You are on page 1of 12

ΑΒΕΡΩΦ

Διαδικτυακό Θωρηκτό

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΜΑΚΟΒΟ ΤΗΣ


ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Posted by Μέλια στο Μαρτίου 4, 2014

της Κορνήλιας Θεόφιλου Τζάρτου

Μια προσωπική αφήγηση στον Κώστα Βαρβάτο,

Φυσικό, Πρόεδρο της κοινότητας Νέου Σιδηροχωρίου Κοµοτηνής

Ονοµάζοµαι Κορνηλία Θεόφιλου Τζάρτου και γεννήθηκα το 1896 στο Σαµάκοβο της Θράκης. Οι
κάτοικοι του χωριού µας ήταν όλοι Έλληνες, εκτός από ελάχιστες οικογένειες Βουλγάρων και
επίσης ελάχιστους εκπροσώπους της τουρκικής διοίκησης.
Σε αυτούς τους Βούλγαρους δεν είχαµε εµπιστοσύνη, γι’ αυτό και ο πατέρας µου, Θεόφιλος
Τζάρτος, στο τσιφλίκι του, δεν έπαιρνε Σαµακοβιανό Βούλγαρο βοσκό. Τους φοβόταν, γιατί ήταν
συνεργάτες των Βουλγάρων κοµιτατζήδων. Οι Βούλγαροι κοµιτατζήδες είχαν έδρα το Τίρνοβο
και ανήκαν στο κοµιτάτο του Γκεοργκίκοφ και κατέβαιναν µε πρόγραµµα να τροµοκρατήσουν,
να ληστέψουν και να σκοτώσουν όσους είχαν πληροφορίες ότι αντιδρούσαν στα σχέδια τους.

Το Πατριαρχείο, για να προστατεύσει τους Έλληνες, έκανε χολεία για τα Βουλγαρόπαιδα, αλλά
εκεί πήγαιναν Ελληνόπαιδα, τα οποία, στο σχολείο, προσποιούνταν ότι ήταν Βούλγαροι και έτσι
γλίτωναν από τον κίνδυνο των κοµιτατζήδων.

Ο πατέρας µου είχε ένα γνωστό που λεγόταν Δούκας και ερχόταν από τη Βουλγαρία στο
Σαµάκοβο για να αγοράσει δήθεν µαλλί, επειδή είχε στο χωριό πολλά πρόβατα και του έλεγε τα
σχέδια των κοµιτατζήδων.

Αυτός, λοιπόν, ο Δούκας, λέει στον πατέρα µου: «Κύριε Θεόφιλε, αν θες να σωθείς, ένα πράγµα
θα κάνεις. Είναι τόσο φτωχά τα βουλγαρικά χωριά που ήταν εκεί, που το λάδι δεν το γεύτηκαν
ποτέ. Για να µη σε πειράξουν, λοιπόν, να δείχνεις διάθεση να βαφτίζεις παιδιά Βουλγαράκια».

Ο Δούκας µάζευε παιδιά έξι, επτά, οκτώ Βουλγαράκια φτωχά και πήγαινε ο πατέρας µου και τα
βάφτιζε. Έτσι, είχε την εύνοια των Βουλγάρων. Όσες φορές πήγαιναν οι άνθρωποι του
Γκεοργκίκοφ να τον πιάσουν, ο Δούκας και αυτοί που τους βάφτισε έλεγαν:

«Αυτός ο άνθρωπος µας έβαλε το λάδι, να µην τον πειράξετε».

Μια φορά ο πατέρας µου ζητούσε έναν άνθρωπο και πήγε σε ένα βουλγαρικό χωριό κοντά στα
σύνορα για να τον βρει. Οι Βούλγαροι εκεί ήταν πολύ φανατικοί, γιατί από εκεί περνούσαν
τακτικά οι κοµιτατζήδες. Πήγε, λοιπόν, στο καφενείο, µόλις κατέβηκε από το άλογο του, για να
βρει τον άνθρωπο που έψαχνε. Εκεί που κάθισε και άρχισαν να έρχονται ένας ένας οι Βούλγαροι
τους οποίους ήξερε ο πατέρας µου, έρχεται και ένας πολύ ψηλός Βούλγαρος, ντυµένος σαν
Γιουγκοσλάβος. Αυτούς τους έλεγαν Βοσνάκηδες, γιατί είχαν έρθει στη Βουλγαρία από τη Βοσνία
που είχε τότε Βούλγαρους και το ντύσιµο τους ήταν διαφορετικό. Αυτός, λοιπόν, ήταν
µεταµφιεσµένος κοµιτατζής και ήταν πασαλειµµένος µε αράχνη (η αράχνη είναι η σκόνη που
βγαίνει από την άφτρια από τις καπνοδόχους των σπιτιών και την έλιωναν στο νερό και
πλένονταν για να σκουρύνουν το δέρµα τους και να µεταµφιεστούν). Παράγγειλε ο πατέρας µου
στον καφετζή να ετοιµάσει ένα ταψί αβγοµάτια για να φιλέψει τον κόσµο και κάλεσε και τον
ψηλό να πάρει µια πιρουνιά. Όπως γύρισε το χέρι του να πάρει µια πιρουνιά, βλέπει ο πατέρας
µου τη χούφτα του κάτασπρη και κατάλαβε πως ήταν κοµιτατζής, όπως και µερικοί άλλοι. Αφού
έφαγαν, λέει ο πατέρας µου στον καφετζή να κάνει δώδεκα καφέδες για όλους και τους λέει πως,
µέχρι να γίνει ο καφές, θα βγει έξω και θα ξανάρθει. Πήγε, λοιπόν, στο στάβλο που είχε το
άλογο του και πεζός έφτασε µέχρι το δηµόσιο δρόµο και από εκεί ήρθε στο χωριό µας και
γλίτωσε, έτσι, τη σύλληψη. Αυτό έγινε στις αρχές του 1911.

Το 1912 ήρθαν στο χωριό οι Βούλγαροι και πρώτος ήρθε στο Σαµακόβι ο Γκεοργκίκοφ. Ήταν ένας
ωραίος Βούλγαρος, ευγενικός και καθαρός και τους έφερε ο γιατρός ο Κύρκος στο σπίτι µας µαζί
µε τους άλλους κοµιτατζήδες. Ανάµεσα τους ήταν και ο ψηλός ο Βούλγαρος, ο οποίος, καθώς
έκανε χειραψία στον πατέρα µου, του λέει:

«Εµείς είµαστε φίλοι, φάγαµε και µαζί κάποτε».

Ο πατέρας µου έκανε τον ανήξερο.


«Δε φάγαµε µαζί στο τσακνοχώρι, που µας φίλεψες αβγά; Πώς κατάλαβες και µας ξέφυγες.
Εµείς είχαµε έρθει να σε πάρουµε και να ζητήσουµε λύτρα από εσένα. Τι µας πρόδωσε;»

«Το χέρι σου», του απάντησε ο πατέρας µου. «Η χούφτα σου ήταν κάτασπρη, ενώ εσύ ήσουν
πασαλειµµένος µε αράχνη, αλλά ξέχασες τα χέρια σου».

Τον αγκάλιασε τότε ο Βούλγαρος και του λέει:

«Πολύ έξυπνος άνθρωπος είσαι».

Πού να ήξερε όµως ότι και ο Δούκας είχε προειδοποιήσει τον πατέρα µου.

Οι Βούλγαροι, λοιπόν, όταν κατέλαβαν το χωριό µας, δε µας φέρθηκαν καθόλου καλά. Αµέσως
έσβησαν όλα τα ελληνικά γράµµατα από τα σχολεία. Κατέβασαν τις εικόνες που είχαν ελληνικά
γράµµατα και έγραψαν βουλγαρικά. Είχαν όµως και το φόβο των Ελλήνων. Τον Οκτώβριο ήρθαν
αυτοί και τον Απρίλιο του 1913 κηρύχθηκε ο Ελληνοβουλγαρικός Πόλεµος. Εµείς παίρναµε
κρυφά εφηµερίδα και µαθαίναµε τα νέα. Ο αδελφός µου και ο γιατρός ο Κύρκος έπαιρναν την
εφηµερίδα Έρευνα· από την Αίγυπτο ερχόταν και ήταν σοσιαλιστική.

Όταν έγινε ο Ελληνοβουλγαρικός Πόλεµος, λοιπόν, οι Βούλγαροι έφυγαν νύχτα και άρχισαν να
έρχονται σιγά σιγά οι Τούρκοι. Οι τελευταίοι έµαθαν, όµως, ότι εµείς δείξαµε έναν ενθουσιασµό
για τους Βούλγαρους, που τους είδαµε σαν ελευθερωτές, αφού ήταν και αυτοί χριστιανοί. Αλλά
είχαν µεγάλη εχθρότητα.

Ο γιατρός Κύρκος ήταν ο µεγάλος µας ευεργέτης και προστάτης. Πέθανε την άνοιξη του 1914
από εξανθηµατικό τύφο που κόλλησε από το σωµατοφύλακα του. Ήταν πέντε αδέλφια οι
Κύρκοι: ο Κύρκος, ο Μιχαήλ, ο Ηράκλειτος, ο Αλέξανδρος και ο Φίλιππος. Όλοι είχαν από µια
επιστήµη. Ο µεγάλος ήταν ο γιατρός, ο Μιχαήλ ήταν ξένων γλωσσών και ο Ηράκλειτος επίσης. Ο
Αλέξανδρος πέθανε από φυµατίωση στο Σαµακόβι, πολύ νέος. Έγινε µια µεγάλη κηδεία. Όλα τα
σχολεία φόρεσαν µαύρα. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτός στη διαθήκη του υποχρέωσε τον πατέρα
του να δώσει όλο το µερίδιο που του ανήκε στα σχολεία του Σαµακοβίου. Αυτό έγινε το 1907 ή
1908, νοµίζω. Ο Φίλιππος Κύρκος ήταν, νοµίζω, χηµικός. Αυτοί ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη
από το φόβο των Βουλγάρων κοµιτατζήδων που τους είχαν βάλει στο µάτι. Αυτό έγινε από τότε
που συνέβη το εξής περιστατικό.

Ο πατέρας των αδελφών Κύρκου, ο Κωσταντής Κύρκος, είχε ένα χορό του Αγίου Κωνσταντίνου
το βράδυ στο σπίτι του. Ήταν όλοι οι τζορµπατζήδες εκεί. Ήρθαν, λοιπόν, στο σπίτι δύο
κοµιτατζήδες, ο ένας µεταµφιεσµένος και ο άλλος οπλισµένος. Ο τελευταίος κρύφτηκε, ενώ ο
άλλος χτύπησε την πόρτα σαν επισκέπτης δήθεν. Ο Κωσταντής ο Κύρκος είχε ένα
σωµατοφύλακα, τον Τσαλό, που τους έβλεπε από το παράθυρο και όταν είδε τον οπλισµένο που
κρύφτηκε, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ο άλλος Βούλγαρος φοβήθηκε, τον άρπαξε στον
ώµο του και έφυγε. Από τότε οι Βούλγαροι δεν τολµούσαν να χτυπήσουν πόρτα.

θυµάµαι ένα βράδυ που χτύπησε τα µεσάνυχτα το κουδούνι της πόρτας µας. Σηκωθήκαµε
τροµαγµένοι, γιατί τα πράγµατα ήταν πολύ άσχηµα. Οι Τούρκοι συνωµοτούσαν εναντίον µας
µαζί µε τους Βούλγαρους. Στην πόρτα ήταν ένας Βούλγαρος κοµιτατζής που είπε να κατεβεί ο
τζορµπατζής για να τον πάει στο κοµιτάτο να συνεννοηθούν. Η µητέρα µου θρηνούσε
νοµίζοντας πως δε θα τον φέρουν ξανά πίσω. Τον γύρισαν όµως και πήρε ο πατέρας µου
διακόσιες λίρες και τους τις έδωσε. Το ίδιο έκαναν εκείνο το βράδυ µε τον Θεόφιλο Κιακίδη και
τον Γιωργάκη τον Παναγιωτάκη.
Την άνοιξη του 1914, θα ήταν Απρίλιος µήνας, καθόµασταν µε την αδελφή µου στο κουλτούκι και
πλέκαµε ταντέλες, όταν είδαµε να έρχεται ένας Τούρκος γιατρός. Οι Τούρκοι γιατροί φορούσαν
ανοιχτά σιελ ρούχα µε κόκκινες επωµίδες και γιακάδες και τους ξεχωρίζαµε. Ακούσαµε, λοιπόν,
τον ξένο να ρωτά πού είναι το σπίτι του Θεόφιλου Τζάρτου. Ο αδελφός µου ο Κωνσταντίνος είχε
µαγαζί εκεί, πήγε κοντά του και ο ξένος σκύβει και του λέει πως είναι Έλληνας και ήρθε
εξόριστος στο χωριό µας και συστηµένος να βρει το σπίτι µας. Ήρθε, λοιπόν, στο σπίτι µας και
µας είπε πως λέγεται Παυλίδης Λέανδρος, είναι από τα Ψωµαθιά της Κωνσταντινούπολης. Από
εκεί ήταν και η γιαγιά µας, Ηπειρώτες φευγάτοι από την Ήπειρο. Μας είπε

λοιπόν πως τον έστειλε ο γιατρός ο Κεραµέας. Χάρηκε ο πατέρας µου, τον αγκάλιασε και τον
φιλοξένησε. Μετά µια µέρα λέει στον πατέρα µου:

«Θεόφιλε, έχω να σου πω ένα µυστικό που θέλω να µείνει µεταξύ µας. Να µη γίνει λόγος έξω,
γιατί θα µου κόψουν το κεφάλι. Πρέπει να ξέρεις πως του χρόνου (το 1915) θα σας διώξουν οι
Τούρκοι. Θα γίνετε πρόσφυγες».

«Τι θα πει πρόσφυγες», απόρησε ο πατέρας µου.

«Πρόσφυγες θα πει µατζίρηδες, θα σας βγάλουν από τα σπίτια σας µε τα ρούχα που φοράτε και
θα σας πάνε στη Μικρά Ασία».

«Μα πώς είναι δυνατό;» απόρησε ο πατέρας µου. «Δεν το χωρά το µυαλό µου».

«Αυτό θα γίνει· να το ξέρετε, θέλω το καλό σας».

Έγινε µια σιωπή.

«Πόσο θα µείνετε εδώ;» ρωτά σε λίγο ο πατέρας µου.

«Το πολύ ενάµιση χρόνο θα µείνω εξορία εδώ», απάντησε ο Παυλίδης.

Ο πόλεµος στα Δαρδανέλια ήταν τότε στο ζενίθ και οι Αγγλογάλλοι βοµβάρδιζαν, αλλά οι
Γερµανοί δεν τους άφησαν να περάσουν. Οι Τούρκοι, λοιπόν, µάζεψαν όλους τους Έλληνες
γιατρούς και τους περιόρισαν στη Ραιδεστό, για να τους εκθέτουν στον κίνδυνο, επειδή τους
φοβόνταν. Όταν είπαν στον Παυλίδη ότι θα τον στείλουν εξορία στο Σαµακόβι, τότε ο Κεραµέας
ο γιατρός τον σύστησε στον πατέρα µου, ξέροντας πως θα φιλοξενηθεί µε τον καλύτερο τρόπο.

Έχοντας λοιπόν αυτή την πληροφορία ο πατέρας µου από τον Παυλίδη, φρόντισε να µην
επεκτείνει το εµπόριο του και να κάνει κάποιες οικονοµίες.

Εκείνο το χρόνο που ήρθε ο Παυλίδης, πέθανε και ο γιατρός ο Κύρκος. Ο θάνατος του µας έκανε
να χάσουµε το ηθικό µας, γιατί αυτός ήταν ο προστάτης όλων µας.

Ακόµη, τον ίδιο χρόνο έφυγε και ο Καϊµακάµης (Έπαρχος) που είχαµε, ο Ζία Μπέης, ο οποίος
ίσως είχε ελληνική καταγωγή. Αγαπούσε πολύ τους Έλληνες και µας επισκεπτόταν µε τη
χανούµισσά του τις γιορτές. Ήρθε, λοιπόν, τότε η µετάθεση του και κάλεσε τους τζορµπατζήδες
και τους είπε:

«Φεύγω µε µεγάλη µου λύπη, γιατί τόσο αγάπησα τον τόπο αυτό και τόσο καλό κόσµο είδα, αλλά
θέλω να σας πω ένα πράγµα, ότι ο αντικαταστάτης µου είναι από τους πιο φανατικούς
Νεότουρκους και να το έχετε στο µυαλό σας, δεν µπορώ να πω περισσότερα, µόνο εύχοµαι ο θεός
να σας δώσει δύναµη να το ξεπεράσετε αυτό».

Αυτά τα λόγια έκαναν βαθιά εντύπωση στους δικούς µας, αφού προέρχονταν από το στόµα
Τούρκου. Ήρθαν στο σπίτι µας ο Περικλής ο Κιακίδης, ο Θεόφιλος ο Κιακίδης και ο Γιωργάκης ο
Παναγιωτάκης και κουβέντιασαν µε τον πατέρα µου.

Μετά µια ηµέρα από την αναχώρηση του Ζία Μπέη ήρθε ο νέος Διοικητής, ο Χαµντή. Ήταν
κοντός, µελαχρινός, µε κλειστά µάτια, κοίταζε όλο στη γη, κρατούσε ένα µαστίγιο και είχε το
πιστόλι στη ζώνη. Ντυµένος µε φράκο, άσπρο γιλέκο µε κόκκινες ρίγες και κόκκινο παπιγιόν.
Εκείνη την ηµέρα κηδευόταν ο γιατρός ο Κύρκος και ήρθε και αυτός να παρακολουθήσει. Όλο το
χωριό ήταν στο πόδι και µαζί και οι Τούρκοι της περιοχής, γιατί όλοι από το γιατρό
εξυπηρετούνταν.

Ο Χαµντή έκανε βόλτες έξω από την εκκλησία ώσπου να βγει το φέρετρο και πήγε κοντά και από
το τζάµι περιεργαζόταν το πρόσωπο του γιατρού, γιατί ήταν πληροφορηµένος γι’ αυτόν.

Την άλλη ηµέρα πήγαν στο διοικητήριο οι τζορµπατζήδες να καλωσορίσουν το νέο Διοικητή· έτσι
ήταν το τυπικό. Στην πόρτα τους σταµάτησε ο φύλακας. Τους είπε να περιµένουν να τον
ειδοποιήσει, µα σε λίγο γύρισε και τους έκανε νόηµα να φύγουν. Όταν είδαν αυτό οι δικοί µας,
κατάλαβαν τι τους περίµενε. Ποιος νέος Διοικητής ήρθε και δε δέχτηκε καλωσόρισµα;

Αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Αυτός ο Χαµντή ήταν από το Πετρίτσι. Ένας ανιψιός µου που
σπούδαζε γεωπόνος στη θεσσαλονίκη έτυχε να καθίσει σε ένα σπίτι που οι ιδιοκτήτες του ήταν
από το Πετρίτσι και γνώριζαν τον Χαµντή κι έλεγαν πως ήταν από τους φανατικούς
Νεότουρκους και τελείωσε ελληνικό γυµνάσιο. Ήξερε άπταιστα τα ελληνικά και έκανε πως δεν
ήξερε τίποτε.

Τη νύχτα έκανε βόλτες για να δει τι µιλάνε οι Έλληνες µες στα σπίτια τους. Και όταν άκουγε
αργαλειό, έµπαινε µέσα και έβλεπε πώς υφαίνουν και µετά έλεγε στις Τουρκάλες:

«Να πάτε να δείτε πώς υφαίνουν οι Ελληνίδες, ενώ εσείς τίποτε δεν ξέρετε να κάνετε».

Μετά από δύο ηµέρες ήρθε ο αστυνόµος στο σπίτι και έφερε ένα χαρτί για τον πατέρα µου. Το
χαρτί έλεγε πως έπρεπε σε είκοσι τέσσερις ώρες να φέρουν ένα φόρο από 250 λίρες, αλλιώς τους
περίµενε φυλάκιση και βασανιστήρια. Πήρε λοιπόν ο πατέρας µου τις λίρες µαζί και ο Θεόφιλος
Κιακίδης και ο Παναγιωτάκης, που έπρεπε να δώσει 300 λίρες, και τις πήγαν. Τι µπορούσαν να
κάνουν;

Πέρασαν είκοσι ηµέρες, άλλο χαρτί ήρθε στο σπίτι που ζητούσε νέο φόρο 300 λίρες, θα έδωσε
τότε ο πατέρας µου καµιά εξακοσαριά λίρες και άλλοι πολλοί έδωσαν διάφορα ποσά. Έτσι άρχισε
η θητεία του Χαµντή στο χωριό µας.

Όταν ηττήθηκε η Τουρκία στο Βαλκανικό Πόλεµο, κατέρρεε και συνεννοήθηκε µε τη σύµµαχο
της Γερµανία τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Η Γερµανία έστειλε ανθρώπους να εξετάσουν την
κατάσταση. Ήταν κάποιος Σλίµαν Πασάς, Γερµανός, που ανέλαβε τη µελέτη της κατάστασης.
Αυτός διέταξε απογραφή του πληθυσµού. Η απογραφή έδειξε ότι οι µεγάλες βιοµηχανίες, τα
µεγάλα καταστήµατα, τα σχολεία, τα πνευµατικά ιδρύµατα, το εµπόριο ήταν στα χέρια των
Ελλήνων. Δεν υπήρχε Τούρκος έµπορος ούτε για δείγµα ούτε µορφωµένος Τούρκος που να έχει
φήµη. Και οι Αρµένιοι είχαν πολλά καταστήµατα. Στην Τουρκία, δηλαδή, οι Τούρκοι βασίλευαν
και εµείς διοικούσαµε.
Ο Σλίµαν, λοιπόν, πρότεινε πως έπρεπε να εξοντωθούν όλοι αυτοί. Οι Τούρκοι είπαν πώς είναι
δυνατό να εξοντωθούν τόσοι υπήκοοι 500 ετών και πλέον. Ο Σλίµαν είπε ότι έπρεπε να κάνουν
τάγµατα εργασίας από ανθρώπους αλλοεθνείς, από 22 ως 65 ετών άνδρες και να τους στείλουν
σε καταναγκαστικά έργα σε µακρινές περιοχές της χώρας.

Μια ηµέρα, λοιπόν, στο Σαµακόβι είδαµε να έρχονται µε συνοδεία Τούρκων αστυνοµικών µια
φάλαγγα από πολίτες που σταµάτησαν στην πλατεία, µπροστά στο σπίτι µας. Εµείς
αναρωτηθήκαµε τι άνθρωποι ήταν αυτοί. Τους πλησίασε η µάνα του Πάντη και τους ρώτησε τι
ήρθαν να κάνουν εκεί.

«Ήρθαµε να σας κάνουµε δρόµους», είπαν αυτοί.

Μετά δύο ηµέρες τους έβαλαν στη σειρά και τους πήγαν στο βουνό Γκράντος. Τους είπαν πως
στον καθένα αντιστοιχούσε ένα µέρος εδάφους που έπρεπε σε µια ηµέρα να το καθαρίσουν, ό,τι
και να είχε. Αυτή ήταν πολύ σκληρή δουλειά, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν πιάσει ποτέ στη
ζωή τους πέλεκυ ή σκαπάνη ή αξίνες. Φανταστείτε τι έγινε. Όσοι δεν άντεχαν πέθαιναν ένας
ένας και τους πετούσαν οι Τούρκοι σε χαράδρες. Ο πατέρας µου είχε πολλά ζώα και αρχίσαµε να
σφάζουµε αγελάδες.

Ήταν µεγάλο το σπίτι µας και στο πίσω µέρος είχαµε µεγάλο κήπο και πλάι ένα χείµαρρο. Σε
εκείνο το σηµείο, τη νύχτα, έρχονταν τα ζώα, τα έσφαζαν και µέσα στην αποθήκη είχαµε
καζάνια γανωµένα, που είχαµε στο τσιφλίκι, όπου έβραζαν το κρέας και ερχόταν µια γριά, που
τη λέγαµε Συρµατένια, και έπαιρνε το φαγητό στο σπίτι της, που ήταν πίσω από το δικό µας,
παράµερα και δεν περνούσαν από εκεί οι Τούρκοι. Εκεί, λοιπόν, πήγαιναν όλοι αυτοί και
έπαιρναν φαγητό και έτσι σώθηκαν πολλοί άνθρωποι. Πέθαναν, όµως, και πάρα πολλοί από τις
κακουχίες.

Όταν έφτασε ο καιρός να µας διώξουν, το 1915, τότε έπαψαν αυτά τα έργα, αλλά είχε γίνει ο
δρόµος Σαµακοβίου-Σκεπαστού. Από εκεί και πέρα ήταν κάµπος. Λοιπόν, ήρθε µια διαταγή που
έλεγε πως έπρεπε όλοι τα ρούχα τους να τα κάνουν δέµατα και να τα κατεβάσουν στην εκκλησία
και το σχολείο. Τους άνδρες τους είχαν φυλακή και έπρεπε τα γυναικόπαιδα να υποβληθούν
στην ταλαιπωρία αυτή και όσοι αντέξουν.

Ευτυχώς εκείνες τις ηµέρες ήρθε ένας γαµπρός µου, που ήταν φαντάρος, µε άδεια στο χωριό και
αυτός µας µάζεψε λίγο. Η µητέρα µου έκλαιγε συνεχώς. Ξέρετε τι θα πει όλο αυτό το σπίτι να το
αφήσει. Οι κουµουρτζήδες, οι υλοτόµοι που δούλευαν στον πατέρα µου, εβδοµήντα πέντε άτοµα
στη σειρά, άφησαν τα δάση και ήρθαν στο χωριό. Ο πατέρας µου είχε 3.000 στρέµµατα δάσους. Σε
τρία χρόνια έβγαιναν στην άλλη άκρη οι υλοτόµοι. Από το ξύλο έκαναν κάρβουνο και σε τρία
χρόνια τα δέντρα ήταν πάλι έτοιµα για κόψιµο από την αρχή του δάσους.

Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι άφησαν τα τσεκούρια και ήρθαν στο χωριό, όταν είδαν ότι θα
φύγουµε. Οι τσοπάνηδες άφησαν τα ζώα και ήρθαν. Όλοι αυτοί περίµεναν πληρωµή. Διέταξε ο
πατέρας µου να τους πληρώσουµε αυτούς χωρίς να δουλέψουν τον επόµενο χρόνο. Μας βοήθησε
ο γαµπρός µου και τους πληρώσαµε όλους. Ο πατέρας µου και ο αδελφός µου ήταν φυλακή. Από
τη φυλακή ήρθε µια ηµέρα ο Περικλής ο Κιακίδης µε έναν αστυνόµο. Πήρε άδεια και ανέβηκε δυο
δυο τα σκαλοπάτια µας και λέει στη µάνα µου:

«θεία Αναστασία, ήρθα να σας δω για τελευταία φορά, γιατί θα χωρίσουµε τώρα».
Ο Περικλής µόνο κατάλαβε ότι θα σφαγιάζονταν. Ήταν άνδρας της πρώτης µου ξαδέλφης, της
Χάιδως. Μας αποχαιρέτησε µε κλάµατα και κατέβηκε να πάει να δει και τον αδελφό του.

Μετά λίγη ώρα έρχεται και ο αδελφός µου ο Κωνσταντίνος, για τελευταία φορά που τον είδαµε.
Λέει στη µητέρα µας:

«Εµάς θα µας πάνε αλλού κι εσάς αλλού. Άγνωστο αν θα ξαναϊδωθούµε», είπε και µας
αγκάλιασε όλους.

Ήταν υφασµατέµπορας ο αδελφός µου. Είχε µια ντουλάπα µεγάλη στο σπίτι µας και µέσα είχε
υφάσµατα. Έβγαλε ένα τόπι ύφασµα και έκοψε λωρίδες για ζωνάρια, αλλά από κάτω είχε
κεµέρια, δηλαδή θήκες για λίρες· έβαλε σε κάθε σειρά από πέντε ή δέκα λίρες. Είχε κι αυτός
τέτοια κεµέρια στη µέση του και τα έβγαλε. Φόρεσε το πράσινο βελουδένιο κοστούµι του, που
είχε για το κυνήγι. Είχε και στο γιλέκο του 500 λίρες. Έβγαλε και το ψαλίδι του και µας το έδωσε.

«Μπορεί να σας χρειαστεί», µας είπε.

Από τότε δεν τον ξαναείδαµε και το µόνο ενθύµιο που µας έµεινε είναι το ψαλίδι εκείνο.

Ήρθε η ηµέρα να φύγουµε. Ήρθαν αµάξια από τον κάµπο. Πληρώναµε πέντε λίρες για µισό
αµάξι ή τέταρτο. Δεν ήθελε ο Χαµντή να πάρουµε δικά µας αµάξια, γιατί έτσι θα έµεναν τα
αµάξια και τα ζώο έξω από το χωριό, ενώ φέρνοντας αµάξια Τούρκων από τον κάµπο, τα δικά
µας και τα ζώα µας έµειναν εκεί.

Τα δικά µας τα αµάξια ήταν στενά, γιατί οι δρόµοι ήταν στενοί στο Σαµακόβι. Αυτά µετέφεραν
το κάρβουνο στη Σκάλα και άλλα πήγαιναν, άλλα έρχονταν και έπρεπε να χωρούν στους
στενούς δρόµους. Ο πατέρας µου είχε σαράντα τέτοια αµάξια και δεν έφταναν και έφερνε
καµήλες από την Κεσσάνη για να φορτώσουν. Φόρτωναν κάρβουνα στα καράβια· 1.500.000
οκάδες κάρβουνο έκανε ο πατέρας µου το χρόνο. Τότε έµειναν απούλητα όλα.

Ήρθαν, λοιπόν, τα αµάξια από τον κάµπο και περνούσαν µπροστά από τα σπίτια µας και
φόρτωναν τα πράγµατα. Μπήκαµε στο αµάξι µε τριάντα οκάδες. Φόρτωµα, ρουχικά,
σκεπάσµατα και τρόφιµα. Όλα τα άλλα τα αφήσαµε. Αυτοί οι αµαξάδες έµπαιναν στα σπίτια
µας και ό,τι έβρισκαν το έπαιρναν. Ο αµαξάς που θα έπαιρνε εµάς µπήκε στο κατάστηµα του
αδελφού µου και πήρε πολλά τόπια υφάσµατα και τα άπλωσε κάτω στο αµάξι και πάνω από
αυτά καθίσαµε εµείς. Πιαστήκαµε να ξηλώνουµε τα κουµπιά µας και να ράβουµε στα ρούχα µας
λίρες και από κάτω φορούσαµε κεµέρια. Ήρθε ο γαµπρός µας και µας λέει:

«Αυτό δεν είναι δουλειά. Φέρτε ένα τουλούµι τυρί».

Έβγαλε το τυρί, πήρε ένα ύφασµα και το έκοψε τετράγωνα κοµµάτια και έβαλε µέσα λίρες και τα
κάναµε σαν να ήταν τυρί και τα βάλαµε µέσα στο τουλούµι. Έτσι γλιτώσαµε πολλά λεφτά. Το
τουλούµι το έβαλε ο γαµπρός µου στο αµάξι και από πάνω το χορτάρι, που είχαν οι αµαξάδες
για τα ζώα και από πάνω καθίσαµε εµείς και πήραµε και δύο φτωχές οικογένειες για να έχουµε
λίγο χώρο και να καθίσουµε πιο ελεύθερα. Την άλλη ηµέρα φεύγοντας, περάσαµε µπροστά από
το σπίτι µας και είδαµε ανοιχτές τις πόρτες. Είχαν µπει οι Τούρκοι το βράδυ.

Πέντε ηµέρες πηγαίναµε και φτάσαµε στην Ηράκλεια, την πρώτη πρωτεύουσα του βυζαντινού
κράτους. 22.000 άτοµα µαζεύτηκαν εκεί. Εµάς µας πήγαν σε ένα στάβλο να κοιµηθούµε. .
Στο µεταξύ, στο Σαµακόβι ο Χαµντή, αφού έφυγαν τα γυναικόπαιδα, άφησε ελεύθερους και τους
εργάτες και τους φτωχούς ανθρώπους. Τον πατέρα µου, τον Θεόφιλο Κιακίδη, τον Γιωργάκη
Παναγιωτάκη και ένα γαµπρό του πατέρα µου, τον Δηµήτριο Νιζάµη, τους πήγαν µε χειροπέδες
στην Αδριανούπολη, στις 5 Σεπτεµβρίου. Στις 18 Νοεµβρίου πήραµε τηλεγράφηµα από τον
πατέρα µου ότι βρισκόταν εκεί. Εµείς νοµίσαµε ότι ήταν και ο αδελφός µας ο Κωνσταντίνος µαζί
του. Ο πατέρας µου έµεινε µέχρι την 1η Ιανουαρίου σε φυλακή µαζί µε άλλους πολλούς
προύχοντες απ’ όλα τα χωριά (Σκοπός, Σκεπαστός, Σοφίδες). Από τη φυλακή τους
απελευθέρωσαν, αφού πλήρωσαν 300 λίρες. Ευτυχώς που είχαν στην τράπεζα, γιατί αλλιώς τους
περίµενε η κρεµάλα.

Στην Ηράκλεια ήρθαν τουρκικά υποβρύχια και φόρτωναν πυροµαχικά για το Τσανάκ-Καλέ στα
Δαρδανέλια. Εκεί φόρτωναν και πρόσφυγες. Τους πήγαιναν απέναντι και τους ξεφόρτωναν στην
αµµουδιά, στη µικρασιατική ακτή του Ελλήσποντου. Ο γαµπρός µου, που σας µίλησα και
προηγουµένως, πλήρωσε 25 λίρες για να µας αφήσουν πίσω. Όσες οικογένειες µείναµε πίσω,
πήγαµε στην Τυρολόη. Εκεί είχαµε πατριώτες και άνοιξαν τα σπίτια τους και µας φιλοξένησαν.
Φρόντισε, βέβαια, και το Πατριαρχείο, που έστειλε ανθρώπους και ήρθαν και µας βρήκαν.

ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΤΡΙΑΣ

1. Όταν ο Παυλίδης µας είχε πει για τα σχέδια των Τούρκων να µας διώξουν, ο πατέρας µου είχε
πάει στην Πόλη, στον αδελφό του τον Βαγγέλη, και πήγαν στο Πατριαρχείο και το ανέφεραν.
Όµως εκεί τους καθησύχασαν και τους είπαν ότι δεν είναι δυνατό τόσο Ελληνισµό να τον
εξοντώσουν. Και έτσι πίστεψαν ότι θα γλιτώναµε.

2. Ο Χαµντή δεν µπορούσε να τους σκοτώσει µόνος του, αν δεν έδινε λογαριασµό στην
κυβέρνηση, γι’ αυτό τους έκανε ένα χαρτί ότι οι τάδε τάδε ήταν εγκληµατίες, για να
δικαιολογήσει το φόνο τους.

3. Μετά το Βαλκανικό Πόλεµο οι Βούλγαροι ζητούσαν διέξοδο στο Αιγαίο. Ήθελαν τη γραµµή
Αίνου-Μηδείας ως σύνορα µε την Τουρκία. Οι Τούρκοι για ένα διάστηµα το δέχτηκαν, αλλά ο
Νοµάρχης Αδριανούπολης, που ήταν ισχυρό στέλεχος των Νεότουρκων, έκανε αγώνα στην
τουρκική Βουλή να µη δεχτούν. Έτσι, οι Βούλγαροι τον είχαν στο µάτι και διοργάνωσαν τη
δολοφονία του, όπου σκοτώθηκε ο γιος του από Βούλγαρους κοµιτατζήδες. Και τους δολοφόνους
τους κατάλαβε ο Χαµντή, αλλά για να ενοχοποιήσει τους Έλληνες και να εξοντώσει τους καλούς
και εκλεκτούς είπε ότι αυτοί έκαναν τη δολοφονία και έκανε τυπικά µια δίκη και τους
καταδίκασε σε θάνατο ως συνωµότες.

4. Ο Κονδύλης ως δάσκαλος ήρθε στο χωριό πολύ νωρίτερα. Ειδοποιήθηκαν οι προύχοντες στο
σπίτι του Κιακίδη, όπου είχαν φέρει και όπλα και είχαν σκοπό σε περίπτωση επανάστασης να
πάρουν όλοι µέρος. Έτσι ορκίστηκαν. Αυτό, όµως, µαταιώθηκε.

5. Όταν ο Χαµντή άρχισε στο χωριό τις θηριωδίες του, ο πατέρας µου και µερικοί άλλοι
συνεννοήθηκαν να πάνε στην Αδριανούπολη να κάνουν παράπονα στη νοµαρχία. Βγήκαν,
λοιπόν, ένας ένας στο βουνό για να πάρουν αµάξι να πάνε στην Αδριανούπολη. Όµως κάποιος
δικός µας τους πρόδωσε και τους συνέλαβε ο Χαµντή και τους έφερε µε χειροπέδες στο χωριό.
Από τότε χάσαµε την ελπίδα µας, ότι µπορούσε κάτι να σταµατήσει τα σχέδια του Χαµντή.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΑΜΑΚΟΒΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ


Το Σαµακόβι ή Σιδηροχώρι της Ανατολικής Θράκης ήταν ένα πλούσιο κεφαλοχώρι µε 5.000
κατοίκους και ανήκε στην επαρχία των Σαράντα Εκκλησιών. Ήταν χτισµένο στο κέντρο της
οροσειράς του Μικρού Αίµου. Σαµακόβι σηµαίνει στα βουλγαρικά µεταλλείο σιδήρου. Η περιοχή
εκατοικείτο από τα αρχαία χρόνια από θρακικά φύλα. Γύρω στα µέσα του 18ου αιώνα ήρθαν
στην περιοχή τεχνίτες σιδηροµεταλλείων από την Κεντρική Ευρώπη και παραπλέοντας τις ακτές
της Μαύρης θάλασσας έφτασαν ως τις εκβολές του θολοπόταµου και είδαν ότι η άµµος περιείχε
σίδηρο. Έτσι εγκαταστάθηκαν εκεί και αναπτύχθηκε η µεταλλουργία του σιδήρου. Εκεί
συνέρρευσαν και οι κάτοικοι της περιοχής και δηµιουργήθηκε έτσι ένα µεγάλο χωριό, το
Σαµακόβι.

Τα µεταλλεία σιδήρου ή αλλιώς οτζάκια ενισχύθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση και οι
Σαµακοβίτες απέκτησαν δύναµη, πλούτο και πολλά προνόµια. Αργότερα, όµως, λόγω της κακής
διαχείρισης και της έλλειψης εκσυγχρονισµού αλλά και γιατί στην Ευρώπη παραγόταν
φθηνότερος σίδηρος, περιέπεσαν σε παρακµή. Έτσι, οι κάτοικοι άρχισαν να ασχολούνται µε την
παραγωγή κάρβουνου, αφού η περιοχή ήταν γεµάτη δάση.

Τα δύσκολα χρόνια άρχισαν λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέµους. Τα βουλγαρικά
κοµιτάτα έκαναν συνεχώς επιδροµές και τροµοκρατούσαν τους κατοίκους, ενώ η τουρκική
διοίκηση αδυνατούσε να προστατεύσει τους υπηκόους της. Τότε είχε επισκεφτεί την περιοχή και
ο Κονδύλης, µετέπειτα Πρωθυπουργός της Ελλάδας, µε σκοπό να οργανώσει την αντίσταση των
Ελλήνων στα σχέδια των Βουλγάρων.

Μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεµο και την ήττα της Τουρκίας, η περιοχή καταλήφθηκε από τους
Βούλγαρους, που άρχισαν την προσπάθεια εκβουλγαρισµού. Μετά το Β’ Βαλκανικό Πόλεµο
αποχώρησαν οι Βούλγαροι και επέστρεψαν οι Τούρκοι. Τότε εκδιώχτηκαν όλοι οι Βούλγαροι της
περιοχής.

Με την έναρξη του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου, η κυβέρνηση των Νεότουρκων εφάρµοσε, µε


υπόδειξη των Γερµανών συµµάχων τους και µε την επιβολή στρατιωτικού νόµου, σχέδιο
εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου και των άλλων µη τουρκογενών υπηκόων του κράτους, όπως
των Αρµενίων. Το 1914 έγιναν µετακινήσεις πληθυσµών σε όλη την Ανατολική Θράκη, από την
περιφέρεια προς το κέντρο. Τα χωριά της περιοχής του Σαµακοβίου µετακινήθηκαν τον επόµενο
χρόνο, το 1915.

Τα δεινοπαθήµατα των Σαµακοβιτών είχαν αρχίσει από την άνοιξη του 1914, όταν ήρθε
Διοικητής στο Σαµακόβι ένας φανατικός Νεότουρκος, ο Χουσεΐν Χαµντή. Αυτός µε διώξεις,
φυλακίσεις, φορολογίες και βασανισµούς τροµοκρατούσε τους κατοίκους. Το αποκορύφωµα της
τραγωδίας ήρθε τον Αύγουστο του 1915, όταν επισκέφτηκε το χωριό ο Νοµάρχης Αδριανούπολης
και στην επιστροφή του δέχτηκε επίθεση από Βούλγαρους κοµιτατζήδες, όπου σκοτώθηκε ο γιος
του. Ο Χαµντή τότε βρήκε ευκαιρία να κατηγορήσει τους Έλληνες ως συνωµότες και αυτουργούς
του φόνου, ενώ υπήρχαν πολλά στοιχεία που έδειχναν τους πραγµατικούς υπαιτίους. Με τη
βοήθεια του Νοµάρχη Αδριανούπολης κατάφερε να εκδοθεί στις 31 Αυγούστου το διάταγµα
εκπατρισµού των κατοίκων της περιοχής Σαµακοβίου. Τους άνδρες τους είχε συλλάβει όλους και
από αυτούς, µε ψεύτικες µαρτυρίες, εκτέλεσε δεκαοκτώ, ενώ άλλους έστειλε στην Αδριανούπολη
να περάσουν στρατοδικείο. Οι υπόλοιποι ελευθερώθηκαν, αφού έφυγαν τα γυναικόπαιδα µε
αµάξια, που ήρθαν από τον κάµπο της Θράκης.

Το 1918 έληξε ο Α’ Παγκόσµιος Πόλεµος, έπεσε η κυβέρνηση των Νεότουρκων και η νέα
κυβέρνηση επέτρεψε τον επαναπατρισµό των προσφύγων. Γύρισαν οι Σαµακοβίτες στα σπίτια
τους και προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Ήρθε ο ελληνικός στρατός το 1920 στο
χωριό, στρατεύθηκαν πολλοί νέοι, πιστεύοντας πως η Μεγάλη Ιδέα θα στέριωνε. Όµως,
δυστυχώς, η χαρά τους δεν κράτησε πολύ και το 1922 πήραν ξανά το δρόµο της νέας προσφυγιάς,
που έµελλε να είναι και οριστική.

Οι περισσότεροι Σαµακοβίτες εγκαταστάθηκαν τελικά στην περιοχή της Κοµοτηνής, όπου


έχτισαν το νέο τους χωριό, το Νέο Σιδηροχώρι. Με την αδάµαστη θέληση που τους διέκρινε
πάντα, οι Σιδηροχωρίτες µεταµόρφωσαν τα άγονα και βαλτώδη µέρη που εγκαταστάθηκαν σε
παραγωγικά χωράφια και το Νέο Σιδηροχώρι σε ένα πλούσιο κεφαλοχώρι της περιοχής, όπως
ήταν και η παλιά πατρίδα, το Σαµακόβι.

Οι ξενιτεµένοι Σαµακοβίτες δεν ξέχασαν το χωριό που κρατούσε ζωντανή την ιστορία, τις
αναµνήσεις, τα ήθη και τα έθιµα του Σαµακοβίου. Ο Μιχάλης Κύρκος, ως Υπουργός, βοήθησε
στο χτίσιµο της εκκλησίας και του δηµοτικού σχολείου. Η Πολύχρονη Ταρσή έχτισε το νέο
σχολείο. Ο Κωνσταντίνος Γκαγκίδης, η Βαλεντίνη Πατσικόζογλου και ο Ιωακείµ Δέλλιος µε τη
σύζυγο του Δέσποινα βοήθησαν να χτιστεί ο νέος ναός του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη. Ο
θοδωράκης Κιακίδης κατέγραψε την ιστορία της αγαπηµένης του πατρίδας, του Σαµακοβίου,
στους τόµους 32, 33, 34 και 37 της πρώτης έκδοσης των ΘΡΑΚΙΚΩΝ, για να µείνουν στη νέα γενιά
ζωντανές οι ρίζες µας. Ο Ευάγγελος Τσάνταλης, ο Κωνσταντίνος Κιακίδης, ο Λεωνίδας Κύρκος
είναι συµπατριώτες που βοηθούν αµέριστα τις προσπάθειες της κοινότητας Νέου Σιδηροχωρίου
και του Μορφωτικού Οµίλου Νέου Σιδηροχωρίου για σηµαντικές πολιτιστικές δραστηριότητες
που τιµούν τους συµπατριώτες που χάθηκαν για τα ιδανικά του Ελληνισµού και της Ορθοδοξίας,
που αναβιώνουν τις παραδόσεις και δίνουν στους νέους παραδείγµατα προς µίµηση.

Πηγή: Από τον 11ο τόµο της κ α τ α π λ η κ τ ι κ ή ς περιοδικής έκδοσης ‘’ΘΡΑΚΙΚΑ’’.

Πηγή: e-istoria

This entry was posted on Μαρτίου 4, 2014 στις 12:01 µµ and is filed under 1914-18 (Α' ΠΠ),
Αναδηµοσιεύσεις, Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΘΡΑΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ, Κοινωνια, ΜΕΛΙΑ. Με
ετικέτα: e-istoria, Βαλεντίνη Πατσικόζογλου, Ευάγγελος Τσάνταλης, ΘΡΑΚΙΚΑ, Ιωακείµ Δέλλιος,
Κωνσταντίνος Γκαγκίδης, Κωνσταντίνος Κιακίδης, Κώστας Βαρβάτος, Κορνηλία Θεόφιλου
Τζάρτου, Λεωνίδας Κύρκος, Μιχάλης Κύρκος, Χουσεΐν Χαµντή. You can follow any responses to
this entry through the RSS 2.0 feed. You can leave a response, ή trackback from your own site.

8 Σχόλια to “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΜΑΚΟΒΟ ΤΗΣ


ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ”

1. ΜΑΡΙΑ said
Μαρτίου 4, 2014 στις 11:09 µµ
Μοῦ ἀνέβηκε τό αἷµα στό κεφάλι…ΠΑΛΙ..

Απάντηση

Μέλια said

Μαρτίου 4, 2014 στις 11:11 µµ


Και που είσαι ακόµα!

Απάντηση

ΜΑΡΙΑ said

Μαρτίου 4, 2014 στις 11:12 µµ


Αὐτό νά µοῦ πῆς…

Μέλια said

Μαρτίου 4, 2014 στις 11:16 µµ


Έχει χυθεί τόσο αίµα (αθώο) και έχουν θρηνήσει….

2. Ευδοξία Όζσεν said

Μαΐου 12, 2014 στις 4:00 µµ


Ονοµάζοµαι Ευδοξία Όζσεν το γένος Στρουµπάκη. Γεννήθηκα το 1958 στο Νεο-Σιδηροχώριο
Κοµοτηνής. Διάβασα τις αναµνήσεις απο το Σαµάκοβο της Ανατολικής Θράκης και λυπήθηκα
πολύ για αυτά που έγιναν εκείνη την εποχή. Οι προπαππούδες µου λεγόταν Ιωάννης και
Καλιόπη Ξανθούλη και κατοικούσαν στο λεγόµενο Σαµάκοβο της Ανατολικής Θράκης.

Απάντηση

Μέλια said

Μαΐου 12, 2014 στις 4:04 µµ


Kαλησπέρα Ευδοξία.
Αυτά τα τραγικά γεγονότα δεν πρέπει να τα ξεχάσουµε ποτέ.

Απάντηση

Σταυρούλα said

Αύγουστος 23, 2017 στις 6:23 µµ


Μήπως γνωρίζετε που µπορώ να βρω την έκδοση αυτή»ΘΡΑΚΙΚΑ»

Μέλια said

Αύγουστος 24, 2017 στις 1:24 µµ


Δυστυχώς δεν γνωρίζω, είναι πολύ παλιά η έκδοση.

« Ο Νίξον, ο Ροκεφέλλερ, η Αϊ Τζι Φάρµπεν και ο Παγκόσµιος Έλεγχος


Ἐπιστροφή τῶν 172 Ἡρώων τοῦ ΕΕΣΚ (4 Μαρ.1955) »

Blog στο WordPress.com.

You might also like