You are on page 1of 75

Γεράσιμος-Σοφοκλής Παπαδόπουλος

μεταπτυχιούχος Γλωσσολογίας

Συνείδηση: το Πρωταρχικό Εικονιστικό Σχήμα


- ένα μοντέλο για την οντογένεση και τη δόμηση της εννοιοποίησης

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΝΤΕΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ

Αθήνα
2016

1
1. Εισαγωγή

Σύμφωνα με τη θεωρία του ενσώματου ρεαλισμού (embodied realism) των Lakoff & Johnson
(1980, 1999), η δόμηση του εννοιακού συστήματος στον ανθρώπινο νου πηγάζει από τα
εικονιστικά σχήματα (image schemas), τα οποία αποτελούν πρωταρχικές αναπαραστάσεις της
σωματικής εμπειρίας. Οι διάφοροι ερευνητές προτείνουν και αναλύουν διάφορα εικονιστικά
σχήματα, αλλά το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι αν υπάρχουν εικονιστικά σχήματα που
είναι βασικότερα από τα άλλα (βλ. Oakley, 2007: κεφ. 5) ή, καλύτερα, αν υπάρχει ένα εικονιστικό
σχήμα από το οποίο να πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα.

Σε αυτή η εργασία, έχοντας ως αφετηρία μας τον ενσώματο ρεαλισμό (χωρίς να λείπει κριτική
διάθεση απέναντί του), θα επιχειρήσουμε να βρούμε λύση στο παραπάνω ερώτημα, θέτοντας ως
υπόθεση εργασίας μας την περίπτωση η συνείδηση να αποτελεί το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα
με βάση το οποίο δομείται η εννοιοποίηση. Η υπόθεση αυτή θα εξεταστεί μέσω της μελέτης
διαφόρων θεωριών συνείδησης, των φιλοσοφικών απόψεων του Mikhail Bakhtin για τη συνείδηση
και τη γλώσσα, και των ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων του Jacques Lacan για το στάδιο του
καθρέφτη και τη συγκρότηση της υποκειμενικότητας. Συμπληρωματικό ρόλο θα παίξουν, επίσης,
ενδείξεις από έρευνες της γνωστικής και εξελικτικής ψυχολογίας και των νευροεπιστημών. Τα
πορίσματα της μελέτης αυτής θα συνοψιστούν στο τέλος της εργασίας υπό τη μορφή ενός
προτεινόμενου μοντέλου, το οποίο στην ουσία επιχειρεί να διαλευκάνει το παλαιό ζήτημα της
οντογένεσης των εννοιών και της γενικότερης δομής της εννοιοποίησης.

2. Τα εικονιστικά σχήματα και η εννοιακή μεταφορά

Το 1980, οι George Lakoff και Mark Johnson δημοσιεύουν το έργο-σταθμός για τη γνωσιακή
γλωσσολογία «Metaphors we live by». Εκεί αναπτύσσουν τη θεωρία τους1 σχετικά με το πώς ο
ανθρώπινος νους συλλαμβάνει και σχηματίζει τις έννοιες, η οποία συνοψίζεται σε δύο βασικές
αρχές: α) Ο τρόπος με τον οποίο είναι κατασκευασμένο το ανθρώπινο σώμα καθορίζει τον τρόπο
σχηματισμού των εννοιών, και β) Οι αφηρημένες έννοιες σχηματίζονται από τις πιο συγκεκριμένες
έννοιες μέσω της διαδικασίας της μεταφοράς. Στη συνέχεια θα παραθέσουμε βασικά σημεία της
θεωρίας αυτής.

1 Οι Lakoff & Johnson ονόμασαν την θεωρία τους «ενσώματο ρεαλισμό» (embodied realism) στο επόμενο κοινό τους
έργο «Philosophy in the flesh», που εκδόθηκε το 1999.

2
2.1. Τα εικονιστικά σχήματα

Τα εικονιστικά σχήματα αποτελούν προεννοιακές αναπαραστάσεις απλές στη δομή τους, οι οποίες
διαμορφώνονται κατά την παιδική ηλικία με βάση την ενσώματη εμπειρία, δηλαδή «μέσω της
μετακίνησής μας στον χώρο, του χειρισμού μας των διαφόρων αντικειμένων, και των αντιληπτικών
μας αλληλεπιδράσεων» (Johnson, 1987: 29). Λειτουργούν, με άλλα λόγια, ως «διυλιστές των
χωροχρονικών εμπειριών» (Oakley, 2007: 215) και χρησιμεύουν, κατά τους γνωσιακούς
γλωσσολόγους, ως βάση για την οργάνωση της γνώσης και της εννοιολογικής κατασκευής του
κόσμου.

Ως όρος, τα εικονιστικά σχήματα προτάθηκαν και περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Johnson
(1987), και αποτελούν συνδυασμό των καντιανών σχημάτων με τις εικόνες της γνωσιακής
επιστήμης (βλ. Oakley, 2007: Κεφ. 2.1.): Τα σχήματα του Καντ αποτελούν δομές της φαντασίας
που έχουν σταθερή δομή, αλλά στερούνται συγκεκριμένου εμπειρικού περιεχομένου, και τα οποία
μεσολαβούν ανάμεσα σε ότι προσλαμβάνουμε αισθητικά και σε ότι συλλαμβάνουμε νοητικά (π.χ. η
εμπειρική έννοια του πιάτου σχετίζεται με το αφηρημένο γεωμετρικό σχήμα του κύκλου). Από την
άλλη, οι γνωσιακές εικόνες αποτελούν αναπαραστάσεις συγκεκριμένων αντικειμένων ή
δραστηριοτήτων. Έτσι, τα εικονιστικά σχήματα, ενώ αποτελούν δομές της φαντασίας που πηγάζουν
από την ενσώματη εμπειρία, δεν έχουν σταθερότητα, ούτε συγκεκριμένο περιεχόμενο, παρά
περιγράφονται ως προεννοιακά θεμελιακά πρότυπα που χρησιμεύουν για να δίνουν νόημα σε
διάφορα περιεχόμενα.

Μερικά από τα γνωστότερα εικονιστικά σχήματα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία είναι τα εξής:
ΠΕΡΙΕΚΤΗΣ (CONTAINER), ΑΦΕΤΗΡΙΑ–ΠΟΡΕΙΑ–ΣΤΟΧΟΣ (SOURCE–PATH–GOAL),
ΔΕΣΜΟΣ (LINK), ΑΣΚΗΣΗ ΔΥΝΑΜΗΣ (FORCE DYNAMICS), ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ (BALANCE),
ΚΕΝΤΡΟ–ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ (CENTRE–PERIPHERY), ΓΕΜΑΤΟ–ΑΔΕΙΟ (FULL–EMPTY) κ.ά.

Ας εξετάσουμε, για παράδειγμα, το σχήμα του ΠΕΡΙΕΚΤΗ: Το σχήμα αυτό πηγάζει από την
αντίληψή μας ότι στον κόσμο υπάρχουν κάποια όρια που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε το εσωτερικό
από το εξωτερικό. Δομικά στοιχεία του σχήματος αυτού είναι, λοιπόν, τα εξής τρία: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ–
ΟΡΙΟ–ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ (βλ. Παναρέτου, 2011: 111). Κατά τον Johnson (1987), το σχήμα αυτό
σχετίζεται με το ότι τα παιδιά παρατηρούν την τροφή ή τον αέρα να μπαινοβγαίνει από το στόμα
τους.2 Μπορούμε να ανιχνεύσουμε χρήσεις του σχήματος αυτού σε εκφράσεις στις οποίες

2 Ο Mandler (1994: 65), από την άλλη, υποστηρίζει ότι το σχήμα αυτό μπορεί να κατακτηθεί με την παρατήρηση

3
χρησιμοποιούνται τα επιρρήματα μέσα ή έξω, όπως: «Είμαι μέσα στην κουζίνα» – όπου η κουζίνα
είναι περιέκτης του σώματός μου, «Το 'βγαλα από μέσα μου» – όπου ο ψυχικός μου κόσμος είναι
περιέκτης, «Είχε εξωσυζυγικές σχέσεις» – όπου η κατάσταση του γάμου είναι περιέκτης κ.ο.κ.

Χαρακτηριστικό των εικονιστικών σχημάτων είναι ότι υποβάλλονται σε μετασχηματισμούς


(transformation), οι οποίοι βοηθούν στην αναγωγή της σκέψης από μια αντιληπτική κατηγορία σε
μία εννοιολογικά ανώτερη κατηγορία (βλ. Oakley, 2007: Κεφ. 2.2.). Ο Lakoff (1987: 443)
περιγράφει τέσσερις βασικές περιπτώσεις μετασχηματισμών: α) Από εστίαση στην πορεία σε
εστίαση στο τελικό σημείο, β) Από πολλαπλότητα σε μάζα, γ) Τροχιοδείκτης (νοητή αναπαράσταση
της πορείας ενός αεικίνητου αντικειμένου), δ) Υπέρθεση (όταν ένα μικρό αντικείμενο μεγαλώνει
μέχρι να υπερκαλύψει ένα αρχικά μεγαλύτερό του και το ανάποδο). Μετέχουν επίσης στη
διαδικασία της μεταφοράς, με την οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω.

2.2. Η διαδικασία της μεταφοράς

Όπως διατυπώνεται με απλά λόγια από τους Lakoff & Johnson (1980), «η ουσία της μεταφοράς
συνίσταται στο ότι κατανοούμε και βιώνουμε ένα είδος αντικειμένων με όρους ενός άλλου». Έτσι,
στη διαδικασία της μεταφοράς μετέχουν πάντοτε δύο εννοιακά πεδία: αυτό που δανείζει τη δομή
του (πεδίο-πηγή) κι αυτό που την δανείζεται (πεδίο-στόχος).

Τα δύο πεδία αναπτύσσουν μεταξύ τους μια σχέση αντιστοιχιών (mappings), οι οποίες είναι δύο
ειδών: α) οντολογικές αντιστοιχίες: Οι διάφορες οντότητες και οι ρόλοι τους στο ένα πεδίο
σχετίζονται με συγκεκριμένες οντότητες και ρόλους του άλλου πεδίου (π.χ. στη μεταφορά Η
ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΔΙ, οι ταξιδιώτες αντιστοιχίζονται με τους εραστές, το όχημα με την ερωτική
σχέση, το ταξίδι με τα γεγονότα της σχέσης, τα εμπόδια με τις δυσκολίες κ.ο.κ.), και β) επιστημικές
αντιστοιχίες: η γνώση μας για το πεδίο-πηγή περιλαμβάνει ένα αριθμό δυνατών συνεπαγωγών που
προβάλλονται στο πεδίο-στόχος (π.χ. στην ίδια μεταφορά έχουμε την εμπειρία ότι ένα ανυπέρβλητο
εμπόδιο μπορεί να ματαιώσει ένα ταξίδι, και έτσι κατανοούμε στην έκφραση «Η αρρώστια της
μάνας του ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη σχέση τους» ότι η σχέση τους τελείωσε εξαιτίας της
αρρώστιας της μάνας του3).

Οι θεωρητικοί της εννοιακής μεταφοράς έχουν επισημάνει δύο βασικούς περιορισμούς στη
αντικειμένων που χρησιμεύουν ως περιέκτης, χωρίς να χρειάζεται η πολύπλοκη αντίληψη του σώματος ως
περιέκτη.
3 Τα παραδείγματα έχουν ληφθεί από την Παναρέτου, 2011: 115-6.

4
διαδικασία της μεταφοράς: τη μονοκατευθυντικότητα των αντιστοιχιών και την αρχή της
σταθερότητας.

Σύμφωνα με τον πρώτο περιορισμό, οι αντιστοιχίες μεταξύ των οντοτήτων των δύο πεδίων γίνονται
πάντα από το πεδίο-πηγή στο πεδίο-στόχος· ποτέ αντίστροφα. Επίσης, κατά κανόνα τα πεδία-πηγή
συνδέονται με πιο συγκεκριμένες εμπειρικές καταστάσεις (π.χ. χώρος), ενώ τα πεδία-στόχος
αναφέρονται σε αφηρημένες και περισσότερο δυσνόητες έννοιες (π.χ. χρόνος). Κατά συνέπεια, τα
εικονιστικά σχήματα χρησιμοποιούνται στη διαδικασία της μεταφοράς ως πεδία-πηγή, καθότι
ανάγονται σε πρωταρχικές ενσώματες εμπειρίες.

Σύμφωνα με τον δεύτερο περιορισμό, «οι μεταφορικές αντιστοιχίες διατηρούν τη γνωσιακή


τοπολογία, δηλαδή τη δομή του εικονιστικού σχήματος που αποτελεί το πεδίο-πηγή, κατά τρόπο
που να ταιριάζει με την εγγενή δομή του πεδίου-στόχος» (Lakoff, 1993: 215). Αυτό σημαίνει ότι οι
εγγενείς ιδιότητες του πεδίου-στόχος θέτουν περιορισμούς κατά τη διαδικασία της μεταφοράς,
ώστε να μην αλλοιωθεί η εννοιακή του σύσταση (π.χ. στη μεταφορά ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ, τα αντικείμενα συνεπάγονται κατοχή, ενώ οι πράξεις όχι – αν κάποιος μου δώσει
ένα φιλί, δεν σημαίνει ότι μετά το έχω στην κατοχή μου4).

2.3. Κριτική στη θεωρία του ενσώματου ρεαλισμού

Ο μεταφορικός τρόπος εννοιολόγησης ως βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου νου υπήρξε το


μεγαλύτερο εύρημα και η λιγότερο αμφισβητήσιμη θέση των Lakoff & Johnson – αν και δεν ήταν
κάτι που διατυπωνόταν για πρώτη φορά 5. Σκεπτικισμός ως προς αυτή την πτυχή της θεωρίας
αναπτύχθηκε κυρίως σχετικά με το πόσο μεγάλης σπουδαιότητας είναι ο ρόλος που παίζει η
διαδικασία της μεταφοράς στην εννοιοποίηση (βλ. Jackendoff & Aaron, 1991), ή αν τελικά τα
πεδία-πηγή περισσότερο «εμπλουτίζουν» παρά καθορίζουν την εννοιακή δομή των πεδίων-στόχος
(βλ. Taylor, 2002).

Το σημείο, όμως, εκείνο της θεωρίας των Lakoff & Johnson που δέχτηκε μεγαλύτερη κριτική ήταν
η εμπειρική βάση της μεταφοράς, δηλαδή η διαμόρφωση των εικονιστικών σχημάτων με βάση την
ενσώματη εμπειρία. Σύμφωνα με τη Wierzbicka (1986) ο εσωτερικός κόσμος είναι πιο οικείος στον
άνθρωπο από τον εξωτερικό, ενώ η Rakova (2002) επισημαίνει ότι ορισμένα εικονιστικά σχήματα
4 Το παράδειγμα έχει ληφθεί από την Παναρέτου, 2011: 121.
5 Για παράδειγμα, αυτή ήταν μια από τις βασικές θέσεις του I. A. Richards (1893-1979) (βλ. Griffin, 1996: Chapter
5).

5
όπως ο ΠΕΡΙΕΚΤΗΣ προϋποθέτουν ανάπτυξη νοητικών ικανοτήτων που δεν έχουνε εμφανιστεί
ακόμη στην πρώιμη παιδική ηλικία.

Κατά την άποψή μου, το βασικό πρόβλημα του ενσώματου ρεαλισμού, ο οποίος – όπως πειστικά
υποστηρίζει η Rakova (2002) – στην ουσία αποτελεί έκφανση ενός ακραίου εμπειρισμού, είναι η
κυκλικότητα του επιχειρήματός του: Αν εξετάσουμε προσεκτικότερα τον ισχυρισμό ότι τα θεμέλια
για την ανάπτυξη της νόησης τίθενται μέσω πρωταρχικών εμπειριών του σώματος, θα δούμε ότι
στη βάση του υποκρύπτεται ένας λανθάνων δυϊσμός ανάμεσα στην εμπειρία και στη νόηση, όπου η
πρώτη σαφώς διαχωρισμένη από τη δεύτερη την δημιουργεί. Αν δεν μπορούμε, όμως, να δεχτούμε
έναν καρτεσιανού τύπου δυϊσμό – όπως δεν μπορούν να τον δεχτούν οι περισσότεροι φιλόσοφοι
και επιστήμονες σήμερα (βλ. Blackmore, 2004: 13), τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η εμπειρία του
σώματος, εφόσον παρήγαγε νόηση, έχει ήδη περάσει την ουδό της συνείδησης – έχει, με άλλα
λόγια, κατανοηθεί. Αλλά τότε το επιχείρημα είναι κυκλικό και, έτσι, φτάνουμε σε αδιέξοδο.

Μία πιθανή λύση του προβλήματος είναι ότι τα εικονιστικά σχήματα που περιγράφονται από τους
γνωσιακούς γλωσσολόγους είναι μια δευτέρου επιπέδου νοητική δομή, της οποίας προηγείται μία
πρώτου επιπέδου νοητική δομή με βάση την οποία κατανοείται η εμπειρία του σώματος. Αν ισχύει
κάτι τέτοιο, τότε ποιο είναι το πρώτο αυτό νοητικό σχήμα που επιτρέπει την κατανόηση του
σώματος από το παιδί και την περαιτέρω ανάπτυξη του εννοιακού του συστήματος; Ποιο είναι, με
άλλα λόγια, το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα; Εφόσον η εμπειρία του σώματος προϋποθέτει
συνείδηση, μήπως, τελικά, η γένεση της εννοιοποίησης πρέπει να αναζητηθεί στη γένεση της
υποκειμενικότητας; Ή, με άλλα λόγια, μήπως το πρώτο εικονιστικό σχήμα είναι η ίδια η συνείδηση;
Για να εξεταστεί η υπόθεση αυτή, θα πρέπει πρώτα να απαντηθεί μια σειρά ερωτημάτων που
αυτομάτως αναδύονται: Τι είναι η συνείδηση; Ποια είναι η δομή της; Πότε εμφανίζεται στο άτομο;
Ποια η σχέση της με τη γλώσσα; Στη συνέχεια, θα παραθέσω τα βασικά σημεία της έρευνάς μου
επί του θέματος, για να προχωρήσω παρακάτω σε μια συνολική πρότασή μου για την οντογένεση
των εννοιών και την πυρηνική δομή τους.

3. Συνείδηση6

3.1. Τι είναι η συνείδηση;

Η συνείδηση, σύμφωνα με το Dictionary of psychology (Colman, 2001), ορίζεται ως «η κανονική

6 Ο όρος συνείδηση αποτελεί απόδοση του αγγλικού όρου consciousness.

6
νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία
των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων, επίγνωσης του εξωτερικού κόσμου [...] και
αυτεπίγνωσης» ή, απλούστερα, «συνείδηση είναι η θέαση του κόσμου σε πρώτο πρόσωπο»
(Blackmore, 2004: 2). Είναι, με άλλα λόγια, η κατάσταση της υποκειμενικότητας7, η αίσθηση ότι
έχουμε ένα εσωτερικό μάτι που κοιτά εμάς και τον κόσμο γύρω μας. Η συνείδηση, επίσης,
συνδέεται με την προθετικότητα και την αίσθηση (αυτο)ελέγχου των πράξεών μας 8.

Εδώ και αιώνες, η συνείδηση βρίσκεται στο επίκεντρο τόσο φιλοσοφικών πραγματειών όσο και
θρησκευτικών δοξασιών (συχνά με τον όρο ψυχή ή νους ή πνεύμα), ενώ τα τελευταία χρόνια
απασχολεί όλο και περισσότερους ερευνητές της ψυχολογίας και των νευροεπιστημών. Παρ' όλ'
αυτά, παραμένει ένα άλυτο μυστήριο και μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανθρώπινη
διανόηση. Στη συνέχεια, θα αναπτύξουμε εν συντομία μερικές από τις βασικότερες προσεγγίσεις
της συνείδησης.

3.2. Φιλοσοφικές θεωρίες για τη συνείδηση

Οι διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν σχετικά με τη συνείδηση χωρίζονται σε δύο


μεγάλες κατηγορίες: τις δυϊστικές (dualist theories) και τις μονιστικές (monist theories). Έτσι, ενώ
όλοι συμφωνούν στο ότι υπάρχει μια εσωτερική διάκριση ανάμεσα στον υποκειμενικό και στον
αντικειμενικό κόσμο, οι μεν θεωρούν ότι οι δύο αυτοί κόσμοι είναι όντως διαφορετικοί μεταξύ
τους, ενώ οι άλλοι θεωρούν ότι ο ένας από τους δύο αυτούς κόσμους δεν είναι τίποτε άλλο παρά
μια ψευδαίσθηση9.

Στην ιστορία της φιλοσοφίας αναπτύχθηκαν δύο κυρίως είδη μονιστικών θεωριών: Οι μεν θεωρούν
ότι εκείνο που είναι ψευδαίσθηση είναι ο αντικειμενικός κόσμος, καθότι αποτελεί αντανάκλαση
των ιδεών – με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον ιδεαλισμό (idealism) του Πλάτωνα, ενώ οι
άλλες θεωρούν ότι το μόνο που υπάρχει είναι η ύλη και ότι τα πάντα στο σύμπαν είναι
αλληλεπίδραση μεταξύ ύλης και ενέργειας – θεωρίες που συνοψίζονται υπό τον όρο υλισμός
(materialism). Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν η θεωρία ταυτότητας (identity theory) – η οποία

7 «Συνείδηση είναι η υποκειμενικότητα» (Blackmore, 2004: 23).


8 Όπως επισήμανε ο Wegner (2003: 65) «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς τρομερός επιστήμονας για να συνάγει το
προφανές συμπέρασμα [...] ότι η συνείδηση είναι μια ενεργητική δύναμη, μια μηχανή της θέλησης». Η τελείως
αυτονόητη για τον καθένα μας άποψη αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια (βλ. 3.3.), αμφισβητείται από ερευνητές
της γνωστικής ψυχολογίας και των νευροεπιστημών.
9 Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι ψευδαίσθηση δεν είναι κάτι που δεν υπάρχει, αλλά κάτι που δεν είναι αυτό
που νομίζουμε ότι είναι.

7
ταυτίζει τις νοητικές καταστάσεις με τις φυσικές, ο λειτουργισμός (functionalism) – ο οποίος
εκλαμβάνει τις νοητικές διαδικασίες ως υπολογιστικές δράσεις που υλοποιούνται από φυσικές
διαδικασίες, χωρίς, όμως, να ταυτίζονται με αυτές, και ο επιφαινομεναλισμός (epiphenomenalism) –
σύμφωνα με τον οποίο η συνείδηση είναι απλά ένα πρόσθετο επακόλουθο των νευρολογικών και
φυσιολογικών λειτουργιών.

Τα δύο είδη μονιστικών θεωριών είναι εξίσου προβληματικά καθότι στην μεν πρώτη περίπτωση
αδυνατούν να απαντήσουν στο πώς τα φυσικά αντικείμενα φαίνεται να έχουν σταθερές ποιότητες
για τις οποίες όλοι είμαστε σύμφωνοι (ή – ακόμα – πώς μπορεί να υπάρχει επιστήμη), ενώ στη
δεύτερη αδυνατούν ουσιαστικά να ερμηνεύσουν την υποκειμενική αίσθηση για την ύπαρξη
συνείδησης (βλ. Blackmore, 2004: 9).

Στη φιλοσοφία υπάρχουν, επίσης, δύο ειδών δυϊστικές θεωρίες: ο δυϊσμός υπόστασης (substance
dualism) και ο δυϊσμός ιδιοτήτων (property dualism). Χαρακτηριστικότερη περίπτωση δυϊσμού
υπόστασης είναι ο Καρτεσιανός δυϊσμός, δηλαδή η δυϊστική θεωρία που αναπτύχθηκε από τον
René Descartes (1596-1650), σύμφωνα με την οποία δύο διακριτοί κόσμοι συνυπάρχουν και
αλληλεπιδρούν, αυτός της ύλης κι εκείνος του νου. Οι διάφορες οντότητες ανήκουν, έτσι, είτε στον
ένα είτε στον άλλο κόσμο. Αντίθετα, σύμφωνα με τον δυϊσμό ιδιοτήτων, το ίδιο αντικείμενο ή
κατάσταση μπορεί να περιγραφεί τόσο με όρους νου όσο και με όρους ύλης, αλλά η μία περιγραφή
δεν μπορεί να αναχθεί στην άλλη.10 Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο πανψυχισμός
(panpsychism), σύμφωνα με τον οποίο ο νους αποτελεί θεμελιώδη ουσία του σύμπαντος και, άρα,
κάθε υλικό στοιχείο έχει συνείδηση έστω και σε αρχέγονη μορφή.

Η αδυναμία των διάφορων εκδοχών του δυϊσμού να εξηγήσουν πώς οι δύο αυτοί διακριτοί κόσμοι
εν τέλει αλληλεπιδρούν μεταξύ τους εφόσον είναι παντελώς διακριτοί, οδήγησε σε σχεδόν απόλυτη
εγκατάλειψή τους από τους σύγχρονους επιστήμονες και φιλοσόφους. Οι περισσότεροι σήμερα θα
συμφωνούσαν με τον Minksy (1986: 287) ότι «ο νους είναι απλά ό,τι κάνει ο εγκέφαλος», αλλά
όταν το επίμαχο ζήτημα της συνείδησης φτάνει στην επιφάνεια, το χάος επανέρχεται (βλ.
Blackmore, 2004: 13).

10 Έτσι, αν π.χ. κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση πόνου, αυτή μπορεί είτε να περιγραφεί με όρους νοητικούς με βάση
το πώς αισθάνεται, είτε με όρους φυσικούς, όπως ποιοι νευρώνες ενεργοποιούνται κλπ.

8
3.3. Η μελέτη της συνείδησης στην ψυχολογία

Η μελέτη της συνείδησης βρίσκεται στην καρδιά της ψυχολογίας. Κι αυτό γιατί η ψυχολογία από
τότε που πρωτοεμφανίστηκε τον 18ο αιώνα, όρισε ως ερευνητικό της πεδίο ό,τι σχετίζεται με τη
νοητική ζωή του ανθρώπου11. Οι θεωρητικοί της ψυχολογίας, να σημειώσουμε, εξαρχής διαχώρισαν
τη θέση τους από τον καρτεσιανό δυϊσμό και καθιέρωσαν ένα υλιστικό υπόβαθρο στις έρευνές
τους.

3.3.1. Πειράματα και έρευνες σχετικά με τα χαρακτηριστικά της συνείδησης

Ο Hermann von Helmholtz (1821-1894) προέβη για πρώτη φορά σε καταμέτρηση της ταχύτητας
σύνδεσης των νευρωνικών σημάτων, και υποστήριξε ότι η διεπίδραση φυσικών και νοητικών
διαδικασιών συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Διατύπωσε, επίσης, την καινοφανή και
σοκαριστική (για την εποχή) ιδέα ότι η αντίληψή μας είναι αποτέλεσμα «ασυνείδητων
συλλογισμών» – άποψη που βρίσκεται σε συμφωνία με τη σύγχρονη νευροεπιστήμη. 12

Το ασυνείδητο έπαιξε κεντρικό ρόλο στις θεωρίες του Sigmund Freud (1856-1939), ο οποίος
μελετώντας ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα και τον εαυτό του μέσω αυτο-ψυχανάλυσης,
πρότεινε το «τοπογραφικό» – όπως ονομάζεται – μοντέλο του νου (βλ. Thurwchwell, 2000: κεφ. 5),
σύμφωνα με το οποίο ο ανθρώπινος ψυχισμός απαρτίζεται από τρία μέρη: το Εκείνο (id), το Eγώ
(ego) και το Υπερεγώ (superego). Συγκεκριμένα, το Εκείνο αντιστοιχεί στο ασυνείδητο, και
περιλαμβάνει τα ένστικτα και τις αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες του ανθρώπου, το Υπερεγώ
αντιστοιχεί στις εσωτερικευμένες απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου, ενώ το Εγώ αντιπροσωπεύει
τη λογική πλευρά του εαυτού μας, και ρόλος του είναι να μεσολαβεί ανάμεσα στο χαοτικό Εκείνο
και το καταπιεστικό Υπερεγώ, ώστε να ικανοποιεί εν μέρει και τα δύο και να διατηρεί την
ισορροπία στον ψυχισμό.

11 Ο William James (1842-1910) ξεκινά το κλασικό του έργο «The Principles of Psychology» (1890) με τη φράση
«Psychology is the Science of Mental Life, both of its phenomena and their conditions».
12 Η ύπαρξη ασυνείδητων διαδικασιών και ο ρόλος τους στη συμπεριφορά επιβεβαιώθηκε από πλήθος ψυχολογικών
και νευρολογικών πειραμάτων. Βλ. ενδεικτικά: διάκριση σε bottom-up και up-bottom διαδικασίες (Eysenck, 2010:
18-9), διάκριση σε εκούσιο/στοχοκατευθυνόμενο και ακούσιο/κατευθυνόμενο-από-ερεθίσματα σύστημα προσοχής
(Corbetta & Shulman, 2002), διάκριση σε ενδογενή και εξωγενή χωρική προσοχή (Eysenck, 2010: 172-4), διάκριση
σε έκδηλη και άδηλη μνήμη (Graf & Schacter, 1985), μοντέλο διπλής επεξεργασίας (Kahneman & Fedrick, 2002·
Kahneman, 2003), διάκριση σε ορθολογισμό 1 και ορθολογισμό 2, (Evans & Over, 1996, 1997), διάκριση σε όραση
για αντίληψη και όραση για δράση (Milner & Goodale, 1995· 1998· και Georgopoulos, 1997, για νευρολογικές
αποδείξεις), μη συνειδητή αντίληψη (Snodgrass κ.ά., 2004· Dixon, 2004), επίδραση φερομόνων (Cowley, Johnson
& Brooksbank, 1977), τυφλή όραση (Riddoh, 1917· Farah, 2001· Cowey, 2004), ασυνείδητη «συνειδητοποίηση»
τύφλωσης αλλαγής (Hollingworth, Williams & Henderson, 2001).

9
Σημαντικό κίνημα που αναπτύχθηκε τόσο στον χώρο της ψυχολογίας όσο και της φιλοσοφίας, είναι
η φαινομενολογία (phenomenology). Θεμελιωτής της υπήρξε ο Γερμανός φιλόσοφος Edmund
Hussrel (1859-1938), ο οποίος ανέπτυξε την ιδέα ότι τα αντικείμενα δεν υφίστανται ανεξάρτητα
από την αντίληψή μας για αυτά, παρά είναι άρρηκτα δεμένα με την ανθρώπινη συνείδηση. Κατ'
αυτό τον τρόπο, η συνείδηση – με βάση τη φαινομενολογική προσέγγιση του Franz Bretano (1838-
1917) – δεν προβαίνει σε μια παθητική διεργασία αναγνώρισης των υλικών φαινομένων που είναι
«εκεί έξω», αλλά ενεργά μετέχει στην «κατασκευή» τους. Το χαρακτηριστικό αυτό της συνείδησης
ονομάστηκε προθετικότητα (intentionality).

Μία άλλη προσέγγιση της υποκειμενικότητας είναι ο ενδοσκοπισμός (instrospectionism), ο οποίος


αναπτύχθηκε από τον Wilhelm Wundt το 1879. Ο Wundt στην ουσία πρότεινε ένα νέο είδος
ψυχολογίας που δεν θα βασίζεται στην παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τρίτους,
αλλά στην αυτο-παρατήρηση. Στην έρευνά του κατέληξε ότι κάθε συνειδητή εμπειρία εξαρτάται
από την ενοποίηση δύο ειδών «φυσικών στοιχείων»: των αντικειμενικών στοιχείων, που
αντιστοιχούν σε ότι αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων, και των υποκειμενικών στοιχείων,
που αντιστοιχούν στα συναισθήματά μας.

Στον αντίποδα του ενδοσκοπισμού, ο John B. Watson ανέπτυξε τη θεωρία του συμπεριφορισμού
(behaviorism), για την καθιέρωση της ψυχολογίας «ως ενός αμιγώς αντικειμενικού κλάδου των
φυσικών επιστημών» που στόχο θα έχει την πρόβλεψη και τον έλεγχο της ανθρώπινης
συμπεριφοράς (Watson, 1913: 158). Στον Watson πιστώνεται και η πλήρης έξωση της συνείδησης
από την ψυχολογία. Για τους συμπεριφοριστές η συνείδηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα
επιφαινόμενο (βλ. 3.2.) και, άρα, δεν υπήρχε λόγος μελέτης της. 13 Βασική αρχή του
συμπεριφορισμού είναι ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση του
ατόμου με το περιβάλλον, ενώ η συσχέτισή της με την προσωπικότητα ή τη συνείδηση είναι
ουσιαστικοποιήσεις, δηλαδή αποδόσεις μιας συμπεριφοράς σε μία άλλη συμπεριφορά.

Ο συμπεριφορισμός απέκτησε μεγάλη διάδοση στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά άρχισε να χάνει
την επιρροή του τη δεκαετία του '60 εξαιτίας της εμφάνισης της γνωστικής ψυχολογίας (cognitive
psychology), η οποία έδωσε έμφαση στις εσωτερικές αναπαραστάσεις και τις επεξεργασίες
πληροφορίας. Παρ' όλ' αυτά, η συνείδηση παρέμενε, ακόμη, μια απαγορευμένη λέξη για τους
επιστήμονες. Από τη δεκαετία του '70 και μετά, η συνείδηση αρχίζει να μελετάται όλο και πιο πολύ,

13 Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Cohen (1987: 72): «Ο συμπεριφορισμός υπήρξε μια συνειδητή επανάσταση κατά της
συνείδησης».

10
ενώ τη δεκαετία του '90 σημειώνεται μια αιφνίδια έκρηξη του ενδιαφέροντος (βλ. Blackmore,
2004: 18).

Ένα από τα πιο σκανδαλώδη συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν μετά από ανεξάρτητες μεταξύ
τους έρευνες διάφοροι γνωστικοί ψυχολόγοι14 για τη συνείδηση, είναι ότι η αίσθηση που έχουμε ότι
εμείς αποφασίζουμε για (τουλάχιστον κάποιες από) τις πράξεις μας – η ελεύθερη βούληση δηλαδή,
δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν, οι πράξεις μας καθορίζονται
από ασυνείδητες επεξεργασίες και η συνείδηση έπεται, δεν προηγείται, των διεργασιών αυτών.
Αυτό, κατά τον Wegner (2003: 67), εξηγείται ως εξής: «όταν μια σκέψη εμφανίζεται στη συνείδηση
ακριβώς πριν από την πράξη (προτεραιότητα), είναι σύμφωνη με την πράξη (συμφωνία) και δεν
συνοδεύεται από ύποπτες εναλλακτικές αιτίες για την πράξη (αποκλειστικότητα), βιώνουμε
συνειδητή θέληση και αποδίδουμε στον εαυτό μας την πατρότητα της πράξης».

Ένα άλλο αυτονόητο χαρακτηριστικό της συνείδησης που αμφισβητήθηκε από τις μελέτες των
γνωστικών ψυχολόγων, είναι το ότι ο καθένας μας έχει μία μοναδική, ενιαία συνείδηση. Οι μελέτες
αυτές έγιναν σε ασθενείς με διχοτόμηση εγκεφάλου, οι οποίοι – εξαιτίας αποκοπής των
περισσότερων συνδέσμων μεταξύ των δύο ημισφαιρίων – παρουσίαζαν προβλήματα συντονισμού
των επεξεργασιών και συμπεριφοράς. Υπάρχουν, λοιπόν, δύο απόψεις επί του θέματος: Σύμφωνα
με την πρώτη (Sperry, 1968), οι ασθενείς αυτοί έχουν δύο συνειδήσεις, μία στο αριστερό και μία
στο δεξιό ημισφαίριο15. Αντίθετα, σύμφωνα με τη δεύτερη (Gazzaniga, Ivry & Mangum, 2002), οι
ασθενείς έχουν ένα μοναδικό συνειδητό σύστημα, το οποίο εδρεύει στο αριστερό ημισφαίριο και
«αναζητάει την εξήγηση για εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα έτσι ώστε να παράγει την
κατάλληλη συμπεριφορά ανταπόκρισης» (Gazzaniga κ.ά., 2002: G-5). Το σύστημα αυτό
ονομάστηκε από τους μελετητές διερμηνέας (interpreter).16

14 Βλ. Wegner (2002), Wegner & Weatley (1999), και Libet, Gleason, Wright & Pearl (1983). Γνωστότερο είναι το
πείραμα του Libet και της ομάδας του, οι οποίοι ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να στρίψουν τους καρπούς και τα
δάχτυλά τους τη στιγμή της επιλογής τους, ενώ αυτοί κατέγραφαν το δυναμικό ετοιμότητας στον εγκέφαλο (το
οποίο θεωρείται ότι αντανακλά τον προσχεδιασμό μιας σωματικής κίνησης). Με έκπληξη διαπίστωσαν ότι το
δυναμικό ετοιμότητας συνέβαινε 350 ms πριν οι συμμετέχοντες να έχουν συνειδητή επίγνωση της πρόθεσης να
στρίψουν τον καρπό και τα δάχτυλά τους!
15 Γράφει ο Sperry (στον Eysenck, 2010: 558) χαρακτηριστικά: «Κάθε ημισφαίριο έμοιαζε να έχει τις δικές του
χωριστές και ιδιαίτερες αισθήσεις [...]. Το μικρότερο ημισφαίριο [το δεξιό] συνιστά μια δεύτερη συνειδητή
οντότητα που είναι χαρακτηριστικά ανθρώπινη και κινείται εν παραλλήλω με το πιο κυρίαρχο ρεύμα της
συνείδησης στο μεγαλύτερο ημισφαίριο [το αριστερό]».
16 Παρ' όλ' αυτά, παρατηρούμε ότι στην ουσία οι δύο απόψεις συγκλίνουν, καθότι εκεί που διαφοροποιούνται είναι ως
προς το πώς ορίζουν η κάθε μία την συνείδηση. Με άλλα λόγια, ο Gazzaniga και η ομάδα του δεν ισχυρίζονται ότι
το δεξιό ημισφαίριο λειτουργεί ασυνείδητα, απλά δεν θεωρούν ότι η λειτουργία του ταυτίζεται με αυτό που έχουν οι
ίδιοι στο μυαλό τους ως συνείδηση. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε κατ' αρχάς από την παραδοχή τους ότι το
αριστερό ημισφαίριο επεξαργάζεται πληροφορίες που βρίσκονται στο δεξιό ημισφαίριο – άρα είναι συνειδητές (βλ.
Gazzaniga, 1992), αλλά και από την περιγραφή που δίνουν στο δεξιό ημισφαίριο το οποίο, όπως γράφουν
(Gazzaniga κ.ά., 2002 στον Eysenck, 2010: 560), «σχετίζεται κυρίως με ακατέργαστες εμπειρίες με ένα μη

11
Μεγάλης σημασίας για τη μελέτη της συνείδησης υπήρξαν, επίσης, οι έρευνες των γνωστικών
ψυχολόγων σχετικά με τη νοερά απεικόνιση (mental imagery). Χαρακτηριστικότερες οι περιπτώσεις
του πειράματος των Shepard & Metzler (1971), οι οποίοι απέδειξαν ότι ο εγκέφαλος χρειάζεται πιο
πολύ χρόνο να περιστρέψει νοερά ένα αντικείμενο 180 μοίρες παρά όταν το περιστρέφει λιγότερες
μοίρες, και των σαρώσεων MRI που έδειξαν ότι όταν νοερά σκεφτόμαστε ένα αντικείμενο
ενεργοποιούνται όμοιες περιοχές του οπτικού φλοιού με εκείνες που θα ενεργοποιούνταν αν το
βλέπαμε πραγματικά.

Τα δεδομένα των παραπάνω ερευνών χρησιμοποιήθηκαν για τη σύσταση συνολικών θεωριών για
τη συνείδηση, από τις οποίες τις σημαντικότερες θα εξετάσουμε παρακάτω.

3.3.2. Ψυχολογικές θεωρίες για τη συνείδηση

Στον χώρο της ψυχολογίας αναπτύχθηκαν μερικές θεωρίες που αποδίδουν στη συνείδηση ρόλο
αιτιακό. Τέτοιες είναι οι δύο εκδοχές δυϊστικού αλληλοσυσχετισμού (dualist interactionism) του
William Benjamin Carpenter (1813-1885) και των Popper & Eccles (1977), σύμφωνα με τις οποίες,
από τη μια, φυσικές δραστηριότητες προκαλούν διέγερση της συνείδησης, ενώ, από την άλλη,
στοιχεία της συνείδησης (όπως συναισθήματα, ιδέες και η βούληση) προκαλούν φυσικές
αντιδράσεις. Παρ' όλ' αυτά, η μετάβαση από τον νου στην ύλη παραμένει ανεξήγητη, γι' αυτό και οι
θεωρίες αυτές απορρίπτονται από τους περισσότερους επιστήμονες και φιλοσόφους σήμερα (βλ.
Blackmore, 2004: 46).

Περισσότερο δημοφιλείς είναι οι αναπαραστατικές θεωρίες (representational theories) της


αντίληψης ανωτέρου επιπέδου – ΑΑΕ (higher-order perception – HOP) και της σκέψης ανωτέρου
επιπέδου – ΣΑΕ (higher-order thought – HOT). Σύμφωνα με τη θεωρία ΑΑΕ, να έχεις συναίσθηση
μιας νοητικής κατάστασης σημαίνει να παρακολουθείς τις νοητικές καταστάσεις πρώτου επιπέδου
με έναν ημι-αντιληπτικό τρόπο (αυτόν που ονομάζουν αντίληψη ανωτέρου επιπέδου), ενώ
σύμφωνα με τη θεωρία ΣΑΕ να έχεις συναίσθηση μιας νοητικής κατάστασης σημαίνει να κάνεις
μια σκέψη ανωτέρου επιπέδου που να αφορά τις νοητικές καταστάσεις πρώτου επιπέδου.

εξωραϊσμένο [αστόλιστο] τρόπο». Και συνεχίζουν: «Το αριστερό ημισφαίριο, όμως, διαρκώς [...] τιτλοφορεί τις
εμπειρίες, βγάζει συμπεράσματα ως προς τις αιτίες και διεκπεραιώνει ένα πλήθος άλλες γνωστικές δραστηριότητες.
Το δεξιό ημισφαίριο απλώς παρακολουθεί τον κόσμο» (η υπογράμμιση είναι δική μου). Επίσης, σε άλλο σημείο
αναφέρουν ότι τα δεξιά ημισφαίρια των ασθενών αυτών μπορούν να καταλάβουν λέξεις όπως «βελόνα» και
«δάχτυλο», αλλά το βρίσκουν δύσκολο να αποφασίσουν ποια από έξι λέξεις που τους δίνονται περιγράφει την
αιτιώδη σχέση μεταξύ τους («ματώνει») (Gazzaniga κ.ά., 2002 στον Eysenck, 2010: 560). Οι πληροφορίες αυτές θα
μας χρησιμεύσουν σε επόμενο σημείο της εργασίας (βλ. υποσημείωση 62).

12
Θεωρητικά, κατά τη Blackmore (2004: 47), η ΣΑΕ θεωρία λύνει το πρόβλημα καθότι μια τέτοια
είδους σκέψη ανωτέρου επιπέδου έπεται της σκέψης πρώτου επιπέδου (κάτι που ταιριάζει με τα
πορίσματα των ερευνητών σχετικά με την ελευθερία βούλησης – βλ. 3.3.), κι έτσι δεν απαιτείται
ύπαρξη επιπλέον νευρώνων. Ένσταση προβάλλει ο Seager (1999), ο οποίος επισημαίνει ότι σε
καταστάσεις όπως ο διαλογισμός, εμπλέκεται μεν η συνείδηση, χωρίς όμως να ενυπάρχουν τέτοιου
είδους σκέψεις – στην πραγματικότητα φαίνεται να μην εμφανίζονται καθόλου σκέψεις.

Μία εξίσου δημοφιλής νευρο-ψυχολογική προσέγγιση της συνείδησης είναι η θεωρία του
συνολικού χώρου εργασίας (global workspace theory), η οποία προτάθηκε αρχικά από τον Bernard
Baars (1988) και εξελίχτηκε περαιτέρω από τους Dehaene & Naccache (2001) και τους Dehaene &
Changeux (2005). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, «η συνείδηση συσχετίζεται με ένα συνολικό χώρο
εργασίας στον εγκέφαλο – μια πρόσκαιρη χωρητικότητα της μνήμης, της οποίας τα κεντρικά
περιεχόμενα κατανέμονται εκτενώς [...] σε πολλά μη συνειδητά εξειδικευμένα δίκτυα [...]» (Baars
& Franklin, 2003: 166). Ο χώρος αυτός χρησιμεύει στην ενοποίηση και τον συνδυασμό πολλών
εξειδικευμένων, μη συνειδητών επεξεργασιών που είναι κατανεμημένες εντός του εγκεφάλου.
Σύμφωνα, επίσης, με τους θεωρητικούς του συνολικού χώρου εργασίας, η συνειδητή επίγνωση
εξαρτάται άμεσα από την εστιασμένη προσοχή.17

Όπως εύστοχα το έθεσε ο Chalmers (1995), οι θεωρητικοί της συνείδησης έχουν να λύσουν αρκετά
«εύκολα» και ένα πραγματικά «δύσκολο» πρόβλημα. Μερικά από τα «εύκολα» προβλήματα είναι η
κατανόηση των επεξεργασιών που εμπλέκονται στη διάκριση και κατηγοριοποίηση των
ερεθισμάτων, η ενοποίηση των πληροφοριών, η εστίαση της προσοχής, ο έλεγχος της
συμπεριφοράς κ.ά.18 Το «δύσκολο», όμως, πρόβλημα είναι η εμπειρία αυτή καθ' αυτή, ή, αλλιώς, η
απάντηση στο ερώτημα: «Γιατί η εκτέλεση αυτών των λειτουργιών να συνοδεύεται από εμπειρία;
[...] Γιατί όλη αυτή η επεξεργασία των πληροφοριών δεν συνεχίζεται 'στα σκοτεινά', ελεύθερη από
κάθε εσωτερική συναίσθηση;» (Chalmers, 1995: 201-3).19

17 Όπως χαρακτηριστικά το διατυπώνει ο Eysenck (2010: 561) «η προσοχή μοιάζει με την επιλογή του καναλιού στην
τηλεόραση και η συνείδηση μοιάζει με την εικόνα στην οθόνη».
18 Τα προβλήματα του Chalmers σχετίζονται με τα «τρία ζητήματα» του Pinker (1997), τα οποία είναι: α) η
ενσυναίσθηση, δηλαδή η υποκειμενική μας εμπειρία (φαινομενική ή όχι), β) η πρόσβαση στην πληροφορία, δηλαδή η
ικανότητά μας αναφέρουμε το περιεχόμενο της εμπειρίας μας χωρίς όμως να μπορούμε να αναφέρουμε και τις
επεξεργασίες που την παρήγαγαν, και γ) η αυτεπίγνωση, δηλαδή η ικανότητα να έχουμε συνειδητή εμπειρία του
εαυτού μας (βλ. Eysenck, 2010: 557).
19 Το «δύσκολο πρόβλημα» του Chalmers ουσιαστικά ταυτίζεται με την «απύθμενο άβυσσο» του Charles Mercier
(1888: 11), το «χάσμα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου» του William James (1890, i: 146), το
«επεξηγηματικό κενό» του Joseph Levine (2001: 78), το οποίο περιγράφει ως «ένα μεταφυσικό κενό ανάμεσα στα
φυσικά φαινόμενα και τις συνειδητές εμπειρίες», αλλά και το «αντικείμενο α» του Jacques Lacan με το οποίο θα
ασχοληθούμε σε επόμενο σημείο της εργασίας μας (βλ. 5.1.2., iii).

13
Στην ουσία, καμία από τις παραπάνω θεωρίες δεν λύνει το «δύσκολο» πρόβλημα του Chalmers –
περιγράφουν, αλλά δεν ερμηνεύουν την υποκειμενικότητα. Υπάρχουν διάφορες απόψεις περί του
θέματος: Σύμφωνα με την πρώτη, το πρόβλημα είναι απλά άλυτο γιατί ξεπερνά τις διανοητικές
δυνατότητες του ανθρώπου (βλ. James, 1890, i: 182· McGinn, 1999: 47· Pinker, 1997: 565).
Σύμφωνα με τη δεύτερη, για να το λύσουμε θα πρέπει να αλλάξουμε ριζικά τη συνολική αντίληψή
μας για τον κόσμο. Έτσι, ο ίδιος ο Chalmers καταφεύγει σε ένα είδος νεο-δυϊσμού σύμφωνα με τον
οποίο οι πληροφορίες χωρίζονται σε φυσικές και εμπειρικές, ενώ άλλοι καταφεύγουν στη
θεμελιώδη φυσική ή στην κβαντομηχανική, όπως ο Chris Clarke (1995) και ο Roger Penrose
(1989), για να διατυπώσουν έντονα αμφισβητούμενες θεωρίες. Σύμφωνα, τέλος, με αρκετούς
θεωρητικούς, αν λύσουμε πλήρως τα «εύκολα» προβλήματα, τότε το «δύσκολο» πρόβλημα θα
πάψει να υφίσταται – άρα στην ουσία δύσκολο πρόβλημα δεν υπάρχει (βλ. O'Hara & Scutt, 1996·
Churchland, 1996· Dennett, 1991, 1996). Οι θεωρητικοί αυτοί ξεκινούν με δεδομένο ότι η
συνείδηση είναι μία ψευδαίσθηση, και άρα γι' αυτούς το «δύσκολο» πρόβλημα είναι επίσης μία
ψευδαίσθηση – το επιχείρημά τους είναι κυκλικό.

3.5. Συνείδηση και εαυτός

Στενά συνυφασμένη με την έννοια της συνείδησης είναι η έννοια του εαυτού: μοιάζει προφανές ότι
εφόσον υπάρχει βιωμένη εμπειρία, τότε υπάρχει και κάποιος που την βιώνει. Με άλλα λόγια, ο
εαυτός είναι ο φορέας της συνείδησης, η προσωποποίησή της. Έτσι, όπως έχουμε την αίσθηση ότι
συνειδητοποιούμε ή/και ελέγχουμε τις πράξεις μας, ομοίως έχουμε την αίσθηση ότι έχουμε έναν
εαυτό που χαρακτηρίζεται από συνοχή και ενότητα.

Οι διάφορες θεωρίες για τον εαυτό χωρίζονται στις θεωρίες του εγώ (ego theories) και στις θεωρίες
της δέσμης (bundle theories) (Parfit, 1987). Οι πρώτες υποστηρίζουν ότι όντως ο εαυτός είναι κάτι
υπαρκτό και ενεργό, ενώ οι δεύτερες ότι είναι μία ψευδαίσθηση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι
περισσότερες θρησκείες όπως ο Χριστιανισμός, ο Ινδουισμός και το Ισλάμ, οι οποίες –
χρησιμοποιώντας τον όρο ψυχή ή πνεύμα – νοούν τον εαυτό σαν μια συνεκτική ενότητα που παίζει
κεντρικό ρόλο στη ζωή και στο ήθος του ατόμου, και η οποία μάλιστα επιβιώνει μετά τον θάνατό
του.

Εξαίρεση στον κανόνα των θρησκειών αποτελεί ο Βούδας, ο οποίος διδάσκοντας το δόγμα του
annatta, δηλαδή του μη-εαυτού, υποστηρίζει ότι ο εαυτός δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση –

14
διαπίστωση που εξάγεται μέσω του διαλογισμού (βλ. Blackmore, 2004: κεφ. 7 και 26).20 Στη
φιλοσοφία, θεμελιωτής των θεωριών δέσμης υπήρξε ο David Hume (1711-1776), ο οποίος
υποστήριξε ότι ο εαυτός είναι η «δέσμη των αισθήσεων» (the bundle of sensations) κι ότι η
αίσθηση της ενότητας οφείλεται στη μνήμη που συνδέει ένα βιωμένο αντιληπτικό γεγονός με ένα
προηγούμενο όμοιό του.

Παρεμφερής είναι και η θεωρία του William James (1890), ο οποίος διακρίνει δύο πάντοτε
συνυπάρχουσες εκφάνσεις του εαυτού: τον εμπειρικό εαυτό (empirical self) ή αντικειμενικό άτομο
(objective person), που αντιστοιχεί στην αντωνυμία «εμένα», και την υποκειμενική γνωρίζουσα
σκέψη (subjective knowing thought) ή το αυθεντικό εγώ (pure ego), που αντιστοιχεί στην
αντωνυμία «εγώ». Διακρίνει περαιτέρω τον εμπειρικό εαυτό σε υλικό εαυτό (το σώμα μου, τα ρούχα
μου, οι φίλοι μου κλπ), κοινωνικό εαυτό (η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μένα), και πνευματικό
εαυτό (οι απόψεις μου, οι ικανότητές μου, η ηθική μου κ.λπ). Από την άλλη, ορίζει μεν το
αυθεντικό εγώ σαν τον φορέα των εμπειριών, απορρίπτει, όμως, τη θεωρία της ψυχής και,
ακολουθώντας τον Hume, υποστηρίζει ότι «η σκέψη είναι ο σκεπτόμενος» (James, 1890, i: 401).
Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι κάθε στιγμή που περνά υπάρχει μία σκέψη που κυριαρχεί στο μυαλό
μας, την οποία ονομάζει «η Σκέψη». Αυτή εμπλέκεται σε μία ασταμάτητη διαδικασία ανάμνησης
προηγούμενων σκέψεων και επιλεκτικής σύνδεσης με κάποιες από αυτές. Έτσι, δημιουργείται η
ψευδαίσθηση του σκεπτόμενου εαυτού, δηλαδή της συνείδησης, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η
ασταμάτητη ροή αλληλοσυνδεόμενων Σκέψεων. Με αυτό τον τρόπο, ερμηνεύεται επαρκώς – κατά
τον ίδιο – τόσο η αίσθηση ενότητας όσο και η αίσθηση διακριτότητας των εμπειριών, καθότι η
Σκέψη και ανανεώνεται συνέχεια και συνδέεται με τις προηγούμενες.21

Ακολουθώντας τον James, ο Baars (1988), στα πλαίσια της θεωρίας του συνολικού χώρου εργασίας
(βλ. 3.4.), διακρίνει ανάμεσα στον εαυτό-ιδέα (self-concept), που περιλαμβάνει το σύνολο των
αξιών και των πεποιθήσεων που αφορούν τον εαυτό μας, και τον εαυτό-σύστημα (self-system), που
αντιστοιχεί στον εαυτό που παρατηρεί και δρα. Κατά τον Baars (1988: 344), «η συνείδηση έχει
εγγενώς την ανάγκη να αλληλεπιδρά με έναν εαυτό-σύστημα, τουλάχιστον αν οι πληροφορίες του
είναι εκθέσιμες και χρησιμοποιήσιμες».

Παράδειγμα θεωρίας δέσμης αποτελούν, επίσης, οι θεωρητικοί της λογο-ψυχολογίας (discursive


psychology), σύμφωνα με τους οποίους «ο νους κάθε ατόμου συνίσταται στο σύνολο των λόγων
20 Ο Parfit (1984, 1987) θεωρεί τον Βούδα ως «τον πρώτο θεωρητικό δέσμης».
21 Παρ' όλ' αυτά – επισημαίνει η Blackmore (2004: 115) – δεν μας εξηγεί ούτε πώς ούτε γιατί το ρεύμα των σκέψεων
συνοδεύει αδιάκοπα το ρεύμα της εγκεφαλικής δραστηριότητας.

15
που εμπλέκονται με αυτόν» (Harré & Gillett, 1994: 104). Έτσι, η αίσθηση του εαυτού γι' αυτούς
δεν είναι παρά ένα προϊόν του τρόπου χρήσης της αντωνυμίας «εγώ» στον λόγο.

Στις νευροεπιστήμες έχουμε, τέλος, τη θεωρία του Antonio Damasio (1999), ο οποίος βασισμένος
σε μελέτες εγκεφαλικών βλαβών και ψυχοπαθολογικών περιπτώσεων διέκρινε ανάμεσα στον
πρωτο-εαυτό (proto-self), τον πυρηνικό εαυτό (core self), και τον αυτοβιογραφικό εαυτό
(autobiographical self). Ο πρώτος αποτελείται από ένα σύνολο νευρώνων που σχεδιάζουν την
κατάσταση του οργανισμού λεπτό προς λεπτό. Ο δεύτερος αντιστοιχεί στην πυρηνική συνείδηση.
Δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινος, ούτε εξαρτάται από τη μνήμη, τη λογική ή τη γλώσσα, αλλά
είναι αυτός που παρέχει στον οργανισμό την αίσθηση του εαυτού στο εδώ και στο τώρα 22. Ο τρίτος,
τέλος, είναι πλήρως ανεπτυγμένος μόνο στους ανθρώπους και εξαρτάται από τις προσωπικές
μνήμες. Δεν είναι μια οντότητα μεταφυσική «παρά το 'εσύ' που γεννιέται καθώς εξιστορείται η
ιστορία της ζωής σου» (Blackmore, 2004: 116).23

3.6. Μια χρήσιμη σύνοψη των θεωριών της συνείδησης

Στις προηγούμενες υποενότητες διαπεράσαμε ένα μεγάλο αριθμό θεωριών και προσεγγίσεων για τη
συνείδηση. Τελικός στόχος είναι να αναχθούμε στα σημεία σύγκλισης μεταξύ τους, διαδικασία που
θα μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη στην περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης εργασίας μας.

Αυτό, λοιπόν, που παρατηρούμε αρχικά, είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι θεωρίες περιγράφουν τη
συνείδηση με τρόπο δυϊστικό, τις περισσότερες φορές ρητά, άλλες φορές υπόρρητα. Το σημείο
διαφοροποίησης των θεωριών αφορά στο αν ο δυϊσμός αυτός νοείται ως πραγματικός, ή ως
αποτέλεσμα ψευδαίσθησης.24 Ας δούμε αναλυτικά τη διττή αυτή διάσταση της συνείδησης (ή του
εαυτού), όπως αποτυπώνεται στις διάφορες θεωρίες (Πίνακας 1):

Ερευνητής/Θεωρία Υποκειμενική εκδοχή Αντικειμενική εκδοχή Σχόλια


συνείδησης συνείδησης
Dictionary of η συνείδηση ως Η κατανόηση και μόνο των
Psychology επίγνωση... ...του εξωτερικού προτάσεων αυτών
αποδεικνύει ότι η
(Colman, 2001) κόσμου.

22 Συγκεκριμένα, ο Damasio (1999: 17) τον περιγράφει ως «μια παροδική οντότητα, που αδιάκοπα αναδημιουργείται
από κάθε αντικείμενο με το οποίο ο εγκέφαλος διεπιδρά».
23 «Για τον Damasio, η συνείδηση είναι ένα αίσθημα, και τα αισθήματα είναι νευρώνες» (Blackmore, 2004: 116-7).
24 Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και ο Varela (1999), ο οποίος, ανασκοπώντας όλες τις θεωρίες για τη συνείδηση
(εξαιρώντας τις κβαντομηχανικές), τις διέκρινε σε αυτές που παίρνουν και σε αυτές που δεν παίρνουν την
πρωτοπρόσωπη εμπειρία «στα σοβαρά» (βλ. Blackmore, 2004: 379).

16
Susan Blackmore η συνείδηση ως συνείδησή μας διακρίνει
πρωτοπρόσωπη... ...θέαση του κόσμου. δύο κόσμους: τον
εσωτερικό και τον
εξωτερικό.
Πλάτωνας ιδέες ύλη Πραγματικές θεωρούνται
μόνο οι ιδέες.
Θεωρία Ταυτότητας νοητικές καταστάσεις φυσικές καταστάσεις Τα δύο αυτά ταυτίζονται,
αλλά για να ταυτιστούν
προϋποτίθεται ότι
υποκειμενικά διακρίνονται
τουλάχιστον σαν
ψευδαίσθηση.
Λειτουργισμός νοητικές διαδικασίες φυσικές διαδικασίες Οι νοητικές διαδικασίες
πηγάζουν από τις φυσικές,
αλλά δεν ταυτίζονται με
αυτές.
Επιφαινομεναλισμός η συνείδηση ως Ακόμα και ως επι-
– Συμπεριφορισμός πρόσθετο επακόλουθο φαινόμενο η συνείδηση
διακρίνεται από το
(επιφαινόμενο)... ...των νευρολογικών και «φαινόμενο» αυτό καθ'
φυσιολογικών αυτό.
λειτουργιών
Καρτεσιανός δυϊσμός νους ύλη Θεωρούνται ως δύο εξίσου
υπαρκτοί κόσμοι.
Δυϊσμός ιδιοτήτων – όροι νου όροι ύλης Μετοχή όλων των όντων
Πανψυχισμός σε δύο διακριτούς
κόσμους.
Τοπογραφικό μοντέλο Εγώ Υπερεγώ Αρκετά χονδροειδώς
του νου (Sigmund αντιστοιχούμε το Εγώ με
το υποκείμενο και το
Freud) Υπερεγώ με την
εσωτερικευμένη
αντικειμενικότητα, αν και
οι δύο αυτές οντότητες
εμπλέκονται τόσο σε
ασυνείδητες όσο και σε
ασυνείδητες διαδικασίες.
Το Αυτό ταυτίζεται με το
ασυνείδητο.
Φαινομενολογία αντίληψη αντικειμένων αντικείμενα «εκεί έξω» Τα δύο αυτά συνδέονται
στενά, άρα και
διακρίνονται μεταξύ τους.
Wilhelm Wundt υποκειμενικά στοιχεία αντικειμενικά στοιχεία Η συνείδηση τα ενοποιεί.

Μελέτη ασθενών με αριστερό ημισφαίριο - δεξιό ημισφαίριο - Υπάρχει μια διχογνωμία


διχοτόμηση «διερμηνέας» «παρακολουθητής του μεταξύ των ερευνητών, η
οποία όμως – κατά την
εγκεφάλου (Roger κόσμου» άποψή μου – είναι
Sperry και Michael φαινομενική (βλ.
Gazzaniga κ.ά.) υποσημείωση 16).
Δυϊστικός στοιχεία της συνείδησης φυσικές δραστηριότητες Το ένα καθορίζει το άλλο
αλληλοσυσχετισμός ισοδύναμα.

Θεωρία ΑΑΕ αντίληψη νοητικές καταστάσεις Οι ανώτερες σκέψεις έχουν


ανωτέρου επιπέδου πρώτου επιπέδου να κάνουν με τις

17
Θεωρία ΣΑΕ σκέψεις νοητικές καταστάσεις κατώτερες.
ανωτέρου επιπέδου πρώτου επιπέδου
Θεωρία του ενοποίηση και συνδυασμός πολλών Στην ουσία η θεωρία δεν
συνολικού χώρου εξειδικευμένων μη συνειδητών εμπειριών ασχολείται καν με το θέμα
της εμπειρίας – το θεωρεί
εργασίας επιφαινόμενο.
«Δύσκολο» πρόβλημα «γιατί συνοδεύεται από -
(David Chalmers) εμπειρία... ...η εκτέλεση αυτών των
λειτουργιών;»

«γιατί δεν γίνεται χωρίς


εσωτερική συναίσθηση... ...η επεξεργασία των
πληροφοριών;»
Νεοδυϊσμός του εμπειρικές πληροφορίες φυσικές πληροφορίες -
David Chalmers
Χριστιανισμός, ψυχή, πνεύμα σώμα Η ψυχή ζει και μετά τον
Ινδουισμός, Ισλάμ θάνατο.

Βούδας ψυχή σώμα Η ψυχή είναι μια


ψευδαίσθηση (annatta =
μη-εαυτός).
William James υποκειμενική εμπειρικός εαυτός – Η σκέψη ταυτίζεται με τον
γνωρίζουσα σκέψη – αντικειμενικό άτομο σκεπτόμενο, άρα η
συνείδηση είναι
το αυθεντικό εγώ επιφαινόμενο.
Bernard Baars εαυτός-σύστημα εαυτός-ιδέα -

Λογο-ψυχολογία αίσθηση εαυτού... ...ως αποτέλεσμα της Αποτελεί στην ουσία


χρήσης της αντωνυμίας εκδοχή του
επιφαινομεναλισμού.
«εγώ»
Antonio Damasio αυτοβιογραφικός εαυτός πυρηνικός εαυτός Η θεωρία του
συμπεριλαμβάνει και τον
πρωτο-εαυτό, ο οποίος θα
μπορούσε να ταυτιστεί με
το ασυνείδητο. Ο Damasio
θεωρεί τον αυτοβιογραφικό
εαυτό επιφαινόμενο.

Πίνακας 1. Η διττή διάσταση της συνείδησης όπως περιγράφεται από τους διάφορους θεωρητικούς

Τη διττή αυτή διάσταση της συνείδησης μπορεί ο καθένας μας ανά πάσα στιγμή να την
αναγνωρίσει: Κοιτάζοντας μπροστά μου βλέπω την οθόνη ενός υπολογιστή. Αυτός είναι ο
«αντικειμενικός κόσμος». Ταυτόχρονα έχω την αίσθηση του εαυτού μου, ο οποίος (μου φαίνεται,
έστω, ότι) σαφώς διακρίνεται από τον αντικειμενικό κόσμο. Αυτός είναι ο «υποκειμενικός κόσμος».
Παρ' όλ' αυτά, τόσο ο αντικειμενικός όσο και ο υποκειμενικός κόσμος, εφόσον κατανοούνται, τότε
«βρίσκονται» στη συνείδησή μου: είναι οι δύο εκδοχές της συνείδησής μου. Η παρατήρηση αυτή,
με την οποία συμφωνούν όλες οι παραπάνω θεωρίες – δεν μπορούν άλλωστε να κάνουν κι αλλιώς,

18
θα μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη παρακάτω.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο υπάρχει ομοφωνία ως προς τη συνείδηση αφορά στον ενοποιητικό της
χαρακτήρα, δηλαδή στην αίσθηση ενότητας που προκαλεί στο άτομο. Αυτό, αν και μοιάζει
αντιφατικό με τη διττή διάσταση που περιγράφηκε παραπάνω, ταυτόχρονα είναι άρρηκτα δεμένο
μαζί της καθότι την προϋποθέτει. Πρακτικά, όταν σκεφτόμαστε τον αντικειμενικό κόσμο, τότε τον
αισθανόμαστε σαν κάτι διακριτό από εμάς, κι έτσι ο εαυτός μας μάς φαίνεται σαν μια ενιαία,
ξεχωριστή οντότητα. Όταν, όμως σκεφτόμαστε τον εαυτό μας, τότε ο εαυτός μας μάς φαίνεται
χωρισμένος στο εγώ που σκέφτεται και στον εαυτό που είναι αντικείμενο της σκέψης μας.
Μπορούμε, όμως, ταυτόχρονα να ισχυριστούμε πως ό,τι ισχύει στη δεύτερη περίπτωση, ισχύει και
στην πρώτη: Η σκέψη του αντικειμενικού κόσμου ανήκει και αυτή στον εαυτό μας, άρα ο εαυτός
μας είναι διχασμένος στη «σκέψη για τον αντικειμενικό κόσμο» και στον ίδιο τον εαυτό. Αλλά
μπορούμε, επίσης, να ισχυριστούμε ότι και στη δεύτερη περίπτωση ισχύει αυτό που περιγράψαμε
αρχικά για την πρώτη: Εμείς όταν παρατηρούμε τον εαυτό μας, έχουμε την αίσθηση ότι ο εαυτός
που παρατηρούμε είναι ενιαίος και διακριτός από εμάς που παρατηρούμε. Έτσι, εν τέλει, ο εαυτός
(ή η υποκειμενικότητα ή η συνείδηση)25 μοιάζει να είναι ταυτόχρονα διαιρεμένος και ταυτόχρονα
ενιαίος.26 Αυτή η παρατήρηση επίσης θα μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη αργότερα.

Αφού, λοιπόν, ολοκληρώσαμε την ανασκόπηση των θεωριών της συνείδησης, προχωρούμε στο
επόμενο βήμα, που είναι η εξερεύνηση της σχέσης που έχει η γλώσσα με τη συνείδηση, για να
έρθουμε, έτσι, πιο κοντά στο κεντρικό θέμα της εργασίας.

4. Γλώσσα και συνείδηση

Η σχέση γλώσσας και συνείδησης θα εξεταστεί μέσα από δύο πρίσματα: το πρώτο είναι αμιγώς
φιλοσοφικό και σχετίζεται, συγκεκριμένα, με τη σκέψη του Mikhail Bakhtin, ενώ το δεύτερο είναι
νευρο-ψυχολογικό – προκύπτει, δηλαδή, από τα πορίσματα ερευνητών της γνωστικής ψυχολογίας
και των νευροεπιστημών.

4.1. Η διαλογικότητα γλώσσας και συνείδησης στον Bakhtin

Ο Mikhail Bakhtin (1895-1975) ήταν Ρώσος φιλόσοφος που έζησε και έδρασε στη Σοβιετική Ρωσία
25 Συχνά η συνείδηση συγχέεται με τον παρακολουθούντα εαυτό. Παρ' όλ' αυτά, το αντικείμενο της παρακολούθησης
του εαυτού είναι επίσης συνειδητό, άρα είναι το άλλο μέρος της συνείδησης – είναι το άλλο μέρος του εαυτού.
26 Την συνύπαρξη της ενότητας και της διαιρετότητας της εμπειρίας επισημαίνει και ο James (1890, i: 363).

19
του 20ου αιώνα. Παρ' όλ' αυτά, η σκέψη του άρχισε να επηρεάζει βαθιά τη δυτική διανόηση κυρίως
από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα (δηλαδή μετά τον θάνατό του), καθότι οι ιδιάζουσες
κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις στη Ρωσία δεν επέτρεψαν τη δημοσίευση των έργων του και τη
διάδοσή τους στη Δύση νωρίτερα. Οι ίδιοι λόγοι συνέβαλαν ώστε ένα θολό σημείο στην
εργογραφία του Bakhtin να παιδεύει τους μελετητές του μέχρι σήμερα: Συγκεκριμένα,
υποστηρίχθηκε (το 1973) ότι κείμενα που δημοσιεύτηκαν κατά τη δεκαετία του 1920 στο όνομα
των Pavel Nikolaevich Medvedev (1891-1938) και Valentin Nikolaevich Voloshinov (1884/5-1936),
στην πραγματικότητα γράφτηκαν από τον Bakhtin, ο οποίος προσπαθούσε να προστατευτεί από τον
σταλινικό διωγμό. Η άποψη αυτή, αν και απέκτησε πολλούς υποστηρικτές, απορρίπτεται από
άλλους, οι οποίοι, χωρίς να αμφισβητούν την επιρροή του Bakhtin στα κείμενα, θεωρούν αυθεντική
την αναγραφόμενη πατρότητά τους (βλ. Morris, 1994: 1-4). Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό.

Στον πυρήνα της σκέψης του Bakhtin, όπως διαφαίνεται σε όλο του το έργο, βρίσκεται η
αναζήτηση της φύσης του λόγου (ρωσ. slovo). Ερχόμενος σε ρήξη με το κυρίαρχο ρεύμα του
σωσσυρικού δομισμού, ο Bakhtin αποδίδει στη γλώσσα δύο βασικά χαρακτηριστικά: την ενεργή
δημιουργικότητα και την αδιάκοπα μεταβαλλόμενη φύση του νοήματος. Το νόημα, κατ' αυτόν,
παράγεται πάντοτε μέσα στο συγκυριακό συμφραζόμενο της διαλογικής επικοινωνίας. Η φύση της
γλώσσας είναι διαλογική, καθότι προϋποθέτει τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση (τουλάχιστον)
δύο συνειδήσεων: του εαυτού και του άλλου. Αλλά και η φύση της συνείδησης είναι διαλογική,
καθότι «η συνείδηση αποτελείται από γλώσσα» (βλ. Morris, 1994: 5) – κι αυτό είναι το σημείο της
σκέψης του που μας αφορά περισσότερο.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε με χρονολογική σειρά τρία από τα έργα του Bakhtin (το ένα
υπογράφεται από τον Voloshinov), τα οποία αναφέρονται στη φύση της γλώσσας ή/και της
συνείδησης, και στη μεταξύ τους σχέση.

4.1.1. «Ο συγγραφέας και ο ήρωας στην αισθητική δραστηριότητα» (1920-4)27

Στο κείμενο αυτό, ο Bakhtin, χρησιμοποιώντας τους όρους «συγγραφέας» και «ήρωας», εξερευνά
τις σχέσεις του «εαυτού» και του «άλλου». Αν και επιφανειακά δεν ασχολείται καθόλου με το
φαινόμενο της γλώσσας, βασικό σημείο στη σκέψη του είναι η παραδοχή ότι το νόημα παράγεται
σε ένα «αισθητικό γεγονός» συνάντησης δύο συνειδήσεων. Παράγωγο αυτής της συνάντησης είναι
ο «εαυτός». Γιατί μια συνείδηση από μόνη της δεν μπορεί να παραγάγει την έννοια του εαυτού της·

27 Απόδοση στα ελληνικά του «Author and hero in aesthetic activity».

20
χρειάζεται την αναγνώριση μια άλλης συνείδησης έξω από τον εαυτό της για να μπορέσει να
σχηματίσει πλήρως την αυτοεικόνα της.

Η άποψη αυτή του Bakhtin είναι στενά συνυφασμένη με τη σωματικότητα και την υλική υπόσταση
του ανθρώπινου όντος: Ο άλλος με τον οποίο συνυπάρχω και συνδιαλέγομαι (με τη στενή και την
ευρεία έννοια), από τη θέση στην οποία βρίσκεται και η οποία διαφοροποιείται από τη δική μου,
βλέπει και γνωρίζει πράγματα που εγώ δεν μπορώ να αντιληφθώ: Βλέπει το κεφάλι μου, την πλάτη
μου, και τι υπάρχει πίσω από αυτήν. Με βλέπει, με άλλα λόγια, σαν σωματική ολότητα μέσα στον
χώρο. Ο διάλογος που αναπτύσσουμε νοητά και πραγματικά εγώ κι ο άλλος, προκαλεί υπέρβαση
της περιορισμένης αυτο-αντίληψής μου: Ο άλλος μου προσφέρει σαν «δώρο» την ενοποιημένη
εικόνα του εαυτού μου, όπως κι εγώ του προσφέρω σαν «δώρο» τη δική του (βλ. Morris, 1994: 6).
Η γενναιόδωρη αυτή σχέση εαυτού και άλλου παραλληλίζεται από τον Bakhtin με τη σχέση μάνας-
παιδιού ή εραστών μεταξύ τους.

Στη σχέση εαυτού και άλλου, όπως περιγράφεται από τον Bakhtin, ενυπάρχει ταυτόχρονα η έννοια
της παθητικότητας: Καθότι η ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού μου μού προσφέρεται πάντοτε από
τον άλλο, εγώ παραμένω παθητικός δέκτης του δώρου του, χωρίς ποτέ να μπορώ να βιώσω πλήρως
την υποκειμενικότητά μου χωρίς την παρουσία του. Αυτό σημαίνει ότι η υποκειμενικότητά μου
είναι πάντα ατελής και διαρκώς ανοιχτή, περιμένοντας παθητικά έναν άλλο να την ολοκληρώσει.

Μέσα από το πρίσμα αυτό, ο Bakhtin εξετάζει τη σχέση του συγγραφέα με τον ήρωά του σε ένα
λογοτεχνικό έργο, ανάλυση που ξεφεύγει των σκοπών της εργασίας μας, γι' αυτό και την
παραλείπουμε.

4.1.2. «Ο μαρξισμός και η φιλοσοφία της γλώσσας» (1929)28

Στo βιβλίο αυτό, υπογεγραμμένο από τον Voloshinov, o Bakhtin/Voloshinov φέρεται κατά των δύο
εσφαλμένων – κατά την άποψή του – τάσεων στη μελέτη της γλώσσας, τις οποίες ονομάζει
αφαιρετικό αντικειμενισμό και ατομιστικό υποκειμενισμό. Με τον πρώτο όρο αναφέρεται κατά κύριο
λόγο στον δομισμό του Ελβετού γλωσσολόγου Ferdinand de Saussure (1857-1913) και,
συγκεκριμένα, επισημαίνει την αδυναμία του να ερμηνεύσει τόσο την ατομική δημιουργικότητα σε
επίπεδο συγχρονίας, όσο και τη διαδικασία γλωσσικής μεταβολής σε επίπεδο διαχρονίας. Με τον
δεύτερο όρο αναφέρεται στις θεωρίες που τοποθετούν τη δημιουργικότητα αποκλειστικά στο

28 Απόδοση στα ελληνικά του «Marxism and the philosophy of language».

21
ατομικό επίπεδο της υποκειμενικότητας, διακρίνοντάς το σαφώς από το κοινωνικό επίπεδο.
Αντίθετα, ο Bakhtin/Voloshinov υποστηρίζει την ύπαρξη μιας διαρκούς, πολύπλοκης
αλληλοσχέτισης μικρο-επιπέδου (ατόμου) και μακρο-επιπέδου (κοινωνίας).

Για πρώτη φορά σε αυτό το κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος διαλογικότητα για να τεθεί σε
αντιπαραβολή με τη μονολογικότητα: Στη δομιστική προσέγγιση, μια γλωσσική έκφραση
αντιμετωπίζεται ως «απομονωμένη, πεπερασμένη και μονολογική, αποκομμένη από το γλωσσικό
και το πραγματικό της συμφραζόμενο, χωρίς να είναι ανοιχτή σε οποιουδήποτε τύπου ενεργό αντί-
λογο, παρά μόνο σε μια παθητική κατανόησή της» (στο Morris, 1994: 35 – η υπογράμμιση είναι
δική μου). Αντίθετα, κατά τον Bakhtin/Voloshinov, «κάθε πραγματική κατανόηση είναι εγγενώς
διαλογική». Κατ' αυτό τον τρόπο, η γλώσσα μεσολαβεί στον διάλογο των συνειδήσεων που
περιγράφεται στο προηγούμενο κείμενο που αναλύσαμε, ο οποίος όμως τώρα νοείται με εντελώς
διαφορετικό τρόπο. Ας δούμε πώς:

Αρχικά, ο Bakhtin/Voloshinov προβαίνει σε διάκριση ανάμεσα: στα αντικείμενα του φυσικού


κόσμου, τα όργανα παραγωγής και τα καταναλωτικά προϊόντα, από τη μια, και στον κόσμο των
σημείων, από την άλλη. Μόνο τα σημεία είναι φορείς νοήματος, καθότι αντιπροσωπεύουν κάτι
διαφορετικό από αυτό που είναι. Κάθε ένα από τα αντικείμενα της πρώτης κατηγορίας μπορεί να
λειτουργήσει ως σημείο, αλλά στην πραγματική του διάσταση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από αυτό
που είναι (π.χ. το ψωμί γίνεται σημείο της 'ζωής' ή της 'φτώχειας', αλλά το ψωμί αυτό καθ' αυτό δεν
συμβολίζει τίποτα). Για να γίνει σύμβολο ένα αντικείμενο απαιτείται η ύπαρξη μιας
«διαπροσωπικής επικράτειας» (στο Morris, 1994: 52), ενός χώρου, δηλαδή, όπου οι συνειδήσεις θα
συνδιαλέγονται – μια κοινωνία. Το νόημα, με άλλα λόγια, είναι προϊόν της διαλογικής σχέσης των
συνειδήσεων.

Με βάσει τα πιο πάνω, ο χώρος συνάντησης των συνειδήσεων ταυτίζεται με τη σφαίρα των
σημείων, δηλαδή τη γλώσσα. Εφόσον, όμως, η υποκειμενικότητα (δηλ. ο εαυτός) παράγεται στο
χώρο συνάντησης των συνειδήσεων, άρα η υποκειμενικότητα γεννιέται στο πεδίο της γλώσσας.29
Υπάρχει, παρ' όλ' αυτά, μια μετακίνηση της σκέψης του Bakhtin σε σχέση με τα πρώιμα γραπτά
του. Γράφει ο Bakhtin/Voloshinov (στο Morris, 1994: 52): «Η διαδικασία της ανθρώπινης
κατανόησης είναι η απάντηση σε ένα σημείο με ένα άλλο σημείο». Καθετί που λέγεται από τον
άλλο και εισέρχεται στη συνείδηση, απαιτεί και προκαλεί τη δημιουργία μιας ανταπόκρισης, ενός

29 Αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι η γλώσσα παράγει τη συνείδηση, παρά ότι συνείδηση και γλώσσα
προϋποτίθενται αμοιβαία.

22
αντι-λόγου (βλ. Morris, 1994: 41). Επιπλέον, «κάθε λέξη στο στόμα ενός συγκεκριμένου ατόμου
είναι παράγωγο της ζωντανής αλληλεπίδρασης των διαφόρων κοινωνικών δυνάμεων» (στο Morris,
1994: 41). Η διαλογικότητα δεν περιγράφεται πλέον με όρους αλληλοπροσφοράς (βλ. «ο εαυτός ως
δώρο»), αλλά με όρους περισσότερο ανταγωνιστικούς.

Με αυτό τον τρόπο, ο Bakhtin/Voloshinov εξηγεί πώς προκύπτει η γλωσσική μεταβολή, ως προϊόν
της αλληλεπίδρασης του ατόμου με την κοινωνία, αλλά και, αντιστρόφως, αναδεικνύει τον ρόλο
που μπορεί να παίξει η γλώσσα στην κοινωνική αλλαγή. Υιοθετώντας μια οπτιμιστική σκοπιά,
συμπεραίνει ότι, αν και οι άρχουσες τάξεις επιθυμούν και επιχειρούν να «μονολογοποιήσουν» τις
λέξεις, η διαλογική φύση της γλώσσα εγγενώς τους το απαγορεύει.

Τέλος, ο Bakhtin/Voloshinov αμφισβητεί τη διάκριση συγχρονίας και διαχρονίας που κάνει ο


Saussure, καθότι – όπως μας λέει – καθετί που λέγεται, διαλέγεται νοητά με ό,τι σχετικό έχει ήδη
λεχθεί, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί και εν δυνάμει περιέχει τον αντί-λογό της. Σε κάθε συγχρονία, με
άλλα λόγια, εμπεριέχεται πάντοτε και η διαχρονία. Οι λέξεις, έτσι, δεν αποτελούν μόνο σύνορα
μεταξύ του εαυτού και του άλλου, αλλά και παροντικά σύνορα του παρελθόντος και του μέλλοντος,
με τα οποία συνδιαλέγεται νοητά.

4.1.3. «Ο λόγος στο μυθιστόρημα» (1935)30

Στο κείμενο αυτό, η θεωρία της διαλογικότητας για τη γλώσσα και τη συνείδηση αποκτά την πιο
ολοκληρωμένη και συμπαγή μορφή της, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πάλη που διεξάγεται
στο κοινωνικό μακρο-επίπεδο, η οποία και αντανακλάται στον λόγο υπό τη μορφή δύο διαρκώς
αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων.

Σύμφωνα με τον Bakhtin, στη γλώσσα ενυπάρχει διαρκώς μία κεντρομόλος δύναμη, η οποία
αποσκοπεί στο να συγκεντρώνει και να ενοποιεί το νόημα. Χωρίς αυτήν, το κοινό έδαφος
κατανόησης που απαιτείται για την ύπαρξη κοινωνικοποίησης θα κατέρρεε. Αυτή η κεντρομόλος
δύναμη είναι που χρησιμοποιείται από την εκάστοτε κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στην προσπάθειά
της να επιβάλει τη δική της μονολογική, ενοποιημένη αντίληψη της πραγματικότητας – δηλαδή τη
δική της ιδεολογία. Παρ' όλ' αυτά, παράλληλα με την κεντρομόλο δύναμη, ενυπάρχει και μία άλλη
φυγόκεντρος δύναμη, η οποία διαχωρίζει και θραυσματοποιεί την κυρίαρχη ιδεολογία σε
πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας. Τη δύναμη αυτή ο Bakhtin την ονομάζει ετερογλωσσία.

30 Απόδοση στα ελληνικά του «Discourse in the novel».

23
Με τον όρο ετερογλωσσία, ο Bakhtin προσεγγίζει τη γλώσσα σαν ένα έδαφος ιδεολογικά
διαποτισμένο και πολλαπλώς στρωματοποιημένο: Σε ένα συγκεκριμένο γλωσσικό γεγονός, καθότι
αυτό οποίο υφίσταται σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, συνυπάρχουν ταυτόχρονα πολλές
κοινωνικές γλώσσες, δηλαδή «πολλά και διαφορετικά σημεία θέασης του κόσμου, πολλά και
διαφορετικά σχήματα εννοιοποίησης του κόσμου εκφρασμένα σε λέξεις» (στο Morris, 1994: 115),
με άλλα λόγια, πολλές ιδεολογίες.

Κατ' αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τον Bakhtin – κι αυτό είναι, μάλλον, το πιο ενδιαφέρον σημείο
της σκέψης του – η ετερογλωσσία δημιουργεί τις συνθήκες για τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας
ελεύθερης συνείδησης: Όπως στο μακρο-επίπεδο η ετερογλωσσία αποτρέπει τις κυρίαρχες τάξεις
από το να μονοπωλήσουν την αλήθεια («μονολογοποιώντας» τη γλώσσα), έτσι και στο μικρο-
επίπεδο της συνείδησης η ετερογλωσσία μεταφέρει την εξωτερική κοινωνική πάλη σε εσωτερική
ιδεολογική πάλη, προβαίνοντας, έτσι, σε σχετικοποίηση αυτού που μέχρι τώρα νοούνταν ως
απόλυτο, και απελευθερώνοντας, τελικά, τη συνείδηση.31

4.1.4. Τι κρατάμε από τον Bakhtin

Συνοπτικά, από την παραπάνω ανάπτυξη των σημείων της σκέψης του Bakhtin που μας
ενδιαφέρουν για τους σκοπούς της εργασίας μας, μπορούμε να κρατήσουμε τις εξής έξι βασικές
θέσεις: α) Η υποκειμενικότητα είναι εγγενώς ατελής, β) Για να παραχθεί η ολότητα του εαυτού
χρειάζεται η συνάντηση με έναν άλλο, γ) Η γλώσσα είναι ο χώρος συνάντησης του εαυτού με τον
άλλο, δ) Στη γλώσσα ενυπάρχει μία ενοποιητική δύναμη που παράγει μια μονολογική ιδεολογία, ε)
Ταυτόχρονα, όμως, ενυπάρχει και μία φυγόκεντρη δύναμη που προσφέρει εναλλακτικές θεωρήσεις
του κόσμου, στ) «Κάθε λέξη εκφράζει πάντα το 'ένα' σε σχέση με το 'άλλο'» (στο Morris, 1994: 58).

Έτσι, προχωράμε στο δεύτερο μέρος αυτής της ενότητας, στο οποίο δίνεται μια νευρο-ψυχολογική
οπτική της σχέσης γλώσσας και συνείδησης.

4.2. Νευρο-ψυχολογικές ενδείξεις για τη σχέση γλώσσας και συνείδησης

Στην ενότητα αυτή θα σταθούμε σε δύο λειτουργίες που συνδέονται στενά με τη συνείδηση: την
προσοχή και τη μνήμη, και θα δούμε ποια η σχέση τους με τη γλώσσα – και, άρα, ποια η σχέση της

31 Κατά τον Bakhtin η ετερογλωσσία βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στον ειρωνικό λόγο, ο οποίος είναι εγγενώς
διπλός και αμφίσημος.

24
γλώσσας με τη συνείδηση. Τα πορίσματα προκύπτουν αποκλειστικά από πειράματα και μελέτες
γνωστικών ψυχολόγων ή νευροεπιστημόνων, και δεν αποτελούν αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας
επί του θέματος, παρά ενδεικτική παράθεση για λόγους υποστηρικτικούς στην όλη
επιχειρηματολογία της εργασίας.

4.2.1. Γλώσσα και προσοχή

Το 1998, οι Simons & Levin (1998) διεξήγαγαν ένα πείραμα στο οποίο άνθρωποι που περπατούσαν
στους δρόμους μιας πανεπιστημιούπολης συναντούσαν έναν άγνωστο που τους ζητούσε οδηγίες για
τον δρόμο του. Μετά από 10-15 δευτερόλεπτα συζήτησης, δύο άντρες που μετέφεραν μια ξύλινη
πόρτα πέρναγαν μεταξύ αγνώστου και συμμετεχόντων. Την ώρα που συνέβαινε αυτό, ο άγνωστος
αντικαθίστατο από έναν άλλο με διαφορετικό ύψος, κορμοστασιά και φωνή, και με διαφορετικά
ρούχα. Παρά τις διαφορές αυτές, οι μισοί περίπου από τους συμμετέχοντες δεν μπόρεσαν να
συνειδητοποιήσουν ότι ο συνομιλητής τους είχε αλλάξει! Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε τύφλωση
αλλαγής, και περιγράφεται ως «αποτυχία ανίχνευσης αλλαγών στο οπτικό περιβάλλον» (Eysenck,
2010: 146).

Σε μια μελέτη τους για τα αίτια της τύφλωσης αλλαγής, οι Hollingworth & Henderson (2002)
έδωσαν έμφαση στη διάκριση μεταξύ δύο ειδών αλλαγής ενός αντικειμένου: α) αλλαγή τύπου, στην
οποία ένα αντικείμενο αντικαθίσταται με αντικείμενο από μια διαφορετική κατηγορία (π.χ. ένα
πιάτο αντικαθίσταται από ένα μπολ), και β) αλλαγή ταυτότητας, στην οποία ένα αντικείμενο
αντικαθίσταται με ένα άλλο της ίδιας κατηγορίας (π.χ. ένα πιάτο αντικαθίσταται με ένα άλλο
πιάτο). Παρατήρησαν, λοιπόν, ότι το ποσοστό τύφλωσης αλλαγής είναι πολύ μεγαλύτερο όταν
υπάρχει αλλαγή ταυτότητας, παρά όταν υπάρχει αλλαγή τύπου, οπότε η αλλαγή είναι πολύ πιο
πιθανό να ανιχνευτεί.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αλλαγή ασυνείδητα δεν γίνεται «αντιληπτή»: Σε ένα πείραμά τους οι
Hollingworth, Williams & Henderson (2001) ανακάλυψαν ότι η διάρκεια προσήλωσης του
βλέμματος στα αντικείμενα που άλλαζαν ήταν κατά 250 ms μεγαλύτερη από την προσήλωση σε
αντικείμενα που δεν άλλαζαν, παρά το ότι τα άτομα δεν ανίχνευαν συνειδητά την αλλαγή. Αντίθετα,
αυτό που συμβαίνει, θεωρώ, είναι ότι: στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο που αλλάζει βρίσκεται
στην ίδια κατηγορία με εκείνο που το αντικαθιστά – άρα γλωσσικά καλύπτεται υπό την ίδια λέξη
και αντιπροσωπεύεται από την ίδια έννοια, δεν υπάρχει λόγος η αλλαγή αυτή να ξεπεράσει την
ουδό της συνείδησης. Το αντικείμενο που αντικαταστάθηκε νοείται ως το ίδιο με εκείνο που το

25
αντικατέστησε. Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο που αλλάζει διαφοροποιείται από
εκείνο που το αντικατέστησε σε επίπεδο γλωσσικό και εννοιακό, τότε υπάρχει λόγος να ανιχνευτεί,
γιατί αυτό που έχει νόημα στην πραγματικότητα του ατόμου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό
που έχει νόημα στη γλώσσα του.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η εστίαση της προσοχής – και, άρα, της συνείδησης –
είναι στενά συνυφασμένη με αυτό που έχει νόημα (δηλαδή που διαφοροποιείται σημασιολογικά)
στη γλώσσα.

4.2.2. Γλώσσα και μνήμη

Οι ερευνητές της μνήμης προβαίνουν σε μια βασική διάκριση ανάμεσα σε έκδηλη και σε άδηλη
μνήμη: Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ανάσυρση πληροφοριών από τη μακρόχρονη μνήμη
βασισμένη στη χρήση συνειδητών αναμνήσεων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε ανάσυρση
πληροφοριών από τη μακρόχρονη μνήμη που δεν εξαρτάται από συνειδητές αναμνήσεις.32 Για τους
σκοπούς της εργασίας μας εκείνο που μας αφορά είναι η έκδηλη μνήμη.

Σύμφωνα με τον Tulving (1972) η έκδηλη μνήμη διακρίνεται σε σημασιολογική και σε επεισοδιακή
μνήμη.33 Η πρώτη ορίζεται από τον ίδιο ως «ένας νοητικός θησαυρός, η οργανωμένη γνώση που
διαθέτει ένα άτομο για τις λέξεις και άλλα λεκτικά σύμβολα, τις σημασίες τους και τις αναφορές
τους, για τις σχέσεις μεταξύ τους και για τους κανόνες, τους τύπους και τους αλγορίθμους, για τους
χειρισμούς αυτών των συμβόλων, εννοιών και σχέσεων» (Tulving, 1972: 386). Αντίθετα, η δεύτερη
περιγράφεται ως «ο τύπος της επίγνωσης που βιώνει κάποιος όταν ανατρέχει σε μια ξεχωριστή
στιγμή στο παρελθόν του και συνειδητά θυμάται κάποιο προηγούμενο επεισόδιο ή κατάσταση όπως
την είχε βιώσει προηγουμένως» (Wheeler, Stuss, & Tulving, 1997: 333).

Η σχέση της σημασιολογικής μνήμης με τη γλώσσα είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Αλλά,

32 Κλασικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Claperède (1911), ο οποίος μελετούσε μία ασθενή η οποία υπέφερε
από αμνησία εξαιτίας χρόνιου αλκοολισμού. Δεν μπρούσε να αναγνωρίσει τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που
έβλεπε κάθε μέρα για χρόνια, ούτε ήξερε τι μέρα ήταν ή πόσων χρονών είναι. Μια μέρα ο Claperède έκρυψε μια
καρφίτσα στο χέρι του προτού την χαιρετήσει με χειραψία. Την επόμενη μέρα εκείνη ήταν αισθητά απρόθυμη να
του δώσει το χέρι της, ενώ ένιωθε ταυτόχρονα ταραγμένη γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει την απροθυμία της! Αυτό
σημαίνει ότι η συμπεριφορά της καθοριζόταν από μια ανάμνηση που είχε αποθηκευτεί στην άδηλη μνήμη, καθότι
δεν υπήρχε συνειδητή ανάμνηση του γεγονότος (βλ. Eysenck, 2010: 204).
33 Η διάκριση αυτή έχει επιβεβαιωθεί από τις μελέτες των Spiers κ.ά. (2001), οι οποίοι μελετώντας 147 περιστατικά
αμνησίας παρατήρησαν ότι η επεισοδιακή τους μνήμη ήταν πιο ευάλωτη από την σημασιολογική, και των Vargha-
Khadem κ.ά. (1997), οι οποίοι μελέτησαν δύο αμνησιακούς που είχαν – αντίθετα – φτωχή επεισοδιακή, αλλά
ανέπαφη σημασιολογική μνήμη.

26
και η επεισοδιακή μνήμη ως το σύνολο των αναμνήσεων συνδέεται με τη γλώσσα καθότι, όπως μας
λέει ο Quine (2015 [1960]: 2, 9), «οι περισσότερες αναμνήσεις στην πραγματικότητα είναι ίχνη όχι
προηγούμενων εμπειριών, αλλά προηγούμενων εννοιοποιήσεων» (βλ. Chisholm, 1957: 160).

Η ύπαρξη, όμως, ενός καθολικού φαινομένου – αυτού της βρεφικής αμνησίας, μας κάνει να
υποστηρίξουμε ότι μάλλον όλες οι αναμνήσεις είναι ίχνη προηγούμενων εννοιοποιήσεων, και άρα η
συνειδητοποίηση μιας εμπειρίας συνδέεται άρρηκτα με την εννοιοποίησή της. Ο Rubin (2000),
συνδυάζοντας στοιχεία από πολυάριθμες έρευνες επί του θέματος, συμπέρανε ότι η βρεφική
αμνησία είναι «ένα σταθερό φαινόμενο σχεδόν πανομοιότυπο σε μελέτες που χρησιμοποιούν
διάφορες μεθόδους και διάφορους πληθυσμούς» (Rubin, 2000: 268), και συνίσταται στο ότι τα
άτομα μπορούν να ανακαλέσουν αναμνήσεις γεγονότων που συνέβησαν μόνο από την ηλικία των
18-25 μηνών και μετά (βλ. Feldman, 2009: 210-1)34. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;

Σύμφωνα με την κοινωνικο-πολιτισμική αναπτυξιακή θεωρία (π.χ. Fivush & Nelson, 2004) – που
είναι και η επικρατέστερη, η γλώσσα παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρώιμη ανάπτυξη της
αυτοβιογραφικής μνήμης: Σε έρευνά τους οι Simcock & Hayne (2002) παρατήρησαν ότι παιδιά
τριών και τεσσάρων ετών περιέγραφαν τις αναμνήσεις τους από σύνθετες δραστηριότητες
παιχνιδιού που είχαν παίξει ένα χρόνο πριν, χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις που γνώριζαν την εποχή
του γεγονότος, αν και στο μεταξύ είχαν αποκτήσει εκατοντάδες καινούργιες λέξεις. Επίσης,
σύμφωνα με μία έρευνα του Pillemer (1998), οι γυναίκες αναφέρουν πιο λεπτομερείς και
συγκινησιακές αυτοβιογραφικές αναμνήσεις γεγονότων της παιδικής ηλικίας απ' ότι οι άντρες, κάτι
που έχει άμεση σχέση με το ότι τα κορίτσια είναι ελαφρώς πιο προχωρημένα στη γλωσσική
ανάπτυξη απ' ότι τα αγόρια.

Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, η πολιτισμική διαφοροποίηση ως προς τη χρήση της γλώσσας
προκαλεί διαφοροποίηση του βαθμού αναλυτικότητας και στον χρόνο εμφάνισης των πρώιμων
αναμνήσεων: Σε έρευνες, όπως αυτήν των Harley & Reese (1999), φάνηκε ότι η πολύ πρώιμη
ικανότητα των παιδιών να μιλούν για το παρελθόν ήταν πολύ καλύτερη ανάμεσα σε παιδιά των
οποίων οι μητέρες είχαν αναλυτικό ύφος αναπόλησης απ' ότι ανάμεσα σε παιδιά των οποίων οι
μητέρες σπάνια μιλούσαν για το παρελθόν. Επίσης, σε δυτικές κουλτούρες όπου το παρελθόν
συζητιέται περισσότερο αναλυτικά και με τρόπο συναισθηματικό, οι ενήλικες έχουν
αυτοβιογραφικές αναμνήσεις από μικρότερες ηλικίες από ότι οι ενήλικες από ανατολικές

34 Παλαιότερα θεωρούνταν ότι η βρεφική αμνησία αφορούσε μέχρι την ηλικία των τριών ετών. Νεότερες, όμως,
έρευνες μετακίνησαν το όριο πιο πίσω στην ηλικία των 18-25 μηνών (Howe, 2003· Howe κ.ά., 2004).

27
κουλτούρες (βλ. Pillemer, 1998· Han, Leichtman, & Wang, 1998).35

Συνοπτικά, μπορούμε, μέσω των ευρημάτων που αφορούν τη σχέση γλώσσας και μνήμης, να
συμπεράνουμε ότι η συνειδητοποίηση των εμπειριών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
εννοιοποίησή τους. Με αυτό ολοκληρώνουμε την ενότητα που αφορά τη σχέση γλώσσας και
συνείδησης και προχωρούμε στην επόμενη βασική ενότητα της εργασίας, στην οποία θα μελετηθεί
η εμφάνιση της υποκειμενικότητας στο παιδί, για να συνδεθεί μετέπειτα με την οντογένεση των
εννοιών.

5. Η γέννηση της υποκειμενικότητας

Στην ενότητα αυτή, αρχικά θα μελετηθεί η γέννηση και η δομή της υποκειμενικότητας (δηλαδή της
συνείδησης36) όπως αναλύεται μέσα από το ψυχαναλυτικό πρίσμα του Jacques Lacan. Σε δεύτερη
φάση, θα εξεταστούν τα διάφορα αναπτυξιακά στάδια του παιδιού όπως περιγράφονται από τους
μελετητές της εξελικτικής ψυχολογίας, με στόχο τον εντοπισμό των ηλικιών εμφάνισης της
υποκειμενικότητας και την παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας της εννοιοποίησης. Στο τέλος
της ενότητας, οι ηλικίες αυτές θα τεθούν σε αντιπαραβολή με τα διάφορα στάδια γλωσσικής
κατάκτησης, έτσι ώστε η θεωρία που θα προτείνουμε για την οντογένεση των εννοιών να μπορεί να
τοποθετηθεί στο αναπτυξιακό χρονολόγιο του παιδιού.

5.1. Η γέννηση και η δομή της υποκειμενικότητας κατά τον Lacan

O Jacques Lacan (1901-1981) ήταν Γάλλος ψυχαναλυτής και ψυχίατρος, του οποίου οι απόψεις
διατυπώθηκαν κατά κύριο λόγο σε διαλέξεις που έδωσε στη Γαλλία μεταξύ 1953 και 1981. Έμεινε
γνωστός για το κίνημά του «επιστροφή στον Freud», στα πλαίσια του οποίου, χρησιμοποιώντας
όρους και έννοιες από ένα ετερόκλητο φάσμα θεωριών και επιστημών (όπως η γλωσσολογία του
Saussure, η δομική ανθρωπολογία του Claude Lévi-Strauss, η μαθηματική θεωρία συνόλων,
φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνα, του Kant, του Heggel και του Heidegger κ.ά.), «είδε» με ένα
εντελώς καινούργιο τρόπο τις θεωρίες του πατέρα της ψυχανάλυσης, στην ουσία διατυπώνοντας
μια δική του θεώρηση του ψυχισμού και της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Η οπτική του ήρθε σε
σύγκρουση με τα ψυχαναλυτικά ρεύματα της εποχής (το 1953 αναγκάστηκε να διακόψει τις σχέσεις
του με τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία), ενώ αναστάτωση προκάλεσε και σε πολλούς
35 Για τον κεντρικό ρόλο της γλώσσας στην κατασκευή πρώιμων αναμνήσεων βλ., επίσης, Bauer κ.ά., 2000· Heimann
κ.ά., 2006.
36 Αφού η συνείδηση είναι η υποκειμενικότητα (βλ. υποσημείωση 7).

28
προοδευτικούς κύκλους, όπως οι κριτικοί μαρξιστές και οι φεμινίστριες (βλ. Žižek, 2007:
Εισαγωγή). Οι ιδέες του ξεπέρασαν τα σύνορα της κλινικής ψυχανάλυσης και χρησιμοποιήθηκαν
από θεωρητικούς της κοινωνιολογίας, της φιλοσοφίας και της θεωρίας κινηματογράφου.

Δύο βασικά προβλήματα δυσχεραίνουν τη μελέτη του έργου του Lacan: Πρώτον, η σκέψη του
πέρασε από διάφορα στάδια και μετεξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου, γεγονός που είχε ως
αποτέλεσμα είτε την εισαγωγή νέων όρων για να περιγραφούν ίδια φαινόμενα, είτε τον
επαναπροσδιορισμό ίδιων όρων. Δεύτερον, ο λόγος του υπήρξε δυσνόητος και αμφίσημος,
χαρακτηριστικό που στο βάθος συμβαδίζει με το ίδιο το περιεχόμενο των λεγομένων του. Στη
συνέχεια, χωρίς να παρακολουθήσουμε την πορεία της σκέψης του, θα προσπαθήσουμε να
προσεγγίσουμε τη θεωρία του συνολικά, βασισμένοι κατά κύριο λόγο σε αναλύσεις των μελετητών
του παρά σε δικά του γραπτά. Η εστίαση θα βρίσκεται πάντα στα σημεία που σχετίζονται με τους
σκοπούς της εργασίας μας.

5.1.1. Το στάδιο του καθρέφτη – η γέννηση της υποκειμενικότητας

Σύμφωνα με τον Lacan, το βρέφος κατά τους πρώτους μήνες μετά τη γέννησή του βρίσκεται σε μία
κατάσταση πλήρους ενότητας με τη μητέρα του και το περιβάλλον: η μητέρα του εκπληρώνει όλες
τις ανάγκες του (διατροφή, φροντίδα, γαλούχηση), και η εξάρτησή του από εκείνην είναι απόλυτη
(βλ. Homer, 2005: 73). Η κατάσταση αυτή συνοδεύεται από τη φαντασίωση του παιδιού, ότι, όπως
η μητέρα του πληροί στο έπακρο τις επιθυμίες του και τις ανάγκες του, έτσι κι εκείνο πληροί στο
έπακρο τις επιθυμίες και τις ανάγκες της μητέρας του. Είναι, δηλαδή, μια φαντασίωση αμοιβαίας
και ισοδύναμης αλληλοεξάρτησης. Το παιδί αισθάνεται, έτσι, ότι βρίσκεται σε ένα συμπαγές χώρο
όπου ο εαυτός του και ο άλλος («the (m)Other», όπως χαρακτηριστικά αποδίδεται από τον Homer)
ως πομπός και δέκτης της επιθυμίας είναι ένα και το αυτό. Η αίσθηση αυτή της ενότητας σπάει
όταν το παιδί εισέρχεται στο στάδιο του καθρέφτη (mirror stage), περίοδος κατά την οποία
τοποθετείται η γέννηση της υποκειμενικότητας.

Το στάδιο του καθρέφτη χονδρικά αντιστοιχεί στο φροϋδικό στάδιο του πρώιμου ναρκισσισμού
(βλ. Homer, 2005: 24). Είναι η περίοδος κατά την οποία το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει τον εαυτό
του στον καθρέφτη (κυριολεκτικά και μεταφορικά), κάτι που συνήθως συνοδεύεται από
ευχαρίστηση. Είναι, με άλλα λόγια, η στιγμή που το παιδί συνειδητοποιεί για πρώτη φορά το σώμα
του σαν ολότητα, και, κατ' επέκταση, σχηματίζει την εικόνα του εαυτού του ως ολότητα. Αυτό, κατά
τον Lacan, συμβαίνει σε δύο φάσεις: πρώτα, μέσω της διαδικασίας της αποξένωσης (alienation)

29
και, έπειτα, μέσω της διαδικασίας του διαχωρισμού (separation).

i. Η διαδικασία αποξένωσης

Η στιγμή που γεννιέται η υποκειμενικότητα είναι, μας λέει ο Lacan, μια στιγμή δραματική. Κι αυτό
γιατί η συνειδητοποίηση του εαυτού ως ολότητα προκύπτει από κάτι που είναι έξω από τον εαυτό –
από την εικόνα στον καθρέφτη. Το δράμα αυτό ονομάζεται από τον Lacan αποξένωση (alienation),
καθότι το παιδί για να κατακτήσει την εικόνα του εαυτού του ως ολότητα στην ουσία αποξενώνεται
από τον ίδιο του τον εαυτό: η εικόνα του εαυτού έρχεται να αντικαταστήσει τον ίδιο τον εαυτό ως
βιωμένη υποκειμενικότητα. Παράγωγο της αποξένωσης είναι το Εγώ, το οποίο βασισμένο σε μια
ψευδαισθησιακή εικόνα ολότητας και κυριότητας (mastery)37, προσπαθεί να παραπλανήσει το άτομο
και να το κάνει να απωθήσει την εσωτερική σύγκρουση που η αποξένωση τού δημιούργησε (βλ.
Homer, 2005: 25).

Η αποξένωση, ως διαδικασία που εμπεριέχει την υποκατάσταση του εαυτού από τον μη-εαυτό
(δηλαδή από την εικόνα του εαυτού), παραλληλίζεται από τον Lacan με τη διαδικασία της
μεταφοράς (βλ. 2.2.), όπως περιγράφεται από τον Roman Jacobson (βλ. Homer, 2005: 42-3·
Bracher, 1993: 33). Σχετίζεται, επίσης, με τον παραδειγματικό άξονα του Saussure, σύμφωνα με τον
οποίο τα γλωσσικά σημεία βρίσκονται σε σχέση αντίθεσης με άλλα γλωσσικά σημεία που δεν
εμφανίζονται στην πρόταση και θα μπορούσε εν δυνάμει να τα αντικαταστήσουν.

ii. Η διαδικασία διαχωρισμού

Με τον όρο διαχωρισμός περιγράφεται από τον Lacan η σταδιακή συνειδητοποίηση του παιδιού ότι
η επιθυμία της μητέρας του κατευθύνεται σε κάποιον άλλον πέρα από το ίδιο (π.χ. στον πατέρα
του). Το παιδί διαχωρίζεται, έτσι, από τη μάνα του και, αυτόματα, γεννιέται μέσα του η επιθυμία να
επανέλθει στην αρχική κατάσταση της απόλυτης ενότητας. Η επιθυμία, κατά τον Lacan, είναι
εγγενώς η επιθυμία του Άλλου (βλ. Bracher, 1993: 19). Η απουσία του Άλλου είναι που προκαλεί
την επιθυμία του Εγώ να ταυτιστεί με αυτόν.

Η ενοποιητική αυτή κίνηση του Εγώ παραλληλίζεται από τον Lacan με τη διαδικασία της
μετωνυμίας, στην οποία ένας όρος αναφέρεται σε έναν άλλο όρο εξαιτίας της σύνδεσης ή της
37 Η εικόνα ολότητας και κυριότητας δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση καθότι, για τον Lacan, το Εγώ είναι πάντοτε
εγγενώς ατελές – χρειάζεται έναν Άλλο για να το ολοκληρώνει. Η μεταδομιστική αυτή θέση του Lacan μάς φέρνει
αμέσως στο μυαλό τη διαρκώς ατελή και εγγενώς διαλογική φύση συνείδησης και γλώσσας στον Bakhtin (βλ. 4.1.).

30
γειτνίασης που υπάρχει μεταξύ τους. Σχετίζεται, επίσης, με τον συνταγματικό άξονα του Saussure,
ο οποίος περιγράφει την εξωτερική (σε επίπεδο πρότασης) ή εσωτερική (σε επίπεδο νοήματος)
σύνδεση των γλωσσικών σημείων μεταξύ τους.

5.1.2. Το Φαντασιακό, το Συμβολικό, και το Πραγματικό: η δομή της υποκειμενικότητας

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη διαδικασία δόμησης της υποκειμενικότητας όπως


περιγράφεται από τον Lacan με τις εξής δύο προτάσεις: «Εγώ είμαι μη-Εγώ», ή καλύτερα – όπως
το διατυπώνει ο ίδιος ο Lacan (βλ. Homer, 2005: 45) – «Εγώ είμαι Άλλος», που αντιστοιχεί στην
αποξένωση, και «Εγώ θέλω τον Άλλο», που αντιστοιχεί στον διαχωρισμό. Σε αυτές τις δύο
προτάσεις εμπεριέχονται τρία στοιχεία: το Εγώ, ο Άλλος, και η σχέση μεταξύ τους. Αυτά τα τρία
στοιχεία αντιστοιχούν στις τρεις βασικές δομές της υποκειμενικότητας: το Φαντασιακό
(Imaginary), το Συμβολικό (Symbolic) και το Πραγματικό (Real), αντίστοιχα, οι οποίες – όπως θα
δούμε στη συνέχεια – συνδέονται στενά με τη γλώσσα (βλ. Bracher, 1993: 22-3, υποσημ. 7).

i. Το Φαντασιακό

Το Φαντασιακό αντιστοιχεί στο Εγώ – καθότι ως Εγώ το άτομο βιώνει μια φαντασίωση πληρότητας
– και παράγεται από τη διαδικασία αποξένωσης. Διαβάζουμε στον Bracher (1993: 32, 35): «Το
Φαντασιακό αποτελείται από νοητικά σχήματα που προκύπτουν από την εμπειρία του σώματός μας
όταν είμαστε παιδιά, προτού μάθουμε να μιλούμε. [...] Τα αισθησιοκινητικά αυτά σχήματα που
συνιστούν την εικόνα (δηλ. την ενοποιημένη αίσθηση) του σώματός μας, τα ίδια αυτά σχήματα
αποτελούν τη βάση για την κατανόηση του εξωτερικού κόσμου και των αντικειμένων του». Και
συνεχίζει (Bracher, 1993: 36): «Είναι ακριβώς αυτή η σύμπτωση της εικόνας του σώματος με τις
εικόνες των αντικειμένων που κάνει τα αντικείμενα αναγνωρίσιμα, σημαντικά [δηλαδή με
σημασία], ουσιώδη. [...] Είναι αυτή η διαδικασία φαντασιακής υποκατάστασης που καθιστά τον
άνθρωπο ως 'το μόνο ζώο που έχει στη διάθεσή του ένα σχεδόν άπειρο αριθμό αντικειμένων –
αντικειμένων σημαδεμένων με την αξία ενός Gestalt38 στο Umwelt39 του, αντικείμενα αποκομμένα
από την ίδια τους τη μορφή' (Lacan, 1988a: 83)». Είναι κάτι περισσότερο από εμφανές ότι η

38 Η λέξη Gestalt προέρχεται από τη μετοχή του αορίστου του γερμανικού ρήματος stellen (= διαμορφώνω), και έχει
την έννοια της ολότητας. Χρησιμοποιείται ως όρος (αμετάφραστος στις πιο πολλές γλώσσες) στην ψυχολογία και
στη φιλοσοφία, για να περιγράψει την ενοποίηση πολλών διαφορετικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο και την
αντιμετώπισή τους ως ένα.
39 Η λέξη Umwelt είναι γερμανική λέξη που χρησιμοποιείται ως όρος στις σημειωτικές θεωρίες του Jakob von Uexküll
(1864-1944) και του Thomas Sebeok (1920-2001) για να ορίσει την αντίληψη του κόσμου με επίκεντρο τον εαυτό.
Ο όρος υπονοεί ότι τα διάφορα ζώα, μπορεί να συνυπάρχουν στο ίδιο περιβάλλον, όμως εξαιτίας της διαφορετικής
τους κατασκευής έχουν διαφορετική αντίληψη του περιβάλλοντος αυτού.

31
λακανική θεωρία και η θεωρία του ενσώματου ρεαλισμού στο σημείο αυτό συναντιούνται
απροσδόκητα: το Φαντασιακό συνίσταται σε εικονιστικά σχήματα. Αντιστοιχεί, με άλλα λόγια, στην
εννοιακή πτυχή της γλώσσας, δηλαδή στα σημαινόμενα.

ii. Το Συμβολικό

Το Συμβολικό αντιστοιχεί στον Άλλο και ταυτίζεται με τη γλώσσα ως προς τη συμβολική της πτυχή,
δηλαδή τα σημαίνοντα40. Aντιστοιχεί, δηλαδή, στον εαυτό που παρατηρείται από το Εγώ στη
διαδικασία της αυτεπίγνωσης, και στο υποκείμενο που βλέπει ο συνομιλητής μου όταν
συνδιαλέγομαι μαζί του. Ο Άλλος είναι, με άλλα λόγια, ο εσωτερικευμένος εξωτερικός κόσμος –
ένα προϊόν κοινωνικό. Το Συμβολικό είναι το παράγωγο της διαδικασίας διαχωρισμού, και
περιγράφεται ως ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο τα πάντα στην ανθρώπινη πραγματικότητα
είναι δομημένα «σε συμφωνία με τα σύμβολα που αναδύονται» (Lacan, 1988: 29).

iii. Το Πραγματικό

Ανάμεσα στο Εγώ και στον Άλλο προκύπτει ένα κενό, το οποίο ο Lacan ονομάζει αντικείμενο α
(object a), και το οποίο – ως προς την υποκειμενικότητα – ταυτίζεται με την αίσθηση που έχει ο
καθένας μας ότι «το Εγώ που γίνεται αντικείμενο της σκέψης μου ποτέ δεν θα συμπέσει με το Εγώ
που σκέφτεται» (Bracher, 1993: 41, υποσημ. 14)41. Το κενό αυτό αντιστοιχεί στην τρίτη δομή της
υποκειμενικότητας, το Πραγματικό. Ως προς το επίπεδο της γλώσσας, το αντικείμενο α ταυτίζεται
με το κενό μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, δηλαδή με την αίσθηση που έχουμε ότι οι λέξεις
δεν μπορούν και δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποδώσουν πλήρως την πραγματικότητα όπως την
βιώνουμε «από μέσα» (βλ. Homer, 2005: 69).42 Το Πραγματικό, με άλλα λόγια, είναι «αυτό που
αποκλείεται από τις γλωσσικές κατηγορίες», το μέρος αυτό της υποκειμενικότητας «που
εξαφανίζεται πίσω από το σημαίνον», ή, αλλιώς, «το χαμένο μέρος της ζωής» (βλ. Bracher, 1993:
41, υποσημ. 14).

40 Ο Lacan διαφωνεί με την υπεροχή του σημαινομένου επί του σημαίνοντος (όπως διδάσκει ο Saussure), καθότι –
κατά τον ίδιο – ένα σημαίνον αναφέρεται στην πραγματικότητα σε ένα άλλο σημαίνον, το οποίο με τη σειρά του
αναφέρεται σε ένα άλλο σημαίνον, σχηματίζοντας έτσι μία ατέλειωτη αλυσίδα σημασιοδότησης (βλ. Homer, 2005:
42).μία
41 Βλ. υποσημείωση 19.
42 Όπως χαρακτηριστικά γράφει η Blackmore (2004: 2), «οι λέξεις δεν θα μπορέσουν ποτέ να συλλάβουν πραγματικά
τι πραγματικά σημαίνει για σένα να κρατάς αυτήν ακριβώς τη στιγμή αυτό το στυλό». Μπρούμε, επίσης, να πούμε
ότι είναι αυτό ακριβώς το αίσθημα μιας διαρκούς ανεπάρκειας των λέξεων που κάνει μερικούς θεωρητικούς της
συνείδησης να θεωρούν απλά άλυτο το «δύσκολο πρόβλημα» του Chalmers (βλ. 3.4.).

32
5.1.3. Τι κρατάμε από τον Lacan

Η θεωρία του Lacan σχετικά με τη γέννηση και τη δομή της υποκειμενικότητας θα αποτελέσει τη
βάση για την ανάπτυξη της δικής μας πρότασης σχετικά με την οντογένεση των εννοιών. Τα βασικά
σημεία στα οποία στεκόμαστε είναι τα εξής: α) Η αρχική κατάσταση του βρέφους είναι αυτή της
ενότητας με το περιβάλλον του, β) Το παιδί αποξενώνεται από τον εαυτό του για να μπορέσει να
κατασκευάσει μια συνολική εικόνα του εαυτού του, γ) Η αποξένωση αυτή συνοψίζεται στην
πρόταση «Εγώ είμαι Άλλος» και παραλληλίζεται με τη διαδικασία μεταφοράς (αντιστοιχία με
παραδειγματικό άξονα Saussure), δ) Το Εγώ χαρακτηρίζεται από φαντασίωση/ψευδαίσθηση
ενότητας και κυριότητας, ε) Η υποκειμενικότητα είναι πάντοτε ατελής – χρειάζεται πάντα έναν Άλλο
να την ολοκληρώσει, στ) Η επιθυμία του Άλλου προκύπτει από τη διαδικασία διαχωρισμού του
παιδιού από τη μάνα, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στην πρόταση «Εγώ θέλω τον Άλλο» και
παραλληλίζεται με τη διαδικασία μετωνυμίας (αντιστοιχία με συνταγματικό άξονα Saussure), ζ) Η
υποκειμενικότητα δομείται τριμερώς από το Φαντασιακό, το Συμβολικό, και το Πραγματικό, η) Το
Φαντασιακό είναι αποτέλεσμα της αποξένωσης και αποτελείται από εικονιστικά σχήματα, θ) Το
Συμβολικό είναι αποτέλεσμα του διαχωρισμού και ταυτίζεται με τη γλώσσα ως σύστημα συμβόλων,
ι) Το Πραγματικό είναι αυτό που αποκλείεται από τη γλώσσα και προκύπτει από το κενό ανάμεσα
στο εγώ και στον εαυτό.

Προχωρούμε, τώρα, στο δεύτερο μέρος της ενότητας αυτής, στο οποίο θα εξετάσουμε τα σημεία
εκείνα της εξελικτικής πορείας του παιδιού που σχετίζονται με τη συνείδηση, την εννοιοποίηση και
τη γλώσσα.

5.2. Η εμφάνιση της αυτεπίγνωσης, της εννοιοποίησης και της γλώσσας στο παιδί

Σύμφωνα με τον Ελβετό ψυχολόγο Jean Piaget (1896-1980), η γνωστική ανάπτυξη του ατόμου
συντελείται σε τέσσερα διακριτά και καθολικά στάδια 43, τα οποία ξεκινούν από τη γέννηση και
εκτείνονται μέχρι την εφηβεία: α) η αισθησιοκινητική περίοδος (0-2 ετών), β) η περίοδος της προ-
λογικής νόησης (2-6 ετών), γ) η περίοδος της συγκεκριμένης λογικής σκέψης (6-12 ετών), και δ) η

43 Η διακριτότητα των σταδίων όπως περιγράφονται από τον Piaget, είναι ένα από τα σημεία της θεωρίας του που
δέχτηκαν κριτική. Αντ' αυτού, ο Robert Siegler (1995· 2003) υποστήριξε ότι η γνωστική ανάπτυξη δεν προχωρεί με
στάδια, αλλά με «κύματα». Αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν εγκαταλείπει τη μια μέρα τον ένα τρόπο σκέψης και την
επομένη υιοθετεί έναν άλλο. Αντίθετα, τη μια μέρα μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα είδος γνωστικής στρατηγικής, και
την άλλη μια πιο απλή στρατηγική – μετακινούμενο, για μια χρονική περίοδο, μπρος-πίσω. Έτσι, η γνωστική του
ανάπτυξη μπορεί να περιγραφεί ως μια σταθερή ροή αλλαγών (βλ. Feldman, 2009: 204). Κατά τα άλλα, το γενικό
περίγραμμα του Piaget για την πορεία της γνωστικής ανάπτυξης θεωρείται αρκετά ακριβές (βλ. Harris, 1987·
Gratch & Schatz, 1987· Marcovitch, Zelazo, & Schmuckler, 2003· Kail, 2004).

33
περίοδος της λογικής σκέψης (12 ετών – τέλος εφηβείας). Η διαδοχή των παραπάνω σταδίων
σχετίζεται με ποιοτικές διαφορές στον τρόπο σκέψης του ατόμου. Στην ενότητα αυτή θα
ασχοληθούμε με την πρώτη περιόδο, την αισθησιοκινητική, καθότι σε αυτήν τοποθετούνται η
γέννηση της υποκειμενικότητας και η θεμελίωση της εννοιοποίησης, αλλά και η εμφάνιση της
γλώσσας. Αυτοί οι δύο τομείς της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού θα εξεταστούν ξεχωριστά στη
συνέχεια.

5.2.1. Η εμφάνιση της αυτεπίγνωσης και της εννοιοποίησης

Βασικό χαρακτηριστικό της αισθησιοκινητικής περιόδου, κατά τον Piaget, είναι ότι το βρέφος
μαθαίνει με βάση την άμεση κινητική συμπεριφορά του – άποψη που παραμένει αδιαμφισβήτητη
(βλ. Bullinger, 1997).44 Η αισθησιοκινητική περίοδος χωρίζεται περαιτέρω από τον Piaget σε έξι
στάδια: 1. Απλά αντανακλαστικά (γέννηση – 1ος μήνας), 2. Πρώτες συνήθειες και πρωτογενείς
κυκλικές αντιδράσεις (1ος – 4ος μήνας), 3. Δευτερογενείς κυκλικές αντιδράσεις (4ος – 8ος μήνας),
4. Συντονισμός δευτερογενών κυκλικών αντιδράσεων (8ος – 12ος μήνας), 5. Τριτογενείς κυκλικές
αντιδράσεις (12ος – 18ος μήνας), 6. Αφετηρία της σκέψης (18ος – 24ος). Στη συνέχεια, θα
περιγράψουμε στοιχειωδώς τα στάδια που δεν άπτονται των σκοπών της εργασίας μας, ενώ θα
αναλύσουμε διεξοδικότερα τα στάδια που μας ενδιαφέρουν πιο πολύ.

Στο Στάδιο 1, το κέντρο της νοητικής ζωής του βρέφους είναι τα αντανακλαστικά, που καθορίζουν
τη φύση των συναλλαγών του με το περιβάλλον. Στο Στάδιο 2, το βρέφος αρχίζει να συντονίζει
μεταξύ τους τις μεμονωμένες δράσεις και να τις εντάσσει σε ολοκληρωμένες δραστηριότητες. Αν
μια δραστηριότητα του προκαλέσει ενδιαφέρον, την επαναλαμβάνει ξανά και ξανά σε μια
διαδικασία που λέγεται κυκλική αντίδραση. Οι δραστηριότητες αυτής της περιόδου εστιάζονται
στον εαυτό και το σώμα, γι' αυτό και λέγονται πρωτογενείς. Στο Στάδιο 3, οι κυκλικές αντιδράσεις
επεκτείνονται και στο εξωτερικό περιβάλλον, με το οποίο το βρέφος αρχίζει να αλληλεπιδρά. Στο
Στάδιο 4, το βρέφος συντονίζει μεταξύ τους τα διάφορα σχήματα για να δημιουργήσει μια δράση.
Σε αυτό το στάδιο κατακτιέται η μονιμότητα αντικειμένου, δηλαδή η επίγνωση ότι οι άνθρωποι και
τα αντικείμενα συνεχίζουν να υπάρχουν, ακόμη κι όταν δεν φαίνονται (το «δεν βλέπω» δεν
σημαίνει «δεν υπάρχει»). Παρ' όλ' αυτά, η κατανόηση της μονιμότητας αντικειμένου είναι ακόμη
στοιχειώδης – η έννοια δεν έχει ακόμη κατακτηθεί (βλ. Feldman, 2009: 202).45 Συνολικά, οι
44 O Feldman (2009: 196) συνοψίζει την άποψη αυτή με την απλή εξίσωση «Δράση = Γνώση».
45 Διαβάζουμε στον Feldman (2009: 202): «[...] όταν ένας ενήλικας κρύψει ένα παιχνίδι πρώτα κάτω από μια
κουβέρτα και μετά κάτω από μία δεύτερη, το βρέφος συχνά μπερδεύεται. Ψάχνοντας για το παιχνίδι, το βρέφος που
βρίσκεται στο Στάδιο 4 επιστρέφει συχνά στην πρώτη θέση που κρύφτηκε το παιχνίδι, δηλαδή στην πρώτη
κουβέρτα, αγνοώντας τη δεύτερη κουβέρτα, όπου και βρίσκεται το παιχνίδι. Κι αυτό συμβαίνει ακόμα κι όταν ο

34
νοητικές διεργασίες που συμβαίνουν στο παιδί κατά τα πρώτα τέσσερα στάδια της
αισθησιοκινητικής περιόδου φαίνεται να γίνονται «στα τυφλά», χωρίς να υπάρχει σχετική πρόθεση
και επίγνωση, καθότι η συνείδηση δεν έχει ακόμη εμφανιστεί (βλ. Feldman, 2009: 207). Από το
επόμενο στάδιο, όμως, και έπειτα, τα πράγματα γίνονται πιο ενδιαφέροντα.

Στο Στάδιο 5 (12ος – 18ος μήνας), το βρέφος δεν επαναλαμβάνει απλά ευχάριστες δραστηριότητες,
αλλά τροποποιεί τις συνθήκες ώστε να παρατηρήσει τις συνέπειες. Διεξάγει, με άλλα λόγια, μικρού
εύρους «πειράματα», συμπεριφορά που αποτελεί πρόδρομο της επιστημονικής μεθόδου. Σε αυτή τη
χρονική περίοδο αρχίζει να αναπτύσσεται και η αυτεπίγνωση, όπως αποδεικνύεται μέσω μιας
απλής, αλλά ιδιοφυούς πειραματικής τεχνικής: Οι ερευνητές βάφουν κόκκινη τη μύτη των βρεφών
και μετά τα βάζουν να καθίσουν μπροστά από έναν καθρέφτη. Αν τα βρέφη αγγίξουν τη μύτη τους
ή προσπαθήσουν να βγάλουν το κόκκινο σημάδι, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι έχουν κάποια
τουλάχιστον γνώση του εαυτού και των σωματικών τους χαρακτηριστικών (βλ. Gallup, 1977·
Asendorpf, Warkentin, & Baudonniere, 1996· Rochat, 2004). Αν και ορισμένα βρέφη 12 μηνών
δείχνουν να ξαφνιάζονται από το σημάδι στη μύτη τους, τα περισσότερα αντιδρούν αργότερα,
μεταξύ 17ου και 24ου μήνα (βλ. Feldman, 2009: 242).

Το Στάδιο 6 (18ος – 24ος μήνας) σηματοδοτείται από την άφιξη της σκέψης, δηλαδή την ικανότητα
του παιδιού για νοητική αναπαράσταση, ενώ κατακτάται πλήρως η κατανόηση των σχέσεων αιτίου
– αποτελέσματος. Χαρακτηριστική συμπεριφορά αυτής της περιόδου είναι η αργοπορημένη μίμηση,
όπως την ονόμαζε ο Piaget, η οποία αντιστοιχεί στην ικανότητα του παιδιού να μιμείται κάποιον
που δεν είναι παρών, ή να προσποιείται ότι οδηγεί ένα αυτοκίνητο ή ότι ταΐζει μια κούκλα, πολύ
αργότερα αφότου είχε παρατηρήσει τέτοιες σκηνές να εκτυλίσσονται στην πραγματικότητα. Στο
στάδιο αυτό ολοκληρώνεται, επίσης, η αυτεπίγνωση, ενώ αναπτύσσονται στο μυαλό των παιδιών
θεωρίες του νου, δηλαδή «υποθέσεις» σχετικά με τις διεργασίες του νου και με το πώς αυτός
επηρεάζει τη συμπεριφορά, οι οποίες τα βοηθούν να ερμηνεύουν τον τρόπο σκέψης των άλλων (βλ.
Feldman, 2009: 243). Το βρέφος αντιλαμβάνεται, έτσι, τα άτομα του περιβάλλοντός του ως
συμβατούς παράγοντες, ως άτομα δηλαδή που του μοιάζουν, που συμπεριφέρονται σύμφωνα με την
προσωπική τους βούληση, κι έχουν την ικανότητα να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του (βλ.
Flavell, Green, & Flavell, 1995· Poulin-Dubois, 1999· Rochat, 2004).

Ένα σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε, προτού προχωρήσουμε στη γλωσσική ανάπτυξη του
παιδιού κατά την αισθησιοκινητική περίοδο, είναι η παρατήρηση των ερευνητών ότι ο βαθμός

ενήλικας κρύψει το παιχνίδι με τον πιο επιδεικτικό τρόπο, μπροστά στο παιδί.»

35
εξάρτησης μεταξύ παιδιών και γονιών – κάτι που συχνά διαφοροποιείται πολιτισμικά – φαίνεται να
επιδρά στην ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού. Έτσι, για παράδειγμα, παιδιά από την Ελλάδα – οι
γονείς των οποίων ενισχύουν την αυτονομία – εμφανίζουν ενδείξεις αυτεπίγνωσης σε μικρότερη
ηλικία από ό,τι παιδιά από το Καμερούν, όπου η εξάρτηση γονιών-παιδιού ευνοείται πολιτισμικά
(βλ. Keller κ.ά., 2004· Keller, Voelker, & Yovsi, 2005). Η παρατήρηση αυτή συμβαδίζει, όπως
βλέπουμε, με την ψυχαναλυτική προσέγγιση της περιόδου του καθρέφτη από τον Lacan, ο οποίος
ταυτίζει τη γέννηση της υποκειμενικότητας με τον διαχωρισμό από τη μητέρα-Άλλο («(m)Other»).

5.2.2. Η εμφάνιση της γλώσσας

Όσον αφορά τη γλώσσα, η περίοδος από τη στιγμή της γέννησης μέχρι την ηλικία των 10-14 μηνών
ονομάζεται περίοδος της προγλωσσικής επικοινωνίας, καθότι το παιδί επικοινωνεί στοιχειωδώς με
τα άτομα του περιβάλλοντός του χωρίς τη χρήση λέξεων. Το πιο εμφανές δείγμα αυτού του τύπου
επικοινωνίας είναι το βάβισμα, δηλαδή η άρθρωση ήχων που μοιάζουν με λόγο αλλά στερούνται
νοήματος – ένα καθολικό φαινόμενο που εμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους του ανθρώπους,
ανεξαρτήτως πολιτισμικού πλαισίου.46 Αρχικά, το βάβισμα αποτελείται από επαναλαμβανόμενα
φωνήεντα, στα οποία το βρέφος εναλλάσσει τον βαθμό έντασης. Μετά τους πέντε μήνες στο
βάβισμα προστίθενται και σύμφωνα, ενώ από τον 6ο μήνα και μετά χρησιμοποιούνται ήχοι που
αντικατοπτρίζουν τη γλώσσα του περιβάλλοντος του παιδιού (βλ. Blake & Boysson-Bardies, 1992).

Στην ηλικία μεταξύ 10-14 μηνών, το βρέφος αρθρώνει την πρώτη του λέξη. Με τον όρο «πρώτη
λέξη», οι γλωσσολόγοι δεν εννοούν τη λέξη «μαμά» ή «μπαμπά» που χρησιμοποιεί το παιδί για να
κοινοποιήσει την όποια επιθυμία του, αλλά τη λέξη με την οποία κατονομάζει με σαφή και σταθερό
τρόπο ένα πρόσωπο, γεγονός ή αντικείμενο. Οι πρώτες αυτές λέξεις ονομάζονται συγκρητικός
λόγος, καθότι αποτελούν μονολεκτικές προτάσεις που αντιπροσωπεύουν ολόκληρη φράση, το
νόημα της οποίας εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες χρησιμοποιείται.

Μεταξύ 16ου και 24ου μήνα (συνήθως γύρω στον 18ο μήνα) σημειώνεται η λεγόμενη «έκρηξη»
λεξιλογίου, κατά την οποία το παιδί μέσα σε λίγες βδομάδες διευρύνει το λεξιλόγιό του από τις 50
στις 400 λέξεις (Gleitman & Landau, 1994· Fernald κ.ά., 1989· Nazzi & Bertoncini, 2003). Η
έκρηξη αυτή συνοδεύεται και από ένα άλλο επίτευγμα: το συνδυασμό μεμονωμένων λέξεων για
την κατασκευή προτάσεων που μεταφέρουν συγκεκριμένο μήνυμα. Οι προτάσεις αυτές

46 Χαρακτηριστικό είναι ότι τα κωφά παιδιά που έρχονται σε επαφή με τη νοηματική γλώσσα, αναπτύσσουν το δικό
τους είδος βαβίσματος, βαβίζοντας με τα χέρια αντί με τη φωνή (βλ. Feldman, 2009: 219).

36
ονομάζονται τηλεγραφικός λόγος, καθότι δεν συμπεριλαμβάνει λέξεις που δεν είναι απολύτως
απαραίτητες για την ολοκλήρωση του νοήματος (π.χ. «Ζωγραφίζω σκύλο»). Χαρακτηριστικά του
τηλεγραφικού λόγου είναι, επίσης, η κυριολεξία και η υπεργενίκευση. Με τον πρώτο όρο δηλώνεται
η χρήση των λέξεων με υπερβολικά στενή σημασία, καθότι το παιδί θεωρεί ότι μια λέξη
αναφέρεται σε ένα μέρος μόνο μιας έννοιας και όχι σε όλα τα στοιχεία που την συνθέτουν.47 Με
τον δεύτερο όρο, αντίθετα, δηλώνεται η χρήση των λέξεων με υπερβολικά ευρεία, γενικευμένη
έννοια (π.χ. αναφέρεται στα λεωφορεία, στα φορτηγά και στα τρακτέρ ως «αυτοκίνητα»). Με τη
χρήση τηλεγραφικού λόγου, τα παιδιά δεν κατονομάζουν απλά αντικείμενα στο περιβάλλον, αλλά
υποδηλώνουν και τις σχέσεις μεταξύ τους. Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει το γεγονός ότι οι
πρώτες προτάσεις του παιδιού σχεδόν ποτέ δεν δηλώνουν απαίτηση, παρά αποτελούν σχόλια και
παρατηρήσεις σχετικά με τα γεγονότα που συμβαίνουν στον περίγυρό του (βλ. Halliday, 1975· O'
Grady & Aichison, 2005).

5.2.3. Παράλληλη τοποθέτηση σταδίων εμφάνισης υποκειμενικότητας, εννοιοποίησης και γλώσσας

Τα στοιχεία που παρατίθενται στις δύο παραπάνω ενότητες σχετικά με την εμφάνιση της
υποκειμενικότητας, της εννοιοποίησης και της γλώσσας, μπορούν να συνοψιστούν σε έναν
χρονολογικό πίνακα ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης του κάθε στοιχείου:

Ηλικία σε μήνες Υποκειμενικότητα Εννοιοποίηση Γλώσσα


0 – 10 προγλωσσική επικοινωνία
«στα τυφλά»
10 – 12 προεννοιακό στάδιο, εμφάνιση πρώτης λέξης,
12 – 14 βρεφική αμνησία συγκρητικός λόγος

16 – 18
εμφάνιση αυτεπίγνωσης, «έκρηξη» λεξιλογίου,
18 – 24 νοητική αναπαράσταση, τηλεγραφικός λόγος
θεωρίες νου
έννοιες, (κυριολεξία,
πλήρης κατανόηση σχέσεων υπεργενίκευση)
αιτίου - αποτελέσματος

Πίνακας 2. Εμφάνιση υποκειμενικότητας, εννοιοποίησης και γλώσσας στο παιδί

Έχοντας κατά νου τη ρευστότητα ως προς τη διακριτότητα των σταδίων (βλ. υποσημείωση 43),
αλλά και την κριτική που δέχτηκε ο Piaget ότι «παρέβλεψε τη σημασία των αισθητηριακών και

47 Ο Feldman (2009: 222) αναφέρει το παράδειγμα ενός μικρού κοριτσιού το οποίο συνήθιζε να ονομάζει την
κουβέρτα του «κουβερτάκι». Όταν η θεία της τής χάρισε μια νέα κουβέρτα, αυτή αρνιόταν να την αποκαλέσει
«κουβερτάκι», γιατί χρησιμοποιούσε τη λέξη αυτή αποκλειστικά και μόνο για να περιγράψει την προηγούμενη
κουβέρτα της.

37
αντιληπτικών συστημάτων που είναι παρόντα ήδη από τους μήνες της ζωής του βρέφους»
(Feldman, 2009: 204), μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η εμφάνιση της αυτεπίγνωσης, η ανάπτυξη
των εννοιών, και η πρωτοδιατύπωση προτάσεων συμπίπτουν χρονικά, με κεντρικό ηλικιακό σημείο
τον 18ο μήνα. Η παρατήρηση αυτή μάς επιτρέπει να προχωρήσουμε στην επόμενη ενότητα, στην
οποία, με βάση την προηγούμενη μελέτη μας των υπό εξέταση θεωριών συνείδησης και γλώσσας,
θα προβούμε σε διατύπωση μιας ολοκληρωμένης πρότασης σχετικά με την οντογένεση των
εννοιών.

6. Ανάπτυξη του μοντέλου «Συνείδηση: το Πρωταρχικό Εικονιστικό Σχήμα» (ΣΠΕΣ)

Με το μοντέλο «Συνείδηση: το Πρωταρχικό Εικονιστικό Σχήμα» (στο εξής ΣΠΕΣ) επεξηγούμε με


σαφήνεια τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι η συνείδηση αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία
δομείται η εννοιοποίηση. Το περιεχόμενο του μοντέλου δίνεται αρχικά σε μορφή αριθμημένων
σημείων, για σαφέστερη διατύπωση των θέσεών του, οι οποίες στη συνέχεια θα αναλυθούν και θα
επεξηγηθούν διεξοδικότερα.

6.1. Τα έξι βασικά σημεία του μοντέλου ΣΠΕΣ

1. Το παιδί, κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, δρα και συμπεριφέρεται «στα τυφλά», καθότι δεν
έχει εμφανιστεί ακόμη η συνείδηση. Δεν έχει αναπτυχθεί, δηλαδή, η έννοια του εαυτού, όπως και
οποιαδήποτε άλλη έννοια. Κατ' αυτό τον τρόπο, βρίσκεται σε μια κατάσταση ενότητας με το
περιβάλλον του, αλληλεπιδρώντας με αυτό, χωρίς να έχει, όμως, εμπειρία της αλληλεπίδρασης. Τα
όρια εαυτού και μη-εαυτού δεν έχουν ακόμη τεθεί.

2. Στο δεύτερο έτος της ζωής του παιδιού, εμφανίζεται η συνείδηση. Η γέννηση της συνείδησης
ταυτίζεται με την εμφάνιση της πρωταρχικής μεταφοράς ΤΟ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ ή, καλύτερα,
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ, όπου το ΕΓΩ αποτελεί το πρωταρχικό πεδίο-στόχος και το ΑΛΛΟΣ το
πρωταρχικό πεδίο-πηγή.

3. Η μεταφορά αυτή προκύπτει από τη ρήξη της ενότητας που υπήρχε προηγουμένως, και τον
διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό (ΕΓΩ) και στον μη-εαυτό (ΑΛΛΟΣ). Τα δύο αυτά στοιχεία
ενοποιούνται φαντασιακά και σχηματίζουν το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, το οποίο
ταυτίζεται με την ενοποιημένη εικόνα του εαυτού, δηλαδή με την υποκειμενικότητα ή, αλλιώς, τη
συνείδηση. Κατ' αυτό τον τρόπο, διαχωρισμός και ενοποίηση αποτελούν διαφορετικές όψεις της

38
ίδιας διαδικασίας. Η δομή του πρωταρχικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ ταυτίζεται με την πρωταρχική
μεταφορά ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ. Αποτελείται, δηλαδή, από τρία στοιχεία: το ΕΓΩ, τον ΑΛΛΟ, και
τη σχέση μεταξύ τους.

4. Το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ συνοδεύεται από ένα αίσθημα έλλειψης


πληρότητας, το οποίο πηγάζει από το κενό ανάμεσα στο ΕΓΩ και στον ΑΛΛΟ. Το κενό αυτό γεννά
την επιθυμία πλήρους ένωσης με τον ΑΛΛΟ, ώστε να επανέλθει το άτομο στην πρωταρχική
προεννοιακή κατάσταση απόλυτης ενότητας. Η επιθυμία αυτή αποτελεί το ψυχολογικό υπόβαθρο
δόμησης της εννοιοποίησης.

5. Το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ (= ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ), το οποίο δομικά είναι
μία μεταφορά (βλ. σημείο 3), λειτουργεί ως μοντέλο για την πραγμάτωση οποιασδήποτε περαιτέρω
εννοιοποίησης. Οι διαδικασίες που εμπλέκονται είναι αυτές του διαχωρισμού και ενοποίησης, των
οποίων προηγείται εστίαση σε ένα μέρος του σχήματος, το οποίο (μέρος) θα υποστεί τον
διαχωρισμό/ενοποίηση. Έτσι, σε πρώτη φάση, έχουμε εστίαση στο ΕΙΜΑΙ του ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ
ΑΛΛΟΣ, και διαχωρισμό/ενοποίησή του, με αποτέλεσμα το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ να γίνει ΕΓΩ
ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. Το καινούργιο εικονιστικό σχήμα που προκύπτει είναι αυτό της
ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ, το οποίο αντανακλά την αίσθηση ότι «εγώ ελέγχω τον εαυτό μου». Σε δεύτερη
φάση, έχουμε εστίαση και διαχωρισμό/ενοποίηση του ΑΛΛΟΥ, και, έτσι, το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ
γίνεται Ο ΑΛΛΟΣ' ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ. Η μεταφορά αυτή αποτελεί μια μορφή δευτερογενούς
αποξένωσης (ως πρώτη θεωρούμε τη λακανική – βλ. 5.1.1., i), καθότι το ΕΓΩ παύει να
εμπεριέχεται στην εννοιοποίηση και η εστίαση βρίσκεται αποκλειστικά στον ΑΛΛΟ, ο οποίος
αποξενώνεται περαιτέρω από τον εαυτό του, δημιουργώντας μια καινούργια φαντασιακή οντότητα,
τον ΑΛΛΟ'. Με αυτό τον τρόπο, τα εικονιστικά σχήματα ΕΝΟΤΗΤΑ και ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ αποκτούν
μια πιο αφηρημένη δομή του τύπου «ΤΟ Χ ΕΙΝΑΙ Ψ» και «ΤΟ Χ ΚΑΝΕΙ Ψ», τα οποία
ονομάζουμε ΕΝΟΤΗΤΑ' και ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ'. Από αυτά τα δύο βασικά εικονιστικά σχήματα
προκύπτουν όλα τα γνωστά μας από τη βιβλιογραφία εικονιστικά σχήματα, και, κατ' επέκταση,
όλες οι έννοιες.

6. Το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ δεν χρησιμεύει μόνο σαν μοντέλο για την παραγωγή καινούργιων εννοιών,
αλλά και σαν μοντέλο για την ενοποίηση ήδη διαμορφωμένων εννοιών. Αλλά και κάθε είδους
ανθρώπινη συμπεριφορά με νόημα, αποτελεί μια ΕΝΟΤΗΤΑ. Συνίσταται, δηλαδή, σε τρία στοιχεία:
δύο οντότητες και τη σχέση μεταξύ τους, και έχει βασικό χαρακτηριστικό της την έλλειψη
πληρότητας η οποία την καθιστά ανοιχτή στο να ενοποιηθεί και να γίνει μέρος μιας καινούργιας

39
ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Αυτό μπορεί να συμβεί στα πλαίσια του ίδιου συστήματος (π.χ. ενδογλωσσικά) ή
μεταξύ στοιχείων από δύο διαφορετικά συστήματα (π.χ. όταν ένα γλωσσικό στοιχείο προκαλεί
επιτέλεση μιας πράξης).

6.2. Ανάπτυξη των έξι βασικών σημείων του μοντέλου ΣΠΕΣ

6.2.1. Το παιδί πριν την εμφάνιση της συνείδησης

Το πρώτο σημείο του μοντέλου ΣΠΕΣ αναφέρεται στην κατάσταση του παιδιού πριν την εμφάνιση
της συνείδησης. Σύμφωνα με τις έρευνες, όπως είδαμε στο 5.2.1., το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει
τον εαυτό του στον καθρέφτη μεταξύ 12ου και 24ου μήνα – τις περισσότερες φορές μετά τον 16ο
μήνα.

Το βρέφος μέχρι την εμφάνιση της συνείδησης, σύμφωνα με τον Piaget (βλ. 5.2.1.), επεξεργάζεται
το σώμα του και αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του, προβαίνοντας σε αλλεπάλληλες επαναλήψεις
μιας δραστηριότητας, οι οποίες του προκαλούν ευχαρίστηση. Κατακτά, επίσης, στοιχειωδώς τη
μονιμότητα αντικειμένου, αλλά δεν την κατανοεί. Συνολικά, όλη η «γνώση» που αποκτά το παιδί
βασισμένο στην κιναισθητική του συμπεριφορά, καθότι η συνείδηση ελλείπει, αποθηκεύεται στο
ασυνείδητό του και χρησιμεύει αργότερα σαν βάση για τη συνειδητή πλέον εκμάθηση. 48 Ο τρόπος
μάθησης αυτού του είδους ονομάζεται αυτοματοποίηση (βλ. Feldman, 2009: 207), καθότι δεν
απαιτεί εστίαση της προσοχής – δεν εμπλέκει, δηλαδή, τη συνείδηση.

Από ψυχολογικής άποψης, σύμφωνα με τον Lacan, το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση ενότητας με
τη μητέρα του, άρα και με το περιβάλλον του γενικότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί, χωρίς την
ανάπτυξη συνείδησης, δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στον εαυτό και στον μη-εαυτό: Η αίσθηση
διαφοροποίησης από το περιβάλλον προϋποθέτει εμφάνιση της έννοιας του εαυτού ως ενιαίας και
αυτοτελούς οντότητας.

Επίσης, κατά τον Lacan, το παιδί φαντασιώνεται ότι πληροί σε απόλυτο βαθμό τις επιθυμίες της
μητέρας του, όπως ακριβώς η μητέρα του πληροί τις δικές του επιθυμίες και ανάγκες. Είναι
προφανής η επιρροή του Freud σε αυτή την άποψη, όπως, επίσης, προφανές είναι ότι η φαντασίωση
48 Τα βρέφη της περιόδου αυτής, όπως διαβάζουμε στον Feldman (2009: 207-8), φαίνεται να έχουν εκπληκτικά καλές
μαθηματικές δεξιότητες, κάτι που υποδηλώνει ύπαρξη εγγενούς αντίληψης ορισμένων μαθηματικών και
στατιστικών σχέσεων, η οποία πιθανώς «αποτελεί το θεμέλιο για την κατανόηση ακόμη πιο πολύπλοκων
μαθηματικών και στατιστικών σχέσεων στο μέλλον» (βλ. Gelman & Gallistel, 2004· McCrink & Wynn, 2004· van
Mark & Wynn, 2006).

40
που περιγράφει ο Lacan (όπως και στον Freud) είναι ασυνείδητη. Χωρίς να μπαίνουμε σε
διαδικασία εξέτασης αν κάτι τέτοιο όντως υφίσταται ή όχι στον ψυχισμό του παιδιού, αυτό που
κρατάμε είναι κυρίως την κατάσταση ενότητας, η οποία προηγείται της όποιας εννοιοποίησης. Αυτό
σημαίνει για μας ότι με την εννοιοποίηση δεν ενοποιούνται ήδη διαχωρισμένα σπαράγματα της
εμπειρίας, αλλά αντίθετα διαχωρίζονται πρωταρχικά ενοποιημένα στοιχεία της εμπειρίας και
ταυτόχρονα με τον διαχωρισμό τους ενοποιούνται φαντασιακά, όπως θα δούμε παρακάτω.

6.2.2. Η εμφάνιση της συνείδησης ως η πρωταρχική μεταφορά ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ

Όπως παρατηρήσαμε στην ανασκόπησή μας των διαφόρων θεωριών για τη συνείδηση (βλ. 3.6.),
φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, νευροεπιστήμονες και θεωρητικοί του νου, όλοι συγκλίνουν σε μια δυϊστική
περιγραφή της συνείδησης, όπου, από τη μια μεριά, έχουμε την υποκειμενική εκδοχή της
συνείδησης, δηλαδή την «από μέσα» αντίληψη της πραγματικότητας, που αντιστοιχεί στο «εγώ»,
και, από την άλλη μεριά, έχουμε την αντικειμενική εκδοχή της συνείδησης, αυτήν που αφορά τον
«έξω» κόσμο, και που αντιστοιχεί στο «εμένα» .

Στον Bakhtin, ο δυϊστικός αυτός χαρακτήρας περιγράφεται με όρους διαλόγου( ή αντιλόγου), όπου
ο εαυτός από τη σκοπιά της υποκειμενικότητας είναι πάντα ατελής και χρειάζεται τη διεπίδραση με
μία άλλη συνείδηση, με έναν μη-εαυτό, για να ολοκληρωθεί (βλ. 4.1.1. και 4.1.2.).

Στον Lacan, έχουμε την ίδια μεταδομιστική προσέγγιση της υποκειμενικότητας ως εγγενώς
ατελούς, ενώ επιπλέον τοποθετείται χρονολογικά η γέννηση της συνείδησης στο στάδιο του
καθρέφτη, και περιγράφεται με όρους που παραλληλίζονται με τη διαδικασία εννοιακής μεταφοράς
(βλ. 5.1.1.). Συγκεκριμένα, το παιδί – μας λέει ο Lacan – βλέποντας και αναγνωρίζοντας την εικόνα
του στον καθρέφτη, σχηματίζει συνολική εικόνα του εαυτού του. Έτσι, ο εαυτός του ταυτίζεται με
κάτι που είναι πέρα από τον εαυτό του, δηλαδή με την εικόνα στον καθρέφτη. Η διαδικασία αυτή
ονομάζεται – όπως είδαμε παραπάνω – αποξένωση και συνοψίζεται στην πρόταση «Εγώ είμαι
Άλλος».

Όπως βλέπει κανείς δεν μας έμειναν και πολλά να προσθέσουμε: Η γέννηση της συνείδησης
αποτελεί την πρωταρχική περίπτωση εννοιακής μεταφοράς, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί με
την πρόταση ΤΟ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ ή, για να κρατήσουμε τη διατύπωση του Lacan, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ
ΑΛΛΟΣ. Με όρους θεωρίας της εννοιακής μεταφοράς (βλ. 2.2.), το ΕΓΩ αποτελεί το πρωταρχικό
πεδίο-στόχος και το ΑΛΛΟΣ το πρωταρχικό πεδίο-πηγή. Με άλλα λόγια, ο ΑΛΛΟΣ νοηματοδοτεί

41
και εννοιοποιεί το ΕΓΩ, κι αυτό δεν είναι παρά μια πιο γλωσσολογικού τύπου προσέγγιση του
βασικού δόγματος τόσο του Bakhtin όσο και του Lacan ότι το ΕΓΩ χρειάζεται τον ΑΛΛΟ για να
αποκτήσει την έννοια του εαυτού.49 Η πρωταρχική αυτή μεταφορά αποτελεί τη βάση για να
κατανοηθεί από το παιδί η έννοια του χώρου, καθότι η έννοια του εαυτού είναι άρρηκτα
συνυφασμένη με την έννοια των ορίων ανάμεσα στο σώμα και στο μη-σώμα.

6.2.3. Η συνείδηση ως το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ

Η αίσθηση ενότητας του εαυτού είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό στο οποίο αναφέρονται καθολικά
οι διάφοροι θεωρητικοί της συνείδησης. Η ενότητα αυτή, όμως, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.
Κι αυτό γιατί, όπως είδαμε παραπάνω, ο εαυτός για να νοηθεί ως ενότητα πρέπει το εγώ να
αποξενωθεί από τον εαυτό του και να ταυτιστεί με κάτι πέρα από το εγώ (με την εικόνα στον
καθρέφτη).50 Η πραγματική ενότητα όταν υπήρχε (κατά την προ-εννοιακή περίοδο) δεν μπορούσε
να συνειδητοποιηθεί. Η αίσθηση ενότητας έγινε συνειδητή, δηλαδή κατανοητή, ταυτόχρονα με την
πράξη διαχωρισμού της ενότητας σε δύο μέρη: στο ΕΓΩ και στο μη-ΕΓΩ, δηλαδή στον ΑΛΛΟ.

Με όρους θεωρίας εννοιακής μεταφοράς, αυτό μεταφράζεται ως εξής: Ο εαυτός ή η συνείδηση


αποτελούν το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα, με την έννοια ότι αποτελούν την πρώτη εμπειρία, και
μάλιστα την πρώτη ενσώματη εμπειρία. Αυτό σημαίνει ότι ο ενσώματος ρεαλισμός στο μοντέλο
ΣΠΕΣ δεν εγκαταλείπεται – κατηγορία που θα μπορούσε κάποιος εύκολα να μας προσάψει – γιατί,
αν δεχτούμε ότι η συνείδηση είναι εγκεφαλική διεργασία, τότε ο δυϊσμός πνεύματος-σώματος είναι
ψευδής, και η γέννηση της συνείδησης είναι η πρώτη σωματική εμπειρία (εφόσον όλες οι
προηγούμενες γίνονταν «στα τυφλά», και άρα δεν ήταν εμπειρίες). Άλλωστε, τόσο στον Bakhtin
όσο και στον Lacan, η έννοια του εαυτού συνδέεται άμεσα με την εμπειρία του σώματος ως ενιαίας
και αυτοτελούς οντότητας. Η γέννηση της συνείδησης, με άλλα λόγια, ταυτίζεται με την
τοποθέτηση ορίων ή, αλλιώς, τη συνειδητοποίηση των ορίων ανάμεσα στο σώμα και στο
περιβάλλον.

49 Παρ' όλ' αυτά, ενώ το ΕΓΩ και ο ΑΛΛΟΣ ενοποιούνται και ταυτίζονται μέσω της μεταφοράς (ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ
ΑΛΛΟΣ), ταυτόχρονα νοούνται και ως διαφορετικά: Έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε ο εαυτός μας, αλλά και ότι ο
εαυτός μας είναι κάτι άλλο από το εγώ μας, γι' αυτό και μπορούμε να τον παρατηρούμε και να τον σχολιάζουμε.
Θεωρώ ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, στη μεταφορά Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ τα δύο εννοιακά πεδία δεν
συγχέονται, παρόλο που ο χρόνος περιγράφεται μόνο μέσω του χώρου.
50 Στην πραγματικότητα, αυτό το «πέρα από το εγώ», τη στιγμή ακριβώς πριν γίνει ο διαχωρισμός – πριν διεξαχθεί,
δηλαδή, η υποκειμενικοποιός διαδικασία της αποξένωσης, ήταν εγώ. Γιατί το παιδί, όπως είπαμε, βρισκόταν σε
κατάσταση ενότητας με το περιβάλλον. Η διάσπαση της ενότητας δημιουργεί τον ΑΛΛΟ και δημιουργεί και το
ΕΓΩ, που είναι αυτό που μένει. Η έκφραση «πέρα από το εγώ» έχει μόνο νόημα ιδωμένη εκ των υστέρων.

42
Εφόσον, τώρα, η δομή της συνείδησης συνοψίζεται στην πρόταση ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ, και
εφόσον η συνείδηση είναι το εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, τότε η δομή του πρωταρχικού αυτού
εικονιστικού σχήματος ταυτίζεται με την εννοιακή μεταφορά ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ. Το σχήμα
ΕΝΟΤΗΤΑ έχει, έτσι, τριμερή δομή, καθότι αποτελείται από το ΕΓΩ, τον ΑΛΛΟ και τη σχέση
μεταξύ τους.

Η μεταφορά ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας διαχωρισμού και το
εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας ενοποίησης. Διαχωρισμός και
ενοποίηση μόνο συμβατικά μπορούν να θεωρηθούν δύο διαφορετικές διαδικασίες, αφού στην
ουσία δεν είναι παρά διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας διαδικασίας, όπως ακριβώς η μεταφορά
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ δεν είναι παρά μια πιο αναλελυμένη εκδοχή του εικονιστικού σχήματος
ΕΝΟΤΗΤΑ: Ταυτόχρονα με τον διαχωρισμό της προεννοιακής «εμπειρίας» 51 ενότητας στα δύο, σε
ΕΓΩ και σε ΑΛΛΟ, προκαλείται φαντασιακή ενοποίηση των δύο αυτών μερών και κατασκευή του
εικονιστικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ.

Μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό το εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαινόμενο, με ένα απλό


παράδειγμα: Ας φανταστούμε ότι έχουμε μια κόλλα χαρτί, στη μέση της οποίας τραβάμε με το
στυλό μια μπλε γραμμή. Η γραμμή αυτή χωρίζει το χαρτί σε δύο μέρη, αλλά ταυτόχρονα ενώνει τα
δύο αυτά μέρη μεταξύ τους. Το ένα δεν συμβαίνει μετά από το άλλο ή εξαιτίας του άλλου, απλά
άπτεται του δικού μας τρόπου εννοιοποίησης να διακρίνουμε ανάμεσα στον διαχωρισμό σε δύο
μέρη και στην ένωση των δύο μερών. 52 Με τον ίδιο τρόπο, στη διαδικασία υποκειμενικοποίησης
και εννοιοποίησης, διαχωρισμός και ενοποίηση είναι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας.

6.2.4. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ως εγγενώς ατελές σχήμα – το ψυχολογικό υπόβαθρο της εννοιοποίησης

Η φαντασιακή ενότητα του εαυτού που δημιουργείται – το εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, δηλαδή
– συνοδεύεται από ένα αίσθημα ότι «κάτι του λείπει». Στην ουσία η ενοποίηση αυτή καθ' αυτή σαν
φαντασιακή διαδικασία αποσκοπεί, όπως μας λέει ο Lacan, ακριβώς στο να καλύψει αυτό το κενό
που δημιουργείται ανάμεσα στο εγώ και στον εαυτό. Σε επίπεδο φαντασιακό το επιτυγχάνει, σε

51 Σε εισαγωγικά καθότι απουσιάζει η συνείδηση.


52 Αποτελεί πρόβλημα του τρόπου εννοιοποίησής μας το ότι αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον διαχωρισμό και την
ένωση σαν ένα και το αυτό γεγονός. Αυτό οφείλεται ακριβώς στο ότι η δομή των εννοιών είναι εγγενώς δυϊστική
και ετεροπροσδιοριζόμενη: η ενοποίηση ως έννοια προϋποθέτει προηγούμενη ύπαρξη αποσπασματικότητας. Με
άλλα λόγια, αν πούμε ότι τραβώντας μια μπλε γραμμή στο χαρτί ενοποιήσαμε τα δύο μέρη του, αυτό αμέσως
σημαίνει ότι τα δύο μέρη αυτά προϋπήρχαν. Τα δύο αυτά μέρη, όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι προϋπήρχαν
εφόσον δεν είχε κάτι που να τα διακρίνει προηγουμένως. Έτσι, μας φαίνεται ότι πρώτα χωρίζονται τα μέρη και μετά
ενοποιούνται, παρόλο που αυτές οι δύο διαδικασίες δεν είναι παρά μία και η αυτή.

43
επίπεδο πραγματικότητας όχι.53 Η έλλειψη αυτή καθιστά το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ ανοιχτό στο να
διαχωριστεί περαιτέρω και να επανενωθεί φαντασιακά – να αποτελέσει, δηλαδή, μέρος μιας
καινούργιας ΕΝΟΤΗΤΑΣ, μια διαδικασία που συνεχίζεται επ' άπειρο και ταυτίζεται με τη
διαδικασία εννοιοποίησης.

Σε ψυχολογικό επίπεδο, ο Lacan θα μας έλεγε ότι κάθε καινούργιος διαχωρισμός και κάθε
καινούργια φαντασιακή ενοποίηση είναι μια – καταδικασμένη εκ των προτέρων – προσπάθεια του
ατόμου να επανέλθει στην πρωταρχική (προεννοιακή) κατάσταση πλήρους ενότητας με το
περιβάλλον, δηλαδή με τη μητέρα-Άλλο (m-Other) – με τον μη-εαυτό. Έτσι, κάθε καινούργια
εννοιοποίηση σημαίνει καινούργιο διαχωρισμό, ακριβώς για να προκύψει καινούργια ενοποίηση.
Αλλά, καθότι όλα αυτά συμβαίνουν σε επίπεδο φαντασιακό, είναι καταδικασμένα να συνοδεύονται
από το αίσθημα έλλειψης πληρότητας 54 (το αντικείμενο α του Lacan – βλ. 5.1.2., iii), το οποίο και
αποτελεί την κινητήριο δύναμη για έναν αέναο κύκλο εννοιοποιήσεων.

Αν και μπορεί να είμαστε επιφυλακτικοί με την αμιγώς ψυχαναλυτική οπτική του Lacan, οφείλουμε
να παραδεχτούμε ότι δίνει στη διαδικασία εννοιοποίησης – εφόσον αυτή πηγάζει από μια συνεχή
αναπαραγωγή του σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ (βλ. 6.2.4 και 6.2.5.) – ένα εντελώς καινούργιο νόημα το
οποίο, μάλιστα, αντανακλά όντως στοιχεία της εμπειρίας μας: Είναι αδιαμφισβήτητη η ανάγκη μας
να κλείνουμε νοηματικούς κύκλους στους οποίους ένα χ στοιχείο ενώνεται με ένα ψ, και το χ+ψ
σαν μια καινούργια ενότητα ενώνεται με ένα χ' κ.ο.κ. Σε επίπεδο γλώσσας, για παράδειγμα,
θέλουμε για να μας βγάζει νόημα ένα κείμενο, ένα υποκείμενο να συνδέεται με ένα αντικείμενο, και
μετά η πρόταση που δημιουργούν να συνδέεται με μια άλλη πρόταση, και η παράγραφος που θα
δημιουργείται να συνδέεται με μια άλλη παράγραφο κ.ο.κ. Αλλά, έπειτα, το ίδιο το κείμενο σαν
αυτοτελή οντότητα, δηλαδή σαν ΕΝΟΤΗΤΑ, θέλουμε να συνδέεται με κάτι που είναι πέρα από το
κείμενο – με ένα περιστατικό ή μια κατάσταση ή μια σκέψη που μας αφορά, για να βγάζει νόημα.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή έρθουμε αντιμέτωποι με μια πρόταση που της λείπει το
αντικείμενο, ή μια παράγραφο που της λείπει μια πρόταση, ή ένα κείμενο που δεν μπορούμε να το
συνδέσουμε με κάτι πέρα από τον εαυτό του, τότε μας φαίνεται ότι δεν υπάρχει νόημα, κάτι που
συνοδεύεται από δυσφορία. Το νόημα αυτό, όπως βλέπουμε, «συμβαίνει» σε επίπεδο φαντασιακό
και προκύπτει από την ύπαρξη ενός τεράστιου δικτύου αλληλοσυνδεόμενων δομών, δηλαδή
αλληλοσυνδεόμενων ΕΝΟΤΗΤΩΝ. Η σύνδεση των ΕΝΟΤΗΤΩΝ συμβαίνει τότε ακριβώς για να
αποφευχθεί η δυσφορία απουσίας νοήματος, η οποία μπορεί στην τελική να αναχθεί στο
53 Η ίδια η διάκριση ανάμεσα σε πραγματικότητα και σε φαντασία βασίζεται ακριβώς σε αυτό το κενό που
επανεμφανίζεται διαρκώς, κάθε φορά που μια καινούργια φαντασιακή ενότητα επιχειρεί να το καλύψει.
54 Με όρους λακανικούς, το Φαντασιακό μοιάζει να κουβαλάει διαρκώς την κατάρα του Πραγματικού.

44
πρωταρχικό αυτό κενό που δημιουργείται ανάμεσα στο ΕΓΩ και στον ΑΛΛΟ κατά τη διαδικασία
υποκειμενικοποίησης. Η δυσφορία αυτή είναι, με άλλα λόγια και για να γίνουμε τελείως φροϋδικοί
στην ανάλυσή μας, η ανάμνηση αυτού του παλαιού τραύματος διάσπασης της ενότητας παιδιού-
μάνας.

Η παραπάνω ανάλυση μάς περιγράφει το ψυχολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομείται η
εννοιοποίηση, μας δίνει, δηλαδή, μια ερμηνεία της διαδικασίας εννοιοποίησης, ιδωμένη μέσα από
ένα αμιγώς ψυχαναλυτικό πρίσμα. Καθότι η φροϋδική σκέψη αποδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό και
χρειάστηκε τον Lacan να την επαναδιατυπώσει και με καινούργιο τρόπο ιδωμένη να την
επαναφέρει στο προσκήνιο (βλ. Žižek, 2007: Εισαγωγή), είμαστε επιφυλακτικοί αν όντως και σε
πόσο βαθμό αυτή η ερμηνεία είναι επαρκής. Παρ' όλ' αυτά, καθότι ελκυστική και σε μεγάλο βαθμό
πειστική, την εντάσσουμε στο μοντέλο, ενώ αυτό που πλήρως ενστερνιζόμαστε και υιοθετούμε
είναι τη μεταδομιστική οπτική της δομής του εικονιστικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑΣ ως εγγενώς
ατελούς και ανοιχτής στη διαδικασία ένωσης με μία άλλη ΕΝΟΤΗΤΑ – άποψη που υιοθετεί τόσο ο
Bakhtin όσο και ο Lacan.

6.2.5. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ως μοντέλο εννοιοποίησης – τα πρώτα εικονιστικά σχήματα

i. Ο διαχωρισμός του ΕΓΩ – το εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ ως μοντέλο εννοιοποίησης

Το εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, όπως είπαμε, έχει τη δομή ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ – είναι δηλαδή
μια μεταφορά, και προκύπτει από τις διαδικασίες διαχωρισμού και ενοποίησης του αρχικά
ενοποιημένου ΕΓΩ, οι οποίες είναι στην ουσία δύο όψεις μίας και της αυτής διαδικασίας. Για τους
λόγους που αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα, το σχήμα αυτό εφαρμόζεται ξανά και ξανά
πάνω στο συνεχές της εμπειρίας του ατόμου, παράγοντας ένα σύνολο εννοιών, δηλαδή ένα σύνολο
ΕΝΟΤΗΤΩΝ που συνδέονται μεταξύ τους καταρτίζοντας μια τεράστια εννοιολογική πυραμίδα, η
οποία τείνει στο άπειρο, καθότι συνεχώς διευρύνεται κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

Αυτό σημαίνει ότι το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, το οποίο ταυτίζεται με τη


συνείδηση, υφίσταται επιπλέον διαχωρισμό και ενοποίηση, παράγοντας, έτσι, μια καινούργια
ΕΝΟΤΗΤΑ, και η καινούργια αυτή ΕΝΟΤΗΤΑ διαχωρίζεται και ενοποιείται εκ νέου παράγοντας
μία άλλην ΕΝΟΤΗΤΑ κ.ο.κ. Μια ΕΝΟΤΗΤΑ Β που παράγεται από μια άλλη (προϋπάρχουσα)
ΕΝΟΤΗΤΑ Α – ας τις ονομάσουμε ΕΝΟΤΗΤΑ-προϊόν και ΕΝΟΤΗΤΑ-παραγωγός, αντίστοιχα –
αποτελεί «εξειδίκευση» της πρώτης, καθότι του διαχωρισμού/ενοποίησης προηγείται μια άλλη

45
διαδικασία, αυτή της εστίασης σε ένα μέρος της ΕΝΟΤΗΤΑΣ-παραγωγού. 55 Αυτό σημαίνει ότι κάθε
καινούργιο εικονιστικό σχήμα ή έννοια που παράγεται, «εμπεριέχεται» στην ΕΝΟΤΗΤΑ που την
παρήγαγε, χωρίς, όμως, να συμβαίνει το ανάποδο. Το φαινόμενο αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε
μονοκατευθυντικότητα της παραγωγής, κατ' αντιστοιχία με τη μονοκατευθυντικότητα των
αντιστοιχιών στη διαδικασία εννοιακής μεταφοράς (βλ. 2.2.), την οποία και εξηγεί.

Κατ' αυτό τον τρόπο, οι μεταφορές που αντιστοιχούν σε καινούργιες εννοιοποιήσεις (όπως π.χ. η
μεταφορά ΤΟ 'ΚΑΝΩ' ΕΙΝΑΙ 'ΕΙΜΑΙ' που θα εξετάσουμε αμέσως μετά) αποτελούνται από δύο
άνισες οντότητες, οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους ως προς το επίπεδο στο οποίο ανήκουν: οι
δεύτερες είναι υπερκείμενες στις πρώτες. Έτσι το 'ΚΑΝΩ' είναι 'ΕΙΜΑΙ', αλλά το 'ΕΙΜΑΙ' δεν είναι
'ΚΑΝΩ', ακριβώς όπως το φορτηγό είναι όχημα, αλλά το όχημα δεν είναι φορτηγό.

Η διαδικασία εννοιοποίησης με βάση το μοντέλο ΕΝΟΤΗΤΑ, αρχικά, παράγει τα εικονιστικά


σχήματα, τα οποία δεν παράγονται απευθείας από την ενσώματη δραστηριότητα – όπως αφήνεται
να νοηθεί στη θεωρία του ενσώματου ρεαλισμού (κάτι το οποίο δεν βγάζει και πολύ νόημα γιατί αν
κάτι δεν συνειδητοποιείται τότε πώς δομεί τη νόηση;), αλλά από τη συνειδητοποίηση της
ενσώματης δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, το παιδί δεν δομεί το εννοιακό του σύστημα με βάση
τη δράση του αυτή καθ' αυτή, αλλά με βάση την παρακολούθηση της δράσης του.56

Προτού, όμως, διαμορφωθούν στο παιδί τα γνωστά μας από τη βιβλιογραφία εικονιστικά σχήματα
(βλ. 2.1.), θεωρώ ότι μεσολαβούν δύο βασικές εννοιοποιήσεις, των οποίων τελικό αποτέλεσμα είναι
η δημιουργία των εικονιστικών σχημάτων ΕΝΟΤΗΤΑ' και ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ'. Από αυτά τα δύο βασικά
εικονιστικά σχήματα πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα εικονιστικά σχήματα, και, κατά συνέπεια, όλες οι
έννοιες στη συνέχεια.

ii. Ο διαχωρισμός του ΕΙΜΑΙ – το εικονιστικό σχήμα ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

Μπορούμε να φανταστούμε το παιδί, μετά την άφιξη της συνείδησης, να βρίσκεται σε μία
απολύτως δυϊστική κατάσταση, κατά την οποία υπάρχει στο φαντασιακό του πεδίο μια μεγάλη
ενιαία μάζα εμπειριών που νοούνται «από μέσα» και μια άλλη μεγάλη ενιαία μάζα (των ίδιων)
εμπειριών που νοούνται «από έξω». Αυτή άλλωστε είναι και η σταθερή περιγραφή της συνείδησης

55 Το μόνο εικονιστικό σχήμα που δεν προκύπτει από εστίαση είναι το πρωταρχικό.
56 Το ότι το παιδί παρακολουθεί τη δράση του και εννοιοποιεί αποδεικνύεται, θεωρώ, από το γεγονός ότι οι πρώτες
προτάσεις των παιδιών σχεδόν πάντα αποτελούν σχόλια και παρατηρήσεις σχετικά με τα γεγονότα που συμβαίνουν
στον περίγυρό τους (βλ. 5.2.2.).

46
σε όλες τις θεωρίες (βλ. 3.6.).

Η αμέσως επόμενη εννοιοποίηση μετά τη γέννηση της υποκειμενικότητας είναι, κατά την άποψή
μου, η συνειδητοποίηση ότι η δράση του εγώ «από μέσα» προκαλεί τη δράση του εαυτού «από
έξω»: η αίσθηση (ή μάλλον η ψευδαίσθηση – βλ. 3.3.), δηλαδή, που έχουμε ότι εμείς ελέγχουμε τον
εαυτό μας· ότι, με άλλα λόγια, έχουμε ελευθερία βούλησης. Αυτή η συνειδητοποίηση προκύπτει
μέσω εστίασης και διαχωρισμού/ενοποίησης της εμπειρίας του ΕΙΜΑΙ ως στοιχείου του
πρωταρχικού σχήματος ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ, από την οποία προκύπτει μια νέα οντότητα, το
ΚΑΝΩ, και μια νέα ΕΝΟΤΗΤΑ-μεταφορά, ΤΟ 'ΚΑΝΩ' ΕΙΝΑΙ 'ΕΙΜΑΙ'. Από αυτή τη μεταφορά
προκύπτει εμφάνιση ενός νέου εικονιστικού σχήματος, του σχήματος ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ, που έχει τη
δομή ΕΓΩ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΑΛΛΟ57. Συνολικά η δομή του σχήματος ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ παράγεται από
εκείνην του σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ – όπως και η δομή κάθε εικονιστικού σχήματος, έτσι έχουμε
ύπαρξη της μεταφοράς Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ.58

Με βάση αυτό το σχήμα, το παιδί κατανοεί την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον που
προηγουμένως γινόταν «στα τυφλά», και συνειδητοποιεί (μάλλον εσφαλμένα) ότι είναι ενεργός
δράστης κι όχι παθητικός δέκτης της πραγματικότητας.59

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι μέσω αυτής της εννοιοποίησης, το παιδί κατακτά την αίσθηση
των χρονικών ορίων, και θέτει τα θεμέλια για την κατάκτηση της έννοιας του χρόνου. Κι αυτό
γιατί, ενώ το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ (= ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ) είχε μία υπερχρονική διάσταση, καθότι η
ταύτιση του ΕΓΩ με τον ΑΛΛΟ είναι κάτι που συμβαίνει χωρίς να τοποθετείται μέσα σε χρονικά
πλαίσια, το καινούργιο εικονιστικό σχήμα ΕΓΩ ΚΑΝΩ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ενέχει και τη χρονική
διάσταση, καθότι ο ΑΛΛΟΣ ως αποτέλεσμα της πράξης μου, δεν διαφοροποιείται μόνο χωρικά,
αλλά και έπεται χρονικά από εμένα. Έτσι, η μεταφορά Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ αποτελεί,
κατά την άποψή μου, τη βάση πάνω στην οποία αργότερα θα θεμελιωθεί η μεταφορά Ο ΧΡΟΝΟΣ
ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ, μεσολαβούντος, όμως, του εικονιστικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ' που θα περιγραφεί
αμέσως μετά.

57 Γίνεται χρήση του «απλοϊκού» ρήματος κάνω για να τονιστεί η πρωτόλεια μορφή που έχει αυτό το πρώιμο
εικονιστικό σχήμα, όπως και όλα τα εικονιστικά σχήματα.
58 Η μεταφορά ΤΟ ΚΑΝΩ ΕΙΝΑΙ ΕΙΜΑΙ εστιάζει στο συγκεκριμένο σημείο του εικονιστικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ
που διαχωρίστηκε και ενοποιήθηκε, δηλαδή το 'ΕΙΜΑΙ', ενώ η μεταφορά Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ
σκιαγραφεί το όλο συμβάν του δανεισμού της δομής του εικονιστικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ στο καινούργο
εικονιστικό σχήμα ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ.
59 Η πεποίθηση ότι έχουμε ελευθερία βούλησης και δυνατότητα ελέγχου των πραγμάτων είναι, θεωρώ, τόσο πολύ
ριζωμένη μέσα μας και τόσο δύσκολα κλονίζεται, ακριβώς γιατί έχει εμφανιστεί και έχει εδραιωθεί σε πολύ πρώιμη
ηλικία.

47
iii. Ο διαχωρισμός του ΑΛΛΟΥ – τα εικονιστικά σχήματα ΕΝΟΤΗΤΑ' και ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ'

Όπως παρατηρεί κανείς, τα εικονιστικά σχήματα ΕΝΟΤΗΤΑ και ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ που περιγράφονται
πιο πάνω, περιλαμβάνουν το ΕΓΩ ως ένα από τα τρία στοιχεία της δομής τους. Παρ' όλ' αυτά,
ξέρουμε από την εμπειρία μας ότι οι περισσότερες έννοιες δεν εμπεριέχουν το ΕΓΩ εγγενώς στη
δομή τους, όπως και κανένα από τα εικονιστικά σχήματα που περιγράφονται στη βιβλιογραφία.
Αυτό υποδηλώνει, κατά την άποψή μου, την εμφάνιση ενός τρίτου διαχωρισμού/ενοποίησης που
αυτή τη φορά υφίσταται ο ΑΛΛΟΣ ως στοιχείο του πρωταρχικού εικονιστικού σχήματος ΕΓΩ
ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ.

Έτσι, ακολουθώντας το μοντέλο της δομής ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ, ο ΑΛΛΟΣ διασπάται στα δύο
προκαλώντας εμφάνιση ενός νέου στοιχείου, του ΑΛΛΟΥ'. Τη διαδικασία αυτή, καθότι μοιάζει με
την αρχική αποξένωση που περιγράφει ο Lacan (βλ. 5.1.1., I), την ονομάζουμε δευτερογενή
αποξένωση. Tο αποτέλεσμά της είναι μια καινούργια ΕΝΟΤΗΤΑ-μεταφορά, η ΕΝΟΤΗΤΑ', η οποία
έχει τη δομή Ο ΑΛΛΟΣ' ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ, ή, καλύτερα, ΤΟ Χ ΕΙΝΑΙ Ψ. Αυτό το καινούργιο
εικονιστικό σχήμα προκαλεί επιπλέον διαχωρισμό του σχήματος ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ και ενοποίησή του
υπό τη μορφή Ο ΑΛΛΟΣ' ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, ή, καλύτερα, ΤΟ Χ ΚΑΝΕΙ Ψ, εικονιστικό σχήμα
το οποίο ονομάζουμε ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ'.

Συνέπεια της εννοιοποίησης αυτών των δύο εικονιστικών σχημάτων είναι να μπορούν να
αποκτήσουν εννοιακή ταυτότητα και εννοιακή σχέση μεταξύ τους οντότητες που δεν ανήκουν στο
ΕΓΩ – που δεν άπτονται, δηλαδή, της υποκειμενικότητας, παρά ανήκουν στον ΑΛΛΟ – άπτονται,
δηλαδή, της αντικειμενικότητας. Με άλλα λόγια, το παιδί κατακτώντας αυτά τα δύο εικονιστικά
σχήματα, αποκτά την ικανότητα να ταυτοποιεί μεταξύ τους στοιχεία της εμπειρίας του από τον
«έξω κόσμο» που συνεμφανίζονται, φτιάχνοντας ΕΝΟΤΗΤΕΣ' (π.χ. ενοποιώντας τον ήχο «σκύλος»
που βγαίνει από το στόμα της μαμάς του με το σύνολο των αισθητηριακών πληροφοριών που
άπτονται της οντότητας «σκύλος»), αλλά και την ικανότητα να συσχετίζει στοιχεία της εμπειρίας
του από τον «έξω κόσμο» που εμφανίζονται ετερόχρονα, φτιάχνοντας ΑΙΤΙΟΤΗΤΕΣ' (π.χ.
ενοποιώντας την άφιξη του μπαμπά με το γάβγισμα του σκύλου).60

Το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο των σχημάτων ΕΝΟΤΗΤΑ' και ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ' – όπως


επισημάναμε και παραπάνω – είναι η απουσία και η παρουσία της έννοιας του χρόνου, αντίστοιχα.
60 Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η εμφάνιση του σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ' ταυτίζεται με την περίοδο που σημειώνεται
στο παιδί η λεγόμενη «έκρηξη» λεξιλογίου , ενώ η εμφάνιση του σχήματος ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ' με την περίοδο που το
παιδί αρχίζει να δημιουργεί τις πρώτες του προτάσεις (τηλεγραφικός λόγος) (βλ. 5.2.2.).

48
Η εγγενής απουσία ή παρουσία χρόνου είναι, κατά συνέπεια, χαρακτηριστικό διαφοροποίησης των
γνωστών μας εικονιστικών σχημάτων, τα οποία παράγονται από το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ' ή το σχήμα
ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ', αντίστοιχα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τα εικονιστικά σχήματα που παρατίθενται
στην ενότητα 2.1.: Τα ΑΦΕΤΗΡΙΑ-ΠΟΡΕΙΑ-ΣΤΟΧΟΣ και ΑΣΚΗΣΗ ΔΥΝΑΜΗΣ εμπεριέχουν
εγγενώς μία δυναμική σχέση ανάμεσα σε δύο οντότητες που απλώνεται χωροχρονικά και άρα
αποτελούν παράγωγα του εικονιστικού σχήματος ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ', ενώ τα υπόλοιπα, δηλαδή τα
ΠΕΡΙΕΚΤΗΣ, ΔΕΣΜΟΣ, ΚΕΝΤΡΟ-ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ, ΓΕΜΑΤΟ-ΑΔΕΙΟ, νοούνται υπερχρονικά, άρα
αποτελούν παράγωγα του εικονιστικού σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ'. 61 Είναι, τέλος, χαρακτηριστικό
διαφοροποίησης των εννοιών, καθότι αυτές προκύπτουν από τα εικονιστικά σχήματα. Μπορούμε,
δηλαδή, να χωρίσουμε όλες τις λέξεις σε δύο μεγάλες κατηγορίες, σε αυτές που εμπεριέχουν
εγγενώς την έννοια του χρόνου (ρήματα) και σε αυτές που δεν την εμπεριέχουν (όλες οι άλλες
κατηγορίες).

Έτσι, συνολικά, το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ' είναι ο μακρινός απόγονος όλων των εννοιών που
περιγράφουν με τρόπο στατικό οντότητες, καταστάσεις ή σχέσεις μεταξύ οντοτήτων, ενώ το σχήμα
ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ' είναι ο μακρινός απόγονος όλων των εννοιών που περιγράφουν με τρόπο δυναμικό
καταστάσεις ή σχέσεις μεταξύ οντοτήτων.

«Προπάτορας» όλων των εννοιών είναι το εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, δηλαδή η συνείδηση. Γι'
αυτό οι εστιάσεις στα τρία διαφορετικά στοιχεία της, το ΕΓΩ το ΕΙΜΑΙ και το ΑΛΛΟΣ, μπορούν
να μας δώσουν τρεις βασικές εννοιακές κατηγορίες: α) εστίαση στο ΕΓΩ σημαίνει παραγωγή
εννοιών που εμπλέκουν την υποκειμενικοποίηση, β) εστίαση στο ΕΙΜΑΙ σημαίνει παραγωγή
εννοιών που εμπλέκουν την έννοια του χρόνου, γ) εστίαση στον ΑΛΛΟ σημαίνει παραγωγή
εννοιών που υποκρύπτουν την υποκειμενικότητα.

6.2.6. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ως μοντέλο ενοποίησης62

Το εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, όμως, δεν εμπλέκεται μόνο στην παραγωγή καινούργιων

61 Να σημειώσουμε ότι το σχήμα ΚΕΝΤΡΟ-ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ δεν περιγράφει την μετακίνηση από το κέντρο στην
περιφέρεια και ανάποδα, απλά τις δύο αυτές οντότητες ως αυτόνομες και αλληλο-ετεροπροσδιοριζόμενες. Ομοίως
το σχήμα ΓΕΜΑΤΟ-ΑΔΕΙΟ δεν περιγράφει το άδειασμα και το γέμισμα ενός περιέκτη, αλλά την κατάσταση ενός
περιέκτη να είναι άδειος ή να είναι γεμάτος, σαν αυτόνομα και αλληλο-ετεροπροσδιοριζόμενα γεγονότα.
62 Η διαδικασία ενοποίησης περιγράφεται ουσιαστικά στις αναπαραστατικές θεωρίες (όπου οι ΑΑΕ ή οι ΣΑΕ
συνδέονται με σκέψεις κατωτέρου επιπέδου), στη θεωρία του συνολικού χώρου εργασίας (όπου η συνείδηση
συνδέει μη επεξεργασμένες, ασυνείδητες πληροφορίες), αλλά και στη θεωρία δέσμης του Hume και την παραλλαγή
της από τον James (όπου η Σκέψη ενοποιείται επιλεκτικά με παρελθούσες Σκέψεις).

49
εννοιών, αλλά και στην ενοποίηση των ήδη διαμορφωμένων εννοιών μεταξύ τους. 63 Και καθ' ότι το
σχήμα αυτό ταυτίζεται με τη συνείδηση, οποιαδήποτε συνειδητή (δηλαδή συνειδητοποιημένη)
ανθρώπινη πράξη με νόημα, για να έχει νόημα, αναγκαστικά αποτελεί ΕΝΟΤΗΤΑ. Έτσι, τόσο οι
έννοιες μεταξύ τους, όσο και οι ανθρώπινες δραστηριότητες με νόημα, δομούνται με βάση την
τριμερή δομή του σχήματος ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ, η οποία σε μια πιο αφηρημένη μορφή
συνίσταται στην ύπαρξη τριών στοιχείων: δύο οντοτήτων και της σχέσης τους. Τη δομή αυτή
μπορούμε να την αναπαραστήσουμε συμβολικά ως «Χ ◊ Ψ», όπου το Χ και το Ψ συμβολίζουν τις
δύο οντότητες, και το σύμβολο ◊ τη σχέση τους.64

Το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, όπως έχουμε πολλές φορές επαναλάβει, είναι εγγενώς ατελές και ανοιχτό
στο να ενωθεί με άλλες ΕΝΟΤΗΤΕΣ και να δημιουργήσει νοηματικά δίκτυα. Κάθε ενοποίηση μιας
ΕΝΟΤΗΤΑΣ με μία άλλη ΕΝΟΤΗΤΑ, ενεργοποιεί τη διαδικασία εστίασης, σύμφωνα με την οποία
μία από τις δύο σχετιζόμενες οντότητες προβάλλεται περισσότερο και μετέχει στην εννοιακή δομή
της ΕΝΟΤΗΤΑΣ ανωτέρου επιπέδου, ενώ η άλλη παραμένει στην αφάνεια.

Αλλά και τα ανθρώπινα νοητικά συστήματα (όπως είναι η γλώσσα), καθότι αποτελούν και αυτά
ανωτάτου επιπέδου ΕΝΟΤΗΤΕΣ, είναι επίσης ανοιχτά στο να ενωθούν με άλλα συστήματα. Κατά
συνέπεια, ένα στοιχείο ενός συστήματος, όπως μπορεί να ενοποιηθεί με ένα άλλο στοιχείο του
ίδιου συστήματος, μπορεί ομοίως να ενοποιηθεί με ένα στοιχείο ενός άλλου συστήματος.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε: α) περιπτώσεις ενδοσυστημικών ενοποιήσεων στα πλαίσια του


συστήματος της γλώσσας, β) περιπτώσεις διασυσυστημικών ενοποιήσεων γλωσσικών στοιχείων με
μη γλωσσικά, και γ) θεωρίες που υποδεικνύουν ύπαρξη του σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ στα διάφορα είδη
ανθρώπινης συμπεριφοράς.

i. Ενδοσυστημικές ενοποιήσεις γλωσσικών στοιχείων

α) Το γλωσσικό σημείο ως ΕΝΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με τον Saussure, το γλωσσικό σημείο συνίσταται στο σημαίνον, δηλαδή στην ηχητική ή
γραπτή πραγμάτωση μιας λέξης ή μιας φράσης (π.χ. ο ήχος [δ'endro]), και στο σημαινόμενο,
63 Με βάση τις παρατηρήσεις ερευνητών που μελέτησαν ασθενείς με διχοτόμηση εγκεφάλου, οι ήδη παγιωμένες
έννοιες φαίνεται να είναι αποθηκευμένες στο δεξιό ημισφαίριο, ενώ η ενοποίησή τους γίνεται στο αριστερό (βλ.
3.3.)
64 Το σχήμα αυτό αποτελεί παραλλαγή του σχήματος «$ ◊ a», το οποίο χρησιμοποιείται από τον Bracher (1993) για να
αναπαραστήσει την επιθυμητική σχέση (◊) του διαιρεμένου υποκειμένου ($) με το αντικείμενο α (a) του Lacan.

50
δηλαδή τη νοητική αναπαράσταση που η λέξη ή η φράση αυτή προκαλεί (π.χ. η έννοια «δέντρο»).
Σημαίνον και σημαινόμενο ενοποιούνται στα πλαίσια μιας γλώσσας και απαρτίζουν το γλωσσικό
σημείο. Η δομή τους είναι αυτή του σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ, δηλαδή «Χ ◊ Ψ».

β) Οι έννοιες ως ΕΝΟΤΗΤΕΣ – ιδεαλιστικό vs ρεαλιστικό είδωλο των εννοιών

Αναλύοντας ένα αρκετά μεγάλο corpus κειμένων στα πλαίσια εκπόνησης της διπλωματικής μου
εργασίας, διαπίστωσα ότι εγγενώς ενυπάρχει σε κάθε έννοια ένα δίπολο, το οποίο περιέγραψα
χρησιμοποιώντας τους όρους ιδεαλιστικό και ρεαλιστικό είδωλο των εννοιών (βλ. Παπαδόπουλος,
2015: 49-50). Αυτή η διάκριση ανιχνεύεται όταν ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο σε επίπεδο γλωσσικής πραγμάτωσης, αλλά αντανακλά διαφορετικό νόημα, το οποίο άλλοτε
αντιστοιχεί σε μια ρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας (ρεαλιστικό είδωλο) «όπως είναι»,
και άλλοτε μια ιδεαλιστική (ιδεαλιστικό είδωλο) προσέγγισή της, η οποία νοείται ως αντανάκλαση
του ρεαλιστικού ειδώλου στο μυαλό του ομιλητή – ως μια μορφή μετα-έννοιας, δηλαδή. Ας δούμε
παραδείγματα που υποδεικνύουν μια τέτοια διάκριση:

(1) Ο καθένας μπορεί να έχει γραμμένη την αστική δημοκρατία στα παλιά του τα παπούτσια,
αλλά η αστική δημοκρατία δεν μπορεί να κάνει το ίδιο γιατί παύει να είναι δημοκρατία. 65
(2) Καλά, το μετρό της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχει!66

Στο παράδειγμα (1), το πρώτο μπορεί αναφέρεται σε πραγματική δυνατότητα του «καθενός» να
«έχει γραμμένη την αστική δημοκρατία στα παλιά του τα παπούτσια» – ρεαλιστικό είδωλο έννοιας.
Αντίθετα, το δεύτερο μπορεί (με υποκείμενο την «αστική δημοκρατία») αναφέρεται στον ιδεατό-
δεοντικό κόσμο που βρίσκεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι σε πραγματική δυνατότητα της
(πραγματικής) αστικής δημοκρατίας. Γι' αυτό, ενώ το δεύτερο μπορεί μπορεί να αντικατασταθεί με
δεοντικές εκφράσεις όπως είναι το «πρέπει» ή το «θα έπρεπε», δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο και με
το πρώτο μπορεί. Την ίδια διάκριση μπορούμε να ανιχνεύσουμε ανάμεσα στο δεύτερο αστική
δημοκρατία και στο δημοκρατία στο τέλος της πρότασης: Η «αστική δημοκρατία» νοείται ως το
ρεαλιστικό είδωλο που αναπαριστά τον πραγματικό κόσμο. Αντίθετα, η «δημοκρατία» νοείται ως το
ιδεαλιστικό είδωλο που αναπαριστά τον ιδεατό-δεοντικό κόσμο του ομιλητή, και αυτός είναι ο
λόγος που η φράση «η (αστική) δημοκρατία παύει να είναι δημοκρατία» δεν ηχεί αλλόκοτα.

65 Το παράδειγμα (1) προέρχεται από σχόλιο κάτω από διαδικτυακό άρθρο σχετικό με την απεργία πείνας του Νίκου
Ρωμανού τον χειμώνα του 2014 (βλ. Παπαδόπουλος, 2015).
66 Το παράδειγμα (2) αποτελεί πανελλαδικώς διαδεδομένο αστείο των τελευταίων χρόνων.

51
Στο παράδειγμα (2) έχουμε εκμετάλλευση αυτής ακριβώς της διπολικότητας ανάμεσα στο
ιδεαλιστικό και στο ρεαλιστικό είδωλο της έννοιας «δεν υπάρχω», για χιουμοριστικούς σκοπούς.
Έτσι, ενώ το ρεαλιστικό είδωλο της φράσης «δεν υπάρχω» σημαίνει πραγματική ανυπαρξία στον
αντικειμενικό κόσμο, το ιδεαλιστικό της είδωλο σημαίνει υπέρβαση της δεοντικής ύπαρξης σε έναν
υποκειμενικό κόσμο ιδεών. Όταν, λέμε για παράδειγμα σε ένα φίλο μας «καλά ρε συ, δεν υπάρχει
αυτό που έκανες», εννοούμε ακριβώς ότι αυτό που έκανε ξεπερνά τα όρια του υπαρκτού όπως το
έχουμε υπό μορφή ιδέας στο κεφάλι μας. 67 Το παράδειγμα (2) χρησιμοποιεί μια εκφραστική δομή
που τυπικά αντιπροσωπεύει το ιδεαλιστικό είδωλο της έννοιας «δεν υπάρχει» (με τη χρήση του
«καλά» στην αρχή της πρότασης και θαυμαστικό στο τέλος), για να περιγράψει μια ρεαλιστική
κατάσταση, αυτήν της ανυπαρξίας του μετρό της Θεσσαλονίκης, προκαλώντας έτσι το γέλιο.68

Το δίπολο ιδεαλιστικό-ρεαλιστικό προκύπτει, κατά την άποψή μου, μέσω εφαρμογής του σχήματος
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ στον ίδιο τον πυρήνα της έννοιας. Αντικατοπτρίζει, με άλλα λόγια, το
γεγονός ότι όλες οι έννοιες ετεροπροσδιορίζονται νοητά με τον εαυτό τους (όπως ακριβώς το ΕΓΩ
ετεροπροσδιορίζεται φαντασιακά από τον ΑΛΛΟ) – αποτελούν, δηλαδή, ΕΝΟΤΗΤΕΣ' (βλ. 6.2.5.
iii). Αυτό μπορούμε πρακτικά να το διαπιστώσουμε αν βλέποντας ένα αντικείμενο, π.χ. ένα
κρεβάτι, θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα «πόσο κρεβάτι είναι αυτό το κρεβάτι;». Παραδόξως
αυτό μας βγάζει νόημα, γιατί όλοι έχουμε στο κεφάλι μας μια ιδεατή εικόνα του τι είναι κρεβάτι,
την οποία αντιπαραβάλλουμε με τα στοιχεία της πραγματικότητας. Έτσι, στην ερώτηση «πόσο
κρεβάτι είναι αυτό το κρεβάτι», το πρώτο κρεβάτι είναι το ιδεαλιστικό είδωλο και το δεύτερο το
ρεαλιστικό της εν λόγω έννοιας. Αλλά αν αυτή η ερώτηση σάς φαίνεται αλλόκοτη, φανταστείτε ότι
βρίσκεστε μπροστά σε πολλά κρεβάτια και αναρωτιέστε «ποιο κρεβάτι από όλα αυτά είναι το πιο
κρεβάτι απ' τα άλλα;». Είμαι σίγουρος ότι θα μπορείτε να αναγνωρίσετε εύκολα το «πιο κρεβάτι»
από όλα τα κρεβάτια.69

Θα παρατηρήσατε ότι σε όλα τα παραδείγματα που παραθέτουμε, το ρεαλιστικό είδωλο πάντοτε


67 Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι το ιδεαλιστικό είδωλο δεν έχει εγγενώς θετική ή αρνητική αξιολογητική
χροιά. Αντιπροσωπεύει απλά τον κόσμο όπως υποκειμενικά τον έχουμε δομήσει σε ένα ιδεατό-φαντασιακό πλέγμα,
και ο οποίος έρχεται σε αντιδιαστολή με τον επίσης φαντασιακό αντικειμενικό κόσμο όπως τον μοιραζόμαστε με
τους άλλους κι όπως θα τον βρούμε γραμμένο στο λεξικό.
68 Χαρακτηριστική στα δύο παραδείγματα είναι, επίσης, η χρήση του ενεστώτα χρόνου, ο οποίος στην περίπτωση των
ρεαλιστικών ειδώλων των εννοιών αναφέρεται στο πραγματικό παρόν, ενώ στην περίπτωση των ιδεαλιστικών
ειδώλων (μπορεί να πει κανείς ότι) αντιστοιχεί τόσο στο πραγματικό παρόν («πώς έχουν τα πράγματα στο μυαλό
του ομιλητή τώρα») όσο και στο ιδεατό-δεοντικό παρόν («πώς θα έπρεπε να έχουν τα πράγματα στην
πραγματικότητα»), το οποίο νοείται και ως μια προέκταση του πραγματικού παρόντος στο μέλλον, γι' αυτό και είναι
αντικαταστήσιμος με δεοντικά ρήματα που βρίσκονται τόσο σε ενεστώτα όσο και σε μέλλοντα χρόνο (βλ.
Παπαδόπουλος, 2015: 50).
69 Το ιδεαλιστικό είδωλο της έννοιας δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια πρωτότυπο της θεωρίας των πρωτοτύπων
της Eleanor Rosch και των συνεργατών της (βλ. Παναρέτου, 2011: 1.2.), καθότι ο πρωτότυπος είναι το
αντιπροσωπευτικότερο δείγμα μιας κατηγορίας και όχι το ιδεατό είδωλο μιας έννοιας.

52
πραγματώνεται γλωσσικά σε συνδυασμό με δεικτικούς μηχανισμούς («η αστική δημοκρατία», «το
μετρό της Θεσσαλονίκης», «αυτό το κρεβάτι»). Αυτό ακριβώς υποδηλώνει ότι οι έννοιες έχουν μία
υπόσταση που ενοποιείται με την πραγματικότητα, η οποία προσλαμβάνεται μέσω των αισθήσεων,
και μία άλλη υπόσταση που ενοποιείται με τον εαυτό της. Έτσι, κάθε φορά που βλέπουμε ένα
κρεβάτι, σχηματίζουμε την έννοια του συγκεκριμένου κρεβατιού και την αντιπαραβάλλουμε με την
προϋπάρχουσα έννοια του ιδεατού κρεβατιού. Ακριβώς όπως το εγώ μας αντιπαραβάλλεται στη
συνείδηση με το ιδεατό εγώ, δηλαδή τον εαυτό, δηλαδή τον Άλλο.

Η ιδέα αυτή έχει τις ρίζες της στη φαινομενολογία, σύμφωνα με την οποία «η διαδικασία σκέψης
ενός αντικειμένου και το αντικείμενο το ίδιο είναι αμοιβαίως εξαρτώμενα» (Homer, 2005: 20) –
άρα διακρίνονται, αλλά και συσχετίζονται. Συναντιέται, επίσης, στον Freud, ο οποίος διακρίνει
ανάμεσα σε «λεκτικές παραστάσεις» (word-presentations) και «παραστάσεις πραγμάτων» (βλ.
Homer, 2005: 68), αλλά και στον Bakhtin, ο οποίος διακρίνει ανάμεσα στα αντικείμενα του
φυσικού κόσμου και στον κόσμο των σημείων (βλ. 4.1.2.). Συναντιέται, ακόμη, στον I. A. Richards,
ο οποίος με το σημασιολογικό του τρίγωνο διακρίνει ανάμεσα στην έννοια «σκύλος» και στο
πραγματικό ον «σκύλος» (βλ. Griffin, 1996: 60-1).

Το πρόβλημα εδώ είναι ότι οι παραπάνω θεωρητικοί αντιμετωπίζουν τον αντικειμενικό κόσμο σαν
να διακρίνεται από τον εννοιακό. Αντίθετα, τόσο η έννοια «σκύλος» όσο και το πραγματικό ον
«σκύλος» είναι και τα δύο έννοιες. Γιατί ο «πραγματικός σκύλος» εφόσον κατανοείται, φιλτράρεται
από τη συνείδηση, άρα στην πραγματικότητα είναι έννοια: Είναι το ρεαλιστικό είδωλο της έννοιας
σκύλος και αντανακλά τον αποξενωμένο ΑΛΛΟ (του σχήματος ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ), ο οποίος
διαχωρίζει την εμπειρία «σκύλος» από το ΕΓΩ που την βιώνει. Η περαιτέρω εφαρμογή, όμως, του
σχήματος ΕΝΟΤΗΤΑ στο ίδιο το ρεαλιστικό είδωλο καθιστά εφικτή την κατάρτιση του
ιδεαλιστικού ειδώλου «σκύλος» – καθιστά, με άλλα λόγια εφικτή την κατάρτιση της έννοιας
«σκύλος» ως αυτόνομης οντότητας αποκομμένης πλήρως από το ΕΓΩ. Και για να είναι
αποκομμένη από το ΕΓΩ, πρέπει αναγκαστικά να διαλέγεται με τον εαυτό της, να αποκτά «εαυτό»
από κάποιον άλλον, κι αυτός ο άλλος είναι η αντανάκλασή της, το ιδεαλιστικό της είδωλο. Η δομή
εν τέλει κάθε έννοιας έχει τη μορφή ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΙΔΩΛΟ ΕΙΝΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΙΔΩΛΟ,
κατά το ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ, δομή που ανάγεται στο αφηρημένο σχήμα «Χ ◊ Ψ».

γ) Συνταγματικές ενοποιήσεις γλωσσικών σημείων (οριζόντιος άξονας)

Ο Saussure, χρησιμοποιώντας τον όρο συνταγματικός άξονας, περιέγραφε την εξωτερική (σε

53
επίπεδο πρότασης) ή εσωτερική (σε επίπεδο νοήματος) σύνδεση των γλωσσικών σημείων μεταξύ
τους: Στον προφορικό και στον γραπτό λόγο τα γλωσσικά σημεία τίθενται σε σειρά το ένα μετά το
άλλο, και συνδεόμενα σχηματίζουν φράσεις, οι φράσεις φτιάχνουν προτάσεις, και οι προτάσεις
κείμενα (με την ευρεία έννοια). Η ενοποίηση των γλωσσικών σημείων, όπως και των φράσεων και
των προτάσεων, γίνεται πάντα με τρόπο δυϊστικό: Ένα γλωσσικό σημείο ενοποιείται με ένα άλλο,
απαρτίζοντας μία ΕΝΟΤΗΤΑ Χ (η οποία έχει δομή «Χ ◊ Ψ»). Η ΕΝΟΤΗΤΑ Χ συνδέεται με ένα
άλλο γλωσσικό σημείο ή μία άλλη ΕΝΟΤΗΤΑ Ψ, απαρτίζοντας μία ΕΝΟΤΗΤΑ Ρ. Οι φράσεις είναι
ΕΝΟΤΗΤΕΣ που αποτελούνται από δύο άλλες ΕΝΟΤΗΤΕΣ, που αποτελούνται από δύο άλλες
ΕΝΟΤΗΤΕΣ κ.ο.κ. Ομοίως, οι προτάσεις απαρτίζονται από ΕΝΟΤΗΤΕΣ-φράσεις, και τα κείμενα
από ΕΝΟΤΗΤΕΣ-προτάσεις, με μια ιεραρχική δομή δυϊστικού χαρακτήρα. Σε κάθε ενοποίηση
εμπλέκεται η διαδικασία της εστίασης, όπου η μία οντότητα της ΕΝΟΤΗΤΑΣ υπερέχει της άλλης
και την επισκιάζει όταν το σχήμα συμμετέχει σε μια ανωτέρου επιπέδου ενοποίηση.

Η διαδικασία ενοποίησης των γλωσσικών σημείων σε φράσεις και των φράσεων σε προτάσεις με
αυτόν τον δυϊστικό, ιεραρχικό τρόπο, περιγράφεται διεξοδικά από τους ερευνητές της Γενετικής
Σύνταξης, θεμελιωτής της οποίας υπήρξε ο Noam Chomsky. Η θεωρία αυτή πέρασε διάφορα
στάδια και απέκτησε διάφορες μορφές. Εδώ θα αναπτύξουμε μια εκδοχή της που συνοψίζει
διάφορες φάσεις της, όπως παραδίδεται από τους Katz & Pesetsky (2011).

Σύμφωνα, λοιπόν, με την εκδοχή Katz & Pesetsky του τσομσκιανού μοντέλου, ο φυσικός ομιλητής
μιας γλώσσας έχει αποθηκευμένο στο μυαλό του ένα σύνολο γλωσσικών στοιχείων, το λεξικό
(lexicon). Στο λεξικό υπάρχει μια δομημένη λίστα στοιχείων που αποτελούνται από συμπλέγματα
χαρακτηριστικών (όπως ήχο, νόημα, αριθμό, γένος κλπ.), τα οποία ονομάζονται λεξικά στοιχεία
(lexical items). Μέσω της συντακτικής διαδικασίας, ο ομιλητής παίρνει από το λεξικό μια ομάδα
λεξικών στοιχείων σαν εισαγόμενο (input), και εφαρμόζει έναν επαναλαμβανόμενο κανόνα που
ονομάζεται συγχώνευση (merge), φτιάχνοντας αναδρομικά σετ δύο στοιχείων, τα οποία (σετ)
ονομάζονται συστατικά (constituents). Κάθε μέλος ενός συστατικού μπορεί να είναι είτε λεξικό
στοιχείο, είτε σετ δύο στοιχείων τα οποία συγχωνεύθηκαν προηγουμένως. Ένα από τα δύο μέλη
κάθε σετ αποτελεί την κεφαλή (head) του συστατικού. Έτσι, για παράδειγμα, η πρόταση «Το
κορίτσι έχει διαβάσει το βιβλίο»70, αναλύεται ως εξής: [[το, κορίτσι], [έχει, [διαβάσει, [το, βιβλίο]]]].

Όπως παρατηρούμε, το γενετικό μοντέλο του Chomsky αποδίδει με τον όρο συγχώνευση, σε

70 Το παράδειγμα αποτελεί προσαρμογή στα ελληνικά του παραδείγματος που παραθέτουν οι Katz & Pesetsky (2011:
14).

54
επίπεδο της πρότασης, αυτό που εμείς σε πιο γενικό επίπεδο ονομάζουμε ενοποίηση. Τα συστατικά
αποτελούν τα στοιχεία Χ και Ψ της δομής «Χ ◊ Ψ», ενώ η κεφαλή αποδίδει το αποτέλεσμα της
διαδικασίας εστίασης που περιγράφουμε πιο πάνω.71

Σχετικά, τώρα, με το επίπεδο του κειμένου, μια γενετικού τύπου προσέγγιση έχει προταθεί από τους
Mann & Thompson (1988), η οποία φέρει το όνομα «Θεωρία Ρητορικής Δομής» (Rhetorical
Structure Theory). Βασική της αρχή είναι ότι η κειμενική συνεκτικότητα προέρχεται από την
ιεραρχική δομή των κειμένων, στην οποία κάθε μέρος του κειμένου συνδέεται με όλα τα άλλα με
σχέσεις που εκφράζουν λειτουργίες (π.χ. δυνατότητα, αποδεικτικότητα, αντίθεση, σκοπό, ερμηνεία
κ.ά.). Διακρίνει, επίσης, ανάμεσα σε πυρήνα και δορυφόρο. Το μοντέλο, εμφανώς περιγράφει –
χρησιμοποιώντας άλλους όρους – τις αλλεπάλληλες ενοποιήσεις των κειμενικών αποσπασμάτων με
βάση τη δομή «Χ ◊ Ψ», όπου οι διάφορες λειτουργίες αποτελούν εξειδικεύσεις της σχέσης Χ και Ψ,
δηλαδή, του ◊, ενώ ο πυρήνας και ο δορυφόρος αντικατοπτρίζουν το αποτέλεσμα της εστίασης,
καθότι αντιπροσωπεύουν την εστιασμένη και τη μη εστιασμένη οντότητα, αντίστοιχα. 72

δ) Παραδειγματικές ενοποιήσεις γλωσσικών σημείων (κάθετος άξονας)

Σε αντιδιαστολή με τον συνταγματικό άξονα, ο Saussure μέσω του παραδειγματικού άξονα


περιέγραψε το γεγονός ότι στη γλώσσα, τα σημεία που εμφανίζονται σε μια πρόταση βρίσκονται σε
σχέση αντίθεσης με άλλα γλωσσικά σημεία που δεν εμφανίζονται σε αυτήν και θα μπορούσε εν
δυνάμει να τα αντικαταστήσουν. Αυτό σημαίνει ότι το δίκτυο ιεραρχικά δομημένων ενοποιημένων
ΕΝΟΤΗΤΩΝ που προκύπτουν στον οριζόντιο άξονα, είναι ενοποιημένο με ένα άλλο δίκτυο
ενοποιημένων ΕΝΟΤΗΤΩΝ που αναπτύσσονται στον οριζόντιο άξονα.

Η ιδέα αυτή κατέχει κεντρική θέση στη σκέψη του Bakhtin, σύμφωνα με τον οποίο κάθε λόγος
συνδέεται νοητά με όσα σχετικά έχουν λεχθεί προηγουμένως και με όσα σχετικά θα προκαλέσει

71 Το πρόβλημα της τσομσκιανής σκέψης είναι ότι, ακολουθώντας τη δομιστική λογική του Saussure, αντιμετωπίζει τη
γλώσσα σαν ένα κλειστό σύστημα, έτσι ώστε βασικά γλωσσικά φαινόμενα, όπως η γλωσσική μεταβολή, να μην
μπορούν να εξηγηθούν επαρκώς. Αντίθετα, για να γίνει ένα γλωσσικό γεγονός κατανοητό στην πληρότητά του, θα
πρέπει να ληφθούν υπόψη ενοποιήσεις που συμβαίνουν παράλληλα σε πολλαπλά επίπεδα (κι όχι μόνο στο
συντακτικό), τόσο ενδοσυστημικά, όσο και διασυστημικά.
72 Τα διάφορα είδη ενοποιήσεων που συμβαίνουν ανάμεσα στα γλωσσικά στοιχεία ενός κειμένου καλύπτονται υπό τον
όρο συνοχή στην κειμενογλωσσολογική θεωρία των Halliday & Hasan (1976), οι οποίοι μελέτησαν τις συνεκτικές
σχέσεις της αγγλικής γλώσσας. Οι Γεωργακοπούλου & Γούτσος (2011: 3.1.) προσάρμοσαν την εν λόγω θεωρία στα
ελληνικά δεδομένα, και διέκριναν τους εξής πέντε μηχανισμούς συνοχής: προσωπική αναφορά (χρήση αντωνυμικών
τύπων και ρηματικών καταλήξεων για να δηλωθεί η ταύτιση μιας οντότητας στο λόγο), έλλειψη (βλ. υποσημ. 74),
υποκατάσταση (χρήση γραμματικών στοιχείων που υποκαθιστούν μία οντότητα), συνδετικότητα (χρήση κειμενικών
δεικτών για να δηλωθούν διάφορες σχέσεις σημασίας), και λεξικές σχέσεις (επανάληψη, παραλληλισμός,
παράφραση, συνωνυμία, αντωνυμία, υπωνυμία, μερωνυμία, χρήση λέξεων από το ίδιο σημασιολογικό πεδίο).

55
στο μέλλον υπό μορφή αντι-λόγου (βλ. 4.1.2. και 4.1.3.). Σχετίζεται, επίσης, εν μέρει με την έννοια
του κοινού εδάφους (common ground) των Croft & Cruse (2004: 60), με το οποίο περιγράφονται
όσα ο ομιλητής (θεωρεί ότι) μοιράζεται σε επίπεδο γνώσεων, αντιλήψεων, πεποιθήσεων κ.λπ. με
τον συνομιλητή του, το οποίο και ενυπάρχει υπογείως και στηρίζει σιωπηρά την κατανόηση αυτών
που λέγονται φωναχτά. Μπορούμε να αναλύσουμε περαιτέρω αυτή την υπόγεια και εν πολλοίς
ασυνείδητη (δηλαδή αυτοματοποιημένη) ενοποίηση στον κάθετο άξονα των λεγομένων με τα μη
λεγόμενα, εστιάζοντας τη σκέψη μας σε μια έννοια: στην έννοια του αυτονόητου.

Το αυτονόητο ορίζεται ως το προφανές, ως αυτό που δεν λέγεται γιατί δεν έχει νόημα να λεχθεί – το
ξέρουμε ήδη. Αν αναποδογυρίσουμε τον ορισμό του αυτονόητου, τότε συνάγουμε το συμπέρασμα
ότι αυτό που λέγεται δεν είναι αυτονόητο. Αυτό που λέγεται αναπτύσσει, λοιπόν, στον κάθετο
άξονα μια ενοποίηση με αυτό που δεν λέγεται, άρα με το αυτονόητο. Κατ' αυτό τον τρόπο, το τι
λέγεται καθορίζει το τι θα υπονοηθεί ως αυτονόητο κατασκευάζοντας αυτονόητα.73

Ας πάρουμε, για παράδειγμα την παρακάτω φράση (3), η οποία έχει ληφθεί από χιουμοριστική
διαδικτυακή σελίδα:

(3) Αγαπητό μου ημερολόγιο, ούτε σήμερα σκότωσα κάποιον.

Δεν θα μπορούσαμε να εκλάβουμε το πλήρες νόημα αυτής της πρότασης αν μέναμε μόνο στις
ενοποιήσεις που συμβαίνουν στον οριζόντιο συνταγματικό άξονα. Αντίθετα, ερχόμαστε πολύ
περισσότερο κοντά στην πληρότητα του νοήματός της, αν ανατρέξουμε και στις ενοποιήσεις του
κάθετου παραδειγματικού άξονα – αν, δηλαδή, εξερευνήσουμε τα αυτονόητα που προϋποθέτει και
που δημιουργεί: Το πιο προφανές είναι ότι μέσω αυτής της πρότασης εξάγουμε το συμπέρασμα ότι
το υποκείμενο ήθελε ή σκεφτόταν ή είχε την ευκαιρία ή υπήρχε η πιθανότητα να σκοτώσει σε
καθημερινό επίπεδο στο άμεσο παρελθόν. Αυτό δεν υπάρχει πουθενά στις ίδιες τις έννοιες που
προβάλλονται στην πρόταση, αλλά προκύπτει μέσω ενοποίησης του οριζόντιου άξονα με τον νοητό
κάθετο. Κι είναι το πιο προφανές αυτονόητο ακριβώς γιατί δεν προϋπάρχει σε εμάς ως δέκτες του
νοήματος, δεν είναι κάτι που το περιμένουμε. Αντίθετα, είναι κάτι που δημιουργείται μέσω του
νοήματος της πρότασης και γι' αυτό το παρατηρούμε. Ταυτόχρονα, όμως, ενυπάρχουν ένα σωρό
αυτονόητα που δεν τα παρατηρούμε, ακριβώς επειδή είναι αυτονόητα για μας και δεν υπάρχει
κανένας λόγος να ξεπεράσουν την ουδό της συνείδησης: π.χ. ότι αυτός που γράφει είναι άνθρωπος,
73 Το πλέγμα ενοποίησης αυτών που λέγονται με αυτά που δεν λέγονται είναι μεγάλης κοινωνιολογικής σημασίας,
γιατί αυτό που λέγεται είναι ευάλωτο στο να αντιλεχθεί, ενώ αυτό που δεν λέγεται περνιέται ως αυτονόητο και
καθορίζει την κατασκευή στερεοτύπων.

56
ότι την ώρα που γράφει ζει, ότι με το «κάποιον» αναφέρεται σε άνθρωπο κ.ο.κ.

Το πώς δομείται το παράλληλο αυτό σύμπαν του κάθετου άξονα είναι κάτι που δεν έχει αναλυθεί
από τους γλωσσολόγους, καθότι δεν έχουμε τον τρόπο να το παρακολουθήσουμε με σαφήνεια,
όπως συμβαίνει με τον οριζόντιο άξονα. Ένα άλλο, επίσης, ζήτημα είναι ότι κάθε γλωσσικό γεγονός
προκαλεί ένα τεράστιο συνειρμικό δίκτυο, το οποίο, όμως, στη μεγάλη του πλειοψηφία είναι
ασυνείδητο. Μήπως, τότε, μάς αφορούν μόνο όσες κάθετες ενοποιήσεις είναι εμφανείς και άμεσα
σχετιζόμενες; Αν σταθούμε σ' αυτές, τότε το πράγμα απλοποιείται κάπως. Μπορούμε, για
παράδειγμα, να ανιχνεύσουμε ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες προτάσεις που έχουν αυτοτελές νόημα,
το προβεβλημένο αυτονόητο που λειτουργεί υπόρρητα και που είναι απαραίτητο για την ενοποίησή
τους. Ας εξετάσουμε το παράδειγμα (4) που έχει ληφθεί από χιουμοριστική διαδικτυακή σελίδα:

(4) Θα πηγαίναμε για καφέ, αλλά δεν μου εγκρίνανε το δάνειο.

Η πρόταση «θα πηγαίναμε για καφέ» ενοποιείται με την προβεβλημένη αυτονόητη πρόταση
«(τελικά) δεν πήγαμε για καφέ», σχηματίζοντας ένα εικονιστικό σχήμα ΑΝΤΙΘΕΣΗ, όπου
ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΚΑΦΕ (= Χ) ΑΝΤΙΤΙΘΕΤΑΙ ΣΕ (= ◊) ΜΗ ΠΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ (= Ψ). Το Ψ είναι,
όπως βλέπουμε, υπόρρητο – δεν λέγεται, αλλά υπονοείται. Η ανωτέρου επιπέδου ενοποίηση
προκαλεί εστίαση στο Ψ και ενοποίησή του με την αιτία «που δεν πήγαμε για καφέ»,
σχηματίζοντας ένα εικονιστικό σχήμα ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ, όπου Η ΜΗ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ (=
Χ) ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ (= ◊) ΜΗ ΠΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ (= Ψ). Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε ένα
προβεβλημένο αυτονόητο που συμμετέχει ενεργά στην κατανόηση της πρότασης και ο ρόλος του
είναι εμφανώς πιο προεξέχων σε σχέση με το αυτονόητο «εμείς (που θα πηγαίναμε για καφέ)
είμαστε άνθρωποι» ή «στο καφέ πληρώνεις». 74 Παρ' όλ' αυτά, το όλο θέμα χρήζει περαιτέρω
μελέτης για να έχουμε ένα σαφές μοντέλο του τρόπου πραγμάτωσης της κάθετης εννοιακής
διαδικτύωσης.

ε) Mεταφορά και μετωνυμία

Μεταφορά και μετωνυμία είναι δύο διαδικασίες που μοιράζονται την ίδια βασική δομή «Χ ◊ Ψ»,
αλλά διαφοροποιούνται ως προς τη σχέση των δύο οντοτήτων μεταξύ τους και ως προς την εστίαση
που επιβάλλουν σε περαιτέρω ενοποίηση.

74 Το φαινόμενο αυτό στην κειμενογλωσσολογία καλύπτεται με τον όρο έλλειψη, η οποία ορίζεται ως «η σύνδεση
οντοτήτων ή μερών του κειμένου μέσω της παράλειψης ενός στοιχείου» (Γεωργακοπούλου & Γούτσος, 2011: 80)

57
Όσον αφορά την εννοιακή μεταφορά (βλ. 2.2.), θα πρέπει κατ' αρχάς να διακρίνουμε ανάμεσα στη
διαδικασία μεταφοράς ως τρόπου παραγωγής καινούργιων εννοιών – διαδικασία που κατά κύριο
λόγο συμβαίνει στην παιδική ηλικία, και στην εννοιακή μεταφορά σαν τρόπου
επαναπροσδιορισμού προϋπαρχουσών εννοιών – διαδικασία που συμβαίνει καθ' όλη τη διάρκεια
της ζωής του ανθρώπου. Οι μελετητές της εννοιακής μεταφοράς μελετούν κατά κύριο λόγο
περιπτώσεις που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία μεταφορών, οι οποίες αποτελούν ενοποιήσεις
προϋπαρχουσών εννοιών.75 Άλλωστε, οι ίδιοι οι Lakoff & Johnson (1980) ορίζουν τη μεταφορά σαν
ένα νοητικό μηχανισμό που δίνει νέα νοήματα, υπονοώντας έτσι ότι οι έννοιες αυτές προϋπάρχουν
της διαδικασίας της μεταφοράς και μέσω αυτής επαναπροσδιορίζονται, φτιάχνοντας καινούργιες
θεάσεις της πραγματικότητας, δηλαδή καινούργιες πραγματικότητες. Θα μπορούσαμε, έτσι, να
ισχυριστούμε ότι ένας νέος μεταφορικός τρόπος προσέγγισης μιας πραγματικότητας, μεταφράζεται
με όρους μοντέλου ΣΠΕΣ, ως ενοποίηση μιας έννοιας (του πεδίου-πηγή) με το ιδεαλιστικό είδωλο
μιας άλλης (του πεδίου-στόχος). Έτσι, η προσλαμβανόμενη πραγματικότητα, δηλαδή το ρεαλιστικό
είδωλο, ενοποιείται με ένα ανανεωμένο ιδεαλιστικό είδωλο, το οποίο προκαλεί εστίαση σε
διαφορετικά σημεία του ρεαλιστικού ειδώλου. 76 Με αυτό τον τρόπο η έννοια, ως το αποτέλεσμα
της ενοποίησης ιδεαλιστικού και ρεαλιστικού ειδώλου, διαφοροποιείται. Η αφηρημένη δομή κάθε
μεταφοράς είναι ΤΟ Χ ΕΙΝΑΙ Ψ, και αποτελεί εξειδίκευση της θεμελιώδους δομής «Χ ◊ Ψ».77

Στη μετωνυμία, από την άλλη, δεν έχουμε ενοποίηση δύο προϋπαρχουσών εννοιών μεταξύ τους,
αλλά εστίαση σε ένα σημείο της εννοιοποιημένης πραγματικότητας – δηλαδή του ρεαλιστικού
ειδώλου μιας έννοιας (ή ενός γεγονότος ή κατάστασης), και αντικατάσταση της συνολικής έννοιας
από το εστιασμένο σημείο. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την πρόταση (5):

(5) Η Ελλάδα κέρδισε το ευρωπαϊκό κύπελο.

Η πρόταση αυτή νοείται ως «Η ομάδα της Ελλάδας κέρδισε το ευρωπαϊκό κύπελο», όπου η
συντακτική ενοποιημένη ΕΝΟΤΗΤΑ [[η, ομάδα][της, Ελλάδας]] (= Υ, Χ) υφίσταται εστίαση και το

75 Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεταφορές οι οποίες συνιστούν τον μοναδικό τρόπο εννοιποίησης του πεδίου-στόχος,
μάλλον αποτελούν περιπτώσεις εννοιποίησης (όπως π.χ. η μεταφορά Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ). Μεταφορές,
όμως, που μοιράζονται το ίδιο πεδίο-στόχος είναι σαφέστατα περιπτώσεις «επαναπροσδιορισμού» προϋπαρχουσών
εννοιών (όπως π.χ. ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΕΙΝΑΙ ΦΑΓΗΤΟ, ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΤΑ, ΟΙ
ΙΔΕΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΑ κ.ά. – βλ. Lakoff & Johnson, 1980).
76 Οι Lakoff & Johnson (1980), με τους όρους higlighting και hiding/suppresing, περιγράφουν την εστίαση σαν
βασικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της μεταφοράς.
77 Να σημειώσουμε ότι η διαδικασία εννοιακής μεταφοράς μετέχει τόσο της συνταγματικής όσο και της
παραδειγματικής ενοποίησης, καθότι οι οντολογικές αντιστοιχίες αποτελούν περίπτωση συνταγματικών
ενοποιήσεων, ενώ οι επιστημικές αντιστοιχίες περίπτωση παραδειγματικών (για τα δύο αυτά είδη αντιστοιχιών βλ.
2.2.)

58
Ψ αντικαθιστά την ΕΝΟΤΗΤΑ. Η δομή αυτής της μετωνυμίας όπως και κάθε μετωνυμίας είναι ΤΟ
Χ ΑΝΤΙ ΤΟΥ Ψ (όπου Ψ = Υ, Χ), και αποτελεί εξειδίκευση της θεμελιώδους δομής «Χ ◊ Ψ».

ii. Διασυστημικές ενοποιήσεις στοιχείων γλωσσικών με μη γλωσσικά

α) Δείξη

Με τον όρο δείξη, οι γλωσσολόγοι αναφέρονται σε λέξεις ή φράσεις οι οποίες, για να γίνουν
πλήρως κατανοητές, απαιτείται συνδυασμός τους με περικειμενικές πληροφορίες, δηλαδή με
πληροφορίες που αφορούν τη χωροχρονική συγκυρία εμφάνισης του γλωσσικού γεγονότος. 78 Στην
ουσία, δηλαδή, κάθε περίπτωση δείξης συνίσταται στην ενοποίηση του δεικτικού γλωσσικού τύπου
με ένα εξωγλωσσικό στοιχείο. Για παράδειγμα, στην υποθετική φράση «Μαμά, αυτός εδώ ο κύριος
με είπε χαζό!» που λέγεται από ένα παιδί, έχουμε ενοποίηση του μαμά με τη μητέρα του παιδιού,
του αυτός εδώ με τον κύριο που δείχνει το παιδί και ο οποίος βρίσκεται σε συγκεκριμένο σημείο
του χώρου στον οποίο λαμβάνει χώρα το όλο γεγονός, το άρθρο ο επίσης ενοποιείται με τον
συγκεκριμένο κύριο, ενώ το με ενοποείται με το πρόσωπο που το εκφωνεί. Η όλη διαδικασία
ενοποίησης μέσω δείξης, έχει τη δομή ΤΟ Χ ΕΙΝΑΙ Ψ, όπου το Χ είναι γλωσσικό στοιχείο και το Ψ
μη γλωσσικό, και αποτελεί εξειδίκευση του βασικού σχήματος «Χ ◊ Ψ».

β) Γλωσσικές πράξεις

Οι γλωσσικές πράξεις είναι ένας όρος που επινοήθηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο J. L. Austin (1962),
για να περιγράψει το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα, όχι τόσο για να
περιγράψουν πράγματα (να κάνουν δηλώσεις), όσο για να κάνουν πράγματα (να επιτελέσουν
πράξεις) (βλ. Κανάκης, 2007: 3.2.). Σε αυτή τη βάση, προέβη σε μια τριπλή διάκριση της
γλωσσικής πράξης σε: α) εκφωνητική πράξη (locutionary act), β) προσλεκτική πράξη (illocutionary
act), και γ) απολεκτική πράξη (perlocutionary act). Η εκφωνητική πράξη ταυτίζεται με το γεγονός
της εκφώνησης αυτό καθ' αυτό. Η προσλεκτική πράξη αντιστοιχεί στην πρόθεση του ομιλητή πίσω
από την εκφωνητική του πράξη – απαντά, δηλαδή, στο ερώτημα «τι θέλει να κάνει ο ομιλητής
μέσω αυτού του εκφωνήματος;».79 Τέλος, η απολεκτική πράξη σχετίζεται με το προσδοκώμενο ή,
απλά, το ενδεχόμενο αποτέλεσμα που μπορεί να επιφέρουν τα λεγόμενα του ομιλητή.
78 Ο Fillmore (1971) διακρίνει τρία βασικά είδη δείξης: την προσωπική (personal), τη χωρική (spatial), και τη χρονική
(temporal).
79 Ο Searle (1976) διέκρινε τα εξής πέντε είδη προσλεκτικών πράξεων: τις βεβαιωτικές ή αποφαντικές (assertives ή
representatives), τις κατευθυντικές (directives), τις δεσμευτικές (commisives), τις εκφραστικές (expressives), και τις
διακηρυκτικές (declarations) (βλ. Κανάκης, 2007: 3.6.)

59
Ο διαχωρισμός αυτός του Austin στην ουσία περιγράφει δύο είδη ενοποιήσεων, από τα οποία το
ένα σχετίζεται με το παρελθόν, και το άλλο με το μέλλον σε σχέση με το παρόν του γλωσσικού
γεγονότος. Συγκεκριμένα, η προσλεκτική πράξη, ως σκέψη που προηγείται της εκφώνησης,
αποτελεί μη γλωσσικό στοιχείο του παρελθόντος που ενοποιείται με το γλωσσικό εκφώνημα
σχηματίζοντας μία ΕΝΟΤΗΤΑ, ενώ η απολεκτική πράξη, καθότι αναφέρεται σε κάτι που ενδέχεται
να γίνει στο μέλλον, αποτελεί μη γλωσσικό στοιχείο του μέλλοντος που ενοποείται με το γλωσσικό
εκφώνημα σχηματίζοντας μία άλλη ΕΝΟΤΗΤΑ.

Έτσι, για παράδειγμα, αν εγώ κρυώνω και πω σε έναν φίλο μου που βρίσκεται κοντά στο παράθυρο
«Κρύο κάνει, ρε συ», τότε η πρόθεσή μου να τον κάνω να κλείσει το παράθυρο (κατευθυντική
προσλεκτική πράξη) ενοποιείται με το εκφώνημά μου σχηματίζοντας μία ΕΝΟΤΗΤΑ. Ομοίως, η
πιθανότητα να κλείσει το παράθυρο, ή η πράξη του να κλείσει το παράθυρο ενοποιείται με το
εκφώνημά μου, απαρτίζοντας μίαμία άλλη ΕΝΟΤΗΤΑ. Η δομή αυτών των ΕΝΟΤΗΤΩΝ ταυτίζεται
πάντοτε με το σχήμα «Χ ◊ Ψ».

iii. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ως βασικό δομικό σχήμα κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς με νόημα

Έχει παρατηρηθεί από διάφορους στοχαστές ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά απαρτίζεται από
διάφορες πολιτισμικά καθορισμένες ως προς το περιεχόμενό τους ενότητες, οι οποίες έχουν
χαρακτηριστικό τους την αίσθηση του ενιαίου και του αυτοτελούς.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Kenneth Pike (στο Γεωργακοπούλου & Γούτσος, 2011:
21), ο οποίος αναφέρει: «Ορισμένα τεμάχια ανθρώπινης συμπεριφοράς μπορούν να θεωρηθούν ως
πολιτισμικά δεδομένα, δηλαδή αναγνωρίζονται από όσους συμμετέχουν σε αυτά, και συχνά από
έναν τρίτο που κατανοεί τα σχετικά πολιτιστικά συστήματα, ως οντότητες με καθορισμένη αρχή και
τέλος» (η υπογράμμιση είναι δική μου). Οι Γεωργακοπούλου & Γούτσος (2011: 21)
συμπληρώνουν: «Αυτό ισχύει για ποικίλα κοινωνικά δημιουργήματα. Ένα συμφωνικό έργο, για
παράδειγμα, ή ένας παραδοσιακός χορός παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά που μας
επιτρέπουν να διακρίνουμε μια ορισμένη αρχή και τέλος, αλλά και μια εσωτερική ενότητα» (η
υπογράμμιση είναι δική μου). Ο Pike πρότεινε τον όρο συμπεριφόρημα (behavioreme) για να
περιγράψει αυτά τα τεμάχια ανθρώπινης συμπεριφοράς – όρος που δεν επικράτησε εν τέλει στη
βιβλιογραφία.

Αντ' αυτού, ένας άλλος παρεμφερής όρος – αυτός του μιμιδίου ή μιμήμου (meme), απέκτησε

60
τεράστια διάδοση και ξεπέρασε κατά πολύ τα στενά όρια του επιστημονικού χώρου. Ο όρος αυτός
εισήχθη από τον κοινωνιοβιολόγο Richard Dawkins (1976), κατ' αναλογία προς το γονίδιο, και
ορίζεται ως «μονάδα πολιτισμικής μεταβίβασης». Τα μιμίδια, με άλλα λόγια, αποτελούν διάφορες
θεμελιώδεις μονάδες-φορείς πολιτισμικής κληρονομιάς (τραγούδια, τρόποι συμπεριφοράς, μόδα,
ιστορίες, ανέκδοτα, ιδέες, πεποιθήσεις, δοξασίες κ.λπ.), οι οποίες μεταδίδονται από άτομο σε άτομο
κι από γενιά σε γενιά μέσω της μίμησης.

Ο Dawkins μέσω των μιμιδίων επιχείρησε να δείξει πώς ο βασικός μηχανισμός που περιγράφεται
στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, εφαρμόζεται στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτσι, όπως τα
γονίδια αποτελούν τη βάση για την παμπάλαια διαδικασία της φυσικής εξέλιξης, ομοίως «το
σύνολο του ανθρώπινου πολιτισμού μπορεί να νοηθεί σαν μια αχανής νέα εξελικτική διαδικασία
που βασίζεται στα μιμίδια» (Blackmore, 2004: 163). Ο βασικός αυτός μηχανικός της εξέλιξης
ονομάζεται από τον Dennett (1995a: 50) εξελικτικός αλγόριθμος (evolutionary algorithm) και
συνοψίζεται στην πρόταση «αν έχεις παραλλαγή, κληρονομικότητα, και επιλογή, τότε αναγκαστικά
προκύπτει εξέλιξη»80.

Τα μιμίδια, στην ουσία, ταυτίζονται με τα συμπεριφορήματα, με τη διαφορά ότι στα πρώτα


εμπεριέχεται και ο μηχανισμός διάδοσής τους. Κατά συνέπεια, τα μιμίδια – όπως και τα
συμπεριφορήματα – έχουν δομή ΕΝΟΤΗΤΑΣ, καθότι απαρτίζονται από μια αρχή, ένα τέλος, και τη
σχέση μεταξύ τους· έχουν δηλαδή τη δομή «Χ ◊ Ψ». Αλλά και η ίδια η μίμηση ως μηχανισμός
δημιουργίας μιμιδίων συνιστά μια ΕΝΟΤΗΤΑ, καθότι απαρτίζεται από την πρόσληψη του μιμιδίου
(Χ) και την αναπαραγωγή του μιμιδίου (πάντοτε κατά τι παραλλαγμένου) (Ψ), τα οποία συνδέονται
με τη διαδικασία της μίμησης (◊).

Αυτό που πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου, είναι ότι τα μιμίδια ως ΕΝΟΤΗΤΕΣ είναι πάντοτε
ανοιχτά ως προς τη δομή τους. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο, όταν ένα θεατρικό έργο ολοκληρωθεί
χειροκροτούμε: ενοποιούμε την ΕΝΟΤΗΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ με την ΕΝΟΤΗΤΑ
ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ, το οποίο είναι εξωσυστημικό – δεν αποτελεί μέρος του συστήματος της
δραματουργίας. Αλλά και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο, τα μιμίδια γίνονται αντικείμενο μίμησης, γιατί
– αν και απαρτίζουν ΕΝΟΤΗΤΑ – είναι εγγενώς ανοιχτά στο να ενοποιηθούν περαιτέρω.

6.3. Κάποιες επιπλέον σκέψεις σχετικά με το μοντέλο ΣΠΕΣ

80 "If you have variation, heredity and selection, then you must get evolution".

61
Στην παραπάνω υποενότητα 6.2. αναπτύχθηκαν τα έξι βασικά σημεία που απαρτίζουν το μοντέλο
ΣΠΕΣ, και τα οποία παρατίθενται συνοπτικά στην υποενότητα 6.1. Προτού ολοκληρώσουμε το
κεφάλαιο αυτό, στο οποίο αναλύεται το προτεινόμενο μοντέλο για την οντογένεση και τη δόμηση
της εννοιοποίησης, θα ασχοληθούμε με δύο επιπλέον ζητήματα που αφορούν: το μεν πρώτο τη
σχέση γλώσσας-συνείδησης, το δε δεύτερο τη σημασία της μιμητικής ικανότητας του ανθρώπου.

6.3.1. Μήπως η γλώσσα γεννά τη συνείδηση και όχι το ανάποδο;

Το μοντέλο ΣΠΕΣ, όπως δηλώνεται και από το ίδιο το όνομά του, θεμελιώνεται πάνω σε μία αρχή:
ότι η συνείδηση προηγείται της γλώσσας και αποτελεί βάση για την ανάπτυξη της εννοιοποίησης.
Υπάρχουν, όμως, θεωρητικοί που ισχυρίζονται ότι, αντιστρόφως, η συνείδηση είναι αποτέλεσμα της
γλώσσας. Τέτοια είναι η περίπτωση των λογο-ψυχολόγων, σύμφωνα με τους οποίους «ο νους κάθε
ατόμου συνίσταται στο σύνολο των λόγων που εμπλέκονται με αυτόν» (Harré & Gillett, 1994:
104). Κατά συνέπεια, και η έννοια του εαυτού – ισχυρίζονται – είναι προϊόν της χρήσης της
πρωτοπρόσωπης αντωνυμίας 'εγώ'». Παρεμφερής είναι και η άποψη του Dennett, ο οποίος θεωρεί
ότι «η γλώσσα μας μάς οδηγεί στο να μιλούμε και να σκεφτόμαστε σαν να υπάρχει κάποιος εκεί
μέσα» (στο Blackmore, 2004: 120). Ισχυρίζεται, με άλλα λόγια, ότι η συνείδηση συνιστά ένα
δίκτυο αφηγημάτων, κι ότι η αίσθηση ενότητας και συνέχειας του εαυτού δεν είναι παρά μια
ψευδαίσθηση ύπαρξης ενός μοναδικού αφηγητή που παράγει τις λέξεις (βλ. Blackmore, 2004: 122).

Κατά την άποψή μου, η επιχειρηματολογία της παραπάνω άποψης καταρρέει εξαιτίας ενός απτού
γεγονότος: Το 1970, ο εξελικτικός ψυχολόγος Gordon Gallup διεξήγαγε ένα πείραμα, στο οποίο
έδωσε σε μια ομάδα χιμπατζήδων προ-εφηβικής ηλικίας έναν καθρέφτη. Παρατηρώντας τις
αντιδράσεις τους συμπέρανε ότι οι χιμπατζήδες αναγνώριζαν το είδωλο του εαυτού τους στον
καθρέφτη. Σε παρόμοια πειράματα που διεξήχθησαν αργότερα, παρατηρήθηκαν όμοιες αντιδράσεις
στους ουρακοτάγκους και τους μπονόμπο, όχι, όμως, και στους γορίλες (Blackmore, 2004: 171). Οι
παρατηρήσεις αυτές οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα ανώτερα πιθηκοειδή έχουν ανεπτυγμένη την
έννοια του εαυτού ή/και αυτογνωσία (Gallup, 1998· Povinelli, 1998)81. Αυτό αποδεικνύει, θεωρώ,
ότι η συνείδηση, εφόσον εμφανίζεται στα ανώτερα πιθηκοειδή, πρώτον, δεν παράγεται από τη
γλώσσα – εφόσον τα ανώτερα πιθηκοειδή δεν έχουν γλωσσικές ικανότητες, και, δεύτερον,
προηγείται εξελικτικά της γλώσσας άρα είναι πρόγονός της και όχι το ανάποδο.

81 Ο Gallup θεωρεί ότι τα ανώτερα πιθηκοειδή έχουν ανεπτυγμένη τόσο την έννοια του εαυτού όσο και αυτογνωσία,
ενώ ο Povinelli μόνο την πρώτη.

62
6.3.2. Μήπως πίσω από γλώσσα και συνείδηση βρίσκεται η μιμητική ικανότητα;

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι ποια ικανότητα κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη συνείδησης και
γλώσσας στον άνθρωπο – ένα ερώτημα, βέβαια, που δεν μπορεί να απαντηθεί σε λίγες γραμμές,
απλά θα συζητηθεί καθότι σχετίζεται άμεσα με το αντικείμενο της εργασίας μας. Δεν είναι, λοιπόν,
λίγοι οι ερευνητές που θεωρούν τη μιμητική ικανότητα του ανθρώπου σαν πρόγονο της συνείδησης
(άρα) και της γλώσσας. Κι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις γι' αυτό:

Πρώτον, η μιμητική ικανότητα εμφανίζεται από την πρώτη κιόλας μέρα στα νεογνά, τα οποία λίγες
μόλις ώρες μετά τη γέννησή τους μιμούνται εκφράσεις του προσώπου των ενηλίκων (βλ. Meltzoff
& Moore, 1989· 2002· Nagy, 2006). Αυτό υποδεικνύει ότι ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας εγγενώς
ανεπτυγμένη αυτή τη βασική ικανότητα. Δεύτερον, αν και αυτή η ικανότητα μάς φαίνεται απλή,
βασίζεται σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό, γεγονός που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι
ελάχιστος αριθμός ζώων μπορεί να μιμηθεί. Εμφανίζεται μόνο σε εξελικτικά ανώτερα είδη, όπως
είναι τα δελφίνια, οι φάλαινες, και τα ανώτερα πιθηκοειδή (βλ. Blackmore, 2004: 175). Τρίτον, η
νοητική αναπαράσταση συνδέεται από τον Piaget με την αργοπορημένη μίμηση (βλ. 5.2.1.). Και
τέταρτον, όπως είδαμε πιο πάνω (6.2.6., iii), η ίδια η δομή της μίμησης έχει το βασικό σχήμα «Χ ◊
Ψ»· είναι, δηλαδή, ίδια με τη δομή της συνείδησης.

Ο Dennett (1995: 365) υποστηρίζει ότι ο νους είναι «ένα τεχνούργημα, το οποίο δημιουργήθηκε
όταν τα μιμίδια μετασχημάτισαν τον ανθρώπινο εγκέφαλο, με σκοπό να τον καταστήσουν
ιδανικότερη κατοικία για τα ίδια». Σύμφωνα με αυτή την άποψη (η οποία, στο μεταξύ, είναι
διαφορετική από την άποψη του ιδίου ότι η γλώσσα παρήγαγε τη συνείδηση – βλ. 6.3.1.), το
ανθρώπινο μυαλό είναι «μια μαζική παράλληλη δομή που μετασχηματίστηκε εξαιτίας της μόλυνσής
του από τα μιμίδια σε μια οντότητα που φαίνεται ότι εργάζεται σαν μια σειριακή μηχανή [...].
Έχοντας εγκατεστημένη αυτή την εικονική μηχανή, σκεφτόμαστε το ένα πράγμα μετά το άλλο, και
χρησιμοποιούμε προτάσεις και άλλα νοητικά εργαλεία, με έναν τρόπο που ταιριάζει στα μιμίδια»
(Blackmore, 2004: 165) (η υπογράμμιση είναι δική μου). Έτσι, ο Dennett (1991: 311) συμπεραίνει
ότι ο εαυτός δεν είναι παρά «μια απλοϊκή ψευδαίσθηση ύπαρξης ενός χειριστή που προκαλείται
από την ίδια την εικονική μηχανή!».

Αυτό που ουσιαστικά ισχυρίζεται ο Dennett πιο πάνω, και το οποίο φαίνεται να ενστερνίζεται και η
Blackmore (1999)82, είναι ότι η δομή των μιμιδίων σχημάτισε εξελικτικά τη δομή του εγκεφάλου

82 "It was memetic evolution that gave us big brains and languages".

63
προκαλώντας την ιδέα του νου και του εαυτού «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν της». Η ιδέα αυτή
είναι πραγματικά πολύ ελκυστική, αλλά χρήζει περαιτέρω έρευνας και μελέτης για να φανεί ο
βαθμός ισχύος της.

7. Συμπερασματικά

Στην εργασία μας αυτή, έχοντας ως αφετηρία τη θεωρία του ενσώματου ρεαλισμού, διατυπώσαμε
την υπόθεση η συνείδηση να αποτελεί το πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα με βάση το οποίο δομείται
το όλο εννοιοποιητικό σύστημα του ανθρώπου. Για να εξετάσουμε την υπόθεση αυτή μελετήσαμε
ένα μεγάλο αριθμό θεωριών της συνείδησης, εμβαθύναμε στον φιλοσοφικό στοχασμό του Bakhtin
για τη σχέση συνείδησης-γλώσσας και την εγγενώς διαλογική φύση τους, αναλύσαμε την
ψυχαναλυτική προσέγγιση του Lacan για τον ανθρώπινο ψυχισμό, ενώ συμπληρωματικά
χρησιμοποιήσαμε ενδείξεις από ψυχολογικές και νευρολογικές έρευνες. Το αποτέλεσμα της
μελέτης μας αυτής ήταν η κατασκευή ενός μοντέλου για την οντογένεση και τη δόμηση της
εννοιοποίησης, το οποίο φέρει το όνομα «Συνείδηση: το Πρωταρχικό Εικονιστικό Σχήμα» (ΣΠΕΣ),
και το οποίο απαρτίζεται από τα εξής έξι βασικά σημεία: 1) Το παιδί στον πρώτο χρόνο της ζωής
βρίσκεται σε κατάσταση ενότητας με το περιβάλλον, ελλείψει συνείδησης και αίσθησης ορίων
εαυτού και μη-εαυτού. 2) Στο δεύτερο έτος της ζωής του γεννιέται η συνείδηση, η οποία ταυτίζεται
με την εμφάνιση της μεταφοράς ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΣ. 3) Η μεταφορά αυτή προκύπτει από τον
διαχωρισμό της πρωταρχικής ενότητας σε ΕΓΩ και ΑΛΛΟΣ, και τη φαντασιακή ενοποίησή τους
στο πρωταρχικό εικονιστικό σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ, που ταυτίζεται με τη συνείδηση. 4) Το σχήμα
ΕΝΟΤΗΤΑ συνοδεύεται εγγενώς από ένα αίσθημα έλλειψης πληρότητας, το οποίο αποτελεί το
ψυχολογικό υπόβαθρο της εννοιοποίησης. 5) Το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ λειτουργεί ως μοντέλο για την
παραγωγή περαιτέρω εικονιστικών σχημάτων, αρχικά, και εννοιών αργότερα. Στη διαδικασία
εννοιοποίησης εμπλέκονται οι ταυτόσημες διαδικασίες διαχωρισμού και ενοποίησης, και η εστίαση.
6) Το σχήμα ΕΝΟΤΗΤΑ λειτουργεί και ως μοντέλο για την ενοποίηση ήδη σχηματισμένων
εννοιών, αλλά και για την ενοποίηση γλωσσικών και μη γλωσσικών στοιχείων μεταξύ τους.
Αποτελεί, δηλαδή, τη βάση για τη δόμηση κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς με πλήρες νόημα, και
έχει την αφηρημένη δομή «Χ ◊ Ψ».

Βιβλιογραφικές αναφορές

Asendorpf, J.B., V. Warkentin & P. Baudonniere. 1996. Self-awareness and other-awareness II:
Mirror self-recognition, social contingency awareness, and synchronic imitation.

64
Developmental Psychology 32, 313-21.

Austin, J.L. 1962. How to do things with words. 2η εκδ. J.O. Urmson & M. Sbisà (επιμ.).
Cambridge, Massachusett: Harvard University Press.

Baars, B.J. 1988. A Cognitive Theory of Consciousness. Cambridge: Cambridge University Press.

Baars, B.J. & S. Franklin. 2003. How conscious experience and working memory interact. Trendsin
Cognitive Sciences 7, 166-72.

Bauer, P.J., J.A. Wenner, P.L. Dropik & S.S. Wewerka. 2000. Parameters of remembering and
forgetting in the transition from infancy to early childhood. With commentary by Mark
L. Howe. Monographs of the Society for Research in Child Development 65, 4.

Blackmore, S.J. 1999. The Meme Machine. Oxford: Oxford University Press.

Blackmore, S.J. 2003. Consciousness: An Introduction. London: Hodder & Stoughton.

Blake, J. & B. de Boysson-Bardies. 1992. Patterns in babbling: A cross-linguistic study. Journal of


Child Language 19, 51-74.

Bracher, M. 1993. Lacan, Discourse, and Social Change: A Psychoanalytic Cultural Criticism.
Ithaka & London: Cornell University Press.

Bullinger, A. 1997. Sensorimotor function and its evolution. Στο J. Guimon (επιμ.), The body in
psychotherapy. Basil, Switserland: Karger.

Γεωργακοπούλου, Α. & Δ. Γούτσος. 2011. Κείμενο και Επικοινωνία. Αθήνα: Πατάκη.

Chalmers, D.J. 1995. Facing up to the problem of consciousness. Journal of Consciousness Studies
3(1), 200-19.

Chisholm, R. M. 1957. Perceiving: A Philosophical Study. Ithaca: Cornell University Press.

65
Churchland, P.S. 1996. The hornswoggle problem. Journal of Consciousness Studies 3(5-6), 402-8.

Claperède, E. 1911. Recognition et moiité. Archives de Psychologie 11, 75-90.

Clarke, C.J.S. 1995. The nonlocality of mind. Journal of Consciousness Studies 2(3), 231-40.

Cohen, D. 1987. Behaviourism. Στο R.L. Gregory (επιμ.), The Oxford Companion to the Mind.
Oxford: Oxford University Press, 71-4.

Colman, A.M. 2001. A dictionary of psychology. Oxford: Oxford University Press.

Corbetta, M. & G.L. Shulman 2002. Control of goal-directed and stimulus-driven attention in the
brain. Nature Reviews Neuroscience 3, 201-15.

Cowey, A. 2004. Fact, artefact, and myth about blindsight. Quarterly Journal of Experimental
Psychology 57A, 577-609.

Cowley, J.J., A.L. Johnson & B.W.L. Brooksbank. 1977. The effect of two odorous compounds on
performance in an assessment-of-people test. Psychoneuroendocrinology 2, 159-72.

Croft, W. & D.A. Cruse. 2004. Cognitive Linguistics. Cambridge: Cambridge University Press.

Damasio, A. 1999. The Feeling of What Happens: Body, Emotion and the Making of
Consciousness. London: Heinemann.

Dawkins, R. 1976. The Selfish Gene. Oxford: Oxford University Press.

Dehaene, S. & L. Naccache. 2001. Towards a cognitive neuroscience of consciousness: basic


evidence and a workspace framework. Cognition 79, 1-37.

Dehaene, S. & J.-P. Changeux. 2005. Ongoing spontaneous activity controls access to
consciousness: A neural model for inattentional blindness. Plos Biol. 3, e141.

Dennett, D.C. 1991. Consciousness Explained. Boston: MA.

66
Dennett, D.C. 1995. Darwin's Dangerous Idea. London, Penguin.

Dennett, D.C. 1996. Facing backwards on the problem of consciousness. Journal of Consciousness
Studies 3(1), 4-6.

Dixon, N.F. 2004. Subliminal perception. Στο R.L. Gregory (επιμ.), The Oxford companion to the
mind. Oxford: Oxford University Press.

Evans, J.St.B.T. & D.E. Over. 1996. Rationality in the selection task: Epistemic utility versus
uncertainty reduction. Psychological Review 103, 356-63.

Evans, J.St.B.T. & D.E. Over. 1997. Rationality in reasoning: The problem of deductive
competence. Current Psychology of Cognition 16, 3-38.

Eysenck, M. 2010. Βασικές Αρχές Γνωστικής Ψυχολογίας. Μτφ. Μ. Κουλεντιανού. Αθήνα:


Gutenberg. [Fundamentals of Cognition. Psychology Press, 2006.]

Farah, M.J. 2001. Consciousness. Στο B. Rapp (επιμ.), The handbook of cognitive neuropsychology.
Hove, UK: Psychology Press.

Feldman, R. 2009. Εξελικτική Ψυχολογία: Διά βίου ανάπτυξη. Μτφ. Ζ. Αντωνοπούλου. Αθήνα:
Gutenberg. [Development Across the Life Span. Pearson Education, 2008.]

Fernald, A., T. Taeschner, J. Dunn, M. Papousek, B. Boysson-Bardies & I. Fukui. 1989. A cross-
language study of prosodic modifications in mothers' and fathers' speech to preverbal
infants. Journal of Child Language 16, 477-501.

Fillmore, C.J. 1971. Towards a theory of deixis. The PCCLLU Papers. Department of Linguistics,
University of Hawaii 3, 219-41.

Fivush, R. & K., Nelson. 2004. Culture and language in the emergence of autobiographical
memory. Psychological Science 15, 573-7.

Flavell, J.H., F.L. Green & E.R. Flavell. 1995. The development of children's knowledge about

67
attentional focus. Developmental Psychology 31, 706-12.

Gallup, G.G. 1970. Chimpanzees: self-recognition. Science 167, 86-7.

Gallup, G.G. 1977. Self-recognition in primates: A comparative approach to the bidirectional


properties of consciousness. American Psychologist 32, 329-37.

Gallup, G.G. 1998. Can animals empathize? Yes. Scientific American 9(4), 67-76.

Gazzaniga, M.S. 1992. Nature's mind. London: Basic Books.

Gazzaniga, M.S., R.B. Ivry & G.R. Magnum. 2002. Cognitive neuroscience: The biology of the
mind (2η εκδ.). New York: Norton.

Gelman, R. & C.R. Gallistel. 2004. Language and the origin of numerical concepts. Science 306.
441-3.

Georgopoulos, A.P. 1997. Voluntary movement: Computational principles and neural mechanisms.
Στο M.D. Rugg (επιμ.), Cognitive neuroscience. Hove, UK: Psychology Press.

Gleitman, L. & B. Landau. 1994. The acquisition of the lexicon. Cambridge, MA: Bradford.

Graf, P. & D.L. Shacter. 1985. Implicit and explicit memory for new associations in normal and
amnesic subjects. Journal of Experimental Psychology: Learning, Memory, &
Cognition 11, 501-18.

Gratch, G. & J.A. Schatz. 1987. Cognitive development: The relevance of Piaget's infancy books.
Στο J.D. Osofsky (επιμ.), Handbook of infant development. New York: Wiley.

Griffin, E. 1996. A First Look at Communication Theory. New York: McGraw-Hill.

Halliday, M.A.K. 1975. Learning how to mean – Explorations in the development of language.
London: Edward Arnold.

68
Halliday, M.A.K. & R. Hasan. 1976. Cohesion in English. London: Longman.

Han, J.J., M.D. Leichtman & Q. Wang. 1998. Autobiographical memory in Korean, Chinese, and
American children. Developmental Psychology 34, 701-13.

Harley, K. & E. Reese. 1999. Origins of autobiographical memory. Developmental Psychology 35,
1338-48.

Harré, R. & G. Gillett. 1994. The Discursive Mind. Thousand Oaks: CA, Sage.

Harris, P.L. 1987. The development of search. Στο P. Sallapatek & L. Cohen (επιμ.), Handbook of
infant perception: From perception to cognition, Vol. 2. Orlando, FL: Academic Press.

Heimann, M., K. Strid, L. Smith, T. Tjus, S. Ulvund & A. Meltzoff. 2006. Exploring the relation
between memory, gestural communication, and the emergence of language in infancy:
A longitudinal study. Infant and Child Development 15, 233-49.

Hollingworth, A. & J.M. Henderson. 2002. Accurate visual memory for previously attended objects
in natural scenes. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and
Performance 28, 113-36.

Hollingworth, A., C.C. Williams & J.M. Henderson. 2001. To see and remember: Visually specific
information is retained in memory from previously attended objects in natural scenes.
Psychonomic Bulletin & Review 8, 761-8.

Homer, S. 2005. Jacques Lacan. London & New York: Routledge.

Howe, M.L. 2003. Memories from the cradle. Current Directions in Psychological Science 12, 62-
5.

Howe, M.L., M.L. Courage & S.C. Edison. 2004. When autobiographical memory begins. Στο S.
Algarabel, A. Pitarque, T. Bajo, S.E. Gathercole & M.A. Conway (επιμ.), Theories of
memory, Vol. 3. New York: Psychology Press.

69
Jackedoff, R. & D. Aaron. 1991. Review of G. Lakoff and M. Turner More than Cool Reason.
Language 67, 320-38

James, W. 1890. The Principles of Psychology (2 volumes). London: Macmillan.

Johnson, M. 1987. The Body in the Mind: The Bodily Basis of Meaning, Imagination and Reason.
Chicago: Chicago University Press.

Kahneman, D. 2003. A perspective on judgement and choice: Mapping bounded rationality.


American Psychologist 58, 697-720.

Kahneman, D. & S. Fredrick. 2002. Representativeness revisited: Attribute substitution in intuitive


judgements. Στο T. Gilovich, T.D. Griffin & D. Kahneman (επιμ.), Heuristics and
biases: The psychology og intuitive judgment. Cambridge: Cambridge University
Press.

Kail, R.V. 2004. Cognitive development includes global and domain-specific processes. Merill-
Palmer Quarterly 50, 445-55.

Κανάκης, Κ. 2007. Εισαγωγή στην Πραγματολογία. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Katz, J. & Pesetsky, D. 2011. The Identity Thesis for Language and Music, draft.
[http://ling.auf.net/lingBuzz/000959]

Keller, H., S. Voelker & R.D. Yovsi. 2005. Conceptions of parenting in different cultural
communities: The case of West African Nso and northen German women. Social
Development 14, 158-80.

Keller, H., R. Yovsi, J. Borke, J. Kärtner, J. Henning & Z. Papaligoura. 2004. Development
consequences of early parenting experiences: Self recognition and self-regulation in
three cultural communities. Child Development 75, 1745-60.

Lacan, J. 1988a. The Seminar of Jacques Lacan: Book I: Freud's Papers on Technique, 1953-1954.
Επιμ. Jacques-Alain Miller. Μτφ. John Forrester. New York: Norton.

70
Lacan, J. 1988b. The Seminar of Jacques Lacan, Book II: The Ego in Freud’s Theory and in the
Technique of Psychoanalysis 1954–1955. Επιμ. J.-A. Miller, Μτφ. S. Tomaselli,
Cambridge: Cambridge University Press.

Lakoff, G. 1987. Women, fire, and dangerous things: What categories reveal about the mind.
Chicago: The University of Chicago Press.

Lakoff, G. 1993. The Contemporary Theory of Metaphor. Στο Α. Ortony (επιμ.), Metaphor and
Thought. Cambridge: Cambridge University Press, 202-51.

Lakoff, G. & M. Johnson. 1980. Metaphors we live by. Chicago: The University of Chicago Press.

Lakoff, G. & M. Johnson. 1999. Philosophy in the Flesh. New York: Basic Books.

Levine, J. 2001. Purple Haze: The Puzzle of Consciousness. New York: Oxford University Press.

Libet, B., C.A. Gleason, E.W. Wright & D.K. Pearl. 1983. Time of conscious intention to act in
relation to onset of cerebral activity (readiness potential): the unconscious initiation of
a freely voluntary act. Brain 106, 623-42.

Mandler, J.M. 1994. Precursors of linguistic knowledge. Philosophical Transactions of the Royal
Society of London 346, 63-9.

Marcovitch, S., P. Zelazo & M. Schmuckler. 2003. The effect of the number of A trials on
performance on the A-not-B task. Infancy 3, 519-29.

McCrink, K. & K. Wynn. 2004. Large-number addition and subtraction by 9-month-old infants.
Psychological Science 15, 776-82.

McGinn, C. 1999. The Mysterious Flame: Conscious Minds in a Material World. New York: Basic
Books.

Meltzoff. A.N. & M.K. Moore. 1989. Imitation in newborn infants: Exploring the range of gesture
imitated and the underlying mechanisms. Developmental Psychology 25(6), 954-62.

71
Meltzoff. A.N. & M.K. Moore. 2002. Imitation, memory, and the representation of persons. Infants
Behavior & Development 25, 39-61.

Mercier, C. 1888. The Nervous System and the Mind. London: Macmillan.

Milner, A.D. & M.A. Goodate. 1995. The visual brain in action. Oxford: Oxford University Press.

Milner, A.D. & M.A. Goodate. 1998. The visual brain in action. Psyche 4, 1-14.

Minsky, M. 1986. Society of Mind. New York: Simon & Schuster.

Morris, P. 1994. The Bakhtin Reader: Selected Writings of Bakhtin, Medvedev and Voloshinov.
London: Edward Arnold.

Nagy, E. 2006. From imitation to conversation: The first dialogues with human neonates. Infant and
Child Development 15, 223.

Nazzi, T. & J. Bertoncini. 2003. Before and after the vocabulary spurt: Two modes of word
acquisition?. Developmental Science 6, 136-42.

Oakley, T. 2007. Image Schemas. Στο Geeraerts, D. & H. Cuyckens (επιμ.), The Oxford Handbook
of Cognitive Linguistics. Oxford: Oxford University Press, 214-35.

O'Grady, W. & J. Aitchison. 2005. How children learn language. New York: Cambridge University
Press.

O'Hara, K. & T. Scutt. 1996. There is no hard problem of consciousness. Journal of Consciousness
Studies 3(4), 290-302.

Παναρέτου, Ε. 2011. Θέματα γνωσιακής γλωσσολογίας. Αθήνα: Παπαζήση.

Παπαδόπουλος, Γ.Σ. 2015. Ο ρόλος της ιδεολογίας στην ανάπτυξη διαφορετικών εννοιοποίησεων
του ίδιου αντικειμένου αναφοράς από διαφορετικούς ομιλητές - Ανάλυση σχολίων
κάτω από άρθρα σχετικά με την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού. (διπλωματική

72
εργασία) [https://uoa.academia.edu/GERASIMOSSOFOKLISPAPADOPOULOS]

Povinelli, D.J. 1998. Can animals empathize? Maybe not. Scientific American 9(4), 67-76.

Parfit, D. 1984. Reasons and Persons. Oxford: Oxford University Press.

Parfit, D. 1987. Divided minds and the nature of persons. Στο C. Blakemore & S. Greenfield (επιμ.)
Mindwaves. Oxford: Blackwell, 19-26.

Penrose, R. 1989. The Emperor's New Mind. London: Vintage.

Pillemer, D.B. 1998. What is remembered about early childhood events? Clinical Psychology
Review 18, 895-913.

Pinker, S. 1997. How the Mind Works. New York: W.W. Norton.

Popper, K.R. & C. Eccles. 1977. The Self and its Brain. New York: Springer.

Poulin-Dubois, D. 1999. Infant's distiction between animate and inanimate objects: the origins of
naive psychology. Στο P. Rochat (επιμ.), Early social cognition. Hillsdale, NJ:
Lawrence Erlbaum Associates.

Quine, W.V.O. 2015 [1960]. Word and Object. New edition, with a foreword by Patricia
Churchland, Cambridge, Mass.: MIT Press.

Rakova, M. 2002. The philosophy of embodied realism: A high price to pay? Cognitive Linguistics
13(3), 215-44.

Riddoch, G. 1917. Dissociations of visual perceptions due to occipital injuries, with especial
reference to appreciation of movement. Brain 40, 15-57.

Rochat, P. 2004. Emerging co-awareness. Στο G. Bremner & A. Slater (επιμ.), Theories of infant
development. Malden, MA: Blackwell Publishers.

73
Rubin, D.C. 2000. The distribution of early childhood memories. Memory 8, 265-269.

Seager, W. 1999. Theories of Consciousness: An Introduction and Assessment. London: Routledge.

Searle, J.R. 1976. A classification of illocutionary acts. Language in Society 5, 1-24.

Shepard, R.N. & J. Metzler. 1971. Mental rotation of three-dimensional objects. Science 171, 701-3.

Siegler, R. 2003. Thinking and intelligence. Στο M. Bornstein & L. Davidson (επιμ.), Well-being:
Positive development across the life course. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum
Associates.

Siegler, R.S. 1995. How does change occur?: A microgentic study of number conservation.
Cognitive Psychology 28, 225-73.

Simcock, G. & H. Hayne. 2002. Breaking the barrier? Children fail to translate their preverbal
memories into language. Psychological Science 13, 225-31.

Simons, D.J. & D.T. Levin. 1998. Failure to detect changes to people during a real-world
interaction. Psychonomic Bulletin and Review 5, 644-9.

Snodgrass, M., E. Bernat & H. Shevrin. 2004. Unconscious perception at the objective detection
threshold exists. Perception & Psychophysics 66, 888-95.

Sperry, R.W. 1968. Hemisphere deconnection and unity in consicious awareness. American
Psychologicist 23, 723-33.

Spiers, H.J., E.A. Maguire & N. Burgess. 2001. Hippocampal amnesia. Neurocase 7, 357-82.

Taylor, J.R. 2002. Cognitive Grammar. Oxford: Oxford University Press.

Thurschwell, P. 2000. Sigmund Freud, Routledge Critical Thinkers. London: Routledge.

Tulvin, E. 1972. Episodic and semantic memory. Στο E. Tulving & W. Donaldson (επιμ.),

74
Organization of memory. London: Academic Press.

Van Mark, K. & K. Wynn. 2006. Six-month-old infants use analog magnitudes to represent
duration. Development Science 9, F41-9

Varela, F.J. 1999. Present-time consciousness. Journal of Consciousness Studies 6(2-3), 111-40.

Vargha-Khadem, F., D.G. Gadian, K.E. Watkins, A. Connelly, W. van Paesschen & M. Mishkin.
1997. Differential effects of early hippocampal pathology on episodic and semantic
memory. Science 277, 376-80.

Watson, J.B. 1913. Psychology as the behaviorist views it. Psychological Review 20, 158-77.

Wegner, D.M. 2002. The illusion of conscious will. Cambridge, MA: MIT Press.

Wegner, D.M. 2003. The mind's best trick: How we experience conscious will. Trends in Cognitive
Sciences 7, 65-9.

Wegner, D.M. & T. Wheatley. 1999. Apparent mental causation: Sources of the experience of the
will. American Psychologist 54, 480-92.

Wheeler, M.A., D.T. Stuss & E. Tulving. 1997. Toward a theory of episodic memory: The frontal
lobes and autonoetic consciousness. Psychological Bulletin 121, 331-54.

Wierzbicka, A. 1986. Metaphors linguists live by. Lakoff & Johnson contra Aristotle. (Review of
George Lakoff and Mark Johnson 1980 Metaphors we live by. Chicago: The
University of Chicago Press). Papers in Linguistics 19(2), 287-313.

Žižek, S. 2007. Λακάν. Μτφ. Δ. Καγιαλάρης & Κ. Παπαδάκης. Αθήνα: Πατάκη. [How to read
Lacan. Granta Books, 2006.]

75

You might also like