You are on page 1of 42

Στη μητέρα μου

Πρόλογος

Το κολιμπρί είναι ένα μικρόσωμο


πτηνό, ενδημικό της αμερικανικής ηπείρου,
τόσο της Νότιας, όσο και της Κεντρικής και της
Βόρειας. Πρόκειται για ένα πουλί σπάνιας
ομορφιάς, με πολύχρωμο φτέρωμα και μακρύ,
λεπτό ράμφος που μοιάζει με ξίφος. Το πιο
χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η
εκτυφλωτική ταχύτητα με την οποία χτυπά τις
λιλιπούτειες φτερούγες του, με τρόπο που
θυμίζει έντομο, επιτρέποντάς του να στέκεται
φαινομενικά ακίνητο στον αέρα. Στο
καλλιτεχνικό υποσυνείδητο έχει ταυτιστεί με
τα ταξίδια, κι από πολύ νωρίς στην τέχνη της
δερματοστιξίας υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές.
Όντας γέννημα θρέμμα Βαλκάνιος, δεν
είχα δει ποτέ μου κολιμπρί. Αυτό άλλαξε την
άνοιξη του 2020, η οποία με βρήκε στο Μεξικό,
στο Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας. Ένα
κολιμπρί ερχόταν κάθε πρωί περίπου στις
έντεκα στην ταράτσα του σπιτιού όπου έμενα,
για να τρυγήσει το νέκταρ από τα λουλούδια.
Ένιωσα λες κι αυτό το κολιμπρί, μεσούσης της
πανδημίας του κορονοϊού, μακριά από τον
τόπο μου, την οικογένεια, τους φίλους και τις
φίλες μου, ήταν μια μικρή, πολύ μικρή
συντροφιά. Που όμως είχε σημασία.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής
σχετίζονται όλα, έμμεσα ή άμεσα, με το
μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής μου ως τώρα, στην
Τσιάπας του Μεξικού: τα μισά γράφτηκαν εδώ,
ενώ τα άλλα μισά στην Αθήνα, αλλά με
ειλημμένη ήδη την απόφαση της αναχώρησης.
Αυτός ο συσχετισμός είναι το ήμισυ του λόγου
πίσω από την ονοματοδοσία της συλλογής.
Το άλλο μισό είναι ότι αυτή η συλλογή
φιλοδοξεί να μοιράζεται ορισμένα
χαρακτηριστικά με τον ανοιξιάτικο
επισκέπτη/φίλο μου: είναι μικρή, πολύχρωμη,
ανάλαφρη (;), ταξιδιάρικη, και ζητά να πιεί το
νέκταρ των πιο ευωδιαστών κι ανθισμένων
λουλουδιών (εμπνεύσεων).
Καλοτάξιδο, λοιπόν. Ευχή μου να σας
συντροφεύσει, όλες κι όλους, με έναν μικρό
τρόπο, σαν τον ανοιξιάτικο φίλο μου. Κι αν όχι,
δεν πειράζει. Μέχρι να ανοιγοκλείσετε τα
μάτια σας θα έχει φτερουγίσει μακριά.

Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού,


αυτή την άνοιξη του 2021,
Αλέξανδρος Ηλιόπουλος
Εισαγωγή

Οι συνθέσεις παρουσιάζονται εδώ σε


σχεδόν απόλυτη χρονολογική σειρά. Έχουν
πραγματοποιηθεί οι ελάχιστες δυνατές
παρεμβάσεις ώστε να υπάρχει μια κάποια
ενότητα και ροή στη συλλογή. Αυτή η
ταξινόμηση μπορεί φαινομενικά να ευνοεί
ορισμένα ποιήματα ή να αδικεί κάποια άλλα.
Για παράδειγμα, το Χειμερινό Τοπίο
τοποθετείται έτσι πρώτο, θέση που δεν του
ανήκει εννοιολογικά ούτε ίσως υφολογικά, με
την έννοια ότι μοιάζει να είναι μια σύνθεση in
medias res, κάτι που σίγουρα αποτυπώνει την
ψυχολογική μου κατάσταση την συγκεκριμένη
περίοδο (μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε
κάποιο βαθμό στην Απουσία). Υπό αυτή την
έννοια, ίσως κάποια άλλη σύνθεση να ήταν
ιδανικότερη για μια εισαγωγική νότα. Ομοίως,
η Συνείδηση βρίσκεται δύο ποιήματα πριν το
τέλος, παρότι την θεωρώ ως μια από τις
αρτιότερες συνθέσεις της συλλογής, κι ίσως
έτσι να διαλάθει της προσοχής κάποιου
αναγνώστη ή αναγνώστριας. Παρόλα αυτά,
έκρινα ότι η συγκεκριμένη σειρά ήταν η
ενδεδειγμένη, τόσο επειδή επιτρέπει μια
συνολική θέαση της εξελικτικής ποιητικής
διαδικασίας, όσο κι επειδή εντέλει είναι πιο
δίκαιη για τα ίδια τα ποιήματα.
Ακόμη, όπως είναι φυσικό, η
χρονολογική κατάταξη αποκλείει κάθε άλλο
ενοποιητικό σχήμα: πράγματι, τα ποιήματα
που απαρτίζουν την παρούσα συλλογή
θεωρούσα ότι ανήκαν σε δύο κατηγορίες, τα
πολιτικά και τα ερωτικά, με αρκετά ξεκάθαρα
θεματικά χαρακτηριστικά. Όμως, κατά τη
σύλληψη και την κατάρτιση της συλλογής
διαπίστωσα ότι θα ήταν καλύτερη μια κεντρική
ιδέα που θα διατρέχει όλα τα επιμέρους
στοιχεία, παρά μια στείρα παράθεση των
κατηγοριοποιημένων ποιημάτων. Αυτός,
άλλωστε, ήταν κι ο λόγος για τον οποίο
τέσσερα ποιήματα τα οποία αρχικά
προορίζονταν για να ενσωματωθούν στη
συλλογή, τελικά εξοβελίστηκαν. Πρόκειται για
δύο ιστορικά και τα δύο σουρεαλιστικά, τα
οποία τελικά στεγάστηκαν στο παράρτημα της
παρούσας συλλογής.
Διάφορα ποιήματα είναι εμπνευσμένα
από πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα και
γεγονότα, όπως οι Συντρόφισσες, από τις
γυναικείες πολιτοφυλακές του κουρδικού YPJ,
οι Τσιμεντόλιθοι από τις εκκενώσεις
καταλήψεων όπου στεγάζονταν οικογένειες
προσφύγων στις οποίες προέβη η κυβέρνηση
της Νέας Δημοκρατίας το φθινόπωρο του 2019,
η Απεργία Πείνας για τους μάρτυρες του Grup
Yorum που πέθαναν την άνοιξη του 2020, Ελίν
Μπολέκ και Ιμπραήμ Γκοκτσέκ. Τέλος, η
Συνείδηση εμπνέεται από τον επαναστάτη
πολιτικό κρατούμενο Δ. Κουφοντίνα, στον
οποίο και αφιερώνεται. Όταν γράφτηκε,
ξεκινούσε μόλις την απεργία πείνας του, τον
Ιανουάριο του 2021. Χρίζει εδώ ειδικής μνείας
το γεγονός ότι Το Χέρι του Θεού, παρότι
εμπνεύστηκε εν μέρει από εκείνο το
μνημειώδες γκολ του Ντιέγκο Μαραντόνα
εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας στο Μουντιάλ
του 1986, δεν έχει καθόλου να κάνει με την
ζωή και την πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα του
Αργεντινού. Μάλιστα, αν και μπαίνει
τελευταίο, γράφτηκε την άνοιξη του 2020,
μήνες πριν τον θάνατό του. Το νόημα του
συγκεκριμένου ποιήματος συγγενεύει
περισσότερο με αυτό της Ανακύκλωσης, και
συμπυκνώνεται στην επιμονή και την υπομονή,
ιδιαίτερα κάτω από αντίξοες συνθήκες, και
στην βαθύτερη πίστη ότι εμείς, οι από τα κάτω,
ο παγκόσμιος Νότος, θα βρίσκουμε πάντα έναν
τρόπο να κερδίζουμε τις Μεγάλες Βρετανίες
αυτού του κόσμου. Ακόμα και με το χέρι.
Κολιμπρί
Χειμερινό Τοπίο

Ήρθαν πάλι οι θαμπές νύχτες


που το χνώτο φαίνεται σαν νεφέλη
μπροστά στα μάτια
κι οι δρόμοι είναι κρύοι και άδειοι
με κάποιο τρόπο
που δεν μπορώ να εξηγήσω
ούτε μπορεί
να αποτυπωθεί στις φωτογραφίες
αλλά τον νιώθεις σε μια στιγμή
αν είσαι κει
μόνος.

Οι στέρεες αποφάσεις
μοιάζουν αβέβαιες
τα γέλια προσωρινά κι οι παρέες λίγες,
σα να μην είναι αρκετές
για να κρατήσουν μακριά
το κρύο
τη μοναξιά
τον φόβο

Τα ρούχα απλωμένα μέρες


οι ώμοι σκυφτοί
κι άρχισε να μη με νοιάζει αν θα σε δω.
Λες και δεν θέλω πια να προσπαθώ
ίσως γιατί βαθιά μέσα μου φοβάμαι
ότι θα τα καταφέρω.
Ένα Τσιγάρο

Απόψε προσπάθησα να μη σε θυμηθώ


Αγνόησα τη γνώριμη μυρωδιά σου
στα σεντόνια
Έπαψα να προσπαθώ τις λεπτομέρειες να
ξετρυπώσω απ’ τη μνήμη μου
από το τι φορούσες μέχρι τι μου είπες
Λίγες νύχτες πριν
που μοιάζουν μια ζωή
Η ντροπή του μεθυσιού επισκιασμένη
από μια αίσθηση θριάμβου
γιατί ξυπνήσαμε μαζί.

Έσβησα τα φώτα
κι είπα πως δεν θα σε σκεφτώ.
Στην κάμαρά μου έκανε κρύο
Ξύλινο κούφωμα, παλιό,
χωρίς θέρμανση
κι εσύ είχες χωθεί στην αγκαλιά μου
Αλλά φτάνει.
Είπα ήδη ότι δεν θα σε σκεφτώ.

Κοιμήθηκα βαριά, κουκουλωμένος


κι ούτε που σε είδα στον ύπνο μου.
Σηκώθηκα κι έφτιαξα καφέ.
Όλη την ώρα με παρατηρούσε
ένα τσιγάρο πεσμένο στο πάτωμα.
Στριφτό και τσακισμένο, στριμμένο με
μεθυσμένα δάχτυλα.
Το είχα δει αποβραδίς αλλά το άφησα
Επειδή εγώ δεν καπνίζω.
Χρονικοϋποθετικό

Κι άμα μια νύχτα βρεθούμε μόνοι μας


και κοιταχτούμε στα μάτια
με τα σώματα ντυμένα και τις ψυχές γυμνές
Μα όχι σαν Πρωτόπλαστοι που διώχτηκαν απ’
τον Παράδεισο
αλλά περήφανοι σαν ιθαγενείς
Κι αποτολμήσουμε
να μιλήσουμε με λέξεις
όχι με υπεκφυγές και δικαιολογίες
όχι με κουρτίνες που κρύβουν τον ήλιο

Τότε
θα δούμε πόσα απίδια βάζει ο σάκος
πόσα σ’ αγαπώ πνίξαμε
στη σιωπή και το αλκοόλ
πόσα μεθύσια αποκηρύξαμε
επειδή είπαμε την αλήθεια
και μας τρόμαξε
πόσες φορές
κρυφτήκαμε πίσω από το δάχτυλό μας
και πήγαμε στη σχολή
στον στρατό
στη δουλειά
στο μνήμα
Μπήκαμε μέσα και κλείσαμε την πόρτα
όταν αρνηθήκαμε αυτά που θέλαμε
αυτά που αγαπούσαμε
αυτά που ήμασταν
Γιατί φοβόμασταν.

Αλλά μάλλον δεν θα ‘ναι απόψε.


Κουράστηκα
και το πάει για βροχή.
Πιάσε άλλη μία.
Απουσία
Παλιό το δωμάτιο, κλείνουν οι τοίχοι
φτηνές νύχτες
κι εσύ να λείπεις.

Κίτρινα φώτα και χλιαρή


κουνημένη μπύρα
Ίδιες διαδρομές
Σπασμένα μπουκάλια
σβησμένα συνθήματα
βιαστικοί διαβάτες σε σκοτεινά στενά
κι η Αθήνα είναι όμορφη τη νύχτα
Φτάνει να μην έλειπες.

Η ίδια θολούρα, οι αναμνήσεις


Αλεξάνδρας.
Στο μυαλό μου κασέτα σε επανάληψη
Υπομονή
Η αναπόδραστη κι ανέφικτη επανάσταση
Οι προθεσμίες μου και το επόμενο φτηνό
περίπτερο
Ο Παναθηναϊκός
Κι εσύ.
Αυτή η άχραντη κι απρόσωπη ύπαρξη
Άχρονη, λαμπερή σαν αγία
άυλη κι αναλλοίωτη
και πανταχού παρούσα
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είμαι ερωτευμένος
με την ιδέα σου.
Από παιδί αγαπούσα
δυο μάτια σαν θάλασσες
σαν το γαλάζιο τ’ ουρανού
άπιαστα σαν ηλιοβασιλέματα
Κι ίσως έτσι να σ’ έπλασα
Για να λείπεις.
Τσιμεντόλιθοι

Τσιμεντόλιθοι.
Στα παράθυρα και τις πόρτες μας
Τσιμεντόλιθοι.
Στην ψυχή μας

Αδειανά κτίρια, αδειανοί άνθρωποι


Πίσω στα νησιά
Πίσω στα στρατόπεδα
Όχι.

Πιο κοντά στη θάλασσα.


Κάποτε την κοιτούσες και γέλαγες
Τότε, πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια
Τότε.

Τώρα θυμάσαι.
το καρυδότσουφλο
τα κύματα
το όπλο
το αλμυρό νερό να σου γεμίζει το στόμα
Δεν μπορείς πια να τη βλέπεις.
Υδροφοβία, είπε ο γιατρός σβέλτα, αδιάφορα
Επόμενος.

Τα παιδιά θα παίζουν πάλι στις λάσπες


στις σκηνές
στο κρύο
στη βροχή
Τα παιδιά θα βρουν τρόπο να χαρούν.
Έτσι λες και ξαναλές.
Κι εμείς;
Τι θα γίνουμε εμείς;

Φοβάσαι.
Το νησί είναι πιο κοντά στη Συρία.
Στην πατρίδα
Τι αδειανή λέξη
Πιο κοντά στον πόλεμο
Όχι. Όχι πάλι.

Το νησί ζυγώνει στον ορίζοντα


Μόρια
Μια λέξη σαν τάφος
Βαριά σαν τσιμεντόλιθος.
Συντρόφισσες

Ακόμη δε χάραξε
Ούτε το γλυκό φως άρχισε να σπάει το σκοτάδι
απ’ την Ανατολή, κει μακριά.
Και τ’ όπλο ζώστηκες
για άλλη μια μέρα.

Το μαντήλι σου κρύβει το πρόσωπο


μα δεν πειράζει
γιατί έχει κρύο πριν την αυγή
Κρύο σαν τα χέρια των παιδιών
κάτω απ’ τα συντρίμμια
με πρόσωπα γκρίζα από τη σκόνη
Μάτια αδειανά.
Μην ξεχάσεις
Μη συγχωρήσεις
Μη γίνεις σαν αυτούς

Η πάνοπλη φάλαγγα
διασχίζει την έρημο
κι εσείς τριγύρω σαν σκιές
στο χρώμα της ερήμου
Ένας νυσταγμένος φαντάρος σε κοιτά χωρίς να
σε βλέπει
Κι άλλος.
Κι άλλος.
Όταν ο πρώτος φωνάζει είναι πια αργά
Πολύ αργά για τη φάλαγγα.

Ο ήλιος βγαίνει από τη Δύση


κάνει τη νύχτα μέρα
και το αίμα βάφει την άμμο.
Ακόμη και το δικό σου
Το είχαν πει· θα προτιμηθούν
οι ορφανές
κι οι χαροκαμένες.
Χαμογελάς
ο ήλιος αρχίζει να φεγγίζει
πίσω απ’ τα βουνά
Δυο συντρόφισσες σου σφαλίζουν τα μάτια.
Παίρνουν τ’ όπλο σου και συνεχίζουν
μέχρι να ξημερώσει.
Απεργία Πείνας

Έξω βρέχει.
Οι τοίχοι του δωματίου
και τα σεντόνια με το ζωηρό -ψέματα!- χρώμα
με σφίγγουν
Μια ζαλάδα όλη μέρα
δε λέει να μ’ αφήσει
Το χέρι μου πολεμάει
να πετάξει το μολύβι
κι η ψυχή μου το βάρος της ευθύνης
Δεν είσαι δω.

Πότε-πότε κοιτάζω αν η βροχή πέφτει ακόμα


έξω
ή στο μυαλό μου.
Βαδίζω διστακτικά, μουδιασμένα
ψάχνοντας να βρω το νόημα,
τον λόγο.
Σίγουρα δεν είσαι δω,
μα δεν είν’ αυτή η πηγή
της αδυναμίας μου.
Σαν τώρα έσβησε η Ελίν στην Τουρκία
κι ένα περιστέρι γέλιου και χαράς πέταξε για
πάντα.

Ήταν ένα όνειρο ότι ήσουν ποτέ εδώ.


Ένα όνειρο σε μια νύχτα
γεμάτη εφιάλτες.
Στη νύχτα αυτή, τα παιδιά της ανθρωπότητας
εξαφανίζονται.
Οι άνθρωποι που
λένε την αλήθεια, λοιδωρούνται.
Το κουράγιο τσακίζεται στην
απομόνωση, στο περιθώριο.
Οι αγωνιστές συνθηκολογούν.
Οι ρομαντικοί συμβιβάζονται.
Επειδή είμαι μόνος.

Αλλά όταν είσαι εσύ εδώ,


όλοι εσύ,
ο φοιτητής, η φυλακισμένη,
ο εργάτης, η αγωνίστρια,
βγαίνει ο ήλιος.
Και τα παιδιά παίζουν στους δρόμους,
οι φωνές των φυλακισμένων
σκιάζουν τους φρουρούς,
ο αέρας ανεμίζει στα λάβαρα
και τα πανό
Κι οι ρομαντικοί ονειρεύονται.
Τα τραγούδια δεν σταματούν.
Οι χοροί συνεχίζονται.

Στο Grup Yorum


Ανακύκλωση

Η φτώχεια είναι ανακυκλώσιμη


κι ανακυκλωμένη.
Γενιές και γενιές που δεν κατάφεραν
-γιατί περί κατορθώματος θα επρόκειτο-
να σπάσουν τον φαύλο κύκλο.

Ρούχα και παπούτσια χιλιομπαλωμένα, φθαρμένα


και ξεβαμμένα
σαν προσωπικές αντιστάσεις.
Ποτήρια και πιάτα πλαστικά, με λεκέδες που δεν
φεύγουν
ούτε με το νέο πάλμολιβ
σαν βιώματα.
Παράθυρα θαμπά, σπασμένα σε μια γωνιά
που έτσι κι αλλιώς δεν βλέπουν σε καμιά
φανταστική θέα.
Ένα σκυλί ξεχασμένο στην ταράτσα
γαβγίζει από χτες

Σπίτια από γυμνό τσιμέντο


και σκεπές από τσίγκο
κάπου-κάπου στάζουν
αλλά κάνουν τη δουλειά
σαν τοξικές σχέσεις.
Εθισμοί, ξεσπάσματα και νευρώσεις.
Θρησκεία και ποδόσφαιρο
Τραγούδια στο ριπίτ
Εκπομπές μαγειρικής
ή ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ
Κακοποίηση και συμβιβασμός
σαν κοινωνικό συμβόλαιο
που έληξε προ πολλού.

Αποφάσεις στον βρόντο


Παιδικά κλάματα και γέλια
Ταινίες που ποτέ δεν βλέπεις το τέλος.
Αραιά μεροκάματα
που σημαίνουν
ξεροκόμματα για το σκυλί
κι αλκοόλ απ’ το φτηνό.
Χλιαρό νερό στο ντους
σαν ξεθυμασμένο πάθος.
Και μια πρέζα τρυφερότητας
σαν το αλάτι στο φαΐ
Μια σιωπηλή, πεισματική,
ανυποχώρητη αποφασιστικότητα
σαν τον άρτο ημών τον επιούσιο.
Μια έμπρακτη αλληλεγγύη
σαν νεράκι δροσερό.
Συνείδηση

Να είσαι άνθρωπος συνειδητός πάει να πει


να ζεις με το ένα πόδι στο παρελθόν
και να μην ξεχνάς ποτέ
τι κάναν στη Μαδρίτη
τι κάναν στη Γερμανία
τι κάναν στη Χιλή

Να ξέρεις ότι πάντα και παντού


θα το κάναν αν τους αφήναμε
Κι ότι το φίδι μοιάζει νεκρό
όταν κοιμάται.
Ούτε να ξεχνάς
τι κάναν στον Λαμπράκη
τι κάναν στον Καλτεζά
τι κάναν στον Φύσσα
Να μη φοβάσαι να πεις
πως τους σκοτώσαν
οι φασίστες

Πάει να πει ακόμη


να κοιτάζεις με το ένα μάτι στο μέλλον
και παρά τις απογοητεύσεις
πάρα τη Βαρκελώνη
πάρα τη Βολιβία
πάρα τη Βάρκιζα
να ελπίζεις σε Παρισινές Κομούνες
σε Χειμερινά Ανάκτορα
και στη Ζούγκλα Λακαντόνα
Πολλά ακόμα πράγματα πάει να πει
όπως το να περιμένεις
πολύ να περιμένεις
και να βαδίζεις
να φωνάζεις
να επιμένεις
πολύ να επιμένεις
κι ας σε βρίζουν
κι ας σε χτυπούν
κι ας σε κατηγορούν
ακόμα κι αν σε φυλακίσουν
ή σε βασανίσουν
ή σου επιβάλλουν όρους περιοριστικούς
ή σου κόψουν άδειες κι επισκεπτήρια.
Και τότε ακόμη να μπορείς να αγωνίζεσαι
με όπλο τις λέξεις
ή το σώμα σου
χωρίς να ξέρεις αν το επόμενο πρωί
θα ξυπνήσεις.

Να είσαι άνθρωπος συνειδητός θα πει


να τα ξέρεις πολύ καλά ολ’ αυτά
μα να μη φοβηθείς
να σηκώσεις το δάχτυλο και να πεις:
Αυτοί φταίνε.
Να πας στην πορεία
να πάρεις την ευθύνη
να μη σπάσεις.
Θα πει τέλος
ο πόνος κάθε ανθρώπου
να ‘ναι και δικός σου
στην Τουρκία
στην Παλαιστίνη
στη Σομαλία.
Δική σου κι η χαρά.
Ο άνθρωπος ο συνειδητός
Γελά συχνά και δυνατά,
και κλαίει
κι επιμένει.
Επιμένει.

Στον Δημήτρη Κουφοντίνα


Ερωτική κβαντομηχανική

Φυσικά και δεν σε ξέχασα ποτέ.


Και παρότι αυτό το «σε» είναι αόριστο
δεν είναι καθόλου αφηρημένο.
Κάπου διάβασα ότι στην κβαντομηχανική
είναι εφικτό
Ένα σωματίδιο να βρίσκεται
σε δύο αντίθετες καταστάσεις
ταυτόχρονα.
Σίγουρα λοιπόν κάτι τέτοιο
θα ισχύει και στον έρωτα
αφού δεν υπάρχει τίποτα
άλλο
που να έχω αισθανθεί
σε πιο βαθύ, υποατομικό επίπεδο.

Γιατί χωρίς εσένα,


όλες κι όλους κι όλα τα εσένα,
εγώ δεν θα ήμουν εγώ,
όσο παράδοξο κι αν ακούγεται.
Έτσι είναι αυτή η κβαντομηχανική,
όλο παράδοξα.

Δεν θα ήμουν εγώ αν δεν είχαμε ζήσει


εκείνη την αμήχανη στιγμή, νύχτα,
σε κείνο το μικρό δωμάτιο, μαζί,
ή αν δεν είχαμε μείνει
εκείνο τον καιρό μαζί,
ή αν δεν διαφωνούσαμε
συχνά κι έντονα,
ή αν δεν χωρίζαμε.

Κι ούτε ξέχασα ποτέ


πώς μύριζαν τα μαλλιά σου
ή πώς αγκαλιαζόμασταν
ή πώς ονειρευόμασταν
ή πώς κοιμόμασταν.

Γιατί χωρίς αυτά τα ξυπνήματα


ή αυτά τα όνειρα
δεν θα είχα φτάσει
στις αποφάσεις του σήμερα
Και σίγουρα όχι του αύριο
-όποιες κι αν είναι αυτές-.

Ένα τελευταίο παράδοξο


της κβαντομηχανικής
είναι ότι η καρδιά μου
είναι ακόμα στο στήθος μου
και χτυπάει
παρότι ένα κομμάτι της
έμεινε για πάντα
μαζί σου.
Το Χέρι του Θεού

Όλη μας η ζωή


όνειρα ανεκπλήρωτα
έρωτες απραγματοποίητοι
ταξίδια που δεν γίναν ποτέ
κρύα βροχερά απογεύματα Κυριακής στην
εξέδρα

Όλες μας οι μέρες


φιλοδοξίες μεγάλες και συμβιβασμοί
ξεθυμασμένες μπύρες
και τρία ευρώ βενζίνη
λογαριασμοί και καθυστερημένα σέρβις στο
αμάξι
λόγια ξαναειπωμένα
τοπία ξαναϊδωμένα
αγάπες ξεθωριασμένες
-μένει η συνήθεια-
Απλήρωτο το φροντιστήριο των παιδιών
«Σιγά μωρέ».

Μα ίσως η ουσία είναι


να συνεχίζουμε να πηγαίνουμε σε μικρές
πορείες
να πίνουμε σε φτηνά μαγαζιά
να παίζουμε τζόκερ που και που
να ξαναγνωρίζουμε ανθρώπους
να σηκωνόμαστε και να ελπίζουμε.
Να πανηγυρίζουμε ένα γκολ με το χέρι.
Μπόνους τρακς
Χρώματα

Μπλεγμένες μπερδεμένες εικόνες


στιγμές πρόσωπα χρώματα
εικόνες και μνήμες και στιγμές
παράθυρα πόρτες κι εξοχές
μορφές και λέξεις ανάκατα
μοναξιές, σ’ αγαπώ κι έρωτες αντάμα
Όλα μαζί, κουβάρι ή μωσαϊκό;
Πάνω ή έξω; Προσπαθώ να ξεμπλέξω
ή πιο πολύ να μπερδευτώ;
Μια εικόνα μέσα στην άλλη,
σα φούσκες στη σιωπή
η μία σκοτεινιάζει
και στο φως αλλάζει
κι η αίσθηση πως αυτό το χάος
έχει σειρά.
Πέφτεις προς τα πάνω,
γυρνάς σα σβούρα
τα πρόσωπα γίνονται τοπία
κι οι πόρτες κλειδιά
μια ζαλάδα που ταιριάζει τόσο πολύ…
Η μια εικόνα βγάζει στην άλλη
σαν πόρτες
στο τέλος μια βγάζει
στο απέραντο μαύρο
που όμως κι αυτό είναι εικόνα.
Ή τρύπα;
Πέφτεις, αλλά πού;
Στην τρύπα ή στην ψυχή σου;
Το κρύο κι η αφόρητη ζέστη
είναι τελικά ένα
οι εικόνες αλλάζουν και ξυπνάς.
Αλλά ακόμη σ’ όνειρο είσαι
Ο ήλιος σβήνει κι ανάβει
σαν τον κόσμο.
Κι ο κόσμος είναι κεφάλι βελόνας στη φλόγα
του κεριού.
Ξυπνάς ξάφνου στη ζούγκλα.
Μες στα μάτια σε κοιτά μια άγνωστη, αλλά με
κάτι μάτια…
Κοιτάνε στην καρδιά σου και την ξέρεις,
της μιλάς μα τη διώχνεις
και ξυπνώντας λες τ’ όνομά της
που δεν το ‘χες ξαναπεί.
Νερό τρέχει πάνω σου και ξυπνάς
από τις φωνές σου.
Η πτώση συνεχίζεται, κάπου διάβασες ότι στα
όνειρα μπορείς να πετάξεις
αλλά δεν γίνεται καθώς το έδαφος (είναι
έδαφος;) σε φτάνει
Και ξυπνάς επιτέλους στο κρεβάτι σου κι όλα
είναι ακόμη στο μυαλό σου
ψελλίζεις κάτι καθώς ρίχνεις νερό στο
πρόσωπό σου στο σκοτάδι
ανάβεις το φως αλλά δεν είσαι εσύ, ένα
εκατομμύριο καθρέφτες σε κοιτούν
Και ξυπνάς.
Ξυπνάς;
Έξι Φεγγάρια

Στα μάτια σου καίει


η φωτιά των έξι φεγγαριών
ταξιδεύοντας έτη φωτός μέσα μου
Το βλέμμα σου είναι σαν την Αλήθεια
καθαρό και διάφανο
αλλά όταν πας να το πιάσεις
γλιστράει σαν βρεγμένη άμμος.
Ποια είσαι;
Πού με βρήκες;
Στα λόγια σου όλα τα ψέματα
που ειπώθηκαν ποτέ
το καθένα ένα λιθαράκι σε ένα μωσαϊκό
που σχηματίζει την Αλήθεια
σαν όλα τα ουράνια τόξα
που δεν οδηγούν πουθενά
κι όμως κάτι κερδίζεις βλέποντάς τα.
Με τρομάζεις.
Και δεν είναι μόνο το βλέμμα σου.
Είναι η όψη σου που με διώχνει
και με τραβά
σα βουτιά από καράβι.
Διαβάζω στα λόγια σου τη ζωή μου
σε μια άγνωστη γλώσσα αρχέγονη.
Φυλακίζομαι στη μαγεία σου
κι ελευθερώνομαι
σαν άσκοπο μεθύσι
σα νερό στα φύλλα ενός δέντρου
Σίγουρα σε ξέρω από κάπου.
Είσαι ξεχασμένη βαλίτσα
στου νου μου το υπόγειο
σε άφησε άλλος εδώ μα σε κρατάω.
Μου υπόσχεσαι
σπασμένα κομμάτια ουρανού
κι εγώ φοβάμαι να τα πάρω.
Ο δικός μου ουρανός δεν ξέρω
αν σε χωράει
ή αν θα περιπλανιόμαστε μαζί ώσπου
να βρούμε τον ήλιο για πάντα.
Αν δεν ξυπνήσω από σένα
θα χαθώ σαν όνειρο κάποιου σε κώμα
σαν σελίδα που ξεχάστηκε απ’ όλους
και ποτέ δεν διαβάστηκε δεύτερη φορά.
Είσαι το πρόσωπο κάποιου που πέθανε
κι όμως συναντώ στον δρόμο
Είσαι ό,τι πιο αληθινό έζησα ποτέ
χωρίς να ‘χεις ποτέ υπάρξει.
Ξαναέλα.
Δεν γυρνούν ποτέ τα κύματα,
αλλά πάντοτε ο βράχος θα φέρει
το μικρό σημάδι τους.
Αντίο.

You might also like