You are on page 1of 7

Vicente Leñero- Με την μανιέρα του Ο’ Χένρυ

Ο Βαλεντίν Πατίνιο ήταν ένας εργάτης τσαμπουκάς και αλητάμπουρας, που δούλευε ως
σιδεράς στα έργα της δεύτερης πλατφόρμας του Περιφερειακού.

Ποτέ, ποτέ δεν αρχίζει μια διήγηση με αυτόν τον τρόπο, αγαπητέ αναγνώστη – θα έλεγε ο
Ο’ Χένρυ -. Δύσκολα μπορεί να διανοηθεί κανείς χειρότερη εισαγωγή.

Εκτός από την χρησιμοποίηση της παλιολέξης, αλητάμπουρας – απαράδεκτη, σύμφωνα με


τον Ο’ Χένρυ -, η φωνή που διηγείται, κάνει το λάθος να καταδικάσει από την αρχή τον
υποτιθέμενο πρωταγωνιστή της ιστορίας. Πρέπει κανείς να αφήσει τον αναγνώστη, να είναι
εκείνος που θα εκφέρει την προσωπική του κρίση, αφού γνωρίσει τις πράξεις που
διαπράττει ο Βαλεντίν Πατίνιο. Είναι μόνο οι πράξεις και τα λεγόμενα, τα στοιχεία από τα
οποία μπορεί κανείς να αποφασίσει, αν ο χαρακτήρας είναι ή δεν είναι παλιάνθρωπος.

Θα αρχίσω, λοιπόν, διαφορετικά. Πάμε να δούμε.

Ο Βαλεντίν Πατίνιο έφτασε στο σπίτι του τρικλίζοντας. Ζούσε σε μια ταπεινή κατασκευή
από προκατασκευασμένες τάβλες και χαρτονένιες πλάκες για ταβάνι, που είχε σηκώσει
μόνος του, με την βοήθεια του κολλητού του, του Γκαμπίτο, σε μια γειτονιά
παραστρατιωτικών, πέρα στα παραπήγματα του Μιξκοάκ. Έσπρωξε την σιδερένια πόρτα –
που κάθε λίγο και λιγάκι σφήνωνε, εξ’ αιτίας των κακοβαλμένων μεντεσέδων – και αφού
μπήκε και την έκλεισε, έφτυσε μια πηχτή ροχάλα. Κούνησε το κεφάλι. Έτριψε, με την
ανάποδη του χεριού του, τα σάλια που του έτρεχαν από το στόμα.

Ίσως ο Ο’ Χένρυ, δεν θα έβλεπε με καλό μάτι τις υπερβολές αυτής της περιγραφής.
Φτάνουν δυο-τρεις σημαντικές πληροφορίες, για να τοποθετήσεις τον χώρο δράσης. –
έγραψε κάποτε -. Η συσσώρευση πληροφοριών θαμπώνει και αποπροσανατολίζει τον
αναγνώστη.

Επιφυλασσόμενος να διορθώσω την παράγραφο, συνεχίζω:

Η Ανισέτα, ίσα που γύρισε το κεφάλι, όταν μπήκε ο σύζυγος.

Στην πραγματικότητα, ο Βαλεντίν, δεν ήταν σύζυγός της. Είχε πάει να μείνει μαζί του, μετά
που της πέθανε, από τυφοειδή, το δίχρονο μυξιάρικο της, αμέσως μετά που την
εγκατέλειψε ο βλογιοκομένος ο Γκαμπίτο: αυτός ναι, ήταν νόμιμος σύζυγος και ήταν και
στεφανωμένοι στην εκκλησία.

Οι δυο άντρες, ο Γκαμπίτο και ο Βαλεντίν Πατίνιο, ήταν φίλοι, και κολλητοί και
επαγγελματίες εργάτες, σιδεράδες και οι δυο. Όμως την στιγμή που ο Γκαμπίτο
εγκατέλειψε την Ανισέτα, παραιτήθηκε από την δουλειά του, μετά από τόσα χρόνια και
άφησε τα έργα της δεύτερης πλατφόρμας του Περιφερειακού, για να προσπαθήσει να
περάσει τα σύνορα, χωρίς χαρτιά, διασχίζοντας το Μεξικάλι. Αν ο Γκαμπίτο κατάφερε να
περάσει ή όχι, αυτό είναι κάτι που ούτε η Ανισέτα, ούτε ο Βαλεντίν γνώριζαν. Επίσης δεν
γνώριζαν, που είχε στήσει το τσαρδάκι του ο Γκαμπίτο, ποτέ δεν μιλούσαν γι’ αυτόν, λόγω
του περασμένου συμβάντος, όταν το μυξιάρικο της Ανισέτας και του Γκαμπίτο ζούσε υγιές
και ευτυχισμένο.
Το υπό συζήτηση συμβάν – για να το πούμε επιτέλους – συνίστατο, στο ότι ένα βράδυ, που
ο Γκαμπίτο υποχρεώθηκε να δουλέψει διπλή βάρδια στο υποκατάστημα Λας Φλόρες
Αλταβίστα, η Ανισέτα άρχισε να κορώνει και να κορώνει στο σπίτι της από τα ερωτικά
λόγια, που της έλεγε ο κολλητός του, ο Βαλεντίν, με ένα μπουκάλι τσίπουρο στην μέση. Και
σε λιγότερο χρόνο από όσο παίρνει σε μια βίδα για να λασκάρει από ένα δοκάρι
υποστήριξης, το δοκάρι του αλανιάρη του Βαλεντίν βυθίστηκε στα σκέλια της Ανισέτας, με
την δύναμη της φλόγας σπαρματσέτου.

Δεν ξέρω, τι θα σκεφτόταν ο Ο’ Χένρυ, ούτε τι θα σκεφτείς εσύ, γενναιόδωρε αναγνώστη,


μετά από τις προηγούμενες παραγράφους. Μου προέκυψαν, όπως όλη η ιστορία, ακριβώς
καθώς τις έγραφα.

Κι αυτό είναι κακό, γιατί πριν καθίσει κανείς στην γραφομηχανή –είπε ο Ο’ Χένρυ -, πρέπει
να γνωρίζει από την αρχή, το τέλος της ιστορίας που πρόκειται να διηγηθεί. Γι’ αυτό, επειδή
δεν είμαι σίγουρος, αν έχω γίνει κατανοητός, θα γίνω ακριβέστερος.

Ήμασταν εκεί, που η Ανισέτα ήταν η νόμιμη σύζυγος του Γκαμπίτο, ότι ο Γκαμπίτο
εγκατέλειψε την Ανισέτα και αφού αυτή έμεινε μόνη, πήγε και σπιτώθηκε με τον Βαλεντίν
Πατίνιο, ο οποίος είναι ο πρωταγωνιστής του διηγήματος.

Όσο αφορά την παρούσα στιγμή, ήμασταν στο σημείο που ο Βαλεντίν έφτασε τρικλίζοντας
στο σπίτι, έφτυσε μια παχιά ροχάλα και καθάρισε το σαλιωμένο στόμα με την ανάστροφη
του χεριού του.

Η Ανισέτα, ίσα που γύρισε το κεφάλι, όταν μπήκε ο άντρας με τον οποίο ζούσε σπιτωμένη.
Η γυναίκα βρισκόταν δίπλα στην φωτιά, ζεσταίνοντας τα τλακόγιος (*) που κατέβαινε να
πουλήσει στον δρόμο, εκεί όπου η αποικία των παραστρατιωτικών συνόρευε με την
γειτονιά του Αμεγιούλκο. Όταν δεν πουλούσε όλα τα τλακόγιος, ξαναζέσταινε τα
περισσευούμενα και τα έδινε στον Βαλεντίν για να δειπνίσει – όπως άλλωστε και στον
Γκαμπίτο προηγουμένως -. Αν είχε την τύχη να ξεπουλήσει το εμπόρευμα, τότε του ετοίμαζε
κασάτες με ουιτλακότσε(**) ή τάκος με φασόλια ξαναζεσταμένα και σαρακοστιανές
πιπεριές.

Ο Βαλεντίν έτρωγε λίγο, είναι η αλήθεια· προτιμούσε να πάει μέχρι το ψυγείο που φυλούσε
τις παγωμένες μπύρες ή το τσίπουρο που το έπινε από το μπουκάλι. Έπινε πάρα πολύ, ο
Βαλεντίν Πατίνιο. Παλιά δεν έπινε. Παλιά, την ώρα που εκείνος και ο Γκαμπίτο γύριζαν από
την δουλειά, ο Γκαμπίτο τον καλούσε στο σπίτι του, στο Αμεγιούλκο – εκεί που γεννήθηκε ο
σπόρος, εκεί που έλαβε χώρα η προδοσία του Βαλεντίν και της Ανισέτας – και το κολλητάρι
του, δηλαδή, ο Βαλεντίν, έπινε το πολύ μια γουλιά τσίπουρο μονάχα, έτρωγε μερικά
τλακόγιος και τρέμοντας μη του πεταχτούν τα μάτια έξω, καθώς έβλεπε τον πισινό της
Ανισέτας, αποχαιρετούσε στα γρήγορα. Μηρυκάζοντας άσχημες σκέψεις για την γυναίκα
του φίλου του, ο Βαλεντίν σκαρφάλωνε μετά το πεζοδρόμιο, όπου άρχιζε να κατασκευάζει
από τότε το σπιτάκι του, από προκατασκευασμένες τάβλες και φύλλα από χαρτόνι: εδώ,
που τώρα βρίσκεται η Ανισέτα και ξαναζεσταίνει τλακόγιος για το δείπνο του Βαλεντίν
Πατίνιο.
Ίσα που γύρισε το κεφάλι, η Ανισέτα, όταν μπήκε ο Βαλεντίν τρικλίζοντας και αφήνοντας
τον εαυτό του να καταρρεύσει επάνω στην ξύλινη, με ψάθα, καρέκλα. Απότομα
θρονιάστηκε, σαν να επέστρεφε εξαντλημένος από την δουλειά, όμως περισσότερο ήταν
κουρασμένος από την διαδρομή ως το σπίτι του: δυο ώρες περπάτημα μέχρι την στάση στα
χασάπικα, να περιμένει το καταραμένο λεωφορείο που ήταν φίσκα, να υπομένει την
ατελείωτη διαδρομή, που ήταν γεμάτη με σπρωξίματα, να δίνει μάχη με τους αγκώνες για
να καταφέρει να βγει, να κατεβαίνει με ένα πήδο, να το βάζει μπρος με τα πόδια ως τα
παραπήγματα του Μιξκοάκ, χωρίς να σταματήσει, ή το δίχως άλλο να σταματάει στο
κουτούκι του δον Πολίτο, για να κατεβάσει κανένα τσιπουράκι με τα φιλαράκια του, όπως
πάντα. Εκεί ελάμβανε χώρα το λακριντί, το κουτσομπολιό, οι σπόντες, αν όχι οι ύπουλες
ερωτήσεις: το, τι έμαθες για τον Γκαμπίτο; Πέρασε στην Καλιφόρνια; Ή οι κακοπροαίρετες
μπηχτές, όπως εκείνες που τον έκαναν το προηγούμενο βράδυ να ξημερώσει όρθιος, γιατί ο
Μυξιάρης κάτι είπε, ο κερατάς, σχετικά με την Ανισέτα και τον πάγκο της με τα τλακόγιος:
γελάκι στο γελάκι η άκαρδη Ανισέτα με την ξαδέρφη της, την Ροσάριο και κάποιον Πάκο,
ένα βράδυ, όταν εσένα σε στριμώξανε διπλοβάρδια – αν το θυμάσαι, Βαλεντίν; - και ούτε
κουβέντα για να μπορέσεις να κλείσεις μάτι.

Αναθάρρησε η Ανισέτα, βλέποντας τον άντρα της να φτάνει για άλλη μια φορά μεθυσμένος.
Δεν πήγε ο Βαλεντίν να ξαπλώσει κατ’ ευθείαν στο ντιβάνι, όπως σχεδόν πάντα, να του
τρέχουν τα σάλια και να κοιμηθεί τύφλα. Έμεινε εκεί, κοντά, καθισμένος και αμίλητος,
ώσπου ένα ρέψιμο, σαν μουγκρητό ταύρου, ταρακούνησε τα χαρτονένια φύλλα και
αναπήδησε στο ανατριχιασμένο δέρμα της Ανισέτας.

- Γαμημένη δουλειά! – βρυχήθηκε ο Βαλεντίν.


- Θέλεις να φας; - ρώτησε η Ανισέτα.

Ο Ο’ Χένρυ θα επιδοκίμαζε, χωρίς αμφιβολία: ήδη βρισκόμαστε στην δράση. Όμως πριν
αποδεχθούμε την επιδοκιμασία, χρειάζεται να σου ζητήσω μια συγνώμη, προσεκτικέ
αναγνώστη, γιατί ίσως δεν γνωρίζεις τίποτα ή ελάχιστα για αυτόν τον Ο’ Χένρυ, στον οποίο
αναφέρομαι από την αρχή της ιστορίας. Αν τον γνωρίζεις, αν τον έχεις διαβάσει, μπορείς να
παραλείψεις τις επόμενες παραγράφους.

Ο Ο’ Χένρυ γεννήθηκε στην Βόρεια Καλιφόρνια, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1862 και
πέθανε από κίρρωση – ήταν αμετανόητα αλκοολικός – στην Νέα Υόρκη, το 1910, στα
σαράντα οκτώ του χρόνια. Πριν εξελιχθεί σε «έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς
μικροδιηγημάτων» - όπως τον αξιολογεί ο άνθρωπος που έκανε την ανθολογία του, ένας
Ισπανός, ο Χουάν Ιγνάσιο Αλόνσο – δούλεψε ως εργάτης σε ράντσο, ως υπάλληλος σε
φαρμακαποθήκη και τέλος ως ταμίας της Πρώτης Εθνικής Τράπεζας στο Ώστιν.

Η δίψα του για αλκοόλ και η καθημερινή του επαφή με τα χαρτονομίσματα, ώθησαν μια
μέρα τον Ο’ Χένρυ να καταχραστεί για λογαριασμό του, ένα σεβαστό ποσό δολαρίων. Η
τράπεζα εντόπισε την κλοπή και εκείνος πανικοβλήθηκε. Χωρίς να ειδοποιήσει την γυναίκα
του, την καημένη την Άθολ Εστες Ρόουτς – με την οποία είχε δυο παιδιά – ο Ο’ Χένρυ
διέφυγε στην Νέα Ορλεάνη και από εκεί μπάρκαρε για την Ονδούρα. Έζησε φυγάς για δυο
χρόνια, μέχρι που έμαθε ότι η σύζυγος του ήταν στα τελευταία της. Γύρισε για να της
συμπαρασταθεί και τον συνέλαβαν. Καταδικάστηκε πέντε χρόνια στην φυλακή.
Παρόλο που ήδη είχε γράψει κάποια χιουμοριστικά διηγήματα για το Ρόλινγκ Στόουνς – ένα
περιοδικό που ο ίδιος ίδρυσε στο Ώστιν και που κατέληξε άδοξα -, ήταν μέσα στην φυλακή,
όπου ο Βορειοαμερικάνος, άρχισε να γράφει στα σοβαρά. Δεν ήθελε να υπογράψει τα
διηγήματα του με το όνομα του, Ουίλιαμ Σίντνεϊ Πόρτερ, γιατί αισθάνονταν
προγεγραμμένος. Ψάχνοντας ψευδώνυμο, θυμήθηκε τον γάτο του σπιτιού του, ένα
ανωμαλιάρικο ζωντανό, που με τις διαολιές του έκανε όλη την οικογένεια να παραπονιέται:
Ω, Χένρυ! Ω, Χένρυ!, έλεγαν. Και ο Ουίλιαμ Σίντνεϊ Πόρτερ μετατράπηκε στον συγγραφέα Ο’
Χένρυ.

- Θέλεις να φας; - ρώτησε η Ανισέτα.

Ο Βαλεντίν αρνήθηκε με το κεφάλι. Έφτυσε πάλι τις ροχάλες του και καθάρισε το στόμα με
την ανάστροφη του χεριού του. Κοίταζε την Ανισέτα, σαν να ήθελε να της τρυπήσει το
σβέρκο.

- Είσαι πουτάνα! – φώναξε.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο σιδεράς την έβριζε με το ίδιο μπινελίκι, έτσι η Ανισέτα
παρέμεινε με την πλάτη γυρισμένη, να ανακατεύει τις τορτίγιες στο τηγάνι.

- Πουτάνα!

Η Ανισέτα γύρισε πλαγίως και τελικά τον κοίταξε. Ο Βαλεντίν στεκόταν όρθιος και
σκαμπανέβαζε σαν κούκλα πιασμένη με κλωστή, προσπαθώντας να διατηρήσει την
ισορροπία του. Τα σάλια του, που στα ξεσπάσματα του μεθυσιού του, πιτσίλιζαν τα
μάγουλα και τον λαιμό της κυράς του, όταν προσπαθούσε να την φιλήσει, τώρα έτρεχαν
από τις σχισμές των χειλιών του.

- Το έκανες με τον Ματάκια!


- Όχι βέβαια, ζώον!
- Και με τον μαλάκα, τον Πάκο. Μην λες ψέματα, πουτάνα, μου το προφτάσανε!

Εκείνη την ώρα, η Ανισέτα κατάλαβε, ότι θα συνέβαινε, αυτό που πάντα συνέβαινε, το
αναπόφευκτο.

Ο Ο’ Χένρυ υποστηρίζει, ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να προλέγει ποτέ, αυτό που
πρόκειται να συμβεί στην ιστορία. Και θα έπρεπε να τον ακούσουμε. Το ίδιο απέναντι στην
υπέρμετρη χρήση των βρισιών, αυτό ήδη το είπα. Οι ιστορίες που έκαναν διάσημο τον Ο’
Χένρυ είναι ραφινάτες, λεπτεπίλεπτες. Παρόλο που οι ήρωες του είναι ταπεινής καταγωγής,
επιδεικνύουν αξιοπρέπεια και αν ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει,
ως πρωταγωνιστή, κανένα χαραμοφάη, φτωχοπρόδρομο, θα τον κάνει να μιλάει σωστά,
συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και κάποιους συνηθισμένους λαϊκούς όρους της αργκό.

Λόγω καλής διαγωγής – για να μην τα πολυλογούμε – του Ο’ Χένρυ, του ελάττωσαν την
ποινή. Βγήκε από την φυλακή μετά από τρία χρόνια και πήγε να ζήσει στην Νέα Υόρκη,
όπου, Ο Κόσμος της Νέας Υόρκης, του ανέθεσε να γράφει ένα διήγημα την εβδομάδα για
την κυριακάτικη έκδοση. Αυτά τα διηγήματα, που τα συνέθετε με μεθοδικότητα, με ένα
μπουκάλι ουίσκι στο πλευρό του, τον έκαναν να κερδίζει περισσότερα χρήματα,
υπερβολικά περισσότερα, από τους προκατόχους του: Τον Πόε, τον Μάρκ Τουέιν, τον
Σαρογιάν, τον Τζακ Λόντον. Σε λογοτεχνική ποιότητα δεν φτάνει στο ύψος αυτών, ούτε στων
σπουδαίων που ήρθαν έπειτα – του Χέμινγουεϊ, του Σάλινγκερ, του Κάρβερ -, όμως το
απρόβλεπτο της πλοκής του, ο παράγων τύχη, η ικανότητα να τα φέρνει βόλτα στρίβοντας
τα μπουλόνια, όλα αυτά μέσα σε μια διήγηση ευχάριστη για το μεγάλο αναγνωστικό κοινό,
του έδωσαν μια παγκόσμια φήμη που την μοιράζεται – σύμφωνα με τους κριτικούς – με τον
σύγχρονό του Εγγλέζο, Σόμερσετ Μομ. Και οι δυο, όχι άδικα, συχνά συμπεριλαμβάνονταν
στις Επιλογές του Ρίντερς Ντάιτζεστ.

Η πρώτη σφαλιάρα ρίχτηκε με την ανάστροφη του αριστερού χεριού, αλλά η Ανισέτα
κατάφερε να γυρίσει έγκαιρα το κεφάλι και το χτύπημα του Βαλεντίν, πρόλαβε μονάχα να
της ξύσει την άνω γνάθο. Μετά ήρθε το σπρώξιμο.

Σαν ταύρος, ο Βαλεντίν, όρμησε με το σώμα του επάνω στην γυναίκα και η σύγκρουση έγινε
από μπροστά, επάνω στην εγκυμονούσα κοιλιά της. Έπεσε δεξιά, επάνω στην φωτιά,
σέρνοντας μαζί της το τηγάνι με τα τλακόγιος και ξάπλωσε έπειτα επάνω στο χωμάτινο
πάτωμα.

Κι εκεί αρχίσανε οι κλωτσιές, η μια μετά την άλλη, η μια μετά την άλλη, με τις μύτες των
παπουτσιών, που λειτουργούσαν σαν τρυπάνι, μελανιάζοντας τα στήθη, τον λαιμό και το
πρόσωπο, καθώς η Ανισέτα προσπαθούσε να προστατευτεί με τα χέρια της.
Λαχανιασμένος, πάντα έξαλλος, ο Βαλεντίν, σταμάτησε τις κλωτσιές και με τα δυο χέρια
σήκωσε την Ανισέτα και την πέταξε μακριά· την συμπίεσε από τα ρούχα με το αριστερό,
ενώ τέντωνε προς τα πίσω το δεξί χέρι, υποχρεώνοντας τον αγκώνα του να λειτουργεί ως
γάντζος. Από αυτήν την θέση, σαν να βρισκόταν σε ρινγκ, αμόλησε με την γροθιά του
σφιγμένη, ένα ευθύ χτύπημα στο ζυγωματικό της γυναίκας. Η Ανισέτα έπεσε, σαν μπόγος,
ματωμένη.

Μια σιχαμερή ρουκέτα εμετού ανάβλυσε από τα σαγόνια του Βαλεντίν. Χρειάστηκε να
κρατηθεί για δευτερόλεπτα στον τοίχο, κοντά στις κανάτες και στα πιατικά, που βρίσκονταν
δίπλα στην φωτιά. Μετά υποχώρησε με την όπισθεν, σκαμπανεβάζοντας, μέχρι που
αφέθηκε να πέσει ανάσκελα στο ντιβάνι. Έμοιαζε, σαν να ήταν ο Βαλεντίν, αυτός που βγήκε
νοκ-άουτ, αναίσθητος επάνω στο ταπί, μιας αρένας του μποξ.

Μια φωτογραφία βγαλμένη από τα χρόνια της δόξας του Ο’ Χένρυ – μέσα σε δέκα χρόνια
ένιωσε ότι ήταν ο καλύτερος συγγραφέας των Ηνωμένων Πολιτειών – τον δείχνει να
ποζάρει μπροστά στην κάμερα, ίδιος ένας δανδής της Αμερικάνικης ηπείρου. Μοιάζει λίγο
στον Χέμινγουεϊ του 1937 ή στον Άντονι Χόπκινς σαραντάρη. Τα μάτια του βυθισμένα στην
σκέψη· τα μαλλιά κυματιστά, χτενισμένα με χωρίστρα στην μέση και το κεφάλι ίσα να
στηρίζεται επάνω στα διπλωμένα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Φοράει με
αυτοπεποίθηση, ένα σακάκι σκούρο με φαρδιούς γιακάδες. Ένα λευκό κολάρο, ίσα που
ανοίγει, για να αφήσει να φανεί ο κόμπος μια γραβάτας επάνω στην οποία λάμπει μια
στρογγυλή καρφίτσα. Η γραβάτα χάνεται πιο κάτω, πίσω από το γιλέκο. Το μουστάκι του Ο’
Χένρυ μοιάζει ισιωμένο από κάποιον εξαίρετο κομμωτή: παχύ κάτω από τα πτερύγια της
μύτης και με τις άκρες ανασηκωμένες, για να σχηματίσει συμμετρικές αψίδες,
αψεγάδιαστες. Περνιόταν για ωραίος, ο επιτυχημένος Ο’ Χένρυ.
Ήταν τέτοια η εγγύτητα του Ο’ Χένρυ με το αόρατο κοινό του, που σε κάποια από τα
διηγήματα του, επιτρέπει στον εαυτό του να απευθυνθεί στους αναγνώστες του με
οικειότητα. Χρησιμοποιώντας το, αγαπητέ αναγνώστη, το, εκλιπαρώ τον αναγνώστη να
προσέξει, το, θα καταλάβει ο προσεκτικός αναγνώστης, συνηθίζει να διακόπτει την
αφηγηματική ροή, για να γλιστρήσει, κάποιες φορές, διδακτικά τσιτάτα επάνω στις
λογοτεχνικές του θεωρίες. Όλα σαν ένα παιχνίδι.

Ζαλισμένη και με αίμα στην μύτη και στο στόμα, η Ανισέτα, ορθώθηκε με δυσκολία. Ένιωθε
σουβλιές στο σαγόνι, σαν να ήταν σπασμένο και το δεξί της πόδι, έμοιαζε ανίκανο να την
στηρίξει. Ποτέ δεν την είχαν χτυπήσει ξανά με τέτοια βαρβαρότητα. Ποτέ ξανά δεν είχε
νιώσει να ξεπηδά από μέσα της, τέτοιος θυμός που να της φράσει το λαρύγγι, αυτό το
συναίσθημα της ταπείνωσης και της αγανάκτησης, αυτό το μίσος για τον γιο της γαμημένης
μάνας του.

Εκεί βρισκόταν ο Βαλεντίν, με χαμένο το μυαλό του στο ντιβάνι, πνιγμένος από το μεθύσι.

Η Ανισέτα τον κοιτούσε για ώρα, ενώ τα δάκρυα στράγγιζαν στα ζυγωματικά, γεμάτα αίμα,
μύξα και χώμα.

Επάνω στο δάπεδο του μικρού στρογγυλού δωματίου είχαν διασκορπιστεί τα τλακόγιος και
οι λεκέδες της σάλτσας ήταν μια ακόμα πληγή στο χώμα.

Πέρα, από τα παραπήγματα έφτανε, σαν χαρούμενη ανάσα, η μουσική ενός καουμπόικου
τραγουδιού, βγαλμένη από κάποιο ραδιόφωνο. Γαύγιζαν τα σκυλιά, όπως κάθε νύχτα.

Κουτσαίνοντας, ξεφυσώντας, η Ανισέτα έφτασε στην γωνία, όπου ο Βαλεντίν σαβούριαζε τα


σύνεργα της δουλειάς: ένα κουτί με εργαλεία, ένα άχρηστο καμινέτο, ένα σφυρί, ένα ρολό
σύρμα. Μερικές αυλακωτές δοκοί, υπόλοιπα από αυτά που χρησιμοποιούσαν για να
σηκώσουν τους πύργους σε εκείνην την κατασκευή, ήταν όρθιες σε μια γωνιά στηριγμένες
στον τοίχο.

Η Ανισέτα πήρε μια από τις δοκούς. Περπάτησε ως το ντιβάνι. Χούφτωσε γερά το σιδερένιο
κομμάτι, σαν να ήταν δόρυ και το κάρφωσε με την μύτη, με όλη της την δύναμη, ωθούμενη
από τον πόνο και την οργή, στην κοιλιά του Βαλεντίν.

Το σώμα του άντρα τραντάχτηκε, σαν βάτραχος, συνοδεύοντας τον σπασμό, με ένα
φρικαλέο ουρλιαχτό. Τα μάτια αναπήδησαν. Ο Βαλεντίν ξύπνησε και ξύπνιος πια, ανάμεσα
σε πόνο, πανικό και εφιάλτη, δέχθηκε το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο πλήγμα. . . όλα όσα
κατάφερε να του επιφέρει, η Ανισέτα, βυθίζοντας και τραβώντας έξω την αυλακωτή δοκό,
χωρίς να σταματήσει για να σκεφτεί, τι έκανε, χωρίς να δώσει χρόνο στον Βαλεντίν να
αμυνθεί και να παλέψει κόντρα στον θάνατο, ο οποίος ήρθε με την μορφή εμετού, που τον
κοκάλωσε, μετά από τους σπασμούς και το ποτάμι του αίματος και τους επιθανάτιους
θορύβους της κοιλιάς και τα γρυλίσματα που προηγήθηκαν, αυτού του εκρηκτικού τελικού
ρόγχου.

Η Ανισέτα πέταξε το σίδερο. Υποχώρησε. Στηρίχτηκε στον τοίχο. Η πλάτη της γλίστρησε
σιγά-σιγά, ώσπου η γυναίκα κάθισε με τον πισινό της, κλαίγοντας.
Στον πρόλογο του, αναφορικά με τα Διηγήματα της Νέας Υόρκης, ο Ισπανός Αλόνσο, λέει
κάτι πολύ ωραίο για τον συγγραφέα που ανθολογεί.

«Στα διηγήματα του Ο’ Χένρυ υπερισχύει μια θετική εικόνα για το ανθρώπινο είδος, το
οποίο πολλές φορές είναι βυθισμένο σε μια καθημερινή πραγματικότητα γκρίζα και
αποξενωμένη, αλλά που όμως πάντα υπάρχει ένα παράθυρο για την αγάπη, την φιλία, την
χαρά ή την ελπίδα.»

(*) τλακόγιο: μεξικάνικο πιάτο που συνίσταται από μια ζύμη στην οποία προσθέτουν
διάφορα υλικά, όπως μελιτζάνα, τυρί, φάβα, αλεσμένα φασόλια κ.λ.π.

(**) ένα είδος μύκητα του καλαμποκιού, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή
ιδιαίτερων συνταγών μαγειρικής.

Μετάφραση

Μάρκος Γκανής

Σεπτέμβριος 2021

You might also like