You are on page 1of 14

Μια αντίκρουση των κυριότερων αντιρρήσεων κατά των αμβλώσεων

Σύνοψη (abstract)
Θέμα της παρούσας εισήγησης είναι η εξέταση των ηθικοπολιτικών προβληματισμών
που, κατά κάποιους, εγείρει η μετά συναινέσεως ιατρική πράξη της τεχνητής
διακοπής της κύησης, δηλαδή η ελεύθερη απόφαση ενός ανθρώπου που κυοφορεί να
προβεί σε άμβλωση με τη συνδρομή του κατάλληλου υγειονομικού προσωπικού στο
πλαίσιο μιας οργανωμένης νοσηλευτικής μονάδας. Ο σκοπός αυτής της εισήγησης
είναι διττός: Αφενός η κριτική παρουσίαση των απόψεων που διατύπωσε ο
αείμνηστος Ronald Dworkin το 1993 στο βιβλίο του Life’s Dominion1 αναφορικά με
το ξανά επίκαιρο και πολωτικό βιοηθικό ζήτημα των αμβλώσεων· και αφετέρου η εκ
μέρους μου ανασκευή των σημαντικότερων αντιρρήσεων εναντίον των αμβλώσεων.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού θα ανασυγκροτηθεί η σχετική συλλογιστική του
Dworkin και θα δοθούν, όπου χρειάζεται, συμπληρωματικά επιχειρήματα. Ο πρώτος
ισχυρισμός μου είναι ότι: όχι μόνο το γονιμοποιημένο ωάριο (ζυγωτό) αφ᾿ ης στιγμής
της βιολογικής σύλληψής του δεν αποτελεί ένα αγέννητο πρόσωπο/δυνάμει άνθρωπο
ή μία ανθρώπινη ζωή, αλλά και πριν από ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο της
εγκυμοσύνης δεν είναι εύλογο να θεωρείται ηθικό πρόσωπο ή καν ένα ζωντανό
πλάσμα που έχει συμφέρον να μην θανατωθεί. Ο δεύτερος ισχυρισμός μου είναι ότι:
στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας η πολιτεία δεν πρέπει να επεμβαίνει
απαγορεύοντας πλήρως ή μερικώς τις αμβλώσεις που διενεργούνται πριν το κύημα
αποκτήσει την ικανότητα ‘συναισθήσεως’ (κάποια μορφή σωματικής και νοητικής
ζωής). Συνεπώς, θα υποστηρίξω ότι: οι συναινετικές αμβλώσεις μέχρι τη
συμπλήρωση δεκαεννέα εβδομάδων κυήσεως πρέπει να επιτρέπονται από τον νόμο
δίχως να συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος ή αιτιολογία· και από κοσμική (secular)
σκοπιά δεν δικαιολογείται να λογίζονται ως ηθικώς αξιόμεμπτες πράξεις –εν
προκειμένω, το νόμιμο είναι και ηθικώς επιτρεπτό.
Α. Εισαγωγή: δύο είδη αντιρρήσεων
Η συμβολή του εκλιπόντος –το 2013– Αμερικανού φιλοσόφου Ronald Dworkin στη
φιλελεύθερη διανοητική παράδοση του δικαίου, της ηθικής, της πολιτικής και της
νομικής σκέψης είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρόσεκτη. Ένα εξαίρετο, αν και ίσως
όχι το αντιπροσωπευτικότερο, δείγμα αυτής αποτελεί το έργο του Life’s Dominion
[1993], στο οποίο, μεταξύ άλλων, επερώτησε τις βασικές παραδοχές στις οποίες
εδράζεται ο δημόσιος διάλογος των φιλελεύθερων δημοκρατιών (βλ. ΗΠΑ) για τις
αμβλώσεις. Για να το καταφέρει αυτό ο Dworkin διέκρινε τους εγειρόμενους λόγους
εναντίον των αμβλώσεων σε «παράγωγους» και «αυτοτελείς». Κατά την κρίσιμη
αυτή διάκριση: μια αντίρρηση κατά των αμβλώσεων είναι παράγωγη εφόσον
εξαρτάται από ισχυρισμούς περί ατομικών δικαιωμάτων ή συμφερόντων, ενώ αν δεν
εξαρτάται από τέτοιους ισχυρισμούς θεωρείται αυτοτελής (Dworkin 1994: 11). Για
παράδειγμα, μια αντίρρηση που επικαλείται την παραβίαση κάποιων υποτιθέμενων
ατομικών δικαιωμάτων ή συμφερόντων του ανθρώπινου εμβρύου, αποτελεί
παράγωγο λόγο εναντίον των αμβλώσεων· ενώ μια αντίρρηση που θεμελιώνεται στην
εγγενή αξία ή ιερή φύση της ανθρώπινης ζωής άνευ ετέρου ισχυρισμού για ατομικά
δικαιώματα ή συμφέροντα, συνιστά αυτοτελή λόγο εναντίον των αμβλώσεων.
1
Η επικράτεια της ζωής. (2013b), μτφ. Φ. Βασιλόγιαννης.

1
Όλες οι παράγωγες αντιρρήσεις που αξιώνουν καθεστώς υπερισχύοντος λόγου
(overriding reason) συλλήβδην εναντίον των αμβλώσεων στηρίζονται στον ισχυρισμό
ότι: ένα ανθρώπινο έμβρυο εξαρχής (αφ᾿ ης στιγμής της συλλήψεώς του) αποτελεί
ένα αγέννητο ηθικό πρόσωπο με συμφέροντα –συμπεριλαμβανομένου κατεξοχήν του
συμφέροντος να διατηρηθεί στη ζωή– και ως εκ τούτου έχει δικαιώματα ακριβώς
όπως ένα γεννημένο ανθρώπινο πλάσμα με πρωταρχικό το δικαίωμα στη ζωή ή
τουλάχιστον το δικαίωμα να μην θανατωθεί. Επομένως, για λόγους αρχής, οι
αμβλώσεις θεωρούνται απολύτως ανεπίτρεπτες, διότι προσβάλλουν το θεμελιώδες
και απαραβίαστο δικαίωμα στη ζωή (ή δικαίωμα μη-θανάτωσης) ενός ηθικού
προσώπου –γεννημένου ή αγέννητου, εν προκειμένω, δεν κάνει καμία διαφορά.
Συνεπώς, το φιλελεύθερο κράτος οφείλει να επέμβει και να επιβάλλει απόλυτη
απαγόρευση των αμβλώσεων, διότι έχει την παράγωγη ευθύνη να προστατέψει τα
δικαιώματα του αγέννητου προσώπου. Αυτό το επιχείρημα λειτουργεί ως παράγωγος
λόγος εναντίον των αμβλώσεων, διότι «προϋποθέτει και απορρέει από δικαιώματα
και συμφέροντα που καθ’ υπόθεσιν έχουν όλα τα ανθρώπινα όντα,
συμπεριλαμβανομένου του εμβρύου» (Dworkin 2013b: 38).
Όλες οι αυτοτελείς αντιρρήσεις εναντίον των αμβλώσεων εξαρτώνται ή πηγάζουν από
την περιεκτική (και θρησκευτικού τύπου) αντίληψη περί αγαθού ότι: η ανθρώπινη
ζωή ως τέτοια ανεξαρτήτως του σταδίου ή της μορφής της έχει εγγενή αξία και ιερή
φύση, η οποία αρχίζει με τη βιολογική της έναρξη ακόμη και πριν το αγέννητο ον
αναπτύξει κάποια μορφής νοητικής ζωής ή αποκτήσει την ικανότητα να αισθάνεται
πόνο, ώστε να έχει δικά του συμφέροντα και δικαιώματα (δηλαδή ανεξαρτήτως εάν
μπορεί να θεωρηθεί ηθικό πρόσωπο –με ό,τι συνεπάγεται αυτό). Επομένως, όποτε κι
αν διενεργούνται οι αμβλώσεις παραβλέπουν την εγγενή αξία της ζωής και
βεβηλώνουν την ιερότητά της, προσβάλλουν δηλαδή το απαραβίαστο καθεστώς της.
Συνεπώς, το κράτος οφείλει διά νόμου να επιβάλλει ολική απαγόρευση των
αμβλώσεων, διότι έχει την αυτοτελή ευθύνη να προασπίσει την εγγενή αξία της
ανθρώπινης ζωής και να διαφυλάξει τον ιερό της χαρακτήρα. Αυτό το επιχείρημα
λειτουργεί ως αυτοτελής λόγος εναντίον των αμβλώσεων, επειδή «δεν εξαρτάται ούτε
προϋποθέτει οποιαδήποτε ιδιαίτερα δικαιώματα ή συμφέροντα» (Dworkin 2013b:
38).
Β. Η κατά Dworkin αντίκρουση των παράγωγων αντιρρήσεων
H βασική παραδοχή όλων των παράγωγων αντιρρήσεων μπορεί να συνοψιστεί ως
εξής: «το έμβρυο από τη στιγμή της συλλήψεώς του, αποτελεί πλήρες ηθικό πρόσωπο
με δικαιώματα και συμφέροντα ίσης σημασίας προς εκείνα που έχει οποιοδήποτε
άλλο μέλος της ηθικής κοινότητας» (Dworkin 2013: 40). Ωστόσο, ο Dworkin (2013b:
40) θεωρεί παράδοξο και εντελώς αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι: το ανθρώπινο έμβρυο
από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του, δηλαδή και όταν είναι απλώς ζυγωτό ή
γονιμοποιημένο ωάριο, έχει δικά του συμφέροντα και πάνω απ’ όλα συμφέρον να μην
καταστραφεί. Ειδικότερα, ο Dworkin (1994: 14-16) υποστηρίζει ότι για να έχει ένα Χ
ον τα δικά του συμφέροντα δεν αρκεί –είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά– τίποτα
από τα παρακάτω:
i) To γεγονός ότι το Χ ον «μπορεί να υποστεί βλάβη ή να καταστραφεί». Π.χ. ένα
πολύτιμο άγαλμα δεν έχει δικό του συμφέρον να μην καταστραφεί.

2
ii) Το γεγονός ότι το Χ ον «είναι ζωντανό και σε μια διαδικασία αναπτύξεως προς
κάτι ωριμότερο». Π.χ. ένα άγουρο καρότο δεν έχει συμφέρον να προστατευτεί από τη
συγκομιδή και την κατανάλωσή του.
iii) Το γεγονός ότι το Χ ον «υπό κανονικές συνθήκες θα αναπτυχθεί σε κάτι εντελώς
διαφορετικό ή αξιοθαύμαστο». Π.χ. δεν είναι προς το συμφέρον της ίδιας της κάμπιας
να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Επίσης, όταν κάποιος βλάπτει μια κάμπια εκείνη τη
στιγμή δεν θίγει συγχρόνως και τα ‘συμφέροντα’ μιας μελλοντικής πεταλούδας. Η
κάμπια δεν αποτελεί πεταλούδα αλλά είναι μόνο δυνάμει πεταλούδα και έτσι μπορεί
να παραμείνει μέχρι την καταστροφή της. Εδώ και τώρα μπορούν να θιγούν μονάχα
τα συμφέροντα των πραγματικών/ενεργεία πλασμάτων και όχι τα συμφέροντα
δυνάμει μελλοντικών όντων.
iv) Το γεγονός ότι το Χ ον «αν το μεταχειριστούμε με τον ενδεδειγμένο τρόπο, θα
αναπτυχθεί ή θα μετεξελιχθεί σε ανθρώπινο ον.» «Φανταστείτε […] να είχαν οι
ιατροί την τεχνολογική δυνατότητα να παραγάγουν ένα παιδί από ένα μη
γονιμοποιημένο ωάριο, με παρθενογένεση. Η έμμηνος ρύση δεν θα αντέβαινε στα
συμφέροντα του ωαρίου· μια γυναίκα που χρησιμοποιεί μεθόδους αντισύλληψης δεν
παραβιάζει κάθε μήνα τα θεμελιώδη δικαιώματα κάποιων πλασμάτων» (Dworkin
2013b: 44).2
v) Το γεγονός ότι το Χ ον «βρίσκεται πράγματι καθ’ οδόν να καταστεί πλήρες
ανθρώπινο ον.» Για παράδειγμα, ας φανταστούμε την περίπτωση του δόκτορος
Frankenstein, ο οποίος ενώ στην αρχή πατάει το κουμπί που ξεκινά την αυτόματη
διαδικασία, η οποία θα επαναφέρει στη ζωή έναν νεκρό άνθρωπο (το λεγόμενο ‘τέρας
του Frankenstein’)· στη συνέχεια το μετανιώνει –και καθώς λοιπόν ‘ζωντανεύουν’
σταδιακά τα ανθρώπινα μέλη– αποσυνδέει την κεντρική παροχή ρεύματος λίγο πριν
ενεργοποιηθεί ο εγκέφαλος του όντος και ολοκληρωθεί η διαδικασία. Στην
περίπτωση αυτή ο δόκτωρ F., διακόπτοντας εν τέλει τη διαδικασία, δεν έθιξε τα
συμφέροντα κάποιου έμβιου όντος με ‘συναίσθηση’ και δη κάποιου ανθρώπου,
επομένως κανείς δεν δικαιούται να τον κατηγορήσει για ανθρωποκτονία γιατί
σταμάτησε τη διαδικασία ζωοποίησης του νεκρού (δυνάμει ζωντανού ανθρώπου).
vi) Το γεγονός ότι το Χ ον έχει μια ζωντανή/λειτουργική καρδιά. Παραδείγματος
χάρη, η καρδιά κάποιου που έχει χαρακτηριστεί εγκεφαλικά νεκρός μπορεί να
συνεχίσει να πάλλεται, παρόλο που αυτός δεν πρόκειται να ξαναέχει καμία μορφή
συναισθήσεως (νοητικής ζωής). Επιπλέον, μπορούμε να φανταστούμε ότι η ίδια αυτή
καρδιά μετά τον θάνατο του φυσικού/αρχικού της κατόχου μπορεί να διατηρηθεί με
τεχνητά μέσα σε λειτουργία ή να μεταμοσχευτεί σε ένα άλλον άνθρωπο. Ακόμη,
μπορούμε να φανταστούμε το βιολογικά εφικτό της in vitro (εξωσωματικής)
ανάπτυξης μιας καρδιάς (π.χ. σε ένα τρυβλίο Πετρί) μέσω της καλλιέργειας
πολυδύναμων βλαστοκυττάρων, δίχως να χρειάζεται απαραίτητα κάποιο ανθρώπινο
σώμα ή ζωντανό πλάσμα με συμφέροντα.
Συνεπώς, όχι μόνο κανένα από τα άνωθι (i-vi) δεν είναι ατομικά επαρκής συνθήκη
για να έχει ένα Χ ον τα δικά του συμφέροντα και δικαιώματα, αλλά ακόμη και
2
Βλ. την αναφορά του Dworkin (1994: 16) σε: Morowitz, H. J., and Trefil, J. S. (1992). “Roe v. Wade
Passes a Lab Test”. The New York Times, November 2y, 1992, A21. [For an exact digitized version of
this article: https://www.nytimes.com/1992/11/25/opinion/roe-v-wade-passes-a-lab-test.html].

3
συλλογικά δεν επαρκούν. Άρα, ο ισχυρισμός ότι ένα Χ ον έχει δικά του συμφέροντα
«χωρίς να έχει, ή να είχε, κάποια μορφή συναισθήσεως: κάποια μορφή σωματικής
όσο και νοητικής ζωής» είναι παράδοξος και εντελώς αβάσιμος (Dworkin 1994: 16).
Σε αυτό το σημείο –και ειδικά για το (iv) και το (v)– μπορούν να δοθούν
συμπληρωματικά επιχειρήματα υπέρ των προαναφερθέντων ισχυρισμών του
Dworkin. Πρώτα απ’ όλα, δεν αληθεύει ότι το «άρτι συλληφθέν έμβρυο»
(γονιμοποιημένο ωάριο) αναπτύσσεται σε πλήρες ανθρώπινο ον από μόνο του δίχως
να απαιτείται καμία εξωτερική βοήθεια. Η εξωτερική βοήθεια που παρέχεται είτε από
την κυοφορούσα μητέρα του είτε από την επιστήμη με ποικίλα τεχνικά μέσα είναι
απολύτως απαραίτητη για τη συνέχιση της ανάπτυξής του μέχρι να γεννηθεί –
conditio sine qua non (Dworkin 2013b: 45). Δεύτερον, όλα τα πλάσματα που είναι
ικανά να αισθάνονται πόνο έχουν, βεβαίως, συμφέρον να τον αποφεύγουν. Ωστόσο,
σύμφωνα με τη γενικώς κρατούσα άποψη των ειδικών επιστημόνων (γυναικολόγων,
αναισθησιολόγων, νευροβιολόγων κ.ά.) το ανθρώπινο έμβρυο πριν τις 24 εβδομάδες
κυήσεως3,4 δεν έχει την ικανότητα να αισθάνεται πόνο, διότι μέχρι τότε ο εγκέφαλός
του δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένος. Ακόμη και λαμβάνοντας μεμονωμένα υπόψη
τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις των ειδικών5,6,7,8, η ένδειξη των 19 εβδομάδων
μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ένα ασφαλές και «σαφές όριο εναντίον τυχόν προσβολών
της ικανότητας συναισθήσεως» (Dworkin 2013b: 45-47). Αν και είναι σχεδόν βέβαιο
ότι υπό το φως νέων σχετικών επιστημονικών δεδομένων ο χρόνος αυτός θα
τροποποιηθεί, είναι κατά πολύ πιθανότερο να καθορισθεί ύστερα από αυτό το όριο
παρά νωρίτερα. Για παράδειγμα, αν από τον εγκεφαλικό φλοιό ενός ανθρώπου που
είναι υπό καταστολή και σε μηχανική υποστήριξη απουσίαζε εντελώς η ηλεκτρική
δραστηριότητα όπως απουσιάζει από ένα έμβρυο 19 εβδομάδων, τότε αυτός θα
χαρακτηριζόταν «εγκεφαλικά νεκρός» και δίχως περαιτέρω προβληματισμό (εφόσον
πληρούταν τα κριτήρια) το υγειονομικό προσωπικό θα ακολουθούσε το καθιερωμένο
ιατρικό πρωτόκολλο και θα τον αποσύνδεε από την τεχνική υποστήριξη. Έτσι,
εφαρμόζοντας ακόμη και το αυστηρότερο κριτήριο της πλήρους απουσίας ηλεκτρικής
δραστηριότητας από τον εγκεφαλικό φλοιό, αναδεικνύεται η επάρκεια των 19
εβδομάδων ως ασφαλούς και σαφούς ορίου εναντίον τυχόν προσβολών της
ικανότητας συναισθήσεως του εμβρύου. Εφόσον, λοιπόν, ένα έμβρυο μικρότερο των
20 εβδομάδων δεν έχει κάποια μορφή συναισθήσεως, τότε «δεν είναι σε θέση να έχει
συμφέροντα και, συνεπώς, δεν δύναται να έχει κανένα συμφέρον επιβιώσεως»
(Dworkin 2013b: 45-47).

3
Royal College of Obstetricians and Gynaecologists (RCOG). (2010). “Fetal awareness review of
research and recommendations for practice: report of a working part”. (London: RCOG Press.)
4
Lee, S. J., Ralston, H. J. P., Drey, E. A., et al. (2005). “Fetal pain: a systematic multidisciplinary
review of the evidence”. JAMA 294(8): 947-54 (doi:10.1001/jama.294.8.947).
5
Brusseau, R., and Myers, L. (2006). “Developing consciousness: fetal anesthesia and analgesia”.
Seminars in Anesthesia, Perioperative Medicine and Pain 25(4):189-95.
(doi:10.1053/j.sane.2006.09.002).
6
Lowery, C. L., Hardman, M. P., Manning, N., et al. (2007). “Neurodevelopmental changes of fetal
pain”. Semin. Perinatol. 31(5): 275-82 (doi:10.1053/j.semperi.2007.07.004).
7
Van Scheltema, P. N. A., Bakker, S. E. M., Vandenbussche, F., et al. (2008). “Fetal pain”. Fetal
Matern Med. Rev. 19(4): 311-24 (doi:10.1017/S0965539508002271).
8
Devor, M., Rappaport, I., and Rappaport, Z. H. (2015). “Does the Golem feel pain? Moral instincts
and ethical dilemmas concerning suffering and the brain”. Pain Pract. 15(6): 497-508
(doi:10.1111/papr.12207).

4
Τρίτον, ακόμη κι αν στο μέλλον καταστεί τεχνολογικώς εφικτή η εξωσωματική
επιβίωση εμβρύων μικρότερων των 20 εβδομάδων, ούτε τότε θα αλλάξει σημαντικά
κάτι αναφορικά με το ανώτατο επιτρεπτό όριο των αμβλώσεων. Αυτό ισχύει στο
μέτρο που για την επιβίωση του εμβρύου θα χρειάζεται κατ’ ανάγκη κάποια
εξωτερική βοήθεια εν είδει τεχνητής μήτρας ή παρένθετης μητέρας όπου θα
συνεχιστεί η κύηση μέχρι την ολοκλήρωση της, και κυριότερο το έμβρυο δεν θα έχει
κάποια μορφή συναισθήσεως, εφόσον είναι μικρότερο των 20 εβδομάδων. Με άλλα
λόγια, ακόμη κι αν υποθετικά ήταν τεχνολογικά εφικτό να συνεχιστεί η κύηση ενός
εμβρύου 10 εβδομάδων εξωσωματικά, η κυοφορούσα βιολογική μητέρα του θα
διατηρούσε το δικαίωμα να επιλέξει την άμβλωση αντί της επέμβασης διαχωρισμού
του κυήματος από αυτήν, διότι ούτε τότε θα θίγονταν τα συμφέροντα ή δικαιώματα
κάποιου προσώπου. Ως εκ τούτου, θα ήταν ζήτημα που θα αφορούσε αποκλειστικά το
δικαίωμά της στην αυτοδιάθεση του σώματός της. Η βιολογική μητέρα θα
διατηρούσε δηλαδή το δικαίωμα να αποφασίσει για τη μοίρα του κυήματος ακόμη κι
αν πραγματοποιούνταν ο υποθετικός διαχωρισμός του από αυτήν αντί της άμβλωσης,
και κατόπιν άλλαζε γνώμη και επιθυμούσε την καταστροφή του ακόμη κι αν αυτό
ήταν βιώσιμο –πριν φυσικά το κύημα να αποκτήσει κάποια μορφή συναισθήσεως
(<20 εβδ.). Αυτό διότι η κυοφορούσα θέλοντας και μη έχει ήδη κάνει μια
καθοριστική βιολογική επένδυση επί του κυοφορούμενου προϊόντος, και κατά τούτο
μπορεί να έχει την εύλογη αξίωση ότι αποτελεί κτήμα της (όπως ισχύει και για μια
γυναίκα αναφορικά με τα ωάριά της που επέλεξε να καταψύξει), μέχρι τουλάχιστον
το εξωσωματικά αναπτυσσόμενο έμβρυο να αποκτήσει κάποια μορφή συναισθήσεως.
Σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να γίνει λόγος για γέννηση απλώς και μόνο με τον
διαχωρισμό από τη βιολογική μήτρα, επειδή απαιτείται η εξωσωματική συνέχιση της
κύησης με την αναγκαία τεχνητή υποστήριξη. Αν δεν αναγνωριστεί το άνωθι
δικαίωμα στη βιολογική μητέρα, τότε θα έπρεπε αντιστοίχως η δωρεά αίματος και
ωαρίων να γινόταν υποχρεωτική. Αλλά αν πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο, τότε
προσβάλλεται το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής αυτοδιάθεσης και κατ’
επέκταση η αυτονομία των προσώπων, πράγμα που καταφανώς αντιβαίνει στη
συνταγματική επιταγή του κράτους δικαίου και υπονομεύει μια εγγενής αξία και
βασική προϋπόθεση των φιλελεύθερων δημοκρατιών, δηλαδή την ατομική
αυτονομία. Είναι σημαντικό να ληφθεί εδώ υπόψη ότι στην περίπτωση των
αμβλώσεων πριν από την 20η εβδομάδα κυήσεως δεν τίθεται ζήτημα στάθμισης
αντικρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων ή συμφερόντων, εφόσον το κύημα μέχρι
αυτό το στάδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογα πρόσωπο.
Τέταρτον, για να προληφθούν ενδεχόμενες ενστάσεις του τύπου: τι θα συμβεί αν με
κάποιον τρόπο προκαλέσουμε αναισθησία στο έμβρυο μετά την 20η εβδομάδα της
κύησης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αισθανθεί πόνο, στην περίπτωση αυτή
θίγονται ή όχι τα συμφέροντά του από την άμβλωση; Είναι απαραίτητο να
διευκρινιστούν κάποια κρίσιμα σημεία με το εξής παράθεμα: δεν έχει νόημα «να
υποθέσουμε ότι κάτι έχει δικά του συμφέροντα […] χωρίς να έχει, ή να είχε, κάποια
μορφή συναισθήσεως: κάποια σωματική όσο και νοητική ζωή» (Dworkin 2013b: 45).
Εδώ η διατύπωση του Dworkin είναι πολύ προσεγμένη καθώς δίνει δύο εναλλακτικές
επαρκείς συνθήκες (να έχε ή να είχε), το οποίο σημαίνει ότι αρκεί να ικανοποιείται η
μία από τις δύο, δεν χρειάζεται να συντρέχουν αμφότερες. Πιο συγκεκριμένα, η
χρήση και της παρελθοντικής καταστάσεως του εμβρύου («να είχε») ως

5
εναλλακτικής ικανής συνθήκης, αποκλείει λογικά την περίπτωση αντίρρησης με το
παράδειγμα της πρόκλησης αναισθησίας. Επειδή η πρόκληση της αναισθησίας
προϋποθέτει ότι ήδη το έμβρυο έχει κάποια μορφή συναισθήσεως, οπότε άπαξ και
την έχει αποκτήσει (την ικανότητα συναισθήσεως), τότε αυτομάτως έχει δικά του
συμφέροντα (τουλάχιστον το συμφέρον να μην θανατωθεί), τα οποία στη συνέχεια
δεν γίνεται να απολέσει εξαιτίας της πρόκλησης αναισθησίας (ή άλλων παρεμφερών
αιτιών). Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε θα αρκούσε η πρόκληση αναισθησίας σε
οποιονδήποτε άνθρωπο για να απολέσει τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα και
συμφέροντά του. Κάτι που προφανώς είναι άτοπο, διότι κάποιος δεν παύει να είναι
ηθικό πρόσωπο αν τύχει και απλώς αναισθητοποιηθεί (αν π.χ. λιποθυμήσει). Επίσης,
είναι αυτονόητο ότι τo κριτήριο συναισθήσεως του Dworkin για την αναγνώριση
συμφερόντων ικανοποιείται και στις περιπτώσεις ατόμων με οποιαδήποτε βαθμού
νοητική στέρηση. Διαφορετική ωστόσο είναι η περίπτωση των εγκεφαλικά νεκρών, οι
οποίοι στο παρελθόν είχαν συναίσθηση συνεπώς και συμφέροντα, αλλά τώρα όντες
εγκεφαλικώς νεκροί δεν συνιστούν πλέον ηθικά πρόσωπα, και ως εκ τούτου δεν
γίνεται πλέον να θιγούν τα δικαιώματα και συμφέροντά τους. Επομένως, η
αποσύνδεση των μηχανημάτων τεχνητής υποστήριξης δεν βλάπτει τα συμφέροντά
τους, εφόσον το να είναι κάποιος εγκεφαλικά νεκρός θεωρείται μια μη-αναστρέψιμη
κατάσταση εν αντιθέσει με την κατάσταση αναισθησίας. Ο εγκεφαλικά νεκρός είχε
μεν στο παρελθόν κάποια μορφή συναίσθησης, αλλά πλέον είναι βιολογικά αδύνατο
να ξαναέχει, έπαψε οριστικά και αμετάκλητα να υφίσταται ως ηθικό πρόσωπο, είναι
νεκρός.
Πέμπτον, «η τυχόν αντίθεση της αμβλώσεως στα συμφέροντα του εμβρύου εξαρτάται
από τα τυχόν συμφέροντα που έχει το έμβρυο τη στιγμή που πραγματοποιείται η
άμβλωση, όχι από τυχόν μελλοντικά συμφέροντά του, εφόσον η άμβλωση δεν
πραγματοποιηθεί» (Dworkin 2013b: 48). «Από τη στιγμή που υπάρχουν πλάσματα με
συμφέροντα, από τότε έχει νόημα να ισχυριζόμαστε, αναδρομικά, ότι κάποια
συμβάντα θα αντέβαιναν στα συμφέροντα αυτά, αν είχαν λάβει προηγουμένως χώρα.
Ωστόσο, δεν συνέπεται ότι τα συμβάντα αυτά, κατά τη στιγμής της συντελέσεώς
τους, αντέβαιναν στα συμφέροντα οποιουδήποτε» (Dworkin 2013b: 48). Για
παράδειγμα: «Αν η έγκυος καπνίζει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τότε τα
συμφέροντα του ανθρώπινου όντος που ενδέχεται αργότερα να υπάρξει θα έχουν
υποστεί εξαιτίας της συμπεριφοράς της αυτής σοβαρή βλάβη· ωστόσο, αν η έγκυος
υποβληθεί σε άμβλωση, δεν θα υπάρξει κανείς που τα συμφέροντά του θα έβλαπτε η
συμπεριφορά της» (Dworkin 2013b: 49). Όταν διενεργείται η άμβλωση, τη στιγμή
εκείνη, δεν υπάρχει κάποιος με ενεργεία συμφέροντα που να βλάπτεται, και ούτε θα
υπάρξει.
Βάσει όλων των παραπάνω συμπεραίνεται ότι η δικαιολόγηση του ανεπίτρεπτου των
πρώιμων αμβλώσεων δεν μπορεί να στηριχθεί σε παράγωγες αντιρρήσεις, δηλαδή
στην επίκληση λόγων που εξαρτώνται ή απορρέουν από ισχυρισμούς περί
δικαιωμάτων και συμφερόντων. Αυτό επειδή η τεχνητή διακοπή της κύησης πριν τη
συμπλήρωση της 19ης εβδομάδας δεν αντιβαίνει σε κάποια υποτιθέμενα δικαιώματα
ή συμφέροντα του εμβρύου, εφόσον αυτό δεν έχει (ακόμη) το καθεστώς του ηθικού
προσώπου (Dworkin 2013b: 49-55).

6
Αν και θεωρώ ότι ο Dworkin αντέκρουσε αρκετά ικανοποιητικά τις παράγωγες
αντιρρήσεις για τις αμβλώσεις, παρακάτω θα επιμείνω στην περαιτέρω αποδόμηση
της παράγωγης δικαιολογητικής βάσης εναντίον των αμβλώσεων. Καταρχάς υιοθετώ
την κρίσιμη διάκριση του Dworkin (2013b: 38) μεταξύ παράγωγων και αυτοτελών
λόγων εναντίον των αμβλώσεων, αλλά διαφοροποιούμαι εν μέρει από τον ακόλουθο
ορισμό του: «Τόσο η άμβλωση, η οποία σημαίνει την εκ προθέσεως θανάτωση ενός
αναπτυσσόμενου ανθρώπινου εμβρύου, όσο και η ευθανασία, η οποία σημαίνει την
εκ προθέσεως θανάτωση ενός προσώπου από αγαθοβουλία, αποτελούν αμφότερες
επιλογές θανάτου. Στην πρώτη επιλέγεται ο θάνατος πριν από την έναρξη του
ανθρώπινου βίου, στη δεύτερη μετά το πέρας του» (Dworkin 2013b: 27).
Για έναν αφετηριακό ορισμό της άμβλωσης (ή έκτρωσης) χρησιμοποιώ έναν λιγότερο
αξιολογικά φορτισμένο και περισσότερο περιγραφικό χαρακτηρισμό της ως: τεχνητή
διακοπή της κύησης. Τώρα, τι άλλο προκύπτει από τη διενέργεια της περιγραφόμενης
πράξης λ.χ. αν προκαλείται η θανάτωση ενός ή περισσότερων έμβιων όντων και τι
οντολογικό-ηθικό καθεστώς έχουν αυτά, είναι υπό συζήτηση. Στο μέτρο, λοιπόν, που
αυτά είναι επίμαχα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ένας ορισμός που τα εμπεριέχει ως
δεδομένα, αυτονόητα ή αδιαμφισβήτητα, διότι κάνει λήψη του ζητουμένου και είναι
παραπειστικός. Επιπλέον, εξ ορισμού, προκύπτει ότι η άμβλωση δεν αποτελεί μέθοδο
αντισύλληψης, εφόσον η τεχνητή διακοπή της κύησης προϋποθέτει την έναρξη της
κύησης, δηλαδή τη σύλληψη. Ωστόσο, από μόνο του αυτό δεν έχει απαραίτητα
κανονιστικές συνέπειες: π.χ. ενδέχεται να ισχύει ότι οι πρώιμες αμβλώσεις είναι τόσο
ηθικώς αδιάφορες (morally irrelevant) όσο είναι οι κοσμητικές χειρουργικές
επεμβάσεις που κάνουμε στο σώμα μας· ή η απόφαση μιας γυναίκας να καταστρέψει
κάποια από τα κατεψυγμένα ωάριά της· ή η απόφαση ενός ατόμου να αλλάξει
χειρουργικά το ανατομικό του φύλο. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, υπό κανονικές
συνθήκες, καμία από τις γνωστές μεθόδους αντισύλληψης δεν είναι 100%
αποτελεσματική, ούτε καν ο επιμελής συνδυασμός πολλών ταυτόχρονα μεθόδων.
Οπότε, η σωστή χρήση των αντισυλληπτικών μεθόδων μπορεί μεν να μειώνει
κατακόρυφα την πιθανότητα πρόκλησης μιας ανεπιθύμητης ή απρογραμμάτιστης
σύλληψης κάνοντάς την σχεδόν ανέφικτη, αλλά δεν την αποκλείει ως αποτέλεσμα της
γενετήσιας πράξης μεταξύ μη στείρων και ετερόφυλων (ανατομικά) ατόμων –παρά τα
όποια αντισυλληπτικά μέτρα ελήφθησαν.
Γ. Γιατί ένα γονιμοποιημένο ωάριο (ζυγωτό) δεν είναι ένα αγέννητο πρόσωπο
Η ακραία και αντιεπιστημονική θέση ότι το ανθρώπινο έμβρυο από την πρώτη στιγμή
συλλήψεώς του αποτελεί ένα πρόσωπο, βασίζεται στην εσφαλμένη εικασία ότι η
‘γενετική ταυτότητα’ αρκεί για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενός προσώπου ήδη στο
στάδιο του ζυγωτού. Σύμφωνα με την αρχή της γενετικής ταυτότητας οι γενετικές
πληροφορίες (DNA) που προκύπτουν από τη σύζευξη των γαμετών μητρικής και
πατρικής προέλευσης δίνουν έναν συνδυασμό 46 χρωμοσωμάτων (23 + 23 = 46)
μοναδικό για κάθε άτομο-απόγονο, αποτελώντας έτσι τη γενετική του ταυτότητα.
Επιπλέον, οι οπαδοί της ακραίας θέσης ισχυρίζονται ότι κάθε γονιμοποιημένο ωάριο
αφ’ ης στιγμής γονιμοποιήσεώς του μπορεί να ταυτιστεί με ένα άτομο που φέρει
αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό γενετικών πληροφοριών (γενετική ταυτότητα),
δηλαδή κάνουν την εξής εξίσωση: 1 ζυγωτό = 1 άτομο –ως ίδιος και μοναδικός
φορέας της εν λόγω γενετικής ταυτότητας. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουν ότι ήδη το

7
ζυγωτό αποτελεί ένα πρόσωπο, διότι το αρχικό ον (γονιμοποιημένο ωάριο) και το
τελικό ον (ο γεννημένος άνθρωπος) μοιράζονται την ίδια γενετική ταυτότητα
(γονότυπο εν προκειμένω). Με άλλα λόγια, ισχυρίζονται ότι εφόσον η γενετική
ταυτότητα του ζυγωτού υπόκειται και έχει συνέχεια μεταξύ των μεσολαβούντων
σταδίων που καταλήγουν σε ένα γεννημένο πρόσωπο, τότε από αυτό προκύπτει ότι η
γενετική ταυτότητα είναι εξαρχής προσωπική ταυτότητα, και επειδή η συνέχεια της
γενετικής ταυτότητας σημαίνει και τη συνέχεια της προσωπικής ταυτότητας,
συνεπάγεται ότι το αρχικό ον (γονιμοποιημένο ωάριο) και το τελικό ον (γεννημένος
άνθρωπος) αποτελούν το ίδιο πρόσωπο: 1 γονιμοποιημένο ωάριο (ζυγωτό) = 1
αγέννητο πρόσωπο. Επομένως, το ανθρώπινο έμβρυο αφ’ ης στιγμής συλλήψεώς του,
δηλαδή ήδη από το στάδιο του ζυγωτού, αποτελεί ένα ενεργεία, αλλά αγέννητο, ηθικό
πρόσωπο και γι’ αυτό έχει συμφέροντα και δικαιώματα, και κατά συνέπεια οι
αμβλώσεις δεν είναι σε καμία περίπτωση επιτρεπτές, διότι προσβάλλουν τα
θεμελιώδη δικαιώματα και συμφέροντα του προσώπου αυτού. Αυτό το επιχείρημα
που υποστηρίζει την ακραία θέση, εκτός ότι παραβλέπει στοιχειώδη επιστημονικά
δεδομένα για την ανάπτυξη των εμβρύων, είναι φιλοσοφικά αφελές και σαθρό. Πιο
συγκεκριμένα, μπορεί τελεσίδικα να ανασκευαστεί με τα ακόλουθα.
Πρώτον, (1) Αν ακολουθήσουμε το σκεπτικό ότι εξαρχής ένα γονιμοποιημένο ωάριο
είναι ένα αγέννητο ανθρώπινο ον (ηθικό πρόσωπο) επειδή απλώς έχει την ίδια
γενετική ταυτότητα με το έμβιο ον που αργότερα θα προκύψει από αυτό, τότε κατ’
επέκταση κάθε κύτταρο σώματός μου (πλην των γαμετών) μπορεί να θεωρηθεί
εξίσου ανθρώπινο ον, αφού μοιράζεται τις ίδιες πληροφορίες (DNA) με μένα και το
ζυγωτό από το οποίο προέρχομαι. Συμπέρασμα που είναι προδήλως άτοπο. Όπως,
λοιπόν, τα κύτταρά μου δεν είναι άνθρωποι ή αγέννητα πρόσωπα αλλά ανθρώπινα
στοιχεία, έτσι ούτε ένα ζυγωτό είναι ένας άνθρωπος, αλλά ένα ανθρώπινο στοιχείο.
Συνεπώς, δεν αρκεί η φορμαλιστική επίκληση της γενετικής ταυτότητας για την
εδραίωση μιας οντολογικής προσωπικής ταυτότητας (κάτι τέτοιο συνιστά κατηγορικό
λάθος).
Δεύτερον, (2) η αυτόματη εξίσωση 1 ζυγωτό = 1 άτομο, η οποία προϋποτίθεται κατ’
ανάγκη για τη λειτουργία της γενετικής ταυτότητας ως προσωπικής ταυτότητας, είναι
εσφαλμένη. Εφόσον η εν λόγω εξίσωση αφορά την έννοια της ταυτότητας, τότε δεν
μπορεί να βασιστεί στην «ως επί το πολύ» (αριστοτελική) μεθοδολογική αρχή για τα
βιολογικά φαινόμενα, αλλά πρέπει να τεθεί υπό όρους καθολικής γενίκευσης· κατά
συνέπεια, όμως, μία και μόνο εξαίρεση (αντιπαράδειγμα) αρκεί για τη διάψευσή της.
Πιο συγκεκριμένα, είναι εσφαλμένη επειδή, όπως είναι γνωστό, τα ομοζυγωτικά
αδέλφια προέρχονται από ένα –το ίδιο– γονιμοποιημένο ωάριο (ζυγωτό). Μάλιστα,
σε ορισμένες περιπτώσεις (συνήθως παθολογικές) ακόμη και μετά την εμφύτευση της
βλαστοκύστης στη μήτρα είναι δυνατό να προκύψουν περισσότερα του ενός έμβρυα
υπό φυσιολογικές συνθήκες π.χ. τα λεγόμενα μονοχοριακά-μονοαμνιακά δίδυμα, ενώ
σε παθολογικές καταστάσεις π.χ. τα αποκαλούμενα σιαμαία δίδυμα. Επομένως, μέχρι
και περίπου δύο εβδομάδες μετά από τη στιγμή της σύλληψης (13-15 μέρες, ήτοι
ακόμη και μετα-εμφυτευτικά!), από ένα ζυγωτό είναι δυνατό να προκύψουν
περισσότερα του ενός έμβρυα. Άλλωστε τα ομοζυγωτικά αδέλφια που προέρχονται
από το ίδιο ζυγωτό και ως εκ τούτου μοιράζονται την ίδια γενετική ταυτότητα δεν
συνιστούν μετέπειτα και το ίδιο πρόσωπο (ούτε καν τα βιώσιμα σιαμαία δίδυμα).

8
Συνεπώς, στην περίπτωση μιας πολυδύναμης –ομοζυγωτικού τύπου– κύησης δεν
υφίσταται η προαπαιτούμενη συνέχεια της προσωπικής ταυτότητας μεταξύ ενός
ζυγωτού και ενός γεννημένου όντος, διότι τα γεννηθέντα ομοζυγωτικά αδέλφια θα
αποτελούν πολλά και διακριτά πρόσωπα. Κατά τούτο, από το ίδιο ζυγωτό είναι
δυνατό να προέλθουν περισσότερα του ενός πρόσωπα. Αλλά οι αποφάνσεις: 1 ζυγωτό
είναι πολλά πρόσωπα και 1 ζυγωτό είναι ένα πρόσωπο· αντιφάσκουν (reductio ad
absurdum). Άρα, το ζυγωτό δεν είναι ένα αγέννητο ηθικό πρόσωπο ή πλάσμα, και
κατ’ επέκταση δεν έχει κανένα δικαίωμα ή συμφέρον.
Τρίτον (3), εφόσον από ένα ζυγωτό δεν προκύπτει αναγκαία αλλά ως επί το πολύ ένα
μόνο έμβρυο με τη συγκεκριμένη γενετική ταυτότητα, και μπορεί να γεννηθούν και
περισσότεροι του ενός άνθρωποι που να τη μοιράζονται, τότε συνεπάγεται ότι
μεσολαβούν κάποιες βιολογικές αναπτυξιακές διαδικασίες μέχρις ότου το ένα ζυγωτό
να γίνει ένα ή περισσότερα έμβρυα. Επομένως, το ζυγωτό δεν γίνεται αυτομάτως
(από τη στιγμή της συλλήψεώς του) να ταυτοποιηθεί με έναν αγέννητο άνθρωπο,
διότι μπορεί να προκύψουν περισσότερα του ενός έμβρυα –σε κάποιες περιπτώσεις
ακόμη και μέχρι 13-15 μέρες μετά τη σύλληψη (γονιμοποίηση του ωαρίου). Συνεπώς,
το ζυγωτό δεν αποτελεί καν έναν ορισμένο δυνάμει άνθρωπο ή μια ανθρώπινη ζωή.
Επίσης, το γεγονός ότι υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να προκύψει από το Χ σε
μελλοντικό χρόνο Τ2 ένας άνθρωπος ή μία ανθρώπινη ζωή, δεν σημαίνει ότι τώρα σε
χρόνο Τ1 το Χ είναι ένας άνθρωπος ή μία ανθρώπινη ζωή. Ενώ ο ενήλικος είναι τώρα
Τ1 άνθρωπος ακόμη κι αν δεν είναι στο μέλλον (Τ2). Άρα, ενώ είναι εύλογο να πούμε
πως είναι δυνατό να θιγούν τα συμφέροντα ενός ενήλικου ανθρώπου σε χρόνο Τ1 δεν
συμβαίνει το ίδιο και για το ζυγωτό σε χρόνο Τ1.
Τέταρτον, (4) από το βιολογικά και τεχνολογικά εφικτό της ανθρώπινης
κλωνοποίησης μπορούμε να συνάγουμε τα ακόλουθα. Για την εξωσωματική (in vitro)
δημιουργία με τεχνητό τρόπο ενός εμβρύου δεν απαιτούνται απαραίτητα γαμέτες
πατρικής προέλευσης. Με άλλα λόγια, είναι εφικτό με τις παρούσες τεχνολογικές
δυνατότητες να συνδυαστεί: ένα γεννητικό κύτταρο (ωάριο) μιας γυναίκας με ένα
σωματικό κύτταρο είτε της ίδιας είτε κάποιας άλλης και να παραχθεί ένα έμβρυο το
οποίο μπορεί να αναπτυχθεί υπό φυσιολογικές συνθήκες σε άνθρωπο. Στην πρώτη
περίπτωση το παιδί αυτής της γυναίκας θα είναι ο κλώνος της (όπως συνέβη το 1996
με τη διάσημη προβατίνα Dolly που ήταν κλώνος της μητέρας της) και θα έχουμε,
τρόπον τινά, μια μορφή παρθενογένεσης, αφού το έμβρυο θα προέρχεται από το
συνδυασμό δύο κυττάρων (ενός γεννητικού και ενός σωματικού) του ίδιου θηλυκού
ατόμου. Το παιδί-κλώνος θα έχει την ίδια γενετική ταυτότητα με τη μητέρα του αλλά
σε καμία περίπτωση δεν θα είναι το ίδιο πρόσωπο. Επιβεβαιώνεται έτσι και με το
παράδειγμα της κλωνοποίησης ότι η γενετική ταυτότητα δεν αρκεί για τον
προσδιορισμό της προσωπικής ταυτότητας (δεν είναι επαρκής συνθήκη), καθότι
περισσότερα του ενός ζωντανά πλάσματα μπορούν να τη μοιράζονται ενώ αποτελούν
διαφορετικά πρόσωπα.
Εν κατακλείδι, επικαλούμενοι όλα τα άνωθι (1 έως 4) και τις συγκεκριμένες
περιπτώσεις των ομοζυγωτικών αδελφιών, της κλωνοποίησης και της οιονεί
παρθενογένεσης· μπορούμε εύλογα να υποστηρίξουμε ότι έχουμε ένα knockdown
επιχείρημα κατά της εξίσωσης της γενετικής ταυτότητας με την προσωπική
ταυτότητα, και ειδικότερα εναντίον του ισχυρισμού ότι 1 ζυγωτό = 1 άτομο (αγέννητο

9
πρόσωπο). Οπότε, ο ακραίος ισχυρισμός ότι το ανθρώπινο έμβρυο από την πρώτη
στιγμή συλλήψεώς του αποτελεί ένα πρόσωπο, εκτός από αντιεπιστημονικός είναι και
παράλογος (αντιφατικός).
Δ. Κριτήρια για το πότε το κύημα μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο
Οι λόγοι το που επέμεινα τόσο πολύ στην κατάρριψη της 'έναρξης της σύλληψης' ως
κριτηρίου για το πότε δημιουργείται ένα νέο πρόσωπο αναλύονται ακολούθως.
Πρώτον, αν ισχύει αυτό που υποστήριξα: ότι δηλαδή το γονιμοποιημένο ωάριο δεν
συνιστά αυτομάτως πρόσωπο από τη στιγμή της συλλήψεώς του αλλά αναπτύσσεται
σε τέτοιο βαθμιαία κατά τη διάρκεια της κύησης· τότε δεν αρκεί η έναρξη της
σύλληψης (γονιμοποίηση του ωαρίου) ως κριτήριο για το πότε υπάρχει ένα πρόσωπο.
Αλλά πρέπει να εισαχθούν περαιτέρω κριτήρια που έχουν να κάνουν με τη δομή, τις
ικανότητες και τη βιωσιμότητα του κυήματος. Δεύτερον, όπως έδειξα, ούτε η
επίκληση της γενετικής ταυτότητας αρκεί από μόνη της για να διασφαλίσει ότι το
κύημα είναι ένα αγέννητο πρόσωπο. Τρίτον, ο ενδεχόμενος διαχωρισμός του ζυγωτού
σε περισσότερα του ενός έμβρυα που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει στο
ανώτατο όριο των 13-15 ημερών από τη σύλληψη, συμβαίνει μετά την εμφύτευση της
βλαστοκύστης στη μήτρα, επομένως ούτε η στιγμή/στάδιο της εμφύτευσης στη μήτρα
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καθοριστικό κριτήριο για το πότε υφίσταται ένα
αγέννητο πρόσωπο.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι η δημιουργία του αγέννητου προσώπου είναι το ως επί
το πολύ αποτέλεσμα μιας σύνθετης αλυσίδας αναπτυξιακών διαδικασιών και
αλληλεπιδράσεων που εκκινούν όταν το γονιμοποιημένο ωάριο βρεθεί εντός ενός
συγκεκριμένου (ενδομήτριου) περιβάλλοντος και πληρούνται όλες οι απαραίτητες
συνθήκες. Δεν είναι κάτι μυστηριώδες ή υπερφυσικό που εμφανίζεται εξαίφνης από
το πουθενά στον κόσμο κατά η στιγμή της σύλληψης. Με άλλα λόγια, δεν ευσταθεί η
κριτική περί λογικών αλμάτων ή ανυπέρβλητων εξηγητικών κενών στο πώς από ένα
γονιμοποιημένο ωάριο (κύτταρο) καταλήγουμε στη γέννηση ενός ανθρώπινου
πλάσματος. Επίσης, δεν είναι απολύτως αναγκαίο ότι από ένα ανθρώπινο έμβρυο θα
προκύψει άνθρωπος, μπορεί να υπάρξει αυθόρμητη αποβολή, τερατογένεση ή
ειδογένεση και στις τρεις αυτές περιπτώσεις δεν προκύπτει ανθρώπινο ον. Οπότε,
τουλάχιστον σε αυτές τις περιπτώσεις διακόπτοντας την κύηση δεν εμποδίζουμε τη
δημιουργία ενός ανθρώπου, άρα διαψεύδεται η καθολικότητα της γενίκευσης ότι
πάντα ο τερματισμός μιας κύησης σημαίνει διακοπή της δημιουργίας ενός
ανθρώπινου όντος ή μιας ανθρώπινης ζωής. (Με βάση τα δεδομένα της εξελικτικής
βιολογίας μπορούμε να εικάσουμε εύλογα ότι το έμβρυο που έδωσε το πρώτο
ανθρώπινο ον προήλθε από κάποιο μη-ανθρώπινο είδος). Δεν υπάρχει κάποια λογική
αναγκαιότητα αλλά μια ‘ως επί το πολύ’ αιτιακή σχέση του ανθρώπινου εμβρύου με
την παραγωγή του ανθρώπινου όντος, χωρίς το έμβρυο δεν μπορεί να υπάρξει
ανθρώπινο ον, αλλά το έμβρυο δεν καταλήγει πάντα σε ανθρώπινο ον. Εν ολίγοις, η
σύλληψη είναι αναγκαία και όχι επαρκής συνθήκη για τη δημιουργία ενός ανθρώπου.
Συμπερασματικά, ούτε η σύλληψη, ούτε η εμφύτευση, ούτε η γενετική ταυτότητα, ούτε
η βιωσιμότητα αρκούν για να κατοχυρώσουν ότι το κύημα αποτελεί ένα αγέννητο
πρόσωπο, αλλά χρειάζονται περαιτέρω κριτήρια. Συνεπώς, συμφωνώ με τον Dworkin
(2013b: 45) ότι δεν έχει νόημα «να υποθέσουμε ότι κάτι έχει δικά του συμφέροντα

10
[…] χωρίς να έχει, ή να είχε, κάποια μορφή συναισθήσεως: κάποια σωματική όσο και
νοητική ζωή». Εν τέλει, το ορόσημο για το πότε επιτρέπεται να εικάσουμε εύλογα ότι
υφίσταται ένα αγέννητο πρόσωπο πρέπει να τεθεί ως ένα ασφαλές και σαφές όριο
εναντίον τυχόν προσβολών της ικανότητας ‘συναισθήσεως’· και ειδικότερα, ακόμη
και με την πιο συντηρητική εκτίμηση, αυτό το όριο δεν μπορεί να τοποθετηθεί πριν
τη συμπλήρωση δεκαεννέα εβδομάδων κυήσεως (<20 εβδ.).
Ε. Η θρησκευτική ελευθερία ως ανάχωμα εναντίον των αυτοτελών αντιρρήσεων
Σύμφωνα με τον Dworkin (2013b: 53) στον δημόσιο διάλογο για τις αμβλώσεις
εγείρονται και διαπλέκονται τα εξής δύο κομβικά αλλά διαφορετικά ερωτήματα, οι
απαντήσεις στα οποία καθορίζουν τις αντιπαρατιθέμενες θέσεις: «[1] Έχει το έμβρυο
συμφέροντα προστατευτέα από δικαιώματα περιλαμβανομένου ενός δικαιώματος στη
ζωή; [2] Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τη ζωή του εμβρύου ως ιερή, ανεξάρτητα
από το αν το έμβρυο έχει ή δεν έχει συμφέροντα;»
Για το πρώτο ερώτημα. Όπως έδειξα, με την ανασυγκρότηση των επιχειρημάτων του
Dworkin [1993] και με την ανάπτυξη των συμπληρωματικών δικών μου, θεωρώ ότι
πριν την 20η εβδομάδα κυήσεως το ανθρώπινο έμβρυο δεν έχει κανένα δικαίωμα ή
συμφέρον μη θανάτωσης, εφόσον δεν υπάρχει καμία βάσιμη επιστημονική ένδειξη
ότι έχει αναπτύξει την ικανότητα συναισθήσεως, δηλαδή ότι έχει κάποια μορφή
σωματικής όσο και νοητικής ζωής (χαρακτηριστική δε είναι η παντελής απουσία
ηλεκτρικής δραστηριότητας από τον εγκεφαλικό του φλοιό –το αυστηρότερο
κριτήριο που θα αρκούσε για τον χαρακτηρισμό ενός ενήλικου ανθρώπου ως
εγκεφαλικά νεκρού). Επομένως, συμμερίζομαι την άποψη του Dworkin ότι το έμβρυο
αποκτά την ικανότητα συναισθήσεως, και κατ’ επέκταση τα ανάλογα συμφέροντα,
από ένα προχωρημένο στάδιο της ανάπτυξής του και μετά.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα. Διαπιστώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις: «[…]
η διαμάχη για τις αμβλώσεις αφορά εγγενείς αξίες, όχι δικαιώματα ή συμφέροντα του
εμβρύου […]» (Dworkin 2013b: 69). Με άλλα λόγια, παρότι πολλές από τις
σημαντικότερες αντιρρήσεις κατά των αμβλώσεων προβάλλονται ως παράγωγες στην
πραγματικότητα είναι αυτοτελείς, δηλαδή ανεξάρτητες από ισχυρισμούς για καθ’
υπόθεσιν δικαιώματα ή συμφέροντα του ανθρώπινου εμβρύου. Ειδικότερα, όλες οι
αυτοτελείς αντιρρήσεις εναντίον των αμβλώσεων στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι η
ανθρώπινη ζωή ως τέτοια (ανεξαρτήτως του σταδίου ή της μορφής της) ήδη από την
πρώτη στιγμή της γυμνής βιολογικής της υπάρξεως, δηλαδή αφ’ ης στιγμής
γονιμοποιήσεως του ανθρώπινου ωαρίου, έχει εγγενή αξία και είναι ιερή. Στο μέτρο
που οι αμβλώσεις καταστρέφουν μια ανθρώπινη ζωή ακόμη και αν βρίσκεται απλώς
στο βιολογικό της ξεκίνημα αποτελούν πράξεις ιεροσυλίας. Επομένως, το κράτος έχει
την αυτοτελή ευθύνη να προστατέψει την εγγενή αξία και ιερή φύση της ανθρώπινης
ζωής έναντι οιονδήποτε προσβολών, και κατά τούτο οφείλει να επιβάλλει την ολική
απαγόρευση των αμβλώσεων.
Ωστόσο, προφανώς η πεποίθηση ότι «η ανθρώπινη ζωή ως τέτοια είναι ιερή»
αποτελεί ουσιαστικά μια θρησκευτική πεποίθηση (Dworkin 2013b: 239). Ακόμη,
όμως, και απλώς ο ισχυρισμός ότι: «η ανθρώπινη ζωή έχει εγγενή και αντικειμενική
αξία» με την έννοια ότι η σπουδαιότητά της υπερβαίνει τη (δι)υποκειμενική εμπειρία
(Dworkin 1996: 101), ανεξάρτητα από τη μορφή και τη δικαιολόγησή του, έχει κατ’

11
ουσίαν θρησκευτικό περιεχόμενο (Dworkin 2013b: 238). Κατ’ επέκταση, όλες οι
αυτοτελείς αντιρρήσεις εναντίον των αμβλώσεων εξαρτώνται ή πηγάζουν από έναν
ισχυρισμό που έχει κατ’ ουσίαν θρησκευτικό περιεχόμενο και ως τέτοιος εγείρει
ζήτημα που άπτεται της θρησκευτικής ελευθερίας (Dworkin 2013a). (Εν ολίγοις, έχει
τέτοιο περιεχόμενο που άπτεται του 13Σ). Συνεπώς, κατά τον Dworkin (2013b: 167):
«Το κρίσιμο ερώτημα έγκειται στο αν μια πολιτεία δικαιούται να επιβάλλει στον
καθένα την αντίληψη του ιερού που ασπάζεται η πλειοψηφία.»
Από τα άνωθι προκύπτει ότι όλες οι αυτοτελείς αντιρρήσεις εξαρτώνται ή απορρέουν
από μια θρησκευτικού τύπου αντίληψη περί αγαθού. Ωστόσο, η κρατική επέμβαση
για την προώθηση και ιδίως την επιβολή διά νόμου περιεκτικών και δη θρησκευτικών
διδασκαλιών περί αγαθού αντιβαίνει στην προϋποτιθέμενη ουδετερότητα του
φιλελεύθερου κράτους αναφορικά με τον ηθικό βίο και τη θρησκευτική συνείδηση
των πολιτών. Ακόμη, όμως, και για την τελειοκρατική προσέγγιση του φιλελεύθερου
κράτους παραμένει προβληματικό, διότι δεν πρόκειται απλώς για μια εναλλακτική
πολιτική θεώρηση του αγαθού, αλλά για μια θρησκευτική αντίληψη που επιβάλλεται
κρατικά εν είδει επίσημης θρησκείας (διότι π.χ. τυχαίνει να την ασπάζονται οι
περισσότεροι στην κοινωνία). Εφόσον γίνεται καθολικά αποδεκτό ότι στη
φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης
πρέπει να είναι απαραβίαστη (13Σ) και εφόσον δεν προκύπτει η ανάγκη στάθμισης
εξαιτίας της σύγκρουσης με άλλο δικαίωμα ή συμφέρον ίσης ή μεγαλύτερης
σημασίας, τότε το κράτος δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στην επιλογή του ατόμου ως
προς τη θρησκεία του και οφείλει να είναι ουδέτερο σε ό,τι αφορά θρησκευτικά
ζητήματα, επιπλέον η πολιτεία πρέπει να στηρίζεται σε αρχές δικαιοσύνης οι οποίες
δεν επιτρέπεται να στρεβλώνονται από θρησκευτικές αντιλήψεις οι οποίες αποτελούν
προτάσεις ‘ηθικού βίου’. Άρα, ούτε με βάση τις αυτοτελείς αντιρρήσεις γίνεται να
επιβληθεί οποιαδήποτε απαγόρευση των αμβλώσεων, δεδομένου ότι το ανθρώπινο
έμβρυο πριν από ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο δεν αποτελεί ηθικό ή
συνταγματικό πρόσωπο, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο απαραβίαστο της
ελευθερίας θρησκευτικής συνειδήσεως και υπονομεύει την ηθική ανεξαρτησία των
ατόμων (εκ των βασικών προϋποθέσεων κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας).
Τέλος, για την ανασκευή της βασικής παραδοχής των αυτοτελών αντιρρήσεων,
μπορούν να χρησιμοποιηθούν πάλι τα (πλέον οικεία) βιολογικά παραδείγματα των
μονοζυγωτικών αδελφιών, της τερατογένεσης και της ειδογένεσης, για δειχθεί ότι η
καταστροφή ενός ζυγωτού (γονιμοποιημένου ωαρίου) δεν συνεπάγεται σε κάθε
περίπτωση την καταστροφή ενός αγέννητου ατόμου, δηλαδή μιας ανθρώπινης ζωής.
Δεδομένου ότι από ένα ζυγωτό μπορεί να προκύψουν περισσότερες από μία
ανθρώπινες ζωές (ανθρώπινα έμβρυα), κατά τούτο το ζυγωτό δεν μπορεί να ταυτιστεί
με μια ανθρώπινη ζωή αλλά στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί μία εκ των
αναγκαίων προϋποθέσεών της –όπως είναι και ένα αγονιμοποίητο ανθρώπινο ωάριο.
Επιπλέον, ακόμη κι αν από το ζυγωτό στη συνέχεια προκύψει μόνο ένα έμβρυο, δεν
συνεπάγεται ότι το αναπτυσσόμενο έμβρυο μπορεί να ταυτιστεί με μια ανθρώπινη
ζωή, διότι δεδομένου των περιπτώσεων τερατογένεσης και ειδογένεσης αυτό
συμβαίνει μόνο ως επί το πολύ, και ως εκ τούτου δεν έχει την ισχύ καθολικής
γενίκευσης που απαιτείται για την a priori ταύτισή τους –η ταύτιση, εν προκειμένω,
είναι δυνατή μόνο a posteriori. Άρα, στο οντολογικό επίπεδο για την αντίκρουση των

12
αυτοτελών αντιρρήσεων μπορούν να επιστρατευτούν κάποια από τα επιχειρήματα
που ήδη χρησιμοποιήθηκαν και εναντίον των παράγωγων αντιρρήσεων λ.χ. όπως δεν
αληθεύει ότι: 1 ζυγωτό = 1 αγέννητο πρόσωπο/άτομο/πλάσμα· ομοίως δεν αληθεύει
ούτε ότι: 1 ζυγωτό = 1 ανθρώπινη ζωή (εφόσον ενδέχεται –έστω και σπανίως– να
αναπτυχθούν από αυτό περισσότερες από μία ζωές, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις
ακόμη και μη-ανθρώπινες). Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι τη στιγμή της γονιμοποίησης
ενός ωαρίου έχουμε αυτομάτως και τη δημιουργία ενός αγέννητου
προσώπου/πλάσματος ή μίας ανθρώπινης ζωής είναι εξίσου αντιφατικός!
ΣΤ. Συμπεράσματα
Συμπερασματικά προκύπτουν τα εξής:
1. Αντικρούστηκαν επιτυχώς όλες οι παράγωγες αντιρρήσεις εναντίον των
αμβλώσεων, εφόσον δεν έχει νόημα «να υποθέσουμε ότι κάτι έχει δικά του
συμφέροντα χωρίς να έχει, ή να είχε, κάποια μορφή συναισθήσεως: κάποια σωματική
όσο και νοητική ζωή» (Dworkin 2013b: 45)· και όπως φάνηκε, ένα ασφαλές και
σαφές όριο εναντίον τυχόν προσβολών της ικανότητας συναισθήσεως –ακόμη και με
την πιο συντηρητική εκτίμηση– μπορεί να θεωρηθεί η μη συμπλήρωση δεκαεννέα
εβδομάδων κυήσεως.
2. Αντικρούστηκαν επιτυχώς όλες οι αυτοτελείς αντιρρήσεις εναντίον των
αμβλώσεων, εφόσον όλες εξαρτώνται ή απορρέουν από ισχυρισμούς για την εγγενή
αξία και την αντικειμενική σπουδαιότητα της ανθρώπινης ζωής ως τέτοιας· και όπως
φάνηκε, οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν κατ’ ουσίαν θρησκευτικό περιεχόμενο, δηλαδή
τέτοιο περιεχόμενο που άπτεται της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (13Σ)
με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη μη δυνατότητα επεμβάσεως του κράτους και
ευρύτερα πολιτείας.
3. Άρα, οι όλες οι συναινετικές αμβλώσεις που διενεργούνται με τη συνδρομή του
κατάλληλου υγειονομικού προσωπικού και εντός οργανωμένης νοσηλευτικής
μονάδας μέχρι τη συμπλήρωση δεκαεννέα εβδομάδων κυήσεως πρέπει να
επιτρέπονται από τον νόμο δίχως να συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος ή αιτιολογία·
και από κοσμική ή μη-θρησκευτική (secular) σκοπιά δεν δικαιολογείται να λογίζονται
ως ηθικώς αξιόμεμπτες πράξεις –εν προκειμένω, το νόμιμο είναι και ηθικώς
επιτρεπτό.
Εν κατακλείδι, το νομικό καθεστώς της τεχνητής διακοπής της κύησης στην Ελλάδα
ρυθμίστηκε με τον νόμο 1609/1986 (ΦΕΚ Α 86/Α/3-7-1986). Ειδικότερα, εφόσον δεν
έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες κύησης επιτρέπεται η τεχνητή διακοπή της
κύησης που διενεργείται με τη συναίνεση της κυοφορούσας (αν είναι ανήλικη
απαιτείται επιπλέον και η συναίνεση γονέα ή αυτού που έχει την επιμέλειά της) και
με τη συνδρομή του κατάλληλου υγειονομικού προσωπικού στο πλαίσιο
οργανωμένης νοσηλευτικής μονάδας δίχως να απαιτείται κάποιος ειδικός λόγος ή
αιτιολογία π.χ. βιασμός, ένδειξη ανωμαλίας του εμβρύου ή αναπότρεπτος κίνδυνος
για τη ζωή της εγκύου (βλ. δ, β ή γ) 9. Υπό το φως των άνωθι συμπερασμάτων, ο
9
«4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της
εγκύου από γιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου σε οργανωμένη
νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης.

13
ελληνικός νόμος (1609/1986) θα έπρεπε να επιτρέπει δίχως κάποιο ειδικό λόγο ή
αιτιολογία την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης όχι μόνο μέχρι τη συμπλήρωση
δώδεκα αλλά μέχρι τη συμπλήρωση δεκαεννέα εβδομάδων εγκυμοσύνης.

Βιβλιογραφία
1. Anscombe, G. E. M. (1984). “Were You a Zygote?”. Royal Institute of
Philosophy Lecture Series 18: 111-115 (doi:10.1017/S0957042X00003138).

2. Αριστοτέλης. (1999). Περί φύσεως: Το δεύτερο βιβλίο των Φυσικών, μτφ.,


εισ., σχ., και επιμ. Β. Κάλφας. (Αθήνα: Πόλις.)

3. Dworkin, R. (1994) [1993]. Life's Dominion: An Argument About Abortion,


Euthanasia, and Individual Freedom. (New York: Random House 1994).

4. Dworkin, R. (1996). Freedom’s Law: The Moral Reading of the American


Constitution. (Cambridge, MA: Harvard University Press.)

5. Dworkin, R. (2013a). Religion without God. (USA: Harvard University Press.)

6. Dworkin, R. (2013b). Η Επικράτεια της Ζωής, εισ., και μτφ. Φ.


Βασιλόγιαννης, επίμετρο: Π. Σούρλας. (Αθήνα: Εκδόσεις Αρσενίδη.)

7. Rawls, J. (1973). A Theory of Justice. (Oxford: Oxford University Press).

8. Rawls, J. (1988). “The Priority of Right and Ideas of the Good”. Philosophy
and Public Affairs vol.17, n.4 (Autumn): 251-76.

9. Rawls, J. (2001). Justice as Fairness: A Restatement, ed. by E. Kelly.


(Cambridge, MA and London: Harvard University Press).

10. Swift, A. (2015): Πολιτική φιλοσοφία: εισαγωγικός οδηγός για φοιτητές και
πολιτικούς, μτφ. Γ. Λαμπράκος. (Αθήνα: Οκτώ 2015).

β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας


του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια
περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες.
γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης
της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά
περίπτωση αρμοδίου γιατρού.
δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης
γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες
εγκυμοσύνης.
5. Αν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται και η συναίνεση ενός από τους γονείς ή αυτού που έχει την
επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης».

14

You might also like