You are on page 1of 1

1/4/2021 corona - Βικιλεξικό

corona
Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

corona (en)

1. στέμμα ή στεφάνι που απένεμαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι σε έναν νικητή


2. το ηλιακό στέμμα

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=corona&oldid=3787316"

Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Μαΐου 2017, στις 17:05.

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι.
Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

https://el.wiktionary.org/wiki/corona 1/1

You might also like