You are on page 1of 234

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ

ΜΑΡΙΑ Δ. ΜΠΑΛΑΞΗ
ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΔΟΣΟΜΟΝΑΔΩΝ ΓΙΑ ΤΡΙΜΕΡΗ


ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΟ, ΤΟ ΛΕΠΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΧΥ
ΕΝΤΕΡΟ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα διατριβή εκπονήθηκε στο εργαστήριο του Τομέα Φαρμακευτικής

Τεχνολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του

προγράμματος ΠΕΝΕΔ 2003, που συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση,

το Ελληνικό Υπουργείο Ανάπτυξης και την εταιρεία Lamda Pharmaceuticals.

Από τη θέση αυτή θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όσους

συντέλεσαν στην ολοκλήρωσή της διατριβής. Το διευθυντή Τομέα, καθηγητή κ. Σ.

Μαλαματάρη, ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, το ενδιαφέρον

του καθ’ όλη την πορεία της διατριβής, τις πολύτιμες συμβουλές και καθοδήγησή

του κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του πειραματικού μέρους, καθώς και την λεπτομερή

και σχολαστική μελέτη του κειμένου και τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις του

προκειμένου να καταστεί επιτυχής η διεκπεραίωση της εργασίας.

Τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Νικολακάκη Ιωάννη και μέλος της τριμελούς

συμβουλευτικής επιτροπής ευχαριστώ θερμά για την άριστη συνεργασία, την

αναμφισβήτητα πολύτιμη βοήθεια και τις σημαντικές υποδείξεις του καθ’ όλη τη

διάρκεια διεξαγωγής του πειραματικού μέρους, καθώς και για τις εποικοδομητικές

παρατηρήσεις του στο κείμενο της διατριβής.

Το έτερο μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής, Καθηγητή κ. Κουντουρέλλη

Ιωάννη ευχαριστώ για την ενθάρρυνση και τις χρήσιμες συμβουλές του.

Τον Τομέα Φυσικής Στερεάς Κατάστασης του τμήματος Φυσικής και

ειδικότερα την επίκουρο καθηγήτρια κ. Παυλίδου Ελένη για τη λήψη των εικόνων

ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και τη συμβολή στην ολοκλήρωση του κειμένου της

διατριβής.

Ακόμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους φίλους και συμφοιτητές μου

στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του Τομέα Φαρμακευτικής Τεχνολογίας για


II 

τη δημιουργία ευχάριστου φιλικού κλίματος μέσα στο οποίο ζήσαμε και

μοιραστήκαμε όμορφες εμπειρίες.

Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω και όλο το προσωπικό του Τομέα για κάθε

βοήθεια που μου προσέφερε κατά τη διεξαγωγή της διατριβής και τη διακριτική

φιλική σχέση.

Τέλος, ευχαριστώ την οικογένειά μου και τα αγαπημένα μου πρόσωπα για την

αμέριστη συμπαράσταση, κατανόηση και αστείρευτη υπομονή που έδειξαν σε όλη

την πορεία της διατριβής.

Μαρία Δ. Μπαλαξή
III 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ I
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ III
ΠΕΡΙΛΗΨΗ-SUMMARY VII

Α. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

I. Φαρμακοτεχνικές μορφές ελεγχόμενης αποδέσμευσης χορηγούμενες


από το στόμα 1
1. Εισαγωγή 1
2. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των φαρμακομορφών ελεγχόμενης
αποδέσμευσης 3
3. Σχεδιασμός και ανάπτυξη των φαρμακομορφών ελεγχόμενης
αποδέσμευσης 6
4. Συστήματα ελέγχου ή προγραμματισμού της αποδέσμευσης 8
(Συστήματα ελεγχόμενα από: τη διάλυση, τη διάχυση, το συνδυασμό
διάχυσης-διάλυσης, Συστήματα ιονταλλακτικών ρητινών, Κόκκοι
ελεγχόμενης αποδέσμευσης μη εξαρτώμενης από το pH, Συστήματα
ελεγχόμενα από όσμωση)
5. Συστήματα τροποποίησης της γαστρεντερικής διάβασης 17
(Επιπλέοντα και βιοπροσκολλητικά συστήματα)

II. Φαρμακομορφές ελεγχόμενης αποδέσμευσης πολλαπλών


δοσομονάδων-μικροσφαίρες 20

1. Εισαγωγή 20
2. Πλεονεκτήματα και τεχνολογικές δυσκολίες των φαρμακομορφών
πολλαπλών δοσομονάδων 21
3. Παρασκευή με σφαιροποίηση μετά από εξώθηση (extrusion-
spheronization process) 26
4. Πλεονεκτήματα μικροσφαιρών 29
5. Στάδια παραγωγής μικροσφαιρών με τη μέθοδο εξώθησης και
σφαιροποίησης 31
(Ξηρή ανάμιξη, Υγρή κοκκοποίηση, Εξώθηση, Σφαιροποίηση, Ξήρανση)
IV 

III. Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη και παρασκευή μικροσφαιρών 41

1. Εισαγωγή 41
2. Δομή της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης 42
3. Απορρόφηση νερού και φαινόμενο “hornification” 43
3. Συμπεριφορά μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης κατά την εξώθηση και
σφαιροποίηση 45

IV. Ιδιότητες των μικροσφαιρών 46

1. Μέγεθος και κατανομή μεγέθους 48


2. Σχήμα και επιφάνεια 52
3. Πυκνότητα 54
4. Μηχανικές ιδιότητες 58
5. Πορώδες 62

V. Σκοπός της μελέτης 67

Β. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 69

I. Υλικά 69

II. Μέθοδοι 72
1. Χαρακτηρισμός των κόνεων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης 72
(Προσδιορισμός: Μεγέθους και σχήματος σωματιδίων, Αληθούς
πυκνότητας, Κρυσταλλικότητας, Ικανότητας κατακράτησης ύδατος,
Δοκιμασία υπερδιύγρανσης)
2. Παρασκευή μικροσφαιρών με τη μέθοδο εξώθησης και σφαιροποίησης 80
(Στάδια μεθόδου: Ξηρή ανάμιξη και υγρή κοκκοποίηση, Εξώθηση,
Σφαιροποίηση, Ξήρανση, Παρασκευή μικροσφαιρών MCC με
εκχύλιση ποροσχηματιστή NaCl)
3. Χαρακτηρισμός υγρών και στεγνών μικροσφαιρών 90
(Μέση διάμετρος και σφαιρικότητα υγρών μικροσφαιρών, Ποσοστό
υγρασίας, Μικροσωματιδιακές ιδιότητες, Πυκνότητα, Πορώδες,
Μηχανικές ιδιότητες, Αποσάθρωση στεγνών μικροσφαιρών,
Προσδιορισμός υπολείμματος NaCl σε εκχυλισμένες μικροσφαίρες)

4. Φόρτιση πορωδών μικροσφαιρών με δραστικό φαρμακευτικό συστατικό 102


5. Προσδιορισμός περιεκτικότητας των μικροσφαιρών σε δραστικό
συστατικό 104
6. Προσδιορισμός της αποδέσμευσης του φαρμακευτικού συστατικού 105
7. Επικάλυψη των φορτισμένων μικροσφαιρών 107
8. Προσδιορισμός της αποδέσμευσης της ριβοφλαβίνης από επικαλυμμένες
μικροσφαίρες 109

Γ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 111

I. Χαρακτηρισμός των κόνεων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης 111

1. Μικροσωματιδιακές ιδιότητες (μέγεθος και σχήμα σωματιδίων) και


αληθής (πυκνομετρική) πυκνότητα 111
2. Κρυσταλλικότητα και κατακράτηση ύδατος 112
3. Ρεολογική συμπεριφορά κατά την υγρή κοκκοποίηση (δοκιμασίες
υπερδιύγρανσης) 114

II. Επιδράσεις παραμέτρων σύστασης (τύπου MCC και κοκκοποιητικού


υγρού) και συνθηκών παρασκευής στις ιδιότητες των τελικών
στεγνών μικροσφαιρών 124

1. Επίδραση της σύστασης και της μεθόδου ξήρανσης στις φυσικομηχανικές


ιδιότητες 124
(Ποσοστό υγρασίας, Μέση διάμετρο και κατανομή μεγέθους, Σχήμα,
Πορώδες, Αληθή πυκνότητα, πυκνότητα στοίβασης και φαινόμενη
Μηχανικές ιδιότητες, Χρόνο αποσάθρωσης των μικροσφαιρών)
2. Επίδραση της θερμοκρασίας ψύξης στο πορώδες των μικροσφαιρών 145
(Μικροσωματιδιακές ιδιότητες, Αληθή πυκνότητα, πυκνότητα στοίβασης
και φαινόμενη, Πορώδες, Μέγεθος και κατανομή μεγέθους των πόρων
των μικροσφαιρών)
3. Επίδραση σύνθεσης και συνθηκών ξήρανσης στη μορφολογία των πόρων
των μικροσφαιρών 164
VI 

III. Φόρτιση πορωδών μικροσφαιρών με δραστικό φαρμακευτικό


συστατικό και έλεγχος του ρυθμού διάλυσης 175

1. Ικανότητα φόρτισης πορωδών μικροσφαιρών 176


2. Αποδέσμευση δραστικού φαρμακευτικού συστατικού από μη
επικαλυμμένες πορώδεις μικροσφαίρες 179
3. Αποδέσμευση δραστικού φαρμακευτικού συστατικού από πορώδεις
μικροσφαίρες με επικάλυψη (εντερική και ορθική) 186

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 195

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 199
VII 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στη διατριβή αυτή εξετάστηκε η δυνατότητα επίτευξης μικροσφαιρών υψηλού

πορώδους με εφαρμογή της μεθόδου εξώθησης-σφαιροποίησης διυγραμένης

κονιοποιημένης μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (MCC) και εν συνεχεία ψύξη και

απομάκρυνση του κρυσταλλωμένου υγρού κοκκοποίησης δια εξαχνώσεως με

ξήρανση εν καταψύξει (λυοφιλοποίηση). Το υψηλό πορώδες αναμένεται να

ελαττώνει την πυκνότητα των μικροσφαιρών και να επηρεάζει το χρόνο γαστρικής

κένωσης καθώς και τη δισκιοποιητική τους ικανότητα. Επιπλέον δε, να εξασφαλίζει

τη δυνατότητα φόρτισης με αυξημένη ποσότητα δραστικής ουσίας.

Ως φορέας των μικροσφαιρών επιλέχθηκε η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη

(MCC), η οποία είναι κατάλληλη για τη διαδικασία της εξώθησης και

σφαιροποίησης. Για την εμβροχή χρησιμοποιήθηκαν δύο κοκκοποιητικά υγρά, νερό

και μείγμα νερού-ισοπροπανόλης στην προσπάθεια να προκύψουν μικροσφαίρες

υψηλότερου πορώδους. Για την επίτευξη υψηλών τιμών πορώδους επιπλέον

δοκιμάστηκε η προσθήκη κονιοποιημένου NaCl ως ποροσχηματιστή ο οποίος εν

συνεχεία απομακρυνόταν από τις μικροσφαίρες με εκχύλιση μετά τη σφαιροποίηση.

Αρχικά εξετάστηκαν οι επιδράσεις του είδους κονιοποιημένης MCC (Avicel®,

Prosolv® και τροποποιημένο Avicel®), του υγρού κοκκοποίησης καθώς και της

μεθόδου ξήρανσης (ρεοαιωρούμενο στρώμα θερμού αέρα, μικροκύματα και ξήρανση

εν καταψύξει) στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μικροσφαιρών (μέγεθος, σχήμα,

μηχανική αντοχή, αποσάθρωση, πυκνότητα και πορώδες). Οι επιδράσεις της

μεθόδου ξήρανσης συγκρίθηκαν με αυτές στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες.

Η μελέτη των φυσικομηχανικών ιδιοτήτων των τελικών μικροσφαιρών έδειξε

ότι η μέθοδος ξήρανσης επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το πορώδες, τις μηχανικές

ιδιότητες και την αποσάθρωση των μικροσφαιρών και μάλιστα η επίδραση αυτή
VIII 

εξαρτάται από το χρησιμοποιούμενο υγρό κοκκοποίησης. Υψηλότερο πορώδες έδωσε

η χρήση μείγματος νερού-ισοπροπανόλης και η εφαρμογή ξήρανσης εν καταψύξει.

Επιπλέον δε, υψηλό πορώδες επιτεύχθηκε με ενσωμάτωση NaCl ως ποροσχηματιστή

και εν συνεχεία εκχύλιση. Το είδος MCC βρέθηκε να επηρεάζει τις μηχανικές

ιδιότητες και το χρόνο αποσάθρωσης μόνο για συνθήκες παρασκευής που οδηγούσαν

σε χαμηλές τιμές πορώδους (<37 %) ενώ η επίδραση του είδους MCC στο πορώδες

των μικροσφαιρών δεν ήταν σημαντική. Η αύξηση του πορώδους γενικά, βρέθηκε να

σχετίζεται με εκθετική μείωση της μηχανικής αντοχής τους.

Επειδή η εφαρμογή της ξήρανσης εν καταψύξει έδωσε μικροσφαίρες μέγιστου

πορώδους για οποιονδήποτε συνδυασμό μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και

κοκκοποιητικού υγρού, εξετάστηκε περαιτέρω η εφαρμογή τριών διαφορετικών

συνθηκών ψύξης (-30, -80 και -197οC), πριν από την ξήρανση εν καταψύξει, σε MCC

μικροσφαίρες εκχυλισμένες και μη. Από τη μελέτη βρέθηκε ότι το πορώδες των

μικροσφαιρών αυξάνεται με τη μείωση της θερμοκρασίας αρχικής ψύξης (πριν από

την ξήρανση εν καταψύξει) και μάλιστα η αύξηση είναι μεγαλύτερη όταν

χρησιμοποιείται νερό ως υγρό κοκκοποίησης. Επιπλέον, και το μέγεθος των πόρων

επηρεάζεται από το κοκκοποιητικό υγρό και τη θερμοκρασία αρχικής ψύξης. Η μέση

διάμετρος πόρων είναι μέγιστη για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες και ακολουθούν οι

μη εκχυλισμένες που παρασκευάζονται με νερό και εν συνεχεία με νερό-

ισοπροπανόλη ως κοκκοποιητικό υγρό. Η μέση διάμετρος πόρων βρέθηκε να είναι

μέγιστη για θερμοκρασία ψύξης -80 οC και ελάχιστη για -197 oC. Στενότερη και πιο

συμμετρική κατανομή μεγέθους πόρων επιτυγχάνεται με νερό-ισοπροπανόλη και

ψύξη στους -197 οC. Από τις μετρήσεις του μεγέθους των πόρων βρέθηκε επιπλέον

ότι στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες είναι μικρότερο σε σχέση με το μέγεθος των

σωματιδίων του ποροσχηματιστή. Αυτό αποδόθηκε στην παρουσία πόρων σχήματος


IX 

«μελανοδοχείου» και γι’ αυτό το λόγο η μικροδομή και το σχήμα των πόρων

μελετήθηκε με εφαρμογή επαναλαμβανόμενης ποροσιμετρίας και εκτίμηση του

παγιδευόμενου όγκου υδραργύρου μέσα στους πόρους.

Τα αποτελέσματα της επαναλαμβανόμενης ποροσιμετρίας έδειξαν ότι το

ποσοστό πόρων σχήματος «μελανοδοχείου» ήταν μεγαλύτερο στις εκχυλισμένες

μικροσφαίρες, ακολούθως στις μικροσφαίρες που παρασκευάστηκαν με μείγμα

νερού-ισοπροπανόλης και τέλος σ’ αυτές με νερό. Το ποσοστό πόρων σχήματος

«μελανοδοχείου» γενικά είναι μικρότερο όταν χρησιμοποιείται η ξήρανση εν

καταψύξει και μειώνεται με τη μείωση της θερμοκρασίας αρχικής ψύξης και

ειδικότερα όταν το υγρό κοκκοποίησης είναι νερό.

Για την εξέταση της ικανότητας φόρτισης των μικροσφαιρών με δραστικό

συστατικό, όπως επίσης και των χαρακτηριστικών αποδέσμευσης, επιλέχτηκαν

μικροσφαίρες MCC διαφορετικού μεγέθους πόρων. Η φόρτισή τους έγινε με βύθιση

σε υδατικό διάλυμα ριβοφλαβίνης και εφαρμογή κενού. Μετά τη φόρτιση και την

ξήρανση οι μικροσφαίρες επικαλύφθηκαν με μεθακρυλικά πολυμερή για εντερική και

ορθική αποδέσμευση και εκτιμήθηκαν οι απαιτήσεις σε πολυμερές για επίτευξη

γαστροανθεκτικότητας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι:

α) Οι μικροσφαίρες με μεγάλους πόρους έχουν μεγαλύτερη ικανότητα φόρτισης λόγω

ευκολότερης διείσδυσης του διαλύματος κάτω από την εφαρμογή κενού.

β) Η αποδέσμευση από τις μη επικαλυμμένες πορώδεις μικροσφαίρες γίνεται άμεσα

και ακολουθεί κυρίως μηχανισμό διάχυσης. Ο ρυθμός αποδέσμευσης είναι

μεγαλύτερος από τις μικροσφαίρες με μεγάλους πόρους, πιθανόν λόγω της

γρηγορότερης διάχυσης ή μετανάστευσης των μορίων της δραστικής ουσίας στην

επιφάνεια κατά την ξήρανση.


γ) Η απαιτούμενη ποσότητα πολυμερικών διασπορών (Eudragit L30D-55 και

FS30D) για επίτευξη αποτελεσματικής γαστροανθεκτικότητας είναι μεγαλύτερη

στην περίπτωση εκχυλισμένων μικροσφαιρών με μεγάλους πόρους (55% εντερική

και 70% ορθική επικάλυψη έναντι 20% και 25% αντίστοιχα για μη εκχυλισμένες)

και η αποδέσμευση καθυστερεί και επιβραδύνεται με αύξηση του πάχους της

επικάλυψης.
XI 

SUMMARY

In the present study the possibility of producing highly porous pellets of

microcrystalline cellulose (MCC) was examined. High porosity is expected to reduce

the density of pellets and affect the gastric emptying. Furthermore, it is expected to

improve the loading ability with pharmaceutical active ingredients by immersing in

their solutions and affect their release.

Initially were examined the effects of MCC type, of wetting liquid and drying

method on the micromeritic, mechanical and disintegration properties of MCC pellets.

Extrusion/spheronization was applied by using three types of MCC powder (Avicel®,

Prosolv® and modified Avicel®) and two wetting liquids (water or water-isopropanol

60:40 w/w). Also, highly porous Avicel® pellets were prepared by the incorporation

and extraction of pore former (NaCl). All the wet pellets were dried by employing

three methods (fluidized bed, microwaves and freeze drying). The effects of drying

method were compared with that on extracted pellets.

It was found that the drying method has the greatest effect on the pellet size

and porosity followed by the wetting liquid. The modification of MCC resulted in

reduced water retention ability, implying hornification, in increased porosity, reduced

resistance to deformation and tensile strength of pellets. The disintegration time also

decreased markedly due to the modification but only in the low porosity range (37%).

Silicification increased greatly the disintegration time of the low porosity

pellets(17%). Combination of water-isopropanol, freeze drying and modified MCC

gave the greatest increase in pellet size and porosity. The increase in pellet porosity

caused exponential reduction in the resistance to deformation, tensile strength and

disintegration time, as expected.


XII 

Since the freeze drying caused the greatest increase on the non extracted pellet

porosity, the effects of wetting liquid and initial freezing conditions (before the

sublimation) on the pore volume and pore size distribution were evaluated with

mercury porosimetry. Freeze drying was applied after initial freezing under three

different conditions (-30, -80 and -197 oC). Also, the effects of initial freezing were

compared to those on highly porous pellets prepared with pore former NaCl and then

extracted.

Pellet porosity was found to increase with decreasing initial freezing

temperature and the increase was greater for pellets made with water as wetting

liquid. The mean pore diameter was greater for the extracted pellets, followed by non

extracted MCC pellets made with water and water-isopropanol. Also, the pore

diameter was greater for freezing at -80 oC comparatively to that at -30 oC, while it

was smaller at -197 o C. Narrower and more symmetrical pore size distributions were

obtained with water-isopropanol at -197 oC. The higher porosity obtained with water

alone and the smallest mean pore diameter and narrower distribution obtained with

water-isopropanol may be due to the effects of H-bonding between isopropanol and

water molecules on the nucleation and growth crystals during initial freezing. It was

also noticed that the size of the pores formed by extraction of pore former is much

smaller than that of pore former particles. This may be caused by the presence of

“ink-bottle” pores. Therefore, microstructure and pore shape of pellets was estimated

by repeated mercury porosimetry and evaluation of mercury entrapment.

From the mercury reintrusion it was found that, for nearly all the pore size

range and for all the different batches of pellets examined, the volumes of the second

intrusion are considerably lower compared to the volumes of the first intrusion.

Freeze-dried non-extracted pellets show lower formation of “ink-bottle” pores than


XIII 

fluidized bed dried pellets possibly due to the narrower pore size distribution and to

the better interconnectivity. The higher “ink-bottle” percentage of fluidized bed dried

and Avicel®/NaCl extracted pellets can be explained due to the formation of capillary

spaces during drying and during the NaCl extraction process respectively.

Furthermore, water-isopropanol as wetting liquid results in higher “ink-bottle”

percentage than water which might be due to smaller size of the pores. The decrease

of initial freezing temperature reduces the “ink-bottle” formation only when water is

used as the granulating liquid.

For the evaluation of drug loading ability as well as the release properties of

porous pellets, MCC pellets prepared either by applying freeze drying, resulting in

small pores, or by extraction of NaCl, resulting in large pores, were used. The pellets

after loading by immersion in aqueous solution of riboflavin under vacuum and

drying were coated with enteric and colonic coatings using methacrylic polymers. The

requirements for effective gastroresistant coating and the release before and after

coating were also evaluated.

It was found that:

a) The drug loading ability was higher for the pellets with large pores probably due to

easier penetration under the applied vacuum.

b) The drug release from the non coated pellets was immediate and controlled by

diffusion which was faster for pellets with large pores, probably due to quicker

diffusion or migration of the drug molecules to the surface during drying.

c) The required polymer dispersion for the effective gastro-resistance was higher for

the case of pellets with large pores (at least 55% for enteric or 69% for colonic

coating for extracted, while 20% or 25% w/w for non extracted respectively) and
XIV 

the profile of drug release was delayed and reduced with the increase of the coating

applied.

Α. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

I. Φαρμακοτεχνικές μορφές ελεγχόμενης αποδέσμευσης χορηγούμενες από το

στόμα

1. Εισαγωγή

Σύμφωνα με τις Φαρμακοποιίες Αμερικανική (USP), Ευρωπαϊκή (ΕP) και τις

οδηγίες του Οργανισμού Φαρμάκων και Τροφίμων των ΗΠΑ (FDA) και Φαρμάκων

της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΜΕΑ), οι στερεές φαρμακοτεχνικές μορφές που

χορηγούνται από το στόμα διακρίνονται σε άμεσης αποδέσμευσης (immediate

release) και τροποποιημένης αποδέσμευσης (modified release).

Οι φαρμακομορφές άμεσης αποδέσμευσης αποδίδουν το φάρμακο αμέσως

μετά τη χορήγησή τους. Ο δε ρυθμός αποδέσμευσης από αυτές εξαρτάται από τις

ιδιότητες του συγκεκριμένου φαρμάκου και τις συνθήκες που επικρατούν στην

περιοχή αποδέσμευσης. Αντίθετα, στις φαρμακομορφές τροποποιημένης

αποδέσμευσης το φάρμακο αποδίδεται στα γαστρεντερικά υγρά με ρυθμό που

εξαρτάται από τα φαρμακοτεχνικά χαρακτηριστικά των φαρμακομορφών και πολύ

λιγότερο από τις ιδιότητες του δραστικού συστατικού και τις συνθήκες που

επικρατούν στην περιοχή αποδέσμευσης. Οι φαρμακομορφές τροποποιημένης

αποδέσμευσης επιπλέον διακρίνονται σε :

(1) συστήματα παρατεταμένης αποδέσμευσης (prolonged release) και

(2) συστήματα καθυστερούμενης αποδέσμευσης (delayed release).

Ως συστήματα παρατεταμένης (prolonged) αποδέσμευσης χαρακτηρίζονται

εκείνα στα οποία η αποδέσμευση του φαρμάκου αρχίζει αμέσως μετά τη χορήγηση,

γίνεται όμως με ρυθμό που εξαρτάται από τα φαρμακοτεχνικά χαρακτηριστικά τους.


Με τα συστήματα αυτά επιτυγχάνεται τουλάχιστον υποδιπλασιασμός της συχνότητας

χορήγησης σε σχέση με τη συχνότητα που χορηγείται μια φαρμακομορφή άμεσης

αποδέσμευσης του ίδιου φαρμάκου. Ο όρος καθυστερούμενη (deleayed)

αποδέσμευση χαρακτηρίζει τα σκευάσματα που αποδεσμεύουν το φάρμακο μετά από

κάποιο χρονικό διάστημα από τη στιγμή της χορήγησης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί

ότι οι φαρμακομορφές καθυστερούμενης αποδέσμευσης παρουσιάζουν μια

ιδιομορφία. Αν και σύμφωνα με τον ορισμό τους δεν είναι σκευάσματα άμεσης

αποδέσμευσης, μπορεί να αποδεσμεύουν το φάρμακο αμέσως μόλις φτάσουν στον

τόπο απορρόφησής του στο γαστρεντερικό σωλήνα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει

με τα εντεροδιαλυτά δισκία με αποτέλεσμα να μπορούν να θεωρηθούν από την

άποψη της κινητικής της αποδέσμευσης ως φαρμακομορφές άμεσης αποδέσμευσης.

Εκτός από την προαναφερθείσα ορολογία συχνά χρησιμοποιείται για τις

φαρμακομορφές τροποποιημένης αποδέσμευσης και ο γενικότερος όρος

«ελεγχόμενης αποδέσμευσης» (controlled release), ο οποίος χαρακτηρίζει την έναρξη

και/ή το ρυθμό της αποδέσμευσης του δραστικού συστατικού. Γενικά, ο τρόπος της

αποδέσμευσης είναι σημαντικός για την εκδήλωση της δράσης του φαρμάκου, και

ειδικότερα το ποσό του δραστικού συστατικού το οποίο θα έχει αποδεσμευτεί από τη

φαρμακοτεχνική μορφή μέχρι τη στιγμή που αυτή θα φτάσει στην περιοχή του

γαστρεντερικού σωλήνα όπου γίνεται η απορρόφησή του.

Η ελεγχόμενη αποδέσμευση του δραστικού συστατικού μπορεί να αφορά,

όπως προαναφέρθηκε, την καθυστέρηση ή την παράταση της απόδοσης και μέσω

αυτών να επιτυγχάνεται παράταση της φαρμακολογικής δράσης και σταθεροποίηση

μιας αναγκαίας θεραπευτικής συγκέντρωσης φαρμάκου στο αίμα για μεγαλύτερο

χρονικό διάστημα απ’ ότι αν διπλασιαζόταν ή επαναλαμβανόταν η χορήγηση της


δόσης. Επιπρόσθετα, η μείωση της συχνότητας χορήγησης κάνει περισσότερο απλή

και ανεκτή τη χρήση τους από τους ασθενείς.

Όσον αφορά το χαρακτηρισμό των σκευασμάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης,

υπάρχει μία σχετική σύγχυση, καθότι η κάθε εταιρία μπορεί να υιοθετεί κάποια

ονοματολογία για το χαρακτηρισμό ενός συστήματος ελεγχόμενης αποδέσμευσης

(Skelly and Barr, 1987). Οι ονομασίες που προτάθηκαν συνήθως χαρακτηρίζουν το

μηχανισμό αποδέσμευσης ή τη δράση των συστατικών, όπως:

Αποδέσμευσης:

α) Slow (βραδείας), β) Gradual (προοδευτικής), γ) Prolonged/Protract

(παρατεταμένης/παρατεινόμενης), δ) Sustained (αδιάλειπτα σταθεροποιούμενης /

παρατεταμένης), ε) Timed (χρονορυθμιζόμενης) και στ) Retard (επιβραδυνόμενης)

και

Δράσης:

α) Delayed (καθυστερούμενης), β) Repeat (επαναλαμβανόμενης), γ) Extended

(παρατεταμένης) και Prolonged (παρατεταμένης).

Ακόμα, χρησιμοποιήθηκαν και ονομασίες που περιγράφουν τη συχνότητα

χορήγησης, όπως O.D. (Once Daily) ή Depot (δεξαμενής) μορφές. Η οδηγία της

ΕΜΕΑ αναφέρει και μορφές pulsatile ή accelerated αποδέσμευσης χωρίς να

καθορίζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

2. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των φαρμακομορφών ελεγχόμενης

αποδέσμευσης

Η επιτυχημένη χρήση συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης κάποιων

δραστικών ουσιών αύξησε το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη νέων μορφών χορήγησης

για περισσότερα κατά το δυνατόν φάρμακα. Συγχρόνως, η ταχεία εξέλιξη της


τεχνολογίας μορφοποίησης φαρμάκων, η ανάπτυξη της τεχνολογίας των πολυμερών

και η πιο ολοκληρωμένη κατανόηση των πλεονεκτημάτων και των ορίων της χρήσης

συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης οδήγησαν σε αλματώδη εξέλιξη της

ανάπτυξης τέτοιων συστημάτων.

Βέβαια, από τη στιγμή που τα προϊόντα ελεγχόμενης αποδέσμευσης έχουν, ως

επί το πλείστον, υψηλότερο κόστος παραγωγής σε σχέση με τις συμβατικές

φαρμακομορφές, ο αριθμός και η έκταση των πλεονεκτημάτων τους πρέπει να

δικαιολογούν την εφαρμογή τους.

Πλεονεκτήματα:

Με τα σκευάσματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης είναι δυνατή η ταχεία

επίτευξη της ελάχιστης θεραπευτικής συγκέντρωσης και η διατήρηση των επιπέδων

του φαρμάκου ή/και των μεταβολιτών του στο αίμα και τους ιστούς εντός της

θεραπευτικής περιοχής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις συμβατικές

φαρμακοτεχνικές μορφές. Είναι δυνατή δηλαδή η ελάττωση της συχνότητας

χορήγησης.

Έτσι, αποφεύγονται τόσο οι υψηλές τοξικές συγκεντρώσεις, και κατά

συνέπεια οι επακόλουθες παρενέργειες, αλλά και τα πολύ χαμηλά επίπεδα στο αίμα,

κάτω από το όριο της θεραπευτικής συγκέντρωσης, στις περιπτώσεις γρήγορου

ρυθμού κάθαρσης. Συγχρόνως, με την ελάττωση της συχνότητας χορήγησης γίνεται

πιο εύκολη η λήψη φαρμάκων από τους ασθενείς και ειδικά όσων ακολουθούν χρόνια

θεραπεία, αλλά αποφεύγονται και προβλήματα όπως η αφύπνιση για λήψη νέας

δόσης κατά τη νύχτα.

Μειονεκτήματα:

Στα μειονεκτήματα των συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης

περιλαμβάνονται το υψηλό κόστος, η μη προβλέψιμη και φτωχή συσχέτιση των in


vitro και in vivo δεδομένων, ο κίνδυνος αυξημένης αρχικής αποδέσμευσης (dose

dumping), η μειωμένη δυνατότητα ρύθμισης της δόσης και η πιθανότητα αυξημένου

μεταβολισμού πρώτης διόδου και η μικρότερη, κατά συνέπεια, βιοδιαθεσιμότητα.

Ειδικότερα, για τις χορηγούμενες από το στόμα φαρμακομορφές, ένα επιπλέον

μειονέκτημα είναι η διάρκεια της γαστρεντερικής διάβασης.

Για τη μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα των φαρμακομορφών αυτών μπορεί

συνήθως να ευθύνεται ο αυξημένος μεταβολισμός στο ήπαρ λόγω της πολύ αργής

απελευθέρωσης δραστικού συστατικού από τη φαρμακομορφή ελεγχόμενης

αποδέσμευσης, αλλά και η πιθανή ατελής απορρόφηση της δραστικής ουσίας. Εκτός

από τον πιθανό περιορισμό του χρόνου παραμονής στο γαστρεντερικό σωλήνα, μία

φαρμακομορφή ελεγχόμενης αποδέσμευσης είναι δυνατόν να απελευθερώνει

σημαντικό μέρος του δραστικού συστατικού σε περιοχές του γαστρεντερικού μακριά

από την κατάλληλη περιοχή όπου ευνοείται η απορρόφηση. Η ύπαρξη δηλαδή

«παράθυρου απορρόφησης» (absorption window) είναι δυνατόν να επηρεάσει

αρνητικά την απορρόφηση in vivo, παρόλο που τα ίδια σκευάσματα μπορεί να

εμφανίζουν εξαιρετικά χαρακτηριστικά αποδέσμευσης σε in vitro ελέγχους.

Σημαντικοί είναι και οι περιορισμοί που υπάρχουν σχετικά με τα

χαρακτηριστικά των δραστικών ουσιών και μπορεί να τις καθιστούν ακατάλληλες για

μορφοποίηση ως συστήματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης. Έτσι, σε φάρμακα με μικρό

χρόνο βιολογικής ημιζωής (<2 h), τα οποία πρέπει να χορηγούνται σε μεγάλες

εφάπαξ δόσεις και γενικά φάρμακα με υψηλή δοσολογία, η μορφοποίηση

δυσχεραίνεται λόγω απαγορευτικής αύξησης του όγκου των τελικών σκευασμάτων.

Και από την άλλη όμως, φάρμακα με μεγάλη βιολογική ημιζωή (>8 h) εμφανίζουν

από τη φύση τους παρατεταμένη δράση και κατά συνέπεια, η χορήγησή τους ως

φαρμακομορφών ελεγχόμενης αποδέσμευσης δε θα είχε κάποιο επιπλέον όφελος.


Επιπλέον, δεν είναι ασφαλής η χρήση συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης για τη

χορήγηση πολύ ισχυρών φαρμάκων και φαρμάκων με στενό θεραπευτικό δείκτη,

λόγω κινδύνου εμφάνισης τοξικών φαινομένων από τη λανθασμένη λήψη τους. Τέλος

δεν υπάρχει ανάγκη για μορφοποίηση σε φαρμακομορφές ελεγχόμενης

αποδέσμευσης φαρμάκων με χαμηλή υδατοδιαλυτότητα όπως επίσης και ουσιών των

οποίων το θεραπευτικό αποτέλεσμα είναι ανεξάρτητο της συγκέντρωσής τους στο

αίμα.

3. Σχεδιασμός και ανάπτυξη των φαρμακομορφών ελεγχόμενης αποδέσμευσης

Η από του στόματος χορήγηση φαρμάκων είναι η περισσότερο διαδεδομένη

και ταυτόχρονα εκείνη που έχει συγκεντρώσει τις ερευνητικές προσπάθειες για τη

συστηματική δράση. Τα προϊόντα που λαμβάνονται από το στόμα αποτελούν στην

πραγματικότητα και την πλειονότητα των φαρμακομορφών ελεγχόμενης

αποδέσμευσης και σε αυτά συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον της έρευνας, κυρίως σε ό,

τι αφορά την μελέτη των φυσιολογικών παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν το

σχεδιασμό τους, όπως είναι η κινητικότητα του εντέρου, η γαστρική κένωση και η

χημική διάσπαση στο στομάχι.

Όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα που προορίζονται για χορήγηση από το

στόμα, ανεξάρτητα από το είδος αποδέσμευσης που προσφέρουν (άμεσης ή

ελεγχόμενης), πρέπει να σχεδιάζονται και να αναπτύσσονται λαμβάνοντας υπόψη τα

εγγενή χαρακτηριστικά του γαστρεντερικού συστήματος. Επομένως, η θεμελιώδης

κατανόηση της φυσιολογίας του γαστρεντερικού συστήματος, της φαρμακοκινητικής,

της φαρμακοδυναμικής και των αρχών του σχεδιασμού μορφοποίησης είναι

απαραίτητη για την επιτυχή ανάπτυξη των από του στόματος φαρμακοτεχνικών

συστημάτων.

Οι φαρμακομορφές ελεγχόμενης αποδέσμευσης για χορήγηση από το στόμα

στην πλειονότητά τους είναι δισκία και καψάκια, οι οποίες συνήθως αποτελούνται

από δύο κλάσματα φαρμάκου: ένα άμεσα διαθέσιμο για να εξασφαλίσει τη

θεραπευτική συγκέντρωση στο αίμα γρήγορα και ένα βραδέως αποδεσμευόμενο, σε

ποσότητα πολλαπλάσια της θεραπευτικής δόσης, για την παράταση των

θεραπευτικών επιπέδων στο αίμα. Για την προσθήκη του άμεσα αποδεσμευόμενου

κλάσματος φαρμάκου στη φαρμακομορφή ελεγχόμενης αποδέσμευσης υπάρχουν

διάφορες προσεγγίσεις. Στις πιο απλές περιπτώσεις, η αρχική δόση του φαρμάκου

προστίθεται στην ποσότητα της παρατεταμένης αποδέσμευσης. Εναλλακτικά, είναι

δυνατόν η αρχική δόση να τοποθετηθεί στην επικάλυψη δισκίου στον πυρήνα του

οποίου βρίσκεται η βραδέως αποδεσμευόμενη ποσότητα του φαρμάκου.

Η έρευνα πάνω στο σχεδιασμό φαρμακοτεχνικών μορφών ελεγχόμενης

αποδέσμευσης προχώρησε σε δύο κατευθύνσεις:

(1) Την ανάπτυξη συστημάτων αποδέσμευσης φαρμάκου, ικανών να αποδίδουν το

δραστικό συστατικό με προγραμματισμένο ρυθμό και με την απαιτούμενη

διάρκεια για την επίτευξη θεραπευτικού αποτελέσματος,

(2) Την τροποποίηση του χρόνου διάβασης από το γαστρεντερικό σωλήνα, έτσι ώστε

να παραμένει η φαρμακομορφή για περισσότερο χρόνο στην περιοχή

απορρόφησης.

Έτσι, στη συνέχεια θα παρουσιαστούν συνοπτικά διάφοροι μηχανισμοί ελέγχου ή

προγραμματισμού της αποδέσμευσης των φαρμάκων αρχικά και τρόποι μεταβολής

της γαστρικής διάβασης.


4. Συστήματα ελέγχου ή προγραμματισμού της αποδέσμευσης

α) Συστήματα ελεγχόμενα από τη διάλυση:

Δραστικές φαρμακευτικές ουσίες με χαμηλή υδατοδιαλυτότητα, από τη φύση

τους έχουν χαμηλό ρυθμό διάλυσης και παρατεταμένο χρόνο αποδέσμευσης.

Αντίθετα, για ουσίες με υψηλή υδατοδιαλυτότητα και συνεπώς υψηλό ρυθμό

διάλυσης, η διαλυτότητα μπορεί να μειωθεί μέσω σχηματισμού κατάλληλων αλάτων

ή παραγώγων. Δυστυχώς, τέτοιες μορφές δεν προσφέρουν σταθερό ρυθμό

διαθεσιμότητας, καθώς η επιφάνεια διάλυσής τους μειώνεται με το χρόνο.

Εναλλακτικά, παρατεταμένη αποδέσμευση πολύ διαλυτών ουσιών μπορεί να

επιτευχθεί και με επικάλυψη τεμαχιδίων ή κόκκων του φαρμάκου με βραδέως

διαλυόμενα υλικά διαφορετικού πάχους ή με ενσωμάτωση αυτών σε πολυμερική

μήτρα.

Συστήματα ελεγχόμενα από τη διάλυση χρησιμοποιούνται και στην παραγωγή

εντερο-διαλυτών μορφών, στις οποίες η επικάλυψη γίνεται από ειδικό πολυμερές

υλικό, αδιάλυτο στο όξινο pH του στομάχου και διαλυτό σε ουδέτερο ή αλκαλικό

περιβάλλον, παρεμποδίζοντας έτσι την αποδέσμευση του φαρμάκου μέχρι αυτό να

φτάσει στο υψηλότερο pH του εντέρου. Δηλαδή, τα σκευάσματα αυτά δεν

παρατείνουν την αποδέσμευση, αλλά την κατευθύνουν σε συγκεκριμένη περιοχή.

Γενικότερα, τα συστήματα που ελέγχονται από τη διάλυση εμπίπτουν σε δύο

κατηγορίες, στις οποίες ο έλεγχος της αποδέσμευσης γίνεται με δύο τρόπους: i) με

διάλυση του καλύμματος και ii) με διάλυση βραδέως διαβιβροσκόμενου πυρήνα στον

οποίο ενσωματώνεται το φάρμακο.

Το βραδέως διαλυόμενο κάλυμμα συνήθως εφαρμόζεται σε

σφαιροποιημένους κόκκους, σε απλούς κόκκους ή σε ολόκληρα δισκία που περιέχουν

τη δραστική ουσία. Με τους επικαλυμμένους ή τους απλούς κόκκους είναι δυνατόν


να πληρωθούν καψάκια ή να κατασκευαστούν δισκία. Σε κάθε περίπτωση, η

αποδέσμευση του φαρμάκου εξαρτάται από τη διάλυση του καλύμματος, η οποία

επηρεάζεται από τη σύνθεση και το πάχος του. Είναι σύνηθες, επιπλέον, ένα ποσοστό

των κόκκων να χρησιμοποιείται χωρίς επικάλυψη, έτσι ώστε να αποδεσμεύουν άμεσα

την αρχική δόση, ενώ οι υπόλοιποι κόκκοι να έχουν επικαλύψεις διαφορετικού

πάχους, εξασφαλίζοντας έτσι παρατεταμένη αποδέσμευση του φαρμάκου για το

επιθυμητό χρονικό διάστημα.

Στην περίπτωση του βραδέως διαβρούμενου πυρήνα, η δραστική ουσία

ενσωματώνεται σε κόκκους βραδέως διαλυόμενου φορέα και ο ρυθμός αποδέσμευσης

ελέγχεται από το ρυθμό εισόδου του υγρού διάλυσης μέσα στη μήτρα. Το δραστικό

συστατικό διαλύεται ή αιωρείται σε τετηγμένο μείγμα λιπών και κηρών και το τήγμα

κοκκοποιείται είτε δια ψεκασμού ή στερεοποιείται και τεμαχίζεται σε κόκκους

κατάλληλου μεγέθους. Στη συνέχεια, οι κόκκοι συμπιέζονται σε δισκία ή

τοποθετούνται σε καψάκια.

Ένα μεγάλο μειονέκτημα των συστημάτων διαλυόμενης μήτρας είναι ότι ο

ρυθμός αποδέσμευσης φαρμάκου συνεχώς μειώνεται με το χρόνο, ως αποτέλεσμα της

αυξανόμενης απόστασης διάχυσης και της μειούμενης επιφάνειας διάλυσης. Για την

επίτευξη μηδενοταξικής αποδέσμευσης από συστήματα μήτρας πρέπει να επιλέγεται

το κατάλληλο γεωμετρικό σχήμα των φαρμακοτεχνικών μορφών που να

αντισταθμίζει την αύξηση της απόστασης διάχυσης με αντίστοιχη αύξηση της

επιφάνειας διάλυσης.

β) Συστήματα ελεγχόμενα από τη διάχυση:

Στα συστήματα αυτά ο ρυθμός αποδέσμευσης ελέγχεται από έναν αδρανή

μεμβρανώδη φραγμό. Υπάρχουν δύο τύποι τέτοιων συστημάτων: i) τα συστήματα


10 

δεξαμενής (reservoir devices) και ii) τα συστήματα μήτρας ή μονολιθικά (matrix ή

monolithic devices).

i) Συστήματα δεξαμενής: Στα συστήματα αυτά ο πυρήνας (δεξαμενή) του φαρμάκου

περιβάλλεται από ένα υδατοαδιάλυτο πολυμερές υλικό (μεμβράνη). Τα μόρια του

φαρμάκου κατανέμονται μέσα στη μεμβράνη και ανταλάσσονται με τα μόρια του

υγρού διαλύτη που περιβάλλει το σύστημα. Συνεχώς, επιπλέον φάρμακο εισέρχεται

στη μεμβράνη, διαχέεται προς την περιφέρεια και ανταλάσσεται με το περιβάλλον

υγρό.

Η ροή του φαρμάκου δια μέσου μιας μεμβράνης προς την κατεύθυνση

μείωσης της συγκέντρωσής του δίνεται από τον πρώτο νόμο του Fick (Hui et al.,

1987):

J = - D (dC/dx)..................................................................................(1.1)

όπου, J είναι η ροή σε gr/cm2 sec, D είναι ο συντελεστής διάχυσης του φαρμάκου στη

μεμβράνη σε cm2/sec και ο λόγος dC/dx είναι η μεταβολή της συγκέντρωσης του

φαρμάκου (C) σε απόσταση (x). Το αρνητικό σημείο δείχνει ότι η ροή έχει

κατεύθυνση από την περιοχή υψηλής προς την περιοχή χαμηλής συγκέντρωσης.

Ο νόμος του Fick, για υμένιο συνολικής επιφάνειας Α, μπορεί να εκφραστεί

και ως εξής:

dMt / dt = A D K dC/ l........................................................................(1.2)

όπου, dMt / dt είναι ο ρυθμός αποδέσμευσης, D ο συντελεστής διάχυσης, Κ ο

συντελεστής κατανομής του φαρμάκου μεταξύ της μεμβράνης και του πυρήνα, l το

πάχος της μεμβράνης (στοιβάδας διάχυσης) και dC η διαφορά συγκέντρωσης στις δύο

μεριές της μεμβράνης.

Μία σημαντική παράμετρος της εξίσωσης 1.2 είναι ο συντελεστής κατανομής,

Κ, ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος της συγκέντρωσης του φαρμάκου στη μεμβράνη


11 

προς τη συγκέντρωσή του στον πυρήνα. Αν ο συντελεστής αυτός είναι πολύ υψηλός,

το φάρμακο στον πυρήνα θα εξαντληθεί γρήγορα και κινητική αποδέσμευσης

μηδενικής τάξης θα επιτυγχάνεται μόνο για ένα κλάσμα του χρόνου αποδέσμευσης.

Για την επίτευξη σταθερού ρυθμού αποδέσμευσης από συστήματα δεξαμενής,

είναι απαραίτητο να διατηρηθούν σταθερές όλες οι μεταβλητές του δεξιού σκέλους

της εξίσωσης 1.2. Κάτι τέτοιο, στα συστήματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης είναι

δύσκολο να επιτευχθεί, αφού συνήθως μία ή περισσότερες από τις παραμέτρους αυτές

μεταβάλλονται, οδηγώντας σε μη μηδενοταξικό ρυθμό αποδέσμευσης (Hui et al.,

1987). Στην πράξη, στα συστήματα δεξαμενής διάφοροι παράγοντες συνεισφέρουν

στην απόκλιση της κινητικής αποδέσμευσης από τη μηδενική τάξη. Οι δύο

κυριότεροι είναι αυτοί που αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως boundary layer problem

και burst effect (Heller, 1987).

Στην πρώτη περίπτωση, ο ρυθμός απομάκρυνσης του δραστικού συστατικού

από τη μεμβράνη είναι πολύ βραδύς, με αποτέλεσμα η συγκέντρωση του φαρμάκου

στην επιφάνεια της μεμβράνης να αυξάνεται με το χρόνο. Σύμφωνα με την εξίσωση

1.1, αφού ο όρος dC μειώνεται, ακολούθως θα μειώνεται και η ροή, J. Στην ακραία

περίπτωση δραστικών ουσιών με πολύ μικρή υδατοδιαλυτότητα, η συγκέντρωση του

φαρμάκου στην επιφάνεια της μεμβράνης μπορεί να φτάσει την τιμή κορεσμού όπου

η διάχυση σταματάει και ο ρυθμός αποδέσμευσης του φαρμάκου εξαρτάται μόνο από

το ρυθμό απομάκρυνσης του φαρμάκου από το μέσο διάλυσης που περιβάλλει το

σύστημα.

Σε συστήματα που αποθηκεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, το δραστικό

συστατικό του πυρήνα μπορεί να μεταναστεύσει στη μεμβράνη και να επέλθει

κορεσμός της. Έτσι, όταν το σύστημα έρθει σε επαφή με το διαλύτη, το φάρμακο

αποδεσμεύεται ταχέως από τη μεμβράνη (burst effect). Η έκταση του φαινομένου


12 

εξαρτάται από το συντελεστή διάχυσης του φαρμάκου στη μεμβράνη, το πάχος της

μεμβράνης και το χρόνο αποθήκευσης.

Συγκριτικά με τα μονολιθικά συστήματα, τα συστήματα δεξαμενής, είναι

περισσότερο πολύπλοκα στην κατασκευή τους, έχουν όμως τη δυνατότητα να

διατηρούν κινητική αποδέσμευσης μηδενικής τάξης για μεγάλο χρονικό διάστημα και

γι’ αυτό έχουν μεγάλη εμπορική σημασία (Heller, 1987).

ii) Συστήματα μήτρας ή μονολιθικά: Στα συστήματα αυτά το στερεό φάρμακο

διασπείρεται σε μία αδιάλυτη μήτρα και ο ρυθμός αποδέσμευσής του εξαρτάται από

τη διάχυσή του από τη μήτρα και όχι από τη διάλυσή των τεμαχιδίων του φαρμάκου ή

οποία γίνεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό. Έτσι ο ρυθμός αποδέσμευσης περιγράφεται

από την παρακάτω εξίσωση που προτάθηκε από τον Higuchi (Higuchi, 1961):

Mt = [Cs Dm (2 Co – Cs) t]1/2...........................................................(1.3)

όπου, Μt είναι το ποσό φαρμάκου που αποδεσμεύεται σε χρόνο t, Cs διαλυτότητα του

φαρμάκου μέσα στο μέσο αποδέσμευσης, Dm ο συντελεστής διάχυσης του φαρμάκου

στη μήτρα, Co η αρχική συγκέντρωση του φαρμάκου στη μήτρα και t ο χρόνος

αποδέσμευσης.

Οι προϋποθέσεις για να ισχύσει η εξίσωση 1.3 είναι: (α) μια ψευδοσταθερή

κατάσταση διατηρείται κατά τη διάρκεια της αποδέσμευσης, (β) το αρχικό ποσό του

φαρμάκου στη μήτρα είναι πολύ μεγαλύτερο από τη διαλυτότητά του, (γ) στο κυρίως

διάλυμα επικρατούν τέλειες συνθήκες δεξαμενής (perfect sink conditions) και η

συγκέντρωση του φαρμάκου διατηρείται μηδενική, (δ) τα τεμαχίδια του φαρμάκου

είναι πολύ μικρότερα από αυτά της μήτρας, (ε) ο συντελεστής διάχυσης παραμένει

σταθερός και (στ) δεν υπάρχει καμία αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φάρμακο και το

υλικό της μήτρας.


13 

Για την επεξεργασία των δεδομένων της αποδέσμευσης συνήθως

χρησιμοποιείται η απλοποιημένη μορφή της εξίσωσης 1.3:

Mt = k t1/2...........................................................................................(1.4)

όπου k είναι σταθερά που προκύπτει θεωρώντας ότι οι όροι του δεξιού σκέλους της

εξίσωσης Higuchi, εκτός του χρόνου, διατηρούνται σταθεροί κατά τη διάρκεια της

αποδέσμευσης.

Με τα μονολιθικά συστήματα συνήθως δεν επιτυγχάνεται μηδενοταξική

αποδέσμευση in vivo (Hui et al., 1987). Παρόλα αυτά, αποτελούν τον πιο απλό και

εύκολο τρόπο επίτευξης παρατεταμένης αποδέσμευσης μιας δραστικής ουσίας. Όπως

και στα συστήματα δεξαμενής, είναι συχνά απαραίτητο ένα μέρος του φαρμάκου να

αποδεσμεύεται γρήγορα για άμεση απορρόφηση. Αυτό πραγματοποιείται

τοποθετώντας την αρχική δόση στην επικάλυψη του δισκίου, ενώ στα μη

επικαλυμμένα δισκία η αρχική δόση απλά δισκιοποιείται με την παρατεταμένη.

Οι τρεις κυριότεροι τύποι συστημάτων μήτρας είναι: α) οι αδιάλυτες

πλαστικές (insoluble plastic), β) οι λιπόφιλες (fatty), και γ) οι υδρόφιλες μήτρες

(hydrophilic matrices) (Hui et al., 1987). Για την παρασκευή αυτών των συστημάτων

γίνεται κοκκοποίηση του δραστικού συστατικού μαζί με το αδρανές υλικό. Υπάρχουν

αρκετές παραλλαγές της κοκκοποίησης: (1) το κονιοποιημένο φάρμακο αναμιγνύεται

απλώς με ένα κοκκώδες αδρανές υλικό, (2) το φάρμακο και το αδρανές υλικό υπό

μορφή κόνεως αναμιγνύονται και κοκοποιούνται με τη βοήθεια οργανικού διαλύτη

που περιέχει διαλυμένο και μέρος του αδρανούς υλικού, (3) το φάρμακο διασπείρεται

ή διαλύεται σε τήγμα ή διάλυμα του αδρανούς υλικού και το μίγμα που προκύπτει

κοκκοποιείται. Οι κόκκοι τελικά συμπιέζονται σε δισκία και τα τεμαχίδια του υλικού

συγκολλώνται μεταξύ τους, δίνοντας μια μήτρα που δεν καταθρυμματίζεται.


14 

Το φάρμακο απομακρύνεται από τα συστήματα αυτά με απόπλυση μέσα στο

γαστρεντερικό σωλήνα. Όταν η μήτρα αποτελείται από αδιάλυτα υλικά διατηρεί το

σχήμα της κατά τη διάβαση διαμέσου του σωλήνα και αποβάλλεται με το αρχικό της

σχήμα στα κόπρανα.

γ) Συστήματα ελεγχόμενα από το συνδυασμό διάχυσης και διάλυσης:

Παράδειγμα τέτοιων συστημάτων είναι αυτό στο οποίο ο πυρήνας του

δραστικού συστατικού περικλείεται μέσα σε μερικώς διαλυτή μεμβράνη. Η μερική

διάλυση της μεμβράνης επιτρέπει τη διάχυση του περιεχόμενου φαρμάκου μέσα από

τους δημιουργούμενους πόρους του πολυμερούς της επικάλυψης. Ο ρυθμός της

αποδέσμευσης περιγράφεται από την παρακάτω εξίσωση (Hui et al., 1987):

Ρυθμός αποδέσμευσης = A D (C1 – C2) / l .......................................(1.5)

όπου, Α είναι η επιφάνεια, D ο συντελεστής διάχυσης του φαρμάκου διαμέσου των

πόρων, l η απόσταση διάχυσης και C1 και C2 η συγκέντρωση του φαρμάκου στον

πυρήνα και το μέσο διάλυσης αντίστοιχα. Το ποσοστό του διαλυτού συστατικού της

μεμβράνης καθορίζει τον αριθμό των δημιουργούμενων πόρων και επομένως, είναι ο

κυριότερος παράγοντας ελέγχου της αποδέσμευσης.

δ) Συστήματα ιονταλλακτικών ρητινών:

Οι ρητίνες είναι υδατο-αδιάλυτα πολυμερή υλικά που περιέχουν

επαναλαμβανόμενες ανιονικές ή κατιονικές ομάδες στην αλυσίδα τους του

μακρομορίου τους. Αυτές οι ομάδες αντιδρούν και συνδέονται με ενώσεις αντίθετου

φορτίου. Οι φορτισμένες με φάρμακο ρητίνες παρασκευάζονται με ανάμιξη της

ρητίνης με διάλυμα του φαρμάκου, με επανειλημμένη έκθεση της ρητίνης στο

φάρμακο μέσα σε χρωματογραφική στήλη ή με επαφή της ρητίνης με το διάλυμα του

φαρμάκου για εκτεταμένο χρονικό διάστημα.


15 

Όταν μεγάλες συγκεντρώσεις κατάλληλα φορτισμένων ιόντων του

γαστρεντερικού σωλήνα έρθουν σε επαφή με το σύμπλοκο ρητίνης-φαρμάκου, το

φαρμακευτικό μόριο ανταλλάσσεται και διαχέεται έξω από τη ρητίνη και

αποδεσμεύεται. Η αποδέσμευση μπορεί να ρυθμιστεί με επιλογή της ποσότητας της

ιονταλλακτικής ρητίνης και με επιλογή της σχετικής αναλογίας της βασικής μορφής

και της μορφής άλατος του φαρμάκου.

Η χρήση ιονταλλακτικών ρητινών περιορίζεται μόνο στα φάρμακα που: (α)

ιονίζονται και μπορούν να συνδεθούν με αυτές και (β) οι δόσεις τους είναι μικρές,

διότι η συνδετική ικανότητα ή χωρητικότητα (binding capacity) για ιόντα των

ρητινών είναι μικρές.

ε) Κόκκοι ελεγχόμενης αποδέσμευσης μη εξαρτόμενης από το pH:

Ο γαστρεντερικός σωλήνας παρουσιάζει ιδιαιτερότητες οι οποίες δε

συναντώνται στις άλλες οδούς χορήγησης φαρμάκων. Ο σχετικά περιορισμένος

χρόνος μεταφοράς κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα περιορίζει τη δυνατότητα

επιμήκυνσης του χρόνου αποδέσμευσης του φαρμάκου από τις φαρμακοτεχνικές

μορφές και επιπλέον η διαφοροποίηση των χημικών συνθηκών σε όλο το μήκος του

είναι ένα ακόμα εμπόδιο στο σχεδιασμό δοσολογικών μορφών. Τα από του στόματος

χορηγούμενα φάρμακα, στην πραγματικότητα, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα εύρος

τιμών pH, το οποίο μεταβάλλεται από 7 στη στοματική κοιλότητα, 1 με 4 στο στομάχι

και 5 με 7 στο λεπτό έντερο. Από το στιγμή που τα περισσότερα φάρμακα είναι

ασθενή οξέα ή βάσεις, επόμενο είναι η αποδέσμευσή τους από τα συστήματα

ελεγχόμενης αποδέσμευσης να εξαρτάται από τις τιμές pH.

Με στόχο τη διατήρηση σταθερού του pH στο άμεσο περιβάλλον των μορίων

της δραστικής ουσίας και την επίτευξη ελεγχόμενης αποδέσμευσης του φαρμάκου

ανεξάρτητης από τη διαφοροποίηση των συνθηκών pH κατά μήκος του


16 

γαστρεντερικού σωλήνα, σχεδιάστηκαν κόκκοι ελεγχόμενης αποδέσμευσης μη

εξαρτώμενης από το pH (Pederson, German Patent).

Αυτοί παρασκευάζονται αναμιγνύοντας το όξινο ή βασικό δραστικό

συστατικό με ένα ή περισσότερα συστατικά που έχουν τη δυνατότητα ρύθμισης του

pH (buffering agents). Για το σκοπό αυτόν, έχουν χρησιμοποιηθεί άλατα αμινοξέων,

κιτρικού, φθαλικού, φωσφορικού ή ταρταρικού οξέος, που είναι ανεκτά από τον

οργανισμό. Το μίγμα κοκκοποιείται με κατάλληλα φαρμακευτικά έκδοχα και στη

συνέχεια οι κόκκοι επικαλύπτονται με μεμβράνη πολυμερούς, διαπερατή από τα

γαστρεντερικά υγρά.

Η πολυμερική μεμβράνη ελέγχει την είσοδο των γαστρεντερικών υγρών στους

κόκκους και τα ρυθμιστικά συστατικά προσαρμόζουν το pH των υγρών σε μια

σταθερή τιμή στην οποία διαλύεται το φάρμακο και τελικά αυτό διαπερνά τη

μεμβράνη με σταθερό ρυθμό, ανεξάρτητο από την τοποθεσία μέσα στο

γαστρεντερικό σωλήνα.

στ) Συστήματα ελεγχόμενα από όσμωση:

Στα συστήματα αυτά, η οσμωτική πίεση είναι η κινητήρια δύναμη που

ρυθμίζει τη συνεχή και ελεγχόμενη αποδέσμευση. Η παρασκευή τους γίνεται με

επικάλυψη ενός πυρήνα οσμωτικά ενεργού φαρμάκου, ή μίγματος οσμωτικά

ανενεργού φαρμάκου με ένα οσμωτικά ενεργό άλας, με ημιπερατή πολυμερική

μεμβράνη. Για τη διαφυγή του φαρμάκου χαράσσεται στη μεμβράνη ένα στόμιο

συγκεκριμένης διαμέτρου.

Η ημιπερατή μεμβράνη είναι άκαμπτη και ικανή να διατηρεί τη δομική της

ακεραιότητα κατά την αποδέσμευση του φαρμάκου. Είναι επιπλέον διαπερατή από τα

γαστρεντερικά υγρά, αλλά όχι και από το διάλυμα του φαρμάκου. Καθώς τα

γαστρεντερικά υγρά περνούν μέσω της μεμβράνης στη δεξαμενή (πυρήνα) του
17 

φαρμάκου, γρήγορα διαλύουν το οσμωτικά ενεργό άλας και δημιουργούν οσμωτική

πίεση κατά μήκος της μεμβράνης. Κάτω από την οσμωτική πίεση, το διάλυμα του

φαρμάκου διαφεύγει μέσω του ειδικού στομίου.

Αυτός ο τύπος συστήματος αποδέσμευσης αποδίδει το φάρμακο συνεχώς με

μηδενοταξικό ρυθμό μέχρι η συγκέντρωση του οσμωτικά ενεργού φαρμάκου να πέσει

κάτω από τη συγκέντρωση κορεσμού. Το πάχος της μεμβράνης επηρεάζει το ρυθμό

και τη διάρκεια της μηδενοταξικής αποδέσμευσης(Chien, 1983).

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα των οσμωτικών συστημάτων αποδέσμευσης

είναι ότι θεωρητικά η αποδέσμευση είναι ανεξάρτητη από τις ιδιότητες του φαρμάκου

και το περιβάλλον. Από την άποψη ότι στο γαστρεντερικό σωλήνα επικρατούν

διαφορετικές και ανεξέλεγκτες συνθήκες pH, τα οσμωτικά συστήματα φαίνεται να

αποτελούν μια καλή λύση για από του στόματος χορηγούμενες μορφές ελεγχόμενης

αποδέσμευσης (Hui et al., 1987).

5. Συστήματα τροποποίησης της γαστρεντερικής διάβασης

Όλα τα συστήματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης που περιγράφηκαν παραπάνω

θα έχουν περιορισμένη χρησιμότητα αν δεν μπορούν να παραμείνουν στην περιοχή

απορρόφησης του φαρμάκου καθ’ όλη τη διάρκεια της αποδέσμευσης.

Ο χρόνος διέλευσης από το γαστρεντερικό σωλήνα διαφέρει από άτομο σε

άτομο και επιπλέον εξαρτάται από τις φυσικές ιδιότητες του απορροφούμενου

αντικειμένου και τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του γαστρεντερικού σωλήνα. Στους

περισσότερους ανθρώπους, ο χρόνος διέλευσης είναι μικρότερος από 24 ώρες, αν και

έχει βρεθεί ότι για δύσπεπτα αντικείμενα μπορεί να κυμαίνεται από 8 μέχρι 62 ώρες

(Park and Robinson, 1984). Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι στην ανώτερη περιοχή του
18 

λεπτού εντέρου, που είναι και η περιοχή απορρόφησης των περισσότερων φαρμάκων,

ο χρόνος διέλευσης είναι μόλις 2-3 ώρες (Hofmann et al., 1983).

Ανάμεσα στους παράγοντες που επηρεάζουν το χρόνο διάβασης είναι και οι

φυσικές ιδιότητες της φαρμακομορφής που χορηγείται, καθώς και η παρουσία

τροφής. Στους ανθρώπους, η διάβαση από το στομάχι στο λεπτό έντερο είναι περίπου

3-6 ώρες σε κατάσταση νηστείας και 6-10 ώρες μετά τη λήψη τροφής (Robinson,

1978). Επομένως, τίθεται ένα όριο 10 ωρών για τη μεταφορά φαρμάκων που

απορροφώνται από το λεπτό έντερο.

Επειδή η διάβαση από το λεπτό έντερο δεν επιδέχεται σημαντικές

τροποποιήσεις, η επιμήκυνση του χρόνου διάβασης από τον ανώτερο γαστρεντερικό

σωλήνα γίνεται συνήθως μέσω καθυστέρησης της γαστρικής κένωσης. Παράταση της

γαστρικής κένωσης συνήθως επιδιώκεται όταν το φάρμακο προσλαμβάνεται αργά

από τη βλεννογόνο στοιβάδα, όταν είναι προβληματική η διάλυσή του και όταν η

απορρόφηση στο κόλον είναι πολύ περιορισμένη. Η επίτευξη της καθυστέρησης και

της επιβράδυνσης της γαστρικής κένωσης είναι δυνατή με την ταυτόχρονη χορήγηση

φαρμάκου και τροφής ή με τη ρύθμιση κάποιων ιδιοτήτων της φαρμακομορφής, όπως

το μέγεθος και η πυκνότητα και η βιοπροσκολλητικότητα στη γαστρεντερική

βλεννογόνο. Συγκεκριμένα, η παράταση της παραμονής των από του στόματος

χορηγούμενων φαρμακομορφών ελεγχόμενης αποδέσμευσης στο γαστρεντερικό

σωλήνα επιδιώχθηκε με: α) τα επιπλέοντα (μεταβλητής πυκνότητας), και β) τα

βιοπροσκολλητικά συστήματα.

α) Επιπλέοντα (μεταβλητής πυκνότητας) συστήματα:

Επιμήκυνση του χρόνου παραμονής στο στομάχι επιτεύχθηκε με δισκία τα

οποία επιπλέουν στο στομαχικό υγρό (Intragastric Floating Tablets). Τα δισκία αυτά

παρασκευάζονται με απλή ανάμιξη του φαρμάκου, των εκδόχων και ενός ή


19 

περισσότερων υδροκολλοειδών 20-75% β/β. Τέτοια υδροκολλοειδή είναι η

υδροξυαιθυλοκυτταρίνη, η υδροξυπροπυλοκυτταρίνη, η

υδροξυπροπυλομεθυλοκυτταρίνη και η νατριούχος καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη. Τα

επιπλέοντα δισκία συνήθως αποτελούνται από δύο στοιβάδες, από τις οποίες η

εξωτερική περιέχει την άμεσα και η εσωτερική την ελεγχόμενα αποδεσμευόμενη

δόση. Μετά την αποδέσμευση της αρχικής δόσης, η δεύτερη στοιβάδα απορροφά το

γαστρικό υγρό και σχηματίζει έναν ημιπερατό φραγμό κολλοειδούς πηκτής. Η

πυκνότητα (bulk density) του δισκίου που προκύπτει είναι μικρότερη από αυτή του

γαστρεντερικού υγρού και αυτό του επιτρέπει να επιπλέει στο στομάχι μέχρι να

διασκορπιστεί και έτσι να αποδεσμευθεί ολόκληρη η δόση του φαρμάκου.

Μια άλλη μορφή συστήματος ελεγχόμενης αποδέσμευσης που επιπλέει στο

στομαχικό υγρό είναι ένας συνδυασμός μιας δεξαμενής φαρμάκου και ενός θαλάμου,

ο οποίος μπορεί να είναι κενός ή να περιέχει αέρα ή αδρανές αέριο, ώστε να επιπλέει

μαζί με τη δεξαμενή του φαρμάκου. Με διογκούμενο θάλαμο συνδυάστηκε και

σύστημα οσμωτικής αντλίας για να εξασφαλιστεί επίπλευση και παραμονή του στο

στομαχικό υγρό.

β) Βιοπροσκολλητικά συστήματα:

Η ιδέα για χρήση βιοπροσκολλητικών συστημάτων βασίστηκε στο μηχανισμό

αυτοάμυνας του γαστρεντερικού επιθηλίου και αναπτύχθηκε από τον Robinson και

τους συνεργάτες του στο πανεπιστήμιο του Wisconsin (Park and Robinson, 1984).

Στα συστήματα αυτά το φάρμακο ενσωματώνεται σε βιοπροσκολλητικό πολυμερές,

το οποίο συνδέεται με τα μόρια της μηκίνης στη στοιβάδα της επιφανειακής βλέννης

του γαστρεντερικού επιθυλίου και παρατείνει χρονικά τη γαστρεντερική διάβαση. Τα

μόρια του φαρμάκου απελευθερώνονται συνεχώς από το βιοπροσκολλητικό

πολυμερές και διατίθενται προς απορρόφηση. Πολυμερή που έδειξαν


20 

βιοπροσκολλητική ικανότητα είναι η ζελατίνη, η πολυαιθυλενογλυκόλη, η

υδροξυπροπυλομεθυλοκυτταρίνη κ.α.

Μέχρι τώρα, τα συστήματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης παρουσιάστηκαν με

βάση το μηχανισμό ελέγχου της αποδέσμευσης, αδιάκριτα εάν αποτελούνται από μία

αδιαίρετη δοσομονάδα (single unit) η οποία θα παραμένει ακέραιη μέσα στο

γαστρεντερικό σωλήνα ή αν αποτελούνται από έναν μεγάλο αριθμό υπομονάδων

συσκευασμένων σε κάψουλα ή ενσωματωμένων σε δισκίο (multiple unit dosage

forms). Στη συνέχεια αναπτύσσονται λεπτομερέστερα τα συστήματα πολλαπλών

δοσομονάδων.

II. Φαρμακομορφές ελεγχόμενης αποδέσμευσης πολλαπλών δοσομονάδων –

Μικροσφαίρες

1. Εισαγωγή

Τα συστήματα πολλαπλών δοσομονάδων ή διαμεριζόμενες φαρμακομορφές

(multiple unit ή divided dosage forms), όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελούνται από

έναν αριθμό υπομονάδων, μικρότερων δεξαμενών φαρμάκου (mini-depots), που είναι

κυρίως κόκκοι, μικροσφαίρες (pellets) ή μικροδισκία. Οι δοσομονάδες

συσκευάζονται σε σκληρά καψάκια ή ενσωματώνονται σε δισκία, τα οποία

αποσαθρώνονται αμέσως μετά τη λήψη τους και αποδίδουν τις επιμέρους

δοσομονάδες στον γαστρεντερικό σωλήνα. Στις μορφές πολλαπλών δοσομονάδων,

καψάκια ή δισκία, μετά την αποσάθρωσή τους οι μικροδεξαμενές διασπείρονται κατά

μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα και συνεχίζουν να διατηρούν τα ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά αποδέσμευσης του φαρμάκου, που οφείλονται στην ειδική


21 

επικάλυψή τους ή σε κάποιον άλλον παράγοντα καθυστερούμενης αποδέσμευσης που

μπορεί να περιέχουν.

Αντίθετα, στις φαρμακομορφές ελεγχόμενης αποδέσμευσης μιας

δοσομονάδας (single unit), όπως ήδη προαναφέραμε, το φάρμακο διαλύεται ή

διασπείρεται σε μία μήτρα η οποία αποτελεί μια δεξαμενή του φαρμάκου και από την

οποία αυτό αποδεσμεύεται συνήθως με τρόπο ελεγχόμενο από τη διάχυση, την

όσμωση ή τη διάλυση κατά τη διάβασή της από το γαστρεντερικό σωλήνα. Για τη

διατήρηση των ιδιοτήτων δεξαμενής (depot effect) είναι απαραίτητο η

φαρμακομορφή να καταπίνεται ακέραια, γιατί διαφορετικός χειρισμός θα οδηγούσε

σε ταχεία αποδέσμευση της δραστικής ουσίας και εμφάνιση παρενεργειών.

Το έντονο ενδιαφέρον για τις φαρμακομορφές πολλαπλών δοσομονάδων είναι

αποτέλεσμα των πλεονεκτημάτων που προσφέρουν από τη χρήση τους, έναντι των

φαρμακομορφών μιας δοσομονάδας. Έτσι, αποτελούν προτιμότερη επιλογή, λόγω της

δυνατότητας πρόβλεψης και επαναληψιμότητας του θεραπευτικού αποτελέσματος,

καθώς και του μειωμένου κινδύνου παρενεργειών (Bechgaard and Hegermann

Nielsen, 1978).

Δυστυχώς, τα συστήματα αυτά δεν είναι απαλλαγμένα από μειονεκτήματα,

που κυρίως αφορούν την πολυπλοκότητα και το κόστος παρασκευής τους και τα

οποία μαζί με τα πλεονεκτήματα θα συζητηθούν ακολούθως συγκριτικά με τα

συστήματα μιας δοσομονάδας.

2. Πλεονεκτήματα και τεχνολογικές δυσκολίες των φαρμακομορφών πολλαπλών

δοσομονάδων

Από άποψη τεχνολογικού ενδιαφέροντος, οι φαρμακομορφές ελεγχόμενης

αποδέσμευσης πολλαπλών δοσομονάδων πλεονεκτούν καθότι παρέχουν τη


22 

δυνατότητα συνδυασμού μονάδων διαφορετικής φύσης στο ίδιο σκεύασμα, όπως για

παράδειγμα σφαιροειδή άμεσης και βραδείας αποδέσμευσης ή σφαιροειδή

διαφορετικής ευαισθησίας στις διαφορετικές τιμές pH κατά μήκος του

γαστρεντερικού σωλήνα. Αυτό οδηγεί τελικά σε ακριβέστερο έλεγχο της

αποδέσμευσης. Επίσης, η ύπαρξη πολλών δοσομονάδων επιτρέπει συνδυασμό δύο ή

περισσότερων δραστικών ουσιών που μπορεί να είναι χημικά ασύμβατες μεταξύ τους

και τη μεταφορά και αποδέσμευσή τους στο ίδιο ή σε διαφορετικό σημείο του

γαστρεντερικού σωλήνα.

Το σημαντικότερο ίσως πλεονέκτημα των συστημάτων χορήγησης

πολλαπλών δοσομονάδων είναι η περισσότερο προβλέψιμη γαστρική κένωσή τους σε

σχέση με τα μη διασπώμενα συστήματα (Bechgaard and Hegermann Nielsen, 1978).

Η σημαντικότητα οφείλεται στο ότι για τα περισσότερα φάρμακα, το κυριότερο

σημείο απορρόφησης είναι το ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου και έτσι η πιθανή

κατακράτηση της μη διασπώμενης φαρμακομορφής στο στομάχι θα καθυστερούσε

την απορρόφηση. Σύμφωνα με τους Heading et al. (1973), ο ρυθμός απορρόφησης

στον άνθρωπο σχετίζεται άμεσα με τη γαστρική κένωση. Επομένως, μικρότερη

διακύμανση στη γαστρική κένωση της φαρμακομορφής οδηγεί σε μικρότερη

διακύμανση της απορρόφησης και επαναληψιμότητα της βιοδιαθεσιμότητας.

Η μικρότερη διακύμανση της γαστρικής κένωσης των σκευασμάτων

πολλαπλών δοσομονάδων οφείλεται στο ότι, για τα συγκεκριμένα σκευάσματα, αυτή

εξαρτάται σε μικρότερο βαθμό από την παρουσία τροφής (Bechgaard, 1982). Οι

πολυάριθμες δοσομονάδες, λόγω του πολύ μικρού τους μεγέθους (διάμετρος < 1 mm)

μπορούν να περνούν εύκολα από τον πυλωρό και να φτάνουν στο λεπτό έντερο

ακόμα και όταν αυτός είναι κλειστός, τόσο στην κατάσταση σίτισης όσο και στην

κατάσταση μη σίτισης. Αντίθετα, τα μη διασπώμενα συστήματα αποδέσμευσης είναι


23 

σε θέση να εγκαταλείψουν το στομάχι και να περάσουν στο λεπτό έντερο μόνο

εφόσον ολοκληρωθεί η πέψη της τροφής και επέλθει η κατάσταση μη σίτισης και

ειδικότερα κατά τη φάση III της Μεταναστευτικής Διαπεπτικής Κινητικότητας

(MMC, Interdigestive Migrating Motility Complex). Στην περίπτωση μάλιστα που

χορηγηθεί και δεύτερο γεύμα πριν ολοκληρωθεί η πέψη, είναι δυνατόν να παραταθεί

η παραμονή της φαρμακομορφής στο στομάχι για περισσότερο από 10 ώρες, ανάλογα

με τη συχνότητα και την ποσότητα του φαγητού (Davis et al., 1986a). Η υπόθεση ότι

η χορήγηση πολλαπλών δοσομονάδων φαρμάκου μπορεί να εξαλείψει την

διακύμανση της γαστρικής τους κένωσης τροποποιήθηκε εν μέρει υποστηρίζοντας ότι

υπάρχει καθυστέρηση της κένωσης ακόμη και των μικροσφαιρών από την παρουσία

τροφής, αλλά η επίδρασή της είναι πολύ μικρή (Davis et al., 1986b).

Τελικά, έχει βρεθεί ότι κατά τη χρήση πολλαπλών δοσομονάδων υπάρχει

δυνατότητα να επιτευχθεί καλύτερος εντοπισμός των δεξαμενών του φαρμάκου στο

σημείο απορρόφησης στο λεπτό έντερο με ρύθμιση του μεγέθους και της πυκνότητάς

τους (Bechgaard and Ladefoged1978). Κάτι τέτοιο είναι σημαντικό αφού είναι

σκόπιμο να παραμείνει η δεξαμενή του φαρμάκου στο ανώτερο τμήμα του εντέρου

για να εξασφαλιστεί και ίσως να παραταθεί η απορρόφηση αν είναι αναγκαίο. Αν και

νεότερα ευρήματα έδειξαν ότι η πυκνότητα έχει μόνο μικρή επίδραση ή και καθόλου

στο χρόνο διάβασης από το γαστρεντερικό (Davis et al., 1986a και Bechgaard et al.,

1985), οι μελέτες αυτές προκάλεσαν το ενδιαφέρον και ενίσχυσαν το ρόλο των

συστημάτων πολλαπλών δοσομονάδων στην ανάπτυξη φαρμακομορφών

χορηγούμενων από το στόμα. Έτσι, βρέθηκε ότι όσον αφορά το χρόνο διάβασης από

το γαστρεντερικό σωλήνα τα συστήματα πολλαπλών δοσομονάδων παρουσιάζουν

μικρότερο βαθμό διακύμανσης (Bechgaard, 1982), παρότι ο χρόνος διάβασης από το

λεπτό έντερο είναι ο ίδιος, της τάξεως των τριών ωρών, και ανεξάρτητος από τη φύση
24 

του γεύματος και για τα δύο είδη συστημάτων (Davis et al., 1986b). Το πλεονέκτημα

των πολλαπλών δοσομονάδων έγκειται στον υψηλό βαθμό διασποράς τους, ο οποίος

μάλιστα έχει βρεθεί ότι στο λεπτό έντερο γίνεται μεγαλύτερος κατά την παρουσία

γεύματος (Davis et al., 1987). Η διασπορά τους επιπλέον είναι μεγαλύτερη κατά τη

διάβασή τους από το κόλον (Hardy et al., 1985).

Ο υψηλός βαθμός διασποράς των πολλαπλών δοσομονάδων στο

γαστρεντερικό σωλήνα μειώνει τον κίνδυνο τοξικότητας και εμφάνισης

ερεθιστικότητας του βλεννογόνου λόγω υψηλής τοπικής συγκέντρωσης του

φαρμάκου. Είναι γενικά αποδεκτό ότι για να αποφευχθεί η τοπική τοξικότητα πρέπει

να παρεμποδιστεί η τοπικά υψηλή συγκέντρωση φαρμάκου σε κάθε περιοχή του

γαστρεντερικού (οισοφάγος, στόμαχος, έντερο) (Bechgaard and Hegermann Nielsen,

1978). Αρχικά, για την αντιμετώπιση του ερεθισμού του στομάχου εφαρμόστηκαν

εντερικές επικαλύψεις, πράγμα όμως που δεν έλυσε απόλυτα το πρόβλημα, καθώς σε

πολλές περιπτώσεις η απελευθέρωση της δραστικής γίνεται ακανόνιστα και πολλές

φορές ακαριαία με την άφιξη της φαρμακομορφής στο λεπτό έντερο, με αποτέλεσμα

τοπική αύξηση της συγκέντρωσης και ερεθισμό. Η χρήση μη διασπώμενων

συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης ήταν μία πρόοδος, χωρίς όμως να είναι

απαλλαγμένη από κινδύνους τοπικής τοξικότητας. Κατά τη διάβασή τους στο

γαστρεντερικό σωλήνα, τα μη διασπώμενα συστήματα διατηρούν μεν τον έλεγχο της

αποδέσμευσης του φαρμάκου, αλλά σε περίπτωση κατακράτησής τους σε κάποιο

σημείο, όπως στο οισοφάγο, τον πυλωρό ή τις πτυχώσεις του εντέρου, αποδεσμεύεται

και συγκεντρώνεται τοπικά μεγάλη ποσότητα του φαρμάκου με αποτέλεσμα την

εκδήλωση τοπικής τοξικότητας.

Είναι λοιπόν λογικό τα συστήματα πολλαπλών δοσομονάδων να αποτελούν

την καλύτερη λύση στο πρόβλημα της τοπικής τοξικότητας. Οι υπομονάδες


25 

αποδίδονται κατά την αποσάθρωση των καψακίων ή των δισκίων και διασπείρονται

σε μεγάλη επιφάνεια, αποκλείοντας από κάθε σημείο του γαστρεντερικού σωλήνα

την εμφάνιση υψηλής συγκέντρωσης. Κλινικές δοκιμασίες με γνωστά ερεθιστικά,

όπως το KCl, επιβεβαιώνουν ότι τα συστήματα πολλαπλών δοσομονάδων είναι

περισσότερο ανεκτά, ακόμα και όταν οι υπομονάδες έχουν χαρακτήρα ταχύτερης

αποδέσμευσης του φαρμάκου (Block and Thomas, 1978).

Όπως προαναφέρθηκε, η παρασκευή συστημάτων πολλαπλών δοσομονάδων

αντιμετωπίζει τεχνολογικές κυρίως δυσκολίες. Γενικά, η παρασκευή τους είναι

περισσότερο πολύπλοκη, χρονοβόρα και με μεγαλύτερο κόστος (Follonier and

Doelker, 1992). Επιπλέον, και οι απαιτήσεις των ελέγχων ποιότητας τόσο κατά τη

διαδικασία παραγωγής όσο και στο τελικό προϊόν είναι μεγαλύτερες (Stamm, 1989).

Σε περίπτωση χρήσης υπομονάδων διαφορετικών χαρακτηριστικών στο ίδιο

καψάκιο, υπάρχει και δυσκολία να επιτευχθεί ομοιόμορφη πλήρωση. Επιπλέον,

δυσκολίες αντιμετωπίζονται και κατά τη δισκιοποίησή τους, ιδιαίτερα όταν έχουν

εντερική επικάλυψη λόγω κινδύνου καταστροφής των καλυμμάτων κατά τη

διαδικασία ή θραύσης των ίδιων των υπομονάδων.

Εφόσον τα μειονεκτήματα των σκευασμάτων πολλαπλών υπομονάδων

αφορούν τεχνολογικές δυσκολίες της παρασκευής τους, είναι προφανές και γενικά

αποδεκτό ότι όσον αφορά την επαναληψιμότητα και τη μικρότερη πιθανότητα

εκδήλωσης τοξικότητας, τα συστήματα αυτά πλεονεκτούν. Οι κύριοι λόγοι που τα

καθιστούν προτιμότερη λύση για τη χορήγηση φαρμάκων είναι: i) ότι το πέρασμά

τους από το γαστρεντερικό σωλήνα έχει υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας από την

παρουσία και τη μεταφορά της τροφής και ii) ότι το φάρμακο αποδεσμεύεται σε

μεγάλη επιφάνεια, πράγμα που εξασφαλίζει μεγαλύτερη ικανότητα απορρόφησης και

συγχρόνως μειωμένο κίνδυνο τοπικής τοξικότητας.


26 

Από τις χρησιμοποιούμενες μορφές πολλαπλών δοσομονάδων, η

δημοφιλέστερη είναι αυτή των μικροσφαιρών (pellets). Οι μικροσφαίρες, ως φορείς

φαρμάκου δεν προσφέρουν μόνο τα θεραπευτικά πλεονεκτήματα των συστημάτων

πολλαπλών υπομονάδων, όπως είναι ο μικρότερος κίνδυνος τοξικότητας και η

επαναληψιμότητα του θεραπευτικού αποτελέσματος, αλλά επιπλέον πλεονεκτούν

τεχνολογικά (Reynolds, 1970). Έχουν, συγκεκριμένα, καλύτερα χαρακτηριστικά ροής

λόγω σχήματος, στενότερη κατανομή μεγέθους, επικαλύπτονται ευκολότερα, και

τέλος είναι λιγότερο εύθραυστες και συσκευάζονται περισσότερο ομοιόμορφα,

διευκολύνοντας έτσι την πλήρωση μέσα σε καψάκια και τη δισκιοποίησή τους.

Επιπλέον, λόγω της ικανότητάς τους να ενσωματώνουν υψηλά ποσά φαρμάκου,

αποτελούν την πρώτη επιλογή για την ανάπτυξη συστημάτων ελεγχόμενης

αποδέσμευσης (Hileman et al., 1993).

Παρακάτω, θα αναπτυχθούν εκτενέστερα τα χαρακτηριστικά και τα

πλεονεκτήματα των μικροσφαιρών ως συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης, η

διαδικασία παρασκευής τους με σφαιροποίηση μετά από εξώθηση και οι παράγοντες

που επηρεάζουν τις κυριότερες ιδιότητες των τελικών μικροσφαιρών.

3. Παρασκευή με σφαιροποίηση μετά από εξώθηση (extrusion-spheronization

process)

Ο όρος «μικροσφαίρες» ή «μικροσφαιροειδή» (pellets) αναφέρεται σε

κόκκους καθορισμένου σχήματος (σφαιρικού ή ημισφαιρικού) που παρασκευάζονται

με συγκεκριμένο τρόπο από διαφορετικά αρχικά υλικά (Ghebre-Sellassie, 1989). Οι

κόκκοι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως λιπάσματα, ζωοτροφές ή φορείς

φαρμάκων και επομένως, είναι δυνατό να διαφέρουν όχι μόνο στη σύνθεση, αλλά και

στο μέγεθος και το σχήμα. Έτσι, οι μικροσφαίρες μπορεί να σημαίνουν διαφορετικά


27 

πράγματα για διαφορετικές βιομηχανίες. Στη φαρμακοβιομηχανία, οι όρος

«μικροσφαίρες» χρησιμοποιείται για μικρά, ελεύθερης ροής σφαιρικά σωματίδια που

παρασκευάζονται από αρχικά λεπτοκονιοποιημένα υλικά ή κόκκους δραστικών

ουσιών και εκδόχων, χρησιμοποιώντας κατάλληλο εξοπλισμό. Η διαδικασία που

μετατρέπει το μείγμα του λεπτοκονιοποιημένου φαρμάκου και των εκδόχων σε

μικρές κυλινδρικές μονάδες ονομάζεται «εξώθηση» και εν συνεχεία, η διαδικασία με

την οποία προστίθεται σφαιρικό ή ημι-σφαιρικό σχήμα ονομάζεται «σφαιροποίηση».

Οι παραγόμενες μικροσφαίρες ποικίλουν σε μέγεθος από 0,5-1,5 mm, αν και το

μέγεθός τους κυρίως εξαρτάται από την τεχνολογία παρασκευής που ακολουθείται.

Οι μέθοδοι που γενικότερα χρησιμοποιούνται για την παρασκευή

μικροσφαιρικών δοσομονάδων είναι: ο ψεκασμός διαλύματος ή εναιωρήματος

συνδετικού υλικού και φαρμάκου πάνω σε κατάλληλους πυρήνες, η ξήρανση δια

ψεκασμού διαλύματος ή εναιωρήματος φαρμάκου η οποία οδηγεί σε σχηματισμό

μικροσφαιρών κατά την εξάτμιση της υγρής φάσης, η διύγρανση δονούμενων

κόνεων, η κρυοσφαιροποίηση (cryopelltization) και η μέθοδος της σφαιροποίησης

μετά από εξώθηση. Η τελευταία αποτελεί και τη δημοφιλέστερη μέθοδο παρασκευής

μικροσφαιρών. Πάντως, με κάθε μία τεχνική παρασκευής προκύπτουν μικροσφαίρες

με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Zhang et al., 1990 και 1991). Για παράδειγμα,

μικροσφαίρες που παρασκευάζονται με τη μέθοδο εξώθησης και σφαιροποίησης

δείχνουν πιο αργό ρυθμό αποδέσμευσης του φαρμάκου σε σύγκριση με αυτές που

σχηματίζονται με ψεκασμό πάνω σε πυρήνες (Zhang et al., 1990 και 1991).

Το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη σφαιροποιημένων δοσομονάδων

πρωτοεκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50, λόγω ανάγκης διατήρησης της

αποδέσμευσης του φαρμάκου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τα πρώτα σφαιρικά

προϊόντα γι’ αυτόν το σκοπό αφορούσαν συμβατικά δισκία διαφορετικών


28 

χαρακτηριστικών αποδέσμευσης που τοποθετούνταν μέσα σε σκληρά καψάκια.

Ωστόσο, ο αριθμός των δισκίων που μπορούσαν να τοποθετηθούν στα καψάκια ήταν

περιορισμένος και η διάρκεια της αποδέσμευσης δεν μπορούσε να παραταθεί για

περισσότερο από λίγες ώρες. Επιπλέον, η διαδικασία ήταν δύσκολη και απαιτούσε

εξειδικευμένο προσωπικό.

Μεγάλη πρόοδος σημειώθηκε το 1949 όταν επιστήμονες της Smith Kline &

French (SKF) συνειδητοποίησαν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης μικρών σφαιρικών

κόκκων από ζάχαρη, που ήδη χρησιμοποιούνταν στη ζαχαροπλαστική, για την

παρασκευή σκευασμάτων παρατεταμένης αποδέσμευσης. Το 1951 περιγράφηκε μία

μέθοδος παρασκευής κόκκων που χρησιμοποιούσε τύμπανα επικάλυψης και

περιλάμβανε την επίστρωση κόκκων ζάχαρης με κάποια σκόνη και συνδετικό, μέχρι

την απόκτηση σφαιρικών κόκκων επιθυμητού μεγέθους. Η μέθοδος μπορούσε να

εφαρμοστεί είτε σε πυρήνες με δραστική ουσία είτε σε αδρανείς πυρήνες πάνω στους

οποίους επικαθόταν η δραστική ουσία. Από νωρίς, η μέθοδος βελτιώθηκε από την

SKF και εφαρμόστηκε σε αριθμό φαρμάκων, για τα οποία έλαβε σειρά από σχετικά

διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ενώ προσπάθειες γίνονταν για τη βελτίωση των τεχνικών

σφαιροποίησης που ήδη υπήρχαν, συγχρόνως εξεταζόταν η δυνατότητα εύρεσης

εναλλακτικών μεθόδων, πιο γρήγορων, φθηνών και αποτελεσματικών.

Μετά το 1960, στην αγορά εισήχθη συσκευή γνωστή ως “Μarumerizer”. Η

συσκευή αυτή αναπτύχθηκε στην Ιαπωνία και είχε τη δυνατότητα παραγωγής

μεγάλων ποσοτήτων μικροσφαιρών, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Η

διαδικασία παρασκευής περιλάμβανε την εξώθηση υγρής μάζας μείγματος δραστικών

συστατικών και εκδόχων ώστε να προκύψουν κυλινδρικά τεμαχίδια και εν συνεχεία

τη σφαιροποίηση των κυλινδρικών τεμαχιδίων αυτών στο σφαιροποιητή ή

Marumerizer (Spheronizer). Η διαδικασία αυτή βοήθησε κατά πολύ στη διάδοση των
29 

μικροσφαιρών (pellets) για την ανάπτυξη φαρμακομορφών, καθώς δίνει τη

δυνατότητα ενσωμάτωσης μεγάλης ποσότητας φαρμάκου, μέχρι και 90%, ανάλογα με

τα χαρακτηριστικά της δραστικής ουσίας και του εκδόχου που χρησιμοποιείται,

επιπλέον των άλλων πλεονεκτημάτων των πολλαπλών δοσομονάδων. Παρακάτω θα

αναλυθούν ειδικότερα τα πλεονεκτήματα των μικροσφαιροειδών που λαμβάνονται με

εξώθηση και σφαιροποίηση.

4. Πλεονεκτήματα μικροσφαιρών

Οι μικροσφαίρες (pellets) που προκύπτουν από τη διαδικασία σφαιροποίησης

(pelletization) έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη φαρμακευτική βιομηχανία για ένα

πλήθος λόγων (Ghebre-Sellassie, 1989). Οι βασικές εφαρμογές της μεθόδου είναι

πολλές και περιλαμβάνουν τόσο φαρμακομορφές άμεσης, όσο και ελεγχόμενης

αποδέσμευσης. Δύο ή περισσότερα δραστικά συστατικά μπορούν να συνδυασθούν σε

οποιαδήποτε αναλογία στην ίδια φαρμακομορφή, τα οποία μπορεί να είναι ακόμα και

χημικά ασύμβατα μεταξύ τους ή να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά

αποδέσμευσης. Φυσικά χαρακτηριστικά δραστικών ουσιών μπορούν να βελτιωθούν

με αυτή τη μέθοδο, όπως για παράδειγμα, λεπτοκονιοποιημένα, χαμηλής πυκνότητας

συστατικά μπορούν μέσω σφαιροποίησης να αποκτήσουν αυξημένη πυκνότητα και

βελτιωμένη ικανότητα ροής, διευκολύνοντας ακόλουθες διαδικασίες, όπως η

δισκιοποίηση (Jalal et al., 1972). Τα σφαιροποιημένα προϊόντα όχι μόνο

παρουσιάζουν ευελιξία στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη των φαρμακευτικών

μορφών, αλλά επιπλέον χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν τη θεραπευτική

ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των δραστικών ουσιών. Ο κύριος λόγος για

την αύξηση του ενδιαφέροντος απέναντι στα σφαιροποιημένα προϊόντα είναι η

δημοτικότητα της τεχνολογίας ελεγχόμενης αποδέσμευσης στη μεταφορά φαρμάκων.


30 

Επειδή, ο προγραμματισμός της αποδέσμευσης συνήθως επιτυγχάνεται με

εφαρμογή επικάλυψης, ευαίσθητης σε συγκεκριμένες συνθήκες pH, οι

μικροσφαίροποιημένες δοσομονάδες που παρασκευάζονται με εξώθηση και

σφαιροποίηση πλεονεκτούν διότι διαθέτουν όμοιο μέγεθος, πολύ βελτιωμένο

σφαιρικό και λείο σχήμα, ιδανικά χαρακτηριστικά για μια επιτυχή επικάλυψη.

Στο σφαιρικό σχήμα τους οφείλεται και η βελτιωμένη ικανότητα ροής που

παρουσιάζουν σε σχέση με κόκκους που προέρχονται από συμβατικές μεθόδους

κοκκοποίησης (Jalal et al., 1972), προσφέροντας τη δυνατότητα ομοιόμορφης και

επαναλήψιμης πλήρωσης καψακίων. Επιπλέον, οι μικροσφαίρες έχουν στενή

κατανομή μεγέθους και μεγαλύτερη ικανότητα ομοιόμορφης στοίβασης αλλά και

αποτελούν λιγότερο εύθραυστο φορέα φαρμάκου (Vervaet et al., 1995), γεγονός που

διευκολύνει την εγκαψακίωση αλλά και τη δισκιοποίησή τους. Από τους Jalal και

συνεργάτες (1972), διαπιστώθηκε επιπλέον ότι οι μικροσφαίρες από εξώθηση και

σφαιροποίηση στεγνώνουν γρηγορότερα από τους συμβατικούς κόκκους.

Από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα των μικροσφαιρών όπως

προαναφερθήκαμε είναι η ικανότητα ενσωμάτωσης μεγάλων ποσοτήτων φαρμάκου,

ειδικά στις μικροσφαίρες που προέρχονται από εξώθηση και σφαιροποίηση (Hileman

et al., 1993). Αυτό γίνεται περισσότερο εφικτό σε πορώδεις μικροσφαίρες, οι οποίες

επιτρέπουν την ενσωμάτωση μεγάλης ποσότητας της δραστικής ουσίας εσωτερικά,

μετά την παρασκευή μέσα στη δομή των πόρων, ή και εξωτερικά στην επιφάνειά των

ίδιων των μικροσφαιρών (Cosijns et al., 2009).

Ειδικότερα, σχετικά με τη δυνατότητα ενσωμάτωσης φαρμάκου στις

μικροσφαίρες, είναι σημαντικό ότι αυτό μπορεί να γίνει τόσο εξωτερικά με ψεκασμό

διαλύματος ή εναιωρήματος φαρμάκου και δημιουργία επικάλυψης, όσο και

εσωτερικά στη δομή των πόρων με βύθιση των μικροσφαιρών σε διάλυμα της
31 

δραστικής ουσίας (Cosijns et al., 2009). Κάτι τέτοιο αποτελεί πλεονέκτημα για

ευαίσθητες ουσίες που επηρεάζονται από τα υλικά επικάλυψης τα οποία

εφαρμόζονται αργότερα. Με την ενσωμάτωση της δραστικής ουσίας στο εσωτερικό

των μικροσφαιρών, επηρεάζονται λιγότερο ή και καθόλου από την επακόλουθη

επικάλυψη. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις, μικροσφαίρες που προκύπτουν με

σφαιροποίηση μετά από εξώθηση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή

μικροσφαιρών παρατεταμένης αποδέσμευσης χωρίς επιπλέον επικάλυψη.

Τέλος, οι μικροσφαίρες πλεονεκτούν και αισθητικά, όχι μόνο λόγω σχήματος

αλλά και λόγω δυνατότητας χρωματισμού τους, με ενσωμάτωση χρωστικών κατά τη

διαδικασία παρασκευής τους.

5. Στάδια παραγωγής μικροσφαιρών με τη μέθοδο εξώθησης-σφαιροποίησης

Η μέθοδος εξώθησης και σφαιροποίησης αποτελεί μία διαδικασία πολλαπλών

σταδίων καθένα από τα οποία επηρεάζει τις ιδιότητες των τελικών μικροσφαιρών

(Schmidt and Kleinebudde, 1999) και από την οποία προκύπτουν σφαιρικά σωματίδια

(μικροσφαίρες ή pellets) ομοιόμορφου μεγέθους.

Παρόλο που η μέθοδος σφαιροποίησης μετά από εξώθηση είναι πολύ

αποτελεσματική, είναι συγχρόνως πολύπλοκη και χρονοβόρα. Συγκεκριμένα,

αποτελείται από πέντε διαφορετικά στάδια: α) Αρχικά, τα κονιοποιημένα υλικά

αναμειγνύονται μεταξύ τους ώστε να προκύψει ένα ομοιογενές μείγμα. β) Το μείγμα

των κόνεων στη συνέχεια κοκκοποιείται με τη βοήθεια κάποιου υγρού μέχρι να

προκύψει μια ικανοποιητικά πλαστική υγρή μάζα. γ) Η υγρή μάζα εξωθείται για να

σχηματίσει κυλινδρικά σωματίδια ομοιόμορφης διαμέτρου. δ) Τα κυλινδρικά

σωματίδια τοποθετούνται σε ειδικό σφαιροποιητή και μετασχηματίζονται σε


32 

μικροσφαιρίδια. ε) Τα σφαιρικά σωματίδια στη συνέχεια στεγνώνονται για να

αποκτήσουν την επιθυμητή περιεκτικότητα σε υγρασία.

α) Ξηρή ανάμιξη κόνεων

Συνήθως, η ξηρή ανάμιξη διεξάγεται στον ίδιο αναμικτήρα με την υγρή

κοκκοποίηση. Η ομοιομορφία της ξηρής ανάμιξης μπορεί να έχει σημαντική

επίδραση στην ποιότητα της κοκκοποίησης που ακολουθεί και κατά συνέπεια στις

παραγόμενες μικροσφαίρες (Erkoboni, 1997). Ανομοιόμορφη κατανομή υλικών που

έχουν μεγάλες διαφορές σε ιδιότητες όπως είναι το μέγεθος των σωματιδίων και η

διαλυτότητα, μπορεί να οδηγήσει σε τοπική υπερδιύγρανση, τουλάχιστον αρχικά,

κατά την υγρή κοκκοποίηση και σε μη ομοιόμορφη κατανομή του υγρού

κοκκοποίησης με αποτέλεσμα το μη ομοιόμορφο σχήμα και μέγεθος των τελικών

μικροσφαιρών.

β) Υγρή κοκκοποίηση

Με την υγρή κοκκοποίηση προκύπτει μάζα με κατάλληλη πλαστικότητα και

ικανότητα παραμόρφωσης. Με κάποιες εξαιρέσεις, το στάδιο αυτό είναι όμοιο με τις

συμβατικές τεχνικές κοκκοποίησης για την προετοιμασία υλικών προς δισκιοποίηση

(Erkoboni, 1997). Οι δύο μεγάλες διαφορές σε σχέση με τις συμβατικές μεθόδους

κοκκοποίησης είναι η μεγαλύτερη απαιτούμενη ποσότητα υγρού και η ιδιαίτερη

σημασία επίτευξης ομοιόμορφης κατανομής του υγρού στη σκόνη. Η περιεκτικότητα

και η κατανομή του υγρού επηρεάζει την πλαστικότητα και τη συνεκτικότητα της

υγρής μάζας (Ku et al., 1993). Ακόμη, κατά την υγρή κοκκοποίηση, η εξάτμιση του

υγρού κοκκοποίησης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο.

Συγκεκριμένα, κατά την υγρή κοκκοποίηση λαμβάνουν χώρα

αλληλεπιδράσεις υγρού και στερεών σωματιδίων της κόνεως, μόλις αρχίσει η

προσθήκη του κοκκοποιητικού υγρού. Το υγρό διαβρέχει την επιφάνεια των


33 

σωματιδίων και αυξάνει το εμβαδόν της επιφάνειας που προσφέρεται για συγκράτηση

των διαβραχέντων σωματιδίων (Kristensen and Schaefer, 1987). Το σύστημα τείνει

να μειώσει την ελεύθερη επιφανειακή ενέργειά του σχηματίζοντας υγρές γέφυρες

μεταξύ των σωματιδίων, που έχουν πάχος πολλών μορίων και είναι ως εκ τούτου

μεταβλητές και ευκίνητες. Αν η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης αυξηθεί, οι υγρές

γέφυρες πληθαίνουν και σταδιακά γεμίζουν τα μεταξύ των σωματιδίων κενά. Οι

Newitt και Conway-Jones (1958) διέκριναν τρεις διαφορετικές φάσεις ή καταστάσεις

συγκράτησης των σωματιδίων (εκκρεμοειδής, χοανοειδής και τριχοειδική), στις

οποίες ο Barlow (1968) πρόσθεσε μία τέταρτη (κατάσταση σταγονιδίου ή

αιωρήματος), σχήμα 1.1. Κάθε μία από τις τέσσερεις καταστάσεις αντιπροσωπεύει

μία σταδιακή αύξηση της περιεκτικότητας σε υγρασία, με αντίστοιχη μεταβολή των

τριχοειδικών δυνάμεων, μέχρι να επιτευχθεί η κατάσταση σταγονιδίου.

εκκρεμοειδής χοανοειδής

 
τριχοειδική σταγονίδιο
Σχήμα 1.1 Φάσεις συσσωμάτωσης στερεών σωματιδίων κατά την υγρή
κοκκοποίηση σύμφωνα με τους Newitt and Conway-Jones (1958) και
Barlow (1968)
34 

  Σε χαμηλές περιεκτικότητες υγρασίας, το υγρό συγκρατεί τα σωματίδια με

λίγες και μικρές γέφυρες σχήματος φακού στα σημεία επαφής των σωματιδίωνν.

Αυτή είναι η εκκρεμοειδής κατάσταση (pendular). Τα σωματίδια συγκρατούνται μαζί

λόγω ελεύθερης επιφανειακής ενέργειας στις μεταξύ στερεού-υγρού-αέρα

μεσεπιφάνειες. Με την προσθήκη περισσότερου υγρού, οι γέφυρες συνενώνονται

μεταξύ τους και γεμίζουν τα κενά. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται ως χοανοειδής

(funicular), γιατί υπάρχουν κενοί χώροι που συγκοινωνούν μεταξύ τους. Με επιπλέον

προσθήκη υγρού, όλοι οι κενοί χώροι γεμίζουν και πλέον η συγκράτηση των

σωματιδίων δεν οφείλεται στην παρουσία υγρών γεφυρών, αλλά στην τριχοειδική

υποπίεση του υγρού και ως εκ τούτου η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως τριχοειδική

(capillary). Τέλος, με προσθήκη ακόμη περισσότερης ποσότητας υγρού, τα

σωματίδια όχι μόνο καλύπτονται πλήρως από υγρό, αλλά διασπείρονται και

αιωρούνται μέσα σε αυτό (κατάσταση σταγονιδίου ή αιωρήματος-droplet state).

Η αντοχή των γεφυρών στην εκκρεμοειδή φάση είναι περίπου ίση με το ένα

τρίτο της αντοχής τους στην τριχοειδική κατάσταση, και η αντοχή στη χοανοειδή

κατάσταση έχει μία ενδιάμεση τιμή ανάμεσα σε αυτήν της τριχοειδικής και

εκκρεμοειδούς κατάστασης (Rumpf, 1958). Η αντοχή των συσσωματωμάτων

υπολογίζεται από την εξίσωση:

1  
TS  SC cos 
 d ……………………………………………….(1.6)

όπου TS είναι η αντοχή σε εφελκυσμό (tensile strength), S ο κορεσμός τους σε υγρό

κοκκοποίησης (liquid saturation), C είναι μία σταθερά που εξαρτάται από το σχήμα

των σωματιδίων, ε είναι το πορώδες των κόκκων, γ είναι η επιφανειακή τάση του

υγρού κοκκοποίησης, d είναι η διάμετρος των σωματιδίων, και θ είναι η γωνία

συνεπαφής του υγρού με το στερεό.


35 

Ο κορεσμός σε υγρό κοκκοποίησης (Kristensen et al., 1984) εξαρτάται από το

διασωματιδιακό πορώδες σύμφωνα με την εξίσωση:

(1   )
S  H  ………………………………………(1.7)

όπου Η είναι ο λόγος του βάρους του υγρού κοκκοποίησης προς το βάρος των

στερεών σωματιδίων, ε είναι το διατεμαχιδιακό πορώδες και ρ είναι η πυκνότητα των

τεμαχιδίων της σκόνης. Η εξίσωση προϋποθέτει ότι η πυκνότητα του υγρού είναι ίση

με 1.

Ο Flemmer (1991) όρισε τα επίπεδα υγρασίας, % MC (moisture content), για

τις τρεις φάσεις σύνδεσης των σωματιδίων κατά την υγρή κοκκοποίηση. Με την

προϋπόθεση ότι τα τεμαχίδια της σκόνης είναι σφαιρικά και ομοιόμορφου μεγέθους,

τα όρια των τριών καταστάσεων είναι:

Εκκρεμοειδής κατάσταση: 0 < % MC < 13,6

Χοανοειδής κατάσταση: 13,6 < % MC < 100

Τριχοειδική κατάσταση: % MC = 100

Σύμφωνα με τους Sastry και Fuerstenau (1973), ο μηχανισμός ανάπτυξης των

κόκκων κατά την υγρή κοκκοποίηση περιλαμβάνει αρχικά το σχηματισμό πυρήνων

κοκκοποιημένης κόνεως, τη σύνδεση ήδη υπαρχόντων κόκκων, την εναπόθεση νέου

υλικού στους προσχηματισμένους πυρήνες ή κόκκους και τη μεταφορά υλικού λόγω

τριβής των κόκκων μεταξύ τους. Πολλοί ερευνητές παρατήρησαν ότι ο ρυθμός

ανάπτυξης των κόκκων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περιεκτικότητα της

κοκκοποιημένης μάζας σε υγρό (Newitt and Conway-Jones, 1958 και Kristensen and

Schaefer, 1987). Αυτό οφείλεται είτε στην αυξημένη πλαστικότητα των κόκκων είτε

στην αυξημένη επιφανειακή υγρασία που οδηγεί σε μεγαλύτερη πιθανότητα των

σωματιδίων και των κόκκων να κολλήσουν μεταξύ τους.


36 

Γενικά, η ποσότητα κοκκοποιητικού υγρού που απαιτείται για την υγρή

κοκκοποίηση εξαρτάται από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις διαφορετικών

παραγόντων, όπως είναι οι ιδιότητες του υλικού, τα χαρακτηριστικά του

κοκκοποιητικού υγρού και τα χαρακτηριστικά της συσκευής κοκκοποίησης

(Kristensen and Schaefer, 1987). Στην περίπτωση παρασκευής μικροσφαιρών με

εξώθηση και σφαιροποίηση, έχει βρεθεί ότι το επίπεδο υγρού κοκκοποίησης για την

επίτευξη αποδεκτών μικροσφαιρών μετά τη σφαιροποίηση είναι συγκρίσιμο με την

ποσότητα υγρού που απαιτείται για την επίτευξη της τριχοειδικής κατάστασης κατά

το στάδιο της υγρής κοκκοποίησης και συνήθως καθορίζεται εμπειρικά (Miyake et

al., 1973 και Rowe and Sadeghnejad, 1987).

γ) Εξώθηση

Στο στάδιο της εξώθησης εφαρμόζεται πίεση στην υγρή κοκκοποιημένη μάζα

ώστε να περάσει μέσα από άνοιγμα ορισμένων διαστάσεων, σχηματίζοντας

κυλινδρικού σχήματος σωματίδια. Τα προϊόντα εξώθησης έχουν ομοιόμορφη

διάμετρο που καθορίζεται από τις διαστάσεις των οπών από όπου διέρχεται η υγρή

μάζα. Το μήκος τους μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τα φυσικά χαρακτηριστικά του

υλικού και τη μέθοδο εξώθησης που χρησιμοποιείται (Hicks and Freese, 1989). Σε

κάθε περίπτωση, τα εξωθήματα πρέπει να έχουν αρκετή πλαστικότητα για

δυνατότητα παραμόρφωσης, αλλά όχι τόση ώστε να κολλούν με άλλα σωματίδια

κατά τη σφαιροποίησή τους.

Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την εξώθηση της υγρής μάζας

είναι ο ρυθμός τροφοδοσίας και οι διαστάσεις της οπής (διάμετρος και μήκος).

Επιπλέον, η περιεκτικότητα της διαβρεγμένης μάζας σε υγρασία είναι πολύ

σημαντική, γιατί οι ιδιότητες των προϊόντων εξώθησης και των τελικών σφαιριδίων
37 

εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πλαστικότητα και τη συνεκτικότητα της υγρής

μάζας (Erkoboni, 1997).

Από μελέτες της δύναμης που απαιτείται για το πέρασμα της υγρής μάζας

μέσα από τη διάτρητη επιφάνεια του εξωθητή βρέθηκε ότι οι καμπύλες δύναμης ως

προς τη μετατόπιση της υγρής μάζας παρουσιάζουν τρεις φάσεις (Harrison et al.

1987): α) τη φάση συμπίεσης που συμβαίνει πριν από την εξώθηση της μάζας και

κατά την οποία η υγρή μάζα απλώς διευθετείται και συσκευάζεται πριν από την

έναρξη της εξώθησης, β) τη φάση σταθερής ροής, στην οποία έχει αρχίσει η ροή της

μάζας μέσα από τις οπές του εξωθητή και η απαιτούμενη πίεση προκειμένου να

διατηρηθεί σταθερή δε μεταβάλλεται, και γ) τη φάση εξαναγκασμένης ροής, κατά την

οποία συνεχώς αυξανόμενη δύναμη απαιτείται για την πραγματοποίηση της

εξώθησης. Για την παραγωγή λείων προϊόντων εξώθησης που θα καταλήξουν σε

ομοιόμορφου μεγέθους και σφαιρικά τελικά σφαιρίδια με καλά χαρακτηριστικά

επιφάνειας, είναι απαραίτητο η φάση συμπίεσης να περιορίζεται στο ελάχιστο και να

κυριαρχεί η κατάσταση σταθερής ροής (Harrison et al. 1984). Σε περίπτωση που τα

χρησιμοποιούμενα υλικά και οι συνθήκες της μεθόδου δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο,

προκύπτουν από την εξώθηση κυλινδρικά σωματίδια με ελαττωματική επιφάνεια

(surface impairments) (Harrison et al., 1984). Σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτει

επιφάνεια με αυξημένη τραχύτητα, ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις εμφανίζεται το

φαινόμενο γνωστό ως «shark-skinning». Ωστόσο, κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν

ότι μικροσφαίρες με αποδεκτά χαρακτηριστικά μπορούν να προκύψουν ακόμα και

από προϊόντα εξώθησης που εμφανίζουν «shark-skinning». Οι O’Connor και

Schwartz (1989) βρήκαν ότι η εκδήλωση του φαινομένου αυτού μπορεί να

διευκολύνει το σπάσιμο των κυλινδρικών τεμαχιδίων κατά τη σφαιροποίηση.


38 

Για την εξέταση των παραγόντων της εξώθησης που επηρεάζουν τις ιδιότητες

των τελικών σφαιριδίων έγιναν πολλές μελέτες βασισμένες σε πειραματικό

σχεδιασμό. Αυτές έδειξαν ότι για ορισμένη συσκευή, οι παράγοντες εξώθησης

γενικότερα είναι λιγότερο σημαντικοί από τους παράγοντες των σταδίων της υγρής

κοκκοποίησης και σφαιροποίησης (Erkoboni, 1997) που θα αναλυθούν παρακάτω.

δ) Σφαιροποίηση

Στο στάδιο της σφαιροποίησης, τα τεμαχίδια κυλινδρικού σχήματος που

προέκυψαν από το προηγούμενο στάδιο της εξώθησης μετασχηματίζονται σε

σφαιρίδια. Η διαδικασία σφαιροποίησης λαμβάνει χώρα σε ειδική συσκευή,

αποτελούμενη από δοχείο που στη βάση του υπάρχει ειδικός περιστρεφόμενος

δίσκος. Ο σχηματισμός των σφαιριδίων βασίζεται σε δυνάμεις τριβής που

αναπτύσσονται ανάμεσα στα τεμαχίδια και τα τοιχώματα της συσκευής και μεταξύ

των τεμαχιδίων. Ο περιστρεφόμενος δίσκος επιπλέον, έχει χαραγμένες αυλακώσεις,

αυξάνοντας έτσι τις δυνάμεις τριβής.

Κατά τη σφαιροποίηση, η μετατροπή των κυλινδρικών τεμαχιδίων σε σφαιρικά

γίνεται μέσα από σειρά σταδίων και σε μικρό χρονικό διάστημα το μήκος τους γίνεται

σχεδόν ίσο με τη διάμετρό τους, λόγω τριβής με τον ταχύτατα περιστρεφόμενο δίσκο.

Ο μετασχηματισμός σε σφαιρίδια περιγράφεται από δύο διαφορετικά μοντέλα, τα

οποία απεικονίζονται στο σχήμα 1.2. Το πρώτο μοντέλο περιγράφηκε από τον Rowe

(1985) και σύμφωνα με αυτό αρχικά στρογγυλεύουν οι άκρες των κυλινδρικών

τεμαχιδίων (αII), στη συνέχεια δημιουργούνται καμπανοειδείς σχηματισμοί (dumb-

bells) (αIII), οι οποίοι σταδιακά παίρνουν ελλειψοειδές σχήμα (αIV) και τελικά

σφαιρικό (αV). Το δεύτερο μοντέλο προτάθηκε από τους Baert και Remon (1993), οι

οποίοι πρότειναν ότι αρχικά το κυλινδρικό τεμαχίδιο (βI) παίρνει ένα κυρτό σχήμα

(βII), που μετασχηματίζεται σε καμπανοειδές (dumb-bell) (βII). Οι «καμπάνες»


39 

α)

β)

Σχήμα 1.2 Μοντέλα σχηματισμού κυλινδρικών τεμαχιδίων σε σφαιρικά κατά τη

σφαιροποίηση σύμφωνα με τους: α) Rowe (1985) και β) Baert και Remon

(1993)

στρίβονται στο κέντρο τους και σπάζουν σε δύο μικρότερα σφαιρικά τεμαχίδια (βIV),

που φέρουν μία κοιλότητα στο κέντρο τους. Καθώς η κίνηση στο σφαιροποιητή

συνεχίζεται η κοιλότητα κλείνει και σχηματίζονται οι μικροσφαίρες (βV).

Ο ακριβής μηχανισμός σφαιροποίησης εξαρτάται από τη σύνθεση των

προϊόντων εξώθησης. Αν αυτά έχουν μεγάλη ποσότητα υγρασίας, θα προκύψουν

πολύ μεγάλα σφαιρίδια με ευρεία κατανομή μεγέθους. Αντίθετα, μικρή

περιεκτικότητα υγρασίας οδηγεί σε ανεπαρκή πλαστικότητα και κατά συνέπεια

ελλειπή σφαιροποίηση και σχηματισμό καμπανοειδών σχηματισμών (dumb-bells).

Οι παράγοντες σφαιροποίησης που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά των

τελικών μικροσφαιρών είναι κυρίως το φορτίο του υλικού, η ταχύτητα περιστροφής

του δίσκου και ο χρόνος παραμονής στο σφαιροποιητή. Παρακάτω (κεφάλαιο IV) θα
40 

γίνει λεπτομερής ανάλυση των παραγόντων αυτών σε συνδυασμό με τις ιδιότητες των

μικροσφαιρών.

δ) Ξήρανση

Η ξήρανση είναι το τελευταίο στάδιο στη διαδικασία παρασκευής

μικροσφαιρών. Αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με διαφορετικές μεθόδους όπως σε

θερμοκρασία δωματίου (Hasznos et al., 1992, Hellen et al., 1993b, Hellen and

Yilruusi, 1993), σε ξηραντήρα ρεοαιωρούμενου στρώματος κόνεος (fluidised bed

dryer) (Baert et al., 1993, Fielden et al., 1992, Baert and Remon, 1993), ή σε

πυριαντήριο δίσκων (Woodruff and Nuessle, 1972, O’Connor and Schwartz, 1993,

Malinowski and Smith, 1974, Wan et al., 1993). Για τη ξήρανση μικροσφαιρών έχει

επιπλέον χρησιμοποιηθεί φούρνος μικροκυμάτων (Bataille et al., 1993), όπως επίσης

έχει εφαρμοστεί και ξήρανση εν καταψύξει (freeze drying) (Bashaiwoldu et al.,

2004).

Κάθε μία από τις μεθόδους ξήρανσης έχει τα δικά της πλεονεκτήματα. Οι

κυριότερες διαφορές μεταξύ των μεθόδων αφορούν το ρυθμό απομάκρυνσης της

υγρασίας (Erkoboni, 1997). Η ξήρανση σε πυριαντήριο δίσκων είναι μία αργή

μέθοδος, ενώ από την άλλη, η ξήρανση σε συσκευή ρεοαιωρούμενου στρώματος

είναι η πιο γρήγορη διαδικασία λόγω του μεγαλύτερου όγκου θερμού αέρα που

εφαρμόζεται. Η ξήρανση εν καταψύξει είναι επίσης χρονοβόρος, προσφέροντας όμως

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις παραγόμενες μικροσφαίρες. (Bashaiwoldu et al.,

2004). Γι’ αυτό, η επιλογή της μεθόδου ξήρανσης θα πρέπει να στηρίζεται στις

επιθυμητές ιδιότητες των τελικών μικροσφαιρών. Η επίδραση της μεθόδου ξήρανσης

στα τελικά χαρακτηριστικά των μικροσφαιρών θα συζητηθεί αναλυτικότερα

παρακάτω (κεφάλαιο IV).


41 

III. Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (MCC) και παρασκευή μικροσφαιρών με

εξώθηση και σφαιροποίηση

1. Εισαγωγή

Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι είναι σημαντικό για την παρασκευή των

μικροσφαιρών να συμπεριλαμβάνεται και ένα τουλάχιστον συστατικό το οποίο να

συμβάλει στην επίτευξη συγκεκριμένων ρεολογικών χαρακτηριστικών της υγρής

μάζας που προκύπτει από το πρώτο στάδιο της υγρής κοκκοποίησης. Στη

φαρμακευτική, το έκδοχο που χρησιμοποιείται περισσότερο γι’ αυτόν το σκοπό είναι

η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, όπως επισημάνθηκε πριν από 25-30 χρόνια από τους

Conine και Hadley (1970), Miyake et al. (1973) και Harrison et al. (1984).

Η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη έχει διπλή λειτουργία (Fielden et al., 1992).

Καταρχάς, έχει τη δυνατότητα να αλλάζει τα ρεολογικά χαρακτηριστικά των άλλων

συστατικών του μείγματος έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ένα επίπεδο πλαστικότητας

που να διευκολύνει την εξώθηση και την αλλαγή του σχήματος της υγρής μάζας κατά

τη σφαιροποίηση. Επιπλέον, συγκρατεί μέσα στη δομή της μεγάλη ποσότητα

υγρασίας με προσρόφηση και έτσι ελέγχει την κίνηση του νερού μέσα στην πλαστική

μάζα και εμποδίζει το διαχωρισμό φάσεων κατά την εξώθηση και τη σφαιροποίηση.

Η αλληλεπίδραση αυτή της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με το νερό εξετάστηκε

αρχικά με διαφορική θερμική ανάλυση και βρέθηκε ότι είναι προσροφημένα 15,4 ml

νερού ανά 100 g στερεού (Fielden et al., 1988). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της

αλληλεπίδρασης της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με το νερό οφείλονται στη δομή

της, στοιχεία για την οποία δίνονται στη συνέχεια, καθώς και δεδομένα αξιολόγησης

της αλληλεπίδρασης επί τη βάσει δεδομένων συγκράτησης (retention) και

παροχέτευσης (drainage) νερού εφαρμόζοντας ειδική μεθοδολογία φυγοκέντρησης.


42 

2. Δομή της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης

Οι δύο κυριότερες πηγές μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης είναι το βαμβάκι και

το ξύλο. Το βαμβάκι είναι σχεδόν καθαρή κυτταρίνη, ενώ το ξύλο περιέχει κυτταρίνη

(40-50%), ημι-κυτταρίνη (20-30%) και λιγνίνη (20-30%). Ο ρόλος της κυτταρίνης

είναι να ενισχύει τις ίνες του ξύλου. Η λιγνίνη ενδυναμώνει τη δομή και η ημι-

κυτταρίνη συνδέει την κυτταρίνη και τη λιγνίνη. Κατά τη διαδικασία της

πολτοποίησης οι ίνες της κυτταρίνης αποχωρίζονται, ενώ μέρος της λιγνίνης και της

ημι-κυτταρίνης διαλυτοποιούνται. Ο πολτός αυτός της καθαρής κυτταρίνης

χρησιμοποιείται και με χημικές διαδικασίες παραλαμβάνεται η μικροκρυσταλλική

κυτταρίνη.

Η βασική δομική μονάδα της κυτταρίνης είναι τα μόρια κελοβιόζης, τα οποία

συνδέονται μεταξύ τους με β-(1-4) γλυκοσιδικούς δεσμούς (σχήμα 1.3). Τα μόρια

κελοβιόζης (Α) σχηματίζουν μεγαλύτερα δομικά κύτταρα (Β), από τα οποία

προκύπτουν οι κρυσταλλίτες (Γ). Οι κρυσταλλίτες, με κρυσταλλικές και άμορφες

περιοχές συνδέονται σε μικροϊνίδια (Δ) που τελικά δίνουν τα ινίδια (Ε) της

κυτταρίνης.

Α Β Γ Δ Ε

Σχήμα 1.3 Δομή της κυτταρίνης


43 

Η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (MCC) παρασκευάζεται με όξινη υδρόλυση

από τον πολτό της κυτταρίνης. Μετά το πλύσιμό του με νερό το εναιώρημα που

προκύπτει δίνει τη σκόνη μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με ξήρανση δια ψεκασμού.

Η διαδικασία αυτή σπάζει και κονταίνει τις αλυσίδες κυτταρίνης και απομακρύνει

συγχρόνως την ημι-κυτταρίνη και τη λιγνίνη. Οι ίνες κυτταρίνης (μήκος 1-3 mm)

μετατρέπονται σε μικρότερα σωματίδια των οποίων η διάμετρος (συνήθως 50-100

μm) μπορεί να καθοριστεί από τη διαδικασία ξήρανσης δια ψεκασμού.

Με σκοπό τη βελτίωση της συμπεριφοράς της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης

εφαρμόζεται ειδική διαδικασία και σήμερα στο εμπόριο προωθείται πυριτιωμένη

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη. Η πυριτιωμένη μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (SMCC)

προέρχεται από ειδική κατεργασία μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με διοξείδιο του

πυριτίου, το οποίο προστίθεται στο εναιώρημα πριν από την ξήρανση δια ψεκασμού.

Τα δύο είδη μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (MCC και SMCC) έχουν παρόμοιες

φυσικοχημικές ιδιότητες (Tobyn et al., 1998). Ωστόσο, η SMCC φαίνεται να έχει

διαφορετική συμπεριφορά από την MCC κατά την υγρή κοκκοποίηση (Buckton et al.,

1999). Η τελευταία υφίσταται αλλαγές στους δεσμούς υδρογόνου και τους δεσμούς

C-H μετά την υγρή κοκκοποίηση και ξήρανσή της, ενώ η πυριτιωμένη

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη διατηρεί τη δομή της.

3. Απορρόφηση νερού και φαινόμενο ‘hornification’

Οι δεσμοί υδρογόνου μεταξύ των αλυσίδων της κυτταρίνης δίνουν στο μόριο

στερεή και άκαμπτη υπόσταση. Στα πρώτα στάδια αλληλεπίδρασης νερού-

κυτταρίνης, τα μόρια νερού προσροφώνται στην επιφάνεια των σωματιδίων της

κυτταρίνης και συνδέονται μέσω δεσμών υδρογόνου με τις ελεύθερες ομάδες

υδροξυλίου των αλυσίδων. Η θερμότητα που απελευθερώνεται κατά την προσρόφηση


44 

νερού παρέχει την ενέργεια για το σπάσιμο πλευρικών δεσμών μεταξύ των

πολυσακχαριδικών μορίων (Emerton, 1980). Συνεπώς, το νερό μπορεί να

αντικαταστήσει τους δεσμούς υδρογόνου και κατά συνέπεια να χαλαρώσει τη δομή

της κυτταρίνης (σχήμα 1.4). Σε υψηλότερες συγκεντρώσεις υγρασίας, λόγω

τριχοειδικών δυνάμεων, συμβαίνει συμπύκνωση της δομής των ινών και οι πορώδεις

κυτταρινικές ίνες μπορούν να συγκρατήσουν ποσότητα νερού μέσα σε

μικροσκοπικούς πόρους, θραύσματα και ρωγμές μεταξύ των ινιδίων. Το νερό μπορεί

να συγκρατηθεί τόσο μεταξύ των ινών όσο και μέσα σε πόρους στο εσωτερικό των

ινών (Li et al., 1992).

Έχει βρεθεί ότι η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη κατά τη διαβροχή και

ξήρανσή της υφίσταται μεταβολές στη δομή της και συγκεκριμένα στους

α)

β)

γ)

Σχήμα 1.4 α) Δεσμοί υδρογόνου ανάμεσα σε δύο μόρια κυτταρίνης, β) Δεσμοί

υδρογόνου δύο μορίων κυτταρίνης μέσω μίας στοιβάδας μορίων νερού,

γ) Ακανόνιστοι δεσμοί υδρογόνου δύο μορίων κυτταρίνης, μετά την

απορρόφηση πολλών στρωμάτων νερού (Emerton, 1980)


45 

εσωτερικούς δεσμούς υδρογόνου και τους δεσμούς C-H. Το φαινόμενο αναφέρθηκε

ως ‘hornification’ (κερατινοποίηση) και συντελεί στη μείωση της ικανότητας

κατακράτησης νερού κατά τη δεύτερη διύγρανση του υλικού (Luukkonen, 2001). Η

κερατινοποίηση οφείλεται στη μειωμένη ικανότητα της ξηρανθήσας

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης να ξανασχηματίσει δεσμούς υδρογόνου, λόγω

μικρότερου αριθμού διαθέσιμων ομάδων –ΟΗ που προκύπτουν. Με άλλα λόγια, το

φαινόμενο της κερατινοποίησης (hornification) περιγράφει τις φυσικοχημικές

αλλαγές που συμβαίνουν στις ίνες της κυτταρίνης κατά την ξήρανση λόγω

σχηματισμού μόνιμων δεσμών υδρογόνου στο εσωτερικό της δομής. Το φαινόμενο

της κερατινοποίησης, σύμφωνα με τους Buckton και συνεργάτες (1999), μπορεί να

αντιμετωπιστεί με την πυριτίωση της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης.

4. Συμπεριφορά της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης κατά την εξώθηση και

σφαιροποίηση

Η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη αποτελεί το βασικό και απαραίτητο έκδοχο

για τη διαδικασία της εξώθησης και σφαιροποίησης, γιατί η υγρή μάζα της που

προκύπτει κατά τη διαβροχή της έχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν

τον περαιτέρω χειρισμό της (Fielden et al., 1992), όπως:

i) Έχει κατάλληλη μηχανική αντοχή ώστε να διατηρεί τη δομή της, αλλά να είναι και

αρκετά εύθραυστη ώστε να σπάει σε μικρότερα ομοιόμορφα κομμάτια στο

σφαιροποιητή.

ii) Έχει την απαιτούμενη πλαστικότητα για να διευκολύνει το μετασχηματισμό των

κυλινδρικών τεμαχιδίων σε σφαιρικά κατά την επαφή με το δίσκο τριβής μέσα στο

σφαιροποιητή.
46 

iii) Εξασφαλίζει ευρεία περιοχή της κατάλληλης υγρασίας, ώστε να μην κολλάει με

άλλα σωματίδια ούτε με το δίσκο του σφαιροποιητή και τα σφαιρικά σωματίδια να

είναι διακριτά κατά τη σφαιροποίηση.

Οι Fielden et al. (1988) και οι Ek και Newton (1998) πρότειναν την

παρομοίωση της συμπεριφοράς συγκράτησης νερού από τη μικροκρυσταλική

κυτταρίνη με πρότυπο σπόγγου (sponge model), καθότι είναι ικανή να δεσμεύει

μεγάλο όγκο νερού στην πορώδη δομή της και να το διατηρεί εκεί ακόμα και κάτω

από την εφαρμογή σχετικά υψηλών πιέσεων. Κατά την εξώθηση, τα σωματίδια

«σπόγγοι» της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης συμπιέζονται μέχρι το νερό να βγει

προς τα έξω και λιπαίνουν, με αυτόν τον τρόπο, την εξωθούμενη μάζα

διευκολύνοντας την προώθησή της μέσω της οπής.

Ο Kleinebudde (1997) πρότεινε ένα διαφορετικό πρότυπο κρυσταλλίτη-

πηκτής “crystallite-gel-model”, για την εξήγηση της πορείας της εξώθησης και

σφαιροποίησης και την καταλληλότητα της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης.

Σύμφωνα με αυτό, τα σωματίδια της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης σπάζουν σε

μικρότερα λόγω των δυνάμεων που αναπτύσσονται κατά την κοκκοποίηση και

εξώθηση. Τελικά, προκύπτουν κρυσταλλίτες κολλοειδούς μεγέθους, οι οποίοι με την

παρουσία νερού σχηματίζουν πηκτή (gel) και το δεσμεύουν (ακινητοποιούν).

IV. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΣΦΑΙΡΩΝ

Ανάλογα με το σκοπό της χρήσης τους, οι μικροσφαίρες πρέπει να έχουν

διαφορετικές μεν αλλά συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση επιθυμητές ιδιότητες. Οι

ιδιότητες των τελικών μικροσφαιρών, βέβαια, εξαρτώνται τόσο από τα συστατικά

τους (παράγοντες σύνθεσης) όσο και από τις συνθήκες της παρασκευής τους

(Erkoboni, 1997). Ακόμη, σημαντική είναι και η επαναληψιμότητα των ιδιοτήτων


47 

τους, όπως είναι η κατανομή μεγέθους, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά

(σφαιρικότητα, επιφανειακή τραχύτητα), η πυκνότητα, η σκληρότητα και το πορώδες,

και ως εκ τούτου αποτελεί το κυριότερο κριτήριο για την επιλογή των συστατικών

και των συνθηκών παρασκευής. Γενικά, τα φυσικοτεχνικά χαρακτηριστικά, όπως η

ικανότητα ροής, η πυκνότητα στοίβασης και η ευθρυπτότητα είναι σημαντικά για την

πλήρωση καψακίων και τη δισκιοποίηση των μικροσφαιρών. Ειδικότερα βέβαια, οι

μικροσφαίρες εάν πρόκειται να συσκευασθούν σε καψάκια θα πρέπει να έχουν

διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά από αυτές που συμπιέζονται προς δισκία. Εάν οι

μικροσφαίρες προορίζονται για επικάλυψη πρέπει να έχουν ομοιόμορφη κατανομή

μεγέθους, καλή σφαιρικότητα και ομαλή επιφάνεια, όπως επίσης και χαμηλή

ευθρυπτότητα. Εφόσον το προϊόν επικαλυφθεί πρέπει να έχει τα επιθυμητά

χαρακτηριστικά αποδέσμευσης του φαρμάκου και να τα διατηρεί μετά την

αποσάθρωση του καψακίου ή του δισκίου. Στην περίπτωση που οι μικροσφαίρες

δισκιοποιούνται, είναι απαραίτητο να έχουν επαρκή αντοχή, ώστε να αντέχουν στις

δυνάμεις συμπίεσης, αλλά και ικανοποιητική ικανότητα παραμόρφωσης ώστε να

σχηματίζουν δισκία με επιθυμητά χαρακτηριστικά. Το πορώδες των μικροσφαιρών

επηρεάζει σημαντικά την επικάλυψη, τη δισκιοποιητική ικανότητα ( Berggren and

Aldernorn, 2001a), την ικανότητα φόρτισής τους με φάρμακο (Byrne and Deasy,

2002 και 2005), αλλά και την αποδέσμευση του φαρμάκου (Gomez-Carracedo et al.,

2007 και 2008), η οποία πρέπει να ικανοποιεί συγκεκριμένες απαιτήσεις.

Από τη βιβλιογραφία φαίνεται πως οι περισσότερες των μελετών πάνω στη

διαδικασία παρασκευής μικροσφαιρών έγιναν για να διαπιστωθεί η επίδραση των

παραγόντων σύνθεσης σε συνδυασμό με τις συνθήκες παρασκευής στα τελικά

χαρακτηριστικά των μικροσφαιρών. Η λεπτομερής κατανόηση των επιδράσεων

αυτών είναι πολύτιμη γιατί δίνει την δυνατότητα του ελέγχου τους και της παραγωγής
48 

σφαιροποιημένων προϊόντων με επιθυμητά χαρακτηριστικά. Παρακάτω θα

συζητηθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά των μικροσφαιρών σε συνδυασμό με τους

παράγοντες (σύνθεσης και παρασκευής) από τους οποίους επηρεάζονται.

1. Μέγεθος και κατανομή μεγέθους

Στις μικροσφαίρες συνήθως εφαρμόζεται επικάλυψη για λόγους αισθητικούς,

σταθερότητας, βελτίωσης της γεύσης ή για την επίτευξη ελεγχόμενης αποδέσμευσης.

Για την περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο να καθορίζεται η κατάλληλη ποσότητα του

υλικού που θα δώσει το επιθυμητό κάλυμμα. Εφόσον το μέγεθος των μικροσφαιρών

καθορίζει τη συνολική προς επικάλυψη επιφάνεια και κατά συνέπεια το πάχος του

καλύμματος, είναι προτιμότερο να επιλέγεται το μεγαλύτερο δυνατόν μέγεθος

μικροσφαιρών το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό, γιατί η

απαιτούμενη ποσότητα επικάλυψης είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους των

μικροσφαιρών (Mehta, 1989). Είναι επίσης βασικό η κατανομή μεγέθους να είναι όσο

το δυνατόν στενή για ποικίλους λόγους (Mehta, 1989):

i) Η στενή κατανομή μεγέθους εξασφαλίζει ελάχιστη μεταβλητότητα του πάχους της

επικάλυψης των μικροσφαιρών στην ίδια παρτίδα.

ii) Κατά τη διαδικασία πλήρωσης καψακίων ή δισκιοποίησης των μικροσφαιρών,

ευρεία κατανομή μεγέθους οδηγεί σε ανομοιομορφία περιεχομένου

iii) Η στενή κατανομή μεγέθους διευκολύνει την ανάμιξη διαφορετικών τύπων

μικροσφαιρών όταν αυτό είναι επιθυμητό.

Το μέγεθος των μικροσφαιρών επιπλέον, από τη βιβλιογραφία, φαίνεται σε

πολλές περιπτώσεις να επηρεάζει τη γαστρική κένωση και το χρόνο παραμονής στο

γαστρεντερικό σωλήνα. Η δυνατότητα ρύθμισης του χρόνου παραμονής σε περιοχές

του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα με τροποποίηση του μεγέθους των


49 

μικροσφαιρών είναι σημαντική, καθώς για τις περισσότερες δραστικές ουσίες

αποτελεί το κυριότερο σημείο απορρόφησης. Το 1988, ο Meyer και συνεργάτες

βρήκαν ότι το μέγεθος των μικροσφαιρών ήταν σημαντικότερος παράγοντας για τη

γαστρική κένωση απ’ ότι το μέγεθος της τροφής κατά την κατάσταση σίτισης και ότι

οι μικρότερες μικροσφαίρες άδειαζαν γρηγορότερα σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Ο

Clarke και οι συνεργάτες του (1993) δεν διαπίστωσαν καθυστέρηση της γαστρικής

κένωσης με αύξηση του μεγέθους των μικροσφαιρών, αλλά βρήκαν πως μεγαλύτερες

μικροσφαίρες παρουσίαζαν μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο λεπτό έντερο. Στο ίδιο

συμπέρασμα για την επίδραση του μεγέθους στο χρόνο παραμονής των

μικροσφαιρών στο λεπτό έντερο κατέληξαν και οι Tulen et al. (1999), οι οποίοι

βρήκαν επιπλέον, ότι η αύξηση του μεγέθους των μικροσφαιρών οδηγεί σε

επιβράδυνση της γαστρικής κένωσης. Το 2001, οι Choe και συνεργάτες επιβεβαίωσαν

ότι οι μικρότερου μεγέθους μικροσφαίρες έχουν σημαντικά μικρότερο χρόνο

γαστρικής κένωσης σε σχέση με τις μεγαλύτερες κατά την κατάσταση σίτισης, όμως

η επίδραση του μεγέθους σε κατάσταση νηστείας δε βρέθηκε να είναι σημαντική.

Οι παράγοντες σύνθεσης και συνθηκών παρασκευής που επηρεάζουν το

μέγεθος και την κατανομή μεγέθους των μικροσφαιρών αναφέρονται παρακάτω.

Παράγοντες σύνθεσης και μέγεθος:

Ως κύριο υλικό παρασκευής μικροσφαιρών χρησιμοποιείται η

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, όπως αναπτύχθηκε παραπάνω. Τα χαρακτηριστικά της

σκόνης της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και κυρίως το μέγεθος των σωματιδίων

της έχει βρεθεί ότι επηρεάζει το μέγεθος των τελικών μικροσφαιρών (Levis and

Deasy, 2001). Αυξανόμενο μέγεθος σωματιδίων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης δίνει

μικροσφαίρες μεγαλύτερου μεγέθους. Η επίδραση του μεγέθους των σωματιδίων των

αρχικών κόνεων στο μέγεθος των τελικών μικροσφαιρών έχει ειδικά μελετηθεί από
50 

τους Fielden et al. (1992) και Wan et al. (1993), οι οποίοι βρήκαν ότι το μέγεθος των

μικροσφαιρών που παρασκευάστηκαν από μικροκρυσταλλική κυτταρίνη και λακτόζη

αυξανόταν με αύξηση του μεγέθους των σωματιδίων της λακτόζης, ενώ μικρότερο

μέγεθος σωματιδίων της σκόνης έδινε μικροσφαίρες μικρότερης διαμέτρου και

στενότερης κατανομής μεγέθους.

Η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης επίσης βρέθηκε να επηρεάζει το

μέγεθος των τελικών μικροσφαιρών. Οι Wan et al. (1993) και οι Sousa et al. (1996)

βρήκαν ότι το μέγεθος των μικροσφαιρών αυξανόταν με την αύξηση της ποσότητα

του υγρού κοκκοποίησης. Επιπλέον, σε περιπτώσεις που ως υγρό κοκκοποίησης

χρησιμοποιούνται μείγματα νερού και αιθανόλης, το ποσοστό του νερού αποδείχτηκε

ότι είναι σημαντικό για την παραλαβή μικροσφαιρών επιθυμητού μεγέθους (Baert et

al., 1993). Στο ίδιο συμπέρασμα είχαν καταλήξει και οι Millili και Schwartz (1990),

οι οποίοι βρήκαν ότι η αύξηση του ποσοστού του νερού στο μίγμα με αιθανόλη

οδηγεί σε αύξηση του μεγέθους των παραγόμενων μικροσφαιρών.

Παράγοντες παρασκευής και μέγεθος:

Κατά την παρασκευή μικροσφαιρών με τη μέθοδο εξώθησης και

σφαιροποίησης, οι παράγοντες που βρέθηκαν να επηρεάζουν το μέγεθος των τελικών

προϊόντων είναι το μέγεθος οπής του διάτρητου πλαισίου του εξωθητή, η ταχύτητα, ο

χρόνος σφαιροποίησης και το φορτίο του σφαιροποιητή καθώς και η μέθοδος

ξήρανσης.

Οι Hileman et al. (1993) διαπίστωσαν ότι όταν η αναλογία

νερού/μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης παρέμενε σταθερή, αλλαγή στο μέγεθος οπής

του πλαισίου εξώθησης άλλαζε σημαντικά την κατανομή μεγέθους των

μικροσφαιρών. Αντίθετα, σύμφωνα με τους Hazsnos και συνεργάτες (1992), οι

παράγοντες εξώθησης είχαν πολύ μικρή επίδραση σε σύγκριση με τους παράγοντες


51 

σφαιροποίησης. Η ταχύτητα περιστροφής του δίσκου σφαιροποίησης διαπιστώθηκε

από πολλούς ότι επηρεάζει το μέγεθος και την κατανομή μεγέθους των

μικροσφαιρών. Οι Woodruff και Nuessle (1972) διαπίστωσαν ότι χαμηλότερες

ταχύτητες σφαιροποίησης συντελούν σε μεγαλύτερη ομοιομορφία μεγέθους των

τελικών μικροσφαιρών. Γενικά, οι μικροσφαίρες που προκύπτουν είναι μεγαλύτερες

καθώς αυξάνονται η ταχύτητα και ο χρόνος σφαιροποίησης (Wan et al., 1993), αλλά

κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτο αφού σε πολύ υψηλές ταχύτητες και μεγάλους χρόνους

παραμονής τα τελικά προϊόντα είχαν πολύ μικρό μέγεθος. Από τους Hasznos et al.

(1992) προτάθηκε ότι για το μέγεθος των τελικών μικροσφαιρών είναι σημαντικός ο

συνολικός αριθμός στροφών του περιστρεφόμενου δίσκου του σφαιροποιητή. Επίσης,

το πώς επηρεάζεται το μέγεθος από την ταχύτητα και το χρόνο σφαιροποίησης

εξαρτάται και από τη σύνθεση του υγρού κοκκοποίησης (Baert et al., 1993). Το

φορτίο του υλικού, τέλος, μπορεί να επηρεάσει το μέγεθος των μικροσφαιρών, καθώς

σύμφωνα με τους Hellen et al. (1993b), μεγαλύτερο φορτίο οδηγεί σε μείωσή του.

Η μέθοδος ξήρανσης έχει μεγάλη επίδραση στο μέγεθος των μικροσφαιρών.

Τεχνικές χαμηλού ρυθμού ξήρανσης οδηγούν σε μικρότερες διαμέτρους, λόγω

μεγαλύτερης συστολής (Gomez-Carracedo et al.,2007 και 2008). Έτσι, η μέση

διάμετρος μικροσφαιρών αυξάνεται με τη σειρά: ξήρανση σε φούρνο ή ξηραντήρα

(dessicator), ξηραντήρα ρεοαιωρούμενου στρώματος και ξήρανση εν καταψύξει

(Bashaiwoldu et al., 2004). Η μεγαλύτερη διάμετρος που επιτυγχάνεται με την

ξήρανση εν καταψύξει προφανώς οφείλεται στην αποφυγή της συστολής λόγω

περιορισμένης κίνησης του υγρού και κατά συνέπεια περιορισμού των τριχοειδικών

δυνάμεων συστολής. Επιπλέον, η διαστολή του νερού κατά την ψύξη πριν από την

ξήρανση μπορεί να οδηγεί σε αύξηση του μεγέθους των μικροσφαιρών.


52 

2. Σχήμα και επιφάνεια

Από τους κύριους στόχους της μεθόδου εξώθησης και σφαιροποίησης είναι η

παραγωγή μικροσφαιροειδών τα οποία θα έχουν αφενός ομοιόμορφο μέγεθος και

αφετέρου ομοιόμορφο σφαιρικό σχήμα, ώστε να μπορούν να επικαλυφθούν επιτυχώς

και να εξασφαλίσουν ιδανικά ελεγχόμενη αποδέσμευση του φαρμάκου. Το σχήμα

των μικροσφαιρών σχετίζεται με το μέγεθός τους (Hellen and Yliruusi, 1993) και ο

καθορισμός του είναι σημαντικός, προκειμένου να κριθεί αν οι μικροσφαίρες είναι

αποδεκτές και αν πληρούν τις ποροϋποθέσεις για περαιτέρω επικάλυψη και

δισκιοποίηση ή πλήρωση καψακίων.

Επειδή το πάχος του στρώματος της επικάλυψης των μικροσφαιρών στα

συστήματα ελεγχόμενης αποδέσμευσης ορίζει και το ρυθμό αποδέσμευσης του

περιεχόμενου φαρμάκου, η ομοιομορφία και η επαναληψιμότητα του σχήματος και

της επιφάνειας των μικροσφαιρών είναι μεγάλης σημασίας. Αν η ίδια ποσότητα

υλικού επικάλυψης εφαρμοστεί σε μικροσφαίρες ανομοιόμορφης επιφάνειας, οι

τραχύτερες θα καλυφθούν σε πολλά σημεία από λεπτότερο στρώμα και συνεπώς, θα

έχουν χαρακτηριστικά ταχύτερου ρυθμού αποδέσμευσης.

Παράγοντες σύνθεσης και σφαιρικότητα:

Η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης βρέθηκε να έχει αποφασιστική

επίδραση στη σφαιρικότητα των μικροσφαιρών (Loevgren and Lundberg, 1989 και

Baert et al., 1993). Σύμφωνα με τους Loevgren και Lundberg (1989), η αυξανόμενη

ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης βελτιώνει την ικανότητα της υγρής μάζας για

μορφοποίηση σε σφαιρίδια καθώς και τη σφαιρικότητα των τελικών προϊόντων.

Αντίθετα, σύμφωνα με τους Hellen et al., (1993 b) η ποσότητα του υγρού

κοκκοποίησης δεν επηρεάζει σημαντικά το σχήμα των μικροσφαιρών. Η διαφορά στα

αποτελέσματα των δύο εργασιών προφανώς οφείλεται στη διαφορετική σύνθεση των
53 

μικροσφαιρών που μελετήθηκαν. Το είδος του υγρού κοκκοποίησης δε βρέθηκε να

επηρεάζει το σχήμα των μικροσφαιρών, παρά μόνο τις ιδιότητες της επιφάνειάς τους

(Drue et al., 2005). Η χρήση νερού ως υγρού κοκκοποίησης έδωσε μικροσφαίρες με

ομαλότερη επιφάνεια σε σχέση με τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται μείγματα με

αιθανόλη, λόγω διαφορετικής επιφανειακής τάσης των διαφορετικών υγρών και

διαφορετικής διαστολής (swelling) της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης κατά την

επαφή της με διαφορετικά υγρά.

Οι ιδιότητες της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, και συγκεκριμένα το μέγεθος

τεμαχιδίων της, βρέθηκε επίσης να επηρεάζει το σχήμα των παραγόμενων

μικροσφαιρών (Levis and Deasy, 2001). Τις περισσότερο σφαιρικές και με

ομαλότερη επιφάνεια μικροσφαίρες δίνει η μικροκρυσταλλική κυτταρίνη με

μικρότερο μέγεθος τεμαχιδίων.

Παράγοντες παρασκευής και σφαιρικότητα:

Η μελέτη της επίδρασης των παραγόντων σφαιροποίησης στις μορφολογικές

ιδιότητες των μικροσφαιρών συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον της έρευνας. Από τη

βιβλιογραφία, γενικά, επιβεβαιώνεται ότι η αύξηση της ταχύτητας σφαιροποίησης

(Woodruff and Nuessle, 1972) και του χρόνου παραμονής στο σφαιροποιητή συντελεί

στη βελτίωση της σφαιρικότητας (Baert et al., 1993, Wan et al., 1993 και Hileman et

al., 1993) και των χαρακτηριστικών επιφάνειας των μικροσφαιρών (Bataille et al.,

1993). Οι Hellen et al (1993b) βρήκαν ότι και το φορτίο που τοποθετείται στο

σφαιροποιητή επηρεάζει το σχήμα των μικροσφαιρών. Μεγαλύτερο φορτίο,

μεγαλύτερη ταχύτητα και χρόνος παραμονής στο σφαιροποιητή συντελούν σε

καλύτερη σφαιρικότητα και μεγαλύτερη ομοιογένεια σχήματος. Οι Lovgren και

Lundberg (1989), αντίθετα, είχαν δείξει ότι το αυξημένο φορτίο του σφαιροποιητή

μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το σχήμα των μικροσφαιρών. Ωστόσο και από τους
54 

ίδιους επιβεβαιώνεται ότι η αύξηση της ταχύτητας και του χρόνου σφαιροποίησης

συντελεί στη βελτίωση της σφαιρικότητας των τελικών προϊόντων. Παρόλα αυτά, στη

βιβλιογραφία (Woodruff and Nuessle, 1972), έχει αναφερθεί ότι αυξημένοι χρόνοι

παραμονής στο σφαιροποιητή οδηγούν σε μειωμένη σφαιρικότητα λόγω ξήρανσης

και διάβρωσης της επιφάνειας.

Η επίδραση της μεθόδου ξήρανσης στη μορφολογία των τελικών

μικροσφαιρών σχετίζεται κυρίως με το βαθμό συστολής που υφίστανται (Gomez-

Carracedo et al., 2007). Συνεπώς, με την εφαρμογή ξήρανσης εν καταψύξει, κατά την

οποία οι δυνάμεις συστολής λόγω της μετακίνησης της υγρασίας είναι ελάχιστες, οι

μικροσφαίρες που παράγονται είναι πιο σφαιρικές. Ωστόσο, η επιφάνεια των

μικροσφαιρών με ξήρανση εν καταψύξει βρέθηκε πως είναι πολύ τραχειά σε σχέση

με την επιφάνεια μικροσφαιρών οι οποίες στεγνώνουν σε ξηραντήρα

ρεοαιωρούμενου στρώματος, fluidized-bed dryer, (Kleinebudde, 1994b). Η πιο αργή

απομάκρυνση υγρασίας με τη χρήση φούρνου (oven drying) βρέθηκε να δίνει

μικροσφαίρες με περισσότερο ομαλή επιφάνεια σε σχέση με τα μικροκύμματα

σύμφωνα με τους Bataille et al. (1993). Τέλος, οι Dyer et al. (1994), έδειξαν ότι

μικροσφαίρες που περιείχαν ιμπουπροφαίνη είχαν περισσότερο τραχειά επιφάνεια

όταν στεγνώνονταν με αργό ρυθμό σε πυριαντήριο δίσκων (tray dryer), λόγω

αυξημένης μετανάστευσης του διαλυμένου δραστικού συστατικού στην επιφάνεια, η

οποία έβλαπτε την ομαλότητά της.

3. Πυκνότητα

Η πυκνότητα των μικροσφαιρών μπορεί να επηρεαστεί από αλλαγές στη

σύνθεση ή στη διαδικασία παραγωγής τους και με τη σειρά της να επηρεάσει

διαδικασίες που ακολουθούν την παρασκευή, όπως:


55 

1. Επειδή πολλές φορές οι μικροσφαίρες τοποθετούνται μέσα σε σκληρά

καψάκια χρησιμοποιώντας ειδικές συσκευές πλήρωσης που καθορίζουν τη δόση

ογκομετρικά, είναι προφανές ότι αν οι πυκνότητες των μικροσφαιρών διαφέρουν

σημαντικά από παρτίδα σε παρτίδα, θα είναι διαφορετική και η δραστικότητα των

τελικών καψακίων.

2. Εάν την παρασκευή των μικροσφαιρών ακολουθεί επικάλυψη,

διαφοροποιήσεις στην πυκνότητα των μικροσφαιρών θα επηρεάσουν και το μέγεθος

της παρτίδας που θα τοποθετηθεί στη συσκευή επικάλυψης.

3. Αν γίνεται ανάμιξη μικροσφαιρών διαφορετικής σύνθεσης, πριν από την

πλήρωση καψακίων, είναι προτιμότερο, αν όχι απαραίτητο, οι πυκνότητες να είναι

όμοιες και επιπλέον επαναλήψιμες από παρτίδα σε παρτίδα.

Η φαινόμενη πυκνότητα (bulk density) των μικροσφαιρών είναι ενδεικτική

της ικανότητας συσκευασίας τους και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη διάμετρο

των σφαιρικών σωματιδίων (Mehta, 1989). Από την άλλη, η αληθής πυκνότητα

(apparent ή pycnometric density) δείχνει την έκταση της συμπύκνωσης των υλικών

και εξαρτάται σε πολύ μικρότερο βαθμό από τη διάμετρό τους.

Η επίδραση της πυκνότητας στο χρόνο παραμονής στο γαστρεντερικό σωλήνα

δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη. Πειράματα in vivo έδειξαν ότι ο μέσος χρόνος διάβασης

των μικροσφαιρών από το γαστρεντερικό σωλήνα αυξανόταν σημαντικά με αύξηση

της πυκνότητας από 1,0 σε 1,6 g/cm3 (Bechgaard and Ladefoged, 1978). Ωστόσο,

μετέπειτα μελέτες των Bechgaard et al. (1985) δεν έδειξαν διαφορές στο χρόνο

διάβασης ανάμεσα σε μικροσφαίρες πυκνότητας 0,94 και 1,96 g/cm3. Στο ίδιο

συμπέρασμα κατέληξαν και οι Davis et al. (1986a), σύμφωνα με τους οποίους,

μικροσφαίρες με διαφορετικές πυκνότητες δεν είχαν σημαντικές διαφορές στη

γαστρική κένωση σε υγειή άτομα. Οι Gruber et al. (1987) εξέτασαν τη γαστρική


56 

κένωση μονάδων πυκνότητας μεγαλύτερου εύρους (0,5-2,9 g/cm3) σε σκύλους σε

κατάσταση νηστείας και κατέληξαν και οι ίδιοι ότι η γαστρική κένωση είναι

ανεξάρτητη της πυκνότητας. Σε αντίθεση, οι Meyer et al. (1988) που εξέτασαν τη

γαστρική κένωση σε ανθρώπους, ανέφεραν καθυστέρηση της κένωσης σφαιριδίων

πυκνότητας 2,0 g/cm3 σε σχέση με σφαιρίδια πυκνότητας 1,0 g/cm3. Το 1990, οι

Devereux et al. βρήκαν ότι μικροσφαίρες πυκνότητας 2,8 g/cm3 εμφάνιζαν

παρατεταμένη παραμονή στο στομάχι, τόσο σε κατάσταση σίτισης όσο και σε

κατάσταση νηστείας, σε σχέση με ελαφρύτερες μικροσφαίρες, πυκνότητας 1,5 g/cm3.

Οι τελευταίες αυτές μελέτες έδωσαν περισσότερο ελπιδοφόρες αποδείξεις για τη

δυνατότητα παράτασης της γαστρικής κένωσης με τροποποίηση της πυκνότητας των

μικροσφαιρών. Το 1995, οι Clarke et al. πρότειναν ότι η επίδραση αυτή της

πυκνότητας πιθανόν να εκδηλώνεται για τιμές πυκνότητες μεγαλύτερες από αυτές

που είχαν μελετηθεί μέχρι τότε. Έτσι, έδειξαν ότι πρέπει να υπάρχει ένα όριο τιμών

πυκνότητας (~2,4-2,6 g/cm3) πάνω από το οποίο η γαστρική κένωση επιβραδύνεται.

Οι ίδιοι βρήκαν ότι η διάβαση από το γαστρεντερικό σωλήνα παρατεινόταν με

αύξηση της πυκνότητας, κυρίως για μικροσφαίρες μικρότερου μεγέθους (~0,5 mm)

(Clarke et al., 1993). Επιπλέον, διαπίστωσαν όχι μόνο παράταση της γαστρικής

κένωσης αλλά και του χρόνου παραμονής στο λεπτό έντερο, για μικροσφαίρες αυτής

της τάξης μεγέθους. Την παράταση της γαστρικής κένωσης και της διάβασης από το

γαστρεντερικό σωλήνα με αύξηση της πυκνότητας επιβεβαίωσαν και οι Tulen et al.

(1999), οι οποίοι βρήκαν επιπλέον πως από την πυκνότητα επηρεάζεται και η κένωση

από το κόλον.

Επειδή εκτός από την πιθανή τροποποίηση του χρόνου διάβασης από το

γαστρεντερικό σωλήνα, οι αλλαγές στην πυκνότητα σχετίζονται και με αλλαγές σε

άλλες σημαντικές ιδιότητες των μικροσφαιρών, όπως το πορώδες , οι μηχανικές


57 

ιδιότητες ή ο ρυθμός αποδέσμευσης του φαρμάκου, είναι χρήσιμο να είναι γνωστοί οι

παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται.

Παράγοντες σύνθεσης και πυκνότητα:

Μεγάλη επίδραση στην αληθή πυκνότητα των μικροσφαιρών βρέθηκε να έχει

η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης (Baert and Remon, 1993). Αυξανόμενης της

ποσότητας του κοκκοποιητικού υγρού, αύξανε η πυκνότητα των μικροσφαιρών, η

οποία περαιτέρω σχετιζόταν με το ρυθμό αποδέσμευσης του φαρμάκου. Επιπλέον, ο

ρόλος της σύστασης του υγρού κοκκοποίησης είναι σημαντικός. Σε περιπτώσεις

χρήσεις μειγμάτων νερού με αιθανόλη ως υγρών κοκκοποίησης, λαμβάνονταν

μικροσφαίρες μεγαλύτερης φαινόμενης πυκνότητας και πυκνότητας στοίβασης όταν

το γραμμομοριακό κλάσμα του νερού στο μείγμα αυξανόταν.

Όσον αφορά τη σύσταση του αρχικού κονιοποιημένου υλικού που

χρησιμοποιείται για την παρασκευή μικροσφαιρών, βρέθηκε ότι το ποσοστό της

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης σ’ αυτό έχει σημαντική επίδραση στην πυκνότητα

των τελικών προϊόντων (Hileman et al., 1993). Συγκεκριμένα, αύξηση του ποσοστού

της μικροκυσταλλικής κυτταρίνης οδηγεί σε σημαντική αύξηση της φαινόμενης

πυκνότητας και της πυκνότητας στοίβασης.

Παράγοντες παρασκευής και πυκνότητα:

Αν και οι Woodruff και Nuessle (1972) υποστήριξαν πως η ταχύτητα και ο

χρόνος σφαιροποίησης δεν είχε καμία επίδραση στην πυκνότητα των παραγόμενων

μικροσφαιρών, σύμφωνα με τους Hileman et al. (1993), οι ίδιοι παράγοντες

καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πυκνότητα. Συγκεκριμένα, αύξηση της ταχύτητας

και του χρόνου σφαιροποίησης αυξάνει την πυκνότητα. Οι ίδιοι υποστήριξαν πως οι

συνθήκες εξώθησης δεν έχουν καμία επίδραση.


58 

Ένας ακόμα παράγοντας παρασκευής που βρέθηκε να επηρεάζει την

πυκνότητα των τελικών μικροσφαιρών είναι το τελικό στάδιο της ξήρανσης

(Bashaiwoldu et al., 2004). Μέθοδοι οι οποίες χαρακτηρίζονται από γρηγορότερο

ρυθμό ξήρανσης, όπως η ξήρανση εν καταψύξει (freeze-drying) και η ξήρανση σε

ρεοαιωρούμενο στρώμα κόνεως (fluidized-bed drying), οδηγούν σε μικροσφαίρες με

μεγαλύτερη αληθή πυκνότητα (apparent density). Ειδικότερα δε, η αληθής πυκνότητα

μεγαλώνει στην περίπτωση της ξήρανσης εν καταψύξει. Η αυξημένη αληθής

πυκνότητα λόγω ξήρανσης οφείλεται σε αλλαγές του πορώδους των μικροσφαιρών

και σε μεγάλο βαθμό στην καταστολή του φαινομένου της συρρίκνωσης λόγω της

μείωσης του χρόνου απομάκρυνσης της υγρασίας. Αντίθετα, κατά τις τεχνικές όπου ο

χρόνος ξήρανσης είναι σχετικά μεγαλύτερος, όπως ο φούρνος ή ο ξηραντήρας με

silica gel, και ο ρυθμός απομάκρυνσης της υγρασίας πολύ αργός, η συρρίκνωση του

υλικού καθίσταται μεγαλύτερη και συντελεί σε μειωμένη αληθή πυκνότητα.

4. Μηχανικές ιδιότητες

Οι μικροσφαίρες πρέπει να έχουν σκληρότητα και ευθρυπτότητα τέτοιες, ώστε

να μπορούν να αντέχουν και να παραμένουν ακέραιες κατά το χειρισμό, την

αποθήκευση και άλλες διαδικασίες στις οποίες μπορεί να υπόκεινται, όπως είναι η

επικάλυψη. Τροποποίηση στη σύνθεση και/ή στη διαδικασία παραγωγής τους, όπως

επίσης και στα αρχικά υλικά, είναι δυνατόν να επηρεάσουν σημαντικά τη μηχανική

αντοχή και την ευθρυπτότητα των τελικών μικροσφαιρών.

Ειδικά στην περίπτωση που οι μικροσφαίρες προορίζονται να δισκιοποιηθούν,

οι μηχανικές ιδιότητές τους όπως η ικανότητα παραμόρφωσης και η αντίσταση στη

θραύση είναι πολύ σημαντικές (Johansson et al., 1995). Η ικανότητα συμπίεσης και ο

μηχανισμός συσσωμάτωσης (δισκιοποίησης), με παραμόρφωση ή θρυμματισμό


59 

(deformation ή fragmentation), είναι δυνατόν να καθορίζουν τις μηχανικές ιδιότητες

των δισκίων που προκύπτουν και επιπλέον την αποδέσμευση του δραστικού

συστατικού.

Η μηχανική αντοχή των μικροσφαιρών σχετίζεται με το είδος των αρχικών

υλικών παρασκευής τους (σχήμα, μέγεθος, βαθμό σφαιρικότητας και πορώδες) και

όλες εκείνες τις φυσικές ιδιότητές που επηρεάζονται από τους παράγοντες της

διαδικασίας παραγωγής τους συμπεριλαμβανομένων και των συνθηκών

κοκκοποίησης, εξώθησης και σφαιροποίησης, καθώς και της ξήρανσης (Dyer et al.,

1994). Γενικά, όλοι οι παραπάνω παράγοντες είναι δυνατόν να συμβάλλουν στην

ελαστικότητα, την πλαστικότητα και την ευθρυπτότητα των τελικών μικροσφαιρών.

Παράγοντες σύνθεσης και μηχανικές ιδιότητες:

Το είδος και η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης αναφέρθηκαν ως οι

κυριότεροι παράγοντες σύνθεσης που επηρεάζουν τις μηχανικές ιδιότητες των

παραγόμενων μικροσφαιρών (Schröder and Kleinebudde, 1995 και Sousa et al.,

1996). Σε περιπτώσεις χρήσης μειγμάτων νερού με αιθανόλη ως κοκκοποιητικού

υγρού, βρέθηκε ότι αύξηση του ποσοστού του νερού στο μείγμα οδηγεί σε πιο

ανθεκτικές και λιγότερο εύθραυστες μικροσφαίρες (Millili and Schwartz, 1990). Στο

ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι (Schröder and Kleinebudde, 1995), όταν

χρησιμοποίησαν μείγματα νερού με ισοπροπανόλη. Η προσθήκη ισοπροπανόλης

έδειξε να οδηγεί σε μικροσφαίρες χαμηλότερης αντοχής σε εφελκυσμό. Οι Dreu et al.

(2005) απέδωσαν την επίδραση του είδους του κοκκοποιητικού υγρού στις δυνάμεις

συστολής λόγω τριχοειδικής κίνησης του υγρού κατά την ξήρανση των

μικροσφαιρών και βρήκαν συσχέτιση ανάμεσα στις μηχανικές ιδιότητες και το

γινόμενο γL x cos(Θ) x εR, όπου γL η επιφανειακή τάση του υγρού κοκκοποίησης, Θ η

γωνία επαφής του στερεού υλικού με το υγρό και εR η διηλεκτρική σταθερά του
60 

υγρού. Αυξανόμενη τιμή του γινομένου αυτού οδηγεί σε μικροσφαίρες αυξημένης

μηχανικής αντοχής. Εφόσον η τριχοειδική πίεση είναι ανάλογη της επιφανειακής

τάσης του υγρού κοκκοποίησης (Berggren and Alderborn, 2001b), υγρά με μικρότερη

επιφανειακή τάση από το νερό, όπως τα μείγματά του με τις αλκοόλες, θα οδηγούν σε

ανάπτυξη ασθενέστερων τριχοειδικών δυνάμεων και διαφορετική εσωτερική δομή

των παραγόμενων μικροσφαιρών σε σχέση με το νερό, με επακόλουθες επιδράσεις

στις μηχανικές ιδιότητες.

Η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης είναι ένας ακόμα παράγοντας που

επηρεάζει τις μηχανικές ιδιότητες των μικροσφαιρών. Αυξανόμενης της ποσότητας

κοκκοποιητικού υγρού παράγονται περισσότερο ανθεκτικές μικροσφαίρες με

μεγαλύτερη αντοχή σε εφελκυσμό (Sousa et al., 1996). Στο ίδιο συμπέρασμα είχαν

καταλήξει νωρίτερα και οι Baert και Remon (1993), οι οποίοι βρήκαν επιπλέον ότι ο

μικρότερος ρυθμός αποδέσμευσης που παρατηρείται αυξανόμενης της ποσότητας του

υγρού κοκκοποίησης σχετίζεται με τις προκαλούμενες αλλαγές στη σκληρότητα και

τη δομή των μικροσφαιρών.

Η φύση, οι ιδιότητες, καθώς και η αναλογία των αρχικών κονιοποιημένων

υλικών, μπορεί να επηρεάσουν τις μηχανικές ιδιότητες των τελικών μικροσφαιρών.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά στη διαλυτότητα, όταν έστω και ένα από τα συστατικά

του μείγματος κόνεων είναι διαλυτό στο υγρό κοκκοποίησης, όπως για παράδειγμα η

λακτόζη στο νερό, η κρυστάλλωση των διαλυμένων συστατικών θα οδηγήσει σε

ισχυρότερους δεσμούς και συνεπώς, πιο ανθεκτικά μικροσφαιρίδια (Dyer et al.,

1994). Μάλιστα, η ανθεκτικότητα των παραγόμενων μικροσφαιρών αυξάνει όσο

μεγαλύτερη είναι η διαλυτότητα και η αναλογία των διαλυτών αρχικών στερεών

συστατικών στο υγρό κοκκοποίησης.


61 

Παράγοντες παρασκευής και μηχανικές ιδιότητες:

Από τα στάδια παρασκευής των μικροσφαιρών, αυτό της σφαιροποίησης και

σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό της ξήρανσης, θεωρούνται ως καθοριστικά για τις

επιδράσεις στις μηχανικές ιδιότητες των τελικών προϊόντων. Ειδικότερα, η αύξηση

της ταχύτητας σφαιροποίησης προκαλεί αύξηση της μηχανικής αντοχής, η οποία

σχετίζεται με αντίστοιχη μείωση του πορώδους των μικροσφαιρών (Bataille et al.,

1993). Συγχρόνως, βρέθηκε και επαληθεύθηκε έντονη αρνητική ποσοτική συσχέτιση

μεταξύ του πορώδους και της μηχανικής αντοχής.

Η επίδραση της ξήρανσης στις μηχανικές ιδιότητες των μικροσφαιρών

εξαρτάται από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη μέθοδο και πιο συγκεκριμένα, από το

μηχανισμό και το ρυθμό απομάκρυνσης της υγρασίας (Berggren and Alderborn,

2001a). Και πάλι, η μεταβολή στη μηχανική αντοχή σχετίζεται με αλλαγές στο

πορώδες (Bashaiwoldu et al., 2004). Οι περισσότερο πορώδεις μικροσφαίρες είναι και

οι πιο εύθραυστες, με μεγαλύτερη ικανότητα παραμόρφωσης (deformability).

Η ταχεία εξάτμιση του νερού, ως αποτέλεσμα της έντονης κίνησης των

μικροσφαιρών στον ξηραντήρα ρεοαιωρούμενου στρώματος (fluid-bed) και η άμεση

εξάχνωση του παγωμένου νερού στην ξήρανση εν καταψύξει (freeze-drying) έχουν

ως αποτέλεσμα την καταστολή της συρρίκνωσης κατά την ξήρανση και οδηγούν σε

μικροσφαίρες με μεγαλύτερο πορώδες και μικρότερη μηχανική αντοχή και

ελαστικότητα, σε σχέση με τη ξήρανση σε φούρνο ή σε ξηραντήρα με silica gel, όπου

η εξάτμιση της υγρασίας γίνεται με πολύ αργό ρυθμό και η συρρίκνωση είναι έντονη.

Παρόμοια παρατήρηση έκαναν οι Dyer et al. (1994) και οι Sousa et al. (1996) όταν

σύγκριναν μικροσφαίρες στεγνωμένες με ξηραντήρα ρεοαιωρούμνου στρώματος

κόνεως (fluid-bed) και πυριαντήριο δίσκων (tray dryer) και κατέληξαν στο ότι η

μέθοδος ξήρανσης έχει σημαντική επίδραση στη μηχανική αντοχή και την
62 

ελαστικότητα των μικροσφαιρών. Αντίστοιχα, ο Bataille και συνεργάτες (1993)

βρήκαν ότι οι λιγότερο πορώδεις μικροσφαίρες που λαμβάνονταν μετά την ξήρανση

σε φούρνο ήταν πιο ανθεκτικές συγκριτικά προς τις περισσότερο πορώδεις

μικροσφαίρες που προέρχονταν από ξήρανση σε φούρνο μικροκυμάτων (MW).

Γενικά, οι μηχανικές ιδιότητες σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις αλλαγές

στη δομή και το πορώδες των μικροσφαιρών. Το πορώδες αποτελεί σημαντική

ιδιότητα για τη συμπεριφορά των μικροσφαιρών κατά τον επακόλουθο χειρισμό τους,

όπως τη δισκιοποίηση ή τη φόρτιση με δραστική ουσία (Byrne and Deasy, 2002 και

2005), για τις ιδιότητες των παραγόμενων δισκίων (Berggren and Alerborn, 2001a),

καθώς και για την αποδέσμευση φαρμάκων από αυτές (Tunon et al., 2003).

Παρακάτω θα συζητηθούν λεπτομερέστερα η σημασία του πορώδους και οι

παράμετροι που το επηρεάζουν, καθώς επίσης και οι παράμετροι που αυτό επηρεάζει.

5. Πορώδες

Το πορώδες είναι από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των μικροσφαιρών.

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, αυτό σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις μηχανικές

ιδιότητες των μικροσφαιρών. Επιπλέον όμως, επηρεάζει και άλλα χαρακτηριστικά

των μικροσφαιρών, ιδιαίτερης σημασίας για τον επακόλουθο χειρισμό τους, όπως

είναι η ικανότητα δισκιοποίησης και η φόρτιση με δραστικό συστατικό. Αυτό που

καθιστά το πορώδες των μικροσφαιρών πολύ σημαντική ιδιότητα είναι κυρίως η

επιρροή του στην αποδέσμευση του φαρμάκου μέσα από αυτές. Η κατανόηση των

παραγόντων που επηρεάζουν το πορώδες και η δυνατότητα ελέγχου του είναι

χρήσιμη για την επίτευξη διαφορετικών ρυθμών αποδέσμευσης, που είναι και ο

στόχος των συστημάτων ελεγχόμενης αποδέσμευσης φαρμάκου.


63 

Όσον αφορά τη δισκιοποίηση των μικροσφαιρών, η ικανότητα συμπίεσης

(compressibility), το πώς αυτή σχετίζεται με το πορώδες τους και το πώς το πορώδες

των μικροσφαιρών επηρεάζει τη μηχανική αντοχή των παραγόμενων δισκίων

μελετήθηκε πρόσφατα (Berggren and Alderborn, 2001a και Bashaiwoldu et al., 2004).

Το πορώδες είναι σημαντικός παράγοντας και για τη φόρτιση των

μικροσφαιρών με δραστικό συστατικό. Σύμφωνα με τους Byrne και Deasy (2005), η

ικανότητα φόρτισης μετά από εμβύθιση μικροσφαιρών σε διάλυμα φαρμάκου και

εφαρμογή κενού, εξαρτάται εκτός από τη συγκέντρωση του διαλύματος, και από το

πορώδες. Περισσότερο πορώδεις μικροσφαίρες, έχουν δυνατότητα φόρτισης με

μεγαλύτερη ποσότητα δραστικής ουσίας. Αυτό σημαίνει ότι με κατάλληλη ρύθμιση

του πορώδους σε ορισμένες τιμές είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν συγκεκριμένες

αυξημένες δοσολογικές απαιτήσεις.

Το πορώδες των μικροσφαιρών είναι ικανός παράγοντας ρύθμισης και

βελτιστοποίησης της αποδέσμευσης της δραστικής ουσίας από τις μικροσφαίρες

(Tunόn et al., 2003) και βρέθηκε ότι αυξανόμενου του πορώδους, αυξάνεται γενικά

και ο ρυθμός αποδέσμευσης, ο οποίος όμως επιπλέον εξαρτάται και από το μέγεθος

των πόρων. Επίσης βρέθηκε ότι η ύπαρξη επιφανειακών ανοιχτών πόρων οδηγεί στην

εκδήλωση ταχείας αποδέσμευσης μιας ποσότητας φαρμάκου (burst effect), ενώ στη

συνέχεια, ο ρυθμός αποδέσμευσης είναι μεγαλύτερος σε μικροσφαίρες μεγαλύτερου

μεγέθους πόρων (Byrne and Deasy, 2002 και 2005) .

Όσον αφορά τις δισκιοποιημένες μικροσφαίρες, βρέθηκε ότι η αποδέσμευση

του φαρμάκου μεταβάλλεται αναλογικά προς το πορώδες τους Tunón et al. (2003).

Συγκεκριμένα, μικροσφαίρες χαμηλού πορώδους, μετά τη συμπίεση δίνουν

γρηγορότερους ρυθμούς αποδέσμευσης απ’ ότι χωρίς δισκιοποίηση, ενώ οι

περισσότερο πορώδεις μικροσφαίρες επηρεάζονται πολύ λίγο από τη δισκιοποίησή


64 

και διατηρούν τα χαρακτηριστικά αποδέσμευσης που είχαν πριν από τη συμπίεση.

Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα για τις πολύ πορώδεις μικροσφαίρες, που δίνει τη

δυνατότητα πρόβλεψης του προφίλ αποδέσμευσης των παραγόμενων δισκίων.

Παράγοντες σύνθεσης και πορώδες:

Το πορώδες των μικροσφαιρών όπως προαναφέραμε, επηρεάζεται από το

υγρό κοκκοποίησης μέσω της τριχοειδικής κίνησής του, λόγω των δυνάμεων

συστολής που αναπτύσσονται κατά την ξήρανση και οι οποίες μάλιστα είναι

ανάλογες της επιφανειακής τάσης του υγρού (Dreu et al., 2005). Ειδικότερα,

αυξανόμενης της επιφανειακής τάσης, αυξάνονται οι τριχοειδικές δυνάμεις και η

συστολή κατά τη διάρκεια της ξήρανσης και λαμβάνονται χαμηλότερες τιμές

πορώδους. Χρησιμοποιώντας μείγματα νερού και αιθανόλης, με επιφανειακή τάση

μικρότερη από αυτή του νερού, το πορώδες που προκύπτει είναι συγκριτικά

μεγαλύτερο. Στο ίδιο συμπέρασμα είχαν καταλήξει νωρίτερα οι Millili και Schwartz

(1990) και οι Berggren και Alderborn (2001b). Ακόμα και σε μείγματα νερού με

ισοπροπανόλη ως υγρά κοκκοποίησης, το πορώδες που προκύπτει είναι μεγαλύτερο

σε σχέση με το νερό και αυξάνεται αυξανόμενου του ποσοστού ισοπροπανόλης στο

μείγμα (Scröder και Kleinebudde, 1995).

Εκτός από το είδος, η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης επίσης συμβάλλει

στο πορώδες των τελικών μικροσφαιρών (Mehta et al., 2000). Αυξημένες ποσότητες

υγρού αυξάνουν το πορώδες και συγκεκριμένα το συνολικό αριθμό των πόρων, ενώ

το μέγεθος των πόρων παραμένει ανεπηρέαστο. Ως αποτέλεσμα τελικά, επιταχύνεται

η αποδέσμευση του φαρμάκου.

Το πορώδες των μικροσφαιρών είναι δυνατόν να επηρεαστεί και από το είδος

των στερεών συστατικών. Συγκεκριμένα, μεγάλη επίδραση στο πορώδες ασκεί το

μέγεθος των σωματιδίων του αρχικού κονιοποιημένου υλικού. Μικροκρυσταλλική


65 

κυτταρίνη μεγαλύτερου μεγέθους σωματιδίων έδωσε μικροσφαίρες μεγαλύτερου

πορώδους. Αντίθετα, μειωμένο μέγεθος σωματιδίων οδήγησε σε μικροσφαίρες

μικρού πορώδους, με αυξημένη αποτελεσματικότητα στην καθυστέρηση και

επιβράδυνση της αποδέσμευσης του δραστικού συστατικού (Levis και Deasy, 2001

και Alvarez et al., 2002).

Παράγοντες παρασκευής και πορώδες:

Από τους παράγοντες παρασκευής των μικροσφαιρών, οι συνθήκες ξήρανσης

είναι οι σημαντικότερες για το πορώδες τους. Ωστόσο, οι παράμετροι πορώδους

βρέθηκαν να εξαρτώνται και από τις συνθήκες σφαιροποίησης.

Η ταχύτητα σφαιροποίησης έχει σημαντική επίδραση στο πορώδες, καθώς

αύξησή της οδηγεί σε μικροσφαίρες μικρότερου πορώδους, με πόρους μικρότερου

μεγέθους (Alvarez et al., 2002 και Bataille et al., 1993). Επιπλέον, ο χρόνος

σφαιροποίησης επιδρά στο πορώδες και όσο αυτός αυξάνεται οδηγεί σε υψηλότερο

πορώδες και μικρότερα μεγέθη πόρων (Mehta et al., 2000).

Στη βιβλιογραφία, όπως ήδη αναφέραμε, και ο ρυθμός ξήρανσης θεωρείται

σημαντικός παράγοντας για το πορώδες των τελικών μικροσφαιρών λόγω επίδρασής

του στο βαθμό συστολής. Η συστολή κατά τη ξήρανση είναι ο μηχανισμός που

μπορεί να εξηγήσει, τουλάχιστον εν μέρει, τις επιδράσεις των διαφορετικών μεθόδων

και συνθηκών ξήρανσης στα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των φαρμακευτικών

κόκκων (Berggren and Alderborn, 2001a).

Συγκριτικές μελέτες της επίδρασης στο πορώδες λόγω της μεθόδου ξήρανσης

ήδη αναφέρθηκαν όπως: α) των Bataille et al. (1993) μεταξύ του φούρνου

μικροκυμάτων και του συμβατικού φούρνου, β) του Kleinebudde (1994a) μεταξύ του

ξηραντήρα ρεοαιωρούμενου στρώματος και της ξήρανση εν καταψύξει, και γ) των

Berggren και Alderborn (2001a) και των Bashaiwoldu et al. (2004) για διαφορετικούς
66 

ρυθμούς ξήρανσης. Τα συμπεράσματα αυτών των μελετών συνοπτικά ήταν ότι: α) η

ξήρανση που επιτυγχάνεται με μικροκύματα οδηγεί σε πιο ανοιχτή δομή των

μικροσφαιρών, β) η ξήρανση εν καταψύξει εμποδίζει τη συστολή κατά την ξήρανση

(shrinking) λόγω περιορισμένης κίνησης του υγρού και οδηγεί σε υψηλά πορώδη και

μεγαλύτερο μέγεθος πόρων, και γ) όσο αυξάνεται ο ρυθμός ξήρανσης τόσο

μεγαλύτερο είναι το πορώδες των τελικών μικροσφαιρών, λόγω μείωσης της

συστολής κατά την ξήρανση. Ως γενικό συμπέρασμα μπορεί να αναφερθεί ότι η

ξήρανση εν καταψύξει δίνει τις πιο πορώδεις μικροσφαίρες με τους περισσότερους

πόρους να είναι ανοιχτοί στην ατμόσφαιρα, ενώ η ξήρανση σε φούρνο θερμού αέρα ή

σε ξηραντήρα με silica gel δίνει μικρότερο πορώδες και περισσότερους κλειστούς

πόρους. Ακόμη, ότι οι συνθήκες κατάψυξης έχουν σημαντική επίδραση στο συνολικό

πορώδες και το μέγεθος πόρων (Gomez-Carracedo et al., 2007). Γενικά, αργή ψύξη

οδηγεί σε μεγαλύτερους πόρους. Αντίθετα, ταχεία ψύξη σε υγρό άζωτο δίνει

μικροσφαίρες μεγαλύτερου συνολικού πορώδους, με μικρότερο μέγεθος πόρων. Η

επίδραση του ρυθμού ψύξης θα πρέπει να συνδέεται με την αποτροπή της συστολής

και το μέγεθος των σχηματιζόμενων κρυστάλλων το οποίο θα εξαρτάται τόσο από το

ρυθμό όσο και από τη θερμοκρασία ψύξης. Αυτός μαζί με την εξάχνωση θα

καθορίζουν το συνολικό όγκο το μέγεθος και τη δομή (κλειστή ή ανοιχτή) των

πόρων, λαμβανομένου δε υπόψιν ότι ο όγκος, το μέγεθος και η δομή των πόρων είναι

πολύ σημαντικά για την αποδέσμευση του δραστικού συστατικού από τις

μικροσφαίρες (Gomez-Carracedo et al., 2007 και 2008).

Είναι φανερό ότι η εξασφάλιση της επαναληψιμότητας στις ιδιότητες των

μικροσφαιρών, όπως το μέγεθος, η μορφολογία, η πυκνότητα, η μηχανική αντοχή και

το πορώδες καθίσταται βασικό κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης σύνθεσης

και της ρύθμισης των παραγόντων κατά τα στάδια παρασκευής τους.


67 

V. Σκοπός της μελέτης

Όπως προαναφέρθηκε, τα συστήματα πολλαπλών δοσομονάδων όπως οι

μικροσφαίρες χρησιμοποιούνται συχνά λόγω των θεραπευτικών τους

πλεονεκτημάτων. Οι μικροσφαίρες ειδικότερα, έχουν επιπλέον πλεονεκτήματα λόγω

σχήματος, όπως η βελτιωμένη ικανότητα επικάλυψης και η ρύθμιση της

αποδέσμευσης. Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η εκτίμηση της δυνατότητας

επίτευξης πορωδών μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με εξώθηση και

σφαιροποίηση που θα επιτρέπουν την ενσωμάτωση μεγάλων ποσοτήτων δραστικής

φαρμακευτικής ουσίας.

Στη διατριβή αυτή αρχικά θα επιχειρηθεί η διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων

της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με τα υγρά κοκκοποίησης προκειμένου να

προκύψουν μικροσφαίρες υψηλότερου πορώδους και να υπάρχει δυνατότητα

πρόβλεψης της συμπεριφοράς κατά τη διαδικασία παραγωγής των μικροσφαιρών.

Στη συνέχεια θα εξετασθούν οι επιδράσεις διαφορετικών ειδών

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και υγρών κοκκοποίησης, καθώς επίσης και

διαφορετικών μεθόδων ξήρανσης (ως κύριων παραγόντων σύστασης και

παρασκευής) στα ποιοτικά χαρακτηριστικά μικροσφαιρών (μέγεθος, σχήμα, μηχανική

αντοχή, αποσάθρωση, πυκνότητα και πορώδες). Για την επίτευξη υψηλού πορώδους

θα ενσωματωθεί κονιοποιημένο NaCl ως ποροσχηματιστής, το οποίο θα

απομακρυνθεί με εκχύλιση μετά τη σφαιροποίηση.

Το υψηλό πορώδες των μικροσφαιρών είναι δυνατόν να επηρεάζει την

ικανότητα φόρτισης και επιπλέον να ελαττώνει την πυκνότητα επηρεάζοντας έτσι το

χρόνο γαστρικής κένωσης και τελικά την αποδέσμευση των δραστικών ουσιών, καθ’

όσον, τόσο η φόρτιση των μικροσφαιρών με δραστική φαρμακευτική ουσία όσο και η

αποδέσμευσή της εξαρτάται από τη μικροδομή τους (μέγεθος και σχήμα των πόρων)
68 

και γι’ αυτό το λόγο εκτός από την εκχύλιση ποροσχηματιστή NaCl θα δοκιμαστεί

και η εφαρμογή διαφορετικών θερμοκρασιών ψύξης πριν από την ξήρανση εν

καταψύξει. Το σχήμα των πόρων θα εξετασθεί με επαναλαμβανόμενη ποροσιμετρία

υδραργύρου.

Τελικά, η δυνατότητα χρήσης των πορωδών μικροσφαιρών ως φορέων

δραστικών φαρμακευτικών συστατικών θα εκτιμηθεί με πειράματα φόρτισης μετά

από τη βύθισή τους σε διάλυμα υδατοδιαλυτής φαρμακευτικής ουσίας (ριβοφλαβίνης)

και εφαρμογή σταθερής υποπίεσης. Για το συγκεκριμένο σκοπό θα επιλεγούν

πορώδεις μικροσφαίρες διαφορετικού (μικρού και μεγάλου) μεγέθους πόρων. Επίσης,

θα εκτιμηθεί η δυνατότητα επικάλυψης των μικροσφαιρών για στοχευμένη

αποδέσμευση και η αποδέσμευση του δραστικού συστατικού με προσαρμογή σε

κατάλληλα κινητικά πρότυπα.


69 
69 

Β. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ: ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ

I. Υλικά

Για την παρασκευή μικροσφαιρών (pellets), στη διατριβή αυτή

χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικοί τύποι κονιοποιημένης μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης (MCC):

συμβατική μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (Avicel® PH-101, FMC, Ireland),

πυριτιωμένη μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (Prosolv®, Penwest

Pharmaceuticals, Finland), και,

τροποποιημένη συμβατική μικροκρυσταλλική κυτταρίνη.

Η τροποποίηση έγινε εφαρμόζοντας ειδική κατεργασία στο εργαστήριο, η

οποία περιλάμβανε απαιώρηση 50g του υλικού σε 1000ml νερό, για 1 ώρα, με τη

βοήθεια αναδευτήρα (ΙΚΑ-WERK RE162, Janke&Kunkel, USA), διήθηση και εν


ο
συνεχεία ξήρανση του στερεού υπολείμματος, στους 105 C για 6 ώρες, σε

πυριαντήριο δίσκων (model UT6, Heraeus Instruments, Germany). Από το ξηρό

υλικό συλλεγόταν με κοσκίνιση και φυλασσόταν σε κλειστά δοχεία, μέχρι τη χρήση

του, το κλάσμα μεγέθους <212μm.

Για την παρασκευή μικροσφαιρών υψηλού πορώδους χρησιμοποιήθηκε ως

ποροσχηματιστής NaCl, κλάσματος μεγέθους 50-150 μm. Το NaCl αναμιγνυόταν με

το Avicel® κατά το στάδιο της ξηρής ανάμιξης.

Ως υγρά κοκκοποποίησης χρησιμοποιήθηκαν: απιονισμένο νερό, ως το πιο

αποδεκτό και ευρέως χρησιμοποιούμενο υγρό κοκκοποίησης καθώς και μίγμα 60:40

(w/w) νερού και ισοπροπανόλης αναλυτικής ποιότητας (Riedel-de Haeu, Germany), η

οποία επελέγη ως μια ακίνδυνη και χαμηλού κόστους αλκοόλη.


70 

Στις μικροσφαίρες που παρασκευάστηκαν ενσωματώθηκε βιταμίνη B2

(ριβοφλαβίνη) ως δραστικό συστατικό και ειδικότερα το μετά νατρίου φωσφορικό

άλας της ριβοφλαβίνης (Sigma-Aldrich, France). Οι κύριες διαφορές των

φυσικοχημικών ιδιοτήτων του άλατος από τη ριβοφλαβίνη δίδονται στον πίνακα 2.1.

Λόγω της καλής διαλυτότητας σε όλες τις συνθήκες pH (πίνακας 2.1) το μετά νατρίου

φωσφορικό άλας της ριβοφλαβίνης είναι κατάλληλο για την εκτίμηση των εντερικών

ιδιοτήτων των επικαλυμμένων μικροσφαιρών.

Πίνακας 2.1 Κύριες φυσικοχημικές ιδιότητες της βιταμίνης Β2 (ριβοφλαβίνης) και


του μετά νατρίου φωσφορικού της άλατος (Clarke’s Isolation and
Identification of drugs, Second edition, 1986 και British Pharmacopoeia,
1998 )

  5΄-ΦΩΣΦΟΡΙΚΗ ΝΑΤΡΙΟ ΡΙΒΟΦΛΑΒΙΝΗ


ΡΙΒΟΦΛΑΒΙΝΗ
Χημικός τύπος

   

Μοριακό 478.33 376.4


βάρος
Σημείο τήξης >300 οC 280 oC
Διαλυτότητα:    
Στο νερό Διαλυτή: 112mg/ml (pH 6,9) Λίγο διαλυτή: 1 στα 3000 μέχρι
68 mg/ml (pH 5,6) 1 στα 20000 μέρη
43 mg/ml (pH 3,8)
Στην αιθανόλη Λίγο διαλυτή Πρακτικά αδιάλυτη

Στον αιθέρα Πρακτικά αδιάλυτη Πρακτικά αδιάλυτη


UV, λmax (nm) Όξινο υδατικό: 267 Όξινο υδατικό: 267

Αλκαλικό υδατικό: 270, 356 Αλκαλικό υδατικό: 270, 356


71 

Επίσης, έγινε και εντερική επικάλυψη των φορτισμένων μικροσφαιρών,

χρησιμοποιώντας μίγματα, τα οποία αποτελούνταν από διασπορά σε νερό του

πολυμερούς Eudragit L30D-55 ή του Eudragit FS30D 30% (β/β) (Degussa,

Germany), Tween 80 (Sigma Chemicals Co, Saint Louis, USA) ως συστατικό

διύγρανσης, τάλκη (Luzenac Val Chisone, Torino, Italy ) ως ολισθητικό και κιτρικό

τριαιθύλιο (Citrofol®, Jungbunzlauer, Germany) ως πλαστικοποιητή. Τα παραπάνω

πολυμερή υλικά επικάλυψης διαλύονται σε pH > 5,5 και pH > 7 (Degussa, 200)

αντίστοιχα, επιτρέποντας αποδέσμευση της δραστικής ουσίας στο δωδεκαδάκτυλο

(pH 6-6,5) και το παχύ έντερο (pH 6,2-7). Η σύνθεση των μιγμάτων περιγράφεται

στον πίνακα 2.2.

Πίνακας 2.2 Σύνθεση μιγμάτων επικάλυψης


_____________________________________________________________________

Συστατικό Ποσόν (g)


_____________________________________________
Συνολικά Ξηρό Συνολικά Ξηρό
υλικό υλικό
_____________________________________________________________________

Διασπορά Eudragit® L30D-55 51,0 15,3

Διασπορά Eudragit FS30D 55,0


16,5

Τάλκης 1,3 1,3 1,6 1,6

Tween® 80 1,6 0,5 1,3 0,4


(ως υδατικό διάλυμα 33%)

Citrofol® 3,1 3,1

Νερό 43,0 _ 43,3


_____________________________________________________________________
72 

Από τον πίνακα 2.2 φαίνεται ότι η σύνθεση του μίγματος επικάλυψης για

αποδέσμευση στο παχύ έντερο (Eudragit® FS30D) δεν απαιτεί χρήση

πλαστικοποιητή, γιατί η θερμοκρασία σχηματισμού μεμβράνης του πολυμερούς

(minimum film-forming temperature, MFT) είναι 14 0C.

II. Μέθοδοι

1. Χαρακτηρισμός των κόνεων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης

Προσδιορίστηκαν οι μικροσωματιδιακές ιδιότητες των τριών διαφορετικών

τύπων κονιοποιημένης μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (μέγεθος και σχήμα

σωματιδίων), η αληθής πυκνότητά τους και η κρυσταλλικότητα. Επίσης, επειδή κατά

τα στάδια της διαδικασίας παρασκευής μικροσφαιρών και ιδιαίτερα κατά την υγρή

κοκκοποίηση σημαντικό ρόλο παίζει εκτός των σωματιδιακών ιδιοτήτων των κόνεων

και η αλληλεπίδρασή τους με τα υγρά κοκκοποίησης, αυτή εκτιμήθηκε εφαρμόζοντας

δοκιμασίες της ικανότητας κατακράτησης ύδατος καθώς και υπερδιύγρανσης και με

τα δύο υγρά κοκκοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν.

α) Προσδιορισμός μεγέθους και σχήματος σωματιδίων

Για τον προσδιορισμό των μικροσωματιδιακών ιδιοτήτων χρησιμοποιήθηκε η

μικροσκοπική μέθοδος σε συνδυασμό με σύστημα ανάλυσης εικόνας (Quantiment

500, Cambridge, England). Το σύστημα αποτελούνταν από οπτικό μικροσκόπιο

(Leitz Laborux S, Wild Leitz, Germany), στο οποίο ήταν προσαρμοσμένη κάμερα

λήψης (VC-2512, Sanyo Electric, Japan) συνδεδεμένη με ηλεκτρονικό υπολογιστή

(Leica, Cambridge, England). Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ήταν εφοδιασμένος με

κατάλληλο πρόγραμμα ανάλυσης εικόνας που είχε τη δυνατότητα να υπολογίζει τις


73 

διαστάσεις των σωματιδίων των κόνεων. Η διάταξη του συστήματος ανάλυσης

εικόνας παρίσταται διαγραμματικά στο σχήμα 2.1.

1
3

Σχήμα 2.1. Διάταξη συστήματος ανάλυσης εικόνας για τον προσδιορισμό μεγέθους
και σχήματος των σωματιδίων MCC: (1) οπτικό μικροσκόπιο, (2) κάμερα
λήψης, (3) ηλεκτρονικός υπολογιστής.
74 

Ο προσδιορισμός γινόταν χρησιμοποιώντας συνολική μεγέθυνση 400x, μετά

τη διασπορά των κόνεων σε παραφίνη, πάνω σε αντικειμενοφόρο πλάκα.

Εξετάζονταν περισσότερα από 500 σωματίδια μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης σε 3-4

οπτικά πεδία και το μέγεθος των σωματιδίων εκφραζόταν ως μέση διάμετρος κύκλου

ίσης επιφάνειας και το σχήμα ως μέση σφαιρικότητα (Hausner, 1966).

περίμετρος 2 ………………………………...(2.1)
Σφαιρικότη τα 
4  π  εμβαδόν  1,064

Ο συντελεστής 1,064 διορθώνει την περίμετρο των σωματιδίων λόγω εμφάνισης

γωνιών κατά την ψηφιοποίηση της εικόνας.

β) Προσδιορισμός αληθούς πυκνότητας

Η αληθής πυκνότητα (true density) των κονιοποιημένων υλικών ορίζεται από

το λόγο του βάρους προς τον όγκο που καταλαμβάνει ένα σύνολο σωματιδίων εκτός

των ενδοσωματιδιακών και διασωματιδιακών κενών χώρων και εκφράζεται σε g/cm3.

Για τον προσδιορισμό της αληθούς πυκνότητας χρησιμοποιήθηκε πυκνόμετρο

συγκρίσεως της πιέσεως ηλίου (Ultrapycnometer 1000, Quantachrome Instruments,

USA). O όγκος του δείγματος υπολογιζόταν από τον εκτοπιζόμενο όγκο ηλίου

εφαρμόζοντας το νόμο των αερίων (PV = nRT), μετά από βαθμονόμηση του οργάνου

χρησιμοποιώντας σφαίρα γνωστού όγκου (7,0699cc). Ποσότητες κόνεως επακριβώς

ζυγισμένες μεταφέρονταν στο θάλαμο δείγματος του οργάνου. Το αέριο ήλιο

εισαγόταν στο θάλαμο του δείγματος με ρυθμό αύξησης της πίεσης 20,2 psi/minute

και ο χρόνος απαέρωσης του δείγματος (purging time) ρυθμιζόταν στα 10 λεπτά. Για

κάθε υλικό γίνονταν τρεις μετρήσεις πυκνότητας και υπολογιζόταν η μέση τιμή.
75 

γ) Προσδιορισμός κρυσταλλικότητας

Η κρυσταλλικότητα των τριών τύπων κόνεως μικροκρυσταλικής κυτταρίνης

προσδιορίστηκε με τη μέθοδο περίθλασης ακτίνων-X (PXRD) σε ειδική συσκευή

(Siemens AG, Karlsruhe, Germany) εφοδιασμένη με γωνιόμετρο θήτα/θήτα, πηγή

ακτινοβολίας CuKa και κάτοπτρο Goebel (Bruker AXS, Karlsruhe, Germany). H

καταγραφή γινόταν με ρυθμό 0,005ο 2θ/s σε εύρος γωνιών 2-40ο 2θ. Ο δείκτης

κρυσταλλικότητας (Crystallinity Index, CI) υπολογιζόταν από το λόγο έντασης των

κορυφών του φάσματος στις 22,6ο 2θ Ι200 και στις 18,7ο 2θ Ιam:

I am
CI  1  …………………………….………..(2.2)
I 200

δ) Προσδιορισμός ικανότητας κατακράτησης ύδατος

Η ικανότητα κατακράτησης ύδατος από τους τρεις διαφορετικούς τύπους

κονιοποιημένης μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης προσδιορίστηκε καθόσον σχετίζεται

με τη δυνατότητα σχηματισμού δεσμών υδρογόνου της οποίας η μείωση έχει

χαρακτηριστεί ως φαινόμενο κερατινοποίησης (“hornification”). Για τον

προσδιορισμό εφαρμόστηκε η μέθοδος φυγοκέντρησης που έχει προηγουμένως

αναπτυχθεί στο εργαστήριο (Nikolakakis et al. 2006) και αποτελεί τροποποίηση

αυτής που προτάθηκε και αναφέρεται στη βιβλιογραφία (Tomer et al. 1999).

Χρησιμοποιήθηκε διάταξη, η οποία απεικονίζεται στο σχήμα 2.2. Η διάταξη

αποτελούνταν από μεταλλικό δοχείο (1) ύψους 50 mm, εσωτερικής διαμέτρου 23 mm

και διάτρητη βάση (2). Το δοχείο μετά την πλήρωση με κονιοποιημένο υλικό

φέρονταν σε σωλήνα φυγοκέντρησης (3), ο οποίος επικαθόταν σε μεταλλικό σωλήνα

(υπόβαθρο) ίδιας εσωτερικής διαμέτρου και ύψους 35 mm (4). Φίλτρο με πόρους

διαμέτρου 0,2 μm (5) τοποθετούνταν μέσα στο δοχείο και πάνω από τη διάτρητη

βάση του πριν την τοποθέτηση της κόνεως ώστε να εμποδίζεται τη διαφυγή των
76 

6

Σχήμα 2.2. Διάταξη προσδιορισμού ικανότητας κατακράτησης ύδατος: (1)


Μεταλλικό δοχείο, (2) διάτρητη βάση, (3) σωλήνας φυγοκέντρησης,
(4) μεταλλικός σωλήνας, (5) φίλτρο, (6) σκόνη, (7) νερό, (8) νερό που
πέρασε.
77 

σωματιδίων της. Δείγματα κόνεως (2,5g) μεταφέρονταν στα δοχεία και συμπιέζονταν

με ειδικό έμβολο ώστε το πορώδες τους να είναι 70% (6). Αφού προσθέτονταν 7,5ml

απιονισμένου νερού (7), το δοχείο μαζί με την υγρή σκόνη ζυγίζονταν και

ακολουθούσε φυγοκέντρηση με απλή φυγόκεντρο (Janetzki, Engelsdorf-Leipzig,

Germany), σε ταχύτητα 2500 rpm. Οι προσδιορισμοί γίνονταν εις τριπλούν, σε


ο
θερμοκρασία δωματίου 20 C και σχετική υγρασία περιβάλλοντος 50+5%. Η

κατακράτηση εκφραζόταν από το λόγο: (βάρος υγρού-βάρος ξηρού)/βάρος ξηρού

δείγματος ως ποσοστό %.

ε) Δοκιμασία υπερδιύγρανσης (overwetting test)

Δοκιμασίες υπερδιύγρανσης διεξήχθηκαν και για τα τρία είδη κονιοποιημένης

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης προκειμένου να καθοριστούν οι καταστάσεις

συσσωμάτωσής τους κατά την υγρή κοκκοποίηση (εκκρεμοειδής, χοανοειδής και

τριχοειδική), καθώς και οι απαιτούμενες ποσότητες υγρού κοκκοποίησης για τη

μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη, ώστε να επιλεγεί τελικά η κατάλληλη

ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης για την παρασκευή μικροσφαιρών (pellets). Για

τις δοκιμασίες χρησιμοποιήθηκε ειδική διάταξη εργαστηριακών συσκευών, που

παρίσταται διαγραμματικά στο σχήμα 2.3 και περιγράφεται λεπτομερώς παρακάτω. Η

διάταξη είχε τη δυνατότητα να καταγράφει την αντίσταση της διαβρεγμένης μάζας

κατά τη συνεχή ανάμιξή της με ταυτόχρονη προσθήκη υγρού κοκκοποίησης. Η

αντίσταση εκφραζόταν από την ασκούμενη ροπή στο δοχείο ανάμιξης.

Διάταξη συσκευών δοκιμασίας υπερδιύγρανσης:

Η διάταξη αποτελούνταν από βραχίονα ανάμιξης τριών πτερυγίων (1)

τοποθετημένο κεντρικά σε κυλινδρικό δοχείο ανάμιξης χωρητικότητας ενός λίτρου

(2), το οποίο συγκρατούνταν πάνω σε κυκλική περιστρεφόμενη βάση (3). Ο

βραχίονας ανάμιξης ήταν προσαρμοσμένος σε κινητήρα (4) που είχε τη δυνατότητα


78 

ηλεκτρονικής ρύθμισης και σταθεροποίησης (5) της ταχύτητας περιστροφής (IKA-

WERK RE162, Janke&Kunkel, Germany). Η ροπή που ασκούνταν στο δοχείο

ανάμιξης καταγραφόταν με τη βοήθεια δυναμόμετρου (6) μετρητικής ικανότητας

11lbs (Sensotec, USA) τοποθετημένου εφαπτομενικά στο δοχείο ανάμιξης και

συνδεδεμένου με ενισχυτή σήματος (RDP Electronics E-308, UK) (7). Το σήμα

μεταφερόταν μέσω μετασχηματιστή (8) και ηλεκτρονικού πολύμετρου (9)

(Handyscope 500, Holland), σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (10) όπου καταγραφόταν και

αποθηκευόταν. Για την προσθήκη του υγρού κοκκοποίησης με σταθερό ρυθμό κατά

τη διάρκεια της ανάμιξης χρησιμοποιήθηκε περισταλτική αντλία (Desaga,

Heidelberg, Germany) (11).

Διαδικασία της δοκιμασίας υπερδιύγρανσης:

Αρχικά, με το δοχείο ανάμιξης κενό και τον αναμικτήρα να περιστρέφεται με

ταχύτητα 200 σ.α.λ. μηδενιζόταν ο καταγραφέας ροπής. Στη συνέχεια, αφού

διακοπτόταν η περιστροφή του αναδευτήρα, μεταφέρονταν στο δοχείο ανάμιξης 50g

κόνεως, ποσότητα η οποία ήταν αρκετή για να καλύπτει τα πτερύγια ανάμιξης.

Ακολουθούσε ξηρή ανάμιξη στην ίδια ταχύτητα (200 σ.α.λ.) για την επίτευξη

σταθερής βασικής γραμμής (base line) και μετά από 2 λεπτά ξηρής ανάμιξης, αφού

ξαναμηδενιζόταν ο καταγραφέας ροπής, άρχιζε η προσθήκη του κοκκοποιητικού

υγρού. Η ανάμιξη της κόνεως με ταυτόχρονη προσθήκη υγρού κοκκοποίησης

συνεχιζόταν μέχρι την εμφάνιση απότομης πτώσης της αντίστασης που είναι και

χαρακτηριστική του τέλους της υπερδιύγρανσης και της έναρξης μετάπτωσης της

υγρής μάζας σε εναιώρημα. Η προσθήκη υγρού γινόταν μέσω της περισταλτικής

αντλίας με σταθερό ρυθμό, ο οποίος ρυθμιζόταν έτσι ώστε να ανταποκρίνεται σε

συνολικό χρόνο προσθήκης υγρού και ανάμιξης περίπου 10 λεπτών.


79 

10

11

6
3

Σχήμα 2.3. Διάταξη συσκευών δοκιμασίας υπερδιύγρανσης: (1) Πτερύγια ανάμιξης,


(2) δοχείο ανάμιξης, (3) περιστρεφόμενη βάση, (4) κινητήρας, (5) έλεγχος
ταχύτητας αναδευτήρα, (6) μετρική δυναμοκυψέλη, (7) ενισχυτής
σήματος, (8) μετασχηματιστής, (9) ηλεκτρονικό πολύμετρο, (10)
ηλεκτρονικός υπολογιστής, (11) περισταλτική αντλία.
80 

Από τα διαγράμματα ροπής που καταγράφονταν στον υπολογιστή ως προς το

χρόνο ορίζονταν οι χαρακτηριστικές φάσεις συσσωμάτωσης S3, S4 και S5 (Bier et al.

1979) και προσδιορίζονταν οι ποσότητες του υγρού που αντιστοιχούσαν στα όρια των

φάσεων.

2. Παρασκευή μικροσφαιρών με τη μέθοδο εξώθησης και σφαιροποίησης

Από τις μέχρι τώρα προταθείσες μεθόδους παρασκευής μικροσφαιρών, αυτή

της εξώθησης και σφαιροποίησης (extrusion-spheronization) είναι η πιο διαδεδομένη

λόγω των πλεονεκτημάτων που διαθέτει και ως εκ τούτου επιλέχθηκε και για την

παρούσα διατριβή. Η μέθοδος όπως ήδη αναφέρθηκε στην εισαγωγή, πλεονεκτεί

έναντι των άλλων και είναι η περισσότερο κατάλληλη για τον προγραμματισμό ή την

παράταση της αποδέσμευσης στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η διαδικασία περιλαμβάνει

τουλάχιστον πέντε διαφορετικά στάδια, τα οποία είναι: ξηρή ανάμιξη, υγρή

κοκκοποίηση, εξώθηση, σφαιροποίηση και τέλος ξήρανση. Τα στάδια της

διαδικασίας μαζί με τις σημαντικές μεταβλητές για καθένα από αυτά παρουσιάζονται

συνοπτικά στο σχήμα 2.4 και οι συνθήκες που επιλέγησαν στo καθένα απ’ αυτά

περιγράφονται εν συνεχεία.

α) Ξηρή ανάμειξη και υγρή κοκκοποίηση

Η διεξαγωγή της ξηρής ανάμειξης καθώς και της υγρής κοκκοποίησης έγιναν

στην ίδια συσκευή στην οποία έγινε και η δοκιμασία υπερδιύγρανσης και ήδη

περιγράφηκε (σελ. 77). Μάλιστα αυτές έγιναν κάτω από τις ίδιες συνθήκες

περιστροφής του αναμικτήρα και προσθήκης του υγρού. Συγκεκριμένα, κατά την

παρασκευή κάθε παρτίδας μικροσφαιρών κοκκοποιούνταν 50 g μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης ή 150 g μείγματος με NaCl με καθορισμένο και σταθερό όγκο του κάθε

υγρού κοκκοποίησης (νερού ή μείγματος νερού-ισοπροπανόλης), ο οποίος επιλεγόταν


81 

1) ΞΗΡΗ ΑΝΑΜΕΙΞΗ
 Τύπος συσκευής
 Χρόνος ανάμειξης
2) ΥΓΡΗ ΚΟΚΚΟΠΟΙΗΣΗ
Τύπος συσκευής
 Υγρό κοκκοποίησης
 Ρυθμός προσθήκης υγρού

3) ΕΞΩΘΗΣΗ  Χρόνος ανάμειξης

 Τύπος συσκευής
 Διάμετρος οπής
 Μήκος οπής
 Ρυθμός τροφοδοσίας

4) ΣΦΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ
 Τύπος συσκευής
 Χρόνος παραμονής
 Τύπος περιστρεφόμενου
δίσκου
 Ταχύτητα περιστροφής
 Φορτίο
5) ΞΗΡΑΝΣΗ
 Τύπος συσκευής
 Θερμοκρασία
 Χρόνος

Σχήμα 2.4 Στάδια παρασκευής μικροσφαιρών με τη μέθοδο εξώθησης και


σφαιροποίησης,
82 

από προκαταρκτικές δοκιμασίες όπως περιγράφεται ακολούθως. Από το στάδιο της

υγρής κοκκοποίησης προέκυπτε μάζα με την απαιτούμενη πλαστικότητα και

δυνατότητα παραμόρφωσης και μετασχηματισμού κατά τα επόμενα στάδια.

Επιλογή της ποσότητας του υγρού κοκκοποίησης

Για την επιλογή της κατάλληλης ποσότητας υγρού κοκκοποίησης προς

σχηματισμό μικροσφαιρών έγιναν δοκιμές με διαφορετικές ποσότητες υγρού για κάθε

υλικό και καθορίστηκε το εύρος του όγκου στο οποίο ήταν εφικτός ο σχηματισμός

μικροσφαιρών με επαρκώς στενή κατανομή μεγέθους και σφαιρικό σχήμα.

Συγκεκριμένα, σε 50 g μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης ή 150 g μίγματος με NaCl

προσθέτονταν διαφορετικές ποσότητες υγρού κοκκοποίησης, που ήταν μέσα στα όρια

χοανοειδούς και τριχοειδικής κατάστασης, όπως αυτά προέκυπταν από τις δοκιμασίες

υπερδιύγρανσης (S4-S5). Ο όγκος του υγρού αυξανόταν κατά 1-2 ml κάθε φορά και

ως αποδεκτές θεωρούνταν οι μικροσφαίρες με συντελεστή σφαιρικότητας μικρότερο

του 1,3 και μέγεθος για το 90-95 % β/β των μικροσφαιρών μεταξύ 250-710 μm.

β) Εξώθηση

Κατά το στάδιο της εξώθησης μετασχηματίζεται η υγρή μάζα

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης ή μίγματος με NaCl σε κυλινδρικά σωματίδια, τα

οποία χαρακτηρίζονται από ομοιόμορφη διάμετρο. Αυτό επιτυγχάνεται καθώς η υγρή

εύπλαστη μάζα πιέζεται μέσα από οπές διάτρητου δίσκου. Τα κυλινδρικά σωματίδια

που προκύπτουν πρέπει να έχουν αρκετή πλαστικότητα ώστε να μετασχηματίζονται

σε μικροσφαίρες κατά το επόμενο στάδιο της σφαιροποίησης, αλλά όχι τόση ώστε να

προσκολλώνται μεταξύ τους τόσο κατά την επαφή τους αμέσως μετά την έξοδο από

τις οπές του δίσκου όσο και κατά τη συλλογή και σφαιροποίηση (Erkoboni, 1997).
83 

Για την εξώθηση της υγρής μάζας χρησιμοποιήθηκε εξωθητής ακτινωτού

τύπου (Model 20, Caleva, UK), εφοδιασμένος με διάτρητο κυλινδρικό πλαίσιο

ανοίγματος οπών 0,5 mm (1) και περιστρεφόμενους μεταλλικούς τροχούς συμπίεσης

(2), σχήμα 2.5. Μέσω χοάνης τροφοδοσίας (3) μεταφερόταν στη συσκευή η προς

εξώθηση μάζα αμέσως μετά την υγρή κοκκοποίηση και εξωθούνταν με σταθερό

ρυθμό περιστροφής των τροχών συμπίεσης, 25 σ.α.λ..

γ) Σφαιροποίηση

Στο στάδιο της σφαιροποίησης, αρχικά τα κυλινδρικά σωματίδια που

προκύπτουν λόγω εξώθησης της υγρής μάζας σπάνε σε μικρότερα, ομοιόμορφου

μήκους. Ακολούθως, τα σωματίδια σταδιακά αποκτούν σφαιρικό σχήμα

μετασχηματιζόμενα σε μικροσφαίρες (pellets), με μηχανισμούς που ήδη έχουν

περιγραφεί (σελ 38).

Το φορτίο, η ταχύτητα περιστροφής του δίσκου της συσκευής σφαιροποίησης

και η χρονική διάρκεια περιστροφής επηρεάζουν τις μικροσωματιδιακές ιδιότητες

των μικροσφαιρών, όπως το σχήμα και το μέγεθος (Hellén et al., 1993, Wan et al.

1993). Ως εκ τούτου οι τρεις αυτοί παράγοντες διατηρούνταν σταθεροί.

Συγκεκριμένα, οι παρτίδες κυλινδρικών σωματιδίων μεταφέρονταν σε σφαιροποιητή

(Spheronizer Model 120, Caleva, UK), ο οποίος ήταν εφοδιασμένος με

περιστρεφόμενο δίσκο που έφερε σταυρωτού τύπου χαραγμένες αύλακες, βάθους 2

mm. Ο δίσκος περιστρεφόταν με ταχύτητα 4500 σ.α.λ. και η διάρκεια της

σφαιροποίησης ήταν ακριβώς 15 λεπτά. Στο σχήμα 2.6 παρίσταται διαγραμματικά ο

σφαιροποιητής και ο περιστρεφόμενος δίσκος που χρησιμοποιήθηκε.


84 

1
2

Σχήμα 2.5. Διάγραμμα εξωθητή ακτινωτού τύπου. (1) Διάτρητο κυλινδρικό πλαίσιο,

(2) μεταλλικοί τροχοί συμπίεσης, (3) χοάνη τροφοδοσίας, (4) μάζα προς εξώθηση.
85 

(α) (β)

Σχήμα 2.6 α) Σφαιροποιητής, β) Περιστρεφόμενος δίσκος σταυρωτού τύπου.

δ) Ξήρανση

Η ξήρανση είναι το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας παρασκευής

μικροσφαιρών και μπορεί να γίνει με μεθόδους που συνήθως χρησιμοποιούνται στη

συμβατική κοκκοποίηση, όπως σε πυριαντήριο δίσκων ή και με κάποιες περισσότερο

ειδικές όπως συσκευή ρεοαιωρούμενου στρώματος, μικροκυμάτων και

λυοφιλοποίησης.

Στην εργασία αυτή επιχειρήθηκε βελτίωση των χαρακτηριστικών πορώδους,

σφαιρικότητας και επιφανειακής ομαλότητας των μικροσφαιρών χρησιμοποιώντας τις

τρεις ειδικές μεθόδους ξήρανσης που προαναφέρθηκαν. Συγκεκριμένα, κάθε παρτίδα

υγρών μικροσφαιρών, αμέσως μετά τη σφαιροποίηση, χωριζόταν σε τρία μέρη και

στο καθένα εφαρμοζόταν διαφορετική μέθοδος ξήρανσης. Αυτές ήταν:


86 

ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα (συσκευή Copley-Retsch, UK) στους 60 οC για 30

λεπτά, μικροκύματα (φούρνος Amana,USA με αισθητήρα θερμότητας) στους 92 οC

για 1.5 ώρα και λυοφιλοποίηση ή ξήρανση εν καταψύξει (συσκευή freeze dryer Vir

Tis, τύπου Benchtop 2K, USA) για 14 ώρες σε τελική θερμοκρασία συμπυκνωτή -77
ο
C και κενό 50 mTorr. Η λυοφιλοποίηση έγινε μετά την ψύξη των υγρών

μικροσφαιρών σε διαφορετικές συνθήκες.

Οι συνθήκες της αρχικής αυτής ψύξης (θερμοκρασία και χρόνος ψύξης πριν

από τη λυοφιλοποίηση) θεωρήθηκαν σημαντικές καθότι μπορούν να επηρεάσουν την

κρυστάλλωση του περιεχόμενου ύδατος, όπως τον αριθμό, το μέγεθος και το σχήμα

των κρυστάλλων του πάγου που θα προκύψει. Έτσι τελικά επιδρούν στο πορώδες και

τις δομικές ιδιότητες των τελικών στεγνών μικροσφαιρών (Hottot et al. 2004) και δε

φαίνεται να έχουν εξετασθεί οι επιδράσεις αυτές. Στην εργασία αυτή κάθε παρτίδα

υγρών MCC ή MCC/NaCl χωριζόταν σε τρία μέρη. Τα δύο από αυτά έμεναν όλη

νύχτα να παγώσουν σε δύο διαφορετικές θερμοκρασίες: το ένα στους -30οC (σε

ψυγειοκαταψύκτη) και το άλλο στους -80οC (σε ψύκτη βαθειάς κατάψυξης). Το τρίτο

μέρος εμβαπτιζόταν σε υγρό άζωτο για 5 λεπτά (-197οC). Μετά το τέλος της

λυοφιλοποίησης (κυρίως ξήρανση εν καταψύξει) ακολουθούσε επιπλέον ξήρανση

υπό κενό, για 1 ώρα, σε θερμοκρασία δωματίου.

ε) Παρασκευή μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με εκχύλιση

ποροσχηματιστή (NaCl)

Μικροσφαίρες υψηλού πορώδους παρασκευάστηκαν χρησιμοποιώντας

κονιοποιημένο NaCl ως ποροσχηματιστή όπως πρόσφατα προτάθηκε (Cosijns et al.

2006). Αρχικά, αναμειγνύονταν κόνεις Avicel® του εμπορίου και NaCl, κλάσματος

μεγέθους σωματιδίων 50-150μm, σε αναλογία 30:70 β/β. Η ανάμιξη γινόταν στην ίδια

συσκευή στην οποία έγινε και δοκιμασία υπερδιύγρανσης για τον προσδιορισμό της
87 

ποσότητας του υγρού που αντιστοιχούσε στα όρια των τριών φάσεων υγρής σύνδεσης

και τον καθορισμό του όγκου του κάθε υγρού κοκκοποίησης. Μετά την ξηρή

ανάμειξη ακολουθούσε η υγρή κοκκοποίηση, κατά παρτίδες 150 g, με ποσότητα 60

ml απιονισμένου νερού, και η οποία διαρκούσε περίπου 10 λεπτά. Ακολουθούσε

εξώθηση και σφαιροποίηση όπως ακριβώς περιγράφηκε παραπάνω για τα σφαιροειδή

χωρίς ποροσχηματιστή NaCl. Αμέσως μετά τη σφαιροποίηση ακολουθούσε εκχύλιση

του NaCl των υγρών μικροσφαιρών και εν συνεχεία ξήρανση με διαφορετικούς

τρόπους όπως και για τα σφαιροειδή χωρίς ποροσχηματιστή NaCl.

Εκχύλιση του ποροσχηματιστή NaCl

Οι υγρές μικροσφαίρες Avicel®/NaCl μεταφέρονταν σε υποδοχείς

συνδεδεμένους με σύστημα διήθησης (σχήμα 2.7). Οι υποδοχείς ήταν γυάλινες

χρωματογραφικές στήλες των 100 ml (1), εφοδιασμένες με ηθμό υφασμάτινο στη

βάση τους (2) ώστε να εμποδίζεται η διαφυγή των μικροσφαιρών. Στη συνέχεια

γινόταν η εκχύλιση του NaCl, με γρήγορες επανειλημμένες πλύσεις των

μικροσφαιρών, χρησιμοποιώντας 100 ml νερό κάθε φορά (3) και παράλληλα

εφαρμόζοντας κενό για συντόμευση της διήθησης και περιορισμό της τυχόν

διόγκωσης, πάντοτε με προσοχή (ήπιες κινήσεις) ώστε να μην αλλοιωθεί το σχήμα

των μικροσφαιρών. Η επαρκής απομάκρυνση του NaCl ελεγχόταν μέσω

προσδιορισμού αγωγιμότητας, του εκχυλίσματος και βάση καμπύλης αναφοράς

σχήμα 2.8. Η εκχύλιση επαναλαμβανόταν μέχρι την επίτευξη σταθερής τιμής της

αγωγιμότητας η οποία εξασφαλιζόταν τελικά μετά από 18 επανειλημμένες εκπλύσεις

(18x100=1800ml νερού). Η τυχόν παραμονή υπολειμμάτων NaCl ελεγχόταν

φλογοφωτομετρικά και μετά την ξήρανση των μικροσφαιρών, κατά τον

χαρακτηρισμό των ιδιοτήτων τους όπως περιγράφεται ακολούθως.


88 

Σχήμα 2.7. Διάταξη εκχύλισης μικροσφαιρών NaCl: (1) Υάλινη χρωματογραφική


στήλη, (2) υφασμάτινος ηθμός, (3) νερό, (4) μικροσφαίρες, (5)
εκχύλισμα, (6) αντλία κενού.
89 

400

300
Αγωγιμότητα (microSiemens)

200

100

Y=9,198 x 0,779 
0 R2=0,9992 

0 20 40 60 80 100 120

Συγκέντρωση (μg/ml)

Σχήμα 2.8 Καμπύλη αγωγιμότητας διαλυμάτων NaCl.


90 

3. Χαρακτηρισμός υγρών και στεγνών μικροσφαιρών

Για τους υγρούς σφαιροποιημένους κόκκους, αμέσως μετά την παρασκευή

τους και πριν από την ξήρανση, προσδιορίστηκαν οι μικροσωματιδιακές ιδιότητες,

δηλαδή η μέση διάμετρος και η σφαιρικότητα. Στις τελικές στεγνές μικροσφαίρες

προσδιορίστηκε το ποσοστό της περιεχόμενης υγρασίας αμέσως μετά την

απομάκρυνση από τον ξηραντήρα και στη συνέχεια οι μικροσωματιδιακές και

φυσικομηχανικές ιδιότητες, όπως: η κατανομή μεγέθους και η μέση διάμετρος, το

σχήμα, η αληθής πυκνότητα και η πυκνότητα στοίβασης, η μηχανική αντοχή

(αντίσταση στην παραμόρφωση και αντοχή σε εφελκυσμό), το πορώδες και ο χρόνος

αποσάθρωσης. Ακόμη, στις στεγνές μικροσφαίρες υψηλού πορώδους που προέκυψαν

με εκχύλιση ποροσχηματιστή NaCl έγινε φλογοφωτομετρικός προσδιορισμός του

τυχόν εναπομένοντος NaCl.

α) Μέση διάμετρος και σφαιρικότητα υγρών μικροσφαιρών

Για τον προσδιορισμό χρησιμοποιήθηκε σύστημα ανάλυσης εικόνας και η

διαδικασία ήταν ίδια με αυτήν που περιγράφεται παρακάτω, για το χαρακτηρισμό του

σχήματος των τελικών στεγνών μικροσφαιρών.

β) Ποσοστό υγρασίας (moisture content) στεγνών μικροσφαιρών

Το περιεχόμενο της υγρασίας προσδιορίστηκε στις στεγνές μικροσφαίρες από

την απώλεια του βάρους κατά τη θέρμανση. Επακριβώς ζυγισμένο δείγμα 5g περίπου

έμενε στους 105 οC, σε συσκευή υπέρυθρης ακτινοβολίας (Halogen Moisture

Analyzer, HR73, Mettler Toledo). Το βάρος του δείγματος ελεγχόταν κάθε 30

δευτερόλεπτα και η μέτρηση σταματούσε όταν η απώλεια βάρους του δείγματος

μεταξύ δύο μετρήσεων ήταν μικρότερη από 0,01%. Το ποσοστό υγρασίας (ΜC%,
91 

moisture content) εκφραζόταν από το λόγο της διαφοράς βάρους προς το βάρος του

αρχικού δείγματος, ως ποσοστό επί τοις %:

MC% = [(αρχικό βάρος – τελικό βάρος)/αρχικό βάρος]x100

γ) Μικροσωματιδιακές ιδιότητες στεγνών μικροσφαιρών

Κατανομή μεγέθους και μέση διάμετρος: Ο προσδιορισμός της κατανομής του

μεγέθους των στεγνών μικροσφαιρών έγινε με σειρά ειδικών αναλυτικών κοσκίνων

διαμέτρου 10 cm (Endecotts Ltd, London, England), τοποθετημένων στη βάση

συσκευής δόνησης (Fritsch Analysette 3, Germany). Το μέγεθος οπής των κοσκίνων

ήταν από 250 μέχρι 1000 μm, αυξανόμενο κατά γεωμετρική πρόοδο √2. Το πλάτος

της δόνησης ρυθμιζόταν στα 3 mm και ο χρόνος στα 10 λεπτά. Μετά το τέλος της

δόνησης ζυγιζόταν με ακρίβεια το βάρος των κοσκίνων μαζί με τις μικροσφαίρες.

Υπολογιζόταν η ποσότητα των μικροσφαιρών που παρέμενε στα κόσκινα από τη

διαφορά βάρους του αντίστοιχου κενού κοσκίνου και με το ειδικό πρόγραμμα

(Autosieve) αυτόματα καταγραφόταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ως % ποσοστό

βάρους μικροσφαιρών με μέγεθος εντός της περιοχής μεταξύ δύο κοσκίνων. Το %

ποσοστό βάρους παριστανόταν γραφικά ως προς τη μέση τιμή μεγέθους των δύο

κοσκίνων. Από τα δεδομένα αυτά, με τη βοήθεια κατάλληλου στατιστικού

προγράμματος (Sigma Plot 8.0) υπολογιζόταν και η μέση διάμετρος των

μικροσφαιρών.

Σχήμα: Το σχήμα των στεγνών μικροσφαιρών προσδιορίστηκε χρησιμοποιώντας

σύστημα ανάλυσης εικόνας και διαδικασία όπως ήδη περιγράφηκε στον

προσδιορισμό σχήματος των σωματιδίων MCC (σελ. 72). Το σύστημα αποτελούνταν

από στερεοσκόπιο (Olympus SZX9, Japan) εφοδιασμένο με πηγή ψυχρού φωτός

(Highlight 3100, Olympus Optical), ασπρόμαυρη κάμερα (VC-2512, Sanyo Electric,

Japan) και ειδικό πρόγραμμα (Quantiment 500, Cambridge, Emgland) στον


92 

ηλεκτρονικό υπολογιστή (Σχήμα 2.9). Περισσότερες από 100 μικροσφαίρες, από 3-4

διαφορετικά οπτικά πεδία, εξετάζονταν για κάθε παρτίδα, σε μεγέθυνση 6.5x5=32.1.

Το σχήμα εκφραζόταν ως μέση σφαιρικότητα.

 ί  2
Σφαιρικότητα = 4     ό   1, 064 …………………..(2.1 )

δ) Πυκνότητα στεγνών μικροσφαιρών

Προσδιορίστηκαν η αληθής πυκνότητα και η πυκνότητα στοίβασης των

μικροσφαιρών χρησιμοποιώντας το κλάσμα μεγέθους 355-500 μm. Εξετάζονταν τρία

δείγματα από κάθε παρτίδα και υπολογίζονταν η μέση τιμή των τριών

προσδιορισμών.

Αληθής πυκνότητα (πυκνομετρική): Προσδιορίστηκε με πυκνόμετρο σύγκρισης

αερίου ηλίου (Ultrapycnometer 1000, Quantachrome Instruments, USA). Οι συνθήκες

προσδιορισμού ήταν ακριβώς οι ίδιες με αυτές κατά την εξέταση των τριών

διαφορετικών τύπων MCC, και περιγράφονται στην αντίστοιχη παράγραφο (σελ. 74).

Πυκνότητα στοίβασης: Η πυκνότητα στοίβασης εκφράζει την ικανότητα διευθέτησης

των μικροσφαιρών κάτω από ειδικές συνθήκες στοιβάσεως. Ο προσδιορισμός έγινε

σε συσκευή T. Engelsmann (Model JEL ST 2, Germany), εφοδιασμένη με

ογκομετρικό κύλινδρο των 25 ml. Προζυγισμένη ποσότητα μικροσφαιρών

μεταφερόταν στον ογκομετρικό κύλινδρο και καταγραφόταν ο αρχικός όγκος που

καταλάμβαναν καθώς και ο όγκος μετά τις 300 πτώσεις του κυλίνδρου που πρακτικά

εξασφάλιζαν τη σταθεροποίηση του όγκου. Το ύψος πτώσης του κυλίνδρου ήταν 3

mm και ο ρυθμός 300 πτώσεις/min.


93 

Φαινόμενη πυκνότητα: Ο υπολογισμός της φαινόμενης πυκνότητας των

μικροσφαιρών έγινε κατά τον προσδιορισμό του πορώδους, όπως περιγράφεται

παρακάτω.

ε) Πορώδες στεγνών μικροσφαιρών

Το πορώδες εκφράζει τον όγκο των κενών χώρων ως ποσοστό του ολικού

όγκου ενός υλικού και αποτελεί χρήσιμο δείκτη της δομής του. Ειδικότερα, για τις

φαρμακευτικές μικροσφαίρες, το πορώδες τους είναι ένας παράγοντας ο οποίος

επηρεάζει και άλλες ιδιότητες τους, όπως τη μηχανική αντοχή και το χρόνο

καταθρυμματισμού. Έτσι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το ρυθμό αποδέσμευσης του

δραστικού συστατικού των μικροσφαιρών.

Η μέτρηση του όγκου των μικροσφαιρών και των πόρων τους βασίζεται στην

εκτόπιση υγρού το οποίο δε διαβρέχει το υλικό. Έχει δηλαδή γωνία συνεπαφής

μεγαλύτερη των 90ο (θ>90ο) και για τη διείσδυσή του μέσα στους κενούς χώρους των

πόρων απαιτείται η εφαρμογή πίεσης σύμφωνα με την εξίσωση Washbourn:

-2πr γ συνθ = πr2P………………………………….(2.3)

ή με απλοποίηση r = -2 γ συνθ / P …………………..………………..(2.4)

όπου, r η ακτίνα κάθετης διατομής των πόρων με υποτιθέμενο κυλινδρικό σχήμα, γ η

επιφανειακή τάση του υγρού, θ η γωνία συνεπαφής και P η απαιτούμενη πίεση.

Το αρνητικό σημείο στην εξίσωση 2.4 δείχνει ότι ο όρος -2 γ συνθ, για γωνία

συνεπαφής θ>90ο, γίνεται θετικός. Επομένως, η πίεση που πρέπει να ασκηθεί στο

υγρό για να εισχωρήσει εντός του πόρου εξαρτάται από την ακτίνα της κάθετης

διατομής των κυλινδρικών πόρων και μάλιστα είναι αντιστρόφως ανάλογη αυτής.

Οι παράμετροι πορώδους των μικροσφαιρών που προσδιορίστηκαν στην

παρούσα μελέτη ήταν: το ολικό ενδοτεμαχιδιακό πορώδες, η κατανομή μεγέθους, η

μέση διάμετρος και η επιφάνεια των πόρων, καθώς επίσης συλλέχτηκαν και
94 

πληροφορίες για τη μορφολογία των πόρων. Η μέθοδος που εφαρμόστηκε ήταν η

ποροσιμετρία υδραργύρου (Hg porosimetry). Η τεχνική αυτή ως γνωστόν βασίζεται

στη διείσδυση υδραργύρου ως υγρού που δε διαβρέχει το υλικό, και μάλιστα κάτω

από την εφαρμογή πίεσης. Οι συσκευές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ένα

ποροσίμετρο χαμηλών πιέσεων (0.1-400 kPa) και ένα υψηλών πιέσεων (0.1-200

MPa), τα οποία ήταν αντίστοιχα τα Pascal 140 και Pascal 240, της εταιρίας Thermo

Electron S.P.A., Milan, Italy.

Ο θάλαμος δείγματος (dilatometer CD6P) του ποροσίμετρου, σχήμα 2.9,

αποτελούνταν από δύο μέρη τα οποία συνδέονταν με εσμυρισμένη επιφάνεια (1). Το

κάτω μέρος αποτελούσε το δοχείο του δείγματος (3) και το πάνω μέρος του θαλάμου

κατέληγε σε τριχοειδή σωλήνα (2) χωρητικότητας 2 cm3. Πριν από την έναρξη της

μέτρησης ο θάλαμος δείγματος ζυγιζόταν κενός, πληρωνόταν με ποσότητα 1 g

μικροσφαιρών, περίπου, από το κλάσμα 710-1400 μm και ξαναζυγιζόταν. Ο θάλαμος

του δείγματος αρχικά τοποθετούνταν στο ποροσίμετρο χαμηλών πιέσεων (Pascal 140)

και αφαιρείτο ο αέρας από το δείγμα με εφαρμογή κενού μέσω του τριχοειδούς

σωλήνα. Ενώ διατηρούνταν η κατάσταση του κενού (0.1 kPa), στο δοχείο του

δείγματος εισαγόταν υδράργυρος μέχρι το υψηλότερο επιτρεπτό όριο του τριχοειδούς,

1800 mm3, και σταδιακά εφαρμοζόταν αυξανόμενη πίεση μέχρι τα 400 kPa. Η πίεση

δεν αυξανόταν συνεχώς και ομοιόμορφα αλλά σταδιακά, με τρόπο τέτοιο ώστε να

αποκαθίσταται ισορροπία ανά διαστήματα. Συγκεκριμένα, ο τρόπος αύξησης της

πίεσης ρυθμιζόταν στην επιλογή 1 (Pascal 140 Series Manual, 2007), που

αντιστοιχούσε σε συνολικό χρόνο 90 λεπτών μέχρι την επίτευξη της μέγιστης πίεσης.

Στη συνέχεια η πίεση ελαττωνόταν σταδιακά με τον ίδιο ρυθμό μεταβολής

όπως και κατά τη αύξησή της. Στο τέλος της μέτρησης η πίεση εξισωνόταν με την

ατμοσφαιρική, αφαιρείτο ο θάλαμος από τη συσκευή και ζυγιζόταν για να βρεθεί το


95 

Σχήμα 2.9. Θάλαμος δείγματος του ποροσίμετρου: (1) Εσμυρισμένη επιφάνεια, (2)
υάλινος τριχοειδής σωλήνας, (3) δοχείο δείγματος, (4) υλικό.
96 

μικτό βάρος θαλάμου-μικροσφαιρών-υδραργύρου. Ακολουθούσε δεύτερη μέτρηση

στην ίδια συσκευή και για το ίδιο δείγμα, κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, αφού

προηγουμένως συμπληρωνόταν με υδράργυρο το τριχοειδές μέχρι το ανώτερο

επιτρεπτό ύψος, 1800 cm3. Μετά και τη δεύτερη μέτρηση το ίδιο δείγμα οδηγούνταν

στο ποροσίμετρο υψηλών πιέσεων (Pascal 240) αφού προηγουμένως το ελεύθερο

τμήμα του τριχοειδούς συμπληρωνόταν με διηλεκτρικό λάδι για την ευκολότερη

εφαρμογή των πιέσεων. Εδώ η αύξηση της πίεσης γινόταν σύμφωνα με την επιλογή 5

της συσκευής (Pascal 240 Series Manual, 2007) που αντιστοιχούσε σε χρόνο

επίτευξης της μέγιστης πίεσης 200 MPa 25 λεπτών. Η μέτρηση και πάλι

επαναλαμβανόταν και στο ποροσίμετρο υψηλής πιέσεως. Και τα δύο ποροσίμετρα

ήταν συνδεδεμένα με υπολογιστή και με τη βοήθεια ειδικού προγράμματος (Pascal)

καταγράφονταν αυτόματα οι μεταβολές του ύψους του υδραργύρου με την μεταβολή

της πίεσης και με κατάλληλη επεξεργασία υπολογίζονταν οι παράμετροι πορώδους.

Απαραίτητη ήταν η διεξαγωγή και μιας «τυφλής» μέτρησης ακολουθώντας

ακριβώς την ίδια διαδικασία και κάτω από τις ίδιες συνθήκες μεταβολής της πίεσης,

χωρίς όμως να τοποθετηθεί δείγμα στο θάλαμο παρά μόνο υδράργυρος. Με βάση την

«τυφλή» μέτρηση εισαγόταν κατάλληλος συντελεστής διόρθωσης στο πρόγραμμα

του υπολογιστή και ειδικότερα για τη χάραξη της καμπύλης πίεσης-όγκου, κατά τις

μετρήσεις των δειγμάτων. Με τη διόρθωση απαλειφόταν η μείωση της στάθμης του

υδραργύρου στο τριχοειδές του θαλάμου λόγω της συμπίεσής του. Από την

επεξεργασία των μετρήσεων με το πρόγραμμα του υπολογιστή προσδιορίζονταν οι

παράμετροι: ολικό ενδοσωματιδιακό πορώδες, μέγεθος πόρων (κατανομή μεγέθους

και μέση διάμετρος) και μορφολογία πόρων (συνολική επιφάνεια και σχήμα).

Ολικό ενδοσωματιδιακό πορώδες: Το ολικό ενδοσωματιδιακό πορώδες των

μικροσφαιρών (ε%) υπολογιζόταν από το λόγο:


97 

ε %=100 (Vt ρenv)…………………………………………(2.5)

όπου Vt ο συνολικός όγκος υδραργύρου που διείσδυε στις μικροσφαίρες και ρenv η

φαινόμενη πυκνότητα των μικροσφαιρών (envelope particle density), η οποία

υπολογιζόταν από το λόγο του βάρους των μικροσφαιρών προς τον εκτοπιζόμενο

όγκο στην ελάχιστη ασκούμενη πίεση (κενό 0.1 kPa).

Μέγεθος πόρων (κατανομή μεγέθους και μέση διάμερος πόρων): Όπως

προαναφέραμε, κατά τη διεξαγωγή της μέτρησης, η πτώση της στάθμης του

υδραργύρου λόγω διείσδυσης στο εσωτερικό των πόρων καταγραφόταν ως

αποτέλεσμα της εφαρμογής αυξανόμενης πίεσης. Για τον υπολογισμό της κατανομής

μεγέθους των πόρων, η ασκούμενη κάθε φορά πίεση μετατρεπόταν σε διάμετρο

πόρων με τη βοήθεια της εξίσωσης Washburn (εξισώσεις 2.3 και 2.4). Στον

υπολογισμό η επιφανειακή τάση του υδραργύρου γ θεωρήθηκε ότι είναι 485

dynes/cm και η γωνία συνεπαφής του με οποιοδήποτε στερεό 130ο. Η μέση διάμετρος

των πόρων υπολογιζόταν από τα διαγράμματα αθροιστικού όγκου-κατανομής

μεγέθους πόρων και ήταν αυτή που αντιστοιχούσε στο 50% του συνολικού όγκου των

πόρων.

Για την εκτίμηση της κατανομής του μεγέθους των πόρων προσδιορίσθηκε

και η γεωμετρική τυπική απόκλιση. Αυτή προκύπτει από το λόγο της διαμέτρου των

πόρων που αντιστοιχεί στο 50% του όγκου των πόρων προς τη διάμετρο που

αντιστοιχεί στο 84%, στα λογαριθμικά-πιθανοτήτων αθροιστικά διαγράμματα του

όγκου των πόρων ως προς τη διάμετρό τους. Η γεωμετρική τυπική απόκλιση

πλησιάζει στη μονάδα όσο οι πόροι είναι ίδιου μεγέθους. Επιπλέον, υπολογίστηκε και

ο διατεταρτημοριακός δείκτης συμμετρίας (inter-quartile coefficient of skewness,

IQCS), ως ένδειξη της συμμετρίας της κατανομής μεγέθους των πόρων. Αυτός

προκύπτει από την εξίσωση:


98 

IQCS = [(c-a)-(a-b)]/[(c-a)+(a-b)]………………….…….(2.6)

όπου a, b και c είναι οι διάμετροι πόρων που αντιστοιχούν στο 50% (μέση διάμετρος),

25% (κάτω τεταρτημόριο) και 75% (άνω τεταρτημόριο) της κατανομής του όγκου

των πόρων ως προς το μέγεθος αντίστοιχα. Ο δείκτης IQCS πλησιάζει το μηδέν όταν

η κατανομή μεγέθους είναι συμμετρική μεταξύ των τεταρτημορίων (Staniforth,

2002).

Μορφολογία των πόρων (συνολική επιφάνεια και σχήμα): Η επιφάνεια των πόρων

(surface area) υπολογιζόταν από την εξίσωση

S = 2 Vmax∫R dV……………………………..(2.7)

όπου dV ο όγκος του υδραργύρου σε συγκεκριμένο διάστημα μεταβολής της πίεσης

και R η αντίστοιχη ακτίνα πόρων.

Για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το σχήμα των πόρων εφαρμόστηκε η

επαναλαμβανόμενη ποροσιμετρία που προτάθηκε από τους Wardlaw and Mc Kellar

(1981). Μετά τον πρώτο γύρο αύξησης και πτώσης της πίεσης από 0.1 αύξηση σε

400 και εν συνεχεία μείωση σε 0,1 kPa, στο ίδιο ποροσίμετρο των χαμηλών πιέσεων

(Pascal 140) διεξαγόταν και δεύτερος γύρος αύξησης και πτώσης της πίεσης με

ταυτόχρονη καταγραφή της διείσδυσης του υδραργύρου στις μικροσφαίρες. Οι

συνθήκες μέτρησης ήταν οι ίδιες όπως και στον πρώτο γύρο. Όμοια διαδικασία δύο

επαναλαμβανόμενων γύρων αύξησης και πτώσης της πίεσης από 0,1 σε 200 και εν

συνεχεία μείωση σε 0,1 MPa εφαρμόστηκε και με το ποροσίμετρο υψηλών πιέσεων

(Pascal 240). Η εκτίμηση του σχήματος των πόρων βασίστηκε στην υστέρηση της

απομάκρυνσης του υδραργύρου που εμφανίζεται κατά τη σταδιακή πτώση της πίεσης

λόγω εγκλωβισμού του υδραργύρου, η οποία εξαρτάται τόσο από το σχήμα των

πόρων όσο και από τον τρόπο επικοινωνίας των πόρων (κλειστοί ή ανοιχτοί) (Moscou

and Lub, 1981, Lowell, 1981 και Conner et al., 1984). Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο
99 

γύρο μετρήσεων σε κάθε ποροσίμετρο, το υπολογιζόμενο πορώδες θα είναι μικρότερο

απ’ ότι στο πρώτο και το ποσοστό μείωσης αποτελεί ένδειξη παρουσίας πόρων τύπου

μελανοδοχείου “ink-bottle”.

Επιπλέον, η μορφολογία της επιφάνειας των πορωδών μικροσφαιρών

εξετάστηκε με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης, scanning electron microscopy,

SEM (JSM 840A, JEOL, Japan), στο οποίο ήταν προσαρμοσμένο αναλυτικό σύστημα

(EDS ISIS 3000, UK). Η προετοιμασία των δειγμάτων γινόταν με επιφανειακό

αγώγιμο υλικό άνθρακα. Για την επανθράκωση χρησιμοποιήθηκε συσκευή

εξάχνωσης άνθρακα σε κενό (JEOL JEE4X, Japan).

στ) Μηχανικές ιδιότητες των στεγνών μικροσφαιρών

Η μηχανική αντοχή των στεγνών μικροσφαιρών προσδιορίστηκε ως αντοχή σε

εφελκυσμό και ως αντίσταση στην παραμόρφωση. Ο προσδιορισμός έγινε από το

διάγραμμα που λαμβανόταν με άσκηση διαμετρικής συμπίεσης και καταγραφής της

φόρτισης ως προς την παραμόρφωση σε μία τροποποιημένη συσκευή μέτρησης

αντοχής δισκίων (CT-5, Engineering System, Nottigham, UK). Στη συσκευή

προσαρμόστηκε ειδική δυναμοκυψέλη (model ELFM-T2M, Eutran, USA),

μετρητικής ικανότητας 25Ν ώστε να εξασφαλίζεται δυνατότητα μέτρησης πολύ

χαμηλών φορτίων. Το πάνω μέρος της δυναμοκυψέλης προσαρμόστηκε στο κινητό

μέρος της συσκευής και στο κάτω (μετρητικό) μέρος της δυναμοκυψέλης

προστέθηκε μεταλλική κυλινδρική κεφαλή διαμέτρου 1 cm και μήκους 0.9 cm, μέσω

της οποίας ασκούνταν η πίεση στις μικροσφαίρες. Η δυναμοκυψέλη ήταν

συνδεδεμένη με ενισχυτή σήματος (RDP E308) και τα λαμβανόμενα σήματα

μεταφέρονταν σε πολύμετρο (Ηandyscope) και τελικά αποθηκεύονταν στον

ηλεκτρονικό υπολογιστή σε αρχεία Excel. Η ταχύτητα καθόδου του κινητού μέρους

της συσκευής ήταν 1 mm/min.


100 

Αντοχή σε εφελκυσμό: Χρησιμοποιoύνταν 20 μικροσφαίρες από το κλάσμα

διαμέτρου (600-700 μm) της κάθε παρτίδας. Σε κάθε μία, αφού τοποθετούνταν στην

κάτω κεφαλή της συσκευής, ασκούνταν φόρτιση λόγω καθόδου της πάνω κεφαλής,

μέχρι τη διαμετρική θραύση της. Η αντοχή σε εφελκυσμό υπολογιζόταν από τη

δύναμη θραύσης, F, και τη μέση ακτίνα των μικροσφαιρών, R, χρησιμοποιώντας την

εξίσωση των Shipway και Hutchings (1993):

σf = 0.4 F/πR2……………………………………(2.8)

Αντίσταση στην παραμόρφωση: Από την καταγραφή της φόρτισης ως προς την

παραμόρφωση ή την μετατόπιση του κινητού μέρους, και συγκεκριμένα από την

κλίση του διαγράμματος, υπολογιζόταν η αντίσταση στην παραμόρφωση των

μικροσφαιρών. Ειδικότερα, υπολογιζόταν η κλίση στην περιοχή δύναμης-

μετατόπισης ανάμεσα στο σημείο έναρξης της αύξησης της καταγραφόμενης δύναμης

και την πρώτη εμφανιζόμενη κορυφή που αντιστοιχεί στο φορτίο θραύσης, σύμφωνα

με τους Bashaiwoldu et al. ( 2004).

ζ) Αποσάθρωση των μικροσφαιρών

Προσδιορίστηκε ο χρόνος αποσάθρωσης των μικροσφαιρών χρησιμοποιώντας

τροποποιημένη συσκευή κατακόρυφης παλινδρομικής κίνησης κυλίνδρων USP

Apparatus 3 (BIO-DIS RRT9, Caleva) με κόσκινο στον πυθμένα (σχήμα 2.10). Ο

προσδιορισμός έγινε με μικροσφαίρες κλάσματος στενής περιοχής μεγέθους (425-500

μm). Οι κύλινδροι παλινδρομούσαν με σταθερό ρυθμό, 30 βυθίσεις ανά λεπτό

(d.p.m.), σε θερμοστατούμενο απιονισμένο νερό θερμοκρασίας 37 οC, ποσότητας 1

lt, μέσα σε υάλινα δοχεία.

Ειδικοί πλαστικοί δίσκοι (1) που προτείνονται από τη Φαρμακοποιία για τη

δοκιμασία αποσάθρωσης δισκίων καλύφθηκαν με νάυλον πλέγμα, ώστε να


101 

4
3

Σχήμα 2.10. Τροποποιημένη συσκευή κατακόρυφης παλινδρομικής κίνησης

κυλίνδρου για τον έλεγχο αποσάθρωσης μικροσφαιρών: (1)

Πλαστικός δίσκος, (2) παλινδρομικά κινούμενος κύλινδρος, (3)

κόσκινο, (4) μικροσφαίρες.


102 

εμποδίζεται η διαφυγή των μικροσφαιρών κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, και

τοποθετήθηκαν μέσα στους παλινδρομικά κινούμενους κυλίνδρους (2), πάνω από τις

μικροσφαίρες, για να ασκούν πίεση και να ομαλοποιούν τα αποτελέσματα του χρόνου

αποσάθρωσης. Ο χρόνος αποσάθρωσης ήταν ο χρόνος από την εμβάπτιση των

μικροσφαιρών στο υγρό μέχρι να περάσουν όλες οι μικροσφαίρες έξω από τον

κύλινδρο. Ο προσδιορισμός επαναλαμβανόταν σε 6 δείγματα των 30 mg περίπου. Τα

αποτελέσματα δίνονταν ως μέση τιμή και τυπική απόκλιση των αποτελεσμάτων

χρόνου αποσάθρωσης.

η) Προσδιορισμός υπολείμματος NaCl σε εκχυλισμένες μικροσφαίρες

Το τυχόν εναπομείναν NaCl στις μικροσφαίρες Avicel®/NaCl μετά την

εκχύλιση, προσδιορίστηκε φλογοφωτομετρικά σε τρία δείγματα στεγνών

μικροσφαιρών. Χρησιμοποιούνταν φλωγοφωτόμετρο (Bruno Langen, M6a,

Germany) και περίπου 200 mg μικροσφαιρών ζυγίζονταν ακριβώς μέσα σε

πορσελάνινα χωνευτήρια, αποτεφρώνονταν για δύο ώρες στους 600 οC (Heraeus,

Germany) και το στερεό υπόλειμμα διαλυόταν σε 100 ml απιονισμένου νερού. Από

τη μέτρηση της απορρόφησης του διαλύματος οριζόταν η συγκέντρωση Na+ και

συνεπώς του NaCl στις μικροσφαίρες μέσω καμπύλης αναφοράς (Σχήμα 2.8, σελ.

89). Τα αποτελέσματα ήταν η μέση τιμή των τριών δειγμάτων.

4. Φόρτιση πορωδών μικροσφαιρών με δραστικό φαρμακευτικό συστατικό

Από τις παρτίδες μικροσφαιρών που παρασκευάστηκαν με τα τρία

διαφορετικά είδη μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (Avicel®, Prosolv® και

τροποποιημένο Avicel®), τα δύο διαφορετικά υγρά κοκκοποίησης (νερό και μείγμα

νερού-ισοπροπανόλης) και τις τρεις διαφορετικές μεθόδους ξήρανσης


103 

(ρεοαιωρούμενο στρώμα, μικροκύματα και λυοφιλοποίηση), επιλέχτηκαν για φόρτιση

μικροσφαίρες υψηλού πορώδους με ελάχιστο και μέγιστο μέγεθος πόρων.

Ως δραστικό συστατικό επιλέχτηκε η βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβίνη), ως μετά

νατρίου φωσφορικό άλας, γιατί παρουσιάζει παράθυρο απορρόφησης στο ανώτερο

τμήμα του λεπτού εντέρου, το δωδεκαδάκτυλο και επιπλέον έχει βρεθεί ότι

απορροφάται από κύτταρα του παχέως εντέρου με παρόμοιο μηχανισμό μεταφοράς

με μεσολάβηση φορέα (Said et al., 2000 και Said and Mohammed, 2006). Επιπλέον,

υφίσταται πολύ μικρό μεταβολισμό και η φαρμακοκινητική της μπορεί να

διερευνηθεί με ανάλυση της ουρικής απέκκρισης μετά την από του στόματος

χορήγηση στους ανθρώπους (Sato et al. 2003 και 2004). Συγκεκριμένα, στο

πειραματικό μέρος της παρούσας διατριβής χρησιμοποιήθηκε το μετά νατρίου

φωσφορικό άλας της 5΄-φωσφορικής νατριούχου ριβοφλαβίνης, γιατί είναι

περισσότερο υδατοδιαλυτό, αλλά υπόκειται στους ίδιους μηχανισμούς απορρόφησης

και μεταφοράς με τη ριβοφλαβίνη.

Για τη φόρτιση των μικροσφαιρών εφαρμόστηκε η διείσδυση υδατικού

διαλύματος της βιταμίνης σε τελικές στεγνές μικροσφαίρες και εν συνεχεία ξήρανση.

Σε υάλινο υποδοχέα που στη βάση του έφερε φίλτρο τετηγμένης υάλου (χωνευτήριο)

τοποθετούνταν 3 γραμμάρια από το κλάσμα μεγέθους 710-1400 μm εκχυλισμένων

μικροσφαιρών και μικροσφαιρών που παρασκευάζονταν από Avicel® και νερό και

στεγνώνονταν με ξήρανση εν καταψύξει μετά από ψύξη στους -80 οC και βύθιση σε

υγρό άζωτο (-197 οC) αντίστοιχα. Το χωνευτήριο με τις μικροσφαίρες φέρονταν μέσα

σε δεύτερο ποτήρι ζέσεως, των 50 ml, που περιείχε το υδατικό διάλυμα της βιταμίνης

σε ποσότητα 35 ml ικανή να καλύπτει τις μικροσφαίρες. Όλο το σύστημα

(χωνευτήριο και ποτήρι) μεταφερόταν σε γυάλινο ξηραντήρα ο οποίος συνδεόταν με

αντλία κενού και εφαρμοζόταν κενό (60 cm Hg), για 15 λεπτά, ώστε να
104 

απομακρύνεται ο αέρας από το εσωτερικό των μικροσφαιρών και να γίνεται

αποτελεσματικότερη εισχώρηση του διαλύματος της δραστικής ουσίας στους πόρους

τους. Μετά από παραμονή 15 λεπτών υπό κενό αφαιρούνταν το χωνευτήριο με τις

μικροσφαίρες και ακολουθούσε διήθηση για απομάκρυνση της περίσσειας του

διαλύματος. Η διήθηση γινόταν υπό ήπιες συνθήκες κενού ώστε να μην αλλοιωθεί το

σχήμα των μικροσφαιρών και με αποφυγή παρατεταμένης διέλευσης αέρα μετά από

το πέρασμα του υγρού από τον ηθμό. Στη συνέχεια, ακολουθούσε ξήρανση των ήδη

φορτισμένων με το διάλυμα μικροσφαιρών σε συσκευή ρεοαιωρούμενου στρώματος


0
με εμφύσηση αέρα στους 40 C, για 10 λεπτά. Οι στεγνές μικροσφαίρες

παραλαμβάνονταν και φυλάσσονταν σε ειδικούς σκουρόχρωμους υποδοχείς λόγω

φωτοευαισθησίας της ριβοφλαβίνης μέχρι τη χρησιμοποίησή τους. Ως διαλύτης της

δραστικής ουσίας χρησιμοποιούνταν απιονισμένο νερό.

5. Προσδιορισμός περιεκτικότητας των μικροσφαιρών σε δραστικό συστατικό

Η περιεκτικότητα του δραστικού συστατικού (ριβοφλαβίνης) στις στεγνές

φορτισμένες μικροσφαίρες προσδιορίστηκε με διαδοχικές εκχυλίσεις μέχρι την πλήρη

παραλαβή του και εν συνεχεία φασματοφωτομετρική μέτρηση της απορρόφησης των

λαμβανόμενων εκχυλισμάτων στο UV (UV-1700, Shimadzu).

Δείγμα φορτισμένων μικροσφαιρών (0.5 γραμμαρίων περίπου) ζυγιζόταν

επακριβώς και τοποθετούνταν σε πλαστικό σωλήνα φυγοκέντρησης μαζί με 25 ml

απιονισμένου νερού και ανακινούνταν για 3 λεπτά. Ακολουθούσε φυγοκέντρηση σε

ψυχόμενη φυγόκεντρο (Laborfuge 400R, Heraeus), για 5 λεπτά, σε ταχύτητα 600

σ.α.λ., προς απαλλαγή από τυχόν θραύσματα μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και

παραλαβή διαυγούς διαλύματος της βιταμίνης. Το υπερκείμενο διαυγές διάλυμα

(εκχύλισμα) συλλεγόταν και επαναλαμβανόταν η εκχύλιση των μικροσφαιρών. Ο


105 

αριθμός των απαραίτητων εκχυλίσεων – φυγοκεντρήσεων προσδιορίστηκε με έλεγχο

της απορρόφησης στο UV (267 nm) και για το μηδενισμό της απορρόφησης, ως

ένδειξης της πλήρους απομάκρυνσης της βιταμίνης από τις μικροσφαίρες, ήταν 5.

Μετά τις 5 επανεκχυλίσεις, οι μικροσφαίρες συνθλίβονταν και διασπείρονταν με τη

βοήθεια γυάλινης ράβδου και εν συνεχεία ακολουθούσε μία τελική εκχύλιση και

φυγοκέντρηση κατά τον ίδιο τρόπο ώστε να επιτευχθεί εκχύλιση και τυχόν ποσότητας

βιταμίνης που έμενε στο εσωτερικό των μικροσφαιρών.

Οι ποσότητες του υπερκείμενου διαλύματος όλων των εκχυλίσεων

συνενώνονταν, προσδιοριζόταν η απορρόφηση στο UV (267 nm) και με τη βοήθεια

καμπύλης αναφοράς του δραστικού συστατικού, σχήμα 2.11, υπολογιζόταν η

συγκέντρωση της βιταμίνης. Από το συνολικό όγκο του διαλύματος, τη συγκέντρωσή

του σε βιταμίνη Β2 και το βάρος του δείγματος προσδιοριζόταν η επί τοις εκατό κατά

βάρος περιεκτικότητα των μικροσφαιρών.

6. Προσδιορισμός της αποδέσμευσης του φαρμακευτικού συστατικού

Για τον προσδιορισμό της in vitro αποδέσμευσης της βιταμίνης Β2

χρησιμοποιήθηκε η συσκευή των περιστρεφόμενων καλαθίσκων και εφαρμόστηκε η

μέθοδος της Αμερικανικής Φαρμακοποιίας (USP Apparatus 2). Η ταχύτητα

περιστροφής των καλαθίσκων ήταν 100 σ.α.λ. και η θερμοκρασία 37 oC. Ως υγρό

μέσο διάλυσης χρησιμοποιήθηκαν 900 ml απιονισμένου ύδατος. Στους καλαθίσκους

τοποθετούνταν δείγματα (περίπου 1 g ακριβώς ζυγισμένων) μικροσφαιρών,

περιεκτικότητας σε ριβοφλαβίνη 6% κατά βάρος. Σε καθορισμένα χρονικά

διαστήματα λαμβανόταν δείγμα 5 ml του υγρού διάλυσης, το οποίο αντικαθίστατο

από ίδια ποσότητα απιονισμένου νερού, και μετρούνταν η απορρόφηση είτε

απευθείας είτε μετά από αραίωση όταν αυτό ήταν αναγκαίο, στο φασματοφωτόμετρο
106 

(UV-1700, Shimadzu), στα 267 nm. Το μήκος κύματος των 267 nm επελέγη με βάση

το φάσμα του υδατικού διαλύματος της ουσίας. Η δειγματοληψία γινόταν μετά από 2,

5, 10, 20, 40, 60, 90, 120 και 180 λεπτά από την έναρξη της δοκιμασίας. Το ποσό του

διαλυμένου συστατικού υπολογιζόταν από την τιμή της απορρόφησης με τη βοήθεια

καμπύλης αναφοράς (σχήμα 2.11) και το βάρος του δείγματος.

0,8

0,7

0,6
Απορρόφηση

0,5

0,4 Υ=0,0852+0,061 x

R2=0,9990
0,3

0,2

0,1
0 2 4 6 8 10 12

Συγκέντρωση (μg/ml)

2.11 Καμπύλη αναφοράς 5΄-φωσφορικής νάτριο ριβοφλαβίνης


107 

7. Επικάλυψη των φορτισμένων μικροσφαιρών

Για την επικάλυψη των φορτισμένων με δραστική ουσία πορωδών

μικροσφαιρών χρησιμοποιήθηκε ειδική συσκευή μικρής εργαστηριακής κλίμακας

(Caleva Mini Coater / Drier 2, Caleva, UK), η οποία προορίζεται για εφαρμογή

υδατικών διασπορών επικάλυψης (σχήμα 2.12). Η επικάλυψη με τη συσκευή αυτή

στηρίζεται στην πρόκληση ρεοαιώρησης των μικροσφαιρών, λόγω μηχανικής

δονήσεως ενός ειδικού κωνικού θαλάμου (στήλης) επικάλυψης (1) και ταυτόχρονης

διαβίβασης ρεύματος θερμού αέρα από τη βάση του θαλάμου (2), ενώ γίνεται

ψεκασμός εναιωρήματος του υλικού επικάλυψης. Το εναιώρημα επικάλυψης

διαβιβαζόταν με σταθερό ρυθμό, μέσω σωλήνα σιλικόνης διαμέτρου 1.6 mm και με

τη βοήθεια περισταλτικής αντλίας (3). Ο ψεκασμός γινόταν από συγκεκριμένο ύψος

μέσα στο θάλαμο και μέσω ειδικής κεφαλής ψεκασμού (4). Η κεφαλή ψεκασμού

συνδεόταν με σύστημα εισόδου αέρα υπό πίεση που παραγόταν από εξωτερικό

αεροσυμπιεστή (5) συνδεδεμένο με τη συσκευή. Στη βάση του κωνικού θαλάμου

ψεκασμού ήταν προσαρμοσμένα δύο πλέγματα, ένα από αλουμίνιο διαμέτρου βρόχων

1.2 mm και ένα από προπυλένιο διαμέτρου βρόχων 500 μm για την αποφυγή

διαφυγής των μικροσφαιρών και την εξασφάλιση της συγκράτησής τους μέσα στο

θάλαμο.

Η επικάλυψη γινόταν σε επακριβώς ζυγισμένα δείγματα 5 g φορτισμένων

μικροσφαιρών μεγέθους 710-1400 μm, η περιεκτικότητα των οποίων ήταν 6% κατά

βάρος σε ριβοφλαβίνη. Τα δείγματα τοποθετούνταν στο θάλαμο επικάλυψης και

θερμαίνονταν με εισαγωγή θερμού αέρα στους 30 οC για 5 λεπτά. Ακολούθως, υπό

συνεχή διαβίβαση θερμού αέρα, με ταχύτητα 6 m/sec, ρυθμιζόταν η δόνηση του

κωνικού θαλάμου στα 14 Hz και ξεκινούσε ο ψεκασμός του υλικού επικάλυψης (6)

από την κεφαλή ψεκασμού που ήταν τοποθετημένη σε ύψος 125 mm από τη βάση του
108 

6
5

Σχήμα 2.12 Διάγραμμα συσκευής επικάλυψης μικροσφαιρών: (1) Κωνικός θάλαμος


(στήλη) επικάλυψης, (2) σωλήνας διαβίβασης θερμαινόμενου αέρα, (3)
περισταλτική αντλία, (4) κεφαλή ψεκασμού, (5) αεροσυμπιεστής, (6)
υλικό επικάλυψης.
109 

θαλάμου. Η πίεση του αέρα στην κεφαλή ψεκασμού ρυθμιζόταν στα 0,5 bar. Ο

ρυθμός ψεκασμού ήταν 0,42 g/min για το πολυμερές Eudragit L30D-55 και 2,38

g/min για το Eudragit FS30D που αντιστοιχούσε σε ταχύτητα λειτουργίας της

περισταλτικής αντλίας 1,99 σ.α.λ.. Μετά το πέρας του χρόνου επικάλυψης οι

μικροσφαίρες αφήνονταν στις ίδιες συνθήκες με αυτές κατά τη διάρκεια τις

επικάλυψης για 15 λεπτά και στη συνέχεια τοποθετούνταν σε πυριαντήριο δίσκων,

στους 40 0C για 24 ώρες. Ακολούθως, ζυγίζονταν και καταγραφόταν το βάρος τους.

Οι συνθήκες αποθήκευσης των επικαλυμμένων προϊόντων είναι σημαντικές όταν

χρησιμοποιούνται υδατικές διασπορές επικάλυψης. Αμέσως μετά την επικάλυψη ο

σχηματισμός της μεμβράνης επικάλυψης είναι ανεπαρκής και μπορεί να οδηγήσει σε

ταχύτερη αποδέσμευση (Siepmann et al., 2008).

Ανάλογα με τη χρονική διάρκεια διεξαγωγής της επικάλυψης, η οποία

κυμαινόταν από 15 μέχρι 45 λεπτά, λαμβανόταν διαφορετικό ποσοστό επικάλυψης.

Ως ποσοστό επικάλυψης οριζόταν η επί τοις % αύξηση του βάρους των

μικροσφαιρών εκφρασμένη ως προς το αρχικό βάρος των μη επικαλυμμένων

μικροσφαιρών. Τα ποσοστά επικάλυψης που εφαρμόστηκαν στις μικροσφαίρες ήταν

15-55% β/β στεγνών φορτισμένων μη επικαλυμμένων μικροσφαιρών για το

πολυμερές Eudragit L30D-55 και 20-70% για το Eudragit FS30D.

8. Προσδιορισμός αποδέσμευσης της ριβοφλαβίνης από επικαλυμμένες

μικροσφαίρες

Για τον προσδιορισμό του in vitro ρυθμού διάλυσης της βιταμίνης Β2 από τις

επικαλυμμένες μικροσφαίρες χρησιμοποιήθηκε η διάταξη των παλινδρομικά

κινούμενων κυλίνδρων της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας (USP Apparatus 3, BIO-DIS

RRT9, Caleva). Η ταχύτητα παλινδρόμησης ήταν 21 βυθίσεις ανά λεπτό, και η


110 

θερμοκρασία του υγρού διάλυσης 37 οC. Σε δύο υάλινους κυλίνδρους της συσκευής,

οι οποίοι έφεραν στη βάση τους πλέγμα διαμέτρου βρόχων 450 μm, τοποθετούνταν

δείγματα 1 g μικροσφαιρών επακριβώς ζυγισμένων. Το υγρό μέσο διάλυσης ήταν 250

ml 0.1 Ν HCl για τις πρώτες δύο ώρες και στη συνέχεια, μετά από στράγγισμα για 10

λεπτά, φωσφορικό ρυθμιστικό διάλυμα pH 6 ή pH 7, τα οποία προσομοιάζουν στις

συνθήκες του δωδεκαδάκτυλου και του παχέος εντέρου αντίστοιχα, όπου

αναμένονται να διαλύονται τα υλικά της επικάλυψης που εφαρμόστηκαν στις

μικροσφαίρες.

Σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα λαμβάνονταν δείγματα 5 ml από το υγρό

μέσο διάλυσης, τα οποία και αντικαθίσταντο από ίσο όγκο του υγρού. Στα δείγματα

είτε απευθείας είτε μετά από αραίωση, όταν αυτό ήταν απαραίτητο, γινόταν μέτρηση

της απορρόφησης, φασματοφωτομετρικά, στο UV, στα 267 nm (UV-1700,

Shimadzu). Η δειγματοληψία γινόταν στις δύο ώρες ακριβώς όταν το υγρό μέσο

διάλυσης ήταν το 0.1Ν HCl και στη συνέχεια στα 20, 40, 60, 80, 100, 120, 150, 180

και 240 λεπτά από την έναρξη της δοκιμασίας στα φωσφορικά ρυθμιστικά διαλύματα.
111 
111 

Γ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

I. Χαρακτηρισμός των κόνεων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης

Η επίδραση των συστατικών υλικών (κόνεων και υγρών) στη δημιουργία και

ανάπτυξη φαρμακευτικών κόκκων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις φυσικοχημικές

τους ιδιότητες. Οι φυσικοχημικές ιδιότητες επιπλέον καθορίζουν και τις μεταξύ τους

αλληλεπιδράσεις. Συνεπώς, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε τόσο τις φυσικοχημικές

ιδιότητες, όσο και τις αλληλεπιδράσεις προκειμένου να προβλέψουμε τη

συμπεριφορά των υλικών κατά τη διάρκεια της παραγωγής των κόκκων. Για το

σκοπό αυτό, αρχικά εξετάστηκαν οι μικροσωματιδιακές ιδιότητες (μέγεθος και

σχήμα), η αληθής (πυκνομετρική) πυκνότητα και η κρυσταλλικότητα όλων των ειδών

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (MCC) που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή

μικροσφαιρών καθώς και η αλληλεπίδρασή τους με τα υγρά κοκκοποίησης (ύδωρ και

μείγμα ύδατος-ισοπροπανόλης), όπως κατακράτηση ύδατος και συμπεριφορά κατά

την υγρή κοκκοποίηση (διύγρανση).

1. Μικροσωματιδιακές ιδιότητες (μέγεθος και σχήμα σωματιδίων) και αληθής

(πυκνομετρική) πυκνότητα

Έχει βρεθεί ότι το μέγεθος των σωματιδίων του κονιοποιημένου υλικού

μπορεί να επηρεάσει την απαιτούμενη ποσότητα του υγρού της κοκκοποίησης, καθώς

και το μέγεθος των παραγόμενων μικροσφαιρών (Fielden et al., 1992 και Wan et al.,

1993). Προσδιορίστηκαν η μέση διάμετρος και το σχήμα των σωματιδίων των τριών

ειδών (MCC), εκφρασμένο ως σφαιρικότητα (σελ. 74), με το σύστημα ανάλυσης

εικόνας και η αληθής (πυκνομετρική) πυκνότητα με πυκνόμετρο συγκρίσεως πιέσεως

αερίου (ήλιον). Τα αποτελέσματα δίδονται στον πίνακα 3.1.


112 

Πίνακας 3.1 Μικροσωματιδιακές ιδιότητες των τριών ειδών μικροκρυσταλλικής


κυτταρίνης
_____________________________________________________________________
Είδος Μέση Μέση Πυκνομετρική
α
διάμετρος (μm) σφαιρικότητα πυκνότητα (g/cm3)
_____________________________________________________________________
Avicel® 41 1,64 1,60

Avicel® Τροποποιημένο 44 1,96 1,57

Prosolv® 41 1,68 1,60


_____________________________________________________________________
α
Διάμετρος ισοδύναμης επιφάνειας κύκλου

Από τον πίνακα 3.1, φαίνεται ότι η τροποποιημένη μικροκρυσταλλική

κυτταρίνη έχει ελαφρώς μεγαλύτερη μέση διάμετρο και μεγαλύτερη απόκλιση

συντελεστή μέσης σφαιρικότητας σωματιδίων από τη μονάδα και συγχρόνως

μικρότερη αληθή (πυκνομετρική) πυκνότητα σε σύγκριση με το μη τροποποιημένο

Avicel® και το Prosolv®. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στη σχετική συσσωμάτωση των

σωματιδίων της στα στάδια της διαβροχής και της ξήρανσης της διαδικασίας

τροποποίησης.

2. Κρυσταλλικότητα και κατακράτηση ύδατος

Η κρυσταλλικότητα των τριών ειδών MCC προσδιορίστηκε για να

διαπιστωθούν τυχόν δομικές αλλαγές λόγω της πυριτίωσης (στην περίπτωση του

Prosolv®) και λόγω της διαβροχής και ξήρανσης (στην περίπτωση της

τροποποιημένης MCC). Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα διερεύνησης της τυχόν

επίδρασης των αλλαγών αυτών στις αλληλεπιδράσεις με τα υγρά κοκκοποίησης και

ειδικότερα το ύδωρ. Για τον προσδιορισμό της κρυσταλλικότητας χρησιμοποιήθηκε η


113 

μέθοδος περίθλασης ακτίνων-Χ (PXRD), ενώ η αλληλεπίδραση των τριών ειδών

MCC με το ύδωρ αρχικά εξετάστηκε με τον προσδιορισμό της ικανότητας

κατακράτησής του. Για τον προσδιορισμό της ικανότητας κατακράτησης ύδατος

εφαρμόστηκε η μέθοδος φυγοκέντρησης (σελ. 75).

Στον πίνακα 3.2 δίδονται τα αποτελέσματα του δείκτη κρυσταλλικότητας %

και κατακράτησης ύδατος από τα οποία φαίνεται ότι οι διαφορές στην

κρυσταλλικότητα των τριών υλικών είναι πολύ μικρές. Αυτό συμφωνεί με τα

αποτελέσματα προηγούμενων εργασιών (Tobyn et a., 1998) ότι η διαδικασία της

πυριτίωσης δίνει προϊόντα όμοια φυσικοχημικά με τη συμβατική μικροκυσταλλική

κυτταρίνη. Το ίδιο συμβαίνει και με την τροποποιημένη μικροκρυσταλλική

κυτταρίνη, η οποία δείχνει πολύ μικρή διαφορά στην κρυσταλλικότητα σε σχέση με

τη συμβατική. Η ομοιότητα των τριών υλικών όσον αφορά την κρυσταλλικότητά τους

επιβεβαιώνεται και από το διάγραμμα έντασης ως προς τη γωνία πρόσπτωσης των

ακτίνων-Χ (σχήμα 3.1).

Τα αποτελέσματα της ικανότητας κατακράτησης ύδατος (πίνακας 3.2) δείχνουν ότι

αυτή είναι μικρότερη γενικότερα για την τροποποιημένη μικροκρυσταλλική

κυτταρίνη και μεγαλύτερη για το Avicel®, ενώ για το Prosolv® έχει ενδιάμεση τιμή. H

μειωμένη ικανότητα κατακράτησης ύδατος που παρατηρείται μετά τη διαβροχή και

ξήρανση της συμβατικής μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης οφείλεται στους μη

αντιστρεπτούς δεσμούς υδρογόνου που σχηματίζονται στο υλικό και τη μικρότερη

διαθεσιμότητα ομάδων –ΟΗ για περεταίρω αλληλεπίδραση με το νερό, φαινόμενο

γνωστό ως “hornification” (Luukkonen, 2001). Έχει ήδη αναφερθεί ότι μετά την υγρή

κοκκοποίηση της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, παρατηρούνται αλλαγές στους

δεσμούς υδρογόνου, οι οποίες αποφεύγονται όταν χρησιμοποιείται πυριτιωμένη

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (Buckton et al., 1999) και επιπλέον, ότι μετά την
114 

Πίνακας 3.2 Κρυσταλλικότητα και ικανότητα κατακράτησης ύδατος


_____________________________________________________________________
Είδος Δείκτης Κατακράτηση
κρυσταλλικότητας (%) ύδατοςα (%)
_____________________________________________________________________
Avicel® 83,5 78,9

Avicel® Τροποποιημένο 82,1 71,8

Prosolv® 84,3 75,9


_____________________________________________________________________
α
Χρόνος φυγοκέντρησης 10 min

έκθεση σε συνθήκες υψηλής υγρασίας παρατηρείται μείωση της ικανότητας

κατακράτησης ύδατος σε πολτούς ξύλου (Matsuda et al., 1994). Η ελαφρώς μειωμένη

ικανότητα κατακράτησης ύδατος στην περίπτωση της πυριτιωμένης

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (Prosolv®) οφείλεται στην παρουσία SiO2 στην

επιφάνεια των σωματιδίων, η οποία μπορεί να επηρεάζει την αλληλεπίδραση με το

νερό και να προκαλεί μείωση της διείσδυσής του (Nikolakakis et al., 2006).

3. Ρεολογική συμπεριφορά κατά την υγρή κοκκοποίηση (δοκιμασίες

υπερδιύγρανσης)

Οι δοκιμασίες υπερδιύγρανσης όπως ήδη αναφέρθηκε (σελ. 77) διεξήχθησαν

προκειμένου να καθοριστούν οι καταστάσεις συσσωμάτωσης κατά την υγρή

κοκκοποίηση, ώστε τελικά, αφενός μεν, να αξιολογηθούν οι αλληλεπιδράσεις της

κονιοποιημένης μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης με το υγρό κοκκοποίησης και

αφετέρου, να επιλεγεί η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης για την παρασκευή των

μικροσφαιρών. Για τη διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων υγρού-κόνεως επιλέχθηκε η


115 

MCC modified
Avicel® Τροποποιημένο
Prosolv
®
Prosolv
Avicel

Avicel®
Intensity

2 7 12 17 22 27 32 37
2θ/degrees

Σχήμα 3.1 Διάγραμμα έντασης ως προς τη γωνία πρόσπτωσης ακτίνων-Χ

ποσοτική εκτίμηση και καταγραφή της αντίστασης στην ανάμιξη, η οποία

υπολογίστηκε από τη ροπή στρέψης που ασκείται στο δοχείο ανάμιξης λόγω

περιστροφής των πτερυγίων.

Η ροπή στρέψης που ασκείται στο δοχείο ανάμιξης αντιστοιχεί στην

αντίσταση της διυγραμένης μάζας να παραμορφωθεί και ειδικότερα στην καταστροφή

των υγρών γεφυρών μεταξύ των τεμαχιδίων από τα πτερύγια του αναμικτήρα. Το

πλήθος και η ισχύς των υγρών γεφυρών που αναπτύσσονται στα συσσωματώματα

καθορίζουν το μέγεθος της ροπής στρέψης.


116 

Στα σχήματα 3.2 και 3.3 δίνονται τα διαγράμματα της ροπής στρέψης που

ασκούνταν στο δοχείο ανάμιξης για όλους τους συνδυασμούς των τριών ειδών MCC

με τα δύο διαφορετικά υγρά που εξετάστηκαν. Από τα διαγράμματα διαπιστώνουμε

ότι η προσθήκη του υγρού κοκκοποίησης έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των

χαρακτηριστικών πέντε φάσεων που περιγράφουν την ανάμιξη υγρού-κόνεως κατά

την κοκκοποίηση (Bier et al., 1979). Οι φάσεις είναι διακριτές σε όλα τα διαγράμματα

των δοκιμασιών υπερδιύγρανσης που διεξήχθησαν και έτσι καθορίστηκαν οι όγκοι

υγρού κοκκοποίησης που απαιτούνται για την επίτευξή τους.

Με την προσθήκη κοκκοποιητικού υγρού γίνεται αρχικά διαβροχή των

σωματιδίων της σκόνης, η οποία προκαλεί πολύ μικρή μεταβολή στην ροπή στρέψης,

μέχρι την προσθήκη και επιπλέον ποσότητας υγρού και τη δημιουργία υγρών

γεφυρών, που έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό συσσωματωμάτων στη 2η φάση

(S2-S3). Τα συσσωματώματα προβάλλουν αυξημένη αντίσταση κατά την ανάμιξη σε

σχέση με τα στεγνά ή τα διυγραμένα σωματίδια της κόνεως και έτσι εμφανίζεται μία

απότομη αύξηση της ροπής στρέψης. Όσο η ποσότητα του υγρού αυξάνει, κατά την

3η φάση (S3-S4), οι υγρές γέφυρες αυξάνουν σταδιακά σε μέγεθος, χωρίς να λαμβάνει

χώρα δημιουργία νέων δεσμών. Έτσι στη φάση αυτή το μέγεθος της ροπής παραμένει

σχεδόν σταθερό ή αυξάνει σε πολύ μικρό βαθμό.

Κατά την 4η φάση (S4-S5), η ροπή αυξάνει ξανά λόγω συνένωσης των

συσσωματωμάτων. Οι αυξομειώσεις που παρατηρούνται πιθανόν να οφείλονται στην

ολίσθηση των υγρών μαζών στα τοιχώματα του δοχείου ανάμιξης ή στη συνολική

κίνηση της διυγραμένης μάζας και την προβολή ισχυρής αντίστασης των πτερυγίων

ανάμειξης. Με επιπλέον ποσότητα κοκκοποιητικού υγρού η ροπή στρέψης φτάνει στο

μέγιστο σημείο, S5, και το σύστημα μεταπίπτει από την κατάσταση διασποράς υγρού
117 

2,0
S5

1,5

S4
1,0
Avicel ®
Avicel - Νερό
- Νερό
S3
0,5

0,0

2,0
Ροπή στρέψης (N.m)

S4 S5
1,5

®
1,0 Avicel Τροποποιημένο-
Avicel τροποποιημένο Νερό
- Νερό

0,5 S3

0,0
2,0
S5

1,5
S4

Prosolv®- Νερό
- Νερό
1,0

S3
0,5

0,0
0 10 20 30 40 50 60 70
Προσθήκη κοκκοποιητικού υγρού (ml)

Σχήμα 3.2 Ροπή στρέψης ως προς την προσθήκη κοκκοποιητικού υγρού νερού σε:

(α) Avicel®, (β) τροποποιημένη MCC® και (γ) Prosolv®.


118 

S5
1,4
1,2
® S4
1,0 Avicel - Νερό/Ισοπροπανόλη
Avicel - νερό/ισοπροπανόλη

0,8
0,6
S3
0,4
0,2
0,0
1,4
Ροπή στρέψης (N.m)

1,2 S5
®
1,0 Avicel Τροποπιημένο-- Νερό/
Avicel τροποποιημένο Ισοπροπανόλη
νερό/ισοπροπανόλη
S4
0,8
0,6
S3
0,4
0,2
0,0

1,2 S5
S4
1,0
rosolv®- -νερό/ισοπροπανόλη
PProsolv Νερό/Ισοπροπανόλη
0,8

0,6
S3
0,4

0,2

0,0
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90
Προσθήκη κοκκοποιητικού υγρού (ml)

Σχήμα 3.3 Ροπή στρέψης ως προς την προσθήκη κοκκοποιητικού υγρού μίγματος

νερού/ισοπροπανόλης σε: (α) Avicel®, (b) τροποποιημένη MCC και (γ)

Prosolv®. 
119 

σε στερεό σε κατάσταση διασποράς στερεού σε υγρό και τότε η ροπή απότομα

μειώνεται στην 5η και τελική φάση.

Τα διαγράμματα των δοκιμασιών υπερδιύγρανσης όλων των συνδυασμών

κόνεως και υγρού κοκκοποίησης παρουσιάζουν παρόμοια μεταβολή φάσεων, αλλά οι

τιμές της ποσότητας κοκκοποιητικού υγρού που αντιστοιχούν στα όρια των τριών

φάσεων (εκκρεμοειδής, χοανοειδής και τριχοειδική), S3, S4 και S5, διαφέρουν

ανάλογα με το στερεό υλικό και το κοκκοποιητικό υγρό (πίνακας 3.3). Οι διαφορές

αυτές στη ρεολογική συμπεριφορά θα πρέπει να οφείλονται στις διαφορετικές

αλληλεπιδράσεις υγρού-κόνεως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής της δοκιμασίας

υπερδιύγρανσης διατηρήθηκαν σταθερές.

Πίνακας 3.3 Ποσότητα προστιθέμενου υγρού (ml) που αντιστοιχεί στα όρια των
διαφορετικών καταστάσεων συσσωμάτωσης (S3, S4 και S5)

_____________________________________________________________________
Υγρό Ποσότητα υγρού (ml) για κονιοποιημένο υπόστρωμα
______________________________________________________

Avicel® Τροποποιημένο Prosolv®


Avicel®
____________ ______________ ______________
S3 S4 S5 S3 S4 S5 S3 S4 S5
(ml) (ml) (ml) (ml) (ml) (ml) (ml) (ml) (ml)
_____________________________________________________________________

Νερό 33 46 55 34 52 58 33 53 58

Νερό-Ισοπ/λη 42 62 68 42 67 81 42 67 82
_____________________________________________________________________
120 

Στην περίπτωση παρασκευής μικροσφαιρών με εξώθηση και σφαιροποίηση,

όπως ήδη αναφέραμε (σελ. 36), η ποσότητα του υγρού κοκκοποίησης για την

επίτευξη της τριχοειδικής κατάστασης, S5, έχει βρεθεί ότι είναι συγκρίσιμη με την

ποσότητα που απαιτείται για την επιτυχή παραγωγή μικροσφαιρών (Rowe and

Sadeghnejad, 1987). Έτσι, ο όγκος του κοκκοποιητικού υγρού που απαιτείται για την

παρασκευή μικροσφαιρών επελέγη με προκαταρκτικές δοκιμασίες, κατά τις οποίες ο

όγκος του υγρού αυξανόταν ανά 1 ml, μέσα στις περιοχές της χοανοειδούς και

τριχοειδικής φάσης, όπως αυτές προέκυπταν από τις δοκιμασίες υπερδιύγρανσης. Ως

κατάλληλο εύρος όγκου κοκκοποιητικού υγρού οριζόταν αυτό που κατέληγε σε

αποδεκτές φαρμακευτικές μικροσφαίρες, με συντελεστή σφαιρικότητας μικρότερο

του 1,3 και μέγεθος μεταξύ 250-710 μm για το 90-95% β/β. Στον πίνακα 3.4 δίνονται

οι απαιτήσεις κοκκοποιητικού υγρού για το σχηματισμό αποδεκτών μικροσφαιρών

μετά τη σφαιροποίηση.

Από τον πίνακα 3.4 προκύπτει ότι τόσο οι όγκοι του υγρού κοκκοποίησης που

απαιτούνται για την επίτευξη των διαφορετικών φάσεων συσσωμάτωσης, όσο και

αυτοί για την παρασκευή αποδεκτών μικροσφαιρών εξαρτώνται από το είδος του

υγρού και είναι πάντα μεγαλύτεροι όταν χρησιμοποιείται μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης σε σχέση με το νερό. Το νερό έχει την ικανότητα σχηματισμού

δεσμών υδρογόνου με τις ελεύθερες ομάδες υδροξυλίου της ίδιας ή γειτονικών

αλυσίδων της κυτταρίνης, λόγω της δομής του. Έτσι επιτυγχάνεται ευκολότερα ο

σχηματισμός υγρών γεφυρών μεταξύ των στερεών τεμαχιδίων της κόνεως. Στο

μείγμα νερού-ισοπροπανόλης το νερό βρίσκεται σε αναλογία 60% και έτσι οι

απαιτήσεις υγρού κοκκοποίησης για την επίτευξη του ίδιου αριθμού υγρών γεφυρών

(3η φάση) είναι μεγαλύτερες, σε σχέση με το καθαρό νερό.


121 

Πίνακας 3.4 Απαιτήσεις όγκου κοκκοποιητικού υγρού για παραγωγή αποδεκτών


μικροσφαιρών.
_____________________________________________________________________

Τύπος MCC (υγρό) Ποσότητα υγρού


για κονιοποιημένο υπόστρωμα (ml)
_____________________________________________________________________
® α
Avicel (Νερό) 60 (50-67)
®
Avicel (Νερό-Ισοπ/λη) 70 (65-70)

Avicel® τροποπιημένο (Νερό) 60 (50-70)


®
Avicel τροποποιημένο (Νερό-Ισοπ/λη) 70 (67-75)
®
Prosolv (Νερό) 60 (50-70)

Prosolv® (Νερό-Ισοπ/λη) 70 (67-75)


_____________________________________________________________________
α
Εύρος όγκου για την παραγωγή αποδεκτών φαρμακευτικών μικροσφαιρών.

Ομοίως, και οι επόμενες φάσεις, χοανοειδής και τριχοειδική, σχηματίζονται

συντομότερα όταν ως υγρό κοκκοποίησης χρησιμοποιείται το νερό, που σημαίνει ότι

οι κενοί χώροι μεταξύ των γεφυρών φαίνεται να γεμίζουν πιο γρήγορα. Αυτό πιθανόν

να οφείλεται στη μη αυθόρμητη διασπορά του υγρού στο υπόστρωμα της

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και στο σχηματισμό ψευδοσταγονιδίου (Hancock et

al., 1994). Κατά την κατάσταση αυτή, καθώς αυξάνεται η ποσότητα κοκκοποιητικού

υγρού παγιδεύεται αέρας ανάμεσα στις γέφυρες υγρού, εμποδίζοντας το σχηματισμό

πραγματικής τριχοειδικής κατάστασης. Αντίθετα, σχηματίζεται μία κατάσταση

«ψευδοσταγονιδίου» (“pseudodroplet”), στο οποίο τα κενά δε γεμίζουν πλήρως με

υγρό. Σε αυτήν την περίπτωση, η επίτευξη των χαρακτηριστικών φάσεων επέρχεται

με χαμηλότερα ποσά υγρού απ’ ότι όταν είναι κανονική.

Από τον πίνακα 3.3 φαίνεται ότι τα διαφορετικά είδη μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης επηρεάζουν την απαιτούμενη ποσότητα κοκκοποιητικού υγρού μόνο για


122 

την επίτευξη της χοανοειδούς και τριχοειδικής κατάστασης (πίνακας 3.3). Γενικά, το

Avicel® έχει τις μικρότερες απαιτήσεις κοκκοποιητικού υγρού σε σχέση με τα άλλα

δύο υλικά. Για το Prosolv® συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι έχει την ικανότητα να

απορροφά περισσότερο νερό στις ίνες της κυτταρίνης σε σχέση με τη συμβατική

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (Luukkonen et al., 1999). Έτσι, η ποσότητα νερού που

απορροφάται από τις ίνες κυτταρίνης περιορίζει το ποσό του ελεύθερου υγρού που

είναι σε θέση να σχηματίσει γέφυρες υγρού και τελικά οι απαιτήσεις κοκκοποιητικού

υγρού για τον κορεσμό του σχηματισμού υγρών γεφυρών είναι μεγαλύτερες.

Επίσης, από τον πίνακα 3.4 προκύπτει ότι η τροποποιημένη MCC έχει

απαιτήσεις σε κοκκοποιητικό υγρό παρόμοιες με το Prosolv® για την επίτευξη των

τριών φάσεων συσσωμάτωσης, μεγαλύτερες δηλαδή από το συμβατικό Avicel®. Ο

λόγος αυτής της συμπεριφοράς είναι ο περιορισμένος αριθμός ελεύθερων υδροξυλίων

του υλικού, ως αποτέλεσμα της διαβροχής του και της εκδήλωσης του φαινομένου

της κερατινοποίησης (hornification). Λόγω σχηματισμού μη αντιστρεπτών δεσμών

υδρογόνου στο υλικό μετά την ξήρανση οι οποίοι αντικαθιστούν τους δεσμούς

κυτταρίνης-νερού, οι διαθέσιμες ομάδες –ΟΗ για περαιτέρω αλληλεπίδραση με το

νερό είναι λιγότερες. Αυτό επιδρά στην ικανότητα κατακράτησης ύδατος από το

υλικό, όπως εξετάστηκε προηγουμένως, και κατά συνέπεια στη ρεολογική

συμπεριφορά του υλικού κατά την υγρή ανάμιξη. Η μειωμένη ικανότητα

σχηματισμού δεσμών μεταξύ νερού και στερεού υλικού οδηγεί σε υψηλότερες

απαιτήσεις όγκων κοκκοποιητικού υγρού για το σχηματισμό των φάσεων

συσσωμάτωσης.

Το είδος της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, από την άλλη, δεν επιδρά στον

απαιτούμενο όγκο κοκκοποιητικού υγρού για την παραγωγή αποδεκτών

μικροσφαιρών, αφού για κάθε υγρό κοκκοποίησης οι όγκοι είναι σχεδόν ίδιοι για τα
123 

τρία είδη κυτταρίνης. Γενικά, οι απαιτούμενοι όγκοι για επιτυχή εξώθηση και

σφαιροποίηση πλησιάζουν στις τιμές υγρού που ανταποκρίνεται στην τριχοειδική

φάση (S5), εκτός από τις περιπτώσεις της τροποποιημενης MCC και του Prosolv®, για

τα οποία οι απαιτούμενοι όγκοι βρίσκονται ανάμεσα στις τιμές που αντιστοιχούν στη

χοανοειδή (S4) και τριχοειδική (S5) φάση.

Συγκρίνοντας το εύρος όγκων των κοκκοποιητικών υγρών που απαιτείται για

το σχηματισμό μικροσφαιρών (πίνακας 3.4) με την ικανότητα κατακράτησης ύδατος

(πίνακας 3.2), φαίνεται ότι η τροποποιημένη MCC και το Prosolv®, που έχουν

μειωμένη ικανότητα κατακράτησης ύδατος, σχηματίζουν μικροσφαίρες σε

μεγαλύτερο εύρος όγκου σε σχέση με το Avicel® άσχετα με το ποιο υγρό

κοκκοποίησης και αν χρησιμοποιείται. Επιπλέον, ο πίνακας 3.4 δείχνει ότι το νερό

δίνει αποδεκτές μικροσφαίρες σε μεγαλύτερο εύρος απ’ ότι το μείγμα του νερού με

ισοπροπανόλη.

Επομένως, ο σχηματισμός μικροσφαιρών είναι λιγότερο ευαίσθητος στην

προσθήκη κοκκοποιητικού υγρού όταν αυτό είναι το νερό και ως έκδοχο

χρησιμοποιείται υλικό μικρότερης ικανότητας κατακράτησης νερού. Αυτό παρέχει το

πλεονέκτημα της δυνατότητας ενσωμάτωσης δραστικών ουσιών τόσο χαμηλής όσο

και υψηλής διαλυτότητας στο νερό, που αντίστοιχα απαιτούν μεγάλους και μικρούς

όγκους νερού, όπως οι Lustig-Gustaffson και συνεργάτες (1999) επισήμαναν.


124 

ΙΙ. Επιδράσεις παραμέτρων σύστασης (τύπου MCC και


κοκκοποιητικού υγρού) και συνθηκών παρασκευής στις ιδιότητες
των τελικών στεγνών μικροσφαιρών

1. Επίδραση της σύστασης και της μεθόδου ξήρανσης στις φυσικομηχανικές


ιδιότητες

Ακολούθως, μελετώνται οι επιμέρους και οι συνδυασμένες επιδράσεις του

κοκκοποιητικού υγρού, της μεθόδου ξήρανσης και του τύπου της μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης στις φυσικομηχανικές ιδιότητες των τελικών στεγνών μικροσφαιρών,

όπως: το ποσοστό υγρασίας, τη μέση διάμετρο και την κατανομή μεγέθους, το σχήμα,

το πορώδες, την πυκνότητα (αληθή, στοίβασης και φαινόμενη), τις μηχανικές

ιδιότητες, και το χρόνος αποσάθρωσης. Τούτο διότι η συμπεριφορά του

κοκκοποιητικού υγρού κατά την ξήρανση αναμένεται ότι θα εξαρτάται όχι μόνο από

τη φύση του άλλα και από το μηχανισμό απομάκρυνσής του (τριχοειδική ροή,

διάχυση ατμού και εξάχνωση) κατά την ξήρανση, καθώς επίσης και από την

αλληλεπίδραση υγρού-μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης. Έτσι, γίνεται ποσοτική

εκτίμηση και ανάλυση των επιδράσεων και των αλληλεπιδράσεων των παραμέτρων

σύστασης (τύπος MCC και κοκκοποιητικού υγρού) και των συνθηκών παρασκευής

στις ιδιότητες των τελικών στεγνών μικροσφαιρών.

Ειδικότερα, στην παρούσα φάση εξετάζονται οι επιδράσεις των δύο ειδών

κοκκοποιητικού υγρού που χρησιμοποιήθηκαν (νερό και μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης), των τριών διαφορετικών τύπων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης

τρείς (Avicel®, Prosolv® και τροποποιημένο Avicel®) και των τριών διαφορετικών

μεθόδων ξήρανσης που αντιπροσωπεύουν τους τρεις μηχανισμού απομάκρυνσης της

υγρασίας που προαναφέρθηκαν (ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα για

τριχοειδική ροή, μικροκύματα για διάχυση ατμού και ξήρανση εν καταψύξει για
125 

εξάχνωση μετά την ψύξη των υγρών μικροσφαιρών στους -30 οC). Επιπλέον, η

επίδραση της μεθόδου ξήρανσης στις τελικές ιδιότητες των μικροσφαιρών

συγκρίνεται με αυτή σε μικροσφαίρες μετά από εκχύλιση του NaCl, που

χρησιμοποιήθηκε ως ποροσχηματιστής.

α) Ποσοστό υγρασίας

Στον πίνακα 3.5 δίνονται τα αποτελέσματα των προσδιορισμών της

περιεκτικότητας σε υγρασία των τελικών στεγνών μικροσφαιρών που

παρασκευάστηκαν με εφαρμογή των τριών διαφορετικών μεθόδων ξήρανσης.

Πίνακας 3.5 Ποσοστό υγρασίας μικροσφαιρών μετά την ξήρανση με:


Ρεοαιωρούμενο στρώμα σε θερμό ρεύμα αέρα (FB), Μικροκύματα
(MW) και Λυοφιλιποίηση (FD)
_____________________________________________________________________
Ποσοστό υγρασίας (%)
_____________________

Τύπος MCC (υγρού) FB MW FD

Avicel® (Νερό) 1,6 2,5 2,2

Avicel® (Νερό-Ισοπ/λη) 2,1 2,5 3,5

Avicel® τροποπιημένο (Νερό) 2,0 2,3 2,7

Avicel® τροποποιημένο (Νερό-Ισοπ/λη) 1,8 2,5 3,5

Prosolv® (Νερό) 1,8 2,4 2,9

Prosolv® (Νερό-Ισοπ/λη) 1,3 2,5 3,4


_____________________________________________________________________  
126 

Από τις τιμές της περιεκτικότητας σε υγρασία φαίνεται ότι η ξήρανση σε

ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα (FB), παρά το σχετικά με τις άλλες μεθόδους μικρότερο

χρόνο ξήρανσης, οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές υγρασίας (1,3-2,1%) σε σχέση με τα

μικροκύματα (MW) (2,3-2,5%) και την ξήρανση εν καταψύξει (FD) (2,2-3,5%). Αυτό

μπορεί να αποδοθεί στην καλύτερη επαφή των μικροσφαιρών με το θερμό αέρα κατά

την κίνησή τους μέσα στο θάλαμο ξήρανσης και δείχνει ότι ίσως να χρειάζεται
ο
περαιτέρω ξήρανση υπό κενό σε υψηλότερη θερμοκρασία (π.χ. 20 C) όταν

εφαρμόζεται ξήρανση εν καταψύξει.

β) Μέση διάμετρος και κατανομή μεγέθους των μικροσφαιρών

Από την εξέταση των αποτελεσμάτων του μεγέθους, πίνακα 3.6,

διαπιστώνεται ότι η κατανομή μεγέθους, εκφρασμένη ως % β/β του κλάσματος 355-

500 μm, εξαρτάται από τη μέθοδο ξήρανσης που εφαρμόζεται. Για την ξήρανση σε

ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα (FB) και με ακτινοβολία μικροκυμάτων (MW), το

κλάσμα μεγέθους 355-500 μm βρίσκεται με την υψηλότερη συχνότητα, ενώ για την

ξήρανση εν καταψύξει (FD) με τη μικρότερη. Στην ξήρανση εν καταψύξει, το κλάσμα

μεγέθους 500-710 μm βρίσκεται με την υψηλότερη συχνότητα εκτός από τις

περιπτώσεις τροποποιημένου Avicel® και Prosolv® με υγρό κοκκοποίησης το νερό.

Γενικά, από τον πίνακα 3.6, φαίνεται ότι για οποιονδήποτε συνδυασμό

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης/κοκκοποιητικού υγρού, η ξήρανση εν καταψύξει δίνει

πάντα μικροσφαίρες με μεγαλύτερη τιμή μέσης διαμέτρου.

Η μεγαλύτερη διάμετρος των μικροσφαιρών που έχουν υποστεί ξήρανση εν

καταψύξει οφείλεται στη διαστολή του νερού κατά τη μετατροπή του σε πάγο στο

στάδιο της ψύξης, δίνοντας μεγαλύτερες και πιο ογκώδεις μικροσφαίρες. Στη

συνέχεια, η εξάχνωση του πάγου συμβάλει στην ελαχιστοποίηση της τριχοειδικής

ροής, λόγω απουσίας υγρού, και κατά συνέπεια στην ελαχιστοποίηση των
127 

Πίνακας 3.6 Μέγεθος και σχήμα μικροσφαιρών μετά την ξήρανση με:
Ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα (FB), Μικροκύματα (MW) και
Λυοφιλοποίηση (FD)
_____________________________________________________________________

Τύπος MCC/ % β/β στο κλάσμα Μέση Μέση


Υγρό 355-500 μm διάμετρος (μm) σφαιρικότητα
_______________ _____________ ____________
FB MW FD FB MW FD FB MW FD
_____________________________________________________________________

Avicel®/ 88 80 26 382 391 434 1,13 1,14 1,31


Νερό

Avicel® 85 86 18 421 400 451 1,19 1,20 1,25


Νερό-Ισοπ.

Avicel® τροπ/νο 89 86 62 380 391 425 1,18 1,15 1,23


Νερό

Avicel® τροπ/νο 80 80 31 423 402 463 1,17 1,16 1,17


Νερό-Ισοπ.

Prosolv® 90 88 63 383 394 425 1,12 1,11 1,20


Νερό

Prosolv® 80 81 38 413 391 444 1,14 1,13 1,21


Νερό-Ισοπ.
_____________________________________________________________________

τριχοειδικών δυνάμεων συστολής (Berggren and Alderborn, 2001a και Bashaiwoldu

et al., 2004).

Από το πίνακα 3.6 φαίνεται επιπλέον ότι γενικά το μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης δίνει μεγαλύτερες μικροσφαίρες απ’ ότι το νερό. Αυτό οφείλεται στη

μικρότερη μείωση του όγκου, κυρίως κατά την ξήρανση, που υφίστανται οι

μικροσφαίρες με νερό-ισοπροπανόλη λόγω μικρότερων δυνάμεων συστολής

(Berggren and Alderborn, 2001b). Η ανάπτυξη δυνάμεων συστολής οφείλεται σε

τριχοειδικές δυνάμεις λόγω της τριχοειδικής ροής του υγρού, οι οποίες είναι ανάλογες
128 

της επιφανειακής τάσης του κοκκοποιητικού υγρού. Για το νερό, η επιφανειακή τάση

είναι γ1 = 66,6 dynes/cm, για την ισοπροπανόλη γ2 = 18 dynes/cm και για το μείγμα

νερού ισοπροπανόλης, υπολογίζεται από την εξίσωση (Khossravi and Connors,

1993):

61( 1   2 )  2
   1 
 1  61 2

όπου Χ1 = 0,83 και Χ2 = 0,17 είναι οι μοριακές συγκεντρώσεις του νερού και της

ισοπροπανόλης αντίστοιχα στο μείγμα. Επομένως, η τριχοειδική έλξη για το νερό

είναι περίπου τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή του μείγματος και εξηγεί τη

μεγαλύτερη συστολή κατά την ξήρανση και το μικρότερο μέγεθος των μικροσφαιρών

που παρασκευάστηκαν με νερό.

γ) Σχήμα των μικροσφαιρών

Από τα αποτελέσματα του συντελεστή σφαιρικότητας των μικροσφαιρών που

προέκυψαν από ξήρανση εν καταψύξει, πίνακας 3.6, διαπιστώνεται ότι αυτός

αποκλίνει περισσότερο από τη μονάδα σε σχέση με την ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο

στρώμα αέρα και την ακτινοβολία με μικροκύματα. Ως γνωστόν, όσο ο συντελεστής

σφαιρικότητας αποκλίνει από τη μονάδα τόσο το σχήμα γίνεται περισσότερο

ακανόνιστο και λιγότερο σφαιρικό.

Αυτό επιβεβαιώνεται από τις εικόνες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, εικόνα 3.1,

οι οποίες δείχνουν την επιφάνεια των μικροσφαιρών που παρασκευάστηκαν με νερό ή

νερο-ισοπροπανόλη, μετά την εφαρμογή ξήρανσης σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα

(εικόνα 3.1α1 και β1) και ξήρανσης εν καταψύξει (εικόνα 3.1α2 και β2). Οι

μικροσφαίρες μετά την ξήρανση στο φούρνο μικροκυμάτων είχαν παρόμοια

εμφάνιση με αυτές μετά την ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα που αν και δε

φαίνονται στην εικόνα 3.1 αυτό επιβεβαιώνεται από τις παρόμοιες τιμές μέσης
129 

σφαιρικότητας (πίνακας 3.6). Αντίθετα, το σχήμα των μικροσφαιρών από ξήρανση εν

καταψύξει είναι πιο ακανόνιστο και λιγότερο σφαιρικό. Η μεγαλύτερη γεωμετρική

ασυμμετρία και η τραχύτητα επιφάνειας των τελευταίων οφείλεται στη διαστολή των

μικροσφαιρών κατά το στάδιο της ψύξης που ως αποτέλεσμα έχει την άσκηση πίεσης

στα σημεία επαφής των σωματιδίων MCC και παραμόρφωση της επιφάνειάς τους.

α1  β1 

α2  β2 

Εικόνα 3.1 Εικόνες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης μικροσφαιρών Avicel®


που παρασκευάστηκαν με νερό (α) και νερό-ισοπροπανόλη (β) και
ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα (1) και ξήρανση εν
καταψύξει (2)
130 

δ) Πορώδες των μικροσφαιρών

Στον πίνακα 3.7 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της επίδρασης του τύπου

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και των συνθηκών εμβροχής και ξήρανσης στο

πορώδες 18 πειραματικών παρτίδων μικροσφαιρών που αντιστοιχούν σε

συνδυασμούς: τύπος MCC (τρία επίπεδα), υγρό κοκκοποίησης (δύο επίπεδα) και

μέθοδος ξήρανσης (τρία επίπεδα) σύμφωνα με απλό πειραματικό σχεδιασμό

(3x2x3=18). Στον ίδιο πίνακα παρουσιάζονται αποτελέσματα από μετρήσεις σε

μικροσφαίρες που παρασκευάστηκαν με χρήση NaCl ως ποροσχηματιστή και με

μεθόδους ξήρανσης σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα και ξήρανσης εν καταψύξει. Οι

παράμετροι πορώδους που παρουσιάζονται στον πίνακα αφορούν το ολικό

ενδοσωματιδιακό πορώδες, ε%, την κατανομή μεγέθους και τη μέση διάμετρο των

πόρων.

Από τις τιμές του πίνακα 3.7 φαίνεται ότι η ξήρανση εν καταψύξει πάντα

παράγει μικροσφαίρες υψηλότερου πορώδους (ε %). Οι υψηλότερες τιμές πορώδους

μπορούν να αποδοθούν στη διόγκωση του νερού κατά τη μετατροπή του σε πάγο στο

στάδιο της ψύξης, η οποία οδηγεί σε αύξηση του όγκου και άνοιγμα των πόρων μετά

την εξάχνωση. Επιπλέον, η τριχοειδική ροή είναι μικρής έκτασης και επομένως

ελαχιστοποιούνται οι τριχοειδικές δυνάμεις οι οποίες έλκουν τα σωματίδια MCC,

μειώνουν τις διασωματιδιακές αποστάσεις και κλείνουν τους μικρούς πόρους

(Berggren and Alderborn, 2001a).

Ακόμα και στην περίπτωση των εκχυλισμένων μικροσφαιρών, υπάρχει μία

αύξηση του πορώδους μετά την ξήρανση εν καταψύξει σε σχέση με την ξήρανση σε

ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα. Στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες, το πορώδες που

προκύπτει μετά τη ξήρανση εν καταψύξει είναι παρόμοιο με αυτό των μικροσφαιρών

Avicel® με νερό-ισοπροπανόλη στεγνωμένων με την ίδια μέθοδο (46,8 και 45,6


131 

Πίνακας 3.7 Πορώδες εκχυλισμένων και μη μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης,


μέση διάμετρος πόρων και κατανομή μεγέθους πόρων

MCC/Υγρό Πορώδες Μέση διάμετροςΚατανομή όγκου-μεγέθους πόρων


Ξήρανση (ε%) πόρων (μm) (% ο/ο)
______________________________
d<0,12μm d0,12-1,2μm d1,2-12μm d>12μm
_______________________________________________________________________________

Avicel®/Νερό
FB 8,6 0,02 62 38 0 0
MW 10,1 0,02 81 19 0 0
FD 31,5 0,06 24 66 10 0

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 23,3 0,03 74 26 0 0
MW 11,2 0,02 84 16 0 0
FD 46,8 0,47 24 72 4 0

Avicel® τροποποιημένο/Νερό
FB 8,6 0,01 80 13 7 0
MW 7,8 0,02 62 9 29 0
FD 40,2 0,29 19 74 7 0

Avicel®τροποποιημένο/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 19,0 0,04 69 28 3 0
MW 14,5 0,02 81 17 2 0
FD 48,0 0,43 33 44 23 0

Prosolv®/Νερό
FB 11,5 0,05 49 7 44 0
MW 14,5 0,02 52 6 42 0
FD 36,8 0,72 20 48 32 0

Prosolv®/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 20,4 0,02 84 10 6 0
MW 14,5 0,02 49 9 42 0
FD 46,3 0,30 16 77 7 0

Avicel®/NaCl/Νερό
FB 40,3 6,5 2 10 68 20
FD 45,6 11,0 2 13 60 25
_______________________________________________________________________________

Μέθοδος ξήρανσης: FB = ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα θερμού αέρα, MW = μικροκύματα


και FD = ξήρανση εν καταψύξει
132 

αντίστοιχα), αλλά όπως φαίνεται και στην εικόνα 3.2 του ηλεκτρονικού

μικροσκοπίου, οι πόροι στην επιφάνεια και στο εσωτερικό των εκχυλισμένων

μικροσφαιρών είναι πολύ μεγαλύτεροι σε σχέση με τις παρασκευασμένες χωρίς

ποροσχηματιστή μικροσφαίρες. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη πόρων στις

συγκεκριμένες μικροσφαίρες γίνεται κυρίως με την απομάκρυνση των μεγάλων

τεμαχιδίων NaCl (50-150μm) κατά την εκχύλιση. Αυτός είναι ο καθοριστικός

παράγοντας για το σχηματισμό πόρων και λιγότερο η διαστολή του παγωμένου υγρού

κατά την ξήρανση εν καταψύξει. Εδώ οφείλεται και το αυξημένο ποσοστό μεγάλων

πόρων (>12μm) (πίνακας 3.7).

α1 β1

α2 β2

Εικόνα 3.2 Εικόνες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης από την επιφάνεια (α)
και εγκάρσιες τομές (β) μετά την ξήρανση εν καταψύξει
μικροσφαιρών: (1) Avicel® (οι λευκές ράβδοι αντιστοιχούν σε μήκος
20 μm) και (2) εκχυλισμένων μικροσφαιρών Avicel®/NaCl (οι λευκές
ράβδοι αντιστοιχούν σε μήκος 200 μm).
133 

Από τον πίνακα 3.7 επιπλέον, φαίνεται ότι το μείγμα νερού-ισοπροπανόλης

παράγει μικροσφαίρες μεγαλύτερου πορώδους σε σχέση με το νερό από μόνο του.

Αυτές οι επιδράσεις του υγρού κοκκοποίησης οφείλονται στις διαφορές μεγέθους των

ελκτικών τριχοειδικών δυνάμεων συστολής, οι οποίες είναι ευθέως ανάλογες με την

επιφανειακή τάση των υγρών, όπως προαναφέρθηκε. Η επιφανειακή τάση του νερού

είναι 66,6 dynes/cm ενώ του μείγματος νερού-ισοπροπανόλης 21,6 dynes/cm. Το

τριπλάσιο μέγεθος των τριχοειδικών δυνάμεων λόγω ροής του νερού εξηγεί το

μικρότερο πορώδες σε σχέση με το μείγμα νερού-ισοπροπανόλης.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το πορώδες των μικροσφαιρών από νερό-

ισοπροπανόλη είναι μεγαλύτερο απ’ ότι όταν χρησιμοποιείται μόνο νερό όχι μόνο

όταν οι μικροσφαίρες υφίστανται ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα, αλλά και

κατά την ακτινοβολία με μικροκύματα και την ξήρανση εν καταψύξει. Αυτό δείχνει

ότι λαμβάνει χώρα τριχοειδική ροή του υγρού και στις δύο τελευταίες διαδικασίες.

Στην περίπτωση της ακτινοβολίας με μικροκύματα, η τριχοειδική ροή συμβαίνει

συγχρόνως με τη διάχυση του διαφεύγοντα υδρατμού και επίσης λόγω της

μεγαλύτερης περιεκτικότητας νερού των μικροσφαιρών στο εσωτερικό τους η οποία

μειώνει το βάθος διείσδυσης της ακτινοβολίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία

διαφορών θερμοκρασίας και πίεσης. Οι μεταβολές αυτές στη θερμοκρασία και την

πίεση προωθούν την κίνηση του υγρού, που συνεπάγεται τριχοειδική ροή και

ανάπτυξη δυνάμεων συστολής (Ni et al., 1999, Hlinak and Clark, 2002 και

McLoughlin et al., 2000). Στην περίπτωση της ξήρανσης εν καταψύξει, κάποια

απομάκρυνση νερού με τριχοειδική ροή και εξάτμιση πρέπει να συμβαίνει κατά τα

τελευταία στάδια της σφαιροποίησης και κατά τη μεταφορά των υγρών

μικροσφαιρών από το σφαιροποιητή στην κατάψυξη. Επιπλέον, ο ίδιος μηχανισμός


134 

πρέπει να είναι υπεύθυνος για την απομάκρυνση μη παγωμένου νερού που υπάρχει

στις μικροσφαίρες (Pikal, 2002).

Από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων που δίνεται στον πίνακα 3.8,

φαίνεται ότι η μέθοδος ξήρανσης έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στο πορώδες

(p<0,001, η2=0,99), ακολουθούμενη από το υγρό κοκκοποίησης (p=0,003, η2=0,91).

Η επίδραση του τύπου MCC δεν είναι σημαντική (p=0,634). Επιπλέον, υπάρχει

σημαντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη μέθοδο ξήρανσης και το υγρό κοκκοποίησης

όσον αφορά την επίδραση στο πορώδες των μικροσφαιρών (p=0,063, η2=0,748).

Αυτό φαίνεται και από τον πίνακα 3.7, όπου για ορισμένο τύπο MCC, με νερό ως

υγρό κοκκοποίησης, το πορώδες αυξάνεται κατά τη σειρά ξήρανση σε

ρεοαιωρούμενο στρώμα < ακτινοβολία μικροκυμάτων < ξήρανση εν καταψύξει, ενώ

με νερό-ισοπροπανόλη η σειρά αλλάζει σε ακτινοβολία μικροκυμάτων <

ρεοαιωρούμενο στρώμα < ξήρανση εν καταψύξει.

ε) Πυκνότητα (αληθής, στοιβάσεως και φαινόμενη) των μικροσφαιρών

Στον πίνακα 3.9 δίνονται τα αποτελέσματα της πυκνότητας (αληθούς,

στοιβάσεως και φαινόμενης). Η πυκνότητα στοιβάσεως και η φαινόμενη πυκνότητα

σχετίζονται με τη διευθέτηση των μικροσφαιρών. Οι μικροσφαίρες από ξήρανση εν

καταψύξει έχουν μικρότερες τιμές πυκνότητας στοίβασης και φαινόμενης

πυκνότητας, που σημαίνει λιγότερο καλή διευθέτηση σε σχέση με τις μικροσφαίρες

που προκύπτουν από τις άλλες μεθόδους ξήρανσης. Οι σχετικά χαμηλότερες τιμές

πυκνότητας στοίβασης μπορούν να αποδοθούν στο ακανόνιστο σχήμα των

μικροσφαιρών από ξήρανση εν καταψύξει ή αλλιώς στις περισσότερο αποκλίνουσες

από τη μονάδα τιμές μέσης σφαιρικότητας (πίνακας 3.6).

Επιπλέον, η ξήρανση εν καταψύξει συντελεί στην παραγωγή πάντα

μικροσφαιρών υψηλότερης πυκνομετρικής πυκνότητας. Αυτό, όπως και οι


135 

Πίνακας 3.8 Στατιστική ανάλυση των κύριων επιδράσεων και αλληλεπιδράσεων της μεθόδου
ξήρανσης (Α), του υγρού κοκκοποίησης (Β) και του τύπου MCC (Γ) στο πορώδες
και τις μηχανικές ιδιότητες των μικροσφαιρών

Παράγοντας Πορώδες Μηχανική Αντίσταση στην Χρόνος


αντοχή παραμόρφωση αποσάθρωσης
_________ _________ _____________ _____________
p η2 p η2 p η2 p η2
________________________________________________________________________________

Μέθοδος <0,001 0,99 0,002 0,96 0,001 0,98 0,048 0,78


ξήρανσης (A)
Υγρό 0,003 0,91 0,005 0,89 0,003 0,91 0,011 0,83
κοκ/σης (Β)
Τύπος 0,634 0,20 0,037 0,81 0,058 0,76 0,279 0,47
(MCC) (Γ)

ΑxB 0,063 0,75 0,043 0,79 0,026 0,84 0,351 0,41


BxΓ 0,234 0,52 0,336 0,42 0,329 0,43 0,174 0,58
ΑxΓ 0,320 0,62 0,332 0,61 0,210 0,71 0,749 0,33
________________________________________________________________________________
p: στατιστική σημαντικότητα, η2: ποσοτική εκτίμηση της σχετικής σπουδαιότητας της επίδρασης με
τιμές 0-1.
136 

Πίνακας 3.9 Πυκνότητα [αληθής (pp), στοιβάσεως (pt) και φαινόμενης penv]
των στεγνών μικροσφαιρών

MCC/Υγρό Πυκνότητα (g/cm)


Ξήρανση ___________________________
pp pt penv
________________________________________________________________
Avicel®/Νερό
FΒ 1,46 0,95 3,49
MW 1,49 0,86 1,30
FD 1,53 0,65 0,95

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 1,50 0,76 1,17
MW 1,45 0,87 1,35
FD 1,51 0,53 0,94

Avicel® τροποποιημένο/Νερό
FΒ 1,45 0,95 1,32
MW 1,48 0,91 1,35
FD 1,55 0,61 0,94

Avicel®τροποποιημένο/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 1,51 0,75 0,89
MW 1,42 0,83 1,37
FD 1,54 0,53 1,2

Prosolv®/Νερό
FB 1,46 0,96 1,37
MW 1,48 0,95 1,72
FD 1,55 0,67 1,23

Prosolv®/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 1,51 0,74 0,86
MW 1,43 0,84 1,33
FD 1,56 0,54 0,94

Avicel®/NaCl/Νερό
FB 1,50 0,50 0,64
FD 1,56 0,39 0,51
________________________________________________________________

Μέθοδος ξήρανσης: FB = ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα θερμού αέρα,


MW = μικροκύματα και FD = ξήρανση εν καταψύξει
 
137 

υψηλότερες τιμές πορώδους που συζητήθηκαν προηγουμένως, εξηγείται από το

μηχανισμό της ξήρανσης. Η διαστολή του κοκκοποιητικού υγρού κατά την κατάψυξη

οδηγεί σε διόγκωση και άνοιγμα των πόρων κατά την εξάχνωση. Επιπλέον,

ελαχιστοποιούνται οι τριχοειδικές ελκτικές δυνάμεις λόγω περιορισμένης

τριχοειδικής κίνησης του υγρού και οι πόροι παραμένουν ανοιχτοί και προσβάσιμοι

από το ήλιο (κατά τον προσδιορισμό αληθούς πυκνότητας, σελ. 74).

στ) Μηχανικές ιδιότητες (αντοχή σε εφελκυσμό και αντίσταση στην

παραμόρφωση) των μικροσφαιρών

Η επίδραση του τύπου της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, του υγρού

κοκκοποίησης και της μεθόδου ξήρανσης στις μηχανικές ιδιότητες των μικροσφαιρών

συνοψίζονται στον πίνακα 3.10 και αφορούν τις ίδιες παρτίδες που

χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του πορώδους και της πυκνότητας (πίνακες

3.7 και 3.9).

Από τον πίνακα 3.10 φαίνεται ότι για οποιονδήποτε συνδυασμό τύπου

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και υγρού κοκκοποίησης, η ξήρανση εν καταψύξει

παράγει μικροσφαίρες με μικρότερη αντοχή σε εφελκυσμό και αντίσταση σε

παραμόρφωση, ενώ για οποιονδήποτε συνδυασμό τύπου μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης και μεθόδου ξήρανσης, οι μικρότερης αντοχής μικροσφαίρες παράγονται

με μείγμα νερού-ισοπροπανόλης ως υγρό κοκκοποίησης. Εφόσον προαναφέρθηκε ότι

η ξήρανση εν καταψύξει και το μείγμα νερού/ισοπροπανόλης αυξάνουν το πορώδες

των μικροσφαιρών (πίνακας 3.7), οι επιδράσεις της μεθόδου ξήρανσης και του υγρού

κοκκοποίησης στις μηχανικές ιδιότητες θα πρέπει να αποδοθούν στην επίδραση επί

του πορώδους (Millili and Schwartz, 1990, Bashaiwoldu et al., 2004 και Johansson et

al., 1995). Αυτό φαίνεται και από τα σχήματα 3.4α και 3.4β, όπου η αντοχή σε

εφελκυσμό και η αντίσταση στην παραμόρφωση αντίστοιχα παριστάνονται ως προς


138 

Πίνακας 3.10 Μηχανικές ιδιότητες και αποσάθρωση των στεγνών μικροσφαιρών


MCC/Υγρό Φορτίο Χρόνος Αντοχή σε Αντίσταση στην Χρόνος
Ξήρανση θραύσης θραύσης εφελκυσμό παραμόρφωση αποσάθρωσης
(Ν) (sec) (MPa) (N/mm) (min)
___________________________________________________________________________
Avicel®/Νερό
FB 6,3 3,0 9,2 125,2 156
MW 7,8 4,2 7,5 112,6 140
FD 2,4 3,2 2,8 43,7 93

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 3,2 2,9 3,8 64,9 93
MW 5,1 3,2 6,1 95,2 130
FD 1,7 3,9 2,1 26,0 10

Avicel® τροποποιημένο/Νερό
FB 4,9 2,6 5,8 112,4 182
MW 4,1 3,8 4,8 65,4 150
FD 2,0 4,7 2,4 25,6 62

Avicel®τροποποιημένο/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 3,0 2,7 3,6 66,4 34
MW 3,1 3,1 3,7 60,1 69
FD 1,2 2,9 1,4 25,0 13

Prosolv®/Νερό
FB 6,4 2,9 7,5 130,5 331
MW 5,1 2,9 6,0 104,2 320
FD 2,8 4,9 3,3 33,9 66

Prosolv®/Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 3,9 3,6 4,6 62,1 51
MW 5,5 4,7 6,5 70,3 71
FD 0,8 2,8 2,2 30,1 14

Avicel® NaCl/Νερό
FB 0,6 4,3 0,64 10,1 8
FD 0,5 3,6 0,61 9,4 6
___________________________________________________________________________

Μέθοδος ξήρανσης: FB = ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα θερμού αέρα, MW =


μικροκύματα και FD = ξήρανση εν καταψύξει
 
139 

το πορώδες, με βάση τα στοιχεία των πινάκων 3.7 και 3.10. Όπως φαίνεται, και οι δύο

εξεταζόμενες μηχανικές ιδιότητες των μικροσφαιρών μειώνονται εκθετικά καθώς το

πορώδες αυξάνεται.

Από τον πίνακα 3.10 επιπλέον, μπορούμε να δούμε ότι ο τύπος

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης επηρεάζει την αντοχή σε εφελκυσμό και την

αντίσταση στην παραμόρφωση των μικροσφαιρών, εφόσον για οποιονδήποτε

συνδυασμό κοκκοποιητικού υγρού και μεθόδου ξήρανσης η τροποποιημένη

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη δίνει ασθενέστερες μικροσφαίρες απ’ ότι το Avicel®

και το Prosolv®. Από τα σχήματα της αντοχής σε εφελκυσμό και αντίστασης στην

παραμόρφωση (σχήμα 3.4.α και 3.4.β ) είναι εμφανές ότι η εξασθένιση της μηχανικής

αντοχής των μικροσφαιρών λόγω τροποποίησης της μικροκρυσταλλιικής κυτταρίνης

παρατηρείται στην περιοχή πορώδους <20% για την αντοχή σε εφελκυσμό (σχήμα

3.4α) και στην περιοχή πορώδους <15% για την αντίσταση στην παραμόρφωση

(σχήμα 3.4β).

Η μικρότερη αντοχή σε εφελκυσμό και αντίσταση σε παραμόρφωση μπορεί

να εξηγηθεί λόγω του φαινομένου κερατινοποίησης (hornification) που

προαναφέρθηκε. Αυτό μειώνει την ικανότητα της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης για

σχηματισμό δεσμών υδρογόνου και επιπλέον μειώνει τον όγκο των διατεμαχιδιακών

πόρων της κυτταρίνης, οδηγώντας σε πιο κλειστή δομή (Luukkonen, 2001). Ως

αποτέλεσμα, η ικανότητα των σωματιδίων μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης για

πλαστική παραμόρφωση και εκτόνωση της πίεσης μειώνεται, ο αριθμός των

διατεμαχιδιακών δεσμών μειώνεται και ως αποτέλεσμα, μειώνεται η αντοχή σε

εφελκυσμό και η αντίσταση στην παραμόρφωση. Η εκτίμηση της επίδρασης της

κερατινοποίησης στις μηχανικές ιδιότητες των μικροσφαιρών μπορεί να γίνει

συγκρίνοντας τα δεδομένα του Avicel® και του τροποποιημένου Avicel® που δίνονται
140 

10
● Avicel®
■ Avicel
®
AvicelAvicel
τροποποιημένο
τροποποιημένο
8 Prosolv
▲ Prosolv®
Αντοχή σε εφελκυσμό (MPa)

0
0 10 20 30 40 50 60

Πορώδες (%)

Σχήμα 3.4α Αντοχή σε εφελκυσμό ως προς το πορώδες των μικροσφαιρών


141 

140

● Avicel®
Avicel
Αντίσταση στην παραμόρφωση (MPa)

120
■ Avicel τροποποιημένο
Avicel® τροποποιημένο
Prosolv
100 ▲ Prosolv®

80

60

40

20

0
0 10 20 30 40 50 60

Πορώδες (%)

Σχήμα 3.4β Αντίσταση στην παραμόρφωση ως προς το πορώδες των μικροσφαιρών


142 

στον πίνακα 3.10. Η μέση τιμή της αντοχής σε εφελκυσμό του πρώτου είναι 5,3 MPa

και της αντίστασης στην παραμόρφωση 77,9 N/mm, ενώ για την τροποποιημένη

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη είναι 3,8 MPa και 59,2 N/mm αντίστοιχα. Δηλαδή

υπάρχει κατά 28% μείωση στην αντοχή σε εφελκυσμό και κατά 24% στην αντίσταση

σε παραμόρφωση των μικροσφαιρών, λόγω του φαινομένου της κερατινοποίησης.

Από τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης που δίνονται στον πίνακα

3.8, φαίνεται ότι η μέθοδος ξήρανσης έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στις μηχανικές

ιδιότητες των μικροσφαιρών (p=0,002, η2=0,96 για την αντοχή σε εφελκυσμό και

p=0,001, η2=0,98 για την αντίσταση στην παραμόρφωση), ακολουθούμενη από το

υγρό κοκκοποίησης (p=0,005, η2=0,89 και p=0,003, η2=0,91) και τον τύπο

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (p=0,037, η2=0,81 και p=0,058, η2=0,76). Επιπλέον,

υπάρχει μια σημαντική αλληλεπίδραση της μεθόδου ξήρανσης και του υγρού

κοκκοποίησης όσον αφορά την επίδρασή τους στην αντοχή σε εφελκυσμό (p=0,043

και η2=0,79) και την αντίσταση στην παραμόρφωση (p=0,026 και η2=0,84).

ζ) Χρόνος αποσάθρωσης των μικροσφαιρών

Από τον πίνακα 3.10, φαίνεται ότι η μέθοδος ξήρανσης επηρεάζει σε μεγάλο

βαθμό το χρόνο αποσάθρωσης των μικροσφαιρών και ότι για οποιονδήποτε τύπο

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, η χρήση μείγματος νερού-ισοπροπανόλης σε

συνδυασμό με εφαρμογή ξήρανσης εν καταψύξει οδηγεί σε ταχύτερους χρόνους

αποσάθρωσης σε σύγκριση με άλλα υγρά κοκκοποίησης και μεθόδους ξήρανσης

αντίστοιχα. Από τη στιγμή που η ξήρανση εν καταψύξει και το μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης αντιστοιχούν σε μικροσφαίρες υψηλού πορώδους και εφόσον μικροί

χρόνοι αποσάθρωσης επιτυγχάνονται και σε μεγάλες τιμές πορώδους στις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες Avicel®/NaCl, φαίνεται πως υπάρχει συσχέτιση μεταξύ

χρόνου αποσάθρωσης και πορώδους. Αυτό είναι ευδιάκριτο στο σχήμα 3.4γ, όπου
143 

350
● Avicel®
Avicel

300 Avicel® τροποποιημένο
Avicel τροποποιημένο
Prosolv
▲ Prosolv®
Χρόνος αποσάθρωσης (min)

250

200

150

100

50

0 10 20 30 40 50 60

Πορώδες (%)

Σχήμα 3.4γ Χρόνος αποσάθρωσης ως προς το πορώδες των μικροσφαιρών


144 

δίνεται το διάγραμμα του χρόνου αποσάθρωσης των μικροσφαιρών ως προς το

πορώδες τους, με βάση τα δεδομένα των πινάκων 3.7 και 3.10. Από τα διαγράμματα

του σχήματος 3.4γ φαίνεται ότι ο χρόνος αποσάθρωσης μειώνεται εκθετικά με την

αύξηση του πορώδους.

Συγκρίνοντας τις επιδράσεις των τριών υπό μελέτη παραμέτρων (τύπου

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, υγρού κοκκοποίησης και μεθόδου ξήρανσης) επί του

χρόνου αποσάθρωσης, με βάση τα στατιστικά αποτελέσματα του πίνακα 3.8,

βλέπουμε ότι το υγρό κοκκοποίησης έχει τη μεγαλύτερη επίδραση (p=0,011 και

η2=0,83), ακολουθούμενο από τη μέθοδο ξήρανσης (p=0,048 και η2=0,79). Παρόλο

που η συνολική επίδραση του τύπου μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης δεν φαίνεται να

είναι στατιστικά σημαντική (p=0,279), από τον πίνακα 3.10 και το σχήμα 3.4γ

φαίνεται επιπλέον ότι για ορισμένο εύρος πορώδους ο τύπος μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης επίσης επηρεάζει το χρόνο αποσάθρωσης. Για μικροσφαίρες με χαμηλό

πορώδες (<14%) που παρασκευάζονται με νερό και ξηραίνονται σε ρεοαιωρούμενο

στρώμα αέρα ή ακτινοβολία μικροκυμάτων, το Prosolv® δίνει το μεγαλύτερο χρόνο

αποσάθρωσης (>320 min). Για μικροσφαίρες με μέσο πορώδες (14-37%) που

παρασκευάζονται με νερό και ξήρανση εν καταψύξει ή με νερό-ισοπροπανόλη και

ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα αέρα ή σε μικροκύματα, ο χρόνος αποσάθρωσης

αυξάνεται με τη σειρά: τροποποιημένο Avicel® < Prosolv® < Avicel®. Σε μεγαλύτερες

τιμές πορώδους (>37%) δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στους χρόνους

αποσάθρωσης για τους τρεις τύπους μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης.

Οι μεγαλύτεροι χρόνοι αποσάθρωσης των μικροσφαιρών πυριτιωμένης

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (Prosolv®) σε χαμηλές τιμές πορώδους (<20%)

συμφωνούν με προηγούμενα ευρήματα που έδειξαν αύξηση του χρόνου

αποσάθρωσης δισκίων Prosolv® χαμηλού πορώδους (<30%), συγκρινόμενα με δισκία


145 

Avicel®. Αυτό εξηγείται από την παρουσία SiO2, το οποίο μειώνει το διατεμαχιδιακό

διαχωρισμό λόγω πιθανού κορεσμού, οδηγώντας σε μειωμένη απορρόφηση νερού και

μεγαλύτερο χρόνο αποσάθρωσης (Kachrimanis et al., 2003). Ο συντομότερος χρόνος

αποσάθρωσης των μικροσφαιρών από τροποποιημένη μικροκρυσταλλική κυτταρίνη

σε μεσαίες τιμές πορώδους μπορεί να αποδοθεί στο φαινόμενο της κερατινοποίησης

(hornification) που οδηγεί σε εξασθένιση της δομής των μικροσφαιρών όπως φαίνεται

και από τη γενική μείωση της αντοχής σε εφελκυσμό (πίνακας 3.10).

2. Επίδραση της θερμοκρασίας ψύξης στο πορώδες των μικροσφαιρών 

Μέχρι τώρα τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μέθοδος ξήρανσης και ο τύπος

του κοκκοποιητικού υγρού έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στο μέγεθος, την

πυκνότητα, το πορώδες, τις μηχανικές ιδιότητες και την αποσάθρωση των

μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης. Ειδικότερα, η εφαρμογή

λυοφιλοποίησης (ξήρανσης εν καταψύξει) μετά την αποθήκευση στους -30 οC και η

χρήση νερού-ισοπροπανόλης έδωσε στις μικροσφαίρες πορώδες μέχρι 47%.

Κατόπιν αυτού και επειδή έχει αναφερθεί πως η μικροδομή των

μικροσφαιρών επηρεάζει την αποδέσμευση φαρμάκων από αυτές (Byrne and Deasy,

2002 και Gomez-Carracedo et al., 2007), θεωρήθηκε σκόπιμο να μελετηθεί

περαιτέρω η επίδραση των συνθηκών ψύξης πριν από τη λυοφιλοποίηση στο πορώδες

και την κατανομή μεγέθους των πόρων για τις μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης που παρασκευάζονται με νερό και μείγμα νερού-ισοπροπανόλης.

Επιπλέον, οι επιδράσεις των αρχικών συνθηκών ψύξης συγκρίνονται με αυτές σε

πορώδεις μικροσφαίρες που παρασκευάζονται μετά από εκχύλιση ποροσχηματιστή

(NaCl), που όπως είδαμε προηγουμένως, είναι μία αποτελεσματική μέθοδος για το

σχηματισμό μεγάλων πόρων.


146 

Η ξήρανση εν καταψύξει (λυοφιλοποίηση) μπορεί να θεωρηθεί ως μία

ακολουθία τριών διαφορετικών σταδίων: Το αρχικό στάδιο της ψύξης, στο οποίο η

θερμοκρασία των υγρών μικροσφαιρών μειώνεται υπό ατμοσφαιρική πίεση και το

περισσότερο από το περιεχόμενο νερό των μικροσφαιρών κρυσταλλώνεται. Το κύριο

στάδιο της ξήρανσης, στο οποίο το παγωμένο και κρυσταλλωμένο νερό εξαχνώνεται

κάτω από συνθήκες χαμηλής θερμοκρασίας και υψηλού κενού (χαμηλής πίεσης) και

τέλος, το δευτερεύον στάδιο της ξήρανσης, στο οποίο οι μικροσφαίρες διατηρούνται

υπό συνθήκες ατμοσφαιρικής πίεσης και σχετικά υψηλής θερμοκρασίας

(περιβάλλοντος), οπότε το εναπομείναν μη παγωμένο νερό που δεν έχει εξαχνωθεί

απομακρύνεται με εξάτμιση και διάχυση ή τριχοειδική ροή μέσα από τους ήδη

σχηματισμένους πόρους των μικροσφαιρών (Pikal, 2002).

Οι αρχικές συνθήκες ψύξης είναι πολύ σημαντικές γιατί μπορεί να

επηρεάσουν το σχηματισμό των κρυστάλλων πάγου και ειδικότερα το ποσό του

κρυσταλλωμένου και του μη παγωμένου νερού, όπως επίσης και τον αριθμό, το

μέγεθος και το σχήμα των κρυστάλλων, τα οποία με τη σειρά τους ελέγχουν το ολικό

πορώδες, την κατανομή μεγέθους και το σχήμα των πόρων στις τελικές στεγνές

μικροσφαίρες (Hottot et al., 2004). Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός ψύξης και ο βαθμός

ψύξης κάτω από το σημείο πάγου (supercooling), δηλαδή η διαφορά μεταξύ της

θερμοκρασίας ψύξης και της θερμοκρασίας στην οποία αρχίζει ο σχηματισμός του

πάγου, θα πρέπει να επηρεάζει το ρυθμό πυρηνοποίησης (nucleation) και ανάπτυξης

των κρυστάλλων. Ο ρυθμός σχηματισμού πυρήνων των κρυστάλλων αυξάνεται

δραματικά για θερμοκρασίες μεταξύ -40 οC και -20 οC, ανάλογα με το αν το νερό

περιέχει ή όχι διαλυμένα συστατικά (Franks, 1990), ενώ η ανάπτυξη των κρυστάλλων

πάγου επηρεάζεται από το χρόνο, καθώς και από τη θερμοκρασία ψύξης (Franks,

1990 και Hallet, 1966).


147 

Στη πράξη, ρυθμός ψύξης 250 οC/min επιτυγχάνεται με βύθιση των υγρών

μικροσφαιρών στο υγρό άζωτο (-197 οC), ενώ κατά την τοποθέτησή τους στη

κατάψυξη του ψυγείου (-30 οC) ο ρυθμός ψύξης είναι μικρότερος από 1 οC/min

(Hottot et al., 2004 και Tang and Pikal, 2002). Επιπλέον, η βύθιση των μικροσφαιρών

στο υγρό άζωτο έχει ως αποτέλεσμα τη διείσδυση του υγρού αζώτου στη δομή των

μικροσφαιρών, με ταυτόχρονο σχηματισμό πολυάριθμων λεπτών, πολύ

διακλαδισμένων νηματοειδών κρυστάλλων, ενώ η ψύξη σε κατάψυξη ψυγείου οδηγεί

στο σχηματισμό μεγάλων δενδριτικών κρυστάλλων (Gomez-Carracedo et al., 2007,

Pikal, 2002, Hallet, 1966 και Searles, 2004).

Στο κεφάλαιο αυτό, επιπλέον, μελετήθηκε και η επίδραση του υγρού

κοκκοποίησης στο πορώδες και ειδικότερα στην κατανομή μεγέθους των πόρων των

μικροσφαιρών λόγω της ξήρανσης εν καταψύξει ύστερα από αποθήκευση σε

διαφορετικές θερμοκρασίες αρχικής ψύξεως. Τα αλκοολικά διαλύματα γενικά

προτιμώνται γιατί μειώνουν το χρόνο ξήρανσης και κατά συνέπεια, βελτιώνουν τη

σταθερότητα του φαρμάκου (Pikal, 2004, Koyama et al., 1988 και Teagarden and

Baker, 2004). Ωστόσο, ο συνδυασμός νερού και αλκοόλης (ισοπροπανόλης) μπορεί

να συνδέεται με πιο πολύπλοκα φαινόμενα από τον περιορισμό της αλλαγής της

πυκνότητας κατά το πάγωμα και την επίδραση των τριχοειδικών δυνάμεων κατά το

δευτερεύον στάδιο της ξήρανσης. Η ειδική σύνδεση μεταξύ των μορίων νερού και

αλκοόλης μέσω δεσμών υδρογόνου αναμένεται να επηρεάζει την πυρηνοποίηση και

την ανάπτυξη των κρυστάλλων πάγου και επιπλέον, μπορεί να αυξάνει το ρυθμό

εξάχνωσης λόγω αυξημένης πίεσης ατμών, με επακόλουθα αποτελέσματα στη δομή

των μικροσφαιρών (Teagarden and Baker, 2004, Ott et al., 1979, Nishimoto et al.,

2004 και Bellissent-Funel and Teixeira, 2004).


148 

Παρακάτω, δίνονται τα αποτελέσματα από τη μελέτη της επίδρασης του

υγρού κοκκοποίησης και των συνθηκών ψύξης των μικροσφαιρών πριν από την

ξήρανση εν καταψύξει στο πορώδες και την κατανομή μεγέθους των μικροσφαιρών

μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης. Η ξήρανση εν καταψύξει εφαρμόστηκε μετά την

εξώθηση και σφαιροποίηση χρησιμοποιώντας δύο διαφορετικά υγρά κοκκοποίησης

(νερό και νερό-ισοπροπανόλη) και τρεις διαφορετικές συνθήκες ψύξης (σε

καταψύκτη στους -30 οC, σε βαθειά κατάψυξη στους -80 οC και με υγρό άζωτο στους

-197 οC). Επιπλέον, οι επιδράσεις της θερμοκρασίας ψύξης συγκρίθηκαν με αυτές σε

εκχυλισμένες μικροσφαίρες.

α) Μικροσωματιδιακές ιδιότητες (μέγεθος και σχήμα) των μικροσφαιρών

Στον πίνακα 3.11 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της διαμέτρου και της

σφαιρικότητας των μικροσφαιρών μετά από ξήρανση εν καταψύξει, για όλες τις

συνθήκες αρχικής ψύξης που εφαρμόστηκαν και για τα δύο είδη κοκκοποιητικού

υγρού που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς επίσης και για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες.

Στον ίδιο πίνακα επίσης περιλαμβάνονται πληροφορίες για τη διάμετρο και τη

σφαιρικότητα των υγρών μικροσφαιρών (πριν από την ψύξη), με σκοπό να γίνει

σύγκριση με τις τελικές στεγνές μικροσφαίρες.

Τα αποτελέσματα του πίνακα 3.11 δείχνουν ότι η μέση διάμετρος των υγρών

μικροσφαιρών αυξάνεται μετά την ξήρανση εν καταψύξει, με εξαίρεση τις

περιπτώσεις των μη εκχυλισμένων μικροσφαιρών μετά από αρχική ψύξη στους -30
ο
C. Στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες η μέση διάμετρος αυξάνεται κατά την ξήρανση

εν καταψύξει, ακόμα και μετά την ψύξη στους -30 οC. Επιπλέον, ο πίνακας 3.11

δείχνει ότι στις χαμηλότερες θερμοκρασίας ψύξης (-80 οC και -197οC) η αύξηση της

μέσης διαμέτρου είναι μεγαλύτερη για μικροσφαίρες που παρασκευάζονται με νερό

(565 με 585 μm από 526 μm) σε σχέση με αυτές που παρασκευάζονται με νερό και
149 

Πίνακας 3.11 Μέγεθος και σχήμα μικροσφαιρών παρασκευασμένων με διαφορετικά


υγρά κοκκοποίησης ή με εκχύλιση και στεγνωμένα με ξήρανση εν
καταψύξει μετά από ψύξη σε διαφορετικές θερμοκρασίες

Θερμοκρασία Μέση διάμετρος Μέση σφαιρικότητα


ο
Ψύξης ( C) μικροσφαιρών (μm) μικροσφαιρών
_____________________________________________________________________
Avicel®/Νερό

Υγρές μικροσφαίρεςα 526 1,18


-30 525 1,31
-80 565 1,40
-197 585 1,35

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη

Υγρές μικροσφαίρες 514 1,21


-30 510 1,22
-80 539 1,24
-197 543 1,26

Avicel®/NaCl/εκχυλισμένες

Υγρές μικροσφαίρεςβ 520 1,18


-30 540 1,25
-80 545 1,23
-197 553 1,23
_____________________________________________________________________
α
Μέτρηση αμέσως μετά τη σφαιροποίηση
β
Μέτρηση αμέσως μετά την εκχύλιση
150 

ισοπροπανόλη (539 με 543 μm από 514 μm) ή τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες (545 με

553 μm από 520 μm).

Αντίθετα, η μέση σφαιρικότητα των μικροσφαιρών δε φαίνεται να

επηρεάζεται με συγκεκριμένο τρόπο από αλλαγές στις συνθήκες αρχικής ψύξης,

παρόλο που γενικά αυξάνεται σχετικά με τις υγρές μικροσφαίρες λόγω της

διαδικασίας ξήρανσης εν καταψύξει και ειδικότερα, όταν χρησιμοποιείται μόνο το

νερό ως υγρό κοκκοποίησης. Απόκλιση της μέσης σφαιρικότητας από την τιμή της

μονάδας, πράγμα που υποδεικνύει μειωμένη σφαιρικότητα και αυξημένη επιφανειακή

τραχύτητα, γενικά συνοδεύει την αύξηση της μέσης διαμέτρου των μικροσφαιρών

(πίνακας 3.11) και μπορεί να αποδοθεί στη διαστολή κατά την ψύξη, στην ανάπτυξη

δυνάμεων στα σημεία επαφής των μικροσφαιρών και κατά συνέπεια την

παραμόρφωση της επιφάνειάς τους.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η διόγκωση των μικροσφαιρών φαίνεται να

εξαρτάται από την θερμοκρασία αρχικής ψύξης, τη φύση του κοκκοποιητικού υγρού,

καθώς και από την κατανομή αυτού μέσα στις μικροσφαίρες (σε εκχυλισμένες ή μη

μικροσφαίρες). Με θερμοκρασία αρχικής ψύξης τους -30 οC, η διόγκωση των

μικροσφαιρών παρατηρείται μόνο στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες, πιθανώς λόγω

εκτενέστερης κατανομής του νερού στο εσωτερικό των εκχυλισμένων μικροσφαιρών.

Σε θερμοκρασία ψύξης -80 οC και -197 οC, η διόγκωση των μικροσφαιρών είναι

μεγαλύτερη όταν χρησιμοποιείται μόνο νερό απ’ ότι νερό-ισοπροπανόλη ως υγρό

κοκκοποίησης και επιπλέον μεγαλύτερη και σε σχέση με τις εκχυλισμένες

μικροσφαίρες. Αυτό πιθανώς να οφείλεται στη μεγαλύτερη ποσότητα περιεχόμενου

ύδατος στις πρώτες.


151 

β) Πυκνότητα (αληθής, στοίβασης και φαινόμενη) των μικροσφαιρών

Στον πίνακα 3.12 δίδονται τα αποτελέσματα των μετρήσεων της πυκνότητας.

Από αυτά φαίνεται ότι η αληθής πυκνότητα, pp, των μικροσφαιρών επηρεάζεται από

τη φύση του υγρού κοκκοποίησης καθώς επίσης και από την εφαρμογή εκχύλισης,

αλλά όχι από τις συνθήκες αρχικής ψύξης, ενώ αντίθετα, η πυκνότητα στοίβασης και

η φαινόμενη πυκνότητα, pt και pen αντίστοιχα, επηρεάζονται από τους

προαναφερθέντες παράγοντες. Η αληθής πυκνότητα είναι ελαφρώς μεγαλύτερη για

τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες και αυτό μπορεί να αποδοθεί στους μεγαλύτερους

πόρους τους, οι οποίοι επιτρέπουν την ευκολότερη και αυξημένη διείσδυση ηλίου και

επομένως, οι υπολογιζόμενες τιμές του αληθινού όγκου των μικροσφαιρών που

καταλαμβάνεται μόνο από μικροκρυσταλλική κυτταρίνη είναι μικρότερες.  

Από την άλλη, δεν υπάρχει κάποια χαρακτηριστική αλλαγή της πυκνότητας

στοίβασης και της φαινόμενης πυκνότητας με την θερμοκρασία ψύξης για τις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες, ενώ για τις μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες οι πυκνότητες

στοίβασης και φαινόμενη μειώνονται με τη μείωση της θερμοκρασίας ψύξης,

ανεξάρτητα από το υγρό κοκκοποίησης που χρησιμοποιείται. Οι αλλαγές αυτές

μπορούν να αποδοθούν στην αύξηση του μεγέθους των μικροσφαιρών, της

επιφανειακής τραχύτητας και του πορώδους τους, λόγω μείωσης της θερμοκρασίας

(Podczeck et al., 1999).


152 

Πίνακας 3.12 Πυκνότητα μικροσφαιρών παρασκευασμένων με διαφορετικά υγρά


κοκκοποίησης ή με εκχύλιση και στεγνωμένα με ξήρανση εν
καταψύξει μετά από ψύξη σε διαφορετικές θερμοκρασίες

Θερμοκρασία Πυκνότητα (g/cm3)


Ψύξης (οC) _________________________
pp pt pen
_____________________________________________________________________
Avicel®/Νερό

Υγρές μικροσφαίρεςα - - -
-30 1,53 0,84 0,95
-80 1,53 0,69 0,86
-197 1,52 0,44 0,65

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη

Υγρές μικροσφαίρες - - -
-30 1,51 0,55 0,94
-80 1,51 0,52 0,84
-197 1,51 0,51 0,75

Avicel®/NaCl/εκχυλισμένες

Υγρές μικροσφαίρεςβ - - -
-30 1,56 0,39 0,51
-80 1,56 0,40 0,51
-197 1,56 0,40 0,60
_____________________________________________________________________
α
Μέτρηση αμέσως μετά τη σφαιροποίηση
β
Μέτρηση αμέσως μετά την εκχύλιση
 

 
153 

γ) Πορώδες των μικροσφαιρών

Στον πίνακα 3.13 περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα από τον υπολογισμό του

συνολικού όγκου των πόρων, της συνολικής επιφάνειας των πόρων και του

συνολικού ενδοτεμαχιδιακού πορώδους ε% για όλες τις μικροσφαίρες που

μελετήθηκαν. Από τον πίνακα φαίνεται ότι μόνο για τις μη εκχυλισμένες

μικροσφαίρες, όλες οι παράμετροι που εξετάζονται αυξάνονται καθώς μειώνεται η

θερμοκρασία αρχικής ψύξης. Ο διαφορετικός τρόπος μεταβολής των παραμέτρων

αυτών για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες μπορεί να αποδοθεί στο μεγαλύτερο

μέγεθος των πόρων τους. Στον ίδιο πίνακα φαίνεται επιπλέον, ότι η επίδραση της

θερμοκρασίας αρχικής ψύξης στο πορώδες των μικροσφαιρών, ε%, είναι μεγαλύτερη

σε αυτές που παρασκευάζονται μόνο με νερό ως υγρό κοκκοποίησης (από 31,5% σε

58%) απ’ ότι όταν χρησιμοποείται μείγμα νερού-ισοπροπανόλης (από 46,8% σε

52,7%), ή σε σχέση με τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες (από 45,6% σε 53,6%). Αυτό

μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η διαστολή του μείγματος του νερού με την

ισοπροπανόλη είναι πολύ μικρότερη κατά την ψύξη στους -197 οC σε σχέση με το

νερό , παρόλο που η αναλογία του υγρού κοκκοποίησης είναι μεγαλύτερη κατά την

παρασκευή μικροσφαιρών, 70 αντί για 60 ml ανά 50 g μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης, (Bellissent-Funel and Teixeira, 2004). Για τις εκχυλισμένες

μικροσφαίρες, η μικρότερη αύξηση του πορώδους με τη μείωση της θερμοκρασίας

ψύξης σε σχέση με τις μη εκχυλισμένες θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι

κατά την εκχύλιση του NaCl σχηματίζονται μεγαλύτεροι πόροι όπως είδαμε

προηγουμένως. Αυτό οδηγεί σε ευρύτερη κατανομή του νερού στις υγρές

εκχυλισμένες μικροσφαίρες και διαφορετική αλληλεπίδραση του νερού με τη

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, και τελικά, σε μειωμένη επίδραση της πυρηνοποίησης

και της ανάπτυξης κρυστάλλων πάγου στο πορώδες των μικροσφαιρών.


154 

Πίνακας 3.13 Πορώδες και συνολική επιφάνεια πόρων μικροσφαιρών


παρασκευασμένων με διαφορετικά υγρά κοκκοποίησης ή με
εκχύλιση και στεγνωμένα με ξήρανση εν καταψύξει μετά από
ψύξη σε διαφορετικές θερμοκρασίες

Θερμοκρασία Συνολική Επιφάνεια Πορώδες


Ψύξης (οC) διείσδυση πόρων
υδραργύρου
(mm3/g) (m2/g) ε(%)
_____________________________________________________________________
Avicel®/Νερό

-30 332,1 10,2 31,5


-80 472,2 15,4 40,8
-197 886,3 22,5 58,0

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη

-30 498,3 12,8 46,8


-80 569,8 15,8 47,8
-197 703,9 28,8 52,7

Avicel®/NaCl/εκχυλισμένες

-30 839,6 2,7 45,6


-80 935,8 2,4 44,2
-197 888,4 2,4 53,6
_____________________________________________________________________

 
155 

  Οι μικρότερες τιμές πορώδους στη θερμοκρασία των -30 οC, ειδικά για τις μη

εκχυλισμένες μικροσφαίρες που παρασκευάζονται με νερό ως υγρό κοκκοποίησης

(31,5%) μπορούν να αποδοθούν στον ατελή σχηματισμό κρυστάλλων σε

απομακρυσμένους πόρους, μακριά από την επιφάνεια, αφού το πάγωμα αρχίζει από

τα εξωτερικά μέρη των μικροσφαιρών. Επιπλέον, εφόσον η μικροκρυσταλλική

κυτταρίνη δεν είναι καλός αγωγός θερμότητας, αναπτύσσονται τοπικά διαφορές

θερμοκρασίας λόγω εκπεμπόμενης θερμότητας κατά την κρυστάλλωση και σε

αυξημένες τοπικά θερμοκρασίες, πιθανώς πάνω από τους -20 οC, στις οποίες είναι

δυνατό να καταστέλλεται ο ρυθμός πυρηνοποίησης (Pikal 2002 και Franks 1990). Η

εφαρμογή χαμηλότερης θερμοκρασίας ψύξης (-80 οC) ενισχύει το σχηματισμό πάγου

και πόρων, λόγω αυξημένου ρυθμού πυρηνοποίησης και ανάπτυξης κρυστάλλων. Η

χρήση υγρού αζώτου (-197 οC) αυξάνει ακόμη περισσότερο το ρυθμό ψύξης και το

πορώδες, όχι μόνο λόγω της χαμηλότερης θερμοκρασίας του, αλλά και επειδή

διεισδύει στο εσωτερικό των μικροσφαιρών, έρχεται σε επαφή και παγώνει τόσο το

ελεύθερο νερό μεταξύ των ινιδίων της κυτταρίνης όσο και το ισχυρά συνδεδεμένο

νερό που εντοπίζεται στους μικρούς πόρους στο εσωτερικό των ινιδίων.

Λαμβάνοντας τη συνολική ποσότητα νερού στις μη εκχυλισμένες

μικροσφαίρες πριν από την ψύξη ως 1,2 g/g (60/50 g επί ξηρής βάσεως) και

θεωρώντας ότι η μεταβολή στο πορώδες λόγω αλλαγής της θερμοκρασίας ψύξης

οφείλεται αποκλειστικά στην απομάκρυνση του πάγου, η διαφορά 12,3% του

πορώδους από τη μεταβολή της θερμοκρασίας από -80 οC σε -197οC (πίνακας 3.13)

ανάμεσα στις μικροσφαίρες που παρασκευάζονται με νερό και με μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης ανταποκρίνεται σε ποσότητα νερού 0,25 g ανά g μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης [(1,2x12,3)/58]. Η τιμή αυτή είναι σύμφωνη με τις τιμές 0,25 g/g και 0,28

g/g που πρόσφατα παρουσιάστηκαν ως το κλάσμα του μη παγωμένου (στους -50 οC),
156 

ή του δομικού ή του ισχυρά συνδεδεμένου νερού (Luukkonen et al., 2001 και

Agrawal et al., 2004).

Επιπλέον, από τον πίνακα 3.13, φαίνεται ότι για τις θερμοκρασίες ψύξης -30
ο
C και -80 οC, η παρουσία ισοπροπανόλης στο υγρό κοκκοποίησης οδηγεί σε

μεγαλύτερες τιμές πορώδους σε σχέση με το νερό (46,8% και 47,8% αντί για 31,5%

και 40,8% αντίστοιχα). Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στη μεγαλύτερη αναλογία

υγρού (70 ml αντί για 60 ml υγρού κοκκοποίησης ανά 50 g μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης) και εν μέρει στην ταχύτερη εξάχνωση του μείγματος νερού-

ισοπροπανόλης κατά το πρώτο στάδιο της ξήρανσης εν καταψύξει, με αποτέλεσμα

τον επιπλέον σχηματισμό πάγου κάτω από τη θερμοκρασία ψύξης. Επιπρόσθετα, το

μεγαλύτερο πορώδες λόγω παρουσίας ισοπροπανόλης μπορεί να οφείλεται στην

περιορισμένη τριχοειδική ροή κατά τα τελευταία στάδια της σφαιροποίησης και κατά

το δευτερεύον στάδιο της ξήρανσης εν καταψύξει. Παρόλα αυτά, στην ελάχιστη

θερμοκρασία ψύξης (-197 οC), συμβαίνει το αντίστροφο και μικροσφαίρες με νερό ως

υγρό κοκκοποίησης έχουν μεγαλύτερο πορώδες (58% σε σχέση με 52,7% για νερό-

ισοπροπανόλη). Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην επικράτηση του πολύ εντονότερου

φαινομένου της διαστολής του νερού σε σχέση με τη διαστολή του μείγματος με

ισοπροπανόλη, γιατί η μεταβολή της πυκνότητας του μείγματος κατά την ψύξη του

είναι πολύ μικρότερη από του νερού (Bellissent-Funel and Teixeira 2004). Επομένως

η αύξηση του όγκου και ο σχηματισμός νέων πόρων πρέπει να ευθύνεται για το

μεγαλύτερο πορώδες των μικροσφαιρών που παρασκευάζονται με νερό ως υγρό

κοκκοποίησης σε θερμοκρασία αρχικής ψύξης -197 οC.

δ) Μέγεθος και κατανομή μεγέθους των πόρων των μικροσφαιρών

Στον πίνακα 3.14 δίνονται τα αποτελέσματα από τον υπολογισμό της μέσης

διαμέτρου των πόρων, μαζί με τη γεωμετρική τυπική απόκλιση (d50/d84), το


157 

διατεταρτημοριακό συντελεστή ασυμμετρίας (interquartile coefficient of skewness,

IQCS) και τη σχετική κατανομή του όγκου των πόρων των μικροσφαιρών σε

τέσσερα κλάσματα μεγέθους, αυξανόμενα κατά τη σειρά (d<0,12 μm, d0,12-1,2 μm, d1,2-12

μm, d>12 μm).

Πίνακας 3.14 Μέγεθος πόρων μικροσφαιρών παρασκευασμένων με διαφορετικά υγρά


κοκκοποίησης ή με εκχύλιση και στεγνωμένα με ξήρανση εν καταψύξει μετά από
ψύξη σε διαφορετικές θερμοκρασίες

Θερμοκρασία Μέση διάμετρος d50/d84 IQCS


Κατανομή όγκου-μεγέθους
Ψύξης (οC) πόρων (μm) (% κ.ο.)
_________________________
d<0,12μm d0,12-1,2μm d1,2-12μm d>12μm
________________________________________________________________________________
Avicel®/Νερό

-30 0,60 3,72 -0,22 24 66 10 0


-80 0,66 3,92 -0,23 22 66 12 0
-197 0,43 2,45 -0,07 26 72 2 0

Avicel®/Νερό-Ισοπροπανόλη

-30 0,47 2,93 -0,18 24 72 4 0


-80 0,55 3,67 -0,23 22 66 12 0
-197 0,17 2,39 -0,14 67 32 1 0

Avicel®/NaCl/εκχυλισμένες

-30 11,0 3,96 -0,38 2 13 60 25


-80 13,0 2,97 -0,37 2 7 66 25
-197 6,2 3,54 -0,26 3 22 62 13
________________________________________________________________________________
158 

Από τον πίνακα 3.14 φαίνεται ότι, γενικά, οι εκχυλισμένες μικροσφαίρες

έχουν μεγαλύτερους πόρους με ευρύτερη κατανομή μεγέθους (μέση διάμετρος από

6,2 έως 13 μm και γεωμετρική τυπική απόκλιση κατανομής μεγέθους από 2,97 έως

3,92). Ακολουθούν οι μικροσφαίρες που παρασκευάζονται με νερό (μέση διάμετρος

από 0,43 έως 0,66 μm και 2,45 έως 3,92) και με νερό-ισοπροπανόλη (από 0,17 έως

0,55 μm και 2,39 έως 3,67) ως υγρά κοκκοποίησης αντίστοιχα. Όσο η γεωμετρική

τυπική απόκλιση απομακρύνεται από τη μονάδα τόσο μεγαλύτερο είναι το εύρος

κατανομής του μεγέθους. Οι παρατηρήσεις αυτές επαληθεύονται από τις

φωτογραφίες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου των εγκάρσιων τομών των μικροσφαιρών

(εικόνα 3.3). Επιπλέον, όλα τα αθροιστικά διαγράμματα κατανομής μεγέθους πόρων

(σχήμα 3.5) δείχνουν αρνητική ασυμμετρία, με διευρυμένα άκρα προς χαμηλότερες

τιμές μεγέθους, με τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες να δείχνουν μεγαλύτερη

ασυμμετρία (IQCS από -0,26 μέχρι -0,38) απ’ ότι οι μη εκχυλισμένες (IQCS από -

0,07 μέχρι -0,23 για το νερό και από -0,14 μέχρι -0,23 για το μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης αντίστοιχα). Όσο ο συντελεστής ασυμμετρίας πλησιάζει στο μηδέν

τόσο μεγαλύτερη συμμετρία εμφανίζει η κατανομή μεγέθους των πόρων.

Από τον πίνακα 3.14 φαίνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις, μέγιστη μέση

διάμετρος πόρων επιτυγχάνεται μετά από αρχική ψύξη των μικροσφαιρών στους -80
ο
C και ελάχιστη στους -197 οC. Ομοίως, με εξαίρεση τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες,

ευρύτερη και λιγότερο συμμετρική κατανομή μεγέθους πόρων επιτυγχάνεται με ψύξη

στους -80 οC, ενώ στενότερη και πιο συμμετρική κατανομή στους -197 οC. Η

μικρότερη μέση διάμετρος πόρων και η στενότερη κατανομή μεγέθους τους στους -

197 οC είναι αναμενόμενη, λόγω του στιγμιαίου παγώματος και επομένως του

αυξημένου σχηματισμού πυρήνων πάγου, με συνέπεια τη δημιουργία μεγάλου


159 

α β

γ δ

Εικόνα 3.3 Εικόνες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης (SEM) από τομές


μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν
με νερό και ψύχθηκαν στους -30 oC (α), και με νερό (β), νερό-
ισοπροπανόλη στους -197 οC (γ) και εκχύλιση του ποροσχηματιστή
NaCl (d) στους -80 oC.
  (α)    (β) 
  (γ) 
160 

  Σχήμα 3.5 % Αθροιστική κατανομή πόρων για μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που
παρασκευάστηκαν με (α) νερό, (β) νερό-ισοπροπανόλη και (γ) εκχύλιση ποροσχηματιστή
(NaCl) και εφαρμογή ξήρανσης εν καταψύξει μετά από αρχικό πάγωμα σε θερμοκρασίες -
30(●), -80 (■) και -197 οC (▲)
161 

αριθμού πυρήνων και συνεπώς το σχηματισμό μικρών κρυστάλλων πάγου και μικρών

πόρων (Gomez-Carracedo et al., 2007).

Γενικά είναι φανερό (πίνακας 3.14) ότι μετά από ψύξη στους -197 οC,

μικρότερη διάμετρος πόρων επιτυγχάνεται όταν χρησιμοποιείται μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης απ’ ότι μόνο νερό και αυτό οφείλεται τόσο στο μεγαλύτερο ποσοστό

πόρων μεγέθους <0,12 μm (67% για νερό-ισοπροπανόλη ενώ 26% για νερό) όσο και

στο μικρότερο ποσοστό πόρων μεγαλύτερου μεγέθους (32% και 1% αντί για 72,4%

και 1,6%). Η πολύ μικρότερη διάμετρος πόρων που επιτυγχάνεται με χρήση νερού-

ισοπροπανόλης στους -197 οC (0,17 μm) σε σχέση με το νερό (0,43 μm) μπορεί να

αποδοθεί στην ιδιαίτερη σύνδεση με δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των μορίων

ισοπροπανόλης και νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες ψύξης, η οποία οδηγεί στο

σχηματισμό ενώσεων εγκλεισμού πάγου (clathrate pentahydrates) το οποίο πιθανόν

να καταστέλλει την περαιτέρω ανάπτυξη κρυστάλλων, όπως επίσης και στη

μικρότερη διαστολή κατά την ψύξη σε σχέση με το νερό (Ott et al., 1979, Murthy,

1999, Nishimoto et al., 2004 και Bellissent-Funel and Teixeira, 2004). Από την άλλη,

το μεγαλύτερο μέγεθος πόρων που επιτυγχάνεται με θερμοκρασία ψύξης -80 οC σε

σχέση με τους -30 οC μπορεί να αποδοθεί στο ότι εκτός από τον αυξημένο ρυθμό

σχηματισμού πυρήνων, σε τόσο χαμηλή θερμοκρασία ενισχύεται και ο ρυθμός

ανάπτυξης των κρυστάλλων. Επομένως, το τελικό μέγεθος κρυστάλλων πάγου και

κατά συνέπεια των τελικών πόρων των μικροσφαιρών μετά την ξήρανση εν

καταψύξει εξαρτάται από την αλληλεπίδραση των διαδικασιών της πυρηνοποίησης

και της ανάπτυξης των κρυστάλλων.

Επιπλέον πληροφορίες για την κατανομή μεγέθους των πόρων

παρουσιάζονται στα ιστογράμματα όγκου των πόρων ως προς το μέγεθος (σχήμα

3.6). Για όλες τις εξεταζόμενες μικροσφαίρες, η κατανομή μεγέθους των πόρων
162 

χαρακτηρίζεται από μια ασυμμετρία με τα άκρα των ιστογραμμάτων να είναι

επιμηκυμένα προς χαμηλότερα μεγέθη πόρων. Επίσης, από τα ιστογράμματα (σχήμα

3.6) και τον πίνακα 3.14 παρατηρείται ότι για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες, παρόλο

που ένα ποσοστό των πόρων είναι >12 μm, η πλειονότητά τους βρίσκεται μεταξύ 1,2

και 12 μm, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό πόρων μεταξύ 0,12 και 1,2 μm, που σημαίνει

ότι έχουν σημαντικά μικρότερο μέγεθος απ’ ότι τα σωματίδια NaCl που

χρησιμοποιείται ως ποροσχηματιστής (50-150 μm). Αυτό εξηγεί και τη μεγαλύτερη

ασυμμετρία και τις χαμηλότερες τιμές του δείκτη ασυμμετρίας (IQCS) για τις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες (πίνακας 3.14). Η παρουσία πόρων μικρότερων του

μεγέθους σωματιδίων του ποροσχηματιστή (NaCl) μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε

μείωση μεγέθους των σωματιδίων NaCl κατά το στάδιο της υγρής κοκκοποίησης

λόγω μερικής διάλυσής τους στο κοκκοποιητικό υγρό και εν μέρει στο αυξημένο

ποσοστό πόρων σχήματος «μελανοδοχείου» (“ink-bottle” pores), οι οποίοι

αποτελούνται από μία μεγάλη κοιλότητα και ένα στενότερο λαιμό, και εντοπίζονται

ως πόροι μεγέθους ίσου με τη διατομή του λαιμού τους (Webb, 2001).

Οι πόροι σχήματος «μελανοδοχείου» σχηματίζονται, πιθανά, κατά το στάδιο

της σφαιροποίησης λόγω αυξημένης συμπύκνωσης των εξωτερικών στρωμάτων των

μικροσφαιρών κοντά στην επιφάνεια εξαιτίας των ασκούμενων δυνάμεων τριβής,

αλλά και κατά την εκχύλιση για την απομάκρυνση του NaCl, λόγω σχηματισμού

κενών χώρων τριχοειδικού μεγέθους, οι οποίοι φαίνονται στην εικόνα ηλεκτρονικού

μικροσκοπίου (εικόνα 3.3) από τομές εκχυλισμένων μικροσφαιρών. Κατά την

ποροσιμετρία, ο υδράργυρος δεν είναι σε θέση να διεισδύσει στις μεγάλες κοιλότητες

σε χαμηλές πιέσεις σύμφωνα με την εξίσωση Washburn, γιατί αρχικά πρέπει να

περάσει μέσα από τους στενούς κενούς χώρους (λαιμοί των πόρων). Κατά συνέπεια,

οι κοιλότητες γεμίζουν μόνο σε υψηλές πιέσεις διείσδυσης του υδραργύρου και


163 

  Σχήμα 3.6 Ιστογράμματα κατανομής μεγέθους των πόρων μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που
παρασκευάστηκαν με (α) νερό, (β) νερό-ισοπροπανόλη και (γ) εκχύλιση NaCl και ψύξη σε
θερμοκρασία (Α) -30 οC, (Β) -80 οC και (Γ) -197 οC πριν από την ξήρανση εν καταψύξει.
164 

επομένως οι μεγάλοι πόροι υπολογίζονται και θεωρούνται ως μικρότερου μεγέθους

από το πραγματικό με αποτέλεσμα την μετατόπιση της κατανομής σε μικρότερα

μεγέθη πόρων.

Εφόσον το πορώδες και η κατανομή μεγέθους των πόρων των μικροσφαιρών

είναι γνωστό ότι επηρεάζουν την ικανότητα φόρτισης με φάρμακο και την

αποδέσμευσή του από αυτές, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι χρήσιμα για την

εκτίμηση της μεταφοράς φαρμακευτικών συστατικών. Επομένως, περαιτέρω μελέτη

της μορφολογίας των πόρων και της μεταξύ τους σύνδεσης σε συνδυασμό με

ενσωμάτωση δραστικού συστατικού στις μικροσφαίρες, είναι απαραίτητη για την

εξακρίβωση της επίδρασης της εσωτερικής δομής των μικροσφαιρών στην απόδοση

του φαρμακευτικού συστατικού.

3. Επίδραση σύνθεσης και συνθηκών ξήρανσης στο σχήμα των πόρων των

μικροσφαιρών

Κατά τη μέτρηση του πορώδους των μικροσφαιρών, και ιδιαίτερα των

εκχυλισμένων, παρατηρήσαμε ότι το μέγεθος των πόρων τους είναι πολύ μικρότερο

από το μέγεθος των κρυστάλλων NaCl που χρησιμοποιήθηκε ως ποροσχηματιστής.

Αυτό, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να οφείλεται στη μείωση του μεγέθους των

σωματιδίων του ποροσχηματιστή λόγω μερικής διάλυσής του στο κοκκοποιητικό

υγρό. Ωστόσο, επειδή η απόκλιση του μεγέθους των πόρων από το μέγεθος των

αρχικών κρυστάλλων NaCl είναι αρκετά μεγάλη, είναι πιο πιθανόν αυτό να οφείλεται

στην παρουσία αυξημένου ποσοστού πόρων σχήματος «μελανοδοχείου» (“ink-

bottle”), οι οποίοι εντοπίζονται ως μεγέθους ίσου με την τομή του λαιμού τους (Webb

et al., 2001, Kaufmann et al., 2009).


165 

Σε όλες τις σχετικές μελέτες, μετά τη διείσδυση του υδραργύρου στους

πόρους κάτω από την εφαρμογή αυξανόμενης πίεσης και την εν συνεχεία μείωση της

πίεσης, κάποια ποσότητα παρέμενε εγκλωβισμένη μέσα στους πόρους. Προφανώς οι

στενοί λαιμοί των «μελανοδοχείων», κατά τη σταδιακή ελάττωση της πίεσης, δεν

επιτρέπουν στον υδράργυρο να βγει από τις μεγάλες κοιλότητες των πόρων (Wardlaw

and McKellar, 1981) και παραμένει εκεί. Ο εγκλωβισμένος όγκος υδραργύρου,

επομένως, αντιπροσωπεύει το χώρο που καταλαμβάνεται από πόρους μεγαλύτερου

μεγέθους από αυτό που προκύπτει από την πρώτη διείσδυση (Punuru et al., 1990).

Εάν πραγματοποιηθεί και δεύτερη διείσδυση υδραργύρου, αυτή θα καλύψει μόνο

τους λαιμούς των πόρων, αφού οι κοιλότητές τους περιέχουν ήδη εγκλωβισμένο

υδράργυρο από την πρώτη διείσδυση. Ο όγκος που διεισδύει τη δεύτερη φορά

επομένως, ο οποίος είναι μικρότερος της πρώτης, ανταποκρίνεται στον πραγματικό

όγκο που καταλαμβάνουν οι λαιμοί των πόρων και οι ανοιχτοί πόροι που δεν είναι

σχήματος «μελανοδοχείου». Ως αποτέλεσμα, η % διαφορά των όγκων υδραργύρου

της δεύτερης από την πρώτη διείσδυση αντιστοιχεί στο ποσοστό του όγκου των

πόρων που αντιστοιχεί στα σώματα των πόρων σχήματος «μελανοδοχείου».

Η δομή των πόρων, συμπεριλαμβανομένου τόσο του σχήματος όσο και του

μεγέθους αυτών, είναι δυνατόν να επηρεάσει την πρόσβαση υγρού στο εσωτερικό

των μικροσφαιρών και κατά συνέπεια τη φόρτιση με δραστική ουσία από διάλυμα

(ποσό και κατανομή), καθώς και την αποδέσμευση της δραστικής ουσίας από τις

φορτισμένες μικροσφαίρες. Συσχέτιση του σχήματος των πόρων και της

αποδέσμευσης έχει ήδη γίνει από τους Mehta et al. (2000) και τους Costa et al.

(2004).

Παρακάτω, αρχικά εξετάζονται οι επιδράσεις στο σχήμα των πόρων των

μικροσφαιρών από τους παράγοντες σύστασης και συνθηκών παρασκευής που μέχρι
166 

τώρα είδαμε και βρήκαμε ότι επηρεάζουν το ολικό πορώδες και το μέγεθος των

πόρων των μικροσφαιρών. Έτσι, τα αποτελέσματα αφορούν αρχικά την επίδραση του

υγρού κοκκοποίησης και της μεθόδου ξήρανσης στο σχήμα των πόρων μικροσφαιρών

συμβατικής μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης. Επιπλέον, μελετάται η επίδραση της

αρχικής θερμοκρασίας ψύξης στο σχήμα των πόρων για τη συμβατική

μικροκρυσταλλική κυτταρίνη και για τα δύο υγρά κοκκοποίησης (νερό και νερό-

ισοπροπανόλη) και συγκρίνεται με αυτή εκχυλισμένων μικροσφαιρών. Ακολούθως

στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετασθεί η φόρτιση μικροσφαιρών με δραστική

φαρμακευτική ουσία από υδατικό διάλυμα με εφαρμογή κενού.

Στους πίνακες 3.15 και 3.16 δίδονται οι όγκοι υδραργύρου που εισέρχονται

στους πόρους στην πρώτη και δεύτερη διείσδυση για μικροσφαίρες που

παρασκευάστηκαν με διαφορετικές μεθόδους ξήρανσης (ρεοαιωρούμενο στρώμα,

μικροκύματα και ξήρανση εν καταψύξει, πίνακας, 3.15) και με διαφορετικές

συνθήκες αρχικής ψύξης πριν από την ξήρανση εν καταψύξει, πίνακας (3.16). Επίσης,

στα σχήματα 3.7 έως 3.9 δίδονται υπό μορφή ιστογράμματος η κατανομή μεγέθους

πόρων των μικροσφαιρών που παρασκευάστηκαν με διαφορετικές συνθήκες αρχικής

ψύξης πριν από την ξήρανση εν καταψύξει. Από τους πίνακες 3.15 και 3.16, καθώς

και από τα ιστογράμματα (σχήμα 3.7 έως 3.9), φαίνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις η

διείσδυση του υδραργύρου τη δεύτερη φορά είναι σημαντικά μικρότερη απ’ ότι την

πρώτη, υποδεικνύοντας παγίδευση του υδραργύρου στο εσωτερικό των

μικροσφαιρών μετά το τέλος της πρώτης διείσδυσης. Κατά την άποψη των Wardlaw

και McKellar (1981) και Tsakiroglou και Payatakes (1998) ο βαθμός εγκλωβισμού

του υδραργύρου αυξάνεται με τον αριθμό, το βάθος και την αναλογία μεγέθους της

κοιλότητας προς το λαιμό των πόρων σχήματος «μελανοδοχείου», και επιπλέον

εξαρτάται από τη γεωμετρική διάταξη των λαιμών και τη διασύνδεση των


167 

Πίνακας 3.15. Όγκοι υδραργύρου κατά την πρώτη και δεύτερη διείσδυση στους
πόρους των μικροσφαιρών
_____________________________________________________________________
MCC/Υγρό κοκκοποίησης Όγκος διείσδυσης (mm3/g)
Ξήρανση __________________________
V1 V2 ΔV%
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Avicel® / Νερό
FB 21,7 5,7 73,9
MW 77,7 21,0 73,0
FD 332,1 165,9 50,1

Avicel® / Νερό-Ισοπροπανόλη
FB 198,4 44,2 77,7
MW 82,7 20,2 75,6
FD 498,3 278,7 44,1

_____________________________________________________________________
Μέθοδος ξήρανσης: FB = ξήρανση σε ρεοαιωρούμενο στρώμα θερμού αέρα, MW =
μικροκύματα και FD = ξήρανση εν καταψύξει μετά την ψύξη σε θερμοκρασία -30 οC

κοιλοτήτων. Επιπλέον, στην περίπτωση της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης ο

εγκλωβισμός του υδραργύρου είναι δυνατόν να οφείλεται και στην ελαστικότητά της.

Κάτω από υψηλές πιέσεις το υλικό μπορεί να παραμορφώνεται και να επιτρέπει τη

διείσδυση του υδραργύρου σε στενούς κενούς χώρους, οι οποίοι κατά την

αποσυμπίεση κλείνουν λόγω ελαστικής επαναφοράς της μικροκρυσταλλικής

κυτταρίνης.
168 

Πίνακας 3.16 Όγκοι υδραργύρου κατά την πρώτη και δεύτερη διείσδυση στους
πόρους των μικροσφαιρών μετά από ξήρανση εν καταψύξει
_____________________________________________________________________
MCC/Υγρό κοκκοποίησης Όγκος διείσδυσης (mm3/g)
Θερμοκρασία ψύξης __________________________
V1 V2 ΔV%
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Avicel® / Νερό
ο
-30 C 332,1 165,9 50,1
ο
-80 C 472,2 303,9 35,5
-197 οC 886,3 625,4 29,4
Avicel® / Νερό-Ισοπροπανόλη
ο
-30 C 498,3 278,7 44,1
ο
-80 C 569,8 321,5 43,6
-197 οC 703,9 339,9 51,7

Avicel®/ NaCl/ Νερό


ο
-30 C 893,6 295,0 67,0
ο
-80 C 935,8 256,8 72,6
ο
-197 C 888,4 305,7 65,6
_____________________________________________________________________

Στους πίνακες 3.15 και 3.16 επιπλέον δίνεται και η % διαφορά μεταξύ των

όγκων υδραργύρου που εισέρχεται στους πόρους κατά την πρώτη και δεύτερη

διείσδυση (ΔV%). Η διαφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο του ποσοστού των

σωμάτων των πόρων σχήματος «μελανοδοχείου» και σημαντική ένδειξη για την

εσωτερική δομή των μικροσφαιρών. Από τους πίνακες φαίνεται ότι οι τιμές ΔV%

είναι γενικά μικρότερες όταν χρησιμοποιείται νερό (29,4 – 73,9%) απ’ ότι όταν το

υγρό κοκκοποίησης είναι νερό-ισοπροπανόλη (43,6 – 77,7%), ενώ οι αντίστοιχες

τιμές για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες είναι πάντα υψηλές (65,6 – 72,6%).
  Πρώτη διείσδυση

Δεύτερη διείσδυση

200 200 200

150 150 150


  (γ)
  (α)   (β)

100 100 100

50

Όγκος πόρων (mm3/g)


50

Όγκος πόρων (mm3/g)


50

Όγκος πόρων (mm3/g) 0


0 0
0,01 0,1 1 10 0,1 1 10 100
0,01 0,1 1 10
169 

Διάμετρος πόρων (μm) Διάμετρος πόρων (μm)


Διάμετρος πόρων (μm)

   Σχήμα 3.5 Κατανομή μεγέθους πόρων μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν με
Σχήμα 3.7 Κατανομή μεγέθους πόρων των μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν με
ο
(α) νερό, (β)
(α)νερό-ισοπροπανόλη και (γ) εκχύλιση
νερό, (β) νερό-ισοπροπανόλη ποροσχηματιστή
και (γ) εκχύλιση ποροσχηματιστή
NaCl και NaCl στους
ψύξη και ψύξη
-30στους
C. -30 οC.
200
First intrusion 200
Reintrusion 200   (γ)(c)

150 150   (β) 150


  (α)

100 100 100

50 50

Όγκος πόρων (mm3/g)


50

Όγκος πόρων (mm3/g)

Όγκος πόρων (mm3/g)


0 0 0
0,01 0,1 1 10 0,01 0,1 1 10 0,1 1 10 100
Διάμετρος πόρων (μm) Διάμετρος πόρων (μm) Διάμετρος πόρων (micron)
170 

  Σχήμα
   Σχήμα
Σχήμα 3.6
3.83.8Κατανομή
Κατανομή
Κατανομήμεγέθους
μεγέθους
μεγέθουςπόρων
πόρων
πόρωνμικροσφαιρών
των μικροσφαιρώνμικροκρυσταλλικής
μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικήςκυτταρίνης
μικροκρυσταλλικής κυτταρίνηςπου
κυτταρίνης πουπαρασκευάστηκαν
που παρασκευάστηκανμε
παρασκευάστηκαν με
με
ο
(β)
(α) νερό,(α) νερό-ισοπροπανόλη
νερό,
(α) νερό,
(β)(β) και (γ) ποροσχηματιστή
νερό-ισοπροπανόλη
νερό-ισοπροπανόληκαικαι εκχύλιση
(γ) (γ) NaCl και ψύξη
ποροσχηματιστή
ποροσχηματιστή NaClστους
NaCl
και -80
καιC.
ψύξη ψύξη στους
στους -80 οC.
-80 οC.
  Πρώτη διείσδυση

Δεύτερη διείσδυση 200


200
200

3
  (β)  150   (γ) 

3
  (β)    (γ) 
  (α)  150
150   (α) 
  (β)
  (α) 100   (γ)
100
100

50
50

Όγκος διείσδυσης (mm /g)


50

Όγκος πόρων (mm3/g)


Όγκος διείσδυσης (mm /g)
0
0 0,01 0,1 1 10 100
0
0,01 0,1 1 10
0,01 0,1 1 10 Διάμετρος πόρων (μm)
171 

Διάμετρος πόρων (μm) Διάμετρος πόρων (μm)

    Σχήμα
Σχήμα3.9
3.9Κατανομή
Κατανομήμεγέθους πόρων
μεγέθους τωντων μικροσφαιρών
πόρων μικροκρυσταλλικής
μικροσφαιρών κυτταρίνης
μικροκρυσταλλικής που παρασκευάστηκαν
κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν με
Σχήμα 3.7 Κατανομή μεγέθους πόρων μικροσφαιρών μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν μεμε
ο ο ο
(α)
(α) νερό, (β) νερό,
νερό, νερό-ισοπροπανόλη
(β)(β) νερό-ισοπροπανόλη
(α)νερό-ισοπροπανόλη και (γ)
καιεκχύλιση ποροσχηματιστή
(γ) ποροσχηματιστή
και (γ) ποροσχηματιστή NaCl
NaCl και ψύξη NaCl
και και
στους ψύξη
-197ψύξη στους
στους
C.  -197
-197 C.C.
172 

Η αύξηση του ποσοστού ΔV% με τη χρήση νερού-ισοπροπανόλης ως υγρού

κοκκοποίησης πιθανόν να οφείλεται στο πολύ μικρό μέγεθος πόρων των

παραγόμενων μικροσφαιρών (πίνακας 3.7, σελ. 131) με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό

του υδραργύρου στο εσωτερικό τους κατά την αποσυμπίεση, λόγω ελαστικής

επαναφοράς της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Οι

υψηλές τιμές ΔV% που δηλώνουν υψηλό ποσοστό πόρων σχήματος «μελανοδοχείου»

στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες, μπορούν να εξηγηθούν από το πολύ μεγάλο μέγεθος

πόρων, συγκριτικά με τις μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες, και τους στενούς λαιμούς

που προκύπτουν λόγω σχηματισμού κενών χώρων τριχοειδικού μεγέθους κατά την

εκχύλιση για την απομάκρυνση του NaCl. Όπως προαναφέρθηκε, ο εγκλωβισμός του

υδραργύρου αυξάνεται όσο μεγαλώνει η αναλογία μεγέθους του σώματος των πόρων

ως προς το μέγεθος του λαιμού (Wardlaw and McKellar, 1981). Στις εκχυλισμένες

μικροσφαίρες ο λόγος αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος.

Από τους πίνακες 3.15 και 3.16, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι σε όλες τις

περιπτώσεις το ποσοστό «μελανοδοχείων» είναι χαμηλότερο (μικρότερη τιμή ΔV%)

μετά την ξήρανση εν καταψύξει σε σχέση με τις άλλες μεθόδους ξήρανσης. Αυτό

αποδίδεται στην περιορισμένη τριχοειδική ροή που λαμβάνει χώρα κατά την ξήρανση

εν καταψύξει, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούνται στενά κανάλια (λαιμοί)

τριχοειδικού μεγέθους που συνδέουν τους πόρους μεταξύ τους.

Η θερμοκρασία αρχικής ψύξης πριν από την ξήρανση εν καταψύξει φαίνεται

επίσης να επηρεάζει τη δομή των πόρων στις μικροσφαίρες (πίνακας 3.16).

Συγκεκριμένα, η παρουσία των πόρων «μελανοδοχείων» εκφραζόμενη ως ΔV%

αυξάνεται με την αύξηση της αρχικής θερμοκρασίας ψύξης όταν το υγρό

κοκκοποίησης είναι το νερό. Το μεγαλύτερο ποσοστό ΔV% σε υψηλότερες

θερμοκρασίες ψύξης για τις μικροσφαίρες που παρασκευάζονται μόνο με νερό μπορεί
173 

να αποδοθεί στο αυξημένο ποσοστό μη παγωμένου νερού στο εσωτερικό τους μετά

την ψύξη, με αποτέλεσμα την εκδήλωση τριχοειδικής ροής κατά την εξάχνωση καθώς

και κατά το δεύτερο στάδιο της ξήρανσης. Η τριχοειδική κίνηση του νερού προκαλεί

τη δράση τριχοειδικών δυνάμεων συστολής, οι οποίες φέρνουν πιο κοντά τα

τοιχώματα των πόρων, κάνοντάς τους πιο στενούς σε ορισμένα σημεία και

δημιουργώντας έτσι στενούς λαιμούς. Σε χαμηλότερες θερμοκρασίες αρχικής ψύξης

λιγότερο μη παγωμένο νερό παραμένει μέσα στις μικροσφαίρες κατά την εξάχνωση

και εν συνεχεία η τριχοειδική ροή είναι περιορισμένη.

Για τις μικροσφαίρες που παρασκευάζονται με μείγμα νερού-ισοπροπανόλης

ως κοκκοποιητικό υγρό, το ποσοστό ΔV% είναι αυξημένο στη θερμοκρασία αρχικής

ψύξης -197 οC σε σχέση με τις υψηλότερες θερμοκρασίες (-30 και -80 οC). Αυτό

μπορεί να αποδοθεί στη σχετικά μικρότερη διάμετρο των πόρων (0,17 μm για τους -

197 οC έναντι 0,47 και 0,55 μm για τους -30 και -80 οC αντίστοιχα, πίνακας 3.14) που

προκύπτουν στη χαμηλότερη θερμοκρασία ψύξης. Το σημαντικά μικρότερο μέγεθος

πόρων έχει ως αποτέλεσμα τη διείσδυση υδραργύρου κάτω από υψηλές πιέσεις και

τον εγκλωβισμό λόγω ελαστικής επαναφοράς της κυτταρίνης κατά την αποσυμπίεση.

Από τον πίνακα 3.16, φαίνεται επιπλέον ότι η παρουσία πόρων σχήματος

«μελανοδοχείου», εκφραζόμενη ως ΔV%, είναι ιδιαίτερα αυξημένη για τις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες. Αυτό μπορεί να οφείλεται αφενός στο αυξημένο μέγεθος

πόρων που διαθέτουν συγκριτικά με τις μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες, αλλά και

στην τριχοειδική ροή του νερού κατά την εκχύλιση για την απομάκρυνση του NaCl η

οποία οδηγεί στο σχηματισμό στενών καναλιών τριχοειδικού μεγέθους που συνδέουν

τους πόρους μεταξύ τους. Η ιδιαίτερη αυτή μορφολογία των πόρων και η αυξημένη
174 

200μm 200μm

(α) (β)

Εικόνα 3.4 Εικόνες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης (SEM) μετά την πρώτη
διείσδυση υδραργύρου σε μικροσφαίρες: (α) Avicel®/NaCl που
υπέστησαν εκχύλιση του ποροσχηματιστή NaCl και αρχική ψύξη στους
ο
-80 C και (β) Avicel® μόνο (χωρίς εκχύλιση), νερό ως υγρό
κοκκοποίησης και αρχική ψύξη στους -197 οC πριν από την ξήρανση εν
καταψύξει.

κατακράτηση υδραργύρου στους πόρους σχήματος «μελανοδοχείου» στις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες φαίνεται χαρακτηριστικά στις φωτογραφίες

ηλεκτρονικού μικροσκοπίου (εικόνα 3.4).

Συμπερασματικά, το ποσοστό των πόρων σχήματος «μελανοδοχείου» είναι

μεγαλύτερο για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες, λόγω αυξημένου μεγέθους και

απουσίας επικοινωνίας μεταξύ τους, ενώ ακολουθούν οι μικροσφαίρες που

παρασκευάστηκαν με μείγμα νερού-ισοπροπανόλης και τέλος αυτές με νερό. Το

ποσοστό πόρων σχήματος «μελανοδοχείου» είναι γενικά μικρότερο όταν

χρησιμοποιείται η ξήρανση εν καταψύξει και μειώνεται με μείωση της θερμοκρασίας

αρχικής ψύξης ειδικότερα όταν το υγρό κοκκοποίησης είναι νερό.


175 

ΙΙΙ. Φόρτιση πορωδών μικροσφαιρών με δραστικό φαρμακευτικό


συστατικό και έλεγχος του ρυθμού διάλυσης

Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής, από τη μελέτη των

παραγόντων που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά των μικροσφαιρών, έδειξαν ότι

υπάρχει η δυνατότητα παρασκευής σφαιροειδών μεγάλου εύρους πορώδους, με

διαφορετικά χαρακτηριστικά δομής των πόρων, μεταβάλλοντας ανάλογα τη σύσταση

και τις συνθήκες παρασκευής τους. Εφόσον τα συστήματα χορήγησης πολλαπλών

δοσομονάδων, και ειδικότερα οι μικροσφαίρες, παρουσιάζουν θεραπευτικά

πλεονεκτήματα έναντι άλλων φαρμακομορφών χορηγούμενων από το στόμα, τα

οποία και έχουν αναλυθεί προηγουμένως στο θεωρητικό μέρος της διατριβής,

αντικείμενο της εν συνεχεία μελέτης είναι η ικανότητα των μικροσφαιρών να

επιτρέπουν την ενσωμάτωση μεγάλου ποσοστού φαρμακευτικού δραστικού

συστατικού στο εσωτερικό των πόρων τους ή στην επιφάνειά τους, καθώς και ο

έλεγχος της αποδέσμευσης του δραστικού συστατικού από αυτές.

Για το σκοπό αυτό, επιλέχθηκαν δύο είδη μικροσφαιρών υψηλού πορώδους

από αυτές που μέχρι τώρα παρασκευάστηκαν (με μικρού και μεγάλους πόρους) και

εξετάσθηκε:

α) η ικανότητα φόρτισής τους με δραστικό φαρμακευτικό συστατικό (βιταμίνη Β2),

β) η ικανότητα επικάλυψής τους με δύο διαφορετικά υλικά εντερικής επικάλυψης για

τη στοχευμένη αποδέσμευση του ενσωματωμένου δραστικού συστατικού στο

περιβάλλον του λεπτού και του παχέος εντέρου αντίστοιχα και

γ) ο τρόπος της αποδέσμευσης του φαρμάκου από τις επικαλυμμένες και μη

μικροσφαίρες.

Τα δύο είδη μικροσφαιρών που επιλέχθηκαν ήταν εκχυλισμένες και μη

μικροσφαίρες συμβατικής μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης (Avicel®) που


176 

παρασκευάστηκαν με νερό ως υγρό κοκκοποίησης και εφαρμογή ξήρανσης εν

καταψύξει μετά από ψύξη στους -80 και -197 οC, αντίστοιχα. Οι διαφορές των δύο

ειδών αφορούν κυρίως το μέγεθος και τη μορφολογία των πόρων τους, όπως φαίνεται

από τον πίνακα 3.14 και την εικόνα 3.3. Οι μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες έχουν

πόρους πολύ μικρής διαμέτρου (0,43 μm), ενώ οι εκχυλισμένες μικροσφαίρες

χαρακτηρίζονται από την παρουσία μεγάλων πόρων (13 μm) τόσο στο εσωτερικό όσο

και στην επιφάνειά τους, οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω πολύ στενών

καναλιών (εικόνα 3.4).

1. Ικανότητα φόρτισης πορωδών μικροσφαιρών

Η περιεκτικότητα των μικροσφαιρών σε φαρμακευτικό συστατικό (βιταμίνη

Β2) προσδιορίσθηκε με τη μέθοδο των διαδοχικών εκχυλίσεων (σελ. 104) και εξ

αυτής υπολογίσθηκε το επί τοις εκατό ποσοστό ενσωμάτωσης της ουσίας στις

αδρανείς μικροσφαίρες (ικανότητα φόρτισης, πίνακας 3.17).

Από τον πίνακα 3.17 βλέπουμε ότι το κάθε είδος μικροσφαιρών έχει

διαφορετική ικανότητα ενσωμάτωσης της βιταμίνης για την ίδια συγκέντρωση

διαλύματος φόρτισης και ότι οι εκχυλισμένες μικροσφαίρες (Avicel®/NaCl)

ενσωματώνουν πάντα μεγαλύτερο ποσοστό φαρμάκου. Φόρτιση σχεδόν διπλάσια

(~10 %) είναι δυνατό να επιτευχθεί με διάλυμα συγκέντρωσης 4,5 %, υποδεικνύοντας

την καταλληλότητα των μικροσφαιρών ως φορέων φαρμακευτικών ουσιών χαμηλής

και υψηλής δραστικότητας. Η αυξημένη ικανότητα φόρτισης των εκχυλισμένων

μικροσφαιρών έναντι των μη εκχυλισμένων θα πρέπει να οφείλεται στο μεγάλο

μέγεθος πόρων στο εσωτερικό αλλά και στην επιφάνειά τους, οι οποίοι επικοινωνούν

μεταξύ τους μέσω καναλιών, όπως διαπιστώθηκε. Έτσι η διείσδυση του διαλύματος

είναι
177 

Πίνακας 3.17 Ενσωμάτωση (%) του φαρμακευτικού συστατικού σε αδρανείς


πορώδεις μικροσφαίρες
_____________________________________________________________________

Είδος μικροσφαιρών Συγκέντρωση Ικανότητα φόρτισης


δ/τος ριβοφλαβίνης (%)
(% β/ο)
_____________________________________________________________________

Avicel® /Νερό FD (-197 oC) 0,6 0,74

>> 3,0 3,96

>> 4,5 6,87

Avicel®/NaCl FD (-80 oC) 0,6 0,93

>> 3,0 5,80

>> 4,5 10,90


_____________________________________________________________________

ευκολότερη και ταχύτερη και συνεπώς και η εναπόθεση φαρμάκου είναι δυνατό να

γίνεται τόσο στους εσωτερικούς όσο και στους επιφανειακούς πόρους. Για τις μη

εκχυλισμένες μικροσφαίρες με μικρότερο μέγεθος πόρων είναι ενδεχόμενο να

αυξάνει με την εφαρμογή εναλλάξ κενού και αυξημένης πίεσης και αυτό προτείνεται

για περαιτέρω διερεύνηση. 

Επιπλέον, η συγκέντρωση του διαλύματος φόρτισης φαίνεται να είναι

παράγοντας που επηρεάζει την ικανότητα φόρτισης, αφού όπως φαίνεται από τον

πίνακα 3.17 για το ίδιο είδος αδρανών μικροσφαιρών το ποσοστό βιταμίνης που

προσλαμβάνεται από αυτές αυξάνεται με την αύξηση της συγκέντρωσης. Η επίδραση


178 

της συγκέντρωσης του διαλύματος φόρτισης και του μεγέθους των πόρων των

μικροσφαιρών φαίνεται καθαρά στο σχήμα 3.10, όπου δίνονται τα διαγράμματα

μεταβολής του ποσοστού ενσωμάτωσης της βιταμίνης στις μικροσφαίρες σε

 
14

12
Ποσοστό ενσωμάτωσης (% β/β)

10

0
0 1 2 3 4 5
Συγκέντρωση διαλύματος (% β/ο)

Σχήμα 3.10 Ικανότητα φόρτισης ως προς τη συγκέντρωση διαλύματος ριβοφλαβίνης


για εκχυλισμένες (■) και μη (●) μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής
κυτταρίνης
179 

συνάρτηση με τη συγκέντρωση του διαλύματος για τα δύο είδη μικροσφαιρών που

μελετήθηκαν. Η αύξηση της φόρτισης με τη συγκέντρωση του διαλύματος οφείλεται

στο ότι όλο και περισσότερες θέσεις προσρόφησης πάνω στη μικροκρυσταλλική

κυτταρίνη καταλαμβάνονται από τα μόρια της ριβοφλαβίνης. Πιθανόν, μεταξύ των

ελεύθερων υδροξυλίων της μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης και της ριβοφλαβίνης να

σχηματίζονται δεσμοί υδρογόνου. Τα παραπάνω αποτελέσματα δίνουν τη δυνατότητα

προσαρμογής της φόρτισης των πορωδών μικροσφαιρών ώστε να ανταποκρίνονται

στις εκάστοτε δοσολογικές απαιτήσεις, καθιστώντας τις μικροσφαίρες ένα «βολικό»

σύστημα για τη μεταφορά δραστικών φαρμακευτικών ουσιών.

2. Αποδέσμευση δραστικού φαρμακευτικού συστατικού από μη επικαλυμμένες

πορώδεις μικροσφαίρες

Η αποδέσμευση του δραστικού φαρμακευτικού συστατικού από αδιάλυτες

αδρανείς μήτρες γίνεται συνήθως με απλή διάχυση κατά Fick. Ειδικότερα, η

αποδέσμευση του φαρμάκου από πορώδεις μήτρες, στις οποίες το φάρμακο

μεταφέρεται μέσω καναλιών πληρωμένων με τον υγρό διαλύτη περιγράφεται από την

εξίσωση:

Μt = [Ds Ca (P/T) (2 Co - P Ca) t]1/2 …………………………………(3.1)

όπου, Mt και t είναι το ποσοστό του φαρμάκου που αποδεσμεύεται από τη μονάδα

επιφάνειας σε χρόνο t και Ds είναι ο συντελεστής διάχυσης του φαρμάκου στο μέσο

διάλυσης, Ca η διαλυτότητα του φαρμάκου στο μέσο διάλυσης, P το πορώδες της

μήτρας και Τ, η στρεβλότητα (ή συντελεστής καμπυλότητας) των πόρων της μήτρας

ο οποίος λαμβάνει τιμές μεταξύ 1 και 3.

Για την ποσοτική περιγραφή της αποδέσμευσης συνήθως χρησιμοποιείται η

απλοποιημένη μορφή της εξίσωσης του Higuchi:


180 

Μt = k √t………………………………………………………………(3.2)

όπου k είναι μια σταθερά. Η εξίσωση 3.2 προκύπτει από την 3.1 θεωρώντας ότι οι

όροι του δεξιού σκέλους της, εκτός του χρόνου, παραμένουν σταθεροί κατά τη

διάρκεια της αποδέσμευσης και μπορούν να αντικατασταθούν από μια ενιαία σταθερά

(k).

Από τη βιβλιογραφία (Cosijns, 2009) ωστόσο, έχει βρεθεί ότι η αποδέσμευση

του φαρμακευτικού δραστικού συστατικού από πορώδεις μικροσφαίρες ελέγχεται

από μηχανισμό διάχυσης που περιγράφεται από μία αναλυτική λύση του δεύτερου

νόμου του Fick, εξίσωση 3.3 (Crank, 1975). Το μοντέλο αυτό θεωρεί ότι η

αποδέσμευση ελέγχεται αποκλειστικά από τη διάχυση, ότι το φάρμακο είναι

ομοιογενώς διεσπαρμένο στις μικροσφαίρες σε χρόνο t = 0 και ότι καθ’ όλη τη

διάρκεια των δοκιμασιών αποδέσμευσης διατηρούνται ικανοποιητικές συνθήκες

βύθισης:

  t 6  1 n2   2
 2   2  exp(  D  t ) ……………………….(3.3)
M  n 1 n R2

όπου, Μ και Μt είναι η συνολική ποσότητα του φαρμάκου που έχει απελευθερωθεί

σε άπειρο χρόνο και χρόνο t αντίστοιχα, R είναι η ακτίνα των μικροσφαιρών και D ο

συντελεστής διάχυσης του δραστικού συστατικού στο σύστημα.

Στην παρούσα διατριβή, τα αποτελέσματα των δοκιμασιών αποδέσμευσης της

ριβοφλαβίνης, που χρησιμοποιήθηκε ως δραστικό συστατικό, από τις μη

επικαλυμμένες πορώδεις μικροσφαίρες προσαρμόστηκαν σε δύο κινητικά πρότυπα

που περιγράφουν το μηχανισμό της διάχυσης:

α) το πρότυπο Higuchi ή τετραγωνικής ρίζας του χρόνου (Higuchi, 1961), που

περιγράφει την αποδέσμευση με απλή κατά Fick διάχυση από πορώδεις αδρανείς

μήτρες (εξίσωση 3.2), και


181 

β) το κινητικό πρότυπο που ακολουθεί το δεύτερο νόμο διάχυσης του Fick και

περιγράφεται από την κατά Crank μαθηματική λύση του νόμου (εξίσωση 3.3), η

οποία για n=1 μετά τη λογαρίθμησή της καταλήγει σε γραμμική έκφραση του

χρόνου:

  t 6 1 n2  2
ln  ln 2  ln 2   D  t ………………………(3.4)
Mt  n R2

Στο σχήμα 3.11 παρουσιάζονται τα διαγράμματα του ποσοστού

αποδέσμευσης της ριβοφλαβίνης ως προς το χρόνο (2 ώρες) για τα δύο εξεταζόμενα

είδη μικροσφαιρών, εκχυλισμένες και μη, με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά πόρων

που έχουν ήδη περιγραφεί και συζητηθεί. Από το σχήμα 3.11 φαίνεται ότι οι

εκχυλισμένες μικροσφαίρες, οι οποίες διαθέτουν μεγαλύτερους πόρους ανοιχτούς

στην επιφάνεια, παρουσιάζουν ταχύτερο ρυθμό αποδέσμευσης σε σχέση με τις

πορώδεις μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες που έχουν πόρους πολύ μικρότερου

μεγέθους. Επιπλέον, και το ποσοστό της ριβοφλαβίνης που αποδεσμεύεται αμέσως

(burst effect) από τις μικροσφαίρες το οποίο προφανώς εξαρτάται από την παρουσία

επιφανειακών πόρων (σχήμα 3.11) είναι πιο έντονο στις εκχυλισμένες διότι

μεγαλύτερο ποσοστό του φαρμάκου θα επικάθεται στους πόρους της επιφάνειας και

απελευθερώνεται αμέσως με διάλυση παρά με μηχανισμό που βασίζεται σε διάχυση.

Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κατά την αποδέσμευση είναι: Αρχικά ο

διαλύτης εισέρχεται στις μικροσφαίρες μέσω των πόρων. Στη συνέχεια λαμβάνει

χώρα η διάλυση του δραστικού συστατικού και η επακόλουθη μετάβαση στο

περιβάλλον διάλυμα. Όσο μεγαλύτεροι είναι οι πόροι και πιο έντονη η παρουσία τους
182 

100

80
(%) Αποδέσμευση

60

40

20

0
0 20 40 60 80 100 120 140

Χρόνος (λεπτά)

Σχήμα 3.11 (%) Αποδέσμευση της ριβοφλαβίνης ως προς το χρόνο από μικροσφαίρες
μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν με νερό και ψύξη
στους -197 οC (….), και εκχύλιση του ποροσχηματιστή NaCl και ψύξη
στους -80 οC ( __ ).

στην επιφάνεια, διευκολύνεται η είσοδος τους διαλύτη στο εσωτερικό των

μικροσφαιρών. Στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες επιπλέον, την είσοδο του διαλύτη

διευκολύνει η επικοινωνία των πόρων μέσω καναλιών, η οποία συζητήθηκε στο

υποκεφάλαιο Γ.II.3.

Προκειμένου να περιγράφει η αποδέσμευση της ριβοφλαβίνης από τις

πορώδεις μικροσφαίρες έγινε προσαρμογή των δεδομένων της in vitro αποδέσμευσης


183 

στα κινητικά πρότυπα που περιγράφηκαν παραπάνω (εξισώσεις 3.2 και 3.3). Στον

πίνακα 3.18 δίνονται οι προσαρμοσμένοι συντελεστές προσδιορισμού, R2, για τα δύο

είδη μικροσφαιρών και τα δύο κινητικά πρότυπα των εξισώσεων. Οι προσαρμοσμένοι

συντελεστές του προσδιορισμού (R2) λαμβάνουν υπόψη το συνολικό αριθμό των

παραμέτρων της εξίσωσης που περιγράφει το κάθε κινητικό πρότυπο και έτσι

αποτελούν περισσότερο αξιόπιστο μέτρο της προσαρμογής των πειραματικών

δεδομένων στο εκάστοτε εξεταζόμενο πρότυπο.

Πίνακας 3.18 Αποτελέσματα προσαρμογής στα αποτελέσματα της in vitro


αποδέσμευσης της ριβοφλαβίνης από εκχυλισμένες και μη
μικροσφαίρες

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Είδος Κινητικό πρότυπο


μικροσφαιρών
______________ ______________________________________________

Higuchi 2os νόμος του Fick


____________ _______________________

R2 α
kβ R2 Dγ
-2
(sec ) (cm2/sec)
___________________________________________________________________

Μη εκχυλισμένες 0,733 0,421 0,969 1,33x10-4

Εκχυλισμένες 0,852 0,819 0,916 2,89x10-6

___________________________________________________________________
α
: προσαρμοσμένος συντελεστής προσδιορισμού
β,γ
: συντελεστές του ρυθμού αποδέσμευσης

Από τον πίνακα 3.18 προκύπτει ότι το κινητικό πρότυπο που περιγράφεται

από το δεύτερο νόμο του Fick (εξίσωση 3.3) προσαρμόζεται ικανοποιητικότερα στα

πειραματικά αποτελέσματα της αποδέσμευσης (R2 = 0,969 για τις μη εκχυλισμένες


184 

και R2 = 0,916 για τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες). Αντίθετα, για το πρότυπο Higuchi

οι προσαρμοσμένοι συντελεστές του προσδιορισμού είναι πολύ μικροί (R2 < 0,852)

γεγονός που σημαίνει αποτυχία της περιγραφής της αποδέσμευσης.

Οι προσαρμογές των εξισώσεων 3.2 και 3.3 στα πειραματικά αποτελέσματα

της αποδέσμευσης διαγραμματικά παρουσιάζονται στα σχήματα 3.12α και β. Από τα

αποτελέσματα του πίνακα και 3.18 και του σχήματος 3.12 συνάγεται ότι ο

μηχανισμός διάχυσης που περιγράφεται από το δεύτερο νόμο του Fick φαίνεται να

ελέγχει την αποδέσμευση του δραστικού φαρμακευτικού συστατικού από τις

πορώδεις μικροσφαίρες. Με βάση την εξίσωση 3.3 από την οποία περιγράφεται,

υπολογίστηκαν οι συντελεστές διάχυσης D, οι οποίοι ήταν 1,33x10-7 cm2/s και

2,89x10-6 cm2/s για τις μη εκχυλισμένες και τις εκχυλισμένες μικροσφαίρες

αντίστοιχα. Ο μεγαλύτερος υπολογιζόμενος συντελεστής διάχυσης για τις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες επιβεβαιώνει τον ταχύτερο ρυθμό αποδέσμευσης του

φαρμακευτικού δραστικού συστατικού από τα σφαιροειδή με μεγαλύτερους πόρους.


185 

120

100

80
% Αποδέσμευση

60

40
α)
20

0
0 20 40 60 80 100 120 140

Χρόνος (λεπτά)

120

100

80
% Αποδέσμευση

60

40
β)

20

0
0 20 40 60 80 100 120 140

Χρόνος (λεπτά)

Σχήμα 3.12 (α, β) In vitro αποδέσμευση της ριβοφλαβίνης από πορώδεις


μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης που παρασκευάστηκαν:
α) με νερό και ξήρανση στους -197 οC και
β) με εκχύλιση ποροσχηματιστή NaCl και ψύξη στους -80 οC πριν από
την ξήρανση εν καταψύξει.
Πειραματικά δεδομένα (σύμβολα) και θεωρητικές καμπύλες ( __ για το
πρότυπο του Fick, και --- για το πρότυπο του Higuchi).
186 

3. Αποδέσμευση δραστικού φαρμακευτικού συστατικού από πορώδεις

μικροσφαίρες με επικάλυψη (εντερική και ορθική)

Οι μικροσφαίρες ως φαρμακομορφές πολλαπλών δοσομονάδων είναι δυνατόν

να επικαλύπτονται με σκοπό είτε την επιμήκυνση της αποδέσμευσης του

περιεχόμενου φαρμακευτικού δραστικού συστατικού, είτε τη στοχευμένη

αποδέσμευσή του σε διαφορετικά σημεία του γαστρεντερικού σωλήνα. Τα εντερικώς

επικαλυμμένα σφαιροειδή είναι κατάλληλα για τη χορήγηση φαρμάκων ασταθών στο

όξινο περιβάλλον του στομάχου ή ερεθιστικών της βλεννογόνου και επιπλέον

δραστικών ουσιών που παρουσιάζουν παράθυρο αποδέσμευσης σε συγκεκριμένη

περιοχή του εντερικού σωλήνα. Μετά τη διάλυση της γαστροανθεκτικής επικάλυψης

είναι επιθυμητό η αποδέσμευση του δραστικού συστατικού να γίνεται άμεσα και να

ολοκληρώνεται μέσα στο χρονικό διάστημα που η φαρμακομορφή διέρχεται από την

περιοχή του παράθυρου απορρόφησής της.

Η κυριότερη περιοχή του γαστρεντερικού σωλήνα όπου λαμβάνει χώρα η

απορρόφηση των φαρμάκων είναι το ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου (proximal

small intestine), και κυρίως το δωδεκαδάκτυλο. Ο μέσος χρόνος διάβασης από το

λεπτό έντερο κυμαίνεται από 3 μέχρι 4 ώρες (Abrahamsson et al., 1996 και Gupta et

al., 2001), ενώ η μέση διάβαση από ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου σύμφωνα με

τη βιβλιογραφία είναι 2 ώρες (Davis et al., 1986b). Για τη ριβοφλαβίνη όπως και για

κάθε άλλη ουσία με παράθυρο απορρόφησης στο ανώτερο τμήμα του λεπτού

εντέρου, η επίτευξη στοχευμένης αποδέσμευσης και η εξασφάλιση της απορρόφησης

προϋποθέτει το υλικό επικάλυψης να διαλύεται στο περιβάλλον της περιοχής (pH >

6). Ακόμη, προϋποθέτει την άμεση και ολοκληρωμένη αποδέσμευση του συστατικού

σε σύντομο χρονικό διάστημα, μικρότερο των δύο ωρών που είναι και ο χρόνος

διάβασης την περιοχή. Αντίθετα, ο χρόνος διάβασης στο παχύ έντερο είναι πολύ
187 

μεγαλύτερος και η εφαρμογή επικάλυψης εκτός από τη στοχευμένη αποδέσμευση

μπορεί να αποσκοπεί στην παράταση της αποδέσμευσης της δραστικής ουσίας.

Στην παρούσα διατριβή για τη μελέτη της ικανότητας επικάλυψης των

πορωδών μικροσφαιρών με γαστροανθεκτικά πολυμερή χρησιμοποιήθηκαν δύο

διαφορετικά πολυμερή. Αυτά ήταν το Eudragit L30D-55, το οποίο διαλύεται σε τιμές

pH > 5.5, για στοχευμένη αποδέσμευση στο ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου και

το Eudragit FS30D το οποίο διαλύεται στο περιβάλλον του παχέως εντέρου, δηλαδή

σε pH > 7 και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά στο κόλον.

  Στους πίνακες 3.19 και 3.20 δίνονται τα ποσοστά της ριβοφλαβίνης που έχουν

αποδεσμευτεί από μικροσφαίρες επικαλυμμένες με Eudragit L30D-55 και Eudragit

FS30D αντίστοιχα μετά την έκθεσή τους σε συνθήκες στομάχου για 2 ώρες.

Πίνακας 3.19 Ποσοστό ριβοφλαβίνης που αποδεσμεύεται μετά από 2 ώρες σε 0,1Ν
HCl από μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής κυταρίνης εκχυλισμένες
και μη, επικαλυμμένες με διαφορετικά ποσοστά επικάλυψης
πολυμερούς Eudragit L30D-55
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Είδος Ποσοστό Αποδέσμευση
μικροσφαιρών επικάλυψης (%) ριβοφλαβίνης (%)

_____________________________________________________________________

Μη εκχυλισμένες 15 20,1

>> 20 5,6

>> 40 0,9

Εκχυλισμένες 15 76,3

>> 20 68,0

>> 40 48,8

>> 50 33,3

>> 55 8,1

_____________________________________________________________________
188 

Πίνακας 3.20 Ποσοστό ριβοφλαβίνης που αποδεσμεύεται μετά από 2 ώρες σε 0,1Ν
HCl από μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής κυταρίνης εκχυλισμένες
και μη, επικαλυμμένες με διαφορετικά ποσοστά επικάλυψης
πολυμερούς Eudragit FS30D
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Είδος Ποσοστό Αποδέσμευση
μικροσφαιρών επικάλυψης (%) ριβοφλαβίνης (%)

_____________________________________________________________________

Μη εκχυλισμένες 20 15,3

>> 25 0,2

Εκχυλισμένες 65 16,5

>> 70 4,9

_____________________________________________________________________

Από τους πίνακες φαίνεται ότι το ποσό της ριβοφλαβίνης που

απελευθερωνόταν στις πρώτες δύο ώρες μειωνόταν με την αύξηση του πάχους της

επικάλυψης και για τα δύο εξεταζόμενα ήδη μικροσφαιρών και τα δύο ήδη εντερικής

επικάλυψης. Για τις μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες, ποσοστό επικάλυψης > 20% και

> 25% για τα πολυμερή Eudragit L30D-55 και FS30D, αντίστοιχα, ήταν ικανό να

εξασφαλίσει γαστροανθεκτικότητα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία

(<10% αποδέσμευση μετά από δύο ώρες σε όξινο περιβάλλον). Αντίθετα, στις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες οι απαιτήσεις σε υλικό επικάλυψης για την επίτευξη

γαστροανθεκτικότητας και για τα δύο υλικά επικάλυψης ήταν πολύ μεγαλύτερες και

μάλιστα περισσότερο από το διπλάσιο σε σχέση με τις μη εκχυλισμένες, (πίνακας

3.20). Για το Eudragit L30D-55 το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό επικάλυψης ήταν

55% και για το Eudragit FS30D είναι 70%.


189 

Οι διαφορετικές απαιτήσεις των ίδιων μικροσφαιρών για τα διαφορετικά

υλικά επικάλυψης οφείλονται προφανώς στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των

χρησιμοποιούμενων πολυμερών και δε θα διερευνηθεί επιπλέον στην παρούσα

διατριβή. Όσον αφορά στις διαφορές των απαιτήσεων πολυμερούς υλικού

επικάλυψης μεταξύ των δύο ειδών μικροσφαιρών αυτές κυρίως οφείλονται στα

διαφορετικά χαρακτηριστικά της επιφάνειας τους. Έχει ήδη αναφερθεί ότι η

επιφανειακή τραχύτητα ευθύνεται για τον ανεπαρκή σχηματισμό στρώματος

επικάλυψης και την ταχύτερη απόδοση του φαρμακευτικού δραστικού συστατικού,

ειδικά μάλιστα στις περιπτώσεις μεγάλων επιφανειακών πόρων ή ρωγμών (Porter,

S.C. and Ghebre-sellassie, I., 1994 και Dukić-Ott et al., 2008).

Στα σχήματα 3.13 και 3.14 δίνεται η αποδέσμευση ριβοφλαβίνης από μη

εκχυλισμένες και εκχυλισμένες μικροσφαίρες, αντίστοιχα, στις οποίες έχει

εφαρμοστεί διαφορετικό ποσοστό επικάλυψης Eudragit L30D-55. Ο έλεγχος έγινε σε

όξινο αρχικά (για 2 ώρες, 120 λεπτά) και ακολούθως σε φωσφορικό ρυθμιστικό

διάλυμα (pH 6) που προσομοιάζει στις συνθήκες του εντέρου. Από τα σχήματα είναι

φανερό ότι η έναρξη της αποδέσμευσης καθυστερεί και ο ρυθμός αποδέσμευσης της

ριβοφλαβίνης επιβραδύνεται μετά τις δύο ώρες με την αύξηση του πάχους της

επικάλυψης. Προφανώς η επιβράδυνση του ρυθμού αποδέσμευσης οφείλεται σε

καθυστέρηση της διάλυσης του καλύμματος και στα φωσφορικά ρυθμιστικά, με

συνέπεια τη σχετική αύξηση της στοιβάδας διάχυσης, λόγω της μερικής παρουσίας

στρώματος επικάλυψης.

 
190 

100

80
% Αποδέσμευση

60

40

20

0
0 100 200 300 400

Χρόνος (λεπτά)

Σχήμα 3.13 Αποδέσμευση ριβοφλαβίνης από μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες


μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης επικαλυμμένες με Eudragit L30D-55
15% (●), 20% (■) και 40% (▲) σε 0,1Ν HCl για 2 ώρες και ακολούθως
σε ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών pH=6
191 

100

80
% Αποδέσμευση

60

40

20

0
0 100 200 300 400

Χρόνος (λεπτά)

Σχήμα 3.14 Αποδέσμευση ριβοφλαβίνης από εκχυλισμένες μικροσφαίρες


μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης επικαλυμμένες με Eudragit L30D-55
50% (●) και 55% (■) σε 0,1Ν HCl για 2 ώρες και ακολούθως σε
ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών pH=6
192 

Για επικάλυψη 20-30%, με Eudragit L30D-55, ποσοστά που γενικά

προτείνονται από το βιβλιογραφία για την επίτευξη γαστροανθεκτικότητας σε

μικροσφαίρες (Huyghebaert et al., 2005), οι εξεταζόμενες μη εκχυλισμένες

μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης αποδέσμευαν το μεγαλύτερο ποσοστό

της ριβοφλαβίνη μέσα σε δύο ώρες που είναι και ο χρόνος διάβασης από το ανώτερο

τμήμα του λεπτού εντέρου. Συγκεκριμένα, για 20% επικάλυψη το 90% της

ριβοφλαβίνης απελευθερωνόταν μέσα σε 240 λεπτά συνολικά ή 120 λεπτά από την

έναρξη της αποδέσμευσης σε αλκαλικό pH (σχήμα 3.13). Στις εκχυλισμένες

μικροσφαίρες, που όπως προαναφέρθηκε επιτυγχάνεται γαστροανθεκτικότητα σε

υψηλότερα ποσοστά πολυμερούς, για το ελάχιστο ικανοποιητικό ποσοστό

επικάλυψης (55%), η αποδέσμευση του 90% της ριβοφλαβίνης επιτυγχανόταν σε 220

λεπτά συνολικά ή 100 λεπτά από την έναρξη της αποδέσμευσης σε αλκαλικό pH

(σχήμα 3.14).

Στο σχήμα 3.15 δίνεται η αποδέσμευση της ριβοφλαβίνης από τα δύο είδη

μικροσφαιρών, εκχυλισμένων και μη, στις οποίες έχουν εφαρμοστεί τα ελάχιστα

απαιτούμενα ποσοστά επικάλυψης πολυμερούς Eudragit FS30D, για στοχευμένη

αποδέσμευση στο παχύ έντερο. Τα ποσοστά αυτά για τις μη εκχυλισμένες

μικροσφαίρες είναι 25% και για τις εκχυλισμένες 69% (πίνακας 3.20). Στο σχήμα

3.15 φαίνεται καθαρά ότι τα ελάχιστα ποσοστά επικάλυψης για τα δύο είδη

μικροσφαιρών δίνουν διαφορετικό ρυθμό αποδέσμευσης. Οι επικαλυμμένες

εκχυλισμένες μικροσφαίρες δίνουν ταχύτερη αποδέσμευση της ριβοφλαβίνης σε

σχέση με τις μη εκχυλισμένες, παρόλο που το ποσοστό επικάλυψής τους είναι πολύ

μεγαλύτερο (70% έναντι 25% για τις μη εκχυλισμένες αντίστοιχα). Για το

συγκεκριμένο πολυμερές δε δοκιμάστηκαν μεγαλύτερα ποσοστά επικάλυψης,

αναμένεται όμως πως η εφαρμογή υψηλότερων ποσοστών θα οδηγήσει σε


193 

100

80
Αποδέσμευση (%)

60

40

20

0
0 60 120 180 240 300 360
Χρόνος (min)

Σχήμα 3.15 Αποδέσμευση ριβοφλαβίνης από εκχυλισμένες (●) και μη (■)


μικροσφαίρες μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης επικαλυμμένες με
ποσοστά επικάλυψης πολυμερούς Eudragit FS30D 70% και 25%,
αντίστοιχα, σε 0,1Ν HCl για 2 ώρες και ακολούθως σε ρυθμιστικό
διάλυμα φωσφορικών pH=7,2
194 

επιβράδυνση της αποδέσμευσης, όπως και κατά την εφαρμογή του Eudragit L30D-55,

αλλά και από βιβλιογραφία και αναφορές (Huyghebaert et al., 2005).


 
 
195 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο κύριος σκοπός της διατριβής όπως περιγράφηκε είναι η μελέτη της

δυνατότητας επίτευξης μικροσφαιρών υψηλού πορώδους το οποίο θα αναμένεται να

ελαττώνει την πυκνότητά τους και να επηρεάζει το χρόνο της γαστρικής κένωσης.

Επιπλέον, θα εξασφαλίζει τη δυνατότητα φόρτισης με αυξημένη ποσότητα δραστικής

ουσίας.

Τα αποτελέσματα από τη μελέτη της επίδρασης του είδους MCC, του υγρού

κοκκοποίησης και της μεθόδου ξήρανσης στο πορώδες και τις μηχανικές ιδιότητες

των μικροσφαιρών έδειξαν ότι σημαντική για το πορώδες είναι η επιλογή της

μεθόδου ξήρανσης και του υγρού κοκκοποίησης. Με τη χρήση μείγματος νερού-

ισοπροπανόλης και την εφαρμογή ξήρανσης εν καταψύξει προέκυψαν υψηλότερες

τιμές πορώδους, λόγω μειωμένης τριχοειδικής ροής. Ακόμα υψηλότερο πορώδες

επιτεύχθηκε με τη χρήση και εκχύλιση ποροσχηματιστή NaCl. Οι μεταβολές στη

μηχανική αντοχή και την αποσάθρωση των μικροσφαιρών βρέθηκε ότι σχετίζονται με

αντίστοιχες μεταβολές στο πορώδες και μάλιστα παρατηρήθηκε εκθετική μείωση των

παραπάνω ιδιοτήτων αυξανόμενου του πορώδους.

Το είδος MCC δε βρέθηκε να επιδρά σημαντικά στο πορώδες των

μικροσφαιρών. Παρόλα αυτά, η τροποποίηση της MCC με διαβροχή και ξήρανση

μειώνει τη μηχανική αντοχή και το χρόνο αποσάθρωσης λόγω του φαινομένου της

κερατινοποίησης (hornification). Επιπλέον, η πυριτιωποίηση της MCC αυξάνει το

χρόνο αποσάθρωσης όταν πρόκειται για χαμηλές τιμές πορώδους.

Από την εκτίμηση της επίδρασης της θερμοκρασίας ψύξης πριν από την

ξήρανση εν καταψύξει στο πορώδες των μικροσφαιρών βρέθηκε ότι η μείωση της

θερμοκρασίας αυξάνει το πορώδες. Σε ελάχιστη θερμοκρασία ψύξης (-197 oC)

προκύπτει πορώδες μεγαλύτερο και από αυτό των εκχυλισμένων μικροσφαιρών.


196 

Ωστόσο, το μέγεθος των πόρων είναι μέγιστο στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες και

ακολουθούν οι μικροσφαίρες MCC παρασκευαζόμενες με νερό και μείγμα νερού-

ισοπροπανόλης ως υγρό κοκκοποίησης. Επιπλέον, η μέση διάμετρος πόρων είναι


ο
μέγιστη για θερμοκρασία ψύξης -80 C, λόγω πληρέστερου σχηματισμού

κρυστάλλων σε σχέση με τους -30 οC και ελάχιστη για θερμοκρασία ψύξης -197 οC,

λόγω του ταχύτατου παγώματος και της μειωμένης ανάπτυξης των δημιουργούμενων

κρυστάλλων πάγου. Γενικά, στενότερη και πιο συμμετρική κατανομή μεγέθους

πόρων επιτυγχάνεται με τη χρήση νερού-ισοπροπανόλης ως υγρού κοκκοποίησης και

ψύξη στους -197 οC και ευρύτερη και λιγότερο συμμετρική στους -80 οC.

Τα παραπάνω αποτελέσματα δείχνουν πως υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής

σφαιριδίων υψηλού πορώδους με την εφαρμογή ξήρανσης εν καταψύξει, καθώς και η

δυνατότητα ελέγχου του ολικού πορώδους και του μεγέθους των πόρων εν μέρει με

την αλλαγή του υγρού κοκκοποίησης και περισσότερο με τη χρήση ποροσχηματιστή

και τη ρύθμιση της θερμοκρασίας αποθήκευσης πριν από την ξήρανση εν καταψύξει.

Η εφαρμογή επαναλαμβανόμενης ποροσιμετρίας υδραργύρου έδωσε επιπλέον

πληροφορίες για τη μορφολογία των σχηματιζόμενων πόρων. Γενικά, η διείσδυση του

υδραργύρου τη δεύτερη φορά ήταν σημαντικά μικρότερη απ’ ότι την πρώτη και η επί

τοις εκατό διαφορά του όγκου διείσδυσης (ΔV%) θεωρήθηκε ως μέτρο για το

ποσοστό των πόρων σχήματος «μελανοδοχείου». Οι τιμές ΔV% ήταν γενικά

μικρότερες όταν το κοκκοποιητικό υγρό είναι το νερό, λίγο μεγαλύτερες όταν

χρησιμοποιείται μείγμα νερού-ισοπροπανόλης και πάντα σημαντικά υψηλές στις

μικροσφαίρες με προσθήκη και εκχύλιση ποροσχηματιστή NaCl. Η θερμοκρασία

ψύξης, επιπλέον, επηρεάζει το ποσοστό πόρων «μελανοδοχείων» στις μη

εκχυλισμένες μικροσφαίρες. Όταν το κοκκοποιητικό υγρό είναι νερό το ποσοστό


197 

μειώνεται με μείωση της θερμοκρασίας ψύξης, ενώ όταν χρησιμοποιείται μείγμα

νερού-ισοπροπανόλης, παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό στους -197 οC.

Η μελέτη της ικανότητας φόρτισης των μικροσφαιρών μετά τη βύθισή τους σε

διαλύματα ριβοφλαβίνης διαφορετικών συγκεντρώσεων με σύγχρονη εφαρμογή

κενού έδειξε ότι το ποσοστό φόρτισης στις αδρανείς μικροσφαίρες εξαρτάται από τη

συγκέντρωση του διαλύματος φόρτισης και από το μέγεθος των πόρων. Η αυξημένη

ικανότητα φόρτισης των εκχυλισμένων μικροσφαιρών οφείλεται στο μεγάλο μέγεθος

πόρων στο εσωτερικό αλλά και την επιφάνειά τους, οι οποίοι όπως βρέθηκε

επικοινωνούν μέσω στενότερων καναλιών. Έτσι, είναι δυνατή η εναπόθεση του

δραστικού συστατικού τόσο στους εσωτερικούς όσο και τους επιφανειακούς πόρους.

Το γεγονός αυτό καθιστά τις πορώδεις μικροσφαίρες ιδανικούς φορείς

φαρμακευτικών ουσιών χαμηλής αλλά και υψηλής δραστικότητας με δυνατότητα

προσαρμογής της φόρτισης ώστε να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε δοσολογικές

απαιτήσεις.

Από τη μελέτη της αποδέσμευσης της ριβοφλαβίνης από πορώδεις μη

επικαλυμμένες μικροσφαίρες, διαφορετικού μεγέθους πόρων, προέκυψε ότι γίνεται

άμεσα και ακολουθεί κυρίως μηχανισμό διάχυσης. Επιπλέον, είναι ταχύτερη στις

εκχυλισμένες μικροσφαίρες λόγω της παρουσίας μεγάλων πόρων στο εσωτερικό και

την επιφάνειά τους οι οποίοι επιτρέπουν την ευκολότερη είσοδο του διαλύτη και τη

διάλυση της περιεχόμενης ουσίας. Το αυξημένο αρχικό ποσό ριβοφλαβίνης που

απελευθερώνεται αμέσως (burst effect) επιπλέον, είναι αποτέλεσμα εναπόθεσης της

ουσίας στους επιφανειακούς πόρους των σφαιριδίων και πιθανώς της διάχυσης και

μετανάστευσης του δραστικού συστατικού στην επιφάνεια κατά την ξήρανση.

Τέλος, η μελέτη της ικανότητας επικάλυψης πορωδών μικροσφαιρών με

μεθακρυλικά πολυμερή για στοχευμένη αποδέσμευση στο λεπτό και το παχύ έντερο
198 

έδειξε ότι οι εκχυλισμένες μικροσφαίρες με μεγάλους επιφανειακούς πόρους έχουν

αυξημένες απαιτήσεις πολυμερούς για την επίτευξη γαστροανθεκτικότητας. Λόγω

επιφανειακής τραχύτητας το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό επικάλυψης είναι

μεγαλύτερο από το διπλάσιο σε σχέση με τις μη εκχυλισμένες μικροσφαίρες, στις

οποίες η γαστροανθεκτικότητα επιτυγχάνεται με ποσοστά > 20% και > 25%

αντίστοιχα για εντερική και ορθική επικάλυψη στοχευμένης αποδέσμευσης στο λεπτό

και το παχύ έντερο. Στις εκχυλισμένες μικροσφαίρες τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν

55% και 69%. Επιπλέον, διαπιστώθηκε η καθυστέρηση και επιβράδυνση της

αποδέσμευσης με την εφαρμογή αυξανόμενου ποσοστού επικάλυψης.

Προτάσεις για περαιτέρω μελέτη

Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής δίνουν τη δυνατότητα παραγωγής

μικροσφαιρών υψηλού πορώδους με διαφορετικά χαρακτηριστικά πόρων. Το υψηλό

πορώδες αναμένεται να ελαττώνει την πυκνότητα των μικροσφαιρών και συνεπώς να

επηρεάζει το χρόνο της γαστρική κένωσης λόγω ικανότητας επίπλευσης. Ως εκ

τούτου, θα ήταν ενδιαφέρουσα η in vivo μελέτη της δυνατότητας ελέγχου της

γαστρικής κένωσης ουσιών με παράθυρο απορρόφησης όπως η ριβοφλαβίνη από

πορώδεις μικροσφαίρες χαμηλής πυκνότητας.


199 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Abrahamsson, B., Alpsten, M., Jonsson, U.E., Lundberg, P.j., Sandberg, A.,
Sundgren, M., Svenheden, A. and Tölli, J., “Gastro-intestinal transit of a
multi-unit formulation (metoprolol CR/ZOK) and a non-disintegrating tablet
with emphasis on colon”, Int. J. Pharm., 140 (1996) 229-235.

Agrawal, A.M., Manek, R.V., Lolling, W.M. and Neau, S.H., “Water Distribution
Studies within Microcrystalline Cellulose and Chitosan Using Differential
Scanning Calorimetry and Dynamic Vapor Sorption Analysis”, J. Pharm.
Sci., 93 (2004) 1766-1779.

Alvarez, L., Concheiro, A., Gómez-Amoza, J.L., Souto, C. and Martinez-Pacheco, R.,
Effect of Microcrystalline Cellulose Grade and Process Variables on Pellets
Prepared be Extrusion-Spheronization”, Dug Dev. Ind. Pharm., 28 (2002)
451-456.

Baert, L. and Remon, J.P., “Influence of amount of granulation liquid on the drug
release rate from pellets made by extrusion spheronization”, Int. J. Phar., 95
(1993) 135-141.

Baert, L., Vermeersch, H, Remon, J.P., Smeyers-Verbeke, J. and Massart, D.L.,


“Study of parameters important in the spheronisation process”, Int. J. Pharm.,
96 (1993) 225-229.

Barlow, C.G., “Granulation of powders”, Chem. Eng. (Lond.), 220 (1968) CE196-
201.

Bashaiwoldu, A.B., Podczeck, F. and Newton, J.M., “A study on the effect of drying
techniques on the mechanical properties of pellets and compacted pellets”,
Eur. J. Pharm. Sci., 21 (2004) 119-129.

Bataille, B., Ligarski, K., Jacob, M. and Duru, C., “Study of the influence of
spheronization and drying conditions on the physic-mechanical properties of
neutral spheroids containing Avicel PH 101 and lactose”, Drug Dev. Ind.
Pharm., 19 (1993) 653-671.
200 

Baumgartner, S., Kristl, J., Vodopivec, P and Zorko, B., “Optimisation of floating
matrix tablets and evaluation of their gastric residence time” Int. J. Pharm., 195
(2000) 125-135.

Bechgaard, H. and Hegermann Nielsen G., “Controlled-release multiple-units and


single-unit doses”, Drug Dev. Ind. Pharm., 4 (1978) 53-67.

Bechgaard, H. and Ladefoged, K., “Distribution of pellets in the gastrointestinal tract.


The influence on transit time exerted by the density or diameter of pellets”, J.
Pharm. Pharmac., 30 (1978) 690-692.

Bechgaard, H., “Critical Factors Influencing Gastrointestinal Absorption – What is


the Role of Pellets?”, Acta Pharm. Tech., 28 (1982) 149-157.

Bechgaard, H., Cristensen, F. N., Davis, S. S., Hardy, J. G., Taylor, M. J., Whalley, D.
R. and Wilson, C. G., “Gastrointestinal transit of pellets in ileostomy subjects
and effect of density”, J. Pharm. Pharmacol., 37 (1985) 718-721.

Bellissent-Funel, M.C. and Teixeira, J., “Structural and dynamic properties of bulk
and confined water” – “Freeze-Drying/Lyophilization of Pharmaceutical and
Biological Products”, Rey, L. and May, J.C., eds, Taylor and Francis Group,
New York, 2004, p. 33-62.

Berggren, J. and Alderborn, G., “Effect of drying rate on porosity and tabletting
behavior of cellulose pellets”, Int. J. Pharm., 227 (2001a) 81-96.

Berggren, J. and Alderborn, G., “Drying behavior of two sets of microcrystalline


cellulose pellets”, Int. J. Pharm., 219 (2001b) 113-126.

Bier, H.P., Leuenberger, H. and Sucker, H., “Determination of the uncritical quantity
of granulating liquid by power measurements on planetary mixers” Pharm.
Ind., 41 (1979) 1525-1533.

Block, B. P., Thomas, M. B., “A method for testing intestinal irritancy of sustained
release potassium chloride preparations in animals”, J. Pharm. Pharmacol.,
30 (1978) suppl. 70P.

British Pharmacopeia, Volume I, 1998, p. 1138-1140.


201 

Buckton, G., Yonemochi, E., Yoon, W.L. and Moffat, A.C., “Water sorption and near
IR spectroscopy to study the differences between microcrystalline cellulose
and silicified microcrystalline cellulose before and after wet granulation”,
Int. J. Pharm., 181 (1999) 41-47.

Byrne, R.S. and Deasy, P.B., “Use of commercial porous ceramic particles for
sustained drug delivery”, Int. J. Pharm., 246 (2002) 61-73.

Byrne, R.S. and Deasy, P.B., “Use of porous aluminosilicate pellets for drug
delivery”, J. Microencapsulation, 22 (2005) 423-437.

Chien, W.Y., “Potential Development and New Approaches in Oral Controlled-


Release Drug Delivery Systems”, Drug Dev. Ind. Pharm., 9 (1983) 1291-
1330.

Choe, S.Y., Neudeck, B.L., Welage, L.S., Amidon, G.E., Barnett, J.L. and Amidon,
G.L., “Novel method to assess gastric emptying in humans: the Pellet Gastric
Emptying Test”, Eur. J. Pharm. Sci., 14 (2001) 347-353.

Clarke, G.M., Newton, J.M. and Short, M.D., “Gastrointestinal transit of pellets of
differing size and density”, Int. J. Pharm., 100 (1993) 81-92.

Clarke, G.M., Newton, J.M. and Short, M.B., “Comparative gastrointestinal transit of
pellet systems of varying density”, Int. J. Pharm., 114 (1995) 1-11.

Clarke’s Isolation and Identification of Drugs, Second Edition, The Pharmaceutical


Press, 1986, p. 959.

Conine, J.W. and Hadley, H.R., “Preparation of small solid pharmaceutical spheres”,
Drug Cosmet. Ind., 106 (1970) 38-41.

Conner, N.C., Lowe, A.M. and Hoffman, A.J., “Measurement of the Morphology of
High Surface Area Solids: Hysteresis in Mercury Porosimetry”, J. Colloid
Interf. Sci., 100 (1984) 185-193.

Cosijns, A., “Development of porous pellets delivery system for oral drug and vaccine
administration”, PhD Thesis, Ghent University (2009).
202 

Cosijns, A., Nikolakakis, I., Vervaet, C., De Beer, T., Siepmann, F., Siepmann, J. and
Remon, J., “Porous pellets as drug carriers”, AAPS J 8: (S2) Abstract T2244
(2006).

Cosijns, A., Nizet, D., Nikolakakis, I., Vervaet, C., De Beer, T., Siepmann, F.,
Siepmann, J., Evrard, B. and Remon, J. P., “Porous pellets as drug delivery
system”, Drug Dev. Ind. Pharm., In Press (2009) DOI 10.1080.

Costa, F.O., Pais, A.A.C.C. and Sousa, J.J.S., “Analysis of formulation effects in the
dissolution of ibuprofen pellets”, 270 (2004) 9-19.

Crank, J., “Diffusion in a sphere” – “The mathematics of diffusion”, Crank, J.,


Clandendon press, Oxford, England, 1975, p. 89-104.

Davis, S. S., Stockwell, A. F., Taylor, M. J., Hardy, J. G., Whalley, D. R., Wilson C.
G., Bechgaard, H. and Christensen, F. N., “The effect of Density on the
Gastric Emptying of Single- and Multiple-Unit Dosage Forms”, Pharm. Res.,
3 (1986a) 208-213.

Davis, S. S., Hardy, J. G. and Fara, J. W., “Transit of pharmaceutical dosage forms
through the small intestine”, Gut, 27 (1986b) 886-892.

Davis, S. S., Khosla, R., Wilson, C. G. amd Washington N., “Gastrointestinal transit
of a nontrolled-release pellet formulation of tiaprofenic acid and the effect of
food”, Int. J. Pharm., 35 (1987) 253-258.

Degussa, “Guidelines for Formulation Development abd Process Technology for


Enteric Coatings”, Pharma Polymers, Darmstadt – Germany, 2006.

Devereux, J.E., Newton, J.M. and Short, M.B., “The influence of density on the
gastrointestinal transit of pellets”, J. Pharm. Pharmacol., 42 (1990) 500-501.

Dreu, R., Sirca, J., Pintye-Hodi, K., Burjan, T., Planinsek, O. and Srcic, S.,
“Physicochemical properties of granulating liquids and their influence on
microcrystalline cellulose pellets obtained by extrusion-spheronisation
technology”, Int. J. Pharm., 291 (2005) 99-111.
203 

Dukić-Ott, A., De Beer, T., Remon, J.P., Baeyens, W., Foreman, P. and Vervaet, C.,
“In-vitro and in-vivo evaluation of enteric-coated starch-based pellets
prepared via extrusion/spheronisation”, Eur. J. Phar. Biopharm., 70 (2008)
302-312.

Dyer, A.M., Khan, K.A. and Aulton, M.E., “Effect of the Drying Method on the
Mechanical and Drug Release Properties of Pellets Prepared by Extrusion-
Spheronisation”, Dug Dev. Ind. Pharm., 20 (1994) 3045-3068.

Edge, S., Steele, D.F., Chen, A., Tobyn, M.J. and Staniforth, J.N., “The mechanical
properties of compacts of microcrystalline cellusloe and silicified
microcrystaliine cellulose”, Int. J. Pharm., 200 (2000) 67-72.

Efentakis, M., Koutlis, A. and Vlachou, M., “Development and Evaluation of Oral
Multiple-unit and Single-unit Hydrophilic controlled-release Systems” AAPS
Pharm. Sci. Tech., 1 (2000) article 34.

Ek, R. and Newton, J.M., “Microcrystalline Cellulose as a Sponge as an Alternative


Concept to the Crystallite-Gel Model for Extrusion and Spheronization”,
Pharm. Sci., 15 (1998) 509-512.

Emerton, H.W., “The preparation of pulp fibers for papermaking” – “Handbook of


Paper Science” Vol 1, The Raw Materials and Processing of Papermaking,
Rance, H.F., eds, Elsevier Scientific Publishing Company, The Netherlands,
1980, p. 139-164.

Erkoboni, D.F., “Extrusion-Spheronization as a Granulation Technique” - “Handbook


of Pharmaceutical Granulation Technology”, Parikh, D.M., Marcel Dekker
INC, New York and Basel, 1997, p. 333-368.

Fielden, K.E., Newton, J.M., O’Brien, P. and Rowe, R.C., “Thermal Studies on the
Interaction of Water and Microcrystalline Cellulose”, J. Pharm. Pharmacol.,
40 (1988) 674-678.

Fielden, K.E., Newton, J.M. and Rowe, R.C., “The influence of lactose particle size
on spheronization of extrudate processed by ram extruder”, Int. J. Pharm., 81
(1992) 205-224.
204 

Flemmer, C.L., “On the regime bounderies of moisture in granular materials”, 66


(1991) 191-194.

Follonier, N. and Doelker, E., “Biopharmaceutical comparison of oral multiple-unit


and single-unit sustained-release dosage forms”, S.T.P. Pharma Sciences, 2
(1992) 141-158.

Franks, F., “Freeze Drying: From smpiricism to predictability”, Cryo-Letters, 1


(1990) 93-110.

Ghebre-Sellassie, I., “Pellets: A General Overview” – “Pharmaceutical Pelletization


Technology”, Ghebre-Sellasie, I., Marcel Dekker INC., New York and Basel,
1989, p. 1-13.

Gibaldi, M., Boyes, R.N. and Feldman, S., “Influence of first-pass effect on
availability of drugs on oral administration”, J. Pharm. Sci., 60 (1971) 1338-
1340.

Gómez-Carracedo, A., Souto, C., Martínez-Pacheco, R., Concheiro, A and Gómez-


Amoza, J.L., “Microstructural and drug release properties of oven-dried and
of slowly or fast frozen freeze-dried MCC-Carbopol® pellets”, Eur. J. Pharm.
Biopharm., 67 (2007) 236-245.

Gómez-Carracedo, A., Souto, C., Martínez-Pacheco, R., Concheiro, A and Gómez-


Amoza, J.L., “Incidence of drying on microstructure and drug release
profiles from tablets of MCC-lactose-Carbopol® and MCC-dicalcium
phosphate-Carbopol® pellets”, Eur. J. Pharm. Biopharm., 69 (2008) 675-685.

Gruber, P., Rubinstein, A. Hon Kin Li, V., Bass, P. and Robinson, J.R., “Gastric
emptying of nondigestible solids in fasted dog”, J. Pharm. Sci., 76 (1987)
117-122.

Gupta, V.K., Beckert, T. and Price, J.C., “A novel pH- and time- based multi-unit
potential colonic drug delivery system. I. Development”, Int. J. Pharm., 213
(2001) 83-91.
205 

Hallet, F., “Nucleation and growth of ice crystals” – “Advances in Freeze-drying.


Lyophilization, (Recherchez et applications nouvelles), Ray, L., ed,
Hermann, Paris, 1966, p. 21-38.

Hancock, B.C., York, P. and Rowe, R.C., “An assessment of substrate binder
interactions in model wet masses. 1: mixer torque rheometry”, Int. J. Pharm.,
102 (1994) 167-176.

Hardy, J. G., Wilson, C. G. and Wood, E., “Drug delivery to the proximal colon”, J.
Pharm. Pharmacol., 47 (1985) 874-877.

Harrison, P.J., Newton, J.M. and Rowe, R.C., “Convergent flow analysis in the
extrusion of wet powder masses”, J. Pharm. Pharmacol., 36 (1984) 796-798.

Harrison, P.J., Newton, J.M. and Rowe, R.C., “The application of capillary rheometry
to the extrusion of wet powder masses”, Int. J. Pharm., 35 (1987) 235-242.

Hasznos, L., Langer, I. and Gyarmathy, M., “Some Factors influencing Pellet
Characteristics Made by an Extrusion/Spheronization Process Part I.: Effects
on Size Characteristics and Moisture Content Decrease of Pellets”, Drug
Dev. Ind. Pharm., 18 (1992) 409-437.

Hausner, H.H., “Characterization of the powder particle shape”, Planseeber


Pulvermetall, 14 (1966) 75-84.

Heading, R. C., Nimmo, J., Prescott, L. F. and Tothill, P., “The dependence of
paracetamol absorption on the rate of gastric emptying”, Br. J. Pharmac., 47
(1973) 415-421.

Hellén, L., and Yliruusi, J., “Process variables of instant granulator and spheroniser:
III. Shape and shape distributions of pellets”, Int. J. Pharm., 96 (1993) 217-
223.

Hellén, L., Yliruusi, J., Merkku, P. and Kristoffersson, E., “Process variables of
instant granulator and spheronizer: I. Physical properties of granules,
extrudate and pellets”, Int. J. Pharm., 96 (1993a) 197-204.
206 

Hellén, L., Yliruusi, J. and Kristofferson, E., “Process variables of instant granulator
and spheroniser: II. Size and size distributions of pellets”, Int. J. Pharm., 96
(1993b) 205-216.

Heller, J., “Use of Polymers in Controlled Release of Active Agents” - “Controlled


Drug Delivery Fundamentals and Applications”, Robinson, J.R. and Lee,
V.H., eds, Marcel Dekker INC, New York and Basel, 1987, p. 179-212.

Hicks, D.C. and Freese, H.L., “Extrusion and Spheronization Equipment” –


“Pharmaceutical Pelletization Technology”, Ghebre-Sellassie, I.,eds Marcel
Dekker INC., New York and Basel, 1989, p. 71-100.

Higuchi, T., “Rate of Release of Medicaments from Ointment Bases Containing


Drugs in Suspension”, J. Pharm. Sci., 50 (1961) 874-875.

Hileman, G. A., Goskonda, S. R., Spalitto, A. J. and Upadrashta, S. M., “A Factorial


Approach to High Dose Product Development by an
Extrusion/Spheronization Process”, 19 (1993) 483-491.

Hlinak, A.J. and Clark, B.A., “Drying and Dryers” – “Encyclopedia of pharmaceutical
technology”-Vol. 1, Swarbrick, J. and Boylan, J.C., eds, Marcel Dekker,
New York, p. 1030-1031.

Hoffmann, A. L., Pressman J. H., Code, C. F. and Witztun, K. F., “Controlled entry of
orally-administered drug: Physiological considerations”, Drug Dev. Ind.
Pharm., 9 (1983) 1077-1109.

Hottot, A., Vessot, S., Andrieu, J., “A Direct Characterization Method of the Ice
Morphology. Relationship Between Mean Crystal Size and Primary Drying
Times of Freeze-Drying Processes”, Drying Technology, 22 (2004) 2009-
2021.

Hsieh, D.S.T., Rhine, W.D. and Langer, R., “Zero-order Controlled Release Polymer
Matrices for Micro- and macromolecules”, J. Pharm. Sci., 72 (1983) 17-22.

Hui, H., Lee, V.H.L. and Robinson, J.R., “Design and Fabrication of Oral Controlled
Release Drug Delivery Systems” - “Controlled Drug Delivery Fundamentals
207 

and Applications”, Robinson, J.R. and Lee, V.H., eds, Marcel Dekker INC,
New York and Basel, 1987, p. 373-432.

Huyghebaert, N., Vermeire, A. and Remon J.P., “In vitro of coating polymers for
enteric coating and human ileal targeting”, Int. J. Pharm., 298 (2005) 26-37.

Jalal, I. M., Malimowski, H. J. and Smith, W. E., “Tablet Granulations of Spherical


Particles”, J. Pharm. Sci., 61 (1972) 1466-1467.

Johansoon, B., Wikberg, M., Ek, R. and Alderborn, G., “Compression behavior and
compactability of microcrystalline cellulose pellets in relationship to their
pore structure and mecjanical properties”, Int. J. Pharm., 117 (1995) 57-73.

Kachrimanis, K., Nikolakakis, I. and Malamataris, S., “Tensile strength and


disintegration of tableted silicified microcrystalline cellulose: Influences of
interparticle bonding”, J. Pharm. Sci., 92 (2003) 1489-1501.

Kaufmann, J., Loser R. and Leemann, A., “Analysis of cement-bonded by multi-cycle


mercury intrusion nitrogen sorption”, J. Colloid Intrf. Sci., 336 (2009) 730-
737.

Khossravi, D. and Connors, K.A., “Solvent effects on chemical processes. 3. Surface


tension of binary aqueous organic solvents”, J. Sol. Chem., 22 (1993) 321-
330.

Kleinebudde, P., “Shrinking and swelling properties of pellets containing


microcrystalline cellulose and low substituted hydroxypropylcellulose: I.
Shrinking properties”, Int. J. Pharm., 109 (1994a) 209-219.

Kleinebudde, P., “Shrinking and swelling properties of pellets containing


microcrystalline cellulose and low substituted hydroxypropylcellulose: II.
Swelling properties”, Int. J. Pharm., 109 (1994b) 221-227.

Kleinebudde, P., “The Crystallite-Gel-Model for Microcrystalline Cellulose in Wet-


Granulation, Extrusion, and Spheronization”, 14 (1997) 804-809.
208 

Kristensen, H.G., Holm, P., Jaegerskou, A. and Schaefer, T., “Granulation in high
speed mixers. Part 4: Effect of liquid saturation on the agglomeration”,
Pharm. Ind., 46 (1984) 763-767.

Koyama, Y., Kamat, M., De Angelis, R.J., Srinivasan, R. and DeLuca, P.P., “Effect of
solvent addition and thermal treatment on freeze drying of cefazolin
sodium”, J. Parent. Sci. Technol., 42 (1988) 47-52.

Kristensen, H. G. and Schaefer, T., “Granulation: A Review on Pharmaceutical Wet-


Granulation”, Drug, Dev. Ind. Pharm., 13 (1987) 803-872.

Ku, C. C., Joshi, Y. M., Bergum, J. S. and Jain, N. B., “Bead Manufacture by
Extrusion/spheronization – a Statistical Design for Process Optimization”,
Drug Dev. Ind. Pharm., 19 (1993) 1505-1519.

Levis, S.R. and Deasy, P.B., “Pharmaceutical applications of size reduced grades of
surfactant co-processed microcrystalline cellulose”, Int. J. Pharm., 230
(2001) 25-33.

Li, T.-Q., Henriksson, U., Klason, T and Ödberg, L., “Water Diffusion in Wood Pulp
Cellulose Fibers Studied by Means of the Pulsed Gradient Spin-Echo
Method”, J. Colloid Interface Sci., 154 (1992) 305-315.

Lowell, S., “Equivalency of Mercury Porosimetry and Gas Absorption”, Powder


Technology, 29 (1981) 225-231.

Lövgren, K. and Lundberg, P.J., “Determination of Sphericity of Pellets Prepared by


Extrusion/Spheronization and the Impact of Some Process Parameters”, 15
(1989) 2375-2392.

Luukkonen, P., Schaefer, T., Hellén, L., Juppo, A.M. and Yliruusi, J., “Rheological
characterization of microcrystalline cellulose and silicified microcrystalline
cellulose wet masses using a mixer torque rheometer”, Int. J. Pharm., 188
(1999) 181-192.
209 

Luukkonen, P., “Rheological properties and the state of water of microcrystalline


sellulose and silicified microcrystalline cellulose wet masses”, Ph.D. Thesis,
University of Helsinki (2001).

Luukkonen, P., Maloney, T., Rantanen, J., Paulapuro, H. and Yliruusi, J.,
“Microcrystalline cellulose-water interaction – a novel approach using
thermoporosimetry”, Pharm. Res., 18 (2001) 1562-1569.

Lustig-Gustaffson, C., Kaur Johal, H., Podczeck, F. and Newton, J.M., “The influence
of water content and drug solubility on the formulation of pellets by
extrusion and spheronization”, Eur. J. Pharm.Sci., 8 (1999) 147-152.

Malinowski, H.J. and Smith, W.E., “Effects of Spheronization Variables on Selected


Tablet Properties”, J. Pharm. Sci., 63 (1974) 285-288.

Matsuda, Y., Isogai, A. and Onabe, F., “Effects of thermal and hydrothermal
treatments on the reswelling capabilities of pulps and paper sheets”, J. Pulp
Paper Sci., 20 (1994) J323-J327.

McLoughlin, C.M., McMinn, W.A.M. and Magee T.R.A., “Microwave drying of


pharmaceutical powders” Trans. I Cheme, 78 (2000) C90-C96.

Mehta, A.M., “Evaluation and Characterization of Pellets” – “Pharmaceutical


Pelletization Technology”, Ghebre-Sellessie, I., eds, Marcel Dekker INC.
New York and Basel, 1989, p. 241-265.

Mehta, K.A., Kislalioglu, M.S., Phuapradit, W., Malick, A.W. and Shah, N.H.,
“Effect of formulation and process variables on porosity parameters and
release rates from a multi unit erosion matrix of a poorly soluble drug”, J.
Contr. Release, 63 (2000) 201-211.

Meyer, J.H., Elashoff, J., Porter-Fink, V., Dressman, J. and Amidon, G.L., “Human
postprandial gastric emptying of 1-3 millimeter spheres”, Gastroenterology,
94 (1988) 1315-1325.
210 

Millili, G.P., and Schwartz, J.B., “The strength of microcrystalline cellulose pellets:
The effect of granulating with water/ethanol mixtures” Drug Dev. Ind.
Pharm., 16 (1990) 1411-1426.

Miyake, Y., Shinoda, A., Uesugi, K., Furukawa, M. and Nasu, T., “The influence of
amount of water on granulation efficiency and physical properties of
spherical granules prepared by extrusion-spheronization processing”,
Yakuzaigaku, 33 (1973) 167-171.

Moscou, L. and Lub, S., “Practical Use of Mercury Porosimetry in the Study of
Porous Solids”, Powder Technology, 29 (1981) 45-52.

Murthy, S.S.N., “Detailed Study of Ice Clathrate Relaxation: Evidence for the
Existence of Clathrate Structures in Some Water-Alcohol Mixtures”, J. Phys.
Chem. A, 103 (1999) 7927-7937.

Newitt, D. M. and Conway-Jones, J. M., “A contribution to the theory and practice of


granulation”, Trans. Instn. Chem. Engrs., 36 (1958) 422-442.

Ni, H., Datta, A.K. and Torrance, K.E., “Moisture transport in intensive microwave
heating of biomaterials: A multiphase porous media model”, Int. J. Heat
Mass Transfer, 42 (1999) 1501-1512.

Nikolakakis, I., Tsarvouli, K. and Malamataris, S., “Water retention and drainage in
different brands of microcrystalline cellulose: Effect of measuring
conditions”, Eur. J. Pharm. Biopharm., 63 (2006) 278-287.

Nishimoto, Y., Kaneki, Y. and Kishi, A., “Simultaneous XRD-DSC Measurements of


Water-2-Propanol at Sub-Zero Temperatures”, Analytical Sci., 20 (2004)
1079-1082.

Notari, R.E., “Biopharmaceutics and clinical pharmacokinetics”, Notari R.E., ed,


Marcel Dekker INC., New York, 1980, p. 152-172.

O’Connor R.E. and Schwartz, J.B., “Extrusion and Spheronizatiion Technology” –


“Pharmaceutical Pelletization technology”, Ghebre-Sellassie I., eds, Marcel
Dekker INC., New York and Basel, 1989, p. 187-216.
211 

O’Connor R.E. and Schwartz, J.B., “Drug Release Mechanism from a


Microcrystalline Cellulose Pellets System” Pharm. Res., 10 (1993) 356-361.

Ott, J.B., Goates, J.R. and Waite, B.A., “(Solid+liquid) phase equilibria and solid-
hydrate formation in water + methyl, + ethyl, + isopropyl, and + tertiary
butyl alcohols”, J. Chem. Thermodynamics, 11 (1979) 739-746.

Park, K. and Robinson, J. R., “Bioadhesive polymers as platforms for oral-controlled


drug delivery: Method to study bioadhesion”, Int. J. Pharm., 19 (1984) 107-
127.

Pederson, A.M., German Patent #2, 414, 868.

Pikal, M.J., “Freeze drying” – “Encyclopedia of pharmaceutical technology”-Vol. 2,


Swarbrick, J. and Boylan, J.C., eds, Marcel Dekker, New York, p. 1299-
1323.

Podczeck, F., Blackwell, S., Gold, M. and Newton, J.M., “The filling of granules into
hard gelatin capsules”, Int. J. Pharm., 188 (1999) 59-69.

Porter, S.C. and Ghebre-Sellassie, I., “Key factors in the development of modified-
release pellets” – “Multiparticulate oral drug delivery”, Ghebre-Sellassie, I.,
ed, Marcel Dekker Inc., New York, Bsel and Hong Kong, 1994, p. 217-282.

Punuru, A. R., Chowdhury, A.N., Kulshreshtha, N.P. and Gauri, K.L., “Control of
Porosity on Durability of Limestone at the Great Sphinx, Egypt”, Environ.
Geol. Water Sci., 15 (1990) 225-232.

Reynolds, A. D., “A new technique for the production of spherical particles”, Mfg
Chem. Aerosol News, 41 (1970) 40-43.

Rippie, E.G. and Johnson, J.R., “Regulation of dissolution rate by pellet geometry”, J.
Phar.. Sci., 58 (1969) 428-431.

Robinson, J.R., “Oral Drug Delivery and Delivery Systems” – “Sustained and
Controlled Release Drug Delivery Systems”, Robinson, J.R., ed, Marcel
Dekker, New York and Basel, 1978, p. 139-196.
212 

Rouge, N., Buri, P. and Doelker, E., “Drug absorption sites in the gastrointestinal tract
and dosage forms for site-specific delivery”, Int. J. Phar., 136 (1996), 117-
139.

Rowe, R.C., “Spheronization: a novel pill-making process?” Pharm. Int., 6 (1985)


119-123.

Rowe, R.C. and Sadeghnejad, G.R., “The rheology of microcrystalline cellulose


powder/water mixes – measurement using a mixer torque rheometer”, Int. J.
Pharm. 38 (1987) 227-229.

Rumpf, H., “Grundlagen und Methoden des Granulierens 1. Teil: Begriffe,


Anwendung und Eigenschaften der Granulate”, Chem. Ing. Techn., 30
(1958) 144-158.

Said, H.M., Ortiz, A., Moyer, M.P. and Yanagawa, N., “Riboflavin uptake by human-
derived colonic epithelial NCM460 cells”, Am. J. Physiol. Cell Physiol., 278
(2000) 270-276.

Said, H.M. and Mohammed, Z.M., “Intestinal absorption of water-soluble vitamins:


an update”, Curr. Opin. Gastroenterol., 22 (2006) 140-146.

Sastry, K.V.S. and Fuerstenau, D.W., “Mechanisms of Agglomerate Growth in Green


Pelletization”, Powder Techn., 7 (1973) 97-105.

Sato, Y., Kawashima, Y., Takeuchi, H. and Yamamoto, H., “In vivo evaluation of
riboflavin-containing microballoons for floating controlled drug delivery
system in healthy human volunteers”, J. Control. Release, 93 (2003) 39-47.

Sato, Y., Kawashima, Y., Takeuchi, H. and Yamamoto, H., “In vitro and in vivo
evaluation of riboflavin-containing microballoons for floating controlled
drug delivery system in healthy humans”, Int. J. Pharm., 275 (2004) 97-107.

Schmidt, C. and Kleinebudde, P., “Influence of the Granulation Step on Pellets


Prepared by Extrusion/Spheronization”, Chem. Pharm. Bull., 47 (1999) 405-
412.
213 

Schröder, M. and Kleinebudde, P., “Structure of Disintegrating Pellets with Regard to


Fractal Geometry”, Pharm. Res., 12 (1995) 1694-1700.

Searles, J.A., “Freezing and Annealing Phenomena in Lyophilization” – “Freeze-


Drying/Lyophilization of Pharmaceutical and Biological Products, Rey, L.
and May, J.C., eds, Taylor and Francis Group, New York, 2004, p. 116-117.

Shipway, P.H. and Hutchings, I.M., “Attrition of brittle spheres by fracture under
compression and impact loading”, Powder Technology, 76 (1993) 23-30.

Siepmann, F., Wahle, C., Leclercq, B., Carlin, B. and Siepmann, J., “pH-sensitive
film coatings: Towards a better understanding and facilitated optimization”,
Eur. J. Phar. Biopharm., 68 (2008) 2-10.

Skelly, J.P. and Barr, W.H., “Regulatory Assessment” – “Controlled Drug Delivery
Fundamentals and Applications”, Robinson, J.R. and Lee, V.H., eds, Marcel
Dekker INC, New York and Basel, 1987, p. 293-333.

Sousa, J.J., Sousa, A., Podczeck, F. and Newton, J.M., “Influence of process
conditions on drug release from pellets”, Int. J. Pharm., 144 (1996) 159-169.

Stamm, A., “Process and dosage form controls: formulation factors”, Drug Dev. Ind.
Pharm., 15 (1989) 965-974.

Staniforth, J., “Particle size analysis” – “Pharmaceutics The Science of Dosage Form
Design”, Aulton M.E., ed, Churchil Livingstone, London, 2002, p. 154-155.

Tang, X. and Pikal, J.M., “Design of Freeze-Drying Processes for Pharmaceuticals:


Practical Advice”, Pharm. Res., 21 (2002) 191-200.

Teagarden, D.L. and Baker, D.S., “Practical Aspects of Freeze-Druing of


Pharmaceutical and Biological Products Using Non-Aqueous Co-Solvent
Systems” – “Freeze-Drying/Lyophilization of Pharmaceutical and Biological
Products”, Rey, L. and May, J.C., eds, Taylor and Francis Group, New York,
2004, p. 247-253.
214 

Tobyn, M.J, McCarthy, G.P., Staniforth, J.N. and Edge, S., “Physicoshemical
comparison between microcrystalline sellulose and silicified microcrystalline
cellulose”, Int. J. Pharm., 169 (1998) 183-194.

Tomer, G. and Newton, J.M., “A centrifuge technique for the evaluation of the extent
of water movement in wet powder masses”, Int. J. Pharm., 188 (1999) 31-38.

Tsakiroglou, C.D. and Payatakes, A.C., “Mercury intrusion and retraction in model
porous media”, 75 (1998) 215-253.

Tulen, C., Andrieux, C., Boy, P. and Chaumeil, J.C., “Gastrointestinal transit of
pellets in rats: effect of size and density”, Int. J. Pharm., 180 (1999) 123-131.

Tunón, A., Grasjö, J and Alderborn, G., “Effect of intergranular porosity on


compression behavior of and drug release from reservoir pellets”, 19 (2003)
333-344.

Vervaet, C., Baert, L. and Remon, J. P., “Extrusion-spheronization A literature


review”, Int. J. Pharm., 116 (1995) 131-146.

Wan, L.C.S., Heng, P.W.S. and Liew, C.V., “Spheronization conditions on spheroid
shape and size”, Int. J. Pharm., 96 (1993) 59-65.

Wardlaw, N.C. and McKellar, M., “Mercury Porosimetry and the Interpretation of
Pore Geometry in Sendimentary Rocks and Artificial Models”, Powder
Technology, 29 (1981) 127-143.

Webb, P., “An introduction to the physical characterization of materials by mercury


intrusion porosimetry with emphasis on reduction and presentation of
experimental data”, Micromeritics Instrument Corporation, (2001) p. 11-12.

Welling, P.G., “Oral controlled drug administration, Pharmacokinetic


Considerations”, 9 (1983), 1185-1225.

Welling, P.G. and Dobrinska, M.R., “Dosing Considerations and Bioavailability


Assessment of Controlled Drug Delivery Systems” - “Controlled Drug
Delivery Fundamentals and Applications”, Robinson, J.R. and Lee, V.H.,
eds, Marcel Dekker INC, New York and Basel, 1987, p. 253-291.
215 

Woodruff, C.W. and Nuessle, N.O., “Effect of Processing Variables on Particles


Obtained by Extrusion-Spheronization Processing”, 61 (1972) 787-790.

Zhang, G., Schwartz, J. B. and Schnaare, R. L., “Effect of Spheronization Technique


on Drug Release from Uncoated Beads”, 16 (1990) 1171-1184.

Zhang, G., Schwartz, J. B., Schnaare, R. L., Wigent, R. J. and Sugita, E. T., “Bead
coating: II. Effect of spheronization Technique on Drug Release from Coated
Spheres”, 17 (1991) 817-830.

You might also like