Professional Documents
Culture Documents
Schiller Solomos
Schiller Solomos
Α. Π. Θ.
Ε Λ Ε Ν Η Α. Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Θ. ΠΕΝΟΛΙΔΗΣ
2
στον Σάκη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………….……. σ. 4
-Φιλοσοφία και λογοτεχνία……………………………………….…... σ. 4
-Διακειμενικότητα…………………………………………………...... σ.6
-Γενικά πλαίσια της ποίησης του Σολωμού…………..……..…….…... σ. 7
-Η διακειμενικότητα του Σολωμού………………………………..…... σ. 9
-Οι γερμανικές πηγές……………………………………………….…. σ. 12
-Φ. Σίλλερ: Λίγα λόγια για τον μεγάλο γερμανό ποιητή, φιλόσοφο
και θεατρικό συγγραφέα…………………………………......…...……. σ. 15
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ. Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ
ΣΙΛΛΕΡ. ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ……………………..……..... σ. 16
Ο ποιητής κυβερνήτης της φύσης και της ιδέας……………...........… σ. 22
Ι. Η ΦΥΣΗ…….…………………………...…………………..…….. σ. 22
-Η Φεγγαροντυμένη………..………………………………………… σ. 33
-Η επίφαση…..………………………………………………...….…... σ. 40
-Αφελείς και συναισθηματικοί ποιητές………………………….......…. σ. 44
-Anciens και Modernes. Το μικτό είδος……………………....…..…. σ. 50
-Η κοσμική διάσταση του ανθρώπου………………………….....…….. σ. 55
ΙΙ. Η ΙΔΕΑ -ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ- Η ΟΜΟΡΦΙΑ………………..….…… σ. 59
-Η θέληση………………………………………………………..…….. σ. 71
-Το τραγικό, το πάθος (leiden), η ηθική ελευθερία………….....……… σ. 74
-Το Υψηλό……………………………………………………...………. σ. 82
ΕΠΙΛΟΓΟΣ…………………………………………………………… σ. 93
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………………… σ. 98
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1
B. Groce, Goethe, Bari, 1919. (Aγγλική μετ. London, 1923.σ.185-6).
2
Τα παραπάνω αποτελούν τις βασικές θέσεις των R.Wellek-A.Warren στο βιβλίο τους Θεωρία της
Λογοτεχνίας, κεφ.Χ, Λογοτεχνία και Ιδέες , μτφρ. Σταύρου Γεωργίου Δεληγιώργη, εκδ. Δίφρος.
5
Αριστοτέλη και όσον αφορά στην ποίηση και στη λογοτεχνία του γερμανικού
ρομαντισμού, αυτή δεν είναι δυνατό να νοηθεί χωρίς την παράλληλη γνώση της
κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα του τμήματός της ανάμεσα στον
Καντ και στον Χέγκελ.
Αυτήν τη σύζευξη της φιλοσοφίας με την τέχνη3, της Αλήθειας με την
Ομορφιά, θα διακηρύξει με τη μεσολάβηση μιας νέας μυθολογίας, ακριβώς ο
ρομαντικότερος από τους γερμανούς φιλοσόφους Schelling στο Σύστημα του
υπερβατικού ιδιαλισμού (System des transcendentalen Idealismus,1800): «Η φιλοσοφία
πετυχαίνει μεν το Ύψιστο, αλλά ως αυτό το σημείο φέρνει κατά κάποιον τρόπο,
μόνο ένα κομμάτι του ανθρώπου. Η τέχνη οδηγεί ολόκληρο τον άνθρωπο στη
γνώση του Απολύτου και σ’ αυτό έγκειται η αιώνια διαφορά και το θαύμα της
τέχνης» ή κατά τη διατύπωση του Schlegel: «Ολόκληρη η ιστορία της νεότερης
ποίησης πρέπει να γίνει επιστήμη, κάθε επιστήμη τέχνη· ποίηση και φιλοσοφία
πρέπει να είναι ενωμένες». Αυτές τις θέσεις του γερμανικού ρομαντισμού
αναπαράγει, αμβλύνοντάς τες ο γερμανομαθής θεωρητικός του ιταλικού
ρομαντισμού και μεταφραστής γερμανικής λογοτεχνίας στα ιταλικά G.
Scalvini, με το αξίωμα: «Χωρίς φιλοσοφία δεν μπορεί να γίνει υψηλή ποίηση».
3
Βλ. Γ. Βελουδής , Δ. Σολωμός, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, Οι γερμανικές πηγές, εκδ. Γνώση,
Αθήνα 1989,σ. 285-288.
6
ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
4
J. Kristeva (1974:255-257), βλ. Ερ. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, Ερμηνευτικά κλειδιά
στον Σολωμο, Εστία, σ.24-25, σημ.25.
5
ο.π. J. Kristeva(1974:255-257) σημ.26. Αξίζει να σημειώσουμε ότι είκοσι χρόνια πριν διατυπώσει η
Kristeva η θεωρία της διακειμενικότητας ο Ζήσιμος Λορεντζάτος είχε διατυπώσει με εκπληκτική
σαφήνεια τις ίδιες θέσεις, σημ. 26. Αξίζει να παραθέσουμε το ιστορικό κείμενο: «Μια δοξασία που
ανιχνεύει το έργο του Σολωμού, για να συμπεράνει ότι στο Γ΄Σχεδίασμα των Ελεύθερων
Πολιορκημένων εφαρμόζεται η αισθητική του τάδε φιλοσόφου ή ότι σε άλλο κείμενο της λεγόμενης
κερκυραϊκής περιόδου ξεχωρίζονται ένα-ένα τα δόγματα και οι θεωρίες για το καλόν μιας ορισμένης
φιλοσοφίας, δεν εξυπηρετεί ούτε την τέχνη ούτε τη φιλοσοφία, ενώ προδίνει κατάφωρα την κριτική.
Το λέω αυτό ενόσω μια τέτοια μέθοδος παρουσιάζεται με την αξίωση να κρίνουμε καλύτερα ή
σοβαροφανέστερα τον τεχνίτη… Με ελαφρότητα λησμονάμε πώς αυτά τα πράγματα (που κάποτε ήταν
ανεξάρτητα) διαμέσου της τέχνης άλλαξαν ποιόν, ποσόν, ενέργεια (υπογραμμίζομε εμείς), πώς ο
τεχνίτης έκαψε πίσω του τα γεφύρια και πώς όλα τώρα μετέχουν σε μια τρίτη κατάσταση, το
λογοτέχνημα, όπου η φιλοσοφία και το δόγμα του Καντ και η αισθητική του Σίλλερ είναι
χαμαιλέοντες, που δεν ξαναβρίσκουν την πρώτη μορφή τους-καθώς άλλωστε και το ’21 ή το
Μεσολόγγι- και δεν είναι δυνατό από καθαρά λογοτεχνική άποψη να ξεχωριστούν μετά την
επεξεργασία τους μέσα στην ανωνυμία της τέχνης. Σε αυτό τα διάφορα έργα μοιάζουν με τις χημικές
ενώσεις που δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε στα συστατικά τους, τα οποία παρουσιάζουν φυσικές και
χημικές ιδιότητες νέες, δηλαδή διαφορετικές από τις ιδιότητες των συστατικών τους και με αλλαγμένα
πάντα το ποσόν της ενέργειας. Ο Καντ διαμέσου του Σολωμού δεν είναι πια ο Καντ» Ζ. Λορεντζάτος,
Δοκίμιο Ι: Το εκφράζεσθαι(1947)=(1974:84-85). Ανάλογες εκτιμήσεις υπονοεί και το πάγιο
ερευνητικό αίτημα να προσδιοριστεί η ιδιαιτερότητα του Σολωμού απέναντι στις πολλαπλές
θεωρητικές πηγές του (βλ. λ.χ. Γ. Δάλλας, 1984:24-26)
6
R.Barthes, Theorie du Texte, Encyclopaedia Universalis, t.XV(1973), βλ. ο.π. σημ.12.
7
αυτό: κάθε κείμενο είναι ένα διακείμενο. Άλλα κείμενα είναι παρόντα μέσα σ’
αυτό, σε διάφορα επίπεδα, κάτω από μορφές λίγο-πολύ αναγνωρίσιμες: τα
κείμενα του πολιτισμού που προηγήθηκε και τα κείμενα του περιβάλλοντος
πολιτισμού. Κάθε κείμενο είναι ένα ύφασμα καινούριο από παραθέματα
αντεστραμμένα. Το διακείμενο είναι ένα πεδίο γενικό από φόρμουλες
ανώνυμες, των οποίων η προέλευση είναι σπάνια συνειδητή, από ασύνειδα ή
αυτόματα παραθέματα, που καταγράφονται χωρίς εισαγωγικά. Από
επιστημολογική άποψη το εννοιολόγημα ‘διακείμενο’, είναι αυτό που
προσφέρει στη θεωρία του κειμένου τα διαπιστευτήρια της κοινωνικότητας:
είναι όλα τα λεκτικά προγενέστερα και σύγχρονα, που περνούν μέσα στο
κείμενο, όχι μέσα από το κανάλι μιας καταγωγής συνειδητής, μιας θελημένης
μίμησης, αλλά μέσα από μια γραμμή διάθλασης (αναστροφής) - εικόνα που
εξασφαλίζει στο κείμενο το καθεστώς όχι μιας αναπαραγωγής, αλλά μιας
παραγωγικότητας».
7
Άπαντα Σολωμού ΙΙΙ, κεφ. Τα Ιταλικά ποιήματα, προλ. μτφρ,. Γεωργίου Καλοσγούρου, σ.119 κ.εξ.
8
φιλοσοφικής σύλληψης στην ποιητική πράξη8, διαδηλώνεται από την αρχή ήδη
των Στοχασμών του, όπως τους μετέφρασε ο Πολυλάς: Εφάρμοσε στην
πνευματική μορφή…(Addata alla forma spirituale…), να πραγματοποιήσεις
αυτή την Ιδέα…(Realizzare questa Idea…7α), το ποίημα δεν έχει συντεθεί
παρά για χάρη της Σκέψης (Pensiero). Πρόκειται δηλαδή για την ποιητική
εφαρμογή ορισμένων φιλοσοφικών – αισθητικών θεωρημάτων, που θα
εξετάσουμε αναλυτικά παρακάτω.
Η ποίησή του είναι μια κίνηση προς την Ιδέα και την τελειότητα, μια
προσπάθεια ενοποίησης της ουσίας και της μορφής, ώστε η μορφή να λάμπει
από το φως της ουσίας και η ουσία να φανερώνεται με την καθαρότητα της
μορφής. Η ποίηση των Ιδεών δεν αποτελεί ποίηση υψηλών στόχων με το
ιδεολογικό της μόνο περιεχόμενο. Καταξιώνεται κι αποκτά το μέγεθός της,
όταν ξεπερνά κατακόρυφα τις ιδέες και ως ποίηση - κι αυτό αγωνίστηκε να
πραγματοποιήσει ο Σολωμός. Χαρακτηριστικό του η συνεχής προσπάθεια για
όσο το δυνατόν τελειότερη έκφραση. Εξ ου και τα αποσπάσματα και οι
παραλλαγές, που τον οδήγησαν σε άκρα λιτότητα και συμπύκνωση και έτσι,
χωρίς να το διανοηθεί ή να το επιδιώξει, έγινε πρόδρομος αυτού που αργότερα
ονόμασαν «καθαρή ποίηση» (poesie pure)9.
Η διερεύνηση των κάθε λογής συμπτώσεων, απηχήσεων και
αντιστοιχιών ανάμεσα σε κάποιες πλευρές του συμβόλου ή του ποιητικού του
πλαισίου και σε πιθανές βιβλιακές πηγές, έχει βέβαια την αξία της, στο βαθμό
που διαφωτίζει τις γενικές πνευματικές προϋποθέσεις από τις οποίες ξεκινά ο
ποιητής. Ωστόσο, δεν αρκεί κατά κανόνα για να ερμηνεύσει και τη
συγκεκριμένη εικόνα, που η όποια συμβολική της διάσταση εξαρτάται
αποκλειστικά από τη λειτουργία της μέσα στον ίδιο τον ποιητικό μύθο.10
8
Προτεραιότητα λέει ο Βελουδής (Δ. Σολωμού, Στοχασμοί, εκδ.Περίπλους, σ.10-11), που
υποδηλώνεται από τα ίδια ρήματα, «σκέψεως» σημαντικά.
9
Γ.Αλισανδράτος, Σολωμικά Μελετήματα, εκδ.Πορεία, Αθήνα 2004. Η άποψη αυτή εκφράζεται από
τον ποιητή και φιλόλογο Κώστα Στεργιόπουλο.
10
ο.π. Ε. Καψωμένος, Η ποιητική εικόνα της Φεγγαροντυμένης, η καταγωγή της και η ερμηνεία της από
την κριτική, σ.203.
9
Το μότο αυτό από την αισθητική πραγματεία του Σίλλερ (Űber die
asthetische Erziehung des Menchen in einer Reihe von Briefen) πρόταξε ο Πολυλάς
στα Προλεγόμενά του στην έκδοση των Ευρισκομένων του Σολωμού (Π.Α 39),
με το οποίο μέσω της παραδειγματικής προσφυγής στους αρχαίους έλληνες,
δίνει το εφαλτήριο του ποιητικού αγώνα του Σολωμού, που τον ανέδειξε σε
κορυφαίο ποιητή, όπως και την οπτική γωνία, από την οποία ήταν
διατεθειμένος να θεωρήσει το αντικείμενο του, με άλλα λόγια τη θεωρητική
βάση της μελέτης του. Εκεί διατυπώνεται για πρώτη φορά το πρόβλημα των
ξένων επιδράσεων στη διανοητική - θεωρητική και την καλλιτεχνική - ποιητική
διαμόρφωση του Σολωμού. Ομοίως και ο Ζαμπέλιος γράφει:11 «Ο αναγνώστης
δράττει στους Στοχασμούς του ποιητή ψηλαφητώς, και τρόπον τινά επ’
αυτοφώρω, τον αφηνιασμόν της ποιητικής φιλοσοφίας, άμα δε και την
απόδρασιν του δημοτικού αοιδού προς την των υπερφιλοσοφούντων
ολιγαρχικήν συμμορίαν».
Η ιδιαιτερότητα του προβλήματος έγκειται στην πολλαπλότητα και
συνθετικότητα του φαινομένου «Σολωμός» γενικότερα12: «Ένας νέος
γεννημένος (1798) από πατέρα αριστοκράτη και μητέρα πληβεία σε
11
Σπ. Ζαμπέλιος, Πόθεν η κοινή λέξις «τραγουδώ», Αθήνα 1859, σ.75 (σημ1), φωτομηχανική
ανατύπωση στο: Σολωμός, Προλεγόμενα Κριτικά Στάη - Πολυλά - Ζαμπέλιου, επιμ.Α.Θ.Κίτσος-
Μυλωνάς, Ελληνικό Λογοτεχνικό και ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1980, σ.173.
12
βλ. Γ. Βελουδής , Δ. Σολωμός, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, Οι γερμανικές πηγές, εκδ. Γνώση,
Αθήνα 1989, σ.11.
10
13
βλ. Γ. Βελουδής, Σολωμός και Schiller, περ. τομές τευχ. 44-45 (1979) σ.8-15.
14
βλ. Εμμανουήλ Στάης, ο Λάμπρος του Σολωμού, Αθήνησι 1855, σ. 9.
15
ο.π. Σολωμός, Προλεγόμενα Κριτικά, σ. 90.
11
16
Γ. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, οι Γερμανικές πηγές, Αθήνα, Γνωση,1989,σ.256-265
17
Το θέμα καλύπτει σήμερα ικανοποιητικά η διατριβή του Louis Coutelle, Formation poetique de
Solomos (1815-1833),Ερμής, Αθήνα 1977.
18
ο.π. Βελουδής σ. 12-13 και σημ. 3.
12
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
19
ο.π. Βελουδής, σ. 21.
13
Fichte, του Lessing, όπως αναφέρει ο Σπ. Ζαμπέλιος20 αλλά και αρκετών
άλλων21.
Μεσολαβητής για τη γνωριμία του με τη γερμανική σκέψη αναφέρεται
πότε ο Πολυλάς, πότε ο Λούντζης22 και πότε ο Ιωάννης Μενάγιας23. Αξίζει να
σημειώσουμε την έγκυρη μαρτυρία (1862) του Ν. Τοmmaseo για το Σολωμό:
«Καθώς δεν είν’ ευχαριστημένος να διαβάζει στες τυπωμένες μετάφρασες,
άπιστες ή από άμετρη ελευθερία ή από πιστότητα δουλική, παρακαλεί να
μεταφράζουν κατά γράμμα και στοματικώς να του ερμηνεύουν γερμανούς
ποιητάδες και φιλοσόφους, που αυτός ύστερα διαφωτίζει με το φως της σοφίας
του και σχεδόν τους ξαναφτειάνει, για να τους έχει δικούς του».24
Συγκεκριμένα η αισθητική διατριβή του Σίλλερ Űber den moralischen
Nutzen asthetisher Sitten (Για την ηθική ωφέλεια των αισθητικών ηθών) αποτέλεσε
αντικείμενο της συζήτησης του Πολυλά με τον Σολωμό γύρω στα 1847-1851,
πάνω στο Νικηφόρο Βρυέννιο του δεύτερου. Αναφέρθηκε ήδη και το μότο-
παράθεμα από τη διατριβή του Σίλλερ Για την αισθητική αγωγή του ανθρώπου
(1795), το οποίο εκφράζει τόσο τις αισθητικές αρχές του Πολυλά και των
Προλεγομένων του, αλλά αποδίδει και τον βασικό χαρακτήρα του ώριμου
κυρίως έργου του Σολωμού. Παρομοίως για να αναλύσει και να ερμηνεύσει τη
20
Σ. Ζαμπέλιος, Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ, όπου και επικρίνει τον Σολωμό ότι με αυτόν τον
προσανατολισμό έβλαψε την ποίηση του. Συνοπτικά σημειώνουμε ότι η κρίση του είναι εντελώς
άστοχη, καθώς ένα τέτοιο πνεύμα, τόσο γερά θεμελιωμένο στην δική του φιλοσοφική αντίληψη του
κόσμου, κάθε επίδραση είτε από την ιταλική και αγγλική ποίηση στην αρχή, είτε από το γερμανικό
πνεύμα αργότερα, μόνο ευεργετική μπορούσε να είναι και θα συντελούσε στην ολοκλήρωση της δικής
του φιλοσοφίας (Λ. Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό, Μελέτες και Άρθρα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995, σ.319-320).
21
Schlegel, Klopstock, Burger, Matthisson, Novalis, Uhland, Korner,Kant, Schelling, Baader, Menzel,
Fischer. Αναλυτικοί κατάλογοι με τα συγκεκριμένα έργα επιρροής στον. Γ. Βελουδή, ο.π. Ρομαντική
ποίηση και Ποιητική, σ.43-48.
22
Ο Λούντζης παντρεύτηκε την κόρη του αδερφού του ποιητή Δημήτρη. Κατάγονταν από αρχοντική
οικογένεια, αδερφός του Ερμάνου Λούντζη(1806-1868), του γνωστού ιστορικού της Επτανήσου,
νομομαθούς και πολιτικού. Ο Νικόλαος (1798-1885) σπούδασε στην Γερμανία και στη Δανία και στο
γυρισμό του έγινε κι αυτός πρόξενος της Δανίας και υστερότερα (1850-1852) Έπαρχος Ζακύνθου. Στα
1843 συγγενεύει με το Σολωμό και στους απογόνους του βρέθηκαν χειρόγραφα με τις εν λόγω
μεταφράσεις.
23
Ο Μενάγιας αφού φοίτησε τέσσερα χρόνια στη Λειψία, έγινε διδάκτωρ της φιλοσοφίας το 1883 με
μια διατριβή για την καρτεσιανή φιλοσοφία. Βέβαια για τους μνηστήρες – μεταφραστές των
γερμανικών έργων , που διάβασε ο Σολωμός έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις (ο.π Λ.Πολίτης, σ.323).
24
N. Tommaseo, Il secondo esilio, τ.2, Μιλάνο 1862, σ.447. Το κείμενο μετέφρασε ο Καλοσγούρος
στο Ν. Θωμαζέου, Διονύσιος Σολωμός, Παρνασσός 16 (1894) 553, το οποίο ανατυπώθηκε στο
Πανηγυρικό τεύχος επί τη εκατονταετηρίδα από της γεννήσεως του Σολωμού, Αθήνα 1902, σ.91.
14
25
ο.π. Γ. Βελουδής, σ. 26 και σημ. 3.
26
ο.π. Γ. Βελουδής, σ.35 και σημ. 26.
27
ο.π. Γ. Βελουδής, κεφ. Τεκμήρια, σ.21 κ.εξ. Σημειώνουμε τα: Wilhelm Tell(1804), Monument
Moors des Raubers, Hoffnung, Der Graf von Habsburg, κ.α.
15
Σε μια συνάντησή του με τον ποιητή Μόντη στο Μιλάνο, ενώ ο Σολωμός ερμήνευε ένα χωρίο του
Δάντη, του είπε ο πρώτος ερεθισμένος: «Δεν πρέπει τινάς να συλλογίζεται τόσο, πρέπει να αισθάνεται, να
αισθάνεται». Κι ο Σολωμός ευθύς του απάντησε, αντλώντας βέβαια από τη σχετική μνεία του Σίλλερ29:
«Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε30».
28
Τα βασικά αυτά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Γερμανού, προέρχονται από την
εισαγωγή του έργου του Καλλίας ή περί του Κάλλους, επίμετρο Γ. Ξηροπαίδης, εκδ. Πόλις.
29
Σίλλερ, Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου, μετάφραση, σημειώσεις, επιλεγόμενα
Κ.Ανδρουλιδάκης, εκδ. Ιδεόγραμμα, 8η επιστολή: «ο δρόμος για το νου πρέπει να ανοιχτεί μέσα από
την καρδιά».
30
Σολωμός, Προλεγόμενα Κριτικά, Στάη-Πολυλά-Ζαμπέλιου, επιμ. Α.Θ.Κίτσος-Μυλωνάς, εκδ.
Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σ. 50.
17
31
Άπαντα Σολωμού ο.π. ΙΙΙ, κεφ. Δ. Σολωμού, Τα Ιταλικά ποιήματα, πρόλογος και μετάφραση
Γεωργίου Καλοσγούρου σ. 129 κ.εξ. Παρόμοια συμβαίνει και σ’ όλα τα μικρά ποιήματα της πρώτης
εποχής, στην Αυγούλα, στην Τρελή Μάνα, στο Λάμπρο, στον ΄Υμνο.
18
32
Η σειρά αυτή περιέχει όλα σχεδόν τα μικρά του τραγούδια, τα ιταλικά σονέτα της πρώτης εποχής,
την ωδή στην Αφροδίτη και ακόμα την Αυγούλα και την τρελή Μάνα.
33
Ύμνος, Λάμπρος, Φαρμακωμένη, Μοναχή, Κρητικός. Ο Πολυλάς θεωρεί τον Κρητικό την αρχή του
υστερινού ποιητικού σταδίου του Σολωμού. Ο Καλοσγούρος πιστεύει ότι τα Κρητικός, Φαρμακωμένη,
Μοναχή, Μπάιρον, αποτελούν τα προμηνύματα της υστερινής θέσης του ποιητή, όπου έμελλε να τον
ανεβάσει η σοβαρή μελέτη της φιλοσοφίας της τέχνης και το παράδειγμα του Σίλλερ (Καλοσγούρος
ο.π. σ.137).
19
34
Σίλλερ, Περί της Αισθητικής παιδείας του ανθρώπου, σε μια σειρά επιστολών, μετάφραση-σημειώσεις-
επιλεγόμενα Κώστας Ανδρουλιδάκης, εκδ. Ιδεόγραμμα,Επιλεγόμενα σ. 214.
35
την καταβολή και τον προορισμό του οποίου έχει κάθε άνθρωπος εντός του. Ο Σίλλερ εδώ
αναφέρεται και στο έργο του φιλου του Φίχτε, τις Παραδόσεις περί του προορισμού του λογίου (σ.23).
36
Σίλλερ, Περί της Αισθητικής παιδείας του ανθρώπου, σε μια σειρά επιστολών, μετάφραση, σημειώσεις,
επιλεγόμενα Κ. Ανδρουλιδάκης, εκδ. Ιδεόγραμμα.
20
37
ο.π. Άπαντα Ι, προλεγόμενα Έλλης Αλεξίου, σ.32.
21
38
ο.π. Άπαντα ΙΙΙ, Γ. Καλοσγούρου, Τα ιταλικά ποιήματα, σ.130-131.
39
ο.π. Άπαντα Ι, Ι. Πολυλάς, Μελετήματα, σ. 193.
40
ο.π. Άπαντα, «καί περί ἀφροδισίων δή καί θυμοῦ, καί περί πάντων τῶν ἐπιθυμητικῶν τε καί
λυπηρῶν καί ἡδέων ἐν τῇ ψυχῇ, ἅ δή φαμέν πάσῃ πράξει ἡμίν ἕπεσθαι, ὄτι τοιαῦτα ἡμᾶς ἡ
ποιητική μίμησις ἐργάζεται, τρέφει γάρ ταῦτα ἄρδουσα, δέον αὐχμεῖν∙ καί ἄρχοντα ἡμῖν
καθίστησι, δέον ἄρχεσθαι αὐτά, ἵνα βελτίους τε καί εὐδαιμονέστεροι ἀντί χειρόνων καί
ἀθλιωτέρων γιγνώμεθα» (Πλατ. Πολιτεία 1΄).
22
Ι. Η ΦΥΣΗ
41
Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία, σ. 46.
42
Αντινομική είναι η σχέση, γιατί ενώ ο ρομαντισμός εκλαμβάνει αρνητικά τη σχέση ανθρώπου-
φύσης, ο Σολωμός αποδίδει στη φύση θετική σημασία, εξαίροντας έτσι περισσότερο την σύγκρουση
με την ηθική και εθνική ελευθερία.
24
43
Άπαντα Σολωμού ΙΙ, Κ. Δ. Γεωργούλης «Το πρόβλημα της μορφής στη νεώτερη Αισθητική», σ. 96.
44
βλ. Κ. Δ. Γεωργούλης ο.π. σ.16.
45
Σολωμός, Προλεγόμενα κριτικά, Στάη, Πολυλά, Ζαμπέλιου, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004,σ. 79. Τη
γνώμη του Σολωμού τη βάζει ο Πολυλάς σε μια σημείωση, χωρίς να μας ορίζει και ποιας εποχής είναι.
Από τον τρόπο όμως που είναι ειπωμένη και από το νόημα της φαίνεται να είναι από τον καιρό, που ο
Σολωμός δούλευε επάνω στα μεγάλα έργα του (Κρητικός ,Πόρφυρας κ.λ.π.).
25
είναι πραγματικός, ακουμπά γερά πάνω στην πλούσια ψυχική του εμπειρία.
«Καμμιά ιδέα, μας λέει, δεν ξεπέρασε τον κόσμο και τη Φύση, παρά ο κόσμος
κι η Φύση εξακολουθούν ν’ απλώνονται στο νου του απαράλλαχτα, όπως στου
κάθε ανθρώπου. Δε θα ήταν αληθινός ποιητής, αν έχανε ποτέ από τα μάτια του
τη Φύση. Επειδή ίσα ίσα είναι πάρα πολύ φυσικός, για κείνο είναι και ιδανικός,
για κείνο είναι και ποιητής. Σε όλα τα μικρά και μεγάλα ποιήματα της πρώτης
εποχής του είναι ιδανικοποιημένη η Φύση, στα υστερότερα είναι παντού η
Ιδέα φυσικοποιημένη»46.
Όλη αυτή η ανάλυση μάς φέρνει στο νου τον Σίλλερ και τις επιστολές
του, όπου προσπαθεί να ορίσει την ομορφιά: «Η ψυχή κατά την εποπτεία του
ωραίου βρίσκεται σε μια ευτυχισμένη μεσότητα μεταξύ του νόμου και της
ανάγκης και ακριβώς επειδή μοιράζεται ανάμεσα στα δύο τούτα είναι
απαλλαγμένη από τον καταναγκασμό τόσο του ενός όσο και του άλλου
(επισ.15)». Κι ο Σολωμός θαρρείς και ήξερε την τέλεια αναλογία για να μας
παρουσιάσει το ιδεωδώς ωραίο, γιατί κατά τον Σίλλερ δεν υπάρχουν συστατικά
της ομορφιάς, δεν είναι πάντα η ίδια συνένωση μεταξύ ύλης, μορφής,
τυχαιότητας και αναγκαιότητας, παθητικότητας και ελευθερίας, πεπερασμένου
και απείρου, που θα δημιουργήσει το ωραίο. Γι’ αυτό, κατά τον Σίλλερ, δεν
46
Ο Αποστολάκης σημειώνει πως «στον παραπάνω στοχασμό η Φύση – η κρυφή μάννα της τέχνης
έχει σκεπάσει από παντού τον ουρανό της ψυχής του Σολωμού, ο οποίος στέκεται μπροστά της
εκστατικός. Η Τέχνη λατρεύει τη Φύση σιωπηλή». Πόσο κοντά έχει πλησιάσει ο ποιητής! Δε λέει: η
Τέχνη αντιγράφει, κοιτάζει, ξαναφτιάνει τη Φύση, ή τρυγάει το απόσταγμα των πραγμάτων. Μια
τέτοια σχέση θα ήταν ολότελα εξωτερική και μηχανική. Θα κατέβαζε την Τέχνη ή τη Φύση από το
ανάλογο ύψος τους, θα έδειχνε το ένα από τα δύο τα μέρη να είναι πέρα για πέρα άψυχο. Ίσα - ίσα ό,τι
θαυμάζεις στο ρητό είναι πως ο Σολωμός οδηγημένος από πραγματική ψυχική εμπειρία, έφτασε να
βρει τη λέξη εκείνη, που φανερώνει τη στενότερη σχέση Τέχνης και Φύσης, χωρίς και γι’ αυτό να
ξεπέφτουν ούτε η μια ούτε η άλλη από τη θέση τους. Χωρίς διόλου να ελαττωθεί η απόσταση ανάμεσα
τους, βρίσκονται και οι δύο στενότατα ενωμένες. Ο στοχασμός του παρουσιάζει τις προανααφερόμενες
στην υψηλότερη ενέργεια τους. Λατρεία δε μπορεί να γίνει χωρίς και τα δύο τα μέρη να δείχνουν
αναμεταξύ τους το ανώτερο και το καλύτερο παρουσίασμα τους. Η λατρεία, στο βάθος είναι ένα είδος
θαυμασμού . Δε γίνεται με τα μάτια και με τις αισθήσεις, παρά είναι η ζωντανότερη ενέργεια του νου.
Δεν είναι μερική διάθεση, που μας την επιβάλλουν τα εξωτερικά πράματα, παρά συνολική. Βγαίνει
από το εσωτερικό μας και πιάνει ολάκερο τον άνθρωπο. Η λατρεία δεν είναι παθητική στάση της
ψυχής, παρά ενεργητική: ακόμα καλύτερα ο άνθρωπος που ενεργεί μαζί και παθαίνει. Γι’ αυτό η
λατρεία, ο ενθουσιασμός, η έκσταση και γενικά κάθε διάθεση της ψυχής, που βγαίνει από το
θαυμασμό, λευτερώνει και αναπαύει τον άνθρωπο. Η λατρεία ορίζεται περισσότερο με τη λέξη
σιωπηλή».
Γ. Αποστολάκης, Η ποίηση στη ζωή μας σ.288-289.
26
47
Για τα παραθέματα στην παρούσα παράγραφο βλ. Καλοσγούρος ο.π. σ.131.
27
48
βλ Βάρναλης, Σολωμικά Άνθρωποι, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, σ .61.
49
ο.π Άπαντα Ι, σ.192.
50
Σίλλερ-Γκαίτε, Αλληλογραφία, Κριτική 2001,σ. 290-293.
28
51
ο.π Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ.160 -161.
29
52
Σίλλερ, Περί του Υψηλού, σημ. 76 ο.π Καψωμένου, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ. 89-90.
30
φαινομένων είναι και ο κόσμος των ιδεών, ο κόσμος του υπό όρους είναι και ο
κόσμος του απόλυτου. Γιατί η φύση είναι η περιοχή της θεότητας και οι
φυσικές αξίες είναι και αξίες αισθητικές και ηθικές. «Ολόκληρο το σύνολο
αρμονικής δραστηριότητας, που υπάρχει στη θεία ουσία μαζί βρίσκεται στη
φύση, το απείκασμα αυτής της ουσίας, μεμονωμένο σε αναρίθμητους βαθμούς
και μέτρα και βαθμίδες». Σ ’ αυτή τη θέση του Σίλλερ κρύβονται τα πρώτα
σπέρματα, απ’ τα οποία θα βλαστήσουν οι σολωμικοί στοχασμοί για τη φύση
ως απείκασμα του θεού, τις Μεγάλες ουσίες και το μαθηματικά διαβαθμισμένο
κόσμο εφαρμοσμένο στη δομή των Ελεύθερων Πολιορκημένων53. Ο άνθρωπος
είναι ενιαίος. Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην υλική και πνευματική του
υπόσταση. Σώμα και ψυχή είναι «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος».
Κλείνει μέσα του τον Παράδεισο, που σημαίνει πως η αρετή του δεν έχει
περιθώρια κλιμάκωσης. Τέτοιες είναι οι σολωμικές μορφές από το 1829
κιόλας, αλλά προπάντων από το 1833 και μετά.
Σε σπάνιες περιπτώσεις γίνεται διάκριση του πνευματικού στοιχείου
από το σωματικό και οπωσδήποτε δεν πρόκειται για τις καλύτερες ποιητικές
στιγμές του Σολωμού: π.χ «Γλυκιά κι’ ελεύθερη η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη»
(Ε.Π.,Β΄,Απ. 1,228.9.9). Η επικοινωνία με το θείο στα έργα της τελευταίας
περιόδου, ο έρωτας για τον πάνω κόσμο δεν εκφράζουν διάσταση σώματος και
ψυχής, ούτε τάση απαλλαγής από τα δεσμά της ύλης, αλλά βαθύτερη
υπαρξιακή συγγένεια με το θείο, που εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο κλίμα της
ενότητας όλων των Κοσμικών στοιχείων.54 Η φύση του Σολωμού δεν είναι η
φύση, που περιγράφεται σε κάποιες μπαλάντες του Σίλλερ, δηλαδή η περιοχή
της Ανάγκης και της υλικής βίας, αλλά και η περιοχή του θείου.
Από την αγάπη του ποιητή για τη φύση και από την τάση του ν’ απλώνει
όσο μπορεί αντικειμενική ατμόσφαιρα, βγαίνει και η κριτική παρατήρηση του
Πολυλά από τα μεταγενέστερα ιδιόγραφα του Σολωμού: Ακολούθησε σταθερά
53
Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, σ. 155.
54
ο.π. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ .90, σημ.77.
31
55
ο.π. Άπαντα ΙΙ, Γιάννης Αποστολάκης, σ. 92-3.
56
Στο Πανηγυρικό τεύχος επι τη Εκατονταετηρίδι από της γεννήσεως του εθνικού ποιητού, Διονυσίου
Σολωμού, Αθήνα, τυπ.ΙΙ, Λεωνή, 1902, σ. 90-92.
57
ο.π. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σημ.32, σ. 319.
32
λύεται εύκολα από τόσους γλυκούς δεσμούς, για ν’ αντιπαραταχθή, εις το άγριο
τέρας, οπού άφευχτα θα τον εξολοθρέψη»58.
Σύμφωνα με τη ρομαντική φιλοσοφία θεός και φύση ταυτίζονται
(Fichte, Schelling), η φύση είναι ένας θεός διάχυτος μέσα στο σύμπαν, γι’ αυτό
και όλα τα όντα και τα στοιχεία της φύσης είναι ιερά, γιατί μετέχουν στη «θεία
Ουσία»(Goethe, Schiller, Novalis). Αυτό συνιστά μια δυναμική αντίληψη της
φύσης ως ζωντανής, θείας δημιουργικής αρχής του κόσμου: «natura naturans
perpetuam divinitatem», ως προαιώνιας Μεγάλης Μητέρας όλων των
πλασμάτων («Gran Madre naturale», «Madre natura», «natura Creante». Ο
Σολωμός ομιλεί για Μητέρα Μεγαλόψυχη!).59 Τόσο το κάλλος και το αγαθό
όσο και η Ιδέα του Σολωμικού στοχασμού εμφανίζονται στην ποίησή του ως
οντολογικές κατηγορίες της φύσης.60
Η φύση στην Καντιανή Κριτική της κριτικής δύναμης (ΚΚΔ Β179)61,
κατά τον Καντ, είναι ωραία όταν ομοιάζει με την τέχνη, αναφέρει ο Σίλλερ στο
έργο του Καλλίας ή Περί του κάλλους. Η τέχνη πάλι είναι ωραία όταν ομοιάζει
με τη φύση. Η αρχή αυτή μετατρέπει την τεχνική σε ουσιαστικό
χαρακτηριστικό του ωραίου στη φύση και την ελευθερία σε ουσιώδη όρο του
ωραίου στη τέχνη. Στο ωραίο της φύσης βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια ότι
τούτο καθορίζεται από τον ίδιο του τον εαυτό· ότι καθορίζεται από έναν
κανόνα αυτό δεν μας το λένε οι αισθήσεις, αλλά η διάνοια. Με τον τρόπο αυτό
ο Σολωμός μέσω της φύσης ενεργοποιεί τη διάνοια και με τις αισθήσεις νοούμε
π.χ. την ελευθερία, την ηθικότητα ή αντιλαμβανόμαστε το τραγικό (το
καλύτερο παράδειγμα είναι ο Πειρασμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ).
Η φύση δεν προσποιείται, δεν επιτηδεύει. Γι’ αυτό εξάλλου για τον
Σίλλερ το ωραίο είναι αφελές (Καλλίας, σ.57) και ως τέτοιο μας οδηγεί στην
αλήθεια χωρίς μεσολαβήσεις. Το ωραίο δηλαδή, είναι για τον Σίλλερ το
58
ο.π. Άπαντα Ι, Πολυλάς, σ. 192-3.
59
Ερ. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία, σ. 242.
60
βλ. ο.π. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ. 83.
61
Σίλλερ, Καλλίας ή περί του Κάλλους, επιμετρο Γ. Ξηροπαίδης, εκδ. Πόλις, σ. 49,σημ. 19.
33
Η ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ
Η ωραιότητα, κατά τον Σίλλερ, δεν είναι άλλο από την ελευθερία που
τίθεται στο πεδίο των φαινομένων. Ο εαυτός του έλλογου όντος είναι ο Λόγος,
ο εαυτός του φυσικού όντος είναι η φύση. Όταν λοιπόν ο πρακτικός Λόγος
ανακαλύπτει, κατά τη θεώρηση ενός φυσικού όντος, ότι προσδιορίζεται από τον
ίδιο του τον εαυτό, προσγράφει σε αυτό (όπως ο θεωρητικός Λόγος σε
62
Ε. Καψωμένου, Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου – φύσης στο Σολωμό, Γιάννενα 1972,σ. 14-15.
63
ο.π. Σίλλερ, Καλλίας ή περί του Κάλλους, σ.59.
64
Το σχήμα δοκιμασία - ολοκλήρωση είναι κοινό και στην τραγωδία και συγγενεύει με την
χριστιανική τελείωση.
34
65
Σίλλερ, Καλλίας ή περί του Κάλλους, επίμετρο Γ. Ξηροπαίδης, εκδ. Πόλις, σ. 22-24.
35
66
ο.π. Σίλλερ, σ. 25, σημ. 12.
67
Το θέμα του τόπου και του χρόνου είναι και αυτό πιθανόν γνωστό στον Σολωμό, από την εισαγωγή
του Σίλλερ στο δραματικό έργο του Η νύφη της Μεσσήνης, η οποία είναι γνωστή για τη ριζική
επανατοποθέτηση του ζητήματος του χορού, που εισήγαγε επαναστατικά στο μοντέρνο αυτό δράμα.
Έτσι προέκυψε το πρόβλημα της ενότητας τόπου και χρόνου, που απασχόλησε τον Σολωμό και τους
πρώτους Ιταλούς ρομαντικούς, στο οποίο ο Σίλλερ τους πρόσφερε τη λύση, που ζητούσαν: την
κατάργηση των ψευτοαριστοτελικών «ενοτήτων», μια λύση αυτόχρημα «ρομαντική», βλ. Βελουδής,
Ρομαντική ποίηση και ποιητική, σ.249.
68
Είναι ενδιαφέρουσα η αντιστοιχία ανάμεσα στην άποψη του Νίτσε (Γένεση της Τραγωδίας,
μετάφραση Ν. Καζαντζάκη, εκδ. Φέξη, Αθήνα) για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου μέσα από τη
διονυσιακή κατάσταση σε καλλιτέχνημα και στην άποψη του Αποστολάκη (Το Τραγούδι μας ,σ.228-9)
ότι η Φεγγαροντυμένη αποτελεί αισθητική έκφραση της ομορφιάς του κόσμου και της ζωής. Πρόκειται
άραγε για συνειδητή επίδραση, αναρωτιέται ο ο Ερ. Καψωμένος;
36
69
Από τη συγχώνευση των δύο αυτών εννοιών, του διονυσιακού και του απολλώνειου γεννήθηκε η
τραγωδία, όπως γράφει ο Nietzsche στο ομώνυμο έργο του, Η γέννηση της τραγωδίας. Το πρώτο
αντιπροσώπευε το αχαλίνωτο πάθος, ενώ το δεύτερο το μέτρο. Η φιλοσοφία του είναι μια καθαρά
διονυσιακή φιλοσοφία, που οδηγεί σε μια αλήθεια, η οποία υπερβαίνει τις «ατομικές αλήθειες» Αυτή η
υπέρβαση πραγματοποιείται μέσω της αρχής της εξατομίκευσης (principium individuationis) και
προϋποθέτει την υπέρβαση του «εγώ» και του «εσύ». Η σχέση που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στην
αλήθεια και στην τέχνη διερευνάται στο ως άνω έργο. Κατά το φιλόσοφο, η τραγωδία είναι η μόνη
αληθινή τέχνη και ο ίδιος την εκλαμβάνει ως σημείο ανάπτυξης του πολιτισμού. Ο Nietzsche
χρησιμοποιεί τον Απόλλωνα ως σύμβολο για εκείνη την πλευρά των Eλλήνων, που βρήκε έκφραση
στους ναούς και στα γλυπτά της κλασσικής εποχής, στο πνεύμα της αυτοσυγκράτησης, του μέτρου και
της αρμονίας. Αντί να υποτιμά αυτό που ονόμαζε απολλώνειο, υποστήριζε ότι δε θα μπορούσε κανείς
να το εκτιμήσει με ορθό τρόπο, αν δε λάμβανε γνώση της άλλης πλευράς του, που βρήκε έκφραση στις
διονυσιακές γιορτές. Ισχυριζόταν ότι η ίδια απεριόριστη και βάναυση λαχτάρα να υπερκεραστούν όλοι
οι κανόνες συναντιέται στην Ιλιάδα και στη μεταγενέστερη ποίηση .Ο Nietzsche δε δοξάζει απλώς το
διονυσιακό, αλλά υποστηρίζει ότι τα επιτεύγματα των Ελλήνων γενικά και οι τραγωδίες τους
ιδιαίτερα, δε μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς, αν δεν αντιληφθούμε τι λογής καταστροφικές
δυνάμεις έπρεπε να χαλιναγωγηθούν, προκειμένου να έρθουν στο φως. Η κατάληξη του είναι σαφής:
ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα έργο τέχνης, ένα παιχνίδι του Είναι και του Γίγνεσθαι, του όντος και
του φαινομένου, του πέρατος και του απείρου, του διονυσιακού και του απολλώνειου.
70
Στέφανου Ροζάνη: Σπουδή στον Σολωμό, το όραμα της καταστροφής, εκδ. Δωδώνη.
71
Schelling : «Concerning the Relation of the Plastic Arts to Nature»,1807 Τrans, Michael Bullok.
37
72
Ο Βάρναλης στη μελέτη του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική θεωρεί ότι οι θεμελιακές αισθητικές
αρχές του Σολωμού είναι δύο: το Απόλυτο και το Υψηλό. Το πρώτο ανήκει κυρίως στον Έγελο και
εκτείνεται σε όλη τη ζωή του πνεύματος, είναι δηλαδή κατηγορίας γνωσιολογικής και το δεύτερο είναι
του Σίλλερ και είναι κατηγορίας ηθικοαισθητικής. Το Υψηλό του Σίλλερ υπάρχει και στην αισθητική
του Καντ και του Έγελου ως ανώτατος βαθμός του ωραίου, όπως το απόλυτο του Έγελου υπάρχει και
στις αισθητικές μελέτες του Σίλλερ ως ουσιαστικός χαρακτήρας του υψηλού (σ 59 κ.εξ). Ο Louis
Coutelle στο έργο του Πλαισιώνοντας τον Σολωμό εκδ. Νεφέλη σ. 135, διαπιστώνει ότι η λέξη λείπει
εντελώς από το λεξιλόγιο του ποιητή, ο οποίος αν ενδιαφέρονταν για την ιδέα του Ύψους θα
εμφανιζόταν και η λέξη στο περιορισμένο λεξιλόγιο που επαναλαμβάνει από σημείωση σε σημείωση.
Αντίστοιχα, ο Ροζάνης ( «Το Δαιμονιακό Ύψιστον» ο.π. σ.24) αναφέρει ότι πέραν των άλλων
στοιχείων του, κρύβει μια άλλη αισθητική και συνειδησιακή ποιότητα, του Υψίστου. Το τελευταίο
στέκεται ως ο μοναδικός δεσμός ανάμεσα στη Natura Naturans και στη Natura Naturata,ανάμεσα στο
καθολικό και στο μερικό, όρους οι οποίοι συνιστούν τους δύο ουσιαστικούς πόλους της ιδεολογίας του
Ρομαντισμού (Για την ανάλυση των όρων βλ. Herbert Read: Τhe true voice of feeling (Faber), σ.
16,17,177).Κι από εδώ εκπηγάζει η τεράστια σημασία και ο ανυπέρβλητος ρόλος τον οποίο
διεδραμάτισε στη μορφοποίηση και έκφραση των κορυφαίων στιγμών της δημιουργίας. Το Ύψιστο,
έλεγε ο Coleridge, έχει καταγωγή εβραϊκή (αναφορά στην Π.Διαθήκη, στο όραμα που εκφράζει τη
φύση της σχέσης, η οποία συνιστά την έσχατη σύγκρουση του ανθρώπινου με το Θείο…). Και ο
A.C.Bradley υποστήριζε πως «το Ύψιστο είναι άγριο και εχθρικό στις αισθήσεις. Κάνει να
αισθανόμαστε μέσα στον εαυτό μας και μέσα στον κόσμο την παρουσία κάποιου πράγματος
ακατανίκητα ανώτερου από τις αισθήσεις. Και αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο δε μας προκαλεί
ηρεμία ή ευχαρίστηση αλλά μας ανυψώνει». Αναλυτικότερα θα δούμε το θέμα του Υψηλού στην
συνέχεια της παρουσίασης.
38
μάγεψε τον Οδυσσέα και τον κράτησε πολύ καιρό σκλάβο στο νησί της. Πολύ
καιρό πίστεψε πως υπηρετούσε μια αθάνατη Θεά, ενώ δεν ήτανε παρά μέσα
στα «μπράτσα της ηδονής» 73. Και να που μια εντύπωση του Υψηλού έρχεται με
τα χαρακτηριστικά του Μέντορα, να τον αρπάξει. Θυμάται πως είναι
καμωμένος για Μοίρα υψηλότερη, ρίχνεται στα κύματα είναι λεύτερος. Η
«υψηλή» λοιπόν μορφή της Φεγγαροντυμένης, η οποία είναι κοινή και στο
Λάμπρο και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους έχει χαρακτηριστικά
υπερβατικού όντος: Η μυστηριακή υπόσταση και η παρουσία της συνδέεται με
την παραβίαση των φυσικών νόμων. Πατεί πάνω στα νερά χωρίς να τα
ρυτιδώνει και το είδωλό της δεν καθρεφτίζεται στην επιφάνεια,
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει
4(21)στ 3-4
ενώ η διαδικασία της εμφάνισης της περιγράφεται ως θαύμα,
73
Κ.Βάρναλης: Σολωμικά Άνθρωποι, Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική, σ.67.
39
Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τ’ανθρώπου 4(21)στ 25-26
και
Βοήθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να’χω . 4(21)στ 37
Στην αναφορά μας στην Φεγγαροντυμένη οφείλουμε να καταδείξουμε
πέραν των παραπάνω εσωτερικών και τις εξωτερικές συγκλίνουσες συγγένειες
που προσδιορίζουν τα ποικίλα ερεθίσματα από τα οποία εκκινεί η σολωμική
έμπνευση και προέρχονται από το έργο του Σίλλερ:
- Ενός κοινού τόπου του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (ιδιαίτερα του
γερμανικού), που είναι μια διαφοροποιημένη και πνευματικότερη εκδοχή του
πανθεϊσμού της Φύσης74.
- Της συναφούς, θεοσοφικής και ρομαντικής ιδέας για την καθολική ισχύ του
νόμου της έλξης των σωμάτων, που ως ζωικός μαγνητισμός, επικοινωνία,
συμπάθεια ή Κοσμικός Έρωτας συνδέει όλα τα όντα μεταξύ τους, ενώνει
λυτρωτικά τον άνθρωπο με τη φύση, μέσα σε μια παγκόσμια αρμονία (Leibniz,
Swedenborg, Mesmer, Schelling, Goethe, Novalis, Schiller κ.ά.).
Κοντά σ’ αυτά, θα μπορούσαν συμπληρωματικά να μνημονευθούν μια
σειρά από διακειμενικές σχέσεις μεταξύ της σολωμικής εικονοποιίας με πιθανά
λογοτεχνικά ή εικαστικά πρότυπα. Τέτοιες συνάφειες αναγνωρίζονται σε
σχέσεις με τα ακόλουθα θέματα ή μοτίβα: Οπτασίες της νεκρής αγαπημένης σε
όραμα «εν εγρηγόρσει» ή σε όνειρο, η οποία εμφανίζεται δικαιωμένη,
αποθεωμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέεται - κατά το πρότυπο της
δαντικής Βεατρίκης – με τον «θείο Έρωτα» (μυθιστορήματα Novalis, στο
ποίημα του Σίλλερ «Η καλυμμένη εικόνα στη Σάιδα» κ.ο.κ.)
Η ΕΠΙΦΑΣΗ
Δεν ξέρουμε αν ο Σολωμός είχε εντρυφήσει μέσα απ’ όλη την επαφή
του με το έργο του Σίλλερ, στην έννοια της επίφασης (Shein), αλλά θεωρούμε
74
Αναλυτικά περιγράφεται ο τόπος αυτός στη σ. 31-2 της παρούσας εργασίας.
41
ότι χωρίς αμφιβολία η ίδια η μορφή της Φεγγαροντυμένης έχει υποστεί την
επίδραση της θεώρησης του Σίλλερ για την επίφαση.
Το μάτι του τεχνίτη μέσω μιας φαινομενικής υποχωρητικότητας
προστατεύει το υλικό του και ενώ ασκείται βία (καθώς ξεκάθαρα το αντικείμενο
της αφής είναι η βία), εκ του αποτελέσματος συνάγουμε το συμπέρασμα ότι
αντικείμενο του ματιού και του αυτιού είναι η μορφή, η ωραία μορφή, το έργο
τέχνης, την οποία δημιουργεί ο τεχνίτης και κάθε καλλιτέχνης. Πώς όμως
συντελείται αυτό; «Η ίδια η φύση είναι εκείνη που εξυψώνει τον άνθρωπο από
την πραγματικότητα, από την ύλη στην επίφαση, καθώς, όπως προαναφέρθηκε,
τον εξόπλισε με δύο αισθήσεις75, οι οποίες τον οδηγούν στη γνώση του
πραγματικού, μέσω της επίφασης και μόνον. Στο μάτι και στο αυτί, η ύλη που
εισορμά έχει ήδη εκδιωχθεί από τις αισθήσεις, και απομακρύνεται από μας το
αντικείμενο, που αγγίζομε άμεσα στις ζωώδεις αισθήσεις»76. Η επίφαση
επομένως εκκινεί τη σχηματοποίηση της μορφής της ουσίας, χωρίς αυτή δεν
μπορείς να πατήσεις στο ιδεώδες, να φτάσεις στον στόχο. Αυτή είναι η
αισθητική επίφαση77, είναι ειλικρινής και αυτόνομη, «μας κάνει να δούμε μια
δύναμη, η οποία τίθεται σε κίνηση αφ’ εαυτής, ανεξάρτητα από ένα εξωτερικό
υλικό και κατέχει αρκετή ενέργεια ώστε να κρατήσει μακριά της την ύλη που
εισορμά. Η πραγματικότητα των πραγμάτων είναι δικό τους έργο. Η επίφαση
των πραγμάτων είναι του ανθρώπου το έργο, και ένα πνεύμα που τέρπεται με
την επίφαση, ήδη δεν ευφραίνεται πια με εκείνο που προσλαμβάνει, αλλά με
εκείνο που κάνει».78 Το να περιφρονεί κανείς την επίφαση, σημαίνει να
περιφρονεί όλες τις καλές τέχνες εν γένει, των οποίων η ουσία είναι η επίφαση.
75
Όραση και ακοή.
76
26η επιστολή, σ. 153.
77
Σε αντιδιαστολή με τη λογική επίφαση, η οποία για τον Σίλλερ είναι απλώς και μόνο απάτη
(συμβαίνει ενίοτε όταν η διάνοια εξασκεί τον ζήλο της για την πραγματικότητα με μια τέτοια
ανυπομονησία και εκφέρει για ολόκληρη την τέχνη της ωραίας επίφασης μια απορριπτική κρίση,
επειδή είναι απλώς και μόνο επίφαση. Εδώ τίθεται το θέμα αν είναι η διάνοια αρμόδια να κρίνει την
πραγματικότητα αφενός και αν αφετέρου η έννοιες ανάγονται με τη βοήθεια της επίφασης).
78
ο.π. σ. 152.
42
79
ο.π. επισ. 26η, σ. 156.
43
80
Στυλιανός Αλεξίου, Σολωμικά, Στιγμή, Αθήνα 1994, σ. 26.
81
ο.π. Ε. Καψωμένος , σ. 64.
44
Κατά τον Σίλλερ83 «οι ποιητές είναι ήδη εξ ορισμού οι διαφεντευτές της
φύσης. Αν δεν μπορούν πια να είναι και αν ήδη μέσα τους νιώθουν την
καταστροφική επήρεια αυθαίρετων και τεχνητών κατασκευασμάτων ή πάντως
είναι υποχρεωμένοι να την αντιπαλέψουν, τότε θα εμφανιστούν ως μάρτυρες και
ως εκδικητές της φύσης. Ή θα είναι φύση ή θα αναζητούν τη χαμένη φύση. Από
εδώ προκύπτουν δύο εντελώς διαφορετικά είδη ποίησης, που εξαντλούν και
εκμετρούν ολόκληρο το πεδίο της ποίησης. Όλοι οι ποιητές, όσοι είναι
πραγματικοί ποιητές ανήκουν ή στους αφελείς ή στους συναισθηματικούς,
ανάλογα με το πώς είναι φτιαγμένη η εποχή της ακμής τους ή με το ποιες
τυχαίες περιστάσεις επηρέασαν τη γενική τους παιδεία και την παροδική τους
ψυχική διάθεση».
Ο ποιητής ενός αφελούς και πνευματώδους νεανικού κόσμου, είναι
αυστηρός και συνεσταλμένος, όπως η παρθενική Άρτεμη στα δάση της. Δεν
εμπιστεύεται κανέναν και αποφεύγει την καρδιά που τον αποζητά και τον πόθο
82
ο.π. σημ. 104. Τα γνωρίσματα της ομορφιάς (ύψιστη αναγκαιότητα, σύνολο της πραγματικότητας
{omnitudo realitatis} αποδίδονται κατά την κλασική μεταφυσική, στον Θεό, πρβ. ιδίως Καντ, ΚΚΛ Β
603-604.
83
Φ.Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, Στιγμή, 1985, 2005, σ. 35.
45
84
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ομήρου, που αναφέρει ο Σίλλερ στο επεισόδιο του αγώνα
του Γλαύκου με τον Διομήδη, οι οποίοι μόλις διαπιστώνουν ότι συνδέονται με τα δεσμά της φιλίας
σταματούν και ανταλλάσσουν δώρα, και μάλιστα χάλκινα αντί για χρυσά (Ιλιάδα Ζ).
46
85
ο.π. Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, σ. 85-86.
86
ο.π. Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, σ. 95-6.
47
87
ο.π. σημ. 58, σ. 64-65. Παραδείγματα τέτοιων Γερμανών συναισθηματικών ποιητών, αναφέρει ο
Σίλλερ τους Haller, Kleist και Klopstock.
88
Βλ. Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, και Στοχασμοί, σ. 73-4.
48
89
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, σ. 164.
49
90
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και Ποιητική, σ. 164-166.
91
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και Ποιητική, σ. 356.
50
ANCIENS – MODERNES
ΤΟ ΜΙΚΤΟ ΕΙΔΟΣ
92
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, Γνώση, σ.374κ.εξ.
93
ο.π. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ. 42-43.
52
94
ο.π. Στοχασμοί, Peri, Αλεξίου, Ανδρουλιδάκης, Στιγμή, σ.72 κ. εξ.
95
ο.π. Βελουδής, σ. 375. Από ένα τέτοιο όραμα θα εκπορευτεί μερικές δεκαετίες αργότερα η
μεγαλεπήβολη σύλληψη ενός «ολικού καλλιτεχνήματος» (Gesamtkunstwerk), από τον έσχατο
ευρωπαίο ρομαντικό R. Wagner.
53
96
ο.π. Στοχασμοί, Peri, Αλεξίου, Ανδρουλιδάκης, σ. 73.
97
ο.π. Περί αφελούς και σναισθηματικής ποιήσεως, σ. 135.
98
ο.π. Βελουδής, περ. Τομές, τ. 44-45, σ. 14.
54
99
Σημείωση του ποιητή στο ποίημα για τον Byron, αριθ. 2. Βλ Στοχασμοί, Peri, Αλεξίου,
Ανδρουλιδάκης, Στιγμή, Αθήνα 1999.
55
αισθήματος και της λιτής έκφρασης, πετύχαιναν αυτό που ζητούσε ο Σολωμός.
Δεν ήταν πια ο κλασικισμός των ονομάτων και της αρχαίας μυθολογίας αλλά
κάτι βαθύτερο.
Το δίλημμά του αυτό τον απασχολεί σε δεύτερη μοίρα, πάντα μετά από
αυτό που στέκεται μπροστά στην ποίησή του: το ποιητικό αποτέλεσμα: «Η
δυσκολία την οποία αισθάνεται ο συγγραφεύς δεν είναι εις το να δείξει
φαντασίαν και πάθος, αλλά εις το να υποτάξει τούτα τα δύο πράγματα με καιρό
και με κόπο εις το νόημα της Τέχνης. [Αλλά αν ετούτη είναι η παλαιά ή νέα,
δεν πειράζει, φθάνει να είναι Τέχνη που να σου ξαναθυμεί την Μεγάλη
Μητέρα]»100. Η «μεγάλη μητέρα» είναι η φύση για τον Σολωμό, γι’ αυτό και
ποτέ δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από την κλίση του στη ρομαντική τέχνη.
Σύμφωνα με την αντίληψη του γερμανικού ρομαντισμού για την φιλοσοφία του
ανθρώπου, η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια γέφυρα ανάμεσα
στην Δημιουργία και την Ανάσταση, για το πέρασμα από το φυσικό, τον
πεπερασμένο κόσμο στην Αιωνιότητα. Αυτή ακριβώς η αντίληψη μπολιάζει,
και συνέχει το ποιητικό του έργο, που συγκεράζει τη φύση και την Ιδέα σε μια
ανυπέρβλητη μουσική αρμονία.
100
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, σ. 380.
56
507.12-17,508 Α1-3)
Το τραγούδι του πουλιού δένει με τη μαγεία του τα κοσμικά στοιχεία μεταξύ
τους και με τον άνθρωπο, σαν να ’ταν μουσική έκφραση της Κοσμικής
αρμονίας (πρβ. το «γλυκύτατο ηχό» στον Κρητικό). Η νίκη του ήρωα συνίσταται
ακριβώς στο γεγονός ότι κατάφερε να διατηρήσει αδιάβρωτο και ακέραιο το
ανθρώπινο πρόσωπό του απέναντι στις δυνάμεις, που ζητούσαν να το
αλλοιώσουν επιβάλλοντας το δικό τους σχήμα σχέσεων με τον κόσμο. Πέραν
από την αυτοσυνειδησία και την ευδαιμονία, δείχνει την πίστη του στον
άνθρωπο ως υπεύθυνη μονάδα μες στο Σύμπαν (παρόμοια βιώνεται και η
σχέση ανθρώπου- θεού στην αισχύλεια τραγωδία). Το ανθρώπινο πρόσωπο
αντιπροσωπεύει μια σχέση αρμονίας ανάμεσα στο Εγώ και στα άλλα όντα,
σχέση δημιουργική, που ξεπερνά τις αντινομίες και εξασφαλίζει προϋποθέσεις
για σύμμετρη ανάπτυξη της ζωής. Η νίκη του προσώπου είναι θρίαμβος
κοσμικής αρμονίας, γιατί αποδείχνει ανίσχυρες τις δυνάμεις της δυσαρμονίας.
Ο νέος στον Πόρφυρα συνειδητοποιεί την κοσμική του διάσταση και το βίωμα
της αθανασίας, μολονότι ο θάνατος είναι αδιανόητος για τον ελληνικό χώρο,
που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει θεωρία θανάτου. Το Εγώ του
ταυτίζεται με την αδιάβρωτη πληρότητα, απρόσβλητη από κάθε βία, η οποία
σε κοσμικό επίπεδο είναι έξω από το χρόνο και τη φθορά, γιατί
αντιπροσωπεύει τη σύνθεση μέσα από την οποία ολοκληρώνεται η ζωή, η
«ενδοκοσμική Παράδεισος».
Παρόμοια ο Σολωμός με το σύμβολο της Φεγγαροντυμένης,
εγκοσμιώνει τις μεταφυσικές αξίες, μέσα σ’ ένα ενιαίο μυθικό Σύμπαν
(«Sistema dell’ universo», τ’ονομάζει ο ίδιος :ΑΕ 406Α7), που θα μπορούσε
συνοπτικά να οροθετηθεί, αφενός, από τη «natura naturans perpetuam
divinitatem» («narura Creante», κατά τον ποιητή, ΑΕ418Ε5) και αφετέρου
από την αρχή της παγκόσμιας αρμονίας Για παγκόσμια αρμονία, συμπάθεια,
μαγνητική έλξη και ταύτιση με τη φύση μιλούν και οι σύγχρονοι του Σολωμού
57
101
Για το όλο θέμα βλ .Ε. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, Εστία, σ. 103,106-7,224, σημ.
13,21,69.
102
ο.π. Στοχασμοί, σ.85-86.
58
α) στην αντίληψη του προσώπου, που συναιρεί τις χριστιανικές αρετές της
αγάπης και καλοσύνης με την ελληνική αξιοπρέπεια και τη σχέση καταγωγής
με τη φύση.
β) στην αντίληψη της κοσμικής ευθύνης του ανθρώπου, κοινή στην ελληνική και
στη χριστιανική ανθρωποκεντρική σύλληψη.
γ) στο σχήμα δοκιμασία – ολοκλήρωση, κοινό στην τραγωδία και στη
χριστιανική θεωρία της τελείωσης του ανθρώπου.
δ) τέλος, στη νίκη του θανάτου με το θάνατο:
«φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και Χάρο» που είναι ο πυρήνας της τραγωδίας
και της χριστιανικής μεταφυσικής («θανάτω θάνατον πατήσας»)103.
Αφομοιώνοντας τόσα στοιχεία ο Σολωμός αναδεικνύει την υπαρξιακή
ποιότητα του Νεοέλληνα, σε μια σύνθεση όπου ο θεός βρίσκεται μέσα στη
φύση, ο άνθρωπος αθλείται και ολοκληρώνεται στην επίγεια ζωή, η μεταφυσική
παίρνει φυσική και κοσμική διάσταση.
Την ίδια σκάλα που ανέβηκαν ο Κρητικός και ο νέος του
Πόρφυρα είχε ανεβεί κι ένας πανάρχαιος πρόγονος τους, ο Οδυσσέας: «Αφού οι
δοκιμασίες είχαν οργώσει το πετσί του, λίγο πριν από το νόστο του έγινε κι
αυτός - σαν τον Κρητικό - αφηγητής, δηλαδή ποιητής. Χρόνια πολλά
πολέμησε μ’ όπλα κι ανθρώπους, έχασε τους συντρόφους του και παραλίγο το
όνομα και το πρόσωπο του. Προτού γείρει το κορμί του, να κοιμηθεί στην
όχθη των Φαιάκων, χρειάστηκε να δοκιμάσει την αντοχή του σ’ έναν αγώνα
όχι πια με κύκλωπες και με σειρήνες, αλλά με το φουσκωμένο κι αγριεμένο
σώμα της φύσης, το πέλαγος. Κι όταν ήρθε η ώρα να ξαναγίνει από άγριο ζώο
πάλι άνθρωπος, ξύπνησε από το τραγούδι της Ναυσικάς, μιας κόρης με κορμί
103
Δες στο Σικελιανό: Κορφή του πόθου ο θάνατος για Σένα.
και θέριεψε τον ως τη λύτρωση του
ψηλά, θανάτω θάνατον πατήσας!
(Μελέτη θανάτου, στ. 129-131, λυρικός βίος, τ.Ε΄σ.109)
ο.π. Καψωμένος, Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου - φύσης στο Σολωμό, Γιάννενα 1972, σ.112-115.
59
ανάερο, που ο ήρωας το είδε να ψηλώνει μπρος στα μάτια του σαν έρνος
φοινικιάς.»104 Αυτός είναι ένας ακόμη μεγάλος κοσμικός ήρωας.
104
Δ. Μαρωνίτη, Οι εποχές του Κρητικού, Λέσχη, Αθήνα 1975, σ. 22-3.
105
βλ. Ε. Καψωμένος, Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου Φύσης στον Σολωμό, Γιάννενα 1972, σ. 55.
60
106
ο.π. Στοχασμοί, Peri, Αλεξίου, Ανδρουλιδάκης, σ.75.
107
ο.π. Στοχασμοί, σ. 52-5.
61
Σολωμό όμως δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στον αισθητό και υπεραισθητό
κόσμο. Αισθητό και υπεραισθητό είναι επάλληλα.
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του·
ελπίδα, το δεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης
(Πόρφυρας, 7, 1-3)
Ο αισθητός κόσμος είναι η περιοχή του ωραίου, αλλά και του αγαθού, ενώ ο
κόσμος των φαινομένων είναι και ο κόσμος των ιδεών, ο κόσμος του «υπό
όρους» είναι και ο κόσμος του απολύτου. Γιατί η φύση είναι η περιοχή της
θεότητας και των απόλυτων αξιών. Ο άνθρωπος όμως είναι ενιαίος, δεν υπάρχει
αντίφαση ανάμεσα στην υλική και πνευματική του υπόσταση. «Το Θείο ή το
Ιδεώδες γεννιέται μονάχα όταν συνδέονται και τα δύο, όταν η βούληση
ακολουθεί ελεύθερα το νόμο της ανάγκης και όταν ο Λόγος κρατεί τους
κανόνες του μέσα σε όλες τις μεταλλαγές της φαντασίας»108. Σώμα και ψυχή
είναι: «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος»109. Το κορμί και η όψη του
είναι αντάξια με το κάλλος της φύσης ή και το ξεπερνούν.
Η ομορφιά110 είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας πνεύματος και
αισθήσεων. Μιλά ταυτόχρονα σ’ όλες τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου και
για τούτο μπορεί να την νιώσει και να την αξιολογήσει κανείς μονάχα με την
προϋπόθεση της ολόπλευρης και ελεύθερης χρήσης των δυνάμεων του. Πρέπει
να διαθέτει αίσθηση ανοιχτή, καρδιά διάπλατη, ζωντανό και ακμαίο νου, όλη
του η φύση πρέπει να είναι παρούσα. Αυτό δε συμβαίνει με όσους έχουν
διχασμένη σκέψη ή είναι αποκαμωμένοι από εντατική προσοχή. Αυτοί ζητούν
το αισθητό, όχι όμως για να συνεχίσουν πάνω του το παιχνίδι των πνευματικών
δυνάμεων, μα για να το σταματήσουν. Θέλουν να είναι ελεύθεροι, αλλά μόνο
από ένα βάρος, που κούραζε την αδράνεια τους, όχι από ένα όριο, που
εμπόδιζε τη δραστηριότητα τους. Άρα η ποίηση και ξεκουράζει
108
Σιλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, μτφρ. Π.Κονδύλης, Στιγμή 1985,2005, σ.10.
109
ο.π. Καψωμένος, σ. 67.
110
ο.π. Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, σ. 116-7.
62
111
Η πρώτη ωθεί προς την απόλυτη πραγματικότητα: ο άνθρωπος οφείλει να μετατρέπει σε κόσμο όλα
όσα είναι απλώς μορφή και να παρουσιάζει όλες τις καταβολές του. Η δεύτερη ωθεί προς την απόλυτη
μορφικότητα: ο άνθρωπος οφείλει να συγχωνεύσει μέσα του όλα όσα είναι απλώς κόσμος και να φέρει
συμφωνία σε όλες τις αλλαγές του. Οφείλει δηλαδή να εξωτερικεύσει καθετί εσωτερικό και να
εσωτερικεύσει, μορφοποιήσει καθετί εξωτερικό. Αυτή η διπλή αποστολή είναι που πραγματώνει στην
ιδανική της εκτέλεση το θεϊκό στοιχείο, το Υψηλό (8η επισ,σ.45-6).
64
112
ο.π.17η επισ. σ. 100.
65
υποκειμενικά ή αντικειμενικά. «Το σίγουρο είναι ότι η ψυχή κατά την εποπτεία
του ωραίου βρίσκεται σε μια ευτυχισμένη μεσότητα μεταξύ του νόμου και της
ανάγκης και ακριβώς επειδή μοιράζεται ανάμεσα και στα δύο τούτα, είναι
απαλλαγμένη από τον καταναγκασμό τόσο του ενός όσο και του άλλου»113.
Στην αισθητική κατάσταση ο άνθρωπος είναι μηδέν. Γι’ αυτό λέει ο
Σίλλερ, έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το ωραίο δεν προσδίδει κανένα
απολύτως αποτέλεσμα για τη διάνοια και για τη θέληση, για τη γνώση και το
φρόνημα. Δε βρίσκει ούτε μια αλήθεια, δε βοηθάει να εκπληρώσουμε ούτε ένα
καθήκον. Είναι με μία λέξη ακατάλληλο να θεμελιώσει το χαρακτήρα και να
διαφωτίσει τον νου. Η αξία της αισθητικής ζωής114 όμως, βρίσκεται στο ότι μας
βοηθάει να επιστρέψουμε στην ανθρώπινη φύση, μετά από έναν καταναγκασμό
είτε της φύσης, είτε του Λόγου. Μας δίνει την πλήρη ελευθερία να είμαστε ό,τι
οφείλουμε να είμαστε: Άνθρωποι! Γι’ αυτό και οι ήρωες του Σολωμού ενώ
χάνουν τα πάντα είναι απολύτως ελεύθεροι, γνωρίζουν τον εαυτό τους και
αυτοκαθαίρονται, προσδιορίζουν ελεύθερα τους νέους τους καθορισμούς.
Συνεπώς δεν είναι μόνο ποιητικώς αλλά και φιλοσοφικώς ορθό το να
αποκαλούν την ομορφιά δεύτερη δημιουργό μας.
Δίκιο όμως έχουν και όσοι πιστεύουν ότι η αισθητική κατάσταση είναι η
γονιμότερη από άποψη γνώσης και ηθικότητας. Για να προχωρήσεις από το
συν στο πλην πρέπει να περάσεις από το μηδέν. Μόνο η αισθητική άσκηση
οδηγεί στο απεριόριστο, συνενώνει μέσα της όλους τους όρους της
προελεύσεως και της συνέχειας της. Εδώ η ανθρώπινη φύση εκφράζεται με μια
ωραιότητα και καθαρότητα σαν να μην ενήργησαν πάνω της εξωτερικές
δυνάμεις. Υπό την επίδρασή της, γινόμαστε κύριοι των παθητικών και
ενεργητικών δυνάμεών μας, μπορούμε με την ίδια ευχέρεια να στραφούμε στο
παιχνίδι και στη σοβαρότητα, στην ποικιλία και στην απλότητα, στην ένταση
113
ο.π. επισ.15, σ. 87.
114
Η ταχύτητα με την οποία μεταβαίνουν ορισμένοι χαρακτήρες από τα αισθήματα στις σκέψεις και
στις αποφάσεις, δεν τους επιτρέπει σχεδόν ή και καθόλου να προσέξουν την αισθητική διάθεση, από
την οποία πρέπει κατ’ ανάγκη να περάσουν κατά τον χρόνο αυτόν, βλ. ο.π. επισ. 21,σημ. σ.119.
66
και στην ηρεμία, στην υποχωρητικότητα και στην αντίσταση, στην αφηρημένη
σκέψη και στην εποπτεία.
«Η ομορφιά δεν δίνει κανένα αποτέλεσμα ούτε για τη διάνοια ούτε για
τη θέληση, δεν αναμειγνύεται σε καμιά υπόθεση ούτε της σκέψης ούτε της
απόφασης, παρέχει απλώς τη δυνατότητα για αυτά τα δύο»115. Δημιουργεί την
ελεύθερη, καθαρή μορφή, μετουσιώνοντας το υλικό και καθώς η αλήθεια δεν
είναι κάτι που μπορεί να προσληφθεί απ’ έξω, τη δημιουργεί σε συνεργασία με
τη νόηση και την ελευθερία. Ετσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε όλες τις
μορφές που δημιουργεί ο Σολωμός: Η Ελευθερία, ο Κρητικός, ο Λάμπρος, η
Μαρία και τόσοι άλλοι. Αισθητικός λοιπόν είναι ο ενεργητικά και παθητικά
καθορισμένος. Το βήμα από την αισθητική κατάσταση προς τη λογική και
ηθική (από την ομορφιά προς την αλήθεια και το καθήκον) είναι πολύ πιο
εύκολο, απ’ το να προχωρήσεις από την φυσική κατάσταση στην αισθητική
(από την απλώς και μόνο τυφλή ζωή προς τη μορφή). Στην κατάσταση αυτή ο
άνθρωπος έχει την ικανότητα να μετατρέπει τη κρίση του και την θέληση του
σε θέληση του γένους, εκεί εφορμά από μια περιορισμένη ύπαρξη σε μια
άπειρη, από μια εξαρτημένη κατάσταση στην ελευθερία και στην αυτονομία.
Αρκεί να μην λειτουργεί περιοριστικά ως άτομο και να μην υπηρετεί το φυσικό
νόμο. «Η ομορφιά είναι η μόνη δυνατή έκφραση της ελευθερίας στο πεδίο των
φαινομένων»116. Αυτή είναι η αντικειμενική αρχή της ομορφιάς. Ο πόλεμος
κατά της ύλης πρέπει να ξεκινήσει στα δικά της σύνορα, για να απαλλαγεί από
την μάχη εναντίον αυτού του φοβερού εχθρού στο ιερό έδαφος της ελευθερίας.
Αυτή η πνευματώδης και αισθητικώς ελεύθερη μεταχείριση της
πραγματικότητας συνιστά την ευγενή ψυχή. Ευγενές είναι ό,τι έχει το χάρισμα
να μετατρέπει ακόμα και το πιο περιορισμένο ή το πιο ασήμαντο αντικείμενο
σε κάτι απέραντο. Ευγενής λέγεται η μορφή, η οποία σε εκείνο, που από τη
φύση του απλώς υπηρετεί (είναι απλώς και μόνο το μέσο) επιβάλλει τον
115
ο.π. επισ. 23, σ.129.
116
Η περίφημη αυτή θέση συνοψίζεται και στο έργο του Καλλίας ή περί του Κάλλους ως εξής: «η
ομορφιά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελευθερία στο πεδίο των φαινομένων».
67
117
ο.π. σημ. σ. 133.
118
ο.π. Στοχασμοί, σ. 50.
68
τις δυνάμεις του, ενώ στην «ηθική πολιτεία των καθηκόντων»119 προσανατολίζει
τη θέληση του, αντιπαραθέτοντάς την στο μεγαλείο του νόμου. «Μονάχα η
καλαισθησία φέρνει την αρμονία στην κοινωνία επειδή ιδρύει την αρμονία στο
άτομο».120 Η ωραία παράσταση δημιουργεί ένα όλον, συνδέει τις δύο φύσεις,
συνενώνει την κοινωνία στο «κοινώς ωραίο». Τις χαρές των αισθήσεων τις
απολαμβάνουμε ως άτομα, χωρίς τη συμμετοχή του γένους που κατοικεί εντός
μας. Τις χαρές της γνώσης πάλι, τις απολαμβάνουμε ως γένος, με το να
απομακρύνουμε προσεκτικά από την κρίση μας κάθε ίχνος της ατομικότητας.
Μονάχα το ωραίο το απολαμβάνουμε ο καθένας ως άτομο και όλοι μαζί ως
γένος. Ο Hegel121 υποστηρίζει ότι «αυτή η ενότητα του καθόλου και του καθ’
έκαστον, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας, της πνευματικότητας και του
φυσικού στοιχείου, την οποία συνέλαβε επιστημονικώς ως αρχή και ουσία της
τέχνης ο Σίλλερ και μόχθησε αδιάκοπα μέσω της τέχνης και της αισθητικής
παιδείας να της δώσει πραγματική ζωή, έγινε κατόπιν η ίδια, ως Ιδέα, η αρχή
της γνώσης και της ύπαρξης, η δε Ιδέα αναγνωρίστηκε ως η μόνη αλήθεια και
πραγματικότητα».
Γιατί το ίδιο το έργο τέχνης έχει καθολικό χαρακτήρα, λειτουργεί ως
γένος, στέκεται όχι στο περιεχόμενο αλλά στη μορφή, εξαφανίζει το υλικό του
μέσω της μορφής122 και αναβαθμίζεται. Μόνο μέσω της μορφής, προκαλείται
μια επενέργεια σε σύνολο ανθρώπων, ενώ μέσω του περιεχομένου η επίδραση
αυτή απευθύνεται σε μεμονωμένες δυνάμεις του. Και η ελευθερία επιτυγχάνεται
στο απρόσβλητο, ελεύθερο πνεύμα του θεατή ή ακροατή, που εξέρχεται από
την αισθητική διαδικασία καθαρό, τέλειο και «άπαθο123», όπως ακριβώς και το
υλικό απ’ τα χέρια του καλλιτέχνη. «Κανένα προνόμιο, καμιά μονοκρατορία
δεν γίνεται ανεκτή, εφόσον κυβερνά η καλαισθησία και διευρύνεται το βασίλειο
119
Η έκφραση είναι του Σίλλερ, 27η επισ. σ. 168.
120
ο.π. επισ.27η σ.169.
121
G.W.F.Hegel, Vorlesungen über die Ästhetik (Παραδόσεις περί της Αισθητικής), Werke in zwanzig
Bänden (Theorie-Werkausgabe), Φρανκφούρτη 1970, τ.13, σ.89-92, βλ. ο.π. Επίμετρο Β΄.
122
Αυτό είναι και το αυθεντικό καλλιτεχνικό μυστικό του μάστορα, του καλλιτέχνη, του ποιητή, ο.π.,
επισ. 22, σ. 125.
123
Εννοώ ελεύθερο παθών.
69
της ωραίας επίφασης». Το βασίλειο, που εκτείνεται ψηλά, εκεί όπου κυβερνά ο
Λόγος και με απόλυτη αναγκαιότητα εξαφανίζει την ύλη. Αλλά εκτείνεται και
προς τα κάτω, εκεί όπου επικρατεί με τυφλό καταναγκασμό η φυσική ορμή και
δεν έχει αρχίσει ακόμα η μορφή.
Η «αισθητική πολιτεία» αποτελεί τον μεσίτη μεταξύ Λόγου και φύσης.
Ο μονάρχης που λέει εδώ ο Σολωμός, κατά τον Ανδρουλιδάκη124, σημαίνει το
Λόγο, την έλλογη ή ορθολογική φύση του ανθρώπου, το πνεύμα, τη νόηση
(Περί χάριτος και αξιοπρέπειας, 8,334), το πρόσωπο (σε αντιδιαστολή προς το
άτομο) ή την ελεύθερη αρχή στον άνθρωπο (8,344), δηλαδή την ελευθερία.
Επιπλέον ο Λόγος χαρακτηρίζεται ως η θεία μας φύση, ως ο ίδιος ο
νομοθέτης, ο θεός εντός μας , το Ιερό (8,388-9).
Το ερώτημα τώρα που προκύπτει είναι αν υπάρχει μια τέτοια πολιτεία
και πού μπορεί να ανακαλυφθεί: «Ως προς την ανάγκη, λέει ο Σίλλερ υπάρχει
σε κάθε ψυχή με λεπτή διάθεση, ως προς την πραγματικότητα, θα την έβρισκε
μάλλον κανείς όπως την καθαρή εκκλησία και την καθαρή δημοκρατία μόνο σε
μερικούς εκλεκτούς κύκλους, όπου δεν καθοδηγεί την συμπεριφορά η χωρίς
πνεύμα μίμηση των ξένων ηθών, αλλά η ωραία φύση του καθενός, όπου ο
άνθρωπος βαδίζει ανάμεσα στις πιο περίπλοκες καταστάσεις με τολμηρή
απλότητα και ήρεμη αθωότητα, χωρίς να πληγώνει την ελευθερία των άλλων
για να επιβάλλει τη δική του, ούτε να απορρίπτει την αξιοπρέπεια του για να
δείχνει χάρη»125. Την εντοπίζουμε στο έργο του Σολωμού, την βιώνουν οι
ήρωες του, μεταβιβάζοντας την ελευθερία τους, τα υψηλά τους χαρίσματα σε
καθέναν από εμάς και καθιστούν έτσι το έργο του μεγάλου ποιητή διαχρονικό,
καθολικό και πάντα επίκαιρο.
«Ξεφύγετε από τη στενόχωρη κι άχρωμη ζωή μέσα στο βασίλειο του ιδεώδους!»,στ.29-
30 ή (κατά τη δεύτερη μορφή του)
124
ο.π. Στοχασμοί, σ. 51-2.
125
ο.π. επισ. 27η, σ. 172.
70
«ξεφύγετε από τη στενόχωρη και άχρωμη ζωή μέσα στο σκιώδες βασίλειο της
ομορφιάς!», στ.39-40 και «Ήπιο και ευθύ ρέει το ρεύμα της ζωής μεσ’ από την ήσυχη
σκιώδη χώρα της ομορφιάς,»,στ. 63-4. Στο ποίημα αυτό ο Σίλλερ, Το ιδεώδες και
η ζωή («Das Ideal und das Leben»)- είχε δημοσιευτεί το 1795 με αρχικό τίτλο Το
βασίλειο των σκιών, («Das Reich der Schatten») και το 1800 με νέο τίτλο Το
βασίλειο των μορφών, («Das Reich der Formen») αντιπαραθέτει τον εφήμερο
κόσμο των θνητών, της φθοράς και του πόνου προς τον κόσμο των θεών ή του
Ιδεώδους. Μεταξύ των δύο αυτών κόσμων παρεμβάλλεται ως συνδετικό μέλος
και μεσίτης το «βασίλειο των σκιών (ή των μορφών)», που ταυτίζεται με το
βασίλειο της ομορφιάς και της τέχνης. Αυτή είναι και η «ουσιώδης σκιά» που
περιλαμβάνει ο Σολωμός στους Στοχασμούς του (VIII³)126. Ομοίως και στο
ποίημα του οι Καλλιτέχνες (Die Kunstler, 1789) αναφέρει ο Σίλλερ: «της ποίησης
ο ζωηρός κόσμος των σκιών» (στ. 340). Σκιά σημαίνει την καλλιτεχνική μορφή.
Εκτός αυτού μας μεταφέρει επίσης και στο παιχνίδι φως - σκοτάδι, στο οποίο
αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Το βασικό νόημα της έννοιας της σκιάς στη λογοτεχνία και τη
φιλοσοφία, κατά τον Ανδρουλιδάκη, είναι η αντίθεση προς την αληθινή
πραγματικότητα και μάλιστα προς την «ουσία». Κατά τον Χέγκελ, ο Σίλλερ
αντιπαραθέτει «στην (υλική –αισθητή) πραγματικότητα, στους πόνους και
στους αγώνες της, την ήσυχη σκιώδη χώρα της ομορφιάς»: «Ένα τέτοιο
βασίλειο σκιών είναι το Ιδεώδες (της ομορφιάς), είναι τα πνεύματα που
εμφανίζονται σ’ αυτό, χαμένα για την άμεση (γήινη) ύπαρξη, απελευθερωμένα
από τα δεσμά της εξαρτήσεως λόγω εξωτερικών επιδράσεων και από όλες τις
παραμορφώσεις, οι οποίες συναρτώνται με τον πεπερασμένο χαρακτήρα των
φαινομένων» (Hegel, Vorlesungen über die Ästhetik, Παραδόσεις περί της
Αισθητικής, Theorie-Werkausgabe, τ.13-15). «Η φύση του Ιδεώδους της τέχνης
οφείλει να αναζητηθεί σε αυτή την αναγωγή της εξωτερικής ύπαρξης στην
πνευματική, έτσι ώστε το εξωτερικό φαινόμενο, ως σύμφωνο με το πνεύμα, να
126
βλ. Στοχασμοί, σ. 68-71.
71
Η ΘΕΛΗΣΗ
127
ο.π. Σίλλερ, Καλλίας ή περί του Κάλλους, Γ. Ξηροπαίδης, σχόλια, σ. 157.
72
θα ικανοποιηθεί η ορμή της μορφής, αφού πρώτα όπως είπαμε τις αφήσει να
ενεργήσουν ελεύθερα (Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου).
Στο δοκίμιο του Για τη χάρη και την αξιοπρέπεια (Űber Anmut und
Würde,1793), o Σίλλερ επιχειρεί για πρώτη φορά με αφετηρία τις δυο Κριτικές
του Καντ, μια σύζευξη της αισθητικής με την ηθική, προσθέτοντας στον
καντιανό «νομοθέτη της ηθικής πράξης, το Λόγο (Vernuft), τη θέληση
(Wille)128. «Η θέληση του ανθρώπου είναι μια υψηλή έννοια, ακόμα και τότε,
όταν δεν προσέχει κανείς στην ηθική του χρήση. Η απλή θέληση αρκεί να
υψώσει τον άνθρωπο πάνω από τη ζωική φύση. Η ηθική θέληση τον υψώνει ως
τη θεϊκή φύση. Πρέπει όμως ν’ αφήσει την πρώτη, για να μπορέσει να
πλησιάσει τη δεύτερη. Γι αυτό δεν είναι μικρό το βήμα προς την ηθική
ελευθερία της θέλησης, όταν ασκεί κανείς την απλή θέληση του, θραύοντας τη
φυσική αναγκαιότητα καθεαυτήν, ακόμα και σε αδιάφορα πράγματα». Η έννοια
της θέλησης βρισκόταν στο κέντρο του νοήματος των Ελεύθερων
Πολιορκημένων, όπως το σχεδίασε ο Σολωμός:
Στο «Μισολόγγι» (=Ελεύθεροι Πολιορκημένοι) η δύναμη της
θέλησης δοκιμαζόμενη μάταια από φριχτά παθήματα
(Α.Ε 411.4-5)
και
στο Β Σχεδίασμα, η ίδια έννοια παίρνει ποιητική μορφή: Η δύναμη σου πέλαγο
κ’ η θέληση μου βράχος
(ΑΕ 437Β7·ΠΑ 236)
Για τον Σίλλερ η κυριαρχία πάνω στις ορμές μέσω της ηθικής δύναμης είναι
πνευματική ελευθερία και η έκφρασή της στα φαινόμενα λέγεται αξιοπρέπεια.
«Η γαλήνη στον πόνο αποτελεί κυρίως την αξιοπρέπεια. Μόνο στο πάθος
μπορεί να φανερωθεί η ελευθερία της ψυχής. Όταν η αξιοπρέπεια πλησιάζει
προς τη χάρη και την ομορφιά παίρνει τ’ όνομα της ευγένειας, όταν πλησιάζει
128
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, σ. 157 και ο.π. Βάρναλης, Σολωμικά Άνθρωποι, σ.
65.
73
προς το μέρος του φόβου παίρνει τ’ όνομα του υψηλού» (Σίλλερ, Περί χάριτος
και αξιοπρέπειας).
Σύμφωνα, επομένως, με την ορολογία του Σίλλερ η ηθική στάση των
πολιορκημένων μπορεί να χαρακτηριστεί όχι με την κατηγορία «Amnut» ή
«Grazie» (=grazia,χάρη), αλλά με την κατηγορία «Würde» (dignita,
αξιοπρέπεια). Ο Σολωμός χρησιμοποιεί τη σχεδόν συνώνυμη έννοια του
«υψηλού» (sublime), η οποία προέρχεται επίσης από τον ίδιο.
Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους αξίζει να σημειώσουμε ότι
εντοπίζεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος να εκτεθεί η πρωτοτυπία του έργου του
λόγω της στενής επαφής του με την ποίηση και φιλοσοφία του Σίλλερ. Γι’ αυτό
και ο ίδιος ο ποιητής στην προσπάθεια του να εξαλείψει κάθε ίχνος μηχανικής
μίμησης του μεγάλου προτύπου του, λέει στο Β Σχεδίασμα μετά τη σκηνή: «Τ’
άρματα κείτονταν αδρανή κι άστραφταν στον ήλιο αδρανή»: «Πρόσεχε μην είναι του
Σίλλερ»129.
Η ηθική και καλαισθητική κρίση αντί να δυναμώνουνε η μια την άλλη,
αντιδρούν και αλληλοεμποδίζονται, γιατί επιβάλλουν στη ψυχή δύο ολοένα
αντίθετες κατευθύνσεις. Γιατί η συμφωνία με τον κανόνα που απαιτεί το λογικό,
λειτουργώντας ως ηθικός δικαστής είναι ασυμβίβαστη με την ανεξαρτησία που
ζητάει η φαντασία ως αισθητικός κριτής. Ο ποιητής οφείλει να τραβήξει
λιγότερο την προσοχή μας στον κανόνα της θέλησης και περισσότερο στη
δύναμη της θέλησης. Θα ανδρωθεί πολύ η ελευθερία της φαντασίας, όταν πολύ
σεβόμαστε τον ηθικό νόμο. Ο ποιητής θέτοντας στα μάτια μας τα πιο τέλεια
πρότυπα της ηθικότητας δεν έχει και δεν πρέπει να έχει άλλο σκοπό παρά να
τέρψει την ψυχή μας130. Αυτός είναι και ο σκοπός της τέχνης για τον Σίλλερ,
που πρώτος την χαρακτήρισε ως «παιχνίδι», γι’ αυτό και ο Κρότσε τον
129
ο.π. Γ.Βελουδής, περ. Τομές, σ.13.
130
Στο σημείο αυτό ο Βάρναλης (ο.π. σ 7) σημειώνει το ότι ο Λεωνίδας πήρε την ηρωική απόφαση
του, στην πραγματικότητα το λογικό μας το επιδοκιμάζει και τίποτα παραπάνω. Μα το ότι μπόρεσε να
την πάρει μας ευχαριστεί και μας ενθουσιάζει (Σίλλερ).
74
131
Όχι να ζωγραφίσει το πάθος· αυτό απλά αποτελεί το μέσο για να φτάσει στο σκοπό της.
132
ο.π. Βάρναλης, σ. 66-7.
75
133
βλ. Ε. Καψωμένος, Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου Φύσης στον Σολωμό, Γιαννενα 1972, σ.55-
58.
76
134
ο.π. 6η επισ. σ. 33.
135
Γι’ αυτό το λόγο σημειώνει ο Σίλλερ (σημ.σ.104) ο άνθρωπος προτού αρχίσει να φιλοσοφεί, είναι
εγγύτερα στην αλήθεια από όσο ο φιλόσοφος που δεν έχει ακόμη τελειώσει την έρευνα.
136
βλ. ο.π. Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου, σημ. 37, σ. 175.
78
137
ο.π. Βελουδής, σ. 160.
138
Ο Καψωμένος ο.π. Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, λέει στη σημ. 79, ότι αν υπάρχει στις προθέσεις
του ποιητή, καθώς ορισμένοι Στοχασμοί επιδέχονται τέτοια ερμηνεία, δεν έχει σημασία, εφόσον δεν
βρίσκει πάντα την ποιητική του πραγμάτωση. Αυτό σαφώς δείχνει ότι ο ποιητής δεν μιμείται απλά το
πρότυπό του, αλλά το αφομοιώνει δημιουργικά και ανοίγει νέα μονοπάτια.
79
πνεύματος, η αρχή της ύπαρξής του και η επιστροφή προς τον εαυτό του».
Μέσα απ’ αυτήν θα βρει ο ήρωας το δρόμο προς το υψηλό, προς το απόλυτο.
Στον Κρητικό και στον Πόρφυρα τροφοδοτούνται οι συγκρούσεις με τις
φυσικές δυνάμεις της βίας (δευτερεύουσες στον Κρητικό, πρωτεύουσες στον
Πόρφυρα). Σ’ αυτά η σύγκρουση με τη φύση, ως αρχέτυπο του κάλλους και του
αγαθού, δεν προσδιορίζεται διαβρωτικά χωρίς φανερή αντιπαράταξη προς την
ηθική θέληση. Αντίθετα, στον Πειρασμό η σύγκρουση δημιουργείται με την
αντιπαράταξη της ηθικής ελευθερίας προς το κάλεσμα της φύσης. Έχουμε και
στις τρεις περιπτώσεις δοκιμασία των ηρώων που πηγάζει απ’ τη σχέση τους με
τη φύση, αλλά πρωτίστως ως περιοχή του κάλλους, της ευδαιμονίας, του
αγαθού. Άρα οι συγκρούσεις δε γίνονται ενάντια στους φορείς της φυσικής
βίας, αλλά ενάντια σε κάτι ηθικό, αληθινό, ιερό καθ’ εαυτό. Η φύση του
Σολωμού, όπως προείπαμε, δεν είναι η φύση του Σίλλερ, δηλαδή η περιοχή
της Ανάγκης και της υλικής βίας. Άρα έχουμε συγκρούσεις όχι πρώτου, αλλά
τρίτου βαθμού απ’ τις οποίες φαινομενικά μόνο εκπορεύεται η σιλλερική
ιεράρχηση .
Η ουσιαστική διαφορά139 είναι ότι οι σιλλερικές συγκρούσεις γίνονται
ανάμεσα στον ηθικό και στον φυσικό άνθρωπο, στην πνευματική του υπόσταση,
που αντιπροσωπεύει η αρχή της ελευθερίας και στην υλική του φύση, που
υπόκειται στην εξουσία της Ανάγκης. Σύμφωνα με τον Σίλλερ, το λογικό και η
αισθητικότητα βρίσκονται σε αρμονία μπροστά στο ωραίο, όχι όμως μπροστά
στο υψηλό. Στον Σολωμό οι σχέσεις αλλάζουν. Μπροστά στο ωραίο δεν
έχουμε αρμονία της ηθικής ελευθερίας με την αισθητικότητα. Και μπροστά
στο υψηλό δεν έχουμε δυσαρμονία της πνευματικής με την υλική φύση του
ανθρώπου. Στον Πειρασμό το ωραίο και το αγαθό (Φύση – Φεγγαροντυμένη)
προκαλούν ρήγμα ανάμεσα στην ηθική ελευθερία και στην αισθητικότητα των
πολιορκημένων. Έτσι μέσα από το ωραίο περνούμε στο υψηλό. Η σύγκρουση
δε συντελείται ανάμεσα στην πνευματική και στην υλική φύση του ανθρώπου.
139
βλ. ο.π. Καψωμένος, σ. 91 κ.εξ.
80
Και το ωραίο και το αγαθό βρίσκονται από την πλευρά των αντίμαχων
δυνάμεων. Αντιστρατεύονται την αρχή της ελευθερίας. Αλλά αν το αγαθό είναι
πνευματική ουσία (με το μεταφυσικό νόημα που έχει στους ιδεαλιστές) και η
ηθική ελευθερία η αρχή της ύπαρξης του πνεύματος, πως μπορεί να νοηθεί
δυσαρμονία και σύγκρουση ανάμεσα στα δύο; Είτε θα δεχτούμε, λοιπόν, ότι
για τον Σολωμό η αρχή της ελευθερίας είναι στοιχείο της πνευματικής
υπόστασης του ανθρώπου, είτε ότι οι συγκρούσεις δε γίνονται ανάμεσα στον
πνευματικό και υλικό άνθρωπο. Ο άνθρωπος για τον Σολωμό (ιδιαίτερα της
τελευταίας περιόδου) είναι ηθικά ολοκληρωμένος, ο άνθρωπος είναι ενιαίος,
δεν παρουσιάζει ρήγμα στην ηθική και υλική του φύση. Η δυσαρμονία υλικής
και πνευματικής φύσης που είναι η βάση της τραγικότητας για τον Σίλλερ, στο
Σολωμό είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Πού βρίσκεται όμως η πηγή των σολωμικών συγκρούσεων; Φυσικά στη
σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Η φύση όμως είναι ο χώρος του θείου και ο
άνθρωπος αντίστοιχα είναι θείος. Πού βρίσκεται επομένως η δυσαρμονία;
Αντίθετα, η αρμονία ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση μας λέει πως η
περιοχή που εξασφαλίζει την πληρότητα και μακαριότητα της ύπαρξης του
ανθρώπου είναι η φύση. Αναγκαίο αποτέλεσμα είναι να τοποθετεί στη
συνείδηση του τη ζωή στην κορυφή των αξιών: «Δεν τόλπιζα ναν’ η ζωή μέγα
καλό και πρώτο» (Πορφ.Απ.1,253.5.10 παραλλ.). Τι μένει έξω από το πλέγμα
των σχέσεων; Η ηθική ελευθερία, η εγκατάλειψη της ατομικότητας, η
αυτογνωσία, η πλήρης αυτοσυνείδηση, η απόλυτη ανεξαρτησία, τόσο απέναντι
στην ευδαιμονία της ταύτισής του με τον κόσμο του κάλλους και του αγαθού,
όσο και απέναντι στην ακαταγώνιστη βία. Τόσο απέναντι στην κόλαση όσο και
στον παράδεισο. Τον Σολωμό τον απασχολεί το πρόβλημα της ελευθερίας
πρώτα ως υπαρξιακό, δηλαδή πρόβλημα ισορροπίας του ατόμου ανάμεσα τα
δύο άκρα.
81
140
ο.π. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ. 98.
82
και να συγκινηθεί πρώτο από το φαινόμενο του Αφελούς εντονότερα από κάθε
άλλο και να του δώσει ένα όνομα. Το έθνος αυτό ήταν, απ’ ότι ξέρω, οι γάλλοι.
Αλλά η αίσθηση του Αφελούς και τον ενδιαφέρον γι’ αυτό είναι φυσικά πολύ
παλαιοτέρα και χρονολογούνται από την αρχή της ηθικής κ’ αισθητικής
παρακμής. Αυτή η μεταβολή στον τρόπο της αίσθησης είναι π.χ. ήδη εξαιρετικά
εντυπωσιακή στον Ευριπίδη, όταν τον συγκρίνει κανείς με τους προγενεστέρους
του και ιδιαίτερα με τον Αισχύλο- και μολοντούτο ήταν εκείνος ο ποιητής ο
ευνοούμενος της εποχής του.
Η απόρριψη του Ευριπίδη από το Σολωμό στο θέμα της αναπαράστασης του
πάθους και του αισθήματος είναι διατυπωμένη στο Στοχασμό του στους
Ελεύθερους Πολιορκημένους, όπου και η αρνητική του απόφανση και για τους
περισσότερους από τους «νεότερους που είναι παιδιά του». Οι νεότεροι αυτοί
που εννοούσαν ο Σολωμός και ο Σίλλερ, ήταν οι γάλλοι κλασικιστές του 17ου
και 18ου αιώνα. Η θετική του απόφανση για τον Αισχύλο καταφαίνεται από τη
διπλή, καταφατική και παραδειγματική αναφορά του ίδιου και του Προμηθέα
στους Στοχασμούς και σε άλλα δύο σημεία των Ελεύθερων Πολιορκημένων (ΑΕ
406Γ 7-8, 406Δ 30-31).Το παρόν απόσπασμα βέβαια θίγει και το θέμα των
anciens και modernes για το οποίο μιλήσαμε .141
ΤΟ ΥΨΗΛΟ
141
ο.π. Βελουδής, σ. 158-9.
83
142
ο.π. Καψωμένος, Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου φύσης στο Σολωμό, Γιάννενα 1972, σ. 55.
143
ο.π. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, σ. 168-169.
144
ο.π. Βελουδής, σ. 170.
84
και ακόμα πιο συγκλονιστικά Η Ελληνίδα μητέρα: Το χάσιμο κάθε πράγματος, της
χαράς, της περιουσίας, των βασιλείων, το χάσιμο όλων δεν είναι τίποτα, αν η Ψυχή
μένει όρθια (ΑΕ 551.12-14 ΠΒ 227).
«Το αίσθημα του Υψηλού είναι ένα μικτό αίσθημα145. Είναι μια σύνθεση
πόνου, ο οποίος εκφράζεται στον ύψιστο βαθμό του ως τρόμος, και ευθυμίας, η
οποία μπορεί να υψωθεί μέχρι τη γοητεία και η οποία, μολονότι δεν είναι
πράγματι ηδονή, ωστόσο προτιμάται σε σχέση με κάθε άλλη ηδονή, κατά πολύ
από τις ευαίσθητες ψυχές» (Περί του Υψηλού,8,826). Στα ηθικά πνεύματα, λέει
σε άλλο σημείο ο Σίλλερ, «μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα το φοβερό (κατά
τη φαντασία) στο υψηλό. Όσο χάνει η φαντασία την ελευθερία της, τόσο
επιβάλλει ο Λόγος τη δική του και το πνεύμα διευρύνεται εσωτερικά τόσο
περισσότερο, όσο περιορίζεται προς τα έξω, Περί του Παθητικού, 8, 438».
«Βέβαια το ωραίο είναι ήδη μια έκφραση της ελευθερίας, όχι όμως εκείνης, που
μας αποδεσμεύει από κάθε σωματική επιρροή… Στην ομορφιά αισθανόμαστε
ελεύθεροι διότι εναρμονίζονται οι αισθητηριακές ορμές με τον νόμο του
Λόγου. Στο υψηλό, αισθανόμαστε ελεύθεροι, διότι οι αισθητηριακές ορμές δεν
ασκούν καμιά επιρροή στη νομοθεσία του Λόγου, διότι εδώ το πνεύμα δρα,
σαν να μην υπαγόταν σε κανένα άλλο νόμο παρά μόνο στον δικό του, Περί του
Υψηλού, 8, 826». «Στο Υψηλό… δεν συμφωνούν ο Λόγος και η αισθητικότητα,
και ακριβώς στην αντίθεση αυτή οφείλεται η γοητεία, με την οποία συγκινεί το
πνεύμα μας. Ο φυσικός και ηθικός άνθρωπος διαχωρίζονται εδώ με τον
οξύτερο τρόπο. Διότι στα αντικείμενα ακριβώς εκείνα, όπου ο πρώτος
αισθάνεται απλώς τα όρια του, αποκτά ο άλλος εμπειρία της δύναμης του και
ανυψώνεται μέσω εκείνου ακριβώς, που ρίχνει καταγής τον άλλο, ο.π. 8,828»146.
Το σχήμα δοκιμασία-ολοκλήρωση, είναι χαρακτηριστικό σχήμα της
σολωμικής ανθρωπολογίας, (που αναλύθηκε και στην απόδοση του όρου
«τραγικό»). Σχετίζεται με την σιλλερική αντίληψη του υψηλού και τη
145
βλ. Στοχασμοί, Peri,Αλεξίου, Ανδρουλιδάκης, ΙΧ, σ. 75.
146
ο.π. Στοχασμοί, σ. 84-85.
85
147
Σίλλερ‐Γκαίτε, Αλληλογραφία, Κριτική, σ. 75 ‐76.
148
ο.π., σ. 99, das Vortreffliche στο πρωτότυπο. Η φράση αυτή του Σίλλερ είχε εντυπωσιάσει βαθιά τον
Γκαίτε με αποτέλεσμα να τη συμπεριλάβει, ελαφρά τροποποιημένη στο μυθιστόρημά του
Wahlverwandschaften (Εκλεκτικές συγγένειες, δεύτερο μέρος, πέμπτο κεφάλαιο, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ,
Αθήνα 1989).
86
χαρακτήρες, πως απέναντι στο υπέροχο άλλη ελευθερία δεν υπάρχει από την α
γ ά π η ». Και αγάπη για τον Σίλλερ, όπως μας εξηγεί ο Ξηροπαΐδης,
ονομάζεται «η κλίση του Λόγου να ενωθεί με το αισθητό. Το ωραίο το
θεωρούμε στην πραγματικότητα όχι με σεβασμό αλλά με αγάπη. Με εξαίρεση
την ανθρώπινη ωραιότητα, η οποία περικλείει εντός της την έκφραση της
ηθικότητας, που αποτελεί αντικείμενο σεβασμού. Αν θέλουμε συγχρόνως να
αγαπάμε το αξιοσέβαστο, τότε πρέπει να το έχουμε προσεγγίσει ή να
μπορούμε να το προσεγγίσουμε. Η αγάπη είναι απόλαυση, ο σεβασμός όμως
όχι. Εδώ επικρατεί ένταση, στην αγάπη χαλάρωση. Η ευχαρίστηση που
προκαλεί η ωραιότητα πηγάζει λοιπόν από την παρατηρούμενη αναλογία με
τον Λόγο και συνδέεται με την αγάπη»149.
Το υψηλό του Σίλλερ εμπνέεται από την ελληνική τραγωδία, με τη
διαφορά ότι για τον γερμανό ποιητή εκφράζει την υπεροχή του Λόγου (θεϊκής
ουσίας), της οποίας φορέας είναι ο άνθρωπος, απέναντι στην υλική του φύση.
Προϋποθέτει δηλαδή τον δυϊσμό, τη διάσπαση της υπαρξιακής ενότητας του
ατόμου. Ενώ για τον αρχαίο Έλληνα η πρώτη πηγή του τραγικού είναι η
αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο ως ενιαία ύπαρξη και στο θείο (και η μοίρα
είναι μορφή του θείου), αντίθεση που πηγάζει από την πρωταρχική πίστη στο
ανθρώπινο ον (προμηθεϊκή ιδέα)150. Ο Σολωμός βρίσκεται κάπου ανάμεσα, δεν
προτάσσει την ανταγωνιστική σχέση μεταξύ θεού και ανθρώπων, και όταν
υπάρχει σχέση, αυτή είναι σχέση αρμονίας. Ως εκ τούτου βρίσκεται εγγύτερα
στην σιλλερική αντίληψη του τραγικού.
Μετατοπίζει το θείο από τον μεταφυσικό χώρο στο φυσικό, όπως
ακριβώς στο σύμβολο της Φεγγαροντυμένης. Δεν είναι τα αισθητά αντικείμενα
πραγμάτωση της απόλυτης Ιδέας, δεν είναι το ωραίο ίδιον της φύσης: η Ιδέα
φαντάζει ως σύνοψη μιας κυρίαρχης ιδιότητας των αισθητών. Η θειότητα είναι
149
Σίλλερ, Καλλίας ή περί του κάλλους, επίμετρο, σ.143.
150
βλ.ο.π. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ. 75-76, σημ. 53. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές
του Σολωμού στην Αισχύλεια τραγωδία (Προμηθέας Δεσμώτης), που αντιπροσωπεύει την αντίθεση
θεού - ανθρώπου.
87
οντολογική κατηγορία της φύσης και η θεϊκή παρουσία μέσα στη φύση είναι
πλαστική σύλληψη και απεικόνιση αυτής της θειότητας. Ο κόσμος είναι θείος,
άρα η περιοχή του θείου είναι αυτός ο κόσμος, το θείο είναι ανάμεσα μας,
κόσμος άνθρωπος και θεός είναι ομοειδή.
Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος !(Φρ.Φράιζερ)
Ανθίζει με τους κρίνους του παρθενικός ο κόσμος.
(Carmen Seculare)
Κι εβγήκε κόρη θεικιά και φεγγαροντυμένη (ΕΠ Γ΄, Απ.1,245.6.21)
Ο παράδεισος βρίσκεται γύρω και μέσα στον άνθρωπο. Το σύμπαν είναι ενιαίο,
όπως και ο άνθρωπος.
Το ύψιστο κατά τον Ροζάνη151πραγματοποιεί μια βασική σύνδεση
ανάμεσα στην Natura Naturans και στη Natura Naturata, ανάμεσα στο
καθολικό και στο μερικό, όρους οι οποίοι συνιστούν τους δύο βασικούς πόλους
της ιδεολογίας του ρομαντικού. Η ιδέα της πτώσης, ως πτώσης της φύσης από
το ανώτατο στο κατώτατο, από την αγάπη στη λαγνεία, και από την άλλη, η
πτώση του ανθρώπου, ως ύπαρξης, από μια βαθμίδα αγνότητας σ’ ένα επίπεδο
διαφοράς και έξαρσης κάθε απαγορευμένου της ψυχής του. Και από εδώ
εκπηγάζει η τεράστια σημασία και ο ανυπέρβλητος ρόλος τον οποίο
διαδραμάτισε στη μορφοποίηση και έκφραση των κορυφαίων στιγμών της
δημιουργίας. Το Ύψιστο έχει να κάνει με τη στάση της ψυχής του ανθρώπου
(Coleridge, Bradley), ψυχολογικά αιτιολογεί ή δημιουργεί τον εφιάλτη και
αισθητικά, εξυψώνει το όραμα σε μορφικές αποκρυσταλλώσεις και δημιουργεί
το υπόβαθρο κάθε εκφραστικής διεργασίας. Το ύψιστο σχετίζεται και με την
Παλαιά Διαθήκη( εξ ου η εβραϊκή καταγωγή κατά τους ως άνω μελετητές) και
συγκεκριμένα με την έσχατη σύγκρουση του ανθρωπίνου με το θείο. Για τον
Σολωμό, όπως και για τους σημαντικότερους ρομαντικούς, η ηθική δύναμη
διατηρεί όλους τους χαρακτήρες του υψίστου, το οποίο αποκαλύπτει στο
ανθρώπινο τη θεία του φύση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον πόνο και
151
Σ. Ροζάνης, Το δαιμονιακό Ύψιστο, Προοπτικές, Αθήνα 1976, σ. 24.
88
τον φόβο που η τιτάνια πάλη του ηθικού νόμου αυτοαποκαλύπτει μέσα του. Ο
Σολωμός λέει ότι η ηθική δύναμη μπαίνει σε δοκιμασία από τη συμφορά και
αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι η συμφορά αποτελεί γι’ αυτόν ένα πρωταρχικό
ψυχικό πεδίο, πάνω στο οποίο δοκιμάζεται η υψηλότερη δυνατότητα του
ανθρώπινου πνεύματος, που είναι η ηθική δύναμη. Και δεν είναι τυχαίο που,
ταυτόχρονα με την ανύψωση της συμφοράς ως πρωταρχικής αιτίας της
δοκιμασίας, μας μιλά και για μια άλλη δύναμη, ντυμένη μια ακαταμάχητη
γοητεία, «που κάνει στο τέλος πικρότερο το χαμό». Αυτή η άλλη δύναμη δεν
μπορεί να νοηθεί ως το αντίθετο της ηθικής δυνάμεως, δηλαδή η καταπάτηση
του ηθικού νόμου, που αναγκαία απορρέει από την συμφορά και είναι η αιτία
για έναν χαμό πικρότατο, αναπόσπαστο απ’ αυτή152.
Το Υψηλό κατά τον Βάρναλη153, όπως πραγματώνεται στο Σολωμό,
είναι η νίκη της ηθικής θέλησης (=πνεύματος) ενάντια στις φυσικές
εναντιότητες (=Μοίρα). «Μόνο η ηθική υποχρέωση είναι θεμελιωμένη πάνω
στη λογική μας φύση και πάνω σε μια εσωτερική αναγκαιότητα. Γιατί δεν
καθορίζεται από κανένα εξωτερικό στοιχείο, μα από ένα στοιχείο εσωτερικό,
το λογικό μας. Το λογικό μας, λέει κατά λέξη ο Σίλλερ, είναι το παλλάδιο της
Ελευθερίας μας. Αυτή η ηθική υποχρέωση δε γνωρίζεται ποτέ τόσο ζωηρά,
παρά όταν βρίσκεται σε σύγκρουση με άλλη υποχρέωση και την υπερνικά.
Τότε αποκαλύπτει όλη τη δύναμη του ηθικού νόμου, όταν τη βλέπουμε σε
πάλη μ’ όλες τις άλλες δυνάμεις της φύσης154, κι όταν κοντά της όλες αυτές οι
δυνάμεις χάνουνε την εξουσία τους, επάνω στην ανθρώπινη ψυχή (καρδιά).
Μόνη η αντίσταση δίνει το μέτρο της δύναμης και την κάνει ορατή. Ο
υψηλότερος βαθμός της ηθικής μας φύσης αποδείχνεται σε μια κατάσταση
βίαιη και μέσα στην πάλη. Κι ο μεγαλύτερος βαθμός της ηθικής χαράς θα
152
Σ. Ροζάνης, Σπουδή στο Σολωμό, Δωδώνη, σ. 9.
153
Κ. Βάρναλη, Σολωμικά Άνθρωποι, ΙΙ Καταγωγή των ιδεών και της τέχνης του Σολωμού,σ. 64.
154
Με τον όρο άλλες δυνάμεις της φύσης , λέει ο Βάρναλης, εννοούμε ό,τι δεν είναι ηθική δύναμη κι
ό,τι δεν υπόκειται στη νομοθεσία του λογικού: αισθήματα, ένστικτα, συμπάθειες, πάθη, φυσική
αναγκαιότητα, τύχη.
89
συνοδεύεται πάντα με τον πόνο»155. «Διότι την ισχύ της αντίστασης ή την ηθική
δύναμη του ανθρώπου μπορεί να την κρίνει κανείς μόνο αναλόγως προς την
ισχύ της επίθεσης. Όσο πιο αποφασιστικά και βίαια εκφράζεται το συναίσθημα
στο πεδίο της ζωώδους φύσης [του ανθρώπου]… τόσο περισσότερο
φανερώνεται η ανθρώπινη φύση, τόσο ενδοξότερη αποκαλύπτεται η ηθική
αυτοτέλεια του ανθρώπου, τόσο παθητικότερη είναι η παρουσίαση και τόσο
υψηλότερο το πάθος», (Περί του παθητικού, 8, 433)156. Αντίστοιχα στο Περί του
Υψηλού λέει157: «Όσο φοβερότεροι οι αντίπαλοι, τόσο ενδοξότερη η νίκη. Μόνο
η αντίσταση μπορεί να κάνει τη δύναμη ορατή. Αυτές οι δύο τελευταίες
προτάσεις του Σίλλερ βρίσκουν την πιο εύστοχη πραγμάτωση τους στο
σολωμικό στοχασμό στους Ελεύθερους Πολιορκημένους:
Η μικρή γη χωρίς όνομα και χωρίς δόξα ξαφνικά υψώνεται
στη κορφή της δόξας, πρώτα με το να προβάλλει,
έπειτα με το να παραμένει αποκρούοντας πολλές δυνάμεις.
(ΑΕ 403Β 20-23)
Για τον Σίλλερ, ανάμεσα στις δυνάμεις, που αντιπαλεύουν τον άνθρωπο, δεν
είναι μόνο ό,τι βρίσκεται κάτω από την ύψιστη νομοθεσία του Λόγου, αλλά και
η ίδια η μοίρα· το ίδιο και για τον Σολωμό:
Βέβαιη η θέληση, αλλά η μοίρα;(Α.Ε 403Β 38)
…………………………………………………
Αλλά τους…την καρδιά η μοίρα(Α.Ε 421Β 32-33)
όπου με τη βοήθεια του σιλλερικού αποσπάσματος (Μόνο τότε αποδεικνύεται
ολόκληρη η δύναμη του ηθικού νόμου, όταν φανερώνεται σε σύγκρουση με
όλες τις άλλες φυσικές δυνάμεις και όμως όλες χάνουν την εξουσία τους πάνω
155
Από το έργο του Σίλλερ, Περί του λόγου της ευχαρίστησης από τα τραγικά θέματα (Űber den Grund
des Vergnugens an tragischen Gegenstanden), στο οποίο πραγματοποιεί την πολύ γόνιμη γι’ αυτόν
μετάβαση στην καντιανή ηθική και αισθητική (βλ.Βελουδής, Ρομαντική Ποίηση και ποιητική, σ.155).
156
βλ. και Στοχασμοί, Peri, Αλεξίου, Ανδρουλιδάκης, σ. 65. Ο Coutelle αμφισβητεί ότι οι Στοχασμοί
εκφράζουν την έννοια του Υψηλού, επικαλούμενος το γεγονός ότι λείπει η λέξη Sublime, Υψηλό ή
Ύψος (1990,135). Αφού όμως εκφράζονται όλα τα στοιχεία της έννοιας του υψηλού δηλ. α) οι
δυσκολίες, τα εμπόδια, οι εχθρικές δυνάμεις, και β) η υπέρβαση τους, μέσω της οποίας εκδηλώνεται η
ελευθερία (Στοχ.VII,VIII¹,IX³,X,XI), δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει η ίδια η λέξη.
157
Δ. Σολωμού, Στοχασμοί, Μ.Peri, Σ.Αλεξίου, Κ. Ανδρουλιδάκης, Στιγμή, Αθήνα 1999, σ.75.
90
σε μιαν ανθρώπινη καρδιά…, Περί του λόγου της ευχαρίστησης από τραγικά
θέματα, 1792) αποκαθιστά το σολωμικό κενό.
Κατά τον Σίλλερ, τα εθνικά θέματα μόνον εμμέσως είναι κατάλληλα ως
ποιητικά μοτίβα: «Η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου και η πρόκληση εθνικών
αισθημάτων στον πολίτη είναι ασφαλώς μια πολύ τιμητική αποστολή για τον
ποιητή, και οι Μούσες γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα πόσο στενά
συνδέονται με τα θέματα αυτά οι τέχνες του Υψηλού και του Ωραίου. Αλλά ό,τι
κάνει η ποίηση εντελώς εξαίρετα με έμμεσο τρόπο, θα το επετύγχανε πολύ
άσχημα, αν το έκανε με άμεσο (Περί του παθητικού, 8,449)158.
Στον Γουλιέλμο Τέλλο (Δ πράξη, 2η σκηνή) λέει ο βαρόνος Attinghausen
στους επαναστατημένους συμπατριώτες του: «Να είστε μονοιασμένοι -
μονοιασμένοι - μονοιασμένοι!» Υιοθετώντας αυτές τις δύο έννοιες διχόνοια -
ομόνοια, που αποτελούν και δύο απ΄ τις κεντρικές έννοιες της πατριωτικής
ποίησης του Σολωμού γίνεται η αναγωγή και σε ένα ακόμα κοινό ιστορικό
τους υπόστρωμα, που διαπότισε με υψηλές ιδέες το αίτημα της εθνικής
ενότητας, καθενός από την σκοπιά του: Αίτημα εθνικής ενότητας (Σολωμός),
αίτημα της ενότητας των γερμανικών κρατιδίων (Σίλλερ), μια ιδέα που θα
βάλει αργότερα τη σφραγίδα της στο πολιτικό Risorgimento των δύο λαών στο
19ο αιώνα. Θυμίζουμε τον κορυφαίο λόγο του Σολωμού για την εθνική
ανεξαρτησία των Ελλήνων: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και
γλώσσα». Το ίδιο νόημα έχει και η απόκριση του Σολωμού στους φίλους του
όταν τους διάβασε τον Πόρφυρα κι αυτοί ξαφνιάστηκαν που δεν
πραγματεύονταν ένα εθνικό θέμα: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι
είναι αληθές». Το αληθές εδώ δεν είναι τίποτε άλλο από ό,τι αλλού αποκαλεί
αληθινή ουσία, μεγάλες ουσίες, υψηλό. Η Ελλάδα από γεωγραφική και
ιστορική έννοια μεταβάλλεται σε φορείο της εγελιανής, σιλλερικής Ιδέας, που
υποδηλώνει ταυτόχρονα και τη μετάβαση του Σολωμού από την εθνική-
158
ο.π. Στοχασμοί, σ. 60.
91
πατριωτική ιδεολογία της νιότης του στη φιλοσοφική σύλληψη και διατύπωση
και του «εθνικού αντικειμένου»(βλ. και Στοχασμό 18).
Έτσι αβίαστα αναδύονται οι συντεταγμένες της σολωμικής
κοσμολογίας, που είναι αυτές ενός ελληνικού αισθητικού ανθρώπου, ευτυχές
συμπίλημα μιας ιθαγενούς πολιτισμικής παράδοσης, με κάποια ομόλογα
στοιχεία της ρομαντικής φυσικής φιλοσοφίας. Το πρώτο δείγμα γραφής μιας
βαθιάς ελληνικότητας στην ποίηση μας, από έναν υψηλό αισθητικό άνθρωπο,
έναν γνήσιο έλληνα, που στη συνέχεια της παράδοσής μας εκφράστηκε με
ανάλογους επιγραμματικούς λόγους άλλων μεγάλων ποιητών, λιτά μα τόσο
εύστοχα: «Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει», ή «βουλιάζει όποιος σηκώνει τις
μεγάλες πέτρες» (Σεφέρης), «Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται…»(Ρίτσος), «των βράχων
τ’ αγάλματα» ή «η Ελλάδα η δεύτερη του απάνω κόσμου» (Ελύτης).
Γενικά στον Σολωμό το προσωπικό, περιστασιακό βίωμα υποχωρεί
μπροστά στη γενική, εθνική ανθρώπινη μοίρα. Το ατομικό πάθος ανάγεται
στην ιδέα του συλλογικού πάθους, το οποίο εκλαμβάνεται ως φυσικός
πειρασμός και προβάλλεται ως αντίστοιξη αυτοθυσίας. Ο Ζήσιμος
Λορεντζάτος στο έργο του Για τον Σολωμό, Τη λύρα τη δίκαιη (1974) γράφει: «Η
ποίηση γι’ αυτόν ή ολόκληρη η τέχνη δεν σημαίνει, όπως για τους συγχρόνους
μας, έκφραση προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα». Ο
Σεφέρης είχε μιλήσει για «απόσβεση του εγώ » θεωρώντας την αρχή αυτή σήμα
της γνήσιας λογοτεχνίας159. Ο Σολωμός όχι μόνο φεύγει από το εγώ, αλλά
καταφέρνει και ανάγει την ποίηση του σε εθνικά, πανανθρώπινα, κοσμικά
επίπεδα με νοήματα που ακριβώς λόγω του γενικού, ανθρώπινου
προσδιορισμού τους παραμένουν για πάντα διαχρονικά.
159
Ένα από τους χαρακτηριστικά της πρώιμης ιαμβικής και λυρικής ποίησης στην ελληνική, είναι η
απροκάλυπτη προβολή του παθολογικού εγώ μέσα στο ποίημα, προβολή που θεωρήθηκε από τον Snell
(Η ανακάλυψη του πνεύματος , Ελληνικές ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης, μτφρ.Δ. Ιακώβ, ΜΙΕΤ, Αθήνα
1984, σ.14) απόδειξη της ανακάλυψης του υποκειμένου στον αρχαίο κόσμο, υπερβολή που
περιορίστηκε στο μεταξύ. Το παράδειγμα του Αρχιλόχου και της Σαπφούς επιβεβαιώνει σε μεγάλο
βαθμό τη φιλολογική και φιλοσοφική αυτή πρόκριση, που εφεξής θεωρήθηκε αυτονόητη για το γένος
της λυρικής ποίησης, βλ. και Δ.Μαρωνίτης, Δ, Σολωμός, Μελετήματα, Πατάκη, σ. 72‐73.
92
160
βλ.Λ. Πολίτη, Γύρω στον Σολωμό, Μελέτες και άρθρα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995,σ. 206.
93
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Η φορά των πραγμάτων έσυρε το πνεύμα του καιρού σε έναν δρόμο, στον οποίο είναι
φόβος μήπως αυτό θα απομακρύνεται πάντα περισσότερο από την τέχνη του ιδανικού.
Νόμος αυτής είναι ν’ αφήσει την πραγματικότητα και με τόλμη σεμνή να υψωθεί, όπου
δεν επικρατεί η χρεία. Διότι η τέχνη είναι μια θυγατέρα της ελευθερίας, και θα
υποτάσσεται στην ανάγκη του πνεύματος όχι στη βία της ύλης. Αλλά σήμερα βασιλεύει
η χρεία και στον τυραννικό ζυγό της σέρνει δεμένη την ξεπεσμένη ανθρωπότητα. Η
ωφέλεια είναι το μέγα είδωλο του καιρού, το οποίο όλες οι δυνάμεις βιάζονται να
υπηρετούν και όλοι οι νόες να προσκυνούνε. Σε τούτη τη χοντρή ζυγαριά κανένα βάρος
δεν έχει η πνευματική αξία, και χάνοντας κάθε εμψύχωση φεύγει από τη πολυθόρυβη
αγορά του αιώνος. Ως και το φιλέρευνο φιλοσοφικό πνεύμα αρπάζει της φαντασίας μία
επικράτεια, κατόπιν της άλλης και τα όρια της τέχνης στενεύονται, όσο περισσότερο η
επιστήμη απλώνει τα δικά της».
Τόσο εύστοχα ο Πολυλάς αφομοιώνοντας τις νουθεσίες του Σίλλερ161,
σκιαγραφεί στα προλεγόμενά του, το πνεύμα της εποχής του, καθιστώντας
κτήμα ες αεί την καθαρή ποιητική διάθεση και τον φιλοσοφικό στοχασμό του
Σολωμού, που συγκροτούν μια υψηλή τέχνη βγαλμένη από τα βάθη μιας
μεγάλης ψυχής, ενός προικισμένου ποιητικού νου (ingenium). Ο αληθινός
ποιητής δεν μιμείται κανένα αριστούργημα της φύσης, κανένα άλλο έκτυπο,
παρά μόνο τον εαυτό του. Με την κριτική δύναμη του στοχασμού διακρίνει τις
ατέλειες της φύσης και διορθώνοντάς τες, τις υψώνει σε μια υψηλή τέχνη, όπου
αίσθημα και συναίσθημα, παθητική αυθορμησία της φαντασίας και ενεργός
αυθορμησία της διάνοιας, αναγκαιότητα και ελευθερία συνέλκονται και
συμφιλιώνονται, υπερβαίνοντας τη χωριστική τους περατότητα, σε μια ευγενή,
πνευματική μορφή, ενεργοποιώντας ακριβώς το νόημα της τέχνης. Ο ίδιος
αναδεικνύει την καθολικότητα του αληθούς, του ωραίου, του υψηλού μέσα από
τη συγκεκριμένη, ανεπεξέργαστη μερικότητα του είδους. «Ειλικρινής και
161
Από τις επιστολές Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου και Προλεγόμενα Κριτικά, Στάη,
Πολυλά, Ζαμπέλιου, σ.75.
94
θερμός εραστής του Αληθούς και του Αγαθού, προς τα οποία είχε πάντοτε
προσηλωμένο το ευγενικό του πνεύμα και μελετώντας και γράφοντας», είναι
χαραγμένο πάνω στον τάφο του. Κατέστησε την τέχνη του μέσα στα δεδομένα
γραμματολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα, συστατικό στοιχείο της
γλωσσικής, εθνικής, αλλά και ανθρωποκεντρικής αυτοσυνειδησίας του λαού
του, χωρίς όμως να αδιαφορήσει απέναντι στα μηνύματα του καιρού του και
στις ευρωπαϊκές καταβολές του.
«Θεϊκή είναι η δύναμη του ποιητή να παρασταίνει πρώτα όλη την εξωτερική
λαμπρότητα του επίγειου μεγαλείου, ν’ αποτραβά σιγά σιγά τη ματιά μας από κείνην, να
της ανοίγει μια φωτεινή πύλη προς τα βάθη και το μεγαλείο της ψυχής – στον
αυτοκράτορα αφοσιωμένον ολότελα στα κοσμικά πράγματα να κρύβεται μια άπλερη και
σεμνή ευλάβεια με μορφή ακαθόριστη ή και συγκεκριμένη όταν τύχει η περίσταση – που
απορρέει όμως από κάτι γενικότερο προς το οποίο αυτός υψώνεται και όπου σβήνει η
ατομικότητα το – στον ιερέα αφοσιωμένον ολότελα στη διακονία του θείου υπάρχει μια
πλευρά ανοιχτή για την αίσθηση του βασιλικού μεγαλείου, αφού εκπορεύεται τούτο από
την επουράνια δύναμη – και στη μυστική αυτή συγγένεια δυο έξοχων ψυχών κρατιέται η
υφή του ποιήματος αυτού που υπηρετεί τη θρησκεία». Αυτό είναι το σχόλιο του
Σολωμού στο ποίημα του Σίλλερ, Κόμης του Αψβούργου, που συμπυκνώνει την
εκλεκτική τους συγγένεια και προμηνύει το βασικό μοτίβο των ελεύθερων
πολιορκημένων, κεντρικό μοτίβο όλης του της ποιητικής162. «Το νόημα είναι
πάντα το ίδιο από την αρχή ως το τέλος…έτσι πράγματι κάθε λέξη βγήκε μεστή από το
νόημα, και το έργο φαίνεται ατομικό μέσα στο πνεύμα της δημιουργού γενικότητας. Η
ασώματη ψυχή του ποιήματος που φεύγει από τον Θεό, και αφού κάμει τον κύκλο
σωματοποιημένη στα όργανα του τόπου, του χρόνου, της εθνικότητας, της γλώσσας, με
διάφορες σκέψεις, αισθήματα, εντυπώσεις να φτιάνει ένα μικρό σύμπαν σωματικό
κατάλληλο να την εκδηλώσει κατά το δυνατόν· και πάλι φεύγει απ’ όλα αυτά και
επιστρέφει στον Θεό, Στοχ. ΙΧ¹,ΙΧ²».
162
ο.π. Βελουδής, Σολωμός και Σίλλερ, περ. Τομές, τ. 44-45, σ.9.
95
Αυτή είναι η σολωμική φιλοσοφία της ποίησης του, που εκκινώντας από
τον γερμανικό ρομαντισμό με τον εξαίσιο λυρισμό του γεφυρώνει το θείο και
το ανθρώπινο, το τραγικό και το πραγματικό, το αισθητό και το ουράνιο. Όλες
οι δυνάμεις βρίσκονται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, που τον αντιμετωπίζει σαν
μια ενιαία οντότητα, η οποία παλεύει για την ελευθερία της, αντιστέκεται,
υπομένει σαν άνθρωπος θεός και αναδεικνύεται νικήτρια, προσθίγοντας τον
ανώτατο σκοπό, που εσκεμμένα και μεθοδικά εκείνη κατευθύνει. Έτσι
πραγματώνεται το περίφημο νόημα της τέχνης, η απολύτρωση του ανθρώπου
απ’ τα πάθη, ο θρίαμβος του νου έναντι της ύλης. Χωρίς να υποκύψει στον
πειρασμό έστω και ενός οριστικού και τελειωμένου ποιήματος, εισάγει έναν
μοντερνισμό, με τη μέθοδο γραφής του, που όχι μόνο ξεπερνά τα ρομαντικά
πρότυπα της εποχής του, αλλά και της επόμενης φάσης του ρεαλισμού, για να
συναντήσει τους αισθητικούς προβληματισμούς των πρωτοποριακών ρευμάτων
του εικοστού αιώνα: υλοποιεί προδρομικά τη συναρπαστική περιπέτεια της
γραφής ως «σημαίνουσας» (significance), δηλαδή αναδημιουργίας χωρίς
τέλος163.
Μοναδικός έλληνας συνομιλητής, στο έδαφος της δικής του απόλυτης
ποίησης με συνοδηγό την ποίηση του γερμανικού ρομαντισμού ιχνηλατεί,
ακολουθώντας το δικό του απάτητο μονοπάτι, στη σκέψη και το έργο των
κορυφαίων εκπροσώπων της και κυρίως του Σίλλερ και συμμετέχει στο
ατέρμονο ταξίδι της Darstellung με πυξίδα τον κλασικό λόγο του Ηράκλειτου,
όπως μας διαβεβαιώνει ο αφοσιωμένος πνευματικός του σύντροφος και
μαθητής Πολυλάς: «Τοῦ λόγου δέ ἑόντος ξυνοῦ, ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν
ἔχοντες φρόνησιν∙ ἡ δ’ ἐστιν οὐκ ἄλλο τι ἀλλ’ ἐξήγησις τοῦ τρόπου τῆς τοῦ
ἀληθεύομεν∙ ἅ δέ ἄν ἰδιάσωμεν ψευδόμεθα»164.
163
βλ. Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, σ.199-200.
164
ο.π. Προλεγόμενα Κριτικά , σ. 297-8.
96
٭
«Η φιλοσοφία δεν είναι κάτι το μοναδικό όπως το έργο τέχνης. Σ’ αυτήν
επιπλέον είναι η επιδεξιότητα της Τέχνης, που ο καλλιτέχνης δέχτηκε από
άλλους και εκ νέου ασκεί. Η επινόηση του καλλιτέχνη είναι η έγνοια για το
Όλο του και η επιτήδεια εφαρμογή των μέσων που προετοίμασαν και βρήκαν
άλλοι πριν απ’ αυτόν. Εκτός απ’ αυτό, οι ιδιαίτερες ιδιοτροπίες και τα
τεχνάσματα μπορούν να είναι απειράριθμα. Η φιλοσοφία έβαλε θεμέλιο της
έναν διαλογισμό, μια ουσία και στη θέση της προγενέστερης αληθινής γνώσης
του ίδιου (διαλογισμού) δεν μπορεί να τεθεί τίποτ’ άλλο, και μια τέτοια γνώση
πρέπει να έρθει και στους μεταγενέστερους»165.
«Όσα προηγήθησαν αποτελούν μια απόπειρα να προσεγγισθεί η ψυχή
του ποιητή. Η ποίηση είναι γεγονός ανεξάντλητο, το ίδιο και ο Σολωμός. Άλλο
αν ο θετικισμός της γνώσεως αξιώνει την ποίηση χωρίς τον ποιητή, άλλο αν ο
θετικισμός δε βλέπει στο έργο τέχνης παρά μια ανατομία σώματος, χωρίς
165
Από ένα σημείωμα, στοχασμό στα Αυτόγραφα του F. Schlegel, του αρχηγέτη του γερμανικού
ρομαντισμού (ΑΕ 571α 1-8).
97
166
Γ. Αποστολάκη, Η ποίηση στη ζωή μας, Βάνιας, σ.291.
167
ο.π. Δ. Μαρωνίτη, Οι εποχές του Κρητικού, Λέσχη, Αθήνα 1975, σ. 23.
168
βλ.Λ. Πολίτη, Γύρω στον Σολωμό, σ.123.
98
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Σ.Αλεξίου, Σολωμικά, Στιγμή, Αθήνα 1994.
-Γ. Αλισανδράτος, Σολωμικά Μελετήματα, Πορεία, Αθήνα 2004.
-Άπαντα Σολωμού (τομ. Ι,ΙΙ,ΙΙΙ), Ιστορικές εκδόσεις λογοτεχνίας.
-Γ. Αποστολάκης, Η ποίηση στη ζωή μας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
-Κ. Βάρναλης, Σολωμικά Άνθρωποι, Αθήνα 1957.
-Beardsley, Ιστορία των αισθητικών θεωριών, μτφρ. Χριστοδουλίδης – Κούρτοβικ, Αθήνα
1989.
-Γ.Βελουδής, Σολωμός και Schiller, περ.Τομές, τ.44-45, σ.8-14.
-Γ. Βελουδής, Ρομαντική ποίηση και ποιητική, Οι γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα 1989.
-Γ.Βελουδής, Στοχασμοί στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, Αθήνα, 1997.
-Γ.Βελουδής, Σολωμός και Schiller, περ.Τομές, τ.44-45, σ.8-14.
-Γ.Βελουδής, Αναφορές, έξη νεοελληνικές μελέτες, Φιλιππότη, Αθήνα 1983.
-Γκαίτε, Οι Εκλεκτικές Συγγένειες, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Άγρωστις,1989
-L. Coutelle, Πλαισιώνοντας τον Σολωμό, Νεφέλη, Αθήνα 1990.
-L.Coutelle, Formation poetique de Solomos (1815-1833), Ερμής, Αθήνα 1977
-Ε. Καψωμένος, Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου-φύσης στον Σολωμό, Γιάννενα 1972.
-Ε.Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου, Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία.
-Γ. Κεχαγιόγλου επιμ., Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, Επιλογή κριτικών κειμένων,
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.
-Π. Μακριτζ, Διονύσιος Σολωμός, μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Καστανιώτη, Αθήνα
1995.
-Δ. Μαρωνίτης, Οι εποχές του Κρητικού, Λέσχη, Αθήνα 1975.
-Δ. Μαρωνίτης, Δ.Σολωμός, Μελετήματα, Πατάκη.
-Nietzsche, Η γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Εκδοτική Θεσσαλονίκης.
- Nietzsche, Η φιλοσοφία στην Τραγική εποχή των Ελλήνων, Εκδοτική Θεσσαλονίκης.
-Κ. Παλαμάς, Διονύσιος Σολωμός, επιμ. Μανόλης Χατζηγιακουμής, Ερμής, Αθήνα 1970.
-Λ. Παπαδοπούλου-Ιωαννίδου, Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού στο αυτόγραφο Τετράδιο Ζακύνθου,
Αρ.11, University studio Press, Θεσσαλονίκη 1978.
-Peri, Αλεξίου, Ανδρουλιδάκη, Στοχασμοί Δ. Σολωμού, Στιγμή, Αθήνα, 1999.
-Λ.Πολίτη, Γύρω στον Σολωμό, Μελέτες και Άρθρα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995.
-Σ.Ροζάνης, Η Αισθητική του Αποσπάσματος, Ίδρυμα Γουλανδρη-Χορν, Αθήνα 1985.
-Σ.Ροζάνης, Το Δαιμονιακό Ύψιστο, Προοπτικές, Αθήνα 1976.
-Σ.Ροζάνης, Σπουδή στο Σολωμό, Δωδώνη.
99
-Φ. Σίλλερ, Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου, μετάφραση, σημειώσεις, επιλεγόμενα
Κώστας Ανδρουλιδάκης, Ιδεόγραμμα.
-Φ. Σίλλερ, Καλλίας ή περί του Κάλλους, επίμετρο Γ. Ξηροπαΐδης, Πολις.
-Φ. Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης,
Στιγμή 1985, 2005.
-Φ. Σίλλερ, Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα, μτφρ.Κ.Σαμέλης, Διώνη ποίηση.
- Σίλλερ- Γκαίτε, Αλληλογραφία, Κριτική, 2001
-Σολωμός, Προλεγόμενα Κριτικά, Στάη-Πολυλά-Ζαμπέλιου, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004.
-Δ. Σολωμός, Αυτόγραφα έργα, επιμ.Λ. Πολίτης, 2τ,Θεσσαλονίκη, 1964.
-Δ. Σολωμός, Άπαντα, Ποιήματα και πεζά, επιμ.Μαρίνος Σιγούρος, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1957.
-Ε. Τσαντσάνογλου, Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Διονύσιου Σολωμού. Το αυτόγραφο
Τετράδιο Ζακύνθου αρ.11, εκδοτική δοκιμή, Ερμής, Αθήνα 1982.
-Τετράδια Ευθύνης, Νο 22, Αρετή και Δόξαν του Δ.Σολωμού, Εις μνήμην και Τιμήν.
-Wellek R.-Warren A., Θεωρία Λογοτεχνίας, μτφρ. Σταύρου Γεωργίου Δεληγιώργη, Δίφρος,
Έκτη έκδοση, Αθήνα
100
ΠΕΡΙΛΗΨΗ