You are on page 1of 11

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ


ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2017


ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ – ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ

Μάθημα: Λογοτεχνία Εμβάθυνσης Γ΄ Λυκείου


Ημερομηνία και ώρα εξέτασης:

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ 11 (ΕΝΤΕΚΑ) ΣΕΛΙΔΕΣ

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΔΙΔΑΓΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (50 ΜΟΝΑΔΕΣ)


Αποτελείται από 2 ερωτήσεις.
Να απαντήσετε και τις 2 ερωτήσεις.
Ερώτηση Α1: (Μονάδες 30)
Ερώτηση Α2: (Μονάδες 20)

Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος (στ. 102-134) (Διδαγμένο)

[…]
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια
και ράφια.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,


είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπό σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθάριο και αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
[…]

Ερώτηση Α1
Α1(α). «Ολόκληρο το σπίτι της Γυναίκας με τα Μαύρα, αλλά και τα αντικείμενα που
υπάρχουν σε αυτό λειτουργούν συμβολικά και παραπέμπουν στην ψυχολογική της
διάθεση». Να τεκμηριώσετε την πιο πάνω θέση με στοιχεία από το ποίημα.

(μονάδες 15)
Α1(β). «Η σονάτα του σεληνόφωτος έχει χαρακτήρα θεατρικό». Να εξηγήσετε ποια
τρία (3) στοιχεία προσδίδουν σε αυτή την ποιητική σύνθεση τον χαρακτήρα ενός
δραματικού μονολόγου, με βάση το πιο πάνω απόσπασμα. Τεκμηριώστε την
απάντησή σας.
(μονάδες 15)

Ενδεικτικές απαντήσεις
Α1(α). Το σπίτι είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη ζωή της Γυναίκας με τα Μαύρα,
καθρέφτισμα του ψυχικού της κόσμου:
 Χώρος ανυπόφορος, αφού καταρρέει (εικόνα διάλυσης). H διαβίωση είναι
δύσκολη, καθώς πρέπει με συνεχείς προσπάθειες να το διατηρήσει όρθιο. Η
διάλυση του σπιτιού καθρεφτίζει τη φθορά της Γυναίκας με τα Μαύρα.
 Επικρατεί σιωπή, η Γυναίκα δεν τολμά να ανοίξει το πιάνο, η μουσική πιθανόν
να επαναφέρει μνήμες επώδυνες για την ίδια. Το γήρας και οι εσωτερικές
πληγές πονούν με το ξύπνημα των αναμνήσεων (το πιάνο παραμένει κλειστό).
 Με το πέρασμα των χρόνων η ηρωίδα συνδέεται όλο και περισσότερο με
όσους πέθαναν και η ενθύμησή τους της προκαλεί πόνο. Επιπλέον, το ίδιο το

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
σπίτι αντιστέκεται, αρνείται να πεθάνει παρά τη φθορά του, παραστέκεται
στους νεκρούς, ζει από τους νεκρούς.
 Όσο ανεπαίσθητη και διακριτική είναι η παρουσία της, κάτι θα τρίξει στο σπίτι,
κάποιος καθρέφτης θα σπάσει, ενώ το σπίτι το ίδιο αποκτά και δική του ζωή
(κάποια βήματα ακούγονται – δεν είναι δικά μου.).
 Τα απλά και καθημερινά αντικείμενα καθίστανται επικίνδυνα, κυρίως όταν το
φως του φεγγαριού ρίχνει τις σκιές του (τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο
φεγγαρόφωτο/ σαν κυκλικό ξυράφι) και κλονίζουν ακόμα περισσότερο την
ψυχή της.
 Τα αντικείμενα λειτουργούν συμβολικά: Το ραγισμένο τζάμι δηλώνει τη
διάλυση, ενώ ο καθρέφτης (πίσω από τις ραγισματιές και τη σκόνη 
εγκατάλειψη) αντανακλά ό,τι βλέπει και αυτό δεν είναι άλλο από τη φθορά, την
αποδυνάμωση, την αλλοίωση, τη σωματική και ψυχική εξασθένηση. Το πιάνο
συμβολίζει τη χαρά, η μουσική την ανάταση της ψυχής, παρ’ όλα αυτά αυτό
παραμένει κλειστό σαν φέρετρο. Όλα τα αντικείμενα (μπουφέ, σκαλιστό
τραπέζι, καρέκλες) χρησιμοποιούνται για να κρατήσουν όρθιους τους τοίχους,
προσπάθειες για να καθυστερήσει η πτώση και η πλήρης διάλυση.

A1 (β). Δραματικός μονόλογος:


 Τον λόγο σε ολόκληρο το ποίημα τον εκφέρει μόνο η Γυναίκα με τα Μαύρα.
 Η ηρωίδα διαλέγεται και αλληλεπιδρά με το πρόσωπο του νέου, πρόσωπο
βουβό, αφού η παρουσία του γνωστοποιείται μόνο από τις νύξεις της
μοναδικής ομιλήτριας (επανάληψη της φράσης Άφησέ με νάρθω μαζί σου).
 Η κύρια αρχή της συγκρότησης του δραματικού μονολόγου είναι η αποκάλυψη
της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα του ομιλητή, γεγονός που
επιβεβαιώνεται πλήρως, αφού σκιαγραφείται ο ψυχικός κόσμος της Γυναίκας
με τα Μαύρα. Ο μονόλογός της αποδεικνύεται μία «εκ βαθέων» εξομολόγηση,
μια παρατεταμένη ικεσία για ζωή κι ελπίδα.

Δείκτες Επιτυχίας:
10. Να κατανοούν την πολυσημία του ποιητικού λεξιλογίου και να αντιλαμβάνονται τον
συγκινησιακό χαρακτήρα της ποίησης.
29. Να αντιλαμβάνονται τη σχέση λογοτεχνικής μορφής και περιεχομένου.
35. Να εντοπίζουν στα λογοτεχνικά κείμενα και να κατανοούν τους τρόπους με τους
οποίους διαμορφώνονται οι σχέσεις των ανθρώπων.

Γιώργος Ιωάννου, «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» (Διδαγμένο)


Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο
καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι.
Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν
εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα
χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους.
Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν
μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά
εξασκηθεί. […]
Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να
διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη
ζεστή προφορά και σου 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα
λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα
μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες
φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά
είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά,
θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την
πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι
αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε
πράγματι είμαι από δω. Και πώς εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;
Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση.
Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι
ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο
και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.
Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά
αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη
ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν·
να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να
τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν
παραξένεμα, αν και άγνωστοί μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για
μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους
δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.
Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. […]
Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα
ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με
ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές
δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν
τύχει να σου μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι
τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις
ούτε στη φάτσα το γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού,
για να διευκολύνονται οι αταξίες.
Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς που βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους,
στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα
προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.
(Για ένα φιλότιμο, 1964)
Ερώτηση Α2
Α2(α). Κύριο θέμα στο αφήγημα του Γ. Ιωάννου «Μες στους προσφυγικούς
συνοικισμούς» είναι η σύνδεση των ανθρώπων με την καταγωγή και τις ρίζες τους.
Να εξηγήσετε πώς παρουσιάζεται η σύνδεση αυτή στο κείμενο και να προσδιορίσετε
τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο αφηγητής σχολιάζει τη σχέση των άλλων, αλλά και
τη δική του, με την καταγωγή και τις ρίζες τους.
(μονάδες 12)

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Α2(β). «Στο αφήγημα του Γ. Ιωάννου ο αφηγητής διατυπώνει μια θλιβερή διαπίστωση
για τους ανθρώπους των πόλεων». Να εξηγήσετε ποια είναι αυτή η διαπίστωση και
να την τεκμηριώσετε με αναφορές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα από το κείμενο.
(μονάδες 8)

Ενδεικτικές απαντήσεις

Α2 (α).
 Στους προσφυγικούς συνοικισμούς τα παιδιά παίζουν στους ανοιχτούς
χώρους και οι μεγαλύτεροι μαζεύονται στα καφενεία, όπου μπορούν να
βιώνουν την οικειότητα που τους προσφέρουν οι κοινές τους εμπειρίες, μαζί με
τους άλλους συντοπίτες: «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν…, σε άλλα
περιβάλλοντα συναντημένοι. […]»
 Έχουν διατηρήσει τα στοιχεία της ζωής τους στον τόπο της τωρινής τους
διαμονής. Ο αφηγητής διαπιστώνει ότι παρέμειναν πιο αυθεντικοί σε σχέση με
τους διασπαρμένους πρόσφυγες και διατήρησαν τη ζεστασιά της ανθρώπινης
επαφής.
 Ο αφηγητής επιδεικνύει ενδιαφέρον για τους πρόσφυγες, μιας και είναι ο ίδιος
παιδί προσφύγων, που δεν έχει όμως βιώσει την προσφυγιά. Αισθάνεται πως
όλους τους πρόσφυγες τους ενώνει η κοινή μοίρα και τα κοινά βιώματα, η
πάλη για το νέο ξεκίνημα.
 Ζώντας στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για τον τόπο του και
είχε πάντοτε την αίσθηση ότι η πραγματική του πατρίδα ήταν η Ανατολική
Θράκη. Η επαφή του με ανθρώπους που κατάγονται από τα ίδια μέρη τον
κάνει να νιώθει οικεία με αυτούς και αισθάνεται ότι όσοι προέρχονται από το
ίδιο μέρος ενώνονται με ισχυρό δεσμό. «Κάτι σα ζεστό κύμα … από κει μονάχα
τραβάει.»

Α2 (β).
 Ο αφηγητής στο κείμενο του Ιωάννου παρατηρεί ότι οι άνθρωποι στις πόλεις
φαίνεται να επιδιώκουν τη μοναξιά, την απομόνωση, για να διατηρούν την
ελευθερία που τους παρέχει η ανωνυμία να πράττουν και να ζουν όπως
θέλουν.
 Εύχεται να μπορούσε κι αυτός να ζει στον τόπο του, κοντά στους συγγενείς
του ή τουλάχιστον να μπορούσε να βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες
στους συνοικισμούς με τους οποίους τον συνδέει η κοινή προέλευση.
(«Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. […] Εγώ
όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα
πράγματα ζω διαρκώς· […] Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν
τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν … με
ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.»)

Δείκτες επιτυχίας:
34. Να ευαισθητοποιούνται απέναντι σε κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά κ.ά.
προβλήματα, παλαιότερα και σύγχρονα.
35. Να εντοπίζουν στα λογοτεχνικά κείμενα και να κατανοούν τους τρόπους με τους
οποίους διαμορφώνονται οι σχέσεις των ανθρώπων.
ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
ΤΕΛΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Α΄
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β΄

ΜΕΡΟΣ Β΄: ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΙΔΑΓΜΕΝΩΝ ΜΕ ΑΔΙΔΑΚΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


(50 ΜΟΝΑΔΕΣ)
Αποτελείται από 2 ερωτήσεις.
Να απαντήσετε και τις 2 ερωτήσεις.

Ερώτηση Β1: (Μονάδες 25)

Ερώτηση Β2: (Μονάδες 25)

Α. Κ. Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν


Kομμαγηνή˙ 595 μ.X.» (διδαγμένο)
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—


Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, «Η ποίηση δε μας αλλάζει» (αδίδακτο)

Η Ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή


το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε


δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η Ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση


κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.

Ερώτηση Β1

Β1(α). Ποια διαφορά εντοπίζετε ανάμεσα στα δύο ποιήματα:


i. ως προς τον ρόλο της ποίησης στη ζωή του ομιλητή-ποιητή, στο ποίημα του Κ. Π.
Καβάφη; και

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
ii. ως προς τον ρόλο της ποίησης στη ζωή του ανθρώπου γενικότερα, στο ποίημα
του Ασλάνογλου; Να αναφερθείτε σε συγκεκριμένους στίχους.
(μονάδες 15)

Β1(β). Να αναφέρετε σε ποιο γραμματικό πρόσωπο και σε ποιο χρόνο εκφράζεται σε


κάθε ποίημα το ποιητικό υποκείμενο και να εξηγήσετε πώς λειτουργεί η επιλογή αυτή
για τον αναγνώστη, σε κάθε περίπτωση. (μονάδες 10)

Ενδεικτικές απαντήσεις
Β1 (α)
 Ο ενδοκειμενικός ποιητής στο ποίημα του Καβάφη ζητά τη συνεισφορά της
προσωποποιημένης ποιητικής τέχνης, η οποία «κάπως» ξέρει από φάρμακα.
O ποιητής-ομιλητής αισθάνεται απελπισία γιατί τα γηρατειά έφθειραν το σώμα
του, αλλοίωσαν τη μορφή του και κυρίως γιατί γνωρίζει ότι δεν μπορεί να
αναστρέψει αυτή την αλλοίωση και να αποτρέψει τη δύναμη του γήρατος. Η
απόλυτη απουσία ελπίδας (στιχ.3) αίρεται σε κάποιο βαθμό με τη συνδρομή
της Τέχνης. Είναι σαφές πως η Ποίηση μπορεί να προσφέρει μόνο μερικές
στιγμές ανακούφισης. Τα φάρμακα της Ποίησης δεν μπορούν να βοηθήσουν
τον ποιητή να αντιμετωπίσει το γήρας, αλλά μπορούν να τον βοηθήσουν να
ξεχαστεί για λίγο, με την ενασχόληση με το έργο του, με πνευματική και
δημιουργική δραστηριότητα: ο λόγος και η φαντασία είναι τα φάρμακα που
προσωρινά μπορούν να τον απομακρύνουν από την αιτία της μελαγχολίας
του.
 Στο ποίημα του Ασλάνογλου, κλιμακωτά αποτυπώνεται η αντίληψη του
ομιλητή/ ποιητικού υποκειμένου για την τέχνη και στην τρίτη στροφή δίνεται η
κυριότερη επενέργειά της. Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση/ κάνει πιο
δύσκολη την καθημερινή μας πράξη. Η ίδια κρατά την ψυχή του δημιουργού
ανυπότακτη και τον ωθεί στην καθαρή θέαση της θλιβερής πραγματικότητας.
Ακόμη, δεν μπορεί να αναστρέψει καταστάσεις που έχουν ήδη λαβώσει την
ψυχή του δημιουργού, και γενικότερα κάθε ανθρώπου (χρήση προσωπικής
αντωνυμίας α΄ προσώπου στον πληθυντικό), ούτε να του προσφέρει άφεση
για τα λάθη του παρελθόντος.
 Η ποίηση, επομένως, δεν προσφέρει ούτε αποθέματα χαράς για να
απομακρύνει τη θλίψη του ποιητή, ούτε μπορεί να αποτρέψει τη φθορά που
έχει ήδη επέλθει, ούτε και τη «σήψη που προχώρησε», και που ενδεχομένως
να μην είναι σήψη μόνο ατομική αλλά και κοινωνική (άρα αφορά το σύνολο
των ανθρώπων). Μπορεί όμως να ανακουφίσει και να καθυστερήσει τον
συμβιβασμό.

Β1 (β)
 Το πρώτο ενικό πρόσωπο προσδίδει εξομολογητικό/ προσωπικό τόνο στο
ποίημα του Κ.Π. Καβάφη, ενώ με το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο στο ποίημα
του Ν. Ασλάνογλου τονίζεται η συλλογικότητα της άποψης που διατυπώνεται
για την ποίηση.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Η χρήση του δραματικού ενεστώτα στο ποίημα του Καβάφη («δεν έχω»)
προσδίδει την αίσθηση του παρόντος στα λεγόμενα του ποιητή Ιάσονα και
τονίζει τη θεατρικότητα του ποιητικού κειμένου. Στο ποίημα του Ασλάνογλου
(«δεν μας αλλάζει») με τη χρήση του τονίζεται η αίσθηση της διαχρονικότητας
των ιδεών που διατυπώνονται και ταυτόχρονα ενισχύεται η αίσθηση της
συλλογικότητας.

Δείκτες Επιτυχίας:
Δ10. Να αναγνωρίζουν στα ποιητικά κείμενα το ποιητικό υποκείμενο.
Δ12. Να διακρίνουν τη συλλογικότητα στη λογοτεχνία «του εμείς» και την ατομικότητα στη
λογοτεχνία «του εγώ».
Δ13. Να κατανοούν τον διάλογο που αναπτύσσουν νεοέλληνες ποιητές με την τέχνη της
ποίησης και τις διάφορες απόψεις γύρω από τη φύση, τον ρόλο και τη θέση της ποίησης
στη σύγχρονη εποχή.

B. Γιώργος Ιωάννου, «Ομίχλη» (διδαγμένο)


Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή
μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια.
Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: «Eίχε κρύο τη νύχτα» ή
«τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες».
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη
μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν
όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά
στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο
μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω
στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο
θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της
καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς
ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι
πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι
πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ
ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και
φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα
τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν
ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι
γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί ‒και δεν ήταν ποτέ
εκεί‒ καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές
αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο
θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο
του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ
δεν μπορούσα να προφτάσω.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά.
Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ'
ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές
ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους
και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το
χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν
είναι καλός. Ω, και να 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Ακολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά
θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω
στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές
κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα.
Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου
είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να
ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με
το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και
διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.
(Η μόνη κληρονομιά, 1974)

Μ. Καραγάτσης, «Το νερό της βροχής» (αδίδακτο)


Κάτω στο Γουώππιν, στους ντόκους … Η ομίχλη είναι αραιή. Μιστ, όχι φογκ. Πούσι
γαλατένιο που σέρνεται πάνω στον ποταμό και ξεστρατίζει ζερβόδεξα τυλίγοντας με
μυστήριο τους έρημους και μίζερους δρόμους του Ηστ Εντ. Μαύρη άσφαλτος, μαύρα
σπίτια. Μαύροι περίπλοκοι δρόμοι, που ξεκινώντας απ’ την κεντρική αρτηρία
χάνονται προς απίθανες κατευθύνσεις. Πού και πού ένα λαμπιόνι που γεννάει
φωτεινή εστία μέσα στον αχνό. Κάτι σα νεφέλωμα στο χάος του στερεώματος.
Προχωρούμε στην τύχη. Περπατάμε για να περπατάμε. Κι όπου μας βγάλει ο
δρόμος. Επειδή δεν έχει τέρμα ο δρόμος μας. Δεν έχει σκοπό. Ήρθαμε εδώ για να
βουτηχτούμε στην ομίχλη. Να νιώσουμε πάνω στη σάρκα μας το χάδι της το παγερό.
Ν’ ανασάνουμε την ύπουλη υγρασία της. Να περιπλανήσουμε τη μοναξιά μας στις
ερημιές της απόμακρης συνοικίας. Να μαντέψουμε με την ευαισθησία της ψυχής μας
όσα τα μάτια μας δεν δύνανται να ιδούν. Όσα σκεπάζει η νύχτα και η ομίχλη.

Ερώτηση Β2

Β2. α) Να συγκρίνετε στα πιο πάνω κείμενα την επίδραση της ομίχλης στην ψυχική
κατάσταση του αφηγητή. Τεκμηριώστε την απάντησή σας με αναφορές στα δύο πιο
πάνω αποσπάσματα.
(μονάδες 14)
β) i. Να διακρίνετε το είδος της εστίασης, σε καθένα από τα πιο πάνω κείμενα.
(μονάδες 6)
ii. Να εξηγήσετε πώς διαφοροποιείται το είδος της αφήγησης στο δεύτερο κείμενο, σε
σύγκριση με το πρώτο και πώς λειτουργεί αυτή η διαφοροποίηση για εσάς, ως
αναγνώστη. (μονάδες 5)

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Ενδεικτικές απαντήσεις
Β2 (α)
 Το κείμενο του Ιωάννου είναι μια νοσταλγική εξομολόγηση του αφηγητή για
την ιδιαίτερη αγάπη που έχει στην ομίχλη, η οποία συχνά καλύπτει την πόλη.
Τόσο η ομίχλη, όσο και η πάχνη πάνω στις στέγες είναι στοιχεία
χαρακτηριστικά της πόλης και του θυμίζουν παλιότερες εποχές. Η ομίχλη, σε
συνδυασμό με την πολύ απαλή βροχή, μεταμορφώνουν την πόλη και όλα
φαίνονται σχεδόν μεταφυσικά: «[...] Η ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την
ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή [...]».
 Το περπάτημα σ' αυτή είναι επίσης και ανακουφιστικό: «[...] Η ομίχλη είναι για
να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και
σε στηρίζει [...]». Το φυσικό φαινόμενο αποκτά εξωπραγματικές διαστάσεις και
ταυτίζεται με τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα του αφηγητή. «[...] Δε θυμάμαι
από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα,
πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα […]».
 Ο αφηγητής «μεταφέρεται» σ’ έναν κόσμο αναμνήσεων και συναντάται με τις
σκιές των νεκρών που μόνο μέσα στην ομίχλη κάνουν αισθητή την παρουσία
τους: «[...] Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα … ακολουθούσα μια σκιά, που
ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.[...]».
 Στο απόσπασμα από «Το νερό της βροχής» η ομίχλη τυλίγει με μυστήριο τους
μίζερους δρόμους και τους μεταμορφώνει· ο αφηγητής και οι συνοδοιπόροι
του αισθάνονται, επίσης, την ανάγκη να νιώσουν την επίδραση της ομίχλης
στο κορμί και την ψυχή τους.
 Αποτελεί επίσης βοηθητικό σκηνικό, για να βιώσει ο αφηγητής και οι
συνοδοιπόροι του ένα εσωτερικό ταξίδι με τα μάτια της ψυχής, ευκαιρία για
ενδοσκόπηση: «[...] Να μαντέψουμε με την ευαισθησία της ψυχής μας όσα τα
μάτια μας δεν δύνανται να ιδούν. Όσα σκεπάζει η νύχτα και η ομίχλη[...]».Να
βουτηχτούνε στην ομίχλη χωρίς να έχουν συγκεκριμένο προορισμό: «δεν έχει
τέρμα ο δρόμος μας. Δεν έχει σκοπό..»

(β) i. Η αφήγηση και στα δύο αποσπάσματα δίνεται με εσωτερική εστίαση, καθώς η
ιστορία κοινοποιείται σε μας μέσα μόνο από όσα είδε και έζησε ο αφηγητής ως
κεντρικός ήρωας. Ως ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, έχει περιορισμένο γνωστικό
πεδίο και μας αφηγείται τα γεγονότα έχοντας γνώση μόνο όσων αντιλαμβάνεται ο
ίδιος.
ii.
 Η αφήγηση στο πεζογράφημα του Ιωάννου είναι πρωτοπρόσωπη (χρήση α΄
ρηματικού προσώπου). Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής είναι πρωταγωνιστικό
πρόσωπο της ιστορίας. Στο κείμενο του Ιωάννου η χρήση του πρώτου ενικού
προσώπου προσδίδει τη δύναμη της βιωμένης εμπειρίας και της μαρτυρίας
και υποστηρίζει τον εξομολογητικό χαρακτήρα του κειμένου.
 Στο απόσπασμα από «Το νερό της βροχής» η αφήγηση είναι
πρωτοπρόσωπη. Η χρήση του πρώτου πληθυντικού, όμως, πέρα από το
συναίσθημα της βιωμένης εμπειρίας, προσθέτει στο κείμενο και την αίσθηση

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
της συλλογικότητας. Η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσδίδει οικείο τόνο
στον λόγο, τον κάνει πιο άμεσο, ζωντανό και παραστατικό, ενώ ενισχύει το
συναίσθημα της συλλογικότητας/ καθολικότητας. Ο αναγνώστης γίνεται
συμμέτοχος και κατ’ επέκταση πιο δεκτικός. Έτσι, ο αφηγητής κερδίζει το
ενδιαφέρον και την αποδοχή του αναγνώστη του.

Δείκτες Επιτυχίας και Επάρκειας:


Δ13. Να αναγνωρίζουν τους αφηγηματικούς τρόπους σε ένα αφηγηματικό κείμενο.
Δ17. Να αναγνωρίζουν:
− τον τύπο του αφηγητή (= το πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία)
− τη συμμετοχή του ή μη στην ιστορία που αφηγείται, και
− το ρηματικό πρόσωπο στο οποίο γίνεται η αφήγηση
− να κατανοούν τη λειτουργική σημασία των πιο πάνω στο λογοτεχνικό κείμενο.
Δ18. Να αναγνωρίζουν το περιεχόμενο της αφήγησης που καθορίζει και τον τύπο της
αφήγησης: Αφήγηση γεγονότων – αφήγηση συναισθημάτων.

ΤΕΛΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

You might also like