You are on page 1of 393

Michel Borwicz

ΓΡΑΦΤΑ
ΤΩΝ ΜΕΑΑΟΘΑΝΑΤΩΝ
ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ
ΚΑΤΟΧΗ

(1 9 3 9 - 1 9 4 5 )

Προλογίζει ό René Cas s in


,Αντιπρέ)εόρος τον Σνμόονλ,ίον τον Κράτανς
Μέλος τον Ίνσ τιτοντον
Βράδι ϊο Né)u:πιλ γιά την Ειρήνη

Μετάφραση από τά γαλλικά


ΔΗΜ ΗΤΡΑ ΤΑΣΚΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ - ΑΘΗΝΑ 1977


— Χαράγματα στους τοίχους των φυλα­
κών, τελευταία γράμματα των καταδικα­
σμένων, χρονικά καί ποιήματα άπ' τά
στρατόπεδα τού θανάτου.
— Γραφτά μελλοθάνατων παιδιών, μηνύ­
ματα στους ζωντανούς, μυστικά αρχεία
θαμμένα στά χαλάσματα τού γκέτο, χειρό­
γραφα κρυμμένα μές στά κρεματόρια του
νΑουσβιτς.
Ό Μισέλ Μπόρβιτς, από τις φυσιογνωμί­
ες τής πολωνέζικης αντίστασης στήν πε­
ρίοδο τής γερμανικής κατοχής καί πλατιά
γνωστός σά συγγραφέας, έχοντας ζήσει δ
ίδιος τή φρίκη τών στρατοπέδων συγκέν­
τρωσης κι έχοντας γλιτώσει την τελευταία
στιγμή από βέβαιο θάνατο, ξεπληρώνει 2-
να παλιό χρέος απέναντι στους έπώνυμους
αγωνιστές τής περιόδου έκείνης, αλλά καί
στήν πλατιά κι ανώνυμη λαϊκή μάζα.
Στον τόμο αυτό ό Μπόρβιτς έπιχειρεί μιά
πολλαπλή ανάλυση τών κειμένων πού άφη­
σαν πίσω τους οί μελλοθάνατοι, τοποθε-ι.
τώντας τά κείμενα αυτά μέσα στο ιστορι­
κό, πολιτικό, κοινωνικό καί έθνολογικό
τους πλαίσιο καί φέρνοντας στό φως λε­
πτομέρειες καί στοιχεία που φανερώνουν
βαθιά καί έξαντλητική μελέτη του θέμα­
τος. "Ένα από τά χαρακτηριστικότερα κεί­
μενα πού παραθέτει ό Μπόρβιτς γιά νά
δείξει τό πνεύμα τής συναδέρφωσης δλων
τών κρατούμενων καί τών μελλοθάνατων
παρόλες τις διαφορές, ιδεολογικές ή άλλες
πού μπορεί νά τούς χωρίζουν, είναι καί
τούτο τό τραγούδι:
Άχονοτε! 'Αχονοτεϊ
Ά χοντε τό τραγούδι
που άνεβαίνει άπ’ τους ανθρώπους;
Είναι ή Μαοοαλιώτιοοα.
Άχονοτε! Είναι τό «ό Θεός σώζει τον
βασιλέα)).
’Ακούστε! Είναι ή Διεθνής.
Συναδερφωμένοι αλλά δχι ισοπεδωμένοι,
μέ ακέρια τήν ταξική καί φυλετική τους
συνείδηση, οί μελλοθάνατοι βαδίζουν στό
χαμό περήφανοι, γεμάτοι έλπίδα για τον
κόσμο που θ’ Ακολουθήσει, για τις και­
νούργιες γενιές που θ’ Ανθίσουν στα έρεί-
πια του πολέμου.
Ή συλλογή αυτών των κειμένων, των η­
ρωικών καί πένθιμων, είναι ένα μνημείο
Ανθρωπιάς, ένα ατόφιο Ιστορικό κομμάτι
ένός περήφανου λαού, που ήξερε νά πε­
θαίνει καί νά τραγουδάει τό θάνατό του.

Κυκλοφορούν
από τις έκδόσεις Μπουκουμάνη
καί στή σειρά Πολιτικά Κριτικά Κείμενα

Ζάχ Σαντουλ
Η ΕΠ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΤΩΝ Μ Π Ο Α Σ Ε Β ΙΚ Ω Ν

Ματίλντ Νιέλ
Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η Τ Ο Υ Μ ΑΡ Ξ ΙΣΜ Ο Υ

Τζών Λιουις
Ο Μ ΑΡ Ξ ΙΣΜ Ο Σ Τ Ο Υ ΜΑΡΞ

”Εριχ Φρόμ
Η ΕΙΚ Ο Ν Α
Τ Ο Υ Α Ν Θ ΡΩ Π Ο Υ Σ Τ Ο Ν Μ ΑΡΞ
Τίτλος πρωτοτύπου:
Ecrits des condamnés à mort
sous Γ occupation nazie (1939 - 1945)

C opyright© 1973 Editions Gallimard


C opyright© 1977 *Εκδόσεις Μπονχονμάνη

Φωτοστοιχειοθεσία: Όκτώβρης 1977


ΠΡΟΦΩΤ Ε.Π.Ε. (Κάνιγγος 27, ’Αθήνα 147,
τηλ. 3604-369)
’Εκτύπωση: ΠΡΟΦΩΤ Ε.Π.Ε. (Ν. ’Ιωνία, Βυζαντίου 1,
τηλ. 2797-039)

Διόρθωση: Έ φη Πετρακάκη

Boukoumanis Editions
1 Mavromikhali st., Athens 143, Greece
Tel.3618-502, 3606-313
Περιεχόμενα

Πρόλογος...................................................................... 7
Εισαγωγή...................................................................... 15

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ........... 21


1. Αμέσως μετά τή γερμανική εισβολή............... 23
2. Τά γκέχο στήν πρώτη τους π ερ ίο δ ο ............... 27
3. Παράνομες δραστηριότητες καί μερικά
άλλα φαινόμενα................................................ 39
4. ’Αποφασιστική καμπή στή στάση τών θυμά­
των...................................................................... 45
5. Κείμενα τής καταδικασμένης σέ θάνατο
άντίστασης......................................................... 55
6. νΑνθρωποι πού κρύβονταν καί άλλοι πού
ζούσαν μέ ξένη ταυτότητα............................... 59
7. Έξω άπό τούς περίβολους τού θανάτου....... 67
8. Ό κόσμος τών στρατοπέδων .......................... 87
9. Προσπάθειες τών κατάδικων γιά νά φτάσουν
τά έργα τους μετά τό θάνατό τους στόν
άναγνώστη......................................................... 135

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ................................. 155
10. Γενική έπισκόπηση όλων τών κειμένων πού
διασώθηκαν καί συγκεντρώθηκαν.................. 157
11. Ή γλώσσα τών καταδίκω ν.............................. 161
12. Στοιχειώδεις τύποι μηνυμάτων........................ 177
13. «Εμείς» καί οί «νΑλλοι» στά κείμενα
τών καταδικασμένων.................................... 215
14. Θέματα.......................................................... 245
15. Εξέλιξη στη στάση τών κρατούμενων καί
διασταύρωση τών εποικοδομημάτων......... 267
16. 'Αλλες πλευρές τών κειμένων.................... 287

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΕΡΜ ΗΝΕΙΕΣ.................................. 295


17. ’Αντιστάθμισμα στον κοινωνικό υποβιβασμό
καί ερμηνευτικές διαδικασ ίες.................... 297
18. Έπαγγελματίες καί ερασιτέχνες συγγραφείς . 303
19. Θεωρίες γιά τη φιλολογική άξια τών κειμένων 307
20. Καταφυγή στήν παράδοση .............................. 311
21. «Ρουτίνα» καί «πρωτοτυπία».................... 319
22. «Φιλολογική εύαισθησία» τών μελλοθάνατων 323
23. ’Αξιολογικά κριτήρια.................................. 329
24. Οί καινούργιες έμπειρίες φέρνουν καί
καινούργια εκφραστικά μέσα;.................... 335
25. Κείμενα παιδιών ......................................! . . . . 341
26. Συγκρίσεις........................................................... 351

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ


ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ........................................... 365
Π ηγές.............................................................................. 385
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

'Ο σεβασμός μας γιά τά γραφτά εκείνων πού άντιστάθη-


καν καί εκείνων που μαρτύρησαν, καταδικασμένοι σε θά­
νατο άπό τό Γερμανό κατακτητή, άνάμεσα στά 1939 καί
1945, θά ’βρίσκε την υψηλότερη έκφρασή τον στη σιωπή,
αν αυτοί άκριβώς οί άνθρωποι, πού προορίζονταν γιά θα­
νατική εκτέλεση, όέν είχαν κάνει μιά άντίθετη, ύστατη ευ­
χή. Θέλησαν, τό μήνυμα πού έστειλαν «στ' αδέρφια» τους
πού θά ’ρχονταν μετά άπ' αυτούς, νά γίνει γνωστό, νά
διαδοθεί, νά συγκινήσει τήν «παγκόσμια συνείδηση» καί
άκόμα αξίωσαν νά δοθεί μιά θετική άπάντηση στήν έκ­
κλησή τους, πέρα άπό γενεές καί σύνορα.
ΓΓ αυτό θεωρώ καθήκον μου νά άνταποκριθώ στήν τι­
μητική πρόσκληση πού μοϋ έκαναν οι διευθυντές τής συλ­
λογής «Πνεύμα τής Αντίστασης» καί δ συγγραφέας, πα­
ρουσιάζοντας στό κοινό τό έργο τού Μισέλ Μπόρβιτς, τού
γενναίου αυτού άνθρώπου πού πήρε μέρος στήν ’Αντίστα­
ση, διέφυγε ως εκ θαύματος τήν κρεμάλα καί έγινε γνω­
στός σάν συγγραφέας μέ τό βιβλίο του γιά τά κείμενα πού
γράφτηκαν στόν προθάλαμο τού θανάτου άπό τά θύματα
τής ναζιστικής κατοχής.
Ουσιαστική είναι μιά κοινωνιολογική μελέτη πού πα­
ρουσιάστηκε στό πανεπιστήμιο τής Σορβόνης γιά διδακτο­
ρική διατριβή καί κρίθηκε σάν «άξιέπαινη» άπό ένα συμ­
βούλιο τριών κορυφαίων δασκάλων, τούς καθηγητές Ρε-
νουβέν, Γκούρβιτς καί Φάμπρ.
'Ο αναγνώστης δέν πρέπει νά άναζητήσει μέσα σ' αυτή

7
τήν έπιστημονική εργασία τά συγκινησιακά στοιχεία πού
βρήκε μέσα στά γραφτά των ίδιων των θυμάτων ή στις
μαρτυρίες αυτών πού επέζησαν άπό τά στρατόπεδα συγ-
κεντρώσεως, συγκεντρωμένα όλα σέ εκδόσεις, όπως «La
Tragédie de la déportation». Θά άνακαλύψει πρώτα πρώτα
τό γενικό καί πηγαίο χαρακτήρα τού κοινωνικού φαινόμε­
νου πού χαρακτηρίζεται άπό τήν επιθυμία τών μελλοθάνα­
των, άπό τούς άπλοϊκούς ανθρώπους ώς τούς πιό καλλιερ­
γημένους, νά μή φύγουν άπ' τή ζωή, χωρίς νά στείλουν ενα
ύστατο μήνυμα σ ’ όσους έπ.ζήσουν μετά τόν πόλεμο.
Μιά τέτοια επιθυμία εκδηλώθηκε βέβαια μέσα σέ διά­
φορα κοινωνικά πλαίσια καί συνθήκες. 'Ο συγγραφέας
προσπάθησε νά έπισημάνει τήν περίπτωση πού ένας άν­
θρωπος, άτομικά καταδικασμένος, νιώθει τήν άνάγκη νά
γράφει μέσα στήν αιχμαλωσία ή τή μοναξιά τού κυνηγημέ­
νου, τίς περιπτώσεις άνθρώπων πού πρόκειται νά έκτελε-
στοϋν ομαδικά, όπως π.χ. οι εξόριστοι Γάλλοι, Νεοζηλαν-
δοί ή Πολωνοί στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή οι
'Εβραίοι, κλεισμένοι στά γκέτο τής Βαρσοβίας ή τής Βίλ­
νας. νΑν, άπ’ τήν άλλη πλευρά, ή έμπνευση υλοποιήθηκε σ ’
επικίνδυνες πάντα περιστάσεις, μπροστά σ ’ ëvav εχθρό
πού ή βάρβαρη καί υποκριτική συμπεριφορά του ξεσή­
κωσε άμέσως άντιόράσεις (εκδικητικούς λίβελους, άστεϊ-
σμούς καί ειρωνικές περιγραφές, σάτιρες, περιφρόνηση,
κλπ.), ή άνάλυση τών μηνυμάτων πού άφησαν τά θύματα
«τής φυλής τών κυριάρχων», άποκαλύπτει μιάν εξαιρετική
ποικιλία μορφών: τά τελευταία λόγια πού συγκράτησε
ένας άκροατής, λακωνικές επιγραφές στούς τοίχους, γράμ­
ματα πού φτάσανε κρυφά σέ συγγενικά πρόσωπα, τραγού­
δια πού συγκέντρωσαν καί διέδωσαν οι σύντροφοι στόν
πόνο, κείμενα ή ποιήματα καταγραμμένα άπό φίλους σέ
σίγουρο μέρος κλπ.
Παρακολουθούμε μέ άμείωτη πάντα τήν προσοχή μας τίς
παρατηρήσεις τού συγγραφέα πάνω στή γλώσσα πού χρη­
σιμοποιούν τά θύματα, επηρεασμένη έντονα άπό τή
γλώσσα τών δήμιών τους καί τού περιβάλλοντος τους.

8
5Αποκομμένοι μ ’ ένα αγεφύρωτο χάσμα άπ’ τό παρελθόν
τους, οί λιγότερο μορφωμένοι άνάμεσά τους φαίνεται νά
δέχονται μέ απλότητα όλα όσα μπορούσε νά τούς προσφέ­
ρει ή μικρή πολιτιστική περιουσία τού στενού τους περι­
βάλλοντος, ενώ οί διανοούμενοι πού βρέθηκαν ξαφνικά
μπροστά στίς π ιό δραματικές καταστάσεις, δείχνουν τήν
τάση γιά άμεσότητα, απλότητα καί συντομία. Ιδιαίτερα τά
παιδιά - γιατί υπάρχουν πολλά γραφτά παιδιών πού ήταν
θύματα ή μάρτυρες τής άγωνίας τών δικών το υ ς - εκφρά­
ζονται μ αυτό τόν άφελή καί λιτό ρεαλισμό, τόν τόσο
συναρπαστικό. Αυτό όμως πού θά έντυπωσιάσει περισσό­
τερο τόν άναγνώστη, δέν είναι τόσο ή λογοτεχνική πλευρά
τών γραφτών τών καταδικασμένων σέ θάνατο, όσο ή ψυ­
χολογία τους, τά κίνητρά τους, οι ηθικές τους εξάρσεις καί
άκόμα περισσότερο, ή άξια τής μαρτυρίας τους γιά τήν
ανθρωπότητα.
'Ο Μπόρβιτς, πού έχει ήδη έκδώσει μ ’ εύλάβεια άνθολο-
γίες ποιημάτων τού στρατοπέδου καί τού άντάρτικου καί
άναμνήσεις άπ’ τό φριχτό στρατόπεδο τού Ζάνοβ, πραγμα­
τικό «πανεπιστήμιο τών δήμιων», βρήκε, γιά νά περιγρά­
φει τήν κατάσταση τών θυμάτων καί γιά νά άποδώσει τό
νόημα τών τελευταίων τους γραφτών, τονισμούς πού μαρ­
τυρούν εμβάθυνση καί λεπτή προσέγγιση, όπως άξίζει στή
μνήμη τών θυμάτων.
Χάρη σ ’ αυτόν νιώθουμε πώς ό άνθρωπος πού άπωθή-
θηκε ως τά οριακά σημεία της μοίρας του, βρήκε μέσα στό
γραπτό λόγο τό τελευταίο όχυρό ενάντια στή μοναξιά τής
άποσύνθεσης. Θέλησε νά παλέψει τόν έξευτελισμό πού τού
επέβαλαν, νά εξισορροπήσει τόν κοινωνικό του ύποβιβα-
σμό, νά ρωτήσει τή συνείδησή του, νά διαλευκάνει μπρο­
στά στά ίδια του τά μάτια τίς βαθύτερες αιτίες τής συμπε­
ριφοράς του καί τούς υψηλότερους στόχους τής θρησκευ­
τικής του πίστης ή τού άνθρωπιστικού του ιδανικού.
Καί δέν υπάρχει, μπορούμε νά πούμε, γραφτό πού νά
μήν έπιδιώκει νά έκφράσει καί παράλληλα νά μεταδώσει
στούς σύγχρονους καί μελλοντικούς άνθρώπους μιάν άλη-

9
θινή μαρτυρία. ’Ακριβής καταγραφή των γεγονότων δια­
μαρτυρία ενάντια στό όργανωμένο άπ' τούς φονιάδες ψέ­
μα, συστηματοποίηση των δεδομένων καί έκλεπτύνσεις
απαράμιλλες■ άποστροφή γιά ό,τι άνάξιο, τεχνητό ή επι­
φανειακό· ύπενθύμιση σ ’ όσους έπέζησαν πώς είναι καθή­
κον τους νά νικήσουν τις δυνάμεις τον κακού, γιά νά άπο-
δώσουν δικαιοσύνη καί νά προετοιμάσουν μιά καλύτερη
μοίρα γιά τό ανθρώπινο είδος. Αύτά είναι τά ουσιαστικά
χαρακτηριστικά ά π ’ όπου άναδύεται τό νψιστο μάθημα
τής άλήθειας ά π ’ τό στόμα αυτών των «μαρτύρων», πού ό
Πασκάλ εξύμνησε τή θυσία καί τήν άξιοπιστία τους.
. ’Εμείς πού επιβιώσαμε, πρέπει μέ ταπεινοσύνη καί δέος
νά προσηλωθούμε σ ’ αυτό τό μεγάλο μάθημα. Ξέρουμε
πολύ καλά, άλίμονο! πώς ή δικαιοσύνη δέν άποκαταστά-
θηκε τελείως, ούτε κάν άρκετά τήν επόμενη τού Δεύτερου
Παγκόσμιου πολέμου.
Πολύ συχνά τό θύμα έμεινε υποβιβασμένο, ενώ ό φο­
νιάς, κλονισμένος πρός στιγμή μέσα στήν έπαρσή τον, ξα-
νασήκωσε τό κεφάλι. Τό δηλητήριο πού μετέδωσε ό χιτλε­
ρισμός, συνεχίζει νά επενεργεί καταστροφικά. Ή ανθρώ­
πινη άξιοπρέπεια συχνά προπηλακίστηκε.
Μά αν νομίζει κανείς πώς οι νεκροί είναι νεκροί γιά
πάντα, γελάστηκε ευτυχώς. Γιατί τά λόγια καί τά γραφτά
αυτών τών νεκρών, πού πολλοί εξακολουθούν νά άγνοούν
καί άλλοι άμφισβητούν, επιδρούν στή συνείδηση έκείνων
πού τά γνωρίζουν καί μέσω αυτών διαμορφώνουν τήν
ιστορία. "Οσο δέν ξεχνιόνται, δέ θά είναι μάταιο τό πέρα­
σμά τους!
Ο Μισέλ Μπόρβιτς άξίζει όλη τήν ευγνωμοσύνη μας γιά
τή συνεισφορά του στήν πάλη ενάντια στή λήθη καί γιατί
κατέδειξε τήν άντίθεση άνάμεσα στό άνοδικό άνθρώπινο
μεγαλείο καί τίς ευτελέστερες άναξιοπρέπειες· γιατί έκανε
νά άντηχήσουν μέσα στή Σορβόνη, προπύργιο τού πνεύμα­
τος καί τού άνθρωπισμού, ή φωνή καί τά μηνύματα τών
μαρτύρων τής πιό ασυγχώρητης τραγωδίας.
Υπάρχουν σίγουρες ενδείξεις πού επιβεβαιώνουν τήν

10
ευγνωμοσύνη μας. Μακάρι νά μπορέσουμε στήν καθημε­
ρινή μας ζωή νά απαντήσουμε με θετικές πράξεις στήν
έκκληση καί τήν έναγώνια άναμονή τόσων εκατομμυρίων
υπάρξεων πού θυσιάστηκαν!..

11 Νοέμβρη 1954 Ρενέ Κασέν

11
*Άνθρωποι, αδέρφια, που 0ά ’ρθετε μετά άπό μάς...
Φρανσουά Βιγιόν

Ό ,τι ο/ άνθρωποι ιστόρησαν


άπληστα ή φλόγα θά καταπιεί
καί πλιάτσικο οι θησαυροί
στό φονικό τό χέρι τον ληστή.
Μ ά τό ΤΡ Α ΓΟ Υ ΔΙ Α Κ Α ΙΡ ΙΟ θ ’ Α Π Ο Μ Ε ΙΝ Ε Ι.
Στά πλήθη ανάμεσα πλανιέται
κι άν σ’ άγονες ψυχές όέ βρει
πόνους κι ελπίδα νά τ ’ άναστήσονν,
φεύγει καί πάει στά βουνά,
μές στά χαλάσματα σκαλώνει
καί πάλι λέει τά περασμένα.
'Όπως στό σπίτι πού ’πιασε φωτιά
τ ’ αηδόνι φτεροκοπάει καί φεύγει.
Γιά λίγο στέκει στη σκεπή,
μά όταν σωριάζεται κι αυτή,
στό δάσος χάνεται καί στέλνει
πάνω άπό τά συντρίμμια καί τούς τάφους,
στούς έρημους διαβάτες, πένθιμο ένα τραγούδι.

νΑνταμ Μίκεβιτς

Ελπίζω ή μνήμη των συντρόφων μου καί μένα νά μή


σβηστεϊ...

Ροζέ Ρουξέλ (1944)

13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ό Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, πού κηρύχτηκε άπό τό


τρίτο Ράιχ, δέν ήταν σε καμιά περίπτωση προληπτικός πό­
λεμος καί πολύ περισσότερο άμυντικός. Καθώς κανένας
δέν άπειλοϋσε τή Γερμανία, ή ενέργεια αυτή, άπό την
πλευρά της, είχε χαρακτήρα επίθεσης. Μετά άπ’ αύτή τήν
επίθεση βρέθηκαν κάτω άπό εχθρική κατοχή οί παρακάτω
χώρες: ή Πολωνία (άπό τό φθινόπωρο τού 1939), ή Δανία
κι ή Νορβηγία (άπό τό Μάη τού 1940), τό Λουξεμβούργο
κι ή Γαλλία (άπό τόν Ίούνη τού 1940), ή Γιουγκοσλαβία
(άπό τόν ’Απρίλη τού 1941) κι ή Ελλάδα (άπό τό Μάη
τού 1941.) Στή διάρκεια τού δεύτερου μισού τού 1941 ή
ίδια μοίρα χτύπησε τήν Ουκρανία, τή Λευκορωσία, τίς
χώρες τής Βαλτικής, τή δυτική περιοχή τής κεντρικής Ρω­
σίας κι άργότερα τήν Κριμαία. ’Ανεξάρτητα άπό τόν πό­
λεμο τότε (καί χωρίς νά λογαριάσουμε τήν Αύστρία πού
ένσωματώθηκε στό Ράιχ), ή Τσεχοσλοβακία βρισκόταν
κάτω άπό χιτλερικό ζυγό, άπό τό φθινόπωρο τού 1938.
Σ’ όλες αύτές τίς χώρες ό κατακτητής προχώρησε χωρίς
καθυστέρηση σέ μαζικές συλλήψεις καί σέ συνεχείς έκτελέ-
σεις.
Υπόβαθρο στίς επιχειρήσεις αυτές ύπήρξε, όπως είναι
γνωστό, ή έθνικοσοσιαλιστική άντίληψη τής ιστορίας, βα­
σισμένη στίς δυό αύτές θεμελιακές άρχές: 1) τό ρατσισμό
καί 2) τό σύνολο τών θεωριών γιά τήν ήθική τών κυριάρ-
χων.
15
Ό ρατσισμός συνεπαγόταν όχι μόνο τήν άνωτερότητα
τών Γερμανών, άλλά καί τό δικαίωμά τους νά εξουδετερώ­
σουν τίς κατώτερες φυλές. Καί επειδή όλοι οί λαοί, με
λίγες μόνο έξαιρέσεις, κρίθηκαν κατώτεροι, ή άρχή αυτή
άνοιγε τρομαχτικές προοπτικές γιά μιά «δράση» χωρίς
όρια, έκτος άν τά όρια αυτά έμπαιναν γιά λόγους ταχτι­
κής. Σύμφωνα μέ τίς ίδιες θεωρίες, ή αιώνια θέληση δύνα­
μης τού γερμανικού λαού κι ή κατοχυρωμένη ήδη άνωτε-
ρότητά του άπαιτούσαν τή βαθμιαία έξουδετέρωση, πρα-
γματική κι ελεγχόμενη όλων τών έχθρών του, πραγματικών
καί πιθανών. Ό σκοπός αυτός μπορούσε νά πετύχει μόνο
μέ τή βιολογική φθορά τών λαών αυτών. Μ’ άλλα λόγια μέ
τή μερική τουλάχιστον εξόντωσή τους (καί πρώτα άπ’ όλα
μέ τήν έξόντωση τού πιό διαλεχτού τους κομματιού) σέ
συνδυασμό μέ τή συνεχή φθορά τών έπιζώντων. Αύτοί,
άριθμητικά άμελητέοι καί στερημένοι άπό τήν ήγεσία τους,
θά γίνονταν υποχείριοι προορισμένοι γιά δουλειές πού θά
καθόριζε ό λαός τών κυριάρχων.
Μόλις ξέσπασε ό πόλεμος, τά σχέδια αυτά άρχισαν άμέ-
σως νά παίρνουν σάρκα καί οστά. Στήν εφαρμογή τους δέν
ύπήρξε τίποτα άπροσχεδίαστο. "Ολες οί λεπτομέρειες είχαν
μελετηθεί: διάφορα σχέδια γιά τή «δράση» συντονισμένα
εκ τών προτέρων, στρατιές άνθρώπων πρόθυμων νά τά
εφαρμόσουν.
Στήν έκπόνηση αυτών τών σχεδίων συνεργάστηκαν γιά
πολλά χρόνια, όχι μόνο ή άστυνομία καί τό χιτλερικό κόμ­
μα, άλλά καί μιά στρατιά έπιστημόνων. Δέν υπάρχει κλά-
δος τής γερμανικής έπιστήμης πού νά μή συνέβαλε σ’ αυτό
τό έργο. Ή μεγάλη προσπάθεια τής «έλίτ» τού γερμανικού
έθνους σ’ αυτή τή Vernichtungwissenschaft («έπιστήμη τής
έξόντωσης») είχε δύο κατευθύνσεις: 1) Έσβηνε τή μιά
μετά τήν άλλη τίς κατακτήσεις τού άνθρωπισμού, τίς πιό
στοιχειώδεις του έννοιες. 2) Εγκαθίδρυε στά διαδοχικά
της στάδια τήν έκλεπτυσμένη τεχνική τής άνθρωποκτονίας
καί τής γενοκτονίας.
Άλλά γιατί νά έπιμένει κανείς άκριβώς σ’ αυτό τό γεγο­

16
νός; Γιατί άπ1 αυτό βγαίνει τό συμπέρασμα πώς ό κατα­
χτητής τοποθέτησε τούς άνθρώπους, όχι μόνο άπέναντι σέ
χιλιάδες δήμιους καί στή συντριπτική φυσική του υπεροχή,
άλλα κι άπέναντι σ’ ένα «ήθικό» οικοδόμημα, μονολιθικό
καί χωρίς προηγούμενο, έντελώς άκατάληπτο γιά τά θύμα­
τα, άλλά κατασταλαγμένο στή συνείδηση τών θυτών.
Διαπιστώσεις καθαρά ιστορικής φύσης δέ θά μπορούσαν
σέ καμιά περίπτωση νά πιάσουν τήν ουσία αυτών τών
φαινόμενων, ούτε καί τών άνθρώπινων εμπειριών πού
άκολούθησαν. Λέμε: εμπειριών. Γιατί μετά άπό τόσα πού
ειπώθηκαν γιά τά δεινά τού πολέμου, τά συναισθήματα
καί τίς σκέψεις πού προκάλεσαν, ένα γεγονός μένει πάντα
άναμφισβήτητο: έκατομμύρια άντρες καί γυναίκες, θέλον­
τας καί μή, έζησαν εκείνη τήν έποχή, καταστάσεις πού
άκόμα καί σέ ιστορική κλίμακα, ήταν μοναδικές.

II
Στή δυτική Ευρώπη οί Γερμανοί άπέφυγαν τήν πολύ θεα­
ματική σκληρότητα. Χρησιμοποίησαν τήν περίφημη χιτλε­
ρική μέθοδο πού πρόβλεπε συνεχείς έπιθέσεις, περιορισμέ­
νης έκτασης κάθε φορά, άλλά έντατικοποιημένες καί συγ­
κεντρωτικές. Στόν τομέα πού μάς ένδιαφέρει, γιά έναν τέ­
τοιο «συγκεντρωτισμό» καί μιά τέτοια «εντατικοποίηση»
διάλεξαν τήν Πολωνία. Οί λόγοι αύτής τής έκλογής ήταν
πολλοί καί διάφοροι. Στούς τόσους άλλους προστέθηκε κι
ή χρονική διαδοχή τών γεγονότων. Ή Πολωνία ήταν ή
πρώτη χώρα πού κατακτήθηκε μετά άπό ένοπλη σύγκρου­
ση. Καθώς ή επικράτεια του τρίτου Ράιχ τή χώριζε άπό τή
Δύση, ή Πολωνία άντιπροσώπευε γιά τή Γερμανία ένα με­
τόπισθεν καί μάλιστα άόρατο, προφυλαγμένο άπό τήν
άνεπιθύμητη περιέργεια τού έξω κόσμου. Ή ίδια ή χώρα,
λοιπόν, μετατράπηκε σ’ ένα τεράστιο έργαστήριο προσχε-
διασμένης έξόντωσης. Ή Πολωνία διατήρησε αυτό τό τρα­
γικό προνόμιο ως τό τέλος τής Κατοχής. Έγινε στή συνέ-

2. Γραφτά τών μελλοθάνατων από τή ναζιστική κατοχή 17


χεια ένα νεκροταφείο όχι μόνο γιά τά εκατομμύρια δολο­
φονημένους κατοίκους της, άλλα καί γιά τά έκατομμύρια
ξένους πού είχαν μεταφερθεί έκεί, είόικά γι’ αυτό τό σκο­
πό.
Σ’ άλλο έπίπεδο, ή ναζιστική εντατικοποίηση καί σνγ-
κεντροποίηση εφαρμόστηκαν, όπως είναι γνωστό, στούς
Εβραίους. ’Εξάλλου, στην προπολεμική Πολωνία ζούσε
μιά εβραϊκή παροικία πού άριθμοΰσε 3.500.000 άτομα,
δηλαδή μιά άπό τίς πιό πολυπληθείς τού κόσμου κι επι­
πλέον πιό προσηλωμένη άπό τίς άλλες στά έθιμα καί τήν
πνευματική της παράδοση. Ό συνδυασμός τών δύο αύτών
παραγόντων έβαλε τούς Πολωνοεβραίους στήν πρώτη
γραμμή τών θυμάτων. Θά ήταν υπερβολικό νά συμπερά-
νουμε πώς οί Γερμανοί επιφύλαξαν στούς Εβραίους ιδιαί­
τερη μεταχείριση. Σύμφωνα μέ τά σχέδια τού τρίτου Ράιχ,
άλλοι λαοί θά μετρούσαν πολύ περισσότερα θύματα άπ’
όσα οί Εβραίοι.
Θά παρατηρήσει κανείς πώς οί Γερμανοί χρησιμοποίη­
σαν ενάντια στούς άλλους λαούς άνάλογες μεθόδους καί
τόν ίδιο μηχανισμό, πού είχαν ήδη χρησιμοποιήσει ενάντια
στούς Εβραίους καί θά τούς έπιφύλασσαν στή συνέχεια
τήν ίδια μοίρα. Τίποτα δέν άποδεικνύει τύ άντίθετο.
Ή ήττα τών Γερμανών έβαλε τέλος σ’ αύτή τή μακάβρια
εξέλιξη. Μάς μένουν όμως τά γεγονότα. Αύτά καθορίζουν
καί τήν έκταση τής μελέτης μας. ’Αρχίσαμε άπό τούς
Εβραίους κι ειδικότερα τούς Πολωνοεβραίους. Κι αυτό,
γιατί έκτος άπό τήν άφθονία τών κειμένων πού έχουμε στή
διάθεσή μας, οί συνθήκες μέσα στις όποιες γράφτηκαν, εί­
ναι άντιπροσωπευτικές τών ναζιστικών μεθόδων. Γιατί:12

1) Μιά ολόκληρη κοινότητα χωρίς εξαίρεση καταδικά­


στηκε , πράγμα πού προσφέρίΐ εκ τών πραγμάτων μιά
πλήρη γκάμα άπό παραδείγματα.
2) Παράλληλα, όλα τά μέτρα πού πρόβλεψαν οί γερμα­
νικές αρχές εφαρμόστηκαν κατά γράμμα: φανερά, άπρο-
σχημάτιστα, κι επομένως μέ τρόπο σαφή καί σνγκεκριμένο.

18
Τό συνοπτικό πλάνο τής μελέτης μας είναι τό έξης: Τό
πρώτο μέρος έπιχειρεί νά διαγράψει τά κοινωνικά
πλαίσια. Τά κεφάλαια γιά τούς Πολωνοεβραίους άκο-
λουθεί μιά έκθεση πού άφορά τίς άλλες, μη εβραϊκές
κοινότητες, όπου χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα άπε-
χθεϊς τρόποι γιά τήν εξόντωση τών θυμάτων. Έγινε
ξεχωριστή μελέτη γιά τόν κόσμο τών στρατοπέδων
συγκεντρώσεως, έτσι ώστε νά φανούν: α) Τά διάφορα
είδη τών «φιλολογικών» φαινόμενων. 6) ΟΙ εκφραστι­
κοί τρόποι πού διάλεξαν κρατούμενοι διαφόρων εθνι­
κοτήτων. Τό πρώτο μέρος κλείνει μέ μιά έκθεση γιά
τίς προσπάθειες τών κρατούμενων, νά φτάσουν τά
γραφτά τους μετά θάνατο στόν άναγνώστη.
Τό δεύτερο μέρος άναλύει τά ίδια τά κείμενα. Μιά
γενική θεώρηση τών κειμένων πού διασώθηκαν καί
παρατηρήσεις πάνω στή γλώσσα τών κατάδικων, άπο-
τελούν ένα είδος εισαγωγής. Στή συνέχεια ή έρευνα
εξετάζει δυό ιδιαίτερα είδη: α) τίς επιγραφές στούς
τοίχους τής φυλακής, 6) τά τελευταία γράμματα τών
κατάδικων. Καί τέλος άσχολείται μέ τό ίδιο τό περι­
εχόμενο τών κειμένων.
Τό τρίτο μέρος, άφιερωμένο στήν ερμηνεία τών κει­
μένων, έπιδιώκει νά ρίξει φώς στίς διεργασίες πού
σχετίζονται μέ τήν ψυχολογία τού συγγραφέα τους
(άντισταθμίσματα, αύτοανάλυση, επαγγελματική
παραμόρφωση, κοινωνική άποκατάσταση) καί άκόμα
νά άναλύσει τή στάση πού κράτησαν οί διάφοροι συγ­
γραφείς τών κειμένων άπέναντι στά φαινόμενα πού
έξετάζουμε. Γιά νά άποσπάσουμε τά άναγκαία στοι­
χεία θά πρέπει, άλλοτε ευθύς εξαρχής κι άλλοτε στήν
πορεία, νά σταθούμε σέ μερικά ιδιαίτερα προβλήματα,
όπως: ή καταφυγή στήν παράδοση, τό λογοτεχνικό αι­
σθητήριο τών μελλοθάνατων, τά γραφτά τών καταδι­
κασμένων παιδιών κλπ.

19
Μέχρι σήμερα, άπ’ όσο ξέρουμε, κανένας δέν παρουσίασε
ούτε εξέτασε τό φαινόμενο πού μελετάμε. "Οσες έργασίες
υπάρχουν, τό άντιμετωπίζουν μέ προχειρότητα. Άναφέ-
ρονται σέ μεμονωμένα έπεισόδια. Οί περισσότερες ξεκι­
νούν άπό την πρόθεση νά τιμήσουν εύλαβικά τά θύματα.
’Επειδή λοιπόν οί έρευνες είναι μέχρι τώρα υποτυπώδεις,
άναγκαζόμαστε πολύ συχνά νά εκθέτουμε τά γεγονότα, μ’
άλλα λόγια νά δίνουμε κάθε φορά τήν προτεραιότητα στήν
περιγραφή.
Χωρίς νά περιοριζόμαστε στίς ιδιομορφίες τους, τά
άντιμετωπίζουμε σάν καθολικά φαινόμενα. Μ’ αύτή τήν
έννοια ή μελέτη μας συνδέεται μέ τήν κοινωνιολογία.
Στή διάρκεια τών είκοσι χρόνων πού πέρασαν άπό τήν
πρώτη έκδοση τού βιβλίου αυτού, άνακαλύφθηκε ένας ση­
μαντικός άριθμός χειρογράφων πού συνδέονται μέ τό θέμα
μας: χρονικά πού βρέθηκαν άκόμα καί μέσα στούς θαλά­
μους άερίων καί τά κρεματόρια στό νΑουσβιτς-Μπιρ-
κενάου, τελευταία γράμματα Γάλλων άγωνιστών πού έκτε-
λέστηκαν στό Βερολίνο, έφημερίδες πού συντάχτηκαν μέσα
στά γκέτο ή στό ύπαιθρο καί ξαναβρέθηκαν, καιρό μετά
τόν πόλεμο, σέ διάφορα μέρη, γραφτά Γερμανών μελλοθά­
νατων κλπ. Υπάρχουν άκόμα, πολυάριθμες δημοσιεύσεις
πού έγιναν σέ διάφορες χώρες μέ μαρτυρίες ή έπίσημα
ντοκουμέντα πού προσφέρουν συμπληρωματικά στοιχεία.
Ή έκδοση αύτή παίρνει ύπόψη της ο,τι σχετικό έκδόθηκε
ως τώρα.

20
Μέρος πρώτο

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ
1

:Αμέσως μετά τή γερμανική εισβολή

Ή χιτλερική κατοχή στήν Πολωνία διακρίνεται σέ δυό


περιόδους. Στήν άρχή έκτεινόταν μόνο στις περιοχές δυ­
τικά τού ποταμού Σάν, ενώ ή Ανατολική Πολωνία άνήκε
στή Σοβιετική Ένωση. Ή «ένοποίηση» τών δυό περιοχών
έγινε μετά τή γερμανική εισβολή κι άφοϋ είχε άρχίσει ό
πόλεμος ένάντια στή Ρωσία (Ίούνης τού 1941).
Τήν ίδια χρονολογία σημειώνεται στροφή, πού συνίστα-
ται όχι μόνο στή γεωγραφική έπέκταση τών άντιεβραϊκών
έπιχειρήσεων στήν Πολωνία, άλλά καί στήν εντατικο­
ποίησή τους. Ή πρώτη περίοδος χαρακτηριζόταν ήδη άπό
συνεχή πογκρόμ, λεηλασίες, φορολογίες, όμηρίες, βασανι­
στήρια καί κάθε είδους έξευτελισμούς. Τό χαρακτηριστικό
τής δεύτερης ήταν οί «φουρνιές» άνθρώπων πού στέλνον­
ταν μαζικά στούς θαλάμους άερίων τής Τρεμπλίνκα, τού
Μπέλσεν, τού νΑουσβιτς, τού Μαϊντάνεκ, τού Χέλμ, τού
Σόμπιμπορ καί παράλληλα ή επίσης συστηματική καί μα­
ζική εξόντωση σέ πολλά άλλα στρατόπεδα.
Τά πρώτα σημάδια πού έδειχναν τί θά επακολουθήσει
ήταν τά όργανωμένα πογκρόμ άπό τίς πρώτες άκόμα μέρες
τής Κατοχής. ’Ακολούθησαν, ύστερα, ή διαταγή νά φέρουν
οί Εβραίοι διακριτικό σήμα1, διαφόρων ειδών διώξεις κι
άνάμεσα στά άλλα κι οί αιφνιδιαστικές έφοδοι άπό όποιο­*

ι. Έ να άσπρο περιβραχιόνιο μ' ένα μπλε έβραϊκό άστέρι. Εξαίρεση γι­


νόταν στήν πόλη Λότζ (πού ένσωματώθηκε στό Ράιχ). Ε κεί ήταν δυό
κίτρινα άστέρια, ένα στό στήθος κι ένα στή ράχη.

23
δήποτε Γερμανό με στολή ή χωρίς στολή, γιά νά έξαναγ-
κάσει τούς περαστικούς νά κάνουν ευκαιριακές δουλειές.
Τις πιό πολλές φορές οί δουλειές αυτές δέν είχαν κανένα
πρακτικό ενδιαφέρον καί χρησίμευαν άποκλειστικά, σάν
πρόσχημα έξευτελισμών καί ταπεινώσεων. "Ολα αύτά δέν
ήταν γιά τούς κατοίκους τίποτα άλλο παρά ένα προκαταρ­
κτικό βάφτισμα. Έδιναν στά θύματα νά καταλάβουν πώς
άπό κείνη τή στιγμή ήταν εκτεθειμένα κι άνυπεράάπιστά
καί τά άγαθά καί ή ζωή τους έξαρτιόνταν άπό τίς διαθέ­
σεις, καλές ή κακές, τών «κυριάρχων».
Στόν τομέα πού μάς ενδιαφέρει: άραγε αύτά τά γεγο­
νότα είχαν ήδη ώθήσει τούς άπλούς άνθρώπους νά γρά­
ψουν καί κυρίως ν’ άναπτύξουν μιά λογοτεχνική δραστη­
ριότητα, μετατρέποντάς τους έτσι σε συγγραφείς;
’Από αύτή τήν εποχή (πού γιά τίς δυτικές περιοχές τής
Πολωνίας τοποθετείται, όπως είδαμε, στό τέλος τού 1939
καί τίς άνατολικές άπό τά μισά τού 1941) έχουμε λίγα
κείμενα στή διάθεσή μας, άρκετές όμως λεπτομέρειες: Νά
μερικά σκόρπια παραδείγματα:
Ή πρώτη συνάντηση μέ τίς γερμανικές μεραρχίες στό
Ζάμοσκ, στό τέλος τού Σεπτέμβρη τού 1939: κατά τή δι­
άρκεια άντιεβραϊκών εκδηλώσεων άπό τά στρατεύματα
τών νικητών, ένας άντρας, Εβραίος, προσπαθούσε νά πε­
ράσει άνάμεσα άπ’ τό πλήθος γιά «νά δεί μέ τά ίδια του
τά μάτια» καί «νά ζήσει προσωπικά» τίς άκρότητες πού
γίνονταν, γιά νά μπορέσει νά τίς καταγράψει όσο τό δυ­
νατό πιό πιστά. Γιά τήν ώρα σημειώνει στό χαρτί σύντομες
παρατηρήσεις. Έ χει τήν πρόθεση νά τίς άναπτύξει άργό-
τερα. Τό σχέδιό του δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί
άργότερα, όταν τίς σύγκρινε μέ άλλες πού άκολούθησαν,
τά γεγονότα πού άνέφερε καί πού στήν άρχή τά είχε κρίνει
άνήκουστα καί πρωτοφανή, μετά τά βρήκε άσήμαντα.
Είκοσι μήνες μετά τήν εισβολή τού γερμανικού στρατού
στά έδάφη πού υπάγονταν προηγούμενα στή Σοβιετική
Ένωση, οί σκηνές τών πρώτων ημερών έπαναλήφθηκαν
στήν άνατολική Πολωνία. ’Εδώ, άπό τήν πρώτη στιγμή.

24
διαδραματίζονται μέ τρόπο πολύ πιό αιμοχαρή. Στό Λβόφ,
πρωτεύουσα τών άνατολικών έπαρχιών, έγινε ένα πογκρόμ
σε μεγάλη έκταση. Θλιβερό κράμα κτηνωδίας καί μασκα­
ράτας, παράτας, σαδισμού καί λεηλασίας. Οί τοπικές άρ-
χές, μεθυσμένες άπό την άποδοχή καί την υψηλή προστα­
σία τών καινούργιων άρχών, βασανίζουν τόν έβραϊκό πλη­
θυσμό μές στούς δρόμους καί τίς δημόσιες πλατείες.
Παράλληλα, εκατοντάδες θύματα μεταφέρονται πάνω σέ
φορτηγά, στό δάσος πού βρίσκεται στήν άκρη τής πόλης,
γιά νά πέσουν κάτω άπό τά βόλια τών Γερμανών στρατιω­
τών. Μιά μέρα άπό κείνες, ένας βιοτέχνης, οικογενειάρχης,
χτύπησε τήν πόρτα τών γειτόνων του. Μέχρι τότε, είχε
άσχοληθεί μόνο μέ τή ραπτική. «Έγραψα ένα ποίημα»,
είπε. Μέ αυθόρμητη περιφρόνηση γιά τή γραμματική καί
γιά τήν έπαρση τής ποιητικής τέχνης, άπευθυνόταν παρόλα
αυτά στήν παγκόσμια συνείδηση.
Εκείνες τίς μέρες, παρουσιάστηκε άπροσδόκητα κι άλ­
λος καινούργιος συγγραφέας, καθηγητής τής βοτανικής σέ
γυμνάσιο. Έγινε έξω φρενών μέ τά νέα τής πόλης. Στό
διαμέρισμά του δέ μπόρεσε νά βρεί ούτε μιά στιγμή γαλή­
νη. 'Ύστερα βυθίστηκε σέ σκέψη. Έβγαλε άπό τό συρτάρι
έναν παλιό κατάλογο (όπου δίπλα στά ονόματα τών άλλο-
τινών μαθητών του υπήρχαν οί βαθμοί), έσκισε τά μετα­
χειρισμένα φύλλα καί στήν πρώτη άγραφη σελίδα άρχισε
νά σημειώνει τά τρέχοντα γεγονότα. Προσπαθούσε πολύ
υπομονετικά νά κάνει μικρά γράμματα, νά μάθει νέα μέ
κάθε τρόπο καί νά τά διατυπώσει μέ φροντίδα καί περί­
σκεψη. ’Αδυνατώντας γιά τήν ώρα νά καταλάβει τό νόημα
τής Ιστορίας, είχε τουλάχιστο άνακαλύψει γράφοντας τό
νόημα τής ύπαρξής τόυ.
Θά μπορούσαν νά γραφτούν πολλά παρόμοια παραδεί­
γματα, δέ λένε όμως καί πολλά πράγματα. Εξάλλου θά
ήταν δύσκολο νά τά άπαριθμήσει κανείς. νΑν δούμε τή
μεταγενέστερη εξέλιξη τού φαινόμενου αυτού, τό μόνο πού
μάς μένει είναι νά θέσουμε ένα περιθωριακό έρωτημα:
Γιατί ή έννοια «τής παγκόσμιας συνείδησης» έπαναλαμβά-

25
νεται επίμονα διατυπωμένη σε κείμενα έκατοντάδων άν-
θρώπων, πού είχαν κάθε λόγο ν’ άμφιβάλλουν γιά την
ύπαρξή της; Ή άκόμα: όταν ό ράφτης θεώρησε ξαφνικά
άναγκαΐο νά γράφει ένα είδος μανιφέστου, γιατί διάλεξε
ειδικά την ποιητική μορφή;
Σχετικά μ αυτό τό φαινόμενο, πού συναντιέται στήν
πρώτη περίοδο τής Κατοχής, ή μεταπολεμική έρευνα2 δέν
έδωσε άξιόλογα άποτελέσματα. Οί άπαντήσεις πού δόθη­
καν, συνοπτικές οί περισσότερες, μάς όδηγοΰν στό συμπέ­
ρασμα ότι είχε γίνει αισθητή ή άνάγκη νά γράφονται επί
τόπου Χρονικά μ’ όσο τό δυνατό περισσότερη άκρίβεια.
Συχνά, ή άποψη αυτή διαμορφώθηκε σέ διαφορετικούς
τόπους καί χώρους. Τά άποτελέσματα τής ίδιας έρευνας
μάς όδηγοΰν στό συμπέρασμα πώς τά σχέδια αυτά σπάνια
πραγματοποιήθηκαν. Γιατί; Έδώ μπαίνει άλλο ένα ερώτη­
μα. Οί ίδιες οί άπαντήσεις είναι πιό άποκαλυπτικές. Οί
περισσότερες μπορούν νά συνοψιστούν στά εξής:
1. «Δέν είχαν εκεί τό μυαλό τους».
2. Μετέθεταν τήν πραγματοποίηση τού σχεδίου πού
θεωρούσαν άναγκαίο σέ μέρες πιό ήσυχες καί πιό πρό­
σφορες γιά πνευματικές δραστηριότητες.
3. «Γεγονότα σάν αυτά» δέ θά μπορούσαν ποτέ νά τά
ξεχάσουν, είχαν εμπιστοσύνη στή μνήμη τους.
Έμελλε όμως νά διαψευστούν άργότερα καί στά δυό.
Στήν άλυσίδα τών γεγονότων, ή εποχή τών πρώτων εκ­
πλήξεων υπήρξε σχετικά σύντομη καί κατέληξε στή δη­
μιουργία τών γκέτο. Ό σ α θύματα ήταν ικανά, θά τά συγ­
κέντρωναν υποχρεωτικά σέ καθορισμένες περιοχές. Οί
άντιδράσεις, πού μέχρι τότε ήταν σποραδικές καί άγνωστο
τί έκταση είχαν, πλήθυναν κι έτσι έγιναν συγκεκριμένες,
έπιτρέποντας νά τίς έξετάσουμε στό σύνολό τους.

2. ’Οργανώθηκε στά 1945, στά πλαίσια τών έργασιών τής «’Αποστολής


γιά τήν έβραϊκή ιστορία» στήν Πολωνία.

26
2

Τά γκέτο στην πρώτη τους περίοδο

Τί ήταν τό γκέτο στά 1940-1943; Ήταν ένας τομέας τής


πόλης, τριγυρισμένος άπό έναν περίβολο. Ό τομέας αυτός,
στίς μικρές κωμοπόλεις, περιοριζόταν τίς πιό πολλές φορές
σ’ ένα μόνο δρόμο. Στίς μεγάλες πόλεις περιλάμβανε όλό-
κληρες συνοικίες. Σ’ αυτή τήν κατηγορία άνήκαν τά γκέτο
τής Βαρσοβίας τού Λότζ, του Λβόφ, τής Βίλνας, τής Κρα­
κοβίας καί τού Μπιαλιστόκ.
Ό περίβολος δέ χώριζε τήν πόλη σέ δυό ίδια τμήματα,
άλλά σέ δυό διαφορετικούς κόσμους. Γιά νά καταλάβει
κανένας τό βαθύ χάσμα πού δημιουργήθηκε μέρα μέ τή
μέρα, πρέπει νά λάβει υπόψη του τούς λόγους: καταρχήν,
οί άρχές Κατοχής διάλεγαν γιά τά γκέτο άθλιες περιοχές,
γεμάτες χαμόσπιτα, κατά κανόνα στά περίχωρα. Τά χαμό­
σπιτα καί τά στενοσόκακα γέμισαν διαμιάς άπό πλήθος
άνθρώπους, πολύ περισσότερους άπ’ όσους χωρούσαν.
Ή , άκόμα, έγκαθιστούσαν τό γκέτο σέ μιά περιοχή πα­
λιών έβραϊκών συνοικιών, ήδη πυκνοκατοικημένη, γιά νά
στριμώξουν έκεί τόν έβραϊκό πληθυσμό όλόκληρης τής πό­
λης καί τούς καταδιωγμένους άπό τίς γειτονικές κωμοπό-
λεις Εβραίους. ’Ανάλογο ήταν καί τό άποτέλεσμα: ένα
άσταμάτητο άνθρώπινο βουητό, ένα κυριολεκτικό «πατεϊς
με πατώ σε». ’Εξάλλου, ήταν κάτι πού όχι μόνο επιδίωξαν
οί γερμανικές άρχές, άλλά καί τό συντήρησαν μέ πολλή
φροντίδα, τό έλεγξαν καί τό τελειοποίησαν «κατάλληλα».
’Αρκεί νά προσθέσει κανείς πώς άργότερα, όταν μέ τά κύ­
ματα τών έκτοπίσεων μειωνόταν ό άριθμός τών κατοίκων,

27
περιοριζόταν αντίστοιχα κι ό χώρος τού γκέτο· τά τείχη
στένευαν, γιά νά μή μείνει πολλή έκταση σ' έκείνους πού
γιά την ώρα είχαν μείνει ζωντανοί. Στίς άρχές τού 1943
π.χ., άπό τό γκέτο τής Βαρσοβίας είχαν άπομείνει μόνο
μερικοί χώροι άπομονωμένοι μεταξύ τους: 1) Τό «κεντρι­
κό» γκέτο, 2) ό χώρος που ονομαζόταν εργαστήριο βουρ­
τσών, 3) ό χώρος τών παραπηγμάτων καί 4) τό «μικρό»
}κέτο.
Τίς πιό πολλές φορές, ένα μόνο δωμάτιο τό μοιράζονταν
άρκετές οικογένειες κι επιπλέον άνθρωποι πού δέ γνωρί­
ζονταν μεταξύ τους στό παρελθόν, άτομα μέ διαφορετικό
πνευματικό έπίπεδο, επάγγελμα καί συνήθειες, κι άπό
διαφορετικό πνευματικό κοινωνικό στρώμα. Έτσι, επικρα­
τούσε ένα φοβερό άνθρώπινο άνακάτεμα, πού έπιδεινωνό-
ταν άπό τήν εξαθλίωση. Πολλοί κάτοικοι κυνηγήθηκαν
άπό τό προηγούμενο κατάλυμά τους, χωρίς νά μπορέσουν
νά πάρουν τίποτα μαζί τους. νΑλλοι πάλι έρχονταν άπό τίς
κωμοπόλεις τους. Πολλές φορές εξαναγκάζονταν νά τίς
εγκαταλείπουν σέ μερικές ώρες ή σέ μιά μόνο ώρα.
Ή ποσότητα τροφίμων πού διέθεταν επίσημα στίς νησί­
δες πού ονομάστηκαν γκέτο, ήταν τιποτένια. Ό υποσιτι­
σμός ευνοούσε τίς επιδημίες καί σέ συνθήκες συνεχούς
συγχρωτισμού, στενότητας χώρου καί συνωστισμού τών
κατοίκων, υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης μιας άρρώστιας καί
μάλιστα άμεσος. Εξαντλημένοι άπό τήν πείνα, πρησμένοι,
οί άνθρωποι έπεφταν στούς δρόμους. Κάθε πρωί μάζευαν
μέ πολλή φυσικότητα τά κουφάρια τους, πού είχαν γίνει
άναπόσπαστο στοιχείο τού τοπίου.
Έτσι, λοιπόν, ή «φυσική» θνησιμότητα καί, κυρίως, οί
άθέλητα εντυπωσιακές της έκδηλώσεις συντέλεσαν στό νά
εξοικειωθούν όλοι, θέλοντας καί μή, μέ τό θάνατο καί νά
τόν σκέφτονται άδιάκοπα. Καί γιά ένα λόγο παραπάνω: οί
κάτοικοι ήταν συνεχώς εκτεθειμένοι στόν τυχαίο... όργα-
νωμένο θάνατο. Θέλουμε νά πούμε πώς σχεδόν κάθε μέρα
έκαναν όμαδικές συλλήψεις, γιά νά επανδρώσουν υποτίθε­
ται ομάδες εργασίας. Μέ τή μόνη διαφορά δτι πολλοί άπό

28
τούς άνθρώπους αυτούς δέν έπέστρεφαν. Στην πρώτη
περίοδο έπίσης, οί γερμανικές αρχές έκαναν συχνά άπα-
γωγές κατοίκων άνάλογα μέ τό επάγγελμά τους, γιατρούς,
όδοντογιατρούς, δικηγόρους κ.ά. Στην περίπτωση αυτή,
προσπαθώντας νά έρμηνεύσουν αυτή τήν επιλογή, ύπέθε-
σαν άρχικά πώς όσοι συλλαμβάνονταν, στέλνονταν σέ πο­
λεμικά νοσοκομεία, γιά νά καλύψουν τίς διαρκώς αυξανό­
μενες άνάγκες τής ιατρικής υπηρεσίας. Παρόλα αυτά, ή
εκλογή δικηγόρων (καί άλλων «άχρηστων» έπαγγελμάτων)
κίνησε τίς πρώτες υποψίες. Πολύ γρήγορα έμαθαν πώς
όλους όσους είχαν πιάσει κατ’ αυτό τόν τρόπο, τούς είχαν
«εκκαθαρίσει» στά χωράφια, έξω άπό τίς πόλεις. ’Αργότε­
ρα, (πάντα όμως πρίν άπό τίς μαζικές έκτοπίσεις πού χα­
ρακτηρίζουν τή δεύτερη περίοδο) οί Γερμανοί έκαναν
ομαδικές συλλήψεις γερόντων. ’Ανεξάρτητα άπό αυτές τίς
κατ’ επιλογή συλλήψεις καί κάποτε μ’ αύτή άκριβώς τήν
ευκαιρία, έκαναν έκτελέσεις μέ όποιαδήποτε πρόφαση ή
καί μέ καμιά, άπροκάλυπτα, μέσα στήν περιφέρεια τού
γκέτο, εξαναγκάζοντας τούς άλλους νά παρακολουθούν τό
θέαμα.
Μιά ιδιαίτερη μέθοδος «έκκαθαρίσεων» ήταν ή όμηρία.
Γιά τόν κατακτητή ήταν τό κυριότερο μέσο γιά νά έξα-
σφαλίζει πώς ό πληθυσμός θά έκτελέσει τή μιά ή τήν άλλη
διαταγή, πού έξέδιδαν οί γερμανικές αρχές: (φόρους, συ­
νεισφορές άπό τήν παραγωγή μέσα στίς βιοτεχνίες κλπ.,
χώρια τά μέτρα μέ πρόσχημα τή δράση τής ’Αντίστασης).
Όσοι λοιπόν πιάνονταν όμηροι, τίς περισσότερες φορές
δέν ξαναγύριζαν, άκόμα κι άν οί όροι πού έπιβλήθηκαν
είχαν γίνει σεβαστοί.
’Αναπόφευκτο άποτέλεσμα όλων αυτών τών γεγονότων
ήταν νά τούς βασανίζει όλους ή καταθλιπτική ιδέα τού
θανάτου. Ή κατάσταση τότε δέν επέβαλλε κατανάγκη τήν
εξόντωση όλων άνεξαιρέτως τών κατοίκων, οί ενδείξεις
όμως ήταν ήδη καθαρές: μόνο ένα θαύμα θά γλίτωνε τούς
κατοίκους, πού έτσι κι άλλιώς οί περισσότεροι δέ θά άπέ-
φευγαν τό θάνατο. Ήταν υπόθεση άπλής πρόσθεσης. Δέν

2^
άπέκλειε βέβαια κανείς ότι μερικοί θά έπιζούσαν. Κανείς
όμως δέ μπορούσε νά αισθάνεται άσφαλής, άφοϋ ήξερε
την έκταση καί την ποικιλομορφία των έκτελέσεων.
Παρόλα αυτά, ή καθημερινή ζωή είχε τίς άπαιτήσεις της
καί τά όικαιώματά της. Έπρεπε νά γίνονται πολλές καί
διάφορες προσπάθειες γιά την καθημερινή έπιβίωση. Ή
δουλειά ήταν υποχρεωτική, δέν εξασφάλιζε όμως ούτε ένα
στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο. Τά μεροκάματα ήταν τόσο
χαμηλά πού ήταν σά νά μην υπήρχαν. Συνήθως έμεναν στά
χαρτιά καί οί εργαζόμενοι δέν τά είσέπρατταν. Κι άκόμα,
επειδή άδεια εργασίας ήταν άπαραίτητη γιά ν’ άποφύγουν
τη σύλληψη, γιά ν’ άποχτήσουν μιά όποιαδήποτε άπασχό-
ληση, έπρεπε νά την έξαγοράσουν μέ πολύ μεγάλα χρημα­
τικά ποσά. Γιά νά επιβιώσουν λοιπόν, έπρεπε κάπως νά τά
βγάζουν πέρα. Εκτός άπό τό γενικό καί βαθύ κοινωνικό
υποβιβασμό, υπήρχε καί μιά κοινωνική άνακατάταξη. Ή
άνακατάταξη αυτή συνίσταται στην άνοδο καί την υπε­
ροχή των π ιό «ευπροσάρμοστων στίς καινούργιες συνθή­
κες».
Πρώτα πρώτα λύγισαν οί διανοούμενοι κι ελεύθεροι
έπαγγελματίες. Εξάλλου, έπαιζε μεγάλο ρόλο ή σωματική
άντοχή κι ή έλλειψη ενδοιασμών. Πολλοί έκαναν μιά έντυ-
πωσιακή «σταδιοδρομία».
Μά νά πού άρχίζουν νά παρουσιάζονται πνευματικές
δραστηριότητες άκόμα καί μέσα σ’ αυτές τίς περιστάσεις.
Στό γκέτο τής Βαρσοβίας έδρασε ή παράνομη οργάνωση
ΓΚ-ΟΈ.1 Πραγματοποιεί μ’ επιτυχία κύκλους διαλέξεων,
φιλολογικά μνημόσυνα, λογοτεχνικές καί καλλιτεχνικές έκ-
δηλώσεις. Μέ προκάλυμμα τά μαγειρεία καί τούς παιδι­
κούς σταθμούς οργανώνονται κρυφά σχολειά. Ιδρύονται
τά μυστικά Κεντρικά 'Αρχεία. Οί δραστηριότητές τους
βρίσκουν άπήχηση σ’ όλη τη νεολαία.
Ό σο υπήρχε τό γκέτο, λειτουργούσε παράνομος τύπος
ποικίλου προσανατολισμού, στην πολωνική καί στη γλώσ­

1. ’Αρχικά στή γλώσσα γίντις τής «Εβραϊκής πολιτιστικής οργάνωσης».

30
σα γίντις. ’Εκτός άπό τόν παράνομο τύπο έκδόθηκαν καί
λογοτεχνικά δοκίμια πολυγραφημένα. (Στά 1941 π.χ. ή
σιωνιστική-σοσιαλιστική οργάνωση Drore-«’Ελευθερία»,
εκδωσε τό δράμα «’Ιώβ» τού I. Κάσενλσον καί μιά άνθο-
λογία με τόν τίτλο « Ό Μάρτυρας καί ή δύναμη».) Σ' αυτά
συνεργάστηκαν διάφοροι λογοτέχνες (κι άνάμεσά τους οί
Χιλέλ Καϊτλίν, Ε. Καϊτλίν, I. Γκότλιμπ, I. Κάσενλσον, I.
Λέρερ, I. Πέρλ, I. Στέρν, Ραχήλ Ό ιερμπαχ), καί γνωστοί
ιστορικοί (δρ Μ. Μπαλαμπάν, δρ Ε. Ρίγκελμπλουμ, δρ I.
Σίπερ). Ή Κεντρική Διεύθυνση Centos2, πού είχε άναλά-
βει τή μορφωτική κίνηση τών παιδιών καί τής νεολαίας,
οργάνωσε πολλές εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου. Υπήρχε
επίσης στό γκέτο μιά συμφωνική ορχήστρα υπό τή διεύ­
θυνση ενός κορυφαίου μαέστρου τού Σρ. Πούλμαν.
Έβγαιναν καί καινούργια ταλέντα, όπως ή Μαριέτε νΑι-
ζενσταντ, τό «άηδόνι τού γκέτο», όπως τήν έλεγαν. Ό πα­
τέρας της Δαβίδ "Αιζενσταντ, συνθέτης καί διευθυντής τής
χορωδίας τής συναγωγής, σύνθετε ορατόρια καί μουσική
γιά ποιήματα. Συγκροτούσαν χορωδίες (υπό τή διεύθυνση
τού I. Φάιβιτς, τού Γκλαντστάιν, τού Ζάξ). Ζωγράφοι
(όπως ό Φελίξ Φρίντμαν, ό Ρομάν Κράμστικ κ.ά.), άν καί
ζούσαν σέ τρομερή εξαθλίωση, συνέχιζαν ν’ άσχολούνται
μέ τήν τέχνη τους.
Στό γκέτο τού Αότζ (τό πιό «έξωτικό» άπ’ όλα. άν δει
κανείς τήν άφθονία τών μορφών) γίνονταν διαλέξεις πού
τίς παρακολουθούσε μεγάλο άκροατήριο. ’Αρχικά νόμιμες,
έγιναν άργότερα παράνομες. "Ως τά 1942 υπήρχε ένα εκτε­
ταμένο δίκτυο δημοτικών σχολείων, γυμνασίων καί τεχνι­
κών σχολών. "Οταν άπαγορεύτηκαν καί κλείστηκαν άπό
τίς γερμανικές άρχές, οργανώθηκε κι έπεκτάθηκε τό κρυφό
σχολειό. Μέ πρωτοβουλία τής νεολαίας ιδρύθηκε θέατρο
(στή γλώσσα γίντις) μέ τ' όνομα Πρωτοπορία. Οί συνωμό­
τες διέδιδαν τά νέα άπό τούς ξένους ραδιοφωνικούς στα­

2. Ύ π ό τή διεύθυνση τής Ρόζας Σίμκοβιτς, που πέθανε άπό τύφο, αρρώ­


στια πού τής κόλλησαν τά παιδιά τού δρόμου πού φρόντιζε.

31
θμούς. Μέσα στά ντοκουμέντα πού διαθέτουμε βρίσκεται
επίσης ένα χρονικό, γραμμένο άπό τή νεολαιίστικη όμάδα
Χαλοϊτ ζ 3. Βρίσκουμε εδώ άναφορές στίς συζητήσεις, τίς
διαλέξεις, τίς άπαγγελίες, τά λογοτεχνικά δοκίμια καί τά
κοντσέρτα. Οταν γίνονταν οί «έκτοπίσεις», ή νεολαία
προσπαθούσε νά ξαναβρεϊ την αυτοκυριαρχία της καί την
πνευματική της ισορροπία, καταφεύγοντας στίς πνευματι­
κές καί λογοτεχνικές δραστηριότητες. ’Άλλωστε ύπήρχε
μιά οργανωμένη όμάδα έπαγγελματιών λογοτεχνών (Μί-
ριαμ Ούλίνοβερ, Σ. Στσάγιεβιτς, κ.ά.) διασώθηκαν άπο-
σπάσματα άπό τά έργα τους. Υπήρχαν καί χειρόγραφες
έφημεριδούλες. Ό πω ς στό γκέτο τής Βαρσοβίας καί στό
Λότζ λειτουργούσαν βιβλιοθήκες. Κι έδώ όπως κι εκεί ορ­
γάνωναν κρυφά άνώτερες σπουδές μέ καθηγητές καί βοη­
θούς ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Στό Λότζ έφτιαχναν
κηπάρια σέ μικροσκοπικά κομμάτια γής, εκεί όπου άλλοτε
έριχναν τά σκουπίδια καί μάλιστα γίνονταν επίμονες έπι-
στημονικές έρευνες μέ σκοπό τήν αύξηση τής γονιμότητας
τού έδάφους.
Στό γκέτο τής Βίλνας μέχρι τά 1943 δίνανε βραβεία γιά
τά καλύτερα ποιήματα, δράματα, γλυπτά. Οί Εβραίοι πού
είχαν προσληφθεϊ άπό τούς Γερμανούς στό παλιό Ι.ν.Ο.4
καί στήν περίφημη βιβλιοθήκη τού Στράστσουν έκλεβαν μέ
κίνδυνο τής ζωής τους βιβλία, χειρόγραφα, έργα τέχνης
κ.ά. Τά περνούσαν λαθραία στό γκέτο κι έκεϊ τά έθαβαν.
Χάρη σέ τέτοιες ένέργειες πολλά άπ’ αυτά διασώθηκαν.
Γενικά, τά ίδια Ισχύουν γιά ολα τά γκέτο. Γιά νά δεί­
ξουμε τίς προσπάθειες πού έγιναν σ’ άπλές κωμοπόλεις,
παραθέτουμε ένα σχετικό άπόσπασμα πού άφορά τό Ζόλ-
κιεβ: «’Οργανώθηκαν δυό όμάδες δασκάλων καί συγκρό­
τησαν όμάδες παιδιών. 'Η διδασκαλία άκολουθούσε τό
σχολικό σύστημα. Οί δάσκαλοι άλλαζαν κάθε ώρα, άνά-
λογα μέ τό μάθημα. Οί δυσκολίες ήταν τεράστιες, γιατί τά

3. «Πιονιέροι» (ή σιωνική έργατική νεολαία).


4. Διάσημο έβραίκό έπιστημονικό ινστιτούτο.

32
παιδιά έπρεπε νά παρακολουθούν τό μάθημα σέ χώρους
έντελώς διαφορετικούς κάθε φορά».
Μιά συμπληρωματική λεπτομέρεια άκόμα: στό Λότζ κυ­
κλοφόρησε γιά ένα διάστημα ή μοναδική στή γίντις έφημε-
ρίδα τής γερμανικής κατοχής ή «Ghetto tsajtoungue»
«Γκέτο Τσάιτοννγκ». Παρόλο τό πλήθος των συγγραφέων
πού έγραφαν στή γλώσσα γίντις καί έμεναν στό Λότζ κι
άλλού, παρόλη τήν άθλια ζωή τους, στίς εφημερίδες πού
άναφέραμε, δέ βρίσκουμε ούτε ένα γνωστό όνομα. Στήν
Κρακοβία έβγαινε (ως τά μέσα τού 1942) τό «Εβραϊκό
ημερολόγιο», στά πολωνικά, γιά τά γκέτο τής «Γενικής
Διοίκησης». Τά ρατσιστικά μέτρα έπληξαν πολλούς αν­
θρώπους τών πολωνικών γραμμάτων. Παρόλα αύτά δέ
συναντάμε κανενός τό όνομα στό «Εβραϊκό ημερολόγιο».
Δυό τρεις φορές μόνο συναντά κανείς περιστασιακά ποιη-
ματάκια (μ’ άφορμή εβραϊκές γιορτές), μ’ ονόματα ήδη
γνωστά άπό τό 1939. Δέν ήταν όμως παρά αυθαίρετες
άναδημοσιεύσεις κειμένων, πού είχαν δημοσιευτεί προπο­
λεμικά. Αυτή ή έλλειψη συμμετοχής δείχνει πώς όλοι οί
συγγραφείς χωρίς έξαίρεση άπεχθάνονταν τή συνεργασία
μέ εφημερίδες πού έλεγχε ό κατακτητής.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτή τήν εποχή
τά θέατρα. Στό γκέτο τής Βαρσοβίας, έναν όλόκληρο
χρόνο (δηλαδή μέχρι τίς έκτοπίσεις τόν ’Ιούλη τού 1942)
λειτουργούσε ένα μικρό θέατρο στήν όδό Δέστσνο, τό θέα­
τρο τού Ά ντρέ Μάρκ καί δύο θέατρα στή γίντις: τό «’Ελ­
ντοράντο» στήν όδό Ντζίλνα καί τό «Νέο Ά ζαζέλ» στήν
όδό Νοβόλιπι (μέ διάσημους ήθοποιούς, όπως ή Ντιάνα
Μπλούμενφελντ κι ό ’Ιωνάς Τουρκόβ).
Τό θέατρο «Φέμινα» άνέβασε μερικές έπιθεωρήσεις (μέ
ιδιαίτερα επίκαιρα θέματα), τρεις οπερέτες κι άρκετές
μουσικές κωμωδίες. Τά περισσότερα ήταν διασκευές τού
προπολεμικού ρεπερτορίου. Υπήρχαν όμως καί κομμάτια
πού είχαν γραφτεί ειδικά γι’ αυτή τή σκηνή.
Τό θέατρο τού Ά ντρέ Μάρκ (πού διέθετε πολλούς κο­
ρυφαίους ήθοποιούς) άρχισε τίς παραστάσεις του μ’ ένα3

3. Γραφτά τών μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 33


λαϊκό θεατρικό έργο μέ τόν τίτλο «Μιρέλ Έφρός». Δέ λει­
τούργησε γιά πολύ. Γρήγορα άρχισαν οί εκτοπίσεις. Τώρα
τίς πρώτες θέσεις γέμιζαν τά παιδιά καί οί γέροι. Ό διευ­
θυντής καί δημιουργός τού θεάτρου, ένας έβδομηντάρης,
έβαψε τά ώραϊα άσπρα του μαλλιά, γιά νά φαίνεται πιό
νέος...
Έδώ ίσως χρειάζεται νά προσθέσουμε πώς ή φιλοδοξία
τού μηχανικού Τσερνιάκοφ, πρώτου προέδρου τού Ε βρα ϊ­
κού συμβουλίου στή Βαρσοβία, ήταν νά δημιουργήσει στό
γκέτο μιά όπερα. Ή υπόθεση αυτή έγινε πολλές φορές
θέμα συζητήσεων στό Θεατρικό συμβούλιο. Τελικά δέν τά
κατάφερε. Σ’ άντάλλαγμα, έκπλήρωσε ένα έργο άκόμα πιό
σημαντικό. "Οταν οί γερμανικές άρχές τόν διέταξαν νά
εφαρμόσει τά μέτρα γιά τήν έκτόπιση, προτίμησε τήν αυ­
τοκτονία άπό τήν υποταγή.
Εκτός άπό τά θέατρα πού ήδη άναφέραμε, στό γκέτο
τής Βαρσοβίας υπήρχαν (ως τά μέσα τού 1942) κι ενός
είδους... φιλολογικά καφενεία. Τό πιό γνωστό ήταν τό
«Τέχνη» (8ζίιι1(Β). Οί μόνιμοι συνεργάτες του ήταν δυό
γνωστοί πιανίστες (Λαντισλάς Σπίλμαν καί Α. Γκόλντφεν-
τερ), μιά προικισμένη τραγουδίστρια (Βέρα Γκράν) κ.ά. Ή
μεγάλη όμως επιτυχία τής «Τέχνης» ήταν ή «Ζωντανή
έφημερίδα». Συγγραφείς της ήταν οί άνθρωποι τών γραμ­
μάτων: Λαντισλάς, Σλένγκελ, Λεονίντ Φοξάνσκι, Β. Ταϊ-
τελμπάουμ, Πόλα Μπράουν5. Ή «Ζωντανή έφημερίδα»
άλλαζε κάθε βδομάδα καί περιείχε τά τελευταία νέα τού
γκέτο μέ τή μορφή σατιρικών τραγουδιών καί μονόλογων.
Αύτές οί δημόσιες παραστάσεις, άνοιχτές κι έπίσημες,
προκάλεσαν τότε αιχμηρές κριτικές. Τίς κατηγορούσαν κυ­

5. Ό Σλέγκελ σκοτώθηκε κατά τή διάρκεια τής έξέγερσης τού γκέτο, τόν


’Απρίλη τοϋ 1943. Ή Πόλα Μπράουν στό Μαϊντάνεκ. Ό πικητής Φο-
ξάνσκι στήν Τρεμπλίνκα. Σημειώνουμε μέ τήν ευκαιρία πώς όλα τά άτομα
πού έχουμε άναφέρει τώρα, τόσο οί συγγραφείς διαφόρων γκέτο (έκτός
άπό τήν Ρ. Ό ιερμπα χ) δσο κι οί καλλιτέχνες (έκτός άπό τούς ήθοποιούς
Ντιάνα Μπλούμενφελνι καί I. Τουρκόβ, τήν τραγουδίστρια Β. Γκράν και
τόν πιανίστα Σπίλμαν), δολοφονήθηκαν στή συνέχεια άπό τούς Γερμα­
νούς.

34
ρίως σάν διασκεδάσεις- κι οί διασκεδάσεις στις συνθήκες
του γκέτο, δεν ήταν κάτι προσβλητικό;
Παρόλα αυτά, υπήρχε τεράστιο ένδιαφέρον γ ι’ αυτά τά
θεάματα. ’Αρκεί νά σκεφτεί κανείς πώς τό «Τέχνη» π.χ.,
πού άναφέραμε πιό πάνω, γειτόνευε με τό μέρος πού ήταν
οί Γερμανοί φρουροί (Deutsche Wache). Συνήθως οί κά­
τοικοι τού γκέτο έκαναν ο,τι μπορούσαν γιά νά τούς άπο-
φύγουν. Μιά συνάντηση μαζί τους δέν προμήνυε τίποτα τό
καλό. Οί θεατές, λοιπόν, βγαίνοντας άπό τό «Τέχνη», ήταν
ύποχρεωμένοι νά περάσουν σχεδόν ξυστά, άπό τό έπικίν-
δυνο σημείο. Πήγαιναν παρόλα αυτά όλο καί περισσότε­
ροι.
Κι άλλου μπορεί νά διαπιστώσει κανείς ένα παρόμοιο
μίγμα δισταγμού καί έλξης6. Νά τί διηγείται ό Σ. Καζερ-
γκίνσκι γιά τό κοντσέρτο πού έγινε στό γκέτο τής Βίλνας
στίς 18 Γενάρη 1942, ένα μήνα μετά άπ’ τά αιματηρά γε­
γονότα πού είχαν γίνει έκεί. Οί κάτοικοι βλέποντας τίς
άφίσες σήκωναν τούς ώμους μέ πίκρα. Πάνω στίς τοιχο-
κολλημένες άναγγελίες έβλεπε κανείς συνθήματα, όπως
«Δέν κάνουν κοντσέρτα σέ νεκροταφεία!» Παρόλα αυτά,
τήν καθορισμένη ημερομηνία, ή αίθουσα τού θεάτρου ήταν
γεμάτη. Καί: «Ή έναρξη τού προγράμματος έδειχνε πώς
δέν είχε καμιά σχέση μέ κοντσέρτο. ’Από τή σκηνή άκού-
στηκαν οί στίχοι άπό τό ποίημα τού Μπιαλίκ7: «άς άνοί-
ξουμε θρηνώντας τήν καρδιά ως τά βάθη...». Έ να ρίγος
διαπέρασε τό άκροατήριο. Αυγμοί άκούστηκαν άπό μιά
γωνιά τής αίθουσας. Σέ λίγο όλοι έκλαιγαν. ’Ακολούθησαν
άποσπάσματα άπό τή «Χρυσή άλυσίδα» τού Πέρετς8 καί
άπό τό θεατρικό έργο τού Γκολντφάντεν9 «Μπάρ Κοχ-

6. Ε κ τ ό ς άπό τά παραδείγματα πού παραθέσαμε, τό έπιβεβαιω νουν κι οί


μαρτυρίες γιά τά γκέτο τού Λότζ, τού Λβόφ, τής Κρακοβίας κ.ά.

7. Ό Χαίμ Ναχμάν Μπιαλίκ (1873-1934) είναι ό έθνικός ποιητής τών


'Εβραίων.
8. Κλασικό τής λογοτεχνίας γίντις (1851-1915).
9. «Πατέρας» τού έβραϊκού θεάτρου (1840-1908).
μπά»101. Ό Σ. Καζεργκίνσκι τά συνδέει με την προσευχή
υπέρ τών θυμάτων πού έπικαλεΐται στό ποίημά του ό
Μπιαλίκ. Μά νά, άμέσως μετά ή άνάγνωση ένός χιουμορι­
στικού έργου τού Σαλόμ ’Αλέιχεμ11. Τό πρώτο συναίσθημα
ήταν ή κατάπληξη. Μετά από τέτοια ποιήματα καί σέ μιά
τέτοια άτμόσφαιρα, ένας εύθυμογράφος; Σέ λίγες στιγμές
τό κοινό είχε κατακτηθεί άπό τή γοητεία τού άγαπημένου
του συγγραφέα. Τό κοινό, άκούγοντας τό έργο του «Ένα
σωρό βάσανα», έφερνε στό νού τά δικά του βάσανα. Μόλο
πού οί περιπέτειες πού περίγραφε δ συγγραφέας δέν είχαν
σχέση μ’ οσα ύπέφεραν οί κάτοικοι τού γκέτο, σχεδόν κάθε
φράση φαινόταν σάν ύπαινιγμός γιά τά βάσανά τους.
Πρέπει νά προσθέσουμε πώς τό έργο τού Σαλόμ ’Αλέιχεμ
πού κέρδιζε κάθε άναγνώστη, είχε μεγάλη δημοτικότητα
στό γκέτο τής Βίλνας. ’Εκεί χρησιμοποιούσαν διαλεγμένα
άποσπάσματα τού έργου του ένάντια στούς καιροσκόπους
καί κυρίως ενάντια στό Εβραϊκό συμβούλιο. Στήν παρα­
δοσιακή γιορτή, άφιερωμένη στή μνήμη αυτού τού συγ­
γραφέα, παρά λίγο νά γίνουν επεισόδια. Τά παιδιά έκαναν
τήν είσοδό τους στή σκηνή, ερμηνεύοντας ένα τραγούδι
τού Σαλόμ ’Αλέιχεμ, λίβελο ένάντια στά μέλη τών
«Εβραϊκών συμβουλίων»... τού παλιού καιρού είν’ άλή-
θεια. Παρόλα αυτά, δέν ήταν ποτέ τόσο έπίκαιρο, τόσο
καυστικό καί τόσο εύγλωττο, οσο τώρα. Κι επιπλέον, οί
νέοι εκτελεστές, ένώ τραγουδούσαν τις τελευταίες στροφές,
έδειχναν άπροκάλυπτα τήν πρώτη σειρά τών θέσεων πού
είχαν καταλάβει οί «άξιωματούχοι» τού γκέτο. Αύτοί άρ-
κέστηκαν γιά τήν ώρα νά εγκαταλείπουν έπιδειχτικά τήν
αίθουσα. ’Από τότε κράτησαν άμείωτη μνησικακία κι έπι-
φυλακτικότητα άπέναντι στόν Σαλόμ ’Αλέιχεμ, νεκρό έδώ
καί είκοσι χρόνια. Σέ λίγο (μετά δυό μήνες συνεχείς έπα-
ναλήψεις), άπαγόρευσαν τήν παράσταση τού θεατρικού.

10. ’Αρχηγός έβραικής έξέγερσης (έπί κυριαρχίας ιοί' Ρωμαίου αΰτοκρα-


τορα Ά δρ ια νοΰ, 132-135 μ. X.).
11. Ό πιό δημοφιλής συγγραφέας τής λογοτεχνίας γίντις (1869-1016).

36
σατιρικού του έργου «Ή άπεργία τών ορνίθων», γιατί,
σύμφωνα μ’ αυτά πού είπαν, υπήρχε κίνδυνος τό Ιργο νά
δημιουργήσει «νοσηρό κλίμα» στή νεολαία.
3

Π αράνομες δραστηριότητες
κ α ί μερικά άλλα φαινόμενα

Γιατί οί Γερμανοί έπέτρεψαν (καί πολλές φορές μάλιστα


ένθάρρυναν!) τή διοργάνωση ψυχαγωγικών έκδηλώσεων;
Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο ζήτημα, πού θά εξεταστεί σέ
σχέση μέ άλλα προβλήματα, στό έπόμενο κεφάλαιο. Οί
διοργανωτές των θεαμάτων είχαν ελευθερία έκφρασης, στό
βαθμό πού άναλάμβαναν τήν ευθύνη γιά τήν έρμηνεία τών
διαταγών πού έπαιρναν. Συγκεκριμένα, τούς είχαν άπαγο-
ρεύσει νά θίγουν τούς Γερμανούς καί τούς υποχρέωναν νά
περιορίζονται μόνο σ’ έβραϊκά θέματα. Τούς έδιναν «χρή­
σιμες συμβουλές» συνιστώντας τους (όχι χωρίς κάποια
υστεροβουλία) νά στρέφονται πρός τό γραφικό, τό φολ­
κλόρ.
Ή έλλειψη αυστηρής παρακολούθησης έξηγεί πώς μπό­
ρεσαν νά κάνουν ήμιπαράνομες φιλολογικές συγκεντρώ­
σεις. Γίνονταν σέ διάφορα γκέτο, χωρίς νά είναι προσχε-
διασμένες, μ’ άλλα λόγια ήταν αύθόρμητα ευρήματα τής
στιγμής. Τέτοιες συγκεντρώσεις έγιναν οτή Βαρσοβία, στό
Λότζ, στήν Κρακοβία, στό Λβόφ κ.ά. μέ παραλλαγές πού
έπέβαλαν οί τοπικές συνθήκες.
Έδώ, άναφέρουμε σάν παράδειγμα τίς συγκεντρώσεις
τού Λβόφ: Πρόκειται γιά φιλολογικά πρωινά, πού έπι-
νόησε πρώτος ό δρ. Ε. Γκράφ, παλιός δικηγόρος, φίλος
πολλών συγγραφέων. Μόλις έμαθε μερικές σατιρικές άφη-
γήσεις πού κυκλοφορούσαν κρυφά, άρχισε νά τίς διηγείται
μέσα σέ διάφορα γραφεία. Κυκλοφορούσαν άπό στόμα σέ
39
στόμα, κυρίως άνάμεσα στους υπάλληλους καί δέ γίνονταν
γνωστές στό πλατύ κοινό. Τα φιλολογικά πρωινά, λοιπόν,
γίνονταν παράνομα, είχαν όμως όρισμένες ψυχολογικές
προϋποθέσεις. ’Από τή μιά, όσοι συμμετείχαν έμεναν μέ
την εντύπωση πώς ό,τι γινόταν δέν άποτελούσε συγκεκρι­
μένη παράβαση, γιατί δέν άπαγορευόταν νά μένει κανείς
στό γραφείο καί μετά τή δουλειά καί νά συζητάει. ’Από
την άλλη, έπιανε ή συμβουλή νά μή διαδίδεται τό νέο καί
τό γιατί ήταν ευνόητο. ’Ακόμα κι άν άνάμεσά τους ύπήρχε
κάποιος χαφιές, θά έμενε μέ τήν εντύπωση, πώς αυτά πού
άκουγε δέν άξιζαν τόν κόπο νά μεταφερθούν. Ξεστόμιζαν
βρισιές ενάντια στά μέλη τού Εβραϊκού συμβουλίου, μά
αυτό δέν ένδιέφερε καί τόσο τούς Γερμανούς.
Μιά καί τά πρωινά ήταν παράνομα, δέ γινόταν καμιά
λογοκρισία στό πρόγραμμα. ’Απέφευγαν μόνο νά χρησιμο­
ποιούν επικίνδυνες εκφράσεις, χωρίς ν’ άποφεύγουν τά
επικίνδυνα θέματα. ’Εξάλλου, γιά νά θίγουν άκριβώς αύτά
τά θέματα, γίνονταν κι οί εκδηλώσεις.
Συνήθως, τό φιλολογικό πρωινό άρχιζε μέ ένα σύντομο
άρθρο τού Α. Μπράτ (παλιού συντάκτη τής καθημερινής
εφημερίδας τού Αβόφ ΟιννΐΐΒ). Ή ήθοποιός Χόφμαν διά­
βαζε, μέ τή σειρά της, πρώτα στά έβραϊκά κι ύστερα σέ
πολωνική μετάφραση, ένα άπόσπασμα άπό τούς «Προφή­
τες», πού άναφερόταν πάντοτε σ’ ένα θέμα ειδικού ένδια-
φέροντος. Ό Μωρίς Σιμέλ (συγγραφέας πολλών ποιητικών
συλλογών, πού είχαν έκδοθεί προπολεμικά), άπάγγελλε
διάφορα λυρικά του ποιήματα. Τό δεύτερο μέρος τής έκ-
δήλωσης περιλάμβανε επίκαιρες καί πολύ αιχμηρές σάτι­
ρες.
Όλο καί περισσότεροι πήγαιναν στά φιλολογικά πρωι­
νά, πού είχαν γίνει πιά κοινό μυστικό. Συνέχισαν νά γί­
νονται ως τή στιγμή πού ή «Εβραϊκή έφημερίδα» (πού
έβγαινε άκόμα, έκείνη τήν εποχή, στήν Κρακοβία) είχε τήν
άφέλεια νά περιγράφει, άνάμεσα στά νέα τού Αβόφ. ένα
άπό αύτά τά πρωινά. Όσοι συνεργάζονταν σ’ αυτές τίς
έκδηλώσεις, τρομαγμένοι κρύφτηκαν, περιμένοντας μέ φό­

40
βο τις έπιπτώσεις. Δέν έγινε τίποτα, είτε γιατί τό άρθράκι
πέρασε άπαρατήρητο άπό τούς Γερμανούς, είτε επειδή πί­
στεψαν πώς όλα ήταν εντάξει, τή στιγμή πού γινόταν λό­
γος γι’ αυτά τά θέματα μέσα στίς έφημερίδες. Πάντως, τά
φιλολογικά πρωινά σταμάτησαν.
Αυτή ή σύντομη παρουσίαση θά ήταν άτελής, αν δέν
άναφέραμε δυό ιδιότυπα φαινόμενα:
Πρώτα πρώτα: Στά πιό μεγάλα γκέτο, κυρίως τής Βαρ­
σοβίας καί τού Λότζ, υπήρχαν πλανόδιοι τραγουδιστές.
Αυτοσχέδιαζαν, τραγουδώντας πάνω σ’ όλα τά θέματα
πού ένδιέφεραν τόν κόσμο. Δημιουργοί τών τραγουδιών
καί συγχρόνως εκτελεστές, χωρίς νά χρειάζονται ούτε
χαρτί ούτε τυπογραφείο, άψηφούσαν τή λογοκρισία. Α ν ά ­
μεσα στά άλλα άνέκδοτα πού διηγούνται πάνω στό θέμα,
ύπάρχει κι ένα πού μιλά γιά κάποιο πλανόδιο τραγουδιστή
τού γκέτο τού Λότζ. "Οταν ένας Ε βραίος άστυφύλακας
τόν συνέλαβε, επειδή είχε τραγουδήσει άντιγερμανικά στι-
χάκια, τό πλήθος όρμησε πάνω του καί τόν τραυμάτισε. Ό
τραγουδιστής, όχι μόνο άπελευθερώθηκε, άλλά καί τε­
λείωσε μ όλη του τήν ησυχία τό τραγούδι, γεμάτο βρισιές
ενάντια στόν κατακτητή καί τούς άξιωματούχους τού γκέ­
το. "Οπως καταλαβαίνει κανείς, τά περισσότερα άπ’ αυτά
τά τραγούδια άναφέρονταν σε διάφορα γεγονότα μέ στί­
χους άλλοτε έντεχνους κι άλλοτε όχι. Υ πήρχαν όμως καί
τραγούδια βασισμένα σέ καθαρά λαϊκά μοτίβα.
Τά κείμενα τών τραγουδιών χάθηκαν μαζί μέ τούς δη­
μιουργούς καί τούς άκροατές τους. ’Αργότερα, μπόρεσαν
νά καταγράψουν μόνο μερικές στροφές, πού πρέπει νά τίς
δεχτεί κανείς μ’ όλες τίς έπιφυλάξεις πού επιβάλλει μιά
παρόμοια μεταγενέστερη άποκατάσταση. Χωρίς νά έκτι-
μούν καθόλου αυτές τίς δημιουργίες, οί σύγχρονοι δια­
νοούμενοι τής ’Αντίστασης παραδέχονται ώστόσο ότι είναι
εκφραστικά κι ότι καταξιώνονται σάν κοινωνικά φαινόμε­
να. Έχουν φωτογραφηθεΐ αυτές οί αυτοσχέδιες συγκεν­
τρώσεις· οί φωτογραφίες διατηρήθηκαν σέ καλή κατά­
σταση καί έχουν μιά άτμόσφαιρα έντονα λαϊκή. Ό τρα­

41
γουδιστής, οι άκροατές του, ό χώρος του θεάματος, ή διά­
ταξη τών πραγμάτων κλπ., έρμηνεύουν - με άρκετά άσυ-
νήθιστο τρόπο - τόν αυθόρμητο καί πηγαίο χαρακτήρα
τής εκδήλωσης.
Έ να άλλο φαινόμενο άφορά τά άτομα πού λίγο πολύ
είχαν χάσει τήν πνευματική τους ισορροπία· θ’ άξιζε νά
γίνει γι’ αυτά μιά ιδιαίτερη μελέτη. Εξηγούμαστε: Μέσα
άπό αυτή τή θύελλα τών κοινωνικών άνακατατάξεων ξε­
πρόβαλε μιά όλόκληρη στρατιά ιδιόμορφων τύπων. Κά­
ποιος πού πρίν άπό τόν πόλεμο ήταν διανοούμενος καί
πού είχε ξεπέσει σέ καθαριστή υπονόμων ή γυρνούσε σάν
άλήτης, εκτόνωνε συχνά τή σκέψη του, άχρηστη πιά καί
μάλλον ένοχλητική, σέ σαρκαστικούς άφορισμούς. Μιά
πλανόδια μανάβισσα, άφού συγκατοίκησε στό ίδιο δωμά­
τιο μέ «καλές οικογένειες» καί πείστηκε πώς οί διανοού­
μενοι δέν ήταν σέ τίποτα ικανοί, πώς ήταν άβουλοι κι
άδύνατοι, άρχισε νά χάνει όριστικά τόν παλιό της άνεπι-
φύλαχτο σεβασμό γιά τήν έπιστήμη καί τά βιβλία, άρχισε
νά άποχτά πάλι εμπιστοσύνη, υπερβολική καμιά φορά, στή
δική της κρίση καί νά κάνει στή συνέχεια αυτοσχέδιες με­
λέτες, όλο πνεύμα, φρεσκάδα καί πρωτοτυπία. νΑλλο γεγο­
νός: στό γκέτο τής Βαρσοβίας περιπλανιόταν μιά γυναίκα,
πού προερχόταν άπό τήν προπολεμική, άνώτερη κοινωνία
(συγγραφέας ένός έργου άρκετά συμβατικού άλλωστε).
Μετά άπό σοβαρές προσωπικές εμπειρίες είχε χάσει τά
μυαλά της καί τήν αίσθηση τού φόβου. Έφτιαχνε στίχους
καί κυρίως άφορισμούς, έπικίνδυνους γιά τό περιεχόμενό
τους κι ενδιαφέροντες γιά τή νοσηρή τους οξυδέρκεια.
Στό ίδιο γκέτο, ένα άτομο μέ τό όνομα Ρουμπινστάιν
άπόχτησε εξαιρετική δημοτικότητα, θεωρούμενο άπό άλ­
λους «τρελός έκ συστήματος» κι άπό άλλους παλιάτσος-
φιλόσοφος. Τά άποφθέγματά του δημιούργησαν άρκετό
θόρυβο καί κυκλοφορούσαν γιά καιρό. Ό Ρουμπινστάιν,
άνάμεσα στ’ άλλα, σκηνοθέτησε καί τήν κηδεία του. Ήταν
έξίσου γνωστός καί στούς Γερμανούς, πού συνήθιζε νά
τούς πλευρίζει κάνοντάς τους μέ θράσος «άφελεΐς» έρωτή-

42
σεις. Ό θάνατός του ήταν πολυτελής, γιά νά δανειστούμε
τή δική του έκφραση · πέθανε έξαντλημένος άπό τύφο.

43
#
4

3Αποφασιστική καμπή
στη στάση τών θυμάτων

Είναι φανερό πώς ή. όμοιομορφία τών κατοίκων στά γκέτο


ήταν μόνο έπιφανειακή: κάτω άπό τή μονοτονία πού είχε
επιβληθεί, υπολάνθαναν διάφορα στρώματα διανοούμε­
νων, πού είχαν άρχικά διαμορφωθεί στην προπολεμική
περίοδο καί διατηρούσαν τόν ξεχωριστό τους χαρακτήρα.
Σέ μιά πραγματικότητα πού άρνιόταν όλες τίς καθιερωμέ­
νες ιδέες κι άντιλήψεις, έπρεπε νά λυθούν όλα τά προβλή­
ματα πού δημιουργούσαν οί υποχρεώσεις άπέναντι στήν
οικογένεια, στά παιδιά, στούς γονείς κλπ.
Πίσω άπό τά συγκεκριμένα καί φανερά μέτρα πού
έπαιρναν οί Γερμανοί, υπήρχαν κρυφά κίνητρα. νΑς θυμη­
θούμε τό σύνολο τών μεθόδων πού έπινόησαν κάτω άπό
τήν επωνυμία «Tarnung». Ό όρος σημαίνει καμονφλάς καί
περιλαμβάνει μιά τεράστια ποικιλία μεθόδων, πού είχαν
επεξεργαστεί σχολαστικά καί τίς έθεταν σ’ έφαρμογή, κλι-
μακώνοντάς τες άνάλογα.
Ή συστηματική καί συνειδητή έφαρμογή τής μεθόδου
αυτής άνήκει χρονικά στήν άρχή τού χιτλερικού κινήματος.
Οί εντυπωσιακές καί σέ μεγάλη κλίμακα εκδηλώσεις της
είχαν κιόλας έμφανιστεΐ άρκετά πρίν άπό τόν πόλεμο, ει­
δικότερα στίς συνεχείς καθησυχαστικές διακηρύξεις πού
μόνιμα - θυμόμαστε - διαψεύδονταν άπό τήν πράξη.
Ή μέθοδος έφαρμόστηκε στούς Εβραίους, σ’ όλη τή δι­
άρκεια τής Κατοχής. Κατά τή διάρκεια τών διαπραγμα­
τεύσεων γιά τή συνθήκη τής Βαρσοβίας στά 1939, οί Γερ-
45
μανοί άντιπρόσωποι δήλωσαν κατηγορηματικά πώς ό
εβραϊκός πληθυσμός δέ βρισκόταν κάτω άπό καμιά άπει-
λή. Ή υπόσχεση αυτή έπαναλήφθηκε καλόπιοτα άπό τό
διοικητή Σταρζίνσχι. Ανεξάρτητα άπό αυτό, ό στρατάρ­
χης καί άρχηγός τών γερμανικών μεραρχιών φόν Μπράου-
σιτς, στό λόγο του πού μεταδόθηκε άπό τό ραδιόφωνο στις
4 τού Σεπτέμβρη τού 1939, διαβεβαίωσε τούς Πολωνοε-
βραίους γιά τήν άσφάλειά τους. Ό Λάσκοβιτς, άρχηγός
τού γερμανικού στρατού πού είχε έδρα τή Βαρσοβία, έπα-
νέλαβε αυτή τή διαβεβαίωση στό διάγγελμά του στίς 30
τού Σεπτέμβρη, πού τοιχοκολλήθηκε οπούς δρόμους τής
πρωτεύουσας καί άλλού. Τά παραδείγματα είναι άφθονα.
Κι όμως όλα αυτά δέν ήταν παρά ή αρχή. Μέ τή δημιουρ­
γία τών γκέτο, ή μέθοδος έμελλε νά εμπλουτιστεί. Ε π ι­
δίωκε νά μετατρέψει τό γκέτο σ’ ένα είδος ζούγκλας μέ
σκοπό νά άποκλείσει κάθε δυνατότητα καί γιά τήν παρα­
μικρή βελτίωση, στά πλαίσια τών συγκεκριμένων συνθη­
κών. Γιά νά πετύχουν αυτό τό σκοπό, οί γερμανικές άρχές
έξέδιδαν συνεχώς άποφάσεις, διαβεβαιώσεις, υποδείξεις,
έπίτηδες άντκρατικές ή μέ τήν πρόθεση νά τίς άναιρέσουν
λίγο άργότερα. Καθώς ή τιμωρία γιά κάθε παράβαση δια­
ταγής ήταν θάνατος, αυτές οί καθημερινές άντιφατικές
διαταγές είχαν σάν συνέπεια όχι μόνο αμέτρητες δολοφο­
νίες, άλλά καί τόν πλήρη άποπροσανατολισμό τού πληθυ­
σμού. Ή άναζήτηση μιας ήθικής βάσης έπαψε πιά νά είναι
άκαδημαϊκή υπόθεση κι έγινε άμεσο πρακτικό πρόβλημα
γιά όλους άνεξαίρετα τούς κατοίκους τού γκέτο.
Μέσα σ’ αυτά τά πλαίσια πρέπει νά τοποθετήσουμε τήν
άνοχή πού έδειχνε ό κατακτητής στά γκέτο καί τό γεγονός
ότι ένθάρρυνε τή διοργάνωση θεαμάτων. Γιατί αυτές οί
ψυχαγωγικές εκδηλώσεις θά μεγάλωναν τό χάος καί τήν
πνευματική σύγχιση. νΑν κατά καιρούς αυτό άκριβώς τό
χάος άφησε περιθώρια γιά ελεύθερη έκφραση, όπως είπα­
με, αυτό δέν ήταν παρά μιά τυχαία σύμπτωση.
Οί Γερμανοί δέν έκτίμησαν σωστά τήν κατάσταση, όταν
άποφάσισαν νά ένθαρρύνουν τήν έβραϊκή λαϊκή παράδο­
ση. Οί τοπικές γερμανικές άρχές είχαν κυρίως ύποτιμήσει
τούς έξης παράγοντες:
1) Πώς ή άντίδραση τού εβραϊκού κοινού άπέναντι στό
«φολκλόρ» ήταν εντελώς διαφορετική άπό τή δική τους.
2) Πώς αυτό τό φολκλόρ στό περιεχόμενο καί τή σημα­
σία του ήταν εντελώς διαφορετικό άπό τήν εικόνα πού
έδινε ό χιτλερικός τύπος.

Τό λάθος έξάλλου επανορθώθηκε άρκετά νωρίς. ’Από τά


μισά τού 1942 οί όδηγίες έγιναν πιό σχολαστικές καί κα-
τηγορηματικές. Έ τσι, τά δημόσια αυτά θεάματα, εξαφανί­
στηκαν. Γιά τό άνέβασμα τών παραστάσεων δέν άρκούσε
πιά μιά άδεια, μά χρειαζόταν ειδική διαταγή. Μιά τέτοια
διαταγή πάλι είχε μέ τή σειρά της ένα ξεκάθαρο νόημα:
Προμήνυε μιά σειρά άπό καταστροφές.
Οί Εβραίοι, ζώντας στήν κόλαση, ήταν υποχρεωμένοι
νά εκδηλώνουν συναισθήματα... χαράς. Αργότερα, τά ση­
μαντικότερα γκέτο (όπως καί τά στρατόπεδα συγκεντρώ-
σεως) είχαν ύποχρεωτικά καί τήν ορχήστρα τους. Σύμ­
φωνα μέ τή διαταγή τών άρχών, οί κρατούμενοι ήταν υπο­
χρεωμένοι νά τραγουδούν εν χορώ τραγούδια πού τά
περισσότερα ήταν ήλίθια καί χυδαία.
νΑς περάσουμε στίς άλλες εκδηλώσεις τού Tarnung: πολύ
πρίν άπό τίς μαζικές εκτοπίσεις έγιναν - όπως είπαμε-
ευκαιριακές εκτοπίσεις κι εκτοπίσεις κατ’ επιλογή. νΑλλος
τρόπος ήταν καί ή εξόντωση τών μή παραγωγικών στοι­
χείων. Γιά νά μή χαρακτηριστούν έτσι τά παραγωγικά
στοιχεία, έφοδιάζονταν μέ πιστοποιητικά άπό τά εργαστή­
ρια, τά εργοστάσια, τίς άναγνωρισμένες έπιχειρήσεις.
Κάτω άπό τέτοιες συνθήκες, όπως είναι φυσικό, όλοι προ­
σπαθούσαν μέ κάθε θυσία ν’ άποχτήσουν αυτά τά πιστο­
ποιητικά. Άναπόφευχτα άρχισαν οί δωροδοκίες. ’Αλλά οί
θαυματουργές αυτές κάρτες είχαν διάφορα χρώματα. Οί
Γερμανοί ευνοούσαν πότε τό ένα καί πότε τό άλλο χρώμα,
πράγμα πού άνέτρεπε άμέσως όλη τήν «άγοραπωλησία».
Έ πειτα έκαναν εκτοπίσεις μέ βάση ένα «χρώμα» τελείως
47
διαφορετικό άπό κείνο πού περίμενε ό κόσμος ή χωρίς
διάκριση. Πέρα άπό τό χάος πού δημιουργούσε αυτό τό
σύστημα, προξενούσε επίσης έντονες διαμάχες διασπώντας
την ενότητα τών άνθρώπων μπροστά στην κοινή μοίρα.
Τις ίδιες συνέπειες είχε καί ή διάκριση σέ νέους καί
γέρους, έπαγγελματίες καί μη, οικογενειάρχες κι έργένη-
δες, άρρωστους καί γερούς. Έτσι, άλλους σκότωναν άμέ-
σως κι άλλους αργότερα. Σ’ αυτό τόν τομέα, τό γερμανικό
ρεπερτόριο τών υποσχέσεων, τών καθησυχαστικών διαβε­
βαιώσεων καί τών υπαγορεύσεων δέν ήταν μόνο άνεξάν-
τλητο, μά βασιζόταν καί σέ ψυχολογικά δεδομένα. ’Απο­
σκοπούσε σέ δύο πράγματα:
1) Νά κρατάει τούς κατάόικονς στην άγνοια γιά την
τύχη πού τούς περίμενε, έτσι ώστε νά τούς έχουν τοϋ χε­
ριού τους.
2) Νά υποθάλπει την έλπίδα τών άνθρώπων άτι μπορεί
νά γλιτώσουν, άν καί ουσιαστικά ήξεραν τί τούς περίμενε.

"Οταν μετέφεραν στό στρατόπεδο τις γυναίκες, τίς χώρι­


ζαν άπό τά παιδιά τους, δίνοντάς τους έπίσημα τη διαβε­
βαίωση πώς αυτό γινόταν μόνο καί μόνο γιά νά εξασφαλί­
σουν στά μικρά μιά πιό άνετη μεταφορά καί ότι σύντομα
θά ξανασυναντούσαν τίς μητέρες τους. Οί μητέρες μάταια
τά περίμεναν, γιατί οί Γερμανοί τά είχαν δολοφονήσει. Ή
ταυτόχρονη έφαρμογή αύτού τού μέτρου (Λβόφ, Κρακο­
βία, Ταρνόβ, Βαρσοβία κλπ.) άποδείχνει πώς έπρόκειτο
γιά μιά μέθοδο πού ήταν προμελετημένη καί είχε έπιβληθεί
σύμφωνα μέ όδηγίες πού είχαν επεξεργαστεί άνώτατα κλι­
μάκια.
Γιά νά καλύψει τό πραγματικό νόημα αυτών τών έπιχει-
ρήσεων, τό σύστημα Tarnung έπεξεργάστηκε έξάλλου όλό-
κληρο λεξιλόγιο μέ όρους άπατηλούς, πού τούς βάφτισαν
λέξεις φακέλου (Aktenname).
Έτσι, οί δυό λέξεις πού βρίσκονταν στήν ήμερήσια διά­
ταξη εκείνη τήν εποχή, επιχείρηση καί έκτόπιση, σήμαιναν
στήν πραγματικότητα αίφνιδιαστικές συλλήψεις καί φό-
4S
νους. Στό Άουσβιτς, ό μεγάλος θάλαμος αερίων ονομαζό­
ταν Αοντρό γιά όσους θέλουν ιδιαίτερη περιποίηση (Bad
für Sonderbehandelte). Στό Μπέλζεκ, ή πινακίδα στό θά­
λαμο άερίων έλεγε: Λουτρό καί τόπος εισπνοών (Bade-und
Inhalationsräume). Στό Μπιρκενάου, στην είσοδο τού θα­
λάμου άερίων διάβαζε κανείς: Λουτρικαί εγκαταστάσεις
(Badeanstalt). Στό Μπιρκενάου επίσης, στην είσοδο κάθε
θαλάμου άερίων ύπήρχαν γνωμικά σε τρεις γλώσσες (γαλ­
λικά, γερμανικά, ολλανδικά1) γιά τη διατήρηση τής υγιει­
νής καί συστάσεις: «Μήν ξεχνάτε τό σαπούνι καί τήν πε­
τσέτα σας!». Στήν Τρεμπλίνκα όσοι έμπαιναν στό θάλαμο
άερίων, έπρεπε νά κρατούν ένα νόμισμα γιά νά πληρώσουν
τό «μπάνιο»· έκείνος πού οδηγούσε μέσα τούς πελάτες
ονομαζόταν υπεύθυνος γιά τά λουτρά (Bademeister). Στήν
Τρεμπλίνκα επίσης, στόν τόπο όπου έφταναν τά τραίνα
τού θανάτου, ό διάκοσμος (στημένος μέ θεατρικό τρόπο)
παρίστανε έναν κανονικό σταθμό. Πάνω στό πανό φιγου-
ράριζε ή ψεύτικη ονομασία τής τοποθεσίας («Στάση Βόλ-
κοβισκ-Μπιαλιστόκ»). Τό ρολόι (σταματημένο!) έδειχνε
τήν ώρα τής έπόμενης «αναχώρησης». "Υπήρχε ταμείο *γιά
τά εισιτήρια, τό ώράριο τών τραίνων, ψεύτικες πόρτες πού
δήθεν «όδηγούσαν» στήν «Α' θέση», στή «Β' θέση», στή
«Γ# θέση», καί στό «μπάρ». Κι όλα αύτά γιά νά έξαπατούν
τά θύματα, στά όποια ό Έ ς-Έ ς Κούτνερ υποσχόταν σέ μιά
άνακοίνωση πώς άφού κάνουν μπάνιο, άφού άλλάξουν
εσώρουχα καί ρούχα, θά έφευγαν γιά νά πάνε νά δουλέ­
ψουν στήν Ουκρανία.
Κατά τή διάρκεια τών όμαδικών εκτελέσεων, τόσο στίς
μεγάλες πόλεις όσο καί σέ δεκάδες κωμοπόλεις, έπανα-
λαμβανόταν ή ίδια σκηνή: άφού σκότωναν δεκάδες ή κι
εκατοντάδες θύματα, ξαφνικά σταματούσαν «τήν έπιχεί-
ρηση» κι άφηναν ελεύθερους τούς έπιζώντες. Ό σκοπός
τους ήταν νά δημιουργήσουν τήν εντύπωση πώς πάντα
μπορούσε νά συμβεί ένα θαύμα.

1. ’Ηταν ή περίοδος πού εξόντω ναν τούς 'Εδραίους στίς Κάτω Χώρες.

4. Γραφτά τών μίλλοθάνατων από τή ναζιστιχή κατοχή


Μέσα στην ίδια ταχτική των Γερμανών πρέπει νά τοπο­
θετήσει κανείς τις περιπτώσεις πού δώσανε χάρη γιά
παραπτώματα, ένώ λίγο πρίν είχαν κρεμάσει τούς «ένο­
χους».2 Αυτά τά λίγα παραδείγματα μάς κάνουν νά κατα­
λάβουμε: 1) 7ο χάος πού προκλήθηκε άπό αυτή τή μέθοδο
στη ζωή των κατάόικων, ακόμα καί στά πιό προσωπικά
σχέδια κι άποφάσεις τονς. 2) Τό ασυνήθιστο παιχνίδι των
άπατηλών εντυπώσεων, στό όποιο έπιμένουν τόσο οί πο­
λυάριθμοι άπομνημονευματογράφοι τής εποχής.
Έτσι ή αύταπάτη έγινε μιά δύναμη πού παρέλυε κάθε
πρωτοβουλία, γι’ αύτό ή εβραϊκή ’Αντίσταση τήν πολέμησε
μέ κάθε τρόπο.
Καί προχωράμε στά πιό σημαντικά γεγονότα αύτής τής
εποχής: πρίν άπό τήν εξέγερση στό γκέτο τής Βαρσοβίας,
οί γερμανικές αρχές θεωρούσαν υποχρέωσή τους - γεγο­
νός πρωτοφανές! - νά επιζητούν διάλογο μέ τήν παρά­
νομη εβραϊκή ’Οργάνωση Μάχης. Ή οργάνωση αυτή, έν-
τείνοντας συνεχώς τόν άγώνα της ενάντια στίς αύταπάτες,
στά μέσα τού Μάρτη 1943, άνέθεσε στούς Εβραίους εργά­
τες νά σαμποτάρουν τίς εθελοντικές μεταναστεύσεις πού
πρότεινε ό κατακτητής. Οί Γερμανοί όμως σκέπασαν άμέ-
σως τίς άφίσες τής εβραϊκής ’Αντίστασης μέ τίς άνακοινώ-
σεις τους, πού άνασκεύαζαν όλες τίς κατηγορίες τών
Εβραίων καί διαβεβαίωναν τόν πληθυσμό γιά τίς «τίμιες
προθέσεις» τους.
Ή ομαδική συνειδητοποίηση τών Εβραίων, πού ήταν
κλεισμένοι στά γκέτο, ολοκληρώθηκε τό καλοκαίρι τού
1942. Τό κύμα έκτοπίσεων πού ξεσπούσε κείνη τήν εποχή
μέσα στά γκέτο, διέλυσε καί τίς τελευταίες άμφιβολίες.

2. Ό συγγραφέας αυτών τών κεφαλαίων συνέβη νά κρεμαστεί καί να


«άπαλλαγεί άπό τήν ποινή τής κρεμάλας» στά 1943, στό στρατόπεδο τον
Λβόφ. Αύτό τό επεισόδιο που έγινε γνωστό άπό τή μυστική υπηρεσία
άλλων κρατούμενων (ένώ ό ένοχος ήταν ακόμα φυλακισμένος), έδωσι
άφορμή στόν τύπο γιά σχόλια καί περιγραφές. Σέ πολλά άπ* αυτά διαπι­
στώνει κανείς πώς οί συγγραφείς τους πρόσθεσαν ένα «ήρωικό» ντεκόρ
Στήν πραγματικότητα, ή διαδικασία τού θανάτου ήταν τότε πιό σεμνή
άπ’ δ,τι φαντάζονταν.

50
Ή ταν τόσο έκτεταμένη ή «έπιχείρηση», ώστε ήταν άδύ-
νατο νά εξηγήσει κανείς τί σκοπιμότητα εξυπηρετούσε. Τά
πτώματα τών δολοφονημένων επί τόπου, στη διάρκεια τής
ίδιας τής επιχείρησης, μαρτυρούσαν τήν έλλειψη όποιου-
δήποτε κριτήριου. ’Από τήν άλλη, διαλύθηκαν κι οί τελευ­
ταίες αυταπάτες γιά τήν τύχη πού περίμενε τούς εκτοπι­
σμένους.
Ό τρόπος πού τούς στοίβαζαν μέσα στά βαγόνια πρό-
διδε τόν όμαδικό θάνατο πού θά έπακολουθούσε κατά τή
διάρκεια τού ταξιδιού. "Ολες οί υποθέσεις πού έκαναν οί
κάτοικοι στό παρελθόν γιά τόν προορισμό τών φορτωμέ­
νων τραίνων, έγιναν γρήγορα πολύ συγκεκριμένα ονόματα:
Τρεμπλίνκα, Μπέλσεν, Σομπιμπόρ, κλπ. 'Υπήρχαν άκόμα
καί πληροφορίες (άληθινές όπως ξέρουμε) γιά τή γερμα­
νική βιομηχανία, πού εκμεταλλευόταν τά άνθρώπινα σώ­
ματα σάν πρώτη ύλη γιά τήν κατασκευή σαπουνιών καί
άλλων προϊόντων. Ό λες αύτές οί λεπτομέρειες - όπως θά
δούμε - ύπάρχουν όχι μόνο μέσα σέ γραφτά ιδιωτών,
άλλά καί σέ λαϊκές παροιμίες.
Τί ήταν λοιπόν αύτή ή καμπή;
νΑν καί οί προθέσεις τών χιτλερικών γίνονταν ολοένα
καί πιό ξεκάθαρες, πρίν άκόμα άπό τό καλοκαίρι τού
1942, ήθελαν νά πιστεύουν πώς οί Γερμανοί χρειάζονταν
προσχήματα γιά νά τίς πραγματοποιήσουν. Είναι άλήθεια
πώς ή λιμοκτονία (καί μάλιστα οργανωμένη), οί άρρώστιες
(καί μάλιστα οργανωμένες), οί δολοφονίες σάν άντίποινα
(καί μάλιστα διαστραμμένες καί έξω άπό κάθε έννοια άν-
θρωπισμού) άποδεκατίζουν τόν πληθυσμό. ’Αλλά γιά νά
τόν έξολοθρεύσουν εντελώς, οί Γερμανοί «χρειάζονται πα­
ρόλα αύτά χρόνο». "Οπως ξέρουμε, ό κόσμος πίστευε
άκλόνητα ότι πλησιάζει ή ήττα τής Γερμανίας κι έτσι είχε
λόγο νά έλπίζει πώς μερικοί θά γλίτωναν τό θάνατο.
"Ολες λοιπόν οί προβλέψεις πού έγιναν στό παρελθόν,
άκόμα κι άν δέν είχαν εκφραστεί, άποδείχτηκαν άνεδαφι-
κές. Πολύ περισσότερο: τώρα πού φαίνονταν καθαρά οί
προθέσεις τών Γερμανών, ή ήττα τους πού πλησίαζε, συ­

51
νεπαγόταν τό ξεπάστρεμα καί των τελευταίων έβραίων
πού είχαν έπιζήσει (τό ίδιο παράδοξο άπειλοΰσε άργότερα
τούς κρατούμενους των στρατόπεδων συγκεντρώσεως κι
όχι μόνο τούς Εβραίους. Καί σ’ αυτή έπίοης τήν περί-
πτωοη ή άπειλή πού διαισθάνονταν πραγματοποιήθηκε κι
όχι μιά φορά μόνο). Ταυτόχρονα, μέσα στήν ίδια συλλο­
γική συνείδηση γεννήθηκε ή προαίσθηση γιά τόν άφανισμό
πού περίμενε όλους χωρίς εξαίρεση, πράγμα πού σήμαι-
νε - γ ι ά νά άναφερθοΰμε στά λαϊκά γνωμικά εκείνου τού
καιρού - δε θά μείνει ούτε κληρονόμος οντε άνάμνηση
καμιά.
Σ’ αυτές τίς συνθήκες, ό άριθμός καί τό περιεχόμενο των
γραπτών κειμένων άλλαξαν:
’Αναφέραμε ήδη διάφορα είδη έκδηλώσεων, δημόσιων
λίγο πολύ, πού έγιναν στήν πρώτη περίοδο τής ύπαρξης
τών γκέτο. Παράλληλα μέ τά κείμενα πού προορίζονταν νά
διαβαστούν άνοιχτά, υπήρχαν καί κείμενα πού είχαν γρά­
ψει κρυφά ιδιώτες. Δέν πρόκειται γιά άπομονωμένους
συγγραφείς ή γιά συγγραφείς χωρίς δυνατότητα νά γίνουν
γνωστοί. ’Αντίθετα: ή ευκαιρία νά εμφανιστούν μπροστά
στό κοινό δέν ικανοποιούσε καί τήν εσωτερική τους
άνάγκη νά εκφραστούν ελεύθερα, χωρίς άποσιωπήσεις κι
άπλουστεύσεις. Έ τσι εξηγείται, π.χ., πώς οί συγγραφείς
πού συμμετείχαν στή «Ζωντανή εφημερίδα» (στό φιλολο­
γικό καφενείο «Τέχνη»: Σλέγκελ, Φοξάνσκι, Στεφανία Νέι)
έγραφαν τόν ίδιο καιρό άνισα έργα3. Τά έργα αυτά είχαν
διαβαστεί άποκλειστικά μέσα σέ κύκλους πού περιλάμβα­
ναν άνθρώπους εμπιστοσύνης καί μερικές φορές στις
«Κοινοτικές επιτροπές» (πού συγκροτήθηκαν στό γκέτο
τής Βαρσοβίας γιά διοικητικούς σκοπούς), ή μέσα σέ έρ-

3. Κι ακριβώς αυτά άναφέρονταν πιό συχνά μετά τόν πόλεμο. Γιά βρι­
σμένους κριτικούς, τό όνομα τού συγγραφέα καί τό ότι είχε πάρει μέρος
σέ όημόσιες εκδηλώσεις, άρκούσε γιά νά μειώσουν τό έργο του. χωρίς να
λογαριάζουν πώς είχε διαβαστεί δημόσια. Κι άπό δώ ξεκινούν τά αυθαί­
ρετα συμπεράσματα γιά τό χαρακτήρα αυτών τών δημόσιων έκδηλωσεων.
συμπεράσματα εντελώς λαθεμένα.
γαστήρια. Τό ίδιο φαινόμενο συναντάμε καί στους συγ­
γραφείς πού συμμετείχαν στά φιλολογικά πρωινά, στό
Λβόφ κλπ.
Στη δεύτερη περίοδο ύπαρξης των γκέτο υπάρχουν, σχε­
δόν άποκλειστικά, έργα πού γράφτηκαν κρυφά. ’Έχουμε
στη διάθεσή μας έναν άρκετά σημαντικό αριθμό, τά περισ­
σότερα όμως χάθηκαν μαζί με τούς συγγραφείς τους.
Μετά άπό κάθε έκτόπιση, όταν τά σοκάκια τού γκέτο
άσφυκτιούσαν άπό ματωμένη σιωπή καί μέσα στά σπίτια
άπλωνόταν ή ερημιά άπό τήν άπουσία χιλιάδων κατοίκων,
πού πρόσφατα είχαν ξεσπιτωθεί, τά ειδικά γερμανικά
άποσπάσματα «δήμευαν» τά έπιπλα καί τά εγκαταλειμ­
μένα άγαθά. Πάνω στά πεζοδρόμια έβλεπες σκόρπια τά
άπομεινάρια τής λεηλασίας. ’Ανάμεσα στά άλλα συχνά τύ-
χαινε κανείς νά δεί γραμμένες σελίδες. 'Όταν οί στρατιώ­
τες τού Χίτλερ βρήκαν τά χειρόγραφα μέσα σέ διάφορες
τρύπες καί συρτάρια, έκριναν πώς δέν είχαν καμιά άξια
καί τά πέταξαν στό δρόμο καταδικάζοντάς τα νά χαθούν.
Έ τσι είναι πιθανό νά χάθηκαν πολυάριθμα κείμενα, πού
είναι γνωστή ή ύπαρξή τους καί καμιά φορά οί τίτλοι καί
τά θέματα, μά πού δέν υπάρχουν σέ καμιά συλλογή.
5

Κείμενα τής καταδικασμένης


σε θάνατο Αντίστασης

Στην πορεία τής ερευνάς μας αυτό τό μέρος μπορεί με την


πρώτη ματιά νά φανεί άδικα ιολόγητο. Τά συναισθήματα
ενός άγωνιστή, άκόμα κι άν ό άγώνας του είναι άπελπι-
σμένος, όπωσδήποτε διαφέρουν άπό τά συναισθήματα ένός
άπλού «μελλοθάνατου». Ή ψυχολογία του είναι διαφορε­
τική. Οί άντιδράσεις του άπέναντι στό θάνατο πρέπει νά
μελετηθούν ιδιαίτερα. Διαλέγουμε ένα συγκεκριμένο πα­
ράδειγμα:
Στό γκέτο τής Βαρσοβίας, όπως καί στά άλλα, οί μαζι­
κές έκτοπίσεις άρχισαν τό καλοκαίρι τού 1942, στίς 22 τού
Ιούλη, καί κράτησαν ώς τίς 24 τού Νοέμβρη. Κατά τή
διάρκεια τής «επιχείρησης», οί Γερμανοί είχαν καταφέρει
νά έκτοπίσουν, σύμφωνα μέ δικές τους στατιστικές,
310.322 άτομα. Μέσα σ’ όλο τό γκέτο δέν έμεναν περισσό­
τερα άπό 33.400 άτομα, σύμφωνα μέ τά έπίσημα στοιχεία.
Στήν πραγματικότητα, έμεναν άκόμα 50.000 Εβραίοι,
επειδή πρέπει νά λογαριάσουμε κι όλους όσους κρύβονταν
καί δέν είχαν περιληφθεΐ στούς κατάλογους τής άπογρα-
φής·
Ένοπλοι, όπως συνήθως, οί ναζί εμφανίστηκαν πάλι τή
Δευτέρα, 18 τού Γενάρη 1943. Τή φορά αυτή όμως τό
γκέτο άντεπιτέθηκε. Οί Γερμανοί είχαν νεκρούς καί τραυ­
ματίες καθώς καί άπώλειες υλικού (μυδραλιοβόλα καί κα-
ραμπίνες πού έπεσαν στά χέρια τών άγωνιστών). Έτσι,
μετά άπό τεσσάρων μερών «έπιχειρήσεις» χωρίς νά κατα-
55
φέρουν νά γίνουν κύριοι τής κατάστασης, ύποχρεώθηκαν
νά εγκαταλείπουν γιά λίγο τή μάχη καί νά έκκενώσουν τό
γκέτο.
’Από τότε τό ερώτημα γιά τούς Εβραίους δέν ήταν πιά:
Νά ζήσεις ή νά πεθάνεις; άλλά Μέ ποιό τρόπο νά πεθά-
νεις; Ή άνακωχή κράτησε συνολικά όλο κι όλο τρείς μή­
νες, δηλαδή άπό τά μέσα τού Γενάρη ώς τίς 19 τού
’Απρίλη 1943, ήμερομηνία πού ξανάρχισε ή «έπιχείρηση»
τών Γερμανών καί ταυτόχρονα ή μεγάλη έξέγερση τού γκέ­
το. Στή διάρκεια τών τριών αυτών μηνών, ενώ ό θάνατος
συνεχώς παραμόνευε καί ή καταδικασμένη συνοικία μετα­
βαλλόταν σέ οχυρό, γεννήθηκαν πολλά έργα, πού ένθάρ-
ρυναν τούς πολιορκημένους γιά τήν έσχατη μάχη: ό Κά-
σενλσον σύνθετε τότε ένα μέρος άπό τό μεγάλο του ποίημα
μέ τίτλο Τραγούδι τού δολοφονημένου εβραϊκού λαού, ό
Λαντισλάς Σλένγκελ τήν ’Αντεπίθεσή του (στά πολωνικά).
Σ’ αυτό τό ποίημα δόθηκε γιά πρώτη φορά ό όρισμός πού
έπρόκειτο νά μείνει παροιμιώδης καί χρησίμεψε στή συ­
νέχεια σάν σύνθημα: ’Αντάρτες μας είναι οί γωνίες τών
δρόμων Τζίκα καί Όστρόφσκα.
Τό γκέτο τής Βαρσοβίας δέν ήταν τό μόνο πού γέννησε
έργα τέτοιου είδους. Μιά εντελώς ιδιόμορφη καί περί­
πλοκη κατάσταση ίδιας υφής συναντάμε καί στό γκέτο τής
Βίλνας. ’Εδώ συνδέθηκε μέ τή σύλληψη καί τό θάνατο τού
ήγέτη τής τοπικής έβραϊκής ’Αντίστασης, I. Βίτενμπεργκ.
Στή φυλακή, περιμένοντας τό θάνατο, ή Γκ. Ντρένγκερ,
άγωνίστρια καί χρονικογράφος τής όμάδας «’Οργάνωση
Μάχης» τής Κρακοβίας, έγραψε (στά πολωνικά) τίς ’Α να­
μνήσεις τής Ίονστίνης.
Στό γκέτο τής Κρακοβίας, γεννήθηκαν τά έργα τού πα­
λιού λαϊκού βάρδου Μ. Γκεμπίρτιχ, άνάμεσά τους καί τό
τραγούδι τής μάχης Πυρ! (στά γίντις), πού οί μεταφορικές
εξάρσεις του άναφέρονται συχνά στή μεταπολεμική
εβραϊκή φιλολογία. Τό τραγούδι αυτό μεταφράστηκε στά
πολωνικά καί τραγουδήθηκε άπό τά μέλη τής οργάνωσης
πού άναφέραμε πιό πάνω.

56
Παρόλα αυτά, ό δρος ένοπλη άντίσταση καταδικασμένη
σέ θάνατο, άντιστοιχεί πρώτα άπ' όλα στις εξεγέρσεις πού
ξεπήδησαν μέσα άπό την κόλαση τών στρατοπέδων συγ-
κεντρώσεως καί πού δημιουργοί τους ήταν οί Ε βραίοι
κρατούμενοι. Οί έξεγέρσεις τής Τρεμπλίνκα (2 Αύγούστου
1943), τού Σομπιμπόρ (14 Όκτώβρη 1943), τής λεγόμενης
ταξιαρχίας τού θανάτου στό στρατόπεδο τού Ζανόφσκι
στό Λβόφ (9 Σεπτέμβρη 1943), τού Ζοντεκομάντο στό
Άουσβιτς-Μπιρκενάου (7 Όκτώβρη 1944). Μετά άπό τίς
εξονυχιστικές έρευνες πού έγιναν στό Άουσβιτς, στό χώρο
τών θαλάμων άερίων καί τών κρεματορίων, βρέθηκαν άρ-
κετά χειρόγραφα γραμμένα έπί τόπου. (Γιά τίς έρευνες αυ­
τές θά μιλήσουμε στό κεφάλαιο πού είναι αφιερωμένο στίς
«Προσπάθειες γιά νά φτάσουν τά έργα μετά θάνατο στόν
άναγνώστη»). Δυό κυρίως άπό τά κείμενα αυτά, πού έφ­
τασαν στά χέρια μας μέ μεταγενέστερο τίτλο, άφηγούνται
μέρα μέ τή μέρα όλες τίς προπαρασκευές πού θά κατέλη­
γαν στήν εξέγερση τού ’Άουσβιτς. 'Όσον άφορά τίς εξε­
γέρσεις σ’ άλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως: ό Λεόν Βίλι-
τσκερ έγραψε τήν «Ταξιαρχία τού θανάτου» άμέσως μόλις
δραπέτευσε, μετά τήν έξέγερση στό στρατόπεδο τού Λβόφ.
Τό ίδιο, ό Γιάνκελ Βίρνικ, ένας άπό τούς δράστες τής
εξέγερσης στήν Τρεμπλίνκα. Κι έτσι, ή άφήγησή του, πού
δημοσιεύτηκε στόν παράνομο τύπο άπό τήν Εβραϊκή Σΐ'ν-
τονιστική ’Επιτροπή, κυκλοφόρησε στήν κατεχόμενη Βαρ­
σοβία στά 1944. Καί στίς δυό περιπτώσεις, έχουμε νά κά­
νουμε μέ έργα, άπόλυτα έμπεριστατωμένα, γραμμένα άπό
τούς συγγραφείς τους τόν καιρό πού ήταν καταδικασμένοι
σέ θάνατο.
Οί άντάρτες οί ίδιοι δέν είναι μέσα στό θέμα μας - όπως
ήδη παρατηρήσαμε. Θά ’πρεπε παρόλα αυτά νά κάνουμε
μιά διευκρίνιση. Ανάμεσα στίς άλλες, υπήρχαν καί όμάδες
διασκορπισμένες σέ δάση. Καθώς όμως ήταν άποκλεισμέ-
νες, ή τύχη τους ήταν προδικασμένη. Στίς σχετικές αναφο­
ρές, συναντά κανείς συχνά μνείες σάν αυτή «’Οργάνωναν
μέσα στά δάση φιλολογικές καί καλλιτεχνικές έκδηλώσεις.
Ό Μ. Σαπίρο άπάγγελλε τά ίδια του τά έργα».
57
6

5Ά νθρω ποι πού κρύβονταν κ α ί


άλλοι πού ζοϋσαν μέ ξένη ταυτότητα

Την εποχή αυτή δεν υπήρχαν παρά δυό τρόποι νά γλιτώσει


κάποιος τό θάνατο: νά κρατήσει κρυφή τήν ύπαρξή του ή
νά κρύψει τήν έβραϊκή του καταγωγή. 'Ορισμένοι λοιπόν
κατέφευγαν πότε στή μιά καί πότε στήν άλλη μέθοδο.
Έ τσι γεννήθηκαν δυό διαφορετικοί τρόποι ζωής:

1) Τών άνθρώπων πού κρύβονταν.


2) Τών άνθρώπων πού ζούσαν μέ ξένη ταυτότητα.

Ό πρώτος τρόπος έμφανίστηκε ήδη μέσα στό γκέτο. Γιά


νά μήν πέσουν στά χέρια τών δήμιων, κατασκεύαζαν κρη­
σφύγετα καί κρύπτες. Οί πρόχειροι αυτοί κρυψώνες, τίς
περισσότερες φορές μέσα στά υπόγεια ή σέ σοφίτες, κα­
λυμμένοι πίσω άπό ’να δεύτερο τοίχο ή μ’ όποιοδήποτε
άλλο τρόπο, μερικές φορές πολύ πρωτόγονοι, μπορούσαν
έπίσης νά είναι πραγματικά κρησφύγετα εφοδιασμένα μέ
φροντισμένες εγκαταστάσεις. Τά χρησιμοποιούσαν όταν
γίνονταν «έπιχειρήσεις» πού καμιά φορά κρατούσαν όλό-
κληρες εβδομάδες. Ή υποχρεωτική διαμονή μέσα σέ τόσο
στενούς χώρους, γεμάτη δράματα καί συγκρούσεις, είχε
εξαθλιώσει τήν άνθρώπινη ζωή. ’Από τήν άλλη, ή άγωνία
τού θανάτου γινόταν εκεί μέσα πιό συγκεκριμένη κι έντο­
νη. Έ νας πρόχειρος τοίχος, ένα τεχνητό χώρισμα ή ένας
σωρός άπό παλιά πράγματα, χώριζε άπό τούς δήμιούς
τους όσους κρύβονταν (τίς περισσότερες φορές ήταν ό
59
ένας πάνω στόν άλλο μέσα σ’ αυτά τά καταφύγια καί συ­
χνά είχαν μαζί τους καί μικρά παιδιά). Έ να άθέλητο βή­
ξιμο ή μιά άπρόσεχτη κίνηση συχνά πρόδιδε την παρουσία
τους καί προκαλοΰσε την εξόντωσή τους.
Αύτά τά πρόσκαιρα κι εύθραυστα καταφύγια έχασαν τή
σημασία τους με τή «διάλυση» τού γκέτο. Οί ναυαγοί πού
κατάφεραν νά μή γίνουν άντιληπτοί, πέθαναν άπό πείνα
καί δίψα μέσα στίς τρύπες τους ή κάηκαν ζωντανοί μαζί
μέ τά σπίτια. Υπήρξαν παρόλα αύτά μερικοί πού τελικά
κατάφεραν «νά τά βολέψουν» μέσα σ’ αύτά τά άθλια συν­
τρίμμια: άκόμα καί κείμενα γεννήθηκαν μέσα σ’ αυτές τίς
συνθήκες.
Έ νας τέτοιος φυγάδας τού γκέτο ή τού στρατοπέδου
τύχαινε καμιά φορά νά βρει καταφύγιο στό σπίτι κάποιου
φίλου του, πού τόν έκρυβε μέ μεγάλη μυστικότητα. Ό
ίδιος δέν ήταν Εβραίος, έμενε στήν έξοχή ή στήν «άρια»
ζώνη τής πόλης. Έ τσι γεννήθηκαν οί κρύπτες έξω άπό τό
γκέτο. 'Υπήρχαν έπίσης κρύπτες στά δάση καί στίς σπη­
λιές. Ήταν πολλών ειδών καί συχνά ιδιότυπες. Σέ μερικές
περιπτώσεις π.χ. οι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στούς
ύπόνομους τής πόλης μέχρι καί δυό χρόνια, βρίσκοντας
τροφή άπό καιρό σέ καιρό χάρη στή μεγαλοψυχία τών τί­
μιων εργατών πού συναντούσαν καμιά φορά εκεί.
Ή διαμονή σέ μιά κρύπτη εξάλλου δέν πρόσφερε άσφά-
λεια ούτε όριστικό καταφύγιο. Μέρη καμουφλαρισμένα μέ
πολύπλοκο τρόπο, γωνιές πραγματικά δυσεύρετες, άποκα-
λύπτονταν άργότερα εντελώς άκατάλληλες κι έπεφταν στήν
άντίληψη τών δήμιων. νΑλλες φορές, ή άπρόβλεπτη άλλαγή
τής εξωτερικής κατάστασης ή τού περίγυρου έξέθετε όσους
είχαν κρυφτεί σ’ άπροσδόκητες δοκιμασίες. Παράδειγμα: ή
εξέγερση τής Βαρσοβίας (τής «άριας» Βαρσοβίας πού ξέ­
σπασε τήν 1 Αύγούστου 1944 καί καταπνίγηκε μετά άπό
πολλές έβδομάδες ηρωικών άγώνων): ό πληθυσμός τής πο­
λωνικής πρωτεύουσας διώχτηκε καί ή πόλη παραδόθηκε
στήν όλοκληρωτική καταστροφή (όπως κι ή «έβραϊκή συ­
νοικία» δεκαπέντε μήνες πρίν, μετά τήν έξέγερση τού γκέ-

60
το). Ό ,τι λοιπόν δεν καταστράφηκε άπό τις μακρόχρονες
συγκρούσεις, έπρόκειτο νά άφανιστεί άπό μιά «επιχείρη­
ση» πού προχωρούσε άθόρυβα καί συστηματικά με τήν
άνατίναξη τού ένός σπιτιού μετά τό άλλο. Μέσα στήν
έρημη πόλη πού ήταν παραδομένη σε μιά άσυνήθιστης
έκτασης καταστροφή, εδώ κι έκεΐ έμειναν κρυμμένοι
Εβραίοι. Ποτέ δέ θά μάθουμε πόσοι άπ’ αύτούς χάθηκαν
σ’ έκεΐνες τίς συνθήκες, γνωρίζουμε όμως τήν τύχη εκείνων
πού κατάφεραν παρόλες τίς δυσκολίες νά έπιζήσουν.
Όρισμένοι πέρασαν μεγάλες ταλαιπωρίες μέχρι τελικά νά
γλιτώσουν. νΑλλοι πάλι έζησαν τό θάνατο τής πόλης.
Έ νας άπ’ αύτούς, πού έπί μήνες ζούσε περιπλανώ μένος,
σάν άνθρωπος τών σπηλαίων, ήταν ό μόνος πού προϋπάν­
τησε τόν άπελευθερωτικό στρατό κατά τήν είσοδό του στήν
ερειπωμένη πρωτεύουσα.
Χωρίς νά μπούμε εδώ σέ λεπτομέρειες, άς σημειώσουμε
πώς μιά τέτοια ζωή καταδίκαζε τόν άνθρωπο σέ μακρό­
χρονη άδράνεια, γεμάτη εντατική επαγρύπνηση καί έντο­
νες συγκινήσεις. Μερικές φορές αυτή ή κατάσταση τροφο­
δότησε γραφτά έργα. Σώθηκαν άρκετά καί μπορούμε νά τά
εξετάσουμε.
Ό άλλος τρόπος πού χρησιμοποιούσαν οί Ε βραίοι γιά
ν' άποφύγουν τό θάνατο, πού τούς έτοίμαζε ό κατακτητής,
ήταν - όπως ήδη άναφέραμε - ή άπόκρυψη τής επικίνδυ­
νης ταυτότητάς τους.
Μιά άνάλογη μέθοδο χρησιμοποίησαν σ’ όλες τίς κατα-
κτημένες χώρες καί παντού συνάντησαν μεγάλες δυσκο­
λίες. Οί δυσκολίες αυτές όμως πουθενά δέν ήταν τόσο
πολλές καί φοβερές όσο στήν Πολωνία. Γιά διάφορους λό­
γους, πού ή άνάλυσή τους θά ήταν έξω άπό τά πλαίσια
αύτοϋ τού κεφαλαίου, ένας Ε βραίος πού ζούσε εκεί μέ
ξένη ταυτότητα, ήταν εκτεθειμένος σέ πολλούς κινδύνους:
άλλοτε νά πέσει θύμα κακοήθειας κι άλλοτε καθαρής σύμ­
πτωσης. Έτσι, ήταν πάρα πολλοί οί Ε β ρ α ίο ι1 μέ ξένη

1. Αυτές οί διαφόρων ειδών πλαστές ταυτότητες, οί κάθε είδους κρυψώ­


νες, κρησφύγετα, άσυλα, σπηλιές, υπόνομοι, περιπλανήσεις σ' όλη τήν

61
ταυτότητα πού πιάστηκαν κι έκτελέστηκαν.
Τά πολυάριθμα κείμενα πού γράφτηκαν σ’ έκεϊνες τις
συνθήκες, άφηγοΰνται τά γεγονότα, έκφράζουν τά συναι­
σθήματα πού γεννήθηκαν.
Πολλά άπ’ αυτά τά κείμενα κατέληγαν στά παράνομα
άρχεία άπό διάφορους δρόμους. Ή «’Εθνική Εβραϊκή
Επιτροπή» έστελνε στούς συγγραφείς μιά σύντομη κριτική
γιά τά έργα πού λάβαινε. Ή κριτική αυτή, γιά νά φτάσει
στόν παραλήπτη, έπρεπε νά περάσει πάλι άπό χέρι σέ χέρι.
Μιά τέτοια λοιπόν έκταση στήν άλληλογραφία έρχόταν σ’
άντίθεση μέ τούς στοιχειώδεις κανόνες προφύλαξης πού
έπρεπε νά τηρούν οί ίδιοι αυτοί κύκλοι. Παρόλα αυτά, ή
διαδικασία αυτή είχε ένα σκοπό: γι’ αυτούς τούς άνθρώ-
πους πού ζούσαν σέ μιά φοβερή πνευματική άπομόνωση ή
«κριτική» πού λάβαιναν άποτελούσε μιά χειροπιαστή άπό-
δειξη ότι άν καί έστειλαν στό άγνωστο τό έργο τους, έφ­
τασε σ’ έναν παραλήπτη, ότι κάποιος τό είχε διαβάσει, κι
ή ελπίδα πού έμψύχωνε τίς σελίδες, δέν ήταν καθαρή αυ­
ταπάτη.
Τό επεισόδιο πού ακολουθεί άναφέρεται στήν περί­
πτωση πού χρησιμοποιόταν ξένη ταυτότητα:
Ανάμεσα στά άνισα έντυπα πού κυκλοφόρησαν στήν
Πολωνία τόν καιρό τής Χιτλερικής κατοχής, βρίσκει κα­
νείς μιά πολύ μικρή ποιητική άνθολογία μέ τίτλο «’Από τό
βάθος τής κόλασης». Τό φυλλάδιο αυτό έκδόθηκε στή
Βαρσοβία, τήν "Ανοιξη τού 1944 άπό τήν παράνομη
«’Εθνική Εβραϊκή ’Επιτροπή». Αίγο άργότερα, τό κείμενο
τής ποιητικής αυτής άνθολογίας μπόρεσε νά φτάσει στόν
ελεύθερο κόσμο, φωτογραφημένο σέ μικροφίλμ, κατά τή
συνήθεια των παράνομων οργανώσεων. ’Από τό Αονδίνο
έφυγε γιά τήν ’Αμερική. Στή Νέα Ύόρκη δημοσιεύτηκε

Ευρώπη κλπ., άπστέλεσαν κατά κάποιο τρόπο ένα ιδιαίτερο σύνολο.


Διανθισμένες μέ περιπέτειες πού πολλές φορές ξεπερνούν καί τήν πιό
αχαλίνωτη φαντασία, οί άνθρώπινες αύτές ζωές Αποτελούν τό Αντικεί­
μενο τού βιβλίου μου «’Απαγορευμένες ζωές» Paris, ed. Gasterman,
1969.

62
άρχικά σ’ ένα πολωνικό περιοδικό, «Τό βήμα μας», καί
διαβάστηκε στό κοινό, σε μιά φιλολογική βραδιά. 'Ύστερα
άναδημοσιεύτηκε με τόν τίτλο «Ποιήματα του γκέτο» (καί
τόν υπότιτλο: «’Από τήν εβραϊκή παρανομία στήν Πολω­
νία») σε μιά μπροσούρα, εικονογραφημένη (άπό τόν Ζ.
Μένκες), μέ δυό προλόγους.
Στόν έναν άπό αυτούς, ό Τ ΝνίΠΐίη, Πολωνός συγγρα­
φέας πού ζούσε στήν ’Αμερική, έλεγε: «Τό χέρι τρέμει, ή
γλώσσα στεγνώνει, ή άναπνοή κόβεται όταν διαβάζουμε
αυτά τά ποιήματα. Ή ντροπή καίει τά μάτια, πού άκολου-
θούν τίς ζοφερές, πένθιμες γραμμές αύτών των ώραίων καί
πικρών στίχων. Είναι ντροπή νά διαβάζεις τό ήρωικό τρα­
γούδι εκείνων πού χάθηκαν, χωρίς νά τυφλώνεσαι. Ό λό­
γος όπου άνθίζει ή ποίηση αύτή είναι τά ίδια πολωνικά
λόγια πού χρησιμεύουν στούς ζωντανούς γιά νά συνεν­
νοούνται μ’ άλλους ζωντανούς. Κι όμως μοιάζει μέ γλώσσα
άνθρώπων πού ό Θεός έχει κιόλας άνακουφίσει άπό τούς
πόνους». Ό συγγραφέας τού άλλου προλόγου I. ’Ά πεν-
σλακ γράφει: «Τά ποιήματα αυτά είναι μιά άποκάλυψη,
όχι μόνο έξαιτίας των συνθηκών πού τά γέννησαν (...).
Κάτι περισσότερο άπό έναν κατάλογο γεγονότων καί άπό
μιά περιγραφή τού πεδίου των μαρτυρίων, μάς μιλούν γιά
ό,τι αίσθάνθηκαν οί σκλάβοι τών γκέτο, οί κατάδικοι πού
ήταν βυθισμένοι στήν ταπείνωση καί τό μαρτύριο, γιά ό,τι
σκέφτηκαν, πώς δέχτηκαν τά χτυπήματα (...)».
Ξένοι συγγραφείς έκαναν παρόμοιες παρατηρήσεις όταν
τό έργο μεταφράστηκε καί δημοσιεύτηκε σέ διάφορες
γλώσσες, όπως στά γαλλικά καί άγγλικά.
Ή ήμερομηνία έκδοσης τής μικρής συλλογής μάς λέει
σήμερα περισσότερα κι άπό τό ίδιο τό περιεχόμενό της:
ήταν τόσες οί συμφορές πού είχαν πλήξει τούς Πολωνοε-
βραίους, πού σκηνικό τής ’Άνοιξης τού 1944 ήταν ένα τε­
ράστιο νεκροταφείο. Έ να ποίημα τής άνθολογίας λέει
συγκεκριμένα:

63
«'Όλοι χάθηκαν. νΑντρες καί γυναίκες
γέροι καί μικρά παιδιά.
V άστέρια λάμπουν στόν κρύο ούρανό.
Μονάχα αυτά έμειναν.»

Εκτός από ελάχιστους πού είχαν άπομείνει στά στρατό-


πεόα κι ή τύχη τους ήταν καθορισμένη, άλλοι, όπως κι ό
συγγραφέας τής συλλογής, κατάφεραν νά διαφύγουν είτε
χρησιμοποιώντας ξένη ταυτότητα, είτε ζώντας μέσα σέ
σπηλιές, σέ τρώγλες ή στό δάσος, άνάμεσα στούς αντάρτες,
είτε σάν τυχοδιώκτες.
Τό δελτίο μέ τόν τίτλο «Ή φωνή άπό τό βάθος τής κό­
λασης», πού έκδόθηκε επίσης άπό τήν «Εθνική Εβραϊκή
Επιτροπή», τόν ’Ιούλη τού 1944 (δηλαδή λίγο αργότερα
άπό τήν άνθολογία πού άναφέραμε πιό πάνω), έγραφε
συγκεκριμένα: «Οί δημοσιεύσεις μας δέν έχουν προηγού­
μενο. Γίνονται κάτω άπό τή συνεχή άπειλή τού θανάτου,
μέσα στόν εφιάλτη μιάς διπλής συνωμοσίας. Ξεκινούν άπό
τούς ίδιους άνθρώπους τής έβραϊκής κοινότητας πού ύψω­
σαν τή σημαία τού άγώνα γιά τήν άνθρώπινη καί τήν
εθνική άξιοπρέπεια, άπό τούς κύκλους πού σύνθημά τους
ήταν καί είναι: "Νά ζεΐς μ άξιοπρέπεια καί μ ’ άξιοπρέ-
πεια νά πεθαίνεις”.» Πιό κάτω εξηγεί: «Οί ιδέες τής άλλη-
λεγγύης καί μιάς ένοπλης άντίστασης, πού μάς εμψύχωναν
σ’ όλες τίς φάσεις τής μαρτυρικής ζωής τών Πολωνοε-
βραίων, άποτελούν καί σήμερα τό κίνητρο τής δουλειάς
μας. Κάνουμε τό καθήκον μας, έχοντας σάν σύνθημα τήν
άλληλεγγύη καί τόν άγώνα, στό μεταίχμιο τής ζωής καί
τού θανάτου».
Τέλος, οί δυσκολίες πού έπρεπε νά υπερνικήσει κάθε
στιγμή ή ομάδα αυτή, ήταν πρωτοφανείς καί δέ συγκρί-
νονται μέ τίς δυσκολίες όποιουδήποτε άλλου παράνομου
χώρου στήν Πολωνία. Μέσα σέ τέτοιες συνθήκες, δέν τύ­
πωναν τίς μπροσούρες ούτε άπό καπρίτσιο ούτε γιά νά
ικανοποιήσουν καθαρά αισθητικές προτιμήσεις. Λεν άρ-
κούσε νά βασανίζει κανείς κάθε φράση πού θά έμπιστευό-

64
ταν στα πολύτιμα στοιχεία τού παράνομου τυπογραφείου:
έπρεπε άκόμα τό κείμενο, σύμφωνα με τίς άπόψεις τής
ομάδας, νά είναι πιό σημαντικό άπό τά άλλα. Καί ξαφνι­
κά, μιά συλλογή ποιημάτων;
Ό χ ι, καθόλου ξαφνικά. Αυτό τό έντυπο δεν ήταν παρά
μιά συμβολική έκδήλωση, πού είχε σάν σκοπό - καί ειδικά
μέσα στίς χειρότερες συνθήκες - νά άξιοποιήσει ένα ση­
μαντικό κομμάτι τής διαθήκης πού άφησαν τά θύματα.
Σημειώνουμε με τήν ευκαιρία πώς άνάμεσα στά έντεκα
ποιήματα τής συλλογής πού άναφέραμε (άνήκουν άντί-
σιοιχα στούς: Μ. Γιάστρουν, Κ. Μίλος, Μ. Μπόρβιτς, Τ.
Σαρνέκι, I. Κότ), μόνο οί δύο συγγραφείς δεν ήταν
Ε β ρα ίοι2*5. (Κ. Μίλος καί Τ. Σαρνέκι).

2. Έ δώ καθώς καί στη συνέχεια τής μελέτης, ό όρος «Ε βραίος» χρησι­


μοποιείται γενικά μέ τήν έννοια τής έβραϊκής καταγωγής καί σημαίνει
αυτόν που λόγω καταγωγής ύφίσταται φυσικά μαρτυρία, άνεξάρτητα άπό
τόπο, έθνικότητα, άκόμα καί θρησκεία.

5. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τη ναζιστική κατοχή 65


7

*Έξω άπό τούς περίβολους


τοϋ θανάτου

Ή περίπτωση των κατατρεγμένων Ε βραίω ν στην Πολω­


νία1 άποτελεί μοναδικό παράδειγμα όπου ή συνείδηση τού
μελλοντικού θανάτου άγκάλιασε μιά όλόκληρη κοινωνία.
Στίς άλλες περιπτώσεις, γιά νά συνειδητοποιήσουν αυτό τό
γεγονός, έπρεπε τουλάχιστο νά μπουν φυλακή· τό θύμα,
ξεριζωμένο άπό τό περιβάλλον του, ήταν ήδη άπομονω-
μένο κι έντασσόταν σ’ ένα ξεχωριστό σύνολο, των κρατού­
μενων στά στρατόπεδα καί τίς φυλακές.
Τά γεγονότα πού διαδραματίστηκαν στίς κατεχόμενες
χώρες, έξω όμως άπό τούς χώρους πού προορίζονταν γιά
τούς κατάδικους, ξεφεύγουν άπ’ τό θέμα μας. 'Ωστόσο,
ίσως χρειάζεται νά δώσουμε μερικά στοιχεία. Είναι άπα-
ραίτητα, κυρίως όσον άφορά τήν Πολωνία, άν λάβει κα­
νείς υπόψη του τή θέση της μέσα στήν τοπογραφία τού

1. Στό «πολωνικό έδαφος» κι όχι μόνο τών «πολωνοεβραίων». Γιατί οί


Γερμανοί έκτόπισαν στά γκέτο τής Πολωνίας (στό Λ ότζ π.χ.) καί «φουρ­
νιές» Γερμανοεβραίων. Μόλις «ένσωματώνονταν» σέ μιά έβραϊκή συνοι­
κία τής Πολωνίας, οί τελευταίοι μοίραζαν τήν τύχη τους με τούς ΓΙολω-
νοεβραίους. Ε ξά λ λ ο υ υπήρχαν γκέτο καί στίς Βαλτικές χώρες, στήν Ου­
κρανία καί τή Λευκορωσία. Μέσα ά π’ αυτό τό πρίσμα πρέπει νά δεί
κανείς τήν έκταση τού συστήματος πού περιγράψαμε πιό πάνω. (Ά να φ έ-
ραμε στή μελέτη μας τά κείμενα στά γίντις, πού προέρχονται άπό γκέτο
έξω άπ’ τό πολωνικό έδαφος.) Ό σ ο γιά τούς Ε β ρ α ίο υ ς τής δυτικής Ευ­
ρώπης, πού έπίσης περιλαμβάνονταν μέσα στό πρόγραμμα όλοκληρωτικής
έξόντωσης, αυτοί συνειδητοποιούσαν πώς θά πεθάνουν, μόνο «έπί τό­
που», άφού δηλαδή είχαν ήδη έκτοπιστεί στίς φάμπρικες τού θανάτου,
στήν Πολωνία καί τή Γερμανία.

67
γερμανικού Εγκλήματος καί τήν άπήχηση πού είχαν τά
τραγικά εσωτερικά της προβλήματα, άκόμα καί μέσα στά
γραφτά πολλών ξένων. Έ να άλλο θέμα είναι τά γεγονότα
τής Γιουγκοσλαβίας. Δείχνουν καθαρά πώς ήξερε τό τρίτο
Ράιχ νά εκμεταλλεύεται τό θρησκευτικό καί έθνικό αί­
σθημα γιά νά προκαλέσει τήν άλληλοεξόντωση τών κατα­
πιεσμένων λαών.

Α. Στην Πολωνία
Ή αυθαιρεσία, πού ’χε γίνει γενικός κανόνας καί σύστημα,
κατεύθυνε τίς ενέργειες τού κατακτητή. νΑς πάρουμε γιά
παράδειγμα τή σύλληψη όλων τών καθηγητών τού πανεπι­
στημίου τής Κρακοβίας, πού έγινε μόλις λίγες βδομάδες
μετά τήν εισβολή. Νά πώς έγιναν τά πράγματα:

Ό άξιωματικός Μύλλερ κάλεσε τόν πρύτανη καί τόν


παρακάλεσε νά τού Ετοιμάσει ένα λόγο πρός τούς κα­
θηγητές, με θέμα τή στάση τής Γερμανίας καί τού
εθνικοσοσιαλισμού άπέναντι στήν άνώτερη Εκπαί­
δευση καί τά πανεπιστήμια. Στή συνομιλία τους φά­
νηκε καταδεχτικός. Δέν παρέλειψε νά ρωτήσει άν μιά
τέτοια διάλεξη ήταν σύμφωνη μέ τόν κανονισμό τού
πανεπιστημίου, άν ό πρύτανης τή θεωρούσε άτοπη
κλπ. Τήν καθορισμένη ήμερομηνία (6 Νοέμβρη 1939),
οί δρόμοι γύρω άπό τό πανεπιστήμιο άποκλείστηκαν
άπό τήν άστυνομία, πράγμα πού άρχικά θεωρήθηκε
σάν μέτρο άσφάλειας, γιά ν’ άντιμετωπιστούν Ενδεχό­
μενες φοιτητικές άναταραχές.
Ό άξιωματικός Μύλλερ έκανε τήν Εμφάνισή του
περιτριγυρισμένος άπό Έ ς-Έ ς δπλισμένους μέ κράνη,
πού μπήκαν μές στήν αίθουσα. Ό «όμιλητής» άνέβηκε
στό βήμα γιά νά πει πώς «τό πανεπιστήμιο τών Γιαγ-
γέλων ήταν άπό πάντα κέντρο άντιγερμανικής προπα­
γάνδας». «Θεωρείστε κρατούμενοι, κατέληξε, θ ά
68
μεταφερθείτε άμεσως σ’ ένα στρατόπεδο αιχμάλωτων
πολέμου (κατά λέξη: «Gefangenenlagern), όπου θά
πληροφορηθείτε γιά την πραγματική σας κατάσταση.
Οί ερωτήσεις είναι περιττές (...). Ή μεταφορά αρχίζει
σέ λίγο. Ό κ. πρύτανης αν έχει τήν καλοσύνη νά πε­
ράσει πρώτος». Κι άμέσως άρχισαν νά κακοποιούν
τούς κρατούμενους. Μερικοί από τούς πιό διάσημους
έπιστήμονες σκαμπιλίστηκαν, άλλοι χτυπήθηκαν μέ τά
κοντάκια των τουφεκιών. Ε κ τό ς άπό τούς παρευρι-
σκόμενους στήν αίθουσα, οί Έ ς-Έ ς συνέλαβαν όλους
όσους έτυχε νά βρίσκονται στό κτίριο έκείνη τήν ώρα,
έντελώς συμπτωματικά: διοικητικούς υπαλλήλους, κα­
θηγητές τής Ακαδημίας ’Ορυκτολογίας (πού έκαναν
μάθημα έκεΐ μέσα, γιατί τό κτίριο τής σχολής τους τό
είχαν καταλάβει οί Γερμανοί), μερικούς σπουδαστές
πού είχαν έρθει στά γραφεία τής σχολής γιά νά πά­
ρουν κάποιο έντυπο. Πιάστηκαν 183 άτομα2 συνολικά,
μεταφέρθηκαν άρχικά στή φυλακή τού Μπρεσλάου κι
ύστερα στό στρατόπεδο τού Ζαξενχάουζεν3. Αυτό πού
έγινε ήταν άσήμαντο μπροστά σ’ αυτό πού έμελλε ν’
άκολουθήσει. Παρόλα αυτά, ή εκλογή τών θυμάτων, ή

2. Ό σ ο υ ς καθηγητές δεν άπάντησαν στήν πρόσκληση καί δεν πήγαν νά


μάθουν ποιά ήταν «ή στάση τής Γερμανίας καί τού έθνικοσοσιαλισμού
άπέναντι στήν άνώτατη έκπαίδευση καί τά πανεπιστήμια» δεν τούς ξα-
ναενόχλησαν. Μόλις τελείωσε ή «έπιχείρηση» επαψαν νά τούς άναζητούν.
3. Γιά τήν υπόθεση αυτή έγιναν πολλά διαβήματα, κυρίως άπό ξένους
έπιστήμονες. Μετά άπό λίγους μήνες, όρισμένοι καθηγητές άπελευθερώ-
θηκαν. (’Εκτός άπό κείνους πού βρήκαν σχεδόν άμέσως τό θάνατο στό
στρατόπεδο, άρκετοί πέθαναν τίς πρώτες βδομάδες μετά τήν απελευθέ­
ρωσή τους άπό άρρώστιες πού άπόχτησαν στό Ζ αξενχάουζεν). Οί άλλοι
μεταφέρθηκαν στό στρατόπεδο τού Νταχάου. Στή συνέχεια, οί Γερμανοί
άλλαξαν ταχτική άπέναντι στούς καθηγητές τών πολωνικών πανεπιστη­
μίων. Μετά τήν εισβολή στό Λβόφ (ένάμιση μήνα άργότερα), οί καθηγη­
τές τουφεκίστηκαν άμέσως μετά τή σύλληψή τους. Κι ό λόγος ήταν: ν ’
άποφύγουν τίς πιθανές διαμαρτυρίες (ή τελευταία αυτή λεπτομέρεια
άποκαλύφθηκε μόνο μετά τόν πόλεμο, χάρη στήν άνακάλυψη έπιστολών
πού περιείχαν όδηγίες πάνω σ’ αυτό τό θέμα). Πολλοί άπό τούς καθηγη­
τές πού φυλακίστηκαν στίς 6 Νοέμβρη 1939. δημοσίευσαν τίς άναμνήσεις
τους μετά τόν πόλεμο (όλοι στά πολωνικά).

69
διοργάνωση, ή σκηνοθεσία κι ή διαδικασία τής σύλ­
ληψης, ήταν ένδειχτικά γιά τό μέλλον. Καί κυρίως ή
τέλεια άπουσία ηθικών ενδοιασμών καί σεβασμού τών
άνθρώπινων δικαιωμάτων.

Σέ λίγο, φάνηκαν οί συνέπειες τής αρχής γιά τή συλλο­


γική ευθύνη. Στήν άρχή, οί Γερμανοί έκτελούσαν 10 Πο­
λωνούς γιά κάθε νεκρό Γερμανό. ’Αργότερα άρκετές δεκά­
δες. Καί δέν ήταν μόνο οί συνεχείς κι αυθαίρετες δολοφο­
νίες, άλλά κι ό τρόπος τής εκτέλεσης. Οί «όμηροι» συνή­
θως τουφεκίζονταν σ’ άνοιχτούς χώρους, σέ διαφορετικό
κάθε φορά δρόμο τής ίδιας πόλης. Έτσι, ό άστικός πληθυ­
σμός θέλοντας καί μή, ήταν υποχρεωμένος νά παρακολου­
θεί τό τραγικό θέαμα.
Τά μπλόκα είχαν γενικευτεί, γυναίκες καί άντρες συλ-
λαμβάνονταν κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Οί Έ ς-Έ ς έξορ-
μούσαν σέ διάφορους χώρους κι έκαναν μαζικές συλλήψεις
χωρίς κανένα πρόσχημα. Συνέβαινε καμιά φορά μετά άπό
τέτοιες έξορμήσεις νά μεταφέρουν στό ένα ή τό άλλο στρα­
τόπεδο μιά δλόκληρη γαμήλια γιορτή: τό νεαρό ζευγάρι,
τούς φίλους τους, τούς συγγενείς τους καί τούς καλεσμέ­
νους τους.
'Ολόκληρες περιοχές (όπως στά περίχωρα τού Ζάμοσκ)
άδειασαν τελείως άπό τόν πληθυσμό τους4. Οί γέροι καί οί
άνάπηροι εξοντώθηκαν έπί τόπου.
Ή συρροή συλλήψεων καί εκτελέσεων καί κυρίως ή αυ­
θαιρεσία πού τίς χαρακτήριζε, έκανε τούς κατοίκους νά
εξοικειώνονται μέ τό θάνατο, άλλά καί μέ τήν Ιδέα ότι άπό
στιγμή σέ στιγμή θά ’ρχόταν ή σειρά τους. Αυτή ί\ μόλυνση
τού θανάτου (πρόβλημα πού συζητήθηκε σοβαρά στή
μεταπολεμική Πολωνία) όφείλεται σέ μεγάλο μέρος καί
στίς σφαγές τών Εβραίων. Γιατί, δέν πρέπει νά ξεχνάμε

4. Στην περιοχή τού Ζάμοσκ καταδιώχτηκαν 100.000 κάτοικοι, μεταξύ


τών οποίων πάνω άπό 30.000 παιδιά. Ή πόλη τού Ζάμοσκ (πού υπήρχε
άπό τό 16ο αιώνα κι έπαιξε σπουδαίο ρόλο στήν ιστορία τού πολωνικού
πολιτισμού) ξαναδαφτίστηκε Πόλη τού Χίμλερ (Η ϊγππίΙογΜηιΙι ).

70
πώς ή εξόντωση περισσότερο άπό 3 εκατομμύρια άνθρώ-
πων γινόταν μπροστά στά μάτια των μή Εβραίων. Τά
τραίνα τού θανάτου διέσχιζαν τόν τόπο, έγκαταλείποντας
πτώματα στη διαδρομή τους. Κάθε «έπιχείρηση» έναντίον
τών Εβραίων περιλάμβανε καί μαζικές, χωρίς κανένα
πρόσχημα, εκτελέσεις έπί τόπου.
Οί Γερμανοί, θέλοντας νά μήν παραφορτώνουν τά τραί­
να, συχνά έξόντωναν έπί τόπου τίς π ιό μικρές έβραϊκές
κοινότητες. Τό κυνηγητό όσων είχαν γλιτώσει (χωρίς νά
άναφέρουμε τίς παρατεταμένες πολιορκίες τών γκέτο καί
τούς έμπρησμούς) έφερνε σ’ άμεση έπαφή, σχεδόν
πρόσωπο μέ πρόσωπο, τό μή έβραϊκό πληθυσμό μέ τίς κα­
θημερινές μαζικές εξοντώσεις. Γι’ αυτό, τά κείμενα πού
έγραφαν άνθρωποι πού οί ίδιοι δέν είχαν κυνηγηθεί, δέ
βασίζονται σέ πληροφορίες, σέ άπλή θεωρητική ενημέρω­
ση, μά στήν παρατήρηση καί τήν προσωπική σχεδόν έμπει-
ρία, άν μπορούμε νά τό πούμε έτσι.
Εξάλλου ήταν τόσο αυθαίρετες οί συλλήψεις, πού οί
Πολωνοί κρατούμενοι, στά στρατόπεδα κυρίως, ζοΰσαν
στοιβαγμένοι δ ένας πάνω στόν άλλο, πράγμα πού δέ συ­
ναντάμε στήν περίπτωση άλλων εθνοτήτων. Ό χ ι μόνο ήταν
περισσότεροι έκεί, μά συχνά ήταν πολύ π ιό παλιοί άπό
τούς άλλους. Έ τσι έξηγείται γιατί μερικές φορές έπαιρναν
σημαντικές θέσεις, πράγμα πού προκαλοΰσε παραπάνω
μνησι κακίες.
Κι άκόμα: ή Πολωνία ήταν μιά χώρα πού όέ γνώρισε
Κονΐσλινγκ. Μ’ άλλα λόγια: κανένα πολιτικό κόμμα δέ συ­
νεργάστηκε επίσημα μέ τόν κατακτητή. Ή δικαιολογημένη
περηφάνια πού ένέπνεε αυτό τό γεγονός είχε όμως καί τήν
κακή της πλευρά. Υπήρχαν δηλαδή στήν Πολωνία - όπως
παντού λίγο πολύ - κινήματα πού συμμερίζονταν ή καί
θαύμαζαν τή χιτλερική ιδεολογία καί τίς «επιτεύξεις» της.
Τήν ίδια όμως στιγμή ή Πολωνία έπεφτε στά χέρια τών
Γερμανών. Έ τσι - παρόλο τό θαυμασμό τους στόν Χί-
τλερ - οί Πολωνοί φασίστες άρχισαν κι εκείνοι νά δρούν
παράνομα καί νά άντιμετωπίζουν διωγμούς. Αυτή ή άρ-

71
κετά άσυνήθιστη συνύπαρξη μέ τούς φασίστες έπηρέασε
σοβαρά τίς παράνομες δραστηριότητες στην Πολωνία. Ό
ίδιος παράγοντας έπέδρασε άκόμα καί μέσα στά στρατό­
πεδα, όπου - μέ δεδομένες τίς συνθήκες καί τίς δυνατότη­
τες - προκάλεσε μερικές φορές άποτρόπαια έγκλήματα. Ό
I. Σιρανκίεβιτς (κρατούμενος στό ’Άουσβιτς καί εκπρόσω­
πος τής πολωνικής δμάδας στήν Επιτροπή γιά τίς άντι-
στασιακές δραστηριότητες στό στρατόπεδο), άφού άνέφερε
μερικά παραδείγματα, ένδειχτικά αυτής τής άναστάτωσης,
συνέχισε: «Οί ένέργειες αυτές έκαναν εντύπωση στούς
κρατούμενους άλλων έθνοτήτων. Ξαφνιάστηκαν γιά τήν
έλλειψη σέ τέτοιο βαθμό άλληλεγγύης μέσα στό λαό μας.
Τούς έξηγήσαμε ότι αυτοί, οί Γερμανοί, οί Αυστριακοί, οί
Γάλλοι, άποτελούσαν μιά δμάδα καθορισμένη πολιτικά:
ήταν άντιφασίστες. Οί συμπατριώτες τους φασίστες δέν
ήταν στό στρατόπεδο, άλλά ζούσαν έλεύθεροι ή συνεργά­
ζονταν στενά μέ τούς φίλους τους τούς χιτλερικούς. Α ντί­
θετα, έμεΐς βρισκόμαστε στό ίδιο στρατόπεδο μέ τούς φα­
σίστες κι ό άγώνας μας (...) πρέπει νά διεξάγεται άκόμα
καί μέσα στά συρματοπλέγματα».

Β. Στη Γιουγκοσλαβία
’Εκτός άπό τίς συνέπειες τής χιτλερικής κατοχής καί τίς
άπώλειες πού είχε ή χώρα έξαιτίας τής ήρωικής μά τρα­
γικά διχασμένης άντίστασης5, γνώρισε καί τά άπανωτά έγ­
κλήματα τής κροατικής κίνησης των Ούστάσι (πού σημαί­
νει: επαναστάτες).
Ή ομάδα αύτή συγκροτήθηκε παράνομα στό εξωτερικό
τό 1929 μέ ήγέτη τόν "Αντε Πάβελιτς (καί υπό τήν προ­
στασία τών Μουσολίνι Τσιάνο) καί τόν ’Απρίλη τού 1941

5. Κυρίως ή άντίθεση μεταξύ τού Αντάρτικου μέ Αρχηγό τόν Ντραγκα


Μιχαήλοβιτς καί τής ένοπλης επαναστατικής κομμουνιστικής Αντίστασης
μέ Αρχηγό τόν Τίτο.

72
ό Γερμανός καταχτητής τήν άνέβασε στήν εξουσία6. Τότε
λοιπόν οί Ούστάσι άνακήρυξαν τό «’Ανεξάρτητο Κράτος»
τής Κροατίας7. Μόλις άνέλαβαν τήν έξουσία, άρχισαν τήν
έξολόθρευση των Σέρβων. Πολλά ντοκουμέντα καί καταγ­
γελίες άποκαλύπτουν τόν κυνικά προμελετημένο χαρα­
κτήρα αυτών των άνήκουστων σφαγών, πού με στόχο τήν
κροατιχοποίηση τής χώρας πρόβλεπαν τή βιολογική εξόν­
τωση τών Σέρβων. Πολύ σύντομα οί διωγμοί δικαιολογή­
θηκαν μέ τό πρόσχημα τού θρησκευτικού πολέμου (οί
Κροάτες ήταν καθολικοί, ένώ οί Σέρβοι ορθόδοξοι). Πολ­
λοί καθολικοί ιερωμένοι καί κυρίως καλόγεροι (κάποτε μέ
τή στολή τών Ούστάσι) πήραν μέρος σ’ αυτή τή ματωμένη
«σταυροφορία».

Πρέπει νά επίσημόν ου με (σάν άποκαλυπτική άπό-


δειξη τής κοινής τους καταγωγής) τόν εκπληκτικό
παραλληλισμό άνάμεσα στίς ταπεινώσεις πού επιβλή­
θηκαν στούς Σέρβους καί τή μεταχείριση πού γνώρι­
σαν οί Εβραίοι. Κοινά σημεία είναι π.χ. 1) Τό υπο­
χρεωτικό μεσαιωνικό σήμα τών γκέτο στό μπράτσο,
πού σ’ αυτή τήν περίπτωση ήταν μιά μπλέ κορδέλα μέ
τό γράμμα «Ρ», τό πρώτο γράμμα τής λέξης Ρι*Βνο8-
lavac μέ τή σημασία τού ορθόδοξος. 2) Μέσα στά δη­
μόσια κτίρια, τά καφενεία, τά μαγαζιά, τά λεωφορεία
καί τά τράμ, ή παρακάτω επιγραφή: «Είσοδος άπαγο-
ρευμένη στούς Σέρβους, τούς Εβραίους, τούς νομάδες
καί τούς σκύλους». 3) ’Απαγόρευση (άκόμα καί στίς
επιτύμβιες πλάκες) τής έθνικής σερβικής γραφής μέ
κυριλλικά γράμματα. 4) ’Απαγόρευση νά περπατούν
πάνω στά πεζοδρόμια. Ή άκόμα (άπόσπασμα άπό τή

6. Στίς 9 Όκτώβρη 1934 τά μέλη της οργάνωσαν στή Μασαλία τή δολο­


φονία τού βασιλιά τής Γιουγκοσλαβίας ’Α λέξανδρου, και τού Γάλλου
υπουργού Λουί Μπαρτού.
7. Τό στέμμα προσφέρθηκε στόν ’Ιταλό δούκα τού Σπολέτο πού πήρε τό
επιβλητικό όνομα τού Τομισλάβ II. άλλά δέν πάτησε ποτέ τό πόδι του
στό «βασίλειό» του.

73
διαταγή πού τοιχοκόλλησε τό κροατικό υπουργείο
Εσωτερικών): «Όλοι οί Σέρβοι καί οί Εβραίοι, κά­
τοικοι τού Ζάγκρεμπ, πρωτεύουσας τής Κροατίας,
πρέπει νά εγκαταλείπουν τήν πόλη μέσα σέ δώδεκα
ώρες. Οί πολίτες πού θά τούς προσφέρουν άσυλο, θά
έκτελεστούν επί τόπου».
Μόνο παράφρονες μπορούσαν νά προβούν σέ τέ­
τοιες φρικαλεότητες: «Τό φόνο ιερωμένων καί άξιω-
ματούχων Σέρβων χωρίς δίκη, τούς τουφεκισμούς καί
τά μαζικά βασανιστήρια άθώων άντρων, γυναικών καί
παιδιών, τήν έξωση άπό τά σπίτια τους όλόκληρων
οικογενειών, με προθεσμία μιας ή δύο ώρών, προκει-
μένου νά τούς εκτοπίσουν σέ άγνωστα μέρη, τή λεηλα­
σία τών σπιτιών καί τή βίαιη μεταστροφή στόν καθο­
λικισμό τών Σέρβων (...)».
Αυτές οί βιαιότητες, μέ θύματα πάνω άπό ένα έκα-
τομμύριο άνθρώπους, έδιναν τήν εικόνα δαντικής κό­
λασης.
’Ανάμεσα στά ντοκουμέντα πού διαθέτουμε, βρί­
σκουμε καί άποσπάσματα πού έχουν παρεμβληθεί
περιστασιακά καί πού μάς επιτρέπουν νά πιστεύουμε
ότι υπήρξαν κείμενα πού γράφτηκαν άπό τά ίδια τά
θύματα. Καθώς είναι άδύνατο νά συγκεντρώσουμε
αυτά τά κείμενα (έναν ικανοποιητικό άριθμό τουλάχι­
στο γιά νά μπορούμε νά κάνουμε βάσιμες παρατηρή­
σεις), περιοριζόμαστε νά έπισημάνουμε μόνο τά γεγο­
νότα πού άναφέρονται.

Γ. Ά π ό τη Ρωσία μέχρι τό Λίντιτσε


καί τό Όραντούρ
Ή Πολωνία καί ή Γιουγκοσλαβία δέν ήταν οί μόνες χώρες
πού γνώρισαν τήν άπεριόριστη αυθαιρεσία. Μέ τόν ίδιο
κυνισμό οί Γερμανοί άντιμετώπισαν πρώτα πρώτα καί σέ

74
μεγάλη κλίμακα τις κατακτημένες περιοχές τής Σοβιετικής
Ένωσης. Ή ταν καθημερινό φαινόμενο ή εξόντωση όλων
υών κατοίκων ενός χωριού, οί άλυσιδωτοί έμπρησμοί, οί
κάθε είδους έκτοπίσεις. Οί Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου
καταρχήν έπρεπε νά έξολοθρευτοϋν8. Έ νας άκόμα «δεί­
κτης» τού ίδιου κακουργήματος ήταν ή σφαγή όλόκληρου
τού πληθυσμού τής τοποθεσίας Λίντιτσε στήν Τσεχοσλο­
βακία.
Ό σον άφορά τις δυτικές χώρες, μέ πρώτη πρώτη τή
Γαλλία, ή διαφορά βρισκόταν μονάχα στό ρυθμό καί τίς
διατυπώσεις πού υιοθετούσαν κατά καιρούς. Αυτό δέ ση­
μαίνει πώς καί στή Γαλλία, όπως καί παντού, οί συλλήψεις
καί οί εκτοπίσεις δέν έπεκτείνονταν. Δέσποζε εξάλλου ή
άρχή τής μαζικής ευθύνης. Σέ ποιό βαθμό ή φαινομενική
αυτή «διευθέτηση» ήταν διαποτισμένη άπό κρυφές «φιλο­
δοξίες» πού θά έδειχναν γρήγορα τίς πραγματικές διαστά­
σεις τους, μάς τό δείχνει τό εξής φαινόμενο: στίς περιπτώ­
σεις πού οί Γερμανοί άφήνονταν ελεύθεροι στίς πρωτο­
βουλίες τους, τά πράγματα εξελίσσονταν άπό τήν άρχή
σύμφωνα μέ τό «τέλειο» πρότυπο πού γνώρισαν οί χώρες
τής Ανατολικής Ευρώπης. Τά παρακάτω δύο παραδεί­
γματα τό δείχνουν μέ συγκλονιστικό τρόπο:

1) Ή έφοδος στό πανεπιστήμιο τού Στρασβούργου


στίς 25 Νοέμβρη τού 1943 είναι άντίγραφο τής εξόδου
πού έγινε στίς 6 Νοέμβρη τού 1939 στό πανεπιστήμιο
τής Κρακοβίας, στήν Πολωνία. Είχε άκριβώς τόν ίδιο
χαρακτήρα τής οργανωμένης κτηνωδίας. Φόνοι, έξευ-
τελισμοί, συλλήψεις, εκτοπίσεις καί - προπαντός-
αύτή ή σαδιστική επίδειξη δύναμης τού πρώτου τυ­
χόντα Γερμανού γαλονά μπροστά στούς καθηγητές. Κι
ή σκηνοθεσία όλης αυτής τής επιχείρησης έχει τό ίδιο

8. Ό λ α αυτά τά έγκλήματα έγιναν Αντικείμενο πολλών παρεμβάσεων στή


μεγάλη δίκη τής Νυρεμβέργης καί πολλών δημοσιεύσεων σέ διάφορες
γλώσσες.

75
προηγούμενο: ή πολεμική εμφάνιση τών στρατιω­
τών - μπότες-κράνη-τουφέκια - ή συνήθεια νά χα­
στουκίζουν τούς επιστήμονες γιά νά τούς εξευτελί­
ζουν, κλπ.
2) Ή σφαγή τής Όραντούρ στίς 10 Ίούνη 1944. Δέ
θά άναφέρουμε λεπτομερώς πώς εξελίχθηκε ή υπόθε­
ση. Χρειάζεται όμως νά έπιστήσουμε τήν προσοχή τού
άναγνώστη στήν άπόλυτη ομοιότητα στό θέμα τής
«στρατηγικής», μιά δμοιότητα όλοφάνερη άκόμη καί
στίς πιό άσήμαντες λεπτομέρειες: α) Ή «έπιχείρηση»
αρχίζει μέ τήν περικύκλωση τής περιοχής· ή φρουρά
άγρυπνάει μήν τό σκάσει κανένας. 6) Πρόκειται νά
εξοντωθεί όλόκληρος ό πληθυσμός, γ) Πρίν τή σφαγή,
καί ειδικά γι’ αύτό τό σκοπό, συγκεντρώνουν μέσα
στήν περί κυκλωμένη περιοχή τόν πληθυσμό πού ζούσε
στά χωράφια καί τά γειτονικά χωριουδάκια. ό) Μα­
ζεύουν όλα τά θύματα, οί περίπολοι άναγκάζουν τούς
κατοίκους νά έγκαταλείψουν τά σπίτια τους, ε) Δέ γί­
νεται καμιά εξαίρεση. «Βλέπεις γέρους νά βιάζουν τό
άργόσυρτο βήμα τους, μωρά νά κοιμούνται στά καρο-
τσάκια τους ή στήν άγκαλιά τής μάνας τους. Βλέπεις
τούς Γερμανούς στρατιώτες νά βοηθούν πρόθυμα τίς
μητέρες νά φέρουν τά παιδιά τους στόν τόπο τής σύ­
ναξης.» Τά παιδιά, πού θά γνωρίσουν άπό πρώτο χέρι
τίς χειρότερες φρικαλεότητες, καλούνται νά παρου­
σιαστούν μέ τούς δασκάλους τους, καθηγητές καί παι­
δαγωγούς, στή σειρά, κατά σχολείο καί κατά τάξη·
πολλά πιτσιρίκια φαίνεται νά περιμένουν πώς θά
παρακολουθήσουν κάποιο διασκεδαστικό θέαμα, στ)
Όλοι σκοτώθηκαν, χωρίς εξαίρεση, κι έκεϊνοι πού
υπάκουσαν στό γερμανικό προσκλητήριο κι οί άλλοι
πού κρύφτηκαν· μόλις τούς ξετρύπωσαν, τούς σκότω­
σαν επί τόπου μέσα στίς πρόχειρες κρυψώνες τους, ζ)
Ή εξόντωση γίνεται κατά σειρές: πυροβολούν ή καίνε
τά θύματα ζωντανά· οί Γερμανοί στοιβάζουν τόν ένα
πάνω στόν άλλο τούς καταδικασμένους (νεκρούς.

76
τραυματίες και ζωντανούς), φέρνουν άχερα καί άλλες
εύφλεκτες ύλες, καί μετά βάζουν άπ’ όλες τις μεριές
φωτιά στά κτίρια πού γέμισαν μέ τά θύματά τους, η)
Διαλέγουν γιά τό όλοκαύτωμα την έκκλησία τού χω­
ριού. θ) Καίνε πολλά σπίτια μόνο καί μόνο άπό ευχα­
ρίστηση. ι) 'Όσοι παρακολουθούν άπέξω «άκούν τούς
Γερμανούς νά άνταλλάζουν άστεία, νά χαριεντίζονται
μάλιστα μέ τίς γυναίκες, εύθυμοι, όπως συμβαίνει μετά
άπό γλέντι». ια) Μόλις τελειώνει ή «έπιχείρηση», οί
Γερμανοί στρατιώτες τό ρίχνουν στό πιοτό κι άφήνουν
πίσω τους «πολλές εκατοντάδες μπουκάλια παλιό
κρασί καί σαμπάνια πού άδειασαν πρίν άπό λίγο».(...)
"Ολα αυτά λοιπόν άποτελούν ένα πιστό αντίγραφο
των πρότυπων «έπιχειρήσεων» πού είχαν γίνει στά
γκέτο τής Πολωνίας. Διαφέρουν στίς λεπτομέρειες, μά
αύτό είναι δευτερεύον: καίνε την έκκλησία, όπως
άκριβώς έκαναν μέ τίς συναγωγές μέσα στά γκέτο. 'Η
σαμπάνια καί τό παλιό κρασί άντικαθιστούν τήν πο­
λωνική βότκα. Αύτό είναι όλο κι όλο.

Δ. Ά π ό τη μεριά των Γερμανών


Ή ταν τέτοια ή συμπεριφορά των Γερμανών μέσα στίς
κατακτημένες χώρες πού κατά γενικό κανόνα τά θύματά
τους έβλεπαν στό πρόσωπο τού κατακτητή ένα μισητό δυ­
νάστη. Έ τσι έξηγείται, γιατί στά γραφτά τών μελλοθάνα­
των οί Γερμανοί ταυτίζονται σχεδόν πάντοτε μέ δήμιους,
άσχετα άν μερικές φορές γίνεται μνεία - καί μάλιστα τό
υπογραμμίζουν τιμητικά - έκείνων πού άποτελούν εξαί­
ρεση σ’ αύτό τόν κανόνα.
Μέ τήν άφορμή αυτή άξίζει νά υπενθυμίσουμε πώς κατά
τήν περίοδο 1933-1945, πάνω άπό 3 εκατομμύρια Γερμα­
νοί κλείστηκαν στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως καί τίς
φυλακές, γιά πολιτικούς λόγους. 500.000 άπ’ αυτούς έχα­

77
σαν τή ζωή τους εκεί. Τά νούμερα αυτά δέν άποδίδουν τόν
άκριβή άριθμό των πραγματικών άντιπάλων τού καθεστώ­
τος, γιατί οί περισσότερες συλλήψεις είχαν τιροληπτικό
χαρακτήρα. Ά π ό τά 3 εκατομμύρια υπολογίζουμε ότι οί
800.000 θά ήταν πραγματικά άντιφασίστες.
Στή μεταπολεμική Γερμανία κυκλοφόρησαν βιβλία
διαποτισμένα άπό ένα πνεύμα μεταμέλειας. Ή σύνο­
δος τής Διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας συνέρχεται στό
Βερολίνο τόν ’Απρίλη τού 1950 καί ψηφίζει: «'Ομο­
λογούμε ότι άπό λάθος μας καί μέ τή σιωπή μας γί­
ναμε συνένοχοι μπροστά στόν πολυεύσπλαχνό Θεό γιά
τά εγκλήματα πού έγιναν σέ βάρος τών Εβραίων, άπό
άνθρώπους πού άνήκουν στό λαό μας».

Ή άλλη Γερμανία

Είναι άλήθεια ότι χρησιμοποιείται αυτή ή έκφραση


γιά τή δράση ενάντια στό ναζιστικό καθεστώς ή γιά
όποιαδήποτε εκδήλωση πού ξεφεύγει άπό τά πλαίσια
πού χαράζει ή χιτλερική ιδεολογία, αν καί οί δύο αυ­
τές περιπτώσεις δέν είναι άναγκαστικά αυτό τό ίδιο
πράγμα. ’Απ’ τή μιά μεριά, υπήρχαν άνθρωποι πού,
αν καί συμμερίζονταν τις έπίσημες άντιλήψεις, δέ δί­
σταζαν όμως νά συνωμοτούν εναντίον τής κυβέρνησης,
είτε γιά προσωπικούς λόγους είτε γιατί, έπειδή πρό-
βλεπαν τήν ήττα τού καθεστώτος, ήθελαν νά «σώσουν
τουλάχιστον ό,τι μπορούσε νά σωθεί». ’Απ’ τήν άλλη
μεριά, υπήρχαν άνθρωποι πού, άν καί άφοσιωμένοι
στόν Φνρερ καί τήν «άποστολή» του, άπό ένστικτο
άντιδρούσαν μπροστά στά καθημερινά έγκλήματα.
"Οσο γιά τήν έκφραση ή άλλη Γερμανία, ξεκινά άπό τό
μεσοπόλεμο καί πιό συγκεκριμένα άναφέρεται στήν
είρηνιστική κίνηση πού δρούσε τότε στή Δημοκρατία
τής Βαίμάρης κι είχε σάν έκφρασή της τό διάσημο

78
Κάρλ Φόν Όσίτσκν. (Θαρραλέος άγωνιστής, ιδρυτής
τής \Veltbuhne. Πιάστηκε τή μέρα πού έγινε δ έμπρη-
σμός τού Ράιχσταγκ. Πήρε βραβείο Νόμπελ ειρήνης τό
1935. Κλείστηκε στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τού
Πάπενμπουργκ-Έστερβέγκεν, όπου κατάφερνε νά άν-
τισταθεί στις άπειλές καί τίς κολακείες κυρίως τού
Γκαίριγκ. Πέθανε στίς 3 τού Μάη 1938, μέσα στή φυ­
λακή τής Γκεστάπο, στό Βερολίνο).

Οί εκκλησίες

’Από τή στιγμή πού έμφανίστηκε δ ναζισμός στήν πο­


λιτική σκηνή, ξέσπασε άγριος πόλεμος ενάντια στή
χριστιανική Εκκλησία καί τόν Κλήρο. Μόλις άνέβηκε
στήν έξουσία δ Χίτλερ, άρχισε νά προβαίνει σέ συλ­
λήψεις κληρικών, νά διαλύει τίς χριστιανικές οργανώ­
σεις νεότητας καί νά έπιβάλλει μιά άντιχριστιανική
εκπαίδευση. ’Ανακοινώνει στούς άξιωματικούς του ότι
δ τυπικός συμβιβασμός μέ τήν εκκλησία «δέ θά μέ
έμποδίσει καθόλου νά ξεριζώσω τό Χριστιανισμό άπό
τή Γερμανία(...). Είτε πρόκειται γιά τήν Παλαιό ή τήν
Καινή Διαθήκη, είτε γιά τούς λόγους τού Κυρίου,
όπως ήθελε δ Χιούστον Στίουαρτ Τσάμπερλαιν, όλα
αυτά δέν είναι παρά μιά ιουδαϊκή άπάτη. Γερμανική
Εκκλησία; Γερμανικός Χριστιανισμός; Τί παραλογι-
σμός! Ή είναι κανείς χριστιανός ή Γερμανός· δέ μπο­
ρεί νά είναι καί τά δυό μαζί(...). Θά ήταν τρέλα άπό
μέρους μας νά θέλουμε νά κάνουμε τό Χριστό νΑριο».
Σχετικά μέ τόν κλήρο: - «Οί κληρικοί πρέπει νά σκά­
ψουν τόν τάφο τους. Θά ξεπουλήσουν μέ τή θέλησή
τους τό Θεούλη τους! Θά δεχτούν τά πάντα γιά νά
διατηρήσουν τή θέση τους καί τήν άθλια ζωή τους».
Οί μυστικές όδηγίες πού έπαιρναν οί έπικεφαλής
τών στρατοπέδων γιά τή χιτλερική νεολαία (στήν Αύ-

79
στρία τό 1938), περιλάμβαναν τέτοιες διακηρύξεις:(...)
4: Ή Καινή Διαθήκη είναι μιά ιουδαϊκή έφεύρεση(...).
20: Ό χριστιανισμός είναι διάδοχος τού ιουδαϊσμού
καί δημιουργήθηκε άπό τούς Εβραίους (...). 26: Ό
Χριστός είναι Εβραίος.
Μέσα άπό αυτή τή δοκιμασία, οί οργανώσεις πού
χτυπήθηκαν τόσο βάναυσα δέν άντέδρασαν άνάλογα
μέ τή δύναμή τους καί δέν άνταποκρίθηκαν καθόλου
στή σοβαρότητα τής στιγμής. Μετά τήν κατάργηση των
πολιτικών κομμάτων, μονάχα ή Εκκλησία μπορούσε
άκόμα νά έκφράσει δημόσια τή στάση της.
Ή Καθολική ’Εκκλησία τής Γερμανίας, μετά τή
συμφωνία πού κλείστηκε στίς 8 τού Ίούνη τού 1933
άνάμεσα στό Βατικανό καί τήν κυβέρνηση τού Χίτλερ,
έχασε τόν προσανατολισμό της. «Ήταν, όπως γράφει
ό Κάρλ Γιάσπερς, ή πρώτη έπιβεβαίωση τού Χιτλερι­
κού καθεστώτος, πού περιβλήθηκε έτσι μέ μεγάλη αί­
γλη (gewaltigen Prestige-gewinn für Hitler). Στήν άρχή
αυτό φάνηκε άπίστευτο. ’Αλλά ήταν γεγονός». ’Άλλοι
θεωρούσαν αυτή τή συμφωνία σάν τό Μόναχο τού
ρωμαιοκαθολικισμού. Δέν είχαν καλά καλά περάσει
δυό βδομάδες άπό τήν υπογραφή τής συμφωνίας καί
άρχισαν στή Γερμανία οί πρώτες συλλήψεις κληρικών
(20-28 Ίούνη 1933).
Τέσσερα χρόνια άργότερα, στίς 14 τού Μάρτη τού
1937, ό πάπας Πίος ΙΑ' δημοσίευε τήν περίφημη έγ-
κύκλιό του ένάντια στό ρατσισμό («μέ έντονη άνησυ-
χία»...). Φαίνεται ότι γι’ αυτή τήν έγκύκλιο έργάστη-
καν οί επικεφαλής τής καθολικής κίνησης στή Γερμα­
νία καί κυρίως ό δρ Γιόζεφ Βίρθ (ήγέτης τού κεν­
τρώου Καθολικού κόμματος, παλιός υπουργός καί
καγκελάριος τού Ράιχ).
Ή Καθολική Εκκλησία είχε στούς κόλπους της
εξαιρετικούς άγωνιστές, άκόμα καί μέσα στήν ίδια τή
Γερμανία, όπως ό καρδινάλιος Μίκαελ φόν Φαουλ-
χάμπερ («ό Λέων τού Μονάχου»), ό έπίσκοπος καί

80
μετά καρδινάλιος Κλήμης- Αύγουστος, κόμης του Γκά-
λεν (αρχηγός τής άντιπολίτευσης στην άνατολική Γερ­
μανία), ό καρδινάλιος Κύνραντ. κόμης τού Πρέσινγκ,
επίσκοπος του Βερολίνου. Ό τελευταίος σ' επιστολή
του, στίς 13 του Δεκέμβρη 1942, γράφει: «Πρέπει νά
καταλάβουμε ότι ή στέρηση αυτών τών δικαιωμάτων,
ή βάναυση αντιμετώπιση τών αδελφών μας άποτελεί
αδίκημα, όχι μόνο απέναντι στους ξένους μά καί άπέ-
ναντι στόν ίδιο τό λαό μας». Δίνουμε καί ένα άπό-
σπασμα άπό τήν ποιμαντορική επιστολή τών επισκό­
πων (1943): «Τό νά σκοτώνεις άνθρώπους είναι αυτή
καθαυτή κακή πράξη, άκόμα κι όταν γίνεται μέ τό
πρόσχημα ότι.αυτό εξυπηρετεί τό καλό τής κοινωνίας
καί πολύ περισσότερο όταν σκοτώνεις άθώους κι άκα-
κους άνθρώπους άλλης φυλής κι άλλης εθνικότητας».
’Ανάμεσα στους κληρικούς πού άντιτάχθηκαν απο­
φασιστικά στό ναζισμό, ήταν κι ό αβάς τού Βερολίνου
Μπέρναρντ Αίχτενμπεργκ, άνθρωπος προικισμένος μέ
προσωπικότητα καί υψηλό ήθικό άνάστημα. Πιάστηκε
στίς 23 Όκτώβρη 1941 καί καταδικάστηκε σέ φυλάκι­
ση. Όταν συμπλήρωσε τήν ποινή του, κι ενώ προορι­
ζόταν γιά ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ζήτησε νά
μεταφερθεϊ στό εβραϊκό γκέτο τού Αότζ. Ή Γκεστάπο
άποφάσισε νά τόν στείλει στό Νταχάου. Ό Αίχτεν­
μπεργκ, βαριά άρρωστος, πέθανε στό ταξίδι, στίς 3
τού Νοέμβρη 1943.
Ή Προτεσταντική Εκκλησία, παρά τήν αριθμητική
της υπεροχή, μετά τήν άνοδο τού Χίτλερ συνάντησε
δυσκολίες πού πήγαζαν απ' τήν ίδια της τή δομή. Δέν
είχε κεντρικό φορέα, άλλά ήταν διαιρεμένη σέ 29 θρη­
σκευτικές κοινότητες ή τοπικές εκκλησίες (Lands-
Kirchen), άλλες λουθηρανικές κι άλλες καλβινιστικές.
Δέ φτάνει πού δέν είχε στηρίγματα στό εξωτερικό
(σάν τήν Καθολική Εκκλησία), άλλά έπρεπε καί νά
χτυπήσει τή λουθηρανική παράδοση πού ρύθμιζε τις
σχέσεις «εκκλησίας καί θρόνου» καί έξαρτούσε τήν

Γοηητα Τ(ί)\· m /./.αθάνατων άηό τη vu'Cuni χη χητοχη S1


Εκκλησία άπό τό Κράτος. Πολλοί διαμαρτυρόμενοι
εξάλλου έξαπατήθηκαν άπό τό σύνθημα «θετικός χρι­
στιανισμός» πού διακήρυσσε τό σημείο 24 τού Χιτλε­
ρικού προγράμματος. Ή σύγχιση όδήγησε σε μιά
στάση επαίσχυντα συμβιβαστική κι άμήχανη στό θέμα
τής «παραγράφου γιά τούς άριους» σε βάρος τού προ-
τεσταντικού κλήρου.
’Από τό 1932 οί φιλοχιτλερικοί προτεστάντες οργα­
νώθηκαν στήν «Κίνηση των πιστών Γερμανών Χρι­
στιανών», πού ’θελε νά ιδρύσει μιά «Κρατική γερμα­
νική έκκλησία γιά τούς άριας φυλής χριστιανούς».
Μετά τή νίκη των φιλοχιτλερικών κληρικών στή γερ­
μανική Ευαγγελική ’Εκκλησία, οί 2000 άντιφρονούν-
τες ίδρυσαν τήν οργάνωση «Pharer Not-Bund», πού
άργότερα μετονομάστηκε σε «Bekennende Kirche». 'Η
Γκεστάπο συνέλαβε τά περισσότερα μέλη της στίς 10
Ίούνη 1937. Στίς 10 τού ’Ιούλη πιάστηκε καί ό πά­
στορας Νιμέλερ, ένας άπό τούς ιδρυτές τής οργάνω­
σης. Ό Βαλερί Βολφστάιν σημειώνει (στό βιβλίο του
«The shadow of a Stat») πώς τήν ώρα τής λειτουργίας,
στίς 30 Γενάρη 1943, δέκατη έπέτειο τής άνόδου τού
Χίτλερ, τή στιγμή πού κανονικά θά γινόταν ή προ­
σευχή γιά τόν Χίτλερ, ό πάστορας Ντόυστετ (διάδοχος
τού Νιμέλερ) άναφώνησε: «Θεέ μου, κάνε αυτό πού
γιά μάς τούς άνθρώπονς είναι κάτι άόύνατο. Κάνε ένα
θαύμα. Κάνε νά άλλάξει ή καρδιά τον Φνρερ μας!»...
Μετά, διάβασε τά ονόματα των κληρικών πού βρί­
σκονταν κλεισμένοι στίς φυλακές καί τά στρατόπεδα
συγκεντρώσεως.
Οί διακηρύξεις καί οί εκκλήσεις άλλοτε υπερβολικά
μετριοπαθείς κι άλλοτε τολμηρά άπροκάλυπτες, προ-
κάλεσαν σ’ όρισμένες περιπτώσεις άντιδράσεις κι άπό
τίς δυό μεριές: κι άπό τή μεριά τής έξουσίας κι άπό τή
μεριά τού έξαγριωμένου πλήθους. Έτσι, μετά τά πογ-
κρόμ τού Νοέμβρη 1938 (Kristalnacht), ό πάστορας
Φόν Γιάν στήν έπαρχία τής Βυρτεμβέργης λέει άπό τό

82
βήμα: «Κάναμε μεγάλο κακό καί δημόσια καί κρυφά
(...). ’Αφανίσαμε καί καταστρέφαμε άνθρώπινες ζωές
καί άγαθά. Θεέ μου, συχώρεσέ μας καί δείξε επιείκεια
την ώρα τής τιμωρίας!» ’Αμέσως μετά τήν όμιλία τό
πλήθος λεηλάτησε τό σπίτι του πάστορα, κακοποίησε
βάναυσα τόν ίδιο καί τελικά τόν έριξαν στή φυλακή.
’Ανάλογα επεισόδια διαδραματίστηκαν καί σ’ άλλες
πόλεις.
Ό Θεόφιλος Βούρμ, επίσκοπος τής Βυρτεμβέργης,
έγραφε τήν άνοιξη του 1943, άπευθυνόμενος στήν κυ­
βέρνηση του Ράιχ: «Πρέπει νά πάψει ή δολοφονία άν-
θρώπων πού άνήκουν σ’ άλλους λαούς καί σ’ άλλες
φυλές (...). Μαθαίνουμε άπό στρατιωτικούς πού έρ­
χονται μέ άδεια ότι οί εκκαθαρίσεις γίνονται όλο καί
σέ μεγαλύτερη κλίμακα (...). Τέτοιες υπερβολές είναι
άντίθετες μέ τή θέληση τού Κυρίου (...). Καί ό λαός
μας θά πέσει στό μέλλον θύμα μιας φοβερής εκδίκη­
σης». ’Ανανέωσε τή διαμαρτυρία του τό Δεκέμβρη τού
1943.
'Ορισμένοι κληρικοί άνέλαβαν τήν παροχή βοήθειας
στούς καταδιωκόμενους. Οί διακηρύξεις μερικών ηγε­
τών τής Προτεσταντικής ’Εκκλησίας μαρτυρούν τό
ηθικό τους σθένος. "Οπως ή άπάντηση τού πάστορα
Ντίτριχ Μπονχέφερ, άπό τόν όποιο ζήτησαν νά κάνει
μιά προσευχή: - «νΑν θέλετε άληθινά νά ξέρετε, είπε,
προσεύχομαι γιά τήν ήττα τής χώρας μου, γιατί νο­
μίζω πώς μόνο έτσι θά μπορέσει νά πληρώσει γιά τίς
συμφορές πού προκάλεσε στόν κόσμο».
"Οσον άφορά τά μέλη όρισμένων θρησκευτικών αι­
ρέσεων (Κονάνεροι, Μάρτυρες τού Ίαχωβά μέ τήν
έπονομασία ’Ερευνητές τής Βίβλου, Βαπτιστές) οί
περισσότεροι δέν έκαναν κανένα συμβιβασμό ούτε καί
μέσα στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως · μέ τή στάση
τους προκαλούσαν τό σεβασμό άκόμα καί τών δήμιών
τους.

83
Οι άγωνιστές τής ’Αντίστασης

Πολλά γράφτηκαν πάνω σ’ αυτό τό θέμα, πού δέν έχει


πάφει νά ξεσηκώνει τις πιό αντιφατικές καί έντονες
πολεμικές, χωρίς νά στεκόμαστε στίς σχέσεις των άγω-
νιστών μέ τά κόμματα τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης,
τίς διακυμάνσεις της καί τήν τελική τους άποτυχία ή
τά άτυχα σχέδια άνατροπής τού χιτλερικού καθεστώ­
τος, σχέδια πού ξεκινούν άπό τήν πρίν τό 1939 περί­
οδο. Ξέρουμε π.χ. ότι ή πολιτική τής υποταγής τών
δυτικών δυνάμεων στόν Χίτλερ καί ή περιφανής νίκη
τού τελευταίου στό Μόναχο (1938), εξουδετέρωσαν τίς
προετοιμασίες γιά εξέγερση υπό τήν ήγεσία τού στρα­
τηγού Λούντβιχ Μπέκ, άρχηγού τού γερμανικού επιτε­
λείου καί τού δόκτορα Κάρλ Φρίντριχ Γκέρντελερ. Ό
τελευταίος ύποκίνησε καί κατεύθυνε πολλές δραστη­
ριότητες τής ’Αντίστασης, ως τή στιγμή (1944) πού
καταδικάστηκε σέ θάνατο.
’Εκτός άπό τά προϋπάρχοντα κόμματα (σοσιαλιστι­
κό, κομμουνιστικό κλπ.), πού ανάλογα μέ τίς περιστά­
σεις προσπαθούσαν νά άνασυγκροτηθούν καί νά κά­
νουν αντίσταση στήν παρανομία, κάτω άπό τόν «όδο-
στρωτήρα» τών γεγονότων, γεννήθηκαν πολλές οργα­
νώσεις. Ή ομάδα «Κραίσάου» π.χ. περιλάμβανε άν-
θρώπους άπό όλα τά κοινωνικά στρώματα: στρατιωτι­
κούς καί αριστοκράτες, εργάτες καί έπιστήμονες, μέλη
τού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, τών χριστιανικών
οργανώσεων (καθολικοί καί προτεστάντες) κλπ. Δια­
τηρούσε καί επαφές μέ άλλες όμάδες. κυρίως μέ τήν
ομάδα τού «7>Μφ». Στό Μόναχο «Τό λευκό ρόδο»
συγκέντρωνε φοιτητές καί καθηγητές.
Οί Γερμανοί ιστορικοί σημειώνουν ταυτόχρονα τήν
ήθική εξέγερση εναντίον τής άδικίας καί τής βαρβαρό­
τητας τού καθεστώτος καί θεωρούν ότι αυτό ήταν τό

Ν4
κυριότερο κίνητρο που ενέπνευσε τις στρατιωτικές
συνωμοσίες μέχρι καί τούς πρωτεργάτες τής 20ής
’Ιούλη 1944.
Θά αναφέρουμε άκόμα μερικά ονόματα καί γεγο­
νότα πού έχουν σχέση μέ τήν αφύπνιση τής συνείδησης
καί τις άνοργάνωτες προσωπικές πρωτοβουλίες. Συ­
χνά, μέσα στίς καταδικαστικές άποφάσεις πού επέβα­
λαν τά ναζιστικά δικαστήρια, άνακαλύπτουμε στοιχεία
σχετικά μέ τή δράση τών μελλοθάνατων: Ο Χέλμουτ
Χούμπνερ, μέλος τών χιτλερικιον νεολαιών, καταδικά­
στηκε γιατί έγραφε καί μοίρασε προκηρύξεις πού, εκ­
τός άπ' τίς ανακοινώσεις τών άγγλικών ραδιοσταθμών,
περιείχαν «βρισιές καί συκοφαντίες εναντίον τού Φύ-
ρερ καί τών συνεργατών του (...) καί τήν προτροπή νά
τεθεί τέρμα στον πόλεμο μέ τήν άνατροπή τού Φύρερ».
Ό ένοχος ήταν μόνο δεκαεφτά χρονών. Οί δικαστές
του, άφού άναφέρθηκαν στούς βαθμούς του στό σχο­
λείο καί στό ύφηλό επίπεδο τών γραφτών του, υπο­
χρεώθηκαν νά διαπιστώσουν τήν εξαιρετική ευφυΐα
τού νέου καί κατέληξαν: «Έπρεπε, λοιπόν, νά τιμω­
ρηθεί σάν ενήλικος». Ή εκτέλεση έγινε στίς 27 Ό κτώ-
βρη τού 1942.
Ό Γιόναθαν Στάρκ, δεκαοχτώ χρονών, επειδή άρ-
νήθηκε νά δώσει όρκο στό όνομα τού Χίτλερ. στά
«Τάγματα Εργασίας» (Arbeitsdienst), οδηγήθηκε από
τή Γκεστάπο στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τού Ζα-
ξενχάουζεν καί άπαγχονίστηκε στά τέλη τού Όκτώβρη
1944.

Ή στρατιωτική ηγεσία

Στους κόλπους τής Βέρμαχτ εκδηλώθηκαν συμπτώ­


ματα δυσαρέσκειας καί - κάποτε - απέχθειας κυρίως
γιά τ’ άναρίθμητα εγκλήματα πού γίνονταν εναντίον
τού πληθυσμού των πόλεων καί τίς ώμότητες πού όέν
είχαν καμιά σχέση μέ τόν έπιδιωκόμενο στρατηγικό
σκοπό. Μά καί σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει τερά­
στια άπόσταση άνάμεσα στά λόγια καί τήν πράξη.
Αναφέρουμε τουλάχιστον αυτούς πού είχαν τό
θάρρος νά κωλυσιεργούν, όπως ό στρατηγός φόν Χόλ-
τιτς, διοικητής τής περιοχής Παρισιού, όταν έγινε ή
εξέγερση στή γαλλική πρωτεύουσα. Ή καριέρα του
καί ή νοοτροπία του δέν έπιτρέπουν νά τόν κατατά­
ξουμε άνάμεσα στους άγωνιστές τής Αντίστασης. Εί­
ναι πάντως γεγονός ότι ενώ είχε πάρει διαταγή άπό
τόν Χίτλερ νά καταστρέφει τό Παρίσι καί διέθετε όλα
τά μέσα, δέν τό έκανε.

Τί διασώθηκε

Καί μόνο τό γεγονός ότι μπορέσαμε νά άναφέρουμε


ονομαστικά όρισμένους τόπους καί πρωταγωνιστές τής
γερμανικής ’Αντίστασης, άποδείχνει τήν άδυναμία αύ-
τής τής αντίστασης καί μαζί τήν άκτινοβολία της (ένώ,
μιλώντας γιά άλλους λαούς, περιοριζόμαστε, άναγκα-
στικά, σέ γενικότητες).
Είναι ιδιαίτερα άξιέπαινοι οί άντρες καί οί γυναί­
κες πού μέσα σέ μιά άθεράπευτη σιωπή διατήρησαν
τήν πνευματική τους διαύγεια (ένώ θριάμβευε ή όμα-
δική ψύχωση), έμειναν τίμιοι (μέσα στό κλίμα τής έγ-
κληματικής άποθέωσης, τού έθνικού δαλτωνισμού καί
τής άναντρης συνενοχής πού δικαίωνε καί πραγματο­
ποιούσε τά έγκλήματα) καί είχαν τέλος τό θάρρος νά
υπακούσουν στή φωνή τής συνείδησής τους. Ή στάση
τους καί οί πράξεις τους κράτησαν ψηλά τίς άνθρώπι-
νες άξιες, τήν ώρα πού καταποντιζόταν ή άνθρώπινη
άξιοπρέπεια.

86
8

Ό κόσμος τών στρατοπέδων

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Ένώ ό φυλακισμένος δέ μπορούσε νά έχει παρά άραιές
καί περιορισμένες έπαφές, άντίθετα δ έγκλειστος σέ στρα­
τόπεδο, ζοϋσε μέσα σ’ ένα τεράστιο συγκρότημα, μέσα σέ
μιά ζωντανή κοινωνία. Γι’ αυτό πρέπει νά μελετήσουμε
ξεχωριστά τή ζωή τού στρατοπέδου.
Ό κόσμος τών στρατοπέδων είναι γενικά γνωστός, άλλά
δέ συμβαίνει τό ίδιο καί μέ τά άμέτρητα παραρτήματα
αυτών τών στρατοπέδων. Οί χιτλερικές αρχές τούς έδωσαν
επίσημες ονομασίες πού δέ δείχνουν τόν τρόπο ζωής αυ­
τών τών στρατοπέδων. Καί όχι μόνο αυτό, άλλά καί
εξαπατούν ακόμα καί έπαγγελματίες έρευνητές.
Θά νόμιζε π.χ. κανείς ότι ένα στρατόπεδο καταναγκα-
στικών έργων ήταν αυτό πού υποδηλώνει ή ονομασία του.
Στήν πραγματικότητα πίσω άπό τήν ονομασία αυτή κρύ­
βονταν - στίς περισσότερες περιπτώσεις - τόποι άγριων
καί αυθαίρετων έκτελέσεων χειρότεροι κι άπό τά στρατό­
πεδα σνγκεντρώσεως. Έ κεΐ τουλάχιστον υπήρχαν δρισμέ-
νοι κανόνες, πού ήταν βέβαια πολύ ιδιόμορφοι, μά παρόλα
αυτά κανόνες. Έ νώ στά στρατόπεδα καταναγκαστικών έρ­
γων ό δποιοσδήποτε Έ ς-Έ ς όποτε ήθελε, καί χωρίς κανέ-
ναν άπολύτως λόγο, μπορούσε νά σκοτώσει όποιονδήποτε
κρατούμενο. Τό στρατόπεδο τού Λβόφ - τ ό πανεπιστήμιο
τών Έ ς-Έ ς - δέν ήταν παρά στρατόπεδο καταναγκαστι-
κών έργων. Οί περισσότεροι έξάλλου οργανισμοί αυτού

87
τού είδους «εκκαθάρισαν», δηλαδή δολοφόνησαν, στό τέ­
λος επί τόπου όλους τούς κρατούμενους. 'Ορισμένα άπ'
αυτά τά στρατόπεδα τό 1944 ξαναβαφτίστηκαν στρατό­
πεδα σ νγκη’τρώσεως καί έτσι μετριάστηκε κάπως ή βαρ­
βαρότητα πού έπικρατούσε εκεί.
Είναι άπαραίτητες αυτές οί λεπτομέρειες γιά νά φανεί ή
έκταση αυτού τού φαινόμενου, καθώς μάλιστα ή άθλια
«δημοτικότητα» μερικών άπ' αύτές τίς φάμπρικες θανάτου
(Άουσβιτς, Μαϊντάνεκ, Μπούχενβαλτ, Νταχάου, Ράβεν-
σμπρυκ, Όράνιενμπουργκ κλπ.) σκεπάζει τά άλλα πού δέν
υστερούν σέ τίποτα στίς έπιστημονικές μεθόδους καταρρά­
κωσης τού ανθρώπου.
Έτσι, στην Πολωνία, σχεδόν κάθε πόλη είχε στά περί­
χωρα καί ένα στρατόπεδο μέ δεκάδες καί εκατοντάδες χι­
λιάδες νεκρούς. Τό τεράστιο αυτό δίκτυο πρόβλεπε καί
μεταγωγές κρατούμενων από τό ένα στρατόπεδο στό άλλο.
Οί μεταγωγές γίνονταν είτε άπό πόλη σέ πόλη είτε άπό
χώρα σέ χώρα. Μ' αυτό τόν τρόπο πολλοί κρατούμενοι
πέρασαν διαδοχικά άπό πολλά στρατόπεδα. 'Αλλοι απ'
αυτούς ήταν πρώτα σέ φυλακές κι άλλοι σέ γκέτο.
Υπήρχαν άνθρωποι πού κλείστηκαν στό στρατόπεδο γιά
τήν πολιτική τους δράση (συχνά φανταστική!). Υπήρχαν
ποινικοί κρατούμενοι καί τέλος όλοι αύτοί πού δέν κατά-
φεραν μέχρι τέλους νά καταλάβουν γιατί τούς κρατούσαν.
Υπήρχε επιπλέον μιά όλόκληρη γκάμα διακριτικών σημά­
των (τά φορούσαν στό στήθος - θά ήταν είκοσι πάνω κά­
τω!1) πού ύποδήλωναν τά άδικήματα πού είχαν διαπράξει
οί κρατούμενοι (άδικήματα πού δικαιολογούσαν τή σύλ­
ληψή τους).

1. Π.χ. ένα κίτρινο τρίγωνο (γιά τού; Ε βραίους), ένα κοκκινο τρίγωνο
(για του; πολιτικού; κρατούμενου;), μαύρο (γιά τού; «αντικοινωνι­
κού;»). μπλε (γιά τού; «μεταναστεύοντε;»). πράσινο (γιά τού; έγκλημα-
τίε;), ρόζ (γιά τού; ομοφυλόφιλου;), κλπ. Ό συνδυασμό; δυο τριγώνων
σήμαινε: « Εδραίο; πολιτικέ); κρατούμενο;» (κέικκινο καί κίτρινο τρίγω­
νο). «μεταναστεύων Ε δρ α ίο ;» (μπλε καί κίτρινο), κλπ. Έ να ψ ι^ιο πάνω
σ' ένα κόκκινο τρίγωνο έδιιχνε τήν έθνικότητα. κλπ.

ΗΗ
Ό κόσμος του στρατοπέδου σχημάτισε μιά κοινότητα
άρκετά διαφοροποιημένη, με τίς κοινωνικές της τάξεις καί
τη ρευστή ιεραρχία της, τά ήθη της καί τό δικό της κα>δικα
άξιων. Ό λα αυτά άντικαθρεφτίζονται στά κείμενα πού
γράφτηκαν μέσα σ’ αύτή τήν ατμόσφαιρα.

Β. Λογοτεχνικές εκδηλώσεις
στό στρατόπεδο τού Λ β ό φ καί άλλού
Στις συνθήκες τού στρατοπέδου, οί πνευματικές εκδηλώ­
σεις άποτελούν ένα φαινόμενο πού αγνοούν οί καθιερωμέ­
νες απόψεις. Μ' αύτή τήν έννοια, άπαιτούνται συγκεκριμέ­
νες διασαφηνίσεις. νΑς άρχίσουμε άπό τίς δραστηριότητες
αύτού τού είδους πού εμφανίστηκαν στό στρατόπεδο Για-
νόβσκι. Θά δώσουμε παρακάτω συμπληρωματικά στοιχεία,
παραθέτοντας λεπτομέρειες πού άφορούν άλλους χώρους.
Αύτό τό στρατόπεδο (τοποθετημένο στά περίχωρα τής
πύλης Αβόφ) έπαιζε ένα ιδιαίτερο ρόλο, συγκριτικά μέ
όλες τίς άλλες φάμπρικες θανάτου. Ή ταν ένα είδος πανε­
πιστημίων γιά τήν ειδίκευση τών δημίων.
'Αν εξαιρέσουμε τίς φουρνιές τών κρατούμενων πού
περνούσαν προσωρινά άπ’ εδώ γιά νά διοχετευτούν μετά
σέ άλλα στρατόπεδα, συνήθως οί «άριοι» κρατούμενοι δέν
ξεπερνούσαν τούς 10002. Οί υπόλοιποι ήταν Εβραίοι.
Χρησιμοποιούσαν διαφόρους τρόπους εξόντωσης: έθα­
βαν τούς κρατούμενους ζωντανούς ή τούς κρεμούσαν ή
τούς τουφέκιζαν ή τούς έπνιγαν ή τούς έβαζαν στά ψυγεία
ή τούς χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Κάθε τετραγωνικό μέτρο
τού στρατοπέδου ήταν κι ένας τόπος εξόντωσης. ’Απ’ τήν
άλλη, οί μαζικές σφαγές (εκατοντάδες καί χιλιάδες θύμα­
τα) συνήθως γίνονταν στούς γειτονικούς άμμόλοφους. Οί

2. Περίπου 15-20.000. Ό άριθμός του; όμω; μεταβαλλόταν. ’Αντικαθι­


στούσαν συνεχώς τούς δολοφονημένους μέ καινούργιες φουρνιές.

80
λόχοι βάδιζαν πρός τό θάνατο με συνοδεία ορχήστρας,
πού τά περισσότερα μέλη της ήταν βιρτουόζοι πασίγνω­
στοι προπολεμικά. Στην άρχή έθαβαν τά πτώματα σε κοι­
νούς λάκους. Αργότερα, λόγω έλλειψης κρεματορίων, άρ­
χισαν νά τά καίνε σε πυρές. Σώριαζαν ξύλα πάνω σ’ ένα
ύψωμα, δημιουργώντας έτσι ένα είδος εξέδρας, γιά νά
φαίνεται τό θέαμα άπό μακριά. 'Ο καπνός, άνακατεμένος
μέ τη μυρωδιά τών πτωμάτων, άπλωνόταν στην πόλη καί
τά περίχωρα. 'Η πείνα καί οί επιδημίες θέριζαν τούς φυ­
λακισμένους. Οί Έ ς-Έ ς «άποτέλειωναν» τούς άρρωστους,
τούς υποσιτισμένους ή εξαντλημένους.
Τό πρόβλημα τής πείνας κατευνάστηκε κάπως άπό τή
στιγμή πού δημιουργήθηκαν οί όμάδες εργασίας μέσα στήν
πόλη, γιατί (μέ διάφορους τρόπους κι όχι πάντοτε μέ έπι-
τυχία) οί εργάτες περνούσαν κρυφά στό στρατόπεδο τρό­
φιμα. ’Ανάμεσα στά άποσπάσματα πού έβγαιναν έξω (τό
Aussenkommando) ήταν, ως τά μέσα τού Μάη 1943, καί τό
Reinigung, ή όμάδα δηλαδή πού άνήκε στή δημοτική υπη­
ρεσία καθαριότητας:

«Τό Γενάρη τού 1943 ήταν παγωνιά. Τό πρωινό


προσκλητήριο μέ τίς θεαματικές «έποικοδομητικές»
βαρβαρότητές του, ή άναχώρηση τών όμάδων κάτω
άπ’ τήν επίβλεψη τών Γερμανών, ή έργασία στούς
δρόμους, ή συγκέντρωσή τους τό βράδι καί ή επι­
στροφή στό στρατόπεδο, ολ’ αυτά γίνονται στό ύπαι­
θρο. Στό δρόμο μάς μοιράζουν καί τό μεσημεριανό
νεροζούμι, πού λέγεται σούπα. Κάθε μέρα μένουμε δε­
καέξι ώρες (χωρίς διακοπή) έκτεθειμένοι στήν παγω­
νιά. Σέ τέτοιες συνθήκες πέφτει ή μύτη άπ’ τό κρύο.
»Τό έπάγγελμά μας είναι νά σπάμε τόν πάγο καί νά
καθαρίζουμε τούς δρόμους άπ’ τό χιόνι: στή συγκε­
κριμένη περίπτωση, τήν όδό Ζαμαρστινόβσκα. ’Ενώ
δουλεύω, έρχονται στό μυαλό μου σκόρπιοι στίχοι μ'
όλο καί μεγαλύτερη έπιμονή, σά νά άναδύονται άπό
ένστικτο, χωρίς νά τό πάρω χαμπάρι. Μόλις συνειδη­

τό
τοποιώ αυτή την έσωτερική λειτουργία, προσπαθώ,
χωρίς νά διακόπτω τή δουλειά μου, νά συγκρατώ στη
σκέψη μου τίς γραμμές του ποιήματος. Μόλις τε­
λειώνω τήν πρώτη στροφή, άναρωτιέμαι πώς θά
καταφέρω νά τή σημειώσω κάπου. Καθώς όδηγώ τό
καροτσάκι γεμάτο πάγο πρός τό κανάλι, βρίσκω μέσα
σ’ ένα σωρό σκουπίδια ένα κομμάτι βρώμικο χαρτί.
Έ νας σύντροφος μου δανείζει μιά μύτη μολυβιού.
Βρίσκω ευκαιρία κάποια στιγμή νά σημειώσω, χρησι­
μοποιώντας τό καροτσάκι γιά τραπέζι - μέ χέρι άλύ-
γιστο άπ’ τό κρύο - τό κείμενο. Τό χαρτί καί τό μο­
λύβι εξαφανίζονται μέσα στήν τσέπη μου. Μέσα στο
μυαλό μου άρχίζει ή σύνθεση τού έπόμενου τετράστι-
χου.
»Έτσι γεννιόντουσαν τά κείμενα. Οί δημιουργοί
τους τά κοίταζαν μυστικά ή τά μοιράζονταν μέ τούς
πιο έμπιστους συγκρατούμενούς τους κι όταν πέθαι-
ναν τά έπαιρναν μαζί τους3».
Τό βράδι, όταν έφτανε ή ώρα νά επιστρέφουν στό
στρατόπεδο, έπρεπε νά συγκεντρωθούν τά μέλη τής
ομάδας πού είχαν διασκορπιστεί στή διάρκεια τής μέ­
ρας. Έ πρεπε νά συγκεντρωθούν σ’ ένα έρημο μέρος
(σύμφωνα μέ τίς οδηγίες, γιά νά άποφευχθεΐ ή επαφή
τών κρατούμενων μέ τούς κατοίκους τής πόλης). Στή
δική μας περίπτωση, ήταν ένα άπόμερο σημείο στήν
όδό Σλονέτσνα, σ’ ένα προάστιο: δυό σειρές σπίτια
καί δυό μεγάλες αυλές. Στό βάθος τής δεύτερης αυλής
άπλώνονταν έκείνη τήν εποχή τά έρείπια τού θεάτρου
«Κολοσσαϊον», πού έκαψαν οί Γερμανοί όταν μπήκαν
στήν πόλη. Τά σπίτια όπου άλλοτε κατοικούσαν
Εβραίοι, ήταν τότε λεηλατημένα καί έρημα τά περισ­

3. Πιστός στή μεθοδολογία πού άκολούθησα γιά τή μελέτη αύτή, χρησι­


μοποιώ άποσπάσματα κειμένων πού έχουν τό χαρακτήρα μαρτυρίας,
άκόμα κι όταν άφορούν προσωπικές μου έμπειρίες. Στήν περίπτωση αύτή
πρόκειται γιά τό βιβλίο μου «Λογοτεχνία τών στρατόπεδων». πού στηρί­
ζεται σέ προσωπικές μου άναμνήσεις.

91
σότερα. Καταρχήν οί κρατούμενοι (όπως άρμοζει σέ
νπανθρώπονς) έπρεπε νά μένουν στό ύπαιθρο. Στην
πράξη όμως τούς έβαζαν μέσα σέ δυό μεγάλα δωμά­
τια. άπομονωμένα κάπως άπό τ’ άλλα κτίσματα, πού
χωρίζονταν άπό τό δρόμο μέ τις δυό αυλές. Τά τζάμια
ήταν σπασμένα, τά παραθυρόφυλλα σέ άθλια κατά­
σταση, τύ κρύο θύμιζε Σιβηρία. Παρόλα αύτά ή συν­
είδηση τής έλενθερίας, γιά μιά τουλάχιστον ώρα, μέσα
σέ τέσσερις τοίχους, δέν ήταν μικρό πράγμα. Στην
αρχή ή ομάδα είχε 200 άντρες. "Οταν οί 100 έμπαιναν
στό χώρο, ή άτμόσφαιρα ζεσταινόταν κάπως. Εκεί
άκριβώς λοιπόν γίνονταν οί φιλολογικές βραδιές πού
διοργανώνονταν κανονικά δυό φορές τή βδομάδα.
Α ντί γιά εξέδρα υπήρχε μιά μισοκαταστραμμένη σόμ­
πα. Τά παράθυρα σκεπάζονταν μέ κομμάτια ύφασμα,
τό δωμάτιο φωτιζόταν άπό μιά μικρή λάμπα πετρε­
λαίου μέ ραγισμένο γυαλί. Δέν ήταν μόνο ένας πληγω­
μένος άνάμεσα στούς άκροατές, δέν ήταν μόνο ένας
φοβερά εξαντλημένος. Υπήρχαν άρρωστοι άπό τυ­
φοειδή πυρετό μέ 40" θερμοκρασία.
Τό πρόγραμμα περιλάμβανε πάντοτε μιά όμιλία γιά
τήν άλληλεγγύη, λυρικά ποιήματα καί ένα σατιρικό
μέρος4. Μ' αυτή τήν ευκαιρία γινόταν καί έρανος γιά
τούς άρρωστους καί υποσιτισμένους συντρόφους.
Τήν έπόμενη περίοδο5 γίνονταν κι άλλες συγκεν­
τρώσεις στά εργαστήρια τού στρατοπέδου, στό τμήμα
πού λέγεται Ο.Α.νν.6 Τό άκροατήριο ήταν πιό περι­

4. Έ κτο; άπό τό συγγραφέα αυτού τού κειμένου συμμετείχαν: ό Μπ.


Γκίντσμπουργκ (δημοσιογράφος πρίν άπό τύν πόλεμο. Δολοφονήθηκε τό
Μάη τού 1943), ό Μ. Μπορενστάιν (δημοσιογράφος, πού δολοφονήθηκε
τό Μάη τού 1943). ό Λ. Μπιρνμπάουμ (δολοφονήθηκε στό τέλος τού
1943). ό μηχανικός 1. “Αισμαν Λαντενχάιμ καί ό γιατρός Πλίσκιν (οί δυό
τελευταίοι έπέζησαν καί ςανασυναντήθηκαν στό Ισραήλ).
5. Η ομάδα καθαριότητας «έκκαθαρίστηκε» τό Μάη τού 1943.
6. Deutsche Ausrustungs - Werke (Γερμανικά πολεμικά έργαστήρια).
Αύτή τή φορά ή όνομασία δέν καθορίζει τή φύση των έργαστηρίων αύ-
τών. Δέν παρήγαγαν όπλισμό. ’Αντίθετα ήταν έργαστήρια ύποδηματο-
ορισμένο έκεί, μόνο τά μέλη τού ίδιου εργαστηρίου
μπορούσαν νά παρακολουθήσουν.
Έ νας άλλος τρόπος ήταν νά συγκεντρώνονται τη
νύχτα, πάνω στους πάγκους, μέσα σ' ένα θάλαμο.

Ό λες αύτές οί προσπάθειες παρουσίαζαν πολλές δυσκο­


λίες. Είναι άρκετά άποκαλυπτικό τό γεγονός ότι κανένας
ποτέ δέν κατέδωσε αύτές τίς συγκεντρώσεις7. Δύσκολα
μπορούν ν’ άποδοθούν αύτές οι δραστηριότητες στην πρω­
τοβουλία μόνο λίγων άτύμων8. Γιά την πραγματοποίησή
τους έπρεπε νά υπάρχει ή σιωπηρή τουλάχιστο συναίνεση
ολόκληρης τής ομάδας.

Οί εκδηλώσεις τού «λογοτεχνικού βάκιλν» στό στρατόπεδο


τού Αβόφ, πού άναφέραμε εδώ γιά παράδειγμα, δέν ήταν
κάτι τό μοναδικό. Αντίθετα: εκατοντάδες κείμενα μαρτυ­
ρούν τήν ύπαρξη παράλληλων προσπαθειών σέ πολλά
άλλα στρατόπεδα σνγκτντρώσεως. Σύμφωνα μέ τά κείμενα,
τέτοιες δραστηριότητες παρουσιάστηκαν στά στρατόπεδα:
Αβόφ, Πλάτσοφ, Μαϊντάνεκ, Τρεμπλίνκα, Σομπιμπόρ,
Σκαρτσίσκο, νΑουσβιτς, Πόναρι, Πουστκόφ. Τσέμπν.
Μπούχενβαλντ, Μαουτχάουζεν, Νταχάου, Ράόενσμπρυκ.
Ζαξενχάουζεν, Αειψίας, Βίτελ, Ντράκυ, κλπ.

Βρισκόμαστε στό Μπιρκενάου ("Αουσβιτς II), όνομα


πού συνδέεται τώρα πιά μέ τούς καπνούς τών κρεμα­
τορίων του: ό τάφος τής Ενοώπης.
ποιίας. ραπτικής. όιόλιοδεσίας. τυπογραφεία, ακόμα καί φωτογραφικά
εργαστήρια.
7. Υπήρχαν παρόλα αυτά θύματα, ήταν όμως κρατούμενοι πού πιάστη­
καν επ' αύτοφώρω από τούς Έ ς -Έ ς νά γράφουν.
8. Ή κα Ε. Τσάγιοόιτς αναφέρει πώς από τίς ΛΙ Δεκέμόρη 1041 όιοργα-
νώθηκε «φιλολογική όραδιά» μέσα σ' ένα θάλαμο άπ' τόν Σλέχτερ (πρίν
άπό τόν πόλεμο γνωστός συγγραφέας τού έργου «Τραγούδια γοητείας».
Δολοφονήθηκε).

^3
Μιά κρατούμενη καταφέρνει νά μπει κρυφά μέσα
στό νοσοκομείο των γυναικών. Μιά έπίσκεψη έκεΐ
προκαλεί πάντοτε αίσθηση καί δίνει χαρά στίς άρρω­
στες. Ξαπλωμένες καθώς είναι, άνασηκώνουν τό κε­
φάλι καί ζητούν πυρετωδώς «νέα».
’Αφού βεβαιωθεί πώς ή προϊσταμένη τού θαλάμου
δέν τη βλέπει ούτε την άκούει, ή έπισκέπτρια άπαντά
βιαστικά πώς «τά νέα είναι πολύ καλά» καί μεταφέρει
τίς πληροφορίες γιά τό βομβαρδισμό τής Γερμανίας
άπ’ τη συμμαχική άεροπορία, γιά προώθηση τών άπε-
λευθερωτικών δυνάμεων κλπ.
«Τέλος χώνεται στό βάθος τού θαλάμου, στριφο-
γυρνά ανάμεσα στίς κουκέτες, σταματά μπροστά σέ
μιά παρέα πού γνωρίζει προσωπικά, καί λέει κρυφά:
«Σάς φέρνω ένα δώρο: ένα ποίημα (...) πού ’γράφε
μιά φίλη μας».
»’Ανασηκωνει τό κεφάλι, στέκεται στίς μύτες τών
ποδιών της γιά νά τήν άκούνε καί οί άρρωστες στά
επάνω κρεβάτια καί άπαγγέλλει τό ποίημα.
»Ή μιά κλαίει, ή άλλη σφίγγει μέ πάθος τίς γροθιές
της κι όλες μαζί τήν παρακαλάμε νά μάς δώσει τό
κείμενο. "Ολες θέλουμε νά τό μάθουμε άπέξω.
»(...) Κάποια έχει ένα κομμάτι χαρτί (...), κάποια
άλλη έχει ένα μολύβι καί, μέσα σέ δέκα λεπτά, τό
ποίημα έχει άντιγραφεί. Οί άδειες ώρες πού περνούν
πάνω οπό κρεβάτι μέσα στήν άπελπισία, θά γεμίσουν:
(...) θά μάθουμε τό ποίημα άπέξω».
Κι ή άφηγήτρια τού στιγμιότυπου συνεχίζει: «(...)
’Από τότε άκουγα συχνά τά ποιήματα τής Χριστίνας
γιατί έγιναν πολύ δημοφιλή. Τά άπάγγελλαν παντού
(...) όπου ύπήρχε άνεση, όταν έσκαβαν λάκους, έπι-
στρέφοντας άπό τά χωράφια (άν δέν ήταν κοντά οί
επόπτες) καί πάνω στους πάγκους, τό βράδι».

Δίνουμε τή μαρτυρία μιάς ποινικής κρατούμενης σχετικά


μέ τά ποιήματα μιάς άλλης, ποινικής κι έκείνης. Οί στίχοι

94
πού ξεδιαλέγει δέ διαφέρουν άπό δεκάδες άλλους, πού
γράφτηκαν σέ διάφορα στρατόπεδα άπό ευκαιριακούς
ποιητές πού πάλευαν μέ τις δυσκολίες τής στιχουργικής.
Τό γεγονός όμως αυτό κάνει τό παράδειγμά μας άκόμα
πιό εύγλωττο. Γιατί τέτοια ήταν λίγο πολύ τά στιχουργή­
ματα πού διαδίδονταν μέσα στά στρατόπεδα. Κι αυτό γι­
νόταν άνοργάνωτα, αύθόρμητα, μέ τρόπο όσο γινόταν πιό
προσωπικό καί ιδιωτικό: τά εμπιστεύονταν στούς κοντινό­
τερους φίλους ή τά κυκλοφορούσαν σέ άντίγραφα. Καί
σχεδόν πάντοτε τό κοινό τους ήταν μεγάλο καί φλογερό.

Γ. Παράνομες συζητήσεις, συγκεντρώσεις


καί θεατρικές παραστάσεις
Μιλήσαμε γιά τή «5οηά6ΓΒΐαίοη» («ειδική έπιχείρηση»)
στίς 6 τού Νοέμβρη 1939, τή σύλληψη των καθηγητών τού
πανεπιστημίου τής Κρακοβίας. Άνάμεσά τους υπήρχαν
κορυφαίοι Πολωνοί έπιστήμονες, μέλη ξένων Άκαδημιών,
κοσμήτορες, κλπ. Τούς κακοποίησαν, μέ τρόπο μάλιστα
ιδιαίτερα σαδιστικό, στή φυλακή τού Μπρεσλάου, στό
στρατόπεδο τού Ζαξενχάουζεν καί τού Μπούχενβαλτ. Οί
Έ ς-Έ ς καί όλοι οί μελανοχίτωνες άξιωματούχοι τού στρα­
τοπέδου τούς χτυπούσαν μέ πρώτη ευκαιρία, τούς άνέθε-
ταν βαριές εργασίες, πού συχνά ξεπερνούσαν τίς δυνάμεις
τους, τούς εξέθεταν στό κρύο, τήν πείνα καί τίς άρρώστιες
άνελέητα9, έτσι πού πολλοί ύπέκυψαν επί τόπου μέσα σέ

9. 'Υπήρχαν άνάμεσά τους πολλοί καθηγητές τής ιατρικής σχολής, κορυ­


φές τής ιατρικής έπιστήμης. Ε π ειδ ή δέν ύπήρχαν φάρμακα, δέν είχαν
κανένα μέσο νά βοηθήσουν τούς συντρόφους τους πού ύπέφεραν.
Υ πή ρχε έπίσης στό στρατόπεδο ένα νοσοκομείο (Revier), πού γιά νά
μπει κανείς έπρεπε νά είναι έτοιμοθάνατος. Ό σ ο ι καθηγητές ήταν σο­
βαρά άρρωστοι, δέ μπορούσαν νά κάνουν τίς άναγκαίες ένέσεις γιατί οί...
νοσοκόμοι (οί περισσότεροι δέν είχαν καμιά έπαγγελματική κατάρτιση)
είχαν πολλούς άρρωστους. Δ έν έπέτρεπαν παρόλα αυτά στούς
καθηγητές-γιατρούς νά τούς φροντίσουν. Νά σέ δεχτούν στό νοσοκομείο

95
λίγους μήνες10*. Οί συνθήκες αυτές δεν τούς ¿μπόδισαν νά
διοργανώσουν μέσα στό θάλαμό τους μυστικές συζητήσεις
με βάση πάντοτε τή διάλεξη πού έδινε ένας ειδικός στό
θέμα: Ό Μίκαελ Ζιντλέτσκι1 εκτός άπό τά θέματα τής
ειδικότητάς του, μιλούσε γιά τά επιστημονικά του ταξίδια
στήν Αίγυπτο καί τίς προσωπικές του άναμνήσεις άπό
τούς Πολωνούς συγγραφείς ’Ά ζνικ καί Βισπιάνσκιν. Ό
νΑνταμ Χέιντελ1213 γιά τά ταξίδια του στήν Αμερική. Ό
Βλαντισλάβ ΚονοπτσίνσκιΠ γιά τή «Συμμαχία τής Βάρης».
Ο Ίγκνάσι Κρζανόβσκι14 γιά λογοτεχνικά θέματα κλπ.15
Έκαναν φιλολογικό μνημόσυνο τού Στανισλάς Έστράιχερ:

σημαινε: πάς γιά νά πεθάνεις. ” £ 1 0 1 έγκαταλειμμένος πέθανε ό Καζιμίρ


Κοστανέκι. καθηγητής τής ανατομίας, δραστήριο μέλος καί παλιός πρόε­
δρος τής πολωνικής Α καδημίας Γραμμάτων κι ’Επιστημών, επίτιμος δό-
κτορας στή νομική σχολή τού πανεπιστημίου τού Ά μπερντήν, έπίτιμος
δόκτορας τής ιατρικής σχολής τού πανεπιστημίου τής Γενεύης, κοσμήτο­
ρας τού πανεπιστημίου τής Κρακοβίας στά 1913-14, 1914-15 καί 1915-
16.
10. Δεκατρείς από αυτούς τούς καθηγητές πέθαναν στό στρατόπεδο τού
Ζαξενχάουζεν τέσσερις, στή διάρκεια τών πρώτων έβδομάδων μετά τήν
άπελευθέρωσή τους (οί πιό ήλικιωμένοι α π’ αυτούς Απελευθερώθηκαν
μετά άπό επανειλημμένα διαβήματα ξένων έπιστημόνων) άπό Αρρώστιες
πού είχαν Αποχτήσει στό στρατόπεδο. Πολλοί ύπέκυψαν Αργότερα, κι ένα
μέρος τους σέ γερμανικές φυλακές.
1 1. Καθηγητής Ζωολογίας, επίτιμος δόκτορας στό πανεπιστήμιο τού
Στρασβούργου, δραστήριο μέλος τής Πολωνικής ’Ακαδημίας Γραμμάτων
κι ’Επιστημών στά 1919-20 καί 1920-21 κοσμήτορας τού πανεπιστημίου
τής Βίλνας.
12. Καθηγητής τής πολιτικής οικονομίας, πρύτανης τής νομικής σχολής
τού πανεπιστημίου τής Κρακοβίας.
13. Καθηγητής τής πολωνική;: ιστορίας στό πανεπιστήμιο τής Κρακοβίας.

14 Καθηγητής τής ιστορίας τής πολωνικής λογοτεχνίας στό πανεπιστή­


μιο τής Κρακοβίας καί στό πανεπιστήμιο τού Πότσδαμ. έπίτιμος καθηγη­
τής καί δραστήριο μέλος τής Πόλων. Ά κ α δ. Γραμμ. κι ’Επιστημών.

15. Βλέπε Ζάν Γκβιαντομόρσκι «’Αναμνήσεις από τή διαμονή... στό Ζα-


¿ενχάουζεν» (σ. 167-168). Οί διαλέξεις αυτές έγιναν Από τους καθηγητές
αυτούς μεταγενέστερα, όταν βρίσκονταν στή φυλακή τού Μπρεσλαου.
Παρόλα αυτά σ’ έκείνη τή φάση, ή τύχη τών κρατούμενων δέν ήταν
ακόμα τόσο καθορισμένη όσο στό Ζαξενχάουζεν. Εκεί, έκαναν Ακόμα
διαλέξεις γιά «νά περνούν τόν καιρό τους».
«Μίλησε τό πρωί ό Κουτρζέμπα16 γιά τίς άρετές του νε­
κρού, πού ήταν ιστορικός τού δικαίου, μέλος τής Α καδη­
μίας, πολιτικός άντρας (...). Μιλούσε πολύ έγκάρδια άλλα
καί άντικειμενικά (...). Ό Ίγκνάσι Κρζανόβσκι σκιαγρά­
φησε τη φυσιογνωμία τού Έστράιχερ, άνθρώπου των
γραμμάτων, άνθρωπιστή καί συνεργάτη στη μεγάλη Βι­
βλιογραφία. Ό νΑνταμ Χέιντελ, τέλος, τόνισε τί ήταν ό
Έστράιχερ γιά τη Σχολή μας καί ποιά ήταν τά προσόντα
του ».
Δυστυχώς τέτοιου είδους φιλολογικά μνημόσυνα έπρεπε
νά γίνονται πολύ συχνά. Μετά τό θάνατο τού Γιέρζυ Σμο-
λένσκι πήρε τό λόγο ό Ζιντλέτσκι «παρόλο πού σχεδόν δέν
ήταν σε θέση νά μιλήσει έξαιτίας μιας πνευμονίας». Μετά
ήρθε ό θάνατος τού Ζιντλέτσκι.
Στή Γαλλία πολλά θύματα, εκτός των άλλων, είχε τό
πανεπιστήμιο τού Στρασβούργου. Πολλοί καθηγητές, έκ­
τακτοι καθηγητές, υφηγητές, επιμελητές σέ εργαστήρια καί
κλινικές, υπάλληλοι στά γραφεία καί τίς βιβλιοθήκες, βοη­
θοί καί φοιτητές, διώχτηκαν, πιάστηκαν, πέρασαν άπό
άνακρίσεις, δολοφονήθηκαν επί τόπου, σύρθηκαν στούς
τόπους εκτελέσεων, τουφέκι στ ηκαν, χτυπήθηκαν στό δρό­
μο, εκτοπίστηκαν. Ε κτός άπό τίς φυλακές, τούς έσυραν
στά στρατόπεδα τής Κομπιένης, τού Μπούχενβαλτ, τού
Νταχάου, τού Στρούτχοφ. τού Μαουτχάουζεν, τού Φλό-
σενμπουργκ, τού Νόυενγκάμε, τού Στούτκοφ, τού Ράβεν-
σμπρυκ. τού Κροσρόζεν, τού' Ζαξενχάουζεν, τού Μαϊντά-
νεκ, τού Μπέργκεν-Μπέλσεν, τού Ντόρα, τού ’Άουσβιτς
(μέ τά παραρτήματά του) κλπ.
Τό πάθος γιά τή διανόηση καί τήν επιστήμη έμεινε
άσβεστο σέ πολλούς. Ό Φράνσις Ρόμερ στήν «'Αμαξο­
στοιχία τού θανάτου» άφηγεϊται τίς σκηνές πού διαδραμα­
τίστηκαν μέσα σ’ ένα βαγόνι πού μετέφερε εκτοπισμένους:

16. Καθηγητή; τής ιστορίας τού πολωνικοί’ δικαίου καί μέλος πολλών
Άκαδημιών.

7 Iοαψτά τών μι λλοθάνατων αχό τή ναζιπτική κατοχή υ7


(...) Ό λο καί πληθαίνουν τά πτώματα. Καί πόσοι
πεθαίνουν άπό άσφυξία καί θερμοπληξία (...). Όλό-
κληρο τό βαγόνι δεν είναι πιά παρά ένα τρελοκομείο
όπου οί τρελοί πνίγονται, προσπα&ούν νά κρεμαστούν,
χτυπιόνται με μπουκάλια, άνοίγουν τίς φλέβες τους,
πέφτουν άποκαμωμένοι, έτοιμοθάνατοι, πάνω στους
άλλους πού κείτονται μισοπεθαμένοι καί τούς κατα­
πλακώνουν. (...) Πάνω άπ’ τούς μισούς μέσα στό βα­
γόνι είναι νεκροί. (...) Ψάχνω νά βρώ τόν καθηγητή
Βλές. (...) ’Ανοίγω δρόμο καί σέρνομαι πρός τό μέρος
του. Μοιάζει νά κοιμάται μά ή άναπνοή του είναι
πολύ άκανόνιστη. Μισανοίγει τά μάτια καί μέ κοιτάζει
μέ καλοσύνη. «Πρέπει νά πιάσω τη θέση μου», τού
λέω, γυρνώ, κάποιος άλλος έχει γλιστρήσει κιόλας
εκεί. «Μικρέ μου, δέ γίνεται τίποτα ποτέ». Μετά,
ύστερα άπό μακριά σιωπή: «Πρέπει νά σού μιλήσω
γιά τίς έρευνές μου. Δέν έχω μιλήσει σέ κανένα. Είναι
έντεκα χρόνια δουλειά». Σκύβω επάνω του, μά τό
βλέμμα του χάνεται μακριά· τόν άκούω άκόμα νά λέει
μερικές λέξεις: «Εργαστήριο, ή γυναίκα μου, ή Μπ...
βοηθός». Χάνει τίς αισθήσεις του. (...) Μετά τά χαρα­
κτηριστικά του χαλαρώνουν. Μοιάζει ήρεμος κι ευτυ­
χισμένος... Ό καθηγητής Βλές δέν υπάρχει πιά...

Ό Μάρκ Κλάιν στίς άναμνήσεις του άπό τό Μπλοκ 61


τον Μπονχενβαλτ (πού μέ πρόσχημα τήν έξυπηρέτηση τών
άρρώστων έβγαζε καθημερινά έκατοντάδες πτώματα)17
σημειώνει:

(...) Τελικά είχα τήν τύχη νά βρίσκονται άκριβώς


δίπλα μου δυό ξεχωριστοί άνθρωποι: δ Πολωνός δη­
μοσιογράφος Ζακόμπ, μεγάλος μουσικός καί έκλεκτός
γνώστης τής σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας καί ό

17. ’Ασθενείς πού τούς διοχέτευαν, ένδοφλέβια, τοξική ουσία, δταν


έπρόκειτο δήθεν νά μεταφερθούν σέ άλλα μπλόκ ή στό Revier.

98
Βαλένσκι, καθηγητής στη Νομική Σχολή τού Παρι­
σιού, πού έγκατέλειψε τή διδασκαλία καί κατέλαβε
μιά υψηλή κοινωνική θέση στή Γαλλία. Περάσαμε
ώρες κουβεντιάζοντας θέματα πολύ υψηλού επιπέδου
καί πολύ άφηρημένα. Εξετάσαμε μαζί μουσικά θέμα­
τα. ’Από τόν Ζακόμπ, πού έζησε όλόκληρη τήν πολω­
νική τραγωδία, έμαθα λεπτομερώς τί έγινε στό στρα­
τόπεδο εξόντωσης τής Τρεμπλίνκα (...). Οί άτέλειωτες
συζητήσεις πού κάναμε χαμηλόφωνα, έκαναν ευκολό­
τερη τή ζωή μέσα σέ τόσο συνωστισμό καί τόση μιζέ-
ρια. Μέ λύπη άφησα (...) αυτούς τούς δυό φίλους, πού
κανένας τους δέ θά ’βγαίνε ζωντανός άπό τό μπλοκ
61 .
Ό Ζάν Αασσύ στή μαρτυρία του μέ τόν τίτλο «Στό
στρατόπεδο τού Νταχάου», σημειώνει: «Τό βράδι, τε­
λείως άπροσχεδίαστα δίνονταν καί κοντσέρτα. Οί
καλλιτέχνες, πάνω σ’ ένα τραπέζι, προσπαθούσαν νά
ψυχαγωγήσουν τούς συντρόφους τους μέ τό τραγου­
δάκι πού έλεγε γιά τό γάμο τής ξαδέρφης. Τά κατά-
φερναν άρκετά καλά. Έ γώ, μέσα σέ μιά παρέα Γάλ­
λων φοιτητών, παρακολουθούσα έκλεκτές φιλολογικές
συζητήσεις ή συζητούσα πολιτικά μέ τούς Χαουμέρ-
λιακ, νΑρβενφ Μαρκαντιέ».

Ό Νταβίντ Ρουσσέ άναφέρει μιά σειρά διαλέξεις πού


δόθηκαν μέσα στό θάλαμο τών Γάλλων στό Μπούχενβαλτ:
«... Παρόλη τή φοβερή του κούραση, ό Κρεμιέ μάς βοή­
θησε νά κρατήσουμε ψηλά τίς συζητήσεις».
Γίνεται συχνά άναφορά σέ διάφορες άπαγγελίες ή καί σ’
ένα είδος παράστασης. Συνέβαινε κάποτε νά άνεβαίνει ένα
έργο μέ τήν άδεια τής διεύθυνσης, άνάλογα μέ τή διάθεση
τού διοικητή τού στρατοπέδου ή τών συναδέλφων του.
Αύτό γινόταν όμως σπάνια καί δέ μας ένδιαφέρει καί πο­
λύ18. Καμιά φορά οί κρατούμενοι δέ λάβαιναν υπόψη τους
18. ’Εννοείται πώς όέν πρέπει νά συγχέεται τό καθεστώς αυτών τών

99
τά όρια τής «νομιμότητας». Ό ταν συνέβαινε νά παρακο­
λουθήσουν άπρόοπτα μιά παράσταση μέσα στό θάλαμο,
χωρίς νά άντιμετωπίσουν κανένα εμπόδιο, έμεναν μέ την
εντύπωση ότι ήταν νόμιμη. Στήν πραγματικότητα αυτό
οφειλόταν στήν οργάνωση τού στρατοπέδου. Ε πειδή μόνοι
τους οί Έ ς-Έ ς δεν ήταν σέ θέση νά διοικούν ένα τόσο
μεγάλο συγκρότημα, οί έν ?λτηρεσία κρατούμενοι, πού καί
σ’ αυτούς υπήρχε ιεραρχία, είχαν τεράστιες δικαιοδοσίες.
Συχνά θεωρήθηκαν από τούς συντρόφους τους, πού ήταν
ίεραρχικά κατώτεροι κι ήξεραν άπό πρώτο χέρι τί υπερ­
βάσεις έκαναν οί ανώτεροι τους, σάν ή ενσάρκωση τής
νομιμότητας. Στήν πραγματικότητα οί περισσότεροι «ά-
ξιωματούχοι» κρατούμενοι ήταν παλιοί άντιφασίστες άγω-
νιστές κι ακριβώς γι’ αυτό κλείστηκαν στό στρατόπεδο.
Καθώς λοιπόν ήταν έχθροί τού χιτλερικού καθεστώτος,
έδιναν τή συγκατάθεσή τους γιά τις παράνομες δραστηριό­
τητες ή καί τίς βοηθούσαν ενεργά. Εξάλλου, μπορούσε
εύκολα νά εξασφαλιστεί μ’ ένα φιλοδώρημα καί ή άνοχή
τών επιστατών πού τούς είχαν διαλέξει άνάμεσα στούς άλ­
λους ποινικούς κρατούμενους γι' αυτή τή δουλειά.

Νά. γιά παράδειγμα, ποιος ήταν ό άπολογισμός


αναφορικά μέ μιά παράσταση πού δόθηκε σ’ ένα άπό
τά μπλοκ τού στρατοπέδου τού Ζαξενχάουζεν, τά
Χριστούγεννα τού 1940: «Πολλά σημεία τού προ­
γράμματος άποτελούσαν καθαρή κομμουνιστική προ­
παγάνδα κι όλα τά άστεϊα είχαν κοροϊδευτικό χαρα­
κτήρα μέ στόχο πάντα τόν εθνικοσοσιαλισμό καί τή
Χιτλερική Γερμανία (...). Ό διοργανωτής τής παρά­
στασης ήταν ένας κρατούμενος τού δικού μας μπλοκ,
ένας κομμουνιστής πού λεγόταν Έρβιν (...). Ή παρά­
σταση άνοιξε μ' ένα χορωδιακό τραγούδι καί μέ τρα­
γούδια τού στρατοπέδου, άν όχι κομμουνιστικά, του­

στρατόπεάων με τό καθεστώς πού έπι κρατούσε στούς αιχμάλωτους πολέ­


μου (ούτε μι μερικών μιταγωγικών στρατοπέδων. π.χ. τής Κομπιενης)
οπού οί παραστάσεις έπιτράπηκαν επίσημα.

Ι ΟΙ )
λάχιστον επαναστατικά. Μετά 6 Έ ρβιν τραγούδησε τό
τραγούδι τού βαμβακοκαλλιεργητή, τραγούδι κομμου­
νιστικό πέρα γιά πέρα. Τό κείμενο ήταν πολύ άδύνα-
το, ή έκτέλεση άδέξια. Έ νας άλλος κρατούμενος
άπάγγειλε με τή σειρά του ποιήματα...». Μετά εμφανί­
στηκαν έξι Πολωνοί άπό τή Βεστφαλία. Τραγούδησαν
τό «Νανούρισμα» τού Μπράμς καί πολλούς πολωνι­
κούς ύμνους. Τό κλού τής βραδιάς ήταν ή παρουσίαση
καλλιτεχνών τής «Σκάλας» τού Βερολίνου. Πώς έγινε
νά βρίσκονται στό στρατόπεδο; Ή άπάντηση δόθηκε
άπό ένα λαμπρό καί συμπαθή κονφερανσιέ, πού πα­
ρουσιάζοντας τούς καλλιτέχνες είπε πάνω κάτω αυτά:
«Τό επάγγελμά μου πρίν άπό τή σύλληψή μου ήταν
κονφερανσιέ. Ή λέξη “κονφερανσιέ" προέρχεται άπό
τή γαλλική λέξη conférence (διάλεξη) κι αυτή μέ τή
σειρά της άπό τή γερμανική λέξη konferenz. Τί σημαί­
νει konferenz, τό ξέρετε πολύ καλά. Συναντιόνται
διάφοροι κύριοι, μιλούν πολύ καί χωρίς άποτέλεσμα.
Κι εγώ μιλούσα άρκετά, τό άποτέλεσμα ήταν άναπάν-
τεχο.... νά ’μαι». Έ τσι λοιπόν μετά άπό ένα πρό­
γραμμα στή «Σκάλα» όλοι οί καλλιτέχνες βρέθηκαν
ξαφνικά στό Ζαξενχάουζεν.

Καί δέν ήταν οί μοναδικοί πού ήρθαν νά δώσουν στούς


νπανθρώττονς τήν ευκαιρία ν' ακούσουν, όχι μόνο διάφο­
ρους συγγραφείς μά καί διάσημους αφηγητές. Θά μπο­
ρούσε κανείς νά απαριθμήσει σειρά άπό παρόμοιες πρω­
τοβουλίες πού πραγματοποιήθηκαν σέ διάφορα τμήματα
τού στρατοπέδου τού Άουσβιτς, σέ διαφορετικές εποχές.
Έ τσι 6 κρατούμενος (X. Περλμούτερ), πού άπό τά εφη­
βικά του χρόνια λάτρευε τή λογοτεχνία καί τό θέατρο γίν-
τις καί στή γενέτειρά του συμμετείχε σ' έναν ερασιτεχνικό
θίασο, έδινε παραστάσεις θεάτρου γίντις σέ διάφορους
έβραϊκούς θαλάμους τού 'Άουσβιτς. στά πλαίσια τών φι­
λολογικών βραδιών πού διοργανώνονταν τελείως απρόο­
πτα.

101
Έπαιζε έκατοντάδες σκηνές άπό τό «Tevie-le-
laitier» του Σαλόμ ’Αλέιχεμ, άπό τό «Dibbouk» του
νΑνσκυ, τό «Golem» τού Λάιβικ, κλπ. Κέρδιζε, χάρη
σ’ αυτά τά θεάματα, όχι μονάχα μεγάλη δημοτικότητα
άνάμεσα στους Εβραίους κρατούμενους, μά καί ψωμί,
παχιά σούπα, ένα κομματάκι άλογίσιο λουκάνικο, λίγο
καπνό. Τό παρακάτω επεισόδιο είναι ιδιαίτερα άπο-
καλυπτικό: στό στρατόπεδο τού Νταχάου (όπου τόν
μετέφεραν μετά την εκκένωση τού ’Αουσβιτς-Μπιρ-
κενάου), ένας παλιός δεσμοφύλακας τού "Αουσβιτς
είπε σ’ ένα δεσμοφύλακα πού χτυπούσε τόν Περλμού-
τερ: «Είναι δ κωμικός μας τού "Αουσβιτς: "Αν άγαπάς
τη ζωή σου, μη σηκώνεις χέρι επάνω του».

Μιά άπ’ τίς θεατρικές παραστάσεις στό νΑουσβιτς συν­


δέεται μέ τόν π ιό προικισμένο Πολωνό κωμικό, τόν Στέ-
φαν Ζάρατς (πέθανε τό 1947):

«Γιά νά κουβεντιάσουμε γιά θέατρο, άφηγεΐται δ


Τσ. Όστάνκοβιτς, μαζευόμαστε στη μικρή πλατεία
μπροστά στόν τοίχο τού θανάτου, τόν τοίχο των έκτε-
λέσεων. Ε κ εί ήταν τό πιό σίγουρο μέρος, γιατί δέν
άρεσε στούς Γερμανούς ή θέα τών πυραμίδων άπό
πτώματα. ’Ηταν έξάλλου τό πιό βολικό μέρος, γιατί
εκεί άφηναν μετά τή δουλειά τό καροτσάκι μέ τά
σκουπίδια πού χρησιμοποιούσε δ Ζάρατς γιά έδρα,
όταν έδινε μαθήματα τέχνης. Πάνω σ’ αυτό τό καρο­
τσάκι διόρθωνε κάποια μέρα τό ποίημά μου, ένα άπλό
τραγούδι πού μιλούσε γιά τή σούπα τού στρατόπεδου,
τό κρεματόριο, τή μακρινή πολυαγαπημένη, τά προσ­
κλητήρια, τή δουλειά. Στό γειτονικό μπλόκ έκανε δο­
κιμές ή ορχήστρα τού στρατόπεδου. Ό Ζάρατς ξανα­
διάβασε τό ποίημα καί ξαφνικά (...) μού είπε. Κι
έσείς, βετεράνοι κρατούμενοι, έχετε έδώ θέα­
τρο; - Θέατρο; Τί είν’ αυτά πού λές; - Ναί, θέατρο.
Πρέπει νά δώσουμε θέατρο στούς άνθρώπους γιατί δ

102
λόγος έξυψώνει τό πνεύμα. "Υπάρχουν έδώ καλλιτέ­
χνες, άνθρωποι των γραμμάτων. Πρέπει με κάθε θυσία
νά πνίξουμε τό θόρυβο αυτών τών ταμπούρλων καί τά
ουρλιαχτά τής γερμανικής τρομπέτας».
Πρίν άκόμα άπ’ τόν έρχομό τού Ζάρατς υπήρχε ή
ιδέα, άνάμεσα οπούς κρατούμενους, νά δημιουργήσουν
κάτι πνευματικό. Συγγραφείς καί παλιοί πολιτικοί
ήγέτες (υπήρχαν άνάμεσά τους ονόματα πασίγνωστα
προπολεμικά) διοργάνωναν συζητήσεις μέσα στά
μπλοκ. ’Αλλά θέατρο; «Δέν ξέρω πώς τά κατάφεραν
οί ισχυροί μας φίλοι νά πείσουν τόν Λαγκερελτέστερ,
έναν παλιό Γερμανό εγκληματία, νά κλείσει τά μάτια
μπροστά στη διοργάνωση... άγώνων πάλης στά Πολω­
νικά μπλοκ. Σ’ έναν τέτοιο γύρο θέλησαν νά πάρουν
μέρος ό Ζάρατς καί τό θέατρό του. ’Ό χι άνάμεσα στά
κύρια νούμερα τής βραδιάς, άλλά άνάμεσα στους
αγώνες άθλητών καί τά έκτός προγράμματος μουσικά
νούμερα.
«Πολλές φορές μέ ρώτησαν πώς έγινε νά μή μάς
προδώσουν. Πώς μπορούμε νά ξέρουμε ποιοι είναι οί
άνθρωποι πού γεμίζουν άσφυκτικά τό θάλαμο; Πώς
(...) οί φρουροί μας γύρω άπό τό μολυσμένο μπλοκ
μας μπορούσαν νά άνακαλύψουν ποιος ήταν δικός μας
καί ποιος όχι; Σκέφτομαι πώς τό καταλάβαινε κανείς
άπ’ τή συγκίνηση πού άπλωνόταν στά πρόσωπα κι άπ’
τά μάτια πού έλαμπαν πυρετικά στήν έπιθυμία ν'
άκούσουν τόν Ζάρατς». Κι όμως μιά μέρα παρά λίγο
νά ξεσπάσει καταστροφή. Παρόλο πού ύπήρχαν
φρουροί, ένας Έ ς-Έ ς μπήκε άπρόοπτα μέσα στό
μπλόκ. «Τά γατίσια μάτια του (...) έξέταζαν τούς βου­
βούς κοκαλωμένους καί τρομοκρατημένους άνθρώ-
πους. Τό βλέμμα του στάθηκε γιά μιά στιγμή στίς σι-
λουέτες τών παλαιστών, μετά άγγιξε τόν Ζάρατς πού
έβγαζε τή μπλούζα του άργά καί ήρεμα. Κοιτάζοντας
μέ θράσος τόν Έ ς-Έ ς στά μάτια, ό ύπεύθυνος γιά τό
μπλόκ, ένας Γερμανός ποινικός, διακήρυξε ότι: “Ό λα

103
είναι έντάξει” . Παίρνοντας την ευθύνη πάνω του γιά
την απαγορευμένη συγκέντρωση, βρισκόταν κι αυτός
τό ίδιο κοντά στό κρεματόριο μ’ έμάς».
»"Οταν ό υπεύθυνος γιά τό μπλοκ κι ό Έ ς-Έ ς βγή­
καν έξω, άφησαν πίσω τους μιά σιωπή σάν εκείνη τοόν
θαλάμων αερίων, τρία λεπτά μετά τή διοχέτευση τού
δηλητήριου. Καί, κάτι παράξενο, ή σιωπή διακόπηκε
εντελώς άνετα μ’ ένα τραγούδι (...) προκλητικά τονι­
σμένο. Ένα τραγούδι πού κοροΐδευε τό κρεματόριο,
τό θάνατο, τή δουλειά καί τήν πείνα, τούς έπιστάτες,
τούς δεσμοφύλακες καί μάς τούς ίδιους».
Ό Ζάρατς καί τό «θέατρό» του έπισκέπτονταν τό
ένα μετά τό άλλο τά πολωνικά μπλοκ. Τά έργα γρά­
φονταν άπό εκλεκτούς συγγραφείς καί τά έπαιζαν τα­
λαντούχοι ήθοποιοί. Κανείς δέν άρνήθηκε τή συμμε­
τοχή του στον Ζάρατς.

Οί θεατρικές παραστάσεις είχαν καί τή διαφήμισή τους.


Αυτό τό ρόλο έπαιζε τό καροτσάκι με τά σκουπίδια πού
άναφέραμε. Ή δουλειά τών οδοκαθαριστών ήταν σχετικά
εύκολη. Κατάφεραν - χάρη σέ μυστικές επιρροές - νά το­
ποθετήσουν σ' αύτή τή δουλειά παλιές διασημότητες: δη­
μοσιογράφους, επιφανείς πολιτικούς. Σύμφωνα μέ τις
επαγγελματικές του υποχρεώσεις, τό καροτσάκι τών συν­
τακτών κυκλοφορούσε στό στρατόπεδο, έμπαινε μέσα στά
μπλοκ, τρύπωνε ανάμεσα στους εργάτες καί τήν ίδια ώρα
διέδιδε τά νέα: «Φέρανε εκείνη τή μέρα καινούργιους κρα­
τούμενους μέσα στό στρατόπεδο κι άπό πού; Τί θά τρώ­
γανε τό μεσημέρι; Θά παίρνανε κόσμο γιά τούς θαλάμους
αερίων, καί σέ ποιό μπλοκ θά ήταν ό Ζάρατς απόψε;»
Σημειώνουμε αύτή τή λεπτομέρεια γιά νά δείξουμε πώς
ή μιά πρωτοβουλία έφερνε τήν άλλη. Σέ διάφορα στρατό­
πεδα μπορούμε νά παρατηρήσουμε αύτή τήν άλυσίδα δια­
δοχικών επινοήσεων. Στό Λβόφ (καί σέ πολλά άλλα') τά
διπλά αντίγραφα τών έργων έφταναν στό τεχνικό γραφείο.
Εκεί (σχεδόν κάτυ) απ' τή μύτη τών Έ ς-Έ ς) τά δάκτυλο­

ί Π4
γραφούσαν στη μηχανή τής υπηρεσίας. Μέ τόν καιρό, χάρη
στους συντρόφους πού τοποθετήθηκαν σ' αυτό τό γραφείο
(πού άνήκαν κι αυτοί στούς εκλεκτούς), κατάφερναν νά
όγάζουν πέρα ένα σωρό περίπλοκες υποθέσεις. ’Αφού τό
'φερε ό λόγος, υπήρχαν όυό άνθρωποι τού γραφείου πού
δέ δίστασαν ποτέ νά αντιμετωπίσουν τόν κίνδυνο πού
έκρυβαν τά καθήκοντα τής μυστικής οργάνωσης: Αυτοί
ήταν ό Ά νρί («Ρυζιέκ»), ό Άξερ κι ό Γιακούμποβιτς,
(«Μπρόνεκ»). Ό Άςερ, νέος πληθωρικός καί άφηρημένος,
χαρακτηριζόταν άπό ξεχωριστή γενναιότητα καί (μόλη του
τήν αφηρημάδα) άπό ιδιαίτερη ετοιμότητα στίς δύσκολες
στιγμές ό Γιακούμποβιτς, πιό ηλικιωμένος, σεμνός, άγρυ­
πνος καί συγκεντρωμένος, δρούσε μέ σύστημα, σιγουριά
καί διακριτικότητα19.
Ή λογοτεχνία βοηθούσε καί στήν επιλογή τών αγωνι­
στών. "Οποιος δέν ανήκε μόνο στό ακροατήριο αλλά καί
συμμετείχε ενεργά στή διοργάνωση τών συγκεντρώσεων,
δίνοντας έμπρακτα άποδείξεις γιά τό θάρρος του, ήταν
ικανός νά μυηθεί καί σέ μή λογοτεχνικά μυστικά.
Σχεδόν παντού υπήρχε δίκτυο διάδοσης τών παράνομων
έργων. Οί «φιλολογικές συγκεντρώσεις» άλλοτε γίνονταν
στά πλαίσια τών παράνομων δραστηριοτήτων κι άλλοτε
αποτελούσαν φυσική συνέπειά τους.
Υπήρχαν άλλωστε καί κείμενα πού εξυπηρετούσαν εν­
τελώς πρακτικά θέματα. Ό Γάλλος Ρομπέρ Βάιτς σημειώ­
νει: «(...) Ή μυστική οργάνωση τού Μόνοβιτς (Αουσβιτς
III) προσπαθεί νά ξεσηκώνει σέ σαμποτάζ τούς Γάλλους
εργάτες τού S.T.O. πού εργάζονται στό εργοστάσιο τού
Μπούνα. Γιά τό σκοπό αυτό γράφτηκαν κρυφά τό βράδι
μέ μολύβι προκηρύξεις καί μεταφέρθηκαν τό πρωί οτό ερ­
γοστάσιο».
Πρέπει νά προσθέσουμε πιύς τέ> γεγονός αυτό πού ανα­
φέρει ό καθηγητής Ρ. Βάιτς γιά τό "Αουσβιτς, δείχνει τήν
επέκταση τής δραστηριέντητας τής διεθνούς μυστικής όμά-

19. Δολοφονήθηκαν κι οί όυό στό τελο; τού 1943. Καθηγητή; στήν Ι α ­


τρική Σχολή τού Στρασβούργου.
δας που ιδρύθηκε στό «Σταμλάγκερ» («κεντρικό στρατό­
πεδο», νΑουσβιτς I) καί είχε παρακλάδια καί στ’ άλλα
παραρτήματα (Μπιρκενάου καί Μόνοβιτς) τού στρατοπέ­
δου. 'Η ομάδα αυτή πού προήλθε άπό τή συνένωση δια­
φόρων προηγούμενων πυρήνων είχε κοινό πρόγραμμα:

- Ή αποδοχή ή ή ηθική ανοχή μπροστά στά εγκλήματα


πού γίνονται σέ βάρος άνθρώπων άλλων έθνικοτήτων,
ίσοόνναμεΐ μ ’ άναγνώριση τού εγκλήματος10.
- 'Όποιος άποόοκιμάζει τή βία όταν άπειλείται ό ίδιος
αλλά τή χρησιμοποιεί ή τήν ανέχεται σ’ άλλους, δεν έχει τό
δικαίωμα νά ζεί καί νά ζητά τήν άλληλεγγνη των λαών
ενάντια στό έγκλημα. — Τό δικαίωμα στή ζωή καί τήν
ελευθερία είναι άναφαίρετο.

Ή ομάδα ρίχνει τρύκ (γραμμένα στό χέρι), ενισχύει τήν


αλληλεγγύη, κερδίζει σ’ έπιρροή μέσα στά μπλοκ, τά γρα­
φεία καί τά νοσοκομεία, προετοιμάζει άποδράσεις καί
(χρησιμοποιώντας σάν πράκτορες τούς Πολωνούς πού έχει
μέλη της) διατηρεί επαφή μέ τό παράνομο κίνημα στό
έξωτερικό. Οί «λογοτεχνικές» ένασχολήσεις δέν τής είναι
ξένες. Εκτός άπό τά άρθρα καί τά ρεπορτάζ πού βγαίνουν
κρυφά έξω άπό τό στρατόπεδο γιά νά περάσουν στόν
παράνομο τύπο, γράφονται καί ποιήματα. Άνάμεσά τους
υπάρχουν συγκινητικές στροφές άλλοτε γραμμένες άπό
ερασιτέχνες (σάν τόν εργάτη καί ηρωικό άγωνιστή Γιαγ-
κέλο π.χ.) κι άλλοτε άπό έπαγγελματίες λογοτέχνες (σάν
τόν Τ. Χόλουζ π.χ., συγγραφέα συλλογής ποιημάτων πού
πολλά είναι ώραία καί συγκλονιστικά).20

20. Διατύπωση πού προτάθηκε άπό τούς Πολωνούς, μέλη τής όμάόας, κι
είχε σάν στόχο, έκτος τών άλλων, καί τά κακουργήματα τών Πολωνών
κρατούμενων πού ήταν έξαρτήματα τών φασιστών, τούς έγκληματίες κρα­
τούμενους («πράσινοι») κλπ.

106
Δ. Παράνομες μέ τό εξωτερικό
Οί προσπάθειες γιά νά βγαίνουν τά γραφτά εξω άπό τό
στρατόπεδο, πρέπει νά τοποθετηθούν στά πλαίσια των λο­
γοτεχνικών εκδηλώσεων καί γενικότερα τών μυστικών
δραστηριοτήτων.
Οί κρατούμενοι κυρίως πού έμεναν εγκλωβισμένοι μέσα
στην έπικράτεια τής χώρας τους είχαν κάποιες δυνατότη­
τες, όσο κι αν ήταν έλάχιστες καί άβέβαιες. Περνούσαν
κρυφά έξω τά κείμενα, όχι μόνο γιά νά τά διασώσουν, μά
καί γιά νά πληροφορήσουν τόν κόσμο πού ζούσε έλεύθερα
καί (μέσω τής παράνομης ήγεσίας του) τίς εξόριστες κυ­
βερνήσεις, καθώς καί τήν κοινή γνώμη τών συμμαχικών
χωρών. Γιά νά είναι αυτό πραγματοποιήσιμο, έπρεπε
οπωσδήποτε νά έπιτευχθεΐ έπαφή μέ τόν τύπο καί τίς
παράνομες οργανώσεις. Εννοείται πώς άπ’ τή στιγμή πού
κατάφερναν νά έχουν έπαφή, έκμεταλλεύονταν τό γεγονός
γιά νά άντιμετωπίσουν καί άλλα πρακτικά προβλήματα:
υλική βοήθεια (λεφτά, τροφή, φάρμακα), τίς σχεδιαζόμενες
άποδράσεις (πλαστά χαρτιά, άπαραίτητα εφόδια, ταξιδιω­
τικοί όδηγοί καί πλαστές ταυτότητες), τίς ενδεχόμενες
έξεγέρσεις (όπλα κλπ.). Στήν προσπάθεια νά έξασφαλί-
σουν μυστικές έπαφές συναντούσαν τεράστια εμπόδια, εξ­
άλλου κι όταν άκόμα κατάφερναν νά συνδεθούν δέν ήταν
καθόλου εύκολο νά άποκαταστήσουν μόνιμη έπαφή. "Αλ­
λοτε έξαφανιζόταν δ σύνδεσμος μέ τό έξωτερικό (είχε πια­
στεί ή είχε άκινητοποιηθεί λόγω άπροόπτου ή άπλά καί
μόνο είχε χάσει τό κουράγιο του), άλλοτε οί μαζικοί θάνα­
τοι στό στρατόπεδο θέριζαν τούς άγωνιστές.
Γιά νά δείξουμε πιό άνάγλυφα τί σκαρφίζονταν γιά νά
φτάσουν στό στόχο τους, άναφέρουμε τίς έμπειρίες πού
είχε κάποιος στό στρατόπεδο τού Αβόφ.
«(...) τέτοιες έπαφές ή καί μόνο ή έπιδίωξή τους
ίσοδυναμούσαν μέ βέβαιο θάνατο. Ό σ ο διάστημα άρ-
107
κετές ομάδες έβγαιναν έξω άπ’ τό στρατόπεδο, οί δυ­
νατότητες επαφής ήταν μεγαλύτερες. Όπως έγινε άρ-
χικά μέ την δμάδα καθαριότητας, πού ήδη άναφέραμε.
Απασχολημένη (όπως διευκρινίσαμε) μέ τόν καθαρι­
σμό τών δρόμων άπ' τό χιόνι καί τόν πάγο καί μέ τίς
εργασίες στά περίχωρα τής πόλης, όπου μετέφεραν τά
σκουπίδια, χωρίζονταν κάθε φορά σέ μικρότερα
γκρούπ. τό καθένα καί σέ ξεχωριστό τομέα. Γιά νά
διευκολύνουν λοιπόν μιά επαφή, γλιστρούσαν τόν
κατάλληλο άνθρωπο στό άνάλογο γκρούπ.
»Οί περισσότεροι κρατούμενοι πού άνήκαν στήν
ομάδα καθαριότητας, δολοφονήθηκαν όταν έγινε ή
σφαγή τού Μάη 1943. Καί οί άλλες όμάδες πόλης
έπαψαν νά ύπάρχουν. Πού καί πού οί αρχές τού
στρατοπέδου σχημάτιζαν κάποιες προσωρινές ομάδες
εξωτερικής εργασίας (Αι^υηΙ^οΓηΓηΗΓκΙο), άπό και­
νούργιους όμως κρατούμενους. Τούς όδηγούσαν σέ
συγκεκριμένα εργοστάσια όπου υπήρχε αυστηρή έπί-
βλεψη. ’Εξάλλου, αύτές οί ολιγάριθμες όμάδες δέν
ήταν - κατά βάθος - παρά ένα μέσο γιά παραπλά-
νηση τών θυμάτων, πρίν άπό την προσχεδιασμένη
σφαγή. Κι όμως, ποτέ δέν παραλείφαμε νά συν­
άπτουμε καί νά διατηρούμε τίς σχέσεις πού θέλαμε
(...). Οί διαδικασίες ήταν περίπλοκες κι άπαιτούσαν
υπεύθυνη συνεργασία πολλών συντρόφων πού άνήκαν
σέ διάφορες όμάδες καί συνεργεία.
»(...) Τό καλοκαίρι τού 1943 ήρθε ένα νέο κι άργό-
τερα πήρα ένα γράμμα άπό τούς φίλους μου, ήγέτες
τής μυστικής πολωνικής οργάνωσης (Ρ.Ρ.5.) πού είχε
έδρα τήν Κρακοβία. Βρήκαν μόνοι τους τόν τρόπο νά
μού στείλουν τό γράμμα μέσω τού συνδέσμου τους,
πλασιέ ενός εργοστασίου επίπλων, ύπό γερμανική
διοίκηση, πού βρισκόταν στά περίχωρα τού Λβόφ. Καί
νά πώς: εκείνη τήν εποχή μιά όμάδα άπό τεχνίτες επί­
πλων πήγαινε κάθε μέρα σ’ αυτό τό έργοστάσιο. Αυτοί
μού έφεραν τό γράμμα οί άπαντήσεις μου έφτασαν

ΙΟΚ
άπό τόν ίδιο δρόμο. Παρόλα αυτά, γρήγορα καταλά­
βαμε πώς ή αλληλογραφία δεν έφτανε. 'Έπρεπε νά
συναντήσω προσωπικά τόν άνθρωπο τής Κρακοβίας
γιά νά συζητήσουμε τά φλέγοντα προβλήματα. Ήμουν
όμως διπλά φυλακισμένος άφού μέ είχαν τοποθετήσει
σ' ένα άπό τά συνεργεία τών Ο.Α.ΝΥ. ’ ήταν ένα στρα­
τόπεδο μέσα στό στρατόπεδο. (...) Θά 'πρεπε νά δώ
αυτό τό σχέδιο σάν μιά καθαρή ουτοπία καί νά τό
έγκαταλείψω;
»Μέσα στό στρατόπεδο ό κρατούμενος δέν είναι
παρά ένα νούμερο· μιά όμάδα δέν είναι παρά ένας
όρισμένος άριθμός άπό τέτοια νούμερα. Συνεπώς μπο­
ρούμε νά δεχτούμε -τουλάχιστο θεωρητικά - τήν
εξής δυνατότητα: στό πρωινό προσκλητήριο νά τραβή­
ξεις έναν άνθρωπο άπό τήν όμάδα πού βγαίνει γιά τό
έργοστάσιο έπίπλων καί νά πάρεις ό ίδιος τή θέση
του· κι αύτόν νά τόν περάσεις στό δικό σου γκρούπ.
Ό άριθμός τών νούμερων καί στίς δυό όμάδες θά
έμενε άναλλοίωτος καί περνώντας άπ' τόν έλεγχο θά
φαινόταν τυπικά εντάξει.
»Στήν πράξη όμως οί δυσκολίες ήταν αξεπέραστες.
Πρώτα πρώτα πρέπει νά κερδίσεις τούς ομαδάρχες
καί τούς επιστάτες τών δύο γκρούπ. Νά σιγουρευτείς
γιά τήν άξιοπιστία όλων τών κρατούμενων καί τής
μιάς καί τής άλλης όμάδας. Νά μή σ’ άνακαλύψει κα­
νένας Έ ς-Έ ς. Καί, πάνω άπ’ όλα: νά βρείς, άνάμεσα
στούς τεχνίτες έπίπλων, έναν εθελοντή πού δέχεται νά
περάσει μιά όλόκληρη μέρα στά θλιβερά Ο.Α.ΝΥ., κι
όχι στό έργοστάσιο καί ό όποιος έπιπλέον (σέ περί­
πτωση άποτυχίας) άποδέχεται τίς συνέπειες.
»Ή ψυχολογική προετοιμασία τών «μοχλών» κρά­
τησε μιά όλόκληρη βδομάδα. (...) Τή συμφωνημένη μέ­
ρα, μόλις τελείωσε τό πρωινό προσκλητήριο, βρέθηκα
άνάμεσα στούς τεχνίτες επίπλων (τήν τελευταία στι­
γμή, γιά νά μήν άφήσω στά μέλη τών δυό όμάδων
καιρό γιά φόβους). Πέρασα μαζί τους μπροστά άπ'
τόν έλεγχο. Αίγα λεπτά άργότερα, ή όμάδα (περιλαμ­
βάνοντας αυτή τή φορά καί τό ταπεινό μου πρόσωπο,
σάν ένα νούμερο άνάμεσα στά έκατό άλλα τής λίστας)
περπατούσε έξω άπ’ τό στρατόπεδο. Ή άγρυπνη
φρουρά πού μάς έπέβλεπε, φρόντιζε νά μή χάσω τό
δρόμο καί νά φτάσω στό έργοστάσιο όπου ήδη με
περίμενε δ άπεσταλμένος τής Κρακοβίας, Μιτσισλάβ
Πιοτρόβσκι (Μ. Κούρτς-Πέλεγκ).
»Ή επιτυχία τού εγχειρήματος προκάλεσε τήν επα­
νάληψη τής ίδιας μεθόδου. Συμφωνήσαμε νά όρίσουμε
τήν επόμενη συνάντηση οχτώ μέρες άργότερα. ’Αλλά
στό μεταξύ... συνέβη καί μ’ αυτό ό,τι καί μέ τά περισ­
σότερα παρόμοια σχέδια: ή δμάδα τών τεχνιτών έπί-
πλων καταργήθηκε άναπάντεχα.
»(...) Καθώς ψάχναμε γιά καινούργια τεχνάσματα
πού θά μπορούσαν νά έξυπηρετήσουν τό σκοπό μας,
άρχίσαμε νά διερευνούμε τά ρήγματα πού υπήρχαν
στό σύστημα τού στρατοπέδου. Γιά τήν άνακάλυψή
τους συμβουλεύτηκα γιά μιά άκόμα φορά τούς συν­
τρόφους τού τεχνικού γραφείου. Έμαθα πώς ό επικε­
φαλής μηχανικός, ό κρατούμενος δρ Γκρίφελ (παλιός
ύφηγητής στό πανεπιστήμιο τού Λβόφ) πήγαινε κάθε
μέρα στήν πόλη μέ φορτηγό γιά νά πάρει οικοδομικά
ύλικά κι άλλα πράγματα. Μαζί του πήγαιναν καί με­
ρικοί κρατούμενοι φορτοεκφορτωτές καί δυό Έ ς-Έ ς
γιά νά τούς έπιτηρούν. Τό φορτηγό τους έφευγε άπ' τό
στρατόπεδο στίς 11 ή ώρα τό πρωί, δηλαδή όταν έγώ
είχα πιάσει κιόλας δουλειά, κλεισμένος μέσα στά
Ο.Α.\ν. Καί επιπλέον, οί Έ ς-Έ ς πού συνόδευαν τό
φορτηγό, θά γνώριζαν τούς φορτοεκφορτωτές γιατί
έβγαιναν συχνά* πώς νά μήν άποκαλυφθώ;
»Καί δέν είναι μόνο αυτό: φεύγοντας μέ τό φορτηγό
δέ μπορούσα παρά νά άκολουθώ τό δρόμο πού είχε
προβλεφθεί. Ό άπεσταλμένος τής Κρακοβίας μπορού­
σε, είν’ άλήθεια, νά κυκλοφορεί έλεύθερα μέσα στήν
πόλη καί νά έρθει όπουδήποτε, άλλά έπρεπε νά τόν
είδοποιήσω.
»Τήν παραμονή τής έπαςρής, οί φίλοι μας τού τεχνι­
κού γραφείου κατάφεραν νά μάθουν πώς τήν επομένη
τό φορτηγό θά πήγαινε νά παραλάβει τίς πορσελάνες
πού είχαν παραγγείλει σε μιά επιχείρηση στήν όδό
Γκάζοβα. Γιά τό ίδιο θέμα άποφασίστηκε νά στείλει
τό στρατόπεδο τό μηχανικό Γ. Λαντενχάιμ-νΑισμαν,
σάν έμπειρογνώμονα, σ’ ένα γραφείο έξω άπό τό
στρατόπεδο. Ή ταν ένας άπ’ τούς λίγους πού επιβίω­
σαν άπ’ τήν παλιά όμάδα καθαριότητας, όπου είχε εν­
εργά συνεργαστεί στον τομέα άλληλογραφίας. Θά
μπορεί λοιπόν, είπα μέσα μου, νά βρεϊ τήν ευκαιρία,
μέσα στό γραφείο τον νά τηλεφωνήσει στό έργοστάσιο
επίπλων πού λέγαμε, νά ζητήσει τόν Πιοτρόβσκι καί
νά τού διαβιβάσει ότι ό τάδε (έδώ τό προβλεπόμενο
ψευδώνυμο) θά είναι τήν τάδε ώρα στό τάδε μέρος.
(...) Ό νΑισμαν πραγματικά υπόσχεται νά τό κάνει
χωρίς νά ζητήσει λεπτομέρειες.
»Τήν επομένη, στίς 10 ή ώρα τό πρωί (...), έχοντας
συμφωνήσει μέ τόν έπιστάτη γιά τόν τρόπο πού θά
κάλυπτε τήν άπουσία μου, άφήνω τό συνεργείο μου.
Μέ ήλίθιο περισπούδαστο ύφος, κρατώ στά χέρια ένα
είδος χαρτονιού καί μιά κορδέλα, κατ’ άπομίμηση τού
τεχνίτη πού έστελνε ό μάστορας (κάτι πού συνέβαινε
συχνά) γιά νά φέρει μιά διαταγή στά άλλα συνεργεία.
Μέ τό ήλίθιο ύφος μου καί τό χαρτόνι στά χέρια,
περνώ μπροστά άπ’ τούς Έ ς-Έ ς καί τούς επόπτες, καί
φτάνω μέχρι τά συρματοπλέγματα πού χωρίζουν τά
ϋ.Α.Νν. άπό τήν έξωτερική ζώνη τού στρατόπεδου.
Μπροστά στήν πορτούλα, ένας άσκαρί21 άνεβαίνει στή
σκοπιά. Έ ν α τέταρτο νωρίτερα, ό Γιακούμποβιτς
(άναφέρθηκε ήδη) τόν είχε προειδοποιήσει στό όνομα
τον τεχνικού γραφείον ότι ένας κρατούμενος θά
έφερνε στό μαγαζί ένα χαρτόνι πού τού είχαν παραγ­

21. Έ τσι όνόμαζαν τούς παλιούς Ρώσους αιχμάλωτους πού είχαν δεχτεί
νά μπουν στήν υπηρεσία τών Γερμανών.

111
γείλει. Ό άσκαρί με κοιτάζει, πρώτα έμένα, μετά τό
χαρτόνι καί μετά μου δείχνει μέ τό χέρι την κατεύθυν­
ση. (...)
»Μέσα στό μαγαζί, ένας σύντροφος (πού είχε ειδο­
ποιηθεί γιά τό πέρασμά μου) μού βάζει στην πλάτη
ένα ελαφρό κασόνι (γιατί ήταν άδειο). Παριστάνω τόν
άνθρωπο πού σκύβει κάτω άπ’ τό φορτίο· πρέπει νά
περπατήσω μ’ αυτό τό κασόνι άπό τό μαγαζί ως τό
καθαριστήριο. Ό Έ ς-Έ ς πού έπιτηρεί αυτό τό τμήμα
τού στρατοπέδου, ό αιμοχαρής Μπλούμ, κραδαίνει
άπό μακριά τό μαστίγιό του καί πιέζει τούς κρατούμε­
νους νά βιαστούν. Γεμάτος, όπως πρέπει, εμπιστοσύνη
στό άλάθητο τού συστήματος (...) τό μόνο πού ξέρει
είναι ότι πρέπει όπωσδήποτε νά φωνάζει καί νά άπει-
λεί. Παριστάνω ότι βάζω τά δυνατά μου, κάνω μερικά
βήματα, λίγο π ιό γρήγορα, όχι όμως καί πολύ γρήγο­
ρα, γιατί είναι καλύτερα νά φάς μιά μέ τό μαστίγιό,
γιά θελημένη αργοπορία, παρά νά δεχτείς μιά σφαίρα
στό κεφάλι γιατί κουβαλάς ένα κασόνι... άδειο.
»Μετά, έκμεταλλευόμενος τήν κατάλληλη στιγμή γΓ
αυτή τήν άθέμιτη παρέκκλιση, τρέχω πρός τό γκαράζ.
Ανεβαίνω χωρίς άργοπορία στό φορτηγό. Στήν άρχή
ό μηχανικός Γκρίφελ άνησυχεϊ. Μά οί Έ ς-Έ ς πού έρ­
χονται σέ λίγο γιά νά φύγουν μαζί μας είναι τελείως
άνυποψίαστοι. Δέν ύποψιάζεται κανένας όσα ξεπερ­
νούν τά όρια τον θράσους. Στήν όδό Γκάζοβα, μέσα
στήν επιχείρηση, μέ περιμένει ό άπεσταλμένος τής
Κρακοβίας.
»Εκείνη τήν εποχή πήγα πολλές φορές άκόμα στήν
πόλη μέ παρόμοια τεχνάσματα. Σέ διάφορα μέρη
(άνάλογα πάντοτε μέ τό δρομολόγιο τού φορτηγού)
είχα συναντήσεις μέ τόν Πιοτρόβσκι, μέ τή Ζιούτα
(Ζοζέτ Ριζίνσκα) καί τόν Γιάντεντς (Μπίλεβιτς).
»"Οταν, μετά τήν άπόδρασή μου άπό τό στρατόπεδο,
έγινα δραστήριος αγωνιστής σέ συνθήκες έλευθερίας,
εμείς (δηλαδή οί άπέξω αυτή τή φορά) στείλαμε συν-
δεσμούς στόν Λάντενχαίμ νΑισμαν22 καί τόν Γκρί-
φελ23. Ό τελευταίος, πού ή μόνη του δραστηριότητα
πρίν ήταν ότι είχε διευκολύνει τις εξόδους στην πόλη,
δέχτηκε, μέ τη σειρά του, νά άναλάβει τόν τομέα
γραμματοκιβώτιο. (...) Ό Α. Βάρμαν (Μπρόνεκ24) είχε
κι αύτός έπαφές μέ την άπεσταλμένη μας Ριζίνσκα.
Αργότερα καταφέραμε νά προσεγγίσουμε έναν άπό
τούς παλιούς μας συντρόφους, τόν Σ. Κούν25 (Στά-
τσεκ)».

Σέ πολλά στρατόπεδα έγιναν προσπάθειες νά δημιουρ-


γηθούν σχέσεις μέ τούς έξω. Χρησιμοποιήθηκαν διάφορα
τεχνάσματα άνάλογα μέ τίς τοπικές συνθήκες καί δυνατό­
τητες. Μερικές φορές περνούσαν λαθραία μέσα πράγματα
χάρη στούς έργάτες πού εργάζονταν (σάν επιστάτες, ειδι­
κευμένους έργάτες, εμπειρογνώμονες) στά εργοστάσια, τά
ορυχεία καί τά συνεργεία όπου εργάζονταν καί οί κρατού­
μενοι. Τό ίδιο συνέβαινε καί στό νΑουσβιτς. Τό ιδιαίτερα
άποτρόπαιο αυτό έργοστάσιο έξόντωσης μάς υποχρεώνει
νά δώσουμε κάπως περισσότερες λεπτομέρειες πάνω στό
θέμα μας.
Μερικές φορές, οί πιό ευνόητες λεπτομέρειες είναι λιγό­
τερο γνωστές καί άντιληπτές άπ’ όσο οί άλλες: άρχίζουμε
λοιπόν μέ κάτι πολύ βασικό: ή πολωνική κωμόπολη
Όσβιέσιμ (πού τή βάφτισαν οί Γερμανοί νΑουσβιτς), άν
καί βρίσκεται μόνο 60 χιλιόμετρα μακριά άπό τήν Κρακο­
βία, βρισκόταν όμως στά εδάφη πού ό κατακτητής είχε
ενσωματώσει στό Ράιχ του. Σ’ αυτή τή σχετικά μικρή άπό-

22. Δραπέτευσε άπό τό στρατόπεδο καί έζησε.


23. Ά ν καί ήθελε νά δραπετεύσει, δυστυχώς δίστασε χάνοντας χρόνο.
Χάθηκε μαζί μ' όλους τούς κρατούμενους τού στρατόπεδου.
24. Μετά τή δραπέτευση, συμμετείχε ένεργά στή δράση τής παράνομης
’Εθνικής Ε βραϊκή ς ’Επιτροπής, στή Βαρσοβία. Πιάστηκε καί δολοφονή­
θηκε άπό τήν Γκεστάπο.
25. Δραπέτευσε καί κρύφτηκε σ’ ένα κρησφύγετο στό Λβόφ. Πέθανε τό
1952.

8. Γοαψτά τών μτλλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 113


στάση, είχαν προστεθεί έτσι τά καινούργια σύνορα πού τά
επιτηρούσαν παίρνοντας ιδιαίτερες προφυλάξεις έξαιτίας
τού τεράστιου στρατόπεδου συγκεντρώσεως. Διαφεύγει
στούς ξένους συγγραφείς αυτή ή λεπτομέρεια, άλλά στην
πράξη δυσχέραινε όλες τίς έπαφές πού έξετάζουμε.

’Από την πρώτη περίοδο, τρείς έπιφανείς ήγέτες τού


Π.Σ.Κ. (Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος) καί πα­
λιοί βουλευτές, ό Στανελάς Ντυμπουά, ό Νόρμπερτ
Μπαρλίκι, ό Καζαμίρ Τσαπίνσκι καί ό έκπρόσωπος
τής δημοκρατικής κίνησης Γιάν Βοζνιακόφσκι (δικη­
γόρος άπό τήν Κρακοβία), βρίσκονταν26 άνάμεσα
στους φυλακισμένους. Γύρω τους συγκεντρώνονταν
παλιοί Πολωνοί άντιφασίστες άγωνιστές. Προσπαθού­
σαν νά άνεβάσουν τό ηθικό, νά διασαφηνίσουν όρι-
σμένες θέσεις, νά οργανώσουν τήν άλληλοβοήθεια γιά
νά προστατέψουν τούς άνθρώπους, νά μπάσουν στις
καλύτερες όμάδες άξιόλογους μά πολύ ήλικιωμένους
συντρόφους, πού ήταν άρρωστοι ή πολύ έξαντλημένοι
καί δέ μπορούσαν νά άντέξουν τίς βαριές δουλειές.
Στήσανε συζητήσεις μέ παλιούς εκπρόσωπους άλλων
κομμάτων γιά νά υπάρχει πνεύμα συνεννόησης μέσα
σιό στρατόπεδο. Οί δραστηριότητες αυτές γιά τήν ώρα
δέν είχαν οργανωθεί σ’ αυστηρά πλαίσια. Κατά τήν
πρώτη περίοδο τίς άναλάμβαναν μέ προσωπική τους
ευθύνη, άνάλογα μέ τή διάταξη τού στρατόπεδου καί
σιγά σιγά τό δίκτυο άπλωνόταν.
Ή οργάνωση πού άναπτυσσόταν χρωστά τίς πρώτες
της έπαφές μέ τό έξωτερικό καί σέ κάποιον ιδιώτη. Ό
κρατούμενος Καζιμίρ ’Αλόν (ψευδώνυμο: Καρτούσκι),
άγωνιστής τού Π.Σ.Κ., γιός άνθρακωρύχου κι άνθρα-

26. Στη συνέχεια έμελλε νά πεθάνουν κι οί τέσσερις στό στρατόπεδο. Ό


Μπαρλίκι, ό Ντυμπουά κι ό Τσαπίνσκι τουφεκίστηκαν τό 1942. Ό
Βοζνιακόφσκι τουφεκίστηκε τό Νοέμβρη τού 1943 (μετά τήν άνακάλυφη
μιάς παράνομης έπιχείρησης πού συνδεόταν μέ τή δράση τής δμάδας
«Ά ουσβιτς»).
κωρύχος κι ό ίδιος, καταγόταν άπό τό Μπρέτς, τοπο­
θεσία πού άποτελοΰσε άποικία άνθρακωρύχων, κοντά
στό νΑουσβιτς καί πού είχε κι αυτή ένσωματωθεΐ
(δπως ή κωμόπολη Κράνοφ) στό γερμανικό Ράιχ. Ό
’Αλόν Καρτούσκι κατάφερε νά έπικοινωνήσει μέ την
οίκογένειά του πού εξακολουθούσε νά μένει στό
Μπρέτς, μέσω τών εργατών πού έρχονταν άπό κεΐ. Ή
έπαφή αυτή έπέτρεπε νά στέλνονται προσωπικά μηνύ­
ματα καί νά παίρνουν βοήθεια, κυρίως σέ φάρμακα.
Τόν Αύγουστο τού 1942, ό κρατούμενος Γιόζεφ Σι-
ράνκιεβιτς27 μεταφέρθηκε στό στρατόπεδο τού νΑου-
σβιτς. Ε κ εί πήρε μέρος στήν οργάνωση τής όμάδας
«άντιφασιστικό μπλοκ», πού συγκέντρωνε κρατούμε­
νους πολλών εθνικοτήτων. Ό Σιράνκιεβιτς, καθώς
γνώριζε τις διευθύνσεις τού μυστικού δίκτυου τού
Π.Σ.Κ. στήν Κρακοβία, (δπου είχε εργαστεί δραστήρια
ως τή σύλληψή του)28, είχε τήν ιδέα νά μετατρέψει τίς
προσωπικές έπαφές μέ τό εξωτερικό πού είχε εξασφα­
λίσει ό ’Αλόν, σέ οργανωμένο δίκτυο επαφών.
Μόλις ό νΑνταμ Ρίζιεβιτς (ψευδώνυμο: Θεόδωρος)
ειδοποιήθηκε γι’ αυτό τό εγχείρημα, πέρασε κρυφά, τό
φθινόπωρο τού 1942, τά καινούργια σύνορα, καί (μέ
τή βοήθεια παλιών μελών τού Π.Σ.Κ. στό Χράνοβ καί
τό Μπρέστζε) προχωρεί επί τόπου στήν οργάνωση τού
δικτύου. Σχηματίζει στό Μπρέστζε έναν οργανωτικό
πυρήνα μέ επικεφαλής τόν Έντουάρ ’Αλόν (ψευδώνυ­
μο: Μπορούτα), άδερφό τού κρατούμενου Καζιμίρ
’Αλόν. Καί δχι μόνο αυτό: γιά νά σιγουρέψει περισσό­
τερο τήν έπαφή, ό Έντουάρ ’Αλόν περνάει στήν το­
πική έργατική ένωση (Arbeitsamt) σάν κλειδαράς καί
χάρη στή συνεννόηση μέ όρισμένους ύπαλλήλους τής

27. Δημοσιογράφος καί γραμματέας τού Σοσιαλιστικού Πολωνικού Κόμ­


ματος, στήν περιοχή τής Κρακοβίας, πρίν άπό τόν πόλεμο. Πρωθυπουρ­
γός τής Πολωνίας άπό τό 1947 ως τό 1970.
28. Πιάστηκε τόν ’Απρίλη τού 1941. Πρίν μεταφερθεϊ στό στρατόπεδο
έκανε 16 μήνες στή φυλακή.

115
ένωσης αυτής, κατάφερε νά προσληφθεί ό ίδιος στό
στρατόπεδο, σάν πολιτικός έργάτης. Έτσι, όχι μόνο
συστηματοποιήθηκαν οί έπαφές, άλλά καί διενεργήθη-
καν άπό άφοσιωμένους άγωνιστές.

Τό Π.Σ.Κ., γιά νά εξασφαλίσει τή μεταφορά τής άλληλο-


γραφίας άνάμεσα άπό τά σύνορα, χρησιμοποιεί αυτούς
τούς τρεις δρόμους: 1) Τίς μαούνες, φορτωμένες κάρβου­
νο, πού περνούν άπό τό Βιστούλα, άνάμεσα στό Ράιχ καί
τή Γενική Διοίκηση τής Πολωνίας· ή μεταφορά γίνεται
άπό συντρόφους-περαματάρηδες· 2) Μετά άπό τήν τοπο­
θεσία Ρίστζοβ, τελευταίο σταθμό πρίν τά καινούργια
σύνορα, άπλώνονται δάση πού τά λυμαίνονταν σέ μεγάλη
κλίμακα οί Γερμανοί. Στό Ρίστζοβ λοιπόν ένας άπεσταλμέ-
νος άπό τήν Κρακοβία δανείζεται τήν εργατική φόρμα καί
τήν άδεια εισόδου ένός συντρόφου πού δούλευε εκεί σάν
ξυλοκόπος, άνακατεύεται μέ τούς έργάτες, μπαίνει στό δά­
σος καί περνάει τά σύνορα 3) ’Από τό Χράνοβ καί τό
Γιαβόρτζνο, χάρη στούς συντρόφους-σιδηροδρομικούς,
ένας πράκτορας άπό τήν Κρακοβία μπαίνει μέσα σέ μιά
άτμομηχανή παριστάνοντας τόν όδηγό μέ τή βοήθεια τού
μηχανικού.
Στήν Κρακοβία μελετήθηκε τό υλικό πού ήρθε άπό τό
Άουσβιτς (τά κωδικοποιημένα κείμενα άποκρυπτογραφή-
θηκαν) καί μετά - άνάλογα μέ τό περιεχόμενο - προωθή­
θηκαν στό παράνομο τυπογραφείο, τήν κρυμμένη ήγεσία ή
τήν υπερκομματική «Επιτροπή Βοήθειας τών Στρατοπέ­
δων Συγκεντρώσεως». Ή Επιτροπή (πού άνάμεσα στά
άλλα άφοσιω μένα μέλη της περιλάμβανε τό γνωστό έθνο-
γράφο καί ζωγράφο Τ. Σέβεριν καί τή γενναία άγωνίστρια
Τερέζα Λαζόκα) πραγματοποιεί όλες τίς έπιχειρήσεις πού
επιβάλλει ή δράση· ή επιτροπή αυτή εξάλλου προμηθεύει
φάρμακα στό στρατόπεδο, πολιτικά ρούχα γιά τούς φυγά-
δες, άσυλο κλπ.
Ή παρανομία έχει καί τούς μάρτυρές της. Τό Γενάρη
τού 1944 οί Έ ς-Έ ς ύποβάλλουν όλους τούς πολιτικούς
έργάτες σ’ αυστηρό έλεγχο. Τό μόνο πού βρίσκουν σ’
όλους είναι ψωμί, σέ ποσότητα όμως πού ξεπερνά τίς
άνάγκες μιάς μέρας. Περνούσαν παράνομα τό ψωμί μέσα
στό στρατόπεδο γιά τούς πεινασμένους έργάτες. Ή τιμω­
ρία γιά τήν όμάδα των πολιτικών εργατών είναι θάνατος.
Πρίν τήν εκτέλεση τούς ύποβάλλουν σέ βασανιστήρια, γιά
νά βρουν τά νήματα πού όδηγούν στή μυστική οργάνωση.
Παρά τά βασανιστήρια, οί έργάτες δέν άποκαλύπτουν τί­
ποτα. Ό τα ν τούς όδηγούσαν στούς θαλάμους άερίων τρα­
γουδούσαν τόν ύμνο τού Π.Σ.Κ. «0ζ6Γ\νοηγ 5 ζϊβγκ1βγ» (Τό
κόκκινο λάβαρο). Ή στάση τους προκαλεϊ τό θαυμασμό
εκατοντάδων κρατούμενων πού παρακολουθούν.
Ό σον άφορά τίς άποδράσεις, τό Π.Σ.Κ. στέλνει κάθε
φορά μιά μικρή όπλισμένη όμάδα γιά νά παραλάβει τούς
φυγάδες καί νά τούς στείλει στά συμφωνημένα μέρη. Σ’
αυτό τόν τομέα οί άπώλειες είναι μεγάλες. Τό Μάη τού
1944, γιά παράδειγμα, ό νΑνταμ Ρίζιεβιτς μαζί μέ τρεις
άλλους άγωνιστές τού Π.Σ.Κ. πηγαίνει στό μέρος πού θά
συναντήσει τόν Γ. Σιράνκιεβιτς, τού όποιου έχουν προε­
τοιμάσει τήν άπόδραση. Ό Σιράνκιεβιτς δέν κατορθώνει
νά άποδράσει. Οί άγωνιστές έπιστρέφουν άπρακτοι, ξανα­
περνούν τά σύνορα άλλά (στίς 22 Τούνη 1944) περι-
κυκλώνονται στό σταθμό τού Κγςζο\ν άπό τούς «ΒΒΐιη-
8ς1ηιΐζ» (γερμανική άστυνομία σιδηρόδρομου). 'Οπλισμέ­
νοι μόνο μέ περίστροφα, άνοίγουν πύρ, χτυπούν καί πλη­
γώνουν άρκετούς άστυνομικούς, άλλά ό Ρίζιεβιτς, ό Κορ-
νάς καί ό Κρογκούλσκι πέφτουν σ’ αυτή τήν άνιση μάχη.
Κι άκόμα: Ό ’Αλεξάντρε Γιαγκέλο (ψευδώνυμο: Κό-
στεκ, έργάτης στή Βαρσοβία), πού κατάφερε νά δραπετεύ­
σει άπό τό νΑουσβιτς, παίρνει μέ τή σειρά του έντολή άπό
τήν όμάδα νά παραλάβει τούς άναμενόμενους φυγάδες.
Αυτή τή φορά ή άπόδραση προδόθηκε. Έ να ς άπό τούς
φυγάδες, ένας Γερμανός συγκεκριμένα, πληροφορεί καλο­
προαίρετα έναν «καλό» Έ ς-Έ ς πού θά διευκόλυνε τήν
έπιχείρηση. Ό «καλός» Έ ς-Έ ς άποδεικνύεται προβοκά­
τορας. Ό Γερμανός κρατούμενος βασανίζεται κι άποκα-
λύπτει τό μέρος όπου οί φυγάδες θά συναντούσαν την
ομάδα μάχης. ’Αντί γιά τούς κρατούμενους καταφτάνουν
στό συγκεκριμένο μέρος αυτοκίνητα μέ Έ ς-Έ ς. Διατηρών­
τας την ψυχραιμία του, ό Γιαγκέλο διατάζει τούς συντρό­
φους του νά τό σκάσουν· ό ίδιος μένει έπί τόπου, άνοίγει
μόνος του πύρ, γιά νά κερδίσει χρόνο. Οί άλλοι, πραγμα­
τικά, καταφέρνουν νά διαφύγουν. Ό Γιαγκέλο (είκοσιεφτά
χρονών), άφού έριξε καί τήν τελευταία του σφαίρα, πέφτει
γαζωμένος άπό τίς σφαίρες. νΑς μάς έπιτραπεί, άν καί δέν
ήρθε ή στιγμή γιά τήν άνάλυση των κειμένων πού έφτασαν
ως εμάς, νά δώσουμε έδώ λίγα άποσπάσματα τού ποιήμα­
τος «Ό θάνατος ενός φυλακισμένου», πού έγραψε στό
νΑουσβιτς ό Γιαγκέλο «Κόστεκ», έργάτης άπό τή Βαρσο­
βία:

'Απλώθηκε σιωπή γύρω ά π ’ τό θάνατό του,


'Όταν πέθαινε κάτω άπ’ τά χτυπήματα των
παλικαράδων.
Τρέμοντας άπό ανίσχυρη απελπισία,
Τά πελιδνά χείλη δαριανάσαιναν: ώ καταραμένοι!

Οί φίλοι δέν έβγαλαν λόγους


Γιά νά ποϋν πώς ήταν: σπουδαίος, σεβαστός (...)
Καί πώς δέν υ7τήρχε πιά (...)

Τό πιστό άλογο δέ χλιμίντρισε (...)


Οί καμπάνες δέ σήμαναν
Τά χείλη ζητούσαν βοήθεια
Μά ό καλός Θεός δέν κατέβηκε ά π’ τόν ούρανό.

Μόνο ή καρδιά τής Μάνας του σπάραζε-


Ή οδύνη σκέπασε τό πρόσωπό της.
5Ά ν καί μακριά
Ή καρδιά της τής άνάγγελλε τό θάνατο τού
φυλακισμένου.
Ό «Κόστεκ», δμως, πέθανε άλλιώτικα, σάν παλικάρι,
στή μάχη. Οί σύντροφοι δέ μπόρεσαν νά τού προσφέρουν
άλλο άπό έναν έπικήδειο σέ μιά παράνομη έφημερίδα,
έναν έπικήδειο άπλό καί σύντομο, χωρίς όνομα καί χωρίς
νά προσδιορίζονται οί συνθήκες τού θανάτου του. Μετά
τόν πόλεμο, ένας άπό τούς πιστούς φίλους του έστειλε στή
μητέρα του τίς στροφές πού δώσαμε πιό πάνω.
Ξαναγυρίζουμε στίς έπαφές. 'Υπάρχουν πολλών λογιών
κείμενα πού φτάνουν άπό τό στρατόπεδο στήν Κρακοβία:
πολιτικά άρθρα πού δημοσιεύτηκαν άμέσως στήν έβδομα-
διαία έφημερίδα τού Π.Σ.Κ. «Wolnosc» (Ελευθερία) καί
σ’ άλλες παράνομες έφημερίδες, ποιήματα, ρεπορτάζ καί
κάθε είδους σχόλια: λεπτομέρειες σχετικά μέ τήν άφιξη
καινούργιων γρήγορων τραίνων, στοιχεία γιά τίς άλλαγές
πού έγιναν στή διοίκηση, γιά τίς έπισκέψεις Γερμανών
άξιωματούχων, γιά τίς διενέξεις τών Έ ς-Έ ς (στήν περί­
πτωσή μας πρόκειται γιά τή διένεξη τής διεύθυνσης Έ ς-
Έ ς τού στρατόπεδου μέ τό «Politische Abteilung» - Πολι­
τικό τμήμα.
Ή ομάδα «νΑουσβιτς» πού δρούσε μέσα στό στρατόπε­
δο, γιά νά παίρνει πληροφορίες διατηρεί ένα δίκτυο πού
διακλαδίζεται μέσα στούς κρατούμενους καί έπιπλέον συ­
νεργάζεται μέ τά πρόσωπα πού διεισδύουν άκόμα καί
μέσα στό μυστικό τής διεύθυνσης. 'Η πιό άξιέπαινη περί­
πτωση είναι τής γενναίας άδελφής Μαρίας29 τού γερμανι­
κού Ερυθρού Σταυρού.
Γιά νά πάρουμε μιά ιδέα, γ ι’ αυτή τήν άλληλογραφία,
άναφέρουμε μόνο πώς τό Φλεβάρη τού 1944, ή όμάδα
«νΑουσβιτς» κατάφερε νά στείλει στήν Κρακοβία τό άκρι-
βές άντίγραφο τού βιβλίου πού περιείχε τόν άκριβή αρι­
θμό τών έκτελέσεων πού έγιναν άπό τήν ίδρυση τού στρα­
τόπεδου ως τόν Όκτώβρη τού 1943. Ταυτόχρονα ή όμάδα
στέλνει καί άντίγραφα τών διαταγών πού άπευθύνει τό

29. Αυστριακή πού φανέρωσε στήν παράνομη όργάνωση τό σχέδιο κατα­


στροφής τού στρατόπεδου, πού είχε καταστρώσει ό άνώτερος Γερμανός
άξιωματικός Χός κατά διαταγή τού Βερολίνου.
Βερολίνο στή διεύθυνση τού νΑουσβιτς.
Ή Κρακοβία μεταδίδει όλες αυτές τίς πληροφορίες σας
παράνομες πολωνικές άρχές καί αυτές (μέσω ένός παρά­
νομου πομπού) στό Λονδίνο, στην έξόριστη Κυβέρνηση.
Μεταδίδονται άπό τό ραδιόφωνο τού Λονδίνου κι αυτό
προκαλεί όλο καί μεγαλύτερη κατάπληξη καί άναταραχή
άνάμεσα στούς Έ ς-Έ ς, τούς έπικεφαλής τού στρατοπέδου.
Τόν Αύγουστο τού 1944, ή διεύθυνση Έ ς-Έ ς τού νΑου-
σβιτς κατατοπίζεται άπό τό Βερολίνο γιά τό ποιά στάση
πρέπει νά κρατήσει σέ περίπτωση πού πλησιάζει ό Κόκκι­
νος Στρατός: πρέπει νά «έκκαθαρίσει» τό στρατόπεδο, νά
καταστρέφει τά ντοκουμέντα, νά έξοντώσει τούς φυλακι­
σμένους καί νά κάψει όλα τά πτώματα χωρίς ν’ άφήσει
ίχνη. Νά μήν κρατήσει παρά μερικές όμάδες άπαραίτητες
γιά τή διεκπεραίωση αυτών τών εργασιών καί μόλις τε­
λειώσει ή εκκαθάριση νά τίς εξοντώσει κι αυτές.
Μόλις φτάνει στήν Κρακοβία τό άντίγραφο αυτής τής
διαταγής, ό Μάριαν Μπόμπα έρχεται τήν ίδια μέρα σ’
έπαφή μέ τούς γενναίους παράνομους τηλεγραφητές πού
μεταδίδουν (κωδικοποιημένο) τό μήνυμα στίς μυστικές
κεντρικές άρχές στή Βαρσοβία. Τό ραδιόφωνο τής πολωνι­
κής πρωτεύουσας όπου ή επανάσταση βρίσκεται στό άπο-
κορύφωμά της, μεταδίδει τό νέο στό Λονδίνο. Τήν έπομέ-
νη, οί Κυβερνήσεις τού Λονδίνου καί τής Ούάσινγκτον
προειδοποιούν τόν Χίμλερ καί τούς υποτακτικούς του πώς
τά όνόματά τους είναι γνωστά καί πώς θά δώσουν λόγο
προσωπικά σ’ αυτούς γιά τά καινούργια εγκλήματα πού
σχεδιάζουν. Ή προειδοποίηση αυτή, πού μεταδόθηκε άπ’
τό ραδιόφωνο σέ πολλές γλώσσες, προκαλεί άμέσως τή δή­
λωση τού γενικού διοικητή τού νΑουσβιτς: άναλαμβάνει νά
διαβεβαιώνει επίσημα τούς φυλακισμένους ότι δέν έχουν
τίποτα νά φοβηθούν καί ότι κανείς τους δέν άπειλείται.

120
Ε. Τό υποχρεωτικό τραγούδι
καί τά υποπροϊόντα του
Υπήρχε στά στρατόπεδα καί μιά έπίσημη «λογοτεχνία»,
δηλαδή αναγκαστική. "Ολα σχεδόν τά στρατόπεδα διέθε­
ταν καί μιά ορχήστρα. Στίς περισσότερες περιπτώσεις ή
ορχήστρα είχε πολλούς μουσικούς κι άνάμεσά τους βιρ­
τουόζους, πασίγνωστους προπολεμικά. Λίγο πολύ παντού,
έξέχουσες προσωπικότητες των Έ ς-Έ ς έδειχναν ζωηρό
ένδιαφέρον γι’ αυτό τό θέμα. Οί ήχοι τής ορχήστρας «έδι­
ναν έναν ευχάριστο τόνο» στό προσκλητήριο, στήν έξοδο
γιά έργασία, στούς άπαγχονισμούς, τούς τουφεκισμούς κι
όλων των ειδών τίς εκτελέσεις άνθρώπινων υπάρξεων, είτε
ήταν μεμονωμένες είτε μαζικές, μέ όλοφάνερες προτιμήσεις
γιά τίς τελευταίες. Σ’ άρκετά μάλιστα στρατόπεδα σύνθε-
ταν ειδικές μελωδίες γι’ αυτό τό σκοπό. Στό Αβόφ ό Ούν-
τερστούρμ Φύρερ Ροκίτα, υποδιευθυντής τού στρατοπέ­
δου. γνωστός γιά τίς έκλεπτυσμένες σαδιστικές μεθόδους
του, παλιός μουζικάντης κι ό ίδιος, παράγγειλε στήν ορχή­
στρα του ένα «ταγκό τού θανάτου». Έκτελέστηκε πραγμα­
τικά ή παραγγελία του κι άπό τότε συνόδευε άκατάπαυστα
τίς άλλεπάλληλες «έκτοπίσεις»30.
Οί φυλακισμένοι ήταν υποχρεωμένοι νά τραγουδούν
όλοι μαζί. Οί Έ ς-Έ ς τούς περίμεναν, μέ τό μαστίγιο στό
χέρι, όσο διαρκούσε τό προσκλητήριο καί κυρίως όταν οί
όμάδες έπέστρεφαν άπό τήν εργασία31. "Οσοι άπ’ τούς
κρατούμενους δέν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στό τραγούδι
θά τό πλήρωναν άκριβά.

30. Έ τσι όνόμαζαν επίσημα τίς επί τόπου εκτελέσεις. Ό όρος αυτός, που
έφευρέθηκε άρχικά γιά νά ξεγελά, κατοχυρώθηκε σάν ευφημισμός πού ό
ρόλος του πιά ήταν νά μειώνει τή σημασία τού θανάτου γιά τά ίδια τά
θύματα.
31. Ή παραπάνω περιγραφή άναφέρεται στό στρατόπεδο τού Λβόφ.
Έ τσι γινόταν λίγο πολύ παντού.

121
Τά περισσότερα τραγούδια ήταν δανεισμένα άπ’ τό
στρατιωτικό γερμανικό ρεπερτόριο· καί άλλα γίνονταν
άποδεκτά, άρκεΐ νά ήταν ρυθμικά, ηλίθια ή αισχρά.
Τό άναγκαστικό τραγούδι συναντούσε συνήθως μιά
βουβή άντίσταση. Οί δμαδάρχες έκαναν δ,τι μπορούσαν
γιά νά μάθουν στην δμάδα τους ένα εύκολο τραγουδάκι.
Παρόλα αυτά, άκόμα κι όταν λίγα λεπτά πρίν τραγουδού­
σαν, την άποφασιστική στιγμή οί φωνές άδυνάτιζαν. Μέ
τά πρώτα χτυπήματα τού μαστίγιου ξαναζωντάνευαν.
"Αλλη μελωδία τραγουδούσαν οί μπροστινοί κι άλλη οί
πίσω. Αυτό προκαλούσε μιά φοβερή κακοφωνία, άλλά τό
χιτλερικό μουσικό αισθητήριο... έμενε ικανοποιημένο.
Κάποιος όμαδάρχης είδε κι έπαθε νά βρει ένα τόσο
άπλό τραγουδάκι πού κανείς, κι άν άκόμα τό ήθελε, δέ θά
μπορούσε νά τό ξεχάσει. Καί τό βρήκε: μέ ένα ρεφραίν
πού καί τά παιδάκια θά μπορούσαν νά συγκρατήσουν. Θά
τό τραγουδούσε ένας έκλεκτός «σολίστας»· οί άλλοι κρα­
τούμενοι, δηλαδή όλοι αυτοί οί παλιοί καθηγητές, δικηγό­
ροι, γιατροί, δέν είχαν παρά νά προσθέσουν τό ρεφραίν:
«Eins, zwei, drei» («ένα, δύο, τρία»). Ούτε κι αυτό όμως
έπιασε.
Γιά νά ικανοποιήσουν τήν άδυναμία των Έ ς-Έ ς γιά τά
πρόστυχα τραγούδια, οί κρατο μενοι διάλεξαν ένα πλού­
σιο σ’ όλες τίς γλώσσες ρεπερτόριο. Ανάμεσα στ’ άλλα,
κάποιο ουκρανικό τραγούδι μέ τό ρεφραίν: «Γιατί τσαντί­
ζεσαι, π... γιέ. Ζωή σάν κι αυτή, ζωή σάν κι αυτή δέ θά
ξανάρθει πιά!» Καί νά: ή δμάδα προχωρεί καί μπροστά
της βγαίνει ξάφνου ένας Έ ς-Έ ς. «Singen» (τραγουδείστε)
βρυχιέται. Έ νας γεροντάκος πού βρίσκεται άνάμεσα στούς
κρατούμενους, άσήμαντος, πειναλέος, τρομοκρατημένος,
γυρίζει άπό ένστικτο τό κεφάλι του πρός τόν Έ ς-Έ ς καί
φωνάζει τά πρώτα λόγια πού τού ’ρχονται στό μυαλό, χω­
ρίς νά σκεφτεί τή σημασία τους: «Γιατί τσαντίζεσαι, π...
γιέ;» Κι άμέσως μετά σωπαίνει γιατί άφού τόν τσακώσανε,
κανείς δέ θά τόν υποχρεώσει πιά νά τραγουδήσει.
Στό Μπούχενβαλτ καί άλλού άμέσως μετά τή νυχτερινή

122
έπιθεώρηση καί τό σιωπητήριο, γενικά δινόταν ή παρα­
κάτω διαταγή: «Μισή στροφή άριστερά!» Καί άρχιζαν οί
δημόσιες τιμωρίες (...)· Έ να ς άπ’ τούς έπικεφαλής τού
στρατοπέδου ζητούσε ενα τραγούδι · (...) έβρεχε ραγδαία
(έτσι πού μετά άπό μιά τέτοια μέρα δέ μπορούσε κανείς νά
κρατηθεί στά πόδια του παρά χάρη σέ μιά στωική αυτο­
πειθαρχία). Α κόμα πιό ήλίθιο ήταν τό «τραγούδι» πού
έπρεπε νά τραγουδήσουν, μιά φορά, τρεις φορές, ίσαμε
πέντε φορές συνέχεια, γιά παράδειγμα: τό «Έ να πουλάκι
πλησιάζει» ή τό «Αύτό πού φέγγει στήν άκρη τού δά­
σους».
Ή άνάγκη γιά έπίσημο τραγούδι γεννούσε διάφορους
Ιδιαίτερους «ύμνους». Άνάμεσά τους υπήρχαν καί τρα­
γούδια πού έγιναν πασίγνωστα, όπως τό «Στρατιώτες τού
βάλτου» ή τό τραγούδι τού Μπούχενβαλτ.

Τό φαινόμενο αύτό, πού ή άρχή του τοποθετείται


στήν προπολεμική εποχή, ένθαρρύνθηκε άπό τούς έκεί
υψηλά ίστάμενους. Στό τέλος τού 1938, ό άνώτερος
διοικητής τού Μπούχενβαλτ, ό Έ ς-Έ ς διοικητής
Ρέντλ, δηλώνει: «'Όλα τά άλλα στρατόπεδα έχουν καί
τό τραγούδι τους. Θέλω νά έχω τό τραγούδι τού
Μπούχενβαλτ. Αυτός πού θά τό φτιάξει θά άνταμει-
φθεΐ μέ δέκα μάρκα». Υ πήρξαν πάμπολλες προτάσεις
κι άνάμεσά τους διάλεξαν τό τραγούδι (πού άρχίζει μέ
τό «Ό ταν ξημερώνει»). Έ φερε τήν υπογραφή τού
Κάπο τού ταχυδρομείου τών κρατούμενων πού ήταν
«πράσινος» (ποινικός κρατούμενος) καί πού έκείνη
τήν έποχή έκανε τόν κονφερανσιέ· διατηρούσε καλές
σχέσεις μέ τούς Έ ς-Έ ς. Στήν πραγματικότητα τό τρα­
γούδι ήταν έργο δύο Ε βραίω ν τής Αύστρίας. Τά λό­
για άνήκαν στόν Λέχνερ-Μπέντα, λιμπρετίστα άπό τό
Λέχαρ καί ή μουσική στό Βιεννέζο τραγουδιστή καμ­
παρέ Λεοπόλντς. "Επρεπε τώρα νά μάθουν τά λόγια
καί τή μελωδία στίς ώρες τής άνάπαυσης. Καί νά ένα
βράδι, στά τέλη τού Δεκέμβρη 1938, μ’ ένα φοβερό
κρύο καί χιόνι, άντηχεί οτήν πλατεία προσκλητηρίου ή
διαταγή αυτή: «Τό τραγούδι τού Μπούχενβαλτ».
Υπήρχαν εκεί 7.000 άνθρωποι. Φαντάζεται κανείς τί
χάβρα επακολούθησε- δ Ρέντλ, τελείως μεθυσμένος,
ήταν έξω φρένων γιατί δεν άρχιζαν καί έδωσε διαταγή
νά τραγουδά κάθε όμάδα χωριστά. (...) Καί τότε έγινε
ένα μακάβριο κοντσέρτο.

Δε μάς ενδιαφέρουν φυσικά τά έπίσημα τραγούδια, μά


όλη αύτή ή ιστορία είχε καί τά εκτός προγράμματος παρα­
τράγουδά της. Συχνά οί κρατούμενοι εκμεταλλεύονταν τό
γεγονός καί σκάρωναν στιχάκια πού ταίριαζαν μέ τή μου­
σική, μά είχαν όλωσδιόλου διαφορετικό νόημα. Καί πρό-
σθεταν διάφορες παραλλαγές. Σ’ αυτά τά υποπροϊόντα
έβρισκε τήν έκφρασή του ό αυθορμητισμός.

ΣΤ. Καλλιτέχνες καί έπιστή μονές


στήν υπηρεσία των Έ ς - Έ ς
Οί κρατούμενοι-ζωγράφοι φιλοτεχνούσαν μέσα στ’ άλλα
καί οικογενειακά πορτραίτα γιά τούς Έ ς-Έ ς. Ή παραγγε­
λία εγκυμονούσε κινδύνους, κυρίως όταν τά «άφεντικά»
είχαν τή διάθεση νά δούν καί τίς γελοιογραφίες τους.
Σέ μιά τέτοια περίπτωση οί καλλιτέχνες τής «Αυλής»
ήταν υποχρεωμένοι νά φτιάξουν μιά άρκετά κολακευτική
γελοιογραφία πού νά ικανοποιεί άκόμα κι έναν Έ ς-Έ ς.
Τέτοια ήταν λόγου χάρη ή γελοιογραφία πού παρίστανε
τόν Βιλχάους, διοικητή τού στρατόπεδου τού Λβόφ, ένα
άπό τά πιό αιμοχαρή τέρατα τής χιτλερικής κτηνωδίας.
Τό σχέδιο παρουσιάζει τό σχεδιάγραμμα τού «βασι­
λείου» του (θάλαμοι, συρματοπλέγματα, φυλάκια) καί
ονομάζεται «Βιλχάουστατ» (ή πόλη τού Βιλχάους). Ό
έπώνυμος ήρωας παρουσιάζεται καβάλα στό άλογο σέ μιά
εκφραστική πόζα. Μόνο ό επικεφαλής άρχιτέκτονας, ένας

124
κρατούμενος, άπεικονίζεται σάν σε γελοιογραφία. Ό με-
γαλειότατος Βιλχάους τόν διατάζει (έτσι λέει ή λεζάντα):
«Άκούς; Ή κατασκευή των θαλάμων πρέπει νά έχει τε­
λειώσει τό άργότερο χτέςΐ»

Ό διοικητής τού στρατοπέδου συναγωνιζόταν άγρια


τό διοικητή των Ο.Α.>ν. Γκεμπάουερ (πού δέν ήταν
λιγότερο εγκληματίας άπ’ αυτόν). Σφετεριζόταν άν-
θρώπους, υλικά, άκόμα καί τό έβραϊκό νεκροταφείο
(άπ’ όπου λήστεψαν τίς έπιτύμβιες πλάκες). Προσπα­
θούσαν νά γελοιοποιήσουν ό ένας τόν άλλο. Θά ’ταν
άξιοθρήνητη ή ευχαρίστηση τού σκιτσογράφου-κρα­
τούμενου πού θά ικανοποιούσε τόν έναν άπ’ τούς δυό
άφέντες, άφού ό άλλος θά τόν δολοφονούσε γιά τό
ίδιο κατόρθωμα. Νά όμως πού γίνεται μιά γιορτή (γιά
τούς Έ ς-Έ ς) στό τμήμα των Ο.Α.>ν. Μέ τήν ευκαιρία
αυτή υποχρέωσαν τούς ζωγράφους νά φτιάξουν γε­
λοιογραφίες. Οί σκιτσογράφοι δέν ήξεραν τί νά κά­
νουν γιά νά μή διακινδυνέψουν. Τελικά κατάφεραν νά
εξασφαλίσουν ένα είδος έλευθερίας καί οί γελοιογρα­
φίες έγιναν. Σέ μιά άπ’ αυτές ό Γκεμπάουερ καί ό
Βιλ χάους φιλονικούν μέ μανία γιά ένα τούβλο. Σέ μιά
άλλη ό Έ ς-Έ ς Μόνς είκοσι χρονών, ποζάρει σά Να-
πολέοντας καί υποδέχεται μιά πομπή κρατούμενων σέ
στάση ικετευτική. Εφοδιασμένες οί γελοιογραφίες μέ
λεζάντες άπό δυό στίχους ή καθεμιά, πού τίς έγραψαν
οί Έ ς-Έ ς μέ τή συνεργασία πολλών κρατούμενων,
έπρεπε νά περάσουν άπό τή λογοκρισία τού Γκεμ­
πάουερ προσωπικά· μετά τίς κορνίζωναν καί τίς κρε­
μούσαν στούς τοίχους τής τραπεζαρίας (τών Έ ς-Έ ς).
νΑν καί είχαν περάσει άπ’ τόν έλεγχο τού γενικού
διοικητή, δημιουργήθηκε ένα άρκετά τσουχτερό επει­
σόδιο. Γιατί σέ μιά άπό τίς γελοιογραφίες ό γνωστός
σαδιστής Ρέριχ, φορώντας τό χαρακτηριστικό του άμ-
πέχωνο μέ ραβδί στά χέρια κι άφρούς στό στόμα κυ­
νηγάει έναν Εβραίο.
Ό Ρέρις ένιωσε βαθιά προσβλημένος μόνο με τήν
ιδέα δτι ήταν τό άντικείμενο γελοιογραφίας καί γιατί
«έκτιμήθηκε έτσι», άπ’ τόν Γκεμπάουερ.
Οι σκιτσογράφοι δεν τολμούσαν νά παρουσιαστούν
μπροστά στόν Ρέρις, πού ή άξιοπρέπειά του είχε δε­
χτεί ένα άνεπανόρθωτο πλήγμα. "Οσο γιά τόν Γκεμ-
πάουερ, αδιαφορούσε τελείως γιά τήν όργή τού συν­
αδέλφου καί υφισταμένου του. Νά καί ή γελοιογραφία
τής Κας Γκεμπάουερ. Καταγόταν άπό τό Γκλογκάου,
ήταν μοδίστρα καί έζησε στό Βερολίνο μέσα στη μιζέ-
ρια. Ήρθε στά Ο.Α.\ν. (στό στρατόπεδο τού Λβόφ)
σάν σ’ ένα είδος ’Αρκαδίας. Στήν άρχή ήταν συμπαθη­
τική, συνεσταλμένη καί μαζεμένη· δ άντρας της τής
συμπεριφερόταν άσχημα. "Αλλαξε όμως πολύ γρήγορα.
Σέ λίγο άρχισε νά συμμετέχει στό άγαπημένο σπόρ τών
Έ ς-Έ ς, σύμφωνα μέ τό όποιο έπρεπε νά χτυπήσουν
άπό άπόσταση λίγων μέτρων τά ζωντανά θηράματα.
’Αδέξια καί άπογοητευμένη άπό τήν αποτυχία της έγ-
κατέλειψε αυτή τήν ευχαρίστηση άπό φόβο μήπως κά­
νει κακό στόν ίδιο της τόν έαυτό. Σάν άντιστάθμισμα,
παραμόνευε ώρες καί ώρες, κρυμμένη πίσω άπό τό
παράθυρό της, έξετάζοντας σχολαστικά τούς κρατού­
μενους γιά νά καταγγείλει στόν άντρα της κάποιον
«τεμπέλη» εργάτη. Είχε ένα σκυλάκι («δημευμένο»
μιάς γυναίκας άπ’ τό Λβόφ), λάτρευε τό ντουντού της
καί τό μπούκωνε μέ λιχουδιές. Τό άχάριστο όμως τε­
τράποδο προτιμούσε τόν άντρα της, πού συνήθιζε νά
τού δίνει κλωτσιές άντί γιά χάδια. Καί νά πού άνά-
μεσα σ’ όλα τά θέματα πού τού πρόσφεραν οί άπαί-
σιες μεταμορφώσεις τής παλιάς μοδίστρας, ό άπελπι-
σμένος γελοιογράφος διάλεξε γιά τελευταίο του κομ­
μάτι, τό ειδυλλιακό μοτίβο τού ντουντού. Τό χιούμορ
τής γελοιογραφίας εκφραζόταν με τήν άναπαράσταση
τού άθώου μπουλντόκ. Ή Κα Γκεμπάουερ άντίθετα,
αυτή ή πρησμένη φώκια, μέ πρόσωπο μέγαιρας, έξεζη-
τημένα βαμμένα μαλιά καί πρόστυχο προφίλ, δηλαδή

126
μιά σωστή γελοιογραφία, έγινε στό σχέδιο μιά χαριτω­
μένη γυναίκα πού έσκυβε μέ χάρη πάνω στό βιβλίο(!)
πού κρατούσε στά δυό μικρά άβρά της χέρια.

Σέ πολλά στρατόπεδα, οί επιφανείς κρατούμενοι-έπι-


στήμονες, καθένας σύμφωνα μέ την ειδικότητά του, προ­
σλαμβάνονταν σ’ έπιστημονικές εργασίες. Μ’ αύτό τόν
τρόπο διάσημοι καθηγητές πανεπιστημίου δούλευαν σάν
«τεχνικοί βοηθοί» τού ένός ή τού άλλου Έ ς-Έ ς, πού ήταν
ύποψήφιοι γιά δοκτορέτο, καί τούς έβαζαν νά έτοιμάζουν
γιά λογαριασμό τους τίς μελέτες πού έπρεπε νά υποβά­
λουν. 'Υπήρχαν περιπτώσεις καί περιπτώσεις. Ή μεγάλη
τους ποικιλία άντανακλά τή διαμόρφωση τής καινούργιας
γερμανικής άφρόκρεμας πού άσκούσε τό πνεύμα της στήν
εφεύρεση κι άλλων ζοφερών τρόπων εξόντωσης.
Έ να παράδειγμα: τά έργαστήρια τού μπλοκ 50 τού
Μπούχενβαλτ ήταν υπό τή διεύθυνση ένός γιατρού Έ ς-
Έ ς, τού Στούρμπαν-φύρερ δρα Ντίνγκ-Σούλερ. Οί τεχνι­
κές του γνώσεις ήταν πολύ μέτριες^...). Αύτό δέ μείωνε
καθόλου τίς φιλοδοξίες του. Ή ταν σίγουρος πώς μετά τόν
πόλεμο θά έπαιρνε τήν έδρα τής υγιεινής σ’ ένα πανεπι­
στήμιο. Καί έφτανε στό σημείο νά έκδίδει έπιστημονικές
σημειώσεις μέ παρατηρήσεις καί πειράματα πού έκαναν οί
κρατούμενοι γιά λογαριασμό του. Έ τσι λοιπόν: «Ή συμ­
περιφορά αυτών τών άξιωματικών Έ ς-Έ ς ήταν μερικές
φορές παράδοξη. Έχουμε νά κάνουμε μέ άνθρώπους πού
πίστευαν δτι οί κρατούμενοι ήταν εξ όρισμού άλήτες ή
τουλάχιστο θανάσιμοι εχθροί. Κι όμως τούς έδειχναν απε­
ριόριστη έμπιστοσύνη σέ λεπτές καί σχεδόν άνεξέλεγκτες
εργασίες. Εννοείται βέβαια πώς δέ θά δίσταζαν νά κρε­
μάσουν ολόκληρη τήν όμάδα. άν διαπίστωναν κάποιο
σαμποτάζ. Στήν πραγματικότητα, ό Στούρμπαν-φύρερ δρ
Σούλερ ήταν πολύ έντάξει μέ τό προσωπικό του, συνήθως
άξιαγάπητος καί πάντοτε περιποιητικός. (...) Έσωσε τή
ζωή πολλών κρατούμενων πού άνήκαν στήν όμάδα του. Ό
ίδιος άνθρωπος είναι ό ύπεύθυνος έκατοντάδων φόνων

127
στό μπλοκ 46», (οπού έκαναν πειραματικά έμβόλιο τύφου
στους κρατούμενους). Ό καθηγητής Ρομπέρ Βέτς, πού κά­
νει τόν άπολογισμό τού μπλοκ 46, πού διεύθυνε ό ίδιος ό
δρ Ντίνγκ-Σούλερ, άφηγεΐται πώς δ κάπο νΑρτουρ Ντίτσε
(Γερμανός εγκληματίας κρατούμενος, όχι γιατρός) «έξ-
έταζε τούς άρρωστους, τούς άκροαζόταν, τούς έγραφε
συνταγές. (...) Καί τό χειρότερο, σ’ όλόκληρο τό νοσοκο­
μείο δ άρμόδιος γιά δ,τι άφορούσε τόν τύφο, ήταν Απο­
κλειστικά αυτός δ ίδιος δ Ντίτσε. Οί γιατροί, όπως δ κα-
θηγητής Σάρλ Ρισέ π.χ., ήσαν υποχρεωμένοι νά υποκλίνον­
ται μπροστά στίς άπόψεις του. Αύτός ό ίδιος ό Ντίτσε
έκανε τά εμβόλια τύφου άπό τόν ένα στόν άλλο». Τό « Ε ρ ­
γαστήριο Ράισκο» (Ινστιτούτο Υ γείας νΑουσβιτς I) ήταν
ύπό τή διεύθυνση τού γιατρού Έ ς-Έ ς Χάουπτστούρμ-
φύρερ δρα Βέμπερ, πού σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τού
καθηγητή Μάρκ Κλάιν «ήταν έξεζητημένα κομψός, συν­
οδευόταν πάντοτε άπό τό σκύλο του, είχε ύφος υπεροπτικό
καί κρατούσε τούς κρατούμενους σ’ άπόσταση, ψυχρά ει­
ρωνικός μά καί αυστηρά σωστός. (...) Υπήρχαν καί ένα
σωρό ύπαξιωματικοί Έ ς-Έ ς πού δούλευαν κάτω άπ’ τίς
διαταγές τού αξιωματικού, παριστάνοντας τούς καταρτι­
σμένους επιστημονικά, ενώ στήν πραγματικότητα ήταν
ολωσδιόλου άσχετοι». Προσθέτουμε πώς γιά όλα τά Ινστι­
τούτα πού άναφέραμε, «ή βιτρίνα ένδιέφερε περισσότερο
άπ’ όσο ή πραγματικότητα». Ό καθηγητής Α. Κίρμαν
υπογραμμίζει: «Κάθε πρωί ξοδεύαμε μιά ή δυό ώρες γιά
νά σκουπίσουμε, νά γυαλίσουμε, νά καθαρίσουμε, νά πα­
στρέψουμε τά εργαστήριά μας, πρίν άπό όποιαδήποτε τε­
χνική εργασία. Ή ταν λιγότερο σοβαρό τό νά άποτύχεις σ'
ένα πείραμα άπό τό νά άφήσεις έναν κόκκο σκόνης πάνω
σ’ ένα περβάζι. Ό καλύτερος τρόπος γιά νά ευχαριστήσεις
τό άφεντικό ήταν νά ταχτοποιήσεις προσεχτικά τά φιαλί-
δια μέ τίς άντιδράσεις καί νά τά έφοδιάσεις μέ μιά έπιμε-
λημένα καλλιγραφημένη ετικέτα».
Συνέβαινε επίσης νά θέλουν μερικοί Έ ς-Έ ς νά περά­
σουν γιά μουσικοσυνθέτες, έκμεταλλευόμενοι τήν κρυφή

128
συνεργασία τους μέ τούς κρατούμενους. ’Αναφέρουμε μιά
συνάντηση μέ την τέχνη έκ τού φυσικού. Τή συνάντηση
αυτή την είχε ό συγγραφέας αύτού τού βιβλίου στό στρα­
τόπεδο τού Λβόφ, σέ μιά άπό τίς άποόράσεις τον στην
πόλη πού συνδέονταν μέ τίς μυστικές του έπαφές, οί
όποιες πραγματοποιούνταν σύμφωνα μέ τό σχέδιο πού ήδη
εκθέσαμε χάρη στό φορτηγό καί τούς φορτοεκφορτωτές.

«Τό σχέδιο έπρεπε νά προσαρμοστεί κάθε φορά στίς


επικρατούσες συνθήκες. Στήν περίπτωσή μου, είχα τήν
τύχη νά φτάσω άνεμπόδιστα ως τό φορτηγό μά δέ
βρήκα μέσα κανέναν άπό τή γνωστή όμάδα. Τό νά
μείνω μόνος έκεϊ σήμαινε θεληματικά τή φυγή μου άπό
τά ϋ.Α.>ν. ’Επιπλέον μού ήταν άδύνατο νά γυρίσω
πίσω. Κάνω λοιπόν τό γύρο τού φορτηγού, χτυπώ τά
λάστιχα, άγγίζω τά φτερά, μπαίνω στή θέση τού δδη-
γού καί βγαίνω πάλι.
Ετοιμάζομαι ν' άνοίξω μιά τρύπα, νά κάνω δτιδή-
ποτε, μόνο καί μόνο γιά νά άπασχολήσω τό χέρι μου.
Κάποια στιγμή, ένας Έ ς -Έ ς πού βρίσκεται κοντά, μέ
ρωτά σοβαρά κατά τύχη όχι τί κάνω έδώ μά γιατί τό
αυτοκίνητο δέ φεύγει άκόμα. Μή ξέροντας τί ρόλο νά
παίξω - βοηθός τού όδηγού ή χαμάλης - παριστάνω
τόν ήλίθιο, κάνω μιά χειρονομία άπόλυτης άγνοιας.
Ήταν τό φρονιμότερο πού είχα νά κάνω γνώρισμα
τού φυλακισμένου είναι άκριβώς νά μήν ξέρει τίποτα.
Ό Έ ς-Έ ς κουνά στωικά τό κεφάλι του, μουρμουρίζει
κάτι λέξεις πού δέν καταλαβαίνω, καί φεύγει. Σέ λίγο
έρχονται οί επιβάτες, άρκετά περίεργοι γιά έπιβάτες
άντί γιά τούς φορτοεκφορτωτές οι τρεις μουσικοί τής
ορχήστρας τού στρατόπεδου: συνοδεύονται άπό τόν
όλοφάνερα συγχισμένο καί άνήσυχο Γκρίφελ καί άπό
τόν Έ ς-Έ ς Μπλούμ. "Οταν μέ είδε ό τελευταίος, ξέ­
σπασε: Α φ ο ύ είχα π ει πώς σήμερα περιττεύουν οί
φορτοεκφορτωτές· οί μουσικοί θά τά βγάλουν πέρα
μόνοι τους. Ό Γκρίφελ έξηγεί κατηγορηματικά ότι θά

9. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 129


χρειαστεί όχι μόνο νά μεταφέρουν μά καί νά άποσυν-
δέσουν τις έγκαταστάσεις ■ ήταν άπαραίτητος λοιπόν
ένας είόι/ής. Ό Μπλούμ έπεσε σέ σκέψεις.
- Δε μέ πειράζει, είπε, μά τό νούμερο πού γράφτηκε
στην άδεια εξόδου, άντιστοιχεί άκριβώς στόν άριθμό
τών μουσικών καί έγώ δέ μπορώ ν’ άφήσω κανένα
τους.
Τότε, σέ συμβουλευτικό τόνο, ταπεινά καί σεμνά,
προτείνω νά πάνε στό γραφείο νά ζητήσουν νά αύξη-
θεί ό αριθμός κατά έναν κρατούμενο. Τήν άπλή αύτή
άνακάλυψη (τό άβγό τού Κολόμβου πού φέραμε άπό
παλιά) τη δέχεται ό Μπλούμ μέ ένθουσιασμό. Γιά νά
επισπεύσει λοιπόν τήν όλη ύπόθεση, τρέχει ό ίδιος στό
γραφείο μέ τήν άδεια έξόδου στό χέρι. Κατά τήν
άπουσία του ό Γκρίφελ μέ κατατοπίζει. Οί πληροφο­
ρίες του προστίθενται στίς λεπτομέρειες πού ξέραμε
ήδη, καί τά καταλαβαίνω όλα: ό Μπλούμ, ένας άπό
τούς νεότερους άφέντες τής τότε ζωής μας, ήταν προ­
πολεμικά μουζικάντης τού δρόμου. Στό στρατόπεδο
όμως έξωτερίκευε τό καλλιτεχνικό του ταλέντο μέ τό
μαστίγιό του, πού ήταν κάμποσα μέτρα μακρύ. Τό
χρησιμοποιούσε σά λάσο. Κάπου κάπου βασάνιζε καί
δολοφονούσε κρατούμενους κάπου κάπου χτυπούσε
τίς γυναίκες πού δούλευαν στό καθαριστήριο- κάπου
κάπου σκότωνε καί καμιά τους. Στά διαλείμματα τών
σαδιστικών του έπιδείξεων τίς φλέρταρε, τούς πρόσ-
φερε τροφή καί διέσυρε τη μουσική έν όνόματι τής
πραγματικής τον κλίσης. Μιά ώραία μέρα άνακάλυψε
ότι είχε ταλέντο συνθέτη. Καθώς δέν ήξερε νότες,
άπευθύνθηκε, γιά νά βοηθηθεί, στούς καλύτερους
μουσικούς τής όρχήστρας τού στρατοπέδου · τούς
έβαλε νά γράψουν τίς συνθέσεις του. Οί μουσικοί
θαύμαζαν μεγαλόφωνα τήν ιδιοφυία του άλλά τόν
συμβούλευαν διακριτικά νά τίς χτενίσει λίγο. Μ' αύτό
τό πρόσχημα περνούσαν τίς δικές τους μελωδίες. Ό
Μπλούμ τίς έφερνε σ’ ένα ινστιτούτο πού ύποστήριζε

130
τή γερμανική μουσική. Στό βαθμό πού τά μικρά χτενί­
σματα έπεκτείνονταν, τό ινστιτούτο άναγνώριζε όλο
καί περισσότερο τό πηγαίο ταλέντο τού Έ ς-Έ ς καί τά
έργα του (προφανώς σάν τήν αύθεντικότερη έκφραση
τής γερμανικής ψυχής). ’Από κείνη τή στιγμή ή συνερ­
γασία τού παλιού μουζικάντη μέ τούς μελλοθάνατους
καλλιτέχνες έξελίχτηκε μέσα σ’ ένα κλίμα άμοιβαίων
κοπλιμέντων. Τήν τελευταία πινελιά στή σκηνοθεσία
τήν έβαλε ένας καθηγητής - άριος - πού κατοικούσε
στό Αβόφ, άντιγράφοντας τίς συνθέσεις. Ή ταν παλιός
φίλος των μουσικών μας πού τόν είχαν οί ίδιοι συστή­
σει στόν Μπλούμ. ’Αλίμονο! ή ιδιοφυία τού Μπλούμ
δέν έφτανε γιά νά τού εξηγήσει τή διάταξη τών κομ-
ματιών πού είχε συνθέσει. Κι έτσι έπρεπε νά συναντη­
θούν προσωπικά οί «σύμβουλοι» μέ τόν «άντιγρα-
φέα». Γιά νά ταχτοποιήσει λοιπόν τήν υπόθεση ό
Μπλούμ φρόντισε νά μεταφέρει στήν πόλη τούς μου­
σικούς: ό ίδιος θά έπαιζε τό ρόλο τού φρουρού αυτοί
θά ύποκαθιστούσαν τούς συνηθισμένους χαμάληδες.
’Εφοδιασμένος μέ τό διορθωμένο εξιτήριο, ό
Μπλούμ έπιστρέφει άπό τό γραφείο. Ή ομάδα Ανε­
βαίνει στό φορτηγό· τό φορτηγό βάζει μπροστά
καί - μόλις βγήκε άπό τήν πόρτα τού στρατόπε-
δου - κατευθύνθηκε πρός τήν πόλη. Τήν ίδια στιγμή,
μεμιάς, ή άτμόσφαιρα μέσα στό φορτηγό έγινε έξαιρε-
τικά έγκάρδια. Δέν ήταν πιά ό ίδιος Μπλούμ πού βα­
σάνιζε μέχρι θανάτου τούς κρατούμενους, ήταν ένας
γελαστός σύντροφος πού άνέπνεε μ’ όλους τούς πό­
ρους τή φιλία. Πρόσφερε τσιγάρα στούς καλλιτεχνι­
κούς του συνεργάτες, διηγόταν άστεία, σιγοτραγου-
δούσε μιά μελωδία γιά νά τού πούν τή γνώμη τους.
(...) Κι έγώ, άξιοθρήνητος χαμάλης, ήμουν χωμένος
ταπεινά σέ μιά γωνιά τού φορτηγού. "Ενας όμως άπ’
τούς μουσικούς (δέν ξέρω άν ήταν άπό ντροπή γΓ
αυτή τή συναδέλφωση μ’ έναν Έ ς-Έ ς ή γιατί ήθελε νά
μέ ευνοήσει) άπευθύνθηκε άνώφελα μιά φορά σέ μένα

1 31
καί έπειτα γιά δεύτερη έπισύροντας άπάνω μου την
προσοχή και τη στιγμιαία εύνοια τού ύπερανθρώπου.
Ό Μπλούμ ήταν γενναιόδωρος: χαμογελούσε πλατιά
ακόμα καί σέ μένα.
- Κι εσύ, είπε, ξέρεις άπό μουσική; Ό χι; Κρίμα. Ή
μουσική είναι ή ύψιστη τών τεχνών. Καί ή τέχνη, ξέρε
το, κάνει τούς άνθρώπους εύγενέστερους καί τή ζωή
πιό ώραία. Δίχως τήν τέχνη οί άνθρωποι θά ξέπεφταν
σέ άγρια ζώα. Καί δέν είναι ή μουσική μόνο τέχνη
άλλά καί ή άρχιτεκτονική, τό τραγούδι, ή λογοτεχνία.
Όταν παίζω, είναι μιά τέχνη: ή μουσική. 'Όταν τρα­
γουδώ, είναι κι αυτό μιά τέχνη: τό τραγούδι. Τό τρα­
γούδι έχει καί λόγια, μιά σκέψη κι αυτό είναι τέχνη:
ή λογοτεχνία.
Καί, γιά νά μού δώσει έμπρακτα ένα μάθημα, τό
ρίξε στό τραγούδι. Μετά τίς πρώτες λέξεις σταμάτησε,
ξεχνώντας τόν άξιοθρήνητο χαμάλη, καί άπευθύνθηκε
στίς άδελφές-ψυχές, στούς καλλιτέχνες:
- Αυτά τά λόγια πρέπει νά τά λουστράρουμε κι άλ­
λο, νά τά διορθώσουμε. Δέν είχα καιρό νά τό κάνω.
Ή ιδέα κατεβαίνει σέ μιά στιγμή έμπνευσης καί, πρίν
μπορέσει κανείς νά τήν κρατήσει, τήν ξεχνά. Μά πώς
μπορώ νά κάνω άλλιώς; 'Η υπηρεσία έχει τούς κανό­
νες της.
’Απ’ αυτό έβγαινε ότι ό Μπλούμ έγραφε καί τά λό­
για. Δέν ξέρω άν καί σ’ αύτό τόν τομέα βοηθιόταν
άπό τούς φυλακισμένους πού περίμεναν τό θάνατο,
ούτε άν έφερνε καί τά κείμενα στό ινστιτούτο γερμα­
νικής τέχνης. ’Εκείνη τή στιγμή όμως σκεφτόμουν κά­
ποια άλλα κείμενα πού - κι αύτά - γεννήθηκαν μέσα
στό στρατόπεδο, καί πού δέν ήταν λουστραρισμένα.
Έφερνα αύτά τά κείμενα, τά δικά μου καί τών συν­
τρόφων μου, κρυμμένα μέσα στή φόδρα τού σακακιού
μου, γιά νά τά δώσω στό μυστικό άπεσταλμένο πού
ακριβώς αυτή τήν ώρα μέ περίμενε στήν πόλη, στό
μέρος τό καθορισμένο άπό τό δρομολόγιο τού φορτη­
γού.
132
Σ’ δ,τι άφορά τή «λογοτεχνία», ή έφαρμογή τής τυπικής
διαδικασίας ήταν λιγότερο πρόδηλη. Τό ξέρουμε μόνο άπό
τά τραγούδια τού στρατόπεδου, κατά παραγγελία, είν'
αλήθεια, τών Έ ς-Έ ς μά γιά χρήση τών κρατούμενων.
Υπήρχε, άντίθετα, ένα είδος «αύλικού ποιητή» πού
έγραφε πανηγυρικούς γιά τούς «έπιφανεΐς τού στρατόπε­
δου», εκ μέρους τάχα τών κρατούμενων. Τά κείμενα τού
είδους πού διαθέτουμε, μαρτυρούν πώς τό γούστο τών
«μαικήνων» ήταν λιγότερο άπαιτητικό άπό τήν άνάγκη
τους γιά επαίνους. ’Ακόμα καί σ’ αυτό τόν τομέα υπάρ­
χουν κείμενα πιό πρωτότυπα. "Οπως ή περίπτωση ένός κό­
λακα πού, γιά νά τιμήσει τόν άρχιφύλακα, επικαλείται...
ένα παράδειγμα άπό τήν Παλαιά Διαθήκη (ειδικά τό ση­
μείο όπου οί Έβραίοι-έπόπτες άναγκάζονται νά τιμωρή­
σουν στήν Αίγυπτο τούς όμοθρήσκους τους). Γιά νά δι­
καιώσει, όπως φαίνεται, τή συμπεριφορά τού... έν λόγω
άρχιφύλακα. Ό αυλοκόλακας είχε τήν πρόνοια νά μήν
άναφέρει τή συνέχεια τής ιστορίας, δηλαδή: ότι ό Μωυσής
τιμώρησε έναν άπ’ αυτούς τούς γεμάτους ζήλο έπόπτες.
Στίς μαρτυρίες καί τίς άναμνήσεις κρατούμενων βρί­
σκουμε καί μερικές ίστοριούλες γιά τήν υποδοχή πού έκα­
ναν σε μερικά κείμενα.
9

Π ροσπάθειες των κατάόικω ν


γιά νά φτάσουν τά έργα τους μετά
τό θάνατό τους στόν άναγνώστη

Γιά νά φτάσουν τά μηνύματα των κατάόικων στόν άνα­


γνώστη, έπρεπε νά ληφθούν μέτρα άσφαλείας. Στά γκέτο
χρησιμοποιούσαν δύο τρόπους. ’Ή έβγαζαν τά χειρόγραφα
έξω άπό τό γκέτο γιά νά τά κρύψει κάποιος μη Ε βραίος
φίλος ή τά έθαβαν, άφού πρώτα τά έβαζαν μέσα σέ διά­
φορα μπουκάλια καλά σφραγισμένα, χρησιμοποιώντας γΓ
αύτό βουλοκέρι ή κατράμι. Χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα
καί οί δύο τρόποι στά γκέτο των πόλεων καί διαφόρων
κωμοπόλεων.
Όσον άφορά τά θαμμένα χειρόγραφα, ό «νεκροθάφτης»
δέν είχε πάντοτε τη δυνατότητα ούτε καί τού περνούσε άπ ’
τό μυαλό νά άφήσει τίς άναγκαΐες οδηγίες γιά την άνακά-
λυψή τους άργότερα. ’Αλλά καί σέ άντίθετη περίπτωση, τό
πρόσωπο στό όποιο τά είχαν εμπιστευτεί, δέ συγκροτούσε
πάντοτε τίς οδηγίες ή δέν ήταν πάντα σέ θέση νά εκπλη­
ρώσει τήν υπόσχεσή του. ’Ανάμεσα πάντως στά χειρό­
γραφα πού ξεθάφτηκαν μεταπολεμικά, βρίσκουμε κομμά­
τια πολύ άνισα άπό πλευράς άξίας καί περιεχομένου: άπό
άσύνδετες σημειώσεις πλήρη λογοτεχνικά καί επιστημονικά
έργα. Έ τσι π.χ. ό καθηγητής Μπενζιόν Ραπαρόρτ, φιλό­
σοφος πού έδιωξαν οί Γερμανοί άπό τήν Κρακοβία, οπού
ήταν έγκαταστημένος καί δίδασκε γιά δεκαετίες, πέρασε
τήν τελευταία περίοδο τής ζωής του στήν πολίχνη Νόβι-

135
Ζάξ. νΑρρωστος και σέ συνθήκες φοβερής άνέχειας έγραφε
στά έβραϊκά τό τελευταίο του βιβλίο. Ό τα ν τό τελείωσε,
τό έβαλε μέσα σ’ ένα κανάτι καί τό έθαψε. Πρόσθεσε ένα
γράμμα, όπου εξηγεί ότι τό χειρόγραφο δεν έχει καμιά
υλική άξια, αλλά ίσως παρουσιάζει έπιστημονικό ενδιαφέ­
ρον. Ό συγγραφέας ζητά λοιπόν νά στείλουν τό κείμενο
στό πανεπιστήμιο τής 'Ιερουσαλήμ. Δίνει τά ονόματα καί
τίς διευθύνσεις, εκφράζοντας έκ τών προτέρων τίς ευχαρι­
στίες του στόν άγνωστο πού θά βρεί τό κανάτι, γιά τίς
υπηρεσίες πού πρόσφερε στό συγγραφέα μετά τό θάνατό
του1.
Σέ διάφορα μέρη, παράνομοι σύλλογοι κατάφεραν νά
συλλέξουν καί νά θάψουν άρχεία. Έ νας τέτοιος σύλλογος
ύπήρχε καί στή Βίλνα. Σ’ αυτό τόν τομέα, τό γκέτο τής
Βαρσοβίας έκανε πραγματικά θαύματα μέ τά «Κεντρικά
Εβραϊκά ’Αρχεία» πού συγκεντρώθηκαν, κάτω άπό τή
διεύθυνση τού δρα Έμανουέλ Ρίνγκελμπλουμ, γνωστού
ιστορικού. Αυτή τή φορά, τά άποτελέσματα ξεπέρασαν
όλες τίς άλλες προσπάθειες αυτού τού είδους. Θά έπανέλ-
θουμε όμως άργότερα.
Μετά τήν έξέγερση καί τήν ολοκληρωτική καταστροφή
τού γκέτο, ή δουλειά συνεχίστηκε στήν «άρια» πλευρά τής
πόλης, άπό Εβραίους πού ζούσαν μέ ξένη ταυτότητα. Μ'
αύτό τό θέμα άσχολήθηκε καί τό παράνομο «Συμβούλιο
βοήθειας γιά τούς Εβραίους», πού δημιουργήθηκε άπό
πολωνικά στοιχεία. ’Εννοείται πώς οί μή έβραϊκές πολωνι­
κές οργανώσεις διαφύλαξαν στά άρχεία τους κάθε είδους
ντοκουμέντα πού προέρχονταν άπό στρατόπεδα, φυλακές
κλπ.
Οί παράνομες αυτές συλλογές θά συμμερίζονταν τίς
περιπέτειες τών πόλεων καί τών κωμοπόλεων, όπου τίς
είχαν φυλάξει, καί θά γνώριζαν τίς πυρκαγιές, τίς λεηλα­
σίες, τούς βομβαρδισμούς. Σάν συνέπεια, γιά νά τίς φέ­
ρουν στό φώς μετά τόν πόλεμο, έπρεπε νά καταφύγοί’ν

I. Τό χειρόγραφο βρεθηκε πραγματικά.

136
μερικές φορές σέ σχεδόν... άρχαιολογικές μεθόδους. Αυτό
συνέβη βασικά όταν θέλησαν νά βρουν τά «Κεντρικά
Εβραϊκά ’Αρχεία» που άναφέραμε *πιό πάνω.

Τά είχαν θάψει στην περιοχή του γκέτο τής Βαρσο­


βίας. Έ να τμήμα τους, στά υπόγεια ένός σπιτιού στήν
οδό Νοβολίπκι 68 ένα άλλο σέ υπόγειες κρύπτες,
στήν όδό Σβιεντογιέρσκα. Μετά όμως τήν εξέγερση
τού ’Απρίλη 1943, οί δρόμοι αυτοί (όπως εξάλλου καί
ολόκληρη ή συνοικία) μεταβλήθηκαν σέ ερείπια. Αν
ολόκληρη ή Βαρσοβία (πού λεηλατήθηκε δεκάξι μήνες
άργότερα μετά τήν εξέγερση τού Αύγούστου 1944)
είχε τήν όψη ερειπωμένης πόλης, τό παλιό γκέτο ήταν
στήν κυριολεξία μιά έρημος άπό πέτρες. Γιά νά προσ­
διορίσουν λοιπόν τά σημεία όπου είχαν κρύψει τά άρ-
χεία, έπρεπε νά κάνουν πολύπλοκους υπολογισμούς
καί πρώτα πρώτα νά βγάλουν άπ’ τή μέση τά ερείπια.
Έσκαψαν μετά ένα είδος καμινάδας πού θά οδηγούσε
στά άλλοτινά υπόγεια. "Αρχισαν έπειτα τις άνασκαφές
πιθαμή πρός πιθαμή, ώσπου οί άξίνες σκόνταψαν σέ
κάτι σκληρό. Αίγο άργότερα παρουσιάζεται τό πρώτο
μεταλλικό κιβώτιο. Μετά κι άλλα. Συνολικά οχτώ. Στό
διπλανό δωμάτιο δυό ακόμα.
Δέν ήταν παρά ή αρχή. Αύτοί πού είχαν θάψει τά
κιβώτια, δέν τά είχαν γεμίσει μέχρι επάνω. Γιά τέσ­
σερα χρόνια τό έδαφος, πιστό, προστάτεψε τίς συλλο­
γές άπ’ τόν κατακτητή, μά ταυτόχρονα έμπαινε νερό
μέσα στά κιβώτια. Οί δέσμες τών πολύτιμων φύλλων,
διαποτισμένες άπό τήν υγρασία, είχαν φουσκώσει. Σάν
πρώτη έντύπωση έμοιαζαν μέ πλαστική ύλη. Γιά νά
μήν τίς καταστρέψουν, έκοψαν τά τσίγκινα τοιχώματα.
Καί τώρα καθένα άπ’ τά χιλιάδες φύλλα έπρεπε νά
στεγνώσει χωριστά.
Μιά ομάδα άνέλαβε αυτή τή δουλειά, πού κράτησε
βδομάδες. Ό σ ο προχωρούσε, τά τραπέζια καί τά ρά­
φια γέμιζαν άπό σελίδες, τετράδια, βιβλία. Τούς κά-

137
νάνε μιά ειδική συντήρηση. Περνούσαν στήν άνάρ-
ρωση καί έβρισκαν τέλος τούς έαυτούς τους. Πολλά
κείμενα πού είχαν γραφτεί με μελάνι τού πολέμου, νο­
θευμένο μέ νερό, ήταν άδύνατο νά διαβαστούν. ’Αλλά
δέν ήταν παρά ελάχιστα. Τά άλλα είχαν διατηρηθεί
καλά. Τό ίδιο καί τά πολλά έντυπα, τά δακτυλογρα­
φημένα κείμενα καί τά στερεότυπα. Λιγότερο καλά
διατηρήθηκαν μερικές φωτογραφίες. Μέ τήν υγρασία
είχε καταστραφεί τό γαλακτώδες επίστρωμα καί είχαν
κολλήσει μεταξύ τους. Νά όμως ένα κιβώτιο μέ
άκουαρέλες σέ θαυμάσια κατάσταση. Τό ίδιο καί ένα
άλλο μέ φωτογραφίες καί σχέδια.
Μόλις άποκαταστάθηκαν, τά πράγματα άρχίζουν νά
μιλούν. Έδώ υπάρχουν άπομνημ*.νεύματα διαφόρων
άνθρώπων, όχι μόνο κατοίκων τής Βαρσοβίας. 'Υπάρ­
χουν τετράδια πού ήρθαν άπό τό Μπιαλιστόκ καί τήν
Κρακοβία, άπό τό Νόβι-Ζάξ καί τό Αβόφ, άπό πόλεις
καί πολίχνες, άπό χωριά καί στρατόπεδα. Υπάρχουν
τετράδια γεμάτα άρθρα καί καταλόγους. "Αφθονη αλ­
ληλογραφία σέ ποικίλα θέματα. Παίρνουμε ένα
γράμμα στήν τύχη: ό άποστολέας πληροφορεί τόν
παραλήπτη ότι «τό ρολόι είναι καλό», μά «δέ δουλεύει
κανονικά»... (Εύκολα μαντεύουμε πώς τό «ρολόι» ση­
μαίνει κάποιο σύνδεσμο). Σ’ άλλα γράμματα, ιδεολο­
γικές συζητήσεις, παραγγελίες, οδηγίες. Σ’ άλλα πάλι,
οικογενειακά προβλήματα μ’ όλα τά εφιαλτικά θέματα
αύτής τής απάνθρωπης εποχής. Μετά,γερμανικές άφί-
σες, διάφορα έντυπα. Δέ λείπει ούτε τό εισιτήριο τού
αυτοκινήτου μέ τό άστρο τού Δαβίδ· κι ακόμα συλλο­
γές λογοτεχνικών έργων σέ πεζό καί σέ στίχους, άντί-
τυπα τού παράνομου τύπου πού τυπώθηκαν μέσα στό
γκέτο.

Δέ σταματάμε σ’ αυτές τίς λεπτομέρειες γιά νά προκαλέ-


σουμε εύκολες έντυπώσεις. Τό άσυνήθιστο περιεχόμενο
πού έκρυβαν τά κιβώτια δείχνει ότι ήθελαν νά συγκεντρώ­

138
σουν κομμάτια, πού συνήθως δεν ενδιαφέρουν τούς έρευ-
νητές άρχείων. Κι έπειτα, όχι μόνο γράφτηκαν τέτοια κεί­
μενα, μά καί οί ίδιοι οί συντάκτες τους θέλησαν νά τά
κλείσουν στίς μυστικές αποθήκες.

Οί επιγραφές πού χαράχτηκαν στούς τοίχους τής φυλακής,


δέν είναι οί μοναδικές άπόπειρες πού έγιναν γιά νά μή
χαθούν οί άνθρωποι χωρίς ν’ άφήσουν κάποιο μήνυμα.
Νά, γιά παράδειγμα, ένα βιβλίο γραμμένο οτά έβραϊκά
πού δέν παρουσιάζει τίποτα τό έξαιρετικό καί πού βρέ­
θηκε μέσα στά ερείπια τού γκέτο τού Λότζ. Στήν τελευ­
ταία, κενή σελίδα, μιά σημείωση μέ τό χέρι. Ό συγγρα­
φέας γνωστοποιεί πώς τή στιγμή πού γράφει «ξεσπά στό
γκέτο τό κακό» · άγνοεί, λέει, τί θά τού συμβεί. Τό μήνυ­
μα, κομμένο στά μισά τής φράσης, μαρτυρεί πώς ό συγ­
γραφέας υπήρξε θύμα τού «κακού» πού έπισήμανε στήν
κρίσιμη στιγμή, πάνω σ’ ένα βιβλίο πού διάλεξε τυχαία.
Τέτοια στοιχεία, εύγλωττα, άκόμα καί μέσα στά κενά τους,
ύπάρχουν πολλά.
Ό σον άφορά τά κείμενα πού προέρχονται άπό στρατό­
πεδα καί φυλακές, πρέπει νά γίνουν δύο διευκρινίσεις:12

1. Ά ν υπήρχαν άντιστασιακές ομάδες στό στρατόπεδο,


έκαναν ό,τι περνούσε ά π ’ τό χέρι τους γιά νά δημιουργή­
σουν έπαφή μέ τις παράνομες οργανώσεις πού δροϋσαν
ελεύθερα. Ή μεταφορά χειρογράφων είχε Ιδιαίτερη βαρύ­
τητα σ’ αυτές τίς επαφές. ’Αρκετές φορές έπρεπε νά ακο­
λουθήσουν περίπλοκες καί επικίνδυνες διαδικασίες γιά νά
τά περάσουν κρυφά. Κι όμως, δέν οπισθοχωρούσαν ούτε
μπροστά στίς δυσκολίες, ούτε μπροστά στόν κίνδυνο.
2. Θά ’ταν όμως λάθος νά υποθέσουμε ότι τά χειρό­
γραφα πού είχαν τέτοια προέλευση (καί βρέθηκαν άργό-
τερα σέ διάφορα μυστικά άρχεϊα), δόθηκαν χέρι μέ χέρι

139
στους συνδέσμους. 'Ο δρόμος ήταν συχνά πιό μακρύς καί
δαιδαλώδης. Συνήθιζαν νά τά στέλνουν - άν μπορούμε νά
εκφραστούμε έτσι - στό άγνωστο. *Αλλοτε τά εμπιστεύον­
ταν σέ πρόσωπα πού τά διάλεγαν ολωσδιόλου τυχαία.
”Αλ?,οτε τά έριχναν άπλούστατα στό δρόμο, όταν τούς με­
τέφεραν άπό τό ένα ιπρατόπεδο στό άλλο ή στόν τόπο
εκτέλεσης.

Σάν πρώτη εντύπωση μπορεί νά φαίνεται παράξενο πού


έστελναν όχι μόνο νέα πληροφοριακού χαρακτήρα μά καί
στίχους. Κι όταν μάλιστα συχνά ήταν έργα πρωτόλεια, χω­
ρίς καμιά λογοτεχνική άξια.

"Αλλωστε, ξάφνιασε αυτή ή τάση. Ό Στ. Ντομπρο-


βόλσκι2 άφηγείται τήν πρώτη του επαφή μ’ αυτό τό
φαινόμενο: «Ήταν, λέει μέ λίγα λόγια, τό φθινόπωρο
τού 1943. στήν Κρακοβία. Έ νας εργάτης, πού χρησί­
μευε σάν σύνδεσμος άνάμεσα στό στρατόπεδο τού
Πλάτσοβ καί τήν οργάνωσή μας καί πού μετέφερε
άκούραστα χρήματα, αναφορές, φωτογραφίες (γιά τά
πλαστά χαρτιά πού εφόδιαζαν τούς φυγάδες), άρχισε
δειλά νά γκρινιάζει γιατί κάποιος ήθελε νά στείλει
στίχους. Καθώς σκεφτόμουν μέ τόν ορθολογισμό τού
συνωμότη (...) έμεινα εμβρόντητος: Μά τήν αλήθεια!
'Ο κακομοίρης (...) δέν καταλαβαίνει πόσο σπάνιο καί
πολύτιμο εργαλείο είναι ένας σύνδεσμος! Κι όμως οι
στίχοι έφτασαν: Κακοί, παθητικοί, γεμάτοι άνώφελες
μεταφορές, κοινότυποι καί όλο στόμφο. Παρόλα αυτά
ήταν τό πρώτο σημάδι μιας ζωής πιό πλούσιας άπό
κείνη πού έπέβαλλε ό δήμιος. Κι άπό τότε (...) μα­
ζεύαμε αυτούς τούς άντίλαλους...»

*2

2. Στη γερμανική κατοχή άσκοΰσε καθήκοντα προέδρου στό παράνομο


«Συμβούλιο Βοήθειας για τούς Εβραίους» στήν Κρακοβία και μ' αυτή
τήν ιδιότητα οργάνωνε επαφές μέ τό στρατόπεδο του Βλάτσι>φ.

140
Οί λεπτομέρειες πού εκθέσαμε ώς εδώ θά μάς βοηθήσουν
νά έκτιμήσουμε καλύτερα τις εκμυστηρεύσεις πού έκαναν
οί ίδιοι οί συγγραφείς. ’Ακολούθησαν τό ένστικτό τους ή
είχαν συλλάβει πιό καθαρά καί πιό συγκεκριμένα τό
νόημα τού προορισμού τους;

Έ να μέλος τής ομάδας πού έθαβε έργα τέχνης καί


λογοτεχνικά δοκίμια στή Βίλνα, ό Α. Σουκέβερ,
έγραφε τό Μάρτη τού 1943, σ’ ένα ποίημά του μέ
τίτλο «Οί σπόροι τού σιταριού»3:

Τά γραφτά μου τά θάβω, τά σπέρνω έόώ.


(...) Κι όταν μέ χτυπά ή απελπισία
θυμάμαι την Α ίγυπτο
καί την ιστορία γιά «τούς κόκκους τού σιταριού».

Άφηγείται τό κομμάτι πού άναφέρει καί καταλήγει:

Ίσως κάποιος φέρει στό φως


κι αύτά τά λόγια, γιά νά ξανανθίσουν
άπρόσμενα, τη μοιραία στιγμή,
Σάν τούς παμπάλαιους σπόρους πού γινήκαν
στάχυα.
Ίσως κι αύτά τά λόγια
θρέψουν τό λαό στόν αιώνιό του δρόμο.

Στόν πρόλογο τού έργου του «Γή χωρίς Θεό», ό


Κόπελ Χόλτσμαν άφηγείται τίς συνθήκες μέσα στίς
όποιες κατάφερνε νά παίρνει πληροφορίες γιά τά τρέ­
χοντα γεγονότα μέσα στό γκέτο τής πόλης του. Πρώτα
σημείωνε τά γεγονότα κι έπειτα έπρεπε νά προφυλάξει
τό χειρόγραφο άπό ενδεχόμενη καταστροφή, νά τό έξ-

3. Πρόκειται γιά τους σπόρους σιταριού πού έγιναν παροιμιώόεις: ένώ


άναπαύονταν χιλιάδες χρόνια μέσα σε μιά πυραμίδα, μόλις τούς έβγαλαν
στόν ήλιο ξαναβλάστησαν.

141
ασφαλίσει γιά αργότερα. Τό μεταφέρει άπό τό ’να μέ­
ρος στ’ άλλο, μά κανένα όέν τού φαίνεται άρκετά σί­
γουρο.
«Τό 'βαλα στην κρυψώνα μου, μά κι έόώ μ’ έτρωγε
ή άμφιβολία. Μέ βασάνιζε ή σκέψη: άν άνακάλυπταν
την κρυψώνα, θά ’βρισκαν καί τά τετράδια. Τά ’θαψα.
Δέν κοιμόμουν τη νύχτα, έτρεμα στην ιδέα πώς ίσως
τό χαρτί χαλούσε άπ’ την ύγρασία. Ξέχωσα τά χαρτιά,
λίγο υγρά κιόλας, όπου δύσκολα θά μπορούσε κανείς
νά άποκρυπτογραφήσει τά ξεθωριασμένα κιόλας
γράμματα καί, άφού βεβαιώθηκα ότι άκόμα διαβάζον­
ται, τά τύλιξα, μ’ όλες τίς δυνατές προφυλάξεις, μέσα
σ’ ένα χοντρό πανί. Σάν τη μάνα πού σφίγγει τό παιδί
της στην άγκαλιά της - τ ό μοναδικό της θησαυ­
ρό - έτσι κι εγώ κρατούσα σφιχτά μέ τά δυό μου χέ­
ρια αυτό τό ντοκουμέντο, πού στό έξης θά ήταν ό
μοναδικός σκοπός τής ζωής μου» (...).
Ό ’Άμπραμ Κάιζερ, ένας άπλός εργάτης άπ’ τό
Λότζ, υφαντής, παλιός κρατούμενος στό νΑουσβιτς καί
σέ πολλά άλλα στρατόπεδα, έφερε - μετά τόν πόλε­
μο - στό Σύλλογο Πολωνών Συγγραφέων τού Λότζ,
ένα χοντρό χειρόγραφο κι ένα σωρό κομμάτια άπό
χοντρό χαρτί περιτυλίγματος. Τά κομμάτια αυτά ήταν
γεμάτα κι άπ’ τίς δυό πλευρές άπό άδέξια γράμματα
σέ γλώσσα γίντις: - «Κοιτάξτε, μπορούμε νά τά δια­
βάσουμε, είναι τό “ήμερολόγιό” μου. Κρυβόμουν κάθε
μέρα στά άποχωρητήρια τού στρατοπέδου καί σημείω­
να, όταν άκόμα ήταν νωπές, τίς έμπειρίες μου. Έ κ ­
ρυβα τά χαρτιά όπου έβρισκα καί κάθε φορά πού μά­
θαινα πώς θά μέ μετέφεραν σ’ άλλο στρατόπεδο, τά
μάζευα καί τά έκρυβα όλα μαζί κάτω άπό τό πάτωμα
τών άποχωρητηρίων. - Κανείς δέν τό πρόσεξε;
- Ό χι. ’Αλλιώτικα δέ θά ζούσα πιά. - Καί πώς τά
ξαναβρήκατε; - Μετά τόν πόλεμο, ή γυναίκα πού μού
’σώσε τή ζωή (μιά Γερμανίδα, ή Κάιζερ, πού δραπέ­
τευσε τόν ’Απρίλη τού 1945 άπό ένα μικρό στρατο­

ί 42
πεόο στη Γερμανία) μου ’δώσε μιά μοτοσικλέτα. Γύ­
ρισα σχεδόν όλα τά στρατόπεδα απ ’ όπου είχα περά­
σει κι έτσι ξαναβρήκα αυτά τά χαρτιά».
Νά καί κάποιες άλλες εκμυστηρεύσεις. Δε θά άναφέ-
ρουμε αυτή τη φορά παρά μόνο τούς συγγραφείς πού χά­
θηκαν, άφού προηγουμένως διατύπωσαν τίς σκέψεις τους.
Τά κείμενά τους σώθηκαν χάρη σ’ έναν από τούς τρόπους
πού άναφέραμε πιό πάνω:
Υπάρχουν πολλά ποιήματα τού Σλένγκελ4, πού ό
πρόλογός τους έχει γραφτεί μέ τή συνείδηση πώς «Σή­
μερα, αύριο, σ’ ένα χρόνο, περνώντας κρυφά από χέρι
σέ χέρι ή, μετά τόν πόλεμο, σέ βιβλίο πού θά έκδοθεί
ελεύθερα, προσιτό σέ όλους, αυτό τό άπάνθισμα θά
κερδίσει πάλι τόν Πολωνό άναγνώστη». Τό βιβλίο έχει
τίτλο «Αυτό πού διάβασα στούς νεκρούς». Ό συγ­
γραφέας εξηγεί αυτή τήν ονομασία, άναφέροντας τίς
λογοτεχνικές συγκεντρώσεις, όπου είχε διαβάσει τά
ποιήματά του. Ά φηγεΐται επίσης τά δραματικά γεγο­
νότα κατά τά οποία, μέσα στόν καταιγισμό τής επιχεί­
ρησης, δολοφονήθηκαν οι άκροατές του. Κι έτσι αυτός
ό πρόλογος γίνεται ντοκουμέντο. Παρακάτω: «Μ’ όλα
μου τά νεύρα νιώθω άσφυξία (...) μέσα σ’ αυτό τό
πλοίο πού ταξιδεύει χωρίς επιστροφή. Μά άρμενίζω
πάνω σ’ αυτό τό πλοίο καί νιώθω αν όχι καπετάνιος,
πάντως χρονικογράφος τού ναυάγιου. Δέ θέλω νά
δώσω όλο κι όλο νούμερα γιά μιά στατιστική, θέλω νά
πλουτίσω (δυσανάγνωστη λέξη) τήν ιστορία τού μέλ­
λοντος μέ συνεργασίες, ντοκουμέντα καί άποκαλύψεις:
πάνω στά τοιχώματα τού πλοίου μου έγραψα ποιήμα­
τα-ντοκουμέντα· στούς συντρόφους μου στόν τάφο
διάβασα τά δοκίμια τού ποιητή Anno Domini 1943,
πού άναζητά τήν έμπνευση στά ποικίλα καί πένθιμα
γεγονότα τού ημερολογίου του».

4. Έ πεσε στην έξέγερση τού γκέτο τής Βαρσοβίας, τόν ’Απρίλη τού
1943.

143
«Χρονικογράφοι του ναυαγίου» ύπήρξαν σ’ όλους τους
τομείς τής καταδικασμένης έβραϊκής κοινότητας κι ένας
άπ’ αυτούς ήταν κι ό Έμμανουέλ Ρίνγκελμπλουμ (1900-
1944), που ήδη άναφέραμε. Σάν ιστορικός που ήταν, ποτέ
δέν παρέλειπε νά σημειώνει τό χαρακτήρα των πληροφο­
ριών που κατέγραφε γιά νά διακρίνονται τ’ άναμφισβή-
τητα γεγονότα άπό τίς ύποθέσεις καί τις φήμες. 'Ιδρυτής
τών μυστικών άρχείων, έκανε τ’ άδυνατα δυνατά γιά νά
άποχτήσει κάθε είδους ντοκουμέντα, χωρίς όμως νά δια­
κόπτει γι' αυτό τή δουλειά τού χρονικογράφου. "Οταν
πλησίαζε τό τέλος τού γκέτο τής Βαρσοβίας, μεταφέρθηκε
στύ στρατόπεδο Τραβνίτσκι, σώθηκε με τή βοήθεια τής
μυστικής Πολωνικής οργάνωσης καί κρύφτηκε στήν
«άρια» ζώνη τής Βαρσοβίας εκεί συνέχισε τήν άποστολή
του, ως τή μέρα τής σύλληψης καί τής έκτέλεσής του. Έ ξω
άπό τά καθαυτό χρονικά, έγραψε καί πολλές μελέτες πάνω
σέ διάφορα προβλήματα εκείνης τής εποχής. Μιά τέτοια
μελέτη ήταν αφιερωμένη στίς «Πολωνο-Έβραϊκές σχέσεις
κατά τό Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο». Γιά νά ορίσει τό
πνεύμα τής άλήθειας καί τήν έννοια τής ευθύνης πού τόν
εμψύχωναν, δέ δίστασε, μολονότι προσωπικά άθεος, νά
άνατρέξει σ' αυτή τήν παρομοίωση: «Πρίν καταπιαστεί μέ
τήν άντιγραφή τής Τορά (Πεντάτευχος), ένας “σόφερ”
(στήν περίπτωση, συγγραφέας: άντιγραφέας τής Τορά)
υποχρεώνεται, ύπακούοντας στίς θρησκευτικές εντολές, νά
λουστεί σύμφωνα μέ τό τελετουργικό, γιά νά εξαγνίσει τό
σώμα του άπό τίς άσέλγειες καί τίς άμαρτίες. Μέ τρεμά-
μενη καρδιά πιάνει τήν πένα ό “σόφερ”, γιατί τό παραμι-
κρότερο λάθος στήν άντιγραφή θά σήμαινε τήν κατα­
στροφή όλόκληρου τού έργου. Μ’ ένα λοιπόν άκριβώς πα­
ρόμοιο συναίσθημα προχώρησα σ’ αυτή τήν εργασία.» (Οί
πρώτες φράσεις τής μελέτης του πάνω στίς Πολωνο-
Έβραϊκές σχέσεις.)
Στό ίδιο γκέτο τής Βαρσοβίας άσκησε μέ θαυμαστή έπι-
μονή τό ρόλο τού χρονικογράφου ένας μορφωμένος έξην-
τάρης, συγγραφέας - προπολεμικά - πολλών έγχειρίδιων

144
τής νέας έβραϊκής γλώσσας καί διευθυντής μιάς εβραϊκής
σχολής, ό Χαίμ Καπλάν. Έ χει άκόμα μεγαλύτερη άξια, άν
σκεφτεΐ κανείς πώς, όταν άρχισε ή γερμανική εισβολή,
έχασε όχι μόνο τά λιγοστά του εισοδήματα, άλλα
καί - λίγο άργότερα - τό σπίτι του κι όλα του τά ύπάρ-
χοντα. Βουτηγμένος στή μιζέρια, ήξερε πολύ καλά τί κίν­
δυνο διέτρεχε γράφοντας αυτό τό χρονικό, πού θά μπο­
ρούσε νά πέσει στά χέρια τού εχθρού. Έξαλλου, οί φίλοι
του τού έπέστησαν τήν προσοχή: «Κι όμως, σημειώνει, πα­
ρόλα αύτά, άρνούμαι νά τούς άκούσω. Νιώθω ότι τό νά
συνεχίσω αυτό τό ήμερολόγιο ως τήν πλήρη εξουθένωση
τών φυσικών καί πνευματικών μου δυνάμεων, είναι μιά
ιστορική άποστολή πού δέν πρέπει νά εγκαταλείπω. Τό
πνεύμα μου διατηρεί άκόμα τή διαύγειά του, ή έπιθυμία
μου νά καταγράφω τά γεγονότα δέ μειώθηκε, μολονότι
πάνε τώρα πέντε μέρες πού δέν έχω βάλει σχεδόν τίποτα
ατό στόμα μου. Δέ θά δώσω τέλος λοιπόν σ’ αύτό τό ήμε­
ρολόγιο.» Αδιάλλακτος συντηρητικός, έκρινε τό περιβάλ­
λον του μέ υπερβολική αύστηρότητα, μέ βάση τά κριτήριά
του, δηλαδή τίς δικές του προκαταλήψεις. Ά φηγεΐται
όμως πολύ πιστά τά γεγονότα, προσέχοντας, άκριβώς σάν
τόν Ρίνγκελμπλουμ, νά διαχωρίζει όσα είδε σάν αύτόπτης
μάρτυρας άπ’ όσα μάθαινε άπ ’ τούς άλλους. Γραμμένο σέ
θαυμάσια έβραϊκά, γεμάτο άπό βιβλικές περικοπές, τό
ήμερολόγιο του άπηχεί όλες, τή μιά μετά τήν άλλη, τίς
άμφιβολίες πού βασάνισαν τό συγγραφέα πού - μόλη τήν
τιμιότητά του - καθαρίστηκε άπ’ τό περιβάλλον του, τίς
προσωπικές του άπόψεις καί τά όρια τού πεδίου όρασης
πού διέθετε. Παρόλα αύτά είναι «ή επίμονη φωνή ένός
άνθρώπου πού θέλει πάνω άπ’ όλα νά μήν πεί τίποτα πού
νά μήν είναι άληθινό, νά μήν πεί τίποτα πού δέ θά ήταν
πιστευτό, όσο άπίστευτο κι άν φαίνεται»5.

5. 'Ο Καπλάν καί ή γυναίκα του έκτοπίστηκαν καί δολοφονήθηκαν στην


Τρεμπλίνκα, μεταξύ Δεκέμβρη 1942 καί Γενάρη 1943.

10. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τη ναζιστική κατοχή 145


Σάν παράδειγμα καί μόνο άναφέρουμε τούς χρονι­
κογράφους τού γκέτο τού Λότζ στό πολωνικό έδαφος,
πού ενσωματώθηκε στό Ράιχ καί γι’ αυτό άποτέλεσε
στό σύνολό του μιά ειδική περίπτωση από τίς πιό
τραβηγμένες. ’Ακόμα καί τά υποκατάστατα επαφής με
τόν εξωτερικό κόσμο, πού υπήρχαν σ’ άλλες πόλεις,
χάρη ατούς μυστικούς πράκτορες, έδώ δεν ύπήρχαν.
’Επιπλέον, τό γκέτο τού Λότζ είχε «αρχηγό» κάποιον
Χαΐμ Ρουμκόβσκι. Τοποθετημένος άπό τόν κατακτητή
στή θέση τού «Alteste» (πατριάρχης) γιά λόγους ήλι-
κίας, αυτός δ εβδομηντάρης (πού προπολεμικά ήταν
ένας μικροβιοτέχνης καί φιλάνθρωπος) πήρε τήν
«αποστολή» του πολύ στά σοβαρά. Δημιούργησε θε­
σμούς, περιστοιχίστηκε άπό μιά αυλή (άπ’ όπου δέν
έλειπαν άλλωστε πρόσωπα άξίας). Ή πείνα κι οί άρ-
ρώστιες θέριζαν, οί κάτοικοι τού γκέτο έλιωναν μέρα
μέ τή μέρα, μά ό Ρουμκόβσκι «έσωζε ό,τι μπορούσε»,
πάντα οργάνωνε, πάντα τηρούσε τούς τύπους, ως τή
στιγμή πού, μέ τήν τελευταία μεταφορά, κατέληξε κι ό
ίδιος στούς θαλάμους αερίων τού νΑουσβιτς, αφήνον­
τας πίσω του φήμες άρκετά διαφορετικές άπό κείνες
πού κυκλοφορούσαν όσο ζούσε. ’Ανάμεσα στούς ελά­
χιστους πού γλίτωσαν, θά ύπάρχουν στ’ άλήθεια μερι­
κοί πού θά εξακολουθούν νά βλέπουν στό πρόσωπο
αυτού τού τραγικού γελωτοποιού ένα θαυμάσιο διοι­
κητή, πού είχε τίς καλύτερες προθέσεις.
Στό «βασίλειο» τού Ρουμκόβσκι υπήρχε μιά πλειάδα
συγγραφέων καί καλλιτεχνών, πού έμειναν άφοσιωμέ-
νοι στήν τέχνη τους ίσαμε τήν έσχατη μιζέρια, έδιναν
κρυφά μαθήματα, μετέδιδαν τά νέα άπό τίς εκπομπές
των ξένων ραδιοφωνικών σταθμών κλπ. (Μιλήσαμε
ήδη γι’ αυτά τά φαινόμενα στό κεφάλαιό μας γιά τά
γκέτο στήν πρώτη τους περίοδο). Ύπήρχαν εκεί καί
μεμονωμένοι χρονικογράφοι πού δούλευαν κρυφά.
Μερικοί άπ’ αυτούς δέν άποχωρίστηκαν τό έργο τους
ούτε στό τελευταίο τους ταξίδι. Πραγματικά ένα χρο-

146
νικό ξεθάφτηκε, μετά τόν πόλεμο, στόν περίβολο τών
θαλάμων άερίων τού Μπιρκενάου, οπού τό είχε μετα­
φέρει ό συγγραφέας (δές τή συνέχεια αυτού τού κεφα­
λαίου).
Α ξίζει νά μιλήσουμε, καί γιά τόν Δαβίδ Σιερακο-
βιάκ, κυρίως χάρη στη νεαρή του ήλικία. Γεννημένος
τό 1924, αυτό τό γυμνασιόπαιδο άπ ’ τό Λότζ, εκείνη
τήν έποχή ξεπερνούσε τό στάδιο τής ζωής, όπου ή
άφέλεια ξεδιαλέγει αυθόρμητα καί συγκροτεί ένα άπό
τά φαινόμενα, βάζοντας στήν περιγραφή, παρά ή χάρη
στή φτώχεια τού λεξιλόγιου καί τού ύφους, μιά εκ­
φραστική ειλικρίνεια (προσόν γιά τό οποίο θά μιλή­
σουμε άργότερα στό κεφάλαιο τό άφιερωμένο στά
έργα τών παιδιών). Ό Ζιερακοβιάκ γράφει στά πολω­
νικά σωστά, χωρίς δυσκολία. Ένδιαφέρεται όχι μόνο
γιά τά γεγονότα πού έζησε ή παρατήρησε, μά καί γιά
τά πολιτικά καί κοινωνικά προβλήματα. Προχωρών­
τας μέρα μέ τή μέρα, τό «Ημερολόγιό» του άποδίδει
πιοτά τήν πραγματικότητα αυτής τής καταποντισμένης
πόλης μέ τίς σχεδόν απίστευτες άντιφάσεις της. ’Απ’
τή μιά μεριά είναι ή καθημερινή πείνα. Βρίσκουμε,
πραγματικά, μέσα σ’ αυτές τίς σελίδες, ολόκληρες
πραγματείες γιά τό μοίρασμα ενός ξεροκόμματου, γιά
τά διαβήματα πού άπαιτεί ή διεκδίκηση μιας λαχανί­
δας. 'Υπάρχουν εξάλλου τά νέα καί οί άνεύθυνες φή­
μες γιά τήν προώθηση τών Συμμάχων, λεπτομέρειες
γιά τίς συνθήκες πού γίνεται ή διδασκαλία, στοιχεία
γιά τίς συγκεντρώσεις τών παράνομων ομάδων, παρα­
τηρήσεις κάποτε γιά τόν τάδε ή τό δείνα συγγραφέα
καί τά έργα τους (πού, πρέπει νά προσθέσουμε, δέν
έφτασαν στά χέρια μας). Τά πάντα, διανθισμένα μέ
«εκμυστηρεύσεις» σχετικά μέ τίς μεταγωγές, τίς δηλώ­
σεις καί τίς δημηγορίες τού Ρουμκόβσκι, πατριάρχη
τών Εβραίω ν τού γκέτο τού Λότζ, τού επονομαζόμε­
νου γέρου ή - ειρωνικά - αύτοκράτορα Χαΐμ Α \ κλπ.
Τά κεφάλαια τά άφιερωμένα στίς μεταγωγές τών έκ-

147
τοπισμένων πού κατέφταναν έκεΐ, παρουσιάζουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτή ή άθλια, κορεσμένη άπό
πληθυσμό συνοικία δεχόταν πραγματικά τη συνεχή
εισροή έβραϊκών πληθυσμών πού πήγαιναν έκεΐ, κυνη­
γημένοι καί εκτοπισμένοι, είτε άπό τίς γειτονικές το­
ποθεσίες είτε άπό τό εξωτερικό: «Αύριο καταφτάνει ή
πρώτη φουρνιά άπό τή Βιέννη. Αένε πώς είναι χρι­
στιανοί καί χιτλερικοί πού στό σπίτι τους έκρυβαν μιά
Εβραία γιαγιά. Κινδυνεύουν νά άφήσουν εδώ τά κό­
καλά τους, μέσα στό γκέτο, μιά κλίκα άπό άντισημί-
τες».

Ανάλογα κείμενα πού αντανακλούν μέρα μέ τή μέρα τήν


πραγματικότητα τού ένός ή τού άλλου γκέτο, γεννιόνται,
τό ξαναλέμε, παντού λίγο πολύ6.
’Ανάμεσα στούς μεγάλους χρονικογράφους τής έποχής, ό
Αούντβιχ Ααντάου (1901-1944) έχει μιά εντελώς ξεχωρι­
στή θέση. ’Αντιμετωπίζοντας τούς τόσους κινδύνους πού
συνεπαγόταν ή έβραϊκή καταγωγή του, έζησε - μέ ξένη
ταυτότητα - στήν «άρια» ζώνη τής Βαρσοβίας. ’Επιφανής
οικονομολόγος καί κοινωνιολόγος, μέλος τού Πολωνικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος καί αγωνιστής στήν παρανομία,
άρχισε τή συγγραφή τού «Χρονικού τών χρόνων τού πολέ­
μου καί τής κατοχής» τό Σεπτέμβρη τού 1939 καί συνέχισε
ως τίς 28 τού Φλεβάρη τού 1944, τή μέρα δηλαδή πού
πιάστηκε καί δολοφονήθηκε άπ’ τόν κατακτητή: «Ούτε τά
δημόσια γεγονότα ούτε οί προσωπικές δυσκολίες - καί

6. Μερικά από αυτά τά χρονικά, πού σώθηκαν μέσα άπό μιά άλυσίδα
περιστάσεων, έγιναν προσιτά πολύ καιρό μετά τόν πόλεμο. Γιά παράδει­
γμα: τό χειρόγραφο τού πλούσιου χρονικού, πού είχε γραφτεί στη Βίλνα
(στά γίντις) άπό τό δόκτορα τής ιατρικής Λ. Έ πστάιν, μεταφέρθηκε καί
κατατέθηκε στό ινστιτούτο ιστορίας «Γιάντ Βάσεμ» στό Ισραήλ, μόλις τό
1972, άπό μιά Ε β ρ α ία πού ήρθε άπό τή Σοβιετική Ένωση (τή Ραχήλ
Σταροστεγκέλφερ). Ε κτός άπό τίς σημαντικές περιγραφές τών γεγονό­
των, πού είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένες καί λεπτομερειακές, ό συγγρα-
φέας παραθέτει στατιστικές καί διαγράμματα γιά διάφορες άρρώστιες, τή
θνησιμότητα κλπ.

148
γνώρισε πολλές - δέν κατάφεραν νά τόν κάνουν νά δια-
κόψει αυτή την έργασία», διαπιστώνει ό Βίτολντ Κουλά
στόν πρόλογο αυτού τού επιβλητικού έργου πού κυκλοφό­
ρησε μετά τό θάνατο τού συγγραφέα.
Περνάμε τώρα στά κείμενα πού βρέθηκαν στά άρχεΐα
τού Ρίνγκελμπλουμ, πού ξεθάφτηκαν από τά υπόγεια τού
γκέτο τής Βαρσοβίας. (’Εδώ πάει πολύ ή παρομοίωση μέ
«τούς σπόρους τού σιταριού τής Αιγύπτου»). Σ' ένα λοι­
πόν άπό τά κιβώτια πού άναφέραμε πιό πάνω, βρέθηκαν
οί «διαθήκες» (στά γίντις) τριών ανθρώπων πού έθαψαν
μαζί μ’ άλλους τά μεταλλικά κιβώτια. Έ να ς απ’ αύτούς, ό
Δαβίδ Γκράμπερ, ένας εργάτης δεκαοχτώ χρονών, σημειώ­
νει μέ ημερομηνία 3 Αύγούστου 1942:

«Γράφω τή διαθήκη μου, ενώ γίνεται ή “έκτόπιση”


τών Εβραίω ν τής Βαρσοβίας. Αυτό διαρκεΐ άπό τίς
20 τού ’Ιούλη. Τή στιγμή πού γράφω αυτά, είναι άδύ-
νατο νά ξεμυτίσω δέν υπάρχει άσφάλεια ούτε στό
σπίτι (...). Κόπηκε ή επαφή μας μέ τούς συντρόφους
μας (...). Μείναμε τρεις: ό Λιχτενστάιν, ό Γκρύβατς κι
εγώ. ’Αποφασίσαμε νά γράψουμε τίς διαθήκες μας, νά
συγκεντρώσουμε λίγο υλικό σχετικά μέ τήν “ επιχείρη­
ση” , καί νά θάψουμε αυτά τά κομμάτια. Έ τσι όπως
ζούμε, πάντα μέσα στήν άβεβαιότητα, είμαστε υπο­
χρεωμένοι νά βιαστούμε. Χτές δουλέψαμε ως άργά τή
νύχτα.» Παρακάτω βρίσκουμε λεπτομέρειες γιά τή
δουλειά πού τέλειωσε: «(...) Μέ τί χαρά δεχτήκαμε τά
καινούργια κομμάτια! Νιώθαμε τήν ευθύνη μας. Δέ
φοβόμαστε τόν κίνδυνο. Είχαμε τή συνείδηση ότι δι-
αιωνίζουμε ένα κομμάτι ιστορίας κι αυτό άξίζει
περισσότερο άπ’ τή ζωή ένός ιδιώτη (...). Πάνω άπ’
όλα ήταν άπαραίτητο νά τηρούνται οί συνωμοτικοί
κανόνες (...). Είμαστε έτοιμοι νά ύπομείνουμε νά μάς
λιανίσουνε παρά νά προδώσουμε τό μυστικό...»
Τέλος, σέ μιά σημείωση πού προστέθηκε τήν ίδια
ημερομηνία (άλλά στίς 4 τό άπόγευμα): «(...) Ό δρό­

149
μος δίπλα καταλήφθηκε κιόλας. Νιώθαμε όλοι τόν
κλοιό τού κίνδυνου. Ετοιμαζόμαστε γιά τό χειρότερο.
Είμαστε βιαστικοί. Θά πάμε νά σκάψουμε τήν τελευ­
ταία τρύπα (γιά τά κιβώτια) (...). Νά καταφέρναμε νά
τά θάψουμε!»
Τά κατάφεραν άλήθεια, όπως βλέπουμε: Δέν έπέζη-
σαν, μά οί διαθήκες τους έφτασαν στά χέρια μας.
Ό έμψυχωτής καί διευθυντής τών αρχείων, ό Έ μ­
μονου έλ Ρίνγκελμπλουμ, άφησε - όπως είπαμε -
πολλά κείμενα πού περιέχουν άφθονες παρατηρήσεις
καί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Έ νας άπό
τούς στοχασμούς του άναφέρεται στά ίδια τά άρχεία:
«Όσοι συνεργάζονται, γράφει, ξέρουν πώς ή προ-
σπάθειά τους, ό κόπος τους, οί ταλαιπωρίες τους, οί
κίνδυνοι στούς οποίους έκτίθενται (...) εξυπηρετούν
ένα υψηλό ιδανικό. Καί πώς όταν θά άποκατασταθεί
ή ελευθερία, ή κοινωνία θά εκτιμήσει αυτή τήν αφο­
σίωση».

Βρίσκουμε παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτό τό θέμα σέ


πολλά άλλα χειρόγραφα, κλεισμένα μέσα στά κιβώτια.
Ακόμα κι όταν τό κείμενο άναφέρεται σ’ ένα ολωσδιόλου
διαφορετικό θέμα. Υ πάρχει σ’ όλα αυτά ένα είδος έμμο­
νης ιδέας πού καταδιώκει τούς συντάκτες. ’Ίσως ό ένας
άγνοούσε τά γραφτά τού άλλου ή καθένας τους άντιμετώ-
πιζε τό ενδεχόμενο - έξαιτίας τής άσιάθειας των και­
ρών - νά διασωθεί μόνο ή δική του μαρτυρία καί νά φτά­
σει στά χέρια τού ελεύθερου άναγνώστη. Ό ανώνυμος
συγγραφέας τών άπομνημονευμάτων (στά γίντις), μέ τίτλο
«Ή εξόντωση τών Εβραίων τής Βαρσοβίας», άρχίζει τήν
αφήγησή του μέ τήν πληροφορία:

«Σήμερα, 31 Αύγούστου 1942, πού γράφω αυτές τίς


γραμμές, βουτηγμένες στό αίμα καί στά δάκρυα, είναι
ή 40στή μέρα τής “έπιχείρησης” πού ξεσπά πάνω...»,
κλπ. Καί πιό κάτω: «Γράφω αυτές τίς φρικιαστικές

150
άράδες, γιατί όέν ξέρω άν θά βγει κανείς ζωντανός,
γιά νά μπορέσει νά διηγηθεί τί έγινε».

Οί ίδιες τάσεις εμφανίστηκαν καί τά ίδια έγιναν άκόμα


καί μέσα στους θαλάμους άερίων, στους ίδιους τούς τό­
πους τής καθημερινής έξόντωσης. Στοιβαγμένα τά θύματα
εκεί μέσα, έβγαιναν μόνο σάν καπνός άπό τις καμινάδες
των κρεματορίων, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τή διάλεκτο
τού στρατοπέδου. Πώς μπορούσαν νά διαβιβάσουν αυτά
τά ύστατα μηνύματα σ' αύτούς πού έπέζησαν; Στό στρα­
τόπεδο τού νΑουσβιτς, άνάμεσα στούς κρατούμενους τής
«5οη(ΐ€ΓΐίθΓηΓη3η(Ιο» («ειδικής ομάδας») πού είχαν τοποθε­
τηθεί σ’ αύτό τόν τομέα καί ήταν άπό πρίν καταδικασμέ­
νοι, υπήρχαν άνθρωποι πού κατέγραφαν όλα όσα έβλεπαν:
1. Τίς άφίξεις των τραγικών «μεταφορών» καί τή συμ­
περιφορά τών θυμάτων στό κατώφλι τού διομηχανοποιη-
μένον θανάτου, συμπεριφορά άπειρα πιο πλούσια σ’ άπο-
χρώσεις, πρέπει νά τό υπογραμμίσουμε, άπ’ ό,τι άφήνουν
νά πιστεύουμε τά κλισέ πού κυκλοφορούν πάνω σ’ αύτό τό
θέμα: τά τελευταία λόγια κι οί τελευταίες κινήσεις πού
χιλιάδες φορές μεταφράστηκαν σέ στάσεις καί φρόνημα
άξια - τ ό καθένα τους - νά μείνουν στή μνήμη μας.
2. Τή συμπεριφορά - καθόλου ώραιοποιημένη - διαφό­
ρων μελών τού ίδιου τού «5οηά€ΓΐίθΓηΓη3η(1ο».
3. Τά σχετικά μέ τίς προετοιμασίες αυτού τού «5οηάθΓ-
1ίοπιηΊ3η(Ιο» γιά μιά εξέγερση (πού ξέσπασε, πραγματικά,
στίς 7 Όκτώβρη τού 1944).
Ξέροντας πώς κι αυτοί μέ τή σειρά τους θά δολοφονη­
θούν, μή διαθέτοντας άλλο τρόπο γιά νά διαβιβάσουν τά
γραφτά τους στό μελλοντικό άναγνώστη, οί χρονικογράφοι
μας έθαβαν τά χαρτιά τους γύρω άπό τούς θαλάμους άε­
ρίων, κάτω άπ' τούς σωρούς άπό στάχτες, καί κόκαλα. Γιά
νά εξασφαλίσουν καλύτερα τή μαρτυρία τους, συχνά τήν
έγραφαν σέ πολλά άντίτυπα κι έκρυβαν τό καθένα καί σέ
διαφορετικό μέρος· έτσι πού, άν τό ένα ή τό άλλο χειρό­
γραφο καταστρεφόταν ή δέν ξαναβρισκόταν, τά άλλα του­

151
λάχιστο νά έφταναν μετά θάνατο στους προκαθορισμένους
παραλήπτες τους. Με την ίδια σκέψη, οί συγγραφείς
πρόσθεταν στά κείμενά τους άκριβείς όδηγίες πού άφο-
ρούσαν άπ’ τή μιά την άκριβή τοπογραφία τών χώρων κι
άπ’ την άλλη τόν τρόπο πού θά 'θελαν νά έκδοθούν τά
έργα τους. «Παρακαλώ νά συγκεντρωθούν όλες οί περι­
γραφές καί οί διάφορες σημειώσεις μου πού θάφτηκαν ξε­
χωριστά καί έφεραν την υπογραφή .Ι.Α.Κ.Α. Βρίσκονται
σέ διάφορα μπουκάλια καί κουτιά, στήν αυλή τού κρεμα­
τορίου III. Υπάρχουν καί δυό μακροσκελείς περιγραφές:
ή μιά μέ τόν τίτλο ‘‘Ή εκδίωξη”, πού βρίσκεται μέσα σ’
έναν τάφο (κάτω άπό ένα σωρό λείψανα, στό χώρο τού
κρεματορίου II)· ή άλλη περιγραφή, μέ τόν τίτλο “νΑου-
σβιτς” (κρυμμένη), κάτω άπό ένα σωρό κόκαλα καί στά­
χτες στό βορειοδυτικό τμήμα τής ίδιας αυλής. Τήν αντέ­
γραψα καί τή συμπλήρωσα άργότερα καί τήν έθαψα χωρι­
στά κάτω άπό τίς στάχτες στό χώρο τού κρεματορίου II.
Παρακαλώ νά τά ταξινομήσετε καί νά τά έκδώσετε όλα
μαζί» κλπ.
Οί άνασκαφές πού έγιναν επανειλημμένα σ’ αυτό τόν
περίβολο μεταπολεμικά, άπέδωσαν μερικές μαρτυρίες. Ό χ ι
όλες. Ανάμεσα στά χειρόγραφα πού ξεθάφτηκαν στό ίδιο
τμήμα τού στρατοπέδου, τό προορισμένο γιά άμεσες γενο­
κτονίες, βρέθηκαν καί έργα πού δέ γράφτηκαν επί τόπου.
Πρόκειται πάντοτε γιά περιγραφές πού τίς ένέπνευσε ή
επιθυμία νά κληροδοτηθεί στούς ζωντανούς ή άλήθεια καί
μόνο ή άλήθεια, άλλά καταγραμμένη σ’ άλλους μαρτυρι­
κούς περίβολους: στό γκέτο τού Λότζ (τοποθετημένο στήν
άλλη άκρη τής Πολωνίας) καί άλλου. Πώς έφτασαν αυτά
τά χειρόγραφα στό κατώφλι τών κρεματορίων τού νΑου-
σβιτς-Μπιρκενάου; Οί συντάκτες τών χρονικών αυτών,
όταν τά έγραφαν στά γκέτο τους, τά θεωρούσαν σάν τήν
ϋψιστη άποστολή τους. Κι έκαναν ό,τι μπορούσαν γιά νά
εξασφαλίσουν τή διάσωσή τους. Νά τά θάψουν στά γκέτο
πού μοιραία θά καταστρέφονταν; Δέν ήταν εύκολο. Ό Ε.
Ρίνγκελμπλουμ πού τό έκανε σέ μεγάλη κλίμακα στό γκέτο
τής Βαρσοβίας, είχε τουλάχιστο στη διάθεσή του ένα υπό­
γειο πού βρήκε μετά από πολλές δυσκολίες κι εκεί φύλαξε
τ’ άρχεία του. Είχε καί πιστούς βοηθούς πού έθαψαν τά
πολύτιμα κιβώτια. Οί απομονωμένοι όμως ιδιώτες, χαμένοι
κι οί ίδιοι μέσα στό συνωστισμό μιας κλειδαμπαρωμένης
συνοικίας, πού μοιράζονταν τή στέγη τους μέ πολλά άλλα
άτομα, τί μπορούσαν νά ελπίζουν; Γιά νά υπάρχει έστω
καί μιά ελάχιστη πιθανότητα νά βρεθούν μελλοντικά τά
θαμμένα χειρόγραφα, θά έπρεπε νά γνωστοποιηθεί ό τόπος
πού τά είχαν κρύψει σ' ένα πρόσωπο πού θά έπιζούσε
μετά τον κατακλυσμό. Στή Βαρσοβία άνατέθηκε αύτός ό
ρόλος σε μερικούς άγωνιστές τής παρανομίας, πού ζούσαν
μέ ξένη ταυτότητα στήν «άρια» πόλη. Αύτοί μπορούσαν μέ
τή σειρά τους νά εκμυστηρευτούν τή διεύθυνση αύτή στίς
μή εβραϊκές, πολωνικές, άντιστασιακές παράνομες οργα­
νώσεις. Δέ μπορούσαν νά ύπολογίσουν σέ κάτι τέτοιο βέ­
βαια τά απομονωμένα άτομα πού δέ διέθεταν καμιά επα­
φή, ούτε έμμεση, μέ τόν εξωτερικό κόσμο. Έ πρεπε λοιπόν
νά προφυλάξουν τά χειρόγραφα άπό λοιμούς καί κατα­
ποντισμούς. "Ως τή μέρα πού, ξεσπιτωμένοι κι οί ίδιοι,
μπήκαν στά πένθιμα βαγόνια τού θανάτου. Φεύγοντας, τό
πρώτο πού φρόντισαν νά βάλουν μέσα στό μπογαλάκι
τους, ήταν τά χειρόγραφά τους, μόλο πού ξέρανε τί κίν­
δυνο διατρέχαν. Εξακολουθούσαν νά τά προστατεύουν σ’
όλες τίς φάσεις τού τελευταίου τους ταξιδιού: μέσα στό
τραίνο, όπου άνακατεύονταν μ’ ένα τραγικό καί συνωστι­
σμένο πλήθος, όταν κατέβηκαν στό ’Άουσβιτς, μέσα στίς
άκατονόμαστες φρικαλεότητες πού συνόδευαν τήν υπο­
δοχή τών εκτοπισμένων, μετά στίς διαλογές πού γίνονταν
καί τέλος κατά τή μεταφορά τους στόν περίβολο, όπου
έμελλε σύντομα νά εξοντωθούν. Έ τσι φτάσανε, μέ τά χει­
ρόγραφά τους, στό κατώφλι τών θαλάμων αερίων. Ε κεί,
μέσα στήν εφιαλτική άτμόσφαιρα όπου οί άνθρωποι γίνον­
ταν ολοκαύτωμα, έβρισκαν μόνοι τους τόν τρόπο νά δώ­
σουν τά χαρτιά σέ κρατούμενους πού άνήκαν στό «5οη-
άετΙςοιτίΓηΒηάο». ΈΙ άκόμα, καθώς ήταν ύποχρεωμένοι

153
(πριν τούς σπρώξουν μέσα στους θαλάμους άερίων) νά
γδυθούν εντελώς καί ν’ άφήσουν όλα όσα είχαν άκόμα
επάνω τους. Μοιραία άφηναν καί τά χειρόγραφά τους
παραπεταμένα, δίπλα στ’ άλλα τους μικροπράγματα. Καί
στη μιά καί στην άλλη περίπτωση, συνέβαινε νά υπάρχουν
άνάμεσα στά μέλη τού (^οηάβΓίςοηΊΐϊΉΐκΙο» καί άνθρωποι
πού ήταν σέ θέση νά εκτιμήσουν την αξία αυτών τών χαρ­
τιών. Φρόντιζαν νά περάσουν απαρατήρητα άπ’ τούς δή­
μιους, καί τά έθαβαν γιά νά τά βρουν εκείνοι πού θά
ζούσαν μετά άπ’ αύτούς.
Μέρος δεύτερο

ΑΝΑΛΥΣΗ
ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
10

Γενική επισκόπηση όλω ν των


κειμένων που διασώ θηκαν
κ α ί συγκεντρώθηκαν

Ό δρος «καταδικασμένος σέ θάνατο», γιά τούς λόγους


πού άναλύσαμε στά προηγούμενα κεφάλαια, επιδέχεται
πάρα πολλές ερμηνείες. Γι’ αυτό είναι άδύνατο νά οριστεί
σέ κάθε περίπτωση τό είδος τής καταδίκης. Μπορούμε
λοιπόν νά παρατηρήσουμε πώς ό τάδε ή ό δείνα κρατού­
μενος τής μιάς ή τής άλλης φυλακής, δέν ήταν άναγκα-
στικά καταδικασμένος σέ θάνατο ή τουλάχιστο δέν ήταν
τυπικά. Εξάλλου, όσον άφορά τά στρατόπεδα, ένας μή
Εβραίος κρατούμενος είχε όλους τούς λόγους νά πιστεύει
δτι δέν ήταν οριστικά καταδικασμένος σέ θάνατο.
Όπωσδήποτε όμως οί διακρίσεις είναι γραφειοκρατικές.
Στήν πραγματικότητα τό πλήθος τών εκτελέσεων καί ή αυ­
θαιρεσία πού έπικρατούσε σχετικά, ανάγκαζαν τόν καθένα
νά άντιμετωπίζει καί νά σκέφτεται σχεδόν μηχανικά τόν
ίδιο του τό θάνατο. - «'Υπάρχει στή Φρέσν, γράφει ό
Στανισλάς Φυμέ, ή καταδίκη σέ θάνατο. Ή σκιά του βα­
ραίνει πάνω σ’ όλους μας, πάνω στούς άθώους καί τούς
ψευτοαθώους, όπως καί πάνω στούς ένοχους.» Αυτά τά
λόγια δέν ισχύουν μόνο γιά τή Φρέσν.
Σχετικά μέ μιά άλλη φυλακή (πού ύπήρξε λιγότερο
ομοιογενής όσον άφορά τή μοίρα τών προσωρινών τροφί­
μων της), ή Έλσα Τριολέ παρατηρεί: «Κι ενώ (οί κρατού­
μενοι) παρακολουθούσαν δήθεν άτάραχοι τό αυτοκίνητο

157
τής Κομαντατούρ πού έπαιρνε αυτούς πού όέ θά ξαναγύ-
ριζαν ποτέ πόσοι, σάν έμενα, συλλογιζόντουσαν: αύ­
ριο θά ρθεί ίσως γιά μάς...»
Γιά τούς κρατούμενους τών στρατοπέδων αυτό ισχύει
γιά ένα λόγο παραπάνω. Καθένας τους ήταν καθημερινά
κι άπό πολύ κοντά μάρτυρας διαφόρων ειδών θανάτου.
Κάθε «διαλογή» καί συνάντηση μέ τούς επικεφαλής τού
στρατοπέδου, απειλούσε προσωπικά καθένα κρατούμενο.
Τέτοιες ασκήσεις «πάνω σέ τεντωμένο σκοινί», όπως γρά­
φει ό Στανισλάς Φυμέ σέ μιά άλλη σελίδα του, «τούς έξοι-
κείωναν μέ τήν ιδέα τού θανάτου». Αυτό ακριβώς ένδια-
φέρει ουσιαστικά τή μελέτη μας.
Μιλήσαμε γιά «τούς καταδικασμένους σέ θάνατο πού
είχαν συνείδηση τής κατάστασής τους». Υπήρχαν όμως
- τό είπαμε άλλωστε - λόγοι, γιά τούς όποιους αύτή ή
συνείδηση συχνά ήταν θολή. ’Εκτός άπό τίς αύταπάτες
πού οί Γερμανοί επίτηδες ύπέβαλλαν καί συντηρούσαν
(έπιμείναμε άλλωστε σ’ αυτό τό σημείο), παρουσιάστηκε τό
φαινόμενο νά μή θέλουν οί κατάδικοι νά δεχτούν τίς εν­
δείξεις, άκόμα καί τίς ολοφάνερες. ’Αντίθετα άπ’ αυτό πού
ισχυρίστηκαν οί θιασώτες τής φτηνής τυπολογίας, ή στάση
αύτή δέν παρουσιάστηκε μόνο στούς Εβραίους. ’Εκδηλω­
νόταν παντού όπου υπήρχε άνάλογη κατάσταση κι άνάλο-
γες έξελίξεις. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες σχετικά. Νά
π.χ. τί διαπιστώνει ή Ζερμαίν Τιγιόν, μιλώντας γιά κά­
ποιες Γαλλίδες κρατούμενες στό Ράβενσμπρυκ: «(...) Οί
άλλες (...) βαυκαλιζόντουσαν μ’ αυταπάτες* ήθελαν νά πι­
στεύουν οτιδήποτε, στούς Ρώσους, στούς ’Αμερικάνους, σέ
μιά άνταλλαγή κρατούμενων στά ελβετικά σύνορα, φτάνει
νά πάρει τέλος αύτή ή εξαθλίωση. Καί τήν αλήθεια: τίς
εκτελέσεις, τούς άπαγχονισμούς, τίς δηλητηριάσεις, τά άέ-
ρια κλπ., δέν ήθελαν μέ κανένα τρόπο νά πιστέψουν». Κι
έτσι: «Όταν έρχονταν νά πάρουν τίς γυναίκες γιά εκτέλε­
ση, μερικές θά μπορούσαν νά δραπετεύσοί’ν, άν δοκίμα­
ζαν, άλλά, αλίμονο!- οί περισσότερες (κυρίως στις άρχές)
προτιμούσαν νά πιστεύουν πώς έφεΐ’γαν γιά νά σωθούν

158
καί πήγαιναν οτό θάνατο σάν τ’ άρνιά στό σφαγείο».
Ή τάση φυγής δεν αποκλείει πάντως τή γνώση ή τήν
προαίσθηση τής πραγματικότητας ■ δεν είναι παρά μιά άπ’
τίς εκδηλώσεις της.
Υ πάρχει τεράστια ποικιλία κειμένων, άνάλογα με τούς
άναγνώστες γιά τούς οποίους προορίζονται. Στίς περισσό­
τερες όμως περιπτώσεις δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός.
Τό κείμενο, γραμμένο κυρίως γιά νά πληροφορήσει τόν
«εξωτερικό κόσμο», συνήθως δινόταν πρώτα στούς συν­
τρόφους στή δυστυχία. Κι άντίστροφα, τά κείμενα πού αρ­
χικά γράφτηκαν γιά χρήση τής στιγμής, αργότερα στάλθη­
καν σάν μηνύματα στόν «ελεύθερο κόσμο», στό... άγνωστο.
Χωρίς νά ξεχνάμε πώς συχνά άλλοιωνόντουσαν καθ’ όδόν.
Τά κείμενα τών κατάδικων γράφτηκαν:

1. 5Αργότερα, μέ βάση τίς προσωπικές άναμνήσεις


(όπως αμέτρητες μαρτυρίες που κυκλοφόρησαν σέ διά­
φορα μέρη μετά τήν Απελευθέρωση) · ή
2. ’Επί τόπου, δηλαδή περιμένοντας τό θάνατο.

Θά εξετάσουμε μόνο τήν τελευταία κατηγορία. Υπάρχει


κι εδώ μεγάλη ποικιλία. Παραδείγματα: "Ενας άνθρωπος
πού κατάφερε νά πηδήσει άπ’ τό τραίνο τού θανάτου πού
τόν οδηγούσε στούς θαλάμους αερίων, βρίσκει ένα κατα­
φύγιο, γιά μιά στιγμή τουλάχιστο, κι εκεί γράφει κάτι.
Έ νας κρατούμενος τού στρατοπέδου ή τής φυλακής, «δια­
λεγμένος» γιά έκτέλεση, άργότερα πήρε χάρη (γιατί ή εκ­
τέλεση ματαιώθηκε τήν τελευταία στιγμή ή γιατί ξέφυγε
άπ’ τό μπουλούκι ή ακόμα γιατί τή στιγμή τού άπαγχονι-
σμού κόπηκε τό σκοινί) καί έγινε πάλι «κανονικός» κρα­
τούμενος. Έ νας Ε βραίος πού κατάφερε νά γλιτώσει απ'
τήν «έπιχείρηση», ζεί μέ δανεική ταυτότητα κλπ. Σ' όλες
αυτές τίς περιπτώσεις τό κείμενο γράφτηκε όχι «περιμέ­
νοντας», ούτε στή διάρκεια τής κρίσιμης περιόδου, μά άρ­
γότερα. Είναι άλήθεια. Παρόλα αυτά, σ’ όλες αυτές τίς
περιπτώσεις ό κίνδυνος παραμονεύει. Ό συγγραφέας

15ι)
παραμένει κάτω απ' την απειλή, μπορεί νά ξαναγίνει θύ­
μα. Κι άν άκόμα περάσει μιά άπό τις κρίσεις, ή καταδίκη
δεν άντιπροσωπεύει μόνο μιά άνάμνηση, μά ένα είδος δα-
μόκλειας σπάθης κρέμεται συνέχεια πάνω άπ’ τό κεφάλι
του.
Σ’ εκατοντάδες υπολογίζονται τά κείμενα πού διασώθη­
καν. Καί δέν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο ένα μικρό μέ­
ρος ολόκληρης τής παραγωγής. Μάταια ψάχνουμε γιά
γνωστά ονόματα. Ό χ ι μεμονωμένα κείμενα μά καί πολλά
άρχεία πού περιείχαν πολλές συλλογές, χάθηκαν μές στόν
πόλεμο καί δέν ξαναβρέθηκαν. Δέν είναι δυνατό νά ύπο-
λογίσει κανείς σέ τί άναλογία έγινε αυτό, ούτε κατά προ­
σέγγιση. Ποιά ή άναλογία άνάμεσα στά κείμενα πού δια­
σώθηκαν καί σ' αύτά πού γράφτηκαν, τί διαστάσεις πήρε
αυτό τό φαινόμενο, άνάλογα μέ τήν εθνικότητα, τήν κοι­
νωνική τάξη τών συγγραφέων κλπ., δέ θά τό μάθουμε. Πι­
θανολογώντας, καί σέ πολύ γενικές γραμμές, μπορεί κανείς
νά άκολουθήσει αυτό τόν άπλό συλλογισμό: Ίδιες δραστη­
ριότητες (συγκεντρώσεις, κυκλοφορία τών κειμένων, ή
προσπάθεια καί οί τρόποι διάσωσής τους) παρουσιάστη­
καν σέ διαφορετικούς χώρους, χωρίς επικοινωνία άνάμεσά
τους. Παράλληλα: τά κείμενα πού γράφτηκαν σέ διαφορε­
τικούς χώρους, χαρακτηρίζονται άπό άνάλογους προσανα­
τολισμούς κι έχουν παρόμοιο περιεχόμενο.
Θά θέλαμε νά εξετάσουμε αυτές τίς απροσχεδίαστες άν-
τιστοιχίες.

160
11

Ή γλώσσα τών κατάόικω ν

Στόν τομέα πού μάς ενδιαφέρει, έντυπωσιάζει αυτή την


έποχή ή άνεξάντλητη άφθονία συνώνυμων, πού κατα­
σκευάστηκαν γιά νά άποδώσουν ένα βίαιο θάνατο, ένα
θάνατο - άν μπορούμε νά εκφραστούμε έτσι - έφαρμο-
σμένο, τά μέσα καί τούς τρόπους θανάτωσης, τήν περι­
γραφή όλων τών σταδίων πού όδηγούν εκεί, τά βασανι­
στήρια κλπ.
Οί πρώτοι δημιουργοί σ’ αυτό τό είδος ήταν οι δήμιοι κι
όχι τά θύματά τους. Οί Γερμανοί εφεύραν αυτό τό βασικό
λεξιλόγιο κι ένέπνευσαν πολλούς μεταγενέστερους νεολο-
γιστές.
Μεγάλο μέρος αυτού τού ρεπερτορίου γεννήθηκε πάνω
σ’ ένα γραφείο, προσχεδιασμένα, άρα μόνο αυθόρμητο δέν
είναι. Στήν άρχή κατασκευάστηκαν οί λέξεις τών φακέλων,
επεξεργασμένες μέσα στά πλαίσια τής μεθόδου «Tarnung».
Μερικές άναφέρθηκαν ήδη (επιχείρηση, μπάνιο, κλπ.).
Υπάρχουν όμως κι άλλες, πού θά τίς πάρουμε αυτή τή
φορά άπό τά επίσημα γερμανικά έγγραφα (υπηρεσιακά έγ­
γραφα, φάκελοι).
Γιά νά άντικαταστήσουν τίς λέξεις «δολοφονώ», «σκο­
τώνω», «στραγγαλίζω» κλπ., χρησιμοποιούν τίς λέξεις:
«άκυρώνω», «άποσύρω», «αποστέλλω», «μεταθέτω», «κα­
ταργώ», «παραμερίζω», «άπωθώ», «άφανίζομαι», «σβή­
νω», «διαλύω», «έκδιώκω», «ταχτοποιώ», «χαλαρώνω»1I.,
κλπ.

I. ’Ανάμεσα στά ντοκουμέντα πού διασώθηκαν στό νΑουσβιτς, βρί-

II. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 161


Ό ταν συναντάμε μέσα στά γερμανικά υπηρεσιακά έγ­
γραφα τή λέξη «όδοντογιατρός» ή τόν όρο «όδοντιατρικός
σταθμός κρατούμενων», όέν ξεγελιόμαστε. Δέν πρόκειται
καθόλου γιά ιατρείο, άλλα γιά μιά υπηρεσία έγκαταστη-
μένη στά στρατόπεδα, πού έχει σάν σκοπό νά βγάζει τά
χρυσά δόντια τών σκοτωμένων.
Μπορούμε νά άναφέρουμε πολλές λέξεις άνάλογες. Δέν
είναι στην κυριολεξία «νεολογισμοί», άλλα μιά τεχνητή
διάλεκτος πού άποκρυπτογραφείται μέ καμιά εκατοστή
κλειδιά. ’Αρχικός σκοπός της ήταν - όπως άναφέραμε
ήδη - νά ξεγελάσει τά θύματα. Αυτή ήταν μόνο μιά άπ’
τις λειτουργίες της. Ή δομή όλων αυτών τών εκφράσεων
δείχνει πώς εδώ, στό θέμα τής γλώσσας, ή δημιουργική
δουλειά εμψυχωνόταν από μιά βαθύτερη ιδέα. ’Αξίζει νά
παρατηρήσουμε πώς όλες αυτές οί λέξεις βρίσκουν τέλεια
τή θέση τους μέσα σ’ ένα λεξιλόγιο, κυρίως διοικητικό,
άπαλλαγμένο άπό αισθηματικό περιεχόμενο κι άξιολογικές
κρίσεις. Έτσι, οί δολοφόνοι χάνουν τήν ήθική τους φυσιο­
γνωμία, οί δολοφονημένοι τό άνθρώπινο πρόσωπό τους, τά
βασανιστήρια τή συγκινησιακή τους όψη.
Τό ίδιο ισχύει καί γιά τίς κλοπές καί τίς λεηλασίες κάθε
είδους. Οί χιτλερικοί δέ λήστεψαν τά αγαθά, ούτε κάν τά
«δήμευσαν», τά εξασφάλισαν μονάχα. Έ τσι εξηγείται γιατί
οί μονάδες πού διεκπεραίωναν αυτές τίς «επιχειρήσεις»,
είχαν ονόματα όπως: «κατάσχεση», ενώ τό άντικείμενο,
άνάλογα μέ τήν περίπτωση, ήταν «τών έβραϊκών άγαθών»,
κλπ. ’Άλλη ομάδα ήταν ή «ομάδα γιά τήν προάσπιση τών
άγαθών», κλπ. νΑλλη όμάδα ήταν ή «ομάδα γιά τήν προά­
σπιση τών τίτλων». Στή Βαρσοβία άνοιξαν ή παραβίασαν
όλα τά χρηματοκιβώτια γιά νά κατασχέσουν τούς τίτλους
καί τά κοσμήματα πού είχαν τοποθετήσει εκεί οί κάτοχοί
τους. Π ιό άπλά τά έλεγαν: «εύρεθέντα άντικείμενα». Κάτω

σκουμε ενα βιβλίο που περιέχει 17.000 όνόματα με τήν ένδειξη δίπλα
«αναπαύεται». Πρόκειται γιά όνόματα Ε βραίω ν πού κανείς τους δύν
αναπαύτηκε: όλοι δολοφονήθηκαν.

162
άπ' αυτή τήν ετικέτα ταξινομήθηκαν πολλοί φάκελοι πού
έμειναν στή «διαχείριση τού γκέτο» στό Λότζ. Στά έντυπα
πού τυπώθηκαν ειδικά γ ι’ αυτό τό λόγο, οί Γερμανοί (με
έμφυτη τήν αίσθηση τής άκρίβειας), σημείωναν: πού, στό
σπίτι ποιανού, πότε καί τί είχαν «βρει»2. Σε άλλα έγγρα­
φα, ή οργανωμένη λεηλασία των συνοικιών άποδίδεται με
τόν όρο «5έιιιδ6Γΐιη§83ΐακ)η» (εκκαθαριστική επιχείρηση).
Θά άναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Θά άξιζε
πάντως νά σταθούμε στόν πλούτο καί τό πλάτος αυτού τού
λεξιλόγιου. Πρόβλεψε ειδικούς όρους άκόμα καί γιά δευ-
τερεύοντα φαινόμενα καί γιά πολύ ιδιότυπες περιστάσεις.
Έ νας Εβραίος γιατρός, π.χ. δεν ονομαζόταν «γιατρός»
αλλά «θεραπευτής», άν καί συχνά άφηναν τόν τίτλο τού
«γιατρού» μπροστά άπό τό όνομά του, κλπ. Με λίγα λόγια,
οί ειδικοί αυτοί όροι έκαναν γιά τή διοίκηση τά πράγματα
εύχρηστα, άπλά, προσιτά στούς υπολογισμούς, έτσι πού νά
μπορούν νά άντιμετωπίζονται μέσα σέ άπόλυτη αταραξία.
Ό Ν. Μπλούμενταλ επισημαίνει δικαιολογημένα πώς
έξω άπό τήν ειδική όρολογία πού γνώρισε ή διοικητική
γλώσσα (ξερή, σκληρή κλπ.), οί χιτλερικές αρχές χρησιμο­
ποιούν μάλλον άνθρώπινο λεξιλόγιο. Βρίσκουμε συχνά εγ­
κάρδιες εκφράσεις, όπως: «θά σάς ήμουν ευγνώμων» κλπ.
Τέτοιες εκφράσεις συνοδεύουν συνήθως περιεχόμενο μέ
όρολογία όπως αυτή πού άναφέραμε. Μιά τέτοια άντιπα-
ράθεση είναι κάποτε πολύ περίεργη. Έ να παράδειγμα: Ό
Μ. Ρίμπε, πού είχε προσληφθεί διευθυντής στή διαχείριση
τού γκέτο τού Λότζ, (σ’ ένα γράμμα του στίς 5 Γενάρη

2. Πολλοί άπό τους φακέλους πού άναφέραμε, είναι γεμάτοι ά πό τέτοιες


σημειώσεις πού συνοδεύονται κάθε φορά ά πό τήν άπαρίθμηση τών εύρε-
θέντων άντικειμένων, τού τάδε ή δείνα... ιδιοκτήτη. Νά ένα τέτοιο έγ­
γραφο: «κατάσχεση Νο 87. Εύρεθέντα άντικείμενα στό σταθμό τού 1^-
<^ θ5ζεζ. Παραδόθηκαν στίς 28 τού Μάη 1942: 300 γυναικεία εσώρουχα,
130 μάλλινες κουβέρτες, 170 πετσέτες, 160 άντρικά πουκάμισα καί π α ν­
ταλόνια» κλπ. Γιά νά καταλάβουμε πόσο εύγλωττες είναι αυτές οί γραμ­
μές, σημειώνουμε πώς ό σταθμός τού Κ 8 (^ ο $ ζεζ, όπου βρέθηκαν τά
πράγματα πού άπαριθμούνται, χρησιμοποιόταν σάν «κέντρο διαλογής»
γιά τά θύματα πού προορίζονταν γιά τούς θαλάμους άερίων.

163
1942, Νο 40-37), ευχαριστεί τόν Μ. Μπέργκερ γιά τή συμ­
βολή του «στη μεταφορά των Εβραίων του Ζελόφ καί τή
διάλυση του γκέτο». Ε πειδή ή μοιρασιά τής λείας έγινε
χωρίς προστριβές, δ συντάκτης του γράμματος διαβεβαιω-
νει τό συνομιλητή του, πώς θά κρατήσει μιά «ευχάριστη
άνάμνηση» άπ’ αυτή τή συνεργασία. Χωρίς σχόλια!
’Απ’ αυτή τήν άποψη παρουσιάζουν ένδιαφέρον, άνά-
μεσα σ’ άλλα, κάποια γράμματα με θέμα τήν πώληση...
νεκροταφείων. Γίνεται έκ τών προτέρων ή προσφορά: «τό
συμπεριλαμβανόμενο έβραϊκό νεκροταφείο μπορεί νά
μετατραπεί άμέσως σέ δημόσιο κήπο (φυτά) (...). Ε πιση­
μαίνω ότι τό χώρο του έβραϊκού νεκροταφείου καί τίς τα­
φόπλακες πού υπάρχουν εκεί, τά διαχειρίζεται ό Ρίάεί-
1(οηΐΓηί5. Σάν άγοραστής πρέπει νά λάβετε υπόψη σας
πρώτα τίς πολιτικές κοινότητες» κλπ.
’Ανάλογες υποθέσεις άπασχολούν, μέ τό ίδιο πνεύμα
άταραξίας, άλλες τοπικές αρχές. Ή Οικονομική Υπηρεσία
τού Κρανόφ στέλνει στίς 7 τού Γενάρη τού 1944 γράμματα
όπου ζητεί: «... Γνωστοποιείστε μου άμέσως, παρακαλώ,
άν στήν πόλη (σας) υπάρχει εβραϊκό νεκροταφείο κι άν
ένδιαφέρεστε νά τό αγοράσετε...»
Ή έξαφάνιση τών νεκροταφείων άποσκοπούσε (μετά τήν
εξόντωση τών άνθρώπων) στό νά καταστραφούν τά ίχνη
πού είχε αφήσει ή χιλιόχρονη ιστορία. Τά γραφτά πού
άναφέραμε παραπάνω μαρτυρούν πώς μιά τέτοια ενέργεια
δέν είχε - γιά τούς συντάκτες αυτών τών γραμμάτων - τί­
ποτα τό εξωφρενικό. Τά τακτοποιούσαν όλα άπλά... που­
λώντας3.
’Απ’ αύτή τήν «αντικειμενικότητα» καθαρά διοικητικής
φύσεως, έξαιρούνται τά ονόματα πού έδιναν σέ ειδικές

3. Εκατοντάδες οδηγίες, τεράστια άλληλογραφία, έπίσημα καί κυβερνη­


τικά έγγραφα, πού διασώθηκαν στά άρχεία άλλων χωρών, δείχνουν πόσο
ομογενής ήταν ή γερμανική γραφειοκρατία άνεξάρτητα άπό τίς γεωγρα­
φικές συνθήκες. Ό σ ο ν άφορά τή Γαλλία, ό άναγνώστης θά βρεί πολλά
τέτοια κείμενα πού μαρτυρούν άνάλογο πνεύμα, στή συλλογή πού
έξέδωσε ό Νταβίντ Ρουσέ « Ό παλιάτσος δέ γελά» (Παρίσι, 1948).

164
έπιχειρήσεις. Θά ’λεγε κανείς πώς άποχτούν ποιητικό τό­
νο. Έτσι, ή μεταφορά τών Γάλλων κρατούμενων άπό τό
στρατόπεδο τής Κομπιένης στό στρατόπεδο τού Μπούχεν-
βαλτ ονομάστηκε «Έπιχείρηση-Θαλασσινός άφρός». Στά
1944, μιά άλλη επιχείρηση βαφτίστηκε «Ανοιξιάτικος
άνεμος».
Νά κάποιες διασαφηνίσεις πού κάνει ό Α. Καλέ άναφο-
ρικά μ’ ένα άλλο σχήμα λόγου τής ίδιας κατηγορίας: «Στά
καλάθια τών άχρηστων τής φυλακής τής Φρέςτν, οί Γερμα­
νοί άφησαν κάτι έγγραφα. ’Ανάμεσα σ’ άλλα καί μικρά
φύλλα χαρτί, πράσινα καί μώβ. Αύτά ήταν άπόρρητα καί
έφεραν τά ονόματα τών κρατούμενων. Ή ταν ατομικά. Στά
περισσότερα υπάρχει ή συνθηματική έκφραση: «Νύχτα κι
ομίχλη». Είναι οί πρώτες λέξεις τής επωδού τού "Αλμπερικ
στό «Χρυσό τού Ρήνου». Δυό πολύ ώραίες λέξεις, λίγο
μαγικές (...). Οί ναζί έδωσαν σ’ αυτές τίς λέξεις μιά ιδιαί­
τερη σημασία. «Νύχτα κι όμίχλη» ήταν ή κατηγορία τών
άνθρώπων πού θά σκότωναν επί τόπου ή θά μετέφεραν
στά στρατόπεδα έξόντωσης. ’Εκεί, δλα τέλειωναν πραγμα­
τικά, μέσα στήν κόλαση ενός φούρνου τού κρεματορίου κι
ό καπνός ήταν ίδιος μέ τήν όμίχλη πού διαλύεται».
Στό στρατόπεδο τού Μαουτχάουζεν, ή δολοφονία τών
αιχμάλωτων πολέμου ονομάστηκε «’Επιχείρηση σφαίρα»4.
Ή όνομασίςι αυτή ίσχυε κάθε φορά καί γιά μιά συγκεκρι­
μένη επιχείρηση.
Οί εκφράσεις πού άναφέραμε ως έδώ ήταν - όπως
παρατηρήσαμε - όροι τών φακέλων. Μ’ άλλα λόγια, άνή-
καν στήν επίσημη γραφτή γλώσσα. Ή προφορική γλώσσα,
φυσικά, ήταν πιό «ζωντανή» καί πιό «εκφραστική», κυ­

4. Αυτές οί λεπτομέρειες διαφω τίζουν τή μυστική εγκύκλιο τής 4ης


Μάρτη 1944. Τό κείμενο αυτής τής εγκυκλίου προεικονίζει καί υπογραμ­
μίζει έπανειλημμένα τήν άναγκαιότητα τής έξαπάτησης. - Πρέπει, λέει,
νά μήν ξέρουν ποιο ήταν τό τέλος τού κρατούμενου, ούτε οί συγκροτού­
μενοι του ούτε ό ’Ερυθρός Σταυρός. Πρέπει νά φτάσει στ’ αφτιά τους ή
εσφαλμένη πληροφορία ότι «πέτυχε ή άπόδραση». 'Υπογραμμίζεται ή
«έσφαλμένη πληροφορία» καί σημειώνεται ή διαδικασία γιά τήν «εξαπά­
τηση», κατά λέξη: γιά τό «καμουφλάζ».

165
ρίως στό στόμα τών όήμιων. Τά συνώνυμα πού έφτιαχναν
αυτοί δέν Επιχειρούσαν νά θολώσουν τά νερά (γιά ποιο
λόγο άλλωστε καί μπροστά σέ ποιόν;) ’Αποδίδουν μάλλον
με ειλικρίνεια τό ήθος καί τά αισθήματα άνθρώπων πού,
όχι μόνο ξερουν γιατί πρόκειται άλλά καί συμμετέχουν Εν­
εργά. Έδώ, οί καινούργιες λέξεις είναι πιό αυθόρμητες
καί πιό πλούσιες σέ φαντασία.
Ένώ οί όροι τών φακέλων είναι «άθώοι», τά Έ ς-Έ ς καί
τά μέλη άλλων σωμάτων εξόντωσης χρησιμοποιούν άπλά
καί μόνο τόν όρο «εξοντώνω, άφανίζω». Γιά παράδειγμα:
τό «’Απόσπασμα Ράινχαρτ» πού διεκπεραίωσε επιχειρή­
σεις σέ πολλές πόλεις, ονομάστηκε «τάγμα έξοντώσεως».
Τό ίδιο ισχύει καί γιά πολλά στρατόπεδα πού στά επίσημα
άρχεΐα ονομάζονταν «στρατόπεδα συγκεντρώσεως»,
«στρατόπεδα Εργασίας» ή «στρατόπεδα καταναγκαστικών
έργων», ενώ στη γλώσσα τών μυημένων ήταν στρατόπεδα
καταστροφής («Vernichtungslager»).
Περνάμε άμέσως σέ εκφράσεις άκόμα πιό εύγλωττες. Νά
π.χ. ή έκφραση τό «κυνήγι τού κουνελιού». Τη συναντάμε
σέ διάφορους χώρους (άπόδειξη πώς ήταν τής μόδας), γιά
νά έκφράσει διάφορα φαινόμενα, μά γιά τούς «παιχνιδιά­
ρηδες» Έ ς-Έ ς σήμαινε τόν πυροβολισμό τών θυμάτων πού
προσπαθούσαν νά άποδράσουν από τό τραίνο τού θανά­
του.
Στό στρατόπεδο τού ’Άουσβιτς, γινόταν ένα παιχνίδι,
οργανωμένο από τούς Έ ς-Έ ς: χτυπώντας μιά ομάδα φυ­
λακισμένων μέ κλομπ καί κάτω άπό τήν άπειλή τού πιστο­
λιού, τούς κυνηγούσαν ως τά συρματοπλέγματα. Ε κεί μιά
ομάδα φρουρών έριχνε πάνω τους γιά διασκέδαση· όχι
γιά νά τούς σκοτώσει, μόνο γιά νά τραυματίσει χέρια ή
πόδια. ’Ανάμεσα σέ δυό πυρά, πανικόβλητοι, οί κρατούμε­
νοι ρίχνονταν εδώ κι έκεί, κι αυτό προκαλούσε στίς καρ­
διές τών δήμιων μιά ιδιόμορφη άγαλλίαση.
Έ νας προσφιλής όρος πού επανέρχεται συχνά μέσα σέ
τέτοιου είδους εκφράσεις, είναι ή λέξη «ουρανός». Οί
Έ ς-Έ ς στή Μπιάλα Ποντλάσκα άποκαλούσαν τίς Επιχει­

166
ρήσεις τους «άνάληψη». Στό Μπιρκενάου, ό θάλαμος των
μελλοθάνατων βαφτίστηκε άπ’ τούς Έ ς-Έ ς «θάλαμος γιά
εκείνους πού θ’ ανέβουν στον ουρανό». Στό Κολό, τό άπό-
σπασμα τών Έ ς-Έ ς πού έκτελούσε τίς επιχειρήσεις, είχε
τό ώραίο όνομα «τάγμα άναλήψεως». Στήν περιφέρεια τής
Ντεμπίκα ένα άνάλογο τάγμα είχε τήν προσωνυμία: «τά­
γμα τών ουρανών». Τό ίδιο όνομα δόθηκε γιά παρόμοιες
δραστηριότητες σέ πολλά στρατόπεδα, όπως ιδιαίτερα στό
στρατόπεδο τού Πλασόβ, κοντά στήν Κρακοβία, στό στρα­
τόπεδο τού Πολουμπίτσε κι άλλού. Στό στρατόπεδο τού
Όράνιενμπουργκ, ή πλατεία τών εκτελέσεων λεγόταν
«προαύλιο βιομηχανίας». Στό Μαουτχάουζεν, μιά απο­
στολή Έ ς-Έ ς εξέταζε καθένα άρρωστο κρατούμενο χωρι­
στά, γιά νά άποφασίσει άν θά έπρεπε νά τόν οδηγήσει στό
«σταθμό». Έ τσι λεγόταν τό κελί τών μελλοθάνατων, γιατί
βρισκόταν «στόν τελευταίο σταθμό, ανάμεσα γή κι ουρα­
νό».
Υπήρχαν εξάλλου ένα σωρό εκφράσεις πού άποσκο-
πούσαν ν’ άφαιρέσουν από τούς κρατούμενους τήν άν-
θρώπινη ιδιότητα. Τό γεγονός ότι ίδιες λέξεις καί ίδιες
εκφράσεις συναντιόνται σέ διαφορετικούς χώρους, μάς
κάνει νά πιστεύουμε πώς είχε γίνει σχετικά ειδική διδα­
σκαλία. Στό στρατόπεδο τού Λβόφ, υπήρχε π.χ. ένας θά­
λαμος γεμάτος ξύλα, όπου - ελλείψει κρεματορίων -
έκαιγαν τά πτώματα. Οί κρατούμενοι έκεί, άπομονωμένοι,
ονομάζονταν «είδωλα» καί μόνο «είδωλα»: «Νά πάρει τό
είδωλο!», «Νά κάνει τό είδωλο!», «δέκα είδωλα, βγέστε
έξω!» κλ^Α Τό ίδιο γινόταν καί σ’ άλλα στρατόπεδα (στό
Πόναρι κοντά στή Βίλνα κ.ά.).
Δίνουμε γιά παράδειγμα μερικές άρκετά συνηθισμένες

5. Αυτή ή όμάόα όιοργάνωσε μιά έξέγερση τό 1943. Σκότωσαν τους


φρουρούς, άρκετοί κρατούμενοι άπέδρασαν. Μιά λεπτομέρεια φαίνεται
ιδιαίτερα άποκαλυπτική: οί ίδιοι αυτοί φρουροί γιά τούς όποιους οί
κρατούμενοι δεν ήταν μέχρι τότε παρά «σκιές», τή στιγμή πού έπεσαν
στά χέρια τους, έκλιπαρούσαν γιά χάρη. Α ίφνιδιασμένοι, χωρίς νά σκεφ-
τούν (δηλαδή σχεδόν αυτόματα), δέν τούς άποκαλούσαν πιά «σκιές»,
άλλά «Α ξιότιμ οι κύριοι».

167
έκφράσεις: στά περισσότερα στρατόπεδα υπήρχαν «κοπά­
δια άγριων σκύλων». Ό σκύλος λεγόταν «άνθρωπος». Οί
κρατούμενοι, άντίθετα, ήταν «οί σκύλοι». Καί ή συνηθι­
σμένη σκηνή: Ό Γερμανός Έ ς-Έ ς, άπευθυνόμενος στό
σκύλο του, δείχνοντας του έναν κρατούμενο: νΑνθρωπε!
Ξέσκισε αυτό τό σκνλοΐ Ό κρατούμενος άλλωστε ήταν
ύποχρεωμένος νά άπευθύνεται στό σκύλο, στόν πληθυντι­
κό: «Κύριε σκύλε». Συναντάμε σε πολλούς χώρους αύτή τή
συνήθεια, (με τίς ίδιες εκφράσεις). Είναι λοιπόν φανερό
πώς δεν οφείλονται σε έμπνευση μά σε καθοδήγηση.
("Ωστε ή εκπαίδευση τών Έ ς-Έ ς είχε προβλέψει καί
«άστειάκια»!)
Δε θά ’πρεπε νά κλείσουμε αύτή τήν πρώτη έκτίμηση,
πολύ συνοπτική άλλωστε, χωρίς νά υπογραμμίσουμε τήν
περίοπτη θέση πού καταλάμβαναν μέσα σ’ αυτό τό λεξιλό­
γιο τά βρωμόλογα. Μέσα στό ρεπερτόριο ή πιό διαδομένη
λέξη ήταν σκατά (μέ τά δύο γερμανικά συνώνυμα:
«Dreck» καί «Scheisse»).
Ή λέξη δέ χρησιμοποιείται μέ τή σημασία της. Συναν­
τάμε τή βωμολοχία σ’ όλα τά στρατιωτικά σώματα, δλων
τών εθνικοτήτων καί θά ’ταν υπερβολικό νά βγάλουμε άπ’
αύτό συμπέρασμα. Ό σον άφορά τούς κρατούμενους, θά
μιλήσουμε πάνω σ’ αύτό άργότερα, μέ άφορμή τό λεξιλόγιο
τών κατάδικων. Στό στόμα τών Έ ς-Έ ς, ή λέξη «σκ...» εί­
ναι πιό φορτισμένη. Συχνά άπαντάται σάν τεχνικός δρος,
πού σημαίνει τά πτώματα τών δολοφονημένων άνθρώπων:
«παραμέρισε αύτό τό σκ...», ήταν ή στερεότυπη έκφραση,
μέ τήν οποία συνήθιζε νά κλείνει τή σκηνή τής εκτέλεσης ό
άξιωματικός τών Έ ς-Έ ς Γιόζεφ Τσβαμπέργκερ.
Ιδιαίτερα καί συχνότερα, ό δρος «σκ...» άναφερόταν
στά σκοτωμένα παιδιά: «Έριχναν τά σκοτωμένα παιδιά
μέσα στό λάκκο καί τά σκέπαζαν μέ πτώματα. Ό Γερμα­
νός κράταγε τό παιδί άπ’ τό λαιμό καί φώναζε: “πάρε
αύτό τό σκ... καί ρίξτο μέσα” »6.

6. Καταθέσεις τού Γιάκομπ καί τού Σάμουελ "Αιζεν. Συχνά έφεύρισκαν


κάποια άλλη λέξη γιά τά μικρά θύματα. Τά περισσότερα παρατσούκλια

168

Οί παρατηρήσεις μας άφορούν τή γλώσσα των θυμάτων κι


όχι των δήμιών τους. Κι όμως θεωρήσαμε άναγκαίο νά
εκθέσουμε πρώτα κάποιες κατηγορίες νεολογισμών πού
χρησιμοποιήθηκαν άπό τούς βασανιστές: οί γλωσσικές
εφευρέσεις τους, όχι μόνο ξεπέρασαν τις άντίστοιχες των
κατάδικων, μά καί τίς επηρέασαν όλοφάνερα.
Μόλο πού αυτό ξενίζει, στό λεξιλόγιο πού υιοθέτησαν
τά θύματα, βρίσκουμε όλες τίς κατηγορίες εκφράσεων πού
άπαριθμήσαμε πιό πάνω. Βρίσκουμε άκόμα πολλούς όρους
πού χρησιμοποιήθηκαν κατά γράμμα.
Πρώτα πρώτα έρχεται τό ρεπερτόριο τών «όρων τών
φακέλων» όπως, επιχείρηση, φυγάδευση, μεταφορά. ’Αθώα
συνώνυμα άντικαθιστούν τή λέξη «δολοφονώ», όπως:
«άποσύρω», «διαγράφω», «έκκαθαρίζω», «άπομακρύνω»,
«τελειώνω», κλπ. ’Ακολουθεί μετά ολόκληρη σειρά μετα­
φορικών εκφράσεων όπως, «ομάδα άναλήψεως», «θάλαμος
γιά εκείνους πού θ’ ανεβούν στόν ουρανό», «ομάδα τών
ουρανών», «σταθμός», κλπ. Ή ταν τόσο διαδομένη ή χρήση
αυτών τών εκφράσεων, πού είναι άνώφελο νά άνατρέξουμε
σέ παραδείγματα· τίς βρίσκουμε σ’ όλα τά κείμενα τής
εποχής καί σ’ όλες τίς σχετικές άφηγήσεις αργότερα.
Πρέπει όμως νά τό έπαναλάβουμε, αυτό τό λεξιλόγιο
εφευρέθηκε ενάντια στά θύματα. Τό γεγονός λοιπόν πώς
καί τά ίδια τό υιοθέτησαν, μπορεί νά φανεί τουλάχιστο
περίεργο. Κι όμως, ή εξήγηση είναι άπλή: Οί Γερμανοί
εφάρμοσαν μεθόδους πού δέν είχαν προηγούμενο. Ή
παραδοσιακή ανθρώπινη γλώσσα δέν τίς είχε προβλέψει,
τό λεξιλόγιο δέ μπορούσε νά τίς συλλάβει. Οί λέξεις «δο-

δείχνουν έναν... εύθυμο κυνισμό. Στό στρατόπεδο τής Τρεμπλίνκα, π.χ.,


άντιμετώπισαν τά δολοφονημένα παιδιά με «άβρότητα», όρος πού σημαί­
νει ότι μετά άπό ειδική έπεξεργασία τό δέρμα τους χρησίμευε γιά τήν
κατασκευή μικροαντικειμένων.

169
λοφονία», «έφοδος», κλπ. δέν άπέδιδαν καθόλου τό περι­
εχόμενο των όρων «επιχείρηση», «φυγάδευση». Παράλ­
ληλα ήταν έπιταχτική ή άνάγκη νά προσδιοριστούν τά
καινούργια φαινόμενα με λέξεις μεταδόσιμες (δηλαδή
κατανοητές άπό τούς συνομιλητές). Υπήρχε ή άμεση
άπειλή πού άποτελούσε συνεχώς άντικείμενο πυρετωδών
συ ζητήσεων. Έπρεπε λοιπόν νά καταφύγουν σ' εκφράσεις
πού είχαν επιβάλει οί δήμιοι. Υιοθετώντας τες, τις πρόφε-
ραν αυθόρμητα, μ' έναν ειδικό τόνο. Θά’ λεγε κανείς πώς
αυτός ό τόνος άντικαθιστούσε τά εισαγωγικά. Κι έτσι
τούτη ή ή άλλη λέξη απ’ τή μιά έκφραζε τό καθαρό καί
άπλό γεγονός, κι άπ’ τήν άλλη τή χιτλερική ύποκρισία καί
τόν κυνισμό.
Τό ίδιο ισχυε καί γιά τίς άποφθεγματικές φράσεις. Είναι
γνωστό πώς οί Γερμανοί προσπαθούσαν μέ φανατική επι­
μονή νά καρφώσουν στό μυαλό τών θυμάτων τους παροι-
μιακές «άλήθειες», όπως: «Ή εργασία άπελευθερώνει»,
σλόγκαν πού διακοσμούσε τίς πόρτες τών στρατοπέδων
συγκεντρώσεως. « Ό καθένας μέ τήν άξια του», έπιγραφή
πάνω στήν πόρτα τού στρατοπέδου τού Φλόσενμπουργκ κι
αλλού. «Πρέπει νά βασιλεύει ή τάξη, Πρώτα ή τάξη!»
«Ψείρα,ήρθε ή ώρα νά πεθάνεις», «Νά σέβεσαι τούς άνω-
τέρους σου», «Ή τιμιότητα εξασφαλίζει τήν έπιτυχία»
κλπ. Αυτά τά σλόγκαν, μέσα στίς συνθήκες τού στρατοπέ­
δου, δείχνουν απροκάλυπτη κακοήθεια. Κι όμως οί κρα­
τούμενοι τά ενσωμάτωσαν στό λεξιλόγιό τους γιά νά τά
προφέρουν ειρωνικά.
Αντίθετα άπ’ τή γλώσσα τών δήμιων, ή γλώσσα τών
θυμάτων άποκαλύπτει μιά επίμονη τάση νά προσδιορίζον­
ται τά πράγματα μέ τρόπο κυριολεκτικό καί πλήρη. Ή
τάση αυτή (κάποτε ίσως άσυνείδητη, πάντως ενστικτώδης
καί άγρυπνη) έκδηλώνεται κυρίως στίς άμέτρητες εκφρά­
σεις πού δημιουργήθηκαν περιέχοντας τή λέξη «θάνατος».
Υπήρχαν λοιπόν «Θάλαμος τού θανάτου» καί «Συγκρό­
τημα τού θανάτου», (στό Μαίντάνεκ, στό νΑουσβιτς, στό
Μαουτχάουζεν κ.ά.), όπως ονόμαζαν τούς χώρους τούς

170
προορισμένους γιά όσους είχαν όιαλεχτεΐ γιά εκτέλεση. Ή
περιοχή άνάμεσα στους λόφους τών προαστίων του Λβόφ,
όπου οί Γερμανοί έκαναν μαζικές εκτελέσεις, όνομάστηκε
άπό τούς κρατούμενους «Κοιλάδα τού θανάτου». Τά μέρη
όπου ειδικοί Γερμανοί στρατιώτες συγκέντρωναν τούς ηλι­
κιωμένους (τέτοια ύπήρχαν στην Κρακοβία, τη Βαρσοβία,
τό Λβόφ, κλπ.), πήραν άμέσως τή μετονομασία «γεφύρια»,
«δρόμοι», «πόρτες» (καί πάει λέγοντας: αύτό έξαρτιόταν
άπό τό χαρακτήρα τους), μά πάντα συνοδευόταν άπό τή
λέξη «τού θανάτου».
’Αναφέραμε πιό πάνω τή λέξη «διαλογές». Πήραν διά­
φορες μορφές, μά ό σκοπός τους έμενε πάντα ό ίδιος: νά
ξεκαθαρίσουν τούς «άκατάλληλους» κρατούμενους, τούς
«άχρηστους», δηλαδή τούς εξαντλημένους, τούς άρρω­
στους, τούς άποδυναμωμένους, τούς «πολύ» γέρους ή «πο­
λύ» νέους κλπ., γιά νά τούς όδηγήσουν στούς θαλάμους
άερίων ή νά τούς εξοντώσουν μέ κάποιο άλλο τρόπο. 'Αλ­
λοτε ή «διαλογή» άκολουθούσε άπλούστατη διαδικασία:
άλλοτε οργάνωναν άγώνες δρόμου γιά νά «διαγράφουν»
τούς κακούς δρομείς κλπ. Στή γλώσσα τών κρατούμενων οί
ονομασίες όλων αύτών τών τρόπων «διαλογής» συν­
οδεύονταν άπό τό συμπλήρωμα «τού θανάτου» (άγώνας
θανάτου κλπ.).
Περνάμε τώρα στίς εκφράσεις πού θά μπορούσαμε νά
θεωρήσουμε πώς άνήκουν στό φολκλόρ τών καταδικασμέ­
νων. Χρησιμοποιούμε εδώ αύτό τόν όρο στήν πιό άπλή του
σύλληψη. Πρόκειται γιά τό βίαιο θάνατο πού είχε γίνει
καθημερινό φαινόμενο. Συνοδευόταν άπό κάποιες σταθε­
ρές διατυπώσεις, ένα τελετουργικό, μιά εθιμοτυπία. Είχε
τά σύνεργά του καί τήν τοπογραφία του, τίς προκαταρκτι­
κές του εκδηλώσεις καί τά επακόλουθά του, θά ’λεγε
άκόμα κανείς, τά κοστούμια καί τό σκηνικό του. Όλα
αυτά άντικαθρεφτίστηκαν στό λεξιλόγιο τών ενδιαφερομέ­
νων. Τά λεκτικά σχήματα καί οί προσωνυμίες ήταν άμέ-
τρητα. Έξυπακούεται πώς ή εξόντωση τόσων άνθρώπων
επηρέασε όχι μόνο τό λεξιλόγιο τών φυλακών καί τών

171
στρατοπέδων, αλλά καί όλόκληρης τής έποχής. Διαπιστώ­
νεται εξάλλου αυτή ή έπί δράση σ’ ένα σωρό συγκρίσεις,
μεταφορές, παροιμίες κλπ., κι όταν άκόμα έξωτερικά δεν
είχαν τίποτα κοινό με τά άνάλογα φαινόμενα. Γιά νά άγ-
καλιάσει κανείς ολόκληρο τό τεράστιο αυτό γλωσσολογικό
υλικό, νά τό ταξινομήσει καί νά άποδείξει τούς δεσμούς
του με τά στοιχεία τών νέων διανοητικών κατηγοριών,
χρειάζεται μιά ξεχωριστή μελέτη μέ τή συμβολή πολλών
επιστημών. Έδώ θ’ άρκεστούμε σέ μερικά παραδείγματα,
άπό τά πιό χαρακτηριστικά: «Πάει νά γίνει σαπούνι» καί
«πάει νά γίνει πάπλωμα». Οί εκφράσεις αυτές, διαδομένες
σέ πολλά γκέτο, σήμαιναν «νά δολοφονηθεί» καί μαρτυ­
ρούν τήν επίγνωση τού γεγονότος δτι οί Γερμανοί χρησι­
μοποιούσαν τό άνθρώπινο λίπος γιά τήν κατασκευή σα­
πουνιού καί τά μαλλιά τών σκοτωμένων γυναικών γιά τήν
κατασκευή παπλωμάτων.
Τήν ίδια σημασία είχαν καί οί φράσεις: «πάει στούς
άμμόλοφους», «πάει πέρα άπ’ τά συρματοπλέγματα»,
«βγήκε άπ’ τή γραμμή». Πήραμε έπίτηδες καί τά τρία αυτά
παραδείγματα άπό τόν ίδιο τόπο, συγκεκριμένα άπ’ τό
στρατόπεδο τό επονομαζόμενο Ζανόδσκι (στό ομώνυμο
προάστιο τού Αβόφ)· καί τά τρία είναι επηρεασμένα άπ’
τό «τοπικό χρώμα»: 1. ό άμμόλοφος έκεί χρησίμευε γιά
τόπος εκτελέσεων. 2. Έ βαζαν συχνά τούς κρατούμενους
πού είχαν «διαλέξει» γιά εκτέλεση, νά περιμένουν πέρα
άπ’ τά συρματοπλέγματα (ή, πιό συγκεκριμένα, άνάμεσα
σέ δύο σειρές συρματοπλέγματα, πού περιέβαλλαν τό εσω­
τερικό τμήμα τού στρατοπέδου). 3. Οί Γερμανοί Έ ς-Έ ς
είχαν τή συνήθεια νά βγάζουν έξω άπό τή γραμμή όσους
κρατούμενους έσερναν τό πόδι τους βαδίζοντας, σημάδι
εξάντλησης, πού σημαίνει ότι ό εν λόγω άνθρωπος είναι
«άνίκανος γιά εργασία» καί πρόκειται νά θανατωθεί.
Μέ τήν ίδια άλληλουχία, ή λέξη «σαλταδόρος» σήμαινε
τόν άνθρωπο πού πηδάει άπό ένα τραίνο θανάτου έν κι­
νήσει.
Στό στρατόπεδο τού νΑουσβιτς οί θάλαμοι άερίων όνο­

ι 72
μάστηκαν (κυρίως από τούς «παλιούς» κρατούμενους)
«καλύβες τών χωρικών». Ή έκφραση οφείλεται στό γεγο­
νός ότι τό φθινόπωρο τού 1941, όταν δεν είχαν άκόμα
τελειώσει οι άνάλογες «σύγχρονες» κατασκευές, είχαν
πραγματικά έγκαταστήσει προσωρινούς θαλάμους άερίων
μέσα σέ δυό χωριάτικες καλύβες.
Υπενθυμίζουμε τέλος δύο όχι πολύ διαδομένους όρους,
πού χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά στίς μελέτες καί τη
δικονομική γλώσσα, γιά νά περάσουν σχεδόν όλοι στην
επίσημη κρατική γλώσσα· 1. «Muselman», ό πολύ έξασθε-
νημένος κρατούμενος, χαμένος· 2. «Canada», τό μέρος τού
στρατοπέδου όπου έφερναν τίς «φουρνιές» τών άνθρώπων,
τά άνθρώπινα «φορτία» πού είχαν σάν άμεσο προορισμό
τούς θαλάμους άερίων, κι άπ’ όπου προέρχονταν (μέσω
τών κρατούμενων πού χρησιμοποιούσαν έκεί γι’ αυτή τή
δουλειά) τά πράγματα πού είχαν έγκαταλείψει τά θύματα7.
Καί μιά διευκρίνιση: τά συνώνυμα (πού τά περισσότερα
προέρχονταν αυτόματα άπό τή γλώσσα τών δήμιων) έκα­
ναν τίς έννοιες θολές, συγκεχυμένες, μείωναν στό ελάχιστο
τή βαρύτητα τών φαινόμενων· ήταν, θά λέγαμε , ευφημι­
σμοί, αλλά ευφημισμοί ιδιαίτερα ύπουλοι, ψυχοφθόροι,
διαβρωτικοί. Σάν συνέπεια: οί όροι πού άποκαλέσαμε
«φολκλόρ», υπογραμμίζουν τήν πραγματική σημασία τών
πραγμάτων, μέ τό νά άναφέρονται σέ συγκεκριμένα καί
γνωστά στοιχεία μέσα άπό τήν ίδια τήν εμπειρία τών συν­
ομιλητών. Εξάλλου, οί λέξεις αυτές δέν ήταν τόσο χυδαίες
όσο οί άλλες, καί επιπλέον ήταν πιό εκφραστικές καί πιό

7. Καί οί δύο όροι γεννήθηκαν ατό “Αουσβιτς μέ τή διακίνηση τών


κρατούμενων μεταφυτεύτηκαν καί ατά άλλα στρατόπεδα. Δέν ερμηνεύ­
τηκε άκόμα μέ άκρίβεια ή καταγωγή τους. Ό Ζ. Κόσακ, σ' ένα βιβλίο μέ
τίτλο «’Απ' τό βάθος τής Κόλασης» άναφέρει ότι «Canada» ήταν τό
όνομα τού ενός ά πό τούς δύο θαλάμους, όπου υπήρχε ή αποθήκη μέ τά
πράγματα πού άνήκαν στά θύματα. Ό υποσιτισμός καί τά εξωτερικά
τους γνωρίσματα έδιναν άφορμή γιά πολλές μεταφορικές έκφράσεις πού
γεννήθηκαν στά γκέτο καί τά στρατόπεδα. Γιά τά παραμορφωμένα π.χ.
άπό τήν πείνα πρόσωπα, στό γκέτο τού Λότζ, χρησιμοποιούνταν ή έκ­
φραση «Νεκρολογία στή μούρη».

173
πλούσιες σέ φαντασία. Θά τις συναντήσουμε άλλωστε
παρακάτω, στά γραφτά τής εποχής.
Οί λέξεις τού φολκλόρ διασταυρώνονται με τις λέξεις
μιας άλλης συγγενικής κατηγορίας, τής άργκό, γιά νά τό
πούμε έτσι. Είναι οί λέξεις πού άρχικά χρησιμοποιούσαν
οί μνημένοι, γιά νά άπλωθοΰν άργότερα (όπως καί κάθε
άργκό), σ' ολόκληρο τό περιβάλλον. Ε κεί μέσα μορφο-
ποιείται τό τεχνικό λεξιλόγιο, τά μυστικά σήματα κλπ. Ή
ζωή στά στρατόπεδα καί τίς φυλακές άπαιτούσε πολλούς
παράνομους ελιγμούς. Ά π ό δώ ξεκινούν τ’ άμέτρητα φρα­
στικά σχήματα μέ σημασία λίγο ή πολύ καμουφλαρισμένη.
Θά ταν άνώφελο νά παρουσιάσουμε εδώ παραδείγματα,
άλλωστε τά περισσότερα θά άπαιτοϋσαν λεπτομερειακές
έξηγήσεις καί μάλλον θά ’ταν περιορισμένου ενδιαφέρον­
τος. "Υπάρχουν όμως καί λέξεις πού επιτρέπουν άρκετά
σαφείς άξιολογήσεις. Ό π ω ς π.χ. μιά άπ’ τίς πιό εύχρηστες,
τό ρήμα «οργανώνω» · σήμαινε «τά βγάζω πέρα», πού
άνάλογα μέ τήν περίσταση, συνήθως είχε τήν έννοια τού
«κλέβω», «περνώ παράνομα» κλπ. ("Υπήρχε καί ή λέξη
«οργανωτής», άντίστοιχο τού «καταφερτζής»). Τό σχήμα
άποδίδει πιστά τή νοοτροπία τών κρατούμενων, γιά τούς
οποίους ή κλοπή δέ συνδεόταν μέ καμιά ήθική έννοια. Γι’
αυτούς ήταν, πολύ άπλά, ένα τεχνικό μέσο, μιά επικίνδυνη
μά θεμιτή πράξη, πού τούς έδινε, γιά τή συντήρησή τους
ένα ελάχιστο ψίχουλο άπό τά άγαθά πού τούς είχαν κλέ­
ψει οι Γερμανοί. Ή άκόμα, ό όρος «Canada» (άναφέρθηκε
λίγο πρίν ανάμεσα στίς λέξεις τού «φολκλόρ») άφήνει νά
διακρίνουμε ένα άλλο στρώμα τού καινούργιου κώδικα
άξιών. Πρίν γίνει πλατιά γνωστός καί ενσωματωθεί στή
διάλεκτο τών στρατοπέδων, σάν λέξη τής άργκό, θά χρησι-
μοποιόταν σίγουρα άπό μιά όμάδα μυημένων. νΑν καί ή
καταγωγή του δέν είναι γνωστή, δέν είναι δύσκολο νά τήν'
άνακαλύψουμε. Σ’ αυτή ειδικά τήν περίπτωση «Canada»
σημαίνει: γή τής άποκαλύψεως, γή τής ευημερίας. Καί
ήταν γι’ αυτούς τούς κρατούμενους, γιατί άντιπροσώπευε
μιά πηγή άνεφοδιασμού. Μήν ξεχνάμε όμως πώς οί προ­

174
μήθειες αυτές υπήρχαν «χάρη» στην έξολόθρευση εκατον­
τάδων χιλιάδων άνθρώπινων υπάρξεων. Ή λέξη «Canada»
άπηχεί λοιπόν τό θλιβερό γεγονός ότι έφταναν κάποτε στό
σημείο νά ξεχνούν την προέλευση τών λαφύρων πού άνα-
φέραμε.
Δέ χρειάζεται νά προσθέσουμε πώς ή διάκριση πού προ-
τείναμε πιό πάνω, δέν είναι δεσμευτική. Ό π ω ς σ’ όλες τίς
ζωντανές γλώσσες, κάθε λέξη έπαιρνε, άνάλογα μέ τήν
περίπτωση, διάφορες σημασίες8. Οί άποχρώσεις παράλλα­
ζαν άνάλογα μέ τό χρόνο, τό περιβάλλον, τίς συγκυρίες,
καί, τέλος, άνάλογα μέ τή φάση. Μέ τέτοια πολυμορφία, ή
λέξη μπορούσε νά παίρνει αυτή ή τήν άλλη σημασία κι
έτσι μπορεί νά θεωρηθεί ότι άνήκει άλλοτε στό φολκλόρ κι
άλλοτε στήν άργκό, καί πάει λέγοντας. Παρόλα αυτά, εν­
νοείται βέβαια πώς οί αιτίες πού άναφέραμε πιό πάνω
διατηρούν πάντα τήν ίδια βαρύτητα.
Μέ λίγα λόγια: οί εμπειρίες τών μελλοθάνατων βρήκαν
τήν εξωτερική τους έκφραση στίς λέξεις, τίς εκφράσεις,
δηλαδή στή γλώσσα. Ή γλώσσα περιέχει ήδη σέ σπερμα­
τική κατάσταση πολλά λογοτεχνικά στοιχεία (μεταφορές,
περιφράσεις, συνώνυμα, «pars pro toto» · μέρος άντί τού
όλου, εικόνες κλπ.). Οί εκδηλώσεις αύτές τής ζωντανής
γλώσσας, παρόλο τό στοιχειώδη τους χαρακτήρα, αντανα­
κλούν τίς δομές τών καινούργιων διανοητικών κατηγο­
ριών, τίς διαφοροποιήσεις καί τίς διακρίσεις τους, τήν
άνεξαρτησία καί τήν άλληλεπίδρασή τους.

8. Τό έπισημάναμε με αφορμή τή λέξη «Canada». Δ έν είναι δύσκολο νά


δει κανείς μέ τόν ίδιο τρόπο καί άλλες άπό τίς έκφράσεις πού άναφέρα-
με.

175
12

Στοιχειώ δεις τύποι μηνυμάτων

’Αντίθετα άπό τ’ άλλα κείμενα πού μάς ενδιαφέρουν,


υπάρχουν δύο κατηγορίες γραφτών πού πρέπει νά με­
λετηθούν ξεχωριστά: 1. Οί επιγραφές πάνω στούς τοί­
χους τής φυλακής. 2. Τά γράμματα τών καταδίκων. Καί
στίς δυό περιπτώσεις, ή σωστή άπόόοση τού περιεχόμε-
νού τους, μέχρι τις λεπτομέρειες, έξαρτάται άπό τή
φύση τους. Αυτά τά δύο είδη γραφτών επιτρέπουν,
μέσα άπό τά κύρια μοτίβα, μιά στοιχειώδη, θά λέγαμε,
τομή στήν πνευματική ζωή πού εξετάζουμε. Αυτά, μαζί
μέ μιά σύντομη θεώρηση τών τελευταίων προφορικών
μηνυμάτων, προηγούνται καί άποτελούν έτσι ένα είδος
εισαγωγής στά άνάλογα συχνά θέματα πού θ’ άναλύ-
σουμε στή συνέχεια τής μελέτης μας.

Α. Επιγραφές πάνω στούς τοίχους της φυλακής


Σ’ ένα στίχο άπ’ αυτούς πού γράφτηκαν στό στρατόπεδο,
μιά νεαρή κρατούμενη, ή Κ..., περιεργάζεται τά ϊχνη πού
άφησε πάνω στον τοίχο μιά άλλη αιχμάλωτη πού, κείνη
τήν ώρα, δέ θά ζούσε πιά. Έ να άπλό ρωσικό όνομα
«Πραξίγια Ντιμιτράκ» έπαναλαμβανόταν πολλές φορές.
Μ’ άφορμή αυτό, ή συγγραφέας τού στίχου κάνει μιά ρη­
τορική ερώτηση: «Κι εσύ, Πραξίγια, ύπέφερες σβήνοντας
έτσι - χωρίς καμιά καταξίωση, κανένα νόημα, κανέναν

12. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 177


άντίλαλο; (...) Κι εσύ θέλησες ν’ άφησεις κάτι πού μένει
καί θυμίζει;...» Καί μετά, ένας συναόελφικός άναστενα-
γμός: «Σέ καταλαβαίνω». Ή άκόμα (γραμμένο πάνω στόν
τοίχο, μέσα σ’ ένα μπουντρούμι):

'Εδώ ένας κρατούμενος έλπιζε παθιασμένα...


'Απειλώντας, μοϋ ’λεγε:
«Ή πέτρα σου, στους αιώνες,
Δέ θά μέ συνθλίψει,
μπουντρούμι τής τυραννίας».
Μιά άναταραχή θά σέ συνθλίψει...
Ά π τά ρημάδια σου θά υψωθεί τότε
ή «στήλη τής μνήμης σου, ώ Ελευθερία».

ΟΙ τοίχοι τών φυλακών, πιστοί πάντα φίλοι τών κρα­


τούμενων, μές στούς αιώνες, κι αυτή τη φορά βρέθηκαν
γεμάτοι άπό χιλιάδες επιγραφές, μηνύματα, σχέδια καί ση­
μάδια1.
Στη Γαλλία, ό Άνρί·Καλέ είχε τη φαεινή ιδέα νά έκδώ-
σει ένα άπάνθισμα αυτών τών επιγραφών μέ τίτλο «Στούς
τοίχους τής Φρέσν». Τό άπάνθισμα αυτό περιέχει τίς επι­
γραφές στούς τοίχους τής φυλακής Φρέσν, πού βρίσκεται
11 χλμ. έξω άπ’ τό Παρίσι καί πού στή διάρκεια τής γερ­
μανικής κατοχής είδε νά περνούν εκατοντάδες θύματα πού
διώκονταν γιά τήν άντιστασιακή τους δράση. Ό εκδότης
περιορίστηκε νά παρουσιάσει τίς επιγραφές καί τίς φωτο­
γραφίες τους, προσθέτοντας μόνο μερικά άπαραίτητα σχό­
λια, σύντομα καί διακριτικά. Ή σεμνότητα τής έκδοσης
άπαθανατίζει αυτά τά τελευταία μηνύματα καί μάς επι­
τρέπει νά τά δούμε μ’ άντικειμενικό μάτι.
Ε κτός άπό τούς Γάλλους, οί τοίχοι τής Φρέσν γνώρισαν
καί κρατούμενους άλλων έθνικοτήτων. Υπήρχαν σύμμαχοι

1. Μετά τόν πόλεμο διασώθηκε ή φωτογραφήθηκε παντού λίγο πολύ, ένα


μέρος τους. Τά βρίσκουμε στό μουσείο πού Ιδρύθηκε μέσα erró παλιό
στρατόπεδο τού “Αουσβιτς, στά αρχεία τής «ΆποστολήΞ γιά τήν έρευνα
τών χιτλερικών έγκλημάτων στήν Πολωνία» κλπ.

178
άλεξιπτωτιστές, ’Αμερικανοί καί 'Αγγλοι, Αυστραλοί καί
Καναδοί, υπήρχαν άκόμα Βέλγοι, Πολωνοί, Τσέχοι, ’Ολ­
λανδοί, Εβραίοι, ’Ισπανοί, Αυστριακοί, κλπ. Με λίγα λό­
για, «μαζεύτηκαν άπό παντού σ' αυτό τό ραντεβού».
Οί εκτελέσεις άποτελούσαν για τή φυλακή τής Φρέσν
καθημερινό γεγονός, είχαν εξοικειωθεί μαζί της. Μιά άλλη
τύχη πού έπιφύλασσαν ατούς κρατούμενους, ήταν ή «ανα­
χώρηση γιά τή Γερμανία», (δηλαδή γιά τά στρατόπεδα
συγκεντρώσεως). Οί τοίχοι τής Φρέσν ήσαν σκεπασμένοι
μέ επιγραφές· μέσα στά κελιά, μέσα στά μπουντρούμια
κυρίως, μά καί στή σάλα ελέγχων, όπου γυναίκες καί άν­
τρες, γυμνοί, έμεναν κλεισμένοι μέσα σέ σκοτεινές καμπί­
νες. «Καί όέν καταλαβαίνουμε, παρατηρεί ό Α. Καλέ, πώς
γίνεται νά είναι τά τοιχώματά τους γεμάτα επιγραφές καί
σχέδια πού άλληλοσυμπλέκονται, μέ μολύβι ή εγχάρακτα».
Διαβάζουμε παρόμοιες σημειώσεις καί πάνω στά άντι-
κείμενα καθημερινής χρήσης, άκόμα καί πάνω στό άλουμί­
νιο μιάς γαβάθας. Σχετικά, γράφει ό εκδότης: «Θά πρέπει
νά ήταν πολύ ισχυρή ή άνάγκη τους νά γράφουν. Νά γρά­
φουν πάνω σ’ οτιδήποτε, μ’ οτιδήποτε. Πάνω στό ξύλο τών
επίπλων, πάνω στό γύψο. Γραφομανία. Νά μή χαθούν χω­
ρίς νά πούν, νά φωνάξουν κάτι, οτιδήποτε, στό κενό».
Παραθέτουμε εδώ ολόκληρο αυτό τό συλλογισμό, άπό τή
μιά γιά νά δείξουμε πώς όλοι συμφωνούν στίς κρίσεις τους
γιά τά ίχνη πού άφησαν οί κρατούμενοι πάνω στούς τοί­
χους τής φυλακής: «Νά μή χαθούν χωρίς νά μιλήσουν...»
’Απ’ τήν άλλη, γιά νά έπιστήσουμε τήν προσοχή πάνω στήν
αυθαιρεσία, άθέλητη σίγουρα, πού χαρακτηρίζει κάποια
σημεία τής περικοπής πού άναφέραμε. Θέλουμε νά π ι­
στεύουμε πώς, παρά τά φαινόμενα, δέν ήθελαν νά φωνά­
ξουν «οτιδήποτε» «στό κενό». ’Αντίθετα: σ’ όλες τίς έπι-
γραφές υπάρχει λογική καί λιτότητα κάθε άλλο παρά τυ­
χαίες. Μέ σπάνια οικονομία λέξεων, εκφράζουν ουσια­
στικά πράγματα. Καί συνοδεύονται άπό τά στοιχεία τους:
ελλιπή κι άβέβαια, είναι άλήθεια, μά πολύ συγκεκριμένα.
Χαράζοντας τό όνομά του πάνω στόν τοίχο ή πάνω σ’

179
ένα άντικείμενο, που θά εξακολουθούσε νά ζεί καί μετά
άπ' αυτόν, ό φυλακισμένος χρησιμοποιούσε ένα έσχατο
μέσο γιά νά δηλώσει την ύπαρξή του καί γιά νά τόν θυ­
μούνται αυτοί πού θά έμεναν. Πώς θά μπορούσε κανείς νά
προσεγγίσει άνώνυμα σημειώματα σάν τά παρακάτω:
«Καταδικασμένος σέ θάνατο 24-7-43» (κελί 154)· Ρ.Τ.Ρ.*
«πιάστηκε στίς 4-10-43, καταδικάστηκε σέ θάνατο στίς
24-2-44» (κελί 208). «Έξι νεαροί Γάλλοι μελλοθάνατοι»
(κελί 3). Στό περιθώριο μιας απ’ αυτές, ό έκδοτης παραθέ­
τει μιά δική του παρατήρηση: «Μόνο οί άπαραίτητες πλη­
ροφορίες καί χρονολογίες. Ό χ ι φράσεις καί φιοριτούρες.
Ό Ρ.Τ.Ρ. θά πεθάνει πολύ συνηθισμένα. Ίνκόγκνιτο, σάν
τούς μεγάλους αυτού τού κόσμου». Ναί, είν’ άλήθεια. Κι
όμως, μένει νά μάθουμε γιατί ό κρατούμενος (αν πίστευε
ότι ήρθε ή ώρα νά πεθάνει «ίνκόγκνιτο»), θεώρησε πα­
ρόλα αυτά καλό ν’ άφήσει στόν τοίχο μιά έπιγραφή πού
προσδιορίζει τήν καταδίκη του σέ θάνατο, μέ τήν άκριβή
της ημερομηνία. Κάνουμε τή σκέψη μήπως μπορούμε νά
δούμε σ’ αύτό μιά λιτή καί άπλή έκφραση τών αισθημάτων
(λίγο ενδιαφέρει άν ήταν συνειδητά ή όχι), μπροστά στά
γεγονότα πού θά έπακολουθούσαν.
’Ανάμεσα στίς επιγραφές υπάρχουν εξομολογήσεις, άπο-
χαιρετισμοί, διαθήκες, λόγια άγάπης, μιά τελευταία
κραυγή πρίν τήν άναχώρηση, συνθήματα, πολιτικά τρύκ,
άποφθέγματα, διάφορα περιστατικά, κλπ. Ό λ ’ αύτά συμ­
πλέκονται καί διασταυρώνονται πάνω στούς τοίχους, συν­
θέτοντας σέ γενικές γραμμές ένα νεκροταφείο ή, άν προτι­
μάτε, μιά πυκνή ζούγκλα άπό στραγγαλισμένα αισθήματα,
τσεκουρεμένες ιδέες, σκιαγραφημένες εικόνες. Αύτό τό γε­
νικό πάντρεμα προσώπων, μοτίβων καί τόνων κάνει εντυ­
πωσιακότερο τό σύνολο.
Παρόλα αύτά, άς προσπαθήσουμε ν’ άνοίξουμε μερικά

* F.T.P. (Franc Tireur-Partizan) = ’Ελεύθερος Σκοπευτής-Παρτιζάνος. Οί


Ε λεύθεροι Σκοπευτές-Παρτιζάνοι ήταν τό πρώτο ?νοπλο άντισταοιακό
σώμα στη Γαλλία (Σ.τ.μ.).

180
μονοπάτια μέσα Απ’ αυτή την οδυνηρή συγχιση: νά Απομο­
νώσουμε μερικές έπιγραφές, νά τις εντάξουμε σε όμάδες
καί νά άνακαλύψουμε έτσι τά κύρια χαρακτηριστικά τους.
Οι περισσότεροι κρατούμενοι τής Φρέσν ήταν - τ ό ξέ­
ρουμε ή δ η - «στρατολογημένοι» άνάμεσα στά μέλη καί
τούς συμπαθούντες τής ’Αντίστασης. 'Η ’Αντίσταση λοιπόν
άποτελούσε τήν αιτία τής σύλληψής τους καί μπορούμε νά
πούμε πώς θά ήταν ένα άπό τά σημαντικότερα θέματα γιά
περισυλλογή μέσα στό κελί τής φυλακής. Ό κρατούμενος
έντασσόταν στήν ’Αντίσταση όχι μόνο λόγω τών πολιτικών
του προσανατολισμών, άλλά καί γιατί ένιωθε τήν άνάγκη
νά Αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τή χαλασμένη του ζωή
ήταν άπλά καί μόνο Αδικοχαμένη ή, αντίθετα, ή θυσία του
είχε κάποιο νόημα; Πολλές έπιγραφές υπογραμμίζουν επί­
μονα αυτό Ακριβώς τό νόημα. Είναι ή τελευταία υπηρεσία
πού προσφέρουν στήν υπόθεση πού υποστήριξαν, απόδοση
τιμής μπροστά στό θάνατο. Αυτό συχνά εκφράζεται μέ μιά
Απλούστατη φόρμουλα, υμνώντας τήν καταδυναστευμένη
πατρίδα: Ζήτω ή Γαλλία! Βρίσκουμε αυτή τή φράση μέ μιά
χρονολογία δίπλα, τό όνομα καί τό επίθετο τού συντάκτη
ή μόνο τό μονόγραμμά του2 ή άνάμεσα σ’ Αλλα συμφραζό-
μενα, σάν έπίλογο: « Ό Γιαννάκης τής Πιγκάλ», Παρίσι
18ε, 1943-1944/πέρασε από δώ σάν όμηρος τού πολέμου
39-40/ δραπέτευσε 7 φορές απ’ τή Γερμανία, ξαναπιά-
σιηκε 3 φορές στό Παρίσι/Ζήτω ή Γαλλία». Ή ίδια ιδέα
διατυπώνεται σέ διάφορες παραλλαγές: «Μπήκα στίς
27-7-43, 140 μέρες φυλακής κι έχει ακόμα, δέ λυπάμαι γιά
τίποτα, όλα γιά τήν πατρίδα μου, τή Γαλλία». Κάποιος
Αλλος παραθέτει περιφραστικά ένα λατινικό γνωμικό: «Νά
πεθαίνεις γιά τήν πατρίδα είναι ό ωραιότερος θάνατος, ή
υψηλότερη προσδοκία»3. Κάποιοι Αλλοι θέλουν νά ύπο-

2. Μ' αυτή τήν ευκαιρία: τις περισσότερες φορές ή άλλαγή γραμμής στις
έπιγραφές όέν έχει καμιά λειτουργική σημασία. Παρόλα αυτά θεωρούμε
ότι πρέπει νά τή σημειώνουμε. Ίσως χρειάζεται, γιατί δείχνει τίς παύσεις,
τίς συντομεύσεις κλπ.
3. Ή περίφραση είναι δανεισμένη άπό τό πατριωτικό τραγούδι τού

181
γραμμίσουν πώς ή περίπτωσή τους δέ χρειάζεται κανένα
σχόλιο, είναι ευνόητη: «Έδώ», γράφουν π.χ. ό Ζάν Ντυ-
πόν καί ό Έντμόντ, προσθέτοντας μέ άκρίβεια τη διεύ­
θυνση τού σπιτιού τους, «φυλακίστηκαν πατριώτες πού
διέπραξαν τό έγκλημα νά είναι Γάλλοι».
Συχνά, οι επιγραφές, άκόμα κι οί πολύ λακωνικές, μάς
άφήνουν νά άποκρυπτογραφήσουμε τίς άποχρώσεις τής
ιδεολογίας τών συγγραφέων. Πρώτα πρώτα είναι οί παρτι­
ζάνοι τού στρατηγού ντέ Γκώλ καί τών Συμμάχων. (Συν­
δέουμε έδώ αυτές τίς δύο διαφορετικές μεταξύ τους έν­
νοιες, γιατί τήν εποχή εκείνη ό στρατηγός ντέ Γκώλ δέν
άντιπροσώπευε ένα πολιτικό κόμμα, μά έναν προσανατο­
λισμό: τήν ’Αντίσταση μαζί μέ τούς Συμμάχους καί ενάν­
τια στήν κυβέρνηση τού Βισύ). Έτσι, ή «Ντομινίκ Μπ.
Λ./Ν.Χ., πού πιάστηκε στίς 11-8-44», γράφει: «Ζήτω ό ντέ
Γκώλ καί ή ’Αντίσταση». Ό Λωράνς κλείνει τό αρκετά
προσωπικό μήνυμά του τής 1-4-44 μέ: «Ζήτω ή Γαλλία.
Ζήτω οί Σύμμαχοι 12-6-44» κλπ. Σ’ άλλες επιγραφές οί
άποχρώσεις υποδηλώνουν κομμουνιστές ή συμπαθοΰντες:
10 Φλεβάρη 44 «ό Ρ.Τ.Ρ. 5624 ’Αλσατία-Λωρραίνη»
γράφει πάνω στόν τοίχο: «Ζήτω ή Γαλλία. Ρ.Τ.Ρ. Ζήτω ή
Ε.Σ.Σ.Δ.». Κάποιος άλλος χαράζει στόν τοίχο: «Ζήτω ό
Κόκκινος Στρατός», κλπ.
νΑν καί κάθε λαός εντάσσεται στό σύνολο τών καταπιε­
σμένων εθνών πού πολεμούν εναντίον τής Γερμανίας, ενω­
μένα μέ τόν κοινό σκοπό καί τήν άγάπη γιά τήν ελευθερία,
επιμένει όμως νά υπογραμμίζει ένα Έμεϊς πιό έξειδικευμέ-
νο, τού συγκεκριμένου λαού. Ή άπλούστερη έκφραση αυ­
τής τής τάσης είναι νά συνοδεύεται τό όνομα από τήν
εθνικότητα. Πέρα άπ’ τόν πληροφοριακό τους χαρακτήρα
αυτές οί διευκρινίσεις υποδηλώνουν τήν έπιθυμία τού
κρατούμενου νά επισύρει τήν προσοχή στήν προσφορά τού

Ρουζέ ντέ λ' Ίλ στά 1792, πού χρησιμοποιήθηκε ξανά από τόν Ά λ .
Δουμά καί ιό ν Α. Μακέ στό έργο: « Ό Ιππότη ς του Κόκκινου Σπιτιού»
κι έγινε παροιμιώόης.

182
λαού του στόν αγώνα καί τίς κοινές συμφορές. Ό σ ο γιά
τούς Γάλλους, Πολωνούς, Τσέχους, Βέλγους, ’Ολλανδούς,
"Αγγλους, ’Αμερικανούς, Καναδούς, Αυστραλούς κλπ.,
σχεδόν εξ ορισμού εχθρικοί άπέναντι στόν κατακτητή, δέν
τίθεται θέμα πώς άκριβώς αυτό ήταν τό κίνητρό τους.
Μπορεί όμως νά βρει κανείς καί περιπτώσεις πιό περίπλο­
κες. Ό π ω ς πρώτα πρώτα τών ’Ισπανών (επειδή ή ’Ισπα­
νική κυβέρνηση τής Μαδρίτης διατηρούσε τίς καλύτερες
σχέσεις μέ τή Γερμανία)· εδώ, πρόκειται, όπως καταλα­
βαίνουμε, γιά δημοκρατικούς ’Ισπανούς. Ή , γνωστοποιών­
τας ότι πρόκειται νά «τουφεκιστεϊ στίς 18-8-44», ό
Φράντς Φόυερλιχ, διευκρινίζει: «σάν Αυστριακός», καί
παραγγέλνει: «Μη ξεχάσετε, ειδοποιείστε τή χώρα μου
μετά τόν πόλεμο». Αυτό σημαίνει πώς δέ θεωρούσε τόν
εαυτό του Γερμανό μά Αυστριακό. «'Η χώρα μου», σημαί­
νει λοιπόν «Αυστρία» καί εκφράζει τήν ελπίδα πώς «μετά
τόν πόλεμο» «ή χώρα του» δέ θά αποτελεί πιά τμήμα τής
Γερμανίας. Ή παρακάτω λεπτομέρεια άποδεικνύει πόση
σημασία έδινε σ’ αυτό τό διαχωρισμό: βρίσκουμε μιά επι­
γραφή τού ίδιου κρατούμενου σ' ένα άλλο κελί (όπου
μεταφέρθηκε) καί σ’ αύτό τό μήνυμα έπαναλαμβάνει άκρι­
βώς τά ίδια, νά «ειδοποιηθεί ή χώρα του», ότι αύτός, 6
Φράντς Φόυερλιχ, Αύστριακός, τουφεκίστηκε τήν παρα­
μονή τής ’Απελευθέρωσης. ('Η ήττα λοιπόν τής Γερμανίας
σήμαινε γι' αυτόν άπελευθέρωση).
Ό σον αφορά τίς ύστατες τιμές πού άπένεμαν στήν πα­
τρίδα, βρίσκουμε στούς τοίχους τής Φρέσν, κατά προτίμη­
ση: «Ζήτω ή Πολωνία», «Ζήτω τό Βέλγιο», «ό Θεός άς
ευλογεί τήν ’Αμερική», «Μακροζωία στούς Συμμάχους»
(άλλά άγγλικά αύτή τή φορά: «Long life the Allies»).
Χαράζοντας ό φυλακισμένος τ’ όνομά του πάνω στόν
τοίχο προσθέτει καί τήν ειδικότητά του: «πιάστηκα (...)
στίς 10-2-43 ώς καταδρομέας F.T.P.», ή λακωνικά, «ελεύ­
θερος σκοπευτής F.T.P.». ’Ανάλογη περηφάνια χαρακτηρί­
ζει καί τήν άπαρίθμηση κατορθωμάτων του: «Βρίσκομαι
εδώ γιατί έσπασα τά μούτρα ενός Γερμαναρά στίς 9 τού

183
Μάρτη 1943 στό σταθμό τού Πουατιέ στις 3 ή ώρα τό
πρωί....» κλπ. Έ νας "Αγγλος άεροπόρος, ό λοχίας Ντέιβιντ
Κ. τής Κ .Α Έ , σημειώνει πώς οί Γερμανοί χρειάστηκαν «3
μήνες γιά νά τόν συλλάβουν» καί σ’ άλλο κελί: «Κουράγιο
στους συντρόφους» ή άλλου «Κουράγιο σύντροφοι, ό Γερ-
μαναράς θά ψοφήσει / Σόνια, Πάσχα 44», «Κουράγιο σύν­
τροφοι, στό μπουντρούμι μάς βγαίνει ή πίστη μά κάποτε
θά φύγουμε άπ’ εδώ / Κάντυ Πιρού.» - «Ζήτω ή Ελευθε­
ρία 17-6-40 - 17-12-40.» - «Νά ζείς ελεύθερος ή νά πεθά-
νεις πολεμώντας / Γαλλία έλευθερώσου!» Ή άκόμα:
«’Αγαπημένες, Ντομινίκ, Ρενέ καί Μισελίν, κουράγιο/ θά
τούς βάλουμε στό χέρι τούς Γερμαναράόες». Οί έκδικητι-
κές επιγραφές δείχνουν μιά άκόμα πλευρά τού ίδιου πνεύ­
ματος. Μπορούμε νά τίς διαιρέσουμε σέ δύο ομάδες: ή
πρώτη άφορά τούς συνεργάτες, φερέφωνα τού έχθρού.
Μιά γυναίκα γράφει: «Θάνατο στόν Πεταίν / στόν Φρέσν
Λαβάλ / θάνατο στόν Νταρνάντ Λαβάλ / τόν Ντεά Ά νριό
κι όλη τήν κλίκα τού Βισύ.» Ή άλλη ομάδα καταγγέλλει
τούς καταδότες, τούς χαφιέδες, τούς προβοκάτορες καί
τούς προδότες. Είναι καταγγελία καί μαζί προσπάθεια νά
προειδοποιήσουν τούς άλλους. Τά καθάρματα, γιά νά έπα-
ναλάβουμε τή λέξη πού συχνά χρησιμοποιούσαν, άναφέ-
ρονταν ονομαστικά καί πολλές φορές μέ τήν άκριβή διεύ­
θυνση τού σπιτιού τους καί τίς λεπτομέρειες πού θά υπο­
βοηθούσαν τήν ανεύρεσή τους. « Ό Λωράν Πιέρ / τουφε-
κίστηκε./ καθηγητής φιλοσοφίας / τόν κάρφωσε ό Τρινκελύ
Πιέρ / οδός Λαμπόρντ 36, IX, δεύτερη αυλή άριστερά (οι­
κία Μπαρνιέ), διευθυντής τών εγκαταστάσεων Βολ-
κάν / ’Αλγέρι, οδός Σαντί Καρνό.» - «Τοραβάλ / πιάστηκε
στίς 17-1-44 στή Μπρεβάν, οδός Τέρτρ 5 / έπειδή φιλοξέ­
νησε τούς Ρ.Τ.Ρ. / καταδότης ό Βινιόν, επονομαζόμενος
Σιμόν ντέ λά Μπάρ Όρμεσόν Σέν καί Ούάζ».
- «Ύπολοχαγός Σλίβα Μίλος, γεννήθηκε στίς 8-11-
1887 / στή Ζούσιτσε Τσεχοσλοβακία / πιάστηκε γιά
κατασκοπεία στίς 11-9-1943 / καταδότης ό ίδιος ό λοχα­
γός του Πώλ Γκωτιέ.» - «6-4-43 άναχωρώ σ’ άγνωστη κα­

ί 84
τεύθυνση. Βρίσκομαι στη φυλακή άπό τις 6 τού Μάρτη.
Μέ πρόδωσαν ή 'Υβόν Ντιντελό, οδός Β. Ούγκώ, Χάβρη, ή
Ά νριέτ Μενίλ, οδός Β. Ούγκώ, Χάβρη, ή Ά νριέτ λέ Μπρά
καί ή Ρέιν Φολέ / καί οί δυό τους άπ' την Όντερβίλ συρ
Μέρ. Είναι βρώμες, καρφιά. Είμαι ή Φρανσέτ Καρ-
τιέ / ’Αγαπώ τά δυό μου παιδιά Ρενέ καί Ζάν / καί τόν
άντρα μου Ζανό / Φρανσέτ.» « Ό Ζάν πουλήθηκε άπό κά­
ποια Βαρέν Μπούργκ / Νενές.» νΗ άκόμα: «Θάνατος
στους συντρόφους καρφιά /θά τούς άνακαλύψουμε σύντο­
μα.»
Υπάρχουν κάποτε καί επείγουσες πληροφορίες, χρήσι­
μες καί γιά τό έσωτερικό τής φυλακής: «Σημαντική πλη­
ροφορία. Ή ταν εδώ ό γιατρός Πώλ / ό Φιλίπ καί ό άξιω-
ματικός είναι τής Γκεστάπο / στό μπουντρούμι άπ' τήν 1-7
ώς τίς 2-7-44 / ή Τζάκι κι ή Πατρίτσια». 'Υπήρχαν πολλές
τέτοιες επιγραφές4.
Τό γεγονός ότι σέ πολλές ά π ’ τίς επιγραφές πού άναφέ-
ραμε, σημειώνεται ή διεύθυνση τού κρατούμενου ή τού
καταδότη του, άποδεικνύει ότι ύπήρχε άπόλυτα σαφής
σκοπός. Αύτό φαίνεται κι άπό πολλές άλλες επιγραφές,

4. Οί έπιγραφές-συμβουλές (καί οί επιγραφές ένθαρρύνσεις) συχνά είχαν


τεράστια άπήχηση. Νά, μέ λίγα λόγια, τί άφηγείται ό Έ λληνας υπο­
ναύαρχος ’Αλέξανδρος Λεβίδης: Πιάστηκε άπό τούς Γερμανούς τό Σε­
πτέμβρη τού 1943 σάν κατάσκοπος καί οργανωτής φυγαδεύσεω ν “Αγγλων
καί Ε λλή νω ν στρατιωτικών στή Μέση ’Ανατολή καί κλείστηκε στό υπό­
γειο κελί μιάς φυλακής τής Θεσσαλονίκης. Οί τοίχοι ήταν γεμάτοι ψύλ­
λους κι οί ψείρες μυρμήγκιαζαν μέσα στό άχυρύστρωμα πού χρησιμο­
ποιούσε γιά πάπλωμα, ένώ οί ποντικοί έβγαιναν ά πό τίς τρύπες τους...
Μά δέ σκεφτόταν παρά τήν ανώνυμη έπιγραφή πού βρισκόταν χαραγμένη
στόν τοίχο: «’Εσύ πού θά ρθείς σ’ αύτό τό κελί, νά ξέρεις πώς άν κρατή­
σεις γερά καί ώς τό τέλος δέ μιλήσεις, θά κουραστούν καί θά σ' άφήσουν
ήσυχο τελικά». Στή φυλακή τής Θεσσαλονίκης καί μετά στό στρατόπεδο
τού Μ πούχενβαλντ, στή διάρκεια ατέλειωτων ανακρίσεων (πού συν­
οδεύονταν μέ άπειλές ότι θά έκτελέσουν τή γυναίκα καί τήν κόρη του
πού είχαν συλληφθεϊ στήν ’Αθήνα), ή φράση αυτή τού έδινε κουράγιο,
καθώς δέν έβγαινε στιγμή άπ' τό μυαλό του. Οί Γερμανοί άξιωματούχοι,
άποκαμωμένοι άπό τή σιωπή του, τελικά τόν μετέφεραν, σάν κοινό κρα­
τούμενο πολέμου, στό στρατόπεδο Μάρλαγκ καί Μίλαγκ (κοντά στή Βρέ-
μη), όπου έμεινε ώς τό τέλος τού πολέμου, (« ’Αναμνήσεις», χειρόγραφο).

185
σάν αυτή π.χ., «ειδοποιείστε άν είναι δυνατό / την αρρα­
βωνιαστικιά του Όντέτ.» Υπενθυμίζουμε πώς ό Αυστρια­
κός Φράντς Φόυερλιχ, πού άναφέρθηκε πιό πάνω, παρα-
καλούσε νά «ειδοποιήσουν τή χώρα του» μετά τόν πόλεμο.
Ή άκόμα: «Ζήτω ή Αυστριακή ζωή. Ή νίκη θά ’ναι δική
μας. / νΑς σκεφτόμαστε τό μέλλον. Θά ’χω κουρά­
γιο / άκόμα καί μπροστά στό θάνατο / Ό άγώνας μας δε
θά πάει χαμένος / Σίγουρα θά τουφεκιστώ / Φίλοι, πάρτε
εκδίκηση. ’Οφθαλμόν άντί οφθαλμού. Γιά ένα δόντι, ολό­
κληρο κεφάλι. ’Ανταμοιβή γιά τή θυσία μας ή νίκη πού
έρχεται.» Στό περιθώριο αύτής τής επιγραφής, ό εκδότης
επισημαίνει:... « Ό ίδιος ό άνθρωπος ίσως δέν ύπάρχει
πιά. Δέ θά ’πρεπε ν’ άκουστούν οί κραυγές του; ’Απευθυ­
νόταν σέ μάς κι όχι σ’ έναν τοίχο, γιά νά τονίσει άκόμα
μιά φορά τήν πίστη του στό μέλλον, λίγο πρίν τόν κάνουν
κόσκινο οί σφαίρες».
Μ’ άλλα λόγια, ριγμένος στή μοναξιά τής φυλακής, άπο-
μονωμένος άπό τούς όμοιούς του, ό κατάδικος έγραφε γιά
νά έπικοινωνήσει μέ τόν άναγνώστη πέρα άπ τόν τάφο.
Τό γεγονός αυτό υποδηλώνει μιά πίστη στήν ιστορική συ­
νέχεια, σέ ευθύνη καί δικαιοσύνη ύπερχρονικές. ’Ανάλογη
πεποίθηση (ή αυταπάτη;) θά βρούμε παρακάτω, σέ γραφτά
τής εποχής λιγότερο άπλοϊκά.
Παρόλο τό κύμα συλλήψεων καί δολοφονιών πού ξέ­
σπασε στίς κατεχόμενες χώρες, υπήρχαν ιδιώτες πού δέν
κατάφερναν νά καταλάβουν τή σημασία των γεγονότων.
Είχαν τήν τάση νά βλέπουν μέσα στίς ταλαιπωρίες τους
ένα «νομικό λάθος». Μέσα άπ’ αυτό τό πρίσμα, ό Α. Μπ.
παραπονιέται γιατί «κατηγορήθηκε άδικα σάν άντιστασια-
κός», καί κάποιος άλλος θεωρεί τόν έαυτό του «άθώο
θύμα τής Γκεστάπο» κλπ.
Συνήθως ή παραμονή τού φυλακισμένου μέσα στό κελί
διαρκούσε μήνες ολόκληρους* ποιά στιγμή ένιωθε τήν
άνάγκη νά άφήσει τά γραφτά-μηνύματα πού άναφέρουμε;
Δέν ύπάρχει φυσικά σ' αυτό κανένας τυπικός κανόνας.
Παρόλα αυτά, μιά πιό άναλυτική σύγκριση χρονολογιών

186
καί περιεχομένων μάς άποκαλύπτει κάποιες τάσεις πού
έχουν ιδιαίτερη σημασία. ’Αποκαλύπτεται ότι στίς περισ­
σότερες περιπτώσεις οι έπιγραφές χαράχτηκαν τη στιγμή
άκριβώς πού ή τύχη τού κρατούμενου άλλαζε, όπως:
1. Λίγο μετά τη φυλάκισή του ή τή μεταφορά του εκεί
άπό μιά άλλη φυλακή
2. Τή μέρα πού τού είχε γνωστοποιηθεί ή καταδίκη του
σέ θάνατο ή ή άναχώρησή του γιά τή Γερμανία.
Έτσι εξηγείται γιατί υπάρχουν τόσα πολλά σημειώματα
πού χαρακτηρίζονται άπ’ τή σοβαρότητα τού περιεχομένου
τους καί τήν επανάληψη στερεότυπων εκφράσεων πού
καταντούν «κοινότυπες». Στό κελί 452, π.χ. βρίσκουμε μιά
ολόκληρη άλυσίδα ονομάτων πού συνοδεύονται άπαράλ-
λακτα απ’ τό στερεότυπο· «καταδικασμένος σέ θάνατο
στίς...»· αυτή ή «κοινοτυπία» υπογραμμίζεται κάποτε άπό
όμοια εύγλωττες πληροφορίες: «Μενιγκόζ Ζύλ άπό τό
Άρζαντέιγ / καταδικάστηκε σέ θάνατο στίς 8 Ίούνη
1944 / 34 χρονών / 9 παιδιά· στερημένος άπό ψωμί καί
στρώμα / καλοσύνη τών Γερμανών / σήμερα 18-6-44 / είναι
ή τελευταία μου Κυριακή πάνω στή γή.» Στό κελί 68:
«Μωρίς Συρλέ 25... ένα ενθύμιο πρίν φύγω γιά τή Γερμα­
νία» - «Μπερνάρ Μπουσέ / έφυγε γιά τή Γερμανία στίς
17-5-44», κλπ. Εξάλλου, ή συγκριτική μελέτη τών επιγρα­
φών μάς επιτρέπει νά διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μεγαλύ­
τερη άνάγκη εξωτερίκευσης (καί σέ εντονότερο τόνο στίς
καταγγελίες) στούς κρατούμενους πού μένουν όχι στά
κοινά κελιά, μά στά μπουντρούμια. Τέλος, ειδικές ήμερο-
μηνίες (γιορτές, γενέθλια), μέ τούς συνειρμούς πού δη­
μιουργούν, εξωθούν στήν εξομολόγηση στούς πιστούς τοί­
χους: «Χριστούγεννα, σήμερα είναι Χριστούγεννα / Χρι­
στούγεννα Κατοχής / Χριστούγεννα θλιβερά / χωρίς ρεβε­
γιόν / 25-12-43.» - «Πότισα τά 28 μου χρόνια μέ τό τελευ­
ταίο άπομεινάρι άπ' τό δέμα τού C.R.F.»5.
Σ’ όλες αύτές τίς περιπτώσεις, πιάνουμε τό συγκινη­
σιακό χαρακτήρα τών στιγμών.
5. C. R. F .= Croix-Rouge Française - Γαλλικός ’Ερυθρός Σταυρός.

187
*

Σημειώνουμε κι άλλους λόγους πού τούς ώθούσαν νά γρά­


φουν:
1. Γράψουν γιά νά εκμυστηρευτούν
2. Γράφουν γιά νά όιαλευκάνουν την κατάσταση μπρο­
στά στά ϊόια τους τά μάτια.
Τά δύο αυτά κίνητρα μερικές φορές συμπλέκονται. Τά
διακρίνουμε στίς επιγραφές πού άφησε ό Ζακονελί («ό
γενναίος») πάνω στούς τοίχους τού κελιού 35. Γιά νά έπα-
νέλθουμε στό σχόλιο τού εκδότη: «’Απευθύνθηκε στούς
τοίχους, τούς έθεσε ερωτήσεις, πρώτα τούς ρώτησε άν θά
έσωζε τό κεφάλι του, μετά πού θά περνούσε τά δεκαεννιά
του χρόνια». Τούς έκμυστηρεύτηκε τόν έρωτά του γιά τη
Ρολάν, σχεδίασε μιά λαβωμένη καρδιά, ένα διαμέρισμα,
(μάλλον όπως θά τό ονειρευόταν)...
’Ας σταθούμε τώρα στά παρακάτω λίγα παραδείγματα:
«Μαρσέλ, μην ομολογήσεις π ο τέ.» -« Γ ιά τόν Τλέμ
μου / Γιά τή γυναίκα μου Γιέτα / Θεέ μου δώσε μου δύ­
ναμη νά άντέξω / Ζ. Φ. 1944.» - «Προχωρώ στό δρόμο τού
πεπρωμένου / πού μέ παρασύρει κι άτενίζω μέ τρόμο ό,τι
μού επιφυλάσσει τό μέλλον.» - «νΩχ νά ’μουν στόν Κανα­
δά». Θά ’λεγε κανείς πώς όσοι έγραφαν φράσεις σάν αυ­
τές, τό ’καναν γιά νά κρατήσουν ή γιά νά σταματήσουν τίς
ίδιες τους τίς διαχεόμενες σκέφεις· γιά νά τίς συγκρατή­
σουν ή γιά νά τίς άφομοιώσουν· τέλος, γιά νά τίς συλλο­
γιστούν ξανά (αύτοανάλυση).
Έδώ πρέπει νά τοποθετηθούν μέσα στίς άλλες, οί έπιβε-
βαιώσεις, οί διαπιστώσεις πού άφορούν τήν οικογενειακή
αγάπη, τήν προσωπική φιλία κλπ. «Ή καρδιά μου άνήκει
στή Ζορζέτ, τή γυναίκα μου / στήν Άντρέ τήν κόρη
μου.» - «...στή μικρή του Σιμόν, τήν πολυαγαπημένη του
γυναίκα.» - «Μαμά σ’ άγαπώ Σ. Φ...» - «Μάνα μέ παιδιά,
τό να μωρό. Δέν ξέρω πού βρίσκεται ό χαμένος άντρας

188
μου, έλπίζουμε πώς δέ θά πέσει στά νύχια τους - Μπήκα
στό μπουντρούμι στις 23 τού Ίούνη...»
Τά τελευταία παραδείγματα μάς ξαναφέρνουν στό θέμα
των κοινωνικών ρόλων. «Είναι άρκετά γνωστό - μάς θυ­
μίζει ό Ζώρζ Γκούρβιτς - πώς στούς ρόλους πού παίρνουν
ή παίζουν τά ίδια άτομα, δέν υπάρχει καμιά άντιστοιχία
άπό τόν ένα τομέα στόν άλλο. Έ τσι, ένας πολύ αυταρχικός
πατέρας ή σύζυγος μπορεί ταυτόχρονα νά παίζει τό ρόλο
ενός ιδιαίτερα άβρού σύντροφου ή συνάδελφου, κι ένός
πολύ σεμνού άγωνιστή. Έ να ς ηγέτης (πολιτικός, συνδικα­
λιστής) μπορεί νά παίζει πολύ άσήμαντο ρόλο, άν όχι
εξαρτημένο, μέσα στήν ίδια του τήν οικογένεια».
νΑν τά εξετάσουμε άπ’ αυτό τό πρίσμα, τά κείμενα τών
κελιών προσφέρουν ιδιαίτερα χτυπητές αποδείξεις.
Νά ένα παράδειγμα: στό μπουντρούμι 23, προορισμένο
γιά γυναίκες, πάνω στόν τοίχο, ή Λυσέτ έγραφε: «’Αγαπη­
μένε μου Πιέρ μή μέ ξεχνάς», ή Λωράνς· «’Αγαπημένη
μου μαμά συγχώρα με γιά τό κακό πού σού ’κανα. Σ ’ αγα­
πώ»· ή Ντιλέτ «Μανούλα ή Ντιλέτ σου σέ σκέφτε­
ται / όπως καί τόν Ζάν Μισέλ καί τούς άγαπημένους μου
μπαμπά καί Πιέρ πού χάθηκαν καί τούς ζητά νά σέ προσ­
τατέψουν»· Ή Μονίκ: «Οί Γερμαναράδες φάγανε τά ψω­
μιά τους.» ’Απ’ αυτά ό εκδότης καταλαβαίνει ότι: «ή Ντι-
λέτ όπως καί ή Λυσέτ είναι άπαλά συναισθηματικές· ή
Μονίκ όχι».
’Αρκεί νά λάβει κανείς υπόψη του τό άντικείμενο καθε­
μιάς άναφοράς γιά νά καταλάβει πώς ό «άπαλός συναι­
σθηματισμός» τής Ντιλέτ, τής Λυσέτ καί τής Λωράνς,
άφορά έναν τομέα όλωσδιόλου διαφορετικό άπό εκείνον
όπου ή Μονίκ φαίνεται «σκληρή». Δέν άποκλείεται νά
ταν κι αυτή «άπλά συναισθηματική» άπέναντι στούς γο­
νείς της· αντίστοιχα, καί ή Ντιλέτ καί ή Λυσέτ καί ή Λω­
ράνς θά 'ταν «σκληρές» στή στάση τους άπέναντι στόν
κατακτητή. Καί, πραγματικά, στό ίδιο μπουντρούμι βρί­
σκουμε πιό πέρα μιά άλλη επιγραφή, γραμμένη άπό μιά
Λωράνς (μάλλον τήν ίδια). Γράφει: «Πατρίκ, ή Λωράνς

189
σας σάς άγαπά μ' όλη της την καρδιά / μάς δένουν τόσα
κοινά σημεία / πού δέ θά μπορούσα νά σάς ξεχάσω / Ζήτω
ό ντε Γκώλ / Ζήτω ή Γαλλία 1-4-44». Ό συναισθηματισμός
λοιπόν τών τριών πρώτων γραμμών δεν εμποδίζει νά ξα­
ναγίνεται «σκληρή» στήν τέταρτη, πού μιλά σάν πατριώ-
τισσα.
Ιίαρόμοιο ξετύλιγμα τών κοινωνικών ρόλων βρίσκουμε
καί σ’ άλλες επιγραφές. Π.χ.: «Ή καλή μου είναι μαζί
μου / ’Αντίο άγαπούλα μου λατρεμένη / στήν καλή μου ή
τελευταία μου σκέψη.» Λοιπόν «συναισθηματικό;» νΙσως.
Αυτό δέν εμποδίζει νά θεωρεί φυσικό νά υπογράφει τίς
φράσετς του μέ τά άρχικά όχι τού ονόματος του, μά τής
οργάνωσής του, Ρ.Τ.Ρ.». Κάποιος άλλος «δέ λυπάται γιά
τίποτα» γιατί «ήταν γιά τή χώρα του τή Γαλλία» κι όμως
άντικείμενα τής έγνοιας του ήταν ό Πώλ Αύς καί ό Ζάν.
’Αλλού ή συμπλοκή διαφορετικών κοινωνικών ρόλων μέσα
στό ίδιο πρόσωπο εκφράζεται έτσι: «Ραντζίνσκι Μω-
ρίς / πέθανε 17 χρονών στίς 10 τού Μάρτη 1943 / ό Μωρίς
έδωσε τή ζωή του γιά νά ζήσει ή Γαλλία / (...). Έπεσε στό
πεδίο τής τιμής / Σάμουελ Ραντζίνσκι / ό άδερφός του καί
άντρας». Τό ύφος είναι λίγο δυσνόητο* καταλαβαίνουμε
όμως πώς ή κρατούμενη θά ’θελε, σάν συγγενής καί σάν
πατριώτισσα, νά συνεχίσει τή θυσία τών πιό δικών της* τό
πάθος συγχωρείται άπ’ τό γεγονός πώς ξεχνά τόν έαυτό
της, άν καί ή ίδια βρίσκεται στή φυλακή. Διακρίνει άλλω­
στε κανείς τήν αντανάκλαση τών κοινωνικών ρόλων μέσα
στήν άνάγκη τους νά δηλώσουν τό επάγγελμα ή τήν άλλο-
τινή τους θέση: «Σνάιντερ Τ.: άστυφύλακας στό 14ο/τα -
ξίαρχος στό 7ο / πιάστηκε γιά υπεξαίρεση όπλων / καί
άντίσταση μέσα στήν αστυνομία / στίς 5-6-44 / Σκέφτομαι
τήν άγαπημένη μου γυναίκα / καί τή μικρή μου (;) πού 'ναι
12 χρονών / ’Ίσως άντίο! / γιατί περιμένω καταδικαστική
άπόφαση.» - «’Εδώ έμειναν / ό Υ βόν Ντεμλό υπουργός
/ οί 2 Μπεσνιέ, ό διευθυντής Αέ Μάνς / 6 άστυνόμος Ντυ-
σάρ Αεόν, ό Πώλ Κορμπιέρ» «Ροζέ Φουρμιέ / συντάκτης
τού πρακτορείου Χαβάς γιά δεύτερη φορά / κατηγορήθηκε

190
στίς 3-8-44 γιά συνεννοήσεις / με τόν εχθρό τού Κλερμόν
Φεράν (...)» - « Ό στρατηγός Α. Π. Φουρέ στό στρατηγό
Μπροσέ τής στρατιάς Καίνινγκ / φροντίστε τή γυναίκα
μου / Ζήτω ό αποικιακός στρατός.» - «Ντεμαιζόν Ζάν
οπλίτης τής 3ης λεγεώνας τής Νορμανδίας / 10-8-44.
Ή έγνοια τους πώς νά έξισορροπήσουν τόν κοινωνικό
τονς υποβιβασμό με τήν άνάμνηση του παρελθόντος:
«’Από 6ώ πέρασε ή Μπέτυ Ντιάμα, ή μεγάλη χορεύτρια
καί άκροβάτισσα / ολόκληρου τού Παρισιού / Κουρά­
γιο / Εμπιστοσύνη / είμαι 18 χρονών / καί κάνω κουράγιο
γιά τόν άντρα μου τόν Τζίλ.» - « Ό μαιτρ Σάσα Ραμπίν-
σκι... σολίστας... / ρωσικά μπαλέτα, άντίο...»
Οί λεπτομέρειες πού δώσαμε εξαιρούν τό παρελθόν τών
κρατούμενων. Οί συντάκτες τών επιγραφών έπρεπε νά ζή-
σουν καί τό παρόν τους, γεμάτο - μήν τό ξεχνάτε! - από
αντιξοότητες έπρεπε άκόμα νά άντιμετωπίσουν τόν ίδιο
τό θάνατο. Αύτό δίνει άφορμή σέ δύο κατηγορίες παρατη­
ρήσεων πού φαινομενικά (καί μόνο φαινομενικά) δείχνουν
άντκρατικές. Οί πρώτες έχουν πεζό χαρακτήρα καί άναφέ-
ρονται σείς συνθήκες τής τρέχουσας ζωής οί δεύτερες πη­
γάζουν άπό ιδιότυπα γεγονότα καί προσπαθούν νά έξά-
ρουν τό ένστικτο τής ζωής μέ φιλοσοφικούς καί μεταφυσι­
κούς στοχασμούς.
Οί πρώτες συνδέονται, όπως είναι φανερό, μέ τά άπο-
σπάσματα πού άναφέραμε ήδη. Θυμόμαστε, π.χ. τόν Ζύλς
πού θά περνούσε τήν «τελευταία του Κυριακή πάνω στή
γή» «εφοδιασμένος μ’ ένα ξεροκόμματο κι ένα άχυρένιο
στρώμα»· θυμόμαστε κι άλλα. Προσθέτουμε μερικά παρό­
μοια: «Έδώ τρεις δυστυχισμένοι ύπέφεραν άπό πείνα
20-2-43»· «Καταδρομέας Ρ.Τ.Ρ. στό 0 .8 . στό Παρίσι / θά
τουφεκιστώ;/Πεινώ». « Κ α ν α δ ο ί/2 ΙΙ.Α.Ρ. 3 Α μερικα­
νοί / άφιξη 6-5-44: ένα γεύμα τή μέρα / Τροφή γιά χοί­
ρους». Ό άνώνυμος συντάκτης τής εφημερίδας πού χαρά­
χτηκε στούς τοίχους τού κελιού 35, σημειώνει πώς υπο­
βλήθηκε σέ άνάκριση καί τόν χτυπούσαν «άπό τίς 5 ως τίς
11» καί δυό μέρες άργότερα, ξανάρχισαν: «όλη νύχτα τό

191
μαρτύριο με τό φώς (σκέπασμα μέ... ψύλλους)»· την έπό-
μενη «έγραψα την έξομολόγησή μου καί ζήτησα παπά.
Κανένα φώς».
Μέ τό δείγμα πού ακολουθεί μεταφερόμαστε στούς στο­
χασμούς τής δεύτερης κατηγορίας: «’Ονειρευτήκατε πώς
ελευθερώνεστε άπ’ τούς Συμμάχους; Έχετε κοιλιά ξελιγω­
μένη; Ψοφάτε γιά ένα τσιγάρο; Ξεχάστε το. Ό λα αυτά
είναι μέρος τού παιχνιδού.» Κι αυτό: «Μές στή σιωπή
ζητώ τή λησμονιά / Μές στή σιωπή περιμένω τό θάνα­
το / Κλώντ B. 11-9-43».
Κάποτε άνατρέχουν σέ παλιά αποφθέγματα καί παροι­
μίες: «Per aspera ad astra».
Καί τώρα, παραθέτουμε, χωρίς σχόλια, μερικά δείγματα
θρησκευτικής πίστης καί αντίστοιχης συμπεριφοράς: «...έ­
χει κριθεί τό ζήτημα, άναχώρηση πρός άγνωστη κατεύθυν­
ση / Δόξα στόν Πανάγαθο.» «Παντού προσποίηση, εκτός
απ' τό Θεό». - «In Hoc Signo Vinces» (έπιγραφή μέ
σταυρό δίπλα). Μιά Ε βραία έγραψε: « Ό Θεός λέει ότι
κανείς δέ θά μπορεί πιά νά κλείνει / τί μάς νοιάζει λοιπόν
άν έκλεισε πίσω μας ή βαριά πόρτα τού κελιού τής
Φρέσν / Νανούκ / ’Ιούλης 44» (έπιγραφή, μέ τό άστρο τού
Δαβίδ δίπλα). Σέ κάποιο άλλο σημείο, ή ίδια Νανούκ χά­
ραξε. «Ό Θεός άς σάς ευλογεί όλους μέ τό φώς του πού
έρχεται από τόσο μεγάλο σκοτάδι / Νανούκ Κυριακή 9-
7-44».
’Εντελώς συμπτωματικά σημειώσαμε πιό πάνω δύο συμ­
βολικά σημεία: ενα σταυρό κι ένα άστρο τού Δαβίδ. Τό
σταυρό τόν βρίσκουμε σέ διάφορα κελιά· στό No 244,
ένας μεγάλος άνάγλυφος Χριστός μέ τά άρχικά: «Μ. Π.
1942». Υπάρχουν εξάλλου πολλοί σταυροί τής Δωραίνης
(σύμβολο τού γκωλισμού καί τής ’Αντίστασης). Τό σφυρο­
δρέπανο (σύμβολο τού κομμουνισμού). Σημεία-έμβλήματα:
όπως τών ’Ανιχνευτών τής Γαλλίας (ένα βέλος, γράμματα),
τών άεροπόρων (δυό φτερά, ένα άστρο). Σημεία-
συνθήματα: V.L.F. (Vive la France-Ζήτω ή Γαλλία), V.
(Νίκη). Τέλος, σημεία πού θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε

192
παραστατικά συνθήματα (στό μπουντρούμι 23, π.χ., μιά
λαιμητόμος μέ τή λεζάντα: «Γιά τόν Χίτλερ»).
Σ' ένα άπό τά προεισαγωγικά κεφάλαια μιλήσαμε γιά τις
αυταπάτες τών μελλοθάνατων, διευκρινίζοντας πώς οί έπι-
λεγόμενες αύταπάτες συνδυάζονταν μέ τή συνείδηση τής
τελεσίδικης καταδίκης. ’Ανάλογο φαινόμενο παρουσιάζε­
ται καί στίς έπιγραφές πού έξετάσαμε εδώ, στήν καθαρή κι
άναμφισβήτητη μορφή του. Ό τάδε κρατούμενος, άφού
σημειώνει πώς καταδικάστηκε σε θάνατο, θέτει συγκεκρι­
μένες έρωτήσεις: «Θά τουφεκιστώ;» Κάποιος άλλος: «Θά
τουφεκιστεί στίς 15 Αύγούστου». Οί αύταπάτες μεγαλώ­
νουν σέ περίπτωση πού άναβάλλεται ή εκτέλεση μερικές...
μέρες γιά διοικητικούς λόγους. Καί γατζώνονται σέ κάθε
είδηση γιά ήττες6 (αληθινές ή μόνο κατ’ ευχήν) τής Γερμα-
νίας τίς υπερβάλλουν, τίς... έπινοούν.
Συγκεφαλαιώνουμε: οί έπιγραφές στούς τοίχους τής φυ­
λακής μαρτυρούν μιά αυθόρμητη άνάγκη τών καταδικα­
σμένων νά κληροδοτήσουν, πριν πεθάνουν, τίς διωμένες
εμπειρίες μας.
Δέν πρόκειται καθόλου γιά «γραφομανία». νΑν σκεφτεΐ
κανείς πόσο διαρκούσε ή κράτηση στίς φυλακές κατά μέσο
όρο, τά κείμενα είναι συγκριτικά πολύ σύντομα. Εξάλλου,
ή μικρή χρονική άπόσταση πού χωρίζει τίς ήμερομηνίες,
άποδεικνύει πώς δέ γράφονταν σ’ όλη τή διάρκεια τής
παραμονής τού κρατούμενου στό κελί του, μά, οί περισσό­
τερες, μόνο κάτω άπό τήν έπίδραση άποφασιστικών άλλα-
γών κι άξιοσημείωτων εντυπώσεων.
Έχουν σαφέστατο προορισμό. Α π ’ τή μιά μεριά, άπευ-
θύνονται στους συγκροτούμενους το υ ς· ά π ’ τήν άλλη, θέ­
λουν νά φτάσει ή φωνή τους μετά θάνατο σ' όσους έπιδιώ-
σουν μετά τήν Κατοχή καί πού θά άντιμετωπίσουν αυτά τά
γραφτά σάν ένα είδος διαθήκης.
Μόλο πού μερικές φορές, λόγω συντομίας, τό ύφος είναι

6. Ό Χίμλερ πληγώθηκε. Ό Ρόμελ πέθανε. Οί Ρώσοι είναι στη Γερμανία


καί οί Σύμμαχοι χτυπούν τίς πόρτες τού Παρισιού. Καλά δέν είναι, έ;

13. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 193


σκοτεινό, οί επιγραφές αντανακλούν μιά εσωτερική λογι­
κή. ’Αν καί περιορίζονται σέ μερικές φράσεις καί έπιπλέον
άλληλοσυμπλέκονται καί άλληλοτέμνονται, περιέχουν, σέ
λανθάνουσα κατάσταση, έναν πραγματικό πλούτο στοι­
χείων. Τά στοιχεία αυτά αντανακλούν τίς άνηόράσεις τών
άνθρώπων μπροστά στά γεγονότα, τούς κοινωνικούς τους
ρόλους, τίς έγνοιες καί τίς συγκρούσεις τους. Έτσι, μπο­
ρούμε νά ανασυνθέσουμε αυτό τό ’Εμείς τους (σέ διάφορα
επίπεδα: στό κόμμα, στό λαό τού καθενός, σ’ όλους τούς
καταπιεσμένους λαούς κλπ.) καί τή στάση τους άπέναντι
στόν ’Άλλο (τόν κατακτητή, τούς συναδέλφους, τούς κατα­
δότες κλπ.).
’Ανάμεσα στά κίνητρα πού σπρώχνουν τόν κρατούμενο
στό γράψιμο, διακρίνουμε τήν άνάγκη γιά εξωτερίκευση,
γιά διαλεύκανση τής κατάστασης γιά τόν ίδιο του τόν έαν-
τό, γιά έξισορρόπηση τού κοινωνικού του ύποδιδασμοϋ.
Οί εντυπώσεις τού κρατούμενου άντικαθρεφτίζουν άπό τή
μιά τή χυδαία πραγματικότητα τής φυλακής, άπ’ τήν άλλη,
τήν ενατένιση τού έπερχόμενου θανάτου, στοχασμούς θρη­
σκευτικής ή φιλοσοφικής υφής κλπ. Χρησιμοποιεί σύμβολα
καί περικοπές άπό κείμενα. Τρέφει αυταπάτες.
Θά ξανασυναντήσουμε όλα αύτά τά στοιχεία σέ κείμενα
πιό έξελιγμένης μορφής. Γι’ αύτό έπιμείναμε έδώ στίς
πρωτόγονες μορφές τους.

Β. Γράμματα μελλοθάνατων
Πρώτα πρώτα, γράμματα, κλασικά στό είδος τους: γραμ­
μένες σελίδες, σύμφωνα μέ τό πανάρχαιο έθιμο πού ανα­
γνωρίζει στό μελλοθάνατο τό δικαίωμα νά γράφει καί νά
στέλνει ένα ύστατο μήνυμα στούς δικούς του. Στήν περί­
πτωσή μας τά γράμματα αύτά είναι, αναλογικά, έλάχιστα
οί Γερμανοί δέ θεωρούσαν υποχρεωμένο τόν εαυτό τους νά
σεβαστούν «αναχρονιστικές προκαταλήψεις». Βρίσκουμε

194
πάντως τέτοιου είδους κείμενα, κυρίως στίς χώρες τής δυ­
τικής Ευρώπης.
Νά, γιά παράδειγμα, *με0ικ(* γράμματα Γάλλων πατριω­
τών πού καταδικάστηκαν σε θάνατο άπ' τίς γερμανικές
αρχές Κατοχής. Ό λ α αυτά τά μηνύματα γράφτηκαν τήν
παραμονή τής έκτέλεσης. ’Ανάμεσα ατούς συντάκτες τους
βρίσκουμε άγρότες, υπάλληλους, ένα γυμνασιόπαιδο, ένα
φοιτητή, έναν έργολάβο, ένα δάσκαλο, ένα μηχανικό, ένα
μαθητευόμενο μηχανικό κλπ., δηλαδή όλων τών ειδών τά
επαγγέλματα. Ό νεότερος άνάμεσά τους ήταν δεκάξι χρο-
νών, οί άλλοι αντίστοιχα δεκαεφτά, δεκαοχτώ (τρεις), εί­
κοσι, είκοσιένα (δύο), είκοσιδύο, είκοσιτρία (δύο), είκοσι-
τέσσερα, είκοσιέξι, είκοσιεννιά, τριανταπέντε χρονών.
Ό λοι τους φυλακίστηκαν καί έκτελέστηκαν γιά τήν αντι­
στασιακή τους δράση.
Είναι άπλά καί συγκινητικά άποχαιρετιστήρια γράμμα­
τα, καθησυχαστικά λόγια καί τελευταίες έπιθυμίες. Οί
ιδεολογικές τους θέσεις συνδέονται μέ τά προσωπικά τους
κίνητρα: «Πεθαίνω σάν άληθινός Γάλλος καί άληθινός
χριστιανός». «Ζήτω ή Γαλλία». - «Πεθαίνω γιά νά ζήσει ή
Γαλλία». - «Πεθαίνω μέ τήν ελπίδα ότι οί ιδέες μου θά
εξακολουθούν νά έχουν οπαδούς καί ότι θά ’χετε τό άπα-
ραίτητο θάρρος νά τίς άκολουθήσετε ώς τό
τέλος». - «Συγχωρέστε με γιά τόν τελευταίο αύτό πόνο
πού σάς προκαλώ, μά αν πεθαίνω είναι γιά τή Γαλ­
λία». - «Θάνατος γιά τήν Πατρίδα» (κάτω απ’ τήν υπο­
γραφή). - «’Αντίο καί ζήτω ή Γαλλία». - «Νά ξέρετε πώς ή
τελευταία μου σκέψη ήταν γιά σάς, γιά τήν Πατρίδα μου,
γιά τό Θεό, γιά τήν Παναγία». - «Πεθαίνω γιά τήν Πα­
τρίδα μου. Θέλω μιά έλεύθερη Γαλλία καί τούς Γάλλους
ευτυχισμένους. Ό χ ι μιά Γαλλία άλαζονική, πρώτο έθνος
τού κόσμου, μά μιά Γαλλία έργατική, προκομμένη καί έν­
τιμη».
Ή θρησκευτική πίστη εκφράζεται συχνά μέσα στά
γράμματα: «εξομολογήθηκα χτές καί μετάλαβα».- « Είδα
χτές τόν παπά· θά πεθάνω σάν χριστιανός». - «Νά ξέρεις

195
πώς πεθαίνω σάν Γάλλος χριστιανός». - «Αυτό δέ με τρο­
μάζει ύπερβολικά, γιατί ό Θεός είναι μαζί μου». Πολλοί
άνάμεσά τους έκφράζουν την έλπίδα ότι θά ξαναδούν τούς
δικούς τους στόν ουρανό.
Οι πατριωτικές εξάρσεις συνοδεύονται συχνά άπό έν-
θαρρυντικά λόγια: «Κουράγιο, λοιπόν, εμπιστοσύ­
νη!» - «Σάς είδα γεμάτους θάρρος καί δεν άμφιβάλλω πώς
θά θελήσετε νά τό διατηρήσετε έστω καί μόνο άπό άγάπη
γιά μένα». - «Σάς λέω άντίο καί κουράγιο». - «Φιλεΐστε
άπό μέρους μου όλους τούς φίλους [καί σας ζητώ νά πείτε,
άν θέλετε, σ’ αυτούς πού θά μείνουν, νά πάρουν εκδίκη­
ση...] πίστη, θά τούς φάμε». - «Έμαθα πώς θά έκτελεστώ
κατά τίς έξι ή ώρα, άλλά μη στενοχωριέστε». - Είμαστε
χαρούμενοι, άκόμα καί μπροστά στό θάνατο!» - «Νά έχετε
πολύ θάρρος καί πίστη [ή νίκη είναι κοντά]...»
Είναι φανερό πώς ή οικογένεια τούς άπασχολεί περισ­
σότερο άπό οτιδήποτε άλλο: «Ά ντίο άγαπημένοι μου.
Ά ντίο σ' όλους όσους άγαπώ. Σέ λίγες στιγμές θά έχω
πάψει νά ζώ. Νιώθω δυνατός ν’ άντιμετωπίσω τό θάνατο.
Ό μεγαλύτερος καημός μου είναι πού πεθαίνω μακριά
σας, χωρίς νά σάς σφίξω στήν άγκαλιά μου καί χωρίς νά
μπορώ νά φιλήσω τά παιδιά μου. Μέχρι τήν τελευταία
στιγμή, θά ’χω μπροστά στά μάτια μου τό όραμα τών άγα-
πημένων σας εικόνων». - «Νά σκέφτεστε καμιά φορά τό
φτωχό σας μπαμπά γιατί σάς άγαπούσε τόσο». - «Μού
σφίγγεται ή καρδιά στή σκέψη πώς σ’ άφήνω μόνη στή
ζωή μέ τό βαρύ φορτίο νά μεγαλώνεις τά δυό άγαπημένα
μας μικρά».-«Ν ά σκέφτεστε τόν άδερφό μου».-«Γ ιά τή
Ζυλιέτ, τής ζητώ συγνώμη πού πήρα τήν άγάπη της, καί
τής εύχομαι μ’ όλη μου τήν καρδιά νά εύτυχήσει μ' έναν
άλλο».-«Σ έ σάς ειδικά θέλω νά πώ, άν φύγω, νά μήν
πικραθούνε οί γονείς μου καί σάς άναθέτω νά γίνετε ό
παρηγορητής τους, ό οδηγός τους». - «Παρηγορείστε τή
φτο)χή μου μάνα καί τόν άγαπημένο μου άδερφό, στηρίξτε
τους». - «Ά ντίο άγαπημένε μου μπαμπά, τό στήριγμα τών
γερατειών σου σ’ άφήνει στό κατώφλι τής γεροντικής ήλι-

196
κίας, χωρίς νά μπορεί νά σέ φιλήσει γιά τελευταία φορά.
’Αντίο, σεβαστή μου μανούλα. ’Αντίο σ’ όλους τούς συγγε­
νείς...»
Υ πάρχει τραγικό χιούμορ ανακατεμένο με τόν πιό κα­
θαρό λυρισμό: «Διατηρώ τό θάρρος μου καί τό κέφι μου
ώς τό τέλος, γράφει ένας κατάδικος δεκάξι χρόνων, καί θά
τραγουδώ τό «Σάμπρ καί Μεύσης»* γιατί μου τό έμαθες
εσύ, άγαπημενη μου μαμά». - «Σάς στέλνω αυτές τίς δυό
λέξεις, τίς τελευταίες, γιατί μόλις έμαθα ένα άπίθανο νέο».
Υπάρχουν υπομνήσεις καί λογοτεχνικές περικοπές:
«Μαμά, θυμήσου: Κι οί εκδικητές αυτοί, θά βρουν και­
νούργιους ύπερασπιστές πού, μετά τό θάνατό τους, θά
έχουν διαδόχους».
'Η συγκινητική τάση τους νά ζητούν συγνώμη γιά μικρές
άτέλειες: «Συγνώμη γιά τά ορθογραφικά μου λάθη - δέν
έχω καιρό νά τό ξαναδιαβάσω». Κι ακόμα αυτό: «Τό
γράψιμό μου δέν είναι ίσως σταθερό, μά φταίει πού τό
μολύβι μου είναι μικρό»*7.
Τά γράμματα λοιπόν άποδίδουν θαυμάσια τούς κοινω­
νικούς ρόλους τών συντακτών τους. Μιλούν σάν σύζυγοι,
σάν γιοί, σάν άρραβωνιαστικοί, σάν πατέρες. ’Απευθύνον­
ται στούς δικούς τους πού γνωρίζουν καί τόν αποστολέα
καί τήν υπόθεση: «Ξέρω, γράφει ένας μελλοθάνατος σ’ ένα
πολύ σύντομο γράμμα, πώς δέ θά μάς ξεχάσετε δλοι εσείς
(...). Τέλος, ξέρετε γιατί καί ξέρετε τί έκανα». Ή τελευταία
αυτή φράση συνοψίζει τήν ουσία.
Στίς 3 τού Δεκέμβρη 1943, δέκα Γάλλοι άγωνιστές πού
άνήκαν στό δίκτυο «Λουί Ρενάρ», πού δρούσε στήν περι­
φέρεια τής Βιέννης, άποκεφαλίστηκαν στή φυλακή τού
Βολφενμπούτελ. Οί οχτώ άπ’ αυτούς μπόρεσαν νά γρά­
ψουν ένα τελευταίο γράμμα πρίν άπό τήν έκτέλεσή τους.

* Ποταμοί τής Γαλλίας. (Σ.τ.μ.).


7. Ή φράση ίσοδυναμεί πραγματικά μέ τή γνωστή άπάντηση τού Μπαϊγύ
«Τρέμεις, Μπαίγύ, τού είπε ένας άπό τούς δήμιους του, τή στιγμή πού
πήγαινε στή λαιμητόμο.» - «Τρέμω, φίλε μου, μά είναι ά π ’ τό κρύο».

197
Νά τι έγραφε ένας νεαρός σπουδαστής, ό Κλεμάν Περου-
σόν: «...Πεθαίνω γιά μιά ύπόθεση πού άξιζε τόν κό­
πο, - έχουμε τώρα την απόδειξη - νά την ύπερασπιστούμε
(...) Ευχαριστώ όλους τούς φίλους πού μού ήταν τόσο
άφοσιωμένοι καί τούς ικετεύω νά εκπληρώσουν τό έργο
μας πάνω στη γή καί νά υπηρετήσουν τήν ύπόθεση γιά τήν
οποία άπόψε θά μάς κόψουν τό κεφάλι». Έ νας άλλος
έγραφε: (...) Πεθαίνω γιά νά ζήσει ή Γαλλία, ευτυχισμένος,
γιατί ξέρω πώς ή θυσία μου δέ θά πάει χαμένη». Έ νας
τρίτος δήλωνε: «Πεθαίνω σάν Γάλλος ή τουλάχιστο θά
προσπαθήσω νά φερθώ όπως πρέπει». Κάτω από μιά βια­
στική υπογραφή, οί φράσεις: «Αντίο, έρχονται νά μέ
βρουν. Δέν έχει κανείς καιρό ούτε νά πεθάνει». Δίπλα
στήν καταδικαστική άπόφαση, ένας δικαστής σημειώνει:
«Μόλις έμαθαν ότι θά πέθαιναν, οι καταδικασμένοι τρα­
γούδησαν τό γαλλικό εθνικό ύμνο».

Ά ν άφήσουμε κατά μέρος τίς διάφορες λεπτομέρειες


πού έχουν προσωπικό χαρακτήρα, θά βρούμε τά ίδια
στοιχεία καί στά γράμματα τών μελλοθάνατων πού
άνήκαν σέ άλλες κατηγορίες.
Όταν πρόκειται γιά τούς Εβραίους πρόσφυγες πού
(σέ παρόμοια κατάσταση) γράφουν τά τελευταία τους
μηνύματα, μέ δυσκολία διακρίνουμε τίς ειδικές άπο-
χρώσεις. Κάποτε μέσα άπό τίς γραμμές άντανακλάται
ό κίνδυνος πού διατρέχουν οί συγγενείς τού καταδι­
κασμένου: «νΑν κάποιος άπ’ τήν οίκογένειά μου ζεί,
κι άν βρείς τήν ευκαιρία, πές τους τα όλα γιά μένα».
Σ’ άλλη περίπτωση ύπάρχει μιά λεπτομέρεια πού
επαινεί τή θετή πατρίδα: «Τίς τρεις τελευταίες μέρες
μετά τήν καταδίκη μου, ήμουνα μαζί μέ τρεις νεαρούς
Γάλλους καί έμαθα νά αγαπώ περισσότερο τή Γαλλία.
Τί ώραίο πνεύμα». ’Άλλωστε ύπάρχουν έξάρσεις όπως
καί μέσα στά γράμματα πού ήδη άναφέραμε: «Δέχο­
μαι μέ θάρρος τήν άπόφαση τής μοίρας πού μέ περι­
μένει (...) Σάς ζητώ νά φροντίζετε τή γυναίκα μου καί

198
τό παιδί μου, σά νά ’τανε δικό σας». - «Ζήτω ή Γαλ­
λία! Ζήτω τό ιδανικό μου! Θάρρος». - «’Αντίο, μικρή
μου, άντίο σ’ όλους εσάς φίλοι μου, αντίο ώραία Γαλ­
λία». - «Θά έκτελεστούμε τό άπόγευμα. Ό χ ι καί τόσο
ευχάριστο, μά αυτά έχει ό αγώνας. Θά προτιμούσα,
φυσικά, νά πεθάνω στό πεδίο τής μάχης, δυστυχώς δεν
είχα τύχη. Τόσο τό χειρότερο, δεν πρέπει νά κλαίει
κανείς». - «Θά πεθάνω, όπως έζησα, πιστός στή χώρα
μου καί τό ιδανικό μου (...) Σάς ζητώ συγνώμη γιά τίς
σκοτούρες πού σάς προκάλεσα». Οί παραγγελίες πού
άφορούν τήν εκπαίδευση των παιδιών, οί διαβεβαιώ­
σεις στοργής κλπ. βρίσκουν τήν έκφρασή τους σ’ άνά-
λογα σχήματα.

Μιά άλλη κατηγορία, λίγο διαφορετική, περιλαμβάνει τά


γράμματα εκείνων πού βρίσκονταν σε μεταβατική κατά­
σταση. Τά γράμματα αυτά περιέχουν ήδη ολοφάνερες εν­
δείξεις τής τραγικής εξέλιξης. ’Ανάμεσα στίς άλλες, καί ή
περίπτωση τού Γάλλου συγγραφέα Μπενζαμέν Κρεμιέ8,
όπως φαίνεται στά γράμματα πού έστειλε άπό τό στρατό­
πεδο τού Ντρανσύ, δηλαδή πρίν μεταφερθεί στή Γερμανία.
«’Από κείνη τή στιγμή, σημειώνει ό Γκ. Ά ουντίζιο στό
περιθώριο αυτών τών γραμμάτων, ό θάνατός του είχε
γραφτεί πάνω στά άστρα πού τόσο άγαπούσε. Δέ μπο­
ρούσε νά μήν τόν δεί». Μά γιά νά μιλάμε χωρίς μεταφο­
ρές: Νά ήξερε πραγματικά ό Κρεμιέ εκείνη τήν εποχή τή
μοίρα πού τού επιφυλασσόταν; Ά ς άνασυνθέσουμε τήν
κατάσταση: τόν είχαν ήδη βασανίσει καί πετσοκόψει. Μο­
λονότι άναφέρει τίς φήμες γιά εκκένωση τού Ντρανσύ, γιά
κοινό μέτωπο, ή άπελευθέρωση άπό τούς άριους μέ πρω­

8. Πιάστηκε στή Μασαλία τόν ’Απρίλη τού 1943 γιά τήν άντιστασιακή
του δράση (είχε άντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο, πάντα μέ τό χαμόγελο στά
χείλη). Φυλακίστηκε γιά ένα μήνα στή φυλακή Σαίν-Πιέρ, τής ίδιας πό­
λης, μεταφέρθηκε στό Ντρανσύ κι υστέρα στή Φρέσν. Τό Γενάρη τού
1944 έκτοπίστηκε στή Γερμανία, στή Βείμάρη-Μ πούχενβαλντ, όπου πέ-
θανε στίς 14 ’Απρίλη 1944.

199
τοβουλία τών Συμμάχων, προσθέτει: «Όμως τό Ντρανσύ
είναι τό μέρος όπου πέφτουν οί περισσότερες βόμβες». Δέν
πρέπει νά ξεγελιόμαστε: οί φράσεις αυτές διαδέχονται κά­
ποιες άλλες, όπου μιλάει γιά τις μεταγωγές κατ’ ευφημι­
σμό: «Έγινε μιά μεταγωγή την Τετάρτη. νΙσως γίνει κι
άλλη την ερχόμενη βδομάδα». Κι άκόμα τόν άφορισμό:
«Είναι καλό ό,τι δέν τελειώνει άσχημα». Τά δύο γράμματα
(τό ένα στις 29 τού Μάη 1943 καί τό άλλο στίς 26 τού
Ίούνη 1943) είναι διαποτισμένα άπό ένα πικρό χιούμορ...
φανερά σκόπιμο. Δέν είναι δύσκολο νά άποκρυπτογραφή-
σει κανείς την πηγή του. Μιλάει ό συγγραφέας, έχοντας
συνείδηση τού κοινωνικού τον ρόλον: Ή περιπέτεια αυτή
ενσωματώνεται θαυμάσια στή βιογραφία μου. - «Τό περι­
βάλλον τού στρατοπέδου μπορεί νά προσελκύσει ένα συγ­
γραφέα οπαδό τού ούνανιμισμού.* Είναι άρκετά παράδο­
ξο. Στ’ άλήθεια, πρέπει νά τό δεί κανείς αυτό». Ταυτό­
χρονα είναι σύζυγος καί πατέρας: «Αυτό πού μάς άνησυ-
χεί είναι ή άγωνία όσων μάς άγαπούν. Βιάζομαι νά μάθω
τί κάνουν ή γυναίκα μου καί ό γιός μου, τί έκαναν». - «Τό
μόνο πού τόν βασανίζει είναι ή σκέψη τής γυναίκας του,
νιώθει άσυγχώρητος γιά τά βάσανα πού τής δίνει». Γι’
αυτό τό λόγο οί λεπτομέρειες πού άφορούν τήν υγεία του
συνοδεύονται άπό: «Προσθέτω άμέσως: μήν έχετε καμιά
άνησυχία. Τό ηθικό μου είναι περίφημο, ή εμπιστοσύνη
μου στήν άντοχή τής κράσης μου καί τού μυαλού μου έχει
επιβεβαιωθεί τώρα καί πειραματικά». νΑν κάνει κάποιους
υπαινιγμούς γιά τή σύλληψή του είναι γιά νά υπαγορεύσει
στούς παραλήπτες μιά παραπλανητική εκδοχή. Ό σο γιά τά
ύπόλοιπα, θά μπορούσε νά έπαναλάβει τή φράση ένός άπ'
τούς κατάδικους τής Μπεζανσόν: «Τέλος, ξέρετε γιατί καί
ξέρετε τί έχω κάνει». Οί δικοί του θά μείνουν ζωντανοί
καί δέ θά τόν ξεχάσουν. Νά ποιά είναι ή άντικειμενική
πραγματικότητα πού καθορίζει αυθόρμητα τόν εσωτερικό
προσανατολισμό τού συγγραφέα.

* Λογοτεχνική θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτή ό συγγραφέας πρέπει νά έκ-


φράζει τή συλλογική ζωή. (Σ.τ.μ.).

200
Περνάμε στά γράμματα πού έγραψαν άνθρωποι σε άρ-
κετά διαφορετική, άπ’ αυτή τήν άποψη, κατάσταση. Πρό­
κειται γιά τούς Πολωνοεβραίους.
Στό διάστημα πού δε φαινόταν ότι έπρόκειτο νά εξον­
τωθεί δλοκληρωτικά ή κοινότητα, τά γράμματα τών μελλο­
θάνατων εμπεριείχαν κίνητρα καί εξάρσεις ανάλογα μ’ αυ­
τές πού ήδη άναφέραμε. Νά ένα παράδειγμα ανάμεσα σε
δεκάδες άλλα: ή Λίζ Μαγκούν, έπιφορτισμένη άπό τήν
Εβραϊκή ’Οργάνωση ’Αγώνα, νά προετοιμάσει τήν από­
δραση στούς άντάρτες, πιάστηκε - αφού έκτέλεσε πολλές
αποστολές. Στή Γκεστάπο τήν έκαιγαν μέ πυρακτωμένα
σίδερα γιά νά τής άποσπάσουν ομολογίες, άλλα μάταια.
Κατάφερε νά στείλει, άπό τή φυλακή, ένα γράμμα στούς
συντρόφους της: «Ξέρω πολύ καλά τί μέ περιμένει (...) Μά
είμαι ήρεμη. Χαιρετώ όλους τούς συντρόφους. Τί γίνεται
στό Μπιαλιστόκ; Νά είστε δυνατοί. Λίζ». Ξέροντας τήν
κατάστασή της, καταλαβαίνουμε ότι ή τελευταία ερώτηση
είναι μάλλον ρητορική δείχνει παρόλα αυτά τό βλέμμα
πού στρέφεται πρός τήν κοινότητα πού - γ ι ά τήν
ώρα - έξακολουθεί νά υπάρχει.
Δέ συμβαίνει τό ίδιο μέ τά γράμματα πού γράφτηκαν
λίγο άργότερα, μέ άπόλυτη τή συνείδηση ότι αυτοί πού τά
’γραψαν ήταν οί τελευταίοι μάρτυρες τής κοινότητας. Έδώ
πρέπει νά τοποθετηθούν τά μηνύματα πού ρίχτηκαν στό
δρόμο, καθώς πήγαιναν γιά εκτέλεση καί πού άναφέραμε
σ’ ένα άπό τά προηγούμενα κεφάλαια.
Νά ένα γράμμα, πού βρήκε μιά Πολωνέζα στήν άσφαλτο
τού Γκρότνο, πού οδηγεί στό Πόναρι (στρατόπεδο εξόντω­
σης στήν περιοχή τής Βίλνας):

Μιά παράκληση στούς Ε δραίους άδερφονς καί άόερφές


μας.
’Αγαπημένοι άδερφοί καί άδερφές,
Έχουμε νά σάς άπευθύνουμε μιά μεγάλη παράκλη­
ση.

201
Πρώτα πρώτα συγχωρέστε μας άν ποτέ σάς κάναμε
κακό. Δεν ξέρουμε γιατί πέφτει επάνω μας μιά τέτοια
τιμωρία. Τό νά μάς πάρουν τή ζωή δέν είναι τίποτα.
Καί τά παιδιά μας βασανίστηκαν μέ κτηνώδη τρόπο.
Υποχρέωναν (........... )9.
Μετά έγδυναν τίς μητέρες, τίς κολλούσαν σ’ έναν
τοίχο\όλόγυμνες, τούς έδεναν τά χέρια πολύ ψηλά καί
ξερίζωναν τίς τρίχες τού κορμιού τους. Διαπερνούσαν
μέ βελόνες τίς γλώσσες τους καί μετά τίς βρώμιζαν.
Λέρωναν τά μάτια τους μέ άκαθαρσίες. Στους άντρες
(........... )10.
... Μάς έκοβαν τά δάχτυλα τών χεριών καί τών πο­
διών. Μάς άπαγόρευαν νά τυλίγουμε τίς πληγές μας
καί τό αίμα έτρεχε ασταμάτητα (...).
... Ρίχνω τό γράμμα στό δρόμο γιά τό Πόναρι, μή­
πως τό βρούν τίποτα καλοί άνθρωποι καί τό δώσουν,
μετά τήν επιστροφή στήν ελευθερία, στους Εβραίους.
Γράφω τό γράμμα στά πολωνικά γιατί άν κάποιος
βρει γράμμα γραμμένο στά γίντις θά τό κάψει* άν
είναι όμως γραμμένο πολωνικά, κάποιος καλός καί τί­
μιος άνθρωπος θά τό διαβάσει καί θά τό διαβιβάσει
μετά στους Εβραίους.
'Αποχαιρετάμε, άποχαιρετάμε τόν κόσμο, φωνάζον-
τας: Εκδίκηση!
Τό γράφουν ό νΑς καί δ Γκούρβιτς στίς 26 Τούνη
1944.

Παρατηρούμε πώς τό περιεχόμενο τού γράμματος έχει


κυρίως πληροφοριακό χαρακτήρα. Οί λεπτομέρειες έκτί-
θενται ώμά, αδιαφορώντας γιά τόν τυχόντα... άναγνώστη.
Δέν τονίζονται τά πρόσωπα, οί δεσμοί τους, τά προσω­
πικά τους συναισθήματα, αλλά όσα ύπέφεραν, πού ξεπερ­

9. Λεπτομέρειες βασανιστηρίων ιδιαίτερα απάνθρωπων κι απαίσιων.


10. Παρόμοιες λεπτομέρειες.

202
νούν τά πλαίσια τών συνηθισμένων γεγονότων. Τό μήνυμα
όέν άπευθύνεται σ' ένα άτομο, μά στους Εβραίους πού θά
έπιζήσουν μετά την Κατοχή.

’Απαντάμε ανάλογα χαρακτηριστικά καί σ' άλλα


μηνύματα, γεννήματα παρόμοιων περιστάσεων.
’Ακόμα καί στήν περίπτωση πού άναφέρεται ονομα­
στικά ό παραλήπτης. Νά τό γράμμα τού Μ. Ταμά-
ρωφ11 πού τό προόριζε γιά τήν άόερφή του πού ζούσε
στήν Παλαιστίνη (δηλαδή άνάμεσα σ' εκείνους πού θά
έπιζήσουν μετά τόν πόλεμο):
«Ταμάρα, άκου (...). Ή μάνα μας πήγε στήν Τρεμ-
πλίνκα. (Γιά νά ’μαι ειλικρινής δεν έκανα ό,τι μπο­
ρούσα γιά νά τή σώσω). Έ τσι κι άλλιώς δέ θά τή
γλίτωνε, τήν επομένη, σέ μιά βδομάδα, σ’ ένα μήνα
(...). Δέν είναι αυτό τό ουσιαστικό. Καθημερινά
έπαιρναν χιλιάδες μανάδες, πατεράδες, γυναίκες, παι­
διά. Γιατί θά άποτελούσε εξαίρεση ή μάνα μας;
Έφυγε λοιπόν. Κι εγώ - έφυγα γιά νά ετοιμάσω μιά
άντεπίθεση. (Ή Χέλα λέει μέ άναφιλητά πώς πήραν τή
μάνα μας άπότομα, χωρίς κάλτσες, χωρίς παλτό. Δέ
θέλησα νά τήν παρηγορήσω, λέγοντάς της πώς σέ λίγες
ώρες όλα αύτά θά τής ήταν άχρηστα.) \Vsio εαηηο1112.
(....)13 Έ τσι έσβησε ή μητέρα μας. Θά ’θελες νά ξέρεις
τήν ήμερομηνία τής επετείου; Δέν έχει σημασία. Κι
εγώ ό ίδιος δέν τή θυμάμαι πιά. (...) Καί τώ ρ α -Τ έ-
μα14. Είναι μιά μεγάλη ιστορία. Έ γινε Βάντα Μαγιέβ-

11. Τό πραγματικό του όνομα ήταν Μορντεκάι Τενενμπόιμ. ’Οργάνωσε


τήν εξέγερση τού γκέτο τού Μπιαλιστόκ, όπου καί σκοτώθηκε (τόν Α ύ­
γουστο τού 1943).
12. Ρώσικη έκφραση πού σημαίνει: «’Α διάφορο», «Τό ίδιο κάνει».
13. Λεπτομέρειες πού άφορούν τήν «έκτόπιση» άλλων άτόμων πού είχαν
άναμιχθεϊ στήν προετοιμασία τής ένοπλης ’Αντίστασης. Π ιό κάτω μιά
περιγραφή τών μεθόδων έξόντωσης πού χρησιμοποίησαν στήν Τρεμπλίν-
κα.
14. νΑλλη αδερφή τού συγγραφέα, αγωνίστρια τής Ε βραϊκή ς ’Οργάνω­
σης «Μάχη».

203
σκα,5(...). Στίς 11 τού Γενάρη πήγε στή Βαρσοβία (...).
Είχαν ήδη περιφράξει τό γκέτο. Μπήκε μέσα. Στίς 19
τού Γενάρη άρχισε ή δεύτερη «επιχείρηση». 'Η υπερ­
άσπιση τού γκέτο*16. Τό μπλοκ τού Κιμπούτς μας στην
οδό Ζάμενχοφ κράτησε δυό μέρες. Καταστράφηκε άπό
μιά έκρηξη (...). Ό λα τά γράμματα, δλα τά τηλεγρα­
φήματα πού είχαν σταλεί στούς φίλους τής Βάντα
(Τέμα), έμειναν αναπάντητα. ’Απόλυτη σιωπή. Αυτό
σήμαινε πώς δέν ύπήρχε πιά. Σέ λίγες μέρες (ή βδομά­
δες) θά 'μαι κοντά της. Ό θάνατός της είναι καί δικός
μας. νΑραγε θά μάθει κανείς ποτέ τήν Ιστορία τού
ηρωικού μας αγώνα; Θά μάθουν πώς ζήσαμε κάτω
άπό τή χιτλερική καταπίεση; (...) θά χαθούμε όλοι χω­
ρίς ν' άφήσουμε ίχνη. Ό Ισαάκ δέν υπάρχει πιά, ή
Ζύβια καί ή Φράνκα τό ίδιο. Κανείς κι άπ’ τούς
«Τσόμερς»1718. (Νομίζω πώς ό Ρότς Χ άγκντονμπλλ%σου
λεγόταν Σμαήλ - κάψαμε παρέα ένα σπίτι στήν οδό
Αέτσνο - τουφεκίστηκε ένα μήνα άργότερα). Ναί, ό
τελευταίος (...).
»(...) Περίμενε, περίμενε, δέν είναι μόνο αυτά.
"Εφυγε ένας άκόμα. "Αν έμενε, αυτός τουλάχιστο, ό
Ισαάκ Κάσενλσον19, θά ’χεις άκούσει σίγουρα γΓ αυ­
τόν. 'Η προπολεμική του δράση δέν ήταν σπουδαία.
Δέ μ' ένδιέφερε εκείνη τήν έποχή. Μά ό Κάσενλσον
τού γκέτο τής Βαρσοβίας, αύτός πού δούλευε καί δη­
μιουργούσε μαζί μας, αύτός πού καταριόταν καί ζη­
τούσε εκδίκηση, έγινε αδερφός μας.... Ό ,τι σκέφτομα­

ι 5. Δηλαδή, έζησε με πλαστή ταυτότητα. ’Ακολουθεί περιγραφή τής


αντιστασιακής δράσης της, τών παράνομων ταξιδιών της.
16. Πρόκειται γιά τις συγκρούσεις στό γκέτο τής Βαρσοβίας τό Γενάρη
τού 1943. Τίς άναφέραμε στό α' μέρος τής μελέτης.
17. «Νέοι φρουροί» (προσκοπική σιωνιστική κίνηση).
18. Αρχηγός πολλών προσκοπικών «λόχων».
19. Διάσημος Εβραίος ποιητής πού ’γράψε στά γίντις. Εκτοπίστηκε στό
Βιτέλ τής Γαλλίας κι άργότερα στό Ά ουσβιτς, όπου δολοφονήθηκε.

204
στε, νιώθαμε, φανταζόμαστε, τά έγραφε. Καταριόταν,
πρόβλεπε, μισούσε καλύτερα κι άπ’ τόν Μπιαλίκ. Τού
προμηθεύαμε τά κουρέλια τής μιζέριας μας καί τά δι-
αιώνιζε, τά τραγουδούσε, ήταν ή κοινή μας περιουσία.
Δεν υπάρχει πιά (...). Έ ψ αξα στή Βαρσοβία νά βρώ
τούς στίχους του, ό Θεός ξέρει άν τούς διαβάσεις κά­
ποια μέρα (...).
»νΑς γίνει ο,τι γίνει.
»Κι έσύ, δέ θά κλάψεις, δέν είν’ έτσι; Δέ βοηθάει σέ
τίποτα. Έ χω τήν πείρα (...).
»Μπιαλιστόκ. Τέλος Φλεβάρη 1943. Μορντεκάι».

Έπρεπε νά δώσουμε ολόκληρα, τουλάχιστον αυτά τά


λίγα άποσπάσματα, γιά νά φανεί ή στάση τών άνθρώπων
πού τά έγραψαν. ’Ά ν καί γραμμένο γιά τήν άδερφή του, τό
γράμμα είναι θελημένα ούδέτερο. Έ ξω άπό τήν προσφώ­
νηση («Άκου...» άντί γιά τό συνηθισμένο επίθετο), δέν
περιέχει ούτε μιά φράση «αισθηματική». Κρατάμε άπ’ τίς
λεπτομέρειες, αυτές πού αφορούν τόν ποιητή Κάσενλσον.
Προσφέρουν μιά ζωντανή απόδειξη γιά τή σημασία πού
έδιναν στή λογοτεχνία καί γιά τούς δεσμούς της μέ τήν
ένοπλη Αντίσταση.

Γ. Τ ά τελευταία λόγια πού προφέρθηκαν


μέ δυνατή φωνή
Τό νά πετάς στό δήμιο μέ ζωηρή φωνή μιά τελευταία πρό­
κληση, προϋποθέτει πώς, παρόλα αυτά, διατηρεί μέσα του
ένα ελάχιστο ψίχουλο άνθρώπινου αισθήματος. Οί περισ­
σότεροι κατάδικοι τής ναζιστικής εποχής δέν είχαν τέτοιες
αυταπάτες. Πάνω σ’ αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό
τό γεγονός ότι συγγραφείς διαφόρων εθνικοτήτων (ως τούς
έλληνες ιστοριογράφους), καί διαφορετικού πνευματικού
επιπέδου, δίνουν, μέ έντυπωσιακή συχνότητα, τήν ίδια

205
άποτρόπαιη εικόνα: στό πρόσωπο τών Γερμανών δήμιων
βλέπουν αιμοχαρή πλάσματα πού έρχονται από έναν ξένο
πλανήτη, μεταμφιεσμένα σέ άνθρώπους.
Τέτοιες συνθήκες άφαιρούσαν άπ’ τις τελευταίες λεκτι­
κές προκλήσεις τό λόγο ύπαρξής τους. Τά θύματα ήξεραν
πώς, μπροστά σέ τέτοιους δήμιους, κάθε έννοια ανθρωπι­
σμού χάνεται αυτό πάλι δημιουργούσε τήν πεποίθηση ότι
τέτοιου είδους προκλήσεις είναι εντελώς άνώφελες, άκόμα
καί σέ ήθικύ επίπεδο. Συνεπώς, ή «υποταγμένη» στάση
πού κρατούσαν τά μπουλούκια καθώς τά οδηγούσαν στό
θάνατο, δέν εξηγείται, όπως τό θέλουν μερικοί τρομερά
άπλουστευτικοί σχολιαστές, μόνο μέ τήν παθητικότητα. Ή
παθητικότητα αυτή σήμαινε καί άπονσία διατυπωμένων
παραπόνων καί Ικεσιών. Κι άκριβώς αύτή ή άσυνήθιστη
σιωπή τών μακάβριων καραβανιών εντυπώσιαζε τούς θεα­
τές. Καί σύμφωνα μ αύτή τή σειρά ιδεών, ή έλλειψη κάθε
είδους λεκτικής διαμαρτυρίας συχνά προερχόταν όχι άπό
καθαρή κι άπλή αδράνεια, άλλά άπό μιά βαθιά ψυχική
αναδίπλωση κι άπό τό γεγονός ότι οί ναζί δήμιοι ήταν
ήθικά πωρωμένοι.
ΓΗ άνατροπή όλων τών παραδοσιακών άξιών όδηγούσε
σ’ άλλες μορφές συμπεριφοράς, άκόμα πιό άπροσδόκητες.
Τά κορίτσια, στοιβαγμένα μέσα στά βαγόνια τού θανάτου
τραγουδούσαν εν χορώ μέ εξαιρετική ευθυμία καί άποχαι-
ρετούσαν εγκάρδια τούς κρατούμενους πού έμεναν στό
στρατόπεδο μέ τή στάση τους ήθελαν νά δείξουν στούς
δήμιους τήν ηθική τους άνεξαρτησία, μολονότι ή κατά­
στασή τους ήταν άπελπιστική. Έ να γκρούπ ορθόδοξων
Εβραίων πού πήγαινε γιά εκτέλεση στήν κωμόπολη Ντόμ-
προβα (κοντά στό Τάρνοβ), πιάστηκαν άπ’ τά χέρια μαζί
μέ τό ραβίνο τους κι άρχισαν νά χορεύουν καί νά ψάλλουν
ύμνους παρακαλώντας νά λυτρώσει ό θάνατός τους τά
άδέρφια τους στόν πόνο. Τουφεκίστηκαν, ενώ χόρευαν
αυτό τόν ύστατο χορό. Θά μπορούσαμε νά παραθέσουμε
πολλά τέτοια άπρόοπτα, πού άποσκοπούσαν νά έξωτερι-
κεύσουν μιά άμετάόοτη περιφρόνηση.

206
Αυτό δε σημαίνει πώς δεν εκδηλώνονταν πολλές φορές
καί μέ κουβέντες. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, τά θύ­
ματα καταριόνται φωναχτά τούς βασανιστές προδικάζον­
τας την ήττα τής Γερμανίας καί τό επονείδιστο τέλος της.
Ό τα ν έγινε π.χ. ή «επιχείρηση» στη Μπιάλα Ποντλάσκα, 6
Ζίτσα Γκόλντμπεργκ, πού πρίν πεθάνει είχε ύποστεϊ άπο-
τρόπαια βασανιστήρια καί άρνήθηκε νά ζητήσει χάρη, άρ-
κέστηκε νά φωνάξει: «Περνιέστε γιά ήρωες μπροστά σ'
άνυπεράσπιστους άνθρώπους, μά ό κόσμος κι οί Ε βραίοι
θά δούν τί λογής ήρωες είστε, όταν θά χάσετε τόν πόλεμο
γιατί τόν έχετε ήδη χάσει».
Νά όμως μιά άπόχρωση πού δέν πρόσεξαν οί μελετητές
πού έψαχναν μόνο γιά παραδοσιακές εκφράσεις: μελετών­
τας τά τελευταία μηνύματα (πού τά φώναζαν δυνατά) καί
γνωρίζοντας τίς συνθήκες πού επικρατούσαν καί τό περι­
εχόμενό τους, εντυπωσιαστήκαμε από τήν έκδηλη αριθμη­
τική υπεροχή τών τελευταίων λόγων πού προφέρθηκαν
μπροστά στούς δήμιους, μά πού δέν άπευθύνονταν σ ’ αυ­
τούς άλλά - ά ν τ ίθ ε τ α - στους συμπάσχοντες. Τήν ώρα τής
εκτέλεσης ξεπρόβαλε μέσα απ’ τό απελπισμένο μπουλούκι
κάποιος μελλοθάνατος γιά νά καθησυχάσει τούς συντρό­
φους του, λέγοντάς τους ότι τό μαρτύριό τους δέν ήταν
ανώφελο, εκφράζοντας τήν περιφρόνησή του γιά τούς
θρασύδειλους δολοφόνους γυναικών καί παιδιών, διακη­
ρύσσοντας τήν αθανασία τού καταδιωκόμενου λαού, κλπ.
Σέ πολλές περιπτώσεις, ραβίνοι κήρυσσαν τή ματαιότητα
τής επίγειας ζωής καί τήν πίστη στήν άπέραντη δικαιο­
σύνη τού Θεού. Τό ίδιο κίνητρο διακρίνουμε καί στά τε­
λευταία λόγια ενός καθολικού παπά (σέ συνθήκες λίγο
διαφορετικές).
Ή συμπεριφορά τών θυμάτων, όπως τήν περιγράψαμε
κατά τήν ώρα τών ομαδικών εκτελέσεων, έπιβεβαιώνεται
άπό δεκάδες μαρτυρίες πού είναι, μέ ένα λόγο παραπάνω,
έγκυρες, εφόσον οί συγγραφείς τους συνήθως τονίζουν τή
φρικαλεότητα τών φόνων. ’Αντίθετα, άναφέρονται μόνο
παρεμπιπτόντως οί λεπτομέρειες πού ενδιαφέρουν τήν

207
περίπτωσή μας. Αύτό μπορεί νά άποπροσανατολίσει
ακόμα καί υποψιασμένους μελετητές: καταπτοημένοι άπ’
τή συσσώρευση μέσα σέ μιά περιγραφή άνήκουστων φρι­
καλεοτήτων, δέν καταφέρνουν νά συλλάβουν καί νά συγ­
κρατήσουν τήν πραγματική ευγλωττία «των μικρών λεπτο­
μερειών», πού έχουν όμως πρωταρχική σημασία γιά τό
θέμα μας.

Νά δύο αυτούσιες περικοπές από άναφορές Γερμα­


νών. Ό πρώτος, ό δρ Κούρτ Γκερστάιν20, είχε έπι-
σκεφτεί τό στρατόπεδο τού Μπέλσεν καί παρευρέθηκε
στό «κλείσιμο» μές στούς θαλάμους άερίων μιας
φουρνιάς 6.000 άνθρώπων:
«Τά θύματα, γράφει, ανεβαίνουν μιά μικρή ξύλινη
σκάλα καί μπαίνουν μέσα στούς θαλάμους τού θανά­
του, οι περισσότεροι χωρίς νά πουν ούτε λέξη (...).
Μιά Ε βραία γύρω στά σαράντα, μέ μάτια σάν λαμπά­
δες, καταριέται τούς φονιάδες (...)».
Συνοδευόμενος από τόν ομαδάρχη του Χούμπερτ
Μαίνικερ, ό άλλος Γερμανός, ό Χέρμαν Φρήντριχ
Γκραίμπε, διευθυντής καί μηχανικός, έπικεφαλής ένός
υποκαταστήματος μιας οικοδομικής έπιχείρησης, πα­
ρευρέθηκε, στίς 5 Όκτώβρη 1942, στήν έκτέλεση χι­
λιάδων Εβραίων στά περίχωρα τής πολωνικής κωμό­
πολης Ντούμπνο: «(...)Χωρίς κλάματα καί στεναγμούς
οι άνθρωποι γδύνονταν (...) μαζεμένοι κατά οικογέ­
νειες, φιλώντας ό ένας τόν άλλο κι άποχαιρετώντας
τον, περιμένοντας (τή σειρά τους νά πέσουν κάτω άπό
τά βλήματα τών πυροβόλων) (...). Έμεινα εκεί ένα τέ-

20. Διευθυντής τής ιατρικής υπηρεσίας τής Β άφεν-Έ ς-Έ ς. Τό όνομά του
συνδέεται μέ τήν κατασκευή καί διοχέτευση τού «Cyclone Β» (τοξικό
άέριο γιά εξόντωση). Μπλεγμένος στά γρανάζια τού μηχανισμού έξόντω-
σης, θέλοντας νά έναντιωθεί, ό κ. Γκερστάιν έκανε (στά 1042) κρυφές
ενέργειες, γιά νά ειδοποιήσει τίς συμμαχικές χώρες μέσω τής Σουηδικής
πρεσβείας. Τίς παραμονές τής γερμανικής ήττας έγραφε (στά γαλλικά)
ένα «μνημόνιο», όπου άφηγήθηκε όσα γεγονότα συνέβησαν στή διάρκεια
τής υπηρεσίας του.

208
ταρτο χωρίς νά άκούσω ούτε ένα παράπονο ούτε μιά
αίτηση γιά χάρη. Παρατηρούσα μιά οικογένεια με
οχτώ περίπου μέλη: ένας άντρας καί μιά γυναίκα
γύρω στά πενήντα, τριγυρισμένοι άπό τά παιδιά τους,
τρία άγόρια περίπου ενός, οχτώ καί δέκα χρόνων καί
δυό κορίτσια γύρω στά είκοσι καί είκοσιτέσσερα. Μιά
γριούλα μέ ολόλευκα μαλλιά κρατούσε στην άγκαλιά
της ένα μωρό καί τό κουνούσε τραγουδώντας του ένα
τραγούδι. (...) Ό πατέρας κρατούσε άπ’ τό χέρι τό
δεκάχρονο αγόρι καί τού μιλούσε σιγανά- τό παιδί
πάλευε μέ τά δάκρυά του. Μετά δ πατέρας έδειξε μέ
τό δάχτυλο τόν ουρανό καί, χαϊδεύοντας τό κεφάλι
τού άγοριού, έδειχνε νά τού Εξηγεί κάτι. Εκείνη τη
στιγμή ό Έ ς-Έ ς (...)» κλπ.

Είναι χαρακτηριστική αυτή ή άόιαφορία μπροστά στούς


δήμιους καί τό ένδιαφέρον γιά τούς κυνηγημένους αυτούς
άνθρώπους, άκόμα καί στίς ατομικές έκτελέσεις. Γιά
παράδειγμα, μιά φυγάδα άπ’ τό ’Άουσβιτς, ή Μάλα, ξανα-
πιάστηκε στήν πόλη Μπιέλσκο, μεταφέρθηκε στό στρατό­
πεδο καί - πρίν άπό τήν έκτέλεση - πού θά γινόταν δη­
μόσια γιά λόγους «σωφρονιστικούς» - κατάφερε (τό κα­
λοκαίρι τού 1944) νά φωνάξει μερικές φράσεις στίς κρα­
τούμενες πού ήταν συγκεντρωμένες έκεΐ: «Οί μέρες πού
έζησα έλεύθερη μού έδωσαν τήν άπόλυτη βεβαιότητα ότι ή
Γερμανία βρίσκεται στό κατώφλι τής πτώσης της καί ότι ή
απελευθέρωση είναι πολύ κοντά.» Ό τα ν ό άξιωματικός
Ρύτερς θέλησε νά τήν εμποδίσει νά κόψει τίς φλέβες της,
τόν χαστούκισε. Τό σώμα τής Μάλα μεταφέρθηκε τό ίδιο
βράδι στό κρεματόριο.
Συχνά τά τελευταία λόγια ήταν μιά σκέψη πού λεγόταν
φωναχτά: ή ήθοποιός Λόλα Λίπμαν πού οδηγήθηκε μαζί
μέ μιά δμάδα μελλοθάνατων στούς θαλάμους άερίων τού
νΑουσβιτς II (Μπιρκενάου), άρνήθηκε νά γδυθεί. Ό ανώ­
τερος άξιωματικός τών Έ ς-Έ ς Τσίλινγκερ, γνωστός σαδι­
στής, έστρεψε τήν κάνη τού πιστολιού του πρός τό μέρος

14. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν από τή ναζιστική κατοχή 209


της. Πήδησε επάνω του, έριξε κάτω τό πιστόλι του, τό
πήρε καί πάτησε τή σκανδάλη, τραυματίζοντας βαριά τό
δήμιο· πέθανε μιά ώρα άργύτερα. Μπαίνοντας στό θά­
λαμο αερίων, αυτή ή γυναίκα είπε: «Τουλάχιστο πήρα λι­
γάκι εκδίκηση τώρα τό σώμα μου θά καεί ήσυχα.» Νά
ακόμα ένα παράδειγμα: κατά τήν εξέγερση τού γκέτο τής
Βαρσοβίας, οΐ Γερμανοί κρύβονταν πίσω άπό τούς
Εβραίους κρατούμενους. Κάποιος άπό αυτές τίς «ζωντα­
νές ασπίδες», ό έξηντάρης Εβραίος σύμβουλος Φέλντ,
χτυπημένος άπό σφαίρα, πέθανε λέγοντας: «Είμαι ευτυχής
πού πέφτω άπ' τό χέρι τών παλικαριών μας, τών υπε­
ρασπιστών τής τιμής μας.» Αντίστοιχα: πρέπει νά εντά­
ξουμε στήν κατηγορία τών τελευταίων προκλήσεων καί τά
λόγια πού πετούσαν -κ α τά τήν ίδια εξέγερση τού γκέτο
τής Βαρσοβίας - οί μαχόμενοι Ε βραίοι πού, κυνηγημένοι
άπ’ όλες τίς πλευρές, προτιμούσαν τό θάνατο άπό τό νά
πέσουν στά χέρια τού εχθρού. Ό στρατηγός τών Έ ς-Έ ς
Γιούργκεν Στρούπ, διοικητής τών γερμανικών δυνάμεων
πού έπιτέθηκαν εναντίον τού γκέτο, στίς καθημερινές του
αναφορές (όπου συνεχώς υπογράμμιζε οργισμένα τήν
τόλμη τών Εβραίων στασιαστών) έγραφε: «Πέφτουν άπό
τά παράθυρα καί τά μπαλκόνια τών φλέγόμενων σπιτιών,
ξεστομίζοντας βρισιές καί κατάρες έναντίον τής Γερμα­
νίας, τού Φύρερ καί τών Γερμανών στρατιωτών».
Οί τελευταίες κραυγές, έξομολογήσεις καί δηλώσεις πί­
στης συνοψίζονται συνήθως σέ μερικά σύντομα σλόγκαν
έναντίον τού κατακτητή («αίσχος στούς Γερμανούς κα­
κούργους! Θάνατος στούς δήμιους!») πρός τιμή τής ύπο-
δουλωμένης πατρίδας («Ζήτω ή Γαλλία!», «Ζήτω ή Πολω­
νία!», «Ζήτω οί Σύμμαχοι!», «Ζήτω ή ελευθερία!») ή
άκούγονταν σέ ατομικές εκτελέσεις δραστήριων μελών, έκ-
προσωπεύοντας διάφορες πολιτικές κατευθύνσεις. Τό φαι­
νόμενο έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις στίς περιπτώσεις
πού οί καταδικασμένοι έλπιζαν ότι τά λόγια τους θά
άκούγονταν ή θά μεταβιβάζονταν στούς συμπατριώτες
τους, γιά νά τούς ενθαρρύνουν. Κι έτσι έγινε κανόνας.

210
όπως π.χ. στις έκτελέσεις ομήρων στην Πολωνία πού ορ­
γανώνονταν δημόσια, μέσα στους δρόμους. Οί Γερμανοί,
γιά νά άποτρέψουν αυτές τίς τελευταίες κραυγές, κατέφυ­
γαν στην παρακάτω διαδικασία: ίνταν έφερναν στό συμ-
φωνημένο μέρος, δεμένους, τούς όμηρους πού έπρόκειτο
νά τουφεκίσουν, τούς έβαζαν πάνω στό στόμα έναν επίδε­
σμο άλειμμένο μέ γύψο.
Μένει σ’ εμάς νά άκούσουμε καί νά μην ξεχάσουμε την
ευγλωττία αυτών τών σφραγισμένων μέ γύψο χειλιών.

Στίς φυλακές τής Βιέννης οί αποκεφαλισμοί (πού ονομά­


ζονταν «άπονομή δικαιοσύνης»!) γίνονταν μέ τσεκούρι,
στην αυλή. Πολύ γρήγορα, γιά νά αυξήσουν την άπόόοση,
έγκατέστησαν ένα ήλεκτρικό τσεκούρι στό υπόγειο, πού
επονομάστηκε «κελί τού εξαγνισμού». Τά θύματα, γυναί­
κες καί άντρες, βγαίνοντας σέ σειρές άπό τά κελιά τους
(τά κελιά τών μελλοθάνατων), δέ φορούσαν τά ρούχα τους
άλλά ήταν τυλιγμένοι μέσα σ' ένα μαύρο χαρτί. Ό κουρέας
τούς έκοβε τά μαλλιά. Μετά (...) ένας ένας οί καταδικα­
σμένοι άνέβαιναν πάνω σέ μιά σανίδα πού τούς εκτόξευε
μπροστά καί τό τσεκούρι έπεφτε πάνω στό σβέρκο τους
(...). Έ νας νεαρός άξιωματικός (Αυστριακός), τή στιγμή
πού άνέβαινε στή σανίδα, φώναξε: Δέν κλαίω γιά τόν
εαυτό μου, ούτε γιά τούς συντρόφους μου εδώ, κλαίω μόνο
γιά τή χώρα μου πού τήν άφανίσανε (...).

Πολλά θύματα δέ μπορούσαν ή δέν ήθελαν νά σωπάσουν.


Η μουσικός I. Σοσνόβσκα πού ήταν κρατούμενη στό
"Αουσβιτς καί δούλευε στό μπλοκ 20, χωριζόταν μ’ ένα
λεπτό τοίχο άπ’ τό δωμάτιο όπου σκότωναν μέ ενέσεις. Ή

211
Σοσνόβσκα μαρτυρεί: ό νοσοκόμος έβαζε μέσα στό δωμά­
τιο κάθε θύμα χωρισιά. Μέσα άπ’ τό λεπτό τοίχο άκού-
γονταν φωνές: «Τί εγκληματίας είσαι· κι όμως κι εσύ έχεις
γυναίκα καί παιδί!» Μετά, μιά κραυγή πόνου συνόδευε τό
τρύπημα τής βελόνας, ό ρόγχος τού μελλοθάνατου καί τέ­
λος ή διαταγή πού πρόφερε σιγανά δ νοσοκόμος: «Υ πη­
ρεσία Πτωμάτων!» Μ’ αυτό τόν τρόπο ύπέκυψαν, στό
Άουσβιτς, σχεδόν όλες οί εγκυμονούσες γυναίκες.
Μιά άλλη πτυχή αυτού τού τραγικού καί άνεξάντλητου
πλούτου αποκαλύπτεται μέ τά τελευταία λόγια τών παι­
διών. Στούς θαλάμους άερίων τού Μπέλσεν, τά παιδάκια
φώναζαν: «Μαμά! ’Αφού ήμουν καλό παιδί! Είναι σκοτει­
νά! Είναι σκοτεινά!»
Σχετικά μέ τά χειρόγραφα πού βρέθηκαν στούς χώρους
τών θαλάμων άερίων καί τών κρεματορίων τού νΑου-
σβιτς-Μπιρκενάου, άναφέραμε τούς χρονικογράφους πού
σημείωσαν λεπτομερειακά τή συμπεριφορά τών άνθρώπων
πού οδηγήθηκαν ομαδικά στό θάνατο. ’Αντίθετα μέ ο,τι
ισχυρίζονται τά περισσότερα κλισέ, ή συμπεριφορά αυτών
τών άνθρώπων χαρακτηριζόταν άπό τίς ύστατες προκλή­
σεις πού πετούσαν στούς δήμιους κατάμουτρα. Σάν παρά­
δειγμα: Πρίν τόν σπρώξουν μέσα σ’ ένα θάλαμο άερίων, ό
μορφωμένος ραβίνος τής Μαγιόν Μωυσής Φρήντμαν, χα­
ρακτηριστικός τύπος πατριάρχη, πλησίασε πίσω - γ υ ­
μνός - ένα Γερμανό άξιωματικό καί, τραβώντας τον άπ’
τή στολή, τού είπε γερμανικά: «...Μή σκεφτείτε, έσείς οί
άποτρόπαιοι δολοφόνοι, πώς θά καταφέρετε νά εξοντώ­
σετε τό λαό μας ό έβραϊκός λαός θά ζεί αιώνια (κλπ.).
Μά έσείς, ελεεινοί δολοφόνοι»... Ευσεβείς Εβραίοι, αυτές
τίς ύστατες στιγμές, διακήρυσσαν τήν άκλόνητη πίστη
τους, άλλοτε άπαγγέλλοντας τή «βιδουΐ» (ομολογία, ένα
είδος ¿ξομολόγησης πού λέγεται «in articulo mortis») κι
άλλοτε τραγουδώντας εν χορώ τήν άρχή τής χιλιαστικής
προσευχής «νΑνω ’Ισραήλ». Καταστάσεις γεμάτες πάθος,
στίς περισσότερες περιπτώσεις, πολύ περισσότερο μάλιστα
αφού δέν πρόκειται γιά μιά ύστατη κραυγή, μά γιά σκηνές

212
πού τό ξετύλιγμά τους μαρτυρούσε μιά μεγάλη ηθική αυ­
ταπάρνηση καί μιά άπόλυτη περιφρόνηση στους δήμιους.
Παρόμοια αυταπάρνηση χαρακτηρίζει πολλά άπό τά τε­
λευταία άποχαιρετιστήρια λόγια καί τίς τελευταίες σκέψεις
πού άπεύθυναν σε συγγενείς, κλπ.
Μέσα σ’ αυτό τόν άδιέξοδο χώρο, στό κατώφλι ένός μα­
ζικού θανάτου, ξετυλίχτηκαν καί σκηνές άδερφοσύνης,
ιδιαίτερα εύγλωττες, γιατί ξεπήδησαν αυθόρμητα τήν ώρα
τής ύψιστης άλήθειας. Κατά τή «Μεταφορά» 164 Πολω­
νών (μή Εβραίων), μιά νεαρή Πολωνέζα έβγαλε έναν πύ­
ρινο λόγο πού τέλειωνε μέ τίς λέξεις: «Κάτω ή βαρβαρό­
τητα τής χιτλερικής Γερμανίας. Ζήτω ή Πολωνία.» Μετά
άπευθύνθηκε στούς Εβραίους. Μετά άπ ’ αυτό, μέσα άπ’
αυτή τήν πολύ άσυνήθιστη άτμόσφαιρα, αντήχησαν δύο
ύμνοι πού τραγούδησαν οί κατάδικοι εν χορώ: ό πολωνι­
κός ύμνος «Ή Πολωνία δέ χάθηκε» καί ό Ε βραϊκός «Ή
ελπίδα».
Ό σον αφορά τίς ύστατες προκλήσεις επιβεβαιώνονται
περίτρανα άπό ένα μάρτυρα πού δέ θά μπορούσαμε νά
υποψιαστούμε: τό διοικητή τού στρατοπέδου τού νΑουσβι-
τς, τόν Ρούντολφ Χός: «(.../Εβραίες γυναίκες, έχοντας
συνείδηση τού τί θά συνέβαινε, μάς φώναζαν άφάνταστες
βρισιές».

213
13

«"Εμείς» κ α ί ο ι «"Άλλοι»
στά κείμενα τών καταδικασμένω ν

Στην περίοδο τής χιτλερικής κατοχής οί διάφορες κοινότη­


τες κι οί σχέσεις μεταξύ τους γνώρισαν πολλές καί γρήγο­
ρες μεταβολές. ’Από τή μιά μέρα στήν άλλη έσβηναν οί
παλιές οργανώσεις δίνοντας τή θέση τους σέ καινούργια
σχήματα, πού άλλα οφείλονταν στήν αυστηρή εφαρμογή
τών μέτρων τού κατακτητή κι άλλα ήταν αυθόρμητα, έχον­
τας τήν καταγωγή τους στίς προπολεμικές τάσεις.
Διακρίνει κανείς δυό αντίθετα ρεύματα. Τό ένα διεύ­
ρυνε τήν έκταση τού «’Εμείς». Έ τσι, τό «Εμείς —ό κατα-
όνναστενμένος λαός» άπόχτησε μιά ιδιαίτερη οξύτητα πού
επίσκιασε γιά τήν ώρα τό πιό ειδικό «Εμείς» (παραδο­
σιακές κοινωνικές τάξεις, επαγγέλματα, έπαρχίες κλπ.).
Έ πειτα ήρθε τό «’Εμείς - οί λαοί κάτω άπό τόν ίδιο ζυγό»
καί «’Εμείς —οί λαοί ενάντια στόν κοινό εχθρό» (δηλαδή
τό «’Εμείς» πού στήν περίπτωση αυτή έκλεινε μέσα του
τήν ’Αγγλία, τίς Ήνωμένι ς Πολιτείες, αργότερα τή Ρωσία
κλπ.). Ταυτόχρονα όμως βλέπουμε νά δημιουργοί’νται
όλοένα καί περισσότερες διαιρέσεις, πού τίς προκάλεσαν
οί ενέργειες τού κατακτητή.
Μ’ αύτή τήν έννοια οί φυλετικές διακρίσεις δέν άποτε-
λούν παρά μιά ποικιλία τού ρεπερτορίου. Συνοδεύονταν
άπό άλλες «διαφοροποιημένες» επινοήσεις όπως τών
«Φόλκσντόυτσε» (άτομα γερμανικής καταγωγής) πού άπέ-
σπασε πολλούς πολίτες από τούς συμπατριώτες τους, χω­
ρίς ώστόσο νά τούς προσδέσει στούς «Ράιχντόυτσε»
215
(«γνήσιους» Γερμανούς). Ή ενθάρρυνση τών χωριστικών
κινημάτων (Ουκρανοί καί Λευκορώσοι στην Πολωνία,
Σλοβάκοι στην Τσεχοσλοβακία, Κροάτες στη Γιουγκοσλα­
βία κλπ.), τέλος ή «ανακάλυψη» κι ή προβολή καινούρ­
γιων λαών (όπως ό «Γκοράλενφολκ» δηλαδή ό «λαός τών
δοννίσιων» στήν Πολωνία) άποσκοπούσε στό ίδιο πράγμα.
Γιά νά δείξουμε πιό άνάγλυφα τόν πλούτο τού συστήμα­
τος, καλό είναι νά τονίσουμε ένα άκόμα γεγονός, λιγότερο
γνωστό άπό τά άλλα, ότι δηλαδή άνακήρυσσαν «επίτιμους
άριονς».
Σ' όλες αυτές τίς περιπτώσεις δέν πρόκειται μόνο γιά
θεωρητικές διακρίσεις. Δέν ήταν μιά ταξινόμηση, ήταν μιά
κατάταξη, μπορεί νά πει κανείς. Τόσο τά προνόμια πού
παραχωρούσαν στούς μέν, όσο κι οί διωγμοί πού επιφύ­
λασσαν στούς δέ, άγκάλιαζαν όλους τούς τομείς (καί τά
μέσα!) τής προσωπικής ζωής (διατροφή, μεταφορά, ελευ­
θερία κινήσεων, κλπ.). Κατά συνέπεια, άκόμα κι αν βρι­
σμένοι προνομιούχοι δέν τό εύχονταν, ή βαθιά διαίρεση
γινόταν κάτω άπό τή βία τών πραγμάτων.
Πρέπει εδώ νά σημειώσουμε πώς ή γερμανική προπα­
γάνδα προσπάθησε επανειλημμένα νά επιβάλει μιά πιό
πλατιά έννοια τού «’Εμείς» σάν άντιστάθμισμα στό «’Ε­
μ ε ίς - ό καταόνναστενμένος λαός» καί «’Ε μ ε ίς -ο ί λαοί
στον άγώνα γιά τη λευτεριά». Οί τύποι πού πρότεινε
(«’Εμείς —οί λαοί στον άγώνα γιά τή νέα τάξη, «’Εμείς —
οί λαοί υπερασπιστές τής χριστιανοσύνης», «’Ε μ ε ίς -ο ί
λαοί στή μάχη ενάντια στον κόκκινο κίνδυνο») δέν είχαν
καμιά σημαντική επιτυχία.
Ποιά ήταν ή άντανάκλαση όλων αυτών στά κείμενα τών
μελλοθάνατων; Γιά νά άπαντήσουμε μέ άκρίβεια, θά
πρεπε νά παραθέσουμε πάρα πολλές λεπτομέρειες πού θά
ήταν άσχετες μέ τό αντικείμενο τής μελέτης μας. Νομί­
ζουμε παρόλα αυτά πώς είναι χρήσιμο νά σταθούμε σέ
ορισμένα «’Εμείς» καί στίς πιό σημαντικές στάσεις άπέ-
ναντι στούς «νΑλλους», χωρίς νά μπούμε στήν καρδιά τού
προβλήματος (καί κυρίως χωρίς νά έπιμείνουμε στήν «άλ-

216
ληλεπίδραση τών τάσεων», μόλο πού πρόκειται γιά ουσια­
στικό χαρακτηριστικό).

Α. «Ε μ είς»

α) 3Εμείς, ό καταδνναστενμένος λαός

Είναι ή έννοια μέ τή μεγαλύτερη συχνότητα καί ένταση.


’Απαντιέται σε κάθε είδους γραφτά, από τις επιγραφές
στούς τοίχους τών φυλακών καί τά τελευταία γράμματα
τών καταδικασμένων μέχρι καί στά πιό διαφορετικά λογο­
τεχνικά έργα. Κι όταν άκόμα δέν άναφέρεται συγκεκριμέ­
να, υπάρχει σάν οπτική, σάν άκτινοβολία, σάν βάση τών
άντιδράσεων.
’Αξίζει νά σημειώσουμε την τάση άνάπτυξης κι ενίσχυ­
σης τής παραπάνω έννοιας. Τά γραφτά άλλοτε κάνουν κά­
θετες τομές - ιστορία, εθνική κληρονομιά καί γενιές - κι
άλλοτε οριζόντιες -κοινω νικές τάξεις, δημογραφική κα­
τάσταση τών κοινωνικών στρωμάτων, επαρχίες, σύνορα:
«Θά φέρουμε τή Γαλλία πέρα άπό τό θάνατο (...) πέρα
από τά κορμιά μ α ς», γράφει ό Ζάν Συρό. Ό ίδιος συγ­
γραφέας χρησιμοποιεί σάν σύμβολο τόν ’Ιησού τής Γαλ­
λίας:

Ίησοϋ τοϋ Βασιλιά, Ιησού τής Ναβάρρας


Ιησού τών ποταμών μέ τις πλατιές ειρηνικές
πτυχές (...)
Ιησού τής Γαλλίας καί τών δρόμων τού Νότου
Ιησού τών ξεσταχιασμένων χωραφιών (...)
Ιησού τής Γαλλίας πού δακρυσμένη σκίιδει πάνω
στούς νεκρούς μας.

Μές στά γραφτά τών Πολωνών ή τάση αυτή εκφράζεται


μέ τήν επιστροφή στίς συμφορές τού παρελθόντος, τίς διη­

217
γήσεις καί τά γνωστά συνθήματα τού παλιού καιρού.
Στους Εβραίους μέ την άναδρομή σέ διάφορα άποσπά-
σματα από τή Βίβλο. Μερικές φορές ή άναδρομή αύτή
παίρνει ειρωνικό χαρακτήρα, γιά νά υπογραμμίσει τή λίγο
υπερβολική συχνότητα τών «θαυμάτων» επιβίωσης (μετά
τίς καταστροφές). Μιά τέτοια περίπτωση βρίσκουμε καί
στό ποίημα τού Σλένγκελ μέ τόν τίτλο «καινούργιες τελε­
τές», όπου συγκρίνει τίς παραδοσιακές άναμνηστικές μορ­
φές τελετών μέ κείνες πού θ’ άκολουθήσουν τά σύγχρονα
μαρτύρια: οί Εβραίοι στό μέλλον, σέ άνάμνηση τών «έκ-
τοπίσεων», θά κατεβαίνουν σέ υπόγειες κρύπτες, λέει ει­
ρωνικά, όπως σήμερα στή γιορτή τών άζύμων τρώνε άζυμο
ψωμί καί φτιάχνουν καλύβες σέ άνάμνηση τής ζωής τής
ερήμου. Τά παιδιά θ’ άκούνε άφηρημένα τίς ιστορίες τού
παππού γι’ αυτούς τούς φοβερούς καιρούς. Καί καταλήγει:
«Οί γέροντες μάς τά διηγούνται. Μά είναι κάπως υπερβο­
λικά, όπως τό πέρασμα τών Εβραίων άπό τήν Ερυθρά
Θάλασσα μέ τό Μωυσή».
'Αλλοι συγγραφείς προχωρούν σ’ ένα είδος σύνθεσης τής
εθνικής ιστορίας, θεωρώντας πώς στήν ούσία είναι μιά
ιστορία άδιάκοπων δεινών:

Τοϋτο τό πρωί, εμείς (οί κρατούμενοι τοϋ


στρατοπέδου)
βγήκαμε στό δρόμο (γιά νά δουλέψουμε).
Ή πόλη ήταν σιωπηλή.
Τά ξύλινα βήματά μας ήχοϋσαν άπό μακριά (...)
Τό Ιδιο σάν τότε, πάνε χιλιάδες χρόνια.
Διασχίζαμε τήν άνυδρη έρημο,
τήν ’Ερυθρά Θάλασσα, θάλασσα άπό αίμα,
καταποντισμένοι στά πικρά κι άρμυρά
δάκρυά μας.
Γεράσαμε πολύ κι άκόμα περπατάμε. νΩ, πόσο
θά θέλαμε επιτέλους νά φτάσουμε!

Εξάλλου, τόσο οί Εβραίοι όσο κι οί Πολωνοί καταφεύ­

218
γουν σέ παραφράσεις τών εθνικών τους ύμνιυν πού ’ναι
γεμάτοι τραγικότητα. Οί Ε βραίοι παραφράζουν κοντά στ'
άλλα καί τούς θρήνους τοϋ Ιερ εμ ία · οί Πολωνοί τό
ποίημα (πού έγινε ένας άπό τούς έθνικούς ύμνους) τού Κ.
Ούζέτσκι, με τό ρεφραίν:

Μέσα άπό φλόγες καί καπνούς


Μέσα άπό τό αίμα τών άόερφών μας,
Ή φωνή μας, Θεέ μου, ύψώνεται σέ σένα.

Νά μιά οριζόντια τομή: «(...) 'Από τήν πράσινη χώρα μέ


τίς φοινικιές (Παλαιστίνη) ώς τή μακρινή χώρα τοϋ χιο ­
νιού (Σιβηρία), περπατάμε καί μαζί μας περπατούν τά
δεινά μ α ς», λέει ένας Ε βραίος σ’ ένα τραγούδι στά γίντις.
Τό ίδιο σχεδόν μοτίβο επαναλαμβάνεται σέ άρκετά πο­
λωνικά κείμενα πού συχνά έχουν τή μορφή προσευχής ή
λιτανείας. Κάπου κάπου τό θέμα παίρνει τή μορφή χρέους
άπέναντι στούς συμπατριώτες πού όντας στό εξωτερικό,
μακριά άπό τήν καταστροφή, θά παρακολουθήσουν τήν
ιστορία τού έθνους. Έ νας άλλος Εβραίος, άγνωστος,
άπευθύνεται «Στούς φίλους πέρα άπό τή θάλασσα»:

(...) Τό ξέρουμε:
Τό βράδι άκοϋς τό ραδιόφωνο
(...) Τό άκοϋς μέ φοβερή προσήλωση.
Αναρωτιέσαι: Α ρ α γ ε ζοϋν άκόμα;
(...) Α κούσε!
*Έπεσε τό τελευταίο οχυρό
Μά αν χτυπά άκόμα έστω καί μιά καρδιά
Μέσα της ζεί τό πνεύμα εκατομμυρίων...
(...) Πάνω άπό τά συντρίμμια τών γκέτο,
Πάνω άπό τήν Τρεμπλίνκα καί τήν Τσούχ
Πάνω άπό τίς καμινάδες τών θαλάμων άερίου
Υψώνεται ή πυρά τοϋ πνεύματος!
Μήν κλαΐς άδερφέ μου! Μήν κρύβεις
τό πρόσωπό σου.

21Μ
Μάθε το, σήμερα πεθαίνουμε πολύ άπλά
Γιατί κιόλας τό ξέρουμε: μόλις ανάψει ή πυρά μας
Ή αυγή τής λευτεριάς θά φωτίσει (...)

Τό ίδιο μοτίβο (τό οτενό δέσιμο με κείνους πού θά έπι-


ζήσουν κι ή ευθύνη απέναντι τους) ξαναβρίσκουμε σ’ ένα
χρονικό πού έγραψε μιά ομάδα τής σιωνιστικής νεολαίας
στό Μπιαλιστόκ κι ειδικότερα στά πρακτικά τής συζήτη­
σης (πάνω στήν ένοπλη άντίστάση πού σχέδιαζαν καί πού
έγινε πραγματικά στό γκέτο τής ίδιας πόλης).
Σύμφωνα μέ τήν κατοχική πραγματικότητα (καί μέ τήν
επιφύλαξη πού ήδη διατυπώσαμε) κάνουμε εδώ διάκριση
άνάμεσα στούς Πολωνούς καί τούς Πολωνοεβραίους. Φυ­
σικά συναντά κανείς τόσο στά γραφτά τών Πολωνών, όσο
καί στά γραφτά τών Εβραίων, τήν έννοια «'Εμείς —ό πο­
λωνικός λαός», έννοια πού άγνοεί τά φυλετικά μέτρα καί
άγκαλιάζει όλους τούς πολίτες τής χώρας. Έ νας Εβραίος
έγραψε στό γκέτο ένα ποίημα μέ τόν τίτλο «Συναγερμός»,
πού εξυμνεί τήν «άρια» - Βαρσοβία. Ίδια άκριβώς ήταν
καί ή τάση πολλών άλλων συγγραφέων έβραϊκής καταγω­
γής, πού έγραψαν στά πολωνικά. Τά έργα τους άνήκαν στή
λογοτεχνία τής «μαχόμενης Πολωνίας» κι έθιγαν κοινω­
νικά προβλήματα πού τήν άφορούσαν.
Ταυτόχρονα ό Τ. Σαρνέκι (Πολωνός) έγραψε ένα μεγάλο
ποίημα άφιερωμένο στήν εξέγερση τού γκέτο τής Βαρσο­
βίας: «Αυτό τόν ύμνο, τόν άφιερώνω σ’ όλους τούς γεν­
ναίους / στούς μαχητές ενάντια στή βία τού εχθρού, στούς
Πολωνοεβραίους τής Βαρσοβίας». Δέν είναι μόνο ένας
φόρος τιμής στόν ήρωισμό. Βρίσκεις άκόμα μέσα σ’ αυτό
έντονη τήν τάση πού άναφέραμε: τήν προσπάθεια νά άνα-
πτυχθεί καί νά ένισχυθεϊ ή έννοια τής εθνικής ένότητας.
Αύτή καθορίζει τήν εσωτερική δομή τού ποιήματος, τό
στύλ του, τίς μεταφορές καί τίς παρομοιώσεις του. Στούς
στίχους αυτούς ύπάρχουν πολλά μεγάλα ονόματα τού πα­
ρελθόντος. Υπάρχουν θέματα, δανεισμένα άπό τή Βίβλο
(ό Σαμψών, δ Δαβίδ κι ό αγώνας του ένάντια στόν Γο­

220
λιάθ), παράλληλα όμως κι 6 Ζολκιέβσκι (μεγάλος πολωνός
στρατιωτικός ηγέτης τού 17ου αιώνα) πού «μοιράζει δά­
φνες» στους έβραίους μαχητές. «Γιατί ό τάφος πού γέμι­
σαν όέν ειν’ άλλος άπό τό δικό μας / 'Ο μεγάλος κι άνε-
κτίμητος θησαυρός τών θυμάτων χωρίς άνταμοιδή». Νά
γιατί: «Δόξα σε σένα Ιερουσαλήμ, δόξα όμως καί σέ σένα
Βαρσοβία/»
Πολλά άλλα έργα μη Εβραίω ν εκφράζουν την ίδια ιδέα.

Πολλά γραφτά άναφέρονται σέ μιά επαρχία ή σέ μιά πόλη


(τόπο όπου γεννήθηκε ή έμεινε ό συγγραφέας). Εξάλλου,
πολύ συχνά οί συγγραφείς λένε: «ή μικρή μας πόλη», χω­
ρίς νά την ονομάζουν. Παρόλα αυτά δέν ξεχωρίζουν υπο­
χρεωτικά τό «Εμείς», δέν εννοούν ένα «Εμείς» ειδικό. Ή
εξέταση τών κειμένων άποδείχνει πώς εδώ πρόκειται πολ­
λές φορές γιά ένα « Ε μ ε ίς - ό καταδυναστευμένος λαός».
Οί πιό λεπτομερειακές αναφορές θεωρούνται εδώ πολύ
απλά σάν pars pro toto (μέρος τού όλου).

Εννοείται πώς ή στάση τών Γερμανών απέναντι στό λαό


τους ήταν πολύ πιό περίπλοκη άπό τη στάση τών άλλων
κατάδικων. Θεωρητικά, οί γερμανοί κατάδικοι μπορούσαν
νά κάνουν διάκριση ανάμεσα στό γερμανικό λαό καί την
κυβέρνησή του, σάν άντίπαλοι τού καθεστώτος κι όχι τού
λαού. Παρόλα αύτά, έξαιτίας τής όλοφάνερης συμμετοχής
τού λαού στά εγκλήματα τού καθεστώτος, ή διάκριση αυτή
ήταν πολύ απλοϊκή. Στούς συγγραφείς πού δέν άρκούνταν
στά συνθήματα, διαπιστώνουμε μιά δυσκολία (άν όχι δι­
σταγμό) νά καθορίσουν τή στάση τους. Μερικές φορές
παρακάμπτουν τό άκανθώδες πρόβλημα μιλώντας γιά τό

221
Τρίτο Ράιχ, άποφεύγοντας νά μιλήσουν συγκεκριμένα γιά
τή Γερμανία:

Τό Τρίτο Ράιχ μοϋ χάρισε ένα δώρο


από γυαλιστερό άτσάλι
Τίς χειροπέδες πού βροντάν στά χέρια μον
Ώ Τρίτο Ράιχ πώς νά σ ’ ευχαριστήσω!

Έ νας άλλος γράφει:

(...) "Ηθελα τόσο ν' άγαπήσω κι άθελά μον


πρέπει νά μισώ,
7 δια σάν τή μάνα πού τής κλέψαν τό παιδί της.

Καί πιό κάτω:

Καί λέω στούς δίκαιους καί τούς πονόψυχους:


«Θά ξεψυχήσουμε όλοι, ένας —ένας!
Καί πρέπει ή κόλαση πάνω σ’ όλους μας νά πέσει
Πρίν νά μπορέσουμε μιά μέρα πάλι νά
σ’ άγαπήσουμε, λαέ!»

Ό ίδιος συγγραφέας σ’ ένα άλλο ποίημα:

(...) Είμαι σίγουρος πώς πάλι θ' άγαπήσω


Έ να λαό πού σέρνεται κάτω άπό τό φορτίο τού
πόνου του,
Μόνο ή άλαζονεία του μέ χώρισε ά π ’ αυτόν,
Ό άσύλληπτος σαδισμός του πού τά θύματα
περιπαίζει.

Στίς διακηρύξεις (γραφτές ή προφορικές) των γερμανών


θανατοποινιτών υπάρχει εξάλλου μιά ολόκληρη σειρά θε­
μάτων πού συναντήσαμε καί στά τελευταία μηνύματα θυ­
μάτων μέ άλλη έθνικότητα καί άναλύσαμε στά κεφάλαιά
μας. Μέ τήν κατηγορία ότι έκανε άντικαθεστωτική προπα­

ΊΊΊ
γάνδα, ότι έβρισε τούς ναζί κι ότι είχε βοηθήσει συμπα­
τριώτες της κι εδραίους καταδιωκόμενους, ή Γερτρούδη
Σέλ, είκοσιοχτώ χρονών, καταδικάστηκε σε θάνατο στίς 6
Δεκέμβρη 1944 κι έκτελέστηκε στίς 12 Γενάρη 1945. 'Η
τελευταία της επιθυμία: «Θέλω νά δώ τό παιδί μου γιά
τελευταία φορά». Ε πειδή δέν ικανοποιήθηκε ή επιθυμία
της, έγραφε ένα τελευταίο γράμμα στό τρίχρονο κοριτσάκι
της, γεμάτο συγκινητικές παραγγελίες καί αποχαιρετι­
σμούς: «Νά γίνεις μιά τίμια καί δραστήρια γυναίκα καί νά
δώσεις χαρά στόν παππού καί τή γιαγιά σου (...) Κάνω
τήν ευχή νά ζήσεις ευτυχισμένη (...), νά μέ σκέφτεσαι
πάντα καί νά μή μέ ξεχάσεις (...). Καλή σου τύχη, άγαπη-
μένη μου κορούλα. Σέ σφίγγω στήν αγκαλιά μοί’ καί σέ
φιλώ μέ τή σκέψη».
- «νΑν αυτός ό εγκληματίας νικήσει, δέ θέλω πιά τή
ζωή», έλεγε ό λοχαγός Μίκαελ Κίτζελμαν, πού καταδικά­
στηκε σέ θάνατο στίς 4 ’Απρίλη 1942 καί τουφεκίστηκε
στίς 11 Ίούνη 1942 στό Ό ρέλ τής Ρωσίας, σέ ηλικία 26
χρονών. Μέσα στό κελί του συνεχίζει, «στή σκιά τού θανά­
του», νά κρατά ημερολόγιο. Γράφει γιά τό σπαραγμό καί
τή συντριβή του, γιά τή γαλήνη πού βρήκε στό θρησκευ­
τικό στοχασμό καί γιά τήν πεποίθησή του «πώς σέ λίγο θά
βρεθεί κοντά στό Θεό», όπου «άκόμα καί ή φριχτή μάσκα
τού θανάτου δέ σέ τρομάζει πιά».
Ό δικαστικός Γιόζεφ Βίρμερ, πού καταδικάστηκε κι έκ­
τελέστηκε στίς 8 Σεπτέμβρη 1944 (σάν ένας από τούς συ­
νωμότες τής 20 ’Ιούλη), άπευθύνει στόν πρόεδρο τού Ααί-
κού Δικαστηρίου, τόν αιμοχαρή Φράισλερ, αύτά τά θαρ­
ραλέα λόγια: «'Όταν θά βρεθώ στήν κρεμάλα, δέ θά 'μαι
εγώ εκείνος πού θά φοβηθεί, άλλά εσείς κύριε πρόεδρε».
6) 3Εμείς, οί λαοί πού αγωνιζόμαστε
ενάντια στόν κοινό εχθρό

Συναντήσαμε την έννοια αυτή στίς χαραγμένες έπιγραφές


πάνω στους τοίχους των φυλακών. Τήν ξαναβρίσκουμε καί
σε διάφορα κείμενα*

Στά γαλλικά:

Τούς άκούω πού προχωρούν στους μεγάλους


δρόμους
γιά τή λευτεριά ή τό θάνατο.
Σ ’ όλες τίς φυλακές τού κόσμου
τό ϊδιο όχι άπαντά στό έγκλημα.

Μιά κραυγή άπό τό βάθος του στρατοπέδου (στά πολω­


νικά) γιά τό νικηφόρο σάλπισμα τής λευτεριάς (αφορά
τούς συμμάχους):

(’Ελάτε) πιό γρήγορα, πιό γρήγορα, πριν τό λεπίδι


κόψει καί τήν τελευταία μας φλέβα.

Ή άκόμα, άπό τήν παράνομη ανθολογία έβραίων συγ­


γραφέων (στά πολωνικά):

...Ά πό τό παλιοκρέβατο τούτο φαίνεται


ή πλατεία τού προσκλητήριου
καγκελόφραχτη, μέσα άπό τά στενά
παράθυρα τής σοφίτας,
Κάθε πέτρα εδώ μάς τυφλώνει, κάθε...
'Όμως μήν τρέμεις! Καί μήν τρέχει
ή σκέψη σου στό Παρίσι
Οί Γερμανοί ξεχύνονται τώρα στό
Κάρτιέ Λατέν

224
Τό φεγγάρι γελά ήλίθια στόν ουρανό,
'Όπως στό θέατρο γροτέσκο ■
1Έτσι άκριβώς έλαμπε καί τότε...
Ό χι άλλο, άγάπη μου,
Μην κουράζεις τή θύμησή σου.
Δέν πρέπει.
Οι Γερμανοί μεθοκοπάνε τώρα
στη Μονμάρτη
(...) Κι έπειτα θά φύγεις μέ τή βεβαιότητα
Πώς στήν Κρακοβία, στό Παρίσι καί παντού
Ό δυναμίτης τής λευτεριάς θ' άνατινάξει τό δρόμο
νΑν καί σύ - δέ θά 'σαι πιά ζωντανή - κι εγώ
- δέ θά υπάρχω.

Ή αμοιβαία συμπαράσταση εκφράζεται όχι μόνο στους


κοινούς στόχους, άλλά καί στά κοινά βάσανα - τ ό άντι-
κείμενο τού άγώνα γιά τή νίκη. Αυτό τό συναίσθημα είναι
ή ουσία κι ή ψυχή τής «Ω δής στό βομβαρδισμένο Λ ονδί­
νο» τού Φιλίπ Σουπώ.

(...) Τή νύχτα αυτή τό Λονδίνο βομβαρδίστηκε


γιά έκατοστή φορά,
Πρόσκληση πάνω άπό τή γη.
Ή φωνή του στό άπειρο άντηχεϊ
'Η φωνή τού Λονδίνου, σάν τής αγαπημένης
στό προσκέφαλό σου
Λέει πώς δέν πρέπει ν’ άπελπίζεσαι
Υψώνεται τήν ώρα τού κινδύνου καί τής ντροπής
Μιλά γιά τή ζωή στούς μελλοθάνατους
γιά τήν πίστη σ' όσους άμφιβάλλουν
(...) Ε σείς πού μιλάτε, εσείς πού φωνάζετε
Μέσα απ' τόν άνεμο καί τόν καπνό, μέσα άπ' τό
αιμα
’Εσείς πού άγωνιζόσαστε γιά τή λευτεριά μας
Εσείς πού πολεμάτε γιά νά πολεμάμε κι έμείς
3Εδώ Λόντρ, Μιλά ή Λόντρα, Λόντον καλεί

15. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 22 5


Τό λάβαρο τής τυραννίας σηκώθηκε ενάντια μας
(...) Ή Μελβούρνη άκούει κι ή Ότάβα
Τ' άκρωτήρι τής Καλκούτας, τ' άρχιπέλαγος
’Όκλαντ,
Όλες οι πόλεις τού κόσμον
ΓΌλα τά χωριά τής Γαλλίας
καί τό Παρίσι.

Ή έννοια αυτή, άς σημειωθεί, συχνά εκδηλωνόταν έμμε­


σα. Στά γραφτά κρατούμενων, στά στρατόπεδα τής Γερμα­
νίας, γίνονται άναφορές καί περιγραφές βομβαρδισμών
από τήν άγγλική καί τήν άμερικάνικη άεροπορία. νΑν καί
άπειλούνταν κι οί ίδιοι οι κρατούμενοι άπό τίς επιχειρή­
σεις αυτές, τίς χαιρέτιζαν παρόλα αυτά μέ ζωηρή ικανο­
ποίηση.
Ανάμεσα επίσης στά άγαπημένα τραγούδια των κρα­
τούμενων, ήταν καί πολλά τραγούδια των συμμαχικών χω­
ρών. Στίς επίσημες στιγμές, τραγουδούσαν μερικές φορές
ύμνους (τή Μασσαλιώτιδα, τή Διεθνή κλπ.). Πιό συχνά καί
μέ μεγαλύτερη ευχαρίστηση σιγοτραγουδούσαν λαϊκά
στρατιωτικά τραγούδια: τή «Μοντελόν», τό «Τραγούδι
τών παρτιζάνων», τό «Τραγούδι τών ρώσων παρτιζάνων»,
τό «Είναι μακρύς ό δρόμος ως τό Τιπερέρυ». Δέν τραγου­
δούσαν μόνο οί κομμουνιστές ρωσικές στροφές, ούτε οί
άγγλόφωνοι μόνο τό «Είναι μακρύς ό δρόμος...». Έτσι
εκφραζόταν ή συμπαράσταση στούς λαούς πού αγωνίζον­
ταν ενάντια στόν κοινό εχθρό. ΓΓ αυτό συγκινούσαν κι οί
στροφές πού τραγουδούσαν άλλοι κατάδικοι:

’Ακούστε! ’Ακούστε!
Άκοντε τό τραγούδι
πού άνεβαίνει άπ τούς άνθρώπονς;
Είναι ή Μασσαλιώτιδα.
’Ακούστε! Είναι τό «ό Θεός σώζει τόν βασιλέα»
’Ακούστε! Είναι ή Διεθνής.

226
γ) Έμεϊζ, ή άνθρωπότητα

’Αντίθετα μ' δ,τι θά περίμενε κανείς (έξαιτίας τής εχθρό­


τητας άπέναντι στη χιτλερική ιδεολογία), τό παγκόσμιο
«’Εμείς», τό «’Εμείς» πού αγκαλιάζει όλους τούς άνθρώ-
πους, έμφανίζεται πολύ σπάνια ατά κείμενα. Ό όρος «άν­
θρωπότητα» χρησιμοποιείται μόνο σάν άφηρημένη έννοια:
«7ο πνεύμα μου τείνει προς την ενότητα, μιά παγκόσμια
ενότητα, όπως τείνει, νομίζω, τό πνεύμα κάθε πολιτισμέ­
νου άνθρώπον», γράφει ό Λεόν Μουσινάκ στό γράμμα του
πρός τόν Ζάν-Ρισάρ Μπλοκ, άπό τή φυλακή τής Σαντέ. Ή
έννοια όμως αυτή άποσιωπάται απ' τή στιγμή πού θά θεω­
ρηθεί ότι σημαίνει ένα είδος άνθρώπινης συμπαράστασης
καί πρός τούς Γερμανούς.
ΟΙ εξαιρέσεις είναι σπάνιες καί δείχνουν κάποια αμηχα­
νία ή προσπάθεια. Τέτοια είναι ή περίπτωση τού Ροζέ Πε-
ρονώ πού, μέσα στή θρησκευτική του έξαρση, πρίν έκτελε-
στεί, γράφει: «Είμαι ήρεμος, γαλήνιος. νΕσφιξα τό χέρι
των όήμιών μου - μεγάλη ικανοποίηση (...)». Κατά βάθος
πρόκειται γιά τήν τήρηση τής διδασκαλίας τού Εύαγγέλιου
(άφεση άμαρτιών) κι όχι γιά συμπαράσταση (... τού θύμα­
τος πρός τό δήμιο).
’Ανάλογη στάση συναντά κανείς καί σ’ άλλα κείμενα. Ό
γερμανός ’Ιησουίτης ’Άλφρεντ Ντέλπ, στό διάστημα πού
μεσολάβησε άπό τή θανατική καταδίκη του ως τήν εκτέ­
λεσή του, έγραφε: «... Αυτό δέν ήταν δίκη άλλά (....) προ-
μελετημένο έγκλημα. Ό Θεός άς τούς προστατεύει». Πα­
ρόλα αυτά προσθέτει: «Κι εγώ θά προσπαθήσω νά ξεπλη­
ρώσω έκεί πάνω αυτό τό χρέος πού άπόχτησα εδώ».
Έ νας όλλανδός μαρξιστής, ό Νίκο Ρόστ, θίγει πολλές
φορές αυτό τό ζήτημα στό βιβλίο του « Ό Γκαίτε στό Ντα-
χάου»: «Στή συζήτηση πού ’γίνε (άνάμεσα στούς κρατού­
μενους), άναφέρθηκα στά λόγια τού Στάλιν: «Οι διάφοροι
Χίτλερ έρχονται καί παρέρχονται, ό γερμανικός λαός όμως

227
καί τό γερμανικό κράτος μένουν. Κι άκόμα μένουν οί κλα­
σικοί σάν τόν Γκαΐτε καί τόν Λέσινγκ». Ό συνομιλητής
του παρόλα αυτά βρήκε αυτή τή διαβεβαίωση «πολύ φτη­
νή», κι 6 συγγραφέας προσθέτει κι αυτός πώς ίσως δέ θά
’πρεπε νά 'χει χρησιμοποιήσει αυτή τή φράση.
Δέν πρέπει νά ερμηνεύσει κανείς τή στάση αυτή σάν
άντίστροφο ρατσισμό. 'Ωστόσο, ξεπερνά τό μίσος καί τήν
έκδικητικότητα πού προέρχονται άπό τίς προσωπικές τα­
λαιπωρίες. Στηρίζεται μάλλον στή διαμορφωμένη άπό τήν
πείρα άντίληψη πώς άκόμα κι οι πιό μεγαλόψυχες έκφρά-
σεις πρέπει νά ’χουν σάν μέτρο σύγκρισης τήν πραγματι­
κότητα, γιά νά μή φέρουν καταστροφικά αποτελέσματα. Ή
διακήρυξη τής ομάδας «νΑουσβιτς» (πού άνάμεσα στά
μέλη της υπήρχαν καί γερμανοί κρατούμενοι!) έλεγε: «(...)
Είμαστε ξένοι σέ κάθε φασιστικό αίσθημα, σέ κάθε επιθυ­
μία έκόίκησης καί καταστροφής. Διακηρύσσουμε πώς ή
ευθύνη κι ή ένοχή θά βαρύνουν ολόκληρο τό γερμανικό
λαό, αν όέν κρατήσει μέ τίς πράξεις του άντιχιτλερική
στάση».

ό) ’Εμείς, οί κρατούμενοι

«Σέ ποιόν γράφεις τό τελευταίο σου γράμμα / σύ πού κα­


τοικείς πίσω άπό τά συρματοπλέγματα, άνώνυμο νούμερο;
Στό προσκλητήριο διαβάστηκε / ένα νούμερο μόνο / χωρίς
όνομα». Βρίσκει κανείς δεκάδες παρόμοιους χαρακτηρι­
σμούς.
Η ιδιότητα τού κρατούμενου ισοπέδωνε όλα τά άλλα
γνωρίσματα. Δέν καθόριζε μόνο τήν υλική κατάσταση,
αλλά καί τήν κλίμακα τών άξιών. Οί κρατούμενοι συμμε­
τείχαν άπ' αυτή τήν άποψη σ’ ένα ξεχωριστό «σύνολο»:
«Ό άνθρωπος πού όέν πολέμησε άπό τή φυλακή καί τήν
άπομόνωση, όέν είναι άνθρωπος», έγραφε ό Βενιαμίν
Κρεμιέ.

228
Ό κρατούμενος έμενε σ’ ένα κελί ή σε μιά παράγκα.
’Ανήκε σε μιά «όμάδα», δούλευε σ’ ένα μεταλλείο, σ’ ένα
έργοστάσιο, σ’ ένα συγκεκριμένο εργαστήριο. Ό λ α αυτά
τά διοικητικά σχήματα άσκούσαν πάνω του μιά επιρροή
καί δημιουργούσαν μιά πιό ειδική συνείδηση τού «’Εμείς»:
«’Εμείς, τής τέταρτης παράγκας», «’Εμείς τής ομάδας κα­
θαριότητας», «’Εμείς οί επιστάτες», «’Εμείς οί όδοκαθαρι-
στές», «’Εμείς οί τσαγκαράδες».
Κάθε ιδιομορφία είχε τη βάση της σέ διαφορετικές υλι­
κές συνθήκες. Στά γραφτά τών κρατούμενων καθρεφτίζον­
ταν αυτές οί διαφορές. Πολλές φορές κάθε όμάδα είχε τό
δικό της τραγούδι κι άπό κανένα σχεδόν τραγούδι δέν
έλειπε ή στροφή: «’Εμείς οί (...)» κλπ. ’Εξάλλου, όλες οί
ιδιομορφίες πού άναφέραμε έγιναν άντικείμενο πολλών
σατιρικών έργων. ’Αντίθετα, δέν τίς συναντάμε σχεδόν κα­
θόλου σ’ άλλου είδους έργα.
Τά σατιρικά έργα προορίζονταν γι’ άποκλειστικά εσω­
τερική καί πρόσκαιρη χρήση. Στό μυαλό τών κρατούμενων
ή εντύπωση τών χαρακτηριστικών λεπτομερειών ήταν κι
αυτή πρόσκαιρη. Ή άπουσία τών ίδιων λεπτομερειών άπό
τά «έργα-μαρτυρίες», πού άπευθύνονταν σέ περισσότερους
άναγνώστες, άποδείχνει πώς οί συγγραφείς επέβαλλαν
στόν έαυτό τους ένα είδος «αυθόρμητης» λογοκρισίας:
άποσιωπούσαν άπό ένστικτο τίς διαμάχες πού δημιουρ­
γούσε ό τεμαχισμός σέ ομάδες, γιά νά μη χαθεί ή ουσια­
στική εικόνα, τού έγκλήματος καί τού μαρτυρίου.
Ά π ’ τήν άλλη, ένα θετικό κι έντονα τονισμένο «’Εμείς»,
είναι τό «’Εμείς, οί φίλοι». ’Αλλοτε είναι οί φίλοι πού
τούς συνδέει μιά ήθική στάση ή ένας κοινός σκοπός, πολι­
τικός ή άλλος, κι άλλοτε είναι οί προσωπικοί φίλοι, στούς
οποίους μπορεί κανείς νά στηριχτεί: τό τελευταίο οχυρό:

Μή φύγεις άκόμα, αδερφέ μον


Δέν έχω τίποτα πιά... εκτός άπό σένα!
Λυπήσου τήν αγωνία μου...
νΑκούσε λίγο τήν παράκλησή μου...!

229
Θά εξετάσουμε παρακάτω μερικές ακόμα έννοιες τού
Εμείς», σχετικά με τή στάση άπέναντι στους «"Αλλους».

Β. «Οί ’Άλλοι»
«ΟΙ άλλοι»: πρώτα πρώτα είναι οι δήμιοι, οι Έ ς-Έ ς με
όλες τους τίς υπηρεσίες. Καθένας άπ’ «τούς άλλους» ήταν
ένας μόνιμος εχθρός, πού τό πλησίασμά του δέν προμήνυε
τίποτα καλό: πολλοί απ’ «αυτούς» άναφέρονται ονομα­
στικά καί δίπλα ακολουθεί μιά πιό λεπτομερειακή περι­
γραφή ή απαρίθμηση τών εγκλημάτων του. Οί λεπτομέ­
ρειες αυτές συνήθως χρησιμεύουν μόνο γιά νά καθοριστεί
ό βαθμός ή ή ειδικότητα ενός συγκεκριμένου ατόμου (σχε­
δόν πάντα πρόκειται γιά ειδικότητα στό έγκλημα). Ό ένας
απ' «αυτούς» βασάνιζε κι έκτελούσε τά θύματά του «ευγε­
νικά», ό άλλος παθιασμένα κι ό άλλος άκολουθώντας ένα
δικό του σύστημα ή τυπικό. "Ομως πάντοτε πρόκειται γιά
έγκλημα.
Νά π.χ. ένας από τούς πολλούς γερμανούς γιατρούς, ό
θλιβερά διάσημος δόκτορας Μένγκελ, ειδικευμένος στίς
«διαλογές» στό Άουσβιτς. Μιά του κίνηση καί μόνο άπο-
φάσιζε γιά ζωή ή γιά θάνατο:

Σάν πανίσχυρος διάβολος (...)


Ξεπηόώ μέσ άπ’ τής νύχτας τά σκοτάδια...
(...) Είμαι ένας γιατρός σοφός
πού σ τ’ άπειρο μπορεί νά φτάσει τούς θανάτους.

’Ακολουθεί μιά εκτεταμένη περιγραφή τής προσωπικό­


τητας καί τής συμπεριφοράς του στή διάρκεια μιάς «δια­
λογής». Υπάρχουν πολλά τέτοια «πορτραίτα». "Αλλοτε μ’
ένα στύλ άπλοϊκά παθιασμένο κι άλλοτε δηκτικά ειρωνικό.
Στά κείμενα, άπλά καί μόνο ή λέξη «Γερμανός» χρησι­
μοποιείται τίς περισσότερες φορές σάν συνώνυμο τού «έγ-
κληματίας».
230
Οί συγγραφείς τής εποχής δεν άποσιωπούσαν επίσης τήν
ύπαρξη «καλών Γερμανών». ’Αν είχε κάποιος τή μεγάλη
καί σπάνια τύχη νά συναντήσει κανένα, τό κατέγραφε π ι­
στά, μέ ζήλο μάλιστα, σάν ένα άναπάντεχο, παράδοξο γε­
γονός. Στά χρονικά του (πού περιγράψαμε πώς διασώθη­
καν), ό ιδρυτής τών παράνομων άρχείων τού γκέτο τής
Βαρσοβίας, ιστορικός Έμανουέλ Ρίνγκελμπλουμ, άναφέρει
π.χ. έναν άνώτερο υπάλληλο τής Βαρσοβίας, τό δόκτορα
Σούμπερτ. Γύρω άπό τό άτομό του «διηγούνται πραγματι­
κούς θρύλους (...) Φόρεσε τό εβραϊκό διακριτικό σήμα, γιά
νά μπεί στό γκέτο. Λένε πώς όταν τύχει βοηθάει τούς
έβραίους νά σώσουν τήν περιουσία τους. Είναι βαπτι­
στής». Σημείωναν επίσης τήν άνθρώπινη στάση μερικών
Γερμανών τής επαρχίας τού Λότζ, όπως π.χ. τού γερμανού
υφαντή Πιέτρικ καί τής γυναίκας του, πού εκτοπίστηκαν
στό στρατόπεδο Ντόρα επειδή τάχθηκαν δημόσια ενάντια
στό ναζισμό καί βοήθησαν Έβραίους. Βρίσκει κανείς καί
κείμενα άφιερωμένα άποκλειστικά στή λεπτομερειακή
περιγραφή τών καλών πράξεων κάποιου Γερμανού. Τά
κείμενα π.χ. ενός άγνωστου συγγραφέα πού έχει σκοπό
«νά σκιαγραφήσει ένα Γερμανό (...) πού θυσιάστηκε, γιά
νά σώσει Έβραίους τής Βίλνας απ ’ τά δολοφονικά χέρια
καί πού τό πλήρωσε μέ τήν ίδια του τή ζωή (...)». «νΑς τόν
θυμόμαστε μ’ ευγνωμοσύνη», προσθέτει. Έ δώ πρόκειται
γιά τόν νΑντον Σμίτ. Ό άγνωστος συγγραφέας παρουσιά­
ζει μ’ ευλαβική πιστότητα τό θάρρος καί τό πνεύμα τής
θυσίας του. Α ρχηγός μιάς παραστρατιωτικής υπηρεσίας
στή Βίλνα, ό ’Άντον Σμίτ υπεράσπιζε πάντα τούς έβραίους
εργάτες καί διαμέσου αυτών προειδοποιούσε τούς άλλους
γιά τίς έφόδους, φρόντιζε μέ χίλιους τρόπους νά τούς βρεί
όσο γινόταν περισσότερες κάρτες εργασίας (τέτοιες πού νά
τούς προστατεύουν άπό τίς εκτοπίσεις). Σέ περίπτωση
άμεσου κινδύνου οργάνωνε μεταφορές σέ τοποθεσίες πού,
σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες του, ήταν προσωρινά λιγό­
τερο έπικίνδυνες, έπενέβαινε στή διάρκεια τών «επιχειρή­
σεων» γιά νά σώζει θύματα. «Δέν είχε συγκεκριμένες πο­

231
λιτικές πεποιθήσεις. Τό ιδανικό του ήταν μιά Γερμανία
άνεξάρτητη καί μιά οικονομική όμοσπονδία στήν κεντρική
Ευρώπη. Συνήθιζε νά λέει πώς γιά νά έκλείψει ό πόλεμος,
πρέπει νά δημιουργηθεΐ ένα σύστημα, πού θά ένώνει όλο
τόν κόσμο οικονομικά καί πολιτιστικά». Ό νΑντον Σμίτ
πιάστηκε κι έκτελέστηκε άπό τή Γκεστάπο (ίσως τό Φλε­
βάρη τού 1942).

Σέ κάθε συγκεκριμένη ομάδα υπήρχαν διάφορες υποδιαι­


ρέσεις τού «Εμείς». Τά όρια άνάμεσά τους ήταν συγκεχυ­
μένα.
Ή έννοια «Εμείς, οί λαοί στόν αγώνα ενάντια στόν
κοινό εχθρό» βρίσκει διαφορετική έκφραση στούς ελεύθε­
ρους λαούς καί διαφορετική στούς κατακτημένους. Οί
πρώτοι άγωνίζονται (κι αυτό είναι ό κοινός παρονομαστής
μέ τούς δεύτερους), άλλά δέ βρίσκονται κάτω άπό ξένο
δυνάστη. νΑρα οί στόχοι στόν άγώνα τους είναι άνάλογοι,
όχι όμως κι ή πραγματικότητα πού βιώνουν καθημερινά.
Ή έννοια «Εμείς, οί καταδυναστευμένοι λαοί» έκφρά-
σιηκε κι αυτή μέ έντονες διαφορές πού μερικές φορές
έφτασαν σέ άνοιχτή έχθρότητα. Στόν «καταδυναστευμένο
λαό» ανήκουν εκείνοι πού ζούν άμεσα τήν ξένη κατοχή· κι
άκόμα, οί φυλακισμένοι κι οί συμπατριώτες τους πού ζούν
λεύτεροι.
Ό σο γιά τούς συμπατριώτες πού βρίσκονται στό εξωτε­
ρικό, ό πολωνός ποιητής Α. Σλονίμσκι, πολιτικός πρό­
σφυγας στό Λονδίνο, έγραψε ένα ποίημα μέ τόν τίτλο
«Στά όπλα», πού τελειώνει μ’ αύτή τή φράση: «Αίνω τό
σύνθημα, ή Βαρσοβία στά όπλα! Κι ό άγώνας νά κρατά
γερά». Πράγμα πού σήμαινε: ή ύποχώρηση τού 1939 είναι
ένα επεισοδιακό γεγονός· ό άγώνας συνεχίζεται. Τό
ποίημα πού μεταδόθηκε άπό τό ραδιόφωνο κι άνατυπώ-
θηκε στόν παράνομο τύπο τής χώρας του, κέρδισε μεγάλη

232
δημοτικότητα κι έγινε σύνθημα. Αυτό βέβαια δέν ¿μπόδισε
ένα φυλακισμένο-συγγραφέα (καί δέν ήταν ό μόνος πού
’κάνε μιά τέτοια παρατήρηση) νά σχολιάσει μέ πικρία:
«Γιά τόν Σλονίμσκι μπορεί νά διαρκεί αυτός ό άγώνας.
Τό καταλαβαίνω πολύ καλά, γιατί ό ίδιος δέν τόν ζεί».
’Ανάλογες σκέψεις (γνωστές καί άπ’ τά κείμενα τής επο­
χής) μεταδόθηκαν λίγο πολύ σ’ όλες τίς κατεχόμενες χώ­
ρες, στά περιθώρια τών ραδιοφωνικών εκπομπών τού
Λονδίνου πού άδιάκοπα συνιστούσαν ήρεμία κι έλπίδα.
(Οι εκπομπές όμως αυτές δέν εμπόδιζαν τόν κόσμο νά
περιμένει άνυπόμονα τά εγερτήρια λόγια καί νά τά χειρο­
κροτεί στό όνομα τού «’Εμείς, οί λαοί στόν άγώνα ενάντια
σιόν κοινό εχθρό»).
Σέ κείμενα Πολωνοεβραίων βρίσκουμε συχνά παρόμοιες
σκέψεις. Τό ποίημα «Άστε με ήσυχο » παρηγορεί μέ πικρία
καί μελαγχολία εκείνους τούς Εβραίους «πού θά έπιζή-
σουν», επειδή βρίσκονται μακριά άπό τή ναζιστική κατο­
χή. Έ να άλλο έργο άντιπαραθέτει μέ σαρκασμό δυό περι­
γραφές: τών κρατούμενων στό στρατόπεδο, πού προορί­
ζονται γιά εξόντωση, καί τών συνεστιάσεων (!) διαμαρτυ­
ρίας πού οργανώθηκαν στή Νέα Ύόρκη ενάντια στά χι­
τλερικά εγκλήματα.
Γιά τούς φυλακισμένους, μέσα στούς «άλλους» είναι κι
οί λεύτεροι συμπατριώτες τους. Λόγια πού άπευθύνονται
στούς γονείς, στούς φίλους, στό λαό, αν καί έχουν μιά
διάχυτη τρυφερότητα, περιέχουν ταυτόχρονα μιά άπό-
χρωση (πού έκφράζεται ή υπονοείται): «Εσείς, πού, αντί­
θετα μ’ εμάς, ζείτε λεύτεροι».
Καί μέσα στούς κρατούμενους (τών στρατοπέδων συγ-
κεντρώσεως κυρίως) υπάρχουν πολλές καί περίπλοκες έν­
νοιες τού «Εμείς». ’Οφείλονται πρώτα πρώτα στήν κοινω­
νική δομή τού στρατοπέδου. ’Απ’ αυτή τήν άποψη ό «άΛ-
λος» ήταν κάθε κρατούμενος πού είχε κάποια υπευθυνότη­
τα: οί φύλακες, οί επιστάτες, οί ομαδάρχες, οί γραφιάδες
κλπ. Αυτό πού τούς ξεχώριζε ήταν πώς είχαν τήν εξουσία
(σέ διάφορους βαθμούς) καί κάθε έξουσία, στό στρατό­

233
πεδο χρησίμευε μπορεί νά πει κανείς, έξ ορισμού, όχι γιά
τό καλό, άλλα γιά τό κακό τών κρατούμενων. Παράλληλα,
μιά «θέση» συμβάδιζε με μιά καλύτερη υλική κατάσταση:
διατροφή, ρουχισμό, άνάπαυση, χώρια τίς δωροδοκίες άπό
τούς κατώτερους καί τίς λίγο πολύ ϋποπτεςς «δουλειές».
Μερικοί βαθμοφόροι κρατούμενοι ζούσαν σε συνθήκες πο­
λυτέλειας πού, μερικές φορές, έπαιρναν σκανδαλώδεις
μορφές. Σ' όποιαδήποτε περίπτωση ό άξιωματοϋχος ξεχώ­
ριζε μέσα σ’ όλους αυτούς τούς εξαντλημένους καί πεινα-
σμένους άνθρώπους.
Σ' ορισμένα κείμενα, οί συγγραφείς εκφράζουν άθελα
τους, τή διάκριση άνάμεσα στά «Εμείς». Περιγράφοντας
τό ένα ή τό άλλο γεγονός, άναφέρουν ξεχωριστά (καί κα­
μιά φορά στήν ίδια φράση!) τούς κρατούμενους καί τούς
άξιωματούχους (προύχοντες- στή θέση αυτής τής λέξης,
πολλές φορές μπαίνει άλλη, πιό συγκεκριμένη). Σ’ αυτή
τήν περίπτωση ή έκφραση κρατούμενος εννοεί «Ε μείς, τό
προλεταριάτο τού στρατοπέδου», σ’ άντίθεση μέ «εκεί­
νους», τούς προύχοντες. ’Ηθικά, ή λέξη προύχοντες έχει
συνήθως μιά υποτιμητική έννοια. Μερικές φορές, είναι
άλήθεια, συνοδεύεται μ’ ένα επίθετο, καλός, τίμιος, κλπ.
Πράγμα πού σημαίνει πώς εκείνος ήταν καλός ή τίμιος
παρά τό άξίωμά του.
Στόν άλλο πόλο τής ιεραρχίας τού στρατοπέδου, βρί­
σκονταν οί βρωμιάρηδες. Νά πώς τούς περιγράφει ό Γ.
Τιγιόν: «Είχαν πρό πολλού ξεπεράσει αυτό πού λέμε άδυ-
ναμία κι ήταν πολύ κοντά στό θάνατο, άπό άσιτία (στήν
αυτοψία έβρισκαν όλα τά όργανα άτροφικά· τό συκώτι
ήταν όσο κι ενός λαγού). ’Ανίκανοι γιά έσωτερική καί κοι­
νωνική πειθαρχία, είχαν σταματήσει πιά νά πλένονται καί
νά ψειρίζονται. Ντυμένοι μ’ άπίθανα κουρέλια, γεμάτοι
κακοφορμισμένες πληγές πού ποτέ δέν τίς είχαν φροντίσει,
μέ μολύνσεις στό δέρμα καί τραχώματα. Δέρνονταν άγρια,
(μέ ή χωρίς αιτία) άπ’ όλες τίς γεροδεμένες Γερμανίδες τού
στρατοπέδου (γυναίκες-φύλακες τών Έ ς-Έ ς ή κρατούμε­
νες βαθμοφόροι είχαν τίς ίδιες άντιδράσεις). Ρίχνονταν

234
μπρούμυτα μες στις λάσπες γιά νά γλείψουν τή σούπα από
κάποια άναποδογυρισμένη καραβάνα. Χωρίς φίλους, χω­
ρίς συντρόφους, χωρίς ελπίδα, χωρίς άξιοπρέπεια, άπ’ όσο
φαίνεται χωρίς σκέψη, τούς κινούσε μόνο ή πείνα κι ό
φόβος. Προορισμένοι τελικά νά πεθάνουν σάν ποντίκια σ’
ένα άπό τά άνθρωποκυνηγητά, πού τά ’λεγαν διαλογές».
Σέ μερικά έργα, οί «βρωμιάρηδες» άναφέρονται σάν
στοιχείο σχεδόν άναπόφευκτο τού τοπίου τών στρατοπέ­
δων συγκεντρώσεως: «Πάνω στά ξνλοκρέβατα κεέτονται
(...) οί βρωμιάρηδες μισοπεθαμένοι. / Ό πυρετός λιώνει
τούς καταφαγωμένονς ά π ’ τίς ψείρες σκελετούς». Οί περι­
γραφές γίνονται άπό απόσταση. ’Αφορούν σχεδόν πάντα
κάποιον πού 'παψε νά είναι μέρος τού «’Εμείς» καί πού
'γίνε ένας «άλλος», ξένος.
Εκτός άπό τόν αριθμό τους, οί κρατούμενοι είχαν στό
στήθος τους - όπως ήδη άναφέραμε - κι ένα διακριτικό
σήμα. Εξαιρώντας τίς διάφορες παραλλαγές, έκαναν χον­
τρικά διάκριση άνάμεσα: α) στούς πολιτικούς κρατούμε­
νους καί 6) στούς κρατούμενους κοινού ποινικού δικαίου.
Αυτή ή διάκριση (πού στηριζόταν σέ γεγονότα πού γιναν
πρίν άπό τή σύλληψη) έντάθηκε άπό τόν κανονισμό τού
στρατοπέδου καί τή συμπεριφορά τών ποινικών. Αυτούς
ειδικά οί Έ ς-Έ ς τούς κακομεταχειρίζονταν λιγότερο άπό
τούς άλλους. Τούς είχαν περισσότερο τού χεριού τους,
τούς άνέθεταν πιύ συχνά εύθύνες κι αυτοί τίς έκτελούσαν
μέ μεγαλύτερο ζήλο άπό τούς άλλους. Τέλος οί ποινικοί,
χωρίς νά ’χουν συγκεκριμένη στάση άπέναντι στό ίδιο τό
σύστημα, έδειχναν λιγότερους ήθικούς ενδοιασμούς.
Πολλά κείμενα έχουν σάν άντικείμενο τή συμπεριφορά
τους. Καί σχεδόν πάντα, όταν γίνεται λόγος γιά κάποιο
ποινικό, τύ όνομά του συνοδεύεται άπό τό επίθετο πράσι­
νος1. Ό όρος χρησιμοποιείται καί σάν ουσιαστικό: «Τίταν
ένας πράσινος».

1. Οί ποινικοί Ιφεραν στό στήθος ενα πράσινο τρίγωνο. ’Α πό κεί κι ή


προσωνυμία τους.

235
Και τώρα μερικές παρατηρήσεις σχετικά με την έθνικό-
τητα των κρατούμενων. Στις παραδοσιακές διαφορές πού
προϋπήρχαν, έρχονταν νά προστεθούν κι οι διαφορές πού
δημιουργούσε ή ζωή τού στρατοπέδου. Κρατούμενοι όρι-
σμένων εθνικοτήτων έπαιρναν δέματα, ένώ άλλοι δέν
έπαιρναν. Υπήρχε άκόμα μιά διαβάθμιση στις ταλαιπω­
ρίες πού περνούσαν (Εβραίοι, Ρώσοι). ’Από τήν άλλη,
ορισμένες εθνικότητες (χάρη στήν άρχαιότητά τους στό
στρατόπεδο ή χάρη στίς σχέσεις τους μέ «άξιωματούχους»)
βρίσκονταν σέ καλύτερη θέση άπό άποψη δουλειάς, ομά­
δων κλπ. Έ τσι οί διαμάχες άνάμεσα στίς εθνικότητες αυ­
ξάνονταν καί καταγράφτηκαν σέ έργα μέ μορφή «ημερο­
λογίων», πού έξ ορισμού καθρεφτίζουν τά όσα συνέβαιναν
στό στρατόπεδο. Τό περίεργο είναι ότι οί διαμάχες αυτές
δέ συναντιόνται καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) στά έργα
πού προϋποθέτουν μιά επιλογή στοιχείων (ποιήματα κλπ.).
Είναι φανερό πώς καί σ’ αυτή τήν περίπτωση πρόκειται
γιά μιά αυθόρμητη εσωτερική λογοκρισία. Εξάλλου, ή
σιωπή αυτή ήταν πρόσκαιρη: τό θέμα θά θιχτεί πάλι στίς...
αναμνήσεις πού έκδόθηκαν μεταπολεμικά.
Θά μπορούσαμε νά πολλαπλασιάσουμε τίς διάφορες
όψεις τού «Εμείς». Δημιουργούνταν άνάλογα μέ τίς συν­
θήκες καί ήταν ρευστές. Παραδείγματος χάρη, σέ μερικά
στρατόπεδα (Άουσβιτς, Μπούχενβαλντ κλπ.), οί «πολιτι­
κοί» πέτυχαν ένα διάστημα νά παραμερίσουν τούς «ποινι­
κούς», νά πάρουν «εξουσίες» καί νά δώσουν στούς δικούς
τους άνθρώπους διάφορες «υπευθυνότητες». Στό κομμα­
τιασμένο κατά εθνικότητες «Εμείς», οί παράνομες διε­
θνείς οργανώσεις άντιπαρέθεσαν ένα «Εμείς» άνάλογα μέ
τήν ιδεολογία («Εμείς, οί αντιφασίστες», κλπ.).
Πολλοί «άλλοι» προήλθαν άπό ένα προδομένο «’Εμείς»:
«Αυτοί, οί γνήσιοι Γερμανοί». «Αυτοί, οί χαφιέδες». «Αυ­
τοί, οί δοσίλογοι» διαφόρων ειδών. Ύποδείχνοντας έναν
καταδότη (σέ μιά επιγραφή στούς τοίχους τής Φρέσν),
διάφοροι κρατούμενοι προσθέτουν πώς αυτός είναι Γάλλος
ή Γαλλίδα: «Ε. Α..., δραπέτης άπ’ τή Γερμανία. Τόν πού­

236
λησε μιά γυναίκα, Γαλλίδα». Καταλαβαίνουμε πώς αυτός
πού τό ’γράψε εννοεί ότι ή γυναίκα αυτή πρόδωσε τό
«’Εμείς, ό γαλλικός λαός». Με τήν έπιγραφή «Προδομένος
άπό ένα Γάλλο», ένας άεροπόρος τών συμμαχικών δυνά­
μεων θέλει νά πει οτι ό καταδότης πρόδωσε τό «’Εμείς, οί
λαοί στόν άγώνα ενάντια στόν κοινό έχθρό». Ή ίδια ιδέα
έκφράζεται άμεσα στήν παρακάτω φράση: «Τόν έδωσε
στους Γερμανούς ένας προδότης 18-1-43».
Τό προδομένο «Εμείς» είναι ένα θέμα στό όποιο άνα-
φέρονται πολλά γραφτά εκτός τών άλλων, καί σχετικά μέ
τή στάση άπέναντι στούς κυνηγημένους άπό τόν κατακτητή
Εβραίους. Στήν Πολωνία άσχολήθηκαν μέ τό θέμα τόσο οί
Εβραίοι όσο καί οί μή Εβραίοι. Ό Ε βραίος Μ. Γκεμπίρ-
τιχ γράφει:

Αυτό μάς πονάει / Αυτό μάς πονάει πολύ! / Ό χι τό


τυφλό μίσος τού εχθρού. / Ούτε καί τά χτυπήματα άπό
τό άγριό του χέρι. / Ούτε καί τ' άστρο τού Δαβίδ στό
μπράτσο. / Γιατί αυτό είναι ντροπή / μόνο όμως γΓ
αυτούς καί τίς μελλοντικές γενιές τους. / Τό μεγαλύ­
τερο κακό (...) δέν έρχεται άπό τόν ξένο έχθρό / αλλά
(...) άπό τά παιδιά τής Πολωνίας / (...) πού μάς περι­
γελούν (...) μέσα στό δρόμο σάν μάς βλέπουν / νά τυ-
ραννιόμαστε άπ’ τόν κοινό έχθρό. / (...) Αυτοί πού εί­
ναι σάν εμάς / ριγμένοι στή σκλαβιά / (...) τήν ώρα
πού διασύρονται / ή περηφάνια κι ή τιμή τής Πολω­
νίας / τήν ώρα πού ό πολωνικός λευκός αητός σέρνε­
ται χάμω / ανάμεσα στά κομμένα γ έν ια /(...) τών
Εβραίων / (...) Δέν είναι σά νά φτύνει / τό ίδιο τό
πρόσωπό του;

Τό ίδιο θέμα, σέ έργα μή Εβραίων: ό Βάντα Ε. Μπρζέ-


σκα στιγματίζει ανάμεσα στούς κατοίκους τής Βαρσοβίας,
έκείνους πού στή διάρκεια τής έξέγερσης τού στρατοπέδου
παραμένουν τέλεια κι έπιδειχτικά άμέτοχοι. Ό Το. Μίλος
έκφράζει ανάλογα συναισθήματα στό θαυμάσιο ποίημά

237
του «Campo de Flori». Ό ίδιος συγγραφέας σ’ ένα άλλο
άξιόλογο ποίημα «Ό φτωχός Χριστιανός μπροστά στό
γκέτο» έκφράζει τό θέμα «Εμείς» καί «οί ’Άλλοι» μέ έκ-
πληκτικές μεταφορές.

(...) Τί θά τον πώ έγώ, ό 'Εδραίος τής Καινής Διαθή­


κης πού περιμένει έόώ καί όνό χιλιάδες χρόνια την
επιστροφή τού Χριστού;

(...) Θά μέ λογαριάσει άνάμεσα σ ’ εκείνους πού


βοήθησαν τό θάνατο: τούς άμαρτωλούς.

Γ. Μοναξιά
« Ά χ αυτή τή μοναξιά τού “μυστικού”, αύτή την άπομό-
νωση των ζωντανών, αυτό τό βάσανο τής άνημπόριας, τά
κατοικούν τά χρόνια πού ’ζησα, όνειρα πού ’ναι νά
'ρθουν».
Πολλές φορές, οί κοινωνικές συνθήκες έπέβαλλαν μιά
τέτοια μοναξιά. 'Αν καί δέν έλειπαν τά μέσα νά επικοινω­
νήσει μέ τούς άλλους ζωντανούς, ό άνθρωπος έμενε μόνος
γιατί οί συνθήκες τόν αποξένωναν από τούς παλιούς του
φίλους. Μιά τέτοια κατάσταση είναι καί τό θέμα τού «Τη­
λεφώνου» (τού Σλένγκελ):

Μέ πληγωμένη κι άρρωστη καρδιά,


(...) Σκέφτομαι: πρέπει σέ κάποιον
νά τηλεφωνήσω, αδιάφορο σέ ποιόν,
έξω άπ τό τείχος (...)
(...) Κι άμέσως: ώ Θεέ μου!
Δέν έχω καν έναν.
Ά πό τά χίλια εννιακόσα τριανταεννιά,
οί δρόμοι μας χώρισαν.
(...) Φιλίες πού 'πεσαν στή λήθη

238
καί τώρα πιά όέν έχω
ο ντε κι άπ τό τηλέφωνο
φίλο γιά νά μιλήσω (...)

’Αφού λοιπόν δεν είχε φίλους, σχηματίζει στό τηλέφωνο


τόν άριθμό πού λέει την ώρα, μόνο γιά ν’ άκούσει τη μα­
γνητοφωνημένη φωνή. Αυτό τού δίνει ένα πρόσχημα γιά
νά θυμηθεί περασμένα γεγονότα πού έγιναν την ίδια ώρα
καί μ’ αυτό τόν τρόπο, τό ποίημα παίρνει τό δρόμο τών
άναμνήσεων από τό προπολεμικό παρελθόν.
Είναι κι ή μοναξιά άνάμεσα στό πλήθος. Σ ’ αύτή τήν
περίπτωση, ή άπομύνωση από ’κείνους πού βρίσκονται
πολύ κοντά προκαλεΐται: α) ’Από τό ότι καθένας τους εί­
ναι πολύ άπορροφημένος από τίς δικές του σκέψεις κι
έγνοιες· 6) από τήν εχθρότητα πού βασιλεύει· γ) άπό τήν
άδυναμία νά διατυπώσει τίς πιό απόκρυφες σκέψεις του,
πολύ ειδικές ή πολύ βαθιές γιά νά μπορούν νά γίνουν
άντιληπτές.
Στά γαλλικά (τού Ρενέ Αακόστ άπό τή «Μαύρη Έ πο-
Χή »):

—Ποιος νά με σκεφτεϊ μες στό χειμώνα του


χωρίς ζέστη καί φώς. χωρίς ψωμί;

Στά πολωνικά (σ’ ένα στρατόπεδο): «... Ά π ό τους ζων­


τανούς / πού επίμονα Ασχολούνται μέ τόν έαντό τους
/ ένας τοίχος Αποξένωσης μέ χωρίζει». Καί παράλληλα:
«Τί έντονη ζωή γνωρίζει τό νεκροταφείο τής μνήμης μου
(...)». Σ’ ένα άλλο έργο: «(...) Άνάμεσα στό πλήθος μένεις
τό ίδιο μοναχικός». Ό Μ. Γιάστρουν:

(...) Κανένας όέν έριξε μιά χούφτα χώμα


στόν κοινό τούτο τάφο.
Τούς ξεπροβόδισε ή σιωπή
λεύτερους άπό τήν προδοσία τών λέξεων!
Καί:
Ταξιδιώτες των τραίνων τον θανάτου
πίσω από τ' αγκαθωτά συρματοπλέγματα.
Σείς με τά διψασμένα χείλη, σάν πληγές,
"Οταν ζητούσατε εκλιπαρώντας λίγο νερό (...)
Κανείς όέ σάς έδωσε.

Μιά ιδιαίτερη μορφή μοναξιάς βάραινε τούς άνθρώπους


πού ζούσαν με πλαστή ταυτότητα. Γεμάτοι αναμνήσεις καί
συναισθήματα φρίκης, έπρεπε νά τά κρύβουν μπροστά σ'
όλους:

(...) Είμαι ένα κορμί πού τρέμει


στά βέλη στόχος
στόν άνεμο μιά πληγή άνοιγμένη
άπό σκυλιά καί κυνηγούς (...)

Φοβάμαι τά μάτια μου.


Φοβάμαι τόν ίσκιο μου.
Φοβάμαι! Φοβάμαι!! Φοβάμαι!!!
'Ο ίσκιος μου σκάβει τόν τάφο μου.
Θά ’θελα νά χαθώ κάτω άπ' τη γη.

Τό ίδιο μοτίβο σ’ έναν άλλο συγγραφέα:

(...) Στοϋ κουρασμένου μου προσώπου κάθε ιστό


τόν πόνο κρύβω τοϋ λαού μου, πού πεθαίνει.
Καί την καρδιά βουβή κρατώ
άπ' τή σκληρή παρανομία σημαδεμένη.
(Γιά νά μήν προδοθώ) στόν κατακτητή
ούτε στό γείτονα
μήτε στόν ίδιο μου τό σύντροφο.

Σε μερικά κείμενα, ή μοναξιά παίρνει μεταφυσικές δια­


στάσεις γίνεται ένα αιώνιο χαρακτηριστικό ή άκόμα κι ή
ουσία τής άνθρώπινης ύπαρξης. Ό Μ. Γιάστρουν γράφει:

240
*Ακόμα κι άν τά σημερινά κράτη καταλνθοϋν (...),
Τά τσεκούρια γιά μένα άκόμα θά γυαλίζουν,
Γιά νά πεθάνω - ξένος καί μόνος.

Ό Τσ. Μίλος, πού χωρίς νά ’ναι ό ίδιος καταδικασμένος


παραβρέθηκε σέ γεγονότα, έπικαλεΐται τόν Campo di Fiori
στη Ρώμη, όπου πυρπολήθηκε δ Τζορντάνο Μπρούνο, «α­
νάμεσα σ' έναν άπληστο όχλο» : «'Η φλόγα πρίν άκόμα
σβήσει/οί ταβέρνες κιόλας γεμίζουν/κι οί έμποροι φέρνουν
ατό κεφάλι/πανέρια μ' ελιές καί μέ λεμόνια». Καί παρακά­
τω:

Κοντά σ' ένα ιπποδρόμιο, στη Βαρσοβία,


ένα ήσυχο βράδι φθινοπωρινό,
μέσα σέ ήχους ζωηρής μουσικής,
τόν Campo di Fiori θυμόμουν.
Έξω άπό τόν τοίχο τού γκέτο,
ό χορευτικός σκοπός έπνιγε τίς ομοβροντίες
καί τά ζευγάρια σηκώνονταν ψηλά
μέσα στόν ξάστερο ουρανό.
Κάποτε ό άέρας έφερνε
μέσα άπ τίς φλόγες τών σπιτιών
μαύρους χαρταετούς ·
κι άρπαζαν τότε οί καβαλάρηδες
μαύρες νυφάδες στόν αέρα.
Κι ό άνεμος άπό τίς φλόγες τών σπιτιών
φούσκωνε τών γυναικών τίς φούστες.
Τό πλήθος χαρούμενο γελούσε
τήν όμορφη έκείνη Κυριακή στή Βαρσοβία.

Παρακάτω:

Κι όμως έγώ τότε σκεφτόμουν


τή μοναξιά τού μαρτυρίου.
Σκεφτόμουν πώς ό Τζορντάνο
σάν είχε άνέβει στήν πυρά,

16. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 241


δέ βρήκε στη γλώσσα των άνθρώπων
ούτε μιά λέξη,
ν ’ άποχαιρετήσει την Ανθρωπότητα,
την Ανθρωπότητα αυτή πού παραμένει.

Ό έγωκεντρισμός πού προέρχεται άπό την έσωτερική


μοναξιά, εκφράζεται μέ τόν αύτοβιογραφικό χαρακτήρα
πάρα πολλών έργων. Παρόλα αυτά είναι φανερές οί προ­
σπάθειες νά ξεπεραστεί αυτή ή τάση.
νΑς μήν άσχοληθοΰμε γιά τήν ώρα μέ τά έργα πού έχουν
«ρητορικό» χαρακτήρα κι άς μιλήσουμε γιά κείνα πού
στηρίχτηκαν στήν άνάλυση τής συγκεκριμένης πραγματικό­
τητας. Ή στάση τους άπέναντι στά τρέχοντα γεγονότα
συνοψίζεται στό οτι άναγνωρίζουν τή μηδαμινότητα τής
άτομικής ζωής, τής ζωής ενός μοναχικού άτόμου: «Δέν πι­
στεύω πώς ΘΑ ’ναι ό θάνατός μου μιά καταστροφή», γρά­
φει ό Ζάκ Ντεκούρ στό τελευταίο του γράμμα. «Σκεφτείτε
πώς αύτή τή στιγμή εκατομμύρια φαντάροι άπό όλες τις
χώρες πεθαίνουν κάθε μέρα στη δίνη τον ίδιον άνεμον πού
παρασύρει καί μένα. (...) *Επειδή είμαι άθρησκος, δέ μ ’
Απασχολούν μεταθανάτιες σκέψεις- θεωρώ τόν έαντό μου
σά φύλλο πού πέφτει α π ’ τό δέντρο γιά νά γίνει λίπασμα».
Εννοείται φυσικά πώς τό δέντρο μένει.
Στά πολωνικά:

... Ησύχασε Αγάπη μον,


στέγνωσε τά γαλανά σου μάτια.
Μάταιη ή Απελπισία,
Είναι τόσο καθαρό, είναι ό κανόνας...
Σέ χρόνια τραχιά κι Ατιμώρητα
γίναμε όλοι συντρίμμια
περνώντας τήν τυφλή χιονοστοιδάδα.
Γαλήνεψε τή δύστυχη καρδιά σου,
Δέν είναι αύτό τό χειρότερο...
Σήμερα ό θάνατος θερίζει -
πλούσια ή σοδειά του.

242
Μελλοθάνατοι.... Τό ξέρεις
γιατί νά κρύβεσαι λοιπόν,
καί νά ζητάς παρηγοριά
σ' εύκολα λόγια;
(...) Ή ζωή στόν καιρό μας
άγγιζει τό θάνατο.
Ησύχασε άγάπη μον,
στέγνωσε τά γαλανά σου μάτια.

Οι προσωπικές ταλαιπωρίες κι ό θάνατος πού πλησιάζει


δεν είναι πράγματα άσυνήθιστα, γιατί συμβαίνουν τόσο
συχνά κι έχουν τόσο πολλές* μορφές, πού γίνονται κοινά:

Τίς συμφορές πού περιγράφεις, τίς εζησαν


εκατομμύρια σύγχρονοί σου.

Συχνά ή μοναξιά είχε γιά αιτία αυταπάτες πού διαλύθη­


καν κι έπαιρνε τό πρόσωπο τής περιφρόνησης. 'Ωστόσο:

Ή περιφρόνηση ίσως νά συμφιλιώνει μέ τό θάνατο,


σά ναρκωτικό.
(έτσι μπολιασμένος) ίσως θά 'ταν πιό εύκολο στην
άνυπαρξία νά χαθείς,
’Ά ν μέσα σ' αυτή τήν περιφρόνηση γιά τούς
άνθρώπους καί τόν κόσμο
Δέν υπήρχε άγάπη, πιό δυνατή άπ' τό θάνατο.

Νά κι ένα άπόσπασμα άπό τό γαλλικό κείμενο τού Ζάν


Κασού:

(...) 'Ό ταν ή καταφρόνια σπάσει κάθε φραγμό,


καρδιά, πού ’σαι έτοιμη νά σπάσεις,
δέ μένει πιά παρά νά καταφρονέσεις
καί τήν καταφρόνια.

243
14

Θέματα

Τά θέματα τών κειμένων πού εξετάζουμε έχουν τόσο με­


γάλη ποικιλία καί τόσες άποχρώσεις, πού όέ γίνεται ν’
άπαριθμηθούν όλα εδώ. ’Αντίθετα, πρόκειται ν’ άναφερ-
θούμε σέ σχετικά νέα στοιχεία, όπως:

1. Συμβολή τής Ιδιομορφίας τών περιστάσεων στά


παραδοσιακά θέματα.
2. Θέματα που άναφέρονται άμεσα σέ μιά συγκεκριμένη
περίοδο καί την έντελώς ιδιαίτερη πραγματικότητά της.

- Ο ΕΡΩΤΑΣ, ένα άπό τά πιό παραδοσιακά θέματα τής


λογοτεχνίας, βρίσκει σ’ αύτή την περίπτωση μιά ιδιαίτερη
ερμηνεία. Συνήθως δέν είναι παρά ένας καθρέφτης, πού,
μέσα άπό τό συναίσθημα γιά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο,
προβάλλει τίς άντανακλάσεις τής πραγματικότητας.
Τά έλάχιστα κείμενα πού άπεικονίζουν ή έκφράζουν τή
γέννηση τού έρωτα, είναι πολύ μακριά άπό τό παραδο­
σιακό κλίμα αυτών τών έργων. Στενά δεμένος μέ τά μακά­
βρια γεγονότα, ό έρωτας κάνει τόν εφιάλτη άκόμα πιό
οδυνηρό. Νά γιά παράδειγμα μερικές άπ ’ τίς σελίδες πού
άφησε ένα άγόρι δεκαεφτά χρονών. Περιέχουν μονάχα με­
ρικά άποσπάσματα τού αύτοβιογραφικού έργου πού σχέ­
διαζε νά γράψει ό συγγραφέας καί πού διακόπηκε άπό τό
θάνατό του:

Ό έρωτας ξύπνησε στή διάρκεια μιάς επιχείρησης,

245
μέσα στό θάνατο καί την παραφροσύνη. Τη στιγμή
πού ή Στέφα (κορίτσι τής ήλικίας του) ξεφεύγει μπρο­
στά στούς ντυμένους μέ στολή δολοφόνους, έκεΐνος
(πού όρμά νά τή σώσει) δέχεται μιά σφαίρα καί πέφ­
τοντας μένει επί τόπου γιατί οί Γερμανοί τόν νομίζουν
νεκρό. Τό έπόμενο κεφάλαιο μιλά γιά μιά άλλη επιχεί­
ρηση καί γιά τήν εξόντωση των δυό οικογενειών. Τό
άγόρι τρέχει τρελαμένο νά βρει τή Στέφα, μόλις άνα-
καλύπτει πώς σκότωσαν τή μητέρα του καί πήραν τούς
δικούς του. Καί νά ή έρωτική σκηνή:
«Στέκεται όρθια μπροστά στήν πόρτα. Τά μαντεύω
όλα άμέσως. Έ χει δυό μεγάλα δάκρυα στά μάτια της.
Σωπαίνει. Πιάνω τά παγωμένα της χέρια κι έχω τήν
έντύπωση πώς άγγίζω τά νεκρά χέρια τής μητέρας
μου. Είμαστε τόσο μικροί κι έρημοι μέσα σέ τούτη τήν
απεραντοσύνη (...) τού θανάτου. Ή νύχτα βαθαίνει τή
σιωπή μας. Κρατιόμαστε άπό τά χέρια, καθισμένοι στό
κατώφλι τού σπιτιού όπου βασιλεύουν τό κενό κι ή
βουβή φρίκη. Νά πεθαίναμε έτσι γιά νά μή θυμόμαστε,
νά μή βλέπουμε, νά μήν υποφέρουμε...»
’Αργότερα, βρίσκεται στή φυλακή, όπου (έπιφορτι-
σμένος νά κόβει τά μαλλιά τών γυναικών), γίνεται
άναγκαστικά μάρτυρας εξωφρενικών σαδιστικών ορ­
γίων. Στήν ίδια φυλακή πηγαίνουν καί τή Στέφα του.
Γιά νά τή σώσει άπό τά άνείπωτα μαρτύρια πού επέ­
βαλλαν στις γυναίκες οί Γερμανοί πρίν τίς θανατώ­
σουν, τής δίνει δηλητήριο, μέσα σέ καραμέλα.

Στά διάφορα άποσπάσματα κειμένων πού παραθέτουμε,


διαγράφεται κι άλλο ένα έρωτικό θέμα: αναδρομές στό
παρελθόν, ύπολείμματα στοχασμών, ό έρωτας πού διακό­
πηκε άπ’ τό γερμανικό έγκλημα. ’Άλλοτε είναι λόγια πού
άπευθύνονται σ’ ένα άγαπημένο πρόσωπο, πρίν άπό τό
θάνατο τού ίδιου τού συγγραφέα, άλλοτε ένα είδος επιτά­
φιου γιά τό θύμα:

246
Κρύσταλλοι πόνον
Σκέπαζαν τή νεκρική πομπή πού άρπαξε
από μένα τό κορμί σου.
*Έκανε κρύο
ήτανε σκοτάδι
Καί τό πικρό χαλάζι
κροτάλιζε
Μές στον Βοριά τή θύελλα
Πάνω στό σνρματόπλεχτο φέρετρο τής
έλπίόας μας.

Ή φυλακή κι ό θάνατος πού πλησιάζει, κάνουν πολύ­


τιμη τή χαμένη ευτυχία, πολλές φορές ώς τό σημείο νά
θεωρείται ή ουσία καί τό νόημα τής ζωής: «(...) Ίσω ς αντό
νά μήν είναι άλήθεια γιά όλονς, πάντως εκείνο πού νπερι-
σχύει καί μέ κάποια άποκλειστικότητα, είναι ή οικογένεια.
Μέ τήν προϋπόθεση, εννοείται, πώς ζεί κανείς μόνος μέ
τόν έαντό τον. Ή κατάσταση, ή όονλειά, οι φίλοι, τά λε­
φτά, οι πνενματικές ένασχολήσεις, όλα σδήνονν. Μιά ει­
κόνα μόνο είναι εκθαμβωτική καί κνρίαρχη: ή εικόνα τής
αγαπημένης γνναίκας.» Γράφει ό Φρανσουά Καμαρέ.
Οί άναμνήσεις κι οί στοχασμοί άναφέρονται καί στά
παιδιά καί ατούς γονείς. Έ τσι φτάνουμε καί στό θέμα τής
οικογένειας. Ό π ω ς καί προηγούμενα, έμφανίζονται δυό
διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα μέ τήν κατάσταση. ’Απ’
τή μιά δ μελλοθάνατος άπευθύνεται στούς δικούς του πού
βρίσκονται στή ζωή. Τούς διαβεβαιώνει γιά τήν αφοσίωσή
του, τήν τρυφερότητα, τήν έγνοια του. ’Ανησυχεί γιά τήν
τύχη τους, προσπαθεί νά έξασφαλίσει τό μέλλον τους. Νά
γιατί στά τελευταία τους γράμματα, οί κατάδικοι δίνουν
οδηγίες (πολλές φορές έκπληκτικά λεπτομερειακές!) στούς
παραλήπτες, γιά τούς πιθανούς υλικούς τους πόρους. Κα­
λούν τούς φίλους νά προστατέψουν τήν έγκαταλειμμένη
οικογένεια. ’Αφήνουν παραγγελίες (έπιμένοντας πολύ) γιά
τή διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους πού θά μείνουν ορ­
φανά. Συχνά ένθαρρύνουν τή γυναίκα ή τήν άρραβωνια-

247
οτικιά τους νά ξαναφτιάξει τή ζωή της μ’ ένα δεύτερο
γάμο, μέ τήν ευχή νά βρουν τά παιδιά (άν υπάρχουν) <πό
μελλοντικό σύζυγο ένα δεύτερο πατέρα.
’Από τήν άλλη, ή σκέψη τού κατάδικου στρέφεται στήν
οίκογένειά του πού έχει ήδη δολοφονηθεί. Οι άναμνήσεις
ξαναζωντανεύουν τόν πόνο καί τήν άγανάκτηση ένάντια
ατούς δολοφόνους.

- Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ξαναζωντανεύει μέσα


στά κείμενα τών κατάδικων διάφορες εικόνες: Τό παρελ­
θόν έρχεται καί ξανάρχεται, οί λεπτομέρειες ξαναζωντα­
νεύουν, τά γεγονότα κι ή άλληλουχία τους καθορίζονται μ'
ακρίβεια. Συχνά είναι εικόνες μας ιδιωτικής ευτυχίας: τό
πατρικό χωριό, ή οικογένεια, ή χαμένη γιά πάντα ειδυλ­
λιακή ζωή. Ό λοχίας Κορότσκα (Ρώσος) τού Κόκκινου
Στρατού τραγουδάει:

Στό σπίτι μου κοντά


ήταν ένα δάσος,
μέσα στό δάσος ήταν ένας κούκος (...)
(...) Καί τώρα νά σαπίζω εδώ,
στους βάρβαρους χαμένος,
πόσο είναι θλιβερό!
3Ακούω τή φωνή τού κούκου
άπό τήν άλλη όχθη τής ζωής...

Ό ίδιος συγγραφέας σ’ ένα άλλο ποίημα:

Είμαι πολύ νέος άκόμα,


γιά νά πεθάνω.
Σύντροφοι, λίγο σκεφτεϊτε με (...)
Σκεφτεϊτε πώς αγαπούσα τή χώρα μου (...)
Σκεφτεϊτε πώς άγαπούσα τήν άρραβωνιαστικιά
μου (...)
Σκεφτεϊτε πώς άγαπούσα τόν πατέρα μου (...)
Σκεφτεϊτε πώς άγαπούσα τή μάνα μου,

248
νΑχ! γιά τή μάνα μον τίποτα όέ θά σάς πώ (...)
Τή μάνα μον! (...)

Ό Εβραίος Μ. Γκεμπίρτιχ έγραψε:

Είχα ένα σπίτι: μιά ζεστή γωνιά,


κι ενα μικρό νοικοκυριό, όπως όλοι οι φτωχοί
άνθρωποι.
(...) Είχα ενα σπίτι: μιά καμαρούλα
καί μιά κουζίνα.
Χρόνια καί χρόνια ζοϋσα έκεϊ,
5Ανάμεσα σέ καλούς φίλους (...)
Γέμιζε ή καμαρούλα μου τραγούδια κι ύμνους (...)
Κι ήρθαν Α Υ Τ Ο Ι σάν τή χολέρα.
Καί μέ κυνήγησαν μέ τή γυναίκα καί
τά παιδιά μου...

Τό προπολεμικό παρελθόν, ιδωμένο μέσα άπό τό παρόν,


φαίνεται πολλές φορές εξωπραγματικό σάν παραμύθι. 'Ο
Σ. Ζ. Λέκ γράφει στό ποίημά του «Παραμύθι»:

Πίσω άπό εφτά βουνά σύννεφα,


πού ξεσήκωσε ή σκόνη τών πολυσύχναστων δρόμων,
ή έκρηξη τών χειροβομβίδων, ή καπνιά τών
κρεματορίων,
(...) Κάποτε μ' έλεγαν Στανισλάς Ζώρζ Λέκ,
είχα μάνα καί σπίτι, σπίτι καί γυναίκα, κλπ.

Ε κτός άπό την πολυμορφία αυτών τών άναμνήσεων,


διαπιστώνουμε τόν προσωπικό τους χαρακτήρα. Δέν είναι
άφηρημένες σκέψεις άλλά καταστάσεις πού οί συγγραφείς
βίωσαν ή είδαν. Γι’ αυτό μορφοποιούνται σέ συγκεκριμέ­
νες παραστατικές εικόνες.

- Τ ο ΜΕΛΛΟΝ ΟΠΩΣ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ, άντί-


θετα μέ τό παρελθόν, ερμηνεύεται συνήθως άφηρημένα. Οί

249
προβλέψεις γιά τό μέλλον (γιατί μάλλον γιά προβλέψεις
πρόκειται) προλέγουν τήν ώρα τής έκδίκησης (έννοια πού
απαντιέται πιό συχνά άπ’ όλες), την ειρήνη, τήν ευτυχία,
τη χαρά, τήν ελευθερία, τήν άνοικοδόμηση κλπ. Πολλές
φορές οί έννοιες αυτές άποδίδονται μέ πάθος καί βαθύ
συναίσθημα («τό μικρό παιδί των ονείρων μου: ή λευτεριά,
ή λευτεριά πού τίναξε τό δρόμο στόν άέρα», κλπ.). Πα­
ρόλα αύτά είναι σχεδόν πάντα άφηρημένες εικόνες. Συν­
ήθως τό συγκεκριμένο έκφράζεται μόνο άρνητικά. Είναι
κυρίως ή άναφορά σέ φαινόμενα πού θά έχουν στό μέλλον
εξαφανιστεί: ή άδικία, ή φυλακή, οί διώξεις κλπ. Ή άκό-
μα, όταν ό συγγραφέας (παρόλο πού χαιρετίζει τήν κον­
τινή ήττα τού έχθρού, τήν ανάκτηση τής λευτεριάς κλπ.)
άναλογίζεται ώστόσο πώς οί συμφορές πού ’φερε ό κατα-
κτητής είναι άνεπανόρθωτες, γιατί κανείς δέ θά ξαναδώσει
τή ζωή στά θύματα.

-ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΙΠΕΔΩΝ: Αυτή ή έτερογένεια στή δομή


(τών εικόνων τού παρελθόντος άπό τή μιά καί τών προσ­
δοκιών άπό τήν άλλη) έξηγείται άπό τή διαφορετική κατα­
γωγή τους. Ένώ οί πρώτες εικόνες προέρχονται άπό
προσωπικές εμπειρίες, οί δεύτερες επικαλούνται ιστορικές
προβλέψεις.
’Από ήθική άποψη ό έκδηλος παραλογισμός τών γεγονό­
των δίνει πολλές φορές στά κείμενα μηδενιστικές αποχρώ­
σεις. Εύκολα τίς διακρίνει κανείς στίς εκφράσεις μαύρου
χιούμορ. Ή αίσθηση τού παραλογισμού πού βασιλεύει,
φαίνεται καί στίς προβλέψεις γιά τό μέλλον. Ό Μ. Γιά-
στρουν σ’ ένα άπόσπασμα πού ήδη παραθέσαμε, προβάλ­
λει καί στό μέλλον τά εγκλήματα τού καιρού του, γιά νά
προβλέψει πώς οί «λεπίδες άκόμα θά γυαλίζουν», άκόμα
κι άν «τά σημερινά κράτη καταλυθοϋν». Συνεχίζει ρωτών­
τας τό μέλλον:

Ποιά οικογενειακή ντροπή θά επικαλεστούν


( . . . ) ( .. .)

250
Ποιά βρισιά θά ξεστομίσουν
Συκοφαντία βγαλμένη άπό κτηνώόικα
σφιγμένα δόντια;
Ποιανού λαού τό πρόσωπο τό μέλλον
θ' άπαιτήσει;
Ποιανού τό αίμα χωρίς λόγο θά χυθεί
Στό ρυάκι τού δρόμου,
Στρωμένου μ έπιτύμβιες πλάκες
παλιών νεκροταφείων.

- Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΩΞΕΩΝ έδωσαν


ένα μεγάλο αριθμό θεμάτων: επιχειρήσεις καί τραίνα τού
θανάτου, φυλακές καί στρατόπεδα, συλλήψεις καί διαλο­
γές, κρεμάλα καί θάλαμοι άερίων.
Μερικά άπ’ όλα αυτά τά θέματα είναι ιδιαίτερα προσφι­
λή. Μπορεί κανείς επίσης νά διαπιστώσει ομοιότητες σέ
συλλογισμούς πού γίνονται μ’ άφορμή άνάλογα γεγονότα.
Έτσι, σέ πολλά κείμενα μέ θέμα τήν πείνα, τό ψωμί γίνε­
ται ένας θεός «πού ή σκέψη τού άπευθύνει προσευχές».
Φέρνει άναμνήσεις καί προκαλεί όνειρα. ’Αλλού, ή πείνα
ρίχνει σέ χορταστικά όνειρα.
Χωρίς άλλο τά έργα περιγράφουν τίς διάφορες κατα­
στάσεις, τή ζωή σέ καινούργιες συνθήκες, τά καινούργια
πρόσωπα, «σταδιοδρομίες», έθιμα, «επαγγέλματα», κλπ.

-Τ ο ΤΟΠΙΟ είναι κι αυτό ένα άπό τά άντικείμενα τών


κειμένων πού εξετάζουμε. Ή φύση χρησιμεύει σάν φόντο ή
σάν πρόφαση γιά νά εκφραστούν άνάγλυφα τά συναισθή­
ματα τού συγγραφέα, οί φιλοσοφικές του άντιλήψεις. Ή
πιό άπλή άπ’ αυτές, πού τή συναντάμε καί πιό συχνά,
συνοψίζεται στό παλιό γνωμικό: «Τό δάσος υπήρχε πρίν
άπό μάς· όμοια θά υπάρχει καί μετά άπό μάς». Μ' άλλα
λόγια: ή ζωή τού άνθρώπου παρέρχεται, ή φύση μένει.
Αυτή ή διαπίστωση άλλοτε όδηγεί σέ παραινέσεις πού μι­
λούν γιά μετριοφροσύνη, γιά τή μηδαμινότητα τής άνθρώ-
πινης ζωής καί τήν άναγκαιότητα στωικισμού, κι άλλοτε
βαθαίνει τό συναίσθημα τής αδικίας πού κυριαρχεί, τής
μοναξιάς, τού παράλογου. Ή απάθεια τής φύσης μπροστά
στά εγκλήματα πού γίνονται, δημιουργεί τήν εντύπωση
πώς ή ομορφιά τού τοπίου είναι μιά τεχνητή, άψυχη δια-
κόσμηση. Π.χ. (στά γαλλικά): «Μέσα σ ’ ένα σκηνικό από
σύννεφα ό ήλιος έπιτέλονς μάς έλενθερώνει» κλπ. Στά πο­
λωνικά: «Τό φεγγάρι ηλίθια χαμογελά στόν ουρανό/όπως
στό θέατρο γκροτέσκο (...)»
νΑλλη λειτουργία τού τοπίου είναι νά προκαλεί συνειρ­
μικές άναμνήσεις. Τό φεγγάρι «(...) έλαμπε τό ίδιο όπως
παλιά...» κλπ. Καί σ’ ένα γάλλο συγγραφέα (τόν Άραγκόν,
στό ποίημα «Τά μάτια τής Έλσας»): « (...) Τό άπιστο σύν­
νεφο/ Αυτός ό παλιός περαματάρης άλλοτινών ονείρων».
Ό λ ’ αυτά εξάλλου συνεχίζουν μιά πολύχρονη λογοτε­
χνική παράδοση.

-Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ εκδηλώνεται μέ διάφορες


μορφές θεμάτων. Έ να άπό αυτά είναι τό θέμα των άπο-
χαιρετισμών. Ό συγγραφέας άποχαιρετά γιά τελευταία
φορά τά κοντινά του πρόσωπα, τούς γνώριμους τόπους
καί τοπία:

(...)
Καί τώρα άγαπημένο μου παιδί
(...)
7 /ρ 0 ’ ή στιγμή των άποχαιρετισμών...
(...)
’Ά ς πούμε άντίο λοιπόν σ ’ ό,τι άγαπήσαμε.
(...)
Στά τραγούδια πού μισοτελειωμένα αίωροϋνται
στό δωμάτιο
Καί πέρα άπό μάς ταξιδεύουν
"Οταν εμείς οδηγούμαστε στόν τάφο (...)
Πάνω σέ τούτο τό τραπέζι (...)
Μάς μαγείρευε ή φτωχή σου ή μάνα
”Αν κι ήτανε φορές πού τίποτα
Δέν είχαμε νά φάμε (...)....
Γράφει ό Σ. Τσάγιεβιτς στό ποίημα «Φύγε άπό δω».

Αυτό τό μοτίβο συνταιριάζεται μέ τό μοτίβο τού «ποτέ

252
πιά» όέ θά ξαναδώ αυτό τό τοπίο «ποτέ πιά» δέ θ’ άγκα-
λιάσω τή γυναίκα μου, τά παιδιά μου ■ «ποτέ πιά» δέ θά
ξαναδιαβάσω... κλπ.
Οί συγγραφείς κάνουν τόν «τελευταίο άπολογισμό» τής
ζωής καί τής συνείδησής τους.
Ό λ α αυτά είναι άκόμα ή οφειλή πρός τή ζωή: τό βλέμμα
πρός τά πίσω. Ή αίσθηση του θανάτου ερμηνεύεται μέ τίς
προσεγγίσεις καί τίς προβολές τού φαινόμενου αυτού:

Φοβάμαι (.......)
Λύτό τό σιγανό θάνατο άπό σήψη (...)

Ή , στό ποίημα τού Αύγουστου Κλαρύ «Τό τραγούδι τού


τρελού»:

Α χ ! νά πεθάνω πιά
Στό στρατόπεδο
Πού μυρμηγκιάζει
Α πό περιπλανώμενα πτώματα.

Έ νας άλλος συγγραφέας παρατάσσει μιά πένθιμη σειρά


άπό έρωτήσεις, γιά ν’ άπαντήσει (μετά άπό κάθε στίχο) μέ
τήν ίδια πάντα διαπίστωση: Θάνατος. Έ να ς άλλος, ό Φο-
στύ, στό ποίημα « Ό θάνατος» γράφει:

Τί άλλο νά σκεφτεϊς έξω α π ’ τό θάνατο (...)


Μά νά πεθαίνεις στά είκοσι καί νά ’σαι ένα
κουφάρι
Μές στά πολλά, πού ’ν ’ σέ σωρούς βραδιασμένα,
Μέ διάπλατα τά μάτια σά νά γυρεύουν τό λιμάνι,
"Οπου ή μακάβρια κωμωδία θά μπορεί νά
διαρκέσει.
Νά μήν είσαι άλλο άπό ’να πτώμα πού παραπετάνε
Πάνω σ ’ ένα νεκροσωρό σάν βρώμικο κουρέλι.

Ό Πώλ Γκουαγιάρ δίνει τήν εικόνα τού «θανάτου στή


μεγάλη εξόντωση»:
253
5Ανάκατα δ λα
Μέλη μπλεγμένα,
Κρανία άνοιγμένα
Σάρκες σέ άποσύνθεση
Τελευταία περίπτυξη
Μές στη φωτιά
Ψηλή φλόγα
Νά ό άνθρωπος
Λίγη λευκή, ψιλή στάχτη
Στον ούρανό
’Ανεβαίνει ή καπνιά...

Έ νας άλλος συγγραφέας, ό Φράντς Χάκελ, γράφει:

(...) Γιά τούτον λένε: Πήγε στό φούρνο


Καί γιά τόν άλλο: Τουφεκίστηκε στό λατομείο.

Βρίσκει κανείς δεκάδες άνάλογες άναφορές, με παρό­


μοια δομή: οί συγγραφείς περιγράφουν τό θάνατο καί τό
πτώμα τών συντρόφων τους, πράγμα πού τούς όδηγεϊ στην
άναπαράσταση καί τού δικού τους θανάτου καί τού δικού
τους πτώματος:
«(...) Θά σύρουν τό κορμί μου, γιά νά τό ρίξουν στό
ύπόγειο», γράφει ό Τ. Χόλουζ μέ την τολμηρή διατύπωση
τού Βιγιόν, σ’ ένα ποίημά του.
Έ νας άλλος συγγραφέας:

(...) Ή σκέψη κάθε λεπτομέρεια ζυγιάζει χωρίς


λύπη.
Μήτε ένα δάκρυ μήν περιμένεις στά μάτια μου.
Γιά τό θάνατο μήτε τό παραμικρό σημάδι
χαιρετισμού στό πρόσωπό μου.
Ταφόπλακα ή κραυγή τής σιωπής
Σκεπάζει τούς δολοφονημένους μου
συντρόφους... (...)
Καί όταν θά 'ρθει ή σειρά μου νά πεθάνω

254
Μάταια θά πασχίζει τό τσακάλι νά μ άρνηθεϊ την
επικήδεια τελετή.
Τά όνειρα τής νιότης μου σέ νεκρική πομπή
θ' άκολονθοϋν.
Καί τό τραγούδι που δέν έγραψα λεύτερο θά
χαθεί στόν ουρανό.

Μερικά ποιήματα περιγράφουν τό θάνατο, ξεκινώντας


άπ’ την περιγραφή τον κρεματορίου στό στρατόπεδο:

(...) Ό καπνός άνεδαίνει στό στερέωμα


Κι οι κάτοικοι τοϋ στρατοπέδου μέ τά
δαθουλωμένα άυπνα μάτια τους,
(...) Κοιτάζουν τό μνημείο νά καπνίζει
Κι ονειρεύονται μιά πίπα κα ί καλό καπνό...
'Όσο όέ θά μπορούν νά τό έπισκεφτοϋν,
'Όσο θά τό κοιτάζουν νά καπνίζει,
Θά 'χουν άκόμα τό δικαίωμα νά ονειρεύονται.

Νά κι ένα είδος σύνθεσης τού Μ. Γιάστρουν μέ τίτλο «ή


Κηδεία»:

ΓΟ φούρνος τού κρεματορίου, ήταν τό φέρετρο


Τά διάφανα τοιχώματά του ήταν άπό άέρα.
Καί ό καπνός ενός άνθρώπου ζωντανού
Πέρασε άπό τής ιστορίας τήν καμινάδα.

Τό θάνατό σου πώς πρέπει νά τιμήσω;


Πώς μπορώ νά 'ρθω στή νεκρική σου τελετή -
Μιά χούφτα στάχτη πού πλανιέται
3Ανάμεσα σέ γη καί ούρανό;
Πώς νά ρίξω λίγα λουλούδια
Σ' ένα τάφο σκαμμένο στόν άνεμο; (...).

Βλέπει κανείς καθαρά πώς οί μεταφορές τού ποιήματος


(«τάφος σκαμμένος στόν άνεμο» κλπ.) δέν είναι παρά φαι­

255
νομενικές. Είναι τά ίδια τά υλικά φαινόμενα πού άλλαξαν,
σε σημείο νά πάρουν την έντονη μορφή τού παράδοξου.

- Τ α πρ ο βλ ή μ α τ α θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ή ς πίσ τη ς καθρεφτίζουν
μιάν άλλη πλευρά τού προβληματισμού των κρατούμενων.
Έ νας ειδικότερος στόχος μας θά ήταν νά καθορίσουμε σε
ποιό βαθμό επηρέαζε ή κατάσταση τού μελλοθάνατου τό
θρησκευτικό του συναίσθημα. Τό πρόβλημα είναι άρκετά
εύρύ γιά νά χωρέσει στά πλαίσια τού κεφαλαίου. Ό πω ς
γιά τά θέματα πού θίξαμε προηγουμένως, έτσι κι εδώ δέ
θά εξετάσουμε παρά την άντανάκλασή του, σέ γενικές
γραμμές, μέσα στά κείμενα. Εξάλλου, τό πρόβλημα αυτό
αποτελεί τό άντικείμενο πολλών άναμνήσεων πού έχουν
γραφτεί μεταγενέστερα.
Πρέπει νά γίνει διάκριση άνάμεσα στούς κρατούμενους
φυλακών καί στούς κρατούμενους τών στρατοπέδων. Γε­
νικά ή φυλακή δέν προκαλεϊ πολύ μεγάλες άλλαγές. Αυτό
άποδεικνύεται, άν εξετάσουμε τά τελευταία γράμματα τών
κατάδικων. "Οσοι είχαν μιά θρησκευτική πίστη πρίν από
τήν καταδίκη τους, τήν κράτησαν: ζούσαν βαθιά τήν τε­
λευταία μετάληψη, έλπιζαν νά ξαναδούν τούς δικούς τους
στόν άλλο κόσμο κλπ. ’Αντίθετα, στά γράμματα έκείνων
πού δέν είχαν κάποια θρησκευτική πίστη άπό πρίν, τά
θρησκευτικά θέματα άπουσιάζουν εντελώς.
Τό φαινόμενο έξηγεϊται άπό τό γεγονός πώς ή φυλακή
δέν προσθέτει ουσιαστικά στοιχεία. Ή μοναξιά τής φυλα­
κής, ή απομόνωση άπό τόν εξωτερικό κόσμο, δέν έκαναν
τίποτα περισσότερο άπό τό νά ενισχύουν τά συναισθήματα
πού προύπήρχαν. Ή προσέγγιση τού θανάτου έδινε σ’
αυτά περισσότερο νόημα. Παρόλα αυτά δέν υπήρχαν τά
άποκαλυπτικά γεγονότα πού θά προκαλούσαν μιά άνα-
θεώρηση τών συναισθημάτων αυτών στ ή βάση τους.

Ό γερμανός καθολικός παπάς πού άναφέραμε


παραπάνω, έγραφε: «Όλες αυτές τίς βδομάδες (τής
προσμονής τού θανάτου), ή ζωή κέρδισε πολύ έδαφος

256
(...). Τά πράγματα άποκαλύπτονται πιό άπλά καί μαζί
πιό παραστατικά, πιό συγκεκριμένα. Πρώτ’ άπ’ όλα ό
Θεός, ό Κύριος, έγινε πιό πραγματικός». Ό ίδιος συγ­
γραφέας, μετά την έπίσημη θανατική καταδίκη του:
«Τώρα ή ζωή μου είναι παράξενη. Ξαναποκτά κανείς
τόσο γρήγορα τή συνήθεια νά ζεΐ, πού πρέπει νά θυμί­
ζει μέ τή βία στή συνείδησή του τή θανατική καταδί­
κη.» Καί παρακάτω: «Τί επιδιώκει ό Θεός μέ όλα αυ­
τά; Είναι ένα μάθημα ελευθερίας καί τέλειας θυσίας;
(...) Ή μήπως μιά άπόδειξη πίστης; Τί πρέπει νά κάνω
τώρα γιά νά μή γίνω άπιστος; Πρέπει νά συνεχίσω νά
πιστεύω παρόλη τήν άβεβαιότητα; Είναι άπιστία νά
δυσπιστεΐς; Πρέπει μήπως ν’ άφεθώ (...) καί νά περι­
μένω μόνο τήν κρεμάλα;»

Δέν ισχύει τό ίδιο γιά τούς κατάδικους πού ζούσαν τήν


καταδίκη τους, μέσα σέ μιά κοινωνία μαρτυρική καί πού
παραβρίσκονταν στούς διωγμούς πού έπέβαλλε (γκέτο καί
στρατόπεδα). Τά μαρτύρια αυτά ήταν πολλές φορές τόσο
άποκαλυπτικά, άκόμα καί γιά τούς πιό ενημερωμένους,
πού έβαζαν εξαρχής ερωτήματα γιά τό νόημα τής ύπαρξης
καί, μαζί μ’ αυτά προβλήματα πίστης.
Επιπλέον έβλεπαν μέ τά ίδια τους τά μάτια τίς μαζικές
εκτελέσεις. Τό εύθραυστο τής άνθρώπινης ζωής έπαψε νά
είναι ιδέα κι έγινε καθημερινό φαινόμενο. Καί μάλιστα, μέ
μιά πρωτοφανή υπεραφθονία θεαματικών παραλλαγών.
Μπροστά σέ μιά τέτοια πραγματικότητα, οί μεταμορφώ­
σεις πού έπήλθαν στή θρησκευτική συνείδηση, θά μπορού­
σαν νά συνοψιστούν στό άκόλουθο σχήμα:1

1. Ή τέλεια άόικία, άσνμδίδαστη μέ τήν ιδέα τής Θείας


Πρόνοιας, καταστρέφει τήν πίστη.

Ή άντίθετα:

2. Ή Ιδια επίγεια άδικία ώθεϊ στήν παραδοχή ενός άό-

17. Γραφτά τών μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 257


ρατον κόσμον, πού κάνει άσήμαντες, εφήμερες κι άπατη -
λες τις καθημερινές άόικίες.

Τά κείμενα πού είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένα με


τόν προορισμό τους, γράφτηκαν άπό συγγραφείς πού όχι
μόνο παραδέχονται τή δεύτερη εκδοχή, άλλα καί θεωρούν
άπ' τά πρίν, ότι κάθε μαρτύριο είναι μέσα στη διαδικασία,
στη «διαλεκτική» τής αιώνιας σωτηρίας σύμφωνα μέ τά
διδάγματα τής εκκλησίας. ’Ανάμεσα σ’ άλλες, κι ή περί­
πτωση τού γάλλου ποιητή Μάξ Ζακόμπ πού πιάστηκε τό
Φλεβάρη τού 1944, μπήκε στή φυλακή, μεταφέρθηκε στό
στρατόπεδο τού Ντρανσύ, όπου καί πέθανε τόν επόμενο
Μάρτη.
«’Έχω εμπιστοσύνη στό Θεό καί στούς φίλους μου. Τόν
ευχαριστώ γιά τό μαρτύριο πού άρχίζει», έλεγε στό
«Γράμμα τού ναυαγού» πού τό ’γράψε μέ τήν άνοχή τών
χωροφυλάκων καί τό ’στείλε στόν ιερέα τής πατρίδας του.
Πίσω άπό μιά εικόνα μέ τό σταυρό, στεφανωμένο μέ ένα
άγκάθινο καί ένα δάφνινο στεφάνι καί μέ τήν επιγραφή
«Ν’ άρνιέσαι τήν οδύνη σημαίνει ν ’ άρνιέσαι τό στεφάνι»,
δ Ροζέ Περονώ, (φοιτητής πού καταδικάστηκε στίς 24 τού
Μάρτη 1942 καί τουφεκίστηκε στό βουνό Βαλεριέν, στίς
29 ’Ιούλη 1942 μετά άπό 11 μήνες στό κελί) έγραψε: «Φυ­
λάξτε αυτή τήν εικόνα πού δείχνει τή ζωή μου τούς τελευ­
ταίους μήνες».
’Ανάμεσα στά κείμενα βρίσκει κανείς παραφράσεις
προσευχών σέ ποιητική μορφή, πρός τό Χριστό, τήν Πανα­
γία, τόν ένα ή τόν άλλο άγιο. «Ή προσευχή γιά τούς φυ­
λακισμένους τής Φρέσν» τού Ζάν Α. Μπερνάρ, τελειώνει
έτσι:

(...) Δώσε σ’ όλους μας, Κύριε, τήν άπαραίτητη δύ­


ναμη ν’ άντισταθούμε στίς τρομερές άνακρίσεις (...).
στίς ερωτήσεις καί τίς παγίδες, στό κνούτο πού τόσο
πονά, στά καμένα δαυλιά, στίς τσιμπίδες καί στίς
φλόγες (...) Δώσε σ’ όλους μας, Κύριε, τήν άπαραίτητη

258
δύναμη νά πεθάνουμε, δώσε σ' όλους μας την άπαραί-
τητη δύναμη, γιά νά ζήσουμε.

Παρόμοιο με τά έβραϊκά είναι γιά παράδειγμα τό τρο­


πάριο τών ορθόδοξων τού γκέτο τής Βαρσοβίας, πού είναι
μιά παράφραση τού «Πιστεύω». Ό άλλος θρησκευτικός
ύμνος τής ίδιας όμάδας λέει: «νΑν δέν είχα τήν πίστη / στό
θεό, ευλογημένο τ’ όνομά του, / κανένα νόημα δέ θά ’χε
ο,τι κάνω./Ούτε γιά μιά στιγμή, / δέν άξίζει νά ζείς / χωρίς
τήν πίστη καί τήν έλπίδα στή σωτηρία σου».
Νά καί μερικά παραδείγματα μιας αντίθετης τάσης:
Ό Μάρκ Ρόθ πού δούλευε στήν «ταξιαρχία τού θανά­
του» στό στρατόπεδο Λβόφ, περιγράφει τίς άγριότητες καί
τούς μαζικούς θανάτους στόν «άμμόλοφο» (τόπο μαζικών
εκτελέσεων στά περίχωρα τού Λβόφ):

(...) Είδα γέροντες (...), έφηβους (...), έγκυες γυναίκες


(...), κορίτσια (...). Είδα, είδα... (...): μικρά παιδιά μέ
σκισμένα κεφαλάκια, μέ κορμάκια τρυπημένα άπ’ τίς
ριπές τών μυδραλιοβόλων... (...). Σωρούς ολόκληρους
(...). Θυμήθηκα μία περίεργη λέξη - Θεός. ’Από
πάνω μου όμως ύπήρχε μόνο τό κενό, καί γύρω μου
μόνο τό έγκλημα.

Ό Μ. Γιάστρουν στό ποίημά του «’Α π’ τά βάθη τής


’Αβύσσου» γράφει:

(...) Μέ ρωτούν τ άστέρια: Καί πού θά πάς;


Μήπως τό ονειρεύτηκες μόνο;
Έγώ μόνο τό ξέρω πώς Θεός δέν υπάρχει
Ούτε υπήρξε ποτέ.

Δέν ύπήρχε όταν τ' άνθρώπινα κεφάλια


Πέφταν Θερισμένα
Στις βαθιές τάφρους τού θανάτου:
Τά αίμόφυρτα κεφάλια.

259
Δέν ήταν μές στην απαίσια καπνιά
Ά π ’ τά καμένα σώματα καί στό ήμίφωζ των
θαλάμων άερίον

Τό όνομά σου εϊν’ ή νύχτα, τό όνομά σου


ό θάνατος,
Ή πυρκαγιά εϊν’ τ ’ όνομά σου (...)

Μιά ξεχωριστή στάση είναι ή έξέγερση (πού την ονομά­


ζουμε συνήθως «προμηθεϊκή», στήν ιστορία τής λογοτε­
χνίας). Χωρίς ν’ άμφιβάλλει ό συγγραφέας γιά τήν ύπαρξη
τού θεού, τόν κατηγορεί γιά τή μή έκπλήρωση τών καθη­
κόντων του. Συναντάμε αυτή τήν τάση σε άρκετά έργα
γραμμένα στά γίντις, πού άρχίζουν άπ’ τήν εβραϊκή λέξη
ε^ώο1 («πώς μπορείς, ώ Κύριε», κλπ.). Αυτό τό μοτίβο
παρουσιάζεται επίσης σ’ αυθεντικά λαϊκά κείμενα μέ εκ­
φραστικές μορφές, εκπληκτικές πολλές φορές. Μιά μι-
κρεμπόρισσα τροφίμων, άπλή καί τυπική γυναίκα τού
λαού, πού τήν όδηγοΰσαν μέ τήν οίκογένειά της στό θάνα­
το, σήκωσε τό κεφάλι κατά τόν ουρανό καί μέ βροντερή
φωνή, σχεδόν χαρούμενη, ξεστόμισε:

«Ετοιμάσου, Θεούλη μου. Σέ λίγο θά βρίσκομαι


εκεί, κοντά σου». Χαρούμενη πρόσθεσε: «Ετοιμάσου,
Θεούλη μου, ευλογημένο τ’ όνομά σου! Έρχομαι. Θά
’ρθω σέ λίγο εκεί πάνω. Καί θά ’βρω έπιτέλους τήν
ευκαιρία νά έξηγηθώ μαζί σου στά ίσα, αυτοπροσώ­
πως, φάτσα μέ φάτσα. Σοΰ τό λέω όμως άπό τώρα, νά
σαι σίγουρος: Ό χαμένος σ’ αυτή τή δίκη θά 'σαι
σύ ».

Νά καί μιά παραλλαγή τού μοτίβου στά γαλλικά, τού


Ύβ Μπουλόν:

1. Παροιμιακή λέξη πού ή καταγωγή της καθόρισε τή σημασία της. Μ'


αυτή τή λέξη άρχίζει ό πρώτος θρήνος τού προφήτη Ιερεμία γιά τήν
καταστροφή τού Ναού τής Ιερουσαλήμ.

260
νΩ γλνκιά μου μητέρα, πού ή καρδιά σου
όλα τ ’ άντέχει
Γιατί τόσος ήλιος, γιατί τόση νιότη,
Γιατί δεν είσαι πιά εκεί πάνω κι ό Θεός δέν είναι
Θεός πιά;

Τά περισσότερα έργα, έκφράζουν μιά διαμορφωμένη


άπό τά πριν στάση. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κι εξαιρέσεις.
’Αναφέρουμε μιά άπ’ αυτές, ένα άπόσπασμα πρώτα πρώτα
άπ’ τά γραφτά ένός κοριτσιού 12 χρονών. Ή παιδική τους
άπλότητα ιδιαίτερα κάνει τις εξομολογήσεις αυτές πολύ
ξεκάθαρες:

Ή μικρή έχει κιόλας παρακολουθήσει πολλές φορές


άπαγχονισμούς. Έ χει κιόλας γνωρίσει τούς διωγμούς
όλων τών ειδών. Καί νά οι συνθήκες πού τήν έβαλαν
μπροστά στό πρόβλημα τής πίστης: μέ τήν ευκαιρία
τής ίσραηλίτικης γιορτής, οί συγκρατούμενές της άνά-
βουν παράνομα κεριά στήν παράγκα τους: «Όλες εί­
χαν δάκρυα στά μάτια, γιατί ή γιορτή έφερνε στό νού
τής καθεμιάς συγκινητικές άναμνήσεις (...). Έ γώ δέν
είχά καμιά ανάμνηση άπ’ τή γιορτή. Πρίν άπό τόν
πόλεμο ό πατέρας μου δέν έκανε προσευχές · στό σπίτι
μας δέν είχαμε άναμμένα κεριά τή μέρα αυτή»2. Λίγο
παρακάτω: «Τή νύχτα, όταν γυρίσαμε στήν παράγκα,
οι γυναίκες άναψαν πάλι κεριά σέ μερικά κρεβάτια
καί κλαίγοντας έλεγαν προσευχές. Κάθησα στό κρε­
βάτι τής διπλανής μου πού άναβε ένα κερί. Κοίταζα
τή μικρή του φλόγα κι άρχισα νά πιστεύω ότι ό Θεός
έβλεπε πώς τόν λατρεύαμε, μέσα σ’ αυτές τίς τρομερές
συνθήκες, καί ότι ίσως τήν τελευταία στιγμή δέ θ’
άφηνε νά δολοφονήσουν αυτή τή μικρή χούφτα τών
ναυαγών.

2. Μιλήσαμε περισσότερο γιά τό έργο αυτό («Μέ τά μάτια ένός κορι­


τσιού 12 χρονών») στό κεφάλαιο γιά τά «Κείμενα καταδικασμένων παι­
διών».

261
»Ξάπλωσα στό κρεβάτι μου. 'Η διπλανή μου όμως
μέ ρώτησε άν νηστεύω τη σαρακοστή. Δεν ήξερα. Νη­
στεία σημαίνει θρησκεία. Είναι ή άνάμνηση των συμ­
φορών τών Εβραίων τόν καιρό τής αιχμαλωσίας στήν
Αίγυπτο3 κι εγώ, είμαι επίσης Εβραία. Δε θέλησα νά
σκεφτώ βαθύτερα, γιατί αισθανόμουν πώς θά ’παυα
νά πιστεύω στήν ύπαρξη τού Θεού κι ή πίστη είναι
καί ελπίδα. ’Αποφάσισα νά νηστέψω». Τήν έπομένη, ή
καινούργια μέρα στό στρατόπεδο φέρνει τίς γυναίκες
στήν πραγματικότητα. Κι αύτή τή φορά μόλις μπήκαν
στήν παράγκα:
»’Άλλες έβγαλαν ένα χαρτί μέ μιά προσευχή γιά
τούς νεκρούς κι άλλες έκλαιγαν. Έγώ άντί νά προσεύ­
χομαι ή νά κλαίω, άρχιζα ν’ άμφιβάλλω. Δέν ήταν
άπάτη όλα αυτά; Γιατί, λοιπόν, ή νηστεία; Μήπως
υπάρχει κανένας θεός; Κι έπαψα πάλι νά πιστεύω».

Τό «'Ημερολόγιο» τού Νορβηγού Πέτερ Μόεν είναι μιά


ενδιαφέρουσα μαρτυρία πάνω στό ίδιο πρόβλημα. Περιμέ-
νοντας τό θάνατο καί τίς σωματικές καί ήθικές ταλαιπω­
ρίες, γυρεύει συνειδητά νά ξαναβρεί τήν πίστη του. Χωρίς
νά έπιμείνουμε πολύ στίς εκμυστηρεύσεις του, δίνουμε με­
ρικά άποσπάσματα πού μπορούν νά δείξουν συνοπτικά
τήν περίπτωσή του:

«Θά παρακαλέσω τούτο τό βράδι τό Θεό τής μητέ­


ρας μου νά μ’ απαλλάξει άπ’ αύτή τή δοκιμασία». «Τί
παράξενο χάος μέσα μου (...) ή αναζήτηση τού θεού
άπό επιθυμία λύτρωσης». - «Κάτι συμβαίνει μέσα μου.
Μήπως είμαι στό δρόμο τής μετάνοιας; Τό ελπίζω μέσ'
άπ’ τά τρίσβαθα τής ψυχής μου.» - «Έκανα ένα και­
νούργιο πείραμα: ή φοβερή άπελπισία μέ σπρώχνει νά
φωνάξω: Θεέ καί Κύριε, βοήθησέ με! ’Ιησού, σώσε

3. Ή νεαρή σι»γγραφέας αύτή τή φορά κάνει λάθος, πράγμα πού δύν £χει
εςάλλοΐ’ σημαοία.

262
μ ε !» -« Θ ’ άναρωτηθούν μερικοί, πώς μπορεί μιά
ύπαρξη με λογικό νά παρακαλεί τό Θεό χωρίς νά τόν
πιστεύει (...)· Ή οριστική άλήθεια γιά τό παράλογο
δεν έχει βρεθεί, έχω λοιπόν τό δικαίωμα νά παρακα­
λώ». - «νΑν δεν υπήρχε Θεός, θά ’πρεπε νά τόν ανα­
καλύψου με». - «Ή άνάγκη γιά λύτρωση δημιουργή-
θηκε άπό τήν αγωνία καί τήν οδύνη καί δε σκοπεύει
παρά σε μιά καθαρά επίγεια άπελευθέρωση». - «Κατά
τή γνώμη μου, νά ποιά είν’ ή “λύση” τού θρησκευτι­
κού προβλήματος: Ό π ο ιο ς άναζητάει τό θεό, ανακα­
λύπτει τόν εαυτό του, άνακαλύπτει τό φόβο καί τήν
άδυναμία του μπροστά στήν εχθρική δύναμη, παράλ­
ληλα με τήν έντονη έπιθυμία του νά ξεφύγει άπ ’ τό
φόβο, απ’ τήν οδύνη τού θανάτου».

Τέλος, τά κείμενα άναφέρονται συχνά στό Χριστό με


κάποια πίκρα, κυρίως έξαιτίας τής χρήσης πού τού έκανε
ή χιτλερική προπαγάνδα κι οί ντόπιοι συνεργάτες τού
κατακτητή πού διέπρατταν τά έγκλήματά τους ένάντια
στούς Εβραίους στό όνομα τής «υπεράσπισης τού Χρι­
στιανισμού». Στό ποίημα «Βλασφημία», ή Ε β ρα ία Μα­
ρία Χότσμπεργκ-Μαριάνσκα έγραφε:

(..) Ίησοϋ, σταυρωμένε στό ξύλινο παρεκκλήσι


Κατέβα στή γη, στά παιδιά σου, ριγμένα ζωντανά
μές στή φωτιά.
'Ό ταν τά κοροϊδευτικά λόγια των πιστών σου
τήν άλήθεια σου προσβάλλουν,
'Εσύ σφίξε τήν πληγωμένη σου παλάμη σέ
τι μωρό γροθιά.
Ίησοϋ, σταυρωμένε στούς ματωμένους δρόμους
τής Πολωνίας,
Τό μίσος σ’ έδιωξε ά π ’ τό κατώφλι τών έκκλησιών
Ποϋ είναι ή θέση σου, τούτο τόν καιρό τού
εγκλήματος καί τοϋ τρόμου,
Ά ν όχι πίσω ά π ’ τόν τοίχο τοϋ γκέτο, άν όχι πίσω
ά π ’ τά συρματοπλέγματα;
263
Στροφές πού γεννήθηκαν άπό μιά παρόμοια άντιπαρά-
θεση βρίσκουμε πολλές φορές καί σέ κείμενα μή έβραίων
μαρτύρων:

(...). Εξόρισαν στό νΛουσβιτς


Αγγέλους καί βοσκούς.
(...) 'Ο Χριστός όέ θά ξαναντικρίσει τή μέρα
Στό γκέτο τής Κρακοβίας.
(...) Κοντά στη ματωμένη φάτνη,
Κείτονται στραγγαλισμένοι οι άγγελοι (...)
Τέτοιοι είναι οι ευλαβικοί μας ύμνοι
Καί τό δικό μας αλληλούια (...)
Ευλόγησε την άγαπημένη μας Πατρίδα!
Γιά σένα ή λύτρωση, ό παράδεισος.
Καί... σήκωσ’ τό χεράκι σου, Θείο Βρέφος,
Σήκωστο χαί πές, Χάιλ, μικρό μου.

- Τ ο ΜΟΤΙΒΟ «ΠΟΤΕ ΠΙΑ» ΣΕ ΕΘΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ: Γιά τούς


Εβραίους τής Πολωνίας, αυτή τή φορά είναι ό λαός ολό­
κληρος πού ’ναι καταδικασμένος σέ θάνατο (ή τουλάχι­
στον ή πιό συνειδητή καί μορφωμένη του μερίδα). Ε π ό ­
μενο είναι, τό μοτίβο «ποτέ πιά», νά παίρνει άσυνήθιστες
διαστάσεις, μέ τό ξάπλωμά του σέ εθνική κλίμακα. Έτσι
μάς τό δίνει κι ή πένα τού I. Κάσενλσον, μέσα σέ μιά
άφθονία προφητικών εικόνων στό «Τραγούδι τού δολοφο­
νημένου εβραϊκού λαού»:

(...) 'Ο ήλιος πού θ ’ άνατείλει


πάνω ά π ’ τά πολωνικά χωριά,
Δέ θ’ άπαντήσει ποτέ πιά στό παραθύρι
γέροντα Εβραίο νά μουρμουρίζει τούς ψαλμούς,
κι άλλονε νά τραβά γιά τή συναγωγή...
(...) Ποτέ πιά δέ θά ξυπνήσουν τά έβραιόπονλα,
χορτασμένα άπό τά βραδινά τους όνειρα (...)

264
(...) Μή με ρωτάτε (...) γιά την Καρσιλίδκα4,
τό Γιεχουπέτζ4.
Σταματεϊστε. Μή γυρεύετε κανένα:
τούς Μεναχέμ Μ αντέλ5, τούς Τουδιέ Μ ίλχικερ5,
(...) τούς Μότκε-Γκάνεδ5 (...).
Ποτέ πιά εδραία μάνα δέ θά νανουρίσει τό
παιδί της (...).
Ποτέ πιά (...) οι συγγραφείς (.......) κλπ.

Ά π ό ένα χείμαρρο εικόνες, δέ δώσαμε παρά μερικά


άκρωτηριασμένα κομμάτια. Θά θέλαμε νά τονίσουμε μόνο
τή δομή τους: τυπικά είναι ένα προφητικό όραμα, είναι
όμως θεμελιωμένη, πάνω σέ άναμνήσεις. Δίνει μιά εντυ­
πωσιακή εικόνα των εθίμων, τών τύπων τής παλιάς έποχής
κλπ. Έ τσι τό μοτίβο «ποτέ πιά» ταυτόχρονα συνδέεται καί
μέ τίς αναμνήσεις άπό τό παρελθόν.

4. ’Αλληγορικά όνόματα που χρησιμοποιούν στην έβραϊκή λογοτεχνία


γιά νά μιλήσουν γιά συγκεκριμένα χωριά.
5. Χαρακτηριστικά πρόσωπα τής έβραϊκής λογοτεχνίας.

265
15

Ε ξέλιξη στη στάση


τών κρατούμενων κ α ί διασταύρωση
των εποικοδομημάτων

Α. Γυρεύοντας μιά καθοδηγηηκή γραμμή


"Οσον άφορά τή στάση μέσα στη φυλακή (καί κυρίως στη
διάρκεια τών άνακρίσεων), οί κρατούμενοι θεωρούσαν
άξιους έκτίμησης όσους έμεναν πιστοί ως τό τέλος στίς
ιδέες τους, στό λαό τους, στό κόμμα τους κλπ. Στην άντι-
μετώπιση τών σαδιστικών μεθόδων πού χρησιμοποιούσε ή
γερμανική αστυνομία, ή λυδία λίθος ήταν νά μήν προδο-
θούν τά μυστικά καί οί σύντροφοι, παρόλα τά φοβερά
μαρτύρια: «... Ό μεγάλος μας σύντροφος ’Ιγνάτιος πέθανε
άβοήθητος στό κελί, μέ σπασμένη τή σπονδυλική στήλη
άπό τά χτυπήματα, γιατί δέν ήθελε νά προδώσει τούς συν­
τρόφους του. Μήν ξεχάσετε ποτέ τό όνομα ενός γενναίου»,
γράφει σ’ ένα του γράμμα κάποιος μελλοθάνατος.
Ό λ α αυτά δέν ήταν κάτι καινούργιο γιά τούς κρατούμε­
νους. Δέν άνακάλυπταν έναν καινούργιο τρόπο συμπερι­
φοράς. ’Αντίθετα, κρατούσαν μιά στάση ήδη γνωστή.
Δέν ισχυε τό ίδιο καί γενικά γιά τήν κοινωνία, πού
άντιμετώπιζε μιά κατάσταση χωρίς προηγούμενο. Ή δυ­
σκολία αυτή τή φορά βρισκόταν στόν έντονο άποπροσανα-
τολισμό τού κόσμου γιά τό ποιά στάση ήταν κοινωνικά
ώφέλιμη. ’Επιπλέον, επειδή ή κλίμακα τών άξιών ήταν
άσταθής, έπρεπε νά διαλέγει κανείς αυτοσχεδιάζοντας
κάθε φορά καί νέα κριτήρια.
267
Πρώτα πρώτα μπαίνει τό παμπάλαιο ζήτημα τής Αξιο­
πρέπειας Απέναντι στή βία, μέ τή διαφορά ότι αυτή τή
φορά, τό πρόβλημα γεννιόταν καθημερινά καί δέν Αφο­
ρούσε μόνο ξεχωριστούς Ανθρώπους (Αγωνιστές, φορείς
μιάς ιδέας κλπ.) Αλλά τά μέλη μιάς ολόκληρης κοινωνίας.
Εξάλλου, τόσο τό μαρτύριο όσο κι οι έκδηλώσεις Αξιο­
πρέπειας σ’ αυτές τις συνθήκες δέ μπορούσαν νά είναι
πράγματα χτυπητά. Γι’ αυτό καί τά κείμενα τονίζουν τό
δίχως λάμψη ήρωισμό. Έ να άπλό ποίημα διηγείται ένα
συνηθισμένο επεισόδιο:

Ό μικρός Γιούρεκ μέ τόν πατέρα του ήταν στήν όδό


Λέτσνο. Έ νας γερμανός χωροφύλακας τούς πλησιάζει
κι Αρχίζει τίς συνηθισμένες προκλήσεις: «Ύποκλί-
σου!» «Σήκω όρθιος» κλπ. «Γιά τόν Γιούρεκ είχε γίνει
Ανυπόφορο νά κοιτάζει τή σκηνή, χαμήλωσε λοιπόν τά
μάτια του στή γή». Ό πατέρας του τό κατάλαβε καί
ξαφνικά σταμάτησε νά υποκλίνεται, πράγμα πού προ-
κάλεσε τήν οργή καί βροχή χτυπήματα άπό τή μεριά
τού χωροφύλακα: « Ό πατέρας κοιτούσε τόν Γιούρεκ,
τόν κοιτούσε ως τό τέλος (...). Κι όταν έπεσε κάτω μέ
καταματωμένο τό πρόσωπο, τά μάτια του συνέχιζαν
νά τόν κοιτούν... Ό πατέρας ως τό τέλος δέν έβγαλε
λέξη. Ούτε ένα παράπονο. Α κόμα κι όταν... ό Γερμα­
νός έφυγε. Στό πεζοδρόμιο κείτονταν ένα ματωμένο
κουφάρι. Μαζεύτηκε κόσμος. Ό μικρός Γιούρεκ δέν
έκλαιγε. Γιατί δέν είχε τό δικαίωμα νά κλάψει γιά
έναν πατέρα πού πέθαινε έτσι γιά τό γιό του».

Πολλά κείμενα μιλούν τιμητικά γιά τά παιδιά τού γκέτο


πού συχνά Αναλάμβαναν τό ρόλο τού προστάτη τής οίκο-
γένειάς τους, διακινδυνεύοντας καθημερινά τή ζωή τους.
’Ανάμεσα στ’ άλλα υπήρχαν καί παιδιά πού περνούσαν
στό γκέτο τρόφιμα. Τά παιδιά αυτά έφευγαν κρυφά άπ’ τό
γκέτο καί γύριζαν μέ ψωμί, πού τ’ Αγόραζαν φτηνότερα
στήν «άρια» ζώνη τής πόλης. Τό πουλούσαν στούς πλού­

268
σιους του γκέτο κι έτσι κέρδιζαν ένα κομμάτι ψωμί γιά τόν
εαυτό τους καί την οίκογένειά τους. Κάθε φορά μερικά
άνάμεσά τους έπεφταν κάτω άπό τίς σφαίρες, τή στιγμή
πού περνούσαν τόν τοίχο. Στό γκέτο ήταν πολύ γνωστό τό
τραγούδι τής Έριέτας Λαζοβέρτ, « Ό μικρός σαλταδό­
ρος»:

Τοίχους, τρύπες καί φρουρές περνώ


Σύρματα, ερείπια, κάθε φραγμό
Πειναλέος, πεισματάρης, τολμηρός
Τρυπώνω, τρέχω, γάτος σωστός.
Πρωί, μεσημέρι, βράόι
Λ/ε ζέστ?7 και' μέ παγωνιά
Παίζω συνέχεια τή ζωή μου (...)
(...) Καί όταν στό παιχνίδι αυτό
Θά πέσω στην εν έδρα
(...) Μάνα, μη μέ περιμένεις πιά.
(...) Τού δρόμου ή σκόνη θά σκεπάσει τό κορμί
μου...
(...) Καί στά ετοιμοθάνατα χείλη μου
Μιά μόνο έγνοια θά παγώσει:
—Ποιος θά σοϋ φέρει αύριο, μάνα,
”Ενα κομμάτι ψωμί;

Είναι ένα άπό τά πιό άπλά παραδείγματα. Γιά νά δεί­


ξουμε άνάγλυφα τήν πολυπλοκότητα των προβλημάτων,
πρέπει νά άφιερώσουμε περισσότερο χώρο στή λεγάμενη
«'Υπόθεση Κόρτσακ».
Ποιος ήταν ό Γιάνους Κόρτσακ; Έ νας γιατρός, πασί­
γνωστος στήν προπολεμική Πολωνία, διάσημος παιδαγω­
γός, συντάκτης περιοδικών πού προορίζονταν γιά παιδιά,
συγγραφέας λαμπρών παιδαγωγικών μελετών καί μυθιστο­
ρημάτων γιά νέους, πού οί άναγνώστες του μετριόνταν σ’
εκατοντάδες χιλιάδες. Μετά τήν κατάληψη τής Πολωνίας
άπ’ τούς Γερμανούς, βρέθηκε κλεισμένος στό γκέτο τής
Βαρσοβίας. Ε κ εί άφιέρωσε όλες του τίς προσπάθειες

269
στους πιό άνυπερά άπιστους άπ’ όλους τούς κατατρεγμέ­
νους: στά παιδιά· καί πιό πολύ στά παιδιά τού δρόμου:
άνέλαβε τή διεύθυνση ένός ορφανοτροφείου.
Τό καλοκαίρι τού 1942 άρχισαν οί μαζικές μεταφορές
στά κρεματόρια. Τό κατακτητικό πρόγραμμα τών Γερμα­
νών πρόβλεπε γιά τίς 10 Αύγούστου, άνάμεσα σ’ άλλα, καί
την εξόντωση τών παιδιών τού ορφανοτροφείου πού διεύ-
θυνε ό Γιάνους Κόρτσακ. Παρόλ’ αυτά, έδωσαν στόν ίδιο
ένα ειδικό πιστοποιητικό πού τού εξασφάλιζε τή ζωή. Ό
Κόρτσακ άπάντησε μόνο μέ μιά βουβή κίνηση τού κεφα­
λιού σ’ έκείνους πού τού ’φεραν τό χαρτί μέ τή «γερμανική
χάρη». Μπήκε μέ τή θέλησή του επικεφαλής τής φάλαγγας
τών παιδιών του. Προχωρούσε άργά, μ’ άσκεπο τό κεφάλι,
μέ σταθερό κι άφοβο βλέμμα, διασχίζοντας τούς μαρτυρι­
κούς δρόμους όπου χόρευε ό θάνατος. Έ να παιδί τόν κρα­
τούσε άπό τό σακάκι, ενώ εκείνος κρατούσε δυό μικρά
στήν άγκαλιά. Ανέβηκε μαζί τους στά βαγόνια τού θανά­
του κι έτσι, μαζί, χάθηκαν στήν κόλαση τής Τρεμπλίνκα.
Τί είπε στά παιδιά του, μέ ποιό τρόπο προσπάθησε νά
τούς δώσει χαρά στή διάρκεια τού τελευταίου ταξιδιού,
δέν τό ξέρουμε, παρά μόνο μέσα άπό χίλιους θρύλους.
Γεννήθηκαν άπό τήν επόμενη μέρα κι είναι ό ένας πιό
συγκινητικός άπ’ τόν άλλο, διαποτισμένοι όλοι μέ τό ίδιο
γοητευτικό πνεύμα τών βιβλίων τού Κόρτσακ. Καί όλοι
έχουν τήν ίδια κατάληξη: «Έτσι θά φερόταν ό μικρός βα­
σιλιάς Ματίας στό νησί τών κανίβαλων» (είναι ό ήρωας κι
ό τίτλος ένός άπό τά βιβλία τού Κόρτσακ).
Γιατί ή πράξη τού Κόρτσακ πήρε άξια συμβόλου ή μάλ­
λον κοινού παρονομαστή πολλών άνάλογων πράξεων;
Γιατί άκριβώς ήταν ύπόδειγμα ήθικής στάσης μέσα στό
οργανωμένο χάος, ηθελημένο άποτέλεσμα τής γερμανικής
μεθόδου «Τάρνουνγκ» (έξαπάτησης), τήν όποια ήδη
έχουμε άναφέρει. Ή «'Υπόθεση Κόρτσακ» άντανακλούσε
καί συνόψιζε τή χιτλερική υποκρισία μέ ιδιαίτερα φανερό
τρόπο, καί νά γιατί:
Τά γκέτο άποτελούσαν νησίδες πείνας κι έπιδημιφν.

270
Στίς συνθήκες αυτές οί Ε βραίοι οργάνωσαν περίθαλψη
γιά τούς φτωχούς, νοσοκομεία γιά τούς άρρωστους, άσυλα
γιά τούς γέρους, ορφανοτροφεία γιά τά παιδιά. Ή διαχεί­
ριση αυτών των ιδρυμάτων άποκτούσε προφανώς άπ’ την
πλευρά της ιδιαίτερες θυσίες. Οί Γερμανοί έδωσαν την έγ­
κρισή τους γιά τή λειτουργία τους. Σέ λίγο όμως φάνηκε
πώς, τόσο οί φτωχοί πού περιθάλπονταν, όσο κι οί άρρω­
στοι στά νοσοκομεία, τά παιδιά στά ορφανοτροφεία κι οί
γέροι στά άσυλα, ήταν οί πρώτοι πού ό κατακτητής προό­
ριζε γιά θάνατο. Έ τσι, τά ιδρύματα αυτά δέν ήταν στήν
πραγματικότητα παρά τόποι συγκέντρωσης γιά τό τελευ­
ταίο ταξίδι. "Ολη ή αύτοθυσία τών οργανωτών καί τού
προσωπικού δέ χρησίμευε γιά νά τούς βοηθήσει, άλλά
άντίθετα, γιά νά διευκολύνει άθέλητα τό γερμανικό έγκλη­
μα.
Έ τσι ό άνθρωπος άπόμεινε μόνος, όχι μόνο εκτεθειμένος
στήν παντοδυναμία τής άπάνθρωπης βίας, άλλά καί στε­
ρημένος άπό τίς ίδιες τίς εσωτερικές του αξίες. Κι άκριβώς
σ’ αυτό τό κλίμα, παρουσιάστηκαν οί πολυάριθμες εκδη­
λώσεις προσωπικής άξιοπρέπειας: οί γιατροί κι οί νοσο­
κόμες βάδιζαν μέ τή θέλησή τους στό θάνατο, μαζί μέ τούς
άσθενείς τους, οί μητέρες μαζί μέ τά παιδιά τους, οί παι­
δαγωγοί μέ τούς μαθητές τους.
Στά κείμενα τής εποχής, «'Η υπόθεση Κόρτσακ» είχε μιά
ιδιαίτερη άπήχηση. Στό ποίημά του, άφιερωμένο σ’ εκείνο
τό γεγονός, ό Σλένγκελ καταλήγει:

(..) Στη μάχη αυτή πού ό θάνατος δέ φέρνει δόξα,


Σ' αυτό τό χορό τον νυχτιάτικου εφιάλτη,
7/ταν ό μόνος στρατιώτης, γεμάτος περηφάνια:
Ο Γιάνονς Κόρτσακ, ό προστάτης τον ορφανού.

Ό Στ. Νέυ τονίζει τήν αύτοθυσία τού Κόρτσακ γιά:

Τά κυνηγημένα παιδιά σάν μικρά ψωριάρικα


σκυλιά,

271
Πρησμένα από τήν πείνα, μέ πρόσωπο μπλαδί,
Γέροι άνήμποροι, πέντε χρόνων.

ΓΙέθανε:

νΟχι γιά τήν πατρίδα, τό Θεό καί τήν Τιμή,


οντε γιά τή μάνα, τόν πατέρα καί τόν αδερφό τον,
Μονάχα γιά τά φτωχά παιδιά (...)
Τούς εδωσε τό ψωμί, τή γνώση, τήν καρδιά τον
Ζονσε μαζί τονς μές στήν πείνα, τή ντροπή καί
τή βρωμιά-
Καί χάθηκε μαζί τονς, όταν δολοφόνησαν τά
παιδιά,
Πού δέν είχαν ακόμα γίνει τόσο άνάξια όσο οί
άνθρωποι.

Στά κείμενα τής εποχής βρίσκουμε κι άλλα παρόμοια


παραδείγματα, δηλαδή καθαρά ήθικής Αντίστασης. Έτσι,
ό χρονογράφος Χάιμ Καπλάν, πού στίς προηγούμενες ση­
μειώσεις του είχε πάρα πολλές φορές κατηγορήσει τό μη­
χανικό Τσερνιάκωφ, πρόεδρο τού «Εβραϊκού Συμβου­
λίου» στή Βαρσοβία, ότι είχε «υφαρπάξει» τίς εξουσίες
του σέ μιά στιγμή πού ή έβραϊκή κοινότητα τής Βαρσοβίας
δέν είχε πιά τή δυνατότητα νά διαλέξει έναν ήγέτη, δέ
δίστασε νά τόν εξυμνήσει τή μέρα πού ό Τσερνιάκωφ προ­
τίμησε νά αύτοκτονήσει, παρά νά παραδώσει τούς Ε ­
βραίους στούς ναζί: «Τό όνομά του», γράφει ό Καπλάν,
«θά έπιζήσει, περισσότερο γιά τό θάνατο παρά γιά τή ζωή
του. Δέ χωράει καμιά άμφιβολία πώς δούλεψε κι έπεσε γιά
τό καλό τού λαού του, παρόλο πού δέν ήταν όλα τά έργα
του άξιέπαινα (...) Ό πρόεδρος Τσερνιάκωφ κέρδισε τήν
αιωνιότητα μέσα σέ λίγες στιγμές». Παρόμοιες άντιδράσεις
τοπικών παράνομων συγγραφέων, πού έκφράζουν τή
λαϊκή κοινή γνώμη, προκάλεσε κι ή περίπτωση τού δό-
κτορα Παρνάς, τού πρώτου πρόεδρου τού Εβραϊκού Συμ­
βουλίου στό Αβόφ, πού έκτελέστηκε άπό τούς Γερμανούς,

272
όταν άρνήθηκε νά υπακούσει στις διαταγές τους. Ή Ίσα-
βέλα Γκέλμπαρντ έπαινεΐ τόν ’Αβραάμ Γκέπνερ, μέλος τού
Εβραϊκού Συμβουλίου, πού άρνήθηκε νά πάει στό κατα­
φύγιο πού τού πρόσφεραν οι «άριοι» φίλοι του, γιατί
ήθελε νά πεθάνει μαζί μέ τούς συντρόφους του. Γι’ αυτή
τήν περίπτωση γίνεται άναφορά στό παράδειγμα τού κα­
πετάνιου πού βουλιάζει μαζί μέ τό πλοίο του.
Τό ίδιο έκτιμούσαν αυτή τή στάση τά κείμενα πού μι­
λούσαν γιά τήν ένεργητική άντίσταση. Στό στρατόπεδο τού
Λβόφ, όταν ή «ταξιαρχία τού θανάτου» προετοίμασε τήν
εξέγερση καί τήν απόδραση, ένα μέρος τών κρατούμενων
έμεινε θεληματικά μέσα, γιά ν' άποσπάσει τήν προσοχή
τών γερμανών δεσμοφυλάκων. Τό γεγονός αυτό είναι όλο-
φάνερο ότι ίσοδυναμούσε μέ τή συνειδητή έκλογή τών
μαρτυρίων καί τού θανάτου. Έ να ς άπ’ αυτούς πού έμει­
ναν, ό Γιεχούντα Γκόλντμπεργκ, φώναζε στούς συντρό­
φους του τήν ώρα άκόμα πού άπομακρύνονταν: «Καληνύ­
χτα! Καλό δρόμο! Ό Θεός νά σάς βοηθήσει νά ζήσετε καί
σέ μάς νά χαρίσει εύκολο θάνατο». Τό ίδιο καί στή διάρ­
κεια τής εξέγερσης τού 5οηάεΓΐ(οιηιηΒηάο στό Άουσβιτς-
Μπίρκεναου, ένας χρονικογράφος τού στρατοπέδου εξυ­
μνεί «τό θάρρος καί τό πνεύμα αυτοθυσίας τριών συντρό­
φων μας, πού ’μειναν στό στρατόπεδο γιά ν’ άνατινάξουν
τό κρεματόριο λίγο πρίν πεθάνουν οί ίδιοι. (...) Έμειναν
γιά τήν έπιτυχία τής κοινής μας υπόθεσης. (...) Ναι, εκεί
κάτω πέθαναν οί καλύτεροι άπό μάς, άληθινά οί καλύτε­
ροι: άντρες μέ μεγάλη άξια άντρες πού μαζί τους μπο­
ρούσες άξια νά ζείς καί νά πεθαίνεις».
Μέ τόν καιρό καί τήν έξέλιξη τής ένοπλης άντίστασης
έμφανίστηκαν άλλου είδους παραδείγματα, μες στά κείμε­
να.
Σέ μερικά γκέτο, στούς κόλπους τών οργανώσεων συζη­
τούσαν τά άκόλουθα προβλήματα: πρέπει νά στείλουμε
μαχητές στά δάση γιά νά δημιουργήσουν άντάρτικες όμά-
δες, ή καλύτερα τό άντίθετο, νά οργανώσουμε τόν άγώνα
στήν ίδια τήν καρδιά τού γκέτο; Τό ενδεχόμενο φυγής στό

18. Γραφτά τών μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 273


άντάρτικο είχε τεράστιες δυσκολίες, άφηνε δμως στό κάτω
κάτω μιά μικρή έλπίδα, ένώ ή άντίσταση στό έσωτερικό
τού γκέτο ήταν άπ’ την άρχή καταδικασμένη σ’ άπόλυτη
καί βέβαιη ήττα. Οί άντάρτες άλλης έθνικότητας, τρυπώ­
νοντας μές στά δάση, άφηναν πίσω τους έναν άστικό πλη­
θυσμό σέ σχετική άσφάλεια καί δέν έξέθεταν παρά μόνο
τούς έαυτούς τους στή μάχη. Έδώ, άντίθετα, τόν πληθυ­
σμό πού έμενε τόν περίμενε βέβαιος θάνατος. Οί Εβραίοι
άντάρτες άπό τήν άλλη, παρόλες τίς πιθανές τους άπώ-
λειες, διατηρούσαν μερικές πιθανότητες νά έπιζήσουν. Τί
έπρεπε λοιπόν νά διαλέξουν, άφού δέν άγωνίζονταν γιά
τόν έαυτό τους άλλά γιά όλόκληρο τό έθνος;
Σέ μερικά κείμενα τής έποχής, ή ηθική πλευρά αύτών
τών προβλημάτων παρουσιάζεται μέ μιά όδυνηρή διαύ­
γεια. Νά μερικά άποσπάσματα, γιά παράδειγμα, άπό τά
πρακτικά μιας συγκέντρωσης τής όμάδας «χαλουτζίμ»,
πού έγινε στό γκέτο τού Μπιαλιστόκ, λίγους μήνες πρίν
άπό τήν εξέγερση:

Μόρντεχαι: (...) Ή σημερινή μας συγκέντρωση δέ θά


είναι ευχάριστη (...). Ό σ οι συγκεντρωθήκαμε έδώ, εί­
μαστε οί τελευταίοι «χαλουτζίμ» τής Πολωνίας κι εί­
μαστε περιτριγυρισμένοι άπό πτώματα. Ξέρετε τή
μοίρα τής Βαρσοβίας; Κανείς δέν έμεινε ζωντανός. Τό
ίδιο στό Μπάντεν, στήν Τσεστόχοβα καί προφανώς
παντού. Είμαστε οί τελευταίοι. Αυτό δέν είναι συναί­
σθημα ευχάριστο. Αύτό μας έπιβάλλει μιά ιδιαίτερη
ευθύνη (...). 'Υπάρχουν δυό πιθανότητες. Μπορούμε ν’
άποφασίσουμε ότι ή έπίθεση ένάντια στόν πρώτο
Εβραίο τού Μπιαλιστόκ θά είναι ή σπίθα γιά τήν άν-
τεπίθεση, ότι άπό αύριο κανείς δέ θά πάει στά έργα-
στήρια νά δουλέψει. Στή διάρκεια τής «έπιχείρησης»,
μπορούμε ν’ άπ αγορέψου με τό κρύψιμο. Ό λοι θά κι­
νητοποιηθούν. Μπορούμε νά ένεργήσουμε έτσι πού
κανένας Γερμανός νά μή φύγει ζωντανός άπ’ τό γκέτο,
κανένα έργοστάσιο νά μή μείνει όρθιο (...) Ό ποιο κι

274
άν είναι τό άποτέλεσμα, μπορούμε ν’ άγωνιστούμε ως
τό τέλος (.......).
Χέρσελ: Πρέπει νά μετατρέψουμε τό γκέτο σέ κά­
στρο τού Μασαντά1 μέ κάθε θυσία καί νά δώσουμε
άξιο τέλος στην ιστορία των Εδραίω ν τοϋ Μπιαλι-
στόκ (...).
Χένοχ: νΑς μήν έχουμε αυταπάτες. Μάς περιμένει ή
όλοκληρωτική καταστροφή. Δέν έχουμε παρά νά δια­
λέξουμε τό είδος τοΰ θανάτου, γιατί ούτε ή άντίσταση
στό γκέτο ούτε ή άντίσταση στό δάσος θά μιας σώσει.
Ή μόνη μας διέξοδος είναι νά πεθάνουμε μ’ άξιοπρέ-
πεια (...).
Χάιμ: Δέν υπάρχουν Ε βραίοι πιά. Μόνο ναυαγοί
υπάρχουν. Ούτε καί κίνημα υπάρχει. Υ πάρχουν μόνο
υπολείμματα. Δέ μπαίνει ζήτημα άξιοπρέπειας. νΑν
μπορούμε, πρέπει νά σώσουμε τή ζωή μας. Αίγο έν-
διαφέρει πώς θά μάς κρίνουν. Νά πάμε στό δάσος νά
κρυφτούμε. (Φωνές τών συντρόφων: Ό χ ι!)
Μόρντεχαι: (...) Βάζω ένα καφτό ερώτημα: οι σύν­
τροφοι πού προτείνουν τή λύση τού «δάσους», π ι­
στεύουν πώς πρέπει νά κρυφτούμε καί νά μήν άντι-
δράσουμε στή διάρκεια τής μελλοντικής «έπιχείρη-
σης»; (Ό λοι φωνάζουν: Ό χ ι, όχι) (...) (...).
Ντόρκα: (...) Θέλουμε νά πεθάνουμε μ’ άξιοπρέπεια.
Τό δάσος, είν’ άλήθεια, προσφέρει περισσότερες πιθα­
νότητες έκδίκησης. Δέν πρέπει νά σκορπίσουμε μέσα
στό δάσος σάν άλήτες, άλλά ν’ άγωνιστούμε δυναμικά
σάν άντάρτες (.......).

Νά κι ένα κάπως διαφορετικό παράδειγμα, πού άνήκει


όμως στήν ίδια σειρά προβλημάτων: ό Γ. Βίτενμπεργκ

1. Φρούριο στήν Παλαιστίνη. Μετά την πτώση τής Ιερουσαλήμ, τό Μα­


σαντά κράτησε γιά τρία χρόνια. Τό 73 μ.Χ. έπειόή είχε γίνει άδύνατο νά
συνεχιστεί ό άγώνας, όλοι οί υπερασπιστές χωρίς έξαίρεση αύτοκτόνη-
σαν. Γιά τούς Ε β ρ α ίο υ ς λοιπόν τό Μασαντά είναι ενα σύμβολο ήρωι-
σμού κι όλοκληρωτικής θυσίας στ’ όνομα τού λαού.

275
ήταν ηγέτης τής Εβραϊκής ’Οργάνωσης Μάχης στό γκέτο
τής Βίλνας. Όταν γιά πρώτη φορά έπεσε στά χέρια τής
άστυνομίας (στις 15 ’Ιούλη 1943), κατάφερε νά δραπετεύ-
σει (μέ τή βοήθεια μερικών συντρόφων του). Τήν επομένη
ή Γκεστάπο έστειλε τελεσίγραφο: άν ό Βίτενμπεργκ όέ
βρεθεί (ζωντανός!) τό γκέτο θά βομβαρδιστεί μέ άεροπλά-
να. Έτσι ή όμάδα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δίλημμα χωρίς
διέξοδο. Ή πρώτη ερώτηση ήταν: επιτρέπεται ένας άγωνι-
στής νά παραδοθεϊ μέ τή θέλησή του; Κάθε τέτοιου είδους
οργάνωση βασιζόταν στήν αρχή ότι οι Εβραίοι δέν έπρεπε
νά δέχονται παθητικά τά μαρτύρια, καί ν’ άρνιόνται τίς
αυταπάτες πού ’χαν χίλιες φορές διαψευστεί. Ή άπάντηση
λοιπόν θά έπρεπε νά είναι άρνητική. Τότε όμως ξεπηδούσε
ή δεύτερη ερώτηση: έπιτρέπεται ένας άγωνιστής νά κατα­
δικάζει σέ θάνατο χιλιάδες άδέρφια του, γιά νά σώσει τή
δική του ζωή; Ό Βίτενμπεργκ άντιπροσώπευε τή θέληση
γι’ άνυποχώρητο άγώνα, όσο μεγάλες κι άν ήταν οι άπώ-
λειες. Μπροστά στούς συντριμμένους του συντρόφους, ση­
κώθηκε όρθιος καί κοιτάζοντας τό πιστόλι πού κρατούσε,
είπε: «Τώρα θά μέ προστατέψεις εσύ». Παρόλα αυτά, σέ
λίγο κατάλαβε πώς ή στάση του θά έρμηνευόταν άποκλει-
στικά σάν προσπάθεια νά σώσει τή ζωή του, πράγμα πού
μπορούσε νά καταστρέψει τήν εμπιστοσύνη στήν παράνομη
οργάνωση. Πήγε λοιπόν καί παραδόθηκε, βασανίστηκε καί
δολοφονήθηκε. Ή δράση του έγινε άντικείμενο πολλών
κειμένων. Τά τελευταία του λόγια πρός τούς συντρόφους
του άναφέρονται πολλές φορές αυτούσια ή παραφρασμέ-
να. Τό τραγούδι πού ’γράψε ένας άπό τούς συναγωνιστές
του τελειώνει μέ μιά στροφή πού άπευθύνεται στό πιστόλι:
«’Εσύ πού μον είσαι άγαπητό (...) / Γίνε τώρα ό αρχηγός
μον».
Μέ τούς δισταγμούς πού προκαλούσε ή υιοθετημένη άπ'
τούς Γερμανούς άρχή τής «συλλογικής ευθύνης», καί μέ
τόν κίνδυνο νά εκτεθεί τό σύνολο τού άστικού πληθυσμού
έξαιτίας τής δράσης τών άγωνιστών, άσχολείται έπανει-
λημμένα τό «'Ημερολόγιο τής Ίουστίνης», πού γράφτηκε

276
στη φυλακή άπό τήν εικοσάχρονη Γκούστα Ντραίνγκερ,
ένα άπό τά ήγετικά στελέχη τής Εβραϊκής ’Οργάνωσης
Μάχης στήν Κρακοβία (τήν έποχή εκείνη έδρα τής «Γενι­
κής Κυβέρνησης»).
Ή δράση αυτής τής οργάνωσης προηγήθηκε άπ’ τήν εξέ­
γερση τού γκέτο τής Βαρσοβίας, έξι μήνες. Ή έδρα τής
όμάδας βρισκόταν μέσα στό γκέτο τής πόλης. ’Εκεί ή ορ­
γάνωση προετοίμαζε τις έξορμήσεις της στήν «άρια ζώνη».
Τά μέλη τής οργάνωσης κατάφεραν έτσι όρισμένα χτυπή­
ματα ένάντια στους βασανιστές τής Γκεστάπο καί κατέ­
στρεφαν ένα σημαντικό άριθμό στόχων στρατηγικής σημα­
σίας. Στίς 23 Δεκέμβρη 1942 ή όμάδα έριξε χειροβομβίδες
στό καφενείο όπου σύχναζαν γερμανοί άξιωμα-
τικοί.
Τά άντίποινα (μαζικές συλλήψεις, εκτελέσεις) άποδεκά-
τισαν τήν οργάνωση. Στίς 29 Ίούνη 1943 ό ένας άπό τούς
άρχηγούς τής όμάδας, ό Σίμων Ντραίνγκερ (μέ τή γυναίκα
του Γκούστα, τή συγγραφέα τού «Ημερολογίου»2) κατά-
φερε νά δραπετεύσει άπό τή φυλακή. Οι δυό φυγάδες ορ­
γάνωσαν στό καντόνι τής Βοσνίας μιά όμάδα παρτιζάνων,
πού ή δράση τους κράτησε μέχρι τό Νοέμβρη τού 1943,
όταν οί Ντραίνγκερ πιάστηκαν πάλι καί τουφεκίστηκαν.
Τό έργο αυτό εξιστορεί τή δράση τής όμάδας. Έ ξαιτίας
τών διαστάσεων καί τού είδους του μπορεί ν’ άναπτύσσει
διάφορα θέματα καί δέν περιορίζεται σ' άπλούς υπαινι­
γμούς (όπως γίνεται στά περισσότερα ποιήματα). ’Εμείς θά
σταθούμε στίς (θελημένες ή άθέλητες) άντανακλάσεις ενός
μόνο θέματος.
Τά καθήκοντα τού άγώνα επέβαλλαν στά μέλη τής οργά­
νωσης νά χρησιμοποιούν πλαστά χαρτιά («ξένη ταυτότη­
τα»). ’Από κεί προήλθε πολύ φυσικά καί δικαιολογημένα
ή ιδέα τής χρησιμοποίησης τού ίδιου μέσου γιά τήν άτο-

2. Τό «Η μερολόγιο» γράφτηκε στή φυλακή πριν άπ' τήν άπόόρασή της,


ένώ περίμενε τό θάνατο. ’Επειδή δέν είχε χαρτί τό ’γράψε πάνω σέ χαρτί
υγείας.

277
μική διάσωση κι άκόμα γιά τή διάσωση πολλών άλλων.
’Αλλά «Ό Ντόλεκ ήταν άντίθετος. Έλεγε κατηγορηματι­
κά: ή ό άγώνας ή ή διάσωση. Στόν άγώνα θά συμμετέ­
χουμε όλοι. 'Οποιοσδήποτε άλλος δρόμος θά ίσοδυνα-
μούσε με λιποταξία», γράφει ή Γκούστα στό «Ημερολό­
γιό» της.
Παρόλα αυτά είναι μερικές φορές πιό εύκολο νά διακιν­
δυνεύει κανείς τή ζωή του άπό τό ν’ άδιαφορεί γιά τους
διπλανούς του. Είν’ άλήθεια πώς αυτοί ήταν ήδη καταδι­
κασμένοι, προορισμένοι άπό τά πρίν νά έξοντωθούν. Κι
όμως, έπιτρέπεται νά έπισπεύσει κανείς τό θάνατό τους
δίνοντας τό πρόσχημα στούς Γερμανούς; «Δέν είμαστε μό­
νοι». Τό δίλημμα αυτό γεννά μιά πάρα πολύ σοβαρή
παρατήρηση: «(...) Τόση πίκρα, τόση έξέγερση, γεμίζουν
τήν καρδιά μου» αναφωνεί ό Ντόλεκ άναπάντεχα, «πού
μερικές φορές....» Διστάζει γιά λίγο κι ύστερα: «Θά ’θελα
νά μείνω έντελώς μόνος. Έ τσι δέ θά ’μαι υποχρεωμένος νά
σκέφτομαι τούς άλλους, θά μπορώ νά μην τούς λυπάμαι.
Θά ριχτώ ολόψυχα στόν άγώνα. Γιά νά πεθάνω έπιτέλους
ήσυχος».
Στά έπόμενα κεφάλαια τού βιβλίου, βρίσκει κανείς μιά
τραγική άπεικόνιση τής ίδιας, τόσο άνομολόγητης σκέψης.
Έρχεται άπροσδόκητα ή άπαίσια φονική «επιχείρηση» γιά
νά δώσει τέλος στην ύπαρξη χιλιάδων οικογενειών:

Οί άγωνιστές ήταν ελεύθεροι. Τά τελευταία νήματα


πού τούς έδεναν μέ τήν καθημερινή ζωή κόπηκαν. Αυ­
τός πού μέχρι αυτή τή στιγμή δίσταζε ν’ άφήσει τό
μικρότερο άδερφό του, τή μονάκριβη άδερφή του,
τούς γέρους γονείς, άνακαλύπτει τώρα, μετά τήν «επι­
χείρηση», πώς έχει ελεύθερα τά χέρια του καί μπορεί
άνεπιφύλαχτα νά ριχτεί στην παράνομη δουλειά...
Ήταν τό αίσθημα τής ελευθερίας πού γεννήθηκε άπό
τά ερείπια τής οικογενειακής ζωής.

Γράφοντας στό κελί της, ή Γκούστα Ντραίνγκερ δέ μπο­

278
ρούσε νά ξέρει πώς χό Γδιο φαινόμενο μόλις είχε βρει μιά
έπιβεβαίωση καί στην πένα ένός άπό τούς πιό άπαίσιους
δήμιους των Εβραίων. Στην έκθεσή του τής 30 Ίούνη
1943, ό έκτελεστής κι ύπεύθυνος των μαζικών έξοντώσεων
στή Νότια Πολωνία, στρατηγός των Έ ς-Έ ς Κάτσμαν, δια­
πιστώνει: «(...) Στό βαθμό πού ό άριθμός τών Εβραίω ν
μειωνόταν, ή άντίστασή τους γινόταν δλο καί πιό λυσσα­
σμένη. Χρησιμοποιούσαν γιά τήν άμυνά τους όπλα κάθε
κατηγορίας κι άνάμεσα στ’ άλλα, ιταλικά όπλα πού τ’
άγόραζαν άπό τούς ιταλούς στρατιώτες πού στάθμευαν
στή χώρα, πληρώνοντας πολύ υψηλές τιμές (...)».

Β. Αγωνιστικά κείμενα
Σ’ ένα τραγούδι τού στρατοπέδου ό άγνωστος δημιουργός,
άφού περιγράφει τή μαύρη μοίρα τών κρατούμενων, χαί­
ρεται μέ τή σκέψη:

... Μην κλαϊς, άμοιρε, σάν παιδί!


Οί δυστυχίες μας δε θά παν χαμένες.
Κι αν άθλια πεθάνουμε
εκατοντάδες άλλοι θά ’ρθοϋν νά μάς
άντ ικαταστήσο υν.

’Αρκεί ν’ άναπαρα στήσου με τίς συνθήκες μέσα στίς


όποιες γράφτηκε τό τραγούδι, γιά νά δούμε πώς μιά τέτοια
παρηγοριά ήταν τουλάχιστο διφορούμενη. Γράφτηκε στό
στρατόπεδο τού Λβόφ, όπου πράγματι άντικαθιστούσαν
συστηματικά τούς δολοφονημένους κρατούμενους μέ άλλες
«φουρνιές», πού κι αυτοί μέ τή σειρά τους θά έξοντώνον-
ταν. ’Από τυπική άποψη ή παρηγοριά θά ήταν άρκετά
μικρή. ’Αλλά τό άντιλαμβάνεται κανείς εύκολα: ό δη­
μιουργός τού τραγουδιού δέν έννοούσε πώς θ’ άντικατα-
σταθεί σάν κρατούμενος, άλλά τό άκριβώς άντίθετο: δη­

279
λαδή σάν άγωνιστής ένάντια στό δυνάστη. Αύτό δέν έμπο-
δίζει τή σχέση άνάμεσα στη συγκεκριμένη κατάσταση καί
στά παρηγορητικά λόγια νά είναι καθαρά θεωρητική ή καί
σχηματική, θεμελιωμένη σ’ ένα σχήμα λόγου κι όχι στή
συγκεκριμένη πραγματικότητα.
Ή περίπτωση αυτή δέν άποτελεί έξαίρεση. ’Αντίθετα, σ’
ορισμένα έργα, τά λεγόμενα «άγωνιστικά», βρίσκει κανείς
εικόνες κι έκφράσεις πού δέν έχουν τίποτα τό κοινό μέ τήν
άμεση πραγματικότητα. Έ να τραγούδι τού έβραϊκού άν-
τάρτικου μιλάει γιά τόν τάφο ένός παρτιζάνου:

3Εκεί, στήν άκρη στό δάσος


Είναι ένα γέρικο δέντρο.
Τά φύλλα τον (...)
Ιστορούν πώς πεθαίνει ένας ήρωας
"Οταν οι σφαίρες σφυρίζουν
Στό δάσος καί στόν κάμπο.

Εύκολα μαντεύει κανείς πώς κάτω άπ’ αύτό τό δέντρο:

Κείτεται ένας παρτιζάνος.


Τά φύλλα τόν προστατεύουν
Φτιάχνουν τό στεφάνι τον.
(...) Τόν νανουρίζει ό άνεμος (...), κλπ.

Κοντά στ’ άλλα:


Μιά γριά μάνα κλαίει
Σκυμμένη (στόν τάφο)...
καί πνιγμένη στά δάκρυα μιλάει στό γιό της σέ δυό άλλες
στροφές τού τραγουδιού. Στήν πραγματικότητα οί «τάφοι»
ήταν έντελώς διαφορετικοί κι όσο γιά τή μάνα πού κλαίει
δέν έχει βέβαια καμιά σχέση μέ τά γεγονότα. ’Από τήν
άλλη, τόσο ό τάφος κοντά στό δέντρο κι ειδικά «στήν
άκρη τού δάσους», όσο κι ή μάνα πού ’ναι σκυμμένη στόν
τάφο, άναφέρονται σέ παλιά στρατιωτικά τραγούδια, άπό

280
την έποχή πού ό πόλεμος γινόταν μ’ ένα τρόπο πιό... ει­
δυλλιακό.
Έ να άλλο τραγούδι αυτού τού είδους καλεί τούς
Εβραίους νά έγκαταλείψουν τό γκέτο καί νά πάνε ατούς
παρτιζάνους:

(...) *Ελάτε λοιπόν εξω (ά π ' τό γκέτο)


(...) ’Εδώ πού άνεμος φυσά λεύτερος.

Κι άκόμα:

Κάντε κουράγιο - πονεμένοι, άόύνατοι.


Ά π ’ τό τραγούδι σας πηγάζει
Ή ειρήνη, ή λευτεριά, ή εκδίκηση.

Στην πραγματικότητα δεν έγκατέλειπαν τόσο εύκολα τό


γκέτο. Τό δάσος δέν ήταν τόσο φιλόξενο κι ή άπόδραση δε
γινόταν με τραγούδια. Ναί! Μά σύμφωνα με τό παραδο­
σιακό τυπικό ή φύση των παρτιζάνων πρέπει νά ταυτίζε­
ται μέ την ίδια την έλευθερία, οί μαχητές νά τραγουδούν
καί νά ’ναι οί φορείς τής άμεσης νίκης.
Καί τό τραγούδι, πού γνώρισε άσυνήθιστη επιτυχία (καί
πού άργότερα έγινε ύμνος τών έβραίων παρτιζάνων), πε­
ριέχει κι αυτό καθαρά ρητορικά συνθήματα:

Έ κεΐ όπου χύθηκε μιά σταγόνα άπ' τό αίμα μας,


Θ ’ άνθίσει ή δύναμη καί τό κουράγιο μας.

Ό λ α αυτά τά παραδείγματα είναι άπό έργα, πού άν καί


γράφτηκαν άπό άτομα, υιοθετήθηκαν άπό τίς ομάδες στίς
όποιες άνήκαν.
'Η διαπίστωση γιά τή ρητορική τους καταγωγή, δέν επι­
διώκει σέ καμιά περίπτωση νά μειώσει τή σημασία τους.
Είναι βέβαιο πώς έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στήν άνύ-
ψωση τού ηθικού τών άκροατών τους. Μόνο πού δέν άν-
τλούν τήν έμπνευσή τους άπό τά πραγματικά γεγονότα

281
άλλ’ άντίθετα, σάν καθαρά λογοτεχνικά μοτίβα, έπηρέαζαν
τή στάση τών άνθρώπων.
Πώς πρέπει νά έξηγήσουμε αύτό τό φαινόμενο; Χωρίς
άμφιβολία, έτσι: μέσα σέ μιά κατάσταση χωρίς προηγού­
μενο καί χωρίς νά ’χουν άκόμα άφομοιώσει τά στοιχεία
τής άμεσης πραγματικότητας, οί άνθρωποι κατέφυγαν σέ
κατευναστικά άντλημένα απ’ την παράδοση. Αυτή θά γέ­
μιζε τό κενό πού δημιούργησε μιά άπότομη κι έπίφοβη
διακοπή. 'Η διαδικασία διευκολύνθηκε άπό τόν τρόπο πού
άντιμετώπιζαν τά κείμενα: δέν ήταν λόγιοι, τούς άρεσαν
ορισμένες φράσεις, ορισμένοι μεμονωμένοι όροι, κι έδει­
χναν μιά φιλική έπιείκεια καί συγκατάβαση γιά τό σύνολο
τού έργου. Ωστόσο, γιά νά προκαλέσουν τίς άντιδράσεις
πού έπιθυμοΰσαν, έπρεπε τό έργο νά περιέχει μιά άντανά-
κλαση ή τουλάχιστο έναν άπλό υπαινιγμό πάνω στή συγ­
κεκριμένη πραγματικότητα. Καί πραγματικά ή άφετηρία
τους είναι σχεδόν πάντα ρεαλιστική: Περιγραφή τών τα­
λαιπωριών, τών άναπάντεχων γεγονότων, κλπ. (Πρίν άπό
τή στροφή τού ύμνου τού στρατοπέδου πού άναφέραμε,
γίνεται μιά ρεαλιστική άπαρίθμηση τών ναζκττικών εγκλη­
μάτων, πρίν άπό τήν έκκληση νά έγκαταλείψουν τό γκέτο,
δίνεται μιά ρεαλιστική περιγραφή του, κλπ.).
Άκόμα πιό ενδιαφέρουσα είναι ή προσφυγή στήν πρα­
γματικότητα μέ συνθήματα πού άπευθύνονταν στήν ψυχική
διάθεση καί επικαλούνταν τήν εντελώς ιδιαίτερη σοβαρό­
τητα τής στιγμής: φράσεις πού μέ τή σειρά τους θά γίνον­
ταν παροιμιακές.
Τέτοιες φράσεις ύπάρχουν στό τραγούδι τών παρτιζά­
νων πού άναφέραμε, κυρίως στούς πρώτους καί τούς τε­
λευταίους στίχους:

Ποτέ μή λές πώς ό δρόμος τούτος εϊν' ό τελευταίος


Πώς ό μολνδένιος ουρανός θά κρύβει πάντα
τά γαλάζια πρωινά.
'Ο θάνατος θά σημάνει τό τέλος τού πόνου μας.
- Καί τό «είμαστε έόώ» θά άκουστεΐ σάν κεραυνός.

282
Παρακάτω:

(...) Μά όταν γλυκά ό ήλιος άνατείλει μετά τό


θάνατό μας,
'Ο ύμνος τούτος τής έλπίόας θά ζεϊ άπό πατέρα
σέ γιο.

Καί τελειώνοντας:

Τά βάσανα, οι σφαίρες κι ό άγώνας όώσαν πνοή


στόν ύμνο τούτο.
Δέν είναι οί τρίλλιες τών ελεύθερων πουλιών,
Είναι τραγούδι ενός λαού φυλακισμένου άνάμεσα
στά έρείπια,
πού άψηφά τό φόβο μέ τ όπλο στό χέρι.

Οί έκφράσεις αυτές, άμεσα γεννημένες άπ’ τήν πραγμα­


τικότητα, άποτελούν τη βάση του τραγουδιού.
Έ τσι, βήμα μέ βήμα, προσεγγίζουμε κείμενα πού όχι
μόνο άπηχούν τή συγκεκριμένη πραγματικότητα, άλλά κι
εντοπίζουν καί προβάλλουν τίς ιδιομορφίες τού άγώνα
πού διεξάγεται μέσα σέ πρωτοφανείς συνθήκες.
Τέτοια κομμάτια βρίσκει κανείς στό ποιητικό έργο τού I.
Κάσενλσον, τού πνευματικού προστάτη καί τραγουδιστή
τής όμάδας τών έβραίων μαχητών τής Βαρσοβίας. Περι-
γράφοντας «τό βάφτισμα τού πυρός» τής οργάνωσης, υπο­
γραμμίζει τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Στήν προσπά-
θειά του ν’ άποδώσει πιστά τά γεγονότα, φτάνει μέχρι τό
σημείο ν’ άναφέρει μέ τό πραγματικό τους όνομα όσους
συμμετείχαν. Μ’ άλλα λόγια, καταγράφει τίς δοκιμασίες
πού πέρασαν καί πού θά έμπνεύσουν τούς μελλοντικούς
άγώνες.
Έ να άλλο παράδειγμα αυτού τού είδους προσφέρει τό
ποίημα τού Σλένγκελ, γραμμένο μετά τίς μάχες στό γκέτο
τής Βαρσοβίας, τό Γενάρη τού 1943. Τό έργο «’Αντεπίθε­
ση» περιγράφει τήν αιτία τής μεταστροφής στή στάση τών

283
κατοίκων του «νεκροταφείου τών ζωντανών». Μ’ άλλα λό­
για, χρησιμεύει σάν διακήρυξη καί παίζει ένα ρόλο στην
«ηθική κινητοποίηση» γιά τή μεγάλη έξέγερση του γκέτο
(Απρίλης 1943), στή διάρκεια τής όποιας ό συγγραφέας
βρήκε τό θάνατο. Νά ένα άπόσπασμα:

«(...) (Οί Εβραίοι) προχωρούσαν ήρεμα πρός τά


τραίνα τού θανάτου, σά νά μήν έπιθυμούσαν πιά τίπο­
τα». ’Αλλά «τή μέρα αυτή (στίς 18-1-1943), ενώ οί
Γερμανοί σάν ύαινες» ξεπρόβαλαν μέσα άπό τήν
πρωινή πάχνη, τό «κοπάδι» ξύπνησε κι έδειξε τά δόν­
τια του. (...) Ή πρώτη πιστολιά έπεσε οπήν όδό Μίλα.
Έ νας χωροφύλακας... κοίταξε μ’ έκπληξη· δέν π ί­
στευε στά μάτια του. Τά μπράόυνινγκ όμως γαύγιζαν
κιόλας στους δρόμους Νίσκα, Τζίκα, Παβία. (...) Στή
γυριστή σκάλα οπού είχαν σύρει μιά έβραία μάνα άπ’
τά μαλλιά, κατρακυλάει τώρα ό Έ ς-Έ ς Χάντκε. Οί
Εβραίοι «ρίχνουν στόν έχθρό βροχή χειροβομβίδες
άπό τά παράθυρα». Καί λίγο πιό κάτω: «νΑκου, γερ-
μανέ Θεέ, στίς φωλιές τους σάν θηρία, κραδαίνοντας
ένα παλούκι ή ένα μπαστούνι, οί Εβραίοι παρακα-
λούν: βοήθησέ μας, Κύριε, νά ριχτούμε σ’ αιματηρό
άγώνα. Σέ ικετεύουμε: βοήθησέ μας νά πεθάνουμε
πάνω στή μάχη καί κάνε τά χέρια μας όσο πρέπει
επιδέξια». Κι άλλού πάλι: «Ή άνοιξη γιά μάς είναι ή
άντεπίθεση, είναι ή μέθη τού άγώνα πού μάς άνεβαίνει
στό κεφάλι!» νΑς σταθούμε καί στό χαρακτηρισμό:
«Οί άντάρτες μας είναι οί δρόμοι Τζίκα καί Όστρόφ-
σκα». Παρόλα αυτά, σάν πιό παράδοξη φαίνεται ή
στροφή πού άπευθύνεται στους Γερμανούς: «Ν’ άνα-
κοινωθεί αύριο στόν τύπο : εισχωρήσαμε στό συγκρό­
τημα τού Ταίβενς...»

Τό ρητορικό ύφος τών λόγων αυτών σέ σχέση μέ τά γε­


γονότα προέρχεται άπό τήν τόλμη τού συγγραφέα νά έπι-
καλεΐται τό στύλ τών άνακοινωθέντων τού γερμανικού

284
«άνίκητου στρατού» γιά τις πιό φοβερές μάχες πού γνώ­
ρισε ποτέ ή ιστορία. Ωστόσο, μόλις λίγους μήνες μετά, ή
στροφή αυτή έπαψε νά ’ναι άπλή μεταφορά (κι έδώ βρί­
σκεται όλη ή σπουδαιότητα τής ποιητικής όρασης, γεμάτης
άκρίβεια καί διορατική ικανότητα). ’Ό χι μόνο ύπήρχαν
γερμανικά άνακοινωθέντα στό ίδιο στυλ, άλλά κι άνακοι-
νώσεις γιά τήν κατάληψη δρόμων καί σπιτιών ακόμα.
Οί άναφορές αυτές γιά τό μέτωπο τού γκέτο τής Βαρσο­
βίας μεταδίδονταν άπό τόν άρχηγό τών έκεϊ γερμανικών
δυνάμεων, στρατηγό τών Έ ς-Έ ς Γιούργκεν Στρόπ, προ­
σωπικά. Εξάλλου, στέλνονταν καί μηνύματα μέ τηλέγρα­
φο.

Νά καί τό τραγούδι «Πύρ» (τού Μ. Γκεμπίρτιχ, στά γίν-


τις), πού ’γίνε τραγούδι τής Ε βραϊκής ’Οργάνωσης ’Αγώ­
να τής Κρακοβίας:

Στά όπλα: ’Α δέρφια! Στά όπλα!


Ή πόλη μας είναι μές στις φλόγες! (...)
Κι εσείς τι'ς κοιτάζετε άπραγοι (...)
Στά όπλα! Α δέρφ ια! Στά όπλα!
Ή σωτηρία είναι στά χέρια σας.
νΑν αγαπάτε τό χωριό.
(...) Σβήστε τη φωτιά!
Σβήστε τη μέ τό ίδιο σας τό αίμα,
Δείχτε πώς μπορείτε νά τό κάνετε! (...)

Τό τραγούδι δέν περιέχει καμιά συγκεκριμένη χαρακτη­


ριστική λέξη πού νά δείχνει τήν πραγματικότητα τής κατο­
χής. Ταυτόχρονα δέν καταφεύγει σέ στολίδια ξένα πρός
τήν πραγματικότητα, πού άλλοιώνουν τή γνησιότητα τών
έργων πού άναφέραμε πιό πάνω. Μεταφορικό, άκόμα καί
στή σύλληψή του, έγινε άμεσα καταληπτό. Τά στοιχεία τού
τραγουδιού, προσιτά κι άγαπητά στούς άκροατές, εκφρά­
ζονται μέ οικείες λαϊκές λέξεις. Δέ μιλά γιά κανένα γεγο­
νός τής κατοχής, ή ζωντανή όμως καί δυναμική εικόνα τής

285
πυρκαγιάς δείχνει τή φοβερή κρίσιμη κατάσταση:

(...) Γλώσσες φωτιάς άγκάλιασαν κιόλας όλο τό


χωριό
(...) Στά όπλα! Τό χωριό χάνεται!
"Όλοι μάς έγκατέλειψαν τή μοιραία αυτή στιγμή (...)
Ή πόλη μας θά πέσει μαζί μας.
Μόνο ερείπια θ ’ άπομείνονν (...).

Στη συνέχεια, ή έκκληση «Σβήστε τή φωτιά με τό ίδιο


σας τό αίμα» είχε μιά ιδιαίτερη δύναμη. Τό έργο έχει τέ­
λεια ένότητα δομής πού έξασφαλίζει καί τήν ένότητα όρα-
σης.

286
16

5Ά λλες πλευρές τών κειμένω ν

Α. Χιούμορ
Στό κεφάλαιο γιά τά γκέτο κάναμε λόγο γιά ένα είδος
έπιθεωρήσεων πού άνέβαζαν οί κρατούμενοι. Οί παρα­
στάσεις αυτές γνώριζαν μεγάλη έπιτυχία. Τά άστεΐα καί τά
ανέκδοτά τους κυκλοφορούσαν γιά καιρό άπό στόμα σέ
στόμα. Τό ίδιο δημοφιλείς ήταν καί οί παροιμίες πού γεν­
νήθηκαν στά γκέτο καί μαρτυρούσαν τό χιούμορ τού μέσου
Εβραίου. Στην περίοδο τών «έκτοπίσεων» ήταν συνηθι­
σμένη ή έρώτηση: Πιστεύεις στη ζωή «μετά - τό - βαγόνι;»
(Ή έκφραση «μετά - τό - βαγόνι» σήμαινε «μετά - θάνα­
το», μετά τη μεταφορά άπό τά τραίνα τού θανάτου). Ή
άκόμα: «Μή σέ νοιάζει, φίλε. Θά ξαναβρεθοϋμε σέ καμιά
βιτρίνα σάν σαπούνια»1. Σ’ αύτό ό συνομιλητής άπαντού-
σε: «Ναί, αλλά ενώ τό δικό σου λίπος θά γίνει κοινό σα­
πούνι, άπό τό δικό μου θά κάνουν σαπούνι τουαλέτας».
Αυτά τά μακάβρια άστεία μάς έπιτρέπουν νά ματέψουμε
τό βαθμό έξοικείωσης μέ τό θάνατο πού πλανιόταν πάνω
άπό τά γκέτο καί τά στρατόπεδα.
Σέ μιά παράφραση άπό τό έργο τού Σόλεμ ’Αλέιχεμ, ό
συγγραφέας Πίπκο (γκέτο τού Βίλνο) βάζει έναν ηρώα τού
έργου, τόν Τοβί, νά λέει: «Εύτυχισμένοι πού είστε εσείς οί
Εβραίοι, πού δέν ξέρετε πόσο είστε δυστυχισμένοι». Έ να

1. Τά ίδια άστεία βρίσκονται σέ πολλές καταθέσεις πρώην καταδίκων


διαφορετικής καταγωγής. Αύτό δείχνει τή διάδοση πού είχαν γνωρίσει.

287
άλλο πρόσωπο του έργου, ό Μεναχέμ Μεντελί, συνηθίζει
νά χαιρετά κάθε πρωί τούς συντρόφους του, έτσι: «Καλη-
μέρα, πτώματά μου».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οπό πρόγραμμα όλων τών
παράνομων ή ήμιπαράνομων παραστάσεων πού οργάνω­
ναν στά γκέτο, υπήρχαν πάντα σατιρικά κομμάτια.
Στοιχεία σατιρικά ή κωμικά συναντάμε καί στά έργα
πού έγραφαν είτε άνθρωποι πού κυκλοφορούσαν με πλα­
στή ταυτότητα, είτε άνθρωποι πού είχαν κρυφτεί. Παραθέ­
τουμε γιά παράδειγμα ένα άπόσπασμα άπό τά «Μυστικά
Ημερολόγια» τού Τζ. Χέχτ, πού ζούσε κρυμμένος στό χω­
ριό Ζόλκιεφ:

25 Μάρτη 1943 (...). Είμαστε τέσσερις περιμένουμε


καλύτερους καιρούς, καί... τόν Φίλιππο Μ..., τόν πέμ­
πτο συγκάτοικο τού μικρού «παλατιού» μας. Τό «πα­
λάτι» μας άνήκει σ’ ένα συγκρότημα μ’ ένοικους όλων
τών ειδών. Εμείς οί άνθρωποι, μέ συγχωρείτε, εμείς οι
Εβραίοι ήθελα νά πώ, μένουμε στό υπόγειο. Στό ισό­
γειο μένουν τέσσερα γουρουνάκια πού στοιχίζουν 700
ζλότυ. Έχουμε κι έναν κόκορα. Στό πρώτο πάτωμα
κατοικούν τέσσερα κουνέλια. Έχουμε καί μιά γειτό-
νισσα, μιά γελάδα (...). Γιά όλους μας, Εβραίους, κό­
τες, γουρούνια, γελάδες, φροντίζουν άνώτερα όντα,
άνθρωποι τής άριας φυλής.

Ούτε άπό τά έργα πού γράφτηκαν στά στρατόπεδα λεί­


πει τό χιούμορ. νΙσα ίσα, είναι πολύ συχνό.

Τό είδος τού χιούμορ πού άναφέραμε πιό πάνω, άποτελεϊ


μέρος τής διαδικασίας γιά τήν έρμηνεία τού μηχανισμού
τών γεγονότων πού ζούσαν οί κατάδικοι. Στά τρία πρώτα
παραδείγματα τό γεγονός είναι ό άναπόφευκτος θάνατος.

288
Στό τελευταίο άπόσπασμα, ή «κοινωνική» κατάσταση μιά
δεδομένη στιγμή. 'Ο χιουμοριστικός έλαφρός τόνος υπο­
γραμμίζει όχι μόνο τήν έπίγνωση τής κατάστασης, άλλά
καί κάποια φιλοσοφική σχεδόν άπόσταση άπό τά πράγμα­
τα.
’Ακόμα πιό πολλά είναι τά σατιρικά έργα. Τά κείμενα
πού δημοσιεύτηκαν μετά τόν πόλεμο, δε μπορούν νά δώ­
σουν τίς διαστάσεις τού φαινόμενου, γιά τόν άπλό λόγο
ότι τά περισσότερα άπό τά έργα αυτού τού είδους άπευθύ-
νονταν άποκλειστικά σ' ένα όρισμένο περιβάλλον μιά συγ­
κεκριμένη στιγμή. Εξάλλου, τά πιό πολλά δε διασώθηκαν,
ίσως γιατί κι οί ίδιοι οί συγγραφείς τους τά θεωρούσαν
«εφήμερα». Όσα άπ' αυτά βρέθηκαν μετά τήν κατοχή, συ­
χνά δέ μπορούν νά δημοσιευτούν, είτε έξαιτίας τής υπερ­
βολικής άθυροστομίας τους, είτε έξαιτίας τών αναφορών
τους σέ πρόσωπα καί λεπτομέρειες χωρίς νόημα γιά τό
σημερινό άναγνώστη.
Μιά ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οί σάτιρες πού
προορίζονταν γιά δημόσιες παραστάσεις: διάφορα σκέτς
πού παίζονταν σέ μικρά θέατρα καί κυρίως «επίκαιρα»
πού «άπαγγέλλονταν» σέ «φιλολογικά καφενεία».
Ή θέση τών συγγραφέων τους δέν ήταν καθόλου άξιο-
ζήλευτη. Σ’ αυτούς θά ταίριαζε, χωρίς καμιά ειρωνική
διάθεση βέβαια, τό γνωστό: «Μήν πυροβολείτε τόν πιανί­
στα, κάνει ο,τι μπορεί».
Υπήρχαν έπίσης καί μερικές νύξεις κοινωνικής σάτιρας,
άλλά ό δημόσιος χαρακτήρας τών παραστάσεων έβαζε
πολλούς περιορισμούς. Γιά παράδειγμα, ή σκηνή παρου­
σιάζει μιά στάση τράμ. Οί διάλογοι εκείνων πού περιμέ­
νουν, άφήνουν νά φανεί ή συνύπαρξη τής άπόλυτης φτώ­
χειας μέ τήν ευμάρεια τών προνομιούχων (τυπικό φαινό­
μενο κυρίως στό γκέτο τής Βαρσοβίας). Έ πειτα εμφανίζε­
ται μιά καλοντυμένη κυριούλα πού σέρνει πίσω της δεμένο
μέ χρυσή άλυσίδα έναάβγό. (Υπαινιγμός γιά τήν άκρίβεια
καί τήν έλλειψη τροφίμων στό γκέτο καθώς καί γιά τά
χαμίνια πού άρπαζαν άπό τά χέρια τών περαστικών τά

19. Γραφτά τών μελλοθάνατων άττό τή ναζιστική κατοχή 289


ψώνια). Ξαφνικά, κάποιος φωνάζει: «Αστυνομία!» Α μέ­
σως όλοι σωπαίνουν, ό θόρυβος καθρεφτίζεται σ’ όλα τά
πρόσωπα. Καί νά, μπροστά στήν άστυνομία όλες οί δια­
φορές χάνουν τή σημασία τους. Με λίγη προσπάθεια τέ­
τοιες καταστάσεις στη σκηνή μπορεί νά βγάλουν γέλιο.
Όμως αυτές άκριβώς οί έφοδοι τής άστυνομίας έκαναν
άδύνατη κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση. Καί γιά τούς συ-
νεργούς στά μπλόκα τής άστυνομίας ή σάτιρα ήταν άναγ-
κασμένη νά σωπαίνει.
Έτσι, περιορίζονταν στά δευτερεύοντα συμπτώματα
άποφεύγοντας νά θίξουν τήν ούσία τού προβλήματος. Γιά
νά «βγάλουν γέλιο» λοιπόν, κατέφευγαν καμιά φορά σέ
τρόπους πού προκαλούν πολλές έπιφυλάξεις. Στό γκέτο
τής Βαρσοβίας, γιά παράδειγμα, υπήρχε ένα στενό δρο­
μάκι όπου συχνά ή Γκεστάπο έκανε έπιθέσεις κατά τών
περαστικών. Οί κάτοικοι δέ μπορούσαν νά τό άποφύγουν
γιατί ήταν τό μόνο πέρασμα άνάμεσα σέ δυό συνοικίες τού
γκέτο. Τή στιγμή τής έπίθεσης ό κόσμος έπεφτε ό ένας
πάνω στόν άλλο κι ό πανικός μεγάλωνε τόν άριθμό τών
θυμάτων. Ό ποιητής Λεονίντ Φοξάνσκι έγραψε ένα τρα­
γούδι πάνω σ’ αύτό τό θέμα μέ ρεφραίν: «Υπάρχει θέση
γιά όλους!» Τά διφορούμενα αυτά λόγια είχαν τήν εύγλωτ-
τία ένός πικρού σαρκασμού. Γιά λόγους άσφάλειας όμως
τό τραγούδι δέ μπορούσε νά τελειώνει μ’ έναν ύπαινιγμό
γιά τίς σφαγές τής Γκεστάπο, κι ή λογική τής «έλαφρής
μούσας» άπαιτούσε μιά χιουμοριστική κατάληξη. ΓΓ αύτό
σέ έπόμενες στροφές περιγράφουν μιάν άναπάντεχη συ­
νάντηση πολλών έραστών τής ίδιας γυναίκας· άκολουθεί
ένας καβγάς καί τέλος, τό ρεφραίν: «'Υπάρχει θέση γιά
όλους». Αυτή ή «πεποίθηση» είναι βέβαια τό κεντρικό μο-
τίβο. "Ομως τό περιεχόμενο τών τελευταίων στροφών τής
δίνει ένα νόημα πού... πάει κάπως μακριά. "Ολα αυτά
φυσικά είναι θεωρητικές έξηγήσεις. Τό κοινό τής έποχής
ήταν λιγότερο σχολαστικό καί πιό... διορατικό.
νΑλλες σάτιρες γραμμένες στά γκέτο είχαν γιά στόχο
μέλη τών Εβραϊκών Συμβουλίων, τής Υπηρεσίας Τάξε ως,

290
δημόσιους υπάλληλους, νεόπλουτους, «καταφερτζήδες»
κλπ. Τά πρόσωπα άναφέρονται μέ τά όνόματά τους, χωρίς
καμιά προσπάθεια συγκάλυψης.
Πρέπει νά πούμε ότι άνάλογα χαρακτηριστικά συναν­
τάμε στις περισσότερες σάτιρες πού γράφτηκαν σε διά­
φορα στρατόπεδα, σε διάφορες γλώσσες γιά άκροατές
κάθε έθνικότητας. Συχνά εξιστορούν με σατιρικό τρόπο
μικροπεριστατικά άπό την καθημερινή ζωή ή «ζωγραφί­
ζουν» άντιπροσωπευτικούς τύπους στρατοπέδων. Υ π ά ρ ­
χουν άκόμα διάλογοι, αγγελίες κλπ. Τά έργα αυτά στιγμα­
τίζουν τή συμπεριφορά καί τίς κακές συνήθειες συγκεκρι­
μένων προσώπων. Ό σκοπός τους ήταν πρακτικός, έπρεπε
νά έπηρεάσουν άμεσα τό περιβάλλον.
Ή ίδια τάση εκφράζεται καί στήν εκλογή τών στόχων.
Τίς περισσότερες φορές οί συγγραφείς χτυπούν φυλακι­
σμένους πού άνήκουν σέ μιά όρισμένη ταξιαρχία: ίεραρ-
χικά άνώτερους πού ώστόσο ανήκαν άκόμα στό ίδιο περι­
βάλλον καί λογάριαζαν τή γνώμη τών συντρόφων τους,
έτσι πού νά ’ναι πιθανή μιά άλλαγή στή συμπεριφορά
τους, άν δεχτούν μιά σατιρική επίκριση.
Οί σατιρικοί συγγραφείς ήταν ένα είδος Τοπικού Τύπου.
Γιά νά γίνει καλύτερα άντιληπτός ό ρόλος τους, πρέπει νά
προσθέσουμε τήν άκόλούθη λεπτομέρεια: συχνά οί φυλα­
κισμένοι πού ήθελαν νά γίνουν γνωστά μερικά μικρά μυ­
στικά, τά κατέδιδαν στό σατιρικό συγγραφέα τής όμάδας
τους. Έ τσι διαμορφώνονταν τά όργανα τής «κοινής γνώ­
μης».

Β. Λογοτεχνία φυγής
Στό γκέτο τού Λβόφ, σ’ όλη τή διάρκεια τής ύπαρξής του,
άνέβηκε μονάχα μιά δημόσια παράσταση. Ή ταν στά 1943,
μετά άπό όλους τούς Τμηματικούς έκτοπισμούς καί λίγο
πρίν έξοντωθεΐ όριστικά ή «έβραϊκή συνοικία» τής πόλης.
Ή παράσταση δόθηκε μετά άπό έντολή τών γερμανικών
άρχών. Ή κατάσταση πού επικρατούσε έκανε φανερό τό
σκοπό τού γερμανικού σχεδίου: ’Ήθελαν γιά μιά άκόμα
φορά νά άποπροσανατολίσουν τόν κόσμο. ’Αλλά ούτε οί
ηθοποιοί ούτε τό κοινό γιά τό όποιο προοριζόταν ή παρά­
σταση έξαπατήθηκαν. Οί πρόβες τού έργου (πού σύμφωνα
με τή διαταγή έπρεπε νά ’ναι πολύ εύθυμο) έγιναν στήν
άρχή μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής κατάπτωσης. Στό μεταξύ
δημιουργήθηκε κάτι σάν κρίση. Τό πνεύμα πού έπικράτησε
ήταν πάνω κάτω αυτό: «Αφού μάς άναγκάζουν νά γελά­
σουμε πρίν άπό τό θάνατό μας, ας τό κάνουμε γιά τελευ­
ταία φορά, καί, ξέροντας πώς θά ’ναι ή τελευταία φορά,
ας γελάσουμε ελεύθερα καί μέ πάθος. 'Ας ξαναβρούμε τό
γέλιο πού είχαμε πρίν άπό τήν κατοχή».
Ό γνωστός καλλιτέχνης Φρύκ Κλάινμαν άνέλαβε τά
ντεκόρ. Παρίσταναν τόν τοίχο τού γκέτο. Πάνω του
ύπήρχε μόνο ή επιγραφή πού καταδίωκε παντού τούς κα­
τοίκους τού γκέτο: «Πρέπει νά υπάρχει πειθαρχία!» Τί­
ποτα άλλο. Σάν άντιστάθμισμα, πάνω άπό τά συρματοπλέ­
γματα τού μακάβριου τοίχου απλωνόταν ένας ξεθωριασμέ­
νος ουρανός, χωρίς τό παραμικρό σύννεφο, στό χρώμα τού
μολυβιού καί τής πέτρας. Τό πρόγραμμα είχε τραγούδια
καί χορούς. Οί έρμηνευτές (ανάμεσα σ’ άλλους καί ή ήθο-
ποιός Γρούμπνερ πού δολοφονήθηκε στά τέλη τού 1943)
τά έκτέλεσαν μέ υπέρτατο πάθος. Δημοτικά τραγούδια καί
χοροί σέ μιά τελευταία παράσταση, σέ μιά παρέλαση άπό
εθνικές φορεσιές καί συντριμμένα αισθήματα. Τίς λεπτο­
μέρειες τίς οφείλω στόν ίδιο τόν Φρύκ Κλάινμαν πού, μετά
τήν «έξόντωση» τού γκέτο τού Αβόφ, βρέθηκε στό στρατό­
πεδο Ζανόφσκι, όπου έγώ είχα πάει πολλούς μήνες πρωτύ­
τερα. Ό τα ν μού τά διηγόταν, ό Κλάινμαν (πού δολοφονή­
θηκε λίγο άργότερα) δέν έβρισκε λέξεις άρκετά εκφραστι­
κές γι’ αυτή τή σύνθεση χρωμάτων, αυτό τό θάνατο πού
πλανιόταν στό μολυβένιο ούρανό καί στήν άπελπισία τού
τοίχου, μοναδικού διακοσμητικού στοιχείου.
’Ανάμεσα στά γραφτά τών κατάδικων βρίσκουμε έργα πού
δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με την προσωπική κατάσταση
τών συγγραφέων τους ούτε μέ τά γεγονότα τής εποχής.
Οί συχνά παθιασμένες συζητήσεις τών φυλακισμένων,
πού ή μοίρα τους ήταν προδιαγραμμένη, άναφέρονταν σέ
θέματα υπερβολικά «άκαδημαϊκά» γιά τίς περιστάσεις.
Συζητούσαν προβλήματα λογοτεχνικά καί αισθητικά, φι­
λολογικά καί λαογραφικά, ιστορικά καί άλλα.
Στά ίδια πλαίσια τοποθετούνται καί οί μεταφράσεις τών
κρατούμενων. Ό συγγραφέας ’Ιούλιος Φέλντορν, γιά πα­
ράδειγμα, συνέχισε ως τίς τελευταίες μέρες τής ζωής του
νά μεταφράζει Πούσκιν. "Αλλοι, κάτω άπό παρόμοιες συν­
θήκες μετέφραζαν Πλάτωνα ή φιλοσοφούσαν στά χνάρια
τού Σπινόζα.
’Ανάμεσα στά άγαπημένα τραγούδια τών φυλακισμένων
συγκαταλέγονται πολλά πού είναι εντελώς ξένα μέ τήν
κατάσταση πού έπικρατούσε τότε: στιχάκια άθυρόστομα ή
«έξωτικά».
Κατάφερναν άραγε νά ξεφύγουν άπό τήν πραγματικό­
τητα μ’ αυτό τόν τρόπο; ’Αντί γιά έπεξηγήσεις πού θά
ξεπερνούσαν τά πλαίσια αυτού τού κεφαλαίου, μεταφέ­
ρουμε τά λόγια τής νεαρής φυλακισμένης Ζανέτ Χέσελ:

«Τή νύχτα, ή άποπνιχτική ζέστη καί οί ψείρες δέ μ'


άφηναν νά κοιμηθώ στήν παράγκα. Βγήκα έξω: πίσω
άπό τήν παράγκα βρήκα κιόλας μερικές γυναίκες μέ
τά νυχτικά τους, πιό τολμηρές άπό μένα. Μιά άπ’ αυ­
τές τραγουδούσε. Τά σκουλήκια, περίεργα, γύρισαν
πρός τό μέρος μας όλους τούς προβολείς τους τό
φεγγάρι καί τ’ άστρα έμοιαζαν ν' άκούνε τά Τραγου­
δάκια μας (...)». Καί μιά άλλη φορά: «Γιά νά περάσει
ή ώρα μας, έστω καί γιά λίγο, διοργανώναμε μικρές
γιορτές στήν παράγκα. "Ομως ό εφιάλτης πού μάς κύ­
κλωνε δέν εξαφανιζόταν. Στό τέλος οί άπαγγελίες καί
τά τραγούδια μας καταντούσαν νά ’χουν γιά θέμα τήν
ίδια τή δυστυχία μας».

293
Στην επιθυμία φυγής οφείλεται καί ένα είδος άπόστασης
των καταδίκων άπό τήν ίδια τους τή μοίρα. Συχνά ή άπο-
μάκρυνση αυτή δίνεται μέ χιούμορ:

Έτσι, στό τελευταίο του γράμμα, ό Γερμανός Χέλ-


μοντ Τζέιμς φόν Μόλτκε, δικηγόρος καί γαιοκτήμονας,
ιδρυτής τού «κύκλου Κραίζάου», περιγράφει στή γυ­
ναίκα του μέ κέφι τή δίκη του: «ό εισαγγελέας Σούλ-
τρε, πού δέ μού ’κάνε κακή έντύπωση, ζήτησε τήν
ποινή τού θανάτου (...). Οί συνήγοροι σέ γενικές
γραμμές ή^αν άρκετά συμπαθητικοί. Κανένας τους δέν
ή^αν πραγματικά προδότης». (Τυπωμένο τό γράμμα
αυτό πιάνει οχτώ μεγάλες σελίδες εύθυμης φλυαρίας).
Δεκατρείς μέρες άργότερα, ό Μόλτκε κρεμάστηκε.
Έ να άλλο είδος άταραξίας δείχνει δ ’Ιταλός ιερέας
νΑλντο Μέι, πού τουφεκίστηκε στά τριανταδυό του
χρόνια άπό τούς Γερμανούς: «Πατέρα καί μητέρα»,
γράφει, «νά είστε ήσυχοι, ή γαλήνη βασιλεύει στήν
καρδιά μου (...). Μέ καταδίκασαν σέ θάνατο: α)
επειδή προστάτεψα κι έκρυψα ένα νεαρό πού ήθελα
νά τού σώσω τήν ψυχή, 6) έπειδή κοινώνησα παρτιζά­
νους, δηλαδή επειδή συμπεριφέρθηκα σάν ιερέας. Ό
τρίτος λόγος δέν είναι τόσο εύγενικός όσο οί προη­
γούμενοι: είχα έγκαταστήσει κρυφά έναν άσύρματο».

294
Μέρος τρίτο

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
17

3Αντιστάθμισμα στόν κοινω νικό


υποβιβασμό κ α ί ερμηνευτικές
διαδικασίες

Χαρακτηριστικό τών καταδικασμένων ήταν ή συνήθως


άπότομη καί μεγάλη κοινωνική τους πτώση. Αυτό ίσχυε
άκόμα καί γιά κείνους πού ζούσαν την καταδίκη τους
«ελεύθεροι»
Στίς περισσότερες περιπτώσεις ό οικονομικός καί επαγ­
γελματικός υποβιβασμός συνοδεύονταν άπό σωματικά βα­
σανιστήρια καί προσβολές, άπό μιά μείωση δηλαδή οδυ­
νηρή καί βαριά. Σ’ όλα αύτά έρχόταν νά προστεθεί ένας
έσωτεριχός υποβιβασμός, λεπτομέρεια πού άξιζει τόν κόπο
νά ύπογραμμιστεί. Οί υλικές καί ήθικές συνθήκες πού
άντιμετώπιζαν οί καταδικασμένοι (ή πείνα κι ό πρωτόγο­
νος χαρακτήρας τών άνθρώπινων σχέσεων) περιόριζε τά
ενδιαφέροντα τους στίς λειτουργικές, γιά νά μήν πούμε
φυσιολογικές, δραστηριότητες. Ό άναγκαστικός αύτός
περιορισμός υποδαύλιζε μέσα τους τήν εξέγερση.

Νά ένα παράδειγμα: Ό καθηγητής Λ. Χίρτσφελντ12,


ύστερα άπό μιά διαμονή στό γκέτο, ζούσε με ψεύτικη

1. Αυτή ήταν ή περίπτωση τών Ε βρ αίω ν πού ζούσαν μέ ψεύτικη ταυτό­


τητα.
2. Κι αύτός κι ή οικογένεια του ήταν καθολικοί, άλλα τούς καταδίωκαν
έξαιτίας τής έβραϊκής καταγωγής τού καθηγητή. Έ δώ πρέπει νά άναφέ-
ρουμε ότι στό γκέτο τής Βαρσοβίας υπήρχε μιά ξεχωριστή καθολική κοι­
νότητα πού είχε δική της έκκλησία.

297
ταυτότητα μαζί μέ τήν κόρη του. Γιά ένα διάστημα,
βρήκαν άσυλο στήν έπαρχία, σ’ ένα παλιό πολωνέζικο
άρχοντικό. Κοντά σ’ αυτή ήταν κι άλλοι (όχι Εβραίοι)
πού γιά διάφορους λόγους είχαν άναγκαστεί νά εγκα­
ταλείπουν τά σπίτια τους καί νά ζήσουν με πλαστή
ταυτότητα. Οι ιδιοκτήτες τού άρχοντικοΰ ήταν φιλό­
ξενοι αυτό όμως δεν έκανε λιγότερο όδυνηρή τή θέση
τους. Συχνά έπρεπε νά υπομένουν τά σχόλια τών υπη­
ρετών πού τούς άντιμετώπιζαν σάν ζητιάνους.
’Εξάλλου, οί περιστάσεις άπαιτούσαν άπό τούς φιλο­
ξενούμενους νά περνούν όσο μπορούσαν άπαρατήρη-
τοι. Τό άρρωστο κοριτσάκι τού καθηγητή ένιωθε βα­
θιά τήν κατάστασή τους καί ύπέφερε.
Τά άτέλειωτα βράδια τού χειμώνα ή συντροφιά κα­
θάριζε φασόλια κι ό καθηγητής διάβαζε μεγαλόφωνα
κάποιο μυθιστόρημα. «Πρότεινα», διηγείται στά άπο-
μνημονεύματά του, «νά παραδίνω μαθήματα άντί νά
διαβάζω (...). Προσπαθούσα νά μιλάω γιά πράγματα
πού νά ενδιαφέρουν τούς άκροατές μου: γιά τό αίνι­
γμα τής δημιουργίας τού κόσμου, γιά τίς προσπάθειες
τής επιστήμης νά έξηγήσει τή γέννηση τών είδών. Πού
ήταν έκεΐνος ό καιρός πού φοιτητές, άκόμα κι άπό
άλλες σχολές, έρχονταν νά μέ παρακολουθήσουν!
Πόσο μακρινή μού φαινόταν ή διάλεξή μου στό Παρί­
σι, όπου είχα δει άνάμεσα στή νεολαία τό πρόσωπο
τού παιδιού μου νά λάμπει. Έ δώ (βοηθώντας στό κα­
θάρισμα τών φασολιών!) άπευθυνόμουν σέ πολύ πιό
ήλικιωμένους άνθρώπους μέ τήν ιδέα, ή μάλλον μέ τή
σπαρακτική έλπίδα, νά ξαναδώ τό μονάκριβο παιδί
μου νά ζωντανεύει».

Ή άνάγκη γιά άντιστάθμισμα έκφραζόταν συχνά μέ λι­


γότερο πολιτισμένο τρόπο. νΑφθονα παραδείγματα προ­
σφέρει ό σαδισμός τών κρατούμενων στούς όποιους είχαν
άναθέσει κάποια υπηρεσία άπέναντι στούς «κατώτερούς»
τους συγκροτούμενους:

298
«Ή δική μας “κτηνωδία" έσωζε χή δική τους άν-
θρώπινη ύπόσταση. Τουλάχιστον άπό μας ήταν καλύ­
τεροι. Ό τα ν μάς έδιναν μιά διαταγή, ένα χαστούκι,
μιά κλωτσιά, δεν ύπάκουαν άναγκαστικά στό μίσος.
νΙσως νά ένιωθαν τή συμπάθεια πού νιώθει κανείς γιά
ένα σκύλο, άκόμα κι όταν τόν χτυπάει. Μιά καί τό
δαρμένο ζώο ήταν σκύλος, μπορούσε κανείς νά υπο­
θέσει με κάποιες πιθανότητες άλήθειας ότι αυτός πού
χτυπούσε ήταν άνθρωπος».
Έ πειτα ό συγγραφέας διηγείται τήν ιστορία τής δι­
κής του σωτηρίας: Στά τελευταία όρια τής άντοχής
του, στό στρατόπεδο Στάλοβα Βόλα, ήταν ένας άπό
τούς φυλακισμένους πού ή ζωή τους, ζωή φυτού, δέν
παρουσίαζε κανένα άνθρώπινο σύμπτωμα. Έ ξαιτίας
τής έξάντλησής τους, τής βρωμιάς τους, τού «εσωτερι­
κού τους θανάτου» καί τής έλλειψης κάθε άντίστασης,
οί κρατούμενοι αυτής τής κατηγορίας περιφρονιόνταν
καί καταδιώκονταν άπό τούς συντρόφους τους. ’Αλ­
λά... άνάμεσα στούς έπιστρατευμένους εργάτες πού
δούλευαν στά έργαστήρια τού στρατοπέδου, βρισκό­
ταν ένα άγόρι είκοσι χρονών, μέ θέληση γιά μάθηση.
Ζήτησε απ’ τό φυλακισμένο νά τού δίνει μαθήματα γιά
ένα κομμάτι ψωμί, κι ένα πιάτο σούπα. Καί νά τί έγι­
νε· διδάσκοντας τό νεαρό, ό κρατούμενος ένιωσε νά
άνυψώνεται σιγά σιγά τό ηθικό του. Ό ίδιος διηγείται
λεπτομερειακά τήν άνοδική του πορεία. ’Από τόν
άπολογισμό του φαίνεται ότι στή διάρκεια αυτής τής
άναπάντεχης «θεραπείας» του, τά θέματα πού ανέ­
πτυσσε στό μαθητή του έκαναν τά άπό καιρό άπωθη-
μένα του ένδιαφέροντα νά ξαναζωντανεύουν σιγά σι­
γά.

Ή άνταμοιβή πού δίνει ή καλλιτεχνική δημιουργία είναι


φαινόμενο πού δέ χρειάζεται σχόλια.
Τό νά γράφεις σήμαινε νά έξακολουθείς μιά δραστηριό­
τητα ξένη πρός τίς παρούσες άθλιες συνθήκες καί χαρα­

299
κτηριστική τής παλιάς σου κατάστασης. Νά είσαι 6 ύμνω-
δός τής κοινής δυστυχίας, σήμαινε νά άναλάβεις μιά προ­
σπάθεια πού ήταν ωφέλιμη, ένα καθήκον πού τό άνέθετες
εσύ στον εαυτό σου κι όχι οί δήμιοί σου έτσι έσπαζες
κάπως τό φαύλο κύκλο τών καταναγκαστικών καί μισητών
υποχρεώσεων, ξανάδινες ένα νόημα στήν άτομική προσπά­
θεια. Στήν περίπτωση πού τά κείμενα γίνονταν γνωστά, ό
συγγραφέας έπαιρνε σάν άνταμοιβή τή συμπάθεια καί τήν
εκτίμηση τών άκροατών του. Καί τό ουσιαστικότερο: ή με­
γαλύτερη καί πιό άξια άνταμοιβή ήταν οί ιδέες, οί εικόνες
καί τά συναισθήματα πού ζούσε κανείς γράφοντας. Έδώ
έχουν τή θέση τους οί άναμνήσεις άπό τό παρελθόν, οί
διαβεβαιώσεις πίστης σέ ιδέες καί ότιδήποτε άλλο μπο­
ρούσε νά επιβεβαιώσει τήν προσωπικότητα τού συγγρα­
φέα.
Τήν ίδια σημασία είχαν γιά τούς φυλακισμένους καί τά
βιβλία πού σκέφτηκαν άλλά δέν έγραψαν. Οί πνευματικές
εκδηλώσεις: φιλολογικές βραδιές, διαλέξεις, άπαγγελίες,
παραστάσεις. Κι άκόμα, οί φιλολογικές ιδιωτικές συνομι­
λίες άνάμεσά τους. Τέτοιες συνομιλίες ήταν συχνές καί
πολλές φορές παθιασμένες. Έ να εξαιρετικά χαρακτηρι­
στικό παράδειγμα μάς δίνει τό ήμερολόγιο ενός ’Ολλαν­
δού, τού Νίκο Ρόστ, πού έκδόθηκε μετά τήν άπελευθέρωση
μέ τίτλο «Ό Γκαΐτε στό Νταχάου». Γραμμένο μέρα μέ τή
μέρα, άφηγεΐται όχι μόνο τά καθημερινά γεγονότα τού
στρατοπέδου άλλά καί τίς σκέψεις τού συγγραφέα γιά τά
βιβλία πού εξακολουθούσε νά διαβάζει μέ άσυνήθιστη
επιμονή, καθώς καί τίς συζητήσεις πού είχε πάνω σ’ αυτό
τό θέμα μ’ άλλους φυλακισμένους. Αυτό τό «αντίδοτο»
κατά τού θανάτου ό Ρόστ τό ονομάζει «βιταμίνες Γ καί
Μ» ( = Γνώση καί Μέλλον). Ό ,τι εξάλλου προκαλεί κατά­
πληξη, δέν είναι τά θέματα, τά βιβλία καί οί συγγραφείς
πού άναλύονται (αυτά τά βρίσκει κανείς σχεδόν παντού)
άλλά ό τρόπος τής άνάλυσης, πού δέ γίνεται σέ σχέση μέ
τήν πραγματικότητα πού περιβάλλει τό συγγραφέα, άλλά
μέ φανερό σκοπό τή μελέτη καί τήν εμβάθυνση σ' αύτά

300
καθαυτά τά προβλήματα τής ίοτορίας τής λογοτεχνίας, τής
ιστορίας τής τέχνης, τής φιλοσοφίας. Κι όλα αυτά μαζί μέ
τίς καθημερινές εξιστορήσεις των γεγονότων στό στρατό­
πεδο. Ή άνάμιξη, τουλάχιστο σέ πρώτη ματιά, φαίνεται
παράδοξη. Αυτή ή επιμονή δέν οφείλεται άραγε σέ μιά
επιθυμία φυγής; Ό συγγραφέας τό καταλαβαίνει. Στίς 9
Σεπτέμβρη 1944 γράφει: «Ή φυγή μέσα από τή λογοτε­
χνία; Δέ μπορώ νά τό άναλύσω ακριβώς· ώστόσο, ένα
είναι γιά μένα βέβαιο, ότι ποτέ δέν ξεχνώ την πραγματικό­
τητα. Κι εξάλλου, δέ μ αφήνει ή ίδια νά την ξεχάσω».
’Ανάμεσα στά πολλά παρόμοια παραδείγματα, αναφέ­
ρουμε τή στάση τού Βενιαμίν Κρεμιέ στό στρατόπεδο τού
Μπούχενβαλντ, όπως τήν περιγράφει ό Ντ. Ρουσσέ:

Ό Βενιαμίν Κρεμιέ μάς μιλάει (...). Πρέπει νά σκύ­


ψεις γιά νά τόν άκούσεις. Ό Κρεμιέ μιλάει γιά τή
βιβλιοθήκη του. Μιλάει πολύ χαμηλόφωνα. Στό έξαν-
τλημένο του πρόσωπο αυτή ή εκπληκτική θέληση γιά
γνώση. Τά μάτια του λάμπουν. Διηγείται τίς έρευνές
του γιά ν' αποκτήσει ολα αυτά τά βιβλία. Γνώρισε
πάρα πολλούς άνθρώπους. Τά λιπόσαρκα χέρια του
κάνουν κινήσεις πού έκαναν παλιά. Καί οί λέξεις ξα­
ναζωντανεύουν τό χαμένο πιά κόσμο τών παρασκη­
νίων τού θεάτρου. Αέει όλα όσα θά ήθελε νά γράψει.
Αυτή ή έξαιρετική ιστορία μιάς παγκόσμιας λογοτε­
χνίας, αύτός ό πολύτιμος πλούτος τού μεσοπολέμου.
’Έχει κιόλας καταστρώσει τό πλάνο τής μελέτης του.
Έ παψ ε πιά νά 'ναι σκυφτός. Αύτή ή άγάπη γιά τή
δημιουργία (...) δέν τόν άφήνει νά πεθάνει.

Ή δημιουργία δέν είναι μόνο ένα άντιστάθμισμα στήν


πραγματικότητα, άλλά κι ένας τρόπος γιά νά άναλύσει καί
νά ερμηνεύσει ό συγγραφέας τά συναισθήματα καί τά γε­
γονότα.
Ή θανατική καταδίκη άλλάζει τούς νόμους τής βαρύτη­
τας. Καί μόνο γιά νά επιβεβαιώσει τόν κόσμο πού έγκατα-

301
λείπει, ό κατάδικος πρέπει νά τόν ξανασκεφτεί, νά τόν
άνασυνθέσει κάτω άπ’ αυτή τή νέα προοπτική: «εξετάζω
γιά τελευταία φορά τή συνείδησή μου», γράφει ό Γκαμ-
πριέλ Περί στό άποχαιρετιστήριο γράμμα του (16 τού Δε­
κέμβρη 1941). « Ό άπολογισμός είναι θετικός. Θά ξανά-
παιρνα τόν ίδιο δρόμο, αν ήταν νά ξαναρχίσω τή ζωή
μου».
Αυτό ώστόσο δέν είναι παρά τό ένα μέρος του προβλή­
ματος. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, μονάχα άφού κατα­
δικάζονταν, γνώριζαν οί άνθρωποι αυτή τήν άγνωστη ως
τότε καί άφάνταστη πραγματικότητα. Ό μηχανισμός του
υποβιβασμού καί τής έξόντωσης, ή συμπεριφορά τών δή­
μιων καί τών θυμάτων, καί τέλος οί προσωπικές άντιδρά-
σεις του καθενός, όλα αυτά άπ αιτούσαν μιάν έξήγηση.
’Αλλά αυτή ή εξήγηση δυσκολευόταν τόσο άπό τό πλήθος
τών σκοτεινών σημείων, όσο κι άπό ένα είδος δμίχλης πού
κάλυπτε τό πνεύμα (άκόμα καί στίς περιπτώσεις πού ή
σκέψη διατηρούσε τή διαύγειά της).
Στή διαδικασία τής ερμηνείας γεγονότων καί συναισθη­
μάτων τό γράψιμο είχε τό ρόλο εργαλείου.
Γιά νά βρει τά κατάλληλα λόγια νά έκφράσει τήν πρα­
γματικότητα, ό συγγραφέας έπρεπε νά τήν ξανασκεφτεΐ.
’Απ’ τή στιγμή πού άποφάσιζε νά γράψει, ή σκέψη του
συγκεντρωνόταν κι άκολουθούσε μιά πορεία. Αυτή ήταν ή
πιό άπλή όψη τού φαινόμενου.
Ή σκέψη, ή εικόνα, τό συναίσθημα, όταν διατυπωθούν
μέ λέξεις, γίνονται πιό συγκεκριμένα κι έπομένως έλέγχον-
ται ευκολότερα. Τό νά έκφράσεις γραφτά ένα κίνητρο, εί­
ναι κατά κάποιο τρόπο σά νά προσθέτεις μιά μπίλια τού
άριθμητήριου σ’ έκεϊνες πού έχεις ήδη μετρήσει.
Στά κείμενα, ή διαδικασία τής έρμηνείας παίρνει διάφο­
ρες μορφές. "Αλλοτε έκφράζεται μέ τή συνειδητή έκλογή κι
άνάπτυξη ένός θέματος κι άλλοτε διαφαίνεται μέσα άπό τά
ζητήματα πού θίγονται, τίς άποσιωπήσεις ή τις άδιάκοπες
έπαναλήψεις, τό βασάνισμα τής σκέψης καί τήν καρποφο­
ρία της.

302
18

Έ παγγελματίες κ α ί έρασιτέχνες
συγγραφ είς

Οί περισσότεροι άπό τούς έπαγγελματίες συγγραφείς πού


φυλακίστηκαν, άφησαν κείμενα πού τά έγραψαν ή τά έμ-
πνεύστηκαν στην περίοδο τής δοκιμασίας τους. Συνήθως
έπαιρναν μέρος σε φιλολογικές ή άλλου είδους πνευματι­
κές δραστηριότητες συχνά μάλιστα είχαν τήν πρωτοβου­
λία ή άποτέλεσαν τόν πυρήνα γιά παρόμοιες έκδηλωσεις.
Ό Γκαμπριέλ Ά συντίζιο, προλογίζοντας τή συλλογή
«Φυλακισμένοι συγγραφείς», γράφει: «(...) Τό λειτούργημα
τον συγγραφέα είναι νά εκφράζεται μέ τή γλιυσσα: Τό χά ­
ρισμα αύτό πού τό καλλιεργεί μέ τή μελέτη καί τήν πρα­
κτική, άπό άποστολή μπορεί νά γίνει καθήκον, όπως στις
περιιττώσεις πού εξετάζουμε». Ωστόσο, «άποστολή» καί
«καθήκον» είναι έννοιες πού προϋποθέτουν ήδη κάποιο
πρόγραμμα. "Οσο γιά τά πρωταρχικά κίνητρα, παρατη­
ρούμε καταρχή τά συμπτώματα μιας επαγγελματικής
παραμόρφωσης. ’Από τή μιά μεριά δ συγγραφέας, συνηθι­
σμένος νά βλέπει τή ζωή καί ιδίως τίς λιγότερο κοινότυπες
μορφές της σάν ένα είδος ϊΐρώτης ύλης γιά τή δουλειά του,
κατακλυζόταν άπό μιά άφάνταστη άφθονία θεμάτων. ’Από
τήν άλλη μεριά τό γράψιμο ήταν κατά κάποιο τρόπο ή
άντίδρασή του άπέναντι στά γεγονότα καί ταυτόχρονα ό
δικός του τρόπος δράσης. «'Ένας συγγραφέας», λέει ό
Στανιλάς Φυμέ, «υποφέρει πολύ όταν όέ γράφει. Στή
Φρέσν έβλεπα τά βιβλία μου, τά βιβλία πού ονειρεύομαι,
νά συνθέτονται μόνα τους. Ποτέ πιά όέ θά ξαναβρώ αυτή
303
τή θαυμαστή οξύτητα τών αισθήσεων καί τον πνεύματος
πού γνώρισα στή "συλλογική" μοναξιά τής Φρέσν».
Παράλληλα, ή αναμονή τού κοινού έπαιρνε συχνά τή
μορφή άμεσης ενθάρρυνσης. Οί σύντροφοι τής δυστυχίας
του πού ήξεραν τό επάγγελμά του, άπευθύνονταν στο δια­
νοούμενο καί τού ζητούσαν νά γράφει. Ή κυκλοφορία τών
κειμένων, όσο περιορισμένη κι άν ήταν, άπαιτούσε προσ­
πάθειες κι ήταν επικίνδυνη, δμως ή προθυμία τών άνα-
γνωστών ή τών άκροατών ν’ άναλάβουν τούς κόπους καί
τούς κινδύνους, μαρτυρούσε τήν ανάγκη καί τή χρησιμό­
τητα τού έργου.
Οί επαγγελματίες άποτελούσαν τή μειοψηφία άνάμεσα
στούς συγγραφείς. Ή περίοδος πού μάς άπασχολεί χαρα­
κτηρίζεται άπό τήν έμφάνιση πολλών αρχάριων συγγρα­
φέων. ’Απ' αυτούς ένα μόνο μέρος είναι νέοι κάτω άπό
είκοσι χρονών1.
νΑν μάλιστα παραδεχτούμε ότι ή άρρώστια τής λογοτε­
χνίας προσβάλλει τούς έφηβους κάθε εποχής (κι όχι μο­
νάχα τής περιόδου πού μάς άπασχολεί), μένει νά διαπι­
στώσουμε τή διαφορά τών κινήτρων: αυτή τή φορά, δέν
είναι «τό ανοιξιάτικο ξύπνημα» πού ύπαγορεύει τά θέμα­
τα.
’Εκτός άπό τούς νέους καί όσους έγραφαν έρασιτεχνικά
ήδη πρίν άπό τόν πόλεμο, έχουμε άκόμα ένα μεγάλο ποσο­
στό αρχάριων συγγραφέων, εντελώς άναπάντεχο. Έτσι,
ένας άγνωστος συγγραφέας άναφέρει κάποιο βιοτέχνη άπό
τή Λότζ, τόν Ζίλμπερ-Στάιν, άρκετά ήλικιωμένο, πού γιά
μεγάλη έκπληξη τής γυναίκας του καί τών παιδιών του
άπόχτησε τή συνήθεια νά σηκώνεται άργά τή νύχτα καί νά

1. Στην έρευνα πού κάναμε μετά τόν πόλεμο, προσπαθήσαμε νά προσ­


διορίσουμε τήν ηλικία τού συγγραφέα κάθε κειμένου. Στήν ανθολογία
πού έκδώσαμε αργότερα, κρίναμε σκόπιμο νά συμπεριλάβουμε αυτές τίς
ενδείξεις, στίς περιπτώσεις πού τό κείμενο ήταν έργο ένός πολύ νεαρού
συγγραφέα. Γιά τούς λόγους πού έχουμε εκθέσει, άποφύγαμε κάθε στατι­
στική. ’Εξάλλου, τό όριο τών 20 χρόνων είναι πολύ υψηλέ), ώστέχιο τέ>
προτιμήσαμε γκί ν' άποφύγουμε κάθε αμφιβολία.

304
γράφει ποιήματα. Στήν άρχή, δεν έδινε σημασία στή μορ­
φή μέ τόν καιρό όμως, δταν έμαθε τά «προβλήματα» τής
όμοιοκαταληξίας καί τού ρυθμού, προσπάθησε νά έκφρά-
ζεται καλλιτεχνικά. ’Αξιόλογα κείμενα γράφτηκαν επίσης
άπό τό φούρναρη Χίλερ, τό μπαλωματή Τσέχοβιτς, τό σι­
δερά Φόγκελμαν. Εξάλλου, ό άριθμός τών κειμένων πού
προέρχονται άπό στρατόπεδα ή φυλακές μαρτυράει τόν
αυθόρμητο χαρακτήρα αυτού τού φαινόμενου.
Στά γραφτά αυτά διακρίνονται δυό ειδών έμπνεύσεις,
φαινομενικά πολύ διαφορετικές: αυτή πού οφείλεται στήν
έφηβεία καί κείνη πού τήν προκαλεί ή φρίκη καί ιδιαίτερα
ή ψυχολογία τού μελλοθάνατου. 'Ωστόσο, ή προσέγγισή
τους δέν είναι άδύνατη. Κοινός παρονομαστής τους ή συ­
ναισθηματική ένταση πού έχει γιά αιτία της πρώτα πρώτα
τήν άποκάλυψη τών δυνάμεων ή καλύτερα τών μέχρι τότε
άγνωστων διαστάσεων τής πραγματικότητας· κι έπειτα ή
ταραχή πού προκαλεί ή σννειδητοποίηση αυτής τής ξαφνι­
κής άποκάλυψης καί τών άφάνταστων προοπτικών πού
άνοίγει. Αισθάνεται κανείς τότε τήν άνάγκη νά φωνάξει τή
φρίκη του σ’ δλο τόν κόσμο, όπως ό έφηβος τήν ευτυχία
του ή τόν έρωτικό του πόνο. Τήν άνάγκη αυτή τήν επιτεί­
νει ή συνείδηση πώς τού μένει άκόμα λίγος καιρός νά ζή-
σει γιά νά μεταδώσει τή γνώση πού άπόχτησε.
Τό ένδιαφέρον αυτού τού φαινόμενου βρίσκεται περισ­
σότερο στήν άριθμητική του έκταση παρά στό άφετηριακό
του σημείο. Ή ιστορία τής λογοτεχνίας γνωρίζει πολλά
παραδείγματα συγγραφέων πού έκαναν τά πρώτα τους βή­
ματα πολύ άργά, μέ άπρόβλεπτο τρόπο, συνήθως κάποια
στιγμή ισχυρής συναισθηματικής έντασης. νΑλλες φορές
πάλι ή ώθηση δίνεται άπό τήν ευκαιρία πού παρουσιάζε­
ται σέ κάποιον νά άκουστεϊ ή νά διαβαστεί, δταν δηλαδή
άποχτά ένα πρόθυμο άκροατήριο. Ό σ ο παράδοξο κι αν
φαίνεται, ό τελευταίος αυτός λόγος ισχυσε συχνά στίς
περιπτώσεις πού έξετάζουμε.
’Ακόμα μιά διαπίστωση: άπό τούς άρχάριους πού τά
έργα τους διασώθηκαν, είναι σχετικά πολύ λίγοι εκείνοι

20. Γραφτά τών μελλοθάνατω ν άπό τή ναζιστική κατοχή 30 5


πού περιορίστηκαν σ’ ένα μόνο κείμενο. Κι ό άριθμός τους
μικραίνει άκόμη περισσότερο, άν άφαιρέσουμε έκείνους
πού έχουν έργο έκτεταμένο - (μυθιστόρημα ή άπομνημο-
νεύματα) · όσους δηλαδή άφησαν βέβαια ένα μόνο έργο, τό
όποιο όμως άπαιτούσε πολλή δουλειά καί χρόνο καί μπο­
ρούσε ν’ αγκαλιάζει διάφορα θέματα. Πρέπει άκόμα ν’
άφαιρέσουμε όσους σύνταξαν τό μοναδικό τους έργο άμέ-
σως πρίν άπό τό θάνατό τους, οπότε ή κλίση τους δέν είχε
πιά περιθώριο νά δώσει άλλα δείγματα. Οί υπόλοιποι,
κατά γενικό κανόνα, άφησαν περισσότερα άπό ένα έργα.
Μπορούμε λοιπόν νά συμπεράνουμε ότι, στήν περίοδο πού
μάς άπασχολεΐ, ή γραφτή εκφραστική δραστηριότητα, άπό
τή στιγμή πού εκδηλωνόταν, δέν έγκατέλειπε πιά τούς
συγγραφείς.
Οί μεταπολεμικοί κριτικοί δέν πρόσεξαν αυτή τή λεπτο­
μέρεια, ίσως γιατί ή γενική τάση ήταν «νά παρουσιάζεται
κάθε συλλογή σάν μιά ανώνυμη καί θαυμαστά ουδέτερη
μαρτυρία γιά τό θρίαμβο (...) τού πνεύματος στά στρατό­
πεδα ή τίς φυλακές όπου, σέ κάθε μέτρο τού δρόμου, τής
αύλής ή τής παράγκας, οί κατάδικοι εξακολουθούσαν νά
ζούν καί νά πεθαίνουν μέσα στά βασανιστήρια». (Άντρέ
Βερντέ, «Ποιήματα τού Μπούχενβαλντ»).
Γιά νά έκφράσουν αυτή τήν ιδέα, οί εκδότες μερικών
ανθολογιών έκριναν σκόπιμο νά χωρίσουν τό ύλικό τους
κατά θέματα κι όχι κατά συγγραφείς. 'Ωστόσο, άρκεί νά
κατατάξει κανείς τά δημοσιευμένα κείμενα κατά συγγρα­
φείς, γιά νά δεί ότι τά ίδια ονόματα επαναλαμβάνονται
συνεχώς. Καί είναι άρκετά χαρακτηριστικό τό γεγονός ότι
οί λιγότερο ενδιαφέροντες είναι όσοι έχουν άφήσει τίς
περισσότερες σελίδες.

306
19

Θεωρίες γιά τή φ ιλολογική άξια των


κειμένων

Στον πρόλογο γιά την άμερικάνικη έπανέκδοση τής μικρής


άνθολογίας «’Από τά βάθη τής άβύσσου» ό Τζ. Γουΐτλιν
έγραφε: «Θά προτιμούσαμε αύτοί οί στίχοι νά ναι λιγό­
τερο έντεχνοι, λιγότερο άψογοι, πιό βάρβαροι καί πιό τρε­
λοί. Έ τσι θά τούς δεχόταν ευκολότερα ή συνείδησή μας
σάν ντοκουμέντα μιας φρίκης πού περνά κάθε φαντασία.
Μά αύτή ή γαλήνη, αύτός ό άρμονικός ρυθμός, αυτή ή
άναζήτηση τού ώραίου - όχι, πάει πολύ γιά τήν ψυχή καί
τή συνείδησή μας».
Σχολιάζοντας αύτή τήν παρατήρηση, ό Κ. Βύκα λέει:
«Νομίζω πώς αύτός είναι ό μεγαλύτερος έπαινος πού θά
μπορούσε κανείς νά κάνει γιά τήν ποίηση, γιά τό φως πού
φέρνει άκόμα καί στην υπερβολή τής φρίκης».
Πρέπει νά πούμε ώστόσο ότι τά κείμενα αύτού τού εί­
δους συνήθως δέ χαρακτηρίζονται από μορφική τελειότη­
τα. Κάθε άλλο πολύ συχνά δέν τηρούν ούτε τούς πιό
στοιχειώδεις κανόνες.

Ό διάσημος έβραίος συγγραφέας X. Λέβικ, άφού διαπι­


στώνει ότι πολλά άπό τά κείμενα πού διασώθηκαν δέ δια-
κρίνονται γιά τήν ποιότητά τους, καταλήγει: «Είναι
ώστόσο δύσκολο νά έφαρμόσει κανείς αυστηρά λογοτε-
307
χνικά κριτήρια γι’ αύτά τά ποιήματα τής κόλασης. Γιά τήν
ώρα, δέν υπάρχει κανένα μέτρο πού νά ισχύει. ’Ακόμα και
γιά τό πιό άδέξιο τραγούδι ή καρδιά μας δέ μάς έπιτρέπει
νά πούμε: “είναι κακό"».
Με άνάλογο τρόπο έκφράζεται ό άνθολόγος κειμένων
γραμμένων στά γίντις, Σ. Καζεργκίνσκι: «Όπως μάς είναι
πολύτιμο κάθε λείψανο πού βρίσκουμε μέσα στά ερείπια ή
στίς στάχτες τού σπιτιού μας, έτσι...» κλπ. ’Από ένα είδος
εύλάβειας, τά κείμενα άντιμετωπίζονται σάν κειμήλια καί
άποφεύγεται κάθε κριτήριο πού θά μπορούσε νά μειώσει
τό σεβασμό πού τούς άποδίδεται a priori.
Παρόμοια στάση συναντάμε σέ πολλούς συγγραφείς
διαφόρων εθνικοτήτων (Γάλλους, Πολωνούς κλπ.). Δέ
σταματούν μάλιστα εδώ. ’Αντίθετα, γιά νά τονίσουν τή
σημασία τών κειμένων, καταφεύγουν σέ άξιολογικά κριτή­
ρια. Καί στήν περίπτωση αυτή ή συλλογιστική τους είναι ή
ίδια. Ό Σ. Καζεργκίνσκι γράφει: «Ή μορφή (τών κειμέ­
νων) δέν είναι φροντισμένη, είναι όμως άμεση (ειλικρι­
νής)». Ό γάλλος έκδοτης τών «Ποιημάτων τού Μπούχεν-
βαλντ» Άντρέ Βερντέ, λέει: «Πολλοί άπ’ αυτούς τούς μάρ­
τυρες1 δέν είχαν γράψει ποτέ στή ζωή τους ποιήματα. Μά
μπορούμε νά μιλήσουμε γιά ποιήματα έδώ; Ή άλήθεια τής
φωνής τους έξαιτιας τής άπειρίας τους γίνεται πιό ζωντα­
νή. Ό φίλος άναγνώστης θά τούς άναγνωρίσει εύκολα άπό
τήν ιδιαίτερη σκληρότητα πού έχουν τά όράματά τους, άπό
τήν οδυνηρή ευστοχία στίς λέξεις τους πού βγαίνουν άπό
τήν καρδιά τού λαού, σάν ένα όπλο δικαιοσύνης καί
άδελφοσύνης».
Στίς παρατηρήσεις αυτές βρίσκουμε τήν ήχώ άπό ρομαν­
τικές θεωρίες καί ιδιαίτερα τήν άποψη ότι ή ειλικρίνεια
στήν έκφραση (κι επομένως ή άκριδολογία, ή σωστή λέξη)
είναι άντισιρόφως άνάλογη μέ τή συγγραφική τεχνική. νΑν
δεχτούμε αυτή τήν άποψη, είναι εύκολο νά θεωρήσουμε
σάν ντοκουμέντα τά κείμενα τών ερασιτεχνών, ή πιό συγ­

1. ’Evvoti τούς σνγγρ^ψείς τών ποιημάτων πού έξέδω οι.

308
κεκριμένα τά έργα ανθρώπων πού δέν είχαν γνώσεις τε­
χνικής καί σύνθεσης. Καί πραγματικά, ή λέξη ντοκουμέντο
βρίσκεται συχνά στίς μεταπολεμικές κριτικές. 'Ωστόσο ή
σημασία της είναι αόριστη καί συχνά άντιφατική. Πότε
σημαίνει ότι χάρη στά προσόντα του τό τάδε έργο είναι
τόσο εκφραστικό, ώστε νά προκαλεί στόν άναγνώστη εικό­
νες καί συναισθήματα ισοδύναμα μέ τήν πραγματικότητα
πού περιγράφει, καί πότε άντίθετα, ότι τό έργο αυτό δέν
έχει καμιά καλλιτεχνική άξια, αλλά μπορεί νά χρησιμεύει
σάν ντοκουμέντο.
Καί γιά κείνους πού άρχισαν τή συγγραφική τους κα-
ριέρα στά στρατόπεδα ή τίς φυλακές, χρησιμοποίησαν,
πολλές φορές, μιά εξίσου παλιά άποψη: ότι δηλαδή ή δύ­
ναμη καί τό πρωτοφανέρωτο τών εμπειριών πού ζεί κα­
νείς, φέρνει άναγκαία τή δύναμη καί τό «νεοτερισμό» στή
λογοτεχνική έκφραση. Μιά παρόμοια άποψη διακρίνουμε
καί στά λόγια τού Τζ. Γουΐτλιν πού άναφέραμε: «Θά προ­
τιμούσαμε αυτοί οί στίχοι νά ’ναι λιγότερο έντεχνοι, λιγό­
τερο άψογοι, πιο βάρβαροι καί πιο τρελοί».
Μιά καί οι έπαγγελματίες ήταν ύπερβολικά υποταγμένοι
στή ρουτίνα, στό καθιερωμένο στύλ καί στίς γνωστές τε­
χνοτροπίες, περίμεναν νά βρούν τή νέα έκφραση στά έργα
τών άρχάριων.
Ε κτός άπό σπάνιες εξαιρέσεις, ή πραγματικότητα δέ δι­
καίωσε τίς προσδοκίες τους. Γιατί; Τό κλειδί σ’ αυτό τό
πρόβλημα ίσως μπορούσε νά βρεθεί, άν έξετάζαμε τό ρόλο
πού παίζουν τά άποσπάσματα καί τά άλλα λογοτεχνικά
δάνεια στά κείμενα πού έξετάζουμε.

309
20

Κ αταφυγή στην παράδοση

Ή πιό άπλή μορφή λογοτεχνικού δανείου είναι ή διασκευή


προπολεμικών τραγουδούν, με σαφή προτίμηση γιά τά δη­
μοτικά. Συνήθως οί άλλαγές είναι ελάχιστες (καμιά φορά,
μιά μόνο λέξη, ένας ειδικός όρος ή ένα τοπωνύμιο). Έτσι,
τό παλιό κείμενο μπορεί νά εκφράζει τό κλίμα καί τά συ­
ναισθήματα πού ένιωθαν οί διασκευαστές του (έρωτας,
θλίψη, νοσταλγία, εξέγερση, παράλογη ελπίδα, κλπ.).
Συχνά ή άντιστοιχία παλιού καί νέου περιεχομένου ήταν
τόσο εκπληκτική, πού οί άκροατές νόμιζαν ότι άκουγαν
ένα όλότελα καινούργιο τραγούδι, εμπνευσμένο άπό τή
σύγχρονη κατάσταση. Οί φυλακισμένοι τού στρατοπέδου
Καμιόνκα1 καί τού στρατοπέδου Μ πόρκι1, γιά παράδει­
γμα, τραγουδούσαν, στό δεύτερο μισό τού 1942, ένα τρα­
γούδι πού άρχιζε έτσι: «Πώς επιτρέπεις, Κύριε, στόν
εχθρό» κλπ. Σάν συγγραφέα άνέφεραν ένα άγοράκι άπό τό
Ζαλέτσκι. Στήν πραγματικότητα τό τραγούδι είχε γεννηθεί
πρίν άπό είκοσι περίπου χρόνια στή Βεσαραβία, μετά τά
πογκρόμ πού οργάνωσαν οί συμμορίες τού Πετλιούρα.
Αύτό ώστόσο δέν τό εμπόδισε νά ξαναγίνει δημοφιλέστατο
σέ διάφορες περιοχές τής Πολωνίας στή διάρκεια τής χι­
τλερικής κατοχής.
Ή προτίμηση τών συγγραφέων στή διασκευή τραγου­
δούν εξηγείται εύκολα: ήταν τό πιό διαδομένο λογοτεχνικό

1. Περιοχή τής ’Ανατολικής Πολωνίας που σήμερα εχει ενσωματωθεί


στήν Ε.Σ.Σ.Δ.
είδος, γνωστό σ’ όλους, ακόμα καί τούς μη διανοούμενους.
’Από την άλλη μεριά, ή γενικότητα καί ή κοινοτυπία (χω­
ρίς την ύποτιμητική της σημασία) πού χαρακτηρίζουν τέ­
τοια έργα, τά κάνει νά προσφέρονται περισσότερο σε δια­
σκευές ή νέες «ερμηνείες».
Μά τό φαινόμενο δέν περιοριζόταν στά σχετικά εύκολα
κείμενα ή τά τραγούδια. ’Αντίθετα, στη διάδοσή τους πρέ­
πει νά δούμε την πιό χειροπιαστή εκδήλωση μιας πολύ
βαθύτερης τάσης.
Τήν απόδειξη μάς δίνουν οί αυθόρμητες (δηλαδή φτια­
γμένες ταυτόχρονα σέ διαφορετικές περιοχές, χωρίς καμιά
σχέση μεταξύ τους) ζωντανές ανθολογίες. Παραθέτουμε
μερικά παραδείγματα, γιά νά δείξουμε τό ταυτόχρονο κι
αυθόρμητο παρόμοιων έκδηλώσεων. Στό γυναικείο στρα­
τόπεδο τού Ράβενσμπρουκ, αναφέρει ή Ευγενία Κόκβα,
«...Τά ποιήματα ιδίως ήταν πολύ τής μόδας. Γυναίκες πού
ποτέ δέν είχαν ένδιαφερθεί γιά τήν ποίηση ή πού με τήν
ηλικία είχαν χάσει τό ενδιαφέρον τους, άρχιζαν τώρα νά
μαθαίνουν στίχους άπέξω. ’Οργανώσαμε ένα είδος μορφω­
τικών ανταλλαγών, κι έτσι, άπό ένα ή περισσότερα ποιή­
ματα πού θυμόταν ή καθεμιά μας, καταλήξαμε στή δη­
μιουργία μιας ποιητικής ανθολογίας (...) μοναδικής στό εί­
δος της».
Στό στρατόπεδο τού Αβόφ «ξαναζωντάνευαν έργα ποιη­
τών τού παρελθόντος με τή βοήθεια τής μνήμης». Κι εδώ
έπίσης λειτουργούσε τό ίδιο σύστημα «μορφωτικών ανταλ­
λαγών».
Στό νΑουσβιτς, στή διάρκεια «παραστάσεων», άνεβα-
σμένων άπό τό διάσημο ηθοποιό Ζαρά, ένας κρατούμενος
απάγγειλε ένα ποίημα τού Μίκιεβιτς, ένας άλλος κάποιο
άλλο, κλπ. Παρόλο πού δέν άναφέρεται ρητά, είναι φα­
νερό ότι καί στήν περίπτωση αυτή, μιά καί δέν υπήρχε...
βιβλιοθήκη, κατέφευγαν στή βοήθεια τής μνήμης.
’Ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν στό Μπούχεν-
βαλντ κι άλλα στρατόπεδα.
Τό άλλο είδος καταφυγής στή λογοτεχνική παράδοση εί-
ναι τά άποσπάσματα. Τά συναντάμε τόσο στά τελευταία
γράμματα μελλοθάνατων, όσο καί στά ποιήματα ή τίς διη­
γήσεις. Συχνά άναφέρονται μόνο στό όνομα κάποιου συγ­
γραφέα. Σ’ ένα γράμμα: «(...) Ά ν σάς δοθεί ή ευκαιρία,
πέστε στους μαθητές μου τής "Εκτης δτι σκέφτηκα πολύ
την τελευταία σκηνή τού Έ γκμοντ καί τό γράμμα τού Κί...
στόν πατέρα του, μέ κάθε μετριοφροσύνη βέβαια».

Καί σ’ ένα γαλλικό ποίημα:

(...) Πάνω απ' τήν άβυσσο, πάντα ορθός


στήν πλώρη 6 Σέλεϋ
χλευάζει τό δυνάστη καί πιότερο τό θύμα,
Σ τ’ άκρογιάλια όπου έπεσε ό Μπάυρον
άκόμα άντηχεί
ό πελώριος ψίθυρος τού γιγάντιου Χέλντερλιν,
'Ο γέρο Ούγκώ τά σίδερα μέ πείσμα
άκόμα άρνιέται
Κι ό Ααμαρτίνος σκύβει
Πάνω άπό τή βουερή μέρα καί τήν ήσυχη
νυχτιά.

Σ’ ένα ποίημα, γραμμένο στά πολωνέζικα:

Στή θλιβερή φυγή μου, πρίν μέ καταδώσει


ό χαφιές
*Αλλαξα δέρμα2, τίς μνήμες έπνιξα.
Γι’ αύτή τή νέα μετενσάρκωση πήρα μαζί μου
Τό μικρό χαμόγελο τού Βολταίρου καί τό
βιβλιαράκι τού ’Αγαθούλη.

Οί παραφράσεις παλιών κειμένων άποτελούν έναν ξε­


χωριστό, πλούσιο τομέα. Συχνά παίρνουν τό ρυθμό, τή

2. Δηλαδή: πήρα ψεύτικη ταυτότητα.

313
μορφή, ακόμα καί χαρακτηριστικές εκφράσεις άπό γνωστά
λογοτεχνικά κείμενα καί με την προσθήκη έπίκαιρων μοτί-
βων προσπαθούν ν’ άποδώσουν τά γεγονότα καί τά συναι­
σθήματα πού θέλουν.
Σέ πολλές περιπτώσεις τό άποτέλεσμα δέν είναι άξιόλο-
γο. Τά δανεικά στοιχεία δέν προκαλούν καμιά βαθύτερη
εντύπωση είναι μάλλον ένα μέσο γιά νά διευκολύνουν τό
έργο τού συγγραφέα.
'Ωστόσο, άκόμα καί σ' αυτές τίς διασκευές υπάρχουν
έργα μ’ εκπληκτική ευγλωττία, αν κι ή ευγλωττία αύτή
κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται έξω άπό τό κείμενο αυτό
καθαυτό. Τό ποίημα «Μπέλσεν», γιά παράδειγμα, γράφ­
τηκε στό στρατόπεδο Λβόφ άπό ένα κοριτσάκι έντεκα
χρονών. Περιγράφει τό τραίνο τού θανάτου πού μεταφέρει
τούς έπιβάτες του στόν τόπο τής έκτέλεσης. Τό ρεφραίν
μιμείται τό ρυθμό τής άτμομηχανής.

Στό Μπέλσεν, στό Μπέλσεν, στό Μπέλσεν,


Στό θάνατο, στό θάνατο, στό θάνατο.

Είναι φανερό άπό τήν πρώτη ματιά πώς πρόκειται γιά


μιά παράφραση άπό τό παιδικό τραγουδάκι «ή ’Ατμομη­
χανή» (τού Τζ. Τουίμ) πού ήταν πολύ γνωστό στήν Πολω­
νία πρίν άπό τόν πόλεμο. Τό περιεχόμενό του είναι σκό­
πιμα πολύ άπλό άποτελείται άπό γεγονότα διασκεδαστι-
κά, όμως ή μικρή φυλακισμένη αύθόρμητα τά σύνδεσε μέ
μακάβριες εικόνες. Έτσι στό έργο της συναντιόνται δύο
εξαιρετικά διαφορετικές πραγματικότητες: ή «μόρφωση»
τού παιδιού πρίν άπό τόν πόλεμο, προσαρμοσμένη στίς
εμπειρίες τών παιδιών τού σωτήριου έτους 1942-1943.
Σ’ ένα άνώτερο επίπεδο έχουμε άναδρομές περισσότερο
συνειδητές. Θά μιλήσουμε γιά δυό παραφράσεις τών πασί­
γνωστων, σχεδόν παροιμιακών, στίχων τού Όράτιου Non
omnis moriar... (Δέ θά πεθάνω έντελώς).
Ό συγγραφέας τού ποιήματος πού απευθύνεται «στούς
φίλους πέρα άπό τή θάλασσα», βεβαιώνει ότι:

314
Πάνω από τά ερείπια των γκέτο
Πάνω από την Τρεμπλίνκα καί τήν
άλλέα Τσούκ3
Πάνω άπό τίς καμινάδες των θαλάμων άερίον
Υψώνεται τον πνεύματος ή δάδα.

Ή άντικατάστάση τών στοιχείων πού άναφέρει ό Ό ρ ά -


τιος με τήν Τρεμπλίνκα καί τό θάλαμο τών άερίων δε
χρειάζεται σχόλια.
’Ακόμα πιό πετυχημένη είναι ή σαρκαστική παράφραση
τού Non omnis moriar στό ποίημα τής Σουζάνας Γκιζάνκα4
«Ή Διαθήκη μου». Ό ,τ ι θά μείνει άπ' αυτήν, λέει, είναι τά
πράγματά της πού έχουν υλική άξια καί θά τά άρπάξουν οί
χαφιέδες κι οί καταδότες. Ή ιδέα είναι δοσμένη μέ φαντα­
σία καί τέχνη καί σοφά ζυγιασμένα «δάνεια» άπό κλασι­
κούς ποιητές. «Θυμάμαι τίς πιό πικρές εξομολογήσεις ποιη­
τών» γράφει ό I. Πρυμπός. «Καμιά τους δέ μπορεί νά
παραβληθεί μ’ αυτή τήν παράφραση άλαζονικών ποιητικών
διαθηκών. Ή “διαθήκη" τής Γκιζάνκα δέν έχει καμιά καλ­
λιτεχνική ματαιοδοξία, κατηγορεί τό ανθρώπινο κτήνος καί
είναι οδυνηρή σάν ανοιχτή πληγή».
Συχνά οί αναφορές στή φιλολογική παράδοση είναι ένα
είδος πρόκλησης στίς «παλιές άλήθειες». Έτσι, ό νεαρός
πολωνός συγγραφέας Ρομάν Μπράτνυ, στό ποίημά του
«Χριστούγεννα τού 43», γιά νά δώσει τά γεγονότα τής
Κατοχής, χρησιμοποιεί κατά κόρο φράσεις άπό πασίγνω­
στους θρησκευτικούς ύμνους πού λένε άκριβώς τό άντίθε-

Έ νας άλλος συγγραφέας, στό ποίημα «Ανάμεσα


στά συρματοπλέγματα καί τ’ άστέρια» άντιπαραθέτει
δυό μοτίβα. ’Από τή μιά μεριά είναι τά στοιχεία άπό
τό στρατόπεδο εξόντωσης τού Λβόφ, όπου γράφτηκε

3. "Εόρα τής Γκεστάπο στην κατεχόμενη Βαρσοβία.


4. Δολοφονήθηκε τό 1944.

315
τό ποίημα. Ά π ό την άλλη ό συγγραφέας φέρνει στό
στρατόπεδο τά φαντάσματα του Χάινε, τού Λέσσινγκ,
τού Ντάντε, τού Γκαίτε, τού Σίλερ, τού Σπινόζα, κλπ.
Δείχνει την άμμο, όπου δολοφονούν χιλιάδες άνθρώ-
πους, τούς φούρνους δπου καίνε τά πτώματα κι άπευ-
θύνει στόν Γκαίτε την ερώτηση τού Φάουστ:

Ίσως έόώ νά δρεις


τήν ευκαιρία γιά νά πεις στην πιό ωραία ώρα:
Verweile noch, Du bist so schön.

Έδώ, στό στρατόπεδο, θυμίζει στόν Σίλερ τά λόγια του:


:γιά όλο τόν κόσμο υπάρχει μιά θέση στη γή».
Καί στόν Σπινόζα λέει:

Μή μοϋ μιλάς γιά τό Θεό, τή φύση τον


καί τήν Ουσία,
(.......) Σήμερα σοϋ τό ομολογώ είλικρινά,
σκοπός μου δέν είναι νά έμβαθύνω «στά τόσα έπίπεδα
τής μεταφυσικής σου σκέψης, Μπαρούχ», μά ν’ άπο-
χτήσω τή γαλήνη σου:

ΓΟπλισμένος μέ τή σκέψη σου, στάθηκες καταμεσής


στή φρίκη τής ζωής, άόιάφορος σάν βράχος,
καί καθαρός σάν τήν πηγή.
Τό ξέρω, έτσι θά 'σουν καί στό στρατόπεδο,
ιππότη εσύ τής αιωνιότητας (...).
(...) ’Αδιάφθορος κι άγρυπνος, μέ καθάριο
βλέμμα,
Ξέρεις καλά τί εννοώ: πρέπει κανείς νά
μένει σιωπηλός καί νά καταλαβαίνει.

Μ’ ένα λόγο, ό ποιητής θέλει νά βρεί μέσα στή


φρίκη ένα οχυρό ικανό νά τόν βοηθήσει ν' άντέξει.

316
Παρόμοια εκφραστική δύναμη έχουν εικόνες, άφηρημέ-
νες έννοιες, ονόματα κλπ., πού χρησιμοποιούνται συμβολι­
κά. Συναντάμε πολύ συχνά την 5Ανάκριση, τόν Περιπλα-
νώμενο Ιουδαίο, τόν Καπετάνιο (πού άρνιέται νά εγκατα­
λείπει τό πλοίο πού βουλιάζει), τόν Τζορντάνο Μπροννο
(πού ανέβηκε στην πυρά), καθώς καί έννοιες πού άναφέ-
ρονται σε θρησκευτικές γιορτές ή γενικά στη θρησκεία.
Ό π ω ς καί στίς καθαρά λογοτεχνικής υφής άναφορές, έτσι
κι εδώ, πότε έπιχειρούνται θετικές προσεγγίσεις καί πότε
άντιπαραθέσεις αρνητικές.
Ή κοινωνική σημασία τών στοιχείων αυτών επιβεβαιώ­
νει ένα γνωστό φαινόμενο: κανείς δέν ξεκινά άπό τό μη­
δέν. ’Ακόμα κι όταν φτάνει στά έσχατα, ό άνθρωπος γυ­
ρεύει πάντα νά στηριχτεί στήν κληρονομιά πού τού άφησε
τό παρελθόν. Στό λαό, αυτό φαίνεται στά τραγούδια καί
στίς μηχανικές παραφράσεις. Τήν ίδια τάση συναντάμε καί
στά καθαρά λογοτεχνικά κείμενα. ’Ακόμα καί κεί όπου οί
συγγραφείς επιδιώκουν τήν άντιπαράθεση μέ τίς παλιές
«αλήθειες», τό παρελθόν είναι ή λυδία λίθος, πράγμα πού
ενισχύει τή γνωστή άποψη ότι ή κληρονομιά τών περασμέ­
νων εποχών ζεί μέσα μας: μπορεί νά τήν καταπολεμάμε, δέ
μπορούμε όμως ν’ «άπαλλαγούμε» απ’ αυτήν άβασάνιστα.

317
21

«Ρουτίνα» κ α ί «πρωτοτυπία»

Τό φαινόμενο πού εξετάσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο,


μάς επιτρέπει νά δούμε άπό πιό κοντά τό πρόβλημα των
άρχάριων συγγραφέων, ή, πιό συγκεκριμένα, τό πρόβλημα
τής ειλικρίνειας καί τής άλήθειας των έργων τους. 'Υπεν­
θυμίζουμε ότι ή έλπίδα ν’ άνακαλύψουμε αυτές τίς άρετές
στά κείμενά τους, στηρίχτηκε στή θεωρία ότι οί άρχάριοι,
οί «μή έπαγγελματίες», έπειδή δέν έχουν «διαφθαρεί» άπό
φιλολογικές μνήμες καί δέν έχουν υποταχθεί στή ρουτίνα,
είναι ενα είδος tabula rasa (άγραφου χάρτη). Επομένως οί
άντιδράσεις τους καί τά κείμενά τους είναι πιό αυθόρμη­
τα, «πρωτόγονα».
Ό μω ς ή θεωρία αυτή δέν είναι σωστή. Α κριβώς επειδή
δέν έχουν «ρουτινιάσει» στήν τέχνη τής γραφής, οί περισ­
σότεροι άνάμεσά τους άρέσκονται στίς «μεγάλες λέξεις»,
στίς παροιμιακές έκφράσεις, σέ παρομοιώσεις πού θεω­
ρούν πετυχημένες, στή μεγαληγορία κλπ. Συνήθως προ­
σπαθούν νά χρησιμοποιήσουν στά έργα τους όλη αυτή τήν
κακή φιλολογία. Καί πολλές φορές έκτιμούν περισσότερο
τήν κακόγουστη αυτή τεχνική άπό τίς προσωπικές τους
εμπειρίες. Έτσι, συχνά, άντί γιά τήν πρωτοτυπία πού
περιμέναμε, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ενα μωσαϊκό άπό
κοινότυπες έκφράσεις κι εικόνες ξένες πρός τήν πραγματι­
κότητα πού έζησαν οί δημιουργοί τους.
’Ανάλογα είναι καί τά άποτελέσματα τών παραφράσεων
(πού είναι πολύ συχνές στούς άρχάριους συγγραφείς).
Στούς «έπαγγελματίες» τό παραφρασμένο έργο χρησιμεύει

319
σάν συμπληρωματικό στοιχείο. Τό χρησιμοποιούν γιά ση­
μείο άναφοράς, γιά άντιπαράθεση ή συνειδητή άντίθεση
πρός τό δικό τους, ή γιά νά τονίσουν περισσότερο 6,τι
θέλουν νά πούν. ’Αντίθετα, οί έρασιτέχνες τό χρησιμο­
ποιούν γιά νά άντικαταστ ήσουν μ’ αυτό τήν έκφραση πού
θά άντιστοιχούσε στίς εμπειρίες τους.
Στά πρώτα τους βήματα οί συγγραφείς δέν ξέρουν τί θά
πεί «ρουτίνα». Ό μω ς αυτό δέ φέρνει οπωσδήποτε τήν ει­
λικρίνεια. (Εννοούμε πάντα τήν ειλικρίνεια στήν έκφραση
κι όχι στήν πρόθεση). Γιά νά τά βγάλουν πέρα μέ τις
άπαιτήσεις τού ρυθμού (ή γιά νά βρούν μιά ομοιοκαταλη­
ξία), παραγεμίζουν τούς στίχους τους μέ λέξεις πού δέν
έχουν καμιά σχέση με τό ποιητικό τους όραμα. Είναι σά
νά συμπληρώνουν τά κενά μέ μπαμπάκι. Τό παραγέμισμα
όμως αυτό είναι άπό λέξεις πού έχουν κάποια σημασία
αυτές καθαυτές. Έ τσι ή τεχνική τους καταλήγει σ’ ένα
άξεδιάλυτο μίγμα.
'Υπάρχει άκόμα τό πρόβλημα πού άφορά τήν ομοιογέ­
νεια τού οράματος. Αυτό πρέπει νά τό εξετάσουμε χωρι­
στά.

Ό λοι οί συγγραφείς όλων τών καιρών άντιμετωπίζουν τό


άκόλουθο πρόβλημα: ή «πραγματικότητα», ή «ζωή», είναι
ύπερβολικά σύνθετη καί μπερδεμένη. Πρέπει λοιπόν ό
συγγραφέας νά διαλέγει τά θέματα καί τά στοιχεία πού
μπορούν νά τόν έκφράσουν. Αυτή ή έκλογή (αυθόρμητη ή
μελετημένη) καθορίζει τήν έσωτερική λογική καί τή συ­
νέπεια τού δράματος, μέ μιά λέξη τό «πρόσωπο» τού κει­
μένου.
Στίς χτυνθήκες πού μάς άπασχολούν έδώ, αυτή ή αναγ­
καστική έκλογή γινόταν%όύσκολη γιατί άφθονούσαν οί
«πρώτες ύλες», πού κρίνονταν μάλιστα μοναδικές. Ε π ι­
πλέον, όπως είδαμε, οί εμπειρίες πού ζούσαν, άνακαλού-

320
σαν στη μνήμη τό παρελθόν κι έφερναν σκέψεις πού γύ­
ρευαν νά μαντέψουν τό μέλλον. Καί σ’ όλα αυτά ύπερίσχυε
ή συνείδηση τού άμεσου προσωπικού κινδύνου πού, μέ τη
σειρά του, γεννούσε τό συναίσθημα τής προσωρινότητας
καί τής βιασύνης. Έτσι, οι συγγραφείς συχνά ήθελαν νά
τά πούν όλα μεμιάς στό ίδιο έργο.
‘Όσο γιά τό ύφος των κειμένων, γιά νά συνθέσουν, ή
μάλλον νά άθροίσουν, τά στοιχεία πού είχαν στή διάθεσή
τους, κατέφευγαν σέ γενικές καί άφηρημένες έννοιες. Έ τσι
δίπλα σέ συγκεκριμένες καί έκφραστικές εικόνες βρί­
σκουμε συχνά διατυπώσεις υπερβολικά σχηματοποιημένες,
πού δέ μπορούν νά άποδώσουν τό υλικό γεγονός άπ’ όπου
ξεκινούν.
Στή δομή τών έργων ή τάση αυτή έκφράζεται μέ έναν
άμορφο σωρό μοτίβων1. Τά στοιχεία τής πραγματικότητας
πού περιγράφονται, συχνά στοιβάζονται τό ένα δίπλα στό
άλλο, αυτόματα, σχεδόν στην τύχη. Ό άριθμός τους μπο­
ρεί νά μειωθεί ή ν’ αυξηθεί χωρίς νά διαταραχτεί ή ένό-
τητα τού έργου.
’Αλλού πάλι έπικρατεί ή μέθοδος τών συνειρμών: πολύ
συχνά μιά μόνο λέξη ή ένας άπλός υπαινιγμός σέ μιά
φράση γίνεται άφορμή νά γραφτούν όλόκληρες σελίδες.
Παρόλο πού τό χαρακτηριστικό αυτό δέ συναντιέται
μόνο στά κείμενα πού έξετάζουμε έδώ, ή συχνότητά του
μαρτυράει ένα κατακερματισμό τής εικόνας πού είχαν γιά
τήν πραγματικότητα. ‘Ό σα συνέβαιναν στούς άνθρώπους

1. Ό λ α αυτά τά στοιχεία βρίσκονται άναπόφευκτα σ’ όλες τις δημοσιευ­


μένες άνθολογίες. Ω στόσο, οι άνθολογίες δέ μπορούν νά δώ σουν τή σω­
στή εικόνα τού φαινόμενου αυτού, ούτε νά δείχνουν τίς διαστάσεις του.
Γιατί «έκδοση σημαίνει μείωση». Είτε τό θέλει είτε όχι. κανένας έκδοτης
δέν έχει τή δυνατότητα νά δημοσιεύσει όλα τά κείμενα. ΓΓ αυτό καί
άφαιρεί, δικαιολογημένα, πρώτα άπ' όλα τά κείμενα πού έχουν τά χαρα­
κτηριστικά πού περιγράφουμε έδώ. Στίς άνθολογίες όπου ό έκδοτης δέν
άκολουθεί κανένα κριτήριο άξιολογικό, ή τάση τών έπαναλήψεων καί
τών άφηρημένων έννοιών είναι καταφανής. Οί διαστάσεις τού φαινόμε­
νου ωστόσο δίνονται μόνο ά πό έκατοντάδες κείμενα πού βρίσκονται σέ
άρχει α.

21. Γραφτά τών μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 321


αυτούς κι όσα παρατηρούσαν, ξεπερνούσαν κάθε φαντα­
σία καί 6έ μπορούσαν νά ύπαχθούν σέ καμιά ώς τότε γνω­
στή κατηγορία2.
’Ακόμα περισσότερο ένδιαφέρον παρουσιάζει ή διαπί­
στωση τού τρόπου μέ τόν όποιο ή «ρουτίνα τής γραφής»
καταφέρνει νά βάζει σέ τάξη τά διάσπαρτα στοιχεία καί
νά τά ένώνει μεταξύ τους σ’ ένα «όραμα» ικανό νά φωτί­
σει έμμεσα τήν πραγματικότητα. Κι αύτό έπιβεβαιώνει τίς
παρατηρήσεις μας γιά τό ρόλο τής αύτοερμηνείας μέσω τής
γραφής.

2. Έ δώ πρέπει νά κάνουμε λόγο γιά τίς μαρτυρίες πού καταγράφτηκαν


μετά τόν πόλεμο (σέ άπομνημονεύματα, καταθέσεις, κλπ.). Πολλοί άπό
τούς μάρτυρες συμφωνούν ότι τήν έποχή τού πολέμου (καί ιδίως μέσα
στά στρατόπεδα) ή εικόνα πού είχαν γιά τήν πραγματικότητα πού ζού-
σαν. ήταν μιά σειρά άπό άποσπασματικούς καί κομματιασμένους πίνακες
πού δέν είχαν καμιά συνοχή ή τάξη.

322
22

«Φ ιλολογική ευαισθησία»
τών μελλοθάνατω ν

Είναι γνωστό ότι ή γλώσσα τών στρατοπέδων ήταν γεμάτη


άπό τολμηρές έκφράσεις. Τις εκφράσεις αυτές τίς έλεγαν
όλοι καί σέ κάθε περίσταση1. Μερικοί άπό τούς κρατούμε­
νους (ιδίως τόν πρώτο καιρό τής σύλληψής τους) προσπα­
θούσαν ν’ άντιταχθούν σ’ αυτή τήν τάση πού -κ α τ ά τή
γνώμη τ ο υ ς - ήταν μιά κατάφωρη προσβολή στά μαρτύριά
τους. Οί άλλοι φυλακισμένοι τούς άπαντούσαν σηκώνον­
τας τούς ώμους: «’Ά ν όέ σάς άρεσε*, διαγραφτείτε άπό τόν
κατάλογο τον στρατοπέδου». Πολύ σύντομα, όσοι είχαν
άντιρρήσεις άρχιζαν κι αυτοί νά χρησιμοποιούν τίς ίδιες
λέξεις.
Τό φαινόμενο μάς θυμίζει φυσικά τήν άργκό τών στρα­
τιωτών (κυρίως στό μέτωπο) ή άλλων όμάδων πού υπο­
χρεώνονται νά ζούν σέ συνθήκες σκληρές καί πρωτόγονες
μέσα σ’ άδιάκοπο κίνδυνο.
Στήν περίπτωση πού μάς άπασχολεΐ, τό άθλιο λεξιλόγιο
ταίριαζε καλά στήν άθλια ύπαρξη τών άνθρώπων πού τό
χρησιμοποιούσαν. Ή άνάλυση τού τρόπου εφαρμογής
όλων τών άγοραίων έκφράσεων δείχνει ότι τό περιεχόμενό

1. Ό Δαβίδ Ρουσέ, γιά νά γίνουν κατανοητοί οί διάλογοι τού βιβλίου


του «Οί μέρες τού θανάτου μας», άναγκάστηκε νά προσθέσει ένα λεξιλό­
γιο μ’ όλες τίς άθυρόστομες εκφράσεις πού κυκλοφορούσαν, σέ διάφορες
γλώσσες, στό Μ πούχενβαλντ. 'Ωστόσο, πολύ συχνά μέσα στό κείμενο
μπερδεύει κι ό ίδιος τή σημασία τους, δείγμα τής ποικιλίας καί τής ρευ-
στότητάς τους.

323
τους δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ή ταν ένα είδος τέχνης γιά
την τέχνη, ένα «καρύκευμα» πού έφερνε τη γλώσσα πιό
κοντά στό κλίμα τής πραγματικότητας πού τούς περιστοί-
χιζε·
Μέ τό φαινόμενο αυτό άξίζει νά συσχετιστεί καί κάποιο
άλλο: μετά τόν πόλεμο, κριτικοί καί άναγνώστες κατηγό­
ρησαν τούς συγγραφείς άπ ο μνημονευμάτων δτι έπέμειναν
πολύ σέ χυδαίες λεπτομέρειες: άφοδευτήρια, ψείρες κλπ.
Πρέπει νά δούμε άραγε σ’ αυτό μιά τάση έπιδειξιομανίας;
Ή μήπως πρόκειται γιά μιά άσυνείδητη έπιθυμία άπολύ-
τρωσης μέσα άπό τό γράψιμο; Ίσως όμως, άκόμα κι άν
αυτή ή εξήγηση άληθεύει, δέν παύει νά ’ναι μερική. Νά ή
δική μας άποψη στό ζήτημα:
Στίς συνθήκες τού στρατοπέδου, ή φυσιολογία κι οί εκ­
δηλώσεις της δέν ήταν μόνο μιά «πλευρά» τής ζωής, μιά
έκφανσή της άναπόφευκτη άλλά περιορισμένη καί πού,
θεωρητικά τουλάχιστο, θά μπορούσε κανένας νά τήν
παραβλέψει. Ή ταν «πανταχού παρούσα», χρωμάτιζε όλες
τίς καταστάσεις, τρύπωνε σ’ όλες τίς σκέψεις, έπηρέαζε
κάθε κίνηση. Τά άφοδευτήρια, ή άναγκαστική συνύπαρξη,
οί ψείρες, οί ψύλλοι, οί σωροί άπό πτώματα, ό καπνός
άπό τά κρεματόρια, οί άρρώστιες, ή δυσωδία, τό εύθραυ­
στο άνθρώπινο σώμα άπό τή μιά μεριά, κι άπό τήν άλλη ή
άπίστευτη άντοχή του, δημιουργούσαν άντιδράσεις πού
φαινομενικά δέν είχαν τίποτα κοινό μ’ όλα αυτά. Περι-
γράφοντας τήν κατάσταση οί συγγραφείς ήθελαν, ίσως
άσυνείδητα, νά έκφράσουν άλλα πράγματα, λιγότερο χει­
ροπιαστά, λιγότερο συγκεκριμένα, άλλά όχι λιγότερο ση­
μαντικά.
Καί νά ποιά ήταν ή άλλη όψη τού ζητήματος. Πουθενά
άλλού οί κατηγορίες τού υψηλού καί τού τραγικού δέν
ήταν τόσο συχνές, τόσο έντονες καί τόσο βαθιά ριζωμένες,
όσο στην πραγματικότητα πού έξετάζουμε. Σχεδόν σέ κάθε
στρατόπεδο υπήρχαν άνάμεσα στούς φυλακισμένους πολ­
λοί διανοούμενοι. Εξάλλου, άκόμα κι οί άνθρωποι μέ τή
μικρότερη κλίση γιά θεωρητικές ένασχολήσεις, δδηγούνταν

324
σ’ αυτές τις συνθήκες: Κάθε κρατούμενος δεν είχε μόνο ν’
αντιμετωπίσει τό πρόβλημα ζωής ή θανάτου έβλεπε άμέ-
τρητες ζωές νά φτάνουν στά τελευταία όρια τού δυνατού
καί νά χάνονται μπροστά στά μάτια του. Κι όλα στό ίδιο
πλαίσιο: τραγωδίες καί προσωπικές συγκρούσεις πού προ-
καλούσε ή έκμηδένιση τής οικογένειας, τής φιλίας, τού
περιβάλλοντος καί τέλος τής ίδιας τής κοινότητας.
Μονάχα ό συνδυασμός όλων αυτών δίνει τό κλειδί γιά
τήν κατάσταση τών πνευμάτων πού έβρισκε τήν έκφρασή
της μέσα στά κείμενα.
Τό υψηλό καί τό χυδαίο δέν είναι παρά μιά άπό τίς
φαινομενικά άντιφατικές πολώσεις πού χαρακτηρίζουν τήν
κατάσταση τών πνευμάτων πού άναφέραμε. Ή άλλη είναι
ή διανοητική συγκέντρωση πού συνυπήρχε μέ τήν άντικα-
τάσταση τής λογικής άπό συντρίμμια σκέψης, έννοιες άπο-
σπασματικές κι άκρωτηριασμένες. Κι άκόμα μιά εντατική
εγρήγορση άπό τή μιά μεριά, κι άπό τήν άλλη μιά άπά-
θεια, μιά άδιαφορία. Ή δυσπιστία κι ή ύποψία καί μαζί
μιά έπιθυμία γιά πίστη πού συνοδεύεται άπό μιά τάση γιά
ψευδαισθήσεις κι άπό τήν άπροθυμία νά γνωρίσουν τήν
άλήθεια, κλπ.
Αυτή ή πολύμορφη πόλωση εξηγεί τίς άντιφάσεις που
χαρακτηρίζουν τή φιλολογική ευαισθησία οί παρόμοιες
συνθήκες.
Πολλές φορές άνακάλυπταν παραλείψεις κι άνακρί-
βειες - άκόμα κι άσήμαντες - ένός έργου, πράγμα πού δέν
τούς έμπόδιζε νά συγκινούνται μέ όποιοδήποτε άνόητο
τραγουδάκι προσφερόταν γιά τή συναισθηματική έπικαι-
ρότητα, μέσω τής ελεύθερης ερμηνείας.
Έ να προπολεμικό ελαφρό τραγούδι έλεγε, γιά παράδει­
γμα:

3Αγκάλιασέ με, χάιδεψέ με, φίλησέ με,


ίσως αυτή νά ’ναι ή τελευταία φορά.

Ή έκφραση «ή τελευταία φορά» έκανε τό τραγούδι όδυ-

325
νηρά επίκαιρο καί παθητικό, παρόλο πού γιά τούς άνθρώ-
πους πού τό τραγουδούσαν πρίν άπό τόν πόλεμο, ή ίδια
έκφραση είχε φυσικά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο.
"Αλλοτε πάλι ή υπογράμμιση τής «κεντρικής ιδέας» γι­
νόταν μέ τόν πολλαπλασιασμό τών παραδειγμάτων πού ό
κοινός παρονομαστής τους έπαναλαμβανόταν στό «ρε-
φραίν». Στό στρατόπεδο τού Λβόφ, γιά παράδειγμα, μιά
ομάδα τραγουδιστών τραγουδούσε άπό παράγκα σε
παράγκα τό έξαιρετικά άπλοϊκό της ρεπερτόριο: Έ να άτέ-
λειωτο κατεβατό άπό «πορτραΐτα» σε άδέξιους στίχους
παραγεμισμένους μέ επίθετα:

(...) Ζονσε μιά φορά κι έναν καιρό


μιά όμορφη καί πλούσια κυρία
Κομψή, περήφανη κι έξυπνη (...)
(...) ζοΰσε μιά φορά κι εναν καιρό
ένας σοφός, μεγάλος καί τρανός (...)
(...) ζοϋσε μιά φορά κι εναν καιρό
ένας γιατρός στον κόσμο ξακουσμένος (...)
κλπ.

Κάθε πορτραϊτο συνοδευόταν άπό τό ίδιο ρεφραίν:

Τώρα κοιμάται σ' ένα Τάφο σκοτεινό


καί τά σκουλήκια τόν (τήν) κάνουν ό,τι Θέϊ.ουν.

Τά σκουλήκια πού κάνουν «ο,τι θέλουν», καθώς κι ή


άλυσίδα άπό κοινότυπα επίθετα, προκαλούσαν τό χαμό­
γελο τών πιό άπαιτητικών άκροατών. Ωστόσο τά τραγού­
δια αυτά γνώρισαν μιάν έντελώς ιδιαίτερη επιτυχία· κι
αυτό οφειλόταν, πάνω άπ’ όλα, στό ότι τά πρότυπα τών
«πορτραίτων» (πού ό άριθμός τους μεγάλωνε συνεχώς) εί­
χαν δολοφονηθεί πρόσφατα μπροστά στό άκροατήριο. Ή
έλλειψη άκριβολογίας καί άποχρώσεων στίς περιγραφές
δέν είχε σημασία, γιατί καθένας συμπλήρωνε αυθόρμητα
τά κενά τού κειμένου μέ τίς εικόνες πού διατηρούσε στή
μνήμη του.
326
*

Στά τραγούδια τού στρατοπέδου συνήθιζαν νά περιγρά­


φουν λεπτομερειακά τή ζωή τών κρατούμενων. Έ τσι, ένας
άνώνυμος συγγραφέας μιλάει στις στροφές του γιά τά
πρωινά προσκλητήρια, τις καθημερινές σφαγές, τά
5 ΐ;ΗΓϋιιπΐ6 , καί τά άφοδευτήρια, καί γιά τό «εμπόριο»
τού στρατοπέδου:

(...) "Ενας πουλά, άλλος άγοράζει.


Κρυφά η φανερά
δλο τό στρατόπεδο εμπορεύεται.
'Όλα είναι γιά πούλημα έδώ
Κι άπό τις π ιό φτηνές πραμάτειες
είναι ή άνθρώπινη ζωή.

’Άλλα τραγούδια περιγράφουν τήν ίδια πραγματικότητα


μέ πιό συνθετικό τρόπο. Έ τσι, ή Ελένη Γκρύν λέει:

Καθισμένοι στη ρίζα τού άμμόλοφου


τσουγκρίζουμε μέ τό χάρο: στην ύγειά σου!
Εμείς περιφρονοϋμε τήν «ευγένεια τών λαών»23
καί δουλεύουμε (προσπαθώντας ν’ άποφύγουμε τή
δουλειά)71...

Νά, τέλος, ένα τραγούδι (μέ τίτλο «"Υμνος τού στρατο­


πέδου Γιάνοβ») πού χωρίς άμφιβολία ήταν τό πιό διαδο­
μένο στό στρατόπεδο αυτό:

Είμαστε τοϋ στρατοπέδου τού Γιάνοδ.


Ό κόσμος σήμερα δέ θέλει νά μάς ξέρει.

2. Υ πα ινιγμ ός γιά τις ρατσιστικές θεωρίες.


3. 'Υπαινιγμός γιά τά σαμποτάζ.

327
Ά ν σοϋ πουν νά βγεις άπ' τή γραμμή
θά φάει ή μούρη σου άμμο

«*Επιχείρηση» τόν Αύγουστο, «επιχείρηση»


τό Φλεβάρη
Γυναίκες καί παιδιά βαδίζουν «άνάμεσα στά
σύρματα»4
Ή καρδιά πάει νά σπάσει άπό τή θλίψη.

Τά άποσιωπητικά μετά άπό κάθε στροφή άντικαθιστούν


μιά πολύ άσεμνη παροιμιακή έκφραση. Καθώς βλέπουμε,
άκολουθεΐ κάθε φορά μετά άπό μιά φράση πού ξεχειλίζει
άπό Τραγικότητα. Κι άκόμα ή σημασία πού έχει στά λε­
ξικά αυτή ή έκφραση, στό κείμενό μας δέν έχει καμιά θέ­
ση. Έ δώ έχει τήν έννοια μιας άπεγνωσμένης κραυγής
μπροστά στό θάνατο.
Αύτή ή συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων άνταποκρί-
νεται έντελώς στό κλίμα τού στρατοπέδου πού μνημονεύ­
σαμε στήν άρχή τού κεφαλαίου. Έ τσι εξηγείται καί ή διά­
δοση πού γνώρισε τό τραγούδι.

4. Στήν άργκό τών στρατοπέδων «βαδίζω άνάμεσα στά συρματοπλέγμα­


τα» σήμαινε «έκτελούμαι». (Βλέπε τό κεφάλαιο «Γλώσσα τών κρατούμε­
νων»).

328
23

5Α ξιολογικ ά κριτήρια

Ε κτός από τή στάση τής άπόλυτης επιείκειας άπέναντι


στά «γραφτά τής κόλασης», υπάρχει κι ή άντίθετη άντιμε-
τώπισή τους, πού θά μπορούσαμε νά τή συνοψίσουμε έτσι:
’Από τή στιγμή πού ένα έργο δημιουργείται, άποτελεΐ μιά
ένότητα αυθύπαρκτη καί δε μπορεί νά κριθεΐ παρά μονάχα
με τά γενικά παραδεκτά φιλολογικά κριτήρια. νΑν έχει ελ­
λείψεις άπό λογοτεχνική άποψη, δεν παύει νά είναι άπο-
τυχημένο, άνεξάρτητα άπό τίς συνθήκες κάτω άπό τίς
όποιες γράφτηκε. Αυτή είναι μιά σχεδόν φορμαλιστική
στάση, πού χρησιμοποιεί τά πολύ γνωστά παραδοσιακά
επιχειρήματα.
Χωρίς νά παρασυρθοΰμε στούς μαιάνδρους μιας συζή­
τησης πολύ παλιότερης άπό τά φαινόμενα πού μας ένδια-
φέρουν εδώ, θά θέλαμε νά κάνουμε μιά παρατήρηση: τό νά
άναγνωρίζεις τήν «αυθυπαρξία» ένός έργου ίσοδυναμεΐ με
τό νά τού άποδίδεις μιά δύναμη υποβολής, πράγμα πού
προϋποθέτει έναν άναγνώστη. 'Ωστόσο, τό «γούστο», ή αι­
σθητική ευαισθησία τού υποθετικού αυτού άναγνώστη,
καθορίζεται άπό τό περιβάλλον, τήν έποχή κλπ. Μ’ ένα
λόγο, είτε τό θέλουμε είτε όχι, άπό τήν αισθητική ξανα-
γυρνάμε στήν κοινωνιολογία.
Ό σο γιά τά έργα πού άνήκουν σέ περασμένες εποχές,
άκόμα κι οί πιό φανατικοί «φορμαλιστές» άναγνωρίζουν
τήν άνάγκη σχολιασμού τους, τουλάχιστο γιά τά «δευτε-
ρεύοντα» στοιχεία τους. Στήν πράξη όμως δέν πρόκειται
μόνο γιά τίς υλικές λεπτομέρειες, αλλά καί γιά τίς συ-

329
νήθειες καί τίς άντιλήψεις τής έποχής.
Θά μάς άντιτάξουν ότι αυτές είναι λεπτομέρειες εγκυ­
κλοπαιδικές, άπαραίτητες γιά τήν κατανόηση τής γλώσσας
περασμένων εποχών: Έστω! Υπάρχουν όμως κι άλλοι
παράγοντες πού καθορίζουν τίς καθαρά αισθητικές έντυ-
πώσεις καί κρίσεις, άκόμα καί χωρίς νά τό καταλαβαίνει
αυτός πού κρίνει. νΑς πάρουμε ένα γνωστό παράδειγμα:
θαυμάζουμε τά σχέδια των σπηλαίων πού άποδίδονται
στόν πρωτόγονο άνθρωπο · ό θαυμασμός μας όμως εξαφα­
νίζεται μόλις άντιληφθούμε ότι μερικά άπό τά σχέδια είναι
άπομιμήσεις μεταγενέστερων εποχών. Ό τα ν θαυμάζουμε
τούς κλασικούς τής λογοτεχνίας, παίρνουμε υπόψη μας καί
τόν καιρό πού έζησαν. Μονάχα έτσι διακρίνονται οι πρα­
γματικοί δημιουργοί άπό τούς έπίγονούς τους.
Γιά τά έργα πού εξετάζουμε έδώ, είναι άπαραίτητη ή
γνώση τών παραγόντων πού συνδέονται άναπόσπαστα μέ
τή δημιουργία τους.
Καί πρώτα πρώτα πρέπει νά ξέρουμε Τ Ο Υ Σ Ο Ρ Ο Υ Σ Κ Α Ι
Τ Α Υ Λ ΙΚ Α Μ Ε Σ Α Γ Ρ Α Φ Η Σ . Έτσι, ή άφθονία τής «ποιητι­
κής πρόζας» γιά παράδειγμα, δέν οφείλεται μόνο στήν
άδυναμία διάκρισης άνάμεσα στά λογοτεχνικά είδη. ’Αντί­
θετα, πολλές φορές είναι άποτέλεσμα εκλογής. νΑς μάς
έπιτραπεΐ νά άναφέρουμε έδώ ένα άπόσπασμα άπό τήν
εισαγωγή στήν ποιητική άνθολογία «Συνομιλία μέ τό θά­
νατο»:
(...) Θά ήθελα νά χαρακτηρίσω αυτά τά ποιήματα
σάν ποιητική πρόζα. Έ χω τή γνώμη, δηλαδή, ότι ή
μορφή της υπαγορεύτηκε άπό τίς περιστάσεις: Είναι
πιό εύκολο νά συνθέτει κανείς μέ τό νού (μιά καί δέν
υπήρχε ή δυνατότητα νά σημειώνει σέ χαρτί) έργα σέ
στίχους παρά σέ πρόζα. Πιό εύκολα έπίσης άπομνη-
μονεύεται ένα ποίημα άπό ένα πεζό. Καί τό ένα καί τό
άλλο ήταν άπαραίτητα, γιατί τά κείμενα αυτά γεννή­
θηκαν κάτω άπό τό βλέμμα, τά ρόπαλα καί τά πολυ­
βόλα τών Έ ς-Έ ς καί συνήθως άπαγγέλλονταν τή νύ­
χτα, στά κρεβάτια τών κρατούμενων.
330
Τό ότι ή παρατήρηση δέν ισχύει μόνο γιά μιά μεμονω­
μένη περίπτωση, άποδεικνύεται άπό άνάλογες διαπιστώ­
σεις άλλων συγγραφέων: «Συνθέτανε ποιήματα (στις φυ­
λακές καί τά στρατόπεδα) πού τά μάθαιναν απέξω, γιατί
δέν είχαν τά υλικά μέσα γιά νά τά γράψουν», υπογραμμί­
ζει ό Γκ. Ά ουντίζιο στήν εισαγωγή του γιά τή συλλογή
«Φυλακισμένοι συγγραφείς».
Συχνά ήταν προβληματική ή προμήθεια μολυβιού καί
χαρτιού. Στό γραμμένο στό στρατόπεδο τού Νταχάου
«Ημερολόγιό» του, ό Νίκο Ρόστ επανέρχεται πολλές φο­
ρές σ’ αυτό τό θέμα: «7ο κυνήγι τού χαρτιού έγινε γιά
μένα άληθινό σπόρ· ζητώ χαρτί άπό τόν καθένα. Ό λο ς ό
θάλαμος παίρνει μέρος στό παιχνίδι. Μέ προμηθεύουν άπό
παντού · εφημερίδες, χαρτιά περιτυλίγματος, άκόμα καί
χαρτί προορισμένο γιά μιά... βέβηλη χρήση».
Τό «Ημερολόγιο τής Ίουστίνης»(γραμμένο, όπως άνα-
φέραμε, μέσα στή φυλακή άπό τή Γκούστα Ντραΐνγκερ)
είναι κι αυτό σέ χαρτί υγείας. Στή φυλακή τού Ό σλο, ό
Νορβηγός Πέτερ Μόεν «Χάραζε τις σημειώσεις τον μ ’ ένα
μικρό καρφί, παρμένο άπό τό παράθυρο τού κελιού του,
πάνω σέ γκριζωπά χαρτιά υγείας».
Ό Ρούντολφ Μπάτορ, μέλος τού πολωνικού σοσιαλιστι­
κού κόμματος, συνδικαλιστής ηγέτης τών σιδηροδρομικών,
πιάστηκε τό Μάη τού 1942, κλείστηκε καί βασανίστηκε
στή φυλακή Μοντέλουπιτς τής Κρακοβίας κι έπειτα μετα­
φέρθηκε στό Άουσβιτς, όπου έκτελέστηκε. Ά π ό τή φυ­
λακή έστειλε κρυφά τό τελευταίο άποχαιρετιστήριο μήνυμά
του στή γυναίκα καί τίς κόρες του. Τελειώνει μ’ αυτά τά
λόγια: «Ζήτω ό σοσιαλισμός! Ζήτω ή άνεξάρτητη, ελεύ­
θερη καί σοσιαλιστική Πολωνία!». Ε πειδή δέν είχε χαρτί,
ό Μπάτορ έγραψε τό γράμμα του πάνω στό μαντίλι του.
Κι άντί γιά μολύβι χρησιμοποίησε τό ίδιο του τό αίμα.
Εννοείται ότι καί γιά τίς επιγραφές πού χαράζονταν
στούς τοίχους μέ καρφίτσα, θά πρέπει νά λάβουμε υπόψη
μας καί τήν «τεχνική» μέ τήν οποία γράφονταν.

331
- Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΚΙ Ο ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΣ. - Οί
συγκρατούμενοι γιά τούς όποιους προορίζονταν τά κείμε­
να, γνώριζαν τά εγκλήματα των ναζί. ΟΙ λεπτομερειακές
περιγραφές τους, έπομένως, ήταν περιττές. Ωστόσο, οί
ερασιτέχνες συγγραφείς προπάντων, άφιέρωναν πολλές σε­
λίδες σέ περιγραφές αυτού τού είδους. ’Αντίθετα, στους
έπαγγελματίες ή έξιστόρηση υποχωρούσε μπροστά στό
στοχασμό.
Κι άκόμα, λέξεις πού συνήθως θεωρούνται χιλιοειπωμέ­
νες κι άδειες άπό νόημα, εδώ άνακαλούσαν γεγονότα οδυ­
νηρά γνωστά, γεγονότα πού τά είχαν δεϊ καί τά είχαν ζή-
σει οί ίδιοι. Έτσι, γιά τό συναισθηματικό κόσμο τού συγ­
γραφέα καί τών άκροατών του, μιά κοινότυπη φράση γι­
νόταν λυρική, άκόμα κι άν σύμφωνα μέ τά παραδοσιακά
κριτήρια τό κείμενο θά δικαιολογούσε αυτό τό όνομα.
νΑς δούμε τώρα τίς επιδράσεις πού είχε στή δημιουργία
ένός έργου ό υποθετικός άναγνώστης, αυτός δηλαδή πού
δέν ήταν αύτόπτης μάρτυρας τών γεγονότων. Έχουμε
μπροστά μας ένα χειρόγραφο πού άνήκει στά έργα πού
βγήκαν κρυφά άπό τό στρατόπεδο τού Αβόφ. Συγγραφέας
του ήταν ό Ντ. Φρένκελ, έπαγγελματίας δημοσιογράφος,
πού δολοφονήθηκε τό 1943. Τό χειρόγραφο είναι ένα ρε­
πορτάζ γραμμένο ειδικά γιά τήν ενημέρωση τού «έλεύθε-
ρου κόσμου». Είναι φανερή ή έμμονη ιδέα τού Φρένκελ
ότι ή κόλαση τού στρατοπέδου είναι άσύλληπτη γιά τούς
άνθρώπους πού δέν τήν έζησαν άμεσα. Ή έπιθυμία του νά
υπερνικήσει τήν άνικανότητά τους νά φανταστούν τή φρι­
χτή πραγματικότητα καί νά τούς κάνει νά καταλάβουν τήν
έκταση καί τό μέγεθος τών ναζιστικών εγκλημάτων, προ-
καλεί τόσες επαναλήψεις, άποστροφές, ρητορικές ¿ρωτή­
σεις καί θαυμαστικά επιφωνήματα, πού ή έκθεση τών γε­
γονότων καταποντίζεται καί ή διήγηση γίνεται μπερδεμέ­
νη. Έτσι, τά άποτελέσματα είναι εντελώς άντίθετα άπό τήν
πρόθεση τού συγγραφέα.*

332
Εκτός άπό τις άπτές έκδηλώσεις πού άναφέραμε ήδη
(όπως, ρητορικές έρωτήσεις, άναδρομές, έμμονες ιδέες
κλπ.), ή έρμηνευτική διαδικασία άσκοΰσε μιά φανερή επί­
δραση στή διατύπωση καί τό «στύλ» των κειμένων.
Ποιητές γνωστοί πρίν άπό τόν πόλεμο γιά τη φορτωμένη
μεταφορές κι ελλείψεις γλώσσα τους, συγγραφείς δυσνόη­
τοι, άπλοποιοΰν τώρα αυθόρμητα τά εκφραστικά τους μέ­
σα. Ή άλλαγή αυτή, στό σύνολό της, δέ μπορεί νά άποδο-
θεί στή φροντίδα τους γιά τόν άμεσο άναγνώστη τή συ­
ναντάμε καί σέ μεμονωμένους συγγραφείς πού γράφουν
άποκλειστικά γιά ένα μελλοντικό κοινό. Τούς λόγους τού
φαινόμενου πρέπει νά τούς άναζητήσουμε στήν άκόλουθη
κατάσταση:
Συχνά τούς φυλακισμένους τούς πολιορκούσαν όχι τόσο
ιδέες, όσο συντρίμμια άπό σκέψεις καί χαοτικά συναισθή­
ματα. Οί άνάγκες τής στιγμής άνέτρεπαν την ιεραρχία των
πραγμάτων: ή εικόνα τού άναμενόμενου συσσιτίου ίσοδυ-
ναμούσε πολλές φορές (σάν σημασία) μέ την εικόνα τής
άμεσης έκτέλεσης ■ προβλήματα όπως, τό πώς θά άποκτού-
σαν ένα κομμάτι ψωμί ή κουρέλια γιά νά προφυλαχτούν
άπό τό κρύο, πώς θά έκρυβαν μιά πληγή ή μιά άρρώστια.
έπαιρναν τίς διαστάσεις μεταφυσικού ζητήματος. Τό νά
άποόώσει κανείς αύτούσια αυτή την περίεργη καί μπερδε­
μένη κατάσταση, θά ήταν σά νά επιθυμούσε τή διατήρηση
καί τή διάδοσή της.
Κάτω άπό φυσιολογικές συνθήκες σκεφτόμαστε μέ φρά­
σεις ή μέ τυποποιημένες εκφράσεις. Τό κομμάτιασμά τους,
γιά νά βρεθούν τά πρωταρχικά τους στοιχεία, μπορεί νά
θεωρηθεί σάν μιά προσπάθεια νά ύπερνικηθεί ή άπολί-
θωση τής γλώσσας, σάν ένας νεοτερισμός, ένας άγώνας
κατά τής κοινοτυπίας. ’Αντίθετα, στά στρατόπεδα ό σου­
ρεαλιστικός τρόπος σκέψης ήταν ό πιό συνηθισμένος. Τό
νά άντιταχθείς σ’ αυτό σήμαινε: νά επιζητείς μιά καθαρή
καί λογική διατύπωση, νά ξαναδίνεις στά πράγματα καί
στίς έννοιες μιά ιεραρχία, νά οίκοδομείς «σχολικές» φρά­
σεις σύμφωνα μ’ όλους τούς κανόνες τής γραμματικής καί
τού συντακτικού.
333
*

νΑλλες άνατροπές στις μορφές τής κοινοτυπίας συνδέονται


μέ τή διαλεκτική τής στιγμής. Θά μπορούσαμε ν’ άπαρι-
θμήσουμε άπειρα παραδείγματα. Θά άρκεστούμε σέ μιά,
κοινότυπη κι αυτή, διαπίστωση: Τό νά άρνιέσαι όποιοδή-
ποτε συμβιβασμό, τό νά δηλώνεις ότι είσαι έτοιμος νά πε-
θάνεις χωρίς φόβο καί χωρίς θλίψη, τό νά άψηφάς τό θά­
νατο κλπ., έχουν άλλο νόημα σέ μιά φράση γραμμένη σέ
συνθήκες άπόλυτης προσωπικής άσφάλειας κι άλλο σέ μιά
φράση ενός κατάδικου πού άντιμετωπίζει άμεσα τό θά­
νατό του, άκόμα κι όταν ή διατύπωση καί τό στύλ είναι
άνάλογα καί στίς δυό περιπτώσεις.
Οι περιστάσεις καθορίζουν καί τήν έκλογή τού λογοτε­
χνικού είδους. Τό «Ημερολόγιο τής Τουστίνης» γιά παρά­
δειγμα, γράφτηκε όχι μονάχα στή φυλακή, αλλά καί κατά
τή διάρκεια τής άνάκρισης. Γιά νά άπομακρύνει κάθε κίν­
δυνο άπό τά πρόσωπα πού ήταν άκόμα* ελεύθερα, στήν
περίπτωση πού τά χειρόγραφα θά έπεφταν στά χέρια των
δήμιων, ή συγγραφέας αλλάζει τά ονόματα τών ήρώων της
καί τά ονόματα τών χωριών, όπου συμβαίνουν τά γεγο­
νότα τού βιβλίου. Κι άκόμα μιλάει γιά τόν εαυτό της στό
τρίτο πρόσωπο, πράγμα πού τυπικά δίνει στά άπομνημο-
νεύματά της τή μορφή μυθιστορήματος. Παρόλα αύτά
πρόκειται γιά χρονικό καί θά ήταν γελοίο νά εφαρμόσει
κανείς σ' αυτή τήν περίπτωση τά κριτήρια πού χρησιμο­
ποιούνται γιά τίς φανταστικές, μυθιστορηματικές διηγή­
σεις.

334
24

Οι κ α ινούργιες εμπειρίες φ έρνουν


κ α ί κα ινούργια εκφραστικά μέσα;

"Ως τώρα, αναλύοντας τις διάφορες όψεις τού φαινόμενου,


περιοριστήκαμε σε μερικές άπαντήσεις.
1. Σέ προηγούμενα κεφάλαια είχαμε την ευκαιρία ν’
αναφέρουμε μεταφορές καί παρομοιώσεις σχετικές μέ τό
κλίμα τού θανάτου πού επικρατούσε στά στρατόπεδα
(«τάφος σκαμμένος στον άέρα», θάνατος - γερανός, σαδι-
σ μ ό ς -ό μαστρωπός - «σάν μιά πένθιμη πομπή τά άδεια
σπίτια άκολονθονν τίς κηδείες χιλιάδων οικογενειών»).
Μνημονεύσαμε άκόμα κι άλλα σχήματα λόγου αυτού τού
είδους. Πετυχημένα ή όχι γεννήθηκαν χωρίς άμφιβολία
άπό τόν ειδικό χαρακτήρα τής εποχής. Ή «καινοτομία»
οπήν περίπτωση αυτή άφορά τήν παραστατική, δημιουρ­
γική έκφραση.
2. Οι περιγραφές των γεγονότων, παρόλο πού είναι
άποκαλυπτικές, δέ θά μάς άπασχολήσουν στό κεφάλαιο
αυτό. 'Ωστόσο, πολλές φορές οι ιδιαίτερες συνθήκες ή καί
τά ίδια τά χρονικά πλαίσια προσδιορίζουν όχι μόνο τό
περιεχόμενο άλλά καί τή σύνθεση τού έργου, τή δομή του.
Γιά νά γίνουμε σαφείς θά άναφέρουμε μερικά άπλά παρα­
δείγματα:

α) Τά σπίτια τού γκέτο έφταναν ως τόν περίβολο


πού τό χώριζε άπό τή ζώνη τών «αριών». Τά παρά­
θυρα τών άκραίων αυτών σπιτιών έβλεπαν στούς δρό-

335
μους τής έλεύθερης πόλης. Έτσι, οΐ κάτοικοι καί των
δύο πλευρών ήταν άναγκαστικά αύτόπτες μάρτυρες
τής άβύσσου πού (σε έκταση λίγων μόνο μέτρων) χώ­
ριζε δυό κόσμους άφάνταστα διαφορετικούς. Τό
παράθυρο πού βλέπει στήν άλλη πλευρά τού τείχους,
γίνεται έτσι τό φιλολογικό πλαίσιο γιά σκέψεις, παρο­
μοιώσεις, δράματα, κλπ., πού (άνεξάρτητα βέβαια άπό
τό επίπεδο αυτό είναι συνάρτηση τού ταλέντου καί τής
παιδείας τού συγγραφέα) καταλήγουν σέ ουσιαστικά
άνάλογα συμπεράσματα. Ό Σλένγκελ, γιά παράδει­
γμα, «έπαγγελματίας» συγγραφέας, πρίν άπό τόν πό­
λεμο, υιοθετεί τά πλαίσια αυτά - στη Βαρσοβία - γιά
τό ποίημά του «Τό παράθυρο», πού βλέπει στήν άπέ-
ναντι πλευρά. Ή δεκαεφτάχρονη Άντέλα Φρούχτμαν,
γιά νά έκφράσει τη νοσταλγία της - στό Λβόφ -
καταφεύγει κι αυτή στά ίδια μέσα.
6) Εκείνοι πού καταζητούνταν άπό την άστυνομία,
κυρίως Εβραίοι κρυμμένοι σέ σοφίτες ή «πατάρια»,
μέσα σέ σπίτια δηλαδή άνθρώπων πού δέν κινδύνευαν
οί ίδιοι άπό τίς καταδιώξεις, άκουγαν άναγκαστικά
τίς συζητήσεις άπό έπισκέπτες πού άγνοούσαν την
παρουσία τους. Εύκολα φαντάζεται κανένας τά
άπρόοπτα παρόμοιων καταστάσεων. Αυτή ή «σκηνο­
θεσία», πού στίς παλιές κωμωδίες χρησίμευε γιά συμ­
βατικά καί γελοία ευρήματα, γινόταν τώρα άπόλυτα
φυσική καί δικαιολογημένη. Ειδικά έκείνο τόν καιρό
παρόμοιες συζητήσεις πρόσφεραν πολύ υλικό. Ή σκη­
νοθεσία (πού δέν ήταν παρά μιά πραγματικότητα!)
πέρασε λοιπόν σέ πολλά κείμενα τής έποχής, καθορί­
ζοντας τή σύνθεση τών έργων ή άποτελώντας τό πλαί­
σιό τους. Αυτό συμβαίνει γιά παράδειγμα στό βιβλίο
τού Λ. Ρόχμαν «Καί θά ζήσεις μέσα στό αίμα σου».
Κρυμμένοι σέ μιά χωριάτικη καλύβα, πίσω άπό ένα
τεχνητό μεσότοιχο, ό συγγραφέας κι ή οίκογένειά του
μαθαίνουν τά αιματηρά γεγονότα πού διαδραματίζον­
ται στή διπλανή μικρή τους πόλη. Στήν ουσία είναι

336
ένας τρόπος πού επιτρέπει στό συγγραφέα νά περι­
γράφει την ιστορία τής έξόντωσης μιας έβραϊκής κοι­
νότητας καί μαζί τη στάση τού «άριου» πληθυσμού
άπέναντι στίς άγριότητες αυτές.

3. Θά άναφερθούμε τώρα, πάντα ενδεικτικά, σέ μερικά


«παράλογα» έργα (κατά τόν όρισμό τού Τζ. Γουΐτλιν), σέ
έργα δηλαδή πού έκφράζουν μέ τήν περιφρόνησή τους γιά
τίς καθιερωμένες συμβατικότητες τήν καινούργια πραγμα­
τικότητα.
Ό σ ο κι άν φαίνεται παράδοξο, αυτό τό χαρακτήρα έχει,
κατά τή γνώμη μας, ό ύμνος τού στρατοπέδου τού Γιάνοβ.
’Ιδίως έπειδή συνυπάρχουν άμεσα (χωρίς εξηγήσεις ή
περιφράσεις) ή άκρα τραγικότητα μέ τήν άκρα έλευθερο-
στομία. Ή μιά δίπλα στήν άλλη, χωρίς τήν παραμικρή
άπόσταση, δίνουν όχι τήν περιγραφή, μά τήν ίδια τήν
άτμόσφαιρα τού στρατοπέδου. Παρά τήν άντίθεση τών
στοιχείων (πού παραξενεύει όποιον τήν κρίνει χωρίς νά
’χει υπόψη του τήν πραγματικότητα πού άφορούν), τό
τραγούδι, έτσι όπως είναι, έχει μιά πραγματική έσωτερική
ομοιογένεια πού ένισχύεται άπό τόν τρόπο έκφρασης τών
τραγικών γεγονότων: γλώσσα άπαλλαγμένη άπό κάθε αι­
σθητική έπεξεργασία, μέ υπερβολική χρήση ιδιωματικών
εκφράσεων, άπό τήν άργκό τών στρατοπέδων, ομοιοκατα­
ληξίες εύκολες καί φτωχές.
Νά τώρα ένα νανούρισμα, έκπληκτικό άπό άλλη σκοπιά:

Κοιμήσου, παιδί μου, κοιμήσου


όχι στό κρεδατάκι σου
μά σ ’ ένα βουνό άπό στάχτες
κοιμήσου, παιδί μου, κοιμήσου.

5Εσύ πού τόσο άγαποϋσες


νά κοιμάσαι δίπλα στή μαμά σου
νά ’σαι τάχα θαμμένο τουλάχιστο
σήμερα, κοντά της;

22. Γραφτά τών μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 337


Ό άγριος άνεμος
όέ σ’ άφήνει νά κοιμηθείς
σκορπίζει τά μέλη σου (...) κλπ. 1

Καθώς βλέπουμε, οί μακάβριοι συνειρμοί τού συγγρα­


φέα 6έν είναι συνηθισμένοι, τουλάχιστο σ’ ένα νανούρι­
σμα. Ωστόσο εκφράζουν μιά συγκεκριμένη καί άναλ-
λοίωτη πραγματικότητα.
Περνάμε τώρα σ’ ένα έργο μέ πολλές άξιώσεις. Είχαμε
πολλές φορές την ευκαιρία νά άναφέρουμε τό ποίημα πού
έμπνεύστηκε άπό την κατοχή ό Ισαάκ Κάσενλσον. Τό χει­
ρόγραφο βρέθηκε στό στρατόπεδο Βιτέλ (τής Γαλλίας),
όταν τό 1944 δ συγγραφέας του μεταφέρθηκε στό νΑου-
σβιτς οπού δολοφονήθηκε. Τό έργο έκδόθηκε στό Παρίσι
τό 1945 μέ τίτλο «'Ύμνος στό δολοφονημένο έβραϊκό λαό».
Πρίν από τόν πόλεμο, ό Κάσενλσον ήταν γνωστός άπό
έργα του γραμμένα στά εβραϊκά. Στό γκέτο τής Βαρσοβίας
ξαναγυρνά στά γίντις, στή γλώσσα πού μιλούσε δ λαός.
Ήταν ό έμπιστος των άγωνιστών πού έβλεπαν σ’ αυτόν,
τόν άνθρωπο πού θά μετέφερε ποιητικά τίς ιδέες τους.
Όμόφωνη ή μεταπολεμική έβραϊκή κριτική τού έδωσε τήν
πρώτη θέση στή λογοτεχνία.
Στήν αρχή τό έργο του φαίνεται σάν ένα σύνολο άπό
άκρωτηριασμένα άποσπάσματα χωρίς συνοχή. Παρόλο πού
ό συγγραφέας έζησε ό ίδιος τίς διάφορες φάσεις έξουθέ-
νωσης τής κοινότητάς του, οί περιγραφές των ύλικών γε­
γονότων είναι μάλλον σπάνιες. Καί τό πιό περίεργο! τά
πιό εμπνευσμένα, έπικά καί δλοκληρωμένα μέρη τού έργου
του άναφέρονται είτε στό παρελθόν είτε σέ γεγονότα όπου
δέν πήρε μέρος προσωπικά12.
'Εχουμε λοιπόν εδώ ένα είδος άντιστροφής των παραδο­

1. Τό νανούρισμα άποδίνεται στον Μ. Σενκερ (σννθέτη άπό τή Βαρσο­


βία) πού δολοφονήθηκε τόν Ίούνη τού 1943.
2. Γιά παράδειγμα: Ή επίθεση τής έβραϊκής ’Οργάνωσης ’Αγώνα Κρα­
κοβίας κατά των Γερμανών.

338
σιακών μεθόδων. Ή ένότητα τού έργου ώστόσο, καί ή
υποβλητική του δύναμη είναι αναμφισβήτητες καί δόκιμες.
Ή παρεξήγηση άρχιζει άπό τή στιγμή πού οί κριτικοί
προσπαθούν νά εξηγήσουν καί νά κάνουν πιό κατανοητή
τή μορφή πού διάλεξε ό συγγραφέας.
Κι όμως, κατά τή γνώμη μας, ή δομή τού έργου είναι
άπόλυτα σαφής. Χρειάζεται μόνο νά άναζητήσουμε τό
κλειδί στήν πραγματικότητα άπ ’ τήν όποια γεννήθηκε τό
βιβλίο, καί στό εποικοδόμημά της, τή νοοτροπία δηλαδή
τών κατάδικων πού, άνυπεράσπιστοι μάρτυρες τής κατα­
στροφής, περίμεναν κι οί ίδιοι τή σειρά τους νά χαθούν.
Κάτω άπό τέτοιες συνθήκες (καί είχαμε τήν ευκαιρία νά τό
τονίσουμε πολλές φορές ως τώρα) ένώ τά σύγχρονό τους
γεγονότα έκφράζονται μέ άποσπασματικές εικόνες καί
στρατιές όλόκληρες άπό θαυμαστικά, τό πρίν άπό τήν
καταστροφική εποχή παρελθόν τους προβάλλει μέσα άπό
τά κείμενά τους μέ θαυμαστή παραστατικότητα. Τό ίδιο
συμβαίνει καί μέ τά γεγονότα πού τά έμαθαν έμμεσα:
άκριβώς έπειδή δέν πήραν μέρος προσωπικά γιά νά τά
κατανοήσουν, πρέπει νά τά παραστήσουν στή μνήμη τους
καί στή συνέχεια νά τά άποδώσουν μέ λογική καί σαφή­
νεια.

Οί λεπτομέρειες πού άναφέραμε, σάν παράδειγμα, θά


άπογοητεύσουν όσους περίμεναν εξαιρετικές άποκαλύψεις
ξεκινώντας άπό ρομαντικές θεωρίες. Ό σες άποχρώσεις κι
άν παρουσιάζουν, οί ιδιότητες πού έπισημάναμε είναι εν­
τελώς ευεξήγητες.
Δέν έχουν ώστόσο καμιά σχέση μέ άναζητήσεις νέων εκ­
φραστικών μέσων έξω άπό τούς παραδοσιακούς τρόπους
έπικοινωνίας. Δέ συναντάμε «αυθόρμητες άνακαλύψεις»
πού νά θυμίζουν τούς διάφορους «-ισμούς» (φουτουρισμό,
ντανταϊσμό, σουρεαλισμό κλπ.). Α κόμα καί κείνοι πού

339
πριν άπό τόν πόλεμο ήταν όπαδοί αυτών τών λογοτεχνι­
κών ρευμάτων, τώρα προσανατολίζονται καθαρά σε μορ­
φές πιό παραδοσιακές.
"Οπωσδήποτε θά ήταν δύσκολο νά άποδώσουμε όλα τά
εκφραστικά «ευρήματα» κυρίως στήν έλλειψη «ρουτίνας»
πού χαρακτηρίζει τούς άρχάριους ή μή διανοούμενους
συγγραφείς. Στις περιπτώσεις πού μπορούμε νά έλέγξουμε,
οφείλονται σέ διανοούμενους.
Ά π ό τό σχεδόν γενικό αυτό κανόνα πρέπει νά εξαιρε­
θούν όρισμένα κείμενα γραμμένα άπό παιδιά.

340
25

Κείμενα παιδιώ ν

Οί διηγήσεις παιδιών πού έπέζησαν, προσφέρουν μιά


πλούσια τεκμηρίωση κι άποτελούν άνεξάντλητη πηγή γιά
κάθε είδους έρευνα. Τή βάση χών έρευνών αυτών άποτε­
λούν έκατοντάδες μαρτυρίες πού καταγράφτηκαν λίγο
μετά τόν πόλεμο. νΑν καί τά παιδιά έκαναν προφορικά τίς
καταθέσεις τους, αυτοί πού είχαν άναλάβει τήν καταγρα­
φή, προσπάθησαν νά διατηρήσουν όλες τίς ιδιομορφίες
ύφους, τούς δρισμούς καί τόν ειρμό τής διήγησης. Τά άπο-
τελέσματα κατά κάποιο τρόπο έχουν περισσότερη αυθεντι­
κότητα άπ’ ό,τι άν έγραφαν τά ίδια τά παιδιά: ’Απαλλα­
γμένοι άπό τίς υλικές δυσκολίες τής σύνταξης, οί νεαροί
μάρτυρες εξομολογούνται τίς έμπειρίες τους έλεύθερα καί
μέ μεγαλύτερο αυθορμητισμό.
'Οπωσδήποτε οί διηγήσεις αύτές έγιναν μετά τήν απε­
λευθέρωση, όταν δηλαδή ό έφιάλτης άνήκε κιόλας στό πα­
ρελθόν. Πιστοί στίς αρχές πού θέσαμε έδώ, θ’ άναλύσουμε
μόνο τά κείμενα πού γράφτηκαν έπί τόπου, τή στιγμή πού
τά παιδιά ζούσαν τήν καταδίκη τους σάν μιά καθημερινή
πραγματικότητα.
Δίνουμε συνοπτικά τίς συνθήκες κάτω άπό τίς όποιες
γεννήθηκε τό «Ημερολόγιο τής νΑννας Φράνκ»:

Γιά νά γλιτώσει άπό τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως,


μιά έβραϊκή οικογένεια άπό τό "Αμστερνταμ, κρύβεται
στό πίσω διαμέρισμα ενός κτιρίου. Στό διαμέρισμα
αυτό κρύβονται συνολικά όχτώ άτομα, όλα γιά τόν

341
ίδιο λόγο. Οί μόνοι επισκέπτες πού δέχονται είναι οί
«άριοι» προστάτες τους. Εννοείται δτι γιά νά μην
προδοθεί τό μυστικό τής παράνομης διαμονής τους,
πρέπει νά παίρνουν χίλιες προφυλάξεις, πράγμα πού
μικραίνει άκόμα πιό πολύ τό διαθέσιμο χώρο.
Λίγες μέρες πρίν έγκατασταθεί στό κρησφύγετο, ή
νΑννα Φράνκ, ένα κοριτσάκι δεκατριών χρονών, άρχι­
ζε ι νά γράφει τό ήμερολόγιό της. Τό συνεχίζει άπό τίς
14 Τούνη 1942 ώς τίς 8 Τούλη 1944, όσο καιρό δη­
λαδή κρύβεται1.
Δέ χρειάζεται νά πούμε ότι ή νεαρή συγγραφέας
έχει πάντα συνείδηση τού κινδύνου πού τούς άπειλεί.
Στούς βομβαρδισμούς τό κοριτσάκι ξέρει πώς δέ μπο­
ρούν νά βγούν έξω άπό τό σπίτι: «Θά φύγουμε», γρά­
φει, «μονάχα σέ έσχατη άνάγκη, κι ό δρόμος μάς επι­
φυλάσσει τόσους κινδύνους όσους κι οί βομβαρδι­
σμοί». Κι άλλού : «Χτές τή νύχτα ήξερα βαθιά μέσα
μου πώς θά πεθάνω. Περίμενα τήν άστυνομία, ήμουνα
έτοιμη σάν τό στρατιώτη στό πεδίο τής μάχης».
'Ωστόσο, εκτός άπό μερικά άποσπάσματα πολύ έν-
δειχτικά, άλλά μεμονωμένα καί σχετικά σπάνια, ή
νΑννα Φράνκ δέν καταπιάνεται μέ τά «μεγάλα» προ­
βλήματα πού άφορούν τήν κατάσταση. Τό φιλολογικό
ενδιαφέρον της στρέφεται κυρίως στό πεδίο τών άμε­
σων παρατηρήσεών της: τήν άναγκαστική συνύπαρξη
οχτώ άνθρώπων, όπου ό καθένας πρέπει νά άνέχεται
τήν παρουσία τού άλλου συνέχεια. Τό μικρόκοσμο αυ­
τό, πού προσδιορίζεται άπό έξαιρετικές περιστάσεις,
τόν παρατηρεί καί τόν περιγράφει μέ οξυδέρκεια καί
άκρίβεια, μέ άντικειμενικότητα καί κριτικό πνεύμα, μέ
1. Στις 4 Αύγουστου 1944, ή Γερμανική Στρατιωτική Ά στυνομία άνακα-
λύπτει τό κρησφύγετο τών Εβραίων. "Ολοι οί ένοικοι, καθώς καί δυό
άπό τούς άριους προστάτες τους, συλλαμβανονται καί στέλνονται σέ
στρατόπεδα. Τό Μάρτη τού 1945 ή “Αννα Φράνκ πεθαίνει στό στρατό­
πεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Τό ημερολόγιο τής Ά ν ν α ς Φράνκ βρέθηκε άπό ’Ολλανδούς φίλους τή^
οικογένειας της άνάμεσα ατά πράγματα πού άφησε σκορπισμένα στο δια­
μέρισμα ή Γκεστάπο.
342
την ικανότητα ν’ άποδίδει τις άποχρώσεις, χαρακτηρι­
στικά άσυνήθιοτα γιά την ηλικία της. Χωρίς νά τό
ξέρει, δημιούργησε ένα έργο πολύ άξιόλογο.

Γιά τη μελέτη μας μπαίνει τό άκόλουθο ερώτημα: ποιοι


ήταν όχι οι φιλολογικοί άλλά οί κοινωνιολογικοί παράγον­
τες πού συντελέσανε στη συγκεκριμένη διαμόρφωση τού
βιβλίου;
νΑν άφαιρέσουμε τά ιδιαίτερα χαρίσματά του, είναι ένα
τυπικό ήμερολόγιο γραμμένο σ’ ένα κρησφύγετο, όπως
πολλά άλλα. Τά πρόσωπα πού έχουν καταφύγει στην ίδια
κρυψώνα άποτελούσαν μιά ιδιαίτερη όμάδα, υποταγμένη
σ’ άδυσώπητους νόμους. Ό κίνδυνος τού θανάτου τούς
άπειλούσε συνεχώς, άλλά ή καθημερινή πραγματικότητα
ήταν ή κοινή ζωή μέ τούς μικροκαβγάδες ή τίς άσυμφωνίες
πού καταντούσαν άφόρητες έξαιτίας τού περιορισμένου
χώρου καί τής άδυναμίας τους νά κινηθούν ελεύθερα. Οί
παράγοντες αυτοί όξυναν την ευαισθησία καί την ευθιξία
τού παιδιού καί, μαζί, την παρατηρητικότητά της.
Τό ότι έγραφε τό ημερολόγιό της μέρα μέ τη μέρα, έπη-
ρέαζε τη μικρή ’Άννα, γιατί έστρεφε τήν προσοχή της στά
καθημερινά μικροεπεισόδια καί, έπομένως, στή λεπτομε­
ρειακή άνάλυσή τους.
Ή σχετική ήρεμία πού χαρακτηρίζει κάποτε τούς καθη­
μερινούς άπολογισμούς της, οφείλεται στίς συνθήκες
πού - όσο παράδοξο κι άν φαίνεται - ήταν κατά κάποιο
τρόπο άνετες. Οί στερήσεις τών ενοίκων τού πίσω διαμε­
ρίσματος (ενός ολόκληρου σπιτιού, έπομένως, έστω καί μι­
κρού) δέ μπορούν νά συγκριθούν μέ τίς συνθήκες πού επι­
κρατούσαν στίς τρώγλες όπου έμεναν οί περισσότεροι άπό
όσους κρύβονταν.
Πρέπει νά προσθέσουμε άκόμα τήν εμπιστοσύνη τής μι­
κρής στήν καλή θέληση τών «αριών» συμπολιτών της. Τήν
παραμονή πού θά έγκαταλείψει τό σπίτι της γιά νά κρυ­
φτεί, ή Ά ννα γράφει: «Δέ φταίνε οί ’Ολλανδοί γιά τήν
τόση δυστυχία τών Εβραίων». Μερικές μέρες άργότερα:

343
«Οί πρωινοί εργάτες μάς κοίταζαν με οίκτο: Στά πρόσωπά
τους φαινόταν καθαρά ή λύπη, πού δέ μπορούσαν νά μάς
προσφέρουν ένα όποιοδήποτε μέσο μεταφοράς». Υ πάρ­
χουν πολλές παρόμοιες διαπιστώσεις στό ημερολόγιό της.
Εκτός άπό τίς στιγμές τού συναγερμού, όπου ή άπειλή τού
θανάτου είναι άμεση, ή μικρή νΑννα πιστεύει ότι θά έπι-
ζήσει. Ή έλπίδα αυτή εκφράζεται πολλές φορές στίς σελί­
δες τού ημερολογίου, όπου περιγράφει τά σχέδιά της όταν
θά τελειώσει ό πόλεμος.
Ό σο γιά τήν ήλικία της, ό Ντάνιελ Ρόφ παρατηρεί στόν
πρόλογο τής γαλλικής μετάφρασης: «Ή νΑννα Φράνκ δέν
ήταν άκόμα στήν ήλικία όπου ό συγγραφέας ένός ήμερο-
λογίου (ιδίως άν είναι άνθρωπος των γραμμάτων) ποζάρει
μπροστά στόν καθρέφτη καί σκέφτεται τούς μεταγενέστε­
ρους. Εκείνη δέ νοιαζόταν γιά τούς μεταγενέστερους.
Έγραφε μόνο γιά τόν έαυτό της, χωρίς κανενός είδους
αυταρέσκεια, χωρίς καμιά φροντίδα νά βελτιώσει τό πορ-
τραίτο της ή νά καταπλήξει». ΓΓ αυτό καί τό βιβλίο της
έχει αυτή τή γοητευτική ειλικρίνεια, τήν άκρίβεια καί τήν
άγάπη γιά τήν άλήθεια.
Απομένει τώρα νά δούμε τήν έπίδραση πού είχε στήν
νΑννα ή συνείδηση ότι ήταν καταδικασμένη σέ θάνατο
(παρόλο πού οί συνθήκες πού άναφέραμε πιό πάνω έκα­
ναν λιγότερο οδυνηρή αυτή τή γνώση). Ή έπίδραση είναι
φανερή κυρίως στήν άντικειμενικότητα καί τό κριτικό
πνεύμα πού δείχνει άκόμα κι άπέναντι στούς γονείς της.
Αυτή ή διανοητική καί πνευματική χειραφέτηση (πού δέν
έχει καμιά σχέση μέ τή λεγάμενη επανάσταση τών έφήβων
άπέναντι στούς μεγάλους) μπορεί νά διαπιστωθεί σέ πολ­
λές μαρτυρίες. Ή αιτία τού φαινόμενου ήταν ή άδυναμία
τών «μεγάλων» μπροστά στά γεγονότα, ή φανερή πτώση
τών παραδοσιακών άξιών, ή άνακάλυψη ότι καθένας, σέ
τελευταία άνάλυση, έπρεπε νά τά βγάλει πέρα μόνος του
καί νά δεχτεί μόνος του τή μοίρα του, πράγμα πού κλόνιζε
τίς άρχές πού τούς είχαν μάθει νά πιστεύουν.
Σκέφτεται κανένας μέ μελαγχολία καί θλίψη ποιά θά

344
ήταν ή συνέχεια τού ήμερολογίου άπό την ’Άννα Φράνκ
τών δεκαπέντε χρόνων, μέ την πείρα πού είχε ήδη άποχτή-
σει στη λεπτή καί διεισδυτική άνάλυση, άν είχε έπιζήσει
άπό τη σκληρή έμπειρία τού Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Μιά αισθητά άνάλογη στάση διαφαίνεται οτά γραφτά κι
άλλων παιδιών πού, όπως ή Ά ννα, γνώρισαν την άπότομη
καί γεμάτη άπειλές άλλαγή στη ζωή τους, χωρίς ώστόσο νά
γίνουν αύτόπτες μάρτυρες τών σφαγών. Στήν κατηγορία
αυτή άνήκουν συγκεκριμένα πολλά παιδιά πού έζησαν
άκόμα καί σέ γκέτο ή σέ στρατόπεδα. Ό μω ς τά στρατό­
πεδα καί τά γκέτο αυτά ήταν προσωρινά «προνομιούχα»,
είχαν δημιουργηθεί άπό τόν κατακτητή γιά λόγους προπα­
γάνδας, γιά νά ξεγελάσουν τά θύματα, όπως τό στρατό­
πεδο τού Τερέζινστατ στήν Τσεχοσλοβακία. Στά κείμενα
τών παιδιών αυτών είναι διάχυτη μιά έντονη άπαισιοδο-
ξία, μιά βαθιά κατάπτωση. 'Υπάρχουν σκέψεις γιά τό θά­
νατο άσυνήθιστες γιά την ηλικία τους κάτω άπό φυσιολο­
γικές συνθήκες. Λείπει ώστόσο ό κλονισμός πού προκαλεί
ή προσωπική έμπειρία άπό τά ναζιστικά εγκλήματα.
Τό ημερολόγιο τής δωδεκάχρονης Ζανέτ Έσελ μάς
μεταφέρει στήν καρδιά τής χιτλερικής θηριωδίας.

Δίνουμε συνοπτικά τό ιστορικό τού ντοκουμέντου.


Στό στρατόπεδο τού θανάτου, στό Λβόφ, μερικά μέλη
τής παράνομης οργάνωσης πού διεύθυνα, μού μίλησαν
γιά ένα κοριτσάκι ηλικίας τότε έντεκα χρονών πού
έγραφε μικρά ποιήματα καί τά άπάγγελλε στήν
παράγκα τών γυναικών. Έ τσι ή Ζανέτ βρέθηκε στήν
τροχιά τής παράνομης δραστηριότητάς μας. Τό Σε­
πτέμβρη τού 1943 δραπέτευσα άπό τό στρατόπεδο.
Ά ρχισα νά δουλεύω στήν παράνομη εφημερίδα τής
Κρακοβίας. Ό τα ν λίγο άργότερα μπήκα επικεφαλής
τών ταγμάτων τών πολωνών παρτιζάνων στήν περιοχή
τού Μίσοβ, ή άπόδραση τής Ζανέτ ήταν ή πρώτη πού
κατάφερα νά όργανώσω (μέ τή βοήθεια τών συντρό­
φων μου τής Κρακοβίας καί κείνων πού είχαν μείνει
στό στρατόπεδο).
345
Ό ταν ήρθε στην Κρακοβία σάν «έλεύθερη πολίτισ-
σα» (μέ πλαστή ταυτότητα), τής δώσαμε μολύβι καί
χαρτί καί τής ζητήσαμε νά γράψει δ,τι είχε ζήσει ώς
τότε. Ή Ζανέτ γέμισε τρία τετράδια (67 φύλλα, 132
σελίδες κειμένου), μέ τό μεγάλο στρωτό χαρακτήρα
τού φρόνιμου παιδιού. Τό ήμερολόγιο μπήκε στά άρ-
χεία τού μυστικού Συμβουλίου γιά τή βοήθεια των
Εβραίων. Φυλάχτηκε προσεχτικά όπως κι ή συγγρα­
φέας κι έζησε όλες τίς περιπέτειες τής κατοχής. Ή
Ζανέτ καί τό ημερολόγιό της, άν καί χωριστά, κατά-
φεραν νά έπιζήσουν άπ’ τόν πόλεμο.
Μερικά άπό τά ποιηματάκια πού έγραψε ή Ζανέτ
στό στρατόπεδο τού πολέμου, δημοσιεύτηκαν στήν
«Ανθολογία Ποιημάτων γιά τούς Εβραίους τής χι­
τλερικής κατοχής». Μετά τόν πόλεμο έκδώσαμε τό
ήμερολόγιο της χωρίς καμιά άλλαγή, διατηρώντας
ακόμα καί τά ορθογραφικά καί συντακτικά της λάθη,
μέ τίτλο «Μέ τά μάτια μιας μικρής δώδεκα χρόνων».
Τό βιβλίο ήταν μιά άποκάλυψη. Οί κριτικοί μίλησαν
μέ θαυμασμό γιά τή σαφήνεια των περιγραφών του
καί τόν τρόπο πού θίγει διάφορα προβλήματα.
Τή στιγμή τής γερμανικής έπιδρομής στό Λβόφ
(Ίούνης 1941), ήταν έννιά χρόνων. Τήν επομένη είχε
κιόλας ριχτεί στή δίνη τής φρίκης: Ό πατέρας της
(άρχισυντάκτης σέ μιά μεγάλη καθημερινή έφημερίδα
τού Λβόφ) δολοφονείται άπό τίς πρώτες μέρες. Στούς
δρόμους γίνονται πογκρόμ, σκοτώνουν γέρους καί άρ­
ρωστους στά νοσοκομεία, δημιουργούνται τά γκέτο
καί τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τό ένα μετά τό
άλλο. Τά μέλη τής οίκογένειάς της άκολούθησαν τή
μοίρα των περισσότερων Εβραίων τής έποχής: σφα­
γές, εκτελέσεις, έξορίες.
Φεύγει κρυφά άπό τό γκέτο μέ τή μητέρα της. κά­
νουν τήν πρώτη άπόπειρα νά βρούν καταφύγιο στήν
άρια ζώνη τής πόλης. Πέφτουν θύματα τών χαφιέδων
καί τών εκβιαστών. Συλλαμβάνονται, βασανίζονται.

346
ρίχνονται στη φυλακή. Καταδικασμένες σέ θάνατο,
μητέρα καί κόρη, δραπετεύουν χάρη στη βοήθεια φί­
λων τους πού δωροδοκούν τούς δεσμοφύλακες: τή στι­
γμή πού οί Γερμανοί άδειάζουν τή φυλακή γιά νά έκ-
τελέσουν τούς φυλακισμένους, έκείνες κρύβονται στήν
άποθήκη καί δραπετεύουν μέ περίπλοκο τρόπο. ’Ακο­
λουθεί νέα παραμονή σέ γκέτο καί στρατόπεδα. Ή
Ζάν άρρωσταίνει μέ τυφοειδή πυρετό καί νοσηλεύεται
στό νοσοκομείο τού γκέτο, λίγες μέρες πρίν άρχίσει ή
εκκαθάριση των άσθενών άπό τούς Γερμανούς. Ό τα ν
οί Έ ς-Έ ς άναγκάζουν τούς άρρωστους μέ σπρωξιές
καί χτυπήματα νά κατεβούν στά αυτοκίνητα πού θά
τούς οδηγήσουν στήν έκτέλεση, ή μητέρα (πού έχει
προσληφθεί στό νοσοκομείο σά νοσοκόμα) κρύβει τήν
κόρη της στό έργαστήριο.
Ή οριστική εξόντωση ταύ γκέτο πλησιάζει. Ή μη­
τέρα πιέζει τήν κόρη νά εγκαταλείπει τήν προορι­
σμένη γιά έξολόθρευση έβραϊκή συνοικία. Ή Ζανέτ
καταφέρνει νά φύγει, αυτή τή φορά ολομόναχη, καί
ζητά καταφύγιο στή θεία της πού, έπειδή δέν είναι
Εβραία, κατοικεί στή άρια ζώνη. Ή θεία όμως πού
νοιάζεται πρώτα άπ ’ όλα γιά τόν έαυτό της καί γιά
τήν άσφάλεια τών παιδιών της, ξεφορτώνεται τή μικρή
δραπέτισσα. Ή Ζάν, ολομόναχη κι εγκαταλειμμένη
άπ’ όλο τόν κόσμο, πλανιέται άσκοπα στούς δρόμους.
Τήν ίδια στιγμή στήν άλλη άκρη τής πόλης έξοντώνε-
ται τό γκέτο καί μέσα στό κύμα τών δολοφονιών πού
ξεσπά, πεθαίνει ή μητέρα.
Έ πειτα είναι τό στρατόπεδο τού θανάτου, τό Γιά-
νοβ, τό «Πανεπιστήμιο γιά δήμιους». 'Υπογραμμί­
ζουμε τό χαρακτηρισμό τού στρατοπέδου, γιά νά δεί­
ξουμε τήν έκταση τών έμπειριών τής μικρής κρατούμε­
νης. ’Αντίθετα μ’ ό,τι συνέβαινε άλλού, στό Γιάνοβ οί
κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι νά παραβρίσκονται
στίς χωρίς τέλος άγριότητες τών ναζί. Σχεδόν καθημε­
ρινά έβλεπαν συγκρατούμενούς τους νά έκτελούνται.

347
ν’ άπαγχονίζονται ή νά γδέρνονται ζωντανοί. Στό μό­
νιμο διάκοσμο του στρατοπέδου άνήκε ή φιυτιά πού
κάπνιζε συνεχώς, δρατή άπό κάθε γωνιά, καί κάθε
φορά με καινούργια πτώματα.

Ό λα αυτά τά γεγονότα περνούν στίς σελίδες τού ημερο­


λογίου. Ή πιστή κι άγρυπνη μνήμη τής Ζανέτ συναγωνίζε­
ται τή ζωντάνια τών περιγραφών της, κι όλα αυτά με μιά
πραγματικά έξαιρετική λακωνικότητα · δέν ξέρουμε κα­
νένα άλλο έργο αυτού τού είδους, όπου τόσο πολλές πλη­
ροφορίες νά δίνονται μέ τέτοια έκφραστικότητα σέ τόσο
λίγες σελίδες.
Ή ποιότητα τής γραφής της δέν είναι άποτέλεσμα κα­
μιάς συνειδητής τέχνης. Τίποτα στό χειρόγραφο δέ δείχνει
ότι τό κείμενο έχει ξαναδουλευτεΐ. Εξάλλου, σ’ αυτήν
άκριβώς τήν άναμφισβήτητη άπλοϊκότητα οφείλεται ή συ­
νέπεια καί ή συνοχή τής διήγησης. Ή έξήγηση πρέπει ν'
άναζητηθεί σέ κοινωνικοψυχολογικούς λόγους.
Τά τετράδια γράφτηκαν τόν καιρό πού ή ζωή τής Ζανέτ
βρισκόταν άκόμα σέ κίνδυνο. Ή στάση της άπέναντι στά
γεγονότα πού διηγείται δέν έχει άλλάξει, γι’ αυτό καί τό
έργο της έχει μιά αυθόρμητη εσωτερική δμοιογένεια καί ή
κλίμακα τών παρομοιώσεών της είναι ισοδύναμη μέ τήν
πραγματικότητα πού έζησε.
Στήν ούσία δέν πρόκειται γιά ημερολόγιο. Δέν είναι ένα
έργο πού γράφεται μέρα μέ τή μέρα, καθώς τά γεγονότα
διαδέχονται τό ένα τό άλλο. Δέν υπάρχει λοιπόν ή μηχα­
νική συγκέντρωση τής προσοχής οπήν κάθε μέρα. Ό προ­
σανατολισμός δίνεται άπό τή σημασία τών γεγονότων κι
όχι άπό τόν ήμεροδείχτη. Ό συγγραφέας καταγράφει ένα
παρελθόν: πάρα πολύ πρόσφατο, άγκιστρωμένο όδυνηρά
στή μνήμη, καθοριστικό τής σημερινής προσωπικής του
κατάστασης, παραμένει ώστόσο παρελθόν. Μ’ άλλα λόγια,
πρόκειται γιά μιά άναδρομική ματιά.
Ό πω ς ξέρουμε, ή μνήμη κάνει άδιάκοπες έπιλογές.
Κρατάει ένα μέρος άπό τίς άναμνήσεις κι άποδιώχνει ή

348
άπωθεί στό υποσυνείδητο άλλες.
Δεν είναι ό τόπος έδώ γιά λεπτότερες ψυχολογικές
παρατηρήσεις. Θά θέλαμε μόνο νά πούμε ότι τά γεγονότα
πού συγκροτούνται αυθόρμητα καί προβάλλονται στό
προσκήνιο, έχουν μιαν ένότητα μέ τή δική της λογική, τή
δική της συνέπεια καί τή δική της άνακλητική δύναμη.
Δέν είμαστε πάντα σέ θέση νά έξηγήσουμε γιατί ή Ζάν
δίνει μέ περισσότερες λεπτομέρειες ένα γεγονός καί γιατί
μόλις μνημονεύει ένα άλλο. Γιατί άναφέρει αυτή τή συζή­
τηση κι όχι άλλες. Γιατί άπό μιά όλόκληρη κουβέντα συγ­
κροτεί μόνο μιά φράση ή μιαν έκφραση. Όπωσδήποτε τό
κείμενο, όπως είναι, φαίνεται νά άποδίδει θαυμάσια ό,τι
θέλει νά πει κάθε φορά.
Έτσι, ή έπιλογή άνάμεσα στά στοιχεία πού πετυχαίνουν
οί δόκιμοι συγγραφείς στό ώρίμασμα τής τέχνης τους, έδώ
γίνεται αυθόρμητα καί προσφέρεται έτοιμη τή στιγμή τής
καταγραφής.

Ό Δαβίδ Ρουμπίνοβιτς, 12 χρόνων, άρχισε νά ση­


μειώνει τά γεγονότα πού έζησε άπό τά τέλη τού
Μάρτη τού 1940. Συνέχισε νά γράφει ως τό τέλος τού
Μάη τού 1942. Τήν ίδια χρονιά, μέ τή μεταγωγή τής
21ης Αύγούστου, κλείστηκε στό στρατόπεδο τής Τρεμ-
πλίνκα όπου δολοφονήθηκε στό θάλαμο άερίων μιά ή
δυό μέρες αργότερα. Τά τετράδιά του είναι άπό πολ­
λές πλευρές πολύτιμα. Πρώτα πρώτα τό πεδίο τών
παρατηρήσεων τού νεαρού χρονικογράφου είναι δια­
φορετικό. Οί διωγμοί πού περιγράφει δέ γίνονται στήν
πόλη άλλα στήν επαρχία. Πρίν άπό τήν όριστική
μεταφορά στά στρατόπεδα, προηγούνται κάθε λογής
καταδιώξεις: έρευνες, άνακρίσεις, άγγαρίες, έξορίες,
ταπεινώσεις, δολοφονίες. Ή δύναμη πού έχει τό ημε­
ρολόγιο αυτό, βρίσκεται στό μοναδικό τρόπο νά μιλά
γιά τά καθημερινά γεγονότα καί νά σχολιάζει λιγό-
λογα καί έπιγραμματικά. Μοναδικό είναι καί τό ύφος
τού συγγραφέα: τυπικά γεμάτο συντακτικά λάθη, είναι

349
μαζί αυθόρμητο, φυσικό, ζωντανό, άνάμικτο μέ διαλε­
κτικούς ιδιωματισμούς καί έκφράσεις.
Πρέπει νά τονίσουμε ότι τά κείμενα των παιδιών
εκείνους τούς ταραγμένους καιρούς ήταν πιό εύκολο
νά χαθούν άπ’ όσο τά κείμενα τών μεγάλων. Κι αυτό
είναι φυσικό. Αντίθετα μέ πολλούς μεγάλους πού εί­
χαν έγκαιρα προβλέψει καί πάρει όλα τά μέτρα πού
θά έξασφάλιζαν τά γραφτά τους άπό την καταστροφή,
τά παιδιά άγνοούσαν κάθε τέτοια προφύλαξη. νΑν δέ
φρόντιζε κανένας άλλος νά τά κρύψει σέ σίγουρο μέ­
ρος (ή κάπου όπου τουλάχιστο θά ύπήρχε πιθανότητα
νά διασωθούν), άν οί περιστάσεις δέν τά ’φερναν στό
μέρος όπου θά βρίσκονταν άργότερα (πολλές φορές
κατά τύχη), τά κείμενα χάνονταν μαζί μέ τούς νεαρούς
δημιουργούς τους. Σέ πολύ σπάνιες περιπτώσεις, όπου
κάποιο άπό τά παιδιά έπέζησε καί ξαναβρήκε μόνο
του τό έργο του, σχεδόν άπό ένστικτο προσπαθεί νά
τό «τελειοποήσει». Εννοείται ότι (γιά τη μελέτη μας
τουλάχιστο) κάθε μεταγενέστερη βελτίωση άφαιρεί
άπό τό κείμενο την άρχική του άξια2.

2. Α νά μεσα σέ πολλά άλλα άναφέρουμε τό βιβλίο τής Μάσα Ρόλνικα


«Έπρεπε νά τά διηγηθώ». Ή γαλλική μετάφραση άπό τά γίντις δημο­
σιεύτηκε στό Παρίσι τό 1966. Ε κτός άπό τό πρώτο τετράδιο όλα τ' άλλα
ξαναγράφτηκαν άπό τή συγγραφέα μετά τόν πόλεμο. Ό Ή λίας Έρεμ-
πουργκ, πού προλογίζει τό βιβλίο, γράφει ότι ξαναδουλεύοντας τό ήμε-
ρολύγιό της «μιά Μάσα δεκαοχτώ χρονών δέ μπορούσε πάντα νά ξανα­
βρίσκει τήν αίσθηση ένός παιδιού δεκαπέντε χρονών».

350
26

Σ υγκρίσεις

Α. Παραλλαγές πού εκφράζουν


τό συλλογικό πνεύμα
Ό τα ν τελείωνε ένα έργο, τό «κοινό» έκανε διορθώσεις πού
εκφράζανε τό πνεύμα του. Συνήθως οί άλλαγές παρατη­
ρούνται στά κείμενα πού τραγουδιόνται1.
Ή άρχή τού τραγουδιού πού άναφέραμε ήδη:

(...) Είμαστε τοϋ στρατοπέδου τοϋ Γιάνοβ


Σήμερα ό κόσμος δε θέλει νά μάς ξέρει.
γρήγορα έγινε:
(...) 'Ο κόσμος πάλι θά μάς μάθει.

Παρόλο πού ή άλλαγή άφορά δυό τρεις λέξεις, είναι


άρκετά ένδειχτική. Στόν αυθορμητισμό της καί στή διά­
δοση πού γνώρισε, μπορούμε νά δούμε τό καθρέφτισμα
ένός ονείρου πού μαντεύεται εύκολα.

1. Τό πράγμα εξηγείται εύκολα: α) Τό τραγούδι διαδίδεται άπ' τό ενα


μέρος στό άλλο, χωρίς νά γίνεται χρήση τού κειμένου β) Μιά καί τίς
περισσότερες φορές ό δημιουργός του είναι άγνωστος ή ξεχασμένος, οί
-άκροατές αισθάνονται μ’ έναν τρόπο «συνιδιοκτήτες» κι έπομένως πιό
ελεύθεροι νά άλλάξουν τό περιεχόμενο τού έργου· γ) Τό γεγονός δτι τό
τραγουδούν, κάνει πιό ένεργητική τή σχέση τους μέ τό έργο. ’Εξάλλου, τό
φαινόμενο είναι γνωστό κι οί εκδηλώσεις του έχουν μελετηθεί στίς
παραλλαγές τών δημοτικών τραγουδούν.

351
Ή έπίσημη ορχήστρα τού οτραχόπεόου είχε προσθέσει
συμπληρωμαχικές στροφές, παίρνοντας φυσικά υπόψη χης
χό γούστο χών Έ ς-Έ ς2. Τις χραγουόούσε ένας περίφημος
σολίστας. Κι ενώ ή χυδαιολογία χού άρχικού κειμένου
ήχαν στό βάθος μιά κραυγή άπελπισίας, οί προσθήκες εί­
χαν ένα χαμηλό κι άηδιαστικό πορνογραφικό χαρακχήρα.
Οί Έ ς-Έ ς χίς άκουγαν μέ ειλικρινή άπόλαυση καί καμιά
φορά χίς μάθαιναν άπέξω.

Τό άλλο χραγούδι χού σχραχόπεδου πού άναφέραμε


(γραμμένο άπό χήν Ελένη Γκρύν) χελειώνει έχσι:

(...) Τίς μέρες πού μάς χωρίζουν άπό τήν ελευθερία


Τις μετράμε πίσω άπό τήν κλειστή μας πόρτα.

Αύχό χό χέλος όμως μαρχυρούσε μιά παθηχική άναμονή


πού έρχόχαν σέ άνχίφαση μέ χό άγωνιστικό σύνθημα πού
είχε έμπνεύσει χό χραγούδι.
Ό τα ν παραχήρησαν χήν άνχίφαση αύχή στήν Ελένη
Γκρύν, άλλαξαν άμέσως χίς δυό γραμμές μέ δυό άλλες πιό
«μαχηχικές». Κι όμως... Ήχαν κιόλας άδύναχο νά έπιβλη-
θεί ή καινούργια παραλλαγή. Τό χραγούδι διαδόθηκε πολύ
γρήγορα, άλλά μέ χό «μή άγωνιστικό χου χέλος». Ίσως
έχσι ν’ άνχαποκρινόχαν καλύχερα στά συναισθήμαχα χού
«μέσου φυλακισμένου» άπ’ ό,χι μέ χούς πιό νέους στίχους.
Μπροστά στήν άπρόβλεπτη αυτή συμφωνία, ή έπιρροή χού
ίδιου χού δημιουργού χου ήχαν άνίσχυρη.

2. Παρόλο πού τό τραγούδι ήταν γραμμένο στά πολωνέζικα, οί προσθή­


κες ήταν στά γερμανικά (έκτος άπό τόν τελευταίο στίχο κάθε στροφής
πού τόν άποτελούσαν οί ίδιες πάντα έλευθερόστομες πολωνικές έκφρά-
σεις). Οί ίδιοι οί Έ ς -Έ ς είχαν υποβάλει τά μοτίβα τών συμπληρωματι­
κών στροφών.

352
Στό στρατόπεδο τό τραγούδι ήταν υποχρεωτικό. Οί διά­
φορες «ταξιαρχίες» λοιπόν συνθέτανε τόν έπίσημο ύμνο
τους μέ στίχους κατά κανόνα πολύ ευγενικούς καί προ­
σεγμένους. Ό μω ς πολύ γρήγορα πρόσθεταν στίς έπίσημες
στροφές κι άλλες. Κι ένώ οί πρώτες ήταν μεγαλόστομες κι
άνειλικρινείς, οί παράλληλες είχαν άμεσες άναφορές στά
μικροεπεισόδια τής ταξιαρχίας καί μαρτυρούσαν σατιρική
διάθεση:

'Ο ταξίαρχός μας είναι βετεράνος.


"Οταν μιλάει μέ τόν εαυτό του,
Είναι πιό πολύ άγγελος παρά άνθρωπος.
Μά άν κανένας άπό μάς θέλει νά τού μιλήσει,
'Ο κύριος ταξίαρχός τού σπάει τά μούτρα
καί κλωτσάει σάν άλογο.

Ό περίφημος έπίσημος ύμνος τού Μπούχενβαλντ διακή­


ρυσσε:

(...) Είμαστε οί στρατιώτες τού βάλτου


Καί ξεκινάμε μέ τό φτυάρι γιά τό βάλτο...

Γιά λόγους μάλλον άσφάλειας προειδοποιούσε καί


υπενθύμιζε:

(...) Οί φρουροί πάνε κι έρχονται,


Κανείς μας νά περάσει όέ μπορεί.
Ή άπόόραση θά μάς στοίχιζε τή ζωή
Ή σκοπιά φυλάγεται καλά.

Γιά νά κρατήσει όμως τό «ηθικό» των κατάδικων


άκμαίο, άφήνει νά φανεί ή προοπτική ένός μέλλοντος λι­
γότερο άπαισιόδοξου:

23. Γραφτά των μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 353


"Ομως στόν τόπο μας δέν υπάρχουν θρήνοι,
Ό χειμώνας αιώνια δέ θά μείνει
Μιά μέρα μέ χαρά θά πούμε
Είμαι πάλι στην πατρίδα!
Τότε οι στρατιώτες τού βάλτου
Δέ θά πηγαίνουν πιά μέ τά φτυάρια
γιά τό βάλτο...

Γιά τις τελευταίες στροφές, οι κατάδικοι συνθέσανε τήν


άκόλουθη παραλλαγή, πού τήν τραγουδούσαν κρυφά.

Τότε οί στρατιώτες τού βάλτου


αντί γιά φτυάρια θά τιάρουν τουφέκια
στό βάλτο...

Ίσως τό μοτίβο αυτό νά επηρέασε ένα άλλο τραγούδι,


πού όμως ήταν πάντα «παράνομο»:

”Ω γη τής θλίψης
πού δίχως τέλος πρέπει
νά σέ σκάβουμε (...).

Έχουμε μιλήσει γιά τό τραγούδι τού Μ. Γκεμπίρτιχ


«Πύρ!» καί είπαμε ότι υιοθετήθηκε άπό τά μέλη τής
Εβραϊκής ’Οργάνωσης ’Αγώνα Κρακοβίας. Οί στίχοι
μεταφράστηκαν άπό τά γίντις στά πολωνέζικα. Ή μετά­
φραση ήταν πολύ πιστή εκτός άπό τό ρεφραίν. Ή συμβο­
λική κραυγή «Πύρ!» άντικαταστάθηκε άπό τήν απροκάλυ­
πτη παρότρυνση «Υπερασπίσου τόν έαυτό σου, άδερφέ
μου! Υπερασπίσου τον!»

354
Β. ’Αντιδράσεις των συγκρατούμενών
καί τον «έλεύθερου κόσμου»
’Ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει ή σύγκριση των αντι­
δράσεων πού προκαλούσαν τά ίδια κείμενα, την ίδια επο­
χή, ατούς φυλακισμένους καί στόν «έλεύθερο κόσμο». Ή
άντιπαραβολή είναι δύσκολη γιατί ή κυκλοφορία τών κει­
μένων (άκόμα κι άν έφταναν έξω άπό τά συρματοπλέγμα­
τα) γινόταν κρυφά. ΟΙ παρατηρήσεις πού συλλέξαμε δέν
είναι τόσο πολλές, ώστε νά δώσουν μιά κλίμακα σύγκρισης
άξια λόγου. Κι έπειτα, πρέπει νά πάρουμε υπόψη μας τίς
διάφορες ψυχολογικές επιπτώσεις τής παρανομίας. Θά
περιοριστούμε λοιπόν σέ δυό παραδείγματα πού προέρ­
χονται άπό τήν πηγή, δηλαδή άπό τόν «τόπο επιλογής»
τών κειμένων:

α) Τά κείμενα πού έβγαιναν κρυφά άπό τά στρατό­


πεδα στέλνονταν, εκτός άπό άλλα μέρη, καί στό παρά­
νομο Συμβούλιο Βοήθειας... στήν Κρακοβία. Έ ν α άπό
τά ηγετικά του στελέχη ήταν ή κυρία Ντ..., προ^ην
διευθύντρια σ’ ένα γυμνάσιο Θηλέων. ’Ανάμεσα στά
έργα πού πήρε ήταν καί ό ύμνος τού στρατοπέδου τού
Γιάνοβ μέ τό άσεμνο ρεφραίν του. Ή κατάπληξη καί ή
άγανάκτηση τής κυρίας Ντ... (πού ήταν μιά πρώτης
γραμμής άγωνίστρια) ήταν τόσο μεγάλες, πού γιά μιά
στιγμή άπειλήθηκε ή ύπαρξη ολόκληρου τού άρχείου.
Πρέπει νά πούμε ότι τήν ίδια άγανάκτηση προκαλούσε
τό τραγούδι καί στόν πληθυσμό τής Κρακοβίας, όταν
οι «Αι^εηΙίοπιπΊαηιΙο» (ταξιαρχίες πού έβγαιναν άπό
τό στρατόπεδο γιά νά πάνε σέ εργαστήρια μέσα στήν
πόλη) έκριναν σκόπιμο νά τό τραγουδούν στό δρόμο.

6) ’Ανάμεσα στά έργα πού άποτελούν τήν παράνομη


άνθολογία «’Από τά βάθη τής αβύσσου», βρίσκεται κι

355
ένα ποίημα μέ τίτλο «Νύχτα μέσα στήν παράγκα». Δεν
ήταν όλοι σύμφωνοι ότι τό ποίημα ήταν σκόπιμο νά
συμπεριληφθεί στήν άνθολογία. Ή άντίρρηση ήταν:
Τό έργο είναι άφιερωμένο στό θάνατο ένός ιδιώτη.
Πώς μπορεί νά συγκινήσει τούς άναγνώστες, όταν κα­
θένας τους κρατάει στη μνήμη του τό θάνατο χιλιάδων
άτόμων; Όταν όμως διαβάστηκε στό στρατόπεδο σέ
μιά «φιλολογική συνάντηση», τό ίδιο ποίημα προκά-
λεσε γενική συγκίνηση. Είναι άλήθεια πώς ξεσήκωσε
καί κεί αντιρρήσεις, άλλά λίγο διαφορετικές: συγκε­
κριμένα, ένας άπό τούς φυλακισμένους είχε τή γνώμη
πώς τέτοια έργα δέν πρέπει νά διαβάζονται, γιατί θυ­
μίζουν στόν καθένα τό χαμό τών δικών του καί μεγα­
λώνουν τήν ήθική κατάπτωση.

Δέν είναι λιγότερο ένδιαφέρουσα ή σύγκριση τών άντι-


δράσεων αυτών μέ τίς αντιδράσεις ένός άναγνώστη πού ζεί
στό ελεύθερο έξωτερικό. Συγκεντρώσαμε ένδειχτικά μερι­
κές μαρτυρίες γιά τήν εντύπωση πού προκάλεσε ή ίδια
άνθολογία «’Από τά βάθη τής άβύσσου», πού άφού
έφτασε σέ μικροφίλμ στό Λονδίνο καί στήν ’Αμερική, ξα-
νατυπώθηκε στή Νέα Ύόρκη καί μεταφράστηκε σέ πολλές
ξένες γλώσσες.
Οί πληροφορίες μας βέβαια είναι πολύ περιορισμένες
καί δέ δικαιολογούν πιό προχωρημένα συμπεράσματα.
’Αφορούν μιά συγκεκριμένη συλλογή καί προέρχονται
άποκλειστικά άπό κριτικές δημοσιευμένες.
Στίς εντυπώσεις αυτές κυριαρχεί ή έκπληξη γιά τούς
συγγραφείς πού βρήκαν τή δύναμη νά γράφουν τέτοια
έργα στήν καρδιά μιας άφάνταστης πραγματικότητας. Ό
Άγγλος Πώλ Πόουτς επιμένει: «'Η αυθεντικότητα τών
ποιημάτων είναι πέρα άπό κάθε άμφιβολία». Γιά νά τό
άποδείξει, κρίνει άναγκαίο νά άναφέρει λεπτομέρειες γιά

356
την καταγωγή τους καί την παράνομη κυκλοφορία τους.
Ό Α. Γκλάντζ-Λέιελς (πού τά μετέφρασε στά γίντις στη
Νέα Ύόρκη) λέει στό άναμνηστικό του άρθρο: «Διατύπω­
ναν διάφορες υποψίες γιά τά έργα αυτά: Δέν είναι αυθεν­
τικά. Δέ μπορούσαν νά γραφτούν παρόμοια έργα στά
στρατόπεδα τού θανάτου (...). Κάποιος τά έγραψε σέ
ασφάλεια, στό Δονδίνο, καί τά πέρασε έπειτα γιά ποιή­
ματα άπό τά στρατόπεδα». Ό ίδιος άναφέρει ότι ή άμερι-
κάνικη μετάφραση πού κυκλοφόρησε άμέσως, προκάλεσε
«πολλά σχόλια άπ’ όλες τίς γωνιές τής χώρας».
Ό λοι μιλούν γιά τή λογοτεχνική άξια των ποιημάτων.
Στούς έπαινους όμως διακρίνεται καί κάποια άπογοήτευ-
ση: «Θά ήταν ώραΐα ποιήματα, γράφει συνοπτικά ό Πώλ
Πόουτς, άκόμα κι άν είχαν γραφτεί σέ άνετες συνθήκες».
Τήν ίδια σκέψη έκφράζει μέ μεγαλύτερη έκπληξη ό Τζ.
Γουΐτλιν στόν πρόλογο τής άμερικάνικης έπανέκδοσης τής
συλλογής. 'Ωστόσο, μπαίνει ένα πρόβλημα γεμάτο άγκά-
θια: Ό Τζών Γουΐτλιν περίμενε λιγότερο προσεγμένα έργα,
«(..) πιό βάρβαρα καί πιό παράλογα». Πώς θ’ άντιδρούσε
άραγε, άν μάθαινε (έκείνη τήν εποχή, πρίν γίνουν γνωστές
οί λεπτομέρειες άπό τή ζωή στά στρατόπεδα) πώς υπήρχαν
έργα γεμάτα τραγικότητα άλλά καί χυδαίες εκφράσεις; Δέ
θά τά θεωρούσε ιεροσυλία; Ό Τζ. ’Άπενσλακ έβλεπε στά
ποιήματα τής συλλογής μιά μαρτυρία πιό εύγλωττη καί πιό
σωστή άπ’ όλες τίς περιγραφές καί τίς καταθέσεις.
Ό Σ. Τένενμπαουν, σ’ ένα δοκίμιό του, παραφράζει τά
ποιήματα αυτά. Γιά μάς είναι μιά καλή ευκαιρία νά δούμε
τά στοιχεία πού, ένώ γιά τούς άνθρώπους πού είχαν ύπο-
στεί τούς διωγμούς ήταν πολύ φυσικά, σ’ ένα μακρινό
άναγνώστη προκαλούσαν κατάπληξη. (Σ’ ένα ποίημα ό
φυλακισμένος συγγραφέας καλεί μέσα στήν παράγκα του
τόν ίσκιο μιάς δολοφονημένης γυναίκας. Ό δοκιμιογράφος
συγκρίνει τό ποίημα μέ σκηνές άπό τήν κλασική λογοτε­
χνία: ή Βεατρίκη όδηγημένη μέσα άπό τό στρατόπεδο
κλπ.).

357
Γ. Μαρτυρίες ανθρώπων
πού δεν είχαν καταδικαστεί
Στην Πολωνία, όπου επικρατούσε ή κατάσταση πού περι-
γράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι σχέσεις των πολι­
τών με τούς κατάδικους διαφόρων ειδών ήταν πολύ συ­
χνές. Έτσι, πολλοί συγγραφείς, ακόμα κι αν δέν είχαν οί
ίδιοι ύποστεϊ διώξεις, κατείχαν στόν τομέα αυτό ντοκου­
μέντα αυθεντικά. Τά βιβλία πού κυκλοφόρησαν αμέσως
μετά τόν πόλεμο, μαρτυρούν ότι τό θέμα έβαζε σέ πειρα­
σμό πολλούς διανοούμενους. Μερικά άπό τά έργα αυτά
έκδόθηκαν κρυφά, τόν καιρό τής κατοχής, πράγμα πού
κάνει άναμφισβήτητη τή χρονολογία τής δημιουργίας τους.
Άνάμεσά τους είναι καί τά διηγήματα τού Τζ. Άντρε-
γιέφσκι3.

Ή διαφορά έδώ δέ βρίσκεται καθόλου στήν ψυχο­


λογία τών καταδικασμένων, πού δίνεται μέ τήν ίδια
αλήθεια όπως καί στά έργα πού γράφτηκαν άπό συγ­
γραφείς φυλακισμένους ή κλεισμένους στά στρατόπε­
δα. Αύτό πού διαφέρει είναι κυρίως τό πλαίσιο. Δη­
λαδή τά πρόσωπα (έκτος άπό τόν καταδικασμένο) δί­
νονται κι αυτά άπό μέσα κι όχι όπως τά βλέπει μόνο ό
κατάδικος. Αύτή ή συνολική άντικειμενικότητα έπι-
τυγχάνεται μέ τήν κατάλληλη εκλογή στοιχείων. Ή
ψυχολογία τού καταδικασμένου παραμένει αυθεντική
άλλά εξηγείται καί δικαιώνεται άπό τις περιστάσεις.
Μ’ άλλα λόγια: περιγράφονται οί αντιδράσεις τού
καταδικασμένου πού προκαλούνται άπό υλικά γεγονό-

3. Έ πανεκδόθηκαν μετά τόν πόλεμο στη Βαρσοβία τό 1946. Τό διήγημα


«προσκλητήριο» περιγράφει μιά μέρα στό “Αουσβιτς. Τό «Πάσχα» τήν
εξέγερση τού γκέτο τής Βαρσοβίας, όπως τήν είδαν καί τήν έζησαν οί
χριστιανοί τής άριας ζώνης στήν πρωτεύουσα. Στή «Νύχτα» θίγεται τό
πρόβλημα τής μοναξιάς μπροστά στό θάνατο (άπό έκτέλεση).

358
τα, άλλα δέ γίνεται λόγος γιά τούς μή λογικούς κρί­
κους τής ψυχολογίας αυτής. Έ τσι βγαίνει κερδισμένη
ή «φιλολογική ομοιογένεια». Μένει ώστόσο νά δούμε
σέ ποιό βαθμό χάνονται, τό βάθος κι οί πραγματικές
διαστάσεις τής άνθρώπινης προσωπικότητας.
Έ να άλλο χαρακτηριστικό είναι μιά τάση υπερβο­
λής στίς λύσεις των προβλημάτων πού δίνει ό συγγρα­
φέας. Έ τσι στή «Νύχτα», γιά παράδειγμα, ό κατάδι­
κος καταδίδει τόν καλύτερό του φίλο γιά νά μήν πε-
θάνει μόνος. Πρέπει νά παραδεχτούμε ότι ή περι­
γραφή τής έσωτερικής μοναξιάς είναι άψογη. Λογικά,
αυτή ή ύστατη υπερβολή είναι δικαιολογημένη. Κι
όμως, στήν πραγματικότητα - εύτυχώς - ή δοκιμασία
τής μοναξιάς δέν οδηγούσε σέ τέτοιες λύσεις. Ε πειδή
ό συγγραφέας δέν ήταν ό ίδιος κατάδικος, μπόρεσε νά
κυριαρχήσει πολύ εύκολα στό υλικό του καί προφα­
νώς έκρινε άναγκαίο νά δώσει όσο γίνεται πιό παρα­
στατικά τίς παρατηρήσεις του. Έ τσι κάνει «λογοτε­
χνία» μέ τήν ειδική σημασία τού όρου4.

Δ. Παραλλαγές πού έγιναν


μετά τήν άπελευθέρωση
Μετά τόν πόλεμο, όσα άπό τά χειρόγραφα διασώθηκαν,
δημοσιεύτηκαν είτε άπό εκδότες (άν ό συγγραφέας είχε
πεθάνει), είτε άπό τούς ίδιους τούς έπιζώντες δημιουργούς
τους. Τά βιβλία διαφέρουν συχνά άπό τό άρχικό κείμενο.

4. Κρίναμε χρήσιμο νά υπογραμμίσουμε αυτή τή λεπτομέρεια, γιά λόγους


πού πάνε πέρα ά π ’ αυτή. Συγκεκριμένα, είναι συνήθεια πιά νά έπανα-
λαμβάνουν μηχανικά τό παλιό μοτίβο ότι ή «πραγματική εικόνα» τών
γεγονότων θά δοθεί ά πό τούς μελλοντικούς συγγραφείς (ή ιστορικούς, γ ι’
άλλους τομείς), γιατί αυτοί θά ’χουν τήν άναγκαία άπόσταση άπό τά
πράγματα. Μένει νά δούμε άν ή «άπόσταση» στό τέλος δέν καταντά νά
«λογικοποιεϊ» τά γεγονότα, μέ διαδικασίες σάν αυτή πού άναφέοαμε.

359
Τά κίνητρα πού υπαγορεύουν τίς άλλαγές είναι ποικίλα.
Οί άλλαγές πού άφορούν τή μορφή (στύλ, δομή) θεω­
ρούνται συνήθως άνώδυνες καί νόμιμες καί είναι πολύ συ­
χνές. ’Αφορούν κυρίως διορθώσεις στήν έκφραση καί τό
ύφος, άντικατάσταση παλιών μεταφορών καί παρομοιώ­
σεων μέ νέες, καθώς καί διάφορες παραλείψεις. ’Ακόμα κι
άν θεωρηθούν άνώδυνες, οί παραλλαγές αυτές μπορούν νά
παραχαράξουν τά συμπεράσματα γιά τή «φιλολογική»
ευαισθησία τής εποχής. 'Η «ουδετερότητα» τών άντικατα-
στάσεων δέν είναι πάντα φανερή. Συμβαίνει, γιά παράδει­
γμα, στή θέση άφηρημένων εννοιών {ελευθερία, δικαιοσύ­
νη, καλύτερο μέλλον) νά μπαίνουν τά ονόματα συγκεκρι­
μένων πολιτικών κινήσεων.
Πολύ συχνότερες είναι οί μικροεπεμβάσεις πού κάνουν
ν’ άνεβαίνει ό βαθμός τής άγωνιστικότητας.
Ό σο γιά τίς άφαιρέσεις, εδώ τό πεδίο είναι ευρύτερο.
Συχνά εξάλλου πρόκειται γιά παραλείψεις άναπόφευκτες:
Άφαιρούνται οί τοπικοί προσδιορισμοί πού δέ λένε πολλά
πράγματα γιά τόν άναγνώστη, κλπ. Μένει νά δούμε σέ
ποιό βαθμό οί παραλείψεις αυτού τού είδους άλλοιώνουν
τόν ειδικό χαρακτήρα τής εποχής καί τών γεγονότων.

Πρέπει τέλος νά σημειώσουμε τούς «έξωραϊσμούς»


πού οφείλονται στήν έπιθυμία νά δοθεί περισσότερη
έμφαση σ’ όρισμένα πράγματα! νΑς δούμε ένα πολυσέ­
λιδο χειρόγραφο μέ άπομνημονεύματα άπό τή Νοβά-
κοφσκα καί τό ίδιο έργο, όπως έκδόθηκε μετά τόν
πόλεμο. Τό βιβλίο διηγείται τίς περιπέτειες μιάς νεα­
ρής γυναίκας πού, γιά νά σώσει τή ζωή της πού κιν­
δυνεύει διαρκώς, άναγκάζεται ν’ άλλάζει συνέχεια
τόπο διαμονής, ταυτότητα, επάγγελμα, νά εκτίθεται σέ
κινδύνους κλπ.
Ό έκδοτης, γιά νά τονίσει τήν έπιθυμία τής γυναί­
κας νά ζήσει μέ κάθε θυσία, γιά νά δείξει τήν άδάμα-
στη «ζωτικότητά» της πού είχε τή δύναμη ένστικτου,
άφαίρεσε σχεδόν τά περισσότερα μέρη τού έργου οπού

360
γίνεται λόγος γιά δισταγμούς καί σκέψεις. Τό άποτέ-
λεσμα ήταν νά γίνει πραγματικά τό βιβλίο πιό «δυνα­
μικό» κι ή έπιθυμία ζωής νά φαίνεται σάν τό μονα­
δικό κίνητρο στη συμπεριφορά τού κυνηγημένου άν-
θρώπου. Μόνο πού ή γυναίκα (πού υπογράφει τό έργο
μέ τό όνομά της) φαίνεται πολύ πιό άδιάφορη άπ’ 6,τι
ήταν στην πραγματικότητα άπέναντι σ’ όρισμένα ηθι­
κά προβλήματα.
'Υπάρχει όμως καί κάτι χειρότερο: Μιά τέτοια συ­
στηματική άφαίρεση στοιχείων κάνει τήν ψυχολογία
νά μήν είναι άληθινή. Τό λάθος γίνεται άκόμα σοβα­
ρότερο, γιατί τό ξαναδουλεμένο έργο δίνει όχι μόνο τό
πορτραΐτο τού συγκεκριμένου προσώπου άλλά καί
- έμμεσα - ένα πορτραΐτο-τύπο.

Ε. Βιγιονικά στοιχεία ατά γραφτά


των καταδίκων
"Όσο γιά τή σάρκα (...)
Είναι σάπια καί φαγωμένη
Καί μεις, τά κόκαλα, γινόμαστε
στάχτη καί κονρνιαχτός(...).

Οι στίχοι αυτοί δέ βρίσκονται σέ κείμενα γραμμένα στήν


περίοδο τής ναζιστικής κατοχής. ’Ανήκουν στήν περίφημη
«Μπαλάντα των κρεμασμένων» τού Φρανσουά Βιγιόν.
Διαβάζοντας τά έργα πού έξετάζουμε, είναι δύσκολο νά
μή μάς κατακλύσουν οί μνήμες άπό τίς «Διαθήκες» του.
'Ωστόσο, ποιος θά ήταν στό βάθος ό σκοπός μιάς προσέγ­
γισης άνάμεσα σέ κείμενα πού τά χωρίζουν αιώνες;
"Αμεσες επιδράσεις τού βιγιονικού έργου; Είναι άλήθεια
πώς έδώ κι έκεΐ βρίσκουμε μερικές. Είναι όμως πολύ σπο­
ραδικές. Κατά τή γνώμη μας εξάλλου αυτές οί φιλολογικές
μνήμες παρουσιάζουν εξαιρετικά μικρό ενδιαφέρον.

361
’Αναλογίες ηθικής στάσης; Ό Βιγιόν πλήρωνε γιά εγ­
κλήματα πού πραγματικά είχε διαπράξει. Γνώριζε πολύ
καλά τούς λόγους τής δυστυχίας του κι οι κατηγορίες του
άπευθύνονται στόν έαυτό του: είναι άργοπορημένες μετα­
μέλειες καί τύψεις.

νΑ Θέ μου, άν μελετούσα
Στά χρόνια τής τρελής μον νιότης,
Καί φρόνιμες συνήθειες άποχτοϋσα
Θά είχα τώρα σπίτι καί μαλακό στρωσίδι!

Συγχρόνως στό έργο τού Βιγιόν δεν υπάρχει ή παραμι­


κρή άμφισβήτηση τής κοινωνικής καί πολιτικής τάξης καί
τής θρησκευτικής πίστης. Καμιά επομένως σύγκριση σ’
αυτό τό σημείο δέν είναι δυνατή μέ τά έργα πού μάς άπα-
σχολούν.
’Αντίθετα, υπάρχει μιά αύθόρμητη όμοιότητα σ’ δ,τι
άφορά τή «συμβίωση» μέ τό θάνατο.
Αυτή ή εκπληκτική αναλογία δέν παρατηρείται μόνο
στίς αντιδράσεις καί τούς συνειρμούς τής σκέψης, στίς ει­
κόνες καί τίς έμμονες ιδέες, άλλά καί στά ίδια τά εκφρα­
στικά μέσα. ’Αναφέρουμε μερικές άπό τίς όμοιότητες αυ­
τές:
- Ή άγωνία τού θανάτου, ή έμμονή στό όραμα σωμάτων
πού άποσυνθέτονται: εικόνες εφιαλτικές άλλά ρεαλιστικές,
χωρίς εύφημισμούς καί ωραιοποιήσεις.
- Ή ιδέα πώς κάθε άνθρώπινο είναι προσωρινό (τιμές,
δόξες κλπ.). Ή ιδέα αύτή δίνεται όχι μέ θεολογικούς ή
μεταφυσικούς συλλογισμούς, άλλά μέ τήν επίκληση συγκε­
κριμένων προσώπων («Μά που είναι ό γενναίος Καρλομά-
γνος;»): Επομένως έκφράζεται ή αιωνιότητα, θά ’λεγε κα­
νείς, τού εφήμερου: («Μά ποϋ είναι τά χιόνια τ ’ άλλοτι-
νά;»).
- Ή άναπόφευκτη «γειτνίαση» τού ύπέροχου καί τού
χυδαίου.
- Τ ό μακάβριο χιούμορ (χιούμορ τής κρεμάλας).

362
- Ή ένταση κι ό «καταιγισμός» τών άναμνήσεων (μέ
σαφή υπεροχή τών οικείων κι απόλυτα προσωπικών σκη­
νών).

Θά μπορούσαμε νά έπεκτείνουμε τήν άπαρίθμηση καί νά


προσθέσουμε καί τά τεχνικά μέσα έκφρασης πού υποβάλ­
λει ή κατάσταση τού έτοιμοθάνατου (στόν Βιγιόν, άνάμεσα
στ’ άλλα, υπάρχει έμμονη ή ιδέα τής διαθήκης).
Δέ χρειάζεται νά άναφέρουμε τίς άντιστοιχίες μέ τά κεί­
μενα πού εξετάσαμε. Τίς περισσότερες φορές βρίσκονται
σέ έργα πού τό περιεχόμενό τους άποκλείει τή «φιλολογι­
κή» έμπνευση.
Τήν αιτία λοιπόν τών άναλογιών αυτών πρέπει νά τήν
άναζητήσουμε στίς εμπειρίες πού έζησαν οί συγγραφείς
τους.
Ή σύγκριση μέ τό έργο τού Βιγιόν είναι ένας φόρος
τιμής στήν ποιητική ιδιοφυία του, τήν αυθεντικότητα καί
τήν άλήθεια τών γραφτών του, πού έξακολουθούν νά είναι
επίκαιρα, μετά άπό τόσους αιώνες. Γιά τή μελέτη μας,
αντίθετα, είναι ένα είδος λυδίας λίθου: μιά άφετηρία γιά
νά ορίσουμε τά στοιχεία πού ξεπερνούν τίς συγκεκριμένες
χωροχρονικές συνθήκες.

363
Μέρος τέταρτο

ΑΝΑΚΕΦ ΑΛΑΙΩΣΗ
ΚΑΙ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜ ΑΤΑ
Τά κείμενα πού γράφτηκαν τόν καιρό τής γερμανικής κα­
τοχής άπό άνθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο, αποτε­
λούν ένα κοινωνικό φαινόμενο (τόσο έξαιτίας τού άριθμού
τους όσο κι έξαιτίας τών περιστάσεων). Δέν υπάρχει
άμφιβολία ότι τό φαινόμενο αυτό οφείλεται στίς συγκινή­
σεις πού ένιωσαν οί δημιουργοί τους στή διάρκεια τής
καταδίκης τους.
Ό μως, τά συγκινησιακά κίνητρα δέν εξηγούν ούτε τό
βάθος ούτε τήν έκταση τού φαινόμενου. Ά π ό τά πρώτα
κιόλας χρόνια τής κατοχής, διαπράχτηκαν εγκλήματα άνή-
κουστης άγριότητας. Οι συγκινήσεις πού δοκίμασαν τά
θύματα, ξεπέρασαν σ’ ένταση κάθε πρόβλεψη. Στήν πρώτη
αυτή περίοδο οί άντιδράσεις ήταν πιό έντονες γιατί τίς
προκαλούσαν καταστάσεις καί γεγονότα πρωτόγνωρα. Οί
άνθρωποι, στή φάση αυτή, δέν είχαν ούτε τίς εμπειρίες
ούτε τήν κοινωνική καί ψυχική κατάπτωση πού γνώρισαν
άργότερα, γι’ αυτό ό κλονισμός τους ήταν μεγαλύτερος. Κι
όμως τό φαινόμενο πού εξετάζουμε εδώ γενικεύτηκε μο­
νάχα όταν ήρθε ή συνειδητοποίηση ότι ό θάνατος ήταν μιά
μόνιμη καί κοντινή άπειλή.
Έ τσι βγαίνει ή ουσιαστική πλευρά τών κειμένων καί
συγκεκριμένα ή τάση ν' άφήσονν ενα ύστατο μήνυμα γιά
κείνους πού θά ζήσουν μετά τόν πόλεμο.
Είναι πολλές οί λεπτομέρειες πού επιβεβαιώνουν τό
ρόλο πού έπαιξε τό κίνητρο αυτό: τό γεγονός ότι γράφουν
μέχρι τήν τελευταία τους στιγμή, ακόμα κι όταν άντιμετω-

367
πίζουν τόν κίνδυνο τού θανάτου μπροστά τους· οι επι­
γραφές στους τοίχους των φυλακών οί προσπάθειές τους
νά φτάσουν τά γραφτά τους στον «έλεύθερο κόσμο» · τά
γράμματα μέ τίς τελευταίες τους παραγγελίες πού έπισυ-
νάπτουν στά χειρόγραφα· οί πολυάριθμες όμολογίες πού
διατυπώνονται στά ίδια τά κείμενα. Ή άναλογία τών μέ­
σων πού χρησιμοποίησαν γιά νά διασώσουν τά γραφτά
τους καί γιά νά τά κάνουν νά φτάσουν πέρα από τούς
τάφους στά χέρια άναγνωστών, ή άλυσίδα άπό μεσάζοντες
(καμιά φορά άπρόβλεπτους) πού σχηματίστηκε γιά τό
σκοπό αυτό σέ διάφορα μέρη, οί επιχειρήσεις πού όργα-
νώθηκαν (όπως τά άρχεΐα καί οί διακλαδώσεις τους, ή
ποικιλία υπηρεσιών, μεθόδων καί συνεργατών), όλα αυτά,
μαζί μ’ όσα άναφέραμε πιό πάνω, μαρτυρούν τόν κοινω­
νικό χαρακτήρα τού φαινόμενου.
Στή βάση τών μηνυμάτων πού προορίζονται γιά όσους
θά έπιζήσουν, βρίσκεται ή επιθυμία νά τούς μεταδώσουν
όλη την άλήθεια. Τά γεγονότα καταγράφονται γιά νά μην
ξεχαστοϋν καί νά μην πάνε χαμένες οί έμπειρίες τών θυμά­
των τής ναζιστικής κατοχής.
Σκοπός τους δέν είναι νά συμβάλουν σέ μιά θεωρητική
μόνο γνώση τών όσων συμβαίνουν. Τσα ίσα, μέσα άπό τά
γραφτά τους άντηχεΐ ή κραυγή πού καλεϊ στή δράση: νά
τιμωρηθούν οί ένοχοι καί νά κλείσει ό δρόμος γιά την
επανάληψη παρόμοιων εγκλημάτων. Ή άποκάλυψη τών
άμεσων εγκληματιών καί τών συνεργατών τους έξυπηρε-
τούσε τόν πρώτο στόχο. Ή έκθεση τών ίδιων τών έγκλημά-
των, τής έκτασης, τής ανάπτυξης, τής τεχνικής τους κλπ.,
διευκόλυνε τήν επίτευξη τού δεύτερου στόχου.
Παρόλο πού ή λέξη έκδίκηση εμφανίζεται πολύ συχνά,
δέν πρόκειται καθόλου γιά μιά άπλή έκδίκηση. Στή βάση
τού αιτήματος αυτού, πού επαναλαμβάνεται χίλιες φορές,
βρίσκεται ή έμπιστοσύνη στή δικαιοσύνη τής ιστορίας. 7 /
ή φλογερή έπιθυμία ν’ άποδοθεϊ ή δικαιοσύνη αυτή ό,τι κι
άν γίνει. Είναι τό τελευταίο οχυρό πού ύψώνουν ένάντια
στόν παραλογισμό τής ύπαρξης. Παράλληλα, ή άπαίτηση

368
αυτή είναι άναπόσπαστη άπό τή σκέψη πού ζητούσε ένα
καλύτερο μέλλον γιά τόν κόσμο. Οί κατάδικοι δέ μπορού­
σαν νά διανοηθούν πώς ήταν δυνατή μιά ήθική άλλαγή,
χωρίς οί ένοχοι των έγκλημάτων νά έχουν στιγματιστεί καί
τιμωρηθεί.
Τά κείμενα ήταν τό άποτέλεσμα τής έσωτερικής άνάγκης
των δημιουργών τους. Κι άπόδειξη τό πλήθος άπό σχέδια
πού έπιχειρήθηκαν ταυτόχρονα, σέ διάφορα μέρη, αυθόρ­
μητα καί χωρίς νά υπάρχει άνάμεσά τους καμιά επίδραση.
’Ανάμεσα ατούς συγγραφείς βρίσκονται άνθρωποι πού δέν
είχαν πρίν καμιά σχέση μέ τή λογοτεχνική ζωή καί κάποτε
ούτε κάν μέ τό γραφτό λόγο, πράγμα πού έπιβεβαιώνει τή
γνώμη μας γιά τόν αυθορμητισμό τού φαινόμενου.
Παράλληλα μπορεί νά διαπιστώσει κανείς σ’ αυτό τόν
τομέα τήν ύπαρξη μιας έντονης κοινωνικής άναμονής πού
έκφραζόταν μέ πολλούς τρόπους: οί συγκροτούμενοι τους
ένθάρρυναν τούς συγγραφείς, άναλάβαιναν νά βοηθήσουν
στήν έπικίνδυνη δουλειά τής διάδοσης των κειμένων, τής
μεταφοράς καί τής διάσωσής τους.
Ά π ό τή «λογοτεχνική» δραστηριότητα τών κατάδικων
ξεχωρίζει ή διαδικασία άνάλνσης καί ερμηνείας τών συ­
ναισθημάτων καί τών γεγονότων πού εζησαν. Ε κτός άπό
τά άποτελέσματα πού έρχονται κατά κάποιο τρόπο μηχα­
νικά (μαζί μέ τήν προσπάθεια δηλαδή νά προσδιορίσουν
τίς εικόνες καί τίς σκέψεις πού θέλουν καί νά τίς «συλλά-
βουν» σέ φράσεις), ή διαδικασία αυτή έκφράζεται μέσα
στά προβλήματα πού θέτουν, στόν τρόπο πού τά θέτουν,
στήν «κυοφορία» τους, κλπ.
Στήν ίδια δραστηριότητα άνακαλύπτουμε ένα, συχνά
άσυναίσθητο, άντιστάθμισμα τού ήθικού καί κοινωνικού
τους υποβιβασμού. Κατά κάποιο τρόπο τό άντίβαρο αυτό
τό έχει κιόλας δώσει τό γεγονός τής συγγραφής. Ό συγ­
γραφέας βγαίνει άπό τίς συνθήκες πού τού έχουν προσ­
διορίσει οί δήμιοί του καί ξαναβρίσκει τίς άσχολίες πού
είχε όταν ήταν έλεύθερος. Ή άπόλυτη πραγμάτωσή του
επιτυγχάνεται μέ τόν πλούτο τών γνώσεων καί τών σκέ-

24. Γραφτά τών μελλοθάνατων άπό τή ναζιστική κατοχή 369


ψεων πού φέρνει ή πράξη τής γραφής καί μέ τή λίγο πολύ
δικαιολογημένη ή καμουφλαρισμένη υπόμνηση τού κοινιυ-
νικού ρόλου πού είχε άλλοτε ό άνθρωπος πού γράφει.
Ό λα αυτά τά στοιχεία - όπως έχουμε ήδη άναφέ-
ρει - άνιχνεύονται εύκολα μέσα στό κείμενο έφόσον ό
συγγραφέας άποκτά άκροατές ή θεατές, ή εκτίμηση, ή ευ­
γνωμοσύνη πού τού δίνει τό περιβάλλον του, προσθέτονται
στό καθαρά πνευματικό άντιστάθμισμα πού πήρε τή στι­
γμή τής δημιουργίας τού έργου του.

Ή πραγματικότητα τού θανάτου καθρεφτίζεται πρώτα


πρώτα στή γλώσσα. Στήν περίπτωσή μας τό λεξιλόγιο τών
κατάδικων επηρεάστηκε σέ μεγάλο βαθμό άπό τό λεξιλόγιο
τών δήμιων.
Οί δήμιοι είχαν ένα ολόκληρο ρεπερτόριο άπό συνώ­
νυμα πού τά χρησιμοποιούσαν γιά νά κάνουν πιό παραδε­
χτά, πιό «φυσιολογικά» τά έγκλήματα, γιά νά τ’ άπογυ-
μνώσουν άπό τό ήθικό τους περιεχόμενο καί νά τά υπαγά­
γουν σ' ένα καθαρά διοικητικό πλάνο. Ή άποδοχή τών
όρων αυτών άπό τά ίδια τά θύματα εξηγείται άπό τό ότι
τά έγκλήματα ξι περνούσαν κάθε προηγούμενο. Ή παρα­
δοσιακή γλώσσα δεν είχε ορούς ικανούς νά τά κατονομά­
σει. ’Έτσι, οί γερμανικές επινοήσεις στον τομέα αυτό ήταν
οί μόνες πού μπορούσαν νά ικανοποιήσουν τις ανάγκες
τής στιγμής. Υιοθετώντας τούς δόλιους αύτούς όρους, οί
κατάδικοι φρόντισαν νά τούς προικίσουν μ ένα είδος
υποθετικών εισαγωγικών πού νά έκφράζουν συγχρόνως
καί τήν πραγματική τους σημασία καί τή χιτλερική υπο­
κρισία.
Έξαιτίας όλων αύτών, ή γλώσσα τών κατάδικων χαρα­
κτηρίζεται άπό τήν άφθονία τών συνωνύμων γιά τό βίαιο
θάνατο καί τά μέσα εξόντωσης. ’Ανάμεσα στίς πολλές έκ-
φράσεις βρίσκεται ένας άρκετά μεγάλος άριθμός άπό εύ-

370
ρηματικούς καί συχνά ευφάνταστους ορισμούς πού δεί­
χνουν τό βαθμό τής εξοικείωσής τους με τό θάνατο. Ξεχω­
ρίζουν επίσης οροί «γραφικοί» (πού εμείς θεωρούμε ότι
άπηχούν τό «φολκλόρ» τής περιοχής), καθώς καί λέξεις
μιάς συνθηματικής γλώσσας (αργκό). Οί τελευταίες αύτές
συχνά εκφράζουν έναν πίνακα ειδικών αξιών, υιοθετημένο
από τούς κατάόικους. Γενικά ή γλώσσα τών κειμένων έχει
τίς προϋποθέσεις γιά ένα πλούσιο καί πλατύ καθρέφτισμα
τής πραγματικότητας καί τών διακλαδώσεων κι άλλαγών
πού έγιναν στίς ως τότε γνωστές διανοητικές κατηγορίες.
Ή ίδια αύτή πραγματικότητα άντικατοπτρίζεται σαφέ­
στερα στό περιεχόμενο τών κειμένων.
Τά πιό «πρωτόγονα» απ’ αύτά είναι μηνύματα χαρα­
γμένα ατούς τοίχονς τής φυλακής, πράγμα πού εξηγείται
άπό τά πενιχρά ύλικά μέσα πού διέθεταν οί δημιουργοί
τους. ’Αντίθετα μέ τήν άποψη πού επικρατεί, οί επιγραφές
αύτές δέν είναι μέ κανένα τρόπο ή έκφραση μιάς στι­
γμιαίας παράφορης ψυχικής κατάστασης (νά φωνάζουν
«οτιδήποτε σ’ όποιονδήποτε»). νΙσα ίσα, τίς χαρακτηρίζει
μιά τέλεια εσωτερική λογική. Καί μόνο ή άνάλυση τών
επιγραφών στή φυλακή τής Φρέσν μάς επιτρέπει νά δούμε,
μέ τρόπο πού δέ χωράει άμφισβήτηση, τή σύνδεσή τους μέ
κοινωνικούς ρόλους, τήν οξυδέρκεια τών διακρίσεών τους
άνάμεσα στά διάφορα «Εμείς» καί στή στάση άπέναντι
στούς «’Άλλους» (ξεκινώντας άπό τά ευρύτερα «εμείς» ως
τίς ιδιωτικές, περιορισμένες καί ποικιλόμορφες όμάδες),
τέλος, ένα όλόκληρο φάσμα άπό κίνητρα (ανάλογα μέ
κείνα πού βρίσκουμε σέ πιό άναπτυγμένα κείμενα). ’Ανα­
καλύπτουμε άκόμα στίς επιγραφές ίχνη άπό τίς προσπά­
θειες τών θυμάτων νά δώσουν μιά ερμηνεία σ’ ό,τι τούς
συμβαίνει καί νά βρουν κάποιο άντιστάθμισμα. Γιά τό
λόγο αυτό έπικαλούνται σύμβολα καί περικοπές άπό συγ­
γραφείς. Τά μηνύματά τους έχουν ένα συγκεκριμένο σκο­
πό: είναι παρακαταθήκες γΓ αυτούς πού θά ζήσουν μετά
τόν πόλεμο. Συγχρόνως άπευθύνονται καί στούς άλλους
κρατούμενους (γιά νά τούς ενθαρρύνουν, νά τούς ενημε­
ρώσουν κλπ.).
371
Στά κείμενα αυτά καθαυτά βλέπουμε πιό καθαρά καί
διεξοδικό την άντανάκλαση τής πραγματικότητας. Ή πρα­
γματικότητα πρώτα πρώτα δίνεται μέ συνειδητές περιγρα­
φές. Είναι τό έπίμονο θέμα όχι μόνο πολλών ρεπορτάζ,
άπολογισμών, άναμνήσεων, γραμμάτων κλπ., άλλά καί
«λογοτεχνικών» έργων (ποιημάτων, μυθιστοριών, δραμά­
των κλπ.). Μ’ αυτό τόν τρόπο έχουμε καταγραμμένα τή
διαδικασία καί τό τυπικό τών καταδιώξεων. Συγχρόνως τά
έργα έκφράζουν τά αισθήματα καί τίς συγκρούσεις πού
προκαλούν τά γεγονότα πού διαδραματίζονται. Ή σύμ­
πτωση ανάλογων κινήτρων σέ διάφορους συγγραφείς μας
επιτρέπει νά καθορίσουμε τίς άντιδράσεις - τύπους τών
θυμάτων.
Ό κατάδικος κατακλύζεται άπό ένα κύμα άναμνήσεων
καί σκέψεων πού προσπαθούν νά μαντέψουν τό μέλλον.
Γι’ αύτό καί τά κείμενα είναι γεμάτα άπό εικόνες τού πα­
ρελθόντος καί τού μέλλοντος, όπως τίς βλέπουν οί κατάδι-
κοι. Ή αύθόρμητη επιλογή άπό τά περασμένα, καθώς κι οί
συλλογισμοί πού τά συνοδεύουν, έκφράζουν τά άξιολογικά
κριτήρια πού ισχύουν. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τόν έλεγχο
τής συνείδησης πού υπαγορεύεται κι αυτός άπό συγκεκρι­
μένα κίνητρα: Σκοπός τους δέν είναι μόνο νά κρίνουν τίς
πράξεις τους άλλά καί νά μάθουν, καί συχνά αύτό είναι τό
κυριότερό τους μέλημα, αν ή ζωή τους πού θά σβήσει σέ
λίγο είχε κάποιο νόημα. Ή άπάντηση θά έξαρτηθεΐ άπό
τήν εκτίμηση τής αιτίας πού τούς οδηγούν στήν καταδίκη.
Γι’ αύτό κι οί τελευταίες ώρες τους είναι δοσμένες στήν
άν.ασκόπηση αυτή.
Ανάμεσα στά θέματα πού έξετάζουν είναι καί τά ιστο­
ρικά, καθώς καί οί εκδηλώσεις καί οί μεταβολές στη θρη­
σκευτική πίστη. Ό σον άφορά τά τελευταία, τά κείμενα τίς
περισσότερες φορές δείχνουν μιά θέση διαμορφωμένη άπό
τά πριν (δηλαδή τήν κατάληξή της κι όχι τά διαδοχικά
στάδια). Έτσι είναι δύσκολο νά πούμε σέ ποιό βαθμό
επηρεάστηκε αύτή ή έκείνη ή στάση άπό τή δοκιμασία πού
πέρασε τό θύμα. 'Ωστόσο, πρέπει νά κάνουμε μιά διάκριση

372
άνάμεσα στους φυλακισμένους καί σέ κείνους πού κλεί­
στηκαν σε στρατόπεδα. Κατά γενικό κανόνα οί πρώτοι
διατηρούν τίς άπόψεις πού είχαν καί πρίν άπό τη φυλάκι­
ση, ένώ οί πεποιθήσεις των δεύτερων άλλάζουν. Αυτό
συμβαίνει γιατί ή φυλακή (παρόλες τίς στερήσεις καί τά
βάσανα πού έπιφυλάσσει στά θύματα) δεν παρουσίαζε τί­
ποτα ριζικά καινούργιο. Τά στρατόπεδα εξόντωσης, άντί-
θετα, έβαζαν καθημερινά τούς άνθρώπους άντιμέτωπους
με φαινόμενα πού δέν τά είχαν ποτέ στό παρελθόν σκεφ-
τεΐ, φαινόμενα πού άφορούσαν άμεσα τό πρόβλημα τής
ζωής, τό πρόβλημα τού άνθρώπινου σώματος καί τής θέ­
σης του μέσα στόν κόσμο: μ’ ένα λόγο, τά στρατόπεδα
πρόσφεραν άφθονο υλικό γιά συγκρίσεις κι άντιπαραθέ-
σεις.
Ή πραγματικότητα καθρεφτίζεται, σ’ ένα δεύτερο βα­
θμό, μέσα στούς όρισμούς πού βρίσκονται σκόρπιοι στά
κείμενα. Διατυπωμένοι πρόχειρα, σάν λεπτομέρειες αυτο­
νόητες, οί προσδιορισμοί αυτοί άποτυπώνουν αύθόρμητα
τίς κοινωνικές υποδιαιρέσεις εκείνης τής έποχής, τή στάση
τών καταδικασμένων άπέναντι τους, καθώς καί τίς άλλα-
γές τού πίνακα άξιών.
Άνάμεσα στά διάφορα «Εμείς» τών κειμένων πού εξε­
τάσαμε, ξεχωρίσαμε ένδειχτικά τά «Εμείς, ό καταπιεσμέ­
νος λαός», «Εμείς, οί λαοί ένάντια στόν κοινό εχθρό»,
«Εμείς, ή άνθρωπότητα», καί «Εμείς, οί φυλακισμένοι».
Καί άντίστοιχα τή στάση άπέναντι στούς άμεσους δήμιους,
δηλαδή τούς Γερμανούς, καθώς κι έναν ορισμένο άριθμό
υποδιαιρέσεων τών «’Εμείς» πού άναφέραμε πιό πάνω.
Σταθήκαμε έπίσης σέ μιά κατηγορία τών «’Άλλων», πού
κρίνονται έτσι γιατί πρόδωσαν τήν κοινότητά τους (τό
«Εμείς» τους). Μιά ιδιαίτερη θέση στά κείμενα κατέχει τό
αίσθημα τής μοναξιάς, οί παραλλαγές του κι οί διάφοροι
τρόποι πού χρησιμοποιούνται γιά νά ξεπεραστεί ή κλίση
πρός τόν έγωκεντρισμό.
Εννοείται ότι γιά νά ερμηνευτούν σωστά τά κείμενα,
πρέπει νά πάρουμε υπόψη μας τίς περιστάσεις πού τά γέν­

373
νησαν. Σ’ αυτή τή μελέτη πολλά ειδικά κεφάλαια άφιερώ-
θηκαν στό σκοπό αύτό.
’Εκτός άπό τά κείμενα πού άπευθύνονται στους μελλον­
τικούς άναγνώστες, υπάρχουν κι άλλα πού γράφτηκαν
άποκλειστικά γιά «έσωτερική χρήση». Αύτό πού τά ξεχω­
ρίζει δέν είναι μόνο οί περισσότερες «τυπογραφικές» λε­
πτομέρειες, άλλά κι δ χώρος πού άφιερώνουν στήν κριτική
έκείνων πού μοιράζονται τά ίδια βάσανα μέ τούς συγγρα­
φείς τους, καθώς κι ή προσοχή πού δίνουν σέ μικρότερες
ιδιωτικές ομάδες. Διατυπώσαμε τή γνώμη ότι ή άπουσία
τών στοιχείων αυτών σέ έργα προορισμένα γιά τόν ελεύ­
θερο κόσμο (ή καί γι’ αυτόν) άποδεικνύει τήν ύπαρξη μιας
αυθόρμητης αύτολογοκρισίας πού ύπαγορεύεται άπό τήν
ιεραρχία τών διακρίσεων.
Τά κείμενα πού προορίζονται γιά δημόσιες παραστά­
σεις, κατά κανόνα κοινότυπα, είναι ένα μωσαϊκό άπό σύγ­
χρονα θέματα καί προπολεμικά εκφραστικά μέσα καί κλι­
σέ. Τό άσυμβίβαστο ώστόσο τής τεχνικής μέ τήν τραγικό­
τητα τού περιεχομένου τους είναι φαινομενικό· παρόμοια
άνομοιογένεια χαρακτήριζε καί τό γούστο τών άκροατών
πού κατά συνέπεια ξεχώριζαν εύκολα τόν τόνο πού ήθε­
λαν. Αυτή ή τυποποίηση όμως δέν ικανοποιούσε τήν
άνάγκη τής άπρόσκοπτης έκφρασης - γ ι ' αύτό οί συγγρα­
φείς, παράλληλα μέ τά έργα τά προορισμένα γιά δημόσιες
παραστάσεις, έγραφαν κι άλλα, παράνομα.
Ή όροθετική γραμμή, άνάμεσα στά έργα πού άπευθύ-
νονταν σέ κείνους πού θά έπιζούσαν καί τά έργα πού
γράφονταν γιά τούς σύγχρονους άκροατές ή άναγνώστες.
είναι πολύ σχετική. Κείμενα πού προορίζονταν γιά έσωτε­
ρική «χρήση», στάλθηκαν σάν μαρτυρίες πέρα άπό τούς
τάφους, κι άντίθετα, έργα πού άπευθύνονταν σ’ ένα μα­
κρινό ή υποθετικό άναγνώστη, πρόσφεραν τίς ύπηρεσίες
τους καί στόν τόπο τής καταγραφής του, δέχονταν τίς έπι-
δράσεις τού περιβάλλοντος κι επομένως καθρεφτίζανε καί
τά φιλολογικά του «γούστα».
Τά χαρακτηριστικά πού διακρίνουμε στό περιβάλλον

374
τών κατάόικων συγγραφέων φαινομενικά είναι αντιφατι­
κά. Ά π ό τή μιά μεριά τό άναγνωστικό κοινό ή τό ακροα­
τήριο άρέσκεται στην πιστή κι ευσυνείδητη ακρίβεια, κι
άπό τήν άλλη δείχνει μιά εύαισθησία γιά εικόνες, λέξεις κι
εκφράσεις άποσπασματικές άδιαφορώντας γιά τό σύνολο
όπου εντάσσονται. Οί άντιφάσεις αυτές δέν είναι τυχαίες.
Άνταποκρίνονται οτήν ψυχική κατάσταση καί τούς τρό­
πους άντίδρασης πού επικρατούσαν στούς χώρους αυτούς
καί σ' αυτές τίς συνθήκες.
Τό κοινό τών κατάδικων - άκροατές ή άναγνώστες -
συνήθιζε νά επεμβαίνει στά κείμενα καί νά επιφέρει διά­
φορες άλλαγές. Οί αύθόρμητες αύτές «διορθώσεις» είναι
ένδειχτικές γιά τή νοσταλγία καί τίς τάσεις πού ύπήρχαν
στίς ομάδες.
Συναντήσαμε άκόμα επίμονες εκδηλώσεις χιούμορ καί
οτόν τομέα αύτό ξεχωρίσαμε:

1. *Αστεία καί ειρωνικές περιγραφές, άποτέλεσμα μιάς


βαθιάς εξοικείωσης μέ τό θάνατο πού καραδοκούσε. Κατά
τή γνώμη μας, συνδέονται μέ τή διαδικασία ερμηνείας
(αναγνώριση τών παραγόντων πού καθορίζουν τήν
προσωπική κατάσταση καί φιλοσοφική άπόσταση άπέναντί
της)·
2. Σάτιρες κλασικές, προορισμένες νά στιγματίσουν τά
λάθη τών συντρόφων τους.
3. ’Εκδηλώσεις μακάβριου χιούμορ, πού μαρτυρούν μη-
δενιστικά συναισθήματα.

Ή τάση φυγής, τέλος, εκφράζεται σ’ ορισμένες προτιμή­


σεις γιά θέματα πού δέν έχουν σχέση μέ τήν πραγματικό­
τητα πού ζούν οί κατάδικοι, γιά μεταφραστικές εργασίες
κλπ.
Γιά νά τονίσουμε τά στοιχεία, τά θέματα καί τά κίνητρα
πού προβάλλουν μέσα άπό τά κείμενα, χρησιμοποιήσαμε
τή μέθοδο τής σύγκρισης μέ δυό τρόπους. Πρώτα πρώτα
συγκρίναμε κείμενα ίδιου είδους πού προέρχονταν άπό

375
διαφορετικές περιοχές καί ήταν γραμμένα σέ διάφορες
γλώσσες. Οί αναλογίες ώς πρός τό θέμα, την τεχνική ή τίς
πλευρές πού τονίζονται, είχαν σκοπό νά δείξουν τόν αυ­
θορμητισμό καί τούς κοινούς παρονομαστές στή δημιουρ­
γία τών καταδίκων. Ή άλλη άντιπαράθεση είχε σκοπό νά
δείξει την έπίμονη παρουσία στοιχείων καί μοτίβων σέ
γραφτά κάθε λογής, άκόμη καί στά πιό άπλοϊκά. Έτσι, τό
κεφάλαιο πού άφιερώσαμε στίς έπιγραφές στούς τοίχους
τών φυλακών, είχε σάν άντικείμενο την υπογράμμιση καί
την έκθεση τών μοτίβων πού θά ξαναφανούν μέ περισσό­
τερες λεπτομέρειες καί μεγαλύτερη έπεξεργασία στά κα­
θαυτό κείμενα. Γι’ αυτό καί ό άποσπασματικός χαρακτή­
ρας τού κεφαλαίου: οί περικοπές άπό κείμενα δέ σχολιά­
ζονται, τά θέματα θίγονται χωρίς ν’ άναπτύσσονται,
επειδή ή άνάλυσή τους έπιχειρεΐται στά επόμενα κεφά­
λαια. ’Ανάλογος είναι ό ρόλος τών άναφορών σέ τελευ­
ταίες επιστολές τών θυμάτων. ’Αντίθετα, οί συνοπτικές
παρατηρήσεις τού τελευταίου κεφαλαίου γιά τά βιγιονικά
στοιχεία δέν είχαν άλλο σκοπό άπό τό νά υποδείξουν έναν
άλλο προσανατολισμό πιθανών συγκρίσεων: Μιά τομή δη­
λαδή μέσα άπό κείμενα, άποφθέγματα, διαθήκες κλπ. συγ­
γραφέων πού έζησαν προσωπικά τή δοκιμασία τής κατα­
δίκης, άπό τόν Βιγιόν ως τόν Ντοστογιέφσκι.
Μιά άπροσμέτρητη άβυσσος χώρισε τό παρελθόν καί τό
παρόν τών θυμάτων πού μπλέχτηκαν στά φονικά γρανάζια
τών Γερμανών. ΓΓ αυτό όλοι περίμεναν νά βρουν στά
γραφτά τους ένα ξεκίνημα άπό τό μηδέν, καθώς καί τά
ίχνη άπό τό ρήγμα πού έκοψε τή ζωή τους στά δυό.
Ή άνάλυση τών κειμένων δέ δικαιώνει τήν υπόθεση αυ­
τή. ’Αντίθετα, είναι ολοφάνερη ή τάση τών συγγραφέων νά
στηριχτούν στή λογοτεχνική κληρονομιά τού παρελθόντος.
Αυτή ή ψυχόρμητη κλίση έκφράζεται πρώτα πρώτα μέ συ­
χνές άναδρομές στό παρελθόν κάθε λογής (χρησιμοποίηση
παλιών συμβόλων, παραφράσεις, περικοπές κλπ.). Οί πη­
γές άπ’ όπου άντλούν, ξεκινούν άπό τίς παροιμίες καί τά
δημοτικά τραγούδια καί φτάνουν στούς κλασικούς τής λο­

376
γοτεχνίας καί τούς φιλόσοφους. Τό φαινόμενο αυτό παρα-
τηρείται όχι μόνο σε «λογοτεχνικά» έργα, άλλά καί σέ έπι-
γραφές χαραγμένες στους τοίχους των φυλακών, καθώς
καί στά τελευταία γράμματα μελλοθάνατων.
Ή συνέχεια διατηρείται αυθόρμητα μέ την άναζήτηση
μιάς καθοδηγητικής γραμμής μέσα στ’ άναπάντεχα γεγονό­
τα. Τό έποικοδόμημα πού υπήρχε πριν άπό την κατοχή,
έξακολουθεί νά υπάρχει άκόμα καί στά λεγάμενα άγωνι-
στικά έργα. Συχνά οί συγγραφείς άντιτάσσονται στίς κα­
θιερωμένες έννοιες. Προσπαθούν ν’ άπελευθερωθούν άπό
τήν πίεσή τους, νά συγκεντρώσουν τ’ άποτελέσματα τών
καινούργιων έμπειριών σέ νέες πνευματικές κατηγορίες.
Ωστόσο, γιά ν’ άντιταχθούν στίς καθιερωμένες αυτές έν­
νοιες, σχεδόν πάντα ξεκινούν άπό λίγο ή πολύ παραδο­
σιακές άντιλήψεις.
Τό προοδευτικό ξεπέρασμα τών άντιλήψεων πού ύπήρ-
χαν πρίν άπό τήν πραγματικότητα τής ναζιστικής κατοχής
καί ή ενσωμάτωση νέων στοιχείων στίς πνευματικές κατη­
γορίες φάνηκαν στήν άνάλυση τών άγωνιστικών έργων.
Στό σχετικό κεφάλαιο ξεχωρίσαμε: α) κείμενα τών όποιων
μόνο τό άρνητικό υπόβαθρο ήταν ρεαλιστικό · ή συμβατική
άγωνιστικότητα, άντίθετα, έκφράζεται μέ έννοιες παρμένες
άπό παλιά «κλισέ» (στήν περίπτωσή μας καθαρά ρητορι­
κά) καί 6) κείμενα πού προσφέρουν ένα όραμα θεμελιω­
μένο σέ πειράματα πού έχουν ήδη γίνει.
Γιά νά ορίσουν τήν καθοδηγητική γραμμή πού θά 'πρεπε
ν’ άκολουθήσουν στίς καινούργιες συνθήκες, οί συγγρα­
φείς έπικαλούνται παραδείγματα άπό πρόσφατα γεγονότα.
Τά πρότυπα πού προβάλλουν στά κείμενά τους μάς επι­
τρέπουν νά δούμε τις ηθικές θέσεις πού επιδοκιμάζονταν
τότε, καθώς καί τήν έξέλιξη στόν τομέα αυτό: άπό τήν
παθητική άξιοπρέπεια άπέναντι στά βασανιστήρια (παρά­
δειγμα ή συμπεριφορά τού πατέρα πού κακοποιείται καί
δολοφονείται μπροστά στά μάτια τού γιού του), τις θυσίες
γιά τούς γονείς (παράδειγμα οί μικροί σαλταδόροι), γιά τά
ορφανά (παράδειγμα ό I. Κόρτσακ), γιά τούς συντρόφους

377
(παράδειγμα οί φυλακισμένοι πού δέχτηκαν νά μείνουν
στή θέση τους όταν στασίασε ή ταξιαρχία τού θανάτου),
καί την απόλυτη άλληλεγγύη μέ την κοινότητα (παράδει­
γμα ό Τσερνιάκωφ, ό Γκέπνερ, «ό καπετάνιος πού δέν εγ­
καταλείπει τό πλοίο του») κλπ., ώς την υιοθέτηση μιας
θέσης εξέγερσης άπέναντι στούς δικούς τους (παράδειγμα,
ή ελευθερία πρωτοβουλίας πού ύπαγορεύεται άπό τό θά­
νατο μιάς ολόκληρης κοινότητας).

Όσο γιά τόν τρόπο γραφής, παρατηρήσαμε μιά γενική


τάση γιά άπλότητα. Τά πρωτοφανέρωτα πράγματα βρί­
σκουν τήν άντανάκλασή τους τόσο σέ δευτερεύοντα εκ­
φραστικά μέσα (παρομοιώσεις, μεταφορές κλπ.), όσο καί
στή διατύπωση, τή δομή καί τήν εσωτερική διάρθρωση
ορισμένων έργων. Τά άποτελέσματα πλουτίζουν τό γνωστό
ρεπερτόριο, χωρίς ώστόσο νά σπάνε τά πλαίσια έντελώς
ευεξήγητων άλλαγών. ’Αντίθετα, όέ συναντάμε κανένα
άξιόλογο έργο πού νά επιχειρεί νά έκφράσει τή φρίκη τής
ναζιστικής κατοχής έξω άπό τήν παραδοσιακή γλώσσα
επικοινωνίας ή μέ τόν κατακερματισμό της.
Τά κείμενα τών συγγραφέων πού δέν είναι έπαγγελμα-
τίες (άρχάριοι ή μή διανοούμενοι) δέν άποτελούν εξαίρεση
σ' αυτή τήν τάξη πραγμάτων. ’Ίσα ίσα, κατά γενικό κανό­
να, σ’ αυτούς ειδικά τούς άνθρώπους ή επίδραση τυπο­
ποιημένων προπολεμικών έκφράσεων καί μεθόδων είναι
μεγαλύτερη. Φυσικά αυτό δέν άποκλείει ούτε τήν ύπαρξη
άξιόλογων βιβλίων, ώς πρός τό περιεχόμενο, ούτε τήν
άποκάλυψη ιδιαίτερου συγγραφικού ταλέντου.
Ή εξαίρεση πού αξίζει νά σημειωθεί άφορά τά γραφτά
ορισμένων παιδιών. Ή είλικρίνειά τους στήν περίπτωση
αυτή δέν έχει σχέση μέ καμιά εκφραστική υπερβολή. Είναι
ένας άφελής αλλά λιτός ρεαλισμός, άπόλντα υποβλητικός
μές στή λιτότητά του.

378
*

Ή μεταπολεμική κριτική υιοθέτησε δυό τρόπους άντιμε-


τώπισης των γραφτών που άποτελούν τό άντικείμενο τής
μελέτης μας. Ξεκινώντας άπό τήν αρχή ¿ίτι τά κείμενα πού
έφτασαν στά χέρια της είχαν μιαν αύτονομία, ή μιά κρι­
τική έκρινε τά έργα αυτά σύμφωνα μέ τά γενικά παραδε­
χτά «φιλολογικά»1 κριτήρια, χωρίς ν' άσχοληθεϊ μέ τίς
συνθήκες κάτω άπό τίς οποίες γεννήθηκαν. Ή άλλη κρι­
τική στάση, αντίθετα, δεχότανε προκαταβολικά, ιδίως γιά
έργα άνεπαρκή άπό φιλολογική άποψη ή άδούλευτα. τό
προσόν τής ειλικρίνειας καί τής άλήθειας καί μέ βάση τό
κριτήριο αυτό τούς άναγνώριζε τήν άξια «ντοκουμέντων».
Τίς πιό πολλές φορές ό όρος χρησιμοποιείται χωρίς έπεξή-
γηση.
'Η εξέταση τών κειμένων δείχνει τίς άτέλειες τών δυο
στάσεων. Ά π ό τή μιά μεριά ή άνεπάρκεια καί ή άδεξιό-
τητα στή μορφή δέν έγγυάται ούτε τόν αυθορμητισμό ούτε
τήν ειλικρίνεια στήν έκφραση. Ά π ό τήν άλλη, τά λίγο
πολύ φορμαλιστικά κριτήρια (άπερίφραστα ή καμουφλα-
ρισμένα) παραγνωρίζουν τά ιδιαίτερα στοιχεία αυτών τών
έργων καί τό πραγματικό τους περιεχόμενο. Ανάμεσα
στούς λόγους πού ύπαγόρευσαν τή μορφή τών κειμένων,
καί πού στά μάτια ενός μακρινού άναγνώστη μπορεί νά
φανούν σάν παραμόρφωση, μνημονεύσαμε τά υλικά μέσα
γραφής, τήν επίδραση τής έρμηνεντικής διαδικασίας, τό
βαθμό ενημερότητας τού περιβάλλοντος σχετικά μέ τό δια-
πραγματενόμενο θέμα, τήν ευγλωττία τής στιγμής καί τών
περιστάσεων κλπ.
Στό δεύτερο τρόπο κριτικής ό εκλεκτικισμός τών κριτη­
ρίων ήταν νόμος. Δέ μπορεί ώστόσο παρά νά κρύβει τίς

1. Ή ασάφεια τον ορού «φιλολογικός» είχε σκοπό νά κρύψει τό άτοπο


τού όρου «αισθητικός», πού ήταν υπερβολικά στενός.

379
άντιφάσεις καί τίς άσάφειες χωρίς νά τίς λύνει.
Τά άποτελέσματα τής άνάλυσής μας μάς δείχνουν μιά
λύση πού είναι ή αντιστροφή τής συνηθισμένης κριτικής
μεθόδου.
Πραγματικά, γιά νά καθορίσουμε τήν άξια ένός έργου
αυτού τού είδους, ξεκινάμε άπό τήν άξια τον σάν ντοκου­
μέντου, βάζοντας ώστόσο τό ερώτημα: ντοκουμέντο τίνος
πράγματος;
'Η άπάντηση θά δοθεί μέσα άπό μιά λεπτομερειακή εξέ­
ταση πού ξεκινάει άπό τήν κοινωνιολογία. ’Απομένει μετά
νά ορίσουμε πώς ό συγγραφέας έφτασε στήν άποτύπωση
των άποχρώσεων πού επιλέγει κι άκριβώς εδώ τοποθε­
τούνται τά λογοτεχνικά χαρακτηριστικά τού έργου του.
Ό τα ν άναφερθήκαμε στά μοτίβα πού προβάλλουν οί
κατάδικοι μέσα στά έργα τους, έπιμείναμε στίς αιώνιες
άνθρώπινες άρετές πού, άκόμη κι όταν υποβάλλονται στίς
χειρότερες δοκιμασίες, εξακολουθούν νά διατηρούν άμεί-
ωτη τή δύναμή τους.
Τά στοιχεία πού εξετάσαμε σ’ αυτή τή μελέτη δείχνουν
πώς τά μοτίβα αύτά δέν ήταν ούτε συμπτωματικά ούτε
σποραδικά. Επιτρέπουν όμως τή συναγωγή τόσο άπόλυ-
των συμπερασμάτων;
Οί επιφυλάξεις πού επιβάλλονται είναι:
1. Ό σο έπιβλητικός κι άν είναι ό άριθμός τών συγ­
γραφέων κι όσο μεγάλες οι διαφορές πού παρουσιά­
ζουν (ώς πρός τήν ήλικία, τήν εθνικότητα, τό επάγ­
γελμα, τή μόρφωση, τίς πεποιθήσεις κλπ.), πρέπει νά
παραδεχτούμε τήν ύπαρξη μιάς έκ τών προτέρων επι­
λογής, πού έξαρτιόταν άπό τή στάση καί τήν προδιά­
θεση τού καθενός.
Έτσι, γιά παράδειγμα, δέν υπάρχουν έργα γραμ­
μένα άπό κατάδικους πού είχαν άναλάβει χωρίς
άντίρρηση καθήκοντα σαδιστικά ή άξια περιφρόνησης.
Οί άνθρωποι αύτοί γύρευαν τό άντιστάθμισμά τους σ’
άλλα επίπεδα. Ούτε οί εντελώς έξουθενωμένοι κατά-
δικοι έγραφαν («Μουσουλμάνοι»). Τό ίδιο συμβαίνει

380
καί μ’ έκείνους πού συνειδητά άρνιόντουσαν την ίδέα
τής γραφής, γιατί είχαν γνωρίσει τόν παραλογισμό τής
ύπαρξης ή τή ματαιότητα κάθε πράγματος πού δεν
ήταν φυσική καί βίαιη δύναμη.
2. Ό λο ι οί συγγραφείς των κειμένων πού έξετάσαμε
(καί σ’ αυτούς συγκαταλέγονται καί τά παιδιά) είχαν
διαμορφωθεί ή είχαν άρχίσει νά διαμορφώνονται πρίν
άπό τόν πόλεμο. Γι’ αύτό τά κριτήρια σύγκρισης πού
διέθεταν, ήταν άνάλογα μέ τίς σχετικά πρόσφατες
προσωπικές τους περιπέτειες.
3. Ειδικά στό περιβάλλον των κατάδικων (καί όλες
οί μαρτυρίες συμφωνούσαν σ’ αύτό) ή ήττα των Γερ­
μανών καί ή κατάρρευση όλόκληρου τού συστήματος
τους ήταν άξίωμα.

Χωρίς νά μειώνουν τήν ευγλωττία τών κειμένων, οί επι­


φυλάξεις πού διατυπώσαμε μας επιτρέπουν νά μαντέψουμε
καί τήν άντίστροφη όψη τού προβλήματος.
Παράλληλα, ή δύναμη τής πολιτιστικής συνέχειας πού,
στήν περίπτωσή μας, έκανε τό άνθρώπινο πνεύμα νά έπιζεί
μέσα στίς άπάνθρωπες δοκιμασίες, κρύβει κι αυτή έκπλή-
ξεις κι άπρόοπτα λιγότερο καθησυχαοτικά. Συγκεκριμένα
μάς υπενθυμίζει τή συνέχεια τού άντι-άνθρωπιστικοϋ
πνεύματος πού άνθεί στήν περίοδο τών καταστροφικών
αυτών χρόνων. Πολλά περιστατικά, δημοσιεύσεις καί με­
ταπολεμικές εκδηλώσεις, άποδεικνύουν ότι δέν πρόκειται
γιά μιά άπλή υπόθεση.

Ξέρουμε πώς ούτε ό άνθρωπος ούτε οί πολιτισμοί είναι


άναγκαστικά άνθρώπινοι άπό τή φύση τους. 'Ωστόσο ό
άνθρωπισμός, άκόμα κι άν δέν είναι ό έμφυτος προορι­
σμός τού άνθρώπου, παραμένει τό υπέρτατο χρέος του.
Είδαμε τό συρφετό τών άποφασισμένων κι άμετανόητων

381
δολοφόνων ν’ άπαγγέλλει Γκαΐτε καί Σίλερ, νά τέρπεται μέ
τή μουσική του Μπετόβεν καί τού Μότσαρτ πριν καί μετά
την υπηρεσία του στους θαλάμους άερίων. στους άλλεπάλ-
ληλους άπαγχονισμούς. στους όμαόικούς τάφους, στό κά­
ψιμο άνθρώπινων σωμάτων. Δεν πάψαμε, βέβαια, νά εκτι­
μάμε ούτε τόν Γκαΐτε, ούτε τόν Σίλερ, ούτε τόν Μπετόβεν,
ούτε τόν Μότσαρτ, μάθαμε όμως ότι τά πολιτιστικά επι­
τεύγματα καί τό βαθύτερο νόημά τους πρέπει άόιάκοπα
καί πάντα νά ύπερασπίζονται άπό την άρχή.
Δέν άγνοούμε άκόμα ότι τό νόημα καί τό ειδικό βάρος
ορισμένων όρων, άκόμη κι όταν είναι θετικά, δέ διαιωνί-
ζονται μονάχα μέσα άπό τά λεξικά, γιατί αυτοί πού ελέγ­
χουν τό έγκλημα κατά τών ζωντανών, ξέρουν νά ελέγχουν
καί τό έγκλημα κατά τών νεκρών καί τών λεξικών τους.
Μέσα στη δίνη τών κοινωνικών άλλαγών οι κοινωνιολο­
γικές άναλύσεις μπορούν καί πρέπει νά καθορίσουν καί νά
άποσννθέσονν τά τυπικά συστατικά τού εγκλήματος πού,
παρά τίς διάφορες μορφές πού παίρνει, έξακολουθεΐ νά
επαναλαμβάνεται μέ θλιβερή συχνότητα κι επιτυχία.
’Ανάμεσα στό σύνολο τών γεγονότων τής περιόδου πού
μάς άπασχύλησε, τά κείμενα πού εξετάσαμε δέν ήταν παρά
ένα δευτερεύον φαινόμενο. Τά περιστατικά πού άναφέ-
ρουν καί τά συναισθήματα πού έκφράζουν δέν ήταν άγνω­
στα. Ωστόσο, πολλά άπό τά γραφτά αύτά είναι τά μόνα
πού θά μπορούσαν ν’ άπεικονίσουν αυθεντικά τό άνθρώ-
πινο πνεύμα στίς άκατονόμαστες δοκιμασίες του.
Ή δύναμη τών κειμένων όμως ξεπερνάει τό στενό περιε­
χόμενό τους:
Πάει καιρός πού ή λογοτεχνία, δίκαια ή άδικα, έπαψε
νά ονομάζεται «συνείδηση τού κόσμου», εκθρονίστηκε ή
πιό άπλά έχασε τό κύρος της. Σέ γενικές γραμμές ή διαδι­
κασία πού άκολουθήθηκε γιά τή μείωσή της όφείλεται σέ
δυό φαινόμενα:

1. Ό σημαντικός άριθμός έκδόσεων, ό άριθμός τών


άντιτύπων τους, πού συχνά οφείλεται σέ παράγοντες

382
ανομολόγητους, τά διαφημιστικά μυστικά, ή δύναμη
τών μέσων επικοινωνίας, όλα αυτά προκαλούν μιά
άποδυνάμωση κι αυξάνουν τό σκεπτικισμό τού άνα-
γνώστη. Δίκαια ή άδικα, ό άναγνώστης δέχεται ότι ό
συγγραφέας, γιά νά άντιμετωπίσει γρανάζια πού τόν
ξεπερνούν, είτε τό θέλει είτε όχι, άλλοτε μέ υπολογι­
σμό καί άλλοτε άσυνείδητα, συμμορφώνεται προκατα­
βολικά μέ όρους πού τού θέτουν άπερίφραστα ή τούς
άφήνουν νά ύπονοηθούν καθαρά. ’Αφού τελειώσει τό
έργο καί πρίν φτάσει στά χέρια τού αναγνώστη, θά
περάσει άπό διαδοχικές επεξεργασίες, θά τό «κοσκινί­
σουν» άφεντικά, έκπρόσωποι τής εξουσίας, σύμβουλοι,
επιμελητές ή πιό άπλά κυβερνητικά όργανα, πού μέ τη
σειρά τους είναι ύποταγμένα σέ μιά πυραμίδα διαδο­
χικών έλέγχων.
2. Έ χει πολλές φορές άποδειχτεί ότι ή «στράτευση»
ενός συγγραφέα δέν έχει άναγκαστικά ανιδιοτελή ή
άξιέπαινα κίνητρα. Συγγραφείς πού χάρη στά άνθρω-
πιστικά τους έργα κέρδισαν τήν έκτίμηση τών άνα-
γνωστών, έθεσαν έπειτα τό κύρος τους στήν υπηρεσία
τού εγκλήματος, άπλά καί μόνο γιατί τό έγκλημα
εκείνο τόν καιρό μεσουρανούσε. Συγχρόνως, κατακλυ-
στήκαμε άπό βιβλία, όχι μόνο επιδέξια άλλά καί προι­
κισμένα μ' άναμφισβήτητες λογοτεχνικές άρετές, πού
προπαγάνδιζαν κατά παραγγελία βρώμικες υποθέσεις.

Μπροστά σέ παρόμοια φαινόμενα, τά κείμενα πού εξε­


τάσαμε έρχονται νά μάς θυμίσουν όρισμένες ξεχασμένες
άλήθειες, παλιές όσο κι ό κόσμος - κι αυτό μέ τήν πρωτό­
γονη εκφραστικότητα πού έχουν οί εικόνες τού Έπινάλ.
Στό γραφτό λόγο, ό άνθρωπος, καταπιεσμένος ώς τά
έσχατα όρια τής ύπαρξής του, ξαναβρήκε γιά μιά φορά
άκόμα τό τελευταίο οχυρό ενάντια στή μοναξιά τού θανά­
του. Ό λόγος του, επιτηδευμένος ή άξεστος, άρμονικός ή
παράφωνος, ύπαγορευόταν μονάχα άπό τήν επιθυμία νά
εκφραστεί, νά άνακοινωθεί καί νά μεταδοθεί ή άλήθεια.

383
Γεννήθηκε μέσα στις χειρότερες συνθήκες, διαδόθηκε μέ τά
πιό πρόχειρα μέσα, ήταν «έξ δρισμού» έπικίνδυνος, κι
όμως άντιτάχθηκε στό ψέμα πού κατασκεύασαν καί συν­
τηρούσαν πανίσχυρες όμάδες, προικισμένες μέ γιγάντια τε­
χνικά μέσα καί προστατευμένες άπό μιά βία πού βρισκό­
ταν στό άποκορύφωμά της.
Αυτή ή υπέρογκη δυσαναλογία δέν έμπόδισε ώστόσο τά
κείμενα νά διαδραματίσουν έναν άξιόλογο ρόλο. Τόσο γιά
τούς δημιουργούς τους όσο καί γιά τούς άκροατές ή άνα-
γνώστες τους πού ήταν κι αύτοί κατάδικοι, ένεργούσαν
σάν ένα άντίδοτο σέ δηλητήριο. Μονάχα ή έγνοια τους νά
λάμψει ή άλήθεια έσπρωχνε εκείνους τούς άνθρώπους νά
διακινδυνεύουν τή ζωή τους γιά νά διασωθούν καί νά κυ­
κλοφορήσουν τά έργα.
Κι όλα αυτά είναι ή πιό αύθεντική κι ή πιό άξια προέ­
κταση τών ίδιων τών κειμένων.

384
Π ηγές
Γιά λόγους που θά τους έξηγήσουμε πιό κάτω, περιοριζόμαστε
εδώ νά δείξουμε τή φύση μόνο τών πηγών χωρίς νά δώσουμε μιά
καθαυτό βιβλιογραφία.
Ό σ ο ν αφορά τά κείμενα άπύ τά γραφτά πού άναλύουμε στή
μελέτη μας, δίνουμε μερικά άπό εκείνα πού έχουν όη μ οσ ιεντει:

Στά Γαλλικά

Dr Henri B on , L es seize fu sillés de B esa n ço n , Παρίσι, 1946,


Casterman. Έκτόζ άπό μιά επιτομή πάνω στό θέμα πού χαράζει
ό Η. Bon , τό βιβλίο περιλαβαίνει ακέραιο τύ κείμενο άπό τά 32
γράμματα κατάδικων πού τουφεκίστηκαν στή Μ πεζανσόν, κα­
θώς καί άποσπάσματα άπό τά τελευταία γράμματα Γάλλων
άντιστασιακών πού καταδικάστηκαν σέ άλλες διαδικασίες
{Μετά θάνα το).
L ettres de fu sillés. Μέ πρόλογο τού Lucien Scheler , έκδόσεις
«France d’ abord», Παρίσι, 1946. Περιλαβαίνει ολόκληρο τύ
κείμενο τών γραμμάτων πού έγραψαν 71 κατάδικοι. ( Ό λ α μετά
θάνα το).
André VERDET, A n th ologie d es p o è m e s de Buchenw a ld , μεταφρα­
σμένο άπό τά γερμανικά άπό τούς Rudi F euerbach καί Jean
T himonnier , άπό τά πολωνικά άπό τόν Pr Z. L. Z aleski, μέ
ποιητική προσαρμογή άπό τόν André V erdet έκδόσεις Robert
Laffont, Παρίσι, 1946. ’Από τά 55 κείμενα πού περιέχει ένα
μέρος είναι μετά θάνατο.
Ecrivains en prison . In m em oriam , P o èm es d es a b sen ts. Sortis
des liens. Μέ πρόλογο τού Gabriel A udisio , έκδ. Pierre Seghers,
Παρίσι, 1945. ’Από τά 45 κείμενα πού περιλαβαίνει ένα μέρος
είναι μετά θάνατο.
Gabriel PERI, M a vie (στό Deux voix fra n ça ise s: P éguy, P é ri ,
1944). {Μ ετά θάνα το).

385
C om battan t de la liberté. Recueil com m ém oratif consacré aux
m ilitants im m igrés de la C .G .T . (...). Δημοσιευμένο σέ δύο
γλώσσες, στά γαλλικά καί τά γίντις, άπό τίς έκδόσεις τής Κεν­
τρικής Συνομοσπονδίας ’Εργατών, Παρίσι, 1948. ’Ανάμεσα στ'
άλλα περιέχει καί λίγα γράμματα εκτελεσθέντων. ( Ό λ α μετά
θάνατο).
Henri C alet. Les murs de F resn es , έκδοση τών Quatre-Vents,
Παρίσι, 1945. (Τά πιό πολλά άπό αυτά τά γραφτά αναδημο­
σιεύτηκαν μετά θάνατο).
Anne F rank, Jou rn al , σέ μετάφραση από τά ολλανδικά L. C a-
ren καί Suzanne L ombard, με πρόλογο τού· Daniel R ops, έκδ.
Calmann-Lévy, Παρίσι, 1950. (Μ ετά θάνα το).
Petter Moen , Journal d 'u n déten u , μεταφρασμένο άπό τά νορβη­
γικά άπό τούς Μ. R ouveyre καί Simone REUTER, στό περι­
οδικό Les tem ps m odernes (No 86, Δεκέμβρης 1952, σελ. 915-
936). {Μετά θάνα το).
Chaïm A. Kaplan, Chronique d ’ une agonie. Journal du ghetto
de Varsovie. Παρουσιασμένο άπό τόν A. L. KATSH, προλογι­
σμένο άπό τόν Jean BLOCH-MlCHEL καί μεταφρασμένο άπό τήν
άμερικάνικη έκδοση άπό τόν ίδιο. Εκδόσεις Calmann-Lévy.
Παρίσι, 1965. {Μετά θάνα το).

Στά πολωνικά

Z otchlan i {Du fo n t de Γ abîm e). ’Ανθολογία ποιημάτων, έκδοση


μυστική: Ζ.Κ.Ν., Βαρσοβία, 1944. Περιλαβαίνει 11 έργα.
P oezje ghetto (P oésies du g h etto). Έπαναδημοσίευση τής προη­
γούμενης έκδοσης, μέ πρόλογο τών Jakub APENSZLAK καί Josef
WiTTLlN, καί εικονογράφηση τού Zygmunt MENKES, έκδοση τής
Εταιρείας τών Φίλων τής Φυλής μας, Νέα Ύόρκη, 1945.
Emanuel R ingelblum, Stosunki polsko-zydow skie wcrasie IL
w'ojny sw iatow ej {Les rapports polono-juifs pen dan t la II
Guerre m ondiale) Bulletin Z .I .H . , No 28-31, Βαρσοβία, 1958-
1959. {Μετά θάνα το).
Adam C zerniakow , Journal du gh etto de V arsovie , έκδ. Yad
Vashem, Ιεροσόλυμα, 1968. Έκδοση στά εβραϊκά πού περιλα­
βαίνει όμως φωτοκόπιες άπό τό χειρόγραφο αυτού τού ήμερο-
λογίου πού είχε γραφτεί στά πολωνικά. {Μετά θάνατο).
W srod koszm arnej zbrodni (Au milieu du crime de cauchem ar).
Έκδ. τού Κρατικού Μουσείου τού νΑουσβιτς, 1971. {Μετά θ ά ­
νατο ).
J. WiERNlK, Rok »γ Treblince (U ne année à Treblinka ), κρυφή

386
έκδοση τής Συντονιστικής Εβραϊκής Επιτροπής, Βαρσοβία,
1944.
Noemi SCHATZ-WEINKRANC, Przeminelo ζ ogniem (A utant en
em porte le feu). Πρόλογος τού E. Kaganowski, έκδ. Comm.
H.J.C., 1947. (Μετά θάνατο).
Gusta DRAENGER, Pamietnik Ju styn y (Mé moire de J u stin a ), έκδ.
Comm. H.J., Κρακοβία, 1946. (Μετά θάνατο).
Marek R oth , «Na drogach smierci» (Sur les voies de la mort),
O d r o d zen ie , No 23, 1946. {Μετά θάνατο).
Krystyna ZYWULSKA, Wiersze osw iecim sk ie (Po èm es d' A u s­
chwitz). Πρόλογος τής Maria ZAREBINSKA, σε μιά συλλογική
έκδοση Oswiecim, έκδ. Ksiazka, Βαρσοβία, 1946.
Janka Η. (HESCHELES), O c z y m a 12-letniej d ziewczyn y (Vu pur une
p etite fille de 12 ans). Πρόλογος τής Maria H ochberg -
MARIANSKA εκδ. Comm. H.J., Κρακοβία, 1946.
Leon WlELICZKER, Br yg ada sm ierci (La brigade de la mort), ήμε-
ρολόγια, Πρόλογος τής Rachela AUERBACH, εκδ. Comm. H.J.,
Λότζ, 1946.
Leon N ajberg , Gruzo w cy (Les gens dan s les ruines), ήμερολό-
για, στόν τόμο γιά τίς πηγές Actions et déportations (σελ. 332-
384), εκδ. Comm. H.J., 1946.
Tadensz HOLUJ, Wiersze z ob ozu (P o è m e s du c a m p ) , εκδ. Ksiaz­
ka, Βαρσοβία, 1946.
Michal M. Borwicz , «Piesn ujdzie calo...» (Le chant échappe­
ra...), ’Ανθολογία ποιημάτων γιά τούς Ε βρα ίους στήν εποχή
τής χιτλερικής κατοχής, εκδ. Comm. H.J., 1947. ’Από τά 156
έργα πού περιλαβαίνει, ένα μεγάλο μέρος είναι μετά θάνατο.
Michal Μ. B orwicz , «Ze smiercia na ty» (En tutoyant la mort).
Ποιήματα τού στρατοπέδου καί τού αντάρτικου. Π ρολογίζουν
οί St . D obrowolski καί L. Μοτυκα , εκδ. Wiedza, Βαρσοβία,
1946.

Στη γλώσσα «γίντις»

J. KACENELSON, D o s lid fun dem ojsgéhargetn yiddishn folk


(Chant du peuple j u i f assa ssin é), Παρίσι, 1945. (Μετά θάνα το ).
S. Szajewicz , Lech lé hou ( V a - t’en). Πρόλογος τού N. Blumen-
TAL, εκδ. Comm. H.J.C., Λότζ, 1946. (Μετά θάνα το ).
M. GEBIRTIG, S ’ brent, (Au f e u \), Comm.H.J., Κρακοβία, 1946.
(Μετά θάνα το).
Sz. KACZERGINSKI, Lider fun di g e to s oun loger (Chansons des
ghettos et des c a m p s), συντάκτης: H. LEIVIK, έκδ. τού Συ­

387
νεδρίου γιά την εβραϊκή κουλτούρα, Νέα Ύύρκη, 1948. Πε­
ριέχει 250 τίτλους καί νότες γιά 101 μελωδίες. Έ να μεγάλο
μέρος από τά κείμενα έκδύθηκε μετά Θάνατο.
Dr Emanuel R ingelblum, 'Ημερολόγια (άποσπάσματα), Bieter
fü r ge schichte, 1950-1951, Βαρσοβία. {Μετά Θάνατο).
Dr Ε. R ingelblum, Ksouvim foun gh etto (Ecrits du gh etto).
2 τόμοι, Βαρσοβία, 1961. (Μ ετά θάνατο).
Α. SUCKEWER, Lider foun gh etto. (Poem es du g h e tto ), έκδ. Ykuf,
1946.
"Αγνωστος συγγραφέας: Chourban Warsehe (L’ extermination des
Juifc de Varsovie) Bieter ar g esch ick te , τόμ. IV, τετράδιο 3,
σελ. 101-140. (Μετά θάνα το).

Στά Γερμανικά

Nico ROST, G oethe in Dachau. Literatur und Wirklichkeit (G oethe


(Ί D ach au , L ittérature et ré a lité ), μετάφραση από τά ολλανδικά,
έκδ. Volk und Welt, Βερολίνο, 1946.
P. ALFRED D elp S.J., Im A ngesicht des Todes. G eschrieben zw i­
schen Verhaftung und H inrichtung 1944-45. (En fa c e de la
m ort. Ecrit entre T em prisonnem ent et T exécution 1944-45),
έκδ. Josef Knecht, Φρανκφούρτη-αμ-Μαίν, 1948. (Μετά θ ά να ­
το).
Das G ew issen steh t a u f (La conscience se réveille). Συλλογή τού
Annedore L eber δημοσιεύτηκε σέ συνεργασία μέ τόν Willy
Brandt καί τόν Karl B racher . Έκδ. Mosaik, Βερολίνο -
Φρανκφούρτη - Μαίν, 1945. Μέ συλλογή άπό φωτογραφίες πού
τίς συνοδεύουν βιογραφικά σημειώματα, έγγραφες καί προφο­
ρικές δηλώσεις τών 64 Γερμανών πού καταδικάστηκαν σέ θάνα­
το, όπως καί άποσπάσματα άπό τίς άνακρίσεις, τό κατηγορητή­
ριο καί τίς αποφάσεις.

Εκτός άπό τά προηγούμενα έργα, σημειώνουμε καί τήν άφθονη


συλλογή τής ιταλικής β ιβλιογραφ ίας.
Pierro Malvezzi e Giovanni P irelli, L ettere di condannati a
m orte délia R esisten za europea (L ettres de condam nés à m ort
de la R ésistan ce européenne), μέ πρόλογο τού Thomas M ann,
έκδ. Giulio Einaudi, 1954. Αυτή ή άνθολογία περιλαβαίνει ένα
σημαντικό αριθμό άπό γράμματα πού σταχυολογήθηκαν άπό τά

388
έξης κράτη: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία, Δα­
νία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Λου­
ξεμβούργο, Νορβηγία, Κάτω-Χώρες, Πολωνία, Ουγγαρία, Σο­
βιετική Ένωση. ( Ό λ α αυτά τά γράμματα δημοσιεύ τη καν μετά
θάνατο).

Τά έργα πού άναφέρθηκαν παραπάνω δεν περιλαβαίνουν παρά


ένα μέρος από:
1) Τίς ειδικές συλλογές πού ανήκουν στό θέμα μας.
2) Τά έργα πού δημοσιεύτηκαν μετά θάνατο.
3) Τά έργα πού δημοσιεύτηκαν σέ πρώτη έκδοση κρυφά στήν
κατοχή, ή πού τά κείμενά τους άποθηκεύτηκαν καί διατηρήθηκαν
σέ ύπόγεια αρχεία, πράγμα πού άποκλείει τό ενδεχόμενο μεταγε­
νέστερων άλλαγών.
Δέ θά δώσουμε εδώ πληρέστερη βιβλιογραφία γιά τούς εξής
λόγους:
α ) Πολλά άπό αυτά τά κείμενα δημοσιεύτηκαν καί σέ άλλους
τόμους ή βρίσκονται ανακατεμένα καί μέ άλλα έργα τού ίδιου ή
άλλων συγγραφέων. (Π.χ.: ή συλλογή τού André VERDET μέ τίτλο
Les J o u rs . les N u its et pu is Γ A u ro re , Παρίσι, 1949, έκδ.
F.N.D.I.R.P., μαζί μέ τά ποιήματά του άπό τή φυλακή καί τύ
στρατόπεδο, περιλαβαίνει καί έργα πού έγραφε μετά τήν άπελευ-
θέρωση).
6) Έ να ς μεγάλος άριθμύς άπό αυτά τά έργα δημοσιεύτηκε στόν
καθημερινό τύπο (ή καί τόν εβδομαδιαίο) καί έτσι είναι ανάγκη
κάθε φορά νά εξετάζεται ή αύθεντικύτητά τους (ή ό βαθμός τής
αύθεντικότητάς τους, ή άκόμα καί μέρη άπό τήν αύθεντικότητά
τους).
Τό ίδιο ισχύει καί γιά τίς πολυάριθμες ανθολογίες πού έμφανί-
στηκαν - σέ διάφορες γλώσσες - πολύ μετά τή δημοσίευση τής
πρώτης έκδοσης αυτού εδώ τού έργου. Καί άκόμα πιό πολύ επι­
βάλλεται προσοχή, όταν πρόκειται γιά έργα πού - δημοσιευμένα
μετά τόν πόλεμο - έγιναν πολύ γνωστά, άλλά πού ή αύθεντικό­
τητά τους άμφισβητείται, δηλ. πού άποδείχτηκε ή μή γνησιότητά
τους, π.χ. τό έργο Ecrit sou s la p o ten ce (σέ γαλλική μετάφραση:
έκδ. Pierre Seghers, Παρίσι, 1948), έμφανίστηκε μέ τήν υπογραφή
τού τσέχου αντάρτη Julius Fucik, πού έκτελέστηκε στό Βερολίνο,
στίς 8 Σεπτέμβρη 1943 τό έργο J. R akover parle au D ieu , πα­
ρουσιάστηκε άπό τόν έκδοτη («Di Goldené Kaït» Nr 11. T.A.)
σάν χειρόγραφο ενός επαναστάτη τού γκέτο τής Βαρσοβίας, πού

389
βρέθηκε όμως στά χαλάσματα αυτού τού γκέτο. Ε ξίσου πρέπει
νά προσέξουμε καί τά έργα εκείνα πού ή αυθεντικότητα τους δέν
παρουσιάζει καμιά άμφισβήτηση καί πού ώστόσο, γιά τίς άνάγ-
κες τής δημοσίευσης - μετά τόν πόλεμο - τά υπέβαλαν άλλοτε σέ
διορθώσεις, άλλοτε σέ άλλαγές καί συμπληρώσεις, ή καί σέ διά­
φορες «διασκευές». ’Ανάμεσα σέ πολλά άλλα: Journaux du
G hetto de Lodz τού J. Poznanski (στά πολωνικά, 1960). Derrière
les barbelés de la m o rt , τού Abram K.AJZER (γραμμένο στό πρω­
τότυπο στά γίντις, μεταφρασμένο στά πολωνικά καί διασκευα­
σμένο άπύ τόν Adam Ostoja, Αότζ, 1960). Je devais le raconter
τής Macha R olnikas (σέ γαλλική μετάφραση: Παρίσι, 1966).
γ) "Ενας μεγάλος άριθμός κειμένων βρίσκεται σέ παραθέσεις
μέσα σέ απομνημονεύματα ή σέ μελέτες μεταπολεμικές. (Π.χ., στό
les Jours de notre m o rt , τού D. ROUSSET, τά τραγούδια πού
προτιμούσαν οί κρατούμενοι τού Μπούχενβαλντ: στό D rancy Ια
Juive (...) τού J. D arville καί S. WlCHENE, ενα άστείο σέ στί­
χους: στό L' Enfer organisé τού Eugen KOGON, τά κείμενα τών
«επίσημων» τραγουδιών τού στρατοπέδου· σιό έργο μου L itté­
rature du cam p —κείμενα πού τά σκέφτηκαν ή πού άνανεώθηκαν
(έπικαιροποιήθηκαν κλπ.) σιό στρατόπεδο τού Janov σιή Αβόφ,
κλπ.).
ό) Ή άναδρομή στίς παραπομπές πού βρίσκονται σέ άλλα κεί­
μενα χρησιμοποιήθηκε επίσης, κυρίως εκεί πού χρειαζόταν νά
παραθέσουμε εκφράσεις αποκομμένες ή νά άποκαταστήσουμε τήν
«τοπική» γλώσσα.
Προτιμάμε συνεπώς νά περιοριστούμε έδώ στό νά παραθέ­
σουμε ορισμένα μόνο έργα. Τά άλλα βρίσκονται πάντα στό άντί-
στοιχο κείμενο τής μελέτης μας, μέ τίς άναγκαίες επεξηγήσεις.

’Ανέκδοτα χειρόγραφα

1) Τά ’Αρχεία τής ’Επιτροπής (γιά τή διατήρηση τών μυστικών


σχέσεων μέ τά στρατόπεδα) τής μυστικής «’Αντιπροσωπείας»
(πού δρούσε στήν Πολωνία κατά τήν κατοχή) τής πολωνικής κυ­
βέρνησης πού βρισκόταν στήν εξορία. (Τά άρχεία πού είχαν δια­
σκορπιστεί κατά τήν κατοχή σέ διάφορα μέρη, μετά τήν ’Απελευ­
θέρωση, δέ συγκεντρώθηκαν παρά τμηματικά. Είχα κοντά μου
τήν πιό πλούσια σέ ποσότητα συλλογή, πού υπήρχε στήν Κρακο­
βία καί πού περιλάβαινε ανάμεσα σέ άλλα καί βρισμένες δεκάδες
κείμενα πού ή πλειονότητά τους προερχόταν άπό τό στρατόπεδο
τού νΑουσβιτς).
2) Τά άρχεία τού κρυφού Σ υμ β ουλίου γιά τή βοήθεια τών

390
'Ε βρα ίω ν καί πού μετά την ’Απελευθέρωση ενσωματώθηκαν στά
έπόμενα άρχεία:
3) ’Αρχεία τής C om m ission C entrale ju iv e p o u r Γ H istoire ( Κ ε ν ­
τρικής 'Εβραϊκής Έ πιτρο7ΐής γιά τήν Ισ το ρ ία ], στην Πολωνία
(πού τό 1947 μετατράπηκε σε Ε β ρ α ϊκ ό Ισ το ρ ικ ό Ιν σ τ ιτ ο ύ τ ο , με
έδρα τη Βαρσοβία). Αυτή ή συλλογή περιέχει τά κείμενα ορισμέ­
νων έργων πού συντάχθηκαν στά πολωνικά, στά εβραϊκά καί στά
γίντις.
4) Τά κ ρυφ ά άρ χεϊα το ν γκέτο τής Β α ρσ οβ ία ς (ξεθάφτηκαν
μετά τόν πόλεμο, καί σήμερα είναι ενσωματωμένα καί αυτά στίς
συλλογές τής C .C .J .H .
5) Γαλλικά χειρόγραφα: μιά εικοσαριά κείμενα, τά περισσότερα
σατιρικά, πού τά οφείλω στήν ένδειξη άγάπης από παλιούς Γάλ­
λους έκτοπισθέντες (άνάμεσα σ' άλλα μιά σατιρική κωμωδία τής
δεσποινίδας Germaine Τ...., γραμμένη καί γνωστή στή συντροφιά
των Γαλλίδων τού Ravensbriick).

Ό κατάλογος τών έργων πού έχουμε συμβουλευτεί (εκτός από τά


κείμενα πού είναι άντικείμενο τής άνάλυσής μας) περιέχει μερι­
κές εκατοντάδες τίτλους μέ διαφορετική άξια καί τάξη.
1) Τό πιό συνηθισμένο είδος είναι οί άναμνήσεις-μαρτυρίες τών
παλιών φυλακισμένων, παλιών εξόριστων, κλπ.
2) ’Επίσημα ντοκουμέντα.
3) Οί άναφορές από τίς δίκες κατά τών εγκληματιών πολέμου.
4) Δοκίμια καί άναμνήσεις πού άφορούν διάφορα πρόσωπα
(συγγραφείς, κωμωδιογράφους κλπ.), κριτικές καί άρθρα μέ συ­
ζητήσεις πάνω (ή στό περιθώριο) σχετικών δημοσιεύσεων μετά
τόν πόλεμο.
Η άπαρίθμηση όλων τών τίτλων θά ήταν άχρηστη. Μέσα στό
κείμενό μας άναφέρουμε τίς σχετικές πηγές κάθε φορά στό ση­
μείο πού χρειάζεται.

’Εκτός άπύ τό δημοσιευμένο υλικό, έπωφεληθήκαμε καί από τή


συλλογή ντοκουμέντων τής 0 .0 .7 .//. πού τήν άναφέραμε ήδη, καί
ειδικά άπό:
1) τή Συλλογή τών μ α ζικ ώ ν μ α ρ τ υ ρ ιώ ν , πού καταγράφτηκαν
αργότερα σέ μορφή πρακτικών δικαστηρίου. Αύτού τού είδους

391
τά ντοκουμέντα μέσα στά βασικά τους σημεία μοιάζουν μέ
προσωπικές αναμνήσεις γνωστές σέ όλους. Τό μεγάλο τους πλεο­
νέκτημα έγκειται στον άριθμό τους (παραπάνω άπό 3.000 κομμά­
τια, που συμπληρώνονται άπό ένα «γεωγραφικό» όδηγό), όπως
καί στύ γεγονός ότι οί συγγραφείς αυτών τών πρακτικών βάόιζαν
μέ μελετημένη καί άπό τά πρίν άποφασισμένη μέθοδο.
2) Ειδικές ερ εννε ς πού οργανώσαμε γιά νά διευκρινιστούν ζη­
τήματα πού αποτελούν τύ άντικείμενο αυτής τής μελέτης μεταξύ
άλλων,
α ) Μιά έρευνα πάνω στήν πνευματική ζωή στά χρόνια τής κα­
τοχής.
6) Σχόλια πού προστέθηκαν στά ντοσιέ τών ανθολογημένων
κειμένων.

392
ιό τοΟτό τό παλιοκρέβατο φαίνεται Λ πλατεία
ι προσκλητηρίου καγκελόφραχτη μέσα άπ* τά στε- ']
ίνά παράθυρα τής σοφίτας.
[Κάθε πέτρα έδώ μάς τυφλώνει, κάθε...
“Ομως μΑν τρέμεις! Καί μΑν τρέχει Λ σκέψη σου]
I στό Παρίσι.
[01 Γερμανοί ξεχύνονται τώρα στά Καρτιέ Λατέν
[Τό φεγγάρι γελάει Λλίθια στόν ουρανό...
“Οχι άλλο άγάπη μου, μΑν κουράζεις τΑ ΘΟμησΑ σου]
[Δέν πρέπει.
[01 Γερμανοί μεθοκοπάνε τώρα στΑ Μονμάρτη
... Κι έπειτα θά φύγεις μέ τΑ βεβαιότητα
“Οτι στΑν Κρακοβία καί στό Παρίσι καί παντού
Ό δυναμίτης της λευτεριάς θ’ Ανατινάζει τό δρ
"Αν καί συ — δέ θά Όαι πιά ζωντανά — κι
δέ θά όπάρι

You might also like