You are on page 1of 231

1

Department of Pharmacy

ΘΕΜΑΤΑ
ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑΣ
Γ.Α. Καρίκας
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Ph.D. Manchester University
καθηγητής

3η Εκδοση

2020

Γ.Α.Καρίκας
2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ορισμός αντικειμένου

Ετυμολογικά ο όρος Φαρμακογνωσία (Pharmacognosy) προέρχεται από τις ελληνικές


λέξεις «φάρμακο» και «γιγνώσκω» που σημαίνει αποκτώ γνώση για κάτι. Η λατινική
μετεξέλιξή της σε cognosco αποδίδει την ίδια έννοια.

Το πρώτο σχετικό σύγγραμμα, στη σύγχρονη εποχή, εκδόθηκε από τον ιατρό του
Beethoven, Johann Adam Schmidt (1759-1809), με το τίτλο: Lehrbuch der Materia
Medica, Vienna, 1811.

Η Φαρμακογνωσία αποτελεί επιμέρους επιστημονικό κλάδο της Φαρμακευτικής


επιστήμης με αντικείμενο έρευνας και μελέτης τα διάφορα προϊόντα φυτικής, ή ζωικής,
η χημικής προέλευσης, όπως αυτά υφίστανται στη φύση και κατέχουν φαρμακευτικές
ιδιότητες, (δρόγες).
Η Φαρμακογνωσία σήμερα γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στη Δυτική με την
παραδοσιακή ιατρική, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες στον ιατρό και στον
φαρμακοποιό, για την πληρέστερη γνώση, αξιολόγηση και διεύρυνση των
θεραπευτικών επιλογών.

Παραδοσιακά φάρμακα

Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της σύγχρονης δυτικής ιατρικής, η τυπική θεραπευτική
δυτική προσέγγιση δεν είναι ικανή να καλύψει τις αυξανόμενες χρόνιες εκφυλιστικές
διαταραχές που σχετίζονται με το περιβάλλον, τον τρόπο ζωής και το stress, που
διακρίνουν την σύγχρονη κοινωνία.
Έτσι αναδύθηκε ένας σημαντικός, συμπληρωματικός ρόλος για τα παραδοσιακά φυτικά
φάρμακα, καθώς και τις ολιστικές προσεγγίσεις στην πρόληψη και θεραπεία ασθενειών
του σύγχρονου πολιτισμού.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της διεύρυνσης της Δυτικής ιατρικής, ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας (WHO) συστήνει τα παραδοσιακά συστήματα υγείας και λαϊκής
θεραπευτικής να ενσωματωθούν στις σύγχρονες ιατρικές θεραπείες, για την καλύτερη
αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας σε όλο τον κόσμο.
Η Φαρμακογνωσία σχετίζεται άμεσα και με άλλους επιστημονικούς τομείς, όπως:
 Βοτανική
 Εθνοβοτανική
 Θαλάσσια Βιολογία
 Μικροβιολογία
 Φυσική ιατρική
 Φυτοχημεία, Φυτοθεραπεία
 Φαρμακολογία, Φαρμακοχημεία
 Φαρμακευτική τεχνολογία, Βιοφαρμακευτική

Γ.Α.Καρίκας
3

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα ο όρος Φαρμακογνωσία
αποδιδόταν με την έννοια της γνώσης των διαφόρων φυσικών φαρμάκων, κυρίως
φυτικής προέλευσης, όπως τα βότανα καλούμενα τότε και ως "αργά φάρμακα" και από
εκεί, η φαρμακογνωσία θεωρήθηκε ως επιστήμη των αργών φαρμάκων.
Υπό την έννοια αυτή τα πρώτα συγγράμματα φαρμακογνωσίας προέρχονται από
αρχαίους Έλληνες ιατρούς και ιδιαίτερα βοτανολόγους.

Ετσι με την παράλληλη ανάπτυξη της Βοτανικής η Φαρμακογνωσία άρχισε να


αναπτύσσεται θεαματικά, θέτοντας έτσι σε συνεχή τροποποίηση του ευρύτερου ορισμού
της, προκειμένου να συμπεριλάβει τους νεότερους τομείς ελέγχου και ανάπτυξης.
Στη σύγχρονη φαρμακογνωστική έρευνα περιλαμβάνονται εκτός από φυτά και ζωικά
παράγωγα, υδρόβιοι και θαλάσσιοι οργανισμοί, διάφοροι οργανισμοί εδάφους,
βακτήρια, μύκητες κ.ά.

Τα βασίλεια της ζωής

Οι μεγαλύτερες ταξινομικές ομάδες είναι τα πέντε βασίλεια:

 Μονήρη (μονοκύτταροι - προκαρυωτικοί οργανισμοί): βακτήρια και κυανοφύκη


 Πρώτιστα (μονοκύτταροι - ευκαρυωτικοί οργανισμοί): πρωτόζωα και φύκη
 Μύκητες (ευκαρυωτικοί οργανισμοί με μεγάλη ποικιλία): μούχλες ή μανιτάρια
 Φυτά
 Ζώα

Οργάνωση φυτικού οργανισμού

Γ.Α.Καρίκας
4

Ενα παράδειγμα συστηματικής βοτανικής ταξινόμησης αρωματικού/φαρμακευτικού


φυτού, σύμφωνα με το Σουηδό βιολόγο Linnaeus (1707-1778):

Division: Angiospermae
Class: Dicotyledoneae
Subclass: Sympetalae
Order: Tubiflorae
Suborder: Verbenineae
Family: Labiatae: (Lamiaceae)
Subfamily: Stachydoideae
Tribe: Satureieae
Genus: Mentha
Species: Mentha piperita Linnaeus (peppermint)
Varieties: Mentha piperita var. officinalis Sole (White Peppermint);
Mentha piperita var. vulgaris Sole (Black Peppermint)

Φυλογενετικό δένδρο της ζωής

Φυσικά προιόντα-Μεταβολίτες

Δεν υπάρχει προσιτό στον άνθρωπο είδος ζώου ή φυτού, που να μην αποπειράθηκε να
το χρησιμοποιήσει είτε ως τροφή, είτε ως γιατρικό.
Από την αρχαιότητα ως σήμερα, τα φυσικά προϊόντα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή
του ανθρώπου. Αποτελούν την κύρια πηγή φαρμάκων, καθώς ένα μεγάλο μέρος του
γενικού πληθυσμού των ανεπτυγμένων και μη χωρών, βασίζουν την περίθαλψή τους σε
φυτικά, φαρμακευτικά προϊόντα.

Γ.Α.Καρίκας
5

Δεδομένου ότι, μόνο το 10% των ανώτερων φυτών έχει επαρκώς ερευνηθεί, η φύση
εξακολουθεί να αποτελεί αξιόπιστη πηγή νέων φαρμακευτικών ουσιών, για την θεραπεία
πολλών ασθενειών που αποτελούν μάστιγα της εποχής μας, όπως ο καρκίνος, το AIDS η
ελονοσία και οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις.

Αριθμός ειδών (ανακαλυφθέντα και μη)

Η ανάπτυξη φυσικοχημικών μεθόδων, όπως οι διάφορες τεχνικές εκχύλισης,


χρωματογραφίας και φασματομετρίας, έχουν βοηθήσει κατά πολύ στην ανάπτυξη της
ανακάλυψης νέων φυσικών ενώσεων. Έτσι καθίσταται πιο προσιτές η απομόνωση, η
διευκρίνιση της δομής, η ταυτοποίηση και η αναγνώριση των βιολογικών ιδιοτήτων μιας
φυτικής ουσίας, που μπορεί να αποτελέσει νέο καινοτόμο φάρμακο.

Η χρήση των φυτών για την ανακούφιση και τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών πιθανόν
να προέρχεται από το ζωικό βασίλειο, καθώς η έρευνα κάποιων αφρικανικών πρωτόζωων
έδειξε ότι οι πίθηκοι τρέφονται και με φυτά χωρίς ιδιαίτερη θρεπτική αξία σε περίπτωση
που πάσχουν από κάποια ασθένεια, όπως για παράδειγμα από εντερικά παράσιτα.

Με την βιολογική-φαρμακολογική μελέτη των προιόντων από τη Φύση ασχολείται ο


διακριτός επιστημονικός κλάδος της Φαρμακογνωσίας, που συνεπικουρείται από τη
Χημεία φυσικών προιόντων και την Βοτανική.

Οι κεντρικοί στόχοι της χρήσης φυτών ως δυνητικά θεραπευτικών ουσιών είναι:


 Η απομόνωση ενεργών βιομορίων (μεταβολίτες) για την άμεση χρήση τους σαν
φάρμακα.
 Η παραγωγή ενεργών μορίων γνωστής δομής ως πρότυπη ένωση για την
σύνθεση φαρμάκων υψηλής ενεργότητας και χαμηλής τοξικότητας.

Γ.Α.Καρίκας
6

 Η χρήση φυτικών παραγόντων ως φαρμακολογικά εργαλεία


 Η χρήση ολόκληρου του φυτού ή μέρους αυτού σαν βοτανικό φάρμακο.
Οι μεταβολίτες ενός φυτικού οργανισμού, διακρίνονται σε:
Πρωτογενείς :
 Υδατάνθρακες και παράγωγα (π.χ. γλυκοζίτες)
 Πρωτείνες
 Λιπίδια

Αναβολισμός πρωτογενών μεταβολιτών


Δευτερογενείς:
 Τερπενοειδή (αιθέρια έλαια κλπ.)
 Στεροειδή
 Πολυφαινόλες (φαινολικά οξέα, αλκοόλες, εστέρες, φλαβονοειδή, κουμαρίνες,
ανθρακινόνες, ταννίνες)
 Αλκαλοειδή
 Βιταμίνες, χρωστικές

Βιοσύνθεση πρωτογενών/δευτερογενών μεταβολιτών


Γ.Α.Καρίκας
7

Διαδρομές πρωτογενούς-δευτερογενούς μεταβολισμού

Το ενδιαφέρον για τη φύση ως πηγή εύρεσης θεραπευτικών παραγόντων συνεχίζεται. Τα


φυσικά προϊόντα και τα παράγωγά τους αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% του
συνόλου των φαρμάκων σε κλινική χρήση, παγκοσμίως. Τα ανώτερα φυτά συμβάλλουν
σε ποσοστό περισσότερο από το 25% του συνόλου.
Περίπου τα μισά (125000) από τα ανθοφόρα φυτά του κόσμου βρίσκονται στα τροπικά
δάση. Τα τροπικά δάση αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή πιθανών φαρμάκων, καθώς
παρέχουν στους επιστήμονες φυσικών προϊόντων ανεκτίμητες ενώσεις, που
χρησιμοποιούνται σαν σημείο έναρξης για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων
(prototypes/models), όπως στο παράδειγμα της ασπιρίνης.

Φυσικά προιόντα μοντέλα συνθετικών αναλγητικών φαρμάκων

Η πιθανότητα εύρεσης νέων ουσιών είναι τεράστια. Μέχρι σήμερα περίπου 50 φάρμακα
προέρχονται από τροπικά φυτά.

Γ.Α.Καρίκας
8

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 80% του παγκόσμιου πληθυσμού, κυρίως
αυτού των ανεπτυγμένων χωρών, βασίζονται σε φάρμακα φυτικής προέλευσης για την
θεραπεία τους.
Δώδεκα από τα 25 πιο δημοφιλή σε πωλήσεις ιδιοσκευάσματα της παγκόσμιας
φαρμακευτικής αγοράς έχουν αρχική προέλευσή τους τη φύση.

Αντιπροσωπευτικές χημικές δομές των κύριων κατηγοριών δευτερογενών


μεταβολιτών από φυτά

Χρηστική αξία των Φυτών


Αποτελούν την πρώτη ύλη για την παρασκευή και σύνθεση:

 Τροφής-ποτών
 Φαρμάκων-Καλλυντικών
 Βιομηχανικών προιόντων
Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά
Ξηρές δρόγες ροφήματα, φαρμακευτικά φυσικά προιόντα πχ. αλκαλοειδή,
φλαβονοειδή, γλυκοζίτες και άλλες βιοδραστικές ενώσεις αξιοποιούνται για τη
παρασκευή νέων φαρμάκων και βιομηχανικών προιόντων διατροφής.
Αιθέρια έλαια χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία (αρωματοθεραπεία),
σαπωνοποιία, ζαχαροπλαστική, βιομηχανία τροφίμων, φαρμακευτική/χημική
βιομηχανία και ιδιαίτερα σε οδοντόκρεμες, καλλυντικά, ζωοτροφές, απωθητικά
εντόμων, αντιβιοτικά (μικροοργανισμών) κ.α.
Χρήση Βοτάνων
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται μια ‘βοτανική αναγέννηση’ στην Ευρώπη και στη Β.
Αμερική, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι δίνουν συνεχώς μεγαλύτερη βαρύτητα
στην υγιεινή διατροφή (συμπληρώματα), σε θεραπείες με φάρμακα που χρησιμοποιούν
φυτικές ουσίες και σε καλλυντικά που χρησιμοποιούν ως βάση τους ουσίες από φυτά.

Γ.Α.Καρίκας
9

Ενδεικτικά, στη Δυτική Ευρώπη η κατανάλωση φαρμακευτικών φυτών διπλασιάστηκε


την τελευταία δεκαετία.
Κλασικά βιοδραστικά φυσικά προιόντα, που χρησιμοποιούνται για δεκαετίες στην
θεραπευτική, περιγράφονται στον κατωτέρω πίνακα.

Παραδείγματα βιοδραστικών φυσικών ενώσεων/χημική κατηγορία

Διακίνηση στην Ε.Ε.


Η αγορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση των επίσημα διακινούμενων αρωματικών και
φαρμακευτικών φυτών, εκτιμάται σε 1,1 δις δολάρια, ενώ οι συνολικές πωλήσεις των
προϊόντων αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, των διαιτητικών συμπληρωμάτων
και των λειτουργικών τροφίμων ξεπερνούν τα 7.5 δις δολάρια.
Ελλάδα
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει >6500 φυτικά είδη. Εξ αυτών >700 ενδημικά είδη (8-
18%). Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι η 3η πλουσιότερη αναλογικά χλωρίδα στον
κόσμο, ενώ συνιστά το 50% της Ευρωπαικής φυτικής βιοποικιλότητας και το 80% της
Βαλκανικής χερσονήσου. Σε ποσοστό είναι 7-20% είναι αρωματικά/φαρμακευτικά φυτά.
Τα τελευταία χρόνια η χρήση των προϊόντων από αρωματικά και φαρμακευτικά είδη
αυξάνεται συνεχώς και στην Ελλάδα, καθώς χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία

Γ.Α.Καρίκας
10

φαρμάκων, στην αρωματοποιία καθώς και στη βιολογική καταπολέμηση εχθρικών


οργανισμών σε καλλιεργούμενα φυτά.
Στην κατεύθυνση της αξιοποίησης των αυτοφυών αρωματικών φυτών της χώρας μας
προσανατολίζονται ήδη ελληνικές αλλά και ξένες εταιρίες, με την ανάπτυξη της
βιομηχανικής έρευνας, με αντικείμενο την ανάδειξη ιδιοτήτων φαρμακευτικών φυτών
της ελληνικής χλωρίδας.
Αρωματικά φυτά
Χαρακτηρίζονται εκείνα που περιέχουν υψηλή συγκέντρωση πτητικών συστατικών που
σε θερμοκρασία περιβάλλοντος εξαερώνονται και προσδίδουν χαρακτηριστική οσμή,
που συνήθως είναι ευχάριστη στον άνθρωπο. Τα ελαιώδους σύστασης και πολύπλοκης
χημικής σύνθεσης μίγματα πτητικών ουσιών, που παράγουν τα φυτά, είναι γνωστά ως
αιθέρια έλαια.
Χημεία αρωμάτων
Πριν από την έλευση της οργανικής σύνθεσης, τα αρώματα απαντούσαν σε μορφή
ελαίων, βαλσάμων, εξιδρωμάτων κλπ.
Με την ανάπτυξη της οργανικής χημείας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, συνθετικά
αρώματα άρχισαν να εμφανίζονται στη βιβλιογραφία και στην αγορά, όπως: η
κουμαρίνη (1866), η σαλικυλική αλδεΰδη (1876), η βανιλλίνη (1876), η
φαινυλακεταλδεΰδη (1883), η πιπερονάλη (1890), το νιτρο musk ξυλόλιο (1891), η β-
ιονόνη (1893) κ.α.
Παραδοσιακές φυσικές οσμές
Δύο οσμές που βρίσκουν εξέχουσα χρήση στον τομέα της χημείας των αρωμάτων και
έχουν μελετηθεί εκτενώς κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα είναι του τύπου
κεχριμπαριού (amber) και του μόσχου (musk).
Το πρώτο και γνήσιο έλαιο κεχριμπαριού είναι το λεγόμενο γκρίζο κεχριμπάρι
(ambergris) και είναι μια κηρώδης ουσία που επιπλέει στους ωκεανούς και προέρχεται
από τις εκκρίσεις του λεπτού εντέρου της φάλαινας. Συλλέγεται σε στερεά μορφή,
αναδίδει μία θαλασσινή μυρωδιά και είναι μία από τις ακριβότερες πρώτες ύλες.
Η οσμή μόσχου αποτελεί και αυτή με τη σειρά της ένα αναπόσπαστο κομμάτι της
βιομηχανίας των αρωμάτων και μπορεί να βρεθεί στο 40% των προϊόντων υγιεινής και
αρωματοποιίας. Περιγράφεται συχνά ως θερμή, γλυκιά και ζωώδης.
Η χαρακτηριστική αυτή μυρωδιά απομονώθηκε αρχικά από τους αδένες ενός
θηλαστικού (Moschus moschiferus) που μοιάζει με ελάφι και οφείλεται σε μια
μακροκυκλική κετόνη τη μουσκόνη (muscone).

Γ.Α.Καρίκας
11

Μουσκόνη
Οι πρόσφατες τάσεις στην αρωματοποιία, περιλαμβάνουν λουλουδένια, φρουτώδη,
πικρά κ.α. αρώματα.
Tα αρώματα ανθέων αποτελούνται κυρίως από μονοτερπένια και καροτένια. Το
τριαντάφυλλο είναι σήμερα μια σημαντική οσμή στην τάξη των αρωμάτων από άνθη για
τη βιομηχανία.
Μια μέθοδος για την περαιτέρω αύξηση της διάρκειας του πάνω στο δέρμα είναι η
υποκατάσταση της φαινυλο-ομάδας από το ισοβουτυλένιο, που χρησιμοποιήθηκε στα
αρώματα «Rive Gauche» (St. Laurent, 1971), «Metal» (Paco Rabanne, 1979) και «Drakkar
Noir» (Guy Lauroche, 1982).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα φρουτώδη αρώματα κατά την τελευταία
δεκαετία είναι το αχλάδι. Μια ένωση με τέτοια μυρωδιά όπως ο οξικός εξυλεστέρας, που
εισήχθη για πρώτη φορά στην αγορά των προϊόντων προσωπικής υγιεινής από τη
εταιρία L'Oreal.

Συστατικά αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών

Xαρακτηρίζονται εκείνα που τουλάχιστον κάποιο τμήμα τους (δρόγη) παράγει χημικές
ενώσεις με θεραπευτικές ιδιότητες, για τον άνθρωπο, που συλλέγει τα χρήσιμα τμήματα
των φυτών, τα οποία χρησιμοποιεί είτε αυτούσια, είτε μετά από επεξεργασία.
Τα βιοδραστικά συστατικά των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών ανήκουν κυρίως
στις ακόλουθες χημικές κατηγορίες:
Ι. Αιθέρια έλαια
ΙΙ. Φαινολικά παράγωγα με κυριότερους εκπροσώπους τα φλαβονοειδή και τους
φαινυλο-αιθανοϊκούς γλυκοσίδες
ΙΙΙ.Τερπένια
IV. Αλκαλοειδή
Αιθέρια έλαια
Ως λιπόφιλα μόρια έχουν μεγάλη χημική συγγένεια με την κυτταρική μεμβράνη. Ετσι
απελευθερώνουν υδροχλωρικό οξύ, πεψίνη, γαστρίνη, ισταμίνη και προσταγλανδίνες,
διεγείροντας την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα. Μερικά κατέχουν
σπασμολυτικές ιδιότητες (Menthae, Melissa, κύμινο, μάραθο, χαμομήλι), ενώ τα έλαια

Γ.Α.Καρίκας
12

από αρτεμίσια, μάραθο, κατέχουν αντιβακτηριακή, αντιμυκητιακή και ιοκτόνο δράση.


Υπερδοσολογία ορισμένων ελαίων (μέντας, κύμινου) προκαλεί ερεθιστικά φαινόμενα
στο γαστρεντερικό. Ενας πολύ μεγάλος αριθμός αυτών των ελαίων χρησιμοποιείται στη
βιομηχανία φαρμάκων, καλλυντικών, τροφίμων, στη σαπωνοποιία, στην κηροπλαστική
κλπ.

Νοθείες αιθερίων ελαίων

Λόγω της υψηλής τιμής τους, οι πιο κοινές μέθοδοι νόθευσης αιθέριων ελαίων είναι οι
ακόλουθες :

• Αραίωση με βασικά έλαια λαχανικών, το αλκοόλ και συνθετικά έλαια (που είναι
φθηνότερα) π.χ Vanilla abs

• Ανάμειξη με έλαια του ίδιου φυτού, αλλά από άλλη χώρα προέλευσης π.χ
Bourbon Geranium με Geranium

• Ανάμειξη με αιθέρια έλαια του ίδιου φυτού, που εξάγονται από ένα διαφορετικό
μέρος του φυτού π.χ Cinnamon φλοιός με Cinnamon φύλλα

• Αραίωση με αιθέρια έλαια των φυτών παρόμοιου είδους π.χ Thyme (Τhymus
vulgaris) με άγριο Thyme (Τhymus mastichina)

• Νοθεία με αιθέρια έλαια διαφόρων φυτών ή ειδών με ένα παρόμοιο όνομα π.χ
Mandarin με Orange

• Ανάμειξη με απομονωμένες φυσικά ή (ημι-) συνθετικές ενώσεις π.χ Peppermint


με Μenthol

ΙΙ. Φαινολικά παράγωγα- Φλαβονοειδή


Μεταξύ άλλων προκαλούν αύξηση της αντίστασης των τοιχωμάτων των αιμοφόρων
αγγείων, καθώς και ελάττωση της διαπερατότητας των τριχοειδών αγγείων.
Αναστέλλουν την δράση πρωτεολυτικών ενζύμων, όπως ελαστάση, κολλαγενάση,
υαλουρονιδάση, κυκλοοξυγενάση, τα οποία αλλοιώνουν το κολλαγόνο.
Σημαντική αντιοξειδωτική δράση προστατεύοντας τις κυτταρικές μεμβράνες και
εμποδίζοντας την καταστροφή των φωσφολιπιδίων.
Δρουν προστατευτικά ως φίλτρα υπεριώδους ακτινοβολίας.
Οι οικουμενικές αυτές φυτικές πολυφαινολικές ενώσεις (>13000 έχουν απομονωθεί
μέχρι σήμερα) συνιστούν:
 σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης διατροφής
 απαντούν ως άγλυκα ή σε μορφή γλυκοσιδών
Βιοσυνθετικά προκύπτουν από τη συμπύκνωση τριών μορίων οξικού οξέος και ενός

Γ.Α.Καρίκας
13

φαινυλοπροπανοϊκού οξέος και διακρίνονται χημικά σε φλαβόνες, φλαβονόλες,


φλαβανόνες, διμερή, ισοφλαβόνες, ανθοκυανιδίνες, χαλκόνες, αουρόνες, κατεχίνες κ.α.
Κατέχουν σημαντικές βιολογικές δράσεις, όπως: αντιοξειδωτική, αγγειοπροστατευτική,
αντιθρομβωτική, αντιφλεγμονώδη, οιστρογονική, αντιμικροβιακή, ανασταλτική ενζύμων
κ.α.
Τα λιπόφιλα φλαβονοειδή: μεθοξυλιωμένες γενίνες, εκκρίνονται στις εξωτερικές
επιφάνειες πολλών φαρμακευτικών φυτών μαζί με τα τερπένια-χαρακτηριστικά στην
οικογένεια Lamiaceae- για προστασία των φυτών από UV ακτινοβολία, παθογόνα κ.α.

Βασική δομή ανθρακικού σκελετού των φλαβονοειδών

Φαινολικά παράγωγα (φαινυλο-αιθανοϊκοί γλυκοσίδες, π.χ. ακτεοσίδης)

Δομικά χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός υδροξυ-φαινυλο-αιθυλο τμήματος


συνδεδεμένο μέσω ενός γλυκοσιδικού δεσμού πάνω σε μία σακχαρική ομάδα, η οποία
συνηθέστερα είναι μία β-γλυκόζη.

Οι πιστοποιημένες βιολογικές τους δράσεις είναι:

 αντιοξειδωτική
 αντιφλεγμονώδη (αναστολέας ενζύμων COX1 και COX2, παγιδεύει ρίζες ΝΟ)
 αναλγητική
 αντιυπερτασική
 αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης
 ηπατοπροστατευτική δράση
 αντικαρκινική
 αναστέλλει την ανάπτυξη μελανώματος σε ποντίκια
 παρεμβαίνει στους μηχανισμούς της απόπτωσης
 αντιιική δράση
 αναστολέας του ενζύμου HIV-1 ιντεργκράση (IC50 7.8 mM)

Γ.Α.Καρίκας
14

Φαινυλο-αιθανοϊκοί γλυκοσίδες
Είναι υδατοδιαλυτές ενώσεις. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία κινναμωμικού και
υδροξυφαινυλομάδας συνδεδεμένης με β-γλυκόζη μέσω εστερικού και γλυκοσιδικού
δεσμού.
Παρουσιάζουν αντιμικροβιακή, κυτταροτοξική, ανοσοκατασταλτική και αντιοξειδωτική
δράση, ενώ άλλοι είναι αναστολείς ορισμένων ενζύμων.
Ο βιολογικός ρόλος των γλυκοζιτών στα φυτά, δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί. Πιθανά
αυξάνουν την ωσμωτική πίεση των κυττάρων, χρησιμεύουν στην εναπόθεση του
άγλυκου συστατικού, ελαττώνουν την τοξικότητα ουσιών που παράγονται από το φυτό.
ΙΙΙ. Τερπένια
Τα τερπενικά παράγωγα με κυριότερους εκπροσώπους τα διτερπένια αποτελούν μια
μεγάλη ομάδα φυσικών προϊόντων. Τα διτερπένια παρουσιάζουν μια πληθώρα
βιολογικών ιδιοτήτων και είναι πολλές φορές υπεύθυνα για την φαρμακολογική δράση
των αντίστοιχων φυτών. Ορισμένα από αυτά τα προϊόντα έχουν αναγνωρισθεί ως τα
δραστικά συστατικά ακατέργαστων φαρμάκων, που χρησιμοποιούνται στη λαϊκή
θεραπευτική.
Προϊόντα οξείδωσης διτερπενίων (σκλαρεόλη, μανοόλη, αμπιετικό οξύ, διτερπένια της
οικογένειας Podocarpaceae) βρίσκουν εφαρμογές στην αρωματοποιία.

Ευρεία ομάδα ισοπρενοειδών ενώσεων με σκελετό από 20 άτομα άνθρακα είναι


ιδιαίτερα διαδεδομένα στο φυτικό βασίλειο. Οι οικογένειες Lamiaceae και Asteraceae
είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε διτερπένια, που διακρίνονται στις κάτωθι κατηγορίες:

άκυκλα (φυτάνια)

δικυκλικά (κλεροδάνια, λαβδάνια)

λαβδάνια
τρικυκλικά (πιμαράνια, αβιετάνια)

Γ.Α.Καρίκας
15

αβιετάνια
τετρα-πεντακυκλικά (μπαγεράνια, καουράνια, ατισάνια, τραχυλομπάνια,
γιββερελάνια)
μακροκυκλικά (σεμπράνια, δαφνάνια, τιγλιάνια, ινγενάνια, ταξάνια)

ταξάνια

Φυσιολογικός ρόλος: φυτικές ορμόνες, προστασία φυτών από απώλεια ύδατος/από


φυτοφάγα ζώα/από παράσιτα. Προκαλούν έντονη φλόγωση στο δέρμα, ενώ
εκδηλώνουν αντιμικροβιακή και εντομοκτόνο δράση (λαβδάνια, αβιετάνια, καουράνια).

Αλλα διτερπένια και οι βιολογικές τους δράσεις είναι:


φορσκολίνη: αντιυπερτασικές ιδιότητες

μποζατριόλη (Sideritis mugronensis): αντιφλεγμονώδεις και αναλγητικές ιδιότητες

στεβιοσίδης: γλυκαντικές ιδιότητες

σαλβινορίνη Α: ψυχοτρόπο παραισθησιογόνο


ισχυρά δηλητήρια των οικογενειών Euphorbiaceae, Thymelaeaceae και Ericaceaae ( π.χ.
παραλυτική γκραγιανοτοξίνη Ι)

Γ.Α.Καρίκας
16

ταξόλη: θεραπεία καρκίνου των ωοθηκών.

IV. Αλκαλοειδή
Μεγάλη ομάδα βιοδραστικών φυσικών ενώσεων που περιέχουν κυρίως βασικό άζωτο.
Περιλαμβάνει επίσης ενώσεις με ουδέτερες και ασθενώς όξινες ιδιότητες. Παράγονται
από μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων βακτηριδίων, μυκήτων,
φυτών και ζώων. Μπορούν να απομονωθούν από ακατέργαστα εκχυλίσματα αυτών των
οργανισμών με εκχύλιση οξέος-βάσης. Με βάση τη βιοσυνθετική τους προέλευση
διακρίνονται σε 3 κατηγορίες: Τα αληθινά αλκαλοειδή, τα πρωταλκαλοειδή (εφεδρίνη)
(προέρχονται αμφότερα από αμινοξέα) και τα ψευδοαλκαλοειδή, που παρ ότι περιέχουν
ετεροκυκλικό δακτύλιο με άζωτο, δεν προέρχονται από αμινοξέα, (πουρίνες).

Εχουν ένα ευρύτατο φάσμα φαρμακολογικών δράσεων, όπως: ανθελονοσιακή (κινίνη),


αντιασθματική (εφεδρίνη), αντικαρκινική (ομοχαρριγκτονίνη), χολινομιμητική
(γαλανταμίνη), αγγειοδιασταλτική (βινκαμίνη), αντιαρρυθμικά (κινιδίνη), αναλγητική
(μορφίνη). Άλλα μπορεί να είναι ψυχοτρόπα (ψιλοκίνη), διεγερτικά (κοκαΐνη, καφεΐνη,
νικοτίνη, θεοβρωμίνη) ή πολύ τοξικά (ατροπίνη, τουβοκουραρίνη ).
Βιοσυνθετικοί πρόδρομοι των περισσότερων αλκαλοειδών είναι τα αμινοξέα, ορνιθίνη,
λυσίνη, φαινυλαλανίνη, τυροσίνη, τρυπτοφάνη, ιστιδίνη, ασπαρτικό οξύ, και
ανθρανιλικό οξύ. Το νικοτινικό οξύ μπορεί να συντεθεί από την τρυπτοφάνη ή ασπαρτικό
οξύ. Οι βιοσυνθετικοί δρόμοι είναι πολλοί και δεν μπορούν να ταξινομηθούν εύκολα,
π.χ. η νικοτίνη περιέχει ένα θραύσμα πυριδίνης από νικοτιναμίδιο και πυρρολιδίνη τμήμα
ορνιθίνης και ως εκ τούτου μπορεί να αποδοθεί σε δύο κατηγορίες.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικές τυπικές αντιδράσεις που εμπλέκονται στη βιοσύνθεση των
διαφόρων κατηγοριών των αλκαλοειδή, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των
βάσεων Schiff και της αντίδρασης Mannich.

Γ.Α.Καρίκας
17

Πολλά συνθετικά και ημισυνθετικά ναρκωτικά είναι δομικές τροποποιήσεις των φυσικών
αλκαλοειδών, που έχουν σχεδιαστεί για να βελτιώσουν ή να τροποποιήσουν την κύρια
δράση του φαρμάκου και να μειώσει τις ανεπιθύμητες παρενέργειες. Για παράδειγμα, η
ναλοξόνη, ένας ανταγωνιστής των οπιοειδών υποδοχέων, είναι παράγωγο της θηβαίνης
που απαντάται στο όπιο. Ορισμένα αλκαλοειδή μπορεί να προκαλέσουν αναπτυξιακές
ανωμαλίες στους απογόνους των ζώων που τα καταναλώνουν, όπως το αλκαλοειδές
κυκλοπαμίνη, που παράγεται στα φύλλα του κρίνου του καλαμποκιού, προκαλώντας
σοβαρές παραμορφώσεις του προσώπου των αμνών (κυκλωπία).
Μερικά παραδείγματα γνωστών κυκλοφορούντων φαρμάκων, που προέρχονται από
φυσικά προιόντα ή ανάλογά τους, φαίνονται στο παρακάτω σχήμα.

Φάρμακα που προέκυψαν από φυσικές ενώσεις

Γ.Α.Καρίκας
18

Τροφές-Ποτά κ.α.
 Σιτάρι, Καλαμπόκι, Ρύζι, Πατάτες, Σόγια
 Φρούτα, λαχανικά (πηγές αντιοξειδωτικών, υδατανθράκων, βιταμινών,
ηλεκτρολυτών)
 Συμπληρώματα διατροφής- λειτουργικά τρόφιμα (λεκιθίνες κ.α.)
 Καρποί (πηγή λιπιδίων π.χ. ελαιόλαδο, φοινικέλαιο, σπορέλαιο, σησαμέλαιο,
ηλιέλαιο κ.α.)
 Αλκοολούχα (κρασί, μπύρα κλπ)
 Μη αλκοολούχα (χυμοί, αναψυκτικά, καφές, τσάι, κακάο, mate [καφείνη,
θεοβρωμίνη, θεοφυλλίνη], coca cola κλπ)
 Καπνός, ουσίες που προκαλούν εξάρτηση κ.α.
 Βιομηχανικά προιόντα
 Ξύλο (κατασκευές, έπιπλα κλπ), Κάρβουνο, βιομάζα (καύσιμο), Χαρτί, Ινες,
Βαμβάκι, Λίνο, Χρώματα, Σαπούνια, Καουτσούκ, Κυτταρίνη, ταννίνες κ.λπ

Συμπληρώματα διατροφής
Ως συμπληρώματα διατροφής ορίζονται τα τρόφιμα με σκοπό τη συμπλήρωση της
συνήθους δίαιτας, που αποτελούν συμπυκνωμένες πηγές θρεπτικών συστατικών ή
άλλων ουσιών με θρεπτικές ή φυσιολογικές επιδράσεις, μεμονωμένων ή σε συνδυασμό,
και τα οποία διατίθενται στο εμπόριο σε δοσιμετρικές μορφές, ήτοι μορφές, όπως
καψάκια, παστίλιες, δισκία, φύσιγγες κ.α.
Ο διαχωρισμός ανάμεσα στα συμπληρώματα διατροφής και στα τρόφιμα ειδικής
διατροφής-λειτουργικά τρόφιμα δεν είναι πάντα σαφής.
Ως «τρόφιμα ειδικής διατροφής» ορίζονται τα τρόφιμα που λόγω της ειδικής σύνθεσής
τους ή επεξεργασίας διακρίνονται σαφώς από τα τρόφιμα συνήθους κατανάλωσης,
ανταποκρίνονται στο δηλούμενο θρεπτικό προορισμό τους και κατά τη διάθεσή τους στο
εμπόριο.
Προιόντα χωρίς γλουτένη και γάλα χωρίς λακτόζη αποτελούν τρόφιμο ειδικής
διατροφής. Οι βιταμίνες όμως είναι συμπλήρωμα ειδικής διατροφής. Σε γενικές
γραμμές, ό,τι είναι σε συμπυκνωμένη μορφή είναι συμπλήρωμα διατροφής, ενώ ότι
είναι σε κανονική μορφή τροφίμου, αλλά έχει ειδική σύνθεση ή επεξεργασία, είναι
τρόφιμο ειδικής διατροφής.
Τροφιμα ειδικής διατροφής είναι ακόμη οι τροφές για διαβητικούς, το εμπλουτισμένο
με επιπλέον ασβέστιο γάλα κ.α. Αλλα συμπληρώματα διατροφής είναι: η πρωτεΐνη ορού
γάλατος, τα αμινοξέα, η κρεατίνη ενώ μερικά συμπληρώματα διατροφής εμπίπτουν και
στις δύο κατηγορίες όπως οι σκευάσματα πρωτεΐνης για απώλεια βάρους.

Γ.Α.Καρίκας
19

ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΘΝΟΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

Η αρχαιότερη καταγραφή γνώσεων για τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών βρέθηκε
σε πήλινες πλάκες των Ασσύριων που χρονολογούνται περίπου στο 2000 π.Χ.
Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν πληθώρα φυτών, που περιγράφονται αναλυτικά στον
πάπυρο του Ebers (1550 π.Χ).

Στην Ινδία, η παραδοσιακή ιατρική καταγράφεται πρώτη φορά στο Ayurveda το 900 π.Χ,
ενώ την ίδια περίοδο υπάρχουν και τα πρώτα ευρήματα του συστήματος της
παραδοσιακής Κινέζικης ιατρικής.
Στην Ευρώπη, οι έλληνες συνέβαλαν καθοριστικά για την ανάπτυξη της χρήσης
φαρμακευτικών φυτών. Το ιατρικό σύστημα λέγεται ότι ξεκίνησε από τον Ιπποκράτη
(460-377π.Χ) και τον Αριστοτέλη, οι ιδέες των οποίων είχαν ρίζες στις αρχαίες
πεποιθήσεις των Ινδών και των Αιγυπτίων.
Ο φιλόσοφος και φυσικός επιστήμων Θεόφραστος, στο βιβλίο του «Ιστορία των φυτών»
ασχολήθηκε με τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών και την δυνατότητα αλλαγής των
χαρακτηριστικών τους με την καλλιέργεια.

Γ.Α.Καρίκας
20

Ο Διοσκουρίδης, έλληνας φυσικός, κατά το ταξίδι του με τα Ρωμαϊκά στρατεύματα,


κατέγραψε την συλλογή, αποθήκευση και χρήση κάποιων βοτάνων, ενώ ο Γαληνός, που
δίδασκε ιατρική και φαρμακευτική στη Ρώμη, δημοσίευσε περισσότερο από 30 βιβλία
με αυτό το θέμα.

Οι Έλληνες, ίσως είναι ο λαός με τη μεγαλύτερη γραπτή καταγεγραμμένη κουλτούρα.


Οι αναφορές του Θεόφραστου, του Ιπποκράτη, του Διοσκουρίδη (materia medica) του
Γαληνού από την αρχαία Ελλάδα, του Νικολάου του Μυρεψού από το Βυζάντιο, του
Διονυσίου Πύρου του Θεσσαλού από τους νεώτερους χρόνους αποτελούν ένα πρότυπο
καταγεγραμμένης εθνοφαρμακολογίας.

Οι Κινέζοι έχουν επίσης μεγάλη παράδοση στην γραπτή Εθνοφαρμακολογία. Η κινέζικη


φαρμακολογία θεωρείται από τις αρχαιότερες, καθώς έχει ιστορία 5000 ετών και έχει
καταγράψει συστηματικά την παρασκευή και τις ιδιότητες χιλιάδων φαρμάκων που
προέρχονται από αντίστοιχα φαρμακευτικά φυτά.

Η Κινέζικη “Materia Medica” έχει προσφέρει στις δυτικές φαρμακευτικές εταιρείες


αρκετά φάρμακα-οδηγούς. Οι συμπαθομιμητικές αμίνες (β-διεγέρτες, ma huang)
ανήκουν στην γνωστότερη κατηγορία.

Οι Ινδοί διαθέτουν επίσης ισχυρότατη καταγεγραμμένη εθνοφαρμακολογία. Η λογική της


Ayurveda που στην ουσία αποτελεί φιλοσοφημένη προσέγγιση υγείας και όχι απλά
φαρμακολογική περιγραφή, αποτελεί έναν πολύτιμο οδηγό προς μελέτη ακόμη και με
την οπτική του δυτικού επιστήμονα.

Το ταχύτερο βλεννολυτικό με βάση τη μέχρι σήμερα βιβλιογραφία, η αμβροξόλη (π.χ.


MucosolvanR) προέρχεται από την αξιοποίηση της φαρμακολογίας της Ayurveda.

Γ.Α.Καρίκας
21

Νεώτερη Ιστορία

Η προέλευση της έρευνας της φαρμακευτικής ιδιότητας των φυτών ξεκινά το 1805, όταν
ο γερμανός φαρμακοποιός Sertuner απομόνωσε τη μορφίνη από το Opium Latex και
σύντομα αναγνώρισε τις ισχυρές θεραπευτικές ιδιότητες της καθαρής ένωσης.
Η απομόνωση της μορφίνης συνέβαλε στην ανάπτυξη πολλών σημαντικών
φαρμακευτικών ουσιών σε σύντομο χρονικό διάστημα, π.χ. εμετίνη (1817), ατροπίνη
(1819), κινίνη (1820) και καφεΐνη (1820). Οι Γάλλοι Palletier και Caventou απομόνωσαν
πληθώρα αλκαλοειδών, ενώ ο Caventou στα μέσα του 1820 ίδρυσε ένα εργοστάσιο
παραγωγής της κινίνης, η οποία αποτέλεσε τη πρώτη καθαρή φαρμακευτική ουσία.

Σύντομα δημιουργήθηκαν εργοστάσια και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και έτσι


αναπτύχθηκε η φαρμακευτική βιομηχανία ταυτόχρονα με την ανακάλυψη ολοένα και
αυξανόμενου αριθμού αλκαλοειδών.
Τον 19ο και κυρίως τον 20ο αιώνα η εθνοφαρμακολογία παρείχε έναν αριθμό ενώσεων με
μοναδικές φαρμακολογικές ικανότητες, με αποτέλεσμα την τεράστια πρόοδο της
φαρμακοθεραπείας, όπως: η κινίνη ως φάρμακο κατά της ελονοσίας, κοκαΐνη ως τοπικό
αναισθητικό, η τουμποκουραρίνη ως μυοχαλαρωτικό που επιτρέψε σύγχρονες
χειρουργικές επεμβάσεις και την ρεσερπίνη ως το πρώτο αποτελεσματικό
αντιυπερτασικό.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα η κατανόηση των οργανικών συνθέσεων και των χημικών
δομών οδήγησε στα πρώτα παράγωγα των φυσικών προϊόντων. Η διακετυλομορφίνη
(ηρωίνη) (1848) και το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (1899) ήταν οι πρώτες ενώσεις που
εμπορευματοποιήθηκαν ως φαρμακευτικές.
Η συμβολή των φυσικών προϊόντων φυτικής προέλευσης στη σύγχρονη
φαρμακοθεραπεία ήταν τεράστια. Από τις 243 δομές που ο Sneader αναγνώρισε ως
σημείο έναρξης της ανάπτυξης των σύγχρονων φαρμάκων, περίπου οι 60 ήταν φυτικής
προέλευσης.

Γ.Α.Καρίκας
22

Ακολουθώντας την απομόνωση της ατροπίνης και της σκοπολαμίνης (1881), συντέθηκε
μια σειρά από αρωματικούς εστέρες της τροπίνης το 1884.
Η οματροπίνη αποδείχθηκε ότι δρα ταχύτερα ως μυδριατικό απ’ ότι η ατροπίνη. Η
ατροπίνη, ένα τεταρτοταγές αμμωνιακό άλας της ατροπίνης, παρουσιάστηκε το 1902 ως
μυδριατικό και χρησιμοποιήθηκε στη θεραπεία του πυλωρικού σπασμού των νεογνών,
όταν έγινε γνωστό ότι η πολική φύση της ένωσης εμποδίζει κάποιες παρενέργειες.

οματροπίνη

Από την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να διαχωρίσουν την σπασμόλυση από την
αντιεκκριτική επίδραση, διαπίστωσαν ότι ο τροπανικός δακτύλιος μπορεί να
αντικατασταθεί από τριτοταγή αμίνη, σε απόσταση δύο με τρεις άνθρακες μακρυά από
το εστερικό ήμισυ.
Ως αποτέλεσμα αναπτύχθηκαν το 1930 σπασμολυτικά όπως η αμποτροπίνη και η
αδιφεννίνη. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα σε αυτή τη τάξη ενώσεων είναι το tritropium
bromide (SpiriveR) που παρουσιάστηκε το 2002 σαν αντιχολινεργικό για εισπνεόμενη
θεραπεία της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας.

Οι πρωτοπόρες ερευνητικές προσπάθειες του J. Hartwell πάνω στα συστατικά του


Podophyllum peltatum και η ανακάλυψη των αντιλευχαιμικών φαρμάκων βινμπλαστίνη
και βινκριστίνη, από τον G. Svoboda, προσέφεραν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα, ότι τα
φυτά μπορούν να αποτελέσουν τις σύγχρονες πηγές για νέα δραστικά αντικαρκινικά
φάρμακα.

Η απομόνωση της ταξόλης από το έλατο του ειρηνικού Taxus Brevifolia και η άμεση
θεραπευτική της αξιοποίηση σε καρκίνο των ωοθηκών και του μαστού αλλά και σε
περιπτώσεις άλλων μεταστατικών μορφών καρκίνου έδωσαν νέα όπλα στη κλινική
χημειοθεραπεία.

Σύμφωνα με την λαϊκή ιατρική, συνήθως, δεν χρησιμοποιείται όλο το φυτό, αλλά κάποιο
μέρος αυτού (δρόγη) ή ακόμα και συνδυασμός διαφορετικών τμημάτων από ένα ή
περισσότερα φυτά, γεγονός που διαφοροποιείται ανάλογα με τις τοπικές παραδόσεις.
Η επιστήμη επιβεβαιώνει την ορθότητα του συγκεκριμένου γεγονότος καθώς η ενεργός
ουσία του φυτού μπορεί να βρίσκεται σε διαφορετική περιεκτικότητα στα μέρη αυτού.

Στη φαρμακοβιομηχανία, ερευνάται όλο το φυτό, ώστε να επιλεχθεί το κατάλληλο τμήμα


του που θα αποδώσει τις απαραίτητες συγκεντρώσεις με τις λιγότερο δυνατές
συνέπειες.

Γ.Α.Καρίκας
23

ΦΑΡΜΑΚΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ (ΦΦΠ)-ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

Είναι κάθε φάρμακο το οποίο περιέχει αποκλειστικά ως δραστικά συστατικά μία ή


περισσότερες φυτικές ουσίες ή ένα ή περισσότερα φυτικά παρασκευάσματα ή
συνδυασμό μιας ή περισσοτέρων φυτικών ουσιών με ένα ή περισσότερα φυτικά
παρασκευάσματα.

Φυτικές ουσίες

Ολα τα ακέραια, τεμαχισμένα ή κομμένα φυτά, μέρη φυτών, φύκη, μύκητες και λειχήνες,
που είναι αμεταποίητα, είναι συνήθως αποξηραμένα ή ενίοτε νωπά. Ως φυτικές ουσίες
θεωρούνται επίσης ορισμένα εξιδρώματα τα οποία δεν έχουν υποστεί ειδική
επεξεργασία. Οι φυτικές ουσίες προσδιορίζονται από το χρησιμοποιούμενο μέρος του
φυτού και τη βοτανική ονομασία κατά το διωνυμικό σύστημα (γένος, είδος, ποικιλία και
συγγραφέας).

Φυτικά παρασκευάσματα

Είναι τα παρασκευάσματα που λαμβάνονται διά της υποβολής φυτικών ουσιών σε


επεξεργασία, όπως εκχύλιση, απόσταξη, έκθλιψη, κλασματοποίηση, καθαρισμό,
συμπύκνωση ή ζύμωση.

Στα φυτικά παρασκευάσματα συγκαταλέγονται οι τεμαχισμένες ή κονιοποιημένες


φυτικές ουσίες, τα βάμματα, τα εκχυλίσματα, τα αιθέρια έλαια, οι χυμοί, που
προέρχονται από έκθλιψη και τα μεταποιημένα εξιδρώματα.

Νόμιμη κυκλοφορία φαρμάκου

Κανένα φάρμακο δεν δύναται να διατεθεί στην ελληνική αγορά χωρίς άδεια
κυκλοφορίας από τον Ε.Ο.Φ., που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας
Υπουργικής απόφασης, εκτός αν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας με την κεντρική
διαδικασία, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ 726/2004).

Παραδοσιακά ΦΦΠ

Εχουν μελετηθεί και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν χωρίς ιατρική παρακολούθηση


με καθορισμένη περιεκτικότητα και δοσολογία παρασκευάσματα που χορηγούνται από
το στόμα, εξωτερικά ή/και με εισπνοή, έχει συμπληρωθεί η περίοδος παραδοσιακής
χρήσης με επαρκή στοιχεία για την παραδοσιακή χρήση, που να αποδεικνύεται ότι το
προϊόν δεν είναι επιβλαβές και οι φαρμακολογικές ιδιότητες ή η αποτελεσματικότητα
του φαρμάκου τεκμαίρονται από τη μακροχρόνια χρήση και εμπειρία.

Γ.Α.Καρίκας
24

Ι. Τεκμηρίωση ΦΦΠ

1. Αποτελεσματικότητα

 Αποδεικτικά στοιχεία της περιόδου ιατρικής χρήσης (τουλάχιστον 30 χρόνια εκ


των οποίων τα 15 τουλάχιστον εντός της Κοινότητας)
 Αποδεικτικά στοιχεία από βιβλιογραφία ή από εμπειρογνώμονα, μπορεί να
αντικατασταθούν με αναφορά σε «Community List»
 Δεν απαιτούνται αποτελέσματα κλινικών μελετών

2. Με ποιό τρόπο τεκμηριώνεται η παραδοσιακή χρήση ΦΦΠ

 Μια καλώς-τεκμηριωμένη, συνεπής και μακροχρόνια χρήση πάνω από 30/15 έτη
 Αποσπάσματα από τα αρχεία των εθνικών αρμόδιων αρχών (εγκρίσεις)
 Πληροφορίες από εγχειρίδια ιατρικής, φαρμακευτικής, φαρμακολογίας κ.α.
 Επίσημες εκθέσεις από επιτροπές εμπειρογνωμόνων π.χ. από τον ΠΟΥ (WHO) ή
εθνικές επιτροπές εμπειρογνωμόνων (Herbal Medicinal Products, HMPC,
European Scientific Cooperative in Phytotherapy, ESCOP) ή Οδηγίες από την
Ευρωπαική Ενωση (European Medicines Evaluation Agency, EMEA)
 Μονογραφίες φαρμακοποιιών
 Σχετική με το προϊόν τεκμηρίωση, όπως μετεγκριτικές μελέτες, ενημερωτικά
φυλλάδια για το προϊόν, κατάλογοι πωλήσεων, στατιστικά πωλήσεων κ.ά.

3. Θεραπευτικές ενδείξεις ΦΦΠ

 Θα πρέπει να καθορίζουν την ασθένεια στόχο ή κατάσταση


 Ελάσσονες διαταραχές ή συμπτώματα τα οποία είναι ήπια ή αυτοπεριορισμένα
 Μόνο ενδείξεις κατάλληλες για χρήση χωρίς ιατρική παρακολούθηση
 Είναι σημαντικό να αξιολογείται κατά πόσο τα συμπτώματα μπορεί εύκολα να
αναγνωρισθούν-διαγνωσθούν από ένα μη-ειδικό και αν η τυχόν καθυστερημένη
επικοινωνία με γιατρό λόγω της επιχειρούμενης «αυτοθεραπείας» μπορεί να
οδηγήσει σε κίνδυνο τον ασθενή

4. Συνήθεις θεραπευτικές εφαρμογές ΦΦΠ

 Βήχας και κρυολόγημα


 Ψυχολογικό stress και διαταραχές της διάθεσης
 Γαστρεντερικές διαταραχές
 Ουροποιητικού/Γυναικολογικές διαταραχές
 Πόνος
 Διαταραχές του ύπνου
 Δερματικές διαταραχές/μικρές πληγές
 Διαταραχές του στόματος και του λαιμού

Γ.Α.Καρίκας
25

5. Μη συνήθεις θεραπευτικές εφαρμογές ΦΦΠ

 Καρδιαγγειακές παθήσεις, όπως:Υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια,


υπερλιπιδαιμία
 Διαβήτης
 Φλεγμονώδεις ασθένειες του εντέρου
 Καρκίνος
 Σχιζοφρένεια και άλλες ψυχικές διαταραχές
 Σοβαρές λοιμώδεις ασθένειες, όπως : HIV, TBC, γρίππη, πνευμονία, ελονοσία
κ.α.

ΙΙ. Επισήμανση ΦΦΠ

Στην επισήμανση και στο Φύλλο Οδηγιών Χρήσης πρέπει να υπάρχει η ακόλουθη
δήλωση:
α) ότι το προϊόν είναι παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης προς χρήση για
καθορισμένη(−ες) ένδειξη(−εις), με βάση αποκλειστικά τη μακροχρόνια χρήση.

β) ότι ο χρήστης θα πρέπει να συμβουλευθεί ιατρό ή άλλον αναγνωρισμένο


επαγγελματία στον τομέα της υγείας (φαρμακοποιό κ.α.) σε περίπτωση εμμονής των
συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια της χρήσης του φαρμάκου ή εάν διαπιστωθούν
ανεπιθύμητες ενέργειες, που δεν αναφέρονται στο φύλλο οδηγιών χρήσης.

ΙΙΙ. Φαρμακοεπαγρύπνηση

Το σύστημα φαρμακοεπαγρύπνησης χρησιμοποιείται για τη συλλογή πληροφοριών


σχετικά με τους κινδύνους των φαρμάκων όσον αφορά την υγεία των ασθενών ή τη
δημόσια υγεία.
Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται ιδίως στις ανεπιθύμητες ενέργειες στον άνθρωπο
από τη χρήση του φαρμάκου εντός των εγκεκριμένων στοιχείων της αδείας κυκλοφορίας,
καθώς και από τη χρήση εκτός αυτών και στις ανεπιθύμητες ενέργειες που συνδέονται
με επαγγελματική έκθεση.

Χρήσιμα WEBSITES αναφοράς

•http://www.eof.gr
•http://europa.eu/
•http://ec.europa.eu/health/index_en.htm
•http://ec.europa.eu/enterprise/sectors/pharmaceuticals/documents/archives/2008_e
n.htm
•http://ec.europa.eu/health/human-use/herbal-medicines/index_en.htm

Γ.Α.Καρίκας
26

ΔΡΟΓΕΣ

Από τα 1500 περίπου φάρμακα που είχαν άδεια κυκλοφορίας στη Γερμανία (πριν από 10
χρόνια), πάνω από 100 ήταν φυτικής προέλευσης (60% μόνο ένα εκχύλισμα, 40%
συνδυασμός εκχυλισμάτων).

Εχει αποδειχθεί ότι το εκχύλισμα διαθέτει πολλές φορές ισχυρότερη φαρμακολογική


δράση, θεραπευτική αποτελεσματικότητα, μεγαλύτερο θεραπευτικό εύρος ή καλύτερη
ανεκτικότητα, από την απομονωμένη κύρια δραστική ουσία. Τούτο οφείλεται στην
συνέργεια των συστατικών, που μπορεί να είναι αθροιστική, είτε ανταγωνιστική.

Παραδείγματα συνεργειών:

 τα αλκαλοειδή σχηματίζουν μη ανατάξιμους δεσμούς με ταννίνες


 το εκχύλισμα οπίου, όπου η παρουσία της κωδείνης ενισχύει την αναλγητική
δράση της μορφίνης (έτσι απαιτείται μικρότερη συγκέντρωση μορφίνης στο
μίγμα)
 η συνύπαρξη των γκιγκολιδίων Α,Β του φυτού Gingko biloba εμφανίζουν
ενισχυμένη δράση στη δοκιμασία συγκόλλησης αιμοπεταλίων
 οι συνδυασμοί πικρών ουσιών έχουν ενισχυμένη δράση στις γαστρικές εκκρίσεις
στομάχου-χολής
 οι φυτικές ίνες των εκχυλισμάτων βελτιώνουν τον ρυθμό απορρόφησης και την
βιοδιαθεσιμότητα των δραστικών συστατικών.

Τα συνηθέστερα τμήματα των φυτών (δρόγες) που χρησιμοποιούνται για φαρμακευτική


χρήση είναι:

Ρίζες : πχ utrica radix, της οικογένειας Urticaceae, Glycyrrhiza glabra, Leguminosae και
Harpagophytum procumbens, Pedaliaceae.

Ρίζωμα: είναι ένας ξυλώδης ή σαρκώδης επιμήκης μίσχος, που φύεται κατακόρυφα κάτω
από το έδαφος σχηματίζοντας φύλλα πάνω από αυτό και ρίζες κάτω από αυτό. Ιατρικώς
χρήσιμα ριζώματα αποτελούν τα φυτά Kava kava (Piper methysticum, Piperaceae) και το
Ginger, Zingiberaceae.

Βολβός: Πιο δημοφιλείς βολβοί για θεραπευτική χρήση είναι το κρεμμύδι και το σκόρδο
(Allium cepa και Allium sativum, Liliaceae).

Κόνδυλος: είναι μια διογκωμένη, σαρκώδης δομή υπό το έδαφος, συνήθως προερχόμενη
από το μίσχο ή από μέρος του μίσχου και των ριζών. Η Αφρικανική πατάτα (Hypoxis sp.
Hypoxidaceaea) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Γ.Α.Καρίκας
27

Φλοιός: είναι το εξωτερικό προστατευτικό στρώμα του βλαστού. Συνήθως εδώ υπάρχουν
υψηλές συγκεντρώσεις ενεργών συστατικών. Παραδείγματα αποτελούν ο φλοιός της
κινίνης (Cinchoma sp, Rubiaceae) και η κανέλλα (Cinnamonium camphora, Lauraceae).

Βλαστός: πχ Santalum album, Santalaceae.

Φύλλα: χρησιμοποιούνται μόνα τους ή σε μίξη με τον μίσχο τους, πχ Gingko biloba,
Ginkoaceae.

Εναέρια μέρη: αναφέρονται όλα τα μέρη που βρίσκονται πάνω από το έδαφος. Τα φυτά
με χρήσιμα εναέρια μέρη συνήθως συγκομίζονται κατά την περίοδο της ανθοφορίας.
(Hypericum perforatum, Hypericaceae).

Άνθη: η χρήση των ανθών είναι πολύ κοινή και δημοφιλής στην παραδοσιακή ιατρική.
Συμπεριλαμβάνονται τα Syzygium aromaticum, Myrtaceae, το χαμομήλι (Chamaemelum
nobile, Asteraceae), Hibiscus sabdiriffa, Malvaceae και Calendula officinalis, Asteraceae.

Καρποί: π.χ. Pimpinella anisum και το Foeniculum vulgare, που ανήκουν στην οικογένεια
Apiaceae.

Σπόροι: περιέχονται στους καρπούς και σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται μόνοι


τους. Πχ Ricinus communis, Euphorbiaceae και Foeniculum vulgare, Apiaceae.

Ρητίνη: μίγμα ενώσεων που εκκρίνονται από συγκεκριμένα κύτταρα των φυτών.
Αποτελείται από μίγμα εστέρων και πολυμερισμένα τερπενοειδή και είναι συνήθως
αδιάλυτη στο νερό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα Boswellia sacra και
Commiphora myrrha, Burseraceae.

Λιπώδη έλαια: είναι μη πτητικά, αδιάλυτα έλαια που παράγονται είτε από τους καρπούς,
είτε από τους σπόρους των φυτών. Τα έλαια συχνά αναφέρονται ως ακυλγλυκερίδες
διότι προέρχονται από μόρια γλυκερόλης.
Πέρα από τις πιθανές θεραπευτικές τους προοπτικές χρησιμοποιούνται και σαν αλοιφές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έλαιο ελιάς.

Αιθέρια έλαια: είναι πτητικά έλαια που εξάγονται από τα φυτά μέσω απόσταξης.
Αποτελούνται από τερπενοειδή. Δεν είναι αξιοσημείωτου προσοχής σαν ενεργά
συστατικά των φαρμακευτικών φυτών.

Πιο γνωστά έλαια αποτελούν η μέντα (Mentha piperita, Lamiaceae) και το Ylang Ylang
(Cananga odorata, Annonaceae).

Γ.Α.Καρίκας
28

Δρόγες

Μορφές χορήγησης

Σύμφωνα με την λαϊκή ιατρική, αλλά και με την σύγχρονη φαρμακοβιομηχανία, οι


μορφές χορήγησης μιας φαρμακευτικής ουσίας μπορούν να είναι:

Απόσταγμα: παρασκευάζεται σε υγρή, ημίρρευστη μορφή ή σε σκόνη από ακατέργαστο


μείγμα τμημάτων του φυτού. Οι χημικές ενώσεις μπορούν να εξαχθούν από το φυτικό
υλικό με τη χρήση νερού ή οργανικών διαλυτών,όπως η αλκοόλη.

Ως αποτέλεσμα, το απόσταγμα περιέχει μόνο τα διαλυτά κλάσματα του φυτικού υλικού


(συνήθως περίπου το 20% του συνολικού βάρους), ενώ τα μη διαλυτά κλάσματα
παραμένουν (περίπου το 80%) και απορρίπτονται.

Η αναλογία του εκχυλίσματος είναι 5:1 για κανονικά αποστάγματα και 100:1 για βότανα
με 1% αιθέρια έλαια. Το εκχύλισμα χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι και σήμερα.

Μίγματα: Είναι προϊόντα τα οποία περιέχουν δύο ή περισσότερα φυτά ή βότανα που
ενεργούν ξεχωριστά, προσθετικά ή συμπληρωματικά για την αποκατάσταση ή τη
διατήρηση της υγείας. Στην Κινέζικη παραδοσιακή ιατρική, τα φαρμακευτικά φυτά
χρησιμοποιούνται τυπικά ως μίγματα.

Τσάι ή εκχύλισμα: προετοιμάζονται με βύθιση του βοτάνου σε βραστό νερό.

Αφέψημα: αναφέρεται στην διαδικασία κατά την οποία προστίθεται κρύο νερό στην
απαιτούμενη ποσότητα φαρμάκου και στη συνέχεια αφήνεται να σιγοβράσει για 5-10
λεπτά, ενώ στο τέλος στραγγίζεται.

Γ.Α.Καρίκας
29

Χυμός: παρασκευάζεται με την σύνθλιψη των φρέσκων τμημάτων του φυτού και τη
συγκομιδή του χυμού. Το προϊόν μπορεί να παστεριοποιηθεί για την παράταση του
χρόνου ζωής του.

Σιρόπι: είναι το παρασκεύασμα που περιέχει περίπου 66% σακχαρόζη και γενικά έχει μια
ημίρρευστη περιεκτικότητα. Τα σιρόπια χρησιμοποιούνται κυρίως σαν παράγοντες
βελτίωσης της δυσάρεστης γεύσης κάποιου άλλου συστατικού. Όταν χρησιμοποιούνται
ως μίγματα για τον βήχα η κατάποση είναι αργή, ώστε να επιτραπεί μέγιστη επαφή με
τον βλεννογόνο.

Αιθέρια έλαια: είναι πτητικές ενώσεις διαλυμένες σε αλκοόλη ή μείγμα αλκοόλης-


νερού.

Κάψουλες: είναι μικρές, μαλακές ή σκληρές και κατασκευάζονται από ζελατίνη.


Περιέχουν ιατρικά προϊόντα ή εκχυλίσματα σε προκαθορισμένη δόση, τα οποία
προστατεύονται από τον αέρα, το φως και την υγρασία.

Δισκία: υπάρχουν δύο τύποι: μη σακχαρόπηκτα και σακχαρόπηκτα δισκία. Τα μη


σακχαρόπηκτα παρασκευάζονται από την συμπίεση σκόνης ενεργού συστατικού μετά τη
προσθήκη αδρανούς γλυκαντικού εκδόχου, ενώ μερικές φορές προστίθενται υλικά για
την βελτίωση του χρώματος και της γεύσης ή παράγοντες διάλυσης, για την
επιβεβαίωση ότι το δισκίο διαλύεται γρήγορα στο νερό.

Υπόθετα: είναι συνήθως σχήματος τορπίλης και προορίζονται για εισαγωγή στον
πρωκτό, στον κόλπο ή στην ουρήθρα, όπου τήκονται. Βοτανικά προϊόντα σπάνια
χρησιμοποιούνται σε αυτή τη μορφή.

Αλοιφές: είναι συνήθως ημιστερεές με σκοπό την εξωτερική χρήση. Περιέχουν


φαρμακευτικές ουσίες σε μια κατάλληλη ουσία-φόρμα (υδαρής ή λιπαρός διαλύτης).

Πολτός: δημιουργείται από πολτοποιημένα φρέσκα φυτά. Μπορεί να αναμειχθεί με


έλαιο, αλκοόλη ή νερό και να εφαρμοστεί σε μέρη του σώματος.

Οδοί χορήγησης

Στόμα (per os): το αφέψημα, έγχυμα, σιρόπι κ.α συνήθως χορηγούνται από του στόματος
ή υπογλώσσια.

Ρινικώς: τα αιθέρια έλαια που βρίσκονται σε θερμά υγρά ή σε υλικά σε σκόνη μπορούν
να εισπνευστούν ώστε τα ενεργά συστατικά να εισέλθουν από το ρινικό βλεννογόνο. Ο
καπνός από την καύση υλικών εισπνέεται και τα ενεργά συστατικά απορροφώνται από
τους πνεύμονες.

Γ.Α.Καρίκας
30

Τοπικά: κρέμες δέρματος (lotion), έλαια ή αλοιφές, που περιέχουν ενώσεις από
φαρμακευτικά φυτά εφαρμόζονται κατευθείαν στο δέρμα, όπου και τα ενεργά συστατικά
απορροφώνται.

Πρωκτικά: τα ενεργά συστατικά απορροφώνται από τον πρωκτό, αφού σε ορισμένες


περιπτώσεις, ανάλογα με τη φύση των προϊόντων είναι προτιμότερο να παρακάμπτεται
το στομάχι.

Υποδόριες ή ενδομυϊκές ενέσεις: κάποια φάρμακα (πάντα τιτλοποιημένες χημικές


ενώσεις, προερχόμενες από φυτά) εισάγονται με ένεση στην κυκλοφορία του αίματος.
Ορισμένες ενώσεις είναι τελείως ανενεργές όταν εισαχθούν από του στόματος.

Δυσκολίες στη χρήση των φυσικών προϊόντων

Η εύρεση μίας δραστικής ουσίας για την δημιουργία ενός νέου φαρμάκου φυτικής
προέλευσης δεν αρκεί για την εμπορευματοποίησή του.
Οι φαρμακοβιομηχανίες καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν αριθμό απαγορευτικών
πολλές φορές δυσκολιών, που αφορούν:

 υψηλό κόστος της έρευνας,


 οικολογικούς ενδοιασμούς,
 αυξημένη ζήτηση,
 τοξικότητα,
 νοθείες,
 μικροβιακή μόλυνση

1. Κόστος: υπολογίστηκε ότι το 1991 στις Η.Π.Α για κάθε 10.000 καθαρές ενώσεις που
αξιολογήθηκαν βιολογικώς (αρχικά in vitro) μόνο 20 από αυτές θα δοκιμαστούν σε
πειραματόζωα, 10 από αυτές θα αξιολογηθούν κλινικώς ενώ μόνο μία θα φτάσει στην
έγκριση του US Food and Drug Administration (FDA)* για να εισέλθει στην αγορά.
Ο χρόνος που απαιτείται για την περαίωση αυτής της διαδικασίας υπολογίστηκε στα 10
χρόνια, ενώ το κόστος φτάνει στα 231 εκατομμύρια δολάρια.

*US Food and Drug Administration: Κρατική Υπηρεσία, που ευθύνεται για την προστασία
της δημόσιας υγείας διασφαλίζοντας την αποτελεσματικότητα, την προστασία και την
ασφάλεια ανθρώπινων και κτηνιατρικών φαρμάκων, των βιολογικών προϊόντων, των
ιατρικών συσκευών, των καλλυντικών, καθώς επίσης και την παραγωγή, προώθηση και
διανομή του καπνού.
Ευθύνεται επίσης και για την βελτίωση της δημόσιας υγείας βοηθώντας στην ταχύτερη
διάδοση καινοτομιών που αφορούν φάρμακα και τροφές, κάνοντάς τα έτσι πιο ασφαλή,
αποτελεσματικά και οικονομικά.

2. Οικολογικοί ενδοιασμοί. Τυπικά, η φυτική βιομάζα συλλέγεται από τη φύση. Όμως,


σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτούνται τεράστιες ποσότητες φυτών για την εξαγωγή

Γ.Α.Καρίκας
31

ελάχιστης ποσότητας ενεργούς ουσίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανεξέλεγκτη συλλογή
φυτών θα οδηγούσε σε εξαφάνιση των ειδών και θα δημιουργούσε προβλήματα στα
οικοσυστήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αντικαρκινικά βινμπλαστίνη και βινκριστίνη,
τα οποία εξάγονται από το Catharanthus Roseus της Μαδαγασκάρης. Ένας τόνος φυτικού
προϊόντος παράγει μόνο 1g βινμπλαστίνης και 20 mg βινκριστίνης.

Παρομοίως, η παραγωγή του Paclitaxel (taxol) γίνεται από τον φλοιό των ειδών Taxus,
στα οποία αφ’ενός η συγκομιδή της ουσίας οδηγεί σε καταστροφή του δέντρου (ανήκει
στα δέντρα που χρειάζονται πολύ χρόνο για να αναπτυχθούν) και αφ’ετέρου η εξαγόμενη
ποσότητα είναι πολύ μικρή (3 δέντρα αποδίδουν μόνο 1g paclitaxel).
Κατά τις αρχικές κλινικές δοκιμές χρειάστηκαν περίπου 13.000 δέντρα, οπότε και
υπολογίστηκε ότι η εμπορευματοποίηση του θα οδηγούσε σε παγκόσμια εξαφάνιση του
είδους μέσα σε λίγα χρόνια.

Στην περίπτωση των αλκαλοειδών βινμπλαστίνη και βινκριστίνη η λύση δόθηκε από την
καλλιέργεια του φυτού και την εξαγωγή μονομερών πρόδρομων ενώσεων Vindoline και
Catharanthin, που βρίσκονται σε επαρκή ποσότητα στα φύλλα και στις ρίζες ή μέσω
καλλιέργειας φυτικών κυττάρων.
Ομοίως, στην περίπτωση του Paclitaxel, η καλλιέργεια φυτικών κυττάρων για την
ημισύνθεσή του από την πρόδρομη ένωση 10-deacetylbacchatin III, το κατέστησε
οικονομικά φαρμακευτική επιτυχία.

Δομή 10-deacetylbacchatin III

Οι ασαφείς ελεγκτικοί μηχανισμοί για τα φυτικά φάρμακα αλλά και για τα


συμπληρώματα διατροφής που προέρχονται από είδη που απειλούνται με εξαφάνιση
στις αναπτυσσόμενες χώρες, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη συλλογή τους από τη
φύση, οδηγεί προφανώς σε τεράστια οικολογικά προβλήματα.

Παραδείγματα από την Αφρικανική ήπειρο αποτελούν τo Hoodia gordonii


(Asclepiadaceae) που φέρεται ως αναστολέας όρεξης, το Harpagophylum procumbens
(Pedaliaceae) που είναι δημοφιλές αντιρρευματικό φυτικό φάρμακο και το Drosera
Madagascariensis (Droseraceae) που αποτελεί υποκατάστατο του ευρωπαϊκού Drosera
rotundifolia, το οποίο είναι αυστηρά προστατευμένο.

Γ.Α.Καρίκας
32

3. Αυξημένη ζήτηση. Η ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση κάποιων φαρμάκων που


προέρχονται από φυτικά φυσικά προϊόντα οδηγεί σε έλλειψη προμηθειών τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σικιμικό οξύ που είναι το αρχικό υλικό για τη
σύνθεση του αντιικού φαρμάκου (oseltamivir, TamifluR). Οπως είναι γνωστό, το σικιμικό
είναι ένα ενδιάμεσο προϊόν της βιοσύνθεσης απαραίτητων αμινοξέων και φαινυλ-
προπανοειδών, που βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στον καρπό του Illicium Venum,
Illicaceae.
Η λύση προήλθε από τη παραγωγή της ουσίας μέσω μιας γενετικά τροποποιημένης
μορφής E. Coli, έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο πλέον καλύπτεται το 30% των απαιτήσεων της
αγοράς των Η.Π.Α.

Δομή Oseltamivir

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις επιτυχημένων φαρμάκων, που η λύση για την
ανεπαρκή προμήθειά τους δεν έχει ακόμα δοθεί. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της
ποδοφυλλοτοξίνης, που εξάγεται από το ρίζωμα του Podophyllum Hexandrum και
αποτελεί την αρχική ένωση για την σύνθεση αντικαρκινικών φαρμάκων Εtoposide και
Τeniposide.
Το P. Hexandrum συλλέγεται από τη φύση, με αργή φυσική αναγέννηση και είναι είδος
υπό εξαφάνιση, λόγω της ανεξέλεγκτης συλλογής του.
Ως εναλλακτική πηγή podophylotoxin θεωρείται η εξαγωγή, μέσω ελεγχόμενης
ενζυματικής υδρόλυσης, της podophyllotoxin-4-Oβ-D-glycoside από τα φύλλα του
Podophyllum peltatum. Αλλά ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση δεν έχει βρεθεί κάποιος
οικονομικός τρόπος καλλιέργειας.

4. Τοξικότητα. Οικολογικώς, οι δευτερογενείς φυτικές ενώσεις παράγονται ως χημική


άμυνα, όπου μπορεί να απωθήσει, να αναισθητοποιήσει, να δηλητηριάσει ή να σκοτώσει
άλλα είδη.
Θα ήταν αντιεπιστημονικό να θεωρηθεί ότι κάθε φυτικό προϊόν είναι απαραιτήτως και
ασφαλές.
Επίσης θα ήταν δύσκολος ο διαχωρισμός μεταξύ ενός αποτελεσματικού φαρμάκου και
ενός θανατηφόρου δηλητηρίου.
Σε αυτή τη περίπτωση, ο καθορισμός της απαιτούμενης δόσης είναι απαραίτητος, καθώς
κάποια φυτά με ιστορία χρήσης τους έχουν ευρεθεί σαν πιθανώς τοξικά.
Σε αυτή τη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται το Symphytum officinale, το οποίο έχει
αναφερθεί ότι προκαλεί επίκτητη ηπατική βλάβη και το Corynanthe yohimbre, το οποίο

Γ.Α.Καρίκας
33

λειτουργεί ως συμπλήρωμα διατροφής και ως αφροδισιακό, αλλά σε υψηλές δόσεις


προκαλεί πιθανά νεφρική ανεπάρκεια και θάνατο.

5. Νοθεία. Η νοθεία των φυτικών φαρμακευτικών προϊόντων μπορεί να είναι τυχαία ή


εσκεμμένη. Κάποιες φορές έχουν βρεθεί φυτικά προϊόντα που είναι μολυσμένα με
βαρέα μέταλλα.
Σε άλλες περιπτώσεις, η αντικατάσταση μιας φυτικής ουσίας από κάποια άλλη έχει
οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες.
Ενα παράδειγμα, αποτελεί το είδος Aristolochia ( χρησιμοποιείται από την κινέζικη
ιατρική) όπου η αντικατάστασή του από το είδος Aristolochia Fangchi οδήγησε στο
θάνατο πολλούς ασθενείς, που προσπαθούσαν να χάσουν βάρος σε κλινική του Βελγίου.

6. Μικροβιακή μόλυνση. Με τις απαιτήσεις των οργανισμών «Good Agricultural


Practices»* και «Good manufacturing Practices»* να αυξάνονται ολοένα και περισσότερο
στους παραγωγούς φαρμακευτικών φυτών, η μικροβιακή μόλυνση μπορεί να ελεγχθεί.

Είναι γεγονός ότι τα φυσικά προϊόντα περιέχουν μεγάλο αριθμό σπορίων και άλλων
μικροοργανισμών, αλλά παρ’ όλα αυτά ο μέγιστος αριθμός επιτρεπόμενων
μικροοργανισμών στην πλειοψηφία της φαρμακοβιομηχανίας είναι καθορισμένος.

Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία αποκλείει την παρουσία E.Coli και


Salmonella sp, και περιορίζει τους αερόβιους μικροοργανισμούς σε 105 κύτταρα/g ή mg
και τους μύκητες και τα εντεροβακτηριακά σε 103 κύτταρα/g ή mg.

*Good Agricultural Practices (GAP): αφορά ένα σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται στην
γεωργία, ώστε να παράγονται ασφαλή και υγιεινά βρώσιμα και μη, γεωργικά προϊόντα,
εφόσον έχει υπολογιστεί ο οικονομικός, και ο κοινωνικός παράγοντας.

*Good manufacturing Practices (GMP): αφορά ένα σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται
με σκοπό την διασφάλιση της ποιότητας σε τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα και ιατρικές
συσκευές.

Τρόπος επιλογής φυτού

Οπως ελέχθη η παραδοσιακή ή λαϊκή ιατρική ορίζεται ως η κάθε μη δυτική ιατρική


άσκηση.
Η εθνοφαρμακολογία περιλαμβάνει την παρατήρηση, την περιγραφή και την
πειραματική έρευνα ενδογενών φαρμάκων για τις βιολογικές τους ιδιότητες.
Βασίζεται στην βοτανολογία, στην χημεία, στη βιοχημεία, στην φαρμακολογία και σε
άλλες επιστήμες (ανθρωπολογία, αρχαιολογία, ιστορία), που συμβάλλουν στην
ανακάλυψη φυσικών προϊόντων με βιολογική δράση.
Η επιλογή του φυτού προς έρευνα μπορεί να είναι:

Γ.Α.Καρίκας
34

1. Τυχαία που ακολουθείται από μία ή περισσότερες βιολογικές έρευνες: στο


παρελθόν, οι περισσότερες έρευνες είχαν γίνει από το National Cancer Institute
(NCI) στις ΗΠΑ και από το Central Drug Research Institute (CDRI) στην Ινδία.

Περισσότερα από 35.000 είδη είχαν αξιολογηθεί in vitro και αργότερα in vivo από το
1960-1981 από το NCI, ενώ το CDRI αξιολόγησε περίπου 2000 είδη για πολλές βιολογικές
ιδιότητες (αντιβακτηριακές, αντιμηκυτιακές, αντιδιαβητικές, αντιφλεγμονώδεις κ.α.).

2. Επακόλουθο αναφορών σε φυτά που χρησιμοποιούνται σε οργανωμένα


παραδοσιακά συστήματα π.χ. Ayurveda, Unami, Kampo και η κινέζικη ιατρική:

Η διαδικασία έρευνας ονομάζεται και Αντίστροφη φαρμακολογία, καθώς αρχίζει από ένα
χρήσιμο φαρμακευτικό φυσικό προϊόν με γνωστές (χωρίς επιστημονική απόδειξη)
ιδιότητες, για να καταλήξει στην εύρεση των ενεργών συστατικών τους.

3. Βάση έρευνας των λαϊκών παραδόσεων και της τοπικής βοτανολογίας: συνήθως
η γνώση μεταδίδεται από τη μία γενιά στην άλλη προφορικώς, ενώ τα υλικά και
τα φυτά που χρησιμοποιούνται παραμένουν μυστικά.

Σε μερικές χώρες η χρήση θεραπευτικών φυτών σχετίζεται με την μαγεία και την
προκατάληψη, διότι οι άνθρωποι δεν έχουν τις γνώσεις για να εξηγήσουν τον τρόπο της
ίασης. π.χ., πιστεύεται ότι η εμφάνιση/σχήμα των φυτών σχετίζεται με την θεραπευτική
τους ιδιότητα.

Δηλαδή, ο κόκκινος χυμός των φυτών σχετίζεται με το αίμα, τα κίτρινα άνθη με τη χολή
και τον ίκτερο, το ανθρωπόμορφο σχήμα κάποιων ριζών με τις γυναίκες και την
γονιμότητα κ.α. Αυτό το είδος προσέγγισης χρησιμοποιείται κυρίως σε φυλές της
Αφρικής και Ν. Αμερικής.

Εμφάνιση/Σχήμα φυτών σε αντιστοιχία με τις θεραπευτικές τους ιδιότητες

Γ.Α.Καρίκας
35

Πηγές πληροφοριών για την εθνοφαρμακολογία αποτελούν βιβλία για την ιατρική
βοτανολογία, επιστημονικά άρθρα που εμπεριέχουν έρευνες και από βάσεις δεδομένων,
που έχουν δημιουργηθεί για την εύκολη πρόσβαση στην μέχρι τώρα αποκτηθείσα γνώση
περί των φαρμακευτικών φυτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βάση
δεδομένων Napralert, η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες για 43.879 είδη ανώτερων
φυτών. 13.599 είδη περιέχουν εθνοφαρμακευτικές πληροφορίες, που αφορούν 3.607
γένη και 273 οικογένειες.

ΠΡΟΚΛΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ

Οπως είναι γνωστό, οι κλινικές δοκιμές που αφορούν νέα φάρμακα διαχωρίζονται σε
τέσσερις φάσεις. Η κάθε μια από αυτές θεωρείται ως μια ξεχωριστή κλινική δοκιμασία.
Αν το φάρμακο περάσει από τις φάσεις Ι, ΙΙ,ΙΙΙ και IV με επιτυχία, συνήθως γίνεται
αποδεκτό από κάποιον διεθνή ρυθμιστικό οργανισμό για την χρήση αυτού από τον γενικό
πληθυσμό.
Πριν την έναρξη των κλινικών δοκιμών ενός φαρμάκου από της φαρμακοβιομηχανίες,
πραγματοποιούνται εκτενείς προκλινικές έρευνες.

Προκλινική έρευνα

Περιλαμβάνει in vitro (στο δοκιμαστικό σωλήνα ή σε κυτταρικές καλλιέργειες) και in vivo


(σε πειραματόζωα) πειράματα με τη χρήση ποικίλων δόσεων του προς έρευνα
φαρμάκου, ώστε να συλλεχθούν αρχικές πληροφορίες ως προς την αποτελεσματικότητά
του, την τοξικότητά του και την φαρμακοκινητική του.
Τέτοιου είδους έρευνες πραγματοποιούνται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, ώστε να
κριθεί αν ένα υποψήφιο φάρμακο έχει το επιστημονικό πλεονέκτημα για την περαιτέρω
εξέλιξή του ως νέο πειραματικό φάρμακο.

Φάση 0

Η φάση 0 είναι μία νέα δοκιμή που πραγματοποιείται σε ανθρώπους, σύμφωνα με το


United States Food and Drug Administration (FDA) 2006 Guidance on Exploratory
Investigational New Drug (IND)Studies.
Η φάση αυτή είναι γνωστή και σαν φάση μικροδόσεων, καθώς είναι σχεδιασμένη για να
επιταχύνει την εξέλιξη ενός φαρμάκου, εφόσον επιβεβαιώνει την ικανότητα αυτού να
λειτουργήσει στον ανθρώπινο οργανισμό όπως αναμενόταν από τις προκλινικές έρευνες.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των δοκιμασιών της φάσης 0 αποτελεί η χρήση του φαρμάκου
σε μικρότερες από τις απαιτούμενες θεραπευτικές δόσεις, σε ένα μικρό αριθμό ατόμων
(10-15), ώστε να συλλεχθούν πληροφορίες ως προς την φαρμακοδυναμική («τι κάνει το
φάρμακο στο σώμα») και την φαρμακοκινητική («τι κάνει το σώμα στο φάρμακο»).
Δεν δίνει πληροφορίες ως προς την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του
φαρμάκου, διότι η δόση είναι πολύ μικρή για να προκαλέσει κάποιο θεραπευτικό
αποτέλεσμα. Πραγματοποιείται από τις φαρμακευτικές εταιρίες/ερευνητικά κέντρα για
Γ.Α.Καρίκας
36

την αξιολόγηση των νέων φαρμάκων για να αποφασίσουν πιο από αυτά έχει τις
καλύτερες φαρμακοκινητικές παραμέτρους σε ανθρώπινο μοντέλο, ώστε να συνεχιστεί
η περαιτέρω εξέλιξή του.
Ερευνάται ακόμα αν η φάση 0 είναι γενικά χρήσιμη, ηθικώς αποδεκτή, εφικτή, αν
επιταχύνει την αξιολόγηση του φαρμάκου ή εξοικονομεί χρήματα και αν υπάρχει
πιθανότητα εξέλιξης.

Φάσεις κλινικών δοκιμών

Φάση Ι

Η πρώτη φάση κλινικών δοκιμών αφορά τον έλεγχο σε ανθρώπινα μοντέλα. Συνήθως,
επιλέγεται μια μικρή ομάδα (20-100) υγιών εθελοντών. Αυτή η φάση περιλαμβάνει
δοκιμές σχεδιασμένες να αξιολογήσουν την ασφάλεια, την ανθεκτικότητα, την
φαρμακοκινητική και την φαρμακοδυναμική μίας ουσίας. Αυτές οι δοκιμές συνήθως
πραγματοποιούνται σε κλινική, ώστε οι εθελοντές που λαμβάνουν τη θεραπεία να
παρακολουθούνται συνεχώς από εξειδικευμένο προσωπικό, γεγονός που συνεχίζεται
και μετά την πάροδο του χρόνου ημιζωής του φαρμάκου.

Επίσης, η φάση Ι περιλαμβάνει δοσολογική κλιμάκωση, ώστε να επιλεχθεί η κατάλληλη


δόση για θεραπευτικούς σκοπούς, ενώ το εύρος αυτής, κρίνεται με βάση τα δεδομένα
από τις προκλινικές έρευνες σε πειραματόζωα.

Συνήθως επιλέγονται υγιείς εθελοντές, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις επιλέγονται


πραγματικοί ασθενείς, όπως νοσούντες με καρκίνο ή HIV σε τελικό στάδιο, που δεν έχουν
κάποια άλλη ελπίδα για θεραπεία.
Οι εθελοντές αμείβονται για την συμμετοχή τους ανάλογα με το χρόνο που διαρκεί η
έρευνα (χαμηλό ποσό σε μια μικρής διάρκειας έρευνα, που μπορεί να φτάσει τα 6000 $
σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο).

Υπάρχουν διαφορετικά είδη φάσης Ι κλινικών δοκιμών, όπως: SAD, MAD, επίδραση
τροφής.

Γ.Α.Καρίκας
37

SAD (Single Ascending Dose): μια μικρή ομάδα ατόμων λαμβάνει μία μόνο δόση,
συγκεκριμένης συγκέντρωσης ενός φαρμάκου, ενώ παρατηρείται και ελέγχεται για
κάποια χρονική περίοδο. Αν δεν εκδηλωθούν δυσμενείς παρενέργειες και τα
φαρμακοκινητικά δεδομένα είναι εντός ορίων με προβλεπόμενες ασφαλείς εκτιμήσεις,
τότε η δόση αυξάνεται και λαμβάνεται από μία νέα ομάδα εθελοντών.

Αυτό συνεχίζεται μέχρι να φτάσουν στα υπολογισμένα, ασφαλή φαρμακοκινητικά


επίπεδα, ή να εμφανιστούν παρενέργειες που δεν είναι ανεκτές. Στο σημείο αυτό νοείται
ότι το φάρμακο έχει φτάσει την μέγιστη ανεκτή δόση (Maximum tolerated dose- MTD ) .

MAD (Multiple Ascending Dose): πραγματοποιείται για την καλύτερη κατανόηση της
φαρμακοκινητικής και της φαρμακοδυναμικής πολλαπλών δόσεων ενός φαρμάκου.
Σε αυτού του είδους την έρευνα, μία ομάδα εθελοντών λαμβάνει πολλαπλές δόσεις
συγκεκριμένης συγκέντρωσης ενός φαρμάκου, ενώ λαμβάνονται δείγματα (αίματος και
άλλων βιολογικών υγρών) σε ποικίλα χρονικά διαστήματα, ώστε να μελετηθεί ο τρόπος
με τον οποίο το φάρμακο μεταβολίζεται στο ανθρώπινο σώμα.
Η δόση αυξάνεται και λαμβάνεται από άλλη ομάδα, μέχρι να φτάσει το προκαθορισμένο
οριακό επίπεδο.

Επίδραση της τροφής

Είναι μια μικρή έρευνα που πραγματοποιείται για να ελεγχθεί, αν υπάρχουν διαφορές
στην απορρόφηση του φαρμάκου, προκαλούμενες από τη λήψη φαγητού πριν τη
χορήγησή του.
Στους εθελοντές χορηγούνται δυο ίδιες δόσεις ενός φαρμάκου σε διαφορετικές
περιπτώσεις : προ και μετά το γεύμα.

Φάση ΙΙ

Όταν επιβεβαιωθεί η αρχική ασφάλεια του προϊόντος στην φάση Ι κλινικών δοκιμών, η
φάση ΙΙ συνεχίζεται σε μεγαλύτερη ομάδα ατόμων (20-300) και είναι σχεδιασμένη, για
να επιδείξει το πόσο καλά δρα το φάρμακο.
Η αποτυχία ενός προϊόντος συνήθως συμβαίνει σε αυτή τη φάση, διότι ανακαλύπτεται η
τοξικότητά του ή δεν εμφανίζει την αναμενόμενη αποδοτικότητα.
Η έρευνα της δεύτερης φάσης συνήθως διαχωρίζεται σε: Φάση ΙΙΑ και Φάση ΙΙΒ.

Φάση ΙΙΑ-Φάση ΙΙΒ

Η φάση ΙΙΑ είναι σχεδιασμένη για την αξιολόγηση των δοσολογικών απαιτήσεων (πόση
ποσότητα φαρμάκου πρέπει να χορηγείται).
Η φάση ΙΙΒ είναι σχεδιασμένη για την έρευνα της αποτελεσματικότητάς του (πόσο καλά
το φάρμακο λειτουργεί στην συγκεκριμένη δόση).
Κάποιες έρευνες συνδυάζουν την φάση Ι και την φάση ΙΙ και ελέγχουν ταυτόχρονα και
την αποτελεσματικότητα και την τοξικότητα του φαρμάκου.

Γ.Α.Καρίκας
38

Επίσης, ορισμένες φορές η δεύτερη φάση περιλαμβάνει ασθενείς όπου με τυχαία


επιλογή λαμβάνουν είτε το φάρμακο, είτε το placebo.

Φάση ΙΙΙ

Η φάση ΙΙΙ περιλαμβάνει ελεγχόμενη, πολυκλινική, τυχαία έρευνα σε μεγάλο αριθμό


ατόμων (300-3000 ή περισσότερους ανάλογα με την ασθένεια ή με την ιατρική
κατάσταση που ερευνάται) και στοχεύουν στην επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας
του φαρμάκου, σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες θεραπείες.

Λόγω της μεγάλης διάρκειάς της, η φάση ΙΙΙ είναι πολύ δαπανηρή, χρονοβόρα και
δύσκολη στον σχεδιασμό και στην εκτέλεσή της, ειδικά σε θεραπείες χρόνιων
παθολογικών καταστάσεων.

Αν και δεν είναι απαραίτητο για όλες τις περιστάσεις, τυπικά αναμένεται να υπάρχουν
τουλάχιστον δύο επιτυχημένες δοκιμές φάσης ΙΙΙ, που υποδεικνύουν την ασφάλεια και
την αποδοτικότητά του ώστε να εξασφαλιστεί η έγκριση από τον αρμόδιο οργανισμό,
όπως για παράδειγμα το FDA (για τις Η.Π.Α), ή το ΕΜΑ (για την Ευρωπαϊκή ένωση).

Όταν ένα φάρμακο κριθεί αποτελεσματικό κατά την τρίτη φάση, συντάσσεται έγγραφο
που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της έρευνας σε ανθρώπους και ζώα, τη
περιεκτικότητά του καθώς και τη διαδικασία κατασκευής του, με σκοπό την αποδοχή του
από τους αρμόδιους οργανισμούς και την εξαγωγή του στην αγορά.

Αν εμφανιστούν δυσμενείς παρενέργειες, τότε το φάρμακο θα πρέπει να απομακρυνθεί


από την αγορά. Τέλος, είναι πιθανό να ευρεθούν μη εγκεκριμένα, πειραματικά φάρμακα
φάσης ΙΙΙ στην αγορά.

Φάση IV

Περιλαμβάνει την περαιτέρω παρακολούθηση της επίδρασης του φαρμάκου, εφόσον


αυτό έχει βγει στην αγορά.
Οι έρευνες της φάσης IV πραγματοποιούνται για ανταγωνιστικούς λόγους των εταιρειών
ή για άλλους λόγους, όπως για παράδειγμα τον έλεγχο της αλληλεπίδρασής του με άλλα
φάρμακα ή την επίδρασή του σε ομάδες ατόμων, όπως είναι οι έγκυες γυναίκες, που
είναι ανεπίτρεπτο να συμμετέχουν εθελοντικά στην έρευνα κατά την εγκυμοσύνη τους.

Είναι σχεδιασμένη για να ανιχνεύσει όποιες σπάνιες ή μακροχρόνιες παρενέργειες


εμφανιστούν σε ένα μεγαλύτερο πληθυσμό ασθενών και για μεγαλύτερη χρονική
διάρκεια, γεγονός μη εφικτό κατά τις φάσεις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ.
Επιβλαβής επιδράσεις που ανακαλύπτονται κατά την τέταρτη φάση έχουν σαν
αποτέλεσμα την απόσυρση του φαρμάκου από την αγορά ή την απαγόρευση της χρήσης
του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Γ.Α.Καρίκας
39

Χρονική διάρκεια αξιολόγησης ενός φαρμάκου

Κλινικές μελέτες στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα οι κλινικές μελέτες για φάρμακα ανθρώπινης χρήσης διεξάγονται μετά από
έγκριση του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ).

Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση ΔΥΓ3/89292,ΦΕΚ Β1973/31-12-2003 (εναρμόνιση


με την Directive 2001/20/EC) οι κλινικές μελέτες διακρίνονται σε 2 κατηγορίες:

Κλινικές Μελέτες –Παρεμβατικές και Μη Παρεμβατικές Μελέτες


Οι αιτήσεις για έγκριση κλινικών μελετών κατατίθενται προς το Τμήμα Κλινικών Δοκιμών,
της Διεύθυνσης Φαρμακευτικών Μελετών και Έρευνας, μαζί με τα απαραίτητα
Δικαιολογητικά.

Μη Εμπορικές Κλινικές Μελέτες (Παρεμβατικές και Μη Παρεμβατικές)


Η Υπουργική Απόφαση ΔΥΓ3/89292,ΦΕΚ Β1973/31-12-2003 και η Directive 2005/28/ΕΚ
για την Ορθή Κλινική Πρακτική προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις που θα εφαρμόζονται στις
«μη-εμπορικές κλινικές μελέτες» που διενεργούνται από ερευνητές χωρίς τη συμμετοχή
της φαρμακοβιομηχανίας.
Οι ειδικές ρυθμίσεις που θα εφαρμόζονται στις «μη-εμπορικές κλινικές μελέτες»
πρόκειται να ανακοινωθούν με την έκδοση σχετικής οδηγίας της ΕΕ.

Γ.Α.Καρίκας
40

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Γ.Α.Καρίκας
41

Γ.Α.Καρίκας
42

Γ.Α.Καρίκας
43

Γ.Α.Καρίκας
44

Συστατικά Θαλασσοθεραπείας-Ιαματικών λουτρών/θεραπευτικές χρήσεις

Γ.Α.Καρίκας
45

Ποιότητα και Ασφάλεια Φυτικών Φαρμακευτικών προϊόντων

Η διαπίστευση της ποιότητας ενός φυτικού τελικού προϊόντος είναι ιδιαιτέρως


σημαντική και μπορεί να διασφαλισθεί μόνο με τυποποίηση της όλης πορείας
παρασκευής, αρχίζοντας από το φυτό και τελειώνοντας στο φυτικό παρασκεύασμα και
σχετίζεται με:

 ποιότητα του χρησιμοποιούμενου φυτικού υλικού


 ακριβή συστηματική κατάταξη του φυτού
 φυτοχημικά χαρακτηριστικά της φυτικής δρόγης (μέρος του φυτού)
 βιολογική και γεωγραφική ποικιλότητα
 καλλιέργεια
 συνθήκες αποξήρανσης
 χημικά χαρακτηριστικά προ- και μετά- την ωρίμανση
 σταθερότητα των συστατικών
 μέθοδος παρασκευής του τελικού φυτικού εκχυλίσματος
 μικροβιολογικό έλεγχο

Επιχειρήσεις οι οποίες πρόκειται να ασχοληθούν με την μεταποίηση των


αρωματικών/φαρμακευτικών φυτών, θα πρέπει να πληρούν τις κατάλληλες
προϋποθέσεις για:

α) την κατασκευή και διαρρύθμιση των κτιρίων και των συναφών υπηρεσιών -χώρων
προς χρήση,
β) την διάταξη των χώρων, συμπεριλαμβανομένου του χώρου εργασίας και των
εγκαταστάσεων των εργαζομένων,
γ) τον εξαερισμό, δίκτυο νερού, παροχή ενέργειας,
δ) την υποστήριξη υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων και της
διάθεσης λυμάτων
ε) την καταλληλότητα του εξοπλισμού και την προσβασιμότητά της για τον καθαρισμό,
τη συντήρηση και την προληπτική συντήρηση,
στ) τη διαχείριση των προμηθευόμενων υλικών,
ζ) τα μέτρα για την πρόληψη της διασταυρούμενης επιμόλυνσης,
η) τον καθαρισμό και την απολύμανση,
θ) την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών
ι) την υγιεινή του προσωπικού, όπως καθορίζονται λεπτομερώς από το ISO 22000:2005.

Ποιοτικός έλεγχος και τυποποίηση


 Έλεγχος ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων από το σπόρο μέχρι το τελικό
προϊόν
 Πλήρης καθετοποίηση και συνεχής παρακολούθηση της παραγωγής
 Τυποποίηση
 Ανάλυση πτητικών συστατικών
 Αέρια Χρωματογραφία-Φασματοφωτομετρία Μάζας (GC-MS)
Γ.Α.Καρίκας
46

ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ

Στη σύγχρονη εποχή, το οξειδωτικό stress ευθύνεται για τη δημιουργία πολλών


ασθενειών. Οι οξειδωτικές ρίζες, αποτελούν κύριο παράγοντα για διάφορες
παθογένειες του ανθρώπινου οργανισμού. Οι αντιοξειδωτικές ενώσεις, στις οποίες
ανήκουν οι πολυφαινόλες, τα φαινολικά οξέα και τα φλαβονοειδή, αναστέλλουν την
δράση των ελεύθερων ριζών, καθώς και των οξειδωτικών μηχανισμών τους.

Από τα πρώτα στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού, τα φυτικά εκχυλίσματα, είναι γνωστά
για την αντιοξειδωτική τους δράση και τις ευεργετικές τους ιδιότητες. Το έντονο
πρόσφατο ενδιαφέρον, οφείλεται στη δυνατότητα χρήσης των πολυφαινολικών
συστατικών σε φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα.

Οι ελεύθερες ρίζες, ευθύνονται για μια σειρά βλαβών στον οργανισμό. Ο οργανισμός
από μόνος του, παράγει αντιοξειδωτικά (καταλάση, SOD, γλουταθειόνη, κ.α.) με σκοπό
την δέσμευσή τους, ωστόσο η συστηματική συσσώρευση των ελεύθερων ριζών
υπερκαλύπτει την προστατευτική ικανότητα του οργανισμού και τότε προκύπτουν μη
αναστρέψιμες βλάβες της κυτταρικής δομής και της λειτουργίας του κυττάρου.
Η βλαπτική δράση των ελεύθερων ριζών, θεωρείται ότι αποτελεί έναν από τους
κυριότερους παράγοντες της διαδικασίας της γήρανσης, καθώς και πλήθους
εκφυλιστικών παθήσεων (γήρανση, νεοπλασματικά, καρδιαγγειακά νοσήματα, αρθρίτις
κ.α).

Η χημική έννοια του όρου "αντιοξειδωτικό" αναφέρεται στην τάση ενός μορίου για
απόδοση ενός ηλεκτρονίου (e-) προς έναν οξειδωτικό παράγοντα, με αποτέλεσμα την
προφύλαξη άλλων μορίων, τα οποία θα ήταν πιθανοί στόχοι αυτού του παράγοντα.

Δράση αντιοξειδωτικού σε ατομικό επίπεδο

Προκειμένου μια ένωση να χαρακτηριστεί ως αντιοξειδωτικό, πρέπει να έχει δύο


ιδιότητες:

Γ.Α.Καρίκας
47

1. Όταν είναι παρούσα σε χαμηλή συγκέντρωση συγκριτικά με το προς οξείδωση


υπόστρωμα, να μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτρέψει την αυτοοξείδωση ή την
προκληθείσα από ελεύθερες ρίζες οξείδωση

2. Η ελεύθερη ρίζα που σχηματίζεται μετά τη δράση της πρέπει να είναι σταθερή (μέσω
ενδομοριακού υδρογονικού δεσμού) σε περαιτέρω οξείδωση.

Ακόμη, ένα αντιοξειδωτικό πρέπει να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά με το υπόστρωμα


για την ενεργή διάμεση ουσία και να επαναγεννάται γρήγορα από το βιολογικό σύστημα,
ώστε να έχει πρόσβαση στην ενεργή διάμεση ουσία στο μικροπεριβάλλον.

Το αντιοξειδωτικό πρέπει να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με το προς οξείδωση υπόστρωμα.

Η διαδικασία της οξείδωσης, ενεργοποιείται από ένα μεγάλο αριθμό χημικών και
φυσικών φαινομένων και εξελίσσεται πάνω σε κατάλληλο υπόστρωμα μέχρι κάποιος
αμυντικός μηχανισμός, (π.χ. αντιοξειδωτικό) να παρεμποδίσει την διαδικασία. Τα
υποστρώματα-στόχος είναι συνήθως πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA),
φωσφολιπίδια, χοληστερόλη και DNA. Η οξείδωση, έχει τη μορφή αλυσιδωτής
αντίδρασης, η οποία διαχωρίζεται σε τρία στάδια: έναρξη (initiation), διάδοση
(propagation) και τερματισμός (termination).

Οι αντιοξειδωτικές ουσίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

Τα φυσικά αντιοξειδωτικά, τα οποία είναι κυρίως ενώσεις φυτικής προέλευσης.

Τα συνθετικά αντιοξειδωτικά.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον υπάρχει για τα φυσικά αντιοξειδωτικά, τα οποία ενδέχεται να


αντικαταστήσουν τα συνθετικά, διότι ορισμένα από τα τελευταία έχουν θεωρηθεί
υπεύθυνα για καρκινογένεση.

Τα φυσικά αντιοξειδωτικά, περιέχονται ως περίπλοκα μίγματα πολλών ενώσεων με


διαφορετική δραστικότητα. Παραλαμβάνονται από τις φυσικές πρώτες ύλες, αλλά
παρουσιάζουν αλληλεπιδράσεις με τα επιμέρους συστατικά αυτών. Η σύσταση επίσης,
των συγκεκριμένων κλασμάτων διαφοροποιείται, ανάλογα με την περιοχή, και το έτος
συγκομιδής των φυτών, οπότε κάθε σειρά θα πρέπει να ελέγχεται ξεχωριστά για την
αντιοξειδωτική ισχύ της. Επομένως, η αποτελεσματικότητα των φυσικών
αντιοξειδωτικών, εξαρτάται κυρίως από τα φυτά, από τα οποία προέρχονται και από τον
τρόπο παραλαβής τους. Είναι όμως γενικά αποδεκτό ότι τα αρωματικά φυτά, αποτελούν
τις κυριότερες πηγές φυσικών αντιοξειδωτικών. Τα φυτά παράγουν διάφορες
αντιοξειδωτικές ενώσεις για την εξουδετέρωση των ελεύθερων ριζών με σκοπό την
επιβίωσή τους. Σχεδόν όλα τα τρόφιμα που προέρχονται από βρώσιμα φυτά περιέχουν
πολυφαινολικές ενώσεις.
Γ.Α.Καρίκας
48

Φυσικά αντιοξειδωτικά

 Όλα τα εσπεριδοειδή αποτελούν άριστη πηγή βιταμίνης C που αποτελεί μια από
τις πιο αντιοξειδωτικές ουσίες
 Τα αρωματικά φυτά γαρίφαλο και κανέλα σε σκόνη κατέχουν τις υψηλότερες
τιμές
 Τα ξηρά κυρίως αλλά και τα φρέσκα δαμάσκηνα οφείλουν την αντιοξειδωτική
τους ικανότητα στις φαινόλες που περιέχουν.
 Η ντομάτα είναι το τρόφιμο με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λυκοπένιο.
 Το μπρόκολο πηγή βιταμίνης C, ανθοκυανινών και φαινολών
 Το πράσινο τσάι λόγω των πολυφαινολών
 Οι ελιές και το παρθένο ελαιόλαδο πλούσια σε βιταμίνη Ε.
 Η σαρδέλα πέρα από τα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχει είναι και καλή πηγή του
συνένζυμου Q10.
 Όλα τα θαλασσινά είναι καλές πηγές σεληνίου
 Το κόκκινο κρασί περιέχει φλαβονοειδή και φαινόλες.

Δέσμευση ελευθέρων ριζών/πρόληψη ασθενειών

Γ.Α.Καρίκας
49

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΧΛΩΡΙΔΑ

Είναι γνωστό ότι η Κύπρος, παρά το μικρό της μέγεθος, κατέχει σημαντική
βιοποικιλότητα φυτών.
Τούτο οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, το κλίμα, τα γεωλογικά αλλά και τα
γεωμορφολογικά της γνωρίσματα. Υπολογίζεται ότι τα πρώτα φυτά έκαναν την εμφάνισή
τους στο νησί πριν 10-15 εκατομμύρια χρόνια.
Τα φυτά της Κύπρου, προήλθαν από τη Μικρά Ασία, τη Συρία και τα ελληνικά νησιά και
μεταφέρθηκαν με τα ζώα, τα πουλιά, τα θαλάσσια ρεύματα και τον άνεμο.
Πολύ αργότερα ναυτικοί, έμποροι, κατακτητές, εισήγαγαν και καλλιέργησαν μεγάλο
αριθμό φυτών, κυρίως καρποφόρα.
Η πρώτη συστηματική καταγραφή των φυτών της Κύπρου έγινε το 1787 από τους
Βρετανούς John Sibthorb, John Hawkins και Ferdinand Bauer.
Υπολογίζεται ότι η κυπριακή χλωρίδα αποτελείται από 1910 διαφορετικά φυτά, που
κατηγοριοποιούνται ως εξής: δέντρα, θάμνοι, ημίθαμνοι και πόες. Από αυτά, τα 140 είδη
είναι ενδημικά (7% της νησιώτικης χλωρίδας).

Τύποι φυτών:

Δένδρα

Θεωρούνται τα μεγαλύτερα φυτά του πλανήτη (σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να


φθάσουν τα 100 μέτρα ύψος).
Τα μέρη των δέντρων είναι η ρίζα, ο κορμός και η κόμη, που περιλαμβάνει τα κλαδιά, τα
φύλλα, και τα άνθη / καρπούς.
Στο νησί απαντούν κωνοφόρα δέντρα, αειθαλή φυτά με βελονοειδή φύλλα όπως ο
πεύκος, που ευδοκιμούν κυρίως σε ορεινές περιοχές. Τα πλατύφυλλα, όπως η βελανιδιά
και ο πλάτανος, αειθαλή ή φυλλοβόλα, έχουν αυξημένες ανάγκες νερού.

Θάμνοι

Είναι φυτά των οποίων το ύψος κυμαίνεται από μερικά εκατοστά μέχρι και 6 μέτρα. Σε
αντίθεση με τα δέντρα, οι θάμνοι δεν έχουν κορμό αλλά διακλαδίζονται από το έδαφος.
Παράδειγμα θάμνου από την κυπριακή χλωρίδα είναι η σχινιά.

Ημιθάμνοι

Αποτελούν μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ θάμνων και πόων, και φτάνουν σε ύψος
μέχρι 50 εκατοστά. Ένα κοινό είδος ημίθαμνου στην Κύπρο είναι το ηλιάνθεμο.

Πόες

Διαφέρουν σε σχέση με τα προηγούμενα γιατί το υπέργειο της μέρος δεν είναι ξυλώδες.
Μπορεί να είναι μονοετή, διετή ή πολυετή.
Γ.Α.Καρίκας
50

Το υπέργειο τμήμα των διετών και πολυετών ποωδών φυτών ξηραίνεται κάθε χρόνο, ενώ
το υπόγειο τμήμα (ρίζα, βολβός ή κόνδυλος) παραμένει στο έδαφος.
Πόες είναι το κυπριακό κυκλάμινο, η τουλίπα και το μελισσάκι.

Τύποι βλάστησης:

Δάση

Απαντώνται στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές του νησιού και θεωρούνται δάση
κωνοφόρων.
Κυρίαρχο είδος μέχρι τα 1200 μέτρα είναι η τραχεία πεύκη, ενώ σε μεγαλύτερα
υψόμετρα κυριαρχεί η μαύρη πεύκη.
Το Δάσος Πάφου είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και αυτό αφορά τον κέδρο, το μοναδικό
ενδημικό δέντρο.
Στα δάση εντοπίζεται μεγάλη ποικιλία θάμνων, ημίθαμνων και πόων.

Αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θαμνώνες

Αποτελείται κυρίως από ψηλούς θάμνους και δέντρα, δηλαδή τον αόρατο, την ελιά, τη
χαρουπιά, τη λατζιά, την αντρουκλιά, το σφένδαμο κ.α.
Προέκυψαν λόγω της υποβάθμισης δάσους από πυρκαγιές και υλοτομίες ή λόγω
φυσικής αναβάθμισης της φρυγανώδους βλάστησης στην περιοχή.

Φρύγανα

Βρίσκεται κυρίως σε μέτρια και χαμηλά υψόμετρα και αποτελείται από χαμηλούς
θάμνους και ποώδη φυτά, χωρίς αυτό να αποκλείει και την ύπαρξη δέντρων.
Πολλές φορές απαντάται σε άγονο έδαφος.
Μπορεί να εξελιχθεί σε θαμνώνα ή και δάσος, εάν δε πληγεί από πυρκαγιές. Οι ξισταρκές,
το μαζί, το θυμάρι και η σχινιά είναι κοινά φρύγανα στο νησί.

Παραποτάμια ή παρόχθια

Κατά μήκος των ποταμών σε διάφορα υψόμετρα. Είναι πλούσια βλάστηση λόγω της
ύπαρξης του νερού και περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους και ποώδη φυτά.
Παραδείγματα είναι ο πλάτανος, η λεύκα, ο σκλήδρος, η μερσινιά και η ροδοδάφνη και
ονομάζονται ‘υδρόφιλα’ λόγω των υψηλών απαιτήσεων τους σε νερό.

Παράκτια

Περιλαμβάνει μια ζώνη πλάτους μέχρι και 150 μέτρων από τη θάλασσα συνήθως με
αμμώδεις ή βραχώδεις ακτές.

Γ.Α.Καρίκας
51

Η βλάστηση είναι αραιή και χαμηλή και είναι προσαρμοσμένη στην υψηλή
περιεκτικότητα άλατος στο έδαφος και στον άνεμο. Το κάρδαμο, ο κρίνος του γιαλού, το
αθάνατο και τα κήρταμα είναι τέτοια φυτά.

Αλοφυτική

Απαντάται στις αλυκές Λάρνακας και Λεμεσού, όπου το έδαφος περιέχει υψηλά επίπεδα
άλατος.
Τα αλόφυτα ή αλμυρίκια, είναι συνήθως θαμνώδη είδη όπως για παράδειγμα το
αρμυρίδι, σκλινίτζι και οριζόψης.
Τα φυτά αυτά αραιώνουν όσο πλησιάζουμε τις αλυκές.

Τα κυριότερα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά που καλλιεργούνται στην Κύπρο και
έχουν εμπορική αξία είναι:

ο βασιλικός, ο δυόσμος, η ρίγανη, η μαντζουράνα, ο σιδηρίτης (τσάι του βουνού), το


λασμαρί (δενδρολίβανο), η δάφνη, ο δίκταμος, η μέντα, η μέλισσα, τα chives
(σχοινόπρασα), η σπατζιά (φασκομηλιά), το θυμάρι, ο υσωπός, η αλουίζα, η
τριανταφυλλιά η δαμασκηνή, το τάρακον, το chervil, ο άνηθος και η ρόκκολη.

Αξιοποίηση αρωματικών-φαρμακευτικών φυτών


Γίνεται με 3 τρόπους:

1. ως φρέσκα (εξαγωγή)
2. ως ξηρά (εγχώρια αγορά)*
3. ως αιθέρια έλαια ,μετά από απόσταξη (εξαγωγή).

*πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι στην Κύπρο δεν χρησιμοποιούνται, σε μεγάλο
βαθμό, τα φρέσκα αρωματικά στη διατροφή.

Προοπτικές

Οι εδαφοκλιματικές συνθήκες της Κύπρου είναι ιδανικές για την παραγωγή άριστης
ποιότητας προϊόντων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής αγοράς.

Μεγάλο πλεονέκτημα δίνουν τα κυπριακά αρωματικά φυτά (Origanum dubium, Salvia


fruticosa κ.ά.), που υπερτερούν σε ποιότητα.

Γ.Α.Καρίκας
52

ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ

Λεβάντα (Lavendula Officinalis): Είναι ευρέως διαδεδομένη και έχει τις περισσότερες
ιδιότητες από όλα τα αιθέρια έλαια. Ανακουφίζει από ημικρανίες και δρα κατά της
αϋπνίας. Είναι αντισηπτικό και χρησιμοποιείται για εγκαύματα, πληγές, δερματίτιδα,
φλεγμονές του δέρματος, τσιμπήματα και αναπνευστικές μολύνσεις. Συστατικά: οξική
λιναλίνη, ερνιαρίνη (υδροξυκουμαρίνη).

Λεμόνι (Citrus Limonum): Το αιθέριο έλαιο παράγεται από τη σύνθλιψη της φλούδας
ώριμων λεμονιών σε Κύπρο και Καλιφόρνια. Είναι αντισηπτικό με στυπτικές ιδιότητες
στο δέρμα. Χρησιμοποιείται σε εξανθήματα, σπασμένα τριχοειδή, λιπαρά δέρματα,
δυσπεψία, αρθρίτιδα και έρπη. Συστατικά: λιμονίνη, εσπεριδίνη, βιταμίνες Α,Β,C,D κ.α.

Μαντζουράνα (Thymus Masticina): Το αιθέριο έλαιο της γλυκιάς μαντζουράνας


αποστάζεται από τις ξηρές και ανθισμένες κορυφές των φυτών στην Γαλλία και Αν.
Ευρώπη. Έχει θερμαντικές και ανακουφιστικές ιδιότητες. Εφαρμόζεται επίσης σε
περιπτώσεις ρευματισμών, ημικρανιών, μυϊκών πόνων, κακώσεων και πεπτικών
προβλημάτων.

Μαύρο πιπέρι (Piper Nigrum): Το αιθέριο έλαιο αποστάζεται από τους ξηρούς και
τριμμένους σπόρους του φυτού, το οποίο καλλιεργείται κυρίως στην Ινδία και Ινδονησία.
Είναι ξηρό και αρωματικό έλαιο, με θερμαντικό αποτέλεσμα. Εφαρμόζεται σε μυϊκούς
πόνους, σπασμούς, κρύωμα, ρίγη. Έχει τονωτικές ιδιότητες στο πεπτικό, κυκλοφορικό
και λεμφικό σύστημα. Πρέπει να αραιώνεται καλά πριν την εφαρμογή του στο δέρμα.

Μοσχοκάρυδο (Myristica Fragrans): Το αιθέριο έλαιο παράγεται από τους καρπούς του
δένδρου. Εχει χρησιμοποιηθεί για προβλήματα αρθρίτιδας, ρευματισμών, μυϊκών πόνων
και σε πεπτικά προβλήματα και ως τονωτικό.

Μύρο (Commiphora Myrrha): Το μύρο αποστάζεται από τη ρητίνη μικρών δένδρων που
φύονται στην Α. Αφρική και Ν. Αραβία. Το αιθέριο έλαιο είναι κολλώδες, έγχρωμο, με
αντισηπτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση χρόνιων πνευμονικών
παθήσεων.

Πατσουλί (Pogostemon Patchouli): Το αιθέριο έλαιο αποστάζεται από τα φύλλα του


φυτού το οποίο βρίσκεται στην Ινδονησία και τις Φιλιππίνες. Έχει ένα συνεχές ξηρό-
ξυλώδες άρωμα και χρησιμοποιείται στα αρώματα. Χρησιμοποιείται επίσης για την
περιποίηση λιπαρών δερμάτων.

Πορτοκάλι (Citrus Sinensis): Το αιθέριο έλαιο παράγεται από το φλοιό του γλυκού
πορτοκαλιού. Χρησιμοποιείται για την αργή πέψη, απομακρύνει τις τοξίνες από το
σώμα.

Γ.Α.Καρίκας
53

Πεύκο (Pinus Sylvestris): Το αιθέριο έλαιο αποστάζεται από τις βελόνες και τον κορμό
του δένδρου. Έχει φρέσκο, δυνατό, ξυλώδες άρωμα. Χρησιμοποιείται για την
ανακούφιση αναπνευστικών προβλημάτων.

Περγαμόντο (Citrus Bergamia): Το αιθέριο έλαιο παράγεται από την σύνθλιψη της
φλούδας του κίτρου στην Καλαβρία της Ιταλίας. Έχει φρουτώδες άρωμα. Μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για ένα ευχάριστο, δροσερό και αναζωογονητικό μασάζ ή μπάνιο. Καλό
αντισηπτικό για τον επιχείλιο έρπη. Λόγω φωτοευαισθησίας δεν πρέπει να εφαρμόζεται
αυτούσιο πάνω στο δέρμα, πριν από την έκθεση στον ήλιο.

Σανδαλόξυλο (Santalum Album): Το αιθέριο έλαιο αποστάζεται κυρίως στην Ινδία από
το ξύλο ενός μικρού αειθαλούς δένδρου. Έχει απαλό ξυλώδες άρωμα, ευεργετικό για
ξηρά και ερεθισμένα δέρματα. Εχει επίσης χρησιμοποιηθεί για βρογχίτιδα, καταρροή και
κυστίτιδα.

Τζίντζερ (Zingiber Officinalis): Είναι θερμαντικό αιθέριο έλαιο, το οποίο παράγεται στις
τροπικές ακτές της Ινδίας. Χρησιμοποιείται για πεπτικά προβλήματα, κρυολόγημα και
γρίππη, τονωτικό της κυκλοφορίας, συμπτώματα ναυτίας, ρευματισμούς, αρθρίτιδα και
μυϊκούς πόνους.

Μαϊντανός (Petroselinum Sativum): Αποστάζεται από τα φύλλα του φυτού το οποίο


συναντάται στη Μεσόγειο. Είναι τονωτικό, αντιμικροβιακό και αντισηπτικό, για
δερματικά προβλήματα.

Βιοδραστικά φυτοχημικά σε βρώσιμες ύλες

Γ.Α.Καρίκας
54

ΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ


ΦΥΤΩΝ (με θετικές μονογραφίες από Ε.Ε., EMEA, ESCOP, WHO,
Φαρμακοποιίες κ.α.)

1. Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina L.) – Rosaceae

Η απόσταξη των ρόδων άρχισε στην Περσία γύρω στο το 810 μ.Χ. Η δρόγη είναι οι καρποί
του φυτού, τα κυνόροδα, που είναι πλούσιοι σε βιταμίνες C, A, ριβοφλαβίνη, νικοτινικό
οξύ, κιτρικό οξύ, σάκχαρα, καροτένια, και αντιμυκητησιακά φλαβονοειδή.

Είναι φυλλοβόλος θάμνος, που φτάνει σε ύψος τα 5 μέτρα. Οι κλώνοι της έχουν αγκάθια
που τη βοηθούν στην αναρρίχηση. Τα άνθη της είναι συνήθως ανοιχτά ροζ, αλλά
περιλαμβάνουν μια ποικιλία από σκούρο ροζ έως λευκό. Κατά την ωρίμανση
δημιουργείται ο καρπός, το κυνόροδο με κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα. Οι καρποί, αν και
δεν είναι τοξικοί, είναι προτιμότερο να μην καταναλώνονται άωροι.

Rosa canina

Συλλέγονται όταν αρχίσουν να ωριμάζουν, (όταν είναι ακόμη σφικτά), αφαιρείται η


σάρκα τους, ξηραίνονται σε σκιά και φυλάσσονται.
Χρησιμοποιούνται σαν στυπτικό, αντιδιαρροϊκό, για αναπνευστικά προβλήματα σε
βρογχίτιδα, για την πρόληψη και τη θεραπεία του κρυολογήματος, αιμόπτυση, ως πηγή
βιταμίνης C και εξωτερικά σε πλύσεις οφθαλμών.

Τελλιμαγρανδίνη Ι
Γ.Α.Καρίκας
55

Το εκχύλισμα της έχει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αναλγητικές δράσεις. Το


συστατικό τελλιμαγρανδίνη Ι (Rosa agrestis) δρα κατά ανθεκτικών στελεχών
Staphylococcus aureus, στην μεθικιλλίνη.

2. Αδράκλα, Portulaca oleraceae L. Portulacacceae (Γλυστρίδα).

Χρησιμοποιείται σε σαλάτες. Περιέχει βλέννα, ω3 (α-λινολικό οξύ), βιταμίνες Α, C,


βηταλαίνη (βητακινίνη, βηταξανθίνη, ισχυρά αντιοξειδωτικά). Διαπιστώθηκαν
αντιμιτωτικές και αντιλιπιδαιμικές δράσεις.

Portulaca oleraceae

3. Αλθαία (νερομολόχα ή δενδρομολόχα) Althaea officinalis,

Ανήκει στα αγγειόσπερμα στην οικογένεια Malvaceae, όπου και οι κοινές


μολόχες Malva rotundifolia και Malva sylvestris. Είναι ποώδες φυτό και προτιμά τις
δροσερές, υγρές περιοχές. Το βρίσκουμε σε πεδινά ή ημιορεινά μέρη, κυρίως κοντά σε
υγρότοπους. Ανθίζει το καλοκαίρι για μεγάλη χρονική περίοδο, αντέχει στη ζέστη και
στην ξηρασία και συναντάται παντού στην Ελλάδα.

Τα φύλλα είναι στρογγυλά, ωοειδή, με μήκος 51 έως 76 mm, ολόκληρα ή τρία έως πέντε
λοβωτά, ακανόνιστα οδοντωτά στο περιθώριο, και παχιά. Είναι μαλακά και βελούδινα
και στις δύο πλευρές, λόγω της πυκνής επικάλυψης των τριχών. Τα άνθη είναι
διαμορφωμένα όπως αυτά της κοινής μολόχας.

Altheae officinalis
Γ.Α.Καρίκας
56

Κύρια συστατικά: Βλεννώδεις ουσίες 36% (γλισχράσματα), Ασπαραγίνη 2%


Αλθεϊνη, Βεταϊνη, Ανόργανα άλατα, Σάκχαρα, Πηκτίνη- Πολυφαινόλες (ταννίνες)
Βιολογικές δράσεις: αντιφλεγμονώδης, αντιμικροβιακή, μαλακτική καταπραϋντική,
αντιβηχική, αποχρεμπτική και διουρητική.

Ασπαραγίνη
4. Αλόη, Aloe vera, Liliaceae

Eίναι επίσης γνωστή ως φαρμακευτική αλόη, ένα είδος εύχυμου φυτού, που κατά πάσα
πιθανότητα κατάγεται από τη Βόρεια Αφρική, τις Κανάριους Νήσους και το Πράσινο
Ακρωτήριο. Η Αλόη η γνήσια μεγαλώνει σε άνυδρα κλίματα και συναντάται ευρέως στην
Αφρική και άλλες άνυδρες περιοχές. Το είδος είναι γνωστό για τη χρήση του σε
εναλλακτικές θεραπείες.

Aloe vera

Υπάρχουν κάποια δεδομένα ότι εκχυλίσματα της αλόης της γνησίας μπορεί να είναι
χρήσιμα στην περιποίηση για επούλωση πληγών και εγκαυμάτων και για την
αντιμετώπιση άλλων μεταβολικών διαταραχών.
Αυτές οι θεραπευτικές δράσεις θεωρούνται ότι οφείλονται στην παρουσία στοιχείων
όπως: ταννίνες, πολυσακχαρίτες (μανόζη), ανθρακινόνες, λεκτίνες (πρωτείνες) και
φλαβονοειδή.

Βιολογικές δράσεις:
Σαπωνίνες: ασκούν ισχυρή αντιμικροβιακή δράση ενάντια στα βακτήρια, τους ιούς και
τους μύκητες.
Ανθρακινόνες (Αλοίνη, Α,Β): Αυξάνουν τις περισταλτικές κινήσεις του εντέρου
(καθαρτικό), είναι ισχυρά παυσίπονα και διαθέτουν αντιβακτηριακή δράση.

Γ.Α.Καρίκας
57

Αλοίνη Α (Βαρβαλοίνη)

Σάκχαρα: περιλαμβάνουν τους πιο σημαντικούς πολυσακχαρίτες οι οποίοι επιδρούν


θετικά στο ανοσοποιητικό σύστημα.

Βιταμίνες: η Αλόη περιέχει βιταμίνες C και E καθώς και β-καροτίνη (πρόδρομος της
βιταμίνης Α), ουσίες που έχουν ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες, συμβάλλοντας στην
εξουδετέρωση των ελευθέρων ριζών, των οποίων η υπερπαραγωγή σχετίζεται με χρόνια
εκφυλιστικά νοσήματα (π.χ. διαβήτης, ρευματοειδής αρθρίτιδα, κ.λ.π.)

Πεπτικά Ένζυμα: Λιπάσες και πρωτεάσες που διαλύουν την τροφή και βοηθούν στην
πέψη. Λιπαρά οξέα: που δρουν ως ισχυροί αντιφλεγμονώδεις παράγοντες.

Τοξικότητα: Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να εμφανιστούν αυξημένη διούρηση (απώλεια


κυρίως Κ), αλλεργίες δυσανεξία σε αγωγή με δακτυλίτιδα), αιματουρία, νεφρίτιδα,
μητρορραγία, αποβολή κυήματος, αλληλεπιδράσεις με αντιδιαβητικά, αντιπηκτικά. Σε
πειραματόζωα διαπιστώθηκαν, ηπατοτοξικότητα, μεταλλάξεις/καρκινογενέσεις.
Δεν συνιστάται σε εγκυμονούσες, (μπορεί να προκαλέσει διέγερση συστολών της
μήτρας).

5. Βαλεριάνα (Valeriana officinalis)- Valerianaceae


Είναι φυτό πολυετές ποώδες και ανθοφόρο. Είναι γηγενές στην Ευρώπη και την
βορειοδυτική Ασία.
Στην Ελλάδα είναι αυτοφυές, κυρίως στη βόρεια και ηπειρωτική, και προτιμά εδάφη
υγρά, γόνιμα και ηλιόλουστα.
Το όνομα "Βαλεριάνα" προήλθε από τη λατινική λέξη valere που σημαίνει "υγεία ή
δύναμη" και αναφέρεται στην θεραπευτική χρήση του φυτού, αν και υποστηρίζεται ότι
μπορεί να αναφέρεται και στη δυνατή του οσμή.

Η ρίζα του φυτού, αν αποξηρανθεί προσεκτικά, (σε θερμοκρασία χαμηλότερη των 40


βαθμών C), περιέχει ιριδοειδή μονοτερπένια (εποξυ-τριεστέρες) και βαλερικό οξύ, που
θεωρήθηκαν υπεύθυνα για τη φαρμακολογική του δράση.

Γ.Α.Καρίκας
58

Valeriana officinalis

Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια διάφοροι ερευνητές έχουν αποδώσει σε διαφορετικά


συστατικά την κατευναστική δράση του φυτού.

βαλερικό οξύ

Η δρόγη εξάλλου περιέχει και ένα πτητικό αιθέριο έλαιο, που σχετίζεται με τις ιδιότητες
αυτές, χολίνη, αλκαλοειδή, φλαβονοειδή και στερόλες. Το βαλερικό οξύ, ως ανάλογο του
γ-αμινο-βουτυρικό οξύ (GABA), φαίνεται ότι συνδέεται με τον υποδοχέα των
βενζοδιαζεπινών GABAA, έχει μυοχαλαρωτική και σπασμολυτική δράση. Χημικά
διαφέρει από το αντιεπιληπτικό φάρμακο βαλπροικό οξύ κατά μία πλευρική αλυσίδα 3-
ατόμων άνθρακα. Με μεθυλίωση του βαλερικού οξέος προκύπτει το μεβαλονικό οξύ.

Πρόσφατες φαρμακολογικές μελέτες έδειξαν ότι τα ενεργά συστατικά του φυτού


«χρησιμοποιούν» τους ίδιους υποδοχείς με τα βαρβιτουρικά και τις βενζοδιαζεπίνες
στον εγκέφαλο, αλλά σίγουρα με διαφορετικό τρόπο, αφού δεν παρουσιάζουν τις ίδιες
παρενέργειες, δηλαδή πρωινή υπνηλία και έλλειψη συγκέντρωσης.

Πρέπει να γίνει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στη χρήση της δρόγης υπό μορφή
βάμματος ή τσαγιού, από αυτήν των απομονωμένων τριεστέρων που χρησιμοποιεί η
φαρμακευτική βιομηχανία, καθώς τα τελευταία χρησιμοποιούνται περισσότερο ως
ψυχοκινητικά, παρά ως κατευναστικά φάρμακα. Αυτό οφείλεται στο ότι η βαλεριάνα με
πολλαπλές επιδράσεις, λειτουργεί ως εξισορροπιστικός παράγοντας στο Κεντρικό
Νευρικό Σύστημα, κατευναστικά σε κατάσταση stress, διεγερτικά σε συνθήκες ακραίας
κούρασης.

Παρουσιάζει ακόμα ανιυπερτασική δράση, χαλαρώνει τον μυϊκό χιτώνα του


γαστρεντερικού και διευκολύνει τη ροή της χολής.

Γ.Α.Καρίκας
59

Έπειτα από έρευνες in vivo, η ηρεμιστική ιδιότητα του φυτού μπορεί να οφείλεται στα
υψηλά επίπεδα περιεκτικότητάς του σε γλουταμίνη. Η γλουταμίνη διαπερνά τον
αιματεγκεφαλικό φραγμό και μεταβολίζεται σε γ-αμινο-βουτυρικό οξύ, όπου με την
αύξηση των επιπέδων του προκαλείται μείωση της λειτουργίας του Κ.Ν.Σ.

Η δρόγη χρησιμοποιείται κυρίως ως κατευναστικό στην αϋπνία, το άγχος, την ανησυχία,


τη δυσκολία στο ξεκίνημα του ύπνου και τη νευρική υπερένταση.

6. Βασιλικός (Ocimum basilicum, Lamiaceae)

Καλλιεργήσιμο προερχόμενο από τροπικές περιοχές Αφρικής, Μ.Ασίας, εύκαμπτα,


άτριχα φύλλα.

Πιθανώς να κατάγεται από την Ινδία και το Ιράν. Ήταν γνωστός στους
Έλληνες Θεόφραστο και Διοσκουρίδη.

Ocimum basilicum

Περιέχει αιθέρια έλαια και φλαβονοειδή, με αντιμικροβιακές, ανθελμινθικές δράσεις.


Δρα αντιυπερτασικά και σπασμολυτικά.

Οι φαινόλες του έχουν αντιοξειδωτική δράση. Πειραματικά δεδομένα έδειξαν ότι τα


αιθέρια έλαια μεθυλ- καβικόλη, λιναλοόλη, ευγενόλη έχουν αντιχολινεστερασική δράση.
Χρησιμοποιείται ως καρύκευμα.

7. Βερόνικα, Veronica ssp


Υπάρχουν πολλά είδη Βερόνικας (31 είδη στην Ελλάδα), όπως: Veronica cymbalaria
(βραχώδεις περιοχές), Veronica macrocalyx (βραχώδεις και ορεινές περιοχές), Veronica
persica (καλλιεργούμενες εκτάσεις όπου θεωρείται ζιζάνιο), Veronica anagallis-aquatica
(υγρά μέρη και είναι γνωστό και ως ασπροσέλινο), Veronica officinalis (διάφορους
βοσκότοπους και λιβάδια),οικ. Plantaginaceae

Γ.Α.Καρίκας
60

Veronica officinalis
Κύρια συστατικά:
Γλυκοζίτες: αουκουμποσίδη (με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες),
Φλαβονοειδή: (προσδίδουν στα φυτά έντονα χρώματα και διαδραματίζουν σημαντικό
ρόλο στην προστασία τους από παθογόνους μικροοργανισμούς), Ταννίνες: δίνουν
στυπτική ιδιότητα (ρόλο στην προστασία από θηρευτές και ως παρασιτοκτόνα),
Μαννιτόλη: διουρητικές ιδιότητες.
Οι πολυφαινόλες έχουν ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες και περιέχουν ωμέγα-3
λιπαρά οξέα. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη Ε η οποία έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες και
βοηθάει στην ανάπτυξη των μυών, επίσης περιέχει βιταμίνη Κ η οποία βοηθάει στην
πήξη του αίματος και στην επούλωση των πληγών και βιταμίνη C η οποία έχει ισχυρή
αντιοξειδωτική δράση και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και οργανικά οξέα.
Παραδοσιακές χρήσεις: Στην δυσπεψία, λόγω της πικρής γεύσης του φυτού, ερεθίζει το
στομάχι με αποτέλεσμα να εκκρίνονται περισσότερα πεπτικά υγρά και να διευκολύνεται
η πέψη.
Exei ευεργετική επίδραση στην μείωση της χοληστερόλης στο αίμα καθώς καθαρίζει και
απομακρύνει τις τοξίνες (π.χ. β-σιτοστερόλη-παρόμοια χημική δομή με τη χοληστερόλη).
Σε κλινικές δοκιμές έχει βρεθεί ότι η Βερόνικα ενισχύει την αναγέννηση των γαστρικών
βλεννογόνων και έτσι επωφελής στη θεραπεία του έλκους. Ακόμη χρησιμοποιείται στην
αντιμετώπιση ατοπικής δερματίτιδας, κνησμού και άλλων δερματικών παθήσεων.

8. Γκίνγκο, Ginkgo biloba, Ginkgoaceae

Eίναι το μοναδικό εν ζωή είδος γυμνοσπέρμων, της οικογένειας των Γκινγκοειδών στην
τάξη των Γκινγκωδών. Κατέχει ξεχωριστή θέση στο εξελικτικό δέντρο, καθώς είναι ο
μοναδικός ζωντανός κρίκος ανάμεσα στις φτέρες και τα κωνοφόρα.

Γ.Α.Καρίκας
61

Ginkgo biloba

Η ονομασία προέρχεται από την κινέζικη λέξη Ginkyo που σημαίνει ασημένιο βερύκοκο
(gin=ασήμι, kyo=βερύκοκο).

Από τα φύλλα του παρασκευάζεται φάρμακο, που χρησιμοποιείται στη θεραπεία


διαφόρων παθήσεων του κυκλοφορικού. Στην Κινέζικη Ιατρική ο καρπός του
χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν για τις αντιβηχικές, χωνευτικές και διουρητικές του
ιδιότητες. Επίσης οι καρποί του χρησιμοποιούνται στο πιάτο «Η απόλαυση του Βούδα».

Το δέντρο θεωρείται ως ένα «ζωντανό απολίθωμα», όρος που χρησιμοποιείται για να


περιγράψει οργανισμούς που έχουν βιώσει πολύ μικρή αλλαγή κατά τη διάρκεια
εκατομμυρίων ετών. Στην περίπτωση του είδους Ginkgo biloba, υπάρχουν παλαιολιθικά
δείγματα ηλικίας 270.000.000 χρόνων προερχόμενα από την Πέρμια περίοδο.

Σύμφωνα με μελέτη Κινέζων επιστημόνων, το γονιδίωμα του δέντρου Γκίνκο


περιλαμβάνει περίπου 10,6 δισεκατομμύρια «γράμματα» DNA. Tο ανθρώπινο
γονιδίωμα, περιέχει μόλις τρία δισεκατομμύρια «γράμματα» DNA.

Συστατικά Δρόγης: φύλλα (εκχύλισμα)

Λακτόνες τερπενίων (γκινγκολίδια Α,Β,Γ). Προκαλούν μείωση εμφάνισης ημικρανιών

Γ.Α.Καρίκας
62

Διλοβολίδια (σεσκιτερπένιο)

Κερκετίνη

Κεμπφερόλη

Τα διλοβολίδια έδειξαν αντιοιδηματική δράση, λόγω της προστασίας που παρέχουν,


έναντι νευροτοξικών παραγόντων κατά της μυελίνης.

Παρενέργειες: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγιών (παράλληλη χρήση γκίνσεγκ, σκόρδου


τζίτζερ) ναυτίας, εμετού, διάρροιας, ταχυκαρδίας.

9. Γκινσένγκ, Ginseng, Panax ginseng, Araliaceae

Ο όρος πάναξ προέρχεται από τη λέξη πανάκεια η οποία με τη σειρά της προέρχεται από
τις αρχαίες ελληνικές λέξεις πας + ακέομαι (θεραπεύω). Το Ginseng αποτελεί αγγλική
μετάφραση της κινεζικής λέξης ren-shen που σημαίνει «ρίζα ανθρώπου». Πράγματι η
ρίζα του βοτάνου μοιάζει μερικές φορές με σχήμα ανθρώπου.

Γ.Α.Καρίκας
63

Η μακριά, ευλύγιστη ρίζα του άγριου φυτού συνήθως έχει δυο παχιά σκέλη από τα οποία
ξεπηδούν πολλά μικρά ριζώματα. Στην κορυφή της ρίζας υπάρχει ο «λαιμός», που στην
πραγματικότητα είναι ένα μικρό ρίζωμα. Η γεύση της ρίζας είναι ελαφρώς πικρή με
κάποια αρωματική γλυκύτητα.

Το φυτό φυτρώνει στα σκιερά δάση των βουνών της βόρειας εύκρατης ζώνης της Άπω
Ανατολής, ανάμεσα στον 35ο και τον 45ο παράλληλο της Γης, αλλά στις μέρες μας δεν
είναι εύκολο να βρεθεί. Αυτό που κυκλοφορεί στην Ευρώπη προέρχεται κυρίως από την
Κορέα, όπου καλλιεργείται (κορεάτικο τζίνσενγκ). Εκτός από το κινεζικό και το κορεάτικο
τζίνσενγκ υπάρχει το ρωσικό, το αμερικανικό (Panax quinquefolius), το ιαπωνικό (Panax
japonicum) και άλλα.

Αυτό που ονομάζεται σιβεριανό τζίνσενγκ είναι επίσης μέλος της οικογένεια Araliaceae
αλλά δεν είναι αληθινό τζίνσενγκ και δεν είναι μέλος του γένους Panax. Το βοτανικό του
όνομα είναι ελευθερόκοκκος (Eleutherococcus senticosis) και στις ΗΠΑ απαγορεύτηκε να
κυκλοφορεί με το όνομα ginseng από το 2002 (είχε ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς λόγω
χαμηλότερης τιμής).

Panax ginseng

Xημική Σύσταση – Ρίζας Ginseng

Άμυλο
Ρητίνες
Ίχνη αιθερίου ελαίου
Στερόλες (β-σιτοστερόλη και γλυκοζίτες)
Σαπωνίνες 2-3% που αποτελούνται από τουλάχιστον από 10 ξεχωριστές ενώσεις τους
γκινσενοσίτες.
Γκινσενοσίτες, Rx
(x=ο, a, b1, b2, c, d, e, f, g1, g2, g3)

Γ.Α.Καρίκας
64

Γλυκοσίτης Ro (άγλυκο τμήμα ολεανολικό οξύ). Λοιποί γλυκοσίτες παράγονται από 20s
–προτοπαναξαδιόλη και 20s – προτοπαναξατριόλη.

Χρήσεις : Ενίσχυση ενέργειας (ήπιες διεγερτικές ικανότητες). Αφροδισιακό Καθαρτικό.


Ενίσχυση ανοσοποιητικού συστήματος. Ρύθμιση επιπέδων γλυκόζης του αίματος, πίεση
αίματος, χοληστερίνη.

10. Γλυκύριζα (Glycyrrhiza glabra L.),- Fabaceae


Αναφορές υπάρχουν από τον Θεόφραστο, για ένα φυτό που καλλιεργούσαν οι
αρχαίοι Σκύθες και το χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο για το άσθμα. Η καθαυτή
ονομασία του αποδίδεται στον Διοσκουρίδη. Στην Ελλάδα συναντάται με τα ονόματα
γλυκύριζα η άτριχος, ρεγολίτσα, κολιά κ.ά. Η ονομασία Γιάμπολη αναφέρεται στο
φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προέρχεται από την ρίζα του.
Είναι βαθύρριζο ποώδες πολυετές φυτό με πτερωτά φύλλα. Στα άνθη του διακρίνουμε
ποικιλοχρωμία ανάλογα με το είδος ( άσπρο, κίτρινο, μωβ, μπλε).

Glycyrrhiza glabra
Κύρια συστατικά: Γλυκιρριζίνη, Γλυκιρρετίνη, Γλαβρινικό οξύ, φλαβονοειδή, στεροειδή

Γ.Α.Καρίκας
65

Γλυκιρριζίνη
Βιολογικές δράσεις:
• ως συστατικό αντιβηχικών σκευασμάτων (γλυκυρριζίνη)
• αντιμικροβιακή δράση από τα φλαβονοειδή, έναντι των Staphylococcus aureus,
Mycobacterium smegmatis και Candida albicans
• αναστολή ενεργοποίησης ιού Epstein-Barr (γλαβρινικό οξύ)
• αντιοξειδωτική δράση (γλυκυρριζίνη/φλαβονοειδή)

Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα:

Η κατανάλωση γλυκύρριζας πρέπει να αποφεύγεται όταν λαμβάνονται:


• διουρητικά ή αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης
πιθανή εμπλοκή στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας ή επιδείνωση παρενεργειών
• κορτικοστεροειδή: Μπορεί να αυξήσει τη δράση τους.
• φαρμακευτική αγωγή με διγοξίνη. Μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο τοξικότητας
της διγοξίνης.
• αντισυλληπτικά φάρμακα. Πιθανή αύξηση αρτηριακής πίεσης.

11. Δακτυλίτιδα η ερυθρά, Digitalis purpurea, Scrophulariaceae (κορακοβότανο,


χελιδονόχορτο).

Από τα σπουδαιότερα φαρμακευτικά φυτά. Φύεται σε δασώδεις καλά φωτισμένες


περιοχές. Διαδεδομένη σε Ευρώπη, Ασία και Β. Αφρική.

Η πιο γνωστή Δακτυλίτιδα είναι η Digitalis purpurea (Δακτυλίτιδα η πορφυρά) η οποία


όμως δεν φύεται στην Ελλάδα. Στη χώρα μας απαντούν τουλάχιστον πέντε είδη εκ των
οποίων τα δύο πλέον συνήθη είναι η Κιτρίνη και η Μεγαλανθής.

Τα άνθη είναι κατά ταξιανθίες, όμοιες με τσαμπιά. Τα φύλλα που είναι η δρόγη είναι
ωοειδή ή λογχοειδή με οδοντωτές εγκοπές. Τις ημέρες με μεγαλύτερη ηλιοφάνεια
αυξάνεται η περιεκτικότητα σε καρδιοτονωτικούς στεροειδικούς γλυκοζίτες (διγιτοξίνη,
πρεγνανο-γλυκοσίδες).

Γ.Α.Καρίκας
66

Διγοξίνη

Ολα τα είδη δακτυλίτιδας περιέχουν μίγμα από καρδενολίδια (διγιτοξιγενίνη,


γιτοξιγενίνη, γιταλοξιγενίνη, διγοξιγενίνη, διγινατιγενίνη)

Digitalis purpurea

Η κυριότερη δράση της διγοξίνης είναι να αναστέλλει εξειδικευμένα την τριφωσφατάση


της αδενοσίνης και έτσι την ανταλλαγή των ιόντων νατρίου-καλίου (Να+ - Κ+).

Η τροποποιημένη ιοντική κατανομή εκατέρωθεν της κυτταρικής μεμβράνης προκαλεί


αύξηση της ενδοκυττάριας ροής των ιόντων ασβεστίου κατά το χρόνο της σύζευξης
διέγερσης-σύσπασης.

Ασκούν έτσι θετική ινότροπη δράση (positive inotropic action), αύξηση έντασης
συστολής και του όγκου παλμού.

Ο μηχανισμός δράσης της στο μυοκάρδιο, περιγράφεται στο παρακάτω σχήμα:

Γ.Α.Καρίκας
67

Μηχανισμός θετικής ινότροπης δράσης στην καρδιά

Τα συστατικά του σε καθαρή μορφή (διγοξίνη, διγιτοξίνη) χρησιμοποιούνται κατά της


καρδιακής ανεπάρκειας και των οιδημάτων. Σε υψηλές συγκεντρώσεις είναι τοξικά και
μπορεί να προκαλέσουν ασταθή σφυγμό, ζαλάδα, εμετό, διάρροια, κυάνωση στα χείλη,
ασφυξία, καρδιακή παύλα (απαραίτητος ο φαρμακοκινητικός έλεγχος).

12. Δάφνη (Laurus nobilis)- Lauraceae

Αειθαλές μικρό δέντρο ή θάμνος. Φύλλα με ελαφρά κυματοειδή μορφή.


Προτιμά δροσερά παραθαλάσσια μέρη και νησιά. Ευδοκιμεί σε ασβεστολιθικά και καλά
αρδευόμενα εδάφη.

Laurus nobilis

Γ.Α.Καρίκας
68

Χαρακτηριστικά-Χημικά συστατικά:

Τα φύλλα και οι καρποί της δάφνης είναι αρωματικά με υπόπικρη γεύση. Αν μασηθούν
προκαλούν θέρμανση και άφθονη έκκριση σιέλου.

Οι ράγες περιέχουν:
25% λιπαρό έλαιο, 3% αιθέριο έλαιο (κινεόλη, γερανιόλη, λιναλόλη), δαφνίνη, δαφνόνη,
κερί, ρητίνη, άμυλο, κομμιώδες εκχύλισμα, βασορίνη, λευκωματίνη και σάκχαρο.

Τα φύλλα είναι πλούσια σε αιθέριο έλαιο που περιέχει 45% κινεόλη, μια πικρή ουσία και
ταννίνη. Τα φύλλα συλλέγονται Αύγουστο-Σεπτέμβριο με κλάδεμα των κορυφών των
βλαστών. Ακολουθεί αποφύλλωση και ξήρανση φυσική ή τεχνική.
Άρτυμα στην αρωματοποιϊα, σαπωνοποιϊα, σε βιομηχανίες τροφίμων. Διευκολύνει την
πέψη.

Φαρμακευτικές Χρήσεις: Τα φύλλα της δάφνης χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική,


ως σκεύασμα για την θεραπεία της γρίππης, βρογχικών και στο κρυολόγημα.
Είναι αντισηπτικό στα εξωτερικά άτονα έλκη, εγκάυματα, σκασίματα και πιτυρίδα.

Επίσης χρησιμοποιούνται ως εφιδρωτικά, χολαγωγά, ηπατικά, και τονωτικά της


λειτουργίας της πέψης ανακουφίζει από τους πόνους στο στομάχι και να δρα ως αντι-
πυρετικό.

Προφυλάξεις: Αποφεύγονται οι επαλείψεις με σκέτο δαφνέλαιο, γιατί μπορεί να


προκαλέσει εγκαύματα και ερυθρότητα στο δέρμα.

Δεν λαμβάνεται per os δαφνέλαιο, γιατί υπάρχει περίπτωση να προκαλέσει ναυτία και
έντονη τάση για εμετό, αλλά και εγκαύματα στο γαστρικό βλεννογόνο και κολικούς.

13. Δενδρολίβανο (Rosmarinus officinalis ) – Lamiaceae (ροζμαρίνι, λασμαρί,


αρισμαρές, δυοσμαρίνι, δροσιά της θάλασσας)

Θάμνος ιθαγενής της Ευρώπης, αυτοφυής στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου, κοινός
στους θαμνότοπους και τα χέρσα εδάφη. Aπαντά σπάνια ως αυτοφυές στην Ελλάδα,
ενώ σαν κηπευτικό, είναι περισσότερο γνωστό.

Βρίσκεται κυρίως στις Άλπεις, Ανατολικά Πυρηναία, Τύνιδα, Μαρόκο, Ιταλία, Σικελία
κλπ. και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε όλο τον κόσμο.

Γνωστό στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, δεν έλειπε από κανένα κήπο του
Μεσαίωνα. Οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν δώρο της Αφροδίτης.

Γ.Α.Καρίκας
69

Rosmarinus officinalis

Κύρια συστατικά: Αιθέριο έλαιο φύλλων (βορνεόλη, κινεόλη, οξεικό βορνύλιο, καμφένιο,
κ.ά.)
Φαινολικές ενώσεις: φλαβονοειδή, φαινολικά οξέα, ροσμαρινικό οξύ (αναστολέας της 4-
αμινο-βουτυρικής τρανσαμινάσης), τρικυκλικά διτερπένια (καρνοσόλη και καρνοσικό
οξύ).

Ροσμαρινικό οξύ
Χρήσεις: ως άρτυμα στη μαγειρική και ως πηγή (άνθη) για την παραγωγή μελιού και ως
χολαγωγό, εφιδρωτικό, διουρητικό, εμμηναγωγό, καθαρτικό και τονωτικό, για την
αντιμετώπιση της κεφαλαλγίας, διαταραχών της εμμήνου ρύσεως, σε προβλήματα
μνήμης, σε διαστρέμματα και μώλωπες.

Προφυλάξεις: Δεν λαμβάνεται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης γιατί αναφέρεται ως
εκτρωτικό και εμμηναγωγό. Σε πολύ μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει
δηλητηριάσεις. Το αιθέριο έλαιο του μπορεί να προκαλέσει ερύθημα ή δερματίτιδες σε
ευαίσθητες επιδερμίδες.

Λαμβανόμενο από το στόμα το αιθέριο έλαιο του δενδρολίβανου σε μεγάλες ποσότητες


μπορεί να προκαλέσει επιληπτικούς σπασμούς, λόγω της περιεκτικότητας του σε
καμφορά.

Γ.Α.Καρίκας
70

14. Δίκταμο (Origanum dictamnus)-Lamiaceae

Ενδημικό φυτό που συναντάται στην Κρήτη και χρησιμοποιείται ως ρόφημα. Το όνομα
προέρχεται από το όρος Δίκτη όπου παλαιότερα αφθονούσε. Ειδικότερα καλλιεργείται
εδώ και 70 χρόνια στην Έμπαρο. Τα φύλλα του είναι χνουδωτά και έχουν χρώμα
γκριζοπράσινο.

Στη Μινωική Κρήτη και την αρχαία Ελλάδα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα
φαρμακευτικά φυτά. Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε κατά των παθήσεων του
στομάχου και του πεπτικού συστήματος, σε ρευματισμούς, αρθριτικά, ως επουλωτικό,
εμμηναγωγό, τονωτικό και αντισπασμωδικό.

Origanum dictamnus

Κύρια συστατικά:
Καμφορά: Δρα ως απολυμαντικό, αντιβηχικό, αποχρεμπτικό, αντικνησμικό, τοπικό
αναισθητικό, αναλγητικό.

Καμφορά

Γ.Α.Καρίκας
71

Καρβακρόλη, είναι το βασικό συστατικό του αιθέριου ελαίου. Δρα ως αντισηπτικό.

Θυμόλη. Δρα ως αντιμυκητισιακό,αντιβακτηριακό, αντιοξειδωτικό, με


αντιφλεγμονώδεις, αποχρεμπτικές, αντιβηχικές ιδιότητες.

Οι χρήσεις του φυτού, συνάδουν με τα χημικά συστατικά του καθώς η καμφορά


λειτουργεί ως αντιφλεγμονώδες και αναλγητικό, η καρβακρόλη ως αντισηπτικό, η
θυμόλη ως αντιμυκητησιακό, αντιβακτηριακό, αντιοξειδωτικό, ενώ η λιναλοόλη με την
τερπινο-4-όλη δρούν ως αρωματικές ενώσεις.

15. Ευκάλυπτος ο σφαιρικός, Eucalyptus globulus, Myrtaceae

Είναι ένα είδος ευκαλύπτου που φτάνει σε ύφος τα 80 μέτρα. Είναι αειθαλές δέντρο με
ξηρό φλοιό που αποφλοιώνεται βγάζοντας μακριές ταινίες, αφήνοντας τον κορμό λείο
και το χρώμα του στακτί-λευκό. Ο ευκάλυπτος ο σφαιρικός κατάγεται από την Αυστραλία
και την Τασμανία.

Οι αβορίγινες της Αυστραλίας τον χρησιμοποιούσαν κατά των μολύνσεων και του
πυρετού. Στην Ισπανία, κατά της πνευμονικής φυματίωσης.

Τα αποξηραμένα και αλεσμένα φύλλα του ευκαλύπτου τυλίγονταν και καπνίζονταν, για
τη θεραπεία του άσθματος.

Εισήχθη στην Ελλάδα από τον βοτανολόγο Θεόδωρο Ορφανίδη το 1862. Καλλιεργείται
κυρίως στη νότια Ελλάδα και στη Χαλκιδική και βρίσκεται σε δάση και κήπους.

Γ.Α.Καρίκας
72

Eucalyptus globulus

Καλλιεργείται σε οικιακούς κήπους, αφού εκτός της σκιάς, έχει τη δυνατότητα να


απομακρύνει και τα κουνούπια.

Η 1,8-κινεόλη είναι η κύρια ένωση στα αιθέρια έλαια E. globulus και E. cinerea, σε
ποσοστά μεταξύ 55 – 68 % στο E. globulus (από νεαρά φύλλα), 55 – 61 % στο E. cinerea
και 50 – 51 % στο E. globulus (από ώριμα φύλλα).

1,8-κινεόλη

Η κύρια ένωση στο αιθέριο έλαιο του E. citriodora είναι η κιτρονελλάλη της οποίας η
συγκέντρωση εμφανίζει μεγάλη διακύμανση από 12 – 84 %. Το κοινό χαρακτηριστικό
γνώρισμα στη σύσταση όλων των αιθερίων ελαίων (E. globulus, E. cinerea και E.
citriodora) είναι η πλούσια περιεκτικότητά τους σε οξυγονωμένα μονοτερπένια.

Χρήσεις: από τα φύλλα του εξάγεται αιθέριο έλαιο, (ευκαλυπτέλαιο) το οποίο έχει
φαρμακευτικές χρήσεις ως αντισηπτικό στους πνεύμονες και με αντιπυρετική δράση.
Επίσης το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία.

16. Ελαιόλαδο, Olea europaea L, Oleaceae

Ο καρπός (περικάρπιο και πυρήνας) είναι η πηγή του ελαιόλαδου. Στα φύλλα, στον καρπό
και στο έλαιο, περιέχονται φαινολικές ενώσεις και παράγωγα, κυρίως ελευρωπαΐνη
(oleuropein) και υδροξυ-τυροσόλη (3,4 - διυδροξυ- φαινυλαιθανόλη).
Γ.Α.Καρίκας
73

Τα πολλά δραστικά συστατικά που διαθέτει παίζουν καθοριστικό ρόλο στις βιολογικές
της δράσεις και στην σημασία της στη καθημερινή χρησιμότητα τους, όπως στην
αθηρωμάτωση, την υπέρταση, την φλεγμονή, αλλά και στην κοσμητολογία κ.α.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειές της είναι ήπιες και σχετικά σπάνιες, χωρίς σοβαρές
επιπτώσεις στον οργανισμό.

Το γένος Olea περιλαμβάνει πολλά είδη και ποικιλίες όπως:

α. Ελαία η αγρία (Olea sylvestris), κοινώς αγρελιά ή αγρελίδι


β. Ελαία η ευρωπαϊκή (Olea europaea) ή κοινή, το συνηθέστερα καλλιεργούμενο είδος.

Olea europaea

Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα 150.000.000 περίπου ελαιόδεντρα, λειτουργούν 2.800


ελαιοτριβεία και 500.000 οικογένειες ζουν από την καλλιέργεια της ελιάς, αφού το
ελαιόλαδο, κύριο συστατικό της τροφικής αλυσίδας, αποτελεί το αποκλειστικό εισόδημα
πολλών κατοίκων.
Τα κύρια συστατικά του καρπού (σάρκα) της ελιάς, ο οποίος αποτελείται από υδατική
και και ελαιώδη φάση, είναι:

1) σάκχαρα (γλυκόζη φρουκτόζη και σακχαρόζη),


2) πρωτεΐνες,
3) κόμμεα-ρητίνες,
4) οργανικά οξέα (οξικό, οξαλικό, μηλονικό, φουμαρικό, γαλακτικό, τρυγικό, μηλικό,
κιτρικό),
5) ταννίνες, 6) ανόργανα συστατικά 7) ελευρωπαΐνη

Επιπλέον το ελαιόλαδο περιέχει μικρές ποσότητες από ελεύθερα λιπαρά οξέα,


φωσφατίδια (λεκιθίνες), στερόλες, φαινόλες, τοκοφερόλες, χρωστικές και διάφορες
ρητινοειδείς και ζελατινοειδείς ουσίες.
Η ελευρωπαΐνη (ολευρωπαΐνη, ολευρωπεΐνη), ένας φαινολικός σεκο-ιριδοειδής
γλυκοζίτης, είναι το κύριο συστατικό του καρπού, στο οποίο οφείλεται η πικρή γεύση του.

Γ.Α.Καρίκας
74

ελευρωπαΐνη
Απαντάται εκτός από τον ελαιόκαρπο, στο ελαιόλαδο, στα φύλλα της ελιάς και
γενικότερα σε όλα τα μέρη του ελαιοδένδρου.

Είναι πολυφαινόλη και ανήκει σε μια ομάδα κουμαρινικών παραγώγων, τα σεκοϊριδοειδή


(secoiridoids). Είναι εστέρας της 3,4-διυδροξυ-φαινυλ-αιθανόλης (υδροξυ-τυροσόλη) με
το β-γλυκοσιλιωμένο ελενολικό οξύ.

Παίζει σημαντικό ρόλο στο φυτό, με την προστατευτική της δράση από παθογόνους
μύκητες και έντομα.
Κατά την παραγωγή του ελαιολάδου μέρος της ελευρωπαΐνης υδρολύεται και έτσι
παράγονται ενώσεις που προσδίδουν στο ελαιόλαδο την πικρή του γεύση και ορισμένες
άλλες χαρακτηριστικές γεύσεις και αρώματα.

Επίσης οι παραγόμενες αντιοξειδωτικές ουσίες παίζουν σημαντικό ρόλο στον


περιορισμό της οξείδωσης των λιπαρών του ελαιολάδου (τάγγισμα).

Λειτουργεί συνεργιστικά με άλλα αντιοξειδωτικά του ελαιολάδου, όπως η τυροσόλη, η


υδροξυτυροσόλη, το σκουαλένιο, η α-τοκοφερόλη (βιταμίνη Ε) και το ελαϊκό οξύ
μειώνοντας τις οξειδωτικές βλάβες και το οξειδωτικό stress των οργανισμών που
εκτίθενται στο οξυγόνο.

Λιπαρά οξέα/φαινόλες ελαιόλαδου

Τα κυριότερα λιπαρά οξέα του ελαιολάδου είναι το ελαϊκό (56-83%), το παλμιτικό (7,5-
20%), το στεατικό (0,5-3,5%), το λινελαϊκό (3,5-20%), το παλμιτελαϊκό (0,3-3,5%) και το
λινολενικό (0,0-1,5%).

Το στεατικό και το παλμιτικό είναι κορεσμένα, το ελαϊκό και το παλμιτελαϊκό είναι


μονοακόρεστα, ενώ το λινελαϊκό και το λινολενικό πολυακόρεστα. Στο ελαιόλαδο κυρίως
επικρατούν τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα.

Οι κυριότερες φαινόλες που συναντώνται στο ελαιόλαδο είναι η τυροσόλη και η υδροξυ-
τυροσόλη. Η υδροξυ-τυροσόλη παρουσιάζει αξιόλογη αντιοξειδωτική δράση.

Γ.Α.Καρίκας
75

Αλλες φαινόλες του ελαιόλαδου

Πέρα από τα κύρια συστατικά (σιτοστερόλη, στιγμαστερόλη, και Δ5- ανεμαστερόλη)


βρέθηκαν και ίχνη χοληστερόλης, Δ7-ανεμαστερόλης κ.α.

Ενδεχόμενα η αντιαθηρωματική δράση του ελαιολάδου να οφείλεται και στην


περιεκτικότητα του σε σιτοστερόλη, ένωση, με παρόμοια δομή χοληστερόλης.

Οι τοκοφερόλες ευθύνονται για την αντιοξειδωτική του δράση.

Το extra-παρθένο ελαιόλαδο περιέχει επίσης ελαιοκανθάλη (φαινυλοαιθανολική ένωση),


υπεύθυνη για την αίσθηση καυσαλγίας κατά την κατάποση του ελαιολάδου.

Γ.Α.Καρίκας
76

ελαιοκανθάλη
H ελαιοκανθάλη, εκδήλωσε σε in vitro μελέτες αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές
ιδιότητες.

Είναι μη-εκλεκτικός αναστολέας της κυκλοξυγενάσης (COX), παρόμοιος με το μη


στεροειδές αντιφλεγμονώδες ιβουπροφένη.

ιβουπροφένη

Φαίνεται ότι η ελαικανθάλη ενεργοποιεί τους διαύλους κατιόντων TRPA1 (Transient


receptor potential cation channel, subfamily A, member 1) όπως και η ιβουπροφένη.

Χρήση/παρενέργειες

Παρ όλες τις σαφείς ενδείξεις για την προστατευτική δράση των φαινολικών παραγώγων
της ελιάς και της ελευρωπαΐνης δεν έχει συσταθεί μονογραφία στην Ευρωπαική
Φαρμακοποιία, ούτε σαφείς ενδείξεις από την European Scientific Cooperative on
Phytotherapy ESCOP.
Ωστόσο έχει έγκριση από τον Ευρωπαικό Οργανισμό Φαρμάκων, (ΕΜΑ), η σκόνη φύλλων
(20% ελευρωπαΐνη) για την παρασκευή καλλυντικών.

Παρατηρούνται ήπιες (99.8%) ανεπιθύμητες ενέργειες. Τα παρασκευάσματα ελιάς που


περιέχουν εκχύλισμα φύλλων δεν πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς με χολολιθίαση,
διότι προάγουν την απόφραξη των χοληφόρων, ενώ στον οφθαλμό δρα ερεθιστικά.

Τα φύλλα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την κύηση και γαλουχία, διότι λείπουν
δεδομένα ασφαλούς χρήσης τους.

Γ.Α.Καρίκας
77

17. Εχινάτσια, Echinacea (purpurea, angustifolia, pallida)

Eίναι είδος ανθοφόρων φυτών της οικογένειας των ηλιάνθων της Βόρειας Αμερικής.
Είναι ιθαγενής στην ανατολική Βόρεια Αμερική και παρουσιάζεται σε κάποιο βαθμό στη
φύση σε πολλές ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές στις Ηνωμένες Πολιτείες
καθώς και στην Καναδική επαρχία του Οντάριο.
Χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον από το 1600 μ.χ. στην Αμερική, για οφθαλμολογικές
μολύνεις, για επιμολυσμένα τραύματα, σε τσιμπήματα φιδιών, εκζέματα, αλλά και σε
διάφορες άλλες καταστάσεις, από στομαχικά προβλήματα, μέχρι επιληψία.
Πολυετές, ποώδες (μέχρι ύψους 120 cm και 25 cm πλάτος) κατά την ωριμότητα. Ανάλογα
με το κλίμα, ανθίζει όλη την άνοιξη μέχρι το καλοκαίρι.
Οι κωνοειδείς ανθισμένες κεφαλές είναι συνήθως, αλλά όχι πάντα, μωβ στην άγρια
φύση. Τα ατομικά λουλούδια (florets) μέσα στο κεφάλι των λουλουδιών είναι
ερμαφρόδιτα, με αρσενικά και θηλυκά όργανα σε κάθε λουλούδι. Η επικονίαση γίνεται
από πεταλούδες και μέλισσες.

Echinacea purpurea

Χημικά συστατικά:

Τα τελευταία 20 χρόνια, έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα φυτά, καθώς θεωρείται ότι
ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα και βελτιώνει την αντίδραση του οργανισμού
σε μολύνσεις.

Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η εχινακίνη, ένας γλυκοζίτης που περιέχεται στο φυτό,
καταπολεμά τα βακτήρια ως φυσικό αντιβιοτικό, (6mg εχινακίνης αντιστοιχούν in vitro
σε 1 μονάδα πενικιλλίνης), γεγονός που εξηγεί την αποτελεσματικότητα του φυτού σε
στρεπτοκοκκικές και σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις και φλεγμονές.

Γ.Α.Καρίκας
78

Δραστικά συστατικά Εχινάτσιας

Οι ερευνητές γνωρίζουν την ανοσοδιεγερτική δράση του φυτού, χωρίς να μπορούν να


την εξηγήσουν ικανοποιητικά. Φαίνεται ότι εμπλέκεται ένα πλήθος από παράγοντες, που
παρεμβαίνουν με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης.

Κάποια συστατικά παραλαμβάνονται καλύτερα από υδατικά διαλύματα, τα περισσότερα


όμως από αλκοολικά.

Στο αίμα επιταχύνει τη φαγοκυττάρωση και καταστρέφει τα βακτήρια. Σε κυτταρικό


επίπεδο ελαττώνει την παραγωγή του ενζύμου υαλουροδινάση, (βρίσκεται στο
δηλητήριο φιδιών), που καταστρέφει το υαλουρονικό οξύ και οδηγεί σε διάσπαση του
συνδετικού ιστού.

Η δράση της echinacea σε κάθε περίπτωση είναι συνεργική για το ανοσοποιητικό,


εξαρτάται συνεπώς από την ίδια την κατάσταση του συστήματος.

Χωρίς έναν ικανοποιητικό αριθμό αντισωμάτων, απλά προσφέρει μια αντισηπτική


δράση. Αυτό σημαίνει ότι ο παράγοντας χρόνος είναι κρίσιμος για τη λήψη σκευασμάτων
echinacea.

Παρενέργειες: γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις (κνησμός, άσθμα,


αναφυλαξία)

Γ.Α.Καρίκας
79

18. Θρούμπι, Satureja montana, Labiatae, Γεροντόχορτο

Πόα ή δενδρίλιο, σε άγονα πετρώδη εδάφη, χαμηλού υψομέτρου. Η δρόγη είναι τα


αποξηραμένα φύλλα, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη μαγειρική, διευκολύνοντας την
πέψη και όρεξη, λόγω της κυμόλης και καρβακρόλης. Το αιθέριο έλαιο έχει αντισηπτική
δράση. Το αφέψημα θεωρείται τονωτικό και διεγερτικό.

Satureja montana

Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως αποχρεμπτικό και στη θεραπεία των τσιμπημάτων από
μέλισσες ή άλλων εντόμων.

Εχει χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο για κολικούς, μετεωρισμό, γαστρεντερίτιδα,


κυστίτιδα, ναυτία, διάρροιας, βρογχική συμφόρηση, πονόλαιμο και διαταραχών της
εμμήνου ρύσεως. Δεν πρέπει να συνταγογραφείται σε έγκυες γυναίκες.

Το έλαιο θεραπευτικής ποιότητας έχει προσδιοριστεί για να αναστέλλει την ανάπτυξη


του Candida albicans.

19. Θυμάρι (Thymus spp.) – Lamiaceae

Είναι θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά


ανθεκτικός, αναδύοντας πολύ ευχάριστο άρωμα. Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές
περιοχές της Ευρώπης, σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη Β.
Αμερική.
Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και αναδύουν
το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς
καυστική και πλούσια.
Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό για τον
αρωματισμό διαφόρων φαγητών σε ψάρια, κρέατα, σε διάφορες σάλτσες, σούπες κ.λ.π.
Συνιστά, ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη.

Γ.Α.Καρίκας
80

Thymus spp

Συστατικά: Αιθέριο έλαιο (θυμόλη, καρβακρόλη, π-κυμένιο, γ-τερπινένιο, λιναλοόλη, β-


μυρκένιο κ.ά.).

Μελισσοκομία: Σημαντική πηγή για την παραγωγή αρωματικού μελιού.

Δράσεις: Η θυμόλη έχει αντισηπτική δράση και αποτελεί το κυρίως συστατικό πολλών
εμπορικών σκευασμάτων για την πλύση του στόματος, όπως στο σκεύασμα ListerineR.
Μειώνει τα επίπεδα της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων του αίματος.
Πηγή φυσικών αντιμικροβιακών και αντιοξειδωτικών παραγόντων. Είναι γνωστή η χρήση
του ως αποσμητικό, ενώ το θυμέλαιο στην αρωματοποιία και κοσμητολογία.

Τα φύλλα του θυμαριού αποτελούν παραδοσιακό φαρμακευτικό προϊόν φυτικής


προέλευσης που χρησιμοποιείται ως αποχρεμπτικό για βήχα, την παρασκευή τσαγιού ή
άλλων σκευασμάτων φυτικής προέλευσης, σε υγρές ή στερεές μορφές δοσολογίας για
στοματική χρήση.

Αιθέριο έλαιο: Από του στόματος: καταρροή του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος,
βρογχικού κατάρρου, συμπτώματα βρογχίτιδας, σπαστικός βήχας, αντισηπτικό
στοματικό διάλυμα, οδοντόκρεμες.
Δερματική χρήση: κνησμός από δερματοπάθειες.

Εισπνοές: υποστηρικτική θεραπεία των οξείων και χρόνιων παθήσεων των


αναπνευστικών οδών.

20. Ιπποφαές, Hippophae rhamnoides L.

Ιστορικά, το ιπποφαές, είναι ένα σημαντικό φυτό που έχει επανακάμψει τα τελευταία
χρόνια και κερδίσει την παγκόσμια προσοχή, λόγω των φαρμακολογικών και
διατροφικών δυνατοτήτων του. Το όνομά του το οφείλει στα στρατεύματα του Μ.

Γ.Α.Καρίκας
81

Αλεξάνδρου, που παρατήρησαν ότι τα άρρωστα και τραυματισμένα άλογα που έτρωγαν
φύλλα και καρπούς του φυτού ανάρρωναν και δυνάμωναν γρηγορότερα, ενώ το τρίχωμά
τους γινόταν πιο λαμπερό.
Ετσι, το λατινικό όνομα του γένους Hippophae προέρχεται από τις λέξεις ίππος<ίππ(ο)-
(άλογο) + -φαές, ουδ. του -φαής<φάος (φως, λάμψη), σημαίνει δηλαδή φωτεινό άλογο.
Το κοινό είδος: Ιπποφαές το ραμνοειδές (Hippophaë rhamnoides) έχει ευρύ φάσμα
εξάπλωσης από τις Ατλαντικές ακτές της Ευρώπης έως τη βορειοδυτική Κίνα, ενώ
χαρακτηρίζεται από διαφορετικά υποείδη.
Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρού ύψους δένδρο που φέρει άκανθες και φθάνει τα 1.5-
5 m, με προβλεπόμενη διάρκεια ζωής 5-20 χρόνια.
Έχει ριζικό σύστημα πλούσιο σε οζίδια αζώτου, στελέχη και κλαδιά, φαιοπράσινα, με
καστανόμαυρο τραχύ φλοιό και ακανθώδη φαιά κλαδιά. Φύλλα, εναλλασσόμενα,
σχεδόν άμισχα, χρώματος βαθυπράσινου στην επάνω επιφάνεια, αργυρο-φαιά στην
κάτω επιφάνεια, με κύρια κεντρική νεύρωση εμφανή, μήκος 2-8 cm, πλάτος μέχρι 8 mm.

Hippophae rhamnoides

Όλα τα μέρη του φυτού (κυρίως καρποί και φύλλα) θεωρούνται πλούσια πηγή μεγάλου
αριθμού βιοδραστικών ουσιών, (βιταμίνες Α, C, Ε, Κ, ριβοφλαβίνη, φυλλικό οξύ,
καροτενοειδή- β-καροτένιο, λυκοπένιο, φυτοστερόλες-εργοστερόλη, στιγμαστερόλη,
αμυρίνες, οργανικά οξέα: μηλικό οξύ, οξαλικό οξύ, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα,
φλαβονοειδή (κερκετίνη, καιμπφερόλη, ισοραμνετίνη) και απαραίτητα αμινοξέα.

ισοραμνετίνη

Γ.Α.Καρίκας
82

Χρήσεις (με βιβλιογραφική τεκμηρίωση): Οι καρποί ιπποφαούς (Hippophaë rhamnoides)


χρησιμοποιούνται στην ανακούφιση του βήχα συνοδευόμενου με άφθονη απόχρεμψη,
για προαγωγή της πέψης σε άτομα με παρατεταμένο χρόνο γαστρεντερικής διέλευσης,
συνοδευόμενη από γαστραλγία, καθώς και για τη θεραπεία της αμηνόρροιας.
Αφεψήματα των καρπών χρησιμοποιούνται εξωτερικά (δερματολογική χρήση) για
πλύσεις και θεραπείες τραυματικών οιδημάτων και δερματικών εξανθημάτων.

21. Ιτιά, Salix alba, Salicaceae

Είναι ένα μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει σε ύψος τα
10–30 m, με έναν κορμό μέχρι 1 m διάμετρο και ακανόνιστη κορυφή. Ο φλοιός είναι
γκρι-καφέ και σχισμένος βαθιά στα μεγαλύτερα δέντρα. Οι βλαστοί στα τυπικά είδη είναι
από γκρι-καφέ έως πράσινο-καφέ. Τα φύλλα είναι πιο ανοιχτόχρωμα από τις
περισσότερες άλλες ιτιές, λόγω επικάλυψης πολύ λεπτών, μεταξένιων άσπρων τριχών,
ιδίως στο κάτω μέρος. Εχουν μήκος 5–10 cm και πλάτος 0,5–1,5 cm.

Φύεται σε δασώδεις περιοχές της Ευρασίας.

Γεωγραφική κατανομή S.alba

Η θεραπευτική επίδραση σκευασμάτων, που περιέχουν ενώσεις παρόμοιες ακετυλο-


σαλικυλικού οξέος, ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα.

Salix alba

Γ.Α.Καρίκας
83

Ηταν γνωστή στους Σουμέριους και Αιγύπτιους. Ο Ιπποκράτης περιγράφει το φλοιό της
ιτιάς (Salix) που περιέχει σαλικίνη και τον συνιστά ως ίαμα, κατά του πυρετού και των
πόνων.

Σαλικίνη

Το 1853 ο Charles Frédéric Gerhardt παρασκεύασε το δραστικό συστατικό της ασπιρίνης,


το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, αναμιγνύοντας ακετυλοχλωρίδιο με σαλικυλικό νάτριο.

Το 1897 επιστήμονες της γερμανικής Bayer άρχισαν τη μελέτη πάνω στο


ακετυλοσαλικυλικό οξύ, έτσι, το 1889, κυκλοφόρησε, με την εμπορική επωνυμία
"AspirinR".

Σήμερα παρασκευάζεται με επίδραση οξεικού ανυδρίτη στο σαλικυλικό οξύ.

Σύνθεση ασπιρίνης από σαλικυλικό οξύ

Χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, αντιπυρετικό και αντιφλεγμονώδες, αναστέλλοντας μη


αντιστρεπτά το ενζυμικό σύστημα της κυκλοοξυγενάσης COX-1 και τροποποιώντας τη
δραστικότητα του COX-2 (που συνθέτει τα προφλεγνονώδη προστανοειδή). Σε χαμηλές
δόσεις λαμβάνεται και ως αντισυγκολλητικό των αιμοπεταλίων.

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η ασπιρίνη μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη


εμφάνισης καρκινικών όγκων, όπως, του στομάχου, του εντέρου και στην μείωση των
οιστρογόνων, που θεωρούνται υπεύθυνα για τη δημιουργία καρκίνου του μαστού στις
γυναίκες (επιγενετική δράση).

Γ.Α.Καρίκας
84

Δράσεις ασπιρίνης στα ενζυμικά συστήματα COX1-COX2/σχέσεις με κυτοκίνες και


γλυκοκορτικοειδή στη γένεση φλεγμονής (inflammation)

Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται από άτομα με έλλειψη του ενζύμου G6PD, καθώς και από
άτομα κάτω των 16 ετών, επειδή υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης του Συνδρόμου Reye
(υψηλός πυρετός, κεφαλαλγία, αιφνίδιος θάνατος) και να λαμβάνεται με προσοχή από
άτομα σε αντιπηκτική αγωγή, (π.χ. SintromR).

Η ασπιρίνη έχει επίσης την ιδιότητα στο να προλαμβάνει θρομβώσεις στην καρδιά ή τον
εγκέφαλο, αποφεύγοντας έτσι, πολλές φορές αγγειακά επεισόδια.

22. Καλεντούλα, Calendula officinalis, Compositae, νεκρολούλουδο

Μονοετές καλλωπιστικό χόρτο ή αυτοφυές ζιζάνιο των αγρών. Εχει λογχοειδή χνουδωτά
φύλλα και πολύκλαδο βλαστό 40 εκ.

Είναι ένα βραχύβιο ποώδες αρωματικό, πολυετές (perennial), φυτό το οποίο φθάνει σε
ύψος έως και 80 εκ., με αραιά χαλαρά διακλαδισμένα ή όρθια στελέχη.

Τα φύλλα είναι επιμήκη-λογχοειδή μήκους 5-17 εκ., χνουδάτα και από τις δύο πλευρές
και με περιθώρια ολόκληρα ή περιστασιακά κυματιστά ή ασθενώς οδοντωτά.

Οι ταξιανθίες είναι κίτρινες, που αποτελούνται από ένα παχύ ψευδάνθιον ή ανθική
κεφαλή διαμέτρου 4-7 εκ. οι οποίες περιβάλλονται από δύο σειρές χνουδάτα βράκτια (ή
βράκεια).

Γ.Α.Καρίκας
85

Δραστικά συστατικά: Τριτερπενο-αλκοόλες (φαραδιόλη, αντιφλεγμονώδες),


τριτερπενοσαπωνίνες (ολεανολικό), αιθέρια έλαια (αντιμικροβιακά) με σεσκιτερπένια,
φλαβονοειδή (αντιμυκητιακά, αντιικά), κουμαρίνες (σκοπολετίνη).

Φαρμακολογικές μελέτες του φυτού, έχουν δείξει ότι τα εκχυλίσματά της μπορεί να
έχουν αντι-ιικές, αντι-γονοτοξικές και αντι-φλεγμονώδεις ιδιότητες in vitro.

Σε μία in vitro χημική δοκιμή, το μεθανολικό εκχύλισμα της C. officinalis, εμφάνισε


αντιβακτηριακή δραστηριότητα και τα εκχυλίσματα μεθανόλης και αιθανόλης έδειξαν
αντιμυκητιακή δράση.

Χρήσεις: ως χολαγωγό, αντιφλεγμονώδες, σπασμολυτικό, τονωτικό, ηρεμιστικό


(καδινόλη).

Τα νωπά φύλλα/άνθη ως κατάπλασμα σε θηλώματα, τύλους, παρωνυχίδες, έλκη,


εγκαύματα, αιμορροίδες, δείγματα εντόμων, χείμετλα (χιονίστρες), κοσμητολογία.

23. Κιννάμωμο (Cinnamomum cassia)-Lauraceae.

Ονομάζεται επίσης Κινεζική Κασσία ή Κινεζική κανέλα ή κάσια.

Eίναι ένα αειθαλές δέντρο που προέρχεται από τη νότια Κίνα και καλλιεργείται ευρέως,
αλλά και στη νότια και ανατολική Ασία (Ινδία, Ινδονησία, Λάος, Μαλαισία, Ταϊβάν,
Ταϊλάνδη και Βιετνάμ).

Ο φλοιός της κάσιας μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως συστατικό του μπαχαράτ
(αραβική λέξη για το καρύκευμα).

Γ.Α.Καρίκας
86

Cinnamomum cassia

Η κανέλα Κεϋλάνης προέρχεται από το φυτό Cinnamomum zeylanicum,που φύεται στη


Sri Lanka (πρώην Κευλάνη).

Cinnamomum zeylanicum

Θεωρείται ένα από τα 50 θεμελιώδη βότανα στην παραδοσιακή Κινεζική ιατρική. Λόγω
της κουμαρίνης, που περιέχει είναι δυνατόν, αν ληφθεί σε μεγάλες ποσότητες, να
προκαλέσει ηπατικά προβλήματα.

Κουμαρίνη
Η κουμαρίνη ως επί το πλείστον βρίσκεται στην κασσία, ενώ η κανέλα Κεϋλάνης περιέχει
αρκετά χαμηλότερες ποσότητες.

Γ.Α.Καρίκας
87

Το πρόβλημα με την τριμμένη κανέλα που κυκλοφορεί, είναι ότι στην πλειοψηφία της
είναι αναμεμιγμένη με κασσία και δεν είναι καθαρή γνήσια κανέλα. Αυτό αυξάνει τα
επίπεδα κουμαρίνης στα διάφορα προϊόντα που χρησιμοποιείται κανέλα.

Και τα δύο είδη έχουν αντιμικροβιακές και αντιμηκυτιασικές ιδιότητες και βοηθούν στη
ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα.

Η περιεκτικότητα τους σε κουμαρίνη, το κύριο συστατικό τους, έχει μεγάλη απόκλιση, με


τη κασσία να έχει 1200 φορές περισσότερη από τη κανέλα. Η κουμαρίνη είναι μια ουσία
μετρίως τοξική με ισχυρές αντιπηκτικές ιδιότητες.

Σε δοκιμές που έγιναν σε ποντίκια και αφού χορηγήθηκαν υψηλές δόσεις κουμαρίνης,
προκάλεσε θάνατο από εσωτερική αιμορραγία.

Οι διαφορές ανάμεσα στα δυο είδη φλοιών, σε ότι αφορά στο χρώμα, γεύση, άρωμα και
περιεκτικότητα σε κουμαρίνη, φαίνονται στον παρακάτω πίνακα:

Διαφορές κινεζικής/κευλανικής κανέλας

Δραστικά συστατικά: Το αιθέριο έλαιο του φλοιού είναι πολύ πλούσιο σε κινναμική
αλδεϋδη (65-75%) και σε άρωμα ευγενόλης (4-10%). Περιέχει, επίσης, τερπενικές
αλκοόλες, Ι-πιπίνη, κινεόλη, φελλανδρίνη, φουρφουρόλη, κιμίνη, λιναλόλη, ταννίνη,
άμυλο, μαννίτη κ.ά.
Γ.Α.Καρίκας
88

Το αιθέριο έλαιο των φύλλων της κανέλας, Κεϋλάνης, περιέχει 70-75% ευγενόλη, 3%
κινναμική αλδεϋδη, βενζοϊκό βενζυλεστέρα, λιναλόλη, σαφρόλη.

Κινναμική αλδεϋδη
Ο φλοιός της Κινέζικης Κανέλας δεν περιέχει ευγενόλη, μεθυλαμυλική κετόνη.
H πολυφαινόλη Methylhydroxy Chalcone Polymer (MHCP) δρα ως αντισπασμωδικό,
αντιπαρασιτικό, αντιμυκητιακό, αντιβακτηριακό, αντιθρομβωτικό, για τον έλεγχο του
βάρους, της χοληστερόλης και του σακχάρου στο αίμα.
Η πολυφαινόλη αυτή με την ισορροπημένη διατροφή, δρα στην πρόληψη και την
αντιμετώπιση του διαβήτη και φαίνεται ότι βελτιώνει κάπως τις μεταβολικές
παραμέτρους.

24. Κνίδη, Urtica urens (U.pilulifera, U. membranaceae), Urticaceae, τσουκνίδα


Ποώδες με προεξέχουσες τρίχες σε όλα τα μέρη του φυτού.
Είναι εγγενής στην Ευρασία και μπορεί να βρεθεί στη Βόρεια Αμερική και τη Νέα
Ζηλανδία ως εισαγόμενο είδος.

Urtica urens
Περιέχει φλαβονοειδή, βιταμίνες Α,Β,C, ηλεκτρολύτες. Στις τρίχες υπάρχουν ισταμίνη,
σεροτονίνη, ακετυλοχολίνη, μυρμηκικό οξύ (αίτια δερματικού ερεθισμού).

Γ.Α.Καρίκας
89

ισταμίνη
Η ρίζα έχει λιγνάνια, κουμαρίνες, ισολεκτίνες με αντιφλεγμονώδη δράση. Πρωτείνες του
φαίνεται ότι επηρεάζουν τον μεταβολισμό των οιστρογόνων και σφαιρινών, και την
υπερπλασία του προστάτη. Εχουν περιγραφεί αντινεοπλασματική και αντιική δράσεις.
Χρήσεις: Αντιμετώπιση της τριχόπτωσης, πιτυρίδας, καθαρισμό προσώπου και νόσους
του συνδετικού ιστού, λόγω του ότι το εκχύλισμα αναστέλλει προφλεγνονώδεις
κυτοκίνες, που συνθέτουν χονδρολυτικά ένζυμα (κολλαγενάση).
25. Κουμαριά, Arbutus unedo, Ericaceae
Δένδρο ή θάμνος αειθαλές με τραχύ φλοιό και φύλλα λογχοειδή και οδοντωτά.

Arbutus unedo

Γεωγραφική κατανομή

Γ.Α.Καρίκας
90

Τα φύλλα και ο φλοιός περιέχουν αρβουτίνη, ιριδοειδή (μονοτερπένια, παράγωγα


ιριδομυρμεκίνης) όπως, μονοτροπείνη, μεθυλεστέρα μονοτροπείνης, ουνενοσίδη,
στιλβερικοσίδη. Συναφές φυτό είναι το Arctostaphylos uv-ursi.
Αλλα συστατικά, όπως, τριτερπένια, λουπεόλη, ουρσολικό οξύ, β-σιτοστερόλη,
μπετουλινικό οξύ και φαινολικές ενώσεις, όπως, γαλλικό οξύ, κουμαρίνη και
φλαβονοειδή.
Προκαταρκτικές μελέτες έδειξαν ότι η αρβουτίνη μπορεί να είναι τοξική, όταν
λαμβάνεται σε υψηλές δόσεις.

αρβουτίνη, ιριδομυρμεκίνη
Τα φύλλα κατέχουν διουρητικές, αντισηπτικές, αντιφλεγμονώδεις, μυοχαλαρωτικές,
αντιοξειδωτικές και στυπτικές ιδιότητες.
Χρησιμοποιείται σε νόσους των νεφρών, κύστεως και υπεργλυκαιμία. Οι καρποί του, για
την παρασκευή του ηδύποτου crème d arbouse.

26. Κράταιγος, Crataegus monogyma, Rosaceae, τσαμπουρνιά

Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο με λοβωτά φύλλα. Ανθίζει το Μάιο και τον Ιούνιο.

Οι καρποί του (τσιάτσια) είναι ωοειδείς, με μήκος 8 με 12 εκατοστά και έχουν κόκκινο
χρώμα. Υπάρχουν είδη με κίτρινους, ασπριδερούς ή μαύρους καρπούς.

Γνωστός ως τρικοκκιά, μουρζιά, μπουρμπουτζελιά, ξανθή, τσιατσιά και ξαγκαθιά, είναι


γένος της τάξης περιλαμβάνει περί τα 200 είδη.

Έχει κόκκινους καρπούς (τσιάτσια) που χρησιμοποιούνται στην εναλλακτική ιατρική ως


τονωτικά του κυκλοφορικού συστήματος.

Γ.Α.Καρίκας
91

Διάφορα είδη κράταιγου

Τα κυριότερα δραστικά συστατικά του είναι τα φλαβονοειδή, όπως ρουτίνη, κερκετίνη,


υπεροσίδες, φλαβονογλυκοσίδες και τριτερπενοειδή, κυανιούχοι γλυκοζίτες, αμίνες,
πολυφαινόλες, κουμαρίνες, ταννίνες. Οι καρποί του είναι πλούσιοι σε βιταμίνη C.

Μερικές δομές φλαβονοειδών του κράταιγου, φαίνονται παρακάτω:

Διεγείρει την κυκλοφορία του αίματος, βελτιώνοντας τη ροή στις στεφανιαίες αρτηρίες
και την ομαλή τροφοδοσία του εγκεφάλου με αίμα.

Χρησιμοποιείται ως ρυθμιστικό της αρτηριακής πίεσης, τονωτικό της καρδιάς με


ηρεμιστική επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, βοηθά στη στηθάγχη, σε ταχυκαρδίες
και κυκλοφορικές ανωμαλίες.

Γ.Α.Καρίκας
92

Παραδοσιακή χρήση: αντιμετώπιση άγχους, πόνου νευρικότητας, διαταραχών του


ύπνου.

27. Κορίανδρος, Coriandrum sativum, Apiaceae

Πολυετής πόα. Καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό της (σφαιρικός και εύοσμος).
Μεγαλόκαρπες και μικρόκαρπες ποικιλίες. Αντέχει στο ψύχος όσο και στη ζέστη και τη
ξηρασία. Πεδινές και ημιορεινές, με ελαφρά και γόνιμα εδάφη.

Coriandrum sativum

Θεραπευτικές Ιδιότητες:
Στην παραδοσιακή ιατρική: Για στομαχικές διαταραχές, κατά της διάρροιας,
αντικαταθλιπτικό, κατά της αϋπνίας, διουρητικό, τονωτικό, αντιθρομβωτικό.

Χημικά συστατικά:
 Λιναοόλη, Κιτρονελλόλη, Καμφορά, Γερανιόλη
 Ετεροκυκλικές ενώσεις (Κοριανδρίνη), Πυραζίνη, Πυριδίνη , Θειαζόλη,Φουράνιο
 Φλαβονοειδή
 Φαινολικά οξέα
 Στερόλες
 Ισοκουμαρίνες

Κοριανδρίνη

Γ.Α.Καρίκας
93

Φαρμακολογικές δράσεις:

Με βάση πειραματικές μεθόδους διαπιστώθηκε η φαρμακολογική δράση του


Coriandrum sativum. Η διουρητική του δράση εξασκεί παρόμοιο μηχανισμό με αυτόν
του φαρμάκου φουροσεμίδη.

φουροσεμίδη

Κατέχει ακόμη: αντιοξειδωτική, αντιδιαβητική, υπολιπιδική, αντιθρομβωτική δράση. Τα


εκχυλίσματα του εκδηλώνουν ηρεμιστικές ιδιότητες.

28. Κρόκος, Crocus sativus- Iridaceae

Φυτό από το οποίο παράγεται ένα από τα ακριβότερα μπαχαρικά το ΣΑΦΡΑΝ.


Ευδοκιμεί σε ποικίλες κλιματολογικές συνθήκες και σε διαφορετικά υψόμετρα ,σε
στραγγερά και αμμώδη εδάφη που δεν έχουν πολύ ασβέστιο.

Καλλιέργεια:
Από την Άνοιξη ως τον Σεπτέμβριο βρίσκεται σε λήθαργο. Αντέχει τόσο σε υψηλές, όσο
και σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Οι βροχές της άνοιξης βοηθούν την ανάπτυξη των βολβών.

Crocus sativus

Γ.Α.Καρίκας
94

Αναπαράγεται κάθε χρόνο με βολβούς από τις παλαιότερες φυτείες. Φυτεύεται κυρίως
τον Μάιο-Ιούνιο, ή Αύγουστο-Σεπτέμβριο.
Η ποιότητα διασφαλίζεται με την γρήγορη συλλογή ανθέων τις πρωινές ώρες σε
θερμοκρασίες 14-18° C, χωρίς έντονο ηλιακό φως. Η μέση στρεμματική απόδοση
κυμαίνεται από 0.7-1.0 κιλό (στίγματα).

Χρήσεις: τα στίγματα του υπέρου έχουν χρωστικές, φαρμακευτικές και αρωματικές


ιδιότητες. Τονωτικό της όρεξης και καταπραϋντικό, αρτυματικό και για χρωματισμό
τροφίμων.

Συστατικά: Τα στίγματα του κρόκου περιέχουν σημαντικές ποσότητες χρωστικών, οι


οποίες καλούνται κροκίνες.
Η ελαφριά πικάντικη γεύση των στιγμάτων του κρόκου προέρχεται από την
πικροκροκίνη.

πικροκροκίνη

Η σαφρανάλη, είναι μια μονοτερπενική αλδεΰδη η οποία πιστεύεται ότι σχηματίζεται,


κατά τη διάρκεια της ξηράνσεως των στιγμάτων, αποτελεί το κύριο συστατικό του
αιθέριου ελαίου στο οποίο οφείλεται το χαρακτηριστικό άρωμα του κρόκου.
Νοθείες: Η νοθεία του κρόκου είναι συχνή, λόγω της υψηλής αξίας του. Η νοθεία μπορεί
να γίνει με διάφορους τρόπους:
 Στίγματα ή στήμονες από άνθη άλλων φυτών
 Λεπτά τεμάχια βολβών κρεμμυδιού, κόκκινης πιπεριάς
 Κυρίως με στήμονες του ίδιου φυτού βαμμένους στην καλύτερη περίπτωση με
εκχύλισμα από κόκκινα στίγματα.

29. Λυκίσκος (Humulus lupulus)- Moraceae.


Kαλλιεργείται για τα θηλυκά άνθη του και χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή
μπύρας. Είναι ένα πολύ διαδεδομένο αυτοφυές φυτό της ελληνικής χλωρίδας και είναι
απόλυτα προσαρμοσμένο στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ελλάδας και άλλων
χωρών. Αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της μπύρας. Είναι αυτό που προσδίδει το
άρωμα, την πικρή γεύση, η οποία εξισορροπεί τη γλυκύτητα της βύνης και τον πλούσιο
αφρό της.
Κύρια συστατικά: Περιέχει πικρές και αρωματικές ουσίες. Αιθέριο έλαιο 1-3%, λίπος,
κηρό, λευκώματα, ανόργανα συστατικά, ταννίνες, φλαβονοειδή (μονο-δι-γλυκοζίτες της

Γ.Α.Καρίκας
95

κεμπφερόλης και κερκετίνης, ψανθουμόλη και χαλκόνες) και ρητίνες, που αποτελούνται
από μίγματα πολλών πικρών ουσιών.
Αιθέριο έλαιο: περιέχει τους τερπενικούς υδρογονάνθρακες μυρκένιο(30-40%), α-
καρυοφυλλένιο ή χουμουλένιο (15-20%), καναβένιο, βαλεριανικό εστέρα της βορνεόλης,
εστέρες μυρκενόλης, διπεντένιο, είτε ελεύθερα, είτε υπό μορφή εστέρων και οξέων
όπως, βαλεριανικό, οξικό, δεκυλικό, οκτυλικό και βουτυρικό οξύ.
Ο λυκίσκος θεωρείται θεραπευτικός στην καταπολέμηση του άγχους, της υπερέντασης,
της νευρικότητας, της κατάθλιψης και της αϋπνίας. Αν και η παρουσία βαλεριανικού
οξέος στα άνθη, θεωρήθηκε αρχικά υπεύθυνος, για τις παραπάνω ιδιότητες, η
ανακάλυψη πρόσφατα της συνθετικής ένωσης 2-methyl-3-buten-2-ol έχει δώσει νέα
δεδομένα.

Χουμουλένιο
Πικρές ουσίες: επικρατούν κυρίως η χουμουλόνη και η λουπουλόνη, που
κρυσταλλώνονται εύκολα και αποτελούν κινολοειδείς ενώσεις φλωρογλυκίνης.
Στη βοτανοθεραπεία χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση διαταραχών του
νευρικού και πεπτικού συστήματος. Επίσης χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση
στομαχικών διαταραχών, που εξηγείται κατά κύριο λόγο από τη σπασμολυτική του
δράση.
Ο Λυκίσκος είναι επίσης ιδιαίτερα πλούσιος σε πικρές ουσίες (5-30%). Οι πικρές ουσίες
χουμουλόνη και λουπουλόνη, πιστεύεται, ότι διεγείρουν την όρεξη, δίνουν άρωμα και
δρουν ως συντηρητικά (βακτηριοστατική δράση) στη βύνη, πριν τη ζύμωση της μπύρας.

Συστατικά λυκίσκου

Γ.Α.Καρίκας
96

30. Μελισσόχορτο (Melissa officinalis)-Lamiaceae, μελισσοβότανο, μελισσάκι, μέλισσα,


κιτροβάλσαμο.

Με έντονη οσμή λεμονιού. Τα φύλλα είναι ωοειδή και ελαφρώς χνουδωτά. Φύεται στην
ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Melissa officinalis

Αιθέριο έλαιο: περιέχει κιτράλη, κιτρονελλάλη, λιναλοόλη, γερανιόλη. Περιέχει επίσης


ταννίνες με αντιική δράση και φλαβονοειδή (3-γλυκουρομίδιο της λουτεόλης).
Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στην παρασκευή ηδύποτων.

Μερικά φλαβονοειδή συνδέονται με υποδοχείς του GABA, ενώ το έλαιο ασκεί


αντιχολινεστερασική δράση, παράλληλα με αντιοξειδωτικές ιδιότητες (φαινολικές
ενώσεις)
Διαθέσιμες κρέμες με εκχύλισμα του φυτού για την αντιμετώπιση του ιού του απλού
έρπητα.

Παραδοσιακό φαρμακευτικό προϊόν φυτικής προέλευσης για την ανακούφιση:


α) ήπιων συμπτωμάτων ψυχικού στρες – υπναγωγό.
β) συμπτωματική θεραπεία ήπιων γαστρεντερικών διαταραχών, περιλαμβανομένου του
τυμπανισμού και του μετεωρισμού.

31. Μέντα, δυόσμος (Mentha spicata, piperita)- Labiatae

Είναι ριζωματώδες πολυετές φυτό που φτάνει σε ύψος 30 με 100 εκατοστά. Οι μίσχοι
και τα φύλλα καλύπτονται σε ποικίλο βαθμό από τριχίδια, ενώ το ρίζωμα είναι σαρκώδες
και εκτεταμένο.

Τα φύλλα είναι ωοειδή, με μήκος 5 με 9 εκ. και 1,5 με 3 εκ. πλάτος. Τα άνθη του είναι
μικρά ρόδινα ή μωβ ανοιχτό. Βγαίνουν πολλά μαζί σε στάχεις στις κορυφές των βλαστών.

Γ.Α.Καρίκας
97

Mentha spicata

Κύρια συστατικά: Οι κυριότερες δραστικές ουσίες που περιέχονται στο αιθέριο έλαιο
της μέντας είναι η μινθόλη (αλκοόλη), η μινθόνη (κετόνη) και οι ταννίνες.
Τα φύλλα της μέντας περιέχουν επίσης βιταμίνες Α και C, νιασίνη (βιταμίνη Β3), μαγνήσιο
και σίδηρο. Αλλα συστατικά του ελαίου είναι, το α-πινένιο, η ιασμόνη, το μινθοφουράνιο,
το οξικό οξύ κα.
Η μινθόλη είναι ένα τερπενοειδές που βρίσκεται στα αιθέρια έλαια της οικογένειας της
μέντας (Mentha ssp.), όπως η μέντα, ο δυόσμος κ.α. Υπάρχουν διάφορα ισομερή της
μινθόλης, κάποια με μυρωδιά μινθόλης.

Η φυσική μινθόλη με το ισχυρότερο άρωμα, είναι η (-)-μινθόλη.

Ισομερή μενθόλης

Γ.Α.Καρίκας
98

Δράσεις-χρήσεις: Το αιθέριο έλαιο της μέντας είναι αρωματικό, δροσιστικό, αντισηπτικό,


αναλγητικό, αντιρρευματικό, εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηρίων και μικροοργανισμών,
βοηθά την πέψη, ανακουφίζει τον πονοκέφαλο, καταπολεμά το άγχος και την ένταση.

Η μινθόλη ρευστοποιεί και αυξάνει την έκκριση της χολής, έχει αντιμικροβιακή, αντιική
και αντιφλεγνονώδη δράση (αναστολή λευκοτριενίων, ενεργοποίηση του Nf-KB στα β-
λεμφοκύτταρα).

Δρα σπασμολυτικά και τοπικά αναισθητικά, μέσω της αναστολής των διαύλων ασβεστίου
στη μεμβράνη των νευρικών κυττάρων.

Χρησιμοποιείται ως χολαγωγό, δρα αναλγητικά και αντισηπτικά και σε εντριβές για


δείγματα εντόμων, έρπη, ρευματικών πόνων κ.α.

Χρησιμοποιείται για γαργάρες σε περιπτώσεις αμυγδαλίτιδας, ουλίτιδας και φλεγμονής


στο ρινοφάρυγγα, ενώ το τσάι μέντας συνιστάται για την καταπολέμηση της δυσπεψίας
και της διάρροιας ως σπασμολυτικό για το στομάχι μετά από εμετό ή για τις φλεγμονές
του εντέρου. Είναι καταπραϋντικό του βήχα, την καταρροή και του κοινού
κρυολογήματος.

Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα: Η ταυτόχρονη χορήγηση κυκλοσπορίνης και μέντας,


μπορεί να αλλοιώσει την βιοδιαθεσιμότητά της κυκλοσπορίνης.
Αντιόξινα: Αλληλεπιδράσεις και μείωση της δραστικότητας της μέντας ή των φαρμάκων
μπορεί να προκύψουν και από την ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που μειώνουν τα
οξέα του στομάχου, όπως τα αντιόξινα φάρμακα λανσοπραζόλη και ομεπραζόλη.

Αντιδιαβητικά : Η ταυτόχρονη χορήγηση μέντας και αντιδιαβητικών δισκίων μπορεί να


προκαλέσει υπογλυκαιμία.

32. Mοσχοκαρυδιά, Myristica fragrans, Myristicaceae.

Η μοσχοκαρυδιά, (επισ. Μυριστική η ευώδης, Myristica fragrans) είναι αγγειόσπερμο


δικότυλο φυτό. Είναι ένα αειθαλές δέντρο ιθαγενές στις νήσους Μολούκες (ή τα Νησιά των
Μπαχαρικών) της Ινδονησίας. Είναι η κύρια πηγή των μπαχαρικών μοσχοκάρυδου.

Καλλιεργείται ευρέως σε ολόκληρη τη ζώνη των τροπικών, συμπεριλαμβανομένων των


Γκουανγκντόνγκ και Γιουνάν στην Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδονησία, στη Μαλαισία, στη
Γρανάδα της Καραϊβικής, στην Κεράλα της Ινδίας, στη Σρι Λάνκα και στη Νότια Αμερική.

Γ.Α.Καρίκας
99

Myristica fragrans

Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν ως θυμίαμα. Κατά το 16ο αιώνα απέκτησε μεγάλη


σημασία γιατί ήταν σπάνιο και ακριβό μπαχαρικό. Οι Ολλανδοί έμποροι σχεδίαζαν ακόμα
και καταστροφές των φυτειών στην Ινδονησία, έτσι ώστε να διατηρήσουν την τιμή του
υψηλή.

Περιέχουν αιθέρια έλαια σε ποσότητα περίπου 10%, μυριστίνη, μυριστικίνη (συστατικό


του Nutmeg, με αντιχολινεργική δράση), λιπαρά οξέα.

Μυριστικίνη

33. Πασσιφλόρα, Passiflora incarnate L, Passifloraceae, Ρολογιά


Πολυετές αναρριχώμενο καλλωπιστικό, προερχόμενο από τη Β. Αμερική. Ο καρπός του
είναι ευρύτατα γνωστός με τις κοινές του ονομασίες όπως «φρούτο του
πάθους» (Αγγλικά: passion fruit (ΗΠΑ), passion fruit (Ηνωμένο Βασίλειο και Χώρες
της Κοινοπολιτείας), μαρακούγια.

Passiflora edulis

Γ.Α.Καρίκας
100

Περιέχει χαρμανοαλκαλοειδή (αναστέλλουν την μονοάμινο οξειδάση-ΜΑΟ και


προσδένονται στους σεροτονεργικούς υποδοχείς), φλαβονοειδή, παράγωγα γ-πυρόνης,
την κυανογλυκοσίδη κυανοκαρδίνη.
Κατέχει αντιφλεγμονώδεις, αντιοξειδωτικές, σπασμολυτικές, ηρεμιστικές και
αναλγητικές ιδιότητες. Εκχύλισμα πασσιφλόρας έχει δράση αγωνιστή στους υποδοχείς
GABA-A, με αντιεπιληπτική και αγχολυτική δράση.
Χορηγείται ως έγχυμα σε νευρική υπέρταση, υπερένταση, αυπνία, κεφαλγίες.
Σε συγχορήγηση, ενισχύει τη δράση των βενζοδιαζεπινών και των αναστολέων της ΜΑΟ.

34. Παιωνία, Paeonia mascula L. Paeoniaceae


Πολυετής πόα με φύλλα αντικρυστά. Εχει ευρεία εξάπλωση στη Β ημισφαίριο (ένδειξη
μεγάλης ηλικίας του γένους). Στα Ιόνια νησιά και στην Ακαρνανία απαντά η εν λόγω
ποικιλία. Οι παιώνιες έχουν εντυπωσιακά μεγάλα άνθη με διάμετρο που ξεπερνάει τα
10 εκ., συνήθως κόκκινα λευκά η ρόδινα. Έχουν ύψος που φτάνει τα 70 με 80 εκ. και
μεγάλα παλαμοσχιδή φύλλα.

Paeonia mascula
Περιέχει ερυθρές χρωστικές, φλαβονοειδή, αιθέρια έλαια, γαλλοτανίνη. Στο εκχύλισμα
αποξηραμένης ρίζας άλλου είδους παιωνίας απομονώθηκε η μονοτερπενογλυκοσίδη
παιωνιφλορίνη με αναλγητικές, αντιφλεγμονώδεις, ηρεμιστικές, αντιεπιληπτικές,
υπογλυκαιμικές και αγγειοδιασταλτικές δράσεις.
Εχει χρησιμοποιηθεί σε διαταραχές του κύκλου, του ΓΕΣ και ως αντιπηκτικό.

35. Πικραλίδα (Taraxacum officinale)-Asteraceae, πικραφάκα

Φύεται στο Β. ημισφαίριο. Είναι ενοχλητικό ζιζάνιο στους αγρούς. Εχει μεγάλη ρίζα, τα
φύλλα είναι πολύ κοντά στο έδαφος και έχουν τρίχες, όταν είναι νεαρά.
Φύεται από γενικά μη διακλαδισμένες κεντρικές ρίζες και παράγει ένα έως πάνω από
δέκα μίσχους, οι οποίοι συνήθως είναι ύψους 5–40 εκ.), αλλά ορισμένες φορές έως και
70 εκ. υψηλοί. Οι μίσχοι μπορεί να χρωματιστούν μωβ, είναι σε όρθια θέση ή χαλαροί

Γ.Α.Καρίκας
101

και παράγουν κεφαλές ανθέων, που κατέχονται ως υψηλοί ή υψηλότεροι από το


φύλλωμα. Το φύλλωμα, μπορεί να αυξάνεται σε όρθια θέση ή να εξαπλούται οριζοντίως.
Τα φύλλα έχουν μίσχους οι οποίοι είναι είτε αφτέρωτοι είτε στενο-φτέρωτοι. Οι μίσχοι,
μπορεί να είναι λείοι ή αραιά καλυμμένοι με κοντές τρίχες.

Taraxacum officinale
Το όνομα του γένους Ταραξάκο, αποδίδεται στον άραβα Αβικένα και θεωρείται
ελληνικής προελεύσεως, από τις λέξεις «τάραξις»- πάθηση, διαταραχή- και «άκος»,
δηλαδή θεραπεία ή φάρμακο και υποδηλώνει τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού.
Άλλα κοινά ελληνικά ονόματά του είναι «πικραλίδα» και «αγριομάρουλο», καθώς η
χρήση του στη διατροφή, μπορεί να προηγήθηκε της θεραπευτικής αξιοποίησής του.

Επιπρόσθετα και πέρα από τους παραπάνω δευτερογενείς μεταβολίτες, η ρίζα του
ταραξάκου αποτελεί αξιόλογη πηγή ινουλίνης (απορρόφηση ιχνοστοιχείων, προβιοτικό),
του χαρακτηριστικού αποταμιευτικού πολυσακχαρίτη της οικογένειας Asteracae.
Τα φύλλα, την άνοιξη μπορούν να γίνουν μια τονωτική σαλάτα (μόνο με νεαρά φύλλα),
που περιέχουν βιταμίνες Α, C, Β, ίχνη καλίου, σιδήρου, πικρούς γλυκοσίδες, μαννιτόλη.

Συστατικά Taraxacum officinale

Γ.Α.Καρίκας
102

Η πικρή γεύση της ρίζας αποδίδεται στις περιεχόμενες σε αυτήν σεσκιτερπενικές


γλυκοσίδες (λακτουπικρίνη, ταραξακίνη, λουτεϊνη), τριτερπένια, ταννίνες, σάκχαρα,
ινουλίνη, απιγενίνη.

Σεσκιτερπενικές λακτόνες ταραξάκου

Η μαννιτόλη, πολυόλη-παράγωγο της φρουκτόζης, χρησιμοποιείται ως φάρμακο για να


προκαλέσει ωσμωτική διούρηση. Την περίοδο που η συγκέντρωση μαννιτόλης στο
ταραξάκο είναι υψηλή, (μέσα Μαρτίου- Μαίου), ένα τσάι από τα φύλλα και ρίζα του
φυτού, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Τα εκχυλίσματα ρίζας έχουν διουρητική δράση αντίστοιχη της φουρσεμίδης (π.χ. LasixR).

Κατά συνέπεια, το φυτό είναι ήπιο εναλλακτικό διουρητικό, κατάλληλο για χρόνιες
καταστάσεις. Το γεγονός ότι περιέχει κάλιο, προστατεύει τον οργανισμό από απώλειες
καλίου, πρόβλημα, που εκδηλώνουν τα περισσότερα συνθετικά διουρητικά.

36. Πρόπολη, Propolis, bee-glue

Είναι κολλώδης ουσία, που παράγεται από τις μέλισσες και είναι μια συλλογή ρητινωδών
εκκρίσεων από τους φλοιούς φυτών εμπλουτισμένη με κερί, γύρη, ένζυμα και άλλες
ουσίες. Χρησιμοποιείται από τις μέλισσες για να στεγανοποιούν και να απολυμαίνουν
το εσωτερικό της κυψέλης.

Γ.Α.Καρίκας
103

Εχουν ανιχνευτεί πάνω από 300 ενώσεις, κυρίως από ρητίνη (50%), κερί (30%), αιθέρια
έλαια (10%), γύρη (5%).

Αλλα συστατικά της είναι αρωματικές ουσίες, ζάχαρα, βάλσαμα, τερπένια, αλειφατικά
οξέα και οι εστέρες τους, φλαβόνες, ανόργανες ουσίες, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία.

Οι θεραπευτικές ιδιότητες της πρόπολης ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, όπου
αναφερόταν και ως «μαύρο κερί». Λαοί στα παράλια της Μεσογείου χρησιμοποιούσαν
την πρόπολη ως φάρμακο, καθώς είχαν διαπιστώσει την αντιφλεγμονώδη δράση της.

Ο Ιπποκράτης την πρότεινε για την επάλειψη ελκών και εγκαυμάτων. Οι Ρωμαίοι
στρατιώτες στις εκστρατείες τους την είχαν πάντα μαζί τους, ενώ οι Αιγύπτιοι την
χρησιμοποιούσαν για την ταρίχευση των νεκρών.

Σήμερα η πρόπολη χρησιμοποιείται ευρέως είτε ως αυτούσιο σκεύασμα, είτε ως


συστατικό άλλων σκευασμάτων.

Το φλαβονοειδές γκαλανζίνη βρέθηκε να κατέχει in vitro αντιβακτηριακές και αντιικές


ιδιότητες, ενώ ανέστειλε την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων του μαστού, in vitro.

γκαλανζίνη

Οι κυριότερες ερευνητικά τεκμηριωμένες ιδιότητες της πρόπολης είναι:


αντιφλεγμονώδεις, αντιικές, αντιμυκητιακές, αντιισταμινικές, αντιοξειδωτικές και ως
ενισχυτικό του ανοσοποιητικού συστήματος.

37. Ρίγανη, (Origanum vulgare) – Lamiaceae

Είναι η κοινή ονομασία των αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και
ανθοφόρων κορυφών διαφόρων ειδών του γένους Origanum.

Φυτό κυρίως των παραμεσογείων χωρών. Στην Ελλάδα και την Κύπρο έχουν καταγραφεί
τουλάχιστον 14 διαφορετικά είδη.

Το πλέον γνωστό είδος θεωρείται το Origanum vulgare subsp. hirtum.

Γ.Α.Καρίκας
104

Origanum vulgare
Αιθέριο έλαιο: (θυμόλη, καρβακρόλη, π-κυμένιο, γ-τερπινένιο, κ.ά.)
Εχει ευρεία χρήση ως καρύκευμα στη μεσογειακή μαγειρική. Εχει ευεργετική επίδραση
στο πεπτικό και αναπνευστικό σύστημα. Λαμβάνεται εσωτερικά για κρυολογήματα,
γρίππη, ήπιες εμπύρετες ασθένειες, δυσπεψία, δυσμηνόρροια.
Εξωτερικά, το αιθέριο έλαιο του φυτού χρησιμοποιείται για εντριβές σε περιπτώσεις
βρογχίτιδας, άσθματος, αρθρίτιδας και μυϊκού πόνου. Μερικές σταγόνες αιθερίου
ελαίου ανακουφίζουν τον πονόδοντο.

38. Ροδιά, Punica granatum, Punicaceae

Από τα παλιότερα καλλιεργούμενα οπωροφόρα δένδρα. Προέρχεται από το Ιράν. Ο


καρπός εξωτερικά φέρει σκληρό εξωκάρπιο το σίδιο. Εσωτερικά υπάρχει ο πλακούς
λευκός ιστός κυτταρίνης. Τα καρπίδια αποτελούνται από σπέρματα και χυμώδη ιστό που
τα περιβάλλει, τα αρίλια.

Punica granatum

Ο χυμός περιέχει 85% ύδωρ 10% σάκχαρα, πηκτίνες, ασκορβικό οξύ, βιταμίνες Β, Ε, Κ,
πολυφαινόλες, ανθοκυανίνες, αμινοξέα κ.α.

Γ.Α.Καρίκας
105

Στις ρίζες, φλοιό και φύλλα απαντούν τα αλκαλοειδή πελλετιερίνη κα Ν-μεθυλ-


πελλετιερίνη και το αλκαλοειδές τροπανίου η ψευδοπελλετιερίνη.

πελλετιερίνη

Τα σπέρματα περιέχουν γ-τοκοφερόλη (αναστολή COX-2, απόπτωση καρκινικών


κυττάρων) στερόλες (αναστέλλουν προφλεγμονώδεις κυτοκίνες), οιστρόνη, 17-α-
οιστραδιόλη, και οιστριόλη (ανταγωνίζονται τους υποδοχείς των οιστρογόνων) και
τεστοστερόνη.
Η υψηλή περιεκτικότητα σε ταννίνες εξηγεί την αντιδιαρροική δράση, τα αλκαλοειδή
έχουν αγωνιστική δράση στους νικοτινικούς, χολινεργικούς υποδοχείς. Ασκούν
ανθελμινθική δράση. Κατέχει επίσης αντιοξειδωτικές, αναλγητικές και
χημειοπροστατευτικές δράσεις. Θεωρείται λειτουργικό τρόφιμο (Functional food).

39. Σαμπούκος, (Sambucus nigra)- Adoxaceae

Πρόκειται για θάμνο ή δένδρο που φτάνει έως το ύψος των 10 μέτρων.
Είναι φυλλοβόλο με φύλλα πτερωτά και λογχοειδή. Ο βλαστός του φυτού έχει
εσωτερικά ψίχα και είναι ο λόγος που το φυτό πήρε το όνομα κουφοξυλιά. Τα άνθη του
είναι αρωματικά έχουν χρώμα λευκό ή κιτρινωπό και ανθίζουν την άνοιξη.

Sambucus nigra

Κύρια συστατικά: Είναι πλούσιος σε βιταμίνες Α, B, C, ασβέστιο, κάλιο, φώσφορο,


αμινοξέα και σε πλήθος φυτοχημικών ουσιών, δευτερογενών μεταβολίτων όπως,

Γ.Α.Καρίκας
106

φλαβονοειδή, ανθοκυανίνες, γλυκοσίδια, βετουλίνη, κερσετίνη, ρουτίνη, τανίνες και β-


καροτίνη.

Ταννίνη
Βιολογικές δράσεις: Χάρη στις ανθοκυανίνες που περιέχει, συμβάλλει στην ενίσχυση της
άμυνας του οργανισμού. Επιπλέον, εμποδίζει τη δημιουργία ελεύθερων ριζών, οι οποίες
μεταξύ άλλων προκαλούν βλάβες στα κύτταρα, συμβάλλοντας έτσι στην πρόληψη
χρόνιων παθήσεων.

Έχει αποχρεμπτικές ιδιότητες και γι’ αυτό χρησιμοποιείται για τη θεραπεία


αναπνευστικών παθήσεων, όπως η βρογχίτιδα και το άσθμα.

Περιορισμένες κλινικές δοκιμές έχουν δείξει ότι ο σαμπούκος μπορεί να συμβάλλει στη
μείωση της βλαπτικής LDL χοληστερίνης και παράλληλα στην αύξηση της ευεργετικής
HDL χοληστερίνης.

Η λαϊκή παράδοση χαρακτηρίζει τον Σαμπούκο ως «πλήρες Φαρμακείο» λόγω των


αναρίθμητων θεραπευτικών και προφυλακτικών του ιδιοτήτων.

40. Σκόρδο, (Alliun sativum)- Liliaceae

Λόγω της «άγριας» γεύσης του και του «επιθετικού» αρώματός του, αποτελεί
χαρακτηριστικό στοιχείο και κοινό άρτυμα της μαγειρικής σε πολλές εθνικές κουζίνες σε
ολόκληρη τη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια αλλά και στην Κεντρική Ευρώπη.

Γ.Α.Καρίκας
107

Alliun sativum
Κύρια συστατικά:

Ελαιο πλούσιο σε θειούχες ενώσεις, με πιο δραστική την αλλισίνη (χαρακτηριστική


μυρωδιά), αζοένη, φλαβονοειδή, βιταμίνες Β1, Β2, Β3 και Β6, C, ασβέστιο, σίδηρο, θείο,
σελήνιο, S-allylcysteine, S-allylmercapto-L-κυστεΐνη κ.α.

Αλλισίνη

Η αλλισίνη παράγεται με το τεμαχισμό του σκόρδου (ή κρεμυδιού Allium cepa) και


σχηματίζεται από την αλλιίνη, με τη συμμετοχή του ενζύμου αλλιινάση.

Βιοσύνθεση αλλισίνης από αλιίνη


Επειδή η αλλισίνη σχηματίζει ασθενείς δισουλφιδρικούς δεσμούς με σουλφιδρικές
ομάδες των πρωτεινών ενζύμων υποδοχέων, ασκεί πολλαπλή φαρμακολογική δράση,
ελαττώνοντας τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων κατά 10-20%.

Γ.Α.Καρίκας
108

Η θρομβολυτική, ινωδολυτική και αντιφλεγμονώδης δράσεις οφείλονται κυρίως στην


αζοένη και στα αλληλοσουλφίδια, ενώ η αλλίνη δρα ως προφάρμακο.

αζοένη
Τα συστατικά αυτά έχoυν εκδηλώσει αντιμικροβιακές, αντιβακτηριακές και
αντιοξειδωτικές δράσεις.

Η αλλισίνη αποβάλλεται με τα ούρα και μέσω της αναπνοής. Ο καφές, το μέλι, το


γιαούρτι ή το γάλα, συμβάλλουν στην απαλλαγή από τη δυσάρεστη οσμή σκόρδου της
αναπνοής.

41. Σίλυβο, (Silybum marianum)-Compositae.

Παρ όλο που ως «γαϊδουράγκαθο» περιγράφονται δεκάδες φυτά της οικογένειας των
Συνθέτων, τα πιο ενδιαφέροντα είναι ο Cnicus benedictus, με μαλακά και λίγο αγκαθωτά
φύλλα και κίτρινο λουλούδι, το Σίλυβο.

Silybum marianum

Οι σπόροι του Σίλυβου περιέχουν μίγμα φλαβονοειδών, όπως τη σιλυμαρίνη, που σε


μικρότερες ποσότητες υπάρχει στους βλαστούς και τα φύλλα.

Το φυτό χρησιμοποιήθηκε επί χρόνια ως βοηθητικό της παραγωγής γάλακτος σε νεαρές


μητέρες και ως χολαγωγό-χολερετικό.

Γ.Α.Καρίκας
109

Όπως είναι γνωστό, ηπατικά προβλήματα μπορούν να προκληθούν από τη δράση των
ελευθέρων ριζών, δηλαδή τοξικών παραγόντων με υψηλή μοριακή δραστικότητα, που
καταστρέφουν άλλα μόρια ή και τα ίδια τα κύτταρα. Το σίλυβο προλαμβάνει αυτή τη
δράση, λειτουργώντας ως αντιοξειδωτικό. Είναι 10 φορές πιο ισχυρό αντιοξειδωτικό από
την βιταμίνη Ε.

Επιπλέον, το σίλυβο αυξάνει τη συγκέντρωση της γλουταθειόνης (GSH) στο ήπαρ, που
είναι υπεύθυνη για την αποδόμηση και αποτοξίνωση μοριακών αλυσίδων ορμονών,
φαρμάκων και χημικών ουσιών, έτσι, βελτιώνει την αποτοξινωτική ικανότητα του
ήπατος.

Μια άλλη τοξική για το ήπαρ ομάδα ενώσεων είναι τα λευκοτριένια, που παράγονται με
μεταφορά οξυγόνου σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, παρουσία του ενζύμου
λιποξυγενάσης. Το σίλυβο φαίνεται ότι αναστέλλει τη δράση αυτού του ενζύμου
εμποδίζοντας, έτσι την παραγωγή και τη δράση των λευκοτριένιων.

Η πιο ενδιαφέρουσα πιθανή δράση του σίλυβου είναι η ικανότητά του να ευνοεί την
πρωτεϊνοσύνθεση και την παραγωγή νέων ηπατικών κυττάρων, σε αντικατάσταση των
κατεστραμμένων. Έτσι, λειτουργεί ως αντίδοτο απέναντι σε τοξικούς παράγοντες, που
είτε υπάρχουν στο φυσικό περιβάλλον, είτε παράγονται από μεταβολικές διαδικασίες.

Χαρακτηριστικές είναι οι μελέτες για δηλητηριάσεις από τοξικά μανιτάρια του γένους
Amanita, όπου σε συνάρτηση με το χρόνο λήψης του, εξουδετερώνει τις επιπτώσεις.

Έτσι, το φυτό χρησιμοποιείται σε ηπατικές βλάβες από χημικούς παράγοντες (και από
οινόπνευμα), σε χρόνιες ηπατίτιδες, ιογενείς ηπατίτιδες, δηλητηριάσεις, ίκτερο,
κίρρωση του ήπατος.

Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και για την αύξηση παραγωγής γάλακτος κατά τη


γαλουχία, αλλά και στη ψωρίαση. Η συσχέτιση ψωρίασης - ηπατικής λειτουργίας,
εκδηλώνεται στη διαδικασία διήθησης του αίματος και ίσως δικαιολογείται από την
διαπίστωση υψηλών συγκεντρώσεων ενδοτοξινών και λευκοτριένιων στη ψωρίαση.

Γ.Α.Καρίκας
110

42. Υπερικόν το διάτρητον, Hypericum perforatum-(Hypericaceae), βάλσαμο,


βαλσαμόχορτο, σπαθόχορτο, St.-John's-wort

Η λέξη Perforatum προέρχεται από τα λατινικά ή μετάφραση του ελληνικού «διάτρητο».


Τα φύλλα είναι φωτεινά κίτρινα-πορτοκαλί. Τα πέταλα, συνήθως κίτρινα.

Το βαλσαμόχορτο απασχόλησε τη θεραπευτική από την αρχαιότητα, ο Γαληνός και ο


Διοσκουρίδης το αναφέρουν ως διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό, αιμοστατικό. Στη
διάρκεια του μεσαίωνα αποδόθηκαν στο φυτό μαγικές ιδιότητες, ιδίως αν η συγκομιδή
γινόταν στις 24 Ιουνίου, ημέρα εορτασμού του Α. Ιωάννη. Γι αυτό το λόγο, ονομάστηκε
βότανο του Αι Γιάννη, «St.-John's-wort».

Hypericum perforatum

Συστατικά: Περιέχει υπερικίνη (παράγωγο ανθρακινόνης) και ψευδο-υπερικίνη,


φλαβονοειδή (16% στα φύλλα), ξανθόνες, φαινολικά οξέα, αιθέρια έλαια (0,13% σε
ολόκληρο το φυτό).

Υπερικίνη

Η υπερικίνη (βιοσυντίθεται από τα πολυκετίδια) θεωρήθηκε ότι δρα ως αντιβιοτικό, και


ως μη ειδικός αναστολέας της κινάσης. Πιθανά αναστέλλει την β-υδροξυλάση της
ντοπαμίνης, αυξάνοντας έτσι την απελευθέρωση της ντοπαμίνης, αν και μειώνει πιθανά
την νορ-επινεφρίνη/επινεφρίνη.

Γ.Α.Καρίκας
111

Το μεγάλο χρωμοφόρο σύστημα του μορίου μπορεί να προκαλέσει φωτοευαισθησία


(επειδή συσσωρεύεται στα καρκινικά κύτταρα, συνιστά διαγνωστική επισήμανση)

Στις ΗΠΑ, μετά από ένα πρόγραμμα του ABC News τον Ιούνιο του 1997, το Hypericum
έγινε ένα δημοφιλές φυτό, το «εναλλακτικό prozaκ», (π.χ. LadoseR), για την ήπια και
μέτρια κατάθλιψη. Χρησιμοποιείται επίσης ως αντισπασμωδικό και βελτιωτικό της
ποιότητας του ύπνου. Το 1994 στη Γερμανία, συνταγογραφήθηκε για 20 εκατ. ασθενείς.
Μόνο στην Μοντάνα των ΗΠΑ καλλιεργούνται σήμερα 500.000 στρέμματα φυτού.
Εξωτερικά χρησιμοποιείται ως επουλωτικό σε πληγές και εγκαύματα πρώτου βαθμού.
Το Hypericum σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις, μπορεί να φανεί χρήσιμο στη θεραπεία
του απλού έρπητα και στο σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.

Προφυλάξεις: Mπορεί να επηρεάσει το ήπαρ προκαλώντας ευαισθησία στο φως. Σε


ορισμένα δέρματα μπορεί να προκαλέσει αντίδραση φωτοευαισθησίας και
φωτοδερματίτιδα, που εκδηλώνεται με δερματικούς ερεθισμούς, περιλαμβανομένου
του στόματος, της μύτης και των αυτιών. Δεν πρέπει μετά τη χρήση του να ακολουθεί
έκθεση στο φως.

Ακόμη, επηρεάζει τον μεταβολισμό διαφόρων φαρμάκων μέσω των ενζύμων του
κυτοχρώματος P450 (CYP3A4, CYP2E1, CYP2C19). Ενας άλλος στόχος είναι η
γλυκοπρωτείνη P, που βρίσκεται στα επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου, στα χοληφόρα,
στα νεφρικά σωληνάρια, στον πλακούντα στα τριχοειδή του εγκεφάλου και των όρχεων.

Αυτή συνιστά σημαντικό δια-μεμβρανικό μεταφορέα των φαρμάκων προς απορρόφηση


ή αποβολή. Θα πρέπει να διακοπεί η χρήση του, σε παράλληλη λήψη σκευασμάτων που
περιέχουν τις δραστικές ουσίες: ινδιναβίρη, κυκλοσπορίνη, θεοφυλλίνη, βαρφαρίνη,
στατίνες, ιρινοτεκάνη, βεραπαμίλη, μεθαδόνη, διγιτοξίνη, τακρόλιμο, αντισυλληπτικά,
κ.α. Επειδή το Ηypericum επηρεάζει νευροδιαβιβαστές, μπορεί να αλληλεπιδρά με
διάφορα ψυχότροπα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων άλλων αντικαταθλιπτικών.

43. Τσάι του Βουνού (Sideritis spp.) - Lamiaceae

Προέρχεται από το φυτό Sideritis spp ή αλλιώς σιδερίτης του Διοσκουρίδη, το οποίο
λέγεται ότι πήρε το όνομά του από την ελληνική λέξη «σίδηρος» χάρη στην επουλωτική
δράση του φυτού, έναντι πληγών, που προκαλούνταν από σιδερένια όπλα.

S.montana

Γ.Α.Καρίκας
112

Στην Κρήτη είναι γνωστό και ως «μαλοτίρα», ονομασία που προέρχεται κατά την
επικρατέστερη εκδοχή από τις ιταλικές λέξεις «male» (αρρώστια) και «tirare» (σύρω),
επειδή στην ενετοκρατούμενη Κρήτη το θεωρούσαν πανάκεια για τα κρυολογήματα και
τις παθήσεις του αναπνευστικού.

Έχει διαπιστωθεί ότι περιέχει πληθώρα συστατικών, με κυριότερα τα φλαβονοειδή, τα


διτερπένια, τα φαινυλοπροπάνια, τα ιριδοειδή και τα μονοτερπένια.
Το κλασικό κοινό τσάι (Camelia sinensis) δεν έχει καμία σχέση με το τσάι του βουνού.

Camelia sinensis

Τούτο περιέχει καφεΐνη, θεοβρωμίνη αλλά και διαφορετικές πολυφαινόλες (κατεχίνες,


επιγαλλοκατεχίνες), ενώ οι βιολογικές ιδιότητες που του αποδίδονται διαφέρουν
αρκετά.

Επιγαλλοκατεχίνη

Βιολογικές δράσεις:
 αντιοξειδωτικές ιδιότητες (αφεψήματα, εκχυλίσματα)
 αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες (εκχυλίσματα)
 αναλγητική δράση
 κατασταλτική δράση στο Κ.Ν.Σ.
 αντι-υπεργλυκαιμική δράση
 αντιμικροβιακή δράση

Γ.Α.Καρίκας
113

Το φυτοθεραπευτικό σκεύασμα “Melofer” παρασκευάζεται από εκχύλισμα του φυτού


Sideritis scardica, περιέχει 200 ppm σίδηρο – πρόληψη αναιμίας

44. Φασκόμηλο, (Salvia officinalis) – Lamiaceae


φασκόμηλο, φασκομηλιά, χαμοσφακιά, μηλοφασκιά, λουσφάκι, φάσκος, αγριοσφακιά,
μοσχακίδη, αλιφασκιά, ελελίφασκος

Τα φύλλα του είναι επιμήκη και παχιά, χρώματος λευκοπράσινου. Τα άνθη του φύονται
κατά σπονδύλους, είναι χρώματος μωβ και ανθίζουν από το Μάιο ως τον Ιούνιο.

Salvia officinalis

Το αιθέριο έλαιο περιέχει (θουγιόνη, π-κυμένιο, κινεόλη, βορνεόλη κ.ά).

Παραδοσιακό φαρμακευτικό προϊόν φυτικής προέλευσης για:

α) τη συμπτωματική θεραπεία της ήπιας δυσπεψίας, όπως καούρα και φούσκωμα,


β) την ανακούφιση της υπερβολικής εφίδρωσης,
γ) τη συμπτωματική θεραπεία των φλεγμονών στο στόμα ή το λαιμό,
δ) την ανακούφιση των φλεγμονών του δέρματος των ανήλικων.

45. Χαμομήλι, Chamomilla recutita-( Asteraceae)

Ποώδες μονοετές φυτό. Πεδινές περιοχές με εύκρατο κλίμα . Η εδαφική υγρασία ευνοεί
την ανάπτυξή του. Εδάφη: Αμμοαργιλώδη με αρκετή οργανική ουσία. Η δρόγη είναι
γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το Matricaria chamomilla (συνώνυμο: Matricaria recutita ), κοινώς γνωστό


ως χαμομήλι, γερμανικό χαμομήλι , ουγγλικό χαμομήλι (kamilla), άγριο χαμομήλι , μπλε
χαμομήλι , αρωματικό Mayweed της σύνθετης οικογένειας Asteraceae . Συνήθως, το
όνομα M. recutita εφαρμόζεται στη πιο δημοφιλή πηγή του χαμομηλιού βοτάνων, αν και
άλλα είδη χρησιμοποιούνται επίσης ως χαμομήλι. Το χαμομήλι είναι γνωστό κυρίως για
τη χρήση του σε γαστρεντερικά προβλήματα. Επιπλέον έχει χρησιμοποιηθεί για τη
θεραπεία του ερεθισμού του δέρματος.

Γ.Α.Καρίκας
114

Chamomilla recutita
Συστατικά: βισαβολόλη, φαρμεζίνη, απιγενίνη, μακιτρακίνη χολίνη,αιθέρια έλαια,
ανθεμιδίνη, άλατα ασβεστίου, μαγνησίου, καλίου.

βισαβολόλη
Σε σκιερά μέρη αυξάνεται η περιεκτικότητα σε χαμαζουλένιο (πρόδρομη ουσία είναι η
ματρικίνη).

χαμαζουλένιο

Δράσεις/χρήσεις: Χορηγείται κυρίως ως αντιφλεγμονώδες (α-βισαβολόλη, μακιτρακίνη,


χαμαζουλένιο, φλαβονοειδή), αντιβακτηριακό (α-βισαβολόλη) και αντισπασμωδικό.
Η απιγενίνη επιπλέον αναστέλλει την σύνθεση προσταγλανδινών, μέσω IL-1, την
παραγωγή της κυτοκίνης TNFα.
Το αφέψημα χρησιμοποιείται σε φλεγμονές του δέρματος και βλεννογόνων, διαταραχές
πέψης, σπασμολυτικό, αντιδιαρροικό, ατοπική δερματίτιδα.
Παρενέργειες
Η σύγχρονη χορήγηση με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, αυξάνει τον κίνδυνο
αιμορραγικής τάσης. Ενισχύει την κατασταλτική δράση των αντιεπιληπτικών και τον
κίνδυνο αιμορραγίας από αντιπηκτικά (αντενδείκνυται, έτσι η πλύση οφθαλμών).
Επηρεάζει τα ισοένζυμα μεταβολισμού φαρμάκων (CYP 1A4, CYP 3A4). Η χρόνια λήψη
του ενέχει προβλήματα (π.χ. ίλιγγο, φλεγμονές συνδετικού ιστού, ανησυχία).
Η παρουσία κουμαρινικών και σεσκιτερπενολακτόνης το καθιστά αλλεργιογόνο.

Γ.Α.Καρίκας
115

46. Zea Mays

Το καλαμπόκι ή αραβόσιτος ή αραποσίτι (σίταρος ή σιταροπούλα στην Κύπρο) έχει την


επιστημονική ονομασία Zea mays. Η ελληνική επιστημονική ονομασία του φυτού είναι
Αραβόσιτος ο κοινός ή Ζέα η μαϋς. Είναι σιτηρό της οικογένειας των Ποοειδών(Poaceae)
ή Αγρωστωδών (Gramineae) και κατάγεται από την Αμερικάνικη ήπειρο, όπου ήδη πριν
από 5.500 χρόνια το καλλιεργούσαν οι Ίνκας, οι Μάγια και οι Αζτέκοι.
Η Ελληνική ονομασία του, «αραβόσιτος», σημαίνει «ο σίτος (σιτάρι) των Αράβων» και
εισήχθη στην Ελλάδα το 1600 από τη Βόρεια Αφρική. Το καλαμπόκι κατατάσσεται σε 7
τύπους, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των σπόρων του σε : σκληρό, οδοντωτό,
αλευρώδες, σακχαρώδες, κηρώδες, μικρό και «ντυμένο».

Zea Mays
Είναι ετήσιο, ψηλό φυτό με χοντρό όρθιο και συμπαγή βλαστό, στενά και μακριά φύλλα
σε σχήμα σπαθιού και κυματιστά άκρα. Το ενδοσπέρμιο αποτελείται από κύτταρα με
λεπτά κυτταρικά τοιχώματα, τα οποία είναι γεμάτα με αμυλόκοκκους. Αποτελεί το
μεγαλύτερο μέρος του καρπού και περιέχει υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και μικρές
ποσότητες ανόργανων αλάτων και ελαίων.

Χρήσεις: Παρ ότι το καλαμπόκι είναι βασική πηγή διατροφής σε πολλές χώρες, η
θρεπτική του αξία είναι μικρότερη απ’ ότι στα άλλα σιτηρά. Επίσης το ψωμί που
παράγεται από το καλαμπόκι, γνωστό με το όνομα μπομπότα, δεν είναι καλής ποιότητας.
Το άμυλο καλαμποκιού (γνωστό και ως corn flower ή άνθος αραβοσίτου) χρησιμοποιείται
στη ζαχαροπλαστική, στην παραγωγή αμυλούχων προϊόντων και στην αλλαντοποιία.

Στη Λατινική Αμερική το καλαμπόκι χρησιμοποιείται ως βάση είδους ζύμης από την οποία
παρασκευάζονται οι «τορτίγιας», επίπεδες πίτες, που αντικαθιστούν το ψωμί.
Στη διατροφή επίσης χρησιμοποιείται και το λάδι του καλαμποκιού, το γνωστό
αραβοσιτέλαιο. Οι κόκκοι του καλαμποκιού, με κατάλληλη επεξεργασία, μπορεί να
μετατραπούν σε αλκοόλη βιομηχανικής χρήσης.

Κατέχει διουρητικές καταπραυντικές και αντιμικροβιακές ιδιότητες. Προκαλώντας την


αίσθηση του κορεσμού, βοηθά στην απώλεια του βάρους.
Τα υπολείμματα από την κατεργασία του καλαμποκιού αποτελούν και μια από τις
σημαντικότερες πηγές βιομάζα.

Γ.Α.Καρίκας
116

Αλλα φαρμακευτικά φυτά με θετικές Μονογραφίες:

Cynara scolymus, Agrimonia eupatoria, Anagallis arvensis, Arnica montana,


Artemisia annua, Scilla maritima, Asparagus officinalis, Rubus idaeus,
Primula veris, Equisetum arvense, Capparis sinosa, Juglans regia,
Juniperus communis, Centaurium erythraea, Hedera helix, Colchicum automnale,
Allium cepa, Cupressus sempervirens, Lavandula officinalis, Aloysia triphylla,
Lupinus luteus, Papaver rhoeas, , Malva silvestris, Morus alba, Pimpinela saxifrage,
Plantago major, Prunela vulgaris, RAmnus frangula, Brassica nigra,
Verbascum densiflorum, Chelidonium majus

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

Λειτουργικά τρόφιμα (Functional foods) είναι μια ευρεία κατηγορία καταναλωτικών


προϊόντων και υποδηλώνει τρόφιμα και ποτά τα οποία μπορούν να έχουν ευεργετικές
ιδιότητες στον ανθρώπινο οργανισμό, πέρα από τα επαρκή διατροφικά αποτελέσματα.
Η κατανάλωσή τους συμβάλλει στην προαγωγή της υγείας και της ευεξίας του ανθρώπου
καθώς και στην πρόληψη/μείωση των ασθενειών.
Ο όρος μπορεί να αναφερθεί σε ολόκληρα τρόφιμα, εμπλουτισμένα ή ενισχυμένα
τρόφιμα και τα διαιτητικά συμπληρώματα που έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη
διανοητική και φυσική υγεία και να μειώσουν τον κίνδυνο ασθενειών.

Τα υπεύθυνα συστατικά μπορεί να είναι φυσικά παρόντα ή μπορεί να είχαν προστεθεί


κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας. Τα επίπεδα θρεπτικών ουσιών στα τρόφιμα μπορούν
να αυξηθούν πέρα από τα φυσικά επίπεδά τους για να δημιουργήσουν ένα
εμπλουτισμένο προϊόν. Τα ενισχυμένα προϊόντα περιέχουν θρεπτικές ουσίες ή
συστατικά, που δεν υπήρχαν στα αρχικά τρόφιμα.

Γ.Α.Καρίκας
117

Σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία, (Υπουργική απόφαση ΥΙ/Γ.Π. 127962/03 άρθρο 2,


ΦΕΚ 395/Τεύχος Δεύτερο/27-2-2004, Κοινοτική Οδηγία ΟΔ/2002/46/ΕΚ (ΕΕ ΕL
183/12/12/7/2002) «σχετικά με τα Συμπληρώματα Διατροφής»), ως «συμπληρώματα
διατροφής» ορίζονται τα διατροφικά προϊόντα αρμοδιότητας ΕΟΦ, με σκοπό τη
συμπλήρωση της συνήθους δίαιτας, τα οποία αποτελούν συμπυκνωμένες πηγές
θρεπτικών συστατικών ή άλλων ουσιών με θρεπτικές ή φυσιολογικές επιδράσεις (π.χ.
βρώσιμα εκχυλίσματα φυτών και άλλα συστατικά φυτικής προέλευσης με θρεπτικά
συστατικά όπως:
βιταμινούχα, μέταλλα, αμινοξέα, πρωτεΐνες, αντιοξειδωτικές ουσίες κλπ.), μεμονωμένων
ή σε συνδυασμό και τα οποία διατίθενται στο εμπόριο σε δοσιμετρικές μορφές, όπως
κάψουλες, παστίλιες, δισκία, χάπια και άλλες μορφές, καθώς και φακελάκια σκόνης,
φύσιγγες υγρού προϊόντος, φιαλίδια με σταγονόμετρο και άλλες παρόμοιες μορφές
υγρών και κόνεων που προορίζονται να ληφθούν σε προμετρήσιμες μικρές μοναδιαίες
ποσότητες ως «θρεπτικά συστατικά» ορίζονται οι ακόλουθες ουσίες:
Βιταμίνες , ανόργανα στοιχεία κ.α.

Φυτοχημικά που περιέχονται σε φρούτα και λαχανικά

Επισήμανση: Η άνευ σοβαρού λόγου (π.χ. υποθρεψία) λήψη βιταμινούχων


συμπληρωμάτων διατροφής, προβιοτικών δύναται να οδηγήσει σε υπερδραστηριότητα
του ανοσοποιητικού συστήματος, με συνέπεια την εκδήλωση πιθανών αυτοάνοσων,
αυτοφλεγμονωδών καταστάσεων (αλλεργίες, διαβήτη κ.α.)

Γ.Α.Καρίκας
118

Συγχορήγηση συμπληρωμάτων με φάρμακα (προφυλάξεις)

 Η βιταμίνη Κ μπορεί να μειώσει την ικανότητα της κουμαρίνης, για την ρύθμιση
της πήξης του αίματος.
 Αντιοξειδωτικά συμπληρώματα, όπως βιταμίνες C και Ε, θα μπορούσαν να
μειώσουν την αποτελεσματικότητα ορισμένων τύπων της χημειοθεραπείας του
καρκίνου.
 Μεγάλη ποσότητα βιταμίνης Α μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους και ηπατική
βλάβη, μείωση της αντοχής των οστών, καθώς και γενετικές ανωμαλίες.
 Η περίσσεια σιδήρου προκαλεί ναυτία και έμετο και μπορεί να βλάψει το ήπαρ
και άλλα όργανα.
 Συνίσταται προσοχή σχετικά με τη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής στις
εγκυμονούσες ή θηλάζουσες.
 Επίσης, συνίσταται ιδιαίτερη προσοχή στη χορήγηση συμπληρωμάτων στα
παιδιά. Τα περισσότερα συμπληρώματα διατροφής δεν έχουν δοκιμαστεί για την
ασφάλεια τους σε έγκυες γυναίκες, μητέρες που θηλάζουν, ή τα παιδιά.

Συχνές νοθείες συμπληρωμάτων διατροφής

Νοθείες φαρμακευτικών φυτών, με συνταγογραφούμενα φάρμακα:

Ibuprofen (αρθρίτις)
Famotidine (πεπτικές διαταραχές)
Promethazine (αντικαταθλιπτικό)
Diazepam (ήπιο ηρεμιστικό)
Nifedipine, Captopril (καρδιαγγειακά νοσήματα)
Amoxicillin (antibiotic)
Dextromethorphan (αποχρεμπτικό)

Γ.Α.Καρίκας
119

ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΔΡΟΥΝ ΣΤΟ ΚΝΣ

Με τον αδόκιμο όρο «Ναρκωτικά», θεωρούνται ουσίες με διαφορετική χημική δομή, που
ασκούν διεγερτική ή κατασταλτική δράση στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα
(νευροδιαβιβαστές), με κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα να προκαλούν ψυχοσωματική
εξάρτηση. Οι περισσότερες εξ αυτών προέρχονται από το φυτικό βασίλειο.

Οι νευροδιαβιβαστές είναι ενδογενείς χημικές ουσίες που επιτρέπουν


τη νευροδιαβίβαση.
Είναι ένας τύπος χημικού αγγελιαφόρου που μεταδίδει σήματα σε μια χημική σύναψη,
όπως μια νευρομυϊκή σύνδεση, από έναν νευρώνα (νευρικό κύτταρο) σε έναν άλλο
νευρώνα "στόχου", μυϊκό κύτταρο ή κύτταρο αδένα .
Οι νευροδιαβιβαστές απελευθερώνονται από τα συναπτικά κυστίδια στις συνάψεις
μέσα στην συναπτική σχισμή, όπου δέχονται υποδοχείς νευροδιαβιβαστών στα
κύτταρα-στόχους.

Πολλοί νευροδιαβιβαστές συντίθενται από απλές και άφθονες πρόδρομες ουσίες όπως
τα αμινοξέα, τα οποία είναι άμεσα διαθέσιμα από τη διατροφή και απαιτούν μόνο έναν
μικρό αριθμό βιοσυνθετικών βημάτων για μετατροπή τους. Οι νευροδιαβιβαστές
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής και των
λειτουργιών. Οι ακριβείς αριθμοί τους είναι άγνωστοι, αλλά έχουν εντοπιστεί πάνω από
200 μοναδικοί χημικοί αγγελιοφόροι.

Οι νευροδιαβιβαστές αποθηκεύονται σε συναπτικά κυστίδια , συγκεντρωμένα κοντά


στην κυτταρική μεμβράνη στο άκρο του αξονικού άξονα του προσυναπτικού
νευρώνα. Οι νευροδιαβιβαστές απελευθερώνονται και διασκορπίζονται κατά μήκος
της συναπτικής σχισμής, όπου δεσμεύονται σε συγκεκριμένους υποδοχείς στη
μεμβράνη του μετασυναπτικού νευρώνα.

Συναπτικά κυστίδια που περιέχουν νευροδιαβιβαστές

Οι σχέσεις των ναρκωτικών ουσιών με τους κύριους νευρομεταβιβαστές του ΚΝΣ,


φαίνονται στον παρακάτω πίνακα.

Γ.Α.Καρίκας
120

Σχέσεις εξαρτησιογόνων και λειτουργίας νευροδιαβιβαστών

Ερυσιβώδης όλυρα (Claviceps purpurea).

Μύκητας που αναπτύσσεται στα αυτιά της σίκαλης και των σχετικών
φυτών δημητριακών και κτηνοτροφικών φυτών.
Συστατικό του ψευδαισιογόνου «κυκεώνα», που περιείχε τυρί, κριθάλευρο, μέλι και
κρασί και πιθανά χορήγησε η Κίρκη στους συντρόφους του Οδυσσέα (Οδύσσεια, κ 233).

Η κατανάλωση σπόρων ή σπόρων μολυσμένων με τη δομή επιβίωσης αυτού του μύκητα,


το ερυσιβώδες, μπορεί να προκαλέσει «εργοτισμό» σε ανθρώπους και άλλα θηλαστικά.
Τα σκληρότια βλασταίνουν την άνοιξη μετά από μια περίοδο χαμηλής
θερμοκρασίας. Απαιτείται θερμοκρασία 0-5 ° C για τουλάχιστον 25 ημέρες.

Στάδια ανάπτυξης μύκητα Claviceps purpurea

Γ.Α.Καρίκας
121

Το ερυσιβώδες περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις (έως 2 % ξηράς μάζας)


του αλκαλοειδούς εργοταμίνης , ένα πολύπλοκο μόριο που αποτελείται από δακτύλιο
κυκλικής λακτάμης προερχόμενο από τριπεπτίδιο συνδεδεμένο μέσω
δεσμού αμιδίου με ένα τμήμα λυσεργικού οξέος (εργολίνη) και άλλα αλκαλοειδή της
ομάδας εργοεργίνης που βιοσυντίθενται από τον μύκητα.

Τα αλκαλοειδή Ergot έχουν ένα ευρύ φάσμα βιολογικών δράσεων, στην κυκλοφορία και
τη νευροδιαβίβαση. Χρησιμοποιούνται επίσης σε προϊόντα όπως το Cafergot (που
περιέχει καφεΐνη και εργοταμίνη ή εργολίνη ) για τη θεραπεία πονοκεφάλων
ημικρανίας. Το εκχύλισμα Ergot δεν χρησιμοποιείται πλέον
ως φαρμακευτικό παρασκεύασμα.

Αλκαλοειδή και παράγωγα του μύκητα Claviceps purpurea

Δεν περιέχει διαιθυλαμίδιο λυσεργικού οξέος (LSD), αλλά μάλλον εργοταμίνη, η οποία
χρησιμοποιείται για τη σύνθεση λυσεργικού οξέος, ενός αναλόγου και ενός προδρόμου
για τη σύνθεση του LSD. Επιπλέον, οι σκληροειδείς ερυσιβώδεις ουσίες περιέχουν
φυσικά ορισμένες ποσότητες λυσεργικού οξέος.

Tο LSD είναι χημικό παράγωγο του λυσεργικού οξέος, συστατικό του μύκητα της
ερυσιβώδους όλυρας (Claviceps purpurea), που αναπτύσσσεται στα αγρωστώδη. Η
σύνθεσή του, γίνεται από την παρακάτω πορεία:

Γ.Α.Καρίκας
122

Κυκλοφορεί στην παράνομη αγορά εμποτισμένο συνήθως σε πολύχρωμα κομμάτια


στυπόχαρτου, σε γραμματόσημα, σε κύβους ζάχαρης ή σε ζελατινώδη μορφή, έπειτα
από ανάμιξη υγρής μορφής LSD με ζελατίνη. Μια συνήθης δόση περιέχει 25-100 μg LSD.

Λαμβάνεται από το στόμα και απορροφάται από το ΓΕΣ. Συγκεντρώνεται στον φλοιό του
εγκεφάλου, στον ιππόκαμπο, στο ραβδωτό σώμα και στην παρεγκεφαλίδα. Συνδέεται με
τον μετασυναπτικό υποδοχέα της σεροτονίνης. Προκαλεί διαταραχές της αντίληψης. Οι
ψευδαισθήσεις είναι οπτικές και δευτερευόντως ακουστικές.

Δομικές ομοιότητες του LSD με την σεροτονίνη


Το LSD, μπορεί να προκαλέσει οξεία τοξικότητα και σοβαρή δηλητηριάση. Αρχικά, το
άτομο αισθάνεται ευφορία, αργότερα κατάθλιψη, αποπροσωποποίηση και αυταπάτες.
Στις ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται τα «Flashbacks» (ανάδρομες-αναβιώσεις
μιας ψυχεδελικής εμπειρίας) και τα «Horrortips» (ψυχεδελικές εμπειρίες: οπτασιασμοί).
Θεραπεία: Σε επείγουσες περιπτώσεις, χορηγείται ενδομυϊκά διαζεπάμη ή
αλοπεριδόλη.

Στη φύση υπάρχουν πολλές φυσικές παραισθησιογόνες ουσίες με δράση ανάλογη με


εκείνη του LSD, αλλά με τελείως διαφορετική χημική δομή. Τυπική φυσική
παραισθησιογόνος ένωση είναι η μεσκαλίνη, που περιέχεται στον χυμό του κάκτου
peyote του Μεξικού (0,4% στον κάκτο ως έχει).

μεσκαλίνη

Το LSD (ως τρυγικό άλας) είναι κατά 2,5 έως 5 χιλιάδες φορές δραστικότερο από τη
μεσκαλίνη (ως υδροχλωρικό άλας)

Γ.Α.Καρίκας
123

Ανάλογα δραστική παραισθησιογόνος ουσία είναι και η ψιλοκυβίνη (psilocybin), που


βρίσκεται σε διάφορα είδη μανιταριών, όπως στο μανιτάρι Psilocybe cubensis, γνωστό
και ως ιερό ή μαγικό μανιτάρι.

ψιλοκυβίνη

Η ψιλοκυβίνη δρα ως "προφάρμακο", αφού στον οργανισμό χάνει τη φωσφορική ομάδα


σχηματίζοντας την ψιλοκίνη (4-υδροξυ-N,N-διμεθυλο-θρυπταμίνη), που είναι η δραστική
παραισθησιογόνος ένωση.

Η τυπική δόση της ψιλοκυβίνης είναι 10 έως 50 mg, δηλ. το LSD είναι κατά 200 έως 1000
δραστικότερο από την ουσία αυτή.

ψιλοκίνη
Papaver somniferum, Papaveraceae
H Μήκων η υπνοφόρος είναι είδος παπαρούνας από το οποίο παρασκευάζεται το όπιο.
Το όπιο είναι πηγή πολλών ναρκωτικών συμπεριλαμβανομένης της μορφίνης (και της
παράγωγης της ηρωίνης).
Η ονομασία Μήκων η υπνοφόρος αναφέρεται στις υπνωτικές ιδιότητες των οπιούχων
ουσιών.
Είναι ένα ετήσιο ανθοφόρο φυτό που φτάνει σε ύψος το ένα μέτρο. Ο μίσχος και τα
φύλλα καλύπτονται από λεπτά τριχίδια. Τα φύλλα της είναι λοβωτά και τα άνθη της
έχουν διάμετρο 120 χιλιοστά. Τα άνθη της έχουν 4 πέταλα λευκού, κόκκινου ή μωβ
χρώματος με μαύρα στίγματα στη βάση τους. Ο καρπός της είναι μία στρογγυλή,
ακτινωτή κάψουλα.
Μετά από τραυματισμό, τα μέρη του φυτού εκκρίνουν ένα λευκό κόμμι (όπιο).
Εχει πολλά υποείδη και ποικιλίες. Τα χρώματα των ανθών της ποικίλουν ευρέως, καθώς
και άλλα χαρακτηριστικά όπως το σχήμα και ο αριθμός των πετάλων, ο αριθμός των
ανθών και το καρπών που παράγει, το χρώμα των σπόρων και η περιεκτικότητα σε
μορφίνη.

Γ.Α.Καρίκας
124

Papaver somniferum
Παλαιότερα, συνταγογραφούσαν ένα είδος αναψυκτικού που ονομαζόταν λάβδανο, ένα
μείγμα οπίου και αλκοόλης ως "μαγικό ελιξήριο" για πολλά προβλήματα φυσιολογικής
και ψυχολογικής μορφής. Το λάβδανο προορίζετο, ως αναλγητικό.

Συστατικά του Οπίου


Επειδή μια αρκετά μεγάλη δόση του λάβδανου ήταν θανατηφόρα, ήταν ευρέως
διαδεδομένο στις αυτοκτονίες του 19ου αιώνα στην Αγγλία.
Στις αρχές του 1860, φυσικοθεραπευτές χρησιμοποιούσαν τη μορφίνη, το κυρίως
δραστικό συστατικό στο όπιο, για να εξαλείψουν τον πόνο στους τραυματίες του
Αμερικανικού εμφυλίου.
Η παπαρούνα του οπίου, όπως υποδεικνύει και η ονομασία του, είναι η κύρια πηγή
του οπίου, το ξηρό λάτεξ που παράγεται από τους λοβούς των σπόρων.
Η βιοσυνθετική πορεία της μορφίνης στο φυτό, ξεκινά από τυροσίνη και μέσω πληθώρας
ενζυματικών αντιδράσεων και του σχηματισμού μορφινόνης/κωδεινόνης καταλήγει
στον χημικό σκελετό μορφίνης/κωδείνης, όπως παρακάτω:

Γ.Α.Καρίκας
125

Βιοσύνθεση μορφίνης/κωδείνης
Το όπιο περιέχει μια κατηγορία φυσικά απαντώμενων αλκαλοειδών γνωστών
ως οπιούχων,περιλαμβάνουν μορφίνη , θηβαΐνη , κωδεΐνη , παπαβερίνη , νοσκαπίνη
κ.α. Το επίθετο somniferum σημαίνει "ύπνο-φέρνοντας", αναφερόμενο έτσι
στις κατασταλτικές ιδιότητες των περιεχόμενων οπιούχων αλκαλοειδών.

Αλκαλοειδή του οπίου


Η ηρωίνη (ή διακετυλομορφίνη) ανήκει χημικά στα οπιοειδή (Papaver somniferum) και

Ηρωίνη

Γ.Α.Καρίκας
126

παρασκευάζεται με ακετυλίωση της μορφίνης. Θεωρείται ως η εθιστική ουσία με το


μεγαλύτερο δυναμικό πρόκλησης εξάρτησης.
Η ηρωίνη έλαβε το όνομα της από τον αρχαίο ελληνικό "Ήρωας", γιατί ήταν ευπρόσδεκτη
ως θεραπεία για την απεξάρτηση της μορφίνης.
Σύντομα, όμως διαπιστώθηκε, ότι η ηρωίνη δεν είχε θεραπευτική επίδραση. Απλώς
αντικαθιστούσε την εξάρτηση της μορφίνης.

Τοξικότητα

Η ηρωίνη μπορεί να ληφθεί με εισπνοή από τη μύτη, με κάπνισμα και ενδοφλεβίως.


Υδρολύεται σχεδόν πλήρως σε μορφίνη πριν εισέλθει στην συστηματική κυκλοφορία.
Κατανέμεται ραγδαία στον εγκέφαλο, στους νεφρούς, στους πνεύμονες και στο ήπαρ.
Δεσμεύεται κυρίως στους υποδοχείς που βρίσκονται κατανεμημένοι στο ΚΝΣ. Ο χρόνος
ημιζωής της ηρωίνης είναι περίπου 3 ώρες.
Η δηλητηρίαση από ηρωίνη περιλαμβάνει ένα συνδυασμό συμπτωμάτων: μύση,
κυάνωση, καταστολή της αναπνοής, βραδυκαρδία και πτώση της αρτηριακής πίεσης.
Κάποιες γνωστές, αλλά σπάνιες ανεπιθύμητες δράσεις της ηρωίνης είναι οι νευρολογικές
βλάβες με επιληπτοειδείς κρίσεις, μεταϋποξαιμικές εγκεφαλικές βλάβες, το πνευμονικό
οίδημα, τα αποστήματα, οι νεφρίτιδες και η ραβδομυόλυση.
Στις οξείες δηλητηριάσεις με ηρωίνη ο ασθενής διασωληνώνεται για να αποκατασταθεί
η αναπνοή του. Για την σταθεροποίηση της κυκλοφορίας χορηγούνται υγρά και
κατεχολαμίνες. Χορηγείται ναλοξόνη για την αντιμετώπιση της οπιούχου δράσης της
ηρωίνης.

Cannabis indica, Cannabinaceae, Κάνναβη

H Cannabis είναι το γένος στο οποίο ταξινομούνται συνήθως τρία διακριτά είδη φυτών:
Κάνναβη η ήμερη (Cannabis sativa), Ινδική κάνναβη (Cannabis indica) και Cannabis
ruderalis. Αυτά τα είδη είναι ενδογενή στην Κεντρική Ασία, Ινδία.

Γ.Α.Καρίκας
127

Η κύρια ψυχοτρόπος ουσία της κάνναβης είναι η Δ9-τετραϋδροκανναβινόλη, (THC), ένα


από τα 483 χημικά συστατικά στο φυτό της κάνναβης, συμπεριλαμβανομένων
τουλάχιστον 84 άλλων κανναβινοειδών, μεταξύ αυτών την κανναβιδιόλη, (CBD).
Η δομικές διαφορές ανάμεσα στις THC/CBD, φαίνονται στο παρακάτω διάγραμμα.

Αλλα καναβινοειδή είναι:


 CBG (Cannabigerol)
 CBC (Cannabichromene)
 CBL (Cannabicyclol)
 CBV (Cannabivarin)
 THCV (Tetrahydrocannabivarin)
 CBDV (Cannabidivarin)
 CBCV (Cannabichromevarin)
 CBGV (Cannabigerovarin)
 CBGM (Cannabigerol Monomethyl Ether)

Κάπνισμα Κάνναβης

Η κάνναβη χρησιμοποιείται παράνομα ως ναρκωτική και παραισθησιογόνα ουσία. Κατά


το κάπνισμα των φύλλων (ή κονιορτοποιημένο μίγμα αποξηραμένων φύλλων και άνθους)
κάνναβης (υπό μορφή τσιγάρων) απορροφάται περίπου το 20% της THC.
Ο τρόπος που γίνεται το κάπνισμα της κάνναβης είναι εξαιρετικά βλαπτικός για τους
πνεύμονες. Η βαθιά εισπνοή και η παρατεταμένη συγκράτηση του καπνού (κατά μέσο
όρο 4 φορές μεγαλύτερη, απ' όσο στο κάπνισμα τσιγάρων καπνού), έχει ως αποτέλεσμα
να συγκρατούνται στους πνεύμονες μεγαλύτερες ποσότητες μονοξειδίου του άνθρακα
(CO), σωματιδίων πίσσας και άλλων καρκινογόνων ουσιών.
Εκτιμάται ότι το κάπνισμα 1 τσιγάρου κάνναβης αντιστοιχεί σε κάπνισμα 5 τσιγάρων
καπνού. Οι επιβλαβέστερες επιδράσεις είναι χρόνια αναπνευστικά νοσήματα και
υψηλότερος κίνδυνος για καρκίνο του πνεύμονα.
Συγχρόνως, το κάπνισμα κάνναβης δημιουργεί κατάσταση μέθης, οξυμένη εγρήγορση,
εντονότερη αίσθηση του ήχου, αίσθηση ευφορίας, χαλάρωση και συχνά προκαλεί
παραισθήσεις.

Γ.Α.Καρίκας
128

Κλινικές συνέπειες της χρήσης της κάνναβης

Επιδρά σχεδόν σε κάθε όργανο ή σύστημα του σώματος, από το κεντρικό νευρικό
σύστημα μέχρι και το καρδιαγγειακό, το ενδοκρινικό, το αναπνευστικό/πνευμονικό και
το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η χρήση της συνδέεται με διαταραχή των μαθησιακών λειτουργιών στους νέους και τους
ενήλικες, με προβλήματα στην ανάπτυξη των εμβρύων, καρδιαγγειακά προβλήματα
(μεταβολές στη συχνότητα των καρδιακών παλμών και της πίεσης),
αναπνευστικές/πνευμονικές επιπλοκές, όπως χρόνιο βήχα και εμφύσημα, βλάβες στο
ανοσοποιητικό σύστημα που καθιστά τον οργανισμό ευάλωτο σε μολύνσεις, όπως και
μεγάλη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του εγκεφάλου, του λάρυγγα και των
πνευμόνων.

Μια ανασκόπηση του 2002 από τον Franjo Grotenhermen, πάνω σε ιατρική βιβλιογραφία
αναφέρει ότι η ιατρική χρήση της κάνναβης έχει δείξει θετικά αποτελέσματα στη
θεραπεία κατά της ναυτίας, της έμεσης, του προεμμηνορυσιακού συνδρόμου, της μη
σκόπιμης απώλειας βάρους, της αϋπνίας και της απώλειας της όρεξης από
χημειοθεραπείες.
Άλλα σχετικά καλώς επιβεβαιωμένα στοιχεία κάνουν λόγο για θεραπεία της
σπαστικότητας σε άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας, του πόνου και ειδικότερα του
νευρογενούς πόνου,των κινητικών δυσκολιών,του άσθματος και του γλαυκώματος.

Σε πολλά εργαστήρια σε όλον τον κόσμο γίνονται εντατικές έρευνες για να παραχθούν
φάρμακα με βάση τα συστατικά της κάνναβης, που όμως δεν θα έχουν ψυχότροπες
επιδράσεις, θα μένουν δηλαδή μακριά από την περιοχή του εγκεφάλου και θα δρουν
μόνο στον περιφερειακό υποδοχέα στον οποίο δείχνουν προτίμηση τα μη ψυχότροπα
ανάλογα (δηλαδή τα τροποποιημένα κανναβινομιμητικά μόρια) παρουσιάζοντας υψηλή
αντιφλεγμονώδη δράση.

Γ.Α.Καρίκας
129

Ενα τέτοιο παρασκεύασμα ενάντια στον πόνο και στο stress ανακοινώθηκε τον Ιούλιο
του 2005 στο περιοδικό Nature από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Georgia, ενώ άλλα
για την επιληψία και την κατά πλάκας σκλήρυνση θα ακολουθήσουν.

Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη έρευνα παγκοσμίως για το σχήμα και το μέγεθος του


σπέρματος που περιέλαβε δείγματα από 1970 άντρες στη Βρετανία, η χρήση κάνναβης
αποτελεί κύριο παράγοντα πρόκλησης ανωμαλιών στο σπέρμα. Συγκεκριμένα
παρατηρήθηκε ότι, απομονώνοντας άλλους παράγοντες, υπήρχε διπλάσια πιθανότητα
τα δείγματα που λήφθηκαν από άτομα που είχαν κάνει χρήση κάνναβης σε χρονική
περίοδο μικρότερη των τριών μηνών από την εκσπερμάτωση, να παρουσιάζουν
συγκέντρωση φυσιολογικού σπέρματος μικρότερη του 4%.

Φαρμακευτική κάνναβη

Παρ ότι, η κανναβιδιόλη και άλλα μη ψυχότροπα κανναβινοειδή, έχουν επιδείξει


αξιοσημείωτες βιολογικές δράσεις και πιθανές θεραπευτικές εφαρμογές ως αναλγητικό,
αντιγλεγνονώδες, αντιεπιληπτικό κ.α. στα παρασκευάσματα της ακατέργαστης
κάνναβης συνυπάρχει με εκατοντάδες άλλες ενώσεις και η ψυχοδραστική THC.

Ορισμένες από τις φαρμακολογικές δράσεις της CBD είναι παρόμοιες με αυτές φυσικών
ουσιών (π.χ. καψαϊκίνη, ανανδαμίδιο, N-arachidonoyl-dopamine κ.α.) και των
συνθετικών αγωνιστών του TRPV1 (vanilloid receptor 1, κανάλι κατιόντων).
Η καψαϊκίνη και τα ανάλογα μακράς αλυσίδας ασκούν αντιφλεγμονώδη δράση μέσω της
ταχείας απευαισθητοποίησης των υποδοχέων TRPV1.
Η αντιφλεγμονώδης δράση της CBD πιθανόν οφείλεται στην ικανότητά της να ρυθμίζει
την απελευθέρωση αντιφλεγμονωδών ή προ-φλεγμονωδών μεσολαβητών
Επιπρόσθετα η CBD φαίνεται ότι τροποποιεί και ενισχύει την ψυχοτρόπο δράση της ΤΗC.
Δεν είναι ακόμη γνωστό, αν οι βιολογικές της δράσεις, οφείλονται σ αυτήν ή τους
μεταβολίτες της.

Το πρόβλημα της τιτλοποίησης γίνεται πιο περίπλοκο, ιδιαίτερα στην περίπτωση των
καπνιζομένων σκευασμάτων (κάνναβη, μαριχουάνα κ.α.) λόγω των θερμικών μεταβολών
και του σχηματισμού πυρολυτικών παραγώγων,
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η τοξικότητα των παραγώγων αρωματικών
υδρογονανθράκων, νιτρωδών ενώσεων, τερπενίων κ.α.) του κοινού καπνού (Nicotiana
tabacum) που συνοδεύει πάντα τη λήψη της καπνιζόμενης κάνναβης.

Ο περιεκτικότητες της ψυχοδραστικής THC διαφέρουν από φυτικό είδος σε φυτικό είδος,
από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή καθώς και από τον χρόνο συγκομιδής
του φυτού.
Οι διαφορετικές μέθοδοι καλλιέργειας της φαρμακευτικής κάνναβης απαιτούν διαρκή
έλεγχο, διότι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να συνυπάρχουν οι εξαρτησιογόνες-
ψυχοδραστικές ενώσεις της κάνναβης.

Γ.Α.Καρίκας
130

Erythroxylon coca, Erythroxylaceae

Θάμνος που φτάνει σε ύψος 2-3 μ. Τα κλαδιά είναι ίσια και τα φύλλα, έχουν πράσινη
απόχρωση, είναι λεπτά, αδιαφανή και κωνικά στα άκρα. Χαρακτηριστικό του φύλλου
είναι ένα φέρον τμήμα που περικλείεται από δύο διαμήκεις καμπύλες.

Τα άνθη είναι μικρά και διατίθενται σε μικρά σμήνη σε μικρά στελέχη. Η στεφάνη
αποτελείται από πέντε κιτρινωπά άσπρα πέταλα, οι ανθήρες είναι σε σχήμα καρδιάς.

Erythroxylon coca
Η κοκαΐνη λαμβάνεται από τα φύλλα του φυτού Erythroxylon coca. Είναι αλκαλοειδές με
την ονομασία βενζοϋλο-μεθυλο-εκγονίνη.
Το φυτό καλλιεργείται σε αρκετές χώρες, συγκεκριμένα στη βορειοδυτική Αργεντινή,
Βολιβία, Κολομβία, Εκουαδόρ και του Περού. Υπάρχουν κάποιες αναφορές ότι το φυτό
καλλιεργείται στο νότιο Μεξικό. Επίσης, το φυτό έχει ρόλο σε πολλούς παραδοσιακούς
πολιτισμούς των Άνδεων.
Είναι γνωστό για το ψυχοδραστικό αλκαλοειδές, κοκαΐνη. Η περιεκτικότητά της στα
φύλλα είναι σχετικά χαμηλή (0.25%-0.77%).
Στην παράνομη αγορά κυκλοφορεί ως υδροχλωρική κοκαϊνη και διατίθεται σε μορφή
κρυστάλλων, άσπρης σκόνης ή μικρών κόκκων.
Η αλκαλική μετατροπή της και η τελική αφαίρεση διαλυτικών ουσιών οδηγεί σε πτητικές
ελεύθερες βάσεις, έτσι ώστε να καπνίζεται (crack).

Κοκαίνη

Γ.Α.Καρίκας
131

Η κοκαΐνη μπορεί να ληφθεί ενδοφλεβίως, με εισπνοή από τη μύτη ή με κάπνισμα.


Διαπερνά εύκολα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και ο μηχανισμός δράσης της βασίζεται
στον αποκλεισμό της επαναπρόσληψης των νευροδιαβιβαστών νοραδρεναλίνη και
ντοπαμίνη στις συνάψεις των νευρώνων. Προκαλείται έτσι, υπερβολικός ερεθισμός των
μετασυναπτικών υποδοχέων.
Δρα διεργετικά, απομακρύνει την κόπωση, αυξάνει την κοινωνικότητα και τη δυνατότητα
αυτοσυγκέντρωσης και προκαλεί ήπιες και ευχάριστες παραισθήσεις.
Ο μεταβολισμός της στον οργανισμό οδηγεί στα 3 κύρια μεταβολικά προιόντα, στο
σχήμα:

Μεταβολισμός κοκαίνης στον οργανισμό


Οξεία δηλητηρίαση: Η κοκαΐνη μπορεί να προκαλέσει μυδρίαση, ταχύπνοια και αύξηση
της θερμοκρασίας του σώματος. Στις οξείες δηλητηριάσεις περιλαμβάνονται
συμπτώματα καρδιαγγειακά, νευρολογικά και πνευμονικά. Συγκεκριμένα,
παρατηρούνται συμπτώματα όπως, διαταραχές του καρδιαγγειακού ρυθμού,
υπερτασικές κρίσεις, βαριά στηθάγχη και έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ισχυρές
κεφαλαλγίες και επιληπτικές κρίσεις είναι απόρροια της δηλητηρίασης στο ΚΝΣ. Έπειτα
από την χρήση crack παρατηρούνται πνευμονικές διηθήσεις και βρογχοσπασμός.
Χρόνια δηλητηρίαση: Η χρόνια λήψη κοκαΐνης οδηγεί σε τοξική ψύχωση και σε τοπική
νέκρωση του ρινικού βλεννογόνου με συνέπεια τη διάτρηση του ρινικού βλεννογόνου.
Στις δηλητηριάσεις από κοκαΐνη ακολουθείται συμπτωματική θεραπεία. Χορηγούνται α-
αναστολείς για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και άλλες αντιϋπερτασικές ουσίες οι

Γ.Α.Καρίκας
132

οποίες προστατεύουν και τα στεφανιαία αγγεία. Αποφεύγεται η χορήγηση μόνο β-


αναστολέων, διότι ενισχύεται το α- αδρενεργό ερέθισμα. Χορηγείται διαζεπάμη για την
διακοπή των σπασμών.

Οδοί διαμετακίνησης οπιοειδών/κοκαίνης

Νέες συνθετικές ψυχοδραστικές ουσίες

Ο ΟΗΕ συνεχίζει να σημαίνει συναγερμό για νέες ψυχοδραστικές ουσίες, καθώς οι


αναφορές τις συγκεκριμένες ουσίες προέρχονται από κάθε γωνία του πλανήτη.
Το 2014 καταγράφηκαν 388 διαφορετικές τέτοιες ουσίες, ήταν δηλαδή αυξημένες κατά
11% σε σχέση με το 2013.
Πρόκειται κυρίως για συνθετικά κανναβινοειδή, συνθετικές καθινόνες και
φαινεθυλαμίνες, πιπεραζίνες, τρυπταμίνες ή ουσίες φυτικής προέλευσης που δεν
υπόκεινται σε έλεγχο, όπως η χορήγηση της μεθυλφαινιδάτης για την Διαταραχή
Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ), που εμφανίζεται αυξημένη η
κατανάλωση της κατά 66% παγκοσμίως . Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ από το 2011,
έχει διαγνωστεί με ΔΕΠ-Υ περίπου το 11% του πληθυσμού ηλικίας 4 έως 17 ετών ενώ,
στη Γερμανία μέσα σε μία πενταετία (2006- 2011), ο αριθμός διαγνώσεων της ΔΕΠ-Υ
αυξήθηκε κατά 42% στα άτομα κάτω των 19 ετών.

Σύμφωνα με την έκθεση, την ουσία καταναλώνει και αυξανόμενος αριθμός εφήβων και
νεαρών ενηλίκων σε περιόδους εξετάσεων, με την εσφαλμένη προσδοκία ότι αυτή
βελτιώνει τις επιδόσεις.
Η διαχρονική επίδραση των εξαρτησιογόνων ουσιών (π.χ. μορφίνη, νικοτίνη, καφείνη),
φαίνεται ενδεικτικά, στο παρακάτω διάγραμμα:

Γ.Α.Καρίκας
133

Διαχρονική επίδραση εξαρτησιογόνων στην ανθρώπινη εξέλιξη

Γ.Α.Καρίκας
134

ΒΙΟΔΡΑΣΤΙΚΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΑΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 Αντικαρκινικοί παράγοντες
 Ανθελονοσιακά φάρμακα
 Αντιϊική δράση
 Άσθμα
 Κεντρικού Νευρικού Συστήματος
 Αντιβακτηριακές ιδιότητες
 Αντιμυκητιασικές ιδιότητες
 Φυτά με ποικίλες φαρμακολογικές δράσεις

Καρκίνος

Η νόσος και οι μορφές της (άνω των 150), χαρακτηρίζονται από τις παρακάτω
παραμέτρους (Cancer hallmarks):

1. Υποστηρίζει τον κυτταρικό πολ/σμό


2. Αναστολή απόπτωσης
3. Αποφυγή ανοσοποιητικού
4. Γονιδιακή αστάθεια
5. Τροποποίηση κυτταρικής ενεργητικής
6. Υποστήριξη αγγειογένεσης
7. Εισβολή και μετάσταση
8. Αποφυγή αναπτυξιακής καταστολής

Ο καρκίνος είναι αποτέλεσμα μιας σειράς μετατροπών στην αλληλουχία του DNA
(μεταλλάξεις), που έχουν ως αποτέλεσμα τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των
κυττάρων ενός ιστού και τη δημιουργία όγκων. Συνιστά την 3η αιτία θανάτων
παγκοσμίως.

Αιτίες θανάτων

Γ.Α.Καρίκας
135

Οι μετατροπές στην αλληλουχία του DNA, όπως και οι λανθασμένες διαδικασίες


επιδιόρθωσής τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από περιβαλλοντικούς παράγοντες,
όπως χημικά καρκινογόνα (π.χ. κάπνισμα), ακτινοβολία (π.χ. εργασία σε χώρους έκθεσης
σε ραδιενεργά στοιχεία ή έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του ηλίου), αντικαρκινικά
φάρμακα (π.χ. η χρήση της υδαντοΐνης μπορεί να προκαλέσει το σύνδρομο μη
Hodgkin λεμφωμάτων).

Σοβαρός παράγοντας είναι και η κληρονομικότητα, όχι όμως σε όλα τα είδη καρκίνου.
Συνηθέστερο παράδειγμα είναι ο καρκίνος του μαστού και των ωοθηκών που οφείλονται
σε μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2. Άτομα που φέρουν μεταλλάξεις των
γονιδίων αυτών έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο κατά τη διάρκεια της
ζωής τους.
Οι ιοί δεν φαίνεται να αποτελούν σημαντική αιτία καρκίνου στον άνθρωπο με σημαντική,
όμως, εξαίρεση τον ιό του ανθρώπινου θηλώματος (HPV, Human Papilloma Virus).

Υπάρχουν δύο τύποι γονιδίων που σχετίζονται µε την καρκινογένεση. Τα ογκογονίδια που
προέρχονται από γονίδια που υπάρχουν φυσιολογικά στο ανθρώπινο γονιδίωμα και
ονομάζονται πρωτο-ογκογονίδια και η ικανότητά τους είναι να ελέγχουν την κυτταρική
διαίρεση (κυτταρική γέννηση).

Παρ’ όλο που στα φυσιολογικά κύτταρα η λειτουργία αυτή είναι αυστηρά ρυθμισμένη,
στα καρκινικά κύτταρα, τα ογκογονίδια υφίστανται μεταλλάξεις κι έτσι υπερλειτουργούν
και οδηγούν στη δημιουργία όγκων. Ο δεύτερος τύπος γονιδίων είναι τα
ογκοκατασταλτικά γονίδια που, σε αντίθεση με τα ογκογονίδια, ρόλος τους είναι να
συγκρατούν την κυτταρική ανάπτυξη πράγμα που υπολειτουργεί στα καρκινικά κύτταρα
και επέρχεται ο ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός τους.

Τύποι λευχαιμιών

Οι λευχαιµίες είναι είτε μυελοειδείς, είτε λεµφοειδείς. Όταν η λευχαιµία προσβάλλει τα


κύτταρα, που πρόκειται να σχηµατίσουν τελικά αιµοπετάλια, ερυθρά αιμοσφαίρια,
κοκκιοκύτταρα και μονοκύτταρα, αποκαλείται μυελοειδής (myeloid), μυελοκυτταρική
(myelocytic), μυελογενής (myelogenous), ή κοκκιοκυτταρική (granulocytic) λευχαιµία.
Αντιθέτως όταν η λευχαιµία προσβάλλει τα κύτταρα που πρόκειται να γίνουν
λεµφοκύτταρα αποκαλείται λεµφοβλαστική (lymphoblastic), λεµφοειδής (lymphoid),
λεµφοκυτταρική (lymphocytic), ή λεµφική (lymphatic) λευχαιµία.

Λέμφωμα – Μυέλωμα

Ορισμένα λεμφώματα, αντίθετα από τη λευχαιμία, μπορεί να είναι εντοπισμένα σε ένα


συγκεκριμένο ιστό. Ορισμένοι όγκοι λεμφαδένων αποκαλούνται νόσος του Hodgkin
(Hodgkin's disease) και αποτελείται από διπύρηνα κύτταρα Reed-Sternberg, καθώς και
μονοπύρηνες παραλλαγές τους που ονομάζονται Hodgkin.

Γ.Α.Καρίκας
136

Τα non-Hodgkin λεμφώματα (non-Hodgkin’s lymphomas) είναι μια ομάδα λεμφικών


όγκων, συνήθως προερχόμενα από Β-κύτταρα, των οποίων η κλινική εικόνα και πορεία
παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία από το λέμφωμα Hodgkin.

Ένας ειδικός τύπος λεμφοειδούς κακοήθειας περιλαμβάνει τα πολύ ώριμα Β-κύτταρα


που εκκρίνουν παραπρωτεΐνη (IgA, IgG, ελαφρές αλύσους κ.α.), τα οποία καλούνται
πλασματοκύτταρα. Αυτή η ασθένεια αποκαλείται πολλαπλό μυέλωμα (multiple
myeloma).

Αντικαρκινικά φάρμακα

Οι προσπάθειες για την εύρεση αντικαρκινικών παραγόντων από ανώτερα φυτά άρχισαν
περισσότερο από πενήντα χρόνια πριν και συνεχίζουν να διεξάγονται.
Περισσότερο από το 60% όλων των αντικαρκινικών φαρμάκων είναι φυσικής προέλευσης
και η πλειοψηφία εξ’ αυτών είναι από ανώτερα φυτά.

Μέχρι τις αρχές του 1990 η έρευνα για νέες αντινεοπλασματικές ενώσεις βασιζόταν σε
κυτταροτοξικούς ελέγχους έναντι μεγάλου φάσματος καρκινικών κυτταρικών σειρών, in
vitro και αργότερα in vivo.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν επιτευχθεί σημαντικές ανακαλύψεις και εφαρμογές
αντικαρκινικών φαρμάκων.

Την ίδια περίοδο χιλιάδες συνθετικές χημικές ουσίες με υποσχόμενη αντικαρκινική


δράση έχουν παρασκευασθεί, ενώ έχουν απομονωθεί και ενώσεις από φυσικά προϊόντα
(με εκχύλιση από βιολογικούς οργανισμούς) που έχουν εξετασθεί για τις αντικαρκινικές
τους ιδιότητες.

Παρόλα αυτά, η ανακάλυψη επιτυχημένων αντικαρκινικών φαρμάκων παραμένει


εξαιρετικά περιορισμένη.
Ο βαθμός αποτυχίας για αντικαρκινικά φάρμακα βρίσκεται στο επίπεδο του 95%,
υψηλότερος σε σχέση με άλλες φαρμακευτικές κατηγορίες.

Τα αντικαρκινικά φάρμακα έχουν υψηλό κόστος αρκετών εκατομμυρίων μέχρι να


εξετασθούν σε έρευνες με πειραματόζωα και πρέπει να περάσουν από αυστηρές
τοξικολογικές και κλινικές μελέτες σε τρία στάδια.

Τα τελευταία χρόνια σημαντικό πρόβλημα των φαρμάκων, αλλά ιδιαίτερα των


αντικαρκινικών, είναι η κυκλοφορία πλαστών συσκευασιών γνωστών ογκολογικών
φαρμάκων σε πολλές χώρες, λόγω του εμπορίου μέσω του ηλεκτρονικού διαδικτύου.
Το εμπόριο αντικαρκινικών φαρμάκων αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς και σύμφωνα
με στατιστικά στοιχεία η παγκόσμια αγορά το 2012 ήταν 80 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι κυριότεροι μηχανισμοί που δρουν τα αντικαρκινικά φάρμακα (χημειοθεραπεία), είναι:

Γ.Α.Καρίκας
137

Μηχανισμοί δράσης φυσικών και συνθετικών αντικαρκινικών φαρμάκων

Την τελευταία 20ετία ο ρόλος του ανοσολογικού συστήματος στον έλεγχο και την
καταπολέμηση του καρκίνου έχει αναδειχθεί σε ιδιαίτερης σημασίας και αποτελεί
αντικείμενο έρευνας αιχμής, τόσο σε επίπεδο βασικής έρευνας, αλλά κυρίως για την
κλινική εφαρμογή στην θεραπεία αλλά και την διάγνωση/πρόγνωση διαφόρων μορφών
καρκίνου.

Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι το ανοσολογικό profile των όγκων (γονιδιακό ή/και
ανοσοϊστοχημικό προφίλ) φαίνεται να δίνει πολύ σημαντική προγνωστική πληροφορία,
τόσο για την έκβαση της νόσου, αλλά και την πρόβλεψη απάντησης στην
χημειοθεραπεία.

Η αρμονική συνεργασία της φυσικής και επίκτητης ανοσίας καθορίζει τις συνθήκες
υπεράσπισης του οργανισμού έναντι λοιμώξεων και ασθενιών.
Δύο μηχανισμοί του οργανισμού, ο χυμικός και ο κυτταρικός, επικαλύπτονται,
αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους για την επιτυχή λειτουργία της
άμυνας και της ανοσορρύθμισης.
Χυμική ανοσία
Ορίζεται η διαδικασία κατά την οποία τα Β-λεμφοκύτταρα διαφοροποιούνται στο μυελό
των οστών και όταν ωριμάσουν μεταναστεύουν στους λεμφαδένες, όπου εκκρίνουν
ανοσοσφαιρίνες, (αντισώματα), ως απάντηση στα ειδικά αντιγόνα με τα οποία έρχονται
σε επαφή. Τα Β-κύτταρα είναι υπεύθυνα για την χυμική ανοσία.
Κυτταρική ανοσία
Η κυτταρική ανοσία στηρίζεται στην συμμετοχή των Τ-λεμφοκυττάρων τα οποία
διακρίνονται σε βοηθητικά Τ-κύτταρα, Τ-κύτταρα μνήμης, κατασταλτικά Τ-κύτταρα και
ευαισθητοποιημένα Τ-κύτταρα (κύτταρα-φονείς - ΝΚ).
Τα Τ-κύτταρα προσφέρουν άμυνα στον οργανισμό εναντίον των λοιμώξεων από ιούς.
Αναγνωρίζουν ένα τμήμα του ιού ως ξένο και σκοτώνουν το κύτταρο ξενιστή.

Γ.Α.Καρίκας
138

Τα Τ-κύτταρα και τα μακροφάγα παράγουν ουσίες που ονομάζονται λεμφοκίνες και τα Τ-


κύτταρα φονείς προσκολλώνται στα κύτταρα που φέρουν τα αντιγόνα, εκκρίνοντας
ουσίες οι οποίες σκοτώνουν τα κύτταρα αυτά.
Τα Τ-κύτταρα (βοηθητικά Τ-λεμφοκύτταρα, CD4+ και κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα,
CD8+) είναι υπεύθυνα για την κυτταρική ανοσία.

Είναι πολύ πιθανό μια αποτυχία του ανοσολογικού μηχανισμού ή της ανοσολογικής
εποπτείας (immume surveillance) να αποτελέσει παράγοντα για την ανάπτυξη καρκίνου.

Ασθενείς με συγγενή μειονεκτικότητα σε ανοσολογικούς μηχανισμούς είναι περισσότερο


ευάλωτοι σε κακοήθεις νεοπλασίες, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι η έκθεση σε
λευχαιμογενείς ιούς οδηγεί σε σχηματισμό αντισωμάτων σε μερικούς οργανισμούς και
λευχαιμία σε άλλους.

Υπάρχουν σπάνιες αλλά αρκετά κατοχυρωμένες περιπτώσεις αυτόματης ύφεσης του


καρκίνου, οι οποίες σε συνδυασμό με τις περιπτώσεις ασθενών που ζουν επί μακρό
χρόνο σε μια βιολογική ισορροπία με τον καρκίνο τους, υποδηλώνουν κάποια μορφή
ελέγχου της αρρώστειας, πιθανότατα από το ανοσοποιητικό σύστημα (placebo,
alternative medicine).
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών έχουν ήδη οδηγήσει σε επιτυχημένες
θεραπευτικές προσεγγίσεις που αποτελούν πλέον εγκαθιδρυμένη κλινική πρακτική,
αλλά και σε πολλά υποσχόμενες κλινικές μελέτες.
Οι κυτταροκίνες και τα μονοκλωνικά αντισώματα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής
της θεραπευτικής φαρέτρας, ενώ άλλες μορφές ενεργητικής και παθητικής
ανοσοθεραπείας βρίσκονται σε προχωρημένες κλινικές μελέτες παγκοσμίως.

Οι κυτοκίνες (γλυκοπρωτείνες) δρουν όπως και οι ορμόνες και χρησιμεύουν στο να


επικοινωνούν τα κύτταρα μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν μολύνσεις και καρκινικούς
όγκους. Διαθέτουν ευρύτερο φάσμα δράσεων και πηγών προέλευσης, σε αντίθεση με τις
ορμόνες που παράγονται από συγκεκριμένα όργανα. Ωστόσο, χρόνια υπερπαραγωγή
κυτοκινών οδηγεί σε ανεπιθύμητες καταστάσεις. 'Ετσι, υπερπαραγωγή του TNF-α έχει
συνδεθεί με ρευματοειδή αρθρίτιδα, σκλήρυνση κατά πλάκας, σηπτικό σοκ, λέπρα και
φυματίωση.
Θεραπευτικές χρήσεις κυτοκινών/μονοκλωνικών αντισωμάτων

Ιντερφερόνη α (IFNα): Χρησιμοποιείται για το μελάνωμα, τον καρκίνο του νεφρού, την
χρόνια μυελογενή λευχαιμία κ.ά.

Ιντερλευκίνη-2 (IL-2): Χρησιμοποιείται στο μελάνωμα, τον καρκίνο του νεφρού, το Non
Hodgkin’s λέμφωμα, λευχαιμίες (ALL, CLL) κ.ά.
Η IL-2 παρουσιάζει σημαντική τοξικότητα και επιπλέον ευνοεί την ανάπτυξη
κατασταλτικών Τα- λεμφοκυττάρων.
Για το λόγο αυτό ερευνάται σε κλινικές μελέτες η αντικατάστασή της από άλλες, όπως
την IL-15 και την IL-7.

Γ.Α.Καρίκας
139

Μονοκλωνικά αντισώματα είναι εκείνα που παράγονται από έναν κλώνο Β-


λεμφοκυττάρων και είναι αντισώματα με προκαθορισμένη ειδικότητα, που εμφανίζουν
ειδικότητα σε ένα μόνο επίτοπο και έχουν δυνατότητα να παράγονται επ' άπειρον.

Χειμερικά μονοκλωνικά αντισώματα αποτελούμενα από μεταβλητές περιοχές


ανθρώπου, παρασκευάζονται για να χρησιμοποιηθούν σε νόσους όπως η λευχαιμία.
Φονεύουν τα κύτταρα του όγκου με κυτταροτοξικότητα μέσω συμπληρώματος ή με
μεταφορά τοξίνης στα κύτταρα του όγκου.

Φυσικά προιόντα από το φυτικό βασίλειο με αντικαρκινική δράση

Δρουν σε διαφορετικές φάσεις μίτωσης του καρκινικού και φυσιολογικού κυττάρου.


Μερικά παραδείγματα, στο σχήμα:

Δράση αντικαρκινικών ενώσεων στην φάση της μίτωσης

Φυτά με αντικαρκινική δράση:

Catharanthus Roseus (Apocynaceae)

Ενδημικό στη Μαδαγασκάρη, αλλά καλλιεργείται και αλλού ως διακοσμητικό και


φαρμακευτικό φυτό.
Είναι ένα αειθαλές υποθαλάσσιο ή ποώδες φυτό με ύψος 1 m. Τα φύλλα είναι ωειδή
έως επιμήκη, 2,5-9 cm, γυαλιστερά πράσινα, χωρίς τρίχωμα., Τα άνθη είναι λευκά έως
σκούρα ροζ. Ο καρπός είναι ένα ζεύγος θυλάκων μήκους 2-4 cm και πλάτους 3 mm.

Γ.Α.Καρίκας
140

Catharanthus Roseus
Από το 1950 έχουν απομονωθεί και χαρακτηρισθεί περισσότερα από 150 αλκαλοειδή,
με την πλειοψηφία αυτών να είναι αλκαλοειδή ινδολίου.

Η βινμπλαστίνη (Velban®) και η βινκριστίνη (Oncovin®) ήταν τα πρώτα αλκαλοειδή που


χρησιμοποιήθηκαν σαν αντινεοπλασματικοί παράγοντες.
Η αντικαρκινική τους δράση οφείλεται στη ιδιότητά τους να εμποδίζουν την μίτωση,
καθώς ενώνονται με την τοβουλίνη και έτσι το κύτταρο δεν μπορεί να σχηματίσει την
άτρακτο που χρειάζεται για την μετακίνηση των χρωμοσωμάτων κατά τη διαίρεσή του.

Μηχανισμός δράσης αλκαλοειδών Vinca

Η βινμπλαστίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία του λεμφώματος Hodgkin και άλλων


λεμφωμάτων, καρκίνου των όρχεων, του μαστού και για το σάρκωμα Kaposi.
Οι παρενέργειες της είναι απώλεια μαλλιών, ναυτία, μείωση των κυττάρων του αίματος
κ.α.
Η βινκριστίνη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της επίκτητης λευχαιμίας, του
λεμφώματος Hodgkin και άλλων λεμφωμάτων.
Τα ημισυνθετικά αλκαλοειδή Vindesine (Eldisine®) και Vinorelbine (Navelbine®)
χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία καρκίνου των ωοθηκών. Το Vinorelbine έχει
μεγαλύτερο φάσμα αντικαρκινικής ιδιότητας σε σχέση με τα υπόλοιπα αλκαλοειδή και

Γ.Α.Καρίκας
141

χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την σισπλαστίνη για την θεραπεία του μη


μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα.

Χημικές δομές βινμπλαστίνης, βινκριστίνης, βιντολίνης

Οι συνοπτική πορεία σύνθεσης των ανωτέρω αλκαλοειδών, φαίνονται στο παρακάτω


σχήμα:

Συνθετικές πορείες αλκαλοειδών ινδολίου

Γ.Α.Καρίκας
142

Podophyllum peltatum (Berberidaceae)

Εχει μεγάλη παράδοση χρήσης του από τις φυλές της Β. Αμερικής και της Ασίας, καθώς
το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία εντερικών παρασίτων και ως καθαρτικό.
Είναι φυτά δασικής έκτασης, που τυπικά αναπτύσσονται σε αποικίες που προέρχονται
από μία μόνο ρίζα. Οι μίσχοι μεγαλώνουν σε ύψος 30-40 εκ., με πλαϊνά λοβωτά φύλλα
που μοιάζουν με ομπρέλες έως 20-40 εκ. διαμέτρου με 3-9 λοβούς με βαθιά ή βαθιά
κοπή. Τα άνθη είναι λευκά, κίτρινα ή κόκκινα, διαμέτρου 2-6 εκ. με 6-9 πέταλα, και
ωριμάζουν σε πράσινο, κίτρινο ή κόκκινο σαρκώδες φρούτο μήκους 2-5 εκ.
Όλα τα μέρη του φυτού είναι δηλητηριώδη, συμπεριλαμβανομένων των πράσινων
φρούτων, αλλά μόλις ο καρπός γίνει κίτρινος, μπορεί να καταναλωθεί με ασφάλεια με
μικρές ποσότητες με τους σπόρους που έχουν αφαιρεθεί.

Podophyllum peltatum

Το ρίζωμα είναι τοξικό και περιέχει τις ουσίες podophyllotoxin και α- και β-peltatin. Η
podophyllotoxin βρίσκεται και σε άλλα είδη του γένους, ενώ οι αντιμιτωτικές του
ιδιότητες ανακαλύφθηκαν το 1940. Η κλινική αξιολόγηση της podophyllotoxin απέτυχε
λόγω των σοβαρών παρενεργειών που προκαλούσε. Περαιτέρω έρευνα κατέληξε στην
δημιουργία ημισυνθετικών παραγώγων etoposide (Vepesid®) και teniposide (Vumon®).

H Etoposide χρησιμοποιείται για την θεραπεία του μικροκυτταρικού καρκίνου του


πνεύμονα, του καρκίνου των όρχεων και διαφόρων λεμφωμάτων, ενώ η teniposide
χρησιμοποιείται θεραπευτικά για όγκους του εγκεφάλου.

Γ.Α.Καρίκας
143

Μεταβολίτες Etoposide

Ο μηχανισμός δράσης της ποδοφυλλοτοξίνης είναι ότι προσδένεται στη τοβουλίνη και
εμποδίζει το σχηματισμό των μικροσωληνίσκων.

Οι etoposide και teniposide δρουν εμποδίζοντας το ένζυμο τοποϊσομεράση ΙΙ και κατά


συνέπεια εμποδίζουν τη σύνθεση του DNA και σταματούν την αντιγραφή.

Η διαφορά του μηχανισμού δράσης τους οφείλεται σε μικρές αλλαγές στην


στερεοχημεία του μορίου.

Νέα μόρια με πολλά υποσχόμενη δράση δημιουργούνται όπως τα ΝΚ-611, ΤΟΠ53 και το
Tafluposide, το οποίο βρίσκεται στην πρώτη φάση κλινικών δοκιμών και είναι ιδιαίτερου
ενδιαφέροντος, διότι εμποδίζει την τοποϊσομεράση Ι και ΙΙ με μοναδικό μηχανισμό
δράσης.

Tafluposide

Γ.Α.Καρίκας
144

Taxus Brevifolia (Taxaceae)

Κωνοφόρο, που προέρχεται από τον Βορειοδυτικό Ειρηνικό της Βόρειας Αμερικής .

Γεωγραφική κατανομή Taxus Brevifolia, στις ΗΠΑ

Έχει αναφερθεί ότι παλαιότερα, οι Κέλτες χρησιμοποιούσαν ένα είδος Taxus σαν
δηλητήριο στα βέλη τους, ενώ η φυλή Bella Coola το χρησιμοποιούσε για ασθένειες του
πνεύμονα.

Παραδοσιακά, το ξύλο χρησιμοποιήθηκε από τους ιθαγενείς Αμερικανούς για να κάνουν


τόξα και κουπιά για κανό, επιπλέον πολλά άλλα αντικείμενα από την καθημερινή
ζωή. Οι Ιάπωνες χρησιμοποίησαν το ξύλο για διακοσμητικούς σκοπούς.

Είναι ένα μικρό και μεσαίο αειθαλές δέντρο , ύψους 10-15 m και με κορμό έως 50 cm,
σπάνια περισσότερο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, σε πάρκα και σε άλλες
προστατευόμενες περιοχές υπάρχουν συχνά δέντρα με ύψος άνω των 20 μέτρων.

Taxus Brevifolia

Γ.Α.Καρίκας
145

Η έρευνα για το Τaxus brevifolia άρχισε από το NCI το 1960.

Τον Μάιο του 1964 πραγματοποιήθηκε η μελέτη της αντικαρκινικής δράσης του
δείγματος σε κυτταρικές καλλιέργειες (cellular assay) και βρέθηκε ότι το εκχύλισμα από
τον φλοιό τουTaxus παρουσίαζε ισχυρή αντικαρκινική δράση.

Το 1965, με φρέσκο δείγμα του φλοιού Taxus και με καθαρό κλάσμα του εκχυλίσματος
πραγματοποιήθηκε νέος έλεγχος σε ένα άλλο εργαστήριο (Monroe E. Wall, Research
Triangle Park, North Carolina).

Το δραστικό συστατικό (ταξόλη) απαντά σε ιδιαίτερα χαμηλή περιεκτικότητα στο φυτό

• Ταξόλη 0.01% από το φλοιό του Taxus


• 13 τόννοι -> 1 κιλό
• 0.1% 10-δεακετυλο μπακατίνη ΙΙΙ από τις βελόνες του φυτού.

Η αδυναμία της εξασφάλισης των απαραίτητων ποσοτήτων ταξόλης εξαρχής έθεσε το


ερώτημα του κατά πόσο είναι δυνατή μια ολική σύνθεση της ένωσης. Δηλαδή μιας
σύνθεσης, όπου θα γινόταν χρήση απλών (μικρομοριακών) και εμπορικώς διαθέσιμων
χημικών ουσιών, ως πρώτων υλών.

Τα βελονοειδή φύλλα και τα κλαδιά του ελάτου περιείχαν αρκετή ποσότητα (περίπου
0,1% σε ξηρά βάση) της 10-DAB. Ετσι το έλατο δεν χρειαζόταν πλέον να κοπεί και
επομένως η πηγή της 10-DAB ήταν ανανεώσιμη και δεν υπήρχε κάποια βλάβη για το
οικοσύστημα.

Κατά τη δεκαετία του 1990, με την ολική σύνθεση της ταξόλης ασχολήθηκαν περίπου
30 ερευνητικές ομάδες, μεταξύ αυτών οι ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες των
καθηγητών Holton, Nicolaou και Danishefsky.

Η ομάδα του Holton, έχοντας την εμπειρία της ολικής σύνθεσης, παρουσίασε μια
σχετικά εύχρηστη ημισυνθετική μέθοδο.

Χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη τη φυσική ουσία 10-δεακετυλομπακατίνη (10-


deacetylbaccatin, 10-DAB), η οποία βρίσκεται σε αρκετή ποσότητα στο Ευρωπαϊκό
έλατο Taxus baccata.

Η 10-DAB εμπεριέχει το κύριο ("συνθετικά δύσκολο") τμήμα της δομικής


πολυπλοκότητας της ταξόλης (τους 9 ασύμμετρους άνθρακες από τους 11 της ταξόλης).

Η ημισυνθετική παρασκευή της ταξόλης στο σχήμα, που ακολουθεί:

Γ.Α.Καρίκας
146

Ημισυνθετική παραγωγή ταξόλης, από 10-δεακετυλομπακατίνη ΙΙΙ

Η ταξόλη σε αντίθεση με άλλα αλκαλοειδή δεν εμποδίζει τον πολυμερισμό της


τοβουλίνης αλλά σταθεροποιεί την μιτωτική δέσμη ενισχύοντας την αναλογία και την
ταχύτητα της συνάρθροισης των μικροσωληνίσκων, με αποτέλεσμα τον κυτταρικό
θάνατο, μετά την παύση του κυτταρικού κύκλου στη φάση Μ.

Διαφορές στον μηχανισμό δράσης στα μικροσωληνάρια από ταξόλη/βινπλαστίνη

Ομάδες της χημικής δομής της ταξόλης, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη
βιοδραστικότητα του μορίου (σχέσεις δομής-δράσης, SAR):

Γ.Α.Καρίκας
147

Σχέσεις δομής-δράσης ταξόλης

Το taxol και η ημισυνθετική ρίζα taxotere, που προήλθε από την προένωση diacetyl
baccatin III χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του καρκίνου των ωοθηκών, του
μαστού και του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα.

Από τη συνεχή έρευνα προήλθαν και άλλα ανάλογα του paclitaxel, όπως το Docetaxel,
που μπορεί να αποδειχθεί πιο αποδοτικό σε σχέση με το paclitaxel.

Πακλιταξέλη

Εναλλακτική πηγή paclitaxel αποτελεί και ο παρασιτικός μύκητας taxomyces andreanae,


ο οποίος παράγει μικρές ποσότητες paclitaxel ακόμα και όταν απομακρυνθεί από το
δέντρο- ξενιστή.
Οι μύκητες αναπαράγονται ταχύτατα σε καλλιέργειες και έτσι ο taxomyces andreanae
μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη πηγή taxol από το δέντρο Taxus ή από την ημισύνθεσή
του.

Γ.Α.Καρίκας
148

Ochrosia Elliptica (Apocynaceae)

Το αλκαλοειδές ελιπτισίνη απομονώθηκε το 1959 από τα φύλλα του Οchrosia elliptica.

H ellipticine και τα παράγωγά της βρίσκονται και σε άλλα είδη της οικογένειας
Apocynaceae, κυρίως ανήκουν στα γένη Aspidosperma, tabernaemontana και strychnos.

Προέρχεται από τη βορειοανατολική Αυστραλία, το νησί Lord Howe και τη Νέα


Καληδονία. Το δέντρο φέρει ένα μη βρώσιμο κόκκινο φρούτο με λευκή κολλώδη σάρκα.

Ochrosia Elliptica
Με την παρουσία του κυτοχρώματος Ρ450, η ellipticine οξειδώνεται σε 8-hydroxy-
ellipticine, που είναι πιο ισχυρή από τη μητρική ένωση.

ellipticine

Κατά την περαιτέρω έρευνα του μηχανισμού δράσης συντέθηκε το υψηλά ενεργό και
λιγότερο τοξικό παράγωγο 2-N-methyl-9-hydroxyellipticinium acetate.

Αυτό το μόριο χρησιμοποιείται με το όνομα Celiptium στη Γαλλία για τη θεραπεία του
καρκίνου του μαστού.

Φάρμακα της σειράς ellipticine δρουν σε επίπεδο DNA μέσω εμβολής και επαγωγής του
κλώνου του DNA σαν αποτέλεσμα της εναλλαγής της δραστικότητας της τοποϊσομεράσης
ΙΙ.

Γ.Α.Καρίκας
149

Τοποϊσομεράση ΙΙ.

Camptotheca acuminata (Nyssaceae)

Είναι ένα γένος μεσαίου μεγέθους φυλλοβόλων δένδρων που αναπτύσσονται σε ύψος
20 μέτρα και προέρχονται από τη Ν. Κίνα και το Θιβέτ.

Το αλκαλοειδές καμπτοθεκίνη απομονώθηκε από το κινέζικο δέντρο Camptotheca


acuminata το 1966, σε ερευνητικό πρόγραμμα του NCI.

Camptotheca acuminata

Αρχικές μελέτες έδειξαν ότι είναι ενεργό έναντι των λευχαιμικών κυττάρων. Δρα
εμποδίζοντας την τοποϊσομεράση Ι, ένζυμο που εμπλέκεται σε πολλές σημαντικές
κυτταρικές λειτουργίες αλληλεπιδρώντας με το DNA.

Η μικρή διαλυτότητα της καμπτοθεκίνης στο νερό και οι σοβαρές παρενέργειες που
προκαλούσε (κυρίως τοξικότητα στη χοληδόχο κύστη) είχε σαν αποτέλεσμα την παύση
της έρευνας, στη φάση κλινικών δοκιμών ΙΙ, το 1972.

Γ.Α.Καρίκας
150

Τοποϊσομεράση Ι

Η μοριακή σύνδεση της καμπτοθεκίνης με την τοποισομεράση Ι φαίνεται στο σχήμα:

Σύνδεση καμπτοθεκίνης με τοποισομεράση Ι και DNA

Topotecan-irinotecan

Περαιτέρω έρευνες οδήγησαν στην παραγωγή πιο αποτελεσματικών ουσιών με


αυξημένη υδατοδιαλυτότητα. Δύο από αυτά, είναι το topotecan (Hycamtin®) και το
irinotecan (Camptosar®) που εφαρμόζονται με επιτυχία κλινικώς.

Το topotecan χρησιμοποιείται για την θεραπεία καρκίνου των ωοθηκών και του
μικροκυτταρικού καρκίνου-λειτουργεί ενάντια στο μεταστατικό καρκίνο του κόλον, του
ορθού και κατά μορφών λευχαιμιών.

Γ.Α.Καρίκας
151

Το irinotecan είναι υδατοδιαλυτό και ως προφάρμακο, μεταβολίζεται in vivo με υδρόλυση


και είναι κατά 1000 φορές πιο ενεργό από τη μητρική ένωση.

Το πιο εξελίξιμο παράγωγο είναι το rubitecan, για την αντιμετώπιση του παγκρεατικού
καρκίνου.

rubitecan

Combretum Caffrum (Combretaceae)

Οι ρίζες του Combretum Caffrum χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για την θεραπεία των
σωματικών πόνων.

Η έρευνα του Combretum Caffrum είχε σαν αποτέλεσμα την απομόνωση της
Combretastatin A4, η οποία εμποδίζει μεν τον πολυμερισμό της τοβουλίνης (όπως και τα
άλλα αλκαλοειδή) αλλά προκαλεί αγγειακές δυσλειτουργίες και νέκρωση στους όγκους
σε δόση μικρότερη του ενός δεκάτου από την μέγιστη ανεκτή, σε ποντίκια.

Combretastatin A4

Γ.Α.Καρίκας
152

Brucea antidysenterica (Simaroubaceae)

Η χρήση του φυτού για ασθένειες που καλούνται δυσεντερίες από τοπικούς πληθυσμούς
στην βορειοανατολική Αφρική ήταν η αιτία της προέλευσης του ονόματος του B.
antidysenterica.

Brucea antidysenterica

Η έρευνα οδήγησε στην απομόνωση του quassinoid μπρουσεαντίνη, που ήταν τοξικό in
vitro για την Entamoeba histolytical.
Στην συνέχεια των δοκιμασιών απομονώθηκαν quassinoid glycosides A και Β και τα
bructanic acid.

Οι ενώσεις αυτές δρουν έναντι 5 ανθρώπινων καρκινικών σειρών: του κακοήθους


μελανώματος, καρκίνωμα του πνεύμονα, αδενοκαρκίνωμα του ειλεού, επιδερμικό
καρκίνωμα του ρινοφάρυγγα και το μυελοβλάστωμα καθώς και εναντίον της
λεμφοβλαστικής λευχαιμίας των ποντικών.

bruceantin
Euphoria peplus (Euphorbiaceae)

Το χόρτο Euphoria peplus χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως οικιακό φάρμακο έναντι


παθήσεων του δέρματος, συμπεριλαμβανομένων των οζιδίων και συγκεκριμένων
καρκίνων.

Γ.Α.Καρίκας
153

Euphoria peplus

Το ενεργό συστατικό του χυμού του E.peplus είναι ένας τετρακυκλικός εστέρας, η ingenol
3-angelate, που εφαρμόστηκε τοπικά έναντι ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών σειρών,
που αναπτυχθήκαν ως όγκοι σε ποντίκια. Η ένωση επίσης δείχνει πιθανή ανασταλτική
δραστηριότητα έναντι ενός αριθμού λευχαιμικών κυτταρικών σειρών και βλαστών, που
απομονώθηκαν από ασθενείς με επίκτητη μυελογενή λευχαιμία.

Cephalotaxus harringtonii (Cephalotaxaceae)

Είναι ένας κωνοφόρος θάμνος ή μικρό δέντρο. Είναι ιθαγενής στην Ιαπωνία, αλλά
χρησιμοποιείται περιστασιακά σε κήπους της Δύσης και υπάρχουν πολλές ποικιλίες για
αυτούς τους σκοπούς.

Καλλιεργείται στην Ευρώπη από το 1829. Πήρε την ονομασία του προς τιμήν του Charles
Stanhope, κόμη του Harrington, από τους πρώτους που το καλλιέργησε.

Περιέχει το αλκαλοειδές ομοχαρικτονίνη που εμποδίζει την πρωτεϊνοσύνθεση


εξαρτώμενη από τη δόση και την χρονική διάρκεια. Στην Κίνα χρησιμοποιείται για την
αντιμετώπιση της λευχαιμίας.

Γ.Α.Καρίκας
154

Παρ’ όλα αυτά εφαρμόζονται νέες κλινικές δοκιμές (φάση 1) που επικεντρώνονται στην
θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας και του μυελοδυσπλαστικού συνδρόμου.

Cephalotaxus

Maytenus serrata (Celostraceae) και Thapsus garganica (Apiaceae)

Τα μέλη του γένους διανέμονται σε ολόκληρη την Κεντρική και Νότια Αμερική ,
τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Μικρονησία και την Αυστραλασία, τον Ινδικό Ωκεανό και
την Αφρική.
Ένα σημαντικό πρόβλημα με τα φυσικά προιόντα στον τομέα της χημειοθεραπείας είναι
η χαμηλή υδατοδιαλυτότητα και η υψηλή τοξικότητα, που συχνά αποκλείουν την κλινική
τους χρήση.

Εναλλακτική προσέγγιση αποτελεί η σύνδεση του φαρμάκου με μονοκλωνικά


αντισώματα που στοχεύουν συγκεκριμένους επίτοπους του όγκου. Τέτοια μόρια είναι η

Γ.Α.Καρίκας
155

maytansine (μαιτανσίνη) από το maytenus serrata και η thapsigargin (θαψιγαργίνη) από


το Thapsus garganica όπου βρίσκονται στη φάση Ι των κλινικών δοκιμών.

maytansine

Αναστολείς πρωτεοσώματος:

Salinosporamide A: Απομονώθηκε από τον θαλάσσιο ακτινομύκητα Salinispora tropica.


Δρα ανάλογα με το συνθετικό bortezomib (Velcade®), αναστέλλοντας αντιστρεπτά την
χυμοτρυπτική πρωτεάση στο πρωτεόσωμα 26S, που δεσμεύει την ενεργοποίηση του NF-
κB. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του πολλαπλού μυελώματος.

Salinosporamide A

Νέα εγκεκριμένα αντικαρκινικά φυσικά/παράγωγα προιόντα (κυκλοφορούντα):

- Trabectedin (YondelisR), αλκαλοειδές από τη θάλασσα, αλκυλιωτικός παράγων


του DNA.

- alvespimycin απομονώθηκε από μικροοργανισμούς.

- ixabepilone στόχος των μικροσωληνίσκων, και ο αναστολέας της mTOR


πρωτεινικής κινάσης temsirolimus (Torisel®).

- cytarabine(Cytosar-U1) and Eribulin (HalavenR).

Γ.Α.Καρίκας
156

Νέα ελπιδοφόρα προιόντα:

- Vinflunine (Javlor®), το τελευταίο ημισυνθετικό παράγωγο αλκαλοειδές της


vinca με σημαντική δράση κατά καρκίνων κύστεως, μαστού και πνεύμονα.

vinflunine
- amrubicin 3ης γενιάς παράγωγοανθρακυκυκλίνης με στόχο την τοποισομεράση
II.
- Το ημισυνθετικό παράγωγο triptolide, απομονώθηκε από το κινέζικο
φαρμακευτικό φυτό Tripterygium wilfordii
- combretastatin-A4 φωσφορική (Zybrestat®)

Κυτταρικοί μηχανισμοί επιδιόρθωσης (DNA Damage Response, DDR)

Το γονιδίωμα προστατεύεται από γενοτοξικές προσβολές, μέσω ενός δικτύου ειδικών


αισθητήρων.
Στη περίπτωση που το κύτταρο δεν μπορεί να διορθώσει τις βλάβες, συνεχίζει να
πολλαπλασιάζεται δημιουργώντας πιθανώς μεταλλάξεις στο γονιδίωμα των απογόνων,
είτε οδηγείται σε προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο (απόπτωση).
Την ίδια ικανότητα επιδιόρθωσης διαθέτουν και τα καρκινικά κύτταρα και έτσι
αποφεύγουν τη χημειοθεραπευτική δράση των αντικαρκινικών φαρμάκων.
Η συνδυαστική χορήγηση χημειοθεραπευτικού/αναστολέων επιδιόρθωσης, αυξάνει την
αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής ανταπόκρισης-εξατομίκευση, μετά από έλεγχο
ευαισθησίας σε απομονωμένα καρκινικά κύτταρα, π.χ χορήγηση μελφαλάνης σε κύτταρα
πολλαπλού μυελώματος)

Φυτά με ανθελονοσιακά φυσικά προιόντα:

Η ελονοσία είναι η πιο σοβαρή τροπική ασθένεια, με 300-500.000.000 κλινικές


περιπτώσεις και περίπου 2.000.000 θανάτους ετησίως, κυρίως νεογνά και μικρά παιδιά.
Όσοι επιζούν μπορεί να παρουσιάσουν αναιμία, αδυναμία, σεξουαλική ανικανότητα και
δευτερεύουσες ασθένειες.
Η κινίνη, ουσία από τον φλοιό της cinchona ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο
μόνος αντιπαρασιτικός παράγοντας στην ελονοσία.

Γ.Α.Καρίκας
157

Κινίνη

Οι προσπάθειες που έγιναν κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου για την εύρεση
ενός πιο εύκολα προσβάσιμου φαρμάκου κατέληξαν στη χλωροκίνη.

Χλωροκίνη

Παρ’ όλα αυτά, η εμφάνιση στελεχών του P. falciparum με ανθεκτικότητα στην χλωροκίνη
οδήγησε στον διπλασιασμό των θανάτων από ελονοσία τα τελευταία 20 χρόνια.

Η ασθένεια μεταδίδεται στον άνθρωπο με το τσίμπημα του μολυσμένου θηλυκού


ανωφελούς κώνωπα. Μετά την περίοδο επώασης οι σποροζωίτες εισέρχονται στην
κυκλοφορία του αίματος, μετατρέπονται σε μεροζωίτες αποικούν στα ερυθροκύτταρα
και αναπαράγονται ασεξουαλικά.

Η νόσος προκαλείται από το παρασιτικό πρωτόζωο του γένους plasmodium. Παρ όλο
που διαφορετικά είδη plasmodium μπορούν να προκαλέσουν ελονοσία η πλειοψηφία
των θανατηφόρων περιπτώσεων είναι αποτέλεσμα μόλυνσης από το P.falciparum.

Artemisia annua (Asteraceae)

Το φυτό Artemisia annua χρησιμοποιείται στην Κίνα περισσότερο από 2000 χρόνια για
την θεραπεία του πυρετού και της ελονοσίας.

Το όνομα της αρτεμισίας προέρχεται από τη θεά 'Αρτεμη και δόθηκε στο φυτό σε
αναγνώριση των θεραπευτικών ιδιοτήτων του εγχύματός του. Ο Διοσκουρίδης ονόμαζε
το φυτό βαθύπικρον και το έγχυμά του το σύστηνε κατά της ανορεξίας και κατά του
ίκτερου. O Θεσσαλός (1ος αι. μ.Χ.) και ο Γαληνός (130-199 μ.Χ.), χρησιμοποιούσαν την
αρτεμισία για τη θεραπεία του τριταίου και τεταρταίου πυρετού, δηλαδή της ελονοσίας,
που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη ασθένεια στην Ευρώπη και σε ελώδεις περιοχές. Ο
Διοσκουρίδης αναφέρει ότι ένας τρόπος αποφυγής της καταστροφής των παπύρων από
τα ποντίκια ήταν το ανακάτεμα του μελανιού με έγχυμα αρτεμισίας.

Γ.Α.Καρίκας
158

Είναι ένα ετήσιο φυτό μικρής διάρκειας. Το στέλεχος του είναι όρθιο καφέ ή ιώδες
καφέ. Eίναι άτριχο και αναπτύσσεται σε ύψος από 30 έως 100 cm. Τα φύλλα του A.
annua έχουν μήκος 3-5 cm και διαιρούνται με βαθιά κομμάτια σε δύο ή τρία μικρά
φυλλάδια, με έντονο χαρακτηριστικό αρωματικό άρωμα.

Η περιεκτικότητα σε αρτεμισινίνη σε αποξηραμένα φύλλα κυμαίνεται μεταξύ 0% και


1,5%. Τα νέα υβρίδια της Artemisia annua που αναπτύχθηκαν στην Ελβετία μπορούν να
φτάσουν σε ποσοστό έως και 2% στα φύλλα αρτεμισινίνης.

Artemisia annua
Περιέχει αρτεμισινίνες, που είναι σεσκιτερπενικές λακτόνες και χρησιμοποιούνται
ευρέως για τη θεραπεία της πολυανθεκτικής ελονοσίας ως εναλλακτικό της χλωροκίνης.

Σε αντίθεση με τη κινίνη, αλλά και άλλα συνθετικά ανθελονοσιακά φάρμακα, η


αρτεμισινίνη δεν περιέχει στο μόριό της άζωτο (δεν είναι αλκαλοειδές, αλλά τερπενική
ένωση) και η τοξικότητά της είναι συγκριτικά ελάχιστη.

αρτεμισινίνη

Είναι ισχυρά ενεργές και παρουσιάζουν χαμηλή τοξικότητα, ενώ η επιλεκτική τοξικότητα
ως προς το παράσιτο οφείλεται στη συγκέντρωση του φαρμάκου μέσα στα μολυσμένα
ερυθροκύτταρα (Tu Youyou, κινέζα φαρμακοποιός, Βραβείο Nobel 2015).

Ο προτεινόμενος μηχανισμός δράσης της αρτεμισινίνης περιλαμβάνει διάσπαση των


ενδοπεροξειδικών γεφυρών από τον σίδηρο, παράγοντας ελεύθερες

Γ.Α.Καρίκας
159

ρίζες (υπερκείμενα είδη οξείδιο σιδήρου-οξο, εποξείδια , αλδεΰδες και δικαρβονυλο),


που βλάπτουν βιολογικά μακρομόρια προκαλώντας stress στα κύτταρα του παρασίτου.

Βιοσυνθετικά μονοπάτια ενδογενούς σχηματισμού αρτεμισινίνης

Η Artemisia annua δίνει χαμηλές συγκεντρώσεις artemisinine και arteether (0.01-0.8),


γεγονός που αποτελεί πρόβλημα για την εμπορευματοποίηση του φαρμάκου, αν και
πραγματοποιούνται δοκιμές για καλλιέργεια της ουσίας σε κύτταρα ή ιστούς.

Τα ημισυνθετικά παράγωγα artemether και arteether έχουν μεγαλύτερη διαλυτότητα


και δραστικότητα έναντι της ελονοσίας.

Παρ’ όλα αυτά, η ελονοσία εξακολουθεί να είναι πρόβλημα για τις υποανάπτυκτες χώρες
όπου τα σύγχρονα φάρμακα δεν είναι διαθέσιμα. Σε αυτές τις χώρες ερευνάται η
αποτελεσματικότητα του τσαγιού από Artemisia annua σε περιπτώσεις ελονοσίας χωρίς
επιπλοκές.
Έπειτα από 7 μέρες αγωγής το ποσοστό της ίασης ήταν 79%, αλλά το επίσης υψηλό
ποσοστό υποτροπής οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η θεραπεία μόνο με A.annua δεν θα
πρέπει να αποτελεί εναλλακτική λύση για τα σύγχρονα φάρμακα.

Ο WHO δεν προτείνει τη χρήση μόνης της αρτεμισινίνης ως φαρμάκου, επειδή


παρατηρήθηκε ότι τα παράσιτα της ελονοσίας αναπτύσσουν ανθεκτικότητα απέναντί
της. Στη θέση της προτείνει τη χορήγηση ημισυνθετικών παραγώγων της σε συνδυασμό
με άλλα συνθετικά ανθελονοσιακά φάρμακα, ένα θεραπευτικό σχήμα ευρύτερα γνωστό
ως συνδυαστική θεραπεία αρτεμισινίνης (artemisinin combination therapy, ACT)

Γ.Α.Καρίκας
160

Παράδειγμα αποτελεί το Coartem ®, ένας συνδυασμός παραγώγων των artemisinin


(artemether και lumefantrine) του οποίου η χρήση κατά της ελονοσίας σε παιδιά έγινε
αποδεκτή το 1998 και συμπεριλήφθηκε στην λίστα των απαραιτήτων φαρμάκων από τον
Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Αρτεμισινίνη και παράγωγα

Εκτός από την αρτεμισινίνη, το φυτό θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στα 4 φαρμακευτικά
φυτά με πιο ισχυρή ικανότητα εξουδετέρωσης ελευθέρων ριζών (Oxygen radical
absorbance capacity, ORAC) και αυτό οφείλεται στην παρουσία μεγάλης συγκέντρωσης
φαινολικών ενώσεων (κουμαρίνες, φλαβόνες, φλαβονόλες, φαινολικά οξέα κ.α.) με
αντιοξειδωτική δράση.

Φαινολικές ενώσεις Artemisia annua

Γ.Α.Καρίκας
161

Μεθοδολογίες απομόνωσης (Α) και σύνθεσης (Β) των παράγωγων της αρτεμισινίνης:

Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις σύνθεσης της αρτεμισινίνης:

Σύνθεση αρτεμισινίνης

Γ.Α.Καρίκας
162

Quillaja saponaria (Rosaceae)

Οι ενώσεις από το Quillaja saponara περιέχουν τριτερπενοειδείς σαπωνίνες, που


αποτελούν συστατικά ενός πειραματικού εμβολίου κατά της ελονοσίας.
Μερική κάθαρση οδήγησε στην απομόνωση του stimulon (Quil A). Το stimulon ενεργεί
προσθετικά βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της δημιουργίας αντισωμάτων από
εμβόλιο.

Strychnos myrtoides (Loganiaceae)

Όταν το strychnos myrtoider συνδυαστεί με χλωροκίνη, σε δόση μικρότερη από την


απαιτούμενη για ανθελονοσιακά αποτελέσματα, ενισχύεται η αποτελεσματικότητα του
συνθετικού φαρμάκου έναντι στελέχους P.falciparum με ανθεκτικότητα στην χλωροκίνη,
in vitro. Επίσης αυξάνεται in vivo η δράση της χλωροκίνης έναντι ανθεκτικού στελέχους
P.yoelli.
Τα δύο κύρια αλκαλοειδή ινδολίου, στρυχνοβρασιλίνη και μαλαγασανίνη,
απομονώθηκαν από το φλοιό, καθώς και 4 δευτερεύοντα αλκαλοειδή: μαλγαζανόλη, 12-
υδροξυ-19-επι-μαλαγασανίνη, μυρτοϊδίνη και 11-δεμεθοξυμυρτοϊδίνη. Αυτές οι ενώσεις
δεν έδειξαν ενδογενή ανθελονοσιακό αποτέλεσμα έναντι ενός ανθεκτικού σε χλωροκίνη
στελέχους Plasmodium falciparum in vitro και in νίνο.
Μέχρι στιγμής, το εκχύλισμα από το μίσχο του φλοιού χρησιμοποιείται επιτυχώς σε
κλινικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την χλωροκίνη.

Φυτά με Αντιϊική δράση:

Το σύνδρομο της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας προκαλείται από τον ρετροιό HIV
και αποτελεί αιτία θανάτου για περισσότερο από 25.000.000 άτομα παγκοσμίως από το
1981 έως σήμερα.

Μολύνει και καταστρέφει τα CD4 T-λεμφοκύτταρα αποδυναμώνοντας το ανοσοποιητικό


σύστημα και έτσι ο οργανισμός είναι εκτεθειμένος σε ευκαιριακές λοιμώξεις καθώς και
σε ποικιλία ασθενειών όπως πνευμονία ή καρκίνο.
Υπάρχουν 2 τύποι του ιού, ο HIV-1 που είναι υπεύθυνος για την παγκόσμια πανδημία του
AIDS και ο HIV-2.

διάγραμμα του ιού HIV

Γ.Α.Καρίκας
163

Χρησιμοποιούνται 4 είδη φαρμάκων: νουκλεοσιδικοί αναστολείς της αντίστροφης


τρανσκριπτάσης, αναστολείς πρωτεάσης, μη νουκλεοσιδικοί αναστολείς αντίστροφης
τρανσκριπτάσης και μίξη αναστολέων. Στα τέλη του 1990 ο συνδυασμός δύο ή
περισσοτέρων ειδών αναστολέων ορίστηκε σαν «υψηλά ενεργή αντιρετροϊκή θεραπεία»
(Higly Active Antiretroviral Therapy- HAART).

Παρ ότι παρέχει επιτυχή μείωση των επιπέδων του HIV στο πλάσμα, ο ιός εξακολουθεί
να υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή, γεγονός που εμποδίζει την εξάλειψη του.

Τις τελευταίες δεκαετίες διεξάγονται έρευνες για την εύρεση φυτικών αντι-HIV
παραγόντων, ιδιαίτερα από το NCI, όπου ερεύνησε in vitro περισσότερες από 30.000
φυτικές ουσίες. Το αποτέλεσμα ήταν η ανακάλυψη πολλών ενώσεων με in vitro αντι-HIV
δράση, που βρίσκονται υπό μελέτη.

Calophyllum lanigerum και C. teysmanii (Clusiaceae)

Το εκχύλισμα από τα φύλλα και τα κλαδιά του C. lanigerum στη Μαλαισία απέδωσε την
καλανολίδη Α, η οποία παρουσίασε πιθανή αντιϊική ιδιότητα. Η αδυναμία εύρεσης του
δέντρου και της καλανολίδης Α που παρείχε οδήγησε στην έρευνα συγγενών ειδών και
στην ανακάλυψη της καλανολίδης Β απο το C.teysmanii.
Οι καλανολίδες δρουν ως μη νουκλεοσιδικοί αναστολείς στην αντίστροφη
τρανσκριπτάση. Η καλανολίδη Α παράγεται πλέον μόνο με σύνθεση και βρίσκεται στη
φάση 2 κλινικών δοκιμών. Οι καλανολίδες Α και Β βρέθηκαν δραστικές έναντι του
μυκοβακτιριδίου της φυματίωσης γεγονός που τις καθιστά μοναδικές καθώς μπορούν να
χρησιμοποίηθουν σε ασθενείς που πάσχουν από AIDS και φυματίωση.

καλανολίδες

Homalanthus nutans (Euphorbiaceae)

To 1992 απομονώθηκε στο NCI ο εστέρας της φορβόλης (προστατίνη) απο το H. nutans,
δέντρο που χρησιμοποιούν οι παραδοσιακοί θεραπευτές στην Σαμόα για την θεραπεία
της ιογενούς ηπατίτιδας.

Η προστατίνη είναι ενεργοποιητής της πρωτεΐνης κινάση C.

Γ.Α.Καρίκας
164

Προστατίνη 75

Syzigium claviflorum (Myrhecea)

Το μπετουλινικό οξύ απομονώθηκε από το S.claviflorum και αρχικά, χαρακτηρίστηκε ως


ασθενής αναστολέας της αναπαραγωγής του HIV. Παρ΄ όλα αυτά, η εστεροποίηση στον
C-3 είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία πολλά υποσχόμενων παραγώγων με ενισχυμένη
αντιική δραστικότητα.

Ένα από αυτά, το Bevirimat {3-0-(3,3dimethyl succini) betulinic acid : PA-457) το 2006
πέρασε στην φάση IIB κλινικών δοκιμών. Το PA-457 είναι το πρώτο φάρμακο νέας
κατηγορίας αντι-HIV που ονομάζεται «αναστολέας ωρίμανσης».

Bevirima
Artocarpus lacoocha (Μonaceae)

Περιέχει οξυ-ρεσβερατρόλη και βρίσκεται σε αφθονία στην Ταϊβάν. Η oxyresveratrol


διαθέτει αντι-HSV (ιός έρπητα) ιδιότητες έναντι στελεχών με ανθεκτικότητα στο acyclovir
in vitro, γεγονός που υποδεικνύει διαφορετικό τρόπο δράσης από αυτά.

oxyresveratrol

Γ.Α.Καρίκας
165

Mosla scabra (Ηabiatae)

Απαντάται στην Κίνα και χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό και αντιϊκό φάρμακο για
ασθένειες των πνευμόνων, ενώ είναι αποτελεσματικό στα κρυολογήματα, στην
φλεγμονή και σε χρόνια βρογχίτιδα.
Βρέθηκε ότι το εκχύλισμα του M.scabra διαθέτει φλαβονοειδή όπως apingenin , s-
hydroxy-6,7-dimethoxyflavone, 5,7-dihydroxy-4-methoxyflavone και acacetin.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα φλαβονοειδή μπορούν να παρέμβουν στην συνένωση
των ιϊκών τμημάτων αναστέλλοντας την λειτουργία της νευραμινιδάσης. Οπως είναι
γνωστό τα φλαβονοειδή είναι ενεργά βιομόρια, που βρίσκονται στην καθημερινή μας
διατροφή.

apingenin

Φυτά με αντιασθματική δράση:

Ephedra sinica (Εphedraceae)

Απαντάται σε πολλές περιοχές του κόσμου όπως το Αφγανιστάν, την Κ. Αμερική, την Ινδία
και την Κίνα, όπου χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την θεραπεία του άσθματος, για το
αλλεργικό συνάχι και ως βρογχοδιασταλτικό. Το χρησιμοποιούν επίσης για την ενούρηση,
στην ναρκοληψία και στην χρόνια υπόταση.
Περιέχει την εφεδρίνη σε συγκέντρωση περίπου 40-90% του συνολικού αλκαλοειδούς
περιεχομένου και άλλες ουσίες μεταξύ των οποίων είναι και η ψευδοεφεδρίνη. Η
εφεδρίνη και η ψευδοεφεδρίνη είναι πιθανά συμπαθητικομιμητικά φάρμακα, που
δρουν στους α1,β1 και β2 αδρενοϋποδοχείς.

Παράγωγα εφεδρίνης

Γ.Α.Καρίκας
166

Προκαλεί αγγειοσύσπαση όταν χορηγείται τοπικά στην ρινική κοιλότητα και στον
φαρυγγικό βλεννογόνο. Η παρατεταμένη χρήση της μπορεί να προκαλέσει συμφόρηση
και χρόνια ρινίτιδα.

Φυσικά προιόντα για την Νόσο Αλτσχάιμερ:

Η παθολογία του Αλτσχάιμερ χαρακτηρίζεται από δύο περιπτώσεις: σε εξωκυτταρική


αμυλοειδή πλάκα ή σε ενδοκυτταρική νευροϊνιδιακή μάζα από υπερφωσφορυλιωμένες
Τ-πρωτεΐνες. Ως αιτία ή αποτέλεσμα αυτών των περιπτώσεων, τα νευρικά κύτταρα
αποπίπτουν.

Η απόπτωση των νευρώνων που περιέχουν ακετυλοχολίνη, οδηγεί σε χαρακτηριστική


έλλειψη χολινεργικών νευροδιαβιβαστών.

Τα εγκριθέντα φάρμακα για τη θεραπεία της νόσου περιλαμβάνουν αναστολείς της


ακετυλοχολίνης εστεράσης και ανταγωνιστές του Ν-μεθυλ-D-ασπαρτικού (NMDA) οξέος.

Ο νευροδιαβιβαστής ακετυλοχολίνη υδρολύεται γρήγορα μετά την απελευθέρωσή του


από την σύναψη με την ακετυλοχολίνη εστεράση.
Οι αναστολείς αυξάνουν την συγκέντρωση του νευροδιαβιβαστή και κατά συνέπεια
αντισταθμίζουν, τουλάχιστον ως ένα σημείο, την έλλειψη χολινεργικών νευρώνων.

To Huperzia serrata χρησιμοποιείται ευρέως στην κινέζικη ιατρική και περιέχει το


αλκαλοειδές Huperzine A. Το αλκαλοειδές αυτό είναι επιλεκτικός αναστολέας της
ακετυλοχολίνης εστεράσης.

Παράγωγο του Huperzine A είναι το ZT-1, το οποίο αποτελεί συνδυασμό του


αλκαλοειδούς με 5-chloro-o-vanillin, το οποίο είναι πιο εξειδικευμένο ως αναστολέας της
ακετυλοχολίνης εστεράσης και λιγότερο τοξικό συγκριτικά με την μητρική ένωση.

Το ΖΤ-1 έχει περάσει επιτυχώς την φάση Ι κλινικών δοκιμών, ενώ προς το παρόν βρίσκεται
στη φάση ΙΙ.

Το Galanthus woronoii περιέχει το αλκαλοειδές Galanthamine, του οποίου ο τρόπος


δράσης διαφέρει από τους υπόλοιπους αναστολείς της ακετυλοχολίνης εστεράσης.

Γ.Α.Καρίκας
167

Galanthamine
Είναι καλό υποκατάστατο για νικοτινικούς υποδοχείς της ακετυλοχολίνης και φαίνεται ότι
δρα σαν πιθανός αλλοστερικός υποκαταστάτης. Εχει ελεγχθεί κλινικώς σε ασθενείς με
ήπια ως μέτρια νόσο Αλτσχάιμερ.

Σύμφωνα με έρευνα, το φάρμακο έδειξε αποτελεσματικότητα σε παγκόσμια κλίμακα, σε


νοητικά τεστ και σε αξιολόγηση της καθημερινής ζωής και συμπεριφοράς των ασθενών.
Λειτουργικές μακροχρόνιες έρευνες έδειξαν ότι εμφανίζεται μία σημαντική
καθυστέρηση στην νοητική φθίση ως και 4 χρόνια.

Μηχανισμός δράσης γκαλανθαμίνης

Αντιδιαβητικά φυτά:

Για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) χορηγούνται σήμερα
φάρμακα 7 διαφορετικών κατηγοριών (μηχανισμών):

1. ινσουλινοεκκριτικά (οι σουλφονυλουρίες και οι μεγλιτινίδες),


2. διγουανίδια (μετφορμίνη),
3. γλιταζόνες (πιογλιταζόνη),
4. αναστολείς της α-γλυκοσιδάσης (ακαρβόζη),
5. φάρμακα του άξονα των ινκρετινών (GLP-1 ανάλογα και DPP-4 αναστολείς).,
6. εκλεκτικοί αναστολείς των SGLT2
7. ινσουλίνη.

Γ.Α.Καρίκας
168

Φυτά που μειώνουν τα επίπεδα γλυκόζης

Εκλεκτικοί αναστολείς των SGLT2

Οι SGLTs αποτελούν μια μεγάλη οικογένεια μεμβρανικών πρωτεϊνών, που


διαμεσολαβούν ενεργά στη νατριο-εξαρτώμενη διαδικασία μεταφοράς της γλυκόζης και
επιτρέπουν στη γλυκόζη να συσσωρεύεται στο εσωτερικό των κυττάρων ενάντια στη
διαφορά συγκέντρωσής της.

Μηχανισμός μεταφοράς γλυκόζης


Γ.Α.Καρίκας
169

Προκλινικές μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα όσον αφορά στη
μείωση του σακχάρου με τις ουσίες νταπαγλιφλοζίνη, καναγλιφλοζίνη και
εμπαγλιφλοζίνη.

Οι περισσότερο προχωρημένες από άποψης έρευνας και ανάπτυξης (Research and


Development, RD) και έγκρισης από τους Διεθνείς κανονιστικούς οργανισμούς είναι η
νταπαγλιφλοζίνη και η καναγλιφλοζίνη.

Nταπαγλιφλοζίνη

Eχει εγκριθεί για κυκλοφορία στην Ευρώπη από τον ΕΜΕΑ με το εμπορικό όνομα Forxiga,
σε δόση 10 mg άπαξ ημερησίως, είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με
οποιοδήποτε άλλο αντιδιαβητικό φάρμακο (συμπεριλαμβανομένης της ινσουλίνης).

Δεν έχει λάβει ακόμα έγκριση κυκλοφορίας στην Αμερική από τον FDA.

Η ένωση πιλότος για τη σύνθεση νταπαγλιφλοζίνης, ήταν η πολυφαινόλη φλοριζίνη που


απομονώθηκε στο φλοιό του αχλαδιού (Pyrus communis) και άλλων φρούτων (μήλου,
κερασιού), που εκδήλωσε συναγωνιστική αναστολή των SGLT2.

φλοριζίνη

Γ.Α.Καρίκας
170

ΤΟΞΙΚΑ ΑΛΚΑΛΟΕΙΔΗ ΠΥΡΡΟΛΙΖΙΔΙΝΗΣ

Τα αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης αποτελούν δευτερογενείς μεταβολίτες, οι οποίοι


απαντούν κύρια στις φυτικές οικογένειες Boraginaceae, Asteraceae και Fabaceae.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των φυτών της οικογένειας Boraginaceae είναι ότι δεν
περιέχουν αιθέρια έλαια, ενώ όλα τα γένη της μπορούν να παράγουν αλκαλοειδή
πυρρολιζιδίνης (PAs), γεγονός που τα ενοχοποιεί για την εκδήλωση διαφόρων
περιπτώσεων ηπατοτοξικότητας, με το γενικό όρο πυρρολιζιδινική αλκαλοείδωση.

CH3
N

N N

Πυρρολιζιδίνη Κινολιζιδίνη Τροπάνιο

CH3
H HO CH3
HO CH3
O O
H3C CH3
H CH3 O
O O HO O H
H H OMe

N N

Σενεκιονίνη Ηλιοτρίνη

Δομικές σχέσεις αλκαλοειδών πυρρολιζιδίνης-τροπανίου

Δομή αλκαλοειδών πυρρολιζιδίνης

Γ.Α.Καρίκας
171

Αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης

Διατροφική έκθεση σε τοξικά αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης

Επιπλέον, αλκαλοειδή που προέρχονται από 1-υδροξυμεθυλ-1,2-δεϋδροπυρρολιζιδίνη


εκδήλωσαν πιθανή καρκινογόνο, μεταλλαξιογόνο και τερατογόνο δράση.

Πολλά προιόντα διατροφής (π.χ. κρέας, αυγά, γάλα, μέλι, λαχανικά κλπ), προερχόμενα
από ζώα, που προσέλαβαν τροφή επιμολυσμένη με σπόρους φυτών που περιέχουν PAs,
μπορούν πολύ εύκολα να μεταφέρουν ίχνη αλκαλοειδών πυρρολιζιδίνης στο καθημερινό
διαιτολόγιο του ανθρώπου.

Μηχανισμός τοξικής δράσης των PΑs

Οι έντονα δραστικές ηλεκτρονιόφιλες πυρρόλες έχουν μικρό χρόνο ζωής. Αυτές γρήγορα
κάνουν δεσμούς και καταστρέφουν τα ηπατικά κύτταρα. Μερικά PΑs ή οι μεταβολίτες
τους είναι πιο σταθεροί, έτσι μπορούν να κυκλοφορούν και να καταστρέφουν
εξωηπατικούς ιστούς.

Η έκθεση σε PΑs για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους είναι κυρίως γνωστή για την
ηπατική βλάβη που μπορούν να προκαλέσουν, βλάβη σε πνεύμονα και αιμοφόρα αγγεία.

Γ.Α.Καρίκας
172

Η φλεβική απόφραξη στο ήπαρ και τους πνεύμονες, η μεγαλοκύστωση, η αναστολή της
κυτταρικής διαίρεσης (μίτωση) και η κίρρωση του ήπατος είναι σημάδια της τοξικότητας
των PΑs.

Δηλητηρίαση

Μικρά ποσά αλκαλοειδών (λιγότερο από 10 μg) και μεγαλύτερη περίοδος διάθεσης τους
προκαλούν περαιτέρω καταστροφές: πολλαπλασιασμός του επιθηλίου της χοληφόρου
οδού, φλεγμονώδη διηθήματα, κίρρωση, γένεση καρκινωμάτων, επισωρευτική και
κεντρολοβική νέκρωση των ηπατικών φλεβών.

Αυτή η νέκρωση έχει καθιερωθεί στην ιατρική βιβλιογραφία ως Venoocclusive Disease


(VOD- φλεβο-αποφρακτική ασθένεια) και θεωρείται ως ειδική περίπτωση δηλητηρίασης
από αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης (σενεκίωση).

Είναι πρακτικά όμοια με την κλινική εικόνα του συνδρόμου Budd-Chiari.

Τα κλινικά συμπτώματα συνήθως εκδηλώνονται ξαφνικά και περιλαμβάνουν: πόνους


κωλικού στο επιγάστριο, εμετό και διάρροια, δημιουργία ασκίτη εντός μερικών ημερών,
διόγκωση και σκλήρυνση του ήπατος μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Σε σοβαρότερες περιπτώσεις παρατηρούνται επίσης τα παρακάτω συμπτώματα:


αγγειοκινητική κατάρριψη, αιματέμεση, αιμορραγική διάρροια.

Γ.Α.Καρίκας
173

ΦΥΤΟΘΕΡΑΠΕΊΑ

Με τον όρο, περιγράφεται η χρήση φυτών και φυτικών εκχυλισμάτων για θεραπευτικούς
σκοπούς. Είναι διαφορετική από την ομοιοπαθητική και ανθρωποσοφική ιατρική, και
αποφεύγει την ανάμειξη της με συνθετικές βιοδραστικές ουσίες. Τα φαρμακευτικά και
βιολογικά αποτελέσματα πολλών φυτικών συστατικών έχουν αποδειχθεί μέσα από
κλινικές μελέτες. Σε αντίθεση με άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, μόνο 11 χώρες στην
Ευρώπη, έχουν νομοθετημένη τη χρήση της φυτοθεραπείας, χωρίς επαγγελματική
αναγνώριση, ενώ σε 28 δεν υπάρχουν καθόλου ειδικές ρυθμίσεις εφαρμογής της.

Διάδοση/νομοθεσία φυτοθεραπείας στην Ευρώπη

Στη σύγχρονη φυτοθεραπεία μπορούν να χρησιμοποιούν παραδοσιακές μεθόδους


αξιολόγησης των φυτικών ποιότητας φαρμάκων, αλλά συχνά βασίζεται σε σύγχρονες
διαδικασίες όπως η υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC), αέρια
χρωματογραφία (GC), UV / VIS (υπεριώδης/ορατή φασματοφωτομετρία) ή AA (ατομικής
απορρόφησης φασματοσκοπία). Αυτές οι αναλυτικές τεχνικές χρησιμοποιούνται για τον
προσδιορισμό των ειδών, τη μέτρηση βακτηριολογικής μόλυνσης και αξιολογούν την
ισχύ.

Οι σύγχρονες μοριακές τεχνικές μπορούν να συνδυαστούν με εθνοβοτανικά δεδομένα


για τον εντοπισμό δυνητικών εφαρμογών που βασίζονται σε παραδοσιακές
φαρμακευτική χρήση των φυτών.

Μια σειρά από βότανα είναι πιθανό να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις.


Επιπλέον, η "νοθεία, η ακατάλληλη σύνθεση, ή έλλειψη γνώσης των αλληλεπιδράσεων
φυτών και φαρμάκων, φαινόμενα που έχουν οδηγήσει σε ανεπιθύμητες ενέργειες, που
είναι μερικές φορές απειλητικές για τη ζωή.
Γ.Α.Καρίκας
174

Αλληλεπιδράσεις φυτοχημικών συστατικών με τα συνταγογραφούμενα φάρμακα

Ως αλληλεπίδραση φαρμάκων και άλλων ουσιών (φάρμακα, φυτά, τροφή,


περιβαλλοντικοί ρύποι, ξενοβιοτικά) ορίζεται κάθε μεταβολή της δράσης τους σε
διαγνωστικό ή θεραπευτικό επίπεδο.

Η πιθανότητα εμφάνισης αλληλεπιδράσεων είναι άπειρη, δεδομένου ότι κυκλοφορούν


άνω των 30000 μη συνταγογραφούμενων προϊόντων.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προϊόντα αυτά περιέχουν περισσότερες από 1000 χημικές
ενώσεις, φυτά, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία που αποτελούν τη βάση παρασκευής
συνταγογραφούμενων φαρμάκων.

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο φαρμάκων μπορεί να αφορούν την φαρμακοκινητική


τους (απορρόφηση, μεταβολισμό, απέκκριση) ή την φαρμακοδυναμική τους (ενίσχυση
ή εξασθένηση της δράσης τους).

Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες των φυτικών παρασκευασμάτων δεν έχουν μελετηθεί


επαρκώς.

Για τον κίνδυνο αλληλεπιδράσεων οι ασθενείς που πρόκειται να χειρουργηθούν πρέπει


να διακόπτουν την αγωγή με φυτικά παρασκευάσματα για 5-7 μέρες.

Τα βότανα χορηγούνται συχνά σε συνδυασμό με θεραπευτικά φάρμακα, αυξάνοντας το


δυναμικό των αλληλεπιδράσεων βότανο-φάρμακο.

Υπάρχει μια γενική πεποίθηση ότι, τα φυτικά φάρμακα είναι ασφαλή, επειδή είναι
φυσικά. Ωστόσο, αυτή είναι μια επικίνδυνη υπεραπλούστευση.

Πολλές παρενέργειες για τα βότανα έχουν αναφερθεί και πρόσφατα αναθεωρηθεί


συμπεριλαμβανομένων των ανεπιθύμητων ενεργειών που προκαλούνται.

Δεδομένου ότι όλα τα φάρμακα από βότανα είναι μίγματα από περισσότερα από ένα
δραστικό συστατικό, τέτοιοι συνδυασμοί πολλών ουσιών προφανώς αυξάνουν την
πιθανότητα αλληλεπιδράσεων που λαμβάνουν χώρα.

Ο συνδυασμός φαρμάκων με βότανα ή συμπληρώματα επηρεάζει την απορρόφηση, την


διάχυση, τον μεταβολισμό (αναστολή ή ενίσχυση των ηπατικών ενζύμων του
κυτοχρώματος CYP) και την αποβολή των φαρμάκων από τον οργανισμό – δηλαδή την
φαρμακοκινητική τους στον οργανισμό (σχήμα).

Γ.Α.Καρίκας
175

Επίδραση στην φαρμακοκινητική/φαρμακοδυναμική των συνταγογραφούμενων


φαρμάκων από την συγχορήγηση φαρμακευτικών φυτών

Γενικά, η αλληλεπίδραση φυτικού παρασκευάσμαστος και συμβατικού φαρμάκου


μπορεί να οδηγήσει σε:

1. αύξηση της δράσης των φαρμάκων, εμφάνιση τοξικότητας και ανεπιθύμητων


ενεργειών
2. ελάττωση του θεραπευτικού αποτελέσματος των φαρμάκων με αποτέλεσμα
υποθεραπεία (πιθανή ανάπτυξη αντοχής στο φάρμακο)
3. τροποποίηση της δράσης του φαρμάκου και εμφάνιση μη αναμενόμενων επιπλοκών.

Η λήψη φυτών ή διατροφικών συμπληρωμάτων, όπως η εχινάκεια, το ασβέστιο, το χόρτο


του Άη Γιάννη, το μαγνήσιο, το ginkgo και ο λιναρόσπορος, κάβα, γκίνκο, τζίνσεγκ,
χρυσάνθεμο και ο σίδηρος, μαζί με συνταγογραφούμενα φάρμακα, μπορεί να έχει
ανεπιθύμητες ενέργειες, που κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά καρδιολογικά
προβλήματα, στηθάγχη, πόνο στην κοιλιά και πονοκέφαλο, ιδίως μεταξύ όσων παίρνουν
φάρμακα για το ΚΝΣ (εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός) ή το καρδιαγγειακό.

Ιδιαίτερα σε όσους λαμβάνουν φάρμακα, όπως: βαρφαρίνη, αντιαρρυθμικά, ινσουλίνη,


ασπιρίνη, διγοξίνη, αντιεπιληπτικά, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, διατρέχουν τον μεγαλύτερο
κίνδυνο σοβαρών αλληλεπιδράσεων (interactions) με φαρμακευτικά φυτά.

Γ.Α.Καρίκας
176

Τα φυτά που είναι πλούσια σε υδροκολλοειδείς υδρογονάνθρακες όπως κόμμι ή


μυκήλια είναι διαλυτά στο νερό αλλά απορροφούνται ελάχιστα όπως το ψύλιο (Plantago
psyllium L., Plantaginaceae) , η αλόη (Aloe Vera L., Asphodelaceae), το ρήον (Rheum
rhabarbarum L., Polygonaceae), ο λιναρόσπορος (Linum usitatissimum L., Linaceae), η
νερομολόχα (Althaea officinalis L., Malvaceae) κ.α.

Φυτά που περιέχουν ανθρακινόνες όπως η σέννα (Senna alexandrina, Mill, Fabaceae]
και η κασκάρα (Rhamnus purshiana DC, Rhamnaceae) καθώς και οι υδατοδιαλυτές
φυτικές ίνες (ψύλιον), προσδένονται στα φάρμακα όταν χορηγούνται αυτούσια και
ειδικότερα σε κονιοποιημένη μορφή.

Φυτά όπως η φιλιπέντουλα (Filipendula ulmaria L., Rosaceae) και η ιτιά (Salix nigra,
Salicaceae) που περιέχουν σαλικυλικά, μπορούν να εκτοπίσουν φάρμακα που
συνδέονται εκτεταμένα με τις πρωτεΐνες του αίματος όπως βαρφαρίνη, καρβαμαζεπίνη
και να οδηγήσουν στην αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών τους.

Η γλυκύριζα (Glycyrrhiza glabra L,, Fabaceae) ελαττώνει τον μεταβολισμό των


κορτικοστεροειδών προκαλώντας ανεπιθύμητες ενέργειες από την αύξηση των
επιπέδων τους στην κυκλοφορία.

Το υπερικό το διάτρητο (Hypericum perforatum L., Hypericaceae, St John’s Wort) επάγει


τα μικροσωμιακά ένζυμα του κυτοχρώματος Ρ-450 και αυξάνει τον μεταβολισμό
διγοξίνης, θεοφυλλίνης, αναστολέων της πρωτεάσης, κυκλοσπορίνης ενώ η γλυκύριζα
ελαττώνει την δράση αυτών των φαρμάκων.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η αλληλεπίδραση των φυτικών παρασκευασμάτων με


αντιρετροϊκά φάρμακα, διότι ελαττώνεται η αποτελεσματικότητα της αντιρετροϊκής
αγωγής.

Το αφέψημα φασκόμηλου μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό πολλών φαρμάκων


στη Φάση Ι. Αλλες πιστοποιημένες αλληλεπιδράσεις φυτών/φαρμάκων:

Piper methysticum (κάβα) αύξησε τις «off» περιόδους σε ασθενείς με Parkinson που
λαμβάνουν L-dopa και προκάλεσε ημικωματώδη κατάσταση όταν συγχορηγείται με
αλπραζολάμη, ενώ ενίσχυσε την υπνωτική επίδραση της αλκοόλης σε ποντίκια, αλλά
αυτή δεν παρατηρήθηκε σε ανθρώπους.

Silybum marianum (γάλα από γαϊδουράγκαθο) μείωσε τις ελάχιστες συγκεντρώσεις του
αντιρετροικού indinavir.

Eleutheroccus senticosus (Siberian ginseng) αύξησε τη συγκέντρωση της διγοξίνης στον


ορό, αλλά δεν μετέβαλε τη φαρμακοκινητική της δεξτρομεθορφάνης και αλπραζολάμης.

Γ.Α.Καρίκας
177

Εκχυλίσματα σόγιας, που λαμβάνονται από S. sphenanthera αύξησαν την από του
στόματος βιοδιαθεσιμότητα του ανοσοκατασταλτικού tacrolimus, που μεταβολίζεται
από το CYP3A4 και τη P-γλυκοπρωτεΐνη.

Ορισμένα κλινικά δεδομένα έδειξαν ότι η μέντα μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των
φαρμάκων που μεταβολίζονται από το CYP3A4, όπως φελοδιπίνη.

Φυτά των συνθέτων (compositae) ευθύνονται για την εμφάνιση πολλών αλλεργικών
αντιδράσεων

Γενικά, δεν συνιστάται η χορήγηση φυτικών παρασκευασμάτων σε εγκύους και κατά τη


γαλουχία.

Σύνοψη κύριων αληλεπιδράσεων φαρμάκων/φυτικών παρασκευασμάτων

Επίδραση των φυτών στα ηπατικά ένζυμα του κυτοχρώματος (CYP)

Πολλά φυτά αναστέλλουν ή επάγουν την λειτουργία των ηπατικών ενζύμων και
δυναμικά μεταβάλλουν το ποσόν του φαρμακολογικά ενεργού φαρμάκου.

Σκόρδο (Allium sativum). Αναστέλλοντας τα CYP2E1-CYP3A4, επηρεάζει τα επίπεδα


ριτοναβίρης, χλωροπρομαμίδης, κυκλοσπορίνης, ομεπραζόλης, αλπραζολάμης,
καφείνης, παρακεταμόλης.

Γ.Α.Καρίκας
178

Ginkgo biloba (CYP3A4,-2C9,-2C19). Μειώνει τα επίπεδα προπρανολόνης,


κυκλοσπορίνης, θεοφυλλίνης, ιμπουπροφένης, ομεπραζόλης.

Echinacea. Ελαττώνει την παραγωγή κυτοκινών (IL-6, IL-8, TNFα) και ενεργοποιεί την
κινητοποίηση των λευκοκυττάρων (μείωση διάρκειας συμπτωμάτων κρυολογήματος).
Αλληλεπιδρά με μιδαζολάμη, καφείνη

St John’s Wort (Hypericum perforatum, βαλσαμόχορτο). Η υπερφορίνη που περιέχει δρα


ως εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης, ντοπαμίνης, νορεπινεφρίνης
(SSRIs). Επάγει τα ηπατικά ένζυμα CYP (3A4,2C9, 2C19, 2D6, 1A2, 2E1), με κίνδυνο
αλληλεπιδράσεων με πολλές κατηγορίες φαρμάκων.

Ginseng. Μειώνει τα επίπεδα βαρφαρίνης, αυξάνει την υπογλυκαιμική δράση της


ινσουλίνης και των αντιδιαβητικών (σουλφανυλουριών).
Αντενδείκνυται σε ασθενείς με ορμονοευαίσθητους τύπους καρκίνου, λόγω των
οιστρογονικών δράσεων του Ginseng.

Green tea. Εμποδίζει την απορρόφηση του σιδήρου, αναστέλλει την αντικαρκινική δράση
του βορτεζομίδης (πολλαπλούν μυέλωμα).

Granbery (Vaccinium marcocarpon-oxycoccus)


Αναχαιτίζουν τα ηπατικά ένζυμα (CYP3A-CYP2C9) και αλληλεπιδρούν με βαρφαρίνη,
μιδαζολάμη, αμοξυκιλλίνη, δικλοφενάκη, κεφακλόρη, κυκλοσπορίνη, ασπιρίνη.

Ο παρακάτω πίνακας, συνοψίζει τις πλέον πιθανές αλληλεπιδράσεις φυτών/φαρμάκων


και με τις παρενέργειες εξ αυτών.

Βότανα/ Φάρμακα: δυνητικές αλληλεπιδράσεις

Βότανο Πηγή Αλληλεπιδράσεις με


Βαλσαμόχορτο Hypericum βαρφαρίνη (μπορεί να προκαλέσει
tianjihuang perforatum αιμορραγία), αναστολείς
(κορυφές) επαναπρόσληψης σεροτονίνης (μπορεί
να προκαλέσει ήπιο σύνδρομο
σεροτονίνης), indinavir (μειωμένη
βιοδιαθεσιμότητα), διγιτοξίνη,
θεοφυλλίνη, η κυκλοσπορίνη και από
του στόματος αντισυλληπτικά (όλα με
μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα)
ginseng Panax ginseng αντικαταθλιπτικά, όπως η θειική
renshen (ρίζα) φαινελζίνη (μπορεί να προκαλέσει
μανιακά επεισόδια, πονοκεφάλους),

Γ.Α.Καρίκας
179

Βότανο Πηγή Αλληλεπιδράσεις με


βαρφαρίνη (αιμορραγία ή μείωση της
αποτελεσματικότητας),
κορτικοστεροειδή (ενίσχυση δράσης)
οιστρογόνα (ενίσχυση δράσης)
Τζίντζερ Zingiber officinale sulfaguanidine (ενισχύουν την
Jiang (ρίζωμα) απορρόφηση)
Tang-kuei Angelica sinensis βαρφαρίνη (αιμορραγία)
danggui (ρίζα)
Salvia Salvia miltiorrhiza βαρφαρίνη (αιμορραγία)
Danshen (ρίζα)
Ραβέντι Rheum officinale καρδιακές γλυκοσίδες και
dahuang (ρίζα) αντιαρρυθμικά φάρμακα (ενδυνάμωση
μέσω της μείωσης του καλίου)
Αλόη Aloe ferox καρδιακές γλυκοσίδες και
Luhui (SAP φύλλα) αντιαρρυθμικά φάρμακα (ενδυνάμωση
μέσω της μείωσης του καλίου)
Ma-Huang Ephedra sinica αναστολείς ΜΑΟ (υπέρταση) καρδιακές
Mahuang (φύλλα) γλυκοσίδες ή αλοθάνη (καρδιακή
αρρυθμία), καφεΐνη (εντείνει τις
καρδιαγγειακές παρενέργειες)
Αστράγαλος Astragalus κυκλοσπορίνη, αζαθειοπρίνη,
Huangqi membranaceus μεθοτρεξάτη (μπορεί να βλάψει τα
(ρίζα) προβλεπόμενα ανοσο-κατασταλτικά
αποτελέσματα).
Bupleurum Bupleurum falcatum ηρεμιστικά (ενίσχυση)
chaihu (ρίζα)
Γλυκύριζα Glycyrrhiza uralensis κορτικοστεροειδή και τα θειαζιδικά
gancao (ρίζα) διουρητικά (ενίσχυση), δακτυλίτιδα ή
άλλες καρδιακές γλυκοσίδες (αυξημένη
ευαισθησία)

Συμπερασματικά, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φαρμάκων φυτικής προέλευσης και


συνταγογραφούμενων φαρμάκων μπορεί να συμβεί και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές
κλινικές συνέπειες. Υπάρχουν και άλλες θεωρητικές αλληλεπιδράσεις, που
υποδεικνύεται από προκλινικά δεδομένα.
Αμφότερες οι φαρμακοκινητικές και / ή φαρμακοδυναμικές παράμετροι έχουν θεωρηθεί
ότι παίζουν ρόλο σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις.

Γ.Α.Καρίκας
180

Η κλινική σημασία των αλληλεπιδράσεων βοτάνου-φαρμάκου εξαρτάται ακόμη από


παράγοντες, που σχετίζονται με το συγκεκριμένο βότανο και τον ασθενή (φύλο, ηλικία,
φυλή, γενετικό προφίλ κ.α.).

Τα φαρμακευτικά φυτά θα πρέπει να επισημαίνονται κατάλληλα προκειμένου να


ειδοποιούν τους καταναλωτές για πιθανές αλληλεπιδράσεις, όταν χρησιμοποιούνται
ταυτόχρονα με φάρμακα.

Παραδοσιακά φαρμακευτικά φυτά/πάθηση

Ο κατάλογος που ακολουθεί περιλαμβάνει ένα αριθμό φυτών με τη παραδοσιακή τους


ονομασία, που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στο παρελθόν από τη λαική θεραπευτική,
για πρωτοβάθμια αντιμετώπιση διαταραχών (αλφαβητικά), όπως:

ΑΓΧΟΣ: Βαλεριάνα, Πασιφλώρα, Χαμομήλι, Τζινσενγκ, Τίλιο, Μελισσόχορτο, Μέντα, Λυκίσκος, Ιξός,
Ανεμώνη, Σκουτελάρια, Βάλσαμο.
ΑΔΥΝΑΜΙΑ (ΑΤΟΝΙΑ): Αγγελική, Τσουκνίδα, Φασκόμηλο.
ΑΔΥΝΑΤΙΣΜΑ: Λουΐζα, Μάραθος, Αψιθιά
ΑΕΡΙΑ: Μαντζουράνα, Λουΐζα, Μάραθος, Θρούμπι
ΑΙΜΟΡΡΟΙΔΕΣ: Αχιλλαία, Λάπαθο, Πολύκομπο, Τσουκνίδα.
ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ: Έφεδρα, Εκουΐζετο.
ΑΚΜΗ: Εχινάκια, Τίλιο, Φυτολάκα, Χαμομήλι
ΑΜΝΗΣΙΑ: Μελισσόχορτο, Τζινσενγκ, Θυμάρι, Μαντζουράνα.
ΑΜΟΙΒΑΔΕΣ: Σκόρδο, Απήγανος
ΑΜΥΓΔΑΛΙΤΙΔΑ: Γάλιο, Μύρο, Εχινάκια, Ύδραστις, Φασκόμηλο, Φυτολάκα, Αγριμόνιο.
ΑΝΑΙΜΙΑ: Τριφύλλι, Τσουκνίδα, Αγγελική, Λάπαθο, Κρόκος.
ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ: Τζινσενγκ, Μελισσόχορτο, Δίκταμο, Κάρδαμο σπόρος.
ΑΝΟΡΕΞΙΑ: Αγκινάρα, Αγγελική, Αψιθιά, Γαϊδουράγκαθο, Γεντιανή.
ΑΡΘΡΙΤΙΚΑ: Φασκόμηλο, Τίλιο, Σημύδα, Σπειραία, Κριθάρι, Αγγελική.
ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ: Βίσκος, Κράταιγος, Σκόρδο.
ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΣΗ: Ιξός, Τίλιο, Κράταιγος, Σκόρδο.
ΑΣΘΜΑ: Βάλσαμο, Ευκάλυπτος, Γλυ-κόριζα, Ρίγανη, Λεβάντα, Λομπέλια, Εφέδρα, Ινούλα
ΑΫΠΝΙΑ: Βαλεριάνα, Πασιφλώρα, Τίλιο, Λυκίσκος, Χαμομήλι.
ΑΦΘΕΣ: Αλταία, Βάτος, Τσουκνίδα, Τριαντάφυλλο.
ΒΗΧΑΣ: Βήχιο, Ρίγανη, Τσάϊ Βουνού, Βερμπάσκο, Νεπέτα, Γλυκάνισο, Μαρρούβιο, Πλάταγκο, Πριμούλα,
Σύμφυτο, Ύδραστις, Ύσσωπος, Θυμάρι, Αλθαία, Ζαμπούκος, Φασκόμηλο, Πολυτρίχι.
ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ: Αλθαία, Μολόχα, Βερμπάσκο, Μαρούβιο, Γλυκάνισο, Τουριλάγκο, Γλυκόριζα, Ευκάλυπτος,
Θυμάρι, Κρόκος.
ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαϊδουράγκαθο, Άνηθος, Μάραθος, Τριγωνέλλα.
ΓΑΣΤΡΙΤΙΔΑ: Αλθαία, Μολόχα, Γερά-νιο, Φασκόμηλο, Σπειραία, Φτελιά, Σύμφυτο, Υδράστις, Χαμομήλι.
ΓΡΙΠΗ: Δυόσμος, Αχιλλαία, Εχινάκια, Καγιέν, Τσάι Βουνού, Ζαμπούκος, Σινάπι, Ύδραστις
ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΗ: Βασιλικός.
ΔΙΑΒΗΤΗΣ: Αγκινάρα, Αγριμόνιο, Αμυγδαλιά, Καρυδόφυλλα, Αψιθιά, Λαγοκημιθιά, Τσουκνίδα,
Μύρτιλλος, Φύλλα Ελιάς.
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ: Αγριάδα, Σκορπίδι, Γένια Καλαμποκιού, Τσουκνίδα, Λουΐζα.
ΔΙΑΡΡΟΙΑ: Σπειραία, Αλχιμίλλα, Γόμα Αραβίας, Αψιθιά, Γεράνιο, Αγριμόνιο, Σύμφυτο, Τριαντάφυλλο.
ΔΥΣΕΝΤΕΡΙΑ: Βασιλικός, Καρυδόφυλλα, Λάπαθο.
ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ: Φύλλα Αιγύπτου, Αψιθιά, Κόλιανδρος, Χαμομήλι, Μέντα, Δίκταμο, Δυόσμος, Κάρδαμο,
Φασκόμηλο, Μάραθος, Γαϊδουράγκαθο, Τριφύλλι, Μελισσόχορτο, Πιπερόριζα, Άκορος.
ΔΥΣΠΝΟΙΑ: Ευκάλυπτος, Ζαμπούκος, Βασιλικός.

Γ.Α.Καρίκας
181

ΕΛΚΗ (ΣΤΟΜΑΧΟΥ): Μύρο, Φασκόμηλο, Χαμομήλι.


ΕΛΚΗ (ΔΕΡΜΑΤΟΣ): Καλέντουλα, Εχινάκια, Ύδραστις.
ΕΛΚΗ (ΠΕΠΤΙΚΑ): Αλθαία, Σπειραία, Χαμομήλι, Δίκταμο, Λουΐζα.
ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ: Αμυγδαλιά, Λυγαριά.
ΕΚΖΕΜΑ: Άρκτιο, Γάλιο, Τίλιο, Ίριδα, Στελάρια, Τριφύλλι, Τσουκνίδα, Ύδραστις, Χαμομήλι.
ΕΜΕΤΟΣ: Βαλλωτή, Γαρύφαλλο, Δυόσμος, Σπειραία.
ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ: Κρόκος, Τσιμιτσιφούγκα, Λυγαριά, Βάλσαμο.
ΕΜΜΗΝΟΡΡΟΙΑ (ΕΠΩΔΥΝΗ): Ανεμώνη, Βαλεριάνα, Τσιμιτσιφούγκα, Πετασίτης, Σκουτελάρια, Τζινσενγκ.
ΕΜΜΗΝΟΡΡΟΙΑ (ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ): Απήγανος, Αχιλλαία, Λυγαριά, Φλισκούνι.
ΕΜΜΗΝΟΡΡΟΙΑ (ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΡΟΗ): Αλχιμίλλη, Γεράνιο, Ύδραστις.
ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗ: Νταμιάνα, Τζίντζερ, Καγιέν, Ταραξάκο.
ΕΠΙΛΗΨΙΑ: Βαλεριάνα, Πασιφλώρα, Σκουτελλάρια, Ύσσωπος.
ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ: Ευφραγία, Καλέντουλα, Χαμομήλι.
ΕΡΠΗΣ ΖΩΣΤΗΡ: Αχιλλαία, Ζαμπούκος, Ιξός, Πασιφλώρα, Βάλσαμο.
ΕΦΙΔΡΩΣΗ: Φασκόμηλο.
ΖΑΛΑΔΕΣ: Αψιθιά, Τριαντάφυλλο.
ΗΜΙΚΡΑΝΙΕΣ: Λεβάντα, Τίλιο, Χρυσάνθεμο.
ΗΠΑΤΟΣ (ΤΟΝΩΤΙΚΑ): Κενταύριο, Ταράξακο, Ίριδα, Αμυγδαλιά.
ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ: Γλυκάνισο, Γλυκόριζα.
ΘΡΟΜΒΩΣΕΙΣ: Αγγελική, Σκόρδο.
ΙΚΤΕΡΟΣ: Βερβένα, Βερβερίδα, Ταρά-ξακο, Λάπαθο, Γαϊδουράγκαθο, Λιναρόσπορος.
ΙΛΑΡΑ: Κολιτσίδα, Συκιά.
ΙΓΜΟΡΙΤΙΔΑ: Ζαμπούκος, Σολιντανγκο, Φυτολάκα, Χαμομήλι.
ΙΣΧΙΑΛΓΙΑ: Τσιμιτσιφούγκα, Βάλσαμο, Αχιλλαία, Μέντα.
ΙΛΙΓΓΟΣ: Μελισσόχορτο, Μαντζουράνα, Θρύμπα, Φασκόμηλο, Λεβάντα.
ΚΑΚΟΣΜΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ: Άνηθος, Μοσχοκάρυδο, Μάραθος
ΚΑΟΥΡΕΣ: Αλθαία, Σπειραία, Μολόχα, Σύμφυτο.
ΚΑΡΔΙΑ: Κράταιγος, Σκόρδο, Μελισσόχορτο.
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Τζινσενγκ, Μελισσόχορτο, Βρώμη, Νταμιάνα, Σκουτελλάρια
ΚΙΡΣΟΙ: Κράταιγος, Καστανιά.
ΚΟΚΙΤΗΣ: Λομπέλια, Τουσιλάγκο, Τριφύλλι, Μάραθος, Ρίγανη.
ΚΟΛΙΚΟΙ: Αγγελική, Άνηθος, Βαλεριάνα, Πιπερόριζα, Μέντα, Κάρδαμο.
ΚΟΛΙΤΙΔΑ: Αγριμόνιο, Αλθαία, Σύμφυτο.
ΚΡΥΟΛΟΓΗΜΑ: Τσάϊ Βουνού, Αχιλλαία, Αγγελική, Ζαμπούκος, Ύσσωπος, Πιπερόριζα, Μέντα, Κάρδαμο.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ: Πιπερόριζα, Καγιέν, Σινάπι.
ΚΥΣΤΙΤΙΔΑ: Αγριάδα, Αρκτοστάφυλλος, Αχιλλαία, Τσουκνίδα.
ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑ: Αγριάδα, Μαϊντανός,Κουμαριά.
ΛΑΡΥΓΓΙΤΙΔΑ: Μολόχα, Βελανιδιά, Θυμάρι, Εχινάκια, Φασκόμηλο, Χαμομήλι, Αλθαία.
ΛΕΙΧΗΝΕΣ: Αχιλλαία, Καρυδόφυλλα.
ΛΕΥΚΟΡΡΟΙΑ: Αλχημίλλη, Μύρο, Ξενέκιο, Ύδραστις, Θυμάρι, Τριαντάφυλλο.
ΜΗΤΡΟΡΡΑΓΙΑ: Αλχημίλλη, Γεράνιο, Ύδραστις.
ΜΥΚΗΤΙΩΣΕΙΣ: Καλέντουλα, Μύρο.
ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ: Χελιδόνιο, Θούγια.
ΜΑΤΙΑ: Μποράντζα.
ΝΑΥΤΙΑ: Βαλλωτή, Μέντα, Δυόσμος, Μάραθος, Μελισσόχορτο.
ΝΕΥΡΑΛΓΙΑ: Βαλεριάνα, Ιξός, Τσιμιτσιφούγκα, Πασιφλώρα, Δενδρολίβανο, Χρυσάνθεμο, Βάλσαμο.
ΝΕΦΡΟΛΙΘΟΙ (ΠΕΤΡΑ): Αγριάδα, Αρκτοστάφυλλο, Σκορπίδι, Γένια Καλαμποκιού, Αγριμόνιο, Πολυκόμπι,
Αλθαία.
ΟΙΔΗΜΑ: Ζαμπούκος, Κανέλλα.
ΟΡΑΣΗ: Μάραθος, Καρότο.
ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ: Καγιέν, Σενέκιο.
ΟΥΡΗΘΡΙΤΙΔΑ: Αγριάδα, Γένια Καλαμποκιού.
ΟΥΡΙΚΟ ΟΞΥ (Μείωση): Αγριάδα, Βερμπάσκο, Γένια Καλαμποκιού, Τσουκνίδα.

Γ.Α.Καρίκας
182

ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ: Χαρούπια Σπόρος.


ΟΥΛΙΤΙΔΑ: Μύρο, Φασκόμηλο, Φυτολάκα, Εχινάκια.
ΠΟΝΟΔΟΝΤΟΣ: Γαρύφαλλο, Δίκταμο, Γλυκάνισο.
ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ: Δενδρολίβανο, Ρίγανη, Μέντα, Πράσινο Τσάϊ, Κολιανδρο, Σινάπι, Τριαντάφυλλο.
ΠΡΟΕΜΜΗΝΟΡΡΟΙΚΗ ΕΝΤΑΣΗ: Βαλεριάνα, Λυγαριά, Σκουτελάρια, Τίλιο.
ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ: Αγριάδα, Νταμιάνα, Περδικάκι, Γένια Καλαμποκιού, Πολυτρίχι, Υδράγγεια, Σερενόα,
Επιλάβιο, Αμυγδαλιά.
ΠΥΡΕΤΟΣ: Αγγελική, Πιπερόριζα, Νεπέτα, Αχιλλαία, Τριφύλλι, Αγριμόνιο, Χαμομήλι.
ΠΟΝΟΛΑΙΜΟΣ: Αγριμόνιο, Αχιλλαία, Ζαμπούκος.
ΠΙΤΥΡΙΔΑ: Δενδρολίβανο, Καρυδόφυλλα, Τσουκνίδα.
ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΙ: Αγγελική, Άρκτιο, Άρνικα, Αχιλλαία, Ζαμπούκος, Σπειραία, Τίλιο, Τσουκνίδα, Τριφύλλι,
Χρυσάνθεμα.
ΡΙΝΟΡΡΑΓΙΑ: Αλχιμίλλη, Καλέντουλα.
ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΙΤΙΔΑ: Αγριμόνιο, Γεράνιο.
ΣΤΗΘΑΓΧΗ: Κράταιγος, Λεόνουρος.
ΣΥΚΩΤΙ: Αγκινάρα, Γαϊδουράγκαθο, Αψιθιά.
ΣΤΟΜΑΧΙ: Δίκταμο, Χαμομήλι, Μέντα, Λουΐζα, Γλυκάνισο, Κόλιανδρος, Δυόσμος, Κρόκος, Λουΐζα,
Μάραθος.
ΣΤΡΕΣ: Ιξός, Χαμομήλι, Τίλιο, Σκουτελάρια, Πράσινο Τσάι.
ΤΑΧΥΠΑΛΜΙΑ: Βαλεριάνα, Λεόνουρος, Λεβάντα, Μελισσόχορτο.
ΤΡΙΧΟΠΤΩΣΗ: Δάφνη, Δενδρολίβανο, Καρυδιά, Τσουκνίδα, Φασκόμηλο, Κρεμμύδι.
ΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΙ: Γλυκάνισο, Δενδρολίβανο, Κάρδαμο, Κόλιανδρος, Μάραθος, Μέντα, Φλισκούνι.
ΤΡΑΥΜΑΤΑ: Καλέντουλα, Δίκταμο, Χαμομήλι, Ζαμπούκος, Σύμφυτο.
ΥΠΕΡΚΟΠΩΣΗ: Τζινσενγκ, Μελισσόχορτο, Θυμάρι, Δενδρολίβανο.
ΥΠΕΡΤΑΣΗ: Κράταιγος, Ιξός, Βαλεριάνα, Τίλιο, Φύλλα Ελιάς, Μελισσόχορτο, Σκόρδο.
ΥΠΟΤΑΣΗ: Κράταιγος, Πιπερόριζα, Κόκκινη Πιπεριά.
ΥΠΕΡΤΡΙΓΛΥΚΕΡΙΔΙΑ: Πράσινο Τσάϊ, Σκόρδο.
ΦΛΕΒΙΤΙΔΑ: Καστανιά, Ιξός, Κράταιγος, Τίλιο.
ΦΑΡΥΓΓΙΤΙΔΑ: Αγριμόνιο. Φασκόμηλο, Αλθαία, Ζαμπούκος
ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ: Καρυδόφυλλα, Λεβάντα, Ρίγανη, Λάπαθο.
ΧΟΛΗ: Γαϊδουράγκαθο, Αγκινάρα, Λινάρι, Βερβένα, Ταράξακο.
ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ (Μείωση): Αγκινάρα, Ταράξακο, Φύλλα Ελιάς, Πράσινο Τσάϊ, Σκόρδο, Αντράκλα,
Κιτρινόριζα.
ΨΩΡΑ: Γλυκάνισο, Λάπαθο, Κανέλα.
ΨΩΡΙΑΣΗ: Γαϊδουράγκαθο, Γάλιο, Ίριδα, Τριφύλλι, Άρκτιο, Λιναρόσπορος.
ΨΕΙΡΕΣ / ΨΥΛΛΟΙ: Σάσσαφρας.
ΩΤΙΤΙΔΑ: Αγκινάρα, Κισσός.
ΩΟΘΗΚΕΣ (ΠΟΝΟΙ): Ανεμώνη, Βαλεριάνα, Πασιφλώρα, Βάλσαμο.

Οπως ήδη αναφέρθηκε, σε κάθε περίπτωση η χρήση των φαρμακευτικών φυτών, ενέχει
σοβαρούς κινδύνους/περιορισμούς, εξ αιτίας τόσο της πληθώρας των συστατικών τους,
όσο και των αλληλεπιδράσεων τους με τα συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Ετσι ουδείς μη υγειονομικός επιστήμονας, δύναται να υποκαταστήσει ή συμπληρώσει
την όποια εξατομικευμένη φαρμακευτική αγωγή ή ελεγχόμενη φυτοθεραπεία, πέραν
του ιατρού σε στενή συνεργασία με τον φαρμακοποιό.

Γ.Α.Καρίκας
183

ΤΟΞΙΚΑ ΦΥΤΑ

Βρώσιμα:

Μήλο (Malus domestica). Οι σπόροι είναι ελαφρώς δηλητηριώδεις, που περιέχουν μία
μικρή ποσότητα αμυγδαλίνης, έναν κυανογόνο γλυκοζίτη. Η ποσότητα που περιέχεται
συνήθως δεν είναι αρκετή για να είναι ιδαίτερα επικίνδυνη για τον άνθρωπο.

Μανιόκα (Manihot esculenta). Ρίζες και φύλλα περιέχουν δύο κυανογόνους γλυκοζίτες
linamarin και lotaustralin. Με το φυσικώς απαντώμενο ένζυμο linamarase
απελευθερώνουν υδροκυάνιο.

Κεράσι: (Prunus cerasus), καθώς και άλλα είδη Prunus, όπως ροδάκινο (Prunus persica),
δαμάσκηνα (Prunus domestica), αμύγδαλο (Prunus dulcis), και βερύκοκο (Prunus
armeniaca). Φύλλα και σπόροι περιέχουν αμυγδαλίνη.

Σταφύλια: (Vitis spp.). Δυνητικά τοξικά για τους σκύλους, αν και ο ακριβής μηχανισμός
δεν είναι πλήρως γνωστός.

Φασόλια: (Phaseolus vulgaris). Η τοξική ένωση φυτοαιμοσυγκολλητίνη, μια λεκτίνη,


είναι παρούσα σε πολλές ποικιλίες φασολιών και ιδιαίτερα στα κόκκινα φασόλια. Η
λεκτίνη προκαλεί μίτωση, και επηρεάζει την κυτταρική μεμβράνη σε σχέση με τη
μεταφορά και τη διαπερατότητα σε πρωτεΐνες. Η μεγάλη κατανάλωση, μπορεί να
προκαλέσει ναυτία, έμετο και διάρροια.

Πατάτα: (Solanum tuberosum). Οι πατάτες περιέχουν τοξικές ενώσεις γνωστές ως


γλυκοαλκαλοειδή, εκ των οποίων η πιο διαδεδομένη είναι η σολανίνη. Η σολανίνη
βρίσκεται επίσης σε άλλα μέλη της Solanaceae, όπως Belladona και Hyoscyamus niger.

Ραβέντι: (Rheum rhaponticum). Οι μίσχοι των φύλλων είναι βρώσιμoι, αλλά τα φύλλα
περιέχουν σημαντικές ποσότητες οξαλικού οξέος, το οποίο είναι νεφροτοξικό και
διαβρωτικό οξύ και απαντάται σε πολλά φυτά.

Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης περιλαμβάνουν νεφρικές διαταραχές, σπασμούς και


κώμα, αν και είναι σπάνια θανατηφόρα. Η LD 50 (μέση θανατηφόρα δόση) για καθαρό
οξαλικού οξέος στους σε αρουραίους είναι περίπου 375 mg / kg βάρους.

Ντομάτα: (Solanum lycopersicum). Όπως και άλλα μέλη της οικογένειας Solanaceae, τα
φύλλα ντομάτας και τα κοτσάνια περιέχουν σολανίνη που είναι τοξική σε περίπτωση
κατάποσης, προκαλώντας πεπτικές και νευρικές διαταραχές. Τα πράσινα άωρα φρούτα
της τομάτας περιέχουν επίσης μικρές ποσότητες του δηλητηριώδους αλκαλοειδούς
τοματίνη.

Γ.Α.Καρίκας
184

Μη βρώσιμα:

Abrus precatorius: (γνωστή ως jequirity, μάτι καβουριού, κομπολόι, μπιζέλι, "John


Crow», ινδική γλυκόριζα, giddee giddee, jumbie χάντρα). Οι σπόροι (συνήθως περίπου
στο μέγεθος μιας πασχαλίτσας, με γυαλιστερό κόκκινο χρώμα με μαύρη κουκίδα)
περιέχουν αβρίνη, μια πρωτεΐνη αδρανοποίησης ριβοσώματος που σχετίζονται με την
ρικίνη. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, σπασμούς,
ηπατική ανεπάρκεια και θάνατο, συνήθως μετά από αρκετές ημέρες. Κατάποση ενός και
μόνο σπόρου μπορεί να θανατώσει έναν ενήλικα.

Aconitum sp: (διάφορα είδη, ακόνιτο, ακονίτο και monkshood). Όλα τα μέρη είναι
δηλητηριώδη. Το δηλητήριο είναι το αλκαλοειδές ακονιτίνη, που απενεργοποιεί τα
νεύρα, μειώνει την αρτηριακή πίεση, και μπορεί να σταματήσει την καρδιά.

Areca Catechou: (γνωστό ως betel καρύδι φοίνικα και pinyang). Περιέχει ένα
αλκαλοειδές συγγενές με τη νικοτίνη που προκαλεί εθισμό. Παράγει μια ήπια διέγερση,
και σιελλόροια, που προκαλεί ναυτία.

Belladonna spp: (γνωστό ως θανάσιμο nightshade, κεράσι του διαβόλου και dwale, μια
αγγλοσαξονική λέξη που σημαίνει "stupifying ποτό"). Ένα από τα πιο τοξικά φυτά που
βρίσκονται στο δυτικό ημισφαίριο. Ολα τα μέρη του φυτού περιέχουν αλκαλοειδή
τροπανίου - όπως και εκείνες των εξ ίσου θανατηφόρων ειδών A.baetica , A.pallidiflora
και A.acuminata. Οι δραστικοί παράγοντες είναι η ατροπίνη, υοσκίνη (σκοπολαμίνη), και
υοσκυαμίνη, κατέχουν αντιχολινεργικές ιδιότητες. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης
περιλαμβάνουν διαστολή της κόρης, ευαισθησία στο φως, θολή όραση, ταχυκαρδία,
απώλεια της ισορροπίας, κεφαλαλγία, εξάνθημα, έξαψη, ξηρό στόμα και το λαιμό,
κατακράτηση ούρων, δυσκοιλιότητα, σύγχυση, παραισθήσεις, παραλήρημα, και
σπασμούς.

Colchicum autumnale: (γνωστό ως κρόκος φθινοπώρου και λιβάδι σαφράν). Περιέχει


κολχικίνη. Τα συμπτώματα συνήθως ξεκινούν από 2 έως 5 ώρες μετά την κατάποση μιας
τοξικής δόσης, αλλά μπορεί να διαρκέσει έως και 24 ώρες και περιλαμβάνουν κάψιμο
στο στόμα και το λαιμό, πυρετό, εμετό, διάρροια, κοιλιακό άλγος και νεφρική
ανεπάρκεια.

Conium maculatum: (γνωστό ως κώνειο, δηλητήριο κώνειου). Όλα τα μέρη του φυτού
περιέχουν το αλκαλοειδές κωνείνη που προκαλεί πόνους στο στομάχι, εμετός, και
προοδευτική παράλυση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η είσοδός του στον
οργανισμό, μπορεί να αποβεί μοιραία.

Datura sp: (διαφόρων ειδών, γνωστό ως jimson ζιζανίων, βρωμόχορτο, Jamestown


ζιζανίων, τρομπέτες των αγγέλων, Moonflower, και ιερά Datura). Περιέχουν τα
αλκαλοειδή τροπανίου, σκοπολαμίνη, υοσκυαμίνη, και ατροπίνη. Ολα τα μέρη των
φυτών αυτών είναι δηλητηριώδη, ιδιαίτερα οι σπόροι και τα λουλούδια. Η κατάποση

Γ.Α.Καρίκας
185

προκαλεί υπερβολική δίψα, υπερθερμία, σοβαρό παραλήρημα, οπτικές διαταραχές,


ενδεχομένως βίαιη συμπεριφορά, απώλεια μνήμης, κώμα, και συχνά θάνατο.

Dieffenbachia sp (γνωστό ως dumbcane, οικιακό καλλωπιστικό άνθος). Όλα τα μέρη του


φυτού είναι δηλητηριώδη, λόγω της παρουσία βελονοειδών κρυστάλλων οξαλικού
ασβεστίου που μπορούν να προκαλέσουν έντονο κάψιμο, κοκκίνισμα του δέρματος,
ερεθισμό, και ακινησία της γλώσσας, του στόματος, του φάρυγγα, σε περίπτωση
κατάποσης.

Digitalis purpurea, δακτυλίτιδα: (γνωστό ως foxglove). Τα φύλλα, οι σπόροι, και τα άνθη


είναι δηλητηριώδη, αφού περιέχουν καρδιακούς γλυκοζίτες, που μπορούν να
προκαλέσουν καρδιακή αρρυθμία, πεπτικές, νευρικές διαταραχές και θάνατο.

Hippomane mancinella: (γνωστό ως manchineel). Όλα τα μέρη του δέντρου,


συμπεριλαμβανομένων των καρπών, περιέχουν τοξικούς εστέρες φορβόλης τυπικά
συστατικά των Euphorbiaceae, σαπωνίνες και φυσοστιγμίνη. Η επαφή με το γαλακτώδες
λευκό latex παράγει ισχυρή αλλεργική δερματίτιδα.

Hyoscyamus niger: (γνωστό ως υοσκύαμος). Οι σπόροι και το φύλλωμα του περιέχουν


υοσκυαμίνη, σκοπολαμίνη και άλλα αλκαλοειδή του τροπανίου (όπως, με το γένος
Datura).

Nerium oleander: (γνωστό ως πικροδάφνη). Όλα τα μέρη είναι τοξικά, τα φύλλα και τα
ξυλώδη κοτσάνια ειδικότερα. Περιέχει nerioside, oleandroside, σαπωνίνες και
καρδιακούς γλυκοσίδες. Προκαλεί σοβαρές πεπτικές διαταραχές, καρδιακά προβλήματα
και δερματίτιδα εξ επαφής. Ο καπνός από την καύση πικροδάφνης, μπορεί να
προκαλέσει δυσάρεστες αντιδράσεις στους πνεύμονες, και να αποβεί μοιραία.

Rhododendron sp: (αρκετά είδη, γνωστές ως αζαλέες). Όλα τα μέρη είναι δηλητηριώδη
και μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, εμετό, κατάθλιψη, δυσκολία στην αναπνοή, και
κώμα, αν και είναι σπάνια θανατηφόρα. Η κύρια πηγή της τοξικότητας είναι μία ομάδα
ενώσεων που ονομάζονται γκραγιανοτοξίνες, που εμποδίζουν τον δίαυλο ιόντων
νάτριου στις κυτταρικές μεμβράνες αποτρέποντας την ηλεκτρική επαναπόλωση. Το μέλι
από το νέκταρ των Rhododendron, μπορεί να περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις
γκραγιανοτοξινών. Εχει ιστορικά χρησιμοποιηθεί ως δηλητήριο (αναφ. Ξενοφώντος
Ανάβαση) και σε αλκοολούχα ποτά.

Ricinus communis: (γνωστό ως καστορέλαιο, και Palma Christi). Οι σπόροι περιέχουν την
υδατοδιαλυτή πρωτείνη ρικίνη, (ανάλογο της αβρίνης) ένα εξαιρετικά τοξικό συστατικό
αδρανοποίησης του ριβοσώματος. Σύμφωνα με το Guinness Book of World Records
2007, το καστορέλαιο θεωρείται το πιο δηλητηριώδες συστατικό. Καστορέλαιο, που
χρησιμοποιείται ως καθαρτικό και σε καλλυντικά, προέρχεται από τους σπόρους, αλλά
η ρικίνη μετουσιώνεται, κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας.

Γ.Α.Καρίκας
186

Strophanthus gratus: Τα ώριμα σπόροι αυτής του αφρικανικού φυτού περιέχουν


ουαμπαϊνη, έναν ισχυρό καρδιακό γλυκοζίτη που, όταν είναι αρκετά συμπυκνωμένος,
μπορεί να προκαλέσουν καρδιακή ανακοπή, λόγω αναστολής της δραστικότητας της
αντλίας νατρίου-καλίου, επιβραδύνοντας έτσι, δραστικά την συστολή του καρδιακού
μυός.

Strychnos nux vomica: (γνωστό ως δέντρο στρυχνίνης). Οι σπόροι συνήθως περιέχουν


περίπου 1,5% στρυχνίνη, ένα εξαιρετικά πικρό και θανατηφόρο αλκαλοειδές, που
προκαλεί στον άνθρωπο, έντονους μυϊκούς σπασμούς και συνήθως θανατώνει μέσα σε
3 ώρες. Ο φλοιός του δέντρου περιέχει επίσης βρουκίνη, ένα άλλο τοξικό αλκαλοειδές.

Veratrum sp (γνωστό ως ψευδή hellebore και κρίνος καλαμποκιού). Αρκετά είδη,


περιέχουν πολύ τοξικά στεροειδή αλκαλοειδή (π.χ. βερατριδίνη) που ενεργοποιούν τα
κανάλια των ιόντων νάτριου, με συνέπεια ταχεία καρδιακή ανεπάρκεια και θάνατο σε
περίπτωση κατάποσης. Όλα τα μέρη του φυτού είναι δηλητηριώδη, με τη ρίζα και τα
ριζώματα ως τα πιο τοξικά. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται μεταξύ 30 λεπτών
και 4 ωρών μετά την κατάποση και περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, κοιλιακό πόνο,
μούδιασμα, πονοκέφαλο, εφίδρωση, μυϊκή αδυναμία, βραδυκαρδία, υπόταση,
καρδιακή αρρυθμία, και επιληπτικές κρίσεις. Αμερικανοί ιθαγενείς χρησιμοποίησαν το
χυμό στα βέλη ως δηλητήριο μάχης. Η ξηρή κονιοποιημένη ρίζα αυτού του
χρησιμοποιήθηκε ως εντομοκτόνο. Οι τερατογόνες ιδιότητες του ήταν γνωστές στους
ιθαγενείς της Αμερικής.

ΒΙΟΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΛΙΠΟΦΙΛΩΝ ΜΟΡΙΩΝ

Οπως έχει λεχθεί, τα λιπόφιλα μόρια όπως πολλές άλλες βιοδραστικές ενώσεις
μειονεκτούν ως προς το φαρμακολογικό τους προφίλ γιατί παρουσιάζουν κυρίως
μεταβολική αστάθεια, έλλειψη εκλεκτικότητας και χαμηλή βιοδιαθεσιμότητα.

Η μορφοποίησή τους μέσω σύμπλεξης με κυκλοδεξτρίνες δύναται να βελτιώσει τα


μειονεκτήματα αυτά και να τα καταστήσει δυνάμει μόρια φαρμακολογικού
ενδιαφέροντος, με ευοίωνες προοπτικές για την ανθρώπινη υγεία.

Μόρια φυσικών προϊόντων όπως φλαβόνες, αλκαλοειδή, κουμαρίνες, λιγνάνες,


τερπενοειδή, αμινοξέα, πεπτίδια, αιθέρια έλαια και άλλα συχνά διαθέτουν ένα ή
περισσότερα χειρόμορφα κέντρα που εμφανίζουν δύο ή περισσότερα οπτικά ισομερή
(τουλάχιστον δύο εναντιομερή).

Συχνότερα, δύο εναντιομερή εμφανίζουν πολύ διαφορετικές βιολογικές και / ή


φαρμακευτικές δραστηριότητες.

Τα cis-λυκοπένια παρουσιάζουν χαμηλότερο σημείο τήξεως και μεγαλύτερη


λιποφιλικότητα σε σχέση με τα trans λυκοπένια.

Γ.Α.Καρίκας
187

Γενικά η λιποφιλικότητα, εκφραζόμενη ως η λογαριθμική τιμή του συντελεστή


κατανομής οκτανόλης / νερού (logPoct), είναι μια θεμελιώδης παράμετρος που
μοντελοποιεί τη βιολογική κατανομή της δράσης των μορίων του φαρμάκου.

Για παράδειγμα, η απορρόφηση του φαρμάκου και το “logPoct” σχετίζονται άμεσα λόγω
της παθητικής διάχυσης κατά μήκος της κυτταρικής μεμβράνης.

Για πολλές ενώσεις, η επιμήκυνση κορεσμένης αλειφατικής αλυσίδας από ένα


ανθρακοάτομο σε πέντε έως εννέα ανθρακοάτομα οδηγεί σε αύξηση της δραστικότητας,
ενώ η περαιτέρω επιμήκυνση οδηγεί σε απότομη μείωση της δραστικότητας.

Αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί με την αύξηση της λιποφιλικότητας του μορίου.

Αύξηση της λιποφιλικότητας μέχρι ενός ορίου επιτρέπει την είσοδο της ένωσης.

Οι κυκλοδεξτρίνες αποτελούν παράγοντες σταθεροποίησης διαφορετικών μορίων και


φαρμάκων γιατί εγκλωβίζοντας ένα μεγάλο μέρος του μορίου εμποδίζουν την
προσέγγιση του νερού για την πρόκληση υδρολυτικής διάσπασης, οξειδωτικής
αποικοδόμησης ή φωτοδιάσπασης.

Με αυτό τον τρόπο προστατεύουν το «ευαίσθητο» τμήμα του μορίου.

Οι κυκλοδεξτρίνες (CDs) είναι μια ομάδα δομικά συγγενών φυσικών προϊόντων που
σχηματίζονται κατά τη βακτηριακή πέψη της κυτταρίνης. Αυτοί οι κυκλικοί
ολιγοσακχαρίτες αποτελούνται από (α-1,4)-συνδεδεμένες μονάδες α-D-
γλυκοπυρανόζης. Περιέχουν τη λιπόφιλη κεντρική κοιλότητα και την υδρόφιλη
εξωτερική επιφάνεια. Οι τυπικές κυκλοδεξτρίνες αποτελούνται από έξι, επτά και οκτώ
μονάδες γλυκόζης, οι οποίες διατίθενται στο εμπόριο και ονομάζονται α-CD, β-CD και γ-
CD, αντιστοίχως.

Οι α- β- και γ- κυκλοδεξτρίνες οι οποίες αποτελούνται από 6, 7 και 9 μόρια αντίστοιχα


της D-γλυκοπυρανόζης συνδεδεμένα μεταξύ τους με α-1,4-γλυκοζιτικούς δεσμούς. Η β-
CD περιέχει 21 ομάδες υδροξυλίου, 7 από τις οποίες είναι πρωτοταγείς και οι υπόλοιπες
14 δευτεροταγείς.

Γ.Α.Καρίκας
188

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑ

Είναι ο επιστημονικός κλάδος, που ασχολείται με την έρευνα/αξιοποίηση βιοδραστικών


μορίων από τη θάλασσα.

Πάνω από το 70% της επιφάνειας της γης καλύπτεται από ωκεανούς που περιέχουν το
95% της βιόσφαιρας της γης. Οι οργανισμοί εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη θάλασσα
πριν από 3500 εκατομμύρια χρόνια.

Με την πάροδο του χρόνου, έχουν εξελιχθεί πολλοί διαφορετικοί μηχανισμοί για να
επιβιώσουν σε διάφορα σκληρά περιβάλλοντα που περιλαμβάνουν ακραίες
θερμοκρασίες, αλατότητα, πίεση, διαφορετικά επίπεδα αερισμού ακτινοβολίας,
λοιμώξεων, ρύπανσης και υπερανάπτυξης από άλλους οργανισμούς.

Έχουν διερευνηθεί πολλοί διαφορετικοί θαλάσσιοι οργανισμοί για βιοδραστικές


ενώσεις.

Η αναζήτηση στη θάλασσα οδηγεί τις περισσότερες φορές στην ανακάλυψη νέων και
πρωτότυπων μορίων, αφού περιλαμβάνουν έναν αμέτρητο αριθμό φυτικών και ζωικών
ειδών.

Τα είδη αυτά αποτελούν μία τεράστια πηγή βιοδραστικών ενώσεων, σχήμα:

Πολλές από αυτές, διακρίνονται για την πολύπλοκη χημική δομή τους, όπως ο παρακάτω
γλυκοζίτης:

Γ.Α.Καρίκας
189

Ενώσεις από το sea cucumber

Για πολλά χρόνια, η παραδοσιακή Δυτική φαρμακογνωσία επικεντρώθηκε στη


διερεύνηση και ταυτοποίηση των κλινικώς σημαντικών φυτών και ζώων στο χερσαίο
περιβάλλον, αν και πολλοί θαλάσσιοι οργανισμοί χρησιμοποιήθηκαν στην παραδοσιακή
κινεζική ιατρική.

Η ανάπτυξη της αυτόνομα υποβρύχιας αναπνευστικής συσκευής ανοιχτού κυκλώματος


(SCUBA) στη δεκαετία του 1940, οδήγησε πολλούς ερευνητές στο θαλάσσιο περιβάλλον.

Πολλά διαφορετικά είδη θαλάσσιων οργανισμών έχουν διερευνηθεί για ανεύρεση


βιοδραστικών ενώσεων.

Μερικά σπονδυλωτά ζώα περιλαμβάνουν τα ψάρια, καρχαρίες και τα φίδια. Μερικά


παραδείγματα των ασπόνδυλων είναι σφουγγάρια, κοιλεντερωτά, χιτωνοφόρα,
εχινόδερμα, κοράλλια, φύκια, μαλάκια και bryozoans.

Μερικοί μικροοργανισμοί περιλαμβάνουν βακτήρια, μύκητες και τα κυανοβακτήρια.

Μερικά ακόμη πολύπλοκα μόρια, απομονωμένα από θαλάσσιους οργανισμούς


φαίνονται στο σχήμα:

Γ.Α.Καρίκας
190

Βιοδραστικά μόρια από θαλάσσιους οργανισμούς

Μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί πολλά βιοδραστικά μόρια από θαλάσσιους


οργανισμούς που βοηθούν στην καταπολέμηση ασθενειών όπως οι βακτηριακές
λοιμώξεις, ο καρκίνος,το AIDS,η φυματίωση κ.α.

Βιοδραστικά θαλάσσια μόρια, που ανευρέθηκαν τα τελευταία 35 χρόνια, ανά


θεραπευτική δράση, φαίνονται, στο σχήμα:

Γ.Α.Καρίκας
191

Κατηγορίες φαρμάκων, από θαλάσσιους οργανισμούς

Πολλά βιοδραστικά μόρια έχουν βρεθεί σε χιτωνόζωα ή χιτωνοφόρα. Αυτά αποτελούν


μια ομάδα θαλάσσιων οργανισμών συνδεδεμένα στις αποβάθρες, τα βράχια, ή την κάτω
πλευρά των σκαφών.

Τα χιτωνόζωα εξωτερικά μοιάζουν με μικρές πολύχρωμες σταγόνες, εξελικτικά όμως


έχουν πολλά κοινά με τα σπονδυλωτά.

Ένα χιτωνοφόρο που ζει στη θάλασσα της Δυτικής Ινδίας αποδείχτηκε η πηγή ενός
μορίου που δρά έναντι πολλών τύπων καρκίνου, της εκτινασιδίνης (YondelisR).

Εκτινασιδίνη ή Trabectedin

Ένα είδος σαλιγκαριού, το Conus. Pennaceus, που ζει σε υφάλους στην Αυστραλία, την
Ινδονησία και τις Φιλιππίνες ενεργεί με αυτόν τον τρόπο. Το σαλιγγάρι αυτό, γνωστό ως
σαλιγγάρι κώνου, εκτοξεύει ένα υγρό που περιέχει δεκάδες νευρικές τοξίνες, τις
κωνοτοξίνες. Μια τέτοια ουσία έχει ισχυρή αναλγητική δράση, και είναι γνωστή ως
Ziconotide (PrialtR).

Γ.Α.Καρίκας
192

Ziconotide
Πειράματα έχουν δείξει ότι η τοξίνη του σαλιγκαριού είναι έως και 1000 φορές πιο
ισχυρή από τη μορφίνη στη αντιμετώπιση ορισμένων ειδών χρόνιου πόνου (δεσμεύει τα
κανάλια ασβεστίου).

Μηχανισμός δράσης Ziconotide

Ενα θαλάσσιο σφουγγάρι που ανακαλύφθηκε στην Καραϊβική περιέχει αντιρετροϊκές


ενώσεις, έναντι του ιού του AIDS.

Τα θαλάσσια αυτά οικοσυστήματα μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή για την


παραγωγή φαρμάκων, καλλυντικών και συμπληρωμάτων διατροφής, δεδομένου ότι
μόνο το 5% του ωκεανού εχει πραγματικά εξερευνηθεί. Το επόμενο διάγραμμα
περιγράφει τη χρήση ποσοστιαία, ανά θεραπευτική κατηγορία.

Γ.Α.Καρίκας
193

Θαλάσσια βιοδραστικά μόρια/θεραπευτική κατηγορία

Τα προιόντα που απομονώνονται από θαλάσσιους οργανισμούς, βρίσκουν πλέον


εφαρμογές πέραν της θεραπευτικής και σε άλλους τομείς όπως κοσμητολογία,
διατροφή, βιοτεχνολογία κ.α.

Health New material


Biotechnological tools Nutrition
Cosmetics

Αξιοποίηση προιόντων από τη θάλασσα

Μερικές πρόσφατες ανακαλύψεις, φυσικών προιόντων/φαρμάκων από θαλάσσιους


οργανισμούς, που είναι υπό κλινική μελέτη, ή έχουν ήδη εγκριθεί, καταγράφονται στους
παρακάτω πίνακες.

Γ.Α.Καρίκας
194

Εγκεκριμμένα/υπό κλινική μελέτη προιόντα

Εγκεκριμμένα φάρμακα από θαλάσσιους οργανισμούς

Ένα συχνό πρόβλημα στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων, από τη Φύση είναι η απόκτηση
ικανής ποσότητας. Ενώσεις που απομονώνονται από τα ασπόνδυλα μπορεί να είναι
δύσκολο να ληφθούν σε επαρκή ποσότητα για κλινικές δοκιμές. Για παράδειγμα, η ΕΤ-
743 μπορεί να απομονωθεί από το turbinata χιτωνόζωο Ecteinascidia με απόδοση 2
g/τόνο. Αυτό θα απαιτούσε χιλιάδες τόνους χιτωνόζωων, για καλλιέργεια και εκχύλιση,

Γ.Α.Καρίκας
195

για να παραχθεί η ποσότητα, της ΕΤ-743 που θα απαιτούνταν για τη θεραπεία των
χιλιάδων ανθρώπων.

H σύνθεση είναι μία εναλλακτική πηγή, αν η ένωση είναι δομικά απλή. Οι


μικροοργανισμοί μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως μια βιώσιμη πηγή για την
παραγωγή ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Μπορούν επίσης να
χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή των ενδιαμέσων προιόντων, ώστε η ημισύνθεση να
χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή της τελικής ένωσης. Αυτό έχει επιτευχθεί για την ΕΤ-
743 με την παραγωγή του ενδιάμεσου σαφρακίνη Β από Pseudomonas fluoresens και την
επακόλουθη ημισύνθεση σε ΕΤ-743. Αυτή είναι σήμερα η βιομηχανική μέθοδος
παραγωγής για την παραγωγή του Yondelis.

Τεχνικές απομόνωσης βιοδραστικών ενώσεων από τη φύση

Για την απομόνωση βιοδραστικών ενώσεων από οργανισμούς, τα επιμέρους στάδια που
απαιτούνται, είναι: Εκχύλιση , χρωματογραφικός καθαρισμός, διαλεύκανση δομής και
δοκιμές βιοπροσδιορισμών. Στο πρώτο στάδιο, το δείγμα μπορεί να κονιοποιηθεί και
να εκχυλιστεί με κατάλληλο διαλύτη ή να διαβρέχεται . Μερικοί διαλύτες που
χρησιμοποιούνται είναι μεθανόλη, χλωροφόρμιο , αιθανόλη , ακετονιτρίλιο ή άλλοι. Ο
σκοπός είναι να απομακρυνθούν οι οργανικές ενώσεις που έχουν μεσαία πολικότητα
που θεωρούνται περισσότερο δραστικές. Οι πολικές ενώσεις, όπως τα άλατα,
τα πεπτίδια , τα σάκχαρα καθώς και οι πολύ μη πολικές ενώσεις, όπως τα λιπίδια, έτσι
διαχωρίζονται, ως λιγότερο δραστικές. Η ξήρανση του δείγματος θα μπορούσε να
ολοκληρωθεί πριν από την εκχύλιση με λυοφιλοποίηση, για να απομακρυνθεί η
περίσσεια ύδατος.
Η κλασματοποίηση με καθοδήγηση μέσω βιοπροσδιορισμού (bioactivity guided
fractionation) είναι μια κοινή μέθοδος για την ταχεία πιστοποίηση βιολογικά δραστικών
ενώσεων. Αυτή η διαδικασία μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χρήση δεδομένων υγρής
χρωματογραφίας-φασματομετρίας μάζας (LC-MS) ή πυρηνικού μαγνητικού
συντονισμού (NMR), που λαμβάνονται στη διαδικασία βιολογικής ανάλυσης και από
σύγκριση της πληροφορίας με αυτή που βρίσκεται σε βάσεις δεδομένων προηγουμένως
αναφερόμενων ενώσεων.
Η διαλεύκανση της χημικής δομής πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας δεδομένα NMR
που ελήφθησαν από την ένωση και δεδομένα Φασματομετρίας Μάζας Υψηλής
Ανάλυσης (HR-MS). Η διαδοχική φασματομετρία μάζας μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη,
ειδικά για μεγάλα μόρια όπως γλυκολιπίδια, πρωτεΐνες, πολυσακχαρίτες ή πεπτίδια.
Ο χημικός χαρακτηρισμός των απομονωμένων ενώσεων, θα απαιτήσει επίσης
δεδομένα υπέρυθρης ακτινοβολίας (IR), ορατά φάσματα υπεριώδους/ορατού (UV-vis),
δεδομένα στροφικής ικανότητας και σημείο τήξης. Η απόκτηση μιας κρυσταλλικής
δομής μέσω κρυσταλλογραφίας ακτίνων Χ, μπορεί να επιταχύνει και να απλοποιήσει
σημαντικά την διαλεύκανση της δομής, ωστόσο, η απόκτηση κρυστάλλων, δεν είναι
πάντα εφικτή.
Περισσότερες πληροφορίες, πάνω στις εργαστηριακές τεχνικές, που χρησιμοποιεί η
σύγχρονη φαρμακογνωσία, δίδονται στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

Γ.Α.Καρίκας
196

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ, ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ, ΧΗΜΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ


ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

 Είδη Εκχύλισης
 Είδη χρωματογραφικών τεχνικών
 Είδη φαρματοσκοπικών μεθόδων
 Βιομέθοδοι

Εκχύλιση

Η ιστορία της εκχύλισης των φυσικών προϊόντων χρονολογείται από την εποχή της
Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, όταν η παραγωγή αρωμάτων ή φαρμακευτικά ενεργών
ελαίων και κεριών αποτελούσε μεγάλη επιχείρηση. Σε αρχαιολογικές ανασκαφές 250 Km
νότια της Βαγδάτης βρέθηκαν ποτήρια εκχύλισης, που χρονολογούνται γύρω στο 3500
π.Χ
Σε πάπυρο του 1600 π.Χ. η μπύρα και το κρασί αναφέρονται ως αλκοολικοί διαλύτες, οι
οποίοι είχαν το πλεονέκτημα της επίτευξης μεγαλύτερης διαλυτότητας στο διάλυμα κατά
την παραγωγή αρωμάτων.
Εναλλακτικά, απαιτούσαν μέχρι και 40 εκχυλίσεις για την παραγωγή ποιοτικού
αποτελέσματος.
Εξέλιξη στην διαδικασία εκχύλισης δεν υπήρχε μέχρι και τον μεσαίωνα, όταν η καθαρή
αιθανόλη έγινε διαθέσιμη σαν διαλύτης το 900 μ.Χ.

Μετά τη συλλογή του φυτού, ακολουθεί η ταυτοποίησή του από ειδικό βοτανολόγο,
ώστε να επιβεβαιωθεί η σωστή ταυτότητα του υλικού.
Τα διαφορετικά μέρη του φυτού συλλέγονται ξεχωριστά (φύλλα, άνθη, φλοιός, ρίζα,
βλαστός κτλ) και αποξηραίνονται γρήγορα σε δοχεία.

Η γρήγορη αποξήρανσή τους μειώνει την πιθανότητα ελάττωσης των συστατικών του
από αέρια μικρόβια. Κάποιες φορές τα φυτικά δείγματα λυοφιλοποιούνται υπό κενό,
αλλά και σε αυτή τη περίπτωση πρέπει να δίδεται προσοχή ώστε να αποφευχθεί η
μεγάλη απώλεια πτητικών συστατικών, τα οποία μπορούν επίσης να εκδηλώσουν
σημαντικές βιολογικές ενέργειες. Έπειτα από τη διαδικασία ξήρανσης του υλικού,
ακολουθεί η διαδικασία εκχύλισής του.
Μετά τη ξήρανση του υλικού σε σταθερό βάρος, αυτό χωρίζεται σε μικρότερα κομμάτια
και εκχυλίζεται.

Εκχύλιση ονομάζεται η πρότυπη διαδικασία διαχωρισμού των φαρμακευτικά ενεργών


τμημάτων των φυτικών ιστών με τη χρήση επιλεγμένων διαλυτών. Αυτές οι τεχνικές,
διαχωρίζουν τους διαλυτούς φυτικούς μεταβολίτες από το αδιάλυτο κυτταρικό τμήμα.

Γ.Α.Καρίκας
197

Τα προϊόντα που εξάγονται από τα φυτά είναι πολύπλοκα μείγματα μεταβολιτών


(φλαβονοειδή, αλκαλοειδή, γλυκοσίδες, τερπενοειδή και λιγνάνες κλπ), σε υγρή ή
ημιστερεή μορφή ή σε μορφή σκόνης, έπειτα από την απομάκρυνση του διαλύτη.

Διαλύτες εκχύλισης φυτικών δραστικών συστατικών/κατηγορία

Το στάδιο της εκχύλισης είναι πολύ σημαντικό, καθώς αν η τεχνική δεν γίνει σωστά,
μπορεί να χαθεί η πρόσβαση στα ενεργά συστατικά ή να έχει σαν αποτέλεσμα την
ελάττωση του φυσικού προϊόντος.

Υπάρχουν πολλές τεχνικές εκχύλισης:

1. Απλή εκχύλιση

Η παραλαβή των οργανικών ουσιών από διαλύματα και αιωρήματα, γίνεται με ανάμιξη
του υδατικού μίγματος με ένα μη μιγνυόμενο με το νερό οργανικό διαλύτη. Το προϊόν
μεταφέρεται στην οργανική στοιβάδα και μπορεί να ανακτηθεί με την απομάκρυνση του
διαλύτη.

Γ.Α.Καρίκας
198

Διαχωριστική χοάνη

2. Διαδικασία διαβροχής

Κατά τη διαδικασία αυτή, ολόκληρο το ακατέργαστο υλικό σε σκόνη τοποθετείται σε


πωματισμένο δοχείο με τον διαλύτη και αφήνεται σε θερμοκρασία δωματίου για
τουλάχιστον 3 ημέρες με συχνές ανακινήσεις μέχρι να διαλυθεί το διαλυτό στρώμα.
Έπειτα, το μίγμα στραγγίζεται, ενώ τα υγρά υλικά διαχωρίζονται με καθίζηση ή διήθηση.

3. Θερμή συνεχής εκχύλιση (Soxhlet extraction)

Η εκχύλιση από στερεά μίγματα γίνεται συνήθως σε συσκευή Soxhlet . Το προς εκχύλιση
στερεό τοποθετείται σε ειδικό πορώδη χάρτινο υποδοχέα στο επίθεμα Ε της συσκευής.
Οι ατμοί του ζέοντος διαλύτη από τον θάλαμο Α διέρχονται από τον πλευρικό υάλινο
σωλήνα του επιθέματος, συμπυκνώνονται στον ψυκτήρα D και επαναρρέουν επί του
χάρτινου υποδοχέα του στερεού μίγματος.

3. Θερμή συνεχής εκχύλιση (Soxhlet extraction)

Όταν ο χώρος του επιθέματος πληρωθεί με διαλύτη μέχρι του ύψους του κεκκαμένου
πλευρικού απαγωγού σωλήνα C, γίνεται αυτόματος σιφωνισμός και ο διαλύτης
(εκχύλισμα) επαναρρέει στη φιάλη Α και ο κύκλος επαναλαμβάνεται.

Γ.Α.Καρίκας
199

Με τον τρόπο αυτό γίνεται εμπλουτισμός του διαλύματος στη φιάλη Α με τα διαλυτά
συστατικά του στερεού μίγματος. Η τεχνική αυτή με παρατεταμένη λειτουργία είναι
κατάλληλη για την παραλαβή και ελάχιστα διαλυτών ουσιών. Μπορούν έτσι να εξαχθούν
μεγάλες ποσότητες της ένωσης, με τη χρήση πολύ μικρότερης ποσότητας διαλύτη.

Συσκευή Soxhlet

4. Υπερκρίσιμη εκχύλιση (Supercritical Fluid Extraction-SFE)

Η SFE είναι μία εναλλακτική μέθοδος προετοιμασίας δείγματος με γενικούς στόχους τη


μείωση της χρήσης οργανικών διαλυτών και την αύξηση του πλήθους των δειγμάτων. Οι
παράγοντες που εξετάζονται περιλαμβάνουν τη θερμοκρασία, τη πίεση, τον όγκο του
δείγματος, την συλλογή του αναλυτή και τη ροή.
Γενικά, χρησιμοποιούνται κυλινδρικά δοχεία εκχύλισης με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Η συλλογή του εκχυλίσματος είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα, καθώς μπορεί να συμβεί
μεγάλη απώλεια δείγματος.

4. Υπερκρίσιμη εκχύλιση-SFE

Είναι μια ραγδαία αναπτυσσόμενη μέθοδος διαχωρισμού, χρησιμοποιώντας διαλύτες


όπως το διοξείδιο του άνθρακα CO2 ή Αργό, σε υπερκρίσιμες συνθήκες.
Η SFE εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς, όπως στην εκχύλιση φυτοφαρμάκων, σε
περιβαλλοντικά δείγματα, σε τρόφιμα και αρώματα, σε αιθέρια έλαια, σε πολυμερή και
στα φυσικά προϊόντα.

5. Εκχύλιση υπό υψηλή πίεση (Pressurised solvent extraction, PSE)

Η PSE χρησιμοποιεί οργανικούς διαλύτες σε υψηλή πίεση και θερμοκρασία, ώστε να


αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της εκχυλιστικής διαδικασίας. Η αύξηση της
θερμοκρασίας επιταχύνει την κινητική της εκχύλισης και η υψηλή πίεση διατηρεί τον
διαλύτη σε υγρή φάση, επιτρέποντας ασφαλείς και γρήγορες εκχυλίσεις. Επιπλέον, η

Γ.Α.Καρίκας
200

υψηλή πίεση αναγκάζει το διαλύτη να εισχωρήσει στους πόρους της μήτρας και ως εκ
τούτου, διευκολύνεται η εκχύλιση των αναλυτών.

6. Επιταχυνόμενη (Accelerated solvent extraction, ASE)

Είναι ένας τύπος της PSE. Κατά την ASE, ένα στέρεο ή ημι-στερεό δείγμα τοποθετείται σε
ένα κελί εκχύλισης από ανοξείδωτο ατσάλι, το οποίο είναι γεμάτο με διαλύτη και
θερμαίνεται (50-200οC) σε ένα φούρνο.
Η θέρμανση προκαλεί αύξηση της πίεσης, που κυμαίνεται στα 500-3000psi.

7. Επαυξημένη (Enhanced Solvent Extraction, ESE)

Μία εναλλακτική προσέγγιση αυτού του είδους εκχυλίσεων είναι η πραγματοποίηση ASE
με τη χρήση εφοπλισμού από SFE, κατά την οποία η πίεση ελέγχεται από τη συσκευή
περιορισμού.

Η εκχύλιση μπορεί να είναι στατική ή δυναμική.

Κατά τη δυναμική λειτουργία, διαλύτης αντλείται συνεχώς μέσα από το δείγμα σε υψηλή
θερμοκρασία και πίεση.

Το ποσοστό μεταφοράς επιταχύνεται, με αποτέλεσμα την βελτίωση της


αποτελεσματικότητας και τη μείωση του χρόνου της εκχύλισης.

Το διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το ξέπλυμα του υπολειπόμενου


διαλύτη από τον θάλαμο εκχύλισης.

Γ.Α.Καρίκας
201

8. Εκχύλιση ενισχυόμενη από μικροκύματα (Microwave Assisted Extraction- MAE).

Η διπολική περιστροφή οφείλεται στην ευθυγράμμιση του ηλεκτρικού πεδίου με τα


μόρια που διαθέτουν διπολική ροπή (είτε μόνιμη είτε έμμεσα από το ηλεκτρικό πεδίο)
στο διαλύτη και στο δείγμα.

Αυτή η ταλάντωση παράγει συγκρούσεις με τα γύρω μόρια και κατ’ αυτό τον τρόπο
απελευθερώνεται θερμική ενέργεια.
Σε συχνότητα 2.45 GHz το φαινόμενο αυτό συμβαίνει 4,9*109 φορές/sec με αποτέλεσμα
την ταχύτατη θέρμανση. Συνεπώς, σε αντίθεση με τις κλασικές μεθόδους θέρμανσης, τα
μικροκύματα θερμαίνουν ολόκληρο το δείγμα.

Τα μικροκύματα είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με συχνότητα 0,3-300 GHz. Λόγω


της ηλεκτρομαγνητικής τους φύσης, τα μικροκύματα κατέχουν και ηλεκτρικά και
μαγνητικά πεδία, τα οποία είναι κάθετα μεταξύ τους.

Το ηλεκτρικό πεδίο προκαλεί θέρμανση με δύο ταυτόχρονους μηχανισμούς : με διπολική


περιστροφή και με ιονική αγωγιμότητα ταυτόχρονα.

Υπάρχουν δύο τύποι οργάνων που είναι εμπορικά διαθέσιμοι, οι οποίοι χρησιμοποιούν
διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης.

Η πιο κοινή διαδικασία περιλαμβάνει την εκχύλιση σε ένα κλειστό δοχείο υπό
ελεγχόμενες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας, ενώ η εναλλακτική προσέγγιση
χρησιμοποιεί ανοιχτό δοχείο υπό ατμοσφαιρική πίεση.

Η χρήση οικιακών φούρνων μικροκυμάτων δεν ενδείκνυται για εργαστηριακούς


σκοπούς, λόγω της έλλειψης ομογένειας στο πεδίο.

Γ.Α.Καρίκας
202

9. Εκχύλιση με υπέρηχους (Ultrasound extraction – Sonication)

Η διαδικασία περιλαμβάνει τη χρήση υπερήχων σε συχνότητες που κυμαίνονται από 20


kHz έως 2000 kHz. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου σε υγρά σε υψηλή ένταση, τα ηχητικά
κύματα διαδίδονται στο υγρό μέσο με εναλλαγή κύκλων υψηλής πίεσης (συμπίεση) και
χαμηλής πίεσης (αραίωση), σε ποσοστό που εξαρτάται από τη συχνότητα.

Κατά τον κύκλο χαμηλής πίεσης, τα υψηλής έντασης ηχητικά κύματα προκαλούν τη
δημιουργία μικρών φυσαλίδων κενού στο υγρό.
Όταν οι φυσαλίδες φτάσουν σε όγκο όπου πλέον δεν θα μπορούν να απορροφήσουν
ενέργεια, σπάνε κατά τον κύκλο υψηλής πίεσης.

Το φαινόμενο αυτό ορίζεται ως σπηλαίωση. Κατά τη ρήξη των φυσαλίδων, τοπικά,


εμφανίζεται πολύ υψηλή θερμοκρασία (περίπου 5000Κ) και πίεση (περίπου 2000 atm).

Γ.Α.Καρίκας
203

Παρ όλο που η μέθοδος είναι πολύ χρήσιμη σε κάποιες περιπτώσεις, η εφαρμογή της
περιορίζεται λόγω του υψηλού κόστους.

Επίσης, ένα μειονέκτημα της μεθόδου είναι η περιστασιακή δηλητηριώδης επίδραση των
υπερήχων στα ενεργά συστατικά των φαρμακευτικών φυτών, λόγω της δημιουργίας
ελευθέρων ριζών και κατά συνέπεια σε ανεπιθύμητες αλλαγές στα μόρια των φαρμάκων.

Παράμετροι επιλογής μεθόδου εκχύλισης

 Η πιστοποίηση του φυτικού υλικού θα πρέπει να γίνεται πριν την εκχύλιση. Κάθε
ξένο σώμα θα πρέπει να έχει απομακρυνθεί πλήρως
 Η χρήση του κατάλληλου μέρους του φυτού, η καταγραφή της ηλικίας του καθώς
και η εποχή, η ώρα και το μέρος συλλογής του
 Ο τρόπος ξήρανσης του υλικού σχετίζεται άμεσα με τη φύση των χημικών του
ουσιών. Συνήθως προτιμάται ζεστός ή κρύος αέρας. Για την εκχύλιση ακατέργαστου
υλικού με υψηλή περιεκτικότητα σε υγρασία θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν
σωστοί συσχετισμοί βάρους
 Υλικά σε σκόνη θα πρέπει να κοσκινίζονται με την κατάλληλα κόσκινα, ώστε να
ληφθούν τμήματα με ομοιόμορφο μέγεθος.

 Η φύση των συστατικών

- Αν η θεραπευτική ουσία είναι μη πολικό συστατικό, τότε θα πρέπει να


χρησιμοποιηθεί μη πολικός διαλύτης. Ομοίως, σε πολικές ουσίες χρησιμοποιείται
πολικός διαλύτης.

- Αν η ουσία είναι θερμοευαίσθητη, τότε προτιμάται η κρύα διαβροχή, η διήθηση


και η εκχύλιση αντιρροής σαν εκχυλιστική μέθοδος. Αντίθετα, αν είναι
θερμοανθεκτική, μπορεί να εφαρμοστεί η εκχύλιση Soxhlet (για μη υδατικούς
διαλύτες).

- Πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλες προφυλάξεις κατά την μεταχείριση


συστατικών που ελαττώνεται η συγκέντρωσή τους όταν παραμένουν σε οργανικούς
διαλύτες, πχ φλαβονοειδή και φαινυλπροπανοειδή

- Κατά τη χρήση θερμής εκχύλισης, υψηλότερες από της απαιτούμενες


θερμοκρασίες θα πρέπει να αποφεύγονται. Κάποιες γλυκοσίδες είναι πιθανό να
διασπαστούν αν εκτεθούν σε υψηλές θερμοκρασίες.

 Ο καθορισμός του χρόνου εκχύλισης είναι απαραίτητος καθώς:


- Ανεπαρκής χρόνος σημαίνει ατελής εκχύλιση
- Αν ο χρόνος εκχύλισης είναι μεγαλύτερος από τον απαιτούμενο, είναι δυνατό
να εξαχθούν ανεπιθύμητες ουσίες.

Γ.Α.Καρίκας
204

 Ο αριθμός των εκχυλίσεων που απαιτείται για την πλήρωση της εκχύλισης
είναι εξίσου σημαντικός.
 Η ποιότητα του νερού ή του διαλύτη θα πρέπει να έχει ελεγχθεί
 Η συγκέντρωση και οι συνθήκες ξήρανσης θα πρέπει να διασφαλίζουν την
ασφάλεια και την σταθερότητα των ενεργών συστατικών.
 Ο σχεδιασμός και το υλικό κατασκευής του απαγωγέα θα πρέπει να ληφθούν
υπόψη

Αναλυτικές παράμετροι του τελικού εκχυλίσματος, όπως είναι η HPLC και η TLC, θα
πρέπει να καταγραφούν για την παρακολούθηση της ποιότητας των διαφορετικών
παρτίδων του εκχυλίσματος.

Συμπυκνωτής διαλυτών

Μέθοδοι απομόνωσης

Το εκχύλισμα είναι ένα μείγμα που περιέχει πληθώρα βιοενεργών ουσιών από το φυτό.
Οι ουσίες αυτές θα πρέπει να απομονωθούν ξεχωριστά, ώστε να μπορέσουν να
αναγνωριστούν.

Υπάρχουν πολλές μέθοδοι απομόνωσης ουσιών, με την πλειοψηφία εξ αυτών να είναι


χρωματογραφικές.

Οι διάφοροι κλάδοι της χρωματογραφίας, φαίνονται στο παρακάτω διάγραμμα:

Γ.Α.Καρίκας
205

Είδη χρωματογραφίας

1. Χρωματογραφία λεπτής στιβάδας (Thin Layer Chromatography-TLC)

Σε αυτή τη χρωματογραφική τεχνική χρησιμοποιούνται γυάλινες ή αλουμινένιες πλάκες


επιστρωμένες με μια λεπτή στοιβάδα στατικής φάσης. Η στατική φάση συνήθως είναι
γέλη (gel) πυριτίου ή λιγότερο συχνά οξείδιο αργιλίου, κυτταρίνη, κ.α.

Οι διάφορες ουσίες που περιέχονται στο υπό εξέταση δείγμα μετακινούνται επί της
πλάκαςμε τη βοήθεια τριχοειδών φαινομένων, με διαφορετική ταχύτητα ανάλογα με την
πολικότητα τους και εμφανίζονται με τη μορφή διακριτών κηλίδων.
Η παρατήρηση των κηλίδων γίνεται με εξέταση στο υπεριώδες φως (254 ή 356 nm) ή
μετά από ψεκασμό με ειδικά αντιδραστήρια.

Χρωματογραφία χάρτου(paper chromatography)

Γ.Α.Καρίκας
206

2. Υγρή χρωματογραφία στήλης (Liquid Cromatography)

Στην υγρή χρωματογραφία στήλης (ή απλώς υγρή χρωματογραφία, LC), η στατική φάση
είναι στερεό πορώδες υλικό ή υγρό καθηλωμένο σε στερεό υπόστρωμα, που βρίσκεται
συσκευασμένο σε στήλη, ενώ η κινητή φάση είναι υγρή. Η διαβίβαση της υγρής κινητής
φάσεως μέσα από τη στατική φάση (SiO2,Al2O3, Cellulose) επιτυγχάνεται λόγω βαρύτητας
ή με τη χρησιμοποίηση αντλιών χαμηλής πίεσης, όταν η στατική φάση αποτελείται από
σχετικά μεγάλης διαμέτρου σωματίδια, που παρουσιάζουν μικρή αντίσταση (κλασική
υγρή χρωματογραφία στήλης), είτε με τη χρησιμοποίηση αντλιών υψηλής πίεσης, όταν
η στατική φάση αποτελείται από πολύ μικρής διαμέτρου, και επομένως μεγάλης
αντιστάσεως, σωματίδια υψηλής διαχωριστικής απόδοσης (υγρή χρωματογραφία
υψηλής ανάπτυξης, High Performance Liquid Cromatography, HPLC).

Διαχωρισμός με υγρή χρωματογραφία στήλης

2. Υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (ή πίεσης)-HPLC

Eίναι μια βελτιωμένη μορφή της χρωματογραφίας στήλης, με τη διαφορά ότι ο διαλύτης
δεν διαπερνά τη στήλη λόγω βαρύτητας, αλλά λόγω της εφαρμογής υψηλής πίεσης,
που φτάνει τις 400 atm. Είναι μία πολύ χρήσιμη ποιοτική μέθοδο για τα φυτικά φάρμακα
και αποτελεί διαδικασία επιλογής καθώς είναι γρήγορη και υψηλά ευαίσθητη. Μοναδικό
της μειονέκτημα αποτελεί το μεγάλο κόστος,

Υπάρχουν δύο παραλλαγές της χρήσης της HPLC που σχετίζονται με την πολικότητα του
διαλύτη και τη στατική φάση :
Χρωματογραφία κανονικής φάσης (normal phase) : Η στατική φάση είναι πολικότερη
από την κινητή, η οποία αποτελείται από μη πολικούς διαλύτες όπως εξάνιο,
χλωροφόρμιο κ.α.

Γ.Α.Καρίκας
207

Χρωματογραφία αντίστροφης φάσης (reversed phase): Η στατική φάση, η οποία είναι


λιγότερο πολική της κινητής, αποτελείται από οξείδιο πυριτίου (SiO2) συζευγμένο με
διάφορες ομάδες όπως αλκύλια (ακετύλιο, δεκαοκτύλιο), φαινύλιο, διόλες, αμινομάδες,
κυανομάδες κ.ά., ενώ η κινητή φάση αποτελείται από μείγματα οργανικών διαλυτών
(μεθανόλη,ακετονιτρίλιο, κ.ά.) με υδατικά ρυθμιστικά διαλύματα και νερό.

Η HPLC μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το διαχωρισμό και την ποιοτική και ποσοτική
ανάλυση πολύπλοκων μειγμάτων ουσιών ποικίλης προελεύσεως.

Σε αντίθεση με την αέρια χρωματογραφία, η υγρή χρωματογραφία μπορεί να


χρησιμοποιηθεί σε διαχωρισμούς και ανάλυση μειγμάτων ουσιών μεγάλου μοριακού
βάρους και υψηλής πολικότητας, πολυμερών και ιονικών ενώσεων.

Η ταχύτητα αναλύσεως είναι παρόμοια με αυτή της GC, η διαχωριστική της ικανότητα 3
έως 10 φορές καλύτερη από αυτή της χρωματογραφίας λεπτής στιβάδας, το κόστος όμως
μίας συσκευής HPLC είναι αρκετά υψηλότερο.
Σε οποιοδήποτε διαχωρισμό προπορεύονται τα μόρια ουσιών με πολικότητα αντίστοιχης
της κινητής φάσης, ενώ καθυστερούν αυτά με πολικότητα αντίστοιχης της στατικής
φάσης.

Ανιχνευτές HPLC

Με τον ανιχνευτή απορρόφησης UV ακτινοβολίας.

Με τον ανιχνευτή σειράς φωτοδιοδίων (photodiode array) διέρχεται πολυχρωματική


ακτινοβολία από την κυψελίδα του ανιχνευτή, η προκύπτουσα ακτινοβολία διαθλάται
και στη συνέχεια προσπίπτει σε σειρά φωτοδιόδων.
Κάθε μία φωτοδίοδος δέχεται μία διαφορετική δέσμη με μικρό εύρος μήκους κύματος.
Όλη η σειρά των διόδων «σαρώνεται» πολλές φορές το δευτερόλεπτο από έναν
μικροεπεξεργαστή και το προκύπτον φάσμα προβάλλεται σε οθόνη και ταυτόχρονα
αποθηκεύεται στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή για μετέπειτα εκτύπωση σε
καταγραφικό.

Με Ανιχνευτές φθορισμού. Κατάλληλες για ανίχνευση με φθορισμό είναι ουσίες που


εκπέμπουν σημαντικό ποσοστό της ακτινοβολίας που έχουν απορροφήσει. Οι φυσικά
φθορίζουσες ουσίες είναι λίγες και είναι αυτές με συζυγή κυκλική δομή, όπως οι
πολυπυρηνικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, ενώ ουσίες που δε φθορίζουν μπορούν
να ανιχνευθούν με φθορισμό, αφού πρώτα μετατραπούν με κατάλληλη αντίδραση σε
φθορίζον παράγωγο.

Με ηλεκτροχημικούς ανιχνευτές μετράμε είτε την αγωγιμότητα της κινητής φάσης


(ανιχνευτές αγωγιμότητας) είτε το ρεύμα που σχετίζεται με τη οξείδωση ή την αναγωγή
του δείγματος (αμπερομετρικοί ή κουλομετρικοί ανιχνευτές)

Γ.Α.Καρίκας
208

Σύστημα υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης (HPLC)

Ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού παρατηρείται μια συμμετρική διασπορά της


κατανομής των μορίων γύρω από μια μέση τιμή, που αποδίδει τη μέση συμπεριφορά
των μορίων της ουσίας. Η κατανομή αυτή προσεγγίζει μία κατανομή κατά Gauss δίνοντας
κωδωνοειδές σχήμα των κορυφών σε ένα χρωματογράφημα.

Χρωματογράφημα HPLC
UPLC

Η UPLC είναι μια σχετικά νέα τεχνική που δίνει νέες δυνατότητες στην υγρή
χρωματογραφία, ειδικά όσον αφορά την μείωση του χρόνου ανάλυσης και της
κατανάλωσης διαλυτών. Η UPLC είναι σχεδιασμένη κατά ειδικό τρόπο ώστε να υπάρχει
αντοχή σε υψηλές πιέσεις.

Γ.Α.Καρίκας
209

H νεότερη και βελτιωμένη Υγρή Χρωματογραφία Υπερυψηλής Απόδοσης, UPLC (Ultra


Performance Liquid Chromatography) παρέχει μία ακριβή, επαναλήψιμη και ανθεκτική
μέθοδο τόσο για την ποιοτική όσο και για την ποσοτική ανάλυση των φαρμακευτικών
προϊόντων και αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια από τις μεθόδους επιλογής της
βιομηχανίας για το σκοπό αυτό.

Συσκευή UPLC

Με τη χρήση της, λόγω μεθοδολογίας επιτυγχάνεται παρακολούθηση της σταθερότητας


καθαρών φαρμακευτικών ουσιών και φαρμάκων σε σκευάσματα, με ποσοτικοποίηση
τυχόν προϊόντων αποικοδόμησης (φαρμακευτική βιομηχανία, κρατικοί φορείς ελέγχου).

Ειδικές αναλυτικές στήλες UPLC πακετάρονται με μικρότερα πλέον σωματίδια, της τάξης
μεγέθους 1,7-1,8 μm, ενώ παράλληλα προσφέρει κινητή φάση σε πιέσεις μεγαλύτερες
από αυτές της HPLC, μέχρι 1030 bar (15.000 psi) παρέχοντας έτσι ένα νέο επίπεδο
απόδοσης χρωματογραφίας.

Το σύστημα UPLC επιτρέπει μείωση του χρόνου ανάλυσης μέχρι και εννέα φορές σε
σύγκριση με το συμβατικό σύστημα χρησιμοποιώντας σωματίδια μεγέθους 5 μm σε
πακεταρισμένες στήλες.

Προκειμένου να επιτευχθεί σημαντικά βελτιωμένη απόδοση, η μείωση τόσο στην extra


στήλη, όσο και στη στήλη band είναι απαραίτητη.

Η ανακάλυψη της UPLC βασίζεται στην έννοια της μείωσης των δύο παραπάνω μορφών
(extra-column και column band) έτσι ώστε να μπορεί να επιτευχθεί κερδοσκοπική
βελτίωση στην απόδοση και την ευαισθησία.

Γ.Α.Καρίκας
210

Συνδυασμός HPLC με φασματομετρία μαζών (Mass spectrometer)

Είναι δυνατόν η ουσία που περνά από τον ανιχνευτή, στη συνέχεια να μεταφέρεται σε
φασματόμετρο μαζών.
Το αποτέλεσμα συγκρίνεται με τη βάση δεδομένων του υπολογιστή και έτσι είναι δυνατή
η αναγνώριση πολλών ουσιών χωρίς να χρειάζεται να είναι γνωστός ο χρόνος
κατακράτησής τους.

4. Αέρια χρωματογραφία (Gas chromatography)-GC


Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται για την ανάλυση πτητικών ουσιών σε φυτικά
εκχυλίσματα, τρόφιμα, φάρμακα, προϊόντα πετρελαίου κ.λπ.
Ο διαχωρισμός των συστατικών ενός μίγματος γίνεται μέσω εκλεκτικών προσροφήσεων
ή κατανομών τους μεταξύ μιας υγρής ή στερεάς στατικής φάσης και μιας αέριας
κινούμενης φάσης μέσα στη στήλη της χρωματογραφίας.
Το φέρον αέριο (συνήθως Ν2, Ηe, H2, Ar) από τη φιάλη υψηλής πίεσης, μέσα από
ρυθμιστές παροχής, οδηγείται στη στήλη.

Είδη Αέριας Χρωματογραφίας

Στερεά Αέρια Χρωματογραφία: Το υλικό πλήρωσης της στήλης είναι μια στερεά φάση
με ενεργή επιφάνεια. Ο διαχωρισμός των συστατικών του μίγματος οφείλεται στην
προσρόφηση αυτών πάνω στην ενεργή επιφάνεια της στερεάς φάσης, π.χ. Silica gel,
Αl2Ο3, μοριακά κόσκινα κ.α.

Υγρή Αέρια Χρωματογραφία: Η στατική φάση είναι ένα στερεό (κόκκοι) καλυμμένο με
λεπτή στοιβάδα υγρού. Ο διαχωρισμός των συστατικών του μίγματος οφείλεται στη
διαφορά των συντελεστών κατανομής τους ανάμεσα στην υγρή και στην αέρια φάση.
Υπάρχουν δύο είδη στηλών οι πληρωμένες στήλες και οι τριχοειδείς. Η στήλη αποτελείται
από έναν επιμήκη σωλήνα, συνήθως με τη μορφή σπειράματος ή U.

Διάταξη αέριου χρωματογράφου

Γ.Α.Καρίκας
211

Ανιχνευτές GC:

Ο ανιχνευτής μπορεί να είναι:

Ανιχνευτής ιονισμού φλόγας: Βασίζεται στην μεταβολή της αγωγιμότητας που


προκαλείται από τον ιονισμό της ουσίας από τη φλόγα του υδρογόνου

Ανιχνευτής θερμικής αγωγιμότητας: Βασίζεται στο ότι η ταχύτητα απώλειας θερμότητας


εξαρτάται από την θερμική αγωγιμότητα του αερίου και επομένως από τη σύστασή του.
Ο ανιχνευτής αυτός είναι κατάλληλος για ποσοτική ανάλυση και δεν καταστρέφει το
δείγμα.

Ανιχνευτής σύλληψης ηλεκτρονίων: Ο πλέον ευαίσθητος ανιχνευτής στην αέρια


χρωματογραφία. Ο ανιχνευτής αυτός είναι βασικά ένας θάλαμος ιονισμού και στηρίζεται
στην αρχή ότι η αγωγιμότητα των αερίων στο θάλαμο μεταβάλλεται από την παρουσία
ενός αερίου που μολύνει τα παραπάνω αέρια.

Ανιχνευτής αζώτου- φωσφόρου

Φλογοφωτομετρικός ανιχνευτής

5. Χρωματογραφία αποκλεισμού μεγέθους (Size exclusion chromatography-SEC)

Αυτή η χρωματογραφική μέθοδος διαχωρίζει τα μόρια ενός διαλύματος με βάση το


μέγεθός τους και όχι με το μοριακό τους βάρος.
Εφαρμόζεται συνήθως σε μεγάλα μόρια ή μακρομοριακές ενώσεις, όπως είναι οι
πρωτεΐνες, τα πολυπεπτίδια, οι υδατάνθρακες, τα λιπαρά οξέα, η χλωροφύλλη κτλ.

Μέθοδοι χημικής ταυτοποίησης

Αρχή διέγερσης και μέτρησης του δείγματος

Γ.Α.Καρίκας
212

1. Φασματομετρία μαζών (Mass Spectrometry-MS)

Η αρχή λειτουργίας της φασματομετρίας μαζών στηρίζεται στη δημιουργία ιόντων


(κυρίως θετικών) μιας ένωσης, το διαχωρισμό τους με βάση το λόγο της μάζας προς
φορτίο (m/z) και την καταγραφή τους.

Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να προσδιοριστεί το μοριακό βάρος (ΜΒ) της ένωσης
και ο τρόπος σύνδεσης των διαφόρων ομάδων μεταξύ τους.
Τα φασματόμετρα μαζών αποτελούνται από:

 Το θάλαμο ιοντισμού, όπου μετατρέπεται η ένωση σε ιόντα, συνήθως


κατιόντα με απόσπαση ενός ηλεκτρονίου,
 Τον αναλυτή μαζών, όπου γίνεται διαχωρισμός των ιόντων με βάση το
λόγω m/z,
 Toν ανιχνευτή.

Ο αναλυτής αποτελείται από ένα σωλήνα σε σχήμα τόξου, που βρίσκεται μέσα σε
ομογενές μαγνητικό πεδίο μεγάλης έντασης (3000-4000 gauss) και σε διεύθυνση κάθετη
προς τις δυναμικές γραμμές του μαγνητικού πεδίου.

Ο συνηθέστερος τρόπος ιοντισμού είναι με βομβαρδισμό των αερίων μορίων της ένωσης
με δέσμη ηλεκτρονίων (ΕΙ).
Άλλοι τρόποι σχηματισμού ιόντων είναι : ο χημικός ιοντισμός (CI), η εφαρμογή
ηλεκτρικού πεδίου (FI), ο βομβαρδισμό με γρήγορα ουδέτερα άτομα Xe ή Ar ή ιόντα Cs
(FIB).
Oι συνηθέστεροι αναλυτές είναι: αναλυτής τομέα, τετραπολικός αναλυτής, παγίδα
ιόντων, αναλυτής χρόνου πτήσης

Αέριος χρωματογράφος (δεξιά) συνδεδεμένος με φασματόμετρο μάζας (αριστερά)

Δίδυμη Φασματομετρία Μαζών


Η δίδυμη φασματομετρία μαζών MS/MS (tandem mass spectrometry) είναι μια τεχνική,
που χρησιμοποιεί δυο φασματόμετρα μαζών συνδεδεμένα σε σειρά και χρησιμοποιείται
κυρίως στη μελέτη μηχανισμών θραύσεως.
Γ.Α.Καρίκας
213

Στο πρώτο φασματόμετρο μαζών χρησιμοποιείται ήπια τεχνική ιονισμού (χημικός


ιονισμός ή ιονισμός με πεδίο), που αποδίδει μοριακά ιόντα, τα οποία στη συνέχεια
θραύονται κατόπιν συγκρούσεως με ουδέτερο αντιδραστήριο αέριο, σε σχετικά υψηλή
πίεση (10-4 Torr), ή με ηλεκτρόνια.

Τα παραγόμενα θυγατρικά ιόντα διαχωρίζονται στο δεύτερο φασματόμετρο μαζών. Η


τεχνική MS/MS (tandem) μοιάζει με τις συνδυασμένες τεχνικές GC/MS και LC/MS και
χρησιμοποιείται για μελέτες μεταβολικών προιόντων, πεπτιδίων και βιοισοδυναμίες
φαρμάκων.

Tandem MS/MS
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαχωρισμού του φυσικού προϊόντος, ακολουθεί η
διευκρίνιση της ουσίας. Ο χαρακτηρισμός της δομής μίας ουσίας εξαρτάται από
κλασικές, φασματομετρικές τεχνικές όπως ο πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός (Nuclear
Magnetic Resonance-NMR), 1-D και 2-D πρωτόνιο NMR, C-13 NMR, υπέρυθρες,
φασματομετρία μάζας και ανάλυση με ακτίνες Χ.

Η αναγνώριση της δομής ενός μορίου είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση της
βιολογικής του ενεργότητας, εφόσον, όπως είναι γνωστό, η βιολογική δραστικότητα
εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τρισδιάστατη διάταξη των λειτουργικών ομάδων
μίας ένωσης.

2. Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός (Nuclear Magnetic Resonance –NMR)

Η φασματομετρία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού, είναι μία τεχνική που ερευνά τις
μαγνητικές ιδιότητες ενός συγκεκριμένου ατομικού πυρήνα, για να διαπιστωθούν οι
φυσικές και οι χημικές ιδιότητες των ατόμων των μορίων που περιέχονται.
Βασίζεται στο φαινόμενο του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού και μπορεί να παρέχει
λεπτομερείς πληροφορίες για τη δομή, τη δυναμική και το χημικό περιβάλλον ενός
μορίου.

Συνήθως, η NMR φασματομετρία χρησιμοποιείται για την έρευνα των ιδιοτήτων


οργανικών μορίων, αν και η τεχνική είναι εφαρμόσιμη σε κάθε πυρήνα που κατέχει
περιστροφή.

Γ.Α.Καρίκας
214

Αυτό μπορεί να κυμαίνεται από μικρές ενώσεις που αναλύονται με 1-D (1-dimensional –
1-διάσταση) πρωτόνιο ή άνθρακα-13 NMR μέχρι μεγάλες πρωτεΐνες νουκλεϊκών οξέων
με τη χρήση 3-D ή και 4-D τεχνικές.
Όταν ένας NMR ενεργός πυρήνας (όπως ο 1H ή ο 13C) τοποθετηθεί σε ένα μαγνητικό
πεδίο, απορροφά σε συχνότητα που είναι χαρακτηριστική του ισότοπου.
Η συχνότητα συντονισμού, η ενέργεια της απορρόφησης και η ένταση του σήματος, είναι
ανάλογα της ισχύος του μαγνητικού πεδίου. Π.χ. σε ένα μαγνητικό πεδίο 21 Τέσλα, τα
πρωτόνια συντονίζονται στα 900MHz. Συχνά αναφέρεται ένας μαγνήτης 21Τ ως
μαγνήτης 900 MHz.

χημική μετατόπιση

Ανάλογα με το τοπικό χημικό περιβάλλον, διαφορετικά πρωτόνια ενός μορίου,


συντονίζονται σε ελαφρώς διαφορετικές συχνότητες. Εφόσον η μετατόπιση συχνότητας
και η θεμελιώδης συχνότητα συντονισμού είναι ανάλογες της ισχύος του μαγνητικού
πεδίου, η μετατόπιση μετατρέπεται σε ένα ανεξαρτήτως πεδίου, χωρίς διαστάσεις
ποσοστό που ονομάζεται χημική μετατόπιση.
Η χημική μετατόπιση αναφέρεται σαν σχετική μέτρηση από κάποιες συχνότητες
συντονισμού αναφοράς (οι πυρήνες 1H, 13C και 29Si, TMS (tetramethylsilane)

χρησιμοποιούνται συνήθως σαν αναφορές).

1H-NMR φάσμα της αιθανόλης

Γ.Α.Καρίκας
215

Για το 1H-NMR φάσμα της αιθανόλης (CH3CH2OH), το αναμενόμενο αποτέλεσμα θα ήταν


τρία συγκεκριμένα σήματα για τρεις συγκεκριμένες χημικές μετατροπές : ένα για την
ομάδα CH3, ένα για την ομάδα CH2 και ένα για την ομάδα ΟΗ. Μία τυπική ομάδα CH3
έχει μετατόπιση περίπου 1ppm, η ομάδα CH2 συνδεδεμένη με ΟΗ έχει μετατόπιση
περίπου 4ppm και η ομάδα ΟΗ έχει μετατόπιση περίπου 2-3ppm, ανάλογα με τον
διαλύτη που χρησιμοποιήθηκε.
Το μέγεθος και το σχήμα των κορυφών είναι επίσης δείκτες της χημικής δομής. Στο
παραπάνω παράδειγμα, η κορυφή του CH3 θα είναι 3 φορές μεγαλύτερη από την ΟΗ.
Ομοίως, η κορυφή CH2 θα είναι δύο φορές πιο μεγάλη από τη ΟΗ και μόνο 2/3 του
μεγέθους της κορυφής του CH3.

Η ολεολακτόνη δίνει το παρακάτω φάσμα.

Φάσμα NMR oλεολακτόνης

3. Φασματοσκοπία συσχετισμού
(Correlation spectroscopy- COSY)

Η φασματοσκοπία συσχετισμού είναι ένα από τα πολλά είδη δυσδιάστατου πυρηνικού


μαγνητικού συντονισμού (2-D NMR). Άλλοι τύποι 2-D NMR είναι η J-φασματοσκοπία (J-
spectroscopy) , η φασματοσκοπία ανταλλαγής (exchange spectroscopy- EXSY) και η
nuclear overhauser effect φασματοσκοπία (NOESY).
Το φάσμα της δυσδιάστατης NMR παρέχει περισσότερες πληροφορίες για το μόρια, απ’
ότι το φάσμα της μονοδιάστατης NMR και είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τον καθορισμό της
δομής ενός πιο πολύπλοκου μορίου.

Ένα δυσδιάστατο NMR πείραμα περιλαμβάνει μία σειρά από μονοδιάστατα πειράματα.
Κάθε πείραμα αποτελείται από μία σειρά από παλμούς συχνοτήτων με ενδιάμεσες

Γ.Α.Καρίκας
216

περιόδους καθυστέρησης. Ο χρόνος, οι συχνότητες και η ισχύς αυτών των παλμών


ξεχωρίζουν τα πειράματα μεταξύ τους.
Κατά την διάρκεια κάποιων καθυστερήσεων, ο πυρήνας περιστρέφεται ελεύθερα για
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που είναι γνωστό σαν χρόνος εξέλιξης. Οι συχνότητες
του πυρήνα ανιχνεύονται μετά τον τελευταίο παλμό. Με την αύξηση του χρόνου
εξέλιξης, συλλέγονται δυσδιάστατες πληροφορίες που προέρχονται από μία σειρά
μονοδιάστατων πειραμάτων.

Φάσμα COSY oλεολακτόνης

Η εφαρμογή της NMR σε πρωτεΐνες είναι πολύ σημαντική στη δομική βιολογία. Ένας
κοινός στόχος αυτών των ερευνών είναι η λήψη υψηλής ποιότητας τρισδιάστατων δομών
μίας πρωτεΐνης, παρόμοια με τη χρήση της κρυσταλλογραφίας με τη χρήση ακτινών Χ.
Σε αντίθεση με την κρυσταλλογραφία με ακτίνες Χ, η NMR περιορίζεται σε σχετικά μικρές
πρωτεΐνες, συνήθως μικρότερες από 35 kDa, αν και τεχνικές καινοτομίες επιτρέπουν τη
λύση μεγαλύτερων δομών. Η φασματοσκοπία NMR είναι συνήθως ο μόνος τρόπος για τη
λήψη υψηλής ποιότητας πληροφοριών για εν μέρει ή ολόκληρες αδόμητες πρωτεΐνες.

Φάσμα NOESY oλεολακτόνης

Γ.Α.Καρίκας
217

4. Φασματομετρία με υπέρυθρες (Infrared Spectroscopy –IR )

Η φασματομετρία υπερύθρων είναι μια από τις πιο κοινές φασματοσκοπικές τεχνικές
που χρησιμοποιούνται στην Οργανική και στην Ανόργανη χημεία.

Πρακτικά, αφορά την μέτρηση της απορρόφησης διαφορετικών υπέρυθρων συχνοτήτων


ενός δείγματος που περνά από αχτίδα υπέρυθρου φωτός. Τα μόρια απορροφούν
συγκεκριμένες ακτινοβολίες, που είναι χαρακτηριστικές για τη δομή τους.

Αυτή η απορρόφηση είναι συχνότητα συντονισμού, δηλαδή η συχνότητα της


απορροφούμενης ακτινοβολίας ταιριάζει με τη συχνότητα του δεσμού της ομάδας που
δονείται.

Το φάσμα του δείγματος καταγράφεται με το πέρασμα μίας ακτίνας υπέρυθρης


ακτινοβολίας από το δείγμα. Η εξέταση του εξερχόμενου φωτός αποκαλύπτει το πόση
ενέργεια έχει απορροφηθεί σε κάθε μήκος κύματος.

Αυτό μπορεί να γίνει με την εκπομπή μονοχρωματικής ακτίνας, που αλλάζει μήκος
κύματος κατά τη διάρκεια του πειράματος, ή με τη χρήση ενός Fourier transform
οργάνου, το οποίο μετρά όλα τα μήκη κύματος ταυτόχρονα.

Από αυτό μπορεί να παραχθεί το φάσμα απορρόφησης ή μετάδοσης, το οποίο δείχνει σε


ποιο μήκος κύματος απορρόφησε το δείγμα. Η ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών
απορρόφησης αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τη μοριακή δομή του δείγματος.

5. Κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ (Χ-Ray Crystallography)

Η κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ είναι μια μέθοδος καθορισμού της διάταξης των ατόμων
σε ένα κρύσταλλο, από τον οποίο περνά μια δέσμη ακτίνων Χ και διαθλάται προς πολλές
συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Από την γωνία και την ένταση αυτών των διαθλώμενων δεσμών, ένας κρυσταλλογράφος
μπορεί να παράγει τρισδιάστατη εικόνα της πυκνότητας των ηλεκτρονίων μέσα στον
κρύσταλλο.

Από την πυκνότητα των ηλεκτρονίων, μπορούν να καθοριστούν οι μέσες θέσεις των
ατόμων στον κρύσταλλο, όπως επίσης οι χημικοί δεσμοί τους και διάφορες άλλες
πληροφορίες.

Γ.Α.Καρίκας
218

Η μέθοδος επίσης αποκάλυψε την δομή και την λειτουργικότητα πολλών βιολογικών
μορίων, συμπεριλαμβανομένων των βιταμινών, των φαρμάκων, των πρωτεϊνών και των
νουκλεϊκών οξέων, όπως το DNA.
Η κρυσταλλογραφία με ακτίνες Χ είναι ακόμα η κύρια μέθοδος χαρακτηρισμού ατομικών
δομών νέων μορίων, καθώς και διαχωρισμού υλικών που με άλλες μεθόδους φαίνονται
ίδια. Οι κρυσταλλικές δομές μπορούν να αποκαλύψουν πληροφορίες για ασυνήθεις
ηλεκτρονικές ή ελαστικές ιδιότητες ενός υλικού, να εμφανίσουν τις χημικές
αλληλεπιδράσεις καθώς και να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον σχεδιασμό
φαρμακευτικών προϊόντων κατά των ασθενειών.

Διαδικασία σχηματισμού μοριακής δομής με κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ


Χρωματογραφικά και Φασματικά δεδομένα της Μορφίνης

Γ.Α.Καρίκας
219

Χρωματογραφικά και φασματικά δεδομένα μορφίνης. Δοξορουβικίνης

Στερεοχημική δομή μορφίνης

HPLC μορφίνης

IR Φάσμα μορφίνης

Γ.Α.Καρίκας
220

UV-Vis Φάσμα μορφίνης

MS Φάσμα μορφίνης

H1-NMR μορφίνης

Γ.Α.Καρίκας
221

C13-NMR μορφίνης

MS φάσμα δοξορουμπικίνης

Γ.Α.Καρίκας
222

Το σύνολο των χρωματογραφικών και φασματοσκοπικών αναλυτικών μεθόδων, που


χρησιμοποιεί η φαρμακογνωσία για τον χαρακτηρισμό μιας νέας χημικής δομής,
συνοψίζονται, στο σχήμα:

Σύνοψη αναλυτικών μεθόδων

Γ.Α.Καρίκας
223

ΒΙΟΜΕΘΟΔΟΙ

Οι βιομέθοδοι είναι ένα πολύ σημαντικό στάδιο για την αξιολόγηση της φαρμακολογικής
δράσης των φυτικών εκχυλισμάτων (bioactivity guided fractionation), η οποία
ακολουθείται μετά την αναγνώριση των ουσιών.

Κλασματικός έλεγχος/πιστοποίησης βιοδραστικότητας

Στα αρχικά στάδια, in vitro εξετάσεις προηγούνται από in vivo έρευνες που
περιλαμβάνουν ζωϊκά μοντέλα. Αυτή η απόφαση βασίζεται συνήθως σε επιστημονικά,
οικονομικά και ηθικά διλήματα.
Υπάρχουν πολλοί τύποι φαρμακολογικών δοκιμών. Είναι εξειδικευμένοι για βακτήρια,
μύκητες, πρωτόζωα, εντερικά παράσιτα, ιούς κτλ.
Η δραστικότητα των ουσιών έναντι προβλημάτων υγείας όπως ο καρκίνος και η φλεγμονή
συνήθως προκύπτει ενώ έχει κριθεί η επίδρασή τους σε φυσιολογικά και ανατομικά
συστήματα, όπως το αναπαραγωγικό, η πέψη κ.α.

Οι πιο συχνές δοκιμές αφορούν την αντιβακτηριακή ιδιότητα των ουσιών, όπου
καλλιεργούνται βακτήρια σε άγαρ σε τρυβλία Petri μεσαίου μεγέθους.
Όταν μετρώμενη ποσότητα φυτικού εκχυλίσματος τοποθετηθεί σε χάρτινα δισκία στην
επιφάνεια του εμβολιασμένου με βακτήρια υπό άσηπτες συνθήκες άγαρ, έπειτα από 18-
24h εμφανίζονται κύκλοι γύρω από τα δισκία, που είναι ελεύθεροι από βακτήρια. Το
γεγονός αυτό υποδεικνύει την ανασταλτική ιδιότητα του εκχυλίσματος. Ομοίως, η
τεχνική μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μύκητες.

Η εξέλιξη στους τομείς της γενετικής, της μοριακής βιολογίας, της βιοπληροφορικής και
σε τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της δομής των φυτικών
μεταβολιτών είναι πολύ σημαντική.

Γ.Α.Καρίκας
224

Τα ζωϊκά μοντέλα αντικαθίστανται με τον έλεγχο σε κυτταρικές καλλιέργειες, γεγονός


που οδηγεί στη χρήση μικρότερων ποσοτήτων ουσιών και στην συγκομιδή πληροφοριών
σε κυτταρικό επίπεδο. Αυτό μπορεί μόνο να οδηγήσει στην εκτενέστερη έρευνα για τα
φαρμακευτικά φυτά.

Διαδικασία απομόνωσης και προκλινικής ανακάλυψης και αάπτυξης νέων φαρμάκων


από φυσικές πηγές

Παραδείγματα βιολογικών ελέγχων:

 Αντιμυκητησιακή, αντιική δράση


 Αντιβακτηριακή δράση
 DNA ενδοπαρεμβολές (intercalation)
 NF-κB (πυρηνικός μεταγραφικός παράγοντας)
 iNOS (inducible nitric oxide synthase)
 COX (κυκλοοξυγενάση)
 οξειδωτικού stress
 κυτοτοξικότητας (Artemia salina, potato disc, cell lines)
 κινόνη αναγωγάση
 ιστόνη αποακετυλάση, κ.α.

Γ.Α.Καρίκας
225

Παραδείγματα:

Τα βιοδραστικά συστατικά των μπαχαρικών, έχουν μελετηθεί για πληθώρα βιολογικών


δράσεων:

Σύνοψη βιολογικών δράσεων μπαχαρικών (spices)

Συστατικά του ροδιού, έχουν βρεθεί να κατέχουν ενδιαφέρουσες αντιοξειδωτικές,


αντιφλεγνονώδεις και αντικαρκινικές ιδιότητες.

Εφαρμογή βιομεθόδων

Γ.Α.Καρίκας
226

Ο μηχανισμός της αντιοξειδωτικής δράσης των φλαβονοειδών πιστοποιείται από τα


δομικά χαρακτηριστικά του μορίου, που δεσμεύει τις ελεύθερες ρίζες:

Μηχανισμός αντιοξειδωτικής δράσης φλαβονοειδών (πολυφαινολών)

Οι φυσικοχημικές ιδιότητες των φαρμακομορίων, ως πολύπλοκα οργανικά μόρια με


πολλές λειτουργικές ομάδες, σε συνδυασμό με αντιδράσεις απλής χημικής
παραγωγοποίησης τους και διάσπασης, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό
νέων αναλυτικών μεθόδων, που συμβάλλουν τόσο στην αποκάλυψη των χημικών δομών
τους, όσο και στη μελέτη των πιθανών βιολογικών τους δράσεων, με απώτερο στόχο την
ανακάλυψη νέων φαρμακομορίων.

Γ.Α.Καρίκας
227

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Drugs of Natural Origin: A Treatise of Pharmacognosy, Sixth Revised Edition, G.


Samuelson and L. Bohlin, Swedish Pharmaceutical Press, and a Greek translation
of an older edition, published by The University Press of Crete, 2010

2. Medicinal natural products a biosynthetic approach 3rd ed. Paul M. Dewick.


Published by Wiley, 2008.

3. Fundamentals of pharmacognosy and phytotherapy. M. Heinrich, J. Barnes, S.


Gibbons, E. Williamson Ed. Churchill Livingstone- London, 2006.
4. Pharmacognosy. G.E.Trease and W.C. Evans. 12th edition, Bailliere Tindall, 1983.
5. Φυτά με Φαρμακολογικές Ιδιότητες. Σύγχρονες Φυτοθεραπευτικές Δυνατότητες.
Χ. Τεσσερομμάτη. Εκδόσεις Σπανός, 2016.
6. Επίκαιρα θέματα Φαρμακολογίας. Μ.Βενετίκου, Γ. Ιατράκης, Γ.Α.Καρίκας.
Εκδόσεις Ζεβελεκάκη, 2014.
7. Εφαρμοσμένη Βιοχημεία. Γ.Α.Καρίκα. Εκδόσεις Οδυσσέας, 2012.
8. Ειδικά Θέματα Χημείας Βιοδραστικών Φυσικών Ενώσεων. Γ.Α.Καρίκα. Β Εκδοση,
Frederick University Notes, Cyprus, 2019.
9. Μαθήματα Φαρμακογνωσίας. Γ.Α.Καρίκα. Β Εκδοση. Εγκεκριμμένο Βοήθημα
Υπουργείου Παιδείας (Πράξη 57/83)
10. Ameenah Gurib-Fakim, ‘’Medicinal plants : Traditions of yesterday and drugs of
tomorrow’’, Molecular Aspects of Medicine ,27, 1–93, 2006.
11. Daniel S. Fabricant and Norman R. Farnsworth, ‘’The value of plants used in
traditional medicine for drug discovery’’, Enviromental health perspectives, 109,
69-75, 2001.
12. Karikas, G.A. Anticancer and chemopreventing natural products: Some
biochemical and therapeutic aspects. Journal of B.U.ON. 15 (4), 627, 2010
13. Olivier Potterat, Matthias Hamburger. ‘’ Drug discovery and development with
plant-derived compounds’’, Progress in Drug Research, 65, 47-118, 2008.
14. “Τα Φαρμακευτικά Βότανα της Ελλάδας», Εκδόσεις Μ Μακρή
15. “Πλήρεις Οδηγίες Φαρμακευτικών Βοτάνων», Εκδόσεις Γιαλλέλη

Γ.Α.Καρίκας
228

16. “Θεραπευτικά Βότανα», Εκδόσεις Στρουμπούκη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ορισμός αντικειμένου, 2
Παραδοσιακά φάρμακα, 2
Τα βασίλεια της ζωής, Οργάνωση φυτικού οργανισμού, 3
Φυσικά προιόντα-μεταβολίτες, 4
Χρηστική αξία των φυτών (γενικά), 8
Αρωματικά φυτά-Χημεία αρωμάτων, 10
Συστατικά αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, 11
Αιθέρια έλαια/Νοθείες, 12
Φαινολικά παράγωγα/φλαβονοειδή, 12
Τερπένια, 14
Αλκαλοειδή, 16
Τροφές-Ποτά κ.α., Συμπληρώματα διατροφής 18
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΘΝΟΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ, 19
ΦΑΡΜΑΚΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ -ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ, 23
ΔΡΟΓΕΣ, 26
Μορφές χορήγησης, 28
Οδοί χορήγησης, 29
Δυσκολίες χρήσης φυσικών προϊόντων, 30
(υψηλό κόστος της έρευνας, οικολογικούς ενδοιασμούς, αυξημένη ζήτηση, τοξικότητα,
νοθείες, μικροβιακή μόλυνση)
Τρόπος επιλογής φυτού, 33

ΠΡΟΚΛΙΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ, 35


(Φάσεις 0-IV)
Κλινικές μελέτες στην Ελλάδα, 39

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ, 40


Ποιότητα και Ασφάλεια Φυτικών Φαρμακευτικών προϊόντων,45

ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ, 46
Φυσικά αντιοξειδωτικά, 48

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΧΛΩΡΙΔΑ, 49

Γ.Α.Καρίκας
229

ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ/ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ, 52

ΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ, 54


Αγριοτριανταφυλλιά, Αδράκλα, Αλθαία, Αλόη, Βαλεριάνα, Βασιλικός, Βερόνικα, Γκίνγκο,
Γκινσένγκ, Γλυκύριζα, Δακτυλίτιδα, Δάφνη, Δενδρολίβανο, Δίκταμο, Ευκάλυπτος,
Ελαιόλαδο, Εχινάτσια, Θρούμπι, Θυμάρι, Ιπποφαές, Ιτιά, Καλεντούλα, Κιννάμωμο,
Κνίδη, Κουμαριά, Κράταιγος, Κορίανδρος, Κρόκος, Λυκίσκος, Μελισσόχορτο, Μέντα,
Mοσχοκαρυδιά, Παιωνία, Πασσιφλόρα, Πικραλίδα, Πρόπολη Ρίγανη, Ροδιά, Σαμπούκος,
Σκόρδο, Σίλυβο, Υπερικόν, Τσάι του Βουνού, Φασκόμηλο, Χαμομήλι, Zea Mays

Αλλα φαρμακευτικά φυτά με θετικές μονογραφίες, 116

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, 116


Συγχορήγηση συμπληρωμάτων με φάρμακα, 118

ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΔΡΟΥΝ ΣΤΟ ΚΝΣ, 119


Ερυσιβώδης όλυρα, Papaver somniferum, Cannabis indica, Erythroxylon cocca, Νέες
ψυχοδραστικές ουσίες

ΒΙΟΔΡΑΣΤΙΚΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΑΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ, 134


Καρκίνος, 134
Τύποι λευχαιμιών, 135
Αντικαρκινικά φάρμακα, 136
Θεραπευτικές χρήσεις κυτοκινών-μονοκλωνικά αντισώματα, 138
Φυτά με αντικαρκινικά φυσικά προιόντα, 139
Catharanthus Roseus, Podophyllum peltatum, Taxus Brevifolia, Ochrosia Elliptica,
Camptotheca acuminata, Combretum Caffrum, Brucea antidysenterica, Euphoria peplus,
Cephalotaxus harringtonii, Maytenus serrata, αναστολείς πρωτεοσώματος, νέα
εγκεκριμένα αντικαρκινικά φυσικά/παράγωγα προιόντα, νέα ελπιδοφόρα προιόντα,
κυτταρική μηχανισμοί επιδιόρθωσης DNA
Φυτά με ανθελονοσιακά φυσικά προιόντα, 156
Artemisia annua, Quillaja saponaria, Strychnos myrtoides
Φυτά με αντιϊική δράση, 162
Calophyllum lanigerum, C. teysmanii, Homalanthus nutans, Syzigium claviflorum,
Artocarpus lacoocha, Mosla scabra
Φυτά με αντιασθματική δράση, 165
Ephedra sinica
Φυσικά προιόντα για τη νόσο Αλτσχάιμερ, 166
Huperzia serrata, Galanthus woronoii
Αντιδιαβητικά φυτά, 167
Εκλεκτικοί αναστολείς των SGLT2, 168
ΤΟΞΙΚΑ ΑΛΚΑΛΟΕΙΔΗ ΠΥΡΡΟΛΙΖΙΔΙΝΗΣ, 170

Γ.Α.Καρίκας
230

ΦΥΤΟΘΕΡΑΠΕΊΑ, 173
Αλληλεπιδράσεις φυτοχημικών συστατικών με τα φάρμακα, 174
Επίδραση στη φαρμακοδυναμική/φαρμακοκινητική, 175
Επίδραση των φυτών στα ηπατικά ένζυμα του κυτοχρώματος (CYP), 177

ΤΟΞΙΚΑ ΦΥΤΑ, 183

ΒΙΟΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΛΙΠΟΦΙΛΩΝ ΜΟΡΙΩΝ, 186

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑ, 188

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑ, 196

ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ, ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ, ΧΗΜΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ


ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

Εκχύλιση (είδη), 196

Μέθοδοι απομόνωσης, 204


(Χρωματογραφία λεπτής στιβάδας, Υγρή χρωματογραφία στήλης, Υγρή χρωματογραφία
υψηλής απόδοσης, UPLC, Συνδυασμός HPLC με φασματομετρία μαζών, Αέρια
χρωματογραφία, Χρωματογραφία αποκλεισμού μεγέθους)

Μέθοδοι χημικής ταυτοποίησης, 211


(Φασματομετρία μαζών, Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός, Φασματοσκοπία
συσχετισμού, Φασματομετρία με υπέρυθρες, Κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ)

Χρωματογραφικά και Φασματικά δεδομένα μορφίνης, δοξορουμπικίνης, 219


Σύνοψη αναλυτικών μεθόδων

ΒΙΟΜΕΘΟΔΟΙ, 223
Παραδείγματα βιολογικών ελέγχων, 224

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, 227

Γ.Α.Καρίκας
231

Γ.Α.Καρίκας

You might also like