ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ 1

You might also like

You are on page 1of 187

Άγραφος Νόμος - Ζέτα Ορφανού

Η Αρετή Ραΐση , μεγάλωσε...

Τα αγοριστικα ρούχα που της άρεσε να φοράει στην εφηβεία , μετατράπηκαν σε


σακάκια . Τα αθλητικά σε γόβες. Τα ανακατεμένα της μαλλιά σε ένα αυστηρό κότσο
και το ύφος της, είχε χάσει εντελώς την αθωότητα έπειτα από όσα είχαν δει τα
μάτια της.
Τελείωσε με επιτυχία στη σχολή και κατάφερε να κάνει το όνειρο της
πραγματικότητα σαν δικηγόρος και μάλιστα , ήταν από τις πιο σκληρές γυναίκες στο
τομέα της που είχαν περάσει από τα έδρανα.
Κι όμως...Εκεί που νομίζεις πως έχεις φτιάξει τη ζωή σου, όλα αλλάζουν...

Ένα πρωί, πληροφορείται πως είναι πλέον η μοναδική κληρονόμος μιας κατοικίας,
βαθιά μέσα στα βουνά της Κρήτης. Δεν είχε ιδέα από ποιόν. Δεν είχε ιδέα γιατί.
Δεν είχε καν ιδέα αν είχε κάποιο συγγενή εκεί...

Ποτέ κανένας δεν είχε αναφέρει τη Κρήτη μέσα στο σπίτι κι αυτό ήταν που της
κίνησε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον...

Μια μέρα, και ύστερα από ένα άτυχο γεγονός, αποφασίζει εν μια νυκτί να φύγει.
Και η Κρήτη ήταν η επιλογή της...
Μια επιλογή, ζωής μα και θανάτου.

All rights reserved © Ζέτα Ορφανού


Απαγορεύεται κάθε αντιγραφή, αναδημοσίευση και αναδιανομή χωρίς τη γραπτή άδεια

Λάκκοι, Κρήτη. Έτος 1897.

"Εγώ στο είπα...αυτή είναι η κατάρα τους... Ένα μαύρο νυφικό και ένας
θάνατος..."

"Σώπασε κυρά Βασιλική. Θα σε ακούσουν ..."

"Τούτο το χώμα, μυρίζει θάνατο... Είτε με ακούσουν είτε όχι, κάθε τους γενιά την
ίδια κατάρα θα έχει..."

"Αχ σώπασε για το Θεό... Ένα κορίτσι χάθηκε. Κρίμα η ψυχούλα της. Τόσο νέα και
όμορφη..."

"Για κάθε γυναίκα που γεννήθηκε από μήτρα Ραΐση , γεννιέται κι ένα φονικό. Ενώ
για κάθε άντρα που βγήκε από μήτρα Φραγκιά, ένας φονιάς... Αυτός είναι ο νόμος
του χωριού. Ένας μαύρος, αιματηρός Άγραφος Νόμος..."

"Δεν ξέρουμε ακόμα το φονιά , μη λες τέτοια και σε ακούσει κανένας ! Νομίζω
κουζουλαθηκες και θέλεις να πεθάνεις μια ώρα αρχύτερα!"

"Μωρέ έννοια σου , και ξέρω πολύ καλά τι λέω. Αν έβλεπες το βλέμμα του Στυλιανού
όταν ήρθαν τα μαντάτα στο χωριό ..."
Τα ουρλιαχτά μιας μάνας , ανάγκασαν τη κυρά Βασιλική να σωπάσει .

"Ηρέμησε Γιώργαινα!" Της ζήτησαν μα εκείνη ούρλιαξε ακόμα περισσότερο βλέποντας


το σπλαχνο της πεταμενο και νεκρό μέσα στο ρυάκι. Το λευκό της νυχτικό , είχε
μια κιτρινιασμενη όψη από το νερό και το δέρμα της ήταν μουντό και άχρωμο σαν
κάποιος να έκλεψε τα χρώματα του.

Ολόκληρο το χωριό έτρεξε στο φαράγγι. Τα νέα έφτασαν όταν δύο κυνηγοί σταμάτησαν
στα λιμνάζοντα νερά κοντά στο γκρέμνι και αντίκρυσαν το άψυχο σώμα της. Όλοι την
ήξεραν στο χωριό...Τόσο σε αυτό, όσο και στα τριγύρω.

Η άτυχη μικρή Μαριώ, ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ , είχε πάνω της όλες τις χάρες.
Ομορφιά αξιοζήλευτη, μυαλό ξυράφι και ψυχή μάλαμα...

Οι κάτοικοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο δίχως να ξέρουν πως τους βρήκε ένα τέτοιο
κακό μα η κυρά Βασιλική, έστεκε ακόμα στην ίδια γωνιά σοβαρή ακούγοντας τα όσα
έλεγε ο γιατρός του χωριού στο παπά. "Μάλλον ανέβηκε στο φαράγγι, γλίστρησε,
έπεσε και πνίγηκε"

"Να μου το θυμηθείς..."είπε αξαφνα προς τη νεαρή κοπέλα που είχε πλαι της.."Σε
τρεις μέρες από τώρα, οι Ραΐσιδες θα κάψουν το χωριό ολόκληρο ..."

Η κοπέλα τη κοίταξε έντρομη, και έπειτα άρχισε να τρέχει μακριά της. Όλοι ήξεραν
πως η κυρά Βασιλική δεν έστεκε στα καλά της. Ποιος θα έπαιρνε στα σοβαρά άλλωστε
μια γυναίκα μόνη, δίχως παιδιά και άντρα που ζούσε σε ένα ερημοσπιτο έξω από το
χωριό;

Κανείς....
Για αυτό και ήταν ακόμα ζωντανή φυσικά...

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 1°


by BeYourselfGM
10-12 λεπτά

Λάκκοι. Σήμερα

Τα πόδια του ήταν αρκετά δυνατά . Με μια μόλις κλωτσιά , η πόρτα της
κρεβατοκάμαρας άνοιξε και δίχως άλλη αναμονή, τη πέταξε στο κρεβάτι και
σκαρφάλωσε πάνω της. Τα στήθη της χόρευαν σε ένα τρελό χορό καθώς της έσκιζε τη
μπλούζα και σαν αχόρταγο θηρίο, όρμησε κατασπαραζοντας κάθε τους σπιθαμή.

"Ορέστη μη.. Ίσως πρέπει να περιμένουμε" του είπε λαχανιασμενη μα εκείνος


έδειχνε να μην ακούει. Ήταν μεγάλη η προσμονή άλλωστε. "Ορέστη..."ξαναειπε πιο
μαλακά κι εκείνος σταμάτησε και τη κοίταξε κατάματα. Χαμήλωσε το κεφάλι και
ακούμπησε τα χείλη του στα χείλη της..
"Από μικρό κοριτσάκι σε βλέπω στους κάμπους Μαρία μου... Σαν τη
Παναγιά...Πανέμορφη. Έτρεχες και έβρισκες τρόπους να με προκαλείς από τότε...Δεν
μπορώ να περιμένω άλλο..."

"Μα σε δύο μήνες παντρευόμαστε...Λίγο έμεινε. Άντρας δεν μέ έχει αγγίξει εκτός
από σένα... Ας τηρήσουμε..."

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και ένα βαθύ έντονο φιλί ,της έκοψε εντελώς τη λαλιά.
Κατέβασε το χέρι του στο μπούτι της και ανασηκωσε το φόρεμα της ως τη μέση. Η
Μαρία είχε δίκιο. Η παράδοση ήθελε να γίνει ολοκληρωτικά δική του την ημέρα του
γάμου τους. Μπορεί οι εποχές να άλλαζαν, και το έβλεπαν ξεκάθαρα αυτό κάθε φορά
που κατέβαιναν στα Χανιά, μα για τους Λάκκους , ο χρόνος είχε σταματήσει... Η
παράδοση ήταν ιερή και η τιμή, τιμή δεν είχε. Ο Ορέστης ήξερε πολύ καλά τι
έπρεπε να κάνει μα δεν άντεχε άλλο. Σε κάθε του επίσκεψη πλέον στο πατρικό της
από τη μέρα που τη ζήτησε και επίσημα, ο πόθος του μεγάλωνε, ενώ εχοντας ένα
σπίτι άδειο, αφού οι γονείς της ήταν όλη μερα στα αμπέλια χειροτέρευε τη
κατάσταση.
Ο Ορέστης , ήξερε τη Μαρία από μικρό παιδί. Μαζί μεγάλωσαν. Ελάχιστες
οικογένειες είχαν μείνει στα εδάφη έπειτα από το φονικό του 50' και όσες
έμειναν, είχαν μονάχα μόνο μια πλευρά να επιλέξουν. Αυτή των Φραγκιάδων.

Η Μαρία άρχισε να παραδίνεται στο κάλεσμα της γυναικείας της, άπειρης φύσης και
ανοίγοντας ελαφρά τα πόδια της του έδωσε την άδεια να εισέλθει ολοκληρωτικά
ανάμεσα της.

Αρχισε να ζουλαει με μανία το γυμνό της δέρμα και τα φιλιά του κατέληγαν στο
λαιμό της, υγρά και καυτά.

"Ορέστη...Σ’αγαπάω" του είπε ξεπνοα κι εκείνος πιάνοντας το εσώρουχο της, τη


κοίταξε για ακόμα μια φορά και το τράβηξε προς τα κάτω.

"Κι εγώ σ’αγαπάω μάτια μου...Από πάντα και για πάντα. Μου ανήκεις...δεν αντέχω
άλλο"

Του χάρισε ένα νεύμα συνοδευόμενο από ένα φοβισμένο χαμόγελο για τα όσα ήταν
έτοιμα να συμβούν και αγκάλιασε με τα χέρια της, το κεφάλι του κατεβάζοντας το
στα στήθη της.
"Μη φοβάσαι...Σε προσέχω..."της ψιθύρισε και πέρασε τα δάχτυλα του,πάνω από το
ανέγγιχτο ως τότε, αιδοίο της. Ο αναστεναγμός της, ήταν βαθύς . Οι γυναίκες
έπρεπε πάντοτε να περιμένουν μα όλοι ήξεραν πως οι άντρες , ήταν αντρες.
Ελεύθεροι να ξεσπάσουν τις ορμές τους στα καταγώγια και τα πορνεία των Χανίων.
Έπρεπε να είναι οι έμπειροι θηρευτές. Δεν ήταν λίγοι βέβαια από αυτούς που
αποφάσιζαν να περάσουν αυτό το στάδιο περιμένοντας τη γυναίκα τους μα κανείς από
αυτούς δεν άνηκε στις μεγαλο-οικογενειες. Οι άντρες αυτών των οικογενειών έπρεπε
να είναι δυνατά αρσενικά. Δίχως ανεκπλήρωτες ορμές. Να είναι σκληροί. Ηγέτες...

Λίγο πριν μπει μέσα της, η Μαρία τον σταμάτησε και τον ανάγκασε να τη κοίταξε
για τρίτη φορά
"Μάρτυς μου ο θεός, να γίνω γυναίκα πρότυπο, παιδιά να σου χαρίσω...Μα ορκίσου
μου, εδώ και τώρα, πως αυτά τα χέρια, άλλη γυναίκα δε θα αγγίξουν" του ψιθύρισε
κι εκείνος της χαμογέλασε σφίγγοντας το σαγόνι του.

"Στο ορκίζομαι στη τιμή μου. Κάλιο να τα κόψω , παρά να τα αφήσω άλλη να
ακουμπήσουν" της απάντησε φιλώντας απαλά τα χείλη της και μόλις εκείνη ενέδωσε
στο φιλί και το πάθος φούντωσε, τον ένιωσε να σπάει τα δεσμά της παρθενίας της
και ούρλιαξε...

Αθήνα

"Δεσποινίς Παπά, νομίζω πως η απόφαση έχει ήδη παρθεί. Το δικαστήριο έκρινε τη
πελάτισσα σας ενοχή για φόνο. Δεν μπορούμε να δεχθούμε καμία έφεση. Καθίστε στη
θέση σας πριν φωνάξω την ασφάλεια !"

Ο δικαστής χτύπησε το σφυρί στην έδρα δυνατά και εκείνη κοίταξε τη πελάτισσα
της.

"Δεν πειράζει Αρετή... Προσπαθήσαμε... Σε ευχαριστώ για όλα..." της είπε


βουρκωμενη αυξάνοντας επικίνδυνα τον εκνευρισμό της.

"Πως ειναι δυνατόν να κρίνεται ενοχή μια γυναίκα που υπερασπίστηκε τον εαυτό της
από ένα επικείμενο βιασμό! Δε δέχομαι μια τέτοια απόφαση !" Φώναξε προς το
δικαστή κι εκείνος σηκώθηκε έξαλλος

"Δεσποινίς Παπά!!!! Περάστε έξω από την αίθουσα αμέσως! Η πελάτισσα σας διέπραξε
φόνο!"

"Αυτό είναι το σύστημα σας έτσι; Τόσα χρόνια σαν μαθητευόμενη έχω δει τόσα πολλά
και κάθε φορά, ο βιασμός περνάει στο συρτάρι! Ο ένοχος μπαίνει φυλακή για
κάποιους μήνες και έπειτα είναι ελεύθερος ! Αυτή είναι η δικαιοσύνη σας; " Του
φώναξε χωρίς φόβο και πλησίασε την έδρα του
"Δύο μαχαιριές είχε στα πλευρά της και σώθηκε από θαύμα ... Σώθηκε σκοτώνοντας
ένα τέρας και εσύ της δίνεις 8 χρόνια ;"

"Μα σας παρακαλώ επιτέλους ! Ας την βγάλει κάποιος έξω από την αίθουσα!"
Πετάχτηκε ο εισαγγελέας και εκείνη τον έκαψε με το βλέμμα της.
"Σε ένα ανδροκρατούμενο κράτος, δεν περίμενα τίποτα περισσότερο και τίποτα
λιγότερο. Ως εδώ ! Δε θα με διώξετε! Φεύγω μοναχή μου ! Να πάτε στο διάολο κι
εσείς και οι νομοθεσία σας. Ως εδώ!!!"

Κανένας δε πίστευε στα αυτιά αλλά και στα μάτια του. Η Αρετή Παπά-Ραΐση ήταν
ξακουστή για τις επιτυχίες της μα πρώτη φορά έχανε τον έλεγχο της. Είχε αναλάβει
υποθέσεις κάθε είδους. Για γυναίκες , άντρες παιδιά. Άλλες φορές κέρδιζε άλλες
έχανε μα πάντοτε ήταν σοβαρή, σκληρή στο λόγο της και λακωνική. Έλεγε όσα έπρεπε
να πει. Έδειχνε όσα στοιχεία έπρεπε να φανούν και κέρδιζε όχι μόνο τις δικες μας
και το σεβασμό... Ο φόβος προς τη δικαστική αρχή δεν υπήρχε για εκείνη. Και το
ήξεραν όλοι στο Μέγαρο. Μα ποτέ της δεν ήρθε σε τέτοια αντιπαράθεση με κανένα.

Δίχως να πει λέξη παραπάνω, πλησίασε τη πελάτισσα της που είχε βάλει τα κλάματα
και ζήτησε από τους φρουρούς να κάνουν ένα βήμα πίσω για να τους δώσουν λίγα
δευτερόλεπτα .

"Συγχώρεσε με..." Είπε προς τη νεαρή γυναίκα που καθόταν στη θέση της
κατηγορουμένης. "Σκατα τα έκανα έτσι; Ανάθεμα !!! Και με το παιδί ; Πως θα
αφήσουμε το παιδί χωρίς τη μάνα του Κατερίνα ;" Αποκρίθηκε λυπημένη .

Αυτό που κανένας δεν ήξερε στο συγκεκριμένο δικαστήριο, ήταν πως η πελάτισσα της
δεν απλά μια πελάτισσα. Ήταν η παιδική της φίλη. Μια γυναίκα που δούλευε δύο
δουλειές τη μέρα για να βγάλει πέρα και η Αρετή πάντοτε τη βοηθούσε. Κρατούσε
μέχρι και τη κόρη της όταν ο χρόνος της το επέτρεπε αφού οι γονείς της Κατερίνας
δεν ήθελαν αυτό το εγγόνι.

"Μην ανησυχείς... Προσπαθήσαμε. Θα μιλήσω στη μάνα μου. Το παιδί θα είναι


καλά... Θα περάσουν τα χρόνια Αρετή. Και ίσως με καλή διαγωγή..."
"Βγεις στα 3..." Τη συμπλήρωσε θλιμμένη.

"Ακριβώς... Κακώς ξεσπασες. Κατέστρεψες τη φήμη σου. Δεν ..."

"Με συγχωρείτε, ο χρόνος τελείωσε. Δεσποινίς Παπά μπορείτε να αποχωρήσετε. Η


συνεδρίαση έλαβε τέλος. Φρουροί !" Ο πρόεδρος διέκοψε τα λόγια της Κατερίνας που
σηκώθηκε αμέσως μόλις πλησίασαν οι δεσμοφύλακες. Από την άλλη η Αρετή, βλέποντας
την αποτυχία ζωγραφισμένη τριγύρω της, άρπαξε τη τσάντα της, έβγαλε το φουλαρι
που φορούσε στο λαιμό και έφυγε από την αίθουσα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα παραπανω. Ήταν ήδη η τρίτη φορά που έκαναν έφεση για αθώωση και δεν
υπήρχε άλλη...

"Το παιδί θα το προσέχουμε εμείς..." Μια γυναικεία φωνή και ένα σταμάτησα έξω
από την αίθουσα ,την έκαναν να γυρίσει. Ήταν η μάνα της Κατερίνας..
"Λυπαμαι...για όλα. Από εδώ και πέρα θα γίνω βράχος στη κόρη μου αλλά και το
εγγόνι μου. Ήδη ενημέρωσα την επιμελήτρια πως αναλαμβάνω... Πες της ότι λυπάμαι
Αρετή... Ποτέ δεν ήμουν πλάι στο παιδί μου...του το χρωστώ" της είπε και δίχως
παραπάνω λόγια , γύρισε τη πλάτη της και έφυγε.

*******

Μπήκε στο διαμέρισμα , πέταξε τα παπούτσια της και κοπανησε τη πόρτα δυνατά πίσω
της.

"Ει ει!!! Τι έγινε;"

"Μάριε παρατα με!" Απάντησε κόβοντας του τη φορά και εκείνος αναστεναξε
ενοχλημένος.

"Χάσατε τη δίκη έτσι ;"

"Σου είπα παράτα με. Δεν έχω όρεξη. Μάζεψε τα πράγματα σου , ντύσου και πήγαινε
σπίτι σου σε παρακαλώ . Θέλω να μείνω μόνη..."

Στα λόγια της το πρόσωπο του αγριεψε.


Κατανοούσε εν μέρη τον εκνευρισμό της μα στον ένα χρόνο που ήταν μαζί , πρώτη
φορά τον έδιωχνε από το σπίτι. Είχε γίνει ρουτίνα τους. Αν και πάντοτε την
προσκαλούσε στο δικό του, εκείνη δε πήγαινε ποτέ και προτιμούσε εκείνον στα δικά
της λημέρια. Ένιωθε πιο ασφαλής και του το είχε ξεκαθαρίσει εξ αρχής.

Με ένα βήμα βρέθηκε μπροστά της. Την έπιασε από τα μπράτσα και τη κόλλησε στο
τοίχο. Ήταν αρκετά μυώδης για τα κυβικά της μα ήξερε πως είχε στα χέρια του ένα
αληθινό θηρίο οπότε κινήθηκε προσεκτικά..

"Δέχθηκες αυτό το γαμημενο το δαχτυλίδι που έχεις στο δάχτυλο και με διώχνεις ;"
της είπε επιδεικτικά

Η Αρετή όμως, ήταν σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και το τελευταίο πράγμα που
ήθελε ήταν να μιλήσει για το γάμο . Έβγαλε το δαχτυλίδι, τον κοίταξε και του το
έδωσε πίσω.

"Τελειώσαμε τότε... Και τώρα φύγε!"

Ο Μάριος δε πίστευε στα αυτιά του. Μα ήξερε πως όλα αυτά ήταν ίσως η αντίδραση
και ο πόνος που ένιωσε ξέροντας πως στάθηκε ανάξια να κρατήσει τη φίλη της έξω
από τη φυλακή.

"Είσαι εκνευρισμένη..." είπε πιο μαλακά αυτή φορά και έκανε ένα βήμα πίσω,
φόρεσε ένα από τα μπλουζάκια που είχε πεταμένο στη καρέκλα και έπειτα τα
παπούτσια του. "Φεύγω... Ίσως για λίγες μέρες σου κάνει καλό να μείνεις
μόνη..."αποκρίθηκε λυπημένος ενώ εκείνη έστεκε ανέκφραστη και το κοιτούσε. Ο
Μάριος πλησίασε, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και τη κοίταξε
"Σ'αγαπαω... Και εσύ μ'αγαπας και το ξέρω. Θα σου δώσω το χρόνο που
χρειάζεσαι... Κι όταν είσαι έτοιμη έλα να με βρεις. Ήθελα απλά να μείνω να σε
στηρίξω. Όμως το καταλαβαίνω... Εντάξει ;" θέλοντας και μη βουρκωσε. "Μη
κλαίς... Όλα θα πάνε καλά. Θα το δεις..." Η Αρετή τον αγκάλιασε και εκείνος
έκανε να φύγει μα σταμάτησε .

"Α! Πριν το ξεχάσω... Ήρθε αυτό για σένα σήμερα το πρωί ... Από τη Κρήτη" της
είπε δείχνοντας της ένα φάκελο πάνω στο τραπέζι, και έφυγε δίχως άλλη
κουβέντα...

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 2° - Page 4


by BeYourselfGM
10-13 λεπτά

Αθήνα

Σηκώθηκε με μάτια πρησμένα. Η Αρετή δεν ήταν άνθρωπος περίεργος . Ήταν αρκετά
προσεκτική και πάνω από όλα φρόντιζε να λειτουργεί με καθαρό μυαλό κάτι που δεν
είχε κάνει τη προηγούμενη μέρα. Ο Μάριος δεν την ενόχλησε όλο το βράδυ κι εκείνη
μετά τη έξοδο του από το διαμέρισμα της, κλείστηκε στο δωμάτιο και έμεινε εκεί
όλη μέρα. Έκανε ένα ντουζ, φόρεσε τα αθλητικά της και κίνησε για τη κουζίνα . Ο
καφές ειδικά ο πρωινός ,ήταν για εκείνη ότι πιο σημαντικό υπήρχε στη ρουτίνα
της.

Πήρε ένα χάπι για το πονοκέφαλο, έβαλε τη μηχανή του εσπρέσσο μπρος και σαν
γύρισε προς το τραπέζι , αντίκρυσε το φάκελο που της είχε δείξει ο Μάριος τη
προηγούμενη μέρα. Ήταν τόσο πιεσμένη ψυχολογικά που ούτε έδωσε σημασία στα
λεγόμενα του.

"Αυτό τι είναι πάλι..." μουρμουρισε σιγανα πιάνοντας το φάκελο. Ο αποστολέας


έλεγε πως ήταν ένας συμβολαιογράφος από τα Χανιά κι εκείνη άνοιξε το φάκελο
νιώθοντας έντονη περιέργεια ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή της.

"Δεσποινίς Αρετή, Παπά-Ραΐση. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ,πως έπειτα από αρκετή
έρευνα για να σας εντοπίσω τα κατάφερα . Ονομάζομαι Εμμανουήλ Κατζακης .
Συμβολαιογράφος με έδρα τα Χανιά.
Εφόσον κανένας από την οικογένεια σας δεν υπάρχει να αναλάβει τη περιουσία των
Ραΐσιδων , κρινεστε η νόμιμη κληρονόμος . Συνολικά υπάρχουν 3 οικίες, χωράφια
αλλά και ένα αποστακτήριο οινοποιείας. Ο δήμος Χανίων αναζήτησε κάποιον από την
οικογένεια μα δεν κατάφερε να βρει κανένα. Η νομοθεσία άλλαξε και αν δεν τα
διεκδικήσει πλέον κάποιος, θα περάσουν στο κράτος σύντομα. Για κάθε παραπάνω
διευκρίνιση παρακαλώ καλέστε με...."

Το γράμμα έπεσε από τα χέρια , η καφετέρια ούρλιαζε πίσω της κι εκείνη έστεκε
παγωμένη σαν άγαλμα...

"Οικογένεια; Κρήτη...;"ψέλλισε αδυνατώντας να πιστέψει όσα είχε μόλις διαβάσει.


Έχοντας χάσει τους γονείς της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα λίγα χρόνια πριν, και
ξέροντας πως δεν υπήρχε κάποια άλλη οικογένεια εκτός από του πατέρα της, με τους
οποίους δεν είχαν επαφές , ένιωσε να χάνεται. Όταν ο πατέρας της γνώρισε τη μάνα
της, εκείνη δούλευε σαν καθαρίστρια κι εκείνος ήταν ένας απλός εργάτης. Οι
γονείς του δε δέχθηκαν τη μάνα της κι εκείνος τους έκανε πέρα.
Από την άλλη πλευρά, η μητέρα της είχε μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο. Κάτι που
καθιστούσε ακόμα δυσκολότερη την ανεύρεση πληροφοριών. Αν και στο παρελθόν ,
πριν πεθάνουν , είχε προσπαθήσει να του πείσει να ψάξουν για τους βιολογικούς
γονείς της μητέρας της, εκείνοι αρνήθηκαν λέγοντας της πως και οι δύο ήταν από
το εξωτερικό.

Έκλεισε το μάτι της κουζίνας, σήκωσε το γράμμα και κάθισε στη καρέκλα.

"Δεν είναι δυνατόν ..." Αποκρίθηκε διαβάζοντας το για δεύτερη φορά. Έριξε το
βλέμμα της στο τηλέφωνο που υπήρχε γραμμένο στις πληροφορίες για το συγκεκριμένο
συμβολαιογράφο και άρπαξε το κινητό της. Ξεκίνησε να πληκτρολογεί τον αριθμό μα
πριν τελειώσει και πατήσει το κουμπί, εκείνο άρχισε να χτυπά. Από τον αριθμό και
μόνο αναγνώρισε πως η κλήση προερχόταν από κάποιο γραφείο εντός του Δικαστικού
μεγάρου.
Συνοφρυωθηκε ξέροντας πως δεν ήταν για καλό και πάτησε απόρριψη. Δε χωρούσε
αμφιβολία πως επρόκειτο για τη διαγραφή της από το δικηγορικό σύλλογο μετά από
όσα είχαν προηγηθεί μα δεν είχε το κουράγιο να το ακούσει. Σκόπευε ούτως ή άλλως
να παραδώσει τη παραίτηση της και θα το έκανε πριν τη διώξουν εκείνοι.

Άφησε το γράμμα πάνω στο τραπέζι δίχως να καλέσει το συμβολαιογράφο και σέρβιρε
στον εαυτό της μια κούπα καφέ. Άρχισε να σκέφτεται πως ίσως επρόκειτο για κάποιο
λάθος. Πως ίσως έγινε κάποιο μπέρδεμα στα χαρτιά. Στα αρχεία...

Το κινητό της χτύπησε ξανά και αυτή τη φορά το σήκωσε ασυναίσθητα όντας
απορροφημένη από τις σκέψεις της.

"Με ακούτε ; Δεσποινίς Ραΐση; Παρακαλώ ;" Έφτασε στα αυτιά της μια φωνή

"Ναι. Η ίδια. Με συγχωρείτε. Ποιος είναι στη γραμμή ;"

"Σας καλώ από το αστυνομικό τμήμα . Ήθελα να σας ενημερώσω από χθες μα δυστυχώς
προέκυψε ένα θέμα στην υπηρεσία και δεν πρόλαβα"

"Δεν πειράζει. Περί τίνος πρόκειται παρακαλώ;"

"Τα νέα μάλλον δεν έφτασαν υποθέτω ή δεν ανοίξατε τη τηλεόραση"

Η Αρετή ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και ξεροκαταπιε

"Τι συμβαίνει;" Ρώτησε χωρίς πολλά πολλά

"Λυπάμαι , μα επειδή είστε η μοναδική δηλωμένη συγγενής της δεσποινίς Κατερίνας


Καλπάκη, είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας αναφέρω πως κατά τη μεταφορά τους στις
γυναικείες φυλακές , το λεωφορείο ανατράπηκε ..."

Ο χρόνος σταμάτησε...
Τα μάτια της βουρκωσαν...
Η ψυχή της σκίστηκε στα δύο και το τηλέφωνο της έπεσε από το χέρι..

Ενιωσε στο λαιμό της, την ενοχή να τη πνίγει και τη στεναχώρια να γίνεται πέπλο
στη καρδιά ενώ τα μάτια της κόρης της Κατερίνας, εμφανίστηκαν σαν πραγματικοί
δικαστές και την έκαψαν ολοκληρωτικά...

Έβγαλε για δεύτερη φορά τη βέρα από το δάχτυλο της , την άφησε πάνω στο τραπέζι
και έφυγε τρέχοντας προς το δωμάτιο. Έβγαλε μια μεγάλη βαλίτσα, πήρε όλα όσα
χρειαζόταν και δίχως να αφήσει το μυαλό να αναλύσει περισσότερο τη κατάσταση,
βροντηξε τη πόρτα πίσω της και έφυγε...

**********

Λάκκοι. Κρήτη

"Θέλω να ξέρω πόσους ακριβώς άντρες θα στείλουμε στα Χανιά για να κανονίσω και
τα αμπέλια πατέρα . Δε μπορώ να τα αφήσω απροστάτευτα" αποκρίθηκε ο Ορέστης κι
εκείνος γέλασε. "Γιατί γελάς; Τόσο αστείο είναι;"παραξενεύτηκε εμεσως

"Άκου γιε μου... Όταν γνώρισα τη μάνα σου, ήμουν μικρός ακόμα. Τη διεκδίκησα και
την έκανα δική μου ...Και δεν το μετάνιωσα λεπτό. Κοίταξε γύρω σου τι χτίσαμε
και τι καταφέραμε με τα χρόνια..."

"Δεν σε καταλαβαίνω πατέρα "

"Να τη τιμήσεις τη Μαρία... Η σχέση σου μαζί της μου θυμίζει τον εαυτό μου. Σε
λίγο θα έχουμε γάμο . Θα κάψουμε όλο το χωριό με το γλέντι. Όλα πρέπει να πάνε
κατά γράμμα..."

"Μα πατέρα, τα ξέρω όλα αυτά. Γιατί μου τα λες ;" Ρώτησε απορημένος.

"Στα λέω γιατί είσαι σαν άγριο άτι... Τριγυρίζεις ακόμα σε εκείνα φαράγγια
πιστεύοντας πως θα βρεις κάποιο φάντασμα των Ραΐσιδων να εκτελέσεις.. δεν
υπάρχει κανείς πια στη γύρω χώρα γιε μου. Τα χωράφια μας είναι από μόνα τους
προστατευμένα. Έχουμε πάνω από δέκα χρόνια να ακούσουμε για την εμφάνιση κάποιου
καταραμένου από δαυτούς και δεν νομίζω να έμεινε και κανείς. Μα κι αν
έμεινε...θα τρέχει μια ζωή κυνηγημένος στα βουνά. Για αυτό ηρέμησε. Όλα θα
γίνουν . Σύντομα θα γίνεις σύζυγος. Θα έχεις το δικό σου σπιτικό με τους δικούς
σου κανόνες. Τη δική σου γη. Δε θα επιτρέψω θα ασχοληθείς άλλο με αυτά εν όψη
του γάμου σου .." ο πατέρας του έκανε μια παύση, γύρισε προς το γραφείο, άνοιξε
το συρτάρι και έβγαλε από μέσα μια μικρή μονοκανη καραμπίνα. "ΜΑ ΚΙ ΑΝ ΠΟΤΕ ΤΑ
ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΔΟΥΝΕ ΡΑΙΙΙ
ΣΗ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥΣ, ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΘΑ ΚΑΘΑΡΙΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ.
ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΕΡΙΑ ΘΑ ΒΑΦΤΟΎΝ ΜΕ ΑΊΜΑ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ;" τελείωσε ανεβάζοντας λίγο το
τόνο του και ο Ορέστης ετριξε το σαγόνι. Καιρό τώρα όλοι του λέγανε να ασχοληθεί
με το γάμο και μόνο και είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νευρα. Ήταν από τους
άντρες που ήξερε πολύ καλά να ξεχωρίζει κάθε περίσταση και αντιμετωπίζοντας τον,
σαν "γαμπρό" τον εξόργιζε. Γνώριζε πολύ καλά τα έθιμα του τόπου του, μα εκτός
από αυτά, γνώριζε ακόμα καλύτερα εκείνα τα φαράγγια. Κάθε σπιθαμή γης . Κάθε
κρυψώνα. Κάθε μήνα σχεδόν οργάνωνε εφόδους στις μικρές τριγύρω σπηλιές μόνο και
μόνο για να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

Πάραυτα , ο σεβασμός που έτρεφε προς το πατέρα του ήταν τεράστιος.

"Άκουσε τον Ορέστη...για το καλό σου τα λέει..." πήρε θέση ο Στυλιανός ενώ ο
Μιχάλης , σαν πιο μικρός έμεινε σιωπηλός. "Ας κάνουμε λιγάκι σαματα και μετά θα
δούμε πως θα κινηθούμε. Μη ξεχνάς πως όλοι είμαστε σε συνεχή επιφυλακή" του είπε

"Στυλιανέ πάψε...Σέβομαι το πατέρα μου, σέβομαι κι εσένα σαν αδερφό μου μα δε


καταλαβαίνετε... Αυτή είναι η ζωή μου! Αυτός είμαι. Αυτός θα είμαι. Μεγάλωσα σε
τούτα δω τα χώματα με σκοπό να ξεκληρισω όλη αυτή τη καταραμένη οικογένεια. Δε
θα γίνω ένας "φυγάς" εν όψη κανενός γάμου!" Δήλωσε σοβαρός και έπειτα κοίταξε το
πατέρα του. "Δώσε μου την ευχή σου, και άσε με να διαβώ το δρόμο που ξέρω..."
Ζήτησε κοιτάζοντας τον βαθιά μέσα στα μάτια

"Ας είναι..." αποκρίθηκε τεντώνοντας το κεφάλι προς τα πάνω από περηφάνεια.


Μπορεί να προέτρεψε τον Ορέστη να σταματήσει το "κυνήγι" για λίγο, μα ήξερε καλά
πως το αίμα που κουβαλούσε ήταν αρκετά βαρύ στις φλέβες του, ενώ βλέποντας τον
να τιμάει μέσω αυτού κάθε νεκρό που έπεσε από χέρι Ραΐση, ένιωσε περήφανος.
"Φέρτε τη ρακί! " Συνέχισε αμέσως μετά "Το άτι μου δεν παίρνει από λόγια !"

Οι άντρες των Φραγκιάδων, σπάνια γελούσαν... Κι όμως αυτοί οι τέσσερις ,


αλληλοκοιταχθηκαν, γέλασαν και ήπιαν στο όνομα της τιμής...

Δύο ημέρες αργότερα...

Το καράβι πήρε θέση στο λιμάνι των Χανίων κι εκείνη κρατώντας σφιχτά τη βαλίτσα
της, βγήκε στο κατάστρωμα και αντίκρυσε τη θάλασσα . Κάτι στο χρώμα της ήταν
διαφορετικό...έμοιαζε ποιο ανέγγιχτη. Πιο βαθιά. Πιο άγρια...

Ο Μάριος προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της μα εκείνη έπειτα από αρκετή σκέψη
, του αφησε ένα μήνυμα εξηγώντας του πως δεν ήταν έτοιμη ούτε για γάμο αλλά ούτε
και για τίποτα, ζήτησε συγνώμη, του είπε πως είχε ήδη φύγει για να ηρεμήσει και
έκτοτε έκλεισε το κινητό της.

Είχε αποφασίσει να φύγει για Κρήτη όταν βρέθηκε να περπατά για ώρες με τη
βαλίτσα της στο κέντρο της Αθήνας . Όταν έκλεισε πίσω της τη πόρτα του σπιτιού
της το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί... Και τελικά, αυτή ήταν η τέλεια
ευκαιρία. Λάθος η μη, πήρε το ρίσκο και μαζί με αυτό το πρώτο πλοίο για τα
Χανιά...

Ξεκίνησε να περπατά κοιτάζοντας γύρω της τους υπόλοιπους επιβάτες ώσπου κατέβηκε
από το πλοίο. Δεν ήταν γυναίκα που φοβόταν το άγνωστο. Μα τούτη τη φορά, έχοντας
τόσα πολλά συναισθήματα να χορεύουν μέσα της, δεν ήξερε τι ήταν σωστό η λάθος.

"Τουρίστρια ;" Άκουσε μια φωνή πίσω της και γυρίζοντας , είδε ένα τύπο γύρω στα
65, να κάθεται πάνω στο καπό εντός αυτοκινήτου. Βέβαια η όψη του, δεν έδειχνε
τόσο φιλική όσο ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα πριν.

"Όχι" απάντησε βλέποντας πως ήταν οδηγός ταξί . "Ήρθα μόνιμα. Ξέρετε μήπως
κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά ;" Ρώτησε μα ο άντρας συνέχισε να τη κοίτα
παγωμένος. "Κύριε ;" Ξαναειπε μα βλέποντας πως δεν ανταποκρίνεται , έβρισε
χαμηλά ,πήρε τη βαλίτσα της και συνέχισε να περπατά.

"Μέγας είσαι κύριε..." Ψέλλισε τρομαγμένος όταν εκείνη είχε απομακρυνθεί πια.
"Είναι ολόιδια ...Κάνε θεέ μου, να είναι σύμπτωση...Κάνε γιατί ειδάλλως θα πάρει
φωτιά ολάκερη η Κρήτη..."

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 2° - Page 4


Αθήνα

Σηκώθηκε με μάτια πρησμένα. Η Αρετή δεν ήταν άνθρωπος περίεργος . Ήταν αρκετά
προσεκτική και πάνω από όλα φρόντιζε να λειτουργεί με καθαρό μυαλό κάτι που δεν
είχε κάνει τη προηγούμενη μέρα. Ο Μάριος δεν την ενόχλησε όλο το βράδυ κι εκείνη
μετά τη έξοδο του από το διαμέρισμα της, κλείστηκε στο δωμάτιο και έμεινε εκεί
όλη μέρα. Έκανε ένα ντουζ, φόρεσε τα αθλητικά της και κίνησε για τη κουζίνα . Ο
καφές ειδικά ο πρωινός ,ήταν για εκείνη ότι πιο σημαντικό υπήρχε στη ρουτίνα
της.

Πήρε ένα χάπι για το πονοκέφαλο, έβαλε τη μηχανή του εσπρέσσο μπρος και σαν
γύρισε προς το τραπέζι , αντίκρυσε το φάκελο που της είχε δείξει ο Μάριος τη
προηγούμενη μέρα. Ήταν τόσο πιεσμένη ψυχολογικά που ούτε έδωσε σημασία στα
λεγόμενα του.
"Αυτό τι είναι πάλι..." μουρμουρισε σιγανα πιάνοντας το φάκελο. Ο αποστολέας
έλεγε πως ήταν ένας συμβολαιογράφος από τα Χανιά κι εκείνη άνοιξε το φάκελο
νιώθοντας έντονη περιέργεια ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή της.

"Δεσποινίς Αρετή, Παπά-Ραΐση. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ,πως έπειτα από αρκετή
έρευνα για να σας εντοπίσω τα κατάφερα . Ονομάζομαι Εμμανουήλ Κατζακης .
Συμβολαιογράφος με έδρα τα Χανιά.
Εφόσον κανένας από την οικογένεια σας δεν υπάρχει να αναλάβει τη περιουσία των
Ραΐσιδων , κρινεστε η νόμιμη κληρονόμος . Συνολικά υπάρχουν 3 οικίες, χωράφια
αλλά και ένα αποστακτήριο οινοποιείας. Ο δήμος Χανίων αναζήτησε κάποιον από την
οικογένεια μα δεν κατάφερε να βρει κανένα. Η νομοθεσία άλλαξε και αν δεν τα
διεκδικήσει πλέον κάποιος, θα περάσουν στο κράτος σύντομα. Για κάθε παραπάνω
διευκρίνιση παρακαλώ καλέστε με...."

Το γράμμα έπεσε από τα χέρια , η καφετέρια ούρλιαζε πίσω της κι εκείνη έστεκε
παγωμένη σαν άγαλμα...

"Οικογένεια; Κρήτη...;"ψέλλισε αδυνατώντας να πιστέψει όσα είχε μόλις διαβάσει.


Έχοντας χάσει τους γονείς της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα λίγα χρόνια πριν, και
ξέροντας πως δεν υπήρχε κάποια άλλη οικογένεια εκτός από του πατέρα της, με τους
οποίους δεν είχαν επαφές , ένιωσε να χάνεται. Όταν ο πατέρας της γνώρισε τη μάνα
της, εκείνη δούλευε σαν καθαρίστρια κι εκείνος ήταν ένας απλός εργάτης. Οι
γονείς του δε δέχθηκαν τη μάνα της κι εκείνος τους έκανε πέρα.
Από την άλλη πλευρά, η μητέρα της είχε μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο. Κάτι που
καθιστούσε ακόμα δυσκολότερη την ανεύρεση πληροφοριών. Αν και στο παρελθόν ,
πριν πεθάνουν , είχε προσπαθήσει να του πείσει να ψάξουν για τους βιολογικούς
γονείς της μητέρας της, εκείνοι αρνήθηκαν λέγοντας της πως και οι δύο ήταν από
το εξωτερικό.

Έκλεισε το μάτι της κουζίνας, σήκωσε το γράμμα και κάθισε στη καρέκλα.

"Δεν είναι δυνατόν ..." Αποκρίθηκε διαβάζοντας το για δεύτερη φορά. Έριξε το
βλέμμα της στο τηλέφωνο που υπήρχε γραμμένο στις πληροφορίες για το συγκεκριμένο
συμβολαιογράφο και άρπαξε το κινητό της. Ξεκίνησε να πληκτρολογεί τον αριθμό μα
πριν τελειώσει και πατήσει το κουμπί, εκείνο άρχισε να χτυπά. Από τον αριθμό και
μόνο αναγνώρισε πως η κλήση προερχόταν από κάποιο γραφείο εντός του Δικαστικού
μεγάρου.
Συνοφρυωθηκε ξέροντας πως δεν ήταν για καλό και πάτησε απόρριψη. Δε χωρούσε
αμφιβολία πως επρόκειτο για τη διαγραφή της από το δικηγορικό σύλλογο μετά από
όσα είχαν προηγηθεί μα δεν είχε το κουράγιο να το ακούσει. Σκόπευε ούτως ή άλλως
να παραδώσει τη παραίτηση της και θα το έκανε πριν τη διώξουν εκείνοι.

Άφησε το γράμμα πάνω στο τραπέζι δίχως να καλέσει το συμβολαιογράφο και σέρβιρε
στον εαυτό της μια κούπα καφέ. Άρχισε να σκέφτεται πως ίσως επρόκειτο για κάποιο
λάθος. Πως ίσως έγινε κάποιο μπέρδεμα στα χαρτιά. Στα αρχεία...

Το κινητό της χτύπησε ξανά και αυτή τη φορά το σήκωσε ασυναίσθητα όντας
απορροφημένη από τις σκέψεις της.

"Με ακούτε ; Δεσποινίς Ραΐση; Παρακαλώ ;" Έφτασε στα αυτιά της μια φωνή

"Ναι. Η ίδια. Με συγχωρείτε. Ποιος είναι στη γραμμή ;"

"Σας καλώ από το αστυνομικό τμήμα . Ήθελα να σας ενημερώσω από χθες μα δυστυχώς
προέκυψε ένα θέμα στην υπηρεσία και δεν πρόλαβα"
"Δεν πειράζει. Περί τίνος πρόκειται παρακαλώ;"

"Τα νέα μάλλον δεν έφτασαν υποθέτω ή δεν ανοίξατε τη τηλεόραση"

Η Αρετή ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και ξεροκαταπιε

"Τι συμβαίνει;" Ρώτησε χωρίς πολλά πολλά

"Λυπάμαι , μα επειδή είστε η μοναδική δηλωμένη συγγενής της δεσποινίς Κατερίνας


Καλπάκη, είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας αναφέρω πως κατά τη μεταφορά τους στις
γυναικείες φυλακές , το λεωφορείο ανατράπηκε ..."

Ο χρόνος σταμάτησε...
Τα μάτια της βουρκωσαν...
Η ψυχή της σκίστηκε στα δύο και το τηλέφωνο της έπεσε από το χέρι..

Ενιωσε στο λαιμό της, την ενοχή να τη πνίγει και τη στεναχώρια να γίνεται πέπλο
στη καρδιά ενώ τα μάτια της κόρης της Κατερίνας, εμφανίστηκαν σαν πραγματικοί
δικαστές και την έκαψαν ολοκληρωτικά...

Έβγαλε για δεύτερη φορά τη βέρα από το δάχτυλο της , την άφησε πάνω στο τραπέζι
και έφυγε τρέχοντας προς το δωμάτιο. Έβγαλε μια μεγάλη βαλίτσα, πήρε όλα όσα
χρειαζόταν και δίχως να αφήσει το μυαλό να αναλύσει περισσότερο τη κατάσταση,
βροντηξε τη πόρτα πίσω της και έφυγε...

**********

Λάκκοι. Κρήτη

"Θέλω να ξέρω πόσους ακριβώς άντρες θα στείλουμε στα Χανιά για να κανονίσω και
τα αμπέλια πατέρα . Δε μπορώ να τα αφήσω απροστάτευτα" αποκρίθηκε ο Ορέστης κι
εκείνος γέλασε. "Γιατί γελάς; Τόσο αστείο είναι;"παραξενεύτηκε εμεσως

"Άκου γιε μου... Όταν γνώρισα τη μάνα σου, ήμουν μικρός ακόμα. Τη διεκδίκησα και
την έκανα δική μου ...Και δεν το μετάνιωσα λεπτό. Κοίταξε γύρω σου τι χτίσαμε
και τι καταφέραμε με τα χρόνια..."

"Δεν σε καταλαβαίνω πατέρα "

"Να τη τιμήσεις τη Μαρία... Η σχέση σου μαζί της μου θυμίζει τον εαυτό μου. Σε
λίγο θα έχουμε γάμο . Θα κάψουμε όλο το χωριό με το γλέντι. Όλα πρέπει να πάνε
κατά γράμμα..."

"Μα πατέρα, τα ξέρω όλα αυτά. Γιατί μου τα λες ;" Ρώτησε απορημένος.

"Στα λέω γιατί είσαι σαν άγριο άτι... Τριγυρίζεις ακόμα σε εκείνα φαράγγια
πιστεύοντας πως θα βρεις κάποιο φάντασμα των Ραΐσιδων να εκτελέσεις.. δεν
υπάρχει κανείς πια στη γύρω χώρα γιε μου. Τα χωράφια μας είναι από μόνα τους
προστατευμένα. Έχουμε πάνω από δέκα χρόνια να ακούσουμε για την εμφάνιση κάποιου
καταραμένου από δαυτούς και δεν νομίζω να έμεινε και κανείς. Μα κι αν
έμεινε...θα τρέχει μια ζωή κυνηγημένος στα βουνά. Για αυτό ηρέμησε. Όλα θα
γίνουν . Σύντομα θα γίνεις σύζυγος. Θα έχεις το δικό σου σπιτικό με τους δικούς
σου κανόνες. Τη δική σου γη. Δε θα επιτρέψω θα ασχοληθείς άλλο με αυτά εν όψη
του γάμου σου .." ο πατέρας του έκανε μια παύση, γύρισε προς το γραφείο, άνοιξε
το συρτάρι και έβγαλε από μέσα μια μικρή μονοκανη καραμπίνα. "ΜΑ ΚΙ ΑΝ ΠΟΤΕ ΤΑ
ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΔΟΥΝΕ ΡΑΙΙΙ
ΣΗ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥΣ, ΕΓΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΘΑ ΚΑΘΑΡΙΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ.
ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΕΡΙΑ ΘΑ ΒΑΦΤΟΎΝ ΜΕ ΑΊΜΑ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ;" τελείωσε ανεβάζοντας λίγο το
τόνο του και ο Ορέστης ετριξε το σαγόνι. Καιρό τώρα όλοι του λέγανε να ασχοληθεί
με το γάμο και μόνο και είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νευρα. Ήταν από τους
άντρες που ήξερε πολύ καλά να ξεχωρίζει κάθε περίσταση και αντιμετωπίζοντας τον,
σαν "γαμπρό" τον εξόργιζε. Γνώριζε πολύ καλά τα έθιμα του τόπου του, μα εκτός
από αυτά, γνώριζε ακόμα καλύτερα εκείνα τα φαράγγια. Κάθε σπιθαμή γης . Κάθε
κρυψώνα. Κάθε μήνα σχεδόν οργάνωνε εφόδους στις μικρές τριγύρω σπηλιές μόνο και
μόνο για να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

Πάραυτα , ο σεβασμός που έτρεφε προς το πατέρα του ήταν τεράστιος.

"Άκουσε τον Ορέστη...για το καλό σου τα λέει..." πήρε θέση ο Στυλιανός ενώ ο
Μιχάλης , σαν πιο μικρός έμεινε σιωπηλός. "Ας κάνουμε λιγάκι σαματα και μετά θα
δούμε πως θα κινηθούμε. Μη ξεχνάς πως όλοι είμαστε σε συνεχή επιφυλακή" του είπε

"Στυλιανέ πάψε...Σέβομαι το πατέρα μου, σέβομαι κι εσένα σαν αδερφό μου μα δε


καταλαβαίνετε... Αυτή είναι η ζωή μου! Αυτός είμαι. Αυτός θα είμαι. Μεγάλωσα σε
τούτα δω τα χώματα με σκοπό να ξεκληρισω όλη αυτή τη καταραμένη οικογένεια. Δε
θα γίνω ένας "φυγάς" εν όψη κανενός γάμου!" Δήλωσε σοβαρός και έπειτα κοίταξε το
πατέρα του. "Δώσε μου την ευχή σου, και άσε με να διαβώ το δρόμο που ξέρω..."
Ζήτησε κοιτάζοντας τον βαθιά μέσα στα μάτια

"Ας είναι..." αποκρίθηκε τεντώνοντας το κεφάλι προς τα πάνω από περηφάνεια.


Μπορεί να προέτρεψε τον Ορέστη να σταματήσει το "κυνήγι" για λίγο, μα ήξερε καλά
πως το αίμα που κουβαλούσε ήταν αρκετά βαρύ στις φλέβες του, ενώ βλέποντας τον
να τιμάει μέσω αυτού κάθε νεκρό που έπεσε από χέρι Ραΐση, ένιωσε περήφανος.
"Φέρτε τη ρακί! " Συνέχισε αμέσως μετά "Το άτι μου δεν παίρνει από λόγια !"

Οι άντρες των Φραγκιάδων, σπάνια γελούσαν... Κι όμως αυτοί οι τέσσερις ,


αλληλοκοιταχθηκαν, γέλασαν και ήπιαν στο όνομα της τιμής...

Δύο ημέρες αργότερα...

Το καράβι πήρε θέση στο λιμάνι των Χανίων κι εκείνη κρατώντας σφιχτά τη βαλίτσα
της, βγήκε στο κατάστρωμα και αντίκρυσε τη θάλασσα . Κάτι στο χρώμα της ήταν
διαφορετικό...έμοιαζε ποιο ανέγγιχτη. Πιο βαθιά. Πιο άγρια...

Ο Μάριος προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της μα εκείνη έπειτα από αρκετή σκέψη
, του αφησε ένα μήνυμα εξηγώντας του πως δεν ήταν έτοιμη ούτε για γάμο αλλά ούτε
και για τίποτα, ζήτησε συγνώμη, του είπε πως είχε ήδη φύγει για να ηρεμήσει και
έκτοτε έκλεισε το κινητό της.

Είχε αποφασίσει να φύγει για Κρήτη όταν βρέθηκε να περπατά για ώρες με τη
βαλίτσα της στο κέντρο της Αθήνας . Όταν έκλεισε πίσω της τη πόρτα του σπιτιού
της το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί... Και τελικά, αυτή ήταν η τέλεια
ευκαιρία. Λάθος η μη, πήρε το ρίσκο και μαζί με αυτό το πρώτο πλοίο για τα
Χανιά...

Ξεκίνησε να περπατά κοιτάζοντας γύρω της τους υπόλοιπους επιβάτες ώσπου κατέβηκε
από το πλοίο. Δεν ήταν γυναίκα που φοβόταν το άγνωστο. Μα τούτη τη φορά, έχοντας
τόσα πολλά συναισθήματα να χορεύουν μέσα της, δεν ήξερε τι ήταν σωστό η λάθος.

"Τουρίστρια ;" Άκουσε μια φωνή πίσω της και γυρίζοντας , είδε ένα τύπο γύρω στα
65, να κάθεται πάνω στο καπό εντός αυτοκινήτου. Βέβαια η όψη του, δεν έδειχνε
τόσο φιλική όσο ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα πριν.

"Όχι" απάντησε βλέποντας πως ήταν οδηγός ταξί . "Ήρθα μόνιμα. Ξέρετε μήπως
κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά ;" Ρώτησε μα ο άντρας συνέχισε να τη κοίτα
παγωμένος. "Κύριε ;" Ξαναειπε μα βλέποντας πως δεν ανταποκρίνεται , έβρισε
χαμηλά ,πήρε τη βαλίτσα της και συνέχισε να περπατά.

"Μέγας είσαι κύριε..." Ψέλλισε τρομαγμένος όταν εκείνη είχε απομακρυνθεί πια.
"Είναι ολόιδια ...Κάνε θεέ μου, να είναι σύμπτωση...Κάνε γιατί ειδάλλως θα πάρει
φωτιά ολάκερη η Κρήτη..."

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 3° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό της και αναστεναξε. "Αυτός ο
Φραγκιάς, δεν είναι σαν τους άλλους κόρη μου... Είσαι σίγουρη ; Δε θέλω να σε δω
στα μαύρα σε λίγα χρόνια..." Θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της όταν τους
ανακοίνωσε πως ο Ορέστης θα πάει να τη ζητήσει. "Είναι καλός. Σωστός και τίμιος,
μα είναι άγριος . Δεν έχει σταματημό. Αν καταφέρει να εντοπίσει έστω και ίχνος
Ραΐση θα γίνει φονικό..."

Η Μαρία κούνησε το κεφάλι για να διώξει κάθε κακή σκέψη και ντύθηκε. Δεν τόλμησε
ούτε στις φίλες της να πει πως δεν περίμεναν μέχρι το γάμο. Πως θα τολμούσε
άλλωστε ; Όσο δεμένες και να ήταν, κάθε μια από αυτές φύλαγε τη παρθενιά της για
τον άντρα της. Όλες είχαν ήδη παντρευτεί κι εκείνη έμεινε τελευταία...
Η Μαρία ,ήταν η πιο μεγάλη στη παρέα, όλες όμως ήξεραν το λόγο που δεν είχε
παντρευτεί νωρίτερα...Δεν υπήρχε άνθρωπος σε κείνο το χωριό που να μη γνώριζε
πως ήταν η "γυναίκα" του μεγάλου Φραγκιά. Έχοντας 6 χρόνια διαφορά με τον
Ορέστη, ο οποίος είχε πατήσει τα 35, τον περίμενε καρτερικά μέχρι να νιώσει
έτοιμος. Συνήθως οι γάμοι γινόντουσαν γρήγορα στο χωριό. Τα κορτσουδια
παντρεύονταν από τα 20 και κάθε μία από αυτές ήταν "σταμπαρισμενη" από το
γαμπρό. Αυτό βοηθούσε ώστε να αποφεύγονται και οι παρεξηγήσεις...

Ο Ορέστης όμως, είχε βαρύ φορτίο στη πλατη του. Ο πατέρας του είχε μείνει
ανάπηρος τα τελευταία 12 χρόνια και εκείνος ανέλαβε σχεδόν τα πάντα σαν
μεγαλύτερος. Αν και ήταν συνολικά 4 αδέρφια, τρεις άντρες και μια γυναίκα,
εκείνος ήταν ο καταλληλότερος. Όχι μόνο σαν μεγαλύτερος μα και σαν πιο δυνατός.
Ένα βλέμμα του ήταν αρκετό για εξηγήσει όσα ήθελε να πει χωρίς να βγάλει λέξη. Η
Μαρία από παιδί τον είχε ερωτευτεί. Προσπαθούσε να βρει τρόπο μεγαλώνοντας να
τον πλησιάσει μα κι εκείνος δε πήγαινε πίσω. Η ομορφιά της, μεγάλη για να της
αντισταθεί. Άπαξ και την είδαν πάνω στο άλογο μαζί του, η μοίρα της είχε
σφραγιστεί...

"Ακόμα έτσι είσαι; Άντε κορίτσι μου, ετοιμάσου! Θα έρθουν οι φίλες σου σε λίγο.
Θα πάτε στα Χανιά για τις ετοιμασίες το ξέχασες;" η μάνα της μπήκε στο δωμάτιο
και μόλις την είδε έτρεξε στη στην αγκαλιά της.

"Δε θέλω να μου πάθει τίποτα μάνα... Θα τρελαθώ" αποκρίθηκε θλιμμένη έχοντας στο
μυαλό της όλη την ιστορία τους .

"Σσς... Τίποτα δε θα πάθει κόρη μου. Με συγχωρείς αν είπα κάτι που σε πείραξε
στο παρελθόν. Ο Ορέστης σε αγαπάει όσο τίποτα. 7 χρόνια τώρα σε γυροφερνει. Από
τότε που ήσουν μικρό παιδί σε έβαλε στο μάτι. Ίσως τελικά άξιζε η αναμονή. Μη
σκέφτεσαι τίποτα άλλο... Ξέρει τι κάνει πλέον. Είναι ολόκληρος άντρας. Όλα θα
πάνε καλά..." Έσπευσε να τη καθησυχάσει .
"Το ξέρω μάνα...απλώς μερικές φορές..."

"Σσς..."της είπε ξανά "Όλα θα πάνε καλά...και μη ξεχνάς πως θα ενωθουμε με τη


πιο δυνατή οικογένεια της Κρήτης. Κανένας δε θα αφήσει να συμβεί το παραμικρό.
Θα ζήσεις μια όμορφη ζωή...θα δεις..." Χαισεδεψε απαλά το κεφάλι της και η Μαρία
αναστεναξε

"Μακάρι μάνα...μακάρι. Γιατί τώρα, νιώθω ακόμα πιο φοβισμένη ύστερα από..."
Ξάφνου σταμάτησε. Η μάνα της τη κοίταξε και την απομάκρυνε από την αγκαλιά της.

"Ύστερα από τι Μαρία;" Ρώτησε αλλάζοντας εντελώς το τόνο της φωνής της και η
κόρη της τη κοίταξε τρομαγμένη "Του δοθηκες;!" Φώναξε σχεδόν μη πιστεύοντας στα
ίδια της τα λόγια και η Μαρία έτρεξε και έκλεισε τη πόρτα για να μην ακούσει
τίποτα ο πατέρας της.

"Τρελάθηκες μάνα; Τι είναι αυτά που λες;!"

"Εγώ τρελάθηκα; Ελπίζω να κρατήσεις τον εαυτό σου ..." Συνέχισε απογοητευμένη
και σηκώθηκε. "Άντρας που παίρνει όσο η γυναίκα αρνείται να του δώσει πριν βάλει
στεφάνι...όσο τίμιος κι αν είναι..."

"Πάψε μάνα ! Σε παρακαλώ. Ο Ορέστης δεν είναι τέτοιος ! Και όχι ! Δεν του έδωσα
τίποτα..." Η Μαρία έκανε μια παύση και πήγε προς τη πόρτα. "Άφησε με να ντυθώ σε
παρακαλώ..." Ζήτησε λυπημένη και η μάνα της σηκώθηκε από το κρεβάτι.

"Έυχομαι να μη με βγάλεις ψεύτρα..." άφησε τα τελευταία της λόγια σαν κατάρα στα
αυτιά της κόρης της και έφυγε από το δωμάτιο με κατεβασμένο το κεφάλι...

Είχε πάει απόγευμα. Το ραντεβού με το συμβολαιογράφο είχε οριστεί στις 7 και


είχε μια ολόκληρη ώρα μπροστά της να βγει στα στενά των Χανίων και να περπατήσει
στη πόλη μα δεν ήταν σίγουρη. Ξεκουράστηκε, έφαγε και άρχισε να αισθάνεται πως
το δωμάτιο την έπνιγε ώσπου αποφάσισε εν τέλει να βγει και να κάνει εκείνη τη
βόλτα.

Κατεβηκε στην είσοδο, ενημέρωσε πως θα ήταν έξω και βγήκε στο δρόμο. Ήταν τόσο
γραφικά... Ζώντας στην Αθήνα όλη τη ζωή της δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να
μυρίσει έστω και τη θάλασσα. Την αληθινή θάλασσα. Όχι εκείνη που μύριζε
πετρέλαιο. Ντυμένη στα μαύρα , χωρίς όρεξη άρχισε να περπατά στα πλακόστρωτα
σοκάκια παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω της. Αντιλήφθηκε αρκετά γρήγορα πως
είχε ξεχάσει να ζει ... Τα τελευταία χρόνια ήταν τόσο προσηλωμένη στη δουλειά
της που ξέχασε να νιώθει φυσιολογική..

Πήρε μια βαθιά βαθιά αναπνοή και στρίβοντας δεξιά σε ένα στενό για να κόψει
δρόμο και να βγει στο γραφείο του συμβολαιογράφου, βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι
που δε το είχε ο χάρτης μπροστά της.

"Πως γίνεται κάποιος να χάνεται έχοντας στα χέρια χάρτη;" αποκρίθηκε


απογοητευμένη ώσπου είδε ένα δάχτυλο να ξεπροβάλει πάνω στο χάρτη . Σήκωσε το
βλέμμα μα ο ήλιος τη δυσκόλεψε.

"Τον κρατάς ανάποδα" άκουσε μια βαριά αντρική φωνή και έβρισε από μέσα της. Πως
ήταν δυνατόν να ήταν τόσο μα τόσο ηλίθια ... Αναρωτήθηκε βάζοντας το χέρι στο
κούτελο για να βλέπει καλύτερα. Ο άντρας , είχε μελαμψό δέρμα, αρρενωπά
χαρακτηριστικά και μάτια πράσινα σαν σμαράγδια. Αντικειμενικά, είχε πάνω του μια
εξωτική ομορφιά. "Λαλιά δεν έχεις ; Η μήπως εσείς οι τουρίστριες δεν ξέρετε να
λέτε ευχαριστώ; γιατί σίγουρα, Ελληνίδα είσαι. Δε μοιάζεις με ξένη.." της είπε
κι εκείνη τον κοίταξε για πρώτη φορά σοβαρή.
"Ωραίους τρόπους έχετε στα μέρη σας ! Την ειρωνεία τη περάσατε για τσίχλα;" Του
απάντησε και δίνοντας του μια σπρωξια, τον παραμέρισε και κίνησε να φύγει μα δεν
έφυγε ποτέ. Ο άντρας την γραπωσε από το μπράτσο και τη γύρισε προς το μέρος του.

"Συνήθως δε δίνω σημασία σε καμία τσούχτρα όταν κατεβαίνω στα Χανιά. Μα εσύ..."

"Στυλιανέ! Τελειώσαμε ! Τι διάολο κανείς εκεί ; Έλα!"

Μια ανδρική φωνή διέκοψε το λόγο του κι εκείνος τη κοίταξε ξανά.

"Δεν τελειώσαμε μικρή τουρίστρια ..." της είπε χαμογελαστός.

"Εκτός από εριστικός ,είσαι και μαλακας..." Του απάντησε κι εκείνος γέλασε.

"Η γλώσσα σου πάει ροδάνι. Αν ήξερες ποιος είμαι, θα προσεχές πως μου
μιλας..Αθηναία είσαι;"

"ΡΕ ΣΤΥΛΙΑΝΕ!!! " Ακούστηκε ακόμα πιο δυνατά η ίδια φωνή

"Έρχομαι !!!" Φώναξε για να τον ακούσει ο άντρας που τον καλούσε και γύρισε ξανά
προς το μέρος της "Μαρεσεις μικρή τουρίστρια...ίσως ξανα ανταμώσουν οι δρόμοι
μας..."της ψιθύρισε χαμογελαστός και κλείνοντας της το μάτι, γύρισε τη πλάτη του
και έφυγε.

Η καρδιά της για κάποιο λόγο χτυπούσε σαν τρελή , ενώ το άρωμα του , είχε
απλωθεί ολόκληρο πάνω της σαν μια αόρατη αύρα...

"Σε πείραξε ο Φραγκιάς ; Μη σκας κορίτσι μου" μια γριά που καθόταν σε ένα
σκαμνάκι έξω από ένα μαγαζάκι με αναμνηστικά την ανάγκασε να γυρίσει προς το
μέρος της "Αυτοί οι άντρες νομίζουν πως τους ανήκουν ακόμα και τα Χανιά..."
συνέχισε και η Αρετή τη κοίταξε περίεργα ... "Το κακό θα ήταν να σε έβαζε στο
μάτι ένας από δαυτους. Οπότε τραβά το δρόμο σου κόρη μου. Κάνε τις διακοπές σου
και απόλαυσε τη πόλη μας " η γριά της χαμογέλασε και η Αρετή ένιωσε ακόμα πιο
περίεργα.

Ψέλλισε ένα άηχο σχεδόν ευχαριστώ και αντιλαμβανόμενη πως η ώρα είχε ήδη πάει 7
παρά πέντε, άρχισε να περπατά γοργά προς το προορισμό της...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 5° - Page 5


by BeYourselfGM
12-15 λεπτά

Το γραφείο μύριζε σαν νοσοκομείο. Η κοπέλα που εκτελούσε χρέη γραμματέα τη


κοιτούσε σχεδόν όλη την ώρα και η Αρετή άρχισε να χάνει την υπομονή της. Είχε
πάει εφτά και τέταρτο , έτρεξε για να φτάσει στην ώρα της και ακόμα δεν την είχε
δεχτεί ο συμβολαιογράφος.

"Σε δύο λεπτακια τελειώνει τη δουλειά του. Συγνώμη για τη καθυστέρηση δεσποινίς
Παπά, το προηγούμενο ραντεβού κράτησε λιγάκι περισσότερο από το αναμενόμενο"
έσπευσε να της εξηγήσει η γραμματέας βλέποντας τη να δυσανασχετεί.

"Καταλαβαίνω . Ευχαριστώ για την ενημέρωση " απάντησε ήρεμη και άφησε τις
σκέψεις της να ταξιδέψουν σε εκείνο τον άγνωστο άντρα. Πόσο θράσος και πόση
αυτοπεποίθηση μπορεί να είχε κάποιος ; αναρωτήθηκε μα σκεπτόμενη τον ίδιο της
τον εαυτό, χαμογέλασε ύστερα από αρκετές μέρες.

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε, ένας μικροσκοπικός άντρας βγήκε από μέσα
συνοδευόμενος από μια γυναίκα την οποία και ξεπροβόδισε προς την έξοδο. Ήταν
κοντός, αδύνατος και το πρόσωπο του έδειχνε αρκετά γερασμένο.

"Δεσποινίς Παπά - Ραΐση , σωστά ;" Της απεύθυνε το λόγο τονίζοντας το δεύτερο
επίθετο της κι εκείνη σηκώθηκε.

"Η ίδια. Όπως σας εξήγησα στο τηλέφωνο αποφάσισα να έρθω αυτοπροσώπως για να
μάθω αν επρόκειτο για κάποιο λάθος η όχι"
Ο άντρας χαμογέλασε και τη κοίταξε καλά καλά ...

"Εμείς οι παλιοί, βλέπουμε με άλλα μάτια δεσποινίς. Οι νέοι , δεν ξέρουν πολλά
για τα οποία έχουμε εμείς γνώση. Κι αν κρίνω από το παρουσιαστικό σας, νομίζω
πως βρίσκεστε στο σωστό γραφείο, τη σωστή στιγμή" ο άντρας έκανε μια παύση κι
εκείνη σήκωσε το φρύδι ανεπαίσθητα.

"Τι εννοείτε;" Ρώτησε περίεργα

"Όλα στην ώρα τους. Ελάτε παρακαλώ. Ήρθε η ώρα να σας εξηγήσω κάποια πράγματα"

Η Αρετή κράτησε το ύφος σοβαρό και τον ακολούθησε. Το γραφείο του ήταν τεράστιο.
Γεμάτο με βιβλιοθήκες απ'άκρη σ'άκρη. Τοίχο δεν έβλεπες σχεδόν πουθενά ενώ πάνω
στο γραφείο επικρατούσε η απόλυτη σύγχυση. Μια σύγχυση που ερχόταν σε
αντιπαράθεση με τη τακτοποιημένη εικόνα των βιβλίων του. Χαρτιά πεταμένα ,
στυλό και μολύβια παντού . Ένα πληκτρολόγιο υπολογιστή θαμμένο κυριολεκτικά κάτω
από στοίβες εγγράφων...

"Καθίστε παρακαλώ και συγνώμη για την ακαταστασία. Έχω αρκετή δουλειά της
τελευταίες μέρες... Να... Κάπου εδώ είναι ο φάκελος σας...μμμμμ μισό λεπτό" ο
άντρας σηκώθηκε άνοιξε ένα συρτάρι , έκλεισε ένα άλλο , επέστρεψε στο γραφείο,
έψαξε ώσπου επιτέλους βρήκε ένα μαύρο φάκελο. Μάζεψε μονομιάς όλα τα χαρτιά από
πάνω καθαρίζοντας το βιαστικά και εναπόθεσε στη καθαρή πλέον επιφάνεια το
φάκελο.

"Λοιπόν, όπως σας είπα, ονομάζομαι Εμμανουήλ Κατζακης. Συνήθως δεν αναλαμβάνω
πλέον περιουσιακά μα βλέπετε ο Δήμος έχει αλλάξει και πλέον κάποια ακίνητα αν
δεν υπάρχει εν ζωή κάποιος δικαιούχος περνάνε σε αυτόν" ξεκίνησε να της λέει

"Πως με βρήκατε; Πως είστε σίγουρος πως είμαι η γυναίκα που ψάχνετε; Ένα επίθετο
δεν καθορίζει μια οικογένεια και από όσο ξέρω..."

"Ωωω δεσποινίς... Πιστέψτε με πως το δικό σας επίθετο δε το έχουν πολλοί. εκτός
αυτού αν θέλετε να σας πω τη πλήρη αλήθεια, ήμουν έτοιμος να κάνω τα χαρτιά για
να παραχωρήσω τη περιουσία στο κράτος όταν ξαφνικά έλαβα ένα ανώνυμο γράμμα που
με πληροφορούσε για τη παρουσία σας..."

Η Αρετή τον κοίταξε έκπληκτη

"Γράμμα; Από εδώ; Για μένα; Ποιος με ξέρει εμένα; Η μάνα μου...."

"Συγνώμη που σας διακόπτω αλλά όπως καταλαβαίνετε έκανα μια σχετική έρευνα. Η
μητέρα σας είχε καταγωγή από τη Κρήτη. Και συγκεκριμένα από τους Λάκκους. Η
μητέρα της από όσο ξέρω την έδωσε όταν ήταν μικρή και εξαφανίστηκε. Υποθέτω πως
οι γονείς που την ανέλαβαν δεν την ήθελαν εν τέλει και έτσι κατέληξε στο
ορφανοτροφείο. Μη ξεχνάτε πως ήταν δύσκολες εποχές δεσποινίς Ραΐση..."

"Παπά!" Τον διόρθωσε ευθύς αμέσως αν και συγκλονισμένη και ο συμβολαιογράφος


χαμογέλασε.

"Παπά, λοιπόν... ;Αν και το Ραΐση, που είναι το επίθετο της μητέρας σας, σας
ταιριάζει γάντι ομολογώ. Ξέρετε μοιάζετε υπερβολικά στη γιαγιά σας..."

Η Αρετή έσμιξε τα φρύδια της και περίμενε χωρίς να τον διακόψει...

Ο συμβολαιογράφος της εξήγησε πως επειδή έμενε στα Χανιά χρόνια, δεν είχε
κάποιες πληροφορίες παραπάνω για την οικογένεια που υπήρχε κάποτε στο χωριό. Την
είπε πως όλοι είχαν πεθάνει ενώ μερικοί είχαν φύγει από τη Κρήτη όταν ήρθε η
φτώχεια και δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες όλων αυτών των κτιρίων.
Κανένας δεν αγόραζε εκείνη τη περίοδο ειδικά σε ένα απομακρυσμένο χωριό μέσα στα
φαράγγια οπότε όλοι έφυγαν για ένα καλύτερο μέλλον και η οικογένειά σαν όνομα
έτεινε να εκλείψει χωρίς αρσενικό για να πάρει τα ηνία.

Όταν τον ρώτησε πώς είναι δυνατόν να την αναγνώρισε αφού δεν έμενε ο ίδιος στο
χωριό και δεν έζησε εκείνη την εποχή, της εξήγησε πως χρόνια πριν, όταν σαν
οικογένεια είχαν λεφτά, δώρισαν στα Χανιά μια βιβλιοθήκη γεμάτη με την ιστορία
της Κρήτης. Και συγκεκριμένα , μέσα σε αυτή, υπήρχε ένα παλιό κάδρο της γιαγιάς
της ακόμα κρεμασμένο.

Ο συμβολαιογράφος της εξήγησε πως δε χρειάζεται να πάει καν στο χωριό. Ο δήμος
είχε τις πράξεις ιδιοκτησίας από τα ακίνητα και εκείνη απλά θα μπορούσε είτε να
τα παραχωρήσει στο κράτος είτε να τα πουλήσει αν ήθελε χωρίς να έχει επαφή.
Εκτός αυτού, της εξήγησε πως είναι ο καλύτερος και πιο γρήγορος τρόπος. Μηδέν
ταλαιπωρία. Εύκολα χρήματα . Μηδέν φόροι , στη περίπτωση που τα κρατούσε.

Επειδή τα κτήρια ήταν από εκείνα τα παλιά πέτρινα αρχοντικά , της εξήγησε πως
δύσκολα θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε ένα από αυτά αφού όλα ήθελαν ανακαίνιση
εξ ολοκλήρου και το κόστος θα ηταν τεράστιο. Εκτός αυτού, πλέον δεν υπήρχαν
κάτοικοι στο χωριό εκτός από ένα παπά που φρόντιζε την εκκλησία και κάτι
ξεχασμένους παππούδες.

Δυστυχώς όμως για εκείνον, τίποτα από αυτά δεν την έπεισε να υπογράψει τα
έγγραφα που είχε ήδη ετοιμάσει εκείνος νωρίτερα για την εκποίηση της περιουσίας.
Αντί αυτού, εκείνη του ζήτησε να της δώσει τους τίτλους και πως θα χρειαστεί
λίγο χρόνο να το σκεφτεί. Τον ενημέρωσε πως θα έμενε στα Χανιά και πως θα τον
έπαιρνε τηλέφωνο όταν αποφάσιζε . Ο χρόνος ήταν αρκετός για να σκεφτεί. Είχε
μπροστά της ένα ολόκληρο μήνα πριν τη τελική προθεσμία για την αποδοχή της
κληρονομιάς ή τη παράδοση της.

"Σας ευχαριστώ για τις πληροφορίες..." Του είπε δίνοντας του το χέρι κι εκείνος
τη κοίταξε ήρεμος..

"Δουλειά μου είναι δεσποινίς Ραΐση...Εμ... Παπά εννοώ, με συγχωρείτε. Θα σας


δώσω μια συμβουλή σαν να ήσασταν κόρη μου... Δεν αξίζει να κρατήσετε κάτι από
όλα αυτά. Με αυτά τα χρήματα θα μπορέσετε να πάρετε ένα όμορφο σπίτι όπου θέλετε
κοντά στο πολιτισμό. Φανταστείτε πως δεν υπάρχει καν εύκολος τρόπος πρόσβασης
για εκείνο το ερημοχωρι... Προτείνω να δεχτείτε τη πρόταση, και να φύγετε από
δω... Δεν είναι μέρος αυτό για μια νέα κοπέλα σας εσάς..."

Η Αρετή έμεινε έκπληκτη για ακόμα μια φορά με την αρνητική του στάση σχετικά με
τη περιουσία.
Μα δεν ήταν μόνο η στάση του... Κάθε φορά που τον ρωτούσε πληροφορίες σχετικά με
την οικογένειά της, μια οικογένεια που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε, εκείνος της
έλεγε πως δεν ξέρει και πολλά. Πως απλά όσα μέλη έμειναν απλά έφυγαν και πως οι
περισσότεροι ήταν παππούδες οπότε και πέθαναν.

"Μάλιστα.. θα λάβω υπόψιν τα λόγια σας κύριε Κατζακη και σύντομα θα έχετε νέα
μου. Ευχαριστώ για το χρόνο σας..."

Έδωσαν τα χέρια, της παρέδωσε τα χαρτιά και τους τίτλους ιδιοκτησίας και δίχως
άλλο, έφυγε από το γραφείο.

"Γαμωτο..! Πως πέρασε έτσι ώρα. Έπρεπε να επιστρέψω στο ξενοδοχείο πριν της 11"
μονολογησε σκεπτόμενη τη πολιτική του ξενοδοχείου και κρατώντας σφιχτά τα
έγγραφα σαν φυλαχτό, ξεκίνησε να περπατά βιαστική...

Ένιωθε τόσο μπερδεμένη. Περπατούσε και το μυαλό της ήταν στα χαμένα. Πως ήταν
δυνατόν να μην είχε γνώση η μητέρα της για κάτι τέτοιο ; Αναρωτιόταν συνεχώς.
Και ποιος ήταν εκείνος που έστειλε ανώνυμο γράμμα με τα στοιχεία της αν κανένας
δεν ήξερε για εκεινη; Τίποτα δεν έβγαζε άκρη σε αυτή την υπόθεση. Τίποτα...

Έφτασε στο ξενοδοχείο γεμάτη σκέψεις .


Ίσως τελικά αυτός ο συμβολαιογράφος να είχε δίκιο. Τι δουλειά είχε μια γυναίκα
της πόλης σε ένα χωριό χωρίς κατοίκους; Από την άλλη όμως...κάτι στη καρδιά της
άρχισε να τη καίει. Ήθελε να βρει τις ρίζες της... Να μάθει γιατί κάποιος θα
έφευγε και θα άφηνε πίσω του μια τέτοια περιουσία. Δεν ήταν χαζή... Ειδικά σε
περίπτωση φτώχειας η πείνας ξεπουλας ότι έχεις και δεν έχεις...δε τα αφήνεις
πίσω...

Ύστερα από αρκετή αναζήτηση έφτασε στο ξενοδοχείο της. Εξήγησε στους υπαλλήλους
και ανέβηκε στο δωμάτιο της . Μπήκε μέσα, ξεντυθηκε και έπεσε στο κρεβάτι με το
κεφάλι της έτοιμο να σπάσει... Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στο Μάριο μα τι να του
έλεγε ύστερα από το τρόπο που έφυγε.

"Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα Αρετή..." Είπε εν τέλει στον εαυτό της και
έσβησε τα φώτα ...

****************

"Καλημέρα. Θα ήθελα παρακαλώ να προπληρωσω το δωμάτιο για μια εβδομάδα μα σήμερα


ίσως δε μείνω εδώ" είπε στη κοπέλα της ρεσεψιόν κι εκείνη τη κοίταξε χαμογελαστή

"Δεν πειράζει κυρία Παπά, ξέρετε νομίζαμε πως είστε τουρίστρια και συγνώμη για
τη ταλαιπωρία χθες μα έχουμε σαν πολιτική την επιστροφή πριν της 11. Θα σας
κρατήσω το δωμάτιο και μπορείτε να κάνετε της δουλειές σας..." Η κοπέλα έριξε
ένα βλέμμα στη βαλίτσα της και έπειτα σε εκείνη "Μήπως θέλετε κάποιο ταξί; Βλέπω
πως πήρατε και τη βαλίτσα σας μαζί..." Ρώτησε ευγενικά

Η Αρετή το καλοσκεφτηκε και θεώρησε πως θα ήταν καλή ιδέα από το να βγει μόνη
της και να ψάξει

"Βασικά θα το ήθελα . Θα γλιτώσω αρκετή ταλαιπωρία. Σας ευχαριστώ"


"Πολύ ωραία. Που θα θέλατε να πάτε;"

"Στους Λάκκους" της απάντησε και η κοπέλα τη κοίταξε σοβαρή. Έπειτα γέλασε και
μετά τη ρώτησε ξανά που θα ήθελε να πάει. "Μα σας είπα ήδη..." Συνέχισε
ενοχλημένη

"Με συγχωρείτε μα.. μόνο οι κάτοικοι του χωριού πάνε εκεί. Εννοώ...δεν είναι
τουριστικό μέρος. Δεν έχει ξενοδοχείο να μείνετε...αν με καταλαβαίνετε"

"Κάτοικοι;" Ρώτησε παραξενεμένη

"Ναι δεσποινίς... Γιατί σας φαίνεται περίεργο; Τέλος πάντων. Υπάρχει μια γραμμή
από τα λεωφορεία που πάει μια φορά την εβδομάδα στο χωριό. Οι υπόλοιποι έρχονται
εδώ με δικά τους μέσα. Ξέρετε ...μέχρι ένα σημείο πάει ο δρόμος. Μετά θα πρέπει
να περπατήσετε... " Όλοι ήξεραν πως για να πας εκεί, σαν ξένος, απλά δεν πας...
Οι Φραγκιάδες είχαν τη δική τους αποθήκη με οχήματα . Πήγαιναν ως τη μέση με τα
άλογα η τις μηχανές και έπειτα άλλαζαν και έπαιρναν αυτοκίνητο. Κανένας ξένος
σχεδόν δεν πατούσε το πόδι του εκεί μα δεν ήξερε με τι τρόπο να της το εξηγήσει.

"Πολύ καλά... Αφήστε το. Θα βρω μόνη μου το λεωφορείο. Ευχαριστώ" της είπε
ξερά , πήρε τη βαλίτσα της και βγήκε έξω. Κάτι στην όλη ατμόσφαιρα γινόταν όλο
και πιο περίεργο με αυτό το χωριό και είχε αρχίσει να την εκνευρίζει.. ήταν όμως
αποφασισμένη. Από την ώρα που ξύπνησε ένιωσε πως το μυαλό της είχε καθαρίσει.
Ήθελε απλά, να πάει να δει το πατρικό της οικογένειας της. Έπειτα σκέφτηκε να
αξιοποιήσει μόνη της και με τα δικα της μάτια τη γη, και να κρίνει αν θα τα
άφηνε όλα η αν θα κρατούσε κάτι... Εκτός αυτού , εκεί ήταν οι ρίζες της... Η
μάνα της γεννήθηκε εκεί...

Κρατώντας σφιχτά τη βαλίτσα και ρωτώντας τους περαστικούς κατάφερε να φτάσει στο
τέρμα των λεωφορείων χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Ένας γέρος άνθρωπος καθόταν σε ένα καρεκλακι στην έκδοση εισητηρίων και φορώντας
ένα ήρεμο χαμόγελο το πλησίασε.

"Καλημέρα σας" είπε τραβώντας τη προσοχή του. "Ένα εισιτήριο θα ήθελα παρακαλώ"

"Καλημέρα κόρη μου. Φυσικά.. Ποια γραμμή θέλεις ;"

"Για τους Λάκκους.." απάντησε και ο παππούς έμεινε να τη κοιτάζει ανέκφραστος...

"Ποια είπαμε πως είσαι;" Τη ρώτησε ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα.

"Έχει σημασία ; Θα ήθελα απλά ένα εισιτήριο"

"Δεν έχω. Συγγνώμη. Έχουν τελειώσει..." ο μπάρμπας έκλεισε το παραθυράκι και


γύρισε από την άλλη.

"Τι διάολο έχουν πάθει όλοι..."μονολογησε εκνευρισμένη και απλώνοντας το χέρι


της χτύπησε το κλειστό τζαμακι.

"Σου είπα κόρη μου, δεν υπάρχουν εισιτήρια. Και να είχα όμως, το λεωφορείο
φεύγει μια φορά την εβδομάδα μόνο με τρόφιμα και ανεφοδιασμό" της εξήγησε και
έκλεισε ξανά το τζαμακι.

Η Αρετή έφτασε στα όρια της.

"Μάλιστα...εντάξει λοιπόν. Αφού η ρημαδα η τύχη δε θέλει να πάω , θα πάω μόνη


μου !" Είπε και έβγαλε από τη τσέπη της μια κάρτα που της έδωσαν στο πλοίο με
ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Δεν είχε ιδέα πως να πάει. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα ήταν
η διαδρομή, δεν είχε καν ιδέα αν ο δρόμος ήταν ανοιχτός, ούτε καν που έπρεπε να
σταματήσει για να συνεχίσει με τα πόδια. Το πείσμα της όμως έπειτα από όλα αυτά
είχε γιγαντωθεί. Η απόφαση είχε παρθεί , και στα επόμενα λεπτά, ήταν ήδη μέσα σε
ένα αυτοκίνητο με τη βαλίτσα της πεταμένη στο πίσω κάθισμα και την ίδια γεμάτη
αυτοπεποίθηση για το τόλμημα της...

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 6° - Page 3


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Το πλακόστρωτο δρομάκι γέμισε χαρούμενες γυναικείες φωνές και γέλια. Ο ήλιος


είχε αρχίσει να δύει και ήξεραν πως σιγά σιγά έπρεπε να μαζευτούν στα σπίτια
τους.

"Ακόμα έξω είστε εσείς ωρέ ;" ένας κύριος με μια λευκή ποδια, βγήκε από το
καφενείο και εκείνες σταμάτησαν χαρούμενες

"Καλησπέρα κυρ Μανώλη. Δε ξέρετε τη μέρα είναι σήμερα ;"τον ρώτησε η μία και
πριν απαντήσει πετάχτηκε μια άλλη

"Σήμερα πήρε την ευχή της κυράς της λίμνης η Μαρία μας ,κυρ Μανώλη" είπε
χαρούμενα ρίχνοντας ένα πονηρο βλέμμα στη μέλλουσα νύφη. Ο παππούς τις κοίταξε
καλά καλά, ετριψε τα μακριά του μουστάκια και σοβαρεψε.

"Ολόκληρες γυναίκες ήντα κάματε στο δάσος τέτοια ώρα; Αυτά είναι παραμύθια και
μύθοι των παλιών. Άιντε γρήγορα στους άντρες σας!" Τις μάλωσε καλοπροαίρετα κι
εκείνες γέλασαν όλες μαζί σαν χορωδία και ξεκίνησαν να περπατούν. Αν και χωριό
με ελάχιστες οικογένειες συγκριτικά με τα άλλα , αρκετοί ήταν ακόμα εκείνοι που
ήθελαν τις γυναίκες μέσα στα σπίτια μετά τη δύση του ηλίου. Βέβαια παλαιότερα,
αυτό ήταν ένα είδος άμυνας και προστασίας μα πλέον, είχε γίνει ρουτίνα για το
χωριό.

Με βάση το έθιμο, η μέλλουσα νύφη , πήγαινε στη λίμνη που ήταν βαθιά χωμένη μέσα
στο δάσος λίγο πριν το φαράγγι, φορούσε ένα λευκό σαρίκι γύρω από το λαιμο της
και συνοδευόμενη από τραγούδια , έπαιρνε την ευχή της Νεράιδας μέχρι το γάμο.
Την ημέρα του γάμου, το έθιμο ήθελε το γαμπρό να βγάζει το λευκό σαρίκι από πάνω
της, και να της φοράει το δικό του. Ένα μαύρο. Με αυτό το τρόπο η γυναίκα
γινόταν επίσημα δική του. Κανένας δεν πειραζε γυναίκα με σαρίκι όταν εκείνες
πήγαιναν στα Χανιά η σε άλλες πόλεις αφού ήξεραν καλά πως ένα τέτοιο έθιμο ,
έπαιρνε χώρα μονάχα σε ένα μέρος της Κρήτης . Στους Λάκκους. Και κανένας δεν
ήθελε να βρεθεί νεκρός από τα χέρια τους.

Τα κορίτσια συνέχισαν να τραγουδούν κατεβαίνοντας το μονοπάτι κάνοντας στάσεις


έξω από τα σπίτια της κάθε μιας. Το έθιμο ήθελε η νύφη να τελειώνει μόνη το
τραγούδι της, φτάνοντας εν τέλει στο πατρικό της χωρίς τη συνοδεία της.
Η Μαρία πήρε τη στροφή μόλις έφυγε από το σπίτι της Σοφίας, της τελευταίας της
φίλης που άφησε και σταμάτησε λίγο πριν καταλήξει στο δικό της.

"Νομίζω σε μυρίζω ύστερα από τόσα χρόνια..." αποκρίθηκε ελαφρώς παιχνιδιάρικα


και δευτερόλεπτα αργότερα ο Ορέστης βγήκε μέσα από τους θάμνους και στάθηκε
μπροστά της. Ο ήλιος είχε δύσει μα τι φως δεν είχε ακόμα χαθεί εντελώς..

"Τόσο όμορφη..." Της είπε σιγανα πλησιάζοντας τη. Σήκωσε το χέρι του στο λαιμό
της, άγγιξε το λευκό σαρίκι και γέλασε πονηρά..."Μέρες τώρα έπρεπε να σου περάσω
το δικό μου..." Ο τόνος του ήταν άκρως πονηρός και δίχως άλλο, την άρπαξε από τα
μπράτσα μαλακά και την κόλλησε στο πέτρινο τοίχο.

"Είσαι τρελός ; Θα μας δει κανένας και δε θα μας γλιτώσει ούτε ο θεός ο
ίδιος !!" Εσκουξε εκείνη κλείνοντας γρήγορα γρήγορα τα κουμπιά που πρόλαβε και
της άνοιξε.

"Μου έλειψες ..." μουγκρισε σαν ζώο και χώθηκε βαθιά μέσα στο λαιμό της.

"Ορέστη φύγε! Πρέπει να πάω σπίτι. Να αλλάξω. Στέγνωσαν πάνω μου τα ρούχα από τη
λίμνη... " παρά την άρνηση στη φωνή της , το πρόσωπο της είχε μια εντελώς πονηρή
έκφραση. Σαν να τον προκαλούσε μα παράλληλα να τον έδιωχνε. Δεν είχε άδικο η
μάνα της και παρά τα όσα έγιναν, στο βάθος του μυαλού της ο φόβος τρύπωσε σαν
αγκάθι. Ήξερε πως ο λόγος και η τιμή του, δεν σηκώναν αμφισβήτηση μα και πάλι,
ήθελε να τον κρατήσει στην αναμονή. Του έδωσε να δοκιμάσει το μήλο μα δε θα του
το έδινε όλο...
"Φύγε θα μας δουν ..." ξαναειπε σιγανα κι εκείνος μάζεψε τον εαυτό του , της
χαμογέλασε και της χάιδεψε το μάγουλο.

"Αν πιστεύεις πως κράτησα μαζί σου τις ορμές μου χρόνια τώρα και πλέον δεν
αντέχω είσαι γελασμενη μικρή μάγισσα..." Της απάντησε πονηρά και τη φίλησε απαλά
στα χείλη "Δεν βλέπω την ώρα Μαρία ... Θέλω να τελειώσει αυτό το πανηγύρι και να
ζήσουμε μια καθημερινότητα στα δικά μας εδάφη"

"Πανηγύρι; Πως τολμάς να αποκαλείς το γάμο μας..." Απόρησε ενοχλημένη μα ήξερε


πως έπρεπε να κρατήσει χαμηλό τόνο. Ο άντρας αποφασίζει η γυναίκα ακολουθεί ως
επί το πλείστον.
Ή έτσι είχαν να λένε στο χωριό για να πετύχει ένας γάμος... "Με συγχωρείς..."
συνέχισε βλέποντας τον να τη κοιτάζει σοβαρός. "Δεν ήθελα να ανεβάσω τη φωνή
μου... Απλώς..."

Ο Ορέστης αναστεναξε , της έδωσε ένα φιλί στα χείλη και απομακρύνθηκε.

"Θα σε δω αύριο στα κτήματα Μαρία...Πήγαινε να ξεκουραστείς "

"Ορέστη περίμενε !! Δεν ήθελα να..." είπε παίρνοντας τον στο κατόπι "Δεν ήθελα
να σε απογοητεύσω με τα λόγια μου..." Συνέχισε τρυφερά και πιάνοντας το χέρι
του, το εναπόθεσε πάνω στο στήθος της. Σηκώθηκε ελαφρά στις μύτες των ποδιών
της, και άρχισε να τον φιλά στα χείλη. Μα εκείνος δεν έκανε κίνηση. Ούτε
ακολούθησε το φιλί της. Ούτε άφησε το χέρι του στο κορμί της.

"Δεν είναι ώρα ...Σου είπα πήγαινε να ξεκουραστείς!" επέμεινε εκείνος και
πιάνοντας τη από τα μπράτσα την απομάκρυνε από πάνω του. "Σ'αγαπαω Μαρία... Μα
πρέπει να καταλάβεις πως δεν αλλάζει η ζωή μας με ένα γάμο. Είμαι αυτός που
είμαι. Δεν μπορώ να γίνω ένας απλός άντρας που κάνει τις δουλειές του σπιτιού.
Κι αν έχεις μέσα στο μυαλό σου τέτοιες βλέψεις, καλύτερα να τις βγάλεις..."

Δίχως να το καταλάβει, τον "πάτησε" πάνω σε μια ευαίσθητη χορδή. Ο Ορέστης είχε
κουραστεί ... Βαρέθηκε να του λένε όλοι πως έπρεπε να ζήσει μια ήρεμη όμορφη ζωή
. Δεν ήταν λίγοι στο χωριό αυτοί που του έλεγαν πως η νέα γενιά πρέπει να
αλλάξει τρόπο ζωής κι αυτό, του την έδινε στα νευρα. Ναι, ήταν άντρας με τιμή
στις παραδόσεις μα η δική του οπτική για τις παραδόσεις ήταν εντελώς διαφορετικη
από αρκετών στο περίγυρο του και ήθελε η γυναίκα του να συμμερίζεται τα πιστεύω
του.

Η Μαρία κατέβασε το κεφάλι της...

"Δεν έχω τέτοιες βλέψεις... Σε αγάπησα για αυτό που είσαι Ορέστη. Όχι για
κάποιον που θα ήθελα να είσαι..." Του είπε καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν έγινε
σωστά και θέλοντας να διορθώσει τη κατάσταση .

"Το ξέρω... Με συγχωρείς" απάντησε σοβαρός. "Και τώρα τραβα μέσα για θα
κρυώσεις..." είπε και δίνοντας της ένα φιλί, απομακρύνθηκε και έφυγε βιαστικά...

Γρυλιζε σαν αγρίμι πίσω απ' το τιμόνι του αυτοκινήτου από τα νεύρα της. Με τα
χέρια κολλημένα επάνω του κοιτούσε δεξιά και αριστερά μήπως καταφέρει να βρει
κάποιο δρόμο αλλά τίποτα. Δεν υπήρχαν λάμπες και το φως από τα φώτα του
αυτοκινήτου,ήταν λιγοστό .
Αν και είχε το χάρτη συνεχώς ανοιχτό, πήρε ένα χωματόδρομο που την οδήγησε
βαθιά μέσα στο δάσος και το αμάξι δεν έκανε πλέον βήμα. Ούτε μπρος ούτε πίσω...

Ο ήλιος είχε χαθεί εντελώς πλέον και προς κακή της τύχη, η θέρμανση από το
ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο δεν δούλευε. Η Αρετή δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες
θερμοκρασίες την άνοιξη και για εκείνη, το δροσερό αεράκι που έβλεπαν οι
κάτοικοι έμοιαζε με πολικό ψύχος.

Πάτησε μια φωνή , χτύπησε το τιμόνι και βγήκε από το αμάξι.

"Ωραία... Υποθέτω, κάπου εδώ περπατάμε. Μα πού στο καλό να πάω μέσα στη μαύρη
νύχτα ! Ανάθεμα! Ανάθεμα! ανάθεμα !!!" Κλώτσησε τις ρόδες του αυτοκινήτου ώσπου
σταμάτησε. Παρατήρησε πως τις τελευταίες μέρες είχε χάσει εντελώς την
αυτοσυγκράτηση της. Από το δικαστήριο και μετέπειτα, δεν μπορούσε να συγκρατήσει
κανένα της συναίσθημα ενώ κάθε λίγο και λιγάκι είχε ξεσπάσματα θυμού.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ηρέμησε.

"Καλύτερα να μπω στο αμάξι πριν με φάει καμία αρκούδα και συνεχίζω αύριο..."
Άνοιξε τη βαλίτσα , έβγαλε τη ζακέτα της και κάθισε στο κάθισμα. Τυλίχθηκε καλά
καλά και το χαμήλωσε ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί.
"Μια νύχτα είναι... Θα περάσει" καθησύχασε τον εαυτό της και έκλεισε τα μάτια
της...

**************

"Τι εννοείς πως είδατε τα φώτα από ένα αμάξι στη χαράδρα ; Πως διάολο έφτασε
εκεί και ποιανού είναι;" φώναξε βγάζοντας το όπλο του "Το πολύ σε δέκα λεπτά να
είστε εδώ. Βρείτε πέρασμα ελεύθερο και μην καθυστερήσει κανένας. Όποιος θέλει να
μπει στο χωριό είναι άνθρωπος ανίδεος ή πολύ καλά πληροφορημένος..."

"Εντάξει αδερφε..."

"Και μη ξεχάσετε τα όπλα σας. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα βρεις στα βουνά τα
αξημερωτα. Ο γάμος πλησιάζει και το χωριό έγινε φρουριο. Έγινα κατανοητός;"

"Ναι.. κι αν είναι κανένας που απλά χάθηκε;"

"Πρόβλημα του τότε. Να μην χανόταν. Με ενημερώνεις και φεύγετε.."


"Κατάλαβα..."

"Ωραία . Πηγαίνετε γρήγορα. Και προσοχή μη μάθει κάτι Ορέστης νυχτιατικα και
αρχίσει να θερίζει τα βουνά. Κατανοητό;"

"Ναι. Θα σε πάρω μόλις έχω νέα.."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 7° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Λάκκοι έτος 1896

Σαν μια νεράιδα έτρεχε ανέμελη ντυμένη στα λευκά . Τα μακριά καστανά μαλλιά της
ανέμιζαν, ελεύθερα και στα χέρια κρατούσε μια άδεια κανάτα. Το κορμί της, το
ζήλευε ολόκληρο το χωριό ενώ σε συνδιασμό με την ομορφιά και το ταμπεραμέντο
της, είχε γίνει πόλος έλξης για κάθε σερνικό της γενιάς της.

Έφτασε στη λίμνη και σταμάτησε. Ποτέ δεν πήγαινε στη βρύση για να γεμίσει τη
κανάτα της με νερό. Ξεκινούσε το ταξίδι της μέσα από το δάσος, πέρναγε το
φαράγγι και κατέληγε στα λιμνάζοντα νερά . Για εκείνη ήταν τα πιο αγνά και
καθαρά. Κανένας δεν την ενοχλούσε... Μπορούσε να γεμίσει τη κανάτα της και
έπειτα να απολαύσει το δροσερό νερό. Η Μαριώ , ήταν από τα κορίτσια που η φύση
ήταν η καλύτερη της φίλη. Δεν έμοιαζε με άλλη καμιά. Δεν την ενδιέφερε ο γάμος ,
μήτε τα παιδιά και η οικογένεια. Εκείνη ήταν γεννημένη ελεύθερη. Το μόνο
πρόβλημα ,ήταν πως η καθημερινή της ρουτίνα , λάμβανε χώρα σε "ξένα" εδάφη.. η
συγκεκριμένη λίμνη αν και δεν υπήρχε πουθενά γραμμένο στα χαρτιά , άνηκε στους
Φραγκιάδες.

Γέμισε τη κανάτα της σιγοτραγουδωντας, την εναπόθεσε στο έδαφος και κοιτάζοντας
προσεχτικά τριγύρω της, έβγαλε το φόρεμα της. Ήξερε πως σχεδόν ψυχή δεν πατάει
σε εκείνη τη λίμνη εκτός από την ίδια αλλά και πάλι ήταν προσεκτική. Διπλωσε
όμορφα το βαμβακερό της φόρεμα, έβαλε πάνω του το μαχαίρι που πάντοτε κουβαλούσε
και ξεκίνησε τα περπατά προς το νερό. Δεν είχε σκοπό να σκοτώσει κανένα φυσικά,
μα ήταν αρχή των Ραΐσιδων... Γυναίκα μόνη έξω χωρίς μαχαίρι, δεν έβγαινε από το
σπίτι.

Παλιότερα οι εποχές δεν ήταν τόσο άσχημες. Έπειτα από τη βεντέτα όμως που
ξέσπασε στο χωριό ανάμεσα στην οικογένεια της και στους Φραγκιάδες , όλοι ήταν
προσεκτικοί. Ποτέ κανένας δεν της εξήγησε γιατί άρχισαν όλα και γιατί υπήρχε
τόσο έντονο μίσος ανάμεσα σε δύο οικογένειες που κάποτε ήταν ενωμένες. Ήξερε πως
η αδερφή της προ-γιαγιας της, ήταν παντρεμένη με ένα Φραγκιά. Και δεν ήταν η
μόνη...
Οι δύο οικογένειες είχαν ενωθεί και κυριαρχούσαν σε ολάκερη την επικράτεια. Από
τα Χανιά ως την Αγιά Ρούμελη, άκουγαν το όνομα τους και έτρεμαν. Οικογένειες με
αξίες , με σερνικα ξακουστά για τα κατορθώματα τους και γυναικες μαχητριες.
Πλέον όμως για κάποιο λόγο άλλαξαν. Το μίσος έγινε τόσο δυνατό που χώρισε το
χωριό στα δύο. Όταν ξέσπασε η βεντέτα μάλιστα, αν και ήταν αρκετά μικρή θυμάται
να λένε ιστορίες για για εκείνη την αδερφή της προ-γιαγιας της... Σκότωσε με το
ίδιο της το μαχαίρι τον άντρα της επειδή ήταν Φραγκιάς.

Σε αντίθεση με τις γυναίκες των Ραΐσιδων που αποδείχθηκαν εντελώς ψυχρές , οι


γυναίκες των Φραγκιάδων ειχαν υποταχτεί στα σερνικά τους και δεν είχαν λόγο στα
οικογενειακά. Όλες εκτός από τις καθαρόαιμες μάνες... Κι αυτές ήταν ελάχιστες..

Η Μαριώ άκουσε ένα τρίξιμο καθώς έπλενε σιγανα τα πόδια της και σαν αστραπή
άρπαξε το μαχαίρι της και σηκώθηκε. Άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει απ'άκρη
σ'άκρη σαν αρπακτικό και έπειτα αναστεναξε. Μήνες τώρα είχε πιάσει το μικρό
Φραγκιά να την ακολουθεί μα δε το πε σε κανένα. Δεν ήθελε να τον σκοτώσουν χωρίς
να είναι σίγουρη και εκτός αυτού, εκείνος δεν έμοιαζε με τους άλλους. Όσο κι αν
ο όρκος κυλούσε στο αίμα της, αν ένιωθε πως βρισκόταν σε κίνδυνο , θα τον
σκότωνε με τα ίδια της τα χέρια.

Αφού έλεγξε τριγύρω για δεύτερη φορά, άφησε κάτω το μαχαίρι και έπιασε το
φόρεμα της. Είχε ήδη περάσει η ώρα και αποφάσισε πως ήταν καιρός να επιστρέψει.
Σήκωσε το φόρεμα ψηλά, το πέρασε πάνω απ' το κεφάλι της, μα σαν έκανε να το
κατεβάσει, ένιωσε δύο χέρια να σταματούν να ύφασμα και ένα σώμα, από πίσω της.

"Λένε πως η κυρά της λίμνης δεν υπάρχει μα να... Τη κρατώ με σάρκα και οστά
ανάμεσα στα χέρια μου" η Μαριώ άκουσε τη φωνή του, μα το κεφάλι της ήταν ακόμα
χωμένο μέσα στο ύφασμα.. ήξερε πως το μαχαίρι της ήταν στο έδαφος μα αν αυτός
έκανε κίνηση να της αγγίξει το δέρμα , θα έδινε τη μάχη της. "Μη φοβάσαι
Μαριώ...δε θα σε πειράξω..." της είπε κατεβάζοντας ο ίδιος το φόρεμα , κρύβοντας
τη γύμνια της και φανερώνοντας το πρόσωπο του. Μόλις τον είδε, έκανε ένα βήμα
πίσω και σαν αγρίμι άρπαξε το μαχαίρι της.

"Άπλωσε τα χέρια σου πάνω μου για ακόμα μια φορά, και θα στα κόψω καταραμένε
Φραγκιά!" Εσκουξε με το μαχαίρι να τον σημαδεύει . "Χασου απ' το δρόμο μου !"
συνέχισε σε άκρως επιθετικό τόνο κι εκείνος γέλασε.

"Περνιεσαι για σκληρή Μαριώ, μα είσαι γυναίκα... Πρόσεχε πως μου μιλάς. Δεν ήρθα
να σε βλάψω" της ξεκαθάρισε δείχνοντας την άδεια από όπλα ζώνη του.

"Τι θέλεις Σήφη ; Με ακολουθείς καιρό τώρα έτσι; Μίλα!" η Μαριώ δεν άλλαξε το
τόνο της ούτε δευτερόλεπτο. Εκείνος έκανε ένα βήμα πιο κοντά κι εκείνη ύψωσε το
σουγιά της στο πρόσωπο του.

"Δεν μοιάζεις με καμία άλλη ανάθεμα σε!" της φώναξε για πρώτη φορά αρκετά δυνατά
αλλάζοντας εντελώς συμπεριφορά κάτι που τη βρήκε απροετοίμαστη. Ο Φραγκιάς της
έκοψε τη φόρα και την άρπαξε από τα μπράτσα σε χρόνο μηδέν. Το μαχαίρι της έπεσε
και το σώμα της κόλλησε στο δικό του.

"Στο ορκίζομαι Σήφη. Θα σε σκοτώσω !"του είπε κατάμουτρα κι έπειτα έριξε το


βλέμμα της στα χέρια του που τη κρατούσαν

"Επειδή σε άγγιξα;" της είπε σιγανα εκείνος φέρνοντας το πρόσωπο του όλο και πιο
κοντά. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος κι εκείνος την ένιωθε με όλη της την
αίγλη...
"Τρέμεις...Δεν ξέρω μόνο αν είναι από φόβο για τη ζωή σου, η από φόβο που σε
κρατώ τόσο κοντά..." συνέχισε να τη προκαλεί ώσπου γέλασε... Έκανε ένα βήμα πίσω
και την απελευθέρωσε . "Αυτά τα δάση είναι σπίτι μου Μαριώ. Πως θα μου
κρυφτείς... Ζω μέσα σε αυτά... Κάλιο να μη ξανάρθεις. Μείνε στα λημέρια σου και
μη πατήσεις πόδι ξανά στη γη των Φραγκιάδων! Έγινα κατανοητός; Για την επομενη
φορά...."

"Γιατί την επόμενη φορά , τι Σήφη; Θα με σκοτώσεις ; Έλα προσπάθησε !" Του
αντεπιτέθηκε αμέσως "Το χώμα αυτό, ανήκει σε όλους. Αν εσύ ξέρεις τη περιοχή εγώ
την έχω μάνα μου κατάλαβες; Και τώρα χάσου από μπροστά μου !!!"
Ο Σήφης γέλασε μα σοβαρεψε τόσο γρήγορα που για μια στιγμή ,ένιωσε πραγματικά το
φόβο μέσα της. Ήταν ο πιο όμορφος της οικογένειας. Όλες τον ήθελαν για γαμπρό μα
εκείνος δεν ήθελε καμιά. Είχε πατήσει τα 30 και ήταν μόνος πράμα που δεν
μπορούσε να εξηγήσει άνθρωπος σε εκείνο το χωριό.
Με βλέμμα εντελώς σκοτεινό, έκανε δύο βήματα και στάθηκε μπροστά της. Τη κοίταξε
καλά καλά και χωρίς να χάσει οπτική επαφή, τράβηξε το μαύρο του σαρίκι από το
λαιμό και το πέρασε στο δικό της...

"Μόνη θα πεθάνεις Μαριώ...κι αυτή είναι η συμφωνία μας..." Είπε μονάχα και
κάνοντας ένα σάλτο, πήδηξε και χάθηκε μέσα στους θάμνους αφήνοντας τη μόνη και
τρομαγμένη...

Οχι φυσικά από τα λόγια του, η τη παρουσία του... Μα απο το μαύρο σαρίκι που της
πέρασε στο λαιμό... Για εκείνους, ήταν η υπέρτατη πράξη όταν ένα σερνικό επέλεγε
τη γυναίκα της ζωής του. Σήκωσε το χέρι διστακτικά , το άγγιξε και το τράβηξε
από το λαιμό της...

"Κάνεις λάθος Φραγκιά..." Ψέλλισε σφίγγοντας δυνατά το σαγόνι της και πέταξε
κάτω το σαρίκι...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 8° - Page 3


by BeYourselfGM
8-11 λεπτά

Λάκκοι, Σήμερα.

"Τι εννοείς πως δεν ήταν κανένας μέσα στο αναθεματισμενο αυτοκίνητο;" Βροντηξε
και αστραψε εκνευρισμένος.

"Σου είπα αφεντικό... Πήγαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν είχε καν χαράξει.
Κάμαμε δε κάμαμε 1 ώρα. Δε γινόταν πιο γρήγορα. Το βουνό από τη πλευρά που
κατεβήκαμε ξέρεις πολύ καλά πως είναι απροσπέλαστο αλλά και πάλι πιο γρήγορα από
εμάς δε θα κατέβαινε κανένας" η αναταραχή του ήταν μεγάλη . Δεν είχε ιδέα ποιος
μπορεί να προσπαθούσε να μπει στο χωριό , αν ήταν κάποιος που χάθηκε ή αν
κάποιος που το έκανε εσκεμμένα.

"Βρήκατε τίποτα στο αμάξι;" Ρώτησε έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

"Τίποτα. Πρέπει να είναι ενοικιαζόμενο. Έχει όμως μια κάρτα της εταιρείας οπότε
θεώρησε πως μέχρι αύριο θα έχουμε μάθει" τον διαβεβαίωσε αμέσως
"Πολύ καλά λοιπόν. Ενημέρωσε με το συντομότερο δυνατό. Τίποτα δε πρέπει να
χαλάσει κατάλαβες ; Πρέπει να ξέρω τα πάντα. Αυτός ο γάμος είναι όλα όσα
έχουμε!"

"Μαλιστα αφεντικό. Το ξέρω. Μείνε ήσυχος..."

*****************

"Αουτς!" γρυλισε μέσα στα νευρα βλέποντας το χέρι της κόκκινο από το αίμα.
"Ανάθεμα τη φύση και τα φυτά και τα αγκάθια και όλα !" συνέχισε σέρνοντας τη
βαλίτσα με το ζόρι μέσα από ένα μονοπάτι που κατάφερε να βρει. Η νύχτα που ήθελε
να περάσει στο αυτοκίνητο, τη βρήκε να περπατά χωρίς σταματημό. Μπορεί να ήταν
ατρόμητη σαν γυναίκα και το απέδειξε παίρνοντας την απόφαση να αφήσει το αμάξι
και να περπατήσει μα δε θα καθόταν να γίνει τροφή για κανένα άγριο θηρίο. Από τα
πρώτα κι όλας λεπτά που προσπάθησε να κοιμηθεί , άκουγε ήχους που δεν είχε
ξανακουσει. Στην ιδέα και μόνο να περικυκλώσουν το αμάξι τίποτα αγρίμια και να
πεθάνει προσπαθώντας να ξεφύγει, προτίμησε τουλάχιστον να πεθάνει τρέχοντας.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει δειλά δειλά και το φως του έπεφτε πάνω σε
ολάκερη τη φύση γύρω της. Τα χέρια της είχαν κουραστεί από τη βαλίτσα και το
βάρος που έσερνε τις τελευταίες ώρες και η ίδια ήταν εντελώς εξαντλημένη.

"Ουαου..." Ψέλλισε αξαφνα ερχόμενη σε αντίθεση με τα ίδια της τα λεγόμενα


κοιτάζοντας μια λίμνη που είδε από το ξέφωτο. "Πως γίνεται να υπάρχουν τόσο
όμορφα μέρη κρυμμένα από ανθρώπου μάτι; " Σκέφτηκε φωναχτά "Ίσως για αυτό και
είναι τόσο όμορφα...γιατί άνθρωπος δε τα βλέπει" συνέχισε και τράβηξε στη
κατηφόρα με προσοχή. Κάπου μέσα σε εκείνους τους πελώριους βράχους, χωρίς καν να
ξέρει που βρίσκεται κι αν ο χάρτης την οδηγούσε σωστά, είχε σχηματιστεί μια
πανέμορφη λίμνη που το νερό της έπεφτε μέσα από τις πέτρες. Παράτησε τη βαλίτσα
της κάτω, πλησίασε το νερό και το κοίταξε

"Τόσο καθάριο..." είπε και γονάτισε απλώνοντας τα χέρια της για να πιει. Γέμισε
τις χούφτες της και σαν το άφησε να κατέβει στον ουρανίσκο της, ένιωσε πως είχε
πιει το πιο αγνό νερό όλο του κόσμου. Η κούραση ήταν μεγάλη . Πάλι καλά που
έβαλα αθλητικά, σκέφτηκε βγάζοντας τα παπούτσια της τα οποία και εναπόθεσε
πάνω στη βαλίτσα . Η θερμοκρασία δε θύμιζε σε τίποτα το βράδυ που πέρασε. Πλέον
ο ήλιος ήταν αρκετά ζεστός και εκείνη ιδρωμενη από τη διαδρομή , αποφάσισε να
δοκιμάσει εκείνα τα νερά. Πάντα το έβλεπε στις ταινίες και πλέον είχε τη
δυνατότητα να το κάνει και η ίδια.
Κάθισε πάνω σε ένα από τους μεγάλους βράχους που βρίσκονταν στην άκρη της
λίμνης, έβγαλε το κοντομανικο και το παντελόνι της και έμεινε με τα εσώρουχα.
Δίστασε να τα πετάξει κι εκείνα. Τράβηξε το κοκαλακι αφήνοντας τα μαλλιά της
ελεύθερα και δειλά δειλά, άρχισε να προχωράει προς το εσωτερικό. Δεν ήταν πολύ
βαθιά προς μεγάλη της έκπληξη και μάλιστα η θερμοκρασία ήταν αρκετά καλή.
Έμοιαζε σαν πηγή θερμότητας προς τα μέσα ενώ έξω, ήταν δροσερά. Απ' έξω τα νερά
έμοιαζαν σκούρα, κάτι που στο μυαλό της προσέδιδε βάθος . Μα όχι.. το νερό
έφτανε ως το κεφάλι και αν κατέβαζε χαμηλά το πόδι της ενώ κολυμπούσε , έφτανε
στο πάτο.

Έπειτα από μέρες , ένιωσε για πρώτη φορά γαλήνη και ηρεμία. Άφησε ελεύθερο το
κορμί της να επιπλεύσει και ξάπλωσε ολόκληρη πάνω στο νερό για αρκετά λεπτά. Αν
και δεν είχε την αλμύρα της θάλασσας που βοηθάει, κρατιόταν καλά στην επιφάνεια.

"Τόσο μαγικά θεέ μου..."μονολογησε αφήνοντας τα πόδια της να πατήσουν κάτω και
πλησίασε προς το μικρό καταρράκτη που έβγαινε μέσα από τα βράχια. Προς έκπληξη
της , το νερό ήταν πιο θερμό και από πριν. Έβαλε το κεφάλι της ολόκληρο από κάτω
και το άφησε να τρέξει κατά μήκος του κορμιού της. Ο θόρυβος που προέκυπτε δε
από το νερό που εσκαγε στην επιφάνεια της λίμνης, τη γέμισε αγαλλίαση. Αγαλλίαση
και άγνοια για το κίνδυνο που παραμόνευε μέσα στα στους θάμνους τα τελευταία
λεπτά κοιτάζοντας τη σαν αγρίμι... Σαν ένα πραγματικό αγρίμι, κι όχι αυτά που
εκείνη φαντάζονταν τη προηγούμενη νύχτα...

Αναστεναξε τόσο βαθιά που η μάνα της την άκουσε και πήγε στο δωμάτιο.

"Τι είναι κόρη μου ;" ρώτησε σιγανα και μετανιωμένη για το τρόπο που της μίλησε
λίγες μέρες πριν μα η Μαρία δεν έβγαλε μιλιά. "Έφτιαξα. Ίσως σε αμφισβήτησα...
Μάνα είμαι όμως και σε πονώ. Τι έγινε;" ρώτησε και κάθισε πλάι της .

"Ο Ορέστης μάνα..." αποκρίθηκε εν τέλει λυπημένη "Ξέρω πως είναι άγριος. Ξέρω
πως δεν μπορώ να τον δαμασω. Μα... Θέλω να φτιάξω ένα ήρεμο σπιτικό. Πάντα
έλεγες πως η γυναίκα μετά το γάμο έχει τους τρόπους της να πείθει τον άντρα
ακόμα και σε μια κοινωνία σα τη δική μας.. Με αγαπάει πολύ , το ξέρω... Μα
φοβάμαι να του παραδεχτώ πως πραγματικά τον θέλω στο σπίτι. Να κάνουμε
οικογένεια. Παιδιά. Να πηγαίνουμε όπως εσύ και ο μπαμπάς στα αμπέλια... κι όχι
να πιάνεται η ψυχή μου κάθε φορά που ζωνεται με το όπλο και φεύγει από το
σπίτι...Του είπα ψέματα μάνα... Θέλω να τον αλλάξω. Θέλω να ξεφύγει. Και... Και
λυπάμαι που στο λέω, μα ήθελα μετά το γάμο μας να μπορούσαμε να φύγουμε για λίγο
καιρό..."

"Μαρία τι λες;" Απόρησε χωρίς φόβο εκείνη και πήρε απόσταση. "Που τα είδες αυτά
στο τόπο μας; Οι φίλες σου , σου φούσκωσαν τα μυαλά γιατί μερικές έφυγαν σε αυτό
το διαολι που λέγεται μήνας του μέλιτος ; Δεν είναι σαν κι εμάς Μαρία ! Δεν
είναι..." Της είπε και σηκώθηκε.

"Γιατί ρε μάνα... Γιατί; Ως πότε θα ζούμε σκλαβωμένες σε τούτο το τόπο; Δεν


γκρινιάζω...απλώς...έχουν αλλάξει οι εποχές. Το βλέπω όταν πάω στα Χανιά. Βλέπω
τις γυναίκες εκεί...το κόσμο..."

Η μάνα της τη κοίταξε ήρεμη και πήγε ως τη πορτα.

"Γιατί εσύ, θα γίνεις μια γυναίκα Φραγκιά ! Όχι μία γυναίκα Γιαννακάκη σαν τη
φίλη σου. Τι έχεις πάθει Μαρία μου... "

"Τίποτα ρε μάνα... Τίποτα. Και όχι. Δεν θέλω να φύγω και να αλλάξω ζωή. Λίγο
καιρό να ζούσαμε μακριά από όλη αυτή τη κατάρα ήθελα. Να κοιμηθώ πλάι του χωρίς
φόβο για τη ζωή του. Νομίζεις εύκολο μου ειναι να ξέρω πως ίσως κάποτε κάποιος
Ραΐσης εμφανιστεί; Τρέμει η καρδιά μου μάνα..." Η μαία ξέσπασε σε κλαματα και
εκείνη πήγε κοντά και την αγκάλιασε.

"Αυτά είναι τα βάρη της οικογένειας κορίτσι μου... Θα δεις. Όλα καλά θα πάνε.
Και τώρα γιατί γύρισες μου λες; Εσύ δε θα πήγαινες να του δώσεις το πεσκέσι που
έφτιαξες στα αμπέλια ;"

Η Μαρία σκούπισε τα μάτια της και τη κοίταξε.

"Δεν ήταν εκεί κανένας μάνα.. ούτε ο Ορέστης ούτε ο Στυλιανός να το αφήσω...
Κανένας από τους δύο δεν πήγε στα αμπέλια σήμερα. Θα πάω πάλι σε λιγάκι. Ίσως
προέκυψε τίποτα και πήγαν στο οινοποιείο..."

"Καλώς. Προσπάθησε να ξεκουραστείς κορίτσι μου και μετά σήκω, να κάνουμε


μπουγάδα εντάξει ;"

Η Μαρία συμφώνησε και ξάπλωσε. Ο πόλεμος μέσα της ήταν μεγάλος. Και ναι.. ίσως
και να ζήλευε λιγάκι τις φίλες της μα εν τέλει η μάνα της είχε δίκιο . Ο Ορέστης
ήταν η ζωή της και κάπου κατά βάθος ίσως ήταν απλά οι ευθύνες που τη φόβιζαν και
τίποτα παραπάνω. Όταν αγαπάς τόσο πολύ έναν άνθρωπο όσο εκείνη , στην ιδέα και
μόνο να τον απογοητεύσεις δεν αντέχεις...

Ένωσε τις παλάμες της και της έβαλε πάνω στο πρόσωπο της , τρίβοντας το ελαφρά .
Ήξερε πως αργά η γρήγορα έπρεπε να βγει από το νερό, να ντυθεί και να συνεχίσει
το δρόμο της μα τι θα πείραζαν λίγα λεπτακια ακόμα;

Λίγο τα πουλιά...το νερό...η φύση. Όλα έδεναν άψογα με το περιβάλλον


δημιουργώντας την αίσθηση ενός μικρού παραδείσου...

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όμως, ο παράδεισος μετατράπηκε σε κόλαση.

Ένα βίαιο αξαφνο αρπαγμα στα μπράτσα της, και μια λεπίδα που βρέθηκε να
φλερτάρει με το λαιμό της, ήταν όλα όσα χρειάστηκαν. Δεν μπορούσε ούτε να
γυρίσει... Το κορμί της ήταν ακόμα μέσα στο νερό και το ουρλιαχτό της, αν και
δημιούργησε ένα ανατριχιαστικό αντίλαλο σε ολόκληρο το χώρο, δεν έδειχνε να
νοιάζει καθόλου, τον άντρα που τη κράταγε..

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 9° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Είχαν ήδη ξεκινήσει να δένουν τις μηχανές για να περάσουν απέναντι στην αποθήκη.
Από το πρωί που ενημερώθηκαν πως κάποιος ρωτούσε για το χωριό, και ειδικά μια
γυναίκα αποφάσισαν να κατέβουν στα Χανιά για να μάθουν αυτοπροσώπως. Κανένας δε
ζηταγε να πάει εκεί. Μα έλαβαν δύο τηλεφωνήματα... Τόσο από το μπάρμπα Κώστα τον
ελεγκτή που πήρε το παπά , όσο και από το μπάρμπα Σίμο, ένα τοπικό ψαρά που
σταμάτησε μια κοπέλα και του ζήτησε οδηγίες . Αντί λοιπόν να ασχοληθούν με τα
αμπέλια, θέλησαν να δούνε και να μάθουνε , ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης γυναίκα
και γιατί ήθελε τόσο πολύ να βρει το δρόμο για το χωριό.

Ο εξοπλισμός ήταν στη θέση του και εκείνοι για να περάσουν απέναντι,
όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό μέσα από το δάσος. Οι άντρες
αλληλοκοιταχθηκαν και ο Μιχάλης τράβηξε αμέσως το όπλο.

"Ήρεμα..." Πρόσταξε σοβαρός ο Στυλιανός. "Που διάολο είναι ο Ορέστης;"

"Τον είδα να τραβάει προς το φαράγγι αφεντικό !" απάντησε ένας από τους άντρες
αμέσως.

"Τότε υποθέτω, πως δε θα χρειαστεί να πάμε στη πόλη... Ήρθε η πόλη σε μας... "
σχολίασε γελώντας και βγάζοντας το όπλο του, κίνησε προς το φαράγγι.
"Ποια είσαι;" αρκέστηκε μονάχα να ρωτήσει χωρίς να τραβήξει το μαχαίρι από το
λαιμό της. Η Αρετή από την άλλη, έτρεμε ολόκληρη. Ήταν η δεύτερη φορά που
κάποιος την απειλούσε με μαχαίρι μόνο που τώρα, ήταν διαφορετικά. Δεν υπήρχε η
αστυνόμευση του δικαστηρίου για να τη γλιτώσει από τον κατηγορούμενο. Ήταν
ολομόναχη , χωρίς ρούχα, μέσα σε μια λίμνη σε ενα άγνωστο μέρος με έναν άγνωστο
άντρα που δεν είχε ιδέα για τις προθέσεις του. "Ρώτησα κάτι !" ξαναειπε
ανεβάζοντας το τόνο του και τη τράνταξε ελαφρά πλησιάζοντας παράλληλα το πρόσωπο
του πιο κοντά στα βρεγμένα της μαλλιά.
"Φοβάσαι... Το νιώθω.. Η καρδιά σου σπαρταραει. Απάντησε μου και θα σε αφήσω.
Ποια είσαι!"

"Με κρατάς έχοντας ένα φονικό εργαλείο στα χέρια παρά τη θέληση μου. Είμαι
δικηγόρος. Θα βρεις το μπελά σου..." τόλμησε να του πει με τρεμάμενη φωνη και
χωρίς να το θέλει , ο Ορέστης γέλασε δυνατά. Του φάνηκε τόσο αστείο...
Κάνοντας μια κίνηση, κατέβασε το μαχαίρι και τη γύρισε απότομα προς το μέρος
του..
Και τότε σώπασε...
Τότε το γέλιο χάθηκε...
Το πρόσωπο σκοτείνιασε...
Ο χρόνος ο ίδιος σταμάτησε...

Η Αρετή αν και κάτω υπό αυτές τις συνθήκες έμεινε στατική να τον κοιτάζει με τη
σειρά της. Τα μάτια του είχαν ένα καστανό, που έμοιαζε με τον αγαπημένο της
πρωινό καφέ. Δε φορούσε μπλούζα , ήταν μυώδης ενώ το δέρμα του ηλιοκαμενο.
Σκληρές γωνίες πλαισίωναν τα σαρκώδη του χείλη και τα μαλλιά του ήταν ελαφρως
πιο μακριά από το συνηθισμένο κοντοκουρεμένο ανδρικό κεφάλι τα οποία με τη
σειρά τους, έπεφταν βρεγμένα πάνω στις μεγάλες γωνίες των φρυδιών του.
Εκείνος όμως... Εκείνος τη κοιτούσε τόσο σοβαρός. Με την άκρη του ματιού της ,
τον έπιασε να σφίγγει το μαχαίρι στα χέρια του . Το βλέμμα του ταξίδευε πάνω στα
χαρακτηριστικά της και το ένιωθε. Όπως ένιωθε και έντονη την επιθυμία να κρύψει
τη γύμνια της.

Μην αντέχοντας άλλο, προσπάθησε με μια γρήγορη κίνηση να του ξεφύγει από τα
δεξιά. Δεν μπόρεσε όμως.. ήταν το θήραμα και είχε μπροστά της τον καλύτερο
κυνηγό της περιοχής. Ο Ορέστης την γραπωσε από το μπράτσο δυνατά , τραβώντας τη
μαζί του μέχρι έξω.

"Με πονάς γαμωτο !" του φώναξε προσπαθώντας να απελευθερωθεί ώσπου φτάνοντας εν
τέλει στην όχθη, και χωρίς να την αφήσει , άρπαξε τα ρούχα της και της τα έδωσε
στο χέρι.

"Ντύσου" είπε έχοντας το ίδιο πρόσωπο και εκείνη για κάποιο λόγο ένιωσε να
βράζει. Τράβηξε το χέρι της , με εκείνον φυσικά να το αφήνει ελεύθερο και έτσι
όπως κρατούσε τα ρούχα της, τα πέταξε κάτω και τον κοίταξε μέσα στα νευρα.

"Είσαι σοβαρός ρε;" Ξέσπασε και του δώσε μια σπρωξια με τις παλάμες της στο
στήθος. "Πρώτα με απειλεις και μετά με διατάζεις; δεν ξέρω αν είσαι κάποιος
τοπικός θρύλος εδώ πέρα ή κανένας ανώμαλος αλλά μόλις φύγω θα έχεις μεγάλα
μπλεξίματα! Δεν ξες ποια είμαι εγώ!" Η Αρετή ξεσπαθωσε χωρίς να σκέφτεται τι
λέει, τόσο από φόβο όσο και από τα νεύρα της, κι εκείνος σαν διάολος κοκκινησε
ολόκληρος.

Άπλωσε τα χέρια του, την έπιασε για δεύτερη φορά και τραβώντας τη κατά πάνω
του , έβγαλε πάλι το σουγιά του και το κόλλησε στο λαιμό της.

"Κλείσε το στόμα σου, Ραΐση..." είπε αρκετά χαμηλόφωνα αφήνοντας τη σχεδόν να το


διαβάσει από τα χείλη του. Και μόνο ο τρόπος του, έφερε ανατριχιλα σε ολόκληρο
το κορμί της. Πλέον φοβόταν. Ότι κι αν ήταν αυτός ο άντρας , σίγουρα την ήξερε.
Και από το τρόπο που πρόφερε το όνομα της , σίγουρα δεν ήταν για καλό. Όσο νεύρο
κι αν είχε πριν, χάθηκε μονομιας και τη θέση του πήρε ο τρόμος.

"Ποιος... Ποιος είσαι ..." Ψέλλισε φοβισμένη και ένιωσε , ίσως για μια στιγμή,
μια αμυδρή μικρή στιγμή τα μάτια του να αλλάζουν ... Κανένας σχεδόν από τους
νέους δεν κάθισε να μάθει καλά την ιστορία εκτός από τα βασικά. Μα ο Ορέστης
ήταν από από εκείνους που έψαχναν όσο μπορούσαν. Είχε δει εκείνο το κάδρο στη
βιβλιοθήκη στα Χανιά και η γυναίκα που είχε μπροστά του, δεν χωρούσε αμφιβολία
πως ήταν σχεδόν ολοιδια.

"Τι δουλειά έχεις σε αυτά τα εδάφη; Το ζητάς; Πως ήρθες ; Γιατί;" Ο Ορέστης τη
βομβάρδισε με ερωτήσεις ενώ σε κάθε μία από αυτές , πίεζε όλο και περισσότερο το
σουγιά στο δέρμα της από την ανάποδη. Ήταν τόσο κοφτερό που αν γύριζε πλευρά, ο
λαιμός της θα ήταν ήδη κομμένος.

"Με πονάς...!!!" Του απάντησε έτοιμη να βάλει τα κλάματα και χτύπησε με δύναμη
το πόδι της στο έδαφος . Δεν ήταν μόνο ο φόβος πλέον... Ηταν όλα μαζί. Ήταν
νεύρα. Τρόμος. Εκνευρισμός.
Δε πίστευε στα όσα γινόντουσαν και εκείνα τα δάκρυα που άρχισαν να ρέουν πλέον
σαν ποτάμια, είχαν τη πηγή τους , πολύ πιο βαθιά από όσο έδειχναν. Άντρας δεν
είχε τολμήσει ποτέ να απλώσει χέρι πάνω της ειδικά με όσα είχε δει στα
δικαστήρια. Η Αρετή δεν η γυναίκα που θα σήκωνες χέρι και μαζευόταν σαν
τρομαγμένο σκυλάκι. Κι όμως... Στη ιδέα και μόνο πως αυτός ι άντρας την γέμισε
με φόβο, νευρίαζε με τον ίδιο της τον εαυτό. "Σου είπα διαολε!! Με πονάς
ανάθεμα σε!" τσιριξε αυτή τη φορά δίνοντας του μια κλωτσιά στη γεννητική
περιοχή και έκαμε να τρέξει. Ο Ορέστης έβγαλε μια κραυγή θυμού μα δεν τον πέτυχε
καλά με αποτέλεσμα να τη πιάσει , να τη πετάξει στο έδαφος και να σκαρφαλώσει
πάνω της.

Ακινητοποίησε τα χέρια της κρατώντας τα δυνατά πανω από το κεφάλι ενώ όσο κι αν
εκείνη χτυπιοταν από κάτω του , το μόνο που κατάφερνε ήταν να τον εκνευρίσει
ακόμα περισσότερο. Η Αρετή χτυπουσε τόσο δυνατά τα πόδια της στο έδαφος μα
εκείνος έδειχνε να μη νιώθει. Λαχανιασμενοι και οι δύο, κοιτούσαν ο ένας τον
άλλο γεμάτο μίσος. Εκείνη φωναζε κι εκείνος τη πονούσε πιο πολύ.

"Ορέστη μη!!!!" Μια δυνατή αντρική φωνή λάλησε στο χώρο και αμέσως μετά η Αρετή
ένιωσε το βάρος του να μετατοπίζεται από πάνω της .

"Άσε με ρε!!!" Ούρλιαξε ο Ορέστης "Μην ανακατεύεσαι!!!"

"Τι κάνεις ρε! Είναι γυναίκα ανάθεμα σε...!! Γυναικ..." Η μιλιά του Στυλιανού
κόπηκε μαχαίρι όταν γύρισε και τη κοίταξε. Η Αρετή είχε τραβήξει με τα χέρια της
τα πεταμένα της ρούχα για να κρύψει τη γύμνια της και έχοντας μαζέψει τα γόνατα
στο στήθος , κοιτούσε τρομαγμένη.

"Είναι μια Ραΐση ανάθεμα την!! " κραύγαζε δυνατά ο Ορέστης βλέποντας τον να
παγώνει.

Ποιος τρόμος όμως θα μπορούσε να ξεπεράσει το βλέμμα του Στυλιανού


αναγνωρίζοντας τη... Για εκείνον δεν ήταν μια Ραΐση, ήταν μονάχα η γοητευτική
τουρίστρια που γνώρισε στα Χανιά...

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 10° - Page 2
by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Ήταν η δέκατη φορά που τη καλούσε εκείνη τη μέρα. Αν και της είχε αφήσει άπειρα
μηνύματα δεν έπαψε λεπτό να προσπαθεί. Κοίταξε το δαχτυλίδι που είχε στη παλάμη
του και που κάποτε στόλιζε το δάχτυλο της και σφίχτηκε ολόκληρος.
"Που είσαι ρε Αρετή γαμωτο ... Γύρνα πίσω. Γύρνα ειδάλλως θα κινήσω γη και
ουρανό για να σε βρω μοναχός μου !" κατέληξε να μονολογεί εκνευρισμένος και
πληκτρολογώντας ξανά τον αριθμό της, πάτησε τη κλήση...

Πάνω από δέκα άντρες μαζεύτηκαν τριγύρω από τη λίμνη μα κανένας δε τολμούσε να
κάνει βήμα παραπέρα βλέποντας τον Ορέστη και το Στυλιανό σε αυτή την ένταση.
Ήταν λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. Ο Ορέστης δεν καταλάβαινε την αντίδραση
του αδερφού του ο οποίος έστεκε ακόμα παγωμένος με το βλέμμα κολλημένο πάνω στην
Αρετή ώσπου κάνοντας ένα βήμα για να τη πλησιάσει, είδε το χέρι του Στυλιανού να
απλώνεται μονομιάς κόβοντας του το δρόμο.

"Μη πλησιάσεις Ορέστη..." τόλμησε να πει αφήνοντας τους όλους άφωνους μα όχι και
τον αδερφό του ο οποίος με μια κίνηση τον έπιασε από το γιακά του πουκάμισου
του.

"Τι είπες ρε;" κραύγαζε δυνατά ταρακουνωντας τον και ο Στυλιανός πιάνοντας τα
χέρια του , τον έσπρωξε .

"Είπα απομακρυνσου!" Φώναξε ταυτόχρονα παγώνοντας το αίμα όλων. "Από πότε τα


βάζεις με γυναίκες ρε; Εσύ είσαι που έλεγες πως χέρια Φραγκιά δεν αγγίζουν
θηλυκά με αυτό το τρόπο;"

"Στυλιανέ!" ο τρόπος που έβγαλε φωνή ο Ορέστης, δεν έμοιαζε με καμία άλλη
φορά . Σαν να μεταμορφώθηκε, η φωνή βγήκε τρομακτική και η Αρετή από το φόβο
της, ανέβασε τα χέρια στο κεφάλι. "Ποιος διάολος σου είπε πως τη πείραξα; Ποιος
σου είπε πως θα άπλωνα το χέρι πάνω της;"

"Κι αυτά τι είναι ρε;!"αποκρίθηκε δείχνοντας του τα κατακόκκινα από το αρπαγμα


χέρια της Αρετής. Η υπομονή όμως του Ορέστη είχε εξαντληθεί.

"Στυλιανέ... Πάρε τους άντρες και δρόμο." Πρόσταξε κοιτάζοντας τον με βλέμμα
σοβαρό.

"Δε πάω πουθενά! Όχι αν δε μάθω τι συνέβη και δεν βεβαιωθω πως ...."

Ο Ορέστης τράβηξε με φόρα το οπλο ρίχνοντας δύο τουφεκιές στον αέρα και τον
κοίταξε έξαλλος. Σαν μεγαλύτερος ειδικά μπροστά στους άντρες, ο λόγος του είχε
αξία. Βλέποντας το ίδιο του το αιμα να αντιτάσσεται σε όσα του πρόσταξε για μια
Ραΐση, έκανε τη κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Δεν χρειαζόταν να ειπωθεί λέξη παραπάνω. Αν τράβαγε το όπλο και ο Στυλιανός θα
γινόταν μακελειό. Και φυσικά δε το έπραξε... Κάπου σε εκείνο σκοτεινό βλέμμα του
Ορέστη προς εκείνον, υπήρχε η βεβαίωση πως αυτός ο πυροβολισμός σήμαινε ότι δε
θα τη πειράξει. Εκτός αυτού, παρά τα όσα είπε και έκανε, ήταν και ο ίδιος
σοκαρισμένος με το γεγονός πως εκείνη η τουρίστρια ήταν εν τέλει εχθρός και
ήξερε πολύ καλά πως το μυαλό του δε σκεφτόταν καθαρά.

"Καλώς... Παίρνω τους άντρες και πάμε στην αποθήκη" είπε πλησιάζοντας τον. "Μη
τη παρατήσεις μέσα στο φαράγγι , δε φαίνεται να έχει ιδέα για το ποιοι
είμαστε ..." Του ψιθύρισε μόλις έφτασε αρκετά κοντά του και δίνοντας ένα
πρόσταγμα στους άντρες άρχισαν να εξαφανίζονται ένας προς ένας μέσα στα δέντρα.

Η Αρετή καθισμένη ακόμα σαν άγαλμα , προσπαθούσε να σκεφτεί μα το μυαλό της δε


λειτουργούσε σωστά.

"Εσύ!" είπε μόλις έμειναν μόνοι. "Ντύσου χωρίς μαλακίες και έλα μαζί μου. Νομίζω
έχουμε να πούμε δυο λόγια" ήταν τόσο νευριασμένος που δεν της άφησε και πολλά
περιθώρια αντίδρασης.

"Γυ..γύρνα σε ... Σε παρακαλώ..." Ψέλλισε μονάχα κι εκείνος ετριξε το σαγόνι.

"Έχεις δύο λεπτά..." Της δήλωσε και βάζοντας το όπλο στη θήκη του, γύρισε από
την άλλη για να την αφήσει να ντυθεί. Θέλοντας και μη, την άκουγε να βάζει τα
ρούχα της ενώ κάθε τόσο , ρουφούσε τη μύτη της πράμα που δήλωνε πως έκλαιγε. Και
αυτό έκανε... Το σοκ που υπέστη μπλόκαρε το αντριλικι της μονομιάς και ξύπνησε
συναισθήματα που δεν ήξερε και η ίδια πως είχε.

"Θεέ μου !!!!!" Την άκουσε αξαφνα να φωνάζει και γυρίζοντας απότομα ένιωσε μια
σφαίρα περνάει ξυστά από το κεφάλι του. Ο Ορέστης δίχως να χάσει χρόνο , έβγαλε
το όπλο ρίχνοντας στον αέρα 3 φορές για να καταλάβουν οι δικοί του πως κάτι
γίνεται , την άρπαξε από το χέρι και άρχισε να τρέχει προς τα δέντρα.

"Άσε μεεεεε!!! Άσε μεεεεε!" Του φώναζε μα δεν άκουγε. Ο Ορέστης έτρεχε και
έτρεχε ώσπου βγήκαν μέσα σε μια σπηλιά στα βάθη του φαραγγιού και λαχανιασμενοι
όπως ήταν και οι δύο, τη κράτησε σφιχτα από τη μέση και την έσπρωξε πάνω στις
πέτρες.

Τη κοιτούσε μέσα στα μάτια σαν θηρίο ενω απέξω είχαν αρχίσει ήδη να ακούγονται
πυροβολισμοί από παντού.
Δεν καταλάβαινε ούτε το πώς κάποιος κατάφερε να ρίξει βολή εναντίων του , αλλά
ούτε και γιατί εκείνη φώναξε σώζοντας του τη ζωή με αυτό το τρόπο. Δεν ήθελε και
πολύ για να αντιληφθεί πως όποιος έριξε τη σφαίρα χρησιμοποιήσε σιγαστήρα και
λέιζερ. Ήταν πανέξυπνος σε αυτά. Και κατάλαβε πως εκείνη θα είδε τη κουκίδα στο
κεφάλι του και θα τρομαξε. Βέβαια αυτό γεννούσε ακόμα περισσότερο ερωτήματα στο
μυαλό του.

"Ξέρεις ποιοί είμαστε και ποιόν έσωσες μόλις ;" της απευθύνθηκε κι εκείνη
κούνησε μονάχα το κεφάλι αρνητικά.
"Ανάθεμα !!!" φώναξε χτυπώντας τις γροθιές του στο βράχο και απομακρύνθηκε από
κοντά της. Η Αρετή είχε τόσες ερωτήσεις στο κεφάλι της μα όλα έμοιαζαν σαν κακή
ταινία πλέον. Πόσο ειρωνικό της φάνταζε...
Ο Ορέστης πηγαινοέρχονταν σαν το τρελό μέσα στη σπηλιά κλωτσώντας τις πέτρες κι
εκείνη στεκόταν σαν άγαλμα. Είχε καταφέρει να φορέσει μόνο το παντελόνι της. Η
βαλίτσα της είχε μείνει πίσω. Το κινητό της επίσης ήταν εκεί και ήταν
αποκλεισμένη με ένα τρελό σε μια σπηλιά στο πουθενά έχοντας στο κατόπι τους,
κάποιους άλλους τρελούς που πυροβολούσαν. Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, το
σύστημα της κατέρρευσε.

Πάτησε τα κλάματα και ακουμπώντας το κορμί της στο βράχο, άρχισε να πέφτει προς
τα κάτω.
Ο Ορέστης έκανε να πλησιάσει κι εκείνη άπλωσε το χέρι της κοιτάζοντας τον γεμάτη
μίσος.

"Μη. Μη με πλησιάζεις" πρόσταξε έχοντας όχι το φόβο στη φωνή μα το νεύρο και
σκούπισε τα μάτια της. Σηκώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλη αυτή η στάση δεν
της ταίριαζε καθόλου και βλέποντας τον ίδιο της τον εαυτό να σπάει, εξοργίστηκε.
Περπάτησε ως το άνοιγμα κι εκείνος έτρεξε ξωπισω της.
"Παράτα με!" Του φώναξε έξαλλη. "Δε σε ξέρω!!! Προσπάθησες να με σκοτώσεις.
Ποιοι είστε ;! Τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα γαμωτο! Απαιτώ εξηγήσεις τώρα!!!"
Έχοντας ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο αυτή τη φορά, δε δίστασε να κάνει εκείνη
ένα βήμα πιο κοντά του απειλώντας ευθέως με τη παρουσία της το προσωπικό του
χώρο.

Η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς. Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο με


εκείνη κοντά στο απόγειο της τρέλας. Ήταν όμως πραγματικά μια Ραΐση... Δάμασε το
φόβο από την ώρα που ξέσπασε σε κλαματα μόλις έμεινε μόνη μαζί του ξανά και
προσπάθησε να ανασυγκρότησει τον εαυτό της.

"Μη μου φωνάζεις..." αποκρίθηκε ψυχρός κοιτάζοντας τη κατάματα .

"Θα φωνάζω όσο θέλω ! Απαιτώ εξηγήσεις αυτή εδώ τη στιγμή το κατάλαβες ;"
συνέχισε και με το δάχτυλο της, τον χτύπησε δύο φορές στον ώμο. Είδε το σαγόνι
του έτοιμο να σπάσει από το σφίξιμο και τον πίεσε ακόμα περισσότερο "Γλώσσα δεν
έχεις ; Η μάλλον όπως λέτε εσείς οι ντόπιοι, σου κλέψανε τη λαλιά;" συνέχισε
εκνευρισμένη κλείνοντας κάθε απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους. Ο Ορέστης
ανοιγοκλεισε τα δάχτυλα του χεριού του έτοιμος να τη πιάσει από το λαιμό και να
τη πνίξει μα δε πρόλαβε...

"Επιτέλους !" Εσκουξε αξαφνα ο Λευτέρης, ένας παραγιος της οικογένειας


μπαίνοντας στη σπηλιά και η Αρετή έκανε δύο βήματα προς τα πίσω. "Όλοι σε
ψάχνουν αφεντικό! Ο Στυλιανός έχει τρελαθεί! Μας την έπεσαν . Δεν ξέρουμε ακόμα
τίποτα. Έχουμε χωριστεί και σαν ψάχνουμε σε κάθε μέρος" του είπε λαχανιασμενος
κι έπειτα αντιλαμβανόμενος πως η γυναίκα ήταν χωρίς μπλούζα, γύρισε ολόκληρος
από την άλλη.

"Τράβα πες του Στυλιανού πως σε δέκα λεπτά θα είμαστε στο Πυργάκι. Μαζευτε τα
πράγματα και ελάτε εκεί. Θα κόψουμε δρόμο αφού πρώτα τελειώσω μια κουβέντα που
έχω αφήσει στη μέση..."

"Εντάξει αφεντικό. Μόνο προσοχή. Οργωσαμε τη περιοχή , δε βρήκαμε


κανένα...Αλλά..."

"Μην ανησυχείς Λευτέρη. Τράβα να τους πεις πως είναι όλα καλά κι ερχόμαστε"

"Περίμενε !!!" Φώναξε η Αρετή "Εγώ θα έρθω μαζί σου!" ο καημένος ο Λευτέρης
πάγωσε. Του κόπηκε το αίμα χωρίς καν να κοιτάει προς τα πίσω. Δίχως να κουνήσει
βλέφαρο, βγήκε από τη σπηλιά και αρχίσει να τρέχει...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 11° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Άνοιξε το διάφανο μπουκάλι, σέρβιρε στον εαυτό του ένα σφηνάκι με ρακί και το
κατέβασε μονομιάς. Ύστερα έβαλε άλλο ένα...κι ακόμα ένα... Και έπειτα από 6
ολόκληρα , κοίταξε τους άντρες απέναντι του σοβαρός.

"Είσαι σίγουρος πως φώναξε;" ρώτησε αυτό που δεν ήθελε ούτε να ακούσει να
βγαίνει από τα χείλη του. Οι άντρες αλληλοκοιταχθηκαν μα σε τούτη τη φαμίλια,
δεν υπήρχε τόσο ο φόβος της ομιλίας. Είχαν χτίσει ένα δεσμό τόσο ισχυρό που ο
ένας θα πέθαινε για τον άλλο από αγάπη κι όχι από σεβασμό αποκλειστικά ή από
καθήκον.

"Μάλιστα Στρατή...Το είδα με τα μάτια μου. Έτοιμος ήμουν να του φυτέψω τη σφαίρα
κι εκείνη ούρλιαξε"

Ο Στρατής έβαλε ακόμα δύο σφηνάκια και τα κατέβασε σαν νερό.

"Δεν έχει ιδέα ..." Αποκρίθηκε ένας άλλος άντρας λίγο μικρότερος σε ηλικία.

"Έχει δεν έχει πρέπει να τη πάρουμε από εκεί παση θυσία !" Βροντηξε χτυπώντας το
χέρι στο χερι στο τραπέζι ένας άλλος γηραιότερος " Κι όχι απλά να τη πάρουμε ,
μα θα τα μάθει και όλα από πρώτο χέρι. Ήντα θα κάμει σαν καταλάβει ποιον έσωσε;
Το μόνο που της πρέπει είναι να πάρει το όπλο και να καθαρίσει το λάθος της !"

"Ηρέμησε πατέρα ..." πήρε θέση ο Στρατής. Δε θα βάψει κι άλλη γυναίκα Ραΐση τα
χέρια της με αίμα, και ειδικά η τελευταία... ! Πήγαινε να ξεκουραστείς... Θα
αναλάβω εγώ" ο γηραιότερος άντρας εβηξε μια δυο φορές και με τη βοήθεια δύο
ακόμα, βγήκε από το στενό δωμάτιο. Αυτή ήταν η διαφορά τους με τους
Φραγκιάδες... Καταβαθος, κάθε απόφαση, από κάθε μέλος της οικογένειας και μη ,
είχε υπόσταση...

******************

Κοίταξε γύρω της και άρχισε να βρίζει χωρίς όρια. Από την ώρα που έφυγε εκείνος
ο παραγιος , δεν αντάλλαξε λέξη με τον Ορέστη. Έμειναν για λίγα λεπτά να
κοιτάζονται με απέχθεια ώσπου τη πήρε με το γνωστό ατσαλο τρόπο και την οδήγησε
σε ένα μονοπάτι που έβγαζε στην αποθήκη πριν από τους υπόλοιπους. Της έδωσε μια
μπλούζα που δεν είχε ιδέα ποιανού ήταν για να φορέσει και την κλείδωσε σε ένα
από τα δωμάτια της αποθήκης. Ήταν έξαλλη με όλη τη σημασία της λέξης μα όσο
περισσότερο καθόταν άλλο τόσο το μυαλό της καθάριζε. Πλέον ήταν σίγουρη πως ο
αδερφός του ήταν ο άντρας που είδε στα Χανιά. Εκτός αυτού , ήταν επίσης σίγουρη
πως για να υπάρχει όλη αυτή η ατμόσφαιρα αυτή η οικογένεια δε θα ήταν φιλική με
τους υπόλοιπους. Πέρα απο αυτό ξέροντας πλέον πως ο συμβολαιογράφος της είπε
ψέματα πως το χωριό είναι ακατοίκητο, της μπήκαν οι σκέψεις πως ίσως ήταν
κάποια ανταγωνιστική οικογένεια που ήθελε να πάρει από το δήμο στη δημοπρασία τα
χωράφια τους κι εκείνη τους έμπαινε εμπόδιο. Σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να
φανταστεί όσα πραγματικά συνέβαιναν κι ότι υπήρχαν ακόμα βεντέτες σε αυτή την
εποχή.
Άκουσε ένα τρίξιμο και έπειτα φωνές.
Έπειτα οι φωνές μπήκαν σαν μαχαίρι και το μέρος τυλίχθηκε στη σιωπή. Ο
εκνευρισμός της δεν είχε προηγούμενο. Αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν μέσα σε λίγες
μόνο ώρες να ωθήσουν κάθε της συναίσθημα στα άκρα. Ούτε καν τη βαλίτσα της δε
μπήκαν στο κόπο να της δώσουν.

"Δεν μπορείς να με κρατήσεις ! Ανοίξτε μου τη πορτα αμέσως !" Φώναξε χτυπώντας
τις γροθιές της ακατάπαυστα πάνω στο ξύλο. "Ανοίξτε μου είπα !!!!" Ξάφνου η
πόρτα άνοιξε και βλέποντας τον Στυλιανό να στέκεται μπροστά της, έκανε ένα βήμα
πίσω.

"Μη φοβάσαι..." είπε μαλακά. "Που να το φαντάζομουν όταν σε είδα σε τι μπελάδες


θα μας βάλεις... Γιατί είσαι εδώ; Πως βρήκες το χωριό; " η Αρετή έπιασε το
κεφάλι της κουρασμένα. Ακόμα ένας που ρωτάει χωρίς να νοιάζεται να της δώσει
έστω και μια απάντηση σκέφτηκε... Παρά τα μακριά του μαλλιά και τα πράσινα μάτια
, όσο τον κοιτούσε έβλεπε πως είχε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον Ορέστη.
Ίδια μεγάλα χείλη, ίδιες γωνίες και ζυγωματικά. Ίδιο μελαμψό δέρμα.. Και σίγουρα
αν τον έβλεπε εκνευρισμένο θα έλεγε πως είχαν την ίδια αγριάδα στο πρόσωπο.

"Κοίτα.."ξεκίνησε να του λέει ήρεμη "Δεν ξέρω και δεν έχω ιδέα ποιοί είστε
εντάξει; Έρχομαι από την Αθήνα. Ονομάζομαι Αρετη Παπά Ραΐση. Βέβαια ίσως το
ξέρεις αυτο..." είπε αφήνοντας ένα μικρό χαμόγελο να φανεί για πρώτη φορά στα
χείλη της. "Ήθελα μόνο να έρθω για να δω τη περιουσία που μου αφήσαν. Μου
τηλεφώνησε ένας συμβολαιογράφος και με ενημέρωσε. Δεν ξέρω τι θέλετε, μα δεν
έχω κάτι για εσάς. Θα σου ήμουν ευγνώμων αν με πήγαινες στο χωριό για να
τελειώνουμε και ειλικρινά υπόσχομαι να κάνω πως δε ξέρω τίποτα..."

Ένα γέλιο ακούστηκε αξαφνα και από το πλάι της κάσας βγήκε ο Ορέστης χτυπώντας
παλαμάκια κι εκείνη αγριεψε μονομιάς.

"Βλέπω στον αδερφό μου η γλώσσα σου..." άρχισε μα έκανε μια παύση "Η μάλλον η
λαλιά σου, λειτουργεί άψογα..." σχολίασε και ο Στυλιανός αναστεναξε
απογοητευμένος με τη στάση του.

"Ρε Ορέστη... Τι είπαμε;" αποκρίθηκε σιγανα

"Πήγαινε την πίσω στα Χανιά. Βαλτην μέσα σε ένα πλοίο και στείλτην από εκεί που
ήρθε" του απάντησε φεύγοντας

"Δεν κατάλαβες καλά αγόρι μου!" Πετάχτηκε η Αρετή κόβοντας του το βήμα κι
εκείνος σταμάτησε με τη πλάτη γυρισμένη "Θα πάω στο χωριό σου αρέσει δε σου
αρέσει! Ποιος νομίζεις ότι είσαι;"

"Αρετή..." έσπευσε να πάτε θέση ο Στυλιανός. "Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις
και ..."

"Και αν τα μάθεις θα φύγεις από δω μέσα σε φέρετρο !" Πήρε θέση ο Ορέστης
κρατώντας ακόμα τη πλάτη γυρισμένη. "Τράβα από εκεί που ήρθες όσο έχεις ακόμα
καιρό. Δεν είναι τόπος αυτός για σένα. Έγινα κατανοητός;"

"Δε πάω πουθενά ! Και γύρνα επιτέλους σαν άντρας να με αντιμετωπίσεις !"

"Αρετή φτάνει !" φώναξε ο Στυλιανός θέλοντας να τη προστατεύσει "Δεν έχεις θέση
στο χωριό. Ο αδερφός μου έχει δίκιο σου αρέσει δε σου αρέσει. Δε μπορούμε να σε
αφήσουμε να πας εκεί δε το καταλαβαίνεις;"

"Α ναι;" απάντησε στάζοντας ειρωνεία και ανάγκασε επιτέλους τον Ορέστη να
γυρίσει προς το μέρος της .
Το βλέμμα της έπεσε προς τα έξω , είδε τη βαλίτσα της και χαμογελασε. "Ε λοιπόν
αυτό θα το δούμε !" Τους ανακοίνωσε βγάζοντας τη μπλούζα που της είχε δώσει ο
Ορέστης και βγαίνοντας σαν σίφουνας μέσα από το δωματιακι , πέταξε τη μπλούζα
στον Ορέστη ο οποίος ήταν έτοιμος να εκραγεί , παραμέρισε κάνα δυο άντρες που τη
κοιτούσαν άναυδοι, πήρε τη βαλίτσα και άρχισε να περπατά προς τα έξω.
"Μη τολμήσεις !" αποκρίθηκε ο Στυλιανός βλέποντας τον Ορέστη να πιάνει το όπλο.
"Άστη... Μόλις μάθει θα φύγει τρέχοντας από μόνη της. Εκτός αυτού , πια γυναίκα
από τη πόλη θα αντέξει να μείνει στο χωριό πόσο μάλλον όταν δεν έχει στην ουσία
που να μείνει. Τα σπίτια των Ραΐσιδων είναι έτοιμα να πέσουν. Πίστεψέ με... Αν
δε φύγει σε μια βδομάδα, θα φροντίσω προσωπικά εγώ να φύγει... Εντάξει ;"

Ο Ορέστης του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα μα καταβαθος ήξερε πως δε μπορούσε να
τη πάρει στο κατόπι και να αρχίσει να πυροβολεί σαν μανιακός. Εκτός αυτού ,
κάποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει λίγη ώρα νωρίτερα. Αυτό από μόνο του ήταν
αρκετό για εκείνον...

"Το καλό που σου θέλω να μη μας φέρει προβλήματα...και φρόντισε να μη μάθει η
μάνα μας πράμα! Εντάξει; Δεν θα το αντέξει η καρδιά της..."

"Εντάξει Ορέστη... Θα φροντίσω να μάθω και ποιος την έφερε εδώ. Πως την βρήκαν.
Υποτίθεται δεν υπάρχει εν ζωή κανένα θηλυκό Ραΐσιδων. Δε το βλέπεις ; Κάτι
υπάρχει εδώ.."

"Αμ δε το βλέπω... Αυτό που δε ξέρω , είναι το γιατί και ποιος... Μα θα το μάθω.
Κι όταν το μάθω, ανάθεμα αν καταφέρει να βγει ζωντανός από τα χέρια μου..."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 12° - Page 3


by BeYourselfGM
9-11 λεπτά

Με το πείσμα να δυναμώνει ολοένα και περισσότερο, κατάφερε και ακολούθησε τα


χνάρια απο τα οχήματά τους και βγήκε σε ένα μεγάλο χωματόδρομο.
"Δε θα πατήσω πόδι στο χωριό ... Με αυτό το πλευρό να κοιμαστε όλοι σας!"
μονολογησε ικανοποιημένη και κρατώντας τη βαλίτσα της γερά , ξεκίνησε να περπατά
προς το άγνωστο. Δεν ήταν τόσο ο τρόπος τους που τη πείραξε όσο εκείνο το"
Βαλτην σε ένα πλοίο να πάει από εκεί που ήρθε" που είπε ο Ορέστης και γιγαντωσε
το θυμό της. Στα μάτια της ήταν τόσο αλαζόνας. Έφτασε σε ένα μέρος στη μέση του
πουθενά με το δικό της τσαγανο και κανένας δε θα της έδινε εντολές.πορει να ήταν
κουρασμένη, πεινασμένη και ταλαιπωρημένη μα ήξερε καλά, πως άντεχε κι άλλο.

Άφησε το βλέμμα της να χαθεί στο τοπίο και άδειασε το μυαλουδακι της. Δέντρα
μεγάλα, θάμνοι, καταπράσινη βλάστηση, πελώριοι βραχοι και αγριαδες υπήρχαν
διάσπαρτα όπου κι αν κοίταγε. Σαν μέρος, ήταν αναμφίβολα μαγευτικό, τώρα για
τους κατοίκους δεν είχε σχηματίσει και τη καλύτερη γνώμη. Ο ήλιος πλέον είχε
ανέβει αρκετά ψηλά , το κινητό της δεν είχε μπαταρία για να ελέγξει μα ήξερε πως
ήταν σίγουρα μεσημέρι.

Ο δρόμος άρχισε να μοιάζει ατελείωτος όταν ξαφνικά , είδε στο βάθος ένα από τα
πρώτα σπίτια. "Καλώς ήρθες Αρετή..." ψέλλισε και ένιωσε τα στήθη της να γεμίζουν
αυτοπεποίθησή. Αν κάποιος δεν την ήθελε μία σε αυτό το χωριό, εκείνη δεν τους
ήθελε δέκα. Και ότι κι αν έλεγαν , τα έλεγαν γιατί δεν την ήξεραν καθόλου. Αντί
να τη πείσουν να φύγει ή να τη τρομάξουν, το μόνο που κατάφεραν ήταν να τη
κάνουν να πεισμωσει. Πλέον δεν ήθελε μονάχα να δει τη περιουσία της, ήθελε να
πάει και να τη διεκδικήσει για να τους μπει στο μάτι. Κανένας δεν είχε δικαίωμα
να διώχνει κάποιον από πουθενά. Πόσο μάλλον , κάποιον που του ανήκε ένα κομμάτι
γης.

Έκανε μια στάση λίγο πριν μπει στο χωριό έβγαλε από τη βαλίτσα μια καθαρή
μπλούζα και ένα τζιν, κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους και άλλαξε. Τα μαλλιά της
είχαν στεγνώσει σχηματίζοντας όμορφες μπούκλες στους ώμους και παρά τα 31 της,
έδειχνε με κοριτσάκι. Ένα κοριτσάκι με μεγάλη γλώσσα για κακή τους τύχη.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε μπαίνοντας στο χωριό, ήταν μια μεγάλη εκκλησία .
Φτιαγμένη εξολοκλήρου από πέτρα, με λευκά σκαλοπάτια , της δημιούργησε περίεργη
μια αίσθηση . Η Αρετή δεν φημίζονταν για τη πίστη της στο θεό. Πόσο μάλλον στους
παπάδες. Με όλα αυτά που είχαν δει τα μάτια της στην Αθήνα , είχε αρχίσει να
αμφιβάλλει για πολλά πράγματα γύρω της.

"Καλησπερα κόρη μου..." μια ήρεμη φωνή ακούστηκε και γυρίζοντας ελαφρά ,
πρόσεξε έναν άντρα να στέκει στο κήπο της εκκλησίας και να τη κοιτάζει . Η
απόσταση δεν ήταν μεγάλη ανάμεσα τους μα ο ήλιος έκαιγε και δεν έβλεπε καλά.
Πάραυτα όμως, και μόνο που της είπε εκείνο το απλό καλησπέρα, άνοιξε η καρδιά
της. Άφησε τη βαλίτσα στην άκρη και περπάτησε . Πλησιάζοντας αντιλήφθηκε πως ο
άντρας ήταν ένας παπάς. Μεγάλος αρκετά σε ηλικία. Ίσως και πάνω από 70 ο οποίος
πότιζε κάτι λαχανικά που είχε φυτεμένα.

"Καλημέρα πάτερ..." του απάντησε εν τέλει έχοντας ένα δισταγμό στη φωνή μα σαν
πλησίασε κοντά του , το λάστιχο του φύγε από τα χέρια.

"Μαριώ;" τον άκουσε να λέει σαστισμένος εντελώς

"Με συγχωρείτε ίσως κάνετε κάποιο λάθος... Αλλά αφού σας βρήκα θα ήθελα να
ρωτήσω ..."η Αρετή σταμάτησε να μιλά βλέποντας τον να ταράζεται. Ο παπάς τη
πλησίασε, κοίταξε δεξιά και αριστερά και την έπιασε από το χέρι κάνοντας τη να
φοβηθεί.

"Έλα μέσα κόρη μου. Όποια και να είσαι καλό είναι να μη σε δει κανένα μάτι.
Γρήγορα !" η όλη συμπεριφορά του, τη τάραξε αρκετά μα χωρίς να θέλει να του
φέρει αντίρρηση και βλέποντας τον ίσως, σαν μια πηγή πληροφοριών, τον
ακολούθησε.

Μπαίνοντας μέσα στην μικρή εκκλησία η ευωδία των κεριών πλημμύρισε τα στήθη της.
Πάντοτε της άρεσε εκείνη η μυρωδιά μα απεχθανόταν την όλη ουσία της σαν κτήριο
πλεον. Πίστευε πως όσο πιο παλιά ήταν μια εκκλησία τόσο το καλύτερο. Σου έβγαζε
περισσότερη ηρεμία από τα σύγχρονα κτήρια που κατασκεύαζαν σε κάθε στενό.

Ο παπάς μόλις μπήκαν μέσα, σαν να ζωντάνεψε , έτρεξε και έκλεισε τις πόρτες
μονομιάς. Έπειτα πήγε μπροστά από μεγάλη εικόνα , γονάτισε και χαμήλωσε το
κεφάλι.

"Όχι άλλο θεέ μου... Δεν αντέχει τούτος ο τόπος" τον άκουσε να λέει πολύ χαμηλά
και δίχως να θέλει να τον διακόψει, στάθηκε σε μια άκρη και περίμενε.

"Πως σε λένε κόρη μου;" ρώτησε αξαφνα

"Αρετή..."

"Όχι αυτό... Το επίθετο σου σε παρακαλώ..." Συνέχισε ώσπου κατάλαβε αμέσως πως
ρωτούσε για ένα συγκεκριμένο λόγο. Για τον ίδιο λόγο που όλοι έκαναν σαν τρελοί.
"Ραΐση πάτερ !" είπε μονομιάς χωρίς φόβο θέλοντας να τεσταρει την αντίδραση του
και τον είδε να σκύβει ξανά προς την εικόνα , να πιάνει το κεφάλι του και να αν
δεν ήταν τόσο σκοτεινά, θα ορκιζόταν πως έκλαψε κι όλας.

"Ραΐση..Το ξερα όταν αντίκρυσα αυτά τα μάτια..." είπε εν τέλει και σηκώθηκε.
Έκανε μερικά βήματα , στάθηκε μπροστά της και της έπιασε απαλά το χέρι. Πλέον η
Αρετή έβλεπε πεντακάθαρα πως τα γέρικα μάτια του, ήταν δακρυσμένα. "Είσαι ίδια η
προγιαγιά σου κόρη μου... Ίδια..." τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν και βλέποντας
τον να ταράζεται υπερβολικά , η Αρετή τον βοήθησε να καθίσει σε ένα από τα
στασίδια που υπήρχαν πίσω του. Εκείνος την ευχαρίστησε ταπεινά μα δεν έβγαλε
άλλη κουβέντα.

"Ξέρατε τη προγιαγιά μου ;" Ρώτησε μην αντέχοντας άλλο

"Αχ κόρη μου... Αχ και να ήξερες..." ο παπάς φαινόταν τόσο ταραγμένος μα ξάφνου
αλλαξε ύφος. "Σε είδε κανένας να έρχεσαι ;" Ρώτησε κι εκείνη κούνησε το κεφάλι
αρνητικά για να μη τον ταράξει παραπάνω. Βλέποντας πως η απάντηση της τον
ηρέμησε, του ζήτησε να της πει για τη προγιαγιά της αφού πρώτα του εξήγησε πως
είχε βρεθεί εκεί.

Αυτό που δε περίμενε όμως να ακούσει , της ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι της...

"Όλα άρχισαν πριν πολλά πολλά χρόνια...Θεέ μου... Της μοιάζεις τόσο πολύ..." Ο
παπάς έριξε ένα δάκρυ μα το σκούπισε αμέσως. "Κρίμα που είχε αυτή τη
κατάληξη ...Τόσο νέα... "

"Κατάληξη όπως;"

"Την σκότωσαν κόρη μου...ή έτσι πίστευαν οι μισοί πριν το ολοκαύτωμα.. κρίμα
μόνο το μωρό που είχε στα σπλάχνα της" Η Αρετή έπαθε σοκ. Είχε χάσει πλέον κάθε
ίχνος λογικής που της απέμεινε.

"Μα γιατί; Ποιος...Μωρό; Και πως και έκανε εγγόνια αφού πέθανε τόσο νέα και
εχασε ένα μωρό;"

"Λοιπόν... αφού ήρθες , καλώς μας ήρθες. Νομίζω όμως πως δεν είναι η ώρα για
αυτά. Φαίνεσαι κουρασμένη..." ο παπάς σηκώθηκε μα εκείνη τον σταμάτησε.

"Μα πατερ.. απλά πείτε μου σας παρακαλώ. Ήρθα εδώ και δεν ξέρω κανένα. Πέρασα τα
πάνδεινα για να φτάσω ζωντανή" επέμεινε

"Όχι. Δεν είναι ώρα τώρα κορη μου. Συγχώρεσε με που ξεκίνησα να μιλώ για το
παρελθόν... Που θα πας ; Που θα μείνεις;" Η Αρετή ένιωσε πως δε θα του έπαιρνε
άλλη λέξη και παραιτήθηκε για την ώρα. "Δε μπορείς να τριγυρίζεις στο χωριό..."

"Γιατί;"τον ρώτησε αμέσως κι εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του.

"Γιατί αυτό το πρόσωπο κόρη μου... Θα μας κάψει ζωντανούς. Κι άντε... Εμείς
είμαστε ήδη στη κόλαση , εσύ όμως... Εσύ είσαι νέα... Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ"

Τα λόγια του τη προβλημάτισαν όσο τίποτα. Πλέον ήταν πεπεισμένη πως κάτι είχε
συμβεί με την οικογένεια της και εκείνη των δύο αδερφών και έπρεπε να το
ανακαλύψει . Ξεκίνησε θέλοντας να δει, δύο σπίτια και ένα χωράφι , και κατέληξε
να διψάει για τις ρίζες και το παρελθόν της..

"Μα να που ήρθα... Ίσως τελικά όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Σωστά πάτερ; Και
όχι... Δεν είχα σκεφτεί που θα μείνω. Είχα στο μυαλο μου πως ίσως κάποιο από τα
σπίτια θα ήταν κατοικήσιμο μα..."

"Μα είναι κόρη μου... "Τη διέκοψε. "Το παλιό αρχοντικό κοντά στο γκρέμνι, στέκει
ακόμα εκεί..." Η Αρετή τον κοίταξε καλά καλά μπερδεμένη

"Μα δεν μου είπε κάποιος για αυτό το αρχοντικό... Εκτός κι αν εννοείτε τις
πέτρινες κατοικίες κοντά στα χωράφια. Αυτα τα στοιχεία έχω μόνο..." Ο πάτερ της
χαμογέλασε...

"Κάποτε κόρη μου, οι Ραΐσιδες κυριαρχούσαν σε τούτο τόπο. Μετά από το 50',
κάποιοι έφυγαν...και πίστεψέ με, τα χαρτιά δεν λένε ούτε τα μισά... Ξέρεις...."
σταμάτησε να μιλά και πήγε μέχρι μέσα σε μια αίθουσα πίσω από το ιερό, έπειτα
βγήκε και πήγε κοντά της. "Τα κράτησα μα δε πίστευα ποτέ πως θα τα έδινα σε
κάποιο μέλος της οικογένειας..."είπε δίνοντας της ένα ζευγάρι κλειδιά. "Σχεδόν
κανένας δεν ήξερε πως αυτό το σπίτι ήταν δικό τους. Με έβλεπαν χρόνια να πηγαίνω
και να το φροντίζω σαν δικό μου, οπότε... Πάρτα κόρη μου... Πάρτα και πήγαινε
στην ευχή της Παναγίας. Ακολούθησε το μονοπάτι που δεν περνάει μέσα από το χωριό
και πρόσεχε μη σε δει κανένας.. Το μονοπάτι ειναι αυτό πίσω από την εκκλησία,
πάρτο και θα σε βγάλει στο σπίτι σου... Εκεί όπου και ανήκεις. Ξεκουράσου ...
Έκανες μεγάλο ταξίδι από ότι είπες. Θα σου φέρω κάποια τρόφιμα και ύστερα
βλεπουμε..."

Η Αρετή ήθελε να κλάψει από τη χαρά της... Τελικά ο παπάς, της χάρισε πολλά
περισσότερα από λίγες πληροφορίες. Και είχε δίκιο... Η αλήθεια, θα μπορούσε να
περιμένει λίγες ώρες παραπάνω...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 13° - Page 3


by BeYourselfGM
10-13 λεπτά

Λάκκοι, έτος 1896...

Ένιωθε περίεργα ύστερα από όλα όσα είχαν γίνει λίγη ώρα νωρίτερα στη λίμνη μα δε
το έβαλε κάτω. Ποτέ της δεν έμαθε να το βάζει κάτω. Έστρωσε το φόρεμα της,
όρθωσε το ανάστημα της και φτάνοντας έξω από το σπίτι της, φόρεσε ένα όμορφο
χαμόγελο και μπήκε μέσα...

Ένα βήμα...
Δύο βήματα ...
Και στο τρίτο της βήμα, ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο και σωριάστηκε
ολόκληρη κάτω.

"Η αδερφή μου; Με έναν Φραγκιά στη λίμνη;!" τον άκουσε να ουρλιάζει κατά πάνω
της. Έπειτα την έπιασε δυνατά από το μπράτσο, τη σήκωσε και τη χαστούκισε ξανά
με περισσότερη δύναμη. "Τόλμησε να σου περάσει το σαρίκι το καταραμένος ; Θα τον
κάψω ζωντανό!!!"

"Όχι Γιώργη! Όχι να χαρείς ! Τ'αρνηθηκα!!! Δεν το εννοούσε! Τους ξέρεις


αυτούς !!!" είπε μέσα στα καυτά της δάκρυα κι εκείνος την έσπρωξε με δύναμη πάνω
στη κρυστάλλινη σιφονιερα κάνοντας τη κομμάτια.

"Παντού έχω τα μάτια μου Μαριώ! Παντού! Σε δύο βδομάδες έχουμε αρραβωνιασματα.
Παντρεύεσαι! Και τώρα τραβα στο δωμάτιο σου και μη σε δω να βγαίνεις από αυτό το
σπίτι αν δε σου πω εγώ το κατάλαβες ;"

"Δε μπορείς !!!!" Ούρλιαξε εκείνη πέφτοντας στα πόδια του. Δεν ήθελε λέξη
παραπάνω για να καταλάβει πως είχε σκοπό να τη παντρέψει με κάποιον από τους
άντρες του. Πόσο μάλλον με το Παναγή, γιατί εκεί πήγε το μυαλό της κατευθείαν,
που ο τρόπος και μόνο που τη κοίταζε στα κτήματα , της προκαλούσε αναγουλα.

"Άκουσες τι είπα; Αν μάθει ο πατέρας τι έγινε με σένα και το Φραγκιά, θα τους


κάψει όλους εν μια νυκτί! Αυτό θέλεις; Διάλεξε και πάρε ! Και τώρα χάσου από
μπροστά μου !"

Η Μαριώ έτρεξε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο δωμάτιο της αφήνοντας τα δάκρυα να
πέσουν καυτά κάνω στα σεντόνια ...

"Καταραμένε Σήφη !!!" καταραμένε!!!"

Μια ημέρα μετά...

"Για νύφη πάντως, πολύ κόκκινη την είδα το πρωί στο φούρνο. Μάλλον τον εξόργισε
το γαμπρό πριν την ώρα της" σχολίασε κακοπροαίρετα μια χοντρή γυναίκα σε μια
άλλη χαχανιζοντας "Φαντάσου τι θα έκανε για να αποφασίσει ο Γιώργης να τη
παντρολογησει τόσο βιαστικά" αφήνοντας πολλά υπονοούμενα, οι γυναίκες συνέχιζαν
να κουτσομπολευουν μα ο Σήφης που τις άκουσε , δεν γέλασε καθόλου...

Έδωσε μια δυνατή ώθηση στον εαυτό του και με ένα σάλτο , πηδηξε πάνω στο άλογο
και κίνησε για την εκκλησία. Φτάνοντας έξω από το αρχοντικό των Ραΐσιδων
κρύφτηκε προσεκτικά πίσω από τους θάμνους και περίμενε ώσπου την είδε να βγαίνει
στη πίσω αυλή . Φορούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι και κρατούσε τη μπουγάδα της. Το
να πάει κοντά της ήταν καθαρή αυτοκτονία μα δεν τον ένοιαξε. Εκτός αυτού ,
εκείνη την ώρα όλοι σχεδόν οι Ραΐσιδες ήταν στα κτήματα. Δίχως να μπορεί να
συγκρατήσει τον εαυτό του, βγήκε μέσα από τους θάμνους και με γρήγορες κινήσεις,
τη πλησίασε από πίσω . Της έκλεισε το στόμα για να μη φωνάξει και έπειτα τη
τράβηξε παράμερα πίσω από τα δέντρα.

"Είσαι τρελός Φραγκιά ; Μάρτυς μου ο θεός θα σε σκοτώσω!!!" Η Μαριώ μόλις


απελευθερώθηκε τράβηξε μαχαίρι δίχως φόβο μα εκείνος προετοιμασμένος για την
αντίδραση της, απωθησε την επίθεση και τη παρέσυρε πιο βαθιά στο δάσος. Την
στρίμωξε πάνω σε ένα δέντρο και έμεινε να κοιτάει σαστισμένος.

"Άπλωσε χέρι πάνω σου..." ήταν τα μόνα λόγια του κι εκείνη για κάποιο λόγο
άρχισε να κλαίει χωρίς έκφραση. Σαν μια πορσελάνινη κούκλα που απλώς βγάζει
δάκρυα από τα μάτια. Ο Σήφης σήκωσε το χέρι προς το πρόσωπο της θέλοντας να
αγγίξει το μελανιασμα κοντά στα μάτια της μα εκείνη γύρισε το κεφάλι από την
άλλη.

"Φύγε...Φύγε και μη ξανάρθεις. Παντρευομ..." Η Μαριώ δεν κατάφερε να τελειώσει


τη φράση της αφού εκείνος έκανε ένα ελιγμό με το κεφάλι και σφράγισε τα χείλη
της με τα δικά του χαρίζοντας της το πρώτο της φιλί ...

Και τότε η κούκλα έσπασε...


Η Μαριώ ξέσπασε σε λυγμούς ανήμπορη να δεχθεί τη πράξη που έγινε και γύρισε προς
το δέντρο

"Τι έκανες ανάθεμα σε..." Είπε πιάνοντας τα χείλη της μα ο Σήφης δεν είπε λέξη.
Σαν απάντηση , έβγαλε το σαρίκι του και της το πέρασε στο λαιμό για δεύτερη
φορά...

"Το ξέχασες στη λίμνη..." της ψιθύρισε κι εκείνη γύρισε με φόρα και τον
χαστούκισε. "Χαστούκισε με όσο θες... Άντρας αν σε αγγίξει, θα τον σκοτώσω.
Αυτός ο γάμος δε θα γίνει Μαριώ... Και ο Γιώργης... Ο Γιώργης καλά θα κάνει να
προσέχει από δω και πέρα τα νώτα του. Ο λόγος που ζεί ακόμα, αφού τόλμησε να σε
ακουμπήσει, είσαι εσύ... Να το θυμάσαι. Για να μη με μισήσεις περισσότερο από
όσο ήδη το κάνεις..." Της είπε και αφήνοντας της ένα φιλί στο κούτελο, χάθηκε
μέσα δέντρα...

Λάκκοι , σήμερα...

Αν κάποιος της έλεγε πως θα έπινε ελληνικό καφέ το απόγευμα σε ένα αρχοντικό που
ήταν δικό της στη μέση της Κρήτης , θα γελούσε ... Κι όμως... Το σπίτι έδειχνε
άθικτο στο πέρασμα του χρόνου. Εκτός από σκόνη στα παλιά έπιπλα, ήταν
κατοικήσιμο και μάλιστα από την ώρα που πάτησε το πόδι της εκεί μέσα ένιωσε την
ίδια ακριβώς αίσθηση που ένιωθε κάθε φορά που γυρνούσε ύστερα απο κάποιο
δικαστήριο σπιτι της...

Αν και παπάς τη συμβούλεψε να ξαπλώσει εκείνη προτίμησε να ανοίξει τα παράθυρα


και να καθαρίσει ελαφρά . Χρησιμοποίησε μια μπλούζα της και λίγο καθαρό νερό μα
η σκόνη έφυγε και το σπίτι γέμισε καθαρό αέρα . Τα σεντόνια ήταν μεν παλιά και
είχαν κιτρινίσει αλλά είχε σκοπό να τα πλένει όλα. Λίγη ώρα πριν ο παπάς την
επισκέφθηκε φέρνοντας της λίγα πράγματα μα έφυγε βιαστικος μετέπειτα. Το καλό με
εκείνο το αρχοντικό ήταν όμως άνηκε μεν στο χωριό αλλά δεν ήταν μέσα του. Ο
δρόμος δεν ήταν προσβάσιμος με αμάξι παρά μόνο από το μονοπάτι πίσω από την
εκκλησία. Ξέροντας πως ο παπάς θα ήταν σίγουρα εκεί σαν φύλακας για κάποιο
λόγο , ένιωθε πιο ήρεμη..

Τα πάντα σε εκείνο το σπίτι ήταν παλιά. Είχε φωτογραφίες και κάδρα από διάφορους
ανθρώπους μα αυτό που της έκανε εντύπωση , ήταν πως δεν υπήρχε τίποτα που να
φανέρωνε πως υπήρχε η προγιαγιά της εκεί. Ούτε μια φωτογραφία... Σαν να ήθελαν
να τη σβήσουν από τη μνήμη τους.

Πλέον όλα ήταν τακτοποιημένα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και εκείνη καθόταν
στη βεράντα απολαμβάνοντας ένα καφέ που έφτιαξε πατροπαράδοτα σε κάτι που
έμοιαζε με γκαζακι και ήταν περήφανη για αυτό. Κατά τη διάρκεια που καθάριζε ,
κοίταξε μέσα στα συρτάρια και τυχόν έγγραφα αλλά δε βρήκε τίποτα. Ούτε καν ένα
σημειωματάριο. Κάτι που να της έδινε κάποια πληροφορία παραπάνω τέλος πάντων. Το
μόνο που είχε ήταν φωτογραφίες από μέλη της οικογένειας.
Παλιά ασημικά . Κρύσταλλα . Σεμεδακια. Και μερικά σκουριασμένα όπλα που βρήκε σε
ένα σεντούκι.

"Ακόμα δε ξαπλωσες; Ο ήλιος κοντεύει να δύσει .." η χαρακτηριστική πλέον ήρεμη


φωνή του παπά της τράβηξε το βλέμμα και γύρισε προς το μέρος του χαρίζοντας του
ένα εγκάρδιο χαμόγελο.

"Όχι πάτερ... Θέλησα λιγάκι να ηρεμήσω. Και σας ευχαριστώ που μέσα στα πράγματα
που φέρατε και καφέ. Θα σας το ξεπληρώσω..."

"Μην ανησυχείς κόρη μου..."


"Θέλετε να σας φτιάξω ένα καφεδάκι να μιλήσουμε λιγάκι;" ρώτησε παρακαλώντας από
μέσα της να πει το μεγάλο ναι.

"Όχι κόρη μου... Δε πίνω καφέ τέτοια ώρα. Έφερα το δικό μου φάρμακο..." Το
πρόσωπο της Αρετής εκεί που είχε πάρει μια λυπημένη έκφραση φωτίστηκε ολόκληρο.
Τον είδε να βγάζει από την εσωτερικη του τσέπη ένα μπουκάλι με διάφανο υγρό και
γέλασε "Ναι... Εδώ , πίνουμε ρακί σε όλες της ηλικίες..." σχολίασε ο πάτερ
βλέποντας που κοίταζε το μπουκάλι .

"Ελάτε, καθίστε ..." του πρόσφερε μια καρέκλα , έφερε ένα μικρό ποτήρι και πήρε
θέση και η ιδια πλάι του..

"Θα αντιλήφθηκες πως δεν υπάρχει πουθενά η Μαριώ σε αυτό το σπίτι έτσι;" ρώτησε
λυπημένος κι εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι "Αχ... Όλα είχαν γίνει τόσο
γρήγορα βλέπεις. Ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω πως σε κοιτάζω.. Δυστυχώς όμως...
Εκείνες ήταν σκληρές εποχές... Θυμάμαι ένα βράδυ, ήμουν καθισμένος στη πλατεία
όταν άκουσα να μιλάνε για εκείνη... Βλέπεις δε τη γνώρισα προσωπικά αλλά ήξερα
τα πάντα... Από παιδί θυμάμαι να τη κατηγορούν για όσα έγιναν μετέπειτα το 50...
" Ο παπάς κατέβασε μια γουλια ρακί και αναστεναξε...

"Λοιπόν;" Θα μου πείτε παρακαλώ ;"

Μα ο παπάς δεν έβγαλε λέξη. Έμεινε να κοιτάζει προς την εκκλησία σοβαρός ...
Έκλεισε τη ρακί, πήρε το μπαστούνι του και σηκώθηκε.

"Θα σου πω. Όχι σήμερα όμως... Μπες στο σπίτι και κοιμήσου. Συγχώρεσε με κόρη
μου μα βλέπεις είμαι γέρος άνθρωπος...με πείραξε το ποτό" δίχως να της δώσει
άλλη εξήγηση σηκώθηκε και άρχισε να περπατά αφήνοντας τη μονή. Λίγο πριν χαθεί
από το οπτικό της πεδίο, γύρισε και τη κοίταξε... Ύψωσε το χέρι και της έδειξε
το σπίτι σαν να της έλεγε να μπει μέσα κι ύστερα χάθηκε από το βλέμμα της.

**************

"Αν τη πλησιάσεις , μάρτυς μου ο θεός ΣΤΥΛΙΑΝΕ θα βρουν το απολλυμαρι σου επαε
παρά την ηλικία μου ! Ήντα θέλεις μωρέ εδώ;!..."

"Ωωωωω ώπα παπά Μανώλη ! Ήρεμα. Άσε κάτω τη μαγκουρα!!!"

"Μίλα Στυλιανέ! Ποτέ δεν έρχεσαι πίσω από την εκκλησία!! Βγάλε τα κουμπουρια σου
αλλιώς στην άναψα !" ο παπάς αν και στα 75 έκανε τον Στυλιανό να γελάσει μα το
γέλιο δεν κράτησε σαν είδε πως πράγματι μέσα από τα ράσα κρατούσε εκτός από τη
μαγκουρα του κι ένα όπλο.

Αναστεναξε και έπειτα του ζήτησε να κατεβάσει το όπλο ήρεμα...του έδειξε την
άδεια του ζώνη και ο παπάς φάνηκε να χαλαρώνει.

"Το ξέρατε πως είναι εδώ έτσι; Αλλά βέβαια! Τι θα ξεφύγει από τη μύτη σας... Στο
λέω όμως και βάλτο καλά μέσα στο μυαλό σου. Μη το πειράξετε το κοριτσι.."

Ο Στυλιανός αναστεναξε...

"Δεν ήρθα να το πειράξω παπά Μανώλη... Θαρρείς δεν ήξερα ότι προσέχεις το
αρχοντικό ; Σε πήρανε τα χρόνια και ξεχνάς πως ο Ορέστης έχει οργώσει κάθε χώμα
σε τούτο χωριό και ξέρει ακόμα και τις πέτρες;! Ίσως μας πήρε λίγο μα έπειτα
θυμήθηκα για ένα αρχοντικό που λέγανε οι δικοί μου και ανήκε στους Ραΐσιδες...
Και έτσι κατάλαβα... " Ο παπάς τον κοίταξε καλά καλά και τον προσπέρασε

"Ωραία. Και τώρα φύγε. Δεν έχεις δουλειά εδώ " επέμενε

"Δεν ήρθα για κακό...μόνο να ελέγξω...Ξέρετε ... Να δω... " του απάντησε και ο
παπάς τον κοίταξε από πάνω ως κάτω με σηκωμένο το λευκό του φρύδι . Έπειτα
έπιασε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά...
"Ανάθεμα με αν ζήσω μήνα παραπάνω χωρίς να με πεθάνουν αυτοί..." μολογησε και
παραμερίζοντας εντελώς τον Στυλιανό, χώθηκε μέσα στην εκκλησία...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 14° - Page 3


by BeYourselfGM
9-11 λεπτά

Λάκκοι, έτος 1959

"Τρέξε Μανωλιό! Τρέξε και ειδοποίησε γρήγορα το Ραΐση! Τρέξε σου λέω!! Η Λενιώ
πρέπει να φύγει από το χωριό ! Γυναίκα δε θα αφήσουν για να γεννοβολησει
αυθεντικά σερνικά !!!!"

Ο μικρός κοίταξε τον αιμόφυρτο πατέρα του και βάζοντας φωτιά στα πόδια, άρχισε
να τρέχει προς το παλιό αρχοντικό με δάκρυα στα μάτια. Ήταν πλέον γεγονός...
Ύστερα από το μακελειό που προκλήθηκε όταν συνέλαβαν το Σήφη για το φόνο της
Μαριως , το χωριό ήταν έτοιμο να ζήσει μια ακόμα καταιγίδα κι αυτή τη φορά δεν
έμοιαζε με τις άλλες.

Ο Μανωλιός έτρεχε τρομαγμένος , μικρό παιδάκι τότε βλέποντας διάφορους άντρες να


περπατάνε στους δρόμους έχοντας στα χέρια όπλα . Μερικοί είχαν ρούχα ματωμένα ,
άλλοι σκισμένα μα κανένας δεν είχε ξαναδεί σε εκείνο το χωριό. Σαν να κατέβηκαν
εν μια νυκτί μέσα από τα βουνά. Η αιτία ; Ένας φόνος... Κι όχι της Μαριως αυτή
τη φορά, μα ενός Φραγκιά. Του Τιμόθεου. Τόλμησε και έβαλε φωτιά όλες τις
αποθήκες με τα αμπέλια των Ραΐσιδων κατηγορώντας τους ευθέως για το θάνατο του
Σήφη μεσα στη φυλακή αρκετά χρόνια πριν. Όλοι το είχαν σαν κρυφό μυστικό... Μα
κανένας δεν είχε ποτέ στη κατοχή του ούτε ένα στοιχείο.. Μέχρι που κάποιος ,
βρήκε τελικά ... Πρώτη φορά στα χρονικα οριζαν καινούριο αστυφύλακα μέλος
κάποιας από τις δύο οικογένειες. Και εκείνος έτυχε να ειναι ο Τιμόθεος .

Ψάχνοντας μέσα στα συρτάρια για τις υποθέσεις που απασχόλησαν πριν από εξήντα
χρόνια τη κοινωνία και θέλοντας να βρει σαν παθιασμένος κάποιο στοιχείο , καθώς
ήταν από εκείνους τους άντρες που δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους για το αίμα
τους, τα κατάφερε. Αφορμή στάθηκε η λογομαχία που είχαν μια μέρα στην αγορά ένας
Φραγκιάς και ένας Ραΐσης για το παρελθόν με το πρώτο να πέφτει νεκρός από σφαίρα
ένα πρωινό χωρίς φυσικά να υπάρχει ένοχος. Αλλά έτσι ήταν εκείνη η κοινωνία...
Πρώτα έβγαζε το όπλο μετά μιλούσε και στο τέλος κανένας δεν ήξερε τίποτα. Οι
προσωπικοί λογαριασμοί δεν αφορούσαν κανένα και όσοι έμπαιναν ανάμεσα, κατέληγαν
στο χώμα.
Ο Τιμόθεος βρηκε κάτι που τους τιναξε όλους στον αέρα. Η κατάσταση ήταν ήδη
τεταμένη με το φόνο που έγινε στην αγορά μα ανακαλύπτοντας πως την επόμενη μέρα
της φυλάκισης του Σήφη , τον επισκέφτηκαν στα κρυφά Ραΐσιδες στη φυλακή ήταν μη
αναμενόμενο. Ήταν γραμμένο σε ένα μικρό παλιό χαρτί κολλημένο σχεδόν μέσα στο
συρτάρι...

"Τον έφαγαν... Ο λογαριασμός έκλεισε. Πήρε ζωή, έδωσε ζωή. Τιμωρήθηκε για το
θάνατο της Μαριως με το ίδιο νόμισμα ακόμα κι αν ούρλιαζε πως θα επέστρεφε για
να πάρει εκδίκηση εκείνος για το θάνατο της. Τους το ορκίστηκε. Τον άκουσα όταν
τον έκοβαν.. Σκότωσαν την γυναίκα του και θα τους έβαζε όλους φωτιά. Γυναίκα δε
θα άφηνε να συνεχίσει τη καθαρόαιμη γενιά τους ..."

Ο Τιμόθεος ειδοποίησε εκτατό συμβούλιο στην οικογένεια κι εκείνοι με τη σειρά


τους κάλεσαν το υπόλοιπο σόι που ήταν χωμένο βαθιά μέσα στα βουνά. Κανένας δε
πίστεψε ποτέ πως ο Σήφης είχε σκοτώσει τη Μαριώ... Κι αυτό το σημείωμα, ήταν ο
καταλύτης για να ξεσπάσει η μεγαλύτερη σφαγή σε ολόκληρο το χωριό...

"Έρχονται!!! Θα σας βάλουν όλους φωτιά!! Σώστε τα κορίτσια !!!" Ούρλιαξε ο


Μανωλιός φτάνοντας στο αρχοντικό μα ένα χτύπημα στο κεφάλι τον ζαλισε και
σωριάστηκε χάμω. Έμεινε να κοιτάει τους Φραγκιάδες να βγάζουν έξω κάθε μέλος των
Ραΐσιδων και να πυροβολούν ανεξέλεγκτα. Όλους εκτός από τα παιδιά... Και παιδιά
για εκείνους ήταν κάθε ζωντανό ον κάτω από τα 7...

Σε λίγο ολόκληρο το χωριό μετατράπηκε σε μια πύρινη λαίλαπα. Οι Ραΐσιδες έδιωξαν


όπως όπως τα κορίτσια τους και πήραν τα όπλα . Εκείνοι πίστευαν ακράδαντα πως
πάντα οι Φραγκιάδες προκαλούσαν. Δελεαζαν και ατιμαζαν την οικογένεια τους όπως
ακριβώς είχε κάνει και ο Σήφης όταν έβαλε το σαρίκι στη Μαριώ...

Το επόμενο πρωί, μυριζε παντού σχεδόν καμένο ξύλο, μπαρούτι και αίμα... Οι
Φραγκιάδες κέρδισαν τη μάχη και οι Ραΐσιδες ορκίστηκαν να πάρουν εκδίκηση και να
επιστρέφουν στα εδάφη τους όταν θα έρθει η ώρα καταφέρνοντας να φυγαδεύσουν
μονάχα ένα μικρό κορίτσι με ένα σαπιοκάραβο μέχρι την άκρη της Πελοποννήσου...
Κανένα άλλο δεν επέζησε. Μα κι εκείνο ήταν μικρό για να κρατήσει μνήμες. Έδωσαν
οδηγίες να το αφήσουν σε ένα ορφανοτροφείο μέχρι να έρθει η ώρα και κρύφτηκαν.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε τελικά αν ο Σήφης σκότωσε τη Μαριώ από ζήλεια για το γάμο
της. Όλοι όμως ήξεραν πως οι Ραΐσιδες τον σκότωσαν χωρίς οίκτο στη φυλακή...
Εξάλλου τι είχαν σαν στοιχείο για τη δολοφονία της Μαριως; Μια μονάχα
μαρτυρία... Μια ανώνυμη πληροφορία... Μια εικασία...

**********************

Λάκκοι σήμερα

Άνοιξε τα παραθυρόφυλλα και γελασε. Συνηθισμένη στα σημερινά στορια και


παντζούρια , της φάνηκε αρκετά περίεργη μα συνάμα και ζεστή σαν κίνηση. Η Αρετή
πέρασε ένα ήρεμο βράδυ. Κοιμήθηκε σκεπτόμενη πως ήταν ασφαλής παρά τα όσα έγιναν
και ξύπνησε γεμάτη ενέργεια. Είχε ήδη αποφασίσει τις κινήσεις της και παρά την
αποτροπή του παπά Μανώλη, ήθελε να πάει να δει τόσο τα κτήματα όσο και τα παλιά
πέτρινα σπίτια. Το σπίτι ήταν αρκετά παλιό και το μπάνιο ήταν ξεχωριστό και μόνο
του σε μια μικρή καμπίνα στην εξωτερική μεριά που έβλεπε στο γκρέμνι. Πήρε μια
πετσέτα , το σαμπουάν από τη βαλίτσα της και κίνησε προς τη πίσω πλευρά του
σπιτιού όταν βγαίνοντας είδε το παπά Μανώλη να πλησιάζει.
"Καλημέρα κόρη μου ! Βλέπω ξύπνησες νωρίς." σχολίασε χαμογελαστός. Ένας παπάς
που τον ονόμαζαν αγέλαστο σε όλο το χωριό...

"Ναι. Υποθέτω κοιμήθηκα αρκετά καλά. Ο καιρός είναι υπέροχος σήμερα και έλεγα
να..." ξάφνου ακούστηκε ένα σφύριγμα από το σπίτι και εκείνη τρόμαξε. "Γαμωτο!
Έβρισε σιγανα μη την ακούσει ο παπάς. "Συγνώμη , ξέχασα να κλείσω το μάτι.
Βλέπετε είδα πως δεν έχει ζεστό νερό και έβαλα λίγο να βράσει σε μια τσαγιέρα
που βρήκα για να πλυθω..." Του εξήγησε

"Ωωω ναι... Καλώς ήρθες στο παλιό τρόπο ζωής. Δυστυχώς αν και καλοδιατηρημένο
δεν είναι σαν τα άλλα σπίτια Αρετή μου. Έχει τη δική του ιστορία . Είναι ένα
σπίτι ξεχασμένο πολλά χρόνια πριν...Μη σε καθυστερω. Τελείωσε και έλα από την
εκκλησία. Νομίζω πως αυτή τη φορά με ένα πρωινό καφέ, ίσως σου αλλάξω γνώμη και
δε βγεις στο χωριό" ο παπά Μανώλης γέλασε λυπημένος και η Αρετή έσμιξε τα χείλη
της. Τον είδε να κατεβάζει το κεφάλι και να φεύγει και αναστεναξε.

"Τι έγινε σε αυτό το χωριό πια..." αναρωτήθηκε φωναχτά ώσπου η τσαγιέρα σφύριξε
για δεύτερη φορά βγάζοντας την από τις σκέψεις κι εκείνη άφησε τη πετσέτα στη
καρέκλα και έτρεξε προς τα μέσα.

Άδειασε το περιεχόμενο σε μια λεκάνη και κρατώντας παράλληλα και τη πετσέτα της
κίνησε προς τα πίσω. Δεν ήθελε πολύ, ίσα ίσα λιγάκι για να ζεστάνει το νερό που
είχε βάλει σε μια μεγαλύτερη λεκάνη που βρήκε στο σπίτι. Μπορεί να μην έμοιαζε
με μπανιέρα μα σίγουρα θα ήταν ένας τρόπος να νιώσει πιο καθαρή. Ήταν σίγουρη
πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται άνθρωπος τριγύρω αφού από τη μια ήταν η
εκκλησία και από την άλλη το γκρέμνι, ενώ με τη πάροδο του χρόνου , το μοναδικό
εξωτερικό μονοπάτι είχε καλυφθεί από πελώριους θάμνους και πέτρες. Εβγαλε τα
ρούχα της και κάθισε σε ένα σκαμνί. Πήρε στα χέρια ένα κομμάτι ύφασμα που έκοψε
από τη μπλούζα της και χρησιμοποιώντας το σαν σφουγγάρι ξεκίνησε να πλένει τα
πόδια της. Αν ήθελε να μείνει εκεί, έπρεπε σίγουρα κάποια στιγμή να φέρει ένα
μάστορα ... Σκέφτηκε χαμογελώντας και αναστεναξε.

"Πως άλλαξαν όλα σε λίγες μόνο μέρες ε Κατερίνα ;" μονολογησε "Μια εβδομάδα
πριν, μιλούσαμε σε εκείνο το γραφείο και τώρα... Τώρα κοίτα με!" Θέλοντας και
μη, μνήμες ζωντάνεψαν και μαζί με αυτές και ένα παράπονο... Έβγαλε ένα λυγμο
και δίνοντας μία στο κουβά έριξε όλο το νερό χάμω. Εκείνο κύλησε στα χόρτα και
κατέληξε στο γκρεμό πριν καν φτάσει βαθιά στο έδαφος. Η Αρετή σηκωθηκε. Πλησίασε
και στάθηκε κοιτάζοντας προς τα κάτω... Ήταν τόσο επικίνδυνα. Πως είναι δυνατόν
να αφήνουν τέτοια μέρη στη σήμερον ημέρα χωρίς κάποια κάγκελα; σκέφτηκε
σκουπίζοντας τα μάτια της .

"Ωραία δεν είναι; Σου δίνω μιά και δε σε βρίσκει ούτε ο Θεός ο ίδιος" μια γνωστή
φωνή μετέτρεψε το παράπονο που είχε προ ολίγου σε νεύρα. "Σσς... Δεν ήρθα να σου
κάνω κακό. Ηρέμησε..." Πριν προλάβει καν να γυρίσει, ένιωσε τη πετσέτα να
τυλίγεται γύρω της και έπειτα εκείνος συνέχισε..."Φύγε από δω... Αν θέλεις τη
ζωή σου φύγε. Δε θα αφήσω κανένα Ραΐση να τριγυρίζει σε αυτό το χωριό. Στο είπα
και χθες αλλά εσύ από οτι βλέπω δε παίρνεις από λογια.." έστεκε παγωμένη στη
άκρη του γκρεμού με εκείνον από πίσω της αμίλητη "Εκτός κι αν θες να γίνεις
πόλος έλξης για τους δικούς σου, και με βοηθήσεις να ξεκληρισω κάθε ένα από
δαυτους για να τελειώνουμε...Το ξέρεις ότι ζούνε στα βουνά έτσι; Λοιπόν;"
πλησίασε λίγο παραπάνω κι εκείνη κοίταξε προς τα κάτω το γκρεμό κρατώντας
παράλληλα τη πετσέτα σφιχτά μέσα στα χέρια της. "Και σταμάτα να τριγυρίζεις σαν
καμία πόρνη γυμνή εδώ και εκεί... Εδώ είναι χωριό ! Δεν είναι...."

Η Αρετή γύρισε απότομα και του αστραψε ένα δυνατό χαστούκι...

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 15° - Page 2
by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Το φόρεμα της , δώρο από τη μάνα της για να της φτιάξει τη διάθεση, ήταν
κεντημένο με μια όμορφη δαντέλα στα μανίκια αλλά και στο τελείωμα. Έμοιαζε με
νυφικό μα δεν ήταν. Λευκό, μα με μοντέρνες πινελιές τόνιζε άψογα τη σιλουέτα της
χωρίς να προκαλεί. Τα κάστανα μακριά μαλλιά της, έπεφταν ίσια πάνω στους ώμους
και κοιτάζοντας τον εαυτό της στο καθρέφτη, ένιωσε την αυτοπεποίθηση της να
μεγαλωνει.

"Μαρία!" τη φώναξε η μάνα της από κάτω κι εκείνη κατέβηκε ένα ένα τα σκαλιά
χαμογελώντας. "Ωωω κούκλα είσαι κόρη μου. Μα άντε.. βγάλε το τώρα και ετοιμάσου
να πάμε στα κτήματα" της είπε κλείνοντας τα ταπερακια με το φαγητό που ετοίμασε.
Η Μαρία πέρασε ολόκληρη τη προηγούμενη μέρα κλεισμένη στο σπίτι. Ο Ορέστης και ο
Στυλιανός δεν πήγαν στα χωράφια όπως συνήθιζαν και έβαλαν το Μιχάλη να
εποπτεύει. Περίμενε καρτερικά στο παραθύρι της για κάποιο σημάδι του Ορέστη μα
ούτε κι αυτό συνέβη. Η προσμονή της να τον δει ήταν μεγάλη. Βέβαια με βάση τα
έθιμα, αυτό ήταν λογικό. Από τη στιγμή που ορίστηκε ο γάμος ο γαμπρός δεν έπρεπε
να πολύ βλέπει τη νύφη εκτός από τα οικογενειακά τραπέζια με τα συμπεθερια.

"Μα γιατί να το βγάλω μάνα..."απόρησε κάνοντας μια στροφή .

"Γιατί δεν είναι φόρεμα για τα αμπέλια. Στο έδωσα για μετά το γάμο Μαρία μου...
Δε θέλω να τριγυρίζεις χωρίς το σαρίκι σου με δαυτο. Είσαι μια ομορφιά... Ένα
όνειρο. Μα άντε πήγαινε να αλλάξεις σε παρακαλώ..." Η Μαρία άρχισε να
δυσανασχετεί μα δέχθηκε.

"Εντάξει, ξεκινήστε εσείς και θα αλλάξω. Έχω να απλώσω και τα βαμβακερά μάνα.
Τελειώνω και έρχομαι. Είναι νωρίς ακόμα και θα προλάβω" της είπε βοηθώντας τη να
βάλει στις σακούλες το φαγητό και έπειτα της έδωσε ένα φιλί , τη ξεπροβόδισε και
κίνησε για να μαζέψει τα ρούχα. Το κινητό του Ορέστη ήταν κλειστό από τη
προηγούμενη και αυτό ίσως λιγάκι την ενοχλούσε. Βράδυ δε πέρναγε χωρίς έστω να
της μιλήσει.. Παραμέρισε ομως κάθε αρνητικό συναίσθημα και βγήκε στην αυλή για
να απλώσει. Αν ήταν για κάτι περήφανη, ήταν ο τρόπος με τον οποίο κρατούσε τα
ρούχα , πιο λευκά από κάθε άλλη γυναίκα στο χωριό. Άφησε κάτω τη λεκάνη και
πιάνοντας ένα παλιό παραδοσιακό σκοπό στα χείλη ξεκίνησε να τραγουδά.

"Σου είπε κανένας πόσο όμορφη λαλιά έχεις; Σαν αηδόνι..." Άκουσε και είδε μια
σκιά πίσω από το λευκό σεντόνι. η καρδιά της σκίρτησε απ'άκρη σ'άκρη
αναγνωρίζοντας τη φωνή του Ορέστη.
Άπλωσε το χέρι της , το τράβηξε παράμερα και ξέροντας πως δεν ήταν κανένας
σπίτι, βούτηξε στην αγκαλιά του.

"Που ήσουν αγάπη μου;" ρώτησε μα σαν στάθηκε ξανά στα πόδια της, έβαλε το χέρι
και κάλυψε τα χείλη της έκπληκτη. "Τι έπαθε το μάγουλο σου Ορέστη;" αναφώνησε
έπειτα τρομαγμένη

"Τίποτα...Έλα λιγάκι να σε δω γιατί θα κατέβω στα Χανιά σήμερα"τη καθησύχασε


"Πως τίποτα.. είναι κατακόκκινο... Δε πιστεύω να σήκωσες φωνή πάλι στη μάνα
σου;"

"Όχι ρε Μαρία σου είπα! Όλα είναι καλά. Δεν πρόσεξα στο φαράγγι το αξημερωτο
και έπεσα πάνω σε μια τσουκνίδα. Αυτό είναι όλο. Πρώτη φορά βλέπεις κοκκινίλες
από τσουκνίδα πάνω μου;" η Μαρία το καλοσκεφτηκε για μια στιγμή και ο Ορέστης
είχε δίκιο. Συνήθως τα χέρια του κάθε φορά που επέστρεφε από το φαράγγι ήταν
κατακόκκινα. Μα πάραυτα, του θύμισε τότε που ήταν πιο μικρή, γύρω στα 15 και τον
είδε να κλωτσαει με μανία τα βράχια και να βρίζει ακατάπαυστα. Ήταν τότε που
τόλμησε και σήκωσε φωνή στη μάνα του επειδή βλέποντας ένα Ραΐση στα βουνά, τον
πήρε από πίσω και είχε δύο μέρες να φανεί στο χωριό. Όλοι τον νόμιζαν για
νεκρό... Μα όχι... Εκείνος είχε επιστρέψει έχοντας σαν λάφυρο ένα μαύρο σαρίκι
με το κέντημα των Ραΐσιδων πνιγμένο στο αίμα . Η καημένη η Άννα δεν άντεξε στην
ιδέα του χαμού του γιου της με αυτό το τρόπο και σαν εκείνος επέστρεψε περήφανος
για το κατόρθωμα του, εκείνη του δώσε ένα χαστούκι που για δαυτο μιλούσε ολάκερο
το χωριό για βδομάδες.

Η Μαρία του χαμογέλασε μαλακά μα η έκφραση του Ορέστη άλλαξε .

"Τι είναι αυτό που φοράς;" Είπε δείχνοντας τη δαντέλα στα μανίκια της.

"Σου αρέσει; Η μάνα μου το κεντησε! Είναι για το γάμο μας ..." Αισθανομενη τη
θηλυκότητα της στα ύψη έκανε μια στροφή μα ο Ορέστης τη κράτησε από το χέρι και
τη τράβηξε στο κορμί του.

"Όλο το δέρμα σου φαίνεται μέσα από τη δαντέλα..."ψιθύρισε βαριά μέσα στα αυτιά
της. "Μη σε ξαναδώ να τριγυρίζεις με φόρεμα σαν και δαυτο πριν σου περασω το
σαρίκι μου.. μα ακόμα κι όταν το κάνω, το κορμί σου, είναι για μένα να το βλέπω.
Έγινα κατανοητός;" η φωνή του ήταν τόσο παγωμένη και ο λόγος του κοφτός . Η
Μαρία δακρυσε και χαμήλωσε το κεφάλι. Θυμήθηκε τα λόγια που της είπε η μάνα της
για το φόρεμα και κατάλαβε πως είχε δίκιο...

Ο Ορέστης βλέποντας τα δακρυσμένα της μάτια ξεφυσησε.

"Με συγχωρείς... Μη κλαίς σε παρακαλώ.." έσπασε και τη τράβηξε στην αγκαλιά του
"Είμαι λιγάκι οξύθυμος από προχθές... Το καταλαβαίνω. Μα συγχωρα με μάτια
μου..." Κράτησε το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του και με τους αντίχειρες
του, της καθάρισε τα δάκρυα. "Αυτά τα μάτια δε θέλω να τα βλέπω να κλαίνε και
ειδικά από δικές μου πράξεις...Είσαι πανέμορφη..." εγυρε το κεφάλι του πάνω στο
δικό της, και τη φίλησε απαλά στα χείλη μένοντας εκεί. Η Μαρία ένιωσε μια κάψα
να ξεκινάει στο κορμί της. Άπλωσε τα χέρια της στο πρόσωπο του και τον φίλησε
ανοίγοντας ελαφρά το στόμα της δίνοντας του το ελεύθερο με αυτό το τρόπο να
εισχωρήσει τη γλώσσα του μέσα της.
Ξάφνου το φιλί, έγινε πιο υγρό και η κτητικότητα του Ορέστη ανέλαβε τα ηνία
θέλοντας να κατακτήσει τουτο το σώμα. Με μια σβέλτη κίνηση , τη σήκωσε στα χέρια
του και την οδήγησε ως το δωμάτιο της.

Την ξάπλωσε και σκαρφάλωσε πάνω της. Ξεκουμπωσε προσεκτικά παρά τις ορμές του
ένα προς ένα τα κουμπιά του φορέματος της και έπειτα της το έβγαλε αφήνοντας το
όμορφο κορμί της στη θέα του. Ελάχιστα λεπτά χρειάστηκαν ώσπου να μείνουν και οι
δύο ολόγυμνοι.

Άπλωσε το χέρι του στο λαιμό της, και το κατέβασε απαλά προς τα κάτω περνώντας
το ανάμεσα από τα στήθη της. "Θεέ μου... Είσαι τόσο όμορφη..." ψέλλισε καθώς το
χέρι του έφτασε στην ευαίσθητη περιοχή της και αρχίζοντας να τη χαϊδεύει απαλά ,
της χάριζε φιλιά στα δύο της στήθη. Οι αναστεναγμοί της εσκαγαν στα αυτιά του
και το σώμα του έπαθε παράκρουση. Σήκωσε το φρενιασμενο του βλέμμα στο δικό της,
της άνοιξε εντελώς τα πόδια και αλλάζοντας στάση, χώθηκε ανάμεσα τους και μπήκε
μέσα της.

Το ηχηρό βογγητο από τη μεριά της ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν για να της κάνει
ότι δεν έκανε τη πρώτη τους φορά. Ο Ορέστης ένιωσε τα άγρια ένστικτα του να
βγαίνουν προς τα έξω και αυξάνοντας ταχύτητα , όρμησε στα χείλη της ρουφωντας τα
με μανια...

Δεν έμοιαζε καθόλου με ότι της είχε κάνει τη προηγούμενη φορά.. Σαν ένα αγρίμι ,
έπαιρνε το σώμα της μα της Μαρίας της άρεσε..
Το σπίτι γέμισε με βογγητα , φωνές και αναστεναγμούς... Ήταν η γυναίκα του στο
κάτω κάτω και δεν είχε στάλα τύψεις μέσα του για εκείνη τη συνουσία...

*******************

"Καταραμένε Φραγκιά !" εσκουξε η Αρετή για εκατοστή φορά φέρνοντας στο μυαλό της
όσα προηγήθηκαν λίγες ώρες πριν....

***

Ο Ορέστης έμεινε στατικός να τη κοιτάει. Τα μάτια του τρεμοπαιζαν ακολουθώντας


τα δικά της και είχε γίνει κατακόκκινος.
Η Αρετή ήταν άκρως φοβισμένη. Το έβλεπε και το ένιωθε... Μπορεί να τον χτύπησε
μα το στήθος της έχει τρελαθεί, ανεβοκατεβαινε μανιασμένα ενώ η ανάσα της εσκαγε
καυτή πάνω στο λαιμό του. Ο Ορέστης είχε μάθει να μυρίζει το πραγματικό φόβο
από χιλιόμετρα και η απόσταση μεταξύ τους ήταν ελάχιστη. Βάζοντας παράμερα τον
ανδρικό του εγωισμό έσφιξε τις γροθιές του , χαμήλωσε το κεφάλι και το κόλλησε
σχεδόν πάνω στο δικό της χωρίς να χάσει οπτική επαφή.

"Φρόντισε να μη δω ούτε τη σκιά σου να περπατά στους δρόμους Ραΐση ...Έχεις μια
εβδομάδα προθεσμία. Ανάθεμα και σένα και κάθε μπάσταρδο που κρύβεται στο βουνό.
Πλέον άλλαξα στόχο... Και πίστεψέ με, δε θέλεις να με αναγκάσεις να πατήσω τον
άγραφο νόμο των Φραγκιάδων..." της δήλωσε και γύρισε για να φύγει μα σταμάτησε.
"Ξέρεις ..."ξεκίνησε να λέει πιάνοντας εν τέλει το μαγουλο του. "Είχαμε όρκο
βαρύ, νόμο... Χέρι Φραγκιά να μην αγγίξει ποτέ γυναίκα δική σας... Τη πρώτη φορά
που πατήθηκε, κάηκε όλο το χωριό... Μη με αναγκάσεις να το κάψω με τα χέρια μου
για δεύτερη φορά. Γιατί αν δε φύγεις , στο ορκίζομαι πως θα σε ψάξω σε κάθε
μέρος . Θα σκοτώσω ότι σταθει εμπόδιο και έπειτα θα σε θάψω με τα ίδια μου τα
χέρια..."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 16° - Page 3


by BeYourselfGM
10-12 λεπτά

"Φρόντισε να μη δω ούτε τη σκιά σου... Μπλα μπλα μπλα..." Μουρμουρισε βάζοντας


τα παπούτσια της και ξέροντας πως δε θα έβρισκε απαντήσεις σε κανένα χάρτη,
κλείδωσε το σπίτι και κίνησε προς την εκκλησία για να βρει το παπά. Ο ήλιος δεν
είχε δύσει ακόμα και έχοντας γεμίσει ενέργεια , αδιαφόρησε για τις απειλές του
Ορέστη και αποφάσισε να πάει να δει τόσο τα κτήματα, όσο και την υπόλοιπη
περιουσία που της είχε δοθεί.
"Πάτερ;" ρώτησε χτυπώντας ελαφρά τη πόρτα μα δεν απάντησε κανένας. Τα κεριά ήταν
αναμμένα, η ευωδία από το θυμίαμα ήταν απλωμένη παντού ενώ τα υπόλοιπα φώτα του
ιερου ήταν σβηστά. "Παπά Μανώλη;" ρώτησε για δεύτερη φορα μα σαν αντιλήφθηκε πως
δεν ήταν εκεί, κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένη.
"Νομίζω πως θα πρέπει να βρω μονάχη μου το δρόμο τελικά..."

Η Αρετή βγήκε διστακτικά από τον αυλόγυρο της εκκλησίας και κοίταξε γύρω της.
Πρώτη φορά θα έμπαινε μέσα στο χωριό. Αν και τη προειδοποίησε τόσο ο Ορέστης όσο
και ο παπάς, παραμέρισε το άγχος της και ξεκίνησε να περπατά. Τα σπίτια ήταν
τόσο γραφικά που κάθε ένα από αυτά τραβούσε το βλέμμα της σαν μαγνήτης. Πουθενά
όμως δεν είδε κάποιο φούρνο η μπακάλικο για να ρωτήσει οδηγίες. Έμοιαζε όντως
έρημο το χωριό και ήταν αφου εκείνη την ωρα οι περισσότεροι ήταν στα αμπέλια.
Όσο προχωρούσε άλλο τόσο έβλεπε πως κάθε δρομάκι ήταν σαν μια σκάλα από πέτρινα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν κάπου. Σκεπτόμενη πως ίσως όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη
πλατεία , αύξησε το βήμα της ώσπου ένιωσε ένα σώμα να συγκρούεται με το δικό της
και παραπατωντας ακούμπησε στο τοίχο. Μυρωδιές απλώθηκαν παντού και κοιτάζοντας
κάτω, είδε διάσπαρτα πεταμένα ταπερακια.

"Ποια είσαι εσύ;Θεέ μου ! Τα φαγητά !!!" Η Αρετή σήκωσε το βλέμμα και αντίκρυσε
μια γυναίκα κοντά στην ηλικία της να κοιτάει σαστισμένη μια εκείνη και μια το
χαμό που είχε προκληθεί τριγύρω από τα χυμένα φαγητά.

"Με συγχωρείς. Δεν σε είδα και..." η κοπέλα έσκυψε κάτω προσπαθώντας να


καθαρίσει όπως όπως το χάλι και έπειτα τη κοίταξε ξανά

"Ποια είσαι; Τι δουλειά έχεις στο χωριό;" η ερώτηση της τόσο τη πρώτη όσο και τη
δεύτερη φορά την ενόχλησε αφού ο τόνος της ήταν επιθετικός.. Δεν εισέπραξε ούτε
μια συγνώμη και θεώρησε εντελώς αγενεστατη τη συμπεριφορά της κοπέλας που είχε
απέναντι της με αποτέλεσμα να σηκώσει τις άμυνες της ψηλά.

"Δε νομίζω να σε αφορά όποια κι αν είμαι. Ένα συγνώμη ήταν αρκετό. Αλλά βλέπω
όλοι σε αυτό το χωριό είστε ένας κι ένας..." είπε και δίχως να σταθεί λεπτό
παραπάνω , ξεκίνησε να περπατά..

Μέχρι να δύσει ο ήλιος, ολάκερο το χωριό γνώριζε πως εθεάθη μια ξένη στα λημέρια
τους μα κανείς δε τολμαγε να ρωτήσει φανερά κάποιο Φραγκιά. Εκτός φυσικά από τη
Μαρία , μα κι εκείνη δε τα κατάφερε. Όταν τελείωσαν και κίνησε για τα κτήματα ,
ο Ορέστης της είπε πως θα πήγαινε στα Χανιά και έκτοτε το κινητό του ήταν
κλειστό. Πάραυτα καιγόταν για να μάθει ποια ήταν εκείνη η γυναίκα που έπεσε πάνω
της λίγες ώρες πριν ...

**************************

"Χαρά! Στρώσε το τραπέζι. Το δείπνο είναι έτοιμο και σε λίγο γυρίζουν τα αδέρφια
σου ..." Η Άννα έβγαλε τη ποδιά της και πήγε στο σαλόνι. "Χαρά;" ρώτησε
βλέποντας τη να κάθεται μπροστά στο παραθύρι χωρίς να μιλά.
"Τι έπαθες κόρη μου ..;"

"Δεν ήρθαν ακόμα τα μαντάτα σε σένα έτσι μάνα;" αποκρίθηκε σοβαρή "Με πήρε η
Μαρία. Η νύφη μας. Μια ξένη τριγυρίζει στο χωριό.. Μου είπε πως έπεσε πάνω της
όταν πήγαινε στα αμπέλια και εκείνη αρνήθηκε να της πει ποια ήταν "

"Μια ξένη; Στο χωριό; Πως κατάφερε και έφτασε μια γυναίκα μόνη σε ένα τέτοιο
μέρος χωρίς..."
"Χωρίς να το ξέρουν τα αδέρφια μου..." τη συμπλήρωσε η Χαρά και τη κοίταξε "Έχω
κακό προαίσθημα μάνα ... Ο Ορέστης δε μας κρύβει ποτέ τίποτα..."

Η Άννα στάθηκε για λίγο σκεπτική και έπειτα έστρωσε τα μαλλιά της και γύρισε
προς το τραπέζι.

"Έλα... Πήγαινε να βοηθήσεις τον πατέρα σου να φάει και μη του πεις πράμα! Δε
θέλω να ανησυχήσει. Η κατάσταση του είναι αρκετά σοβαρή. Και να είσαι σίγουρη
πως αν τα αγόρια μου ξέρουν κάτι, θα το μάθουμε κι εμείς απόψε..." η Άννα
συνέχισε να ετοιμάζει το δισκο για τον άντρα της σαν να μην έγινε τίποτα. Δεν
ήταν άλλωστε από τις γυναίκες που μπορούσες να καταλάβεις τα συναισθήματα της.
Το πρόσωπο της ήταν σαν ένας διάφανος καμβάς. Ούτε το άσπρο στεκόταν πάνω του.
Δεν ήξερες αν είναι εκνευρισμένη η χαρούμενη. Μα σαν άνοιγε τα χείλη της ,
ήξερες καλά πως ότι λέξη βγει από εκεί μέσα, είναι νόμος.

*************************

"Λέγε ! Λέγε βρε καταραμένε τι της κάνατε;" ο παπά Μανώλης άρπαξε από το
πουκάμισο το Στυλιανό κι εκείνος έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένος. Ερχόμενοι
στο χωριό , τον είδαν να στέκει στο προαύλιο μα σαν πλησίασαν εκείνος ξεπήδησε
προς τα έξω και του όρμησε παρά την ηλικία του. "Μίλα Στυλιανέ! Σε ξορκίζω!"

Χωρίς τον Ορέστη πλάι του ο οποίος έμεινε στην αποθήκη για λίγη ακόμα ώρα, έδωσε
εντολή στους άντρες να φύγουν και έμεινε μόνος με το παπά.

"Παπά Μανώλη ηρέμησε ! Δεν έχω ιδέα για τι πράμα μιλάς!"

"Δεν έχεις ιδέα; Έχει κατέβει το φεγγάρι και η Αρετή είναι άφαντη! Το σπίτι
είναι κλειδωμένο και...θεέ μου. Αν την αναγνώρισε κανένας..." Ο πάτερ σταμάτησε
να μιλά και έπιασε το κεφάλι του. Κάτι πάνω στο Στυλιανό του έβγαζε ασφάλεια και
πλησιάζοντας τον ξανά άρπαξε από το γιακά "Τρέχα! Κάτι έπαθε το νιώθω. Βρες τη
να χαρείς. Βρες τη και θα σου ανάψω τη πιο μεγάλη λαμπάδα... Μύγα δε πείραξε
τούτο το θηλυκό από τη καταραμένη τη βεντέτα σας!!"

Ο Στυλιανός δεν είπε λέξη... Και όχι απλά δεν είπε, μα ένιωσε τα πόδια του να
τρέχουν χωρίς να τα ελέγχει προς το χωριό....

"Βοήθεια!!!" Φώναξε εξαντλημένη για ακόμα μια φορά και μην αντέχοντας άλλο από
το πόνο , κάθισε κάτω σιγανα και άρχισε να κλαίει. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου.
Ένιωσε πως τελικά , κάθε της κίνηση ήταν λαθος. Πως ίσως όντως δεν άνηκε σε
εκείνο το τόπο αφού όλα γύριζαν εναντίων της. Πάνω από τρεις ώρες είχαν περάσει
που έπεσε σε εκείνο το πηγάδι. Μα δεν φαινόταν... Ήταν σαν κάποιος να γκρέμισε
τα τείχη του αφήνοντας μόνο μια τρύπα καλυμμένη με πουρνάρια και χόρτα. Πάνω που
χάρηκε καθώς κατάφερε μονάχη της να φτάσει στο τέρμα του χωριού ανακαλύπτοντας
το οινοποιείο της οικογένεια της, όλα γκρεμίστηκαν. Τσακίστηκε σε εκείνο πηγάδι
και ήταν σίγουρη πως είχε σπάσει και το πόδι της. Ο ήλιος είχε χαθεί και μέσα σε
εκείνες τις πέτρες , το κρύο διπλασιάστηκε.. άρχισε να τρέμει ολόκληρη και
φώναξε για ακόμα μια φορά. Μα τίποτα...

Ξάφνου και ύστερα από μισή περίπου ωρα , μέσα στην νεκρική σιγή που επικρατούσε
, άκουσε βήματα. Έκαμε να σηκωθεί μα , σωριάστηκε αμέσως χάμω βγάζοντας μια
πνιχτη κραυγή.

"Αρετή!!!" άκουσε από ψηλά και σαν ανέβασε το κεφάλι της, αντίκρυσε το Στυλιανό.
Στη θέα του και μόνο για κάποιο ανεξήγητο λόγο θέλησε να βάλει τα κλάματα "Μη
φοβασαι. Περίμενε...έρχομαι !!!"

Λιγα λεπτά αργότερα και δείχνοντας του πλήρη εμπιστοσύνη, βρέθηκε στα χέρια
του. Ο Στυλιανός έριξε ένα σχοινί κατέβηκε και κρατώντας τη στην αγκαλιά του,
την ανέβασε σιγά σιγά προς τα πάνω. Λέξη δεν έβγαλε η Αρετή κατά τη διάρκεια μα
ούτε κι εκείνος την άρχισε στις ερωτήσεις. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν
να τη βγάλει έξω από εκείνο το πηγάδι.

"Σιγά σιγά... Κάτσε ακίνητη σε παρακαλώ και μη κουνιέσαι..." της ζήτησε μόλις
την άφησε να πατήσει στα πόδια της και αντιλήφθηκε πως ήταν χτυπημένη. Γονάτισε
μπροστά της μα πριν φτάσει μέχρι κάτω η Αρετή τον σταμάτησε

"Μη... Δεν είναι ανάγκη..."είπε μαλακα "Χίλια ευχαριστώ... Θα σου το χρωστάω..."

"Καλά καλά... Και τώρα κάτσε ακίνητη" ο Στυλιανός σαν να μην την άκουσε,
γονάτισε εν τέλει και κράτησε στα χέρια του πόδι της. "Είναι άσχημο το χτύπημα.
Από τις μελανιές και μόνο , καταλαβαίνω πως είσαι σίγουρα 4-5 ώρες εκεί μέσα..."
συνέχισε να μονολογει κοιτάζοντας παράλληλα το πόδι της. "Έλα θα σε πάω ως το
σπίτι" είπε και δίχως να τη ρωτήσει την έπιασε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του.
Ήξερε πως αν κατά λάθος τους έβλεπε κανεις θα γινόταν μακελειό μα ήξερε καλά τα
μονοπάτια. Εκτός αυτού , κανένας δεν ήξερε ότι βρισκόταν μια Ραΐση στο χωριο , ή
έτσι νόμιζε αφού τα νέα δεν είχαν φτάσει ακόμα στα αυτιά του.

"Σε παρακαλώ ... Δε..."

"Πολλά λες... Στο έχει πει ποτέ κανένας;" Ο Στυλιανός τη διέκοψε και εκείνη
χωρίς να το ορίζει, του χαμογέλασε... "Ακόμα στο κρατάω που με είπες μαλακα,
αλλά ενοια σου..." συνέχισε χαριτολογώντας και κρατώντας τη χωρίς ιδιαίτερη
δυσκολία , κίνησε για το παλιό αρχοντικό...

Η Αρετή αποδέχθηκε τη βοήθεια του. Μπορεί να είχε νυχτώσει, μα το κορμί του


ανεδυε μια όμορφη ζεστασιά. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Το ένιωθε και η ίδια πως
τη κρατούσε σαν πούπουλο. Έβαλε το κεφάλι της στο στέρνο του και έμεινε να
κοιτάζει τριγύρω της νιώθοντας ασφάλεια...

Λίγα λεπτά αργότερα , είχα φτάσει κοντά στο κρυμμένο μονοπάτι που έβγαζε στο
αρχοντικό.

"Φτάσαμε. Δεν ήταν και τόσο...." Ξεκίνησε να λέει ώσπου αντιλήφθηκε πως είχε
αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ο Στυλιανός έβγαλε έναν αναστεναγμό που όμοιος του
σε βάθος δεν υπήρχε... Όλο αυτό ήταν τόσο λάθος μα έμοιαζε το σωστό συνάμα...
Σταματησε να περπατά για μερικά δευτερόλεπτα και τη κοίταξε...

Αν και ταλαιπωρημένη, τα μαλλιά της μύριζαν όμορφα.. τα μάτια της ήταν ελαφρώς
κοκκινισμενα γύρω γύρω προφανώς από το κλάμα, μα στα χείλη.. εκείνα τα όμορφα
ζουμερα της χείλη, ήταν καρφιτσωμενο ένα αμυδρό χαμόγελο...

"Ανάθεμα τις σκέψεις σου... Βγάλτο από το μυαλό σου..." Είπε στον εαυτό του και
ξεκίνησε να περπατά προς το σπίτι . Φτάνοντας όμως είδε να στέκει απ' έξω
κάποιος που δε περίμενε... Κι αυτός ο κάποιος, είχε ένα βλέμμα σαν το διάολο ...

"Όλο το σπίτι σε ψάχνει και σε βρίσκω να περπατάς αγκαλιά με τη Ραΐση!" Ούρλιαξε


ο Ορέστης πηγαίνοντας προς το μέρος του μα η Αρετή ήταν τόσο εξουθενωμένη που
ούτε που ξύπνησε.

"Πάψε! Τη βρήκα πεταμένη και χτυπημένη... Τι διάολο να έκανα; Πάω να την αφήσω
μέσα και έρχομαι" είπε πιο χαμηλά και παραμερίζοντας τον πήγε προς τη πόρτα.

"Πέτα την καλύτερα από το γκρέμνι... Γιατί αν τη πιάσω θα τη σκοτώσω ύστερα από
όσα έγιναν στο σπίτι μα κι αν δε τη σκοτώσω εγώ , θα το κάνει σίγουρα η μάνα
μας ..." Του δήλωσε σοβαρός παγώνοντας του το αίμα...
wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 17° - Page 3


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Αγία Ρούμελη έτος 1897

Ένας χρόνος...12 μήνες που τους μετρούσε έναν προς έναν . Οι Ραΐσιδες πάντρεψαν
με το ζόρι τη Μαριώ και την έστειλαν μακριά μα από το πρωί τα νέα πως
επέστρεφε , επιτέλους έκαναν τη καρδιά του σκιρτησει. Ο μόνος λόγος που δε τους
σκότωσε όλους όταν τη πάντρεψαν ,ήταν επειδή εκείνη του το ζήτησε... Ήταν εκείνο
το τελευταίο βράδυ που ο Σήφης την είδε...

Αποφασισμένος να πάει κόντρα σε όλους και για όλα , πήγε στο σπίτι να τη κλέψει
ακόμα κι αν εκείνη δεν ήθελε. Κάτι που φυσικά δεν ήταν αλήθεια... Το ένιωθε πάνω
της κάθε φορά που τη πλησίαζε. Έλιωνε και μόνο στο άγγιγμα του εξού και η άρνηση
της.

Κάθισε στο μόλο της Αγίας Ρούμελης. Έμαθε πως θα έφτανε εκεί με ένα καΐκι και
κρυμμένος πίσω από τους θάμνους περίμενε καρτερικά την άφιξη της, αφήνοντας τις
μνήμες του να ταξιδέψουν με τη σειρά τους στο παρελθόν...

Λάκκοι ένας χρόνος πριν...

Μια πέτρα...
Δύο πέτρες... Στη τρίτη έβγαλε έξω το τουφέκι του έτοιμος να μπουκαρει ώσπου την
είδε να βγαίνει στο παράθυρο. Το είχε πάρει απόφαση... Εκείνη ήταν η τελευταία
νύχτα. Αύριο δε θα υπήρχε... Σαν τον είδε η Μαριώ και θέλοντας να αποφύγει ένα
σκοτωμό, έβαλε την εσάρπα της και έτρεξε γρήγορα έξω

"Τρελός είσαι πια ;! Φύγε. Θα σε δει ο Γιώργης και ..."

"Και τι θα κάμει;" Τη διέκοψε "Κατάλαβε το Μαριώ... Αν δε σε έχω εγώ, δε θα σε


έχει κανένας..."

"Σήφη πάψε!" Του ζήτησε δακρυσμένη. "Δε ξέρεις τι λες. Οι οικογένειες μας έχουν
έχθρα ! Δε μπορούμε να..."

"Σιχαθηκα την έχθρα τους !"της φώναξε έξαλλος


"Σκοτώσατε τη Κατερινιω!!! Εσείς το αρχίσατε ! Πως μπορείς να λες ότι..."

"Λέξη μη βγάλεις ακόμα Μαριώ γιατί στο ορκίζομαι θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ.!
Άντρας δεν άγγιξε από εμάς το Κατερινιω! Ξέρεις τον όρκο μας... " Ο Σήφης έπιασε
το κεφάλι του και κλώτσησε το δέντρο "Ήταν αγάπης όρκος ανάθεμα !!! Αγάπης! Όταν
το Κατερινιω παντρεύτηκε το Μιχάλη εκείνος το πε! Εκείνος το δήλωσε ! Πως χέρια
Φραγκιά, να κοπούν από τη ρίζα αν κάνουν κακό σε μια Ραΐση! Και τώρα; Τώρα ο
όρκος γύρισε εναντίων μας σε μια νυκτί! Πως είναι δυνατόν να τη πείραξε ! Δε το
βλέπεις ;"

Ο Σήφης πήγε κοντά και την έπιασε από τα μπράτσα

"Άφησε με !" ζήτησε και εκείνος δε το έπραξε

"Το μίσος τους έχει τυφλώσει όλους Μαριώ μου...Πίστεψαν τα λόγια μιας τρελής
χωριάτισσας καταδικάζοντας το θείο μου για το φόνο της Κατερινιώς...Τον δίκασαν
σε θάνατο κι εκείνος ήταν αθώος !"ξέσπασε κι εκείνη τον έσπρωξε
"Γεννηθηκαμε για να σας αγαπάμε Μαριώ μου..." της ψιθύρισε έπειτα λυπημένος...
"Σαν μια κατάρα που δεν έχει γυρισμό... Έλα μαζί μου. Πάμε να φύγουμε μάτια
μου ..." Η Μαριώ ξέσπασε σε λυγμούς και χώθηκε επιτέλους στην αγκαλιά του.

"Δε μπορώ... Δεν μπορώ ..." Του είπε μέσα στα αναφιλητα της. "Φύγε Σήφη. Φύγε
και ξέχασε με! Μην έρθεις ποτέ πια να με βρεις. Πες πως δεν υπάρχω! Έχω
τελειώσει ..."

"Τι λες! Ακούς τι λες; Σε παίρνω όπως είμαστε και φεύγουμε !!!!" Ο Σήφης την
άρπαξε από το χέρι και εκείνη βάζοντας κόντρα στα πόδια τον σταμάτησε. Έπεσε στα
γόνατα και αγκάλιασε τα πόδια του

"Είμαι έγκυος Σήφη... Έγκυος..." είπε με δυσκολία και πιάνοντας το μαχαίρι του
μέσα από τη ζώνη έκανε να αυτοκτονήσει μα δε τα καταφερε. Ο Σήφης της πήρε το
μαχαίρι και το πέταξε μακριά σοκαρισμένος.

"Ήντα είπες..." ψέλλισε σαν να έχασε τη γη κάτω από τα πόδια... Μα δεν ήθελε και
πολύ για να καταλάβει... "Πως το επέτρεψε αυτό ο Γιώργης ..." Ο Σήφης είχε χάσει
όχι μόνο τη γη μα και τον εαυτό του μέσα σε δευτερόλεπτα. Το μίσος ήταν πιο βαθύ
για εκείνον αφού η Κατερινιω ήταν αδερφή του.
"Θα... Θα τους κάψω όλους...!" ούρλιαξε ξαφνικά τρομάζοντας κάθε αγρίμι στο
δάσος μα η Μαριώ τον κράτησε σφιχτά από τα πόδια

"Μη. Σε παρακαλώ. Λυπήσου τη μάνα μου. Δε θα το αντέξει... Αν μαγαπας... Αν..."

"Σώπασε! "Τη διέταξε σηκώνοντας τη. Κοίταξε τα ματάκια της και έπειτα τη κοιλιά
της και ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, την έκλεισε μέσα τους. "Πες μου ήντα
θες να κάμω..." είπε και για πρώτη φορά στα χρονικα , ένας άντρας σα το Σήφη ,
άρχισε να κλαίει με παράπονο. "Ήντα να κάμω που σαι ολόκληρη η ζωή μου , μου
λες; Διέταξε με κυρά μου ... Κι εγώ ότι μου πεις αυτό θα πράξω... Μα πρόσεχε ...
Γιατί τούτη δω την ώρα, βάζω την αγάπη μου για σένα, πιο πάνω από τη τιμή
μου..."

Λάκκοι σήμερα

Ο Στυλιανός έκλεισε τη πόρτα και βγήκε από το αρχοντικό έχοντας τον Ορέστη να
τον περιμένει στην αυλοπορτα της εκκλησίας. Η Αρετή ούτε που το κατάλαβε ότι την
άφησε στο κρεβάτι. Γεμάτος άγχος και με χίλιες σκέψεις να περνάνε από το μυαλό
του, έτρεξε γρήγορα προς τον αδερφό του.

"Ξύπνησε;" ρώτησε ο Ορέστης σοβαρός.

"Αυτό έχεις να μου πεις ύστερα από όλα; Αν ξύπνησε;" Απόρησε ο Στυλιανός μα
βλέποντας το βλέμμα του να αλλάζει συνέχισε "Όχι. Το πόδι της είναι άσχημα όμως.
Σίγουρα θα κάνει πάνω από βδομάδα να σταθεί όρθια. Έπεσε μέσα..."

"Στο πηγάδι κοντά στο οινοποιείο..." Συμπλήρωσε ο Ορέστης δίνοντας μια γερή
κλωτσιά στο πέτρινο τοίχο της εκκλησίας. Μόνος του είχε γκρεμίσει εκείνο το
πηγάδι πέτρα πέτρα. Και μόνο στην ιδέα να πλησιάσει κάποιος Ραΐσης και να πέσει
μέσα, η καρδιά του χαιροτανε.

"Ώστε εσύ είσαι ο ένοχος... Τυχερή είναι που επέζησε ξέρεις ..." Τον τσιγκλησε
το Στυλιανός "και τώρα λέγε. Ήντα έγινε στο σπίτι..."

Ο Ορέστης άλλαξε ύφος .

"Η μάνα έμαθε πως μια ξένη ήρθε στο χωριό..."

Ο Στυλιανός έπιασε το κεφάλι του τρελαμενος και άρχισε να πηγαινοέρχεται πέρα


δώθε. Αν ήταν κανένα σερνικό, θα τον είχαν ήδη σκοτώσει και θα ήταν και
περήφανοι μα για κάποιο λόγο, τόσο ο Ορέστης όσο και ο ίδιος, δεν πείραξαν τρίχα
από την Αρετή.

"Είπα πως δε ξέρω..." Συνέχισε ο Ορέστης και ο Στυλιανός άνοιξε διάπλατα τα


μάτια

"Τόλμησες και της είπες ψέματα ! Είσαι τρελός ; Κάλιο να την έλεγες την αλήθεια
και θα βρίσκαμε μια λύση! Καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν μάθει..."ο Στυλιανός
έκανε μια παύση και έπιασε πάλι το κεφάλι του "Ή αν μάθαινε την αλήθεια..."
ψέλλισε σκεπτόμενος πως ο Ορέστης έπραξε το σωστό εν τέλει. Γιατί αν όντως της
έλεγε την αλήθεια, αντί για εκείνον, θα έβρισκε τη μάνα του με το δίκανο στη
πορτα του αρχοντικού.
"Τι έγινε μετά...;"ρώτησε αναστατωμένος μα ο αδερφός του δεν έβγαλε μιλιά.
"Ορέστη; Τι έγινε μετά..." ξαναειπε πιο μαλακά.

"Με χαστούκισε... Ξέροντας πως της είπα ψέματα με χαστούκισε..." Του απάντησε
κοιτάζοντας τον "Μα ξέρεις τι έκανα;" Αποκρίθηκε και βγάζοντας το όπλο του
άρχισε να ρίχνει μπαλοθιες στον αέρα ασταμάτητα και να ουρλιάζει σαν τρελός

"Ορέστη ηρέμησε !!!! Ανάθεμα θα σηκώσεις στο πόδι ολόκληρο το χωριό !!!!!" Ο
Στυλιανός τον έπιασε από τα χέρια και του πήρε το όπλο. "Ηρέμησε..."

"Αν δεν έφευγα από το σπίτι σήμερα για να έρθω να σε βρω, θα σήκωνα χέρι στη
μάνα μας Στυλιανέ...Γιατί ήξερε... Δεν ξέρω από που μα έμαθε... μα ήξερε..."

Όλα οσα σκέφτηκε ο Στυλιανός λίγα λεπτά πριν κατέρρευσαν.

"Μα αν ήξερε...γιατί είσαι εσύ εδώ και όχι εκείνη..." ψέλλισε σιγανα τις σκέψεις
του.

"Γιατί λίγο πριν βγω εκτός εαυτού και τα σπάσω όλα, έπειτα από το χαστούκι που
μου έδωσε λιποθύμησε... Η Χαρά τη φροντίζει. Δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά μόλις
συνέλθει, να είσαι προετοίμασμενος..."

"Τι θα κάνουμε... Διαολε!" Ο Στυλιανός είχε τρελαθεί .. "Πως έμαθε... Αλλά να


μου πεις, δεν της ξεφεύγει τίποτα . Απορώ πως αυτή η γυναίκα τα καταφέρνει
όλα..."
"Θα το αναλάβω εγώ..." Είπε ο Ορέστης εν τέλει. Έβγαλε από τη τσέπη του ένα
μπουκάλι ρακί και ένα στριφτό τσιγάρο και κάθισε κάτω. "Ξέρεις μόνο τι δε
καταλαβαίνω αδερφέ μου ;" τον ρώτησε τραβώντας μια δυνατή τζούρα με καπνό
"Γιατί δεν τράβηξα τη λεπίδα στο λαιμό της , εκείνη τη καταραμένη μέρα στο
φαράγγι...Τώρα δε θα είχαμε προβλήματα..." η απογοήτευση του ήταν τεράστια. Η
μάνα ήταν σύμβολο στο σπίτι τους και έδωσε όρκο στο πατέρα του να τιμάει το λόγο
της. Έχοντας ένα πατέρα ετοιμοθάνατο, ο όρκος ήταν βαρύς και ασηκωτος.

"Γιατί έτσι μας έφτιαξε η ρημαδα η φύση μας αδερφέ...Τα χέρια μας είναι ανίκανα
να σκοτώσουν μία από δαυτες και το ξέρεις..." του είπε και έπειτα τον πλησίασε.
Του άπλωσε το χέρι και τον σήκωσε. "Έλα... Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε..."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 17° - Page 3


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Αγία Ρούμελη έτος 1897

Ένας χρόνος...12 μήνες που τους μετρούσε έναν προς έναν . Οι Ραΐσιδες πάντρεψαν
με το ζόρι τη Μαριώ και την έστειλαν μακριά μα από το πρωί τα νέα πως
επέστρεφε , επιτέλους έκαναν τη καρδιά του σκιρτησει. Ο μόνος λόγος που δε τους
σκότωσε όλους όταν τη πάντρεψαν ,ήταν επειδή εκείνη του το ζήτησε... Ήταν εκείνο
το τελευταίο βράδυ που ο Σήφης την είδε...

Αποφασισμένος να πάει κόντρα σε όλους και για όλα , πήγε στο σπίτι να τη κλέψει
ακόμα κι αν εκείνη δεν ήθελε. Κάτι που φυσικά δεν ήταν αλήθεια... Το ένιωθε πάνω
της κάθε φορά που τη πλησίαζε. Έλιωνε και μόνο στο άγγιγμα του εξού και η άρνηση
της.

Κάθισε στο μόλο της Αγίας Ρούμελης. Έμαθε πως θα έφτανε εκεί με ένα καΐκι και
κρυμμένος πίσω από τους θάμνους περίμενε καρτερικά την άφιξη της, αφήνοντας τις
μνήμες του να ταξιδέψουν με τη σειρά τους στο παρελθόν...

Λάκκοι ένας χρόνος πριν...

Μια πέτρα...
Δύο πέτρες... Στη τρίτη έβγαλε έξω το τουφέκι του έτοιμος να μπουκαρει ώσπου την
είδε να βγαίνει στο παράθυρο. Το είχε πάρει απόφαση... Εκείνη ήταν η τελευταία
νύχτα. Αύριο δε θα υπήρχε... Σαν τον είδε η Μαριώ και θέλοντας να αποφύγει ένα
σκοτωμό, έβαλε την εσάρπα της και έτρεξε γρήγορα έξω
"Τρελός είσαι πια ;! Φύγε. Θα σε δει ο Γιώργης και ..."

"Και τι θα κάμει;" Τη διέκοψε "Κατάλαβε το Μαριώ... Αν δε σε έχω εγώ, δε θα σε


έχει κανένας..."

"Σήφη πάψε!" Του ζήτησε δακρυσμένη. "Δε ξέρεις τι λες. Οι οικογένειες μας έχουν
έχθρα ! Δε μπορούμε να..."

"Σιχαθηκα την έχθρα τους !"της φώναξε έξαλλος

"Σκοτώσατε τη Κατερινιω!!! Εσείς το αρχίσατε ! Πως μπορείς να λες ότι..."

"Λέξη μη βγάλεις ακόμα Μαριώ γιατί στο ορκίζομαι θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ.!
Άντρας δεν άγγιξε από εμάς το Κατερινιω! Ξέρεις τον όρκο μας... " Ο Σήφης έπιασε
το κεφάλι του και κλώτσησε το δέντρο "Ήταν αγάπης όρκος ανάθεμα !!! Αγάπης! Όταν
το Κατερινιω παντρεύτηκε το Μιχάλη εκείνος το πε! Εκείνος το δήλωσε ! Πως χέρια
Φραγκιά, να κοπούν από τη ρίζα αν κάνουν κακό σε μια Ραΐση! Και τώρα; Τώρα ο
όρκος γύρισε εναντίων μας σε μια νυκτί! Πως είναι δυνατόν να τη πείραξε ! Δε το
βλέπεις ;"

Ο Σήφης πήγε κοντά και την έπιασε από τα μπράτσα

"Άφησε με !" ζήτησε και εκείνος δε το έπραξε

"Το μίσος τους έχει τυφλώσει όλους Μαριώ μου...Πίστεψαν τα λόγια μιας τρελής
χωριάτισσας καταδικάζοντας το θείο μου για το φόνο της Κατερινιώς...Τον δίκασαν
σε θάνατο κι εκείνος ήταν αθώος !"ξέσπασε κι εκείνη τον έσπρωξε
"Γεννηθηκαμε για να σας αγαπάμε Μαριώ μου..." της ψιθύρισε έπειτα λυπημένος...
"Σαν μια κατάρα που δεν έχει γυρισμό... Έλα μαζί μου. Πάμε να φύγουμε μάτια
μου ..." Η Μαριώ ξέσπασε σε λυγμούς και χώθηκε επιτέλους στην αγκαλιά του.

"Δε μπορώ... Δεν μπορώ ..." Του είπε μέσα στα αναφιλητα της. "Φύγε Σήφη. Φύγε
και ξέχασε με! Μην έρθεις ποτέ πια να με βρεις. Πες πως δεν υπάρχω! Έχω
τελειώσει ..."

"Τι λες! Ακούς τι λες; Σε παίρνω όπως είμαστε και φεύγουμε !!!!" Ο Σήφης την
άρπαξε από το χέρι και εκείνη βάζοντας κόντρα στα πόδια τον σταμάτησε. Έπεσε στα
γόνατα και αγκάλιασε τα πόδια του

"Είμαι έγκυος Σήφη... Έγκυος..." είπε με δυσκολία και πιάνοντας το μαχαίρι του
μέσα από τη ζώνη έκανε να αυτοκτονήσει μα δε τα καταφερε. Ο Σήφης της πήρε το
μαχαίρι και το πέταξε μακριά σοκαρισμένος.

"Ήντα είπες..." ψέλλισε σαν να έχασε τη γη κάτω από τα πόδια... Μα δεν ήθελε και
πολύ για να καταλάβει... "Πως το επέτρεψε αυτό ο Γιώργης ..." Ο Σήφης είχε χάσει
όχι μόνο τη γη μα και τον εαυτό του μέσα σε δευτερόλεπτα. Το μίσος ήταν πιο βαθύ
για εκείνον αφού η Κατερινιω ήταν αδερφή του.
"Θα... Θα τους κάψω όλους...!" ούρλιαξε ξαφνικά τρομάζοντας κάθε αγρίμι στο
δάσος μα η Μαριώ τον κράτησε σφιχτά από τα πόδια

"Μη. Σε παρακαλώ. Λυπήσου τη μάνα μου. Δε θα το αντέξει... Αν μαγαπας... Αν..."

"Σώπασε! "Τη διέταξε σηκώνοντας τη. Κοίταξε τα ματάκια της και έπειτα τη κοιλιά
της και ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, την έκλεισε μέσα τους. "Πες μου ήντα
θες να κάμω..." είπε και για πρώτη φορά στα χρονικα , ένας άντρας σα το Σήφη ,
άρχισε να κλαίει με παράπονο. "Ήντα να κάμω που σαι ολόκληρη η ζωή μου , μου
λες; Διέταξε με κυρά μου ... Κι εγώ ότι μου πεις αυτό θα πράξω... Μα πρόσεχε ...
Γιατί τούτη δω την ώρα, βάζω την αγάπη μου για σένα, πιο πάνω από τη τιμή
μου..."

Λάκκοι σήμερα

Ο Στυλιανός έκλεισε τη πόρτα και βγήκε από το αρχοντικό έχοντας τον Ορέστη να
τον περιμένει στην αυλοπορτα της εκκλησίας. Η Αρετή ούτε που το κατάλαβε ότι την
άφησε στο κρεβάτι. Γεμάτος άγχος και με χίλιες σκέψεις να περνάνε από το μυαλό
του, έτρεξε γρήγορα προς τον αδερφό του.

"Ξύπνησε;" ρώτησε ο Ορέστης σοβαρός.

"Αυτό έχεις να μου πεις ύστερα από όλα; Αν ξύπνησε;" Απόρησε ο Στυλιανός μα
βλέποντας το βλέμμα του να αλλάζει συνέχισε "Όχι. Το πόδι της είναι άσχημα όμως.
Σίγουρα θα κάνει πάνω από βδομάδα να σταθεί όρθια. Έπεσε μέσα..."

"Στο πηγάδι κοντά στο οινοποιείο..." Συμπλήρωσε ο Ορέστης δίνοντας μια γερή
κλωτσιά στο πέτρινο τοίχο της εκκλησίας. Μόνος του είχε γκρεμίσει εκείνο το
πηγάδι πέτρα πέτρα. Και μόνο στην ιδέα να πλησιάσει κάποιος Ραΐσης και να πέσει
μέσα, η καρδιά του χαιροτανε.

"Ώστε εσύ είσαι ο ένοχος... Τυχερή είναι που επέζησε ξέρεις ..." Τον τσιγκλησε
το Στυλιανός "και τώρα λέγε. Ήντα έγινε στο σπίτι..."

Ο Ορέστης άλλαξε ύφος .

"Η μάνα έμαθε πως μια ξένη ήρθε στο χωριό..."

Ο Στυλιανός έπιασε το κεφάλι του τρελαμενος και άρχισε να πηγαινοέρχεται πέρα


δώθε. Αν ήταν κανένα σερνικό, θα τον είχαν ήδη σκοτώσει και θα ήταν και
περήφανοι μα για κάποιο λόγο, τόσο ο Ορέστης όσο και ο ίδιος, δεν πείραξαν τρίχα
από την Αρετή.

"Είπα πως δε ξέρω..." Συνέχισε ο Ορέστης και ο Στυλιανός άνοιξε διάπλατα τα


μάτια

"Τόλμησες και της είπες ψέματα ! Είσαι τρελός ; Κάλιο να την έλεγες την αλήθεια
και θα βρίσκαμε μια λύση! Καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν μάθει..."ο Στυλιανός
έκανε μια παύση και έπιασε πάλι το κεφάλι του "Ή αν μάθαινε την αλήθεια..."
ψέλλισε σκεπτόμενος πως ο Ορέστης έπραξε το σωστό εν τέλει. Γιατί αν όντως της
έλεγε την αλήθεια, αντί για εκείνον, θα έβρισκε τη μάνα του με το δίκανο στη
πορτα του αρχοντικού.
"Τι έγινε μετά...;"ρώτησε αναστατωμένος μα ο αδερφός του δεν έβγαλε μιλιά.
"Ορέστη; Τι έγινε μετά..." ξαναειπε πιο μαλακά.

"Με χαστούκισε... Ξέροντας πως της είπα ψέματα με χαστούκισε..." Του απάντησε
κοιτάζοντας τον "Μα ξέρεις τι έκανα;" Αποκρίθηκε και βγάζοντας το όπλο του
άρχισε να ρίχνει μπαλοθιες στον αέρα ασταμάτητα και να ουρλιάζει σαν τρελός

"Ορέστη ηρέμησε !!!! Ανάθεμα θα σηκώσεις στο πόδι ολόκληρο το χωριό !!!!!" Ο
Στυλιανός τον έπιασε από τα χέρια και του πήρε το όπλο. "Ηρέμησε..."

"Αν δεν έφευγα από το σπίτι σήμερα για να έρθω να σε βρω, θα σήκωνα χέρι στη
μάνα μας Στυλιανέ...Γιατί ήξερε... Δεν ξέρω από που μα έμαθε... μα ήξερε..."

Όλα οσα σκέφτηκε ο Στυλιανός λίγα λεπτά πριν κατέρρευσαν.


"Μα αν ήξερε...γιατί είσαι εσύ εδώ και όχι εκείνη..." ψέλλισε σιγανα τις σκέψεις
του.

"Γιατί λίγο πριν βγω εκτός εαυτού και τα σπάσω όλα, έπειτα από το χαστούκι που
μου έδωσε λιποθύμησε... Η Χαρά τη φροντίζει. Δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά μόλις
συνέλθει, να είσαι προετοίμασμενος..."

"Τι θα κάνουμε... Διαολε!" Ο Στυλιανός είχε τρελαθεί .. "Πως έμαθε... Αλλά να


μου πεις, δεν της ξεφεύγει τίποτα . Απορώ πως αυτή η γυναίκα τα καταφέρνει
όλα..."

"Θα το αναλάβω εγώ..." Είπε ο Ορέστης εν τέλει. Έβγαλε από τη τσέπη του ένα
μπουκάλι ρακί και ένα στριφτό τσιγάρο και κάθισε κάτω. "Ξέρεις μόνο τι δε
καταλαβαίνω αδερφέ μου ;" τον ρώτησε τραβώντας μια δυνατή τζούρα με καπνό
"Γιατί δεν τράβηξα τη λεπίδα στο λαιμό της , εκείνη τη καταραμένη μέρα στο
φαράγγι...Τώρα δε θα είχαμε προβλήματα..." η απογοήτευση του ήταν τεράστια. Η
μάνα ήταν σύμβολο στο σπίτι τους και έδωσε όρκο στο πατέρα του να τιμάει το λόγο
της. Έχοντας ένα πατέρα ετοιμοθάνατο, ο όρκος ήταν βαρύς και ασηκωτος.

"Γιατί έτσι μας έφτιαξε η ρημαδα η φύση μας αδερφέ...Τα χέρια μας είναι ανίκανα
να σκοτώσουν μία από δαυτες και το ξέρεις..." του είπε και έπειτα τον πλησίασε.
Του άπλωσε το χέρι και τον σήκωσε. "Έλα... Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε..."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 18° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Το μπουκάλι είχε σχεδόν αδειάσει όταν κατέβηκε η Χαρά από το δωμάτιο και είδε τα
αδέρφια της κάθονται στο τραπέζι. Σήκωσαν και οι τρεις τα κεφάλια κι εκείνη
κατέβηκε σιωπηλή τη πελώρια σκάλα του σπιτιού.

"Ξύπνησε ..."τους ανακοίνωσε θλιμμένη. Ζήτησε να σας δει...Μα όχι το Μιχάλη"


όντας ο πιο μικρός πάντα τον προστάτευαν παρά τις ικανότητες του. Εκτός αυτού,
μόλις είχε επιστρέψει καθώς εκείνος ήταν ο μόνος που έμεινε στα Χανιά για τις
ετοιμασίες του γάμου του Ορέστη. Ο Στυλιανός έριξε ένα βλέμμα στον αδερφό του ο
οποίος κατέβασε σχεδόν μονάχος τη ρακί και σηκώθηκε.

Δεν χρειαζόταν να πει λέξη. Άπαξ και σηκώθηκε , είχε έρθει η ώρα. Ξέροντας πως
έπρεπε να κρατήσουν χαμηλούς τόνους λόγο του πατέρα τους , ανέβηκαν στο
υπνοδωμάτιο και μπήκαν μέσα. Μόλις η Άννα τους είδα, γύρισε το κεφάλι της από
την άλλη μεριά.

"Με απογοητεύσατε..."ήταν τα πρώτα της λόγια και ο Ορέστης έσφιξε το σαγόνι.


"Έχουμε γάμο σε λίγες μέρες και αφήσατε μια καταραμένη να τριγυρίζει στο
χωριό..." Συνέχισε γυρίζοντας εν τέλει προς το Στυλιανό. "Τη θέλω νεκρή. Έγινα
σαφής...;"

"Ξέχασε το!" Γρυλισε ο Ορέστης πριν καν προλάβει ο Στυλιανός να αρθρώσει λέξη
αφήνοντας τον παγωμένο. "Θα τη διώξω από το χωριό..." Συνέχισε στο ίδιο ύφος και
η Άννα ανασηκώθηκε ελαφρά και τον κοίταξε . Έπειτα κοίταξε το Στυλιανό που
έδειχνε να έχασε τη μιλιά του και επέστρεψε στον Ορέστη.

"Δεν χωράει συζήτηση. Την έχουμε εδώ. Δε τη θέλω. Χρόνια τώρα η καρδιά μου
φτερουγίζει στην ιδέα να πάθεις κάτι σε εκείνα τα φαράγγια και μου λες ότι
έχουμε μια Ραΐση στο χωριό ζωντανή;"

Ο Ορέστης δε μίλησε. Μα ούτε και ο Στυλιανός.

"Αν δε τη σκοτώσεις σήμερα μέχρι αύριο θέλω να έχει εξαφανιστεί..." είπε εν


τέλει κοιτάζοντας τους.

"Ούτε αυτό γίνεται !" ξαναγρυλισε ο Ορέστης κάνοντας τη να ανοίξει τα μάτια της
διάπλατα από το σοκ. Ο Στυλιανός τον έπιασε απαλά από το μπράτσο κάνοντας του
νόημα , μα η ρακί ήταν αρκετή για να κάνει τη κατάσταση χειρότερη.

"Τολμάς και μου λες ότι θα την αφήσεις να περπατάει σε αυτά τα χώματα;!" Η Άννα
έπιασε τη καρδιά της και ανασηκωσε εντελώς το κορμί της από το κρεβάτι.

"Ακριβώς μάνα" απάντησε μονομιάς ο Ορέστης "Είναι πληγωμένη. Δεν μπορεί να φύγει
αν δε γίνει καλά. Και δε θα αφήσω κανένα να πειράξει τρίχα από το κεφάλι της.
Είμαι άντρας με παντελόνια. Γυναίκα δε σκοτώνω!" ο Στυλιανός δε πίστευε στα
αυτιά του. Τον είχε ακούσει τόσες φορές να λέει πως θέλει να τη σκοτώσει όταν
ήταν μόνοι μα βλέποντας τον να μιλάει ετσι μπρος τη μάνα τους , τον άφησε
άναυδο.

"Ακούς τι λες;" απόρησε εκείνη έτοιμη να βάλει τα κλάματα. "Δε στο ζητάω
Ορέστη ! Σε διατάζω !" Η Άννα είχε βγει εκτός εαυτού ανεβάζοντας επικίνδυνα το
τόνο της φωνής της

"Μάνα ηρέμησε ..." Έσπευσε να την καθησυχάσει ο Στυλιανός αλλά ο Ορέστης πήρε το
λόγο.

"Διαταγές δε δέχομαι παρά μονάχα από τον ίδιο τον Θεό"

Δίχως να περιμένει δευτερόλεπτο και βλέποντας ένα χαμό να έρχεται ο Στυλιανός


άρπαξε τον Ορέστη από το μπράτσο και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο.

"Είσαι με τα σωστά σου ρε; Σε πείραξε η ρακί; Τι διάολο έκανες !!!!" Του φώναξε
σπρώχνοντας τον οπως όπως προς το τοίχο και ο Ορέστης αγριεψε . Έπιασε τα χέρια
του και τα τίναξε από πάνω του

"Αυτό δεν ήθελες ρε; Να μην τη πειράξει κανένας; Αυτό έκανα ! Τη διάολο θες
τώρα;! Η μήπως έπρεπε να πάρω το τουφέκι και να πάω να τη θάψω στον ύπνο της ;!
Ο πατέρας πεθαίνει Στυλιανέ..." αποκρίθηκε εν τέλει χαμηλώνοντας το τόνο. "Η
μάνα μας είναι η ζωή μου μα πρέπει να καταλάβει πως δεν είμαστε εργάτες...
Γυναίκα είναι. Ανάθεμα πως δίνει εντολή να θάψεις μια άλλη γυναίκα ;"

"Έπραξες λάθος. Έπρεπε ίσως να τη πάρουμε με το καλό..."


"Δεν έχει καλό τούτη η κατάρα..." Του είπε μόνο και χωρίς πολλές κουβέντες ,
κατέβηκε κάτω. Πήρε τη ρακί και το καπνό του και έφυγε από το σπίτι...

*****************

Δεν έμοιαζε πλέον με σπηλιά αλλά με ένα σπίτι... Οι άντρες παρατάχθηκαν γυρω από
το τραπέζι και έβγαλαν τα τσίπουρα έξω. Τσιγάρα όπλα...

"Γιατί δε κάνουμε κάτι !!!" Φώναξε ο Μανούσος μα ο Στρατής ύψωσε τη παλάμη του
κάνοντας τον να σωπάσει "Βαρέθηκα πατέρα. Έχουμε αφήσει το αίμα μας ολομόναχο
εκεί! Το καταλαβαίνεις; Αυτή η γυναίκα είναι ξαδέρφη μου! Πως μπορώ να κάνω
ακόμα τα στραβά μάτια ; Ένας θεός ξέρει πως κατάφερε να είναι ακόμα ζωντανή ! Ο
παπά Μανώλης στο είπε καθαρά όταν ήρθε να σε βρει σήμερα... Οι Φραγκιάδες
ξέρουν!"

"Μα κανένας δε τη πείραξε !" Φώναξε ο Στρατής χτυπώντας το χέρι με μανία στο
τραπέζι.

"Και τι περιμένουμε; Να τη πειράξουν; Ως πότε θα ακούς κατά γράμμα τις εντολές


του παππού; Χρόνια τώρα μπορούσαμε να πάμε και να διεκδικήσουμε τα χωράφια μας!
Κι εμείς... Εμείς κρυβόμαστε σαν τους δειλούς περιμένοντας ένα γάμο για να
κάνουμε το χαμό! Τέτοιες αξίες έχουμε;"

Για ακόμα ένα συμβούλιο ο Μανούσος έδειξε πως έπαιρνε πιο σοβαρά το αντριλικι
και τη τιμή του. Ήξερε πως και ο πατέρας του δε πάει πίσω μα όσο ο παππούς τους
μεγάλωνε άλλο τόσο έχανε το μυαλό του. Και όσο εκείνος το έχανε άλλο τόσο
παρεσερνε και το πατέρα του.

"Νομίζω πως ο Μανούσος έχει δίκιο θείε..." Πήρε θέση ο Κωνσταντής. Μπορεί να μην
ήταν αίμα τους, αλλά από τόσο δα παιδάκι μεγάλωνε στα πόδια τους. Ήταν ένας
Ραΐσης με τη βούλα.

"Πόσοι είμαστε ώρε;" βροντηξε ο Στρατής εν τέλει "Τούτοι δε δίστασαν να κάψουν


τα θηλυκά μας χρόνια πριν. Είναι αυτοκτονία να πάμε απροετοίμαστοι. Κι όποιος
διάολος κάλεσε την Αρετή εκεί, ήξερε... Πρέπει να βρούμε πως και γιατί! " Ο
Στρατης κατέβασε τη ρακί και τους κοίταξε προσεκτικά "Κάτι μου λέει πως δε θα
πειράξουν τρίχα τους. Όσο κι αν τους σιχαίνομαι ο μεγάλος Φραγκιάς , έχει τιμή
στα παντελόνια και τώρα με το γέρο τους ετοιμοθάνατο ο δικός του λόγος περνάει!.
Χωρίς λόγο και αφορμή, θα παραμείνει ζωντανή... Πρέπει μονάχα να βρούμε τρόπο να
τη φέρουμε εδώ.. "

"Εδώ; " Πετάχτηκε ο Μανούσος "γιατί; Για να της δώσει το κουμπουρι ο παππούς και
να τη βάλει να τους σκοτώσει εκεί που δε το περιμένουν; Τέτοιοι είμαστε;!!!!" Ο
Μανούσος αστραψε και βροντηξε. Το καλό με τους Ραΐσιδες ήταν πως κάθε ένα από τα
σερνικά είχαν λόγο . Δεν έπαιζε ρόλο η ηλικία. Ούτε η κορμοστασιά. Όλοι είχαν
την ίδια ισότητα. Μόνο που δυστυχώς ο παππούς είχε βγει εκτός ελέγχου. Σαν πιο
παλιός , είχε ζήσει το διωγμό και όσο πήγαινε και περνούσε ο καιρός σε εκείνες
της σπηλιές , έχανε τα λογικά του.

"Λοιπόν!" αποκρίθηκε δυνατά ο Στρατής. "Ο Μανούσος θα αναλάβει να πάει να τη


βρει. Να της εξηγήσει το κίνδυνο και έπειτα βλέπουμε. Ο παπά Μανώλης δεν της
είπε λέξη ακόμα..."

Όλοι πάγωσαν... Κανένας δε περίμενε να έστελνε στο στόμα του λύκου το ίδιο του
το σπλαχνο μα ο Μανούσος χαμογέλασε αυταρεσκα.

"Λοιπόν Κωνσταντή; Νομίζω πως έχουμε να κάνουμε δρόμο..." είπε προς τον φίλο του
ο οποίος έδειχνε εξτασιασμενος και υψώνοντας ψηλά τα ποτήρια τους, τσουγκρισαν
και ήπιαν ως το ξημέρωμα...
wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 19° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στο χωριό τέτοια ωρα. Στάθηκε κάτω από το μεγάλο πλατάνι,
έβγαλε ένα τσιγάρο και κοίταξε τις δεκάδες κλήσεις της Μαρίας στο κινητό του.
Έπειτα το έκλεισε και το έβαλε στη τσεπη. Το βάρος που του ανατέθηκε ήταν
μεγάλο και ακόμα δε πίστευε ούτε και ο ίδιος πως μίλησε έτσι στη μάνα του. Το
ένιωθε όμως... Αυτό ήταν το σωστό. Μόνο που εκτός από το σωστό, ένιωσε πως ήταν
και το καθήκον του. Στη τελική, του εσωσε τη ζωή... Ρουφηξε αχόρταγα το καπνό ,
ξάπλωσε στο χώμα και κοίταξε τον ουρανό. Είχε ξαστεριά μα ήξερε πως μέχρι το
ξημέρωμα θα έπιανε καταιγίδα . Το μύριζε στον αέρα...

"Δεν έχεις ύπνο;" άκουσε ξαφνικά και γυρίζοντας είδε το παπά Μανώλη να στέκει
και να τον κοιτάζει. "Από μικρό παιδί ήσουν διαφορετικό Ορέστη... Φοβόμουν τη
κατάληξη σου μα να που έγινες ολόκληρος αντρας..." Ξεκίνησε να λέει πλησιάζοντας
τον κι εκείνος έστρεψε ξανά το βλέμμα του ψηλά. "Ως πότε θα υπάρχει αυτή η
έχθρα γιε μου; Σε άκουσα...Ήμουν στην εκκλησιά όταν επέστρεψε ο Στυλιανός. Πως
θα μπορούσα άλλωστε να κοιμηθώ με τόση έγνοια; Η Άννα έμαθε... Και για να είσαι
εδώ τούτη την ώρα, ξέρω πως έπραξες το σωστό... Κρίμα είναι... Δεν έχει ιδέα για
το παρελθόν..." Ο Ορέστης συνέχισε να έχει το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό
"Βλέπω δε θέλεις να μιλήσεις... Δε πειράζει. Μου αρκεί... Να σε έχει καλά ο θεός
..." του είπε και έφυγε αφήνοντάς τον μόνο.

Ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και αφέθηκε στη παραζαλη του...

"Α ναι; Ε λοιπόν αυτό θα το δούμε!"

Θυμήθηκε τα λόγια της και έπειτα όλα όσα έγιναν σε λίγες μόνο ημέρες. Άθελά του
την έφερε στο μυαλό του αρκετές φορές... Στο φαράγγι , στα χέρια του Στυλιανού,
στο γκρέμνι που τη βρήκε να πλένεται...Στο τρόπο που του πέταξε τη μπλούζα και
έφυγε από την αποθήκη...
Σε κάθε της βήμα, αυτή η γυναίκα προκαλούσε καταστροφή..

Το μυαλό του ταξίδευε και ταξίδευε μα εκείνη δεν έλεγε να βγει από μέσα.. το
δέρμα της... Η μυρωδιά του γυμνού της κορμιού , το βλέμμα της όταν έμειναν μόνοι
στη σπηλιά, η μέση της, η πλάτη της...τα χείλη της... Εκείνο το πείσμα και το
ταμπεραμέντο της. Το χαστούκι που του έδωσε χωρίς φόβο...
Ώσπου κατέληξε στη λίμνη...
Στο ουρλιαχτό της που εξαιτίας του ήταν ακόμα ζωντανός και τα δακρυσμένα της
μάτια...

Ο Ορέστης κλώτσησε τον αέρα δυνατά σοκαρισμένος με τον ίδιο του τον εαυτό και
σηκώθηκε εκνευρισμένος. Άδειασε όση ρακί είχε απομείνει μέσα στο μπουκάλι και
πετώντας το με δύναμη στα βράχια, κίνησε για το σπίτι της Μαρίας..
Μα δεν έφτασε ποτέ...
Κι όχι γιατί χάθηκε, μα γιατί το βήμα του,τον οδήγησε κάπου αλλού...

Στάθηκε έξω από τη πόρτα , έβγαλε το σουγιά και τον έβαλε στη κλειδαριά. Τον
γύρισε μια δυο φορές και εκείνη άνοιξε. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και κρύο. Ανάθεμα
αν ήξερε πως να βάλει φωτιά για να ζεσταθεί... Σκέφτηκε ανεβαίνοντας τις σκάλες
και σαν έφτασε έξω από το δωμάτιο την είδε ξαπλωμένη. Με τα ίδια ακριβώς ρούχα
που φορούσε όταν την έφερε ο Στυλιανός πράμα που δήλωνε πως δεν είχε ακόμη
ξυπνήσει.

Δεν έκανε βήμα...


Στεκόταν απλα ακουμπισμενος στη κάσα της πόρτας και τη κοιτούσε...

Δεν ήξερε γιατί πήγε εκεί...


Ούτε ήξερε γιατί στεκόταν σαν το άγαλμα τα τελευταία λεπτά κοιτώντας τη να
κοιμάται.

Δίχως να ορίζει το βήμα, κούνησε το ένα πόδι, έπειτα το άλλο ώσπου έφτασε στο
κρεβάτι. Δεν ήταν μεθυσμένος σε καμία περίπτωση μα είχε μια γλυκιά παραζαλη,
τόση όση έπρεπε για να βρει το σθένος να καθίσει. Η Αρετή έδειχνε τόσο
βυθισμένη... Τόσο ήρεμη σε σχέση με το φλογερό χαρακτήρα της.

Το φως που έμπαινε από το παράθυρο δεν ήταν πολύ μα ηταν αρκετό για να ελέγξει
ο ίδιος το πόδι της. Άπλωσε αργά το χέρι του και το κοίταξε. Μικρές και μεγάλες
γρατσουνιές βρισκόντουσαν παντού ενώ γύρω από αυτές υπήρχαν διάσπαρτες
κιτρινομωβ μελανιές.

"Έπεσες άσχημα..." ψέλλισε απλώνοντας τα δάχτυλα του στο πόδι της. Μια αίσθηση
να την αγγίξει γεννήθηκε μονομιάς και αυτό ακριβώς έκανε.. Τοποθέτησε τα δάχτυλα
του πάνω στις πληγές της και τις χάιδεψε.
"Υπάρχουν στιγμές , που κοροϊδευα το παρελθόν ξέρεις... Στιγμές που δε
καταλάβαινα... Στιγμές που άκουγα ιστορίες για το Σήφη και γυρναγα το κεφάλι από
την άλλη...Ώσπου γνώρισα τη Μαρία... Ή μάλλον την γυναίκα που έκρυβε μέσα της
καθώς μεγάλωνε..." Ο Ορέστης έκανε μια παύση και άρχισε να ανεβάζει τα δάχτυλα
του σιγανα προς τη γάμπα της "Το ήξερα... Την έβλεπα κάθε μέρα και ήξερα πως
αυτή τη γυναίκα θα τη κάνω δική μου. Πως θα τη παντρευτώ... Όμοια της δεν είχα
ξαναδεί στη ζωή μου σε ομορφιά. Μα ούτε και σε καρδιά... Η ψυχή της, ήταν
μεγάλη... Πάντοτε σιωπηλή, ήρεμη, καλόκαρδη..." συνέχισε φτάνοντας στη καμπύλη
των γοφών της. "Και έτσι και έγινε... Τη ζήτησα πριν ένα χρόνο" είπε ώσπου το
χέρι του έφτασε στη μέση της. Η μπλούζα είχε ανασηκωθεί ελαφρώς και μπορούσε
κάλλιστα να δει το δέρμα της. "Μα θέλεις να σου πω ένα μυστικό...;" ο Ορέστης
κράτησε απαλά την άκρη από τη μπλούζα της και τη κατέβασε... "Αυτά τα βουνά
είναι η ζωή μου. Ξέρω κάθε μέρος. Κάθε τόπο. Κάθε παράδοση . Κάθε θρύλο..."
προσπερασε τα στήθη και φτάνοντας στο πρόσωπο της , απλωσε με δισταγμό το
δάχτυλο και την άγγιξε στο μάγουλο... "Ένα πρωί λοιπόν, αποφάσισα πριν πάω στα
Χανιά για να ερευνήσω μια γυναίκα που μας έψαχνε, να κάνω μια στάση στη λίμνη...
Και τότε την είδα... Ήμουν ακόμα μέσα στους θάμνους όταν για πρώτη φορά στη ζωή
μου, είδα τη κυρά της λίμνης με σάρκα οστά... Τα μαλλιά της είχαν γίνει ένα με
το νερό... Τα δάχτυλα της έπλεναν το πρόσωπο της και εκείνο το κορμί της έμοιαζε
να είναι βγαλμένο από άλλο κόσμο... Για μια στιγμή... Μια τόσο δα μικρή στιγμή,
νόμιζα πως τρελάθηκα... Έτσι και πλησίασα..." Το χέρι του βρέθηκε να χαϊδεύει τα
μαλλιά της και με το βλέμμα του κολλημένο πάνω της, αναστεναξε... "Κι όταν πήγα
αρκετά κοντά κι εκείνη γύρισε, ήξερα μονομιάς γιατί την έλεγαν κυρά της
λίμνης... Τα μάτια της , σαν να ήταν βγαλμένα από παραμύθι , έμοιαζαν με το νερό
που έρεε στο κορμί της. Είχαν εκείνο το βαθύ πράσινο που σε μαγνητίζει... Εκείνο
που θέλεις απλά να απλώσεις το χέρι σου και να το γευτείς... Να χαθείς σε
αυτό...
Και τότε μονάχα κατάλαβα... Όταν το είδα με τα ίδια μου τα μάτια... Τότε
κατάλαβα γιατί ο προπάππους μου, της χάρισε τρεις φορές το σαρίκι ..." ξάφνου
σώπασε... Η Αρετή κουνήθηκε ελαφρά και εκείνος τράβηξε το χέρι του. "Αν κάποιος
σε σκότωνε, αυτός θα ήμουν μονάχα εγώ... Χέρι δε θα αφήσω να σε αγγίξει. Και στο
ορκίζομαι στα παντελόνια μου, μόλις κοπάσει η μπόρα, εγώ ο ίδιος να σε στείλω
πίσω... Εκεί που κανένας δεν ήξερε πως είσαι η κυρά... Εκεί που ήσουν ασφαλής.
Δεν είναι για σένα τούτος ο τόπος... Μυρίζει αίμα και θάνατο..." Ο Ορέστης
έσκυψε ελαφρά προς το μέρος της μα σαν έφτασε αρκετά κοντά στο μέτωπο της,
απομακρύνθηκε.. Σηκώθηκε και τη κοίταξε. "Καμιά φορά ξέρεις, το μίσος είναι η
καλύτερη άμυνα για να κρατήσεις κάποιον μακριά σου...Ειδικά αν αυτός ο κάποιος
έρχεται και ξεσκίζει όλα σου τα πιστεύω μέσα σε μια στιγμή..." αποκρίθηκε και
γύρισε τη πλάτη για να φύγει..

"Ορέστη;" την άκουσε να λέει χαμηλά και σαν γύρισε την είδε να τρίβει τα μάτια
της. "Τι κάνεις εδώ; Πως.. Πως μπήκες..." τελειώνοντας τη τελευταία της λέξη και
σαν να ξύπνησε εντελώς το μυαλό ένιωσε το φόβο της. Παρά τον πόνο που ήξερε
σίγουρα οτι νιώθει από το πόδι της , την είδε να βάζει πείσμα και να μαζεύεται
από άμυνα στην άκρη του κρεβατιού τρομαγμένη ... Τον κοίταζε σιωπηλή, με εκείνα
τα πελώρια πράσινα μάτια της και σφίχτηκε ολόκληρος...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 20° - Page 3


by BeYourselfGM
10-12 λεπτά

Λάκκοι έτος 1897

Σεβάστηκε την επιθυμία της και πάλευε σκληρά για να συνεχίσει να το κάνει... Την
είδε να κατεβαίνει από το καΐκι μαζί με ένα μικρό κοριτσάκι και θόλωσε το
βλέμμα του... Αν κάτι λάτρευε σε αυτή τη ζωή, δεν ήταν ο θεός μήτε η Παναγιά,
ήταν μονάχα εκείνη.
Η Μαριώ ήταν για εκείνον ότι ιερό και όσιο είχε ποτέ...

Μα έδωσε όρκο στη κυρά του, και η επιθυμία της ήταν για εκείνον κανόνας...

Σκούπισε σαν άντρας τα δάκρυα του και κρύφτηκε βαθιά μέσα στο βουνό... Δεν ήταν
σε θέση να γυρίσει στο χωριό. Όχι ακόμα... Δε το άντεχε η καρδιά του...

*****************

Είχε ξημερώσει όταν μέσα στη ζαλάδα άκουσε ένα τραγούδι. Ένα γνώριμο άσμα από
εκείνα που άκουγε παλιότερα. Ήταν από εκείνα που σου φερναν δάκρυα στα μάτια.
Έμοιαζε περισσότερο με μοιρολόι... Σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό βράχο και κοίταξε ίσα
προς τα κάτω στη χαράδρα ...
"Κυρά μου..." ψέλλισε εξτασιασμενος βλέποντας τη Μαριώ και γύρισε χρόνια πριν...
Τότε που από μικρό κορίτσι την έβλεπε να πηγαίνει με τη κανάτα της στη λίμνη.
Έλειπε μέρες από το χωριό. Ήθελε να της δώσει το χρόνο και το χώρο μα να που σαν
κατάρα, εκείνη επέστρεψε στο "σπίτι" της...

Κατέβηκε σιγά σιγά για να μη τη τρομάξει και κρύφτηκε πίσω απ' τους θάμνους. Η
Μαριώ είχε καθίσει σε ένα βράχο , είχε βάλει τα πόδια της στο νερό και
τραγουδούσε ένα πολύ παλιό μοιρολόι λυπημένη...

"Ήντα να κάμω να γλιτώσω όταν εγώ τηρώ τις υποσχέσεις μου κι εκείνη δε
μ'αφηνει;" είπε δυνατά δημιουργώντας άθελά του αντίλαλο κι εκείνη σταμάτησε.
Σηκώθηκε και άρχισε να κοιτάει γύρω της σαστισμένη. Ο Σήφης πήδησε μονομιάς κάτω
και έμεινε στην απέναντι όχθη να τη κοιτάζει...

"Νόμιζα πως ο κύρης μου, είχε αφήσει το καντήλι του να σβήσει..." Του είπε , και
από τη τρεμάμενη φωνη της Μαριως κατάλαβε αμέσως τα μαντάτα.

"Λάθος σε πληροφόρησαν..." αρκέστηκε μόνο να πει πλησιάζοντας τη μα πριν καν


προλάβει να φτάσει , εκείνη σήκωσε το φόρεμα της και έτρεξε κατά πάνω του σαν
σίφουνας. Πήδηξε και τον αγκάλιασε δίχως άλλο...

"Ζεις... Σήφη μου, ζεις..." τα δάκρυα της δεν είχαν τελειωμό... Κι εκείνος
ένιωσε επιτέλους να γεμίζει... Ολάκερη η ψυχή του χαμογέλασε κρατώντας τη...

"Πως θα πεθάνω μάτια μου; Έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει δύο φορές;" η πικρία στη
φωνή του, την έκανε να κλάψει πιο πολύ. "Σώπασε ... "της ζήτησε χαμηλά. "Είμαι
εδώ..ζωντανός και σε κρατώ. Αν και δε μου επιτρέπεται, συγχωρα με..." Ο Σήφης
την έσφιξε , έπειτα την άφησε να πατήσει κάτω και τη παρατήρησε..."Γιατί κυρά
μου είσαι μαυροφορεμένη;" ρώτησε κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της και του γύρισε
τη πλάτη.

"Δεν ήρθαν τα μαντάτα στο χωριό;" του πε μονάχα κι εκείνος τη πλησίασε "Μια φορά
με άγγιξε... Τη δεύτερη τον σκότωσα..." Η φωνή της έβγαινε ψυχρή σαν το καθάριο
χιόνι του Ψηλορείτη και ο Σήφης έντρομος , την έπιασε από τα μπράτσα και τη
γύρισε προς το μέρος.

"Ήντα είπες;" ρώτησε κοιτάζοντας μέσα στα μάτια της που πλέον έμοιαζαν
κενά...Όταν ο Γιώργης πάντρεψε τη Μαριώ, την έστειλε κατευθείαν μακριά με το
Παναγή. Τα νέα έφταναν μέσω γραμμάτων. Οπότε κανείς δεν είχε πραγματικά ιδέα για
το τι γινόταν.

"Τον σκότωσα! Αυτό είπα!" Η Μαριώ φώναξε δυνατά και εκείνος σαστισε. "Δεν ήταν ο
κύρης μου..."του είπε μετέπειτα λυπημένη βγάζοντας από τη τσέπη του φορέματος
της ένα σαρίκι... Ένα πολύ γνωστό στο Σήφη σαρίκι...
"Ατιμασαν τη τιμή μου... Κι εγώ τη πήρα πίσω μονάχη μου..." Του είπε και
ανοίγοντας τις παλάμες του, του έδωσε πίσω το σαρίκι.

Ο Σήφης δεν πίστευε στα αυτιά του... Μέσα σε μια στιγμή , κατάλαβε πως αν
πίστευε ότι την αγαπούσε τόσο καιρό, ήταν πολύ λίγο... Στάθηκε όμως στο ύψος
του. Ήξερε πως δεν ήταν εύκολο να χειριστεί τούτα τα νέα. Πήρε το σαρίκι, το
κοίταξε και έπειτα κοίταξε εκείνα τα καταπράσινα μάτια της .
Δίχως να βγάλει λέξη, έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και της το πέρασε αργά και
σταθερά στο λαιμό... Ανάθεμα πως κατάφερε και το έκρυψε τόσο καιρό μαζί της.
Έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο.

"Αυτή είναι η μοίρα μας κυρά μου..."της είπε απαλά ύστερα από λίγο. "Κι αν ο
Θεός μας βρίσκει ενόχους γι'αυτη μας τη κατάρα, στο ορκίζομαι πως από δω και
μπρος , θα γίνει ο εχθρός μου... Εγώ θα χύσω το αίμα αν χρειαστεί κι όχι αυτά τα
χέρια.." είπε και κράτησε τα χέρια της "Παντρέψου με Μαριώ μου... Πάρε και τη
μικρή σου , και εγώ θα σταθώ σαν διπλός πατέρας πλάι της... Μη με διώξεις
ξανά... Δε το βαστάει η ψυχή μου..."

Σαν απάντηση, η Μαριώ απελευθέρωσε τα χέρια της, κράτησε το σαρίκι και το έδεσε
ένα κόμπο...

"Αν είναι να ξεκινήσουμε πόλεμο..."είπε δένοντας το για δεύτερη φορά "Τότε θα


μείνω πλάι στο κύρη μου κι εγώ..." Η Μαριώ έκανε ένα τρίτο και τελευταίο κόμπο
επισφραγίζοντας την αποδοχή της και έπειτα άπλωσε τα δάχτυλα της πάνω στα χείλη
του.

Τα μάτια της βουρκωσαν και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν.

"Μου έλειψες Σήφη μου..." είπε με δυσκολία και όρμησε στην αγκαλιά του...

Λίγα λεπτά αργότερα , η λίμνη έγινε μάρτυρας μιας ένωσης που όμοιας της δε
ξαναδε...

Ο Σήφης και η Μαριώ, αφέθηκαν ελεύθεροι στη μοίρα, επισφραγίζοντας την αγάπη
τους για πρώτη μα και για τελευταία φορά....

Λάκκοι , σήμερα...

Η Αρετή δεν ξεσπαθωσε αυτή τη φορά. Αντί αυτού, ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα

"Πες μου τι σου έκανα...Τι θέλεις πια από μένα..." ζήτησε να μάθει κάνοντας τη
κατάσταση ακόμα χειρότερη και προσπάθησε να σηκωθεί.

"Μη κλαίς" της είπε ξερά και σαν να τσιγκλησε τη κατάσταση εκείνη βρήκε το
σθένος και σηκώθηκε. Στεκόταν ακίνητη μπροστά από το κρεβάτι έχοντας το ένα πόδι
λίγο ψηλότερα από το άλλο. Έβλεπε το πόνο της...

"Αν ήρθες να με σκοτώσεις όπως συνέχεια λες , κάντο ! Τράβα το μαχαίρι σου και
κάντο να τελειώνουμε!!! Μη μου λες όμως να μη κλαίω! Δεν ορίζεις εσύ τα
συναισθήματα μου το κατάλαβες;"του φώναξε κι εκείνος έμεινε βουβός . Ξάφνου μια
αστραπή έσκισε τον ουρανό και μια βροντή έκαμε ολάκερο το σπίτι να τρέμει. Η
Αρετή χωρίς να το θέλει , χοροπηδησε από το φόβο και γύρισε ολοκληρη προς το
παράθυρο. Πάτησε κάτω το πόδι της και ένας οξύς πόνος διαπέρασε κάθε της
κύτταρο.
Δεν άντεχε τις καταιγίδες. Από μικρό παιδάκι ίσως ήταν ο μόνος της φόβος.

"Μη τρέμεις..Μια μπόρα είναι..." Ο Ορέστης τη πλησίασε από πίσω βάζοντας τα


χέρια του στη μέση της, τη κράτησε δυνατά και τη γύρισε προς το μέρος του.
Ενιωσε το βάρος της να εξαφανίζεται, σχεδόν σαν να αιωρούνταν το κορμί της και
έμεινε να τον κοιτάζει κατάματα... Εκείνα τα μάτια του είχαν ένα βλέμμα
αλλιωτικο ... Τη ρουφούσαν μέσα τους. Από τη πρώτη στιγμή που τον είδε στη λίμνη
τη μαγνήτισαν. Είχαν εξάλλου το αγαπημένο της καφέ...μα τώρα, έτσι όπως τη
κοιτούσαν της έδιναν την εντύπωση πως πλάι σε αυτό τον άντρα , δεν είχε να
φοβάται τίποτα . Παρά τις απειλές και τα μεγάλα λόγια , ένιωσε ότι δεν κινδύνευε
πραγματικά.

"Μίλησε μου..." Του ζήτησε χωρίς να κουνηθεί ρούπι από κοντά του. "Γιατί με
μισείς τόσο πολύ; Τι σου έκανα..."

"Χμ...Γιατί σε μισώ...;" αναρωτήθηκε φωναχτά παίζοντας και ο ίδιος με τη φωτιά


αφού τα χέρια του δεν είχαν ξεκολλήσει από τη μέση της. Δε του άρεσε καθόλου η
λέξη που βγήκε από τα χείλη της. Του ακούστηκε βαριά...Μα δεν περίμενε τίποτα
λιγότερο ύστερα από όσα έγιναν...

Ένας ακόμα πιο δυνατός κρότος , ετριξε μέχρι και τα τζάμια , οι λάμπες από το
δρόμο έσβησαν και η Αρετή εχωσε το κεφάλι της μέσα στο στήθος του τρομαγμένη...

Ο Ορέστης ένιωσε να σκίζεται...


Κατάπιε με δυσκολία και αφήνοντας το σαγόνι του να ακουμπήσει στο κεφάλι της ,
έκλεισε τα βλέφαρα του...

"Εγω δεν..."

"Ορέστη;;!!" ξάφνου το δωμάτιο φωτίστηκε ολόκληρο και η Αρετή αναπήδησε


ακούγοντας τη φωνή του παπά Μανώλη ο οποίος έστεκε στη πόρτα κρατώντας στα χέρια
μια λάμπα λαδιού.. "Τι δουλειά έχεις τέτοια ώρα εδώ! Τράβα στο σπίτι σου!" Αυτή
τη φορά η φωνή του δεν έμοιαζε με τη συνηθισμένη. Ο παπάς είχε μια αγριάδα και
μια σοβαρότητα που δε σήκωνε πολλά πολλά και ερχόταν σε αντιπαράθεση με την
εικόνα και τη συμπεριφορά του λίγες ώρες πριν στο πλατάνι.

Ο Ορέστης σήκωσε αμέσως τις άμυνες και άλλαξε ύφος.

"Ήρθα να της φέρω τα μαντάτα αλλά η καταιγίδα δε με άφησε..." Είπε και την ίδια
στιγμή , την έπιασε από το χέρι και την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι...

"Μαντάτα;" απόρησε κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια εκείνη.

"Η μάνα μου ζήτησε το κεφάλι σου μέσα σε πιάτο. Γι αυτό έχεις δύο επιλογές...
Είτε φεύγεις μόλις γίνει καλά το πόδι σου, είτε καταλήγεις στο πιάτο..." της
χαμογέλασε πονηρά , ύστερα κοίταξε το παπά και έφυγε από το δωμάτιο. Μόλις τα
βήματα του χάθηκαν από τις σκάλες, άκουσαν ένα εξωφρενικό χτύπημα της εξώπορτας
και αμέσως μετά σιγή...

"Δε σου έκανε κατι έτσι;" Τη ρώτησε ευθέως ο παπάς μα εκείνη έδειχνε χαμένη...
Ήθελε να βάλει τα κλάματα από τα νεύρα της. Ένιωσε πως ο Ορέστης με κάποιο
τρόπο τη κοροϊδεψε μέσα στα μούτρα και αυτό τη πείραξε πολύ. Δεν μπορούσε να
εξηγήσει το λόγο μα ένιωσε ότι διασκέδαζε με τη κατάσταση. Είχαν δει τόσα τα
μάτια της... Στη αρχή είχε σκεφτεί πως ίσως ήταν κανένας διπολικος. Μετέπειτα ,
νόμιζε πως απλά τη μισούσε. Ύστερα σήμερα, ένιωσε πως ήταν διαφορετικός... Το
κράτημα του , η ανάσα του... Ο τρόπος που την έβαλε στο κρεβάτι πριν μιλήσει...
όλα έδειχναν μια περίεργη οικειότητα.
Μα όχι... εκείνος κατάφερε μέσα σε ένα μόλις λεπτό να γκρεμίσει ξανά τα πάντα...
"Κόρη μου με ακούς ;" Αποκρίθηκε ξανά ο παπάς κι εκείνη επιτέλους τον κοίταξε.
"Ωραία... Αφού είσαι εντάξει αυτό μετράει. Ήρθα γιατί είχαμε διακοπή και
σκέφτηκα μήπως φοβήθηκες..."

"Όχι... Καλα είμαι πάτερ..." απάντησε λυπημένη

"Ωραία...τότε δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε μέχρι το πρωί έτσι;" Της είπε κι
εκείνη παραξενεύτηκε... "Καλύτερα να μη περπατήσεις...μείνε εδώ... Πάω να ρίξω
μια ματιά τριγύρω και έρχομαι... Σου φέρνω και επισκέψεις..." της χαμογέλασε
στοργικά και αφήνοντας τη λάμπα στο κομοδίνο, γύρισε τη πλάτη του και έφυγε...

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 21° - Page 3
by BeYourselfGM
10-12 λεπτά

Έπιασε το πόδι της σαν έμεινε μόνη και έπειτα αναστεναξε. "Αν θέλεις το κεφάλι
μου, τότε εξήγησε μου γιατι σε ένιωσα να με αγγίζεις..." Μονολογησε σκεπτόμενη
πως είχε δει το πιο τρελό όνειρο . Σαν μια βαθιά διαίσθηση , όταν έμεινε μόνη ,
φωνές ξύπνησαν στο κεφάλι της. Σαν να της μιλούσε και την άγγιζε... Ήταν τόσο
μπερδεμένη. Βέβαια η διαίσθηση της ερχόταν σε πλήρη αντιπαράθεση με όσα έγιναν
όταν ήρθε ο παπάς οπότε παραμέρισε κάθε της σκέψη και έμεινε να κοιτάζει τη
μανιασμένη βροχή που εσκαγε στο τζάμι. Το σπίτι ήταν παγωμένο. Φτιαγμένο
εξολοκλήρου από πέτρες , ήταν σαν λειτουργούσε θετικά στην υγρασία. Έπρεπε πάση
θυσία να βάλει ένα μέσο θέρμανσης.

Βήματα ... Και όχι από ένα άνθρωπο αλλά πολλούς ακούστηκαν στις σκάλες και την
έβγαλαν από τις σκέψεις της. Γύρισε προς τη πόρτα και περίμενε καρτερικά ώσπου
είδε το παπά Μανώλη να εμφανίζεται και να της χαμογελά.

"Αρετή μου; Νομίζω πως ήρθε η ώρα να γνωρίσεις κάποιους ανθρώπους... Κι όχι
κάποιους τυχαίους..."

"Μα την οικογένεια...." πετάχτηκε ο Μανούσος διακόπτοντας το παπά και μπαίνοντας


μπροστά του εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένη.

"Οικ... οικογένεια;" κατάφερε να πει με δυσκολία βλέποντας τον άντρα να μπαίνει


μέσα. Εκείνος έκανε μερικά βήματα , πλησίασε και σαν έκανε να κάτσει πλάι της
στο κρεβάτι εκείνη μαζεύτηκε σε μια άκρη.

"Μη με φοβάσαι... Ξέρω πως όλα αυτά σου φαίνονται περίεργα, ξένα ίσως θα
τολμούσα να πω. Μα ηρέμησε... Όσο είμαι εδώ, θεός δε πρόκειται να σε πειράξει...
" τη κοίταξε στοργικά και σαν της χαμογέλασε ξανά, η γλυκύτητα του, της θύμισε
τη μάνα της. "Καταρχήν ας ξεκινήσουμε με τα βασικά ... Μανούσος" αποκρίθηκε
απλώνοντας το χέρι του προς εκείνη μα την είδε να διστάζει "Ξάδερφος σου..."
συνέχισε και είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα σαν δύο πύλες. "Είσαι ίδια η
Μαριώ...είναι απίστευτο..."

Η Αρετή άπλωσε το χέρι και σαν το ένωσε με το δικό του , ένιωσε μια ζεστασιά. Μα
δεν το τράβηξε πίσω ούτε κουνήθηκε. Απλά έμεινε να τον κρατά.

"Ηρέμησε κόρη μου. Εσείς τρέμεις ολόκληρη..."πήρε θέση ο παπάς. "Αλλά ξέρω
γιατί. Εδώ μέσα ..."

"Και η φωτιά είναι έτοιμη κάτω!!!" Ακούστηκε μια φωνή και αμέσως μετά ένας ακόμα
άντρας ξεπρόβαλε από τη πόρτα χαμογελαστός .

"Τούτο εδώ το κουζουλό , είναι ο Κωνσταντής..." Έσπευσε να την ενημερώσει ο


Μανούσος. "Δεν είναι αίμα, μα κάνει σαν ήταν χίλια..."
Η Αρετή τον κοίταξε καλά καλά και τον είδε να της χαμογελάει.

"Δεν είμαι κουζουλό, μην ακούς το ξάδερφο σου... Ίσως λιγάκι !" απάντησε στο
σχόλιο του Μανούσου και μπήκε μέσα. "Και πράγματι... Θεέ μου είσαι ίδια η
Μαριώ..."

Για εκείνη όλα ήταν τόσο περίεργα. Μα κατά κάποιο τρόπο η ατμόσφαιρα της έδωσε
την αίσθηση μιας ηρεμίας και ζεστασιάς . Ίσως μίλησε το αίμα... Ίσως η μοναξιά
της... Ίσως το γεγονός πως ποτέ της δεν ήρθε σε επαφή με κάποιον έτσι ώστε να
τον αποκαλεί οικογένεια... Πολλά ίσως...

"Έλα κόρη μου... Θα σε βοηθήσει ο Μανούσος και πάμε κάτω. Χρειάζεσαι


ζεστασιά..." Πήρε θέση ο παπάς και ο Μανούσος χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε και
της άπλωσε το χέρι.

"Άιντε, ελα. Ποτέ δεν έχω σηκωσει γυναίκα στα χέρια. Κάμε μου τη τιμή" είπε
χαριτολογώντας κι εκείνη άθελά της του χαμογέλασε τρυφερά. "Ετσι μπράβο. Γέλα
αγάπη μου... Κανείς δεν είναι εδώ να σε πειράξει..." Ο Κωνσταντής έβαλε τα γέλια
και ο Μανούσος τον αγριοκοιταξε

"Τι γελάς ρε;" του επιτέθηκε

"Εν πίστευα πως θα ακούσω από τα χείλη σου τη λέξη αγάπη μου ρε! Είσαι αστείος"
απάντησε και η Αρετή γέλασε

Ο Κωνσταντής τη κοίταξε και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Έβαλε τα χέρια της στο σιδερένιο κιγκλίδωμα του κρεβατιού χωρίς να πει λέξη και
άφησε το Μανούσο να τη σηκώσει. Σε λίγα λεπτά ήταν όλοι καθισμένοι στο σαλόνι
δίπλα από το τζάκι χωρίς όμως να μιλούν. Καινή αλήθεια ήταν πως δεν ήξεραν από
πού να αρχίσουν...

"Σε πείραξε κανένας από δαυτους τους άντρες που σε βρήκανε;" Αποκρίθηκε ο
Μανούσος σπάζοντας τη σιωπή και εκείνη κούνησε αμέσως το κεφάλι αρνητικά. "Είσαι
σίγουρη; Αν σε..."

"Είμαι σίγουρη. Κανένας δε με πείραξε. Ίσα ίσα ένας από αυτούς μου έσωσε τη
ζωή..."

Ο Μανούσος έσμιξε τα φρύδια του και τη κοίταξε

"Ο Ορέστης; Εμ βεβαια... Τον γλίτωσες από τη σφαίρα μου ξέρεις... Το είδε
σαν..."

"Ο Στυλιανός με έσωσε... " Τον διέκοψε. "Και για πια σφαίρα μιλάς; Ω θεέ μου..."
συνέχισε σαν το καλοσκεφτηκε. "Θα σκοτωνες το Ορέστη στη λίμνη !!!" είπε πιο
δυνατά σαν θυμήθηκε τη κόκκινη κουκίδα και το πυροβολισμό κι εκείνος χαμογέλασε.

"Πρώτη φορά τον έπιασα απροετοίμαστο! " περηφανευτηκε μα το πρόσωπο της Αρετής
έμεινε σοβαρό.

"Τι σας έκαναν; Τι τους κάναμε; Τι συμβαίνει επιτέλους;" ρώτησε χωρίς να αλλάξει
ύφος και ο παπά Μανώλης αναστεναξε "Δε θέλω να σκοτωθεί ο Ορέστης "

Ο Κωνσταντής χωρίς να λογιζει σηκώθηκε όρθιος και τη κοίταξε έντρομος.

"Πως μπορείς να λες τέτοιο πράμα!" είπε σηκώνοντας το τόνο του κι εκείνη
αναπήδησε στη θέση της από τη φωνή του.
"Άκου να σου πω..." Ξεκίνησε να λέει έξαλλη

"Αρετή;" τη διέκοψε ο Μανούσος μα γύρισε και του ρίξε μια ματιά όλο φαρμάκι
κάνοντας τον να σωπάσει

"Έχω υποστεί πολλές φωνές τελευταία..." συνέχισε απτόητη κοιτάζοντας τον


Κωνσταντή. "Λέτε πως είστε οικογένεια μα βλέπω πως την αιματοχυσία την έχετε για
παιχνίδι ! Κανείς δε θα πεθάνει εδώ πέρα το καταλάβατε; Κανείς! Και φωνή πάνω
μου , αν μου ξανα υψώσει κανένας, θα γίνει χαμός!!!!" όπως ήταν αναμενόμενο
ξέσπασε πάνω στο Κωνσταντή τα σπασμένα από τις δεκάδες φορές που ο Ορέστης της
έβαλε τις φωνές και αντιλαμβανόμενη τη κατάσταση έπιασε το κεφάλι της ... "Με
συγχωρείς... Δεν είναι του χαρακτήρα μου μα..."

"Δε πειράζει Αρετή..." την καθησύχασε ο Μανούσος "ο Κωνσταντής


καταλαβαίνει...και μόλις σου μιλήσω και μάθεις θα καταλάβεις κι εσύ..."

"Είναι τόσα πολλά... Εγώ ξεκίνησα θέλοντας μονάχα να ξεφύγω από τη ζωή μου
και...και απλά..." ένα παράπονο ανέβηκε στο λαιμό μα συγκράτησε τα δάκρυα της.
"Απλά μέσα σε 4 μέρες όλα άλλαξαν..."

"Το ξέρω. Και το κατανοώ. Πρέπει όμως να καταλάβεις τη θέση μας και για τι
πράγματα μιλάμε έτσι ώστε να μην έχεις απορίες για όσα λέμε και κανουμε
εντάξει ; Ο χρόνος σήμερα δεν είναι με το μέρος μας. Σε λίγο θα ξημερώσει... Μα
θα ξανάρθουμε. Οπότε κάθισε , και θα σου πω τα βασικά..."

Η Αρετή υπάκουσε και ο Μανούσος ξεκίνησε την ιστορία του...

Της είπε ότι αρκετά χρόνια πριν, ένας Φραγκιάς αγάπησε μια Ραΐση... Το
Κατερινιω... Οι δύο οικογένειες ήταν ήδη οι πιο δυνατές σε ολόκληρη την
επικράτεια και η ένωση αυτή, τους δυνάμωσε ακόμα περισσότερο. Τόσο η μία
οικογένεια όσο και η άλλη, έδωσαν τις ευχές τους για αυτό το γάμο μα τα πράγματα
πήραν μια σκοτεινή τροπή... Λίγους μήνες μετά το γάμο, το Κατερινιω βρέθηκε
πεταμένο στο φαράγγι... Κοντά στη λίμνη. Ο θάνατος είχε προέλθει από τη πτωση...
Κανείς δεν ήξερε πως έπεσε ώσπου κάποιος ενημέρωσε το τοπικό τμήμα εκείνης της
εποχής πως είδε τον άντρα της, το Μιχαλιό, να τη σπρώχνει. Δυστυχώς δεν μάθαμε
ποτέ ποιος το πε... Ο αστυνόμος βρέθηκε νεκρός την επομένη της σύλληψης του
Μιχαλιου.

Φήμες όμως έλεγαν πως έγινε άπιστος, η Κατερινιω το έμαθε και πάνω σε ένα καυγά
την σκότωσε. Και έτσι άρχισαν όλα... Και δυστυχώς συνεχίστηκαν... Ο θάνατος της
χώρισε ολόκληρο το χωριό στα δύο και κάποια χρόνια αργότερα η ιστορία
επαναλήφθηκε με το τραγικό θάνατο της Μαριως. Ο Μανούσος της είπε πως ο Σήφης,
ένας Φραγκιάς, την αγαπούσε παράφορα. Ο αδερφός του παππού του, ο Γιώργης, την
πάντρεψε με τον παραγιο του για να τη σώσει και την έστειλε μακριά. Όταν
εκείνος σκοτώθηκε όμως μετά τη γέννηση του παιδιού τους, δεν μπορουσαν να την
αφησουν μόνη. Ήταν σκληρές εποχές και η Αρετή άρχισε να το βλέπει... Της είπε
πως ο Γιώργης πονούσε τότε... Το Κατερινιω ήταν αδερφή του... Ήξερε πως ανάγκαζε
τη Μαριώ σε γάμο μα ήταν έγκυος στη τελική. Ο παραγιος του πε πως είχαν σχέση
εκείνο το διάστημα κρυφά από όλους... Δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά της... Το
μόνο που ήξερε ήταν πως για κάποιο λόγο ο Φραγκιάς τη διεκδικούσε κι εκείνος
έπρεπε να το σταματήσει... Έτσι κι έγινε... Έφυγε και επέστρεψε σαν χήρα...
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή της, δε θα ήταν δύο μήνες, κατέρρευσε στη μέση
του χωριού και ο γιατρός είπε πως ήταν έγκυος. Εκείνη τον ξορκισε να μη πει
πράμα σε κανένα μα όλοι υπέθεταν πως ο Σήφης την ατιμασε... Πως τη βίασε... κι
αυτό δυστυχώς το έμαθαν αφού είχε πεθάνει η Μαριώ και το είπε ο γιατρός στο
Γιώργη... Τήρησε το λόγο και την υπόσχεση του στη Μαριώ μα ήταν πια νεκρή.
Θεώρησε πως ο Γιώργης έπρεπε να ξέρει...
Την επόμενη μέρα από την επίσκεψη του γιατρού λοιπόν , πήγε να γεμίσει τη κανάτα
της και δε γύρισε ποτέ... Τη βρήκαν πεταμένη στην όχθη της λίμνης... Πέθανε από
χτύπημα στο κεφάλι κατά τη πτωση.
Της εξήγησε πως οι Ραΐσιδες ήθελαν εκδίκηση και έπειτα από το θάνατο δεύτερου
θηλυκού από χέρι Φραγκιά, δεν άντεξαν. Τον σάπισαν στο ξύλο μέσα στη φυλακή
ακούγοντας τον να ουρλιάζει τα ψέματα για να σώσει το τομάρι του. Έπειτα από
εκείνη τη μέρα, της είπε πως οι Φραγκιάδες κάλεσαν εκτατό συμβούλιο κατεβάζοντας
από τα βουνά όσους είχαν και έγινε η σφαγή... Επί εκείνη τη μέρα και μετά,
εγκατέλειψαν τη γη τους και έφυγαν στα βουνά. Δεν ήταν δειλοί... Μα οι
Φραγκιάδες ήταν τριπλάσιοι και κατάφεραν τεράστιο πλήγμα στην οικογένεια. Είχαν
σκοπό να μη μείνει καμία γυναίκα να γεννήσει άλλο Ραΐση...

Όσοι έμειναν πίσω πήραν τις ήδη υπάρχουσες γυναίκες τους, από άλλες οικογένειες
και χάθηκαν στα βουνά περιμένοντας καρτερικά μια ευκαιρία ... Μια ευκαιρία να
επιστρέψουν και να διεκδικήσουν όσα τους ανήκαν... Της είπε για το πατέρα του,
για το παππού της... Για τα πάντα... Ώσπου έφτασε στο σήμερα και σταμάτησε....
Δεν ανέλυσε πράμα από τα όσα ήθελε να της πει...

Η καημένη η Αρετή έμεινε να τους κοιτάζει και τους τρεις σαν να έχασε τη μιλιά
της...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 22° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Το πρωινό εκείνο σαν ξημέρωσε τη βρήκε μόνη, να κοιτάζει τα αποκαΐδια της


βραδινής φωτιάς στο τζάκι. Ο παπά Μανώλης ήταν το τελευταίος που έφυγε από το
σπίτι. Ο Μανούσος της είπε όταν έπρεπε να φύγει πως ότι κι αν ήθελε , μπορούσε
να το πει στο παπά Μανώλη κι εκείνος θα του το έλεγε . Της έδωσε φυσικά το
κινητό του και έπειτα της εξήγησε πως έπρεπε να φύγουν..

Προσπαθούσε να βάλει κάτω όλες τις πληροφορίες μα ήταν αρκετές για να βγάλει
μιαν άκρη. Βεντέτα λοιπόν... Βρέθηκε στη μέση μιας λέξης που σαν Αθηναία
κορόιδευε όταν την άκουγε. Μια λέξη που ούτε πίστευε πως είχε υπόσταση στη
σήμερον ημέρα. Κι όμως... Να που τελικά όχι μόνο έπεσε έξω μα ήταν και πολύ
σοβαρή η κατάσταση. Πλέον καταλάβαινε γιατί οι Φραγκιάδες ήθελαν το κεφάλι της
και γιατί επέμεναν να φύγει. Γιατί όμως δε τη σκότωσαν αφού η έχθρα ήταν τόσο
μεγάλη; Αναρωτιόταν ... Και γιατί αντί αυτού της ζήτησαν να φύγει; Από ότι
έμαθε, δεν είχαν δισταγμό στο να σκοτώσουν μία γυναίκα στο παρελθόν... Το μόνο
της πρόβλημα μα συνάμα και "δώρο" ήταν πως η Αρετή δε μεγάλωσε σε εκείνα τα
εδάφη... Πλέον η όλη κατάσταση της κίνησε τη περιέργεια... Ναι, η αλήθεια ήταν
πως εμπιστεύθηκε τα λεγόμενα του Μανούσου μα σαν δικηγόρος έμαθε πως έπρεπε πάση
θυσία να ακούσεις και την άλλη πλευρά πριν κρίνεις. Το μονο της πρόβλημα ήταν
πως δεν ήξερε πως θα το καταφέρει... Έβλεπε ξεκάθαρα πως ο παπά Μανώλης , είχε
μια αδυναμία στην οικογένεια της. Η έτσι έδειχνε ... Αν και παπάς ο οποίος
έπρεπε να κρατήσει ουδέτερη στάση, τα μέχρι τώρα γενόμενα, έδειχναν το αντίθετο
στα μάτια της. Οπότε τον απέκλεισε σαν πηγή πληροφοριών. Το χωριό φυσικά δεν
είχε κάποιο αρχείο για να κοιτάξει και για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν θα ήταν
εφικτό να πάει στα Χανιά και να ανατρέξει ίσως στα αρχεία από παλιές εφημερίδες
της εποχής... Βέβαια της φάνηκε αστείο να υπάρχει κάπου γραμμένο κάτι για ένα
χωριό στο πουθενά και μια βεντέτα μα ούτως ή άλλως έπρεπε να πάει... Είχε αφήσει
εκκρεμότητες τόσο με το ξενοδοχειο όσο και με το αυτοκίνητο στο φαράγγι. Δεν
είχε ιδέα πως θα τους αιτιολογήσει την απώλεια του μα ήθελε να ειναι σωστή.
Βέβαια για να το πράξει αυτό , έπρεπε να γίνει καλά και να βρει ένα μεταφορικό
μέσο... Οπότε η μόνη της επιλογή ήταν να παραμείνει στο χωριό για μερικές ακόμα
μέρες και έπειτα να δράσει...

Εγυρε το κεφάλι της στο καθιστικό και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η φύση είχε
αγριεψει μετά τη χθεσινή βροχή και το πράσινο έδειχνε πιο ζωντανό από ποτέ.. ο
παπά Μανώλης της έφερε λίγα τρόφιμα μα δεν είχε δύναμη να σηκωθεί. Το μυαλό της
τριγυριζε στον Ορέστη... Ποια ήταν άραγε η δική του εκδοχή; Σκέφτηκε καθώς
έκλειναν βαριά τα βλέφαρα της... Θα μπορούσε όντως να σηκώσει το μαχαίρι του
πάνω της..; Ήταν η επόμενη σκέψη της πριν εκείνα βυθιστούν σε λειθαργο...

*********************

"Μάνα..." είπε χαμηλά ερχόμενος στη κάμαρή της κι εκείνη όρθια πια, του γύρισε
τη πλάτη.

"Αν μάθαινε ο πατέρας σου Ορέστη τα όσα έκαμες χθες..." του είπε πικραμένη.
"Μη βάζεις πάνω από το αίμα σου, κανέναν άλλο γιε μου... Θηλυκό ή αρσενικό τούτη
η γενιά μας κατέστρεψε... Μάνα είμαι...και σε πονώ. Σε νιώθω. Μα χθες... Χθες
μου δωκες πικρό φαρμάκι...Έχουμε γλέντι σε 3 μέρες και πως θα πάω; Που θα βρω
ένα χαμόγελο να στολίσω ; Ολάκερο το χωριό ζητάει απαντήσεις και δε τολμω να
βγάλω λέξη για όσα ξέρω... Πως θα τους πω πως μία από δαυτους , πατάει σε αυτά
τα χώματα ύστερα από τόσα... Κι αν θες να μάθεις γιε μου...Το δάκρυ μου πολλές
φορές εχυθηκε για τα καμώματα σου... Μέρες ολόκληρες χαμένος στα βουνά κι εγώ να
καρτερω να έρθεις... Εσύ πιο πολύ από όλους κρατούσες αυτό το μίσος..." Η Άννα
γύρισε εν τέλει προς τον Ορέστη και πηγαίνοντας κοντά του τον έπιασε από τα
μπράτσα "Κοίτα τη μάνα σου και δωσ'μου ένα λόγο , έναν αληθινό λόγο για να μη
στείλω τους άντρες μου από εκεί να τη σκοτώσουν τώρα ! Κοίτα με Ορέστη! Κοίτα
και πες μου γιατί! Γιατί διστάζεις; Γιατί εναντιώθηκες στην ίδια σου τη μάνα;"
εκείνος έμεινε βουβός... Μα και η Άννα ήξερε πως δε θα πάρει απάντηση. Τον άφησε
και επέστρεψε στο κρεβάτι της.
"Φύγε.. έχεις δουλειές να κάμεις...Μόνο ένα πράγμα θα σου πω και βάλε το καλά
μέσα στο μυαλό σου... Η μάνα... Η μάνα νιώθει. Κι εύχομαι μάρτυς μου ο θεός ,
να βγω ψεύτρα...Γιατί ετούτη δω η καρδιά σκέψη δε θα αντέξει από όσα ο λογισμός
μου δείχνει... "

*******************

Βρήκε μια μαγκουρα μέσα σε ένα από τα δωμάτια και με τη βοήθεια του κατάφερε και
σηκώθηκε , μαγείρεψε στο καζάνι και έφτιαξε και ένα καφέ. Ήταν πολύ βαθύ το
χτύπημα για να περπατήσει ακόμα και ως την εκκλησία. Κάθισε στο καναπέ και
κοίταξε για εκατοστή φορά τριγύρω της
Από την ώρα που μπήκε στο σπίτι δεν πείραξε τίποτα από τα πράγματα. Το είδε...
Το ένιωσε στο τρόπο που ο Μανούσος κοίταζε γύρω του. Ίσως ήταν μικρός σε ηλικία
μα ήταν σίγουρη πως είχε επισκεφθεί το πατρικό τους...

Ο παπά Μανώλης την ενημέρωσε πως θα κατέβαινε στη πλατεία νωρίτερα και όταν
άκουσε τη πόρτα να χτυπά, παραξενεύτηκε. Πλέον διαδέχονταν τη μια έκπληξη μετά
την άλλη και δεν είχε τι να περιμένει.

Πήρε τη μαγκουρα της σαν καμία γριά και με αργές κινήσεις κίνησε ως τη πόρτα..

*****************

Ξεφόρτωσε μέχρι και το τελευταίο κομμάτι στο φορτηγό και έκατσε κατω ιδρωμενος.
Αν και δε του άρεσε καθόλου, έπιασε τα μαλλιά του ψηλά και αρπάζοντας το δροσερό
νερό, άρχισε να πίνει διψασμένος.

Είχανε γλέντι για τα αρραβωνιασματα σε τρεις ημέρες. Έπρεπε να διπλασιαστεί η


δουλειά στα κτήματα για να τελειώσουν το μάζεμα έτσι ώστε να μην έχουν
προετοιμασίες. Ο γάμος του Ορέστη ήταν το μεγαλύτερο γεγονός σε όλο το χωριό.

Ο Στυλιανός ξεδίψασε και κοίταξε το κινητό του. Ο Μιχαλιός το πληροφόρησε πως τα


πράγματα από τα Χανιά είχαν ήδη φορτωθεί με τη σειρά τους. Κάθε τι αναλώσιμο για
το τραπέζι καθώς και πυρομαχικά φυσικά , ήταν αυτά που θα έφερναν στο χωριό.

"Ω ρε γλέντια... " σχολίασε χαρούμενος κοιτάζοντας την οθόνη

"Να δω εσύ πότε θα πάρεις απόφαση να με ζητήσεις !" Άκουσε μια φωνή και σαν
ανέβασε το κεφάλι , γέλασε και σηκώθηκε.

"Ποτέ . Δε πάω με σερνικά" είπε ευθύς αμέσως δίνοντας μια σπρωξια στο Λευτέρη
και γέλασαν μαζί. "Δεν είναι για μένα αυτά... και νύφη δεν υπάρχει... Οπότε
απόκληρος θα πάω"

Ο Λευτέρης γέλασε.

"Αμ και νύφη να υπήρχε, που υπάρχει δηλαδή... Τολμάς να την αγγίξεις:" σχολίασε
χαμηλά και ο Στυλιανός το προσπέρασε.

"Λοιπόν, παίρνω τη μάνα να ξέρει πως όλα πήγαν όπως έπρεπε και έπειτα πάμε μια
βόλτα από το καφενείο εντάξει;" Ο Λευτέρης συμφώνησε και βγάζοντας το κινητό ,
κάλεσε στο σπίτι.

"Έλα Χαρούλα μου γλυκιά, για δώσε λίγο τη μάνα..έχω καλά μαντάτα" αποκρίθηκε μα
φωνή δεν άκουσε. "Χαρά;"

"Εδώ είμαι Στυλιανέ.." είπε σιγανα

"Ωραία! Ήντα κάμεις τότε και σιωπας; Δώσε μου τη μάνα!"

Σιωπή ξανά...

"Χαρά... Μιλάω δεν ακούς;" Ο Στυλιανός ύψωσε τη φωνή του

"Σε ακούω .. μόνο που η μάνα δεν είναι σπίτι ..."

"Ήντα πες; Και που πήγε ; Δεν είχε πουθενά να πάει στη κατάσταση της!"

"Δεν ξέρω Στυλιανέ..." απάντησε διστακτικά

"Χαρά..." ξαναειπε πιο μαλακά

"Νομίζω πήγε στην εκκλησία..." του έσκασε τη βόμβα και του φύγε το κινητό από τα
χέρια...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 23° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Άπλωσε τα μαλλιά της πάνω στα καταπράσινα χόρτα και άνοιξε τα χέρια της
αφήνοντας την υγρασία του χώματος να τη δροσίσει. Ολόκληρος ο τόπος ήταν γεμάτος
με λουλούδια κάθε λογής.

"Καιρό είχες να με φέρεις στο κάμπο..." του είπε γυρίζοντας το κεφάλι προς το
μέρος. Ο Ορέστης είχε ξαπλώσει έχοντας τον αγώνα του ακουμπισμενο στο χώμα ενώ
με το άλλο χέρι, κρατούσε το τσιγάρο του. "Αμάν βρε Ορέστη μου, έπρεπε να το
φέρεις μαζί μας αυτό. Δες πόσο καθαρό αέρα έχει..." σχολίασε η Μαρία θέλοντας να
τον κάνει να μιλήσει. Είχε να τον δει κοντά δύο μέρες. Μα το πρωί της τηλεφώνησε
πως θα πάει να τη πάρει και η χαρά της ήταν μεγάλη.

"Ξέρεις πως απολαμβάνω το καπνό Μαρία μου. Μη μου το χαλάς σε παρακαλώ..."

"Όχι.. φυσικά και όχι. Χάρηκα πολύ που ήρθες. Η μάνα μου βέβαια με τρέλανε πως
πλησιάζει το γλέντι και είναι καλύτερα να βρεθούμε εκεί αλλά δεν άντεχα άλλο
Ορέστη μου... Απορώ πως κατάφερες να μην έρθεις χθες το βράδυ..." Η Μαρία έκανε
μια στροφή στο χορτάρι και βρέθηκε στο χέρι του. Του χαμογέλασε γλυκά και έπειτα
ανασηκωσε το κεφάλι της και τον φίλησε στα χείλη. Ο Ορέστης έστρεψε το βλέμμα
του πάνω στο πρόσωπο της και αναγνώρισε αμέσως τη κάψα στο βλέμμα της.

"Ορέστη... Δεν βλέπω την ώρα. Δεν βλέπω την ώρα να σε κάνω κύρη στο σπιτικό
μου..." είπε ελαφρώς πιο ναζιαρικα "Οπως σε έχω και κύρη του κορμιού μου .."
συνέχισε και πιάνοντας το ένα του χέρι, το εναπόθεσε στα στήθη της. Σαν να τον
χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, ο Ορέστης σηκώθηκε όρθιος αφήνοντας τη να απορεί
σαστισμένη

"Με συγχωρείς. Δεν είναι ώρα.." την το έκοψε και έβγαλε ένα τσιγάρο

"Εντάξει Ορέστη μου, δε ζήτησα τίποτα... Κάθισε ξανά γιατί σηκώθηκες; Εμείς όλα
τα λέγαμε μεταξύ μας αλλά ούτε ενα τηλέφωνο δε με πήρες από χθες... Τα μαθες πως
μια ξένη έπεσε πάνω μου και με έσπρωξε στο τοίχο; Φαι δε μου μείνε να πάω στα
χωραφια... Και σαν να μην εφτανε αυτό, έφυγε αφήνοντάς με στα γόνατα να μαζεύω.
Χωρίς ούτε συγνώμη...Ποια είναι Ορέστη μου; Θέλω να μάθω. Εσύ σίγουρα θα
ξέρεις...Ήταν ντυμένη με εκείνα τα φτηνά, τα ρούχα που φοράνε εκείνες στα
Χανιά..." Ο Ορέστης τη κοίταξε μα δε πρόλαβε να απαντήσει αφού το κινητό του
άρχισε να χτυπά.

"Έλα Χαρά μου ήντα έγινε;"

"Ωωω τίποτα Ορέστη μου. Είσαι με τη Μαρία;"

"Ναι. Γιατί τι έγινε;"

"Τίποτα βρε Ορέστη μου. Απλά έμαθα πως τελείωσαν οι ετοιμασίες και είναι όλα
έτοιμα για το γλέντι και ήθελα να πάρω να τη συγχαρώ και να της πω ότι θα περάσω
από το σπίτι μα το κινητό της ήταν κλειστό, και ανησύχησα"

"Μάλιστα... Καλά , θα της το μεταφέρω εγώ. Κάτι άλλο;"

"Τίποτα Ορέστη μου..."

"Πολλά " μου " ακούω τελευταία και..." Είπε εντελώς αηχα.
"Τι είπες;" ρώτησε η Χαρά από την άλλη γραμμή

"Τίποτα τίποτα. Θα σε δω στο σπίτι . Πες τη μάνα πως περάσω να ελέγξω και ο
ίδιος τα κτήματα , έπειτα θα πάω στο οινοποιείο να δω τα κρασιά και θα αργήσω να
έρθω. Εντάξει;"

"Εντάξει θα της το πω. Καλά να περάσετε"

Ο Ορέστης έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει άλλες κουβέντες.

"Άιντε Μαρία μου. Έλα να σε γυρίσω γιατί έχω και δουλειά..."

"Να με γυρίσεις; Μα... Μα ακόμα δεν ήρθαμε...Σε παρακαλώ..."

Άνοιξε τη πόρτα...

Στο πλατυσκαλο, είδε μια γυναίκα γύρω στα 50 με 60. Αρκετά καλοστεκουμενη και
αδύνατη . Τα μαλλιά της ήταν μακριά, λευκα , μαζεμένα σε μια πλεξούδα στο πλάι,
κι αν και το πρόσωπο της ήταν αβαφο, έμοιαζε περιποιημένο. Είχε μεγάλα χείλη και
μάτια πράσινα σαν σμαράγδια... Ένα πράσινο, που της ήταν οικείο. Συνδύασε τις
δυνατές της γωνίες μα και τα γενικά της χαρακτηριστικά και αμέσως κατάλαβε ποια
ήταν. Εξάλλου και τα δύο αγόρια της, της έμοιαζαν...

Η Αρετή φόρεσε ένα γλυκό χαμόγελο

"Καλημέρα σας... Θα μπορούσα να σας βοηθήσω σε κάτι;" έπαιξε την ανηξερη


θέλοντας να προστατεύσει τον εαυτό της. Δεν είχε ιδέα αυτή η μαύρο ντυμένη
γυναίκα γιατί πήγε στο σπίτι της. Πάραυτα δε ξέχασε τα λόγια του Ορέστη πως
είχε ζητήσει το κεφάλι της στο πιάτο.

Η γυναίκα δεν απάντησε αμέσως παρά έμεινε να τη κοιτάζει.

"Είστε καλά;" Συνέχισε η Αρετή και εκείνη άνοιξε τα χείλη της ανέκφραστη.

"Διόλου δε μοιάζεις της Μαριως... Εκείνη είχε μπέσα. Έφυγε για να αποτρέψει ένα
φονικό μα εσύ δεν είσαι εκείνη..." είπε αφήνοντας την άναυδη.

"Τι θέλετε από μένα;" το ύφος της Αρετής δεν έμοιαζε με το προηγούμενο πια...

"Μείνε μακριά από τα αγόρια μου. Σήκω και φύγε... Και λίγο πριν φύγεις από τούτο
δω το τόπο, άναψε μια λαμπάδα στο Ορέστη μου , που αναπνέεις ακόμα. Σε τρεις
μέρες έχουμε επίσημα αρραβωνιασματα... τόσες είναι οι μέρες που σου δίνω" της
είπε μα σαν γύρισε να φύγει σταμάτησε "Αν δε φύγεις από το χωριό...." είπε
γεμάτη μίσος αυτή τη φορά "Πριν παντρευτεί ο Ορέστης μου, θα φροντίσω να σε
θάψω. Κι εκείνη η λαμπάδα, θα γίνει το καντήλι στο μνήμα σου..." τελείωσε και
άρχισε να βαδίζει

"Κούνα γοργά τα πόδια σου, και έξω από το χώμα μου !" της απάντησε με σταθερή ,
δυνατή φωνή η Αρετή στη "γλώσσα της" και εκείνη σταμάτησε να περπατά. "Αν θέλεις
να με δεις νεκρή, εδώ θα είμαι. Έλα και προσπάθησε...! Δε ντρέπεσαι ολόκληρη
γυναίκα να έρχεσαι εδώ και να με απειλεις! Μα τόσα βάζει ο λογισμός σας! Τέτοιες
είναι οι αξίες σας! Και από ότι βλέπω , το θράσος σας ακόμα μεγαλύτερο !"

Η Άννα γουρλωσε τα μάτια της, έβαλε το χέρι μέσα από τη φαρδιά φοδρα του
φορέματος της, και έπιασε το όπλο που πήρε μαζί της από το σπίτι.

Μα δεν κούνησε βήμα. Ούτε καν βλέφαρο... Είδε το Στυλιανό να πλησιάζει από
μακριά και τράβηξε το χέρι της.

"Μείνε μακριά από τα σπλάχνα μου. Κράτα μονάχα ετούτο..." αρκέστηκε να πει, και
πιάνοντας το μαύρο της φόρεμα, το σήκωσε ελαφρά και αύξησε το βήμα πριν φτάσει ο
Στυλιανός..
"Όχι ρε Ελένη! Της έχω στείλει τόσα και τόσα μηνύματα κι εκείνη τίποτα! Και ξέρω
πως τα είδε! Που διάολο έχει πάει.. δεν ξέρω τι κάνω και έχω αρχίσει να
ανησυχώ... Δε νομίζω πως μπορώ να κάτσω κι άλλο άπραγος!" Τα πόδια του πήγαιναν
πάνω κάτω σαν κομπρεσέρ.

"Ηρέμησε ρε Μάριε! Αν ήθελε να βρεθεί θα σου είχε στείλει! Άφησε την πια να
ηρεμήσει ! Ίσως θέλει το χρόνο της.. δεν είναι και λίγο αυτό που έγινε"

Εκείνος ξεφυσησε και σηκώθηκε.

"Δεν ξέρω. Ίσως πήγε στη Κρήτη! Εκείνο το τέρμα έλεγε απ' έξω κάτι για ένα
συμβολαιογράφο στα Χανιά. Ίσως πρέπει να ψάξω από εκεί..."

"Όχι! Γιατί θέλεις να κάνεις τη κατάσταση χειρότερη; Ειλικρινά δε ξέρω Μάριε...


Δεν έχω λόγια... Πάντως είναι σίγουρη πως αν ήθελε να τη βρεις, θα σε έπαιρνε
τηλέφωνο. Οπότε περίμενε λιγάκι ακόμα... Αν θέλει να κρυφτεί το κανει για κάποιο
λόγο. Μόνη της θα σε πάρει..."

Ο Μάριος άρχισε να δυσανασχετεί μα ήξερε πως είχε δίκιο η Ελένη.

"Εντάξει... Θα περιμένω λίγο ακόμα μα έπειτα θα πάω να τη βρω! Αρραβωνιαστικια


μου είναι! Δεν μπορώ..."

"Μάριε... Σου άφησε το δαχτυλίδι έτσι;" Τόν διέκοψε μαλακά "Αυτό κάτι
σημαίνει... Δε το λέω για κακό, μα..."

"Εσύ λέγε ότι θες! Εγώ αν δεν με πάρει σύντομα θα πάω να τη βρω!" Είπε θυμωμένος
και έκλεισε το τηλέφωνο...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 24° - Page 3


by BeYourselfGM
10-13 λεπτά

"Τους βαρέθηκα όλους ! Άκου εκεί θράσος! Έχουν βάλει τη κασέτα να παίζει και
όλοι δεν έχουν κάτι παραπάνω να πουν! Φύγε, εξαφανίσου, θα σε θάψω, θα σε
σκοτώσω !
Αι σιχτιρ πια!!!!! Όχι ρε! Εδώ θα μείνω! Και ούτε που με νοιάζει για τα αγόρια
της. Να τα χαρεί τα καμάρια της! Αλλά βέβαια! Έχουμε γάμους και χαρές και εγώ
τους το χαλάω έτσι; Αμ δε με ξέρετε καλά! Καθόλου!!!!". Η Αρετή παραμιλουσε
φτιάχνοντας ένα τσάι ακατάπαυστα και άκρως εκνευρισμένη "Έρχονται όλοι, πετάνε
μια απειλή και νομίζουν πως θα βάλω τα κλάματα!!! Και στη τελική, μισή ντροπή
δική τους, μισή ντροπή δική μου για το παρελθόν! Αι στα κομμάτια!!!!
Βαρέθηκα!!!! Βαρέθηκα να τους ακούω να λένε τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια!!!"
είχε βγει εκτός ελέγχου και δίνοντας μία ατσαλα το κουταλάκι στο μαρμάρινο
νιπτήρα εκείνο αναπήδησε, χτύπησε το μπρίκι και ολόκληρο το τσάι της χύθηκε στο
πάτωμα .

Η Αρετή έκλεισε το στόμα της. Έσφιξε τις γροθιές της και αρπάζοντας τη μαγκουρα
που τη βοηθούσε να σταθεί, άρχισε να κοπαναει με δύναμη το πάτωμα ώσπου δεν
άντεξε άλλο και σωριάστηκε κάτω.

Μα δεν έκλαψε.
Ούτε έβρισε άλλο...

Έβγαλε το κινητό από τη τσέπη της, έψαξε στις επαφές και βρήκε του Μανούσου.
Χωρίς φόβο, πάτησε τη κλήση και περίμενε.

"Αρετή; Όλα καλά; Τι έγινε ;" τον άκουσε αναστατωμένο

"Είπες χθες πως το οινοποιείο ηταν ενεργό σωστά; Πως θα βρω εργάτες για να
ξεκινήσω να δουλεύω τα χωράφια μας;" ρώτησε εισπράττοντας την έκπληκτη σιωπή
του...

***************************

"Είναι τρελή έτσι;" αναφώνησε ο Κωνσταντής μόλις ο Μανούσος του είπε τα μαντάτα.
"Και εσύ τι της είπες;!"

"Τι να της πω; Φαίνεται πως τα παντελόνια της είναι πιο βαρβατα. Ποιος θα μου το
έλεγε πως..."

"Μανούσο! Τι διάολο της είπες!!!" Επέμενε ο Κωνσταντής. Μα ο Μανούσος δεν


απάντησε αμέσως "Έχεις ιδέα τι θα γίνει αν ξεκινήσει να τα δουλεύει; Έχεις
καθόλου συναίσθηση;;; Φωτιά θα πάρει το χωριό! Θα τη σκοτώσουν! Μόνο και μόνο
που θα δουν εργάτες στα χωράφια θα..."

"Ωωωωω σώπασε πια! Καιρός ήταν να ξεσπαθωσει κάποιος από εμάς!" του απάντησε και
ο Κωνσταντής έπιασε το κεφάλι του...

"Τι έκανες Μανούσο... Τι έκανες..."

*******************

"Αρετή;" ένα απαλό χτύπημα στην ανοιχτή της πόρτα, την έκανε να βγει από τη
κουζίνα... Είχαν περάσει δύο μέρες και το πόδι της ήταν κάπως καλύτερα. Κανένας
δεν την ενόχλησε . Ούτε είδε κανένα. Όχι πως βγήκε από το σπίτι αλλά τουλάχιστον
δεν είχε καμία από εκείνες τις αναπάντεχες επισκέψεις γεμάτες μίσος και απειλές.

"Καλημέρα Παπά Μανώλη.." τον χαιρέτησε σκουπίζοντας τα χέρια της στη ποδιά. Η
Αρετή αυτές τις δύο μέρες, είχε αλλάξει. Άνοιξε τα συρτάρια, έβγαλε όσα πράγματα
είχαν μέσα, τα επλυνε, τα άπλωσε, ξεσκονησε κάθε τι που υπήρχε μέσα σε εκείνο το
σπίτι και μάλιστα δε δίστασε να τηλεφωνήσει στη γραμματέα της στην Αθήνα .
Βέβαια κάτω από άκρα μυστικότητα, της ζήτησε να της φορτίσει το κινητό με
ίντερνετ αφού στο χωριό δεν υπήρχε κάποιος τρόπος να αγοράσει . Όταν εκείνη την
ενημέρωσε για το Μάριο , η Αρετή της ξεκαθάρισε πως εκείνη η ιστορία είχε
τελειώσει. Την ενημέρωσε κι όλας πως θα του έστελνε και η μήνυμα να σταματήσει
να περιμένει. Εξάλλου ήταν ξεκάθαρη όταν του άφησε τη βέρα.

Μέρα και νύχτα, παρά τη δυσκολία λόγω του σήματος , κάθισε και έψαξε πληροφορίες
για τα πάντα. Πως να ανάβει το τζάκι, πως να φτιάξει τα σανίδια, τα τριξιματα,
πως να λειτουργήσει το πέτρινο φούρνο και ότι άλλο της κατέβαινε στο κεφάλι
έμπαινε και το έψαχνε. Οι Φραγκιάδες έπειτα και από τη τελευταία της συνάντηση
με την Άννα , δε τη πλησίασαν . Μα ούτε κι εκείνη βγήκε να προκαλέσει. Είχε
εξάλλου πιο σημαντικά ζητήματα να λύσει. Η απόφαση να μείνει μονιμα στο χωριό
είχε παρθεί. Και όχι απλά θα έμενε, μα θα έβαζε και τα χωράφια ξανά σε
λειτουργία. Από παιδί ήταν πεισματάρα... Μίλησε κάμποσες φορές με το Μανούσο και
μάλιστα , είχε αρχίσει να της αρέσει ο δεσμός ανάμεσα τους. Πρώτη φορά ένιωθε
ύστερα από το χαμό της μάνας της τη ζεστασιά της οικογένειας. Της είχε πει να
μείνει ήσυχη τόσο για το αμάξι όσο και για το ξενοδοχείο κι αυτό λειτούργησε
πολύ θετικά.

"Ένα άντρας σε ζητάει έξω κόρη μου.." της ανακοίνωσε ο παπάς κι εκείνη έλαμψε
ολόκληρη. Ξέροντας πως την επόμενη ήταν ο αρραβώνας του Ορέστη , ήταν σχεδόν
σίγουρη πως όλοι θα ήταν μαζεμένοι στο χωριό. Ο Μανούσος της είπε πως θα
φροντίσει ο ίδιος προσωπικά να στείλει κάποιον ειδικό για το χώμα , για να
επιλέξει τη σοδειά και μετέπειτα θα έβρισκε ένα τρόπο να βάλει εργατες. Αυτό
δυστυχώς ήταν το πιο δύσκολο από όλα. Είχαν το φόβο πως οι Φραγκιάδες ήταν
ικανοί να τους σκοτώσουν αν τους έβλεπαν στα κτήματα.

"Πες του να έρθει παπά Μανώλη, ο Μανούσος τον έστειλε!"του ανακοίνωνε περιχαρής
μα ο παπάς πήγε κοντά και την έπιασε από το χέρι.

"Κόρη μου... Τι σκέφτεσαι να κάνεις. Ειναι επικίνδυνα πράγματα αυτά... Μη κάνεις


τέτοιες τρελές... Σκέψου το σε παρακαλώ..." Τη παρακάλεσε "Έχω πολλά καντήλια να
ανάβω κάθε μέρα. Αν δουν σερνικό να σπέρνει τα χωράφια , θα χαθούν. Άκου σε
με... Εδώ δεν χωράνε πείσματα... Εσένα ίσως δε σε αγγίξουν μα θα σε εκείνους θα
το κάνουν και θα ξεσπάσει πανικός. Σκέψου τα παιδιά τους... Μη κάνεις τέτοια σε
ικετεύω..." Η Αρετή έμεινε σκεπτική να τον κοιτάζει μα έπειτα από τα τελευταία
γεγονότα, πραγματικά είχε σκληρύνει και η ίδια. Είχε αρχίσει να αισθάνεται
εκείνο το τόπο, τόπο της..

"Σου υπόσχομαι πως κανένας δε θα πάθει τίποτα. Και τώρα άφησε τον άντρα να
περάσει για να προλάβει να φύγει πριν πέσει η νύχτα..."

Ο πάτερ αρκέστηκε στο λόγο της και έφυγε.

"Η κυρία Ραΐση;" Άκουσε και είδε έναν άντρα γύρω στα 40 . Μελαμψό. Άγρια
χαρακτηριστικά. Και μυώδη. Σίγουρα μεγάλωσε μέσα στα βουνά... Σκέφτηκε καθώς τη
πλησίαζε.

"Με σάρκα και οστά!" του απάντησε χαμογελαστή και τράβηξε τη καρέκλα από το
τραπέζι της αυλής. Ο άντρας κάθισε, εκείνη του πρόσφερε έναν ελληνικό και έπειτα
πέρασε κατευθείαν στο ζήτημα που την απασχολούσε.

Πράγματι ήταν δύσκολα. Μα της εξήγησε πως το χώμα σε εκείνη τη περιοχή ήταν
αρκετά εύφορο. Θα έπιανε γρήγορα η σοδια και ίσως αν ο καιρός ήταν με το μέρος
τους, να προλάβαινε να δει κρασί πριν το χειμώνα. Η Αρετή ξέροντας πως είναι
βαλτος από το Μανούσο του ανοίχτηκε εντελώς μα προς έκπληξη της κι εκείνος της
είπε το ίδιο... Δεν ήθελε να στείλει εργάτες. Ήταν καθαρή αυτοκτονία.

Δύο ώρες αργότερα και αφού της είπε όλα όσα η εμπειρία του ήξερε με κάθε
λεπτομέρεια, έβγαλε από τη τσέπη του τρία σακουλάκια και της τα άφησε στο
τραπέζι. Της εξήγησε πως ήταν σπόροι και την αποχαιρέτησε.
Αν δε μπορούσε να βρει εργάτες ...
Θα πήγαινε να τα φυτέψει με τα ίδια της τα χέρια. Κι αυτό δεν ήταν απειλή για
κανένα Φραγκιά, ήταν η περηφάνια της που καταπατήθηκε ουκ ολίγες φορές τις
τελευταίες μέρες...

*******************

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει.. άκουγε τη φασαρία που επικρατούσε στο χωριό εν
όψη του αρραβώνα που θα γινόταν την επόμενη μέρα και αναστεναξε.. με το που
έφυγε εκείνος ο άντρας ο παπάς πήγε στο σπίτι και κυριολεκτικά την άρχισε στο
κήρυγμα. Μα έπρεπε να φύγει κι εκείνος... Όλοι είχαν μαζευτεί στη πλατεία και δε
γινόταν να λείπει ο παπάς.

Κλείδωσε τις πόρτες, ανέβηκε στο δωμάτιο και κάθισε στο κρεβάτι. Ένιωσε σα το
ποντίκι που ήταν κλεισμένο μέσα σε μια φάκα κοιτάζοντας τους τοίχους γύρω της.
Ανέβασε το πόδι της επάνω, άπλωσε το χέρι και το ετριψε. Ο πόνος ήταν ελάχιστος
και οι μελανιές είχαν φύγει . Έγινε πιο γρήγορα καλά από ότι πίστευαν όλοι.

Ξάπλωσε , έσβησε και τη λάμπα μα δε κατάφερε να κλείσει μάτι από τη φασαρία. Δεν
ήταν και εύκολο ένα ολόκληρο χωριό να είναι στο πόδι. Είχε συνηθίσει κακά τα
ψέματα τόσες μέρες, πως μετά της δύση όλοι πήγαιναν στα σπίτια τους.

Σηκώθηκε και βγάζοντας ένα σπίρτο άναψε ξανά τη λάμπα. Έπειτα άνοιξε τη ντουλάπα
και έμεινε να χαμογελάει. Μέσα σε κάτι συρτάρια , στο διπλανό δωμάτιο είχε βρει
αρκετά νυχτικά. Όλα ήταν πανέμορφα. Βαμβακερα, λευκά... Κοίταξε έξω από το
παράθυρο το φεγγάρι και έπειτα έβγαλε ένα από μέσα και το φόρεσε. Δεν είχε αέρα
έξω, ίσα ίσα, είχε μια άπνοια που όμοια της δεν είχε ξαναδεί από τη μέρα που
πάτησε στη Κρήτη. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε τη λάμπα , κατέβηκε και βγήκε από το
σπίτι.

"Ίσως καταφέρω να τη βρω. Δεν ήταν δα και τόσο μακριά σωστά;" Ψέλλισε και γέλασε
σκεπτόμενη το προορισμό της "Φαντάσου να πήγαινα έτσι στους αρραβώνες και να με
έβλεπε ο Ορέστης. Η ακόμα χειρότερα η μάνα του" αστειευτηκε μα το χαμόγελο
έσβησε... "Ποια να παντρεύεται άραγε..." είπε καθώς έπαιρνε το μονοπάτι έξω από
το χωριό. "Σίγουρα θα είναι καμιά χωρίς αυτοεκτίμηση. Υποταγμένη στα πρέπει και
στα θέλω τους... Πόσο τη λυπάμαι..." συνέχισε καθώς περπατούσε πιο βαθιά στο
δάσος. Μα κάτι μέσα της, τη τσιγκλησε. Άκουγε τα λόγια της και ένιωθε σα να ήταν
ψεύτικα...

Μόλις άκουσε το τρεχούμενο νερό από το καταρράκτη, έσβησε κάθε σκέψη και έκανε
πιο γοργό το βήμα της ώσπου έφτασε στη λίμνη. Βγήκε με ρίσκο να χαθεί και το
γνώριζε μα δεν είχε και τίποτα άλλο να κάνει...Ήξερε πως δεν ήταν μακριά αν
κατέβαινε τη πλαγιά πίσω από το σπίτι της και είχε δίκιο.

Ή λιμνη ηταν εντελώς διαφορετικη το βράδυ... Το νερό αντανακλούσε τον σκούρο


ουρανό και τα δέντρα έμοιαζαν σαν θηρία τριγύρω της έτοιμα να σε κατασπαράξουν.
Η Αρετή άφησε τη λάμπα κάτω , κάθισε στο βράχο και βγάζοντας τα λεπτά της
παπούτσια , άπλωσε τα πόδια της προς το νερό.

"Έτσι θα ένιωθε και η Μαριώ γι αυτό επέλεγε να έρχεται εδώ πέρα..." σκέφτηκε
φωναχτά προσπαθώντας να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο ύστερα από όσα έμαθε και να
αναβιώσει έστω και λίγες από εκείνες τις στιγμές. Το κορίτσι της "πόλης" είχε
ξεφτισει από πάνω της και εκείνη το ενιωθε. Το έβλεπε και στο πρόσωπο του παπά
κάθε φορά που την έπιανε να κάνει κάποιο μερεμετι στο σπίτι μονάχη της. Και το
πρόβλημα ήταν, πως της άρεσε... Δεν ένιωθε πως έκανε κάτι ξένο... Άρχισε να
αφομοιώνεται σε αυτό το τρόπο ζωής.

Σηκώθηκε και δίχως να βγάλει το φόρεμα άρχισε να περπατά προς το εσωτερικο.


Ένιωσε την γνώριμη ζεστασιά του νερού όσο πλησίαζε προς τα μέσα και οσο εκείνη
μεγάλωνε άλλο τόσο η Αρετή χαιροταν.

Κάθε της έγνοια καθώς άρχισε να κολυμπά εξαφανίστηκε.


"Βλέπω αρχίζεις να μαθαίνεις καλά τα κατατόπια..." Άκουσε και σαν γύρισε
τρομαγμένη είδε το Στυλιανό να στέκεται κοντά στη λάμπα.... "Σαν μια
νεράιδα...έτσι κολυμπάς..."

"Τι θέλεις εσύ εδώ,; Νόμιζα πως όλοι ήταν μαζεμένοι..."

"Λοιπόν... Ας πούμε πως βαρέθηκα να μου λένε πως είναι η σειρά μου.... Αύριο θα
γίνει ο χαμός. Σήμερα απλά πίνουν νερό τελικής πτώσης..." Συνέχισε βγάζοντας τις
γαλοτσες του.

"Τι κάνεις εκεί;"

"Σαν τι σου φαίνεται εσένα;"

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 25° - Page 2


by BeYourselfGM
7-8 λεπτά

Τα ποτά είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Το τραπέζι ήταν τεράστιο και πάνω από 50
άτομα το γιόρταζαν. Πλέον είχαν μείνει στη πλειοψηφία τους μονάχα οι νέοι.
Ο Ορέστης καθόταν πλάι στο Μιχαλιό αμίλητος, ενώ κάθε αρσενικό του χωριού γέλασε
και διασκέδαζε. Ήταν η δική τους νύχτα. Όλες οι γυναίκες ήταν κλεισμένες μέσα κι
εκείνοι γλενταγαν και έπιναν προς τιμήν του Ορέστη.

"Που είναι ο Στυλιανός;" ρώτησε ο Μιχαλιός "Πήγε να φέρει τα ποτά ο άτιμος ή


μήπως κουράστηκε να τον ρωτούν και εξαφανίστηκε; Αλλά τι ρωτάω, με τοσο που έχει
πιει, σίγουρα θα είναι σε καμία γωνιά να κοιμάται" Σχολίασε γελώντας δυνατά προς
τον Ορέστη. "Το καλύτερο κορίτσι παίρνεις αδερφέ. Θα καεί ολόκληρο το χωριό
αύριο! Και φαντάσου τι θα γίνει στο γάμο !"

Ο Ορέστης κατέβασε μονοκοπανια τη ρακί και χτυπώντας το ποτήρι του με δύναμη στο
τραπέζι σηκώθηκε

"Τι έπαθες ρε;" Τον ρώτησε ο αδερφός του

"Χόρτασα. Τούτο το γλέντι τελείωσε για εμένα" δήλωσε σοβαρός και αρπάζοντας το
σαρίκι του που το 'χε βάλει ο παπάς στο κέντρο του τραπεζιού , έφυγε από τη
πλατεία.

*************************
"Γύρνα από την άλλη σε παρακαλώ. Τουλάχιστον άσε με να φύγω και μετά μπορείς να
μπεις..." Η Αρετή έβαλε τα χέρια μπρος στο στήθος της αφού το φόρεμα είχε γίνει
σχεδόν διάφανο μα εκείνος δε πτοήθηκε. Βγάζοντας τη δεύτερη γαλοτσα παραπάτησε
και γέλασε μονάχος. "Είσαι πιωμενος... Ωραία..." σχολίασε περισσότερο στον εαυτό
της παρά σε εκείνον. Μόλις τον είδε να βγάζει και το παντελόνι όμως, σαστισε
εντελώς.

"Αμάν μωρέ Αρετή. Δύσκολο είναι να κάνουμε ένα μπάνιο δηλαδή; Σαμπως ποιος θα
μας δει για να μας κρίνει..;"

"Στυλιανέ... Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Κάνε στην άκρη να βγω!" του φώναξε μπας
και τον συνεφέρει. Σχεδόν ολόγυμνος πλέον, έστεκε στην άκρη αλλά και μοναδική
έξοδο της λίμνης.

"Ξέρεις... Δυσκολεύτηκα πολύ να το παραδεχτώ μα τρεις μέρες τώρα , η καρδιά μου


δε λέει να σταματήσει. Είδα τη μάνα μου να φεύγει από το σπίτι σου, και εσένα
ζωντανή. Δεν ξέρω τι έκανες ή τι είπες... Εκείνη νομίζει πως δεν έχω ιδέα... Μα
τρελάθηκα Αρετή..." Ο Στυλιανός άρχισε να περπατά ώσπου βύθισε το κορμί του προς
τα μέσα. Μόλις έφτασε σε ένα καλό βάθος, έκανε ένα μακροβουτι, και βγήκε στην
επιφάνεια. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφος άντρας... Η Αρετή το έβλεπε . Κάθε
γυναίκα θα το έβλεπε...
Όμως... Δεν ένιωθε έτσι...

"Σε παρακαλώ. Έχω αρχίσει να κρυώνω... Κάνε στην άκρη"

"Μη λες ψέματα. Και μη με φοβάσαι... Ποτέ δε θα σε πείραζα... " της είπε χαμηλά
και με ένα γρήγορο σάλτο, κολύμπησε προς το μέρος της. "Όλοι μου λένε να
παντρευτώ μα γυναίκα δεν υπάρχει... Όχι πως την είχα ποτέ ανάγκη... Μα ξέρεις
ποια είναι η τραγική ειρωνεία Αρετή μου;" είπε και απλώνοντας το χέρι του,
κράτησε μια βρεγμένη τούφα από τα μαλλιά της και την έβαλε πίσω από το αυτί
της... "Η ειρωνεία είναι, πως τη βρήκα. Μόνο που εκείνη, είναι αυτή που δε μπορώ
να έχω..." Η Αρετή ξεροκαταπιε. "Τόσο όμορφη..."συνέχισε κατεβάζοντας το δάχτυλο
στο μάγουλο της.

"Στυλιανέ άσε με να φύγω !" βρήκε το σθένος και του είπε κάπως ποιο δυνατά
δημιουργώντας αντίλαλο ανάμεσα στα βράχια.

"Δε σε κρατώ κυρά μου... Ορίστε... Είσαι ελεύθερη..." αποκρίθηκε κοιτάζοντας


μέσα στα μάτια της και πάνω στη σιωπή που ακολούθησε ύστερα από τα λόγια του,
χαμήλωσε το κεφάλι του προς το δικό της. "Αν δεν έπινα, δε θα χα το σθένος να
μιλήσω... Το ξέρω... Ότι κι αν λέω , δε θα το έκανα. Όχι φυσικά για μένα... Μα
γιατί ξέρω πως αν το έκανα θα ήσουνα νεκρή..."

"Δε φοβάμαι κανέναν!" του δήλωσε και κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω , πήρε
απόσταση. "Και τώρα κάνε στην άκρη" ζήτησε για τελευταία φορά και χωρίς να
περιμένει , πέρασε από το πλάι του και κίνησε να βγει. Πριν προλάβει όμως να
βγάλει όλο το κορμί της από το νερό εκείνος την ακολούθησε. Την έπιασε από το
χέρι και τη σταμάτησε.

"Περίμενε !!! Με συγχωρείς... Εγώ..."

"Εσύ έχεις πιει και αυτός είναι ο μόνος λόγος που θα κάνω ότι δεν έχω ακούσει
τίποτα!" τον διέκοψε

"Δεν είπα ψέματα!!! Δεν είπα! Από την ώρα που σε είδα στα Χανιά τρελάθηκα! Κι
όταν... Όταν ήρθα και σε βρήκα εδώ με τον Ορέστη... Μάτια δεν έχω να δω καθαρά
γύρω μου τις τελευταίες μέρες αφού όπου κι αν κοιτάξω , βλέπω εσένα..." η
εξομολόγηση του, ήταν αρκετά καθαρή πια. "Μακάρι... Μακάρι να είχα το θάρρος να
κάνω αυτό...." Είπε και πλησίασε στα ρούχα του. Τα ανακάτεψε και ύστερα γύρισε
προς το μέρος της κρατώντας στα χέρια ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα. "Ξέρεις τι είναι
αυτό;" ρώτησε δείχνοντας το

"Ένα... σαρίκι" του απάντησε με δισταγμό συνεχίζοντας να έχει τα χέρια γύρω από
το κορμί της. "Στυλιανέ έχεις πιει αρκετά. Νομίζω ήρθε η ώρα να φύγω" η Αρετή
έπιασε τη λάμπα βιαστικά μα εκείνος τη σταμάτησε μονομιάς κόβοντας το δρόμο της.
"Σε παρακαλώ!!! Κάνε στην άκρη είπα!!!" Φώναξε μα βρήκε τοίχο μπροστά της.

"Θα ήθελα απλά να ήμουν ελεύθερος... Να απλώσω το χέρι..." είπε σιγανα σα να μην
την άκουσε καν να μιλά.. "Να κάνω τον κύκλο από αυτό το όμορφο κεφάλι
σου..."συνέχισε αφήνοντας το ύφασμα να αγγίξει τα μαλλιά της "Κι έπειτα να..." η
Αρετή τον κοιτούσε έντρομη.
Ο Στυλιανός κράτησε το σαρίκι με τα δύο του χέρια μα σαν έκαμε να της το περάσει
στο λαιμό, ένα χέρι εμφανίστηκε και σαν τον αετό που γραπωνει, το άρπαξε και το
πέταξε κάτω. Στο γύρισμα του ο Στυλιανός, έφαγε μια μπουνιά και σωριάστηκε.

"Ορέστη !!" Αναφώνησε η Αρετή φοβισμένη μα δεν ήθελε να αντιληφθεί πως και ο
ίδιος ήταν σε μια παρόμοια κατάσταση. Ήθελε να σκύψει προς το Στυλιανό του
οποίου η μύτη άνοιξε αμέσως μα δε το έκανε. Ο Ορέστης στεκόταν εξτασιασμενος
ελάχιστες ιντσες μακριά της. Κοιτούσε μια εκείνη, μια τον αδερφό του και τέλος
γύρισε από τη πλευρά που πέταξε το σαρίκι και το κοίταξε. Έμειναν για λίγο
σιωπηλοί ώσπου τον είδε να βγάζει το μαύρο του πουκάμισο. Στο βήμα που έκανε
προς το μέρος της, εκείνη πισωπατησε .

"Μη κουνιέσαι..." της ζήτησε κι εκείνη υπάκουσε. Όσες φορές κι αν είχαν έρθει σε
αντιπαράθεση ως τότε, ποτέ της δεν τον είδε να έχει αυτό το βλεμμα. Έμοιαζε με
λύκου. Σαν εκείνα τα αγρίμια που έδειχναν αργά τις νύχτες τα ντοκιμαντέρ της
τηλεόρασης.
Ο Ορέστης τη σκέπασε με το πουκάμισο και έμεινε να τη κοιτάζει μέσα στα μάτια
ώσπου ένα βογγητο του Στυλιανού τους τράβηξε τη προσοχή. "Τράβα στο σπίτι..."
ήταν τα λόγια του και πιάνοντας την από τη μέση την ώθησε ελαφρά προς το
πέρασμα. "Φύγε!"

Η Αρετή δίχως να περιμένει λεπτο, άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 26° - Page 2


by BeYourselfGM
7-8 λεπτά

Λάκκοι έτος 1899

Άνοιξε το ημερολόγιο στη τελευταία πλέον σελίδα και τη κοίταζε χωρίς να


γράφει... τόσες αναμνήσεις... Εκείνα τα πράσινα όμως μάτια έμειναν να τη
στοιχειώνουν. Μα δε το μετάνιωσε...
πήρε τη πένα άφησε ένα δάκρυ να χυθεί και έπειτα έγραψε μια λέξη...

"Εκδίκηση"

Δίχως να γράψει πράμα παραπάνω , άρχισε να γυρίζει τις ταλαιπωρημένες του


σελίδες... Έφτασε στη πρώτη και σταμάτησε...

"Σήμερα είδα τον Ηράκλη να με κοιτάζει περίεργα. Αχ να μην ήμουν ορφανή.. να


είχα ένα πατέρα να υπερασπιστεί το ανάστημα μου..."

"Με κυνηγησαν! Ο Φραγκιάς έκανε σαν θηρίο και παραλίγο να με πιάσει μαζί με το
Ραΐση αλλά κατάφερα και ξέφυγα!"

"Αισθάνομαι τόσο μονη. Πλένω όλη μέρα. Φτιάχνω φαγητά... και καταλήγω να
κοιμάμαι στα πατώματα. Η μικρή ορφανή... Αυτό ήμουν για το χωριό από τη μέρα που
χάθηκαν οι γονείς μου.."

"Σήμερα με έστειλαν να φέρω νερό από τη λίμνη ξανά... Και τους είδα. Ήταν και οι
δύο μέσα στα πουρνάρια. Με κοιταγαν σαν αγριοσκυλα. Τι τους έκανα πια..."

"Έτρεχα και έτρεχα και έτρεχα... Μα για την αυθαδεια μου, πήρα σα δώρο ένα
χαστούκι. Μου ξεσκισαν το φόρεμα και γελούσαν... Τους σιχαίνεται η ψυχούλα
μου!!!"

"Πάλι με πήραν στο κατόπι! Θα φύγω! Προσπάθησαν να με ατιμασουν ξανά! Δεν αντέχω
άλλο!!!"

"Στη σήμερον ημέρα, 12 του Ιούνη το έτος 1856, η τιμή μου πέθανε... "

Ύστερα προχώρησε λίγες σελίδες παρακάτω με μάτια δακρυσμένα

"Η κοιλιά μου δε σταματάει να φουσκώνει... Έχω φύγει να κρυφτώ σε ένα χαμόσπιτο
στο δάσος..."

"Τα κατάφερα... Έδωσα μόνη μου τη γέννα. Το κοριτσάκι μου μοιάζει να πεθαίνει...
Έχει χάσει το χρώμα. Μα θα το σωσω. Δε παύει να είναι σπλαχνο μου..."

"Τα καταφέραμε μικρή Βασιλική μου...Και όταν με το καλό μεγαλώσεις, να φύγεις


μακριά από τούτο το χωριό. Ίσως εγώ δε ζω... Θα με κυνηγήσουν ξέρεις... "

"Έτρεξα τόσο πολύ... μα δεν άντεξα. Το παιδί κλαίει... Μη κλαίς βασιλική μου...
Η μανούλα θα σε φροντίσει..."

"Αυτό ήταν... Έχω φτάσει πλέον έξω από το ορφανοτροφείο. Δε θα αντέξω να


σκοτώσουν και το παιδί μου. Βασιλικουλα μου... Σα μεγαλώσεις, θα σου αφήσω τούτο
εδώ το τετράδιο να για να με θυμασαι. Είσαι τόσο μικρούλα που δεν καταλαβαίνεις
τώρα μα η μαμά έπρεπε να σε αφήσει. Θα ζητήσω όταν μεγαλώσεις να στο δώσουν μαζί
με τα κλειδιά από τη καλύβα... Αλλά σε ξορκίζω. Μη πας σε εκείνο το χωριό. Εκεί,
ζούνε τα τέρατα...και κάψε τούτο το τετράδιο σα μεγαλώσεις. Ήθελα μόνο να ξέρεις
πως η μάνα σου προσπάθησε...
Αντίο μικρή μου βασιλική... Αντίο. Συγχωρα τη μάνα σου, μα το κάνω για να σε
σώσω. Μου το είπε ο Ραΐσης.. αν βγάλω λέξη πως με ατιμασαν και οι δύο, θα με
σκοτώσει... Αχ βασιλικουλα μου... Έπρεπε να δεις και το Φραγκιά... Γελούσαν μαζί
μου... Κάποια μέρα όμως, η μαμά θα πάρει εκδίκηση. Όταν και οι δύο θα είναι στο
χώμα, εγώ εκεί θα είμαι και θα τους περιμένω..
Αντίο κοριτσάκι μου..."

Η κυρά Βασιλική, άρχισε να κλαίει φτάνοντας στη τελευταία σελίδα... Ήταν το


τελευταίο σημείωμα πριν η μάνα της την αφήσει στο ορφανοτροφείο. Τα χρόνια ήταν
δύσκολα μα για καλή της τύχη έπεσε σε καλά χέρια για εκείνη την εποχή.

Η κυρά Βασιλική, κοίταξε το κερί και έπειτα θυμήθηκε αυτό που η μάνα της , της
ζήτησε. Μα πριν βάλει το ημερολόγιο φωτιά , πήγε ξανά στη σελίδα και ξεκίνησε να
γράφει...

"Μάνα... Έφτασα κοντά στα 60 μα τα κατάφερα... Μεγάλωσα. Ήρθα πίσω. Ζω στο ίδιο
χαμόσπιτο που με γέννησες... Αν εσύ ήσουν η ορφανή , εγώ ήμουν η τρελή... Μα τα
κατάφερα μάνα... Σκότωσα το Κατερινιω και ύστερα και τη Μαριώ... Γέννησα τόσο
μεγάλη έχθρα που όμοια τους άνθρωπος δε θα ξαναδεί σε τούτο το καταραμένο μέρος.
Σε δικαίωσα μάνα... Εκείνοι που για σένα γέλασαν και σε ατιμασαν τώρα
σκοτώνονται μεταξύ τους ... Μα ξέρω... Ξέρω πως όσα χρόνια κι αν περάσουν , αυτό
το χώμα θα παραμείνει κόκκινο από το αίμα τους.

Κουράστηκα μάνα... Θέλω να έρθω να σε βρω...


Ούτε ξέρω πως μοιάζει το άγγιγμα σου.
Αγάπη δεν εγνωρισα από άνθρωπο μα η δική μου για εσένα, ήταν αρκετή για να με
φέρει ως αυτή την ηλικία. Και θα το κάνω μάνα... Θα τα βάλω όλα φωτιά και θα
έρθω να σε βρω. Θα το κάψω αυτό το ρημαδι να βρει ποτέ κανένας την αλήθεια και
έρχομαι...
Συγχωρα με αν άργησα...
Σ'αγαπω...
Η κόρη σου, βασιλική...

Το τετράδιο έκλεισε...
Το κερί έπεσε πάνω στο ξύλινο ξεφτισμενο γραφείο, και η καλύβα της τρελής κυρά
βασιλικής, άρχισε να καίγεται με εκείνη μέσα... δεν ούρλιαξε... μήτε έκλαψε...
Μα γέλασε...

Λάκκοι, σήμερα

Έφτασε στο σπίτι και μπαίνοντας μέσα, έπεσε στο πάτωμα πιάνοντας τη καρδιά της.
Ήταν βρεγμένη, τρομαγμένη και το πόδι της άρχισε να πονάει από το τόσο τρέξιμο.
Όλα έγιναν τόσο μα τόσο γρήγορα. Έφερε τα χέρια της στο οπτικό της πεδίο και τα
είδε να τρέμουν. Ανάθεμα , όσο κι προσπάθησε δεν κατάφερε να ηρεμήσει. Σκέφτηκε
να βγει ξανά. Να τρέξει... Ο Ορέστης ήταν κι εκείνος μεθυσμένος και ο Στυλιανός
στο χώμα μέσα στα αίματα. Δεν έπρεπε να φύγει... Μα γιατί έφυγε..; Αναρωτήθηκε
δίχως να μπορέσει να απαντήσει.

Στη σκέψη και μόνο να προκαλούσε προβλήματα ανάμεσα τους, αηδιαζε με τον εαυτό
της.
Ναι... Μπορεί να την ώθησαν στα άκρα μα η Αρετή δεν ήταν τέτοια γυναίκα. Όντας
μονάχη της, πάντα πίστευε πως οι δεσμοί ανάμεσα στα αδέρφια πρέπει να είναι
ισχυροί.
Ήταν σίγουρη ...Έπειτα από όσα έγιναν τις τελευταίες μέρες ηταν σίγουρη πως ο
Ορέστης τυφλωμένος από το μίσος του για εκεινη, είδε το Στυλιανό να είναι κοντά
της και θέλησε να τον προφυλάξει. Σκέφτηκε πως ίσως άκουσε την εξομολόγηση του
και θύμωσε με τον αδερφό του. Η ανησυχία της είχε γιγαντωθεί και οι τύψεις ήρθαν
να την αποτελειώσουν.

Χωρίς να ορίζει τα συναισθήματα της, άρχισε να κλαίει στα βουβα. Σύρθηκε ως το


χαλακι που υπήρχε κοντά στο τζάκι , ξάπλωσε δίπλα στα μισοαναμμενα κάρβουνα και
δεν σταμάτησε να κλαίει ώσπου ξαφνου, άκουσε βήματα έξω από τη πόρτα.

Ήξερε ποιος ήταν...


Καθώς η πόρτα ανοιγε σιγανα άλλο τόσο εκείνη μάζευε το κορμί της ώσπου έγινε ένα
κουβάρι από ανθρώπινους ιστούς , κουλουριασμένο και ακουνητο στο πατωμα.
Τον είδε να στέκει και να τη κοιτάζει με εκείνο το άψυχο βλέμμα και άρχισε να
τρέμει. Ποιο τσαγανο; Ποια δύναμη; Όλα χαθήκαν...
Κι όπως η πόρτα άνοιξε, έτσι και έκλεισε..
Μόνο που αυτή τη φορά, δεν ήταν μόνη της μέσα στο σπίτι...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 27° - Page 2


by BeYourselfGM
6-8 λεπτά

Σαν τα πόδια του κινήθηκαν , ήθελε να βάλει πλώρη στα δικά της και να τρέξει
μακριά. Να φύγει και να χαθεί...
Ίσως ήταν η μόνη φορά που μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που πάτησε στο
χωριό...

Γονάτισε μπροστά της αμίλητος , το κόκκινο φως από τα κάρβουνα εσκαγε στο
πρόσωπο του δίνοντας του μια απόκοσμη όψη και αισθανομενη την απειλη, ύψωσε τα
χέρια της και έκρυψε το δικό της. Ήταν τόσο χαζή κίνηση... Κι όμως... Από παιδιά
νομίζαμε πως δύο χέρια στο πρόσωπο ήταν ικανά να μας προστατέψουν από τους
φόβους μας...

Ένιωσε τις μεγάλες του παλάμες να ακουμπάνε στα χέρια της και τίναξε το κορμί
της προς τα πίσω.

"Δεν έχεις που να πας..." ήταν τα πρώτα λόγια του και είχε δίκιο... Μόνο το
τζάκι υπήρχε πισω της . Η Αρετή δεν είχε λεξεις τούτη φορά για να του πει... Ο
Ορέστης έσφιξε λίγο παραπάνω τα χέρια της και κρατώντας τα μέσα στα δικά του, τα
κατέβασε φανερώνοντας το πρόσωπο της.

Φορούσε ακόμα το πουκάμισό του , το οποίο είχε γίνει μούσκεμα από το φόρεμα. Τα
χέρια της έτρεμαν μέσα στα δικά του και τα μάτια της είχαν χάσει το χρώμα
τους... Δεν ήταν πράσινα πια μα μαύρα μέσα στο μισοσκόταδο. Δίχως να πει
κουβέντα παραπάνω και ξέροντας πως τον φοβάται, ένιωσε άνανδρος. Το βλέμμα της
έδειχνε τόσο τρομαγμένο στο άγγιγμα του.

"Μη με φοβάσαι..."ζήτησε και άπλωσε τα χέρια του στο πουκάμισο. "Άφησε με..."
συνέχισε κι εκείνη ανασηκωσε ελαφρά το κορμί της επιτρέποντας του να το βγάλει.
Η καρδιά της άρχισε να κοπανιεται ανεξήγητα. Ένιωθε να λαχανιαζει χωρίς καν να
τρέχει...
Μα ο Ορέστης δε σταμάτησε...
Άφησε το πουκάμισο στην άκρη και έπειτα πέρασε το δάχτυλο του μέσα από τη
τιραντα του νυχτικου της.. Τη κράτησε απαλά και σαν πήγε να τη κατεβάσει εκείνη
άπλωσε το χέρι της σαν αστραπή και τον σταμάτησε.
"Πάρε το χέρι σου..." πρόσταξε με σοβαρό τόνο κι εκείνη το κατέβασε...

Πλέον δεν τρομαζε τόσο από τη παρουσία του , μα από τον εαυτό της...

Ο Ορέστης κατέβασε σιγανα τη μια και έπειτα κατέβασε και την άλλη. Άπλωσε τα
χέρια του στα μπράτσα της, αφήνοντας τις παλάμες του να γεμίσουν ως το βάθος
τους με το δέρμα της και τη προέτρεψε να ανασηκώσει το κορμί της. Η Αρετή
τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και κούνησε το κεφάλι της παρακλητικά μα ο
Ορέστης βλέποντας την άρνηση κράτησε σφιχτά το ύφασμα και το έσκισε σε δύο
κομμάτια.

"Ορέστη μη!!!" Έβγαλε επιτέλους τη φωνής της γεμάτη παράπονο μα εκείνος


τραβώντας όσο ύφασμα έμεινε το πήρε και το πέταξε μακριά τους. Η Αρετή κάλυψε τα
γυμνά της στήθη και βουρκωσε. Ένιωθε πως τη ταπεινωνε μα συνάμα ήταν ανήμπορη να
πράξει κάτι παραπάνω... Μύριζε στην ανάσα του αλκοόλ και αυτό της ήταν αρκετό.

"Σε ικετεύω... Φύγε..." του ζήτησε χαμηλώνοντας το κεφάλι. Δεν ήθελε να του
δείξει τα δάκρυα της. Μα και στη κατάσταση που την έφερε , η ντροπή είχε ανέβει
στα ύψη...

Συνεχίζοντας να της χαρίζει τη σιωπή του, έπιασε απαλά το πηγούνι της και την
ανάγκασε να τον κοιτάξει.
Σαν τρομαγμένο κουτάβι, το βλέμμα της έπαιζε δεξιά και αριστερά ακολουθώντας το
δικό του. Ο Ορέστης χαμήλωσε επικίνδυνα πολύ το κεφάλι του μα φτάνοντας κοντά
στα χείλη της σταμάτησε .

Δευτερόλεπτα αργότερα τον είδε να σηκώνει το άλλο του χέρι πίσω από τη πλάτη
της και σφαλισε τα βλέφαρα της δυνατά.

"Κοίταξε με..." ζήτησε και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα κλειστά της
βλέφαρα...
Ήταν απρόβλεπτος και το ήξερε. Μπορούσε ακόμα και να τη μαχαιρώσει καθώς τη
κρατούσε... Μα γιατί έμενε; Γιατί η λογική δεν οριζε το κορμί της;
Τα δάχτυλα του έσφιξαν το πηγούνι της, η Αρετή άνοιξε τα μάτια και σαν τον
κοίταξε ένιωσε ένα ύφασμα να τυλίγεται γύρω από το λαιμό της...

"Ήντα να κάμω κυρά μου;" ψιθύρισε αξαφνα πάνω στα χείλη της μα η φωνή του ήταν
αλλιωτικη. Σαν να έψαχνε για εξιλέωση... Δεν έμοιαζε με άλλες φορές. Σαν να
έβγαλε τη ψυχή του και τη σκόρπισε πάνω στη χείλη της. "Ήντα να κάμω που ο
θάνατος ήρθε και με βρήκε μονάχος;"

Η Αρετή έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της...

Τα χείλη τους ήταν πια τόσο κοντά, που έφτανε μόνο μια ανάσα έτσι ώστε να
ενωθούν.

"Μείνε μακριά από τα σπλάχνα μου.!"

"Και λίγο πριν φύγεις από τούτο δω το τόπο, άναψε μια λαμπάδα στο Ορέστη μου ,
που αναπνέεις ακόμα"
"Πριν παντρευτεί ο Ορέστης μου, θα φροντίσω να σε θάψω."

"Διόλου δε μοιάζεις της Μαριως... Εκείνη είχε μπέσα. Έφυγε για να αποτρέψει ένα
φονικό μα εσύ δεν είσαι εκείνη..."

Ένα δάκρυ έπεσε...


Κι όπως η φωνή του Ορέστη, έτσι κι εκείνο ήταν αλλιωτικο από τα άλλα...

Τα μάγουλα της σφιχτηκαν , τα δόντια της ετριξαν και βάζοντας το χέρι στο λαιμό
της, πήρε μια βαθιά ανάσα... Το άνω της χείλος ενώθηκε με το δικό του και
πιάνοντας το σαρίκι που της πέρασε το τράβηξε από το λαιμό της.

"Φύγε..." αποκρίθηκε με σπασμένη φωνη. "Φύγε και μη ξανάρθεις..." Τα μάτια της


έτρεμαν ακόμα όταν ο Ορέστης ένιωσε το χέρι της να ψάχνει το δικό του. Έπειτα
εβαλε μέσα το σαρίκι κι έχασε τη ψυχή του...

"Και η κυρά της λίμνης, άφησε τη λίμνη να βγει μέσα από τα μάτια της..."
αποκρίθηκε βλέποντας τα ατελείωτα δάκρυα που το κορμί δεν οριζε.

"Φύγε να χαρείς... Μη μου το κάνεις αυτό... Φύγε!! Φύγε φύγε!!!!" ούρλιαζε


ακατάπαυστα πιάνοντας το κεφάλι της κι εκείνος σηκώθηκε αμίλητος. Άνοιξε τη
πόρτα και χάθηκε...

"Φύγε πριν με μισήσεις.. φύγε ..." Ψέλλισε μόλις η πόρτα έκλεισε και ξέσπασε σε
λυγμούς χτυπώντας παράλληλα τις γροθιές στα σανίδια...

********************

Κατέβηκε και τον είδε να καπνίζει σκεπτικός στη βεράντα.. Ύστερα έπιασε το
πρόσωπο του και ένιωσε μνήμες να ζωντανεύουν. Θυμήθηκε την Αρετή, έπειτα εκείνον
να μη την αφήνει να φύγει από τη λίμνη, το σαρίκι που θέλησε να της περάσει και
ύστερα έμεινε να θυμάται πως σωριάστηκε στο χώμα...

"Τι έκαμα ο τρελός..." είπε και βγήκε έξω μονομιάς.

Ο Ορέστης αν και τον είδε παρεμεινε σιωπηλός...

"Ευχαριστώ..." είπε ο Στυλιανός μαλακά. "Τούτη η ρακί με σακατεψε... Αν... Μα τι


σκεφτόμουν;
Θεέ μου, η μάνα μας θα πέθαινε από το καημο της...
Δεν ήξερα τι έκαμα... Θα μας κατέστρεφα όλους"

Και αυτή ήταν η διαφορά που είχαν καταβαθος με τον Ορέστη...


Η τόλμη...
Τα κοτσια...
Ο μη φόβος για το θάνατο...

"Αν την αγγίξεις ξανά , θα σε σκοτώσω με τούτα δω τα χέρια..." του απάντησε


σοβαρος. Έπειτα εσβησε το τσιγάρο, σηκώθηκε και έφυγε...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 28° - Page 4


by BeYourselfGM
11-14 λεπτά
"Τι έχεις κόρη μου; Ούτε καλημέρα είπες από το πρωί..." ο παπά Μανώλης δεν
άντεξε... Ήταν η τρίτη φορά που της έριχνε το βλέμμα του μα εκείνη ήταν
καθισμένη στην ίδια ακριβώς στάση. Με μια κούπα στο χέρι να κοιτάζει προς το
γκρέμνι σιωπηλή. "Σε ενοχλεί η φασαρία μήπως; Δυστυχώς σήμερα έχουμε το μεγάλο
γλέντι... Είναι αναπόφευκτο..." βλέποντας πως δε σαλευει αναστεναξε. "Χθες είχες
ένα χαμόγελο στα χείλη σου ,που φώτιζε ολόκληρο το πρόσωπο σου... Τι άλλαξε σε
μια νύχτα Αρετή μου; Μίλα μου... Θέλεις μήπως να σε εξομολογησω κόρη μου να
ελαφρύνει η ψυχή σου;"

Σιωπή...

"Παπά!!! Ήντα κάμεις ωρε! Η νύφη περιμένει ευχή!" εσκουξε ένας χωρικός
πλησιάζοντας κι εκείνος στριφογυρισε το βλέμμα. Για παπάς στα εβδομήντα ήταν
αρκετά κοτσανατος αυτό του το αναγνώριζαν όλοι.

"Τράβα πες πως έρχομαι !" απάντησε πριν προχωρήσει κι άλλο κι έπειτα γύρισε στην
Αρετή. Δεν ήξερε τι άλλο να της πει. Σαν να μαραζωσε μέσα σε μια νύχτα... Ήθελε
να της ανακοινώσει πως στο χωριό όλοι νόμιζαν πως ήταν συγγενής του , αφού ετσι
είπε τελικά ο Στυλιανός μετά από όλες τις φορές που τον ρωτησανε στο γλέντι και
πάνω στο μεθύσι του. Μα δε το έκανε... Για κάποιο λόγο η Αρετή έλιωνε κι εκείνος
ένιωσε ανήμπορος να τη βοηθήσει.
"Πρέπει να φύγω κόρη μου.. Σήμερα έχουμε τα αρραβωνιασματα..." ένα δάκρυ κύλησε
από τα μάτια της μα εκείνος δε το είδε.

Μόλις απομακρύνθηκε ο παπά Μανώλης και έμεινε μόνη, πήγε και ντύθηκε. Ένιωσε πως
ήθελε να φύγει από το χωριό... Δεν άντεχε λεπτό παραπάνω να ακούει τα όργανα να
παίζουν. Ο καιρός ήταν μουντος και βάζοντας μια ζακέτα , πέταξε το κινητό στη
τσέπη και κατέβηκε το μονοπάτι της πλαγιάς που έβγαζε στη λίμνη. Μα δεν είχε
σκοπό να πάει εκεί... Ήθελε απλά να χαθεί μέσα στο δάσος. Να πάει κάπου όπου τα
όργανα δε θα έφταναν στα αυτιά της. Βλέφαρο δεν έκλεισε όλη τη νύχτα... Σαν τα
στοιχειά , τα μάτια του Ορέστη έκαναν την εμφάνιση τους κάθε φορά που έκλεινε τα
δικά της.

Κατεβαίνοντας το φαράγγι, γέλασε με τον εαυτό της... Ώρες πριν ήθελε να πάει στα
κτήματα...στο οινοποιείο... Μα τώρα ένιωθε πως τίποτα δεν αξία. Πως ίσως τελικά
όλοι είχαν δίκιο. Κακώς πήγε στο χωριό...

Χωρίς να έχει προορισμό, βάδιζε χαζεύοντας τη φύση ώσπου ξαφνου αντίκρυσε κάτι
που έμοιαζε με χαμόσπιτο...

****************

"Γιατί είναι αγέλαστος ο γιος μας Άννα;" Έπειτα από μήνες μέσα στο δωμάτιο , ο
Κωστής ο πατέρας του Ορέστη , θέλησε να τον δει για να του δώσει την ευχή του.
Δυστυχώς η κατάσταση του δεν του επέτρεπε να είναι παρών στα γλέντια μα πάραυτα
κάποιες φορές , έβγαινε για να πάρει λίγο αέρα. Έτσι κι εκείνο το πρωί...
Ξύπνησε και πήγε αργά αργά ως τη βεράντα όταν είδε τον Ορέστη να καπνίζει
σιωπηλός... χρόνια είχε να δει το πρόσωπο του γιου του τόσο ανέκφραστο. Αν και
όλοι έλεγαν πως έμοιαζε με την Άννα, σαν να ήταν καμβάς κι αυτός . Ο Κωστής όμως
μπορούσε πάντοτε να διακρίνει αν ο πρωτότοκος του, ήταν καλά η όχι...
"Μια χαρά είναι..." του είπε αφήνοντας τη κανάτα με το νερό στο κομοδίνο.

"Άννα; Μπορεί να γέρασα... Μπορεί να αρρώστησα, μα δεν κουζουλαθηκα... Ένα ψέμα


να βγει ακόμα από τα χείλη σου...." την "απείλησε" ευθέως μα δε συνέχισε.
"Λέγε ήντα έχει ο γιος μου! Δεν είναι μούρη γαμπρού αυτή! Σαν να τον πηγαίνουμε
στη σφαγή μοιάζει!"

"Ηρέμησε Κωστή μου... Μη μου παθεις τίποτα... Πράμα δεν έγινε... Ίσως είναι το
άγχος..."

Η πόρτα χτύπησε απαλά και σαν άνοιξε μπήκε μέσα στη κρεβατοκάμαρα η Χαρά.

"Συγνώμη, μα ήρθε η μάνα της Μαρίας κάτω με τις πίτες. Σε περιμένει..." είπε
προς τη μητέρα της και η Άννα χαμογέλασε. Χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο του συζύγου
της και κατέβηκε.

"Περίμενε κόρη μου !" ο Κωστής έκαμε να σηκωθεί κι εκείνη έτρεξε κοντά του και
τον βοήθησε να βάλει ένα μαξιλάρι πίσω από τη πλάτη.

"Είσαι εντάξει πατέρα;" Ρώτησε λυπημένη. Η Χαρά πάντοτε λυπόταν τη κατάσταση του
πατέρα της μα δεν έλεγε και πολλά

"Μια χαρά είμαι... Θέλω να πας και να μου βρεις τον Ορέστη. Πες του πως είναι
ανάγκη... Τον χρειάζομαι. Και πράμα μη πεις της μάνας σου!"

Σαν να της έδωσε τη διαταγή και τρέμοντας το φυλλοκαρδι της από τη χαρά της,
κίνησε για τον Ορέστη. Ο Κωστής δεν ήταν ο μόνος που τον έβλεπε σε τούτα τα
χάλια. Η Χαρά ήταν έξυπνη, κατάλαβε πως κάτι είχε συμβεί και ήξερε που θα τον
βρει.

Το βήμα έγινε γοργό και κατέληξε να τρέχει προς το οινοποιείο. Μπαίνοντας τον
είδε να κάθεται μονάχος του σε μια γωνιά.

"Είσαι λυπημένος..." του είπε μόνο "Μπήκα και ούτε με πρόσεξες Ορέστη μου...πάλι
πίνεις;"

"Χαρές δεν έχουμε; Ηντα θες να κάμω; Πίνω..." η απάντηση του από μόνη της ήταν
αρκετά δυνατή για να τη ταρακουνήσει.

"Πάντοτε εκτός από αδερφό σε έβλεπα και σαν πατέρα... Ολημερίς και ολυνυχτις, σε
ψάχνανε όταν ήσουν στο χωριό μα μόνο εγώ ήξερα πως ξεροσταλιαζες στο σπίτι της
Μαρίας. Ίσα για να τη δεις να βγαίνει στο παράθυρο..." Στα λόγια της ο Ορέστης
γέμισε ακόμα ένα ποτήρι και το κατέβασε άσπρο πάτο... "Σήκω..." Συνέχισε
βλέποντας πως δε του παίρνει λέξη. "Ο πατέρας μας θέλει να σε δει..."

******************

"Τι είναι τούτο το μέρος πάλι;" αναρωτήθηκε φτάνοντας πιο κοντά. Έμοιαζε σαν να
ήταν κάποιο κτίσμα που είχε πάρει φωτιά στο παρελθόν. Έσπρωξε με το πόδι της
διστακτικά τη πόρτα μα σαν εκείνη έκανε να ανοίξει , ετριξε ολόκληρη και έπεσε
κάτω. Η Αρετή έβγαλε ένα απρόσμενο επιφώνημα από τη τρομάρα της μα δε πτοήθηκε.

Αν και έμοιαζε ετοιμόρροπο, το ρίσκαρε και μπήκε μέσα. Η μισή του πλευρά, εκείνη
που ήταν χωμένη κάτω από το χώμα έμοιαζε απείραχτη από τη φωτιά. Ενώ το άλλο
μισό σπίτι, έδειχνε σαν να ήταν ρημαδιο. Είδε μια μικρή κούπα. Ένα μισοκαμμενο
σκαμνί. Υφάσματα και κατσαρόλες. Προχώρησε πολύ προσεκτικά ώσπου είδε ένα παλιό
καρβουνιασμενο τραπέζι κολλημένο στο τοίχο. Σκέφτηκε πως όποιος έμενε εδώ,
σίγουρα δεν είχε καλό τέλος...
Πάραυτα, το μέρος ανεδυε μια μυρωδιά παρελθόντος. Ένιωσε όπως τότε που πήγε για
πρώτη φορά σε ένα μουσείο και έβλεπε όλα τα παλιά αντικείμενα που ήταν κρυμμένα
πίσω από τις γυαλες. Η μόνη διαφορά με το σήμερα όμως, ήταν πως δεν υπήρχαν
γυαλες...
Το βλέμμα της έπεσε στο πάτωμα όταν αξαφνα βγήκε ο ήλιος μέσα από ένα σύννεφο
και έριξε την αχτίδα του. Είδε κάτι να γυαλίζει... Έμοιαζε με κόσμημα. Έσκυψε
και καθαρίζοντας τις βρωμιες , είδε μια αλυσίδα. Σαν τη τράβηξε, ένας σταυρός
φανερώθηκε στα μάτια της.

Αμέσως σκέφτηκε το παπά Μανώλη. Ήξερε τόσα πολλά και ίσως αν του τον έδειχνε να
μάθαινε πληροφορίες. Έδειχνε αρκετά παλιός...
Μα έπειτα σκέφτηκε το τρόπο της απέναντι του και λυπήθηκε. Ήταν τόσο καλός μαζί
της και εκείνη ούτε σημασία του έδωσε όλο το πρωινό. Ξέροντας όμως την αδυναμία
που έτρεφε για την οικογένεια της έβαλε το σταυρό στη τσέπη της και βγήκε προς
τα έξω. Ήταν τόσο περίεργος ο ουρανός... Από τη μια έβλεπες ήλιο, και από την
άλλη σύννεφα μαύρα και πελώρια ετοιμα να σε κατασπαράξουν.

"Έρχεται βροχή..." Ψέλλισε και στο πρώτο σήκωμα του αέρα, έσφιξε τη ζακέτα της.
Μα δε πρόλαβε να κάνει βήμα... Σαν να άνοιξαν οι ουρανοί, έπιασε μια βροχή που
την ανάγκασε να παραμείνει στο χαμόσπιτο...

******************

Χτύπησε μια φορά τη πόρτα και έπειτα μπήκε δίχως να περιμένει κάλεσμα.

"Ζήτησες να με δεις πατέρα..." του είπε και ο Κωστής του έδειξε προς το παράθυρο
αμίλητος. "Τι συμβαίνει; Θες να το ανοίξω; Πάντα σου άρεσε η μυρωδιά της..."

"Μέχρι και οι ουρανοί κλαίνε ετούτη δω τη μέρα..." του είπε αξαφνα και με ένα
του νεύμα τον πρόσταξε να πάει κοντά. Η φωνή της Άννας για τη καταστροφή που
τους βρήκε ακουγόταν μέχρι απάνω αλλά κανένας από τους δεν έδειχνε να δίνει
σημασία. Υπήρχαν τραπέζια στη πλατεία. Φαγητά και ποτά. Όργανα έπαιζαν...
Αρραβωνιάσματα ετοίμαζαν... Μα να που μια απλή βροχή, ήταν ικανή να κάνει όσα ο
άνθρωπος δε μπορούσε...
"Κανονικά έπρεπε να αρχίσεις φωνάζεις... Σου χάλασε την ομορφότερη σου μέρα γιε
μου..."

Ο Ορέστης έμεινε σιωπηλός.

"Ξέρεις... Όταν γνώρισα τη μάνα σου, έβρεχε. Τόσο πολύ και δυνατά .. και μάλιστα
τη ζήτησα χωρίς να περιμένω... Τον επόμενο κι όλας μήνα της πέρασα το σαρίκι μου
! Ωραίες εποχές..." Ξεκίνησε να λέει "Φαντάσου έβρεχε τόσο δυνατά στα
αρραβωνιάσματα μας που πήγα και την έκλεψα μέσα στη βροχή και την αρραβωνιάστηκα
μονάχος μου..." Ο Κωστής γέλασε μα ο Ορέστης όχι...
"Ήντα μου επαθες και έχει κοπεί η λαλιά σου; Τριγυρίζεις σαν το φάντασμα...
Έφυγες από το τραπέζι χθες... Νομίζεις δε το ξέρω;"

"Πατέρα..." ο Ορέστης κομπιασε μα κάτι τον ωθούσε να μιλήσει...

"Μίλα παιδί μου... Μίλα... Στα χέρια μου σε κράτησα όταν γεννήθηκες και ευχήθηκα
μέχρι να κλείσω ετουτα τα μάτια, να σε βλέπω ευτυχισμένο..."

"Δε θέλω να γίνει τούτος ο γάμος!" βροντηξε αφήνοντας το πατέρα του να τον
κοιτάζει και πήγε προς το παράθυρο. "Και ναι! Τολμώ και παίρνω την ευθύνη μου!
Ξέρεις γιατί; Γιατί την ατιμασα τη Μαρία! Τη πήρα πριν τον γάμο! Αλλιώς πίστεψέ
με... Θα τα άφηνα όλα και θα έφευγα στα βουνά από χθες!" Ο Ορέστης μετάνιωσε τα
λόγια του μα σαν κοίταξε το πατέρα του , δεν είδε ούτε θυμό. Ούτε νεύρα μα μήτε
και έκπληξη...

"Ποια είναι;" ρώτησε μονάχα σοβαρός...


"Δεν είμαι πατροκτόνος... Μη ζητάς απαντήσεις που δε θα αντέξει η καρδιά
σου...!" ο Ορέστης δίχως άλλη κουβέντα, και ξέροντας πως πράττει λάθος έκαμε να
βγει από το δωμάτιο μα ο Κωστής δεν τον άφησε.

"Κάτσε ακίνητος γιατί αν σηκωθώ δε θα βγεις ζωντανός από δω μέσα! Εγώ σε γέννησα
εγώ θα σε σκοτωσω ! Και αν θα το αντέξω η όχι, δικό μου πρόβλημα.! Εσύ έχεις
άφεση σε τούτο το αμάρτημα ! Και τώρα μίλα!"

Τα μάτια του Ορέστη έκλεισαν μονομιάς... Έπιασε το κεφάλι του και ύστερα γύρισε
προς το πατέρα του...

"Δε τη λογιζω την άφεση... Ξέρω την κατάληξη . Μα αν τόσο πολύ το επιθυμείς..."

Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και η Χαρά μπήκε μέσα τρομαγμένη.

"Ορέστη!!! Γρήγορα!"

"Ήντα έγινε !" πετάχτηκε πρώτος ο Κωστής

"Το χαμόσπιτο της κυρά βασιλικής γκρεμίστηκε!! Ήρθε τρέχοντας ο Λευτέρης και μας
το πε!"

"Ακόμα έστεκε όρθιο αυτό; Ε και; Λογικό με αυτή τη καταιγίδα. Ολόκληρη η γη


σείεται!"

"Ορέστη τρέξε !!! Ο Λευτέρης βρήκε μια γυναίκα αναίσθητη στα χαλάσματα ! Είπε
πως είναι η ανιψιά του παπα!!" Συνέχισε εκείνη τρομαγμένη παραμερίζοντας τα
λόγια του πατέρα της...

Και αυτό ήταν...


Σαν σίφουνας πετάχτηκε έξω από το σπίτι δίνοντας στο πατέρα του την απάντηση που
τόσο καρτερουσε... Μόνο που ήταν μονάχα η μισή...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 29° - Page 3


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Η βροχή έπεφτε μανιασμένα πάνω στο κορμί του , μαστίγωνε κάθε του ιντσα μα
εκείνος έτρεχε και έτρεχε σαν να βάλε φτερά στα πόδια. Σαν έφτασε στο
χαμόσπιτο , είδε άντρες από τη δούλεψή του να πιάνουν τα μεγάλα βράχια που
έπεσαν από το γκρέμνι και το Στυλιανό στα γόνατα μπροστά στη πόρτα να προσπαθεί
να μετακινήσει ένα βράχο που ήταν πάνω στη πόρτα . Είδε τα μαλλιά της... Το χέρι
της να κείτεται σαν νεκρό κάτω από εκείνα τα χαλάσματα .

"Βοηθήστε με!!!" φώναξε ο Στυλιανός μα ο Ορέστης όρμησε προς το μέρος του. Τον
έπιασε από τον ώμο, τον απομάκρυνε και σαν θεριό που έβγαζε κραυγή, έπιασε στα
δύο του χέρια το βράχο . Κι άφησε τη ψυχή να βγει από τα χείλη του για δεύτερη
φορά μέσα σε λίγες ώρες....
Κρύφτηκαν μέχρι και οι βροντές στο ουρλιαχτό του...

Οι φλέβες στο πρόσωπο του, έμοιαζαν με ζωγραφιές μα δε το βάλε κάτω. Σαν


αντίκρυσε τα κλειστά της βλέφαρα , η δύναμη γιγαντώθηκε. Έπιασε τη πέτρα
ολομόναχος και τη σήκωσε πετώντας τη μακριά. Έπειτα έπιασε τη πόρτα και σαν να
ήταν φτιαγμένη από χαρτί, της έδωσε μια και την έστειλε στα χαλάσματα.

"Ξύπνα κυρά μου..." ψέλλισε σιγανα χωρίς να τον ακούσει άνθρωπος και σε αντίθεση
με τη τόλμη που έδειξε πριν, ένιωσε να χάνει την ορμή του. Σήκωσε ελαφρά το
κεφάλι της , τη κράτησε απαλά και με το άλλο χέρι τη σήκωσε στην αγκαλιά του.

"Πέθανε!!! Πάει το κορτσουδι του παπά!!!" Φώναξε ένας από τους άντρες βλέποντας
τα χέρια της να κρέμονται δεξιά και αριστερά από το κορμί του Ορέστη. Ο
Στυλιανός πήγε και στάθηκε μπροστά απλώνοντας τα χέρια μα ένα και μόνο βλέμμα
του Ορέστη ήταν αρκετό. Όχι μόνο να τον κάνει να πισωπατησει μα για να ανοίξει
τη πύλη ολόκληρης της κόλασης. Ούτε όταν πέθανε ο θείος του λίγα χρόνια πριν από
σφαίρα Ραΐση, δεν τον είδε να είναι σε αυτή τη κατάσταση. Τα χείλη του ήταν
σφιγμένα και από τα μάτια του θα ορκιζόταν κανείς πως έσταζε αίμα.

Ο Ορέστης άρχισε να περπατά γοργά παραμερίζοντας το σουσουρο από τους άντρες.


Μερικοί δε, είχαν βγάλει και τις τραγιασκες τους ως ένδειξη πένθους...

"Αρετή!!!! Αρετή !!! Θεέ μου τι έκανες!!!" Ούρλιαξε ο παπά Μανώλης μόλις είδε
τον Ορέστη να ξεπροβάλει μπρος στην εκκλησιά μα ούτε εκεί σταμάτησε. Πήγε ως το
σπίτι της, έδωσε μια κλωτσιά τη πόρτα και τη πήγε στη κρεβατοκάμαρα. Την έβαλε
να ξαπλώσει και μόνο τότε έλεγξε το σφυγμο της. Σε εκείνο το ένα λεπτό που ήταν
μοναχός μαζί της.

"Ζεις... Ξεροκέφαλη γυναίκα...ζεις..."

"Ορέστη κάνε στην άκρη !" αναγνωρίζοντας τη φωνή του γιατρού του χωριού, και
βλεποντας πως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τόλμησαν να μπουν στο σπίτι εν αγνοία
τους , τόσο από τη βροχή όσο και από τη περιέργεια, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της
και σηκώθηκε.

"Έξω!! Εκτός από το παπά και το γιατρό ολοι έξω !!!" Έβγαλε μια φωνή και σαν
μυρμήγκια που τους χάλασε η σειρά άρχισαν όλοι να βγαίνουν ένας ένας έξω.

"Ζει; Αμάν συμφορά που βρήκε το παπά"

"Η καημένη. Ρούπι δε το κούνησε από το σπίτι της πως βρέθηκε σε εκείνα τα μέρη;"

"Δέκα άντρες θέλανε για εκείνο το βράχο..."

Παραμιλητα... Φωνές... Κόσμος...

Ο Ορέστης τους προσπέρασε και κίνησε προς την εκκλησία όταν είδε το Λευτέρη να
κάθεται πιάνοντας το κεφάλι του στο πλατυσκαλο.

"Εσύ τη βρήκες έτσι;" του είπε και σαν εκείνος αναγνώρισε τον "αφέντη" του
σηκωθηκε.

"Σε έχω σαν αδερφό... Εκείνη τη μέρα στη σπηλιά, ήξερα πως είναι μπελάς... Μα...
"

"Πάψε Λευτέρη. Λόγια δε χωράνε πια. Σε ευχαριστώ..." Ο Ορέστης μπήκε στην


εκκλησία και ο καημένος ο Λευτέρης έκατσε ξανά κάτω και έπιασε το κεφάλι του.

"Αχ Παναγιά μου... Δε πίστευα ποτέ πως όσα έλεγαν ήταν αλήθεια. Ένα
παρουσιαστικό δε κάνει τη γενιά... Μα να... Να που μόλις με ευχαρίστησε ο Σήφης
κι όχι ο Ορέστης μου. Βάλε το χέρι σου να ζήσει... Γιατί αν ποθανει, θα κάουμε
όλοι μας..."

***************************

"Είσαι τρελός!!! Άκουσες το παπά!!! Πως μου ζητάς να μεινω επαε! Το αίμα μου
πεθαίνει κι εγώ θα κάτσω άπραγος; Στα τσακιδια όλα!!!" Έπειτα από το τηλεφώνημα
του παπά ο Μανούσος δεν κρατιόταν. Σε αντίθεση με το Στρατή ο οποίος φοβόταν για
τη ζωή του παιδιού του, εκείνος ήθελε να τα μαζέψει και να κινήσει για το χωριό
χωρίς να τον ενδιαφέρει πράμα.

"Μα ζει! Άκουσες το παπά! Κάτσε και πάμε αύριο! Μόλις έφυγε ο γιατρός και ο
κόσμος θα είναι αναστατος! Τι θες πια! ! Να σκοτωθείς; Κοίταξε τη καταιγίδα! Δεν
λέει να κοπάσει!" φώναξε ο Στρατής μα Μανούσος άρχισε ήδη να αρματωνεται

"Καθίστε όλοι εδώ. Εγώ δεν την αφήνω!" τους είπε τελεσίδικα και αρπάζοντας το
ποτήρι του, κατέβασε όσο είχε και το πέταξε κάνοντας το θρυψαλα στο τοίχο...

************************

"Την άκουσες μάνα; Η Γιώργαινα είπε πως όταν έφτασαν τα νέα στο σπίτι ο Ορέστης
έφυγε χωρίς να υπολογίζει άνθρωπο..." η Μαρία είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι
κλαίγοντας. Ένιωθε τον Ορέστη απόμακρο μα η αντίδραση του δεν της άρεσε καθόλου
όταν έμαθε τα νέα.

"Και τι να έκανε κόρη μου; Άντρας είναι! Και μάλιστα ο πρώτος της οικογένειας!
Να άφηνε μια γυναίκα στα χαλάσματα; Σε παρακαλώ βγάλε τούτες τις σκέψεις από το
μυαλουδακι σου. Ντροπή και μόνο που το λες..."

"Δε θα προλάβω να βάλω νυφικό με όσα γίνονται μάνα... Σαν να κατέβηκε ο θεός και
μίσησε τούτη την ένωση..."

"Μαρία! Ήντα είναι αυτά που λες!"


Τη μάλωσε και έφυγε από το δωμάτιο. Από όταν η γυναίκα φούρναρη τους έφερε τα
νέα, δεν της άρεσαν καθόλου. Εκείνη η γυναίκα ήταν πανέμορφη και η Μαρία την
είδε με τα ίδια της μάτια. Η ζήλια ριζωσε βαθιά μέσα στη καρδιά της και ήξερε
πως για εκείνη έτρεξε ο Ορέστης.

Έπρεπε να τον δείτε! Σωστός άντρας! Λόγο δεν έδωσε ούτε στη μάνα του που άπλωσε
το χέρι να τον σταματήσει! Ο γαμπρός σας είναι άξιος !

Ήταν τα λόγια που έσπειραν ακόμα περισσότερο την ανησυχία στα σωθικά της.
Σηκώθηκε και κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη. Πως να μπορούσε να συγκριθεί με
εκείνη τη γυναίκα. Έμοιαζε με κοριτσάκι...

**************************

Είχε πάει 5 το ξημέρωμα...


Έπειτα από τη καταστροφή που χτύπησε το γλέντι , η βροχή είχε σταματήσει.. ο
κόσμος ήταν ακόμα στα σπίτια του και εκείνος ξεπρόβαλε μέσα από τους θάμνους.
Πρώτη φορά κατέβαινε στο χωριό τούτη την ώρα. Και πάλι όμως ήταν αρκετά
προσεκτικός. Έριξε μια ματιά και χάθηκε ξανά.. Του είχε λείψει .. ήθελε πίσω το
τόπο του. Μπορεί να μη γεννήθηκε εκει μα γεννήθηκε στα βουνά του... Το λέγε η
καρδιά κάθε φορά που πατούσε σε εκείνες τις πέτρες.

Ο Μανούσος είχε βαρεθεί εκείνη τη ζωή. Μα πιο πολύ, εκείνο το συναίσθημα που
έβγαζε δειλία. Το σιχαίνοταν.

Περπάτησε όσο πιο πολύ γινοταν μέσα από τους θάμνους μα θέλοντας να κόψει δρόμο,
αποφάσισε να πάρει το πέτρινο μονοπάτι πάνω από το φούρνο και να βγει στην
εκκλησία.

Αύξησε το βήμα και σαν το κλέφτη έστριψε στα γρήγορα μα σαν ο να το θέλει ο
διάολος έπεσε πάνω σε κάποιον.

"Η λειτουργιά μου! Πάει ο κόπος μου" Εσκουξε μια κοπέλα η οποία όπως αντιλήφθηκε
πήγαινε προς το φούρνο.

Ο Μανούσος πάγωσε. Εκείνη είχε πέσει κάτω να μαζέψει τα ψωμάκια μα η καρδιά δεν
άντεξε να τη παρατήσει. Γονάτισε μπροστά της

"Δε το θελα, δεν έχει βγει ο ήλιος ακόμα. Μη κλαίς. Θα φτιάξεις αλλ..." Μα σαν
εκείνη σήκωσε το βλέμμα της, εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει...

Μάτια σαν κάστανα , μεγάλα καφετιά...


Χείλη βαμμένα σε ένα φυσικό ροζ , μεγάλα και ζουμερα... Είχε τα μαλλιά της
ελεύθερα και έμεινε με τη σειρά της να τον κοιτάζει..

"Ποιος είσαι εσύ;" ρώτησε τρομαγμένη. "Ξέρω μέχρι και τις πέτρες στο χωριό!"
Έκαμε να βάλει το χέρι μέσα από τη φοδρα μα ο Μανούσος της το έπιασε.

"Το θέμα δεν είναι ποιος είμαι εγώ... Μα ποια είσαι εσύ...." της είπε κρατώντας
σφιχτά το χέρι της που ήταν έτοιμο να βγάλει το κουμπουρι.

"Εγώ είμαι η Χαρά Φραγκιά! Και τώρα τραβα τα κουλά σου, για θα στα κόψω!" Του
φώναξε και Μανούσος άλλαξε εκατό χρώματα ...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 30° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

"Ωωω ρε κακό που με βρε..." ο Μανούσος έσφιξε τη παλάμη της δυνατά σαν την
άκουσε να λέει το όνομα της.

"Ακούς; Για θέλεις να με νευριάσεις; Άμα θα μπηξω μια φωνή..." Η Χαρά τράβηξε το
χέρι της για να απελευθερωθεί μα εκείνος πως να το άφηνε... Κι εκείνες οι άτιμες
, από μικρες μέσα στα όπλα...
"Ήρεμα. Εγώ θα σου πω το όνομα μα εσύ βγάλε από εκεί το χέρι για θα με δεις εμέ
να νευριάζω και λαλιά μετά θα έχεις να φωνάξεις..."

Η Χαρά του χαμογέλασε.

"Αν ήξερες σε ποια μιλάς... Γιατί από ότι φαίνεται" είπε δείχνοντας το κράτημα
του "Δε λογιζεις το όνομα που μόλις σου πα..."

"Αμ το λογιζω μια χαρά..." Της είπε και τράβηξε το χέρι του , αφήνοντας τη
επιτέλους ελεύθερη. Η Χαρά μάζεψε όπως όπως τα καρβελακια γρήγορα και έπειτα
άφησε κάτω το καλάθι και επέστρεψε σε εκείνον. Ήταν σίγουρα πιο μεγάλος από
εκείνη. Μα ήταν τόσο όμορφος. Τέτοιο παλικάρι δεν είχε το χωριό. Ή τουλάχιστον
για τα δικά της μάτια.

"Λοιπόν;" ρώτησε περίεργα κι εκείνος πιάνοντας τη από τη μέση, την ώθησε προς το
πέτρινο τοίχο πίσω της.

"Κοίτα να δεις, τι ομορφιά έβγαλε τούτη η ράτσα..." η Χαρά και μόνο που ένα
σερνικό τη κρατούσε με αυτο το τρόπο και μάλιστα το συγκεκριμένο, λαχανιασε από
μόνη της.

"Είσαι με τα σωστά σου; Αν μας δει κανένα μάτι θα νομίζει πως ... Άσε με! Θα
βάλω τις φωνές!"

Ο Μανούσος έβαλε το δάχτυλο του στα χείλη της. Ήταν πιο άγρια τούτη η γενιά...
Δε λογαριαζε τις κινήσεις της.

"Και ήντα θα πεις; Πως ο Μανούσος ο Ραΐσης σε ακούμπησε;", της ειπε και εκείνη
έκαμε να βγάλει μια φωνή μα της το σφράγισε εντελώς το στόμα με τη παλάμη. Αυτό
που ξέχασε βέβαια, ήταν τα δύο της χέρια..Μέχρι που ένιωσε το όπλο της επάνω
του. "Με μια μου μόνο κίνηση το παίρνω και το σπάω. Μάζεψε το Κουμπουρι σου, για
θα κάνω πράμα που θα μετανιώσω..."

Λίγο η απειλή, λίγο η ομορφιά της, λίγο ο κίνδυνος, λίγο η απαγόρευση κι εκείνος
ο καταραμένος νόμος, όλα μαζί συνέβαλαν... ο Μανούσος είχε τρελαθεί ολόκληρος
μέσα σε δύο λεπτά. Κι όσο έμενε εκεί και τη κοίταζε άλλο τόσο έχανε τα λογικά
του.

Η Χαρά τον δάγκωσε κι εκείνος τράβηξε το χέρι. Η ανάσα της εσκαγε πάνω του
γρηγορα και χωρίς ρυθμο πράμα που δήλωνε ευθέως την αναστάτωση της.

Η καμπάνα χτύπησε μια φορά κι εκείνος έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό.
Ξημέρωνε...

"Εμείς δε τελειώσαμε..." της είπε χωρίς να φοβάται διόλου το γεγονός πως


κρατούσε όπλο και έφυγε μακριά της.

**********************
"Πάει, ξημέρωσε.. Ήντα κάμεις ακόμα εδώ γιε μου; Πήγαινε σπίτι..." Ο παπάς άφησε
το χοντρό σκοινί του καμπαναριού σαν τον είδε στη βεράντα και πήγε κοντά. "Από
θαύμα γλίτωσε..Άκουσες το γιατρό. Θα συνέλθει... Ήταν μονάχα ένα σοκ και μια
λιποθυμία. Σαν να ήρθε και τη καταράστηκε το χωριό...Όπου κι αν πάει τούτο το
χώμα τη διώχνει...κι αν δε τη διώχνει, τότε τη θέλει από κάτω του..."

"Παπά Μανώλη..." έβγαλε μιλιά ο Ορέστης.

"Πράμα μη πεις... Και ξέχασε το. Φύγε Ορέστη να χαρείς... Κι όχι για εσένα,
κάντο για εκείνη... Τι έχεις πάθει αγόρι μου; Σαν μάθουνε ποια είναι ήντα θα
κάνεις; Νομίζεις θα σταθείς απέναντι στο αίμα σου; Δεν ξέρω τι έχεις μέσα στο
κεφάλι σου μα αυτά τα μάτια σου εμένα δε με γελούν...Μη μου το σκοτώσεις το
κορίτσι Ορέστη μου..."

Εκείνος έμεινε να ατενίζει τον ήλιο που έβγαινε ώσπου σηκώθηκε.

"Και να θελα...Εκείνη δε με δέχτηκε" του είπε σοβαρός.. "Έμεινα να γελάω με τον


εαυτό μου... Γι αυτό να μην ανησυχείς. Δε θα τη πλησιάσω. Δωσ'μου μονάχα δύο
λεπτά να τηνε δω πριν φύγω, και έπειτα στο υπόσχομαι..."

"Πάψε! Όρκους μη δίνεις! Έδωσες όρκο στη Μαριώ μα να που η καρδιά σου σε βγάζει
ψεύτη! Τελείωνε... Πήγαινε και έχεις δύο λεπτά!"

Ο Ορέστης δεν αντιμιλησε στο παπά.. Ανοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Ανέβηκε σιγά
σιγά τα σκαλοπάτια και την είδε ξαπλωμένη.

"Κοίτα να δεις τι έπαθα... Που αν δε πεθάνω από τα σκάγια θα πεθάνω από το καημο
μου. Τι μου χεις κάνει Αρετούσα μου; Χάνω τα λογικά μου... Μα έτσι κάνει η
κυρα... Έρχεται εκεί που δε το περιμένεις και μέσα σε λίγες μόνο μέρες ,
γεννάει συναισθήματα που όσα τα χρόνια δεν κατάφεραν να γεννήσουν..." Ο Ορέστης
έσκυψε και τη φίλησε στο κούτελο.
"Αστείο δεν είναι; Αν το καλοσκεφτείς πάνω από 10 μέρες δεν σε ξέρω.. πως το
κάνεις αυτό, ποτέ δε θα το μάθω. Μα ότι κι αν κορόιδευα, τώρα το βρήκα μπροστά
μου..."

"Ορέστη..." ψέλλισε με τα μάτια ακόμα κλειστά σαν να έβλεπε όνειρο κι εκείνος


ταράχθηκε. "Ορέστη..." Είπε ξανά κάνοντας να γυρίσει "Ορέστη!! Μη..
περιμενεεεεεε!" μέσα στον ύπνο της άρχισε να ουρλιάζει το όνομα του μα σαν
πετάχτηκε και άνοιξε τα μάτια, είδε το Μανούσο να μπαίνει στο δωμάτιο.

"Ποιον φώναζες κορίτσι μου; Και κλείσε τούτο το παράθυρο για θα κρυώσεις..." της
είπε και την αγκάλιασε "Τρόμαξα τόσο πολύ... Δεν άντεξα να μείνω. Έφυγα και
έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα..."

************************

Μπήκε στο σπίτι τρομαγμένη και στηρίζοντας τη πλάτη της στη πόρτα έμεινε να
κοιτάζει το κενό.

"Χαρά; Τι έγινε κόρη μου και εισαι αναμαλλιασμενη; Και γιατί η λειτουργιά ειναι
ακόμα ζυμάρι; Δεν άνοιξε ο φούρνος; Ήντα έπαθες!" Η Άννα βγήκε από τη κουζίνα
αμέσως μόλις άκουσε τη πόρτα με την ελπίδα να ήταν ο Ορέστης αλλά αντί αυτού,
είδε τη Χαρά να επιστρέφει πίσω με τις λειτουργιές

Η Χαρά τη προσπέρασε , άφησε το καλάθι στο τραπέζι και έφυγε στη κουζίνα. Δίχως
να βάλει ποδιά, έμπηξε τα χέρια της στη ζύμη που ετοιμαζε η μάνα της και άρχισε
να πλάθει.

"Έχεις τρελαθεί;" απόρησε η Άννα μπαίνοντας στη κουζίνα και τότε γύρισε και τη
κοιταξε.

"Χρόνο δεν έχουμε μάνα! Έπεσα και έριξα ολο το ζυμάρι. Έλα! Έλα να φτιάξουμε το
δεύτερο μπας και προφτάσω. Και μη μου αρχίσεις τις φωνές για το Θεό..."

"Ε πες το βρε κορίτσι μου και κόντεψα να σκάσω! Δε πειράζει... Θα φτιάξουμε
καινούρια. Μη στεναχωριέσαι"

Η Άννα πήγε κοντά της και πιάνοντας τη ζύμη ξεκίνησε να πλάθει και η ίδια.
Τα χέρια της Χαράς έτρεμαν μα δεν έβγαλε λεξη. Είχε πάθει σοκ. Όσο προσπαθούσε
να καταλάβει τι είχε γίνει, άλλο τόσο το μυαλό της χανόταν.
Δεν είχε στήριγμα να πει ούτε και μια λέξη. Μα ακόμα κι αν έλεγε, δεν είχε ιδέα
τι ήταν ικανά να κάνουν τα αδέρφια της. Ο γάμος πλησίαζε παρά τους κακούς
οιωνούς κι εκείνη δε θα επέτρεπε να γίνει η αιτία να χαλάσει...

"Γύρισε ο Ορέστης μάνα;" ρώτησε λίγα λεπτά αργότερα και η Άννα δαγκωθηκε.

"Όχι"

"Μάνα... Μην ανησυχείς. Το βλέπω στα μάτια σου. Ξέρει τι κάνει.."

"Δεν έπρεπε να έρθεις να του πεις τα νεα χθες Χαρά..."

"Και τι να έκανα;" Απόρησε βάζοντας το πρώτο ψωμάκι στο καλάθι

"Να την άφηνες να πεθάνει τη διαολεμενη! Ίσως αν δε πήγαινε ο Ορέστης να ήταν


ακόμα θαμμένη στα χαλάσματα. ! Ραΐση ζωντανό δε θέλω κοντά στα παιδιά μου ..."

Μπορεί να μιλούσε για την Αρετή , μα άθελά του ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της
θυμουμενη τα χέρια του Μανούσου πάνω στα χείλη της... Η Χαρα ξεροκαταπιε και
συνεχισε να πλάθει αμίλητη...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 31° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Είχε τόση υγρασία σε εκείνο το αποθηκακι που μόλις άνοιγες τη πόρτα , η μπόχα
έβγαινε από μέσα. Ειδικά μετά από βροχή, γινόταν ακόμα πιο ανυπόφορη. Κοίταξε
τριγύρω, μπήκε και άρχισε να βγάζει προσεκτικά τα εργαλεία που είχε στο τοίχο.
Έπειτα έπιασε ένα τούβλο, και το τραβηξε.
Εχωσε βαθιά το χέρι, και βγάζοντας το, κρατούσε ένα τετράδιο. Ένα μισοκαμμενο
σημειωματάρι.

Το έλεγξε και έπειτα αφού βεβαιώθηκε πως ήταν εντάξει, το ξαναεβαλε στη θέση του
και σφράγισε τη πέτρα. Ίσως ήταν ιδανικό για τη περίσταση. Ίσως και όχι... Στο
κάτω κάτω, ο γάμος δεν είχε φτάσει ακόμα...

***************************
Έκλεισε τα βαριά, σχεδόν ετοιμόρροπα παντζούρια. Άναψε μια λάμπα λαδιού και
κάθισε βάζοντας τα χέρια στα γόνατα.
Το μετάνιωσε αλλά πλέον ηταν πολύ αργά και το κακό είχε ήδη γίνει...
Βέβαια δε φανταζόταν τίποτα από αυτά όταν έστειλε το γράμμα στο συμβολαιογράφο.
Πως θα μπορούσε όμως να πεθάνει , χωρίς να πάρει μια στάλα εκδίκησης; Σε εκείνη
τη γη, λίγο η πολύ, όλοι έπαιρναν στο τέλος αυτό που τους όριζε η μοίρα σωστά;
Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει πια. Παρά να περιμένει. Πισωγυρισμα δεν είχε..

Κάθισε. Έβγαλε ένα μπουκάλι με κρασί που είχε κρατήσει από το οινοποιείο και το
άνοιξε. Ήταν τόσο έντονη η μυρωδιά. Από εκείνα τα κρασιά που έμοιαζαν με αίμα...
Ήπιε και έπειτα σηκώθηκε.

****************************

Τη βοήθησε να σηκωθεί μα όχι εντελώς. Ίσα που πάτησε τα πόδια της στο πάτωμα.
"Μανούσο καλά είμαι ... Δε χρειάζεται" το μάλωσε σαν έσκυψε να της δώσει τις
παντόφλες. Είχε βέβαια αρκετές γρατσουνιές και μελανιές στα χέρια αλλά εσωτερικά
για καλή της τύχη δεν είχε κάποιο σοβαρό τραύμα. Η πόρτα αν και μισοφαγωμενη, τη
κράτησε καλά από το βράχο που έπεσε από τη σκέπη.

"Πως έγινε; Με ενημέρωσε ο παπάς πως έπεσαν τα βράχια και εσύ βρισκοσουν εκεί
μέσα σε ένα σπίτι. Μου είπε πως σε έβγαλε έξω .." ο Μανούσος έκανε μια παύσηα
συνέχισε "ο μεγάλος γιος των Φραγκιάδων, ο Ορέστης"

"Ποιος με έβγαλε;" απόρησε πιάνοντας τα μηνίγγια της.

"Αμάν βρε Αρετή. Όλο σε μπελάδες μπλέκεις κορίτσι μου. Τι γίνεται; Τόσο πολύ σε
αγάπησαν κι εκείνοι;" Της είπε χαμογελαστός υπονοώντας τον εαυτό του "Το μόνο
που μετράει είναι πως είσαι καλά. Κι αν θα δω ποτέ το μεγάλο Φραγκιά στο διάβα
μου, αυτό θα το θυμάμαι.. Πως κατέληξες εκει; Και πως είναι δυνατόν να
τριγυρίζεις μόνη στο βουνό; Έχεις ιδέα πόσο επικίνδυνα είναι; "

"Δεν άντεχα άλλο μέσα στο σπίτι. Ήθελα απλά λιγάκι αέρα. Έπειτα η καταιγίδα
άρχισα, και μετά θυμάμαι να μπουμπουνιζει.. φοβήθηκα, έπειτα άκουσα ένα μεγάλο
θόρυβο και ένιωσα το σπίτι να τρέμει.. η οροφή τσακίστηκε και λιποθύμησα."

"Άγιο είχες...Έλα, θα σε βοηθήσω να κατέβουμε προς τα κάτω , θα βάλω ένα ζεστό


να βράζει και θα σου πω τα ευχάριστα!"

"Ευχάριστα;" ρώτησε υποβασταζομενη από το μπράτσο του .

"Ναι.. Αποφάσισα πως αφού δε φεύγεις από το σπίτι, και αφού κανείς δεν έρχεται,
και αφού από ότι βλέπω όλο πας και μπλέκεις, να μείνω εδώ μαζί σου!" της
ανακοίνωσε χωρίς καμία δυσκολία και μάλιστα είχε ένα χαμόγελο τεράστιο στα
χείλη...

**********************

Πήγε στο σταύλο, περπάτησε ως τη τελευταία πόρτα και κοίταξε το άλογο του. "Σε
ξέχασα τις τελευταίες μέρες. Τα πόδια σου πρέπει να έβγαλαν ρίζες. Άιντε... Έλα
να σε πάω βόλτα" ο Στυλιανός ήταν πολύ στεναχωρημένος. Μα το σπίτι δεν τον
χωρούσε διόλου. Ο Ορέστης ακόμα δεν είχε επιστρέψει και δεν έφτανε αυτό , αλλά
τον είδε διώξει κι όλας το προηγούμενο βράδυ όταν πήγε στο σπίτι της Αρετής.
Τα είχε χαμένα. Δεν ήξερε τι πραγματικά να πιστέψει... Πως ο Ορέστης έτρεφε
αισθήματα για την Αρετή; Η μήπως τα έκανε όλα από το μίσος; Μα ποιο μίσος
σηκώνει πέτρες σαν να ήταν πούπουλα ;
Καβάλησε το άλογο και βγαίνοντας από τη πύλη του αρχοντικού είδε τη Μαρία να
περπατάει προς το σπίτι.

Έδωσε με τα πόδια μια ώθηση στο άλογο και ανέβασε ταχύτητα μέχρι που έφτασε πλάι
της.

"Πως και δε βγάζεις τα προικιά σου; " ρώτησε

"Καλημέρα Στυλιανέ..." Απάντησε με δισταγμό "Είναι εδώ ο Ορέστης; Ήθελα να τον


δω... Στάλα δε φάνηκε ..." το ύφος της , ήταν στενάχωρο. Και ο Στυλιανός δεν
ήταν κανένας βλάκας.

"Σε ξέρω από μικρούλα. Πάντοτε ήσουν παράδειγμα για κάθε θηλυκό του χωριού. Μην
είσαι έτσι θλιμμένη Μαρία μου. Τον ξέρεις τον Ορέστη... Υπάρχουν μέρες που απλά
κλειδώνεται στον εαυτό του. Σε λίγο θα έχουμε γάμους και χαρές. Στόλισε το
πρόσωπο σου, και μη σε νοιάζει για κάτι άλλο..." της είπε παρά την εσωτερική του
κάψα. Μα δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τι να της έλεγε; Πως νόμιζε οτι ο
αδερφός του έτρεφε αισθήματα για κάποια άλλη; Δεν ήταν στο χαρακτήρα του.

"Το ξέρω Στυλιανέ μα... Μα έχει αλλάξει τελευταία... Σταμάτησε να με καρτερει...


Φοβήθηκα πως η καρδιά του ίσως χτύπησε για άλλη γυναίκα. Δε θα σου κρυφτώ.. την
είδα. Είναι πανέμορφη... Και κοίταξε εμένα..." Ο Στυλιανός αναστεναξε και
κατέβηκε από το άλογο.

"Βρε Μαρία μου..." είπε σιγανα σαν την είδε να σκυβει το κεφάλι "Τι είναι αυτά
που λες... Δεν υπάρχει θηλυκό με την ομορφιά σου και το ξέρεις... Μη σκέφτεσαι
τέτοια πράγματα ... Είναι αμαρτία. Άιντε.. τράβα στο σπίτι σου και άπλωσε τα
προικιά σου..."

"Εντάξει... Και με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να σε γεμίσω λέξη. Ίσως απλά


αγχώθηκα...δε ξέρω..." Του χαμογέλασε γλυκά κι εκείνος άπλωσε το χέρι στα μαλλιά
της. Πήρε μια τούφα και την έβαλε πίσω από το αυτί.

"Έτσι μπράβο... Και μη ξεχνάς, πως είναι πολλά τα χρόνια για να σβήσουν τόσο
βιαστικά.. εντάξει; Άσε το μυαλουδακι σου να χαρεί. Αυτό σου αρμόζει..." Η Μαρία
του χαμογέλασε με δισταγμό και επειτα γύρισε τη πλάτη της, τον αποχαιρέτησε και
έφυγε.

"Στα πα δε στα πα;" Πετάχτηκε μέσα από τα χόρτα ο Λευτέρης και ο Στυλιανός
αγριεψε ... "Πως ακόμα και να υπήρχε, δε θα τολμαγες ποτέ..." του είπε και
φτιάχνοντας καλύτερα το "σαμάρι" που είχε στη πλάτη, κίνησε για το αρχοντικό. Ο
Στυλιανός σκαρφάλωσε πάνω στο άλογο και βγάζοντας μια φωνή , άρχισε να τρέχει
προς το δάσος...

Μα είχε δίκιο ο Λευτέρης όταν του πέταξε εκείνη τη μπιχτη στο χωράφι...
Ο Στυλιανός έκανε πίσω γιατί ποτέ δεν είχε τη τόλμη. Η τουλάχιστον είχε, μα την
έχασε... Τότε που ήταν ακόμα πιτσιρίκι. Τότε που έβλεπε να παντρεύονται οι
μεγάλοι και πήγε κρυφά στο σπίτι της Μαρίας , τη βρήκε να παίζει στην αυλή, και
δίνοντας της το σαρίκι τη ζήτησε σε γάμο. Μα εκείνη, ήτανε μόλις 11. Ιδέα δεν
είχε... Τρόμαξε , έφυγε και έκτοτε δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά σε αυτό το
γεγονός... Σαν να το είχε ξεχάσει.
Κι αν έμεινε απαντρευτος ήταν γιατί η πρώτη του αγάπη, θα παντρευόταν πλεον το
ίδιο του αίμα.
Πάντα έκανε πίσω ο Στυλιανός σε όλα μεγαλώνοντας... Όχι από φόβο για τον Ορέστη,
μα από θαυμασμό. Γιατί κατά βάθος, ήξερε πως δε θα είχε τα κοτσια ποτέ για να
διεκδικήσει όπως το έκανε εκείνος. Πάραυτα όμως ο σεβασμός και η αγάπη του ,
ήταν τεράστια. Και αυτά τα δύο, τα έβαζε πιο πάνω από κάθε γυναίκα.
Γιατί όμως τον πόνεσε τόσο πολύ το πρόσωπο της Μαρίας; Τόσα χρόνια είχε
συνηθίσει... Έμαθε να τη βλέπει σαν αδερφή του...
Ίσως γιατί την είδε να πονάει και όχι να χαμογελάει...σκέφτηκε και χτύπησε ακόμα
πιο δυνατά τα πόδια στο άλογο...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 32° - Page 3


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Ολόκληρη η σπηλιά κόντεψε να γκρεμιστεί σαν έστειλε ο Μανούσος τα μαντάτα στο


Στρατή.

"Αυτό το παιδί ήντα θέλει να με πεθάνει!!!"

"Ηρέμησε θείε ! Κάποιο λόγο θα έχει. Μη κάνεις έτσι και σε ακούσει ο παππους!" ο
Κωνσταντής πήγε κοντά και τον έβαλε να καθίσει.

"Μήνες τώρα προετοιμάζουμε το έδαφος... Ανάθεμα σε όποιον την έφερε πίσω στο
χωριό. Αίμα μου είναι και τη πονώ, μα όλα πήγαν στραφι!" χτύπησε τις γροθιές του
κάτω και όλο τα ποτήρια στο τραπέζι ανασηκώθηκαν.

"Εγώ επιμένω. Δεν είναι απερίσκεπτος ο Μανούσος. Μόλις φύγει ο ήλιος θα κινήσω
για το χωριό. Σήμερα φτάνει και ο Ηράκλης από την Αγιά Ρούμελη. Δε γίνεται να
μας δουν αναστατωμένους στο συμβούλιο θείε. Βάστα το λόγο μας και όλα θα
γίνουν..."

Ο Στρατής τον κοίταξε και ήξερε πως είχε δίκιο. Αντί για γάμο, ετοίμαζαν τη
μεγαλύτερη αιματοχυσία μήνες τώρα. Όπως και εκείνη τη νύχτα που οι Φραγκιάδες
σφαγίασαν την οικογένεια του έτσι κι αυτός, θα τους έπιανε πάνω στο γλέντι και
θα το έβαφε στο κόκκινο. Θα έπαιρνε πίσω τη τιμή του με αίμα...

**********************

Η φωτιά έκαιγε και τα ξύλα τζιτζιριζαν σαν γίνονταν κάρβουνα. Το σπίτι


μοσχομυριζε και η Αρετή κοιτούσε το κρέας που έβαλε ο Μανούσος πάνω στη σχάρα.

"Αν μου έλεγε κάποιος πως θα έτρωγα εδώ μαζί , στο αρχοντικό μας λίγους μήνες
πριν, θα γελούσε η ψυχή μου..." Της είπε φέρνοντας μαζί του το κρασί. Κάθισε,
σέρβιρε και ύψωσε το ποτήρι.
"Στην υγειά σου Αρετούλα μου. Είθε άλλο κακό να μη σε εβρει μα και να ρθει, για
αντα είμαι εγώ εδώ !" εκείνη του χαμογέλασε... Είχε βραδυασει, το χωριό ήταν
ήσυχο και εκείνη ένιωθε πολύ καλύτερα "Μα πες μου κάτι... Τι ήταν αυτό που
έκανες και ο Φραγκιάς δε σε σκότωσε όταν σας πήραμε στο κυνήγι εκείνη τη μέρα
στο φαράγγι; Νόμιζα πως θα σε σκότωνε. Είχα τρελαθεί..."
"Δεν ξέρω... Ιδέα δεν έχω Μανούσο μου. Απλά του έβαλα τις φωνές... ήμουν
συναισθηματικα αρκετά φορτισμένη υποθέτω..."

"Μάλιστα... Μετά; Από τη στιγμή που ήρθες στο χωριό;"

"Τι ερωτήσεις είναι αυτες τώρα;" η Αρετή ένιωσε άβολα και έκαμε να σηκωθεί μα ο
Μανούσος την έπιασε απαλά από το χέρι

"Τον είδα να πηδάει το παράθυρο όταν έφτασα..." της είπε "Ο παπά Μανώλης
προσπαθούσε να με καθυστερήσει πριν μπω... Σε έσωσε ... Δε σε σκότωσε..."

"Σε παρακαλώ Μανούσο μου.. μη λες τέτοια πράματα. Δε θα μπορούσα ποτέ...Εκτός


αυτού, παντρεύεται αν το έχεις ξεχάσει" εκείνος τη κοίταξε γλυκά

"Εγώ δε το ξέχασα..." είπε υπονοώντας πως ο Ορέστης το είχε ήδη κάνει. "Όπως και
να έχει. Θα κρατήσουμε χαμηλό προφίλ για την ώρα. Εγώ είμαι σερνικό. Αν με δουν
δε θα διστάσουν. Έλα να φάμε , να μου πεις για τη ζωή σου πίσω στη Αθήνα αν
θέλεις, και έπειτα να σε βάλω να ξαπλώσεις... "

"Μανούσο; Κάτι θα συμβεί έτσι δεν είναι;" ρώτησε πιάνοντας το στήθος της "Το
αισθάνομαι... Είδα το μίσος τη πρώτη μέρα που ήρθατε... Πες μου ότι δε θα τους
πειράξετε...σε παρακαλώ..."

Ο Μανούσος αναστεναξε.
Αν και του αρνήθηκε έβλεπε στα μάτια της πως κάτι υπήρχε. Και σαν άντρας που
ήταν, όσο κι αν προσπάθησε να αιτιολογήσει τις πράξεις του Ορέστη, μόνο μια
απάντηση είχε να δώσει. Κι αυτή το τρόμαζε... Έφυγε σαν κυνηγημένος τη
προηγούμενη νύχτα. Την εκουσε να φωνάζει το όνομα του...
Μα πώς να της έλεγε πως αν το μάθαινε ο παππούς η ο Στρατής δε θα περίμεναν το
γάμο και θα τον έκαιγαν ζωντανό;
Πως να της έλεγε πως αν έτρεφε κάποια συμπάθεια έπρεπε να τη ξορκίσει; Πως να
της έλεγε πως θα τους έβαζαν φωτιά σε λίγες μέρες;
Μα πάνω από όλα, πως να της έλεγε πως η καρδιά του χτύπησε για μια γυναίκα που
έπρεπε να πληγώσει ο ίδιος;

"Μη με βάσεις να δώσω υπόσχεση ... Δεν είμαι καλός εγώ σε αυτά. Μα σου
υπόσχομαι, αν θα περάσει ποτέ από το χέρι μου, να τον αφήσω ζωντανό το Φραγκιά.
Σου αρκεί;" η Αρετή βουρκωσε. Όσο και να ήθελε να κρυφτεί ,τα μάτια μίλησαν
μονάχα τους.
"Ωραία... Και τώρα έλα. Θα σε ανεβάσω στο κρεβάτι και θα ξαπλώσω και εγώ..."

**********************

Τα σανίδια αν και το σπίτι ήταν πάντοτε περιποιημένο ετριξαν. Περπάτησε όσο πιο
σιγά μπορούσε και έκλεισε τις κουρτίνες.

"Δε γύρισε ακόμα ο Ορέστης;" η φωνή του πατέρα της τη τρόμαξε.

"Αμάν βρε πατέρα. Νόμιζα σε πήρε ο ύπνος..."

"Όχι ακόμα. Έχουμε αφήσει κάτι στη μέση και το περιμένω ..Δε γύρισε;"

Η Χαρά κούνησε το κεφάλι.


"Ιδέα δεν έχουμε που βρίσκεται...Δεν τον βρήκα πουθενά. Ούτε στα αμπέλια. Ούτε
στο οινοποιείο. Ούτε από τη Μαρία πήγε...Μέχρι και το Λευτέρη έστειλε η μάνα στο
φαράγγι.."

Ο Κωστής έσφιξε τις γερασμένες του γροθιές και έπειτα της ζήτησε να καθίσει

"Είναι όμορφη τούτη η κοπέλα του Παπά Χαρά μου; Την είδες;"

"Μα τι ερώτηση είναι αυτη πατέρα; Αλλά όχι... Δεν την είδα. Αν κρίνω όμως από τη
Μαρία και τη συμπεριφορά της όταν έπεσε πάνω της λίγες μέρες πριν...Μάλλον
είναι" η Χαρά δυσκολευόταν από παιδί να πει ψέματα στο πατέρα της και ήδη το
βάρος ήταν τεράστιο. Ορκίστηκε στη μάνα της, λέξη να μη του πει για τη
πραγματική ταυτότητα της.

"Καλώς... Πήγαινε να ξεκουραστείς κόρη μου" την αποχαιρέτησε και εκείνη του
χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο και βγήκε.

*********************

Ένα Τσικ..
Δύο Τσικ...
Ακόμα ένα μετέπειτα...
Άφησε τη χτένα της , έκλεισε τη ρόμπα και σηκώθηκε. Έριξε το βλέμμα προς το
παραθύρι της και ειδε μικρές πετρουλες να σκάνε πάνω στο τζάμι.

Παραξενεμένη, πλησίασε προς το παράθυρο και κοίταξε προς τα κάτω.

"Θεουλη μου ! Τούτος εδώ είναι εντελώς τρελός...."

Ο Μανούσος έστεκε μέσα στους θάμνους κοιτώντας προς το παράθυρο και η Χαρά
χλωμιασε ολόκληρη.
Δίχως να περιμένει και κατά το σοκ της, το άνοιξε .

"Φύγε! Τι κάνεις εδώ!" είπε σιγανα μα αρκετά έντονα

"Αν δε κατέβεις, θα κάνω ένα σάλτο και θα βρεθώ επάνω!' την απείλησε και κάτι
μέσα στη ψυχή της φτερουγισε. Μα ήξερε ... Χωρίς να του απαντήσει και θέλοντας
να τον διώξει, έκλεισε το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Άρχισε να περπατά
σαν τη τρελή από το φόβο πέρα δώθε ώσπου αξαφνα άκουσε ένα χτύπημα στο παράθυρο.

Ξεροκαταπιε...
Έπιασε και με τα δύο της χέρια τη καρδιά, και βήμα στο βήμα στάθηκε μπροστα του.
Στο επόμενο χτύπημα , τράβηξε έντρομη τις κουρτίνες και τον είδε σκαρφαλωμένο
πάνω στο μπαλκόνι.

"Άνοιξε για θα το σπάσω. Θα με ακούσει ολόκληρο το σπίτι και θα γίνει σαματας!"


την απείλησε κι εκείνη το άνοιξε διάπλατα τρομαγμένη.

"Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι εδώ!!!! Το έχεις χάσει; Φύγε για θα κάμω μόνη σαματα
και θα σε σκοτώσω!!" Του είπε σαν τον είδε να περνάει το ένα πόδι και να μπαίνει
μέσα. "Μανούσο φύγε!!!" ξαναειπε πηγαίνοντας προς τη πόρτα.

"Αχα!" αναφώνησε εκείνος "Βλέπω το όνομα πολύ καλά το θυμάσαι..."

"Αν ήρθες για να με σκοτώσεις μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, είσαι γελασμενος!" του
απάντησε θυμωμένη

Εκείνος πήγε κοντά στάθηκε μπροστά της, έσκυψε ελαφρά και απλώνοντας το χέρι
του, εκείνη άκουσε τη πόρτα να κλειδώνει.
"Τα στήθη σου έχουν τρελαθει... Εκτός κι αν αυτό που ακούω τόσο δυνατά δεν είναι
η καρδιά σου..."

Η Χαρά ήθελε να φωνάξει. Να ουρλιάξει. Να βγάλει το όπλο της. Να τον χτυπήσει...


Μα δεν έκανε πράμα.

"Σαρίκι δε βλέπω... Μικρή είσαι εξάλλου για αυτά..." Συνέχισε προκαλώντας τη.
"Μα και σαρίκι να είχες..." Ο Μανούσος την απείλησε με τα χείλη του. Πρώτη φορά
στη ζωή της ένιωθε έτσι. Δεν ήξερε τι ήταν... Ούτε όμως και πως να το
διαχειριστεί. Μόλις ο Μανούσος ακούμπησε τη μύτη του στη δική της, πήρε φόρα,
σήκωσε το χέρι και τον χαστούκισε.

Και σαν το θεριό, χωρίς να υπολογίζει τιμή μα ούτε και βεντέτα, έπιασε τα δύο
της χέρια, τα κόλλησε στη πόρτα και όρμησε στα χειλη της δαμάζοντας τα με το
άγριο φιλί του... Τέτοιος ήταν από παιδί... Ποτέ δε σκεφτόταν. Ότι ένιωθε, αυτό
και έπραττε... Κάποιες στιγμές του έβγαινε σε καλό , και άλλες όχι... Μα τούτο
δω το θηλυκό, μυαλό δε του άφησε για τίποτα...ούτε καν για την ίδια τη ζωή
του...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 33°


by BeYourselfGM
6-7 λεπτά

Ήταν χαμένος εντελώς... Πλημμύρισμενος από τύψεις μα κι από θυμό. Δεν είχε ιδέα
πόσο ήπιε το βράδυ που αποχαιρέτησε την Αρετή μα σαν έφτασε μέσα στο δάσος ,
έδωσε όρκο να τηρήσει τα παντελόνια του. Δε θα γινόταν ένας φονιάς... Γιατί αν
πράγματι χαλούσε εκείνο το γάμο , ήξερε πως θα προκαλούσε φονικό σε όλες τις
πλευρές.

Πάραυτα δεν το αντεχε η ψυχή του...


Κοίταζε και ξανακοιταζε το σαρίκι ώσπου του έδωσε μια από το γκρέμνι και το
πέταξε μέσα στο νερό της λίμνης...

"Σε σένα ανήκει κυρά μου... Κι αν είναι να μη το χεις εσύ, εγώ θα παντρευτώ και
δε θα το δώσω σε καμια άλλη..." Είπε πάνω στο παραλογισμό του.

Ο Ορέστης ποτέ στη ζωή του δεν έκανε τέτοιες πράξεις. Ο λόγος του ήταν ντόμπρος.
Σταρατος. Έλεγε κάτι και ήταν νόμος. Δεν του ήταν εύκολο να θέλει να σκοτώσει
τον ίδιο του τον εαυτό.

Απόγνωση... Μόνο απόγνωση είχε στο βλεμμα...

Σηκώθηκε παραπατωντας και έριξε ένα βλέμμα προς το γκρέμνι...


Κλώτσησε το άδειο μπουκάλι με τη ρακί το οποίο πέφτοντας έγινε χίλια κομμάτια
και έπειτα γέλασε δυνατά προκαλώντας έναν ανατριχιαστικό παραπονιαρικο αντίλαλο.

Γονάτισε και έμεινε με το κεφάλι να κοιτάζει προς τα κάτω. Δεν είχε δύναμη να
επιστρέψει πίσω... Τον κούρασαν τα ψέματα. Και ήξερε πως αν ρωτούσε ο πατέρας
του ξανά, θα έλεγε την αλήθεια. Ακόμα κι αν είχε πάρει την απόφαση να συνεχίσει
εκείνο το "πανηγύρι" , δε θα έλεγε ψέματα.

"Ορέστη! Σε ευχαριστώ θεέ μου!" Ακούστηκε ο Λευτέρης τρέχοντας προς το μέρος του
και σαν έφτασε κοντά και μύρισε το αλκοόλ αγριεψε
"Όλοι σε ψάχνουν ! Η μάνα σου τρελαθηκε!!! Κίνησε για την Αρετή! Κι εσύ τι
κάνεις;;; Κρύβεσαι!;" Του φώναξε και αρπάζοντας τον από το γιακά άρχισε να τον
ταρακουναει κλαίγοντας

**************************

"Καλημέρα Παπά Μανώλη!" Φώναξε ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλα και κούνησε το χέρι


χαιρετώντας τον.
"Έλα! Έλα να σου φτιάξω ένα ζεστό καφέ και να σου πω τα νέα" εκείνος πλησίασε
και της χαμογέλασε.

"Μέρες είχα να σε δω να χαμογελάς κόρη μου. Σαν κάποιος να σου φερε πίσω το
χαμόγελο που σου έκλεψαν" της είπε γλυκά σαν αντάμωσαν

"Πάτερ; Μου στάθηκες από τη πρώτη μέρα... Σε είδα σαν ένα σύμμαχο σε τούτο το
μαύρο χάλι. Μα πες μου... Γιατί δε σταματάει όλο αυτό; Γιατί δεν έρχονται οι
δικοί μου πίσω επιτέλους. Το παρελθόν είναι παρελθόν... Γιατί τόσο μίσος πια..."

"Αχ κόρη μου... Έτσι είναι αυτά τα πράγματα σε τούτο δω το τόπο. Αν δε τελειώσει
και δε κλείσει ένας λογαριασμός , αυτά τα πράγματα δεν σβηνουν. Νομίζεις δε
προσπάθησα; Δε κουράστηκα; Μάταιος είναι ο κόπος..."

"Ναι... Το ένιωσα αυτό..." ψέλλισε θυμουμενη τα λόγια της Άννας. Και σαν τη
σκέφτηκε, έτσι και την είδε. "Θεέ μου..." στα λόγια της ο παπάς γύρισε απότομα.
Μπήκε μπροστά και σήκωσε τη μαγκουρα. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Φορούσε τα
γνωστά της μαύρα και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.

"Άννα τι έγινε; Μη κάνεις βήμα παραπέρα!" Τη προειδοποίησε ο παπάς.

"Λέγε για θα σε σκοτώσω!!!! Που είναι το αγόρι μου;!" ούρλιαξε προσπαθώντας να


φτάσει την Αρετή. "Δεύτερη μέρα και δεν είναι πουθενά!!! Δεν άνοιξε η γη ! Κάτι
του κάνατε! Μίλα!!!" Η Άννα έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και από τις φωνές της
σηκώθηκε όλο το χωριό στο πόδι. Η Μαρία που ήταν πιο κοντά καθώς περπάταγε για
το φούρνο , σαν την είδε πεσμένη στο έδαφος της κόπηκαν τα πόδια.

"Μάνα!" φώναξε στη πεθερά της και τρέχοντας με φόρα, ξέφυγε του παπά και όρμησε
στην Αρετή.
"Τι της έκανες!!!" είπε και σαν σήκωσε το χέρι τη χαστούκισε .

Στο πόνο και μόνο που ένιωσε, δίχως να ορίζει τα χέρια της, την έσπρωξε κι
εκείνη έπεσε προς τα πίσω... Χτύπησε στο πέτρινο πλατυσκαλο και έμεινε εκεί...
Να κείτεται σχεδόν αναίσθητη έχοντας μια κόκκινη λίμνη να γεμίζει γύρω από το
κεφάλι της...

"Φόνισσα!!!" η Άννα τρελάθηκε. Ο παπάς έπιασε τη καρδιά του και η Αρετή γονάτισε
πάνω από τη Μαρία. Έβαλε τα χέρια της κάτω από το κεφάλι μα σαν τα τράβηξε,
εκείνα ήταν κατακόκκινα...

Ο παπά Μανώλης ύψωσε το βλέμμα και ζήτησε βουβή συγχώρεση από το θεό...
Η έλευση της Αρετής, μόνο αρετή δεν είχε. Και σαν κατάρα απλώθηκε σε ολόκληρο το
χωριό .
Μπορεί να μην είχε φλόγες...
Μπορεί να μην είχε μπαρούτι...
Μα μύριζε το θάνατο να έρχεται...

Έπειτα κοίταξε προς τα κάτω και την είδε να τον κοιτάζει... Τόσο τρομαγμένη...
Τόσο φοβισμένη...

Ολόκληρο το χωριό είχε μαζευτεί τριγύρω και σαν ξεπρόβαλε ο Στυλιανός, η Άννα
άρπαξε το κουμπουρι του και πυροβόλησε...

"Μανούσο όχι!!!!" κάνοντας ένα σάλτο, ξεπήδησε μέσα από τα χώματα και δίχως να
σκεφτεί μπήκε μπροστά στη σφαίρα...

Μα δεν ούρλιαξε μονάχα η Αρετή σε εκείνο το πυροβολισμό... Από το σημείο που


βγήκε ο Μανούσος, ξεπρόβαλε η Χαρά σαν άγαλμα.

"Μάνα... Μάνα τι έκανες..."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 34° - Page 2


by BeYourselfGM
6-8 λεπτά

Μισή ώρα πριν...

"Δεν το πιστεύω ... Ούτε που βρίσκομαι ούτε τι κάνω " η Χαρά γύρισε προς τον
ορίζοντα κοιτάζοντας απ' άκρη σ'άκρη το κάμπο . Σαν να ξημέρωνε ολόκληρη η πλάση
μαζί με τον ήλιο. Ύστερα από το φιλί του Μανούσου στο δωμάτιο, σαν να τη
πρόσταζε η μοίρα, αφέθηκε σε εκείνον. Σαν να ήταν γραφτό της να τον δει, και
απλά να μάθει να αγαπά. Έτσι είναι ο ερωτας. Τρελός και δίχως λογική.

Βέβαια δεν έγιναν τόσο απλά τα πράγματα ... Σαν ένωσε τα χείλη του με τα δικά
της, όχι απλά εκείνη πάλεψε μα τον χτύπησε και όλας. Βέβαια του Μανούσου αυτό
του ήταν σαν επιβεβαίωση. Του έδωσε ένα λεπτό να φύγει πριν βάλει τις φωνές και
τον σκοτώσουν κι εκείνος με μια και μόνο πράξη του, κέρδισε κείνη τη μάχη...
"Φεύγω...μα πριν το κανω" της είχε πει και γονατίζοντας μπροστά της ,έβγαλε το
σαρίκι του και της το άφησε στα πόδια. "Δε στο περνάω στο λαιμό για ήντα θα το
κάνω μετά θα πρέπει να σε κουβαλήσω και στις πλάτες μου από το παράθυρο για να
σε κλέψω. Κι όχι τίποτα άλλο , φαίνεσαι και βαριά" με εκείνο το αστείο του την
έκανε και γέλασε μα και τη κέρδισε συνάμα ... Κι έπειτα σοβαρεψε όπως ήταν
φυσικό. "Απλά δώσε μου μια ευκαιρία..." Της ζήτησε για να σπάσει την αμήχανη
σιωπή. Πάμε μια βόλτα... Άσε με να σου πω τη πλευρά μου , πες μου και εσύ τη
δική σου, και έπειτα ... Απλά ας τις ενώσουμε. Τι λες;" Και κάπως έτσι η Χαρά,
κατέληξε στο κάμπο ως το ξημέρωμα ...

"Κάλιο να το πιστέψεις..." Ο Μανούσος πέρασε διστακτικά τα χέρια του γύρω από τη


μέση της και σαν είδε να τον αφήνει , έκλεισε τα μάτια. Της το είπε άλλωστε...
Εκείνο το βίαιο φιλί του βγήκε μέσα από τη ψυχή, μα αν εκείνη δεν το θελε, δε θα
άπλωνε ξανά το χέρι του επάνω της. Κάτι που φυσικά με τη σιωπή της, πήρε θετική
τροπή.

"Νομίζω πως ένα σύννεφο απλώθηκε πάνω από το χωριό... " ψέλλισε λυπημένη "και
τώρα ήντα θα κάνουμε;"

"Εγώ πάντως δε το κουνάω από δω. Το ήξερα πως κάθε οικογένεια έχει τη δική της
μεριά της ιστορίας. Μα... Μα τι κι αν γίνουμε εμείς αυτοί που επιτέλους θα
σπάσουν τη κατάρα; Ξέρεις πως η Αρετή..."

"Δεν είναι συγγενης με το παπά Μανώλη" τον συμπλήρωσε. "Και ξέρω πολύ καλά και
κάτι ακόμα Μανούσο..." συνέχισε κι εκείνος την έπιασε απαλά και τη γύρισε προς
το μέρος του. "Ο αδερφός μου... Δεν είναι καλά... Πονάει. Λείπει δύο μέρες
τώρα... Ήθελε να ακυρώσει το γάμο. Τον άκουσα να το λέει στο πατέρα μου. Μα
έπρεπε να έβλεπες πως έτρεξε Μανούσο... Άνθρωπο δεν έχω δει να τρέχει τόσο
γρήγορα. Το ένιωθα ξέρεις... Μα το τότε το είδα ... Ο αδερφός μου αγάπησε . Και
φυσικά δεν καταλάβαινα πως γίνεται... Λένε πως η αγάπη θέλει χρόνια για να
πήξει. Πως δε γεννιέται..."

Ο Μανούσος έπιασε απαλά το σαγόνι της , τη κοίταξε και έπειτα της χαμογέλασε
γλυκά.

"Δε γεννιέται ξαφνικα Χαρά μου... Έχεις δίκιο σε αυτό. Υπάρχει από τη μέρα που
αναπνέουμε. Κάθεται καλά κρυμμένο σαν αρπακτικό και καρτερει την ώρα που θα
βγει...Λέγεται μοίρα... πεπρωμένο...κάθε ένας από εμάς έχει το δικό του. Που
ξες... Ίσως πάω να διαβώ το δρόμο τώρα που θα σε πάω σπίτι και πέσω στο χαντάκι
και σκοτωθώ!" Χαριτολογησε μα εκείνη έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα του.

"Σώπα! Τέτοιες κουβέντες μη λες..."

"Όλα μέσα στη ζωή είναι... Μαζί και ο θάνατος. Τουλάχιστον εμπορεσα και σε
γνώρισα." Την τσιγκλησε κι εκείνη έσμιξε τα φρύδια. Ύψωσε ελαφρά τα πόδια της,
και σαν πλησίασε τα χείλη του, άκουσαν ουρλιαχτά από το χωριό....

Χανιά. 1 ημέρα αργότερα ...

Κεντρικό νοσοκομείο

Ατύχημα δηλώθηκε το πέσιμο της Μαρίας μα και αυροπυροβολισμος του Μανούσου...


Τέτοιοι ήταν οι νόμοι στο χωριό. Άγραφοι... Ούτε αστυνομικό τμήμα ούτε δίκη ούτε
τιποτα... κι αν κάποιος τύχαινε να πεθάνει, το έδιναν ατύχημα και έλυναν έπειτα
τις διαφορές τους μόνοι. Κατά πρόσωπο.
Το νοσοκομείο είχε χωριστεί στα δύο... ο Κωνσταντής με το παπά και τη Χαρά από
το βράδυ ήταν έξω από το δωμάτιο του Μανούσου και από την άλλη πτέρυγα είχανε τη
Μαρία και το μισό χωριό... ναι... Η Χαρά δεν άντεξε ούτε τη μάνα της δει μα μήτε
ο παπάς , μήτε ο Κωνσταντής τόλμησαν να ρωτήσουν. Καθόταν μόνη, σιωπηλή και
δίχως να τους κοιτάζει. Κράτησε μια μικρή γωνιά και δε κουνήθηκε από εκεί.

Όσο κι αν ούρλιαζε η Αρετή από την άλλη, τη κλείδωσε ο παπάς στο σπίτι. Ήξερε
πως αν την άφηναν να πατήσει στα Χανιά θα έδινε τον εαυτό της χωρίς φόβο. Ήταν
σκληρό... Μα έτσι έπρεπε να γίνει.

"Πάει το κοριτσάκι μου.. δε θα τα καταφέρει Άννα. Το νιώθω. Μα σαν γυρίσω στο


χωριό , θα πάρω τη καραμπίνα και θα εκδικηθώ το αίμα της...!!"

Η Άννα έμεινε σιωπηλή... Απέναντι ακριβώς καθόταν ο Στυλιανός καταρακωμενος. Μα


και διάφοροι άλλοι χωριανοί ...

"Νομίζω πως θέλω λιγάκι αέρα..." της απάντησε και βάζοντας τη μαντήλα της, βγήκε
προς τα έξω.
Κοίταξε τα χέρια της και εκείνα άρχισαν να τρέμουν...
Το πρόσωπο της κόρης της δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της...

"Φόνισσα κατάντησες και έτσι με ξεπληρώνεις... Στάλα δε μου άφησες να καρτερω...


" Μια γνωστή, βροντερή μα και συνάμα σπασμένη από το πονο φωνή της έκοψε την
ανάσα. Η Άννα σήκωσε τα χέρια της στο στόμα για να κρατήσει τους λυγμούς κι
έμεινε με γυρισμένη πλάτη. "Τι σου φταιξε το κοπέλι μου; Έναν τον είχα και τον
καμαρωνα..." Όσο πλησίαζε η φωνή άλλο τόσο εκείνη έτρεμε σαν το ψάρι.
"Αλλά ξέρω... Ξέρω πολύ καλά... Πάντοτε τέτοια ήσουν... Πρώτα με αρνήθηκες και
μετά τα ήθελες όλα δικά σου... Τι ήθελες ; Τα λεφτά; Τα αμπέλια; Τι ήταν αυτό
που είχε ο Κωστής και όχι εγώ;" Γύρισε απότομα μα σαν σήκωσε το χέρι να τον
χαστουκισει ο Στρατής της το άρπαξε και το τίναξε από πάνω του.

Την έπιασε από τα μπράτσα και τη ταρακούνησε δυνατά

"Μίλα διαολεμενο θηλυκό! Τι ήθελες πια από μένα!!! Έφυγα όπως μου ζήτησες!!! Σε
άφησα!!! Κι εσύ έσπειρες το μίσος ακόμα περισσότερο!!!"

"Πάψε!!!" εσκουξε η Άννα δυνατά

"Όχι! Εσύ θα πάψεις!!" της απάντησε βγάζοντας μια φωνή από τα βάθη του λαρυγγιου
του κι εκείνη άρχισε να κλαιει "Και τώρα..." Είπε έχοντας πλέον ένα αλλιωτικο
πόνο στη φωνή... "Και τώρα πήρες και ότι τελευταίο μου έμεινε.."

Ο Στρατής την άφησε ελεύθερη και γύρισε τη πλάτη

"Μόνος του μπήκε μπροστά!!!" του φώναξε η Άννα μα δε γύρισε...

"Και ο Ορέστης σου... Μόνος θα μπει μπροστά στη σφαίρα... Ενοια σου, και θα το
δεις..." Την απείλησε χωρίς φραγμούς και άρχισε να περπατά μακριά της...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 35° - Page 3


by BeYourselfGM
9-12 λεπτά
Η ζάλη είχε περάσει εντελώς και καθισμένος έξω από το πλατυσκαλο του σπιτιού,
αναλογιζοταν μονάχος του όσα είχαν γίνει.
Η απροσεξία του...
Η αδιαφορία του σε πολλά πράγματα ...
Τυφλώθηκε από το συναίσθημα και δεν έδωσε σε τίποτα σημασία.
Θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο τόσο για το τραυματισμό του Μανούσου όσο και για
της Μαρίας.
Ένας άντρας που για εκείνον καμαρωνε όλο το χωριό, φέρθηκε σαν ένας ηλίθιος. Να
κρύβεται μέσα στα φαράγγια και να κλαίει σαν παιδάκι.

Όταν έφτασε ήταν ήδη αργά...


Βρήκε ένα χάος...
Οι άντρες έφεραν τα αυτοκίνητα για να φορτώσουν το Μανούσο και τη Μαρία, ο
γιατρός δεν ήξερε σε ποιον να πρωτοπαει, γυναίκες ούρλιαζαν... Η μάνα του είχε
πέσει κάτω , η Χαρά... Αχ όταν σκέφτηκε τη Χαρά σκίστηκε ολόκληρος.

Σιχαθηκα το κόσμο σας!!!


Μου τον πήρε πριν καν προλάβω να χαρώ!
Κατάρα σε αυτή τη βεντέτα!
Κατάρα σε όλους! Χρόνια τώρα μας ταιζει ένα μίσος και τίποτα άλλο!

Τα λόγια της τον πόνεσαν...


Μα πιο πολύ , πόνεσε γιατί δε πήρε χαμπάρι τίποτα. Σαν να ήταν ένα φάντασμα που
περιπλανιόταν τις τελευταίες μέρες...

Η Αρετή είχε σταματήσει να φωνάζει.


Δεν ήξερε αν κουράστηκε η αν τη πήρε ο ύπνος ,μα σταμάτησε..
Στη κατάσταση που ήταν, ο παπάς του έριξε μια δυνατή με τη μαγκουρα και τον
ξόρκισε να μη κουνήσει ρούπι έξω από το σπίτι της.
Μα πως τα είχαν κάνει όλα έτσι... αναρωτήθηκε τρίβοντας τα μηνίγγια του.
Ο Ορέστης φοβόταν...
Αν πάθαινε κάτι η Μαρία, η Αρετή θα καταστρεφόταν σαν άνθρωπος. Ήδη ήταν στα
πρόθυρα της τρέλας και το έβλεπε. θυμήθηκε το βλέμμα της όταν πήγε κοντά... Τα
χέρια της είχαν ακόμα το αίμα της Μαρίας κι εκείνη το μόνο που κατάφερε να του
ψέλλισε όταν εκείνος γονάτισε μπροστά της ήταν: φοβάμαι...

Κατάφερε και την έκανε τελικά να φοβάται...


Κατάφερε και έφερε σε εκείνο το χωριό το θάνατο ξανά..

Σηκώθηκε πιάνοντας το δρομάκι που οδηγούσε στη πίσω αυλή και σαν έφτασε, άνοιξε
τη βρύση και έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του.

Ξάφνου, το κινητό του χτύπησε

"Ορέστη; Γυρίζαμε προς το χωριό και μείναμε λίγο μετά την αποθήκη" άκουσε τον
Λευτέρη

"Κανένα νέο;" ρώτησε δίχως να σχολιάσει παραπάνω


"Ο Μανούσος... Άνοιξε λίγο τα μάτια μα έπειτα έπεσε σε κώμα..." ο Ορέστης
έκλεισε τα μάτια και έβρισε "Η Μαρία... Εκείνη είναι ελαφρώς πιο καλά. Δεν
άφησαν κανένα να τη δει μα από ότι έμαθα το χτύπημα στο κεφάλι δε πείραξε βαριά
τον εγκέφαλο. Ίσως όμως να μη μπορέσει να περπατήσει. Ακόμα εκεί είναι όλοι όπως
θα πρόσεξες.."

Αναστεναξε... Δεν είχε και πολλά να κάνει...

"Σε παρακαλώ μπορείς να φέρεις ένα σχοινί; Κάτι για να το τραβήξω; Κολλήσαμε στη
χαράδρα και δεν αφήνω εδώ το αμάξι... "

"Δε τα έχω στο χωριό τα σχοινιά . Αλλά... Άστο. Περίμενε και θα έρθω ή στείλε
στα μισά το Παναγή να του τα δώσω σε 15 λεπτά οκ;"

Ο Λευτέρης συμφώνησε. Ο Ορέστης έριξε λίγο ακόμα νερό και έπειτα κάνοντας το
κύκλο, κόλλησε το πρόσωπο στο παραθύρι του σπιτιού και την είδε κουλουριασμένη
δίπλα στο τζάκι. Όπως τότε... Τότε που τόλμησε και τα έκανε μανταρα.

Αφού σιγουρευτηκε πως κοιμάται κίνησε για το σπίτι του πεθερού του. Θυμήθηκε πως
είχαν στην αποθήκη αρκετά από εκείνα τα μεγάλα σχοινιά και γάντζους για τα
τρακτέρ. Θα βοηθούσαν το αμάξι σίγουρα..

Το χωριό έμοιαζε έρημο... Σαν να πέρασε ένας οδοστρωτήρας και τα ισοπέδωσε


όλα...
Έφτασε έξω από το σπίτι της Μαρίας και για μια στιγμή έφερε στο μυαλό του
μνήμες. Δεκάδες μνήμες...

"Ήντα ήταν αν η αγάπη ήρθε αργότερα;" Αναρωτήθηκε "Συνήθεια; Μια ψεύτικη


τελειότητα που νόμιζα πως βρήκα; Μια ψευδαίσθηση; " Συνέχισε απογοητευμένος.
Γιατί δεν ήταν βλάκας. Τη Μαρία την είχε σαν θεά του... Δε γίνεται λοιπόν
κάποιον που λατρεύεις τόσο πολύ να σταματάς για μέρα... Οπότε σίγουρα, δεν ήταν
εκείνη ... Ήταν απλά , κάτι άλλο... Κάτι που δεν ήξερε πως να το προφερει για να
μην ακουστεί άσχημο.

Μπήκε στην αυλή κίνησε για την αποθήκη και μπαίνοντας άρχισε να ψάχνει. Πετούσε
τα εργαλεία δεξιά και αριστερά ώσπου ξαφνου , ένα τούβλο έπεσε και χτύπησε το
πόδι του.

"Ανάθεμα!" μουγκρισε μα παραξενεύτηκε μετέπειτα "τι είναι αυτό πάλι;" απόρησε


βλέποντας μια τρύπα...

***************************

Είχε νυχτώσει για τα καλά.


Τα νέα από το νοσοκομείο ήταν σχεδόν τα ίδια. Ένα απόλυτο τίποτα. Κανένας δεν
την ενημέρωσε. Σαν να κοιμήθηκε και να ξύπνησε χωρίς να έχει περάσει ούτε λεπτό.
Μα πέρασε... Γιατί κοίταξε από το παράθυρο κι έξω επικρατούσε μαύρη νύχτα.

Ένα τζιτζιρισμα στα ξύλα της τράβηξε τη προσοχή και αντιλήφθηκε πως το τζάκι
ήταν αναμμένο. Με ζωντανή φωτιά , όχι ξεχασμένα κάρβουνα.

"Ωραία... Έρχονται, μου ανάβουν τη φωτιά και σε λίγο θα βρω κι ένα κατσαρολάκι
με φαι και τελείωσε... " Σχεφτηκε φωναχτά. "Ποια η διαφορά ανάμεσα σε αυτή τη
φυλακή η την άλλη..." Η Αρετή μάζεψε τα πόδια στο στήθος και έμεινε σκεπτική. Δε
μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της όσα έγιναν. Θεωρούσε πως έφταιξε. Πως αν δεν
έσπρωχνε τη Μαρία όλα θα ήταν αλλιώς...
Κάπου στο βάθος της ψυχής της αναρωτήθηκε αν ο Ορέστης τη μισεί. Στη τελική από
τη μέρα που πήγε στο χωριό όλο προβλήματα έφερνε και σαν τελείωμα, του σκότωσε
τη γυναίκα...

"Όλοι είναι καλά..." άκουσε αξαφνα και πετάχτηκε ολοκληρη προς τα πάνω από τη
τρομάρα. Ο Ορέστης στεκόταν μέσα στο σπίτι και βγαίνοντας από το κουζινακι
κρατούσε μια μεγάλη κούπα στα χέρια. "Δεν είμαι ειδικός. Και πρώτη φορά το
κάνω... Μα ίσως σε βοηθήσει... " Αποκρίθηκε και άφησε μια κούπα με κάτι που
έμοιαζε με σούπα πάνω στο τραπεζάκι. Την είδε να διστάζει...

Δεν ήξερε αν έπρεπε να του μιλήσει η αν έπρεπε να δεχθεί την οργή του μα δεν
έβλεπε πουθενά οργή... Έδειχνε τόσο ήρεμος. Τόσο τρομακτικά ήρεμος...

"Αισθάνεσαι καλύτερα;" τη ρώτησε χωρίς να τη πλησιάσει. Η Αρετή κούνησε


καταφατικά το κεφάλι σαν απάντηση "Ωραία... Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς
εντάξει; Με πήρε πριν λίγο ο παπά Μανώλης. Θα έρθει το πρωί. Η Μαρία άνοιξε
εντελώς τα μάτια..."

"Ο Μανούσος; Πες μου πως τα κατάφερε..." ήταν τα πρώτα της λόγια έπειτα από τη
σιωπή της

"Το παλεύουν...." της είπε χωρίς να της κρύψει λέξη "Η σφαίρα τον πέτυχε από το
πλάι στα κόκαλα της μέσης του καθώς έπεφτε... Αλλά οι γιατροί είναι θετικοί... "
η Αρετή δακρυσε.
"Μη μου σκοτεινιάζεις..." ζήτησε μαλακά και αυτή τη φορά πλησίασε. Κάθισε κοντά
της και δίχως φόβο της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια της.
Ντρεπόταν ακόμα και να τον κοιτάξει.
"Ξέρεις... Καμιά φορά μαθαίνεις πράγματα που σου αλλάζουν τη ζωή... Τα ίδια σου
τα πιστεύω... Μα έτσι δεν συμβαίνει τις περισσότερες φορές; Μας δοκιμάζουν και
δοκιμάζουμε... Τέτοια ρημαδα είναι η ζωή..." είδε ένα δάκρυ να κυλάει από τα
μάτια της και σταμάτησε
"Συγχώρεσε με... Έπρεπε να σε είχα προφυλάξει ..." της είπε εν τέλει σταματώντας
τις αερολογιες και σαν έσκυψε προς το μέτωπο της ένιωσε μια ζεστή αύρα. Άφησε τα
χείλη του να πέσουν στο δέρμα της και έπειτα έβρισε
"Καις από το πυρετό γαμωτο!" κοίταξε γύρω του για βρει κάτι να το ρίξει στη
πλάτη της ώσπου είδε μια ζακέτα ακουμπισμενη στη καρέκλα.
Η Αρετή τον έβλεπε και άλλο τόσο μπερδεύονταν... Ύστερα από όλα αυτά δε τη
μισούσε; αναρωτηθηκε

"Που το βρήκες αυτό;" τον άκουσε να ρωτάει και σκύβοντας τον είδε να σηκώνει ένα
σταυρό από το πάτωμα.

"Στο... Στο ερημοσπιτο... Ήταν πεσμένο κάτω όταν πήγα...Με συγχωρείς. Δεν ήξερα
αν ήταν κάποιο ενθύμιο η αν άνηκε σε κάποιον. Το πήρα για να ρωτήσω το παπά..."
Ο Ορέστης πήρε μια βαθιά αναπνοή που ολάκερο το στήθος του σηκώθηκε προς τα
πάνω. Έβαλε το σταυρό στη τσέπη του και δίχως να της δώσει εξηγήσεις έριξε τη
ζακέτα στη πλάτη της.

"Ξάπλωσε...Θα πάω μέχρι το σπίτι να ελέγξω το πατέρα μου και έρχομαι" της είπε
κι εκείνη κάνοντας τη γνωστή πια κίνηση κούνησε το κεφάλι "Και θα κλειδώσω...
Οπότε μη μπεις στο κόπο να σηκωθείς. Κι αν κάνεις καμιά άλλη χαζομάρα..."

"Πήγαινε Ορέστη... Απλά θα ξαπλώσω..." τον καθησύχασε κι εκείνος λίγο πριν φύγει
γονατισε μπροστά από το καναπέ και της κράτησε τα χέρια

"Αρετή;" σιγοψιθυρισε "Αν πεθάνω, οποία στιγμή κι αν είναι αυτή, να ξέρεις πως
δε σου κρατάω κακία για τίποτα. Ίσα ίσα... Εγώ είμαι ο υπεύθυνος. Εγώ φταίω για
όλα. Εσύ..." σταμάτησε και της χαμογέλασε "Εσύ ήρθες και δεν έφερες τη κατάρα...
Μα τη λύτρωση. Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό..."

"Γιατί μιλάς έτσι; Τι λόγια είναι αυτά;"

"Τίποτα... Απλά ήθελα να το ξέρεις..." το βλέμμα του χόρευε με το δικο της.


Κοιτούσε μια τα μάτια και μια τα χείλη της μαγεμένος από την ομορφιά της.
Παρά τα όσα έγιναν ήταν πολύ βαριά τα συναισθήματα μεταξύ τους..
Μα ήταν σαν να έφταναν μαζί στη πηγή κάθε φορά και πάντοτε έμεναν διψασμένοι.
"Κοιμήσου... Θα σε δω το πρωί..." Της είπε και βρίσκοντας το σθένος , σηκώθηκε.
Έσβησε τη λάμπα και άνοιξε τη πόρτα.

"Μη φύγεις..." την άκουσε να λέει και γυρίζοντας την είδε όρθια "Μείνε μαζί μου
απόψε.." του ζήτησε με παράπονο. Τα χείλη της έτρεμαν... Και δεν ήταν από το
πυρετό. Μα από εκείνον το λυγμο που πάσχιζε να βγάλει. Πήγε κοντά και έβαλε για
πρώτη φορά τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο του.
"Ένα ύφασμα, δεν δηλώνει που ανήκουμε... Η καρδιά το κάνει..." του είπε και
δίχως να του δώσει περιθώρια τον τράβηξε προς το μέρος της, και τον φίλησε...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 36° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

"Καλημέρα Μανούσο μου " αποκρίθηκε χαρίζοντας του ένα γλυκό χαμόγελο και έπειτα
γονάτισε και άφησε τη μικρή να τρέξει και να χωθεί στην αγκαλιά της .

"Ήρεμα Κατερινιω μου, θα πέσει η θεία..!" η Χαρά ξεπρόβαλε έχοντας το ένα της
χέρι στη φουσκωμένη της κοιλίτσα και στο αλλο ένα ολόκληρο ταψί με μπακλαβά. Ο
Μανούσος κοίταξε την Αρετή και ανασηκωσε τους ώμους

"Τι με κοιτάς; Είναι ο μήνας που τρώει γλυκά! Αν τολμάς τράβα πάρε το ταψί να δω
τι κότσια έχεις !" της είπε και εκείνη χαμογέλασε .

"Θεία; Που πας κάθε πρωί; Γιατί δε μπορώ να έρθω κι εγώ; Και η μαμά λέει, πως τα
χρώματα είναι όμορφα στη ζωή! Εσύ γιατί φοράς συνέχεια μόνο μαύρα;"

Η Αρετή κοίταξε τον Μανούσο κι έπειτα τη Χαρά...

"Πολλές ερωτήσεις δε κανείς; άιντε πήγαινε μέσα ! Περιμενουν τα παιχνίδια σου"

"Μα μαμά.. Βαρέθηκα να παίζω με εκείνα! Και ο παππούς έχει μέρες να έρθει! Είπε
πως θα ερχόταν σήμερα!!"

Ο Μανούσος ανέλαβε τα τιθασεύσει το άτι του και αρπάζοντας την από τη μέση τη
σήκωσε ψηλά και εκείνη έβαλε τα γέλια.

"Αεροπλανακιιιιιιι" φώναξε και κρατώντας τη γερά άρχισε να τρέχει προς το


σπίτι .

Μόλις έμειναν μόνες , η Χαρά πήγε κοντά και την αγκάλιασε.

"Δεν βαρέθηκες; Σε λίγο βγαίνει και η σοδειά... Πράμα δεν έκανες τις τελευταίες
μέρες... Σταμάτα πια Αρετούλα μου..."

"Θα έρθω να σας δω το βράδυ... Με συγχωρείς...πρέπει να φύγω"

Έτρεχε και έτρεχε και έτρεχε ώσπου η ψυχή την οδήγησε στο μοναδικό μέρος που
έβρισκε γαλήνη.

"Καλημέρα κόρη μου ... Ήντα τρέχεις έτσι... Δε το κουνάει κανείς από δω..." Αν
και με το ζόρι περπατούσε πια, έπιασε το μπαστούνι και πήγε κοντά της..

"Ήρθα να ..." ξεκίνησε να του λέει μα κομπιασε.

"Ξέρω... Ξέρω... Ήρθες να πεις μια καλημέρα... Άιντε.. πήγαινε και εγώ θα πάω
στην εκκλησία γιατί δε με βαστούν τα πόδια μου...

Ήταν τέτοιος ο πόνος στο λαιμό από το καημο της...


Αν την έβλεπε κάποιος δε θα την αναγνώριζε.
Σαν να γέρασε μέσα σε μια μέρα από τότε...

Κατέβηκε προς τη δεξιά μεριά και περπάτησε έπειτα ευθεία ώσπου έφτασε στη
τελευταία σειρά. Εκείνη που έβλεπε προς το φαράγγι...
Δεν ήταν μια η καλημέρα της... Μα αρκετές...
Συγκεκριμένα ήταν έξι ...

Έβγαλε τα σπίρτα και ξεκίνησε...

Άναψε πρώτα το καντήλι της Άννας...


Έπειτα του Κωστή...
Συνέχισε με του θείου της του Στρατή ,
Της Μαρίας...
Του Στυλιανού....

Και σαν έφτασε στο τελευταίο μνήμα, άλλο τα μάτια της δεν έβλεπαν από τη
θολούρα...

Η φωτογραφία του, ήταν σαν ένα ψέμα που έστεκε κατσούφικα και τη κοιτούσε. Σαν
να τη κορόιδευε και θα έβγαινε από μια γωνιά να τη τρομάξει... Πάνω σε αυτήν ,
είχαν φτιάξει μια όμορφη γυάλινη κάμαρη. Μικρή...
Τόση δα...
Τόση όση έπρεπε να ήταν για φορέσει μέσα το σαρίκι του...

"Καλημέρα Ορέστη μου..." είπε κλαίγοντας και όπως κάθε πρωί , και μόνο που
έβγαινε από τα χείλη της το όνομα του, η Αρετή έλιωνε...
"Θα βρέξει σε λίγο... Ακόμα δεν βγήκε ο ήλιος μα χαθηκε..."

Άναψε το καντήλι του με καινούρια φλόγα και έπειτα πήρε ένα μπουκάλι με ρακί που
είχε στο πλάι και έριξε πάνω στο χώμα...

"Πόσο σου άρεσε... Ούτε να τη μυρίζω θέλω... Κάθε φορά που τη μυρίζω μάτια μου,
η ανάσα σου έρχεται και με καίει..."
Η Αρετή έκανε το κύκλο, άνοιξε τη γυάλινη πορτούλα και έβγαλε από μέσα το σαρίκι
του...
"Στο είπα...δε στο είπα εκείνη τη μέρα; Ένα ύφασμα δεν κάνει την αγάπη..." μα
σαν το έφερε κοντά στη μύτη της, η Αρετή έπεσε στα γόνατα και άρχισε να
ουρλιάζει από το πόνο...

Όλοι την άκουγαν στο χωριό...


Κάθε πρωί...
Κάθε ένα από εκείνα τα πρωινά , πριν καν λαλήσει ο κόκορας , άκουγαν το πόνο της
να απλώνεται σε όλο το βουνό..

Πέρασε το σαρίκι γύρω από τα μαλλιά της και χωρίς δυνάμεις πια από το κλάμα ,
ξάπλωσε πάνω στο μνημα... Δεν ήθελε να ρίξουν πέτρες επάνω του... Ήθελε να
μπορεί να βάζει τα δάχτυλα της , να πιάνει το χώμα και να το σφίγγει...

Δεν είχε μοιρολόι για να πει...


Μα και να είχε, δε θα ήταν αρκετό για να περιγράψει τέτοιο πόνο...

Εναπόθεσε το κεφάλι της και έπειτα όλο της το σώμα πάνω στο μνήμα. Ξάπλωσε στο
πλάι έχοντας το σαρίκι περασμένο και πιάνοντας τους κόμπους του
θυμήθηκε εκείνο το βράδυ που τον παρακάλεσε να μείνει...

Εκείνο το φιλί που άναψε μια φλόγα τόσο μεγάλη που τους έθαψε όλους στο τέλος...

Ο Ορέστης αντέδρασε σαν ταύρος στο φιλί της... Την έπιασε από τη μέση και χωρίς
να σκέφτεται τίποτα τη ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα από το τζάκι...

Σαν θυμήθηκε τη ζεστασιά του κορμιού του , το κλάμα βγήκε με φωνή... Ήταν
κραυγές και οδύνη... Απελπισία. Χτυπούσε στο χώμα τις γροθιές της μα ήξερε πως ο
χρόνος δε γυρίζει πίσω...

"Ορέστη..." σπαρταρησε βγάζοντας τη ψυχή της. "Βγες... Βγάλε το χέρι σου και
απλά κρατά με.. δεν το αντέχω... Δεν μπορώ να το κάνω μόνη... Δεν μπορώ!!!"
Φώναξε τρομάζοντας όλα τα πουλιά...

Η βροχή άρχισε...
Μια βροντή ακούστηκε βαθιά μέσα στον ουρανό και εκείνη έμεινε να κλαίει πια στα
βουβα...

Με το βλέμμα κολλημένο στο απόλυτο κενό, τα χέρια μπηγμενα μέσα στο χώμα, και
σαν μαξιλάρι το σαρίκι άφηνε τη βροχή να ξεπλένει το πόνο ...

"Μακάρι να έλιωνα..." είπε με τρεμάμενα χείλη. "Να έλιωνα και να κατέβαινα μαζί
με τη βροχή αυτό το χώμα..."

Γύρισε ανάσκελα και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον ουρανό έκλεισε τα τα
βλέφαρα της... παραδόθηκε στη θλίψη της και αφέθηκε στο παράπονο

"Αρετή; Αρετή τρελάθηκες; Θα πάθεις τίποτα!!!" Ο παπά Μανώλης προσπάθησε να


πλησιάσει μα έπειτα από εκείνη τη καταραμένη μέρα περπατούσε όλο και πιο αργά...
"Φτάνει κόρη μου... Με πονάς και μένα δε το βλέπεις..." της είπε όταν πια έφτασε
και αφήνοντας τα πόδια του να βρουν το δρόμο τους γονάτισε πλάι της.
"Δε γυρίζει πίσω κόρη μου... Έκανε την επιλογή του... Άφησε τον να
ξεκουραστεί.."

"Πονάω..."

"Κι εκείνος πόνεσε... Μα σα σε βλέπει να πεθαίνεις κάθε μέρα, δεν τον αφήνεις να
αναπαυθεί... Συγχωρα τον.. Μα έτσι έπρεπε... Έλα κόρη μου... Πάμε να φύγουμε
Αρετή μου, έλα να σε πάω σπίτι... Για το Θεό..."

"Εδώ είναι το σπίτι μου..." του είπε και ο παπα Μανώλης, άρχισε να κλαιει ....

***********

Πετάχτηκε έντρομη και κοίταξε τριγύρω της. Σαν θύμησες από παλιά , είδε τον
εαυτό της να φιλάει τον Ορέστη και έπειτα να τη βάζει να ξαπλώσει γιατί έκαιγε
από το πυρετό...

"Ορέστη;!" Φώναξε με όλη της τη δύναμη ώσπου την έπιασε πανικός. Ορέστη!!!!"
Ξεκίνησε να ουρλιάζει πλανταζοντας στο κλάμα..."Ορέστη που είσαι!!!"

"Ειιι ειιιι ήντα έπαθες μάτια μου...ηρέμησε..." Σαν άκουσε τη φωνή του να λαλεί,
η Αρετή άνοιξε τα μάτια μα το σοκ ήταν μεγάλο. Έκαμε να πάρει ανάσα κι εκείνη
κόπηκε. "Ηρέμησε γαμωτο! Μη μου κάνεις τέτοια θα τρελαθώ!!!" ο Ορέστης κράτησε
το πρόσωπο της και τη ταρακούνησε σοβαρός αυτή τη φορά "Αρετή! Αρετή ηρέμησε !"

"Μη μου πεθάνεις !!! Ορκίσου μου ότι δε θα μου πεθάνεις !!!!" του φώναξε και
χώθηκε στην αγκαλιά του...
Δεν ήθελε πολλά....

Μόνο να ακούσει τη καρδιά του να χτυπάει...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 37° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

-Και ο ήλιος έλαμψε... Τόσο πολύ, που τύφλωσε όποιον τόλμησε να τον κοιτάξει ...
Έμοιαζε με χρυσάφι...
Σαν να φορούσε ο ουρανός ένα χρυσό σταυρό στο λαιμό και κανένας δεν μπορούσε να
τον αγγίξει...-

3 ημέρες μετά...

Οι καμπάνες βαρεσαν πένθιμα...


Γυναίκες και άντρες ανέβαιναν τα πέτρινα σκαλοπάτια για να φτάσουν ψηλά, ως την
εκκλησία. Δεν είχε ήλιο εκείνη το πρωί, μα μήτε και έμοιαζε πως είναι άνοιξη.
Σαν να πλημμύρισε όλη η πλάση με χειμώνα. Κανένας δε μιλούσε. Κανένας δε
σχολίαζε... Κανένας δε σαλευε... Με τα κεφάλια σκυμμένα, περπατούσαν σαν να ήταν
στρατιωτάκια και η καμπάνα του παπά Μανώλη ήταν το κάλεσμα.

Η πόρτα από το σπίτι της Αρετής άνοιξε τελευταία. Ήταν η πιο κοντινή άλλωστε
στην εκκλησία...
Ένα τρικλισμα σαν τσιριδα από σίδερα που βρίσκουν μεταξύ τους ακούστηκε και
έπειτα τέσσερις ρόδες βγήκαν στο κατώφλι.

Και η καμπάνα χτύπησε πιο δυνατά...


Ο παπά Μανώλης έστεκε σαν ένα ξερό κούτσουρο, και τη χτυπούσε βγάζοντας δάκρυα
από τα μάτια ... Ίσως μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπουλα εκείνος να ήταν ο μόνος
που δεν έφταιξε.
Πράος άνθρωπος...
Ήρεμος...
Ποτέ του δεν εσηκωσε φωνή σε άνθρωπο και πάντα τους βοηθούσε...

"Το ξέρεις ότι δε μπορώ να έρθω... Άσε με εδώ και πήγαινε... Δε θα είμαι
μόνος..." της είπε κι εκείνη γύρισε προς την Αρετή γεμάτη παράπονο .

"Πήγαινε Χαρούλα μου... Εμείς θα είμαστε εδώ όταν γυρίσεις..."

Εκείνη έσκυψε, έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο του Μανούσου κι ύστερα κατέβηκε και
περπάτησε ως τον αυλόγυρο. Σαν να ήταν η κατάρα της, το πρώτο άτομο που
αντίκρυσε ήταν η μαυροφορεμένη μάνα της. Σαν μια τραγική φιγούρα, υποβασταζομενη
από το Στυλιανό, περπάταγε αργά ώσπου βλέποντας τη κόρη της σταμάτησε.

"Δεν έχεις θέση εδώ... Δεν είσαι οικογένεια" της είπε πικραμένη και στάζοντας
φαρμάκι

"Μάνα!" ο Ορέστης ξεπρόβαλε μέσα από την εκκλησία και στάθηκε πλάι στη Χαρά.
"Πράμα δεν έχεις δικαίωμα να πεις ή να κάμεις. Πάψε πια τούτη την ώρα! " πήρε
θέση υπερασπιζόμενος την αδερφή του και ο Στυλιανός τον κατακεραύνωσε με το
βλέμμα. Δίπλα του ακριβώς, σαν να το ήθελε η τραγική τους μοίρα από εκείνη τη
μέρα, υπήρχαν άλλες 4 ροδες... Μα αυτές , είχαν σαν στήριγμα ολόκληρο το χωριο
και δεν ήταν τα μόνιμα πόδια της. Ο Ορέστης έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος
της και εκείνη τον κοίταξε γεμάτη μίσος και κακία. Έκαμε να μιλήσει μα ένας
κόμπος της έκλεισε το λαιμό μονομιάς.

"Μη ταραζεσαι Μαρία μου ακόμα δε βγήκες..." της είπε ο Στυλιανός βάζοντας το
χέρι του στον ώμο της.

"Δε ταράζομαι. Μα να... Κοίτα... Πρώτη φορά βλέπω άντρα να μη φοράει


παντελόνια..." είπε σφίγγοντας τα χείλη και δίχως άλλο, η Χαρά έπιασε το μπράτσο
του Ορέστη πριν κάνει καμία τρέλα.

Ο παπάς τράβηξε ακόμα πιο δυνατά το σχοινί προκαλώντας έναν εκκωφαντικό ήχο και
όλοι σωπάσαν.

"Μαζέψτε το μίσος σας! Σε μια κηδεία θα το βγάλετε; Ντροπή σας όλοι!" τους
φώναξε και χωρίς άλλη λαλιά ένας ένας άρχισε να μπαίνει μέσα στο ναό.

Εκείνο το πρωί, ύστερα από τρεις ολόκληρες ημέρες, ο Μανούσος και η Μαρία πήραν
εξιτήριο με 3 ώρες διαφορά. Ο Ορέστης κανόνισε τη μεταφορά στο χωριό και των
δύο. Αν και η Μαρία καθόταν ακόμα σε καροτσάκι, δεν ήταν ανάπηρη. Απλώς οι
γιατροί της έδωσαν μια εβδομάδα ξεκούραση για να γίνει πιο γρήγορα καλά, σε
αντίθεση φυσικά με το Μανούσο που του ξεκαθάρισαν πως δε περπατούσε ποτέ ξανά. Η
σφαίρα τον βρήκε ακριβώς στη λεκάνη καταστρέφοντας τις νευρικές απολήξεις και
καθιστώντας τον ανήμπορο να σταθεί.
Η Αρετή, για 2 ολόκληρες ημέρες ψηνόταν στο πυρετό. Σαν να την καταράστηκε ένα
στοιχειό κι εκείνη προσπαθούσε να ανταπεξέλθει. Σαν να ήθελε να το βγάλει από
μέσα.. και φυσικά ο Ορέστης, δεν έφυγε από κοντά της. Πήγαινε μέχρι το πατρικό
του το πρωί, έβλεπε το πατέρα του , κανόνιζε τις δουλειές και επέστρεφε. Ποτέ
του δε τον ρώτησε ο Κωστής τίποτα παραπάνω. Όσο κι αν προσπαθούσαν να τον
κρατήσουν στις σκιές, τα νέα έφτασαν. Βέβαια κάπως παραλλαγμένα...

Ο Κωστής έμαθε πως ένας Ραΐσης , ήταν στο χωριό. Και μάλιστα πως ζούσε με τη
συγγενή του παπά. Ποτέ δεν έμαθε ποια ήταν η Αρετή... Μα έμαθε για για τη
γυναίκα του και το γεγονός πως πήγε να τον σκοτώσει. Αυτά του μετέφερε μονάχα ο
Λευτέρης... Δεν του είπε ούτε για τη Χαρά, ούτε για κανένα. Μα οι εκείνος δεν
ερώτησε τον Ορέστη όταν επέστρεφε σπίτι.
Μα να... Να που ένα πρωί ο Ορέστης πήγε να τον δει κι εκείνος δεν ήταν πια
εκεί... Είχε φύγει για το μεγάλο ταξίδι...
Τον βρήκε η Άννα μπρος στη μπαλκονόπορτα όταν επέστρεψε από το νοσοκομείο. Ήταν
πεσμένος κάτω , μπρούμυτα. Πέθανε χωρίς να έχει ούτε το βλέμμα ψηλά... Στα
χέρια , κρατούσε ένα σαρίκι... Μα εκείνη ποτέ της δε του το έδειξε.
Μόλις το είδε το έβαλε στη τσέπη της και ύστερα ούρλιαξε... Αν ο Ορέστης έμπαινε
πρώτος και έβλεπε το συγκεκριμένο σαρίκι, θα ζητούσε να μάθει... Και όχι. Δεν
φοβόταν τη βεντέτα η Άννα... Ίσα ίσα ήθελε να σπείρει το μισος βαθιά . Τόσο ώστε
κανείς να μη μπορεί να κρυφτεί από εκείνο...

Ο παπά Μανώλης , άναψε το μύρο, τα καντήλια και κάθε κερί. Έβαλε θυμίαμα και
ολόκληρη η εκκλησία μύρισε πένθιμα.

Το φέρετρο ήταν τοποθετημένο στη μέση. Και γύρω γύρω έστεκε όλο το χωριό. Ήταν
καλός άνθρωπος ο Κωστής... Και Ορέστης του είχε αδυναμία. Γι αυτό και κράτησε
τον όρκο του να μη πάει κόντρα στη μάνα του τόσα χρόνια.

Ο παπάς άρχισε να ψέλνει...


Οι άνθρωποι χαμήλωσαν τα κεφάλια...
Και η Άννα ήταν η μόνη που ήταν κοντά. Κρατούσε το χέρι του άντρα της κλαίγοντας
στα βουβα χωρίς να σαλευει.

Ο Στυλιανός δε κούνησε ρούπι από το πλάι της Μαρίας και ίσως το δικό της κεφάλι
να ήταν το μόνο που κοιτούσε ψηλά. Τόσο μίσος σε εκείνο το βλέμμα...
Η Χαρά και ο Ορέστης έστεκαν πλάι στο παπά από την απέναντι μεριά κι εκείνη
μπορούσε να στείλει την έχθρα της έχοντας τους κατά πρόσωπο.

Μόλις ο παπάς τελείωσε τις ψαλμωδίες , έβγαλε ένα μικρό λόγο και ζήτησε από τον
κόσμο να τον αποχαιρετήσει. Έπειτα να κλείσουν το φέρετρο και να τον οδηγήσουν
στα μνήματα...

Μα σαν πλησίασε ο Ορέστης πρώτος το πατέρα του, ήρθε η καταιγίδα...

"Χέρια φονιά φιλάς! Αυτά τα χέρια καρτερεις και αυτά σκότωσαν το πατέρα σου!
Ντροπή στη μέρα που σε έφερα στο κόσμο!!!" Ούρλιαξε και βάζοντας το χέρι της
τσέπη, έβγαλε το σαρίκι του Στρατή και το χτύπησε πάνω στο νεκρό στήθος του
άντρα της.
Ο Ορέστης πάγωσε. Η Άννα έπειτα μαλάκωσε την οργή και άρχισε να κλαιει "Μας τον
σκότωσαν γιε μου... Δεν ήθελα να πω πράμα μα δεν άντεξα... Στο χέρι το είχε όταν
τον βρήκα..."

Όλο το χωριό άρχισε να παραμιλαει μέσα στην εκκλησία. Όσο κι αν ο παπάς φώναξε
να σωπάσουν εκείνοι δεν τον άκουγαν.

"Μάνα ήντα πες!" πήρε θέση για πρώτη φορά ο Στυλιανός και πλησιάζοντας άρπαξε το
σαρίκι .

Έσφιξε το σαγόνι του και κοίταξε τον Ορέστη στάζοντας απέχθεια

"Δεν ήμουν τολμηρος μα δεν ατιμασα ποτέ τη τιμή μου ! Στο λόγο μου, θα τους
ξεκληρισω όλους!"
"Πάψε!" φώναξε η Χαρά σοκαρισμένη

Και τότε η Άννα σηκώθηκε από το καρεκλακι της , πήγε κοντά στον Ορέστη ο οποίος
δεν είχε λόγια για να πει και άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά του. "Σταμάτα πια
αυτή τη τρέλα παλικάρι μου... " Του είπε έχοντας χιλιάδες δάκρυα στα μάτια "Μας
τον σκότωσαν... Πάει το κεφαλάρι μας... Τόλμησαν να μπουν μέσα στο ίδιο μας το
σπίτι...Γύρισε σε μένα γιοκα μου.. βοηθά με..."

Ο Ορέστης δε κουνούσε βλέμμα από το σαρίκι.

Ο Κωστής ήταν για εκείνον όραμα ιερό...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 38° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Ο όχλος της εκκλησίας έσπασε στη δυνατή φωνή του Λευτέρη ο οποίος σπρώχνοντας
τους με δύναμη, μπήκε λαχανιασμενος. Χαμήλωσε το σώμα, πήρε μια ανάσα πιάνοντας
τα γόνατα και έπειτα έστρεψε το βλέμμα στον Ορέστη.

"Βρήκαμε έναν άντρα να περιπλανιέται στο φαράγγι!" αποκρίθηκε και όλοι ξέσπασαν
σε παραμιλητα. Μα πριν προλάβουν να λογισουν πως ήταν κάποιος Ραΐσης, ο Λευτέρης
συνέχισε. "Τον φέρνει ο Παναγής από το χωματόδρομο. Λέει πως είναι της Αρετής
αρραβωνιαρης..." το βλέμμα του προς Ορέστη , έδειχνε και τη θλίψη του.

Η Άννα σαν το άκουσε από την άλλη, χάρηκε η ψυχή της. Ούτε σαν δώρο να της ήρθε
τούτο το μαντάτο.

"Τέτοιες ήταν πάντοτε... Πόρνες. Κορμί και ψυχή" έσταξε φαρμάκι δίχως να
νοιάζεται για τίποτα. "Αλλά βέβαια, αυτός ήταν και ο σκοπός της..."

"Μάνα . Σφαλισε πια τα χείλη σου και ΠΑΨΕ!" ολόκληρη η εκκλησία γύρισε προς τα
στασίδια . Η Χαρά έβγαλε τέτοια φωνή, που τους τάραξε όλους. "Κάποια εξήγηση θα
υπάρχει..." μονολογησε έπειτα πιο σιγανα έχοντας λύπη στη φωνή.

"Εξήγηση; Μα δε το βλέπεις πια; Τόσο τυφλωμένη είσαι κι εσύ; Σαν έμαθε πως έχει
περιουσία έψαξε και βρήκε! Ήρθε και σαν είδε τι υπάρχει εδώ θέλησε να μας
ξεκλήρισει!! Μια φόνισσα είναι! Μια πόρνη!" η Άννα δεν είχε τελειωμό

"Ήντα να κάμω ο τρελός! Ένα κερί χρειάζεσαι να σου βουλώσω το στόμα!" Πήρε θέση
ο παπά Μανώλης για πρώτη φορά στα χρονικά αφήνοντας τους άφωνους. "Εγώ το έφερα
το θηλυκό στο χωριό!!!" βροντοφωναξε χωρίς φόβο "Εγώ έστειλα να μαντάτα στο
συμβολαιογράφο!!! Με κούρασε τούτο το ριζικό! Ήθελα να δώσω ένα τέλος! Να πάψει
πια αυτή η βεντέτα! Μα... Μα να που κάθε μου αγνή σκέψη, κάηκε στη καταραμένη τη
φωτιά σας... Πεθαίνω... Δε μου μείνε πολύς καιρός... Ήθελα λίγο πριν κλείσω αυτά
τα μάτια , να δω τούτο το τόπο καθαρό" ο παπά Μανώλης έπιασε το κεφάλι του
"Πράμα δε έκαμα από παιδί όταν είδα το πατέρα μου σφαγμένο στη πλατεία από
Φραγκιά!!!!" Τσιριξε σχεδόν μετέπειτα προς την Άννα. "Κι εγώ σε πάντρεψα κι
όλας... Σου δωκα την ευχή μου..."

Ύστερα από τα λόγια του , κανένας ψίθυρος δεν ακούστηκε στην εκκλησία. Ούτε οι
ανάσες τους ήταν ικανές να κάνουν θόρυβο...

""ΤΗ ΚΑΤΑΡΑ ΜΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΩΚΩ!" ο παπάς έπιασε τα ράσα, τα έσκισε, τα πέταξε
στο πάτωμα και τα πάτησε... "Δε κάμω για παπάς..." ήταν τα τελευταία του λόγια,
και ανοίγοντας τη πίσω πόρτα της εκκλησίας έφυγε τυλίγοντας το μέρος στη σιωπή.

Πρώτος κουνήθηκε ο Ορέστης... Άπλωσε τα χέρια για να κάνει χώρο, πήγε κοντά στο
φέρετρο και γονάτισε. "Συγχωρα τους πατέρα μου... Έλα να ηρεμήσεις..." ψέλλισε
σιγανα
"Ήντα κοιτάτε ωρέ!!!!" Ούρλιαξε αμέσως μετα προς τους άντρες και βάζοντας στα
χέρια δύναμη, έκανε να σηκώσει το φέρετρο. Ένιωσε το βάρος να λιγοστεύει και
κοιτάζοντας στο πλάι , είδε το Στυλιανό να κρατεί την άλλη άκρη...

Έβγαλαν τον Κωστή από εκείνο το μέρος που μόνο εκκλησία δε μπορούσε πια να
χαρακτηριστεί και κατηφόρισαν προς τα μνήματα...

Ύστερα από όσα ειπώθηκαν, ύστερα από τόσο μίσος, κακία και δάκρυα, το μόνο που
έμεινε να ακούγεται, ήταν ένα βαρύ, αντρικιο μοιρολόι, που έσυρε στα χείλη ο
Ορέστης καθώς κατέβαινε το δρόμο....

***************

Είχε κατέβει ο ήλιος...


Ο παπάς έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο σιωπηλός, απέναντι καθόταν ο Μανούσος
έχοντας στο πλάι τη Χαρά κι όλοι μαζί , άκουγαν τις φωνές της Αρετής από τον
επάνω όροφο.

Ο Λευτέρης μετά τη κηδεία , οδήγησε το Μάριο στο παλιό αρχοντικό.


Φωνές και κακό ακολούθησαν...
Η Αρετή τον έδιωχνε πίσω στην Αθήνα κι εκείνος της φώναζε πως έχει τρελαθεί
τελείως. Όσο κι αν ο Μανούσος θέλησε να πάρει θέση, η Χαρά δεν τον άφησε στη
κατάσταση του... Δεν έβλεπε τον Μάριο επουδενί σαν αρσενικό πόσο μάλλον ένα
ιμιτασιον αρσενικό που τόλμησε και ύψωσε φωνή στη ξαδέρφη του.

Μα ο Μάριος της άνοιξε τη καρδιά του. Της ζήτησε να φύγουν μαζί... Της είπε πόσο
την αγαπούσε και πως δεν έπαψε μέρα να τη περιμένει. Πως είχε τρελαθεί από την
αγωνία και δεν άντεξε. Έψαξε , έμαθε και πήγε... Τα ρούχα του ήταν τόσο
διαφορετικά... Έφτασε στο χωριό με ένα κίτρινο αμανικο μπλουζάκι που φανέρωνε τα
τατουάζ του, και μια βερμούδα... Έδειχνε σαν να είχε κατέβει από άλλο πλανήτη...
Σαν όλους εκείνους τους φλουφληδες που έβλεπαν στα Χανιά.
Μπορεί να μην είχαν δράκους να στολίζουν τα μπράτσα τους, μα εκεί κάτω οι
Κρητικοί, έδειχναν αλλιωτικα το αντριλικι και τη μπέσα τους.

Ο Μαριος πάνω στο καυγά, έπιασε το χέρι της και έκαμε να της περάσει ξανά τη
βέρα και αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Η Αρετή του είπε πως δε θέλει μήτε να τον
δει. Πως θα τον άφηνε να περάσει εκεί τη νύχτα και πως αύριο θα έφευγε ειδάλλως
θα είχαν άσχημα ξεμπερδεματα. Του πέταξε μέσα στα μούτρα πως δεν τον αγαπάει.
Πως ποτέ δε θέλησε να παντρευτεί και πως θα μείνει στο τόπο της.

"Επιτέλους... Σταμάτησαν οι φωνές και τούτο το απολειφαδι θα φύγει από δω"


αποκρίθηκε ο Μανούσος ακούγοντας επιτέλους το Μάριο να της ανακοινώνει πως δε
δέχεται τη βραδυνή φιλοξενία και πως θα έφευγε αμέσως για τα Χανιά.
"Κάποτε τον επέλεξε για κάποιο λόγο... Ας μην γινόμαστε κακοί Μανούσο μου.. κάθε
ένας έχει τα δικά του βάρη ..." τον μάλωσε απαλά η Χαρά. "Θέλω να πάω να
αποχαιρετήσω το πατέρα μου. Μόνη πια... Κανένας δεν είδε τον Ορέστη έπειτα από
τα μνήματα και δεν σας κρύβω πως η καρδιά μου πάει να σπάσει"

Ο Μανούσος την έπιασε από το χέρι

"Μαζί θα πάμε. Δε σε αφήνω μόνη τέτοια ώρα..." η Χαρά του χαμογέλασε. Έπειτα
εκείνος έβγαλε το κουμπουρι από τη καρέκλα και της το έδειξε.
"Πόδια δεν έχω... Μα τούτο δω το μαραφετι, είναι ότι χρειάζομαι.. άιντε... Πάμε
μαζί..."

Η φωτιά έκαιγε σιγανα ...


Ο παπά Μανώλης είχε πέσει ξερός από το κρασί στο καναπέ και λίγο πριν βάλει τη
ζακέτα της, κατέβηκε και ο Μάριος με την Αρετή. Κρατούσε τη τσάντα του και
έδειχνε εκνευρισμένος.

"Σου εύχομαι να ευτυχήσεις λοιπόν!" της είπε πικροχολα

"Άιντε. Μάζεψε τούτη τη γλώσσα για σα πολλά να λαλλησες! Πάρε και τούτο το πράμα
που το βάζεις στη πλάτη και τράβα το δρόμο σου. Σαν φτάσεις μπρος στη κεντρική
βρύση, κράτα το χωματόδρομο και θα σε βγάλει στα Χανιά... Αν δε σε φάει καμιά
αρκούδα!"

Η Χαρά τον σκουντηξε από πίσω και έπειτα πιάνοντας τα πόμολα του καροτσιου τον
κράτησε και βγήκαν έξω.

"Ωραίοι τρόποι... Με άφησες για ένα μάτσο αγροικους..."

"Βάστα τα λόγια σου ... Σου πρόσφερα φιλοξενία . Αν θέλεις μείνε. Αν όχι φύγε.
Μα η απόφαση έχει παρθεί. Σεβασου την..."

Δίχως να πει λέξη ο Μάριος. Έβαλε το σακίδιο στη πλάτη, και βγήκε χτυπώντας τη
πόρτα πίσω του...

*************************

Οι καμπάνες βαρουσαν ασταμάτητα και η Αρετή ανοίγοντας τα μάτια είδε το παπά


στην ίδια στάση με χθες να κοιμάται ενώ δεν άργησε να πεταχτεί και η Χαρά από το
διπλανό δωμάτιο. Κοιταχθηκαν χωρίς να έχουν ιδέα τι συμβαίνει και επειτα έτρεξαν
έξω.

Μόλις βγήκαν , αντίκρυσαν το Λευτέρη και αυτός σταμάτησε...

"Παει το κοπέλι! Έπεσε στο φαράγγι!"

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 39° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά
Σαν σώπασαν οι καμπάνες και ο Λευτέρης ανακοίνωσε τα μαντάτα , ξεπρόβαλαν στο
χωματόδρομο τέσσερις από τους άντρες. Στα χέρια τους κρατούσαν το άψυχο σώμα του
Μάριου.
"Ήντα κακό μας βρήκε...." μουρμουρισε η Χαρά σαν είδε την Αρετή να τρέχει.

"Τι έγινε; Γιατι δε με ξύπνησες ! Ποιος φωνάζει έτσι!" ο Μανούσος βγήκε από το
σπίτι καταπονημενος σαν φαινόταν πως έβαλε δύναμη να ανέβει σε εκείνο το
παλιοσίδερο. Μα κάθε του ερωτηση απαντήθηκε μονομιάς σαν άφησε το βλέμμα να
κυλήσει.

Μόλις οι άντρες έφτασαν κοντά, γονάτισαν και τον άφησαν κάτω, μέσα στα χώματα
της εκκλησίας. Η Αρετή γλίστρησε και από τη φορά σύρθηκε ελαφρώς στις πέτρες
πέφτοντας στα γόνατα. Οι άντρες έκαναν πέρα κι εκείνη σαν τον αντικρύσει μαύρισε
η καρδιά της. Δεν ήταν κακός άνθρωπος... Μα κοιτάζοντας τον, θυμήθηκε τα λόγια
της και ένιωσε να βουλιάζει...

Τα ρούχα του ήταν ξεσκισμενα θαρρείς και κάποιο θηρίο του όρμησε ενώ το πρόσωπο
του πρησμένο από τις μελανιές. Τα χείλη του , γεμάτα αίματα. Η μύτη στραβωμενη
και ολόκληρος ήταν βρώμικος από τις λάσπες.

"Μη πλησιάζεις!" φώναξε σαν ένιωσε το Λευτέρη πίσω της.

"Άσε Αρετή μου... Ήντα θα θρηνήσεις κοιτάζοντας τον έτσι; Άσε με εμένα να τον
βάλω μέσα. Εγώ αντέχω τούτη την εικόνα..." κάτι που πολλοί ήξεραν για το Λευτέρη
ήταν η αγάπη του για τον Ορέστη. Για εκείνον η Αρετή δεν η Ραΐση μέρες τώρα.
Ήταν η "κυρά" του. Κυρά του κύρη του... Δεν πήγε με κακό σκοπό να ανακοινώσει τα
μαντάτα τη προηγούμενη στη κηδεία ... Μα και ο ίδιος τρελάθηκε. Δεν ήξερε τι να
κάνει.

Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της πάνω στο πρόσωπο του και έπειτα βάζοντας τα στο
στόμα της, το έκλεισε για να μην ουρλιάξει. Ο Ορέστης δεν είχε φανεί διόλου από
χθες μα κάτι μέσα στη ψυχή της , σαν έμαθε τι έγινε στη κηδεία, τη προμήνυε πως
δε θα πάει... Έτσι και έγινε... Και αντί αυτού , βρέθηκε ένα πτώμα...

"Δεν το εκαμε ο Ορέστης μου , Μανούσο..." Είπε η Χαρά βάζοντας τα κλάματα χωρίς
να την ακούσει κανένας "Ο αδερφός μου έχει τιμή. Δεν είναι τέτοιος..." η καημένη
δεν ήξερε πια τι να πει ή τι να κάνει παραπάνω. Ο διάολος ανέβηκε από τη κόλαση
σε εκείνο το χωριό τις τελευταίες μέρες και βάζοντας το χάρο στη δουλειά, άρχισε
να θερίζει...

"Ηρέμησε Χαρούλα μου..." της γλυκομιλησε ο Μανούσος μα το έβλεπε... Η Αρετή είχε


σκοτεινιάσει...

"Φονιάδες!" τσιριξε ξαφνικά κοιτάζοντας γύρω της. Άρχισε να χτυπιέται


ακατάπαυστα και σαν πλησίασε ο Λευτέρης να την ηρεμήσει εκείνη ούρλιαξε ακόμα
περισσότερο.
"Ποιος το έκανε! Ποιός! Τι σας έφταιξε! Καταραμένοι ολοι σας!!!" την έπιασε
τέτοιο παραλήρημα που ολόκληρο σχεδόν το χωριο μαζεύτηκε στην εκκλησία.

Ξάφνου μέσα από τα πουρνάρια ξεπρόβαλε ο Ορέστης. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα...
Τα μαλλιά του ανακατεμένα και έδειχνε σαν να πάλευε όλη τη νύχτα.
"Θεουλη μου Μανούσο!!! Κάνε κάτι!!!" φώναξε η Χαρά χωρίς να λογιζει σαν είδε την
Αρετή να σηκώνεται.

"Εσύ φταίς!!!! Έτσι δεν είναι; Εσύ!!!" Η Αρετή έτρεξε και άρχισε να τον χτυπάει
με μανία στο στήθος δίχως να σκέφτεται ώσπου εκείνος την έπιασε από τα μπράτσα,
τη κράτησε σφιχτά και δίνοντας της μια, την έριξε στο χώμα.
Ο Μανούσος έκαμε να σηκωθεί από τη καρέκλα φωνάζοντας και σαν τράβηξε το όπλο η
Χαρά μπήκε μπροστά και τον σταμάτησε. Ολόκληρο το χωριό έμεινε βουβο εκτός από
το Λευτέρη ο οποίος έτρεξε στο αφεντικό του και τον άρπαξε από τα μπράτσα

"Ήντα κάμεις ρε!!!! Έχεις τρελαθεί!Που είναι η τιμή σου!" του φώναξε
ταρακουνωντας τον θέλοντας να τον συνεφέρει. Μα ποιος να συνεφέρει ένα θεριό;

Ο Ορέστης εκείνο το βράδυ επέστρεψε...


Δεν ήταν τέτοιος... Θα άφηνε περιθώρια για εξήγηση πάση θυσία.
Πόνεσε σαν άκουσε τα νέα...
Πόνεσε σαν είδε τη μάνα του να μιλάει ετσι.
Πόνεσε ακόμα και σαν είδε το παπά Μανώλη να σκίσει τα ράσα.. μα δεν άφησε τη
τρέλα να τον διαλύσει...

Ώσπου ο πόνος εκείνος, δεν είχε καμία σχέση με το πόνο που εισέπραξε βλέποντας
από το παραθύρι της, να της κρατάει το χέρι και να περνάει το δαχτυλίδι... Δεν
άκουγε τι έλεγαν... Ήταν μια στιγμή... Μια απλή στιγμουλα... Δεν είχε θάρρος να
πάει και να δει κανέναν όταν αποφάσισε να ανέβει και να βρει μόνο εκείνη...
Εκτός αυτού , κρατούσε ένα μυστικό που δεν το είχε πει σε κανένα. Εκείνο το
ημερολόγιο , δεν το ξέχασε. Ήθελε να το βγάλει από μέσα του. Ήθελε να το
μοιραστεί μαζί της και να βρούνε μια άκρη... και εκτός από το μοίρασμα , ήθελε
να βρει εξηγήσεις για εκείνο το σταυρό. Μέσα στο μυαλό του, το παζλ είχε
κλείσει... Έμεναν μόνο οι αιτίες...
Μα... Όλα πήγαν κατά διαόλου...

Σαν έφυγε από το σπίτι της, κατέληξε ξανά στα μνήματα. Μοιράστηκε με το νεκρό
του πατέρα , όσα δε είπε σε κανέναν και άφησε εκεί το πόνο του. Ώσπου άκουσε
φωνές μέσα στη νύχτα... Σηκώθηκε, κατέβηκε το γκρέμνι ακολούθησε τους ήχους, και
είδε καμία 5 άτομα να περπατούν κοντά στα χαλάσματα του σπιτιού της κυρά
Βασιλικής.

Μιλούσαν για το θάνατο του πατέρα του...

"Δώρο ήρθε η Αρετή! Τσακίστηκε ο Κωστής και ξεβρωμισε το χωριό!"

"Ο Στρατής σκέφτεται να επιστρέψει και να διεκδικήσει τα εδάφη αύριο κι όλας!"

"Φαντάσου να της έδινε το όπλο, όπως του ζήτησε και να σκότωνε τον Ορέστη στο
γάμο! Καμάρι θα ήταν για όλους μας!"

"Τα μούτρα ήθελα να βλεπα μόνο του Φραγκιά σε τούτο το χουνερι! Να είχε φίδι στο
κόρφο του και να μην είχε ιδέα!"

"Μα ποιος θα πείραζε μωρέ μια γυναίκα; Θα ήταν τέλεια για να καμει τη δουλειά
της!"

"Ελπίζω μόνο ο Μανούσος να έρθει στα συγκαλα του και να τη φάει τη Φραγκιά πριν
κατέβει ο Στρατής"

"Τον άκουσες το Κωνσταντή πως μίλαγε για εκείνη; Ακόμα δε τη γνώρισε και έλεγε
στο Διονύση πως ήταν πιο όμορφη και από τη Παναγιά! Α ρε να ζούσε ο πατέρας του
να τον καμαρώσει! Να μου το θυμηθείς... Αυτός θα το περάσει το σαρίκι στην Αρετή
και θα γελάμε όλοι. Και αντί κρασί, θα έχουμε το αίμα των Φραγκιάδων στο
τραπέζι!"

"Ήντα λες μωρέ! Ο Μανούσος το ξέρει;"


"Εεε ήντα να πει ο Μανούσος! Κατά βάθος μια την έχουμε! Με ποιον θα τη
παντρέψουμε;"

"Εγώ θα θελα απλά, να μη πέθαινε ο Κωστής .! Να ζούσε το γουρούνι και να έβλεπε


το γιο του να πεθαίνει στον ίδιο του το γάμο από το χέρι μιας γυναίκας! Τον
άκουσες το παππού! Όνειρο το είχε!"

"Εύχομαι να ζήσει να το δει... Αν και ο Στρατής είναι αρκετά νευριασμένος με το


γιο του. Ας ελπίζουμε στην εξιλέωση με το αίμα της Φραγκιά. Έτσι πάνε αυτά για
τη συγχώρεση!"

"Άκουσα πως βρήκε την Άννα στο νοσοκομείο. Την απείλησε πως θα σκοτώσει τον
Ορέστη κι εκείνη τον παρακάλεσε σαν σκύλος! Το έλεγε στο πατέρα του..."

"Άιντε! Κουνηθείτε! Έχουμε να κατέβουμε στο χωριό να πάρουμε πυρομαχικά. Αύριο


κατεβαίνει ο Στρατής. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι!"

Κανένας από τους πέντε δεν έφτασε στο χωριό εκείνο το βράδυ.... Λόγια στα λόγια
, βρήκαν το θάνατο...
Λόγια που δεν είχαν βάση...
Λόγια που είχαν προέλευση από κουτσομπολιά..
Λόγια που έλεγαν δίχως να ξέρουν...
Κι όμως... Αυτά τα λόγια τους έθαψαν όλους ...

Ο Ορέστης , σαν να γεννήθηκε μέσα από το θάνατο, έριξε ένα βλέμμα στον Λευτέρη
και εκείνος κατέβασε τα χέρια από τα μπράτσα του. Έπειτα κοίταξε το πτώμα του
Μάριου δίχως να σαλευει.

Πλησίασε την Αρετή που ήταν πεσμένη χάμω , γονάτισε και τη κοίταξε ανέκφραστος .
Άπλωσε το χέρι, την άγγιξε στο δακρυσμένο της μάγουλο και γέλασε...

"Καντού βαθύ το μνήμα...για να χωράει κι άλλους..." Της είπε τελεσίδικα και σαν
σηκώθηκε έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε τρεις φορές στον αέρα.
Μα εκείνη έμεινε με ένα βαθύ παράπονο να τον κοιτάζει δίχως να ακούει το
θορυβο... Δεν είχε πια ψυχή να ακούσει μα μήτε και δύναμη για να σηκωθεί...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 40° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Ένα μήνα αργότερα...

Φόρεσε το μαύρο φόρεμα, δύο μαύρα χαμηλά παπούτσια και έπιασε τα μαλλιά της
πίσω σε ένα αυστηρό κότσο.
Της το είχε πει... Να ανοίξει μεγάλο λάκκο...

Νύχτα υπήρχε ακόμα έξω . Ο πετεινός δεν είχε καν λαλήσει όταν σηκώθηκε και
ετοιμάστηκε. Ήταν δεν ήταν 5 το ξημέρωμα. Έπαψε πια να περπατά σιγά για να μην
τους ξυπνησει. Ήταν μονάχη της πλέον στο σπίτι. Τόσο ο Μανούσος όσο και η Χαρά,
έφυγαν για τα Χανιά πριν λίγες μέρες. Ένας καινούριος γιατρός ο οποίος ήταν
ειδικός σε τραύματα σαν του Μανούσου έφτασε , και όσο κι αν δεν ήθελαν να την
αφήσουν μόνη , εκείνη τους ξόρκισε να πάνε να τον δούνε. Έτσι και έγινε...

Κατέβηκε στο κουζινακι και άναψε το φως. Με τη βοήθεια της Χαράς, το αρχοντικό
πήρε ρεύμα μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Μάριου. Δεν ήταν εύκολο μα ήξερε
αρκετούς ανθρώπους στα Χανιά μέσω της οικογένειας της.

Έφτιαξε ένα βαρύ καφέ, άνοιξε τα παράθυρα να μπει ο δροσερός αέρας και κάθισε .
Σαν το φάντασμα περιπλανιόταν ένα μήνα τώρα μέσα σε εκείνο το σπίτι μα δεν της
πέρασε λεπτό να σηκωθεί και να φύγει. Πλέον εκεί ήταν το σπίτι της.

"Αρετή;" η φωνή του Λευτέρη απ'έξω και το χτύπημα στη πόρτα , έσυραν τα πόδια
της και πήγε και άνοιξε. "Καλημέρα. Ήξερα πως θα ήσουν ξύπνια. Είδα και το φως
και σου φερα λίγο ψωμί από το φούρνο..." ένα πικρό χαμόγελο ξεπρόβαλε στα χείλη
της μα και αυτό δε κράτησε πολύ "Για τα μνήματα ετοιμάζεσαι;" τη ρώτησε

"Ναι.. θα περιμένω λίγο να χαράξει και θα πάω. Θέλεις ένα καφέ;"

"Όχι.. είμαι εντάξει. Πρέπει να πάω στα αμπέλια άλλωστε. Εμ..."

"Μη κομπιαζεις Λευτέρη... Καλά είμαι. Κι αν δεν είμαι θα γίνω. Σε ευχαριστώ για
το ψωμί. Άντε καλό δρόμο..."

Ύστερα από εκείνη τη μέρα, ο Λευτέρης ήταν ο μόνος που στάθηκε κοντά της και
προς μεγάλη έκπληξη πολλών, συνέχιζε ως τώρα χωρίς τη παρέμβαση του Ορέστη.

Μόλις έφυγε εκείνη τη μέρα από την εκκλησιά, ο ίδιος με τα χέρια του κουβάλησε
το Μάριο μέσα. Τον έπλυνε, φώναξε το κυρ Γιώργη να φτιάξει μια κάσα και δίνοντας
μία και του παπά τον έφερε στα συγκαλα του. Δεν τον άφησε να απαρνηθεί μήτε τη
πίστη μα μήτε και τα ράσα του. Εξαιτίας του ο Μάριος είχε μια αξιοπρεπή ταφή.
Κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιος τον σκότωσε...
Η Αρετή ενημέρωσε τις αρχές στην Αθήνα για να μη το ψάχνουν αφού κι αυτός γονείς
δεν είχε και έκτοτε έμεινε να μαραζώνει.

Ο Μανούσος έπαψε να έχει πολλές επαφές με το πατέρα του και έπειτα από το θάνατο
των αντρών του , ο Στρατής δε κατέβηκε στο χωριό. Μα δεν ήταν μονάχα αυτό...

Ο Ορέστης το είχε βάλει σκοπό να τους ξεκλήρισει όλους... Τους ξετρυπωνε μέσα
από τις σπηλιές και είχε σκοτώσει άλλους έξι... Μπορεί να μην είχαν το αίμα μα
ήταν όλοι εργάτες τους.
Είχε επιστρέψει στο πατρικό του, είχε βάλει τη μάνα του στη θέση της και ανέλαβε
την ηγεσία. Συχνά έπινε... Έβγαινε στα Χανιά. Σαλιαριζε με πόρνες.. Δεν έδινε
λογαριασμό σε κανένα.
Του κόστισε πολύ και ξεσπούσε με το δικό του τροπο...

Ποτέ δεν έμαθε ότι από αυτά που άκουσε σχεδόν όλα δεν είχαν βάση. Μα σαν να μην
έφτανε αυτό, έφτασε μια μέρα στο σπίτι ένα τελεσίγραφο από το Στρατή. Τον
προειδοποίησε ότι αν δε φερθεί σαν άντρας για να λογαριαστουν και συνεχίζει να
σκοτώνει τους παραγιους, θα κατέβαινε ο ίδιος στο χωριό για να του πάρει το
κεφάλι. Έλεγε επίσης πως τόσο ο Μανούσος όσο και η Αρετή, δεν ήταν πια
οικογένεια. Δεν είχαν αίμα Ραΐση. Μα ο Ορέστης σημασία δεν έδωσε παρά μονάχα
έκαψε το γράμμα και το πέταξε.
Ο Στυλιανός από την άλλη, όλο αυτό το διάστημα ήταν αρκετά απασχολημένος με τη
Μαρία. Προσπαθούσε να τη βοηθήσει να περπατήσει και να σταθεί στα πόδια της.
Ώσπου μια εβδομάδα μετά τη κηδεία του Μάριου, έγινε ένα μεγάλο μπαμ που δεν
έμαθε κανείς...
Ούτε καν ο Στυλιανός...

Ήταν ξημέρωμα. Ο Ορέστης είχε γυρίσει από το φαράγγι και πήγε κατευθείαν σπίτι
της . Εκείνο το βραδυ από θαύμα γλίτωσε και δεν την έπνιξε με το σταυρό. Μόνο
από λύπη για τον Στυλιανό την άφησε ζωντανή.
Εκείνος ο σταυρός ήταν δώρο του προς εκείνη πριν πάει η Αρετή στο χωριό...
Γι αυτό και όταν τον είδε τρελάθηκε. Συνέδεσε την αποθήκη και κατέληξε πως η
Μαρία είχε βρει το ημερολόγιο.
Μα ήταν πολύ αργά... Ίσως αν του το είχε δώσει νωρίς , να μην γινόταν τίποτα από
όλα αυτά.

Μόλις λοιπόν μαθεύτηκε πως κατάφερε να περπατήσει και ήταν καλύτερα, την
επισκέφθηκε. Τη πήρε με το το δάσος και πηγαίνοντας τη κάπου απόμερα ζήτησε
εξηγήσεις. Μα τι να του έλεγε... Αφού ακόμα και η αλήθεια δεν τον ικανοποίησε...
Μόλις του παραδέχθηκε πως εκείνη βρήκε το ημερολόγιο τυχαία μα το κρατούσε σαν
δώρο για το γάμο τους τρελάθηκε. Του είπε ότι ήθελε να τον αποτρέψει από το να
πηγαίνει στα βουνά και να κυνηγάει μια βεντέτα που δεν υπάρχει... Μα δυστυχώς
για εκείνη, εξαιτίας της άνοιξε μια καινούρια...

Κόντεψε να τη πνίξει με εκείνη την αλυσίδα μα δε το έκανε... Δε το έκανε γιατί


ύστερα από όλα αυτά, τον παρακάλεσε ένα βράδυ ο Λευτέρης να μη πειράξει θηλυκό.
Μα κι αυτός να μην το έκανε, έβλεπε τον Στυλιανό και του ήταν αρκετό για να
κάνει πίσω.

Σαν να βγήκε ο διάολος και δημιούργησε καινούριους νόμους. Νόμους που κανένας δε
τολμαγε να αψηφήσει. Αν ένας αδελφός έπαιρνε γυναίκα άλλου, θα γινόταν φονικό
χρόνια πριν. Μα πλέον όχι...
Οι γραμμές είχαν ξεκαθάρισει και το νήμα του καθενός τράβηξε το δικό του δρόμο.

Η Άννα από την άλλη είχε αλλάξει...


Το μίσος της προς τους Ραΐσιδες είχε γιγαντωθεί αφού τους θεωρούσε υπεύθυνους
για το τρόπο που της συμπεριφερόταν ο Ορέστης μα χαιρόταν καταβαθος. Μα κι
εκείνη, δεν ήταν αθώα και το ήξερε. Έκανε πολλά στο παρελθόν που ήταν ακόμα
βαθιά κρυμμένα και το μίσος της ήταν ένα είδος άμυνας. Πάραυτα εκείνη
χαιρόταν...
Ο ένας της γιος θα έπαιρνε τη Μαρία , ο άλλος έγινε φονιάς και κανένας δε
τολμούσε να πλησιάσει τη Ραΐση. Εκτός φυσικά από τη κόρη της... Μια κόρη, που τη
ξεγραψε. Τόσο ψυχρή και άσπλαχνη έγινε...

Μα ότι κι αν έγινε, όσο κι αν πονεσε, ο Ορέστης είχε δώσει εντολή...


Αν κάποιος πείραζε την αδερφή του και μαζί με αυτή εννοούσε και το Μανούσο, θα
τον σκότωνε... Γιατί για εκείνον, παρά την επιλογή της, η Χαρά ήταν και θα
συνέχιζε να είναι για πάντα η αδερφή του. Το αίμα του...
Όσο για τον ίδιο το Μανούσο; Αυτός ήταν βαθιά πικραμένος μα δεν έχανε τα λογικά
του. Ο Στρατής δεν ήθελε να τον δει στα μάτια του. Σαν να έγινε νερό το αίμα ,
ήταν πια παρείσακτος. Εξαιτίας του χάσανε το παππού... Σαν έμαθε τα μαντάτα δε
το άντεξε...
Μα έτσι είναι η αγάπη...

Η ένταση κόπασε θέλοντας και μη στο χωριό. Η Αρετή αν και κυκλοφορούσε στο δρόμο
κανένας δε της έδινε σημασία. Όλοι είχαν μάθει άλλωστε ποια ήταν. Μα ήξεραν πως
ήταν ακόμα ζωντανή εξαιτίας της Χαράς....

Μόλις χάραξε, έριξε ένα πανωφόρι στους ώμους , πήρε τα σπίρτα και κίνησε για τα
μνήματα. Όπως κάθε πρωί έτσι και σήμερα, θα του άναβε το καντήλι. Ύστερα θα
πήγαινε μια βόλτα στους αγρούς, έπειτα θα κατηφοριζε στη λίμνη, και θα
επέστρεφε.

Για κάποιο λόγο ο Ορέστης έφυγε στα απέναντι βουνά. Εκεί τους βρήκε άλλωστε τους
περισσότερους. Άφησε το φαράγγι κι εκείνη βρήκε ένα άσυλο...

Η τρέλα ήταν μεγάλη , μα και το πείσμα δεν έκανε πίσω... Πάραυτα, έπειτα από
εκείνη τη μέρα, ίσως η μοίρα να το ήθελε ίσως και όχι, ποτέ δεν διασταυρώθηκαν
οι δρόμοι τους στο χωριό...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 41° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Λάκκοι, 37 χρόνια πριν....

Ξεδεσε τα μαλλιά της και τα άφησε να πέσουν ως το γοφό της. Είχε τα πιο όμορφα
και τα πιο μακριά μαλλιά από όλες. Καστανοξανθα που λαμπυριζαν στον ήλιο Ήταν
τέτοιο το χρώμα που έκανε τα μάτια της να μοιάζουν ψεύτικα.
Πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στα παλιό οινοποιείο και χώθηκε μέσα στο δάσος. Της
άρεσε εκείνο το μέρος. Αν και είχε ακούσει ότι άνηκε στους Ραΐσιδες εκείνη δε
φοβόταν. Οι ιστορίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά ήταν μεγάλες. Είκοσι χρόνια
πριν γεννηθεί, άκουσε ότι έγινε μεγάλη σφαγή στο χωριό.

Της άρεσε η ιστορία του τόπου της και δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες που δεν
ήθελαν να ακούσουν. Η Άννα ήταν πάντοτε πιο θαρραλέα. Γι αυτό και την ερωτεύθηκε
ο Κωστής. Αν και δεν ήταν από τους πιο όμορφους γιους, ήταν καλόκαρδος. Βέβαια
σαν γυναίκα, η Άννα του έκανε του τη δύσκολη ακόμα κι αν η μάνα της της φώναζε.
Ποια κοπέλα θα αρνιόταν ένα Φραγκιά ; Ήταν κυρίαρχοι σε εκείνο το τόπο όταν
έφυγαν στα βουνά οι Ραΐσιδες.

Η Άννα πέρασε το κάμπο ώσπου έφτασε στο παλιό οινοποιείο. Εκείνο το λιβάδι που
κάποτε ήταν σπαρμένο με τα καλύτερα σταφύλια πλέον είχε γίνει σπίτι για
εκατοντάδες κατακόκκινες παπαρούνες.

Έσκυψε, μάζεψε μερικές και κίνησε για το οινοποιείο. Ήταν τόσο περίεργη... Το
έβλεπε και σκεφτόταν ότι εκεί μέσα δούλευαν άνθρωποι πριν λίγα χρόνια που πλέον
έφυγαν . Κατά βάθος, δεν είχε διαλέξει ποτέ πλευρά όπως έκαναν όλοι στο χωριό.
Σαν τη θρησκεία... Εκεί που γεννιέσαι αυτό γίνεσαι, έλεγαν μερικοί τρελοί.

Μόλις έφτασε, πήγε κατευθείαν στη μεγάλη Βρύση. Ήταν ένα μέρος που άφηναν τα ζώα
οι εργάτες μα το νερό ήταν γάργαρο και δροσερό.
Κάθισε, σήκωσε το άσπρο της φουστάνι και έπλυνε τα πόδια της.

"Άντε.. εγώ αυτά τα χώματα τα έχω σαν τόπο, εσύ ήντα κάμεις και τριγυρίζεις ξανά
εδώ ;" η Άννα χαμογέλασε.

Ήταν η τρίτη φορά που τον έβλεπε... Τη πρώτη τη κατατρομαξε , τη δεύτερη του
μίλησε και τώρα ήξερε πως για κάποιο λόγο , αν πάει , θα τον βρει.
Ο Στρατής ήταν βγαλμένος από παραμύθι. Σαν εκείνους τους πρίγκιπες που έβρισκαν
τις νεράιδες.
Άγρια χαρακτηριστικά. Ντομπρο βλέμμα... Και ψηλός σαν βουνό.

"Απαγορεύεται;" τόλμησε και είπε κατεβάζοντας το φουστάνι της και τίναξε τα


μαλλιά της.

"Ανάθεμα σε για θηλυκό, εσύ δε μοιάζεις με τα άλλα... Σαν διάολος κοιτάς και
περπατάς..." Και δεν είχε άδικο... Ο τρόπος της ήταν θελκτικος. Περπατούσε και
ετριζαν οι δρόμοι. Ήταν πανέμορφη γυναίκα. Το πλούσιο δε μπούστο της ήταν
απαγορευμένη σκέψη για πολλούς άντρες του χωριού.

"Πως τους ξεφυγες ακόμα απορώ..." Είπε σαν τη πλησίασε...

"Ίσως και να μη ξέφυγα... Ίσως και να το έκανα..." Του απάντησε

"Έτσι που με κοιτάς, θα με αναγκάσεις να έρθω στο χωριό με κίνδυνο τη ζωή μου
και να σε κλέψω... Κυρά θα σε έχω σπίτι μου, μέσα στα βουνά..."

"Βουνά;" Ξένισε το πρόσωπο της "Έχετε τόση περιουσία εδώ. Γιατί δε τα


διεκδικείς; Θα μπορούσες να είσαι άρχοντας..." πέρασε το χέρι της απαλά πάνω στο
στήθος τόσο όσο...και έπειτα σταμάτησε

"Στο είπα και χθες που με ρώτησες μικρή μου Άννα... Δεν είναι εποχή αυτή για
εμάς. Είμαστε λίγοι ακόμα. Χάσαμε πολύ δικό μας αίμα το 50' . Σου αρέσει η
ιστορία και τη διαβάζεις... Ξέρεις πως έγινε. "

"Ξέρω όσα ακούγονται από στόμα σε στόμα... Μα ποτέ δεν είναι αργά. Ο αδερφός του
Κωστή αρρώστησε βαριά και θα πεθάνει. Είναι ο πιο αιμοβόρος. Μπορείτε να πάρετε
τα εδάφη σας..."

"Άννα... Αυτό δε γίνεται. Είμαστε λίγοι. Θα γίνει σκοτωμος. Μόλις αρχίσαμε να


χτίζουμε το βίον μας πίσω από τα φαράγγια... Γιατί δεν λες το ναι κυρά μου; Από
τη μέρα που σε είδα μάτια δεν έχω για άλλη. Άσε το παρελθόν. Δε τα έχουμε ανάγκη
τώρα ούτε τα οινοποιεία ούτε τα αμπέλια. Έλα μαζί μου.. "

"Μη λες τέτοια λόγια. Θα πεθάνει η μάνα μου από τη στεναχώρια... Πρέπει να
φύγω."

Κι έτσι έφυγε και έτρεξε μακριά...

4 μέρες μετά ....

"Πάλι ήρθες! Είδες που τελικά εσύ έρχεσαι ; " Είπε σαν την είδε. Και αυτή τη
φορά δεν ήταν κρυμμένος. Περίμενε δίπλα στη βρύση. Σαν εκείνη πλησίασε και είδε
το σαρίκι στο λαιμό της τρελάθηκε. Ήταν εκείνο το λευκό... Εκείνο που φανέρωνε
πως η γυναίκα ήταν έτοιμη για γάμο...
"Τι είναι αυτό!' είπε και δίχως φόβο το έπιασε και το τράβηξε.

"Είσαι τρελός; Τι κάνεις!" του φώναξε

"Θα παντρευτεις! Ποιος σε ζήτησε;" Εκείνη κομπιασε... "Ο Φραγκιάς έτσι;" Ρώτησε
και πήρε τη σιωπή.

"Δέχθηκες γιατί; Γιατί Άννα;" Ο Στρατής ύψωσε τη φωνή του και την έπιασε από
τους ώμους. "Χτυπάει άραγε η καρδιά σου έτσι για εκείνον; Λέγε!!!" της φώναξε μα
σαν απάντηση εκείνη τον έσπρωξε και έτρεξε μακριά..
Ημέρα του γάμου...

Σκαρφάλωσε κρυφά στο δέντρο και από αυτό πήδηξε στο μπαλκόνι της. Όλο το χωριό
ήταν μαζεμένοι έξω και σαν είθισται, η νύφη έμεινε μόνη να προσευχηθεί. Ο
Στρατής έδωσε μια το παραθύρι της και σαν μπήκε μέσα εκείνη πετάχθηκε από το
φόβο.

"Είσαι τρελός!!! Τι κάνεις εδώ πέρα! Θα σκοτωθείς!"

"Γιατί σε νοιάζει;" της είπε και εκείνη κατέβασε το κεφάλι.

"Αν σε ενδιαφέρει... Ναι. Με νοιάζει..."

Ο Στρατής πήγε κοντά και στάθηκε μπροστά της.

"Αν τον παντρευτεις δε θα σταματήσω να σε κυνηγάω και στο ορκίζομαι... Έλα μαζί
μου τώρα.. πάμε να φύγουμε. Δεν τον αγαπάς... "

"Δε μπορώ και το ξέρεις! Μη με κρατάς τόσο σφιχτά πονάω!"

"Άννα..." Ο Στρατής έβγαλε το σαρίκι του και την πλησίασε. Έκανε ένα γύρω και
βγάζοντας το λευκό της το πέρασε στο λαιμό. Την έσπρωξε απαλά ως τη πόρτα,
κλείδωσε κακά τη φίλησε...
"Στο δίνω γιατί ακόμα και να παντρευτώ άλλη δε θα αγαπήσω... Κράτα το μέχρι να
πεθάνεις... Σου ανήκει. Ορκίσου το!"

Η Άννα σκίρτησε ολόκληρη...

"Στο ορκίζομαι... Μα μη μου κρατάς κακία... Η μάνα μου..."

"Ωωω πράμα μη πεις! Στην αγάπη δε χωράει λόγος... Πάμε να φύγουμε! Στο λέω για
τελευταία φορά!!"

"Δε μπορώ !!!" Του φώναξε

"Πολύ καλά λοιπόν... Θα φύγω... Μα μη ξεχάσεις σε ποιον ανήκεις... Ακόμα κι όταν


θα γεράσεις και θα γίνεις γριά... Πάλι με το δικό μου σαρίκι να ζητήσεις να σε
θάψουν... Και έννοια σου... Αυτή η καρδιά σου, θα πάρει μπρος σαν νιώσει όπως η
δική μου...

Ο Στρατής της άφησε το σαρίκι και έφυγε...


Η Άννα δεν τον ξαναείδε ποτέ της.

Τρεις ημέρες αργότερα, έκλεψε τη δεύτερη ξαδερφη της και όπως έμαθε τη
παντρεύτηκε πάνω στο βουνό... Έγινε τρομερό σουσουρο και μάλιστα ζήτησε από το
Κωστή να στείλουν ομάδα να τη σώσει... Μα η θεία της , της είπε πως έφυγε με τη
θέληση της. Άφησε και γράμμα ότι αγάπησε.... Κανένας δε μπορούσε να κάνει
πράμα...
Την πόνεσε και είχε δίκιο...
Της το είπε άλλωστε ...

Η Μυρτώ , ήταν η μόνη που ήξερε για την Άννα και το Στρατή... Και να που εκείνη,
κλεφτηκε και έφυγε στα βουνά μαζί του...

(Συγγνώμη για το μέγεθος των κεφαλαίων μα γράφω ειλικρινά στο πόδι. Όταν θα τα
πιάσω ένα προς ένα να τα στρώσω θα διπλασιαστούν σε λεπτομέρειες)

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 42° - Page 2
by BeYourselfGM
7-8 λεπτά

Ο ήχος από τα τζαμακια σαν φυσούσε λίγο ο αέρας , την έκανε να ηρεμεί. Δήλωνε
εκείνη την μοναξιά που είχαν οι νεκροί και τη προσμονή να πας και να ανάψεις το
καντήλι τους.
Πήρε τον κατήφορο, πέρασε τα παλιά τα μνήματα μας πριν στρίψει σταμάτησε. Μνήμες
από εκείνο το καταραμένο όνειρο ζωντάνεψαν μονομιάς. Θυμήθηκε τον εαυτό της να
σπαρταραει μα και το έντρομο βλέμμα του Ορέστη και αναστεναξε.
Δεν ήταν παιχνίδι η αγάπη να σβήσει σε ένα μήνα ούτε το μίσος αρκετό για να
εξαφανίσει κάθε στάλα της.

Παραμέρισε τις θύμησες και συνέχισε. Φτάνοντας αρκετά κοντά , είδε μια
μαυροφορεμένη φιγούρα καθισμενη στο απέναντι μνήμα. Ποτέ δε πήγαινε εκεί τέτοια
ώρα η Αρετή μα να που μόλις έφυγε ο Λευτέρης , πήγε ο παπά Μανώλης και ξεχάστηκε
με τη κουβέντα.

Καθώς πλησίασε αρκετά , η γυναίκα γύρισε απότομα και τη κοίταξε. Και δεν ήταν
άλλη από την Άννα η οποία πήγε στο μνήμα του Κωστή.

"Τι θες εσύ εδώ; Φύγε από δω! Χάσου από τα μάτια μου!" Είπε μα η Αρετή συνέχισε
το δρόμο της αμίλητη. Πήγε στο μνήμα του Μάριου, άνοιξε τα τζαμακια και άναψε το
καντήλι. "Δεν ακούς; Σου είπα φύγε!!!"

Στη δεύτερη φορά που μίλησε , άκουσε τη φωνή της πιο κοντά αλλά πάλι δεν έδωσε
σημασία.

"Ήρθες και έφερες το θάνατο. Κρίμα να έχεις στο λαιμό σου για μια ζωή. Πάλι καλά
που το αγόρι μου είδε τι φίδι είσαι και λογικευτηκε!" τη τρίτη φορά που έβγαλε
λαλιά , πλέον ήταν σίγουρη πως έστεκε ένα μέτρο μακριά της . Μα τίποτα. Η Αρετή
συνέχισε να καθαρίζει κάποια χόρτα που φύτρωσαν κοντά στη πλάκα αδιαφορώντας
εντελώς για τα λεγόμενα της Άννας.

"Εμένα δε θα με αγνοείς!" τούτη τη φορά η Άννα ήταν πίσω της και πιάνοντας την
από το χέρι τη γύρισε απότομα προς το μέρος της. Η Αρετή , έμεινε σιωπηλή. Τη
κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα στο χέρι που ήταν
ακόμα γραπωμενο απανω της. "Ένα παλιοθηκυκο είσαι! Αυτό είσαι! Δεν ήθελες τίποτα
παραπάνω από το να μας χαλάσεις το σπιτικό! Μέχρι και τη Χαρά μου έκλεψες!
Έβαλες το ξάδερφο σου να τη πάρει!"

Ένα απαλό αεράκι σηκώθηκε και τα σύννεφα έκρυψαν το πρωινό ήλιο. Η Αρετή έκανε
να τραβήξει το χέρι μα η Άννα δε το άφηνε.

"Πάρε το χέρι σου...." της είπε πολύ ήρεμα. Ήταν εκείνη η ηρεμία που φοβίζει.
Εκείνο το βλέμμα του τρελού που απλά στέκει και σε κοιτάζει παγωμένο . Μα η Άννα
δε λοιδορησε το κίνδυνο.
"Ξένη είσαι για αυτό το τόπο και ξένη θα μείνεις ακούς; Μαζεψτα πριν προκαλέσεις
κι άλλο φονικό! Μέχρι και τον αρραβωνιαρη σου εθαψες! Ποιος ξέρει ! Ίσως να
σκότωσες και τη μάνα σου για να πάρεις τη κληρον....."
Πριν καν τελειώσει τη λέξη της, η Αρετή σήκωσε το άλλο της το χέρι, και της
έδωσε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που τη σώριασε στο χώμα.

"Σεβάστηκα την ηλικία σου. Σεβάστηκα το σπόρο που έβγαλες από τη κοιλιά σου και
έγινε ολόκληρος άντρας... Σεβάστηκα τη κόρη σου, τον άντρα σου που κείτεται
νεκρός δύο μέτρα μακριά μας, αλλά δε με βαστάει άλλο η καρδιά" η Άννα έπιανε το
μάγουλο της αδυνατώντας να πιστέψει τι έγινε "Όταν με θωρεις στο δρόμο σου από
δω και μπρος, εσύ θα φεύγεις. Κι αν δε φεύγεις, θα μένεις σιωπηλή! Φόνισσα δεν
είμαι κανενός!"

Η Άννα τη κοίταξε γεμάτη μίσος και απέχθεια.

"Ο γιος μου όμως είναι και βλέπεις τα αποτελέσματα !" της φώναξε δείχνοντας το
μνήμα του Μάριου και υπονοώντας για πρώτη φορά πως δεν ήταν ατύχημα τελικά αλλά
φόνος.

Η Αρετή της χαμογέλασε. Πήγε κοντά. Γονάτισε και τη κοίταξε.

"Σε λυπάμαι..." της είπε ήρεμα "Κατηγορείς χωρίς φόβο το ίδιο σου το σπλαχνο
χωρίς να έχεις ιδέα... Μόνο για να με κάνεις να τον μισήσω ακόμα περισσότερο
έτσι;" Αποκρίθηκε και σηκώθηκε. Έτσι στα μαύρα που ήταν ντυμένη, με εκείνο το
κρύο αερικό που έπιασε να φυσάει , της Άννας της κόπηκε η φωνή. Η Αρετή έκανε
ένα βήμα πίσω , έκλεισε τα τζαμακια από το μνήμα και τη κοίταξε για τελευταία
φορά "Μάθε λοιπόν, πως δεν τον μισώ... Πως εκείνος με μίσησε. Και μάθε πως ότι
κι αν έκανε... Εγώ δε θα του έριχνα ποτέ μου κατηγόριο... Ναι... Εγώ. Μια ξένη.
Μια πόρνη και μια φόνισσα...." σήκωσε το κεφάλι της ψηλά με περηφάνια, και
γυρίζοντας τη πλάτη της, έφυγε από τα μνήματα χωρίς να κοιτάξει στάλα πίσω.

*********************

Πάσχιζε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ήθελε τόσο να βρισει μα δε το έκανε.


Μουρμουριζε ασταμάτητα όμως. Ήξερε πως θα πάει τρέχοντας στον Ορέστη να του
ανακοινώσει πως τη χτύπησε. Και δεν ήθελε να το κάνει... Η Άννα όμως την έβγαλε
εκτός εαυτού. Είχε αυτό το καταραμένο το τρόπο να σε εκνευρίζει ενώ το γεγονός
πως κατηγόρησε με τέτοιο τρόπο τον Ορέστη, την ώθησε στα άκρα. Ίσως δεν έμαθαν
ποτέ πως πέθανε ο Μάριος μα κάτι στη ψυχούλα της, της έλεγε πως δε τον πείραξε ο
Ορέστης. Το είδε εκείνη τη μέρα σαν ξεπρόβαλε από τους θάμνους. Ίσως ήταν
βρώμικος και ταλαιπωρημένος μα δε το έκανε εκείνος...

Πέρασε το φούρνο . Γυναίκες ήταν έξω και μόλις την είδαν άρχισε το σουσουρο.
Γνωστό φαινόμενο του χωριού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε να τους
στείλει όλους στο διάολο, να τα μαζέψει και να φύγει μα όχι. Εκτός από το πείσμα
της, πλέον δεν ήθελε να το κουνήσει από εκεί. Ήταν ο τόπος της και κάθε φορά που
το έλεγε, το ένιωσε μέχρι το κόκαλο.

Αύξησε το βήμα της και έκοψε δρόμο πίσω από το δημαρχείο για να φτάσει στην
εκκλησία. Τις τελευταίες μέρες όλο της έλεγε ο παπά Μανώλης να την εξομολογήσει
μα εκείνη δε δεχόταν. Ίσως είχε έρθει η ώρα τελικά...
Άρχισε να τρέχει θέλοντας να τα βγάλει όλα από μέσα της όταν ξαφνικά σαν πήρε τη
στροφή που οδηγούσε στο χωματόδρομο της εκκλησίας, συγκρούστηκε με κάποιον. Ήταν
τόσο δυνατή μάλιστα η φόρα που χωρίς να ορίζει το κορμί , πήγε να πέσει. Μα δεν
έπεσε... δύο χέρια την κράτησαν σφιχτά από τη μέση και την βοήθησαν να σηκωθεί.

"Συγγνώμη !! Ξέχασα πως είναι οι δρόμοι σε τούτο το χωρ....Ω παναθεμα τη τύχη


μου τη ρημαδα! Ήντα γυναίκες είναι αυτές που έβγαλε το χώμα σου σαν έλειπα...."
άκουσε και ανεβάζοντας το βλέμμα είδε έναν άντρα γύρω στα 35. Ψηλό, γεροδεμένο.
Στα κυβικά του Ορέστη. Μάλιστα έμοιαζαν και λίγο στις γωνιές. Φορούσε ένα
μπλουζάκι απλό, και τζιν. Ενώ σαν κοίταξε προς τα πόδια του ειδε αφημένο ένα
μεγάλο στρατιωτικό σάκο.

Η Αρετή στάθηκε στα πόδια της, έστρωσε τα μαλλιά της και έπειτα είπε ένα ξερό
ευχαριστώ και έκαμε να φύγει.

"Ειιι μισό λεπτό. Δε θα σε φάω. Δε τρώω ανθρώπους..!" της είπε χαμογελαστός.


Εκτός από εκείνα τα παραπονεμένα χαμόγελα του παπά Μανώλη είχε καιρό να δει ένα
αληθινό. "Πως σε λένε...;"

"Αρετή..." είπε διστακτικά και θέλοντας να κόψει τη κουβέντα , τον παραμέρισε


και έτρεξε προς το αρχοντικό....

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 43° - Page 3


by BeYourselfGM
9-12 λεπτά

Καθόταν στο γραφείο του πατέρα του τακτοποιώντας κάτι έγγραφα για τα μηχανήματα
και τα κρασιά όταν άκουσε τη πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και έπειτα να κλείνει
δυνατά . Σηκώθηκε περίεργος και βγαίνοντας είδε τη μάνα του να τρέχει γρήγορα
προς το δωμάτιο. Χωρίς να κάνει ιδιαίτερη φασαρία , την ακολούθησε. Έφτασε έξω
από το δωμάτιο της, χτύπησε μια φορά και έπειτα μπήκε.

"Γιατί τρέχεις έτσι;" αποκρίθηκε κι εκείνη του γύρισε τη πλάτη. "Μάνα κάτι σε
ρώτησα!"

"Τίποτα. Δεν πρόσεξα το σκαλοπάτι στο φούρνο , έπεσα και έπεσαν και τα
ψωμιά...και..." Η Άννα άρχισε να κλαίει στα βουβα κι εκείνος κάνοντας ένα βήμα,
την έπιασε και τη γύρισε.

"Ήντα είναι αυτά; Αίματα είναι στα χείλη σου;!" έβαλε ολάκερη τη παλάμη του στο
πρόσωπο της και το κοίταξε καλά καλά. "Ποιος σε χτύπησε; Λέγε!!!" Της φώναξε

"Κανείς. Κανένας δε με χτύπησε αλήθεια λέω. Έπεσα πάνω στη πόρτα... Δεν έβλεπα
καλά και..."

"Μάνα θα ρωτήσω μια φορά ακόμα και έπειτα δε θέλεις να με δεις νευριασμένο.
Ποιος σε χτύπησε!"

"Κανένας!!!"ούρλιαξε βγάζοντας μια δυνατή φωνή και ο Ορέστης έχασε την υπομονή
του.

"Τρίτη και τελευταία...." Της είπε έχοντας εκείνη την ανατριχιαστική ηρεμία που
είχε και η Αρετή λίγο πριν τη χτυπήσει και η Άννα έκανε ένα βήμα πίσω .

"Πήγα να δω τον πατέρα σου και ήταν κι αυτή εκεί. Πράμα δεν έκανα μα..."
ξεκίνησε να λέει ώσπου η παραμάνα έτρεξε στο δωμάτιο δίχως να ενημερώσει.

"Συγγνώμη κύριε Ορέστη, κυρία Άννα... Ήρθαν επισκέψεις!!!" Τους ανακοίνωσε


περιχαρής μα σαν είδε τη κατάσταση της Άννας, χαμήλωσε το κεφάλι

"Ποιος ήρθε; Δεν περιμένουμε κανένα" πήρε το λόγο Ορέστης

"Κατέβα κάτω ρε, για θα ανέβω εγώ και θα δεις μονάχος! Ρωτάς κι όλας!" Ακούστηκε
μια φωνή από κάτω

"Ο Γιώργης!!!" εσκουξε η Άννα σαν τον άκουσε και σκούπισε αμέσως τα μάτια της.
Ήταν το μοναχοπαίδι της αδερφής της η οποία δε ζούσε πια. Ξάδερφος του Ορέστη
και μάλιστα ήταν σαν αδέρφια από παιδιά. Μαζί μεγάλωσαν ώσπου ο Γιώργης έφυγε
στο στρατό και αποφάσισε να μείνει μόνιμα. Ερχόταν κατά διαστήματα φυσικά στο
χωριό μα πέρασαν τουλάχιστον 3 χρόνια από τη τελευταία φορά. Ήταν στρατιωτικός
γιατρός , και μάλιστα από τους καλύτερους στο Ρέθυμνο.

Ο Ορέστης έκανε ένα νόημα στη παραμάνα και έπειτα μόλις εκείνη έφυγε κοίταξε τη
μάνα του που έλαμπε ολόκληρη από τη χαρά της. "Εμείς θα τα πούμε μετά. Πλύνε το
πρόσωπο σου, και κατέβα κάτω" είπε και εκείνη έμεινε να κουνάει το κεφάλι της
χαρούμενη. Τον λάτρευε το Γιώργη. Ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμα
μωρό , ενώ η αδερφή της όταν εκείνος ήταν μόλις 7. Σαν παιδί της μεγάλωσε κι
αυτός μέσα στο σπίτι. Ήταν ελαφρώς πιο ζωηρός μα δεν τον ξεχώρισε ποτέ της.

"Κοίτα να δεις πως σε αλλάζουν τρία χρόνια ! Τι έκανες ρε; στεροειδή έπαιρνες;"
αποκρίθηκε μόλις ο Ορέστης φάνηκε στη σκάλα.

"Βλέπω το γιατριλικι σου, δεν σε σοβαρεψε καθόλου!" του απάντησε και σαν
κατέβηκε κάτω αντάλλαξαν μια βαριά αντρικια αγκαλιά. "Καλώς ήρθες αδερφέ μου."

"Που είναι η μάνα;" Ρώτησε σαν άφησε τα πράγματα του κάτω.


Μάνα του την αποκαλούσε την Άννα . Αφού η αλήθεια ήταν , πως μεγαλώνοντας εκείνη
μόνο γνώρισε . Δεν βασταγε η καρδιά να την αποκαλεί θεία.

"Έρχεται. Ρίχνει κάτι πάνω της και κατεβαίνει. Μαρουσό! Φέρε τη τσικουδιά και
γέμισε το τραπέζι!" φώναξε και η παραμάνα έτρεξε ως τη κουζίνα.

"Τίποτα δεν άλλαξε εδώ μέσα... " Ο Γιώργης έριξε μια ματιά στο σπίτι και
χαμογέλασε. "Μου έλειψε..." είπε μα πριν πάρει απάντηση , η πόρτα άνοιξε και
φάνηκε ο Στυλιανός.

"Έμαθα πως ήρθε ο.."

"Ο ένας και μοναδικός !!!" τον συμπλήρωσε ο Γιώργης "Τι έκαμες ρε; Έβαλες
περούκα; Τι είναι αυτά; Αααααα δεν είναι να σας αφήνω ρούπι μόνους!'
χαριτολογησε για τα μαλλιά του Στυλιανού και τον αγκάλιασε. Ο Γιώργης ήταν η
χαρά του σπιτιού. Πειραχτηρι από τα λίγα μα όπου χρειαζόταν γινόταν ταύρος.
Μπορούσε να νευριάσει και να ξεσπάσει σε δευτερόλεπτα και μετά να είναι ήρεμος.
Είχε απίστευτα εκρηκτικό χαρακτήρα ενώ δεν έκρυψε ποτέ τη λαλιά του . Για τίποτα
και κανένα. Αφού χαιρέτησε και το Στυλιανό, κάθισαν στο τραπέζι και οι τρεις. Η
παραμάνα σέρβιρε το τραπέζι και τσουγκρισαν τα ποτήρια.

"Πως και μας θυμήθηκες;" ρώτησε ο Στυλιανός

"Είδα πως δε παίρνετε ούτε ένα τηλέφωνο , και είπα να σας κάνω έκπληξη .." είπε
κατεβάζοντας ένα σφηνάκι μονοκοπανια

"Κόψε τις μαλακίες" του απάντησε ο Ορέστης ο οποίος κάθε φορά που ήταν μαζί του,
γινόταν χειρότερος. Τόσο σε τρόπους όσο και ομιλία. Σαν να ένιωθε ελεύθερος και
εκφραζόταν όπως ήθελε.

"Λοιπόν...βαρέθηκα ! Πήρα άδεια από το στρατόπεδο και ήρθα. Ζωή ήταν εκείνη;
Κάθε μέρα έξω. Γκόμενες. Και όλες επουδενί για σπίτι. Κουράστηκα. Τα μάζεψα και
ήρθα ! Μάλιστα σκέφτηκα να ζητήσω να έρθω εδώ σαν γιατρός."

"Μόνιμα;" απόρησε ο Στυλιανός

"Ναι ρε! Γιατί έχεις πρόβλημα;" τον κορόιδεψε ο Γιώργης και ο Ορέστης γέλασε.

"Αντιδραστικό στοιχείο από μικρός! Απορώ δηλαδή πως έκατσες , διάβασες και
πέρασες και γιατρός στο στρατό. Μερικές φορές νομίζω πως ο πατέρας σε έστειλε
εκεί μέσο !" του απάντησε ο Στυλιανός.

"Ο πατέρας!, Που είναι; Ήρθα ο μαλάκας και ούτε ανέβηκα..." Ο Γιώργης έκαμε να
σηκωθεί από το τραπέζι μα ο Ορέστης άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε. Το ύφος
είχε αλλάξει πια κι εκείνο το χαμόγελο που είχε νωρίτερα έσβησε...δεν ήθελε και
πολύ για να το καταλάβει ο Γιώργης ο οποίος κοπανησε το ποτήρι του και τους
κοίταξε σοβαρός . "Ούτε ένας ρε δε σκέφτηκε να με πάρει τηλέφωνο; Τι διάολο
έχετε μέσα στα κεφάλια σας;!"

Ο Γιώργης είχε κλείσει τα 37 μα δε του φαινόταν καθόλου. Έμοιαζε ίσα με τον


Ορέστη. Βέβαια 2 χρόνια διαφορά δεν κάνουν κάποια αλλαγή αλλά και πάλι τον
είχανε για μεγαλύτερο στο σπίτι.
Ο λόγος του μετρούσε και είχε αξία. Ο Στυλιανός τον έτρεμε σαν παιδί αλλά τον
ακολουθούσε σε ότι χαζομάρα κι αν έκανε μεγαλώνοντας.

Ο Ορέστης από την αλλη διέφερε κάπως. Σε ορισμένα πράγματα ήταν πιο μετρημένος
αλλά και πάλι υπήρχαν στιγμές που τον παρεσερνε. Μπορεί να ήταν επιπόλαιος
πολλές φορές και σκανταριαρης από παιδί αλλά όπου έπρεπε , άλλαζε πρόσωπο. Και
τόσο εκείνος όσο και ο Ορέστης είχαν ένα δεσμό πολύ δυνατό. Ήξεραν ο ένας τα
όρια του άλλου.
Δίχως να βγάλει άλλη μιλιά, έβαλε τα χέρια στο κούτελο και ο Στυλιανός του
γέμισε το ποτήρι.

"Υπάρχουν κι άλλα που δε ξέρω;" ρώτησε κοιτάζοντας τους.

"Θα τα πούμε αργότερα..." τον ενημέρωσε ο Ορέστης. "Κατεβαίνει η μάνα..."


συνέχισε θέλοντας εν μέρη να κλείσει τη πικρή κουβέντα ακόμα δεν ήρθε.

Η Άννα κατέβηκε και φαινόταν αλλαγμένη. Είχε πλύνει το πρόσωπο της, έβαλε λιγάκι
κραγιόν ίσα για να ροδισει όλο το χείλος και να κρύψει τη κοκκινίλα και μάζεψε
τα μαλλιά της. Η καρδιά της φτερουγισε σαν τον αγκάλιασε.

Κάθισε μαζί τους, μίλησαν, ήπιαν και έφαγαν. Αναπολησαν στιγμές και δεν μίλησαν
καθόλου για το χωριό. Ο Γιώργης κατάλαβε ότι κάτι έγινε οπότε έπιασε τη κουβέντα
για το Ρέθυμνο και τη δουλειά θέλοντας να αποφύγει τη ταραχή της Άννας.

Όταν πια νύχτωσε εντελως, η Άννα αποσύρθηκε στο δωμάτιο της και έμειναν οι τρεις
τους. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και κουβέντα στη κουβέντα έφτασαν στο σήμερα. Ο
Ορέστης του εξήγησε απέξω απέξω κάποια πράγματα κι εκείνος αρκέστηκε σε αυτα.
Δεν του είπε πολλά. Ούτε λεπτομερείς που δεν χρειαζόταν. Του είπε ότι ο πατέρας
τους πέθανε από καρδιά. Πως τελικά δε ζήτησε εκείνος τη Μαρία μα ο Στυλιανός,
ότι η Χαρά έλειπε με τον μέλλοντα άντρα της και τον ενημέρωσε πως είχαν κάποια
προβλήματα με τους Ραΐσιδες. Πράμα που δεν άρεσε καθόλου στο Γιώργη ο οποίος
είχε κουραστεί με εκείνη τη κατάσταση.
Του υποσχέθηκε σιγά σιγά να του τα πει ολα και πως ήταν η πρώτη μέρα οπότε
έπρεπε να χαλαρώσουν και να το γιορτάσουν.

"Λοιπόν, ωραία η παρέα αλλά πρέπει να φύγω. Έχω να σηκωθώ πρωί αύριο" ενημέρωσε
ο Στυλιανός αδειάζοντας το ποτήρι.

"Γιατί ρε; Έχεις να αρμεξεις καμία γελάδα πρωί πρωί; Νόμιζα αμπέλια είχαμε..."
Τον κορόιδεψε ο Γιώργης πιάνοντας το μπουκάλι.

"Πες το κι έτσι..." Σχολίασε σχεδόν αηχα ο Ορέστης και αναστεναξε αμέσως. Ο


Στυλιανός πήρε τα πράγματα του, και τους καληνυχτησε.

"Δε θες να ξεκουραστείς κι εσύ ; Έκαμες μεγάλο ταξίδι. Πήγε 2 η ώρα..."

"Αχ... Τι να ξεκουραστώ που είμαι να σκάσω!" Ο Γιώργης ήπιε και ξαναγεμισε


μετέπειτα το ποτήρι.

"Ήντα έπαθες; Έγινε κάτι και δεν ήθελες να το πεις μπροστά στους άλλους;" ρώτησε
περίεργα ο Ορέστης . Πάντοτε εξάλλου έλεγαν μεταξύ τους όσα δεν ήξεραν οι
υπόλοιποι.

"Έπαθα, δεν έπαθα ..." Το πρόσωπο του Γιώργη άλλαξε και έγινε σκεπτικό. Έπειτα
γέλασε δυνατά και ο Ορέστης κατάλαβε ότι δεν είναι κάτι σοβαρό.

"Λέγε μωρέ μαλάκα θα με σκάσεις!"

"Ερωτεύτηκα! Στο πρώτο βήμα! Σαν να πάτησα στο χωριό και εκείνο με καλοδέχτηκε
με το πιο γλυκό κρασί του...."

Ο Ορέστης κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε.

"Νομίζω ήπιες πολύ! Άντε τράβα να κοιμηθείς. Εσύ κάθε μέρα αγαπάς και κάθε μέρα
χωρίζεις!"

"Αυτή δεν είναι σαν τις άλλες... Έπρεπε να την έβλεπες... Ακόμα και στα μαύρα
ήταν πανέμορφη. Ένας ακόμα λόγος να μείνω στο χωριό ! Θα αρχίσω να τους μετράω!"

Ο Ορέστης σφράγισε τη ρακί γελώντας και άρχισε να μαζεύει.

"Και πως τον λένε το "λόγο" σου;" Ρώτησε κοροϊδεύοντας τον "Αν σου είπε δηλαδή,
έχουνε γίνει και ντροπαλές παναθεμα τες τα τελευταία χρόνια..."

"Αρετή..." είπε αναστεναζοντας και το μπουκάλι με τη ρακί, έπεσε και έγινε


θρυψαλα...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 44° - Page 2


by BeYourselfGM
7-8 λεπτά

"Ήντα έπαθες ρε βλαμμένε! Πάει ολόκληρη η ρακί παναθεμα σε!" Ο Ορέστης όμως δεν
γέλασε στα λόγια του. Ούτε του φάνηκε αστείο.

"Κουρασμένος είμαι..." είπε και χωρίς να βάλει φωνή στη παραμάνα γιατί ήταν ήδη
αργά άρχισε να καθαρίζει το χάλι που δημιουργήθηκε μόνος. Μα και ο Γιώργης είχε
πιει αρκετά οπότε δεν πρόσεξε καλά τη συμπεριφορά του.

"Έπρεπε να τη δεις... Έπεσε πάνω μου και νόμιζα πως χτύπησα με άγγελο. Σαν
σήκωσε δε το βλέμμα... τι μάτια ήταν αυτά θεέ μου... Μεγάλα και πράσινα σαν το
νερό της λίμνης. Βέβαια στάλα δε μου χαμογέλασε από τη καρδιά της... Παντα μου
χαμογελούν μα τούτη δω δε το έκανε..." Ο Ορέστης τον άκουγε αμίλητος και σαν
μάζεψε τα γυαλιά τα έβαλε στο τραπεζομάντηλο και το έκλεισε "Λοιπόν; Τη ξέρεις;
Πήγαινε προς την εκκλησία. Μπορεί να πήγαινε και στο παλιό αρχοντικό. Δεν ξέρω.
Εκτός κι αν... " Ξάφνου σταμάτησε κοίταξε τον Ορέστη ο οποίος ήταν ήδη ορθιος
και σοβαρός. "Γι αυτό έχεις αυτά τα μούτρα ανάθεμα σε; Είναι...." Ο Γιώργης δεν
τελείωσε τη φράση του και ξέσπασε σε γέλια.

"Ήπιες πολύ. Τράβα στο δωμάτιο"

"Ήντα να κοιμηθώ!! Δε το πιστεύω! Τόλμησε γυναίκα και μάλιστα Ραΐση να έρθει στο
χωριό; Τούτη δω είναι τρελη για δέσιμο! Αρα για μένα! Ευκαιρία είναι να πάψει
πια αυτός ο τόπος να πονα. Γι'αυτό έγινες έτσι ρε; Πες μου ότι βλέπεις μια
γυναίκα σαν εχθρό να τρελαθώ! Και μάλιστα τι γυναίκα..... Τέτοιο θηλυκό στα τόσα
χρόνια δεν ξαν...."

"Γιώργη..." Ο Ορέστης έσφιξε τα σαγόνια του σαν θεριό και τον διέκοψε "Ήπιες
πολύ. Τράβα κοιμήσου και θα τα πούμε αύριο. Ξεμαθες τη τσικουδιά και σε πείραξε"

"Πολύ μαλάκας έγινες η είναι η ιδέα μου;" Του είπε και σαν σηκώθηκε παραπάτησε.
"Λέξη μη πεις! Εντάξει. Ίσως με πειράξει λιγάκι... Πάω αλλά αύριο ...."
Συνέχισε σαν να τον απειλούσε και τον έπιασε από τον ώμο "Αύριο, άμα μου
κρύψεις πράμα, βρες τρύπα να κρυφτείς!"

"Καλά καλά. Και τώρα άιντε...!"

Μένοντας μόνος, άρπαξε τα τσιγάρα και βγήκε σαν τον σίφουνα από το σπίτι...

************************

"Μα σου είπα παπά Μανώλη, θα είμαι μια χαρά εντάξει; Τόσος καιρός πέρασε. Θέλω
πια να πάω μια βόλτα κατά εκεί. Σε λίγες μέρες θα πάω και στα παιδιά για την
εγχείρηση οπότε μετά δε θα έχω χρόνο. Την άκουσες τη Χαρούλα μας!!! Υπάρχουν
πιθανότητες!!" Ο παπάς ξεφυσησε

"Εντάξει. Αλλά να προσέχεις. Μη πας και γκρεμοτσακιστεις ξανά! Και όχι τίποτα
άλλο, αλλά και ο Στυλιανός να σε εβρει τσιμέντο θα σου ρίξει..." σχολίασε
εκνευρισμένος με τη συμπεριφορά του που είχε αλλάξει ολόκληρη.

"Μην ανησυχείς. Ίσα μια βόλτα θα κάνω. Θα δω λίγο το κτήριο και θα γυρίσω.
Εντάξει;" Εκείνος συμφώνησε. Τις έδωσε οδηγίες και έπειτα την αποχαιρέτησε. Ήταν
ξεροκέφαλη. Σαν είπε από το πρωί πως θέλει να κατέβει στο οινοποιείο , το έκανε
και πράξη.

Η Αρετή χώθηκε μέσα στο μονοπάτι και ξεκίνησε να περπατά. Ο καιρός για ακόμα μια
μέρα ήταν χάλια. Μα δεν πτοήθηκε. Δεν γινόταν να κάθεται στο σπίτι κάθε φορά που
είχε καταιγίδα. Εκτός αυτού , ίσως να εφτιαχνε αργότερα. Ήταν έξι το πρωί και
ήταν νωρίς ακόμα. Έκλεισε καλά τη ζακέτα σαν φύσηξε το αεράκι και έφτασε στη
διασταύρωση που της είπε ο παπάς.

"Ωραία. Δεξιά από τη βρύση και μετά αριστερά στη διχάλα..." Ψέλλισε μα σαν έκανε
να περπατήσει σταμάτησε.
"Ίσως αριστερά... Στη διχάλα...Γαμωτο !!!" Έβρισε και πήγε αριστερά. Περπάταγε
αργά. Ειδικά εκεί που είχε πολλά χόρτα. Δεν ήθελε να καταλήξει πάλι σε κανένα
πηγάδι και πλέον ήξερε πως ο Ορέστης τα είχε γκρεμίσει όλα γύρω από το
οινοποιείο.

Ο αέρας δυνάμωσε όταν ξαφνικά είδε τη πίσω πλευρά από ένα πελώριο οίκημα που
έμοιαζε με αποθήκη.

"Σε βρήκα !" αναφώνησε και σαν να περπάταγε σε χώμα γεμάτο νάρκες , έκανε πέντε
ολόκληρα λεπτά για να φτάσει. Αν και στη πίσω μεριά ο χώρος δεν είχε τόσα χόρτα
και έδειχνε καθαρός. Θυμόταν πως τότε που προσπάθησε να ξαναπάει, ήταν σχεδόν
απροσπέλαστο το μονοπάτι. Μα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Είχε βράχια δεξιά και
αριστερά και ήταν πάνω στην αλλαγή της εποχής οπότε απλά προχώρησε και πιάνοντας
τη μεγάλη πόρτα την έσυρε δημιουργώντας αντίλαλο στο χώρο.

"Τεράστιο...." Σχολίασε "Και όλα τα μηχανήματα είναι σαν καινούρια. Πόσο κρίμα
να στέκονται έτσι.." σαν έκανε μερικά βήματα και ακόμα πιο μέσα της μύρισε κρασί
και γέλασε "Άιντε Αρετή... Το έχεις χάσει τελείως... Μέχρι και κρ..." μα να που
δε πρόλαβε να πει πράμα παραπάνω... σαν έστρεψε το βλέμμα είδε τον Ορέστη να
κοιμάται αγκαλιά με ένα ανοιχτό μπουκάλι ,πάνω σε μια στοίβα άχυρα. Η Αρετή
πάγωσε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κανεί βήμα. Φοβήθηκε μήπως τον ξυπνήσει και κακα
τα ψέματα είχε να τον δει μπροστά της από εκείνη τη μέρα που φέρανε το Μάριο.

Μα η καρδιά της ...


Εκείνη η καρδιά και ο τρόπος που χτύπησε... Εκείνο το συναίσθημα δεν είχε
τελειωμό. Βρέθηκε για ακόμα μια φορά, δίχως να ορίζει τα πόδια, να περπατά προς
το μέρος του. Δεν την ένοιαξε αν ξυπνήσει. Αν της φωνάξει η αν την απειλήσει.
Της είχε λείψει... Και δεν περίμενε ποτέ να τον δει έτσι.
Μόλις εκείνος κουνήθηκε, η Αρετή σαστισε και κοκαλωσε. Μα αυτό ήταν... Βυθίστηκε
πάλι σε ύπνο. Εκείνη βρήκε το θάρρος και ξεκίνησε ξανά.

"Έπινες..." είπε σιγανα και χαμήλωσε στα γόνατα... Όσο κι αν η λογικη τη


πρόσταζε να κάνει πίσω , η καρδιά διέταξε το χέρι της κι εκείνο σηκώθηκε απαλά
και άγγιξε τα μαλλιά του. "Πονάς... Μα... Τι σου έφτιαξα μου λες; " ζήτησε
σιγανα εξηγήσεις που δε πήρε ποτέ της "Με μισησες χωρίς να ξέρω το γιατί... Σε
έχασα πριν καν σε πιάσω.." ήταν ταλαιπωρημένος και το έβλεπε καθαρά. Τα μάτια
του είχαν μαύρους κύκλους... Τα χέρια του ήταν γεμάτα πληγές. Είχε αφήσει γένι
ολίγων ημερών.
Ενώ η ανάσα του ήταν βαριά... Σαν να είχε μια πέτρα καρφωμένη πάνω στο στήθος.

Άφησε το δάχτυλο της να αγγίξει το μάγουλο του μα τράβηξε το χέρι της. Σηκώθηκε
και τον κοίταξε.

"Λίγο να σε χορτάσω μόνο... Να γεμίσει η ψυχή και ύστερα φεύγω..." μουρμουρισε


περισσότερο στον εαυτό της που της φώναζε από μέσα να τρέξει και να φύγει , παρά
σε εκείνον. "Συγχωρα με αν έκανα κάτι Ορέστη μου... Δε το θελα..." Είπε εν τέλει
και σαν έσκυψε να του αφήσει ένα φιλί στο κούτελο, εκείνος άνοιξε τα μάτια και
τη γραπωσε...
wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 45° - Page 2


by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Σαν να αποφάσισε ο χρόνος πως έπρεπε ύστερα από αιώνες να κάμει πίσω και να
παραβεί την ιδιότητα του, σταμάτησε. Τούτη η λαχτάρα στο βλέμμα της, δεν έμοιαζε
με άλλη. Τρόμος και πόθος ενώθηκαν , φτιάχνοντας στα βουβά με μαεστρία μια
καταιγίδα στα μάτια της. Ένα χαλάζι που ήταν έτοιμο να ξεσπάσει πάνω του. Και το
ένιωσε... Θα ήταν τόσο δυνατο που κάθε του πέτρα θα τον έλιωνε.

Αφουγκραστηκε τους χτύπους της καρδιάς της που βαρουσαν σαν 'ταν τύμπανα και το
κράτημα του, δυνάμωσε μονομιάς. Λίγο ήθελε... Μόνο μια καταραμένη ίντσα. Τόση
όση έπρεπε για να σπάσει τα αόρατα δεσμά που κρατούσαν τα χείλη του προς τα κάτω
και να τα συνθλίψει πάνω στα δικα της.

Σαν άρχισαν τα μάτια της να κλαίνε , η λίμνη βγήκε... Την έβλεπε να ρίχνει τα
νερά της, πάνω σε μάγουλα κατακόκκινα από το φόβο. Τα χείλη της σφράγισαν
τρεμομενα και από το τρόπο που κρατούσε το καρπό της, ένιωσε ακόμα πιο δυνατά
τους παλμούς της να χτυπάνε.

"Ορέστη!! Εδώ είσαι; Σε ψάχνει ο Γιώργης από την ώρα που σηκώθηκε !"

Κι όμως... Μια φωνή, ήταν αρκετή για να ρίξει αλυσίδα σε εκείνα τα δεσμά...
Η Αρετή τρομοκρατήθηκε.

"Ορέστη!"

Η φωνή του Στυλιανού πλησίαζε ενώ δεν άργησαν να ακουστούν κι άλλα βήματα.

"Βάλτε τα σακιά στην άλλη άκρη γιατί θα αρχίσουμε το μάζεμα αυτή την εβδομάδα.
Πρέπει να είναι έτοιμο το κρασι! Και καλύψτε τα γιατί έρχεται καταιγίδα!"

Ο Ορέστης την έσφιξε σαν να κρατούσε πέτρα. Τόσο πολύ και τόσο δυνατά που έφτασε
στο κόκαλο το κράτημα του. Δίχως να βγάλει λαλιά, σηκώθηκε και την έσυρε μαζί
του ως τη πίσω πόρτα. Ίσα που περπατούσε η καημένη Αρετή από την αναστάτωση.

Μα δεν της είπε πράμα... Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή και δίνοντας μία ώθηση στο
χέρι του, την έβγαλε έξω.
Την απελευθέρωσε από το κράτημα του κι εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει δακρυσμένη
ώσπου τράβηξε τη συρόμενη πόρτα και χάθηκε από το βλέμμα της...

************************
"Αρετή;; Αρετή περίμενε κόρη μου μη τρέχεις έτσι θα τσακίστεις!!" Ο παπά Μανώλης
τρελάθηκε σαν την είδε σε αυτή τη κατάσταση. Μα εκείνη δε του μίλησε. Τον
προσπέρασε κλαίγοντας με λυγμούς και κλείστηκε στο σπίτι. "Ήντα μου κάναν το
κορτσουδι μου... Τίποτα πια δεν της έμεινε κι εκείνοι μου το πληγώνουν..." άφησε
το λάστιχο λυπημένος και έκλεισε τη βρύση μα καταβαθος ήταν χαρούμενος. Είχε
γυρίσει σπίτι και αυτό του έφτανε. "Ενώ εγώ;" Αναρωτήθηκε βλέποντας τη μαυρίλα
του ουρανού κι έπειτα το λάστιχο. "Τρελάθηκαμε όλοι μας..." ψέλλισε σιγανα "Σε
αρνήθηκα μια φορά..." ξεκίνησε έπειτα κοιτώντας τον ουρανό "Αν σαρνηθω και
δεύτερη , τρίτη δε θα υπάρχει. Και είθε να καω στα καζάνια της κόλασης, παρά να
συνεχίσω να σιωπω. Μια τρίχα να μου πειράξουν ακόμα από τη κόρη μου, στο
ορκίζομαι σε αυτά τα ράσα, θα βγάλω το κουμπουρι μου και θα τους καθαρίσω όλους!
Ανάθεμα σε για θεός! Έτσι τα μαγειρεύεις; Ήντα παθες κι εσύ ωρέ;"

"Έιι, τόσο πολύ σε τρέλανε η ηλικία που έπιασες το διάλογο με το Θεό;" Άκουσε
αξαφνα και τα μουστάκια του ανασηκώθηκαν από το χαμόγελο.

"Γιώργη!" είπε και σαν γύρισε τον είδε να στέκει κοντά του "Παλικάρι μου.
Έλειπες τρία χρόνια ! Κοίτα πως έγινες! Θαρρείς και μεγάλωσες αιώνες!" ο παπά
Μανώλης του είχε αδυναμία. Ήταν ξεχωριστό παιδί ο Γιώργης. Βέβαια όχι όση του
Ορέστη αλλά καταβαθος δεν τους ξεχώριζε. Ο Γιώργης παρά τις βλακείες που έκανε
ήταν καλόκαρδος. Ενώ ο Ορέστης πάντοτε ήταν ένα παιδί απρόβλεπτο. Θαρρείς και
ήταν αμαθο από αισθήματα.

Ο παπάς τον αγκάλιασε και έπειτα έπιασε το μπαστούνι

"Πάνε τα ποδαράκια σου .. εγερασες... Μα έννοια σου! Τώρα που θα έρθω εδώ να
κάνω τα γιατρικα μου, σαν καινούριο θα σε φτιάξω !" ο Γιώργης άφησε ένα
εγκ;ράδιο χαμόγελο να του γλυκανει τη ψυχή και ο παπάς ζεστάθηκε.

"Ήντα πες.. θα έρθεις εδώ; Ωω θεέ. Να το το θαύμα. Επιτέλους ένας γνωστικός"

Ο Γιώργης γέλασε.

"Για να με λες εσύ πως είμαι γνωστικός, έγιναν πολλά που δεν μου λένε οι άλλοι
έτσι;"

"Α... Δεν είναι ώρα για αυτά τώρα Γιώργη μου. Έλα. Έλα να πάμε προς τα μέσα
γιατί θα πιάσει μπόρα και να μου πεις ήντα έκαμες στα ξένα"

"Παπά Μανώλη;" ο Γιώργης άλλαξε τη φωνή του και σοβαρεψε . Τούτα ήταν που
φοβόταν πάντοτε ο παπάς μαζί του. Εκείνες οι αλλαγές που σαν έβλεπες το βλέμμα
του ήξερες ότι δεν αστειευοταν ως συνήθως.

"Τι 'ναι ωρέ; Γιατι σκοτεινιασες;"

"Είδα μια γυναίκα χθες.. έμοιαζε με τη κυρά της λίμνης που εκείνος ο βλάκας ο
αδερφός που πίστευε πως υπάρχει. Θυμάσαι που τον κορόιδευα; Ε... Να που την είδα
κι εγώ..." Ο παπάς έσφιξε τη μαγκουρα μα δεν μίλησε. "Ξέρω μονάχα το όνομα της
και πως κάτι έχει γινει. Σαν το πα χθες στον Ορέστη του πέσε κάτω όλη η
τσικουδιά και ούτε φωνή δεν έβγαλε... " Ο παπάς έριξε το βλέμμα στον ουρανό σαν
να έπαιρνε πίσω όσα έλεγε πριν στο θεό και του στελνε κατάρα τώρα. Σαν το τρελό
έκανε ο Ορέστης αν του πεφτε τσικουδιά. Τη θεωρούσε αγίασμα. Όχι πως ήταν
κανένας πότης, ίσα ίσα από όλη την οικογένεια εκείνος έπινε λιγότερο.

"Συγγνώμη παπά μου, δεν ήθελα να..." ξάφνου η Αρετή ξεπρόβαλε πίσω από τη
εκκλησία και το βήμα της κόπηκε απότομα. Σαν να έφτασε μπροστά σε ένα γκρέμνι
και δρόμο δεν είχε να διαβεί απέναντι.
"Και ποιος θα μου το έλεγε πως πριν καν να πιω καφέ, το μάτι θα άνοιγε γαρίδα!"
σχολίασε ο Γιώργης ο οποίος παραμέρισε το παπά και έκανε να πάει προς το μέρος
της.

"Βήμα μη κάνεις Γιώργη!" του πε κι εκείνος γύρισε σαστισμένος. "Φύγε γιε μου...
Δεν είναι στιγμή μα ούτε και..."

"Από πότε μου απαγορεύεται παπά μου, να μιλάω με ανθρώπους; Ήντα να κάμω; Να
φύγω σαν το γουρούνι πριν πω μια καλημέρα ;" Ο Γιώργης γύρισε τη πλάτη και τη
πλησίασε. Εκείνη από την άλλη, βγήκε θέλοντας να ζητήσει συγγνώμη και έχασε τη
μιλιά της.
"Θα σου έλεγα να μου φτιάξεις ένα ζεστό καφέ μα κάτι μου λέει πως θα φάω καμία
πέτρα στο κεφάλι ..." της είπε κι εκείνη χωρίς να το λογιζει χαμογέλασε στο
αστείο του. Βέβαια σαν κατάλαβε πως τα χείλη της διασπάστηκαν, σοβαρεψε
μονομιάς. Ο Γιώργης έκανε ένα μεγάλο βήμα, στάθηκε ακριβώς μπροστά της και
έμεινε να τη κοιτάζει.

"Άντε εμένα μου απαγορεύουν να σου μιλώ...Μα όπως βλέπεις, δεν ακούω κανένα.
Εσένα κυρά μου ποιος σου απαγορεύει να γελάς; Ποιος σου κλέψε το χαμόγελο ;" η
Αρετή κομπιασε.
Ο Γιώργης της άπλωσε το χέρι και έπειτα της χαμογέλασε.
"Έλα.. αστούς αυτούς . Έλα να πάμε μια βόλτα να σου δείξω την ομορφιά αυτού του
τόπου από άλλο μάτι. Γιατί κάτι μου λέει, ότι σαν καταραμένη σε έχουν να
περπατάς..."

Ξάφνου ένα χέρι πετάχτηκε στον ώμο του διακόπτοντας τον και ο Γιώργης γύρισε
απότομα .

"Γιώργη μου ! Καλώς όρισες! Σε έψαχνα σε όλο το χωριό!" ο Λευτέρης του έκανε μια
μεγάλη αγκαλιά μα όσο κι αν τον αγκάλιασε , κοιτούσε την Αρετή από πίσω. Της
έκανε νόημα να φύγει και να μπει μέσα στο σπίτι μα εκείνη δε το κατάλαβε έτσι
όπως ήταν σαστισμένη.

"Εσύ πάλι ίδιος έμεινες! Δεν άλλαξες καθόλου! Πάντα φυτρώνεις εκεί που δεν
πρέπει !" σχολίασε χαριτολογώντας ο Γιώργης "Ήντα με ψάχνεις . Τι έγινε;"

"Με έστειλε ο Στυλιανός. Ο Ορέστης ήταν στο οινοποιείο. Κλείνουν τα αμπέλια πριν
πιάσει η καταιγίδα. Άιντε, έλα σε περιμένουν τα αδέρφια σου! Μη γίνεσαι
τεμπέλης!"

Ο Γιώργης γύρισε προς τα πίσω χαμογελαστός μα η Αρετή είχε εξαφανιστεί...


Ήξερε τι έλεγε ο Λευτέρης...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 46° - Page 3


by BeYourselfGM
9-11 λεπτά

"Στάλα δεν νοιάστηκε που αρραβωνιαζομαι το ίδιο του το αίμα..." η Μαρία κοιτούσε
το φόρεμα που θα έβαζε τη Κυριακή αναστεναζοντας. Ναι.. έκανε λάθη, μα καταβαθος
τη πονούσε που Ορέστης αδιαφόρησε τοσο πολύ. Μα της το ξεκαθάρισε εκείνη τη μέρα
στο δάσος. Το έβλεπε στα δύο ψύχρα του μάτια πως τίποτα δεν έμεινε εκεί μέσα να
τη θαυμάζει. Γκρεμοτσακιστηκε η αγάπη του , έλιωσε σα να 'ταν πάγος.

Από την άλλη ο Στυλιανός της στάθηκε δίχως άλλο. Ήταν εκεί σε κάθε της στιγμή.
Να τη σηκώσει. Να τη βοηθήσει να περπατήσει. Να γιανει τις πληγές της. Όχι πως
δεν τον είχε σε εκτίμηση μα έβλεπε τούτο τον αρραβώνα πιότερο σαν αντάλλαγμα
παρά σαν πράξη αγάπης. Μα και πάλι ήταν εκεί... Ακόμα κι όταν του είπε ότι δεν
ήταν πια αγνή , εκείνος έμεινε. Τον πείραξε μα έμεινε...

Ίσως τελικά αυτός να ήταν η μοίρα της. Το ριζικό που άρχισε από τότε που ήταν
παιδιά και έμελε να κλείσει με ένα γάμο. Όλα έγιναν τόσο φυσικά ανάμεσα τους.
Ώσπου ένα βράδυ, της εξομολογήθηκε την αγάπη που έτρεφε για εκείνη από παιδιά...

Σε τρεις ημέρες είχαν τα επίσημα . Αν και ήταν η δεύτερη φορά για εκείνη. Το
θελε όμως... Ύστερα από όσα έκανε , ήθελε να φτιάξει μια ζωή και να "αποσυρθεί"
στο σπιτικο της ήρεμα. Πράμα δεν ήθελε να πει η να κάνει. Απλά να ξεχαστεί και
να κοιτάξει τη δουλειά της. Δεν είναι και εύκολο να φτάνεις στο θάνατο. Είναι
τέτοια η στιγμή που αρχίζεις να αναλογιζεσαι κάθε σου πράξη. Κάθε λέξη που
ξεστομισες κι εκείνη έφτασε δύο φορές. Τη μια σαν έπεσε στο πλατυσκαλο και την
άλλη που πάσχιζε να πάρει ανάσα σαν της τύλιξε ο Ορέστης την αλυσίδα στο λαιμό
και έκαμε να τη πνίξει. Ένας θεός ξέρει γιατί σταμάτησε... Αν και κάθε γυναίκα
στη θέση της θα μισούσε την Αρετή , η Μαρία πέρασε στο στάδιο της νηνεμίας.
Κατάλαβε πως τη μίσησε εξ αρχής όχι γιατί ήταν κακιά, μα γιατί καταβαθος, της
φανέρωσε την αλήθεια. Πως ακόμα κι αν παντρεύονταν τον Ορέστη, κάποια στιγμή θα
έσπαγε. Κανένας δε βάζει τίποτα απάνω στην αγάπη του, κι από ότι φάνηκε ο
Ορέστης δεν ένιωθε αληθινή αγάπη. Βέβαια προσπαθούσε να μη τη βλέπει στο χωριό,
αλλά και πάλι σαν την έβλεπε καμία φορά, άλλαζε δρόμο από επιλογή.

Σκούπισε ένα δάκρυ που έπεσε και ξόρκισε τον εαυτό της να μη κλάψει πια ξανά.
Πως θα έρχονταν καλύτερες μέρες...

**********************

Τα είχε χάσει όλα και κουράστηκε...


Τα μαντάτα πως ο Ορέστης θέλει ακόμα το κεφάλι του δεν έλεγαν να κοπάσουν. Μα
ήξερε πως από πίσω κρύβεται εκείνη η οχιά. Μια οχιά που κάποτε λάτρεψε.. Άργησε
αλλά έμαθε πως σαν βρήκαν το Κωστή, εκείνος κρατούσε το σαρίκι του και αυτό τα
έλεγε όλα. Του φόρτωσαν ένα θάνατο κι ας έφυγε από καρδιά.

Ο γιος του διάλεξε μια εχθρό στο πλάι, και έγινε η αιτία να πεθάνει ο πατέρας
του. Έχασε άντρες πολλούς... Πράμα δεν είχε μείνει εκτός από μια τιμή που μόνο
με ένα πράγμα θα έπαιρνε πίσω. Με το αίμα. Παρακάλεσε το Θεό για να ζήσει το
παιδί του ... Μα έπειτα τυφλωμένος από στεναχώρια , πήρε πίσω κάθε προσευχή. Τον
πόνεσε πολύ που ο Μανούσος άλλαξε στρατόπεδο.

Δε του δώσε καν την ευκαιρία να εξηγήσει. Δεν υπήρχε εξήγηση σε τέτοιες
καταστασεις. Μα και να υπήρχε τι να έκανε; Να τα έσβηνε όλα και να τα άφηνε
πίσω; Έτσι; Τόσο απλά; Κατέστρεψε τη ζωή του ζώντας μέσα στα βουνά . Η γυναίκα
του είχε πεθάνει χρόνια τώρα. Μετά έφυγε και ο Αντώνης και έμεινε σαν το καλάμι
μόνος. Αίμα δεν έμεινε να λέει οικογένεια εκτός από το Κωνσταντή. Ποτέ του δε
κατάλαβε ο Στρατής γιατί δεν έφυγε κι εκείνος. Σαν αδέρφια ήταν με το Μανούσο
αλλά δε ρώτησε. Του έφτανε πως ήταν εκεί και μάλιστα ανέλαβε και τα ηνία. Κίνησε
άπειρες φορές ως την Αγιά Ρούμελη να ζητήσει ενισχύσεις. Τους είχαν βοηθήσει
άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν και με τη φόρα που είχε πάρει ο Ορέστης,
είχανε χάσει άντρες.

Ίσως αυτό που πλήγωνε πιο πολύ το Στρατή, δεν ήταν οι Φραγκιάδες... Μα εκείνη η
αμυαλη χωριατοπούλα που μεγαλοπιαστηκε και διάλεξε τα χωράφια αντί για την
αγάπη. Γιατί καταβαθος ποτέ δε τη ξεπέρασε την Άννα. Όσο κι αν τον πλήγωνε με
τις πράξεις και το μίσος της, εκείνος της έδινε συγχωροχάρτι.. Μα όχι πια. Πλέον
δεν είχε τίποτα να χάσει και ήταν έτοιμος. Αν μια φορά δε κατάφερε να φέρει
θάνατο στο γάμο του Ορέστη, θα το έπραττε στο γάμο του Στυλιανού πάση θυσία...
Και δε θα λογιαζε κανέναν από το κουμπουρι του. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει.
Να ζήσει. Και να πεθάνει στο τόπο του ...

*******************

Σαν έφτασε στο αμπέλι είδε τα αδέρφια του να προσπαθούν να κλείσουν τα πλαστικά
και δίχως δεύτερη σκέψη , όρμησε κι εκείνος.

"Μαρεσει που με έψαχνες και έκαμες μια ώρα να έρθεις ! " σχολίασε ο Ορέστης
σφίγγοντας τη κλωστή.

"Είχα δουλειά στην εκκλησιά. Το εχει η μοίρα μου, μου φαίνεται!" σαν άκουσε ο
Στυλιανός τα λόγια του έμεινε να κοιτάζει μια εκείνον και μια τον Ορέστη. "Και
δε φταίω που άργησα ! Εγώ ξύπνησα να πιω ένα καφέ κι εσύ έλειπες ! Ήντα να έκαμα
να σε έψαχνα παντού; Βγήκα μια βόλτα στο χωριό"

Δίχως να ειπωθεί άλλη κουβέντα , έπιασαν και έδεσαν απ'άκρη σ'άκρη τα αμπέλια
και σαν τελείωσαν άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχαλες.

"Άιντε! Τραβάτε όλοι στα σπίτια σας. Δεν έμεινε άλλη δουλειά για σήμερα. Αύριο
πάλι!" ο Ορέστης έδωσε τη διαταγή , αποχαιρέτησε τους εργάτες και ύστερα σαν
έμειναν οι τρεις , κίνησαν για το οινοποιείο.

"Μου λείψει τούτο το κρασί μα είναι νωρίς . Ακόμα σφυραει το κεφάλι μου από
χθες" αποκρίθηκε ο Γιώργης σαν είδε το Στυλιανό να δοκιμάζει τη σοδειά.

"Τούτο εδώ είναι σωστή κοινωνία... Βγάλαμε το καλύτερο φέτος. Ε Ορέστη;"


Σιωπή...

Ο Ορέστης έπιασε να δενει κάτι τελευταία δεμάτια και έδειχνε να μην ακούει.

"Άλλαξε πολύ τούτος εδώ..." είπε χαμηλόφωνα ο Γιώργης . "Και κάτι μου λέει πως
δε μου τα είπατε όλα χθες..."

"Τίποτα βρε Γιώργη... Ίσως είναι η κούραση. Τον ξέρεις άλλωστε. Καμιά φορά
γίνεται κυκλοθυμικός. Μη δίνεις σημασία. Άιντε, έλα να φύγουμε και εμείς. Η μάνα
θα περιμένει . Σε λίγο μεσημέρι θα πιάσουμε "

Ο Γιώργης δε θέλησε να δώσει συνέχεια.


Και δεν έλεγε και ψέματα ο Στυλιανός. Όντως καμιά φορά γινόταν κυκλοθυμικός
χωρίς να λέει πράμα σε κανένα.

Έφυγαν χωρίς πολλά πολλά, πήγαν σπίτι, έφαγαν και ήπιαν. Σαν έπιασε απόγευμα ο
Στυλιανός έφυγε για τη Μαρία , ο Γιώργης θέλησε να κοιμηθεί και ο Ορέστης έμεινε
στο γραφείο.

"Αμίλητος ήσουν σε όλο το δείπνο..." η Άννα μπήκε και έκλεισε τη πόρτα πίσω της.
Εκείνος σήκωσε το βλέμμα , την είδε και έπειτα το χαμήλωσε και πάλι στα χαρτιά.
"Έγινε κάτι που σε πείραξε;" Συνέχισε και τραβώντας τη καρέκλα κάθισε απέναντι
του. "Μήπως σου πρόλαβε τα μαντάτα ο φούρναρης;" ο Ορέστης ύστερα από ώρα σήκωσε
το κεφάλι και τη κοίταξε. "Πήγα σήμερα να πάρω ψωμί και με είπε πως είδε το
Γιώργη στο σπίτι αυτής της καταραμένης σαν έφερνε το αλεύρι από το μύλο." Ο
Ορέστης έσφιξε τα δόντια μα συνέχισε τη δουλειά του.
"Ποτέ δεν τη τελειώσαμε εκείνη τη κουβέντα..." υπονόησε για το χτύπημα στο
πρόσωπο της. "Ξέρεις ... Έναν σε έχω. Κρυφή αδυναμία. Μη μου κρατάς κακία γιοκα
μου... Ότι κι έκανα ήταν για το καλό μας. Δε το βλέπεις; Τούτο το θηλυκό διάολος
είναι... Ποιος ξέρει με τι τερτιπια πάει να τυλίξει το Γιώργη μας. Ούτε τόλμησα
να τον ρωτήσω ευθέως... Τι θέλει πια από εμάς... " Η Άννα άφησε τα ψεύτικα
δάκρυα της να πέσουν . Έπαθε μεγαλο σοκ σαν της είπε ο φούρναρης για το Γιώργη
μα ίσως αυτό να ήταν και καλό. Ίσως έτσι να τελείωναν όλα και να τη σκοτωνε
επιτέλους ο Ορέστης. "Αλλά βλέπεις...; Γιατί αν δε βλέπεις ελπίζω σύντομα να
δεις πως αφήσαμε ένα φίδι ζωντανό να τριγυρίζει ανάμεσα μας... Ξέρεις τι λόγια
μου είπε σαν με χτύπησε στα μνήματα; Πως θα μας καταστρέψει... Τόση είναι η αξία
της... Και δεν έχασε ευκαιρία. Σαν φάνηκε ο Γιώργης στο χωριό του ρίχτηκε! Ο
φούρναρης είπε πως είχε το χέρι της απλωμένο σαν πανί επάνω στα μαλλιά του..!'

Ο Ορέστης έβγαλε το μπουκάλι με τη ρακί σιωπηλός. Το άνοιξε. Έπειτα ήπιε από


μέσα χωρίς ποτήρι και το άφησε στο γραφείο.

"Μάνα..." της είπε σοβαρός ύστερα από λίγο κι εκείνη βλέποντας το διάολο στα
μάτια του , πέταξε από τη χαρά της. "Φύγε πριν κάνω κάτι που θα μετανιώσω..."
συνέχισε κόβοντας στα δύο τη χαρά της.

"Τι λες αγόρι μου; Ακούς τι λες;" Έφερε αντίρρηση και εκείνος σηκώθηκε σαν το
αγρίμι και κοπανησε και τις δύο του παλάμες στο γραφείο. Η Άννα δεν καταλάβαινε
αν ήταν εκνευρισμένος μαζί της ή αν κατάφερε να τον ωθήσει στα άκρα με τα λόγια
της. Είχε μπερδευτεί ακόμα και η ίδια.

Μα δεν χωρούσαν περιθώρια. Ο Ορέστης άρχισε να ανασαίνει βαριά κοιτώντας τη με


ένα βλέμμα που της προκάλεσε φόβο. Η Άννα χωρίς να πει άλλη κουβέντα, έβαλε τα
κλάματα και έφυγε έξω από το γραφείο...

Καμιά φορά , μπορεί να νομίζεις ότι παίζεις με τη φωτιά και να χαίρεσαι... Μα


μια φορά να καεις, αρκεί για να το θυμάσαι για πάντα...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 47° - Page 4


by BeYourselfGM
11-13 λεπτά

Έκλεισε το μαντεμένιο πορτάκι του ξυλόφουρνου, έλεγξε ξανά το τζάκι και ύστερα
έπιασε ένα μικρό βαλιτσάκι και έβαλε μέσα μονάχα λίγα ρούχα και ένα ακόμα
ζευγάρι παπούτσια. Αυτά ήταν τα υπάρχοντα της και δεν χρειαζόταν και παραπάνω. Ο
παπά Μανώλης επέμενε να πάρει μαζί της και φαγητό μα εκείνη δεν ήθελε. Του είπε
πως θα φάει μόλις φτάσει στα Χανιά.

Δυο ημέρες είχαν περάσει και επιτέλους έφτασε η ώρα για την εγχείρηση του
Μανούσου. Περπάταγε μέσα στο σπίτι και έμοιαζε να αιωρείται από τη χαρά της. Τον
Ορέστη έπειτα από το πρωινό στο οινοποιείο δεν τον ξανάδε σε αντίθεση με το
Γιώργη ο οποίος γυρόφερνε την εκκλησιά σε κάθε ευκαιρία. Λίγο να πάρει τα ψωμιά,
λίγο να βοηθήσει στο αλεύρι, λίγο οι ετοιμασίες που πλησίαζαν για τον αρραβώνα,
είχε περάσει αρκετές φορές από το σπίτι της μπροστά. Μα εκείνη τον έβλεπε απλά
από το παράθυρο. Σαν έμαθε ποιος είναι και τη σχέση που έχει με τους Φραγκιάδες
δεν ήθελε διόλου να βρεθεί ξανά στο διάβα του. Το μόνο που της έλειπε ήταν να
ανοίξει καινούριους καυγάδες στο χωριό. Είχε ήδη αρκετά θέματα να την απασχολούν
και δε θα έβαζε ένα ακόμα.

Τα χρήματα που είχε σαν έφτασε στο χωριό, είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Βέβαια
δεν τα ξόδευε και πουθενά. Με το ζόρι τα έδινε στο παπά, αφού εκείνος δεν τα
δεχόταν, για να της φέρει τα απαραίτητα από το χωριό. Μα τώρα που θα πήγαινε στα
Χανιά, θα είχε και την ευκαιρία να βγάλει από τη τράπεζα. Η Αρετή είχε γίνει
πράγματι ένα με εκείνο το τόπο. Σαν να μίλησε το αίμα, έμαθε όχι απλά να τα
βγάζει πέρα κάτω από εκείνες τις συνθήκες διαβίωσης μα της άρεσε κι όλας.

Η πόρτα χτύπησε και έτοιμη πλέον, βγήκε και είδε το Λευτέρη να τη περιμένει. Σαν
έμαθε από το παπά Μανώλη πως έπρεπε να πάει στα Χανιά προσφέρθηκε να γίνει
εκείνος ο οδηγός για να φτάσει με ασφάλεια.

«Καλημέρα Αρετή μου, είσαι έτοιμη;» έστεκε και τη περίμενε σαν να ήταν ο πιο
πιστός της φίλος. Τον είχε ρωτήσει αρκετές φορές γιατί τη βοηθάει και της
φέρεται τόσο ευγενικά σε σχέση με τους άλλους αλλά ο Λευτέρης ποτέ δε της είχε
δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. Ότι και να της έλεγε δύσκολα θα καταλάβαινε. Έτσι
ήταν εκείνοι οι νόμοι στο χωριό. Σαν έβλεπες πως μια γυναίκα ήταν η κυρά σου,
απλά έδινες χωρίς να ζητάς. Μα εκτός από το γεγονός πως ο Λευτέρης τη θεωρούσε
κατά βάθος κυρά του, τη συμπαθούσε κι όλας. Ήταν σαν ο ερχομός της να ξύπνησε
τον Ορέστη και αυτό θα της το χρωστούσε. Μπορεί να έγιναν πολλά, αλλά ο Ορέστης
κατά βάθος είχε αλλάξει και μόνο κάποιος που του ήταν απόλυτα πιστός το έβλεπε.
Σαν το Λευτέρη.

«Καλημέρα . δώσε μου μόνο δυο λεπτά να ενημερώσω το παπά Μανώλη πως φεύγουμε και
έπειτα ξεκινάμε» σαν έφτασε κοντά του, άπλωσε το χέρι της και τον ακούμπησε στον
ώμο «Σε ευχαριστώ Λευτέρη. Το εκτιμώ και θα σου το χρωστάω...»

Σαν χάθηκε και μπήκε μέσα στην εκκλησία εκείνος αναστέναξε βαθιά «Κι εγώ θα στο
χρωστάω...» είπε και κίνησε ως το τραπέζι της βεράντας. Πήρε το σάκο της και τον
έβαλε στη πλάτη.

«Για που το έβαλες Λευτέρη;» ο Γιώργης ανηφόριζε το χωματόδρομο και έδειχνε


ντυμένος για τη πόλη.

«Θα κατεβώ ως τα Χανιά για κάτι δουλείες. Έπειτα θα κινήσω πάλι πίσω. Δε θα πας
στα αμπέλια σήμερα; Αύριο έχουμε το γλέντι»

«Θα πάω. Μα κάτι προέκυψε και έπρεπε να φύγω στα Χανιά. Ξέχασα να καταθέσω κάτι
χαρτιά και με πήραν τηλέφωνο από το στρατόπεδο. Ενημέρωσα το Στυλιανό πριν φύγω.
Αφού θα πας και θα γυρίσεις δε πάμε μαζί; Καλύτερα ένα αμάξι από δυο. Δε θα
αργήσω πολύ. Δυο ώρες δουλειά έχω»

Ο Λευτέρης κόμπιασε .

Ήντα να του έλεγε;

«Είμαι έτοιμη Λευτέρη μου...» σαν ένα αερικό ξεπρόβαλε μα το βήμα της κόπηκε στο
πλατύσκαλο της εκκλησίας σαν είδε το Γιώργη ο οποίος τη καλημέρισε αμέσως δίχως
να κάμει κάποιο από εκείνα τα ανόητα αστεία του. Ίσα ίσα έδειχνε πιο σοβαρός.
Φιλικός αλλά μετρημένος. Σαν να ένιωσε πως τούτη η συμπεριφορά που είχε στο
Ρέθυμνο δεν έπιανε και στις γυναίκες του χωριού. Μα και στη τελική, είχε
κουραστεί και ο ίδιος από τις γυναίκες που έπεφταν στα πόδια του μόνο με ένα
κομπλιμέντο. Του είχε λείψει εκείνο το άγριο φλερτ , το βουβό , το πράο. Εκείνο
που δεν ήθελε κουβέντες πολλές μα πράξεις.

Η Αρετή για να μη δείξει αγένεια, ανταπέδωσε τη καλημέρα και έπειτα στράφηκε


προς το Λευτέρη ο οποίος έδειχνε αμήχανος.

«Πάμε;»

«Ναι, μα αν δε σε πειράζει θα κατεβεί και ο Γιώργης μαζί. Θα τον αφήσουμε στο


χωριό και έπειτα θα σε πάω στο νοσοκομείο» η Αρετή κράτησε ουδέτερη στάση. Όσο
και να μην ήθελε να πάνε μαζί στα Χανιά δε μπορούσε να κάνει και πολλά. Εκτός
αυτού δεν της είχε κάνει τίποτα κακό ο Γιώργης. Απλώς εκείνη από τη δική της
μεριά δεν ήθελε παρτίδες με κανένα. Μα κι εκείνος σαν κατάλαβε πως ήταν έτοιμη
κι εκείνη για να πάει μαζί τους, λέξη δεν έβγαλε.

Αφού συμφωνήσαν , έπιασαν το δρόμο που πήγαινε ως την αποθήκη. Η Αρετή


περπατούσε αριστερά, ο Γιώργης δεξιά, και ο Λευτέρης χωρίς να χάνει μέτρο από το
βήμα, έστεκε πάντα στη μέση...

¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤

«Τι εννοείς πήγε στα Χανιά;» ο Ορέστης σταμάτησε το μηχάνημα , έκλεισε έπειτα τη
βάνα και κοίταξε γεμάτος απορία το Στυλιανό.

«Καθόμασταν στο σαλόνι το πρωί με τη μάνα και χτύπησε το τηλέφωνο. Έπρεπε να


φύγει. Θα επιστρέψει όμως μέχρι το βράδυ. Ο Παναγής είπε πως τον είδε να
κατηφορίζει με το Λευτέρη...» ο Στυλιανός παρέλειψε να αναφέρει την Αρετή αλλά
δε χρειαζόταν. Θα ήταν εντελώς χαζός αν νόμιζε πως ο Ορέστης δε το γνώριζε ήδη
αυτό. Πάραυτα σαν τον είδε να σκοτεινιάζει δε του άρεσε καθόλου. Όπως όλοι
σχεδόν έτσι κι εκείνος είχε κουραστεί από τη κατάσταση. «Ορέστη;» είπε εν τέλει
ήρεμα «Ξέρω πως έγιναν πολλά μα ποτέ δεν είχα το θάρρος να σου ζητήσω συγγνώμη.
Γενικά. Όχι για όσα έγιναν μονάχα. Μα για όσες φορές σε αμφισβήτησα. Μου δωκες
την ευχή σου σαν ήρθα αντρίκια και σου μίλησα για τη Μαρία αλλά και πάλι νιώθω
πως υπάρχει ένα κενό που πρέπει να κλείσει. Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου μα απλά
ήθελα να το ξέρεις»

«Όλα είναι καλά. Μη λες τίποτα άλλο. Αύριο αρραβωνιάζεσαι και επιτέλους ας βγει
κάτι καλό από όλη αυτή τη κατάρα» αρκέστηκε να πει και έπιασε πάλι τη βάνα. Την
άνοιξε και έβαλε μπρος το μηχάνημα . ο Στυλιανός τον χαιρέτησε , του είπε πως
πάει ως το σπίτι και θα επιστρέψει το απόγευμα. Ούτως η άλλως , σχεδόν μέχρι το
ξημέρωμα θα έμεναν στο οινοποιείο σήμερα. Ήταν παράδοση να βγει δικό τους κρασί
και τσικουδιά για το τραπέζι.

Σαν έμεινε μονάχος έβγαλε το κινητό και είδε πως ήταν κλειστό.

«Ανάθεμα σε για μαραφέτι! »

Άφησε το μηχάνημα να δουλεύει και έκατσε σε μια καρέκλα που είχε στο πλάι.
Κοίταζε και κοίταζε το κλειστό τηλέφωνο ώσπου του δώκε μια και το έστειλε ως τον
απέναντι τοίχο. Τον αγαπούσε το Γιώργη μα έπρεπε να θέσει κάποια όρια πριν να
ήταν αργά..

*******************

Είχε κολλήσει το πρόσωπο στο παράθυρο και έβλεπε σιωπηλή προς τα έξω. Ήταν
καθισμένη στο πίσω κάθισμα κι έτσι ένιωθε πιο άνετα. Βέβαια δεν έλεγαν και πολλά
μεταξύ τους ο Λευτέρης και ο Γιώργης αλλά και πάλι εκείνη ένιωθε πως ήταν πιο
προστατευμένη από εκείνα τα βουβά βλέμματα που εισέπραττε καθώς περπατούσαν από
το Γιώργη.

Τα δέντρα άρχισαν να πρασινίζουν και άφεθηκε στη θέα τους.


Ήταν ένα τόσο έντονο πράσινο...

«Θα βάψω τους τοίχους πράσινους...» της είχε πει μια μέρα ο Μάριος σαν της
μιλούσε για το σπίτι που ήθελε να φτιάξει μαζί της και βούρκωσε. Δεν είχε τίποτα
άλλο να στολίζει τα χείλη της εκτός από ένα πικρό, γιατί... έσβησε τόσο νέος.
Τόσο άδικα. Ο παπά Μανώλης της είχε πει πολλές φορές να πάψει να στεναχωριέται
μα δε γινόταν. Μόνο ένας άκαρδος δε θα στεναχωριόταν. Ήξερε πως ο Μάριος θα
έμενε σαν πληγή στα στήθη της ότι και να γινόταν από εκεί και πέρα. Αρκετές
φορές είχε ακούσει ψίθυρους στο χωριό πως τον έφαγε ο Ορέστης αλλά εκείνη
επέμενε στην αρχική της γνώμη. Δε θα το βάσταγε η καρδιά της αν ήταν αλήθεια.

«Αρετή; Σε λίγο φτάνουμε.. » την ενημέρωσε ο Λευτέρης

«Πόσο θα μείνεις; Γιατί από ότι κατάλαβα δε θα γυρίσεις μαζί μας..»ρώτησε ο


Γιώργης και εκείνη του εξήγησε τη κατάσταση σε μέσες άκρες. Θα μπορούσε να πει
κάποιος πως έκαναν μια φυσιολογική συζήτηση.

Μισή ώρα αργότερα έφτασαν στα Χανιά. ο Λευτέρης είπε του Γιώργη πως σε δυο ώρες
θα το περιμένει για να φύγουν , τον άφησε στο δημαρχείο και έπειτα πήγε την
Αρετή ως το νοσοκομείο.

Της είπε να τον πάρει αμέσως τηλέφωνο μόλις θα τέλειωνε η εγχείρηση για να τον
ενημερώσει μα και για να πάει να τη πάρει τη Κυριακή. Εκείνη τον χιλιο
ευχαρίστησε και έπειτα έτρεξε προς την είσοδο.

Σαν είδε τη Χαρά , άνοιξε διάπλατα τα χέρια και την αγκάλιασε σφιχτά.

Ήταν αρκετές οι μέρες. Ίσως κανένας δε το καταλάβαινε μα οι δυο τους είχαν


αναπτύξει έναν αλλιώτικο δεσμό. Ένα δεσμό με κοινό στοιχείο το Μανούσο και
αρκετά παρακλάδια τριγύρω να τον δυναμώνουν. Ενα από αυτά ήταν φυσικά και ο
Ορέστης. Η Χαρά κι εκείνη είχαν μιλήσει αρκετές φορές για το παρελθόν. Ίσως ήταν
η μόνη που έβλεπε περα από το μίσος και μπορούσες να κάνεις συζήτηση σαν
άνθρωπος. Παρά τα όσα έλεγε και όσα έκανε, δεν το είχε ριζωμένο στη ψυχή της.

Όταν η Χαρά ρώτησε αν υπήρχαν νέα από το χωριό και αν έμαθε τίποτα για τις
ετοιμασίες του αρραβώνα, γιατί κακά τα ψέματα χαιρόταν για το Στυλιανό, εκείνη
την ενημέρωσε και για το Γιώργη. Κι αυτό ήταν... άπαξ και μπήκε ο Μανούσος μέσα
στο χειρουργείο, η Χαρά δεν έπαψε να μιλάει για εκείνον και τα τρομερά του
κατορθώματα σαν ήταν μικροί. Έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για το Γιώργη μα εκτός από
θαυμασμό, ήταν χαρούμενη που είχε φύγει από εκείνο το χωριό και ακολούθησε τη
τύχη του σαν γιατρός.

Οι ώρες περνούσαν μα ο Μανούσος ήταν ακόμα μεσα. Το ήξεραν ότι θα ήταν δύσκολη
επέμβαση μα δε γινόταν αλλιώς. Ήταν η μόνη επιλογή αν ήθελε να περπατήσει. Οι
πιθανότητές αγγίζαν σχεδόν το 70% οπότε δεν έμενε παρά να περιμένουν

Σαν ήταν κουρασμένες και οι δυο αποφάσισαν να κατέβουν μέχρι το κυλικείο και να
πάρουν ένα καφέ όταν άξαφνα είδαν να διέρχεται από τις πόρτες ο Γιώργης. Η Αρετή
σάστισε μα η Χαρά δίχως να σκεφτεί έτρεξε και πήδηξε στην αγκαλιά του.

«Γιώργη μου! Δεν το πιστεύω! Πως ήρθες; Είναι αργά! Νόμιζα πως θα επέστρεφες στο
χωριό... » τον βομβάρδισε με ερωτήσεις

«Βλεπω τα νέα ταξίδεψαν...» της είπε χαμογελαστός ρίχνοντας ένα βλέμμα στην
Αρετή που έστεκε πιο πίσω. «Εστειλα μήνυμα του Λευτέρη πως θα έρθω να σε δω και
να μη με περιμένει. Θα γυρίσω αύριο πρωί πρωί...» την ενημέρωσε «Μα έχω και
γνωριμίες. Γιατί δεν ήρθες να με βρεις; Έπρεπε να μάθω από τον Ορέστη τη
κατάσταση του άντρα σου;» η Χαρά σαστισε σαν τον προσφώνησε σαν "άντρα" της και
μάλιστα στη σκέψη πως έτσι τον αποκάλεσε ο Ορέστης. Είπε του Γιώργη ότι γενικά
πέρασαν λίγο δύσκολα και χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, τον προσκάλεσε μαζί τους
στο κυλικείο..

Η Αρετή από την άλλη ένιωθε τη καρδιά έτοιμη να σπάσει. Σαν να την ακολούθησαν
οι μπελάδες όπου κι αν πήγαινε... Κι αυτός ο μπελάς στη προκειμένη, είχε και
όνομα...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 48° - Page 4


by BeYourselfGM
10-13 λεπτά

Φύσαγε και ξεφύσαγε σαν το τρελό πηγαίνοντας πέρα δώθε στο οινοποιείο. Η ώρα
είχε πάει εννιά , το κινητό του έσπασε και δεν είχε κανένα νέο ούτε από το
Στυλιανό μα ούτε και από τον Λευτέρη. Οι εργάτες ήταν όλοι στη θέση τους
κάνοντας τη δουλειά τους κι εκείνου το μυαλό ταξίδευε . Έμοιαζε σαν το Κέρβερο.
Τον σκύλο που κράταγε δεμένος ο Άδης στα έγκατα της γης. Αν μπορούσε να βγάλει
και καπνούς από τα ρουθούνια , θα το έπραττε κι αυτό.

"Συγγνώμη που άργησα. Καθυστέρησα λιγάκι στο..."

"Ο Λευτέρης ήρθε στο χωριό;"

Ο Στυλιανός κούνησε το κεφάλι. Ούτε έπρεπε να συνεχίσει και να αναφέρει γιατί


άργησε. Μέσα σε μόλις δυο κουβέντες του Ορέστη ακόμα δεν μπήκε στο οινοποιείο,
κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά.

"Πάω να δω το κρασί. Ο Θύμιος με ενημέρωσε σαν έφτασα..."

"Καλά καλά. Πήγαινε. Μύρισε όλος ο τόπος εξάλλου τον Θύμιο περίμενες να σου πει
ότι βγήκαν τα μπουκάλια!"

"Πολύ χαρούμενος είσαι σήμερα..." σχολίασε χαμηλόφωνα και δίχως λέξη παραπάνω
τον άφησε και βγήκε προς τα έξω. "Α ωραία... Πάνω στην ώρα!" αποκρίθηκε σαν είδε
το Λευτέρη να πλησιάζει. "Μόνος ήρθες; Που είναι εκείνος ο τρελός;" ρώτησε

"Έμεινε στα Χανιά...πήγε να βρει τη Χαρά..." σαν άκουσε τα μαντάτα ο Στυλιανός ,


σφαλισε τα μάτια. Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του και έβγαλε έναν
στεναγμό.
"Ωραία... Πήγαινε μέσα και ο Θεός να συγχωρέσει τη ψυχούλα σου" αρκέστηκε να πει
και κατεβάζοντας το πρόσωπο ως το πάτωμα, έφυγε και πήγε να ελέγξει το κρασί.

Όλοι ήξεραν . Κανείς όμως δε μίλαγε. Γιατί; Γιατί στην ουσία δεν ήξεραν
πραγματικά αν ο Ορέστης την ήθελε νεκρή, ή αν ακόμα έτρεφε για εκείνη αισθήματα.
Και οι δύο περιπτώσεις ήταν τρομακτικές για τις αντιδράσεις του και είχαν
καταστροφικές συνέπειες...

**********************

"Πάω λιγάκι επάνω. Ίσως βγήκε ο γιατρός και έχουμε κάποια νέα..." τους
ανακοίνωσε η Χαρά και δίνοντας ένα φιλί στο Γιώργη , σηκώθηκε και έφυγε για το
χειρουργείο.

Η Αρετή έπιασε νευρικά το καλαμάκι από το καφέ της, θέλοντας να αποφύγει το


βλέμμα του Γιώργη μα καταβαθος ήξερε , πως ήταν ακατόρθωτο.

"Ώστε Ραΐση..." σχολίασε ελεύθερα πια και σαν έμειναν μόνοι.

"Αχ να χαρείς Γιώργη. Αν έχεις στο μυαλό σου να αρχίσεις ..."

"Όχι όχι. Μη με παρεξηγείς... Λάθος με κατάλαβες..." έσπευσε να της πει και


χωρίς να το σκεφτεί , άπλωσε τις χούφτες του , κι έπιασε τις δικές. Η Αρετή σαν
να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τράβηξε τα χέρια της αμήχανα "Με συγχωρείς. Δε
ήθελα.. απλά βγήκε. Και..."

"Δε πειράζει..." Αποκρίθηκε σαν τον είδε να μετανιώνει απευθείας. Εκτός αυτού,
δεν της πήγε η καρδιά να του βάλει και τις φωνές επειδή της έπιασε τα χέρια πάνω
στη στιγμή. Δεν ήταν καμιά υστερική

Άρχισαν να μιλάνε σύντομα περί ανέμων και υδάτων. Για την ζωή της στην Αθήνα.
Για τη δική του. Τη δουλειά της. Μα σαν έφτασαν στο πως πήγε εκείνη στο χωριό
σταμάτησαν.

Κανένας από τους δύο θέλησε να ανοίξει το θέμα του χωριού. Το μόνο που της είπε
ο Γιώργης, ήταν πως δε πίστευε σε βεντέτες και χαζομάρες. Μα κι εκείνη το
αντιλήφθηκε σαν του μιλούσε. Είχε αλλιωτικα μυαλά.

Λίγα λεπτά μετά κατευθασε η Χαρά έχοντας ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά

"Βγήκε!! Βγήκε!!" τους φώναξε και εκείνοι σηκώθηκαν μονομιάς

"Και; Πως πήγε; Μπορούμε να τον δούμε;"

"Όχι Αρετή μου. Αύριο το πρωί. Μα.. μα θα περπατήσει!" σαν άκουσε τα ίδια της τα
λόγια η Χαρά ξέσπασε σε κλαματα. Και ύστερα από πολύ καιρό , ήταν δάκρυα
ευτυχίας και όχι πόνου...

***********************

Την επόμενη μέρα...

Τα πεντοζαλια έδιναν και έπαιρναν από το πρωί . Όπου κι αν περπάταγες άκουγες


όργανα και χαρές. Ήταν μια μέρα που έπρεπε να ξεχάσουν το πένθος . Τα μεγάλα
τραπέζια στόλισαν ξανά τη πλατεία και αυτή τη φορά τόσο οι γυναίκες όσο και οι
άντρες διασκεδαζαν μαζί.
Έτσι ήταν εκείνα τα γλέντια... Ξεκινούσαν και ανάθεμα αν κάποιος κατάφερνε να
ξεφύγει από το ντερτι τους.

Αυτή τη φορά τα έστησαν όλα δημιουργώντας μικρές τετράδες έτσι ώστε να


αισθάνονται άνετα και να κάθονται με όποιον εκείνοι αγαπάνε και θέλουν. Τελικά
όντως είχαν αλλάξει αρκετά στο χωριό. Η νύχτα είχε πέσει, τα φώτα δημιουργούσαν
μια πανέμορφη ατμόσφαιρα και ο ρυθμος ανέβαινε. Άντρες και γυναίκες χόρευαν στη
πλατεία ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.

Στο κεντρικό τραπέζι καθόταν η Μαρία με τους γονείς της, ο Στυλιανός , ο παπάς
λίγο πιο πέρα , δίπλα του ο Ορέστης ο οποίος πηγαινοερχόταν ασταμάτητα από δω
και από εκεί συνεχώς ενώ η Άννα , σαν να της το επέβαλαν, κράτησε λίγη
περισσότερη απόσταση και καθόταν στη τελευταία καρέκλα.

"Που παει πάλι;" ρώτησε περίεργα ο Στυλιανός το Λευτέρη που έφερε το κρασί μα
εκείνος ανασηκωσε τους ώμους. Αρκετά άκουσε το μεσημέρι σαν επέστρεψε από τα
Χανιά και μπήκε στο οινοποιείο. Όρεξη δε του έμεινε να απολαύσει το γλέντι αλλά
ούτε και να δίνει εξηγήσεις στο Στυλιανό.

Ο Λευτέρης άφησε 10 ακόμα μπουκάλια και έπειτα κίνησε να φέρει κι άλλα.


Κατέβαινε τόσο γλυκά και ασταμάτητα που φοβόταν πως δε θα προλάβαιναν να τους
χορτάσουν όλους. Από την άλλη ήταν και αρκετά ανήσυχος. Είχε βραδιάσει για τα
καλά και ούτε η Αρετή φάνηκε μα μήτε και ο Γιώργης....

********************

"Μέχρι εδώ ακούγονται ετουτοι οι τρελοί! Φωτιά έχει πάρει το χωριό !" Της είπε
χαριτολογώντας σαν διάβηκαν το δρόμο. Μπαλοθιες ακούγονταν παντού, η ατμόσφαιρα
μύριζε μπαρούτι και οι φωνές τους έδιναν και έπαιρναν. Ο Γιώργης αποφάσισε να
επιστρέψει τελικά το βράδυ και έπειτα από επίμονη της Χαράς, πήγε και η Αρετή
μαζί. Αφού ο Μανούσος ήταν καλά δεν υπήρχε λόγος να περιμένει μέχρι να πάρουν
εξιτήριο. Βέβαια δεν τους άφησαν να παραμείνουν πολύ ώρα στο επισκεπτήριο αλλά
έστω πρόλαβε και τον είδε 10 λεπτά πριν φύγει. Χάρηκε η ψυχούλα της σαν εκείνος
της χαμογέλασε. Θα περπατούσε και αυτό ήταν γεγονός. Έπρεπε απλά να περιμένουν
μια εβδομάδα προληπτικά και έπειτα θα έβγαινε με πατερίτσες για αρχή.

"Ξέρεις καθόλου άραγε να χορεύεις τέτοιους χορούς;" τη ρώτησε σαν έφτασαν πια
έξω από την εκκλησία.

"Δε νομίζω. Δεν έχω προσπαθήσει και ποτέ αλλά γενικά..." ο Γιώργης άφησε κάτω το
σάκο της και έκανε μια βαθιά υπόκλιση

"Λοιπόν; Τι λες να μάθεις;"

"Πρέπει να έχεις τρελαθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση. Κάναμε και τόσο δρόμο. Δεν
είμαι εγώ για τέτοια..."

Μα ο Γιώργης έπιασε τα χέρια της και τα άνοιξε ψηλά σαν δυο φτερούγες.

"Να ... Έτσι τα κρατάς. Και έπειτα αφήνεις το κορμί σου στο ρυθμο..."

Η Αρετή κοκκινησε ολόκληρη .

"Έλα μωρέ Αρετή. Κάνε έστω ένα βήμα.." τα χέρια της κατέβηκαν απαλά προς τα κάτω
και θέλοντας να της φτιάξει τη διάθεση , ο Γιώργης έσυρε το χορο πρώτος. Εκείνη
στεκόταν σαν άγαλμα στη μέση του δρόμου κοιτώντας τον, κι εκείνος έχοντας
ανοιχτά τα χέρια έκανε κύκλους γύρω της χορεύοντας πεντοζάλι.
"Κι έπειτα κανείς ωπ!" είπε αξαφνα και κάνοντας μια κίνηση, έπεσε στα γόνατα και
χτύπησε τη παλάμη του χώμα. Ακριβώς μπροστά στα πόδια της...
Το φως ήταν αμυδρό καθώς σε εκείνο το σημείο οι λάμπες δεν εφεγγαν πολύ μα σαν
σήκωσε το βλέμμα , πήρε μια ανάσα και έμεινε να τη κοιτάζει. Έμοιαζαν σαν
αγάλματα. Σαν να γονάτισε μπροστά της και να υποτάχθηκε σε εκείνη... Σαν ένιωσε
και ο ίδιος την αμηχανία της στιγμής, σηκώθηκε αργά στα πόδια του και χαμογέλασε
θέλοντας να σπάσει τη σιωπή.

"Είσαι τόσο όμορφη... Σαν να κατέβηκε ένας άγγελος και βλέποντας το μίσος τούτης
εδώ της πλάσης, ντύθηκε στα μαύρα από τη στεναχώρια... Βγάλτα από πάνω σου ...
Πέταξε τα. Καψτα..." σαν τελείωσε τη τελευταία του λέξη, και έτσι κοντά που
ήτανε, άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπο της. "Είναι αμαρτία να λυπάσαι και να
μαυριζεις τη ψυχή σου για κάτι που πέρασε... Αυτός ήταν και ένας λόγος που
έφυγα. Βαρέθηκα να βλέπω το κόσμο να ζει με σκιές και φαντάσματα..." Η Αρετή
άφησε ένα δάκρυ να πέσει κι εκείνος το σκούπισε. Χωρίς να το είχε σκοπό και
χωρίς να πιστεύει πως κάνει κάτι κακό, το κεφάλι του εγυρε ελαφρώς προς το δικό
της μα σαν πλησίασε λίγο παραπάνω , χάθηκε από τα μάτια της. Όλα έγιναν τόσο
γρήγορα...

Λαλιά δεν της βγήκε της καημένης σαν είδε τον Ορέστη να τον αρπάζει από τη
μπλούζα και να τον σπρώχνει μακριά της.

"Μη την αγγίζεις διαολε!" βροντηξε δυνατά "Και τώρα φύγε για θα κάμω καμιά
τρέλα!" τον απείλησε και από το τόνο της φωνής του , καταλάβαινες πως είχε πιεί.

"Ήντα έκαμες ρε!" του αντεπιτέθηκε ευθύς εκείνος σαστισμένος. "Σήκωσες τα κουλά
σου πάνω μου;" Από παιδιά ήταν ενωμένα μα σαν τύχαινε και μάλωναν έκαμαν σαν
σκυλιά. Μόνο που πλέον, δεν ήταν παιδιά...
Κανένας δεν έδωσε κάποια εξήγηση στο Γιώργη ο οποίος ήταν μπερδεμένος από την
αντίδραση του Ορέστη αλλά και έτοιμος να σκάσει συνάμα.
"Αν θέλεις να λογαριαστουμε κάντο σωστά! Σαν άντρας! Φανέρωσε τους λόγους σου,
και εγώ θα δώσω τους δικούς μου!" συνέχισε και ο Ορέστης σκοτείνιασε επικίνδυνα

"Μπες μέσα!" είπε και σαν έπιασε την Αρετή από το μπράτσο ο Γιώργης τρελάθηκε
και του όρμηξε...

Μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκαν να παλεύουν ακριβώς όπως και τότε... Σαν τα σκυλιά
στα χώματα. Η μόνη διαφορά ήταν, πως τώρα ματωναν ο ένας τον άλλο. Η μια μπουνιά
διαδέχονταν την άλλη και κανείς δεν έδινε σημασία στις φωνές της Αρετής. Ο ένας
ήταν πιωμενος και κερασμενος με πόνο, ενώ ο άλλος άναψε σαν το ταύρο και δεν
είχε σταματημό. Δυστυχώς όμως... Ένας πικραμένος άνθρωπος, κρύβει περισσότερη
οργή από κάθε άλλο...

"Σταμάτα !!! Σταμάτα για το Θεό!!!" ούρλιαξε σαν είδε το Γιώργη να χάνει τις
αισθήσεις από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα . "Σταμάτα σου λέω!!" Η Αρετή έκαμε να
του πιάσει το χέρι , μα χωρίς να το θέλει της έδωσε μια σπρωξια δυνατή και
εκείνη έπεσε κάτω. Σαν γύρισε το βλέμμα όμως και την είδε πεσμένη , έφαγε από
μόνος του , το πιο γερό χαστούκι. Τα μάτια της έτρεμαν δακρυσμένα , ολόκληρο το
σώμα της τραντάζονταν από μόνο του και εκείνο το βλέμμα της έσταζε πονο...
Ο Γιώργης ηταν αναίσθητος πια κι εκείνος έκαμε να πάει κοντά της.
Μα δεν έφτασε ποτέ...
Τον κοιτούσε τρομαγμένη ώσπου άρχισε να ουρλιάζει από το φόβο.

"Μη με πλησιάζεις!!!" Είπε και μόλις εκείνος έκανε ένα βήμα, η Αρετή γύρισε και
άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα και με μεγάλη ταχύτητα προς το φαράγγι.

"Ανάθεμα σε καταραμένε!!!" αστραψε προς το Θεό και έτρεξε στο κατόπι της
φωνάζοντας της να σταματήσει..

Μα εκείνη, δε σταμάτησε....
wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 49° - Page 2


by BeYourselfGM
7-8 λεπτά

Έλεγαν πως οι νύμφες, έτρεχαν τις νύχτες μέσα στα φαράγγια τόσο γρήγορα που
ανθρώπινο μάτι δεν τις έπιανε στο βλέμμα του. Έτρεχαν και γελαγαν με εκείνους
που προσπαθούσαν να τις πλησιάσουν.
Έτσι έτρεχε και η Αρετή...
Μόνο που εκείνη δε γελαγε...
Εκείνη άφηνε το πόνο της να βγαίνει σαν ανατριχιαστική κραυγή στην σιωπή του
φαραγγιού.

Χόρτα, τσουκνίδες και αγκάθια έσκιζαν τα πόδια της μα εκείνη ούτε που ένιωθε το
πόνο. Τι άλλο έμενε πια για να νιώσει όταν ακόμα και ο πόνος ήταν λίγος σαν
συναίσθημα;
Η Αρετή έτρεχε από φόβο. Φόβο για όσα ένιωθε . Φόβο για όσα είδε. Εκείνα τα
μάτια του Ορέστη, έμοιαζαν με πύλες της κόλασης. Σαν να αποδέχθηκε το ριζικό του
και δώρισε τον εαυτό του στο διάολο. Σαν να ήταν δύο φονικά εργαλεία εκείνα τα
χέρια του που κάποτε σκούπισαν απαλά το δάκρυ από τα μάτια της. Εκείνα που τη
κράτησαν δείχνοντας της πως δεν έπρεπε να φοβάται κανένα και τίποτα.
Αυτά τα χέρια φοβόταν...

Η καρδιά της ήταν έτοιμη να ξεσκιστει από τα στήθη όταν πια έφτασε στο ξέφωτο
και αντιλήφθηκε πως δεν είχε άλλο δρόμο για να τρέξει.
Έστεκε ακριβώς στην άκρη. Λίγο πριν το γκρέμνι που οδηγούσε στο καταρράκτη τις
λίμνης.. Σε εκείνο το γκρέμνι που επισφράγισαν τη μοίρα τους, τόσο η Μαριώ, όσο
και το Κατερινιω...
Από εκείνο το γκρέμνι, που τσακίστηκε και ο Μάριος... Εκείνο το καταραμένο μέρος
που έμοιαζε με συλλέκτης ψυχών.

Κόλλησε το βλέμμα της μέσα στα θάμνους που έμοιαζαν σαν να τη κορόιδευαν και
τους είδε να κουνιούνται. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και ύστερα πίσω της. Δεν
είχε που να πάει.

"Μη το κουνήσεις ρούπι!!!" η φωνή ακολούθησε και το παρουσιαστικό του ευθύς


αμέσως. Ο Ορέστης ξεπρόβαλε λαχανιασμενος μέσα από εκείνους τους θάμνους και
σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά της.

"Μη πλησιάσεις!! Φύγε!" Του φώναξε φοβισμένη.

Ο Ορέστης κοίταγε μια εκείνη και μια τα πόδια της.

"Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω..." τον παρακάλεσε κλαίγοντας σαν περπάτησε προς το


μέρος της. "Μη με πλησιάζεις"
"Αρετή...Άσε με" της είπε ανοίγοντας τα χέρια ως ένδειξη ότι δε θέλει να τη
πειράξει μα εκείνη εσκουξε σαν πήγε κοντά. "Μη με φοβάσαι ανάθεμα!" Κραύγαζε
δυνατά και εκείνη τρόμαξε ακόμα πιο πολύ.
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα αλλά το ίδιο κι εκείνη προς τα πίσω.
Μικρές πετρουλες έπεσαν και τσακίστηκαν στο νερό που υπήρχε κάτω και σαν είδε τα
πόδια της τόσο κοντά στο γκρέμνι, άπλωσε τα χέρια...

Και τότε την είδε...


Ήταν σαν να έβγαζε φτερά...
Σαν να διάλεξε τη μοίρα της και τον αρνιόταν.
Σαν να επέλεγε ένα δρόμο εν γνώση της που δεν είχε γυρισμό...

Η Αρετούλα πισωπατησε, και μαζί με τις πέτρες, την είδε να χάνεται κι εκείνη
από τα μάτια του στο γκρέμνι....

**********************

"Πολύ ώρα λείπει ο Ορέστης..." σιγομουρμουρισε ο παπά Μανώλης στο Λευτέρη σαν
έφερε και άφησε νευριασμένος το τελευταίο κρασί. Ίσως ήταν και ο μόνος που δεν
ήπιε τούτη τη νύχτα.

"Και ήντα να κάμω; Δεν τον είδα και με τούτα που γίνονται δεν αμφιβάλλω ότι
θέλει να μείνει μονάχος. Νομίζεις εγώ δε στεναχωριέμαι; Ανάθεμα το πείσμα του!"
είπε σκεπτικός πια.

"Έχω κακό προαίσθημα Λευτέρη..." ο παπάς τον κοίταξε και έπειτα έπιασε τη
μαγκουρα του και σηκώθηκε. "Κατεβα εσύ στο οινοποιείο. Θα πάω εγώ ως την
εκκλησιά να προσευχηθώ. Αν δεν είναι εκεί, ψάξε και βρες τον!"

Ο Λευτέρης σαν να πήρε διαταγή, παράτησε όπως όπως τη δουλειά του και έτρεξε στο
οινοποιείο...

"Γιατί τρέχει έτσι ο Λευτέρης;" ρώτησε η Μαρία τον Στυλιανό , ο οποίος είχε
χαθεί σε σκέψεις κοιτάζοντας το σαρίκι του. Ακόμα δε πίστευε πως θα φτιάξει ένα
σπιτικό μαζί της. Σκέφτηκε πως ίσως τελικά μπορεί να έγιναν πολλά, αλλά η ζωή
τον οδήγησε σε ένα μονοπάτι που τον γέμιζε χαρά και ευτυχία. "Στυλιανέ..." είπε
πιο μαλακά η Μαρία σαν είδε πως δε σαλευε

"Με συγχωρείς Μαρία μου...Λίγο το κρασί, λίγο η μουσική, αφαιρέθηκα..." της είπε
στάζοντας μέλι.

"Κάτι έγινε Στυλιανέ... Το νιώθω. Ο παπάς έφυγε και το ίδιο και ο Λευτέρης. Ο
Ορέστης είναι άφαντος και κάτι ..."

"Ηρέμησε κυρά μου..." τη καθησύχασε "Ο Λευτέρης ίσως πήγε να φέρει κι άλλο
ποτό . Ο παπάς είναι μεγάλος σε ηλικία... Όλα είναι εντάξει. Ζήσε τις χαρές
μας..." Η Μαρία έβγαλε έναν αναστεναγμό στα λόγια του.

Ήταν νύχτα, πρότερα τα αστέρια ήταν ψηλά μα εκείνα έπιασαν σιγά σιγά και
χάνονταν ένα ένα...

"Ο καιρος αλλάζει... Κακό σημάδι..." ψέλλισε και έριξε ένα βλέμμα στην Άννα η
οποία έδειχνε κι εκείνη σαν να έψαχνε κάτι στο πλήθος. "Στυλιανέ; Σε παρακαλώ.
Δεν νιώθω καλά. Σήκω να δεις που κίνησε ο Λευτέρης και ο παπάς" η Μαρία ένιωθε
ένα κόμπο στο λαιμό . Πίστευε βαθιά από μικρό κορίτσι πως σαν άλλαζε στα αξαφνα
ο καιρός και έφερνε καταιγίδα , κάτι κακό γινόταν σε κάποιο μέρος γύρω της.
Εκείνος αναστεναξε.
"Εντάξει. Από ότι βλέπω έρχεται και βροχή μα τούτη τη φορά ο Ορέστης σαν αν το
ήξερε, έβγαλε και τα σκέπαστρα. Θα δώσω εντολή να τα σηκώσουν για να μη βραχουμε
κι έπειτα θα πάω να τους βρω. Ηρέμησε τώρα Μαρία μου εντάξει;" Εκείνη του
χαμογέλασε γλυκά και του χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο.

Ο Λευτέρης βαρεσε δυνατά τις πόρτες του οινοποιείου σίγουρος πως κατά πάσα
πιθανότητα ο Ορέστης θα ήταν εκεί. Πως ίσως ήθελε να πιει μόνος και να πνίξει
και το πόνο του. Ήταν χιλιάδες οι φορές που τον ξόρκισε να έχει την Αρετή από
κοντά μα όσες φορές ο Λευτέρης τον ρωτούσε , εκείνος δεν έβγαζε μιλιά. Σαν ένα
κακομαθημένο παιδί που δεν ήθελε να παραδεχτεί τα λάθη του.

"Ορέστη! Άιντε φτάνει... Ο παπάς έχει τρελαθεί και με έστειλε να σε βρω. Άιντε
έλα σε παρακαλώ... Μη τους χαλάσουμε το γλέντι" φώναξε μα εισέπραξε σιωπή . Σαν
να ήταν έρημο εκείνο το μερος. Άκουσε μια βροντή και την ίδια στιγμή, τα τζάμια
του οινοποιείου ετριξαν. Βγήκε έξω χωρίς να ορίζει το λογισμό του και σήκωσε
ψηλά το κεφάλι. Οι πρώτες ψιχαλες έπεσαν και ένιωσε σαν να τον καίνε...
"Που είσαι κύρη μου... Θα αρχίσω να φοβάμαι κι εγώ τώρα..."

************************
Σαν έφτασε στο δρόμο του αρχοντικού, η μαγκουρα του έπεσε από τα χέρια. Είδε
έναν άνθρωπο να κείτεται σαν νεκρός και έτρεξε όσο μπορούσε καταπονημενος.
Καθώς πλησίασε κοντά ένας οξύς πόνος διαπέρασε τη καρδιά του και βάζοντας τα
χέρια του επάνω της, γονάτισε προς το Γιώργη

Η βροχή είχε πλέον πιάσει...


Ξεπλενε τα αίματα από το πρόσωπο και ο παπά Μανώλης τον κράτησε στα χέρια του.

"Πόσα κοπέλια θα μας στερήσει ετούτος πια ο τόπος..." Είπε σιγανα

Μα δεν έκλαψε ούτε είχε φωνή να ουρλιάξει στην ηλικία του...

Μονάχα έμεινε να τον κρατά βγάζοντας μικρές ψαλμωδίες από τα χείλη... Αν και
ήταν ακόμα ζωντανός, ακουγόταν σαν να τον αποχαιρετούσε.
Δεν άντεχε άλλο... Ήταν βαρύ εκείνο το χώμα τελικά, και ανάθεμα στο χρώμα του,
έμοιαζε με κόκκινο παρά με καφέ...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 50° - Page 2


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

Οι φλέβες γύρω από το λαιμό είχαν πρηστεί και έμοιαζαν σαν να 'ταν έτοιμες να
σπάσουν και να αφήσουν το αίμα τους να γίνει ένα με το υπόλοιπο πρόσωπο. Ο
Ορέστης είχε γίνει κατακόκκινος από τη δύναμη που κατέβαλε.

Κρατούσε το καρπό της σφιχτά σαν να ήταν ότι πιο πολυτιμότερο έχει κι εκείνη
ανήμπορη να βγάλει φωνή, κρεμόταν σαν ένα κλαράκι που ήταν έτοιμο να τσακιστει.

Όσο περισσότερη κόντρα έβαζε στο χώμα, άλλο τόσο ήταν σαν να τον έσπρωχναν τα
πετραδάκια. Η βροχή που έπιασε έδειχνε να δυναμώνει και εκείνος άρχισε
γλιστράει.
Η Αρετή σαν είδε πως το κορμί του ερχόταν πιο κοντά, προσπάθησε να κουνηθεί και
η όραση της από τις ψιχαλες θόλωσε.

"Θα σκοτωθείς..." του είπε έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις απο την ένταση μα
εκείνος έβγαλε μια δυνατή βοή μέσα από τα στήθη και παίρνοντας το ρίσκο, άπλωσε
και το άλλο χέρι . Έβαλε οση ψυχή του είχε απομείνει και ταυτόχρονα με μια
δυνατή βροντή,
την έβγαλε από το γκρέμνι ουρλιάζοντας.

Εχανε το φως της και εκείνος το έβλεπε. Μα ήξερε... Ήξερε πως η μοίρα του αν δε
κατάφερνε να τη κρατήσει, θα ήταν να πέσει μαζί της...

Σαν την τράβηξε εντελώς, την έκλεισε μέσα στα στήθη του. Πήρε κυριολεκτικά το
κεφαλι της αγκαλιά και το βάλε επάνω στη καρδιά του θέλοντας να τη προφυλάξει
τόσο από τη καταιγίδα μα κι από τον εαυτό της...
"Θέλεις να με σκοτώσεις; Ήντα είναι αυτά που κάμεις..." αποκρίθηκε με ένα
παράπονο στα χείλη "Μια τρίχα από το κεφάλι σου αν πείραζα...Εγώ ο ίδιος θα
έκοβα τα χέρια μου , μα εσύ με φοβάσαι..." Και δεν είχε κι άδικο ύστερα από τις
εκρήξεις που της είχε προσφέρει ουκ ολίγες φορές.
"Δεν ήθελα πολύ ούτε κι εγω... μόνο να σε νιώσω με τη σειρά μου, για μια
στιγμουλα σαν με κοιτούσες... Σαν ήρθες κοντά και άπλωσες τα χέρια σου πάνω
μου... " της είπε αφήνοντας υπονοούμενο ότι την είχε ακούσει εκείνη τη μέρα στο
οινοποιείο. Η γλώσσα του άρχισε να λαλά μονάχη της. Λίγο ο φόβος της απώλειας...
Λίγο ο πόνος και μόνο της ιδέας...
Το κρασί... Το θολωμένο του μυαλό...
Ο Ορέστης άρχισε να παραληρεί δίχως να σκέφτεται τιποτα.
"Στάλα δεν έπαψα... Στάλα... Μα πόνεσα σαν άκουσα πως με ήθελες νεκρό...Γιατί
πόνεσα; Γιατί ήξερα πως στο τέλος, ακόμα κι αν έστεκα σαν εχθρός, ήμουν
διατεθειμένος να θυσιάσω τον εαυτό μου για να είσαι εσύ ευτυχισμένη. Να σε αφήσω
να με σκοτώσεις για να χαμογελάς...
Και πίστεψέ με... πονάει..."

Η Αρετή μάζεψε τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμια και ανασηκώθηκε.

"Πως μπορείς να λες ότι σε ήθελα νεκρό; Εγώ; Εγώ που..." Κομπιασε και λέξη δεν
βγήκε. Ο Ορέστης τη κοίταξε πληγωμένος μα κατέβασε το κεφάλι από ντροπή. Και
μόνο σαν ήρθαν τόσο κοντά και έμειναν μόνοι μπόρεσε η αλήθεια να φανεί. Τώρα
κατάφερε και δικαιολόγησε εν μέρη κάθε του πράξη.
"Ζήλεια;" Του είπε σαστισμένη κι έτσι όπως ήταν καθισμένοι κάτω και οι δύο, πήρε
λίγη απόσταση και έμεινε στα γόνατα της. "Αυτό ήταν; Με αυτό το κίνητρο έσπειρες
μέσα μου το φόβο;" τον κοιτούσε μα εκείνος το κεφάλι δεν το ανέβαζε. "Πες μου
γαμωτο σου!!! Πες μου!" Η Αρετή κοπανησε τις γροθιές της στο στήθος του κι
εκείνος σαν σήκωσε κεφάλι, την έπιασε από τους καρπούς και τη τράβηξε με μανία
πάνω του.
Έσκασε τα χείλη του στα δικά για μια μόνο στιγμή και έπειτα κρατώντας την ακόμα
σφιχτά, ένωσε τα κούτελα τους.

"Σαν τον είδα να σου χορεύει... Τα έχασα όλα... Γονάτισε μπροστά στα πόδια σου,
κι εγώ ο δειλός δε τα κατάφερα... Τη γλώσσα ήθελα να του κόψω σαν μίλησε για
σένα... Σαν σήκωσε και μόνο το βλέμμα του πάνω σου. Ναι! Αν αυτό θέλεις να
ακούσεις , τότε ναι! Ζηλεύω!" της φώναξε και χωρίς να περιμένει να ακούσει
απάντηση, την κράτησε από τα μάγουλα και συνθλιψε για δεύτερη φορά τα χειλη του
με τα δικά της. Μόνο που τούτη η φορά ήταν διαφορετική...
Σαν να αποφασισε ο πόνος να σύρει το χορό με την αγάπη, εκείνη ανταποκρίθηκε...
Δεν τους ενδιέφερε το γεγονός πως έβρεχε καταρρακτώδως.
Τα χείλη της άνοιξαν, καλωσόρισαν τη γλώσσα του και ο πόθος γιγαντώθηκε
μονομιάς. Ο Ορέστης έτσι όπως ήταν καθισμένος, έβαλε τα χέρια του στη μέση της
και τη σήκωσε ολόκληρη τοποθετώντας τη πάνω του.
Η Αρετή πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και έπινε αχόρταγα φιλί το
φιλί, σαν διψασμένη που βρήκε όαση.

Λεπτό δεν σταμάτησαν ούτε για να πάρουν ανάσα. Δε χωρούσε διακοπή. Ο Ορέστης
βάθυνε το φιλί και κατεβάζοντας τα χέρια του στο φόρεμα της το έπιασε από το
άνοιγμα που είχε στο στήθος και το έκανε δύο κομμάτια.

"Να σε κάνω δική μου, κι ύστερα ας πεθάνω.." βογγηξε κατεβαίνοντας, και


ρουφωντας δυνατά το δέρμα της στο ύψος του λαιμού, άφησε το σημάδι του πάνω
της.

Μην αντέχοντας άλλο , τη σήκωσε ελαφρά και τη ξάπλωσε πάνω στα λασπωμένα χώματα.
Έπιασε ότι κουρέλι κατάφερε και στάθηκε πάνω στο κορμί της από εκείνο το φόρεμα,
και άρχισε να τη γδυνει.

Από μακριά έδειχναν σαν δυο θηρία που πάλευαν για τη κυριαρχία μα ο Ορέστης
βγήκε νικητής. Οι ορμές της Αρετής ήταν κι εκείνες πολλες μα δε την άφησε τα
πάρει τα ηνία. Γραπωσε τις παλάμες της με το ένα χερι, τις έσυρε ψηλά από το
κεφάλι, και με το άλλο, της άνοιξε τα πόδια. Χώθηκε ανάμεσα και λίγο πριν μπει
μέσα της σταμάτησε.

"Πες το μου... Θέλω να το ακούσω..." ζήτησε λαχανιασμενος. Δεν είχαν νόημα οι


λέξεις που θα χρησιμοποιούσε και ούτε τον ένοιαζε τι θα του πει. Ήθελε απλά να
εισπράξει την ουσία τους...

"Δεν έχω λόγια να σου πω...


Όλα είναι λίγα..." του απάντησε ξεπνοη και εκείνος όρμησε στα χείλη της φιλώντας
τα παθιασμένα. Λεπτό δεν άφησε τα δύο της χερια . Τα κρατούσε και απολάμβανε
κάθε τους στιγμή ώσπου σαν ώθησε τον εαυτό του μέσα της, εκείνη βογγηξε δυνατά.
Τόσο που ακόμα και τα μπουμπουνητα επισκιάστηκαν απο τον ήχο της. Ο Ορέστης
χαμήλωσε το κεφάλι στο λαιμό, απελευθερώνοντας τα χείλη της , κόλλησε το
ελεύθερο χέρι του πάνω στο μπούτι της και άφησε το στόμα του, να ρουφήξει το
υγρό της στήθος της.

Οι αναστεναγμοί της, δεν έμοιαζαν με καμίας άλλης γυναίκας που πήγε.


Προκαλούσαν φρένιασμα στο μυαλό του. Έχανε την αυτοσυγκράτηση του και το έβλεπε.
Σαν ένιωσε τα καυτά υγρά της να τον καίνε από μέσα, θόλωσε από ηδονή.
Αύξησε ταχύτητα και παραδόθηκε στους ήχους του κορμιού της...
Ήταν εξτασιασμενος τόσο από σωματική απόλαυση όσο και ψυχική και ο τρόπος με τον
οποίο την έκανε δική του, όχι πως ήταν ήρεμος εξ αρχής μα πλέον είχε αγριεψει.
Έπιανε, εσφιγγε, δάγκωνε και διεκδικούσε κάθε σπιθαμή της αχόρταγα.

Κι εκεί... Εκεί που κάποτε γράφηκε ιστορία με αίμα, ξεκίνησε μια καινούρια...

Μα έτσι έκανε και ο Σήφης τη Μαριώ...


Την έκανε δική του σε εκείνα τα χώματα, κι ύστερα την έχασε...
Του φύγε σαν το πουλί στον ουρανό παίρνοντας μαζί της, το σπόρο της αγάπης τους
για παρηγοριά...

Πόσο άλλαζε τελικά η ιστορία;


Και πόσο το πεπρωμένο;

Κανένας δεν ήξερε από τους δύο...


Το μόνο που ήξεραν ήταν πως επιτέλους, είχανε γίνει ένα...
Κι ανάθεμα σε όποιον θα έστεκε ανάμεσα τους...

**********************
Ο Γιώργης κρατούσε το πάγο πάνω στο μάτι, σιωπηλός. Ο παπάς από την άλλη
κοιτούσε συνεχώς προς τα έξω για κάποιο σημάδι του Λευτέρη ενώ κανένας άλλος δε
κατάλαβε πράμα στο χωριό. Με τη βροχή να πέφτει μανιασμένα εκείνοι ανέβασαν τα
σκέπαστρα και συνέχιζαν το γλέντι.

Ο παπά Μανώλης πετάχτηκε από τη καρέκλα σαν άκουσε τη πορτα να χτυπά.

Άνοιξε τη πόρτα της εκκλησίας, και είδε το Λευτέρη μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω
να στέκει σοβαρός.

"Λέγε ! Ήντα βρήκες; Πες μου να χαρείς μια καλή κουβέντα για δε θα αντέξω ο
καψερος..." Ο παπά Μανώλης έμαθε από το Γιώργη κάποια πράγματα μα η αφήγηση
σταμάτησε στο σημείο που έπεσε αναίσθητος. Ούτε ο θεός ο ίδιος μπορούσε να
ηρεμήσει το παπά ξέροντας πως η Αρετή έφυγε προς το δάσος με τον Ορέστη πίσω
της.

Μα τι να έλεγε και ο καημένος ο Λευτέρης ύστερα από όσα αντίκρυσε που ντρέπονταν
ακόμα και λέξη να ξεστομίσει.

"Λευτέρη!!!" ο παπά Μανώλης χτύπησε τη μαγκουρα κάτω κι εκείνος φάνηκε να


χαμογελάει. "Γελάς ρε κουζουλό; Για ήντα το 'χασες κι εσυ;"

"Τελείωσε παπά Μανώλη!!! Τελείωσε!!!' Φώναξε αξαφνα και χωρίς να λογιζει ,όρμησε
και τον αγκάλιασε χοροπηδώντας...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 51° - Page 3


by BeYourselfGM
9-11 λεπτά

Μύριζε υγρασία το χώμα. Αλλά ήταν από εκείνες τις στιγμές που σε γεμίζουν με
όμορφα συναισθήματα. Όταν μετά τη καταιγίδα νιώθεις τη γαλήνη. Το ξημέρωμα τους
βρήκε γυμνούς να κοιμούνται αγκαλιά κάτω από ένα φυσικό σκέπαστρο που έφτιαχναν
οι βράχοι της λίμνης. Σαν έφτασε ο έρωτας τους στο ζενίθ και ενώθηκαν ως το
τέρμα, εκείνος τη πήρε αγκαλιά και τη κατέβασε κάτω από το γκρέμνι. Την εχωσε
μέσα σε εκείνη τη μικρή σπηλιά και τη ξαναέκανε δική του. Δεν χορταινε με τίποτα
. Σαν να ένιωθε ότι ήταν ψέμα και ήθελε να το κάνει να κρατήσει περισσότερο.

Ο Ορέστης ήταν ο πρώτος που ξύπνησε.


Ετριψε λίγο τα μάτια του και έπειτα σαν την ένιωσε ξαπλωμένη πλάι του, άρχισε να
φέρνει τις θύμησες τη μια μετά την άλλη στο μυαλό του. Το γκρέμνι, τη βροχή, την
εξομολόγηση, το βλέμμα της σαν κρεμόταν κι εκείνος τη κρατούσε, τα λόγια της...
Το κορμί της... Όλη τη ζεστασιά που του προσέφερε και ζωνταψε εκείνο το νεκρό
πράμα που κατηντησε το τελευταίο διάστημα.
Δίχως να κουνηθεί έμεινε να τη παρατηρεί. Τα χείλη της ήταν κόκκινα από τα
ρουφηγματα και τα δαγκώματα του. Τα μάγουλα της είχαν ένα γλυκό ροδαλο χρώμα ,
και τόσο ο λαιμός όσο και το δέρμα γύρω από τα στήθη της, ήταν γεμάτο μελανιές
και κοκκινίλες...
Είδε τις ρώγες της να σκληραίνουν και αντιλήφθηκε πως κρύωνε μέσα στον ύπνο της.
Μόνο που όλη αυτή η εικόνα αντι να του ξυπνήσει τη συναίσθηση για το που
βρίσκονταν και τη κατάσταση τους, τον άναψε ολόκληρο.

Χάιδεψε απαλά τη κοιλιά της, έπειτα φίλησε τη ρώγα της και πέρασε τη γλώσσα του
γύρω από τα σημάδια που της είχε αφήσει τη προηγούμενη νύχτα. Εκείνη κουνήθηκε
και έτσι όπως ξάπλωσε ανάσκελα ήταν σαν να του έδινε βουβά τη συγκατάθεση της.
Μουγκρισε μέσα στον ύπνο της και εκείνος πήρε φωτιά.

Άνοιξε απαλά τα πόδια της , σκαρφάλωσε ελαφρώς προς τα πάνω της και εχωσε το
κεφάλι του μέσα στο λαιμό της.

"Ορέστη..τρελάθηκες;" του ψιθύρισε σαν ξύπνησε

"Σσς...μη μιλάς..." απάντησε σιγανα και έπειτα κατέβασε το χέρι του ανάμεσα στα
πόδια της. Σαν να την απειλούσε, ξεκίνησε να κατεβαίνει από το μπούτι, ώσπου
έφτασε στα χείλη του αιδοίου της και τα χάιδεψε. "Πεινασμένος αισθάνομαι...
Συγχωρα με μα δε μπορώ να μη σ'αγγιξω.." στο τελείωμα του, πίεσε ένα δάχτυλο
μέσα της κι εκείνη κύρτωσε το κορμί σαν προς τα πίσω.

Το όνομα του βγήκε μέσα από τα χείλη της ξεψυχισμενα και εκείνος σφραγίζοντας τα
με ένα φιλί εισχώρησε και δεύτερο δάχτυλο. Όσο εκείνη σπαρταρουσε στα χέρια του
άλλο τόσο του ανέβαινε η τρέλα στο κεφάλι. Σαν ένιωσε στα χέρια του τη κάψα του
κορμιού της , τα τράβηξε. Ξάπλωσε πλάι κι εκείνη χωρίς καν να της το ζητήσει
σκαρφάλωσε πάνω του. Ανασηκωσε τόσο όσο έπρεπε τη λεκάνη της για να έρθει σε
επαφή με το σκληρό του μόριο και έπειτα το άφησε να βυθιστεί μέσα της βγάζοντας
ένα επιφώνημα απόλαυσης.

Έμοιαζαν σαν να προσπαθούσαν να κερδίσουν όλες εκείνες τις στιγμές που τους
στέρησαν τα λάθη...
Και αυτό έκαναν...

************************

Τα σύννεφα ήταν ακόμα διάσπαρτα στον ουρανό μα ο ήλιος που κρυβόταν από πίσω,
προμήνυε πως δε θα έχει άλλη βροχή. Είχε πάει έξι το πρωί. Ελάχιστοι είχαν
ξυπνήσει έπειτα από το χθεσινό γλέντι και τόσο πιοτό. Μα κι αυτοί τριγύριζαν
ζαλισμενοι ίσα για να πάνε στις δουλειές τους.

Ο παπάς μάζεψε τα λιωμένα κεριά , καθάρισε το χώρο και έπειτα βγήκε έξω για να
χτυπήσει τη καμπάνα. Μα δε πρόλαβε...
Είδε το Γιώργη να πλησιάζει με το σάκο του, και κατάλαβε αμέσως.

"Αντίο παπά Μανώλη..." είπε κι εκείνος το κοίταξε καλά καλά και χαμήλωσε το
βλέμμα απογοητευμένος. Το χείλος του ήταν ακόμα πρησμένο, το μάτι του μελανό και
ένα σκισιμο κοσμούσε το μάγουλο. Είχε πλυθεί βέβαια και αυτό φαινόταν αλλά και
πάλι, φανέρωνε πως πέρασε μεγάλη ταραχή το βράδυ.

"Φεύγεις..." αποκρίθηκε σιγανα ο παπά Μανώλης. "Λυπάμαι γιε μου..."

Και όντως λυπόταν. Μα δεν είχε τίποτα άλλο να του πει έτσι όπως ήρθανε τα
πράγματα. Κι εκείνον τον πονούσε μα ήξερε πως αυτή η φυγή, ήταν για το καλό
όλων.

"Δε βαριέσαι..." Χαριτολογησε ο Γιώργης μα όσο κι αν εγελασε, έκρυβε πίκρα στη


φωνή του "Δεν έκαμα εξ αρχής για το χωριό. Θα κατέβω στα Χανιά και θα τη βρω την
άκρη μου"

Ο Γιώργης έστρωσε το σάκο στον ώμο και πριν διαβεί την έξοδο του χωριού,
πλησίασε κρατώντας δύο γράμματα στα χέρια.

"Δώσε αυτό, στον αδερφό μου... Μη πεις πράμα παραπάνω . Θα το διαβάσει μόνος" ο
παπάς έκανε μια γκριμάτσα λύπης "Δεν ήξερα... Αν ήξερα δε θα άπλωνα βλέμμα
αλλά.. άστα αυτά τωρα. Και αυτό... Δώσε το σε εκείνη" είπε και του άφησε τα
γράμματα στο χέρι.
"Να προσέχετε... Ίσως καμία μερα κατέβω πάλι στο χωριό, αλλά αυτή τη φορά με
παρωπιδες..." Σχολίασε χαμογελαστός μα το παπά δεν τον ξεγέλασε... Ειχε πικραθεί
πολύ. Γι αυτό και έφευγε χωρίς να περιμένει. Ο Γιώργης διάλεξε όπως ήρθε έτσι
και να φύγει και καταβαθος αυτό ήταν το σωστό στα μάτια του παπά. Το χωριό δε θα
τους χωρούσε και τους δύο. Όχι γιατί δε θα τα έβρισκαν μα καταβαθος ο Γιώργης,
έτρεφε αληθινά αισθήματα για την Αρετή. Κι αυτό ήταν αρκετό.

"Αμε στο καλό και ο Θεός μαζί σου..." τον αποχαιρέτησε ο παπάς κι εκείνος
τράβηξε το δρόμο του γυρισμού...

**************************

"Που είναι ο Ορέστης;" ρώτησε η Άννα κατεβαίνοντας από τη κάμαρη της.

"Είχε δουλειά..." Απάντησε ξερά ο Στυλιανός ο οποίος είχε μιλήσει με το Λευτέρη


το πρωί.

"Τι δουλειά;" συνέχισε εκείνη μα ο Στυλιανός ρουφηξε λίγο από τον ελληνικό που
του έφτιαξε η Μαρουσό το πρωί και έπειτα σηκώθηκε. Έδειχνε διαφορετικός στα
μάτια της. Βέβαια δεν είχαν ποτέ κακές σχέσεις αλλά κάτι επάνω του ήταν
διαφορετικό.
"Στυλιανέ! Είναι η μάνα σου και απαιτώ...." στο απαιτώ που ξεστομισαν τα χείλη
της, ο Στυλιανός ξέχασε πως ήταν μάνα του και γύρισε προς το μέρος της. Τη
γραπωσε από τα μπράτσα και την έσπρωξε με τέτοια δύναμη πάνω στη τραπεζαρία που
όλα τα γυαλικά που είχε πάνω κουνήθηκαν συθέμελα.

"Πως τολμάς!"

"Πάψε! Πάψε για ήντα θα βγάλω το όπλο μου και θα σου τιναξω τα μυαλά στον αέρα!"
της φώναξε έξαλλος μα σαν ειδε τη Μαρουσό που προφανώς άκουσε τις φωνές να
μπαίνει μεσα την άφησε. "Τράβα μέσα εσύ!" είπε και η νεαρή υπηρέτρια έτρεξε
δίχως άλλο στη κουζίνα.
"Φρόντισε να μη μάθει ο Ορέστης ποτέ για τα καμώματα σου με το Στρατή. Για θα το
μάθει... Κι αν θα μάθει και πως βρέθηκε το σαρίκι πραγματικά στα χέρια του, θα
σε καθαρίσει..."

Η Άννα χλωμιασε...

"Τι είναι αυτά που λες! Δε ντρέπεσαι;" του έβαλε τις φωνές μα εκείνος σημασία
δεν έδωσε. Έβγαλε από τη τσέπη δύο κομμάτια χαρτί και έπειτα άρχισε να
διαβάζει...

"Σήμερα άφησα το φούρνο και κατέβηκα στο λόφο. Η μάνα μου έφτανε για να βγάλει
τα ψωμιά. Είδα το χαμόσπιτο και θυμήθηκα να λένε ιστορίες για τη τρελή γριά που
έμενε εδώ και κάηκε ζωντανή. Μπήκα και βρήκα τούτο εδώ το τετράδιο... Δεν ξέρω
τι να κάνω ύστερα από όσα διάβασα... Η Άννα είναι φίλη μου και με αγαπάει. Ίσως
αν της μιλήσω , να καταλάβει και σταματήσει επιτέλους τη τρέλα αυτή και το
μίσος..."
Ο Στυλιανός έκανε μια παύση και ύστερα διάβασε τη δεύτερη σελίδα

"Μετά βίας κατάφερα και το έσκασα. Έτρεξα και ήρθα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Σαν
είδα την Άννα με το Στρατή στο κτήμα τρελάθηκα. Εκείνη με είδε μα δεν έκανε
κίνηση. Σαν να με άφηνε να παρακολουθώ. Θεέ μου βοηθά... Τούτη η γυναίκα είναι
διαβολεμενη. Της είπα όσα διάβασα και εκείνη με όρκισε να μη πω κουβέντα σε
κανένα χθες καθως ερχόταν ο γάμος της... Να μη χαλάσει. Μα αυτό που είδα
σήμερα... Ξέρω πως έρχεται εδώ. Ίσως αν τρέξω να προλάβω τα μαντάτα στη μανα μου
όλα να τελειώσουν. Τη χαζή που είμαι... Έπρεπε να πάω στο φούρνο!κι αυτό θα
κάνω. Θα κρύψω τούτο εδώ το πραμα και θα πάω να τα πω όλα! Σε όλους!"

"Η Καλλιόπη της φουρναρισσας, βρέθηκε από όσο θυμάμαι και άκουσα νεκρή...
Γλίστρησε καθώς έτρεχε στο φούρνο και έπεσε πάνω σε μια κοτρώνα... Έκτοτε
κακογερασαν δίχως να κάνουν άλλα παιδιά..." αποκρίθηκε ο Στυλιανός σαν
τελείωσε... "Τούτες εδώ τις σελίδες , τις βρήκα κρυμμένες στο δωμάτιο της Μαρίας
χθες όταν τη γύρισα σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στα χέρια της κι αν ήθελε να σε
προστατέψει μα την είχε πειράξει το κρασί και κοιμόταν σαν την ανέβασα πάνω"

Η Άννα έστεκε έντρομη

"Δεν είναι αυτό που ...."

"Βούλωσε το !!!! Με το Στρατή; Δεν ξέρω που τα βρήκε αυτά η Μαρία αλλά θα μάθω
σύντομα. Όσο για εσένα, φρόντισε να μη μάθει τίποτα ο Ορέστης γιατί θα σε
σφάξει!" Ο Στυλιανός άνοιξε τη πόρτα αλλά σταμάτησε "Για να μην είσαι και
περίεργη..." άρχισε να της λέει "Ο Ορέστης πέρασε τη νύχτα με την Αρετή στο
φαράγγι.! Βλέπεις; Ο κόσμος θέλει να αγαπήσει κι εσύ σπέρνεις το μίσος! Μα
έννοια σου... Είσαι τυχερή που τα βρήκα εγώ... "

Ο Στυλιανός κοπανησε δυνατά τη πόρτα και εκείνη έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 52° - Page 3


by BeYourselfGM
9-12 λεπτά

Φόρεσε το παντελόνι του , το οποίο είχε πλέον στεγνώσει και νιώθοντας τη γαλήνη
να τον κατακλύζει, παραμέρισε κάτι φύλλα που είχαν πέσει χάμω πάνω στα βράχια
και κάθισε. Σαν τη κυρά... Όπως τότε. Τη πρώτη μέρα που την είδε... Έτσι
κολυμπούσε στα νερά. Μα πλέον ήταν η δική του κυρά και αυτό δε θα άλλαζε για
κανένα και τίποτα.

Έπιασε μεσημέρι και είχαν αποφασίσει να γυρίσουν αλλά όσο έμειναν, συζήτησαν
για αρκετά πράγματα.
Ο Ορέστης, σαν πλέον η ζήλια να έγινε καπνός, της εξήγησε ήρεμα όταν εκείνη
στεναχωρήθηκε για το Γιώργη, πως ήταν σίγουρα καλά. Ένιωθε τύψεις η Αρετή , μα
κι η δική της η καρδιά είχε αφεθεί από χθες οπότε μόνο όταν ηρέμησαν εντελώς
κατάφεραν να συζητήσουν για το χωριό.
Της είπε όλη την αλήθεια για όσα άκουσε να λένε εκείνοι οι άντρες και ότι τους
σκότωσε χωρίς δισταγμό.
Για το ημερολόγιο που δεν πρόλαβε να διαβάσει ολόκληρο μα όσα διάβασε ήταν
αρκετά για να καταλάβει ότι η βεντέτα άρχισε με φταιχτες και τις δύο πλευρές.
Της εξήγησε πως ήταν τυφλωμένος από τη ζήλεια και πως γι αυτό δεν μίλησε στην
Άννα μα ούτε και σε κανένα για τη βεντέτα.
Την ενημέρωσε φυσικά πως το βρήκε η Μαρία και πως ο σταυρός ήταν δικός της και
δεν παρέλειψε ούτε το γεγονός για το θάνατο του πατέρα του και το σαρίκι. Εκτός
φυσικά από την Άννα που ήξερε καλά το λόγο , όλοι πίστευαν πως με κάποιο τρόπο
ο Στρατής βρήκε το Κωστή κι εκείνος από τα λεγόμενα του έπαθε καρδιά. Χωρίς
φόβο, της είπε πως αν και η αρχική βεντέτα είχε άλλου το σπορο της, θέλοντας
και μη είχε ανοίξει καινούρια.
Η Αρετή από την άλλη, του ζήτησε να σταματήσει κάθε τρέλα και να αφήσει ήσυχο το
Στρατή. Όχι γιατί ήταν αθώος μα γιατί ήταν η μόνη της οικογένεια κι ας την είχαν
ξεγράψει , κι εκείνη αλλά και το Μανούσο. Το μόνο που της υποσχέθηκε ο Ορέστης
ήταν πως δε θα πήγαινε ποτέ ο ίδιος ξανά να ψάξει. Αλλά αν εκείνος τολμούσε να
πλησιάσει, τότε δε θα είχε άλλη επιλογή.
Της μίλησε για τη σχέση του με τη Μαρία... Το Στυλιανό, το οινοποιείο.. της είπε
πως την άκουσε να του μιλάει. Ακόμα και πως είχε βάλει το Λευτέρη να τη
προσέχει...

Ωστόσο δεν άφησαν έξω από τη κουβέντα και την Άννα...


Ο Ορέστης ζήτησε από την Αρετή να μάθει αν χτύπησε τη μάνα του. Μα όπως κι
εκείνος , έτσι και η ίδια δε του εκρυψε πράμα. Του είπε πως τη χτύπησε και πως
ένιωσε και περήφανη για αυτό. Του ζήτησε συγγνώμη για τη πράξη της μα εκείνος
απλά της χαμογέλασε... Η Αρετή δε θέλησε να του βάλει λόγια για να μην ανάψει
καινούρια φωτιά και έτσι παρέλειψε να του πει ότι η ίδια του η μανα , τον
αποκάλεσε φονιά...
Ίσως αυτό, ήταν και το μόνο θέμα που δεν έπιασαν στη κουβέντα τους...
Του είπε όμως όλα τα υπόλοιπα. Όσα ήξερε και όσα μάθαινε. Το ίδιο φυσικά έπραξε
και εκείνος. Τίποτα δεν υπήρχε πλέον ανάμεσα τους που να μην είχε ειπωθεί.

"Έλα.. φτάνει" της φώναξε μαλακά "Ήρθε η ώρα να πατήσεις στη στεριά δε
νομίζεις;" Η Αρετή γύρισε και του χαμογέλασε.

"Και για πες μου , πως θα βγω στη στεριά που δεν έχω πράμα να φορέσω;"

"Πράμα;" επανέλαβε εκείνος και γέλασε δυνατά "Νομίζω η πολύ παρέα με το παπά
Μανώλη, σε χάλασε. Άκου εκεί πράμα!" σχολίασε σαν μίλησε όπως μιλάνε στο χωριό.
Η Αρετή του πέταξε λίγο νερό και έπειτα άρχισε να περπατάει προς τα έξω. "Βασικα
μείνε εκεί που είσαι..." ο Ορέστης έκανε να βγάλει τη ζώνη του κι εκείνη τον
έβρεξε ακόμα πιο πολύ.

"Ούτε να το σκέφτεσαι! Ήδη κρυώνω αρκετά! Μα το νερό είναι ζεστό για αυτό δε
βγαίνω" ο Ορέστης στραβομουτσουνιασε και έκλεισε πάλι τη ζώνη. Έπειτα κοίταξε
δεξιά και αριστερά και γέλασε.

"Έλα. Θα βάλεις τη μπλούζα μου, ούτως ή άλλως σαν φόρεμα σου είναι. Θα πιάσουμε
το πίσω δρομο και θα μπεις στο σπίτι χωρίς να πας πάρει χαμπάρι κανένας!"

Έτσι και συμφώνησε...


Σαν να ξαναγεννήθηκαν και οι δύο, έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι...
Θαρρείς και όλα τους τα προβλήματα είχαν εξαφανιστεί μονομιάς...

Η Αρετή βγήκε , ο Ορέστης την "έντυσε" χωρίς να σταματήσει λεπτό να τη πειράζει


κι ύστερα κίνησαν για το χωριό...

**********************
Σέρβιρε μια κούπα με κρασί στον εαυτό του , τη σήκωσε και την άδειασε
μονοκοπανια. Είχε ήδη κλειδώσει τις πόρτες. Κοίταξε την εικόνα της Παναγίας,
έπειτα το τρούλο και όλα όσα είχε δημιουργήσει με τα χέρια του σε εκείνο το
μέρος και έβαλε ακόμα μια κούπα κρασί. Σαν ήπιε και το δεύτερο , υποβασταζομενος
πάντα από τη μαγκουρα του, περπάτησε ως την εικόνα. Έσκυψε με δυσκολία και
γονάτισε.

"Αν πιστεύεις πως αμάρτησα τόσο πολύ, πάρε εμένα. Μα μη δώσεις άλλο πόνο σε αυτά
τα παιδιά... Κρίμα είναι... Κανένας δεν είναι αναμάρτητος κι αυτή είναι η
δουλειά σου... Να συγχωρείς..."

Ο παπά Μανώλης ήταν τόσο ευτυχισμένος σαν είδε πως επέστρεψαν μα και τη κατάληξη
που είχαν μα εκείνος ο φόβος μεγάλωσε στα σωθικά του. Ένιωθε πως η ευτυχία ήρθε
πολύ ξαφνικά για να μείνει και τα μάτια του είχαν δει τόσα πολλά που πλέον
φοβόταν. Τόσο ο Ορέστης όσο και η Αρετή έλαμπαν...

Τους έδωσε τα γράμματα , τους ενημέρωσε πως ο Γιώργης έφυγε και έπειτα χωρίς
πολλά πολλά , αποσύρθηκε και τους άφησε μόνους.

*************************

"Συγγνώμη που δεν έμεινα να σε αποχαιρετήσω, μα είσαι έξυπνη γυναίκα και


καταλαβαίνεις... Ίσως κι εγώ, τόλμησα πολύ. Το ίδιο θα έκανα στη θέση του
Ορέστη. Απλώς άργησα να καταλάβω τι συμβαίνει ... Ή απλώς, έκαμα να στραβά μάτια
θέλοντας να αγγίξω λιγάκι την ευτυχία. Φεύγω γιατί έτσι πρέπει.
Τούτο το μέρος είναι γεμάτο νόμους Αρετή... Και όλοι είναι άγραφοι. Νόμοι
παντελονατοι... Έχουν βάση τη τιμή. Και η δική μου τούτη την ώρα, με θέλει
μακριά... Σου εύχομαι μέσα από τη καρδιά μου να είσαι ευτυχισμένη. Και βγάλε
αυτά τα μαύρα... Δε νομίζω να σου χρειάζονται πια...
Ίσως όταν ξανάρθω στο χωριό , να έχω κι εγω δύο τρία κουτσουβελα και μια γυναίκα
πλάι να με ολοκληρώνει.. Δεν ήταν το γραφτό μου ακόμα...
Πρόσεχε τον... Για σένα ζει...
Γιώργης...."

*********************

"Ένα ρημαδι μήλο είχε μείνει σε εκείνο το καταραμένο δέντρο...


Μαλώναμε για το ποιος θα το φάει... Εγώ ήθελα να το πάρεις εσύ, εσύ ήθελες να το
πάρω εγώ και καταλήξαμε μέσα στα αίματα... Παίξαμε μπουνιές, κλωτσιές,
σφαλιάρες...
Και τελικά το μήλο έπεσε και το έφαγε το άλογο σου ... Ωραίες εποχές. Αγνες.
Εποχές που δε θα ξεχάσω ποτέ...
Συγχωρα με που την άγγιξα...
Να τη προσέχεις...
Γιώργης. "

Ο Ορέστης έκλεισε το γράμμα. Το έβαλε στη τσέπη και ήπιε μια γουλια ρακί. Δεν
υπήρχε κάτι παραπάνω για να ειπωθεί προς το πρόσωπο του από το Γιώργη. Εκείνη η
μέρα, ηταν μια μέρα που κανένας δε ξέχασε... Αγαπιοντουσαν τόσο, που κανένας
δεν έτρωγε το μήλο. Αν και πεινούσαν αφού ήταν όλη μέρα στα κτήματα, κοίταξαν
πρώτα το στομάχι ο ένας του άλλου παρά το δικό τους.

"Μια τιμή την έχω ρε μαλακά ! Τι θα πω στο πατέρα αν σε πάω σπίτι νηστικό!
Τρωγε!"

"Εσύ θα το φας!, Εγώ είμαι άντρας! Αντέχω!"

"Και τώρα τι κατάλαβες που γίναμε μέσα στα αίματα ;"


"Πλάκα είχε..."

"Ναι αλλά δεν έχουμε μήλο...!"

"Γιώργη; Αν μεγαλώσουμε και δε πεθάνουμε στη προσπάθεια, στο ορκίζομαι να πάω


πίσω αν δω ότι γουστάρεις καμία από δαυτες..."

"Τώρα αυτό που κολλάει ρε;"

"Αν κάναμε έτσι για ένα μήλο, αναρωτιέμαι αν θα κάναμε το ίδιο και για
γυναίκα... Πάντως εγώ, αν έβλεπα ότι αγαπάς, θα την άφηνα και θα έφευγα. Τέτοια
τιμή την έχω!"

"Ορέστη πάψε με τις μαλακίες ! Σιγά μη θέλαμε ποτέ ίδια γυναίκα! Εσύ τη θες
υποταγμένη και εγώ τσαχπινα! Μη νοιάζεσαι. Δεν κινδυνεύουμε εμείς! Μα στα
παντελόνια μου κι εγώ , στο ορκίζομαι πως θα έκανα πέρα ρε μαλάκα. Έτσι γιατί
σ'αγαπαω!"

Θύμησες... Λόγια και στιγμές...


Είχανε ζήσει τόσα πολλά...

"Σίγουρα θέλεις να μείνεις;" ξάφνου φάνηκε η Αρετή από τον επανω όροφο κι
εκείνος της γλοκογελασε... Της ζήτησε να διαβάσει το γράμμα της μόνη, και θα
έκανε κι αυτός το ίδιο. "Δεν έχεις πάει από χθες στο σπίτι και..."

"Και μη νοιάζεσαι... Είναι εκεί ο Λευτέρης. Ελπίζω μόνο να μη μας είδε σε τίποτα
περίεργα" η Αρετή γέλασε τόσο δυνατά με το ύφος του. Είχε κοκκινησει ολόκληρος.

Κατέβηκε κάτω, τον αγκάλιασε από πίσω και εναπόθεσε το κεφάλι της στον ώμο του.
Ήταν τόσο όμορφα... Σαν να ζούσαν μαζί... Το τζάκι έκαιγε, η ατμόσφαιρα μύριζε
σπιτικό, και είχε στα χέρια της όλα όσα ήθελε...

"Αρετή;" της είπε έπειτα από λίγο και πιάνοντας τη, την έβαλε να καθίσει στα
πόδια του. "Θέλω να μου ορκιστείς κάτι..." ζήτησε απαλά κι εκείνη τον κοίταξε
σκεπτική. "Αν ποτέ πεθάνω..."

"Ωχου μωρέ Ορέστη!!! Τι λόγια είναι τώρα αυτά!"

"Άσε με να τελειώσω..." εκείνη κατσουφιασε μα τον άφησε. "Αν ποτέ πεθάνω, θέλω
να φύγεις από δω... Να πας κάπου που θα είσαι ασφαλής... Μου το υποσχεσαι;"

"Γιατί εδώ δεν είμαι; Και εκτός αυτού, μη λες τέτοια λόγια ! Γιατί πρέπει να
χαλάσουμε τις καρδιές μας..."

"Αρετή! Υποσχεσου μου!" επέμεινε κι εκείνη αναστεναξε...

"Αν ποτέ πεθάνεις, θα μείνω εδώ. Πλάι σου να σε φροντίζω...κι αν έρθει η ώρα μου
η κινδυνεύω , τότε θα έρθω να σε βρω.... Δε θα το άντεχα να ζήσω χωρίς εσένα
Ορέστη... Δε μπορώ να ανταπεξέλθω... Και ούτε μπορώ να πάρω τέτοιο όρκο... Πως
να φύγω όταν εσύ θα βρίσκεσαι εδώ μου λες;"

"Είσαι τόσο ξεροκέφαλη..." σιγομουρμουρισε ήρεμος κι εκείνη τον αγκάλιασε.

Κάτι που κανένας δεν ήξερε για τον Ορέστη, ήταν πως η Αρετή ήταν το αδύνατο του
σημείο... Μα τώρα, όλα θα άλλαζαν... Όλοι θα μάθαιναν... Και κάπου εκεί στο
βάθος της χαράς του, υπήρχε ακόμα ο φόβος. Την αγαπούσε τόσο, που δεν θα άντεχε
να του πάθει τίποτα. Ίσως αυτό έπρεπε να κάνει τελικά. Ανακωχή. Να φέρει τη
νηνεμία...

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 53° - Page 2
by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Έτρεχε και έτρεχε τόσο πολύ. Ίσως τελικά ήταν λάθος να φύγει μέσα στη νύχτα.
Είχε φτάσει όμως βαθιά μέσα στο δάσος και από το φόβο του έχασε το μονοπάτι.
Άκουγε ήχους σαν να τον ακολουθούσαν άγρια θηρία και ένιωθε πως υπάρχουν ματιά
τριγύρω να τον παρακολουθούν.
Ποτέ του δε φοβήθηκε τόσο σε ολόκληρη τη ζωή του. Ένιωθε πως ήταν θήραμα για
έναν κυνηγό που ήθελε μονάχα τη ζωή του.

Άφησε το σάκο για να μη τον βαραίνει και άρχισε να ανεβαίνει ψηλά . Η κλίση του
εδάφους ήταν τέτοια που αν και είχε δέντρα τριγύρω , ένιωθε το υψόμετρο.
Ώσπου βγήκε από τα δέντρα....
Ώσπου δεν είχε πια άλλο δρόμο να διαβεί εκτός από το γκρέμνι...
Ώσπου έμεινε τρομαγμένος να κοιτάζει μέσα σε εκείνους τους θάμνους με κομμένη
την ανάσα...

"Ποιος είναι εκεί!" φώναξε μα απάντηση δε πήρε. "Γαμωτο! Εμφανισου!" εκρωξε


φοβισμένος σαν θέλοντας να αποταξει το φόβο και να βρει σθένος. Προσπάθησε να
σκεφτεί πως ήταν όλα στη φαντασία του και έπειτα από δύο λεπτά το κατάφερε... Μα
κράτησε μόνο για εκείνα τα δύο λεπτά...

Μια σκιά ξεπρόβαλε μέσα από τους θάμνους

"Έλα ρε γαμημενε! Έλα! Δε σε φοβάμαι!"

Ούτε που όριζε τη γλώσσα του...


Μέσα από εκείνη προσπάθησε με βρισιές να φοβίσει τη σκιά μα απέτυχε...

Έμεινε να τον κοιτάζει να βγαίνει σαν θεριό και τα έχασε.


Ήταν μυώδης... Όμως ο Μάριος θα έδινε τη μάχη του σαν άντρας... Αυτό που δεν
ήξερε όμως, ήταν πως εκείνοι οι άντρες δεν είχα σε τίποτα να θυμίζουν τους
κλασικούς... Δεν χρειάζονταν καν μυϊκή δύναμη... Το νεύρο του ήταν αρκετό...

Η μάχη άρχισε...
Εκείνος χτυπήθηκε...
Και κατέληξε ημιλιποθυμος στο έδαφος...
Κι έπειτα κύλησε...
Και έπεσε....
Και πέθανε στο άγριο φαράγγι...
Το τάισε με τον εαυτό του, κι εκείνο ηρέμησε προς το παρόν...

*********************

Σαν ξύπνησε, της άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο για να μη τη ξυπνήσει και σιγά
σιγά ντύθηκε και βγήκε. Είχε φτάσει η ώρα να επιστρέψει σπίτι. Στιγμή δεν έπαψε
να σκέφτεται όλη τη νύχτα το Γιώργη. Ήθελε απλά να τον πάρει ένα τηλέφωνο. Να
του μιλήσει αντρικια... Βέβαια τηλέφωνο δεν είχε πλέον και έπρεπε κάποια στιγμή
να κατέβει Χανιά μα δεν ήταν κάτι επείγον.
Σαν έφτασε έξω από το πατρικό του, πήρε μια βαθιά ανάσα ξορκίζοντας κάθε του
σκέψη και άνοιξε.
Δε φοβόταν τη μάνα του φυσικά...
Εκείνο που φοβόταν ήταν η αντίδραση του προς εκείνη.

"Ορέστη μου; Εσύ είσαι;" Άκουσε και την είδε να βγαίνει από τη κουζίνα. Ήταν
ντυμένη πιο απλά από άλλες φορές χωρίς φυσικά να βγάλει τα μαύρα και έδειχνε
άυπνη. Καταπονημένη. Τα μαλλιά της δεν ήταν περιποιημένα μα πιασμένα σε μια
χαμηλή κοτσίδα.

"Καλημέρα" αρκέστηκε να της πει. Η Άννα έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά μα
εκείνος έστεκε σαν άγαλμα.

"Που ήσουν παιδί μου; Είναι αλήθεια όσα μου πε ο Στυλιανός; Ήσουν..."

"Ναι μάνα. Ήμουν με την Αρετή. Κουράστηκα...Δε μπορώ άλλο μίσος. Όλα τελείωσαν
πια..." Εκείνη δακρυσε "Μέρες ήθελα να σου μιλήσω. Μα η συμπεριφορά σου, ήταν
τέτοια που ούτε να σε βλέπω ήθελα. Γιατί τόσα ψέματα ρε μάνα;" ο Ορέστης ήθελε
να την αντιμετωπίσει ήρεμος και αυτό έπραξε. Σαν του είπε η Αρετή για όσα έγιναν
στα μνήματα τη πίστεψέ αμέσως. Ήξερε εξάλλου τη γλώσσα της μάνας του και για τι
ήταν ικανή. Το είδε όταν εκείνη πυροβόλησε το Μανούσο... Ήταν αδίστακτη και δεν
ήταν κανένας ηλίθιος.

Η Άννα του γύρισε τη πλάτη. Είχε φάει "γερό χαστούκι " με όσα έγιναν ανάμεσα σε
εκείνη και το Στυλιανό. Δεν ήταν και λίγο να σου πέραν την αλήθεια κατάμουτρα...
Και ειδικά μια αλήθεια που νόμιζες πως κανείς δεν ξέρει... Τίποτα τελικά δεν
μένει κρυφό και εκείνη το κατάλαβε .

"Τη μισώ..." παραδέχθηκε αμέσως "Και όχι τόσο εκείνη την ίδια όσο την ιδέα που
αντιπροσωπεύει... Ήρθε στο χωριό με ελπίδες ... Όλοι είχαμε ελπίδες καποτε. Κι
εκείνες καταστράφηκαν..." Ξεκίνησε να λέει και ο Ορέστης σαν είδε πως άνοιγε τα
χαρτιά της, έμεινε σιωπηλός . "Μεγάλωσα χωρίς να έχω ψωμί να φάω και κανένας δεν
το ήξερε σε αυτό το χωριό. Όλοι με έβλεπαν και με θαύμαζαν...όλοι. ανεξαιρέτως
επιθέτου..." του πέταξε κι εκείνος σαστισε για μια στιγμή. Ο τρόπος που το είπε
υπονοούσε και τους Ραΐσιδες μα ο Ορέστης ήξερε πως εκείνη την εποχή είχαν φύγει
όλοι... Η Άννα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κάτω "Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα
πράγματα. Μα εδώ που φτάσαμε δε χωράνε αλλά ψέματα ..." Του έκανε νόημα να
κάτσει μα ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του και παρέμεινε όρθιος. Σαν ένας
οιωνός που του έλεγε ότι όσα θα ακούσει δε θα του άρεσαν καθόλου... "Ήμουν τόσο
νέα... Τόσο όμορφη και τόσο ποθητή σε όλο το χωριό. Μα κανένας δεν ήξερε την
οικονομική κατάσταση της οικογένειας μου. Το κρύβαμε αρκετά καλά... Ήταν σκληρές
εποχές βλέπεις... Καμιά μάνα δεν ήθελε να δώσει το γιο της σε ανθρώπους που
έβγαιναν κρυφά το ξημέρωμα για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί που ίσως πέταξε η
φουρναρισσα επειδή καηκε..." Η Άννα έκανε μια παύση. Η γλώσσα της είχε σπάσει
και τα δάκρυα κυλούσαν ελεύθερα. Μα και πάλι ο γιος της δεν είπε λέξη. "Ο
πατέρας σου, με είδε και με ερωτεύθηκε μονομιάς... Μα το ίδιο και ο Στρατής" για
πρώτη φορά στα τόσα λόγια της, ένιωσε την ανάσα του γιου της να γίνεται πιο
γρήγορη. Και όντως... Ο Ορέστης έστεκε κρατώντας σφιχτά τις γροθιές του λίγα
μέτρα πίσω της. Μα αυτό δε τη σταμάτησε... "Η μάνα μου είδε τον Κωστή σαν
ευκαιρία... Σαν επιτέλους να έφτιαχνε η ζωή μας. Μα εμένα η καρδιά, άνηκε
αλλού... Όταν ακούστηκε στο χωριό πως ο πατέρας σου σκεφτόταν να έρθει να με
ζητήσει, ήμουν έτοιμη να φύγω. Δεν με ένοιαζε. Θα έφευγα στα βουνά. Στις
σπηλιές... Θα δεχομουν τη πρόταση του Στρατή γιατί η καρδιά έτρεμε σαν ήμουν
πλάι του. Ο πατέρας σου ήταν σπουδαίος άντρας. Καλοψυχος... Ευγενικός... Μα όπως
βλέπεις κανένας δεν ορίζει την αγάπη..."

Ο Ορέστης δεν ήξερε τι να νιώσει. Ήταν σαν να έσκασε ένα ηφαίστειο πάνω στο
κεφάλι του μα καταβαθος ήξερε πως όσα άκουγε ήταν μόνο η αρχή... Είδε τη μάνα
του να παίρνει τη τσικουδιά και να γεμίζει ένα ποτήρι. Τα δάκρυα της πλέον ήταν
αλλιωτικα. Έτρεχαν τόσο πολύ ... Τη κοιτούσε από το πλάι μα τα έβλεπε να
πέφτουν πάνω στα ρούχα της χωρίς σταματημό.
Ήπιε και έπειτα συνέχισε.

"Το βράδυ που έμαθαν λοιπόν ότι ο Κωστής σκέφτεται να με ζητήσει, τους είπα ότι
θα φύγω... Κάτι που δεν έγινε ποτέ... Βλέπεις όπως σου είπα ήταν σκληρές
εποχές... Ακόμα θυμάμαι τη ζώνη του πατέρα μου... Εσκαγε πάνω μου σε κάθε
σημείο... Παντού εκτός από το πρόσωπο... Με κλείδωσε στην αποθήκη και μέχρι το
επόμενο πρωί με εδερνε..." Η Άννα δεν μπορούσε πλέον να βγάλει λέξη από τα
αναφιλητα... Σαν έφερε τις μνήμες στο κεφάλι της , παρέλυσε. Πρώτη φορά σε
ολόκληρη τη ζωή της έλεγε σε κάποιον τη πλήρη αλήθεια, πόσο μάλλον στο γιο της
και αυτό πονούσε...

"Αν δε δεχομουν εκείνο το γάμο, θα σκότωνε το Στρατή... Και μάλιστα όχι απλά θα
τον σκότωνε αλλά θα έβλεπα... Με έστειλε μετά από δύο μέρες στο οινοποιείο. Του
είχαν πει άλλωστε τα μαντάτα και ήξερε πως όσες φορές τον συνάντησα ήταν σε
εκείνο το μέρος... " Η Άννα έβγαλε έναν λυγμο, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν
ανεξέλεγκτα και έβγαλε τις επόμενες λέξεις , πνιγμένη στο κλάμα "Εγώ... Εγώ τον
έδιωχνα και την ίδια στιγμή ήξερα πως μέσα στους θάμνους ο πατέρας μου τον
σημαδεύει με ένα όπλο" είπε και έσπασε ... "Γελούσα... Του είπα λόγια που
έσκιζαν τη ψυχή μου. Έδιωξα το μόνο άντρα που αγάπησα για να μην τον σκοτώσει ο
ίδιος μου ο πατέρας... Μα εκείνη τη μέρα... Η Άννα πέθανε ..." του είπε και
γέμισε ξανά το ποτήρι....

Οι αποκαλύψεις είχαν μόλις αρχίσει....

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 54° - Page 2


by BeYourselfGM
7-8 λεπτά

Σιωπή...
Σκέψεις...
Εικόνες....

Η Άννα του μετέφερε την πραγματικότητα εκείνης της εποχής και ο Ορέστης έστεκε
σαν πάγος και απλά άκουγε...

"Ίσως σου φαίνεται σκληρό...


Ίσως τιποτένιο... μα έτσι πράττεις αν αγαπάς... Προσπάθησα να τον κάνω να με δει
σαν προικοθήρα.. Να με μισησει. Αν δε το έκανα δε θα σταματούσε λεπτό να με
κυνηγάει. Αν δε το έκανα, ίσως τώρα να μη ζούσε. Ίσως να κατέληγε με μια σφαίρα
στο κεφάλι..." όσο προχωρούσε την αφήγηση της, ο Ορέστης άρχισε να έχει πιο
πολλά ερωτηματικά μέσα στο κεφάλι. Εκτός όμως από αυτά, ένιωθε και έναν
ανεξήγητο θυμό... Δεν ήξερε αν ήταν για τη μάνα του, για το παρελθόν ή για όλη
τη κατάσταση, μα τον ένιωθε να μεγαλώνει και να τον τρώει από μέσα.

"Όταν πια ο Στρατής έφυγε , η καταιγίδα κόπασε για λίγες μέρες... Τόσες όσες
έπρεπε για να θρηνήσω τη ζωή μου. Τόσες ώστε να βρει η Καλλιόπη κάτι που θα
άλλαζε πολλά..." Ο Ορέστης κατάλαβε κατευθείαν ποια ήταν η Καλλιόπη μα δεν
μπόρεσε να ενώσει τα κομμάτια. Τι ακριβώς σχέση μπορεί να είχε η νεκρή κόρη του
φουρναρη με τη μάνα του; Αναρωτήθηκε σιωπηλός. Η κατάσταση ολοένα και αγριευε...
"Από μικρή ήταν κοντά μου... Μεγαλώσαμε μαζί. Εγώ εκείνη και η Μάρθα, η ξαδέρφη
μου...Δε τη γνώρισες φυσικά τη Μάρθα. Εκείνη έφυγε μετέπειτα..."

Η Άννα του εξήγησε πως ένα πρωί η Καλλιόπη βρήκε ένα ημερολόγιο το οποιο
εξηγούσε ότι καμία από τις δύο οικογένειες δεν άρχισε τη βεντέτα. Αντί αυτού,
έλεγε πως ήταν ενωμένες και μάλιστα είχαν βιάσει μια κοπέλα. Τη μητέρα της
βασιλικής. Κάτι τέτοιο όμως αν έβγαινε στον αέρα, θα τίναζε το γάμο της. Έπρεπε
πάση θυσία να γίνει. Αν μαθευοταν τότε ίσως ο Στρατής να κατέβαινε στο χωριό για
να διεκδικήσει όντως τη περιουσία του κι έτσι ο πατέρας της να τον σκότωνε. Του
είπε πως πήγε να πάρει το ημερολόγιο για να το κρατήσει κάπου κρυμμένο μα πάνω
στο καυγά η Άννα την έσπρωξε, και η Καλλιόπη έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της.
Δίχως άλλο, του είπε πως διέπραξε φόνο...

Ο Ορέστης είχε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του...


Από τη μία ήθελε να βγάλει το όπλο και να της τιναξει τα μυαλά μα από την άλλη,
δε του βασταγε...

"Και έτσι έγινε ο γάμος... Και την επόμενη, ο Στρατής κατέβηκε και έκλεψε τη
Μαρθα...Είχα κλάψει στην αγκαλιά της... Ήταν η μόνη που ήξερε το λόγο που δεν
παντρεύτηκα το Στρατή. Εκείνη μου καθάριζε το αίμα από τις πληγές... Κι όμως...
Έφυγε με τη θέληση της. Πληγώθηκα τόσο πολύ που πλέον στα μάτια μου είχε ανοίξει
καινούρια βεντέτα. Κίνησα γη και ουρανό μέχρι να μάθω που βρισκόντουσαν σαν
πέρασε ο καιρός. Και έμαθα... Μα πράμα δε πρόλαβα να κάνω. Σαν να τη τιμώρησε ο
θεός, πέθανε μονάχη..."

"Μη σταματάς..." τη προέτρεψε όταν την είδε να χάνει τη λαλιά της. Ήταν τόσο
ψυχρή η φωνή του Ορέστη. Σαν ένα ακόμα αγκάθι που της καρφώθηκε στη ψυχή. Το
ένιωθε... Μιλώντας του, ήταν σαν να τον έδιωχνε. Σαν αν τον έχανε...

"Το μίσος μου για αυτούς γιγαντώθηκε όμως σαν έμαθα πως είχανε κάνει ένα γιο. Το
Μανούσο... Ήθελα να το βρω εκείνο το σπόρο και να τον καταστρέψω. Ξέρω...
Ακούγεται τόσο κακό. Μα δεν είπα ότι είμαι καλή. Ούτε ότι το μετάνιωσα. Ακόμα
τους μισώ όλους... Είμαι σίγουρη πως ο Κωστής βρήκε το σαρίκι στο δωμάτιο μου
και δεν άντεξε η καρδιά του. Ναι Ορέστη... Δικό μου ήταν. Εγώ το κράταγα. Το
φύλαγα σαν φυλαχτό..."

Αισθάνθηκε έναν μικρό αεράκι να περνάει από πίσω της και αντιλήφθηκε πως ο
Ορέστης είχε περπατήσει.

"Αν εκείνη η σφαίρα πετύχαινε το Μανούσο και πέθαινε θα ερχόταν από τα βουνά ο
Στρατής και θα τον σκότωνα κι εκείνον. Και ήρθε... Και δεν κατάφερα να τον
σκοτώσω... Ποτέ δε θα τον συγχωρήσω. Όχι γιατί έφυγε... Καλά έκανε και έφυγε...
Μα που επέστρεψε και πήρε τη Μάρθα. Για μένα αυτό, σήκωνε πόλεμο..." Η Άννα ήπιε
ακόμα ένα σφηνάκι και έπειτα χαμογέλασε απαλά... "Την προσέβαλα την Αρετή μέχρι
εκεί που δε πάει. Ώθησα τα νεύρα της στα μνήματα κι εκείνη έμεινε ως ένα σημείο
κυρία. Δε θα σου πω ψέματα. Μίλησα άσχημα. Και το απόλαυσα... Δεν την ήθελα
κοντά σου. Ούτε καν να μυρίζει τον ίδιο αέρα με εσένα αλλά και με κανένα. Όταν
ήρθε ο Γιώργης να πάρει τα πράγματα του κατάλαβα αμέσως τι έγινε... Έπειτα,
μίλησα και με το Στυλιανό... " Η Άννα σταμάτησε και αναστεναξε. "Δεν ζητάω
συγχώρεση. Δε τη θέλω. Δεν μετανιώνω. Αν είχα τη δύναμη θα έκανα χειρότερα. Μα
δεν την είχα. Ότι κι αν έκανα εσύ έσμιξες μαζί της. Είναι γραφτό τελικά να
γινόμαστε ένα με δαυτους. Μα θα πονέσεις... Και θα τη πονέσεις κι εσύ. Δεν το
βλέπεις γιε μου; Δεν βλέπεις ποσό τρελά πράγματα μας ωθεί η αγάπη να κάνουμε ;
Έβαψες τα χέρια σου με αίμα αθώου Ορέστη... Το ξέρω... Γιατί όπως κι εγώ, έτσι
κι εσύ , για την αγάπη γινηκαμε φονιάδες.."

********************

Μύρισε όλο το σπίτι δυόσμο και βασιλικό. Η Αρετή έπιασε να καθαρίσει στη βεράντα
τις γλάστρες του παπά Μανώλη κι εκείνος απολάμβανε τον ελληνικό καφέ που του
έφτιαξε.

"Η Μαρία είναι τούτη;" σαν τον άκουσε, άφησε κάτω τα εργαλεία, σκούπισε τα χέρια
της που ήταν μέσα στα χώματα και σηκώθηκε. Όντως ο παπάς είχε δίκιο... Πλησίαζε
η Μαρία. Κρατούσε στο χέρι ένα πεσκέσι, φορούσε μια λευκή όμορφη φορεσιά σαν να
ήταν παραδοσιακή και φυσικά το λευκό σαρίκι στο λαιμό της.

"Ήντα κάμεις εδώ κόρη μου;" πήρε το λόγο ο παπά Μανώλης σκεπτικός. Με τόσα που
γίνανε δεν ήξερε από πού μπορεί να του 'ρθει.

Εκείνη πλησίασε διστακτικά , κοίταξε την Αρετή και έπειτα αφησε το καλάθι στο
τραπέζι.

"Ήρθα να καλέσω την Αρετή στο γάμο παπά Μανώλη... Και... Και να ζητήσω συγγνώμη
για τη συμπεριφορά μου..."
Η Μαρία χαμήλωσε το κεφάλι και τόσο η Αρετή όσο και ο παπάς κοιτούσαν έκπληκτοι.
"Εμ... Αυτό μόνο. Με συγχωρείτε τώρα... Με περιμένει ο Στυλιανός και...."

"Περίμενε !" φώναξε η Αρετή σαν την είδε να γυρίζει για να φύγει.
"Ευχαριστώ..."

Η Μαρία της χαμογέλασε.


Ίσως τελικά όντως η Αρετή να έκανε κάτι καλό για εκείνη...
Πλέον ένιωθε τρισευτυχισμενη με το Στυλιανό...
Και ίσως έμοιαζε περίεργο αλλά ένιωθε ότι ανήκε πάντα σε εκείνον.. σαν να
αντέδρασε η καρδιά της σε εκείνο το πρώτο σκιρτημα που ένιωσε.
Σαν να προσπαθούσε να πείσει χρόνια ολόκληρα τον εαυτό της , πω ήταν φτιαγμένη
για τον Ορέστη...
Δεν μετάνιωσε τη στιγμή που του χάρισε ούτε και το σώμα της...
Πλέον ήταν ευτυχισμένη και ο Στυλιανός την αποδείχθηκε. Τίποτα άλλο δεν είχε
σημασία....

Ο γάμος έφτανε...
Το γλέντι θα φούντωνε....
Όλα έμπαιναν στη θέση τους....

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 55° - Page 3


by BeYourselfGM
8-10 λεπτά

"Πολύ σιωπηλός είσαι..." η Αρετή έβαλε ένα κούτσουρο στη φωτιά , πήγε κοντά και
έκατσε πλάι του. "Από την ώρα που ήρθες λέξη δεν είπες"

Ο Ορέστης λίγο μετά το απόγευμα, και αφού είχε φύγει από το πρωί, πήγε στο
αρχοντικό. Είχε μαζί του ενα σάκο με λίγα πράγματα και της είπε πως αφού η
κατάσταση μεταξύ τους είχε φτιάξει, επιθυμούσε να μείνει πλάι της λίγες μέρες.
Όπως ήταν φυσικό η Αρετή πέταξε από τη χαρά της μα λεπτό στο λεπτό και ώρα στην
ώρα, έβλεπε πως κάτι δε πήγαινε καλά. Δεν περίμενε και θαύματα... Ήξερε πως η
Άννα θα δημιουργούσε προβλήματα ύστερα από όσα έγιναν μα πάραυτα, ο Ορέστης της
είχε πει ότι όλα ήταν εντάξει σαν επέστρεψε.

"Ορέστη μου; Μίλησε μου... Ίσως μπορούμε να το μοιραστούμε κι αυτό σαν τα


άλλα..." έπιασε το χέρι του βάζοντας το μέσα στο δικό της και το σήκωσε στα
χείλη της και το φίλησε.

"Έγινε μεγάλος καβγάς στο σπίτι Αρετή. Μα ειλικρινά δε θα μας ενοχλήσει ξανά.
Κατάλαβε τα λάθη της. Θα ζήσει και θα πορευτεί με αυτά. Δυστυχώς δεν έχει κάνει
και λίγα. Ήξερε για το ημερολόγιο και τη βεντέτα και το κράτησε κρυφό.
Καταλαβαίνεις τι θα γινόταν αν μίλαγε νωρίτερα;" της είπε κι εκείνη δεν έδειξε
έκπληξη. Πλέον τίποτα δεν υπήρχε που να δημιουργούσε έκπληξη στα λεγόμενα
κανενός.

"Δε δικαιολογώ τίποτα. Εξαιτίας της ο Μανούσος πέρασε όλα αυτά και παραλίγο να
διαβεί τον Άδη. Αλλά είναι μάνα... Μπορεί οι λόγοι της να ήταν ανόητοι, ή
πλημμυρισμένοι από μισός μα είναι μάνα. Μη περιμένεις από εμένα να σου πω ένα
σκέτο 'καλα της εκανες' και να χαρεί η ψυχή μου..." Η Αρετή σηκωθηκε "Πάω να
φτιάξω ένα καφέ ακόμα. Νομίζω το χρειάζομαι..."

Έφυγε και τον άφησε μέσα στις σκέψεις του. Δεν θέλησε να της πει όσα εγιναν λίγη
ώρα νωρίτερα. Δεν ήθελε να πέσει στα μάτια της... Δε θα το αντεχε.

Μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπουλα και τις αποκαλύψεις , είχε και το γάμο του
Στυλιανού. Δεν ήθελε να ανοίξει "πυρά" και να τα χαλάσει όλα. Αρκέστηκε σε όσα
είπε στην Άννα...

"Από εδώ και μπρος, θα τρως, θα πίνεις και θα αναπνέεις μέσα άσε αυτό το σπίτι.
Θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου χωρίς να δημιουργήσεις πρόβλημα σε κανένα.
Δε θέλω ούτε στα μάτια να σε δω ξανα. Ατιμασες τη λέξη μάνα στο βωμό του μίσους.
Και όχι... Αυτά τα χέρια αν θες να ξέρεις είναι καθαρά... Θα μπορούσα να το
κάνω. Θα μπορούσα κάλιστα να σκοτώσω εκείνο τον άντρα, μα έχω τιμή! Ακούς;
Τιμή!"

Με τούτα τα λόγια την άφησε και έφυγε.


Όταν η Άννα του φόρτωσε τέτοια βαριά κατηγορία θίχτηκε η τιμή του. Την άρπαξε
και κόντεψε να τη πνίξει. Μα φυσικά δε το έκανε... Της έδωσε τελεσίγραφο και
ύστερα έφυγε. Δεν κάθισε να της δώσει εξηγήσεις. Δεν σχολίασε τις πράξεις της.
Ούτε τη χτύπησε. Και μόνο που της είπε ότι πλέον ήταν ορφανός και από πατερα
αλλά και από μάνα, ήταν αρκετό για να την εξευτελίσει. Τον πόνεσαν αυτά που
άκουσε. Η Άννα έπεσε στα μάτια του. Πως να έλεγε στην Αρετή ότι η μάνα του ήταν
μια φόνισσα χωρίς οίκτο; Πέρασε δύσκολα, ίσως έφταιξε που δε σήκωσε μπαϊράκι και
δε πήρε το ρίσκο μα πλέον, ήταν η μόνη υπαίτια για το θάνατο αρκετών ανθρώπων.

"Η Χαρά θα έρθουν αύριο. Δεν της έχω πει τίποτα ακόμα. Φαντάζεσαι την αντίδραση
της;" η Αρετή άφησε όχι μια, αλλά δύο κούπες με καφέ και άλλαξε κουβέντα. Ένιωθε
πως ήταν αρκετά πιεσμένος και δεν ήθελε να τεντώσει το σχοινί. "Και η Μαρία;
Ακόμα δε το πιστεύω πως ήρθε και με προσκάλεσε. Βλέπεις;" του γλυκομιλησε "Όλα
φτιάχνουν Ορέστη μου. Ας μην κρατάμε άλλο κακια με κανένα." Εκείνος έμεινε για
λίγο σιωπηλός. Ύστερα τη κοίταξε καλά καλά και έβγαλε από τη τσέπη του το
σαρίκι.
"Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;" της είπε αξαφνα και η κούπα έφυγε από τα χέρια
της. "Δεν έχω δαχτυλίδι, μα τούτο εδώ είναι αρκετό..." συνέχισε και της το
πέρασε στο λαιμό... Η Αρετή γλώσσα δεν είχε να μιλήσει. Είχε πάθει σοκ. Ποτέ της
δεν το περίμενε. Ίσως στο μέλλον, ή ίσως και ποτέ. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα
που ούτε σαν σκέψη θα μπορούσε να της περάσει. "Λοιπόν; Πάμε τώρα. Έτσι όπως
ειμαστε. Εσύ με το νυχτικό κι εγώ με τις φόρμες" μα εκείνη τίποτα. Άγαλμα...
"Αρετή;" Ο Ορέστης τη χάιδεψε στο μάγουλο κι εκείνη ύστερα από 3 ολόκληρα
λεπτά , αντέδρασε..

"Ναι! Ναι ναι ναι!!! Ναι Ορέστη μου" απάντησε και όρμησε στην αγκαλιά του.

Δίχως να της πει λέξη ύστερα από εκείνη την αγκαλιά, την βούτηξε από το χέρι και
βγήκαν έξω.

"Παπά!!! Άνοιξε παπά!!" φώναγε και χτύπαγε τη τεράστια πόρτα ώσπου ο παπά
Μανώλης άνοιξε αγουροξυπνημενος από τον απόγευμα του ύπνο.

"Ήντα φωνάζεις ρε κουζουλέ; θες να με ποθανεις;" είπε και έπειτα έριξε το βλέμμα
στην Αρετή η οποία έμοιαζε σαν να χοροπηδαγε πλάι του. "Ήντα γελάει κι αυτή; Μου
το χαζεψες το κορτσουδι!"

Ο Ορέστης γέλασε.

"Πάντρεψε μας παπά Μανώλη!" σαν τελείωσε τη κουβέντα του ο παπάς γουρλωσε τα
μάτια. Κοίταγε μια τον έναν και μια τον άλλο και κατάλαβε ότι δεν αστειευονταν.

"Ωωω θεέ. Εσείς είστε σοβαροί..."

Ελάχιστα λεπτά αργότερα, βρισκόντουσαν μέσα στην εκκλησία...


Ο παπά Μανώλης άναψε ένα προς ένα τα καντήλια και θύμιασε. Δεν είχε πολύ φως μα
ήταν αρκετό για να βλέπουν. Έπειτα φόρεσε ένα διαφορετικό ράσο, και σαν βγήκε
πίσω από το ιερό δεν κρατούσε βιβλίο. Κρατούσε μόνο την αγάπη του. Ήξερε κάθε
λέξη απ' έξω.

Πήγε κοντά και τους κοίταξε περήφανος. Η Αρετή φορούσε μια ζακέτα ενω από κάτω
ένα λινό λευκό νυχτικό και ο Ορέστης έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει από τα χωράφια
και φορούσε ένα κοντομανικο και μια φόρμα. Μα τη λαχτάρα που έβλεπε στο βλέμμα
τους, δεν την είχε δει σε κανένα άλλο ζευγάρι που πάντρεψε, σε κανένα νυφικό και
σε κανένα κοστούμι.

Άρχισε να ψέλνει μα από τη χαρά του έκλαιγε συνάμα. Είχε φορτιστεί πολύ
συναισθηματικά και στην ηλικία που ήταν δύσκολο να κρατηθεί. Η Αρετή δεν έπαιρνε
τα μάτια της πάνω από τον Ορέστη ο οποίος τη κοίταζε με τη σειρά του
ευτυχισμένος. Πραγματικά ευτυχισμένος...
Σαν ένα ολοκληρωμένο άνθρωπο...
Σαν να βρήκε το κλειδί για το κουτί της Πανδώρας, το άνοιξε και είχε το σθένος
να το κλείσει ξανά. Να ξεχάσει όσα είδε εκεί μέσα και να ζήσει...

Κάπου προς το τέλος, και έπειτα από πολλά δάκρυα του παπά Μανώλη, ο Ορέστης
έπιασε το σαρίκι , το άνοιξε και το έβαλε σαν πέπλο στο κεφάλι της. Εκείνη του
χαμογέλασε γλυκά καθώς το αποδέχθηκε.

Λίγο πριν τελειώσει το μυστήριο ο παπάς σταματησε να ψέλνει και τον κοίταξαν
περίεργα. Ήταν η στιγμή λίγο πριν τους αφήσει να δώσουν όρκο...

"Μισό λεπτό..." Ζήτησε και πηγαίνοντας προς το ιερό ακούστηκαν κάποια πράγματα
να πέφτουν , να ανοίγουν, να κλείνουν και έπειτα βγήκε έχοντας μια όψη
αγαλλίασης. Τους πλησίασε και χαμογέλασε . Είχε ένα χαμόγελο τόσο τρυφερό κάτω
από εκείνα τα πελώρια μουστάκια..."Δεν έχω να σας κάμω κάποιο δώρο, ούτε ασήμι
να σας δωσω. Μα..." Ο παπάς άνοιξε τα χέρια φανερώνοντας ένα δαχτυλίδι και μια
αλυσίδα....
"Το δαχτυλίδι, ηταν της μάνας μου. Πριν γίνω παπάς μου το δώκε για να το κάνω
δώρο στη κυρά μου..." Είπε δακρυσμένος αφήνοντας το στα χέρια του Ορέστη. "Και
τούτη δω η αλυσίδα... Έχει βαριά ιστορία. Ήταν του παππού μου. Που την είχε από
το παπου του. Πολέμησε του Τούρκους κάποτε έχοντας τη στο λαιμό του. Τέτοια
ανδρεία, δεν είχε κανείς..." τελείωσε δίνοντας το στην Αρετή.

"Εύχομαι μέσα από τη ψυχή μου, να είστε ευλογημένα παιδιά μου..."

Η Αρετή φόρεσε την αλυσίδα στον Ορέστη, κι εκείνος πέρασε το δαχτυλίδι στο
δάχτυλο της. Ο παπάς ξεκίνησε να ψέλνει με δυσκολία από το κλάμα ώσπου έπιασε τα
κεφάλια τους και τα ένωσε.

"Δακρύζει μέχρι και ο θεός αποψε..." ψέλλισε συγκινημένος και σκύβοντας, άφησε
ένα φιλί στο κεφάλι του Ορέστη και ένα στης Αρετής... "Παιδιά δεν έκαμα μα
απέκτησα... Με την ευχή μου να ζήσετε ευτυχισμένοι" ο παπάς δε μπορούσε να
μαζέψει τα δάκρυα του. Ήταν τόσο σκληρή εικόνα μέσα σε εκείνη τη στιγμή. Δίχως
λέξη παραπάνω, του χαμογέλασε και έφυγε προς το ιερό αφήνοντας τους μόνους...

Ο Ορέστης άπλωσε το χέρι του, η Αρετή το έπιασε και σαν τη τράβηξε κοντά τη
σήκωσε στην αγκαλιά του.. Περπάτησε αργά αργά δίχως να βγάλει λέξη ώσπου τους
οδήγησε πίσω στο σπίτι.

"Έφυγα λευτερος και γύρισα παντρεμένος..." σχολίασε χαμογελαστός και ανοίγοντας


τη πόρτα με το πόδι, μπήκαν μέσα. Ανέβηκε ως τη κρεβατοκάμαρα και τη ξάπλωσε στο
κρεβάτι. "Κυρία Φραγκιά, νομίζω πως κάτι μου χρωστατε..." της είπε πονηρά και
σαν την είδε να γελά, όρμησε στα χείλη της...

Και κάπως έτσι , η μοίρα ξεδεσε τους κόμπους της κλωστής της που μέχρι πρότινος
κρατούσαν στα δεσμά τους μια κατάρα
Και έδεσε καινούριους...

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 56° - Page 3


by BeYourselfGM
9-11 λεπτά

"Ωωωωωω ήντα τραγούδι να σου πω μάτια μου να σ'αρεσειιιιιι Ωωωωω!!!" Ο Ορέστης


μπήκε στη κρεβατοκάμαρα κι εκείνη ξέσπασε σε γέλια. "Είμαι γελοίος έτσι;" ρώτησε
καθώς σταμάτησε να τραγουδά. Η Αρετή του εγνεψε μονάχα ένα, ναι κι εκείνος της
όρμησε. "Τώρα θα δεις μικρή άτιμη!"

"Αχ μη! Σταμάτα ! Σταμάτα σου λέω γαργαλιεμαι!"

"Δε το νομίζωωω!" ο Ορέστης συνέχισε να τη γαργαλαει χωρίς σταματημό κι εκείνη


άρχισε να τσιριζει ώσπου ξαφνικά ακούστηκαν κι άλλες τσιριδες πίσω τους.

"Θεουλη μουυυυ!!!" Εσκουξε η Χαρά η οποία έκλεισε αμέσως τα μάτια και γύρισε από
την άλλη . Ο Ορέστης άρπαξε το σεντόνι τυλίγοντας το γύρω του και η Αρετή
κρύφτηκε πίσω του όπως όπως. Ήταν τόσο αμήχανη στιγμή.
"Νόμιζα πως σε σκοτώνουν. Αχ χίλια συγγνώμη. Έτσι που φωναζες τρόμαξα! Μα ...
Θεέ μου. Εγώ... Και αυτός ήταν ο Ορέστης;;;" Η Χαρά άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα
από τη ντροπή της.

"Χαρά μου, ηρέμησε...για αρχή τουλάχιστον" πήρε το λόγο η Αρετή. "Εμ... Σας
περιμέναμε το απόγευμα..." αν και μίλησε όμως, ήταν κατακόκκινη κι εκείνη.

"Μας έβγαλαν νωρίτερα και... Ορέστη είσαι εδω;" ρώτησε αυτό που την έκαιγε κατά
βάθος. Μα ήταν τόσο αστείος ο τρόπος που εκείνος έβαλε τα γέλια.

"Άιντε τράβα κάτω κι ερχόμαστε" σαν τον άκουσε να μιλάει άρχισε να χοροπηδάει.
"Μανούσο!!! Μανούσο δε θα το πιστέψεις!" χωρίς να περιμένει κάποια άλλη λέξη
κατέβηκε κάτω χαρούμενη.

"Ρεζίλι γίναμε θεέ μου..." αποκρίθηκε η Αρετή σαν έμειναν μόνοι...

"Νομίζω πρέπει να φτιάξω το σπίτι πίσω από το οινοποιείο. Είναι στο κάμπο. Έχει
πρόσβαση.. είναι αρκετά καλό και ισόγειο. Θα τους είναι και χρήσιμο τώρα που ο
Μανούσος είναι ακόμα στη καρέκλα μέχρι να σηκωθεί..." ο Ορέστης ντύθηκε σαν
αστραπή μα κι εκείνη το ίδιο.

"Θα το έκανες αυτό;" του είπε γλυκά αγκαλιάζοντας τον.

"Εννοείται... Δεν έχω ξαναδεί την αδερφή μου τόσο ευτυχισμένη. Κι αυτός ο τρελός
ο ξάδερφος σου, φαίνεται εντάξει παιδί"

"Έχει περάσει πολλά...Δεν τα ήξερα, αλλά όταν ήρθε και μιλήσαμε, τα έμαθα ολα"

"Ξέρω μάτια μου... Μπορεί να τους μισούσα, αλλά ξέρω πιο πολλά από ότι
νομίζεις... Όταν έχεις εχθρούς, πρώτα μαθαίνεις τις αδυναμίες τους, κι έπειτα
πράττεις. Βέβαια ... Από ότι φάνηκε αρκετά δεν τα ήξερα. Έπεσα έξω σε κάποια
θέματα του παρελθόντος αλλά πάνε αυτά... Ο καθένας παίρνει ότι του αναλογεί..."
της είπε τρυφερά "Και τώρα πάμε κάτω γιατί σίγουρα θα περιμένουν. Και ανάθεμα
δεν έχω ιδέα πως θα αντικρύσω τη Χαρά ξανά"

Σαν κατέβηκαν, είδαν το Μανούσο στη γνώστη καρέκλα και τη Χαρά πλάι του.
Γελούσαν μέχρι και τα αυτιά της. Η Αρετή έφτιαξε καφέ και κάθισαν όλοι μαζί.
Πρώτα από όλα, οι δύο άντρες, έδωσαν μια χειραψία. Την ευχή τους. Και έκαναν
ανακωχή. Ήταν σύνηθες αν ήθελαν να κυλήσουν όλα ομαλά. Έπειτα άρχισαν να λένε
τα νέα. Ο Μανούσος θα έμενε στη καρέκλα δυο εβδομάδες. Η εγχείρηση πέτυχε
φυσικά. Απλά ήθελε να μάθει το κορμί να περπατάει. Όσο κι αν επέμενε η Χαρά να
μείνουν για να κάνουν εκει τις θεραπείες, ο Μανούσος πίστευε πως δεν υπήρχε
κανένα καλύτερο μέρος από το σπίτι.
Όταν έφτασε η σειρά της Αρετής και του Ορέστη να πούνε τα νέα τους, τόσο η Χαρά
αλλά και ο Μανούσος έπεσαν από τα σύννεφα.

Γάμος; Εν μια νυκτί και στα κρυφά; Δε μπορούσαν να το πιστέψουν. Μίλησαν λίγο
για το σπίτι που έλεγε νωρίτερα ο Ορέστης στην Αρετή και μάλιστα η Χαρά το βρήκε
εξαιρετική ιδέα. Βέβαια ο Μανούσος, τους είπε πως από τη στιγμή που οι Ραΐσιδες
είχαν άλλα δύο αρχοντικά κάποια στιγμή θα μπορούσαν να τα φτιάξουν κι αυτά.
Έμοιαζαν σαν να μαγείρευαν μια ήρεμη και όμορφη ζωή... Μιλούσαν, γελούσαν και
σχεδίαζαν το μέλλον κάνοντας όνειρα. Η Χαρά δεν έπαψε να ρίχνει πονηρές ματιές
στον Ορέστη καθόλη τη διάρκεια , δείχνοντας του πόσο ευτυχισμένη ήταν που πήραν
αυτή τη τροπή τα πράγματα.

Σαν πέρασε η ώρα, ο Ορέστης τους ενημέρωσε πως πρέπει να πάει στα αμπέλια και
πως θα γυρίσει αργά. Όταν η Χαρά ρώτησε για την μητέρα τους, εκείνος δεν ήθελε
να πει πολλά. Της είπε ότι θα μιλήσουν κάποια στιγμή οι δύο τους όταν επιστρέψει
και το άφησε εκεί. Κάτι που δεν ήξερε κανένας σχεδόν για τον Ορέστη, ήταν πως
γνώριζε αρκετά πράγματα και είχε τρομερό μνημονικό. Και η στάση που κράτησε προς
την Άννα για όσα του είπε, δεν ήταν τυχαία. Μα δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα να
κλείσει κανένας λογαριασμός. Είχαν ένα γάμο να τελειώσουν. Μόλις όλα έμπαιναν
στη θέση τους, ήξερε τι θα κάνει. Προς το παρόν θα τα άφηνε όλα ως έχουν και
απλά θα προσπαθούσε να ζήσει ευτυχισμένος...

*************************

"Κράτα δυνατά!" φώναξε βάζοντας δύναμη στα χέρια. Ο Στυλιανός έπιασε την άλλη
άκρη και έπειτα ήρθε και ο Λευτέρης. "Με το τρία!"

Γινόταν ένας μικρός χαμός στο οινοποιείο. Άντρες έμπαιναν και έβγαιναν κρατώντας
τελάρα, άλλοι έφτιαχνα τις βάνες από τα πατητήρια, άλλοι δοκίμαζαν τα σταφύλια,
άλλοι ξεδιαλυναν τα σχοινιά. Κάθε ένας είχε και από μια δουλειά. Ο καιρός ήταν
αρκετά καλός, μα πάραυτα έπρεπε όλα να γίνουν προσεκτικά. Έτσι όπως πήγαινε
τελευταία ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος .

"Λάμπεις η είναι ιδέα μου;" σχολίασε ο Στυλιανός σαν τελείωσαν και κίνησαν για
τη βρύση.

"Τελικά ξέρεις κάτι ρε;" του είπε ο Ορέστης βάζοντας το χέρι του στον ώμο. "Τα
κάναμε όλα σκατα αλλά κοιταξε μας! Εσύ παντρεύεσαι, εγώ παντρεύτηκα, η ..."

"Τι έκανες εσύ;;" Ο Στυλιανός πήρε απόσταση και προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει


εκείνο το χαμόγελο που καρφιτσωσε ο Ορέστης "Ε δε το πιστεύω..." είπε εν τέλει.
"Ποτέ; Πως; Θεέ... Η Αρετή; Αν είναι δυνατόν..."

"Είμαι γρήγορος ρε!"

"Ορέστη;" το πρόσωπο του Στυλιανού που μέχρι πρότινος έδειχνε να συμμερίζεται τη


χαρά του, σκοτείνιασε. "Συγχαρητήρια... Και ίσως δεν είπες λέξη αλλά ξέρω πως
όταν έρθει η ώρα θα μάθω. Μα... " Ο Στυλιανός κομπιασε λιγάκι "Μα νομίζω πως
πρέπει να σου πω κάποια πράγματα. Έχεις δικαίωμα να μάθεις ... Και... Ανάθεμα δε
μπορώ να τα κρατώ μέσα μου ! Είμαι να σκάσω!!!"

Ο Ορέστης παραξενεύτηκε. Μα έπειτα θυμήθηκε πως η Άννα ανέφερε οτι είχε μιλήσει
μαζί του οπότε υπέθεσε , πως του είπε τις ίδιες μαλακίες που είπε και σε εκείνον
λίγες μέρες πριν.

"Μη σκας... Δεν είναι ώρα..."

"Δε καταλαβαίνεις! Δε μπορώ να το κρατήσω. Προσπάθησα αλλά ... Προτιμώ να πάρω


το ρίσκο. Το έχω βάρος!"

"Άντε καλά λοιπόν... Σε ακούω"

Σαν να του έδωσε φτερά στα στήθη ο Στυλιανός του μίλησε για το ημερολόγιο, τις
σελίδες και όσα έμαθε. Βέβαια όλα αυτά ο Ορέστης τα ήξερε αλλά εν μέρη. Μια
επιβεβαίωση όμως, ήταν ότι χρειαζόταν.
"Δεν έχεις να πεις τίποτα;" απόρησε σαν τελείωσε την αφήγηση.

"Και τι να πω; Αυτά που ξέρω εγώ είναι ακόμα χειρότερα... " απάντησε και ο
Στυλιανός τα έχασε. "Γι αυτό σου λέω... Άσε να κάνουμε το γάμο και όλα καλά θα
πάνε. Πράμα μη πεις για εκείνη άλλο! Θα τη βάλω στη θέση της όταν έρθει η ώρα.
Δε θέλω εντάσεις Στυλιανε... Και είχαμε αρκετες. Σε παρακαλώ άστο να πάει στο
διάβολο... Και δε θα έχουμε κανένα πρόβλημα. Έχε μου εμπιστοσύνη. Αν κάνει ρούπι
από το σπίτι ο Λευτέρης θα με ειδοποιήσει..."

"Κατάλαβα... Πηγές από εκεί..."

"Λες να μη πήγαινα; Αλλά ξέρεις τι κατάλαβα;" ο Στυλιανός έμεινε σιωπηλός "Μάνα


τελικά, είναι πολύ ιερή λέξη... Και η δική μας, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο..."

**************************

Σαν μπήκε μέσα τον βρήκε να βγάζει τα ράσα και να παίρνει τα εργαλεία. Στόχο το
έβαλε κουτσά στραβά να φτιάξει ένα τοίχο που άρχισε να χαλάει.

"Αφού σου είπα και προχθές... Άσε με να βάλω δύο εργάτες!" σαν τον άκουσε ο
παπάς , γύρισε και σήκωσε τη μαγκουρα του.

"Ακόμα περπατώ μωρέ! Και τι μου μείνε να κάνω; Άσε με να να διοβολευομαι μπας
και νιώσω πως είμαι χρήσιμος" Ο Ορέστης πήγε κοντά και πιάνοντας το χέρι του,
έσκυψε και το φίλησε.

"Δε στο φιλώ για 'σαι παπάς...Μα στο φιλώ σαν να ήσουν πατέρας..."

"Αμάν γιε μου... Τέτοια μη λες, η καρδιά δε βαστάει πολύ..." ο παπά Μανώλης είχε
δεν είχε δακρυσε πάλι

"Σε ευχαριστώ για όσα μου είπες προχθές... Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ερχόμουν
να με εξομολογήσεις..."

"Σσς... Πράμα μη πεις. Θέση μου δεν ήταν να μιλήσω σαν σε εξολομολογουσα μα δεν
τ'αντεξα..."

"Το ξέρω... Γι αυτό σε ευχαριστώ" ο Ορέστης σαν να ήταν πράγματι γιος του και
θέλοντας να δείξει σεβασμό, του χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο και ύστερα έσκυψε και
πήρε το μυστρί. "Και τώρα κόψε τις χαζομάρες και πες μου από πού να αρχίσω!"

Ο παπά Μανώλης έσταζε περηφάνια.


Συγκινήθηκε μα το έκρυψε πίσω από τα μουστάκια του. Του έδειξε τον τοίχο που
ήθελε δουλειά, κι ύστερα έσκυψε και ξεκίνησαν μαζί να τον επισκευάζουν..

Ήταν ο πιο παλιός κάτοικος του χωριού εν ζωή...


Και δεν ήταν μόνο άνθρωπος...
Ο παπά Μανώλης ήταν ένα ζωντανό βιβλίο ιστορίας...αλήθειας και αποκάλυψης
μαζί...

?￰゚ヨᄂ?￰゚ヨᄂ?￰゚ヨᄂ?￰゚ヨᄂ
(Δεν ξέρω αν καταφέρω να βάλω άλλο. Είναι δύσκολα τα σαββατοκύριακα. Λίγο μας
έμεινε όμως :(
Σκέφτομαι να "ταξιδέψω" μετά απο τη Κρήτη...
Νομίζω πως ίσως κάτι από τη Σμύρνη με καλεί... Θα δούμε όμως. Έως τότε, σας φιλώ
και σας ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου για την αγκαλιά που δώσατε σαν
επέστρεψα. )

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 57° - Page 2
by BeYourselfGM
7-9 λεπτά

Παπά μου... Ξομολόγα με αμάρτησα...


Έκανα μαύρες σκέψεις...
Ήθελα να βγάλω το μαχαίρι και να σκοτώσω τη μάνα μου.
Σήμερα έμαθα αλήθειες μα και ψέματα παπά μου. Δεν αντέχω. Πως θα αντικρύσω τη
Χαρούλα μου και θα της πω ότι πρέπει να ξεχάσει την αγάπη της; Είναι η μόνη που
δεν πείραξε ούτε μύγα. Πως θα της πω ότι απαγορεύεται να αγαπάει με τέτοιο τρόπο
το ίδιο της το αίμα;
Και η μάνα μου; Τούτο το θηλυκό αγάπησε το Στρατή και σκότωσε τη Καλλιόπη. Είναι
πολλά παπά μου. Δεν αντέχω. Τούτο το βάρος ήρθε και έκατσε πάνω μου σαν το
Ψηλορείτη. Δε βασταω να το σηκώσω.
Βεντέτα δεν υπήρχε και όλα θα μπορούσαν να πάψουν να κανείς δε το σταμάτησε ...
Εκείνη θέλησε να προστατέψει την αγάπη της και γέννησε μόνο μίσος...
Ίσως πέρασε δύσκολα αλλά δικαιολογία δεν έχει. Μου είπε πως την έδειραν για τις
επιλογές της.
Πως θα αντικρύσω τη κυρά μου και να της πως ότι είμαι σπόρος μιας φόνισσας; Ναι.
Είναι φονιάς. Τούτα εδώ τα χέρια δεν είναι χέρια απλού αγρότη. Βάφτηκαν με αίμα.
Μα δε σκότωσα κανένα αθώο. Όλοι είχαν κρίματα και ψυχές στο λαιμό τους.
Βόηθα με παπά Μανώλη. Βόηθα με...
Μέχρι και το νιοτερο κοπέλι μου, το Μιχαλιό έστειλα στα Χανιά για να μην είναι
παρόν σε τούτη τη φορτούνα. Τον διέταξα να μείνει εκεί μέχρι να γίνει ο γάμος.
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω για να προστατεύσω το μικρό μου. Δεν αντέχω παπά
μου...

Ήντα λες αγόρι μου ...


Ξέχνα το εξομολογητηριο. Δεν μπορώ να ακούω χωρίς να μιλώ...
Τι πράματα είναι τούτα; Ποια αγάπη;
Ποιο αίμα;
Ορέστη μου σε αγαπάω σα να 'σαι γιος μου. Τι έμαθες αγόρι μου; Πες τα μου ένα
ένα και εγώ θα βγάλω τούτο το βάρος από τους ώμους σου...

Καθισμένος παρέα με ένα ποτήρι τσικουδιά αναλογιζοταν όσα του πε ο παπά Μανώλης.
Τόσα ψέματα και μυστικά. Τόσες επιτηδευμένες αλήθειες. Το φαγητό που θέλανε να
μαγειρέψουν ήταν ιδανικό αλλά όχι αληθινό. Είχε γεύση από εκείνα τα πλαστικά. Το
έβλεπες και έδειχνε νόστιμο μα ήταν απλά μια πλάνη...

"Η Μάρθα ήταν στείρα αγόρι μου...


Άκου με.. ξέρω το Στρατή από παιδί.
Σαν πέθανε εκείνη δεν το άντεξε. Μα σερνικά δεν του είχαν μείνει. Ο Αντώνης τον
πίεζε για διάδοχο . Βλέπεις... Η Μάρθα πέθανε στα ξαφνικά. Τον αγάπησε πολύ όμως
το Στρατή. Σαν παντρεύτηκε το πατέρα σου η Άννα, έστειλε τελεσίδικο στο Στρατή
να μη πατήσει πόδι ξανά στο χωριό. Και το έστειλε με τη ξαδέρφη της... Τότε τον
γνώρισε η Μάρθα... Νύχτα και μέρα έπειτα παρακαλούσε τη μάνα σου να την αφήσει
να προσπαθήσει για την αγάπη της μα εκείνη τα θελε όλα δικά της.
Λεφτά; Ποιος είπε πως δεν είχανε λεφτά; Ίσως να ήταν δύσκολα, μα όλοι στην ίδια
μοίρα ήμασταν...
Ο παππούς σου αγόρι μου, ήταν ο πρώτος που δεν ήθελε εκείνο το γάμο. Φοβόταν τη
βεντέτα. Πίστευε πως το κοριτσάκι του θα βρεθεί στη μέση μιας μάχης και δε θα το
αντεχε αν πάθαινε κάτι κακό..
Ναι... Ίσως τη χτύπησε. Αλλά όχι έτσι.
Ήθελε να της βάλει μυαλό . Η ζώνη δυστυχώς εκείνη την εποχή ήταν ένα βίαιο μέσο
και δε το δικαιολογώ. Μα δε το έκανε για να μη κλεφτει με το Στρατή. Το έκανε
γιατί έβλεπε πως το χρήμα και η δύναμη τη διέφθειραν. Το έκανε γιατί έβλεπε πως
προσπαθούσε να πείσει το Στρατή να αναλάβει τα κτήματα αλλά και την ίδια στιγμή
φλέρταρε με το Κωστή. Σαν να περίμενε ποιος από τους δύο θα υπερισχύσει για να
διαλέξει πλευρά...
Συγχωρα με αν σου ματώνω τη καρδιά...
Για τη Καλλιόπη δεν το ήξερα...
Μου μαυρισες τη ψυχή..
Δε πίστευα πως θα ήταν ικανή. Ούτε πίστευα ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Ημερολόγιο; Ανάθεμα δε μπορούσα να το βρω εγώ; Τώρα όλα θα είχαν τελειώσει... "

"Παπά Μανώλη; όλα αυτά είναι... "

"Είναι πολλά... το ξέρω. Μα δεν πίστευα ποτέ πως θα ήταν ικανή να πει τόσα
ψέματα... Ανάθεμα δεν ξέρω γιατί έχει τέτοιο μισος. Ήταν η δύναμη; Τόσο πια; Δεν
ξέρω... Ίσως κι εγώ να κάμω λάθος σε κάποια πράγματα αλλά εγώ ξέρω την ιστορία.
Έτσι μου εξολομολογηθηκε ο παππούς σου πριν πεθάνει. Εγώ του έκλεισα τα μάτια
γιε μου... Και του νεκρού ο λόγος, δε νομίζω να είναι ψεύτικος...ίσως τελικά να
είναι πολύ απλά τα πράγματα. Τόσο απλά που δεν τα σκεφτήκαμε γιατί πιστεύαμε πως
θέλοντας και μη πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο από πίσω... Μα... Μα ίσως απλά να
ήταν μια διεφθαρμένη γυναίκα διψασμένη για δύναμη εκείνη την εποχή και τίποτα
παραπάνω. Απλό; Ναι. Αλλά όχι απίθανο. Εύχομαι μόνο να μην ήταν εκείνη που
δηλητηρίασε τη Μάρθα... Ξέρεις γιε μου... Εκείνη την εποχή όντως ο Στρατής
κατέβηκε και την έκλεψε. Μα είχαν ήδη αρχίσει να έχουν μια οικειότητα μεταξύ
τους. Η Μάρθα ηταν καλός άνθρωπος. Και του είχε πει του Στρατή πως δε μπορούσε
να κάνει παιδιά. Αλλά εκείνος κατάφερε και την αγάπησε.. Είχε φάει κάτι όταν τη
βρήκαν νεκρή και τότε είπαν πως απλά δηλητηριάστηκε. Εύχομαι να ήταν έτσι..."

"Σαν όλα πια περάσουν, θα κινήσω μονάχος για το Στρατή παπά. Θέλω να ανοίξω πια
κάθε χαρτί. Θέλω να βρω την αλήθεια. Όσο για εκείνη, ένιωσα πως μου λέει
ψέματα... Καθόταν και έκλαιγε με τη πλάτη γυρισμένη μα ένιωθα πως με στραβοκοιτα
να δει τις αντιδράσεις μου. Και εκτός αυτού... Με κατηγόρησε για το θάνατο
εκείνου άντρα.. δε το βασταξα. Στο ορκίζομαι δε τον πείραξα..."

"Το ξέρω γιε μου... Θέλει να σε χειραγωγήσει η μάνα σου. Μέσα από τη λύπη , από
τη συμπόνια που ξέρει ότι κρύβεις... Θέλει να διαφυλάξει το τομάρι της. Γι αυτό
και προσπάθησε να δει την αντίδραση σου λέγοντας σου πως έπραξες αθώο φονικό..."

"Τι εννοείς; Ξέρεις;"

"Παπάς είμαι ωρέ! Μα πήρα όρκο να μη μιλάω για την εξομολόγηση... Έτσι που
γίναμε όμως, θα πάω στη κόλαση... "

"Ξέρεις ποιος τον σκότωσε έτσι; Μιλα παπά μου! Μίλα για δε βασταω να μου
λογιζουν τέτοιο βάρος.."

"Κάποιοι άνθρωποι γιε μου, αγαπούν πιο πάνω από το αίμα... Δε λογαριάζουν τίποτα
αν νιώσουν απειλή. Ίσως μερικές φορές κάνουν πράγματα που δε τα ήθελαν... Από τη
πίστη... Την αφοσίωση και τη βαθιά αληθινή αγάπη που έχουν στο κύρη ή τη κυρά
τους..."

"Πάψε παπά..."

"Γιατί; Κατάλαβες έτσι;"

"Πράμα μη πεις άλλο. Πες πως δεν εμιλησες και τον όρκο σου δεν πάτησες..."

Ο Ορέστης ετριψε ελαφρά τους κροτάφους του και τότε είδε το Λευτέρη να φτάνει
στο αρχοντικό. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος... Ήταν λίγο μικρότερος σε ηλικία από
τους άλλους. Λίγο παρορμητικός μερικές φορές μα ο λόγος του Ορέστη ήταν νόμος.
Από τότε που ήταν παιδιά και οι δύο τον ακολουθούσε παντού. Στα χωράφια , στο
οινοποιείο. Ήταν ένα ορφανό που το μάζεψαν εκείνη την εποχή... Και έκτοτε δεν
έφυγε λεπτό από το πλάι τους.

"Συγχωρα με που άφησα το πατρικό και κίνησα για να σε βρω... " Ξεκίνησε να λέει
"Μα έπρεπε να μάθω από το Στυλιανό τα ευχάριστα;" Ο Ορέστης σηκώθηκε και ο
Λευτέρης πήγε πιο κοντά "Έλα να σε κάμω μια αγκαλιά... Άλλο δεν έχω σε τούτο το
κόσμο να μου δώσει χαμόγελο στα χείλη..."

Ο Λευτέρης τον αγκάλιασε και ύστερα δακρυσε.

"Έχω κρίματα στο λαιμό μου... Ίσως δεν είμαι τίποτα άλλο από ένας υπηρέτης, ένα
δουλικό, μα... Μα να ξερες πόση περηφάνια νιώθω. Σαν να έχω έναν αδελφό και τον
βλέπω επιτέλους ευτυχισμένο...Και εσύ, δεν γινηκες μόνο αδερφός κύρη μου. Μα
μάνα και πατέρας...Την ευχή μου να έχετε. Κι εγώ εδώ... Εδώ θα μείνω να κάνω τις
δουλειές μας. Δεν έχω άλλου να πάω ..."

Ο Ορέστης αναστεναξε.

"Πέντε αδέλφια έχω Λευτέρη μου... πέντε...." Αρκέστηκε να πει, και έπειτα τον
αγκάλιασε αντρικια. "Όλοι έχουμε κρίματα... Γι αυτό υπάρχει ο θεός. Για να
συγχωρεί..."

wattpad.com

Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 58° - Page 5


by BeYourselfGM
13-16 λεπτά

Κίνησε για τα μνήματα ήρεμος . Απέφευγε να πάει ήταν η αλήθεια μα πλέον ήθελε
ευχή. Ο Στυλιανός δεν είχε την σχέση που είχε ο Ορέστης με το Κωστή. Η αγάπη
ήταν μεγάλη μα πάντα ήταν μικρός στα μάτια του. Πάραυτα τον λάτρευε.. Είκοσι
μέρες είχαν περάσει και όλα έμοιαζαν να παίρνουν το δρόμο τους.

Έφτασε και είδε το καντήλι του σβηστό. Από τότε που η Άννα "κλείστηκε" μέσα στο
σπίτι , υπέθεσε πως δε πήγε κανένας εκτός από τον Ορέστη. Βέβαια κι εκείνος
έπιασε να φτιάχνει το σπίτι του Μανούσου και της Χαράς. Ο Στυλιανός χαμογέλασε
σαν θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα που τους κάλεσαν στο παλιό αρχοντικό. Τόσο
εκείνον, όσο και τη Μαρία... Δε πίστευε ποτέ πως θα ήταν παρόν σε μια τέτοια
συνάντηση. Ούτε φυσικά πως θα ήταν εφικτό να μιλάνε τόσο ήρεμα όλοι. Μα να που
τελικά, όλα αλλάζουν. Σαν να μην είχε γίνει πράμα ανάμεσα στη Μαρία και τον
Ορέστη. Μιλούσαν τόσο λογικά. Τόσο περίεργα φυσιολογικά. Ο Στυλιανός ήταν
τρισευτυχισμενος.

"Έφτασε η μέρα πατέρα..." αποκρίθηκε και έπιασε να ανάψει το καντήλι. "Αύριο


παντρεύομαι. Δεν ξέρω αν σου πρόλαβε ο Ορέστης τα μαντάτα μα κι εκείνος
παντρεύτηκε. Γίναμε ανθρώποι πατέρα μου... Ανθρώποι..." Ο Στυλιανός έβγαλε
μερικά χόρτα που φύτρωσαν δεξιά και αριστερά στις πλάκες κι έπειτα κάθισε στο
πλάι. "Ήρθα να πάρω την ευχή σου. Ίσως αυτή έμεινε μονάχα να μετράει πατέρα. Όλα
τα άλλα εγινηκαν στάχτη. Κάηκαν στη φωτιά μιας μάνας , που το μόνο που έκανε για
να αξίζει τούτο το τίτλο είναι να μας γεννήσει"
Ήταν πικραμένος.. Το έκρυβε από τον Ορέστη μα καταβαθος το πείραξε το Στυλιανό.
Δεν είχε πάει να την επισκεφτεί καθόλου. Έμαθε από τον Ορέστη πως είχε μαζί της
τη Μαρουσό, το σπίτι είχε τρόφιμα και όλα ήταν καλά. Έμενε και ο Λευτέρης εκεί
κοντά οπότε αν γινόταν κάτι θα το μάθαιναν.

Είχε μείνει μονάχα μια μέρα.


Ήθελε όλα να είναι τέλεια.
Προς μεγάλη του έκπληξη τόσο η Χαρά όσο και η Αρετή, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν
τη Μαρία με τις ετοιμασίες πράμα που του έδωσε μια έξτρα χαρά.
Ο Λευτέρης τους κορόιδευε πως γίνανε Ευρώπη αλλά όλοι γελούσαν κάθε φορά.

*****************************

Η Μαρουσό άνοιξε και τον κοίταξε παραξενεμένη.

"Καλημέρα Παπά μου...Τι συνέβη;"

"Τίποτα δε συνέβη Μαρουσό. Ήρθα να δω τη κυρά σου"

"Μα ο κύριος Ορέστης είπε..."

"Εγώ είμαι εξαίρεση. Κάνε στην άκρη τώρα"

Η Μαρουσό δε θέλησε να του πάει κόντρα και τον άφησε να περάσει

"Είναι επάνω. Δεν κατεβαίνει συχνά ξέρετε... Θέλετε να σας βοηθήσω στις σκάλες;"
προσφέρθηκε σαν είδε πως κι εκείνος περπατούσε δύσκολα.

Ο παπά Μανώλης αρνήθηκε και της ζήτησε να συνεχίσει τις δουλειές της.

Ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά, και φτάνοντας έξω από το υπνοδωμάτιο είδε τη προτα
μισάνοιχτη. Έδωσε μια με τη μαγκουρα του, κι εκείνη άνοιξε.

"Παπά; Τι κάνεις εδώ;!" απόρησε η Άννα τρομαγμένη .

"Νομίζω ήρθε η ώρα για ένα ξεκαθάρισμα... Και δε θα φύγω απεδώ, αν δεν αρχίσεις
να λες αλήθειες!"

"Πως τολμάς! Φύγε από το σπίτι μου!"

"Πάψε Άννα ! Για δεν ήρθα σαν παπάς αλλά σαν Μανώλης. ! Και ο Μανώλης δεν το
έχει σε πολύ να βγάλει το κουμπουρι και να ξεπαστρεψει επιτέλους! Μίλα! Θέλω να
ακούσω από τα χείλη σου κάθε βρωμιά που έχεις κάνει! Οχιά! θέλησες να
δηλητηριάσεις τα ίδια σου τα παιδιά! Τι ψυχή θα παραδώσεις σαν πεθάνεις ! Στη
κόλαση θα πας! Μα το ξέρεις έτσι...; Γι αυτό συνεχίσες.. Δεν είχα σκοπό να διαβώ
τουτη τη πόρτα. Μα αύριο έχουμε χαρές. Θέλω να έχω καθαρή συνείδηση σαν δίνω την
ευχή μου. Πες μου μονάχα γιατί!"

Η Άννα έβγαζε σπίθες από τα μάτια της.


Ήταν πραγματικά σαν να ζωντάνεψε η κόλαση η ίδια.
"Γιατί μπορούσα!" απάντησε σοβαρή. "Γιατί έτσι έπρεπε! Βαρέθηκα αυτό το χωριό!
Βαρέθηκα τη μιζέρια. Κάθε κάτοικο που έκλαιγε τη μοίρα του. Μαζί με μένα...
Ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μη ζητάω. Ήθελα να είμαι κυρία του εαυτού μου!
Ευχαριστημένος;"

"Είσαι άξια της μοίρας σου..." δίχως να του πει σχεδόν τίποτα, εκείνος πήρε όλες
τις απαντήσεις που ήθελε μονομιάς. Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι, γύρισε και
έφυγε. Μύριζε θάνατο η αύρα της. Σαπιλα... Μύριζε χώμα και αίμα.

*******************

Έδιναν και έπαιρναν οι μπαλοθιες , οι φωνές και ο χορός. Αν στο γλέντι κόντεψαν
να γκρεμίσουν το χωριό πλέον θα το έβαζαν φωτιά. Ήταν ο πρώτος γάμος ύστερα από
πολύ καιρό.
Η Μαρία ήταν ντυμένη με ένα πανέμορφο νυφικό. Διαφορετικό από εκείνο που θα
έβαζε στο γάμο της με τον Ορέστη ενω ο Στυλιανός έδειχνε αστείος μέσα στο μαύρο
του κοστούμι. Άντρες που τριγύριζαν με ένα τζιν και μια σκισμένη μπλούζα όλη
μέρα στα χώματα, έμοιαζαν περίεργοι με τέτοιες φορέσιες. Θα μπορούσε να βάλει
κάτι επίσημο από τα μέρη τους αλλά δεν το επέλεξε. Λίγες ώρες πριν, πήγε στα
κρυφά και βρήκε τη Μαρία ενώ εκείνη ετοιμαζόταν. Έλαμπε ολόκληρος σαν της
ανακοίνωσε πως μόλις γίνει ο γάμος θα τη πάρει από το χωριό. Ήταν μια σκέψη
τελευταίας στιγμής και δεν κρατήθηκε.

Στο γλέντι ήταν όλοι παρόντες...


Ο Μανούσος και η Χαρά ήταν καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι με το γαμπρό και τη νύφη.
Μα πλάι τους, είχαν και τον Ορέστη με την Αρετή.
Όσο σουσουρο μπορούσε να δημιουργηθεί, έγινε και πέρασε αυτές τις είκοσι μέρες.
Πλέον είχαν συνηθίσει όλοι τους.

Τα όργανα έπιασαν ένα αργό μπάλο και ο Στυλιανός σηκωθηκε. Έτεινε το χέρι στη
γυναίκα του κι εκείνη το έπιασε τρισευτυχισμενη. Ακόμα δεν είχαν πει λέξη σε
κάνενα πως σκόπευαν να φύγουν μόνιμα από το χωριό και να εγκατασταθούν στα
Χανιά.

"Μανούσο μου... Δε βλέπω την ώρα να γίνεις εντελώς καλά να με χορέψεις !"
αποκρίθηκε η Χαρά κι εκείνος της χαμογέλασε γλυκά.

"Και τώρα μπορώ! Βλέπεις πουθενά το καροτσάκι!"

"Ούτε να το σκέφτεσαι! Μια εβδομάδα ακόμα επιτήρηση για εσένα και ύστερα
βλεπουμε !"

Η Αρετή έριξε ένα βλέμμα στον Ορέστη και του έπιασε το χέρι κάτω από το τραπέζι.

"Είσαι ευτυχισμένος;" ρώτησε σιγανα δίπλα στο αυτί του

"Δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις κυρά μου..." τις ψιθύρισε απαλά. Σήκωσε τη παλάμη
του , την εναπόθεσε ολόκληρη στο μάγουλο της και ύστερα βάζοντας λίγη μόνο
δύναμη την ώθησε κοντά του και τη φίλησε "κάλιο να πεθάνω έτσι , παρά να ζήσω
και να σε κάνω δυστυχισμένη"

"Σσς. Πάψε. Τέτοια λόγια μη λες! Τι θα κάνουμε μετέπειτα μου λες;"

Εκείνος γέλασε και κατέβασε όλο το κρασί

"Κάνουμε; Δεν ξέρω για εσένα, αλλά όλοι οι υπόλοιποι μια χαρά μου φαίνονται..
λες να τους λείψω τόσο;"

"Ορέστη!" τον μάλωσε κατακόκκινη.


"Το έχεις χάσει σήμερα ; Μήπως ήπιες πολύ; Τη μια μου φωνάζεις για τα ψωμιά ,
την άλλη για το κρασί που νομίζεις ότι ήταν πιο στυφο, την άλλη για τη τσικουδιά
που έπινα με το παπά νωρίτερα , μετά ήρθες χαμογελώντας να μου πεις ότι βρήκες
ένα σεμεδακι!!! Για να μην αναφέρω πως πάτησες τα κλάματα λίγο πριν βγούμε από
το σπίτι γιατί είδες ένα πεθαμένο μυρμήγκι στο τραπέζι της κουζίνας!"

"Κι αν ήταν μωράκι και η μάνα του το έψαχνε;" του είπε λυπημένη και η φάτσα του
Ορέστη δεν είχε προηγούμενο. Είχε γουρλωσει τα μάτια και δεν ήξερε αν έπρεπε να
κλάψει η να γελάσει.

"Αρετούλα μου; Είσαι εντάξει;" τη ρώτησε μα δε πρόλαβε να πάρει απάντηση. Ήρθε


σαν σίφουνας ο Στυλιανός και τους έπιασε τα χέρια.

"Άιντε μωρέ!!! Τι περιμένετε! Ελάτε!!!"

Ο Ορέστης έπιασε το χέρι της Αρετής μα ξάφνου η Χαρά μπήκε μπροστά και του έκοψε
τη φόρα.

"Δεν έχει χορούς για εκείνη !" Είπε τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της

"Ήντα 'παθες ώρε κι εσύ! Το έχετε χάσει εντελώς;" της είπε ο Μανούσος κι εκείνη
κοίταξε την Αρετή.

"Λοιπόν; Θα το πεις επιτέλους;" Τη ρώτησε κι εκείνη χλωμιασε

"Τι να πει; " πανικοβλήθηκε ο Ορέστης "Αρετή; Τι να πεις;;;"

"Εγώ... Να... " Η Αρετή έβαλε τα κλάματα κι εκείνος έμεινε σαν άγαλμα παγωμένος
να μη ξέρει τι του γίνεται.

"Ορμόνες είναι μη σκας!!!" έχοντας πιει όχι ένα, όχι δύο αλλά αρκετά ποτήρια
παραπάνω η γλώσσα της Χαράς πήγαινε ροδάνι.

"Ορμόνες...;;;" Ο Ορέστης είχε πάθει σοκ.

"Είναι έγκυος;" Πετάχτηκε και η Μαρία περιχαρής

"Αρετή; Μωρό μου πες μου... Πες μου να χαρείς..." Εκείνη κούνησε το κεφάλι
γελώντας και κλαίγοντας μαζί.

Ο Ορέστης τα έχασε. Άρχισε να γελάει μονάχος , έβγαλε το όπλο για να ρίξει μα


σταμάτησε.

"Οχι... Όχι θόρυβο. Θα ταράξουμε το μωρό! Θεέ μου... Μωρό; Θα κάνουμε μωρό;; "

Ολόκληρο το χωριό άρχισε να χειροκροτεί, και να δίνει της ευχές του. Ο θόρυβος
ήταν τόσο μεγάλος που κανένας δε πρόσεξε πως τους είχαν περικυκλώσει.

Σαν έπιασε η ορχήστρα να παίζει , ακούστηκε και ο πρώτος πυροβολισμός και όπως
άρχισε, έτσι και έπαψε...

Οι άντρες του Στρατή βγήκαν από τους θάμνους , και όλοι τα έχασαν.
Ήταν τόσο πιωμενοι, και τόσο αφηρημένοι που ούτε τα όπλα τους δεν είχαν οι
περισσότεροι.

Ο Μανούσος τους είχε προειδοποιήσει πως για παν ενδεχόμενο να ήταν


προετοιμασμένοι. Μα αυτό έγινε στην αρχή... Πλέον ήταν τόση η χαρά, που δεν
έμεινε πράμα να τους σκιάζει.

"Αίμα με αίμα!" φώναξε


Ο Στυλιανός τράβηξε τη Μαρία πίσω του.
Ο Μανούσος έβαλε δύναμη, σηκώθηκε και γραπωσε τη Χαρά

Ενώ ο Ορέστης, εβγαλε μονομιάς το όπλο και τον σημάδεψε απλώνοντας το χέρι σαν
ασπίδα στην Αρετή με τη σειρά του.

"Φύγε! Δεν είναι ώρα να ξηγηθεις αυτή! Φύγε και θα έρθω να σε βρω εγώ! Τιμή δεν
έχεις;" φώναξε ο Μανούσος έξαλλος

Ο Στρατης γέλασε

"Μαζί σου πράμα δεν έχω να πω! Δεν είσαι αίμα!"

"Βαριές κουβέντες λες πατέρα... Και θα τις μετανιώσεις. Δεν είσαι τέτοιος εσύ.
Το μίσος για τον Αντώνη σε έχει θολώσει. Φύγε από τούτες τις χαρές! Σε ξορκίζω!"

Ξάφνου ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Σαν γύρισαν όλοι τα κεφάλια , είδαν την
Άννα με μια καραμπίνα να κατεβαίνει από το πλακόστρωτο και έπειτα το Στρατή να
πέφτει στα γόνατα πληγωμένος.

"Θεέ μου ο Λευτέρης!!!" Εσκουξε η Χαρα σκεπτόμενη πως είχε μείνε στο σπίτι για
να τη προσέχει έτσι ώστε να μη κάνει καμία ανοησία και χαλάσει το γάμο.

Η Άννα όπλισε για δεύτερη φορά και εκείνος γέλασε. Κρατουσε ακόμα το όπλο του
και ήταν εμφανής πως οι άντρες τα είχαν χάσει. Ο Κωνσταντής όμως ήξερε τι να
κάνει. Όσο γινόντουσαν αυτά, πλησίασε από το πλάι...

"Μια φόνισσα ήσουν από μικρή! Διψασμένη για εκδίκηση και χρήμα! Ένας άχρηστος
οργανισμός που... Που αγάπησα. Και έμεινα να το πληρώνω..."

"Εσύ φταίς!" Του φώναξε έξαλλη


"Ήθελες να πάρεις τη Μάρθα ! Σου ζήτησα να μείνουμε μαζί! Λεφτά θα είχα!!! Μα
εσύ έβαλες τη τιμή πιο πάνω! Και ναι! Αυτό θέλεις να ακούσεις; Δε θα έμενα ποτέ
σε μια σπηλιά! "

Ο Στρατής έσφιξε το σαγόνι και όλο το χωριό κοιτούσε έκπληκτο. Μόλις η Άννα τον
σημάδεψε για δεύτερη φορά εκείνος γέλασε.

"Στο είπα δε στο είπα!!!" Έβγαλε μια δυνατή φωνή ο Στρατής "Θα πέσει μόνος!!!"
Κι έπειτα γέλασε κοιτάζοντας στα μάτια της το τρόμο....

Ο Κωνσταντής τράβηξε με δύναμη την Αρετή και όσο κι αν τον πόνεσε την έριξε στα
χωματα...
Ο Στρατής όπλισε...
Και έριξε προς το μέρος της....

Ο Ορέστης μπήκε μπροστά....


Μα η σφαίρα, δεν τον χτύπησε ποτε...

Η Αρετή κατάφερε και τον έσπρωξε το τελευταίο δευτερόλεπτο κι εκείνος κατέληξε


στα γόνατα πλάι της.
Και έπεσε σαν τη κυρά, δημιουργώντας μια λίμνη γύρω της... Μα δεν έμοιαζε με
εκείνα τα καταπράσινα νερά...
Ήτανε κόκκινη...
Σαν να ζηλεψε ο θεός εκείνο το δάκρυ του παπά και θέλησε να πάρει πίσω την αγνή
χαρά του...

Και τότε το αγρίμι σαλεψε...


Ούρλιαξε σα το λύκο...
Τράβηξε το όπλο και άρχισε να θερίζει...

Λάκκοι, έτος 1897

Λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη κανενός σαν έπιασε να σερνει το μοιρολόι ο
Σήφης...
Εκείνος ήταν κάτω... Περίμενε...
Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και ύστερα από τα μαντάτα που του είχε πει σαν
πήγε να τον βρει κρυφά, η απόφαση είχε παρθεί... Εκείνη θα ήταν η τελευταία τους
νύχτα στο χωριό.
Το αύριο θα τους έβρισκε μακριά...
Τόσο εκείνους, όσο και το μωρό που έμελλε να σφηνωθεί μέσα στα σπλάχνα της.

Μα τίποτα από αυτά δεν έγινε...


Εκεί που τη περίμενε κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά της λίμνης, άκουσε ένα
ουρλιαχτό κι ύστερα είδε την αγάπη του να πέφτει από το γκρέμνι...

Έμεινε να τη κοιτάζει να δίνει τη ζωή που είχε στα μάτια της, ώσπου εκείνα
έκλεισαν έχοντας για εικόνα τους, το πόνο του...

Σαν το αγρίμι... Έτσι θεριεψε.


Μα κατέληξε ένας άδειος, κενός άνθρωπος...
Έσκυψε πάνω της, και άρχισε να της τραγουδά με λυγμούς κρατώντας το άψυχο
κεφαλάκι της στα χέρια ...

"Σώπασε Μαριώ μου...


Πάει πια, τελείωσε...
Κανένας δε θα σε αγγίξει εκεί ξανά...
Μήτε εσένα, μήτε το παιδί μας..
Ακούς Μαριώ μου ;
Θα έρθω...
Χτίσε για εμάς ένα παράδεισο ματάκια μου....
Δεν θα αργήσω ...
Πες του πως ο μπαμπάς θα είναι εκεί...
Ακούς Μαριώ μου ; Πες μου... Πες μουυυ!"

Ο Σήφης έλιωσε ...


Σπαραζε και άφηνε τη ψυχή του να πεθάνει .
Δεν υπήρχε τίποτα να περιγράψει τέτοιο πόνο.
Γύρισε το σακατεμενο της κορμάκι, καθάρισε το ματωμένο της πρόσωπο και βάζοντας
τη παλάμη του , της σφαλισε τα μάτια...
Έπειτα χάιδεψε τη κοιλίτσα της και το κλάμα μεταμορφώθηκε σε ήχους που δεν είχε
ακούσει ποτέ ξανά κανένας..
Πουλί δεν έμεινε τριγύρω από το φοβο...

Η Μαριώ έφυγε και αυτό ήταν το δώρο από τις μοίρες για την αγάπη τους...

Ένα νεκρό κορμί, που μέσα του έκρυβε ένα ακόμα...

Μια ψυχούλα που δε πρόλαβε να δει το φως, κι έπεσε άδικα στο βωμό του μίσους...

Κι εκείνο το φαράγγι, έμεινε να στέκει εκεί σαν πεινασμένο...

wattpad.com
Άγραφος Νόμος - Κεφάλαιο 59° Η κυρά της
λίμνης... - Page 5
by BeYourselfGM
13-17 λεπτά

Λίγους μήνες αργότερα...

Περπάτησε με βήμα βαρύ...


Σε κάθε βήμα , έφερνε στο μυαλό και ένα πρόσωπο...
Λέξεις...
Χάδια...
Καυγάδες....
Γέλια...
Λύπες...
Όνειρα....

Χαμένες ελπίδες και φρενιασμενες ψυχές που τελικά ακολούθησαν άλλα μονοπάτια...

Τόσα λόγια...

"Όταν μεγαλώσεις , θέλω να γίνεις τρανός και δυνατός σα το μπαμπά.


Να προσέχεις τα αδέρφια σου! Μην αφήσεις να πάθουν πράμα!"

"Κοίτα!!! Κοίτα Ορέστη! Βρήκα αυτό το πλάσμα στο ποτάμι! Τώρα όλοι θα λένε πως η
τρανή η Μαρία δε φοβάται τίποτα!"

"Φοβάμαι Ορέστη μου... Φοβάμαι... Το μίσος σε έχει πλημμυρίσει αδερφέ μου...


Πότε θα κάνεις οικογένεια;"

"Αμε στο καλό γιε μου... Κι εγώ εδώ, θα μείνω να ανάβω τα κεράκια από όσους
έφυγαν. Ύστερα θα έρθω να με τραταρεις μια τσικουδιά στο οινοποιείο..."

Έφτασε στο πρώτο μνήμα...


Σαν να ήταν η τραγική η μοίρα, έβγαλε από τη τσέπη ένα κουτί σπίρτα. Έσκυψε και
κοίταξε το μνήμα θλιμμένος..

"Όταν η μάνα σου έμεινε έγκυος, τρελάθηκα... Τέτοια ευτυχία ούτε στο γάμο μου
δεν ένιωσα. Υποσχεσου μου Ορέστη μου πως θα γίνεις άντρας ... Άντρας με τιμή!"

Χαμήλωσε, κοίταξε τη φωτογραφία του πατέρα του και ανάβοντας ένα σπίρτο , του
άναψε το καντήλι...

Μα δε σταμάτησε...
"Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Καμιά φορά οι αμαρτίες επιτρέπονται. Να το
θυμάσαι..."

Τόση πίκρα...
Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να απαρνηθεί την ίδια του τη μάνα...
Μια μάνα που όχι μόνο απαρνήθηκε μα τη σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια...
Εκεί που ψάχνεις ένα χάδι και μια αγκαλιά, βρίσκεις το θάνατο...
Δεν έχει πια γλυκά τραγούδια...
Δεν έχει τρυφερές αγκαλιές...
Η αγάπη έσβησε γιατί η μάνα τη ξέχασε...
Κι αυτό ανάθεμα, μα πονούσε...

Άναψε το καντηλακι της και στο επόμενο βήμα έπεσε μια σταγόνα βροχής...
Μόνο που δεν ήξερε αν ήταν νερό η τα δάκρυα του που ξεκίνησαν να πέφτουν απαλά..

"Α ρε μπαγασα! Το καλύτερο κορίτσι του χωριού θα πάρεις... Μακάρι να είχα τη


τύχη να πάρω τη Μαριώ!"

Ο Ορέστης δεν τ' άντεξε...

"Καλό ταξίδι σου ευχήθηκα αδερφέ μου; Να είχα λίγη ψυχή να δώσω... Λίγη... Να
σε έφερνα πίσω... Τελικά τη πήρες για γυναίκα... Μόνο που ... " δεν άντεξε να
βγάλει άλλη λέξη... Και μόνο που έβλεπε εκείνα τα μάτια του Στυλιανού να το
κοιτάζουν μέσα από τη φωτογραφία λύγισε... Έβαλε σαν μικρό παιδί τα κλάματα...
Ύστερα κοίταξε τη φωτογραφία που ήταν ακριβώς πλάι του. Στο ίδιο μνήμα....
"Μόνο που σαν τη πήρες, σας πήρε ο θεός..."

Ήταν βαρύ το φορτίο...


Ο κόμπος έφτασε ως το λαιμό και σαν να ήθελε ο καιρός να του δώσει κι άλλο
βάρος, άρχισε να βρέχει. Μα δεν πτοήθηκε. Τους άναψε το καντηλακι και έπειτα
περπάτησε...

"Ορέστη; Αν καμιά μέρα κάνω καμιά μαλακια και πεθάνω, εσύ θα φταις που την
έκανα! Να το θυμάσαι! Αλλά δε ξεφεύγεις από μένα ρε... Έναν σε χω! Θα έρθω πίσω
να ... Να σε προσέχω... Γιατί αυτό ξέρω να κάνω..."

"Λευτέρη μου... Ελπίζω να το εννοούσες... Έλα. Εγώ εδώ θα 'μαι... Και μη


σκιαζεσαι εκεί πάνω... Είσαι γερό σκαρί... Καμιά αμαρτία να μη βαραίνει τη
ψυχούλα σου..."

Ο Ορέστης του άναψε το καντήλι μα πλέον τα πόδια με δυσκολία έμεναν όρθια. Δεν
ήθελε να πάει εξ αρχής εκεί...
Μα έπρεπε πια. Εγιανε από τα τραύματα και ήρθε ο καιρός να αντιμετωπίσει το
αποτέλεσμα ενός μίσους που δεν είχε τελειωμό...

Λίγο πριν πάει παρακάτω γύρισε προς τα πίσω...

Στην ακριβώς απέναντι σειρά, υπήρχαν κι άλλοι λάκκοι...

Ο ένας ήταν του Στρατή, του Κωνσταντη... Και δίπλα άλλοι δέκα... Κανένας δεν
ήξερε ούτε έμαθε ποιοί ήταν εκείνοι οι άντρες. Όσους ήξερε ο Μανούσος, τους
γράψανε μα οι άλλοι, απλά μπήκαν στο χώμα...
Σκούπισε τα μάτια του μα σαν πλησίασε το επόμενο μνήμα, ένιωσε να σπάει...

"Κουράστηκα... Δεν αντέχω πια. Έτσι εύχομαι μερικές φορές , να άνοιγε τούτη η γη
να έβρισκα τη γαλήνη..."

"Μη λες τέτοια! Τι θα απογινουμε εμείς χωρίς εσένα;"

"Θα έχουν εσένα... Οπότε δε φοβάμαι κανένα τους. Και τώρα έλα... Βόηθα με να
σηκωθώ . Τούτο το μπαστούνι σήμερα δεν με αγαπά..."

"Γερασες παπά Μανώλη..."

"Γέρασα γιε μου... Μα σαν κλείσω τούτα τα μάτια, θα φύγω ευτυχισμένος... Σε είδα
να παντρεύεσαι... Σου δωκα ευχή. Και μέσα από τη ρημαδα τη καρδιά, στο ορκίζομαι
πως ήταν ευχή πατέρα..."

"Ήντα έπαθες σήμερα και λες τέτοια λόγια! Γάμο έχουμε σε λίγες ώρες..."

"Ξέρεις ... Μεριές φορές είναι δύσκολο. Ίσως το σκέφτεσαι... Μα δε το λες..."

"Τι πράμα παπά μου;"

"Σ'αγαπαω Ορέστη μου...Να μου το προσέχεις το κορτσουδι μου..."

Το κλάμα έγινε αναφιλητα και πόνος..

Έκλεισε για μια στιγμή τα βλέφαρα και έφερε στο μυαλό του εκείνο το καταραμένο
βράδυ...
Σαν σκιά πέταξε μπρος στα μάτια του η στιγμή... Τον είδε να ανοίγει το ράσο, να
βγάζει με το ζόρι το όπλο και να πυροβολεί ουρλιάζοντας από οργή. Τους
καταράστηκε όλους...
Ακόμα και το Στρατή...
Εκείνος πυροβόλησε το Κωνσταντή. Όσο βασταξαν τα πόδια του πυροβόλησε κι έπειτα
γύρισε και κοίταξε την Αρετή...
Και ο παπά Μανώλης δεν το άντεξε...
Η καρδιά τον πρόδωσε... Σταμάτησε να χτυπά από το καημο της...
Σαν τα κεράκια που άναβε , έτσι έλιωσε πλάι της...

"Ελπίζω να ηρέμησε η ψυχούλα σου..." Αποκρίθηκε με δυσκολία και βγάζοντας ένα


σπίρτο, έβαλε όλο το χέρι μέσα στο τζαμακι γιατί η βροχή δυνάμωσε και του άναψε
το καντήλι...

Τριγύρω υπήρχαν διάσπαρτα αρκετά μνήματα. Όλα ήταν φρέσκα...


Συνολικά άνοιξαν πάνω από 40 τάφοι εκείνη τη μαύρη τη μέρα... Το πλήγμα για
όλους τεράστιο και ο καημός βαρύς κι ασηκωτος.

Έσυρε το ένα πόδι, ύστερα έσυρε και το άλλο και σταμάτησε...

Λίγο πιο πέρα από τα υπόλοιπα, υπήρχε ένα ακόμα μνήμα που έπρεπε να
επισκεφτεί...
Ήταν μικρότερο...
Γύρω του είχε διάσπαρτα μικρά λευκά καγκελακια μπηγμενα στο χώμα...
Δεν υπήρχε φωτογραφία...
Ούτε όνομα...
Μα μέσα από το γυάλινο τζαμακι, έβλεπες ένα σαρίκι...

Σαν έφτασε εκεί ο Ορέστης, έπεσε στα γόνατα. Γέμισε λάσπες και η βροχή δυνάμωνε
αλλά ούτε που το ένιωθε.
Άπλωσε τη παλάμη του πάνω στο χώμα και το έσφιξε...
Δεν ήθελε να του βάλουν πετρουλες...
Ήθελε να πιάνει το χώμα και να το σφίγγει.
Ήθελε να μπορεί να κλαίει και τα δάκρυα να κατεβαίνουν μέχρι κάτω...
Δεν υπήρχε κάσα μέσα σε εκείνο το χώμα... Υπήρχε μόνο , ένα μικρό λευκό κουτάκι
δεκα εκατοστών...
Εκείνο το χώμα, ήταν για τη ψυχή του παιδιού του... Για εκείνο το μικρό πλάσμα
που πρόλαβε και ανέπτυξε ποδαράκια και χεράκια...
Ενός παιδιού που δε του δόθηκε η ευκαιρία να αναπνεύσει...
Που του το στέρησαν χωρίς να το ρωτήσουν...

Ο Ορέστης έγινε κομμάτια...


Έκλαιγε και έκλαιγε χωρίς να ελέγχει τους λυγμούς του. Έβγαζε μικρές κραυγές και
ολοένα και έβαζε τα χέρια σε εκείνο το χώμα.

"Συγχωρα με... " είπε με δυσκολία .


Η ανάσα του άρχισε να βγαίνει σαν τρελή και σαν σήκωσε τα χέρια και τα είδε μέσα
στις λάσπες άρχισε να ουρλιάζει. Τόσο δυνατά...
Τόσο σπαρακτικά...
Άνθρωπος δεν άντεχε να ακούσει...

Χωρίς να το ελέγχουν, όσοι εμεναν κοντά στα μνήματα σαν τον άκουσαν έκλεισαν τα
στόματα τους και δακρυσαν...

"Μη κλαίς..." άκουσε αξαφνα και σαν γύρισε , την είδε...

Έστεκε μέσα στη βροχή, φορούσε ένα λευκό φόρεμα και έπιανε τη φουσκωμένη της
κοιλίτσα...
Τόσο όμορφη...
Τόσο αναλλοίωτη στο χρόνο...
Πράμα δεν άλλαξε από πάνω της...
Εκτός από ένα...
Μια τεράστια ουλή που της έμεινε σαν παρακαταθήκη στη κοιλιά...

Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπο και τα πόδια της είχαν γεμίσει
λάσπες...
Τόσο πονεμένη εικόνα...

"Κλώτσησε... Νομίζω πως το παιδάκι μας ήρθε Ορέστη μου... Η ψυχούλα του έφυγε
από εκείνο το σώμα και είναι μαζί μας πια... Έλα αγάπη μου, σήκω..."

Οι γιατροί είπαν πως ο σφυγμος του έπεφτε για κάποιο λόγο και 2 μέρες δεν
κουνιόταν καν... Οι ελπίδες ήταν λίγες και δε θα άντεχε να χάσει ακόμα ένα
μωρό...
Ο Ορέστης έκανε μήνες να ξεπεράσει εκείνο το φονικό...
Η Αρετή γλίτωσε από θαύμα μα όχι και το παιδί τους...
Όπως όμως φάνηκε, εκείνο ήταν επίμονο σαν το πατέρα του...

Πήγε κοντά του κι εκείνος σηκώθηκε.

Δίχως να το θέλει, της βγήκε ένα παράπονο και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν.

"Όχι κυρά μου... Σου ζήτησα μη ξανακλαψεις πια... Γι αυτό είμαι εγώ εδώ... Να
κλαίω και για τους δυο μας... Έλα... Πάμε στο σπιτάκι μας.
Πάει... πέρασε" η Αρετή δεν είχε γλώσσα να πει άλλη λέξη .

Ο Ορέστης τη σήκωσε αγκαλιά στα δύο του χέρια, και τότε σταμάτησε ξαφνικά.

"Κλώτσησε... Με κλώτσησε Αρετούλα μου!' στην αρχή νόμιζε πως του το είπε για να
πάψει να κλαίει μα το ένιωσε και ο ίδιος...
"Τι άγαλμα είναι αυτό;" ρωτησε ο κοκκινομαλης πιτσιρικάς τη δασκάλα βγάζοντας τη
φωτογραφική μηχανή του.

Είχαν φτάσει πια βαθιά μέσα στο βουνό και έκαναν τη τελευταία στάση πριν
επιστρέψουν στα Χανιά. Δεν είχε άλλο δρόμο για το λεωφορείο..
Πάντοτε έφταναν εκεί σαν πήγαιναν εκδρομή ...

"Αυτό είναι το άγαλμα , της κυράς... Έτσι το ονόμασαν..." Εξήγησε η δασκάλα στα
παιδιά

"Και γιατί κρατάει δύο αγγέλους στα χέρια;"

"Αυτό εδώ παιδιά έχει μεγάλη ιστορία..."

"Ωωωωω ελάτε κυρία Χαρά!!! Σας παρακαλώ ! Πείτε μας!!!" φώναξε ένα κοριτσάκι και
η Χαρά γυρισε πρός το άγαλμα και δακρυσε...

"Τη λέγανε Μαριώ... Και πλέον, βρίσκεται ψηλά στον ουρανό μαζί με δύο
αγγελάκια...Το άγαλμα είναι προς τιμήν κάθε ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή..."

"Κι εκεινος ο άντρας που έχει ανοιχτά τα χέρια;" Ρώτησε ένα άλλο

"Αυτόν , τον λέγανε Σήφη... Το άγαλμα δείχνει πως τους έχει κάτω από τις
φτερούγες του..." Η Χαρά σκούπισε τα δάκρυα και ύστερα γύρισε χαμογελαστή
"Νομίζω ήρθε η ώρα να μπούμε στο λεωφορείο τι λέτε;'

"Εμ... Εκείνος ο δρόμος; Που οδηγεί;"

"Πουθενά Κωστή μου... Εκεί είναι ένα μικρό χωριουδάκι με ελάχιστους κατοίκους
πια..."

"Μα κυρία... Τότε τι είναι εκείνο το κτήριο;"

"Πάντα τόσο περίεργους μαθητές έχεις;" ξαφνικά γύρισαν όλοι τα κεφάλια και είδαν
έναν άντρα να πλησιάσει.

"Ο γαμπρός της κυρίας !!!!" φώναξαν πλαν μαζί και άρχισαν να χαχανιζουν...

Εκείνος πήγε κοντά, έσκυψε και την αγκάλιασε.

"Θα σε περιμένω στο 'μικρό χωριουδάκι' μόλις τελειώσεις. Οι 'ελάχιστοι κάτοικοι'


πέθαναν της πείνας! Και σήμερα έχουμε και τα γενέθλια της μικρής!" της είπε
γλυκά και πονηρά και ή Χαρά χαμογέλασε...

Έβαλε τα παιδιά στο λεωφορείο, αποχαιρέτησε το Μανούσο και γύρισε πίσω στα
Χανιά...

Έτσι έμεινε να λέγεται εκείνο το μέρος...


Ένα μικρό ακατοίκητο χωριό που καταβαθος ήταν γεμάτο ευτυχία...

Η Αρετή και ο Ορέστης απέκτησαν ένα όμορφο κοριτσάκι που το ονόμασαν Μαριώ...
Ήταν ένα κοριτσάκι με πυγμή και θάρρος.
Καλοψυχο και ευγενικό...

Ο Μανούσος και η Χαρά δεν είχαν κάνει ακόμα παιδιά αλλά ήταν στα άμεσα σχέδιά
τους...
Εκείνοι οι τέσσερις έμειναν για να κρατήσουν το τόπο...
Να κρατήσουν ενωμένους όσους απέμειναν κι αυτό έκαναν.
Ο Μιχαλιός παντρεύτηκε και εκείνος.
Ο Γιώργης σαν έμαθε τα μαντάτα , επέστρεψε λίγους μήνες πριν και μάλιστα , μαζί
με τη γυναίκα και το γιο του.

Όλα με ένα φονικό άρχισαν...


Και με ένα μεγαλύτερο έμελε να τελειώσουν...

Έχτισαν ένα άγαλμα προς τη Μαριώ στο σημείο που ήταν η αποθήκη και έκτοτε,
έζησαν χωρίς φόβο. Χωρίς ψέματα. Χωρίς πίκρες και στεναχώριες...

Κανέναν δεν λησμόνησαν...


Όλοι έμειναν μέσα στη ψυχή τους...

"Η μικρή είπε πως η μαμά πήγε στο φαράγγι! Μου έχεις κόψει τη χολή τι κάνεις εδώ
πέρα! Πάλι καλά τη κράτησε η φουρναρισσα και φτιάχνουν τη τούρτα. Αρετή; Που
είσαι!" Ο Ορέστης μιλούσε μόνος ώσπου την είδε γυμνή, κάτω από το καταρράκτη...

Ήθελε να κλαψει μα δε το έκανε...


Έβγαλε τη μπλούζα και το παντελόνι και μπήκε μέσα δίχως να πει άλλη λέξη...

Εκείνη ούτε που τον κατάλαβε...

"Ήντα γυρεύεις ξανά εδώ κυρά μου...;" είπε μαλακά αφήνοντας τα χέρια του να
αγγίξουν τη γυμνη της μέση κι εκείνη τρόμαξε. Έκαμε να γυρίσει μα ο Ορέστης δεν
την άφησε...

"Πάρε τα χέρια σου...." του απάντησε σαν εκείνος την έσφιξε από τη μεση...

"Γιατί; Αν δε τα πάρω ήντα θα κάμεις;" της είπε και τη γύρισε προς το μέρος του.
Η Αρετή του γλυκογελασε κι έπειτα έπιασε τη κοιλιά της...

"Νομίζω θα είναι αγόρι... Αν δε κάνω εγώ, αυτός θα σου κάνει σίγουρα..."


αποκρίθηκε λέγοντας του στα μούτρα πως είναι έγκυος κι εκείνος έμεινε να τη
κοιτάζει...

"Ήντα κοιτάζεις κύρη μου;"τον κορόιδεψε...

"Δεν έχω λόγια να σου περιγράψω τι ακριβώς κοιτάζω ...." είπε ύστερα από λίγο
και χώθηκε μαζί της κάτω από το νερό...

Κανένας δεν ξέχασε...


Όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, όσο κι αν γέρασαν, κανένας δεν λησμόνησε το
παρελθόν...

Και μέχρι σήμερα, το άγαλμα της Μαριως, στέκει αγέρωχο , για να υπενθυμίζει
στους ανθρώπους, τι είναι ικανό να σπείρει το μίσος...

Μη μισείτε...
Είναι μικρή αυτή η ζωή για να μισείτε...
Παίρνει την ευτυχία, τη σπέρνει στα σωθικά σας και θερίζει τις ψυχές...

Κι όταν θα έρθει η ώρα, κάθε ένας θα λογοδοτήσει για τα κρίματα του...

Μάθετε να αγαπάτε...
Δεν έχει σχέση το παρελθόν, εκείνο χάνεται...
Περνάει και ο χρόνος γιανει τις πληγές...
Η παρακαταθήκη που αφήνουμε πίσω είναι αυτή που μετράει...

Οι πληγές που ανοίγουμε στους ανθρώπους μα και ο πόνος που τους προσφέρουμε, δε
θα μας κάνει καλύτερους...
Όλοι κάνουν λάθη...
Το θέμα είναι, πως τα αντιμετωπίζουν...
Τόσο αυτοί, όσο και η "κρίση" των γύρω τους...
Μη γίνεστε "φονιάδες" και δικαστές...
Δώστε συγχώρεση γιατί ποτέ δε ξέρεις...

Σήμερα είναι...και αύριο δεν είναι...


Οτι κρατάς σήμερα...ίσως αύριο χαθεί...
Δώστε στιγμές...
Συναισθήματα...
Γεμίστε τα κενά τους...
Μην κοιτάτε τους γύρω σας σαν να είναι δεδομένοι...
Κανείς δεν είναι...

Και ίσως αυτός που σιωπά, ίσως αυτός που θυμώνει... Ίσως αυτός που φωνάζει...
Δε το κάνει από μίσος η κακία...
Το κάνει γιατί ζητιανευει λίγα ψίχουλα αγάπης κι ανθρωπιάς...
Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue
publishing, please remove it or upload a different image.

You might also like