Professional Documents
Culture Documents
Michel Borwicz - Γραφτά Των Μελλοθάνατων Από Τη Ναζιστική Κατοχή-ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ
Michel Borwicz - Γραφτά Των Μελλοθάνατων Από Τη Ναζιστική Κατοχή-ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ
ΓΡΑΦΤΑ
ΤΩΝ ΜΕΑΑΟΘΑΝΑΤΩΝ
ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ
ΚΑΤΟΧΗ
(1 9 3 9 - 1 9 4 5 )
Κυκλοφορούν
από τις έκδόσεις Μπουκουμάνη
καί στή σειρά Πολιτικά Κριτικά Κείμενα
Ζάχ Σαντουλ
Η ΕΠ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΤΩΝ Μ Π Ο Α Σ Ε Β ΙΚ Ω Ν
Ματίλντ Νιέλ
Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η Τ Ο Υ Μ ΑΡ Ξ ΙΣΜ Ο Υ
Τζών Λιουις
Ο Μ ΑΡ Ξ ΙΣΜ Ο Σ Τ Ο Υ ΜΑΡΞ
”Εριχ Φρόμ
Η ΕΙΚ Ο Ν Α
Τ Ο Υ Α Ν Θ ΡΩ Π Ο Υ Σ Τ Ο Ν Μ ΑΡΞ
Τίτλος πρωτοτύπου:
Ecrits des condamnés à mort
sous Γ occupation nazie (1939 - 1945)
Διόρθωση: Έ φη Πετρακάκη
Boukoumanis Editions
1 Mavromikhali st., Athens 143, Greece
Tel.3618-502, 3606-313
Περιεχόμενα
Πρόλογος...................................................................... 7
Εισαγωγή...................................................................... 15
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ................................. 155
10. Γενική έπισκόπηση όλων τών κειμένων πού
διασώθηκαν καί συγκεντρώθηκαν.................. 157
11. Ή γλώσσα τών καταδίκω ν.............................. 161
12. Στοιχειώδεις τύποι μηνυμάτων........................ 177
13. «Εμείς» καί οί «νΑλλοι» στά κείμενα
τών καταδικασμένων.................................... 215
14. Θέματα.......................................................... 245
15. Εξέλιξη στη στάση τών κρατούμενων καί
διασταύρωση τών εποικοδομημάτων......... 267
16. 'Αλλες πλευρές τών κειμένων.................... 287
7
τήν έπιστημονική εργασία τά συγκινησιακά στοιχεία πού
βρήκε μέσα στά γραφτά των ίδιων των θυμάτων ή στις
μαρτυρίες αυτών πού επέζησαν άπό τά στρατόπεδα συγ-
κεντρώσεως, συγκεντρωμένα όλα σέ εκδόσεις, όπως «La
Tragédie de la déportation». Θά άνακαλύψει πρώτα πρώτα
τό γενικό καί πηγαίο χαρακτήρα τού κοινωνικού φαινόμε
νου πού χαρακτηρίζεται άπό τήν επιθυμία τών μελλοθάνα
των, άπό τούς άπλοϊκούς ανθρώπους ώς τούς πιό καλλιερ
γημένους, νά μή φύγουν άπ' τή ζωή, χωρίς νά στείλουν ενα
ύστατο μήνυμα σ ’ όσους έπ.ζήσουν μετά τόν πόλεμο.
Μιά τέτοια επιθυμία εκδηλώθηκε βέβαια μέσα σέ διά
φορα κοινωνικά πλαίσια καί συνθήκες. 'Ο συγγραφέας
προσπάθησε νά έπισημάνει τήν περίπτωση πού ένας άν
θρωπος, άτομικά καταδικασμένος, νιώθει τήν άνάγκη νά
γράφει μέσα στήν αιχμαλωσία ή τή μοναξιά τού κυνηγημέ
νου, τίς περιπτώσεις άνθρώπων πού πρόκειται νά έκτελε-
στοϋν ομαδικά, όπως π.χ. οι εξόριστοι Γάλλοι, Νεοζηλαν-
δοί ή Πολωνοί στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή οι
'Εβραίοι, κλεισμένοι στά γκέτο τής Βαρσοβίας ή τής Βίλ
νας. νΑν, άπ’ τήν άλλη πλευρά, ή έμπνευση υλοποιήθηκε σ ’
επικίνδυνες πάντα περιστάσεις, μπροστά σ ’ ëvav εχθρό
πού ή βάρβαρη καί υποκριτική συμπεριφορά του ξεσή
κωσε άμέσως άντιόράσεις (εκδικητικούς λίβελους, άστεϊ-
σμούς καί ειρωνικές περιγραφές, σάτιρες, περιφρόνηση,
κλπ.), ή άνάλυση τών μηνυμάτων πού άφησαν τά θύματα
«τής φυλής τών κυριάρχων», άποκαλύπτει μιάν εξαιρετική
ποικιλία μορφών: τά τελευταία λόγια πού συγκράτησε
ένας άκροατής, λακωνικές επιγραφές στούς τοίχους, γράμ
ματα πού φτάσανε κρυφά σέ συγγενικά πρόσωπα, τραγού
δια πού συγκέντρωσαν καί διέδωσαν οι σύντροφοι στόν
πόνο, κείμενα ή ποιήματα καταγραμμένα άπό φίλους σέ
σίγουρο μέρος κλπ.
Παρακολουθούμε μέ άμείωτη πάντα τήν προσοχή μας τίς
παρατηρήσεις τού συγγραφέα πάνω στή γλώσσα πού χρη
σιμοποιούν τά θύματα, επηρεασμένη έντονα άπό τή
γλώσσα τών δήμιών τους καί τού περιβάλλοντος τους.
8
5Αποκομμένοι μ ’ ένα αγεφύρωτο χάσμα άπ’ τό παρελθόν
τους, οί λιγότερο μορφωμένοι άνάμεσά τους φαίνεται νά
δέχονται μέ απλότητα όλα όσα μπορούσε νά τούς προσφέ
ρει ή μικρή πολιτιστική περιουσία τού στενού τους περι
βάλλοντος, ενώ οί διανοούμενοι πού βρέθηκαν ξαφνικά
μπροστά στίς π ιό δραματικές καταστάσεις, δείχνουν τήν
τάση γιά άμεσότητα, απλότητα καί συντομία. Ιδιαίτερα τά
παιδιά - γιατί υπάρχουν πολλά γραφτά παιδιών πού ήταν
θύματα ή μάρτυρες τής άγωνίας τών δικών το υ ς - εκφρά
ζονται μ αυτό τόν άφελή καί λιτό ρεαλισμό, τόν τόσο
συναρπαστικό. Αυτό όμως πού θά έντυπωσιάσει περισσό
τερο τόν άναγνώστη, δέν είναι τόσο ή λογοτεχνική πλευρά
τών γραφτών τών καταδικασμένων σέ θάνατο, όσο ή ψυ
χολογία τους, τά κίνητρά τους, οι ηθικές τους εξάρσεις καί
άκόμα περισσότερο, ή άξια τής μαρτυρίας τους γιά τήν
ανθρωπότητα.
'Ο Μπόρβιτς, πού έχει ήδη έκδώσει μ ’ εύλάβεια άνθολο-
γίες ποιημάτων τού στρατοπέδου καί τού άντάρτικου καί
άναμνήσεις άπ’ τό φριχτό στρατόπεδο τού Ζάνοβ, πραγμα
τικό «πανεπιστήμιο τών δήμιων», βρήκε, γιά νά περιγρά
φει τήν κατάσταση τών θυμάτων καί γιά νά άποδώσει τό
νόημα τών τελευταίων τους γραφτών, τονισμούς πού μαρ
τυρούν εμβάθυνση καί λεπτή προσέγγιση, όπως άξίζει στή
μνήμη τών θυμάτων.
Χάρη σ ’ αυτόν νιώθουμε πώς ό άνθρωπος πού άπωθή-
θηκε ως τά οριακά σημεία της μοίρας του, βρήκε μέσα στό
γραπτό λόγο τό τελευταίο όχυρό ενάντια στή μοναξιά τής
άποσύνθεσης. Θέλησε νά παλέψει τόν έξευτελισμό πού τού
επέβαλαν, νά εξισορροπήσει τόν κοινωνικό του ύποβιβα-
σμό, νά ρωτήσει τή συνείδησή του, νά διαλευκάνει μπρο
στά στά ίδια του τά μάτια τίς βαθύτερες αιτίες τής συμπε
ριφοράς του καί τούς υψηλότερους στόχους τής θρησκευ
τικής του πίστης ή τού άνθρωπιστικού του ιδανικού.
Καί δέν υπάρχει, μπορούμε νά πούμε, γραφτό πού νά
μήν έπιδιώκει νά έκφράσει καί παράλληλα νά μεταδώσει
στούς σύγχρονους καί μελλοντικούς άνθρώπους μιάν άλη-
9
θινή μαρτυρία. ’Ακριβής καταγραφή των γεγονότων δια
μαρτυρία ενάντια στό όργανωμένο άπ' τούς φονιάδες ψέ
μα, συστηματοποίηση των δεδομένων καί έκλεπτύνσεις
απαράμιλλες■ άποστροφή γιά ό,τι άνάξιο, τεχνητό ή επι
φανειακό· ύπενθύμιση σ ’ όσους έπέζησαν πώς είναι καθή
κον τους νά νικήσουν τις δυνάμεις τον κακού, γιά νά άπο-
δώσουν δικαιοσύνη καί νά προετοιμάσουν μιά καλύτερη
μοίρα γιά τό ανθρώπινο είδος. Αύτά είναι τά ουσιαστικά
χαρακτηριστικά ά π ’ όπου άναδύεται τό νψιστο μάθημα
τής άλήθειας ά π ’ τό στόμα αυτών των «μαρτύρων», πού ό
Πασκάλ εξύμνησε τή θυσία καί τήν άξιοπιστία τους.
. ’Εμείς πού επιβιώσαμε, πρέπει μέ ταπεινοσύνη καί δέος
νά προσηλωθούμε σ ’ αυτό τό μεγάλο μάθημα. Ξέρουμε
πολύ καλά, άλίμονο! πώς ή δικαιοσύνη δέν άποκαταστά-
θηκε τελείως, ούτε κάν άρκετά τήν επόμενη τού Δεύτερου
Παγκόσμιου πολέμου.
Πολύ συχνά τό θύμα έμεινε υποβιβασμένο, ενώ ό φο
νιάς, κλονισμένος πρός στιγμή μέσα στήν έπαρσή τον, ξα-
νασήκωσε τό κεφάλι. Τό δηλητήριο πού μετέδωσε ό χιτλε
ρισμός, συνεχίζει νά επενεργεί καταστροφικά. Ή ανθρώ
πινη άξιοπρέπεια συχνά προπηλακίστηκε.
Μά αν νομίζει κανείς πώς οι νεκροί είναι νεκροί γιά
πάντα, γελάστηκε ευτυχώς. Γιατί τά λόγια καί τά γραφτά
αυτών τών νεκρών, πού πολλοί εξακολουθούν νά άγνοούν
καί άλλοι άμφισβητούν, επιδρούν στή συνείδηση έκείνων
πού τά γνωρίζουν καί μέσω αυτών διαμορφώνουν τήν
ιστορία. "Οσο δέν ξεχνιόνται, δέ θά είναι μάταιο τό πέρα
σμά τους!
Ο Μισέλ Μπόρβιτς άξίζει όλη τήν ευγνωμοσύνη μας γιά
τή συνεισφορά του στήν πάλη ενάντια στή λήθη καί γιατί
κατέδειξε τήν άντίθεση άνάμεσα στό άνοδικό άνθρώπινο
μεγαλείο καί τίς ευτελέστερες άναξιοπρέπειες· γιατί έκανε
νά άντηχήσουν μέσα στή Σορβόνη, προπύργιο τού πνεύμα
τος καί τού άνθρωπισμού, ή φωνή καί τά μηνύματα τών
μαρτύρων τής πιό ασυγχώρητης τραγωδίας.
Υπάρχουν σίγουρες ενδείξεις πού επιβεβαιώνουν τήν
10
ευγνωμοσύνη μας. Μακάρι νά μπορέσουμε στήν καθημε
ρινή μας ζωή νά απαντήσουμε με θετικές πράξεις στήν
έκκληση καί τήν έναγώνια άναμονή τόσων εκατομμυρίων
υπάρξεων πού θυσιάστηκαν!..
11
*Άνθρωποι, αδέρφια, που 0ά ’ρθετε μετά άπό μάς...
Φρανσουά Βιγιόν
νΑνταμ Μίκεβιτς
13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
16
νός; Γιατί άπ1 αυτό βγαίνει τό συμπέρασμα πώς ό κατα
χτητής τοποθέτησε τούς άνθρώπους, όχι μόνο άπέναντι σέ
χιλιάδες δήμιους καί στή συντριπτική φυσική του υπεροχή,
άλλα κι άπέναντι σ’ ένα «ήθικό» οικοδόμημα, μονολιθικό
καί χωρίς προηγούμενο, έντελώς άκατάληπτο γιά τά θύμα
τα, άλλά κατασταλαγμένο στή συνείδηση τών θυτών.
Διαπιστώσεις καθαρά ιστορικής φύσης δέ θά μπορούσαν
σέ καμιά περίπτωση νά πιάσουν τήν ουσία αυτών τών
φαινόμενων, ούτε καί τών άνθρώπινων εμπειριών πού
άκολούθησαν. Λέμε: εμπειριών. Γιατί μετά άπό τόσα πού
ειπώθηκαν γιά τά δεινά τού πολέμου, τά συναισθήματα
καί τίς σκέψεις πού προκάλεσαν, ένα γεγονός μένει πάντα
άναμφισβήτητο: έκατομμύρια άντρες καί γυναίκες, θέλον
τας καί μή, έζησαν εκείνη τήν έποχή, καταστάσεις πού
άκόμα καί σέ ιστορική κλίμακα, ήταν μοναδικές.
II
Στή δυτική Ευρώπη οί Γερμανοί άπέφυγαν τήν πολύ θεα
ματική σκληρότητα. Χρησιμοποίησαν τήν περίφημη χιτλε
ρική μέθοδο πού πρόβλεπε συνεχείς έπιθέσεις, περιορισμέ
νης έκτασης κάθε φορά, άλλά έντατικοποιημένες καί συγ
κεντρωτικές. Στόν τομέα πού μάς ένδιαφέρει, γιά έναν τέ
τοιο «συγκεντρωτισμό» καί μιά τέτοια «εντατικοποίηση»
διάλεξαν τήν Πολωνία. Οί λόγοι αύτής τής έκλογής ήταν
πολλοί καί διάφοροι. Στούς τόσους άλλους προστέθηκε κι
ή χρονική διαδοχή τών γεγονότων. Ή Πολωνία ήταν ή
πρώτη χώρα πού κατακτήθηκε μετά άπό ένοπλη σύγκρου
ση. Καθώς ή επικράτεια του τρίτου Ράιχ τή χώριζε άπό τή
Δύση, ή Πολωνία άντιπροσώπευε γιά τή Γερμανία ένα με
τόπισθεν καί μάλιστα άόρατο, προφυλαγμένο άπό τήν
άνεπιθύμητη περιέργεια τού έξω κόσμου. Ή ίδια ή χώρα,
λοιπόν, μετατράπηκε σ’ ένα τεράστιο έργαστήριο προσχε-
διασμένης έξόντωσης. Ή Πολωνία διατήρησε αυτό τό τρα
γικό προνόμιο ως τό τέλος τής Κατοχής. Έγινε στή συνέ-
18
Τό συνοπτικό πλάνο τής μελέτης μας είναι τό έξης: Τό
πρώτο μέρος έπιχειρεί νά διαγράψει τά κοινωνικά
πλαίσια. Τά κεφάλαια γιά τούς Πολωνοεβραίους άκο-
λουθεί μιά έκθεση πού άφορά τίς άλλες, μη εβραϊκές
κοινότητες, όπου χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα άπε-
χθεϊς τρόποι γιά τήν εξόντωση τών θυμάτων. Έγινε
ξεχωριστή μελέτη γιά τόν κόσμο τών στρατοπέδων
συγκεντρώσεως, έτσι ώστε νά φανούν: α) Τά διάφορα
είδη τών «φιλολογικών» φαινόμενων. 6) ΟΙ εκφραστι
κοί τρόποι πού διάλεξαν κρατούμενοι διαφόρων εθνι
κοτήτων. Τό πρώτο μέρος κλείνει μέ μιά έκθεση γιά
τίς προσπάθειες τών κρατούμενων, νά φτάσουν τά
γραφτά τους μετά θάνατο στόν άναγνώστη.
Τό δεύτερο μέρος άναλύει τά ίδια τά κείμενα. Μιά
γενική θεώρηση τών κειμένων πού διασώθηκαν καί
παρατηρήσεις πάνω στή γλώσσα τών κατάδικων, άπο-
τελούν ένα είδος εισαγωγής. Στή συνέχεια ή έρευνα
εξετάζει δυό ιδιαίτερα είδη: α) τίς επιγραφές στούς
τοίχους τής φυλακής, 6) τά τελευταία γράμματα τών
κατάδικων. Καί τέλος άσχολείται μέ τό ίδιο τό περι
εχόμενο τών κειμένων.
Τό τρίτο μέρος, άφιερωμένο στήν ερμηνεία τών κει
μένων, έπιδιώκει νά ρίξει φώς στίς διεργασίες πού
σχετίζονται μέ τήν ψυχολογία τού συγγραφέα τους
(άντισταθμίσματα, αύτοανάλυση, επαγγελματική
παραμόρφωση, κοινωνική άποκατάσταση) καί άκόμα
νά άναλύσει τή στάση πού κράτησαν οί διάφοροι συγ
γραφείς τών κειμένων άπέναντι στά φαινόμενα πού
έξετάζουμε. Γιά νά άποσπάσουμε τά άναγκαία στοι
χεία θά πρέπει, άλλοτε ευθύς εξαρχής κι άλλοτε στήν
πορεία, νά σταθούμε σέ μερικά ιδιαίτερα προβλήματα,
όπως: ή καταφυγή στήν παράδοση, τό λογοτεχνικό αι
σθητήριο τών μελλοθάνατων, τά γραφτά τών καταδι
κασμένων παιδιών κλπ.
19
Μέχρι σήμερα, άπ’ όσο ξέρουμε, κανένας δέν παρουσίασε
ούτε εξέτασε τό φαινόμενο πού μελετάμε. "Οσες έργασίες
υπάρχουν, τό άντιμετωπίζουν μέ προχειρότητα. Άναφέ-
ρονται σέ μεμονωμένα έπεισόδια. Οί περισσότερες ξεκι
νούν άπό την πρόθεση νά τιμήσουν εύλαβικά τά θύματα.
’Επειδή λοιπόν οί έρευνες είναι μέχρι τώρα υποτυπώδεις,
άναγκαζόμαστε πολύ συχνά νά εκθέτουμε τά γεγονότα, μ’
άλλα λόγια νά δίνουμε κάθε φορά τήν προτεραιότητα στήν
περιγραφή.
Χωρίς νά περιοριζόμαστε στίς ιδιομορφίες τους, τά
άντιμετωπίζουμε σάν καθολικά φαινόμενα. Μ’ αύτή τήν
έννοια ή μελέτη μας συνδέεται μέ τήν κοινωνιολογία.
Στή διάρκεια τών είκοσι χρόνων πού πέρασαν άπό τήν
πρώτη έκδοση τού βιβλίου αυτού, άνακαλύφθηκε ένας ση
μαντικός άριθμός χειρογράφων πού συνδέονται μέ τό θέμα
μας: χρονικά πού βρέθηκαν άκόμα καί μέσα στούς θαλά
μους άερίων καί τά κρεματόρια στό νΑουσβιτς-Μπιρ-
κενάου, τελευταία γράμματα Γάλλων άγωνιστών πού έκτε-
λέστηκαν στό Βερολίνο, έφημερίδες πού συντάχτηκαν μέσα
στά γκέτο ή στό ύπαιθρο καί ξαναβρέθηκαν, καιρό μετά
τόν πόλεμο, σέ διάφορα μέρη, γραφτά Γερμανών μελλοθά
νατων κλπ. Υπάρχουν άκόμα, πολυάριθμες δημοσιεύσεις
πού έγιναν σέ διάφορες χώρες μέ μαρτυρίες ή έπίσημα
ντοκουμέντα πού προσφέρουν συμπληρωματικά στοιχεία.
Ή έκδοση αύτή παίρνει ύπόψη της ο,τι σχετικό έκδόθηκε
ως τώρα.
20
Μέρος πρώτο
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ
1
23
δήποτε Γερμανό με στολή ή χωρίς στολή, γιά νά έξαναγ-
κάσει τούς περαστικούς νά κάνουν ευκαιριακές δουλειές.
Τις πιό πολλές φορές οί δουλειές αυτές δέν είχαν κανένα
πρακτικό ενδιαφέρον καί χρησίμευαν άποκλειστικά, σάν
πρόσχημα έξευτελισμών καί ταπεινώσεων. "Ολα αύτά δέν
ήταν γιά τούς κατοίκους τίποτα άλλο παρά ένα προκαταρ
κτικό βάφτισμα. Έδιναν στά θύματα νά καταλάβουν πώς
άπό κείνη τή στιγμή ήταν εκτεθειμένα κι άνυπεράάπιστά
καί τά άγαθά καί ή ζωή τους έξαρτιόνταν άπό τίς διαθέ
σεις, καλές ή κακές, τών «κυριάρχων».
Στόν τομέα πού μάς ενδιαφέρει: άραγε αύτά τά γεγο
νότα είχαν ήδη ώθήσει τούς άπλούς άνθρώπους νά γρά
ψουν καί κυρίως ν’ άναπτύξουν μιά λογοτεχνική δραστη
ριότητα, μετατρέποντάς τους έτσι σε συγγραφείς;
’Από αύτή τήν εποχή (πού γιά τίς δυτικές περιοχές τής
Πολωνίας τοποθετείται, όπως είδαμε, στό τέλος τού 1939
καί τίς άνατολικές άπό τά μισά τού 1941) έχουμε λίγα
κείμενα στή διάθεσή μας, άρκετές όμως λεπτομέρειες: Νά
μερικά σκόρπια παραδείγματα:
Ή πρώτη συνάντηση μέ τίς γερμανικές μεραρχίες στό
Ζάμοσκ, στό τέλος τού Σεπτέμβρη τού 1939: κατά τή δι
άρκεια άντιεβραϊκών εκδηλώσεων άπό τά στρατεύματα
τών νικητών, ένας άντρας, Εβραίος, προσπαθούσε νά πε
ράσει άνάμεσα άπ’ τό πλήθος γιά «νά δεί μέ τά ίδια του
τά μάτια» καί «νά ζήσει προσωπικά» τίς άκρότητες πού
γίνονταν, γιά νά μπορέσει νά τίς καταγράψει όσο τό δυ
νατό πιό πιστά. Γιά τήν ώρα σημειώνει στό χαρτί σύντομες
παρατηρήσεις. Έ χει τήν πρόθεση νά τίς άναπτύξει άργό-
τερα. Τό σχέδιό του δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί
άργότερα, όταν τίς σύγκρινε μέ άλλες πού άκολούθησαν,
τά γεγονότα πού άνέφερε καί πού στήν άρχή τά είχε κρίνει
άνήκουστα καί πρωτοφανή, μετά τά βρήκε άσήμαντα.
Είκοσι μήνες μετά τήν εισβολή τού γερμανικού στρατού
στά έδάφη πού υπάγονταν προηγούμενα στή Σοβιετική
Ένωση, οί σκηνές τών πρώτων ημερών έπαναλήφθηκαν
στήν άνατολική Πολωνία. ’Εδώ, άπό τήν πρώτη στιγμή.
24
διαδραματίζονται μέ τρόπο πολύ πιό αιμοχαρή. Στό Λβόφ,
πρωτεύουσα τών άνατολικών έπαρχιών, έγινε ένα πογκρόμ
σε μεγάλη έκταση. Θλιβερό κράμα κτηνωδίας καί μασκα
ράτας, παράτας, σαδισμού καί λεηλασίας. Οί τοπικές άρ-
χές, μεθυσμένες άπό την άποδοχή καί την υψηλή προστα
σία τών καινούργιων άρχών, βασανίζουν τόν έβραϊκό πλη
θυσμό μές στούς δρόμους καί τίς δημόσιες πλατείες.
Παράλληλα, εκατοντάδες θύματα μεταφέρονται πάνω σέ
φορτηγά, στό δάσος πού βρίσκεται στήν άκρη τής πόλης,
γιά νά πέσουν κάτω άπό τά βόλια τών Γερμανών στρατιω
τών. Μιά μέρα άπό κείνες, ένας βιοτέχνης, οικογενειάρχης,
χτύπησε τήν πόρτα τών γειτόνων του. Μέχρι τότε, είχε
άσχοληθεί μόνο μέ τή ραπτική. «Έγραψα ένα ποίημα»,
είπε. Μέ αυθόρμητη περιφρόνηση γιά τή γραμματική καί
γιά τήν έπαρση τής ποιητικής τέχνης, άπευθυνόταν παρόλα
αυτά στήν παγκόσμια συνείδηση.
Εκείνες τίς μέρες, παρουσιάστηκε άπροσδόκητα κι άλ
λος καινούργιος συγγραφέας, καθηγητής τής βοτανικής σέ
γυμνάσιο. Έγινε έξω φρενών μέ τά νέα τής πόλης. Στό
διαμέρισμά του δέ μπόρεσε νά βρεί ούτε μιά στιγμή γαλή
νη. 'Ύστερα βυθίστηκε σέ σκέψη. Έβγαλε άπό τό συρτάρι
έναν παλιό κατάλογο (όπου δίπλα στά ονόματα τών άλλο-
τινών μαθητών του υπήρχαν οί βαθμοί), έσκισε τά μετα
χειρισμένα φύλλα καί στήν πρώτη άγραφη σελίδα άρχισε
νά σημειώνει τά τρέχοντα γεγονότα. Προσπαθούσε πολύ
υπομονετικά νά κάνει μικρά γράμματα, νά μάθει νέα μέ
κάθε τρόπο καί νά τά διατυπώσει μέ φροντίδα καί περί
σκεψη. ’Αδυνατώντας γιά τήν ώρα νά καταλάβει τό νόημα
τής Ιστορίας, είχε τουλάχιστο άνακαλύψει γράφοντας τό
νόημα τής ύπαρξής τόυ.
Θά μπορούσαν νά γραφτούν πολλά παρόμοια παραδεί
γματα, δέ λένε όμως καί πολλά πράγματα. Εξάλλου θά
ήταν δύσκολο νά τά άπαριθμήσει κανείς. νΑν δούμε τή
μεταγενέστερη εξέλιξη τού φαινόμενου αυτού, τό μόνο πού
μάς μένει είναι νά θέσουμε ένα περιθωριακό έρωτημα:
Γιατί ή έννοια «τής παγκόσμιας συνείδησης» έπαναλαμβά-
25
νεται επίμονα διατυπωμένη σε κείμενα έκατοντάδων άν-
θρώπων, πού είχαν κάθε λόγο ν’ άμφιβάλλουν γιά την
ύπαρξή της; Ή άκόμα: όταν ό ράφτης θεώρησε ξαφνικά
άναγκαΐο νά γράφει ένα είδος μανιφέστου, γιατί διάλεξε
ειδικά την ποιητική μορφή;
Σχετικά μ αυτό τό φαινόμενο, πού συναντιέται στήν
πρώτη περίοδο τής Κατοχής, ή μεταπολεμική έρευνα2 δέν
έδωσε άξιόλογα άποτελέσματα. Οί άπαντήσεις πού δόθη
καν, συνοπτικές οί περισσότερες, μάς όδηγοΰν στό συμπέ
ρασμα ότι είχε γίνει αισθητή ή άνάγκη νά γράφονται επί
τόπου Χρονικά μ’ όσο τό δυνατό περισσότερη άκρίβεια.
Συχνά, ή άποψη αυτή διαμορφώθηκε σέ διαφορετικούς
τόπους καί χώρους. Τά άποτελέσματα τής ίδιας έρευνας
μάς όδηγοΰν στό συμπέρασμα πώς τά σχέδια αυτά σπάνια
πραγματοποιήθηκαν. Γιατί; Έδώ μπαίνει άλλο ένα ερώτη
μα. Οί ίδιες οί άπαντήσεις είναι πιό άποκαλυπτικές. Οί
περισσότερες μπορούν νά συνοψιστούν στά εξής:
1. «Δέν είχαν εκεί τό μυαλό τους».
2. Μετέθεταν τήν πραγματοποίηση τού σχεδίου πού
θεωρούσαν άναγκαίο σέ μέρες πιό ήσυχες καί πιό πρό
σφορες γιά πνευματικές δραστηριότητες.
3. «Γεγονότα σάν αυτά» δέ θά μπορούσαν ποτέ νά τά
ξεχάσουν, είχαν εμπιστοσύνη στή μνήμη τους.
Έμελλε όμως νά διαψευστούν άργότερα καί στά δυό.
Στήν άλυσίδα τών γεγονότων, ή εποχή τών πρώτων εκ
πλήξεων υπήρξε σχετικά σύντομη καί κατέληξε στή δη
μιουργία τών γκέτο. Ό σ α θύματα ήταν ικανά, θά τά συγ
κέντρωναν υποχρεωτικά σέ καθορισμένες περιοχές. Οί
άντιδράσεις, πού μέχρι τότε ήταν σποραδικές καί άγνωστο
τί έκταση είχαν, πλήθυναν κι έτσι έγιναν συγκεκριμένες,
έπιτρέποντας νά τίς έξετάσουμε στό σύνολό τους.
26
2
27
περιοριζόταν αντίστοιχα κι ό χώρος τού γκέτο· τά τείχη
στένευαν, γιά νά μή μείνει πολλή έκταση σ' έκείνους πού
γιά την ώρα είχαν μείνει ζωντανοί. Στίς άρχές τού 1943
π.χ., άπό τό γκέτο τής Βαρσοβίας είχαν άπομείνει μόνο
μερικοί χώροι άπομονωμένοι μεταξύ τους: 1) Τό «κεντρι
κό» γκέτο, 2) ό χώρος που ονομαζόταν εργαστήριο βουρ
τσών, 3) ό χώρος τών παραπηγμάτων καί 4) τό «μικρό»
}κέτο.
Τίς πιό πολλές φορές, ένα μόνο δωμάτιο τό μοιράζονταν
άρκετές οικογένειες κι επιπλέον άνθρωποι πού δέ γνωρί
ζονταν μεταξύ τους στό παρελθόν, άτομα μέ διαφορετικό
πνευματικό έπίπεδο, επάγγελμα καί συνήθειες, κι άπό
διαφορετικό πνευματικό κοινωνικό στρώμα. Έτσι, επικρα
τούσε ένα φοβερό άνθρώπινο άνακάτεμα, πού έπιδεινωνό-
ταν άπό τήν εξαθλίωση. Πολλοί κάτοικοι κυνηγήθηκαν
άπό τό προηγούμενο κατάλυμά τους, χωρίς νά μπορέσουν
νά πάρουν τίποτα μαζί τους. νΑλλοι πάλι έρχονταν άπό τίς
κωμοπόλεις τους. Πολλές φορές εξαναγκάζονταν νά τίς
εγκαταλείπουν σέ μερικές ώρες ή σέ μιά μόνο ώρα.
Ή ποσότητα τροφίμων πού διέθεταν επίσημα στίς νησί
δες πού ονομάστηκαν γκέτο, ήταν τιποτένια. Ό υποσιτι
σμός ευνοούσε τίς επιδημίες καί σέ συνθήκες συνεχούς
συγχρωτισμού, στενότητας χώρου καί συνωστισμού τών
κατοίκων, υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης μιας άρρώστιας καί
μάλιστα άμεσος. Εξαντλημένοι άπό τήν πείνα, πρησμένοι,
οί άνθρωποι έπεφταν στούς δρόμους. Κάθε πρωί μάζευαν
μέ πολλή φυσικότητα τά κουφάρια τους, πού είχαν γίνει
άναπόσπαστο στοιχείο τού τοπίου.
Έτσι, λοιπόν, ή «φυσική» θνησιμότητα καί, κυρίως, οί
άθέλητα εντυπωσιακές της έκδηλώσεις συντέλεσαν στό νά
εξοικειωθούν όλοι, θέλοντας καί μή, μέ τό θάνατο καί νά
τόν σκέφτονται άδιάκοπα. Καί γιά ένα λόγο παραπάνω: οί
κάτοικοι ήταν συνεχώς εκτεθειμένοι στόν τυχαίο... όργα-
νωμένο θάνατο. Θέλουμε νά πούμε πώς σχεδόν κάθε μέρα
έκαναν όμαδικές συλλήψεις, γιά νά επανδρώσουν υποτίθε
ται ομάδες εργασίας. Μέ τή μόνη διαφορά δτι πολλοί άπό
28
τούς άνθρώπους αυτούς δέν έπέστρεφαν. Στην πρώτη
περίοδο έπίσης, οί γερμανικές αρχές έκαναν συχνά άπα-
γωγές κατοίκων άνάλογα μέ τό επάγγελμά τους, γιατρούς,
όδοντογιατρούς, δικηγόρους κ.ά. Στην περίπτωση αυτή,
προσπαθώντας νά έρμηνεύσουν αυτή τήν επιλογή, ύπέθε-
σαν άρχικά πώς όσοι συλλαμβάνονταν, στέλνονταν σέ πο
λεμικά νοσοκομεία, γιά νά καλύψουν τίς διαρκώς αυξανό
μενες άνάγκες τής ιατρικής υπηρεσίας. Παρόλα αυτά, ή
εκλογή δικηγόρων (καί άλλων «άχρηστων» έπαγγελμάτων)
κίνησε τίς πρώτες υποψίες. Πολύ γρήγορα έμαθαν πώς
όλους όσους είχαν πιάσει κατ’ αυτό τόν τρόπο, τούς είχαν
«εκκαθαρίσει» στά χωράφια, έξω άπό τίς πόλεις. ’Αργότε
ρα, (πάντα όμως πρίν άπό τίς μαζικές έκτοπίσεις πού χα
ρακτηρίζουν τή δεύτερη περίοδο) οί Γερμανοί έκαναν
ομαδικές συλλήψεις γερόντων. ’Ανεξάρτητα άπό αυτές τίς
κατ’ επιλογή συλλήψεις καί κάποτε μ’ αύτή άκριβώς τήν
ευκαιρία, έκαναν έκτελέσεις μέ όποιαδήποτε πρόφαση ή
καί μέ καμιά, άπροκάλυπτα, μέσα στήν περιφέρεια τού
γκέτο, εξαναγκάζοντας τούς άλλους νά παρακολουθούν τό
θέαμα.
Μιά ιδιαίτερη μέθοδος «έκκαθαρίσεων» ήταν ή όμηρία.
Γιά τόν κατακτητή ήταν τό κυριότερο μέσο γιά νά έξα-
σφαλίζει πώς ό πληθυσμός θά έκτελέσει τή μιά ή τήν άλλη
διαταγή, πού έξέδιδαν οί γερμανικές αρχές: (φόρους, συ
νεισφορές άπό τήν παραγωγή μέσα στίς βιοτεχνίες κλπ.,
χώρια τά μέτρα μέ πρόσχημα τή δράση τής ’Αντίστασης).
Όσοι λοιπόν πιάνονταν όμηροι, τίς περισσότερες φορές
δέν ξαναγύριζαν, άκόμα κι άν οί όροι πού έπιβλήθηκαν
είχαν γίνει σεβαστοί.
’Αναπόφευκτο άποτέλεσμα όλων αυτών τών γεγονότων
ήταν νά τούς βασανίζει όλους ή καταθλιπτική ιδέα τού
θανάτου. Ή κατάσταση τότε δέν επέβαλλε κατανάγκη τήν
εξόντωση όλων άνεξαιρέτως τών κατοίκων, οί ενδείξεις
όμως ήταν ήδη καθαρές: μόνο ένα θαύμα θά γλίτωνε τούς
κατοίκους, πού έτσι κι άλλιώς οί περισσότεροι δέ θά άπέ-
φευγαν τό θάνατο. Ήταν υπόθεση άπλής πρόσθεσης. Δέν
2^
άπέκλειε βέβαια κανείς ότι μερικοί θά έπιζούσαν. Κανείς
όμως δέ μπορούσε νά αισθάνεται άσφαλής, άφοϋ ήξερε
την έκταση καί την ποικιλομορφία των έκτελέσεων.
Παρόλα αυτά, ή καθημερινή ζωή είχε τίς άπαιτήσεις της
καί τά όικαιώματά της. Έπρεπε νά γίνονται πολλές καί
διάφορες προσπάθειες γιά την καθημερινή έπιβίωση. Ή
δουλειά ήταν υποχρεωτική, δέν εξασφάλιζε όμως ούτε ένα
στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο. Τά μεροκάματα ήταν τόσο
χαμηλά πού ήταν σά νά μην υπήρχαν. Συνήθως έμεναν στά
χαρτιά καί οί εργαζόμενοι δέν τά είσέπρατταν. Κι άκόμα,
επειδή άδεια εργασίας ήταν άπαραίτητη γιά ν’ άποφύγουν
τη σύλληψη, γιά ν’ άποχτήσουν μιά όποιαδήποτε άπασχό-
ληση, έπρεπε νά την έξαγοράσουν μέ πολύ μεγάλα χρημα
τικά ποσά. Γιά νά επιβιώσουν λοιπόν, έπρεπε κάπως νά τά
βγάζουν πέρα. Εκτός άπό τό γενικό καί βαθύ κοινωνικό
υποβιβασμό, υπήρχε καί μιά κοινωνική άνακατάταξη. Ή
άνακατάταξη αυτή συνίσταται στην άνοδο καί την υπε
ροχή των π ιό «ευπροσάρμοστων στίς καινούργιες συνθή
κες».
Πρώτα πρώτα λύγισαν οί διανοούμενοι κι ελεύθεροι
έπαγγελματίες. Εξάλλου, έπαιζε μεγάλο ρόλο ή σωματική
άντοχή κι ή έλλειψη ενδοιασμών. Πολλοί έκαναν μιά έντυ-
πωσιακή «σταδιοδρομία».
Μά νά πού άρχίζουν νά παρουσιάζονται πνευματικές
δραστηριότητες άκόμα καί μέσα σ’ αυτές τίς περιστάσεις.
Στό γκέτο τής Βαρσοβίας έδρασε ή παράνομη οργάνωση
ΓΚ-ΟΈ.1 Πραγματοποιεί μ’ επιτυχία κύκλους διαλέξεων,
φιλολογικά μνημόσυνα, λογοτεχνικές καί καλλιτεχνικές έκ-
δηλώσεις. Μέ προκάλυμμα τά μαγειρεία καί τούς παιδι
κούς σταθμούς οργανώνονται κρυφά σχολειά. Ιδρύονται
τά μυστικά Κεντρικά 'Αρχεία. Οί δραστηριότητές τους
βρίσκουν άπήχηση σ’ όλη τη νεολαία.
Ό σο υπήρχε τό γκέτο, λειτουργούσε παράνομος τύπος
ποικίλου προσανατολισμού, στην πολωνική καί στη γλώσ
30
σα γίντις. ’Εκτός άπό τόν παράνομο τύπο έκδόθηκαν καί
λογοτεχνικά δοκίμια πολυγραφημένα. (Στά 1941 π.χ. ή
σιωνιστική-σοσιαλιστική οργάνωση Drore-«’Ελευθερία»,
εκδωσε τό δράμα «’Ιώβ» τού I. Κάσενλσον καί μιά άνθο-
λογία με τόν τίτλο « Ό Μάρτυρας καί ή δύναμη».) Σ' αυτά
συνεργάστηκαν διάφοροι λογοτέχνες (κι άνάμεσά τους οί
Χιλέλ Καϊτλίν, Ε. Καϊτλίν, I. Γκότλιμπ, I. Κάσενλσον, I.
Λέρερ, I. Πέρλ, I. Στέρν, Ραχήλ Ό ιερμπαχ), καί γνωστοί
ιστορικοί (δρ Μ. Μπαλαμπάν, δρ Ε. Ρίγκελμπλουμ, δρ I.
Σίπερ). Ή Κεντρική Διεύθυνση Centos2, πού είχε άναλά-
βει τή μορφωτική κίνηση τών παιδιών καί τής νεολαίας,
οργάνωσε πολλές εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου. Υπήρχε
επίσης στό γκέτο μιά συμφωνική ορχήστρα υπό τή διεύ
θυνση ενός κορυφαίου μαέστρου τού Σρ. Πούλμαν.
Έβγαιναν καί καινούργια ταλέντα, όπως ή Μαριέτε νΑι-
ζενσταντ, τό «άηδόνι τού γκέτο», όπως τήν έλεγαν. Ό πα
τέρας της Δαβίδ "Αιζενσταντ, συνθέτης καί διευθυντής τής
χορωδίας τής συναγωγής, σύνθετε ορατόρια καί μουσική
γιά ποιήματα. Συγκροτούσαν χορωδίες (υπό τή διεύθυνση
τού I. Φάιβιτς, τού Γκλαντστάιν, τού Ζάξ). Ζωγράφοι
(όπως ό Φελίξ Φρίντμαν, ό Ρομάν Κράμστικ κ.ά.), άν καί
ζούσαν σέ τρομερή εξαθλίωση, συνέχιζαν ν’ άσχολούνται
μέ τήν τέχνη τους.
Στό γκέτο τού Αότζ (τό πιό «έξωτικό» άπ’ όλα. άν δει
κανείς τήν άφθονία τών μορφών) γίνονταν διαλέξεις πού
τίς παρακολουθούσε μεγάλο άκροατήριο. ’Αρχικά νόμιμες,
έγιναν άργότερα παράνομες. "Ως τά 1942 υπήρχε ένα εκτε
ταμένο δίκτυο δημοτικών σχολείων, γυμνασίων καί τεχνι
κών σχολών. "Οταν άπαγορεύτηκαν καί κλείστηκαν άπό
τίς γερμανικές άρχές, οργανώθηκε κι έπεκτάθηκε τό κρυφό
σχολειό. Μέ πρωτοβουλία τής νεολαίας ιδρύθηκε θέατρο
(στή γλώσσα γίντις) μέ τ' όνομα Πρωτοπορία. Οί συνωμό
τες διέδιδαν τά νέα άπό τούς ξένους ραδιοφωνικούς στα
31
θμούς. Μέσα στά ντοκουμέντα πού διαθέτουμε βρίσκεται
επίσης ένα χρονικό, γραμμένο άπό τή νεολαιίστικη όμάδα
Χαλοϊτ ζ 3. Βρίσκουμε εδώ άναφορές στίς συζητήσεις, τίς
διαλέξεις, τίς άπαγγελίες, τά λογοτεχνικά δοκίμια καί τά
κοντσέρτα. Οταν γίνονταν οί «έκτοπίσεις», ή νεολαία
προσπαθούσε νά ξαναβρεϊ την αυτοκυριαρχία της καί την
πνευματική της ισορροπία, καταφεύγοντας στίς πνευματι
κές καί λογοτεχνικές δραστηριότητες. ’Άλλωστε ύπήρχε
μιά οργανωμένη όμάδα έπαγγελματιών λογοτεχνών (Μί-
ριαμ Ούλίνοβερ, Σ. Στσάγιεβιτς, κ.ά.) διασώθηκαν άπο-
σπάσματα άπό τά έργα τους. Υπήρχαν καί χειρόγραφες
έφημεριδούλες. Ό πω ς στό γκέτο τής Βαρσοβίας καί στό
Λότζ λειτουργούσαν βιβλιοθήκες. Κι έδώ όπως κι εκεί ορ
γάνωναν κρυφά άνώτερες σπουδές μέ καθηγητές καί βοη
θούς ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Στό Λότζ έφτιαχναν
κηπάρια σέ μικροσκοπικά κομμάτια γής, εκεί όπου άλλοτε
έριχναν τά σκουπίδια καί μάλιστα γίνονταν επίμονες έπι-
στημονικές έρευνες μέ σκοπό τήν αύξηση τής γονιμότητας
τού έδάφους.
Στό γκέτο τής Βίλνας μέχρι τά 1943 δίνανε βραβεία γιά
τά καλύτερα ποιήματα, δράματα, γλυπτά. Οί Εβραίοι πού
είχαν προσληφθεϊ άπό τούς Γερμανούς στό παλιό Ι.ν.Ο.4
καί στήν περίφημη βιβλιοθήκη τού Στράστσουν έκλεβαν μέ
κίνδυνο τής ζωής τους βιβλία, χειρόγραφα, έργα τέχνης
κ.ά. Τά περνούσαν λαθραία στό γκέτο κι έκεϊ τά έθαβαν.
Χάρη σέ τέτοιες ένέργειες πολλά άπ’ αυτά διασώθηκαν.
Γενικά, τά ίδια Ισχύουν γιά ολα τά γκέτο. Γιά νά δεί
ξουμε τίς προσπάθειες πού έγιναν σ’ άπλές κωμοπόλεις,
παραθέτουμε ένα σχετικό άπόσπασμα πού άφορά τό Ζόλ-
κιεβ: «’Οργανώθηκαν δυό όμάδες δασκάλων καί συγκρό
τησαν όμάδες παιδιών. 'Η διδασκαλία άκολουθούσε τό
σχολικό σύστημα. Οί δάσκαλοι άλλαζαν κάθε ώρα, άνά-
λογα μέ τό μάθημα. Οί δυσκολίες ήταν τεράστιες, γιατί τά
32
παιδιά έπρεπε νά παρακολουθούν τό μάθημα σέ χώρους
έντελώς διαφορετικούς κάθε φορά».
Μιά συμπληρωματική λεπτομέρεια άκόμα: στό Λότζ κυ
κλοφόρησε γιά ένα διάστημα ή μοναδική στή γίντις έφημε-
ρίδα τής γερμανικής κατοχής ή «Ghetto tsajtoungue»
«Γκέτο Τσάιτοννγκ». Παρόλο τό πλήθος των συγγραφέων
πού έγραφαν στή γλώσσα γίντις καί έμεναν στό Λότζ κι
άλλού, παρόλη τήν άθλια ζωή τους, στίς εφημερίδες πού
άναφέραμε, δέ βρίσκουμε ούτε ένα γνωστό όνομα. Στήν
Κρακοβία έβγαινε (ως τά μέσα τού 1942) τό «Εβραϊκό
ημερολόγιο», στά πολωνικά, γιά τά γκέτο τής «Γενικής
Διοίκησης». Τά ρατσιστικά μέτρα έπληξαν πολλούς αν
θρώπους τών πολωνικών γραμμάτων. Παρόλα αύτά δέ
συναντάμε κανενός τό όνομα στό «Εβραϊκό ημερολόγιο».
Δυό τρεις φορές μόνο συναντά κανείς περιστασιακά ποιη-
ματάκια (μ’ άφορμή εβραϊκές γιορτές), μ’ ονόματα ήδη
γνωστά άπό τό 1939. Δέν ήταν όμως παρά αυθαίρετες
άναδημοσιεύσεις κειμένων, πού είχαν δημοσιευτεί προπο
λεμικά. Αυτή ή έλλειψη συμμετοχής δείχνει πώς όλοι οί
συγγραφείς χωρίς έξαίρεση άπεχθάνονταν τή συνεργασία
μέ εφημερίδες πού έλεγχε ό κατακτητής.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτή τήν εποχή
τά θέατρα. Στό γκέτο τής Βαρσοβίας, έναν όλόκληρο
χρόνο (δηλαδή μέχρι τίς έκτοπίσεις τόν ’Ιούλη τού 1942)
λειτουργούσε ένα μικρό θέατρο στήν όδό Δέστσνο, τό θέα
τρο τού Ά ντρέ Μάρκ καί δύο θέατρα στή γίντις: τό «’Ελ
ντοράντο» στήν όδό Ντζίλνα καί τό «Νέο Ά ζαζέλ» στήν
όδό Νοβόλιπι (μέ διάσημους ήθοποιούς, όπως ή Ντιάνα
Μπλούμενφελντ κι ό ’Ιωνάς Τουρκόβ).
Τό θέατρο «Φέμινα» άνέβασε μερικές έπιθεωρήσεις (μέ
ιδιαίτερα επίκαιρα θέματα), τρεις οπερέτες κι άρκετές
μουσικές κωμωδίες. Τά περισσότερα ήταν διασκευές τού
προπολεμικού ρεπερτορίου. Υπήρχαν όμως καί κομμάτια
πού είχαν γραφτεί ειδικά γι’ αυτή τή σκηνή.
Τό θέατρο τού Ά ντρέ Μάρκ (πού διέθετε πολλούς κο
ρυφαίους ήθοποιούς) άρχισε τίς παραστάσεις του μ’ ένα3
34
ρίως σάν διασκεδάσεις- κι οί διασκεδάσεις στις συνθήκες
του γκέτο, δεν ήταν κάτι προσβλητικό;
Παρόλα αυτά, υπήρχε τεράστιο ένδιαφέρον γ ι’ αυτά τά
θεάματα. ’Αρκεί νά σκεφτεί κανείς πώς τό «Τέχνη» π.χ.,
πού άναφέραμε πιό πάνω, γειτόνευε με τό μέρος πού ήταν
οί Γερμανοί φρουροί (Deutsche Wache). Συνήθως οί κά
τοικοι τού γκέτο έκαναν ο,τι μπορούσαν γιά νά τούς άπο-
φύγουν. Μιά συνάντηση μαζί τους δέν προμήνυε τίποτα τό
καλό. Οί θεατές, λοιπόν, βγαίνοντας άπό τό «Τέχνη», ήταν
ύποχρεωμένοι νά περάσουν σχεδόν ξυστά, άπό τό έπικίν-
δυνο σημείο. Πήγαιναν παρόλα αυτά όλο καί περισσότε
ροι.
Κι άλλου μπορεί νά διαπιστώσει κανείς ένα παρόμοιο
μίγμα δισταγμού καί έλξης6. Νά τί διηγείται ό Σ. Καζερ-
γκίνσκι γιά τό κοντσέρτο πού έγινε στό γκέτο τής Βίλνας
στίς 18 Γενάρη 1942, ένα μήνα μετά άπ’ τά αιματηρά γε
γονότα πού είχαν γίνει έκεί. Οί κάτοικοι βλέποντας τίς
άφίσες σήκωναν τούς ώμους μέ πίκρα. Πάνω στίς τοιχο-
κολλημένες άναγγελίες έβλεπε κανείς συνθήματα, όπως
«Δέν κάνουν κοντσέρτα σέ νεκροταφεία!» Παρόλα αυτά,
τήν καθορισμένη ημερομηνία, ή αίθουσα τού θεάτρου ήταν
γεμάτη. Καί: «Ή έναρξη τού προγράμματος έδειχνε πώς
δέν είχε καμιά σχέση μέ κοντσέρτο. ’Από τή σκηνή άκού-
στηκαν οί στίχοι άπό τό ποίημα τού Μπιαλίκ7: «άς άνοί-
ξουμε θρηνώντας τήν καρδιά ως τά βάθη...». Έ να ρίγος
διαπέρασε τό άκροατήριο. Αυγμοί άκούστηκαν άπό μιά
γωνιά τής αίθουσας. Σέ λίγο όλοι έκλαιγαν. ’Ακολούθησαν
άποσπάσματα άπό τή «Χρυσή άλυσίδα» τού Πέρετς8 καί
άπό τό θεατρικό έργο τού Γκολντφάντεν9 «Μπάρ Κοχ-
36
σατιρικού του έργου «Ή άπεργία τών ορνίθων», γιατί,
σύμφωνα μ’ αυτά πού είπαν, υπήρχε κίνδυνος τό Ιργο νά
δημιουργήσει «νοσηρό κλίμα» στή νεολαία.
3
Π αράνομες δραστηριότητες
κ α ί μερικά άλλα φαινόμενα
40
βο τις έπιπτώσεις. Δέν έγινε τίποτα, είτε γιατί τό άρθράκι
πέρασε άπαρατήρητο άπό τούς Γερμανούς, είτε επειδή πί
στεψαν πώς όλα ήταν εντάξει, τή στιγμή πού γινόταν λό
γος γι’ αυτά τά θέματα μέσα στίς έφημερίδες. Πάντως, τά
φιλολογικά πρωινά σταμάτησαν.
Αυτή ή σύντομη παρουσίαση θά ήταν άτελής, αν δέν
άναφέραμε δυό ιδιότυπα φαινόμενα:
Πρώτα πρώτα: Στά πιό μεγάλα γκέτο, κυρίως τής Βαρ
σοβίας καί τού Λότζ, υπήρχαν πλανόδιοι τραγουδιστές.
Αυτοσχέδιαζαν, τραγουδώντας πάνω σ’ όλα τά θέματα
πού ένδιέφεραν τόν κόσμο. Δημιουργοί τών τραγουδιών
καί συγχρόνως εκτελεστές, χωρίς νά χρειάζονται ούτε
χαρτί ούτε τυπογραφείο, άψηφούσαν τή λογοκρισία. Α ν ά
μεσα στά άλλα άνέκδοτα πού διηγούνται πάνω στό θέμα,
ύπάρχει κι ένα πού μιλά γιά κάποιο πλανόδιο τραγουδιστή
τού γκέτο τού Λότζ. "Οταν ένας Ε βραίος άστυφύλακας
τόν συνέλαβε, επειδή είχε τραγουδήσει άντιγερμανικά στι-
χάκια, τό πλήθος όρμησε πάνω του καί τόν τραυμάτισε. Ό
τραγουδιστής, όχι μόνο άπελευθερώθηκε, άλλά καί τε
λείωσε μ όλη του τήν ησυχία τό τραγούδι, γεμάτο βρισιές
ενάντια στόν κατακτητή καί τούς άξιωματούχους τού γκέ
το. "Οπως καταλαβαίνει κανείς, τά περισσότερα άπ’ αυτά
τά τραγούδια άναφέρονταν σε διάφορα γεγονότα μέ στί
χους άλλοτε έντεχνους κι άλλοτε όχι. Υ πήρχαν όμως καί
τραγούδια βασισμένα σέ καθαρά λαϊκά μοτίβα.
Τά κείμενα τών τραγουδιών χάθηκαν μαζί μέ τούς δη
μιουργούς καί τούς άκροατές τους. ’Αργότερα, μπόρεσαν
νά καταγράψουν μόνο μερικές στροφές, πού πρέπει νά τίς
δεχτεί κανείς μ’ όλες τίς έπιφυλάξεις πού επιβάλλει μιά
παρόμοια μεταγενέστερη άποκατάσταση. Χωρίς νά έκτι-
μούν καθόλου αυτές τίς δημιουργίες, οί σύγχρονοι δια
νοούμενοι τής ’Αντίστασης παραδέχονται ώστόσο ότι είναι
εκφραστικά κι ότι καταξιώνονται σάν κοινωνικά φαινόμε
να. Έχουν φωτογραφηθεΐ αυτές οί αυτοσχέδιες συγκεν
τρώσεις· οί φωτογραφίες διατηρήθηκαν σέ καλή κατά
σταση καί έχουν μιά άτμόσφαιρα έντονα λαϊκή. Ό τρα
41
γουδιστής, οι άκροατές του, ό χώρος του θεάματος, ή διά
ταξη τών πραγμάτων κλπ., έρμηνεύουν - με άρκετά άσυ-
νήθιστο τρόπο - τόν αυθόρμητο καί πηγαίο χαρακτήρα
τής εκδήλωσης.
Έ να άλλο φαινόμενο άφορά τά άτομα πού λίγο πολύ
είχαν χάσει τήν πνευματική τους ισορροπία· θ’ άξιζε νά
γίνει γι’ αυτά μιά ιδιαίτερη μελέτη. Εξηγούμαστε: Μέσα
άπό αυτή τή θύελλα τών κοινωνικών άνακατατάξεων ξε
πρόβαλε μιά όλόκληρη στρατιά ιδιόμορφων τύπων. Κά
ποιος πού πρίν άπό τόν πόλεμο ήταν διανοούμενος καί
πού είχε ξεπέσει σέ καθαριστή υπονόμων ή γυρνούσε σάν
άλήτης, εκτόνωνε συχνά τή σκέψη του, άχρηστη πιά καί
μάλλον ένοχλητική, σέ σαρκαστικούς άφορισμούς. Μιά
πλανόδια μανάβισσα, άφού συγκατοίκησε στό ίδιο δωμά
τιο μέ «καλές οικογένειες» καί πείστηκε πώς οί διανοού
μενοι δέν ήταν σέ τίποτα ικανοί, πώς ήταν άβουλοι κι
άδύνατοι, άρχισε νά χάνει όριστικά τόν παλιό της άνεπι-
φύλαχτο σεβασμό γιά τήν έπιστήμη καί τά βιβλία, άρχισε
νά άποχτά πάλι εμπιστοσύνη, υπερβολική καμιά φορά, στή
δική της κρίση καί νά κάνει στή συνέχεια αυτοσχέδιες με
λέτες, όλο πνεύμα, φρεσκάδα καί πρωτοτυπία. νΑλλο γεγο
νός: στό γκέτο τής Βαρσοβίας περιπλανιόταν μιά γυναίκα,
πού προερχόταν άπό τήν προπολεμική, άνώτερη κοινωνία
(συγγραφέας ένός έργου άρκετά συμβατικού άλλωστε).
Μετά άπό σοβαρές προσωπικές εμπειρίες είχε χάσει τά
μυαλά της καί τήν αίσθηση τού φόβου. Έφτιαχνε στίχους
καί κυρίως άφορισμούς, έπικίνδυνους γιά τό περιεχόμενό
τους κι ενδιαφέροντες γιά τή νοσηρή τους οξυδέρκεια.
Στό ίδιο γκέτο, ένα άτομο μέ τό όνομα Ρουμπινστάιν
άπόχτησε εξαιρετική δημοτικότητα, θεωρούμενο άπό άλ
λους «τρελός έκ συστήματος» κι άπό άλλους παλιάτσος-
φιλόσοφος. Τά άποφθέγματά του δημιούργησαν άρκετό
θόρυβο καί κυκλοφορούσαν γιά καιρό. Ό Ρουμπινστάιν,
άνάμεσα στ’ άλλα, σκηνοθέτησε καί τήν κηδεία του. Ήταν
έξίσου γνωστός καί στούς Γερμανούς, πού συνήθιζε νά
τούς πλευρίζει κάνοντάς τους μέ θράσος «άφελεΐς» έρωτή-
42
σεις. Ό θάνατός του ήταν πολυτελής, γιά νά δανειστούμε
τή δική του έκφραση · πέθανε έξαντλημένος άπό τύφο.
43
#
4
3Αποφασιστική καμπή
στη στάση τών θυμάτων
1. ’Ηταν ή περίοδος πού εξόντω ναν τούς 'Εδραίους στίς Κάτω Χώρες.
50
Ή ταν τόσο έκτεταμένη ή «έπιχείρηση», ώστε ήταν άδύ-
νατο νά εξηγήσει κανείς τί σκοπιμότητα εξυπηρετούσε. Τά
πτώματα τών δολοφονημένων επί τόπου, στη διάρκεια τής
ίδιας τής επιχείρησης, μαρτυρούσαν τήν έλλειψη όποιου-
δήποτε κριτήριου. ’Από τήν άλλη, διαλύθηκαν κι οί τελευ
ταίες αυταπάτες γιά τήν τύχη πού περίμενε τούς εκτοπι
σμένους.
Ό τρόπος πού τούς στοίβαζαν μέσα στά βαγόνια πρό-
διδε τόν όμαδικό θάνατο πού θά έπακολουθούσε κατά τή
διάρκεια τού ταξιδιού. "Ολες οί υποθέσεις πού έκαναν οί
κάτοικοι στό παρελθόν γιά τόν προορισμό τών φορτωμέ
νων τραίνων, έγιναν γρήγορα πολύ συγκεκριμένα ονόματα:
Τρεμπλίνκα, Μπέλσεν, Σομπιμπόρ, κλπ. 'Υπήρχαν άκόμα
καί πληροφορίες (άληθινές όπως ξέρουμε) γιά τή γερμα
νική βιομηχανία, πού εκμεταλλευόταν τά άνθρώπινα σώ
ματα σάν πρώτη ύλη γιά τήν κατασκευή σαπουνιών καί
άλλων προϊόντων. Ό λες αύτές οί λεπτομέρειες - όπως θά
δούμε - ύπάρχουν όχι μόνο μέσα σέ γραφτά ιδιωτών,
άλλά καί σέ λαϊκές παροιμίες.
Τί ήταν λοιπόν αύτή ή καμπή;
νΑν καί οί προθέσεις τών χιτλερικών γίνονταν ολοένα
καί πιό ξεκάθαρες, πρίν άκόμα άπό τό καλοκαίρι τού
1942, ήθελαν νά πιστεύουν πώς οί Γερμανοί χρειάζονταν
προσχήματα γιά νά τίς πραγματοποιήσουν. Είναι άλήθεια
πώς ή λιμοκτονία (καί μάλιστα οργανωμένη), οί άρρώστιες
(καί μάλιστα οργανωμένες), οί δολοφονίες σάν άντίποινα
(καί μάλιστα διαστραμμένες καί έξω άπό κάθε έννοια άν-
θρωπισμού) άποδεκατίζουν τόν πληθυσμό. ’Αλλά γιά νά
τόν έξολοθρεύσουν εντελώς, οί Γερμανοί «χρειάζονται πα
ρόλα αύτά χρόνο». "Οπως ξέρουμε, ό κόσμος πίστευε
άκλόνητα ότι πλησιάζει ή ήττα τής Γερμανίας κι έτσι είχε
λόγο νά έλπίζει πώς μερικοί θά γλίτωναν τό θάνατο.
"Ολες λοιπόν οί προβλέψεις πού έγιναν στό παρελθόν,
άκόμα κι άν δέν είχαν εκφραστεί, άποδείχτηκαν άνεδαφι-
κές. Πολύ περισσότερο: τώρα πού φαίνονταν καθαρά οί
προθέσεις τών Γερμανών, ή ήττα τους πού πλησίαζε, συ
51
νεπαγόταν τό ξεπάστρεμα καί των τελευταίων έβραίων
πού είχαν έπιζήσει (τό ίδιο παράδοξο άπειλοΰσε άργότερα
τούς κρατούμενους των στρατόπεδων συγκεντρώσεως κι
όχι μόνο τούς Εβραίους. Καί σ’ αυτή έπίοης τήν περί-
πτωοη ή άπειλή πού διαισθάνονταν πραγματοποιήθηκε κι
όχι μιά φορά μόνο). Ταυτόχρονα, μέσα στήν ίδια συλλο
γική συνείδηση γεννήθηκε ή προαίσθηση γιά τόν άφανισμό
πού περίμενε όλους χωρίς εξαίρεση, πράγμα πού σήμαι-
νε - γ ι ά νά άναφερθοΰμε στά λαϊκά γνωμικά εκείνου τού
καιρού - δε θά μείνει ούτε κληρονόμος οντε άνάμνηση
καμιά.
Σ’ αυτές τίς συνθήκες, ό άριθμός καί τό περιεχόμενο των
γραπτών κειμένων άλλαξαν:
’Αναφέραμε ήδη διάφορα είδη έκδηλώσεων, δημόσιων
λίγο πολύ, πού έγιναν στήν πρώτη περίοδο τής ύπαρξης
τών γκέτο. Παράλληλα μέ τά κείμενα πού προορίζονταν νά
διαβαστούν άνοιχτά, υπήρχαν καί κείμενα πού είχαν γρά
ψει κρυφά ιδιώτες. Δέν πρόκειται γιά άπομονωμένους
συγγραφείς ή γιά συγγραφείς χωρίς δυνατότητα νά γίνουν
γνωστοί. ’Αντίθετα: ή ευκαιρία νά εμφανιστούν μπροστά
στό κοινό δέν ικανοποιούσε καί τήν εσωτερική τους
άνάγκη νά εκφραστούν ελεύθερα, χωρίς άποσιωπήσεις κι
άπλουστεύσεις. Έ τσι εξηγείται, π.χ., πώς οί συγγραφείς
πού συμμετείχαν στή «Ζωντανή εφημερίδα» (στό φιλολο
γικό καφενείο «Τέχνη»: Σλέγκελ, Φοξάνσκι, Στεφανία Νέι)
έγραφαν τόν ίδιο καιρό άνισα έργα3. Τά έργα αυτά είχαν
διαβαστεί άποκλειστικά μέσα σέ κύκλους πού περιλάμβα
ναν άνθρώπους εμπιστοσύνης καί μερικές φορές στις
«Κοινοτικές επιτροπές» (πού συγκροτήθηκαν στό γκέτο
τής Βαρσοβίας γιά διοικητικούς σκοπούς), ή μέσα σέ έρ-
3. Κι ακριβώς αυτά άναφέρονταν πιό συχνά μετά τόν πόλεμο. Γιά βρι
σμένους κριτικούς, τό όνομα τού συγγραφέα καί τό ότι είχε πάρει μέρος
σέ όημόσιες εκδηλώσεις, άρκούσε γιά νά μειώσουν τό έργο του. χωρίς να
λογαριάζουν πώς είχε διαβαστεί δημόσια. Κι άπό δώ ξεκινούν τά αυθαί
ρετα συμπεράσματα γιά τό χαρακτήρα αυτών τών δημόσιων έκδηλωσεων.
συμπεράσματα εντελώς λαθεμένα.
γαστήρια. Τό ίδιο φαινόμενο συναντάμε καί στους συγ
γραφείς πού συμμετείχαν στά φιλολογικά πρωινά, στό
Λβόφ κλπ.
Στη δεύτερη περίοδο ύπαρξης των γκέτο υπάρχουν, σχε
δόν άποκλειστικά, έργα πού γράφτηκαν κρυφά. ’Έχουμε
στη διάθεσή μας έναν άρκετά σημαντικό αριθμό, τά περισ
σότερα όμως χάθηκαν μαζί με τούς συγγραφείς τους.
Μετά άπό κάθε έκτόπιση, όταν τά σοκάκια τού γκέτο
άσφυκτιούσαν άπό ματωμένη σιωπή καί μέσα στά σπίτια
άπλωνόταν ή ερημιά άπό τήν άπουσία χιλιάδων κατοίκων,
πού πρόσφατα είχαν ξεσπιτωθεί, τά ειδικά γερμανικά
άποσπάσματα «δήμευαν» τά έπιπλα καί τά εγκαταλειμ
μένα άγαθά. Πάνω στά πεζοδρόμια έβλεπες σκόρπια τά
άπομεινάρια τής λεηλασίας. ’Ανάμεσα στά άλλα συχνά τύ-
χαινε κανείς νά δεί γραμμένες σελίδες. 'Όταν οί στρατιώ
τες τού Χίτλερ βρήκαν τά χειρόγραφα μέσα σέ διάφορες
τρύπες καί συρτάρια, έκριναν πώς δέν είχαν καμιά άξια
καί τά πέταξαν στό δρόμο καταδικάζοντάς τα νά χαθούν.
Έ τσι είναι πιθανό νά χάθηκαν πολυάριθμα κείμενα, πού
είναι γνωστή ή ύπαρξή τους καί καμιά φορά οί τίτλοι καί
τά θέματα, μά πού δέν υπάρχουν σέ καμιά συλλογή.
5
56
Παρόλα αυτά, ό δρος ένοπλη άντίσταση καταδικασμένη
σέ θάνατο, άντιστοιχεί πρώτα άπ' όλα στις εξεγέρσεις πού
ξεπήδησαν μέσα άπό την κόλαση τών στρατοπέδων συγ-
κεντρώσεως καί πού δημιουργοί τους ήταν οί Ε βραίοι
κρατούμενοι. Οί έξεγέρσεις τής Τρεμπλίνκα (2 Αύγούστου
1943), τού Σομπιμπόρ (14 Όκτώβρη 1943), τής λεγόμενης
ταξιαρχίας τού θανάτου στό στρατόπεδο τού Ζανόφσκι
στό Λβόφ (9 Σεπτέμβρη 1943), τού Ζοντεκομάντο στό
Άουσβιτς-Μπιρκενάου (7 Όκτώβρη 1944). Μετά άπό τίς
εξονυχιστικές έρευνες πού έγιναν στό Άουσβιτς, στό χώρο
τών θαλάμων άερίων καί τών κρεματορίων, βρέθηκαν άρ-
κετά χειρόγραφα γραμμένα έπί τόπου. (Γιά τίς έρευνες αυ
τές θά μιλήσουμε στό κεφάλαιο πού είναι αφιερωμένο στίς
«Προσπάθειες γιά νά φτάσουν τά έργα μετά θάνατο στόν
άναγνώστη»). Δυό κυρίως άπό τά κείμενα αυτά, πού έφ
τασαν στά χέρια μας μέ μεταγενέστερο τίτλο, άφηγούνται
μέρα μέ τή μέρα όλες τίς προπαρασκευές πού θά κατέλη
γαν στήν εξέγερση τού ’Άουσβιτς. 'Όσον άφορά τίς εξε
γέρσεις σ’ άλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως: ό Λεόν Βίλι-
τσκερ έγραψε τήν «Ταξιαρχία τού θανάτου» άμέσως μόλις
δραπέτευσε, μετά τήν έξέγερση στό στρατόπεδο τού Λβόφ.
Τό ίδιο, ό Γιάνκελ Βίρνικ, ένας άπό τούς δράστες τής
εξέγερσης στήν Τρεμπλίνκα. Κι έτσι, ή άφήγησή του, πού
δημοσιεύτηκε στόν παράνομο τύπο άπό τήν Εβραϊκή Σΐ'ν-
τονιστική ’Επιτροπή, κυκλοφόρησε στήν κατεχόμενη Βαρ
σοβία στά 1944. Καί στίς δυό περιπτώσεις, έχουμε νά κά
νουμε μέ έργα, άπόλυτα έμπεριστατωμένα, γραμμένα άπό
τούς συγγραφείς τους τόν καιρό πού ήταν καταδικασμένοι
σέ θάνατο.
Οί άντάρτες οί ίδιοι δέν είναι μέσα στό θέμα μας - όπως
ήδη παρατηρήσαμε. Θά ’πρεπε παρόλα αυτά νά κάνουμε
μιά διευκρίνιση. Ανάμεσα στίς άλλες, υπήρχαν καί όμάδες
διασκορπισμένες σέ δάση. Καθώς όμως ήταν άποκλεισμέ-
νες, ή τύχη τους ήταν προδικασμένη. Στίς σχετικές αναφο
ρές, συναντά κανείς συχνά μνείες σάν αυτή «’Οργάνωναν
μέσα στά δάση φιλολογικές καί καλλιτεχνικές έκδηλώσεις.
Ό Μ. Σαπίρο άπάγγελλε τά ίδια του τά έργα».
57
6
60
το). Ό ,τι λοιπόν δεν καταστράφηκε άπό τις μακρόχρονες
συγκρούσεις, έπρόκειτο νά άφανιστεί άπό μιά «επιχείρη
ση» πού προχωρούσε άθόρυβα καί συστηματικά με τήν
άνατίναξη τού ένός σπιτιού μετά τό άλλο. Μέσα στήν
έρημη πόλη πού ήταν παραδομένη σε μιά άσυνήθιστης
έκτασης καταστροφή, εδώ κι έκεΐ έμειναν κρυμμένοι
Εβραίοι. Ποτέ δέ θά μάθουμε πόσοι άπ’ αύτούς χάθηκαν
σ’ έκεΐνες τίς συνθήκες, γνωρίζουμε όμως τήν τύχη εκείνων
πού κατάφεραν παρόλες τίς δυσκολίες νά έπιζήσουν.
Όρισμένοι πέρασαν μεγάλες ταλαιπωρίες μέχρι τελικά νά
γλιτώσουν. νΑλλοι πάλι έζησαν τό θάνατο τής πόλης.
Έ νας άπ’ αύτούς, πού έπί μήνες ζούσε περιπλανώ μένος,
σάν άνθρωπος τών σπηλαίων, ήταν ό μόνος πού προϋπάν
τησε τόν άπελευθερωτικό στρατό κατά τήν είσοδό του στήν
ερειπωμένη πρωτεύουσα.
Χωρίς νά μπούμε εδώ σέ λεπτομέρειες, άς σημειώσουμε
πώς μιά τέτοια ζωή καταδίκαζε τόν άνθρωπο σέ μακρό
χρονη άδράνεια, γεμάτη εντατική επαγρύπνηση καί έντο
νες συγκινήσεις. Μερικές φορές αυτή ή κατάσταση τροφο
δότησε γραφτά έργα. Σώθηκαν άρκετά καί μπορούμε νά τά
εξετάσουμε.
Ό άλλος τρόπος πού χρησιμοποιούσαν οί Ε βραίοι γιά
ν' άποφύγουν τό θάνατο, πού τούς έτοίμαζε ό κατακτητής,
ήταν - όπως ήδη άναφέραμε - ή άπόκρυψη τής επικίνδυ
νης ταυτότητάς τους.
Μιά άνάλογη μέθοδο χρησιμοποίησαν σ’ όλες τίς κατα-
κτημένες χώρες καί παντού συνάντησαν μεγάλες δυσκο
λίες. Οί δυσκολίες αυτές όμως πουθενά δέν ήταν τόσο
πολλές καί φοβερές όσο στήν Πολωνία. Γιά διάφορους λό
γους, πού ή άνάλυσή τους θά ήταν έξω άπό τά πλαίσια
αύτοϋ τού κεφαλαίου, ένας Ε βραίος πού ζούσε εκεί μέ
ξένη ταυτότητα, ήταν εκτεθειμένος σέ πολλούς κινδύνους:
άλλοτε νά πέσει θύμα κακοήθειας κι άλλοτε καθαρής σύμ
πτωσης. Έτσι, ήταν πάρα πολλοί οί Ε β ρ α ίο ι1 μέ ξένη
61
ταυτότητα πού πιάστηκαν κι έκτελέστηκαν.
Τά πολυάριθμα κείμενα πού γράφτηκαν σ’ έκεϊνες τις
συνθήκες, άφηγοΰνται τά γεγονότα, έκφράζουν τά συναι
σθήματα πού γεννήθηκαν.
Πολλά άπ’ αυτά τά κείμενα κατέληγαν στά παράνομα
άρχεία άπό διάφορους δρόμους. Ή «’Εθνική Εβραϊκή
Επιτροπή» έστελνε στούς συγγραφείς μιά σύντομη κριτική
γιά τά έργα πού λάβαινε. Ή κριτική αυτή, γιά νά φτάσει
στόν παραλήπτη, έπρεπε νά περάσει πάλι άπό χέρι σέ χέρι.
Μιά τέτοια λοιπόν έκταση στήν άλληλογραφία έρχόταν σ’
άντίθεση μέ τούς στοιχειώδεις κανόνες προφύλαξης πού
έπρεπε νά τηρούν οί ίδιοι αυτοί κύκλοι. Παρόλα αυτά, ή
διαδικασία αυτή είχε ένα σκοπό: γι’ αυτούς τούς άνθρώ-
πους πού ζούσαν σέ μιά φοβερή πνευματική άπομόνωση ή
«κριτική» πού λάβαιναν άποτελούσε μιά χειροπιαστή άπό-
δειξη ότι άν καί έστειλαν στό άγνωστο τό έργο τους, έφ
τασε σ’ έναν παραλήπτη, ότι κάποιος τό είχε διαβάσει, κι
ή ελπίδα πού έμψύχωνε τίς σελίδες, δέν ήταν καθαρή αυ
ταπάτη.
Τό επεισόδιο πού ακολουθεί άναφέρεται στήν περί
πτωση πού χρησιμοποιόταν ξένη ταυτότητα:
Ανάμεσα στά άνισα έντυπα πού κυκλοφόρησαν στήν
Πολωνία τόν καιρό τής Χιτλερικής κατοχής, βρίσκει κα
νείς μιά πολύ μικρή ποιητική άνθολογία μέ τίτλο «’Από τό
βάθος τής κόλασης». Τό φυλλάδιο αυτό έκδόθηκε στή
Βαρσοβία, τήν "Ανοιξη τού 1944 άπό τήν παράνομη
«’Εθνική Εβραϊκή ’Επιτροπή». Αίγο άργότερα, τό κείμενο
τής ποιητικής αυτής άνθολογίας μπόρεσε νά φτάσει στόν
ελεύθερο κόσμο, φωτογραφημένο σέ μικροφίλμ, κατά τή
συνήθεια των παράνομων οργανώσεων. ’Από τό Αονδίνο
έφυγε γιά τήν ’Αμερική. Στή Νέα Ύόρκη δημοσιεύτηκε
62
άρχικά σ’ ένα πολωνικό περιοδικό, «Τό βήμα μας», καί
διαβάστηκε στό κοινό, σε μιά φιλολογική βραδιά. 'Ύστερα
άναδημοσιεύτηκε με τόν τίτλο «Ποιήματα του γκέτο» (καί
τόν υπότιτλο: «’Από τήν εβραϊκή παρανομία στήν Πολω
νία») σε μιά μπροσούρα, εικονογραφημένη (άπό τόν Ζ.
Μένκες), μέ δυό προλόγους.
Στόν έναν άπό αυτούς, ό Τ ΝνίΠΐίη, Πολωνός συγγρα
φέας πού ζούσε στήν ’Αμερική, έλεγε: «Τό χέρι τρέμει, ή
γλώσσα στεγνώνει, ή άναπνοή κόβεται όταν διαβάζουμε
αυτά τά ποιήματα. Ή ντροπή καίει τά μάτια, πού άκολου-
θούν τίς ζοφερές, πένθιμες γραμμές αύτών των ώραίων καί
πικρών στίχων. Είναι ντροπή νά διαβάζεις τό ήρωικό τρα
γούδι εκείνων πού χάθηκαν, χωρίς νά τυφλώνεσαι. Ό λό
γος όπου άνθίζει ή ποίηση αύτή είναι τά ίδια πολωνικά
λόγια πού χρησιμεύουν στούς ζωντανούς γιά νά συνεν
νοούνται μ’ άλλους ζωντανούς. Κι όμως μοιάζει μέ γλώσσα
άνθρώπων πού ό Θεός έχει κιόλας άνακουφίσει άπό τούς
πόνους». Ό συγγραφέας τού άλλου προλόγου I. ’Ά πεν-
σλακ γράφει: «Τά ποιήματα αυτά είναι μιά άποκάλυψη,
όχι μόνο έξαιτίας των συνθηκών πού τά γέννησαν (...).
Κάτι περισσότερο άπό έναν κατάλογο γεγονότων καί άπό
μιά περιγραφή τού πεδίου των μαρτυρίων, μάς μιλούν γιά
ό,τι αίσθάνθηκαν οί σκλάβοι τών γκέτο, οί κατάδικοι πού
ήταν βυθισμένοι στήν ταπείνωση καί τό μαρτύριο, γιά ό,τι
σκέφτηκαν, πώς δέχτηκαν τά χτυπήματα (...)».
Ξένοι συγγραφείς έκαναν παρόμοιες παρατηρήσεις όταν
τό έργο μεταφράστηκε καί δημοσιεύτηκε σέ διάφορες
γλώσσες, όπως στά γαλλικά καί άγγλικά.
Ή ήμερομηνία έκδοσης τής μικρής συλλογής μάς λέει
σήμερα περισσότερα κι άπό τό ίδιο τό περιεχόμενό της:
ήταν τόσες οί συμφορές πού είχαν πλήξει τούς Πολωνοε-
βραίους, πού σκηνικό τής ’Άνοιξης τού 1944 ήταν ένα τε
ράστιο νεκροταφείο. Έ να ποίημα τής άνθολογίας λέει
συγκεκριμένα:
63
«'Όλοι χάθηκαν. νΑντρες καί γυναίκες
γέροι καί μικρά παιδιά.
V άστέρια λάμπουν στόν κρύο ούρανό.
Μονάχα αυτά έμειναν.»
64
ταν στα πολύτιμα στοιχεία τού παράνομου τυπογραφείου:
έπρεπε άκόμα τό κείμενο, σύμφωνα με τίς άπόψεις τής
ομάδας, νά είναι πιό σημαντικό άπό τά άλλα. Καί ξαφνι
κά, μιά συλλογή ποιημάτων;
Ό χ ι, καθόλου ξαφνικά. Αυτό τό έντυπο δεν ήταν παρά
μιά συμβολική έκδήλωση, πού είχε σάν σκοπό - καί ειδικά
μέσα στίς χειρότερες συνθήκες - νά άξιοποιήσει ένα ση
μαντικό κομμάτι τής διαθήκης πού άφησαν τά θύματα.
Σημειώνουμε με τήν ευκαιρία πώς άνάμεσα στά έντεκα
ποιήματα τής συλλογής πού άναφέραμε (άνήκουν άντί-
σιοιχα στούς: Μ. Γιάστρουν, Κ. Μίλος, Μ. Μπόρβιτς, Τ.
Σαρνέκι, I. Κότ), μόνο οί δύο συγγραφείς δεν ήταν
Ε β ρα ίοι2*5. (Κ. Μίλος καί Τ. Σαρνέκι).
67
γερμανικού Εγκλήματος καί τήν άπήχηση πού είχαν τά
τραγικά εσωτερικά της προβλήματα, άκόμα καί μέσα στά
γραφτά πολλών ξένων. Έ να άλλο θέμα είναι τά γεγονότα
τής Γιουγκοσλαβίας. Δείχνουν καθαρά πώς ήξερε τό τρίτο
Ράιχ νά εκμεταλλεύεται τό θρησκευτικό καί έθνικό αί
σθημα γιά νά προκαλέσει τήν άλληλοεξόντωση τών κατα
πιεσμένων λαών.
Α. Στην Πολωνία
Ή αυθαιρεσία, πού ’χε γίνει γενικός κανόνας καί σύστημα,
κατεύθυνε τίς ενέργειες τού κατακτητή. νΑς πάρουμε γιά
παράδειγμα τή σύλληψη όλων τών καθηγητών τού πανεπι
στημίου τής Κρακοβίας, πού έγινε μόλις λίγες βδομάδες
μετά τήν εισβολή. Νά πώς έγιναν τά πράγματα:
69
διοργάνωση, ή σκηνοθεσία κι ή διαδικασία τής σύλ
ληψης, ήταν ένδειχτικά γιά τό μέλλον. Καί κυρίως ή
τέλεια άπουσία ηθικών ενδοιασμών καί σεβασμού τών
άνθρώπινων δικαιωμάτων.
70
πώς ή εξόντωση περισσότερο άπό 3 εκατομμύρια άνθρώ-
πων γινόταν μπροστά στά μάτια των μή Εβραίων. Τά
τραίνα τού θανάτου διέσχιζαν τόν τόπο, έγκαταλείποντας
πτώματα στη διαδρομή τους. Κάθε «έπιχείρηση» έναντίον
τών Εβραίων περιλάμβανε καί μαζικές, χωρίς κανένα
πρόσχημα, εκτελέσεις έπί τόπου.
Οί Γερμανοί, θέλοντας νά μήν παραφορτώνουν τά τραί
να, συχνά έξόντωναν έπί τόπου τίς π ιό μικρές έβραϊκές
κοινότητες. Τό κυνηγητό όσων είχαν γλιτώσει (χωρίς νά
άναφέρουμε τίς παρατεταμένες πολιορκίες τών γκέτο καί
τούς έμπρησμούς) έφερνε σ’ άμεση έπαφή, σχεδόν
πρόσωπο μέ πρόσωπο, τό μή έβραϊκό πληθυσμό μέ τίς κα
θημερινές μαζικές εξοντώσεις. Γι’ αυτό, τά κείμενα πού
έγραφαν άνθρωποι πού οί ίδιοι δέν είχαν κυνηγηθεί, δέ
βασίζονται σέ πληροφορίες, σέ άπλή θεωρητική ενημέρω
ση, μά στήν παρατήρηση καί τήν προσωπική σχεδόν έμπει-
ρία, άν μπορούμε νά τό πούμε έτσι.
Εξάλλου ήταν τόσο αυθαίρετες οί συλλήψεις, πού οί
Πολωνοί κρατούμενοι, στά στρατόπεδα κυρίως, ζοΰσαν
στοιβαγμένοι δ ένας πάνω στόν άλλο, πράγμα πού δέ συ
ναντάμε στήν περίπτωση άλλων εθνοτήτων. Ό χ ι μόνο ήταν
περισσότεροι έκεί, μά συχνά ήταν πολύ π ιό παλιοί άπό
τούς άλλους. Έ τσι έξηγείται γιατί μερικές φορές έπαιρναν
σημαντικές θέσεις, πράγμα πού προκαλοΰσε παραπάνω
μνησι κακίες.
Κι άκόμα: ή Πολωνία ήταν μιά χώρα πού όέ γνώρισε
Κονΐσλινγκ. Μ’ άλλα λόγια: κανένα πολιτικό κόμμα δέ συ
νεργάστηκε επίσημα μέ τόν κατακτητή. Ή δικαιολογημένη
περηφάνια πού ένέπνεε αυτό τό γεγονός είχε όμως καί τήν
κακή της πλευρά. Υπήρχαν δηλαδή στήν Πολωνία - όπως
παντού λίγο πολύ - κινήματα πού συμμερίζονταν ή καί
θαύμαζαν τή χιτλερική ιδεολογία καί τίς «επιτεύξεις» της.
Τήν ίδια όμως στιγμή ή Πολωνία έπεφτε στά χέρια τών
Γερμανών. Έ τσι - παρόλο τό θαυμασμό τους στόν Χί-
τλερ - οί Πολωνοί φασίστες άρχισαν κι εκείνοι νά δρούν
παράνομα καί νά άντιμετωπίζουν διωγμούς. Αυτή ή άρ-
71
κετά άσυνήθιστη συνύπαρξη μέ τούς φασίστες έπηρέασε
σοβαρά τίς παράνομες δραστηριότητες στην Πολωνία. Ό
ίδιος παράγοντας έπέδρασε άκόμα καί μέσα στά στρατό
πεδα, όπου - μέ δεδομένες τίς συνθήκες καί τίς δυνατότη
τες - προκάλεσε μερικές φορές άποτρόπαια έγκλήματα. Ό
I. Σιρανκίεβιτς (κρατούμενος στό ’Άουσβιτς καί εκπρόσω
πος τής πολωνικής δμάδας στήν Επιτροπή γιά τίς άντι-
στασιακές δραστηριότητες στό στρατόπεδο), άφού άνέφερε
μερικά παραδείγματα, ένδειχτικά αυτής τής άναστάτωσης,
συνέχισε: «Οί ένέργειες αυτές έκαναν εντύπωση στούς
κρατούμενους άλλων έθνοτήτων. Ξαφνιάστηκαν γιά τήν
έλλειψη σέ τέτοιο βαθμό άλληλεγγύης μέσα στό λαό μας.
Τούς έξηγήσαμε ότι αυτοί, οί Γερμανοί, οί Αυστριακοί, οί
Γάλλοι, άποτελούσαν μιά δμάδα καθορισμένη πολιτικά:
ήταν άντιφασίστες. Οί συμπατριώτες τους φασίστες δέν
ήταν στό στρατόπεδο, άλλά ζούσαν έλεύθεροι ή συνεργά
ζονταν στενά μέ τούς φίλους τους τούς χιτλερικούς. Α ντί
θετα, έμεΐς βρισκόμαστε στό ίδιο στρατόπεδο μέ τούς φα
σίστες κι ό άγώνας μας (...) πρέπει νά διεξάγεται άκόμα
καί μέσα στά συρματοπλέγματα».
Β. Στη Γιουγκοσλαβία
’Εκτός άπό τίς συνέπειες τής χιτλερικής κατοχής καί τίς
άπώλειες πού είχε ή χώρα έξαιτίας τής ήρωικής μά τρα
γικά διχασμένης άντίστασης5, γνώρισε καί τά άπανωτά έγ
κλήματα τής κροατικής κίνησης των Ούστάσι (πού σημαί
νει: επαναστάτες).
Ή ομάδα αύτή συγκροτήθηκε παράνομα στό εξωτερικό
τό 1929 μέ ήγέτη τόν "Αντε Πάβελιτς (καί υπό τήν προ
στασία τών Μουσολίνι Τσιάνο) καί τόν ’Απρίλη τού 1941
72
ό Γερμανός καταχτητής τήν άνέβασε στήν εξουσία6. Τότε
λοιπόν οί Ούστάσι άνακήρυξαν τό «’Ανεξάρτητο Κράτος»
τής Κροατίας7. Μόλις άνέλαβαν τήν έξουσία, άρχισαν τήν
έξολόθρευση των Σέρβων. Πολλά ντοκουμέντα καί καταγ
γελίες άποκαλύπτουν τόν κυνικά προμελετημένο χαρα
κτήρα αυτών των άνήκουστων σφαγών, πού με στόχο τήν
κροατιχοποίηση τής χώρας πρόβλεπαν τή βιολογική εξόν
τωση τών Σέρβων. Πολύ σύντομα οί διωγμοί δικαιολογή
θηκαν μέ τό πρόσχημα τού θρησκευτικού πολέμου (οί
Κροάτες ήταν καθολικοί, ένώ οί Σέρβοι ορθόδοξοι). Πολ
λοί καθολικοί ιερωμένοι καί κυρίως καλόγεροι (κάποτε μέ
τή στολή τών Ούστάσι) πήραν μέρος σ’ αυτή τή ματωμένη
«σταυροφορία».
73
διαταγή πού τοιχοκόλλησε τό κροατικό υπουργείο
Εσωτερικών): «Όλοι οί Σέρβοι καί οί Εβραίοι, κά
τοικοι τού Ζάγκρεμπ, πρωτεύουσας τής Κροατίας,
πρέπει νά εγκαταλείπουν τήν πόλη μέσα σέ δώδεκα
ώρες. Οί πολίτες πού θά τούς προσφέρουν άσυλο, θά
έκτελεστούν επί τόπου».
Μόνο παράφρονες μπορούσαν νά προβούν σέ τέ
τοιες φρικαλεότητες: «Τό φόνο ιερωμένων καί άξιω-
ματούχων Σέρβων χωρίς δίκη, τούς τουφεκισμούς καί
τά μαζικά βασανιστήρια άθώων άντρων, γυναικών καί
παιδιών, τήν έξωση άπό τά σπίτια τους όλόκληρων
οικογενειών, με προθεσμία μιας ή δύο ώρών, προκει-
μένου νά τούς εκτοπίσουν σέ άγνωστα μέρη, τή λεηλα
σία τών σπιτιών καί τή βίαιη μεταστροφή στόν καθο
λικισμό τών Σέρβων (...)».
Αυτές οί βιαιότητες, μέ θύματα πάνω άπό ένα έκα-
τομμύριο άνθρώπους, έδιναν τήν εικόνα δαντικής κό
λασης.
’Ανάμεσα στά ντοκουμέντα πού διαθέτουμε, βρί
σκουμε καί άποσπάσματα πού έχουν παρεμβληθεί
περιστασιακά καί πού μάς επιτρέπουν νά πιστεύουμε
ότι υπήρξαν κείμενα πού γράφτηκαν άπό τά ίδια τά
θύματα. Καθώς είναι άδύνατο νά συγκεντρώσουμε
αυτά τά κείμενα (έναν ικανοποιητικό άριθμό τουλάχι
στο γιά νά μπορούμε νά κάνουμε βάσιμες παρατηρή
σεις), περιοριζόμαστε νά έπισημάνουμε μόνο τά γεγο
νότα πού άναφέρονται.
74
μεγάλη κλίμακα τις κατακτημένες περιοχές τής Σοβιετικής
Ένωσης. Ή ταν καθημερινό φαινόμενο ή εξόντωση όλων
υών κατοίκων ενός χωριού, οί άλυσιδωτοί έμπρησμοί, οί
κάθε είδους έκτοπίσεις. Οί Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου
καταρχήν έπρεπε νά έξολοθρευτοϋν8. Έ νας άκόμα «δεί
κτης» τού ίδιου κακουργήματος ήταν ή σφαγή όλόκληρου
τού πληθυσμού τής τοποθεσίας Λίντιτσε στήν Τσεχοσλο
βακία.
Ό σον άφορά τις δυτικές χώρες, μέ πρώτη πρώτη τή
Γαλλία, ή διαφορά βρισκόταν μονάχα στό ρυθμό καί τίς
διατυπώσεις πού υιοθετούσαν κατά καιρούς. Αυτό δέ ση
μαίνει πώς καί στή Γαλλία, όπως καί παντού, οί συλλήψεις
καί οί εκτοπίσεις δέν έπεκτείνονταν. Δέσποζε εξάλλου ή
άρχή τής μαζικής ευθύνης. Σέ ποιό βαθμό ή φαινομενική
αυτή «διευθέτηση» ήταν διαποτισμένη άπό κρυφές «φιλο
δοξίες» πού θά έδειχναν γρήγορα τίς πραγματικές διαστά
σεις τους, μάς τό δείχνει τό εξής φαινόμενο: στίς περιπτώ
σεις πού οί Γερμανοί άφήνονταν ελεύθεροι στίς πρωτο
βουλίες τους, τά πράγματα εξελίσσονταν άπό τήν άρχή
σύμφωνα μέ τό «τέλειο» πρότυπο πού γνώρισαν οί χώρες
τής Ανατολικής Ευρώπης. Τά παρακάτω δύο παραδεί
γματα τό δείχνουν μέ συγκλονιστικό τρόπο:
75
προηγούμενο: ή πολεμική εμφάνιση τών στρατιω
τών - μπότες-κράνη-τουφέκια - ή συνήθεια νά χα
στουκίζουν τούς επιστήμονες γιά νά τούς εξευτελί
ζουν, κλπ.
2) Ή σφαγή τής Όραντούρ στίς 10 Ίούνη 1944. Δέ
θά άναφέρουμε λεπτομερώς πώς εξελίχθηκε ή υπόθε
ση. Χρειάζεται όμως νά έπιστήσουμε τήν προσοχή τού
άναγνώστη στήν άπόλυτη ομοιότητα στό θέμα τής
«στρατηγικής», μιά δμοιότητα όλοφάνερη άκόμη καί
στίς πιό άσήμαντες λεπτομέρειες: α) Ή «έπιχείρηση»
αρχίζει μέ τήν περικύκλωση τής περιοχής· ή φρουρά
άγρυπνάει μήν τό σκάσει κανένας. 6) Πρόκειται νά
εξοντωθεί όλόκληρος ό πληθυσμός, γ) Πρίν τή σφαγή,
καί ειδικά γι’ αύτό τό σκοπό, συγκεντρώνουν μέσα
στήν περί κυκλωμένη περιοχή τόν πληθυσμό πού ζούσε
στά χωράφια καί τά γειτονικά χωριουδάκια. ό) Μα
ζεύουν όλα τά θύματα, οί περίπολοι άναγκάζουν τούς
κατοίκους νά έγκαταλείψουν τά σπίτια τους, ε) Δέ γί
νεται καμιά εξαίρεση. «Βλέπεις γέρους νά βιάζουν τό
άργόσυρτο βήμα τους, μωρά νά κοιμούνται στά καρο-
τσάκια τους ή στήν άγκαλιά τής μάνας τους. Βλέπεις
τούς Γερμανούς στρατιώτες νά βοηθούν πρόθυμα τίς
μητέρες νά φέρουν τά παιδιά τους στόν τόπο τής σύ
ναξης.» Τά παιδιά, πού θά γνωρίσουν άπό πρώτο χέρι
τίς χειρότερες φρικαλεότητες, καλούνται νά παρου
σιαστούν μέ τούς δασκάλους τους, καθηγητές καί παι
δαγωγούς, στή σειρά, κατά σχολείο καί κατά τάξη·
πολλά πιτσιρίκια φαίνεται νά περιμένουν πώς θά
παρακολουθήσουν κάποιο διασκεδαστικό θέαμα, στ)
Όλοι σκοτώθηκαν, χωρίς εξαίρεση, κι έκεϊνοι πού
υπάκουσαν στό γερμανικό προσκλητήριο κι οί άλλοι
πού κρύφτηκαν· μόλις τούς ξετρύπωσαν, τούς σκότω
σαν επί τόπου μέσα στίς πρόχειρες κρυψώνες τους, ζ)
Ή εξόντωση γίνεται κατά σειρές: πυροβολούν ή καίνε
τά θύματα ζωντανά· οί Γερμανοί στοιβάζουν τόν ένα
πάνω στόν άλλο τούς καταδικασμένους (νεκρούς.
76
τραυματίες και ζωντανούς), φέρνουν άχερα καί άλλες
εύφλεκτες ύλες, καί μετά βάζουν άπ’ όλες τις μεριές
φωτιά στά κτίρια πού γέμισαν μέ τά θύματά τους, η)
Διαλέγουν γιά τό όλοκαύτωμα την έκκλησία τού χω
ριού. θ) Καίνε πολλά σπίτια μόνο καί μόνο άπό ευχα
ρίστηση. ι) 'Όσοι παρακολουθούν άπέξω «άκούν τούς
Γερμανούς νά άνταλλάζουν άστεία, νά χαριεντίζονται
μάλιστα μέ τίς γυναίκες, εύθυμοι, όπως συμβαίνει μετά
άπό γλέντι». ια) Μόλις τελειώνει ή «έπιχείρηση», οί
Γερμανοί στρατιώτες τό ρίχνουν στό πιοτό κι άφήνουν
πίσω τους «πολλές εκατοντάδες μπουκάλια παλιό
κρασί καί σαμπάνια πού άδειασαν πρίν άπό λίγο».(...)
"Ολα αυτά λοιπόν άποτελούν ένα πιστό αντίγραφο
των πρότυπων «έπιχειρήσεων» πού είχαν γίνει στά
γκέτο τής Πολωνίας. Διαφέρουν στίς λεπτομέρειες, μά
αύτό είναι δευτερεύον: καίνε την έκκλησία, όπως
άκριβώς έκαναν μέ τίς συναγωγές μέσα στά γκέτο. 'Η
σαμπάνια καί τό παλιό κρασί άντικαθιστούν τήν πο
λωνική βότκα. Αύτό είναι όλο κι όλο.
77
σαν τή ζωή τους εκεί. Τά νούμερα αυτά δέν άποδίδουν τόν
άκριβή άριθμό των πραγματικών άντιπάλων τού καθεστώ
τος, γιατί οί περισσότερες συλλήψεις είχαν τιροληπτικό
χαρακτήρα. Ά π ό τά 3 εκατομμύρια υπολογίζουμε ότι οί
800.000 θά ήταν πραγματικά άντιφασίστες.
Στή μεταπολεμική Γερμανία κυκλοφόρησαν βιβλία
διαποτισμένα άπό ένα πνεύμα μεταμέλειας. Ή σύνο
δος τής Διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας συνέρχεται στό
Βερολίνο τόν ’Απρίλη τού 1950 καί ψηφίζει: «'Ομο
λογούμε ότι άπό λάθος μας καί μέ τή σιωπή μας γί
ναμε συνένοχοι μπροστά στόν πολυεύσπλαχνό Θεό γιά
τά εγκλήματα πού έγιναν σέ βάρος τών Εβραίων, άπό
άνθρώπους πού άνήκουν στό λαό μας».
Ή άλλη Γερμανία
78
Κάρλ Φόν Όσίτσκν. (Θαρραλέος άγωνιστής, ιδρυτής
τής \Veltbuhne. Πιάστηκε τή μέρα πού έγινε δ έμπρη-
σμός τού Ράιχσταγκ. Πήρε βραβείο Νόμπελ ειρήνης τό
1935. Κλείστηκε στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τού
Πάπενμπουργκ-Έστερβέγκεν, όπου κατάφερνε νά άν-
τισταθεί στις άπειλές καί τίς κολακείες κυρίως τού
Γκαίριγκ. Πέθανε στίς 3 τού Μάη 1938, μέσα στή φυ
λακή τής Γκεστάπο, στό Βερολίνο).
Οί εκκλησίες
79
στρία τό 1938), περιλάμβαναν τέτοιες διακηρύξεις:(...)
4: Ή Καινή Διαθήκη είναι μιά ιουδαϊκή έφεύρεση(...).
20: Ό χριστιανισμός είναι διάδοχος τού ιουδαϊσμού
καί δημιουργήθηκε άπό τούς Εβραίους (...). 26: Ό
Χριστός είναι Εβραίος.
Μέσα άπό αυτή τή δοκιμασία, οί οργανώσεις πού
χτυπήθηκαν τόσο βάναυσα δέν άντέδρασαν άνάλογα
μέ τή δύναμή τους καί δέν άνταποκρίθηκαν καθόλου
στή σοβαρότητα τής στιγμής. Μετά τήν κατάργηση των
πολιτικών κομμάτων, μονάχα ή Εκκλησία μπορούσε
άκόμα νά έκφράσει δημόσια τή στάση της.
Ή Καθολική ’Εκκλησία τής Γερμανίας, μετά τή
συμφωνία πού κλείστηκε στίς 8 τού Ίούνη τού 1933
άνάμεσα στό Βατικανό καί τήν κυβέρνηση τού Χίτλερ,
έχασε τόν προσανατολισμό της. «Ήταν, όπως γράφει
ό Κάρλ Γιάσπερς, ή πρώτη έπιβεβαίωση τού Χιτλερι
κού καθεστώτος, πού περιβλήθηκε έτσι μέ μεγάλη αί
γλη (gewaltigen Prestige-gewinn für Hitler). Στήν άρχή
αυτό φάνηκε άπίστευτο. ’Αλλά ήταν γεγονός». ’Άλλοι
θεωρούσαν αυτή τή συμφωνία σάν τό Μόναχο τού
ρωμαιοκαθολικισμού. Δέν είχαν καλά καλά περάσει
δυό βδομάδες άπό τήν υπογραφή τής συμφωνίας καί
άρχισαν στή Γερμανία οί πρώτες συλλήψεις κληρικών
(20-28 Ίούνη 1933).
Τέσσερα χρόνια άργότερα, στίς 14 τού Μάρτη τού
1937, ό πάπας Πίος ΙΑ' δημοσίευε τήν περίφημη έγ-
κύκλιό του ένάντια στό ρατσισμό («μέ έντονη άνησυ-
χία»...). Φαίνεται ότι γι’ αυτή τήν έγκύκλιο έργάστη-
καν οί επικεφαλής τής καθολικής κίνησης στή Γερμα
νία καί κυρίως ό δρ Γιόζεφ Βίρθ (ήγέτης τού κεν
τρώου Καθολικού κόμματος, παλιός υπουργός καί
καγκελάριος τού Ράιχ).
Ή Καθολική Εκκλησία είχε στούς κόλπους της
εξαιρετικούς άγωνιστές, άκόμα καί μέσα στήν ίδια τή
Γερμανία, όπως ό καρδινάλιος Μίκαελ φόν Φαουλ-
χάμπερ («ό Λέων τού Μονάχου»), ό έπίσκοπος καί
80
μετά καρδινάλιος Κλήμης- Αύγουστος, κόμης του Γκά-
λεν (αρχηγός τής άντιπολίτευσης στην άνατολική Γερ
μανία), ό καρδινάλιος Κύνραντ. κόμης τού Πρέσινγκ,
επίσκοπος του Βερολίνου. Ό τελευταίος σ' επιστολή
του, στίς 13 του Δεκέμβρη 1942, γράφει: «Πρέπει νά
καταλάβουμε ότι ή στέρηση αυτών τών δικαιωμάτων,
ή βάναυση αντιμετώπιση τών αδελφών μας άποτελεί
αδίκημα, όχι μόνο απέναντι στους ξένους μά καί άπέ-
ναντι στόν ίδιο τό λαό μας». Δίνουμε καί ένα άπό-
σπασμα άπό τήν ποιμαντορική επιστολή τών επισκό
πων (1943): «Τό νά σκοτώνεις άνθρώπους είναι αυτή
καθαυτή κακή πράξη, άκόμα κι όταν γίνεται μέ τό
πρόσχημα ότι.αυτό εξυπηρετεί τό καλό τής κοινωνίας
καί πολύ περισσότερο όταν σκοτώνεις άθώους κι άκα-
κους άνθρώπους άλλης φυλής κι άλλης εθνικότητας».
’Ανάμεσα στους κληρικούς πού άντιτάχθηκαν απο
φασιστικά στό ναζισμό, ήταν κι ό αβάς τού Βερολίνου
Μπέρναρντ Αίχτενμπεργκ, άνθρωπος προικισμένος μέ
προσωπικότητα καί υψηλό ήθικό άνάστημα. Πιάστηκε
στίς 23 Όκτώβρη 1941 καί καταδικάστηκε σέ φυλάκι
ση. Όταν συμπλήρωσε τήν ποινή του, κι ενώ προορι
ζόταν γιά ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ζήτησε νά
μεταφερθεϊ στό εβραϊκό γκέτο τού Αότζ. Ή Γκεστάπο
άποφάσισε νά τόν στείλει στό Νταχάου. Ό Αίχτεν
μπεργκ, βαριά άρρωστος, πέθανε στό ταξίδι, στίς 3
τού Νοέμβρη 1943.
Ή Προτεσταντική Εκκλησία, παρά τήν αριθμητική
της υπεροχή, μετά τήν άνοδο τού Χίτλερ συνάντησε
δυσκολίες πού πήγαζαν απ' τήν ίδια της τή δομή. Δέν
είχε κεντρικό φορέα, άλλά ήταν διαιρεμένη σέ 29 θρη
σκευτικές κοινότητες ή τοπικές εκκλησίες (Lands-
Kirchen), άλλες λουθηρανικές κι άλλες καλβινιστικές.
Δέ φτάνει πού δέν είχε στηρίγματα στό εξωτερικό
(σάν τήν Καθολική Εκκλησία), άλλά έπρεπε καί νά
χτυπήσει τή λουθηρανική παράδοση πού ρύθμιζε τις
σχέσεις «εκκλησίας καί θρόνου» καί έξαρτούσε τήν
82
βήμα: «Κάναμε μεγάλο κακό καί δημόσια καί κρυφά
(...). ’Αφανίσαμε καί καταστρέφαμε άνθρώπινες ζωές
καί άγαθά. Θεέ μου, συχώρεσέ μας καί δείξε επιείκεια
την ώρα τής τιμωρίας!» ’Αμέσως μετά τήν όμιλία τό
πλήθος λεηλάτησε τό σπίτι του πάστορα, κακοποίησε
βάναυσα τόν ίδιο καί τελικά τόν έριξαν στή φυλακή.
’Ανάλογα επεισόδια διαδραματίστηκαν καί σ’ άλλες
πόλεις.
Ό Θεόφιλος Βούρμ, επίσκοπος τής Βυρτεμβέργης,
έγραφε τήν άνοιξη του 1943, άπευθυνόμενος στήν κυ
βέρνηση του Ράιχ: «Πρέπει νά πάψει ή δολοφονία άν-
θρώπων πού άνήκουν σ’ άλλους λαούς καί σ’ άλλες
φυλές (...). Μαθαίνουμε άπό στρατιωτικούς πού έρ
χονται μέ άδεια ότι οί εκκαθαρίσεις γίνονται όλο καί
σέ μεγαλύτερη κλίμακα (...). Τέτοιες υπερβολές είναι
άντίθετες μέ τή θέληση τού Κυρίου (...). Καί ό λαός
μας θά πέσει στό μέλλον θύμα μιας φοβερής εκδίκη
σης». ’Ανανέωσε τή διαμαρτυρία του τό Δεκέμβρη τού
1943.
'Ορισμένοι κληρικοί άνέλαβαν τήν παροχή βοήθειας
στούς καταδιωκόμενους. Οί διακηρύξεις μερικών ηγε
τών τής Προτεσταντικής ’Εκκλησίας μαρτυρούν τό
ηθικό τους σθένος. "Οπως ή άπάντηση τού πάστορα
Ντίτριχ Μπονχέφερ, άπό τόν όποιο ζήτησαν νά κάνει
μιά προσευχή: - «νΑν θέλετε άληθινά νά ξέρετε, είπε,
προσεύχομαι γιά τήν ήττα τής χώρας μου, γιατί νο
μίζω πώς μόνο έτσι θά μπορέσει νά πληρώσει γιά τίς
συμφορές πού προκάλεσε στόν κόσμο».
"Οσον άφορά τά μέλη όρισμένων θρησκευτικών αι
ρέσεων (Κονάνεροι, Μάρτυρες τού Ίαχωβά μέ τήν
έπονομασία ’Ερευνητές τής Βίβλου, Βαπτιστές) οί
περισσότεροι δέν έκαναν κανένα συμβιβασμό ούτε καί
μέσα στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως · μέ τή στάση
τους προκαλούσαν τό σεβασμό άκόμα καί τών δήμιών
τους.
83
Οι άγωνιστές τής ’Αντίστασης
Ν4
κυριότερο κίνητρο που ενέπνευσε τις στρατιωτικές
συνωμοσίες μέχρι καί τούς πρωτεργάτες τής 20ής
’Ιούλη 1944.
Θά αναφέρουμε άκόμα μερικά ονόματα καί γεγο
νότα πού έχουν σχέση μέ τήν αφύπνιση τής συνείδησης
καί τις άνοργάνωτες προσωπικές πρωτοβουλίες. Συ
χνά, μέσα στίς καταδικαστικές άποφάσεις πού επέβα
λαν τά ναζιστικά δικαστήρια, άνακαλύπτουμε στοιχεία
σχετικά μέ τή δράση τών μελλοθάνατων: Ο Χέλμουτ
Χούμπνερ, μέλος τών χιτλερικιον νεολαιών, καταδικά
στηκε γιατί έγραφε καί μοίρασε προκηρύξεις πού, εκ
τός άπ' τίς ανακοινώσεις τών άγγλικών ραδιοσταθμών,
περιείχαν «βρισιές καί συκοφαντίες εναντίον τού Φύ-
ρερ καί τών συνεργατών του (...) καί τήν προτροπή νά
τεθεί τέρμα στον πόλεμο μέ τήν άνατροπή τού Φύρερ».
Ό ένοχος ήταν μόνο δεκαεφτά χρονών. Οί δικαστές
του, άφού άναφέρθηκαν στούς βαθμούς του στό σχο
λείο καί στό ύφηλό επίπεδο τών γραφτών του, υπο
χρεώθηκαν νά διαπιστώσουν τήν εξαιρετική ευφυΐα
τού νέου καί κατέληξαν: «Έπρεπε, λοιπόν, νά τιμω
ρηθεί σάν ενήλικος». Ή εκτέλεση έγινε στίς 27 Ό κτώ-
βρη τού 1942.
Ό Γιόναθαν Στάρκ, δεκαοχτώ χρονών, επειδή άρ-
νήθηκε νά δώσει όρκο στό όνομα τού Χίτλερ. στά
«Τάγματα Εργασίας» (Arbeitsdienst), οδηγήθηκε από
τή Γκεστάπο στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τού Ζα-
ξενχάουζεν καί άπαγχονίστηκε στά τέλη τού Όκτώβρη
1944.
Ή στρατιωτική ηγεσία
Τί διασώθηκε
86
8
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Ένώ ό φυλακισμένος δέ μπορούσε νά έχει παρά άραιές
καί περιορισμένες έπαφές, άντίθετα δ έγκλειστος σέ στρα
τόπεδο, ζοϋσε μέσα σ’ ένα τεράστιο συγκρότημα, μέσα σέ
μιά ζωντανή κοινωνία. Γι’ αυτό πρέπει νά μελετήσουμε
ξεχωριστά τή ζωή τού στρατοπέδου.
Ό κόσμος τών στρατοπέδων είναι γενικά γνωστός, άλλά
δέ συμβαίνει τό ίδιο καί μέ τά άμέτρητα παραρτήματα
αυτών τών στρατοπέδων. Οί χιτλερικές αρχές τούς έδωσαν
επίσημες ονομασίες πού δέ δείχνουν τόν τρόπο ζωής αυ
τών τών στρατοπέδων. Καί όχι μόνο αυτό, άλλά καί
εξαπατούν ακόμα καί έπαγγελματίες έρευνητές.
Θά νόμιζε π.χ. κανείς ότι ένα στρατόπεδο καταναγκα-
στικών έργων ήταν αυτό πού υποδηλώνει ή ονομασία του.
Στήν πραγματικότητα πίσω άπό τήν ονομασία αυτή κρύ
βονταν - στίς περισσότερες περιπτώσεις - τόποι άγριων
καί αυθαίρετων έκτελέσεων χειρότεροι κι άπό τά στρατό
πεδα σνγκεντρώσεως. Έ κεΐ τουλάχιστον υπήρχαν δρισμέ-
νοι κανόνες, πού ήταν βέβαια πολύ ιδιόμορφοι, μά παρόλα
αυτά κανόνες. Έ νώ στά στρατόπεδα καταναγκαστικών έρ
γων ό δποιοσδήποτε Έ ς-Έ ς όποτε ήθελε, καί χωρίς κανέ-
ναν άπολύτως λόγο, μπορούσε νά σκοτώσει όποιονδήποτε
κρατούμενο. Τό στρατόπεδο τού Λβόφ - τ ό πανεπιστήμιο
τών Έ ς-Έ ς - δέν ήταν παρά στρατόπεδο καταναγκαστι-
κών έργων. Οί περισσότεροι έξάλλου οργανισμοί αυτού
87
τού είδους «εκκαθάρισαν», δηλαδή δολοφόνησαν, στό τέ
λος επί τόπου όλους τούς κρατούμενους. 'Ορισμένα άπ'
αυτά τά στρατόπεδα τό 1944 ξαναβαφτίστηκαν στρατό
πεδα σ νγκη’τρώσεως καί έτσι μετριάστηκε κάπως ή βαρ
βαρότητα πού έπικρατούσε εκεί.
Είναι άπαραίτητες αυτές οί λεπτομέρειες γιά νά φανεί ή
έκταση αυτού τού φαινόμενου, καθώς μάλιστα ή άθλια
«δημοτικότητα» μερικών άπ' αύτές τίς φάμπρικες θανάτου
(Άουσβιτς, Μαϊντάνεκ, Μπούχενβαλτ, Νταχάου, Ράβεν-
σμπρυκ, Όράνιενμπουργκ κλπ.) σκεπάζει τά άλλα πού δέν
υστερούν σέ τίποτα στίς έπιστημονικές μεθόδους καταρρά
κωσης τού ανθρώπου.
Έτσι, στην Πολωνία, σχεδόν κάθε πόλη είχε στά περί
χωρα καί ένα στρατόπεδο μέ δεκάδες καί εκατοντάδες χι
λιάδες νεκρούς. Τό τεράστιο αυτό δίκτυο πρόβλεπε καί
μεταγωγές κρατούμενων από τό ένα στρατόπεδο στό άλλο.
Οί μεταγωγές γίνονταν είτε άπό πόλη σέ πόλη είτε άπό
χώρα σέ χώρα. Μ' αυτό τόν τρόπο πολλοί κρατούμενοι
πέρασαν διαδοχικά άπό πολλά στρατόπεδα. 'Αλλοι απ'
αυτούς ήταν πρώτα σέ φυλακές κι άλλοι σέ γκέτο.
Υπήρχαν άνθρωποι πού κλείστηκαν στό στρατόπεδο γιά
τήν πολιτική τους δράση (συχνά φανταστική!). Υπήρχαν
ποινικοί κρατούμενοι καί τέλος όλοι αύτοί πού δέν κατά-
φεραν μέχρι τέλους νά καταλάβουν γιατί τούς κρατούσαν.
Υπήρχε επιπλέον μιά όλόκληρη γκάμα διακριτικών σημά
των (τά φορούσαν στό στήθος - θά ήταν είκοσι πάνω κά
τω!1) πού ύποδήλωναν τά άδικήματα πού είχαν διαπράξει
οί κρατούμενοι (άδικήματα πού δικαιολογούσαν τή σύλ
ληψή τους).
1. Π.χ. ένα κίτρινο τρίγωνο (γιά τού; Ε βραίους), ένα κοκκινο τρίγωνο
(για του; πολιτικού; κρατούμενου;), μαύρο (γιά τού; «αντικοινωνι
κού;»). μπλε (γιά τού; «μεταναστεύοντε;»). πράσινο (γιά τού; έγκλημα-
τίε;), ρόζ (γιά τού; ομοφυλόφιλου;), κλπ. Ό συνδυασμό; δυο τριγώνων
σήμαινε: « Εδραίο; πολιτικέ); κρατούμενο;» (κέικκινο καί κίτρινο τρίγω
νο). «μεταναστεύων Ε δρ α ίο ;» (μπλε καί κίτρινο), κλπ. Έ να ψ ι^ιο πάνω
σ' ένα κόκκινο τρίγωνο έδιιχνε τήν έθνικότητα. κλπ.
ΗΗ
Ό κόσμος του στρατοπέδου σχημάτισε μιά κοινότητα
άρκετά διαφοροποιημένη, με τίς κοινωνικές της τάξεις καί
τη ρευστή ιεραρχία της, τά ήθη της καί τό δικό της κα>δικα
άξιων. Ό λα αυτά άντικαθρεφτίζονται στά κείμενα πού
γράφτηκαν μέσα σ’ αύτή τήν ατμόσφαιρα.
Β. Λογοτεχνικές εκδηλώσεις
στό στρατόπεδο τού Λ β ό φ καί άλλού
Στις συνθήκες τού στρατοπέδου, οί πνευματικές εκδηλώ
σεις άποτελούν ένα φαινόμενο πού αγνοούν οί καθιερωμέ
νες απόψεις. Μ' αύτή τήν έννοια, άπαιτούνται συγκεκριμέ
νες διασαφηνίσεις. νΑς άρχίσουμε άπό τίς δραστηριότητες
αύτού τού είδους πού εμφανίστηκαν στό στρατόπεδο Για-
νόβσκι. Θά δώσουμε παρακάτω συμπληρωματικά στοιχεία,
παραθέτοντας λεπτομέρειες πού άφορούν άλλους χώρους.
Αύτό τό στρατόπεδο (τοποθετημένο στά περίχωρα τής
πύλης Αβόφ) έπαιζε ένα ιδιαίτερο ρόλο, συγκριτικά μέ
όλες τίς άλλες φάμπρικες θανάτου. Ή ταν ένα είδος πανε
πιστημίων γιά τήν ειδίκευση τών δημίων.
'Αν εξαιρέσουμε τίς φουρνιές τών κρατούμενων πού
περνούσαν προσωρινά άπ’ εδώ γιά νά διοχετευτούν μετά
σέ άλλα στρατόπεδα, συνήθως οί «άριοι» κρατούμενοι δέν
ξεπερνούσαν τούς 10002. Οί υπόλοιποι ήταν Εβραίοι.
Χρησιμοποιούσαν διαφόρους τρόπους εξόντωσης: έθα
βαν τούς κρατούμενους ζωντανούς ή τούς κρεμούσαν ή
τούς τουφέκιζαν ή τούς έπνιγαν ή τούς έβαζαν στά ψυγεία
ή τούς χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Κάθε τετραγωνικό μέτρο
τού στρατοπέδου ήταν κι ένας τόπος εξόντωσης. ’Απ’ τήν
άλλη, οί μαζικές σφαγές (εκατοντάδες καί χιλιάδες θύμα
τα) συνήθως γίνονταν στούς γειτονικούς άμμόλοφους. Οί
80
λόχοι βάδιζαν πρός τό θάνατο με συνοδεία ορχήστρας,
πού τά περισσότερα μέλη της ήταν βιρτουόζοι πασίγνω
στοι προπολεμικά. Στην άρχή έθαβαν τά πτώματα σε κοι
νούς λάκους. Αργότερα, λόγω έλλειψης κρεματορίων, άρ
χισαν νά τά καίνε σε πυρές. Σώριαζαν ξύλα πάνω σ’ ένα
ύψωμα, δημιουργώντας έτσι ένα είδος εξέδρας, γιά νά
φαίνεται τό θέαμα άπό μακριά. 'Ο καπνός, άνακατεμένος
μέ τη μυρωδιά τών πτωμάτων, άπλωνόταν στην πόλη καί
τά περίχωρα. 'Η πείνα καί οί επιδημίες θέριζαν τούς φυ
λακισμένους. Οί Έ ς-Έ ς «άποτέλειωναν» τούς άρρωστους,
τούς υποσιτισμένους ή εξαντλημένους.
Τό πρόβλημα τής πείνας κατευνάστηκε κάπως άπό τή
στιγμή πού δημιουργήθηκαν οί όμάδες εργασίας μέσα στήν
πόλη, γιατί (μέ διάφορους τρόπους κι όχι πάντοτε μέ έπι-
τυχία) οί εργάτες περνούσαν κρυφά στό στρατόπεδο τρό
φιμα. ’Ανάμεσα στά άποσπάσματα πού έβγαιναν έξω (τό
Aussenkommando) ήταν, ως τά μέσα τού Μάη 1943, καί τό
Reinigung, ή όμάδα δηλαδή πού άνήκε στή δημοτική υπη
ρεσία καθαριότητας:
τό
τοποιώ αυτή την έσωτερική λειτουργία, προσπαθώ,
χωρίς νά διακόπτω τή δουλειά μου, νά συγκρατώ στη
σκέψη μου τίς γραμμές του ποιήματος. Μόλις τε
λειώνω τήν πρώτη στροφή, άναρωτιέμαι πώς θά
καταφέρω νά τή σημειώσω κάπου. Καθώς όδηγώ τό
καροτσάκι γεμάτο πάγο πρός τό κανάλι, βρίσκω μέσα
σ’ ένα σωρό σκουπίδια ένα κομμάτι βρώμικο χαρτί.
Έ νας σύντροφος μου δανείζει μιά μύτη μολυβιού.
Βρίσκω ευκαιρία κάποια στιγμή νά σημειώσω, χρησι
μοποιώντας τό καροτσάκι γιά τραπέζι - μέ χέρι άλύ-
γιστο άπ’ τό κρύο - τό κείμενο. Τό χαρτί καί τό μο
λύβι εξαφανίζονται μέσα στήν τσέπη μου. Μέσα στο
μυαλό μου άρχίζει ή σύνθεση τού έπόμενου τετράστι-
χου.
»Έτσι γεννιόντουσαν τά κείμενα. Οί δημιουργοί
τους τά κοίταζαν μυστικά ή τά μοιράζονταν μέ τούς
πιο έμπιστους συγκρατούμενούς τους κι όταν πέθαι-
ναν τά έπαιρναν μαζί τους3».
Τό βράδι, όταν έφτανε ή ώρα νά επιστρέφουν στό
στρατόπεδο, έπρεπε νά συγκεντρωθούν τά μέλη τής
ομάδας πού είχαν διασκορπιστεί στή διάρκεια τής μέ
ρας. Έ πρεπε νά συγκεντρωθούν σ’ ένα έρημο μέρος
(σύμφωνα μέ τίς οδηγίες, γιά νά άποφευχθεΐ ή επαφή
τών κρατούμενων μέ τούς κατοίκους τής πόλης). Στή
δική μας περίπτωση, ήταν ένα άπόμερο σημείο στήν
όδό Σλονέτσνα, σ’ ένα προάστιο: δυό σειρές σπίτια
καί δυό μεγάλες αυλές. Στό βάθος τής δεύτερης αυλής
άπλώνονταν έκείνη τήν εποχή τά έρείπια τού θεάτρου
«Κολοσσαϊον», πού έκαψαν οί Γερμανοί όταν μπήκαν
στήν πόλη. Τά σπίτια όπου άλλοτε κατοικούσαν
Εβραίοι, ήταν τότε λεηλατημένα καί έρημα τά περισ
91
σότερα. Καταρχήν οί κρατούμενοι (όπως άρμοζει σέ
νπανθρώπονς) έπρεπε νά μένουν στό ύπαιθρο. Στην
πράξη όμως τούς έβαζαν μέσα σέ δυό μεγάλα δωμά
τια. άπομονωμένα κάπως άπό τ’ άλλα κτίσματα, πού
χωρίζονταν άπό τό δρόμο μέ τις δυό αυλές. Τά τζάμια
ήταν σπασμένα, τά παραθυρόφυλλα σέ άθλια κατά
σταση, τύ κρύο θύμιζε Σιβηρία. Παρόλα αύτά ή συν
είδηση τής έλενθερίας, γιά μιά τουλάχιστον ώρα, μέσα
σέ τέσσερις τοίχους, δέν ήταν μικρό πράγμα. Στην
αρχή ή ομάδα είχε 200 άντρες. "Οταν οί 100 έμπαιναν
στό χώρο, ή άτμόσφαιρα ζεσταινόταν κάπως. Εκεί
άκριβώς λοιπόν γίνονταν οί φιλολογικές βραδιές πού
διοργανώνονταν κανονικά δυό φορές τή βδομάδα.
Α ντί γιά εξέδρα υπήρχε μιά μισοκαταστραμμένη σόμ
πα. Τά παράθυρα σκεπάζονταν μέ κομμάτια ύφασμα,
τό δωμάτιο φωτιζόταν άπό μιά μικρή λάμπα πετρε
λαίου μέ ραγισμένο γυαλί. Δέν ήταν μόνο ένας πληγω
μένος άνάμεσα στούς άκροατές, δέν ήταν μόνο ένας
φοβερά εξαντλημένος. Υπήρχαν άρρωστοι άπό τυ
φοειδή πυρετό μέ 40" θερμοκρασία.
Τό πρόγραμμα περιλάμβανε πάντοτε μιά όμιλία γιά
τήν άλληλεγγύη, λυρικά ποιήματα καί ένα σατιρικό
μέρος4. Μ' αυτή τήν ευκαιρία γινόταν καί έρανος γιά
τούς άρρωστους καί υποσιτισμένους συντρόφους.
Τήν έπόμενη περίοδο5 γίνονταν κι άλλες συγκεν
τρώσεις στά εργαστήρια τού στρατοπέδου, στό τμήμα
πού λέγεται Ο.Α.νν.6 Τό άκροατήριο ήταν πιό περι
^3
Μιά κρατούμενη καταφέρνει νά μπει κρυφά μέσα
στό νοσοκομείο των γυναικών. Μιά έπίσκεψη έκεΐ
προκαλεί πάντοτε αίσθηση καί δίνει χαρά στίς άρρω
στες. Ξαπλωμένες καθώς είναι, άνασηκώνουν τό κε
φάλι καί ζητούν πυρετωδώς «νέα».
’Αφού βεβαιωθεί πώς ή προϊσταμένη τού θαλάμου
δέν τη βλέπει ούτε την άκούει, ή έπισκέπτρια άπαντά
βιαστικά πώς «τά νέα είναι πολύ καλά» καί μεταφέρει
τίς πληροφορίες γιά τό βομβαρδισμό τής Γερμανίας
άπ’ τη συμμαχική άεροπορία, γιά προώθηση τών άπε-
λευθερωτικών δυνάμεων κλπ.
«Τέλος χώνεται στό βάθος τού θαλάμου, στριφο-
γυρνά ανάμεσα στίς κουκέτες, σταματά μπροστά σέ
μιά παρέα πού γνωρίζει προσωπικά, καί λέει κρυφά:
«Σάς φέρνω ένα δώρο: ένα ποίημα (...) πού ’γράφε
μιά φίλη μας».
»’Ανασηκωνει τό κεφάλι, στέκεται στίς μύτες τών
ποδιών της γιά νά τήν άκούνε καί οί άρρωστες στά
επάνω κρεβάτια καί άπαγγέλλει τό ποίημα.
»Ή μιά κλαίει, ή άλλη σφίγγει μέ πάθος τίς γροθιές
της κι όλες μαζί τήν παρακαλάμε νά μάς δώσει τό
κείμενο. "Ολες θέλουμε νά τό μάθουμε άπέξω.
»(...) Κάποια έχει ένα κομμάτι χαρτί (...), κάποια
άλλη έχει ένα μολύβι καί, μέσα σέ δέκα λεπτά, τό
ποίημα έχει άντιγραφεί. Οί άδειες ώρες πού περνούν
πάνω οπό κρεβάτι μέσα στήν άπελπισία, θά γεμίσουν:
(...) θά μάθουμε τό ποίημα άπέξω».
Κι ή άφηγήτρια τού στιγμιότυπου συνεχίζει: «(...)
’Από τότε άκουγα συχνά τά ποιήματα τής Χριστίνας
γιατί έγιναν πολύ δημοφιλή. Τά άπάγγελλαν παντού
(...) όπου ύπήρχε άνεση, όταν έσκαβαν λάκους, έπι-
στρέφοντας άπό τά χωράφια (άν δέν ήταν κοντά οί
επόπτες) καί πάνω στους πάγκους, τό βράδι».
94
πού ξεδιαλέγει δέ διαφέρουν άπό δεκάδες άλλους, πού
γράφτηκαν σέ διάφορα στρατόπεδα άπό ευκαιριακούς
ποιητές πού πάλευαν μέ τις δυσκολίες τής στιχουργικής.
Τό γεγονός όμως αυτό κάνει τό παράδειγμά μας άκόμα
πιό εύγλωττο. Γιατί τέτοια ήταν λίγο πολύ τά στιχουργή
ματα πού διαδίδονταν μέσα στά στρατόπεδα. Κι αυτό γι
νόταν άνοργάνωτα, αύθόρμητα, μέ τρόπο όσο γινόταν πιό
προσωπικό καί ιδιωτικό: τά εμπιστεύονταν στούς κοντινό
τερους φίλους ή τά κυκλοφορούσαν σέ άντίγραφα. Καί
σχεδόν πάντοτε τό κοινό τους ήταν μεγάλο καί φλογερό.
95
λίγους μήνες10*. Οί συνθήκες αυτές δεν τούς ¿μπόδισαν νά
διοργανώσουν μέσα στό θάλαμό τους μυστικές συζητήσεις
με βάση πάντοτε τή διάλεξη πού έδινε ένας ειδικός στό
θέμα: Ό Μίκαελ Ζιντλέτσκι1 εκτός άπό τά θέματα τής
ειδικότητάς του, μιλούσε γιά τά επιστημονικά του ταξίδια
στήν Αίγυπτο καί τίς προσωπικές του άναμνήσεις άπό
τούς Πολωνούς συγγραφείς ’Ά ζνικ καί Βισπιάνσκιν. Ό
νΑνταμ Χέιντελ1213 γιά τά ταξίδια του στήν Αμερική. Ό
Βλαντισλάβ ΚονοπτσίνσκιΠ γιά τή «Συμμαχία τής Βάρης».
Ο Ίγκνάσι Κρζανόβσκι14 γιά λογοτεχνικά θέματα κλπ.15
Έκαναν φιλολογικό μνημόσυνο τού Στανισλάς Έστράιχερ:
16. Καθηγητή; τής ιστορίας τού πολωνικοί’ δικαίου καί μέλος πολλών
Άκαδημιών.
98
Βαλένσκι, καθηγητής στη Νομική Σχολή τού Παρι
σιού, πού έγκατέλειψε τή διδασκαλία καί κατέλαβε
μιά υψηλή κοινωνική θέση στή Γαλλία. Περάσαμε
ώρες κουβεντιάζοντας θέματα πολύ υψηλού επιπέδου
καί πολύ άφηρημένα. Εξετάσαμε μαζί μουσικά θέμα
τα. ’Από τόν Ζακόμπ, πού έζησε όλόκληρη τήν πολω
νική τραγωδία, έμαθα λεπτομερώς τί έγινε στό στρα
τόπεδο εξόντωσης τής Τρεμπλίνκα (...). Οί άτέλειωτες
συζητήσεις πού κάναμε χαμηλόφωνα, έκαναν ευκολό
τερη τή ζωή μέσα σέ τόσο συνωστισμό καί τόση μιζέ-
ρια. Μέ λύπη άφησα (...) αυτούς τούς δυό φίλους, πού
κανένας τους δέ θά ’βγαίνε ζωντανός άπό τό μπλοκ
61 .
Ό Ζάν Αασσύ στή μαρτυρία του μέ τόν τίτλο «Στό
στρατόπεδο τού Νταχάου», σημειώνει: «Τό βράδι, τε
λείως άπροσχεδίαστα δίνονταν καί κοντσέρτα. Οί
καλλιτέχνες, πάνω σ’ ένα τραπέζι, προσπαθούσαν νά
ψυχαγωγήσουν τούς συντρόφους τους μέ τό τραγου
δάκι πού έλεγε γιά τό γάμο τής ξαδέρφης. Τά κατά-
φερναν άρκετά καλά. Έ γώ, μέσα σέ μιά παρέα Γάλ
λων φοιτητών, παρακολουθούσα έκλεκτές φιλολογικές
συζητήσεις ή συζητούσα πολιτικά μέ τούς Χαουμέρ-
λιακ, νΑρβενφ Μαρκαντιέ».
99
τά όρια τής «νομιμότητας». Ό ταν συνέβαινε νά παρακο
λουθήσουν άπρόοπτα μιά παράσταση μέσα στό θάλαμο,
χωρίς νά άντιμετωπίσουν κανένα εμπόδιο, έμεναν μέ την
εντύπωση ότι ήταν νόμιμη. Στήν πραγματικότητα αυτό
οφειλόταν στήν οργάνωση τού στρατοπέδου. Ε πειδή μόνοι
τους οί Έ ς-Έ ς δεν ήταν σέ θέση νά διοικούν ένα τόσο
μεγάλο συγκρότημα, οί έν ?λτηρεσία κρατούμενοι, πού καί
σ’ αυτούς υπήρχε ιεραρχία, είχαν τεράστιες δικαιοδοσίες.
Συχνά θεωρήθηκαν από τούς συντρόφους τους, πού ήταν
ίεραρχικά κατώτεροι κι ήξεραν άπό πρώτο χέρι τί υπερ
βάσεις έκαναν οί ανώτεροι τους, σάν ή ενσάρκωση τής
νομιμότητας. Στήν πραγματικότητα οί περισσότεροι «ά-
ξιωματούχοι» κρατούμενοι ήταν παλιοί άντιφασίστες άγω-
νιστές κι ακριβώς γι’ αυτό κλείστηκαν στό στρατόπεδο.
Καθώς λοιπόν ήταν έχθροί τού χιτλερικού καθεστώτος,
έδιναν τή συγκατάθεσή τους γιά τις παράνομες δραστηριό
τητες ή καί τίς βοηθούσαν ενεργά. Εξάλλου, μπορούσε
εύκολα νά εξασφαλιστεί μ’ ένα φιλοδώρημα καί ή άνοχή
τών επιστατών πού τούς είχαν διαλέξει άνάμεσα στούς άλ
λους ποινικούς κρατούμενους γι' αυτή τή δουλειά.
Ι ΟΙ )
λάχιστον επαναστατικά. Μετά 6 Έ ρβιν τραγούδησε τό
τραγούδι τού βαμβακοκαλλιεργητή, τραγούδι κομμου
νιστικό πέρα γιά πέρα. Τό κείμενο ήταν πολύ άδύνα-
το, ή έκτέλεση άδέξια. Έ νας άλλος κρατούμενος
άπάγγειλε με τή σειρά του ποιήματα...». Μετά εμφανί
στηκαν έξι Πολωνοί άπό τή Βεστφαλία. Τραγούδησαν
τό «Νανούρισμα» τού Μπράμς καί πολλούς πολωνι
κούς ύμνους. Τό κλού τής βραδιάς ήταν ή παρουσίαση
καλλιτεχνών τής «Σκάλας» τού Βερολίνου. Πώς έγινε
νά βρίσκονται στό στρατόπεδο; Ή άπάντηση δόθηκε
άπό ένα λαμπρό καί συμπαθή κονφερανσιέ, πού πα
ρουσιάζοντας τούς καλλιτέχνες είπε πάνω κάτω αυτά:
«Τό επάγγελμά μου πρίν άπό τή σύλληψή μου ήταν
κονφερανσιέ. Ή λέξη “κονφερανσιέ" προέρχεται άπό
τή γαλλική λέξη conférence (διάλεξη) κι αυτή μέ τή
σειρά της άπό τή γερμανική λέξη konferenz. Τί σημαί
νει konferenz, τό ξέρετε πολύ καλά. Συναντιόνται
διάφοροι κύριοι, μιλούν πολύ καί χωρίς άποτέλεσμα.
Κι εγώ μιλούσα άρκετά, τό άποτέλεσμα ήταν άναπάν-
τεχο.... νά ’μαι». Έ τσι λοιπόν μετά άπό ένα πρό
γραμμα στή «Σκάλα» όλοι οί καλλιτέχνες βρέθηκαν
ξαφνικά στό Ζαξενχάουζεν.
101
Έπαιζε έκατοντάδες σκηνές άπό τό «Tevie-le-
laitier» του Σαλόμ ’Αλέιχεμ, άπό τό «Dibbouk» του
νΑνσκυ, τό «Golem» τού Λάιβικ, κλπ. Κέρδιζε, χάρη
σ’ αυτά τά θεάματα, όχι μονάχα μεγάλη δημοτικότητα
άνάμεσα στους Εβραίους κρατούμενους, μά καί ψωμί,
παχιά σούπα, ένα κομματάκι άλογίσιο λουκάνικο, λίγο
καπνό. Τό παρακάτω επεισόδιο είναι ιδιαίτερα άπο-
καλυπτικό: στό στρατόπεδο τού Νταχάου (όπου τόν
μετέφεραν μετά την εκκένωση τού ’Αουσβιτς-Μπιρ-
κενάου), ένας παλιός δεσμοφύλακας τού "Αουσβιτς
είπε σ’ ένα δεσμοφύλακα πού χτυπούσε τόν Περλμού-
τερ: «Είναι δ κωμικός μας τού "Αουσβιτς: "Αν άγαπάς
τη ζωή σου, μη σηκώνεις χέρι επάνω του».
102
λόγος έξυψώνει τό πνεύμα. "Υπάρχουν έδώ καλλιτέ
χνες, άνθρωποι των γραμμάτων. Πρέπει με κάθε θυσία
νά πνίξουμε τό θόρυβο αυτών τών ταμπούρλων καί τά
ουρλιαχτά τής γερμανικής τρομπέτας».
Πρίν άκόμα άπ’ τόν έρχομό τού Ζάρατς υπήρχε ή
ιδέα, άνάμεσα οπούς κρατούμενους, νά δημιουργήσουν
κάτι πνευματικό. Συγγραφείς καί παλιοί πολιτικοί
ήγέτες (υπήρχαν άνάμεσά τους ονόματα πασίγνωστα
προπολεμικά) διοργάνωναν συζητήσεις μέσα στά
μπλοκ. ’Αλλά θέατρο; «Δέν ξέρω πώς τά κατάφεραν
οί ισχυροί μας φίλοι νά πείσουν τόν Λαγκερελτέστερ,
έναν παλιό Γερμανό εγκληματία, νά κλείσει τά μάτια
μπροστά στη διοργάνωση... άγώνων πάλης στά Πολω
νικά μπλοκ. Σ’ έναν τέτοιο γύρο θέλησαν νά πάρουν
μέρος ό Ζάρατς καί τό θέατρό του. ’Ό χι άνάμεσα στά
κύρια νούμερα τής βραδιάς, άλλά άνάμεσα στους
αγώνες άθλητών καί τά έκτός προγράμματος μουσικά
νούμερα.
«Πολλές φορές μέ ρώτησαν πώς έγινε νά μή μάς
προδώσουν. Πώς μπορούμε νά ξέρουμε ποιοι είναι οί
άνθρωποι πού γεμίζουν άσφυκτικά τό θάλαμο; Πώς
(...) οί φρουροί μας γύρω άπό τό μολυσμένο μπλοκ
μας μπορούσαν νά άνακαλύψουν ποιος ήταν δικός μας
καί ποιος όχι; Σκέφτομαι πώς τό καταλάβαινε κανείς
άπ’ τή συγκίνηση πού άπλωνόταν στά πρόσωπα κι άπ’
τά μάτια πού έλαμπαν πυρετικά στήν έπιθυμία ν'
άκούσουν τόν Ζάρατς». Κι όμως μιά μέρα παρά λίγο
νά ξεσπάσει καταστροφή. Παρόλο πού ύπήρχαν
φρουροί, ένας Έ ς-Έ ς μπήκε άπρόοπτα μέσα στό
μπλόκ. «Τά γατίσια μάτια του (...) έξέταζαν τούς βου
βούς κοκαλωμένους καί τρομοκρατημένους άνθρώ-
πους. Τό βλέμμα του στάθηκε γιά μιά στιγμή στίς σι-
λουέτες τών παλαιστών, μετά άγγιξε τόν Ζάρατς πού
έβγαζε τή μπλούζα του άργά καί ήρεμα. Κοιτάζοντας
μέ θράσος τόν Έ ς-Έ ς στά μάτια, ό ύπεύθυνος γιά τό
μπλόκ, ένας Γερμανός ποινικός, διακήρυξε ότι: “Ό λα
103
είναι έντάξει” . Παίρνοντας την ευθύνη πάνω του γιά
την απαγορευμένη συγκέντρωση, βρισκόταν κι αυτός
τό ίδιο κοντά στό κρεματόριο μ’ έμάς».
»"Οταν ό υπεύθυνος γιά τό μπλοκ κι ό Έ ς-Έ ς βγή
καν έξω, άφησαν πίσω τους μιά σιωπή σάν εκείνη τοόν
θαλάμων αερίων, τρία λεπτά μετά τή διοχέτευση τού
δηλητήριου. Καί, κάτι παράξενο, ή σιωπή διακόπηκε
εντελώς άνετα μ’ ένα τραγούδι (...) προκλητικά τονι
σμένο. Ένα τραγούδι πού κοροΐδευε τό κρεματόριο,
τό θάνατο, τή δουλειά καί τήν πείνα, τούς έπιστάτες,
τούς δεσμοφύλακες καί μάς τούς ίδιους».
Ό Ζάρατς καί τό «θέατρό» του έπισκέπτονταν τό
ένα μετά τό άλλο τά πολωνικά μπλοκ. Τά έργα γρά
φονταν άπό εκλεκτούς συγγραφείς καί τά έπαιζαν τα
λαντούχοι ήθοποιοί. Κανείς δέν άρνήθηκε τή συμμε
τοχή του στον Ζάρατς.
ί Π4
γραφούσαν στη μηχανή τής υπηρεσίας. Μέ τόν καιρό, χάρη
στους συντρόφους πού τοποθετήθηκαν σ' αυτό τό γραφείο
(πού άνήκαν κι αυτοί στούς εκλεκτούς), κατάφερναν νά
όγάζουν πέρα ένα σωρό περίπλοκες υποθέσεις. ’Αφού τό
'φερε ό λόγος, υπήρχαν όυό άνθρωποι τού γραφείου πού
δέ δίστασαν ποτέ νά αντιμετωπίσουν τόν κίνδυνο πού
έκρυβαν τά καθήκοντα τής μυστικής οργάνωσης: Αυτοί
ήταν ό Ά νρί («Ρυζιέκ»), ό Άξερ κι ό Γιακούμποβιτς,
(«Μπρόνεκ»). Ό Άςερ, νέος πληθωρικός καί άφηρημένος,
χαρακτηριζόταν άπό ξεχωριστή γενναιότητα καί (μόλη του
τήν αφηρημάδα) άπό ιδιαίτερη ετοιμότητα στίς δύσκολες
στιγμές ό Γιακούμποβιτς, πιό ηλικιωμένος, σεμνός, άγρυ
πνος καί συγκεντρωμένος, δρούσε μέ σύστημα, σιγουριά
καί διακριτικότητα19.
Ή λογοτεχνία βοηθούσε καί στήν επιλογή τών αγωνι
στών. "Οποιος δέν ανήκε μόνο στό ακροατήριο αλλά καί
συμμετείχε ενεργά στή διοργάνωση τών συγκεντρώσεων,
δίνοντας έμπρακτα άποδείξεις γιά τό θάρρος του, ήταν
ικανός νά μυηθεί καί σέ μή λογοτεχνικά μυστικά.
Σχεδόν παντού υπήρχε δίκτυο διάδοσης τών παράνομων
έργων. Οί «φιλολογικές συγκεντρώσεις» άλλοτε γίνονταν
στά πλαίσια τών παράνομων δραστηριοτήτων κι άλλοτε
αποτελούσαν φυσική συνέπειά τους.
Υπήρχαν άλλωστε καί κείμενα πού εξυπηρετούσαν εν
τελώς πρακτικά θέματα. Ό Γάλλος Ρομπέρ Βάιτς σημειώ
νει: «(...) Ή μυστική οργάνωση τού Μόνοβιτς (Αουσβιτς
III) προσπαθεί νά ξεσηκώνει σέ σαμποτάζ τούς Γάλλους
εργάτες τού S.T.O. πού εργάζονται στό εργοστάσιο τού
Μπούνα. Γιά τό σκοπό αυτό γράφτηκαν κρυφά τό βράδι
μέ μολύβι προκηρύξεις καί μεταφέρθηκαν τό πρωί οτό ερ
γοστάσιο».
Πρέπει νά προσθέσουμε πιύς τέ> γεγονός αυτό πού ανα
φέρει ό καθηγητής Ρ. Βάιτς γιά τό "Αουσβιτς, δείχνει τήν
επέκταση τής δραστηριέντητας τής διεθνούς μυστικής όμά-
20. Διατύπωση πού προτάθηκε άπό τούς Πολωνούς, μέλη τής όμάόας, κι
είχε σάν στόχο, έκτος τών άλλων, καί τά κακουργήματα τών Πολωνών
κρατούμενων πού ήταν έξαρτήματα τών φασιστών, τούς έγκληματίες κρα
τούμενους («πράσινοι») κλπ.
106
Δ. Παράνομες μέ τό εξωτερικό
Οί προσπάθειες γιά νά βγαίνουν τά γραφτά εξω άπό τό
στρατόπεδο, πρέπει νά τοποθετηθούν στά πλαίσια των λο
γοτεχνικών εκδηλώσεων καί γενικότερα τών μυστικών
δραστηριοτήτων.
Οί κρατούμενοι κυρίως πού έμεναν εγκλωβισμένοι μέσα
στην έπικράτεια τής χώρας τους είχαν κάποιες δυνατότη
τες, όσο κι αν ήταν έλάχιστες καί άβέβαιες. Περνούσαν
κρυφά έξω τά κείμενα, όχι μόνο γιά νά τά διασώσουν, μά
καί γιά νά πληροφορήσουν τόν κόσμο πού ζούσε έλεύθερα
καί (μέσω τής παράνομης ήγεσίας του) τίς εξόριστες κυ
βερνήσεις, καθώς καί τήν κοινή γνώμη τών συμμαχικών
χωρών. Γιά νά είναι αυτό πραγματοποιήσιμο, έπρεπε
οπωσδήποτε νά έπιτευχθεΐ έπαφή μέ τόν τύπο καί τίς
παράνομες οργανώσεις. Εννοείται πώς άπ’ τή στιγμή πού
κατάφερναν νά έχουν έπαφή, έκμεταλλεύονταν τό γεγονός
γιά νά άντιμετωπίσουν καί άλλα πρακτικά προβλήματα:
υλική βοήθεια (λεφτά, τροφή, φάρμακα), τίς σχεδιαζόμενες
άποδράσεις (πλαστά χαρτιά, άπαραίτητα εφόδια, ταξιδιω
τικοί όδηγοί καί πλαστές ταυτότητες), τίς ενδεχόμενες
έξεγέρσεις (όπλα κλπ.). Στήν προσπάθεια νά έξασφαλί-
σουν μυστικές έπαφές συναντούσαν τεράστια εμπόδια, εξ
άλλου κι όταν άκόμα κατάφερναν νά συνδεθούν δέν ήταν
καθόλου εύκολο νά άποκαταστήσουν μόνιμη έπαφή. "Αλ
λοτε έξαφανιζόταν δ σύνδεσμος μέ τό έξωτερικό (είχε πια
στεί ή είχε άκινητοποιηθεί λόγω άπροόπτου ή άπλά καί
μόνο είχε χάσει τό κουράγιο του), άλλοτε οί μαζικοί θάνα
τοι στό στρατόπεδο θέριζαν τούς άγωνιστές.
Γιά νά δείξουμε πιό άνάγλυφα τί σκαρφίζονταν γιά νά
φτάσουν στό στόχο τους, άναφέρουμε τίς έμπειρίες πού
είχε κάποιος στό στρατόπεδο τού Αβόφ.
«(...) τέτοιες έπαφές ή καί μόνο ή έπιδίωξή τους
ίσοδυναμούσαν μέ βέβαιο θάνατο. Ό σ ο διάστημα άρ-
107
κετές ομάδες έβγαιναν έξω άπ’ τό στρατόπεδο, οί δυ
νατότητες επαφής ήταν μεγαλύτερες. Όπως έγινε άρ-
χικά μέ την δμάδα καθαριότητας, πού ήδη άναφέραμε.
Απασχολημένη (όπως διευκρινίσαμε) μέ τόν καθαρι
σμό τών δρόμων άπ' τό χιόνι καί τόν πάγο καί μέ τίς
εργασίες στά περίχωρα τής πόλης, όπου μετέφεραν τά
σκουπίδια, χωρίζονταν κάθε φορά σέ μικρότερα
γκρούπ. τό καθένα καί σέ ξεχωριστό τομέα. Γιά νά
διευκολύνουν λοιπόν μιά επαφή, γλιστρούσαν τόν
κατάλληλο άνθρωπο στό άνάλογο γκρούπ.
»Οί περισσότεροι κρατούμενοι πού άνήκαν στήν
ομάδα καθαριότητας, δολοφονήθηκαν όταν έγινε ή
σφαγή τού Μάη 1943. Καί οί άλλες όμάδες πόλης
έπαψαν νά ύπάρχουν. Πού καί πού οί αρχές τού
στρατοπέδου σχημάτιζαν κάποιες προσωρινές ομάδες
εξωτερικής εργασίας (Αι^υηΙ^οΓηΓηΗΓκΙο), άπό και
νούργιους όμως κρατούμενους. Τούς όδηγούσαν σέ
συγκεκριμένα εργοστάσια όπου υπήρχε αυστηρή έπί-
βλεψη. ’Εξάλλου, αύτές οί ολιγάριθμες όμάδες δέν
ήταν - κατά βάθος - παρά ένα μέσο γιά παραπλά-
νηση τών θυμάτων, πρίν άπό την προσχεδιασμένη
σφαγή. Κι όμως, ποτέ δέν παραλείφαμε νά συν
άπτουμε καί νά διατηρούμε τίς σχέσεις πού θέλαμε
(...). Οί διαδικασίες ήταν περίπλοκες κι άπαιτούσαν
υπεύθυνη συνεργασία πολλών συντρόφων πού άνήκαν
σέ διάφορες όμάδες καί συνεργεία.
»(...) Τό καλοκαίρι τού 1943 ήρθε ένα νέο κι άργό-
τερα πήρα ένα γράμμα άπό τούς φίλους μου, ήγέτες
τής μυστικής πολωνικής οργάνωσης (Ρ.Ρ.5.) πού είχε
έδρα τήν Κρακοβία. Βρήκαν μόνοι τους τόν τρόπο νά
μού στείλουν τό γράμμα μέσω τού συνδέσμου τους,
πλασιέ ενός εργοστασίου επίπλων, ύπό γερμανική
διοίκηση, πού βρισκόταν στά περίχωρα τού Λβόφ. Καί
νά πώς: εκείνη τήν εποχή μιά όμάδα άπό τεχνίτες επί
πλων πήγαινε κάθε μέρα σ’ αυτό τό έργοστάσιο. Αυτοί
μού έφεραν τό γράμμα οί άπαντήσεις μου έφτασαν
ΙΟΚ
άπό τόν ίδιο δρόμο. Παρόλα αυτά, γρήγορα καταλά
βαμε πώς ή αλληλογραφία δεν έφτανε. 'Έπρεπε νά
συναντήσω προσωπικά τόν άνθρωπο τής Κρακοβίας
γιά νά συζητήσουμε τά φλέγοντα προβλήματα. Ήμουν
όμως διπλά φυλακισμένος άφού μέ είχαν τοποθετήσει
σ' ένα άπό τά συνεργεία τών Ο.Α.ΝΥ. ’ ήταν ένα στρα
τόπεδο μέσα στό στρατόπεδο. (...) Θά 'πρεπε νά δώ
αυτό τό σχέδιο σάν μιά καθαρή ουτοπία καί νά τό
έγκαταλείψω;
»Μέσα στό στρατόπεδο ό κρατούμενος δέν είναι
παρά ένα νούμερο· μιά όμάδα δέν είναι παρά ένας
όρισμένος άριθμός άπό τέτοια νούμερα. Συνεπώς μπο
ρούμε νά δεχτούμε -τουλάχιστο θεωρητικά - τήν
εξής δυνατότητα: στό πρωινό προσκλητήριο νά τραβή
ξεις έναν άνθρωπο άπό τήν όμάδα πού βγαίνει γιά τό
έργοστάσιο έπίπλων καί νά πάρεις ό ίδιος τή θέση
του· κι αύτόν νά τόν περάσεις στό δικό σου γκρούπ.
Ό άριθμός τών νούμερων καί στίς δυό όμάδες θά
έμενε άναλλοίωτος καί περνώντας άπ' τόν έλεγχο θά
φαινόταν τυπικά εντάξει.
»Στήν πράξη όμως οί δυσκολίες ήταν αξεπέραστες.
Πρώτα πρώτα πρέπει νά κερδίσεις τούς ομαδάρχες
καί τούς επιστάτες τών δύο γκρούπ. Νά σιγουρευτείς
γιά τήν άξιοπιστία όλων τών κρατούμενων καί τής
μιάς καί τής άλλης όμάδας. Νά μή σ’ άνακαλύψει κα
νένας Έ ς-Έ ς. Καί, πάνω άπ’ όλα: νά βρείς, άνάμεσα
στούς τεχνίτες έπίπλων, έναν εθελοντή πού δέχεται νά
περάσει μιά όλόκληρη μέρα στά θλιβερά Ο.Α.ΝΥ., κι
όχι στό έργοστάσιο καί ό όποιος έπιπλέον (σέ περί
πτωση άποτυχίας) άποδέχεται τίς συνέπειες.
»Ή ψυχολογική προετοιμασία τών «μοχλών» κρά
τησε μιά όλόκληρη βδομάδα. (...) Τή συμφωνημένη μέ
ρα, μόλις τελείωσε τό πρωινό προσκλητήριο, βρέθηκα
άνάμεσα στούς τεχνίτες επίπλων (τήν τελευταία στι
γμή, γιά νά μήν άφήσω στά μέλη τών δυό όμάδων
καιρό γιά φόβους). Πέρασα μαζί τους μπροστά άπ'
τόν έλεγχο. Αίγα λεπτά άργότερα, ή όμάδα (περιλαμ
βάνοντας αυτή τή φορά καί τό ταπεινό μου πρόσωπο,
σάν ένα νούμερο άνάμεσα στά έκατό άλλα τής λίστας)
περπατούσε έξω άπ’ τό στρατόπεδο. Ή άγρυπνη
φρουρά πού μάς έπέβλεπε, φρόντιζε νά μή χάσω τό
δρόμο καί νά φτάσω στό έργοστάσιο όπου ήδη με
περίμενε δ άπεσταλμένος τής Κρακοβίας, Μιτσισλάβ
Πιοτρόβσκι (Μ. Κούρτς-Πέλεγκ).
»Ή επιτυχία τού εγχειρήματος προκάλεσε τήν επα
νάληψη τής ίδιας μεθόδου. Συμφωνήσαμε νά όρίσουμε
τήν επόμενη συνάντηση οχτώ μέρες άργότερα. ’Αλλά
στό μεταξύ... συνέβη καί μ’ αυτό ό,τι καί μέ τά περισ
σότερα παρόμοια σχέδια: ή δμάδα τών τεχνιτών έπί-
πλων καταργήθηκε άναπάντεχα.
»(...) Καθώς ψάχναμε γιά καινούργια τεχνάσματα
πού θά μπορούσαν νά έξυπηρετήσουν τό σκοπό μας,
άρχίσαμε νά διερευνούμε τά ρήγματα πού υπήρχαν
στό σύστημα τού στρατοπέδου. Γιά τήν άνακάλυψή
τους συμβουλεύτηκα γιά μιά άκόμα φορά τούς συν
τρόφους τού τεχνικού γραφείου. Έμαθα πώς ό επικε
φαλής μηχανικός, ό κρατούμενος δρ Γκρίφελ (παλιός
ύφηγητής στό πανεπιστήμιο τού Λβόφ) πήγαινε κάθε
μέρα στήν πόλη μέ φορτηγό γιά νά πάρει οικοδομικά
ύλικά κι άλλα πράγματα. Μαζί του πήγαιναν καί με
ρικοί κρατούμενοι φορτοεκφορτωτές καί δυό Έ ς-Έ ς
γιά νά τούς έπιτηρούν. Τό φορτηγό τους έφευγε άπ' τό
στρατόπεδο στίς 11 ή ώρα τό πρωί, δηλαδή όταν έγώ
είχα πιάσει κιόλας δουλειά, κλεισμένος μέσα στά
Ο.Α.\ν. Καί επιπλέον, οί Έ ς-Έ ς πού συνόδευαν τό
φορτηγό, θά γνώριζαν τούς φορτοεκφορτωτές γιατί
έβγαιναν συχνά* πώς νά μήν άποκαλυφθώ;
»Καί δέν είναι μόνο αυτό: φεύγοντας μέ τό φορτηγό
δέ μπορούσα παρά νά άκολουθώ τό δρόμο πού είχε
προβλεφθεί. Ό άπεσταλμένος τής Κρακοβίας μπορού
σε, είν’ άλήθεια, νά κυκλοφορεί έλεύθερα μέσα στήν
πόλη καί νά έρθει όπουδήποτε, άλλά έπρεπε νά τόν
είδοποιήσω.
»Τήν παραμονή τής έπαςρής, οί φίλοι μας τού τεχνι
κού γραφείου κατάφεραν νά μάθουν πώς τήν επομένη
τό φορτηγό θά πήγαινε νά παραλάβει τίς πορσελάνες
πού είχαν παραγγείλει σε μιά επιχείρηση στήν όδό
Γκάζοβα. Γιά τό ίδιο θέμα άποφασίστηκε νά στείλει
τό στρατόπεδο τό μηχανικό Γ. Λαντενχάιμ-νΑισμαν,
σάν έμπειρογνώμονα, σ’ ένα γραφείο έξω άπό τό
στρατόπεδο. Ή ταν ένας άπ’ τούς λίγους πού επιβίω
σαν άπ’ τήν παλιά όμάδα καθαριότητας, όπου είχε εν
εργά συνεργαστεί στον τομέα άλληλογραφίας. Θά
μπορεί λοιπόν, είπα μέσα μου, νά βρεϊ τήν ευκαιρία,
μέσα στό γραφείο τον νά τηλεφωνήσει στό έργοστάσιο
επίπλων πού λέγαμε, νά ζητήσει τόν Πιοτρόβσκι καί
νά τού διαβιβάσει ότι ό τάδε (έδώ τό προβλεπόμενο
ψευδώνυμο) θά είναι τήν τάδε ώρα στό τάδε μέρος.
(...) Ό νΑισμαν πραγματικά υπόσχεται νά τό κάνει
χωρίς νά ζητήσει λεπτομέρειες.
»Τήν επομένη, στίς 10 ή ώρα τό πρωί (...), έχοντας
συμφωνήσει μέ τόν έπιστάτη γιά τόν τρόπο πού θά
κάλυπτε τήν άπουσία μου, άφήνω τό συνεργείο μου.
Μέ ήλίθιο περισπούδαστο ύφος, κρατώ στά χέρια ένα
είδος χαρτονιού καί μιά κορδέλα, κατ’ άπομίμηση τού
τεχνίτη πού έστελνε ό μάστορας (κάτι πού συνέβαινε
συχνά) γιά νά φέρει μιά διαταγή στά άλλα συνεργεία.
Μέ τό ήλίθιο ύφος μου καί τό χαρτόνι στά χέρια,
περνώ μπροστά άπ’ τούς Έ ς-Έ ς καί τούς επόπτες, καί
φτάνω μέχρι τά συρματοπλέγματα πού χωρίζουν τά
ϋ.Α.Νν. άπό τήν έξωτερική ζώνη τού στρατόπεδου.
Μπροστά στήν πορτούλα, ένας άσκαρί21 άνεβαίνει στή
σκοπιά. Έ ν α τέταρτο νωρίτερα, ό Γιακούμποβιτς
(άναφέρθηκε ήδη) τόν είχε προειδοποιήσει στό όνομα
τον τεχνικού γραφείον ότι ένας κρατούμενος θά
έφερνε στό μαγαζί ένα χαρτόνι πού τού είχαν παραγ
21. Έ τσι όνόμαζαν τούς παλιούς Ρώσους αιχμάλωτους πού είχαν δεχτεί
νά μπουν στήν υπηρεσία τών Γερμανών.
111
γείλει. Ό άσκαρί με κοιτάζει, πρώτα έμένα, μετά τό
χαρτόνι καί μετά μου δείχνει μέ τό χέρι την κατεύθυν
ση. (...)
»Μέσα στό μαγαζί, ένας σύντροφος (πού είχε ειδο
ποιηθεί γιά τό πέρασμά μου) μού βάζει στην πλάτη
ένα ελαφρό κασόνι (γιατί ήταν άδειο). Παριστάνω τόν
άνθρωπο πού σκύβει κάτω άπ’ τό φορτίο· πρέπει νά
περπατήσω μ’ αυτό τό κασόνι άπό τό μαγαζί ως τό
καθαριστήριο. Ό Έ ς-Έ ς πού έπιτηρεί αυτό τό τμήμα
τού στρατοπέδου, ό αιμοχαρής Μπλούμ, κραδαίνει
άπό μακριά τό μαστίγιό του καί πιέζει τούς κρατούμε
νους νά βιαστούν. Γεμάτος, όπως πρέπει, εμπιστοσύνη
στό άλάθητο τού συστήματος (...) τό μόνο πού ξέρει
είναι ότι πρέπει όπωσδήποτε νά φωνάζει καί νά άπει-
λεί. Παριστάνω ότι βάζω τά δυνατά μου, κάνω μερικά
βήματα, λίγο π ιό γρήγορα, όχι όμως καί πολύ γρήγο
ρα, γιατί είναι καλύτερα νά φάς μιά μέ τό μαστίγιό,
γιά θελημένη αργοπορία, παρά νά δεχτείς μιά σφαίρα
στό κεφάλι γιατί κουβαλάς ένα κασόνι... άδειο.
»Μετά, έκμεταλλευόμενος τήν κατάλληλη στιγμή γΓ
αυτή τήν άθέμιτη παρέκκλιση, τρέχω πρός τό γκαράζ.
Ανεβαίνω χωρίς άργοπορία στό φορτηγό. Στήν άρχή
ό μηχανικός Γκρίφελ άνησυχεϊ. Μά οί Έ ς-Έ ς πού έρ
χονται σέ λίγο γιά νά φύγουν μαζί μας είναι τελείως
άνυποψίαστοι. Δέν ύποψιάζεται κανένας όσα ξεπερ
νούν τά όρια τον θράσους. Στήν όδό Γκάζοβα, μέσα
στήν επιχείρηση, μέ περιμένει ό άπεσταλμένος τής
Κρακοβίας.
»Εκείνη τήν εποχή πήγα πολλές φορές άκόμα στήν
πόλη μέ παρόμοια τεχνάσματα. Σέ διάφορα μέρη
(άνάλογα πάντοτε μέ τό δρομολόγιο τού φορτηγού)
είχα συναντήσεις μέ τόν Πιοτρόβσκι, μέ τή Ζιούτα
(Ζοζέτ Ριζίνσκα) καί τόν Γιάντεντς (Μπίλεβιτς).
»"Οταν, μετά τήν άπόδρασή μου άπό τό στρατόπεδο,
έγινα δραστήριος αγωνιστής σέ συνθήκες έλευθερίας,
εμείς (δηλαδή οί άπέξω αυτή τή φορά) στείλαμε συν-
δεσμούς στόν Λάντενχαίμ νΑισμαν22 καί τόν Γκρί-
φελ23. Ό τελευταίος, πού ή μόνη του δραστηριότητα
πρίν ήταν ότι είχε διευκολύνει τις εξόδους στην πόλη,
δέχτηκε, μέ τη σειρά του, νά άναλάβει τόν τομέα
γραμματοκιβώτιο. (...) Ό Α. Βάρμαν (Μπρόνεκ24) είχε
κι αύτός έπαφές μέ την άπεσταλμένη μας Ριζίνσκα.
Αργότερα καταφέραμε νά προσεγγίσουμε έναν άπό
τούς παλιούς μας συντρόφους, τόν Σ. Κούν25 (Στά-
τσεκ)».
115
ένωσης αυτής, κατάφερε νά προσληφθεί ό ίδιος στό
στρατόπεδο, σάν πολιτικός έργάτης. Έτσι, όχι μόνο
συστηματοποιήθηκαν οί έπαφές, άλλά καί διενεργήθη-
καν άπό άφοσιωμένους άγωνιστές.
120
Ε. Τό υποχρεωτικό τραγούδι
καί τά υποπροϊόντα του
Υπήρχε στά στρατόπεδα καί μιά έπίσημη «λογοτεχνία»,
δηλαδή αναγκαστική. "Ολα σχεδόν τά στρατόπεδα διέθε
ταν καί μιά ορχήστρα. Στίς περισσότερες περιπτώσεις ή
ορχήστρα είχε πολλούς μουσικούς κι άνάμεσά τους βιρ
τουόζους, πασίγνωστους προπολεμικά. Λίγο πολύ παντού,
έξέχουσες προσωπικότητες των Έ ς-Έ ς έδειχναν ζωηρό
ένδιαφέρον γι’ αυτό τό θέμα. Οί ήχοι τής ορχήστρας «έδι
ναν έναν ευχάριστο τόνο» στό προσκλητήριο, στήν έξοδο
γιά έργασία, στούς άπαγχονισμούς, τούς τουφεκισμούς κι
όλων των ειδών τίς εκτελέσεις άνθρώπινων υπάρξεων, είτε
ήταν μεμονωμένες είτε μαζικές, μέ όλοφάνερες προτιμήσεις
γιά τίς τελευταίες. Σ’ άρκετά μάλιστα στρατόπεδα σύνθε-
ταν ειδικές μελωδίες γι’ αυτό τό σκοπό. Στό Αβόφ ό Ούν-
τερστούρμ Φύρερ Ροκίτα, υποδιευθυντής τού στρατοπέ
δου. γνωστός γιά τίς έκλεπτυσμένες σαδιστικές μεθόδους
του, παλιός μουζικάντης κι ό ίδιος, παράγγειλε στήν ορχή
στρα του ένα «ταγκό τού θανάτου». Έκτελέστηκε πραγμα
τικά ή παραγγελία του κι άπό τότε συνόδευε άκατάπαυστα
τίς άλλεπάλληλες «έκτοπίσεις»30.
Οί φυλακισμένοι ήταν υποχρεωμένοι νά τραγουδούν
όλοι μαζί. Οί Έ ς-Έ ς τούς περίμεναν, μέ τό μαστίγιο στό
χέρι, όσο διαρκούσε τό προσκλητήριο καί κυρίως όταν οί
όμάδες έπέστρεφαν άπό τήν εργασία31. "Οσοι άπ’ τούς
κρατούμενους δέν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στό τραγούδι
θά τό πλήρωναν άκριβά.
30. Έ τσι όνόμαζαν επίσημα τίς επί τόπου εκτελέσεις. Ό όρος αυτός, που
έφευρέθηκε άρχικά γιά νά ξεγελά, κατοχυρώθηκε σάν ευφημισμός πού ό
ρόλος του πιά ήταν νά μειώνει τή σημασία τού θανάτου γιά τά ίδια τά
θύματα.
31. Ή παραπάνω περιγραφή άναφέρεται στό στρατόπεδο τού Λβόφ.
Έ τσι γινόταν λίγο πολύ παντού.
121
Τά περισσότερα τραγούδια ήταν δανεισμένα άπ’ τό
στρατιωτικό γερμανικό ρεπερτόριο· καί άλλα γίνονταν
άποδεκτά, άρκεΐ νά ήταν ρυθμικά, ηλίθια ή αισχρά.
Τό άναγκαστικό τραγούδι συναντούσε συνήθως μιά
βουβή άντίσταση. Οί δμαδάρχες έκαναν δ,τι μπορούσαν
γιά νά μάθουν στην δμάδα τους ένα εύκολο τραγουδάκι.
Παρόλα αυτά, άκόμα κι όταν λίγα λεπτά πρίν τραγουδού
σαν, την άποφασιστική στιγμή οί φωνές άδυνάτιζαν. Μέ
τά πρώτα χτυπήματα τού μαστίγιου ξαναζωντάνευαν.
"Αλλη μελωδία τραγουδούσαν οί μπροστινοί κι άλλη οί
πίσω. Αυτό προκαλούσε μιά φοβερή κακοφωνία, άλλά τό
χιτλερικό μουσικό αισθητήριο... έμενε ικανοποιημένο.
Κάποιος όμαδάρχης είδε κι έπαθε νά βρει ένα τόσο
άπλό τραγουδάκι πού κανείς, κι άν άκόμα τό ήθελε, δέ θά
μπορούσε νά τό ξεχάσει. Καί τό βρήκε: μέ ένα ρεφραίν
πού καί τά παιδάκια θά μπορούσαν νά συγκρατήσουν. Θά
τό τραγουδούσε ένας έκλεκτός «σολίστας»· οί άλλοι κρα
τούμενοι, δηλαδή όλοι αυτοί οί παλιοί καθηγητές, δικηγό
ροι, γιατροί, δέν είχαν παρά νά προσθέσουν τό ρεφραίν:
«Eins, zwei, drei» («ένα, δύο, τρία»). Ούτε κι αυτό όμως
έπιασε.
Γιά νά ικανοποιήσουν τήν άδυναμία των Έ ς-Έ ς γιά τά
πρόστυχα τραγούδια, οί κρατο μενοι διάλεξαν ένα πλού
σιο σ’ όλες τίς γλώσσες ρεπερτόριο. Ανάμεσα στ’ άλλα,
κάποιο ουκρανικό τραγούδι μέ τό ρεφραίν: «Γιατί τσαντί
ζεσαι, π... γιέ. Ζωή σάν κι αυτή, ζωή σάν κι αυτή δέ θά
ξανάρθει πιά!» Καί νά: ή δμάδα προχωρεί καί μπροστά
της βγαίνει ξάφνου ένας Έ ς-Έ ς. «Singen» (τραγουδείστε)
βρυχιέται. Έ νας γεροντάκος πού βρίσκεται άνάμεσα στούς
κρατούμενους, άσήμαντος, πειναλέος, τρομοκρατημένος,
γυρίζει άπό ένστικτο τό κεφάλι του πρός τόν Έ ς-Έ ς καί
φωνάζει τά πρώτα λόγια πού τού ’ρχονται στό μυαλό, χω
ρίς νά σκεφτεί τή σημασία τους: «Γιατί τσαντίζεσαι, π...
γιέ;» Κι άμέσως μετά σωπαίνει γιατί άφού τόν τσακώσανε,
κανείς δέ θά τόν υποχρεώσει πιά νά τραγουδήσει.
Στό Μπούχενβαλτ καί άλλού άμέσως μετά τή νυχτερινή
122
έπιθεώρηση καί τό σιωπητήριο, γενικά δινόταν ή παρα
κάτω διαταγή: «Μισή στροφή άριστερά!» Καί άρχιζαν οί
δημόσιες τιμωρίες (...)· Έ να ς άπ’ τούς έπικεφαλής τού
στρατοπέδου ζητούσε ενα τραγούδι · (...) έβρεχε ραγδαία
(έτσι πού μετά άπό μιά τέτοια μέρα δέ μπορούσε κανείς νά
κρατηθεί στά πόδια του παρά χάρη σέ μιά στωική αυτο
πειθαρχία). Α κόμα πιό ήλίθιο ήταν τό «τραγούδι» πού
έπρεπε νά τραγουδήσουν, μιά φορά, τρεις φορές, ίσαμε
πέντε φορές συνέχεια, γιά παράδειγμα: τό «Έ να πουλάκι
πλησιάζει» ή τό «Αύτό πού φέγγει στήν άκρη τού δά
σους».
Ή άνάγκη γιά έπίσημο τραγούδι γεννούσε διάφορους
Ιδιαίτερους «ύμνους». Άνάμεσά τους υπήρχαν καί τρα
γούδια πού έγιναν πασίγνωστα, όπως τό «Στρατιώτες τού
βάλτου» ή τό τραγούδι τού Μπούχενβαλτ.
124
κρατούμενος, άπεικονίζεται σάν σε γελοιογραφία. Ό με-
γαλειότατος Βιλχάους τόν διατάζει (έτσι λέει ή λεζάντα):
«Άκούς; Ή κατασκευή των θαλάμων πρέπει νά έχει τε
λειώσει τό άργότερο χτέςΐ»
126
μιά σωστή γελοιογραφία, έγινε στό σχέδιο μιά χαριτω
μένη γυναίκα πού έσκυβε μέ χάρη πάνω στό βιβλίο(!)
πού κρατούσε στά δυό μικρά άβρά της χέρια.
127
στό μπλοκ 46», (οπού έκαναν πειραματικά έμβόλιο τύφου
στους κρατούμενους). Ό καθηγητής Ρομπέρ Βέτς, πού κά
νει τόν άπολογισμό τού μπλοκ 46, πού διεύθυνε ό ίδιος ό
δρ Ντίνγκ-Σούλερ, άφηγεΐται πώς δ κάπο νΑρτουρ Ντίτσε
(Γερμανός εγκληματίας κρατούμενος, όχι γιατρός) «έξ-
έταζε τούς άρρωστους, τούς άκροαζόταν, τούς έγραφε
συνταγές. (...) Καί τό χειρότερο, σ’ όλόκληρο τό νοσοκο
μείο δ άρμόδιος γιά δ,τι άφορούσε τόν τύφο, ήταν Απο
κλειστικά αυτός δ ίδιος δ Ντίτσε. Οί γιατροί, όπως δ κα-
θηγητής Σάρλ Ρισέ π.χ., ήσαν υποχρεωμένοι νά υποκλίνον
ται μπροστά στίς άπόψεις του. Αύτός ό ίδιος ό Ντίτσε
έκανε τά εμβόλια τύφου άπό τόν ένα στόν άλλο». Τό « Ε ρ
γαστήριο Ράισκο» (Ινστιτούτο Υ γείας νΑουσβιτς I) ήταν
ύπό τή διεύθυνση τού γιατρού Έ ς-Έ ς Χάουπτστούρμ-
φύρερ δρα Βέμπερ, πού σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τού
καθηγητή Μάρκ Κλάιν «ήταν έξεζητημένα κομψός, συν
οδευόταν πάντοτε άπό τό σκύλο του, είχε ύφος υπεροπτικό
καί κρατούσε τούς κρατούμενους σ’ άπόσταση, ψυχρά ει
ρωνικός μά καί αυστηρά σωστός. (...) Υπήρχαν καί ένα
σωρό ύπαξιωματικοί Έ ς-Έ ς πού δούλευαν κάτω άπ’ τίς
διαταγές τού αξιωματικού, παριστάνοντας τούς καταρτι
σμένους επιστημονικά, ενώ στήν πραγματικότητα ήταν
ολωσδιόλου άσχετοι». Προσθέτουμε πώς γιά όλα τά Ινστι
τούτα πού άναφέραμε, «ή βιτρίνα ένδιέφερε περισσότερο
άπ’ όσο ή πραγματικότητα». Ό καθηγητής Α. Κίρμαν
υπογραμμίζει: «Κάθε πρωί ξοδεύαμε μιά ή δυό ώρες γιά
νά σκουπίσουμε, νά γυαλίσουμε, νά καθαρίσουμε, νά πα
στρέψουμε τά εργαστήριά μας, πρίν άπό όποιαδήποτε τε
χνική εργασία. Ή ταν λιγότερο σοβαρό τό νά άποτύχεις σ'
ένα πείραμα άπό τό νά άφήσεις έναν κόκκο σκόνης πάνω
σ’ ένα περβάζι. Ό καλύτερος τρόπος γιά νά ευχαριστήσεις
τό άφεντικό ήταν νά ταχτοποιήσεις προσεχτικά τά φιαλί-
δια μέ τίς άντιδράσεις καί νά τά έφοδιάσεις μέ μιά έπιμε-
λημένα καλλιγραφημένη ετικέτα».
Συνέβαινε επίσης νά θέλουν μερικοί Έ ς-Έ ς νά περά
σουν γιά μουσικοσυνθέτες, έκμεταλλευόμενοι τήν κρυφή
128
συνεργασία τους μέ τούς κρατούμενους. ’Αναφέρουμε μιά
συνάντηση μέ την τέχνη έκ τού φυσικού. Τή συνάντηση
αυτή την είχε ό συγγραφέας αύτού τού βιβλίου στό στρα
τόπεδο τού Λβόφ, σέ μιά άπό τίς άποόράσεις τον στην
πόλη πού συνδέονταν μέ τίς μυστικές του έπαφές, οί
όποιες πραγματοποιούνταν σύμφωνα μέ τό σχέδιο πού ήδη
εκθέσαμε χάρη στό φορτηγό καί τούς φορτοεκφορτωτές.
130
τή γερμανική μουσική. Στό βαθμό πού τά μικρά χτενί
σματα έπεκτείνονταν, τό ινστιτούτο άναγνώριζε όλο
καί περισσότερο τό πηγαίο ταλέντο τού Έ ς-Έ ς καί τά
έργα του (προφανώς σάν τήν αύθεντικότερη έκφραση
τής γερμανικής ψυχής). ’Από κείνη τή στιγμή ή συνερ
γασία τού παλιού μουζικάντη μέ τούς μελλοθάνατους
καλλιτέχνες έξελίχτηκε μέσα σ’ ένα κλίμα άμοιβαίων
κοπλιμέντων. Τήν τελευταία πινελιά στή σκηνοθεσία
τήν έβαλε ένας καθηγητής - άριος - πού κατοικούσε
στό Αβόφ, άντιγράφοντας τίς συνθέσεις. Ή ταν παλιός
φίλος των μουσικών μας πού τόν είχαν οί ίδιοι συστή
σει στόν Μπλούμ. ’Αλίμονο! ή ιδιοφυία τού Μπλούμ
δέν έφτανε γιά νά τού εξηγήσει τή διάταξη τών κομ-
ματιών πού είχε συνθέσει. Κι έτσι έπρεπε νά συναντη
θούν προσωπικά οί «σύμβουλοι» μέ τόν «άντιγρα-
φέα». Γιά νά ταχτοποιήσει λοιπόν τήν υπόθεση ό
Μπλούμ φρόντισε νά μεταφέρει στήν πόλη τούς μου
σικούς: ό ίδιος θά έπαιζε τό ρόλο τού φρουρού αυτοί
θά ύποκαθιστούσαν τούς συνηθισμένους χαμάληδες.
’Εφοδιασμένος μέ τό διορθωμένο εξιτήριο, ό
Μπλούμ έπιστρέφει άπό τό γραφείο. Ή ομάδα Ανε
βαίνει στό φορτηγό· τό φορτηγό βάζει μπροστά
καί - μόλις βγήκε άπό τήν πόρτα τού στρατόπε-
δου - κατευθύνθηκε πρός τήν πόλη. Τήν ίδια στιγμή,
μεμιάς, ή άτμόσφαιρα μέσα στό φορτηγό έγινε έξαιρε-
τικά έγκάρδια. Δέν ήταν πιά ό ίδιος Μπλούμ πού βα
σάνιζε μέχρι θανάτου τούς κρατούμενους, ήταν ένας
γελαστός σύντροφος πού άνέπνεε μ’ όλους τούς πό
ρους τή φιλία. Πρόσφερε τσιγάρα στούς καλλιτεχνι
κούς του συνεργάτες, διηγόταν άστεία, σιγοτραγου-
δούσε μιά μελωδία γιά νά τού πούν τή γνώμη τους.
(...) Κι έγώ, άξιοθρήνητος χαμάλης, ήμουν χωμένος
ταπεινά σέ μιά γωνιά τού φορτηγού. "Ενας όμως άπ’
τούς μουσικούς (δέν ξέρω άν ήταν άπό ντροπή γΓ
αυτή τή συναδέλφωση μ’ έναν Έ ς-Έ ς ή γιατί ήθελε νά
μέ ευνοήσει) άπευθύνθηκε άνώφελα μιά φορά σέ μένα
1 31
καί έπειτα γιά δεύτερη έπισύροντας άπάνω μου την
προσοχή και τη στιγμιαία εύνοια τού ύπερανθρώπου.
Ό Μπλούμ ήταν γενναιόδωρος: χαμογελούσε πλατιά
ακόμα καί σέ μένα.
- Κι εσύ, είπε, ξέρεις άπό μουσική; Ό χι; Κρίμα. Ή
μουσική είναι ή ύψιστη τών τεχνών. Καί ή τέχνη, ξέρε
το, κάνει τούς άνθρώπους εύγενέστερους καί τή ζωή
πιό ώραία. Δίχως τήν τέχνη οί άνθρωποι θά ξέπεφταν
σέ άγρια ζώα. Καί δέν είναι ή μουσική μόνο τέχνη
άλλά καί ή άρχιτεκτονική, τό τραγούδι, ή λογοτεχνία.
Όταν παίζω, είναι μιά τέχνη: ή μουσική. 'Όταν τρα
γουδώ, είναι κι αυτό μιά τέχνη: τό τραγούδι. Τό τρα
γούδι έχει καί λόγια, μιά σκέψη κι αυτό είναι τέχνη:
ή λογοτεχνία.
Καί, γιά νά μού δώσει έμπρακτα ένα μάθημα, τό
ρίξε στό τραγούδι. Μετά τίς πρώτες λέξεις σταμάτησε,
ξεχνώντας τόν άξιοθρήνητο χαμάλη, καί άπευθύνθηκε
στίς άδελφές-ψυχές, στούς καλλιτέχνες:
- Αυτά τά λόγια πρέπει νά τά λουστράρουμε κι άλ
λο, νά τά διορθώσουμε. Δέν είχα καιρό νά τό κάνω.
Ή ιδέα κατεβαίνει σέ μιά στιγμή έμπνευσης καί, πρίν
μπορέσει κανείς νά τήν κρατήσει, τήν ξεχνά. Μά πώς
μπορώ νά κάνω άλλιώς; 'Η υπηρεσία έχει τούς κανό
νες της.
’Απ’ αυτό έβγαινε ότι ό Μπλούμ έγραφε καί τά λό
για. Δέν ξέρω άν καί σ’ αύτό τόν τομέα βοηθιόταν
άπό τούς φυλακισμένους πού περίμεναν τό θάνατο,
ούτε άν έφερνε καί τά κείμενα στό ινστιτούτο γερμα
νικής τέχνης. ’Εκείνη τή στιγμή όμως σκεφτόμουν κά
ποια άλλα κείμενα πού - κι αύτά - γεννήθηκαν μέσα
στό στρατόπεδο, καί πού δέν ήταν λουστραρισμένα.
Έφερνα αύτά τά κείμενα, τά δικά μου καί τών συν
τρόφων μου, κρυμμένα μέσα στή φόδρα τού σακακιού
μου, γιά νά τά δώσω στό μυστικό άπεσταλμένο πού
ακριβώς αυτή τήν ώρα μέ περίμενε στήν πόλη, στό
μέρος τό καθορισμένο άπό τό δρομολόγιο τού φορτη
γού.
132
Σ’ δ,τι άφορά τή «λογοτεχνία», ή έφαρμογή τής τυπικής
διαδικασίας ήταν λιγότερο πρόδηλη. Τό ξέρουμε μόνο άπό
τά τραγούδια τού στρατόπεδου, κατά παραγγελία, είν'
αλήθεια, τών Έ ς-Έ ς μά γιά χρήση τών κρατούμενων.
Υπήρχε, άντίθετα, ένα είδος «αύλικού ποιητή» πού
έγραφε πανηγυρικούς γιά τούς «έπιφανεΐς τού στρατόπε
δου», εκ μέρους τάχα τών κρατούμενων. Τά κείμενα τού
είδους πού διαθέτουμε, μαρτυρούν πώς τό γούστο τών
«μαικήνων» ήταν λιγότερο άπαιτητικό άπό τήν άνάγκη
τους γιά επαίνους. ’Ακόμα καί σ’ αυτό τόν τομέα υπάρ
χουν κείμενα πιό πρωτότυπα. "Οπως ή περίπτωση ένός κό
λακα πού, γιά νά τιμήσει τόν άρχιφύλακα, επικαλείται...
ένα παράδειγμα άπό τήν Παλαιά Διαθήκη (ειδικά τό ση
μείο όπου οί Έβραίοι-έπόπτες άναγκάζονται νά τιμωρή
σουν στήν Αίγυπτο τούς όμοθρήσκους τους). Γιά νά δι
καιώσει, όπως φαίνεται, τή συμπεριφορά τού... έν λόγω
άρχιφύλακα. Ό αυλοκόλακας είχε τήν πρόνοια νά μήν
άναφέρει τή συνέχεια τής ιστορίας, δηλαδή: ότι ό Μωυσής
τιμώρησε έναν άπ’ αυτούς τούς γεμάτους ζήλο έπόπτες.
Στίς μαρτυρίες καί τίς άναμνήσεις κρατούμενων βρί
σκουμε καί μερικές ίστοριούλες γιά τήν υποδοχή πού έκα
ναν σε μερικά κείμενα.
9
135
Ζάξ. νΑρρωστος και σέ συνθήκες φοβερής άνέχειας έγραφε
στά έβραϊκά τό τελευταίο του βιβλίο. Ό τα ν τό τελείωσε,
τό έβαλε μέσα σ’ ένα κανάτι καί τό έθαψε. Πρόσθεσε ένα
γράμμα, όπου εξηγεί ότι τό χειρόγραφο δεν έχει καμιά
υλική άξια, αλλά ίσως παρουσιάζει έπιστημονικό ενδιαφέ
ρον. Ό συγγραφέας ζητά λοιπόν νά στείλουν τό κείμενο
στό πανεπιστήμιο τής 'Ιερουσαλήμ. Δίνει τά ονόματα καί
τίς διευθύνσεις, εκφράζοντας έκ τών προτέρων τίς ευχαρι
στίες του στόν άγνωστο πού θά βρεί τό κανάτι, γιά τίς
υπηρεσίες πού πρόσφερε στό συγγραφέα μετά τό θάνατό
του1.
Σέ διάφορα μέρη, παράνομοι σύλλογοι κατάφεραν νά
συλλέξουν καί νά θάψουν άρχεία. Έ νας τέτοιος σύλλογος
ύπήρχε καί στή Βίλνα. Σ’ αυτό τόν τομέα, τό γκέτο τής
Βαρσοβίας έκανε πραγματικά θαύματα μέ τά «Κεντρικά
Εβραϊκά ’Αρχεία» πού συγκεντρώθηκαν, κάτω άπό τή
διεύθυνση τού δρα Έμανουέλ Ρίνγκελμπλουμ, γνωστού
ιστορικού. Αυτή τή φορά, τά άποτελέσματα ξεπέρασαν
όλες τίς άλλες προσπάθειες αυτού τού είδους. Θά έπανέλ-
θουμε όμως άργότερα.
Μετά τήν έξέγερση καί τήν ολοκληρωτική καταστροφή
τού γκέτο, ή δουλειά συνεχίστηκε στήν «άρια» πλευρά τής
πόλης, άπό Εβραίους πού ζούσαν μέ ξένη ταυτότητα. Μ'
αύτό τό θέμα άσχολήθηκε καί τό παράνομο «Συμβούλιο
βοήθειας γιά τούς Εβραίους», πού δημιουργήθηκε άπό
πολωνικά στοιχεία. ’Εννοείται πώς οί μή έβραϊκές πολωνι
κές οργανώσεις διαφύλαξαν στά άρχεία τους κάθε είδους
ντοκουμέντα πού προέρχονταν άπό στρατόπεδα, φυλακές
κλπ.
Οί παράνομες αυτές συλλογές θά συμμερίζονταν τίς
περιπέτειες τών πόλεων καί τών κωμοπόλεων, όπου τίς
είχαν φυλάξει, καί θά γνώριζαν τίς πυρκαγιές, τίς λεηλα
σίες, τούς βομβαρδισμούς. Σάν συνέπεια, γιά νά τίς φέ
ρουν στό φώς μετά τόν πόλεμο, έπρεπε νά καταφύγοί’ν
136
μερικές φορές σέ σχεδόν... άρχαιολογικές μεθόδους. Αυτό
συνέβη βασικά όταν θέλησαν νά βρουν τά «Κεντρικά
Εβραϊκά ’Αρχεία» που άναφέραμε *πιό πάνω.
137
νάνε μιά ειδική συντήρηση. Περνούσαν στήν άνάρ-
ρωση καί έβρισκαν τέλος τούς έαυτούς τους. Πολλά
κείμενα πού είχαν γραφτεί με μελάνι τού πολέμου, νο
θευμένο μέ νερό, ήταν άδύνατο νά διαβαστούν. ’Αλλά
δέν ήταν παρά ελάχιστα. Τά άλλα είχαν διατηρηθεί
καλά. Τό ίδιο καί τά πολλά έντυπα, τά δακτυλογρα
φημένα κείμενα καί τά στερεότυπα. Λιγότερο καλά
διατηρήθηκαν μερικές φωτογραφίες. Μέ τήν υγρασία
είχε καταστραφεί τό γαλακτώδες επίστρωμα καί είχαν
κολλήσει μεταξύ τους. Νά όμως ένα κιβώτιο μέ
άκουαρέλες σέ θαυμάσια κατάσταση. Τό ίδιο καί ένα
άλλο μέ φωτογραφίες καί σχέδια.
Μόλις άποκαταστάθηκαν, τά πράγματα άρχίζουν νά
μιλούν. Έδώ υπάρχουν άπομνημ*.νεύματα διαφόρων
άνθρώπων, όχι μόνο κατοίκων τής Βαρσοβίας. 'Υπάρ
χουν τετράδια πού ήρθαν άπό τό Μπιαλιστόκ καί τήν
Κρακοβία, άπό τό Νόβι-Ζάξ καί τό Αβόφ, άπό πόλεις
καί πολίχνες, άπό χωριά καί στρατόπεδα. Υπάρχουν
τετράδια γεμάτα άρθρα καί καταλόγους. "Αφθονη αλ
ληλογραφία σέ ποικίλα θέματα. Παίρνουμε ένα
γράμμα στήν τύχη: ό άποστολέας πληροφορεί τόν
παραλήπτη ότι «τό ρολόι είναι καλό», μά «δέ δουλεύει
κανονικά»... (Εύκολα μαντεύουμε πώς τό «ρολόι» ση
μαίνει κάποιο σύνδεσμο). Σ’ άλλα γράμματα, ιδεολο
γικές συζητήσεις, παραγγελίες, οδηγίες. Σ’ άλλα πάλι,
οικογενειακά προβλήματα μ’ όλα τά εφιαλτικά θέματα
αύτής τής απάνθρωπης εποχής. Μετά,γερμανικές άφί-
σες, διάφορα έντυπα. Δέ λείπει ούτε τό εισιτήριο τού
αυτοκινήτου μέ τό άστρο τού Δαβίδ· κι ακόμα συλλο
γές λογοτεχνικών έργων σέ πεζό καί σέ στίχους, άντί-
τυπα τού παράνομου τύπου πού τυπώθηκαν μέσα στό
γκέτο.
138
σουν κομμάτια, πού συνήθως δεν ενδιαφέρουν τούς έρευ-
νητές άρχείων. Κι έπειτα, όχι μόνο γράφτηκαν τέτοια κεί
μενα, μά καί οί ίδιοι οί συντάκτες τους θέλησαν νά τά
κλείσουν στίς μυστικές αποθήκες.
139
στους συνδέσμους. 'Ο δρόμος ήταν συχνά πιό μακρύς καί
δαιδαλώδης. Συνήθιζαν νά τά στέλνουν - άν μπορούμε νά
εκφραστούμε έτσι - στό άγνωστο. *Αλλοτε τά εμπιστεύον
ταν σέ πρόσωπα πού τά διάλεγαν ολωσδιόλου τυχαία.
”Αλ?,οτε τά έριχναν άπλούστατα στό δρόμο, όταν τούς με
τέφεραν άπό τό ένα ιπρατόπεδο στό άλλο ή στόν τόπο
εκτέλεσης.
*2
140
Οί λεπτομέρειες πού εκθέσαμε ώς εδώ θά μάς βοηθήσουν
νά έκτιμήσουμε καλύτερα τις εκμυστηρεύσεις πού έκαναν
οί ίδιοι οί συγγραφείς. ’Ακολούθησαν τό ένστικτό τους ή
είχαν συλλάβει πιό καθαρά καί πιό συγκεκριμένα τό
νόημα τού προορισμού τους;
141
ασφαλίσει γιά αργότερα. Τό μεταφέρει άπό τό ’να μέ
ρος στ’ άλλο, μά κανένα όέν τού φαίνεται άρκετά σί
γουρο.
«Τό 'βαλα στην κρυψώνα μου, μά κι έόώ μ’ έτρωγε
ή άμφιβολία. Μέ βασάνιζε ή σκέψη: άν άνακάλυπταν
την κρυψώνα, θά ’βρισκαν καί τά τετράδια. Τά ’θαψα.
Δέν κοιμόμουν τη νύχτα, έτρεμα στην ιδέα πώς ίσως
τό χαρτί χαλούσε άπ’ την ύγρασία. Ξέχωσα τά χαρτιά,
λίγο υγρά κιόλας, όπου δύσκολα θά μπορούσε κανείς
νά άποκρυπτογραφήσει τά ξεθωριασμένα κιόλας
γράμματα καί, άφού βεβαιώθηκα ότι άκόμα διαβάζον
ται, τά τύλιξα, μ’ όλες τίς δυνατές προφυλάξεις, μέσα
σ’ ένα χοντρό πανί. Σάν τη μάνα πού σφίγγει τό παιδί
της στην άγκαλιά της - τ ό μοναδικό της θησαυ
ρό - έτσι κι εγώ κρατούσα σφιχτά μέ τά δυό μου χέ
ρια αυτό τό ντοκουμέντο, πού στό έξης θά ήταν ό
μοναδικός σκοπός τής ζωής μου» (...).
Ό ’Άμπραμ Κάιζερ, ένας άπλός εργάτης άπ’ τό
Λότζ, υφαντής, παλιός κρατούμενος στό νΑουσβιτς καί
σέ πολλά άλλα στρατόπεδα, έφερε - μετά τόν πόλε
μο - στό Σύλλογο Πολωνών Συγγραφέων τού Λότζ,
ένα χοντρό χειρόγραφο κι ένα σωρό κομμάτια άπό
χοντρό χαρτί περιτυλίγματος. Τά κομμάτια αυτά ήταν
γεμάτα κι άπ’ τίς δυό πλευρές άπό άδέξια γράμματα
σέ γλώσσα γίντις: - «Κοιτάξτε, μπορούμε νά τά δια
βάσουμε, είναι τό “ήμερολόγιό” μου. Κρυβόμουν κάθε
μέρα στά άποχωρητήρια τού στρατοπέδου καί σημείω
να, όταν άκόμα ήταν νωπές, τίς έμπειρίες μου. Έ κ
ρυβα τά χαρτιά όπου έβρισκα καί κάθε φορά πού μά
θαινα πώς θά μέ μετέφεραν σ’ άλλο στρατόπεδο, τά
μάζευα καί τά έκρυβα όλα μαζί κάτω άπό τό πάτωμα
τών άποχωρητηρίων. - Κανείς δέν τό πρόσεξε;
- Ό χι. ’Αλλιώτικα δέ θά ζούσα πιά. - Καί πώς τά
ξαναβρήκατε; - Μετά τόν πόλεμο, ή γυναίκα πού μού
’σώσε τή ζωή (μιά Γερμανίδα, ή Κάιζερ, πού δραπέ
τευσε τόν ’Απρίλη τού 1945 άπό ένα μικρό στρατο
ί 42
πεόο στη Γερμανία) μου ’δώσε μιά μοτοσικλέτα. Γύ
ρισα σχεδόν όλα τά στρατόπεδα απ ’ όπου είχα περά
σει κι έτσι ξαναβρήκα αυτά τά χαρτιά».
Νά καί κάποιες άλλες εκμυστηρεύσεις. Δε θά άναφέ-
ρουμε αυτή τη φορά παρά μόνο τούς συγγραφείς πού χά
θηκαν, άφού προηγουμένως διατύπωσαν τίς σκέψεις τους.
Τά κείμενά τους σώθηκαν χάρη σ’ έναν από τούς τρόπους
πού άναφέραμε πιό πάνω:
Υπάρχουν πολλά ποιήματα τού Σλένγκελ4, πού ό
πρόλογός τους έχει γραφτεί μέ τή συνείδηση πώς «Σή
μερα, αύριο, σ’ ένα χρόνο, περνώντας κρυφά από χέρι
σέ χέρι ή, μετά τόν πόλεμο, σέ βιβλίο πού θά έκδοθεί
ελεύθερα, προσιτό σέ όλους, αυτό τό άπάνθισμα θά
κερδίσει πάλι τόν Πολωνό άναγνώστη». Τό βιβλίο έχει
τίτλο «Αυτό πού διάβασα στούς νεκρούς». Ό συγ
γραφέας εξηγεί αυτή τήν ονομασία, άναφέροντας τίς
λογοτεχνικές συγκεντρώσεις, όπου είχε διαβάσει τά
ποιήματά του. Ά φηγεΐται επίσης τά δραματικά γεγο
νότα κατά τά οποία, μέσα στόν καταιγισμό τής επιχεί
ρησης, δολοφονήθηκαν οι άκροατές του. Κι έτσι αυτός
ό πρόλογος γίνεται ντοκουμέντο. Παρακάτω: «Μ’ όλα
μου τά νεύρα νιώθω άσφυξία (...) μέσα σ’ αυτό τό
πλοίο πού ταξιδεύει χωρίς επιστροφή. Μά άρμενίζω
πάνω σ’ αυτό τό πλοίο καί νιώθω αν όχι καπετάνιος,
πάντως χρονικογράφος τού ναυάγιου. Δέ θέλω νά
δώσω όλο κι όλο νούμερα γιά μιά στατιστική, θέλω νά
πλουτίσω (δυσανάγνωστη λέξη) τήν ιστορία τού μέλ
λοντος μέ συνεργασίες, ντοκουμέντα καί άποκαλύψεις:
πάνω στά τοιχώματα τού πλοίου μου έγραψα ποιήμα
τα-ντοκουμέντα· στούς συντρόφους μου στόν τάφο
διάβασα τά δοκίμια τού ποιητή Anno Domini 1943,
πού άναζητά τήν έμπνευση στά ποικίλα καί πένθιμα
γεγονότα τού ημερολογίου του».
4. Έ πεσε στην έξέγερση τού γκέτο τής Βαρσοβίας, τόν ’Απρίλη τού
1943.
143
«Χρονικογράφοι του ναυαγίου» ύπήρξαν σ’ όλους τους
τομείς τής καταδικασμένης έβραϊκής κοινότητας κι ένας
άπ’ αυτούς ήταν κι ό Έμμανουέλ Ρίνγκελμπλουμ (1900-
1944), που ήδη άναφέραμε. Σάν ιστορικός που ήταν, ποτέ
δέν παρέλειπε νά σημειώνει τό χαρακτήρα των πληροφο
ριών που κατέγραφε γιά νά διακρίνονται τ’ άναμφισβή-
τητα γεγονότα άπό τίς ύποθέσεις καί τις φήμες. 'Ιδρυτής
τών μυστικών άρχείων, έκανε τ’ άδυνατα δυνατά γιά νά
άποχτήσει κάθε είδους ντοκουμέντα, χωρίς όμως νά δια
κόπτει γι' αυτό τή δουλειά τού χρονικογράφου. "Οταν
πλησίαζε τό τέλος τού γκέτο τής Βαρσοβίας, μεταφέρθηκε
στύ στρατόπεδο Τραβνίτσκι, σώθηκε με τή βοήθεια τής
μυστικής Πολωνικής οργάνωσης καί κρύφτηκε στήν
«άρια» ζώνη τής Βαρσοβίας εκεί συνέχισε τήν άποστολή
του, ως τή μέρα τής σύλληψης καί τής έκτέλεσής του. Έ ξω
άπό τά καθαυτό χρονικά, έγραψε καί πολλές μελέτες πάνω
σέ διάφορα προβλήματα εκείνης τής εποχής. Μιά τέτοια
μελέτη ήταν αφιερωμένη στίς «Πολωνο-Έβραϊκές σχέσεις
κατά τό Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο». Γιά νά ορίσει τό
πνεύμα τής άλήθειας καί τήν έννοια τής ευθύνης πού τόν
εμψύχωναν, δέ δίστασε, μολονότι προσωπικά άθεος, νά
άνατρέξει σ' αυτή τήν παρομοίωση: «Πρίν καταπιαστεί μέ
τήν άντιγραφή τής Τορά (Πεντάτευχος), ένας “σόφερ”
(στήν περίπτωση, συγγραφέας: άντιγραφέας τής Τορά)
υποχρεώνεται, ύπακούοντας στίς θρησκευτικές εντολές, νά
λουστεί σύμφωνα μέ τό τελετουργικό, γιά νά εξαγνίσει τό
σώμα του άπό τίς άσέλγειες καί τίς άμαρτίες. Μέ τρεμά-
μενη καρδιά πιάνει τήν πένα ό “σόφερ”, γιατί τό παραμι-
κρότερο λάθος στήν άντιγραφή θά σήμαινε τήν κατα
στροφή όλόκληρου τού έργου. Μ’ ένα λοιπόν άκριβώς πα
ρόμοιο συναίσθημα προχώρησα σ’ αυτή τήν εργασία.» (Οί
πρώτες φράσεις τής μελέτης του πάνω στίς Πολωνο-
Έβραϊκές σχέσεις.)
Στό ίδιο γκέτο τής Βαρσοβίας άσκησε μέ θαυμαστή έπι-
μονή τό ρόλο τού χρονικογράφου ένας μορφωμένος έξην-
τάρης, συγγραφέας - προπολεμικά - πολλών έγχειρίδιων
144
τής νέας έβραϊκής γλώσσας καί διευθυντής μιάς εβραϊκής
σχολής, ό Χαίμ Καπλάν. Έ χει άκόμα μεγαλύτερη άξια, άν
σκεφτεΐ κανείς πώς, όταν άρχισε ή γερμανική εισβολή,
έχασε όχι μόνο τά λιγοστά του εισοδήματα, άλλα
καί - λίγο άργότερα - τό σπίτι του κι όλα του τά ύπάρ-
χοντα. Βουτηγμένος στή μιζέρια, ήξερε πολύ καλά τί κίν
δυνο διέτρεχε γράφοντας αυτό τό χρονικό, πού θά μπο
ρούσε νά πέσει στά χέρια τού εχθρού. Έξαλλου, οί φίλοι
του τού έπέστησαν τήν προσοχή: «Κι όμως, σημειώνει, πα
ρόλα αύτά, άρνούμαι νά τούς άκούσω. Νιώθω ότι τό νά
συνεχίσω αυτό τό ήμερολόγιο ως τήν πλήρη εξουθένωση
τών φυσικών καί πνευματικών μου δυνάμεων, είναι μιά
ιστορική άποστολή πού δέν πρέπει νά εγκαταλείπω. Τό
πνεύμα μου διατηρεί άκόμα τή διαύγειά του, ή έπιθυμία
μου νά καταγράφω τά γεγονότα δέ μειώθηκε, μολονότι
πάνε τώρα πέντε μέρες πού δέν έχω βάλει σχεδόν τίποτα
ατό στόμα μου. Δέ θά δώσω τέλος λοιπόν σ’ αύτό τό ήμε
ρολόγιο.» Αδιάλλακτος συντηρητικός, έκρινε τό περιβάλ
λον του μέ υπερβολική αύστηρότητα, μέ βάση τά κριτήριά
του, δηλαδή τίς δικές του προκαταλήψεις. Ά φηγεΐται
όμως πολύ πιστά τά γεγονότα, προσέχοντας, άκριβώς σάν
τόν Ρίνγκελμπλουμ, νά διαχωρίζει όσα είδε σάν αύτόπτης
μάρτυρας άπ’ όσα μάθαινε άπ ’ τούς άλλους. Γραμμένο σέ
θαυμάσια έβραϊκά, γεμάτο άπό βιβλικές περικοπές, τό
ήμερολόγιο του άπηχεί όλες, τή μιά μετά τήν άλλη, τίς
άμφιβολίες πού βασάνισαν τό συγγραφέα πού - μόλη τήν
τιμιότητά του - καθαρίστηκε άπ’ τό περιβάλλον του, τίς
προσωπικές του άπόψεις καί τά όρια τού πεδίου όρασης
πού διέθετε. Παρόλα αύτά είναι «ή επίμονη φωνή ένός
άνθρώπου πού θέλει πάνω άπ’ όλα νά μήν πεί τίποτα πού
νά μήν είναι άληθινό, νά μήν πεί τίποτα πού δέ θά ήταν
πιστευτό, όσο άπίστευτο κι άν φαίνεται»5.
146
νικό ξεθάφτηκε, μετά τόν πόλεμο, στόν περίβολο τών
θαλάμων άερίων τού Μπιρκενάου, οπού τό είχε μετα
φέρει ό συγγραφέας (δές τή συνέχεια αυτού τού κεφα
λαίου).
Α ξίζει νά μιλήσουμε, καί γιά τόν Δαβίδ Σιερακο-
βιάκ, κυρίως χάρη στη νεαρή του ήλικία. Γεννημένος
τό 1924, αυτό τό γυμνασιόπαιδο άπ ’ τό Λότζ, εκείνη
τήν έποχή ξεπερνούσε τό στάδιο τής ζωής, όπου ή
άφέλεια ξεδιαλέγει αυθόρμητα καί συγκροτεί ένα άπό
τά φαινόμενα, βάζοντας στήν περιγραφή, παρά ή χάρη
στή φτώχεια τού λεξιλόγιου καί τού ύφους, μιά εκ
φραστική ειλικρίνεια (προσόν γιά τό οποίο θά μιλή
σουμε άργότερα στό κεφάλαιο τό άφιερωμένο στά
έργα τών παιδιών). Ό Ζιερακοβιάκ γράφει στά πολω
νικά σωστά, χωρίς δυσκολία. Ένδιαφέρεται όχι μόνο
γιά τά γεγονότα πού έζησε ή παρατήρησε, μά καί γιά
τά πολιτικά καί κοινωνικά προβλήματα. Προχωρών
τας μέρα μέ τή μέρα, τό «Ημερολόγιό» του άποδίδει
πιοτά τήν πραγματικότητα αυτής τής καταποντισμένης
πόλης μέ τίς σχεδόν απίστευτες άντιφάσεις της. ’Απ’
τή μιά μεριά είναι ή καθημερινή πείνα. Βρίσκουμε,
πραγματικά, μέσα σ’ αυτές τίς σελίδες, ολόκληρες
πραγματείες γιά τό μοίρασμα ενός ξεροκόμματου, γιά
τά διαβήματα πού άπαιτεί ή διεκδίκηση μιας λαχανί
δας. 'Υπάρχουν εξάλλου τά νέα καί οί άνεύθυνες φή
μες γιά τήν προώθηση τών Συμμάχων, λεπτομέρειες
γιά τίς συνθήκες πού γίνεται ή διδασκαλία, στοιχεία
γιά τίς συγκεντρώσεις τών παράνομων ομάδων, παρα
τηρήσεις κάποτε γιά τόν τάδε ή τό δείνα συγγραφέα
καί τά έργα τους (πού, πρέπει νά προσθέσουμε, δέν
έφτασαν στά χέρια μας). Τά πάντα, διανθισμένα μέ
«εκμυστηρεύσεις» σχετικά μέ τίς μεταγωγές, τίς δηλώ
σεις καί τίς δημηγορίες τού Ρουμκόβσκι, πατριάρχη
τών Εβραίω ν τού γκέτο τού Λότζ, τού επονομαζόμε
νου γέρου ή - ειρωνικά - αύτοκράτορα Χαΐμ Α \ κλπ.
Τά κεφάλαια τά άφιερωμένα στίς μεταγωγές τών έκ-
147
τοπισμένων πού κατέφταναν έκεΐ, παρουσιάζουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτή ή άθλια, κορεσμένη άπό
πληθυσμό συνοικία δεχόταν πραγματικά τη συνεχή
εισροή έβραϊκών πληθυσμών πού πήγαιναν έκεΐ, κυνη
γημένοι καί εκτοπισμένοι, είτε άπό τίς γειτονικές το
ποθεσίες είτε άπό τό εξωτερικό: «Αύριο καταφτάνει ή
πρώτη φουρνιά άπό τή Βιέννη. Αένε πώς είναι χρι
στιανοί καί χιτλερικοί πού στό σπίτι τους έκρυβαν μιά
Εβραία γιαγιά. Κινδυνεύουν νά άφήσουν εδώ τά κό
καλά τους, μέσα στό γκέτο, μιά κλίκα άπό άντισημί-
τες».
6. Μερικά από αυτά τά χρονικά, πού σώθηκαν μέσα άπό μιά άλυσίδα
περιστάσεων, έγιναν προσιτά πολύ καιρό μετά τόν πόλεμο. Γιά παράδει
γμα: τό χειρόγραφο τού πλούσιου χρονικού, πού είχε γραφτεί στη Βίλνα
(στά γίντις) άπό τό δόκτορα τής ιατρικής Λ. Έ πστάιν, μεταφέρθηκε καί
κατατέθηκε στό ινστιτούτο ιστορίας «Γιάντ Βάσεμ» στό Ισραήλ, μόλις τό
1972, άπό μιά Ε β ρ α ία πού ήρθε άπό τή Σοβιετική Ένωση (τή Ραχήλ
Σταροστεγκέλφερ). Ε κτός άπό τίς σημαντικές περιγραφές τών γεγονό
των, πού είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένες καί λεπτομερειακές, ό συγγρα-
φέας παραθέτει στατιστικές καί διαγράμματα γιά διάφορες άρρώστιες, τή
θνησιμότητα κλπ.
148
γνώρισε πολλές - δέν κατάφεραν νά τόν κάνουν νά δια-
κόψει αυτή την έργασία», διαπιστώνει ό Βίτολντ Κουλά
στόν πρόλογο αυτού τού επιβλητικού έργου πού κυκλοφό
ρησε μετά τό θάνατο τού συγγραφέα.
Περνάμε τώρα στά κείμενα πού βρέθηκαν στά άρχεΐα
τού Ρίνγκελμπλουμ, πού ξεθάφτηκαν από τά υπόγεια τού
γκέτο τής Βαρσοβίας. (’Εδώ πάει πολύ ή παρομοίωση μέ
«τούς σπόρους τού σιταριού τής Αιγύπτου»). Σ' ένα λοι
πόν άπό τά κιβώτια πού άναφέραμε πιό πάνω, βρέθηκαν
οί «διαθήκες» (στά γίντις) τριών ανθρώπων πού έθαψαν
μαζί μ’ άλλους τά μεταλλικά κιβώτια. Έ να ς απ’ αύτούς, ό
Δαβίδ Γκράμπερ, ένας εργάτης δεκαοχτώ χρονών, σημειώ
νει μέ ημερομηνία 3 Αύγούστου 1942:
149
μος δίπλα καταλήφθηκε κιόλας. Νιώθαμε όλοι τόν
κλοιό τού κίνδυνου. Ετοιμαζόμαστε γιά τό χειρότερο.
Είμαστε βιαστικοί. Θά πάμε νά σκάψουμε τήν τελευ
ταία τρύπα (γιά τά κιβώτια) (...). Νά καταφέρναμε νά
τά θάψουμε!»
Τά κατάφεραν άλήθεια, όπως βλέπουμε: Δέν έπέζη-
σαν, μά οί διαθήκες τους έφτασαν στά χέρια μας.
Ό έμψυχωτής καί διευθυντής τών αρχείων, ό Έ μ
μονου έλ Ρίνγκελμπλουμ, άφησε - όπως είπαμε -
πολλά κείμενα πού περιέχουν άφθονες παρατηρήσεις
καί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Έ νας άπό
τούς στοχασμούς του άναφέρεται στά ίδια τά άρχεία:
«Όσοι συνεργάζονται, γράφει, ξέρουν πώς ή προ-
σπάθειά τους, ό κόπος τους, οί ταλαιπωρίες τους, οί
κίνδυνοι στούς οποίους έκτίθενται (...) εξυπηρετούν
ένα υψηλό ιδανικό. Καί πώς όταν θά άποκατασταθεί
ή ελευθερία, ή κοινωνία θά εκτιμήσει αυτή τήν αφο
σίωση».
150
άράδες, γιατί όέν ξέρω άν θά βγει κανείς ζωντανός,
γιά νά μπορέσει νά διηγηθεί τί έγινε».
151
λάχιστο νά έφταναν μετά θάνατο στους προκαθορισμένους
παραλήπτες τους. Με την ίδια σκέψη, οί συγγραφείς
πρόσθεταν στά κείμενά τους άκριβείς όδηγίες πού άφο-
ρούσαν άπ’ τή μιά την άκριβή τοπογραφία τών χώρων κι
άπ’ την άλλη τόν τρόπο πού θά 'θελαν νά έκδοθούν τά
έργα τους. «Παρακαλώ νά συγκεντρωθούν όλες οί περι
γραφές καί οί διάφορες σημειώσεις μου πού θάφτηκαν ξε
χωριστά καί έφεραν την υπογραφή .Ι.Α.Κ.Α. Βρίσκονται
σέ διάφορα μπουκάλια καί κουτιά, στήν αυλή τού κρεμα
τορίου III. Υπάρχουν καί δυό μακροσκελείς περιγραφές:
ή μιά μέ τόν τίτλο ‘‘Ή εκδίωξη”, πού βρίσκεται μέσα σ’
έναν τάφο (κάτω άπό ένα σωρό λείψανα, στό χώρο τού
κρεματορίου II)· ή άλλη περιγραφή, μέ τόν τίτλο “νΑου-
σβιτς” (κρυμμένη), κάτω άπό ένα σωρό κόκαλα καί στά
χτες στό βορειοδυτικό τμήμα τής ίδιας αυλής. Τήν αντέ
γραψα καί τή συμπλήρωσα άργότερα καί τήν έθαψα χωρι
στά κάτω άπό τίς στάχτες στό χώρο τού κρεματορίου II.
Παρακαλώ νά τά ταξινομήσετε καί νά τά έκδώσετε όλα
μαζί» κλπ.
Οί άνασκαφές πού έγιναν επανειλημμένα σ’ αυτό τόν
περίβολο μεταπολεμικά, άπέδωσαν μερικές μαρτυρίες. Ό χ ι
όλες. Ανάμεσα στά χειρόγραφα πού ξεθάφτηκαν στό ίδιο
τμήμα τού στρατοπέδου, τό προορισμένο γιά άμεσες γενο
κτονίες, βρέθηκαν καί έργα πού δέ γράφτηκαν επί τόπου.
Πρόκειται πάντοτε γιά περιγραφές πού τίς ένέπνευσε ή
επιθυμία νά κληροδοτηθεί στούς ζωντανούς ή άλήθεια καί
μόνο ή άλήθεια, άλλά καταγραμμένη σ’ άλλους μαρτυρι
κούς περίβολους: στό γκέτο τού Λότζ (τοποθετημένο στήν
άλλη άκρη τής Πολωνίας) καί άλλου. Πώς έφτασαν αυτά
τά χειρόγραφα στό κατώφλι τών κρεματορίων τού νΑου-
σβιτς-Μπιρκενάου; Οί συντάκτες τών χρονικών αυτών,
όταν τά έγραφαν στά γκέτο τους, τά θεωρούσαν σάν τήν
ϋψιστη άποστολή τους. Κι έκαναν ό,τι μπορούσαν γιά νά
εξασφαλίσουν τή διάσωσή τους. Νά τά θάψουν στά γκέτο
πού μοιραία θά καταστρέφονταν; Δέν ήταν εύκολο. Ό Ε.
Ρίνγκελμπλουμ πού τό έκανε σέ μεγάλη κλίμακα στό γκέτο
τής Βαρσοβίας, είχε τουλάχιστο στη διάθεσή του ένα υπό
γειο πού βρήκε μετά από πολλές δυσκολίες κι εκεί φύλαξε
τ’ άρχεία του. Είχε καί πιστούς βοηθούς πού έθαψαν τά
πολύτιμα κιβώτια. Οί απομονωμένοι όμως ιδιώτες, χαμένοι
κι οί ίδιοι μέσα στό συνωστισμό μιας κλειδαμπαρωμένης
συνοικίας, πού μοιράζονταν τή στέγη τους μέ πολλά άλλα
άτομα, τί μπορούσαν νά ελπίζουν; Γιά νά υπάρχει έστω
καί μιά ελάχιστη πιθανότητα νά βρεθούν μελλοντικά τά
θαμμένα χειρόγραφα, θά έπρεπε νά γνωστοποιηθεί ό τόπος
πού τά είχαν κρύψει σ' ένα πρόσωπο πού θά έπιζούσε
μετά τον κατακλυσμό. Στή Βαρσοβία άνατέθηκε αύτός ό
ρόλος σε μερικούς άγωνιστές τής παρανομίας, πού ζούσαν
μέ ξένη ταυτότητα στήν «άρια» πόλη. Αύτοί μπορούσαν μέ
τή σειρά τους νά εκμυστηρευτούν τή διεύθυνση αύτή στίς
μή εβραϊκές, πολωνικές, άντιστασιακές παράνομες οργα
νώσεις. Δέ μπορούσαν νά ύπολογίσουν σέ κάτι τέτοιο βέ
βαια τά απομονωμένα άτομα πού δέ διέθεταν καμιά επα
φή, ούτε έμμεση, μέ τόν εξωτερικό κόσμο. Έ πρεπε λοιπόν
νά προφυλάξουν τά χειρόγραφα άπό λοιμούς καί κατα
ποντισμούς. "Ως τή μέρα πού, ξεσπιτωμένοι κι οί ίδιοι,
μπήκαν στά πένθιμα βαγόνια τού θανάτου. Φεύγοντας, τό
πρώτο πού φρόντισαν νά βάλουν μέσα στό μπογαλάκι
τους, ήταν τά χειρόγραφά τους, μόλο πού ξέρανε τί κίν
δυνο διατρέχαν. Εξακολουθούσαν νά τά προστατεύουν σ’
όλες τίς φάσεις τού τελευταίου τους ταξιδιού: μέσα στό
τραίνο, όπου άνακατεύονταν μ’ ένα τραγικό καί συνωστι
σμένο πλήθος, όταν κατέβηκαν στό ’Άουσβιτς, μέσα στίς
άκατονόμαστες φρικαλεότητες πού συνόδευαν τήν υπο
δοχή τών εκτοπισμένων, μετά στίς διαλογές πού γίνονταν
καί τέλος κατά τή μεταφορά τους στόν περίβολο, όπου
έμελλε σύντομα νά εξοντωθούν. Έ τσι φτάσανε, μέ τά χει
ρόγραφά τους, στό κατώφλι τών θαλάμων αερίων. Ε κεί,
μέσα στήν εφιαλτική άτμόσφαιρα όπου οί άνθρωποι γίνον
ταν ολοκαύτωμα, έβρισκαν μόνοι τους τόν τρόπο νά δώ
σουν τά χαρτιά σέ κρατούμενους πού άνήκαν στό «5οη-
άετΙςοιτίΓηΒηάο». ΈΙ άκόμα, καθώς ήταν ύποχρεωμένοι
153
(πριν τούς σπρώξουν μέσα στους θαλάμους άερίων) νά
γδυθούν εντελώς καί ν’ άφήσουν όλα όσα είχαν άκόμα
επάνω τους. Μοιραία άφηναν καί τά χειρόγραφά τους
παραπεταμένα, δίπλα στ’ άλλα τους μικροπράγματα. Καί
στη μιά καί στην άλλη περίπτωση, συνέβαινε νά υπάρχουν
άνάμεσα στά μέλη τού (^οηάβΓίςοηΊΐϊΉΐκΙο» καί άνθρωποι
πού ήταν σέ θέση νά εκτιμήσουν την αξία αυτών τών χαρ
τιών. Φρόντιζαν νά περάσουν απαρατήρητα άπ’ τούς δή
μιους, καί τά έθαβαν γιά νά τά βρουν εκείνοι πού θά
ζούσαν μετά άπ’ αύτούς.
Μέρος δεύτερο
ΑΝΑΛΥΣΗ
ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
10
157
τής Κομαντατούρ πού έπαιρνε αυτούς πού όέ θά ξαναγύ-
ριζαν ποτέ πόσοι, σάν έμενα, συλλογιζόντουσαν: αύ
ριο θά ρθεί ίσως γιά μάς...»
Γιά τούς κρατούμενους τών στρατοπέδων αυτό ισχύει
γιά ένα λόγο παραπάνω. Καθένας τους ήταν καθημερινά
κι άπό πολύ κοντά μάρτυρας διαφόρων ειδών θανάτου.
Κάθε «διαλογή» καί συνάντηση μέ τούς επικεφαλής τού
στρατοπέδου, απειλούσε προσωπικά καθένα κρατούμενο.
Τέτοιες ασκήσεις «πάνω σέ τεντωμένο σκοινί», όπως γρά
φει ό Στανισλάς Φυμέ σέ μιά άλλη σελίδα του, «τούς έξοι-
κείωναν μέ τήν ιδέα τού θανάτου». Αυτό ακριβώς ένδια-
φέρει ουσιαστικά τή μελέτη μας.
Μιλήσαμε γιά «τούς καταδικασμένους σέ θάνατο πού
είχαν συνείδηση τής κατάστασής τους». Υπήρχαν όμως
- τό είπαμε άλλωστε - λόγοι, γιά τούς όποιους αύτή ή
συνείδηση συχνά ήταν θολή. ’Εκτός άπό τίς αύταπάτες
πού οί Γερμανοί επίτηδες ύπέβαλλαν καί συντηρούσαν
(έπιμείναμε άλλωστε σ’ αυτό τό σημείο), παρουσιάστηκε τό
φαινόμενο νά μή θέλουν οί κατάδικοι νά δεχτούν τίς εν
δείξεις, άκόμα καί τίς ολοφάνερες. ’Αντίθετα άπ’ αυτό πού
ισχυρίστηκαν οί θιασώτες τής φτηνής τυπολογίας, ή στάση
αύτή δέν παρουσιάστηκε μόνο στούς Εβραίους. ’Εκδηλω
νόταν παντού όπου υπήρχε άνάλογη κατάσταση κι άνάλο-
γες έξελίξεις. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες σχετικά. Νά
π.χ. τί διαπιστώνει ή Ζερμαίν Τιγιόν, μιλώντας γιά κά
ποιες Γαλλίδες κρατούμενες στό Ράβενσμπρυκ: «(...) Οί
άλλες (...) βαυκαλιζόντουσαν μ’ αυταπάτες* ήθελαν νά πι
στεύουν οτιδήποτε, στούς Ρώσους, στούς ’Αμερικάνους, σέ
μιά άνταλλαγή κρατούμενων στά ελβετικά σύνορα, φτάνει
νά πάρει τέλος αύτή ή εξαθλίωση. Καί τήν αλήθεια: τίς
εκτελέσεις, τούς άπαγχονισμούς, τίς δηλητηριάσεις, τά άέ-
ρια κλπ., δέν ήθελαν μέ κανένα τρόπο νά πιστέψουν». Κι
έτσι: «Όταν έρχονταν νά πάρουν τίς γυναίκες γιά εκτέλε
ση, μερικές θά μπορούσαν νά δραπετεύσοί’ν, άν δοκίμα
ζαν, άλλά, αλίμονο!- οί περισσότερες (κυρίως στις άρχές)
προτιμούσαν νά πιστεύουν πώς έφεΐ’γαν γιά νά σωθούν
158
καί πήγαιναν οτό θάνατο σάν τ’ άρνιά στό σφαγείο».
Ή τάση φυγής δεν αποκλείει πάντως τή γνώση ή τήν
προαίσθηση τής πραγματικότητας ■ δεν είναι παρά μιά άπ’
τίς εκδηλώσεις της.
Υ πάρχει τεράστια ποικιλία κειμένων, άνάλογα με τούς
άναγνώστες γιά τούς οποίους προορίζονται. Στίς περισσό
τερες όμως περιπτώσεις δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός.
Τό κείμενο, γραμμένο κυρίως γιά νά πληροφορήσει τόν
«εξωτερικό κόσμο», συνήθως δινόταν πρώτα στούς συν
τρόφους στή δυστυχία. Κι άντίστροφα, τά κείμενα πού αρ
χικά γράφτηκαν γιά χρήση τής στιγμής, αργότερα στάλθη
καν σάν μηνύματα στόν «ελεύθερο κόσμο», στό... άγνωστο.
Χωρίς νά ξεχνάμε πώς συχνά άλλοιωνόντουσαν καθ’ όδόν.
Τά κείμενα τών κατάδικων γράφτηκαν:
15ι)
παραμένει κάτω απ' την απειλή, μπορεί νά ξαναγίνει θύ
μα. Κι άν άκόμα περάσει μιά άπό τις κρίσεις, ή καταδίκη
δεν άντιπροσωπεύει μόνο μιά άνάμνηση, μά ένα είδος δα-
μόκλειας σπάθης κρέμεται συνέχεια πάνω άπ’ τό κεφάλι
του.
Σ’ εκατοντάδες υπολογίζονται τά κείμενα πού διασώθη
καν. Καί δέν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο ένα μικρό μέ
ρος ολόκληρης τής παραγωγής. Μάταια ψάχνουμε γιά
γνωστά ονόματα. Ό χ ι μεμονωμένα κείμενα μά καί πολλά
άρχεία πού περιείχαν πολλές συλλογές, χάθηκαν μές στόν
πόλεμο καί δέν ξαναβρέθηκαν. Δέν είναι δυνατό νά ύπο-
λογίσει κανείς σέ τί άναλογία έγινε αυτό, ούτε κατά προ
σέγγιση. Ποιά ή άναλογία άνάμεσα στά κείμενα πού δια
σώθηκαν καί σ' αύτά πού γράφτηκαν, τί διαστάσεις πήρε
αυτό τό φαινόμενο, άνάλογα μέ τήν εθνικότητα, τήν κοι
νωνική τάξη τών συγγραφέων κλπ., δέ θά τό μάθουμε. Πι
θανολογώντας, καί σέ πολύ γενικές γραμμές, μπορεί κανείς
νά άκολουθήσει αυτό τόν άπλό συλλογισμό: Ίδιες δραστη
ριότητες (συγκεντρώσεις, κυκλοφορία τών κειμένων, ή
προσπάθεια καί οί τρόποι διάσωσής τους) παρουσιάστη
καν σέ διαφορετικούς χώρους, χωρίς επικοινωνία άνάμεσά
τους. Παράλληλα: τά κείμενα πού γράφτηκαν σέ διαφορε
τικούς χώρους, χαρακτηρίζονται άπό άνάλογους προσανα
τολισμούς κι έχουν παρόμοιο περιεχόμενο.
Θά θέλαμε νά εξετάσουμε αυτές τίς απροσχεδίαστες άν-
τιστοιχίες.
160
11
σκουμε ενα βιβλίο που περιέχει 17.000 όνόματα με τήν ένδειξη δίπλα
«αναπαύεται». Πρόκειται γιά όνόματα Ε βραίω ν πού κανείς τους δύν
αναπαύτηκε: όλοι δολοφονήθηκαν.
162
άπ' αυτή τήν ετικέτα ταξινομήθηκαν πολλοί φάκελοι πού
έμειναν στή «διαχείριση τού γκέτο» στό Λότζ. Στά έντυπα
πού τυπώθηκαν ειδικά γ ι’ αυτό τό λόγο, οί Γερμανοί (με
έμφυτη τήν αίσθηση τής άκρίβειας), σημείωναν: πού, στό
σπίτι ποιανού, πότε καί τί είχαν «βρει»2. Σε άλλα έγγρα
φα, ή οργανωμένη λεηλασία των συνοικιών άποδίδεται με
τόν όρο «5έιιιδ6Γΐιη§83ΐακ)η» (εκκαθαριστική επιχείρηση).
Θά άναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Θά άξιζε
πάντως νά σταθούμε στόν πλούτο καί τό πλάτος αυτού τού
λεξιλόγιου. Πρόβλεψε ειδικούς όρους άκόμα καί γιά δευ-
τερεύοντα φαινόμενα καί γιά πολύ ιδιότυπες περιστάσεις.
Έ νας Εβραίος γιατρός, π.χ. δεν ονομαζόταν «γιατρός»
αλλά «θεραπευτής», άν καί συχνά άφηναν τόν τίτλο τού
«γιατρού» μπροστά άπό τό όνομά του, κλπ. Με λίγα λόγια,
οί ειδικοί αυτοί όροι έκαναν γιά τή διοίκηση τά πράγματα
εύχρηστα, άπλά, προσιτά στούς υπολογισμούς, έτσι πού νά
μπορούν νά άντιμετωπίζονται μέσα σέ άπόλυτη αταραξία.
Ό Ν. Μπλούμενταλ επισημαίνει δικαιολογημένα πώς
έξω άπό τήν ειδική όρολογία πού γνώρισε ή διοικητική
γλώσσα (ξερή, σκληρή κλπ.), οί χιτλερικές αρχές χρησιμο
ποιούν μάλλον άνθρώπινο λεξιλόγιο. Βρίσκουμε συχνά εγ
κάρδιες εκφράσεις, όπως: «θά σάς ήμουν ευγνώμων» κλπ.
Τέτοιες εκφράσεις συνοδεύουν συνήθως περιεχόμενο μέ
όρολογία όπως αυτή πού άναφέραμε. Μιά τέτοια άντιπα-
ράθεση είναι κάποτε πολύ περίεργη. Έ να παράδειγμα: Ό
Μ. Ρίμπε, πού είχε προσληφθεί διευθυντής στή διαχείριση
τού γκέτο τού Λότζ, (σ’ ένα γράμμα του στίς 5 Γενάρη
163
1942, Νο 40-37), ευχαριστεί τόν Μ. Μπέργκερ γιά τή συμ
βολή του «στη μεταφορά των Εβραίων του Ζελόφ καί τή
διάλυση του γκέτο». Ε πειδή ή μοιρασιά τής λείας έγινε
χωρίς προστριβές, δ συντάκτης του γράμματος διαβεβαιω-
νει τό συνομιλητή του, πώς θά κρατήσει μιά «ευχάριστη
άνάμνηση» άπ’ αυτή τή συνεργασία. Χωρίς σχόλια!
’Απ’ αυτή τήν άποψη παρουσιάζουν ένδιαφέρον, άνά-
μεσα σ’ άλλα, κάποια γράμματα με θέμα τήν πώληση...
νεκροταφείων. Γίνεται έκ τών προτέρων ή προσφορά: «τό
συμπεριλαμβανόμενο έβραϊκό νεκροταφείο μπορεί νά
μετατραπεί άμέσως σέ δημόσιο κήπο (φυτά) (...). Ε πιση
μαίνω ότι τό χώρο του έβραϊκού νεκροταφείου καί τίς τα
φόπλακες πού υπάρχουν εκεί, τά διαχειρίζεται ό Ρίάεί-
1(οηΐΓηί5. Σάν άγοραστής πρέπει νά λάβετε υπόψη σας
πρώτα τίς πολιτικές κοινότητες» κλπ.
’Ανάλογες υποθέσεις άπασχολούν, μέ τό ίδιο πνεύμα
άταραξίας, άλλες τοπικές αρχές. Ή Οικονομική Υπηρεσία
τού Κρανόφ στέλνει στίς 7 τού Γενάρη τού 1944 γράμματα
όπου ζητεί: «... Γνωστοποιείστε μου άμέσως, παρακαλώ,
άν στήν πόλη (σας) υπάρχει εβραϊκό νεκροταφείο κι άν
ένδιαφέρεστε νά τό αγοράσετε...»
Ή έξαφάνιση τών νεκροταφείων άποσκοπούσε (μετά τήν
εξόντωση τών άνθρώπων) στό νά καταστραφούν τά ίχνη
πού είχε αφήσει ή χιλιόχρονη ιστορία. Τά γραφτά πού
άναφέραμε παραπάνω μαρτυρούν πώς μιά τέτοια ενέργεια
δέν είχε - γιά τούς συντάκτες αυτών τών γραμμάτων - τί
ποτα τό εξωφρενικό. Τά τακτοποιούσαν όλα άπλά... που
λώντας3.
’Απ’ αύτή τήν «αντικειμενικότητα» καθαρά διοικητικής
φύσεως, έξαιρούνται τά ονόματα πού έδιναν σέ ειδικές
164
έπιχειρήσεις. Θά ’λεγε κανείς πώς άποχτούν ποιητικό τό
νο. Έτσι, ή μεταφορά τών Γάλλων κρατούμενων άπό τό
στρατόπεδο τής Κομπιένης στό στρατόπεδο τού Μπούχεν-
βαλτ ονομάστηκε «Έπιχείρηση-Θαλασσινός άφρός». Στά
1944, μιά άλλη επιχείρηση βαφτίστηκε «Ανοιξιάτικος
άνεμος».
Νά κάποιες διασαφηνίσεις πού κάνει ό Α. Καλέ άναφο-
ρικά μ’ ένα άλλο σχήμα λόγου τής ίδιας κατηγορίας: «Στά
καλάθια τών άχρηστων τής φυλακής τής Φρέςτν, οί Γερμα
νοί άφησαν κάτι έγγραφα. ’Ανάμεσα σ’ άλλα καί μικρά
φύλλα χαρτί, πράσινα καί μώβ. Αύτά ήταν άπόρρητα καί
έφεραν τά ονόματα τών κρατούμενων. Ή ταν ατομικά. Στά
περισσότερα υπάρχει ή συνθηματική έκφραση: «Νύχτα κι
ομίχλη». Είναι οί πρώτες λέξεις τής επωδού τού "Αλμπερικ
στό «Χρυσό τού Ρήνου». Δυό πολύ ώραίες λέξεις, λίγο
μαγικές (...). Οί ναζί έδωσαν σ’ αυτές τίς λέξεις μιά ιδιαί
τερη σημασία. «Νύχτα κι όμίχλη» ήταν ή κατηγορία τών
άνθρώπων πού θά σκότωναν επί τόπου ή θά μετέφεραν
στά στρατόπεδα έξόντωσης. ’Εκεί, δλα τέλειωναν πραγμα
τικά, μέσα στήν κόλαση ενός φούρνου τού κρεματορίου κι
ό καπνός ήταν ίδιος μέ τήν όμίχλη πού διαλύεται».
Στό στρατόπεδο τού Μαουτχάουζεν, ή δολοφονία τών
αιχμάλωτων πολέμου ονομάστηκε «’Επιχείρηση σφαίρα»4.
Ή όνομασίςι αυτή ίσχυε κάθε φορά καί γιά μιά συγκεκρι
μένη επιχείρηση.
Οί εκφράσεις πού άναφέραμε ως έδώ ήταν - όπως
παρατηρήσαμε - όροι τών φακέλων. Μ’ άλλα λόγια, άνή-
καν στήν επίσημη γραφτή γλώσσα. Ή προφορική γλώσσα,
φυσικά, ήταν πιό «ζωντανή» καί πιό «εκφραστική», κυ
165
ρίως στό στόμα τών όήμιων. Τά συνώνυμα πού έφτιαχναν
αυτοί δέν Επιχειρούσαν νά θολώσουν τά νερά (γιά ποιο
λόγο άλλωστε καί μπροστά σέ ποιόν;) ’Αποδίδουν μάλλον
με ειλικρίνεια τό ήθος καί τά αισθήματα άνθρώπων πού,
όχι μόνο ξερουν γιατί πρόκειται άλλά καί συμμετέχουν Εν
εργά. Έδώ, οί καινούργιες λέξεις είναι πιό αυθόρμητες
καί πιό πλούσιες σέ φαντασία.
Ένώ οί όροι τών φακέλων είναι «άθώοι», τά Έ ς-Έ ς καί
τά μέλη άλλων σωμάτων εξόντωσης χρησιμοποιούν άπλά
καί μόνο τόν όρο «εξοντώνω, άφανίζω». Γιά παράδειγμα:
τό «’Απόσπασμα Ράινχαρτ» πού διεκπεραίωσε επιχειρή
σεις σέ πολλές πόλεις, ονομάστηκε «τάγμα έξοντώσεως».
Τό ίδιο ισχύει καί γιά πολλά στρατόπεδα πού στά επίσημα
άρχεΐα ονομάζονταν «στρατόπεδα συγκεντρώσεως»,
«στρατόπεδα Εργασίας» ή «στρατόπεδα καταναγκαστικών
έργων», ενώ στη γλώσσα τών μυημένων ήταν στρατόπεδα
καταστροφής («Vernichtungslager»).
Περνάμε άμέσως σέ εκφράσεις άκόμα πιό εύγλωττες. Νά
π.χ. ή έκφραση τό «κυνήγι τού κουνελιού». Τη συναντάμε
σέ διάφορους χώρους (άπόδειξη πώς ήταν τής μόδας), γιά
νά έκφράσει διάφορα φαινόμενα, μά γιά τούς «παιχνιδιά
ρηδες» Έ ς-Έ ς σήμαινε τόν πυροβολισμό τών θυμάτων πού
προσπαθούσαν νά άποδράσουν από τό τραίνο τού θανά
του.
Στό στρατόπεδο τού ’Άουσβιτς, γινόταν ένα παιχνίδι,
οργανωμένο από τούς Έ ς-Έ ς: χτυπώντας μιά ομάδα φυ
λακισμένων μέ κλομπ καί κάτω άπό τήν άπειλή τού πιστο
λιού, τούς κυνηγούσαν ως τά συρματοπλέγματα. Ε κεί μιά
ομάδα φρουρών έριχνε πάνω τους γιά διασκέδαση· όχι
γιά νά τούς σκοτώσει, μόνο γιά νά τραυματίσει χέρια ή
πόδια. ’Ανάμεσα σέ δυό πυρά, πανικόβλητοι, οί κρατούμε
νοι ρίχνονταν εδώ κι έκεί, κι αυτό προκαλούσε στίς καρ
διές τών δήμιων μιά ιδιόμορφη άγαλλίαση.
Έ νας προσφιλής όρος πού επανέρχεται συχνά μέσα σέ
τέτοιου είδους εκφράσεις, είναι ή λέξη «ουρανός». Οί
Έ ς-Έ ς στή Μπιάλα Ποντλάσκα άποκαλούσαν τίς Επιχει
166
ρήσεις τους «άνάληψη». Στό Μπιρκενάου, ό θάλαμος των
μελλοθάνατων βαφτίστηκε άπ’ τούς Έ ς-Έ ς «θάλαμος γιά
εκείνους πού θ’ ανέβουν στον ουρανό». Στό Κολό, τό άπό-
σπασμα τών Έ ς-Έ ς πού έκτελούσε τίς επιχειρήσεις, είχε
τό ώραίο όνομα «τάγμα άναλήψεως». Στήν περιφέρεια τής
Ντεμπίκα ένα άνάλογο τάγμα είχε τήν προσωνυμία: «τά
γμα τών ουρανών». Τό ίδιο όνομα δόθηκε γιά παρόμοιες
δραστηριότητες σέ πολλά στρατόπεδα, όπως ιδιαίτερα στό
στρατόπεδο τού Πλασόβ, κοντά στήν Κρακοβία, στό στρα
τόπεδο τού Πολουμπίτσε κι άλλού. Στό στρατόπεδο τού
Όράνιενμπουργκ, ή πλατεία τών εκτελέσεων λεγόταν
«προαύλιο βιομηχανίας». Στό Μαουτχάουζεν, μιά απο
στολή Έ ς-Έ ς εξέταζε καθένα άρρωστο κρατούμενο χωρι
στά, γιά νά άποφασίσει άν θά έπρεπε νά τόν οδηγήσει στό
«σταθμό». Έ τσι λεγόταν τό κελί τών μελλοθάνατων, γιατί
βρισκόταν «στόν τελευταίο σταθμό, ανάμεσα γή κι ουρα
νό».
Υπήρχαν εξάλλου ένα σωρό εκφράσεις πού άποσκο-
πούσαν ν’ άφαιρέσουν από τούς κρατούμενους τήν άν-
θρώπινη ιδιότητα. Τό γεγονός ότι ίδιες λέξεις καί ίδιες
εκφράσεις συναντιόνται σέ διαφορετικούς χώρους, μάς
κάνει νά πιστεύουμε πώς είχε γίνει σχετικά ειδική διδα
σκαλία. Στό στρατόπεδο τού Λβόφ, υπήρχε π.χ. ένας θά
λαμος γεμάτος ξύλα, όπου - ελλείψει κρεματορίων -
έκαιγαν τά πτώματα. Οί κρατούμενοι έκεί, άπομονωμένοι,
ονομάζονταν «είδωλα» καί μόνο «είδωλα»: «Νά πάρει τό
είδωλο!», «Νά κάνει τό είδωλο!», «δέκα είδωλα, βγέστε
έξω!» κλ^Α Τό ίδιο γινόταν καί σ’ άλλα στρατόπεδα (στό
Πόναρι κοντά στή Βίλνα κ.ά.).
Δίνουμε γιά παράδειγμα μερικές άρκετά συνηθισμένες
167
έκφράσεις: στά περισσότερα στρατόπεδα υπήρχαν «κοπά
δια άγριων σκύλων». Ό σκύλος λεγόταν «άνθρωπος». Οί
κρατούμενοι, άντίθετα, ήταν «οί σκύλοι». Καί ή συνηθι
σμένη σκηνή: Ό Γερμανός Έ ς-Έ ς, άπευθυνόμενος στό
σκύλο του, δείχνοντας του έναν κρατούμενο: νΑνθρωπε!
Ξέσκισε αυτό τό σκνλοΐ Ό κρατούμενος άλλωστε ήταν
ύποχρεωμένος νά άπευθύνεται στό σκύλο, στόν πληθυντι
κό: «Κύριε σκύλε». Συναντάμε σε πολλούς χώρους αύτή τή
συνήθεια, (με τίς ίδιες εκφράσεις). Είναι λοιπόν φανερό
πώς δεν οφείλονται σε έμπνευση μά σε καθοδήγηση.
("Ωστε ή εκπαίδευση τών Έ ς-Έ ς είχε προβλέψει καί
«άστειάκια»!)
Δε θά ’πρεπε νά κλείσουμε αύτή τήν πρώτη έκτίμηση,
πολύ συνοπτική άλλωστε, χωρίς νά υπογραμμίσουμε τήν
περίοπτη θέση πού καταλάμβαναν μέσα σ’ αυτό τό λεξιλό
γιο τά βρωμόλογα. Μέσα στό ρεπερτόριο ή πιό διαδομένη
λέξη ήταν σκατά (μέ τά δύο γερμανικά συνώνυμα:
«Dreck» καί «Scheisse»).
Ή λέξη δέ χρησιμοποιείται μέ τή σημασία της. Συναν
τάμε τή βωμολοχία σ’ όλα τά στρατιωτικά σώματα, δλων
τών εθνικοτήτων καί θά ’ταν υπερβολικό νά βγάλουμε άπ’
αύτό συμπέρασμα. Ό σον άφορά τούς κρατούμενους, θά
μιλήσουμε πάνω σ’ αύτό άργότερα, μέ άφορμή τό λεξιλόγιο
τών κατάδικων. Στό στόμα τών Έ ς-Έ ς, ή λέξη «σκ...» εί
ναι πιό φορτισμένη. Συχνά άπαντάται σάν τεχνικός δρος,
πού σημαίνει τά πτώματα τών δολοφονημένων άνθρώπων:
«παραμέρισε αύτό τό σκ...», ήταν ή στερεότυπη έκφραση,
μέ τήν οποία συνήθιζε νά κλείνει τή σκηνή τής εκτέλεσης ό
άξιωματικός τών Έ ς-Έ ς Γιόζεφ Τσβαμπέργκερ.
Ιδιαίτερα καί συχνότερα, ό δρος «σκ...» άναφερόταν
στά σκοτωμένα παιδιά: «Έριχναν τά σκοτωμένα παιδιά
μέσα στό λάκκο καί τά σκέπαζαν μέ πτώματα. Ό Γερμα
νός κράταγε τό παιδί άπ’ τό λαιμό καί φώναζε: “πάρε
αύτό τό σκ... καί ρίξτο μέσα” »6.
168
♦
169
λοφονία», «έφοδος», κλπ. δέν άπέδιδαν καθόλου τό περι
εχόμενο των όρων «επιχείρηση», «φυγάδευση». Παράλ
ληλα ήταν έπιταχτική ή άνάγκη νά προσδιοριστούν τά
καινούργια φαινόμενα με λέξεις μεταδόσιμες (δηλαδή
κατανοητές άπό τούς συνομιλητές). Υπήρχε ή άμεση
άπειλή πού άποτελούσε συνεχώς άντικείμενο πυρετωδών
συ ζητήσεων. Έπρεπε λοιπόν νά καταφύγουν σ' εκφράσεις
πού είχαν επιβάλει οί δήμιοι. Υιοθετώντας τες, τις πρόφε-
ραν αυθόρμητα, μ' έναν ειδικό τόνο. Θά’ λεγε κανείς πώς
αυτός ό τόνος άντικαθιστούσε τά εισαγωγικά. Κι έτσι
τούτη ή ή άλλη λέξη απ’ τή μιά έκφραζε τό καθαρό καί
άπλό γεγονός, κι άπ’ τήν άλλη τή χιτλερική ύποκρισία καί
τόν κυνισμό.
Τό ίδιο ισχυε καί γιά τίς άποφθεγματικές φράσεις. Είναι
γνωστό πώς οί Γερμανοί προσπαθούσαν μέ φανατική επι
μονή νά καρφώσουν στό μυαλό τών θυμάτων τους παροι-
μιακές «άλήθειες», όπως: «Ή εργασία άπελευθερώνει»,
σλόγκαν πού διακοσμούσε τίς πόρτες τών στρατοπέδων
συγκεντρώσεως. « Ό καθένας μέ τήν άξια του», έπιγραφή
πάνω στήν πόρτα τού στρατοπέδου τού Φλόσενμπουργκ κι
αλλού. «Πρέπει νά βασιλεύει ή τάξη, Πρώτα ή τάξη!»
«Ψείρα,ήρθε ή ώρα νά πεθάνεις», «Νά σέβεσαι τούς άνω-
τέρους σου», «Ή τιμιότητα εξασφαλίζει τήν έπιτυχία»
κλπ. Αυτά τά σλόγκαν, μέσα στίς συνθήκες τού στρατοπέ
δου, δείχνουν απροκάλυπτη κακοήθεια. Κι όμως οί κρα
τούμενοι τά ενσωμάτωσαν στό λεξιλόγιό τους γιά νά τά
προφέρουν ειρωνικά.
Αντίθετα άπ’ τή γλώσσα τών δήμιων, ή γλώσσα τών
θυμάτων άποκαλύπτει μιά επίμονη τάση νά προσδιορίζον
ται τά πράγματα μέ τρόπο κυριολεκτικό καί πλήρη. Ή
τάση αυτή (κάποτε ίσως άσυνείδητη, πάντως ενστικτώδης
καί άγρυπνη) έκδηλώνεται κυρίως στίς άμέτρητες εκφρά
σεις πού δημιουργήθηκαν περιέχοντας τή λέξη «θάνατος».
Υπήρχαν λοιπόν «Θάλαμος τού θανάτου» καί «Συγκρό
τημα τού θανάτου», (στό Μαίντάνεκ, στό νΑουσβιτς, στό
Μαουτχάουζεν κ.ά.), όπως ονόμαζαν τούς χώρους τούς
170
προορισμένους γιά όσους είχαν όιαλεχτεΐ γιά εκτέλεση. Ή
περιοχή άνάμεσα στους λόφους τών προαστίων του Λβόφ,
όπου οί Γερμανοί έκαναν μαζικές εκτελέσεις, όνομάστηκε
άπό τούς κρατούμενους «Κοιλάδα τού θανάτου». Τά μέρη
όπου ειδικοί Γερμανοί στρατιώτες συγκέντρωναν τούς ηλι
κιωμένους (τέτοια ύπήρχαν στην Κρακοβία, τη Βαρσοβία,
τό Λβόφ, κλπ.), πήραν άμέσως τή μετονομασία «γεφύρια»,
«δρόμοι», «πόρτες» (καί πάει λέγοντας: αύτό έξαρτιόταν
άπό τό χαρακτήρα τους), μά πάντα συνοδευόταν άπό τή
λέξη «τού θανάτου».
’Αναφέραμε πιό πάνω τή λέξη «διαλογές». Πήραν διά
φορες μορφές, μά ό σκοπός τους έμενε πάντα ό ίδιος: νά
ξεκαθαρίσουν τούς «άκατάλληλους» κρατούμενους, τούς
«άχρηστους», δηλαδή τούς εξαντλημένους, τούς άρρω
στους, τούς άποδυναμωμένους, τούς «πολύ» γέρους ή «πο
λύ» νέους κλπ., γιά νά τούς όδηγήσουν στούς θαλάμους
άερίων ή νά τούς εξοντώσουν μέ κάποιο άλλο τρόπο. 'Αλ
λοτε ή «διαλογή» άκολουθούσε άπλούστατη διαδικασία:
άλλοτε οργάνωναν άγώνες δρόμου γιά νά «διαγράφουν»
τούς κακούς δρομείς κλπ. Στή γλώσσα τών κρατούμενων οί
ονομασίες όλων αύτών τών τρόπων «διαλογής» συν
οδεύονταν άπό τό συμπλήρωμα «τού θανάτου» (άγώνας
θανάτου κλπ.).
Περνάμε τώρα στίς εκφράσεις πού θά μπορούσαμε νά
θεωρήσουμε πώς άνήκουν στό φολκλόρ τών καταδικασμέ
νων. Χρησιμοποιούμε εδώ αύτό τόν όρο στήν πιό άπλή του
σύλληψη. Πρόκειται γιά τό βίαιο θάνατο πού είχε γίνει
καθημερινό φαινόμενο. Συνοδευόταν άπό κάποιες σταθε
ρές διατυπώσεις, ένα τελετουργικό, μιά εθιμοτυπία. Είχε
τά σύνεργά του καί τήν τοπογραφία του, τίς προκαταρκτι
κές του εκδηλώσεις καί τά επακόλουθά του, θά ’λεγε
άκόμα κανείς, τά κοστούμια καί τό σκηνικό του. Όλα
αυτά άντικαθρεφτίστηκαν στό λεξιλόγιο τών ενδιαφερομέ
νων. Τά λεκτικά σχήματα καί οί προσωνυμίες ήταν άμέ-
τρητα. Έξυπακούεται πώς ή εξόντωση τόσων άνθρώπων
επηρέασε όχι μόνο τό λεξιλόγιο τών φυλακών καί τών
171
στρατοπέδων, αλλά καί όλόκληρης τής έποχής. Διαπιστώ
νεται εξάλλου αυτή ή έπί δράση σ’ ένα σωρό συγκρίσεις,
μεταφορές, παροιμίες κλπ., κι όταν άκόμα έξωτερικά δεν
είχαν τίποτα κοινό με τά άνάλογα φαινόμενα. Γιά νά άγ-
καλιάσει κανείς ολόκληρο τό τεράστιο αυτό γλωσσολογικό
υλικό, νά τό ταξινομήσει καί νά άποδείξει τούς δεσμούς
του με τά στοιχεία τών νέων διανοητικών κατηγοριών,
χρειάζεται μιά ξεχωριστή μελέτη μέ τή συμβολή πολλών
επιστημών. Έδώ θ’ άρκεστούμε σέ μερικά παραδείγματα,
άπό τά πιό χαρακτηριστικά: «Πάει νά γίνει σαπούνι» καί
«πάει νά γίνει πάπλωμα». Οί εκφράσεις αυτές, διαδομένες
σέ πολλά γκέτο, σήμαιναν «νά δολοφονηθεί» καί μαρτυ
ρούν τήν επίγνωση τού γεγονότος δτι οί Γερμανοί χρησι
μοποιούσαν τό άνθρώπινο λίπος γιά τήν κατασκευή σα
πουνιού καί τά μαλλιά τών σκοτωμένων γυναικών γιά τήν
κατασκευή παπλωμάτων.
Τήν ίδια σημασία είχαν καί οί φράσεις: «πάει στούς
άμμόλοφους», «πάει πέρα άπ’ τά συρματοπλέγματα»,
«βγήκε άπ’ τή γραμμή». Πήραμε έπίτηδες καί τά τρία αυτά
παραδείγματα άπό τόν ίδιο τόπο, συγκεκριμένα άπ’ τό
στρατόπεδο τό επονομαζόμενο Ζανόδσκι (στό ομώνυμο
προάστιο τού Αβόφ)· καί τά τρία είναι επηρεασμένα άπ’
τό «τοπικό χρώμα»: 1. ό άμμόλοφος έκεί χρησίμευε γιά
τόπος εκτελέσεων. 2. Έ βαζαν συχνά τούς κρατούμενους
πού είχαν «διαλέξει» γιά εκτέλεση, νά περιμένουν πέρα
άπ’ τά συρματοπλέγματα (ή, πιό συγκεκριμένα, άνάμεσα
σέ δύο σειρές συρματοπλέγματα, πού περιέβαλλαν τό εσω
τερικό τμήμα τού στρατοπέδου). 3. Οί Γερμανοί Έ ς-Έ ς
είχαν τή συνήθεια νά βγάζουν έξω άπό τή γραμμή όσους
κρατούμενους έσερναν τό πόδι τους βαδίζοντας, σημάδι
εξάντλησης, πού σημαίνει ότι ό εν λόγω άνθρωπος είναι
«άνίκανος γιά εργασία» καί πρόκειται νά θανατωθεί.
Μέ τήν ίδια άλληλουχία, ή λέξη «σαλταδόρος» σήμαινε
τόν άνθρωπο πού πηδάει άπό ένα τραίνο θανάτου έν κι
νήσει.
Στό στρατόπεδο τού νΑουσβιτς οί θάλαμοι άερίων όνο
ι 72
μάστηκαν (κυρίως από τούς «παλιούς» κρατούμενους)
«καλύβες τών χωρικών». Ή έκφραση οφείλεται στό γεγο
νός ότι τό φθινόπωρο τού 1941, όταν δεν είχαν άκόμα
τελειώσει οι άνάλογες «σύγχρονες» κατασκευές, είχαν
πραγματικά έγκαταστήσει προσωρινούς θαλάμους άερίων
μέσα σέ δυό χωριάτικες καλύβες.
Υπενθυμίζουμε τέλος δύο όχι πολύ διαδομένους όρους,
πού χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά στίς μελέτες καί τη
δικονομική γλώσσα, γιά νά περάσουν σχεδόν όλοι στην
επίσημη κρατική γλώσσα· 1. «Muselman», ό πολύ έξασθε-
νημένος κρατούμενος, χαμένος· 2. «Canada», τό μέρος τού
στρατοπέδου όπου έφερναν τίς «φουρνιές» τών άνθρώπων,
τά άνθρώπινα «φορτία» πού είχαν σάν άμεσο προορισμό
τούς θαλάμους άερίων, κι άπ’ όπου προέρχονταν (μέσω
τών κρατούμενων πού χρησιμοποιούσαν έκεί γι’ αυτή τή
δουλειά) τά πράγματα πού είχαν έγκαταλείψει τά θύματα7.
Καί μιά διευκρίνιση: τά συνώνυμα (πού τά περισσότερα
προέρχονταν αυτόματα άπό τή γλώσσα τών δήμιων) έκα
ναν τίς έννοιες θολές, συγκεχυμένες, μείωναν στό ελάχιστο
τή βαρύτητα τών φαινόμενων· ήταν, θά λέγαμε , ευφημι
σμοί, αλλά ευφημισμοί ιδιαίτερα ύπουλοι, ψυχοφθόροι,
διαβρωτικοί. Σάν συνέπεια: οί όροι πού άποκαλέσαμε
«φολκλόρ», υπογραμμίζουν τήν πραγματική σημασία τών
πραγμάτων, μέ τό νά άναφέρονται σέ συγκεκριμένα καί
γνωστά στοιχεία μέσα άπό τήν ίδια τήν εμπειρία τών συν
ομιλητών. Εξάλλου, οί λέξεις αυτές δέν ήταν τόσο χυδαίες
όσο οί άλλες, καί επιπλέον ήταν πιό εκφραστικές καί πιό
173
πλούσιες σέ φαντασία. Θά τις συναντήσουμε άλλωστε
παρακάτω, στά γραφτά τής εποχής.
Οί λέξεις τού φολκλόρ διασταυρώνονται με τις λέξεις
μιας άλλης συγγενικής κατηγορίας, τής άργκό, γιά νά τό
πούμε έτσι. Είναι οί λέξεις πού άρχικά χρησιμοποιούσαν
οί μνημένοι, γιά νά άπλωθοΰν άργότερα (όπως καί κάθε
άργκό), σ' ολόκληρο τό περιβάλλον. Ε κεί μέσα μορφο-
ποιείται τό τεχνικό λεξιλόγιο, τά μυστικά σήματα κλπ. Ή
ζωή στά στρατόπεδα καί τίς φυλακές άπαιτούσε πολλούς
παράνομους ελιγμούς. Ά π ό δώ ξεκινούν τ’ άμέτρητα φρα
στικά σχήματα μέ σημασία λίγο ή πολύ καμουφλαρισμένη.
Θά ταν άνώφελο νά παρουσιάσουμε εδώ παραδείγματα,
άλλωστε τά περισσότερα θά άπαιτοϋσαν λεπτομερειακές
έξηγήσεις καί μάλλον θά ’ταν περιορισμένου ενδιαφέρον
τος. "Υπάρχουν όμως καί λέξεις πού επιτρέπουν άρκετά
σαφείς άξιολογήσεις. Ό π ω ς π.χ. μιά άπ’ τίς πιό εύχρηστες,
τό ρήμα «οργανώνω» · σήμαινε «τά βγάζω πέρα», πού
άνάλογα μέ τήν περίσταση, συνήθως είχε τήν έννοια τού
«κλέβω», «περνώ παράνομα» κλπ. ("Υπήρχε καί ή λέξη
«οργανωτής», άντίστοιχο τού «καταφερτζής»). Τό σχήμα
άποδίδει πιστά τή νοοτροπία τών κρατούμενων, γιά τούς
οποίους ή κλοπή δέ συνδεόταν μέ καμιά ήθική έννοια. Γι’
αυτούς ήταν, πολύ άπλά, ένα τεχνικό μέσο, μιά επικίνδυνη
μά θεμιτή πράξη, πού τούς έδινε, γιά τή συντήρησή τους
ένα ελάχιστο ψίχουλο άπό τά άγαθά πού τούς είχαν κλέ
ψει οι Γερμανοί. Ή άκόμα, ό όρος «Canada» (άναφέρθηκε
λίγο πρίν ανάμεσα στίς λέξεις τού «φολκλόρ») άφήνει νά
διακρίνουμε ένα άλλο στρώμα τού καινούργιου κώδικα
άξιών. Πρίν γίνει πλατιά γνωστός καί ενσωματωθεί στή
διάλεκτο τών στρατοπέδων, σάν λέξη τής άργκό, θά χρησι-
μοποιόταν σίγουρα άπό μιά όμάδα μυημένων. νΑν καί ή
καταγωγή του δέν είναι γνωστή, δέν είναι δύσκολο νά τήν'
άνακαλύψουμε. Σ’ αυτή ειδικά τήν περίπτωση «Canada»
σημαίνει: γή τής άποκαλύψεως, γή τής ευημερίας. Καί
ήταν γι’ αυτούς τούς κρατούμενους, γιατί άντιπροσώπευε
μιά πηγή άνεφοδιασμού. Μήν ξεχνάμε όμως πώς οί προ
174
μήθειες αυτές υπήρχαν «χάρη» στην έξολόθρευση εκατον
τάδων χιλιάδων άνθρώπινων υπάρξεων. Ή λέξη «Canada»
άπηχεί λοιπόν τό θλιβερό γεγονός ότι έφταναν κάποτε στό
σημείο νά ξεχνούν την προέλευση τών λαφύρων πού άνα-
φέραμε.
Δέ χρειάζεται νά προσθέσουμε πώς ή διάκριση πού προ-
τείναμε πιό πάνω, δέν είναι δεσμευτική. Ό π ω ς σ’ όλες τίς
ζωντανές γλώσσες, κάθε λέξη έπαιρνε, άνάλογα μέ τήν
περίπτωση, διάφορες σημασίες8. Οί άποχρώσεις παράλλα
ζαν άνάλογα μέ τό χρόνο, τό περιβάλλον, τίς συγκυρίες,
καί, τέλος, άνάλογα μέ τή φάση. Μέ τέτοια πολυμορφία, ή
λέξη μπορούσε νά παίρνει αυτή ή τήν άλλη σημασία κι
έτσι μπορεί νά θεωρηθεί ότι άνήκει άλλοτε στό φολκλόρ κι
άλλοτε στήν άργκό, καί πάει λέγοντας. Παρόλα αυτά, εν
νοείται βέβαια πώς οί αιτίες πού άναφέραμε πιό πάνω
διατηρούν πάντα τήν ίδια βαρύτητα.
Μέ λίγα λόγια: οί εμπειρίες τών μελλοθάνατων βρήκαν
τήν εξωτερική τους έκφραση στίς λέξεις, τίς εκφράσεις,
δηλαδή στή γλώσσα. Ή γλώσσα περιέχει ήδη σέ σπερμα
τική κατάσταση πολλά λογοτεχνικά στοιχεία (μεταφορές,
περιφράσεις, συνώνυμα, «pars pro toto» · μέρος άντί τού
όλου, εικόνες κλπ.). Οί εκδηλώσεις αύτές τής ζωντανής
γλώσσας, παρόλο τό στοιχειώδη τους χαρακτήρα, αντανα
κλούν τίς δομές τών καινούργιων διανοητικών κατηγο
ριών, τίς διαφοροποιήσεις καί τίς διακρίσεις τους, τήν
άνεξαρτησία καί τήν άλληλεπίδρασή τους.
175
12
178
άλεξιπτωτιστές, ’Αμερικανοί καί 'Αγγλοι, Αυστραλοί καί
Καναδοί, υπήρχαν άκόμα Βέλγοι, Πολωνοί, Τσέχοι, ’Ολ
λανδοί, Εβραίοι, ’Ισπανοί, Αυστριακοί, κλπ. Με λίγα λό
για, «μαζεύτηκαν άπό παντού σ' αυτό τό ραντεβού».
Οί εκτελέσεις άποτελούσαν για τή φυλακή τής Φρέσν
καθημερινό γεγονός, είχαν εξοικειωθεί μαζί της. Μιά άλλη
τύχη πού έπιφύλασσαν ατούς κρατούμενους, ήταν ή «ανα
χώρηση γιά τή Γερμανία», (δηλαδή γιά τά στρατόπεδα
συγκεντρώσεως). Οί τοίχοι τής Φρέσν ήσαν σκεπασμένοι
μέ επιγραφές· μέσα στά κελιά, μέσα στά μπουντρούμια
κυρίως, μά καί στή σάλα ελέγχων, όπου γυναίκες καί άν
τρες, γυμνοί, έμεναν κλεισμένοι μέσα σέ σκοτεινές καμπί
νες. «Καί όέν καταλαβαίνουμε, παρατηρεί ό Α. Καλέ, πώς
γίνεται νά είναι τά τοιχώματά τους γεμάτα επιγραφές καί
σχέδια πού άλληλοσυμπλέκονται, μέ μολύβι ή εγχάρακτα».
Διαβάζουμε παρόμοιες σημειώσεις καί πάνω στά άντι-
κείμενα καθημερινής χρήσης, άκόμα καί πάνω στό άλουμί
νιο μιάς γαβάθας. Σχετικά, γράφει ό εκδότης: «Θά πρέπει
νά ήταν πολύ ισχυρή ή άνάγκη τους νά γράφουν. Νά γρά
φουν πάνω σ’ οτιδήποτε, μ’ οτιδήποτε. Πάνω στό ξύλο τών
επίπλων, πάνω στό γύψο. Γραφομανία. Νά μή χαθούν χω
ρίς νά πούν, νά φωνάξουν κάτι, οτιδήποτε, στό κενό».
Παραθέτουμε εδώ ολόκληρο αυτό τό συλλογισμό, άπό τή
μιά γιά νά δείξουμε πώς όλοι συμφωνούν στίς κρίσεις τους
γιά τά ίχνη πού άφησαν οί κρατούμενοι πάνω στούς τοί
χους τής φυλακής: «Νά μή χαθούν χωρίς νά μιλήσουν...»
’Απ’ τήν άλλη, γιά νά έπιστήσουμε τήν προσοχή πάνω στήν
αυθαιρεσία, άθέλητη σίγουρα, πού χαρακτηρίζει κάποια
σημεία τής περικοπής πού άναφέραμε. Θέλουμε νά π ι
στεύουμε πώς, παρά τά φαινόμενα, δέν ήθελαν νά φωνά
ξουν «οτιδήποτε» «στό κενό». ’Αντίθετα: σ’ όλες τίς έπι-
γραφές υπάρχει λογική καί λιτότητα κάθε άλλο παρά τυ
χαίες. Μέ σπάνια οικονομία λέξεων, εκφράζουν ουσια
στικά πράγματα. Καί συνοδεύονται άπό τά στοιχεία τους:
ελλιπή κι άβέβαια, είναι άλήθεια, μά πολύ συγκεκριμένα.
Χαράζοντας τό όνομά του πάνω στόν τοίχο ή πάνω σ’
179
ένα άντικείμενο, που θά εξακολουθούσε νά ζεί καί μετά
άπ' αυτόν, ό φυλακισμένος χρησιμοποιούσε ένα έσχατο
μέσο γιά νά δηλώσει την ύπαρξή του καί γιά νά τόν θυ
μούνται αυτοί πού θά έμεναν. Πώς θά μπορούσε κανείς νά
προσεγγίσει άνώνυμα σημειώματα σάν τά παρακάτω:
«Καταδικασμένος σέ θάνατο 24-7-43» (κελί 154)· Ρ.Τ.Ρ.*
«πιάστηκε στίς 4-10-43, καταδικάστηκε σέ θάνατο στίς
24-2-44» (κελί 208). «Έξι νεαροί Γάλλοι μελλοθάνατοι»
(κελί 3). Στό περιθώριο μιας απ’ αυτές, ό έκδοτης παραθέ
τει μιά δική του παρατήρηση: «Μόνο οί άπαραίτητες πλη
ροφορίες καί χρονολογίες. Ό χ ι φράσεις καί φιοριτούρες.
Ό Ρ.Τ.Ρ. θά πεθάνει πολύ συνηθισμένα. Ίνκόγκνιτο, σάν
τούς μεγάλους αυτού τού κόσμου». Ναί, είν’ άλήθεια. Κι
όμως, μένει νά μάθουμε γιατί ό κρατούμενος (αν πίστευε
ότι ήρθε ή ώρα νά πεθάνει «ίνκόγκνιτο»), θεώρησε πα
ρόλα αυτά καλό ν’ άφήσει στόν τοίχο μιά έπιγραφή πού
προσδιορίζει τήν καταδίκη του σέ θάνατο, μέ τήν άκριβή
της ημερομηνία. Κάνουμε τή σκέψη μήπως μπορούμε νά
δούμε σ’ αύτό μιά λιτή καί άπλή έκφραση τών αισθημάτων
(λίγο ενδιαφέρει άν ήταν συνειδητά ή όχι), μπροστά στά
γεγονότα πού θά έπακολουθούσαν.
’Ανάμεσα στίς επιγραφές υπάρχουν εξομολογήσεις, άπο-
χαιρετισμοί, διαθήκες, λόγια άγάπης, μιά τελευταία
κραυγή πρίν τήν άναχώρηση, συνθήματα, πολιτικά τρύκ,
άποφθέγματα, διάφορα περιστατικά, κλπ. Ό λ ’ αύτά συμ
πλέκονται καί διασταυρώνονται πάνω στούς τοίχους, συν
θέτοντας σέ γενικές γραμμές ένα νεκροταφείο ή, άν προτι
μάτε, μιά πυκνή ζούγκλα άπό στραγγαλισμένα αισθήματα,
τσεκουρεμένες ιδέες, σκιαγραφημένες εικόνες. Αύτό τό γε
νικό πάντρεμα προσώπων, μοτίβων καί τόνων κάνει εντυ
πωσιακότερο τό σύνολο.
Παρόλα αύτά, άς προσπαθήσουμε ν’ άνοίξουμε μερικά
180
μονοπάτια μέσα Απ’ αυτή την οδυνηρή συγχιση: νά Απομο
νώσουμε μερικές έπιγραφές, νά τις εντάξουμε σε όμάδες
καί νά άνακαλύψουμε έτσι τά κύρια χαρακτηριστικά τους.
Οι περισσότεροι κρατούμενοι τής Φρέσν ήταν - τ ό ξέ
ρουμε ή δ η - «στρατολογημένοι» άνάμεσα στά μέλη καί
τούς συμπαθούντες τής ’Αντίστασης. 'Η ’Αντίσταση λοιπόν
άποτελούσε τήν αιτία τής σύλληψής τους καί μπορούμε νά
πούμε πώς θά ήταν ένα άπό τά σημαντικότερα θέματα γιά
περισυλλογή μέσα στό κελί τής φυλακής. Ό κρατούμενος
έντασσόταν στήν ’Αντίσταση όχι μόνο λόγω τών πολιτικών
του προσανατολισμών, άλλά καί γιατί ένιωθε τήν άνάγκη
νά Αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τή χαλασμένη του ζωή
ήταν άπλά καί μόνο Αδικοχαμένη ή, αντίθετα, ή θυσία του
είχε κάποιο νόημα; Πολλές έπιγραφές υπογραμμίζουν επί
μονα αυτό Ακριβώς τό νόημα. Είναι ή τελευταία υπηρεσία
πού προσφέρουν στήν υπόθεση πού υποστήριξαν, απόδοση
τιμής μπροστά στό θάνατο. Αυτό συχνά εκφράζεται μέ μιά
Απλούστατη φόρμουλα, υμνώντας τήν καταδυναστευμένη
πατρίδα: Ζήτω ή Γαλλία! Βρίσκουμε αυτή τή φράση μέ μιά
χρονολογία δίπλα, τό όνομα καί τό επίθετο τού συντάκτη
ή μόνο τό μονόγραμμά του2 ή άνάμεσα σ’ Αλλα συμφραζό-
μενα, σάν έπίλογο: « Ό Γιαννάκης τής Πιγκάλ», Παρίσι
18ε, 1943-1944/πέρασε από δώ σάν όμηρος τού πολέμου
39-40/ δραπέτευσε 7 φορές απ’ τή Γερμανία, ξαναπιά-
σιηκε 3 φορές στό Παρίσι/Ζήτω ή Γαλλία». Ή ίδια ιδέα
διατυπώνεται σέ διάφορες παραλλαγές: «Μπήκα στίς
27-7-43, 140 μέρες φυλακής κι έχει ακόμα, δέ λυπάμαι γιά
τίποτα, όλα γιά τήν πατρίδα μου, τή Γαλλία». Κάποιος
Αλλος παραθέτει περιφραστικά ένα λατινικό γνωμικό: «Νά
πεθαίνεις γιά τήν πατρίδα είναι ό ωραιότερος θάνατος, ή
υψηλότερη προσδοκία»3. Κάποιοι Αλλοι θέλουν νά ύπο-
2. Μ' αυτή τήν ευκαιρία: τις περισσότερες φορές ή άλλαγή γραμμής στις
έπιγραφές όέν έχει καμιά λειτουργική σημασία. Παρόλα αυτά θεωρούμε
ότι πρέπει νά τή σημειώνουμε. Ίσως χρειάζεται, γιατί δείχνει τίς παύσεις,
τίς συντομεύσεις κλπ.
3. Ή περίφραση είναι δανεισμένη άπό τό πατριωτικό τραγούδι τού
181
γραμμίσουν πώς ή περίπτωσή τους δέ χρειάζεται κανένα
σχόλιο, είναι ευνόητη: «Έδώ», γράφουν π.χ. ό Ζάν Ντυ-
πόν καί ό Έντμόντ, προσθέτοντας μέ άκρίβεια τη διεύ
θυνση τού σπιτιού τους, «φυλακίστηκαν πατριώτες πού
διέπραξαν τό έγκλημα νά είναι Γάλλοι».
Συχνά, οι επιγραφές, άκόμα κι οί πολύ λακωνικές, μάς
άφήνουν νά άποκρυπτογραφήσουμε τίς άποχρώσεις τής
ιδεολογίας τών συγγραφέων. Πρώτα πρώτα είναι οί παρτι
ζάνοι τού στρατηγού ντέ Γκώλ καί τών Συμμάχων. (Συν
δέουμε έδώ αυτές τίς δύο διαφορετικές μεταξύ τους έν
νοιες, γιατί τήν εποχή εκείνη ό στρατηγός ντέ Γκώλ δέν
άντιπροσώπευε ένα πολιτικό κόμμα, μά έναν προσανατο
λισμό: τήν ’Αντίσταση μαζί μέ τούς Συμμάχους καί ενάν
τια στήν κυβέρνηση τού Βισύ). Έτσι, ή «Ντομινίκ Μπ.
Λ./Ν.Χ., πού πιάστηκε στίς 11-8-44», γράφει: «Ζήτω ό ντέ
Γκώλ καί ή ’Αντίσταση». Ό Λωράνς κλείνει τό αρκετά
προσωπικό μήνυμά του τής 1-4-44 μέ: «Ζήτω ή Γαλλία.
Ζήτω οί Σύμμαχοι 12-6-44» κλπ. Σ’ άλλες επιγραφές οί
άποχρώσεις υποδηλώνουν κομμουνιστές ή συμπαθοΰντες:
10 Φλεβάρη 44 «ό Ρ.Τ.Ρ. 5624 ’Αλσατία-Λωρραίνη»
γράφει πάνω στόν τοίχο: «Ζήτω ή Γαλλία. Ρ.Τ.Ρ. Ζήτω ή
Ε.Σ.Σ.Δ.». Κάποιος άλλος χαράζει στόν τοίχο: «Ζήτω ό
Κόκκινος Στρατός», κλπ.
νΑν καί κάθε λαός εντάσσεται στό σύνολο τών καταπιε
σμένων εθνών πού πολεμούν εναντίον τής Γερμανίας, ενω
μένα μέ τόν κοινό σκοπό καί τήν άγάπη γιά τήν ελευθερία,
επιμένει όμως νά υπογραμμίζει ένα Έμεϊς πιό έξειδικευμέ-
νο, τού συγκεκριμένου λαού. Ή άπλούστερη έκφραση αυ
τής τής τάσης είναι νά συνοδεύεται τό όνομα από τήν
εθνικότητα. Πέρα άπ’ τόν πληροφοριακό τους χαρακτήρα
αυτές οί διευκρινίσεις υποδηλώνουν τήν έπιθυμία τού
κρατούμενου νά επισύρει τήν προσοχή στήν προσφορά τού
Ρουζέ ντέ λ' Ίλ στά 1792, πού χρησιμοποιήθηκε ξανά από τόν Ά λ .
Δουμά καί ιό ν Α. Μακέ στό έργο: « Ό Ιππότη ς του Κόκκινου Σπιτιού»
κι έγινε παροιμιώόης.
182
λαού του στόν αγώνα καί τίς κοινές συμφορές. Ό σ ο γιά
τούς Γάλλους, Πολωνούς, Τσέχους, Βέλγους, ’Ολλανδούς,
"Αγγλους, ’Αμερικανούς, Καναδούς, Αυστραλούς κλπ.,
σχεδόν εξ ορισμού εχθρικοί άπέναντι στόν κατακτητή, δέν
τίθεται θέμα πώς άκριβώς αυτό ήταν τό κίνητρό τους.
Μπορεί όμως νά βρει κανείς καί περιπτώσεις πιό περίπλο
κες. Ό π ω ς πρώτα πρώτα τών ’Ισπανών (επειδή ή ’Ισπα
νική κυβέρνηση τής Μαδρίτης διατηρούσε τίς καλύτερες
σχέσεις μέ τή Γερμανία)· εδώ, πρόκειται, όπως καταλα
βαίνουμε, γιά δημοκρατικούς ’Ισπανούς. Ή , γνωστοποιών
τας ότι πρόκειται νά «τουφεκιστεϊ στίς 18-8-44», ό
Φράντς Φόυερλιχ, διευκρινίζει: «σάν Αυστριακός», καί
παραγγέλνει: «Μη ξεχάσετε, ειδοποιείστε τή χώρα μου
μετά τόν πόλεμο». Αυτό σημαίνει πώς δέ θεωρούσε τόν
εαυτό του Γερμανό μά Αυστριακό. «'Η χώρα μου», σημαί
νει λοιπόν «Αυστρία» καί εκφράζει τήν ελπίδα πώς «μετά
τόν πόλεμο» «ή χώρα του» δέ θά αποτελεί πιά τμήμα τής
Γερμανίας. Ή παρακάτω λεπτομέρεια άποδεικνύει πόση
σημασία έδινε σ’ αυτό τό διαχωρισμό: βρίσκουμε μιά επι
γραφή τού ίδιου κρατούμενου σ' ένα άλλο κελί (όπου
μεταφέρθηκε) καί σ’ αύτό τό μήνυμα έπαναλαμβάνει άκρι
βώς τά ίδια, νά «ειδοποιηθεί ή χώρα του», ότι αύτός, 6
Φράντς Φόυερλιχ, Αύστριακός, τουφεκίστηκε τήν παρα
μονή τής ’Απελευθέρωσης. ('Η ήττα λοιπόν τής Γερμανίας
σήμαινε γι' αυτόν άπελευθέρωση).
Ό σον αφορά τίς ύστατες τιμές πού άπένεμαν στήν πα
τρίδα, βρίσκουμε στούς τοίχους τής Φρέσν, κατά προτίμη
ση: «Ζήτω ή Πολωνία», «Ζήτω τό Βέλγιο», «ό Θεός άς
ευλογεί τήν ’Αμερική», «Μακροζωία στούς Συμμάχους»
(άλλά άγγλικά αύτή τή φορά: «Long life the Allies»).
Χαράζοντας ό φυλακισμένος τ’ όνομά του πάνω στόν
τοίχο προσθέτει καί τήν ειδικότητά του: «πιάστηκα (...)
στίς 10-2-43 ώς καταδρομέας F.T.P.», ή λακωνικά, «ελεύ
θερος σκοπευτής F.T.P.». ’Ανάλογη περηφάνια χαρακτηρί
ζει καί τήν άπαρίθμηση κατορθωμάτων του: «Βρίσκομαι
εδώ γιατί έσπασα τά μούτρα ενός Γερμαναρά στίς 9 τού
183
Μάρτη 1943 στό σταθμό τού Πουατιέ στις 3 ή ώρα τό
πρωί....» κλπ. Έ νας "Αγγλος άεροπόρος, ό λοχίας Ντέιβιντ
Κ. τής Κ .Α Έ , σημειώνει πώς οί Γερμανοί χρειάστηκαν «3
μήνες γιά νά τόν συλλάβουν» καί σ’ άλλο κελί: «Κουράγιο
στους συντρόφους» ή άλλου «Κουράγιο σύντροφοι, ό Γερ-
μαναράς θά ψοφήσει / Σόνια, Πάσχα 44», «Κουράγιο σύν
τροφοι, στό μπουντρούμι μάς βγαίνει ή πίστη μά κάποτε
θά φύγουμε άπ’ εδώ / Κάντυ Πιρού.» - «Ζήτω ή Ελευθε
ρία 17-6-40 - 17-12-40.» - «Νά ζείς ελεύθερος ή νά πεθά-
νεις πολεμώντας / Γαλλία έλευθερώσου!» Ή άκόμα:
«’Αγαπημένες, Ντομινίκ, Ρενέ καί Μισελίν, κουράγιο/ θά
τούς βάλουμε στό χέρι τούς Γερμαναράόες». Οί έκδικητι-
κές επιγραφές δείχνουν μιά άκόμα πλευρά τού ίδιου πνεύ
ματος. Μπορούμε νά τίς διαιρέσουμε σέ δύο ομάδες: ή
πρώτη άφορά τούς συνεργάτες, φερέφωνα τού έχθρού.
Μιά γυναίκα γράφει: «Θάνατο στόν Πεταίν / στόν Φρέσν
Λαβάλ / θάνατο στόν Νταρνάντ Λαβάλ / τόν Ντεά Ά νριό
κι όλη τήν κλίκα τού Βισύ.» Ή άλλη ομάδα καταγγέλλει
τούς καταδότες, τούς χαφιέδες, τούς προβοκάτορες καί
τούς προδότες. Είναι καταγγελία καί μαζί προσπάθεια νά
προειδοποιήσουν τούς άλλους. Τά καθάρματα, γιά νά έπα-
ναλάβουμε τή λέξη πού συχνά χρησιμοποιούσαν, άναφέ-
ρονταν ονομαστικά καί πολλές φορές μέ τήν άκριβή διεύ
θυνση τού σπιτιού τους καί τίς λεπτομέρειες πού θά υπο
βοηθούσαν τήν ανεύρεσή τους. « Ό Λωράν Πιέρ / τουφε-
κίστηκε./ καθηγητής φιλοσοφίας / τόν κάρφωσε ό Τρινκελύ
Πιέρ / οδός Λαμπόρντ 36, IX, δεύτερη αυλή άριστερά (οι
κία Μπαρνιέ), διευθυντής τών εγκαταστάσεων Βολ-
κάν / ’Αλγέρι, οδός Σαντί Καρνό.» - «Τοραβάλ / πιάστηκε
στίς 17-1-44 στή Μπρεβάν, οδός Τέρτρ 5 / έπειδή φιλοξέ
νησε τούς Ρ.Τ.Ρ. / καταδότης ό Βινιόν, επονομαζόμενος
Σιμόν ντέ λά Μπάρ Όρμεσόν Σέν καί Ούάζ».
- «Ύπολοχαγός Σλίβα Μίλος, γεννήθηκε στίς 8-11-
1887 / στή Ζούσιτσε Τσεχοσλοβακία / πιάστηκε γιά
κατασκοπεία στίς 11-9-1943 / καταδότης ό ίδιος ό λοχα
γός του Πώλ Γκωτιέ.» - «6-4-43 άναχωρώ σ’ άγνωστη κα
ί 84
τεύθυνση. Βρίσκομαι στη φυλακή άπό τις 6 τού Μάρτη.
Μέ πρόδωσαν ή 'Υβόν Ντιντελό, οδός Β. Ούγκώ, Χάβρη, ή
Ά νριέτ Μενίλ, οδός Β. Ούγκώ, Χάβρη, ή Ά νριέτ λέ Μπρά
καί ή Ρέιν Φολέ / καί οί δυό τους άπ' την Όντερβίλ συρ
Μέρ. Είναι βρώμες, καρφιά. Είμαι ή Φρανσέτ Καρ-
τιέ / ’Αγαπώ τά δυό μου παιδιά Ρενέ καί Ζάν / καί τόν
άντρα μου Ζανό / Φρανσέτ.» « Ό Ζάν πουλήθηκε άπό κά
ποια Βαρέν Μπούργκ / Νενές.» νΗ άκόμα: «Θάνατος
στους συντρόφους καρφιά /θά τούς άνακαλύψουμε σύντο
μα.»
Υπάρχουν κάποτε καί επείγουσες πληροφορίες, χρήσι
μες καί γιά τό έσωτερικό τής φυλακής: «Σημαντική πλη
ροφορία. Ή ταν εδώ ό γιατρός Πώλ / ό Φιλίπ καί ό άξιω-
ματικός είναι τής Γκεστάπο / στό μπουντρούμι άπ' τήν 1-7
ώς τίς 2-7-44 / ή Τζάκι κι ή Πατρίτσια». 'Υπήρχαν πολλές
τέτοιες επιγραφές4.
Τό γεγονός ότι σέ πολλές ά π ’ τίς επιγραφές πού άναφέ-
ραμε, σημειώνεται ή διεύθυνση τού κρατούμενου ή τού
καταδότη του, άποδεικνύει ότι ύπήρχε άπόλυτα σαφής
σκοπός. Αύτό φαίνεται κι άπό πολλές άλλες επιγραφές,
185
σάν αυτή π.χ., «ειδοποιείστε άν είναι δυνατό / την αρρα
βωνιαστικιά του Όντέτ.» Υπενθυμίζουμε πώς ό Αυστρια
κός Φράντς Φόυερλιχ, πού άναφέρθηκε πιό πάνω, παρα-
καλούσε νά «ειδοποιήσουν τή χώρα του» μετά τόν πόλεμο.
Ή άκόμα: «Ζήτω ή Αυστριακή ζωή. Ή νίκη θά ’ναι δική
μας. / νΑς σκεφτόμαστε τό μέλλον. Θά ’χω κουρά
γιο / άκόμα καί μπροστά στό θάνατο / Ό άγώνας μας δε
θά πάει χαμένος / Σίγουρα θά τουφεκιστώ / Φίλοι, πάρτε
εκδίκηση. ’Οφθαλμόν άντί οφθαλμού. Γιά ένα δόντι, ολό
κληρο κεφάλι. ’Ανταμοιβή γιά τή θυσία μας ή νίκη πού
έρχεται.» Στό περιθώριο αύτής τής επιγραφής, ό εκδότης
επισημαίνει:... « Ό ίδιος ό άνθρωπος ίσως δέν ύπάρχει
πιά. Δέ θά ’πρεπε ν’ άκουστούν οί κραυγές του; ’Απευθυ
νόταν σέ μάς κι όχι σ’ έναν τοίχο, γιά νά τονίσει άκόμα
μιά φορά τήν πίστη του στό μέλλον, λίγο πρίν τόν κάνουν
κόσκινο οί σφαίρες».
Μ’ άλλα λόγια, ριγμένος στή μοναξιά τής φυλακής, άπο-
μονωμένος άπό τούς όμοιούς του, ό κατάδικος έγραφε γιά
νά έπικοινωνήσει μέ τόν άναγνώστη πέρα άπ τόν τάφο.
Τό γεγονός αυτό υποδηλώνει μιά πίστη στήν ιστορική συ
νέχεια, σέ ευθύνη καί δικαιοσύνη ύπερχρονικές. ’Ανάλογη
πεποίθηση (ή αυταπάτη;) θά βρούμε παρακάτω, σέ γραφτά
τής εποχής λιγότερο άπλοϊκά.
Παρόλο τό κύμα συλλήψεων καί δολοφονιών πού ξέ
σπασε στίς κατεχόμενες χώρες, υπήρχαν ιδιώτες πού δέν
κατάφερναν νά καταλάβουν τή σημασία των γεγονότων.
Είχαν τήν τάση νά βλέπουν μέσα στίς ταλαιπωρίες τους
ένα «νομικό λάθος». Μέσα άπ’ αυτό τό πρίσμα, ό Α. Μπ.
παραπονιέται γιατί «κατηγορήθηκε άδικα σάν άντιστασια-
κός», καί κάποιος άλλος θεωρεί τόν έαυτό του «άθώο
θύμα τής Γκεστάπο» κλπ.
Συνήθως ή παραμονή τού φυλακισμένου μέσα στό κελί
διαρκούσε μήνες ολόκληρους* ποιά στιγμή ένιωθε τήν
άνάγκη νά άφήσει τά γραφτά-μηνύματα πού άναφέρουμε;
Δέν ύπάρχει φυσικά σ' αυτό κανένας τυπικός κανόνας.
Παρόλα αυτά, μιά πιό άναλυτική σύγκριση χρονολογιών
186
καί περιεχομένων μάς άποκαλύπτει κάποιες τάσεις πού
έχουν ιδιαίτερη σημασία. ’Αποκαλύπτεται ότι στίς περισ
σότερες περιπτώσεις οι έπιγραφές χαράχτηκαν τη στιγμή
άκριβώς πού ή τύχη τού κρατούμενου άλλαζε, όπως:
1. Λίγο μετά τη φυλάκισή του ή τή μεταφορά του εκεί
άπό μιά άλλη φυλακή
2. Τή μέρα πού τού είχε γνωστοποιηθεί ή καταδίκη του
σέ θάνατο ή ή άναχώρησή του γιά τή Γερμανία.
Έτσι εξηγείται γιατί υπάρχουν τόσα πολλά σημειώματα
πού χαρακτηρίζονται άπ’ τή σοβαρότητα τού περιεχομένου
τους καί τήν επανάληψη στερεότυπων εκφράσεων πού
καταντούν «κοινότυπες». Στό κελί 452, π.χ. βρίσκουμε μιά
ολόκληρη άλυσίδα ονομάτων πού συνοδεύονται άπαράλ-
λακτα απ’ τό στερεότυπο· «καταδικασμένος σέ θάνατο
στίς...»· αυτή ή «κοινοτυπία» υπογραμμίζεται κάποτε άπό
όμοια εύγλωττες πληροφορίες: «Μενιγκόζ Ζύλ άπό τό
Άρζαντέιγ / καταδικάστηκε σέ θάνατο στίς 8 Ίούνη
1944 / 34 χρονών / 9 παιδιά· στερημένος άπό ψωμί καί
στρώμα / καλοσύνη τών Γερμανών / σήμερα 18-6-44 / είναι
ή τελευταία μου Κυριακή πάνω στή γή.» Στό κελί 68:
«Μωρίς Συρλέ 25... ένα ενθύμιο πρίν φύγω γιά τή Γερμα
νία» - «Μπερνάρ Μπουσέ / έφυγε γιά τή Γερμανία στίς
17-5-44», κλπ. Εξάλλου, ή συγκριτική μελέτη τών επιγρα
φών μάς επιτρέπει νά διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μεγαλύ
τερη άνάγκη εξωτερίκευσης (καί σέ εντονότερο τόνο στίς
καταγγελίες) στούς κρατούμενους πού μένουν όχι στά
κοινά κελιά, μά στά μπουντρούμια. Τέλος, ειδικές ήμερο-
μηνίες (γιορτές, γενέθλια), μέ τούς συνειρμούς πού δη
μιουργούν, εξωθούν στήν εξομολόγηση στούς πιστούς τοί
χους: «Χριστούγεννα, σήμερα είναι Χριστούγεννα / Χρι
στούγεννα Κατοχής / Χριστούγεννα θλιβερά / χωρίς ρεβε
γιόν / 25-12-43.» - «Πότισα τά 28 μου χρόνια μέ τό τελευ
ταίο άπομεινάρι άπ' τό δέμα τού C.R.F.»5.
Σ’ όλες αύτές τίς περιπτώσεις, πιάνουμε τό συγκινη
σιακό χαρακτήρα τών στιγμών.
5. C. R. F .= Croix-Rouge Française - Γαλλικός ’Ερυθρός Σταυρός.
187
*
188
μου, έλπίζουμε πώς δέ θά πέσει στά νύχια τους - Μπήκα
στό μπουντρούμι στις 23 τού Ίούνη...»
Τά τελευταία παραδείγματα μάς ξαναφέρνουν στό θέμα
των κοινωνικών ρόλων. «Είναι άρκετά γνωστό - μάς θυ
μίζει ό Ζώρζ Γκούρβιτς - πώς στούς ρόλους πού παίρνουν
ή παίζουν τά ίδια άτομα, δέν υπάρχει καμιά άντιστοιχία
άπό τόν ένα τομέα στόν άλλο. Έ τσι, ένας πολύ αυταρχικός
πατέρας ή σύζυγος μπορεί ταυτόχρονα νά παίζει τό ρόλο
ενός ιδιαίτερα άβρού σύντροφου ή συνάδελφου, κι ένός
πολύ σεμνού άγωνιστή. Έ να ς ηγέτης (πολιτικός, συνδικα
λιστής) μπορεί νά παίζει πολύ άσήμαντο ρόλο, άν όχι
εξαρτημένο, μέσα στήν ίδια του τήν οικογένεια».
νΑν τά εξετάσουμε άπ’ αυτό τό πρίσμα, τά κείμενα τών
κελιών προσφέρουν ιδιαίτερα χτυπητές αποδείξεις.
Νά ένα παράδειγμα: στό μπουντρούμι 23, προορισμένο
γιά γυναίκες, πάνω στόν τοίχο, ή Λυσέτ έγραφε: «’Αγαπη
μένε μου Πιέρ μή μέ ξεχνάς», ή Λωράνς· «’Αγαπημένη
μου μαμά συγχώρα με γιά τό κακό πού σού ’κανα. Σ ’ αγα
πώ»· ή Ντιλέτ «Μανούλα ή Ντιλέτ σου σέ σκέφτε
ται / όπως καί τόν Ζάν Μισέλ καί τούς άγαπημένους μου
μπαμπά καί Πιέρ πού χάθηκαν καί τούς ζητά νά σέ προσ
τατέψουν»· Ή Μονίκ: «Οί Γερμαναράδες φάγανε τά ψω
μιά τους.» ’Απ’ αυτά ό εκδότης καταλαβαίνει ότι: «ή Ντι-
λέτ όπως καί ή Λυσέτ είναι άπαλά συναισθηματικές· ή
Μονίκ όχι».
’Αρκεί νά λάβει κανείς υπόψη του τό άντικείμενο καθε
μιάς άναφοράς γιά νά καταλάβει πώς ό «άπαλός συναι
σθηματισμός» τής Ντιλέτ, τής Λυσέτ καί τής Λωράνς,
άφορά έναν τομέα όλωσδιόλου διαφορετικό άπό εκείνον
όπου ή Μονίκ φαίνεται «σκληρή». Δέν άποκλείεται νά
ταν κι αυτή «άπλά συναισθηματική» άπέναντι στούς γο
νείς της· αντίστοιχα, καί ή Ντιλέτ καί ή Λυσέτ καί ή Λω
ράνς θά 'ταν «σκληρές» στή στάση τους άπέναντι στόν
κατακτητή. Καί, πραγματικά, στό ίδιο μπουντρούμι βρί
σκουμε πιό πέρα μιά άλλη επιγραφή, γραμμένη άπό μιά
Λωράνς (μάλλον τήν ίδια). Γράφει: «Πατρίκ, ή Λωράνς
189
σας σάς άγαπά μ' όλη της την καρδιά / μάς δένουν τόσα
κοινά σημεία / πού δέ θά μπορούσα νά σάς ξεχάσω / Ζήτω
ό ντε Γκώλ / Ζήτω ή Γαλλία 1-4-44». Ό συναισθηματισμός
λοιπόν τών τριών πρώτων γραμμών δεν εμποδίζει νά ξα
ναγίνεται «σκληρή» στήν τέταρτη, πού μιλά σάν πατριώ-
τισσα.
Ιίαρόμοιο ξετύλιγμα τών κοινωνικών ρόλων βρίσκουμε
καί σ’ άλλες επιγραφές. Π.χ.: «Ή καλή μου είναι μαζί
μου / ’Αντίο άγαπούλα μου λατρεμένη / στήν καλή μου ή
τελευταία μου σκέψη.» Λοιπόν «συναισθηματικό;» νΙσως.
Αυτό δέν εμποδίζει νά θεωρεί φυσικό νά υπογράφει τίς
φράσετς του μέ τά άρχικά όχι τού ονόματος του, μά τής
οργάνωσής του, Ρ.Τ.Ρ.». Κάποιος άλλος «δέ λυπάται γιά
τίποτα» γιατί «ήταν γιά τή χώρα του τή Γαλλία» κι όμως
άντικείμενα τής έγνοιας του ήταν ό Πώλ Αύς καί ό Ζάν.
’Αλλού ή συμπλοκή διαφορετικών κοινωνικών ρόλων μέσα
στό ίδιο πρόσωπο εκφράζεται έτσι: «Ραντζίνσκι Μω-
ρίς / πέθανε 17 χρονών στίς 10 τού Μάρτη 1943 / ό Μωρίς
έδωσε τή ζωή του γιά νά ζήσει ή Γαλλία / (...). Έπεσε στό
πεδίο τής τιμής / Σάμουελ Ραντζίνσκι / ό άδερφός του καί
άντρας». Τό ύφος είναι λίγο δυσνόητο* καταλαβαίνουμε
όμως πώς ή κρατούμενη θά ’θελε, σάν συγγενής καί σάν
πατριώτισσα, νά συνεχίσει τή θυσία τών πιό δικών της* τό
πάθος συγχωρείται άπ’ τό γεγονός πώς ξεχνά τόν έαυτό
της, άν καί ή ίδια βρίσκεται στή φυλακή. Διακρίνει άλλω
στε κανείς τήν αντανάκλαση τών κοινωνικών ρόλων μέσα
στήν άνάγκη τους νά δηλώσουν τό επάγγελμα ή τήν άλλο-
τινή τους θέση: «Σνάιντερ Τ.: άστυφύλακας στό 14ο/τα -
ξίαρχος στό 7ο / πιάστηκε γιά υπεξαίρεση όπλων / καί
άντίσταση μέσα στήν αστυνομία / στίς 5-6-44 / Σκέφτομαι
τήν άγαπημένη μου γυναίκα / καί τή μικρή μου (;) πού 'ναι
12 χρονών / ’Ίσως άντίο! / γιατί περιμένω καταδικαστική
άπόφαση.» - «’Εδώ έμειναν / ό Υ βόν Ντεμλό υπουργός
/ οί 2 Μπεσνιέ, ό διευθυντής Αέ Μάνς / 6 άστυνόμος Ντυ-
σάρ Αεόν, ό Πώλ Κορμπιέρ» «Ροζέ Φουρμιέ / συντάκτης
τού πρακτορείου Χαβάς γιά δεύτερη φορά / κατηγορήθηκε
190
στίς 3-8-44 γιά συνεννοήσεις / με τόν εχθρό τού Κλερμόν
Φεράν (...)» - « Ό στρατηγός Α. Π. Φουρέ στό στρατηγό
Μπροσέ τής στρατιάς Καίνινγκ / φροντίστε τή γυναίκα
μου / Ζήτω ό αποικιακός στρατός.» - «Ντεμαιζόν Ζάν
οπλίτης τής 3ης λεγεώνας τής Νορμανδίας / 10-8-44.
Ή έγνοια τους πώς νά έξισορροπήσουν τόν κοινωνικό
τονς υποβιβασμό με τήν άνάμνηση του παρελθόντος:
«’Από 6ώ πέρασε ή Μπέτυ Ντιάμα, ή μεγάλη χορεύτρια
καί άκροβάτισσα / ολόκληρου τού Παρισιού / Κουρά
γιο / Εμπιστοσύνη / είμαι 18 χρονών / καί κάνω κουράγιο
γιά τόν άντρα μου τόν Τζίλ.» - « Ό μαιτρ Σάσα Ραμπίν-
σκι... σολίστας... / ρωσικά μπαλέτα, άντίο...»
Οί λεπτομέρειες πού δώσαμε εξαιρούν τό παρελθόν τών
κρατούμενων. Οί συντάκτες τών επιγραφών έπρεπε νά ζή-
σουν καί τό παρόν τους, γεμάτο - μήν τό ξεχνάτε! - από
αντιξοότητες έπρεπε άκόμα νά άντιμετωπίσουν τόν ίδιο
τό θάνατο. Αύτό δίνει άφορμή σέ δύο κατηγορίες παρατη
ρήσεων πού φαινομενικά (καί μόνο φαινομενικά) δείχνουν
άντκρατικές. Οί πρώτες έχουν πεζό χαρακτήρα καί άναφέ-
ρονται σείς συνθήκες τής τρέχουσας ζωής οί δεύτερες πη
γάζουν άπό ιδιότυπα γεγονότα καί προσπαθούν νά έξά-
ρουν τό ένστικτο τής ζωής μέ φιλοσοφικούς καί μεταφυσι
κούς στοχασμούς.
Οί πρώτες συνδέονται, όπως είναι φανερό, μέ τά άπο-
σπάσματα πού άναφέραμε ήδη. Θυμόμαστε, π.χ. τόν Ζύλς
πού θά περνούσε τήν «τελευταία του Κυριακή πάνω στή
γή» «εφοδιασμένος μ’ ένα ξεροκόμματο κι ένα άχυρένιο
στρώμα»· θυμόμαστε κι άλλα. Προσθέτουμε μερικά παρό
μοια: «Έδώ τρεις δυστυχισμένοι ύπέφεραν άπό πείνα
20-2-43»· «Καταδρομέας Ρ.Τ.Ρ. στό 0 .8 . στό Παρίσι / θά
τουφεκιστώ;/Πεινώ». « Κ α ν α δ ο ί/2 ΙΙ.Α.Ρ. 3 Α μερικα
νοί / άφιξη 6-5-44: ένα γεύμα τή μέρα / Τροφή γιά χοί
ρους». Ό άνώνυμος συντάκτης τής εφημερίδας πού χαρά
χτηκε στούς τοίχους τού κελιού 35, σημειώνει πώς υπο
βλήθηκε σέ άνάκριση καί τόν χτυπούσαν «άπό τίς 5 ως τίς
11» καί δυό μέρες άργότερα, ξανάρχισαν: «όλη νύχτα τό
191
μαρτύριο με τό φώς (σκέπασμα μέ... ψύλλους)»· την έπό-
μενη «έγραψα την έξομολόγησή μου καί ζήτησα παπά.
Κανένα φώς».
Μέ τό δείγμα πού ακολουθεί μεταφερόμαστε στούς στο
χασμούς τής δεύτερης κατηγορίας: «’Ονειρευτήκατε πώς
ελευθερώνεστε άπ’ τούς Συμμάχους; Έχετε κοιλιά ξελιγω
μένη; Ψοφάτε γιά ένα τσιγάρο; Ξεχάστε το. Ό λα αυτά
είναι μέρος τού παιχνιδού.» Κι αυτό: «Μές στή σιωπή
ζητώ τή λησμονιά / Μές στή σιωπή περιμένω τό θάνα
το / Κλώντ B. 11-9-43».
Κάποτε άνατρέχουν σέ παλιά αποφθέγματα καί παροι
μίες: «Per aspera ad astra».
Καί τώρα, παραθέτουμε, χωρίς σχόλια, μερικά δείγματα
θρησκευτικής πίστης καί αντίστοιχης συμπεριφοράς: «...έ
χει κριθεί τό ζήτημα, άναχώρηση πρός άγνωστη κατεύθυν
ση / Δόξα στόν Πανάγαθο.» «Παντού προσποίηση, εκτός
απ' τό Θεό». - «In Hoc Signo Vinces» (έπιγραφή μέ
σταυρό δίπλα). Μιά Ε βραία έγραψε: « Ό Θεός λέει ότι
κανείς δέ θά μπορεί πιά νά κλείνει / τί μάς νοιάζει λοιπόν
άν έκλεισε πίσω μας ή βαριά πόρτα τού κελιού τής
Φρέσν / Νανούκ / ’Ιούλης 44» (έπιγραφή, μέ τό άστρο τού
Δαβίδ δίπλα). Σέ κάποιο άλλο σημείο, ή ίδια Νανούκ χά
ραξε. «Ό Θεός άς σάς ευλογεί όλους μέ τό φώς του πού
έρχεται από τόσο μεγάλο σκοτάδι / Νανούκ Κυριακή 9-
7-44».
’Εντελώς συμπτωματικά σημειώσαμε πιό πάνω δύο συμ
βολικά σημεία: ενα σταυρό κι ένα άστρο τού Δαβίδ. Τό
σταυρό τόν βρίσκουμε σέ διάφορα κελιά· στό No 244,
ένας μεγάλος άνάγλυφος Χριστός μέ τά άρχικά: «Μ. Π.
1942». Υπάρχουν εξάλλου πολλοί σταυροί τής Δωραίνης
(σύμβολο τού γκωλισμού καί τής ’Αντίστασης). Τό σφυρο
δρέπανο (σύμβολο τού κομμουνισμού). Σημεία-έμβλήματα:
όπως τών ’Ανιχνευτών τής Γαλλίας (ένα βέλος, γράμματα),
τών άεροπόρων (δυό φτερά, ένα άστρο). Σημεία-
συνθήματα: V.L.F. (Vive la France-Ζήτω ή Γαλλία), V.
(Νίκη). Τέλος, σημεία πού θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε
192
παραστατικά συνθήματα (στό μπουντρούμι 23, π.χ., μιά
λαιμητόμος μέ τή λεζάντα: «Γιά τόν Χίτλερ»).
Σ' ένα άπό τά προεισαγωγικά κεφάλαια μιλήσαμε γιά τις
αυταπάτες τών μελλοθάνατων, διευκρινίζοντας πώς οί έπι-
λεγόμενες αύταπάτες συνδυάζονταν μέ τή συνείδηση τής
τελεσίδικης καταδίκης. ’Ανάλογο φαινόμενο παρουσιάζε
ται καί στίς έπιγραφές πού έξετάσαμε εδώ, στήν καθαρή κι
άναμφισβήτητη μορφή του. Ό τάδε κρατούμενος, άφού
σημειώνει πώς καταδικάστηκε σε θάνατο, θέτει συγκεκρι
μένες έρωτήσεις: «Θά τουφεκιστώ;» Κάποιος άλλος: «Θά
τουφεκιστεί στίς 15 Αύγούστου». Οί αύταπάτες μεγαλώ
νουν σέ περίπτωση πού άναβάλλεται ή εκτέλεση μερικές...
μέρες γιά διοικητικούς λόγους. Καί γατζώνονται σέ κάθε
είδηση γιά ήττες6 (αληθινές ή μόνο κατ’ ευχήν) τής Γερμα-
νίας τίς υπερβάλλουν, τίς... έπινοούν.
Συγκεφαλαιώνουμε: οί έπιγραφές στούς τοίχους τής φυ
λακής μαρτυρούν μιά αυθόρμητη άνάγκη τών καταδικα
σμένων νά κληροδοτήσουν, πριν πεθάνουν, τίς διωμένες
εμπειρίες μας.
Δέν πρόκειται καθόλου γιά «γραφομανία». νΑν σκεφτεΐ
κανείς πόσο διαρκούσε ή κράτηση στίς φυλακές κατά μέσο
όρο, τά κείμενα είναι συγκριτικά πολύ σύντομα. Εξάλλου,
ή μικρή χρονική άπόσταση πού χωρίζει τίς ήμερομηνίες,
άποδεικνύει πώς δέ γράφονταν σ’ όλη τή διάρκεια τής
παραμονής τού κρατούμενου στό κελί του, μά, οί περισσό
τερες, μόνο κάτω άπό τήν έπίδραση άποφασιστικών άλλα-
γών κι άξιοσημείωτων εντυπώσεων.
Έχουν σαφέστατο προορισμό. Α π ’ τή μιά μεριά, άπευ-
θύνονται στους συγκροτούμενους το υ ς· ά π ’ τήν άλλη, θέ
λουν νά φτάσει ή φωνή τους μετά θάνατο σ' όσους έπιδιώ-
σουν μετά τήν Κατοχή καί πού θά άντιμετωπίσουν αυτά τά
γραφτά σάν ένα είδος διαθήκης.
Μόλο πού μερικές φορές, λόγω συντομίας, τό ύφος είναι
Β. Γράμματα μελλοθάνατων
Πρώτα πρώτα, γράμματα, κλασικά στό είδος τους: γραμ
μένες σελίδες, σύμφωνα μέ τό πανάρχαιο έθιμο πού ανα
γνωρίζει στό μελλοθάνατο τό δικαίωμα νά γράφει καί νά
στέλνει ένα ύστατο μήνυμα στούς δικούς του. Στήν περί
πτωσή μας τά γράμματα αύτά είναι, αναλογικά, έλάχιστα
οί Γερμανοί δέ θεωρούσαν υποχρεωμένο τόν εαυτό τους νά
σεβαστούν «αναχρονιστικές προκαταλήψεις». Βρίσκουμε
194
πάντως τέτοιου είδους κείμενα, κυρίως στίς χώρες τής δυ
τικής Ευρώπης.
Νά, γιά παράδειγμα, *με0ικ(* γράμματα Γάλλων πατριω
τών πού καταδικάστηκαν σε θάνατο άπ' τίς γερμανικές
αρχές Κατοχής. Ό λ α αυτά τά μηνύματα γράφτηκαν τήν
παραμονή τής έκτέλεσης. ’Ανάμεσα ατούς συντάκτες τους
βρίσκουμε άγρότες, υπάλληλους, ένα γυμνασιόπαιδο, ένα
φοιτητή, έναν έργολάβο, ένα δάσκαλο, ένα μηχανικό, ένα
μαθητευόμενο μηχανικό κλπ., δηλαδή όλων τών ειδών τά
επαγγέλματα. Ό νεότερος άνάμεσά τους ήταν δεκάξι χρο-
νών, οί άλλοι αντίστοιχα δεκαεφτά, δεκαοχτώ (τρεις), εί
κοσι, είκοσιένα (δύο), είκοσιδύο, είκοσιτρία (δύο), είκοσι-
τέσσερα, είκοσιέξι, είκοσιεννιά, τριανταπέντε χρονών.
Ό λοι τους φυλακίστηκαν καί έκτελέστηκαν γιά τήν αντι
στασιακή τους δράση.
Είναι άπλά καί συγκινητικά άποχαιρετιστήρια γράμμα
τα, καθησυχαστικά λόγια καί τελευταίες έπιθυμίες. Οί
ιδεολογικές τους θέσεις συνδέονται μέ τά προσωπικά τους
κίνητρα: «Πεθαίνω σάν άληθινός Γάλλος καί άληθινός
χριστιανός». «Ζήτω ή Γαλλία». - «Πεθαίνω γιά νά ζήσει ή
Γαλλία». - «Πεθαίνω μέ τήν ελπίδα ότι οί ιδέες μου θά
εξακολουθούν νά έχουν οπαδούς καί ότι θά ’χετε τό άπα-
ραίτητο θάρρος νά τίς άκολουθήσετε ώς τό
τέλος». - «Συγχωρέστε με γιά τόν τελευταίο αύτό πόνο
πού σάς προκαλώ, μά αν πεθαίνω είναι γιά τή Γαλ
λία». - «Θάνατος γιά τήν Πατρίδα» (κάτω απ’ τήν υπο
γραφή). - «’Αντίο καί ζήτω ή Γαλλία». - «Νά ξέρετε πώς ή
τελευταία μου σκέψη ήταν γιά σάς, γιά τήν Πατρίδα μου,
γιά τό Θεό, γιά τήν Παναγία». - «Πεθαίνω γιά τήν Πα
τρίδα μου. Θέλω μιά έλεύθερη Γαλλία καί τούς Γάλλους
ευτυχισμένους. Ό χ ι μιά Γαλλία άλαζονική, πρώτο έθνος
τού κόσμου, μά μιά Γαλλία έργατική, προκομμένη καί έν
τιμη».
Ή θρησκευτική πίστη εκφράζεται συχνά μέσα στά
γράμματα: «εξομολογήθηκα χτές καί μετάλαβα».- « Είδα
χτές τόν παπά· θά πεθάνω σάν χριστιανός». - «Νά ξέρεις
195
πώς πεθαίνω σάν Γάλλος χριστιανός». - «Αυτό δέ με τρο
μάζει ύπερβολικά, γιατί ό Θεός είναι μαζί μου». Πολλοί
άνάμεσά τους έκφράζουν την έλπίδα ότι θά ξαναδούν τούς
δικούς τους στόν ουρανό.
Οι πατριωτικές εξάρσεις συνοδεύονται συχνά άπό έν-
θαρρυντικά λόγια: «Κουράγιο, λοιπόν, εμπιστοσύ
νη!» - «Σάς είδα γεμάτους θάρρος καί δεν άμφιβάλλω πώς
θά θελήσετε νά τό διατηρήσετε έστω καί μόνο άπό άγάπη
γιά μένα». - «Σάς λέω άντίο καί κουράγιο». - «Φιλεΐστε
άπό μέρους μου όλους τούς φίλους [καί σας ζητώ νά πείτε,
άν θέλετε, σ’ αυτούς πού θά μείνουν, νά πάρουν εκδίκη
ση...] πίστη, θά τούς φάμε». - «Έμαθα πώς θά έκτελεστώ
κατά τίς έξι ή ώρα, άλλά μη στενοχωριέστε». - Είμαστε
χαρούμενοι, άκόμα καί μπροστά στό θάνατο!» - «Νά έχετε
πολύ θάρρος καί πίστη [ή νίκη είναι κοντά]...»
Είναι φανερό πώς ή οικογένεια τούς άπασχολεί περισ
σότερο άπό οτιδήποτε άλλο: «Ά ντίο άγαπημένοι μου.
Ά ντίο σ' όλους όσους άγαπώ. Σέ λίγες στιγμές θά έχω
πάψει νά ζώ. Νιώθω δυνατός ν’ άντιμετωπίσω τό θάνατο.
Ό μεγαλύτερος καημός μου είναι πού πεθαίνω μακριά
σας, χωρίς νά σάς σφίξω στήν άγκαλιά μου καί χωρίς νά
μπορώ νά φιλήσω τά παιδιά μου. Μέχρι τήν τελευταία
στιγμή, θά ’χω μπροστά στά μάτια μου τό όραμα τών άγα-
πημένων σας εικόνων». - «Νά σκέφτεστε καμιά φορά τό
φτωχό σας μπαμπά γιατί σάς άγαπούσε τόσο». - «Μού
σφίγγεται ή καρδιά στή σκέψη πώς σ’ άφήνω μόνη στή
ζωή μέ τό βαρύ φορτίο νά μεγαλώνεις τά δυό άγαπημένα
μας μικρά».-«Ν ά σκέφτεστε τόν άδερφό μου».-«Γ ιά τή
Ζυλιέτ, τής ζητώ συγνώμη πού πήρα τήν άγάπη της, καί
τής εύχομαι μ’ όλη μου τήν καρδιά νά εύτυχήσει μ' έναν
άλλο».-«Σ έ σάς ειδικά θέλω νά πώ, άν φύγω, νά μήν
πικραθούνε οί γονείς μου καί σάς άναθέτω νά γίνετε ό
παρηγορητής τους, ό οδηγός τους». - «Παρηγορείστε τή
φτο)χή μου μάνα καί τόν άγαπημένο μου άδερφό, στηρίξτε
τους». - «Ά ντίο άγαπημένε μου μπαμπά, τό στήριγμα τών
γερατειών σου σ’ άφήνει στό κατώφλι τής γεροντικής ήλι-
196
κίας, χωρίς νά μπορεί νά σέ φιλήσει γιά τελευταία φορά.
’Αντίο, σεβαστή μου μανούλα. ’Αντίο σ’ όλους τούς συγγε
νείς...»
Υ πάρχει τραγικό χιούμορ ανακατεμένο με τόν πιό κα
θαρό λυρισμό: «Διατηρώ τό θάρρος μου καί τό κέφι μου
ώς τό τέλος, γράφει ένας κατάδικος δεκάξι χρόνων, καί θά
τραγουδώ τό «Σάμπρ καί Μεύσης»* γιατί μου τό έμαθες
εσύ, άγαπημενη μου μαμά». - «Σάς στέλνω αυτές τίς δυό
λέξεις, τίς τελευταίες, γιατί μόλις έμαθα ένα άπίθανο νέο».
Υπάρχουν υπομνήσεις καί λογοτεχνικές περικοπές:
«Μαμά, θυμήσου: Κι οί εκδικητές αυτοί, θά βρουν και
νούργιους ύπερασπιστές πού, μετά τό θάνατό τους, θά
έχουν διαδόχους».
'Η συγκινητική τάση τους νά ζητούν συγνώμη γιά μικρές
άτέλειες: «Συγνώμη γιά τά ορθογραφικά μου λάθη - δέν
έχω καιρό νά τό ξαναδιαβάσω». Κι ακόμα αυτό: «Τό
γράψιμό μου δέν είναι ίσως σταθερό, μά φταίει πού τό
μολύβι μου είναι μικρό»*7.
Τά γράμματα λοιπόν άποδίδουν θαυμάσια τούς κοινω
νικούς ρόλους τών συντακτών τους. Μιλούν σάν σύζυγοι,
σάν γιοί, σάν άρραβωνιαστικοί, σάν πατέρες. ’Απευθύνον
ται στούς δικούς τους πού γνωρίζουν καί τόν αποστολέα
καί τήν υπόθεση: «Ξέρω, γράφει ένας μελλοθάνατος σ’ ένα
πολύ σύντομο γράμμα, πώς δέ θά μάς ξεχάσετε δλοι εσείς
(...). Τέλος, ξέρετε γιατί καί ξέρετε τί έκανα». Ή τελευταία
αυτή φράση συνοψίζει τήν ουσία.
Στίς 3 τού Δεκέμβρη 1943, δέκα Γάλλοι άγωνιστές πού
άνήκαν στό δίκτυο «Λουί Ρενάρ», πού δρούσε στήν περι
φέρεια τής Βιέννης, άποκεφαλίστηκαν στή φυλακή τού
Βολφενμπούτελ. Οί οχτώ άπ’ αυτούς μπόρεσαν νά γρά
ψουν ένα τελευταίο γράμμα πρίν άπό τήν έκτέλεσή τους.
197
Νά τι έγραφε ένας νεαρός σπουδαστής, ό Κλεμάν Περου-
σόν: «...Πεθαίνω γιά μιά ύπόθεση πού άξιζε τόν κό
πο, - έχουμε τώρα την απόδειξη - νά την ύπερασπιστούμε
(...) Ευχαριστώ όλους τούς φίλους πού μού ήταν τόσο
άφοσιωμένοι καί τούς ικετεύω νά εκπληρώσουν τό έργο
μας πάνω στη γή καί νά υπηρετήσουν τήν ύπόθεση γιά τήν
οποία άπόψε θά μάς κόψουν τό κεφάλι». Έ νας άλλος
έγραφε: (...) Πεθαίνω γιά νά ζήσει ή Γαλλία, ευτυχισμένος,
γιατί ξέρω πώς ή θυσία μου δέ θά πάει χαμένη». Έ νας
τρίτος δήλωνε: «Πεθαίνω σάν Γάλλος ή τουλάχιστο θά
προσπαθήσω νά φερθώ όπως πρέπει». Κάτω από μιά βια
στική υπογραφή, οί φράσεις: «Αντίο, έρχονται νά μέ
βρουν. Δέν έχει κανείς καιρό ούτε νά πεθάνει». Δίπλα
στήν καταδικαστική άπόφαση, ένας δικαστής σημειώνει:
«Μόλις έμαθαν ότι θά πέθαιναν, οι καταδικασμένοι τρα
γούδησαν τό γαλλικό εθνικό ύμνο».
198
τό παιδί μου, σά νά ’τανε δικό σας». - «Ζήτω ή Γαλ
λία! Ζήτω τό ιδανικό μου! Θάρρος». - «’Αντίο, μικρή
μου, άντίο σ’ όλους εσάς φίλοι μου, αντίο ώραία Γαλ
λία». - «Θά έκτελεστούμε τό άπόγευμα. Ό χ ι καί τόσο
ευχάριστο, μά αυτά έχει ό αγώνας. Θά προτιμούσα,
φυσικά, νά πεθάνω στό πεδίο τής μάχης, δυστυχώς δεν
είχα τύχη. Τόσο τό χειρότερο, δεν πρέπει νά κλαίει
κανείς». - «Θά πεθάνω, όπως έζησα, πιστός στή χώρα
μου καί τό ιδανικό μου (...) Σάς ζητώ συγνώμη γιά τίς
σκοτούρες πού σάς προκάλεσα». Οί παραγγελίες πού
άφορούν τήν εκπαίδευση των παιδιών, οί διαβεβαιώ
σεις στοργής κλπ. βρίσκουν τήν έκφρασή τους σ’ άνά-
λογα σχήματα.
8. Πιάστηκε στή Μασαλία τόν ’Απρίλη τού 1943 γιά τήν άντιστασιακή
του δράση (είχε άντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο, πάντα μέ τό χαμόγελο στά
χείλη). Φυλακίστηκε γιά ένα μήνα στή φυλακή Σαίν-Πιέρ, τής ίδιας πό
λης, μεταφέρθηκε στό Ντρανσύ κι υστέρα στή Φρέσν. Τό Γενάρη τού
1944 έκτοπίστηκε στή Γερμανία, στή Βείμάρη-Μ πούχενβαλντ, όπου πέ-
θανε στίς 14 ’Απρίλη 1944.
199
τοβουλία τών Συμμάχων, προσθέτει: «Όμως τό Ντρανσύ
είναι τό μέρος όπου πέφτουν οί περισσότερες βόμβες». Δέν
πρέπει νά ξεγελιόμαστε: οί φράσεις αυτές διαδέχονται κά
ποιες άλλες, όπου μιλάει γιά τις μεταγωγές κατ’ ευφημι
σμό: «Έγινε μιά μεταγωγή την Τετάρτη. νΙσως γίνει κι
άλλη την ερχόμενη βδομάδα». Κι άκόμα τόν άφορισμό:
«Είναι καλό ό,τι δέν τελειώνει άσχημα». Τά δύο γράμματα
(τό ένα στις 29 τού Μάη 1943 καί τό άλλο στίς 26 τού
Ίούνη 1943) είναι διαποτισμένα άπό ένα πικρό χιούμορ...
φανερά σκόπιμο. Δέν είναι δύσκολο νά άποκρυπτογραφή-
σει κανείς την πηγή του. Μιλάει ό συγγραφέας, έχοντας
συνείδηση τού κοινωνικού τον ρόλον: Ή περιπέτεια αυτή
ενσωματώνεται θαυμάσια στή βιογραφία μου. - «Τό περι
βάλλον τού στρατοπέδου μπορεί νά προσελκύσει ένα συγ
γραφέα οπαδό τού ούνανιμισμού.* Είναι άρκετά παράδο
ξο. Στ’ άλήθεια, πρέπει νά τό δεί κανείς αυτό». Ταυτό
χρονα είναι σύζυγος καί πατέρας: «Αυτό πού μάς άνησυ-
χεί είναι ή άγωνία όσων μάς άγαπούν. Βιάζομαι νά μάθω
τί κάνουν ή γυναίκα μου καί ό γιός μου, τί έκαναν». - «Τό
μόνο πού τόν βασανίζει είναι ή σκέψη τής γυναίκας του,
νιώθει άσυγχώρητος γιά τά βάσανα πού τής δίνει». Γι’
αυτό τό λόγο οί λεπτομέρειες πού άφορούν τήν υγεία του
συνοδεύονται άπό: «Προσθέτω άμέσως: μήν έχετε καμιά
άνησυχία. Τό ηθικό μου είναι περίφημο, ή εμπιστοσύνη
μου στήν άντοχή τής κράσης μου καί τού μυαλού μου έχει
επιβεβαιωθεί τώρα καί πειραματικά». νΑν κάνει κάποιους
υπαινιγμούς γιά τή σύλληψή του είναι γιά νά υπαγορεύσει
στούς παραλήπτες μιά παραπλανητική εκδοχή. Ό σο γιά τά
ύπόλοιπα, θά μπορούσε νά έπαναλάβει τή φράση ένός άπ'
τούς κατάδικους τής Μπεζανσόν: «Τέλος, ξέρετε γιατί καί
ξέρετε τί έχω κάνει». Οί δικοί του θά μείνουν ζωντανοί
καί δέ θά τόν ξεχάσουν. Νά ποιά είναι ή άντικειμενική
πραγματικότητα πού καθορίζει αυθόρμητα τόν εσωτερικό
προσανατολισμό τού συγγραφέα.
200
Περνάμε στά γράμματα πού έγραψαν άνθρωποι σε άρ-
κετά διαφορετική, άπ’ αυτή τήν άποψη, κατάσταση. Πρό
κειται γιά τούς Πολωνοεβραίους.
Στό διάστημα πού δε φαινόταν ότι έπρόκειτο νά εξον
τωθεί δλοκληρωτικά ή κοινότητα, τά γράμματα τών μελλο
θάνατων εμπεριείχαν κίνητρα καί εξάρσεις ανάλογα μ’ αυ
τές πού ήδη άναφέραμε. Νά ένα παράδειγμα ανάμεσα σε
δεκάδες άλλα: ή Λίζ Μαγκούν, έπιφορτισμένη άπό τήν
Εβραϊκή ’Οργάνωση ’Αγώνα, νά προετοιμάσει τήν από
δραση στούς άντάρτες, πιάστηκε - αφού έκτέλεσε πολλές
αποστολές. Στή Γκεστάπο τήν έκαιγαν μέ πυρακτωμένα
σίδερα γιά νά τής άποσπάσουν ομολογίες, άλλα μάταια.
Κατάφερε νά στείλει, άπό τή φυλακή, ένα γράμμα στούς
συντρόφους της: «Ξέρω πολύ καλά τί μέ περιμένει (...) Μά
είμαι ήρεμη. Χαιρετώ όλους τούς συντρόφους. Τί γίνεται
στό Μπιαλιστόκ; Νά είστε δυνατοί. Λίζ». Ξέροντας τήν
κατάστασή της, καταλαβαίνουμε ότι ή τελευταία ερώτηση
είναι μάλλον ρητορική δείχνει παρόλα αυτά τό βλέμμα
πού στρέφεται πρός τήν κοινότητα πού - γ ι ά τήν
ώρα - έξακολουθεί νά υπάρχει.
Δέ συμβαίνει τό ίδιο μέ τά γράμματα πού γράφτηκαν
λίγο άργότερα, μέ άπόλυτη τή συνείδηση ότι αυτοί πού τά
’γραψαν ήταν οί τελευταίοι μάρτυρες τής κοινότητας. Έδώ
πρέπει νά τοποθετηθούν τά μηνύματα πού ρίχτηκαν στό
δρόμο, καθώς πήγαιναν γιά εκτέλεση καί πού άναφέραμε
σ’ ένα άπό τά προηγούμενα κεφάλαια.
Νά ένα γράμμα, πού βρήκε μιά Πολωνέζα στήν άσφαλτο
τού Γκρότνο, πού οδηγεί στό Πόναρι (στρατόπεδο εξόντω
σης στήν περιοχή τής Βίλνας):
201
Πρώτα πρώτα συγχωρέστε μας άν ποτέ σάς κάναμε
κακό. Δεν ξέρουμε γιατί πέφτει επάνω μας μιά τέτοια
τιμωρία. Τό νά μάς πάρουν τή ζωή δέν είναι τίποτα.
Καί τά παιδιά μας βασανίστηκαν μέ κτηνώδη τρόπο.
Υποχρέωναν (........... )9.
Μετά έγδυναν τίς μητέρες, τίς κολλούσαν σ’ έναν
τοίχο\όλόγυμνες, τούς έδεναν τά χέρια πολύ ψηλά καί
ξερίζωναν τίς τρίχες τού κορμιού τους. Διαπερνούσαν
μέ βελόνες τίς γλώσσες τους καί μετά τίς βρώμιζαν.
Λέρωναν τά μάτια τους μέ άκαθαρσίες. Στους άντρες
(........... )10.
... Μάς έκοβαν τά δάχτυλα τών χεριών καί τών πο
διών. Μάς άπαγόρευαν νά τυλίγουμε τίς πληγές μας
καί τό αίμα έτρεχε ασταμάτητα (...).
... Ρίχνω τό γράμμα στό δρόμο γιά τό Πόναρι, μή
πως τό βρούν τίποτα καλοί άνθρωποι καί τό δώσουν,
μετά τήν επιστροφή στήν ελευθερία, στους Εβραίους.
Γράφω τό γράμμα στά πολωνικά γιατί άν κάποιος
βρει γράμμα γραμμένο στά γίντις θά τό κάψει* άν
είναι όμως γραμμένο πολωνικά, κάποιος καλός καί τί
μιος άνθρωπος θά τό διαβάσει καί θά τό διαβιβάσει
μετά στους Εβραίους.
'Αποχαιρετάμε, άποχαιρετάμε τόν κόσμο, φωνάζον-
τας: Εκδίκηση!
Τό γράφουν ό νΑς καί δ Γκούρβιτς στίς 26 Τούνη
1944.
202
νούν τά πλαίσια τών συνηθισμένων γεγονότων. Τό μήνυμα
όέν άπευθύνεται σ' ένα άτομο, μά στους Εβραίους πού θά
έπιζήσουν μετά την Κατοχή.
203
σκα,5(...). Στίς 11 τού Γενάρη πήγε στή Βαρσοβία (...).
Είχαν ήδη περιφράξει τό γκέτο. Μπήκε μέσα. Στίς 19
τού Γενάρη άρχισε ή δεύτερη «επιχείρηση». 'Η υπερ
άσπιση τού γκέτο*16. Τό μπλοκ τού Κιμπούτς μας στην
οδό Ζάμενχοφ κράτησε δυό μέρες. Καταστράφηκε άπό
μιά έκρηξη (...). Ό λα τά γράμματα, δλα τά τηλεγρα
φήματα πού είχαν σταλεί στούς φίλους τής Βάντα
(Τέμα), έμειναν αναπάντητα. ’Απόλυτη σιωπή. Αυτό
σήμαινε πώς δέν ύπήρχε πιά. Σέ λίγες μέρες (ή βδομά
δες) θά 'μαι κοντά της. Ό θάνατός της είναι καί δικός
μας. νΑραγε θά μάθει κανείς ποτέ τήν Ιστορία τού
ηρωικού μας αγώνα; Θά μάθουν πώς ζήσαμε κάτω
άπό τή χιτλερική καταπίεση; (...) θά χαθούμε όλοι χω
ρίς ν' άφήσουμε ίχνη. Ό Ισαάκ δέν υπάρχει πιά, ή
Ζύβια καί ή Φράνκα τό ίδιο. Κανείς κι άπ’ τούς
«Τσόμερς»1718. (Νομίζω πώς ό Ρότς Χ άγκντονμπλλ%σου
λεγόταν Σμαήλ - κάψαμε παρέα ένα σπίτι στήν οδό
Αέτσνο - τουφεκίστηκε ένα μήνα άργότερα). Ναί, ό
τελευταίος (...).
»(...) Περίμενε, περίμενε, δέν είναι μόνο αυτά.
"Εφυγε ένας άκόμα. "Αν έμενε, αυτός τουλάχιστο, ό
Ισαάκ Κάσενλσον19, θά ’χεις άκούσει σίγουρα γΓ αυ
τόν. 'Η προπολεμική του δράση δέν ήταν σπουδαία.
Δέ μ' ένδιέφερε εκείνη τήν έποχή. Μά ό Κάσενλσον
τού γκέτο τής Βαρσοβίας, αύτός πού δούλευε καί δη
μιουργούσε μαζί μας, αύτός πού καταριόταν καί ζη
τούσε εκδίκηση, έγινε αδερφός μας.... Ό ,τι σκέφτομα
204
στε, νιώθαμε, φανταζόμαστε, τά έγραφε. Καταριόταν,
πρόβλεπε, μισούσε καλύτερα κι άπ’ τόν Μπιαλίκ. Τού
προμηθεύαμε τά κουρέλια τής μιζέριας μας καί τά δι-
αιώνιζε, τά τραγουδούσε, ήταν ή κοινή μας περιουσία.
Δεν υπάρχει πιά (...). Έ ψ αξα στή Βαρσοβία νά βρώ
τούς στίχους του, ό Θεός ξέρει άν τούς διαβάσεις κά
ποια μέρα (...).
»νΑς γίνει ο,τι γίνει.
»Κι έσύ, δέ θά κλάψεις, δέν είν’ έτσι; Δέ βοηθάει σέ
τίποτα. Έ χω τήν πείρα (...).
»Μπιαλιστόκ. Τέλος Φλεβάρη 1943. Μορντεκάι».
205
άποτρόπαιη εικόνα: στό πρόσωπο τών Γερμανών δήμιων
βλέπουν αιμοχαρή πλάσματα πού έρχονται από έναν ξένο
πλανήτη, μεταμφιεσμένα σέ άνθρώπους.
Τέτοιες συνθήκες άφαιρούσαν άπ’ τις τελευταίες λεκτι
κές προκλήσεις τό λόγο ύπαρξής τους. Τά θύματα ήξεραν
πώς, μπροστά σέ τέτοιους δήμιους, κάθε έννοια ανθρωπι
σμού χάνεται αυτό πάλι δημιουργούσε τήν πεποίθηση ότι
τέτοιου είδους προκλήσεις είναι εντελώς άνώφελες, άκόμα
καί σέ ήθικύ επίπεδο. Συνεπώς, ή «υποταγμένη» στάση
πού κρατούσαν τά μπουλούκια καθώς τά οδηγούσαν στό
θάνατο, δέν εξηγείται, όπως τό θέλουν μερικοί τρομερά
άπλουστευτικοί σχολιαστές, μόνο μέ τήν παθητικότητα. Ή
παθητικότητα αυτή σήμαινε καί άπονσία διατυπωμένων
παραπόνων καί Ικεσιών. Κι άκριβώς αύτή ή άσυνήθιστη
σιωπή τών μακάβριων καραβανιών εντυπώσιαζε τούς θεα
τές. Καί σύμφωνα μ αύτή τή σειρά ιδεών, ή έλλειψη κάθε
είδους λεκτικής διαμαρτυρίας συχνά προερχόταν όχι άπό
καθαρή κι άπλή αδράνεια, άλλά άπό μιά βαθιά ψυχική
αναδίπλωση κι άπό τό γεγονός ότι οί ναζί δήμιοι ήταν
ήθικά πωρωμένοι.
ΓΗ άνατροπή όλων τών παραδοσιακών άξιών όδηγούσε
σ’ άλλες μορφές συμπεριφοράς, άκόμα πιό άπροσδόκητες.
Τά κορίτσια, στοιβαγμένα μέσα στά βαγόνια τού θανάτου
τραγουδούσαν εν χορώ μέ εξαιρετική ευθυμία καί άποχαι-
ρετούσαν εγκάρδια τούς κρατούμενους πού έμεναν στό
στρατόπεδο μέ τή στάση τους ήθελαν νά δείξουν στούς
δήμιους τήν ηθική τους άνεξαρτησία, μολονότι ή κατά
στασή τους ήταν άπελπιστική. Έ να γκρούπ ορθόδοξων
Εβραίων πού πήγαινε γιά εκτέλεση στήν κωμόπολη Ντόμ-
προβα (κοντά στό Τάρνοβ), πιάστηκαν άπ’ τά χέρια μαζί
μέ τό ραβίνο τους κι άρχισαν νά χορεύουν καί νά ψάλλουν
ύμνους παρακαλώντας νά λυτρώσει ό θάνατός τους τά
άδέρφια τους στόν πόνο. Τουφεκίστηκαν, ενώ χόρευαν
αυτό τόν ύστατο χορό. Θά μπορούσαμε νά παραθέσουμε
πολλά τέτοια άπρόοπτα, πού άποσκοπούσαν νά έξωτερι-
κεύσουν μιά άμετάόοτη περιφρόνηση.
206
Αυτό δε σημαίνει πώς δεν εκδηλώνονταν πολλές φορές
καί μέ κουβέντες. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, τά θύ
ματα καταριόνται φωναχτά τούς βασανιστές προδικάζον
τας την ήττα τής Γερμανίας καί τό επονείδιστο τέλος της.
Ό τα ν έγινε π.χ. ή «επιχείρηση» στη Μπιάλα Ποντλάσκα, 6
Ζίτσα Γκόλντμπεργκ, πού πρίν πεθάνει είχε ύποστεϊ άπο-
τρόπαια βασανιστήρια καί άρνήθηκε νά ζητήσει χάρη, άρ-
κέστηκε νά φωνάξει: «Περνιέστε γιά ήρωες μπροστά σ'
άνυπεράσπιστους άνθρώπους, μά ό κόσμος κι οί Ε βραίοι
θά δούν τί λογής ήρωες είστε, όταν θά χάσετε τόν πόλεμο
γιατί τόν έχετε ήδη χάσει».
Νά όμως μιά άπόχρωση πού δέν πρόσεξαν οί μελετητές
πού έψαχναν μόνο γιά παραδοσιακές εκφράσεις: μελετών
τας τά τελευταία μηνύματα (πού τά φώναζαν δυνατά) καί
γνωρίζοντας τίς συνθήκες πού επικρατούσαν καί τό περι
εχόμενό τους, εντυπωσιαστήκαμε από τήν έκδηλη αριθμη
τική υπεροχή τών τελευταίων λόγων πού προφέρθηκαν
μπροστά στούς δήμιους, μά πού δέν άπευθύνονταν σ ’ αυ
τούς άλλά - ά ν τ ίθ ε τ α - στους συμπάσχοντες. Τήν ώρα τής
εκτέλεσης ξεπρόβαλε μέσα απ’ τό απελπισμένο μπουλούκι
κάποιος μελλοθάνατος γιά νά καθησυχάσει τούς συντρό
φους του, λέγοντάς τους ότι τό μαρτύριό τους δέν ήταν
ανώφελο, εκφράζοντας τήν περιφρόνησή του γιά τούς
θρασύδειλους δολοφόνους γυναικών καί παιδιών, διακη
ρύσσοντας τήν αθανασία τού καταδιωκόμενου λαού, κλπ.
Σέ πολλές περιπτώσεις, ραβίνοι κήρυσσαν τή ματαιότητα
τής επίγειας ζωής καί τήν πίστη στήν άπέραντη δικαιο
σύνη τού Θεού. Τό ίδιο κίνητρο διακρίνουμε καί στά τε
λευταία λόγια ενός καθολικού παπά (σέ συνθήκες λίγο
διαφορετικές).
Ή συμπεριφορά τών θυμάτων, όπως τήν περιγράψαμε
κατά τήν ώρα τών ομαδικών εκτελέσεων, έπιβεβαιώνεται
άπό δεκάδες μαρτυρίες πού είναι, μέ ένα λόγο παραπάνω,
έγκυρες, εφόσον οί συγγραφείς τους συνήθως τονίζουν τή
φρικαλεότητα τών φόνων. ’Αντίθετα, άναφέρονται μόνο
παρεμπιπτόντως οί λεπτομέρειες πού ενδιαφέρουν τήν
207
περίπτωσή μας. Αύτό μπορεί νά άποπροσανατολίσει
ακόμα καί υποψιασμένους μελετητές: καταπτοημένοι άπ’
τή συσσώρευση μέσα σέ μιά περιγραφή άνήκουστων φρι
καλεοτήτων, δέν καταφέρνουν νά συλλάβουν καί νά συγ
κρατήσουν τήν πραγματική ευγλωττία «των μικρών λεπτο
μερειών», πού έχουν όμως πρωταρχική σημασία γιά τό
θέμα μας.
20. Διευθυντής τής ιατρικής υπηρεσίας τής Β άφεν-Έ ς-Έ ς. Τό όνομά του
συνδέεται μέ τήν κατασκευή καί διοχέτευση τού «Cyclone Β» (τοξικό
άέριο γιά εξόντωση). Μπλεγμένος στά γρανάζια τού μηχανισμού έξόντω-
σης, θέλοντας νά έναντιωθεί, ό κ. Γκερστάιν έκανε (στά 1042) κρυφές
ενέργειες, γιά νά ειδοποιήσει τίς συμμαχικές χώρες μέσω τής Σουηδικής
πρεσβείας. Τίς παραμονές τής γερμανικής ήττας έγραφε (στά γαλλικά)
ένα «μνημόνιο», όπου άφηγήθηκε όσα γεγονότα συνέβησαν στή διάρκεια
τής υπηρεσίας του.
208
ταρτο χωρίς νά άκούσω ούτε ένα παράπονο ούτε μιά
αίτηση γιά χάρη. Παρατηρούσα μιά οικογένεια με
οχτώ περίπου μέλη: ένας άντρας καί μιά γυναίκα
γύρω στά πενήντα, τριγυρισμένοι άπό τά παιδιά τους,
τρία άγόρια περίπου ενός, οχτώ καί δέκα χρόνων καί
δυό κορίτσια γύρω στά είκοσι καί είκοσιτέσσερα. Μιά
γριούλα μέ ολόλευκα μαλλιά κρατούσε στην άγκαλιά
της ένα μωρό καί τό κουνούσε τραγουδώντας του ένα
τραγούδι. (...) Ό πατέρας κρατούσε άπ’ τό χέρι τό
δεκάχρονο αγόρι καί τού μιλούσε σιγανά- τό παιδί
πάλευε μέ τά δάκρυά του. Μετά δ πατέρας έδειξε μέ
τό δάχτυλο τόν ουρανό καί, χαϊδεύοντας τό κεφάλι
τού άγοριού, έδειχνε νά τού Εξηγεί κάτι. Εκείνη τη
στιγμή ό Έ ς-Έ ς (...)» κλπ.
210
όπως π.χ. στις έκτελέσεις ομήρων στην Πολωνία πού ορ
γανώνονταν δημόσια, μέσα στους δρόμους. Οί Γερμανοί,
γιά νά άποτρέψουν αυτές τίς τελευταίες κραυγές, κατέφυ
γαν στην παρακάτω διαδικασία: ίνταν έφερναν στό συμ-
φωνημένο μέρος, δεμένους, τούς όμηρους πού έπρόκειτο
νά τουφεκίσουν, τούς έβαζαν πάνω στό στόμα έναν επίδε
σμο άλειμμένο μέ γύψο.
Μένει σ’ εμάς νά άκούσουμε καί νά μην ξεχάσουμε την
ευγλωττία αυτών τών σφραγισμένων μέ γύψο χειλιών.
211
Σοσνόβσκα μαρτυρεί: ό νοσοκόμος έβαζε μέσα στό δωμά
τιο κάθε θύμα χωρισιά. Μέσα άπ’ τό λεπτό τοίχο άκού-
γονταν φωνές: «Τί εγκληματίας είσαι· κι όμως κι εσύ έχεις
γυναίκα καί παιδί!» Μετά, μιά κραυγή πόνου συνόδευε τό
τρύπημα τής βελόνας, ό ρόγχος τού μελλοθάνατου καί τέ
λος ή διαταγή πού πρόφερε σιγανά δ νοσοκόμος: «Υ πη
ρεσία Πτωμάτων!» Μ’ αυτό τόν τρόπο ύπέκυψαν, στό
Άουσβιτς, σχεδόν όλες οί εγκυμονούσες γυναίκες.
Μιά άλλη πτυχή αυτού τού τραγικού καί άνεξάντλητου
πλούτου αποκαλύπτεται μέ τά τελευταία λόγια τών παι
διών. Στούς θαλάμους άερίων τού Μπέλσεν, τά παιδάκια
φώναζαν: «Μαμά! ’Αφού ήμουν καλό παιδί! Είναι σκοτει
νά! Είναι σκοτεινά!»
Σχετικά μέ τά χειρόγραφα πού βρέθηκαν στούς χώρους
τών θαλάμων άερίων καί τών κρεματορίων τού νΑου-
σβιτς-Μπιρκενάου, άναφέραμε τούς χρονικογράφους πού
σημείωσαν λεπτομερειακά τή συμπεριφορά τών άνθρώπων
πού οδηγήθηκαν ομαδικά στό θάνατο. ’Αντίθετα μέ ο,τι
ισχυρίζονται τά περισσότερα κλισέ, ή συμπεριφορά αυτών
τών άνθρώπων χαρακτηριζόταν άπό τίς ύστατες προκλή
σεις πού πετούσαν στούς δήμιους κατάμουτρα. Σάν παρά
δειγμα: Πρίν τόν σπρώξουν μέσα σ’ ένα θάλαμο άερίων, ό
μορφωμένος ραβίνος τής Μαγιόν Μωυσής Φρήντμαν, χα
ρακτηριστικός τύπος πατριάρχη, πλησίασε πίσω - γ υ
μνός - ένα Γερμανό άξιωματικό καί, τραβώντας τον άπ’
τή στολή, τού είπε γερμανικά: «...Μή σκεφτείτε, έσείς οί
άποτρόπαιοι δολοφόνοι, πώς θά καταφέρετε νά εξοντώ
σετε τό λαό μας ό έβραϊκός λαός θά ζεί αιώνια (κλπ.).
Μά έσείς, ελεεινοί δολοφόνοι»... Ευσεβείς Εβραίοι, αυτές
τίς ύστατες στιγμές, διακήρυσσαν τήν άκλόνητη πίστη
τους, άλλοτε άπαγγέλλοντας τή «βιδουΐ» (ομολογία, ένα
είδος ¿ξομολόγησης πού λέγεται «in articulo mortis») κι
άλλοτε τραγουδώντας εν χορώ τήν άρχή τής χιλιαστικής
προσευχής «νΑνω ’Ισραήλ». Καταστάσεις γεμάτες πάθος,
στίς περισσότερες περιπτώσεις, πολύ περισσότερο μάλιστα
αφού δέν πρόκειται γιά μιά ύστατη κραυγή, μά γιά σκηνές
212
πού τό ξετύλιγμά τους μαρτυρούσε μιά μεγάλη ηθική αυ
ταπάρνηση καί μιά άπόλυτη περιφρόνηση στους δήμιους.
Παρόμοια αυταπάρνηση χαρακτηρίζει πολλά άπό τά τε
λευταία άποχαιρετιστήρια λόγια καί τίς τελευταίες σκέψεις
πού άπεύθυναν σε συγγενείς, κλπ.
Μέσα σ’ αυτό τόν άδιέξοδο χώρο, στό κατώφλι ένός μα
ζικού θανάτου, ξετυλίχτηκαν καί σκηνές άδερφοσύνης,
ιδιαίτερα εύγλωττες, γιατί ξεπήδησαν αυθόρμητα τήν ώρα
τής ύψιστης άλήθειας. Κατά τή «Μεταφορά» 164 Πολω
νών (μή Εβραίων), μιά νεαρή Πολωνέζα έβγαλε έναν πύ
ρινο λόγο πού τέλειωνε μέ τίς λέξεις: «Κάτω ή βαρβαρό
τητα τής χιτλερικής Γερμανίας. Ζήτω ή Πολωνία.» Μετά
άπευθύνθηκε στούς Εβραίους. Μετά άπ ’ αυτό, μέσα άπ’
αυτή τήν πολύ άσυνήθιστη άτμόσφαιρα, αντήχησαν δύο
ύμνοι πού τραγούδησαν οί κατάδικοι εν χορώ: ό πολωνι
κός ύμνος «Ή Πολωνία δέ χάθηκε» καί ό Ε βραϊκός «Ή
ελπίδα».
Ό σον αφορά τίς ύστατες προκλήσεις επιβεβαιώνονται
περίτρανα άπό ένα μάρτυρα πού δέ θά μπορούσαμε νά
υποψιαστούμε: τό διοικητή τού στρατοπέδου τού νΑουσβι-
τς, τόν Ρούντολφ Χός: «(.../Εβραίες γυναίκες, έχοντας
συνείδηση τού τί θά συνέβαινε, μάς φώναζαν άφάνταστες
βρισιές».
213
13
«"Εμείς» κ α ί ο ι «"Άλλοι»
στά κείμενα τών καταδικασμένω ν
216
ληλεπίδραση τών τάσεων», μόλο πού πρόκειται γιά ουσια
στικό χαρακτηριστικό).
Α. «Ε μ είς»
217
γήσεις καί τά γνωστά συνθήματα τού παλιού καιρού.
Στους Εβραίους μέ την άναδρομή σέ διάφορα άποσπά-
σματα από τή Βίβλο. Μερικές φορές ή άναδρομή αύτή
παίρνει ειρωνικό χαρακτήρα, γιά νά υπογραμμίσει τή λίγο
υπερβολική συχνότητα τών «θαυμάτων» επιβίωσης (μετά
τίς καταστροφές). Μιά τέτοια περίπτωση βρίσκουμε καί
στό ποίημα τού Σλένγκελ μέ τόν τίτλο «καινούργιες τελε
τές», όπου συγκρίνει τίς παραδοσιακές άναμνηστικές μορ
φές τελετών μέ κείνες πού θ’ άκολουθήσουν τά σύγχρονα
μαρτύρια: οί Εβραίοι στό μέλλον, σέ άνάμνηση τών «έκ-
τοπίσεων», θά κατεβαίνουν σέ υπόγειες κρύπτες, λέει ει
ρωνικά, όπως σήμερα στή γιορτή τών άζύμων τρώνε άζυμο
ψωμί καί φτιάχνουν καλύβες σέ άνάμνηση τής ζωής τής
ερήμου. Τά παιδιά θ’ άκούνε άφηρημένα τίς ιστορίες τού
παππού γι’ αυτούς τούς φοβερούς καιρούς. Καί καταλήγει:
«Οί γέροντες μάς τά διηγούνται. Μά είναι κάπως υπερβο
λικά, όπως τό πέρασμα τών Εβραίων άπό τήν Ερυθρά
Θάλασσα μέ τό Μωυσή».
'Αλλοι συγγραφείς προχωρούν σ’ ένα είδος σύνθεσης τής
εθνικής ιστορίας, θεωρώντας πώς στήν ούσία είναι μιά
ιστορία άδιάκοπων δεινών:
218
γουν σέ παραφράσεις τών εθνικών τους ύμνιυν πού ’ναι
γεμάτοι τραγικότητα. Οί Ε βραίοι παραφράζουν κοντά στ'
άλλα καί τούς θρήνους τοϋ Ιερ εμ ία · οί Πολωνοί τό
ποίημα (πού έγινε ένας άπό τούς έθνικούς ύμνους) τού Κ.
Ούζέτσκι, με τό ρεφραίν:
(...) Τό ξέρουμε:
Τό βράδι άκοϋς τό ραδιόφωνο
(...) Τό άκοϋς μέ φοβερή προσήλωση.
Αναρωτιέσαι: Α ρ α γ ε ζοϋν άκόμα;
(...) Α κούσε!
*Έπεσε τό τελευταίο οχυρό
Μά αν χτυπά άκόμα έστω καί μιά καρδιά
Μέσα της ζεί τό πνεύμα εκατομμυρίων...
(...) Πάνω άπό τά συντρίμμια τών γκέτο,
Πάνω άπό τήν Τρεμπλίνκα καί τήν Τσούχ
Πάνω άπό τίς καμινάδες τών θαλάμων άερίου
Υψώνεται ή πυρά τοϋ πνεύματος!
Μήν κλαΐς άδερφέ μου! Μήν κρύβεις
τό πρόσωπό σου.
21Μ
Μάθε το, σήμερα πεθαίνουμε πολύ άπλά
Γιατί κιόλας τό ξέρουμε: μόλις ανάψει ή πυρά μας
Ή αυγή τής λευτεριάς θά φωτίσει (...)
220
λιάθ), παράλληλα όμως κι 6 Ζολκιέβσκι (μεγάλος πολωνός
στρατιωτικός ηγέτης τού 17ου αιώνα) πού «μοιράζει δά
φνες» στους έβραίους μαχητές. «Γιατί ό τάφος πού γέμι
σαν όέν ειν’ άλλος άπό τό δικό μας / 'Ο μεγάλος κι άνε-
κτίμητος θησαυρός τών θυμάτων χωρίς άνταμοιδή». Νά
γιατί: «Δόξα σε σένα Ιερουσαλήμ, δόξα όμως καί σέ σένα
Βαρσοβία/»
Πολλά άλλα έργα μη Εβραίω ν εκφράζουν την ίδια ιδέα.
221
Τρίτο Ράιχ, άποφεύγοντας νά μιλήσουν συγκεκριμένα γιά
τή Γερμανία:
ΊΊΊ
γάνδα, ότι έβρισε τούς ναζί κι ότι είχε βοηθήσει συμπα
τριώτες της κι εδραίους καταδιωκόμενους, ή Γερτρούδη
Σέλ, είκοσιοχτώ χρονών, καταδικάστηκε σε θάνατο στίς 6
Δεκέμβρη 1944 κι έκτελέστηκε στίς 12 Γενάρη 1945. 'Η
τελευταία της επιθυμία: «Θέλω νά δώ τό παιδί μου γιά
τελευταία φορά». Ε πειδή δέν ικανοποιήθηκε ή επιθυμία
της, έγραφε ένα τελευταίο γράμμα στό τρίχρονο κοριτσάκι
της, γεμάτο συγκινητικές παραγγελίες καί αποχαιρετι
σμούς: «Νά γίνεις μιά τίμια καί δραστήρια γυναίκα καί νά
δώσεις χαρά στόν παππού καί τή γιαγιά σου (...) Κάνω
τήν ευχή νά ζήσεις ευτυχισμένη (...), νά μέ σκέφτεσαι
πάντα καί νά μή μέ ξεχάσεις (...). Καλή σου τύχη, άγαπη-
μένη μου κορούλα. Σέ σφίγγω στήν αγκαλιά μοί’ καί σέ
φιλώ μέ τή σκέψη».
- «νΑν αυτός ό εγκληματίας νικήσει, δέ θέλω πιά τή
ζωή», έλεγε ό λοχαγός Μίκαελ Κίτζελμαν, πού καταδικά
στηκε σέ θάνατο στίς 4 ’Απρίλη 1942 καί τουφεκίστηκε
στίς 11 Ίούνη 1942 στό Ό ρέλ τής Ρωσίας, σέ ηλικία 26
χρονών. Μέσα στό κελί του συνεχίζει, «στή σκιά τού θανά
του», νά κρατά ημερολόγιο. Γράφει γιά τό σπαραγμό καί
τή συντριβή του, γιά τή γαλήνη πού βρήκε στό θρησκευ
τικό στοχασμό καί γιά τήν πεποίθησή του «πώς σέ λίγο θά
βρεθεί κοντά στό Θεό», όπου «άκόμα καί ή φριχτή μάσκα
τού θανάτου δέ σέ τρομάζει πιά».
Ό δικαστικός Γιόζεφ Βίρμερ, πού καταδικάστηκε κι έκ
τελέστηκε στίς 8 Σεπτέμβρη 1944 (σάν ένας από τούς συ
νωμότες τής 20 ’Ιούλη), άπευθύνει στόν πρόεδρο τού Ααί-
κού Δικαστηρίου, τόν αιμοχαρή Φράισλερ, αύτά τά θαρ
ραλέα λόγια: «'Όταν θά βρεθώ στήν κρεμάλα, δέ θά 'μαι
εγώ εκείνος πού θά φοβηθεί, άλλά εσείς κύριε πρόεδρε».
6) 3Εμείς, οί λαοί πού αγωνιζόμαστε
ενάντια στόν κοινό εχθρό
Στά γαλλικά:
224
Τό φεγγάρι γελά ήλίθια στόν ουρανό,
'Όπως στό θέατρο γροτέσκο ■
1Έτσι άκριβώς έλαμπε καί τότε...
Ό χι άλλο, άγάπη μου,
Μην κουράζεις τή θύμησή σου.
Δέν πρέπει.
Οι Γερμανοί μεθοκοπάνε τώρα
στη Μονμάρτη
(...) Κι έπειτα θά φύγεις μέ τή βεβαιότητα
Πώς στήν Κρακοβία, στό Παρίσι καί παντού
Ό δυναμίτης τής λευτεριάς θ' άνατινάξει τό δρόμο
νΑν καί σύ - δέ θά 'σαι πιά ζωντανή - κι εγώ
- δέ θά υπάρχω.
’Ακούστε! ’Ακούστε!
Άκοντε τό τραγούδι
πού άνεβαίνει άπ τούς άνθρώπονς;
Είναι ή Μασσαλιώτιδα.
’Ακούστε! Είναι τό «ό Θεός σώζει τόν βασιλέα»
’Ακούστε! Είναι ή Διεθνής.
226
γ) Έμεϊζ, ή άνθρωπότητα
227
καί τό γερμανικό κράτος μένουν. Κι άκόμα μένουν οί κλα
σικοί σάν τόν Γκαΐτε καί τόν Λέσινγκ». Ό συνομιλητής
του παρόλα αυτά βρήκε αυτή τή διαβεβαίωση «πολύ φτη
νή», κι 6 συγγραφέας προσθέτει κι αυτός πώς ίσως δέ θά
’πρεπε νά 'χει χρησιμοποιήσει αυτή τή φράση.
Δέν πρέπει νά ερμηνεύσει κανείς τή στάση αυτή σάν
άντίστροφο ρατσισμό. 'Ωστόσο, ξεπερνά τό μίσος καί τήν
έκδικητικότητα πού προέρχονται άπό τίς προσωπικές τα
λαιπωρίες. Στηρίζεται μάλλον στή διαμορφωμένη άπό τήν
πείρα άντίληψη πώς άκόμα κι οι πιό μεγαλόψυχες έκφρά-
σεις πρέπει νά ’χουν σάν μέτρο σύγκρισης τήν πραγματι
κότητα, γιά νά μή φέρουν καταστροφικά αποτελέσματα. Ή
διακήρυξη τής ομάδας «νΑουσβιτς» (πού άνάμεσα στά
μέλη της υπήρχαν καί γερμανοί κρατούμενοι!) έλεγε: «(...)
Είμαστε ξένοι σέ κάθε φασιστικό αίσθημα, σέ κάθε επιθυ
μία έκόίκησης καί καταστροφής. Διακηρύσσουμε πώς ή
ευθύνη κι ή ένοχή θά βαρύνουν ολόκληρο τό γερμανικό
λαό, αν όέν κρατήσει μέ τίς πράξεις του άντιχιτλερική
στάση».
ό) ’Εμείς, οί κρατούμενοι
228
Ό κρατούμενος έμενε σ’ ένα κελί ή σε μιά παράγκα.
’Ανήκε σε μιά «όμάδα», δούλευε σ’ ένα μεταλλείο, σ’ ένα
έργοστάσιο, σ’ ένα συγκεκριμένο εργαστήριο. Ό λ α αυτά
τά διοικητικά σχήματα άσκούσαν πάνω του μιά επιρροή
καί δημιουργούσαν μιά πιό ειδική συνείδηση τού «’Εμείς»:
«’Εμείς, τής τέταρτης παράγκας», «’Εμείς τής ομάδας κα
θαριότητας», «’Εμείς οί επιστάτες», «’Εμείς οί όδοκαθαρι-
στές», «’Εμείς οί τσαγκαράδες».
Κάθε ιδιομορφία είχε τη βάση της σέ διαφορετικές υλι
κές συνθήκες. Στά γραφτά τών κρατούμενων καθρεφτίζον
ταν αυτές οί διαφορές. Πολλές φορές κάθε όμάδα είχε τό
δικό της τραγούδι κι άπό κανένα σχεδόν τραγούδι δέν
έλειπε ή στροφή: «’Εμείς οί (...)» κλπ. ’Εξάλλου, όλες οί
ιδιομορφίες πού άναφέραμε έγιναν άντικείμενο πολλών
σατιρικών έργων. ’Αντίθετα, δέν τίς συναντάμε σχεδόν κα
θόλου σ’ άλλου είδους έργα.
Τά σατιρικά έργα προορίζονταν γι’ άποκλειστικά εσω
τερική καί πρόσκαιρη χρήση. Στό μυαλό τών κρατούμενων
ή εντύπωση τών χαρακτηριστικών λεπτομερειών ήταν κι
αυτή πρόσκαιρη. Ή άπουσία τών ίδιων λεπτομερειών άπό
τά «έργα-μαρτυρίες», πού άπευθύνονταν σέ περισσότερους
άναγνώστες, άποδείχνει πώς οί συγγραφείς επέβαλλαν
στόν έαυτό τους ένα είδος «αυθόρμητης» λογοκρισίας:
άποσιωπούσαν άπό ένστικτο τίς διαμάχες πού δημιουρ
γούσε ό τεμαχισμός σέ ομάδες, γιά νά μη χαθεί ή ουσια
στική εικόνα, τού έγκλήματος καί τού μαρτυρίου.
Ά π ’ τήν άλλη, ένα θετικό κι έντονα τονισμένο «’Εμείς»,
είναι τό «’Εμείς, οί φίλοι». ’Αλλοτε είναι οί φίλοι πού
τούς συνδέει μιά ήθική στάση ή ένας κοινός σκοπός, πολι
τικός ή άλλος, κι άλλοτε είναι οί προσωπικοί φίλοι, στούς
οποίους μπορεί κανείς νά στηριχτεί: τό τελευταίο οχυρό:
229
Θά εξετάσουμε παρακάτω μερικές ακόμα έννοιες τού
Εμείς», σχετικά με τή στάση άπέναντι στους «"Αλλους».
Β. «Οί ’Άλλοι»
«ΟΙ άλλοι»: πρώτα πρώτα είναι οι δήμιοι, οι Έ ς-Έ ς με
όλες τους τίς υπηρεσίες. Καθένας άπ’ «τούς άλλους» ήταν
ένας μόνιμος εχθρός, πού τό πλησίασμά του δέν προμήνυε
τίποτα καλό: πολλοί απ’ «αυτούς» άναφέρονται ονομα
στικά καί δίπλα ακολουθεί μιά πιό λεπτομερειακή περι
γραφή ή απαρίθμηση τών εγκλημάτων του. Οί λεπτομέ
ρειες αυτές συνήθως χρησιμεύουν μόνο γιά νά καθοριστεί
ό βαθμός ή ή ειδικότητα ενός συγκεκριμένου ατόμου (σχε
δόν πάντα πρόκειται γιά ειδικότητα στό έγκλημα). Ό ένας
απ' «αυτούς» βασάνιζε κι έκτελούσε τά θύματά του «ευγε
νικά», ό άλλος παθιασμένα κι ό άλλος άκολουθώντας ένα
δικό του σύστημα ή τυπικό. "Ομως πάντοτε πρόκειται γιά
έγκλημα.
Νά π.χ. ένας από τούς πολλούς γερμανούς γιατρούς, ό
θλιβερά διάσημος δόκτορας Μένγκελ, ειδικευμένος στίς
«διαλογές» στό Άουσβιτς. Μιά του κίνηση καί μόνο άπο-
φάσιζε γιά ζωή ή γιά θάνατο:
231
λιτικές πεποιθήσεις. Τό ιδανικό του ήταν μιά Γερμανία
άνεξάρτητη καί μιά οικονομική όμοσπονδία στήν κεντρική
Ευρώπη. Συνήθιζε νά λέει πώς γιά νά έκλείψει ό πόλεμος,
πρέπει νά δημιουργηθεΐ ένα σύστημα, πού θά ένώνει όλο
τόν κόσμο οικονομικά καί πολιτιστικά». Ό νΑντον Σμίτ
πιάστηκε κι έκτελέστηκε άπό τή Γκεστάπο (ίσως τό Φλε
βάρη τού 1942).
232
δημοτικότητα κι έγινε σύνθημα. Αυτό βέβαια δέν ¿μπόδισε
ένα φυλακισμένο-συγγραφέα (καί δέν ήταν ό μόνος πού
’κάνε μιά τέτοια παρατήρηση) νά σχολιάσει μέ πικρία:
«Γιά τόν Σλονίμσκι μπορεί νά διαρκεί αυτός ό άγώνας.
Τό καταλαβαίνω πολύ καλά, γιατί ό ίδιος δέν τόν ζεί».
’Ανάλογες σκέψεις (γνωστές καί άπ’ τά κείμενα τής επο
χής) μεταδόθηκαν λίγο πολύ σ’ όλες τίς κατεχόμενες χώ
ρες, στά περιθώρια τών ραδιοφωνικών εκπομπών τού
Λονδίνου πού άδιάκοπα συνιστούσαν ήρεμία κι έλπίδα.
(Οι εκπομπές όμως αυτές δέν εμπόδιζαν τόν κόσμο νά
περιμένει άνυπόμονα τά εγερτήρια λόγια καί νά τά χειρο
κροτεί στό όνομα τού «’Εμείς, οί λαοί στόν άγώνα ενάντια
σιόν κοινό εχθρό»).
Σέ κείμενα Πολωνοεβραίων βρίσκουμε συχνά παρόμοιες
σκέψεις. Τό ποίημα «Άστε με ήσυχο » παρηγορεί μέ πικρία
καί μελαγχολία εκείνους τούς Εβραίους «πού θά έπιζή-
σουν», επειδή βρίσκονται μακριά άπό τή ναζιστική κατο
χή. Έ να άλλο έργο άντιπαραθέτει μέ σαρκασμό δυό περι
γραφές: τών κρατούμενων στό στρατόπεδο, πού προορί
ζονται γιά εξόντωση, καί τών συνεστιάσεων (!) διαμαρτυ
ρίας πού οργανώθηκαν στή Νέα Ύόρκη ενάντια στά χι
τλερικά εγκλήματα.
Γιά τούς φυλακισμένους, μέσα στούς «άλλους» είναι κι
οί λεύτεροι συμπατριώτες τους. Λόγια πού άπευθύνονται
στούς γονείς, στούς φίλους, στό λαό, αν καί έχουν μιά
διάχυτη τρυφερότητα, περιέχουν ταυτόχρονα μιά άπό-
χρωση (πού έκφράζεται ή υπονοείται): «Εσείς, πού, αντί
θετα μ’ εμάς, ζείτε λεύτεροι».
Καί μέσα στούς κρατούμενους (τών στρατοπέδων συγ-
κεντρώσεως κυρίως) υπάρχουν πολλές καί περίπλοκες έν
νοιες τού «Εμείς». ’Οφείλονται πρώτα πρώτα στήν κοινω
νική δομή τού στρατοπέδου. ’Απ’ αυτή τήν άποψη ό «άΛ-
λος» ήταν κάθε κρατούμενος πού είχε κάποια υπευθυνότη
τα: οί φύλακες, οί επιστάτες, οί ομαδάρχες, οί γραφιάδες
κλπ. Αυτό πού τούς ξεχώριζε ήταν πώς είχαν τήν εξουσία
(σέ διάφορους βαθμούς) καί κάθε έξουσία, στό στρατό
233
πεδο χρησίμευε μπορεί νά πει κανείς, έξ ορισμού, όχι γιά
τό καλό, άλλα γιά τό κακό τών κρατούμενων. Παράλληλα,
μιά «θέση» συμβάδιζε με μιά καλύτερη υλική κατάσταση:
διατροφή, ρουχισμό, άνάπαυση, χώρια τίς δωροδοκίες άπό
τούς κατώτερους καί τίς λίγο πολύ ϋποπτεςς «δουλειές».
Μερικοί βαθμοφόροι κρατούμενοι ζούσαν σε συνθήκες πο
λυτέλειας πού, μερικές φορές, έπαιρναν σκανδαλώδεις
μορφές. Σ' όποιαδήποτε περίπτωση ό άξιωματοϋχος ξεχώ
ριζε μέσα σ’ όλους αυτούς τούς εξαντλημένους καί πεινα-
σμένους άνθρώπους.
Σ' ορισμένα κείμενα, οί συγγραφείς εκφράζουν άθελα
τους, τή διάκριση άνάμεσα στά «Εμείς». Περιγράφοντας
τό ένα ή τό άλλο γεγονός, άναφέρουν ξεχωριστά (καί κα
μιά φορά στήν ίδια φράση!) τούς κρατούμενους καί τούς
άξιωματούχους (προύχοντες- στή θέση αυτής τής λέξης,
πολλές φορές μπαίνει άλλη, πιό συγκεκριμένη). Σ’ αυτή
τήν περίπτωση ή έκφραση κρατούμενος εννοεί «Ε μείς, τό
προλεταριάτο τού στρατοπέδου», σ’ άντίθεση μέ «εκεί
νους», τούς προύχοντες. ’Ηθικά, ή λέξη προύχοντες έχει
συνήθως μιά υποτιμητική έννοια. Μερικές φορές, είναι
άλήθεια, συνοδεύεται μ’ ένα επίθετο, καλός, τίμιος, κλπ.
Πράγμα πού σημαίνει πώς εκείνος ήταν καλός ή τίμιος
παρά τό άξίωμά του.
Στόν άλλο πόλο τής ιεραρχίας τού στρατοπέδου, βρί
σκονταν οί βρωμιάρηδες. Νά πώς τούς περιγράφει ό Γ.
Τιγιόν: «Είχαν πρό πολλού ξεπεράσει αυτό πού λέμε άδυ-
ναμία κι ήταν πολύ κοντά στό θάνατο, άπό άσιτία (στήν
αυτοψία έβρισκαν όλα τά όργανα άτροφικά· τό συκώτι
ήταν όσο κι ενός λαγού). ’Ανίκανοι γιά έσωτερική καί κοι
νωνική πειθαρχία, είχαν σταματήσει πιά νά πλένονται καί
νά ψειρίζονται. Ντυμένοι μ’ άπίθανα κουρέλια, γεμάτοι
κακοφορμισμένες πληγές πού ποτέ δέν τίς είχαν φροντίσει,
μέ μολύνσεις στό δέρμα καί τραχώματα. Δέρνονταν άγρια,
(μέ ή χωρίς αιτία) άπ’ όλες τίς γεροδεμένες Γερμανίδες τού
στρατοπέδου (γυναίκες-φύλακες τών Έ ς-Έ ς ή κρατούμε
νες βαθμοφόροι είχαν τίς ίδιες άντιδράσεις). Ρίχνονταν
234
μπρούμυτα μες στις λάσπες γιά νά γλείψουν τή σούπα από
κάποια άναποδογυρισμένη καραβάνα. Χωρίς φίλους, χω
ρίς συντρόφους, χωρίς ελπίδα, χωρίς άξιοπρέπεια, άπ’ όσο
φαίνεται χωρίς σκέψη, τούς κινούσε μόνο ή πείνα κι ό
φόβος. Προορισμένοι τελικά νά πεθάνουν σάν ποντίκια σ’
ένα άπό τά άνθρωποκυνηγητά, πού τά ’λεγαν διαλογές».
Σέ μερικά έργα, οί «βρωμιάρηδες» άναφέρονται σάν
στοιχείο σχεδόν άναπόφευκτο τού τοπίου τών στρατοπέ
δων συγκεντρώσεως: «Πάνω στά ξνλοκρέβατα κεέτονται
(...) οί βρωμιάρηδες μισοπεθαμένοι. / Ό πυρετός λιώνει
τούς καταφαγωμένονς ά π ’ τίς ψείρες σκελετούς». Οί περι
γραφές γίνονται άπό απόσταση. ’Αφορούν σχεδόν πάντα
κάποιον πού 'παψε νά είναι μέρος τού «’Εμείς» καί πού
'γίνε ένας «άλλος», ξένος.
Εκτός άπό τόν αριθμό τους, οί κρατούμενοι είχαν στό
στήθος τους - όπως ήδη άναφέραμε - κι ένα διακριτικό
σήμα. Εξαιρώντας τίς διάφορες παραλλαγές, έκαναν χον
τρικά διάκριση άνάμεσα: α) στούς πολιτικούς κρατούμε
νους καί 6) στούς κρατούμενους κοινού ποινικού δικαίου.
Αυτή ή διάκριση (πού στηριζόταν σέ γεγονότα πού γιναν
πρίν άπό τή σύλληψη) έντάθηκε άπό τόν κανονισμό τού
στρατοπέδου καί τή συμπεριφορά τών ποινικών. Αυτούς
ειδικά οί Έ ς-Έ ς τούς κακομεταχειρίζονταν λιγότερο άπό
τούς άλλους. Τούς είχαν περισσότερο τού χεριού τους,
τούς άνέθεταν πιύ συχνά εύθύνες κι αυτοί τίς έκτελούσαν
μέ μεγαλύτερο ζήλο άπό τούς άλλους. Τέλος οί ποινικοί,
χωρίς νά ’χουν συγκεκριμένη στάση άπέναντι στό ίδιο τό
σύστημα, έδειχναν λιγότερους ήθικούς ενδοιασμούς.
Πολλά κείμενα έχουν σάν άντικείμενο τή συμπεριφορά
τους. Καί σχεδόν πάντα, όταν γίνεται λόγος γιά κάποιο
ποινικό, τύ όνομά του συνοδεύεται άπό τό επίθετο πράσι
νος1. Ό όρος χρησιμοποιείται καί σάν ουσιαστικό: «Τίταν
ένας πράσινος».
235
Και τώρα μερικές παρατηρήσεις σχετικά με την έθνικό-
τητα των κρατούμενων. Στις παραδοσιακές διαφορές πού
προϋπήρχαν, έρχονταν νά προστεθούν κι οι διαφορές πού
δημιουργούσε ή ζωή τού στρατοπέδου. Κρατούμενοι όρι-
σμένων εθνικοτήτων έπαιρναν δέματα, ένώ άλλοι δέν
έπαιρναν. Υπήρχε άκόμα μιά διαβάθμιση στις ταλαιπω
ρίες πού περνούσαν (Εβραίοι, Ρώσοι). ’Από τήν άλλη,
ορισμένες εθνικότητες (χάρη στήν άρχαιότητά τους στό
στρατόπεδο ή χάρη στίς σχέσεις τους μέ «άξιωματούχους»)
βρίσκονταν σέ καλύτερη θέση άπό άποψη δουλειάς, ομά
δων κλπ. Έ τσι οί διαμάχες άνάμεσα στίς εθνικότητες αυ
ξάνονταν καί καταγράφτηκαν σέ έργα μέ μορφή «ημερο
λογίων», πού έξ ορισμού καθρεφτίζουν τά όσα συνέβαιναν
στό στρατόπεδο. Τό περίεργο είναι ότι οί διαμάχες αυτές
δέ συναντιόνται καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) στά έργα
πού προϋποθέτουν μιά επιλογή στοιχείων (ποιήματα κλπ.).
Είναι φανερό πώς καί σ’ αυτή τήν περίπτωση πρόκειται
γιά μιά αυθόρμητη εσωτερική λογοκρισία. Εξάλλου, ή
σιωπή αυτή ήταν πρόσκαιρη: τό θέμα θά θιχτεί πάλι στίς...
αναμνήσεις πού έκδόθηκαν μεταπολεμικά.
Θά μπορούσαμε νά πολλαπλασιάσουμε τίς διάφορες
όψεις τού «Εμείς». Δημιουργούνταν άνάλογα μέ τίς συν
θήκες καί ήταν ρευστές. Παραδείγματος χάρη, σέ μερικά
στρατόπεδα (Άουσβιτς, Μπούχενβαλντ κλπ.), οί «πολιτι
κοί» πέτυχαν ένα διάστημα νά παραμερίσουν τούς «ποινι
κούς», νά πάρουν «εξουσίες» καί νά δώσουν στούς δικούς
τους άνθρώπους διάφορες «υπευθυνότητες». Στό κομμα
τιασμένο κατά εθνικότητες «Εμείς», οί παράνομες διε
θνείς οργανώσεις άντιπαρέθεσαν ένα «Εμείς» άνάλογα μέ
τήν ιδεολογία («Εμείς, οί αντιφασίστες», κλπ.).
Πολλοί «άλλοι» προήλθαν άπό ένα προδομένο «’Εμείς»:
«Αυτοί, οί γνήσιοι Γερμανοί». «Αυτοί, οί χαφιέδες». «Αυ
τοί, οί δοσίλογοι» διαφόρων ειδών. Ύποδείχνοντας έναν
καταδότη (σέ μιά επιγραφή στούς τοίχους τής Φρέσν),
διάφοροι κρατούμενοι προσθέτουν πώς αυτός είναι Γάλλος
ή Γαλλίδα: «Ε. Α..., δραπέτης άπ’ τή Γερμανία. Τόν πού
236
λησε μιά γυναίκα, Γαλλίδα». Καταλαβαίνουμε πώς αυτός
πού τό ’γράψε εννοεί ότι ή γυναίκα αυτή πρόδωσε τό
«’Εμείς, ό γαλλικός λαός». Με τήν έπιγραφή «Προδομένος
άπό ένα Γάλλο», ένας άεροπόρος τών συμμαχικών δυνά
μεων θέλει νά πει οτι ό καταδότης πρόδωσε τό «’Εμείς, οί
λαοί στόν άγώνα ενάντια στόν κοινό έχθρό». Ή ίδια ιδέα
έκφράζεται άμεσα στήν παρακάτω φράση: «Τόν έδωσε
στους Γερμανούς ένας προδότης 18-1-43».
Τό προδομένο «Εμείς» είναι ένα θέμα στό όποιο άνα-
φέρονται πολλά γραφτά εκτός τών άλλων, καί σχετικά μέ
τή στάση άπέναντι στούς κυνηγημένους άπό τόν κατακτητή
Εβραίους. Στήν Πολωνία άσχολήθηκαν μέ τό θέμα τόσο οί
Εβραίοι όσο καί οί μή Εβραίοι. Ό Ε βραίος Μ. Γκεμπίρ-
τιχ γράφει:
237
του «Campo de Flori». Ό ίδιος συγγραφέας σ’ ένα άλλο
άξιόλογο ποίημα «Ό φτωχός Χριστιανός μπροστά στό
γκέτο» έκφράζει τό θέμα «Εμείς» καί «οί ’Άλλοι» μέ έκ-
πληκτικές μεταφορές.
Γ. Μοναξιά
« Ά χ αυτή τή μοναξιά τού “μυστικού”, αύτή την άπομό-
νωση των ζωντανών, αυτό τό βάσανο τής άνημπόριας, τά
κατοικούν τά χρόνια πού ’ζησα, όνειρα πού ’ναι νά
'ρθουν».
Πολλές φορές, οί κοινωνικές συνθήκες έπέβαλλαν μιά
τέτοια μοναξιά. 'Αν καί δέν έλειπαν τά μέσα νά επικοινω
νήσει μέ τούς άλλους ζωντανούς, ό άνθρωπος έμενε μόνος
γιατί οί συνθήκες τόν αποξένωναν από τούς παλιούς του
φίλους. Μιά τέτοια κατάσταση είναι καί τό θέμα τού «Τη
λεφώνου» (τού Σλένγκελ):
238
καί τώρα πιά όέν έχω
ο ντε κι άπ τό τηλέφωνο
φίλο γιά νά μιλήσω (...)
240
*Ακόμα κι άν τά σημερινά κράτη καταλνθοϋν (...),
Τά τσεκούρια γιά μένα άκόμα θά γυαλίζουν,
Γιά νά πεθάνω - ξένος καί μόνος.
Παρακάτω:
242
Μελλοθάνατοι.... Τό ξέρεις
γιατί νά κρύβεσαι λοιπόν,
καί νά ζητάς παρηγοριά
σ' εύκολα λόγια;
(...) Ή ζωή στόν καιρό μας
άγγιζει τό θάνατο.
Ησύχασε άγάπη μον,
στέγνωσε τά γαλανά σου μάτια.
243
14
Θέματα
245
μέσα στό θάνατο καί την παραφροσύνη. Τη στιγμή
πού ή Στέφα (κορίτσι τής ήλικίας του) ξεφεύγει μπρο
στά στούς ντυμένους μέ στολή δολοφόνους, έκεΐνος
(πού όρμά νά τή σώσει) δέχεται μιά σφαίρα καί πέφ
τοντας μένει επί τόπου γιατί οί Γερμανοί τόν νομίζουν
νεκρό. Τό έπόμενο κεφάλαιο μιλά γιά μιά άλλη επιχεί
ρηση καί γιά τήν εξόντωση των δυό οικογενειών. Τό
άγόρι τρέχει τρελαμένο νά βρει τή Στέφα, μόλις άνα-
καλύπτει πώς σκότωσαν τή μητέρα του καί πήραν τούς
δικούς του. Καί νά ή έρωτική σκηνή:
«Στέκεται όρθια μπροστά στήν πόρτα. Τά μαντεύω
όλα άμέσως. Έ χει δυό μεγάλα δάκρυα στά μάτια της.
Σωπαίνει. Πιάνω τά παγωμένα της χέρια κι έχω τήν
έντύπωση πώς άγγίζω τά νεκρά χέρια τής μητέρας
μου. Είμαστε τόσο μικροί κι έρημοι μέσα σέ τούτη τήν
απεραντοσύνη (...) τού θανάτου. Ή νύχτα βαθαίνει τή
σιωπή μας. Κρατιόμαστε άπό τά χέρια, καθισμένοι στό
κατώφλι τού σπιτιού όπου βασιλεύουν τό κενό κι ή
βουβή φρίκη. Νά πεθαίναμε έτσι γιά νά μή θυμόμαστε,
νά μή βλέπουμε, νά μήν υποφέρουμε...»
’Αργότερα, βρίσκεται στή φυλακή, όπου (έπιφορτι-
σμένος νά κόβει τά μαλλιά τών γυναικών), γίνεται
άναγκαστικά μάρτυρας εξωφρενικών σαδιστικών ορ
γίων. Στήν ίδια φυλακή πηγαίνουν καί τή Στέφα του.
Γιά νά τή σώσει άπό τά άνείπωτα μαρτύρια πού επέ
βαλλαν στις γυναίκες οί Γερμανοί πρίν τίς θανατώ
σουν, τής δίνει δηλητήριο, μέσα σέ καραμέλα.
246
Κρύσταλλοι πόνον
Σκέπαζαν τή νεκρική πομπή πού άρπαξε
από μένα τό κορμί σου.
*Έκανε κρύο
ήτανε σκοτάδι
Καί τό πικρό χαλάζι
κροτάλιζε
Μές στον Βοριά τή θύελλα
Πάνω στό σνρματόπλεχτο φέρετρο τής
έλπίόας μας.
247
οτικιά τους νά ξαναφτιάξει τή ζωή της μ’ ένα δεύτερο
γάμο, μέ τήν ευχή νά βρουν τά παιδιά (άν υπάρχουν) <πό
μελλοντικό σύζυγο ένα δεύτερο πατέρα.
’Από τήν άλλη, ή σκέψη τού κατάδικου στρέφεται στήν
οίκογένειά του πού έχει ήδη δολοφονηθεί. Οι άναμνήσεις
ξαναζωντανεύουν τόν πόνο καί τήν άγανάκτηση ένάντια
ατούς δολοφόνους.
248
νΑχ! γιά τή μάνα μον τίποτα όέ θά σάς πώ (...)
Τή μάνα μον! (...)
249
προβλέψεις γιά τό μέλλον (γιατί μάλλον γιά προβλέψεις
πρόκειται) προλέγουν τήν ώρα τής έκδίκησης (έννοια πού
απαντιέται πιό συχνά άπ’ όλες), την ειρήνη, τήν ευτυχία,
τη χαρά, τήν ελευθερία, τήν άνοικοδόμηση κλπ. Πολλές
φορές οί έννοιες αυτές άποδίδονται μέ πάθος καί βαθύ
συναίσθημα («τό μικρό παιδί των ονείρων μου: ή λευτεριά,
ή λευτεριά πού τίναξε τό δρόμο στόν άέρα», κλπ.). Πα
ρόλα αύτά είναι σχεδόν πάντα άφηρημένες εικόνες. Συν
ήθως τό συγκεκριμένο έκφράζεται μόνο άρνητικά. Είναι
κυρίως ή άναφορά σέ φαινόμενα πού θά έχουν στό μέλλον
εξαφανιστεί: ή άδικία, ή φυλακή, οί διώξεις κλπ. Ή άκό-
μα, όταν ό συγγραφέας (παρόλο πού χαιρετίζει τήν κον
τινή ήττα τού έχθρού, τήν ανάκτηση τής λευτεριάς κλπ.)
άναλογίζεται ώστόσο πώς οί συμφορές πού ’φερε ό κατα-
κτητής είναι άνεπανόρθωτες, γιατί κανείς δέ θά ξαναδώσει
τή ζωή στά θύματα.
250
Ποιά βρισιά θά ξεστομίσουν
Συκοφαντία βγαλμένη άπό κτηνώόικα
σφιγμένα δόντια;
Ποιανού λαού τό πρόσωπο τό μέλλον
θ' άπαιτήσει;
Ποιανού τό αίμα χωρίς λόγο θά χυθεί
Στό ρυάκι τού δρόμου,
Στρωμένου μ έπιτύμβιες πλάκες
παλιών νεκροταφείων.
(...)
Καί τώρα άγαπημένο μου παιδί
(...)
7 /ρ 0 ’ ή στιγμή των άποχαιρετισμών...
(...)
’Ά ς πούμε άντίο λοιπόν σ ’ ό,τι άγαπήσαμε.
(...)
Στά τραγούδια πού μισοτελειωμένα αίωροϋνται
στό δωμάτιο
Καί πέρα άπό μάς ταξιδεύουν
"Οταν εμείς οδηγούμαστε στόν τάφο (...)
Πάνω σέ τούτο τό τραπέζι (...)
Μάς μαγείρευε ή φτωχή σου ή μάνα
”Αν κι ήτανε φορές πού τίποτα
Δέν είχαμε νά φάμε (...)....
Γράφει ό Σ. Τσάγιεβιτς στό ποίημα «Φύγε άπό δω».
252
πιά» όέ θά ξαναδώ αυτό τό τοπίο «ποτέ πιά» δέ θ’ άγκα-
λιάσω τή γυναίκα μου, τά παιδιά μου ■ «ποτέ πιά» δέ θά
ξαναδιαβάσω... κλπ.
Οί συγγραφείς κάνουν τόν «τελευταίο άπολογισμό» τής
ζωής καί τής συνείδησής τους.
Ό λ α αυτά είναι άκόμα ή οφειλή πρός τή ζωή: τό βλέμμα
πρός τά πίσω. Ή αίσθηση του θανάτου ερμηνεύεται μέ τίς
προσεγγίσεις καί τίς προβολές τού φαινόμενου αυτού:
Φοβάμαι (.......)
Λύτό τό σιγανό θάνατο άπό σήψη (...)
Α χ ! νά πεθάνω πιά
Στό στρατόπεδο
Πού μυρμηγκιάζει
Α πό περιπλανώμενα πτώματα.
254
Μάταια θά πασχίζει τό τσακάλι νά μ άρνηθεϊ την
επικήδεια τελετή.
Τά όνειρα τής νιότης μου σέ νεκρική πομπή
θ' άκολονθοϋν.
Καί τό τραγούδι που δέν έγραψα λεύτερο θά
χαθεί στόν ουρανό.
255
νομενικές. Είναι τά ίδια τά υλικά φαινόμενα πού άλλαξαν,
σε σημείο νά πάρουν την έντονη μορφή τού παράδοξου.
- Τ α πρ ο βλ ή μ α τ α θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ή ς πίσ τη ς καθρεφτίζουν
μιάν άλλη πλευρά τού προβληματισμού των κρατούμενων.
Έ νας ειδικότερος στόχος μας θά ήταν νά καθορίσουμε σε
ποιό βαθμό επηρέαζε ή κατάσταση τού μελλοθάνατου τό
θρησκευτικό του συναίσθημα. Τό πρόβλημα είναι άρκετά
εύρύ γιά νά χωρέσει στά πλαίσια τού κεφαλαίου. Ό πω ς
γιά τά θέματα πού θίξαμε προηγουμένως, έτσι κι εδώ δέ
θά εξετάσουμε παρά την άντανάκλασή του, σέ γενικές
γραμμές, μέσα στά κείμενα. Εξάλλου, τό πρόβλημα αυτό
αποτελεί τό άντικείμενο πολλών άναμνήσεων πού έχουν
γραφτεί μεταγενέστερα.
Πρέπει νά γίνει διάκριση άνάμεσα στούς κρατούμενους
φυλακών καί στούς κρατούμενους τών στρατοπέδων. Γε
νικά ή φυλακή δέν προκαλεϊ πολύ μεγάλες άλλαγές. Αυτό
άποδεικνύεται, άν εξετάσουμε τά τελευταία γράμματα τών
κατάδικων. "Οσοι είχαν μιά θρησκευτική πίστη πρίν από
τήν καταδίκη τους, τήν κράτησαν: ζούσαν βαθιά τήν τε
λευταία μετάληψη, έλπιζαν νά ξαναδούν τούς δικούς τους
στόν άλλο κόσμο κλπ. ’Αντίθετα, στά γράμματα έκείνων
πού δέν είχαν κάποια θρησκευτική πίστη άπό πρίν, τά
θρησκευτικά θέματα άπουσιάζουν εντελώς.
Τό φαινόμενο έξηγεϊται άπό τό γεγονός πώς ή φυλακή
δέν προσθέτει ουσιαστικά στοιχεία. Ή μοναξιά τής φυλα
κής, ή απομόνωση άπό τόν εξωτερικό κόσμο, δέν έκαναν
τίποτα περισσότερο άπό τό νά ενισχύουν τά συναισθήματα
πού προύπήρχαν. Ή προσέγγιση τού θανάτου έδινε σ’
αυτά περισσότερο νόημα. Παρόλα αυτά δέν υπήρχαν τά
άποκαλυπτικά γεγονότα πού θά προκαλούσαν μιά άνα-
θεώρηση τών συναισθημάτων αυτών στ ή βάση τους.
256
(...). Τά πράγματα άποκαλύπτονται πιό άπλά καί μαζί
πιό παραστατικά, πιό συγκεκριμένα. Πρώτ’ άπ’ όλα ό
Θεός, ό Κύριος, έγινε πιό πραγματικός». Ό ίδιος συγ
γραφέας, μετά την έπίσημη θανατική καταδίκη του:
«Τώρα ή ζωή μου είναι παράξενη. Ξαναποκτά κανείς
τόσο γρήγορα τή συνήθεια νά ζεΐ, πού πρέπει νά θυμί
ζει μέ τή βία στή συνείδησή του τή θανατική καταδί
κη.» Καί παρακάτω: «Τί επιδιώκει ό Θεός μέ όλα αυ
τά; Είναι ένα μάθημα ελευθερίας καί τέλειας θυσίας;
(...) Ή μήπως μιά άπόδειξη πίστης; Τί πρέπει νά κάνω
τώρα γιά νά μή γίνω άπιστος; Πρέπει νά συνεχίσω νά
πιστεύω παρόλη τήν άβεβαιότητα; Είναι άπιστία νά
δυσπιστεΐς; Πρέπει μήπως ν’ άφεθώ (...) καί νά περι
μένω μόνο τήν κρεμάλα;»
Ή άντίθετα:
258
δύναμη νά πεθάνουμε, δώσε σ' όλους μας την άπαραί-
τητη δύναμη, γιά νά ζήσουμε.
259
Δέν ήταν μές στην απαίσια καπνιά
Ά π ’ τά καμένα σώματα καί στό ήμίφωζ των
θαλάμων άερίον
260
νΩ γλνκιά μου μητέρα, πού ή καρδιά σου
όλα τ ’ άντέχει
Γιατί τόσος ήλιος, γιατί τόση νιότη,
Γιατί δεν είσαι πιά εκεί πάνω κι ό Θεός δέν είναι
Θεός πιά;
261
»Ξάπλωσα στό κρεβάτι μου. 'Η διπλανή μου όμως
μέ ρώτησε άν νηστεύω τη σαρακοστή. Δεν ήξερα. Νη
στεία σημαίνει θρησκεία. Είναι ή άνάμνηση των συμ
φορών τών Εβραίων τόν καιρό τής αιχμαλωσίας στήν
Αίγυπτο3 κι εγώ, είμαι επίσης Εβραία. Δε θέλησα νά
σκεφτώ βαθύτερα, γιατί αισθανόμουν πώς θά ’παυα
νά πιστεύω στήν ύπαρξη τού Θεού κι ή πίστη είναι
καί ελπίδα. ’Αποφάσισα νά νηστέψω». Τήν έπομένη, ή
καινούργια μέρα στό στρατόπεδο φέρνει τίς γυναίκες
στήν πραγματικότητα. Κι αύτή τή φορά μόλις μπήκαν
στήν παράγκα:
»’Άλλες έβγαλαν ένα χαρτί μέ μιά προσευχή γιά
τούς νεκρούς κι άλλες έκλαιγαν. Έγώ άντί νά προσεύ
χομαι ή νά κλαίω, άρχιζα ν’ άμφιβάλλω. Δέν ήταν
άπάτη όλα αυτά; Γιατί, λοιπόν, ή νηστεία; Μήπως
υπάρχει κανένας θεός; Κι έπαψα πάλι νά πιστεύω».
3. Ή νεαρή σι»γγραφέας αύτή τή φορά κάνει λάθος, πράγμα πού δύν £χει
εςάλλοΐ’ σημαοία.
262
μ ε !» -« Θ ’ άναρωτηθούν μερικοί, πώς μπορεί μιά
ύπαρξη με λογικό νά παρακαλεί τό Θεό χωρίς νά τόν
πιστεύει (...)· Ή οριστική άλήθεια γιά τό παράλογο
δεν έχει βρεθεί, έχω λοιπόν τό δικαίωμα νά παρακα
λώ». - «νΑν δεν υπήρχε Θεός, θά ’πρεπε νά τόν ανα
καλύψου με». - «Ή άνάγκη γιά λύτρωση δημιουργή-
θηκε άπό τήν αγωνία καί τήν οδύνη καί δε σκοπεύει
παρά σε μιά καθαρά επίγεια άπελευθέρωση». - «Κατά
τή γνώμη μου, νά ποιά είν’ ή “λύση” τού θρησκευτι
κού προβλήματος: Ό π ο ιο ς άναζητάει τό θεό, ανακα
λύπτει τόν εαυτό του, άνακαλύπτει τό φόβο καί τήν
άδυναμία του μπροστά στήν εχθρική δύναμη, παράλ
ληλα με τήν έντονη έπιθυμία του νά ξεφύγει άπ ’ τό
φόβο, απ’ τήν οδύνη τού θανάτου».
264
(...) Μή με ρωτάτε (...) γιά την Καρσιλίδκα4,
τό Γιεχουπέτζ4.
Σταματεϊστε. Μή γυρεύετε κανένα:
τούς Μεναχέμ Μ αντέλ5, τούς Τουδιέ Μ ίλχικερ5,
(...) τούς Μότκε-Γκάνεδ5 (...).
Ποτέ πιά εδραία μάνα δέ θά νανουρίσει τό
παιδί της (...).
Ποτέ πιά (...) οι συγγραφείς (.......) κλπ.
265
15
268
σιους του γκέτο κι έτσι κέρδιζαν ένα κομμάτι ψωμί γιά τόν
εαυτό τους καί την οίκογένειά τους. Κάθε φορά μερικά
άνάμεσά τους έπεφταν κάτω άπό τίς σφαίρες, τή στιγμή
πού περνούσαν τόν τοίχο. Στό γκέτο ήταν πολύ γνωστό τό
τραγούδι τής Έριέτας Λαζοβέρτ, « Ό μικρός σαλταδό
ρος»:
269
στους πιό άνυπερά άπιστους άπ’ όλους τούς κατατρεγμέ
νους: στά παιδιά· καί πιό πολύ στά παιδιά τού δρόμου:
άνέλαβε τή διεύθυνση ένός ορφανοτροφείου.
Τό καλοκαίρι τού 1942 άρχισαν οί μαζικές μεταφορές
στά κρεματόρια. Τό κατακτητικό πρόγραμμα τών Γερμα
νών πρόβλεπε γιά τίς 10 Αύγούστου, άνάμεσα σ’ άλλα, καί
την εξόντωση τών παιδιών τού ορφανοτροφείου πού διεύ-
θυνε ό Γιάνους Κόρτσακ. Παρόλ’ αυτά, έδωσαν στόν ίδιο
ένα ειδικό πιστοποιητικό πού τού εξασφάλιζε τή ζωή. Ό
Κόρτσακ άπάντησε μόνο μέ μιά βουβή κίνηση τού κεφα
λιού σ’ έκείνους πού τού ’φεραν τό χαρτί μέ τή «γερμανική
χάρη». Μπήκε μέ τή θέλησή του επικεφαλής τής φάλαγγας
τών παιδιών του. Προχωρούσε άργά, μ’ άσκεπο τό κεφάλι,
μέ σταθερό κι άφοβο βλέμμα, διασχίζοντας τούς μαρτυρι
κούς δρόμους όπου χόρευε ό θάνατος. Έ να παιδί τόν κρα
τούσε άπό τό σακάκι, ενώ εκείνος κρατούσε δυό μικρά
στήν άγκαλιά. Ανέβηκε μαζί τους στά βαγόνια τού θανά
του κι έτσι, μαζί, χάθηκαν στήν κόλαση τής Τρεμπλίνκα.
Τί είπε στά παιδιά του, μέ ποιό τρόπο προσπάθησε νά
τούς δώσει χαρά στή διάρκεια τού τελευταίου ταξιδιού,
δέν τό ξέρουμε, παρά μόνο μέσα άπό χίλιους θρύλους.
Γεννήθηκαν άπό τήν επόμενη μέρα κι είναι ό ένας πιό
συγκινητικός άπ’ τόν άλλο, διαποτισμένοι όλοι μέ τό ίδιο
γοητευτικό πνεύμα τών βιβλίων τού Κόρτσακ. Καί όλοι
έχουν τήν ίδια κατάληξη: «Έτσι θά φερόταν ό μικρός βα
σιλιάς Ματίας στό νησί τών κανίβαλων» (είναι ό ήρωας κι
ό τίτλος ένός άπό τά βιβλία τού Κόρτσακ).
Γιατί ή πράξη τού Κόρτσακ πήρε άξια συμβόλου ή μάλ
λον κοινού παρονομαστή πολλών άνάλογων πράξεων;
Γιατί άκριβώς ήταν ύπόδειγμα ήθικής στάσης μέσα στό
οργανωμένο χάος, ηθελημένο άποτέλεσμα τής γερμανικής
μεθόδου «Τάρνουνγκ» (έξαπάτησης), τήν όποια ήδη
έχουμε άναφέρει. Ή «'Υπόθεση Κόρτσακ» άντανακλούσε
καί συνόψιζε τή χιτλερική υποκρισία μέ ιδιαίτερα φανερό
τρόπο, καί νά γιατί:
Τά γκέτο άποτελούσαν νησίδες πείνας κι έπιδημιφν.
270
Στίς συνθήκες αυτές οί Ε βραίοι οργάνωσαν περίθαλψη
γιά τούς φτωχούς, νοσοκομεία γιά τούς άρρωστους, άσυλα
γιά τούς γέρους, ορφανοτροφεία γιά τά παιδιά. Ή διαχεί
ριση αυτών των ιδρυμάτων άποκτούσε προφανώς άπ’ την
πλευρά της ιδιαίτερες θυσίες. Οί Γερμανοί έδωσαν την έγ
κρισή τους γιά τή λειτουργία τους. Σέ λίγο όμως φάνηκε
πώς, τόσο οί φτωχοί πού περιθάλπονταν, όσο κι οί άρρω
στοι στά νοσοκομεία, τά παιδιά στά ορφανοτροφεία κι οί
γέροι στά άσυλα, ήταν οί πρώτοι πού ό κατακτητής προό
ριζε γιά θάνατο. Έ τσι, τά ιδρύματα αυτά δέν ήταν στήν
πραγματικότητα παρά τόποι συγκέντρωσης γιά τό τελευ
ταίο ταξίδι. "Ολη ή αύτοθυσία τών οργανωτών καί τού
προσωπικού δέ χρησίμευε γιά νά τούς βοηθήσει, άλλά
άντίθετα, γιά νά διευκολύνει άθέλητα τό γερμανικό έγκλη
μα.
Έ τσι ό άνθρωπος άπόμεινε μόνος, όχι μόνο εκτεθειμένος
στήν παντοδυναμία τής άπάνθρωπης βίας, άλλά καί στε
ρημένος άπό τίς ίδιες τίς εσωτερικές του αξίες. Κι άκριβώς
σ’ αυτό τό κλίμα, παρουσιάστηκαν οί πολυάριθμες εκδη
λώσεις προσωπικής άξιοπρέπειας: οί γιατροί κι οί νοσο
κόμες βάδιζαν μέ τή θέλησή τους στό θάνατο, μαζί μέ τούς
άσθενείς τους, οί μητέρες μαζί μέ τά παιδιά τους, οί παι
δαγωγοί μέ τούς μαθητές τους.
Στά κείμενα τής εποχής, «'Η υπόθεση Κόρτσακ» είχε μιά
ιδιαίτερη άπήχηση. Στό ποίημά του, άφιερωμένο σ’ εκείνο
τό γεγονός, ό Σλένγκελ καταλήγει:
271
Πρησμένα από τήν πείνα, μέ πρόσωπο μπλαδί,
Γέροι άνήμποροι, πέντε χρόνων.
ΓΙέθανε:
272
όταν άρνήθηκε νά υπακούσει στις διαταγές τους. Ή Ίσα-
βέλα Γκέλμπαρντ έπαινεΐ τόν ’Αβραάμ Γκέπνερ, μέλος τού
Εβραϊκού Συμβουλίου, πού άρνήθηκε νά πάει στό κατα
φύγιο πού τού πρόσφεραν οι «άριοι» φίλοι του, γιατί
ήθελε νά πεθάνει μαζί μέ τούς συντρόφους του. Γι’ αυτή
τήν περίπτωση γίνεται άναφορά στό παράδειγμα τού κα
πετάνιου πού βουλιάζει μαζί μέ τό πλοίο του.
Τό ίδιο έκτιμούσαν αυτή τή στάση τά κείμενα πού μι
λούσαν γιά τήν ένεργητική άντίσταση. Στό στρατόπεδο τού
Λβόφ, όταν ή «ταξιαρχία τού θανάτου» προετοίμασε τήν
εξέγερση καί τήν απόδραση, ένα μέρος τών κρατούμενων
έμεινε θεληματικά μέσα, γιά ν' άποσπάσει τήν προσοχή
τών γερμανών δεσμοφυλάκων. Τό γεγονός αυτό είναι όλο-
φάνερο ότι ίσοδυναμούσε μέ τή συνειδητή έκλογή τών
μαρτυρίων καί τού θανάτου. Έ να ς άπ’ αυτούς πού έμει
ναν, ό Γιεχούντα Γκόλντμπεργκ, φώναζε στούς συντρό
φους του τήν ώρα άκόμα πού άπομακρύνονταν: «Καληνύ
χτα! Καλό δρόμο! Ό Θεός νά σάς βοηθήσει νά ζήσετε καί
σέ μάς νά χαρίσει εύκολο θάνατο». Τό ίδιο καί στή διάρ
κεια τής εξέγερσης τού 5οηάεΓΐ(οιηιηΒηάο στό Άουσβιτς-
Μπίρκεναου, ένας χρονικογράφος τού στρατοπέδου εξυ
μνεί «τό θάρρος καί τό πνεύμα αυτοθυσίας τριών συντρό
φων μας, πού ’μειναν στό στρατόπεδο γιά ν’ άνατινάξουν
τό κρεματόριο λίγο πρίν πεθάνουν οί ίδιοι. (...) Έμειναν
γιά τήν έπιτυχία τής κοινής μας υπόθεσης. (...) Ναι, εκεί
κάτω πέθαναν οί καλύτεροι άπό μάς, άληθινά οί καλύτε
ροι: άντρες μέ μεγάλη άξια άντρες πού μαζί τους μπο
ρούσες άξια νά ζείς καί νά πεθαίνεις».
Μέ τόν καιρό καί τήν έξέλιξη τής ένοπλης άντίστασης
έμφανίστηκαν άλλου είδους παραδείγματα, μες στά κείμε
να.
Σέ μερικά γκέτο, στούς κόλπους τών οργανώσεων συζη
τούσαν τά άκόλουθα προβλήματα: πρέπει νά στείλουμε
μαχητές στά δάση γιά νά δημιουργήσουν άντάρτικες όμά-
δες, ή καλύτερα τό άντίθετο, νά οργανώσουμε τόν άγώνα
στήν ίδια τήν καρδιά τού γκέτο; Τό ενδεχόμενο φυγής στό
274
άν είναι τό άποτέλεσμα, μπορούμε ν’ άγωνιστούμε ως
τό τέλος (.......).
Χέρσελ: Πρέπει νά μετατρέψουμε τό γκέτο σέ κά
στρο τού Μασαντά1 μέ κάθε θυσία καί νά δώσουμε
άξιο τέλος στην ιστορία των Εδραίω ν τοϋ Μπιαλι-
στόκ (...).
Χένοχ: νΑς μήν έχουμε αυταπάτες. Μάς περιμένει ή
όλοκληρωτική καταστροφή. Δέν έχουμε παρά νά δια
λέξουμε τό είδος τοΰ θανάτου, γιατί ούτε ή άντίσταση
στό γκέτο ούτε ή άντίσταση στό δάσος θά μιας σώσει.
Ή μόνη μας διέξοδος είναι νά πεθάνουμε μ’ άξιοπρέ-
πεια (...).
Χάιμ: Δέν υπάρχουν Ε βραίοι πιά. Μόνο ναυαγοί
υπάρχουν. Ούτε καί κίνημα υπάρχει. Υ πάρχουν μόνο
υπολείμματα. Δέ μπαίνει ζήτημα άξιοπρέπειας. νΑν
μπορούμε, πρέπει νά σώσουμε τή ζωή μας. Αίγο έν-
διαφέρει πώς θά μάς κρίνουν. Νά πάμε στό δάσος νά
κρυφτούμε. (Φωνές τών συντρόφων: Ό χ ι!)
Μόρντεχαι: (...) Βάζω ένα καφτό ερώτημα: οι σύν
τροφοι πού προτείνουν τή λύση τού «δάσους», π ι
στεύουν πώς πρέπει νά κρυφτούμε καί νά μήν άντι-
δράσουμε στή διάρκεια τής μελλοντικής «έπιχείρη-
σης»; (Ό λοι φωνάζουν: Ό χ ι, όχι) (...) (...).
Ντόρκα: (...) Θέλουμε νά πεθάνουμε μ’ άξιοπρέπεια.
Τό δάσος, είν’ άλήθεια, προσφέρει περισσότερες πιθα
νότητες έκδίκησης. Δέν πρέπει νά σκορπίσουμε μέσα
στό δάσος σάν άλήτες, άλλά ν’ άγωνιστούμε δυναμικά
σάν άντάρτες (.......).
275
ήταν ηγέτης τής Εβραϊκής ’Οργάνωσης Μάχης στό γκέτο
τής Βίλνας. Όταν γιά πρώτη φορά έπεσε στά χέρια τής
άστυνομίας (στις 15 ’Ιούλη 1943), κατάφερε νά δραπετεύ-
σει (μέ τή βοήθεια μερικών συντρόφων του). Τήν επομένη
ή Γκεστάπο έστειλε τελεσίγραφο: άν ό Βίτενμπεργκ όέ
βρεθεί (ζωντανός!) τό γκέτο θά βομβαρδιστεί μέ άεροπλά-
να. Έτσι ή όμάδα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δίλημμα χωρίς
διέξοδο. Ή πρώτη ερώτηση ήταν: επιτρέπεται ένας άγωνι-
στής νά παραδοθεϊ μέ τή θέλησή του; Κάθε τέτοιου είδους
οργάνωση βασιζόταν στήν αρχή ότι οι Εβραίοι δέν έπρεπε
νά δέχονται παθητικά τά μαρτύρια, καί ν’ άρνιόνται τίς
αυταπάτες πού ’χαν χίλιες φορές διαψευστεί. Ή άπάντηση
λοιπόν θά έπρεπε νά είναι άρνητική. Τότε όμως ξεπηδούσε
ή δεύτερη ερώτηση: έπιτρέπεται ένας άγωνιστής νά κατα
δικάζει σέ θάνατο χιλιάδες άδέρφια του, γιά νά σώσει τή
δική του ζωή; Ό Βίτενμπεργκ άντιπροσώπευε τή θέληση
γι’ άνυποχώρητο άγώνα, όσο μεγάλες κι άν ήταν οι άπώ-
λειες. Μπροστά στούς συντριμμένους του συντρόφους, ση
κώθηκε όρθιος καί κοιτάζοντας τό πιστόλι πού κρατούσε,
είπε: «Τώρα θά μέ προστατέψεις εσύ». Παρόλα αυτά, σέ
λίγο κατάλαβε πώς ή στάση του θά έρμηνευόταν άποκλει-
στικά σάν προσπάθεια νά σώσει τή ζωή του, πράγμα πού
μπορούσε νά καταστρέψει τήν εμπιστοσύνη στήν παράνομη
οργάνωση. Πήγε λοιπόν καί παραδόθηκε, βασανίστηκε καί
δολοφονήθηκε. Ή δράση του έγινε άντικείμενο πολλών
κειμένων. Τά τελευταία του λόγια πρός τούς συντρόφους
του άναφέρονται πολλές φορές αυτούσια ή παραφρασμέ-
να. Τό τραγούδι πού ’γράψε ένας άπό τούς συναγωνιστές
του τελειώνει μέ μιά στροφή πού άπευθύνεται στό πιστόλι:
«’Εσύ πού μον είσαι άγαπητό (...) / Γίνε τώρα ό αρχηγός
μον».
Μέ τούς δισταγμούς πού προκαλούσε ή υιοθετημένη άπ'
τούς Γερμανούς άρχή τής «συλλογικής ευθύνης», καί μέ
τόν κίνδυνο νά εκτεθεί τό σύνολο τού άστικού πληθυσμού
έξαιτίας τής δράσης τών άγωνιστών, άσχολείται έπανει-
λημμένα τό «'Ημερολόγιο τής Ίουστίνης», πού γράφτηκε
276
στη φυλακή άπό τήν εικοσάχρονη Γκούστα Ντραίνγκερ,
ένα άπό τά ήγετικά στελέχη τής Εβραϊκής ’Οργάνωσης
Μάχης στήν Κρακοβία (τήν έποχή εκείνη έδρα τής «Γενι
κής Κυβέρνησης»).
Ή δράση αυτής τής οργάνωσης προηγήθηκε άπ’ τήν εξέ
γερση τού γκέτο τής Βαρσοβίας, έξι μήνες. Ή έδρα τής
όμάδας βρισκόταν μέσα στό γκέτο τής πόλης. ’Εκεί ή ορ
γάνωση προετοίμαζε τις έξορμήσεις της στήν «άρια ζώνη».
Τά μέλη τής οργάνωσης κατάφεραν έτσι όρισμένα χτυπή
ματα ένάντια στους βασανιστές τής Γκεστάπο καί κατέ
στρεφαν ένα σημαντικό άριθμό στόχων στρατηγικής σημα
σίας. Στίς 23 Δεκέμβρη 1942 ή όμάδα έριξε χειροβομβίδες
στό καφενείο όπου σύχναζαν γερμανοί άξιωμα-
τικοί.
Τά άντίποινα (μαζικές συλλήψεις, εκτελέσεις) άποδεκά-
τισαν τήν οργάνωση. Στίς 29 Ίούνη 1943 ό ένας άπό τούς
άρχηγούς τής όμάδας, ό Σίμων Ντραίνγκερ (μέ τή γυναίκα
του Γκούστα, τή συγγραφέα τού «Ημερολογίου»2) κατά-
φερε νά δραπετεύσει άπό τή φυλακή. Οι δυό φυγάδες ορ
γάνωσαν στό καντόνι τής Βοσνίας μιά όμάδα παρτιζάνων,
πού ή δράση τους κράτησε μέχρι τό Νοέμβρη τού 1943,
όταν οί Ντραίνγκερ πιάστηκαν πάλι καί τουφεκίστηκαν.
Τό έργο αυτό εξιστορεί τή δράση τής όμάδας. Έ ξαιτίας
τών διαστάσεων καί τού είδους του μπορεί ν’ άναπτύσσει
διάφορα θέματα καί δέν περιορίζεται σ' άπλούς υπαινι
γμούς (όπως γίνεται στά περισσότερα ποιήματα). ’Εμείς θά
σταθούμε στίς (θελημένες ή άθέλητες) άντανακλάσεις ενός
μόνο θέματος.
Τά καθήκοντα τού άγώνα επέβαλλαν στά μέλη τής οργά
νωσης νά χρησιμοποιούν πλαστά χαρτιά («ξένη ταυτότη
τα»). ’Από κεί προήλθε πολύ φυσικά καί δικαιολογημένα
ή ιδέα τής χρησιμοποίησης τού ίδιου μέσου γιά τήν άτο-
277
μική διάσωση κι άκόμα γιά τή διάσωση πολλών άλλων.
’Αλλά «Ό Ντόλεκ ήταν άντίθετος. Έλεγε κατηγορηματι
κά: ή ό άγώνας ή ή διάσωση. Στόν άγώνα θά συμμετέ
χουμε όλοι. 'Οποιοσδήποτε άλλος δρόμος θά ίσοδυνα-
μούσε με λιποταξία», γράφει ή Γκούστα στό «Ημερολό
γιό» της.
Παρόλα αυτά είναι μερικές φορές πιό εύκολο νά διακιν
δυνεύει κανείς τή ζωή του άπό τό ν’ άδιαφορεί γιά τους
διπλανούς του. Είν’ άλήθεια πώς αυτοί ήταν ήδη καταδι
κασμένοι, προορισμένοι άπό τά πρίν νά έξοντωθούν. Κι
όμως, έπιτρέπεται νά έπισπεύσει κανείς τό θάνατό τους
δίνοντας τό πρόσχημα στούς Γερμανούς; «Δέν είμαστε μό
νοι». Τό δίλημμα αυτό γεννά μιά πάρα πολύ σοβαρή
παρατήρηση: «(...) Τόση πίκρα, τόση έξέγερση, γεμίζουν
τήν καρδιά μου» αναφωνεί ό Ντόλεκ άναπάντεχα, «πού
μερικές φορές....» Διστάζει γιά λίγο κι ύστερα: «Θά ’θελα
νά μείνω έντελώς μόνος. Έ τσι δέ θά ’μαι υποχρεωμένος νά
σκέφτομαι τούς άλλους, θά μπορώ νά μην τούς λυπάμαι.
Θά ριχτώ ολόψυχα στόν άγώνα. Γιά νά πεθάνω έπιτέλους
ήσυχος».
Στά έπόμενα κεφάλαια τού βιβλίου, βρίσκει κανείς μιά
τραγική άπεικόνιση τής ίδιας, τόσο άνομολόγητης σκέψης.
Έρχεται άπροσδόκητα ή άπαίσια φονική «επιχείρηση» γιά
νά δώσει τέλος στην ύπαρξη χιλιάδων οικογενειών:
278
ρούσε νά ξέρει πώς χό Γδιο φαινόμενο μόλις είχε βρει μιά
έπιβεβαίωση καί στην πένα ένός άπό τούς πιό άπαίσιους
δήμιους των Εβραίων. Στην έκθεσή του τής 30 Ίούνη
1943, ό έκτελεστής κι ύπεύθυνος των μαζικών έξοντώσεων
στή Νότια Πολωνία, στρατηγός των Έ ς-Έ ς Κάτσμαν, δια
πιστώνει: «(...) Στό βαθμό πού ό άριθμός τών Εβραίω ν
μειωνόταν, ή άντίστασή τους γινόταν δλο καί πιό λυσσα
σμένη. Χρησιμοποιούσαν γιά τήν άμυνά τους όπλα κάθε
κατηγορίας κι άνάμεσα στ’ άλλα, ιταλικά όπλα πού τ’
άγόραζαν άπό τούς ιταλούς στρατιώτες πού στάθμευαν
στή χώρα, πληρώνοντας πολύ υψηλές τιμές (...)».
Β. Αγωνιστικά κείμενα
Σ’ ένα τραγούδι τού στρατοπέδου ό άγνωστος δημιουργός,
άφού περιγράφει τή μαύρη μοίρα τών κρατούμενων, χαί
ρεται μέ τή σκέψη:
279
λαδή σάν άγωνιστής ένάντια στό δυνάστη. Αύτό δέν έμπο-
δίζει τή σχέση άνάμεσα στη συγκεκριμένη κατάσταση καί
στά παρηγορητικά λόγια νά είναι καθαρά θεωρητική ή καί
σχηματική, θεμελιωμένη σ’ ένα σχήμα λόγου κι όχι στή
συγκεκριμένη πραγματικότητα.
Ή περίπτωση αυτή δέν άποτελεί έξαίρεση. ’Αντίθετα, σ’
ορισμένα έργα, τά λεγόμενα «άγωνιστικά», βρίσκει κανείς
εικόνες κι έκφράσεις πού δέν έχουν τίποτα τό κοινό μέ τήν
άμεση πραγματικότητα. Έ να τραγούδι τού έβραϊκού άν-
τάρτικου μιλάει γιά τόν τάφο ένός παρτιζάνου:
280
την έποχή πού ό πόλεμος γινόταν μ’ ένα τρόπο πιό... ει
δυλλιακό.
Έ να άλλο τραγούδι αυτού τού είδους καλεί τούς
Εβραίους νά έγκαταλείψουν τό γκέτο καί νά πάνε ατούς
παρτιζάνους:
Κι άκόμα:
281
άλλ’ άντίθετα, σάν καθαρά λογοτεχνικά μοτίβα, έπηρέαζαν
τή στάση τών άνθρώπων.
Πώς πρέπει νά έξηγήσουμε αύτό τό φαινόμενο; Χωρίς
άμφιβολία, έτσι: μέσα σέ μιά κατάσταση χωρίς προηγού
μενο καί χωρίς νά ’χουν άκόμα άφομοιώσει τά στοιχεία
τής άμεσης πραγματικότητας, οί άνθρωποι κατέφυγαν σέ
κατευναστικά άντλημένα απ’ την παράδοση. Αυτή θά γέ
μιζε τό κενό πού δημιούργησε μιά άπότομη κι έπίφοβη
διακοπή. 'Η διαδικασία διευκολύνθηκε άπό τόν τρόπο πού
άντιμετώπιζαν τά κείμενα: δέν ήταν λόγιοι, τούς άρεσαν
ορισμένες φράσεις, ορισμένοι μεμονωμένοι όροι, κι έδει
χναν μιά φιλική έπιείκεια καί συγκατάβαση γιά τό σύνολο
τού έργου. Ωστόσο, γιά νά προκαλέσουν τίς άντιδράσεις
πού έπιθυμοΰσαν, έπρεπε τό έργο νά περιέχει μιά άντανά-
κλαση ή τουλάχιστο έναν άπλό υπαινιγμό πάνω στή συγ
κεκριμένη πραγματικότητα. Καί πραγματικά ή άφετηρία
τους είναι σχεδόν πάντα ρεαλιστική: Περιγραφή τών τα
λαιπωριών, τών άναπάντεχων γεγονότων, κλπ. (Πρίν άπό
τή στροφή τού ύμνου τού στρατοπέδου πού άναφέραμε,
γίνεται μιά ρεαλιστική άπαρίθμηση τών ναζκττικών εγκλη
μάτων, πρίν άπό τήν έκκληση νά έγκαταλείψουν τό γκέτο,
δίνεται μιά ρεαλιστική περιγραφή του, κλπ.).
Άκόμα πιό ενδιαφέρουσα είναι ή προσφυγή στήν πρα
γματικότητα μέ συνθήματα πού άπευθύνονταν στήν ψυχική
διάθεση καί επικαλούνταν τήν εντελώς ιδιαίτερη σοβαρό
τητα τής στιγμής: φράσεις πού μέ τή σειρά τους θά γίνον
ταν παροιμιακές.
Τέτοιες φράσεις ύπάρχουν στό τραγούδι τών παρτιζά
νων πού άναφέραμε, κυρίως στούς πρώτους καί τούς τε
λευταίους στίχους:
282
Παρακάτω:
Καί τελειώνοντας:
283
κατοίκων του «νεκροταφείου τών ζωντανών». Μ’ άλλα λό
για, χρησιμεύει σάν διακήρυξη καί παίζει ένα ρόλο στην
«ηθική κινητοποίηση» γιά τή μεγάλη έξέγερση του γκέτο
(Απρίλης 1943), στή διάρκεια τής όποιας ό συγγραφέας
βρήκε τό θάνατο. Νά ένα άπόσπασμα:
284
«άνίκητου στρατού» γιά τις πιό φοβερές μάχες πού γνώ
ρισε ποτέ ή ιστορία. Ωστόσο, μόλις λίγους μήνες μετά, ή
στροφή αυτή έπαψε νά ’ναι άπλή μεταφορά (κι έδώ βρί
σκεται όλη ή σπουδαιότητα τής ποιητικής όρασης, γεμάτης
άκρίβεια καί διορατική ικανότητα). ’Ό χι μόνο ύπήρχαν
γερμανικά άνακοινωθέντα στό ίδιο στυλ, άλλά κι άνακοι-
νώσεις γιά τήν κατάληψη δρόμων καί σπιτιών ακόμα.
Οί άναφορές αυτές γιά τό μέτωπο τού γκέτο τής Βαρσο
βίας μεταδίδονταν άπό τόν άρχηγό τών έκεϊ γερμανικών
δυνάμεων, στρατηγό τών Έ ς-Έ ς Γιούργκεν Στρόπ, προ
σωπικά. Εξάλλου, στέλνονταν καί μηνύματα μέ τηλέγρα
φο.
285
πυρκαγιάς δείχνει τή φοβερή κρίσιμη κατάσταση:
286
16
Α. Χιούμορ
Στό κεφάλαιο γιά τά γκέτο κάναμε λόγο γιά ένα είδος
έπιθεωρήσεων πού άνέβαζαν οί κρατούμενοι. Οί παρα
στάσεις αυτές γνώριζαν μεγάλη έπιτυχία. Τά άστεΐα καί τά
ανέκδοτά τους κυκλοφορούσαν γιά καιρό άπό στόμα σέ
στόμα. Τό ίδιο δημοφιλείς ήταν καί οί παροιμίες πού γεν
νήθηκαν στά γκέτο καί μαρτυρούσαν τό χιούμορ τού μέσου
Εβραίου. Στην περίοδο τών «έκτοπίσεων» ήταν συνηθι
σμένη ή έρώτηση: Πιστεύεις στη ζωή «μετά - τό - βαγόνι;»
(Ή έκφραση «μετά - τό - βαγόνι» σήμαινε «μετά - θάνα
το», μετά τη μεταφορά άπό τά τραίνα τού θανάτου). Ή
άκόμα: «Μή σέ νοιάζει, φίλε. Θά ξαναβρεθοϋμε σέ καμιά
βιτρίνα σάν σαπούνια»1. Σ’ αύτό ό συνομιλητής άπαντού-
σε: «Ναί, αλλά ενώ τό δικό σου λίπος θά γίνει κοινό σα
πούνι, άπό τό δικό μου θά κάνουν σαπούνι τουαλέτας».
Αυτά τά μακάβρια άστεία μάς έπιτρέπουν νά ματέψουμε
τό βαθμό έξοικείωσης μέ τό θάνατο πού πλανιόταν πάνω
άπό τά γκέτο καί τά στρατόπεδα.
Σέ μιά παράφραση άπό τό έργο τού Σόλεμ ’Αλέιχεμ, ό
συγγραφέας Πίπκο (γκέτο τού Βίλνο) βάζει έναν ηρώα τού
έργου, τόν Τοβί, νά λέει: «Εύτυχισμένοι πού είστε εσείς οί
Εβραίοι, πού δέν ξέρετε πόσο είστε δυστυχισμένοι». Έ να
287
άλλο πρόσωπο του έργου, ό Μεναχέμ Μεντελί, συνηθίζει
νά χαιρετά κάθε πρωί τούς συντρόφους του, έτσι: «Καλη-
μέρα, πτώματά μου».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οπό πρόγραμμα όλων τών
παράνομων ή ήμιπαράνομων παραστάσεων πού οργάνω
ναν στά γκέτο, υπήρχαν πάντα σατιρικά κομμάτια.
Στοιχεία σατιρικά ή κωμικά συναντάμε καί στά έργα
πού έγραφαν είτε άνθρωποι πού κυκλοφορούσαν με πλα
στή ταυτότητα, είτε άνθρωποι πού είχαν κρυφτεί. Παραθέ
τουμε γιά παράδειγμα ένα άπόσπασμα άπό τά «Μυστικά
Ημερολόγια» τού Τζ. Χέχτ, πού ζούσε κρυμμένος στό χω
ριό Ζόλκιεφ:
288
Στό τελευταίο άπόσπασμα, ή «κοινωνική» κατάσταση μιά
δεδομένη στιγμή. 'Ο χιουμοριστικός έλαφρός τόνος υπο
γραμμίζει όχι μόνο τήν έπίγνωση τής κατάστασης, άλλά
καί κάποια φιλοσοφική σχεδόν άπόσταση άπό τά πράγμα
τα.
’Ακόμα πιό πολλά είναι τά σατιρικά έργα. Τά κείμενα
πού δημοσιεύτηκαν μετά τόν πόλεμο, δε μπορούν νά δώ
σουν τίς διαστάσεις τού φαινόμενου, γιά τόν άπλό λόγο
ότι τά περισσότερα άπό τά έργα αυτού τού είδους άπευθύ-
νονταν άποκλειστικά σ' ένα όρισμένο περιβάλλον μιά συγ
κεκριμένη στιγμή. Εξάλλου, τά πιό πολλά δε διασώθηκαν,
ίσως γιατί κι οί ίδιοι οί συγγραφείς τους τά θεωρούσαν
«εφήμερα». Όσα άπ' αυτά βρέθηκαν μετά τήν κατοχή, συ
χνά δέ μπορούν νά δημοσιευτούν, είτε έξαιτίας τής υπερ
βολικής άθυροστομίας τους, είτε έξαιτίας τών αναφορών
τους σέ πρόσωπα καί λεπτομέρειες χωρίς νόημα γιά τό
σημερινό άναγνώστη.
Μιά ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οί σάτιρες πού
προορίζονταν γιά δημόσιες παραστάσεις: διάφορα σκέτς
πού παίζονταν σέ μικρά θέατρα καί κυρίως «επίκαιρα»
πού «άπαγγέλλονταν» σέ «φιλολογικά καφενεία».
Ή θέση τών συγγραφέων τους δέν ήταν καθόλου άξιο-
ζήλευτη. Σ’ αυτούς θά ταίριαζε, χωρίς καμιά ειρωνική
διάθεση βέβαια, τό γνωστό: «Μήν πυροβολείτε τόν πιανί
στα, κάνει ο,τι μπορεί».
Υπήρχαν έπίσης καί μερικές νύξεις κοινωνικής σάτιρας,
άλλά ό δημόσιος χαρακτήρας τών παραστάσεων έβαζε
πολλούς περιορισμούς. Γιά παράδειγμα, ή σκηνή παρου
σιάζει μιά στάση τράμ. Οί διάλογοι εκείνων πού περιμέ
νουν, άφήνουν νά φανεί ή συνύπαρξη τής άπόλυτης φτώ
χειας μέ τήν ευμάρεια τών προνομιούχων (τυπικό φαινό
μενο κυρίως στό γκέτο τής Βαρσοβίας). Έ πειτα εμφανίζε
ται μιά καλοντυμένη κυριούλα πού σέρνει πίσω της δεμένο
μέ χρυσή άλυσίδα έναάβγό. (Υπαινιγμός γιά τήν άκρίβεια
καί τήν έλλειψη τροφίμων στό γκέτο καθώς καί γιά τά
χαμίνια πού άρπαζαν άπό τά χέρια τών περαστικών τά
290
δημόσιους υπάλληλους, νεόπλουτους, «καταφερτζήδες»
κλπ. Τά πρόσωπα άναφέρονται μέ τά όνόματά τους, χωρίς
καμιά προσπάθεια συγκάλυψης.
Πρέπει νά πούμε ότι άνάλογα χαρακτηριστικά συναν
τάμε στις περισσότερες σάτιρες πού γράφτηκαν σε διά
φορα στρατόπεδα, σε διάφορες γλώσσες γιά άκροατές
κάθε έθνικότητας. Συχνά εξιστορούν με σατιρικό τρόπο
μικροπεριστατικά άπό την καθημερινή ζωή ή «ζωγραφί
ζουν» άντιπροσωπευτικούς τύπους στρατοπέδων. Υ π ά ρ
χουν άκόμα διάλογοι, αγγελίες κλπ. Τά έργα αυτά στιγμα
τίζουν τή συμπεριφορά καί τίς κακές συνήθειες συγκεκρι
μένων προσώπων. Ό σκοπός τους ήταν πρακτικός, έπρεπε
νά έπηρεάσουν άμεσα τό περιβάλλον.
Ή ίδια τάση εκφράζεται καί στήν εκλογή τών στόχων.
Τίς περισσότερες φορές οί συγγραφείς χτυπούν φυλακι
σμένους πού άνήκουν σέ μιά όρισμένη ταξιαρχία: ίεραρ-
χικά άνώτερους πού ώστόσο ανήκαν άκόμα στό ίδιο περι
βάλλον καί λογάριαζαν τή γνώμη τών συντρόφων τους,
έτσι πού νά ’ναι πιθανή μιά άλλαγή στή συμπεριφορά
τους, άν δεχτούν μιά σατιρική επίκριση.
Οί σατιρικοί συγγραφείς ήταν ένα είδος Τοπικού Τύπου.
Γιά νά γίνει καλύτερα άντιληπτός ό ρόλος τους, πρέπει νά
προσθέσουμε τήν άκόλούθη λεπτομέρεια: συχνά οί φυλα
κισμένοι πού ήθελαν νά γίνουν γνωστά μερικά μικρά μυ
στικά, τά κατέδιδαν στό σατιρικό συγγραφέα τής όμάδας
τους. Έ τσι διαμορφώνονταν τά όργανα τής «κοινής γνώ
μης».
Β. Λογοτεχνία φυγής
Στό γκέτο τού Λβόφ, σ’ όλη τή διάρκεια τής ύπαρξής του,
άνέβηκε μονάχα μιά δημόσια παράσταση. Ή ταν στά 1943,
μετά άπό όλους τούς Τμηματικούς έκτοπισμούς καί λίγο
πρίν έξοντωθεΐ όριστικά ή «έβραϊκή συνοικία» τής πόλης.
Ή παράσταση δόθηκε μετά άπό έντολή τών γερμανικών
άρχών. Ή κατάσταση πού επικρατούσε έκανε φανερό τό
σκοπό τού γερμανικού σχεδίου: ’Ήθελαν γιά μιά άκόμα
φορά νά άποπροσανατολίσουν τόν κόσμο. ’Αλλά ούτε οί
ηθοποιοί ούτε τό κοινό γιά τό όποιο προοριζόταν ή παρά
σταση έξαπατήθηκαν. Οί πρόβες τού έργου (πού σύμφωνα
με τή διαταγή έπρεπε νά ’ναι πολύ εύθυμο) έγιναν στήν
άρχή μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής κατάπτωσης. Στό μεταξύ
δημιουργήθηκε κάτι σάν κρίση. Τό πνεύμα πού έπικράτησε
ήταν πάνω κάτω αυτό: «Αφού μάς άναγκάζουν νά γελά
σουμε πρίν άπό τό θάνατό μας, ας τό κάνουμε γιά τελευ
ταία φορά, καί, ξέροντας πώς θά ’ναι ή τελευταία φορά,
ας γελάσουμε ελεύθερα καί μέ πάθος. 'Ας ξαναβρούμε τό
γέλιο πού είχαμε πρίν άπό τήν κατοχή».
Ό γνωστός καλλιτέχνης Φρύκ Κλάινμαν άνέλαβε τά
ντεκόρ. Παρίσταναν τόν τοίχο τού γκέτο. Πάνω του
ύπήρχε μόνο ή επιγραφή πού καταδίωκε παντού τούς κα
τοίκους τού γκέτο: «Πρέπει νά υπάρχει πειθαρχία!» Τί
ποτα άλλο. Σάν άντιστάθμισμα, πάνω άπό τά συρματοπλέ
γματα τού μακάβριου τοίχου απλωνόταν ένας ξεθωριασμέ
νος ουρανός, χωρίς τό παραμικρό σύννεφο, στό χρώμα τού
μολυβιού καί τής πέτρας. Τό πρόγραμμα είχε τραγούδια
καί χορούς. Οί έρμηνευτές (ανάμεσα σ’ άλλους καί ή ήθο-
ποιός Γρούμπνερ πού δολοφονήθηκε στά τέλη τού 1943)
τά έκτέλεσαν μέ υπέρτατο πάθος. Δημοτικά τραγούδια καί
χοροί σέ μιά τελευταία παράσταση, σέ μιά παρέλαση άπό
εθνικές φορεσιές καί συντριμμένα αισθήματα. Τίς λεπτο
μέρειες τίς οφείλω στόν ίδιο τόν Φρύκ Κλάινμαν πού, μετά
τήν «έξόντωση» τού γκέτο τού Αβόφ, βρέθηκε στό στρατό
πεδο Ζανόφσκι, όπου έγώ είχα πάει πολλούς μήνες πρωτύ
τερα. Ό τα ν μού τά διηγόταν, ό Κλάινμαν (πού δολοφονή
θηκε λίγο άργότερα) δέν έβρισκε λέξεις άρκετά εκφραστι
κές γι’ αυτή τή σύνθεση χρωμάτων, αυτό τό θάνατο πού
πλανιόταν στό μολυβένιο ούρανό καί στήν άπελπισία τού
τοίχου, μοναδικού διακοσμητικού στοιχείου.
’Ανάμεσα στά γραφτά τών κατάδικων βρίσκουμε έργα πού
δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με την προσωπική κατάσταση
τών συγγραφέων τους ούτε μέ τά γεγονότα τής εποχής.
Οί συχνά παθιασμένες συζητήσεις τών φυλακισμένων,
πού ή μοίρα τους ήταν προδιαγραμμένη, άναφέρονταν σέ
θέματα υπερβολικά «άκαδημαϊκά» γιά τίς περιστάσεις.
Συζητούσαν προβλήματα λογοτεχνικά καί αισθητικά, φι
λολογικά καί λαογραφικά, ιστορικά καί άλλα.
Στά ίδια πλαίσια τοποθετούνται καί οί μεταφράσεις τών
κρατούμενων. Ό συγγραφέας ’Ιούλιος Φέλντορν, γιά πα
ράδειγμα, συνέχισε ως τίς τελευταίες μέρες τής ζωής του
νά μεταφράζει Πούσκιν. "Αλλοι, κάτω άπό παρόμοιες συν
θήκες μετέφραζαν Πλάτωνα ή φιλοσοφούσαν στά χνάρια
τού Σπινόζα.
’Ανάμεσα στά άγαπημένα τραγούδια τών φυλακισμένων
συγκαταλέγονται πολλά πού είναι εντελώς ξένα μέ τήν
κατάσταση πού έπικρατούσε τότε: στιχάκια άθυρόστομα ή
«έξωτικά».
Κατάφερναν άραγε νά ξεφύγουν άπό τήν πραγματικό
τητα μ’ αυτό τόν τρόπο; ’Αντί γιά έπεξηγήσεις πού θά
ξεπερνούσαν τά πλαίσια αυτού τού κεφαλαίου, μεταφέ
ρουμε τά λόγια τής νεαρής φυλακισμένης Ζανέτ Χέσελ:
293
Στην επιθυμία φυγής οφείλεται καί ένα είδος άπόστασης
των καταδίκων άπό τήν ίδια τους τή μοίρα. Συχνά ή άπο-
μάκρυνση αυτή δίνεται μέ χιούμορ:
294
Μέρος τρίτο
ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
17
297
ταυτότητα μαζί μέ τήν κόρη του. Γιά ένα διάστημα,
βρήκαν άσυλο στήν έπαρχία, σ’ ένα παλιό πολωνέζικο
άρχοντικό. Κοντά σ’ αυτή ήταν κι άλλοι (όχι Εβραίοι)
πού γιά διάφορους λόγους είχαν άναγκαστεί νά εγκα
ταλείπουν τά σπίτια τους καί νά ζήσουν με πλαστή
ταυτότητα. Οι ιδιοκτήτες τού άρχοντικοΰ ήταν φιλό
ξενοι αυτό όμως δεν έκανε λιγότερο όδυνηρή τή θέση
τους. Συχνά έπρεπε νά υπομένουν τά σχόλια τών υπη
ρετών πού τούς άντιμετώπιζαν σάν ζητιάνους.
’Εξάλλου, οί περιστάσεις άπαιτούσαν άπό τούς φιλο
ξενούμενους νά περνούν όσο μπορούσαν άπαρατήρη-
τοι. Τό άρρωστο κοριτσάκι τού καθηγητή ένιωθε βα
θιά τήν κατάστασή τους καί ύπέφερε.
Τά άτέλειωτα βράδια τού χειμώνα ή συντροφιά κα
θάριζε φασόλια κι ό καθηγητής διάβαζε μεγαλόφωνα
κάποιο μυθιστόρημα. «Πρότεινα», διηγείται στά άπο-
μνημονεύματά του, «νά παραδίνω μαθήματα άντί νά
διαβάζω (...). Προσπαθούσα νά μιλάω γιά πράγματα
πού νά ενδιαφέρουν τούς άκροατές μου: γιά τό αίνι
γμα τής δημιουργίας τού κόσμου, γιά τίς προσπάθειες
τής επιστήμης νά έξηγήσει τή γέννηση τών είδών. Πού
ήταν έκεΐνος ό καιρός πού φοιτητές, άκόμα κι άπό
άλλες σχολές, έρχονταν νά μέ παρακολουθήσουν!
Πόσο μακρινή μού φαινόταν ή διάλεξή μου στό Παρί
σι, όπου είχα δει άνάμεσα στή νεολαία τό πρόσωπο
τού παιδιού μου νά λάμπει. Έ δώ (βοηθώντας στό κα
θάρισμα τών φασολιών!) άπευθυνόμουν σέ πολύ πιό
ήλικιωμένους άνθρώπους μέ τήν ιδέα, ή μάλλον μέ τή
σπαρακτική έλπίδα, νά ξαναδώ τό μονάκριβο παιδί
μου νά ζωντανεύει».
298
«Ή δική μας “κτηνωδία" έσωζε χή δική τους άν-
θρώπινη ύπόσταση. Τουλάχιστον άπό μας ήταν καλύ
τεροι. Ό τα ν μάς έδιναν μιά διαταγή, ένα χαστούκι,
μιά κλωτσιά, δεν ύπάκουαν άναγκαστικά στό μίσος.
νΙσως νά ένιωθαν τή συμπάθεια πού νιώθει κανείς γιά
ένα σκύλο, άκόμα κι όταν τόν χτυπάει. Μιά καί τό
δαρμένο ζώο ήταν σκύλος, μπορούσε κανείς νά υπο
θέσει με κάποιες πιθανότητες άλήθειας ότι αυτός πού
χτυπούσε ήταν άνθρωπος».
Έ πειτα ό συγγραφέας διηγείται τήν ιστορία τής δι
κής του σωτηρίας: Στά τελευταία όρια τής άντοχής
του, στό στρατόπεδο Στάλοβα Βόλα, ήταν ένας άπό
τούς φυλακισμένους πού ή ζωή τους, ζωή φυτού, δέν
παρουσίαζε κανένα άνθρώπινο σύμπτωμα. Έ ξαιτίας
τής έξάντλησής τους, τής βρωμιάς τους, τού «εσωτερι
κού τους θανάτου» καί τής έλλειψης κάθε άντίστασης,
οί κρατούμενοι αυτής τής κατηγορίας περιφρονιόνταν
καί καταδιώκονταν άπό τούς συντρόφους τους. ’Αλ
λά... άνάμεσα στούς έπιστρατευμένους εργάτες πού
δούλευαν στά έργαστήρια τού στρατοπέδου, βρισκό
ταν ένα άγόρι είκοσι χρονών, μέ θέληση γιά μάθηση.
Ζήτησε απ’ τό φυλακισμένο νά τού δίνει μαθήματα γιά
ένα κομμάτι ψωμί, κι ένα πιάτο σούπα. Καί νά τί έγι
νε· διδάσκοντας τό νεαρό, ό κρατούμενος ένιωσε νά
άνυψώνεται σιγά σιγά τό ηθικό του. Ό ίδιος διηγείται
λεπτομερειακά τήν άνοδική του πορεία. ’Από τόν
άπολογισμό του φαίνεται ότι στή διάρκεια αυτής τής
άναπάντεχης «θεραπείας» του, τά θέματα πού ανέ
πτυσσε στό μαθητή του έκαναν τά άπό καιρό άπωθη-
μένα του ένδιαφέροντα νά ξαναζωντανεύουν σιγά σι
γά.
299
κτηριστική τής παλιάς σου κατάστασης. Νά είσαι 6 ύμνω-
δός τής κοινής δυστυχίας, σήμαινε νά άναλάβεις μιά προ
σπάθεια πού ήταν ωφέλιμη, ένα καθήκον πού τό άνέθετες
εσύ στον εαυτό σου κι όχι οί δήμιοί σου έτσι έσπαζες
κάπως τό φαύλο κύκλο τών καταναγκαστικών καί μισητών
υποχρεώσεων, ξανάδινες ένα νόημα στήν άτομική προσπά
θεια. Στήν περίπτωση πού τά κείμενα γίνονταν γνωστά, ό
συγγραφέας έπαιρνε σάν άνταμοιβή τή συμπάθεια καί τήν
εκτίμηση τών άκροατών του. Καί τό ουσιαστικότερο: ή με
γαλύτερη καί πιό άξια άνταμοιβή ήταν οί ιδέες, οί εικόνες
καί τά συναισθήματα πού ζούσε κανείς γράφοντας. Έδώ
έχουν τή θέση τους οί άναμνήσεις άπό τό παρελθόν, οί
διαβεβαιώσεις πίστης σέ ιδέες καί ότιδήποτε άλλο μπο
ρούσε νά επιβεβαιώσει τήν προσωπικότητα τού συγγρα
φέα.
Τήν ίδια σημασία είχαν γιά τούς φυλακισμένους καί τά
βιβλία πού σκέφτηκαν άλλά δέν έγραψαν. Οί πνευματικές
εκδηλώσεις: φιλολογικές βραδιές, διαλέξεις, άπαγγελίες,
παραστάσεις. Κι άκόμα, οί φιλολογικές ιδιωτικές συνομι
λίες άνάμεσά τους. Τέτοιες συνομιλίες ήταν συχνές καί
πολλές φορές παθιασμένες. Έ να εξαιρετικά χαρακτηρι
στικό παράδειγμα μάς δίνει τό ήμερολόγιο ενός ’Ολλαν
δού, τού Νίκο Ρόστ, πού έκδόθηκε μετά τήν άπελευθέρωση
μέ τίτλο «Ό Γκαΐτε στό Νταχάου». Γραμμένο μέρα μέ τή
μέρα, άφηγεΐται όχι μόνο τά καθημερινά γεγονότα τού
στρατοπέδου άλλά καί τίς σκέψεις τού συγγραφέα γιά τά
βιβλία πού εξακολουθούσε νά διαβάζει μέ άσυνήθιστη
επιμονή, καθώς καί τίς συζητήσεις πού είχε πάνω σ’ αυτό
τό θέμα μ’ άλλους φυλακισμένους. Αυτό τό «αντίδοτο»
κατά τού θανάτου ό Ρόστ τό ονομάζει «βιταμίνες Γ καί
Μ» ( = Γνώση καί Μέλλον). Ό ,τι εξάλλου προκαλεί κατά
πληξη, δέν είναι τά θέματα, τά βιβλία καί οί συγγραφείς
πού άναλύονται (αυτά τά βρίσκει κανείς σχεδόν παντού)
άλλά ό τρόπος τής άνάλυσης, πού δέ γίνεται σέ σχέση μέ
τήν πραγματικότητα πού περιβάλλει τό συγγραφέα, άλλά
μέ φανερό σκοπό τή μελέτη καί τήν εμβάθυνση σ' αύτά
300
καθαυτά τά προβλήματα τής ίοτορίας τής λογοτεχνίας, τής
ιστορίας τής τέχνης, τής φιλοσοφίας. Κι όλα αυτά μαζί μέ
τίς καθημερινές εξιστορήσεις των γεγονότων στό στρατό
πεδο. Ή άνάμιξη, τουλάχιστο σέ πρώτη ματιά, φαίνεται
παράδοξη. Αυτή ή επιμονή δέν οφείλεται άραγε σέ μιά
επιθυμία φυγής; Ό συγγραφέας τό καταλαβαίνει. Στίς 9
Σεπτέμβρη 1944 γράφει: «Ή φυγή μέσα από τή λογοτε
χνία; Δέ μπορώ νά τό άναλύσω ακριβώς· ώστόσο, ένα
είναι γιά μένα βέβαιο, ότι ποτέ δέν ξεχνώ την πραγματικό
τητα. Κι εξάλλου, δέ μ αφήνει ή ίδια νά την ξεχάσω».
’Ανάμεσα στά πολλά παρόμοια παραδείγματα, αναφέ
ρουμε τή στάση τού Βενιαμίν Κρεμιέ στό στρατόπεδο τού
Μπούχενβαλντ, όπως τήν περιγράφει ό Ντ. Ρουσσέ:
301
λείπει, ό κατάδικος πρέπει νά τόν ξανασκεφτεί, νά τόν
άνασυνθέσει κάτω άπ’ αυτή τή νέα προοπτική: «εξετάζω
γιά τελευταία φορά τή συνείδησή μου», γράφει ό Γκαμ-
πριέλ Περί στό άποχαιρετιστήριο γράμμα του (16 τού Δε
κέμβρη 1941). « Ό άπολογισμός είναι θετικός. Θά ξανά-
παιρνα τόν ίδιο δρόμο, αν ήταν νά ξαναρχίσω τή ζωή
μου».
Αυτό ώστόσο δέν είναι παρά τό ένα μέρος του προβλή
ματος. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, μονάχα άφού κατα
δικάζονταν, γνώριζαν οί άνθρωποι αυτή τήν άγνωστη ως
τότε καί άφάνταστη πραγματικότητα. Ό μηχανισμός του
υποβιβασμού καί τής έξόντωσης, ή συμπεριφορά τών δή
μιων καί τών θυμάτων, καί τέλος οί προσωπικές άντιδρά-
σεις του καθενός, όλα αυτά άπ αιτούσαν μιάν έξήγηση.
’Αλλά αυτή ή εξήγηση δυσκολευόταν τόσο άπό τό πλήθος
τών σκοτεινών σημείων, όσο κι άπό ένα είδος δμίχλης πού
κάλυπτε τό πνεύμα (άκόμα καί στίς περιπτώσεις πού ή
σκέψη διατηρούσε τή διαύγειά της).
Στή διαδικασία τής ερμηνείας γεγονότων καί συναισθη
μάτων τό γράψιμο είχε τό ρόλο εργαλείου.
Γιά νά βρει τά κατάλληλα λόγια νά έκφράσει τήν πρα
γματικότητα, ό συγγραφέας έπρεπε νά τήν ξανασκεφτεΐ.
’Απ’ τή στιγμή πού άποφάσιζε νά γράψει, ή σκέψη του
συγκεντρωνόταν κι άκολουθούσε μιά πορεία. Αυτή ήταν ή
πιό άπλή όψη τού φαινόμενου.
Ή σκέψη, ή εικόνα, τό συναίσθημα, όταν διατυπωθούν
μέ λέξεις, γίνονται πιό συγκεκριμένα κι έπομένως έλέγχον-
ται ευκολότερα. Τό νά έκφράσεις γραφτά ένα κίνητρο, εί
ναι κατά κάποιο τρόπο σά νά προσθέτεις μιά μπίλια τού
άριθμητήριου σ’ έκεϊνες πού έχεις ήδη μετρήσει.
Στά κείμενα, ή διαδικασία τής έρμηνείας παίρνει διάφο
ρες μορφές. "Αλλοτε έκφράζεται μέ τή συνειδητή έκλογή κι
άνάπτυξη ένός θέματος κι άλλοτε διαφαίνεται μέσα άπό τά
ζητήματα πού θίγονται, τίς άποσιωπήσεις ή τις άδιάκοπες
έπαναλήψεις, τό βασάνισμα τής σκέψης καί τήν καρποφο
ρία της.
302
18
Έ παγγελματίες κ α ί έρασιτέχνες
συγγραφ είς
304
γράφει ποιήματα. Στήν άρχή, δεν έδινε σημασία στή μορ
φή μέ τόν καιρό όμως, δταν έμαθε τά «προβλήματα» τής
όμοιοκαταληξίας καί τού ρυθμού, προσπάθησε νά έκφρά-
ζεται καλλιτεχνικά. ’Αξιόλογα κείμενα γράφτηκαν επίσης
άπό τό φούρναρη Χίλερ, τό μπαλωματή Τσέχοβιτς, τό σι
δερά Φόγκελμαν. Εξάλλου, ό άριθμός τών κειμένων πού
προέρχονται άπό στρατόπεδα ή φυλακές μαρτυράει τόν
αυθόρμητο χαρακτήρα αυτού τού φαινόμενου.
Στά γραφτά αυτά διακρίνονται δυό ειδών έμπνεύσεις,
φαινομενικά πολύ διαφορετικές: αυτή πού οφείλεται στήν
έφηβεία καί κείνη πού τήν προκαλεί ή φρίκη καί ιδιαίτερα
ή ψυχολογία τού μελλοθάνατου. 'Ωστόσο, ή προσέγγισή
τους δέν είναι άδύνατη. Κοινός παρονομαστής τους ή συ
ναισθηματική ένταση πού έχει γιά αιτία της πρώτα πρώτα
τήν άποκάλυψη τών δυνάμεων ή καλύτερα τών μέχρι τότε
άγνωστων διαστάσεων τής πραγματικότητας· κι έπειτα ή
ταραχή πού προκαλεί ή σννειδητοποίηση αυτής τής ξαφνι
κής άποκάλυψης καί τών άφάνταστων προοπτικών πού
άνοίγει. Αισθάνεται κανείς τότε τήν άνάγκη νά φωνάξει τή
φρίκη του σ’ δλο τόν κόσμο, όπως ό έφηβος τήν ευτυχία
του ή τόν έρωτικό του πόνο. Τήν άνάγκη αυτή τήν επιτεί
νει ή συνείδηση πώς τού μένει άκόμα λίγος καιρός νά ζή-
σει γιά νά μεταδώσει τή γνώση πού άπόχτησε.
Τό ένδιαφέρον αυτού τού φαινόμενου βρίσκεται περισ
σότερο στήν άριθμητική του έκταση παρά στό άφετηριακό
του σημείο. Ή ιστορία τής λογοτεχνίας γνωρίζει πολλά
παραδείγματα συγγραφέων πού έκαναν τά πρώτα τους βή
ματα πολύ άργά, μέ άπρόβλεπτο τρόπο, συνήθως κάποια
στιγμή ισχυρής συναισθηματικής έντασης. νΑλλες φορές
πάλι ή ώθηση δίνεται άπό τήν ευκαιρία πού παρουσιάζε
ται σέ κάποιον νά άκουστεϊ ή νά διαβαστεί, δταν δηλαδή
άποχτά ένα πρόθυμο άκροατήριο. Ό σ ο παράδοξο κι αν
φαίνεται, ό τελευταίος αυτός λόγος ισχυσε συχνά στίς
περιπτώσεις πού έξετάζουμε.
’Ακόμα μιά διαπίστωση: άπό τούς άρχάριους πού τά
έργα τους διασώθηκαν, είναι σχετικά πολύ λίγοι εκείνοι
306
19
308
κεκριμένα τά έργα ανθρώπων πού δέν είχαν γνώσεις τε
χνικής καί σύνθεσης. Καί πραγματικά, ή λέξη ντοκουμέντο
βρίσκεται συχνά στίς μεταπολεμικές κριτικές. 'Ωστόσο ή
σημασία της είναι αόριστη καί συχνά άντιφατική. Πότε
σημαίνει ότι χάρη στά προσόντα του τό τάδε έργο είναι
τόσο εκφραστικό, ώστε νά προκαλεί στόν άναγνώστη εικό
νες καί συναισθήματα ισοδύναμα μέ τήν πραγματικότητα
πού περιγράφει, καί πότε άντίθετα, ότι τό έργο αυτό δέν
έχει καμιά καλλιτεχνική άξια, αλλά μπορεί νά χρησιμεύει
σάν ντοκουμέντο.
Καί γιά κείνους πού άρχισαν τή συγγραφική τους κα-
ριέρα στά στρατόπεδα ή τίς φυλακές, χρησιμοποίησαν,
πολλές φορές, μιά εξίσου παλιά άποψη: ότι δηλαδή ή δύ
ναμη καί τό πρωτοφανέρωτο τών εμπειριών πού ζεί κα
νείς, φέρνει άναγκαία τή δύναμη καί τό «νεοτερισμό» στή
λογοτεχνική έκφραση. Μιά παρόμοια άποψη διακρίνουμε
καί στά λόγια τού Τζ. Γουΐτλιν πού άναφέραμε: «Θά προ
τιμούσαμε αυτοί οί στίχοι νά ’ναι λιγότερο έντεχνοι, λιγό
τερο άψογοι, πιο βάρβαροι καί πιο τρελοί».
Μιά καί οι έπαγγελματίες ήταν ύπερβολικά υποταγμένοι
στή ρουτίνα, στό καθιερωμένο στύλ καί στίς γνωστές τε
χνοτροπίες, περίμεναν νά βρούν τή νέα έκφραση στά έργα
τών άρχάριων.
Ε κτός άπό σπάνιες εξαιρέσεις, ή πραγματικότητα δέ δι
καίωσε τίς προσδοκίες τους. Γιατί; Τό κλειδί σ’ αυτό τό
πρόβλημα ίσως μπορούσε νά βρεθεί, άν έξετάζαμε τό ρόλο
πού παίζουν τά άποσπάσματα καί τά άλλα λογοτεχνικά
δάνεια στά κείμενα πού έξετάζουμε.
309
20
313
μορφή, ακόμα καί χαρακτηριστικές εκφράσεις άπό γνωστά
λογοτεχνικά κείμενα καί με την προσθήκη έπίκαιρων μοτί-
βων προσπαθούν ν’ άποδώσουν τά γεγονότα καί τά συναι
σθήματα πού θέλουν.
Σέ πολλές περιπτώσεις τό άποτέλεσμα δέν είναι άξιόλο-
γο. Τά δανεικά στοιχεία δέν προκαλούν καμιά βαθύτερη
εντύπωση είναι μάλλον ένα μέσο γιά νά διευκολύνουν τό
έργο τού συγγραφέα.
'Ωστόσο, άκόμα καί σ' αυτές τίς διασκευές υπάρχουν
έργα μ’ εκπληκτική ευγλωττία, αν κι ή ευγλωττία αύτή
κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται έξω άπό τό κείμενο αυτό
καθαυτό. Τό ποίημα «Μπέλσεν», γιά παράδειγμα, γράφ
τηκε στό στρατόπεδο Λβόφ άπό ένα κοριτσάκι έντεκα
χρονών. Περιγράφει τό τραίνο τού θανάτου πού μεταφέρει
τούς έπιβάτες του στόν τόπο τής έκτέλεσης. Τό ρεφραίν
μιμείται τό ρυθμό τής άτμομηχανής.
314
Πάνω από τά ερείπια των γκέτο
Πάνω από την Τρεμπλίνκα καί τήν
άλλέα Τσούκ3
Πάνω άπό τίς καμινάδες των θαλάμων άερίον
Υψώνεται τον πνεύματος ή δάδα.
315
τό ποίημα. Ά π ό την άλλη ό συγγραφέας φέρνει στό
στρατόπεδο τά φαντάσματα του Χάινε, τού Λέσσινγκ,
τού Ντάντε, τού Γκαίτε, τού Σίλερ, τού Σπινόζα, κλπ.
Δείχνει την άμμο, όπου δολοφονούν χιλιάδες άνθρώ-
πους, τούς φούρνους δπου καίνε τά πτώματα κι άπευ-
θύνει στόν Γκαίτε την ερώτηση τού Φάουστ:
316
Παρόμοια εκφραστική δύναμη έχουν εικόνες, άφηρημέ-
νες έννοιες, ονόματα κλπ., πού χρησιμοποιούνται συμβολι
κά. Συναντάμε πολύ συχνά την 5Ανάκριση, τόν Περιπλα-
νώμενο Ιουδαίο, τόν Καπετάνιο (πού άρνιέται νά εγκατα
λείπει τό πλοίο πού βουλιάζει), τόν Τζορντάνο Μπροννο
(πού ανέβηκε στην πυρά), καθώς καί έννοιες πού άναφέ-
ρονται σε θρησκευτικές γιορτές ή γενικά στη θρησκεία.
Ό π ω ς καί στίς καθαρά λογοτεχνικής υφής άναφορές, έτσι
κι εδώ, πότε έπιχειρούνται θετικές προσεγγίσεις καί πότε
άντιπαραθέσεις αρνητικές.
Ή κοινωνική σημασία τών στοιχείων αυτών επιβεβαιώ
νει ένα γνωστό φαινόμενο: κανείς δέν ξεκινά άπό τό μη
δέν. ’Ακόμα κι όταν φτάνει στά έσχατα, ό άνθρωπος γυ
ρεύει πάντα νά στηριχτεί στήν κληρονομιά πού τού άφησε
τό παρελθόν. Στό λαό, αυτό φαίνεται στά τραγούδια καί
στίς μηχανικές παραφράσεις. Τήν ίδια τάση συναντάμε καί
στά καθαρά λογοτεχνικά κείμενα. ’Ακόμα καί κεί όπου οί
συγγραφείς επιδιώκουν τήν άντιπαράθεση μέ τίς παλιές
«αλήθειες», τό παρελθόν είναι ή λυδία λίθος, πράγμα πού
ενισχύει τή γνωστή άποψη ότι ή κληρονομιά τών περασμέ
νων εποχών ζεί μέσα μας: μπορεί νά τήν καταπολεμάμε, δέ
μπορούμε όμως ν’ «άπαλλαγούμε» απ’ αυτήν άβασάνιστα.
317
21
«Ρουτίνα» κ α ί «πρωτοτυπία»
319
σάν συμπληρωματικό στοιχείο. Τό χρησιμοποιούν γιά ση
μείο άναφοράς, γιά άντιπαράθεση ή συνειδητή άντίθεση
πρός τό δικό τους, ή γιά νά τονίσουν περισσότερο 6,τι
θέλουν νά πούν. ’Αντίθετα, οί έρασιτέχνες τό χρησιμο
ποιούν γιά νά άντικαταστ ήσουν μ’ αυτό τήν έκφραση πού
θά άντιστοιχούσε στίς εμπειρίες τους.
Στά πρώτα τους βήματα οί συγγραφείς δέν ξέρουν τί θά
πεί «ρουτίνα». Ό μω ς αυτό δέ φέρνει οπωσδήποτε τήν ει
λικρίνεια. (Εννοούμε πάντα τήν ειλικρίνεια στήν έκφραση
κι όχι στήν πρόθεση). Γιά νά τά βγάλουν πέρα μέ τις
άπαιτήσεις τού ρυθμού (ή γιά νά βρούν μιά ομοιοκαταλη
ξία), παραγεμίζουν τούς στίχους τους μέ λέξεις πού δέν
έχουν καμιά σχέση με τό ποιητικό τους όραμα. Είναι σά
νά συμπληρώνουν τά κενά μέ μπαμπάκι. Τό παραγέμισμα
όμως αυτό είναι άπό λέξεις πού έχουν κάποια σημασία
αυτές καθαυτές. Έ τσι ή τεχνική τους καταλήγει σ’ ένα
άξεδιάλυτο μίγμα.
'Υπάρχει άκόμα τό πρόβλημα πού άφορά τήν ομοιογέ
νεια τού οράματος. Αυτό πρέπει νά τό εξετάσουμε χωρι
στά.
320
σαν στη μνήμη τό παρελθόν κι έφερναν σκέψεις πού γύ
ρευαν νά μαντέψουν τό μέλλον. Καί σ’ όλα αυτά ύπερίσχυε
ή συνείδηση τού άμεσου προσωπικού κινδύνου πού, μέ τη
σειρά του, γεννούσε τό συναίσθημα τής προσωρινότητας
καί τής βιασύνης. Έτσι, οι συγγραφείς συχνά ήθελαν νά
τά πούν όλα μεμιάς στό ίδιο έργο.
‘Όσο γιά τό ύφος των κειμένων, γιά νά συνθέσουν, ή
μάλλον νά άθροίσουν, τά στοιχεία πού είχαν στή διάθεσή
τους, κατέφευγαν σέ γενικές καί άφηρημένες έννοιες. Έ τσι
δίπλα σέ συγκεκριμένες καί έκφραστικές εικόνες βρί
σκουμε συχνά διατυπώσεις υπερβολικά σχηματοποιημένες,
πού δέ μπορούν νά άποδώσουν τό υλικό γεγονός άπ’ όπου
ξεκινούν.
Στή δομή τών έργων ή τάση αυτή έκφράζεται μέ έναν
άμορφο σωρό μοτίβων1. Τά στοιχεία τής πραγματικότητας
πού περιγράφονται, συχνά στοιβάζονται τό ένα δίπλα στό
άλλο, αυτόματα, σχεδόν στην τύχη. Ό άριθμός τους μπο
ρεί νά μειωθεί ή ν’ αυξηθεί χωρίς νά διαταραχτεί ή ένό-
τητα τού έργου.
’Αλλού πάλι έπικρατεί ή μέθοδος τών συνειρμών: πολύ
συχνά μιά μόνο λέξη ή ένας άπλός υπαινιγμός σέ μιά
φράση γίνεται άφορμή νά γραφτούν όλόκληρες σελίδες.
Παρόλο πού τό χαρακτηριστικό αυτό δέ συναντιέται
μόνο στά κείμενα πού έξετάζουμε έδώ, ή συχνότητά του
μαρτυράει ένα κατακερματισμό τής εικόνας πού είχαν γιά
τήν πραγματικότητα. ‘Ό σα συνέβαιναν στούς άνθρώπους
322
22
«Φ ιλολογική ευαισθησία»
τών μελλοθάνατω ν
323
τους δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ή ταν ένα είδος τέχνης γιά
την τέχνη, ένα «καρύκευμα» πού έφερνε τη γλώσσα πιό
κοντά στό κλίμα τής πραγματικότητας πού τούς περιστοί-
χιζε·
Μέ τό φαινόμενο αυτό άξίζει νά συσχετιστεί καί κάποιο
άλλο: μετά τόν πόλεμο, κριτικοί καί άναγνώστες κατηγό
ρησαν τούς συγγραφείς άπ ο μνημονευμάτων δτι έπέμειναν
πολύ σέ χυδαίες λεπτομέρειες: άφοδευτήρια, ψείρες κλπ.
Πρέπει νά δούμε άραγε σ’ αυτό μιά τάση έπιδειξιομανίας;
Ή μήπως πρόκειται γιά μιά άσυνείδητη έπιθυμία άπολύ-
τρωσης μέσα άπό τό γράψιμο; Ίσως όμως, άκόμα κι άν
αυτή ή εξήγηση άληθεύει, δέν παύει νά ’ναι μερική. Νά ή
δική μας άποψη στό ζήτημα:
Στίς συνθήκες τού στρατοπέδου, ή φυσιολογία κι οί εκ
δηλώσεις της δέν ήταν μόνο μιά «πλευρά» τής ζωής, μιά
έκφανσή της άναπόφευκτη άλλά περιορισμένη καί πού,
θεωρητικά τουλάχιστο, θά μπορούσε κανένας νά τήν
παραβλέψει. Ή ταν «πανταχού παρούσα», χρωμάτιζε όλες
τίς καταστάσεις, τρύπωνε σ’ όλες τίς σκέψεις, έπηρέαζε
κάθε κίνηση. Τά άφοδευτήρια, ή άναγκαστική συνύπαρξη,
οί ψείρες, οί ψύλλοι, οί σωροί άπό πτώματα, ό καπνός
άπό τά κρεματόρια, οί άρρώστιες, ή δυσωδία, τό εύθραυ
στο άνθρώπινο σώμα άπό τή μιά μεριά, κι άπό τήν άλλη ή
άπίστευτη άντοχή του, δημιουργούσαν άντιδράσεις πού
φαινομενικά δέν είχαν τίποτα κοινό μ’ όλα αυτά. Περι-
γράφοντας τήν κατάσταση οί συγγραφείς ήθελαν, ίσως
άσυνείδητα, νά έκφράσουν άλλα πράγματα, λιγότερο χει
ροπιαστά, λιγότερο συγκεκριμένα, άλλά όχι λιγότερο ση
μαντικά.
Καί νά ποιά ήταν ή άλλη όψη τού ζητήματος. Πουθενά
άλλού οί κατηγορίες τού υψηλού καί τού τραγικού δέν
ήταν τόσο συχνές, τόσο έντονες καί τόσο βαθιά ριζωμένες,
όσο στην πραγματικότητα πού έξετάζουμε. Σχεδόν σέ κάθε
στρατόπεδο υπήρχαν άνάμεσα στούς φυλακισμένους πολ
λοί διανοούμενοι. Εξάλλου, άκόμα κι οί άνθρωποι μέ τή
μικρότερη κλίση γιά θεωρητικές ένασχολήσεις, δδηγούνταν
324
σ’ αυτές τις συνθήκες: Κάθε κρατούμενος δεν είχε μόνο ν’
αντιμετωπίσει τό πρόβλημα ζωής ή θανάτου έβλεπε άμέ-
τρητες ζωές νά φτάνουν στά τελευταία όρια τού δυνατού
καί νά χάνονται μπροστά στά μάτια του. Κι όλα στό ίδιο
πλαίσιο: τραγωδίες καί προσωπικές συγκρούσεις πού προ-
καλούσε ή έκμηδένιση τής οικογένειας, τής φιλίας, τού
περιβάλλοντος καί τέλος τής ίδιας τής κοινότητας.
Μονάχα ό συνδυασμός όλων αυτών δίνει τό κλειδί γιά
τήν κατάσταση τών πνευμάτων πού έβρισκε τήν έκφρασή
της μέσα στά κείμενα.
Τό υψηλό καί τό χυδαίο δέν είναι παρά μιά άπό τίς
φαινομενικά άντιφατικές πολώσεις πού χαρακτηρίζουν τήν
κατάσταση τών πνευμάτων πού άναφέραμε. Ή άλλη είναι
ή διανοητική συγκέντρωση πού συνυπήρχε μέ τήν άντικα-
τάσταση τής λογικής άπό συντρίμμια σκέψης, έννοιες άπο-
σπασματικές κι άκρωτηριασμένες. Κι άκόμα μιά εντατική
εγρήγορση άπό τή μιά μεριά, κι άπό τήν άλλη μιά άπά-
θεια, μιά άδιαφορία. Ή δυσπιστία κι ή ύποψία καί μαζί
μιά έπιθυμία γιά πίστη πού συνοδεύεται άπό μιά τάση γιά
ψευδαισθήσεις κι άπό τήν άπροθυμία νά γνωρίσουν τήν
άλήθεια, κλπ.
Αυτή ή πολύμορφη πόλωση εξηγεί τίς άντιφάσεις που
χαρακτηρίζουν τή φιλολογική ευαισθησία οί παρόμοιες
συνθήκες.
Πολλές φορές άνακάλυπταν παραλείψεις κι άνακρί-
βειες - άκόμα κι άσήμαντες - ένός έργου, πράγμα πού δέν
τούς έμπόδιζε νά συγκινούνται μέ όποιοδήποτε άνόητο
τραγουδάκι προσφερόταν γιά τή συναισθηματική έπικαι-
ρότητα, μέσω τής ελεύθερης ερμηνείας.
Έ να προπολεμικό ελαφρό τραγούδι έλεγε, γιά παράδει
γμα:
325
νηρά επίκαιρο καί παθητικό, παρόλο πού γιά τούς άνθρώ-
πους πού τό τραγουδούσαν πρίν άπό τόν πόλεμο, ή ίδια
έκφραση είχε φυσικά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο.
"Αλλοτε πάλι ή υπογράμμιση τής «κεντρικής ιδέας» γι
νόταν μέ τόν πολλαπλασιασμό τών παραδειγμάτων πού ό
κοινός παρονομαστής τους έπαναλαμβανόταν στό «ρε-
φραίν». Στό στρατόπεδο τού Λβόφ, γιά παράδειγμα, μιά
ομάδα τραγουδιστών τραγουδούσε άπό παράγκα σε
παράγκα τό έξαιρετικά άπλοϊκό της ρεπερτόριο: Έ να άτέ-
λειωτο κατεβατό άπό «πορτραΐτα» σε άδέξιους στίχους
παραγεμισμένους μέ επίθετα:
327
Ά ν σοϋ πουν νά βγεις άπ' τή γραμμή
θά φάει ή μούρη σου άμμο
328
23
5Α ξιολογικ ά κριτήρια
329
νήθειες καί τίς άντιλήψεις τής έποχής.
Θά μάς άντιτάξουν ότι αυτές είναι λεπτομέρειες εγκυ
κλοπαιδικές, άπαραίτητες γιά τήν κατανόηση τής γλώσσας
περασμένων εποχών: Έστω! Υπάρχουν όμως κι άλλοι
παράγοντες πού καθορίζουν τίς καθαρά αισθητικές έντυ-
πώσεις καί κρίσεις, άκόμα καί χωρίς νά τό καταλαβαίνει
αυτός πού κρίνει. νΑς πάρουμε ένα γνωστό παράδειγμα:
θαυμάζουμε τά σχέδια των σπηλαίων πού άποδίδονται
στόν πρωτόγονο άνθρωπο · ό θαυμασμός μας όμως εξαφα
νίζεται μόλις άντιληφθούμε ότι μερικά άπό τά σχέδια είναι
άπομιμήσεις μεταγενέστερων εποχών. Ό τα ν θαυμάζουμε
τούς κλασικούς τής λογοτεχνίας, παίρνουμε υπόψη μας καί
τόν καιρό πού έζησαν. Μονάχα έτσι διακρίνονται οι πρα
γματικοί δημιουργοί άπό τούς έπίγονούς τους.
Γιά τά έργα πού εξετάζουμε έδώ, είναι άπαραίτητη ή
γνώση τών παραγόντων πού συνδέονται άναπόσπαστα μέ
τή δημιουργία τους.
Καί πρώτα πρώτα πρέπει νά ξέρουμε Τ Ο Υ Σ Ο Ρ Ο Υ Σ Κ Α Ι
Τ Α Υ Λ ΙΚ Α Μ Ε Σ Α Γ Ρ Α Φ Η Σ . Έτσι, ή άφθονία τής «ποιητι
κής πρόζας» γιά παράδειγμα, δέν οφείλεται μόνο στήν
άδυναμία διάκρισης άνάμεσα στά λογοτεχνικά είδη. ’Αντί
θετα, πολλές φορές είναι άποτέλεσμα εκλογής. νΑς μάς
έπιτραπεΐ νά άναφέρουμε έδώ ένα άπόσπασμα άπό τήν
εισαγωγή στήν ποιητική άνθολογία «Συνομιλία μέ τό θά
νατο»:
(...) Θά ήθελα νά χαρακτηρίσω αυτά τά ποιήματα
σάν ποιητική πρόζα. Έ χω τή γνώμη, δηλαδή, ότι ή
μορφή της υπαγορεύτηκε άπό τίς περιστάσεις: Είναι
πιό εύκολο νά συνθέτει κανείς μέ τό νού (μιά καί δέν
υπήρχε ή δυνατότητα νά σημειώνει σέ χαρτί) έργα σέ
στίχους παρά σέ πρόζα. Πιό εύκολα έπίσης άπομνη-
μονεύεται ένα ποίημα άπό ένα πεζό. Καί τό ένα καί τό
άλλο ήταν άπαραίτητα, γιατί τά κείμενα αυτά γεννή
θηκαν κάτω άπό τό βλέμμα, τά ρόπαλα καί τά πολυ
βόλα τών Έ ς-Έ ς καί συνήθως άπαγγέλλονταν τή νύ
χτα, στά κρεβάτια τών κρατούμενων.
330
Τό ότι ή παρατήρηση δέν ισχύει μόνο γιά μιά μεμονω
μένη περίπτωση, άποδεικνύεται άπό άνάλογες διαπιστώ
σεις άλλων συγγραφέων: «Συνθέτανε ποιήματα (στις φυ
λακές καί τά στρατόπεδα) πού τά μάθαιναν απέξω, γιατί
δέν είχαν τά υλικά μέσα γιά νά τά γράψουν», υπογραμμί
ζει ό Γκ. Ά ουντίζιο στήν εισαγωγή του γιά τή συλλογή
«Φυλακισμένοι συγγραφείς».
Συχνά ήταν προβληματική ή προμήθεια μολυβιού καί
χαρτιού. Στό γραμμένο στό στρατόπεδο τού Νταχάου
«Ημερολόγιό» του, ό Νίκο Ρόστ επανέρχεται πολλές φο
ρές σ’ αυτό τό θέμα: «7ο κυνήγι τού χαρτιού έγινε γιά
μένα άληθινό σπόρ· ζητώ χαρτί άπό τόν καθένα. Ό λο ς ό
θάλαμος παίρνει μέρος στό παιχνίδι. Μέ προμηθεύουν άπό
παντού · εφημερίδες, χαρτιά περιτυλίγματος, άκόμα καί
χαρτί προορισμένο γιά μιά... βέβηλη χρήση».
Τό «Ημερολόγιο τής Ίουστίνης»(γραμμένο, όπως άνα-
φέραμε, μέσα στή φυλακή άπό τή Γκούστα Ντραΐνγκερ)
είναι κι αυτό σέ χαρτί υγείας. Στή φυλακή τού Ό σλο, ό
Νορβηγός Πέτερ Μόεν «Χάραζε τις σημειώσεις τον μ ’ ένα
μικρό καρφί, παρμένο άπό τό παράθυρο τού κελιού του,
πάνω σέ γκριζωπά χαρτιά υγείας».
Ό Ρούντολφ Μπάτορ, μέλος τού πολωνικού σοσιαλιστι
κού κόμματος, συνδικαλιστής ηγέτης τών σιδηροδρομικών,
πιάστηκε τό Μάη τού 1942, κλείστηκε καί βασανίστηκε
στή φυλακή Μοντέλουπιτς τής Κρακοβίας κι έπειτα μετα
φέρθηκε στό Άουσβιτς, όπου έκτελέστηκε. Ά π ό τή φυ
λακή έστειλε κρυφά τό τελευταίο άποχαιρετιστήριο μήνυμά
του στή γυναίκα καί τίς κόρες του. Τελειώνει μ’ αυτά τά
λόγια: «Ζήτω ό σοσιαλισμός! Ζήτω ή άνεξάρτητη, ελεύ
θερη καί σοσιαλιστική Πολωνία!». Ε πειδή δέν είχε χαρτί,
ό Μπάτορ έγραψε τό γράμμα του πάνω στό μαντίλι του.
Κι άντί γιά μολύβι χρησιμοποίησε τό ίδιο του τό αίμα.
Εννοείται ότι καί γιά τίς επιγραφές πού χαράζονταν
στούς τοίχους μέ καρφίτσα, θά πρέπει νά λάβουμε υπόψη
μας καί τήν «τεχνική» μέ τήν οποία γράφονταν.
331
- Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΙ Ο ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΣ. - Οί
συγκρατούμενοι γιά τούς όποιους προορίζονταν τά κείμε
να, γνώριζαν τά εγκλήματα των ναζί. ΟΙ λεπτομερειακές
περιγραφές τους, έπομένως, ήταν περιττές. Ωστόσο, οί
ερασιτέχνες συγγραφείς προπάντων, άφιέρωναν πολλές σε
λίδες σέ περιγραφές αυτού τού είδους. ’Αντίθετα, στους
έπαγγελματίες ή έξιστόρηση υποχωρούσε μπροστά στό
στοχασμό.
Κι άκόμα, λέξεις πού συνήθως θεωρούνται χιλιοειπωμέ
νες κι άδειες άπό νόημα, εδώ άνακαλούσαν γεγονότα οδυ
νηρά γνωστά, γεγονότα πού τά είχαν δεϊ καί τά είχαν ζή-
σει οί ίδιοι. Έτσι, γιά τό συναισθηματικό κόσμο τού συγ
γραφέα καί τών άκροατών του, μιά κοινότυπη φράση γι
νόταν λυρική, άκόμα κι άν σύμφωνα μέ τά παραδοσιακά
κριτήρια τό κείμενο θά δικαιολογούσε αυτό τό όνομα.
νΑς δούμε τώρα τίς επιδράσεις πού είχε στή δημιουργία
ένός έργου ό υποθετικός άναγνώστης, αυτός δηλαδή πού
δέν ήταν αύτόπτης μάρτυρας τών γεγονότων. Έχουμε
μπροστά μας ένα χειρόγραφο πού άνήκει στά έργα πού
βγήκαν κρυφά άπό τό στρατόπεδο τού Αβόφ. Συγγραφέας
του ήταν ό Ντ. Φρένκελ, έπαγγελματίας δημοσιογράφος,
πού δολοφονήθηκε τό 1943. Τό χειρόγραφο είναι ένα ρε
πορτάζ γραμμένο ειδικά γιά τήν ενημέρωση τού «έλεύθε-
ρου κόσμου». Είναι φανερή ή έμμονη ιδέα τού Φρένκελ
ότι ή κόλαση τού στρατοπέδου είναι άσύλληπτη γιά τούς
άνθρώπους πού δέν τήν έζησαν άμεσα. Ή έπιθυμία του νά
υπερνικήσει τήν άνικανότητά τους νά φανταστούν τή φρι
χτή πραγματικότητα καί νά τούς κάνει νά καταλάβουν τήν
έκταση καί τό μέγεθος τών ναζιστικών εγκλημάτων, προ-
καλεί τόσες επαναλήψεις, άποστροφές, ρητορικές ¿ρωτή
σεις καί θαυμαστικά επιφωνήματα, πού ή έκθεση τών γε
γονότων καταποντίζεται καί ή διήγηση γίνεται μπερδεμέ
νη. Έτσι, τά άποτελέσματα είναι εντελώς άντίθετα άπό τήν
πρόθεση τού συγγραφέα.*
332
Εκτός άπό τις άπτές έκδηλώσεις πού άναφέραμε ήδη
(όπως, ρητορικές έρωτήσεις, άναδρομές, έμμονες ιδέες
κλπ.), ή έρμηνευτική διαδικασία άσκοΰσε μιά φανερή επί
δραση στή διατύπωση καί τό «στύλ» των κειμένων.
Ποιητές γνωστοί πρίν άπό τόν πόλεμο γιά τη φορτωμένη
μεταφορές κι ελλείψεις γλώσσα τους, συγγραφείς δυσνόη
τοι, άπλοποιοΰν τώρα αυθόρμητα τά εκφραστικά τους μέ
σα. Ή άλλαγή αυτή, στό σύνολό της, δέ μπορεί νά άποδο-
θεί στή φροντίδα τους γιά τόν άμεσο άναγνώστη τή συ
ναντάμε καί σέ μεμονωμένους συγγραφείς πού γράφουν
άποκλειστικά γιά ένα μελλοντικό κοινό. Τούς λόγους τού
φαινόμενου πρέπει νά τούς άναζητήσουμε στήν άκόλουθη
κατάσταση:
Συχνά τούς φυλακισμένους τούς πολιορκούσαν όχι τόσο
ιδέες, όσο συντρίμμια άπό σκέψεις καί χαοτικά συναισθή
ματα. Οί άνάγκες τής στιγμής άνέτρεπαν την ιεραρχία των
πραγμάτων: ή εικόνα τού άναμενόμενου συσσιτίου ίσοδυ-
ναμούσε πολλές φορές (σάν σημασία) μέ την εικόνα τής
άμεσης έκτέλεσης ■ προβλήματα όπως, τό πώς θά άποκτού-
σαν ένα κομμάτι ψωμί ή κουρέλια γιά νά προφυλαχτούν
άπό τό κρύο, πώς θά έκρυβαν μιά πληγή ή μιά άρρώστια.
έπαιρναν τίς διαστάσεις μεταφυσικού ζητήματος. Τό νά
άποόώσει κανείς αύτούσια αυτή την περίεργη καί μπερδε
μένη κατάσταση, θά ήταν σά νά επιθυμούσε τή διατήρηση
καί τή διάδοσή της.
Κάτω άπό φυσιολογικές συνθήκες σκεφτόμαστε μέ φρά
σεις ή μέ τυποποιημένες εκφράσεις. Τό κομμάτιασμά τους,
γιά νά βρεθούν τά πρωταρχικά τους στοιχεία, μπορεί νά
θεωρηθεί σάν μιά προσπάθεια νά ύπερνικηθεί ή άπολί-
θωση τής γλώσσας, σάν ένας νεοτερισμός, ένας άγώνας
κατά τής κοινοτυπίας. ’Αντίθετα, στά στρατόπεδα ό σου
ρεαλιστικός τρόπος σκέψης ήταν ό πιό συνηθισμένος. Τό
νά άντιταχθείς σ’ αυτό σήμαινε: νά επιζητείς μιά καθαρή
καί λογική διατύπωση, νά ξαναδίνεις στά πράγματα καί
στίς έννοιες μιά ιεραρχία, νά οίκοδομείς «σχολικές» φρά
σεις σύμφωνα μ’ όλους τούς κανόνες τής γραμματικής καί
τού συντακτικού.
333
*
334
24
335
μους τής έλεύθερης πόλης. Έτσι, οΐ κάτοικοι καί των
δύο πλευρών ήταν άναγκαστικά αύτόπτες μάρτυρες
τής άβύσσου πού (σε έκταση λίγων μόνο μέτρων) χώ
ριζε δυό κόσμους άφάνταστα διαφορετικούς. Τό
παράθυρο πού βλέπει στήν άλλη πλευρά τού τείχους,
γίνεται έτσι τό φιλολογικό πλαίσιο γιά σκέψεις, παρο
μοιώσεις, δράματα, κλπ., πού (άνεξάρτητα βέβαια άπό
τό επίπεδο αυτό είναι συνάρτηση τού ταλέντου καί τής
παιδείας τού συγγραφέα) καταλήγουν σέ ουσιαστικά
άνάλογα συμπεράσματα. Ό Σλένγκελ, γιά παράδει
γμα, «έπαγγελματίας» συγγραφέας, πρίν άπό τόν πό
λεμο, υιοθετεί τά πλαίσια αυτά - στη Βαρσοβία - γιά
τό ποίημά του «Τό παράθυρο», πού βλέπει στήν άπέ-
ναντι πλευρά. Ή δεκαεφτάχρονη Άντέλα Φρούχτμαν,
γιά νά έκφράσει τη νοσταλγία της - στό Λβόφ -
καταφεύγει κι αυτή στά ίδια μέσα.
6) Εκείνοι πού καταζητούνταν άπό την άστυνομία,
κυρίως Εβραίοι κρυμμένοι σέ σοφίτες ή «πατάρια»,
μέσα σέ σπίτια δηλαδή άνθρώπων πού δέν κινδύνευαν
οί ίδιοι άπό τίς καταδιώξεις, άκουγαν άναγκαστικά
τίς συζητήσεις άπό έπισκέπτες πού άγνοούσαν την
παρουσία τους. Εύκολα φαντάζεται κανένας τά
άπρόοπτα παρόμοιων καταστάσεων. Αυτή ή «σκηνο
θεσία», πού στίς παλιές κωμωδίες χρησίμευε γιά συμ
βατικά καί γελοία ευρήματα, γινόταν τώρα άπόλυτα
φυσική καί δικαιολογημένη. Ειδικά έκείνο τόν καιρό
παρόμοιες συζητήσεις πρόσφεραν πολύ υλικό. Ή σκη
νοθεσία (πού δέν ήταν παρά μιά πραγματικότητα!)
πέρασε λοιπόν σέ πολλά κείμενα τής έποχής, καθορί
ζοντας τή σύνθεση τών έργων ή άποτελώντας τό πλαί
σιό τους. Αυτό συμβαίνει γιά παράδειγμα στό βιβλίο
τού Λ. Ρόχμαν «Καί θά ζήσεις μέσα στό αίμα σου».
Κρυμμένοι σέ μιά χωριάτικη καλύβα, πίσω άπό ένα
τεχνητό μεσότοιχο, ό συγγραφέας κι ή οίκογένειά του
μαθαίνουν τά αιματηρά γεγονότα πού διαδραματίζον
ται στή διπλανή μικρή τους πόλη. Στήν ουσία είναι
336
ένας τρόπος πού επιτρέπει στό συγγραφέα νά περι
γράφει την ιστορία τής έξόντωσης μιας έβραϊκής κοι
νότητας καί μαζί τη στάση τού «άριου» πληθυσμού
άπέναντι στίς άγριότητες αυτές.
338
σιακών μεθόδων. Ή ένότητα τού έργου ώστόσο, καί ή
υποβλητική του δύναμη είναι αναμφισβήτητες καί δόκιμες.
Ή παρεξήγηση άρχιζει άπό τή στιγμή πού οί κριτικοί
προσπαθούν νά εξηγήσουν καί νά κάνουν πιό κατανοητή
τή μορφή πού διάλεξε ό συγγραφέας.
Κι όμως, κατά τή γνώμη μας, ή δομή τού έργου είναι
άπόλυτα σαφής. Χρειάζεται μόνο νά άναζητήσουμε τό
κλειδί στήν πραγματικότητα άπ ’ τήν όποια γεννήθηκε τό
βιβλίο, καί στό εποικοδόμημά της, τή νοοτροπία δηλαδή
τών κατάδικων πού, άνυπεράσπιστοι μάρτυρες τής κατα
στροφής, περίμεναν κι οί ίδιοι τή σειρά τους νά χαθούν.
Κάτω άπό τέτοιες συνθήκες (καί είχαμε τήν ευκαιρία νά τό
τονίσουμε πολλές φορές ως τώρα) ένώ τά σύγχρονό τους
γεγονότα έκφράζονται μέ άποσπασματικές εικόνες καί
στρατιές όλόκληρες άπό θαυμαστικά, τό πρίν άπό τήν
καταστροφική εποχή παρελθόν τους προβάλλει μέσα άπό
τά κείμενά τους μέ θαυμαστή παραστατικότητα. Τό ίδιο
συμβαίνει καί μέ τά γεγονότα πού τά έμαθαν έμμεσα:
άκριβώς έπειδή δέν πήραν μέρος προσωπικά γιά νά τά
κατανοήσουν, πρέπει νά τά παραστήσουν στή μνήμη τους
καί στή συνέχεια νά τά άποδώσουν μέ λογική καί σαφή
νεια.
339
πριν άπό τόν πόλεμο ήταν όπαδοί αυτών τών λογοτεχνι
κών ρευμάτων, τώρα προσανατολίζονται καθαρά σε μορ
φές πιό παραδοσιακές.
"Οπωσδήποτε θά ήταν δύσκολο νά άποδώσουμε όλα τά
εκφραστικά «ευρήματα» κυρίως στήν έλλειψη «ρουτίνας»
πού χαρακτηρίζει τούς άρχάριους ή μή διανοούμενους
συγγραφείς. Στις περιπτώσεις πού μπορούμε νά έλέγξουμε,
οφείλονται σέ διανοούμενους.
Ά π ό τό σχεδόν γενικό αυτό κανόνα πρέπει νά εξαιρε
θούν όρισμένα κείμενα γραμμένα άπό παιδιά.
340
25
Κείμενα παιδιώ ν
341
ίδιο λόγο. Οί μόνοι επισκέπτες πού δέχονται είναι οί
«άριοι» προστάτες τους. Εννοείται δτι γιά νά μην
προδοθεί τό μυστικό τής παράνομης διαμονής τους,
πρέπει νά παίρνουν χίλιες προφυλάξεις, πράγμα πού
μικραίνει άκόμα πιό πολύ τό διαθέσιμο χώρο.
Λίγες μέρες πρίν έγκατασταθεί στό κρησφύγετο, ή
νΑννα Φράνκ, ένα κοριτσάκι δεκατριών χρονών, άρχι
ζε ι νά γράφει τό ήμερολόγιό της. Τό συνεχίζει άπό τίς
14 Τούνη 1942 ώς τίς 8 Τούλη 1944, όσο καιρό δη
λαδή κρύβεται1.
Δέ χρειάζεται νά πούμε ότι ή νεαρή συγγραφέας
έχει πάντα συνείδηση τού κινδύνου πού τούς άπειλεί.
Στούς βομβαρδισμούς τό κοριτσάκι ξέρει πώς δέ μπο
ρούν νά βγούν έξω άπό τό σπίτι: «Θά φύγουμε», γρά
φει, «μονάχα σέ έσχατη άνάγκη, κι ό δρόμος μάς επι
φυλάσσει τόσους κινδύνους όσους κι οί βομβαρδι
σμοί». Κι άλλού : «Χτές τή νύχτα ήξερα βαθιά μέσα
μου πώς θά πεθάνω. Περίμενα τήν άστυνομία, ήμουνα
έτοιμη σάν τό στρατιώτη στό πεδίο τής μάχης».
'Ωστόσο, εκτός άπό μερικά άποσπάσματα πολύ έν-
δειχτικά, άλλά μεμονωμένα καί σχετικά σπάνια, ή
νΑννα Φράνκ δέν καταπιάνεται μέ τά «μεγάλα» προ
βλήματα πού άφορούν τήν κατάσταση. Τό φιλολογικό
ενδιαφέρον της στρέφεται κυρίως στό πεδίο τών άμε
σων παρατηρήσεών της: τήν άναγκαστική συνύπαρξη
οχτώ άνθρώπων, όπου ό καθένας πρέπει νά άνέχεται
τήν παρουσία τού άλλου συνέχεια. Τό μικρόκοσμο αυ
τό, πού προσδιορίζεται άπό έξαιρετικές περιστάσεις,
τόν παρατηρεί καί τόν περιγράφει μέ οξυδέρκεια καί
άκρίβεια, μέ άντικειμενικότητα καί κριτικό πνεύμα, μέ
1. Στις 4 Αύγουστου 1944, ή Γερμανική Στρατιωτική Ά στυνομία άνακα-
λύπτει τό κρησφύγετο τών Εβραίων. "Ολοι οί ένοικοι, καθώς καί δυό
άπό τούς άριους προστάτες τους, συλλαμβανονται καί στέλνονται σέ
στρατόπεδα. Τό Μάρτη τού 1945 ή “Αννα Φράνκ πεθαίνει στό στρατό
πεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Τό ημερολόγιο τής Ά ν ν α ς Φράνκ βρέθηκε άπό ’Ολλανδούς φίλους τή^
οικογένειας της άνάμεσα ατά πράγματα πού άφησε σκορπισμένα στο δια
μέρισμα ή Γκεστάπο.
342
την ικανότητα ν’ άποδίδει τις άποχρώσεις, χαρακτηρι
στικά άσυνήθιοτα γιά την ηλικία της. Χωρίς νά τό
ξέρει, δημιούργησε ένα έργο πολύ άξιόλογο.
343
«Οί πρωινοί εργάτες μάς κοίταζαν με οίκτο: Στά πρόσωπά
τους φαινόταν καθαρά ή λύπη, πού δέ μπορούσαν νά μάς
προσφέρουν ένα όποιοδήποτε μέσο μεταφοράς». Υ πάρ
χουν πολλές παρόμοιες διαπιστώσεις στό ημερολόγιό της.
Εκτός άπό τίς στιγμές τού συναγερμού, όπου ή άπειλή τού
θανάτου είναι άμεση, ή μικρή νΑννα πιστεύει ότι θά έπι-
ζήσει. Ή έλπίδα αυτή εκφράζεται πολλές φορές στίς σελί
δες τού ημερολογίου, όπου περιγράφει τά σχέδιά της όταν
θά τελειώσει ό πόλεμος.
Ό σο γιά τήν ήλικία της, ό Ντάνιελ Ρόφ παρατηρεί στόν
πρόλογο τής γαλλικής μετάφρασης: «Ή νΑννα Φράνκ δέν
ήταν άκόμα στήν ήλικία όπου ό συγγραφέας ένός ήμερο-
λογίου (ιδίως άν είναι άνθρωπος των γραμμάτων) ποζάρει
μπροστά στόν καθρέφτη καί σκέφτεται τούς μεταγενέστε
ρους. Εκείνη δέ νοιαζόταν γιά τούς μεταγενέστερους.
Έγραφε μόνο γιά τόν έαυτό της, χωρίς κανενός είδους
αυταρέσκεια, χωρίς καμιά φροντίδα νά βελτιώσει τό πορ-
τραίτο της ή νά καταπλήξει». ΓΓ αυτό καί τό βιβλίο της
έχει αυτή τή γοητευτική ειλικρίνεια, τήν άκρίβεια καί τήν
άγάπη γιά τήν άλήθεια.
Απομένει τώρα νά δούμε τήν έπίδραση πού είχε στήν
νΑννα ή συνείδηση ότι ήταν καταδικασμένη σέ θάνατο
(παρόλο πού οί συνθήκες πού άναφέραμε πιό πάνω έκα
ναν λιγότερο οδυνηρή αυτή τή γνώση). Ή έπίδραση είναι
φανερή κυρίως στήν άντικειμενικότητα καί τό κριτικό
πνεύμα πού δείχνει άκόμα κι άπέναντι στούς γονείς της.
Αυτή ή διανοητική καί πνευματική χειραφέτηση (πού δέν
έχει καμιά σχέση μέ τή λεγάμενη επανάσταση τών έφήβων
άπέναντι στούς μεγάλους) μπορεί νά διαπιστωθεί σέ πολ
λές μαρτυρίες. Ή αιτία τού φαινόμενου ήταν ή άδυναμία
τών «μεγάλων» μπροστά στά γεγονότα, ή φανερή πτώση
τών παραδοσιακών άξιών, ή άνακάλυψη ότι καθένας, σέ
τελευταία άνάλυση, έπρεπε νά τά βγάλει πέρα μόνος του
καί νά δεχτεί μόνος του τή μοίρα του, πράγμα πού κλόνιζε
τίς άρχές πού τούς είχαν μάθει νά πιστεύουν.
Σκέφτεται κανένας μέ μελαγχολία καί θλίψη ποιά θά
344
ήταν ή συνέχεια τού ήμερολογίου άπό την ’Άννα Φράνκ
τών δεκαπέντε χρόνων, μέ την πείρα πού είχε ήδη άποχτή-
σει στη λεπτή καί διεισδυτική άνάλυση, άν είχε έπιζήσει
άπό τη σκληρή έμπειρία τού Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Μιά αισθητά άνάλογη στάση διαφαίνεται οτά γραφτά κι
άλλων παιδιών πού, όπως ή Ά ννα, γνώρισαν την άπότομη
καί γεμάτη άπειλές άλλαγή στη ζωή τους, χωρίς ώστόσο νά
γίνουν αύτόπτες μάρτυρες τών σφαγών. Στήν κατηγορία
αυτή άνήκουν συγκεκριμένα πολλά παιδιά πού έζησαν
άκόμα καί σέ γκέτο ή σέ στρατόπεδα. Ό μω ς τά στρατό
πεδα καί τά γκέτο αυτά ήταν προσωρινά «προνομιούχα»,
είχαν δημιουργηθεί άπό τόν κατακτητή γιά λόγους προπα
γάνδας, γιά νά ξεγελάσουν τά θύματα, όπως τό στρατό
πεδο τού Τερέζινστατ στήν Τσεχοσλοβακία. Στά κείμενα
τών παιδιών αυτών είναι διάχυτη μιά έντονη άπαισιοδο-
ξία, μιά βαθιά κατάπτωση. 'Υπάρχουν σκέψεις γιά τό θά
νατο άσυνήθιστες γιά την ηλικία τους κάτω άπό φυσιολο
γικές συνθήκες. Λείπει ώστόσο ό κλονισμός πού προκαλεί
ή προσωπική έμπειρία άπό τά ναζιστικά εγκλήματα.
Τό ημερολόγιο τής δωδεκάχρονης Ζανέτ Έσελ μάς
μεταφέρει στήν καρδιά τής χιτλερικής θηριωδίας.
346
ρίχνονται στη φυλακή. Καταδικασμένες σέ θάνατο,
μητέρα καί κόρη, δραπετεύουν χάρη στη βοήθεια φί
λων τους πού δωροδοκούν τούς δεσμοφύλακες: τή στι
γμή πού οί Γερμανοί άδειάζουν τή φυλακή γιά νά έκ-
τελέσουν τούς φυλακισμένους, έκείνες κρύβονται στήν
άποθήκη καί δραπετεύουν μέ περίπλοκο τρόπο. ’Ακο
λουθεί νέα παραμονή σέ γκέτο καί στρατόπεδα. Ή
Ζάν άρρωσταίνει μέ τυφοειδή πυρετό καί νοσηλεύεται
στό νοσοκομείο τού γκέτο, λίγες μέρες πρίν άρχίσει ή
εκκαθάριση των άσθενών άπό τούς Γερμανούς. Ό τα ν
οί Έ ς-Έ ς άναγκάζουν τούς άρρωστους μέ σπρωξιές
καί χτυπήματα νά κατεβούν στά αυτοκίνητα πού θά
τούς οδηγήσουν στήν έκτέλεση, ή μητέρα (πού έχει
προσληφθεί στό νοσοκομείο σά νοσοκόμα) κρύβει τήν
κόρη της στό έργαστήριο.
Ή οριστική εξόντωση ταύ γκέτο πλησιάζει. Ή μη
τέρα πιέζει τήν κόρη νά εγκαταλείπει τήν προορι
σμένη γιά έξολόθρευση έβραϊκή συνοικία. Ή Ζανέτ
καταφέρνει νά φύγει, αυτή τή φορά ολομόναχη, καί
ζητά καταφύγιο στή θεία της πού, έπειδή δέν είναι
Εβραία, κατοικεί στή άρια ζώνη. Ή θεία όμως πού
νοιάζεται πρώτα άπ ’ όλα γιά τόν έαυτό της καί γιά
τήν άσφάλεια τών παιδιών της, ξεφορτώνεται τή μικρή
δραπέτισσα. Ή Ζάν, ολομόναχη κι εγκαταλειμμένη
άπ’ όλο τόν κόσμο, πλανιέται άσκοπα στούς δρόμους.
Τήν ίδια στιγμή στήν άλλη άκρη τής πόλης έξοντώνε-
ται τό γκέτο καί μέσα στό κύμα τών δολοφονιών πού
ξεσπά, πεθαίνει ή μητέρα.
Έ πειτα είναι τό στρατόπεδο τού θανάτου, τό Γιά-
νοβ, τό «Πανεπιστήμιο γιά δήμιους». 'Υπογραμμί
ζουμε τό χαρακτηρισμό τού στρατοπέδου, γιά νά δεί
ξουμε τήν έκταση τών έμπειριών τής μικρής κρατούμε
νης. ’Αντίθετα μ’ ό,τι συνέβαινε άλλού, στό Γιάνοβ οί
κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι νά παραβρίσκονται
στίς χωρίς τέλος άγριότητες τών ναζί. Σχεδόν καθημε
ρινά έβλεπαν συγκρατούμενούς τους νά έκτελούνται.
347
ν’ άπαγχονίζονται ή νά γδέρνονται ζωντανοί. Στό μό
νιμο διάκοσμο του στρατοπέδου άνήκε ή φιυτιά πού
κάπνιζε συνεχώς, δρατή άπό κάθε γωνιά, καί κάθε
φορά με καινούργια πτώματα.
348
άπωθεί στό υποσυνείδητο άλλες.
Δεν είναι ό τόπος έδώ γιά λεπτότερες ψυχολογικές
παρατηρήσεις. Θά θέλαμε μόνο νά πούμε ότι τά γεγονότα
πού συγκροτούνται αυθόρμητα καί προβάλλονται στό
προσκήνιο, έχουν μιαν ένότητα μέ τή δική της λογική, τή
δική της συνέπεια καί τή δική της άνακλητική δύναμη.
Δέν είμαστε πάντα σέ θέση νά έξηγήσουμε γιατί ή Ζάν
δίνει μέ περισσότερες λεπτομέρειες ένα γεγονός καί γιατί
μόλις μνημονεύει ένα άλλο. Γιατί άναφέρει αυτή τή συζή
τηση κι όχι άλλες. Γιατί άπό μιά όλόκληρη κουβέντα συγ
κροτεί μόνο μιά φράση ή μιαν έκφραση. Όπωσδήποτε τό
κείμενο, όπως είναι, φαίνεται νά άποδίδει θαυμάσια ό,τι
θέλει νά πει κάθε φορά.
Έτσι, ή έπιλογή άνάμεσα στά στοιχεία πού πετυχαίνουν
οί δόκιμοι συγγραφείς στό ώρίμασμα τής τέχνης τους, έδώ
γίνεται αυθόρμητα καί προσφέρεται έτοιμη τή στιγμή τής
καταγραφής.
349
μαζί αυθόρμητο, φυσικό, ζωντανό, άνάμικτο μέ διαλε
κτικούς ιδιωματισμούς καί έκφράσεις.
Πρέπει νά τονίσουμε ότι τά κείμενα των παιδιών
εκείνους τούς ταραγμένους καιρούς ήταν πιό εύκολο
νά χαθούν άπ’ όσο τά κείμενα τών μεγάλων. Κι αυτό
είναι φυσικό. Αντίθετα μέ πολλούς μεγάλους πού εί
χαν έγκαιρα προβλέψει καί πάρει όλα τά μέτρα πού
θά έξασφάλιζαν τά γραφτά τους άπό την καταστροφή,
τά παιδιά άγνοούσαν κάθε τέτοια προφύλαξη. νΑν δέ
φρόντιζε κανένας άλλος νά τά κρύψει σέ σίγουρο μέ
ρος (ή κάπου όπου τουλάχιστο θά ύπήρχε πιθανότητα
νά διασωθούν), άν οί περιστάσεις δέν τά ’φερναν στό
μέρος όπου θά βρίσκονταν άργότερα (πολλές φορές
κατά τύχη), τά κείμενα χάνονταν μαζί μέ τούς νεαρούς
δημιουργούς τους. Σέ πολύ σπάνιες περιπτώσεις, όπου
κάποιο άπό τά παιδιά έπέζησε καί ξαναβρήκε μόνο
του τό έργο του, σχεδόν άπό ένστικτο προσπαθεί νά
τό «τελειοποήσει». Εννοείται ότι (γιά τη μελέτη μας
τουλάχιστο) κάθε μεταγενέστερη βελτίωση άφαιρεί
άπό τό κείμενο την άρχική του άξια2.
350
26
Σ υγκρίσεις
351
Ή έπίσημη ορχήστρα τού οτραχόπεόου είχε προσθέσει
συμπληρωμαχικές στροφές, παίρνοντας φυσικά υπόψη χης
χό γούστο χών Έ ς-Έ ς2. Τις χραγουόούσε ένας περίφημος
σολίστας. Κι ενώ ή χυδαιολογία χού άρχικού κειμένου
ήχαν στό βάθος μιά κραυγή άπελπισίας, οί προσθήκες εί
χαν ένα χαμηλό κι άηδιαστικό πορνογραφικό χαρακχήρα.
Οί Έ ς-Έ ς χίς άκουγαν μέ ειλικρινή άπόλαυση καί καμιά
φορά χίς μάθαιναν άπέξω.
352
Στό στρατόπεδο τό τραγούδι ήταν υποχρεωτικό. Οί διά
φορες «ταξιαρχίες» λοιπόν συνθέτανε τόν έπίσημο ύμνο
τους μέ στίχους κατά κανόνα πολύ ευγενικούς καί προ
σεγμένους. Ό μω ς πολύ γρήγορα πρόσθεταν στίς έπίσημες
στροφές κι άλλες. Κι ένώ οί πρώτες ήταν μεγαλόστομες κι
άνειλικρινείς, οί παράλληλες είχαν άμεσες άναφορές στά
μικροεπεισόδια τής ταξιαρχίας καί μαρτυρούσαν σατιρική
διάθεση:
”Ω γη τής θλίψης
πού δίχως τέλος πρέπει
νά σέ σκάβουμε (...).
354
Β. ’Αντιδράσεις των συγκρατούμενών
καί τον «έλεύθερου κόσμου»
’Ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει ή σύγκριση των αντι
δράσεων πού προκαλούσαν τά ίδια κείμενα, την ίδια επο
χή, ατούς φυλακισμένους καί στόν «έλεύθερο κόσμο». Ή
άντιπαραβολή είναι δύσκολη γιατί ή κυκλοφορία τών κει
μένων (άκόμα κι άν έφταναν έξω άπό τά συρματοπλέγμα
τα) γινόταν κρυφά. ΟΙ παρατηρήσεις πού συλλέξαμε δέν
είναι τόσο πολλές, ώστε νά δώσουν μιά κλίμακα σύγκρισης
άξια λόγου. Κι έπειτα, πρέπει νά πάρουμε υπόψη μας τίς
διάφορες ψυχολογικές επιπτώσεις τής παρανομίας. Θά
περιοριστούμε λοιπόν σέ δυό παραδείγματα πού προέρ
χονται άπό τήν πηγή, δηλαδή άπό τόν «τόπο επιλογής»
τών κειμένων:
355
ένα ποίημα μέ τίτλο «Νύχτα μέσα στήν παράγκα». Δεν
ήταν όλοι σύμφωνοι ότι τό ποίημα ήταν σκόπιμο νά
συμπεριληφθεί στήν άνθολογία. Ή άντίρρηση ήταν:
Τό έργο είναι άφιερωμένο στό θάνατο ένός ιδιώτη.
Πώς μπορεί νά συγκινήσει τούς άναγνώστες, όταν κα
θένας τους κρατάει στη μνήμη του τό θάνατο χιλιάδων
άτόμων; Όταν όμως διαβάστηκε στό στρατόπεδο σέ
μιά «φιλολογική συνάντηση», τό ίδιο ποίημα προκά-
λεσε γενική συγκίνηση. Είναι άλήθεια πώς ξεσήκωσε
καί κεί αντιρρήσεις, άλλά λίγο διαφορετικές: συγκε
κριμένα, ένας άπό τούς φυλακισμένους είχε τή γνώμη
πώς τέτοια έργα δέν πρέπει νά διαβάζονται, γιατί θυ
μίζουν στόν καθένα τό χαμό τών δικών του καί μεγα
λώνουν τήν ήθική κατάπτωση.
356
την καταγωγή τους καί την παράνομη κυκλοφορία τους.
Ό Α. Γκλάντζ-Λέιελς (πού τά μετέφρασε στά γίντις στη
Νέα Ύόρκη) λέει στό άναμνηστικό του άρθρο: «Διατύπω
ναν διάφορες υποψίες γιά τά έργα αυτά: Δέν είναι αυθεν
τικά. Δέ μπορούσαν νά γραφτούν παρόμοια έργα στά
στρατόπεδα τού θανάτου (...). Κάποιος τά έγραψε σέ
ασφάλεια, στό Δονδίνο, καί τά πέρασε έπειτα γιά ποιή
ματα άπό τά στρατόπεδα». Ό ίδιος άναφέρει ότι ή άμερι-
κάνικη μετάφραση πού κυκλοφόρησε άμέσως, προκάλεσε
«πολλά σχόλια άπ’ όλες τίς γωνιές τής χώρας».
Ό λοι μιλούν γιά τή λογοτεχνική άξια των ποιημάτων.
Στούς έπαινους όμως διακρίνεται καί κάποια άπογοήτευ-
ση: «Θά ήταν ώραΐα ποιήματα, γράφει συνοπτικά ό Πώλ
Πόουτς, άκόμα κι άν είχαν γραφτεί σέ άνετες συνθήκες».
Τήν ίδια σκέψη έκφράζει μέ μεγαλύτερη έκπληξη ό Τζ.
Γουΐτλιν στόν πρόλογο τής άμερικάνικης έπανέκδοσης τής
συλλογής. 'Ωστόσο, μπαίνει ένα πρόβλημα γεμάτο άγκά-
θια: Ό Τζών Γουΐτλιν περίμενε λιγότερο προσεγμένα έργα,
«(..) πιό βάρβαρα καί πιό παράλογα». Πώς θ’ άντιδρούσε
άραγε, άν μάθαινε (έκείνη τήν εποχή, πρίν γίνουν γνωστές
οί λεπτομέρειες άπό τή ζωή στά στρατόπεδα) πώς υπήρχαν
έργα γεμάτα τραγικότητα άλλά καί χυδαίες εκφράσεις; Δέ
θά τά θεωρούσε ιεροσυλία; Ό Τζ. ’Άπενσλακ έβλεπε στά
ποιήματα τής συλλογής μιά μαρτυρία πιό εύγλωττη καί πιό
σωστή άπ’ όλες τίς περιγραφές καί τίς καταθέσεις.
Ό Σ. Τένενμπαουν, σ’ ένα δοκίμιό του, παραφράζει τά
ποιήματα αυτά. Γιά μάς είναι μιά καλή ευκαιρία νά δούμε
τά στοιχεία πού, ένώ γιά τούς άνθρώπους πού είχαν ύπο-
στεί τούς διωγμούς ήταν πολύ φυσικά, σ’ ένα μακρινό
άναγνώστη προκαλούσαν κατάπληξη. (Σ’ ένα ποίημα ό
φυλακισμένος συγγραφέας καλεί μέσα στήν παράγκα του
τόν ίσκιο μιάς δολοφονημένης γυναίκας. Ό δοκιμιογράφος
συγκρίνει τό ποίημα μέ σκηνές άπό τήν κλασική λογοτε
χνία: ή Βεατρίκη όδηγημένη μέσα άπό τό στρατόπεδο
κλπ.).
357
Γ. Μαρτυρίες ανθρώπων
πού δεν είχαν καταδικαστεί
Στην Πολωνία, όπου επικρατούσε ή κατάσταση πού περι-
γράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι σχέσεις των πολι
τών με τούς κατάδικους διαφόρων ειδών ήταν πολύ συ
χνές. Έτσι, πολλοί συγγραφείς, ακόμα κι αν δέν είχαν οί
ίδιοι ύποστεϊ διώξεις, κατείχαν στόν τομέα αυτό ντοκου
μέντα αυθεντικά. Τά βιβλία πού κυκλοφόρησαν αμέσως
μετά τόν πόλεμο, μαρτυρούν ότι τό θέμα έβαζε σέ πειρα
σμό πολλούς διανοούμενους. Μερικά άπό τά έργα αυτά
έκδόθηκαν κρυφά, τόν καιρό τής κατοχής, πράγμα πού
κάνει άναμφισβήτητη τή χρονολογία τής δημιουργίας τους.
Άνάμεσά τους είναι καί τά διηγήματα τού Τζ. Άντρε-
γιέφσκι3.
358
τα, άλλα δέ γίνεται λόγος γιά τούς μή λογικούς κρί
κους τής ψυχολογίας αυτής. Έ τσι βγαίνει κερδισμένη
ή «φιλολογική ομοιογένεια». Μένει ώστόσο νά δούμε
σέ ποιό βαθμό χάνονται, τό βάθος κι οί πραγματικές
διαστάσεις τής άνθρώπινης προσωπικότητας.
Έ να άλλο χαρακτηριστικό είναι μιά τάση υπερβο
λής στίς λύσεις των προβλημάτων πού δίνει ό συγγρα
φέας. Έ τσι στή «Νύχτα», γιά παράδειγμα, ό κατάδι
κος καταδίδει τόν καλύτερό του φίλο γιά νά μήν πε-
θάνει μόνος. Πρέπει νά παραδεχτούμε ότι ή περι
γραφή τής έσωτερικής μοναξιάς είναι άψογη. Λογικά,
αυτή ή ύστατη υπερβολή είναι δικαιολογημένη. Κι
όμως, στήν πραγματικότητα - εύτυχώς - ή δοκιμασία
τής μοναξιάς δέν οδηγούσε σέ τέτοιες λύσεις. Ε πειδή
ό συγγραφέας δέν ήταν ό ίδιος κατάδικος, μπόρεσε νά
κυριαρχήσει πολύ εύκολα στό υλικό του καί προφα
νώς έκρινε άναγκαίο νά δώσει όσο γίνεται πιό παρα
στατικά τίς παρατηρήσεις του. Έ τσι κάνει «λογοτε
χνία» μέ τήν ειδική σημασία τού όρου4.
359
Τά κίνητρα πού υπαγορεύουν τίς άλλαγές είναι ποικίλα.
Οί άλλαγές πού άφορούν τή μορφή (στύλ, δομή) θεω
ρούνται συνήθως άνώδυνες καί νόμιμες καί είναι πολύ συ
χνές. ’Αφορούν κυρίως διορθώσεις στήν έκφραση καί τό
ύφος, άντικατάσταση παλιών μεταφορών καί παρομοιώ
σεων μέ νέες, καθώς καί διάφορες παραλείψεις. ’Ακόμα κι
άν θεωρηθούν άνώδυνες, οί παραλλαγές αυτές μπορούν νά
παραχαράξουν τά συμπεράσματα γιά τή «φιλολογική»
ευαισθησία τής εποχής. 'Η «ουδετερότητα» τών άντικατα-
στάσεων δέν είναι πάντα φανερή. Συμβαίνει, γιά παράδει
γμα, στή θέση άφηρημένων εννοιών {ελευθερία, δικαιοσύ
νη, καλύτερο μέλλον) νά μπαίνουν τά ονόματα συγκεκρι
μένων πολιτικών κινήσεων.
Πολύ συχνότερες είναι οί μικροεπεμβάσεις πού κάνουν
ν’ άνεβαίνει ό βαθμός τής άγωνιστικότητας.
Ό σο γιά τίς άφαιρέσεις, εδώ τό πεδίο είναι ευρύτερο.
Συχνά εξάλλου πρόκειται γιά παραλείψεις άναπόφευκτες:
Άφαιρούνται οί τοπικοί προσδιορισμοί πού δέ λένε πολλά
πράγματα γιά τόν άναγνώστη, κλπ. Μένει νά δούμε σέ
ποιό βαθμό οί παραλείψεις αυτού τού είδους άλλοιώνουν
τόν ειδικό χαρακτήρα τής εποχής καί τών γεγονότων.
360
γίνεται λόγος γιά δισταγμούς καί σκέψεις. Τό άποτέ-
λεσμα ήταν νά γίνει πραγματικά τό βιβλίο πιό «δυνα
μικό» κι ή έπιθυμία ζωής νά φαίνεται σάν τό μονα
δικό κίνητρο στη συμπεριφορά τού κυνηγημένου άν-
θρώπου. Μόνο πού ή γυναίκα (πού υπογράφει τό έργο
μέ τό όνομά της) φαίνεται πολύ πιό άδιάφορη άπ’ 6,τι
ήταν στην πραγματικότητα άπέναντι σ’ όρισμένα ηθι
κά προβλήματα.
'Υπάρχει όμως καί κάτι χειρότερο: Μιά τέτοια συ
στηματική άφαίρεση στοιχείων κάνει τήν ψυχολογία
νά μήν είναι άληθινή. Τό λάθος γίνεται άκόμα σοβα
ρότερο, γιατί τό ξαναδουλεμένο έργο δίνει όχι μόνο τό
πορτραΐτο τού συγκεκριμένου προσώπου άλλά καί
- έμμεσα - ένα πορτραΐτο-τύπο.
361
’Αναλογίες ηθικής στάσης; Ό Βιγιόν πλήρωνε γιά εγ
κλήματα πού πραγματικά είχε διαπράξει. Γνώριζε πολύ
καλά τούς λόγους τής δυστυχίας του κι οι κατηγορίες του
άπευθύνονται στόν έαυτό του: είναι άργοπορημένες μετα
μέλειες καί τύψεις.
νΑ Θέ μου, άν μελετούσα
Στά χρόνια τής τρελής μον νιότης,
Καί φρόνιμες συνήθειες άποχτοϋσα
Θά είχα τώρα σπίτι καί μαλακό στρωσίδι!
362
- Ή ένταση κι ό «καταιγισμός» τών άναμνήσεων (μέ
σαφή υπεροχή τών οικείων κι απόλυτα προσωπικών σκη
νών).
363
Μέρος τέταρτο
ΑΝΑΚΕΦ ΑΛΑΙΩΣΗ
ΚΑΙ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜ ΑΤΑ
Τά κείμενα πού γράφτηκαν τόν καιρό τής γερμανικής κα
τοχής άπό άνθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο, αποτε
λούν ένα κοινωνικό φαινόμενο (τόσο έξαιτίας τού άριθμού
τους όσο κι έξαιτίας τών περιστάσεων). Δέν υπάρχει
άμφιβολία ότι τό φαινόμενο αυτό οφείλεται στίς συγκινή
σεις πού ένιωσαν οί δημιουργοί τους στή διάρκεια τής
καταδίκης τους.
Ό μως, τά συγκινησιακά κίνητρα δέν εξηγούν ούτε τό
βάθος ούτε τήν έκταση τού φαινόμενου. Ά π ό τά πρώτα
κιόλας χρόνια τής κατοχής, διαπράχτηκαν εγκλήματα άνή-
κουστης άγριότητας. Οι συγκινήσεις πού δοκίμασαν τά
θύματα, ξεπέρασαν σ’ ένταση κάθε πρόβλεψη. Στήν πρώτη
αυτή περίοδο οί άντιδράσεις ήταν πιό έντονες γιατί τίς
προκαλούσαν καταστάσεις καί γεγονότα πρωτόγνωρα. Οί
άνθρωποι, στή φάση αυτή, δέν είχαν ούτε τίς εμπειρίες
ούτε τήν κοινωνική καί ψυχική κατάπτωση πού γνώρισαν
άργότερα, γι’ αυτό ό κλονισμός τους ήταν μεγαλύτερος. Κι
όμως τό φαινόμενο πού εξετάζουμε εδώ γενικεύτηκε μο
νάχα όταν ήρθε ή συνειδητοποίηση ότι ό θάνατος ήταν μιά
μόνιμη καί κοντινή άπειλή.
Έ τσι βγαίνει ή ουσιαστική πλευρά τών κειμένων καί
συγκεκριμένα ή τάση ν' άφήσονν ενα ύστατο μήνυμα γιά
κείνους πού θά ζήσουν μετά τόν πόλεμο.
Είναι πολλές οί λεπτομέρειες πού επιβεβαιώνουν τό
ρόλο πού έπαιξε τό κίνητρο αυτό: τό γεγονός ότι γράφουν
μέχρι τήν τελευταία τους στιγμή, ακόμα κι όταν άντιμετω-
367
πίζουν τόν κίνδυνο τού θανάτου μπροστά τους· οι επι
γραφές στους τοίχους των φυλακών οί προσπάθειές τους
νά φτάσουν τά γραφτά τους στον «έλεύθερο κόσμο» · τά
γράμματα μέ τίς τελευταίες τους παραγγελίες πού έπισυ-
νάπτουν στά χειρόγραφα· οί πολυάριθμες όμολογίες πού
διατυπώνονται στά ίδια τά κείμενα. Ή άναλογία τών μέ
σων πού χρησιμοποίησαν γιά νά διασώσουν τά γραφτά
τους καί γιά νά τά κάνουν νά φτάσουν πέρα από τούς
τάφους στά χέρια άναγνωστών, ή άλυσίδα άπό μεσάζοντες
(καμιά φορά άπρόβλεπτους) πού σχηματίστηκε γιά τό
σκοπό αυτό σέ διάφορα μέρη, οί επιχειρήσεις πού όργα-
νώθηκαν (όπως τά άρχεΐα καί οί διακλαδώσεις τους, ή
ποικιλία υπηρεσιών, μεθόδων καί συνεργατών), όλα αυτά,
μαζί μ’ όσα άναφέραμε πιό πάνω, μαρτυρούν τόν κοινω
νικό χαρακτήρα τού φαινόμενου.
Στή βάση τών μηνυμάτων πού προορίζονται γιά όσους
θά έπιζήσουν, βρίσκεται ή επιθυμία νά τούς μεταδώσουν
όλη την άλήθεια. Τά γεγονότα καταγράφονται γιά νά μην
ξεχαστοϋν καί νά μην πάνε χαμένες οί έμπειρίες τών θυμά
των τής ναζιστικής κατοχής.
Σκοπός τους δέν είναι νά συμβάλουν σέ μιά θεωρητική
μόνο γνώση τών όσων συμβαίνουν. Τσα ίσα, μέσα άπό τά
γραφτά τους άντηχεΐ ή κραυγή πού καλεϊ στή δράση: νά
τιμωρηθούν οί ένοχοι καί νά κλείσει ό δρόμος γιά την
επανάληψη παρόμοιων εγκλημάτων. Ή άποκάλυψη τών
άμεσων εγκληματιών καί τών συνεργατών τους έξυπηρε-
τούσε τόν πρώτο στόχο. Ή έκθεση τών ίδιων τών έγκλημά-
των, τής έκτασης, τής ανάπτυξης, τής τεχνικής τους κλπ.,
διευκόλυνε τήν επίτευξη τού δεύτερου στόχου.
Παρόλο πού ή λέξη έκδίκηση εμφανίζεται πολύ συχνά,
δέν πρόκειται καθόλου γιά μιά άπλή έκδίκηση. Στή βάση
τού αιτήματος αυτού, πού επαναλαμβάνεται χίλιες φορές,
βρίσκεται ή έμπιστοσύνη στή δικαιοσύνη τής ιστορίας. 7 /
ή φλογερή έπιθυμία ν’ άποδοθεϊ ή δικαιοσύνη αυτή ό,τι κι
άν γίνει. Είναι τό τελευταίο οχυρό πού ύψώνουν ένάντια
στόν παραλογισμό τής ύπαρξης. Παράλληλα, ή άπαίτηση
368
αυτή είναι άναπόσπαστη άπό τή σκέψη πού ζητούσε ένα
καλύτερο μέλλον γιά τόν κόσμο. Οί κατάδικοι δέ μπορού
σαν νά διανοηθούν πώς ήταν δυνατή μιά ήθική άλλαγή,
χωρίς οί ένοχοι των έγκλημάτων νά έχουν στιγματιστεί καί
τιμωρηθεί.
Τά κείμενα ήταν τό άποτέλεσμα τής έσωτερικής άνάγκης
των δημιουργών τους. Κι άπόδειξη τό πλήθος άπό σχέδια
πού έπιχειρήθηκαν ταυτόχρονα, σέ διάφορα μέρη, αυθόρ
μητα καί χωρίς νά υπάρχει άνάμεσά τους καμιά επίδραση.
’Ανάμεσα ατούς συγγραφείς βρίσκονται άνθρωποι πού δέν
είχαν πρίν καμιά σχέση μέ τή λογοτεχνική ζωή καί κάποτε
ούτε κάν μέ τό γραφτό λόγο, πράγμα πού έπιβεβαιώνει τή
γνώμη μας γιά τόν αυθορμητισμό τού φαινόμενου.
Παράλληλα μπορεί νά διαπιστώσει κανείς σ’ αυτό τόν
τομέα τήν ύπαρξη μιας έντονης κοινωνικής άναμονής πού
έκφραζόταν μέ πολλούς τρόπους: οί συγκροτούμενοι τους
ένθάρρυναν τούς συγγραφείς, άναλάβαιναν νά βοηθήσουν
στήν έπικίνδυνη δουλειά τής διάδοσης των κειμένων, τής
μεταφοράς καί τής διάσωσής τους.
Ά π ό τή «λογοτεχνική» δραστηριότητα τών κατάδικων
ξεχωρίζει ή διαδικασία άνάλνσης καί ερμηνείας τών συ
ναισθημάτων καί τών γεγονότων πού εζησαν. Ε κτός άπό
τά άποτελέσματα πού έρχονται κατά κάποιο τρόπο μηχα
νικά (μαζί μέ τήν προσπάθεια δηλαδή νά προσδιορίσουν
τίς εικόνες καί τίς σκέψεις πού θέλουν καί νά τίς «συλλά-
βουν» σέ φράσεις), ή διαδικασία αυτή έκφράζεται μέσα
στά προβλήματα πού θέτουν, στόν τρόπο πού τά θέτουν,
στήν «κυοφορία» τους, κλπ.
Στήν ίδια δραστηριότητα άνακαλύπτουμε ένα, συχνά
άσυναίσθητο, άντιστάθμισμα τού ήθικού καί κοινωνικού
τους υποβιβασμού. Κατά κάποιο τρόπο τό άντίβαρο αυτό
τό έχει κιόλας δώσει τό γεγονός τής συγγραφής. Ό συγ
γραφέας βγαίνει άπό τίς συνθήκες πού τού έχουν προσ
διορίσει οί δήμιοί του καί ξαναβρίσκει τίς άσχολίες πού
είχε όταν ήταν έλεύθερος. Ή άπόλυτη πραγμάτωσή του
επιτυγχάνεται μέ τόν πλούτο τών γνώσεων καί τών σκέ-
370
ρηματικούς καί συχνά ευφάνταστους ορισμούς πού δεί
χνουν τό βαθμό τής εξοικείωσής τους με τό θάνατο. Ξεχω
ρίζουν επίσης οροί «γραφικοί» (πού εμείς θεωρούμε ότι
άπηχούν τό «φολκλόρ» τής περιοχής), καθώς καί λέξεις
μιάς συνθηματικής γλώσσας (αργκό). Οί τελευταίες αύτές
συχνά εκφράζουν έναν πίνακα ειδικών αξιών, υιοθετημένο
από τούς κατάόικους. Γενικά ή γλώσσα τών κειμένων έχει
τίς προϋποθέσεις γιά ένα πλούσιο καί πλατύ καθρέφτισμα
τής πραγματικότητας καί τών διακλαδώσεων κι άλλαγών
πού έγιναν στίς ως τότε γνωστές διανοητικές κατηγορίες.
Ή ίδια αύτή πραγματικότητα άντικατοπτρίζεται σαφέ
στερα στό περιεχόμενο τών κειμένων.
Τά πιό «πρωτόγονα» απ’ αύτά είναι μηνύματα χαρα
γμένα ατούς τοίχονς τής φυλακής, πράγμα πού εξηγείται
άπό τά πενιχρά ύλικά μέσα πού διέθεταν οί δημιουργοί
τους. ’Αντίθετα μέ τήν άποψη πού επικρατεί, οί επιγραφές
αύτές δέν είναι μέ κανένα τρόπο ή έκφραση μιάς στι
γμιαίας παράφορης ψυχικής κατάστασης (νά φωνάζουν
«οτιδήποτε σ’ όποιονδήποτε»). νΙσα ίσα, τίς χαρακτηρίζει
μιά τέλεια εσωτερική λογική. Καί μόνο ή άνάλυση τών
επιγραφών στή φυλακή τής Φρέσν μάς επιτρέπει νά δούμε,
μέ τρόπο πού δέ χωράει άμφισβήτηση, τή σύνδεσή τους μέ
κοινωνικούς ρόλους, τήν οξυδέρκεια τών διακρίσεών τους
άνάμεσα στά διάφορα «Εμείς» καί στή στάση άπέναντι
στούς «’Άλλους» (ξεκινώντας άπό τά ευρύτερα «εμείς» ως
τίς ιδιωτικές, περιορισμένες καί ποικιλόμορφες όμάδες),
τέλος, ένα όλόκληρο φάσμα άπό κίνητρα (ανάλογα μέ
κείνα πού βρίσκουμε σέ πιό άναπτυγμένα κείμενα). ’Ανα
καλύπτουμε άκόμα στίς επιγραφές ίχνη άπό τίς προσπά
θειες τών θυμάτων νά δώσουν μιά ερμηνεία σ’ ό,τι τούς
συμβαίνει καί νά βρουν κάποιο άντιστάθμισμα. Γιά τό
λόγο αυτό έπικαλούνται σύμβολα καί περικοπές άπό συγ
γραφείς. Τά μηνύματά τους έχουν ένα συγκεκριμένο σκο
πό: είναι παρακαταθήκες γΓ αυτούς πού θά ζήσουν μετά
τόν πόλεμο. Συγχρόνως άπευθύνονται καί στούς άλλους
κρατούμενους (γιά νά τούς ενθαρρύνουν, νά τούς ενημε
ρώσουν κλπ.).
371
Στά κείμενα αυτά καθαυτά βλέπουμε πιό καθαρά καί
διεξοδικό την άντανάκλαση τής πραγματικότητας. Ή πρα
γματικότητα πρώτα πρώτα δίνεται μέ συνειδητές περιγρα
φές. Είναι τό έπίμονο θέμα όχι μόνο πολλών ρεπορτάζ,
άπολογισμών, άναμνήσεων, γραμμάτων κλπ., άλλά καί
«λογοτεχνικών» έργων (ποιημάτων, μυθιστοριών, δραμά
των κλπ.). Μ’ αυτό τόν τρόπο έχουμε καταγραμμένα τή
διαδικασία καί τό τυπικό τών καταδιώξεων. Συγχρόνως τά
έργα έκφράζουν τά αισθήματα καί τίς συγκρούσεις πού
προκαλούν τά γεγονότα πού διαδραματίζονται. Ή σύμ
πτωση ανάλογων κινήτρων σέ διάφορους συγγραφείς μας
επιτρέπει νά καθορίσουμε τίς άντιδράσεις - τύπους τών
θυμάτων.
Ό κατάδικος κατακλύζεται άπό ένα κύμα άναμνήσεων
καί σκέψεων πού προσπαθούν νά μαντέψουν τό μέλλον.
Γι’ αύτό καί τά κείμενα είναι γεμάτα άπό εικόνες τού πα
ρελθόντος καί τού μέλλοντος, όπως τίς βλέπουν οί κατάδι-
κοι. Ή αύθόρμητη επιλογή άπό τά περασμένα, καθώς κι οί
συλλογισμοί πού τά συνοδεύουν, έκφράζουν τά άξιολογικά
κριτήρια πού ισχύουν. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τόν έλεγχο
τής συνείδησης πού υπαγορεύεται κι αυτός άπό συγκεκρι
μένα κίνητρα: Σκοπός τους δέν είναι μόνο νά κρίνουν τίς
πράξεις τους άλλά καί νά μάθουν, καί συχνά αύτό είναι τό
κυριότερό τους μέλημα, αν ή ζωή τους πού θά σβήσει σέ
λίγο είχε κάποιο νόημα. Ή άπάντηση θά έξαρτηθεΐ άπό
τήν εκτίμηση τής αιτίας πού τούς οδηγούν στήν καταδίκη.
Γι’ αύτό κι οί τελευταίες ώρες τους είναι δοσμένες στήν
άν.ασκόπηση αυτή.
Ανάμεσα στά θέματα πού έξετάζουν είναι καί τά ιστο
ρικά, καθώς καί οί εκδηλώσεις καί οί μεταβολές στη θρη
σκευτική πίστη. Ό σον άφορά τά τελευταία, τά κείμενα τίς
περισσότερες φορές δείχνουν μιά θέση διαμορφωμένη άπό
τά πριν (δηλαδή τήν κατάληξή της κι όχι τά διαδοχικά
στάδια). Έτσι είναι δύσκολο νά πούμε σέ ποιό βαθμό
επηρεάστηκε αύτή ή έκείνη ή στάση άπό τή δοκιμασία πού
πέρασε τό θύμα. 'Ωστόσο, πρέπει νά κάνουμε μιά διάκριση
372
άνάμεσα στους φυλακισμένους καί σέ κείνους πού κλεί
στηκαν σε στρατόπεδα. Κατά γενικό κανόνα οί πρώτοι
διατηρούν τίς άπόψεις πού είχαν καί πρίν άπό τη φυλάκι
ση, ένώ οί πεποιθήσεις των δεύτερων άλλάζουν. Αυτό
συμβαίνει γιατί ή φυλακή (παρόλες τίς στερήσεις καί τά
βάσανα πού έπιφυλάσσει στά θύματα) δεν παρουσίαζε τί
ποτα ριζικά καινούργιο. Τά στρατόπεδα εξόντωσης, άντί-
θετα, έβαζαν καθημερινά τούς άνθρώπους άντιμέτωπους
με φαινόμενα πού δέν τά είχαν ποτέ στό παρελθόν σκεφ-
τεΐ, φαινόμενα πού άφορούσαν άμεσα τό πρόβλημα τής
ζωής, τό πρόβλημα τού άνθρώπινου σώματος καί τής θέ
σης του μέσα στόν κόσμο: μ’ ένα λόγο, τά στρατόπεδα
πρόσφεραν άφθονο υλικό γιά συγκρίσεις κι άντιπαραθέ-
σεις.
Ή πραγματικότητα καθρεφτίζεται, σ’ ένα δεύτερο βα
θμό, μέσα στούς όρισμούς πού βρίσκονται σκόρπιοι στά
κείμενα. Διατυπωμένοι πρόχειρα, σάν λεπτομέρειες αυτο
νόητες, οί προσδιορισμοί αυτοί άποτυπώνουν αύθόρμητα
τίς κοινωνικές υποδιαιρέσεις εκείνης τής έποχής, τή στάση
τών καταδικασμένων άπέναντι τους, καθώς καί τίς άλλα-
γές τού πίνακα άξιών.
Άνάμεσα στά διάφορα «Εμείς» τών κειμένων πού εξε
τάσαμε, ξεχωρίσαμε ένδειχτικά τά «Εμείς, ό καταπιεσμέ
νος λαός», «Εμείς, οί λαοί ένάντια στόν κοινό εχθρό»,
«Εμείς, ή άνθρωπότητα», καί «Εμείς, οί φυλακισμένοι».
Καί άντίστοιχα τή στάση άπέναντι στούς άμεσους δήμιους,
δηλαδή τούς Γερμανούς, καθώς κι έναν ορισμένο άριθμό
υποδιαιρέσεων τών «’Εμείς» πού άναφέραμε πιό πάνω.
Σταθήκαμε έπίσης σέ μιά κατηγορία τών «’Άλλων», πού
κρίνονται έτσι γιατί πρόδωσαν τήν κοινότητά τους (τό
«Εμείς» τους). Μιά ιδιαίτερη θέση στά κείμενα κατέχει τό
αίσθημα τής μοναξιάς, οί παραλλαγές του κι οί διάφοροι
τρόποι πού χρησιμοποιούνται γιά νά ξεπεραστεί ή κλίση
πρός τόν έγωκεντρισμό.
Εννοείται ότι γιά νά ερμηνευτούν σωστά τά κείμενα,
πρέπει νά πάρουμε υπόψη μας τίς περιστάσεις πού τά γέν
373
νησαν. Σ’ αυτή τή μελέτη πολλά ειδικά κεφάλαια άφιερώ-
θηκαν στό σκοπό αύτό.
’Εκτός άπό τά κείμενα πού άπευθύνονται στους μελλον
τικούς άναγνώστες, υπάρχουν κι άλλα πού γράφτηκαν
άποκλειστικά γιά «έσωτερική χρήση». Αύτό πού τά ξεχω
ρίζει δέν είναι μόνο οί περισσότερες «τυπογραφικές» λε
πτομέρειες, άλλά κι δ χώρος πού άφιερώνουν στήν κριτική
έκείνων πού μοιράζονται τά ίδια βάσανα μέ τούς συγγρα
φείς τους, καθώς κι ή προσοχή πού δίνουν σέ μικρότερες
ιδιωτικές ομάδες. Διατυπώσαμε τή γνώμη ότι ή άπουσία
τών στοιχείων αυτών σέ έργα προορισμένα γιά τόν ελεύ
θερο κόσμο (ή καί γι’ αυτόν) άποδεικνύει τήν ύπαρξη μιας
αυθόρμητης αύτολογοκρισίας πού ύπαγορεύεται άπό τήν
ιεραρχία τών διακρίσεων.
Τά κείμενα πού προορίζονται γιά δημόσιες παραστά
σεις, κατά κανόνα κοινότυπα, είναι ένα μωσαϊκό άπό σύγ
χρονα θέματα καί προπολεμικά εκφραστικά μέσα καί κλι
σέ. Τό άσυμβίβαστο ώστόσο τής τεχνικής μέ τήν τραγικό
τητα τού περιεχομένου τους είναι φαινομενικό· παρόμοια
άνομοιογένεια χαρακτήριζε καί τό γούστο τών άκροατών
πού κατά συνέπεια ξεχώριζαν εύκολα τόν τόνο πού ήθε
λαν. Αυτή ή τυποποίηση όμως δέν ικανοποιούσε τήν
άνάγκη τής άπρόσκοπτης έκφρασης - γ ι ' αύτό οί συγγρα
φείς, παράλληλα μέ τά έργα τά προορισμένα γιά δημόσιες
παραστάσεις, έγραφαν κι άλλα, παράνομα.
Ή όροθετική γραμμή, άνάμεσα στά έργα πού άπευθύ-
νονταν σέ κείνους πού θά έπιζούσαν καί τά έργα πού
γράφονταν γιά τούς σύγχρονους άκροατές ή άναγνώστες.
είναι πολύ σχετική. Κείμενα πού προορίζονταν γιά έσωτε
ρική «χρήση», στάλθηκαν σάν μαρτυρίες πέρα άπό τούς
τάφους, κι άντίθετα, έργα πού άπευθύνονταν σ’ ένα μα
κρινό ή υποθετικό άναγνώστη, πρόσφεραν τίς ύπηρεσίες
τους καί στόν τόπο τής καταγραφής του, δέχονταν τίς έπι-
δράσεις τού περιβάλλοντος κι επομένως καθρεφτίζανε καί
τά φιλολογικά του «γούστα».
Τά χαρακτηριστικά πού διακρίνουμε στό περιβάλλον
374
τών κατάόικων συγγραφέων φαινομενικά είναι αντιφατι
κά. Ά π ό τή μιά μεριά τό άναγνωστικό κοινό ή τό ακροα
τήριο άρέσκεται στην πιστή κι ευσυνείδητη ακρίβεια, κι
άπό τήν άλλη δείχνει μιά εύαισθησία γιά εικόνες, λέξεις κι
εκφράσεις άποσπασματικές άδιαφορώντας γιά τό σύνολο
όπου εντάσσονται. Οί άντιφάσεις αυτές δέν είναι τυχαίες.
Άνταποκρίνονται οτήν ψυχική κατάσταση καί τούς τρό
πους άντίδρασης πού επικρατούσαν στούς χώρους αυτούς
καί σ' αυτές τίς συνθήκες.
Τό κοινό τών κατάδικων - άκροατές ή άναγνώστες -
συνήθιζε νά επεμβαίνει στά κείμενα καί νά επιφέρει διά
φορες άλλαγές. Οί αύθόρμητες αύτές «διορθώσεις» είναι
ένδειχτικές γιά τή νοσταλγία καί τίς τάσεις πού ύπήρχαν
στίς ομάδες.
Συναντήσαμε άκόμα επίμονες εκδηλώσεις χιούμορ καί
οτόν τομέα αύτό ξεχωρίσαμε:
375
διαφορετικές περιοχές καί ήταν γραμμένα σέ διάφορες
γλώσσες. Οί αναλογίες ώς πρός τό θέμα, την τεχνική ή τίς
πλευρές πού τονίζονται, είχαν σκοπό νά δείξουν τόν αυ
θορμητισμό καί τούς κοινούς παρονομαστές στή δημιουρ
γία τών καταδίκων. Ή άλλη άντιπαράθεση είχε σκοπό νά
δείξει την έπίμονη παρουσία στοιχείων καί μοτίβων σέ
γραφτά κάθε λογής, άκόμη καί στά πιό άπλοϊκά. Έτσι, τό
κεφάλαιο πού άφιερώσαμε στίς έπιγραφές στούς τοίχους
τών φυλακών, είχε σάν άντικείμενο την υπογράμμιση καί
την έκθεση τών μοτίβων πού θά ξαναφανούν μέ περισσό
τερες λεπτομέρειες καί μεγαλύτερη έπεξεργασία στά κα
θαυτό κείμενα. Γι’ αυτό καί ό άποσπασματικός χαρακτή
ρας τού κεφαλαίου: οί περικοπές άπό κείμενα δέ σχολιά
ζονται, τά θέματα θίγονται χωρίς ν’ άναπτύσσονται,
επειδή ή άνάλυσή τους έπιχειρεΐται στά επόμενα κεφά
λαια. ’Ανάλογος είναι ό ρόλος τών άναφορών σέ τελευ
ταίες επιστολές τών θυμάτων. ’Αντίθετα, οί συνοπτικές
παρατηρήσεις τού τελευταίου κεφαλαίου γιά τά βιγιονικά
στοιχεία δέν είχαν άλλο σκοπό άπό τό νά υποδείξουν έναν
άλλο προσανατολισμό πιθανών συγκρίσεων: Μιά τομή δη
λαδή μέσα άπό κείμενα, άποφθέγματα, διαθήκες κλπ. συγ
γραφέων πού έζησαν προσωπικά τή δοκιμασία τής κατα
δίκης, άπό τόν Βιγιόν ως τόν Ντοστογιέφσκι.
Μιά άπροσμέτρητη άβυσσος χώρισε τό παρελθόν καί τό
παρόν τών θυμάτων πού μπλέχτηκαν στά φονικά γρανάζια
τών Γερμανών. ΓΓ αυτό όλοι περίμεναν νά βρουν στά
γραφτά τους ένα ξεκίνημα άπό τό μηδέν, καθώς καί τά
ίχνη άπό τό ρήγμα πού έκοψε τή ζωή τους στά δυό.
Ή άνάλυση τών κειμένων δέ δικαιώνει τήν υπόθεση αυ
τή. ’Αντίθετα, είναι ολοφάνερη ή τάση τών συγγραφέων νά
στηριχτούν στή λογοτεχνική κληρονομιά τού παρελθόντος.
Αυτή ή ψυχόρμητη κλίση έκφράζεται πρώτα πρώτα μέ συ
χνές άναδρομές στό παρελθόν κάθε λογής (χρησιμοποίηση
παλιών συμβόλων, παραφράσεις, περικοπές κλπ.). Οί πη
γές άπ’ όπου άντλούν, ξεκινούν άπό τίς παροιμίες καί τά
δημοτικά τραγούδια καί φτάνουν στούς κλασικούς τής λο
376
γοτεχνίας καί τούς φιλόσοφους. Τό φαινόμενο αυτό παρα-
τηρείται όχι μόνο σε «λογοτεχνικά» έργα, άλλά καί σέ έπι-
γραφές χαραγμένες στους τοίχους των φυλακών, καθώς
καί στά τελευταία γράμματα μελλοθάνατων.
Ή συνέχεια διατηρείται αυθόρμητα μέ την άναζήτηση
μιάς καθοδηγητικής γραμμής μέσα στ’ άναπάντεχα γεγονό
τα. Τό έποικοδόμημα πού υπήρχε πριν άπό την κατοχή,
έξακολουθεί νά υπάρχει άκόμα καί στά λεγάμενα άγωνι-
στικά έργα. Συχνά οί συγγραφείς άντιτάσσονται στίς κα
θιερωμένες έννοιες. Προσπαθούν ν’ άπελευθερωθούν άπό
τήν πίεσή τους, νά συγκεντρώσουν τ’ άποτελέσματα τών
καινούργιων έμπειριών σέ νέες πνευματικές κατηγορίες.
Ωστόσο, γιά ν’ άντιταχθούν στίς καθιερωμένες αυτές έν
νοιες, σχεδόν πάντα ξεκινούν άπό λίγο ή πολύ παραδο
σιακές άντιλήψεις.
Τό προοδευτικό ξεπέρασμα τών άντιλήψεων πού ύπήρ-
χαν πρίν άπό τήν πραγματικότητα τής ναζιστικής κατοχής
καί ή ενσωμάτωση νέων στοιχείων στίς πνευματικές κατη
γορίες φάνηκαν στήν άνάλυση τών άγωνιστικών έργων.
Στό σχετικό κεφάλαιο ξεχωρίσαμε: α) κείμενα τών όποιων
μόνο τό άρνητικό υπόβαθρο ήταν ρεαλιστικό · ή συμβατική
άγωνιστικότητα, άντίθετα, έκφράζεται μέ έννοιες παρμένες
άπό παλιά «κλισέ» (στήν περίπτωσή μας καθαρά ρητορι
κά) καί 6) κείμενα πού προσφέρουν ένα όραμα θεμελιω
μένο σέ πειράματα πού έχουν ήδη γίνει.
Γιά νά ορίσουν τήν καθοδηγητική γραμμή πού θά 'πρεπε
ν’ άκολουθήσουν στίς καινούργιες συνθήκες, οί συγγρα
φείς έπικαλούνται παραδείγματα άπό πρόσφατα γεγονότα.
Τά πρότυπα πού προβάλλουν στά κείμενά τους μάς επι
τρέπουν νά δούμε τις ηθικές θέσεις πού επιδοκιμάζονταν
τότε, καθώς καί τήν έξέλιξη στόν τομέα αυτό: άπό τήν
παθητική άξιοπρέπεια άπέναντι στά βασανιστήρια (παρά
δειγμα ή συμπεριφορά τού πατέρα πού κακοποιείται καί
δολοφονείται μπροστά στά μάτια τού γιού του), τις θυσίες
γιά τούς γονείς (παράδειγμα οί μικροί σαλταδόροι), γιά τά
ορφανά (παράδειγμα ό I. Κόρτσακ), γιά τούς συντρόφους
377
(παράδειγμα οί φυλακισμένοι πού δέχτηκαν νά μείνουν
στή θέση τους όταν στασίασε ή ταξιαρχία τού θανάτου),
καί την απόλυτη άλληλεγγύη μέ την κοινότητα (παράδει
γμα ό Τσερνιάκωφ, ό Γκέπνερ, «ό καπετάνιος πού δέν εγ
καταλείπει τό πλοίο του») κλπ., ώς την υιοθέτηση μιας
θέσης εξέγερσης άπέναντι στούς δικούς τους (παράδειγμα,
ή ελευθερία πρωτοβουλίας πού ύπαγορεύεται άπό τό θά
νατο μιάς ολόκληρης κοινότητας).
378
*
379
άντιφάσεις καί τίς άσάφειες χωρίς νά τίς λύνει.
Τά άποτελέσματα τής άνάλυσής μας μάς δείχνουν μιά
λύση πού είναι ή αντιστροφή τής συνηθισμένης κριτικής
μεθόδου.
Πραγματικά, γιά νά καθορίσουμε τήν άξια ένός έργου
αυτού τού είδους, ξεκινάμε άπό τήν άξια τον σάν ντοκου
μέντου, βάζοντας ώστόσο τό ερώτημα: ντοκουμέντο τίνος
πράγματος;
'Η άπάντηση θά δοθεί μέσα άπό μιά λεπτομερειακή εξέ
ταση πού ξεκινάει άπό τήν κοινωνιολογία. ’Απομένει μετά
νά ορίσουμε πώς ό συγγραφέας έφτασε στήν άποτύπωση
των άποχρώσεων πού επιλέγει κι άκριβώς εδώ τοποθε
τούνται τά λογοτεχνικά χαρακτηριστικά τού έργου του.
Ό τα ν άναφερθήκαμε στά μοτίβα πού προβάλλουν οί
κατάδικοι μέσα στά έργα τους, έπιμείναμε στίς αιώνιες
άνθρώπινες άρετές πού, άκόμη κι όταν υποβάλλονται στίς
χειρότερες δοκιμασίες, εξακολουθούν νά διατηρούν άμεί-
ωτη τή δύναμή τους.
Τά στοιχεία πού εξετάσαμε σ’ αυτή τή μελέτη δείχνουν
πώς τά μοτίβα αύτά δέν ήταν ούτε συμπτωματικά ούτε
σποραδικά. Επιτρέπουν όμως τή συναγωγή τόσο άπόλυ-
των συμπερασμάτων;
Οί επιφυλάξεις πού επιβάλλονται είναι:
1. Ό σο έπιβλητικός κι άν είναι ό άριθμός τών συγ
γραφέων κι όσο μεγάλες οι διαφορές πού παρουσιά
ζουν (ώς πρός τήν ήλικία, τήν εθνικότητα, τό επάγ
γελμα, τή μόρφωση, τίς πεποιθήσεις κλπ.), πρέπει νά
παραδεχτούμε τήν ύπαρξη μιάς έκ τών προτέρων επι
λογής, πού έξαρτιόταν άπό τή στάση καί τήν προδιά
θεση τού καθενός.
Έτσι, γιά παράδειγμα, δέν υπάρχουν έργα γραμ
μένα άπό κατάδικους πού είχαν άναλάβει χωρίς
άντίρρηση καθήκοντα σαδιστικά ή άξια περιφρόνησης.
Οί άνθρωποι αύτοί γύρευαν τό άντιστάθμισμά τους σ’
άλλα επίπεδα. Ούτε οί εντελώς έξουθενωμένοι κατά-
δικοι έγραφαν («Μουσουλμάνοι»). Τό ίδιο συμβαίνει
380
καί μ’ έκείνους πού συνειδητά άρνιόντουσαν την ίδέα
τής γραφής, γιατί είχαν γνωρίσει τόν παραλογισμό τής
ύπαρξης ή τή ματαιότητα κάθε πράγματος πού δεν
ήταν φυσική καί βίαιη δύναμη.
2. Ό λο ι οί συγγραφείς των κειμένων πού έξετάσαμε
(καί σ’ αυτούς συγκαταλέγονται καί τά παιδιά) είχαν
διαμορφωθεί ή είχαν άρχίσει νά διαμορφώνονται πρίν
άπό τόν πόλεμο. Γι’ αύτό τά κριτήρια σύγκρισης πού
διέθεταν, ήταν άνάλογα μέ τίς σχετικά πρόσφατες
προσωπικές τους περιπέτειες.
3. Ειδικά στό περιβάλλον των κατάδικων (καί όλες
οί μαρτυρίες συμφωνούσαν σ’ αύτό) ή ήττα των Γερ
μανών καί ή κατάρρευση όλόκληρου τού συστήματος
τους ήταν άξίωμα.
381
δολοφόνων ν’ άπαγγέλλει Γκαΐτε καί Σίλερ, νά τέρπεται μέ
τή μουσική του Μπετόβεν καί τού Μότσαρτ πριν καί μετά
την υπηρεσία του στους θαλάμους άερίων. στους άλλεπάλ-
ληλους άπαγχονισμούς. στους όμαόικούς τάφους, στό κά
ψιμο άνθρώπινων σωμάτων. Δεν πάψαμε, βέβαια, νά εκτι
μάμε ούτε τόν Γκαΐτε, ούτε τόν Σίλερ, ούτε τόν Μπετόβεν,
ούτε τόν Μότσαρτ, μάθαμε όμως ότι τά πολιτιστικά επι
τεύγματα καί τό βαθύτερο νόημά τους πρέπει άόιάκοπα
καί πάντα νά ύπερασπίζονται άπό την άρχή.
Δέν άγνοούμε άκόμα ότι τό νόημα καί τό ειδικό βάρος
ορισμένων όρων, άκόμη κι όταν είναι θετικά, δέ διαιωνί-
ζονται μονάχα μέσα άπό τά λεξικά, γιατί αυτοί πού ελέγ
χουν τό έγκλημα κατά τών ζωντανών, ξέρουν νά ελέγχουν
καί τό έγκλημα κατά τών νεκρών καί τών λεξικών τους.
Μέσα στη δίνη τών κοινωνικών άλλαγών οι κοινωνιολο
γικές άναλύσεις μπορούν καί πρέπει νά καθορίσουν καί νά
άποσννθέσονν τά τυπικά συστατικά τού εγκλήματος πού,
παρά τίς διάφορες μορφές πού παίρνει, έξακολουθεΐ νά
επαναλαμβάνεται μέ θλιβερή συχνότητα κι επιτυχία.
’Ανάμεσα στό σύνολο τών γεγονότων τής περιόδου πού
μάς άπασχύλησε, τά κείμενα πού εξετάσαμε δέν ήταν παρά
ένα δευτερεύον φαινόμενο. Τά περιστατικά πού άναφέ-
ρουν καί τά συναισθήματα πού έκφράζουν δέν ήταν άγνω
στα. Ωστόσο, πολλά άπό τά γραφτά αύτά είναι τά μόνα
πού θά μπορούσαν ν’ άπεικονίσουν αυθεντικά τό άνθρώ-
πινο πνεύμα στίς άκατονόμαστες δοκιμασίες του.
Ή δύναμη τών κειμένων όμως ξεπερνάει τό στενό περιε
χόμενό τους:
Πάει καιρός πού ή λογοτεχνία, δίκαια ή άδικα, έπαψε
νά ονομάζεται «συνείδηση τού κόσμου», εκθρονίστηκε ή
πιό άπλά έχασε τό κύρος της. Σέ γενικές γραμμές ή διαδι
κασία πού άκολουθήθηκε γιά τή μείωσή της όφείλεται σέ
δυό φαινόμενα:
382
ανομολόγητους, τά διαφημιστικά μυστικά, ή δύναμη
τών μέσων επικοινωνίας, όλα αυτά προκαλούν μιά
άποδυνάμωση κι αυξάνουν τό σκεπτικισμό τού άνα-
γνώστη. Δίκαια ή άδικα, ό άναγνώστης δέχεται ότι ό
συγγραφέας, γιά νά άντιμετωπίσει γρανάζια πού τόν
ξεπερνούν, είτε τό θέλει είτε όχι, άλλοτε μέ υπολογι
σμό καί άλλοτε άσυνείδητα, συμμορφώνεται προκατα
βολικά μέ όρους πού τού θέτουν άπερίφραστα ή τούς
άφήνουν νά ύπονοηθούν καθαρά. ’Αφού τελειώσει τό
έργο καί πρίν φτάσει στά χέρια τού αναγνώστη, θά
περάσει άπό διαδοχικές επεξεργασίες, θά τό «κοσκινί
σουν» άφεντικά, έκπρόσωποι τής εξουσίας, σύμβουλοι,
επιμελητές ή πιό άπλά κυβερνητικά όργανα, πού μέ τη
σειρά τους είναι ύποταγμένα σέ μιά πυραμίδα διαδο
χικών έλέγχων.
2. Έ χει πολλές φορές άποδειχτεί ότι ή «στράτευση»
ενός συγγραφέα δέν έχει άναγκαστικά ανιδιοτελή ή
άξιέπαινα κίνητρα. Συγγραφείς πού χάρη στά άνθρω-
πιστικά τους έργα κέρδισαν τήν έκτίμηση τών άνα-
γνωστών, έθεσαν έπειτα τό κύρος τους στήν υπηρεσία
τού εγκλήματος, άπλά καί μόνο γιατί τό έγκλημα
εκείνο τόν καιρό μεσουρανούσε. Συγχρόνως, κατακλυ-
στήκαμε άπό βιβλία, όχι μόνο επιδέξια άλλά καί προι
κισμένα μ' άναμφισβήτητες λογοτεχνικές άρετές, πού
προπαγάνδιζαν κατά παραγγελία βρώμικες υποθέσεις.
383
Γεννήθηκε μέσα στις χειρότερες συνθήκες, διαδόθηκε μέ τά
πιό πρόχειρα μέσα, ήταν «έξ δρισμού» έπικίνδυνος, κι
όμως άντιτάχθηκε στό ψέμα πού κατασκεύασαν καί συν
τηρούσαν πανίσχυρες όμάδες, προικισμένες μέ γιγάντια τε
χνικά μέσα καί προστατευμένες άπό μιά βία πού βρισκό
ταν στό άποκορύφωμά της.
Αυτή ή υπέρογκη δυσαναλογία δέν έμπόδισε ώστόσο τά
κείμενα νά διαδραματίσουν έναν άξιόλογο ρόλο. Τόσο γιά
τούς δημιουργούς τους όσο καί γιά τούς άκροατές ή άνα-
γνώστες τους πού ήταν κι αύτοί κατάδικοι, ένεργούσαν
σάν ένα άντίδοτο σέ δηλητήριο. Μονάχα ή έγνοια τους νά
λάμψει ή άλήθεια έσπρωχνε εκείνους τούς άνθρώπους νά
διακινδυνεύουν τή ζωή τους γιά νά διασωθούν καί νά κυ
κλοφορήσουν τά έργα.
Κι όλα αυτά είναι ή πιό αύθεντική κι ή πιό άξια προέ
κταση τών ίδιων τών κειμένων.
384
Π ηγές
Γιά λόγους που θά τους έξηγήσουμε πιό κάτω, περιοριζόμαστε
εδώ νά δείξουμε τή φύση μόνο τών πηγών χωρίς νά δώσουμε μιά
καθαυτό βιβλιογραφία.
Ό σ ο ν αφορά τά κείμενα άπύ τά γραφτά πού άναλύουμε στή
μελέτη μας, δίνουμε μερικά άπό εκείνα πού έχουν όη μ οσ ιεντει:
Στά Γαλλικά
385
C om battan t de la liberté. Recueil com m ém oratif consacré aux
m ilitants im m igrés de la C .G .T . (...). Δημοσιευμένο σέ δύο
γλώσσες, στά γαλλικά καί τά γίντις, άπό τίς έκδόσεις τής Κεν
τρικής Συνομοσπονδίας ’Εργατών, Παρίσι, 1948. ’Ανάμεσα στ'
άλλα περιέχει καί λίγα γράμματα εκτελεσθέντων. ( Ό λ α μετά
θάνατο).
Henri C alet. Les murs de F resn es , έκδοση τών Quatre-Vents,
Παρίσι, 1945. (Τά πιό πολλά άπό αυτά τά γραφτά αναδημο
σιεύτηκαν μετά θάνατο).
Anne F rank, Jou rn al , σέ μετάφραση από τά ολλανδικά L. C a-
ren καί Suzanne L ombard, με πρόλογο τού· Daniel R ops, έκδ.
Calmann-Lévy, Παρίσι, 1950. (Μ ετά θάνα το).
Petter Moen , Journal d 'u n déten u , μεταφρασμένο άπό τά νορβη
γικά άπό τούς Μ. R ouveyre καί Simone REUTER, στό περι
οδικό Les tem ps m odernes (No 86, Δεκέμβρης 1952, σελ. 915-
936). {Μετά θάνα το).
Chaïm A. Kaplan, Chronique d ’ une agonie. Journal du ghetto
de Varsovie. Παρουσιασμένο άπό τόν A. L. KATSH, προλογι
σμένο άπό τόν Jean BLOCH-MlCHEL καί μεταφρασμένο άπό τήν
άμερικάνικη έκδοση άπό τόν ίδιο. Εκδόσεις Calmann-Lévy.
Παρίσι, 1965. {Μετά θάνα το).
Στά πολωνικά
386
έκδοση τής Συντονιστικής Εβραϊκής Επιτροπής, Βαρσοβία,
1944.
Noemi SCHATZ-WEINKRANC, Przeminelo ζ ogniem (A utant en
em porte le feu). Πρόλογος τού E. Kaganowski, έκδ. Comm.
H.J.C., 1947. (Μετά θάνατο).
Gusta DRAENGER, Pamietnik Ju styn y (Mé moire de J u stin a ), έκδ.
Comm. H.J., Κρακοβία, 1946. (Μετά θάνατο).
Marek R oth , «Na drogach smierci» (Sur les voies de la mort),
O d r o d zen ie , No 23, 1946. {Μετά θάνατο).
Krystyna ZYWULSKA, Wiersze osw iecim sk ie (Po èm es d' A u s
chwitz). Πρόλογος τής Maria ZAREBINSKA, σε μιά συλλογική
έκδοση Oswiecim, έκδ. Ksiazka, Βαρσοβία, 1946.
Janka Η. (HESCHELES), O c z y m a 12-letniej d ziewczyn y (Vu pur une
p etite fille de 12 ans). Πρόλογος τής Maria H ochberg -
MARIANSKA εκδ. Comm. H.J., Κρακοβία, 1946.
Leon WlELICZKER, Br yg ada sm ierci (La brigade de la mort), ήμε-
ρολόγια, Πρόλογος τής Rachela AUERBACH, εκδ. Comm. H.J.,
Λότζ, 1946.
Leon N ajberg , Gruzo w cy (Les gens dan s les ruines), ήμερολό-
για, στόν τόμο γιά τίς πηγές Actions et déportations (σελ. 332-
384), εκδ. Comm. H.J., 1946.
Tadensz HOLUJ, Wiersze z ob ozu (P o è m e s du c a m p ) , εκδ. Ksiaz
ka, Βαρσοβία, 1946.
Michal M. Borwicz , «Piesn ujdzie calo...» (Le chant échappe
ra...), ’Ανθολογία ποιημάτων γιά τούς Ε βρα ίους στήν εποχή
τής χιτλερικής κατοχής, εκδ. Comm. H.J., 1947. ’Από τά 156
έργα πού περιλαβαίνει, ένα μεγάλο μέρος είναι μετά θάνατο.
Michal Μ. B orwicz , «Ze smiercia na ty» (En tutoyant la mort).
Ποιήματα τού στρατοπέδου καί τού αντάρτικου. Π ρολογίζουν
οί St . D obrowolski καί L. Μοτυκα , εκδ. Wiedza, Βαρσοβία,
1946.
387
νεδρίου γιά την εβραϊκή κουλτούρα, Νέα Ύύρκη, 1948. Πε
ριέχει 250 τίτλους καί νότες γιά 101 μελωδίες. Έ να μεγάλο
μέρος από τά κείμενα έκδύθηκε μετά Θάνατο.
Dr Emanuel R ingelblum, 'Ημερολόγια (άποσπάσματα), Bieter
fü r ge schichte, 1950-1951, Βαρσοβία. {Μετά Θάνατο).
Dr Ε. R ingelblum, Ksouvim foun gh etto (Ecrits du gh etto).
2 τόμοι, Βαρσοβία, 1961. (Μ ετά θάνατο).
Α. SUCKEWER, Lider foun gh etto. (Poem es du g h e tto ), έκδ. Ykuf,
1946.
"Αγνωστος συγγραφέας: Chourban Warsehe (L’ extermination des
Juifc de Varsovie) Bieter ar g esch ick te , τόμ. IV, τετράδιο 3,
σελ. 101-140. (Μετά θάνα το).
Στά Γερμανικά
388
έξης κράτη: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Δα
νία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Λου
ξεμβούργο, Νορβηγία, Κάτω-Χώρες, Πολωνία, Ουγγαρία, Σο
βιετική Ένωση. ( Ό λ α αυτά τά γράμματα δημοσιεύ τη καν μετά
θάνατο).
389
βρέθηκε όμως στά χαλάσματα αυτού τού γκέτο. Ε ξίσου πρέπει
νά προσέξουμε καί τά έργα εκείνα πού ή αυθεντικότητα τους δέν
παρουσιάζει καμιά άμφισβήτηση καί πού ώστόσο, γιά τίς άνάγ-
κες τής δημοσίευσης - μετά τόν πόλεμο - τά υπέβαλαν άλλοτε σέ
διορθώσεις, άλλοτε σέ άλλαγές καί συμπληρώσεις, ή καί σέ διά
φορες «διασκευές». ’Ανάμεσα σέ πολλά άλλα: Journaux du
G hetto de Lodz τού J. Poznanski (στά πολωνικά, 1960). Derrière
les barbelés de la m o rt , τού Abram K.AJZER (γραμμένο στό πρω
τότυπο στά γίντις, μεταφρασμένο στά πολωνικά καί διασκευα
σμένο άπύ τόν Adam Ostoja, Αότζ, 1960). Je devais le raconter
τής Macha R olnikas (σέ γαλλική μετάφραση: Παρίσι, 1966).
γ) "Ενας μεγάλος άριθμός κειμένων βρίσκεται σέ παραθέσεις
μέσα σέ απομνημονεύματα ή σέ μελέτες μεταπολεμικές. (Π.χ., στό
les Jours de notre m o rt , τού D. ROUSSET, τά τραγούδια πού
προτιμούσαν οί κρατούμενοι τού Μπούχενβαλντ: στό D rancy Ια
Juive (...) τού J. D arville καί S. WlCHENE, ενα άστείο σέ στί
χους: στό L' Enfer organisé τού Eugen KOGON, τά κείμενα τών
«επίσημων» τραγουδιών τού στρατοπέδου· σιό έργο μου L itté
rature du cam p —κείμενα πού τά σκέφτηκαν ή πού άνανεώθηκαν
(έπικαιροποιήθηκαν κλπ.) σιό στρατόπεδο τού Janov σιή Αβόφ,
κλπ.).
ό) Ή άναδρομή στίς παραπομπές πού βρίσκονται σέ άλλα κεί
μενα χρησιμοποιήθηκε επίσης, κυρίως εκεί πού χρειαζόταν νά
παραθέσουμε εκφράσεις αποκομμένες ή νά άποκαταστήσουμε τήν
«τοπική» γλώσσα.
Προτιμάμε συνεπώς νά περιοριστούμε έδώ στό νά παραθέ
σουμε ορισμένα μόνο έργα. Τά άλλα βρίσκονται πάντα στό άντί-
στοιχο κείμενο τής μελέτης μας, μέ τίς άναγκαίες επεξηγήσεις.
’Ανέκδοτα χειρόγραφα
390
'Ε βρα ίω ν καί πού μετά την ’Απελευθέρωση ενσωματώθηκαν στά
έπόμενα άρχεία:
3) ’Αρχεία τής C om m ission C entrale ju iv e p o u r Γ H istoire ( Κ ε ν
τρικής 'Εβραϊκής Έ πιτρο7ΐής γιά τήν Ισ το ρ ία ], στην Πολωνία
(πού τό 1947 μετατράπηκε σε Ε β ρ α ϊκ ό Ισ το ρ ικ ό Ιν σ τ ιτ ο ύ τ ο , με
έδρα τη Βαρσοβία). Αυτή ή συλλογή περιέχει τά κείμενα ορισμέ
νων έργων πού συντάχθηκαν στά πολωνικά, στά εβραϊκά καί στά
γίντις.
4) Τά κ ρυφ ά άρ χεϊα το ν γκέτο τής Β α ρσ οβ ία ς (ξεθάφτηκαν
μετά τόν πόλεμο, καί σήμερα είναι ενσωματωμένα καί αυτά στίς
συλλογές τής C .C .J .H .
5) Γαλλικά χειρόγραφα: μιά εικοσαριά κείμενα, τά περισσότερα
σατιρικά, πού τά οφείλω στήν ένδειξη άγάπης από παλιούς Γάλ
λους έκτοπισθέντες (άνάμεσα σ' άλλα μιά σατιρική κωμωδία τής
δεσποινίδας Germaine Τ...., γραμμένη καί γνωστή στή συντροφιά
των Γαλλίδων τού Ravensbriick).
391
τά ντοκουμέντα μέσα στά βασικά τους σημεία μοιάζουν μέ
προσωπικές αναμνήσεις γνωστές σέ όλους. Τό μεγάλο τους πλεο
νέκτημα έγκειται στον άριθμό τους (παραπάνω άπό 3.000 κομμά
τια, που συμπληρώνονται άπό ένα «γεωγραφικό» όδηγό), όπως
καί στύ γεγονός ότι οί συγγραφείς αυτών τών πρακτικών βάόιζαν
μέ μελετημένη καί άπό τά πρίν άποφασισμένη μέθοδο.
2) Ειδικές ερ εννε ς πού οργανώσαμε γιά νά διευκρινιστούν ζη
τήματα πού αποτελούν τύ άντικείμενο αυτής τής μελέτης μεταξύ
άλλων,
α ) Μιά έρευνα πάνω στήν πνευματική ζωή στά χρόνια τής κα
τοχής.
6) Σχόλια πού προστέθηκαν στά ντοσιέ τών ανθολογημένων
κειμένων.
392
ιό τοΟτό τό παλιοκρέβατο φαίνεται Λ πλατεία
ι προσκλητηρίου καγκελόφραχτη μέσα άπ* τά στε- ']
ίνά παράθυρα τής σοφίτας.
[Κάθε πέτρα έδώ μάς τυφλώνει, κάθε...
“Ομως μΑν τρέμεις! Καί μΑν τρέχει Λ σκέψη σου]
I στό Παρίσι.
[01 Γερμανοί ξεχύνονται τώρα στά Καρτιέ Λατέν
[Τό φεγγάρι γελάει Λλίθια στόν ουρανό...
“Οχι άλλο άγάπη μου, μΑν κουράζεις τΑ ΘΟμησΑ σου]
[Δέν πρέπει.
[01 Γερμανοί μεθοκοπάνε τώρα στΑ Μονμάρτη
... Κι έπειτα θά φύγεις μέ τΑ βεβαιότητα
“Οτι στΑν Κρακοβία καί στό Παρίσι καί παντού
Ό δυναμίτης της λευτεριάς θ’ Ανατινάζει τό δρ
"Αν καί συ — δέ θά Όαι πιά ζωντανά — κι
δέ θά όπάρι