Professional Documents
Culture Documents
D. Kalomirakis, Protaton, The Study, The Monument and Its Patrons (In Greek) (1991 - 1993)
D. Kalomirakis, Protaton, The Study, The Monument and Its Patrons (In Greek) (1991 - 1993)
ΠΔΡΙΟΓΙΚΟΝ ΓΗΜΟΙΔΤΜΑ
ΣΟΜΟ 22
ΑΗΜΗΣΡΗ Δ.ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ
Ἡράκλειο Κρήτης
ΠΡΩΣΑΣΟ
Η ΔΡΔΤΝΑ, ΣΟ ΜΝΗΜΔΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΣΡΩΝΔ ΣΟΤ
σσ.73-104
ΘΔΑΛΟΝΙΚΗ
Ὁ π α ρ ὼ ν τό μο ς ἐ κδ ίδ ε τ αι ἀ να δ ρο μικ ῶ ς τὸ ν Μ άϊο ν το ῦ ἔ το σς 1 9 9 3
Εἰσαγωγικὰ ἀναδημοσιεύσεως
Περί τὴν ἱστόρησι τοῦ Πρωτάτου πολλὰ ἔχουν προκύψει στὸ διάστημα
τῶν εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν ἀπὸ τὴν δημοσίευσί τοῦ ἐδῶ ἀρθρου (1991-2018). Ἰδίως
οὐσιώδης βοήθεια ἔχει προκύψει ἀπὸ τὶς δύο δημοσιεύσεις τῶν Ἐφόρων
Ἀρχαιοτήτων Ι.Ταβλάκη (2007/8) καὶ Ι. Κανονίδη (2015/6).Τοιουτοτρόπως διά-
φορες ταυτίσεις ἢ ὑποθέσεις ποὺ εἶχαν προταθῆ, ἄλλες ἔχουν ἐπαληθευθῆ
ἕως πολλαπλῶς ἐμπλουτισθῇ, ἐνῶ ἄλλες ἔχουν τροποποιηθῇ πρὸς τὸ πρα-
γματολογικῶς ἢ ἱστορικῶς ἀκριβέστερον· ἐπίσης νέες ὑποθέσεις ἔχουν
προκύψει, γιὰ τὶς ὁποῖες ὅμως ἐκκρεμεῖ: α΄ ὁ συσχετισμός τους μὲ τὰ κύρια
ἐρωτήματα ποὺ διέπουν τὴν προγενεστέρα περὶ τὴν ἱστόρησι μελετητικὴ
προβληματική· β΄ ἡ συστηματική τεκμηρίωσι τῶν νέων ὑποθέσεων, προκειμέ-
νου νὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀπαραίτητη μελετητικὴ ἀποτίμησί τους.
1
Πλὴν μιᾶς παραδρομῆς ζηὴν ζελίδα 88 (pdf.20), βλέπε: ὑποζημ.60.
Ὅσον ἀφορᾷ στὴν σύνοψι τῶν μετὰ τὸ 1991 δημοσιευμένων μελετη-
τικῶν ἀποτελεσμάτων καὶ ὑποθέσεων ἢ στὴν ἀντίστοιχη εὐρυτέρα βιβλιο-
γραφία κυρίως βλέπε:
E.N. Tsigaridas, Manuel Panselinos - From the Holy Church of the Protaton,
Hagioreitike Hestia. Thessalonica 2003, pp16-50
Τοῦ ἰδίου, «Ἡ “Καινὴ εἰκὼν” τῆς ἱστορήσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου,
χρονικὴ τοποθέτησις, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἀνάγνωσις», Ἐπιστημο-
νική Ἡμερίδα ἀφιερωμένη στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Πρωτάτου στὶς Καρυές,
8η Δεκεμβρίου 2017. Ἀγιορειτικῆ Ἑστία, ὑπὸ δημοσίευσιν τόμος πρα-
κτικῶν, σσ. 1-15, βλέπε περίληψις εἰσηγήσεως: «Ἱστορικὴ τοποθέτησις,
ἀνάγνωσις καὶ γενικὴ ἐξήγησις τῆς “Καινῆς Εἰκόνος” τῆς Ἱστορήσεως
Πρωτάτου»,
https://www.academia.edu/35257892/%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A1%CE%99%CE%9A%
CE%97_%CE%A4%CE%9F%CE%A0%CE%9F%CE%98%CE%95%CE%A4%CE%97%CE%A3%CE%99
%CE%A3_%CE%91%CE%9D%CE%91%CE%93%CE%9D%CE%A9%CE%A3%CE%99%CE%A3_%CE%
9A%CE%91%CE%99_%CE%93%CE%95%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97_%CE%95%CE%9E%CE
%97%CE%93%CE%97%CE%A3%CE%99%CE%A3_%CE%A4%CE%97%CE%A3_%CE%9A%CE%91%C
E%99%CE%9D%CE%97%CE%A3_%CE%95%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%9F%CE%A3_
%CE%A4%CE%97%CE%A3_%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A1%CE%97%CE%A3%CE%9
5%CE%A9%CE%A3_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%A0%CE%A1%CE%A9%CE%A4%CE%91%CE
%A4%CE%9F%CE%A5_2017_
Ἡμερίδα Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας 8-12-2017, «Ο ναός του Πρωτάτου και ο ζωγράφος του:
Έργα συντήρησης και νέα δεδομένα». Επιστημονική Ημερίδα αφιερωμένη στον
Ιερό Ναό του Πρωτάτου στις Καρυές. Περιλήψεις ἀνακοινώσεων: Ι.Κανονίδης,
2-4· Κ.Χρυσοχοΐδης, 5· Σ.Μαμαλούκος, 6· Σ.Στεφανίδης, 7· Α.Νάστου, 9· Ν.Σι-
ώμκος,10· Κ.Μ.Βαφειάδης, 11· Α.Βασιλακέρης, 12· Δ.Ε.Καλομοιράκης,13· Π.
Φουντάς, 15· Γ.Φουστέρης 17.
https://www.agioritikiestia.gr/images/articles/2017-ergastirio/abstracts-protato-gr.pdf
* Πρὸ τῆς δίγλωσσης ἐκδόσεως τοῦ τελικοῦ δοκιμίου, γιὰ τὴν εὐρυτέρα διεθνῆ ἐνημέρωσι πε-
ρὶ τὴν ἱστόρησι τοῦ Πρωτάτου καὶ τὴν μελετητική της προβληματική , συντάσσσεται στὴν Ἀγ-
γλικὴ γλῶσσα μία ἐλαφρῶς διευρυμένη ἐκδοχὴ τοῦ ὑπὸ ἔκδοσιν ἄρθρου ἀπὸ τὴν Ἁγιορειτικὴ
Ἑστία (2017). Παραλλήλως συνεχίζεται ἕως ὁλοκληρώσεως ἡ σταδιακὴ ἀνάρτησις σὲ μορφὴ
p.d.f. στὸν ἰστότοπο AvademiaEdu, τῶν ἀπὸ τὸ 1982 ἕως σήμερα δημοσιευμένων σχετικῶν
ἄρθρων τοῦ ὑπογράφοντος.
[TYPE THE COMPANY NAME]
73
[Pick the date]
Α.
ΤΝΣΟΜΟ ΙΣΟΡΙΚΟ ΣΗ ΔΡΔΤΝΑ ΓΙΑ ΣΟ ΜΝΗΜΔΙΟ
1
Μ. ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, «Ἡ Ὕστερη Βυζαντινὴ Σέχνη, Μνημειακὴ Ζωγραφικὴ (1204–1300)»,
Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἀθήνα 1974, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τ.Θ’ *στὸ ἑξῆς:
ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, «Μνημειακὴ Ζωγραφικὴ»+, σ.440.
74
«Πρωτᾶτο. Ἡ ἔρευνα, τὸ μνημεῖο καὶ οἱ πάτρωνές του», Κληρονομία 22 (1990),
ἀπὸ ηὸλ M. Didron ὅηη ὁ ἀλαθεξφκελνο ζηὴλ ξκελεία ηνῦ Γηνλπζίνπ Κὺξ
Μαλνπὴι Παλζέιελνο εἶρε ἱζηνξήζεη ηὸ Πξσηᾶην ζηὰ ρξφληα ηνῦ
Αηνθξάηνξα Ἁλδξνλίθνπ ηνῦ Α’, δειαδὴ ἀλάκεζα ζηὸ
4 M. DIDRON, Manuel d’iconographie chrétienne grecque et latine, avec une introduction et des notes,
Παρίσι 1845. [στὸ ἑξῆς: DIDRON], σ.7. ΔΙΟΝΤΙΟΤ, Ἑρμηνεία, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.στ’.
5 Ἡ χρονολογία καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Ouspensky. Βλ. ΔΙΟΝΤΙΟΤ, Ἑρμηνεία, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.ιβ’.
MILLET, Recherches, ὅ.π. ὑποσημ.3, σ.656, ὑποσημ.6. Γιὰ τὴν ἀνασκευὴ τῆς ἡμερομηνίας
αὐτῆς ἀπὸ 1534–1535 σὲ 1506–1513 βλέπε: PAPACHRYSSANTHOU.
6 Γιὰ τὴν θεωρούμενη σχέση μὲ τὸν Θεοφάνη τὸν Κρητικό, βλέπε: ΔΙΟΝΤΙΟΤ, Ἑρμηνεία, ὅ.π.,
καὶ σύνοψη τῆς Ρωσικῆς βιβλιογραφίας τοῦ 19ου αἰῶνος, σ.ι’–ιβ’ καὶ MILLET, Recherches,
ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.656. Ἐπίσης: Κ. ΑΘΑ, Νεοελληνικὴ Υιλολογία, Ἀθήνα 1867, σ.99 –100.
ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, Παράρτημα Νεοελληνικῆς Υιλολογίας, Ἀθήνα 1870, σ.10. R. NIKOLAI,
Geschichte der Neugriechischen Litteratur, Λειψία 1876, σ.6. K. KRUMBACHER, Geschichte der
Byzantinischen Litteratur, Μόναχο 1897, σ.1122. BAYET, ὅ.π., ὑποσημ.3. ΔΙΟΝΤΙΟΤ,
Ἑρμηνεία, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.ι’. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΤΛΟ–ΚΕΡΑΜΕΤ, «Μαυρογορδάτειος
Βιβλιοθήκη», Κωνσταντινού-πολη, 1 (1884/ 8), σ.ιστ’–ιζ’, 152–153. F. X. KRAUS, Geschichte der
Christlichen Kunst, Freiburg 1896, σ.582–583. N. P. KONDAKOV, Pamjatniki christianskago
iskusstva na Afonje, Izdanie Otdjelenija Russkago jazyka i slovesnosti Imperatorskoj Akademii
Nauk, Πετρούπολη 1902, σ.55. L. NIKOLSKIJ, Istoriceskij ocerk Afonskojstejennoj zinopisi,
Πετρούπολη 1907, σ.53. CH. DIEHL, Manuel d’Art Byzantin, Παρίσι 1910 [στὸ ἑξῆς: DIEHL],
σ.766. ΔΙΟΝΤΙΟΤ, Ἑρμηνεία, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.ιβ’–ιγ’, ὅπου ὁ Παπαδόπουλος–Κεραμεὺς
ἀναφέρει μέχρι καὶ συγγενεῖς τοῦ Πανσελήνου βασιζόμενος σὲ μία λανθασμένη
ἀνάγνωση μίας πληροφορίας προερχομένης ἀπὸ τὴν Λέσβο, [βλ. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΤΛΟ–
ΚΕΡΑΜΕΤ, «Μαυρογορδάτειος Βιβλιοθήκη», ὅ.π., σ.152. .ΛΑΜΠΡΟΤ, Νέος
Ἑλληνομνήμων 5 (1908), σ.283. ΔΙΟΝΤΙΟΤ, Ἑρμηνεία, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.θ’, ὑποσημ.4. Κ.
ἌΜΑΝΣΟ, «Πανσέληνος», Ἑλληνικά, 10 (1938). Γ. ΩΣΗΡΙΟΤ, Σὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι
1915, σ.123–124. MILLET, Recherches, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.656–658. S. BETTINI, La Pittura
Bizantina, Υλωρεντία 1938 [στὸ ἑξῆς: BETTINI], σ.43. E. WIEGAND, F. *σ.77] DÖLGER,
Mönchsland Athos, Μόναχο 1943, σ.25. τὰ 1908 ὁ .Λάμπρου θεωροῦσε τὴν περὶ τὸν 16ο
αἰῶνα τοποθέτηση τοῦ Πανσελήνου ὡς «ἀπιθανοτάτην», βλέπε παρακάτω, ὑποσημ.16.
8 F. Fichter, Wandmalereien der Athos–Kloster. Grundsatzliches zu den Plannungen der Bildefolgen des 14–
9 ΔΙΟΝΤΙΟΤ, Ἑρμηνεία, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.ιβ’, ὑποσημ.4. DIEHL, ὅ.π., ὑποσημ.7, σ.762, 776.
BETTINI, ὅ.π., ὑποσημ.7. ΞΤΓΓΟΠΟΤΛΟ, χεδίασμα, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.6–7, ὑποσημ.4.
10 Ὁ Κωνσταντῖνος ιμωνίδης, ἀνηψιὸς τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ, κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἐτῶν
ιμωνίδη γιὰ τὴν Ἑρμηνεία τοῦ Διονυσίου στὴν Βιβλιοθήκη τῆς άρτρ. 1845: DIDRON,
ὅ.π., ὑποσημ.4, σ.7, ὅπου ἡ τέχνη τοῦ Πρωτάτου θεωρεῖται ἔργο τοῦ 12ου αἰῶνος. 1849: Κ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΤ, «Περὶ τῶν Ο’ Ἑρμηνευτῶν», Ἀθήνα, τ.4 (1849), σ.218, ὅπου ἀκολουθοῦνται
ἐνθέρμως οἱ ιμωνίδειες ἀπόψεις περὶ δωδεκάτου αἰῶνος. Κ. ΙΜΩΝΙΔΗ, ιμαΐς, Ἡ
ἱστορία τῆς ἐν ύμῃ Ἀπολλωνιάδος χολῆς, Ἀθήνα 1849, σ.177, ὅπου ἀναφέρεται ἕτερος
Πανσέληνος εὑρέτης τῆς ἡλιοτυπίας ἀναγόμενος στὸν 6ο μ.Φ. αἰῶνα. Ὁ Συπάλδος
Κοζάκης δέχθηκε τὶς ἴδιες περὶ δωδεκάτου αἰῶνος ἀπόψεις τοῦ ιμωνίδου, βλέπε Κ.
ΙΜΩΝΙΔΗ, Γεωγραφικά τε καὶ νομικὰ τὴν Κεφαλληνίαν ἀφορῶντα…, Ἀθήνα 1850. 1851–
1856: Οἱ Α. ΜΟΤΣΟΞΤΔΗ, Α. ΡΑΓΚΑΒΗ καὶ .ΚΟΤΜΑΝΟΤΔΗ ἀντέδρασαν στὶς
σιμωνίδειες παραχαράξεις, Πανδώρα, 1 (1851), σ.262–262, 551–556, 565–574. 1853: ὁ Κ.
ΙΜΩΝΙΔΗ ἐτύπωσε νέο κείμενο, Ἑρμήνεια τῶν ζωγράφων … συγγραφεῖσα ἐν Ἄθωνι τῷ
1458…, Ἀθήνα 1853, β’ ἔκδ. 1885. 1858: ΝΙΚΟΛΑΟΤ ΜΕΘΩΝΗ, Λόγος πρὸς τοὺς Λατίνους,
ἔκδ. Κ. ιμωνίδου, Λονδίνο, 1858, ὅπου ἀνεβάζει τοὺς Πανσέληνους στὸν ἀριθμὸ πέντε.
1861: Ὁ V. LANGLOIS, θεώρησε τὸν Πανσέληνο ὅτι ἔζησε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 13ου αἰῶνος,
Le Mont Athos, Παρίσι 1861, σ.14. 1876: γίνεται ἀναφορὰ γιὰ τρεῖς Πανσελήνους, L’ ABBE
DUCHESNE, CH. BAYET, Mémoire sur une Mission au Mont Athos, Παρίσι 1876, [στὸ ἑξῆς:
DUCHESNE–BAYET], σ.302. 1876: Ὁ Μ. ΓΕΔΕΩΝ τοποθετεῖ πρὸ τοῦ 1540 τὸν Πανσέληνο,
*σ.78] Ἐφ. Πρωΐα, «Βυζαντινὴ Ἐπιθεώρησις», Κωνσταντινούπολη, ἀρ. φ. 7 (1876), σ.53. 1880:
Ὁ Ἀββᾶς NEYRAT τοποθετεῖ τὸν Πανσέληνο στὸν 11ο αἰῶνα, L’Athos, Παρίσι 1880, σ.100.
1881: Ὁ Μ. ΓΕΔΕΩΝ συνειδητοποιεῖ ἐν μέρει τὴν ιμωνίδειο ἀπάτη, Ἀνατολικὸς Ἀστὴρ τοῦ
Β. Καλλίφρονος, Κωνστανττινούπολη, ἔτος 21ον, ἀρ. 32, (1881), [στὸ ἑξῆς: ΓΕΔΕΩΝ], σ.250.
1885: Ὁ Μ. Γεδεὼν συνεχίζει νὰ δέχεται τὴν σύγχυση, Ὁ Ἄθως, Κωνσταντινούπολη 1885,
σ.235–6, 329.
ὑποσημ.3, σ.θ’. ΣΗ. DAVIDSON, American Journal of Philology, 2, ἀρ.8, (Dec. 1881), σ.501–507.
15 Κ. ΒΛΑΦΟ, Φερσόνησος Ἁγίου Ὄρους Ἄθω καὶ αἱ ἐν αὐτῷ Μοναί…, Βόλος 1903, σ.167.
σ.θ’.
17 H. BROCKHAUS, Die Kunst in den Athosklöstern, Λειψία 1891, σ.23–25, 57–58, 271–274, 290.
18 DIEHL, ὅ.π., ὑποσημ.7, σ.765–766. Γ. ΩΣΗΡΙΟΤ, Ἅγιον Ὄρος, ὅ.π., ὑποσημ.7, σ.12.
22 Γ. ΩΣΗΡΙΟΤ, «Ἡ Ἀναγέννησις τῆς Βυζαντινῆς ζωγραφικῆς τέχνης ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν
Παλαιολόγων καὶ ἡ ὕστατη φάσις αὐτῆς εἰς τὸν Μυστρᾶν», ΠΑΑ 28 (1953). S. RADOJČIĆ,
‚Die Entstehung der Malerei der Paläologischen Renaissance‚, JÖB 7, σ.105. P. MILJKOVIĆ–
PEPEK, L’oeuvre des peintres Michel et Eutych, κόπια 1967 [στὸ ἑξῆς: MILJKOVIĆ–PEPEK],
γξάθνπο πνὺ ἔρνπλ ἱζηνξήζεη ηὸ Πξσηᾶην. πίζεο ἡ ηέρλε ηνῦ Πξσηάηνπ ἔρεη ζπλδεζεῖ
θαὶ κὲ ηὴλ ηέρλε ηῶλ ηνηρνγξαθηῶλ ηνῦ Παξεθθιεζίνπ ηνῦ Ἁγίνπ Δζπκίνπ ζηὸλ Ἅγην
Γεκήηξην ηῆο Θεζζαινλίθεο ζηὰ 1302/323.
Ὅζεο παξαηεξήζεηο ἔρνπλ δηαηππσζεῖ ἀπὸ ηὴλ ἐλ γέλεη ἐπηζηεκνληθὴ ἔξεπλα ἕσο
ζήκεξα, ζπκθσλνῦλ γηὰ ηὴλ ςειὴ πνηφηεηα ηῆο ηέρλεο ηνῦ Πξσηάηνπ 24· αηὲο
κνινλφηη ὁξηζκέλεο θνξὲο κνηάδνπλ κεηαμχ ηνπο ἀληηθξνπφκελεο, θαηὰ βάζνο εἶλαη
ζπκπιεξσκαηηθέο. Ἡ ἄλζεζε ηῆο ηέρλεο ζηὴλ ὁπνία ἐληάζζεηαη ηὸ κλεκεῖν γίλεηαη
ἐπίζεο δεθηὸ ὅηη παξνπζηάζζεθε μαθληθά, γηὰ πνιινὺο θαηὰ ηξφπν ἀμηνζαχκαζην, ζὲ κηὰ
ἐπνρὴ κεγάιεο πνιηηηθῆο ἀδπλακίαο25 γηὰ ηὴλ θαηαξξένπζα ηφηε Αηνθξαηνξία.
Ἡ ηνηρνγξάθεζε ηνῦ Πξσηάηνπ ἐληάζζεηαη ζὲ ἕλα ἀξθεηὰ ἐπαλαζηαηηθὸ26 θαὶ
κεηαβαηηθὸ ξπζκφ27, ραξαθηεξηδφκελν ἀπὸ κία ἔληνλε πιαζηηθόηεηα28, θαὶ ἕλα ἰδηαίηεξν
δπλακηζκό29. ηὴλ δνκὴ ηῶλ
σ.44–47. G. BABIĆ, Bogorodica Ljeviška, V. DJURIĆ, ‚L’Art des Paléologues et l’Etat Serbe‛,
Art e société à Byzance sous les Paléologues, Βενετία 1971. M. CHATZIDAKIS, ‚Classicisme et
tendances populaires au XIVème siècle‛, Actes du XIVe Congrès International des Etudes
Byzantines, Βουκουρέστι, Ι, 1971/ 1974, [στὸ ἑξῆς: CHATZIDAKIS, Classicisme], σ.105,
ὑποσημ.[σ.80] 31/31 D. MOURIKI, ‚Stylistic Trends in Monumental Painting of Greece at the
Beginning of the 14th Century‛, Symposium de Gračanica 1974, Βελιγράδι 1978, σ.80–81,
ὑποσημ.82/93. Β. TODIĆ, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.29–30. DE MENDIETA, ὅ.π., ὑποσημ.20, σ.172.
23 Γ. καὶ Μ. ΩΣΗΡΙΟΤ, Ἡ Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης, Ἀθήνα 1952, τ.1,
σ.214. TH. GOUMA–PETERSON, ‚The Parecclesion of St. Euthymios in Thessalonica: Art and
Monastic Policy under Andronicos II‛, ArtB 58 (1976), σ.168–182 καὶ ΣΗ ΙΔΙΑ, ‚Christ as
Ministrant and the Priest as Ministrant of Christ in a Palaeologan Program of 1303‛, DOP 32
(1978), σ.199–216.
24 XUNGOPOULOS, Thessalonique, ὅ.π., ὑποσημ.20, σ.29, 45. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, Πανσέληνος, ὅ.π.,
Μορφωτικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἐθνικῆς Σραπέζης, Ἀθήνα 1988, [στὸ ἑξῆς: MANGO], σ.326.
26 Μ. CHATZIDAKIS, Classicisme, ὅ.π., ὑποσημ.22, σ.157. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, Μνημειακὴ ζωγραφική, ὅ.π.,
ὑποσημ.1, σ.157.
27 O. DEMUS, „Die Entstehung des Palaologenstils in der Malerei‚, Berichte zum XI Internationalen
Byzantinisten Kongress, Μόναχο 1958, [στὸ ἑξῆς: DEMUS], σ.29. CHATZIDAKIS, Classicisme,
ὅ.π., ὑποσημ.22, σ.159. H. BELTING, The Style of the Mosaics, in The Mosaics and Frescoes of St.
Mary Pammakaristos (Fetiye Camii) at Istanbul, DOS Οὐάσιγκτων 1978, [στὸ ἑξῆς: BELTING],
σ.98–104. ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, Μνημειακὴ ζωγραφική, ὅ.π., ὑποσημ.1, σ.434, 437, 439. TODIĆ,
ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.24, 26, 30.
28 MOURIKI, ὅ.π., ὑποσημ.22, σ.64. TODIĆ, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.34.
30 DEMUS, ὅ.π., ὑποσημ.27. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, The Style of Kariye Djami and its Place in the Development of
Palaeologan Art, [Kariye Djami, IV], Princeton 1975, [στὸ ἑξῆς: DEMUS, Kariye], σ.147.
BELTING, ὅ.π., ὑποσημ.27, σ.102, 104. ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, Μνημειακὴ ζωγραφική, ὅ.π.,
ὑποσημ.1, σ.435.
31 P. MILJKOVIC, ‚La formation d’un nouveau style monumental au XIIIème siècle‛, Actes du
Congrès International d’Études Byzantines, Ὁχρίδα 1961, Βελιγράδι 1964, τ.3. DEMUS, Kariye,
ὅ.π., ὑποσημ.30, σ.132–145. BELTING, ὅ.π., ὑποσημ.27, σ.98–99. ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, Μνημειακὴ
ζωγραφική, ὅ.π., ὑποσημ.1, σ.434–435. D. MOURIKI, ‚The Expressive Language of Byzantine
Painting‛, Zygos–Annual Edition of the Hellenic Fine Arts–Ἀθήνα, ΙΙΙ (1984) [στὸ ἑξῆς:
MOURIKI, ‚Expressive Language‛, σ.35
32 W. GRAPE, ‚Zum Stil der Mosaiken in der Kilise Camii von Istanbul‛, Pantheon, 32 (1974) [στὸ
ἑξῆς: GRAPE], σ.8–12.
33 E. KITZINGER, ‚The Byzantine Contribution to Western Art of the Twelfth and Thirteenth
Centuries‛, DOP 20 (1966), σ.32. ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, Μνημειακὴ ζωγραφική, ὅ.π., ὑποσημ.1,
σ.437.
34 H. BELTING, ‚Κριτικὴ γιὰ τὸ H. Hallensleben, Die Malerschule des Königs Milutin, Marburg
a.d.Lahn 1963’‚, Kunstchronik, 21 (1968), σ.135.
35 MILLET, Recherches, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.630. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, ‚L’Art des Balkans et Italie au XIIIème
siècle‛, Atti del V Congresso Internationale di Studi Bizantini, Ρώμη 1936, Ρώμη 1940, τ.ΙΙ, σ.240 κ.
ἑξ. XUNGOPOULOS, Thessalonique, ὅ.π., ὑποσημ.20, σ.45. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, χεδίασμα, ὅ.π.,
ὑποσημ.3, σ.3–8. ΩΣΗΡΙΟΤ, ὅ.π., ὑποσημ.2, σ.19–20. ΣΗ ΙΔΙΑ, «Ἡ Πρώιμος
Παλαιολόγειος Ἀναγέννησις εἰς τὰς Φώρας καὶ τὰς Νήσους τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὸν 13ο
αἰώνα», ΔΦΑΕ, περ. Δ’, τ.Δ’ (1964), Ἀθήνα 1969 *στὸ ἑξῆς: ΩΣΗΡΙΟΤ, «Ἡ Πρώιμος
Παλαιολόγειος Ἀναγέννησις»+, σ.258. CHATZIDAKIS, Classicisme, ὅ.π., ὑποσημ.22, σ.132.
MOURIKI, ὅ.π., ὑποσημ.22, σ.81. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν σωματικότητα τῶν μορφῶν βλέπε
ὑποσημ.44 καὶ DEMUS, Kariye, ὅ.π., ὑποσημ.30, σ.146. BELTING, ὅ.π., ὑποσημ.27, σ.95.
ΦΑΣΖΗΔΑΚΗ, Μνημειακὴ ζωγραφική, ὅ.π., ὑποσημ.1, σ.437. Γιὰ τὸν «Ρεαλισμὸ» βλέπε:
MILLET, Athos, ὅ.π., ὑποσημ.3. XUNGOPOULOS, Thessalonique, ὅ.π., ὑποσημ.20, σ.2, 3, 5, 8,
30. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, Πανσέληνος, ὅ.π., ὑποσημ.3. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, χεδίασμα, ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.6–7.
O. DEMUS, Byzantine Art and the West, Νέα Ὑόρκη 1970, σ.40. LAZAREFF, ὅ.π., ὑποσημ.20,
σ.385, 425, ὑποσημ.131. H. HALLENSLEBEN, Die Malerschule des Königs Milutin, Giessen 1964
[στὸ ἑξῆς: HALLENSLEBEN], σ.148–152. CH. DELVOYE, Βυζαντινὴ Σέχνη, ἑλλ. μετ.Μ.
Παπαδάκη, ἐπιμελητὴς ἐκδόσεως Δ. Σριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1988,
[στὸ ἑξῆς: DELVOYE], σ.525. Ἐπίσης βλέπε παρακάτω ὑποσημ.44–45.
ZAKYTHINOS, Etats Sociétés Cultures en Guise D’Introduction. Art et Société a Byzance sous les
Paléologues, Βενετία 1972. J. MEYENDORFF, ‚Spiritual Trends in Byzantium in the Late
Thirteenth and Early Fourteenth Centuries‛, ὁμοίως Βενετία 1972 καὶ β’ ἔκδ. Kariye Djami, IV
[στὸ ἑξῆς: MEYENDORFF], σ.104–105. V. J. DJURIĆ, L’art des Paléologues et l’Etat Serbe. Rôle de
la cour et de l’Eglise serbes dans la première moitie du XIVème siècle, ὁμοίως Βενετία 1972.
MOURIKI, ‚The Expressive Language‛, ὅ.π., ὑποσημ.31, σ.35–36.
γξαθηῶλ ηνῦ Πξσηάηνπ ἔρεη πξνέιζεη θπξίσο ἀπὸ ηὴλ γεληθψηεξε ἀλαβίσζε
ηῶλ Οκαληζηηθῶλ ζπνπδῶλ, θαηὰ ηὸλ 13ν αἰῶλα, ζηὴλ ὁπνία ὀθείιεηαη αηὴ
ἡ ἔμνρα θιαζηθηζηηθὴ θαὶ ἰδεαιηζηηθὴ ηερλνηξνπία40 ἡ ἐπνλνκαδφκελε θαὶ
λενειιεληζηηθή41. Ἀληηζέησο ἡ ζπληεξεηηθφηεηα ηῆο ηέρλεο ηῶλ ηνηρνγξαθηῶλ
ηνῦ θέληξνπ ηνῦ νκαληζκνῦ ηῆο ἐπνρῆο, ηνῦ Μπζηξᾶ, γηὰ ἕλα κεγάιν
ρξνληθὸ δηάζηεκα εἶρε ἐθιεθζεῖ ζὰλ ἐπίδξαζε ηῆο κνλαζηηθῆο
πλεπκαηηθφηεηαο42. Σὸ ζηνηρεῖν ηνῦ ξεαιηζκνῦ πνὺ ραξαθηεξίδεη ηὸ κλεκεῖν
εἶρε ζπλδεζεῖ κὲ ηὶο ιατθὲο ηάζεηο ηῆο ἐπνρῆο θαὶ ηὸ δφγκα ηὸ ζρεηηθὸ κὲ ηὴλ
λζάξθσζε ηνῦ Λφγνπ43. Παξάιιεια ἄιιεο ἀπφςεηο εἶραλ ζεσξήζεη
40 E. Kitzinger, ‚The Hellenistic Heritage in Byzantine Art‛, DOP 17 (1963). DEMUS, ὅ.π.,
ὑποσημ.27. CHATZIDAKIS, Classicisme, ὅ.π., ὑποσημ.22, σ.177–182. MOURIKI, ὅ.π.,
ὑποσημ.22, σ.64. GRABAR, ‚The Artistic Climate in Byzantium during the Palaeologan
Period‛, Kariye Djami, IV, σ.9–12. BELTING, ὅ.π., ὑποσημ.27, σ.98–99. Ἐπίσης γενικὰ στὸ:
Symposium de Sopocani, 1965 Βελιγράδι 1967. MOURIKI, ‚The Expressive Language‛, ὅ.π.,
ὑποσημ.31, σ.35–36.
41 P. MURATOFF, La Peinture Byzantine, Παρίσι 1928, σ.117, 127, 146,
42 L. BREHIER, L’ Art Chrétien, ἐκδ. 2, Παρίσι 1928, σ.161. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, La rénovation artistique, ὅ.π.,
ὅηη ἀπὸ ηὴλ ἐπίδξαζε ηῆο ἰδηνζπγθξαζίαο ηῶλ ιαπτθῶλ Λαῶλ44, ἔρεη
πξνέιζεη ὁ ραξαθηεξηζηηθὸο ξεαιηζκὸο ηῆο ηέρλεο ηνῦ κλεκείνπ, θαὶ θαη’
ἐπέθηαζηλ ὅιε ἡ ηερλνηξνπία ηῶλ κλεκείσλ πνὺ ζπγθξνηνῦλ ηὴλ
παιαηνηέξα ἀπνθαινπκέλε Μαθεδνληθὴ ρνιή45. Ἡ γλψκε κάιηζηα αηὴ
εἶρε θζάζεη ζηὸ ζεκεῖν ὥζηε λὰ δηεθδηθεῖηαη ἀπὸ ηνὺο ιαχνπο, θπξίσο ηῆο
πεξηνρῆο ηῶλ θνπίσλ, ἡ παηξφηεηα ηνῦ κλεκείνπ θαὶ θαη’ ἐπέθηαζηλ ὅιεο
ηῆο ηερλνηξνπίαο ηῶλ κλεκείσλ ηῆο πεξηνρῆο ηῆο Μαθεδνλίαο.
Ὅζν παξαηεξεῖ θαλεὶο θξηηηθὰ ηὴλ γλψκε πνὺ πῆξρε γηὰ ηὴλ
ραξαθηεξηζηηθὴ γηὰ ηὴλ ἐπνρὴ ἐθείλε ἐπηζηξνθὴ ζηὸ ἑιιεληθὸ παξειζφλ,
δηαπηζηψλεηαη εὔθνια ὅηη δηλφηαλ κία πξνθαλὴο ἐμήγεζε, θπξίσο
πνιηηηζηηθή, ἡ ὁπνία ὅκσο δὲλ ἦηαλ ἐπαξθὴο γηὰ λὰ ἑξκελεχζεη θαὶ ηὰ
πφινηπα ραξαθηεξηζηηθὰ ηῆο ηέρλεο ηὰ ὁπνία κάιηζηα εἶραλ γίλεη ἀκέζσο
ἀπνδεθηὰ ἀπὸ ηνὺο πφινηπνπο ιανὺο ηῆο ηφηε Βπδαληηλῆο Κηνλνπνιηηείαο,
θαὶ θπξίσο ἀπὸ ηνὺο έξβνπο. Καζὼο ἡ ἐπίδξαζε ηῆο ηέρλεο αηῆο
πεξβαίλεη ηὰ ζηελὰ ὅξηα ηῆο Αηνθξαηνξίαο46 θαὶ ἰδίσο
44 Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχει κοινὰ ἀποδεκτὴ ἑρμηνεία γιὰ τὴν αἰτία ποὺ προεκάλεσε τότε τὴν
ἐμφάνιση τοῦ «ρεαλισμοῦ» στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας, τὴν σερβικὴ ἄποψη δὲν ἔχουν
ἀποδεχθεῖ οἱ Ἕλληνες καὶ πολλοὶ ξένοι ἐπιστήμονες. Γενικὰ γιὰ τὸ θέμα βλέπε:
XUNGOPOULOS, Thessalonique, ὅ.π., ὑποσημ.20, σ.45. LASAREFF, ὅ.π., ὑποσημ.20, σ.302,
387. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ (Ρωσ.), «Ἡ ζωγραφικὴ τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνος εἰς τὴν Μακεδονίαν», Actes
du XIIe Congres International d’ Etudes Byzantines, Ὀχρίδα 1961, Βελιγράδι 1963, τ.Ι, σ.104–134.
ΩΣΗΡΙΟΤ, «Πρώιμος Παλαιολόγειος Ἀναγέννησις», ὅ.π., ὑποσημ.35. Βλέπε ἐπίσης
προηγουμένως ὑποσημ.39, 45.
45 Ὅ.π., ὑποσημ.35.
46 MANGO, ὅ.π., ὑποσημ.25, σ.326. Γιὰ τὸν ὅρο «Κοινοπολιτεία» βλέπε *σ.85]: O. OBOLENSKY, Ἡ
ηῶλ Καξεσηῶλ καξηχξσλ, θνληὰ ζηὴ δπηηθὴ πχιε ηνῦ λανῦ 53. Ἡ ἀπήρεζε
ηῶλ δξακαηηθῶλ γεγνλφησλ ηῆο ἐπνρῆο ἐθείλεο ἦηαλ κεγάιε ζηνὺο
Ἁγηνξεῖηεο, ἐὰλ θξίλνκε ἀπὸ ηνὺο ὅιν θνπξάγην ιφγνπο ηνῦ Ἁγίνπ
Ἀζαλαζίνπ πξὸο ἕλα Πξῶην ηῆο ἐπνρῆο ἐθείλεο 54.
Σὸ Πξσηᾶην ζπγθξηλφκελν κὲ ηὰ ρξνλνινγεκέλα κλεκεῖα ηῆο ἐπνρῆο
ηνπ θαηέρεη ηερλνηξνπηθὰ κία ἐλδηάκεζε ζέζε κεηαμὺ ηῆο Sopoćani (1260–
1265) 55 θαὶ ηῆο Πεξηβιέπηνπ ηῆο Ἀρξίδνο (1294/5) 56. ηὸ Πξσηᾶην ὡο
πξὸο ηὰ ἐπὶ κέξνπο ηερλνηξνπηθὰ ζηνηρεῖα εἶλαη πεξηζζφηεξν ἐμειηγκέλε θαὶ
ἰζφξξνπε ἡ ἀληίιεςε ηῆο κλεκεηαθφηεηαο ηὴλ ὁπνία ἔρνπλ νἱ κνξθὲο ζὲ
ζρέζε κὲ ηὰ νἰθνδνκήκαηα, θαζὼο δὲλ πεξηζρχεη θαλέλα ἀπὸ ηὰ δχν–
κνξθὲο ἢ νἰθνδνκήκαηα 57. Ἡ ἴδηα ὀπηηθὴ γσλία ἀπὸ ηὴλ ὁπνία ἔρνπλ
ἀπνδνζεῖ νἱ εἰθνληδφκελεο κνξθὲο ζηὴλ Sopoćani (θαὶ ἡ ὁπνία εἶλαη
παξάιιειε πξὸο αηέο) ζπλερίδεη λὰ πάξρεη θαὶ ζηὸ Πξσηᾶην, ἐιαθξὰ
ἴζσο ςειφηεξα κεηαθηλεκέλε. Αηὴ ἡ ἰζνξξνπία ἀπὸ ηὴλ Πεξίβιεπην θαὶ
κεηὰ ἀξρίδεη λὰ πεξβαίλεη ηὶο κνξθὲο κὲ ἀπνηέιεζκα λὰ ηὶο ἐληάζζεη πηὸ
ζηεξενζθνπηθὰ ζηὸ ρῶξν κὲ ηὰ νἰθνδνκήκαηά ηνπ. Ἡ Κνίκεζε ηῆο
Θενηφθνπ εἶλαη ἡ πιένλ ραξαθηεξηζηηθὴ θνηλὴ ζθελὴ ηῶλ ηξηῶλ
κλεκείσλ58, ὅπνπ θαίλεηαη ἡ ζηαδηαθὴ ἐμέιημε ηῶλ δηαθνξῶλ αηῶλ ζηὴλ
ἀιιαγὴ ηῆο ἰζνξξνπίαο ἀλάκεζα ζηὰ νἰθνδνκήκαηα θαὶ ηὶο κνξθέο, ζηὴλ
ἀιιαγὴ δειαδὴ ηῆο αἴζζεζεο ηνῦ ρψξνπ κέζα ζηὸλ ὁπνῖν ἐληάζζνληαη ηὰ
δξψκελα ηῶλ παξαζηάζεσλ. Ὅζνλ ἀθνξᾶ ηὴλ Πεξίβιεπην, ἡ ἰζνξξνπία ηῆο
κλεκεηαθφηεηαο ηῶλ κνξθῶλ πξὸο ηὰ νἰθνδνκήκαηα θαὶ ηὸλ ρῶξν πνὺ ηὶο
πεξηβάιινπλ, θαλεξψλεη ὅηη ἀπὸ ηὸ κλεκεῖν αηὸ ἀξρίδεη ζηαδηαθὰ ἡ
ὀξγαληθψηεξε ἔληαμε ηῶλ κνξθῶλ ζηὸ ρῶξν, πξνδηαγξά-
διά τε ᾧ οἶδεν ἡ ἐκκλησία εἰς ἑαυτὴν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν παρ’ ἐλπίδα», Vat. Gr. 2219, f. 244v.
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.198, 199, ὑποσημ.8.
55 B. CYRIĆ, Sopoćani, Βελιγράδι 1963.
59 60 Ὅ.π., ὑποσημ.23.
60 ΩΣΗΡΙΟΤ, ὅ.π., ὑποσημ.2., 20. *τὴν δημοσίευσι τοῦ 1991, σχέσει μὲ τὸν χρόνο τῆς
δημοσιεύσεως τῆς Μ.ωτηρίου ἀντὶ τοῦ 1969 άναγράφεται έκ παραδρομῆς τὸ ἔτος 1972.
61 ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3.
27–28. H.–G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, Byzantinisches
Handbuch II, 1, Μόναχο, 1959. MEYENDORFF, ὅ.π., ὑποσημ.40, σ.98–100. D. NICOL, The Last
Centuries of Byzantium, 1261–1453, Λονδίνο 1972, [στὸ ἑξῆς: NICOL], σ.105–107. A. E. LAIOU,
Constantinople and the Latins. The Foreign Police of Andronicus II, Cambridge, Harvard University
Press, 1972, [στὸ ἑξῆς: LAIOU], σ.36. Σ.ΡΑΝΙΜΑΝ, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ,
ἑλλ. μετ.Κ. Παπαρρόδου, ἐκδ. Μπεργαδῆ, Ἀθήνα 1979, *στὸ ἑξῆς: ΡΑΝΙΜΑΝ, Μεγάλη
Ἐκκλησία], σ.267–268, 291. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, Βυζαντινὴ Θεοκρατία, ἑλλ. μετ.Ι. Ροηλίδης, ἐκδ.
Δόμος, Ἀθήνα 1982, *στὸ ἑξῆς: ΡΑΝΙΜΑΝ, Βυζαντινὴ Θεοκρατία], σ.107–108, 146–147.
Λ.ΜΑΤΡΟΜΑΣΗ, Οἱ Πρῶτοι Παλαιολόγοι, Ἀθήνα 1983, σ.36–37. *σ.89] J . L .
B O O M J A M R A , Church Reform in the Late Byzantine Empire. A Study for the Patriarchate of
Athanasios of Constantinople, [Ἀνάλεκτα Βλατάδων 35], Θεσσαλονίκη 1982/3, σ.84–87.
ξζνδνμίαο κεηὰ ηὴλ ἑλσηηθὴ πνιηηηθὴ πξὸο ηὴλ Λαηηληθὴ θθιεζία ηνῦ
Μηραὴι Ζ’ Παιαηνιφγνπ. Ἡ ἀλαζπγθξφηεζε ηῆο πεξηφδνπ αηῆο ζπκπίπηεη
κὲ ηὴλ ἐθθιεζηαζηηθὴ κεηαξξχζκηζε πνὺ ἔθαλε ὁ Ἀλδξφληθνο Β’
ἐκπλεφκελνο θπξίσο ἀπὸ ηὶο ἐθθιήζεηο ηὶο ὁπνῖεο ηνῦ εἶρε ἀπεπζχλεη ὁ
πξψελ ζθηγκελίηεο Μνλαρὸο θαὶ Παηξηάξρεο ηφηε, Ἅγηνο Ἀζαλάζηνο Α’
γηὰ πηζηξνθὴ θαὶ Μεηάλνηα63.
Καηὰ ηὴλ πεξίνδν ἐθείλε, κεηὰ ηὴλ ἀπνηπρία ηῆο παηξηαξρείαο ηνῦ
Γεσξγίνπ Κππξίνπ (1283–1289)64 , ἡ πλεπκαηηθὴ γξακκὴ ηῶλ Ἁγηνξεηηῶλ
εἶρε γίλεη ἐπίζεκε ζξεζθεπηηθὴ πνιηηηθὴ ηνῦ Κξάηνπο. ηὸ ἔξγν ηνῦ αηὸ ὁ
Ἀλδξφληθνο Β’ (1282–1328), εἶρε βνεζεζεῖ θπξίσο ἀπὸ δχν πξψελ
Ἁγηνξεῖηεο καζεηὲο ηνῦ ζίνπ Νηθεθφξνπ ηνῦ Ἡζπραζηνῦ–ηνῦ κεγάινπ
λεπηηθνῦ Γέξνληα πνὺ ἀζθήηεπε ηφηε ζηὴλ πεξηνρὴ ηῶλ Καξπῶλ θαὶ
ἐθνηκήζεθε ιίγν ἀξγφηεξα ζηὸ 129665. Οἱ καζεηὲο ηνῦ ζίνπ Νηθεθφξνπ
δὲλ ἦηαλ ἄιινη ἀπὸ ηὸλ ηφηε Οἰθνπκεληθὸ Παηξηάξρε Ἅγην Ἀζαλάζην Α’,
(1230/5–1310), –1ε Παηξηαξρεία: 1289/93, 2ε Παηξηαξρεία: 1303/0966 θαὶ
ηὸλ πίζθνπν ηῆο Φηιαδειθείαο Ἅγην Θεφιεπην (1250–1321/6)67, ηὸλ θαηὰ
ηὰ ἀκέζσο ἑπφκελα ρξφληα Γέξνληα ηνῦ Ἅγίνπ Γξεγνξίνπ ηνῦ Παιακᾶ 68.
ηνὺο ηνίρνπο ηνῦ Καζεδξηθνῦ Νανῦ ηῆο Μνλαρηθῆο Πνιηηείαο
J.MEYENDORFF, Βυζάντιο καὶ Ρωσία, ἑλλ. μετ.Ν. Υωκᾶς, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1988, σ.132 –
134, 157 –159, 395. Αὐτὴ ἡ πολιτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνασυγκροτήσεως προδιέγραψε
καὶ τὴν «Οἰκουμενικὴ μέριμνα», κατὰ τὴν δευτέρα πατριαρχεία τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου
Υιλοθέου (1364–1376), σ.159. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π.,
ὑποσημ.3, σ.217, ὑποσημ.176.
63 ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.217, ὑποσημ.177.
64 LAIOU, ὅ.π., ὑποσημ.63, σ.36. NICOL, ὁ.π., ὑποσημ.63, σ.49, 104–105. ΡΑΝΙΜΑΝ, Μεγάλη
Ἐκκλησία, ὅ.π., ὑποσημ.63, σ.233. ΣΟΤ ΙΔΙΟΤ, Βυζαντινὴ Θεοκρατία, ὅ.π., ὑποσημ.63, σ.146.
65 ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.197, ὑποσημ.4.
66 Γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου βλέπε: ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἀθανάσιος», ὅ.π.,
69 Ἡ τάξη τοῦ προγράμματος θυμίζει κατὰ πολὺ τὴν κρίση ποὺ περιέχεται στὸ υναξάρι τοῦ
Ἀγίου Ἀνδρέου Κρήτης καὶ ἀφορᾶ τὴν σύνθεση τοῦ Μεγάλου Κανόνος: «Πᾶσαν Παλαιᾶς
καὶ Νέας Διαθήκης ἱστορίαν ἐρανισμένος καὶ ἀθροίσας τὸ παρὸν ἡρμόσατο μέλος, ἀπὸ Ἀδὰμ
δηλαδὴ μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς Φριστοῦ Ἀναλήψεως καὶ τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος», Π.
ΝΕΛΛΑ, Ζῶον θεούμενον, (2η ἐκδ.), ύναξη, Ἀθήνα 1981, [στὸ ἑξῆς: ΝΕΛΛΑ], σ.192. Γιὰ
τὴν σχέση τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης μὲ τὴν κεντρικὴ οἰκονομία τοῦ εἰκονογραφικοῦ
προγράμματος τοῦ Πρωτάτου βλέπε παρακάτω ὑποσημ.81, 83.
70 Πιστεύω καὶ προσκυνῶ καὶ δέχομαι καὶ ἀσπάζομαι καὶ κηρύττω ὡς οἱ τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ
ἐδογμάτησαν καὶ παρεδεδώκασιν ἅγιοι μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοι, καὶ οἱ τούτων διάδοχοι
θεοφόροι πατέρες, καὶ ὡς ἡ ἁγία ἐκκλησία τοῦ Φριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἐδέξατο, TALBOT,
ὅ.π., ὑποσημ.53, σ.282.
71 Ἡ διατύπωση ἀνήκει στὸν ΑΓΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟ ΣΟΤΔΙΣΗ, PG 99, 340C, βλέπε ἐπίσης καὶ
ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΙΕΡΟΜΟΝΑΦΟ, Ἡ Θεία Λειτουργία, χόλια, ἐκδ. Δόμος 1985, *στὸ ἑξῆς:
ΓΡΗΓΟΡΙΟ+, σ.27–31.
λαο ηνῦ Ἁγίνπ Ἀλδξένπ ηῆο Κξήηεο80 παξὰ ηὴλ κεηαεηθνλνκαρηθὴ παξάδνζε ἡ ὁπνία
ἤζειε ηνληζκέλε ηὴλ παξνπζία ηῆο Οὐξάληαο Βαζηιείαο θαὶ ηὴλ ἄρξνλε ἀλαπαξάζηαζε
ηνῦ Χξηζηηαληθνῦ δξάκαηνο81, θαὶ κὲ ζηφρν λὰ βνεζεζεῖ ὁ ἄλζξσπνο ὥζηε λὰ
ἐπαλαθηήζεη, ὅπσο ζὰ ἔιεγε ὁ Ἅγηνο Ἀλδξέαο ὁ Κξήηεο, ηὸ πξσηόθηηζηνλ θάιινο
ηνπ82.
Καζὼο ὅινη νἱ θχθινη θαὶ νἱ κνξθὲο ἀξρίδνπλ λὰ ἀλαπηχζζνληαη ἀπὸ ηὸ Ἅγην
Βῆκα κὲ θαηεχζπλζε ηὸλ πφινηπν λαφ, ζηὸ ζχλνιφ ηνπ ηὸ πξφγξακκα πξνβάιιεη ὡο
ἀπφξξνηα ηνῦ Λεηηνπξγηθνῦ θχθινπ83, θαὶ ηῶλ ηεινπκέλσλ ἀθνινπζηῶλ ζηὸλ λαφ. Μὲ
ἀθεηεξία ηὸ κπζηήξην ηῆο Θείαο Κνηλσλίαο πνδεηθλχεηαη ἡ πνξεία γηὰ ηὴλ θαηὰ ράξηλ
ζέσζηλ ηνῦ ἀλζξψπνπ.
Ἀπὸ ηνὺο θχθινπο πνὺ πεξηιακβάλνληαη ζηὸ κλεκεῖν, νἱ ὁκάδεο ηῶλ
Πξνπαηφξσλ, ηῶλ Πξνθεηῶλ θαὶ ηῶλ Γηθαίσλ ζπλδένληαη κὲ ηὸ ἔξγν ηνῦ πξψηνπ
πξνζψπνπ ηῆο Ἁγίαο Σξηάδνο, ηνῦ Παηξφο· ηὸ Γσδεθάνξην θαὶ ηὰ Πάζε κὲ ηὸ ἔξγν
ηνῦ δεπηέξνπ πξνζψπνπ, ηνῦ Τἱνῦ, θαὶ ηέινο ὁ θχθινο ηῆο Πεληεθνζηῆο ὁδεγεῖ ζηὸ
ἔξγν ηνῦ ηξίηνπ πξνζψπνπ, ηνῦ Ἁγίνπ Πλεχκαηνο. λ ζπλερείᾳ, ἐλῶ νἱ παξαζηάζεηο
ηῶλ ὁκάδσλ ἢ ηῶλ θχθισλ ηῶλ Πξνπαηφξσλ, ηῶλ Πξνθεηῶλ, ηνῦ Γσδεθαφξηνπ, ηῶλ
Παζῶλ θαὶ ηῆο Πεληεθνζηῆο ἀλαθέξνληαη ζηὴλ παξάδνζε ηῆο Ἁγίαο Γξαθῆο, νἱ
θχθινη ηνῦ Βίνπ ηῆο Θενηφθνπ θαὶ ηῶλ Πξνεηθνλίζεσλ ζπλδένληαη κὲ ηὴλ εξχηεξε
παξάδνζε ηνῦ Γφγκαηνο. Οἱ θχθινη νἱ ὁπνῖνη ἀλαθέξνληαη ζηὴλ εαγγειηθὴ
παξάδνζε, ρσξίδνληαη ἐπίζεο κὲ ἀθξίβεηα ζηὴλ Υξηζηνινγηθὴ ὁκάδα (Γσδεθάνξην
θαὶ Πάζε) θαὶ ηὴλ Πλεπκαηνινγηθὴ (Πεληεθνζηὴ), νἱ ὁπνῖεο ἀπὸ θνηλνῦ ἀπνηεινῦλ ηὰ
δχν ζθέιε ζηὰ ὁπνῖα εἶλαη ζεκειησκέλε ἡ ξζφδνμε θθιεζία. Παξφκνηα δηάθξηζε
ηῶλ ζηνηρείσλ αηῶλ δὲλ πεξηέρεηαη ζὲ θαλέλα ἀπνιχησο κλεκεῖν ηνῦ ζπλφινπ ηῆο
ρξηζηηαληθῆο ηέρλεο. ὲ ὅιεο ηὶο ἰδηνκνξθίεο ηῶλ παξαζηάζεσλ ηῶλ θχθισλ πξνθχπηεη
ἐζσηεξηθὴ ἑξκελεία πνὺ ἐμεγεῖηαη ἀπὸ ηνὺο Λφγνπο ηνῦ Ἁγίνπ Θενιήπηνπ θαὶ ἡ
ὁπνία δηδάζθεη ηὸλ ηξφπν κὲ ηὸλ ὁπνῖν ὁ ἀζθνχκελνο κνλαρὸο ἔρεη ηὴλ δπλαηφηεηα λὰ
ρξηζηνπνηεζεῖ. Σὴλ πξνζεθηηθὴ δηάηαμε ηνῦ πξνγξάκκαηνο ὁινθιεξψλνπλ νἱ κεγάιεο
ὁκάδεο ηῶλ Ἁγίσλ. Ἀληηζηνηρνῦλ πξὸο ηὶο ὁκάδεο πνὺ θαζεκεξηλὰ
κλεκνλεχνληαη θαηὰ ηὴλ ἀθνινπζία ηῆο Πξνζέζεσο θαὶ ηὴλ κεηέπεηηα Θεία
Λεηηνπξγία, θαιχπηνπλ δὲ ζὲ ἔθηαζε ηὶο κεγαιχηεξεο ἐπηθάλεηεο ηῶλ ηνίρσλ 84.
Σὸ πξφγξακκα ζηὴλ γεληθὴ ηνπ νἰθνλνκία, ἐλῶ δὲλ παξνπζηάδεη ηὴλ
ἀλάπηπμε πνὺ παξαηεξεῖηαη ζὲ ἄιινπο λανὺο κεηὰ ηὸ 1290, πεξηέρεη
ζπγθεληξσκέλεο ὅιεο ηὶο ἀλαδεηήζεηο ηνῦ 13νπ αἰῶλνο θαὶ πξνδηαγξάθεη
ἐθεῖλεο ηνῦ 14νπ 85. Μὲ ἐμαίξεζε ηὸλ θχθιν ηῶλ Παζῶλ, ἡ ἔθηαζε ηῶλ
εἰθνλνγξαθηθῶλ θχθισλ εἶλαη ἡ ἀπνιχησο ἀπαξαίηεηε, ἐλῶ ζπλνπηηθὴ εἶλαη ἡ
δηαπξαγκάηεπζε ηῶλ ἐπηκέξνπο ζεκάησλ ηῶλ ζθελῶλ ηνπο. Σὰ ἐληνπηζκέλα λέα
εἰθνλνγξαθηθὰ ζέκαηα θαηὰ ηὰ ἀκέζσο ἑπφκελα ρξφληα ζὰ ἐμειηρζνῦλ ζὲ
θνηλνὺο ηφπνπο ηῶλ κλεκείσλ ηῆο εξχηεξεο ξζφδνμεο Οἰθνπκέλεο θαὶ
Κνηλνπνιηηείαο ηῆο ἐπνρῆο θαζὼο ηὸ θῦξνο ηνῦ Ἁγίνπ Ὄξνπο ἦηαλ
ἀδηακθηζβήηεην86.
θιαζηθηζκὸο πνὺ ραξαθηεξίδεη ηὴλ ηέρλε ηνῦ Πξσηάηνπ πάξρεη
πεξηζζφηεξν ὡο κία θηιάλζξσπε νἰθνλνκηθὴ ζπγθαηάβαζε πξὸο ηὴλ ἐπνρὴ
ἐθείλε ἐλῶ ὁ ξεαιηζκὸο ζπλδέεηαη κὲ ηὸλ ἰδηαίηεξα νἰθεῖν πξαγκαηηζκὸ ηῆο
ἐζσηεξηθῆο παξαδφζεσο ηῆο Ἀλαηνιηθῆο θθιεζίαο, ζηφρν δὲ εἶρε λὰ ηνλίζεη
ηὴλ ἐλζάξθσζε ηνῦ Λφγνπ θαὶ ηὴλ ζπγθαηάβαζή ηνπ ζηὸλ θφζκν ηῶλ
ἀλζξψπσλ.
Ὅηαλ παξαηεξεῖηαη ηὸ κλεκεῖν ἀπὸ ηὴλ ζηέγε πξὸο ηὰ θάησ πξνθχπηεη
ὅηη εἰθνλίδεη πξῶηα ηὶο κνξθὲο ὅζσλ πξνδξνκηθὰ ἔδεζαλ πξὶλ ηὴλ ἐλζάξθσζε
ηνῦ Λφγνπ, ζηὴλ ζπλέρεηα ὅ,ηη παξαδίδεηαη ὅηη ἔθαλε ὁ ἴδηνο ὁ Λφγνο θαηὰ ηὴλ
ἐλζάξθσζή ηνπ θαὶ ηέινο ἐθείλνπο νἱ ὁπνῖνη ἔδεζαλ κεηὰ ηὴλ ἀλάιεςή ηνπ θαὶ
κὲ ηὴλ δσή ηνπο ἔγηλαλ ζθελὴ ηῆο ράξηηφο ηνπ θαὶ ὁκνίσκα ηῆο εἰθφλαο ηνπ.
λῶ δίδεηαη πξὸο ζηηγκὴλ ἡ ἐληχπσζε ὅηη ἱζηνξήζεθε ζηὸλ λαὸ θαηὰ ηξφπν
θαηαθαηηθὸ ηὸ ρξνληθὸ ηῆο ζσηεξίαο ηῶλ ἀλζξψπσλ ὡο πἱῶλ ηνῦ Θενῦ, θαὶ
κάιηζηα θαηὰ ηὸλ ἁπινχζηεξν, ἀθξηβέζηεξν θαὶ ρσξὶο ζπκβνιηζκνὺο ηξφπν·
ὅκσο αηὴ ἡ δηαπίζησζε βιέπνκε ὅηη ζηαδηαθὰ ἀξρίδεη λὰ κεηαιιάζζεηαη θαὶ
λὰ ἀπνθαιχπηεη κὲ κηὰ ιαλζάλνπζα θίλεζε θάηη ηὸ ἐπηπιένλ, ὅηη ηὸ πξφγξακκα
ηνῦ λανῦ ἔρεη θαὶ ραξαθηῆξα ἀπνθαηηθὸ–κπζηαγσγηθφ 87, θαξπὸ ιεηηνπξγηθῆο
ἐκπεηξίαο ἀπὸ ηὴλ ζπκ-
87 τὴν εἰκόνα δὲν ἔχομε μία οὐδέτερη ἱστορικὴ πιστότητα, ἀλλὰ μία δυναμικὴ λειτουργικὴ
κεηνρὴ ηῶλ Ἁγηνξεηηῶλ ζηὶο θαζ’ ἡκέξαλ ηνῦ ἔηνπο ἀθνινπζίεο θαὶ ζηὰ
κπζηήξηα ηῆο θθιεζίαο, κπζηήξηα ηὰ ὁπνῖα ἔρνπλ ηὴλ δπλαηφηεηα λὰ
κεηαηξέςνπλ ηὸλ ἄλζξσπν ζὲ Μνλὴ ηνῦ Κπξίνπ.
Ἡ θαηὰ ηὴλ ιεηηνπξγηθή ηεο κεηαζηνηρείσζε θαὶ κὲ ἄμνλα ηὸλ
ἄλζξσπν, ἱζηνξεκέλε ζηὸλ ρῶξν ηνῦ λανῦ ἐλζάξθσζε ηνῦ Λφγνπ, ὁδεγεῖ
κὲ ηὴλ ζεηξά ηεο ζὲ κία ἐζσηεξηθφηεξε βαζκίδα ηὴλ πξνζέγγηζε ηῆο
ζεκαζίαο ηνῦ ζπλνιηθνῦ ραξαθηήξα ηνῦ εἰθνλνγξαθηθνῦ πξνγξάκκαηνο ηνῦ
Πξσηάηνπ. Ὅζν δηεξεπλᾶηαη ζὲ παηεξηθὰ ἢ ιεηηνπξγηθὰ θείκελα ἡ ὑπόλνηα
ηῶλ ὁξώλησλ πεξὶ ηὸ ζέκα Ἁγηνξεηηῶλ Παηέξσλ88, ἀπνθαιχπηεηαη ἡ πνξεία
ζηὴλ ὁπνία αηνὶ ἀζθνῦληαη. Ἀπνζεκαίλεηαη ἡ δηὰ λήςεσο πξνζεπρὴ θαὶ ἡ
κεηα–λνεηηθὴ θαηάζηαζε ηῆο θαξδηᾶο, ἡ ὁπνία ζηνρεχεη ηὴλ κίκεζε ηνῦ
Παηέξα θαὶ ηνῦ Τἱνῦ θαὶ ηὴλ ἐλνίθεζε ηνῦ Ἁγίνπ Πλεχκαηνο· κία
θαηάζηαζε θαηὰ ηὴλ ὁπνία θπνθνξεῖηαη ἡ θαηὰ ράξηλ ζέσζηο ηνῦ ἀλζξψπνπ,
θαὶ ἡ ὁπνία θάλεη ὅζνπο ηὴλ πξαγκαηνπνηήζνπλ λὰ εἶλαη ζὲ ζέζε λὰ
γίλνληαη νἱ ἴδηνη θιίκαθα ἀλακνξθσηηθὴ θαὶ ζσηήξηα ηῶλ πνινίπσλ, θαὶ
ἀπφζηνινη ηνῦ Υξηζηνῦ.
Ὕπάξρεη δηάρπηε ἡ αἴζζεζε ὅηη πξνζεγγίδνληαη ἐθεῖλα ηὰ ξήκαηα ηὰ
ὁπνῖα ἡ Θενηφθνο ἀξρηθά, ἡ θθιεζία ζηὴλ ζπλέρεηα θαὶ ὅζνη ἀζθνῦληαη
ζηνὺο θφιπνπο ηεο ἔρνπλ δηαηεξήζεη ζηὴλ θαξδηά ηνπο, θαὶ ηὰ ὁπνῖα εἶλαη
ἄξξεηα 89. πεηδὴ ἡ Παξζέλνο πάγεηαη ζηὴλ θαηε-
88 Ἡ στάση αὐτή, ὡς ἐρευνητικὴ μέθοδος, συνδέεται ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν
Φρυσόστομο· ἡ ὑπόνοια δηλαδὴ τῶν ἀκουόντων ὅτι βοηθᾶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἔθους τῶν
Γραφῶν. Κατ’ ἀντιστοιχίαν λοιπόν, ἡ ὑπόνοια τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ὡς ἱστορικῶν
προσώπων, εἶναι δυνατὸν καὶ ἐδῶ νὰ βοηθήσει. Γιὰ τὴν χρήση τῆς μεθόδου αὐτῆς ἀπὸ τὸν
Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Φρυσόστομο, βλέπε πρόχειρα στὰ ἔργα του τῆς σειρᾶς τῶν Ἑλλήνων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας–(ΕΠΕ) ἐκδ. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη–, στὶς
ἀποδελτιώσεις τῆς λέξεως ὑπόνοια, ὅπως γιὰ παράδειγμα: Ὁ Φριστὸς … πολλαχοῦ πρὸς
τὰς ὑπονοίας τῶν προσιόντων ἀποκρίνεται, ὁμιλία ΞΓ΄ στὸ Κατὰ Ματθαῖον 19, 16–26, τόμος
11, ΕΠΕ 42, σ.484/22–23. Πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἐρωτώντων ἀπεκρίνατο … ὁ Φριστὸς, ὁμιλία
ΞΕ’ στὸ Κατὰ Ματαθαῖον 20, 17–28, ὅμοίως τόμος 11, σ.558/16–18. Διὸ χρὴ μάλιστα ἐν τοῖς
τούτοις μὴ τὰ λεγόμενα ἐξετάζειν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκροωμένων
προστιθέναι καὶ οὕτω τῶν λεγομένων ἀκούειν ὡς πρὸς ἐκείνην εἰρημένων ὑπόνοιαν ἐπεὶ
πολλὰ ἕψεται τὰ ἄτοπα.. ὡς ἐπ’ ἀνθρώπου προάγει τὸν λόγον καὶ πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν
ἀκροωμένων φθέγγεται, ὁμιλία ΛΘ’ στὸ Κατὰ Ἰωάννην 5, 22–30, τόμος 13, ΕΠΕ 37,
σ.434/27–436.
89 Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἡ ὁποία εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν κατάνόηση *σ.95] τοῦ γιατὶ στὴν
Ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα τὸ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲ μιλάει ἐκτενῶς γιὰ τὴν Παρθένο,
Π. ΝΕΛΛΑ, «Ἡ Θεομήτωρ» τοῦ Ν. Καβάσιλα, (ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀριθ. 2), Ἀθήνα 1974 *στὸ ἑξῆς: ΝΕΛΛΑ, Θεομήτωρ], σ.19.
γνξία αηή, [θαζὼο ηαπηίδεηαη κὲ ηὴλ ἀλαθεθαιαίσζε ηῆο Ἱεξῆο Ἱζηνξίαο θαὶ
κὲ ὅζα δὲλ ἦηαλ δπλαηὸλ λὰ πεξηγξαθνῦλ ζηὰ Εὐαγγέιηα90], θαίλεηαη ὅηη γηὰ
ηὸλ ιφγν αηὸ εἶλαη δηαηππσκέλε θαηὰ ηξφπν ἀπνθαηηθὸ θαὶ ἐλ ζπληνκίᾳ ἡ
δσή ηεο. Σφζν ἀπὸ ηὴλ πιεπξὰ ηῆο ἱζηνξηθῆο ζηηγκῆο–ιίγν πξὶλ ἀξρίζεη ὁ
ΗΓ αἰψλαο, ὁ θαη’ἐμνρὴλ ζενκεηνξηθὸο αἰὼλ ηῆο ξζνδνμίαο 91, ὅζν θαὶ ἀπὸ
ηὴλ ἐθθιεζηνινγηθὴ δηεχξπλζε, εὔθνια πιένλ εἶλαη δπλαηὸλ λὰ ἑξκελεπζεῖ
ἡ ἀπνπζία ἑλὸο κεγάινπ ζενκεηνξηθνῦ θχθινπ ἀπὸ ηὸ κλεκεῖν, ὡο
ἠζειεκέλε ἀλαθνξὰ πξὸο ηὴλ ἀξραία ηάμε, ὅπνπ θπξηαξρνῦζε–ἀπνθαηηθὰ–
δηάρπην ηὸ ἐθθιεζηαζηηθὸ πλεῦκα.
Ἀπὸ ηὴλ πξνζεγκέλε δηάξζξσζε ηνῦ εἰθνλνγξαθηθνῦ πξνγξάκκαηνο,
κὲ δεδνκέλε ηὴλ ἀπνπζία ηνῦ Παληνθξάηνξνο, ἐλ ηέιεη ζηὸλ ρῶξν ηνῦ λανῦ
ἱζηνξεῖηαη εἰθαζηηθὰ ὅιε ἡ θθιεζία ὡο εἰθὼλ ηνῦ Θενῦ 92 θαὶ εἰθὼλ ηνῦ
αἰζζεηνῦ θφζκνπ 93, θαὶ ὡο ζῶκα ηνῦ Υξηζηνῦ94, ὅπνπ θπνθνξεῖηαη θαὶ
ἐλζαξθψλεηαη ἡ δσή. Καηὰ ηξφπν ἀπνθαηηθὸ εἰθνλίδεηαη θαὶ ἡ Θενηφθνο,
ὅπσο ἐπίζεο θαὶ ἡ πνξεία ηὴλ ὁπνία ὀθείινπλ λὰ ἀθνινπζήζνπλ νἱ κνλαρνὶ
δηαηεξψληαο ζηὴλ θαξδηά ηνπο ἄγλσζηα ξήκαηα95.
ἱζηνξεκέλνο ρῶξνο ηνῦ κλεκείνπ θαζὼο δίδεη ηὴλ αἴζζεζε κηᾶο
ζείαο εὐξπρσξίαο 96 πξνθαιεῖ κία ἄλεζε ζηὸλ εἰζεξρφκελν. Καὶ
90Ὅ.π., σ.18.
91 Ὅ.π., σ.29.
92 Ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, ὡς τὴν αὐτὴν περὶ τοὺς πιστοὺς ἐνεργοῦσα
ἕνωσιν, ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, Μυσταγωγία, P.G. 91, 668Β. ΒΑΙΛΕΙΟ, ὅ.π.,
ὑποσημ.88, σ.56.
93 Εἰκὼν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου … ὡς οὐρανὸν μὲν τὸν θεῖον ἱερατεῖον ἔχουσα, γῆν δὲ τὴν
εἶναι τοῦ Φριστοῦ, ΙΩΑΝΝΗ ΦΡΤΟΣΟΜΟ, ΕΠΕ 20, σ.374. ΓΡΗΓΟΡΙΟ, ὅ.π.,
ὑποσημ.63, σ.38–39.
95 ΝΕΛΛΑ, Θεομήτωρ, ὅ.π., ὑποσημ.90, σ.18.
96 Ἡ μεγάλη σύνθεσή τῆς Κοιμήσεως, καίτοι πολὺ κατεστραμμένη, καταφέρνει νὰ δείξει ὅτι
συμβαδίζει μὲ τὸ ἁπλὸ μεγαλεῖο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ ναοῦ, μ’ αὐτὴ τὴ θεία εὐρυχωρία.
Αὐτὴ ἡ εὐρυχωρία μοῦ ἀποκαλύφθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ὅταν μπῆκα μέσα στὴν Ἁγία οφία.
Εἶναι κάτι ποὺ ὀφείλεται στὶς καλὲς ἀναλογίες … τὰ πολὺ μεγάλα κτήρια, ἅμα ἔχουν
μεγάλες διαστάσεις μᾶς ἀφήνουν *σ.96] ἀδιάφορους … τὸ αἴσθημα τῆς εὐρυχωρίας δίδεται
ἀπὸ τὰ κτίρια ποὺ σοῦ δίνουν τὴν αἴσθηση τοῦ μεγάλου χωρὶς νὰ σὲ κάνουν νὰ διαλυθεῖς, νὰ
ἐξασφανισθεῖς. Εἶναι κάτι ποὺ ὀφείλεται στὴν ἀντίληψη ποὺ βάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ κέντρο
τοῦ κόσμου … Ἡ ζωγραφικὴ τοῦ Πανσελήνου καταφέρνει νὰ δώσει αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο ποὺ
ὀφείλεται στὶς ἀναλογίες τῆς συνθέσεως. Μ’ ὅλη του τὴν καθαρογραμμένη ἀκρίβεια, χάρις
στὶς ἀναλογίες καταφέρνει νὰ δώσει ἕνα φάρδος σὲ ὅλα, χωρὶς νὰ πέφτει ποτὲ στὸν
ρητορισμὸ καὶ στὸν κούφιο ἠρωισμό. ΣΑΡΟΤΦΗ, ὁ.π., ὑποσημ.3, σ.17.
αηὸ ζπκβαίλεη δηφηη νἱ δεκηνπξγνὶ ηνῦ κλεκείνπ ὡο κέηξνλ θαὶ ἄμνλα θαηὰ
ηὴλ ἱζηφξεζή ηνπ εἶραλ π’ ὄςηλ ηνπο ηὸλ εἰζεξρφκελν. Ὅια ηὰ ἐπηκέξνπο
ζηνηρεῖα ηνῦ πξνγξάκκαηνο πξνθαινῦλ αηὴλ ηὴλ ἄλεζε ζὲ ηέηνην βαζκὸ
ὥζηε ὁ ιεηηνπξγνχκελνο ζηὸλ λαὸ θαηὰ θπζηθὸ ηξφπν νἰθεηψλεηαη ἀθφκε θαὶ
κὲ ηὸλ ἑαπηφ ηνπ ὡο πξφζσπν, θαὶ ὁδεγεῖηαη λὰ δεῖ ηειηθὰ ὅηη ὁ ἄλζξσπνο
εἶλαη κπζηηθὴ ἐθθιεζία97, θαὶ νἶθνο ηῆο Ἁγίαο Σξηάδνο98. Οζηαζηηθὰ
πξνθχπηεη κία ἀπνθαηηθὴ ἀληίιεςε γηὰ ηὸλ ἄλζξσπν θαὶ ηὸλ Θεὸ ἐθ
δηακέηξνπ ἀληίζεηε πξὸο ἐθείλε ηὴλ ὁπνία ἡ Λαηηληθὴ θθιεζία εἶρε
ἐγθαηληάζεη θαηὰ ηὸλ ἴδην ἀθξηβῶο αἰῶλα, ἐμ αἰηίαο ηῆο ὁπνίαο νἱ Ἁγηνξεῖηεο
πξφζθαηα ηφηε εἶραλ καξηπξήζεη, θαὶ ηὸ Πξσηᾶην εἶρε ππξπνιεζεῖ.
Ὅκσο ἐλῶ παξαηεξήζεθε ηέηνηα μερσξηζηὴ ἐθθιεζηνινγηθή,
δνγκαηηθὴ θαὶ ιεηηνπξγηθὴ ἀθξίβεηα ζηὴλ ὅιε νἰθνλνκία ηνῦ εἰθνλνγξαθηθνῦ
πξνγξάκκαηνο, θαζὼο εἶλαη ἐκπλεπζκέλν ἀπὸ ηὴλ παξάδνζε ηῆο ξζφδνμεο
θθιεζίαο–ηφζν ζηὴλ γεληθή ηνπ δηάηαμε ὅζν θαὶ ζηὰ ἐπὶ κέξνπο–99, ζὲ
ηξεῖο πεξηπηψζεηο ἔρεη παξαθακθζεῖ ἡ ἀθξίβεηα αηή. Ἡ πξψηε ἀπὸ αηὲο
ἀθνξᾶ ηὴλ ζέζε ηῶλ Σξηῶλ Παίδσλ ἐλ ηῇ Κακίλῳ ζηὴλ πξψηε ἀπὸ ἐπάλσ
δψλε ηνῦ δπηηθνῦ ηνίρνπ ηνῦ ΒΓ δηακεξίζκαηνο ηνῦ λανῦ, δηαρσξηζκέλε ἀπὸ
ηὶο ἄιιεο Πξνεηθνλίζεηο100, ἡ δεχηεξε κὲ ηὴλ παξνπζία ηνῦ Μεγάινπ
Κσλζηαληίλνπ ζηὴλ ἀλαηνιηθὴ πιεπξὰ ηνῦ δπηηθνῦ ἀλνίγκαηνο πξὸο ηὸ ΒΓ
δηακέξηζκα ηνῦ λανῦ101. Ἡ ηειεπηαία παξάθακςε ζηὴλ ἀθξίβεηα ηνῦ
πξνγξάκκαηνο ἀθνξᾶ ηὴλ κνξθὴ ηνῦ Ἰάθεζ πνὺ παξεκβάι-
97 «Ἐκκλησίαν μυστικὴν τὸν ἄνθρωπον, ὡς διὰ ναοῦ μὲν σώματος, τὸ πρακτικὸν τῆς ψυχῆς ταῖς
τῶν ἐντολῶν ἐνεργείαις κατὰ τὴν ἠθικὴν φιλοσοφίαν ἐναρέτως φαιδρύνοντα», ΑΓΙΟ
ΜΑΞΙΜΟ ΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, Μυσταγωγία, 6, P.G. 91, 684Α. ΝΕΛΛΑ, ὅ.π., ὑποσημ.70,
σ.268.
98 «Εἰκὼν τοῦ Πατρὸς ὁ Τἱὸς … σὺ δὲ τοῦ Πνεύματος … ἀκηλίδωτον ἔσοπτρον, οἶκός τε τῆς ὅλης
ηπρῆ ἐμέιημε πνὺ εἶραλ ζηὰ ρξφληα ἐθεῖλα, κὲ ηὴλ πεξίζρπζε ηῶλ
ηειεπηαίσλ.
Ὅζνλ ἀθνξᾶ ηὴλ κνξθὴ ηνῦ Μεγάινπ Κσλζηαληίλνπ πάξρνπλ νἱ
παξαθάησ παξαηεξήζεηο: Καη’ ἀξρήλ, ὅπσο ιέρζεθε, ὅηαλ ζεσξεῖηαη ἀπὸ
ηὴλ ιεηηνπξγηθή ηνπ πξννπηηθὴ ηὸ εἰθνλνγξαθηθὸ πξφγξακκα, πξνθχπηεη ὅηη
ὅιεο νἱ ὁκάδεο ηῶλ Ἁγίσλ ἀπνηεινῦλ πξνέθηαζε ζηὸλ λαὸ ηνῦ ιεηηνπξγηθνῦ
θχθινπ, θαζὼο ἀληηζηνηρνῦλ πξὸο ηὶο ὁκάδεο πνὺ θαζεκεξηλὰ
κλεκνλεχνληαη θαηὰ ηὴλ Ἀθνινπζία ηῆο Ἁγίαο Πξνζέζεσο θαὶ ηὴλ
κεηέπεηηα Θεία Λεηηνπξγία. ηὸλ θαλφλα αηὸ ἡ κφλε κνξθὴ πνὺ δὲλ
παθνχεη εἶλαη ἐθείλε ηνῦ Μεγάινπ Κσλζηαληίλνπ, ηνπνζεηεκέλε ἐθηὸο
ὁκάδσλ ζὲ πεξίνπηε ζέζε ἀξηζηεξὰ πξὸο ηὸλ εἰζεξρφκελν ζηὸλ λαφ.
Ἅγηνο εἰθνλίδεηαη κὲ ζηνιὴ αηνθξαηνξηθὴ 106, ρσξὶο λὰ ηὸλ ζπλνδεχεη ἡ
κεηέξα ηνπ Ἁγία ιέλε. Βεβαίσο ὁ ρῶξνο αηὸο δὲλ ἀξθνῦζε θαὶ γηὰ κία
δεχηεξε κνξθή. ὰλ ὅκσο ὁπσζδήπνηε ἤζειαλ νἱ πάηξσλεο ηνῦ λανῦ ηὴλ
παξνπζία ηῆο κεηέξαο ηνπ, ηὸλ θαηάιιειν ρῶξν ἦηαλ δπλαηὸλ λὰ ηὸλ
νἰθνλνκήζνπλ ζὲ ἕλα ἀπὸ ηνὺο παξαθείκελνπο ηνίρνπο ηνῦ θεληξηθνῦ
θιίηνπο ἢ ηῶλ δηακεξηζκάησλ ἢ ηῶλ ρνξνζηαζίσλ. πίζεο ζηὴ ζέζε ὅπνπ
εξίζθεηαη ὁ Μέγαο Κσλζηαληῖλνο δὲλ ζπλδέεηαη νὔηε θαὶ κὲ ηνὺο
Μάξηπξεο ηῆο 2αο Ννεκβξίνπ, κὲ ηνὺο ὁπνίνπο κνηξάδεηαη ηὴλ ἐπηθάλεηα
ηῶλ ἐζσξαρίσλ. Γὲλ πξέπεη ἑπνκέλσο λὰ ἐλδηέθεξε ἐδῶ ὁ παξαδνζηαθὸο
ηξφπνο γηὰ ηὴλ ἀπεηθφληζε ηνῦ Ἁγηνπ, ἀιιὰ ἡ θαζ’ αηὴ πξνβνιὴ ηῆο
παξνπζίαο ηνῦ Ἰζαπνζηφινπ Αηνθξάηνξα ζηὸλ λαφ. Ἡ κνξθή ηνπ ηειηθὰ
πξνβάιιεη ἐθηὸο εἰθνλνγξαθηθνῦ πξνγξάκκαηνο, θαηὰ ηὸλ γλψξηκν ηξφπν
πνὺ πξνβάιινληαλ ζὲ πεξίνπηε ζέζε ηῶλ λαῶλ ηῆο Κσλζηαληηλνππφιεσο ἢ
νἱ Βαζηιεῖο ηῶλ έξβσλ θαὶ ηῶλ Βνπιγάξσλ. Μὲ ηὴλ ζέζε ηνπ θαὶ ὅιε ηὴλ
παξνπζία ηνπ ὁ Μέγαο Κσλζηαληῖλνο δειψλεη θαηὰ ηξφπν ἔκκεζν ἀιιὰ
παξαζηαηηθφ, ηὸ πξφζσπν ηὸ ὁπνῖν ηνὺο ρξφλνπο ἐθείλνπο νἱ Ἁγηνξεῖηεο
κλεκφλεπαλ θαὶ ζηὸ ὁπνῖν ἔδηδαλ ιφγν θαὶ πξνζέβιεπαλ, ηὸλ Φηινκφλαρν
Αηνθξάηνξα ηῆο Κσλζηαληηλνππφιεσο Ἀλδξφληθν Β’. Δἶλαη
ραξαθηεξηζηηθὸ κάιηζηα ὅηη ὁ Ἅγηνο Ἀζαλάζηνο ἀπνθαινῦζε ηὸλ ηφηε
Αηνθξάηνξα Ἀλδξφληθν Β’ ἰζάμην ηνῦ Μεγάινπ Κσλζηαληίλνπ, ιφγῳ ηῆο
ζξεζθεπηηθῆο πνιηηηθῆο πνὺ εἶρε ἐθαξκφζεη, ἀπνηέιεζκα ηῆο ὁπνίαο ἦηαλ
θαὶ ἡ θφζκεζε ηῶλ λαῶλ. Λίγα ρξφληα πξνεγνχκελσο ἡ ἴδηα πξνζαγφξεπζε
εἶρε δνζεῖ θαὶ ζηὸλ παηέξα ηνπ, Μη-
106
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.204–206, εἰκ. 1,
παράσταση, Ι. 3, σ.214–215, 217.
107
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.215, ὑποσημ.157. ΣΟΤ
ΙΔΙΟΤ, «Ἀθανάσιος», ὅ.π., ὑποσημ.52, ὑποσημ.27. Γιὰ τὴν παράσταση τοῦ Μιχαὴλ Η’ καὶ
τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία βλέπε: Σ.ΠΑΠΑΜΑΣΟΡΑΚΗ, «Ἕνα εἰκαστικὸ ἐγκώμιο τοῦ
Μιχὰλ Η’ Παλαιολόγου», ΔΦΑΕ, περ. Δ’–τ.ΙΕ’ (1989–1990), σ.238, ὑποσημ.118.
108
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.204–205, εἰκ. 1,
παρασταση Α. 13, σ.211.
109
Ὅ.π., σ.211.
110
Ὅ.π., σ.210.
111
Ὅ.π., σ.204–205, εἰκ. 1, παραστάσεις Α. 11–14, σ.210.
112
Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ.VI, σ.692. Γιὰ τὴν ἐτυμολογικὴ σχέση τοῦ
ὀνόματος τοῦ Ἰάφεθ μὲ τὸν Ἰαπετό, προπάτορα ἐπίσης τῶν Ἑλλήνων, βλέπε: ὅ.π. ΘΗΕ καὶ
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.211, ὑποσημ.124. Γιὰ
τὸν Ἰάφεθ–Ἰαπετὸ βλέπε καὶ Ε. ΖΑΦΑΡΙΑΔΟΤ, Ἱστορία καὶ θρύλοι τῶν παλαιῶν
σουλτάνων, Ἀθήνα 1991.
113
Ὅ.π., σ.212 –213, ὑποσημ.128, Κώδικας Βατικανοῦ, Ottobonianus gr. 405, Σὰ κατὰ τὴν
Αἴγυπτον, φ. 59r.
ξάδνζεο ηῶλ ἀπνγφλσλ ηνῦ ήκ, ὅζν θαὶ ζηὴλ πέξβαζε ηῆο ἐζληθῆο
παξάδνζεο ηῶλ ιιήλσλ ἀπνγφλσλ ηνῦ Ἰάθεζ, ἀπὸ ηὶο ὁπνῖεο πξνέθπςε ἡ
νἰθνπκεληθὴ ἑιιελνρξηζηηαληθὴ παξάδνζε. Γηὰ ηὴο πξνβνιῆο ηνῦ
πξνζψπνπ ηνῦ Ἀβξαάκ, ζ’ αηὴ ηὴλ πέξβαζε θαινῦληαη λὰ ἀζθεζνῦλ
ζηὴλ κνλαζηηθή ηνπο πνιηηεία νἱ ἁγηνξεῖηεο κνλαρνὶ ὥζηε λὰ γίλνληαη
Παηέξεο ὅισλ ηῶλ ζλῶλ ηῆο Οἰθνπκέλεο ηῆο Μεγάιεο Ἀλαηνιηθῆο
θθιεζίαο.
Ἡ θαη’ ἐμαίξεζηλ παξεκβνιὴ ηνῦ Ἰάθεζ κεηαμὺ ηῶλ Πξνπαηφξσλ
ηνῦ Υξηζηνῦ, γίλεηαη ἐλ ηέιεη θαηαλνεηὴ θαὶ ὡο πνδήισζε ηνῦ Πξνπάηνξα
ηνῦ γέλνπο ηῶλ δεκηνπξγῶλ ηνῦ κλεκείνπ, γέλνπο ηὸ ὁπνῖν πεξέβεζαλ
ἐληαζζφκελνη ζηὸλ Υξηζηηαληζκφ. Ἡ ἔκκεζε δὲ πξνβνιὴ ηνῦ γέλνπο ηῶλ
θαηνίθσλ ηῆο Αηνθξαηνξίαο θαηὰ ηὸλ 13ν αἰῶλα δὲλ εἶλαη θάηη ηὸ
παξνπζηαδφκελν ἐδῶ γηὰ πξψηε θνξά, ἀθνῦ ἀπὸ ηὶο ἀξρὲο ηνῦ αἰῶλα ζηὶο
παξαζηάζεηο κὲ ηὴλ Ρίδα ηνῦ Ἰεζζαί114, εἶραλ ἀξρίζεη λὰ παξεκβάιινληαη
θαὶ νἱ κνξθὲο ηῶλ ιιήλσλ Φηινζφθσλ.
Γ.
ΔΠΙΛΔΓΟΜΔΝΑ
114
Γιὰ τὴν παράσταση τῆς Ρίζης τοῦ Ἰεσσαὶ βλέπε: ΠΑΠΑΜΑΣΟΡΑΚΗ, ὅ.π., ὑποσημ.108,
σ.226 –232, ὅπου καὶ ἡ προγενέστερη βιβλιογραφία.
115
Ἡ φράση προέρχεται ἀπὸ τὰ νεκρώσιμα Εὐλογητάρια τοῦ Ἤχου τοῦ πλ. Α’, «Ὁ πάλαι μέν, ἐκ
μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν με,
ἐπιστρέψας εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος
ἀναμορφώσασθαι». Ἐγκόλπιον τοῦ Ἀναγνώστου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1961, ἔκδ. Α΄, σ.60.
116
ΩΣΗΡΙΟΤ, ὅ.π., ὑποσημ.2, σ.17–20, 24–25.
117
TALBOT, ὅ.π., ὑποσημ.53, σ.146.
118
«Ἡ Μεγάλη Ἰδέα τοῦ γένους μας φανερώνεται πὼς εἶναι ἡ Μεγάλη Ἰδέα τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Διαστέλλεται, ἁγιάζει ὁ ἄνθρωπος, τὸ Γένος, ἡ
ἱστορία μας. Ἡ Ἐκκλησία μας μυσταγωγεῖ διὰ τῆς ἱστορίας στὸ τέλος ποὺ εἶναι ἀρχὴ
ἀτελεύτητης ζωῆς». Κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἅγιον Ὄρος 1984,
σ.32. Γιὰ τὴν Οἰκουμενικότητα τῆς παραδόσεως τοῦ ἰδίου γένους βλέπε: Δ.
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ρωμιοσύνης διακρίσεις ἀσήμαντες», περιοδικὸ Παλίμψηστον, ἔκδ.
Βικελαίας Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης, Ἡράκλειο, τ.6/7 (Δεκέμβριος 1988), σ.243, 245, 247.
119
ΒΑΙΛΕΙΟ, ὅ.π., ὑποσημ.88, σ.125.
120
Ὅ.π., σ.21
121
«Σὰ ἐπὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Ἰησοῦ καταφασκόμενα, δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα»,
Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, PG 3. 1072 Β. «Βλέπεται γὰρ ὁ Θεὸς τοῖς δυναμένοις αὐτὸν ὁρᾶν,
ἐπὰν ἔχωσιν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνεωγμένους τῆς ψυχῆς», ΘΕΟΥΙΛΟ ΑΝΣΙΟΦΕΙΑ, ΒΕΠ,
τ.5, σ.13 –14. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ, «Ἡ Ἑμπειρία», ὅ.π., ὑποσημ.3, σ.32.
σκληρότητα καὶ τὸν ἔλεγχό της, ἡ γνώμη τοῦ μαθητῆ καὶ ὁμοτέχνου του: «Καὶ μ’ ὅλα
ταῦτα, ἀκόμα ἐμεῖς οἱ προκομένοι, ποὺ μελετᾶμε αἰσθητικὲς καὶ φιλοσοφίες, δὲν πήραμε
εἴδηση τί ἀξίζει ὁ Πανσέληνος, ποὺ εἶναι σὰν λεόντας μπροστὰ στὰ τσακάλια ποὺ
θαυμάζουμε. Σώρα ἀκόμα ἀρχίζουμε νὰ τὸ ὑποπτευόμαστε», βλέπε ἀναδημοσίευση, Περ.
ύναξη τ.12, (Ὀκτ.–Δεκ. 1984), ἐσώφυλλο.