You are on page 1of 52

Η σχεδιασµένη ρωµαϊκή πόλη και τα βασικά

χαρακτηριστικά της.

Οµιλία στη Σχολή ∆ιδασκαλίας της Ιστορίας της Τέχνης. Αρχαιολογική

Εταιρεία 2010.

1. Η ρωµαϊκή πόλη. Το σχέδιο.

«Πόσο άνετα ζείς στην πατρίδα µου; Από όσο ξέρω ξεπερνάµε

κατά πολύ όλες τις άλλες πόλεις και ως προς τους ναούς

και ως προς τα λουτρά και ως προς τα υπόλοιπα

οικοδοµήµατα και επιπλέον έχουµε αφθονία αγαθών. Ασφαλώς

υπάρχει ελευθερία επιλογής δηλαδή και για τον

πολυπράγµονα ξένο υπάρχει βέβαια η ρωµαική αστική ζωή

αλλά και για τον µετρηµένο ξένο η ησυχία της έπαυλης

βίλλας. Και τέλος σε κάθε επαρχία είµαστε κέντρο θεαµάτων

– απολαύσεων».

Απούληιος Μεταµορφώσεις 2.19.5

Με αυτά τα λόγια η πλούσια αστή Βυρραίνα εκθειάζει τα

χαρακτηριστικά της πατρικής της πόλης, εξυµνώντας µε

αυτόν τον τρόπο ένα βασικό χαρακτηριστικό του ρωµαϊκού

πολιτισµού, την αστική ζωή, ένα χαρακτηριστικό που

πιθανότατα τον διέκρινε µε σαφήνεια από τον κόσµο των

βαρβάρων, που τόσο πολύ φοβόταν οι Ρωµαίοι και που τελικά

ήταν αυτός που κατέστρεψε την αυτοκρατορία στην ύστερης

αρχαιότητας. Βασικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο αστικού

πολιτισµού που χαρακτήριζε το ρωµαϊκό τρόπο ζωής αλλά και

1
τη ζωή στην αυτοκρατορία γενικότερα κατείχε φυσικά η

πόλη. Ο θεσµός της πόλης ως ενός αυτοδιοικούµενου

οικονοµικού, πολιτειακού και πολιτισµικού κέντρου µίας

ευρύτερης περιοχής είχε µακραίωνη παρουσία στον

µεσογειακό χώρο αλλά µόνο µέσω της ενοποιητικής δύναµης

της αυτοκρατορίας για πρώτη φορά ένα πυκνό δίκτυο πόλεων

εξαπλώθηκε πέρα από την ελληνική και την ιταλική

χερσόνησο σε όλες σχεδόν τις περιοχές όπου εξαπλώθηκε ο

ρωµαϊκός κόσµος (εικόνα).

Η επέκταση της ρωµαϊκής δύναµης κατά την ρεπουµπλικανική

όσο και κατά την αυτοκρατορική περίοδο σηµαδεύτηκε από τη

δηµιουργία µίας πολεοδοµικής και αρχιτεκτονικής σύλληψης,

που αποτέλεσε µία πρωτοποριακή ιδέα µεταφοράς της ίδιας

της Ρώµης σε περιοχές µε σχετικά µικρό οικιστικό

υπόβαθρο. Η σύλληψη αυτή ήταν η ρωµαϊκή σχεδιασµένη πόλη,

ένα σχήµα που εφαρµόστηκε µε διάφορες παραλλαγές σε όλες

τις γωνιές της ρωµαϊκής επικράτειας λειτουργώντας ως

σύµβολο του ίδιου του ρωµαϊκού πολιτισµού και της

ρωµαϊκής τάξης.

Παρά την τεράστια συµβολική της αξία, η ρωµαϊκή πόλη

αποτελεί ίσως την µεγαλύτερη αντίφαση του ρωµαϊκού υλικού

πολιτισµού, καθώς ένα ορθολογικό και συχνά τυποποιηµένο

σχέδιο επιλέχτηκε για να αντιπροσωπεύσει την πιο άναρχα

ίσως δοµηµένη πόλη του κόσµου, την Ρώµη. Η ρωµαϊκή

σχεδιασµένη πόλη αποτελεί όµως µία ιδεολογική αντανάκλαση

της Ρώµης και όχι µία φυσική µετουσίωση της. Το σχέδιο

2
που εφαρµόστηκε σε εκατοντάδες περιπτώσεις σε όλη την

επικράτεια της αυτοκρατορίας αποτελεί µία Ρώµη έτσι όπως

τη φαντάζονταν οι θεωρητικοί και οι φιλόσοφοι, όπως ο

Αίλιος Αριστείδης, µία νησίδα πολιτισµού και τάξης σε

περιοχές που ήταν συχνά εχθρικές ή που βρίσκονταν ακόµα

σε πολιτισµικό επίπεδο της Εποχής του Σιδήρου. Υπό αυτή

την έννοια οι εκατοντάδες πόλεις που βρίσκουµε

διασκορπισµένες είτε στην αποµακρυσµένη Βρεταννία είτε

στην Αφρική αποτελούν πολύ περισσότερο από την ίδια τη

Ρώµη έκφραση, αντανάκλαση του ρωµαϊκού κόσµου (εικ).

Αναµφισβήτητα τα πολεοδοµικά πρότυπα προήλθαν από την

επαφή των Ρωµαίων µε τους Έλληνες της Κ. Ιταλίας και της

Σικελίας, οι οποίοι ήδη από την αρχαϊκή εποχή εφάρµοσαν

ένα ρυµοτοµικό σχέδιο που στηριζόταν στη δηµιουργία ενός

πολεοδοµικού καννάβου µε οικοδοµικές νησίδες και σαφώς

διαµορφωµένους δηµόσιους χώρους (εικ. Μέγαρα Υβλαία). Οι

αποικιακές πόλεις που έκτισαν οι Έλληνες µε την σαφή

οργάνωση του χώρου, τις οικιστικές περιοχές, τους

δηµόσιους χώρους και τους δρόµους που σχηµάτιζαν ένα

κανονικό πολεοδοµικό κάνναβο µε τις ορθογώνιες νησίδες

(αυτό δηλαδή που αποκαλούµε ιπποδάµειο σύστηµα)

αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία τα ντόπια φύλα της

Ιταλικής χερσονήσου ανέπτυξαν το δικό τους οικιστικό

πλαίσιο. Πρωτοµάστορες σε αυτήν την προσπάθεια

αναδείχτηκαν οι Ετρούσκοι που µετέφεραν πολλές από τις

3
ελληνικές πολεοδοµικές ιδέες στις πόλεις της Κεντρικής

και Βόρειας Ιταλίας. Οι Ετρούσκοι δεν ήταν απλοί µιµητές

των Ελλήνων αλλά ενίσχυσαν την ιδέα της πόλης µε την

ανάπτυξη υποδοµών, κυρίως στον τοµέα της υδραυλικής που

έλειπαν από τις ελληνικές πόλεις, εκµεταλλευόµενοι την

εµπειρία που αποκόµισαν από την ορεινή ενδοχώρα που ήταν

η πατρίδα τους µε τα εκατοντάδες µικρά ποτάµια και

χειµάρρους που έκαναν επιτακτική ανάγκη τον έλεγχο του

νερού και την αποχέτευση. Η επέκταση των ετρουσκικής

δύναµης κατά τη διάρκεια του 6 και του 5ου αι. στην

περιοχή του Πάδου αλλά και στην Καµπανία και η επαφή

(είτε φιλική είτε εχθρική) µε τους Έλληνες σηµαδεύτηκε

από τη δηµιουργία πόλεων µε κανονικό πολεοδοµικό

σχεδιασµό, όπου συνδυάζονται στοιχεία των ελληνικών

πόλεων µε ένα είδος αξονικής διαρρύθµισης που

παρατηρείται αργότερα και στον ρωµαϊκό σχεδιασµό.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η ετρουσκική πόλη που

αποκαλύφτηκε στη θέση του σηµερινού χωριού Marzabotto (Ν∆

της Μπολόνια) (βλ. εικ). Εδώ τρεις µεγάλοι και φαρδείς

δρόµοι µε κατεύθυνση από τα Α προς τα ∆ τέµνονται στη

µέση από ένα επίσης µεγάλο δρόµο µε κατεύθυνση από Β προς

Ν καθώς και πολλούς µικρότερους, δηµιουργώντας έτσι έναν

αριθµό από ορθογώνιες νησίδες, το µέγεθος των οποίων

ποικίλει ανάλογα µε το έδαφος. Εξαιρετικά ενδιαφέρον

είναι το γεγονός ότι στο σηµείο που συναντιώνται οι δύο

κεντρικοί δρόµοι βρέθηκε θαµµένος ένας εγχάρακτος λίθος

4
µε δύο γραµµές που συµπίπτουν και αντιστοιχούν στο νοητό

άξονα των δύο κεντρικών δρόµων, στοιχείο που θεωρήθηκε

απόδειξη της χρήσης χωροθετικού µηχανήµατος. Τα

θρησκευτικά κτίρια µάλιστα που βρέθηκαν στην ακρόπολη στα

Β∆ βρίσκονται επίσης σε ένα είδος αξονικής σχέσης µε τον

οικισµό, στοιχείο που θυµίζει πολλές µεταγενέστερες

ρωµαϊκές θέσεις. Ο ίδιος σχεδιασµός εµφανίζεται την ίδια

εποχή και σε άλλες ιταλικές θέσεις όπως στην Spina, ένα

ετρουσκικό εµπορείο που παρότι κτισµένο σε σαθρό έδαφος,

στα αβαθή νερά ανάµεσα στη Ραβένα και τη Βενετία,

φαίνεται ότι ακολουθούσε ένα σχετικά ορθογώνιο ή

τετράγωνο σχέδιο, µε εγκάρσια τεµνόµενους δρόµους και

οικοδοµικές νησίδες. Είναι λοιπόν σήµερα σαφές ότι τόσο η

καταλυτική επίδραση που άσκησαν οι σχεδιασµένες ελληνικές

πόλεις της Νότιας Ιταλίας όσο και ο συνδυασµός ελληνικών

και ετρουσκικών πολεοδοµικών ιδεών που συναντάµε σε

πολλές από τις νέες ετρουσκικές πόλεις του 5ου και 4ου αι.

πΧ. έθεσαν τα θεµέλια του ρωµαϊκού σχεδιασµού που

ξεκίνησε φυσικά µε την κατάκτηση της Ιταλίας. Το τέλος

του ∆εύτερου Καρχηδονιακού πολέµου (202 π.Χ.), η

αποκατάσταση της σταθερότητας και η αύξηση του πλούτου

συνοδεύτηκε από µία σχεδόν πυρετώδη οικοδοµική

δραστηριότητα που έδωσε µνηµειακή µορφή σε πολλές

ιταλικές πόλεις. Την ίδια περίοδο και µετά την

αιφνιδιαστική εισβολή του Αννίβα έγινε προφανές στους

Ρωµαίους ότι για να εξασφαλίσουν τη ασφάλεια της Ρώµης

5
έπρεπε οπωσδήποτε να εδραιώσουν την εξουσία τους στην

περιοχή της Βόρειας Ιταλίας που κατοικούνταν κυρίως από

γαλατικά φύλα (Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Το

αποτέλεσµα ήταν η ίδρυση µίας σειράς νέων πόλεων στις

οποίες παγιώθηκαν όλες οι πολεοδοµικές και αρχιτεκτονικές

γνώσεις που είχαν αποκοµίσει οι ρωµαίοι από την επαφή

τους µε τους Έλληνες και τους Ετρούσκους και κατά τη

διάρκεια της επέκτασης τους στο Λάτιο και την Καµπανία.

Τότε για πρώτη φορά οι Ρωµαίοι ήλθαν σε επαφή µε

πολεοδοµικά σχεδιασµένες πόλεις αλλά αντιµετώπισαν και

την πρακτική δυσκολία να σχεδιάσουν µία αποικία σε

περιοχές στις οποίες δεν υπήρχε παράδοση αστικής ζωής.

Από αυτήν την άποψη η Κεντρική και Βόρεια Ιταλία

αποτέλεσε το πεδίο πειραµατισµού των Ρωµαίων στον

πολεοδοµικό σχεδιασµό. Ήδη από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ.

µία σειρά µικρών πόλεων κατά µήκος της ακτής του Λατίου

όπως η Όστια (380 π.Χ.) (εικ), το Antium (338 π.Χ.) (εικ)

και η Τερρακίνα (329 πΧ.) (εικ) γνωστές και ως coloniae

maritimae κτίζονται βάσει ενός σχεδίου που έµελλε να

κυριαρχήσει σε όλες τις µελλοντικές προσπάθειες αστικού

σχεδιασµού. Το σχέδιο αυτό στηρίζεται στη δηµιουργία ενός

τετράγωνου ή ορθογώνιου καννάβου µε βάση δύο δρόµους που

ξεκινούν από ισάριθµες πύλες του τείχους και σχηµατίζουν

σταυρό στο κέντρο του οικισµού (εικ. Όστια). Οι πόλεις

αυτές που δεν προορίζονταν να φιλοξενήσαν περισσότερους

6
από 300 αποίκους ήταν καλά τειχισµένες και είχαν σχεδόν

πάντοτε τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήµα (castrum). Είναι πολύ

πιθανό ότι σε πολλές από τις µετέπειτα αποικίες που

ίδρυσαν οι ρωµαίοι ο αρχικός πολεδοµικός πυρήνας, συχνά

χαµένος κάτω από την µεταγενέστερη επέκταση της πόλης,

είχε ακριβώς το ίδιο σχέδιο µε αυτές τις πρώτες

στρατιωτικές αποικίες του Λατίου.

Η εµπειρία φυσικά που αποκόµισαν οι ρωµαίοι αρχιτέκτονες

και µηχανικοί στις µικρές αυτές πόλεις των 300 αποίκων

εφαρµόστηκε αργότερα σε µεγαλύτερα προγράµµατα µε την

ίδια επιτυχία και πάνω κάτω στις ίδιες σχεδιαστικές

αρχές. Οι πόλεις Norba, Alba Fucens, Cosa (εικ. Cosa)

κτισµένες όλες στις αρχές του 3ου αι π.Χ., σε σηµεία που

να µπορούν ελέγχουν την ορεινή ή παραλιακή Ετρουρία

καταδεικνύουν εκείνο τον πολεοδοµικό σχεδιασµό µε τους

ορθογώνιους και κάθετους δρόµους που έµελλε αργότερα να

εξαπλωθεί σε όλες τις περιοχές που κατέκτησαν οι Ρωµαίοι

στη ∆ύση. Στην Cosa παρά το σχετικά ανώµαλο έδαφος πάνω

στο οποίο κτίστηκε η πόλη αλλά και την ανώµαλη πορεία του

τείχους που εκµεταλλεύτηκε την πορεία του λόφου, ο

πολεοδοµικός ιστός ήταν σχεδόν τετράγωνος. Οι πύλες ήταν

µόνο τρείς και οι δύο κεντρικοί δρόµοι που ξεκινούσαν από

την Β και τη Ν∆ πύλη συνατιώνταν στο κέντρο του οικισµού.

Ένας δεύτερος δρόµος που ξεκινούσε από τα Β∆ οδηγούσε στο

Forum που ήταν µετατοπισµένο στα ΝΑ σε επίπεδο έδαφος. Τα

ίδια στοιχεία εµφανίζονται και στην κατά τριάντα χρόνια

7
προγενέστερη Alba Fucens (303 π.Χ.), µία πόλη που έλεγχε

τους δρόµους προς το εσωτερικό. Και εδώ µολονότι το

έδαφος ήταν ακόµη πιο απότοµο από την Cosa καθώς η πόλη

καταλαµβάνει µία πλαγιά µε θεά τη λίµνη Fucine έγινε και

πάλι προσπάθεια να δηµιουργηθεί ένας κανονικός

πολεοδοµικός κάνναβος µε τους δύο κύριους δρόµους να

σχηµατίζουν σταυρό στο κέντρο του οικισµού, όπου

τοποθετείται και το Forum.

Το αρχικό σχέδιο για πολλές πόλεις ήταν εξαιρετικά απλό.

Οριζόντιοι και κάθετοι δρόµοι δηµιουργούσαν ένα πλέγµα

από ορθογώνιες ή τετράγωνες νησίδες κατοίκησης, το

µέγεθος των οποίων ποίκιλε από πόλη σε πόλη. Βάση του

πολεοδοµικού σχεδιασµού αποτελούσαν δύο δρόµοι, ο cardo

maximus και decumanus maximus που δηµιουργούσαν σταυρό,

στο κέντρο του οποίου δηµιουργούνταν συνήθως ελεύθερος

χώρος για το Forum της πόλης. Η διάταξη των δρόµων που

τέµνονται εγκάρσια και που τόσο πεισµατικά εφαρµόστηκε σε

όλες τις ρωµαϊκές πόλεις όχι µόνο επέτρεπε την καλύτερη

περιήγηση µέσα στην πόλη αλλά διευκόλυνε και την καλύτερη

ανάπτυξη του αποχετευτικού και υδροδοτικού συστήµατος που

συνόδευε σε πολλές περιπτώσεις την θεµελίωση-ίδρυση της

πόλης (σε αρκετές περιπτώσεις το αποχετευτικό σύστηµα

κάλυπτε µεγαλύτερο τµήµα από την κατοικηµένη πόλη). Οι

δηµόσιοι χώροι καταλάµβαναν αρκετά οικοδοµικά τετράγωνα

και εξαιρούνταν συνήθως εξάρχής από το κέντρο προς την

περιφέρεια του πολεοδοµικού ιστού. Πολύ συχνά το κέντρο

8
χωροθέτησης της πόλης, το σηµείο δηλαδή που έστηναν οι

χωροθέτες την groma (εικ), δηλαδή το χωροθετικό µηχάνηµα

που επέτρεπε την χάραξη σε ορθές γωνίες, αποτελούσε και

το φυσικό κέντρο της πόλης, δηλαδή το σηµείο όπου

αργότερα κτιζόταν το Forum. Απ’αυτό το σηµείο το οποίο

συχνά επιλεγόταν µε βάση κάποια ιδιαίτερα φυσικά

χαρακτηριστικά, όπως ήταν για παράδειγµα ένα ύψωµα για τη

λατρεία της Καπιτωλιακής τριάδας, οι χωροθέτες χάρασσαν

τον ιστό, ο οποίος επεκτεινόταν και στην ύπαιθρο χώρα.

∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πολλές από τις αποικίες

βετεράνων που έκτισαν ο Καίσαρας και ο Αύγουστος στην

Ιταλία η συνήθης πολεοδοµική νησίδα πλευράς 75 – 80 µ.

αντιστοιχούσε σε µέγεθος στους κλήρους των 2 iugera που

δίνονταν συνήθως στους αποίκους.

Οι πρόσφατες έρευνες της Αµερικανικής Σχολής στην Κόρινθο

έδειξαν µάλιστα ότι οποιαδήποτε αλλαγή στην χάραξη της

αγροτικής χώρας καθρεφτιζόταν άµεσα και στον πολεοδοµικό

ιστό του άστεως (εικ.). Έτσι συχνά µία αλλαγή στην

διευθέτηση των κλήρων της αγροτικής χώρας επέφερε και

αλλαγή του πολεοδοµικού σχεδίου σε νέα τµήµατα της πόλης,

όπως φαίνεται ότι συνέβη κατά την επανίδρυση της αποικίας

της Κορίνθου την εποχή των Φλαβίων. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε

ότι πολύ περισσότερο από την ελληνική πόλη, η ρωµαϊκή

ήταν άµεσα συνδεδεµένη µε την αγροτική χώρα. Η ίδρυση της

συνοδευόταν άλλωστε από µία τελετουργική χάραξη των ορίων

της µε άροτρο, αναντίρρητα σύµβολο του αγροτικού

9
χαρακτήρα της εγκατάστασης. Πέρα όµως από τον απλό

συµβολισµό, η ίδρυση µίας νέας πόλης συνδεόταν µε την

διανοµή γης στους νέους κατοίκους και έτσι συνοδευόταν

σχεδόν πάντοτε από την παραχώρηση κλήρων στο αρχικό σώµα

των αποίκων (εικ). Στην αεροφωτογραφία από την Β. Αφρική

διακρίνονται ακόµα και σήµερα τα ίχνη αυτής της ρωµαϊκής

διαµοίρασης της γης. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η διανοµή

γης ήταν και το βασικό κίνητρο για πολλούς ιταλόφωνους να

εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να εγκατασταθούν στις

επαρχίες.

Η γεωµετρική διαίρεση – καταµερισµός της γης αλλά και το

ίδιο το σχέδιο της πόλης αποτελούσε µάλιστα σύµφωνα µε

την Etrusca Disciplina, την χαµένη σήµερα θρησκευτική

Βίβλο των Ετρούσκων, µία αντανάκλαση µίας αντίστοιχης

ιεράρχησης των ουρανών και σύµφωνα µε το Corpus

Agrimensorum, το επίσηµο δηλαδή εγχειρίδιο των ρωµαίων

χωροθετών αποτελούσε το βασικό συστατικό για την ορθή

ίδρυση µίας νέας πόλης. ∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε

αρκετές περιπτώσεις τόσο ο σχεδιασµός του πολεοδοµικού

ιστόύ όσο και της αγροτικής χώρας αντιστοιχεί στα σηµεία

της πυξίδας µε τον cardo να ακολουθεί τον άξονα Β –Ν και

τον decumanus τον άξονα Α – ∆.

Το αποτέλεσµα ήταν ότι το σχέδιο ήταν σε πολλές

περιπτώσεις τυποποιηµένο, ένα είδος blue print το οποίο

οι ρωµαίοι µηχανικοί εφάρµοζαν, όπου αυτό ήταν δυνατό.

Ακριβώς λόγω αυτής της έντονης τυποποίησης θεωρήθηκε ότι

10
το σχέδιο προέρχεται (εικ) από τα ρωµαϊκά στρατόπεδα τα

οποία όντως παρουσιάζουν µία αντίστοιχη διαµόρφωση µε δύο

κεντρικούς δρόµους τη via praetoria και τη via

principalis που σχηµατίζουν σταυρό και συναντιώνται στο

κεντρικό κτίριο που ήταν γνωστό ως praetorium ή

principia. Ο Φροντίνος αναφέρει ότι οι ρωµαίοι

εµπνεύστηκαν την ιδέα του οργανωµένου στρατοπέδου µετά

την κατάληψη ενός από τα στρατόπεδα του Πύρρου κατά τη

διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία στις αρχές του

3ου αι. π.Χ. και αυτό είναι πολύ πιθανό αφού τα

ελληνιστικά στρατεύµατα είχαν την πολύχρονη εµπειρία

µετακινήσεων µετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Μολονότι

οι γνώσεις µας για τα ρωµαϊκά στρατόπεδα της

ρεπουµπλικανικής περιόδου είναι περιορισµένη, αξίζει να

σηµειώσουµε ότι οι πρώτες σχεδιασµένες ρωµαϊκές πόλεις,

όπως η Ostia (4ος αι. π.Χ.) και η Cosa (273 π.Χ.) φαίνεται

ότι προηγούνται χρονικά από τα πρώτα σχεδιασµένα

στρατόπεδα, άρα είναι πολύ πιθανό ότι ο αστικός

πολεδοµικός σχεδιασµός ήταν αυτός που επηρέασε τη

διαµόρφωση των στρατοπέδων. Το πιο πιθανό είναι ότι τόσο

στις πόλεις – αποικίες αυτές όσο και στα στρατόπεδα

ανιχνεύεται µία διαδικασία που συνδεόταν µε τη δηµιουργία

ενός οργανωµένου χώρου στον οποίο α) κατά το δυνατόν η

θέση κάθε κτιρίου οριζόταν µε ακρίβεια στον χώρο και β)

ήταν εύκολη η περιήγηση για τον επισκέπτη ή αντιστοίχως η

έξοδος για πόλεµο. Παραταύτα και λαµβάνοντας υπόψη µας

11
τον σαφή στρατιωτικό χαρακτήρα πολλών από αυτές τις

πόλεις είναι δυσκολο να παραβλέψουµε το γεγονός ότι

υπήρχε στενή σχέση ανάµεσα στον στρατιωτικό και αστικό

σχεδιασµό. Σε πολλές περιπτώσεις οι πύλες ήταν ελάχιστες

(ένα βασικό χαρακτηριστικό που απέτρεπε τον αιφνιδιασµό),

το σχήµα του τείχους ήταν τετράγωνο µε καµπύλες άκρες,

όπως στα στρατόπεδα (Fanum) ενώ συχνά οι πύργοι του

τείχους ήταν πλήρως εναρµονισµένοι µε το σύστηµα των

δρόµων (Aosta εικ). Σε πολλές επαρχίες που ήταν κοντά στα

σύνορα, όπως στη Βρετανία, είναι µάλλον δεδοµένο ότι ο

στρατός ήταν αυτός που αναλάµβανε τον σχεδιασµό και την

οικοδόµηση των οικισµών. ∆εν είναι ίσως τυχαίο ότι µία

σειρά Βρετανικών πόλεων , όπως το Camulodunum

(Colchester) (εικ) ή το Lindum (Lincoln) ιδρύθηκαν στη

θέση παλαιών ρωµαϊκών στρατοπέδων. Ακόµα περισσότερο

κάποιος θα µπορούσε να ισχυριστεί ότι σε τελική ανάλυση η

ίδια η τυποποίηση του σχεδίου είναι ίσως το πιο τυπικό

στρατιωτικό χαρακτηριστικό.

Μία προσεκτικότερη ωστόσο µατιά σε πολλά από τα σχέδια

των ρωµαϊκών πόλεων αποδεικνύει ότι παρά την ύπαρξη

κάποιων κοινών χαρακτηριστικών που βοηθούσαν τον

επισκέπτη να προσανατολιστεί και να βρεθεί σε οικείο

περιβάλλον, όπως για παράδειγµα η τυποποίηση των κτιρίων

ή η διαµόρφωση των δηµοσίων χώρων, το σχέδιο δεν ήταν

ποτέ το ίδιο. Η µορφολογία του εδάφους, η ύπαρξη

προηγούµενων κατασκευών αλλά και οι ιδιαίτερες επιλογές

12
των αρχιτεκτόνων και των αρχόντων έπαιζαν αποφασιστικό

ρόλο στο σχέδιο της πόλης και την οργάνωση του χώρου.

Όντως για τον σχεδιασµό φαίνεται ότι υπήρχε ένα σώµα

οδηγιών (βλ. Βιτρούβιος) που ήταν διαθέσιµο σε κάθε

αρχιτέκτονα ή πολεοδόµο. To αν υπήρχε κρατική ανάµειξη ή

επίβλεψη είναι ένα ζήτηµα υπό συζήτηση αν και ο P. Zanker

πιστεύει ότι σε πολλές από τις πρώτες πόλεις υπήρχε σαφής

επίβλεψη από την Σύγκλητο. Ωστόσο οι τοπικές συνθήκες

ήταν αυτές που πάντα έπαιζαν το σηµαντικότερο ρόλο στο

σχέδιο (εικ), όπως για παράδειγµα η αµυντική περίµετρος,

η εύρεση νερού ή ακόµα και θρησκευτικά ταµπού, όπως η

επιλογή της θέσης του κεντρικού ναού.

Πολύ συχνά όταν δεν το επέτρεπε η γεωµορφολογία το

τετράγωνο σχέδιο εγκαταλειπόταν δίνοντας τη θέση του σε

άλλους σχεδιαστικούς άξονες όπως παρατηρούµε για

παράδειγµα τόσο στη Leptis Magna όσο και στην Cuicul

(Djemila) όπου βασικό συστατικό του σχεδίου αποτελούσε

ένας δρόµος που διέσχιζε τις πόλεις και εκατέρωθεν του

οποίου αναπτύσσονται τα µεγάλα δηµόσια κτίρια.

Είναι σαφές ότι δεν µιλάµε απλώς για ένα αστικό σχεδιασµό

ενός γραφειοκρατικού κράτους αλλά για ένα µάλλον ιδιοφυή

τρόπο πολεοδοµικής οργάνωσης που µπορούσε να προσαρµοστεί

σε όλες τις περιστάσεις. Υπό αυτές τις προυποθέσεις

άρχιζε ο σχεδιασµός της πόλης µε όλες τις απαραίτητες

θρησκευτικές τελετουργίες. Οι οιωνοσκόποι µελετούσαν την

πτήση των πουλιών, έκαναν τις απαραίτητες θυσίες στο

13
mundus τον αρχικό δηλαδή θυσιαστήριο βωµό, όπου έθαβαν

χώµα από τη Ρώµη και τους πρώτους καρπούς της χρονιάς,

ενώ τα όρια της πόλης (pomerium) οργώνονταν µε ένα άροτρο

το οποίο αργότερα απεικονιζόταν στα αναµνηστικά νοµίσµατα

της πόλης (εικ. Νοµίσµατος). Το αρχικό σώµα των αποίκων

στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν µικρό, περίπου

3000 άποικοι (βλ για παράδειγµα Κόρινθο και Καρχηδόνα)

στους οποίους µοιραζόταν και ο γεωργικός κλήρος που όπως

προαναφέραµε ήταν συνήθως 2 iugera γης ή τέσσερα actus

όπου κάθε actus αποτελούσε µία µονάδα µέτρησης γης µε

πλευρά 710µ.. Ένα iugerium ήταν περίπου 2500 τ.µ,

χοντρικά δηλαδή η περιοχή που µπορούσε να οργώσει ένα

ζευγάρι βόδια την µέρα. Πολλές από τις πρώτες πόλεις όπως

προαναφέραµε ήταν αρκετά µικρές. Η αρχική Όστια ήταν

µόλις 193 x 125µ., σχεδιασµένη έτσι ώστε να φιλοξενεί

µόνο 300 πολίτες που θα ασκούσαν τα πολιτικά τους

δικαιώµατα στην ίδια τη Ρώµη. Η Placentia που ιδρύθηκε το

218 π.Χ. ήταν ένα τετράγωνο µε πλευρά πεντακόσια µέτρα

ενώ λίγο µικρότερες ήταν η Μπολόνια και η Κρεµόνα. Αλλά

και σε µετέπειτα κτισµένες πόλεις το µέγεθος πάντοτε σε

σύγκριση µε τα σηµερινά δεδοµένα παρέµενε µικρό. Σε ένα

από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγµατα, στην Timgad

(Τhamugadi) της Αλγερίας η πόλη είναι ένα µεγάλο

τετράγωνο πλευράς 355µ. χωρισµένο σε τέσσερα µικρότερα

τετράγωνα που το καθένα από τα οποία φέρει 6 insulae.

14
Υπήρχαν φυσικά και πόλεις που σχεδιάζονταν εξαρχής για να

αποτελέσουν µεγάλα µητροπολιτικά κέντρα. Τέτοια είναι η

περίπτωση της Κορίνθου (εικ. Forum) που σχεδιάστηκε ως

ένα µεγάλο εµπορικό κέντρο προς την Ανατολή. Μολονότι το

αρχικό σώµα των αποίκων ήταν µικρό, η κοινότητα επέλεξε

να χρησιµοποιήσει όλη την έκταση της προυπάρχουσας

ελληνικής πόλης και να διαµορφώσει εξ’αρχής ένα Forum που

έφτανε τα 13000 τ.µ. Η Κόρινθος είναι επίσης ένα

εξαιρετικό παράδειγµα για να αντιληφτούµε πως το σχέδιο

εφαρµοζόταν ακόµα και σε περιπτώσεις όπου υπήρχαν

παλαιότερα κτίρια και κατασκευές, καθώς πολλές ρωµαϊκές

πόλεις κτίστηκαν στη θέση προυπαρχόντων οικισµών ή

πόλεων. Οι πρόσφατες έρευνες στην Κόρινθο καταδεικνύουν

ότι η ίδρυση της αποικίας συνοδεύτηκε από τη χάραξη ενός

νέου πολεοδοµικού καννάβου, στον οποίο ενσωµατώθηκαν

πολλά από τα προϋπάρχοντα κτίρια της ελληνικής πόλης, τα

οποία επισκευάστηκαν και χρησιµοποιήθηκαν από τους

αποίκους. O D.G. Romano υποστηρίζει ότι οι άποικοι έφεραν

πιθανότατα µαζί τους ένα τυποποιηµένο σχέδιο, το οποίο

όµως προσάρµοσαν στις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου. Ο

χώρος που επιλέχτηκε από τους Ρωµαίους τοπογράφους-

χωροµέτρες που ανέλαβαν τη χάραξη του πολεοδοµικού

καννάβου για να αποτελέσει το Forum της αποικίας

βρισκόταν στο κέντρο της αρχαίας πόλης και διέθετε

µνηµειακά κτίρια και άφθονη παροχή νερού. Οι εργασίες

διαµόρφωσης του χώρου άρχισαν αµέσως µετά την εγκατάσταση

15
των αποίκων και περιλάµβαναν όχι µόνο την επιδιόρθωση και

µετασκευή των παλαιών κτιρίων, αλλά και επιχωµατώσεις,

ισοπεδώσεις και κατασκευές ανδήρων που είχαν ως

αποτέλεσµα τη δηµιουργία µίας ορθογώνιας πλατείας µεγάλων

διαστάσεων. Οι ρωµαίοι µηχανικοί ενσωµάτωσαν τα

προυπάρχοντα κτίρια σε ένα σχέδιο που ήταν ξεκάθαρα

ρωµαϊκό. Θα πρέπει δηλαδή να φανταστούµε τον ρωµαϊκό ιστό

σαν ένα αόρατο δίκτυ που σκεπάζει την προυπάρχουσα πόλη

χρησιµοποιώντας τα κτίρια της. Είναι σαφές ότι έχουµε να

κάνουµε µε κάτι παραπάνω από ένα απλά τυποποιηµένο

σχέδιο, αλλά µε µία σαφή ένδειξη ευφυούς πολεοδοµικού

σχεδιασµού που µπορεί και επιλύει προβλήµατα µε το

λιγότερο δυνατό κόστος. Το ίδιο πιθανότατα συνέβη και σε

άλλες αποικίες του ελλαδικού χώρου όπως ήταν για

παράδειγµα στην Πάτρα και στους Φίλιππους, αλλά και σε

πόλεις που κτίστηκαν πάνω σε φυλετικά κέντρα της ∆ύσης

όπως την Arles (Arelate) και το Trier (Augusta

Treverorum) όπου η ρωµαϊκή πόλη συµπεριέλαβε στον ιστό

τα σεβάσµατα των αντίστοιχων Γαλατικών και Γερµανικών

φυλών. Στην Ποµπηία η ρωµαϊκή πόλη αναπτύχθηκε ως

επέκταση της παλαιάς Οσκικής πόλης που καταλάµβανε ένα

µικρό κοµµάτι στα Ν∆. Στην Leptis Magna και στα Sabratha

της ρωµαϊκής Τριπολίτιδας οι µεγάλες ρωµαϊκές πόλεις της

αυτοκρατορικής περιόδου αποτελούσαν συνέχεια των παλαιών

καρχηδονιακών εµπορείων. Το ίδιο φαινόµενο παρατηρείται

σε γενικές γραµµές και στις ρωµαϊκές αποικίες που

16
ιδρύθηκαν στη ΝΑ Μικρά Ασία, οι οποίες αντικατέστησαν

προϋπάρχουσες ελληνιστικές πόλεις, το πολεοδοµικό και

αρχιτεκτονικό πλαίσιο των οποίων ήταν παρόµοιο µε αυτό

των πόλεων του ελλαδικού χώρου . Στη ορεινή Σαγαλασσό το

µεγαλύτερο ρωµαϊκό κέντρο της περιοχής (αλλά όχι αποικία)

µολονότι δεν κτίστηκε ποτέ ένα ρωµαϊκό τύπου forum ή

άλλοι δηµόσιοι χώροι όπως στην Κόρινθο, σταδιακά έγινε

προσπάθεια οι δύο προϋπάρχουσες ελληνιστικές πλατείες

(Άνω και Κάτω Αγορά) που συνέχισαν να λειτουργούν ως τα

κύρια δηµόσια κέντρα της πόλης να ενταχθούν σε ένα

ρωµαϊκό πολεοδοµικό ιστό. Στη Κρέµνα (Colonia Iulia

Augusta Felix) τη µεγάλη στρατιωτική αποικία που ίδρυσε ο

Αύγουστος στην ορεινή Πισιδία, µέσω δύο εγκάρσια

τεµνόµενων δρόµων που θυµίζουν τον cardo & decumanus

maximus, έγινε επίσης προσπάθεια να δηµιουργηθεί ένας

βασικός ιστός που θα θύµιζε τις ρωµαϊκές πόλεις της

∆ύσης.

Αυτό που είναι ωστόσο σίγουρο είναι το γεγονός ότι σε

όλες τις περιπτώσεις είτε µε περισσότερη ή λιγότερη

επιτυχία έγινε προσπάθεια ενός κανονικού πολεοδοµικού

σχεδιασµού πάνω στις ίδιες σχεδιαστικές αρχές που

βρίσκουµε και στις πόλεις της Ιταλίας ή των δυτικών

επαρχιών.

Τα πράγµατα ήταν πιο απλά φυσικά σε περιοχές όπου δεν

υπήρχε η παράδοση της µεσογειακής - ελληνικής πόλης όπως

στις δυτικές επαρχίες όπου οι Ρωµαίοι ίδρυσαν από τις

17
αρχές του 3ου αι. π.Χ. εκατοντάδες νέες πόλεις για να

στηρίξουν την επέκταση τους. Η αρχή έγινε φυσικά στην

ίδια την Ιταλία όπου κατά τους τρεις τελευταίους

προχριστιανικούς αιώνες ιδρύθηκαν δεκάδες πόλεις µε τα

ίδια βασικά χαρακτηριστικά που περιγράψαµε παραπάνω. Η

Placentia το 218 π.χ., η Bologna και η Cremona µία από

τις πρώτες αποικίες των Ρωµαίων πέρα από τον ποταµό Πάδο,

η Lucca και η Luni (177 π.Χ.) και οι αυγούστειες αποικίες

Augusta Praetoria (Aosta), Augusta Taurinorum (Turin),

Verona, Fanum και Velleia αποτελούν χαρακτηριστικά

παραδείγµατα της ρωµαϊκής σχεδιασµένης πόλης.

Πόλεις όπως η Cosa, το Saepinum και το Iuvanum στην

Ιταλία αλλά και η Augusta Raurica (Γαλατία) ή το Virunum

(Aυστρία) σχεδιάστηκαν ως επέκταση της Ρώµης και πολύ

συχνά η τοπογραφία τους αντιστοιχούσε στην ίδια την

τοπογραφία της Ρώµης µε τα ίδια τοπωνύµια ή ακόµα και τα

ίδια ονόµατα των δήµων. Η ρωµαϊκή σχεδιασµένη πόλη δεν

ήταν ωστόσο µία αποκλειστικότητα της ρεπουµπλικανικής

περιόδου. ∆εκάδες νέες πόλεις ιδρύθηκαν στις αρχές του 3ου

αι. µ.Χ. τόσο στην Αφρική όσο και στη Βρεταννία που

έφεραν τις ίδιες βασικές πολεοδοµικές αρχές µε τις πόλεις

που κτίστηκαν τετρακόσια σχεδόν χρόνια πριν στην Ιταλία.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Calleva Atrebatum

(Silchester) το παραδοσιακό φυλετικό κέντρο των Ατρεβάτων

ενός κελτικού φύλου της Βρεταννίας που προχώρησε σε πλήρη

εκρωµαϊσµό του οικιστικού του περιβάλλοντος µε τη

18
δηµιουργία στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ. µία µεγάλης ρωµαϊκής

πόλης στη θέση του παλαιού oppidum. Εδώ το ρωµαικό σχέδιο

µε τους δύο κεντρικούς δρόµους, τις τετράγωνες νησίδες

των 50µ. και το συγκρότηµα Forum-Βασιλικής στο κέντρο της

πόλης εφαρµόστηκε µέσα σε έναν χώρο που όριζε ένα

ακανόνιστο τείχος. H Calleva Attrebatum προσφέρει επίσης

ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγµα του τρόπου που

κατοικούνταν αυτές οι επαρχιακές πόλεις. Εδώ οι ανασκαφές

που γίνονται τα τελευταία χρόνια από το πανεπιστήµιο του

Reading έδειξαν ότι παρά τον πολεοδοµικό σχεδιασµό η

κατοίκηση –µε εξαίρεση το κέντρο – ήταν µάλλον αραιή µε

οικοδοµικά τετράγωνα αραιοκατοικηµένα ή ακόµα και

σπαρµένα µε καλλιέργειες.

Πολύ πιο οργανωµένο ήταν το σχέδιο της Tamugadi (Timgad)

της αποικίας βετεράνων που έκτισε ο Τραιανός στα όρια της

Σαχάρας έτσι ώστε να ελέγχει τους δρόµους προς τη θάλασσα

αλλά και τις βερβερίνικες φυλές του εσωτερικού. Η πόλη

αποτελεί υπόδειγµα αστικού σχεδιασµού που αργότερα

αναπτύχθηκε έτσι ώστε να φτάνει τις 15.000 κατοίκους. Το

αρχικό σχέδιο ωστόσο προέβλεπε ένα µεγάλο τετράγωνο που

χωριζόταν σε τέσσερις µικρότερους τοµείς από τους δύο

βασικούς δρόµους που σχηµάτιζαν Τ στη µέση του οικισµού,

ένα στοιχείο που παραπέµπει απευθείας στον σχεδιασµό των

στρατοπέδων. Το σύµπλεγµα του Forum και του θεάτρου

αναπτυσσόταν στο νότιο µέρος της πόλης που είχε κλίση

εµποδίζοντας τη συνέχεια του cardo maximus. Κάθε ένας από

19
τους 4 τοµείς της πόλης αποτελούνταν από έξι οικοδοµικές

νησίδες όπου τα σπίτια ήταν επίσης οµοιόµορφα

διατεταγµένα. Αυτό ήταν ένα στοιχείο που δεν ήταν πάντοτε

απαραίτητο καθώς ο τρόπος διάταξης των σπιτιών µέσα στις

νησίδες µπορούσε, όπως σε πολλές πόλεις της Ιταλίας να

είναι άναρχος ή όπως είδαµε και παραπάνω αραιός.

Η παράδοση της σχεδιασµένης πόλης ήταν δύσκολο να

επιβιώσει µέσα στο νέο κόσµο που ανέτειλε στην Ευρώπη

µετά την καταστροφή της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Νέα

κέντρα όπως ήταν για παράδειγµα η ενοριακή εκκλησία ή ο

καθεδρικός ναός αλλά και η έµφαση σε ένα κλειστοφοβικό

σύνολο οχυρωµένης πόλης – κάστρου υποσκέλισαν τη σηµασία

της ελληνορωµαικής πόλης. Η παράδοση συνεχίστηκε

απρόσµενα σε πολλές από τις νέες αποικακές πόλεις του Ν.

Κοσµου σε µία προσπάθεια να δηµιουργηθεί ένας νέος τύπος

ανεξάρτητου πολίτη – ανθρώπου που θα θύµιζε αυτόν του

αρχαίου ελληνορωµαικού κόσµου. Χαρακτηριστικό παράδειγµα

(εικ) η Σαβάννα στην Georgia των ΗΠΑ όπου βρίσκουµε τις

ίδιες πολεοδοµικές αρχές.

Προτού εξετάσουµε τα επιµέρους στοιχεία της πόλης ας

σταθούµε λίγο και στην οχύρωση που ήταν άµεσα συνδεδεµένη

µε το σχέδιο της πόλης καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι

δρόµοι αντιστοιχούσαν στις πύλες ή στους πύργους του

τείχους. Η οχύρωση φυσικά αποτελούσε χαρακτηριστικό της

ρεπουµπλικανικής περιόδου και σε πολλές από τις πρώτες

πόλεις, όπως για παράδειγµα στην Cosa, τα τείχη

20
αποτελούσαν αναπόσπαστο τµήµα του πολεοδοµικού

σχεδιασµού. Το τείχος συνήθως ακολουθούσε τη µορφολογία

του εδάφους καθώς σε πολλές περιπτώσεις ένα φυσικά οχυρό

έδαφος αποτελούσε το βασικότερο κριτήριο για την επιλογή

µίας θέσης. Σε πεδινές θέσεις ένα ορθογώνιο τείχος µε

πύλες στο µέσο κάθε πλευράς (στοιχείο που βλέπουµε και

στα στρατόπεδα) αρκούσε όπως βλέπουµε χαρακτηριστικά στην

περίπτωση των coloniae maritimae (εικ.). Παρά το σχήµα

της οχυρωµατικής περιµέτρου ο πολεοδοµικός ιστός γινόταν

προσπάθεια να έχει όσο το δυνατόν µεγαλύτερη κανονικότητα

(εικ.). Στα χρόνια ακµής της αυτοκρατορίας το τείχος

έπαψε να είναι βασικό χαρακτηριστικό του αστικού

σχεδιασµού καθώς οι εξωτερικοί κίνδυνοι ήταν ελάχιστοι.

Τεράστιες πύλες ωστόσο ή ακόµα και τείχη εξακολουθούσαν

να κτίζονται σε πολλές πόλεις προβάλλοντας τη δύναµη της

πόλης και του ίδιου του ρωµαϊκού πολιτισµού. Οι πύλες

άλλωστε όπως η τεράστια Πύλη του Saint Andre στο Autun ή

Porta Palatina (εικ) στο Τορίνο ήταν το πρώτο δείγµα

µνηµειακής αρχιτεκτονικής που έβλεπε κανείς όταν έφτανε

σε µία πόλη, έτσι είναι εύκολο να αντιληφτούµε την

συµβολική αξία τους. O οχυρωµατικός περίβολος έγινε και

πάλι αναπόσπαστο µέρος του σχεδιασµού µόνο στον 3ο αι.

µ.Χ., περίοδο που άρχισε µία µακρά και εκτεταµένη κρίση

για την αυτοκρατορία. Τότε πολλές πόλεις συρρικώθηκαν σε

µικρότερα οικιστικά σύνολα που ήταν πιο εύκολα να

προστατευτούν από τις βαρβαρικές επιθέσεις όπως έγινε για

21
παράδειγµα στο Ξάντεν (εικ) όπου η πόλη µετατράπηκε σε

ένα µεγάλο τετράγωνο µε πλευρά 500µ.

Ας επιστρέψουµε όµως στο εσωτερικό της πόλης για να

εξετάσουµε τους κυριότερους δηµόσιους χώρους της. Η

τυποποίηση του σχεδίου είναι φυσικό ότι εκτός από τη

γρήγορη εφαρµογή σε όλες τις περιπτώσεις όπου απαιτούνταν

η ίδρυση µίας πόλης εξυπηρετούσε τη διευκόλυνση των

περιηγητών και των επισκεπτών σε κάθε πόλη. Αυτό δεν

σηµαίνει φυσικά ότι κάποιος περίµενε να βρεί το ίδιο

κτίριο στην ίδια θέση σε κάθε πόλη αλλά ότι σε κάθε

επίσκεψη του σε οποιαδήποτε πόλη είχε στο µυαλό του

έτοιµο ένα πρόχειρο σχέδιο που θα τον διευκόλυνε στην

αναζήτηση του. Όπως και σήµερα που αλυσίδες καταστηµάτων,

ξενοδοχείων και εστιατορίων σύµβολα της

παγκοσµιοποιηµένης κοινωνίας µας επιτρέπουν στον καθέ

έναν από εµάς λόγω της αναγνωρισιµότητας τους να κινηθεί,

να φάει ή να διαµείνει µε ευκολία σε όλες τις µεγάλες

µητροπόλεις, έτσι και η τυποποίηση των ρωµαϊκών πόλεων

αποτελούσε την χαρακτηριστικότερη ίσως έκφραση του

ρωµαϊκού πολιτισµού. Άσχετα από την εθνικότητα ή την

γλώσσα που µιλούσε ο επισκέπτης ταυτιζόταν µε τον αστικό

πολιτισµό και τις υπηρεσίες που προσέφερε η πόλη. Αυτή η

τελευταία παράµετρος ήταν άλλωστε ένα από τα πολλά

στοιχεία που διέκριναν αυτό που ήταν ρωµαϊκό από εκείνο

που δεν ήταν ρωµαϊκό. Η χαρακτηριστικότερη ίσως έκφραση

22
αυτής της αστικής αντίληψης βρίσκεται στην περιγραφή του

Πανοπέα από τον Παυσανία.

Είκοσι στάδια από την Χαιρώνεια βρίσκεται η πόλη των

Φωκέων Πανοπέας, αν µπορεί να την ονοµάσει κανείς πόλη,

αφού δεν έχει ούτε δηµόσια κτίρια, ούτε γυµνάσιο, ούτε

θέατρο, ούτε αγορά, ούτε νερό να τρέχει σε κρήνη. Εδώ

κατοικούν σε χαράδρα, σε καλύβες µε κοίλες στέγες που

µοιάζουν πολύ µε αυ΄τες των βουνών. Έχουν όµως και αυτοί

σύνορα που χωρίζουν τη χώρα τους από τους γείτονες και

στέλνουν και αυτοί αντιπροσώπους στο Φωκικό συνέδριο.

Ο Πανοπεύς µία µικρή φωκική ορεινή πόλη φέρει (και

σίγουρα ήταν στην αντίληψη των Ελλήνων) τον τίτλο της

πόλης, ένα τίτλο που αναφέρεται κυρίως στο σώµα των

πολιτών που την απάρτιζαν, σε µία ιδέα δηλαδή περισσότερο

παρά σε µία φυσική κατασκευή. Αντίθετα στα µάτια του

µεγαλωµένου στη Μ. Ασία µε τις µνηµειακά διαµορφωµένες

πόλεις Παυσανία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν

ταπεινό οικισµό χωρίς εκείνα τα στοιχεία (θέρµες,

πλατείες, στοές) που είναι συνυφασµένα µε την αστική ζωή.

Η πόλη της αυτοκρατορικής περιόδου είναι όλα αυτά που δεν

διέθετε ο Πανοπέας. Είναι ένας χώρος υπηρεσιών και

δηµοσίων κτιρίων προσβάσιµων σε κάθε επισκέπτη. Είναι

προφανές ότι έχουµε προχωρήσει ένα βήµα πέρα από την

παραδοσιακή ελληνική πόλη σε µία σύλληψη που είναι πιο

κοντά στη σηµερινή πραγµατικότητα. Βασικό ρόλο σε αυτό το

νέο πλαίσιο πόλης έπαιζαν τα µεγάλα δηµόσια κτίρια αλλά

23
και οι δηµόσιοι χώροι µε τους οποίους ήταν συνυφασµένοι η

αστική ζωή.

2.1. Θέση και σχέδιο του Forum.

Κέντρο κάθε κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής

δραστηριότητας της πόλης ήταν το Forum, ο κεντρικός

δηµόσιος χώρος που όπως και η ελληνική Αγορά είχε συνήθως

προβλεφτεί και εξαιρεθεί εξ’αρχής στο σχέδιο. Η προέλευση

τόσο του ονόµατος όσο και του πρότυπου σχεδίου είναι

δύσκολο να εντοπιστούν. Σε πολλές περιπτώσεις η δηµόσια

πλατεία είναι πιθανό ότι προήλθε από τον αύλειο χώρο του

κεντρικού ναού της πόλης, πιθανότατα από ετρουσκική

επίδραση (µετωπικοί ναοί άλλωστε πάνω σε υψηλά πόδια

κυριαρχούσαν στο αστικό τοπίο των ετρουσκικών πόλεων

εικ). Η λατρεία της Καπιτωλιακής τριάδας, της

επισηµότερης λατρείας του ρωµαϊκού κράτους ήδη από τα

τελη του 6ου αι. π.Χ., είχε άλλωστε και πολιτικές

προεκτάσεις καθώς ο ναός χρησιµοποιούνταν ως

αρχειοφυλάκειο, θησαυροφυλάκειο ενώ το πόδιο του ως βήµα

απ’όπου γίνονται δηµόσιες ανακοινώσεις ή εκφωνούνταν

ταφικοί και πολιτικοί λόγοι. Είναι πολύ πιθανό ότι οι

agrimensores (χωροθέτες) επέλεγαν το χώρο βάσει κάποιων

φυσικών χαρακτηριστικών (πχ την ύπαρξη κάποιου υψώµατος )

και πλεονεκτηµάτων (πχ την ύπαρξη νερού) ή ακόµα και

µεταφυσικών χαρακτηριστικών που σήµερα αγνοούµε και που

έκαναν τη θέση ιδεώδη για τη διαµόρφωση του Forum. Λόγω

της κεντρικής θέσης του, το Forum βρίσκεται συχνά στην

24
απόληξη των κεντρικών δρόµων της πόλης, όπως

χαρακτηριστικά βλέπουµε να συµβαίνει στις λεγόµενες

coloniae maritimae όπου το Forum βρίσκεται στο σηµείο που

διασταυρώνεται ο decumanus και ο cardo maximus, αν και

εναλλακτικά θα µπορούσε να βρίσκεται και σε άλλα σηµεία,

όπως βλέπουµε για παράδειγµα να συµβαίνει στη Cosa (εικ).

Το µέγεθος του χώρου ποίκιλλε από πόλη σε πόλη. Ένας

χώρος έκτασης περίπου 4 iugera (2 – 4 οικοδοµικών

τετραγώνων) ήταν συνήθως επαρκής για τη διαµόρφωση του

Forum. Σε ορισµένες περιπτώσεις ωστόσο οι άποικοι

σχεδίαζαν εξ’αρχής έναν πολύ µεγάλο χώρο υπολογίζοντας

την µελλοντική ανάπτυξη της πόλης. Έτσι για παράδειγµα το

Forum της Κορίνθου, µίας πόλης που προοριζόταν να γίνει

µία εµπορική µητρόπολη που θα συνέδεε την Ιταλία µε την

Ανατολή σχεδίαστηκε να έχει έκταση 12 iugera ή σχεδόν

13000 τετραγωνικά µέτρα.

Όσον αφορά το σχέδιο µπορούµε να διακρίνουµε δύο βασικά

είδη: το πιο διαδεδοµένο, γνωστό και ως Gallic Forum ή

Forum µε κεντρικό ναό, διέθετε όπως µαρτυρά και το όνοµα

του έναν κεντρικά τοποθετηµένο ναό (ή ναούς) προς τον

οποίο ήταν προσανατολισµένη η όλη σύνθεση. Η δηµόσια

πλατεία ήταν αξονικά τοποθετηµένη προς το ναό που συνήθως

καταλάµβανε µία υπερυψωµένη θέση (είτε φυσική είτε

τεχνητή) που έφερε το όνοµα Area Sacra – Area Capitolina

(βλ.Baelo). To σχέδιο είναι πιθανό ότι πρωτοδηµιουργήθηκε

στις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Ιταλίας,

25
αποτελώντας µία µοναδική ιδεολογική σύλληψη που παντρεψε

το ναό µε τη δηµόσια πλατεία και τα πολιτικά της κτίρια.

Ποιά µονάδα προγήθηκε είναι δύσκολο να ειπωθεί µε

ακρίβεια, αν και σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι ήταν

ο ναός που όπως προαναφέραµε είχε πολιτική σηµασία καθώς

σε αυτόν φυλάσσονταν αρχεία και έγγραφα της πόλης, ενώ

από την κλίµακα του εκφωνούνταν σηµαντικοί πολιτικοί

λόγοι. Σε αυτήν την σηµαντική αστική µονάδα, όπως

βλέπουµε για παράδειγµα στην ιταλική πόλη Munigua,

προσκολλήθηκε αργότερα η δηµόσια πλατεία. Στη βασικότερη

παραλλαγή του το σχέδιο προέβλεπε µία περιοχή υπερυψωµένη

(είτε φυσικό ύψωµα είτε άνδηρο) πάνω στην οποία δέσποζε ο

κεντρικός ναός (συνήθως της Καπιτωλιακής τριάδας) αλλά

και άλλοι σηµαντικοί ναοί της πόλης (βλ. εικόνα

Ampurias). Όπου δεν υπήρχε φυσικό ύψωµα αυτό

δηµιουργούνταν µε τη κατασκευή ενός τεχνητού ανδήρου ή

ακόµα και του ποδίου πάνω στο οποίο έστεκαν συνήθως οι

ρωµαϊκοί ναοί. Κυρίαρχο ρόλο στο ύψωµα κατέχει συνήθως ο

ναός της Καπιτωλιακής τριάδας, είτε στην µορφή ενός ναού

µε τρεις σηκούς (όπως βλέπουµε το παράδειγµα από τα

Sabratha) είτε στη µορφή τριών ανεξάρτητων ναών που

στέκουν ο ένας δίπλα στον άλλο (Zian, Sufetula, Baelo).

Σύµφωνα µε τον I. Barton τρεις είναι οι βασικές

προυποθέσεις για να χαρακτηρίσουµε ένα ναό ως Καπιτώλιο

• Να βρίσκεται σε πλαγιά ή ύψωµα (in excelsissimo

loco)

26
• Να είναι κτισµένος πάνω σε υψηλό πόδιο ή να έχει

αρχιτεκτονικό προφιλ που να παραπέµπει σε ρωµαϊκό

σχέδιο

• Να έχει την χαρακτηριστική τριµερή διάρθρωση που

απαιτεί η λατρεία

Παρολαυτά δεν ήταν πάντοτε απαραίτητο ο ναός της

καπιτωλιακής λατρείας να συνδέεται µε το Forum, ούτε

επίσης είναι σίγουρο ότι η ίδρυση Καπιτωλίου ήταν

απαραίτητη προυπόθεση για την ίδρυση µιας πόλης ή ακόµα

και µίας αποικίας. Στην πραγµατικότητα τα περισσότερα

Καπιτώλια των αποικιών εκτός Ιταλίας χρονολογούνται στη

µετά-αυγούστεια περίοδο και δεν έχουν διατηρήσει ίχνη

παλαιοτέρων φάσεων. Έτσι, δεν µπορούµε να αποκλείσουµε το

ενδεοχόµενο ότι σε πολλές θέσεις ο κεντρικός ναός ήταν

ένα στοιχείο που προστέθηκε αργότερα στο σχέδιο του

Forum. Στη λουζιτανική Conibriga για παράδειγµα η πρώτη

φάση του Forum (που ανάγεται στην αυγούστεια περίοδο) δεν

διέθετε κεντρικό ναό, αλλά δύο κτίρια (βασιλικές), ένα

από τα οποία διέθετε ένα πρόσκτισµα σε µορφή ναού, που θα

µπορούσε όµως να είναι και η curia.

Είναι ωστόσο αλήθεια ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο

κεντρικός ναός των περισσοτέρων Forum όντως φαίνεται

στέγαζε τη λατρεία αυτή (ή υποθέτουµε ότι στέγαζε τη

λατρεία) αλλά καθώς σε πολλές περιπτώσεις αγνοούµε τις

πρώτες φάσεις διαµόρφωσης των πόλεων το ερώτηµα είναι

δύσκολο να απαντηθεί µε βεβαιότητα. Συχνά αντί της

27
Καπιτωλιακής τριάδας ήταν η αυτοκρατορική λατρεία αυτή

που στεγαζόταν στη θέση του κεντρικού ναού, όπως βλέπουµε

να συµβαίνει στο µεγάλο ναό του εντυπωσιακού Forum που

έκτισαν οι Σεβήροι στην πατρίδα τους την Leptis Magna.

Ακόµα και η ύπαρξη τριών κεντρικών ναών δε σηµαίνει

απαραίτητα την ταύτιση των ναών αυτών µε τη λατρεία της

Καπιτωλιακής τριάδας. Στη δαλµατική πόλη Pula για

παράδειγµα, ο ένας από τους τρείς ναούς που δεσπόζουν στη

µία στενή πλευρά του Forum ήταν αφιερωµένος στη λατρεία

της Ρώµης και του Αυγούστου.

Ιερό Άνδηρο (Area Sacra) και πλατεία της αγοράς συχνά

χωρίζονταν από έναν από τους κεντρικούς δρόµους της

πόλης, όπως βλέπουµε να συµβαίνει για παράδειγµα στους

Φιλίππους ή στην ιταλική πόλη Luni. Σε άλλες περιπτώσεις

δεν υπήρχε ξεχωριστή Area Sacra, αλλά µόνο ο ναός που

καταλάµβανε µία από τις στενές πλευρές του Forum και

συχνά περικλειόταν και στο περιστύλιο της πλατείας

(Clunia) ή και πίσω από αυτό (∆ίον). Όποιες και αν είναι

οι παραλλαγές του αυτό το σχέδιο αποδείχτηκε εξαιρετικά

πετυχηµένο και τόσο τυπικά ρωµαϊκό έτσι ώστε κατέληξε να

χαρακτηρίζει όλο το αστικό τοπίο. Η έµφαση στην

µετωπικότητα του ναού και στην αξονική σχέση µεταξύ των

βασικών κτιρίων του Forum είναι ένα χαρακτηριστικό τυπικά

ρωµαϊκό, που δεν χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά ακόµα

και στην πιο τυποποιηµένη µορφή της, την λεγόµενη ιωνική

Αγορά. Ακόµα και εκεί παρά την ενιαία στοά και την

28
αίσθηση οµοιοµορφίας (βλ εικ.) η έµφαση εξακολουθεί να

δίνεται στην πλατεία και όχι σε ένα κτίριο όπως συνέβαινε

στο ρωµαϊκό Forum ή σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις

ελληνικών αγορών όπως αυτή της Άσσου .

Το σχέδιο συνεχίζει ακµαίο µέχρι τον 3ο αι. µ.Χ. Στην

Αφρική µάλιστα πολλές από τις πόλεις που απέκτησαν

καθεστώς αποικίας στον 2ο αι. µ.Χ. και 3 αι. µ.Χ. έσπευσαν

να κτίσουν κεντρικούς ναούς, αλλά µόνο σε ελάχιστες

περιπτώσεις, όπως στην Thubursicu Numidarum, µπορούµε να

συνδέσουµε επιγραφικά την αναβάθµιση της πόλης µε την

ίδρυση Καπιτωλίου (προσφορά του ανθυπάτου της επαρχίας το

113µΧ.). (βλ. πόλεις της Β. Αφρικής βλ. Thugga). Ακόµα

και πόλεις που αρχικά δεν διέθεταν κεντρικό ναό στο Forum

τους αναπροσάρµοσαν το σχέδιο τους έτσι ώστε να

συµπεριλάβουν κεντρικό ναό (βλ. Ordona όπου ο κεντρικός

ναός ήταν µάλλον αφιερωµένος στην αυτοκρατορική λατρεία).

Στην αφρικανική µάλιστα Cuicul η ανάγκη να προστεθεί ένας

αξονικά τοποθετηµένος ναός λόγω της έλειψης χώρου οδήγησε

στην οικοδόµηση ενός τριµερούς Καπιτωλίου στη δυτική

γωνία του χώρου δίπλα στο macellum δηλαδή την εµπορική

αγορά.

Παρολαυτά ήδη από πολύ πρώιµα εµφανίστηκε και ένα δεύτερο

σχέδιο Forum που δεν προέβλεπε την ύπαρξη κεντρικού ναού,

όπως βλέπουµε να συµβαίνει χαρακτηριστικά στις λατινικές

αποικίες, όπως η Cosa. To σχέδιο αυτό θυµίζει περισσότερο

την ίδια τη Ρώµη, αλλά και τις ελληνικές πόλεις, όπου

29
Αγορά και ιερό αποτελούν δύο ξεχωριστές αλλα και σαφώς

διακριτές ενότητες βλ Άργος αλλά και Αθήνα όπου το βασικό

ιερό (πχ Ακρόπολη) αποτελούσε ξεχωριστή ενότητα από την

Αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο µπορούµε να εντάξουµε και ακόµα

έναν τύπο Forum, όπου ο «κεντρικός» ναός υποχωρεί πίσω

από τη στοά της πλατείας,. µε χαρακτηριστικότερο

παράδειγµα το Forum της ορεινής πόλης Velleia στη βόρεια

Ιταλία (τέλη του 1ου αι. π.Χ), όπου ένα ορθογώνιο

µονοθάλαµο κτίριο, αξονικά τοποθετηµένο στη βασιλική,

βρίσκεται βέβαια στο µέσο της βόρειας πλευράς του Forum,

αλλά είναι σαφώς µετατοπισµένο πίσω από τη στοά της

πλατείας

Κατά τη διάρκεια του 2ου αι. µ.Χ. ο τύπος αυτός του

περίστυλου Forum, στον οποίο ο κεντρικός ναός απουσιάζει

παντελώς ή χάνει την κεντρική περίοπτη θέση του, βρίσκει

αρκετά µεγάλη διάδοση, καθώς συνδέεται µε µία νέα

αντίληψη οργάνωσης του χώρου. Σηµαντική θέση στο νέο τύπο

Forum κατέχουν πλέον η κοσµική βασιλική και η περίστυλη

αυλή. Το σχέδιο αποκτά νέα σηµασία κατά τη διάρκεια του

2ου αι. µ.Χ. µε ένα τελείως περίκλειστο σχήµα που

κυριαρχεί σε πολλά Fora πόλεων των δυτικών επαρχιών και

ειδικότερα στις πόλεις της Βρετανίας. (βλ Wroxeter –

Exeter). Στις περιπτώσεις των βρετανικών πόλεων Caerwent,

Exeter, Wroxeter, όπως και στο Cambodunum (Kempten) της

Γερµανίας, ο ναός, ακόµα και στην περίπτωση που είναι

αξονικά τοποθετηµένος στη βασιλική, δεν είναι ορατός από

30
την πλατεία αλλά βρίσκεται µετατοπισµένος πίσω από τις

στοές της. Στο καλά διατηρηµένο Forum του Calleva

Attrebatum (Silchester) για παράδειγµα, στον άξονα της

βασιλικής δεν υπάρχει πλέον κεντρικός ναός αλλά µόνο µία

µνηµειακή είσοδος. Το ερώτηµα για ποιό λόγο ο κεντρικός

ναός εξαφανίστηκε ή υποβαθµίστηκε από τα Fora της

Βρετανίας είναι δύσκολο να απαντηθεί. Έχασε µήπως η

κρατική λατρεία τη σηµασία της (ιδιαίτερα στις πιο

ευάλωτες περιφερειακές επαρχίες) ή µήπως προτιµήθηκε

πλέον να δοθεί περισσότερο βάρος στον δηµόσιο χαρακτήρα

της πλατείας; Είναι άγνωστο. Σύµφωνα µε τον H. Schalles η

απουσία ή η υποβάθµιση της σηµασίας του κεντρικού ναού

εκφράζει ένα νέο είδος αστικής συνείδησης/χωροοργανωτικής

αντίληψης, που αποσυνδέει τη δηµόσια πλατεία από τον

εµφανή θρησκευτικό χαρακτήρα της. Η αλήθεια είναι ότι

όπως αποδεικνύει το παράδειγµα της Velleia πιθανότατα οι

δύο τύποι συνυπήρχαν και παρόµοια Fora χωρίς κεντρικό ναό

εµφανίζονται και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας (αν

και πιο σπάνια) µε χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή της

βαλκανικής ∆οκλέας (πρώιµος 2ος αι. µ.Χ.) εικ.

2.2.Κτίρια του Forum

O κεντρικός δηµόσιος χώρος της ρωµαϊκής πόλης

χαρακτηριζόταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο δηµόσιο

χώρο αλλά και περισσότερο από την ελληνική Αγορά, από

συγκεκριµένα κτίρια, ορισµένα από τα οποία απέκτησαν

σχεδόν αρχετυπικό χαρακτήρα για τη ρωµαϊκή αστική ζωή.

31
Ένα τέτοιο κτίριο ήταν η ρωµαϊκή βασιλική, ένα είδος

υπόστυλης στοάς που από τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. όταν τα

πρώτα κτίρια αυτού του είδους εµφανίστηκαν στο Forum

Romanum (Basilica Porcia, Aemilia, Sempronia) κυριάρχησε

στο αστικό τοπίο σχεδόν κάθε ρωµαϊκής πόλης. H προέλευση

του αρχιτεκτονικού τύπου είναι άγνωστη, αν και έχουν

προταθεί διάφορες πιθανές πηγές και πρότυπα, από τις

υπόστυλες αίθουσες όπως την λέσχη των Κνιδίων έως τις

πολυτελείς αίθουσες υποδοχής της πτολεµαϊκής Αιγύπτου. Ο

όρος σύµφωνα µε την πιο πρόσφατη θεωρία προέρχεται από

την Atria Regia ένα προδροµικό κτίριο της βασιλικής που

υπήρχε στο Forum Romanum και ήταν πιθανότατα γνωστό ως

βασιλική αυλή.

Η ακριβής λειτουργία του κτιρίου αποτελεί θέµα

µακρόχρονης συζήτησης, παρολαυτά θα µπορούσαµε να την

χαρακτηρίσουµε ως ένα πολυλειτουργικό κτίριο στο

εσωτερικό του οποίου (το οποίο εύκολα µπορούσε να

διαρρυθµιστεί σε επιµέρους τµήµατα) λάµβαναν χώρα πολλές

επίσηµες εκδηλώσεις, από υποδοχή διπλωµατικών

αντιπροσωπειών έως δικαστήρια ή ακόµα και εµπορικές

δοσοληψίες. Συνήθως όταν µιλούµε για βασιλική εννούµε ένα

τρίκλιτο κτίριο το µεσαίο τµήµα του οποίου δηµιουργούσε

έναν υπερυψωµένο όροφο για καλύτερο φωτισµό του

εσωτερικού (εικ). Σύµφωνα µε τον Βιτρούβιο (5.1.5) το

πλάτος των πλευρικών κλιτών πρέπει να µην υπερβαίνει το

ένα τρίτο του πλάτους του κεντρικού κλίτους. Σύµφωνα µε

32
ένα δεύτερο κανόνα του Βιτρούβιου (5.1.4) το πλάτος της

βασιλικής επίσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το µισό ούτε να

είναι µικρότερο του 1/3 του συνολικού µήκους του κτιρίου.

Η µία στενή (συνήθως) πλευρά του κτιρίου µπορούσε να

περιέχει ηµικυκλικές ή τετράγωνες εξέδρες που έφεραν

γλυπτικό διάκοσµο ή ήταν αφιερωµένες στην αυτοκρατορική

λατρεία, το αναφερόµενο ως aedes augusti που περιέγραψε

διεξοδικά ο Βιτρούβιος (εικ). Η βασιλική ήταν συνήθως

αξονικά τοποθετηµένη στον κεντρικό ναό µε τη µακριά της

πλευρά να είναι στραµµένη προς την πλατεία, αλλά υπάρχουν

φυσικά και περιπτώσεις όπου το κτίριο καταλαµβάνει µία

από τις πλευρικές πτέρυγες του Forum ή είναι και εγκάρσια

τοποθετηµένη προς την πλατεία, όπως βλέπουµε να συµβαίνει

στην Ποµπηία (εικ). Το κτίριο µπορούσε να στέκει

ελεύθερα, όπως συνέβαινε στην Κόρινθο ή να είναι

ενταγµένο στο περιστύλιο της πλατείας όπως βλέπουµε να

συµβαίνει στους Φιλίππους (εικ).

Οι χριστιανοί, όπως και οι µιθραϊστές, υιοθέτησαν

αργότερα τον τύπο της βασιλικής όχι µόνο γιατί ήταν ένας

πρακτικός, κλειστός χώρος (σε αντίθεση µε τον ανοικτό

χαρακτήρα της ελληνικής στοάς), αλλά κυρίως γιατί ήταν

ένας χώρος που εύκολα µπορούσε να διαρθρωθεί σε επιµέρους

τµήµατα που εξυπηρετούν την ιεράρχηση του ποιµνίου. Τις

ίδιες ακριβώς ανάγκες φαίνεται ότι εξυπηρετούσε η

βασιλική και ως πολιτικό-δηµόσιο κτίριο στη ρωµαϊκή

33
κοινωνία. Ήταν ένας χώρος που µε τις κατάλληλες

διαρρυθµίσεις θα µπορούσε να φιλοξενήσει δικαστήρια και

συγκεντρώσεις συλλόγων, να εξυπηρετήσει εµπορικές και

χρηµατο-οικονοµικές δοσοληψίες (αλλά όχι λιανικό

εµπόριο), να υποδεχτεί επίσηµες πρεσβείες και υψηλόβαθµα

πρόσωπα, διατηρώντας έναν επίσηµο και εν µέρει κλειστό

χαρακτήρα. Τον επίσηµο χαρακτήρα του κτιρίου τόνιζαν

ακόµα περισσότερο η χρήση πολυτελών υλικών και η ύπαρξη

επιµέρους χώρων, όπου τοποθετούνταν γλυπτές εικόνες των

αυτοκρατόρων. Η βασιλική, καθώς ενσωµατώνει το πολιτικό

και θρησκευτικό στοιχείο στην ίδια αρχιτεκτονική µονάδα,

αλλά παράλληλα τα διατηρεί σαφώς διαχωρισµένα και

ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, είναι σύµφωνα µε τον P.

Zanker µία µικρογραφία του ίδιου του Forum. Αυτή ακριβώς

η συµβολική αξία της ως ενός κτιρίου που αντανακλά τις

αρχές που διείπαν τη ρωµαϊκή κοινωνία της έδωσαν έναν

κεντρικό ρόλο στο Forum των ρωµαϊκών πόλεων, που σταδιακά

υποσκέλισε ακόµα και τη σηµασία του κεντρικού ναού.

Σε µητροπόλεις (εικ), όπως ήταν για παράδειγµα η Κόρινθος

υπήρχαν περισσότερες από µία βασιλικές. Στην Ανατολή ο

τύπος δεν γνώρισε µεγάλη διάδοση, πιθανότατα λόγω του

τόσο τυπικά ρωµαϊκού χαρακτήρα του κτιρίου. Ο τύπος

εµφανίζεται και στην Ανατολή µε χαρακτηριστικότερα

παραδείγµατα τη “Βασιλική Στοά” της άνω πλατείας της

Εφέσου, τη βασιλική της Αγοράς της Σµύρνης, τη βασιλική

34
που προστέθηκε στο λεγόµενο «Καισάρειο» της Κυρήνης και

τη βασιλική του περίστυλου Forum της Κρέµνας. Ένα πολύ

ενδιαφέρον κτίριο µεγάλων διαστάσεων που θυµίζει πολύ τις

ορθογώνιες βασιλικές της Β. Ιταλίας κτίστηκε στις αρχές

του 2ου αι. µΧ. (πιθανότατα στο πλαίσιο του µεγάλου

Αδριάνειου προγράµµατος) και στην Αγορά της Αθήνας

(σήµερα θαµµένο εν µέρει κάτω από τις γραµµές του

ηλεκτρικού). Όπως υποστήριξε ο P.Zanker η ανάγκη

οικοδόµησης µίας βασιλικής εκφράζει στην πραγµατικότητα

τον ρωµαϊκό χαρακτήρα (ή τον βαθµό εκρωµαϊσµού) µίας

πόλης. Αν δεχτούµε την παρατήρηση του, τότε η Αθήνα της

εποχής του Αδριανού ήταν προφανώς µία πόλη, οι κοινωνικές

και δηµόσιες ανάγκες της οποίας καθιστούσαν αναγκαία την

ύπαρξη ενός τέτοιου κτιρίου. Το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον

και η ίδρυση του Πανελληνίου είχε ανάγει την Αθήνα στο

επίπεδο µίας µεγάλης ρωµαϊκής µητρόπολης και σε µία

τέτοια πόλη θα ήταν απόλυτα δικαιολογηµένη η ύπαρξη ενός

κτιρίου που ήταν συνυφασµένο µε βασικές λειτουργίες της

ρωµαϊκής αστικής ζωής.

Βασικό κτίριο της ρωµαϊκής δηµόσιας ζωής ήταν βέβαια και

η curia, η αίθουσα δηλαδή που συνεδρίαζε ο ordo

decurionum (βουλευτικό σώµα) της πόλης. Μολονότι ο

Βιτρούβιος (5.5.2) δίνει λεπτοµερείς οδηγίες για την

κατασκευή της έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη

δυνατή ακουστική (το κτίριο πρέπει να έχει τετράγωνο ή

ορθογώνιο σχήµα, µεγάλο ύψος και φατνωµατική οροφή) το

35
κτίριο δεν απέκτησε ποτέ τον αρχετυπικό χαρακτήρα της

βασιλικής. Το κτίριο µπορούσε να έχει διάφορες µορφές:

εµφανίζεται δηλαδή είτε ως ελεύθερο ναόµορφο κτίριο είτε

ως αίθουσα ενσωµατωµένη στη βασιλική όπως βλέπουµε

αντίστοιχα στα παραδείγµατα από τους Φιλίππους και το

Ruscino (µία ρωµαϊκή πόλη κοντά στην Βαρκελώνη) κ.α. Στην

πιο µνηµειακή µορφή του, ο ελεύθερος τύπος θυµίζει τους

µεγάλους ναούς µε πόδιο που έστεκαν ελεύθεροι από άλλα

κτίρια (Leptis Magna). Στο Ruscino, όπου η curia

ταυτίζεται µε έναν ορθογώνιο χώρο, ο οποίος σχηµατίζεται

σε µία από τις στενές πλευρές της βασιλικής το πλάτος του

τετράγωνου δωµατίου είναι µικρότερο από το πλάτος της

βασιλικής και η είσοδος γινόταν µόνο µέσω της βασιλικής.

Σε πολλές από τις πρώιµες πόλεις (εικ), όπως η Cosa και η

Alba Fucens η curia βρισκόταν κοντά στο comitium ένα

(εκκλησιαστήριο) κυκλικό χώρο – ορχήστρα συγκέντρωσης των

πολιτών, η λειτουργία του οποίου ωστόσο σταδιακά

µεταφέρθηκε στην πλατεία.

Βιβλιοθήκες, αρχειοφυλακεία και δηµόσια γραφεία επίσης

στεγάζονταν σε αίθουσες που δηµιουργούνταν πίσω από τις

στοές της πλατείας (όπου υπήρχε φυσικά τέτοιο porticus) ή

σε ανεξάρτητα ελεύθερα κτίρια. Στο Forum της Ποµπηίας

(εικ) τρία µικρά κτίρια τοποθετηµένα ακριβώς απέναντι από

τον κεντρικό ναό φιλοξενούσαν τους δηµόσιους άρχοντες της

πόλης, όπως τους αγορανόµους, ενώ αντίθετα στην Κόρινθο

τον ίδιο ρόλο εξυπηρετούσαν οι παλαιές αίθουσες της

36
Νοτίου Στοάς. Βιβλιοθήκες και αρχειοφυλάκια είναι πιο

δύσκολο να εντοπιστούν, αν και δύο πολύ χαρακτηριστικά

παραδείγµατα έχουν βρεθεί στους Φιλίππους, όπου οι

διατηρούµενες στους τοίχους κόγχες µαρτυρούν τη χρήση

τους που επιβεβαιώνεται και από τις επιγραφές.

Χαρακτηριστικό του τύπου της βιβλιοθήκης, αν και

περίεργης κάτοιψης αποτελεί ένα κτίριο (διαρρύθµιση

διαδρόµων µε κόγχες) που βρέθηκε και στο Forum του

Verulamium (εικ).

Η εικόνα του Forum της ρεπουνπλικανικής περιόδου ως χώρου

εµπορικών συναλλαγών, παραστάσεων ή και θεαµάτων µε

µονοµάχους, όπως περιγράφεται από τον Βιτρούβιο (5.1.1-

2), απέχει αρκετά από αυτήν του µνηµειακού επίσηµου χώρου

της αυτοκρατορικής περιόδου που εκτός των κτιρίων των

κτισµένων µε πολυτελή υλικά (όπως το µάρµαρο) κοσµούνταν

µε αναρίθµητους ανδριάντες που µνηµόνευαν τον

αυτοκρατορικό οίκο αλλά και την τοπική αριστοκρατία.

Καθώς στις πόλεις εκφράζεται αναµφισβήτητα ίσως

περισσότερο από οπουδήποτε αλλού η κρατική ιδεολογία, το

Forum των αυτοκρατορικών χρόνων ήταν κάτι περισσότερο από

ένας χώρος συνάθροισης πολιτών. Το Forum αποκτά το

χαρακτήρα ενός συµβολικού χώρου στον οποίο επιδεικνύεται

η κρατική δύναµη αλλά και η συλλογική συνείδηση των

πολιτών. Στο σηµείο αυτό πρέπει να διαχωρίσουµε σαφώς το

37
Forum των πόλεων αυτών τόσο από την ελληνική Αγορά όσο

και από το ίδιο το Forum Romanum. Όπως σωστά έθεσε το

ζήτηµα ο P.Zanker, η αρχιτεκτονική σύνθεση του Forum-

Kαπιτωλίου δεν αποτελεί πιστή µεταφορά της οργάνωσης του

Forum Romanum στις αποικίες αλλά και στις νέες ρωµαϊκές

πόλεις, αλλά µία προσπάθεια να δηµιουργηθεί ένας χώρος

συµβατός µε τις ανάγκες και τις αρχές της ρωµαϊκής

κοινωνίας. Το ρωµαϊκό Forum ήταν ένας χώρος κλειστός,

περιορισµένης πρόσβασης και αυστηρά ιεραρχηµένος. ένα

χώρος όπου κάθε αρχιτεκτονική µονάδα είχε το δικό της

λειτουργικό και συµβολικό ρόλο και τη συγκεκριµένη θέση

της. Σύµφωνα µε τον Zanker η σύνθεση Forum-Kαπιτωλίου

είναι πρωτίστως ένα ιδεολογικό εφεύρηµα, που σε αντίθεση

από το άναρχα δοµηµένο Forum της Ρώµης δηµιουργήθηκε για

να εκφράσει τις αρχές που διέπουν τη ρωµαϊκή κοινωνία. Ως

εκ τούτου απέκτησε ένα ιδιαίτερο συµβολικό περιεχόµενο

και χρησιµοποιήθηκε στις νέες αποικίες που κτίστηκαν την

περίοδο αυτή ως µία αρχιτεκτονική µεταφορά των βασικών

αξόνων-αρχών της πολιτικής ρωµαϊκής ζωής. Η θεώρηση αυτή

είναι σύµφωνη µε µία παλαιότερη θεωρία του J. Ward-

Perkins, o οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1970 πρότεινε

ότι το Forum µε κεντρικό ναό, διαµορφώθηκε ως ένα σχέδιο

που προοριζόταν αποκλειστικά για τις νέες πόλεις-αποικίες

που στήριξαν τη ρωµαϊκή εξάπλωση στην περιοχή της βόρειας

Ιταλίας και από εκεί υιοθετήθηκε κυρίως στις δυτικές

38
επαρχίες, επηρεάζοντας ίσως και την αρχιτεκτονική και των

ίδιων των αυτοκρατορικών Αγορών.

Η δηµόσια πλατεία που βρίσκεται απέναντι από το άνδηρο µε

τους ναούς ήταν απόλυτα ενταγµένη στον πολεοδοµικό

κάνναβο και είχε σύνήθως πρόσβαση στους δύο κυριότερους

οδικούς άξονες της πόλης. Η ίδια τάση συµµετρίας

εµφανίζεται και στο σχέδιο της πλατείας, όπου παρατηρούµε

τα κτίρια να τοποθετούνται σε αντωπά ζεύγη (curia µε ναό

αυτοκρατορικής λατρείας/ βιβλιοθήκη-tabularium/ βασιλική-

συγκρότηµα τεσσάρων δωµατίων). Αυτή η συµµετρική

τοποθέτηση των κτιρίων είναι ένα χαρακτηριστικό που

συναντάται σε πολλά Fora της περιόδου και πηγάζει από την

προσπάθεια να οργανωθούν οι δηµόσιοι χώροι πάνω σε

τυποποιηµένες αρχιτεκτονικές µορφές. Αυτό έχει συχνά ως

αποτέλεσµα την οµαδοποίηση των κτιρίων και τη δηµιουργία

εύκολα διακριτών ενοτήτων (π.χ. curia και βασιλική,

βιβλιοθήκη και αρχείο κ.τ.λ.).

Στο σχέδιο αυτό τα πολιτικά και τα θρησκευτικά κτίρια

(βασιλικές, curiae, ναοί της Καπιτωλιακής τριάδας και

ναοί της αυτοκρατορικής λατρείας) ήταν αλληλένδετα

στοιχεία της ίδιας ενότητας και η συµµετρική-αξονική

τοποθέτησή τους εξέφραζε το πλαίσιο µέσα στο οποίο

διεξάγονταν οι βασικές δραστηριότητες της δηµόσιας ζωής

των πολιτών. Όπως επισήµανε η S.Alcock, θα ήταν λάθος να

δεχτούµε ότι ο συµβολισµός των δηµοσίων χώρων και του

39
αρχιτεκτονικού τους πλαισίου ήταν µονοδιάστατος, καθώς

µπορούσε να λάβει διάφορες ερµηνείες που ποίκιλλαν

ανάλογα µε τον επισκέπτη του χώρου ή τους σκοπούς για

τους οποίους τον επισκεπτόταν. Παραταύτα το χωρο-

οργανωτικό και αρχιτεκτονικό πλαίσιο µέσα στο οποίο

αναπτύχθηκε το forum των ρωµαϊκών πόλεων είχε εξ’αρχής

έναν ξεκάθαρα συµβολικό στόχο. Τα µεγάλα δηµόσια κτίρια,

οι ναοί της αυτοκρατορικής λατρείας και της Καπιτωλιακής

τριάδας, τα πολυάριθµα αγάλµατα των αυτοκρατόρων και των

υπολοίπων summi viri που έστεκαν µπροστά από τις στοές

προσέδιδαν στο χώρο µία σχεδόν διδακτική αξία, καθώς ο

επισκέπτης είτε αυτός ήταν πολίτης που πήγαινε στο forum

για να τελέσει τις καθηµερινές του υποχρεώσεις είτε απλός

επισκέπτης από κάποια άλλη πόλη ή επαρχία βίωνε ένα

αρχιτεκτονικό περιβάλλον που σε όλες του τις εκφάνσεις

υπενθύµιζε το ρωµαϊκό χαρακτήρα της πόλης, αλλά και την

ύπαρξη ενός συστήµατος εξουσίας που εξασφάλιζε την

ευηµερία και την ανάπτυξη

Το συγκρότηµα του Forum δηµιουργούσε έναν κεντρικό

δηµόσιο χώρο στην περιφέρεια του οποίου αναπτύσσονταν και

άλλα δηµόσια κτίρια ή δηµόσιοι χώροι. Ένας από αυτούς

τους χώρους συχνά σε επαφή µε το Forum ή στα διπλανά

οικοδοµικά τετράγωνα ήταν το macellum µία εµπορική αγορά

στη µορφή ενός περίστυλου κτιρίου (εικ). Ο όρος

εµφανίζεται για πρώτη φορά στις κωµωδίες του Πλαύτου στις

40
αρχές του 2ου αι. π.Χ. για να περιγράψει ένα κτίριο

εµπορευµατικών δραστηριοτήτων που βρισκόταν στο Forum

Romanum. Ως αρχιτεκτονικός τύπος το macellum φαίνεται ότι

εµφανίστηκε στην Καµπανία (µία περιοχή που αποτέλεσε

πιθανότατα λίκνο δηµιουργίας πολλών ρωµαϊκών κτιριακών

τύπων) αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλες τις πόλεις της

Ιταλίας.

Το macellum µπορούσε να είναι µία γενική αγορά ωνίων αλλά

µπορούσε να είναι και ένα εξειδικευµένο κτίριο πώλησης

κρεάτων ή ψαριών. Το macellum είναι η µόνιµη έκφραση

περιοδικών αγορών που λάµβαναν χώρα σε κάθε πόλη συνήθως

κάθε εννέα ηµέρες (nundinae). Αυτού του είδους οι

δραστηριότητες δεν είχαν θέση στην πολιτική Αγορά. Ο

σαφής διαχωρισµός πολιτικών και εµπορικών δραστηριοτήτων

επικράτησε µόνο κατά την ελληνιστική εποχή, όταν

συνδέθηκε µε µία νέα ηθικοφιλοσοφική τάση που ήθελε σαφή

διαχωρισµό των αστικών δραστηριοτήτων και αργότερα

υιοθετήθηκε από τους Ρωµαίους. Στην πραγµατικότητα αυτή η

διάκριση δείχνει πολλά για τον ρωµαϊκό τρόπο οργάνωσης

του χώρου, όπου κάθε δραστηριότητα καταλάµβανε έναν

διακριτό τοµέα του δηµοσίου βίου. Έτσι και οι εµπορικές

αγορές ο αριθµός των οποίων ποικίλει ανάλογα µε το

µέγεθος της πόλης ( η Κόρινθος για παράδειγµα είχε 3)

ήταν ένας ξεχωριστός χώρος στην περιφέρεια συνήθως του

Forum που έπρεπε όµως να εξυπηρετείται από τουλάχιστον

41
δύο δρόµους (βλ. Φιλίππους). Η τυπολογία είναι σχετικά

απλή. Ένα περίστυλο κτίριο µε εσωτερική τετράγωνη ή

πολυγωνική αυλή και καταστήµατα που άνοιγαν τόσο προς την

αυλή όσο και ως προς τον δρόµο. Στο κέντρο της αυλής

υπήρχε συχνά µία κρηναία κατασκευή όπου καθαρίζονταν τα

ψάρια και το κρέας αλλά σε άλλες περιπτώσεις µπορούσε να

υπάρχει και ένας θόλος όπου φυλάσσονταν ή επιδεικνύονταν,

τα επίσηµα µέτρα και σταθµά της πόλης (βλ Leptis Magna).

Απαραίτητη ήταν επίσης και η παροχή νερού για την

καθαριότητα και την αποµάκρυνση των ρύπων. Άλλωστε την

ορθή λειτουργία του χώρου εξασφάλιζαν οι αγορανόµοι που

φρόντιζαν τη δηµόσια υγιεινή, µία πτυχή της αστικής ζωής

που είναι πολύ κοντά στη σύγχρονη πραγµατικότητα. Η

εµφάνιση του macellum συνδέεται µε έναν τύπο οικιστικού

πλαισίου, στον οποίο οι ανάγκες των πολιτών (αλλά και ο

αριθµός τους) δεν καλύπτονταν από τις περιοδικές αγορές,

αλλά απαιτούσαν την ύπαρξη κτιρίων που παρείχαν αγαθά σε

καθηµερινή βάση. Τα κτίρια αυτά όχι µόνο διέθεταν

καλύτερες συνθήκες υγιεινής λόγω της άφθονης παροχής

νερού και της αποµάκρυνσης των απορριµάτων, αλλά

υπόκεινταν και στους συχνούς ελέγχους των υπευθύνων

αρχόντων που εγγυώνταν την τήρηση των κανόνων του

εµπορίου και της διατήρησης των τιµών στα προβλεπόµενα

επίπεδα.

42
Θα αναφερθούµε επίσης µε συντοµία και σε άλλες πτυχές του

δηµόσιου και ιδιωτικού βίου, τις οποίες θα αναπτύξουν

εκτενέστερα επόµενοι οµιλητές.

Απαραίτητο κτίριο για την υποδοµή κάθε πόλης ήταν επίσης

και οι Θέρµες ένας κτιριακός τύπος που δεν πρέπει να

συνδέεται µόνο µε θερµά λουτρά αλλά µε µία ποικιλία από

δραστηριότητες που έφταναν ως την παροχή ιατρικής

βοήθειας. Η επίσκεψη στα λουτρά και η συνεύρεση µε άλλους

πολίτες σε ένα ευχάριστο χώρο δεν ήταν µία σπάνια

πολυτέλεια (όπως είναι πιθανότατα σήµερα) αλλά µία

καθηµερινή αναγκαιότητα και µία βασική πτυχή της

καθηµερινής ζωής. Οι απαρχές φυσικά εντοπίζονται και πάλι

στην ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση όπου και

δηµιουργήθηκαν οι πρώτοι τύποι περίκλειστου κτιρίου µε

εσωτερική θέρµανση. Παραταύτα οι Θέρµες αποτελούν ίσως

την χαρακτηριστικότερη έκφραση του ρωµαϊκού τρόπου ζωής

και ένα σήµα κατατεθέν της ρωµαϊκής αστικής ζωής. Αυτό

φυσικά έγινε σε µεγάλο βαθµό δυνατό χάρη στην ανεπτυγµένη

υδραυλική τεχνολογία και στην ικανότητα παροχής νερού σε

καθηµερινή βάση µέσω των υδραγωγείων. ∆εν πρέπει να

ξεχνάµε άλλωστε ότι οι δρόµοι και τα υδραγωγεία είναι

πιθανότατα η πιο χειροπιαστή απόδειξη της ασφάλειας που

πρόσφερε η αυτοκρατορία. ∆ρόµοι και παροχή νερού ήταν οι

υποδοµές που κατέρρευσαν πρώτες άλλωστε κατά τις

βαρβαρικές επιδροµές της ύστερης αρχαιότητας. Παρολαυτά

για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα η δυνατότητα παροχής

43
νερού σε καθηµερινή βάση επέτρεπε τη χρήση αυτών των

θεµελιωδών για τον αστικό πολιτισµό κτιρίων. Οι θέρµες

δεν ήταν απλά κτίρια. Ακόµα και οι µικρότερες όπως το

ρωµαϊκό λουτρό (εικ) που ανακαλύφτηκε στη ρωµαϊκή πόλη

του Chester) προυπέθεταν µία σειρά από παράγοντες όπως

αποχετεύσεις, στεγανότητα – µόνωση, θέρµανση που ήταν

δυνατές χάρη στους διάφορους τοµείς της ρωµαϊκής

µηχανικής. Η υποδαπέδια θέρµανση που έγινε δυνατή χάρη

στο opus caementicium, το µοναδικό αυτό εύπλαστο και

µεγαλής αντοχής σκυρόδεµα πάνω στο οποίο κτίστηκε σε

µεγάλο βαθµό ο ρωµαϊκός υλικός πολιτισµός, δηµιουργούσε

ένα χώρο διαθέσιµο και τον χειµώνα και έτσι η τα λουτρά

έγιναν συνήθεια ακόµα και στις πιο κρύες βόρειες επαρχίες

(βλ. αποκατάσταση λουτρών στο αυστριακό Carmuntum). Οι

θέρµες είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη έκφραση του

µοντέλου που αποκαλούµε service city, της πόλης δηλαδή

που ήταν συνυφασµένη µε την προσφορά µίας σειράς

υπηρεσιών. Ένα ζεστό µπάνιο (εικ Leptis Magna) σε

ελεγχόµενο περιβάλλον ήταν άλλωστε µία µοναδική ευκαιρία

για τους επισκέπτες από την επαρχία. Οι θέρµες είναι ίσως

το πιο διαδεδοµένο κοµµάτι του ρωµαϊκού υλικού πολιτισµού

και ένα από τα λίγα που ενσωµατώθηκε µε επιτυχία στο

παραδοσιακό πλαίσιο της ελληνικής πόλης. Η ποικιλία

δραστηριοτήτων που λάµβαναν χώρα στο εσωτερικό τους τις

ανήγαγαν σε δοµικό στοιχείο της αστικής ζωής. Στο ίδιο

ακριβώς πλαίσιο πρέπει να εντάξουµε και τις δηµόσιες

44
τουαλέτες τις βεσπασιανές (εικ) όπως επικράτησε να

λέγονται, ένα κτίριο – υπηρεσία που έγινε δυνατό χάρη

στην άφθονη παροχή νερού. Οι βεσπασιανές, όπως και οι

Θέρµες εκφράζουν ένα νέο χαρακτηριστικό της αστικής ζωής,

την υγιεινή που επανηλθε ως µέρος της καθηµερινότητας

µόλις κατά τη διαρκεια του 19ου αι. µε τα µεγάλα έργα

υποδοµών στις ευρωπαικές µητροπόλεις.

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι τόσο οι κάτοικοι όσο και οι

επισκέπτες της ρωµαϊκής πόλης απολάµβαναν υπηρεσίες που

αναβάθµιζαν την ποιότητα ζωής. Άµεσα συνδεδεµένη µε αυτήν

την νέα ποιότητα αστικής ζωής ήταν φυσικά και η

διασκέδαση, ιδαίτερα αυτή σε συλλογικό επίπεδο, καθώς

αυτή η διάσταση της ενίσχυε το συλλογικό αίσθηµα της

κοινότητα και τους δεσµούς της. Αναφερόµαστε φυσικά όχι

για µία σύγχρονη αντίληψη της διασκέδασης – ψυχαγωγίας

αλλά σε µία κοινωνική πρακτική που ήταν άµεσα εξαρτηµένη

από το θρησκευτικό ή ακόµα και το πολιτικό στοιχείο. Οι

175 ludi publici- οι δηµόσιες γιορτές που σηµειώνονται σε

ένα ηµερολόγιο του 4ου αι. µ.Χ. για τη Ρώµη είναι µάλλον

ένα χαµηλό νούµερο για τις γιορτές που απολάµβαναν οι

ρωµαίοι πολίτες κατά τη διάρκεια της πρώιµης

αυτοκρατορικής περιόδου. Οι γιορτές αυτές περιλάµβαναν

τις συνήθεις θρησκευτικές τελετουργίες αλλά σηµαντικό

στοιχείο τους ήταν φυσικά οι αγώνες – ιπποδροµίες,

θεατρικοί αγώνες, αγώνες µονοµάχων ή θηριοµαχίες και

αθλητικοί ή µουσικοί αγώνες. Για όλες αυτές τις

45
δραστηριότητες υπήρχαν φυσικά και οι αντίστοιχες

κτιριακές εγκαταστάσεις. Θα παρακάµψουµε τον ιππόδροµο,

καθώς οι περισσότερες πόλεις εκτός Ρώµης ή αργότερα

κάποια µεγάλα αυτοκρατορικά κέντρα όπως ήταν για π.Χ. η

Θεσσαλονίκη δεν διέθεταν τον χώρο και το χρήµα για τόσο

µεγάλες εγκαταστάσεις. Πιθανότατα υπαίθριοι χώροι

διαµορφωµένοι κατάλληλα να εξυπηρετούσαν κάθε φορά τις

ανάγκες για ιπποδροµίες.

Μία σηµαντική δραστηριότητα της ρωµαϊκής ζωής, που σε

αρκετές περιπτώσεις ιντριγκάρει τη σύγχρονη σκέψη ακόµα

και τη βιοµηχανία θεάµατος ήταν φυσικά η διεξαγωγή

αιµατηρών αγώνων. Στα πρώτα βήµατα της ρωµαϊκής πόλης το

Forum αποτελούσε τον χώρο όπου τελούνταν όχι µόνο

τελετουργικοί χοροί ή θρησκευτικά δρώµενα αλλά και αγώνες

µονοµάχων (εικ). Οι αγώνες είναι πιθανό ότι ξεκίνησαν ως

µία µορφή επιταφίων αγώνων αλλα γρήγορα εξελίχτηκαν σε

ένα βασικό γνώρισµα της ρωµαϊκής δηµόσιας ζωής. Παρόλο

που σήµερα σε πολλούς φαίνεται αποτρόπαιο το θέαµα – που

ωστόσο αξίζει να σηµειωθεί ότι δεν κατέληγε πάντοτε στον

θάνατο των αγωνιζοµένων- ενίσχυε το συλλογικό αίσθηµα της

κοινότητας αλλά και άλλα αισθήµατα όπως η τιµωρία ή η

ευσπλαχνία. Από τα µέσα του 1ου αι. π.Χ. το θέαµα βρήκε το

φυσικό του χώρο (εικ) σε ένα νέο τύπο κτιρίου µε

ελλειψοειδή κάτοψη που ονοµάστηκε αµφιθέατρο. Επρόκειτο

στις περισσότερες των περιπτώσεων για ένα ογκώδες κτίριο

που βρισκόταν στην περιφέρεια της πόλης ή ακόµα και έξω

46
από τα τείχη όπως βλέπουµε να συµβαίνει για παράδειγµα

στη Βερόνα. Και εδώ όπως και στο θέατρο η κοινωνική

ιεραρχία εκφραζόταν µέσω της θέσης του καθενός µέσα στο

κτίριο. Παρολαυτά το αµφιθέατρο πολύ περισσότερο από το

θέατρο που λειτουργούσε µε βάση έναν κάθετο άξονα (οι

προνοµιούχοι στα χαµηλά εδώλια και οι φτωχότεροι στα

ανώτερα) έφερνε λόγω της ελιψοειδούς του κάτοψης τους

θεατές διαφόρων κοινωνικών τάξεων κοντά σχετικοποιώντας

τις διακρίσεις. Αξίζει επίσης να επισηµάνουµε και κάτι

άλλο. Σε ένα αστικό τοπίο που χαρακτηριζόταν από χαµηλά

οικοδοµήµατα ένα ογκώδες κτίριο όπως το αµφιθέατρο που

υψωνόταν σχεδόν 20 – 30µ. (χαρακτηριστικό παράδειγµα το

πολύ καλά διατηρηµένο αµφιθέατρο της El Djem της εποχής

των Φλαβίων) πρέπει να προκαλούσε µία τροµερή εντύπωση

παρόµοια µε αυτή των καθεδρικών αργότερα στο µεσαιωνικό

αστικό τοπίο (εικ).

Εξίσου σηµαντικό φυσικά ήταν και το θέατρο (εικ) που όπως

και το ελληνικό κτίριο από το οποίο προήλθε προοριζόταν

για µία σειρά δραστηριοτήτων, από την έκθεση άγριων ζώων

(όπως ο ρινόκερος που εξέθεσε ο Αύγουστος στη Saepta) ως

τις συνελεύσεις του λαού και τις θεατρικές παραστάσεις.

Οι θεατρικές παραστάσεις αποτέλεσαν µέρος της ρωµαϊκής

κοινωνικής ζωής (παρά τις αντίθετες φωνές όπως αυτή του

Π. Κορνήλιου Νασικά που φοβόταν ότι το θέατρο θα ήταν

επιβλαβές για τα δηµόσια ήθη) µετά το 240 π.Χ. όταν ο

Λίβιος Ανδρόνικος ανέβασε µία ελληνική τραγωδία και

47
κωµωδία σε λατινική µετάφραση. Είναι σαφές ωστόσο ότι στα

τέλη του 1ου αι. π.Χ. ( ο Ποµπηίος έκτισε το πρώτο λίθινο

θέατρο στη Ρώµη το 55 π.Χ.) το θέατρο αποτέλεσε βασικό

συστατικό της ρωµαϊκής πόλης. ∆εν είναι τυχαίο ότι όλες

σχεδόν οι νέες ρωµαϊκές πόλεις στη Γαλατία, στην

Προβηγγία και την κοιλάδα του Λίγηρα ήταν εξοπλισµένες µε

εντυπωσιακά λίθινα θέατρα και Ωδεία (βλ.φωτό Lyon –

Feurs). Το ρωµαικό θέατρο (εικ) διαφέρει από το ελληνικό

ως προς το ότι δηµιουργεί ένα πιο κλειστό αρχιτεκτονικό

σύνολο, µία πιο συµπαγή κατασκευή καθώς κοίλο και σκηνικό

οικοδόµηµα ενώνονται αφήνοντας µόνο έναν ηµικυκλικό χώρο

για την ορχήστρα. Το κλειστό σύνολο προστάτευε τους

θεατές από τις καιρικές συνθήκες (κυρίως τους ανέµους)

αλλά επέτρεπε και την ευκολότερη σκίαση µέσω

παραπετασµάτων. Οπωσδήποτε το αποτέλεσµα ήταν πολύ

εντυπωσιακό για το αστικό τοπίο βλ. το θέατρο της Οράγγης

(εικ) και το ύψος των κτιρίων αυτών όπως και στο

αµφιθέατρο πρέπει να τα έκανε να δεσπόζουν µέσα στην

πόλη.

Σε αυτήν την σύντοµη επισκόπηση της ρωµαϊκής πόλης δεν

πρέπει φυσικά να ξεχάσουµε και τον οικιστικό τοµέα, την

κατοικία που αποτελούσε τον δεύτερο σηµαντικό βασικό

πυρήνα της αστικής ζωής, τον ιδιωτικό τοµέα. Στις οικίες

µπορούµε να διακρίνουµε τρεις βασικούς τύπους. Ο

παλαιότερος τύπος, που ονοµάζουµε domus (εικ) ήταν αυτό

που θα λέγαµε το παραδοσιακό µεσογειακό αρχαίο σπίτι που

48
όπως και στην Ελλάδα ήταν µονόροφο ή διώροφο και

αποτελούνταν από µία κεντρική αυλή ή και περισσότερες

γύρω από τις οποίες διατάσσονταν τα υπνοδωµάτια, οι χώροι

υποδοχής αλλά και εστίασης της οικογένειας και των

επισκεπτών. Ο δεύτερος τύπος είναι στενότερα συνδεδεµένος

µε την σχεδιασµένη πόλη, ο τύπος της insula (εικ),

πολυόροφα δηλαδή συγκροτήµατα δωµατίων ή διαµερισµάτων

που ενοικιάζονταν σε οικογένειες. Πολύ συχνά τα

συγκροτήµατα αυτά συνδυάζονταν µε καταστήµατα, τα οποία

ίσως να ανήκαν στις ίδιες τις οικογένειες που κατοικούσαν

στα διαµερίσµατα. Η insula άλλωστε προώθησε την ιδέα της

ισότητας και πολλές οικοδοµικές νησίδες κτίστηκαν ως

ενιαίο οικοδοµικό συγκρότηµα. Αυτό βέβαια όπως

προαναφέρθηκε δεν ήταν πάντοτε ο κανόνας. Εντός των

οικοδοµικών νησίδων το µέγεθος και η εσωτερική κατανοµή

των σπιτιών διέφερε ανάλογα µε τη γή αλλά και την

οικονοµική κατάσταση του ιδιοκτήτη. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε

ότι η ταξική κατανοµή στις αρχαίες πόλεις διέφερε από τις

σηµερινές δηλαδή δεν πρέπει να φανταστούµε ότι πλούσιοι

και φτωχοί έµεναν σε ξεχωριστές συνοικίες. Αντίθετα το

εκτεταµένο σύστηµα πατρωνίας που χαρακτήριζε τον ρωµαϊκό

κόσµο επέβαλε συχνά τα σπίτια των πλουσίων οικογενειών να

βρίσκονται ανάµεσα στα σπίτια εκείνων που αποζητούσαν την

πατρωνία τους.

Ο τελευταίος τύπος, η ρωµαϊκή βίλλα ήταν µία οικιστική

µονάδα που την βρίσκουµε κυρίως εκτός των τειχών, µία

49
µονάδα που ουσιαστικά ανήκε εκτός του οικιστικού πλαισίου

της σχεδιασµένης πόλης.

Όπως προαναφέραµε η ρωµαική πόλη είναι στενά δεµένη µε

µία συστηµατική προσπάθεια να δηµιουργηθούν υποδοµές που

να διευκολύνουν τη ζωή αλλά και την υγιεινή των πολιτών.

Απο πολύ νωρίς οι δρόµοι πλακοστρώθηκαν (εικ) έτσι ώστε

να διευκολύνεται η κίνηση στις βροχερές µέρες, όταν αυτοί

µετατρέπονταν σε χειµάρρους ή λασπότοπους. Η πλακόστρωση

µε τη σειρά της δηµιούργησε νέα προβλήµατα καθώς δεν ήταν

εύκολο να απορροφηθεί το νερό της βροχής µε αποτέλεσµα να

γίνουν αναγκαία έργα αποχέτευσης, µεγάλα υπόγεια κτιστά

κανάλια που αποµάκρυναν τα νερά και τα λύµατα, ένα

αποχετευτικό δίκτυο που δεν κάλυπτε κάθε δρόµο αλλά µόνο

τους κεντρικούς. Παρολαυτά η εικόνα της αρχαίας πόλης

ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που έχουµε συνηθίσει

σήµερα. Σκοτεινοί δρόµοι (καθώς έλειπε ο δηµόσιος

φωτισµός), χωρίς ονοµατοδοσία, µε ακαθαρσίες και οικόσιτα

ζώα εντός και εκτός των αυλών δηµιουργούσαν µία σχεδόν

χαοτική κατάσταση που τόσο περιστατικά περιγράφει ο

Γιουβενάλης στην Τρίτη του σάτιρα.

Κλείνοντας ας ρίξουµε και µία µατιά στα περίχωρα της

πόλης. Αρκετές φορές κατά αναλογία µε τις µεσαιωνικές ή

τις σύγχρονες πόλεις πιστεύουµε ότι στα περίχωρα βρίσκει

κανείς τις λιγότερο προνοµιούχες τάξεις της πόλης,

στριµωγµένες πιθανότατα σε παραγκουπόλεις, στο περιθώρειο

της αστικής ζωής. Παρολαυτά τα προάστια συνιστούσαν έναν

50
σηµαντικό τοµέα της λειτουργίας της πόλης καθώς εδώ

µπορούσε κανείς να βρεί νεκροταφεία, βιοµηχανικές και

βιοτεχνικές εγκαταστάσεις αλλά και µεγάλα κτίρια όπως πχ

τα αµφιθέατρα τα οποία δεν χωρούσαν στον εντός των τειχών

πολεοδοµικό ιστό. Παρόλο που σε αρκετές περιπτώσεις

σκουπίδια και αστικά λύµατα κατέληγαν στις περιοχές έξω

από τα τείχη τα προάστια ήταν συχνά ειδυλλιακά µέρη µε

ιερά, τεµένη, αλσύλια ή και κήπους.

Εδώ το τοπίο χαρακτηρίζονταν κυρίως από τα ταφικά µνηµεία

που πλαισίωναν τους βασικούς δρόµους που οδηγούσαν στις

πύλες αλλά και από τις βίλες (µερικές στο µέγεθος

οικοδοµικού τετραγώνου) που στεφάνωναν τις πλαγιές ή

καταλάµβαναν όλα τα προνοµιακά σηµεία (κυρίως για λόγους

κλίµατος και υγιεινής) γύρω από την πόλη. ∆εν θα σταθούµε

στην τυπολογία των ταφικών µνηµείων που εµπεριέχει όλο

σχεδόν τον διακοσµητικό πλούτο του ελληνιστικού και

ρωµαϊκού κόσµου. Αξίζει όµως να επισηµάνουµε ότι κύριος

σκοπός αυτών των µνηµείων ήταν να αντανακλούν και κυρίως

να ονοµατίζουν τη δύναµη των µεγάλων οίκων της πόλης. Όσο

πιο ισχυρό το όνοµα της οικογένειας τόσο πιο προνοµιακή η

θέση και το µέγεθος του µνηµείου. Ένα χαρακτηριστικό

παράδειγµα είναι ο µεγάλος µονόλιθος που σώζεται σήµερα

στις Κρηνίδες λίγο έξω από τους Φιλίππους, κάποτε το

µνηµείο του C. Vibius Quartus. Tα µνηµεία αυτά παίζουν

τον ρόλο τους στη συλλογική µνήµη της πόλης καθώς µέσω

51
αυτών ο νεοφερµένος αποκτούσε µέσω της εισόδου του στην

πόλη µία σύντοµη εισαγωγή στον τοπικό κοινωνικό ιστό.

Επίλογος

Η ρωµαϊκή σχεδιασµένη πόλη ήταν κάτι περισσότερο από µία

έντεχνη κατασκευή, ήταν πρωτίστως µία ιδεολογική σύλληψη

που συµπεριλάµβανε τόσο σε πραγµατικό όσο και σε

συµβολικό επίπεδο όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν

την ρωµαϊκή εξουσία. Οι πόλεις ιδιαίτερα µάλιστα αυτές

που ιδρύθηκαν σε περιοχές που δεν είχαν µεγάλη οικιστική

παράδοση αντανακλούσαν όλες τις θεµελιώδεις αξίες του

ρωµαϊκού πολιτισµού: τάξη, ηρεµία, υγιεινή, προσφορά

υπηρεσιών όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που ξεχώριζαν τον

ρωµαϊκό κόσµο από τον κόσµο των βαρβάρων. Η ίδια η

λειτουργική διαρρύθµιση της πόλης που στηρίζεται στις

υποδοµές, στο ορθολογικό σχέδιο και στους µνηµειακά

διαµορφωµένους δηµόσιους χώρους είναι ίσως η µεγαλύτερη

επιτυχία των ρωµαίων µηχανικών. Η ρωµαϊκή πόλη εµπεριέχει

πολλές πτυχές – διαστάσεις που θα µπορούσαν να

χαρακτηριστούν σύγχρονες όπως η έµφαση στην υγιεινή, η

προσφορά υπηρεσιών ακόµα και η µνηµειακότητα είναι

πλευρές που βρίσκει κανείς και στην σύγχρονη αστική ζωή.

∆εν παύει ωστόσο να είναι ένα δηµιούργηµα ενός αρχαίου

πολιτισµού και η ερµηνεία της βασίζεται σε µεγάλο βαθµό

στον τρόπο µε τον οποίο εµείς ερµηνεύουµε το ρωµαϊκό

κόσµο.

52

You might also like