. Είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος
για τον Κρίστιαν. Είμαι αυτό που έχει
ανάγκη. Και σε μια στιγμή εκπληκτικής
διαύγειας δεν αμφισβητώ το πώς έζησε τη
ζωή του έως πρόσφατα αλλά το γιατί. Τους
λόγους για τους οποίους έκανε αυτό που
έκανε σε αμέτρητες κοπέλες* δε θέλω καν
να μάθω πόσες. Το πώς δεν είναι λάθος.
Όλες ήταν ενήλικες. Όλες ήταν -πώς το
διατύπωσε ο Φλυν;σε ασφαλείς, υγιείς,
συναινετικές σχέσεις. Είναι το γιατί. Το
γιατί είναι λάθος. Το γιατί προερχόταν από
το σκοτεινό κομμάτι του.

Σφαλίζω τα μάτια και τα σκεπάζω με το


μπράτσο μου. Τώρα όμως προχώρησε, το
άφησε πίσω του, και είμαστε και οι δύο
στο φως. Με έχει θαμπώσει και τον έχω
θαμπώσει. Μπορούμε να καθοδηγήσουμε ο
ένας τον άλλο. Μια σκέψη μού περνάει από
το μυαλό. Γαμώτο!. Μια βασανιστική,
ύπουλη σκέψη, και βρίσκομαι στο μοναδικό
μέρος όπου μπορώ να ξεφορτωθώ τούτο το
φάντασμα. Ανασηκώνομαι. Ναι, πρέπει να
το κάνω.

Με τρεμάμενα πόδια, σηκώνομαι όρθια,


κλοτσάω τα παπούτσια μου, πλησιάζω στο
γραφείο του κι ελέγχω τον πίνακα
ανακοινώσεων από πάνω. Οι φωτογραφίες
του νεαρού Κρίστιαν είναι ακόμα όλες εκεί
πιο οδυνηρές από ποτέ, καθώς σκέφτομαι το
θέαμα που μόλις παρακολούθησα ανάμεσα
σ’ εκείνον και στην κυρία Ρόμπινσον. Κι
εκεί στη γωνία βρίσκεται αυτή η μικρή
ασπρόμαυρη φωτογραφία η μητέρα του, η
κοκαϊνομανής πόρνη.

Ανάβω τη λάμπα του γραφείου κι εστιάζω


το φως στη φωτογραφία της. Δεν ξέρω καν
το όνομά της. Του μοιάζει τόσο πολύ, αλλά
είναι νεότερη και πιο θλιμμένη, και το μόνο
που νιώθω κοιτάζοντας το λυπημένο της
πρόσωπο είναι συμπόνια. Προσπαθώ να
βρω τις ομοιότητες ανάμεσα στο πρόσωπό
της και το δικό μου. Κοιτάζω προσεκτικά
τη φωτογραφία, πλησιάζοντας πολύ πολύ
κοντά, και δε βλέπω καμία. Εκτός ίσως από
τα μαλλιά μας, αλλά νομίζω ότι τα δικά της
είναι*πιο ανοιχτόχρωμα από τα δικά μου.
Δεν της μοιάζω καθόλου. Και
ανακουφίζομαι.

Το υποσυνείδητό μου κάνει τς τς με τα


χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα του είναι
άγριο πάνω από τα γυαλιά του σε σχήμα
ημισέληνου. Γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου;
Είπες ναι. Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς.
Του σουφρώνω τα χείλη. Μάλιστα, είπα
ναι, και με μεγάλη μου χαρά. Θέλω να
ξαπλώνω σ’ αυτό το κρεβάτι με τον
Κρίστιαν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Η
εσωτερική μου θεά, καθισμένη στη στάση
του λωτού, χαμογελάει γαλήνια. Ναι. Πήρα
τη σωστή απόφαση.

Πρέπει να τον βρω ο Κρίστιαν θα ανησυχεί.


Δεν έχω ιδέα πόση ώρα είμαι στο δωμάτιό
του· θα νομίζει πως το έσκασα. Υψώνω το
βλέμμα στον ουρανό στη σκέψη της
υπερβολικής του αντίδρασης. Ελπίζω η
Γκρέις κι αυτός να έχουν τελειώσει.
Ανατριχιάζω όταν σκέφτομαι τι άλλο
μπορεί να του είπε.

Συναντάω τον Κρίστιαν καθώς ανεβαίνει τη


σκάλα προς τον δεύτερο όροφο ψάχνοντάς
με. Τα χαρακτηριστικά του είναι
τραβηγμένα και το πρόσωπό του
κουρασμένο δεν είναι ο ανέμελος Πενήντα
με τον οποίο ήρθα εδώ. Στέκομαι στο
κεφαλόσκαλο, κι εκείνος σταματάει στο
επάνω σκαλί. Έτσι, είμαστε στο ίδιο
επίπεδο.

«Γεια...» λέει επιφυλακτικά.

«Γεια...» αποκρίνομαι με το ίδιο ύφος.

«Ανησυχούσα...»
« Το ξέρω » τον διακόπτω. «Με συγχωρείς
— δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τη
γιορταστική ατμόσφαιρα. Είχα ανάγκη να
απομακρυνθώ, ξέρεις. Για να σκεφτώ...»
Απλώνω το χέρι και του χαϊδεύω το
πρόσωπο.

Κλείνει τα μάτια και γέρνει το πρόσωπό του


προς το χέρι μου. «Και ήθελες να το κάνεις
στο δωμάτιό μου;»

«Ναι».

Απλώνει το χέρι του να πιάσει το δικό μου


και με τραβάει στην αγκαλιά του. Χώνομαι
πρόθυμα ανάμεσα στα μπράτσα του, το
αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο.
Μυρίζει φρεσκοπλυμένα ρούχα,
αφρόλουτρο και Κρίστιαν το πιο
καθησυχαστικό και διεγερτικό άρωμα στον
πλανήτη. Παίρνει μια ανάσα με τη μύτη στα
μαλλιά μου.

«Λυπάμαι πολύ που χρειάστηκε να τα


υποστείς όλα αυτά...»

«Δε φταις εσύ, Κρίστιαν. Γιατί ήταν εδώ;»

Με κοιτάζει, και το στόμα του στραβώνει


απολογητικά. «Είναι οικογενειακή φίλη...»

Προσπαθώ να μην αντιδράσω. «Δεν είναι


πια. Πώς είναι η μαμά σου;»

«Η μαμά αυτήν τη στιγμή είναι έξαλλη μαζί


μου. Χαίρομαι πραγματικά που είσαι εδώ
και που βρισκόμαστε στη μέση ενός πάρτι.
Διαφορετικά θα την είχα βάψει...»

«Τόσο άσχημα, ε;»


Γνέφει καταφατικά, με ύφος σοβαρό, και
νιώθω την κατάπληξή του από την
αντίδρασή της.

«Μπορείς να πεις πως έχει άδικο;» Η φωνή


μου είναι ήρεμη, γαλίφικη.

Με αγκαλιάζει σφιχτά. Δείχνει αβέβαιος


καθώς επεξεργάζεται τις σκέψεις του.
Τελικά απαντάει. « Όχι ».

Ποπό! Φοβερή εξέλιξη.

«Μπορούμε να κάτσουμε;» ρωτάω.

«Βέβαια. Εδώ;»

Γνέφω καταφατικά και καθόμαστε στην


κορυφή της σκάλας.
«Λοιπόν, πώς νιώθεις;» ρωτάω, σφίγγοντας
με αγωνία το χέρι του και κοιτάζοντας το
θλιμμένο, σοβαρό πρόσωπό του.

Αναστενάζει. «Απελευθερωμένος...»
Ανασηκώνει τους ώμους, μετά χαμογελάει
πλατιά ένα υπέροχο, ανέμελο χαμόγελο αλά
Κρίστιαν. Η κούραση και η ένταση που
υπήρχαν πριν από μερικές στιγμές έχουν
εξαφανιστεί.

«Αλήθεια;» Του ανταποδίδω το χαμόγελο.


Ποπό θα σερνόμουν επάνω σε σπασμένα
γυαλιά γι’ αυτό το χαμόγελο!

«Η επαγγελματική μας σχέση έληξε.


Τέρμα...»

Του κατσουφιάζω. «Θα ρευστοποιήσεις την


επιχείρηση το>ν ινστιτούτων ομορφιάς;»
Ρουθουνίζει. «Δεν είμαι τόσο εκδικητικός,
Αναστάζια...» με επιπλήττει. «Όχι. Θα της
τη χαρίσω. Θα μιλήσω στον δικηγόρο μου
τη Δευτέρα. Της το χρωστάω».

Του ανασηκώνω το φρύδι. «Τέρμα η κυρία


Ρόμπινσον; »

Το στόμα του στραβώνει εύθυμα και


κουνάει αργά το κεφάλι. «Πάει...»

Χαμογελάω. «Λυπάμαι που έχασες μια


φίλη».

Ανασηκώνει τους ώμους και ύστερα


χαμογελάει αχνά. «Αλήθεια;»

« Όχι ...» ομολογώ κοκκινίζοντας.


«Έλα...» Σηκώνεται και μου δίνει το χέρι
του. «Πάμε στο πάρτι που γίνεται προς
τιμήν μας. Μπορεί και να μεθύσω».

«Μεθάς;» τον ρωτάω παίρνοντας το χέρι


του.

«Όχι από τότε που ήμουν άγριο νιάτο».


Κατεβαίνουμε τη σκάλα. «Έχεις φάει;»
ρωτάει.

Ω, να πάρει... « Όχι ».

«Πρέπει να φας. Από την όψη και την οσμή


της Ελένα, το κοκτέιλ που της πέταξες ήταν
ένα από κείνα τα θανατηφόρα του πατέρα
μου». Με κοιτάζει, προσπαθώντας μάταια
να κρύψει την ευθυμία από το πρόσωπό
του.
«Κρίστιαν, δεν...»

Σηκώνει το χέρι του. «Δεν το συζητάω,


Αναστάζία. Αν είναι να πίνεις -και να πετάς
αλκοόλ στις πρώην μου-, πρέπει να τρως.
Είναι ο κανόνας νούμερο ένα. Νομίζω πως
κάναμε ήδη αυτήν τη συζήτηση μετά την
πρώτη μας νύχτα μαζί».

Α, ναι. Στο Χίθμαν.

Πίσω στο χολ σταματάει λίγο για να μου


χαϊδέψει το πρόσωπο, και τα δάχτυλά του
περνούν ξυστά από το σαγόνι μου.

«Έμεινα ώρες ξύπνιος και σε


παρακολουθούσα να κοιμάσαι...»
μουρμουρίζει. «Μπορεί και να σ’ αγαπούσα
από τότε».
Ω...

Σκύβει, με φιλάει τρυφερά και λιώνω. Όλη


η ένταση της τελευταίας ώρας εγκαταλείπει
αργά αργά το σώμα μου.

«Φάε...» ψιθυρίζει.

«Εντάξει» Συναινώ, επειδή τούτη τη στιγμή


μάλλον θα έκανα τα πάντα γι’ αυτόν.

Παίρνοντας το χέρι μου, με οδηγεί προς την


κουζίνα, όπου το πάρτι είναι στα φόρτε του.

«ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, ΤΖΟΝ, ΡΙΑΝ».

«Και πάλι συγχαρητήρια, Άνα. Εσείς οι δύο


θα είστε μια χαρά!» Ο δόκτωρ Φλυν μάς
χαμογελάει ευγενικά καθώς στέκεται
αγκαζέ στο χολ με τη Ρίαν για να μας
αποχαιρετήσουν.
«Καληνύχτα».

Ο Κρίστιαν κλείνει την πόρτα και κουνάει


το κεφάλι.

Με κοιτάζει, και τα μάτια του λαμποκοπούν


από έξαψη.

Τι είναι αυτό;

«Έχει μείνει μόνο η οικογένεια. Νομίζω


πως η μητέρα μου τα έχει κοπανήσει».

Η Γκρέις τραγουδάει καραόκε σε μια


κονσόλα παιχνιδιών στο καθιστικό. Η Κέιτ
και η Μία τη συναγωνίζονται επάξια.

«Της ρίχνεις άδικο;» τον ρωτάω


υπομειδιώντας, προσπαθώντας να κρατήσω
ανάλαφρη τη μεταξύ μας ατμόσφαιρα. Τα
καταφέρνω.

«Μου υπομειδιάτε, δεσποινίς Στιλ;»

«Όντως».

«Φοβερή μέρα η σημερινή...»

«Κρίστιαν, τελευταία, κάθε μέρα μαζί σου


ήταν φοβερή »... αποκρίνομαι
χαμογελώντας σαρδόνια.

Κουνάει το κεφάλι του. «Σωστό επιχείρημα


και καλά διατυπωμένο, δεσποινίς Στιλ.
Έλα... Θέλω να σου δείξω κάτι».

Παίρνοντας το χέρι μου, με οδηγεί μέσα


από το σπίτι στην κουζίνα, όπου ο Κάρρικ,
ο Ίθαν και ο Έλλιοτ μιλούν για τους
Μάρινερς, πίνοντας τα τελευταία κοκτέιλ
και τρώγοντας περισσεύματα.

«Πάτε βολτίτσα;» μας πειράζει με νόημα


ο Έλλιοτ καθώς διασχίζουμε την
μπαλκονόπορτα.

Ο Κρίστιαν τον αγνοεί. Ο Κάρρικ


κατσουφιάζει στον Έλλιοτ, κουνώντας το
κεφάλι του σε σιωπηλή επίπληξη.

Την ώρα που ανεβαίνουμε τα σκαλιά προς


την πελούζα, βγάζω τα παπούτσια μου. Το
μισοφέγγαρο λάμπει πάνω από τον κόλπο.
Είναι αστραφτερό και χρωματίζει τα πάντα
με αμέτρητες αποχρώσεις του γκρίζου
καθώς τα φώτα του Σιάτλ τρεμοπαίζουν στο
βάθος. Τα φώτα στο λεμβοστάσιο είναι
αναμμένα, ένας φάρος που λάμπει απαλά
στο ψυχρό φως του φεγγαριού.
«Κρίστιαν, θα ήθελα να πάω στην εκκλησία
αύριο».

«Μπα;»

«Προσευχήθηκα να γυρίσεις ζωντανός, και


γύρισες. Είναι το λιγότερο που μπορώ να
κάνω».

« Εντάξει ».

Περιφερόμαστε επί μερικά λεπτά μέσα σε


χαλαρή σιωπή. Μετά κάτι μου έρχεται στο
μυαλό.

«Πού θα βάλεις τις φωτογραφίες που μου


τράβηξε ο Χοσέ;»

«Έλεγα να τις βάλουμε στο καινούριο


σπίτι».
«Το αγόρασες;»

Σταματάει για να με κοιτάξει, και η φωνή


του είναι γεμάτη ανησυχία. «Ναι. Νόμιζα
πως σ’ άρεσε...»

«Μ’ αρέσει. Πότε το αγόρασες;»

«Χτες το πρωί. Τώρα πρέπει να


αποφασίσουμε τι θα το κάνουμε...»
μουρμουρίζει ανακουφισμένος.

«Μην το κατεδαφίσεις. Σε παρακαλώ...


Είναι τόσο όμορφο σπίτι. Απλώς χρειάζεται
αγάπη και τρυφερότητα».

Ο Κρίστιαν με κοιτάζει και χαμογελάει.


«Εντάξει. Θα μιλήσω στον Έλλιοτ. Ξέρει
μια καλή αρχιτεκτόνισσα* έκανε κάποιες
εργασίες στο σπίτι μου στο Άσπεν. Μπορεί
να κάνει την ανακαίνιση».

Ρουθουνίζω, φέρνοντας ξαφνικά στο μυαλό


μου την τελευταία φορά που διασχίσαμε την
πελούζα προς το λεμβοστάσιο, κάτω από
το φεγγαρόφωτο. Ω, ίσως εκεί πηγαίνουμε
τώρα. Χαμογελάω.

«Τι;»

«Θυμάμαι την προηγούμενη φορά που με


πήγες στο λεμβοστάσιο».

Ο Κρίστιαν κρυφογελάει. «Πλάκα είχε.


Εδώ που τα λέμε...» Ξαφνικά σταματάει, με
αρπάζει και με σηκώνει στον ώμο του.

Στριγκλίζω, αν και δεν έχουμε να


διανύσουμε μεγάλη απόσταση. «Ήσουν
πραγματικά θυμωμένος, αν θυμάμαι
καλά...» λέω με κομμένη την ανάσα,

«Αναστάζια, πάντα είμαι θυμωμένος».

«Όχι, δεν είσαι».

Μου κοπανάει μια στα πισινά και


σταματάει έξω από την ξύλινη πόρτα. Με
αφήνει να γλιστρήσω στο σώμα του ώσπου
να πατήσω στο χώμα και πιάνει το κεφάλι
μου στα χέρια του.

«Όχι, δεν είμαι πια». Σκύβοντας, με φιλάει


δυνατά.

Όταν τραβιέται, μου έχει κοπεί η ανάσα, και


ο πόθος διαπερνάει όλο μου το σώμα.
Με κοιτάζει, και στη λάμψη του ελάχιστου
φωτός που έρχεται από το λεμβοστάσιο
βλέπω πως είναι ανήσυχος. Ο ανήσυχος
άνθρωπός μου, όχι λευκός ιππότης η
σκοτεινός ιππότης, αλλά άνθρωπος -ένας
όμορφος, όχι-καιτόσο-προβληματικός
άντρας-, που τον αγαπάω. Απλώνω το χέρι
και του χαϊδεύω το πρόσωπο, περνώντας τα
δάχτυλά μου μέσα από τις φαβορίτες και
κατά μήκος του σαγονιού έως το πιγούνι
του, ύστερα αφήνω τον δείκτη μου να
αγγίξει τα χείλη του. Χαλαρώνει.

«Έχω κάτι να σου δείξω εδώ μέσα...» λέει


χαμηλόφωνα και ανοίγει την πόρτα.

Οι λάμπες ρίχνουν το σκληρό φθοριούχο


φως τους στην εντυπωσιακή βενζινάκατο
στην αποβάθρα, που χοροπηδάει απαλά στα
σκοτεινά νερά. Δίπλα της υπάρχει μια
βάρκα με κουπιά.

« Έλα ». Ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι


και με ανεβάζει στην ξύλινη σκάλα.
Ανοίγοντας την πόρτα στην κορυφή,
παραμερίζει για να μπω.

Το στόμα μου χάσκει. Η σοφίτα είναι


αγνώριστη. Το δωμάτιο είναι γεμάτο
λουλούδια... Υπάρχουν λουλούδια παντού.
Κάποιος έχει δημιουργήσει ένα μαγικό
κιόσκι με όμορφα αγριολούλουδα
ανακατεμένα με χριστουγεννιάτικα φώτα
και μικροσκοπικά φαναράκια, που
σκορπίζουν το αχνό φως τους ολόγυρα στο
δωμάτιο.

Το πρόσωπό μου στρέφεται απότομα για


να συναντήσει το δικό του, κι εκείνος
μεκοιτάζει με ανερμήνευτη έκφραση.
Ανασηκώνει τους ώμους του.

«Ήθελες καρδούλες και λουλούδια...»


μουρμουρίζει.

Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα,


μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που
βλέπω.

«Έχεις την καρδιά μου...» Δείχνει προς το


δωμάτιο.

«Και να και τα λουλούδια...» τραυλίζω,


συμπληρώνοντας την πρότασή του.
«Κρίστιαν, είναι υπέροχο!» Δεν μπορώ να
σκεφτώ τι άλλο να πω. Η καρδιά μου έχει
ανέβει στο στόμα μου, ενώ δάκρυα
τσούζουν τα μάτια μου.
Τραβώντας μου το χέρι, με σέρνει μέσα στο
δωμάτιο, και προτού το καταλάβω, έχει
σταθεί στο ένα γόνατο εμπρός μου. Να
πάρει και να σηκώσει... Δεν το περίμενα
αυτοί Σταματάω νοέ ανασαίνω.

Από τη μέσα τσέπη του σακακιού του


βγάζει ένα δαχτυλίδι και σηκώνει το
βλέμμα του επάνω μου, με φωτεινά γκρίζα
και ειλικρινή μάτια γεμάτα συγκίνηση.

«Αναστάζία Στιλ... Σ’ αγαπάω. Θέλω να σ’


αγαπάω, να σε νοιάζομαι και να σε
προστατεύω σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.
Γίνε δική μου. Για πάντα... Μοιράσου τη
ζωή μου μαζί μου. Παντρέψου με».

Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα,


και τα δάκρυά μου τρέχουν βροχή. Ο
Πενήντα μου, ο άνθρωπός μου. Τον αγαπάω
τόσο πολύ, και το μόνο που μπορώ να πω,
καθώς το παλιρροϊκό κύμα της συγκίνησης
με χτυπάει, είναι «Ναι».

Χαμογελάει ανακουφισμένος και γλιστράει


αργά το δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου. Είναι
όμορφο. Ένα οβάλ διαμάντι δεμένο με
πλατίνα. Ποπό — είναι μεγάλο! Μεγάλο,
αλλά απλό και εντυπωσιακό στην απλότητά
του.

«Ω Κρίστιαν...» ψελλίζω με αναφιλητά,


ξαφνικά συνεπαρμένη από τη χαρά, και
πέφτω κι εγώ στα γόνατα, ενώ τα δάχτυλά
μου χώνονται στα μαλλιά του καθώς τον
φιλάω με όλη μου την καρδιά και την ψυχή.
Φιλάω αυτό τον όμορφο άντρα, που με
αγαπάει όπως τον αγαπάω κι εγώ, και
τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου, ενώ τα
χέρια του ανεβαίνουν στα μαλλιά μου, το
στόμα του στο δικό μου. Βαθιά μέσα μου
ξέρω πως θα είμαι πάντα δική του κι αυτός
πάντα δικός μου. Φτάσαμε τόσο μακριά
μαζί, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας,
αλλά είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον
άλλο. Ήταν γραφτό μας.

Η άκρη του τσιγάρου λάμπει ζωηρά στο


σκοτάδι έτσι όπως τραβάει μια βαθιά
ρουφηξιά. Φυσάει τον καπνό με μια
παρατεταμένη εκπνοή, τελειώνοντας με δύο
τολύπες καπνού, που διαλύονται μπροστά
του αχνά και απόκοσμα στο φεγγαρόφωτο.
Αναδεύεται στη θέση του βαριεστημένος,
πίνει μια γρήγορη γουλιά φτηνό μπέρμπον
από ένα μπουκάλι τυλιγμένο σε
τσαλακωμένο καφέ χαρτί και μετά το
στερεώνει πάλι ανάμεσα στα πόδια του.
Δεν μπορεί να το πιστέψει πως είναι ακόμα
στο κατόπι του. Το στόμα του στραβώνει
σ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το ελικόπτερο
ήταν μια απερίσκεπτη και παράτολμη
κίνηση. Ένα από τα πιο απολαυστικά
πράγματα που έκανε ποτέ στη ζωή του.
Ανώφελα όμως. Σηκώνει ειρωνικά τα μάτια
του στον ουρανό. Ποιος να το έλεγε πως
της πουτάνας ο γιος ήξερε πραγματικά να το
πετάει το γαμημένο το μηχάνημα;

Ρουθουνίζει.

Τον υποτίμησαν. Αν ο Γκρέυ νόμισε έστω


και για μια στιγμή πως θα εξαφανιζόταν
κλαψουρίζοντας στο σκοτάδι, αυτό το
καθοίκι δεν ξέρει τι του γίνεται.

Σε όλη του , τη ζωή τα ίδια. Ο κόσμος


συνεχώς τον υποτιμούσε απλώς ένας τύπος
που διαβάζει βιβλία. Να πάνε να γαμηθούν!
Ένας τύπος με φωτογραφική μνήμη που
διαβάζει βιβλία. Ω, τα πράγματα που έμαθε,
τα πράγματα που ξέρει... Ρουθουνίζει και
πάλι. Ναι, για σένα, Γκρέυ. Τα πράγματα που
ξέρω για σένα.

Καθόλου άσχημα για το παιδί από τις


φτωχογειτονιές του Ντιτρόιτ.

Καθόλου άσχημα για το παιδί που κέρδισε


μια υποτροφία για το Πρίνστον.

Καθόλου άσχημα για το παιδί που δούλεψε


σαν χαμάλης για να τελειώσει το κολέγιο
και μπήκε στον εκδοτικό χώρο.

Και τώρα όλα αυτά πήγαν κατά διαόλου.


Γαμήθηκαν εξαιτίας του Γκρέυ και της
μικρής τσούλας του. Κοιτάζει
κατσουφιασμένος το σπίτι σαν να
αντιπροσωπεύει όλα όσα περιφρονεί. Αλλά
τίποτα δε συμβαίνει. Το μόνο δράμα ήταν
η χυμώδης μαυροφορεμένη ξανθιά γκόμενα
που κατέβηκε τρεκλίζοντας το δρομάκι
σπαράζοντας στο κλάμα, για να μπει στην
άσπρη CLK και να πάει να γαμηθεί.

Καγχάζει πικρόχολα, ύστερα μορφάζει.


Γαμώτο. Τα πλευρά του. Πονούν ακόμη
από τη γρήγορη κλοτσιά που του έδωσε ο
μπράβος του Γκρέυ.

Ξαναπαίζει στο μυαλό του τη σκηνή. Έτσι


και ξαναπλώσείζ το γαμημένο χέρι σου
επάνω στη δεσποινίδα Στιλ, θα σε γαμήσω!

Θα τη φάει από πίσω κι αυτός ο γαμιόλης.


Ναι θα πάρει αυτό που του αξίζει.
Βολεύεται στη θέση του. Φαίνεται πως η
νύχτα θα είναι μεγάλη. Θα μείνει, θα
παρακολουθεί και θα περιμένει. Τραβάει
άλλη μία ρουφηξιά από το Marlboro Red
του. Η ευκαιρία του θα έρθει. Η ευκαιρία
του θα έρθει σύντομα.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Οφείλω απέραντη ευγνωμοσύνη στη Σάρα,


την Κέυ και την Τζέιντα. Σας ευχαριστώ για
όσα κάνατε για μένα.
Επίσης ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ευχαριστώ στην
Καθλίν και την Κρίστι, που πήραν τα
πράγματα στα χέρια τους κι έβαλαν μια
τάξη.

Ευχαριστώ και τον Νιλ, άντρα, εραστή και


καλύτερο φίλο μου (τον περισσότερο
καιρό).

Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες τις


υπέροχες, υπέροχες γυναίκες απ’ όλο τον
κόσμο τις οποίες είχα τη χαρά να γνωρίσω
από τότε που ξεκίνησα όλη αυτή την
ιστορία και τις οποίες τώρα θεωρώ φίλες.
Ανάμεσά τους οι εξής: Αζουσένα, Άλεξ,
Άντζελα, Άντρια, Γκουέν, Έιλ, Έιμυ,
Κάθριν, Κάθυ, Καρολάιν, Κέιτι, Κέλλι,
Κέλλυ, Λιζ, Μάντυ, Μάργκαρετ, Μπαμπς,
Μπελίντα, Μπέτσυ, Μπι, Μπράντυ, Μπριτ,
Νατάλια, Νικόλ, Νόρα, Ντον, Τζάνετ, Τζεν,
Τζενν, Τζιλ, Όλγα, Ούνα, Παμ, Πόλιν,
Ράικα, Ρέιζι, Ρέινα, Ρίαν, Ρουθ, Σούζι, Στεφ,
Τάσα, Τέυλορ και Χάνα. Επίσης τις πολλές,
ταλαντούχες, αστείες, ζεστές γυναίκες (και
άντρες) που γνώρισα στο διαδίκτυο. Ξέρετε
ποιοι είστε.

Ευχαριστώ τη Μόργκαν και την Τζεν για τα


σχετικά με το Χίθμαν,

Και τέλος ευχαριστώ την Τζανίν, την


εκδότριά μου. Είσαι ξηγημένη. Αυτά.
Thank you for evaluating ePub to PDF Converter.

That is a trial version. Get full version in http://www.epub-


to-pdf.com/?pdf_out

You might also like