Professional Documents
Culture Documents
Abasourdir
Abasourdir
(Νοέμβριος 1985)
ABASOURDIR
(ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗ)
Ποτέ, ενώ η χρήση της ίδιας της γλώσσας χάνεται, δεν έγινε τόση κουβέντα για
επικοινωνία. Είναι βέβαια πάντοτε η μονομερής επικοινωνία, η πληροφόρηση
αυτή για την οποία γίνεται λόγος, όταν για παράδειγμα ένας ειδικός του
αυταρχικού μονολόγου αυτοπροσδιορίζεται περήφανα ως “παθιασμένος με την
επικοινωνία”. Αλλά οι αντίστοιχες πραγματικότητες έχουν γίνει τόσο σπάνιες
ώστε το συναπάντημα των λέξεων “πάθος” και “επικοινωνία” στο στόμα ενός
διαφημιστή φαίνεται μάλλον κοινότοπο, ενώ θα ήταν σχεδόν παράδοξο να
υπενθυμίσει κανείς τον ανταγωνισμό μεταξύ πληροφόρησης και επικοινωνίας·
και ότι η πρώτη δεν αναπτύχθηκε παρά μόνο σε βάρος της δεύτερης, μέχρι το
σημείο να μπορεί ατιμώρητα να ενδύεται το όνομά της, ως ύστατο φόρο τιμής
που το ψέμα αποδίδει στην αλήθεια. Ανάρμοστο σε κάθε περίπτωση, λες και η
ιδέα μιας επικοινωνίας που δεν θα ικανοποιούταν απόλυτα από την
επιταχυνόμενη κυκλοφορία πληροφοριών υπονοεί κάποια ζωώδη ανάγκη, που
πρέπει να αποσιωπάται μεταξύ καλών φίλων. Ωστόσο, καμία θέση της
1
σύγχρονης επαναστατικής κριτικής δεν έχει ίσως επαληθευτεί τόσο
συντριπτικά. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο η αλήθεια της είναι
σήμερα σχεδόν αδύνατο να επικοινωνηθεί: αυτό που την επιβεβαιώνει είναι
ταυτόχρονα αυτό που την καθιστά, μέσα στη μιντιακή φασαρία που
αποχαυνώνει καθημερινά τους συγχρόνους μας, κυριολεκτικά ανήκουστη. Όπως
και άλλες στοιχειώδεις αλήθειες, φαίνεται, μέσα στη γενικευμένη παραίτηση, να
μην υπηρετεί παρά μόνο λίγους, να μην είναι παρά μια ιδιαίτερη φαντασίωση,
επειδή θα μπορούσε να υπηρετήσει πολύ καλά τους πάντες, και κανένας δεν
θέλει να την υπηρετήσει. Υπάρχουν εποχές όπου μπορεί κανείς να ψεύδεται
σχεδόν χωρίς κίνδυνο επειδή η αλήθεια δεν έχει πλέον φίλους: παραμένει μια
απλή υπόθεση, και μάλιστα τόσο λιγότερο σοβαρή όσο δεν είναι δυνατή ούτε
επιθυμητή η επαλήθευσή της. Σχεδόν κανένας πλέον δεν συγκατοικεί με την
αλήθεια. Σαν να μην υπήρχε εκεί παρά μόνο μια ανώφελη κόπωση, μέσα σε έναν
κόσμο όπου μας προσφέρονται τόσες πολλές εύκολες απολαύσεις. Αλλά αυτές οι
απολαύσεις, που δεν είναι καθόλου εύκολες, δεν είναι πλέον ούτε καν
απολαύσεις. Και η πραγματικότητα της δυστυχίας παραπέμπει εκ νέου στην
αναγκαιότητα της προσομοίωσης, σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο πολύ
λίγοι καταφέρνουν να ξεφύγουν.
Όταν δεν επιθυμεί κάποιος να επικοινωνήσει τίποτα αληθινό, έχει την ανάγκη να
του παρέχονται τακτικά ψέματα και ανοησίες. Και όταν είναι κάποιος τόσο
πληροφορημένος όσο έχουν την ευκαιρία να είναι οι σύγχρονοι πολίτες, δεν έχει
σίγουρα καμία ανάγκη να επικοινωνήσει οτιδήποτε: κατέχει σε αρκετή αφθονία
τα μέσα να μιλάει για όλα αυτά για τα οποία δεν έχει καμία εμπειρία ώστε να μη
μιλάει ποτέ γι’ αυτό για το οποίο έχει μια τόσο καταστροφική εμπειρία, τη ζωή
του. Bouvardage και pécuchétisation1 είναι έτσι οι δύο μαστοί της
πληροφορημένης άγνοιας, από τους οποίους ρέει γενναιόδωρα ο χείμαρρος με
το μολυσμένο γάλα της σύγχρονης βλακείας (βλ. το άρθρο Abêtissement
[Αποβλάκωση]). Προκειμένου να μιλήσουμε για την πραγματική ζωή, θα έπρεπε
να ξεκινήσουμε, για λόγους υγιεινής, με το να μην είμαστε πληροφορημένοι
πολίτες, με τον καθαρισμό του πνεύματος από όσα χύνουν εκεί οι μιντιακοί
υπόνομοι που αποτελούν τις μοναδικές εξουσιοδοτημένες πηγές. Ειδάλλως, τα
πιο απλά πράγματα γίνονται αυτά που είναι πιο δύσκολο να ειπωθούν, επειδή
σχεδόν δεν υπάρχει πλέον συμφωνία σχετικά με μια γλώσσα που να μπορεί να
τα κατονομάσει. Ο ίδιος ο λόγος για τον οποίο η πληροφόρηση μπορεί να
ανανεώνεται κάθε μέρα και να προσκομίζει μια άπειρη ποικιλία σκουπιδιών
είναι κάτι πολύ απλό: υπάρχουν άπειροι τρόποι να μην αποκαλούνται τα
πράγματα με το όνομά τους. Πολύ περισσότεροι από όσους υπάρχουν για να
τους αποδοθεί ο ακριβής όρος. Αλλά μόλις βρεθεί αυτός ο ακριβής όρος, είναι
1
[ΣτΜ] Λογοπαίγνιο με τον τίτλο του μυθιστορήματος Bouvard et Pécuchét (Μπουβάρ και
Πεκυσέ) του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Ο όρος bouvardage υποδηλώνει τη μωρολογία (bavardage) και
ο όρος pécuchétisation παραπέμπει στην αποβλάκωση (το γαλλικό όνομα Pécuchet ήταν αρχικά
παρατσούκλι αποδιδόμενο σε ένα ανόητο πρόσωπο).
2
ανώφελο να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, και γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να
χρησιμοποιούν τον ακριβή όρο εκείνοι των οποίων η αναγνωρισμένη –δηλαδή
πληρωμένη– κοινωνική χρησιμότητα είναι να μιλάνε κάθε μέρα. Όταν οι
άνθρωποι συμφωνούν σχετικά με έναν συγκεκριμένο ορισμό, δεν έχουν καμία
ανάγκη να τον πληροφορούνται καθημερινά: όταν ξέρουν τι είναι ένα Κράτος,
για παράδειγμα, δεν υπάρχει τίποτα να τους αποκαλυφθεί σχετικά με τις
μυστικές υπηρεσίες του. Μας επαναλαμβάνουν άραγε συνεχώς ότι η γη είναι
στρογγυλή; Αντιθέτως, είναι επιτακτική ανάγκη να μας κοπανάνε όσο το
δυνατόν συχνότερα ότι το εμπόρευμα είναι θεμελιωδώς αξιοσέβαστο, ότι οι
ηγέτες είναι ικανοί, και ότι στην εργασία, όταν ξέρουμε πώς να την κάνουμε,
μπορούμε “να βρίσκουμε ευχαρίστηση”, ακόμα και “να διασκεδάζουμε”.
Πληροφορίες τέτοιας ποιότητας δεν θα μπορούσαν να υποστηρίζονται πάνω
από μια μέρα, ούτε καν πάνω από μια ώρα, αν υπήρχε ο παραμικρός
ανταγωνισμός. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι η μοναδική δύναμη του ψεύδους
και του κονφουζιονισμού της πληροφόρησης είναι ότι βρίσκονται εδώ κάθε
μέρα, και ότι βρίσκονται εδώ μόνα τους.
3
ενδιαφερόμενων ατόμων αλλά κάποιων άλλων επί των οποίων δεν ασκούν
κανέναν έλεγχο, πρέπει λοιπόν να μας πληροφορούν αδιάκοπα, ώστε να ξέρουμε
τι γίνεται αυτός ο κόσμος, στην αυτόνομη πορεία του προς τον χαμό του. Καθώς
ένα τέτοιο καθήκον έχει κάτι άμεσα εξουθενωτικό, ορισμένοι λαμπροί ειδικοί
της πληροφορικής μάς προτείνουν τις κονσόλες [consoles] τους ως παρηγοριά
[consolations]: “Υπολογίστηκε ότι κατά μέσο όρο, στη διάρκεια της ζωής του,
ένα ανθρώπινο ον επεξεργαζόταν ένα δισεκατομμύριο χρήσιμες πληροφορίες.
Ογδόντα δισεκατομμύρια άνθρωποι υπήρξαν πριν από εμάς. Άρα, ογδόντα
δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων πληροφορίες έχουν υποβληθεί σε
επεξεργασία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ωστόσο, χάρη
στους υπολογιστές, τριάντα δισεκατομμύρια πληροφορίες θα υποβληθούν σε
επεξεργασία το 1985 και οι διπλάσιες το 1986. Επομένως, μέσα σε δύο χρόνια θα
υποβληθούν σε επεξεργασία περισσότερες πληροφορίες από όσες έχουν
υποβληθεί σε επεξεργασία από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου έως τις
μέρες μας. Σήμερα, η ζωή ενός ανθρώπου αντιστοιχεί σε 100.000 ζωές
ανθρώπων του παρελθόντος, ως προς τη δυνατότητα επεξεργασίας
πληροφοριών” (Τιερί Μπρετόν3, les Echos, ένθετο της 28ης Ιουνίου 1985). Αυτό
το αμυδρά ανθρωποειδές τερματικό φαίνεται να συγχέεται με τους
μικροεπεξεργαστές του στους υπολογισμούς του, αλλά όπως και να’ χει, δεν
χρειάζεται να επεξεργαστεί κανείς δισεκατομμύρια πληροφορίες, ή έστω και μία
μόνο, για να αντιληφθεί τι είναι η “ζωή ενός ανθρώπου” που αφιερώνεται στην
επεξεργασία πληροφοριών, μια ζωή τόσο “συνδεδεμένη”, “καλωδιωμένη”, “με
ίνες” ώστε να συμμετέχει μέσα σε δύο χρόνια σε μια ιστορία πλουσιότερη από
όλη την προηγούμενη ιστορία. Παλιότερα, άνθρωποι που ζούσαν 100.000 φορές
λιγότερο απ’ όσο μας επιτρέπεται σήμερα χάρη στους υπολογιστές θα είχαν βρει
εύκολα μια λέξη για να χαρακτηρίσουν μια τέτοια ζωή. Αισχρότητα [Abjection]
για παράδειγμα. Αλλά σήμερα η διατύπωση μιας τέτοιας κρίσης δεν μπορεί παρά
να φαίνεται στους πληροφορημένους ανθρώπους σαν το σημάδι μιας
απεγνωσμένης πικρίας, αντάξιας των πιο παταγωδών αποτυχιών του
παρελθόντος: η εποχή που παράγει σε αφθονία πνευματικές επιτυχίες του
διαμετρήματος εκείνης ενός Τιερί Μπρετόν ανακαλύπτει πολύ λογικά ή
λογισμικά ότι ο Μακιαβέλι δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένας μέτριος,
ένας ελεεινός, ένας αποτυχημένος.4
1985 και σχολιάζεται δηκτικά στις ένθετες σελίδες του τεύχους 5 της Εγκυκλοπαίδειας.
4
πραγματικότητα και τη χρησιμότητα του επιχειρηματία στο πλαίσιο της
σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας μας” (ό.π.). Χωρίς να εξετάσουμε εδώ
περαιτέρω όλες τις ιδιότητες που ισχυρίζεται ότι υποδηλώνει αυτός ο τόσο
επεξεργασμένος νεολογισμός, ας σημειώσουμε ότι αυτή που αναμφισβήτητα
υποδηλώνει είναι η μόνη για την οποία δεν θεωρείται απαραίτητο να μας
πληροφορήσουν: αν αυτός ο αποκρουστικός όρος μπορεί να έχει ένα νόημα,
αυτό είναι στην πραγματικότητα να εκφράζει τις φιλοδοξίες των
επιχειρηματιώνδυναστών [dynastes] και των νέων φεουδαρχιών τους.
Φιλοδοξίες που εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα, δηλαδή με μια απόλυτη γελοιότητα,
όταν αυτές οι δημιουργικές δυνάμεις μάς μιλάνε λίγο περισσότερο για τα
σύμβολα χάρη στα οποία ελπίζουν να διαδώσουν την πίστη τους στη
χρησιμότητα του επιχειρηματία και να προσηλυτίσουν τις μάζες των απίστων
καταναλωτών: “Έχουμε εισέλθει στην κοινωνία της πληροφορίας. Οι
επιχειρήσεις, τόσο οι πιο μεγάλες όσο και οι πιο μικρές, γνωρίζουν τον ρόλο και
τη σημασία του λογότυπού τους στην επικοινωνία με το κάθε διαφορετικό κοινό
τους… Το οικόσημο των ιπποτών του Μεσαίωνα ήταν και παραμένει συνώνυμο
ηθικών αξιών και φυσικών ιδιοτήτων. Μεταξύ του οικόσημου και του
λογότυπου, υπάρχουν πολύ περισσότερα από μερικές αναλογίες. Μοιράζονται
την ίδια θέληση για υπέρβαση.” Αυτό ακριβώς. Μπορούμε όντως να
φανταστούμε τι θα ήταν μια νέα εραλδική που θα επιδίωκε να μεταγράψει
πιστά τις “ηθικές αξίες” και τις “φυσικές ιδιότητες” των επιχειρηματιών και των
εμπορευμάτων τους. Και θα βλέπαμε στο βασίλειο των κατεψυγμένων
τροφίμων να μονομαχούν βαρόνοι που κρατούν θυρεούς με διάσπαρτες
κροκέτες σε ένα πεδίο από ξερατά…
5
πρέπει να επεξεργαστεί δισεκατομμύρια πληροφορίες, και την οποία δεν μπορεί
να του παράσχει καμία μηχανή. Αλλά ακόμα και η απλώς προσβλητική γλώσσα
φαίνεται να υπερβαίνει τις δυνάμεις του σκλάβου που είναι αλυσοδεμένος στην
πληροφοριακή μπάλα του. Ως άνθρωπος του παρελθόντος, γνήσιος και ελάχιστα
πληροφορημένος, ο Τσέστερτον εφιστούσε ήδη την προσοχή “σε εκείνες τις
λέξεις που μοιάζουν με όπλα τα οποία σκουριάζουν σε έναν τοίχο, στους πιο
εκλεκτούς προσβλητικούς όρους που απαρχαιώνονται παρά τις άφθονες και
μάλιστα εντυπωσιακές ευκαιρίες εφαρμογής τους όσον αφορά τα δημόσια
πρόσωπα”. Και οι παρατηρήσεις του αξίζουν να παρατεθούν σε ακόμα
μεγαλύτερη έκταση, γιατί είναι δυστυχώς πιο επίκαιρες από ποτέ: “Είναι
πραγματικά εντυπωσιακό ότι ενώ η δημόσια ζωή προσφέρει ένα τόσο ευρύ και
λαμπρό πεδίο για τη χρήση αυτών των όρων, επιτρέψαμε να πέσουν σε
αχρηστία. Μοιάζει παράδοξο ότι ενώ οι καριέρες των δημόσιων ανδρών μας, ο
χαρακτήρας των εμπορικών επιτυχιών μας, και η γενική κουλτούρα και ηθική
του σύγχρονου κόσμου φαίνεται να απαιτούν ιδιαιτέρως και, κατά κάποιο
τρόπο, να προσκαλούν στη χρήση μιας τέτοιας γλώσσας, το μυστικό αυτής της
γλώσσας κινδυνεύει να χαθεί.” (William Cobbett.)6
6 [ΣτΜ] Gilbert Keith Chesterton (1925). William Cobbett.
6
Ιδού μια απλή και χειροπιαστή αλήθεια που, με λίγα λόγια, κρίνει για μια
ολόκληρη εποχή εκείνους που υποτίθεται ότι αποτελούν τους άγρυπνους
θεματοφύλακες των μυστικών της γλώσσας, τους διανοούμενους, αυτούς τους
παλιούς ειδικούς της δημόσιας έκφρασης των οποίων η χειροτεχνία δεν επιζεί
πλέον παρά μόνο συμβιώνοντας με τη μεγάλη βιομηχανία της μιντιακής
αποχαύνωσης. Επιφορτισμένοι με συγκεχυμένα ψέματα και με αυθαίρετα
πορίσματα, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς συνείδηση και χωρίς εντιμότητα, ρυπαροί,
αναπόφευκτα ρυπαροί, είναι τόσο διεφθαρμένοι από τα ήθη του θεαματικού
μονολόγου ώστε δεν μπορούν να συντηρήσουν ούτε καν τη φαινομενικότητα
αυτού που άλλοτε ονομαζόταν “συζήτηση ιδεών”. Στερούνται τα πάντα γι’ αυτό,
τόσο τις ιδέες όσο και την ικανότητα να τις συζητήσουν. Καθώς είναι
ικανοποιημένοι από το γεγονός ότι τους παραχωρούνται ακόμα λίγο κύρος και
μισθοί που αρμόζουν συνηθέστερα στις ανταλλάξιμες μαριονέτες της μαζικής
αποβλάκωσης, η κατηγορηματική προσκόλλησή τους σε όσα υπάρχουν τους
απομακρύνει ολοένα περισσότερο από αυτά που αποτελούσαν τη μέθοδο και
την ατμόσφαιρα μιας πνευματικής δραστηριότητας άξιας του ονόματός της.
Είναι προφανές ότι εννοούμε απόλυτα τα λόγια μας όταν επισημαίνουμε αυτόν
τον πολιτιστικό κομφορμισμό όπου ακόμα και οι πιο τολμηροί εξακολουθούν να
σέβονται πάρα πολλά πράγματα για να μην είναι και οι ίδιοι άξιοι περιφρόνησης.
Όταν αυτοί οι άνθρωποι αναφέρονται στις γενικευμένες συνθήκες της μη
επικοινωνίας, εντός των οποίων έχουν τη δύναμη να μιλάνε, δύναμη που τους
αποφέρει η αποδεδειγμένη ανικανότητά τους να κάνουν ακόμα και την
παραμικρή κριτική χρήση της, αυτό συμβαίνει για να εκφράσουν την
ευγνωμοσύνη τους στην πληροφόρηση επειδή μερικές φορές καταδέχεται να
σηκώσει για μια στιγμή το πέπλο που προστατεύει ορισμένα μυστικά του
Κράτους, για να επιδοκιμάσουν το γεγονός ότι παρέχονται στην ικανότητά τους
για αγανάκτηση τροφές διαβαθμισμένες ακριβώς για την ισχνή ανάπτυξή της.
Για όποιον δεν έχει εγκαταλείψει κάθε επιδίωξη για αυθεντική επικοινωνία, για
όποιον δεν είναι ένας ανίκανος διανοούμενος, το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι
ότι οι τεχνικοί της πληροφόρησης μας λένε ψέματα περισσότερο ή λιγότερο
συχνά, αλλά ότι ενισχύεται συνεχώς έτσι, τόσο μέσω των διαστρεβλώσεών τους
όσο και μέσω των αποκαλύψεών τους, ο διαχωρισμός μας από τα πρακτικά μέσα
της αλήθειας· διαχωρισμός που αποτελεί προφανώς τη βάση της απάτης των
μίντια, και όλων των ιδιαίτερων ψεμάτων τους, πολύ περισσότερο από τις
συγκυρίες της πολιτικής τους και των συμφερόντων τους.
Και προπαντός ας μη μας μιλήσει κανείς για εξτρεμισμό, αφού οι υπό εξέταση
βιωμένες πραγματικότητες είναι τόσο επαχθείς ώστε τις έχουν επισημάνει, από
τις αρχές της σύγχρονης αποχαύνωσης, άνθρωποι όλων των ειδών που δεν
ενδιαφέρονταν για την κοινωνική κριτική, τουλάχιστον όχι με την έννοια μιας
επαναστατικής δραστηριότητας. Έτσι ο Σαρλ Νοντιέ έγραφε στη Χώρα των
Ονείρων: “Οι κάτοικοι των χωριών μας που διάβαζαν, πριν από εκατό χρόνια,
τους θρύλους και τα παραμύθια, και που τα πίστευαν, διαβάζουν σήμερα τις
7
εφημερίδες και τα δημοσιεύματα, και τα πιστεύουν. Ήταν ανόητοι. Έγιναν
βλάκες: ιδού η πρόοδος.”7 Και ο Τσέστερτον, στο μικρό βιβλίο που ήδη
αναφέρθηκε: “Το κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου ανθρώπου είναι ότι θα
μπορούσε να διασχίσει ένα τοπίο με τα μάτια κολλημένα στον οδηγό του και ότι
θα μπορούσε πραγματικά να παραβλέψει στο πρώτο καθετί που δεν θα έβρισκε
στον δεύτερο.” Αυτή η ικανότητα επρόκειτο βέβαια να αποδειχθεί ολοένα πιο
χρήσιμη, και επομένως να αναπτυχθεί, στον βαθμό που το τοπίο επιδεινωνόταν,
με τις προόδους του πολιτισμού. Στο ίδιο πνεύμα, ο Μούζιλ σημείωνε πριν
περισσότερα από πενήντα χρόνια ότι σε αυτή την κοινωνία “υπάρχουν πάντα
πολύ περισσότερες πιθανότητες να μάθει κανείς ένα εξαιρετικό γεγονός από την
εφημερίδα παρά να το ζήσει· με άλλα λόγια, το ουσιώδες στις μέρες μας
συμβαίνει μέσα στην αφαίρεση, και το μόνο που απομένει πλέον στην
πραγματικότητα είναι το δευτερεύον”. 8 Η άφθονη πληροφόρηση είναι ακριβώς
αυτή η εισβολή της αφαίρεσης που περιορίζει στο δευτερεύον το μέρος της
απτής πραγματικότητας που καθένας μπορεί να βιώσει μόνος του. Για το
απομονωμένο άτομο, αυτό το μέρος της πραγματικότητας πρέπει επίσης να
φθίνει υποκειμενικά, ελλείψει μιας επικοινωνίας που καθιστά δυνατή την
επαλήθευσή του. Έτσι γίναμε αυτοί οι αδαείς που παραδίδονται στην
εκπαίδευση των ανίδεων· γιατί οι μιντιακοί εκπαιδευτές μας έχουν εκπαιδευτεί
και οι ίδιοι σύμφωνα με τις ανάγκες της κυρίαρχης μηεπικοινωνίας, όπου κάθε
πρόβλημα πρέπει να τίθεται με τέτοιους όρους ώστε η λύση του να ανήκει
αποκλειστικά σε αυτούς που κατέχουν τα μέσα να μην το λύσουν. Η
υπερανάπτυξη της πληροφόρησης, η σχεδόν ολοκληρωτική επικράτησή της
στην κοινωνική έκφραση, απέδειξε διαλεκτικά ότι, προκειμένου να αναιρεθεί το
εφικτό, έπρεπε να παραποιηθεί το πραγματικό.
Από τον Μούζιλ μέχρι σήμερα είδαμε πώς ακόμα και η ίδια η πραγματικότητα
αυτού του “δευτερεύοντος”, αυτού για το οποίο καθένας μπορεί να έχει στη ζωή
του μια άμεση εμπειρία και γνώση, κατά κάποιον τρόπο εξαφανίστηκε: το πιο
συνηθισμένο τρόφιμο έγινε κάτι εξαιρετικά μυστηριώδες, για το οποίο είναι
σχεδόν αδύνατο να αποκτηθεί η παραμικρή βεβαιότητα. Χωρίς αμφιβολία
ακόμα και εδώ επισήμως πληροφορούμαστε, ως καταναλωτές, ορισμένες
τερατώδεις παραμορφώσεις που προκαλούνται σε πράγματα για τα οποία,
παλιότερα, όταν δεν επεξεργαζόμασταν τόσες πολλές πληροφορίες, δεν
χρειαζόταν ακριβώς η απόκτησή τους και τα οποία εκπλήρωναν απλώς την
προφανή λειτουργία τους. Μπορούμε για παράδειγμα να συμβουλευτούμε το
Λεξικό των διατροφικών ρύπων για να προσπαθήσουμε να
αποκρυπτογραφήσουμε τα ιερογλυφικά τα οποία επιδεικνύουν αυτά τα
εμπορεύματα που μεταμφιέζονται σε τρόφιμα, σαν στίγματα της εξαφάνισης
της αξίας χρήσης τους. Όπως ακριβώς δεν δικαιολογείται άγνοια του νόμου, έτσι
7 [ΣτΜ] Charles Nodier (1831). De Quelques Phénomènes du Sommeil, δημοσιευμένο επίσης υπό
τον τίτλο Le Pays des Rêves.
8 [ΣτΜ] Robert Musil (19191942). Der Mann ohne Eigenschaften (Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες).
8
θα πρέπει στο εξής όλοι να έχουν γνώσεις χημείας· και όποιος δηλητηριάζεται
πρέπει να αποδίδει την ευθύνη στην άγνοιά του: δεν ήταν πληροφορημένος,
ήταν ένας άνθρωπος του παρελθόντος.
Δεν έχουμε βέβαια την αφέλεια να πιστεύουμε ότι θα μας δινόταν γενικά μια
ακριβής περιγραφή των ποικίλων ανωμαλιών που συνθέτουν το περιβάλλον
μας. Λέμε απλώς ότι αυτή η περιστασιακή “ειλικρίνεια”, που είναι τόσο
θορυβώδης όταν θέλει να επιδειχθεί, αξιώνει πάντα την ίδια παραίτηση στο
τετελεσμένο γεγονός, την αποδοχή που στην πραγματικότητα έχει ήδη
κατακτήσει με τον τρόπο της να εμφανίζεται χωρίς ανταπάντηση και να
εξαφανίζεται χωρίς συνέπειες. Ο βομβαρδισμός πληροφοριών στον οποίο
επιδίδεται το τεράστιο κόμμα της τεχνητής μηνοημοσύνης, της συνθετικής
βλακείας, δεν αποβλέπει παρά μόνο στον εαυτό του, σε αυτόν τον καταιγισμό
πυρών ενάντια στη διαμόρφωση μιας κριτικής άποψης ικανής να εξάγει
συμπεράσματα από τα γεγονότα. “Δεν είναι τόσο απλό!”, αυτή πρέπει πάντα να
είναι η τελευταία λέξη της γνώσης για τον πληροφορημένο θεατή. Και όταν τα
γεγονότα ωθούν προφανέστατα σε κάποια συμπεράσματα, σε κάποια απλή
αλήθεια, έχουν αλεστεί τόσο πολύ στον μύλο του κονφουζιονισμού ώστε ακόμα
και το παραμικρό ίχνος απόδειξης αντικρούεται, αμβλύνεται, συμπληρώνεται,
παραμορφώνεται από δέκα, εκατό, χίλιες άλλες πληροφορίες, με το άθροισμα
όλων αυτών να μην καταλήγει ποτέ να διαμορφώνει –ακόμα και αν κάποιος θα
εξακολουθούσε να έχει το θάρρος να το κάνει– κάτι σαν μια συνεκτική εξήγηση·
απεναντίας εδραιώνει σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία να φτάσει κανείς στην
αλήθεια, αναφορικά με γεγονότα των οποίων η ανάμνηση τείνει εξάλλου να
σβήσει μέσα στην περιρρέουσα κακοφωνία.
9
προκειμένου να είναι σε θέση, ξεκινώντας από εκεί, να κάνει τη διαλογή εντός
της πληροφόρησης μεταξύ αυτών που υπάγονται στην κονφουζιονιστική
παρεμβολή, στην προπαγάνδα, στην παραποίηση και στο ψέμα, και εκείνων
μέσω των οποίων διαφαίνονται ορισμένες ουσιώδεις πραγματικότητες της
Οικονομίας και του Κράτους.
Αναγνωρίζουμε πράγματι πρόθυμα ότι είναι δυνατό να γίνει μια ορισμένη χρήση
της πληροφόρησης που παρέχεται από τα μίντια· χρήση που δεν απαγορεύουμε
καθόλου στους εαυτούς μας, όπως θα έχει παρατηρήσει οποιοσδήποτε
αναγνώστης. Απλώς, αυτές οι αξιοποιήσιμες πληροφορίες δεν μπορούν να
γίνουν κατανοητές, δεν μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους, προκειμένου να
βοηθήσουν σε μια λίγοπολύ ακριβή ανάγνωση του κοινωνικού εδάφους, παρά
μόνο ξεκινώντας από μια θεώρηση ριζικά εχθρική απέναντι σε όλα όσα
συγκροτούν την εξάρτησή μας από την πληροφόρηση των μίντια. Εκεί όπου δεν
βασιλεύει, όπως στις γραφειοκρατικές χώρες, η μονολιθικότητα του ψεύδους, η
αλήθεια ξεθωριάζει ακόμα πιο αποτελεσματικά καθώς δεν μπορεί να
αναγνωριστεί ούτε καν εξ αντιδιαστολής. Το δυτικό σύστημα του ψεύδους
αποδεικνύεται έτσι, με την πάροδο του χρόνου, ακόμα πιο αποσυντονιστικό από
τον άξεστο ανατολικό πρόδρομό του, εξαιτίας του τρόπου του να πληροφορεί
για τα πάντα έτσι ώστε τίποτα να μη γίνεται πραγματικά γνωστό.
10