You are on page 1of 1038

ΙΣΠΑΝΟ ΕΛΛΗ ΝΙΚΟ

ΕΛΛΗΝΟ ΪΣΠΑΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ

ESPAÑOL-GRIEGO
GRIEGO-ESPAÑOL
DICCIONARIO

m
Ε Λ Λ Η Ν Ο Ε Κ Δ Ο Τ Ι ΚΗ
www.ellinoekdotiki.gr
Λε£ικά ξένων νλωσσών Diccionarios de idiomas extranjeros
Ισπανοελληνικό Español-Griego
Ελληνοϊσττανικό Λεξικό Τσέπης Griego-Español Diccionario de bolsillo
ISBN: 978-960-5630-06-5 ISBN: 978-960-5630-06-5

Συγγραφή Escrito y revisado por:


Ειρήνη Λαγουδάκου Eirini Lagoudakou

Δ ιό ρ θω ση - Επιμέλεια: Corrección - Revisión:


Βασιλική Τσουρή Vasiliki Tsouri

Γραφιστική επιμέλεια & σελιδοποίηση Diseño gráfico y m aquetación:


D.T.P. ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ D.T.P. ELLINOEKDOTIKI
Αδάμ Σάμιος Adam Samios

Πρώτη έκδοση: Primera edición:


2013 2013
Παρούσα έκδοση: Presente edición:
Ιανουάριος 2013Κ.Ε.ΕΛ: 02/13 enero 2013, K.E.E.L.: 02/13

© Copyright: © Copyright:
Δ.Β. ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.Ε.Ε. D.V. ELLINOEKDOTIKI S.A.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή εν Se prohíbe la republicación o, en general, la reproducción comple­
όλω ή εν μέρα έστω και μκχ αελιδας ή και περιληπτικό. καιύ ta o parcial, aunque sea de una página, o . en forma de resumen
παρόφροοη ή διασκευή, του παρόντος έργου με οηοκΜόή- como Interpretación, del presente diccionario, de cualquier manera
ποτε τρόπο (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφή- (mecánica, electrónica, fotocopias, grabación o de otro tipo) según
σεως ή άλλως πώς), σύμφωνα με τους Ν.237/1920, 4301/1929 la Ley .237/1920, 4301/1929 y 10074. y las N.L 3S65/S6. 4264/62,
και 10074, τα NA 3565/56, 4264/62. 2121/93 και λοστούς εν 2121/93 y en general según las normas del Derecho Internacional,
γίνει κανόνες Διεθνούς Δικαίου, χωρίς προηγούμενη γρα­ sin permiso previo escrito por el Editor que conserva, de forma ex­
πτή άδεια του Εκδότη, ο οποίος παρακρατεί αποκλεκττικά clusiva y solo para él. la propiedad y la posesión legal del presente.
και μόνο για τσν εαυτό του την κυριότητα νομή και κατοχή

Κεντρική διάθεση: Ventas Centrales:


Δ.Β. Ε Λ Λ Η Ν Ο ΕΚ ΔΟ ΤΙΚ Η Α.Ε.Ε.Ε. D.V. ELLIN O EKDO T IKI S.A.
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Compañía Editorial y Comercial Limitada
Ιπποκράτους 82, Αθήνα, 106 80 82, Ippokratous str., Athens, Greece, P.C.106 80
Τηλ.: +30 210 3613676, +30 210 3640632 TEL. +30 210 3613676, +30 210 3640632
Fax: +30 210 3635207, +30 210 3635229 FAX: +30 210 3635207, +30 210 3635229

w w w . e lli n o e k d o t ik i .g r
e-mail: info@ellinoekdotiki.gr
παρόν ισπανοελληνικό/ελληνοϊσπανικό λεξικό είναι ένα

TO
χρηστικό, ερμηνευτικό λεξικό. Απευθύνεται στο ευρύ­
τερο κοινό που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη ισπανική γλώσσα,
όπως αυτή αποδίδεται στον προφ ορικό και στον γραπτό λόγο,
καθώς και στους σπουδαστές και καθηγητές όλω ν τω ν εκπαιδευ­
τικών βαθμίδων αλλά και στους φ υσικούς ομιλητές της ισπανικής
που αναζητούν ένα ολοκληρω μένο και αναλυτικό γλω σσικό ερ­
γαλείο.
Περιλαμβάνει αλφαβητικό κατάλογο λημμάτων από τον ευρύ
γραπτό ή προφ ορικό λόγο, καθώς και από το ειδικό, επιστημονι­
κό και τεχνικό λεξιλόγιο της ισπανικής γλώσσας. Κάθε λήμμα συ­
νοδεύεται από φωνηματική μεταγραφή με βάση το ελληνικό και
λατινικό αλφάβητο, ενώ παράλληλα σημειώνεται και η γραμματι­
κή κατηγορία που ανήκει. Σημαντικό προτέρημα του παρόντος
λεξικού είναι η κατάταξη τω ν σημασιών του με βάση τη μεταξύ
τους λογική σχέση. Η αρίθμηση τω ν σημασιώ ν και η κλιμακωτή
παράθεσή τους από τη λογιότερη στην ετυμολογικά επικρατέστε­
ρη σημασία επιτρέπει στον χρήστη να επιλέξει αυτή που ταιριάζει
στο εκάστοτε γλω σσικό περιβάλλον, γεγονός που εξασφαλίζει
επιτυχή γλω σσική επικοινωνία. Με ειδικές ενδείξεις αποδίδονται
ειδικές π ληρ οφ ορ ίες δηλαδή αν το λήμμα ανήκει σε κάποια κα­
τηγορία, επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα, αν απαντά στον ενικό ή
στον πληθυντικό αριθμό, αν πρόκειται για απρόσωπο ρήμα, αν
έχει μεταφορική ή κυριολεκτική σημασία κ λπ .
Με τα παραδείγματα που παρατίθενται καταδεικνύεται ευκρι­
νέστερα η σημασιολογική και συντακτική λειτουργία τω ν λημμά­
των, ενώ παράλληλα ορίζονται οι διαφοροποιήσεις τω ν γραμμα­
τικών και συντακτικώ ν τους δομών.
Στο τέλος του παρόντος λεξικού εντάσσεται αναλυτικό πα­
ράρτημα Γραμματικής με κλιτικούς πίνακες και τω ν τριώ ν συ ζυ ­
γιών, καθώς και πλήρης κατάλογος τω ν ανώμαλων ρημάτων και
μετοχών, ώ στε ο χρήστης να σχηματίσει εποπτική εικόνα της
ισπανικής γλώ σσας και τω ν γενικών αρχών που τη διέπουν.

5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ/ABREVIATURAS
αντ.: αντωνυμία adj.: adjetivo
αντίθ.: αντίθετο adv.: adverbio
απρ. ρ.: απρόσωπο ρήμα coloq.: coloquial
αριθμ.: αριθμητικό conj.: conjunción
άρθ.: άρθρο exd.: exclamación
αρα: αρσενικό ¡nterj.: interjunción
εηΐθ.: επίθετο metáf.: metáfora
επίρρ.: επίρρημα nVf.: nombre femenino
επιφ.: επιφώνημα n./m.: nombre masculino
θηλ.: θηλυκό nVn.: nombre neutro
καθ.: καθομιλουμένη n7m.+f.: nombre masculino+femenino
κυριολ.: κυριολεκτικά núm.: número
μτφ.: μεταφορικά pl· plural
μτχ·: μετοχή pref.: prefijo
ουα: ουσιαστικό prep.: preposición
πληθ.: πληθυντικός pron.: pronombre
πρόθ.: πρόθεση v.: verbo
Ρ·: ρήμα v.impers.: verbo impersonal
σύνδ.: σύνδεσμος
σύντμ.: σύντμηση
χυδ.: χυδαϊσμός

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΟΡΩΝ/ ABREVIATURAS DE TÉRMINOS


Ανατ.: Ανατομία Ζωολ.: Ζωολογία
Αρχαιολ.: Αρχαιολογία Ηλεκ.: Ηλεκτρολογία
Αρχιτ.: Αρχιτεκτονική Ιατρ.: Ιατρική
Αστρον.: Αστρονομία Μαθ.: Μαθηματικά
Αστρολ.: Αστρολογία Μηχ.: Μηχανολογία
Βιολ.: Βιολογία Μουα: Μουσική
Βιοχ.: Βιοχημεία Ναυτ.: Ναυτιλία
Βοτ.: Βοτανική Νομ.: Νομική
Γεωλ.: Γεωλογία Οικον.: Οικονομία
Γεωμ.: Γεωμετρία Ορν.: Ορνιθολογία
Γεωργ.: Γεωργία Ορυκτ.: Ορυκτολογία
Γλωσσ.: Γλωσσολογία Στρατ.: Στρατός
Γραμμ.: Γραμματική Τεχνολ.: Τεχνολογία
Δικ.: Δίκαιο Φυσ.: Φυσική
Εκκλ.: Εκκλησία Χημ.: Χημεία

6
Anat.: Anatomía Mat.: Matemáticas
Bot.: Botánica Med.: Medicina
Dep.: Deportes Mil.: Milicia
Der.: Derecho Min.: Mineralogía
Econ.: Economía Mús.: Música
Fís.: Física Pol.: Política
Gram.: Gramática Quím.: Química
Geom.: Geometría Tecn.: Tecnología
ig i- Iglesia Zod.: Zodíaco
Infor.: Informática Zool.: Zoología
Mar.: Marinería

ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜ ΟΥ

Γενικά, οι τόνοι στα ισπανικά, όπως και στις άλλες λατινογενείς γλώσσες, δεν
γράφονται, εκτός και αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι ή ισχύουν ειδικοί κανόνες που
επιβάλλουν τη γραφή τους.

Πιο συγκεκριμένα:

• Όταν η λέξη είναι οξύτονη, τονίζεται γραφικά αν λήγει σε φωνήεν, -η, ή -s.

Για παράδειγμα:
bebé, ladrón, explosión, institución, además, corazón.

• Οταν η λέξη είναι παροξύτονη, τονίζεται γραφικά αν λήγει σε σύμφωνο


(εκτός από το -η ή το -s).

Για παράδειγμα:
lápiz, móvil, cáncer, fácil.

• Όταν η λέξη είναι προπαροξύτονη, τονίζεται πάντα.

Για παράδειγμα:
técnico, mediterráneo, miércoles, música, página.

7
ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΑ

ΣΥΜΦΩΝΑ/ CONSONANTES

Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -m προφέρεται ως (-μπ).

Ι
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως ελαφρύ (-μπ).

Για παράδειγμα:
bomba —» [μπόμπα] (παχύ -μπ) αλλά
labor —►[λάμπορ] (ελαφρύ -μπ).
Πριν από τα φωνήεντα -a, -o, -u προφέρεται ως (-κ), όπως στη λέξη κακάο.

Ι
Για παράδειγμα:
caja — [κάχα].

Πριν από τα φ ωνήεντα -e, -i προφέρεται ως (-Θ), όπως στη λέξη θείος.
Αλλά:
chocolate -* [τσοκολάτε] προφέρεται (-τσα), όπως στη λέξη τσάι.
Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -η προφέρεται ως (-ντ).

Ι
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως (-δ).

Για παράδειγμα:
mandar —►[μαντά ρ] αλλά
código - » [κόδιγο].
Προφέρεται ως (-φ).


Για παράδειγμα:
fuerza — ►[φουέρθα].
Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -η και πριν από τα φωνήεντα

Ι
-a, -ο προφέρεται ως (-γ).

Για παράδειγμα:
gata — *[γάτα].
Μετά από τα φ ωνήεντα -e, -i προφέρεται ως (-χ).
Για παράδειγμα:
gigante —*■[χιγάν^ε].
Προφέρεται ως (-μ).

Β
Για παράδειγμα:
madre —* [μάδρε].
Προφέρεται ως (-ν).

I
Για παράδειγμα:
nada -* [νάδα].

Πριν από τα σύμφωνα -d, -g, -t προφέρεται αντίστοιχα ως (-ν), (-ντ), (-ν),
(-γκ), (-ν), ( -τα) προφέροντας το (-ν) χωριστά.
Για παράδειγμα:
candela — ►[καν-ντέλα] αλλά
niño — ►[νίνιο] προσφέρεται (-νι) παχύ.
Προφέρεται ως (-π).

I
Για παράδειγμα:
pago -*· [πάγο],
Προφέρεται ως (-κ).


Για παράδειγμα:
queja - » [κέχα].
Προφέρεται ως (-ρ), ενώ τα -rr προφέρονται ως (-ρ) μακρόσυρτο.
Προφέρεται ως (-σ) εκτός και αν βρίσκεται μετά από τα σύμφωνα -b, -d, -g,

I
-I, -m, -η, οπότε προφέρεται ως ελαφρύ (-ζ), όπως στη λέξη σμήνος,

Για παράδειγμα:
sal — ►[σάλ].

Ι
ΓΙροσφέρεται ως (-τα).
Για παράδειγμα:
tabla -* [τάμπλα].
Στην αρχή της λέξης ή μετά από τα σύμφωνα -m , -η προφέρεται ως (-μπ).

Ι
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως (-β).

Για παράδειγμα:
vaca - » [μπάκα] αλλά
vivir —►[βιβίρ]. 9
Ισχύει ότι και στο (-ν) αλλιώς προφέρεται ως (-γου).
ΦΩΝΗΕΝΤΑ/VOCALES
Τα φωνήεντα στην ισπανική γλώσσα προφέρονται το (διο με την ελληνική.
Δηλαδή ως (-α), (-ε), (-ι), (-ο), (-ου).
Η μόνη εξαίρεση αποτελεί το -y, που προσφέρεται ως (-γι).

Για παράδειγμα:
yerro —►[γιέρο].

ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΛΔΟΣ/DÍAS DE LA SEMANA


Δευτέρα: lunes
Τρίτη: martes
Τετάρτη: miércoles
Πέμπτη: jueves
Παρασκευή: viernes
Σάββατο: sábado
Κυριακή: domingo

ΟΙ ΜΗΝΕΣ/LOS MESES
Ιανουάριος : enero
Φεβρουάριος ¡febrero
Μάρτιος : marzo
Απρίλιος : abril
Μάιος : mayo
Ιούνιος : junio
Ιούλιος : julio
Αύγουστος : agosto
Σεπτέμβριος : septiembre
Οκτώβριος : octubre
Νοέμβριος : noviembre
Δεκέμβριος : diciembre

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ/LAS ESTACIONES
άνοιξη : primavera
καλοκαίρι : verano
φθινόπωρο : otoño
χειμώνας : invierno

10
01 ΑΡΙΘΜΟΙ/ ΤΑΚΤΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ/
LOS NÚMEROS LOS NÚMEROS ORDINALES
0 :cero 1 ¡ primero (a)
1 : uno(a) 2 ¡ segundo (a)
2 :dos 3 ¡ tercero (a)
3 :tres 4 : cuarto (a)
4 : cuatro 5 ¡ quinto (a)
5 : cinco 6 ¡ sexto (a)
6 :seis 7 ¡ séptimo (a)
7 : siete 8 ¡ octavo (a)
8 :ocho 9 ¡ noveno (a)
9 : nueve 10 : décimo (a)
10 :diez 11 ¡ undécimo (a)
11 :once 12 ¡ duodécimo (a)
12 :doce 13 ¡ decimotercero (a)
13 : trece 14 ¡ decimocuarto (a)
14 ¡catorce 15 ¡ decimoquinto (a)
15 ¡quince 16 ; decimosexto (a)
16 ¡dieciséis 17 : decimoséptimo (a)
17 ¡diecisiete 18 : decimoctavo (a)
18 ¡dieciocho 19 ¡ decimonoveno (a)
19 ¡diecinueve 20 ¡ vigésimo (a)
20 ¡veinte 21 ¡vigésimo(a) primero(a)
21 ¡veintiuno 22 : vigésimo (a) segundo (a)
22 ¡veintidós 30 : trigésimo (a)
30 ¡treinta 40 : cuadragésimo (a)
31 ¡ treinta y uno(a) 50 ¡ quincuagésimo (a)
32 ¡treinta y dos 60 : sexagésimo (a)
40 ¡cuarenta 70 : septuagésimo (a)
50 ¡cincuenta 80 ¡ octogésimo (a)
60 ¡sesenta 90 : nonagésimo (a)
70 ¡setenta 100 ¡ centésimo (a)
80 ¡ochenta 200 ¡ ducentésimo (a)
90 ¡noventa 300 ¡ trecentésimo (a)
100 ¡cien 400 ¡ cuadrigentésimo (a)
200 ¡ doscientos (as) 500 : quingentésimo (a)
300 ¡ trescientos (as) 600 : sexcentésimo (a)
400 ; cuatrocientos (as) 700 ¡ septingentésimo (a)

11
500 : quinientos (as) 800 : octingentésimo (a)
600 : seiscientos (as) 900 : noningentésimo (a)
700 : setecientos (as) 1000 : milésimo (a)
800 : ochocientos (as) 2000 : dos milésimo (a)
900 : novecientos (as) 1.000.000 : millonésimo (a)
1.000 : mil 1.000.000.000.000 :billonésimo (a)
100.000 : cien mil
1.000.000 : un millón
1.000.000.000.000 : un billón

12
ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ

DICCIONARIO
ESPAÑOL-GRIEGO
ντοπώλης μπακάλης,
ábaco [άμπακο] (ουσ7αρσ.) 1: αβάκιο,
A, a [α] (ουσ7θηλ.) το πρώτο γράμμα άβακας, αριθμητήριο, 2: πλάκα (κυ­
του ισπανικού αλφαβήτου. ρίως διακοσμητική), 3: τραπέζι σκα-
a [α] (πρόθ.) 1: (κατεύθυνση), προς, κιού.
στον, στη(ν) · ir a Barcelona - πη­ abad [αμπάδ] (ουσ7αρσ.) ηγούμενος,
γαίνω στη Βαρκελώνη, 2: (χρόνος) μοναχός.
•ya estamos a viernes - είναι ήδη abada [αμπάδα] (ουσΥθηλ.) ρινόκε-
Παρασκευή · a las dos de la tarde - ρος.
στις δύο το απόγευμα · a mediodía abadejo [αμπαδέχο] (ουσ7αρσ.) 1: μπα­
- το μεσημέρι, 3: (τρόπος) · escibir α καλιάρος, βασιλίσκος, 2: είδος μύγας,
máquina - γράφω στη γραφομηχανή abadía [αμπαδία] (ουσ7θηλ.) αβαείο,
•está escito a mano - είναι γραμμέ­ μοναστήρι, πρεσβυτέριο, ιερατείο,
νο στο χέρι · a pie - πεζόςΛή, 4: σε abadesa [αμπαδέσα] (ουσ7θηλ.) ηγου-
(πριν το άμεσο αντικείμενο -πρόσω- μένη.
πο ή ζώο) · oigo a Juan - ακούω τον abajeño [αμπαχένιο] (επίθ.) παράκτιος,
Χουάν, 5: (τοποθεσία) · a la derecha πεδινός καμπίσιος,
- δεξιά · al lado de - δίπλα σε/στον/ abajo [αμπάχο] (επίρρ.) κάτω (de) · el
στην · vive al lado de María - μένει libro está abajo de la mesa - το βι­
δίπλα στη Μαρία · al final de - στο βλίο βρίσκεται κάτω από το τραπέζι
τέλος του/της · mi casa está al final •Juan vive abajo - ο Χουάν μένει από
de la calle - το σπίτι μου βρίσκεται κάτω.
στο τέλος του δρόμου, 6: (με ρήματα abalanzar [αμπαλανθάρ] (ρ.) 1: ισορ­
αισθήσεως) · huele a cebolla - μυρίζει ροπώ, 2: ζυγίζω,
κρεμμύδι · sabe a tortilla - έχει γεύση abalanzarse [αμπαλανθάρσε] (ρ.) 1:
ομελέτας, 7: (με το ρήμα IR σχηματίζει ορμώ, 2: (sobre) σπεύδω,
τον Μέλλοντα) · voy a leer - θα δια­ abalear [αμπαλεάρ] (ρ.) πυροβολώ,
βάσω · a que no sabes - βάζω στοί­ θερίζω.
χημα ότι δεν ξέρεις · a mi gusto - με abalorio [αμπαλόριο] (ουσΥαρσ.) (γυά­
την άνεση μου, 8: (παράθεση) · cara λινη) χάντρα,
a cara - πρόσωπο με πρόσωπο, 9: aballar [αμπαγιάρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω,
(τιμή) · el kilo a cinco euros - πέντε καταρρίπτω, 2: κουνώ,
ευρώ το κιλό, 10: (τροπικό) · al sa lir- aballestar [αμπαγιεστάρ] (ρ.) τεντώνω
βγαίνοντας · al contrario - αντιθέτως (σχοινί).
•a causa de - εξαιτίας · a lo mejor - abanar [αμπανάρ] (ρ.) αερίζω, τινάζω,
ίσως · a no ser que - εκτός εάν, 11: (με abanderado [αμπαν'ντεράδο] (ουσ7αρσ.)
ιδιωματισμούς) · a lo que - σχετικά με σημαιοφόρος εκπρόσωπος ενός κινή­
•a lo que parece - όπως φαίνεται · α ματος ή μιας οργάνωσης,
que - για να. abanderar [αμπαντεράρ] (ρ.) 1: (Ναυτ.)
ababa [αμπάμπα] (ουσ7θηλ.) παπαρού­ όταν ένα πλοίο εγγράφεται υπό τη
να. σημαία μιας ξένης χώρας 2: υψώνω,
abacería [αμπαθερία] (ουσ7θηλ.) πα­ abanderizador [αμπαντεριθαδόρ] (ουσ7
ντοπωλείο, μπακάλικο. αρσ.) αρχηγός δικτύου,
abacero [αμπαθέρο] (ουσ./αρσ.) πα­ abandonado [αμπαν'ντονάδο] (επίθ.)

15
abandonamiento

1: εγκαταλελειμμένος 2: ακατάστα­ πλήρης, παραγεμισμένος,


τος. abarrotar [αμπαροτάρ] (ρ.) 1: παραγε­
abandonamiento [αμπαντοναμιέν'το] μίζω, 2: μαντρώνω,
(ουσ./αρσ.) 1: αμέλεια, 2: εγκαταλεΙ- abarrote [αμπαρότε] (ουσ./αρσ.) πληθ.
ψη, οπισθοχώρηση, παραίτηση από 1: είδη μπακαλικής , 2: (Ναυτ.) στοί­
κάτι, λιποταξία, βαγμα, 3: πακετάρισμα.
abandonar [αμπαν'ντονάρ] (ρ.) 1: εγκα­ abarrotería [αμπαρροτερία] (ουσ7
ταλείπω, αφήνω, παραμελώ, 1. αμελώ, θηλ.) μπακάλικο,
3: παραιτούμαι, φεύγω, 4: υποκύ­ abarrotero [αμπαρροτέρο] (ουσ7αρσ.)
πτω. μπακάλης,
abandono [αμπαν'ντόνο] (ουσΥαρσ.) abastardar [αμπασταρδάρ] (ρ.) 1: υπο­
1: εγκατάλειψη, παραίτηση, λιποτα­ βιβάζω, υποβαθμίζω, 2: νοθεύω,
ξία, 2: αμέλεια, abastecedor [αμπαστεθεδόρ] (ουσ./
abanicar [αμπανικάρ] (ρ.) κάνω αέρα αρσ.) προμηθευτής τροφοδότης,
με βεντάλια ή ανεμιστήρα, abastecedor [αμπαστεθεδόρ] (επίθ.)
abaniqueo [αμπανικέο] (ουσΥαρσ.) προμηθευτικός τροφοδοτικός,
αέρισμα. abastecer [αμπαστεθέρ] (ρ.) εφοδιά­
abaniquero [αμπανικέρο] (ουσΥαρσ.) ζω, προμηθεύω, τροφοδοτώ,
κατασκευαστής ή πωλητής βεντα­ abastecimiento [αμπαστεθιμιέν'το]
λιών. (ουσ./αρσ.) εφοδιασμός προμήθεια,
abanicar [αμπανικάρ] (ρ.) κάνω αέρα τροφοδοσία,
με τη βεντάλια, abasto [αμπάστο] (ουσ7αρσ.) 1: αφθο­
abanico [αμπανίκο] (ουσ,/αρσ.) 1: βε­ νία, 2: τροφοδοσία,
ντάλια, 2: ανεμιστήρας, abatatarse [αμπατατάρσε] (ρ.) ντρέ­
abano [αμπάνο] (ουσ,/αρσ.) ανεμιστή­ πομαι.
ρας. abatible [αμπατίμπλε] (επίθ.) πτυσσό­
abaratamiento [αμπαρσταμιέν'τϋ] (ουσ7 μενος.
αρσ.) εκτύπωση, abatido [αμπατίδο] (επίθ.) καταβεβλη­
abaratar [αμπαρστάρ] (ρ.) μειώνω την μένος εξαντλημένος,
τιμή. abatimiento [αμπατιμιέν'το] (ουσ7
abarca [αμπάρκα] (ουσ7θηλ.) σανδά­ αρσ.) 1: καταβολή, εξάντληση, 2: τα­
λι. πείνωση.
abarcar [αμπαρκάρ] (ρ.) 1: περικλείω, abatir [αμπατίρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω, κατε­
περιλαμβάνω, περιέχω, 2: αγκαλιά­ δαφίζω, ρίχνω κάτω, 2: αποκαρδιώ­
ζω. νω, αποθαρρύνω, ταπεινώνω,
abarquillar [αμπαρκιγιάρ] (ρ.) 1: κα­ abdicación [αμπντικαθιόν] (ουσ./θηλ.)
τσαρώνω, 2: τυλίγω, κάνω ρολό. παραχώρηση του θρόνου, παραίτηση
abarrancadero [αμπαρανκαδέρο] (ouoJ από την εξουσία ή από ένα δικαίωμα,
αρσ.) αδιέξοδο, abdicar [αμπντικάρ] (ρ.) απαρνούμαι ·
abarrancar [αμπαρανκάρ] (ρ.) 1: δια- abdicar en alguien - παραχωρώ τον
βρώνω, 2: δημιουργώ ένα χαντάκι, θρόνο σε κάποιον · el rey abdicó el
3: βρίσκομαι σε αδιέξοδο, 4: (Ναυτ.) trono en su hermano - o βασιλιάς πα­
δεξαμενίζω. ραχώρησε τον θρόνο στον αδερφό
abarrotado [αμπαροτάδο] (επίθ.) υπερ­ του · abdicar de - εγκαταλείπω κάτι

16
abocar

• Jorge abdicó de sus ideas - o Jorge αρσ.) πολυχρωμία,


εγκατέλειψε τις ιδέες του. abigarrar [αμπιγαράρ] (ρ.) χρωματίζω
abdomen [αμπντόμεν] (ουσ,/αρσ.) υπο­ με πολλά χρώματα,
γάστριο, κοιλιά, abigeato [αμπιγκεάτο] (ουσ,/αρσ.) ήχος
abdominal [αμπντομινάλ] (επίθ.) υπο­ κοπαδιού,
γαστρικός, abigotado [αμπιγοτάδο] (επίθ.) που
abecé [αμπεθέ] (ουσ7αρσ.) αλφά­ έχει πολλά μούσια,
βητο. abintestato [αμπιν'τεστάδο] (επίθ.)
abecedario [αμπεθεδάριο] (ουσ,/αρσ.) (Νομ.) χωρίς διαθήκη,
αλφάβητο, αλφαβητάριο, abismal [αμπισμάλ] (επίθ.) αβυσσαλέος
abedul [αμπεδούλ] (ουσ,/αρσ.) σημύ­ απύθμενος,
δα. abismo [αμπίσμο] (ουσ,/αρσ.) 1: άβυσ­
abeja [αμπέχα] (ουσ7θηλ.) μέλισσα, σος χάσμα, 2: κόλαση,
abejar [αμπεχάρ] (ουσ,/αρσ.) κυψέλη, abismar [αμπισμάρ] (ρ.) 1: βυθίζομαι
abejarrón [αμπεχαρόν] (ουσ./αρσ.) στην άβυσσο, 2: μπερδεύω · sus
αγριομέλισσα, μπάμπουρας. palabras abisman a todos - τα λόγια
abejaruco [αμπεχαρούκο] (ουσ,/αρσ.) του τους μπερδεύουν όλους
μελισσοφάγος. abjurar [αμπχουράρ] (ρ.) παραδέχο­
abejero (αμπεχέρο](ουσ./αρσ.) μελισ- μαι ενοχή,
σοκόμος. ablandamiento [αμπλαν'νταμιέν'το]
abejón [αμπεχόν] (ουσ,/αρσ.) κηφή­ (ουσ./αρσ.) μαλάκωμα.
νας. ablandar [αμπλαντάρ] (ρ.) μαλακώνω,
abejorro [αμπεχόρο] (ουσ,/αρσ.) χρυ- απαλύνω,
σόμυγα. ablativo [αμπλατίβο] (ουσ,/αρσ.) (Γοαμμ.)
aberración [αμπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) αφαιρετική πτώση,
1: παραλογισμός 2: ανωμαλία, ablución [αμπλουθιόν] (ουσΥθηλ.) κά­
aberrante [αμπεράν'τε] (επίθ.) ανώμα­ θαρση, άφεση αμαρτιών,
λο ς διεστραμμένος abnegación [αμπνεγαθιόν] (ουσ7θηλ.)
abetal [αμπετάλ] (ουσ,/αρσ.) ξύλο από αυταπάρνηση, αυτοθυσία, αλτρουϊ-
έλατο. σμός.
abeto [αμπέτο] (ουσΥαρσ.) έλατο, abnegado [αμπνεγάδο] (επίθ.) αυτός
abetunar [αμπετουνάρ] (ρ.) γυαλίζω, που ενεργεί με αυταπάρνηση, ανι­
λουστράρω, διοτελής.
abertura [αμπερτούρα] (ουσ./θηλ.) abnegar [αμπνεγάρ] (ρ.) 1: απαρνού-
άνοιγμα, σχισμή, χαραμάδα, μαι, 2: θυσιάζω,
abierto [αμπιέρτο] (επίθ.) 1: ανοιχτός · abobado [αμπομπάδο] (επίθ.) χαζός
la ventana está abierta - το παράθυ­ ηλίθιος.
ρο είναι ανοιχτό, 2: (μτφ.) ειλικρινής · abobamiento [αμπομπαμιέν'το] (ουσ7
María es una persona abierta - η Μα­ αρσ.) χαζομάρα, ανοησία,
ρία είναι ένα άτομο που μιλάει ανοι­ abobar [αμπομπάρ] (ρ.) χαζεύω κά­
χτά (ειλικρινής). ποιον.
abigarrado [αμπιγαράδο] (επίθ.) πο­ abocar [αμποκάρ] (ρ.) 1: πλησιάζω, 2:
λύχρωμος ανομοιόμορφος, αδειάζω το περιεχόμενο ενός δο­
abigarramiento [αμπιγαραμιέν'το] (ουσ/ χείου σε ένα άλλο ακουμπώντας τα

17
abocinar

στόμια, 3: (Ναυτ.) μπαίνω στο λιμάνι, abonar [αμπονάρ] (ρ.) 1: πληρώνω, 2:


abocinar [αμποθινάρ] (ρ.) σχηματίζω γράφω κάποιον συνδρομητή, 3: (Γεωργ.)
χωνί. λιπαίνω.
abochornar [αμποτσορνάρ] (ρ.) φέρ­ abono [αμπόνο] (ουσ,/αρσ.) 1: λίπα­
νω σε δύσκολη θέση, ντροπιάζω, σμα, λίπανση, 2: συνδρομή, 3: εγγύ-
abofetear [αμποφετεάρ] (ρ.) 1: χα­ ηση.
στουκίζω, 2: προσβά λλω .. abordable [αμπορδάμπλε] (επίθ.) προ­
abogacía [αμπογαθία] (ουσ./θηλ.) 1: σηνής προσιτός,
δικηγορία, 2: συνηγορία, 3: δικηγο­ abordaje [αμπορδάχε] (ουσ,/αρσ.)
ρικό σώμα. (Ναυτ.) 1: επιβίβαση, 2: σύγκρουση,
abogaderas [αμπογαδέρας] (ουσ,/θηλ.) abordar [αμπορντάρ] (ρ.) 1: προσεγγί­
πληθ. ψεύτικα επιχειρήματα, ζω, πλησιάζω, 2: (Ναυτ.) (α) επιβιβά­
abogado [αμπογάδο] (ουσ./αρσ.) δι­ ζομαι, (β) συγκρούομαι,
κηγόρος, συνήγορος, aborigen [αμπορίχεν] (ουσ,/αρσ.) ιθα­
abogar [αμπογάρ] (ρ.) 1: υπερασπίζω γενής αυτόχθονος ντόπιος,
κάποιον, συνηγορώ, 2: αγορεύω, aborrascarse [αμβορασκάρσε] (ρ.) ο
abolengo [αμπολένγκο] (ουσ,/αρσ.) καιρός γίνεται θυελλώδης,
προπάτορες πρόγονοι, aborrecer [αμπορεθέρ] (ρ.) 1: απο-
abolición [αμπολιθιόν] (ουσ./θηλ.) κα­ στρέφομαι, σιχαίνομαι, αντιπαθώ, 2:
τάργηση, εγκαταλείπω τη φωλιά (λέγεται κυρί­
abolir [αμπολίρ] (ρ.) καταργώ, ως για τα πουλιά).
abolsado [αμπολσάδο] (επίθ.) σακου- ' aborrecible [αμπορεθίμπλε] (επίθ.) απε­
λιασμένος. χθής μισητός
abolladura [αμπογιαδούρα] (ουσ7θηλ.) aborrecimiento [αμπορεθιμιέν'το] (ουσ./
βαθούλωμα, αρσ.) αποστροφή, απέχθεια αντιπά­
abollar [αμπογιάρ] (ρ.) βαθουλώνω, θεια, μίσος
κάνω λακούβα. abortar [αμπορτάρ] (ρ.) 1: αποβάλλω,
abombado [αμπομ'μπάδο] (επίθ.) εξο­ κάνω έκτρωση, 2: ματαιώνω,
γκωμένος, abortivo [αμπορτίβο] (επίθ.) εκτρωτι-
abombar [αμπομ'μπάρ] (ρ.) εξογκώ­ κός αμβλωτικός.
νω. aborto [αμπόρτο] (ουσ,/αρσ.) 1: απο­
abominable [αμπομινάμπλε] (επίθ.) βολή, έκτρωση, 2: έκτρωμα,
απεχθής, αποτρόπαιος, στυγερός, abotagarse [αμποταγάρσε] (ρ.) φου­
φρικτός. σκώνω, πρήζομαι,
abominación [αμπομιναθιόν] (ουσ./ abotonar [αμποτονάρ] (ρ.) κουμπώ­
θηλ.) φρίκη, απέχθεια, ειδεχθής πρά­ νω.
ξη· abovedado [αμποβεδάδο] (επίθ.) κυρ­
abominar [αμπομινάρ] (ρ.) απεχθάνο- τός καμπύλος,
μαι, καταδικάζω μετά βδελυγμίας/ abovedar [αμποβεδάρ] (ρ.) κυρτώνω,
μετά πλήρους αποστροφής, καμπυλώνω,
abonable [αμπονάμπλε] (επίθ.) πλη­ aboyar [αμπογιάρ] (ρ.) τοποθετώ ση­
ρωτέος εξοφλήσιμος. μαδούρες,
abonado [αμπονάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) abozalar [αμποθαλάρ] (ρ.) φιμώνω,
συνδρομητής 2: (επίθ.) έμπιστος abra [άμπρα] (ουσ,/θηλ.) 1: ορμίσκος

18
absentismo

2: ορεινό πέρασμα, abrigar [αμπριγάρ] (ρ.) 1: σκεπάζω,


abracadabra [αμπρακαδάμπρα] (ουσ./ καλύπτω, 2: προφυλάσσω, προστα­
αρσ.) αμπρακατάμπρα. τεύω.
abracijo [αμπραθίχο] (ουσ./αρσ.) αγκα- abrigo [αμπρίγο] (ουσ,/αρσ.) 1: παλτό,
λίτσα. πανωφόρι, 2: καταφύγιο,
abrasador [αμπρασαδόρ] (επίθ.) καυ­ abril [αμπρίλ] (ουσΥαρσ.) Απρίλιος,
τός, ζεματιστός καυστικός, abrileño [αμπριλένιο] (επίθ.) απριλιά­
abrasar [αμπρασάρ] (ρ.) καίω, ζεματώ. τικος.
abrasión [αμπρασιόν] (ουσ./θηλ.) 1: abrillantar [αμπριγιαν'τάρ] (ρ.) γυα­
λείανση, 2: απόξεση, λίζω.
abrasivo [αμπρασίβο] (επίθ.) λειαντι­ abrir [αμπρίρ] (ρ.) 1: ανοίγω, 2: ξεδι­
κός. πλώνω.
abrazadera [αμπραθαδέρα] (ουσ./ abrochar [αμπροτσάρ] (ρ.) 1: κουμπώ­
θηλ.) σφιγκτήρας, νω, 2: καρφιτσώνω,
abrazar [αμπραθάρ] (ρ.) αγκαλιάζω, abrogación [αμπρογαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
abrazo [αμπράθο] (ουσ,/αρσ.) αγκά­ 1: ανάκληση, 2: κατάργηση,
λιασμα, εναγκαλισμός, abrogar [αμπρογάρ] (ρ.) 1: ανακαλώ,
abrecartas [αμπρεκάρτας] (ουσ,/αρσ.) 2: καταργώ,
χαρτοκόπτης, abrojo [αμπρόχο] (ουσ,/αρσ.) γαϊδου­
ábrego [άμπρεγο] (ουσ,/αρσ.) νοτιο­ ράγκαθο.
δυτικός άνεμος, abroquelar [αμπροκελάρ] (ρ.) (Ναυτ.)
abrelatas [αμπρελάτας] (ουσ,/αρσ.) πραγματοποιώ ελιγμό για να πέσει ο
ανοιχτήρι, άνεμος στα πανιά της πρύμης,
abrevadero [αμπραβαδέρο] (ουσ./ abroquelarse [αμπροκελάρσε] (ρ.)
αρσ.) ποτίστρα (μέρος που ποτίζονται (con) ή (de) προστατεύομαι,
ή πίνουν τα ζώα). abrumador [αμπρουμαδόρ] (επίθ.) 1:
abrevar [αμπρεβάρ] (ρ.) ποτίζω ζώα, αβάσταχτος αφόρητος 2: συντρι­
αρδεύω. πτικός.
abreviación [αμπρεβιαθιόν] (ουσΥθηλ.) abrumar [αμπρουμάρ] (ρ.) 1: επιβαρύ­
συντομογραφία, βραχυλογία, επιτο­ νω, 2: αναστατώνω, 3: κουράζω,
μή, σύντμηση, συντόμευση, abrupto [αμπρούπτο] 1: (ουσ,/αρσ.)
abreviado [αμπρεβιάδο] (επίθ.) σύντο­ ανώμαλο έδαφος απόκρημνη
μος πλαγιά, 2: (επίθ.) (α) δύσβατος (β)
abreviar [αμπρεβιάρ] (ρ.) συντομεύω, αδιάβατος,
abreviatura [αμπρεβιατούρα] (ουσ,/θηλ.) abrutado [αμπρουτάδο] (επίθ.) κτη­
σύντμηση, νώδης.
abribonarse [αμπριμπονάρσε] (ρ.) πε­ absceso [αμπσθέσο] (ουσ,/αρσ.) από­
ριφέρομαι άσκοπα, χασομερώ, στημα.
abridor [αμπριδόρ] (ουσ7αρσ.) ανοι- abscisa [αμπσθίσα] (ουσ./θηλ.) συντε­
χτήρΐ- ταγμένη.
abrigada [αμπριγάδα] (ουσ,/θηλ.) κα­ absenta [αμπσέντα] (ουσ7θηλ.) αψέ­
ταφύγιο. ντι.
abrigadero [αμπριγαδέρο] (ουσ7αρσ.) absentismo [αμπσεν'τίσμο] (ουσ,/αρσ.)
καταφύγιο. 1: απουσία από τη δουλειά, 2: απου-

19
ábside

ala κατά συνήθεια, αυτός που απέχει, ο μη συμμετέχων.


ábside [άμπσιδε] (ουσ./αρσ.) το ημι- abstenerse [αμπστενέρσε] (ρ.) (de)
κλύκλιο του ναού. στερούμαι · se abstiene de las
absolución [αμπσολουθιόν] (ουσ7θηλ.) delicias de la vida - στερείται τις χα­
1: άφεση αμαρτιών, αθώωση, 2: απαλ­ ρές της ζω ής
λαγή. abstinencia [αμπστινένθια] (ουσ,/θηλ.)
absolutam ente [αμπσολουταμέντε] εγκράτεια, νηστεία,
(επίρρ.) απόλυτα, abstracción [αμπστρακθιόν] (ουσ./
absolutismo [αμπσολουτίσμο] (ουσ7 θηλ.) αφηρημάδα, απροσεξία,
αρσ.) απολυταρχισμός. abstracto [αμπστράκτο] (επίθ.) αφη-
absolutista [αμπσολουτίστα] (επίθ.) ρημένος · nombre abstracto - αφη-
απολυταρχικός, ρημένη έννοια · arte abstracto -
absoluto [αμπσολούτο] 1: (επίθ.) από­ αφηρημένη τέχνη,
λυτος 2: (επίρρ.) · en absoluto - κα­ abstraer [αμπστραέρ] (ρ.) αποσπώ,
θόλου · este tema no me importa en abstraerse [αμπστραέρσε] (ρ.) αφαι-
absoluto - αυτό το θέμα δε με ενδια­ ρούμαι.
φέρει καθόλου, abstraído [αμπστραΐδο] (επίθ.) (en)
absolutorio [αμπσολουτόριο] (επίθ.) αφηρημένος απορροφημένος · está
αθωωτικός · sentencia absolutoria - abstraído en una tarea - είναι απορ­
αθωωτική ετυμηγορία, ροφημένος σε μια δουλειά,
absolver [αμπσολβέρ] (ρ.) (de) αθωώ νω, abstruso [αμπστρούσο] (επίθ.) δυσνόητος
απαλλάσσω · le absolvó de sus pecados absuetto [αμπσουέλτο] (επίθ.) (μτχ: του
- του έδωσε άφεση αμαρτιών, absolver) αυτός που έχει άφεση αμαρ­
absorber [αμπσορμπέρ] (ρ.) απορ­ τιών, συγχωρεμένος
ροφώ (κυριολ.) · absorber el agua absurdidad [αμπσουρδιδάδ] (ουσ./
- απορροφά το νερό · absorber una θηλ.) παραλογισμός.
empresa - (μτφ.) ενσωματώνω μια absurdo [αμπσοΰρδο] (επίθ.) παράλο­
εταιρία. γο ς άτοπος,
absorbencia [αμπσορμπένθια] (ουσ7 abubilla [αμπουμπίγια] (ουσ,/θηλ.) τσα­
θηλ.) απορροφητικότητα, λαπετεινός,
absorbente [αμπσορμπέν'τε] (επίθ.) abuchear [αμπουτσεάρ] (ρ.) γιουχαΐ­
1: απορροφητικός 2: πολύ ενδιαφέ­ ζω, χλευάζω, κοροϊδεύω,
ρων. abucheo [αμπουτσέο] (ουσ,/αρσ.) απο­
absorción [αμπσορθιόν] (ουσ7θηλ.) δοκιμασία, γιουχάισμα,
απορρόφηση, abuela [αμπουέλα] (ουσ7θηλ.) γιαγιά,
absorto [αμπσόρτο] (επίθ.) (en) απορ- abuelita [αμπουελίτα] (ουσ7θηλ.) για-
ροφημένος · está absorto en su γιάκα.
trabajo - είναι απορροφημένος στη abuelito [αμπουελίτο] (ουσ7αρσ.) παπ­
δουλειά του. πούλης.
abstemio [αμπστέμιο] (επίθ.) αυτός abuelo [αμπουέλο] (ουσ7αρσ.) παπ­
που δεν πίνει αλκοόλ, πούς.
abstención [αμπστενθιόν] (ουσ7θηλ.) abulia [αμπούλια] (ουσ7θηλ.) αβου­
αποχή. λία.
abstencionista [αμπστενθιονίστα] (επίθ.) abúlico [αμπούλικο] (επίθ.) άβουλος.

20
acantonar

abultado [αμττουλτάδο] (επίθ.) ογκώ­ acabo de oír una mala noticia - μό­
δης πρησμένος, λις άκουσα ένα κακό νέο · acabar
abultamiento [αμπουλταμιέν'το] (ουσ./ con - τελειώνω με κάτι · acabé con el
αρσ.) όγκος πρήξιμο, estrés - μου τελείωσε το στρες (δεν
abultar [αμπουλτάρ] (ρ.) εξογκώνω, έχω πια στρες) · acabé con mi novio -
διογκώνω, μεγεθύνω, τελείωσα με το αγόρι μου (χώρισα).
abundancia [αμπουν'ντάνθια] (ουσ./ acabóse [ακαμπόσε] (ουσ,/αρσ.) τέ­
θηλ.) αφθονία, λο ς όριο.
abundante [αμπουν'ντάντε] (επίθ.) acacia [ακάθια] (ουσ,/θηλ.) ακακία,
άφθονος, academia [ακαδέμια] (ουσ,/θηλ.) ακα­
abundar [αμπουν'ντάρ] (ρ.) αφθονώ. δημία, σχολή,
abur [αμπούρ] (επιφ.) αντίο!, académico [ακαδέμικο] (επίθ.) ακαδη­
aburguesamiento [αμπουργεσαμιέν'το] μαϊκός · año académico - ακαδημαϊ­
(ουσ,/αρσ.) η μετάβαση στη μεσοαστι­ κό έτος.
κή ή μεγαλοαστική τάξη. acaecer [ακαεθέρ] (απρ. ρ.) συμβαίνει
aburrido [αμπουρΙδο] (επίθ.) πληκτι­ (μόνο σε γ'ενικό και γ' πληθυντικό).
κός βαρετός ανιαρός · ser aburrido acaecimiento [ακαεθιμιέν'το] (ουσ/αρσ.)
- είμαι βαρετός · estar aburrido - βα­ συμβάν, περιστατικό,
ριέμαι. acalorado [ακαλοράδο] (επίθ.) ένθερ­
aburrimiento [αμπουριμιέν'το] (ουσ./ μος
αρσ.) πλήξη, βαρεμάρα, ανία. acaloramiento [ακαλοραμιέν'το] (ουσ./
aburrir [αμπουρίρ] (ρ.) κουράζω κά­ αρσ.) ζέστη, θέρμη,
ποιον, τον κάνω να βαριέται, acalorar [ακαλοράρ] (ρ.) ζεσταίνω,
aburrirse [αμπουρίρσε] (ρ.) πλήττω, θερμαίνω,
βαριέμαι. acalorarse [ακαλοράρσε] (ρ.) 1: ζεσταί­
abusar [αμπουσάρ] (ρ.) καταχρώμαι, νομαι, 2: εξάτττομαι, παθιάζομαι,
εκμεταλλεύομαι, acallar [ακαγιάρ] (ρ.) 1: κατευνάζω, κα-
abusivo [αμπουσίβο] (επίθ.) καταχρη­ ταπραΰνω, 2: σιωπώ,
στικός. acampanado [ακαμ'πανάδο] (επίθ.)
abuso [αμπουσο] (ουσ,/αρσ.) κατά­ καμπανοειδής
χρηση, εκμετάλλευση · abuso sexual acampar [ακαμ'πάρ] (ρ.) κατασκηνώ­
- σεξουαλική παρενόχληση, νω, στρατοπεδεύω,
abyecto [αμπγιέκτο] (επίθ.) ταπεινω­ acanalado [ακαναλάδο] (επίθ.) αυλα­
μένος. κωτός κυματοειδής,
acá [ακά] (επίρρ.) εδώ. acanaladura [ακαναλαδούρα] (ουσ./
acabado [ακαμπάδο] (επίθ.) περατω- θηλ.) αυλάκωμα, αυλάκι,
μένος ολοκληρωμένος τελειωμέ- acanalar [ακαναλάρ] (ρ.) αυλακώνω,
νος. ραβδώνω.
acabamiento [ακαμπαμιέν'το] (ουσ./ acantilado [ακαν'τιλάδο] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) περάτωση, ολοκλήρωση, τε- απόκρημνη ακτή, γκρεμός,
λείωμα. acanto [ακάν'το] (ουσ./αρσ.) άκανθος,
acabar [ακαμπάρ] (ρ.) περατώνω, acantonar [ακαν'τονάρ] (ρ.) (Στρατ.)
ολοκληρώνω, τελειώνω · acabar επισταθμεύω, χωρίζω σε καταλύμα­
de+ απαρέμφατο - μόλις έγινε κάτι · τα.

21
acaparador

acaparador [ακαπαραδόρ] (επίθ.) μο­ acceso [ακθέσο] (ουσ,/αρσ.) πρόσβα­


νοπωλιακός, ση, είσοδος,
acaparamiento [ακαπαραμιέν'το] (ουσ./ accesorio [ακθεσόριο] 1: (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) μονοπώλιο, εξάρτημα, ανταλλακτικό, αξεσουάρ,
acaparar [ακαπαράρ] (ρ.) 1: συσσω­ 2: (επίθ.) (α) εξαρτώμενος (β) δευτε-
ρεύω, συγκεντρώνω, 2: μονοπωλώ, ρεύων, παρεπόμενος,
acaracolado [ακαρακολάδο] (επίθ.) accidentado [ακθιδεν'τάδο] 1: (ουσ./
στριφογυριστός, αρσ.) τραυματίας, 2: (επίθ.) (α) τρα­
acaramelado [ακαραμελάδο] (επίθ.) χύς ανομοιόμορφος (β) περιπετειώ­
καραμελωμένος με καραμελέ χρώ­ δης επεισοδιακός,
μα. accidental [ακθιδεν'τάλ] (επίθ.) συ-
acardenalar [ακαρδεναλάρ] (ρ.) μαυ­ μπτωματικός περιστασιακός τυχαί­
ρίζω στο ξύλο, μελανιάζω κάποιον ος.
από το ξύλο. accidentarse [ακθιδεν'τάρσε] (ρ.) πα­
acariciador [ακαριθιαδόρ] (επίθ.) χα­ θαίνω ή προκαλώ ατύχημα,
διάρης. accidente [ακθιδέν'τε] (ουσ./αρσ.)
acarreo [ακαρέο] (ουσ,/αρσ.) μεταφο­ ατύχημα, απρόοπτο συμβάν,
ρά με όχημα, acción [ακθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: πράξη,
acariciar [ακαριθιάρ] (ρ.) χαϊδεύω, θω­ ενέργεια, 2: μετοχή (μέρισμα), 3:
πεύω. δράση · película de acción - ταινία
acarrear [ακαρεάρ] (ρ.) μεταφέρω, δράσης.
προξενώ. accionamiento [ακθιοναμιέν'το] (ουσ./
acaso [ακάσο] (επίρρ.) μήπως, ίσως · αρσ.) λειτουργία,
por si acaso - σε περίπτωση που. accionar [ακθιονάρ] (ρ.) 1: ενεργο­
acatamiento [ακαταμιέν'το] (ουσ./ ποιώ, 2: κάνω χειρονομίες,
αρσ.) υπακοή, σεβασμός, τήρηση, accionista [ακθιονίστα] (ουσ7αρσ.+
acatar [ακατάρ] (ρ.) υπακούω, σέβο­ θηλ.) μέτοχος,
μαι, τηρώ. acebuche [αθεμπούτσε] (ουσ,/αρσ.)
acatarrarse [ακαταράρσε] (ρ.) συνα­ αγριελιά.
χώνομαι. acecinar [αθεθινάρ] (ρ.) αλατίζω, πα­
acaudalado [ακαουδαλάδο] (επίθ.) πά- στώνω.
μπλουτος ζάπλουτος μεγιστάνας, acechador [αθετσαδόρ] (ουσ7αρσ.)
acaudalar [ακαουδαλάρ] (ρ.) θησαυ­ παρατηρητής κατάσκοπος,
ρίζω. acechadera [αθετσαδέρα] (ουσ./θηλ.)
acaudillar [ακαουδιγιάρ] (ρ.) διοικώ, κρυψώνα,
acceder [ακθεδέρ] (ρ.) 1: συγκατατί- acechar [αθετσάρ] (ρ.) 1: κατακοπεύω,
θεμαι, συμφωνώ, αποδέχομαι 2: έχω 2: ενεδρεύω,
πρόσβαση, acecho [αθέτσο] (ουσ7αρσ.) 1: κατα­
accesibilidad [ακθεσιμπιλιντάδ] (ουσ./ σκοπεία, 2: ενέδρα.
θηλ.) πρόσβαση, acedar [αθεδάρ] (ρ.) πικρίζω, πικραί­
accesible [ακθεσίμπλε] (επίθ.) προ- νω.
σβάσιμος προσιτός, ευπρόσιτος acedera [αθεδέρα] (ουσ,/θηλ.) ξινό-
accesión [ακθεσιόν] (ουσ,/θηλ.) πρό­ χορτο, λάπαθο,
σβαση, είσοδος. acedía [αθεδία] (ουσ,/θηλ.) 1: ξίνισμα,

22
acerca

καούρα, 2: βαρεμάρα, 3: στενοχώ­ 2: (μτφ.) εκλεπτύνω, ραφινάρω,


ρια. acento [αθέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: τόνος
acedo [αθέδο] (επίθ.) ξινός, Ρινισμέ­ 2: προφορά · acento ortográfico -
νος. ορθογραφικός τόνος,
aceitar [αθεϊτάρ] (ρ.) βάζω λάδι, λα­ acentuación [αθεν'τουαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
δώνω. τονισμός · reglas de acentuación -
aceite [αθέιτε] (ουσ./αρσ.) λάδι •aceite κανόνες τονισμού,
de oliva - ελαιόλαδο · aceite esencial acentuar [αθεν'τουάρ] (ρ.) 1: τονί­
- αιθέριο έλαιο, ζω (γραπτός λόγος), 2: (μτφ.) τονίζω
aceitera [αθεϊτέρα] (ουσ./θηλ.) ελαιο- (δίνω έμφαση).
δοχείο. aceña [αθένια] (ουσ,/θηλ.) υδρόμυ­
aceitería [αθεϊτερία] (ουσ,/θηλ.) ελαιο­ λος.
τριβείο. aceñero [αθενιέρο] (ουσ,/αρσ.) μυλω­
aceitero [αθεϊτέρο] (ουσ,/αρσ.) λαδάς, νάς.
λαδέμπορος, acepción [αθεπθιόν] (ουσ./θηλ.) έν­
aceitoso [αθεϊτόσο] (επίθ.) λαδερός, νοια, σημασία,
aceituna [αθεϊτούνα] (ουσ,/θηλ.) ελιά. acepilladora [αθεπιγιαδόρα] (ουσ./
aceitunado [αθεϊτουνάδο] (επίθ.) λα­ θηλ.) ξυλουργική πλάνη, ροκάνι,
δής αυτός που έχει το χρώμα του acepillar [αθεπιγιάρ] (ρ.) ροκανίζω,
λαδιού. aceptabilidad [αθεπταμπιλιδάδ] (ουσ./
aceitunero [αθεϊτουνέρο] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) αποδεκτικότητα.
αυτός που μαζεύει τις ελιές, aceptable [αθεπτάμπλε] (επίθ.) 1: απο­
aceituno [αθεϊτούνο] (ουσ,/αρσ.) ελαιό- δεκτός 2: υποφεκτός.
δενδρο. aceptación [αθεπταθιόν] (ουσ,/θηλ.)
aceleración [αθελεραθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: αποδοχή, 2: ενθάρρυνση, 3: επι­
επιτάχυνση, βράβευση,
acelerado [αθελεράδο] (επίθ.) ανυπό­ aceptador [αθεπταδόρ] (ουσ,/αρσ.)
μονος βιαστικός σε εγρήγορση, αποδέκτης,
aceleradamente [αθελεράδαμεν'τε] aceptar [αθεπτάρ] (ρ.) δέχομαι, απο­
(επίρρ.) βιαστικά, δέχομαι.
acelerador [αθελεραδόρ] (ουσ,/αρσ.) acequia [αθέκια] (ουσ,/θηλ.) κανάλι
επιταχυντής γκάζι, άρδευσης αυλάκι,
aceleramiento [αθελεραμιέν'το] (ουσ./ acera [αθέρα] (ουσ,/θηλ.) πεζοδρόμιο,
αρσ.) επιτάχυνση, aceración [αθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.)
acelerar [αθελεράρ] (ρ.) επιταχύνω, ατσάλωμα.
επισπεύδω, βιάζομαι, acerado [αθεράδο] (επίθ.) χαλύβδινος
acelga [αθέλγα] (ουσ,/θηλ.) τεύτλο, ατσάλινος,
acémila [αθέμιλα] (ουσ,/θηλ.) υποζύ­ acerar [αθεράρ] (ρ.) χαλυβδώνω, ατσα­
γιο, μουλάρι, λώνω.
acendrado [αθεν'ντράδο] (επίθ.) εξα­ acerbidad [αθερμπιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
γνισμένος αγνός, δριμύτητα.
acendramiento [αθεν'ντραμιέν'το] (ουσ./ acerbo [αθέρμπο] (επίθ.) δριμύς αυ­
αρσ.) εξαγνισμός στηρός.
acendrar [αθεν'ντράρ] (ρ.)1: εξαγνίζω, acerca [αθέρκα] (επίρρ.) (de) περί, σχε­

23
acercamiento

τικά με. ρασμένος με βερνίκι, λουστραρι-


acercamiento [αθερκαμιέν'το] (ουσ./ σμένος.
αρσ.) προσέγγιση, πλησίασμα, achatamiento [ατσαταμιέν'το] (ουσ./
acercar [αθερκάρ] (ρ.) φέρνω κοντά, αρσ.) ισοπέδωση.
acercarse [αθερκάρσε] (ρ.) προσεγγί­ achatar [ατσατάρ] (ρ.) ισοπεδώνω,
ζω, πλησιάζω, achicar [ατσικάρ] (ρ.) 1: μικραίνω, 2:
acería [αθερία] (ουσ./θηλ.) χαλυβουρ­ υποβιβάζω, 3: αδειάζω το νερό από
γείο. μια βάρκα,
acérico [αθέρικο] (ουσ,/αρσ.) μαξιλα- achicado [ατσικάδο] (επίθ.) παιδαριώ­
ράκι για τις καρφίτσες, δης παιδιάστικος
acero [αθέρο] (ουσ,/αρσ.) ατσάλι, χά­ achicoria [ατσικόρια] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.)
λυβας. κιχώριο, πικραλίδα,
acérrimo [αθέριμο] (επίθ.) πιστός, αφο- achicharradero [ατσιτσαραδέρο] (ουσ./
σιωμένος. αρσ.) μέρος στο οποίο κάνει υπερβο­
acertadam ente [αθερτάδαμεν'τε] λική ζέστη, (μτφ.) φούρνος
(επίρρ.) επιτυχώς. achicharrante [ατσιτσαράν'τε] (επίθ.)
acertado [αθερτάδο] (επίθ.) 1: επιτυ­ καυτός.
χής 2: συνετός, achicharrar [ατσιτσαράρ] (ρ.) υπερ­
acertante [αθερτάν'τε] (επίθ.) επιτυ­ θερμαίνω, ψήνω, καίω υπερβολικά,
χής· achinado [ατσινάδο] (επίθ.) λοξός (για
acertar [αθερτάρ] (ρ.) 1: μαντεύω, 2: μάτια).
πετυχαίνω, achiquitar [ατσικιτάρ] (ρ.) (Λατινική
acertijo [αθερτίχο] (ουσ,/αρσ.) αίνιγ­ Αμερική) μικραίνω,
μα. achispado [ατσισπάδο] (επίθ.) μισομε-
acervo [αθέρβο] (ουσ,/αρσ.) σωρός θυσμένος
στοίβα. achisparse [ατσισπάρσε] (ρ.) αποκτώ
acetal [αθετάλ] (ουσ,/αρσ.) ακετόνη, ευθυμία από το ποτό, (μτφ.) κάνω
acetato [αθετάτο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) κεφάλι.
άλας ολικού οξέος οξικό άλας. achocar [ατσοκάρ] (ρ.) πετώ κάτι στον
acético [αθέτικο] (επίθ.) οξικός, τοίχο.
acetona [αθετόνα] (ουσ./θηλ.) ασε- achocolatado [ατσοκολατάδο] (επίθ.)
τυλίνη, ασετόν. σοκολατής,
achacar [ατσακάρ] (ρ.) καταλογίζω, achocharse [ατσοτσάρσε] (ρ.) παθαί­
αποδίδω. νω ανία.
achacoso [ατσακόσο] (επίθ.) 1: αρ­ acholado [ατσολάδο] (ουσ./αρσ.) μι-
ρωστιάρης φιλάσθενος 2: ασθενής γάς.
λόγω γερατειών, achubascarse [ατσουμπασκάρσε] (ρ.)
achantar [ατσαν'τάρ] (ρ.) 1: εκφοβίζω, συννεφιάζω,
τρομάζω, 2: δειλιάζω, achuchado [ατσουτσάδο] (επίθ.) δύ­
achaparrado [ατσαπαράδο] (επίθ.) σκολος.
ογκώδης και κοντός, achuchar [ατσουτσάρ] (ρ.) σπρώχνω,
achaque [στσάκε] (ουσ,/αρσ.) γεροντι­ υποχρεώνω,
κή αρρώστια ή αδιαθεσία, achuchón [ατσουτσόν] (ουσ,/αρσ.)
acharolado [ατσαρολάδο] (επίθ.) πε­ σπρώξιμο.

24
acólito

achulado [ατσουλάδο] (επίθ.) καμα­ κρινιστικός επεξηγηματικός,


ρωτός. aclimatación [ακλιματαθιόν] (ουσ./
achura [ατσούρα] (ουσ./θηλ.) εντό- θηλ.) εγκλιματισμός κλιματισμός,
σθια μικρού ζώου. aclimatar [ακλιματάρ] (ρ.) εγκλιματί­
achurar [ατοουράρ] (ρ.) ξεκοιλιάζω ζω.
(για ζώα). acné [ακνέ] (ουσ7αρσ.) ακμή.
aciago [αθιάγο] (επίθ.) ολέθριος, μοι­ acobardado [ακοβαρδάδο] (επίθ.) φο­
ραίος. βισμένος.
acíbar [αθίμπαρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πίκρα, acobardamiento [ακομπαρδαμιέν'το]
2: λύπη, 3: (Βοτ.) αλόη. (ουσ7αρσ.) εκφοβισμός,
acibarar [αθιμπαράρ] (ρ.) (a alguien) acobardar [ακοβαρδάρ] (ρ.) φοβίζω,
πικραίνω κάποιον, πτοώ.
acicalado [αθικαλάδο] (επίθ.) 1: κομ­ acobardarse [ακοβαρδάρσε] (ρ.) φο­
ψός, 2: νοικοκυρεμένος, 3: γυαλι­ βάμαι.
σμένος. acobrado [ακομπράδο] (επίθ.) χάλκι­
acicalarse [αθικαλάρ] (ρ.) 1: στολί­ νος που έχει το χρώμα του χαλκού,
ζομαι, 2: νοικοκυρεύομαι, acocil [ακοθίλ] (ουσ./αρσ.) γαρίδα του
acicate [αθικάτε] (ουσ,/αρσ.) 1: σπι­ γλυκού νερού,
ρούνι, σουβλί, 2: κίνητρο, ερέθισμα, acochinar [ακοτσινάρ] (ρ.) σκοτώνω
acicatear [αθικατεάρ] (ρ.) κεντρίζω, άμαχο.
παρακινώ, acodar [ακοδάρ] (ρ.) 1: ακουμπώ κά­
acidez [αθιδέθ] (ουσ,/θηλ.) οξύτητα, που στηριζόμενος στους αγκώνες ή
acidia [αθίδια] (ουσ./θηλ.) τεμπελιά, ρίχνοντας το βάρος 2: δένω κόμπο,
acidificar [αθιδιφικάρ] (ρ.) οξυδώνω, acogedor [ακοχεδόρ] (επίθ.) πρόσχα­
διαβρώνω. ρος φιλόξενος,
ácido [άθιδο] (επίθ.) οξύς όξινος ξι­ acoger [ακοχέρ] (ρ.) υποδέχομαι, κα­
νός. λωσορίζω,
acierto [αθιέρτο] (ουσ,/αρσ.) επιτυχία, acogida [ακοχίδα] (ουσ,/θηλ.) υποδο­
ευστοχία. χή, καλωσόρισμα,
aclamación [ακλαμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) acogollar [ακογογιάρ] (ρ.) 1: ξεπετιέ-
ζητωκραυγή, επευφημία, μαι, βλασταίνω, 2: καλύπτω φυτά για
ademador [ακλαμαδόρ] (ουσ,/αρσ.) προστασία,
χειροκροτητής επευφημών. acogotar [ακογοτάρ] (ρ.) σκοτώνω με
aclamar [ακλαμάρ] (ρ.) ζητωκραυγά­ χτύπημα στον αυχένα,
ζω, επευφημώ, acojinar [ακοχινάρ] (ρ.) παραγεμίζω
aclaración [ακλαραθιόν] (ουσ,/θηλ.) με βαμβάκι,
διευκρίνιση, διασάφηση, acojonante [ακοχονάν'τε] (επίθ.) εντυ­
adarador [ακλαραδόρ] (επίθ.) διευ­ πωσιακός
κρινιστικός, acolchado [ακολτσάδο] (επίθ.) παρα­
aclarar [ακλαράρ] (ρ.) 1: διευκρινίζω, γεμισμένος με βαμβάκι,
διασαφηνίζω, 2: αραιώνω ένα υγρό, acolchar [ακολτσάρ] (ρ.) παραγεμίζω
3: ανοίγω χρώμα μαλλιών, 4: ξεβγά­ με βαμβάκι,
ζω ρούχα, acólito [ακόλιτο] (ουσ/αρσ.) παπαδο­
adaratorio [ακλαρατόριο] (επίθ.) διευ­ παίδι.

25
acollarar

acollarar [ακογιαράρ] (ρ.) περνώ στο acompasadamente [ακομ'πασαδα-


λαιμό κολλάρο. μέν'τε] (επίρρ.) ρυθμικά,
acometedor [ακομετεδόρ] (επίθ.) δρα­ acompasado [ακομ'πασάδο] (επίθ.)
στήριος. ρυθμικός,
acometer [ακομετέρ] (ρ.) 1: επιτίθεμαι, acompasar [ακομ'πασάρ] (ρ.) 1: αρμο-
2: αναλαμβάνω υποχρέωση, νίζω, 2: μετράω, 3: προσαρμόζω,
acometido [ακομετίδο] (επίθ.) υπο­ acomplejado [ακομ'πλεχάδο] (επίθ.)
χρεωτικός, νευρωτικός που έχει κόμπλεξ,
acometida [ακομετίδα] (ουσ,/θηλ.) acomplejar [ακομ'πλεχάρ] (ρ.) προκα­
εφόρμηση, επίθεση, λώ κόμπλεξ,
acometimiento [ακομετιμιέν'το] (ουσ./ acomunarse [ακομουνάρσε] (ρ.) ενώ­
αρσ.) επίθεση, νω δυνάμεις,
acometividad [ακομετιβιδάδ] (ουσ./ aconchabarse [ακοντσαμπάρσε] (ρ.)
θηλ.) επιθετικότητα, συσπειρώνομαι,
acomodación [ακομοδαθιόν] (ουσ./ acondicionado [ακον'τιθιονάδο] (επίθ.)
θηλ.) βόλεμα, 1: αυτός που πληρεί τις προδιαγρα­
acomodadizo [ακομοδαδίθο] (επίθ.) 1: φές 2: σε καλή κατάσταση,
συγκαβατικός, 2: βολικός, acondicionar [ακον'τιθιονάρ] (ρ.) προ­
acomodado [ακομοδάδο] (επίθ.) 1: σαρμόζω, κλιματίζω,
κατάλληλος 2: ευκατάστατος εύπο­ acongojado [ακονγκοχάδο] (επίθ.)
ρος 3: βολεμένος, θλιμμένος,
acomodador [ακομοδαδόρ] (ουσ7αρσ.) acongojar [ακονγκοχάρ] (ρ.) 1: αγχώ­
ταξιθέτης νω, φοβίζω, 2: θλίβω,
acomodamiento [ακομοδαμιέν'το] aconsejable [ακονσεχάμπλε] (επίθ.)
(ουσ./αρσ.) καταλληλότητα, αυτός που συνιστάται.
acomodar [ακομοδάρ] (ρ.) 1: τοποθε­ aconsejado [ακονσεχάδο] (επίθ.) συ­
τώ, βολεύω, κανονίζω, 2: τακτοποιώ, νετός.
3: προσαρμόζω, 4: συμφιλιώνω, aconsejar [ακονσεχάρ] (ρ.) συμβου­
acomodo [ακομόδο] (ουσ7αρσ.) 1: λεύω, συνιστώ,
συμβιβασμός 2: θέση, εργασίας πό­ acontecer [ακον'τεθέρ] (ρ.) συμβαίνω,
στο, 3: διαμονή, τυχαίνω.
acompañado [ακομ'πανιάδο] (επίθ.) acontecimiento [ακον'τεθιμιέν'το] (ουσ./
συνοδευόμενος. αρσ.) συμβάν, γεγονός,
acompañador [ακομπανιαδόρ] (ουσ./ acopar [ακοπάρ] (ρ.) δίνω στα φυτά
αρσ.) συνοδός, φόρμα κυπέλλου,
βαϊηιρβήβπιΐβηΐοίακομ'πανιαμιέν'το] acopiar [ακοπιάρ] (ρ.) μαζεύω, συγκε­
(ουσ./αρσ.) 1: συνοδεία, 2: συνοδευ­ ντρώνω, συλλέγω,
τικό φαγητού, γαρνιτούρα, acopio [ακόπιο] (ουσ,/αρσ.) συλλογή,
acompañanta [ακομ'πανιάν'τα] (ουσ./ συγκομιδή,
θηλ.) συνοδός (κοπέλα), acoplamiento [ακοπλαμιέν'το] (ουσ./
acompañante [ακομ'πανιάν'τε] (ουσ./ αρσ.) ζευγάρωμα (για ζώα),
αρσ.-ι- θηλ.) συνοδός ακόλουθος, acoplar [ακοπλάρ] (ρ.) 1: ενώνω, συν­
acompañar [ακομ'πανιάρ] (ρ.) συνο­ δέω, 2: εφαρμόζω, 3: προσαρμόζω,
δεύω, συντροφεύω. acoquinar [ακοκινάρ] (ρ.) τρομάζω,

26
acreditar

φοβίζω. μένος.
acorazado [ακοραθάδο] 1: (ouoVapo.) acostar [ακοστάρ] (ρ.) ξαπλώνω,
θωρηκτό, 2: (επίθ.) θωρακισμένος, acostarse [ακοστάρσε] (ρ.) πάω/ξα­
acorazonado [ακοραθονάδο] (επίθ.) πλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ
αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, • siempre me acuesto tarde - πάντα
acorazar [ακοραθάρ] (ρ.) θωρακίζω, ξαπλώνω αργά.
acorchado [ακορτσάδο] (επίθ.) 1: acostumbrado [ακοστουμ'μπράδο]
σπογγώδης, 2: μουδιασμένος, (επίθ.) (estar) συνηθισμένος,
acordado [ακορδάδο] (επίθ.) σύμφω­ acostumbrar [ακοστουμ'μπράρ] (ρ.)
νος σύμφωνη μένος, (α) συνηθίζω (έχω ως συνήθεια) ·
acordar [ακορδάρ] (ρ.) 1: συμφωνώ, 2: Juan acostumbra a comer con su
αποφασίζω, 3: θυμίζω σε κάποιον, familia los domingos - o Juan συνη­
acordarse [ακορδάρσε] (ρ.) (de) θυμά­ θίζει να τρώει με την οικογένειά του
μαι · todavía me acuerdo de aquel τις Κυριακές
día - ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέ­ acostumbrarse [ακοστουμ'μπράρσε]
ρα. (ρ.) (α) συνηθίζω (αποκτώ μια συνή­
acorde [ακόρδε] (επίθ.) σύμφωνος θεια) · Juan se acostumbró a trabajar
ταιριαστός, tantas horas - o Juan συνήθισε να
acordelar [ακορδελάρ] (ρ.) δένω με δουλεύει τόσες ώρες.
σχοινί. acotación [ακοταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:
acordemente [ακοροτεμέν'τε] (επίρρ.) σημείωση στο περιθώριο, 2: σκηνο­
συμφώνως. θεσία.
acordeón [ακορδεόν] (ουσ./αρσ.) ακορ­ acotar [ακοτάρ] (ρ.) περιορίζω, περι­
ντεόν. κλείω.
acordeonista [ακορδεονίστα] (ουσ./ acotillo [ακοτίγιο] (ουσ,/αρσ.) βαριά
αρσ.) ακορντεονίστας. (το είδος σφυριού),
acordonar [ακορδονάρ] (ρ.) 1: περικυ- acracia [ακράθια] (ουσ7θηλ.) αναρχία,
κλώνω με σχοινί, 2: περνάω τα κορ­ ácrata [άκρατα] (επίθ.) αναρχικός
δόνια. acre [άκρε] (ουσ,/αρσ.) στρέμμα,
acordonado [ακορδονάδο] (επίθ.) πε- acre [άκρε] (επίθ.) 1: δριμύς 2: στυφός
ρικυκλωμένος με σχοινί, πικρός
acornar [ακορνάρ] (ρ.) κουτουλάω με acrecentamiento [ακρεθεν'ταμιέν'το]
τα κέρατα, (ουσ,/αρσ.) αύξηση,
acorralar [ακοραλάρ] (ρ.) 1: (κυριολ.) acrecentar [ακρεθεν'τάρ] (ρ.) αυξάνω,
στριμώχνω, 2: φέρνω κάποιον σε δύ­ πληθαίνω,
σκολη θέση, 3: μαντρώνω ζώα. acrecer [ακρεθέρ] (ρ.) αυξάνω κάτι,
acorrer [ακορέρ] (ρ.) βοηθώ, μεγαλώνω κάτι.
acortar [ακορτάρ] (ρ.) 1: συντομεύω, acreditación [ακρεδιταθιόν] (ουσ./
2: κονταίνω, θηλ.) διαπίστευση, εγγύηση,
acosar [ακοσάρ] (ρ.) καταδιώκω, κα­ acreditado [ακρεδιτάδο] (επίθ.) διαπι­
τατρέχω. στευμένος εγγυημένος,
acoso [ακόσο] (ουσ,/αρσ.) καταδίωξη, acreditar [ακρεδιτάρ] (ρ.) 1: διαπι­
κατατρεγμός, στεύω, εγγυώμαι, 2: εξουσιοδοτώ, 3:
acostado [ακοστάδο] (επίθ.) ξαπλω­ (Οικον.) δίνω πίστωση.

27
acreedor

acreedor [ακρεεδόρ] 1: (ουσ7αρσ.) πι­ activista [ακτιβίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)


στωτής, 2: (επίθ.) αξιόπιστος, άξιος, ακτιβιστής ακτιβίστρια.
acremente [άκρεμεν'τε] (επίρρ.) δρι- activo [ακτίβο] (επίθ.) 1: ενεργητικός
μέως. δραστήριος · estar en activo - εν
acribar [ακριμπάρ] (ρ.) κοσκινίζω, ενεργεία (επάγγελμα), 2: (Γραμμ.) ·
acribillar [ακριμπιγιάρ] (ρ.) (a) 1: διατρυ­ voz activa - Ενεργητική φωνή.
πώ, 2: προκαλώ πολλαπλά τραύματα, acto [άκτο] (ουσ,/αρσ.) 1: πράξη, έργο,
τραυματίζω βαριά · le acribillaron a 2: θεατρική πράξη, παράσταση,
puñetazos - τον τραυμάτισαν βαριά actor [ακτόρ] (ουσ,/αρσ.) ηθοποιός
με μπουνιές, (ο).
acrílico [ακρίλικο] (επίθ.) ακρυλικός, actriz [ακτρίθ] (ουσ,/θηλ.) ηθοποιός
acriminación [ακριμιναθιόν] (ουσ./ (η).
θηλ.) ενοχοποίηση, actuación [ακτουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:
acriminador [ακριμιναδόρ] 1: (ουσ,/αρσ) δράση, 2: συμπεριφορά, 3: ηθοποιία,
κατήγορος 2: (επίθ.) ενοχοποιητικός, actual [ακτουάλ] (επίθ.) επίκαιρος τω­
acriminar [ακριμινάρ] (ρ.) κατηγορώ, ρινός.
ενοχοποιώ, actualidad [ακτουαλιδάδ] (ουσ7θηλ.)
acrimonia [ακριμόνια] (ουσ7θηλ.) 1: επικαιρότητα.
δριμύτητα, 2: οξύτητα, 3: πικρία, actualización [ακτουαλιθαθιόν] (ουσ/
acrimonioso [ακριμονιόσο] (επίθ.) δρι- θηλ.) 1: ενημέρωση, 2: πραγματοποίη­
μύς δηκτικός, ση, 3: εκσυγχρονισμός,
acrisolado [ακρισολάδο] (επίθ.) εξα­ actualizar [ακτουαλιθάρ] (ρ.) 1: κά­
γνισμένος ραφιναρισμένος. νω κάτι επίκαιρο, 2: ενημερώνω, 3:
acrisolar [ακρισολάρ] (ρ.) διυλίζω, κα­ πραγματοποιώ, 4: εκσυγχρονίζω,
θαρίζω. actualmente [ακτουάλμεν'τε] (επίρρ.)
acritud [ακριτούδ] (ουσ,/θηλ.) οξύτη­ τώρα, σήμερα,
τα, δριμύτητα, πικρία (συνώνυμο με actuar [ακτουάρ] (ρ.) 1: ενεργώ, δρω,
acrimonia), 2: παίζω.
acrobacia [ακρομπάθια] (ουσ,/θηλ.) actuario [ακτουάριο] (ουσ./αρσ.) δικα­
ακροβασία, στικός υπάλληλος,
acróbata [ακρόμπατα] (ουσ7αρσ.+ acuadrillar [ακουαδριγιάρ] (ρ.) σχημα­
θηλ.) ακροβάτης, τίζω ομάδα,
acrobático [ακρομπάτικο] (επίθ.) ακρο­ acuarela [ακουαρέλα] (ουσ,/θηλ.) ακουα-
βατικός. ρέλα.
acta [άκτα] (ουσΥθηλ.) 1: πρακτικό, 2: acuarelista [ακουαρελίστα] (ουσ7αρσ.+
έκθεση, 3: καταγραφή, θηλ.) ζωγράφος ακουαρέλας.
actitud [ακτιτούδ] (ουσ,/θηλ.) στάση, acuario [ακουάριο] (ουσ,/αρσ.) 1: ενυ­
συμπεριφορά, δρείο, 2: (Αστρολ.) Υδροχόος,
activar [ακτιβάρ] (ρ.) ενεργοποιώ, acuartelamiento [ακουερτελαμιέν'το]
θέτω σε λειτουργία, δραστηριοποιώ, (ουσ,/αρσ.) περιορισμός σε στρατό­
actividad [ακτιβιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ενέρ­ πεδο.
γεια, απασχόληση, δραστηριότητα acuartelar [ακουαρτελάρ] (ρ.) περιο­
• actividades escolares - σχολικές ρίζω το στράτευμα,
δραστηριότητες. acuático [ακουάτικο] (επίθ.) υδάτινος

28
adaptador

υδρόβιος · esquí acuático - θαλάσ­ τος.


σιο σκι. acunar [ακουνάρ] (ρ.) νανουρίζω κου­
acuatizar [ακουατιθάρ] (ρ.) προσθα­ νώντας.
λασσώνω, acuñar [ακουνιάρ] (ρ.) 1: τυπώνω νόμι­
acuchillar [ακουτσιγιάρ] (ρ.) μαχαιρώ­ σμα, κόβω νόμισμα, 2: σφηνώνω,
νω. acuosidad [ακουοσιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
acuchillado [ακουτσιγιάδο] (επίθ.) 1: πλαδαρότητα, χαλαρότητα.
πλανισμένος, 2: επιφυλακτικός, acuoso [ακουόσο] (επίθ.) υδατώδης
acucia [ακούθια] (ουσΥθηλ.) ζήλος, υδάτινος νερουλός,
έντονη προθυμία, acupuntura [ακουπουν’τούρα] (ουσ./
acuciador [ακουθιαδόρ] (επίθ.) πιεστι­ θηλ.) βελονισμός
κός βιαστικός επείγων, acurrucarse [ακουρουκάρσε] (ρ.) μα­
acuciar [ακουθιάρ] (ρ.) 1: βιάζω, επεί- ζεύομαι, ζαρώνω,
γω, 2: επιθυμώ έντονα, acusación [ακουσαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
acucioso [ακουθιόσο] (επίθ.) ασφυκτι­ κατηγορία, καταγγελία,
κός πιεστικός, acusado [ακουσάδο] (ουσ,/αρσ.) κα­
acudir [ακουδίρ] (ρ.) 1: παρευρίσκο­ τηγορούμενος,
μαι, 2: προστρέχω, πηγαίνω, acusador [ακουσαδόρ] (ουα/αρσ.) κα­
acueducto [ακουεδοΰκτο] (ουσΥαρσ.) τήγορος.
υδραγωγείο, acusar [ακουσάρ] (ρ.) 1: κατηγορώ, 2:
ácueo [άκουεο] (επίθ.) υδατώδης υδά­ καταγγέλλω,
τινος. acusativo [ακουσατίβο] (ουσ,/αρσ.)
acuerdo [ακουέρδο] (ουσ,/αρσ.) συμ­ (Γραμμ.) αιτιατική πτώση,
φωνία · estar de acuerdo con - είμαι acusatorio [ακουσατόριο] (επίθ.) κα­
σύμφωνος με · de acuerdo con - σύμ­ τηγορητικός,
φωνα με · ponerse de acuerdo con acústica [ακούστικα] (ουσ,/θηλ.) ακου­
alguien - έρχομαι σε συμφωνία με στική.
κάποιον · ¡de acuerdo! - σύμφωνοι!, acústico [ακούστικο] (επίθ.) ακουστι­
acuidad [ακουιδάδ] (ουσ7θηλ.) δριμύ­ κός · guitarra acústica - ακουστική
τητα, οξύτητα, κιθάρα.
acuitar [ακουιτάρ] (ρ.) θλίβω, λυπώ. adagio [αδάχιο] (ουσ7αρσ.) γνωμικό,
acular [ακουλάρ] (ρ.) 1: στριμώχνω, 2: απόφθεγμα, παροιμία, ρητό, αντά-
ρυμουλκώ κάτι απο το πίσω μέρος τζο.
του. adalid [αδαλίδ] (ουσ,/αρσ) πρωτα­
acullá [ακουγιά] (επίρρ.) εκεί πέρα, θλητής πρωτοπόρος στην πρώτη
εκεί κάτω. θέση.
acumulación [ακουμουλαθιόν] (ουσ./ adamado [αδαμάδο] (επίθ.) θηλυπρε­
θηλ.) συσσώρευση, συγκέντρωση, πής
acumulador [ακουμουλαδόρ] (ουσ./ adán [αδάν] (επίθ.) βρομιάρης,
αρσ.) συσσωρευτής, adaptable [αδατττάμπλε] (επίθ.) προ­
acumular [ακουμουλάρ] (ρ.) συσσω­ σαρμοστικός,
ρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, adaptación [αδαπταθιόν] (ουσ7θηλ.)
acuñación [ακουνιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: προσαρμογή, 2: διασκευή,
τύπωμα νομίσματος κοπή νομίσμα­ adaptador [αδαττταδόρ] (ουσ7αρσ.) με­

29
adaptar

τασχηματιστής. νομία, κίνηση,


adaptar [αδαπτάρ] (ρ.) 1: προσαρμό­ además [αδεμάς] (επίρρ.) εξάλλου,
ζω, 2: διασκευάζω, επιπλέον, επίσης,
adarga [αδάργα] (ουσ./θηλ.) ασπίδα, adensar [αντενσάρ] (ρ.) συμπυκνώνω,
adarme [αδάρμε] (ουσ7αρσ.) δεκάρα, adentellar [αδεν'τεγιάρ] (ρ.) δαγκώ­
adecentar [αδεθεν'τάρ] (ρ.) συμμα­ νω.
ζεύω, βάζω σε τάξη. adentrarse [αδεν'τράρσε] (ρ.) εισχω­
adecuación [αδεκουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ρώ, εισδύω, εμβαθύνω.
προσαρμογή, adentro [αδέν'τρο] (επίρρ.) μέσα,
adecuadamente [αδεκουάδαμεν'τε] εντός.
(επίρρ.) καταλλήλως, όπως πρέπει, adepto [αδέπτο] (ουσ7αρσ.) 1: οπα­
adecuado [αδεκουάδο] (επίθ.) 1: κα­ δός 2: ακόλουθος,
τάλληλος, 2: πρέπων, ενδεδειγμέ- aderezar [αδερεθάρ] (ρ.) 1: διακοσμώ,
νος. στολίζω, γαρνίρω, 2: νοστιμεύω,
adecuar [αδεκουάρ] (ρ.) προσαρμόζω, aderezo [αδερέθο] (ουσ,/αρσ.) γαρνί­
κάνω κατάλληλο, ρισμα, γαρνιτούρα, διακόσμηση.
adefesio [αδεφέσιο] (ουσ,/αρσ.) 1: adeudar [αδεουδάρ] (ρ.) οφείλω, χρω­
ασχήμια, 2: γελοιότητα, ανοησία στώ.
3: υπερβολή · estar/ir hecho un adeudo [αδεούδο] (ουσ,/αρσ.) δα­
adefesio - είναι ντυμένος χάλια, γε­ σμός οφειλή, χρέος,
λοία. adherencia [αδερένθια] (ουσ,/θηλ.) 1:
a.de J.C (σύντμ.) · antes de Jesús Cristo προσκόλληση, 2: (Ανατ.) σύμφυση,
- προ Χριστού, adherente [αδερέν'τε] (επίθ.) 1: κολλη­
adelantado [αδελαν'τάδο] (επίθ.) 1: τικός 2: προσκολλημένος οπαδός,
προχωρημένος 2: προκαταβολικός adherir [αδερίρ] (ρ.) προσκολλώ.
3: ανώτερος, adherirse [αδερίρσε] (ρ.) προσκολ-
adelantamiento [αδελαν'ταμιέν'το] λούμαι, προσχωρώ,
(ουσ./αρσ.) 1: προσπέραση, 2: βελ­ adhesión [αδεσιόν] (ουσ./θηλ.) προ­
τίωση. σχώρηση, ένταξη,
adelantar [αδελαν'τάρ] (ρ.) 1: προχω­ adhesivo [αδεσίβο] (επίθ.) κολλητικός
ρώ, 2: προωθώ, 3: προκαταβάλλω, 4: •cinta adhesiva - κολλητική ταινία,
προσπερνώ, 5: βάζω μπροστά, επι­ adición [αδιθιόν] (ουσ,/θηλ.) πρόσθε­
σπεύδω. ση.
adelante [αδελάν'τε] (επίρρ.) μπρο­ adicional [αδιθιονάλ] (επίθ.) πρόσθε­
στά, εμπρός · ¡adelante! -περάστε!. τος.
adelanto [αδελάν'το] (ουσ./αρσ.) 1: adicionar [αδιθιονάρ] (ρ.) προσθέτω,
πρόοδος, εξέλιξη, 2: προκαταβολή, adicto [αδίκτο] 1: (ουσ,/αρσ.) οπαδός
adelfa [αδέλφα] (ουσ./θηλ.) πικρο­ 2: (επίθ.) εθισμένος εξαρτώμενος
δάφνη. • drogadicto - άτομο εθισμένο στα
adelgazamiento [αδελγαθανιέν'το] (ουσ./ ναρκωτικά.
αρσ.) αδυνάτισμα, λέπτυνση. adiestrador [αντιεστραδόρ] (ουσ./
adelgazar [αδελγαθάρ] (ρ.) αδυνατί­ αρσ.) εκπαιδευτής εκγυμναστής.
ζω, λεπταίνω, adiestar [αντιεστράρ] (ρ.) εκπαιδεύω,
ademán [αδεμάν] (ουσ7αρσ.) χειρο­ εκγυμνάζω, εξασκώ.

30
adoctrinamiento

adiestrado [αδιεστράδο] (επίθ.) εκπαι­ administrar [αδμινιστράρ] (ρ.) διοικώ,


δευμένος, διαχειρίζομαι,
adiestramiento [αδιεστραμιέν'το] (ουσ./ administrativo [αδμινιστρατίβο] (επίθ.)
αρσ.) εκγύμναση, εκπαίδευση, διοικητικός διαχειριστικός
adinerado [αδινεράδο] (επίθ.) εύπο­ admirable [αδμιράβλε] (επίθ.) θαυμά­
ρος, πλούσιος, σιος, υπέροχος,
adinerarse [αδινεράρσε] (ρ.) πλουτί­ admiración [αδμιραθιόν] (ουσ,/θηλ.)
ζω. θαυμασμός,
adiós [αδιός] (ουσ7αρσ.) αντίο, admirador [αδμιραδόρ] (ουσ,/αρσ.)
adiposo [αδιπόσο] (επίθ.) χοντρός θαυμαστής λάτρης
παχύς. admirar [αδμιράρ] (ρ.) θαυμάζω, εκ­
aditamento [αντιταμέν'το] (ουσ,/αρσ.) πλήσσω.
προσθήκη, admirativo [αδμιρατίβο] (επίθ.) γεμά­
aditivo [αδιτίβο] (ουσ7αρσ.) προσθε­ τος θαυμασμό, θαυμαστικός,
τικό. admisible [αδμισίβλε] (επίθ.) παραδε­
adivinación [αδιβιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) χτός επιτρεπτός
μαντεία, προφητεία, admisibilidad [αδμισιμπιλιδάδ] (ουσ./
adivinador [αδιβιναδόρ] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) αποδοχή,
μάντης προφήτης, admisión [αδμισιόν] (ουσ,/θηλ.) παρα­
adivinanza [αδιβινάνθα] (ουσ,/θηλ.) δοχή, αποδοχή,
αίνιγμα, γρίφος, admitir [αδμιτίρ] (ρ.) παραδέχομαι,
adivinar [αδιβινάρ] (ρ.) μαντεύω, προ­ δέχομαι.
φητεύω. admonición [αδμονιθιόν] (ουσ,/θηλ.)
adivino [αδιβίνο] (ουσ7αρσ.) μάντης, 1: προειδοποίηση, 2: επίπληξη,
adjetivo [αδχετίβο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) admonitorio [αδμονιτόριο] (επίθ.)
επίθετο. προειδοποιητικός,
adjudicación [αδχουδικαθιόν] (ουσ./ adobado [αδομπάδο] (ουσ,/αρσ.) μα-
θηλ.) απονομή, κατακύρωση. ριναρισμένο κρέας,
adjudicado [αδχουδικάδο] (επίθ.) adobar [αδομπάρ] (ρ.) 1: προπαρα­
απονεμημένος, σκευάζω, μαρινάρω, 2: κάνω τουρσί,
adjudicar [αδχουδικάρ] (ρ.) κατοχυ­ adobasillas [αντομπασίγιας] (ουσ7
ρώνω, απονέμω, επιδικάζω, αρσ.) επιδιορθωτής καρεκλών,
adjuntar [αδχουν'τάρ] (ρ.) επισυνά­ adobe [αδόμπε] (ουσ./αρσ.) ηλιοψη­
πτω. μένο τούβλο,
adjunto [αδχούν'το] (επίθ.) συνημμέ­ adobera [αντομπέρα] (ουσ,/θηλ.) κα-
νος. λούπι τούβλων,
adminículos [αδμινίκουλος] (ουσ./ adobería [αντομπερία] (ουσ./θηλ.)
αρσ.) πληθ. κουτί πρώτων βοη­ πλινθοποιείο,
θειών. adobo [αδόμπο] (ουσ7αρσ.) 1: προπα-
administración [αδμινιστραθιόν] (ουσ./ ρασκευή, 2: μαγείρεμα, 3: μαρινάρι-
θηλ.) διοίκηση, διαχείριση, σμα.
administrador [αδμινιστραδόρ] (ουσ./ adocenado [αδοθενάδο] (επίθ.) 1: συ­
αρσ.) 1: διοικητικό στέλεχος 2: δια­ νηθισμένος 2: δεύτερης ποιότητας,
χειριστής adoctrinamiento [αδοκτριναμιέν'το]

31
adoctrinar

(ουσ./αρσ.) 1: δογματισμός 2: κατή- adormecimiento [αδορμεθιμιέν'το]


ΧΠσ Π· (ουσ./αρσ.) 1: νύστα, 2: μούδιασμα.
adoctrinar [αδοκτρινάρ] (ρ.) δογματί­ adormidera [αδορμιδέρα] (ουσ,/θηλ.)
ζω, κατηχώ, παπαρούνα,
adolecer [αδολεθέρ] (ρ.) υποφέρω, adormilarse [αδορμιλάρσε] (ρ.) γλα­
adolescencia [αδολεσθένθια] (ουσ./ ρώνω, αποκοιμιέμαι ελαφρά,
θηλ.) εφηβεία, adornar [αδορνάρ] (ρ.) κοσμώ, στολί­
adolescente [αδολεσθέν'τε] (ουσ./ ζω, γαρνίρω,
αρσ.+ θηλ.) έφηβος, adorno [αδόρνο] (ουσ,/αρσ.) στολίδι,
adonde [αδόν'ντε] (επίρρ.) όπου. γαρνιτούρα · adorno navideño - χρι­
adónde [αδόν'ντε] (ερωτηματική αντ.) στουγεννιάτικο στολίδι,
προς τα πού, πού; · ¿Adónde vamos? adquirir [αδκιρίρ] (ρ.) αποκτώ,
- Πού πάμε;, adquisición [αδκισιθιόν] (ουσ,/θηλ.)
adondequiera [αδον'ντεκιέρα] (επίρρ.) απόκτηση, απόκτημα.
οπουδήποτε, adquisitivo [αδκισιτίβο] (επίθ.) αγορα­
adopción [αδοπθιόν] (ουσ./θηλ.) υιο­ στικός · poder adquisitivo - αγορα­
θεσία, υιοθέτηση, στική δύναμη,
adoptable [αδοπτάμπλε] (επίθ.) υιοθε- adrede [αδρέδε] (επίρρ.) επίτηδες
τήσιμος. σκοπίμως,
adoptar [αδοπτάρ] (ρ.) υιοθετώ, adrenalina [αδρεναλίνα] (ουσ,/θηλ.)
adoptivo [αδοπτίβο] (επίθ.) θετός · [Βιοχ.) αδρεναλίνη.
hijos adoptivos - θετά παιδιά · padres Adriático [αντριάτικο] (ουσ,/αρσ.) Αδρια-
adoptivos - θετοί γονείς, τική.
adoquín [αδοκ'ίν] 1: (ουσ./αρσ.) πλά­ adscribir [αδσκριμπίρ] (ρ.) 1: διορίζω,
κα πεζοδρομίου, 2: (επίθ.) ηλίθιος, 2: καθορίζω,
adoquinado [αδοκινάδο] (επίθ.) λιθό­ aduana [αδουάνα] (ουσ,/θηλ.) τελω­
στρωτος. νείο.
adoquinar [αδοκινάρ] (ρ.) λιθοστρώ­ aduanero [αδουανέρο] (ουσ,/αρσ.) τε­
νω. λωνειακός,
adorable [αδοράμπλε] (επίθ.) λατρευ­ aducir [αδουθίρ] (ρ.) ισχυρίζομια, υπο­
τό ς αξιαγάπητος, στηρίζω.
adoración [αδοραθιόν] (ουσ,/θηλ.) λα­ aductor [αντουκτόρ] (ουσΛιρσ.) προ­
τρεία. σαγωγός.
adorador [αδαραδόρ] (ουσ,/αρσ.) λά­ adueñarse [αδουενιάρσε] (ρ.) (de) 1: παίρ­
τρης· νω στην κατοχή μου, 2: κυριεύομαι · el
adoratorio [αντορατόριο] (ουσ,/αρσ.) temor se adueñó de Luis - o Luis κυ­
ειδωλολατρικός ναός. ριεύτηκε από φόβο.
adorar [αδοράρ] (ρ.) λατρεύω, adulación [αδουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
adormecedor [αδορμεθεδόρ] (επίθ.) κολακεία.
υπνωτικός, adulador [αδουλαδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.)
adormecer [αδορμεθέρ] (ρ.) 1: κοιμί­ κόλακας 2: (επίθ.) κολακευτικός,
ζω, 2; ηρεμώ, adular [αδουλάρ] (ρ.) κολακεύω,
adormecido [αδορμεθίδο] (επίθ.) 1: adulón [αδουλόν] (επίθ.) δουλικός
νυσταγμένος 2: μουδιασμένος. δουλοπρεπής.

32
aeroplano

adulonería [αδουλονερία] (ουσΥθηλ.) θολική Εκκλησία) η χρονική περίοδος


κολακεία. των τεσσάρων εβδομάδων πριν τα
adulteración [αδουλτεραθιόν] (ουσ./ Χριστούγεννα κατά την οποία οι πι­
θηλ.) νοθεία, αλλοίωση, παραποίη- στοί προτοιμάζονται για τη γέννηση
ση. του Ιησού,
adulterado [αδουλτεράδο] (επίθ.) νο­ adyacencia [αδγιαθένθια] (ουσ,/θηλ.)
θευμένος, αλλοιωμένος, γειτνίαση.
adulterante [αδουλτεράν'τε] (επίθ.) adyacente [αδγιαθέν'τε] (επίθ.) προ­
νοθευτικός. σκείμενος πλησίον,
adulterar [αδουλτεράρ] (ρ.) νοθεύω, aeróbica [αερόμπικα] (ουσ,/θηλ.) αε­
αλλοιώνω, παραποιώ, ροβική γυμναστική,
adulterio [αδουλτέριο] (ουσ7αρσ.) aéreo [αέρεο] (επίθ.) αέριος αέρινος
μοιχεία. εναέριος.
adúltero [αδούλτερο] (ουσ,/αρσ.) μοι­ aeroclub [αεροκλούμπ] (ουσΥαρσ.)
χός. αερολέσχη,
adulto [αδούλτο] (επίθ.) ενήλικος, aerodinámica [αεροδινάμικα] (ουσ./
adustez [αδουστέθ] (ουσ,/θηλ.) τρα­ θηλ.) αεροδυναμική,
χύτητα, σκληράδα, aerodinámico [αεροδινάμικο] (επίθ.)
adusto [αδούοτΓο] (επίθ.) σοβαρός, αυ­ αεροδυναμικός,
στηρός. aeródromo [αερόδρομο] (ουσ,/αρσ.)
advenedizo [αδβενεδίθο] (επίθ.) νεό­ αεροδρόμιο,
πλουτος. aerofaro [αεροφάρο] (ουσ7αρσ.) αε­
advenimiento [αδβενιμιέν'το] (ουσ./ ροφάρος,
αρσ.) άφιξη, ερχομός, aerofoto [αεροφότο] (ουσΥθηλ.) αε­
adventicio [αδβεν'τίθιο] (επίθ.) συ- ροφωτογραφία,
μπτωματικός. aerógrafo [αερόγραφο] (ουσ,/αρσ.)
adverbial [αδβερμπιάλ] (επίθ.) επιρ­ αερογράφος πιστολέτο βαφής.
ρηματικός, aerograma [αερογράμα] (ουσ,/αρσ.)
adverbio [αδβέρμπιο] (ουσ,/αρσ.) αερογράμμα.
(Γραμμ.) επίρρημα, aerolito [αερολίτο] (ουσ,/αρσ.) αερό­
adversario [αδβερσάριο] (ουσ,/αρσ.) λιθος μετεωρίτης,
αντίπαλος, aeromodelismo [αερομοδελίσμο] (ουσ./
adversidad [αδβερσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) αρσ.) αερομοντελισμός
1: αντιξοότητα, 2: δυστυχία, κακο- aeronauta [αερονάουτα] (ουσ./αρσ.)
τυχία. αεροναύτης,
adverso [αδβέρσο] (επίθ.) 1: αντίξοος aeronáutica [αερονάουτικα] (ουσ,/θηλ.)
2: αντίθετος, αεροναυτική,
advertencia [αδβερτένθια] (ουσ,/θηλ.) aeronáutico [βερονάουτικο] (επίθ.) αε­
προειδοποίηση, ροναυτικός
advertido [αδβερτίδο] (επίθ.) ξύπνιος aeronaval [αεροναβάλ] (επίθ.) αερο­
που είναι σε εγρήγορση, ναυτικός.
advertir [αδβερτίρ] (ρ.) 1: προειδο­ aeronave [αερονάβε] (ουσ,/θηλ.) αε­
ποιώ, 2: ειδοποιώ, 3: παρατηρώ. ρόπλοιο.
Adviento [αδβιέν'το] (ουσ7αρσ.) (Κα­ aeroplano [αεροπλάνο] (ουσ,/αρσ.) αε­

33
aeropuerto

ροπλάνο. afecto [αφέκτο] (ουσ./αρσ.) 1: εκτίμη­


aeropuerto [αεροπουέρτο] (ουσ,/αρσ.) ση, 2: συμπάθεια,
αεροδρόμιο, afectuosidad [αφεκτουοσιδάδ] (ουσ./
aerosol [αεροσόλ] (ουσ./αρσ.) αερο­ θηλ.) 1: στοργή, σπλαχνικότητα, 2:
ζόλ, αερόλυμα, συναισθηματικότητα.
aeróstato [αερόστατο] (ουσ,/αρσ.) αε­ afectuoso [αφεκτουόσο] (επίθ.) 1:
ρόστατο. στοργικός σπλαχνικός 2: φ ιλικός 3:
aerotransportado [αεροτρανσπορτά- εγκάρδιος,
δο] (επίθ.) αερομεταφερόμενος. afeitado [αφεϊτάδο] (ουσ,/αρσ.) ξύρι­
afabilidad [αφαμπιλιδάδ] (ουσνθηλ.) σμα.
1: καλοσύνη, 2: φιλικότητα, afeitadora [αφεϊταδόρα] (ουσ,/θηλ.)
afable [αφάμπλε] (επίθ.) 1: καλοσυνά­ ξυριστική μηχανή,
τος 2: φιλικός, afeitar [αφεϊτάρ] (ρ.) ξυρίζω,
afamado [αφαμάδο] (επίθ.) 1: διάση­ afeitarse [αφεϊτάρσε] (ρ.) ξυρίζομαι,
μος ξακουστός 2: διακεκριμένος, afeite [αφέιτε] (ουσ,/αρσ.) καλλυντικό,
afamar [αφαμάρ] (ρ.) κάνω κάποιον afelpado [αφελπάδο] (επίθ.) βελούδι­
διάσημο. νος στην αφή.
afamarse [αφαμάρσε] (ρ.) αποκτώ φή- afeminación [αφεμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.)
μη. θηλυπρέπεια.
afán [αφάν] (ουσ,/αρσ.) ζήλος πόθος afeminado [αφεμινάδο] (επίθ.) θηλυ­
μόχθος. πρεπής.
afanarse [αφανάρσε] (ρ.) (por) πασχί­ afeminamiento [αφεμιναμιέν'το] (ουσ./
ζω. αρσ.) θηλυπρέπεια.
afanoso [αφανόσο] (επίθ.) επίπονος, afeminarse [αφεμινάρσε] (ρ.) γίνομαι
afarolado [αφαρολάδο] (επίθ.) ερεθι­ θηλυπρεπής,
σμένος. aferrado [αφεράδο] (επίθ.) πεισματά­
afasia [αφασία] (ουσ./θηλ.) αφασία, ρης επίμονος,
afásico [αφάσικο] (επίθ.) βουβός σε aferramiento [αφεραμιέν'το] (ουσ./
αφασία. αρσ.) σκάλωμα, πείσμα,
afear [αφεάρ] (ρ.) 1: ασχημίζω, χαλάω, aferrar [αφεράρ] (ρ.) 1: αγκυροβολώ,
2: κριτικάρω, 2: αρπάζω,
afección [αφεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: πά­ aferrarse [αφεράρσε] (ρ.) 1: αρπάζο­
θηση, ασθένεια, νόσος αδιαθεσία, 2: μαι, 2: πεισμώνω,
τρυφερότητα, στοργή, afianzamiento [αφιανθαμιέν'το] (ουσ./
afeccionarse [αφεκθιονάρσε] (ρ.) μου αρσ.) 1: ασφάλεια, 2: ενίσχυση, 3: εγ­
αρέσει κάποιος γύηση.
afectación [αφεκταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: afianzar [αφιανθάρ] (ρ.) 1: εγγυώμαι,
επιτήδευση, 2: προσποίηση, 2: υποστηρίζω,
afectado [αφεκτάδο] (επίθ.) 1: επιτη­ afición [αφιθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: προσή­
δευμένος 2: προσποιητός, λωση, 2: κλίση, 3: αγάπη,
afectar [αφεκτάρ] (ρ.) 1: επηρεάζω, 2: aficionado [αφιθιονάδο] (ουσ./αρσ.) 1:
επιδρώ. οπαδός 2: θιασώτης 3: ερασιτέχνης
afectivo [αφεκτίβο] (επίθ.) συναισθη­ aficionarse [αφιθιονάρσε] (ρ.) αφο-
ματικός ευαίσθητος. σιώνομαι.

34
afrentoso

afiche [αφίτσε] (ουσ./αρσ.) αφίσα. κατάφαση,


áfido [άφιδο] (ουσ./αρσ.) μελίγκρα, afirmativo [αφιρματίβο] (επίθ.) κατα­
φυτόψειρα. φατικός.
afiebrado [αφιεμπράδο] (επίθ.) εμπύ­ afirmativamente [αφιρματίβαμεν'τε]
ρετος, πυρετώδης. (επίρρ.) καταφατικά,
afiladera [αφιλαδέρα] (ουσ7θηλ.) ακο- aflicción [αφλικθιόν] (ουσ,/θηλ.) οδύ­
νιστικός τροχός, νη, θλίψη, λύπη.
afilado [αφιλάδο] (επίθ.) ακονισμένος aflictivo [αφλικτίβο] (επίθ.) αυτός που
κοφτερός, προκαλεί θλίψη,
afilador [αφιλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ακονι­ afligido [αφλιχίδο] (επίθ.) 1: πονεμέ-
στής τροχιστής νος 2: θλιμμένος
afiladura [αφιλαδούρα] (ουσ./ θηλ.) afligir [αφλιχίρ] (ρ.) θλίβω, λυπώ.
ακόνισμα, τρόχισμα, aflojamiento [αφλοχαμιέν'το] (ουσ./
afilalápices [αφιλαλάπιθες] (ουσ./ αρσ.) αρσ.) χαλάρωμα, λασκάρισμα.
ξύστρα για μολύβια, aflojar [αφλοχάρ] (ρ.) χαλαρώνω,
afilar [αφιλάρ] (ρ.) τροχίζω, ακονίζω, aflorar [αφλοράρ] (ρ.) προβάλλω, ξε­
afiliado [αφιλιάδο] (επίθ.) θυγατρικός, προβάλλω,
afiliación [αφιλιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) προ­ afluencia [αφλουένθια] (ουσ,/θηλ.) 1:
σχώρηση, ροή, συρροή, 2: ευγλωττία,
afiliarse [αφιλιάρσε] (ρ.) προσχωρώ, afluente [αφλουέν'τε] 1: (ουσ,/αρσ.)
γίνομαι μέλος παραπόταμος 2: (επίθ.) ευφραδής.
afilón [αφιλόν] (ουσ,/αρσ.) λουρί ακο- afluir [αφλουίρ] (ρ.) 1: εκβάλλω, 2: κυ­
νίσματος. λώ, 3: συρρέω,
afín [αφίν] (επίθ.) συναφής παρεμφε­ aflujo [αφλούχο] (ουσ./αρσ.) είσοδος,
ρ ής σχετικός, afónico [αφόνικο] (επίθ.) άφωνος
afinación [αφιναθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: aforar [αφοράρ] (ρ.) 1: μετρώ με με­
εξευγενισμός 2: τελειοποίηση, ραφι- τρητή, 2: υπολογίζω, εκτιμώ,
νάρισμα, 3: κούρδισμα οργάνου, aforismo [αφορίσμο] (ουσ,/αρσ.) αφο-
afinado [αφινάδο] (επίθ.) 1: τελειοποιη­ ρισμός.
μένος 2: κουρδισμένος, aforístico [αφορίστικο] (επίθ.) αφορι­
afinador [αφιναδόρ] (ουσ,/αρσ.) αυτός στικός.
που ασχολείται επαγγελματικά με το aforo [αφόρο] (ουσ7αρσ.) εκτίμηση,
κούρδισμα των μουσικών οργάνων, υπολογισμός,
afinar [αφινάρ] (ρ.) 1: τελειοποιώ, 2: afortunadamente [αφορτουνάδαμεν'τε]
λεπταίνω, 3: οξύνω, 4: κουρδίζω, (επίρρ.) ευτυχώς
afincarse [αφινκάρσε] (ρ.) εγκαθίστα­ afortunado [αφορτουνάδο] (επίθ.) ευ­
μαι. τυχής.
afinidad [αφινιδάδ] (ουσ,/θηλ.) συνά­ afrecho [αφρέτσο] (ουσ./αρσ.) πίτου­
φεια. ρο.
afirmación [αφιρμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) afrenta [αφρέν'τα] (ουσ,/θηλ.) 1: προ­
βεβαίωση, διαβεβαίωση, σβολή, 2: ντροπή,
afirmar [αφιρμάρ] (ρ.) βεβαιώνω, δια- afrentar [αφρεν'τάρ] (ρ.) προσβάλλω,
βεβαιώνω. ατιμάζω.
afirmativa [αφιρματίβα] (ουσ,/θηλ.) afrentoso [αφρεν'τόσο] (επίθ.) 1: υβρι­

35
africano

στικός προσβλητικός 2: ντροπια­ agarrochador [αγαροτσαντόρ] (ουσ./


σμένος. αρσ.) εκείνος που κεντρίζει με ακό­
africano [αφρικάνο] (ουσ,/αρσ.) Αφρι­ ντιο τους ταύρους,
κανός. agarrochear [αγαροτσεάρ] (ρ.) κεντρί­
afrodisíaco [αφροδισίακο] (επ(θ.) αφρο­ ζω με ακόντιο τους ταύρους,
δισιακός agarrón [αγαρόν] (ουσ,/αρσ.) 1: τίναγ-
afrontamiento [αφρον'ταμιέν'το] (ουσ./ μα, 2: καβγάς,
αρσ.) 1: αντιπαράθεση, 2: άντιμετώπι- agarrotamiento [αγαροταμιέν'το] (ουσ./
ση. αρσ.) σφίξιμο,
afrontar [αφρον'τάρ] (ρ.) 1: αντιμετω­ agarrotar [αγαροτάρ] (ρ.) δένω σφι­
πίζω, 2: έρχομαι σε αντιπαράθεση, χτά.
aftosa [αφτόσα] (επίθ.) αφθώδης agasajado [αγασαχάδο] (ουσ,/αρσ.) επί­
• fiebre aftosa - αφθώδης πυρετός, σημος προσκεκλημένος
afuera [αφουέρα] (επίρρ.) εκτός, έξω. agasajar [αγασαχάρ] (ρ.) 1: φιλοδωρώ,
afueras [αφουέρας] (ουσ./θηλ.) πληθ. 2: παινεύω,
περίχωρα, agasajo [αγασάχο] (ουσ,/αρσ.) 1: δώ­
agachada [αγατσάδα] (ουσ,/θηλ.) τέ­ ρο, 2: παίνεμα,
χνασμα, πανουργία, πονηριά, agasajos [αγασάχος] (ουσ,/αρσ.) πληθ.
agachadiza [αγατσαδίθα] (ουσ,/θηλ.) φιλοξενία,
μπεκατσίνι, ágata [άγατα] (ουσ,/θηλ.) (Γεωλ.) αχά­
agachar [αγατσάρ] (ρ.) 1: σκύβω, 2: της πυριτικό ορυκτό,
παραχωρώ, agave [αγάβε] (ουσ_/αρσ.+ θηλ.) (Βοτ.)
agacharse [αγατσάρσε] (ρ.) σκύβω, αγαύη.
κυρτώνομαι, agavillar [αγαβιγιάρ] (ρ.) δένω σε δε­
agalbanado [αγαλμπανάδο] (επίθ.) τε­ μάτια.
μπέλης. agavillarse [αγαβιγιάρσε] (ρ.) συσπει­
agalla [αγάγια] (ουσ./θηλ.) όζος σπά­ ρώνομαι.
ραχνο, βράγχιο. agazapar [αγαθαπάρ] (ρ.) κουλουριά-
agallas [αγάγιας] (ουσ7θηλ.) πληθ. 1: ζω.
αμυγδαλές 2: τόλμη, agazaparse [αγαθαπάρσε] (ρ.) μαζεύ­
agalludo [αγαγιούδο] (επίθ.) θαρραλέ­ ομαι, συσπειρώνομαι,
ος, τολμηρός, agencia [αχένθια] (ουσ,/θηλ.) πρακτο­
agarrada [αγαράδα] (ουσ,/θηλ.) τσα­ ρείο.
κωμός καβγάς, agenciar [αχενθιάρ] (ρ.) πραγματο­
agarradera [αγαραδέρα] (ουσΥθηλ.) 1: ποιώ.
λαβή, 2: επιρροή, agenciero [αχενθιέρο] (ουσ,/αρσ.) ενε-
agarrado [αγαράδο] (επίθ.) τσιγκού­ χυροδανειστής.
νης. agencioso [αχενθιόσο] (επίθ.) εργατι­
agarrar [αγαράρ] (ρ.) 1: πιάνω, τσα­ κός.
κώνω, αρπάζω, 2: πετυχαίνω κάτι με agenda [αγένδα] (ουσ,/θηλ.) ατζέντα,
κόλπο. agente [αχέντε] (ουσ,/αρσ.) 1: πράκτο­
agarre [αγάρε] (ουσ,/αρσ.) πιάσιμο, ρας 2: αστυφύλακας, 3: (Γραμμ.) ποιη­
άρπαγμα, τικό αίτιο,
agarro [αγάρο] (ουσ,/αρσ.) πιάσιμο. agible [αχίμπλε] (επίθ.) εφικτός, πραγ­

36
agradecer

ματοποιήσιμος εφαρμόσιμος, ασφυκτιώ.


agigantado [αχιγαν'τάδο] (επίθ.) γιγά- agobio [αγόμπιο] (ουσ,/αρσ.) φορτίο,
ντιος πελώριος, βάρος, καταπίεση,
agigantar [αχιγαν'τάρ] (ρ.) μεγεθύνω, agolpamiento [αγολπαμιέν'το] (ουσ7
ágil [άχιλ] (επίθ.) ευκίνητος, αρσ.) στρίμωγμα, συνωστισμός
agilidad [αχιλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ευκινη­ agolparse [αγολπάρσε] (ρ.) στριμώ­
σία, ευστροφία, χνομαι, συνωστίζομαι,
agilizar [αχιλιθάρ] (ρ.) κινητοποιώ, agonía [αγονία] (ουσ,/θηλ.) αγωνία,
agio [άχιο] (ουσ./αρσ.) κερδοσκοπία, χαροπάλεμα, ψυχορραγητό.
agiotaje [αχιοτάχε] (ουσ./αρσ.) 1: κερ­ agónico [αγόνικο] (επίθ.) ετοιμοθάνα­
δοσκοπία, 2: εικασία, τος
agiotista [αχιοτίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) agonizante [αγονιθάντε] (επίθ.) ετοι­
κερδοσκόπος. μοθάνατος,
agitación [αχιταθιόν] (ουσΥθηλ.) ανα­ agonizar [αγονιθάρ] (ρ.) χαροπαλεύω,
στάτωση, ταραχή, ψυχορραγώ,
agitado [αχιτάδο] (επίθ.) κυματώδης agorar [αγοράρ] (ρ.) προλέγω, προ­
θυελλώδης (ανα)ταραγμένος. φητεύω.
agitador [αχιταδόρ] (ουσ7αρσ.) ταρα­ agorero [αγορέρο] (ουσ,/αρσ.) μά­
χοποιός. ντης οιωνοσκόπος.
agitanado [αχιτανάδο] (επίθ.) τσιγγά- agorero [αγορέρο] (επίθ.) δυσοίωνος,
νικος γύφτικος, agostar [αγοστάρ] (ρ.) 1: κατακαίω, 2:
agitar [αχιτάρ] (ρ.) 1: ταράζω, ανατα­ μαραίνω.
ράζω, 2: ανακινώ, κουνώ, agosto [αγόστο] (ουσ,/αρσ.) Αύγου­
aglomeración [αγλομεραθιόν] (ουσ./ στος.
θηλ.) συνωστισμός συσσωμάτωση, agotado [αγοτάδο] (επίθ.) (estar)
συνάθροιση, εξαντλημένος (από την κούραση),
aglomerar [αγλομεράρ] (ρ.) συσσω­ εξαντλημένος (τελειωμένος) · este
ρεύω, συναθροίζω, producto está agotado - αυτό το προϊ­
aglomerado [αγλομεράδο] (επίθ.) όν έχει εξαντληθεί,
συσσωρευμένος. agotador [αγοταδόρ] (επίθ.) εξαντλη­
aglutinación [αγλουτιναθιόν] (ουσ./ τικός
θηλ.) 1: κόλληση, 2: συγκέντρωση, agotamiento [αγοταμιέν'το] (ουσ,/αρσ.)
aglutinar [αγλουτινάρ] (ρ.) 1: κολλώ, 2: εξάντληση,
συγκεντρώνω, agotar [αγοτάρ] (ρ.) εξαντλώ,
agnomento [αγνομέν'το] (ουσ7αρσ.) agraciado [αγραθιάδο] (επίθ.) χαριτω­
παρατσούκλι, μένος
agnosticismo [αγνοστιθίσμο] (ουσ./ agraciar [αγραθιάρ] (ρ.) δίνω χάρη.
αρσ.) αγνωστικισμός, agracillo [αγραθίγιο] (ουσ,/αρσ.) (ñor.)
agnóstico [αγνόστικο] (ουσ7αρσ.) οξυάκανθα.
αγνωστικιστής, agradable [αγραδάμπλε] (επίθ.) ευχά­
agobiador [αγομπιαδόρ] (επίθ.) απο- ριστος.
πνικτικός καταπιεστικός δυσβάστα- agradar [αγραδάρ] (ρ.) δίνω ευχαρί­
χτος. στηση.
agobiarse [αγομπιάρσε] (ρ.) πνίγομαι, agradecer [αγραδεθέρ] (ρ.) ευχαριστώ,

37
agradecido

ευγνωμονώ, agrete [αγρέτε] (επίθ.) υπόξινος κά­


agradecido [αγραδεθίδο] (επίθ.) ευ­ πως ξινός,
γνώμων. agriado [αγριάδο] (επίθ.) 1: ξινισμένος
agradecimiento [αγραδεθιμιέν'το] (ουσ./ 2: μνησίκακος χαιρέκακος,
αρσ.) ευγνωμοσύνη, agriar [αγριάρ] (ρ.) 1: ξινίζω, 2: θυμώ­
agrado [αγράδο] (ουσ./αρσ.) 1: ευχα­ νω.
ρίστηση, 2: καλοσύνη, agrícola [αγρίκολα] (επίθ.) αγροτικός
agrandar [αγρανδάρ] (ρ.) μίεγαλώνω, γεωργικός,
μεγαλοποιώ, agricultor [αγρικουλτόρ] (ουσΛιρσ.)
agranujado [αγρανουχάδο] (επίθ.) αγρότης γεωργός,
σπυριάρικος. agricultura [αγρικουλτούρα] (ουσ./
agrario [αγράριο] (επίθ.) αγροτικός, θηλ.) γεωργία,
agrarismo [αγραρίσμο] (ουσ,/αρσ.) agricultural [αγκρικουλτουράλ] (επίθ.)
αγροτική κίνηση, γεωργικός
agravación [αγραβαθιόν] (ουσ,/θηλ.) agridulce [αγριδοϋλθε] (επίθ.) γλυκό­
χειροτέρευση, επιδείνωση, ξινος.
agravante [αγραβάν'τε] (ουσΥαρσ.) agriera [αγκριέρα] (ουσ/θηλ.) καούρα
επιβάρυνση, στομάχου,
agravar [αγραβάρ] (ρ.) επιβαρύνω, επι­ agrietar [αγριετάρ] (ρ.) σκάζω, κάνω
δεινώνω, χειροτερεύω, ρωγμή.
agraviar [αγραβιάρ] (ρ.) προσβάλλω, agrimensor [αγριμενσόρ] (ουσ7αρσ.)
αδικώ. τοποτηρητής χωρομέτρης τοπο­
agravio [αγράβιο] (ουσ,/αρσ.) προ­ γράφος.
σβολή, αδικία, agrimensura [αγριμενσούρα] (ουσ./
agravioso [αγραβιόσο] (επίθ.) προ­ θηλ.) χωρομετρία,
σβλητικός, agrio [άγριο] (επίθ.) ξινός οξύς δρι-
agraz [αγράθ] (επίθ.) 1: άγουρος 2: ξι­ μύς.
νός 3: πικρός, agro [άγρο] (ουσ,/αρσ.) γεωργία,
agredir [αγρεδίρ] (ρ.) επιτίθεμαι, προ­ agroindustria [αγκροϊνδούστρια] (ουσ./
σβάλλω. θηλ.) αγροτοβιομηχανία.
agregado [αγρεγάδο] (ουσ,/αρσ.) 1: agronomía [αγρονομία] (ουσ,/θηλ.) αγρο­
συνάθροιση, σύναξη, 2: ακόλουθος νομία
βοηθός. agrónomo [αγρόνομο] 1: (ουσ,/αρσ.)
agregar [αγρεγάρ] (ρ.) προσθέτω, αγρονόμος 2: (επίθ.) γεωργικός,
αθροίζω. agrupación [αγρουπαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
agresión [αγρεσιόν] (ουσ,/θηλ.) επί­ 1: ομαδοποίηση, 2: ένωση,
θεση. agrupar [αγρουπάρ] (ρ.) ομαδοποιώ,
agresividad [αγρεσιβιδάδ] (ουσ,/θηλ.) agrura [αγρούρα] (ουσ,/θηλ.) ξινίλα,
επιθετικότητα, agua [άγουα] (ουσ,/θηλ.) νερό.
agresivo [αγρεσίβο] (επίθ.) επιθετικός, aguacate [αγουακάτε] (ουσ./αρσ.) αβο­
agresor [αγρεσόρ] (επίθ.) επιτιθέμε­ κάντο.
νος. aguacero [αγουαθέρο] (ουσ,/αρσ.) μπό­
agreste [αγρέστε] (επίθ.) αγροτικός ρα.
εξοχικός. aguachento [αγουατσέν'το] (επίθ.) υδά-

38
agujero

τίνος. κονιάκ, οινοπνευματώδες ποτό.


aguada [αγουάδα] (ουσ./θηλ.) πλημ­ aguarrás [αγουαράς] (ουσ./αρσ.) (Χημ.)
μύρα. νέφτι.
aguadera [αγουαδέρα] (ουσ./θηλ.) aguazal [αγουαθάλ] (ουσ./αρσ.) βάλ­
αδιάβροχο, τος.
aguadero [αγουαδέρο] (ουσΥαρσ.) aguazar [αγουαθάρ] (ρ.) πλημμυρίζω,
ποτίστρα. agudeza [αγουδέθα] (ουσ7θηλ.) οξύ­
aguado [αγουάδο] (επίθ.) 1: νερωμέ­ τητα, λεπτότητα,
νος 2: αδύνατος, agudización [αγουδιθαθιόν] (ουσ7
aguafiestas [αγουαφιέστας] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) όξυνση, χειροτέρευση,
θηλ.) σπασίκλας αυτός που χαλάει agudizar [αγουδιθάρ] (ρ.) οξύνω, χει­
το κέφι. ροτερεύω,
aguafuerte [αγουαφουέρτε] (ουσ7 agudo [αγούδο] (επίθ.) οξύς μυτερός
θηλ.) χαρακτική, έξυπνος.
aguafuertista [αγουαφουερτίστα] (ουσ7 agüero [αγουέρο] (ουσ7αρσ.) οιωνός,
αρσ.+ θηλ.) χαράκτης χαράκτρια. aguerrido [αγερίδο] (επίθ.) σκληρα-
aguaitar [αγουαΐτάρ] (ρ.) κατασκοπεύω, γωγημένος έμπειρος,
aguaje [αγουάχε] (ουσ./αρσ.) απόνερα aguerrir [αγερίρ] (ρ.) 1: σκληραίνω, 2:
πλοίου. εξοικειώνω,
aguamanil [αγουαμανίλ] (ουσΥαρο.) aguijada [αγιχάδα] (ουσ7θηλ.) βου-
λαβομάνο, κανάτι, κέντρα, εργαλείο για το κέντρισμα
aguamar [αγουαμάρ] (ουο7αρο.) τσού­ βοδιών.
χτρα, θαλάσσια μέδουσα, aguijar [αγιχάρ] (ρ.) κεντρίζω, βιάζο­
aguamarina [αγουαμαρίνα] (ουσ./θηλ.) μαι.
ακουαμαρίνα. aguijón [αγιχόν] (ουσ./αρσ.) κεντρί,
aguamiel [αγουαμιέλ] (ουσ7θηλ.) υδρο- aguijonear [αγκιχονάρ] (ρ.) κεντρίζω,
μέλι. águila [άγιλα] (ουσ./θηλ.) αετός,
aguanieve [αγουανιέβε] (ουσ7θηλ.) χιο­ aguileno [αγιλένιο] (επίθ.) αετήσιος.
νόνερο. aguilera [αγιλέρα] (ουσ7θηλ.) αετο-
aguanoso [αγουανόσο] (επίθ.) διαπο- φωλιά.
τισμένος. aguilón [αγιλόν] (ουσ./αρσ.) μεγάλος
aguantable [αγουαν'τάμπλε] (επίθ.) αετός.
υποφερτός ανεκτός, aguilucho [αγιλούτσο] (ουσ./αρσ.) αε­
aguantar [αγουαν'τάρ] (ρ.) συγκρο­ τόπουλο.
τώ, αντέχω · ¡no te aguanto! - δεν σε aguinaldo [αγινάλντο] (ουσ7αρσ.) μπο-
αντέχω!. ναμάς μπόνους.
aguante [αγουάν'τε] (ουσ7αρσ.) αντο­ aguja [αγούχα] (ουσ7θηλ.) βελόνα, δεί­
χή, ανεκτικότητα, κτης (ρολογιού) · buscar una aguja
aguar [αγουάρ] (ρ.) νερώνω, en un pajar - ψάχνω ψύλλους στα
aguardar [αγουαρδάρ] (ρ.) περιμένω, άχυρα.
αναμένω. agujerear [αγουχερεάρ] (ρ.) τρυπώ,
aguardentoso [αγουαρντεν'τόσο] (επίθ.) διατρυπώ,
οινοπνευματώδης agujero [αγουχέρο] (ουσ7αρσ.) οπή,
aguardiente [αγουαρδιέν'τε] (ουσΛιρσ.) τρύπα, σχισμή.

39
agujeta

agujeta [αγουχέτα] (ουσ./θηλ.) κορ­ ahogo [αόγο] (ουσ./αρσ.) αποπνιγμός


δόνι. δυσφορία, ασφυξία,
agujetas [αγουχέτας] (ουσ7θηλ.) πληθ. ahondar [αον'ντάρ] (ρ.) βαθαίνω, εμ-
ράμματα. βαθΰνω, εντρυφώ,
agusanarse [αγουσανάρσε] (ρ.) σκου- ahora [αόρα] (επίρρ.) τώρα.
λικιάζω. ahorcado [αορκάδο] (επίθ.) απαγχονι-
aguzamiento [αγουθαμιεν'το] (ouoV σμένος.
αρσ.) ακόνισμα. ahorcadura [αορκαδοϋρα] (ουσΥθηλ.)
aguzanieves [αγουθανιέβες] (ουσ7 απαγχονισμός,
θηλ.) σουσουράδα, ahorcajarse [αορκαχάρσε] (ρ.) κάθο­
aguzar [αγουθάρ] (ρ.) ακονίζω, οξύ­ μαι καβάλα,
νω. ahorcar [αορκάρ] (ρ.) κρεμώ,
ah [(ουσ./αρσ.)] (επιφ.) α!. ahorita [αορίτα] (επίρρ.) άμεσα, τώρα,
ahechaduras [αετσαδούρας] (ουσ^θηλ.) αμέσως.
πληθ. άχυρα, ahormar [αορμάρ] (ρ.) διαμορφώνω,
ahechar [αετσάρ] (ρ.) κοσκινίζω, καλουπώνω,
aherrojar [αεροχάρ] (ρ.) 1: αλυσοδέ­ ahorquillado [αορκιγιάδο] (επίθ.) δι­
νω, 2: καταπιέζω, περιορίζω, χαλωτός.
aherrumbrarse [αερουμ'μπράρσε] (ρ.) ahorrar [αοράρ] (ρ.) αποταμιεύω, εξοι­
σκουριάζω, κονομώ.
ahí [αΐ] (επίρρ.) εκεί. ahorrativo [αορατίβο] (επίθ.) 1: οικο­
ahigadado [αίγκαδάδο] (επίθ.) θαρ­ νόμος 2: λιτός,
ραλέος. ahorro [αόρο] (ουσ./αρσ.) αποταμίευ­
ahijado [αϊχάδο] (ουσ./αρσ.) βαπτισι- ση, οικονομία,
μιός. ahuchar [αουτσάρ] (ρ.) βάζω στην άκρη.
ahijar [αϊχάρ] (ρ.) 1: υιοθετώ, 2: απο­ ahuecar [αουεκάρ] (ρ.) κοιλαίνω, βα­
δίδω. θουλώνω, αδειάζω,
ahilar [αϊλάρ] (ρ.) 1: πηγαίνω πίσω από ahuehuete [αουεουέτε] (ουσ7αρσ.) δέν­
κάποιον σχηματίζοντας σειρά, 2: δρο κωνοφόρο,
αδυνατίζω από κάποια αρρώστια, 3: ahuesarse [αουεσάρσε] (ρ.) 1: αχρη­
ξινίζω (για κρασί), στεύομαι, 2: αδυνατίζω,
ahincado [αϊνκάδο] (επίθ.) εμφατικός. ahumado [αουμάδο] (επίθ.) 1: καπνι­
ahincar [αϊνκάρ] (ρ.) πιέζω, στός 2: πιωμένος,
ahincarse [αϊνκάρσε] (ρ.) βιάζομαι, ahumar [αουμάρ] (ρ.) καπνίζω,
ahínco [αϊνκο] (ουσΥαρσ.) ζήλος, επι­ ahusado [αουσάδο] (επίθ.) αιχμηρός
μονή. μυτερός.
ahitar [αϊτάρ] (ρ.) γεμίζω, στουμπώνω, abusarse [αουσάρσε] (ρ.) 1: λεπταίνω,
φράζω. 2: παίρνω κυλινδρική όψη.
ahito [αΤτο] (επίθ.) χορτάτος μπουκω­ ahuyentar [αουγιεντάρ] (ρ.) διώχνω,
μένος. απωθώ.
ahogado [αογάδο] (επίθ.) 1: πνιγμέ­ airado [αϊράδο] (επίθ.) θυμωμένος,
νος, 2: αποπνικτικός. οργισμένος,
ahogar [αογάρ] (ρ.) πνίγω, στραγγα­ airar [αϊράρ] (ρ.) ενοχλώ, παρενοχλώ.
λίζω. aire [άιρε] (ουσ^αρσ.) 1: αέρας άνε­

40
μος 2: ύφος · un mercado al aire ajilimójili [αχιλιμόχιλι] (ουσ,/αρσ.)
libre - μια υπαίθρια αγορά, σάλτσα σκόρδου και πιπεριάς,
aireación [αϊρεαθιόν] (ουσ./θηλ.) αέρι­ ajillo [αχίγιο] (ουσ./αρσ.) σάλτσα από
σμα, εξαερισμός. μείγμα σκόρδου και άλλων συστα­
airear [αϊρεάρ] (ρ.) αερίζω, τικών.
airecito [αϊρεθίτο] (ουσ,/αρσ.) αεράκι, ajo [άχο] (ουσ,/αρσ.) σκόρδο,
airosidad [αϊροσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ajobar [αχομπάρ] (ρ.) κουβαλάω στην
(μτφ.) αέρας, χάρη. πλάτη μου.
airoso [άίρόσο] (επίθ.) 1: αεράτος ευάε­ ajobo [αχόμπο] (ουσ,/αρσ.) βάρος
ρος 2: ακηλίδωτος, φορτίο.
aislado [αϊσλάδο] (επίθ.) απομονωμέ­ ajofaina [αχοφαίνα] (ουσ,/θηλ.) λεκά­
νος μεμονωμένος, νη.
aislador [αίσλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) μονω­ ajorca [αχόρκα] (ουσ,/θηλ.) μπρασελέ,
τήρας. βραχιόλι.
aislamiento [αϊσλαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) ajomalar [αχορναλάρ] (ρ.) προσλαμ­
απομόνωση, αποχωρισμός, βάνω με ημερομίσθιο,
aislante [αϊσλάν'τε] (ουσ,/αρσ.) μόνω­ ajotar [αχοτάρ] (ρ.) υποτιμώ, περιφρο­
ση. νώ.
aislar [αϊσλάρ] (ρ.) απομονώνω, μο­ ajuar [αχουάρ] (ουσ,/αρσ.) προικιά,
νώνω. προίκα.
ajá [αχά] (επιφ.) έξοχα!, τέλεια!, ajuiciado [αχουιθιάδο] (επίθ.) λογικός
ajar [αχάρ] (ουσ,/αρσ.) κήπος με σκόρ­ συνετός,
δα. ajuiciar [αχουιθιάρ] (ρ.) λογικεύω,
ajar [αχάρ] (ρ.) 1: καταχρώμαι, 2: τσα­ ajustado [αχουστάδο] (επίθ.) εφαρ­
λακώνω, ζαρώνω, 3: μαραίνω, μοστός σφιχτός στενός κολλητός ·
ajarafe [αχαράφε] (ουσ,/αρσ.) 1: ορο­ pantalones ajustados - κολλητό πα­
πέδιο, 2: ταράτσα, ντελόνι.
ajardinar [αχαρδινάρ] (ρ.) δημιουργώ ajustador [αχουσταδόρ] (ουσ,/αρσ.)
έναν κήπο. στοιχειοθέτης εφαρμοστής,
ajedrea [αχεδρέα] (ουσ,/θηλ.) θυμάρι, ajustamiento [αχουσταμιέν'το] (ουσ./
ajedrez [αχεδρέθ] (ουσ ./αρσ.) σκάκι, αρσ.) διακανονισμός,
ajeno [αχένο] (επίθ.) 1: ξένος που ανή­ ajustar [αχουστάρ] (ρ.) εφαρμόζω, προ­
κει σε άλλον, 2: ανήξερος 3: ελεύθε­ σαρμόζω, σφίγγω,
ρος. ajuste [αχούστε] (ουσ,/αρσ.) ξεκαθά-
ajenjo [αχένχο] (ουσ,/αρσ.) (flor.) αρ­ ρισμα.
τεμίσια, άψινθος. ajusticiar [αχουστιθιάρ] (ρ.) εκτελώ (κά­
ajetreado [αχετρεάδο] (επίθ.) απασχο­ ποιον).
λημένος al [αλ] (πρόθ.) (a + el) 1: εις το · ¿ Vamos
ajetrearse [αχετρεάρσε] (ρ.) κουράζο­ al pueblo? - Πάμε στο χωριό;, 2: α/+
μαι, ταλαιπωρούμαι, αηαρ.= μόλις · al oír la noticia, se
ajetreo [αχετρέο] (ουσ,/αρσ.) τρεχά­ puso a llorar - μόλις άκουσε το νέο,
ματα, πηγαινέλα. έβαλε τα κλάματα,
ají [άχί] (ουσ,/αρσ.) τσίλι, καυτερή κόκ­ ala [άλα] (ουσ7θηλ.) 1: φτερό, 2: πτέ­
κινη πιπεριά. ρυγα.

41
alabador

¡ala! [άλα] (επιφ.) άντε!, πάμε!, αρσ.+ θηλ.) ισορροπιστής σε τεντω­


εμπρός!. μένο σκοινί,
alabador [αλαμπαδόρ] (επίθ.) εγκω­ alameda [αλαμέδα] (ουσ7θηλ.) δάσος
μιαστικός εκθειαστικός υμνητικός, από λεύκες,
alabanza [αλαμπάνθα] (ουα7θηλ.) εγκώ­ álamo [άλαμο] (ουσ./αρσ.) λεύκα,
μιο, ύμνος alancear [αλανθεάρ] (ρ.) λογχίζω,
alabar [αλαμπάρ] (ρ.) εγκωμιάζω, υμνώ. alanzar [αλανθάρ] (ρ.) ακοντίζω,
alabastro [αλαμπάστρο] (ουσ./αρσ.) alar [αλάρ] (ουσ7αρσ.) κρηπίδα, μαρ­
(Ορυκτ.) αλάβαστρος (Αρχαιολ.) αλά­ κίζα.
βαστρο. alarde [αλάρδε] (ουσ7αρσ.) καύχημα,
alabeo [αλαμπέο] (ουσ7αρσ.) στρέ­ κομπασμός επίδειξη,
βλωση. alardear [αλαρδεάρ] (ρ.) καυχιέμαι,
alacena [αλαθένα] (ουσΥθηλ.) εντοιχι­ κομπάζω, επιδεικνύομαι,
σμένο ντουλάπι, εντοιχισμένη ντου­ alardeo [αλαρδέο] (ουσ./αρσ.) καυχη-
λάπα. σιά, κομπασμός,
alacrán [αλακράν] (ουσ7αρσ.) σκόρ­ alargamiento [αλαργαμιέν'το] (ουσ7
πιός αρσ.) επιμήκυνση, επέκταση,
alacre [αλάκρε] (επίθ.) εύστροφος alargar [αλαργάρ] (ρ.) 1: επιμηκύνω,
alacridad [αλακριδάδ] (ουσΥθηλ.) έντο­ τεντώνω, μακραίνω, 2: φέρνω κο­
νη προθυμία, ζήλος, ντά.
alado [αλάδο] (ουσΥαρσ.) φτερούγι- alarido [αλαρίδο] (ουσ7αρσ.) κραυγή,
σμα, χτύπημα φτερών, ουρλιαχτό,
alado [αλάδο] (επίθ.) 1: φτερωτός 2: alarma [αλάρμα] (ουσ^θηλ.) 1: συνα­
γρήγορος, γερμός 2: ανησυχία,
aladro [αλάντρο] (ουσ7αρσ.) άροτρο, alarmante [αλαρμάν'τε] (επίθ.) ανησυ­
alambicado [αλαμ'μπικάδο] (επίθ.) χητικός.
αποσταγμένος, διυλισμένος. alarmar [αλαρμάρ] (ρ.) ανησυχώ, τρο­
alambicamiento [αλαμ'μπικαμιέν'το] μάζω.
(ουσ./αρσ.) απόσταξη, διύλιση, alarmista [αλαρμίστα] (επίθ.) ανήσυ­
alambicar [αλαμ'μπικάρ] (ρ.) αποστά­ χος.
ζω, διυλίζω. alazán [αλαθάν] 1: (ουσ7αρσ.) καστα-
alambique [αλαμμπίκε] (ουσ./αρσ.) νοκόκκινο άλογο, 2: (επίθ.) καστα-
αποστακτήρας. νοκόκκινος (αυτός που έχει το χρώμα
alambrada [αλαμ'μπράδα] (ουσ7θηλ.) της κανέλλας).
συρματόπλεγμα, alba [άλμπα] (ουσΥθηλ.) χαραυγή,
alambrado [αλαμμπράδο] (ουσ7αρσ.) αυγή.
συρματόπλεγμα, albacea [αλμπαθέα] (ουσ./αρσ.) εκτε­
alambrar [αλαμ'μπράρ] (ρ.) περιφρά­ λεστής (διαθήκης).
ζω με σύρμα, albahaca [αλβαάκα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.)
alambre [αλάμ'μπρε] (ουσ./αρσ.) σύρ­ βασιλικός,
μα, καλώδιο, albanés [αλμπανές] 1: (ουσ7αρσ.)
alambrera [αλαμβρέρα] (ουσ./θηλ.) 1: Αλβανός 2: (επίθ.) αλβανικός,
δίκτυο, 2: συρματόπλεγμα, albañal [αλμπανιάλ] (ουσ7αρσ.) υπό­
alambrista [α λ α μ 'μ π ρ ίσ τα ] (ουσ./ νομος οχετός.

42
albur

albañil [αλμπανίλ] (ουσ./αρσ.) κτίστης, albina [αλμπίνα] (ουσ7θηλ.) αλίπεδο,


οικοδόμος, αλατούχο έδαφος,
albañilería [αλμπανιλερία] (ουσ7θηλ.) albino [αλμπίνο] (ουσ./αρσ.) 1: λευκο-
κτίσιμο, οικοδομική εργασία, παθής, 2: αλμπίνος.
albar [αλβάρ] (επίθ.) άσπρος, λευκός, albóndiga [αλμπόν'ντιγα] (ουσ7θηλ.)
albarán [αλμπαράν] (ουσ7αρσ.) 1: τι­ κεφτές,
μολόγιο, 2: ενοικιαστήριο. albo [άλμπο] (επίθ.) λευκός,
albarda [αλμπάρδα] (ουσ./θηλ.) σέλα, albor [αλμπόρ] (ουσ./αρσ.) αυγή, χα­
σαμάρι. ραυγή.
albardar [αλμπαρδάρ] (ρ.) σελώνω, alborada [αλμποράδα] (ουσ7θηλ.) εγερ­
σαμαρώνω, τήριο, χάραμα,
albardilla [αλμπαρδίγια] (ουσ./θηλ.) 1: alborear [αλμπορεάρ] (ρ.) ξημερώνω,
λαρδί, 2: μικρή σέλα. χαράζω.
albareque [αλμπαρέκε] (ουσ7αρσ.) τρά­ albornoz [αλμπορνόθ] (ουσ,/αρσ.) ρό­
τα. μπα μπάνιου, μπουρνούζι,
albaricoque [αλμπαρικόκε] (ουσ7αρσ.) alborotador [αλμποροταδόρ] 1: (ουσ./
βερύκοκο. αρσ.) ταραξίας 2: (επίθ.) θορυβώ­
albaricoquero [αλμπαρικοκέρο] (ουσ./ δης.
αρσ.) βερυκοκιά. alborotadizo [αλμποροταδίθο] (επίθ.)
albarrada [αλμπαράδα] (ουσ./θηλ.) τά­ ευέξαπτος ευερέθιστος οξύθυμος,
φρος μεγάλο χαντάκι, alborotado [αλμποροτάδο] (επίθ.)
albatros [αλμπάτρος] (ουσ7αρσ.) (Ορν.) εκνευρισμένος ταραγμένος εξεγερ-
άλμπατρος. μένος.
albayalde [αλμπαγιάλντε] (ουσΥαρσ.) alborotar [αλμποροτάρ] (ρ.) αναστα­
1: ανθρακικός μόλυβδος 2: στου­ τώνω, ταράζω, διαταράζω.
πέτσι. alboroto [αλμπορότο] (ουσ7αρσ.) ανα­
albazo [αλμπάθο] (ουσ./αρσ.) πρωινή στάτωση, φασαρία, ταραχή, διατάρα­
μουσική. ξη·
albear [αλμπεάρ] (ρ.) λευκαίνω, ασπρί­ alborozador [αλμποροθαδόρ] (επίθ.)
ζω. διασκεδαστικός.
albedrío [αλμπεδρίο] (ουσ./αρσ.) βού­ alborozar [αλμποροθάρ] (ρ.) χαρο­
ληση, επιθυμία, ποιώ, ενθουσιάζω, διασκεδάζω,
albéitar [αλμπέϊταρ] (ουσ./αρσ.) κτη­ alborozo [αλμπορόθο] (ουσ7αρσ.) χα­
νίατρος. ρά, ενθουσιασμός,
albeitería [αλμπεϊτερία] (ουσ7θηλ.) κτη­ albricias [αλμπρίθιας] (ουσ7θηλ.) πληθ.
νιατρική. 1: δώρα, 2: συγχαρητήρια,
alberca [αλμπέρκα] (ουσΥθηλ.) δεξα­ albufera [αλμπουφέρα] (ουσ7θηλ.) λι­
μενή. μνοθάλασσα,
albergar [αλμπεργάρ] (ρ.) στεγάζω, álbum [άλμπουμ] (ουσ./αρσ.) άλ­
συντηρώ. μπουμ.
albergue [αλμπέργε] (ουσ7αρσ.) κα­ albumen [αλμπούμεν] (ουσ./αρσ.)
ταφύγιο. ασπράδι αυγού,
albero [αλμπέρο] (ουσ./αρσ.) πετσε­ albur [αλμπούρ] (ουσ./αρσ.) λευκί-
τόπανο. σκος ασπρόψαρο.

43
alcachofa

alcachofa [αλκατσόφα] (ουσ,/θηλ.) αγκι­ επιτυγχάνω, 3: προλαβαίνω,


νάρα. alcaparra [αλκαπάρα] (ουσ,/θηλ.) κά­
alcahuete [αλκαουέτε] (ουσ,/αρσ.) 1: παρη.
μαστρωπός νταβατζής 2: κλεπτα­ alcazaba [αλκαθάμπα] (ουσ,/θηλ.) πύρ­
ποδόχος. γος κάστρο,
alcahuetear [αλκαουετεάρ] (ρ.) 1: προ­ alcázar [αλκάθαρ] (ουσ,/αρσ.) φρού­
άγω γυναίκες, 2: αποδέχομαι κλοπι­ ριο, κάστρο,
μαία. alce [άλθε] (ουσ./αρσ.) 1: άλκη, 2: κό­
alcahuetería [αλκουετερία] (ουσ,/θηλ.) ψιμο τράπουλας,
1: μαστρωπεία, 2: κλεπταποδοχή. alción [αλθιόν] (ουσ,/θηλ.) (Ορν.) αλ-
alcaide [αλκαΤδε] (ουσ,/αρσ.) διοικη­ κυόνη.
τής, κυβερνήτης, alcista [αλθίστα] (επίθ.) υψωτικός.
alcaidía [αλκαϊδία] (ουσ7θηλ.) θέση κυ­ alcoba [αλκόμπα] (ουσΥθηλ.) υπνοδω­
βερνήτη, κυβερνείο, μάτιο.
alcalde [αλκάλντε] (ουσ,/αρσ.) δήμαρ­ alcohol [αλκόλ] (ουσ,/αρσ.) οινόπνευ­
χος. μα.
alcaldesa [αλκαλδέσα] (ουσ,/θηλ.) δη­ alcohólico [αλκοόλικο] (επίθ.) οινο­
μαρχίνα. πνευματώδης αλκοολικός
alcaldía [αλκαλντία] (ουσ,/θηλ.) δη- alcoholismo [αλκοολίσμο] (ουσ7αρσ.)
μαρχία. αλκοολισμός,
álcali [άλκαλι] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) αλ­ alcoholizado [αλκοολιθάδο] (ουσ7
κάλιο. αρσ.) αλκοολικός,
alcalino [αλκαλίνο] (επίθ.) αλκαλικός, alcoholizar [αλκοολιθάρ] (ρ.) αλκοο-
alcaloide [αλκαλόιδε] (επίθ.) αλκαλοει­ λίζω.
δές alcor [αλκόρ] (ουσ,/αρσ.) λόφος.
alcance [αλκάνθε] (ουσ,/αρσ.) βεληνε­ Alcorán [αλκοράν] (ουσ7αρσ.) το Κο-
κές απόσταση, εμβέλεια, ράνι.
alcancía [αλκανθία] (ουσ,/θηλ.) κου­ alcornoque [αλκορνόκε] (ουσ,/αρσ.)
μπαράς. βελανιδιά,
alcanfor [αλκανφόρ] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) alcorza [αλκόρθα] (ουσ./θηλ.) γλασά-
καμφορά, ρισμα.
alcanforado [αλκανφοράδο] (επίθ.) καμ- alcorzar [αλκορθάρ] (ρ.) γλασάρω.
φορούχος alcotana [αλκοτάνα] (ουσ,/θηλ.) κα­
alcantarilla [αλκαν'ταρίλια] (ουσΥθηλ.) σμάς αξίνα.
υπόνομος αποχέτευση, alcubilla [αλκουμπίγια] (ουσ,/θηλ.) δε­
alcantarillado [αλκαν'ταριγιάδο] 1: ξαμενή.
(ουσ./αρσ.) δίκτυο αποχέτευσης 2: alcurnia [αλκούρνια] (ουσ,/θηλ.) γενεα­
(επίθ.) αποχετευτικός, λογία, καταγωγή,
alcantarillar [αλκαν'ταριγιάρ] (ρ.) φτιά­ alcuza [αλκούθα] (ουσ,/θηλ.) κεραμική
χνω αποχέτευση, φιάλη λαδιού,
alcanzado [αλκανθάδο] (επίθ.) 1: απέ- aldaba [αλντάμπα] (ουσ./θηλ.) ρό­
νταρος άφραγκος 2: καταχρεωμέ­ πτρο, κρούστης πόρτας,
νος. aldabada [αλδαμπάδα] (ουσ,/θηλ.) χτύ­
alcanzar [αλκανθάρ] (ρ.) 1: φθάνω, 2: πημα στην πόρτα με ρόπτρο.

44
alertar

aldabilla [αλδαμπίγια] (ουσ7θηλ.) σύρ­ εύθυμος.


της, μάνταλο. alegremente [αλέγρεμεν'τε] (επίρρ.)
aldabón [αλνταμπόν] (ουσ7αρσ.) χε­ 1: χαρούμενα, εύθυμα, 2: επιπόλαια,
ρούλι. alegría [αλεγρία] (ουσΥθηλ.) χαρά, ευ­
aldabonazo [αλνταμπονάθο] (ουσ,/αρσ.) θυμία, ευφορία,
δυνατό χτύπημα στην πόρτα, alegro [αλέγρο] (επίθ.) εύθυμος ζωη­
aldea [αλντέα] (ουσΥθηλ.) μικρός οικι­ ρός.
σμός, χωριουδάκι. alegrón [αλεγρόν] (ουσΥαρσ.) φού-
aldeano [αλντεάνο] (ουσΥαρσ.) χω- ντωμα φωτιάς ή χαράς,
ριάτης. alejado [αλεχάδο] (επίθ.) απομακρυ­
aleación [αλεαθιόν] (συσΥθηλ.) κρά­ σμένος μακρινός απόμακρος
μα. alejamiento [αλεχαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
alear [αλεάρ] (ρ.) 1: πτερουγίζω, 2: ανα­ απομάκρυνση, απόσυρση,
κατεύω. alejar [αλεχάρ] (ρ.) απομακρύνω.
aleatorio [αλεατόριο] (επίθ.) απρόσμε­ alelado [αλελάδο] (επίθ.) βλάκας ηλί­
νος, απρόοπτος, θιος.
alebrarse [αλεμπράρσε] (ρ.) 1: τρέμω alelamiento [αλελαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
από φόβο, 2: πέφτω στο πάτωμα, κατάπληξη,
aleccionador [αλεκθιοναδόρ] (επίθ.) alelar [αλελάρ] (ρ.) εκπλήσσω, κατα­
καθοδηγητικός διαφωτιστικός πα­ πλήσσω.
ραδειγματικός, aleluya [αλελούγια] (ουσ./αρσ.) αλλη­
aleccionamiento [αλεκθιοναμιέν'το] λούια.
(ουσΥαρσ.) καθοδήγηση, διαφώτι­ alemán [αλεμάν] 1: (ουσΥαρσ.) Γερμα­
ση, παραδειγματισμός, νός 2: γερμανικά (γλώσσα), 3: (επίθ.)
aleccionar [αλεκθιονάρ] (ρ.) δίνω οδη­ γερμανικός,
γίες, εκπαιδεύω, alentada [αλεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) βα­
aledaño [αλεδάνιο] 1: (ουσΥαρσ.) όριο, θιά ανάσα,
σύνορο, 2: (επίθ.) συνεχόμενος, alentado [αλεν'τάδο] (επίθ.) γενναίος
aledaños [αλεδάνιος] (ουσΥαρσ.) πληθ. θαρραλέος,
περίχωρα, alentador [αλεν'ταδόρ] (επίθ.) ενθαρ­
alegación [αλεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) ισχυ­ ρυντικός εμψυχωτικός.
ρισμός. alentar [αλεν'τάρ] (ρ.) ενθαρρύνω, εμ­
alegar [αλεγάρ] (ρ.) ισχυρίζομαι, υπο­ ψυχώνω.
στηρίζω. alergia [αλέρχια] (ουσΥθηλ.) αλλερ­
alegato [αλεγάτο] (ουσΥαρσ.) ισχυρι­ γία.
σμός ομολογία, alérgico [αλέρχικο] (επίθ.) αλλεργικός,
alegoría [αλεγορία] (ουσΥθηλ.) αλλη­ alero [αλέρο] (ουσ./αρσ.) γείσο, κορ­
γορία. νίζα.
alegórico [αλεγόρικο] (επίθ.) αλληγο- alerón [αλερόν] (ουσΥαρσ) πτερύγιο,
ρικός συμβολικός alerta [αλέρτα] 1: (ουσΥθηλ.) κατάστα­
alegrar [αλεγράρ] (ρ.) χαροποιώ, ση συναγερμού, 2: (επίθ.) άγρυπνος,
alegrarse [αλεγράρσε] (ρ.) χαίρομαι, alertar [αλερτάρ] (ρ.) θέτω σε επαγρύ­
ευθυμώ. πνηση ή σε επιφυλακή.
alegre [αλέγρε] (επίθ.) χαρούμενος

45
aleta

aleta [αλέτα] (ουσ./θηλ.) πτερύγιο, φόρος.


aletargamiento [αλεταργαμιέν'το] (ουσ7 alficoz [αλφικόθ] (ουσ,/αρσ.) αγγούρι,
αρσ.) λήθαργος alfil [αλφίλ] (ουσ,/αρσ.) αξιωματικός
aletargar [αλεταργάρ] (ρ.) ρίχνω σε alfiler [αλφιλέρ] (ουσ7αρσ.) καρφίτσα,
λήθαργο, υπνοτίζω. alfilerar [αλφιλεράρ] (ρ.) καρφιτσώνω,
aletear [αλετεάρ] (ρ.) φτεροκοπώ, alfilerazo [αλφιλεράθο] (συσ7αρσ.) τσί­
κουνάω τα χέρια, σπαρταράω, μπημα καρφίτσας
aleteo [αλέτεο] (ουσ,/αρσ.) ■φτεροκό­ alfiletero [αλφιλετέρο] (ουσ7αρσ.) καρ-
πημα, σπαρτάρισμα, φιτσοθήκη.
aleudar [αλεουδάρ] (ρ.) φουσκώνω τη alfombra [αλφόμ'μπρα] (συσ7θηλ.) χα­
ζύμη με μαγιά, λί.
alevín [αλεβίν] (ουσ,/αρσ.) ψαράκι, alfombrado [αλφομμπράδο] (συσ7αρσ.)
alevosía [αλεβοσία] (ουσ7θηλ.) δόλος ταπητόστρωση.
πανουργία, alfombrar [αλφσμ'μπράρ] (ρ.) στρώνω
alevoso [αλεβόσο] (επίθ.) προδοτικός (με) χαλί.
καταδοτικός. alfombrero [αλφομμπρέρο] (συσ7αρσ.)
alfa [άλφα] (ουσ,/θηλ.) η ονομασία του ταπητοκατασκευαστής
γράμματος «Α». alfombrilla [αλφομμπίγια] (ουσ7θηλ.)
alfabético [αλφαμπέτικο] (επίθ.) αλ­ πατάκι αυτοκινήτου,
φαβητικός, alforfón [αλφορφόν] (ουσ7αρσ.) (Βοτ.)
alfabetizar [αλφαμπετιθάρ] (ρ.) ταξι­ φαγόπυρο, μαυροσίταρο.
νομώ με αλφαβητική σειρά, alforja [αλφόρχα] (ουσ7θηλ.) μάρσιπ-
alfabetización [αλφαμπετιθαθιόν] (ουσ./ πος.
θηλ) εκμάθηση γραφής και ανάγνω­ alforza [αλφόρθα] (ουσ7θηλ.) πιέτα,
σης πτυχή, ουλή.
alfabeto [αλφαμπέτο] (ουσ,/αρσ.) αλ­ alforzar [αλφορθάρ] (ρ.) πτυχώνω, κά­
φάβητο. νω διπλώσεις ή πιέτες,
alfaque [αλφάκε] (ουσ,/αρσ.) αμμού- alga [άλγα] (ουσ7θηλ.) φύκι.
δα. algaba [αλγάμπα] (ουσ7θηλ.) δάσος,
alfar [αλφάρ] (ουσ,/αρσ.) 1: κεραμο- algalia [αλγάλια] (συσ7θηλ.) καθετή­
ποιείο, 2: πηλός, ρας.
alfarería [αλφαρερία] (ουσ,/θηλ.) αγ­ algarabía [αλγαραμπία] (ουσ,/θηλ.) 1:
γειοπλαστική, αραβική γλώσσα, 2: ακαταλαβίστικη
alfarero [αλφαρέρο] (ουσ7αρσ.) αγ­ γλώσσα, 3: χαλασμός,
γειοπλάστης, algarada [αλγαράδα] (ουσ7θηλ.) 1:
alfeñicarse [αλφενικάρσε] (ρ.) αδυνα­ κραυγή, 2: καταδρομή,
τίζω. algarrobo [αλγαρόμπο] (ουσ7αρσ.)
alfeñique [αλφενίκε] (ουσ,/αρσ.) 1: κα­ χαρουπιά,
ραμέλα, 2: ανθρωπάκι, algazara [αλγαθάρα] (ουσ7θηλ.) οχλο­
alféizar [αλφέιθαρ] (ουσ./αρσ.) περβά­ βοή, σαματάς βαβούρα.
ζι παραθύρου, álgebra [άλχεμπρα] (ουσ7θηλ.) άλγε­
alferecía [αλφερεθία] (ουσ,/θηλ.) επι­ βρα.
ληψία. algebraico [αλχεμπράικο] (επίθ.) αλ­
alférez [αλφέρεθ] (ουσ,/αρσ.) σημαιο­ γεβρικός.

46
alimental

algente [αλχέν'τε] (επίθ.) ψυχρός, τσιμπίδα.


álgido [άλχιδο] (επίθ.) παγωμένος, ψυ- aliciente [αλιθιέν'τε] (ουσ,/αρσ.) κίνη­
χρύς. τρο, μοτίβο.
algo [άλγο] (αόριστη αντ.) κάτι, οτιδή­ alicantina [αλικαν'τίνα] (ουσ,/θηλ.) πα­
ποτε · ¿necesitas algo?- χρειάζεσαι νουργία.
κάτι;. alienación [αλιεναθιόν] (ουσ,/θηλ.) αλ­
algodón [αλγοδόν] (ουσ,/αρσ.) βαμβά­ λοτρίωση, αποξένωση,
κι · esta camisa es de algodón - αυτό alienado [αλιενάδο] (επίθ.) 1: αλλο­
το πουκάμισο είναι βαμβακερό, τριωμένος αποξενωμένος 2: παρά-
algodonal [αλγοδονάλ] (ουσ7αρσ.) φρων, τρελός,
βαμβακοφυτεία, alienar [αλιενάρ] (ρ.) αποξενώνω, αλ­
algodonero [αλγοδονέρο] 1: (ουσ./ λοτριώνω,
αρσ.) (α) βαμβακιά, (β) βαμβακοπα­ alienismo [αλιενίσμο] (ουσ7αρσ.) φρε­
ραγωγός 2: (επίθ.) βαμβακερός, νολογία.
alguacil [αλγουαθίλ] (ουσ,/αρσ.) δικα­ alienista [αλιενίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
στικός ή δημοτικός κλητήρας, φρενολόγος,
alguien [άλγιεν] (αόριστη αντ.) κά­ aliento [αλιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: ανά­
ποιος κανείς · ¿hay aguien aquí? - σα, αναπνοή, 2: κουράγιο, θάρρος
είναι κάποιος εδώ;. 3; έμπνευση,
algún(o) [αλγούν(ο)] (επίθ.) κάποιος · alifate [αλιφάτε] (ουσ,/αρσ.) ελαφριά
¿tienes agún problema? - έχεις κά­ αρρώστια,
ποιο πρόβλημα; · si tienes agluna aligación [αλιγαθιόν] (ουσ./θηλ.) δε­
duda, ¡pregúntamel -α ν έχεις κά- σμός δέσιμο,
ποια αμφιβολία, ρώτα με!, aligeramiento [αλιχεραμιέν'το] (ouaJ
alhaja [αλάχα] (ουσ,/θηλ.) κόσμημα, αρσ.) 1: ανακούφιση, ξαλάφρωμα, 2:
alhajar [αλαχάρ] (ρ.) κοσμώ, επιτάχυνση,
alharaca [αλαράκα] (ουσ./θηλ.) φασα­ aligerar [αλιχεράρ] (ρ.) 1: ανακουφίζω,
ρία, σαματάς, ελαφρώνω, 2; επιταχύνω,
alhelí [αλελί] (ουσ,/αρσ.) βιολέτα, aligustre [αλιγούστρε] (ουσ7αρσ.) θά­
alheña [αλένια] (ουσ/θηλ.) αγριομυρ- μνος λιγούστρο.
τιά. alijadora [αλιχαδόρα] (ουσ7θηλ.) λεια­
alhucema [αλουθέμα] (ουσ7θηλ.) λε­ ντική μηχανή,
βάντα. alijar [αλιχάρ] (ρ.) 1: λειαίνω, εξομαλύ­
aliacán [αλιακάν] (ουσ,/αρσ.) ίκτερος νω, 3: ξαλαφρώνω.
χρυσή. alijo [αλίχο] (ουσΥαρσ.) εκφόρτωση.
aliado [αλιάδο] (ουσ,/αρσ.) σύμμαχος, alimaña [αλιμάνια] (ουσ,/θηλ.) ζωύ­
alianza [αλιάνθα] (ουσ,/θηλ.) συμμα- φιο.
χία. alimentador [αλιμεν'ταδόρ] (ουσ,/αρσ.)
aliarse [αλιάρσε] (ρ.) συμμαχώ, τροφοδότης προμηθευτής
alias [άλιας] 1: (ουσ,/αρσ.) παρα­ alimentación [αλιμεν'ταθιόν] (ουσ./
τσούκλι, 2: (επίρρ.) άλλως, θηλ.) τροφοδότηση, τροφοδοσία,
alicaído [αλικαΤδο] (επίθ.) αδύναμος σίτιση.
απογοητευμένος, alimental [αλιμεντάλ] (επίθ.) θρεπτι­
alicate [αλικάτε] (ουσΥαρσ.) λαβίδα, κός.

47
alimentar

alimentar [αλιμεν'τάρ] (ρ.) τρέφω, σι­ aljofifa [αλχοφίφα] (ουσ./θηλ.) σφουγ­


τίζω, τροφοδοτώ, γαρόπανο,
alimenticio [αλιμεν'τίθιο] (επίθ.) θρε­ aljofifar [αλχοφιφάρ] (ρ.) σφουγγαρί­
πτικός. ζω.
alimento [αλιμέν'το] (ουσ,/αρσ.) τρο­ alma [άλμα] (ουσΥθηλ.) ψυχή.
φή. almacén [αλμαθέν] (ουσΥαρσ.) 1: απο­
alindar [αλιν'ντάρ] (ρ.) 1: καλλωπίζω, θήκη, 2: πολυκατάστημα,
2: οριοθετώ, συνορεύω. ’ almacenaje [αλμαθενάχε] (ουσ,/αρσ.)
alineado [αλινεάδο] (επίθ.) ευθυγραμ­ αποθήκευση,
μισμένος, almacenamiento [αλμαθεναμιέν'το]
alinear [αλινεάρ] (ρ.) ευθυγραμμίζω, (ουσ,/αρσ.) εναποθήκευση.
alineación [αλινεαθιόν] (ουσΥθηλ.) ευ­ almacenar [αλμαθενάρ] (ρ.) αποθη­
θυγράμμιση, κεύω.
aliñar [αλινιάρ] (ρ.) καρυκεύω, νοστι­ almacenero [αλμαθενέρο] (ουσΥαρσ.)
μεύω τη σαλάτα, αποθηκάριος.
aliño [αλίνιο] (ουσΥαρσ.) καρύκευμα, almacenista [αλμαθενίστα] (ουσΥαρσ.+
aliquebrado [αλικεμπράδο] (επίθ.) θηλ.) χονδρέμπορος,
απογοητευμένος, almáciga [αλμάθιγα] (ουσΥθηλ.) φυ­
alisadura [αλισαδοΰρα] (ουσΥθηλ.) 1: τώριο.
λείανση, εξομάλυνση, 2: ξύρισμα, almádena [αλμάδενα] (ουσΥθηλ.) βα­
alisar [αλισάρ] (ρ.) λειαίνω, ισιώνω, ριά (είδος σφυριού).
alisios [αλίσιος] (ουσΥαρσ.) πληθ. · almadreña [αλμαδρένια] (ουσΥθηλ.)
vientos alisios - αληγείς άνεμοι, τσόκαρο.
aliso [αλίσο] (ουσΥαρσ.) κλήθρα. almanaque [αλμανάκε] (ουσΥαρσ.) ημε­
alistamiento [αλισταμιέν'το] (ουσ./ ρολόγιο, καζαμίας,
αρσ.) κατάταξη, almazara [αλμαθάρα] (ουσΥθηλ.) ελαιο­
alistarse [αλιστάρ] (ρ.) κατατάσσω, τριβείο.
alistarse [αλιστάρσε] (ρ.) κατατάσσο­ almeja [αλμέχα] (ουσΥθηλ.) αχηβάδα.
μαι. almenara [αλμενάρα] (ουσΥθηλ.) φά­
aliteración [αλιτεραθιόν] (ουσΥθηλ.) ρος.
(Γραμμ.) παρήχηση, almenas [αλμένας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
aliviadero [αλιβιαδέρο] (ουσ,/αρσ.) επάλξεις.
υπερχείλιση φράγματος, almendra [αλμέν'ντρα] (ουσΥθηλ.)
aliviar [αλιβιάρ] (ρ.) 1: ανακουφίζω, αμύγδαλο,
καταπραΰνω, ελαφρύνω, 2: επιταχύ­ almendrado [αλμεν'ντράδο] (επίθ.)
νω το βήμα. αμυγδαλωτός,
alivio [αλίβιο] (ουσΥαρσ.) ανακούφι­ almendral [αλμενδράλ] (ουσ./αρσ.)
ση. αμυγδαλεώνας,
aljaba [αλχάμπα] (ουσΥθηλ.) φαρέτρα, almendro [αλμέν'ντρο] (ουσ./αρσ.)
θήκη για τα βέλη. αμυγδαλιά,
aljibe [αλχίμπε] (ουσΥαρσ.) 1: στέρνα, almiar [αλμιάρ] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) θη­
δεξαμενή, 2: δεξαμενόπλοιο, μωνιά.
aljófar [αλχόφαρ] (ουσΥαρσ.) 1: μαρ­ almíbar [αλμίμπαρ] (ουσΥαρσ.) σιρό­
γαριτάρι, 2: δροσοσταλίδα. πι.

48
alquilar

almibarado [αλμιμπαράδο] (επίθ.) σι­ λαβός.


ροπιαστός, alocar [αλοκάρ] (ρ.) τρελαίνω,
almibarar [αλμιμπαράρ] (ρ.) ερωτο­ alocución [αλοκουθιόν] (ουσ7θηλ.)
τροπώ με γελοίο τρόπο, σοροπιάζω, προσφώνηση,
almidón [αλμιδόν] (ουσ,/αρσ.) άμυλο, áloe [άλοε] (ουσ./αρσ.) αλόη.
almidonado [αλμιδονάδο] (επίθ.) κολ­ alojado [αλοχάδο] (ουσ7αρσ.) φιλοξε­
λαριστός. νούμενος,
almidonar [αλμιδονάρ] (ρ.) κολλαρί­ alojamiento [αλοχαμιέν'το] (ουσ7αρσ.)
ζω. κατάλυμα, στέγαση,
almilla [αλμίγια] (ουσ7θηλ.) μπούστο, alojar [αλοχάρ] (ρ.) στεγάζω, φιλοξε­
κορσάζ. νώ.
almirante [αλμιράν'τε] (ουσ7αρσ.) alojarse [αλοχάρσε] (ρ.) 1: καταλύω,
ναύαρχος, καταργώ, 2: φιλοξενούμαι,
almirantazgo [αλμιραν'τάθγο] (ουσ./ alón [αλόν] (ουσ7αρσ.) φτερούγα.
αρσ.) ναυαρχείο, alondra [αλόν'ντρα] (ουσ7θηλ.) κορυ­
almirez [αλμιρέθ] (ουσ,/αρσ.) γουδί, δαλλός.
almizcle [αλμίθκλε] (ουσ,/αρσ.) μό­ alopecia [αλοπέθια] (ουσ7θηλ.) αλω-
σχος, μοσχάρι, πεκίαση.
almizclero [αλμιθκλέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: alpaca [αλπάκα] (ουσ7θηλ.) προβατο­
μόσχος, 2: ζαρκάδι, κάμηλος.
almocafre [αλμοκάφρε] (ουσ7αρσ.) alpargata [αλπαργάτα] (ουσ7θηλ.) πά­
σκαλιστήρι, νινο σανδάλι,
almohada [αλμοάδα] (ουσ7θηλ.) μα­ alpargatilla [αλπαργατίγια] (επίθ.) κα­
ξιλάρι. τεργάρης,
almohadilla [αλμοαδίγια] (ουσ7θηλ.) alpende [αλπέν'ντε] (ουσ7αρσ.) υπό­
μαξιλαράκι. στεγο.
almohadillado [αλμοαδιγιάδο] (ουσ./ Alpes [άλπες] (ουσ7αρσ.) πληθ. Αλ­
αρσ.) λαξευμένη πέτρα, πεις.
almohadillado [αλμοαδιγιάδο] (επίθ.) alpestre [αλπέστρε] (επίθ.) άλπειος
1: παραγεμισμένος 2: πελεκητός, (μτφ.) ορεινός,
almohadón [αλμοαδόν] (ουσ7αρσ.) alpinismo [αλπινίσμο] (ουσ7αρσ.) ορει­
μαξιλάρα. βασία.
almohaza [αλμοάδα] (ουσ7θηλ.) βούρ­ alpinista [αλπινίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
τσα αλόγου, ορειβάτης ορειβάτισσα.
almoneda [αλμονέδα] (ουσ7θηλ.) πλει- alpino [αλπίνο] (επίθ.) αλπικός.
στηριασμός δημοπρασία, alpiste [αλπίστε] (ουσ7αρσ.) σπόρος
almonedear [αλμονεδεάρ] (ρ.) που­ για πουλιά,
λάω σε δημοπρασία, alquería [αλκερία] (ουσ7θηλ.) αγροι­
almorrana [αλμοράνα] (ουσ./θηλ.) αι­ κία.
μορροΐδα, alquiladizo [αλκιλαδίθο] (επίθ.) ενοι­
almorzar [αλμορθάρ] (ρ.) γευματίζω, κιαζόμενος,
almuerzo [αλμουέρθο] (ουσ7αρσ.) γεύ­ alquilador [αλκιλαδόρ] (ουσ./αρσ.)
μα (τις πρώτες μεσημεριανές ώρες). ενοικιαστής ιδιοκτήτης,
alocado [αλοκάδο] (επίθ.) τρελός πα­ alquilar [αλκιλάρ] (ρ.) νοικιάζω.

49
alquiler

alquiler [αλκιλέρ] (ουσ./αρσ) νοίκι, altercación [αλτερκαθιόν] (ουσ^θηλ.)


alquimia [αλκίμια] (ουσ,/θηλ.) αλχη- λογομαχία, διαπληκτισμός.
μία. altercar [αλτερκάρ] (ρ.) λογομαχώ, δι­
alquímico [αλκίμικο] (επίθ.) αλχημι­ απληκτίζομαι, φιλονικώ,
κός. álterego [άλτερεγο] (ουσ./αρσ.) το άλ­
alquimista [αλκιμίστα] (ουσΥαρσ.) αλ- λο μου εγώ, (μτφ.) αδερφή ψυχή.
χημιστής. alternancia [αλτερνάνθια] (ουσ,/θηλ.)
alquitara [αλκιτάρα] (ουσΥθηλ.) απο- εναλλαγή,
στακτήρας. alternación [αλτερναθιόν] (ουσ,/θηλ.)
alquitarar [αλκιταράρ] (ρ.) αποστάζω, εναλλαγή,
alquitrán [αλκιτράν] (ουσ7αρσ.) πίσ­ alternado [αλτερνάδο] (επίθ.) εναλλα­
σα, κατράμι, κτικός.
alquitranado [αλκιτρανάδο] (ουσ./ alternador [αλτερναδόρ] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) άσφαλτος, (Ηλεκ.) εναλλακτήρας.
alquitranado [αλκιτρανάδο] (επίθ.) alternante [αλτερνάν'τε] (επίθ.) εναλ­
κατραμωμένος ασφαλτωμένος. λασσόμενος,
alquitranar [αλκιτρανάρ] (ρ.) ασφαλ­ alternar [αλτερνάρ] (ρ.) 1: εναλλάσω,
τοστρώνω, εναλλάσσομαι, 2: σχετίζομαι,
alrededor [αλρεδεδόρ] (επίρρ.) γύρω, alternativa [αλτερνατίβα] (ουσ,/θηλ.)
τριγύρω. εκλογή, εναλλακτική λύση.
alta [άλτα] (ουσ,/θηλ.) 1: εξιτήριο, 2: alternativo [αλτερνατίβο] (επίθ.) εναλ­
εγγραφή. λακτικός.
altanería [αλτανερία] (ουσ,/θηλ.) υπε­ alterno [αλτέρνο] (επίθ.) εναλλασσό­
ρηφάνεια, μενος.
altanero [αλτανέρο] (επίθ.) αλαζόνας alteza [αλτέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ύψος 2:
υπερόπτης, υψηλότητα, 3: ανύψωση,
altar [αλτάρ] (ουσ,/αρσ.) 1: βωμός 2: altibajos [αλτιμπάχος] (ουσ,/αρσ.)
Αγία Τράπεζα, πληθ. 1: ανεβοκατεβάσματα, το πά­
altavoz [αλταβόθ] (ουσΥαρσ.) ηχείο, νω -κάτω, 2: ανισορροπία,
μεγάφωνο, altilocuencia [αλτιλοκουένθια] (ουσ./
alteración [αλτεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) θηλ.) μεγαλοστομία, στόμφος
μετατροπή, διατάραξη, altilocuente [αλτιλοκουέν'τε] (επίθ.)
alterable [αλτεράμπλε] (επίθ.) μετα­ μεγαλόστομος,
βλητός αλλοιώσιμος, altillo [αλτίγιο] (ουσ,/αρσ.) λοφίσκος,
alterabilidad [αλτεραμπιλιδάδ] (ουσ./ altímetro [αλτίμετρο] (ουσ,/αρσ.) όρ­
θηλ.) εναλλαγή, γανο μέτρησης υψόμετρου,
alterado [αλτεράδο] (επίθ.) αλλαγμέ­ altiplanicie [αλτιπλανίθιε] (ουσ,/αρσ.)
νος αλλοιωμένος, οροπέδιο,
alteración [αλτεραθιόν] (ουσ./θηλ.) altiplano [αλτιπλάνο] (ουσ./αρσ.) ορο­
1: αλλαγή, ανατροπή, αλλοίωση, 2: πέδιο.
αναστάτωση, altisonante [αλτισονάν'τε] (επίθ.) ηχη­
alterar [αλτεράρ] (ρ.) 1: μεταβάλλω, ρός.
ανατρέπω, αλλοιώνω, 2: αναστατώ­ altitud [αλτιτούδ] (ουσΥθηλ.) υψόμε­
νω. τρο.

50
altivarse [αλτιβάρσε] (ρ.) δείχνω σπου­ 1: φοιτητική νεολαία, 2: μαθητικό
δαίος σπουδαιοφέρνω. σώμα.
altivez [αλτιβέθ] (ουσΥθηλ.) υπεροψία, alumno [αλούμνο] (ουσΥαρσ.) 1: μα­
αλαζονεία, σπουδαιοφάνεια. θητής 2: σπουδαστής φοιτητής,
altivo [αλτίβο] (επίθ.) υπεροπτικός alusión [αλουσιόν] (ουσΥθηλ.) νύξη,
αλαζονικός υπαινιγμός υπονοούμενο,
alto [άλτο] 1: (ουσΥαρσ.) στάση, 2: alusivo [αλουσίβο] (επίθ.) υπαινικτι­
(επίθ.) ψηλός, κός.
altoparlante [αλτοπαρλάν'τε] (ουσΥ alustrar [αλουστράρ] (ρ.) 1: γυαλίζω, 2:
αρσ.) μεγάφωνο, εξωραΐζω, ευπρεπίζω,
altruismo [αλτρουίσμο] (ουσΥαρσ.) aluvial [αλουβιάλ] (επίθ.) προσχωμα­
αλτρουϊσμός. τικός.
altruista [αλτρουίστα] 1: (ουσΥαρσ.) aluvión [αλουβιόν] (ουσΥθηλ.) πρό­
αλτρουιστής 2: (επίθ.) αλτρουί- σχωση, έργα πρόσχωσης,
στικός. álveo [άλβεο] (ουσΥαρσ.) κοίτη ποτα­
altura [αλτούρα] (ουσΥθηλ.) ύψος. μού.
alubia [αλούμπια] (ουσΥθηλ.) φασόλι, alvéolo [αλβέολο] (ουσΥαρσ.) (Ανατ.)
alucinación [αλουθιναθιόν] (ουσΥθηλ.) πνευμονική κυψελίδα,
παραίσθηση, alza [άλθα] (ουσΥθηλ.) αύξηση,
alucinador [αλουθιναδόρ] (επίθ.) ψευ- alzada [αλθάδα] (ουσΥθηλ.) δικαστική
δαισθησιογόνος. ένσταση.
alucinar [αλουθινάρ] (ρ.) 1: έχω παραι­ alzamiento [αλθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
σθήσεις 2: εξαπατώ, παραπλανώ, εξέγερση,
alucinógeno [αλουθινόχενο] 1: (ουσΥ alzapié [αλθαπιέ] (ουσΥαρσ.) ενέδρα.
αρσ.) παραισθησιογόνο, 2: (επίθ.) alzaprima [αλθαπρίμα] (ουσΥθηλ.) (Μουσ.)
παραισθησιογόνος. μοχλός καβαλέτο έγχορδου οργάνου,
alud [αλούδ] (ουσΥαρσ.) χιονοστιβά­ alzaprimar [αλθαπριμάρ] (ρ.) παίρνω
δα. ύψος.
aludido [αλουδίδο] (επίθ.) αυτός που alzar [αλθάρ] (ρ.) υψώνω, σηκώνω,
προαναφέρθηκε. allá [αγιά] (επίρρ.) εκεί κάτω, εκεί πέ­
aludir [αλουδίρ] (ρ.) υποδηλώνω, ανα- ρα.
φέρομαι. allanamiento [αγιαναμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
alumbrado [αλουμ'μπράδο] 1: (ουσΥ 1: ισοπέδωση, 2: δικαστικός ισχυρι­
αρσ.) φωτισμός 2: (επίθ.) πεφωτι­ σμός
σμένος. allanar [αγιανάρ] (ρ.) εξομαλύνω, ισο­
alumbramiento [αλουμ'μπραμιέν'το] πεδώνω.
(ουσΥαρσ.) 1: φωτισμός 2: γέννα, allegado [αγιεγάδο] (επίθ.) κοντινός,
alumbrar [αλουμ'μπράρ] (ρ.) φωτίζω, συγγενής,
διαφωτίζω, allegar [αγιεγάρ] (ρ.) συγκεντρώνω,
alumbre [α λο ύ μ 'μ π ρ ε] (ουσΥαρσ.) στύ- μαζεύω κοντά,
ψη. allende [αγιέν'ντε] (επίρρ.) από την άλ­
aluminio [αλουμίνιο] (ουσΥαρσ.) αλου­ λη μεριά · allende de - εκτός από.
μίνιο. allí [αγ(] (επίρρ.) εκεί.
alumnado [αλουμνάδο] (ουσΥαρσ.) ama [άμα] (ουσΥθηλ.) οικοδέσποινα,

51
amabilidad

ιδιοκτήτρια · ama de casa - νοικο­ amaneramiento [αμανεραμιέν'το] (ουσ./


κυρά. αρσ.) επιτήδευση, εκζήτηση,
amabilidad [αμαμπιλιδάδ] (συσ7θηλ.) amanerarse [αμανεράρσε] (ρ.) προ­
ευγένεια, καλοσύνη, σποιούμαι, υποκρίνομαι,
amable [αμάμπλε] (επίθ.) ευγενικός amanezca [αμανέθκα] (ουσ,/θηλ.) αυ­
αξιαγάπητος γή-
amado [αμάδο] 1: (συσ7αρσ) εραστής amansador [αμανσαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
αγαπητικός 2: (επίθ.) αγαπητός, θηριοδαμαστής,
amador/a [αμαδόρ/α] (ουσ7αρσ.+ amansamiento [αμανσαμιέν'το] (ουσ./
θηλ.) εραστής ερωμένη, αρσ.) θηριοδαμασμός.
amaestrado [αμαεστράδο] (επίθ.) εκ­ amansar [αμανσάρ] (ρ.) 1: εξημερώνω,
παιδευμένος 2: καταπραΰνω.
amaestrar [αμαεστράρ] (ρ.) εκπαι­ amante [αμάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1:
δεύω. εραστής ερωμένη, 2: λάτρης,
amaestramiento [αμαεατραμιέν'το] amanuense [αμανουένσε] (ουσ7αρσ.+
(ουσ7αρσ.) εκπαίδευση, θηλ.) γραφέας γραμματέας,
amagar [αμαγάρ] (ρ.) απειλώ, amañado [αμανιάδο] (επίθ.) 1: επιδέ­
amago [αμάγο] (ουσ,/αρσ.) 1: απειλή, ξιος επιτήδειος 2: κάλπικος πλα­
απειλητική χειρονομία ή κίνηση, 2: στός κίβδηλος,
σύμπτωμα ασθένειας, amañar [αμανιάρ] (ρ.) 1: κάνω κάτι με
amainar [αμαϊνάρ] (ρ.) κοπάζω, κατα­ επιδεξιότητα, 2: αλλοιώνω, νοθεύω,
παύω. amaño [αμάνιο] (ουσ,/αρσ.) επιδεξιό-
amaitinar [αμαϊτινάρ] (ρ.) κατασκο­ τητα, δεξιοτεχνία, τρικ.
πεύω. amapola [αμαπόλα] (ουσ,/θηλ.) παπα­
amalgama [αμαλγάμα] (ουσ,/θηλ.) αμάλ­ ρούνα,
γαμα, κράμα, amar [αμάρ] (ρ.) αγαπώ,
amagalmación [αμαγαλμαθιόν] (ουσ./ amaraje [αμαράχε] (ουσ7αρσ.) προ-
θηλ.) αμαλγαμάτωση, σθαλάσσωση.
amalgamar [αμαλγαμάρ] (ρ.) συγχω­ amaranto [αμαράν'το] (ουσ7αρσ.) αμά­
νεύω. ραντος.
amamantar [αμαμαν'τάρ] (ρ.) θηλάζω, amarar [αμαράρ] (ρ.) προσθαλασσώ­
βυζαίνω. νω.
amancebamiento [αμανθεμπαμιέν'το] amargado [αμαργάδο] (επίθ.) πικρα­
(ουσ,/αρσ.) συγκατοίκηση, συμβίωση, μένος.
amancebarse [αμανθεμπάρσε] (ρ.) συ­ amargar [αμαργάρ] (ρ.) πικρίζω, πι­
γκατοικώ, συζώ. κραίνω.
amanecer [αμανεθέρ] (ουσ,/αρσ.) ξη­ amargo [αμάργο] (επίθ.) πικρός
μέρωμα, χάραμα, amargón [αμαργόν] (ουσ7αρσ.) (Βοτ.)
amanecer [αμανεθέρ] (ρ.) ξημερώνει, πικροράδικο, πικραλίθρα.
χαράζει. amargor [αμαργόρ] (ουσ7αρσ.) πικρί­
amanecida [αμανεθίδα] (ουσ,/θηλ.) λα.
χάραμα, αυγή. amargura [αμαργούρα] (ουσ7θηλ.) πί­
amanerado [αμανεράδο] (επίθ.) επιτη­ κρα.
δευμένος προσποιητός. amaricado [αμαρικάδο] (επίθ.) θηλυ-

52
ambiguo

πρεττής. αρσ.) ζύμωμα, μασάζ,


amarillear [αμαριγεάρ] (ρ.) κιτρινίζω, amasar [αμασάρ] (ρ.) ζυμώνω,
χλωμιάζω. amasijo [αμασίχο] (ουσ,/αρσ.) ζύμω­
amarillecer [αμαριγιεθέρ] (ρ.) κιτρινί­ μα, μίξη, ανακάτωμα.
ζω. amatista [αματίστα] (ουσ,/θηλ.) (Ορυκτ.)
amarillento [αμαριγέν'το] (επίθ.) κιτρι­ αμέθυστος
νωπός. amatorio [αματόριο] (επίθ.) ελκυστι­
amarillez [αμαριγιέθ] (ουσ,/θηλ.) κι­ κός
τρινίλα. amazacotado [αμαθακοτάδο] (επίθ.)
amarillo [αμαρίγιο] (επίθ.) ωχρός, κί­ 1: βαρύς 2: άχαρος,
τρινος. amazona [αμαθόνα] (ουσ,/θηλ.) αμα­
amarillismo [αμαριγίσμο] (ουσ,/αρσ.) ζόνα.
σκανδαλοθηρία, κιτρινισμός. Amazonas [αμαθόνας] (ουσ,/αρσ.) Αμα­
amarillista [αμαριγίστα] (επίθ.) σκαν- ζόνιος.
δαλοθηρικός κιτρινιστής. amazónico [αμαθόνικο] (επίθ.) αμα-
amarra [αμάρα] (ουσ,/θηλ.) κάβος, πα­ ζονικός.
λαμάρι. ámbar [άμ'μτταρ] (ουσ7αρσ.) (Ορυκτ.)
amarradero [αμαραδέρο] (ουσ,/αρσ.) ήλεκτρο, κεχριμπάρι,
1: κολόνα στην άκρη του δρόμου, 2: ambarino [αμ'μπαρίνο] (επίθ.) κεχρι­
(Ναυτ.) αγκυροβόλιο, προσόρμιση, μπαρένιος,
ρεμέντζο. ambición [αμ'μπιθιόν] (ουσ,/θηλ.) φι­
amarrado [αμαράδο] (επίθ.) 1: δεμέ­ λοδοξία.
νος 2: τσιγκούνης, ambicionar [αμ'μπιθιονάρ] (ρ.) φιλο­
amarradura [αμαραδούρα] (ουσ/θηλ) δοξώ.
αγκυροβολισμός προσάραξη. ambicioso [αμ'μπιθιόσο] (επίθ.) φιλό­
amarraje [αμαραχε] (ουσ,/αρσ.) έξοδα δοξος.
αγκυροβολισμού. ambidextro [αμ'μπιδέξτρο] 1: (ουσ./
amarrar [αμαράρ] (ρ.) δένω, προσδέ­ αρσ.) αμφιδέξιος 2: (επίθ.) αμφίχει-
νω. ρας.
amartelado [αμαρτελάδο] (επίθ.) ερω- ambientación [αμ'μπιεν'ταθιόν] (ουσ./
τοχτυπημένος. θηλ.) σκηνικό,
amartelamiento [αμαρτελαμιέν'το] ambiental [αμ'μπιεν'τάλ] (επίθ.) περι­
(ουσ./αρσ.) ερωτοχτύπημα, βαλλοντικός,
amartelar [αμαρτελάρ] (ρ.) κάνω κά­ ambientar [αμ'μπιεν'τάρ] (ρ.) δη­
ποιον να με ερωτευθεί. μιουργώ ατμόσφαιρα,
amartillar [αμαρτιγιάρ] (ρ.) σφυροκο- ambiente [αμ'μττιέν'τε] (ουσ,/αρσ.)
πώ. ατμόσφαιρα, περιβάλλον,
amasadera [αμασαδέρα] (ουσ,/θηλ.) ambigú [αμ'μπιγού] (ουσ,/αρσ.) μπου­
σκάφη για ζύμωμα, φές (έπιττλο).
amasador [αμασαδόρ] (ουσ,/αρσ.) αρ­ ambigüedad [αμ'μπιγουεδάδ] (ουσ./
τοποιός. θηλ.) 1: αμφιβολία, ασάφεια, 2: διφο­
amasadora [αμασαδόρα] (ουσ7θηλ.) ρούμενη έννοια, δισημία.
μηχανή για ζύμωμα, ambiguo [αμ'μπίγουο] (επίθ.) διφο­
amasamiento [αμασαμιέν'το] (ουσ./ ρούμενος αμφίβολος.

53
ámbito

ámbito [αμ'μττιτο] (ουσΥαρσ.) πεδίο, προσθαλάσσωση.


πλαίσιο. amerizar [αμεριθάρ] (ρ.) προσθαλασ­
ambivalencia [αμ’μπιβαλένθια] (ουσΥ σώνω.
θηλ.) αμφιθυμία, κυκλοθυμία, ametrallador [αμετραγιαδόρ] (ουσΥ
ambivalente [α μ 'μ π ιβ α λ έν 'τε] (επίθ.) αρσ.) πολυβολητής,
αμφίθυμος κυκλοθυμικός ametralladora [αμετραγιαδόρα] (ουσ./
ambos [άμ'μπος] (αντ.) αμφότεροι, και θηλ.) πολυβόλο,
οι δύο. ametrallar [αμετραγιάρ] (ρ.) πολυβο-
ambulancia [αμ'μπουλάνθια] (ουσΥ λώ.
θηλ.) ασθενοφόρο, amianto [αμιάν'το] (ουσΥαρσ.) (Χημ.)
ambulante [αμ'μπουλάν'τε] (επίθ.) αμίαντος.
πλανόδιος περιφερόμενος, amiga [αμίγα] (ουσΥθηλ.) φίλη, φιλε­
ambulatorio [αμ'μπουλατόριο] (ουσΥ νάδα, ερωμένη,
αρσ.) κέντρο υγείας, amigable [αμιγάμπλε] (επίθ.) φιλικός,
ameba [αμέμπα] (ουσΥθηλ.) αμοιβά­ amigablemente [αμιγάμπλεμεν'τε] (επίρρ.)
δα. φιλικά.
amedrentar [αμεδρεν'τάρ] (ρ.) τρο­ amigarse [αμιγάρσε] (ρ.) γίνομαι φί­
μάζω. λος.
amelonado [αμελονάδο] (επίθ.) 1: ερω- amígdala [αμίγδαλα] (ουσΥθηλ.) αμυ­
τοχτυπημένος, 2: αυτός που έχει οβάλ γδαλή.
σχήμα. amigo [αμίγο] (ουσΥαρσ.) φ ίλος
amén [αμέν] 1: (ουσΥαρσ.) · amén de- amigóte [αμιγότε] (ουσΥαρσ.) φιλα­
εκτός · decir amén a todo - συμφωνώ ράκος.
σε όλα, 2: (επιφ.) (Θρησκ.) αμήν!, amiláceo [αμιλάθεο] (επίθ.) αμυλού-
amenaza [αμενάθα] (ουσΥθηλ.) απει­ χος αμυλώδης,
λή, εκφοβισμός φοβέρα, amilanar [αμιλανάρ] (ρ.) τρομάζω, εκ­
amenazador [αμεναθαδόρ] (επίθ.) φοβίζω.
απειλητικός aminoácido [αμινοάθιδο] (ουσ,/αρσ.)
amenazar [αμεναθάρ] (ρ.) απειλώ, φο­ (Χημ.) αμινοξύ.
βερίζω. aminorar [αμινοράρ] (ρ.) ελαττώνω,
amenguar [αμενγκουάρ] (ρ.) υποτιμώ, εκμηδενίζω,
μειώνω, εκμηδενίζω, amistad [αμιστάδ] (ουσΥθηλ.) φιλία,
amenizar [αμενιθάρ] (ρ.) κάνω κάτι ευ­ amistar [αμιστάρ] (ρ.) συμφιλιώνω,
χάριστο. amistoso [αμιστόσο] (επίθ.) φιλικός,
amenidad [αμενιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ­ amnesia [αμνέσια] (ουσΥθηλ.) αμνη­
χαρίστηση, σία.
ameno [αμένο] (επίθ.) ευχάριστος amnistía [αμνιστία] (ουσΥθηλ.) αμνη­
americanizar [αμερικανιθάρ] (ρ.) εξα- στία.
μερικανίζω. amnistiar [αμνιστιάρ] (ρ.) αμνηστεύω,
americano [αμερικάνο] 1: (ουσΥαρσ.) amo [άμο] (ουσΥαρσ.) αφέντης κύ­
Αμερικανός 2: αμερικάνικα (γλώσ­ ριος οικοδεσπότης,
σα), 3: (επίθ.) αμερικανικός, amoblado [αμομπλάδο] (επίθ.) επι­
ameritar [αμεριτάρ] (ρ.) αξίζω, πλωμένος,
amerizaje [αμεριθάχε] (ουσΥαρσ.) amoblar [αμομπλάρ] (ρ.) επιπλώνω.

54
amotinarse

am odorram iento [αμοδοραμιέν'το] amoratado [αμορατάδο] (επίθ.) μελα­


(ουσΥαρσ.) υττνηλία, νύστα, νιασμένος από κρύο ή από ξύλο.
amodorrarse [αμοδοράρσε] (ρ.) απο- amoratarse [αμορατάρσε] (ρ.) μελα­
κοιμιέμαι. νιάζω από κρύο ή από ξύλο.
amodorrido [αμοντορίδο] (επίθ.) μου­ amordazar [αμορδαθάρ] (ρ.) φιμώνω,
διασμένος, amorfo [αμόρφο] (επίθ.) άμορφος,
amohinar [αμοίνάρ] (ρ.) 1: λυπώ, 2: amorío [αμορίο] (ουσ./αρσ.) ερωτική
στενοχωρώ κάποιον, περιπέτεια, ρομάντζο,
amohinarse [αμοίνάρσε] (ρ.) κατσου­ amoroso [αμορόσο] (επίθ.) στοργικός
φιάζω, στενοχωριέμαι, τρυφερός ερωτικός,
amoladera [αμολαδέρα] (ουσ,/θηλ.) amortajar [αμορταχάρ] (ρ.) σαβανώ-
τροχός ακονίσματος.
amolador [αμολαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ακό- amortecer [αμορτεθέρ] (ρ.) 1: χαμη­
νι, τροχός ακονίσματος λώνω ήχο ή φ ως 2: χάνω τις αισθή­
amoladura [αμολαδούρα] (ουσΥθηλ.) σεις μου.
ακόνισμα, τρόχισμα, amortiguador [αμορτιγουαδόρ] (ουσ./
amolar [αμολάρ] (ρ.) ακονίζω, τροχί­ αρσ.) 1: αποσβεστήρας 2: προφυλα­
ζω. κτήρας.
amoldar [αμολδάρ] (ρ.) πλάθω, προ­ amortiguar [αμορτιγουάρ] (ρ.) απο­
σαρμόζω, σβήνω, εξαλείφω, διαγράφω,
amoldarse [αμολδάρσε] (ρ.) προσαρ­ amortiguación [αμοριγουαθιόν] (ουσ./
μόζομαι, συμμορφώνομαι, θηλ.) κατασιγασμός καθησυχασμός
amondongado [αμον'ντονγκάδο] (επίθ.) κατευνασμός.
παχύς πλαδαρός, βΓηοΓΐίςυβιηίβηΐοίαμορτιγουαμιέν'το]
amonedar [αμονεδάρ] (ρ.) κόβω νό­ (ουσ./αρσ.) σιγαστήρας,
μισμα. amortizable [αμορτιθάμπλε] (επίθ.)
amonestación [αμονεσταθιόν] (ουσ./ εξαγοράσιμος.
θηλ.) προειδοποίηση, επίπληξη, amortización [αμορτιθαθιόν] (ουσ./
amonestador [αμονεσταδόρ] (επίθ.) θηλ.) απόσβεση κεφαλαίου, εξόφλη­
επιφυλακτικός προειδοποιητικός, ση.
amonestar [αμονεστάρ] (ρ.) 1: παρα­ amortizar [αμορτιθάρ] (ρ.) αποσβήνω,
τηρώ, 2: προειδοποιώ, 3: επιπλήττω, εξοφλώ.
amoniaco [αμονιάκο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) amoscarse [αμοσκάρσε] (ρ.) εξάπτο-
αμμωνία. μαι, θυμώνω, νευριάζω,
amontonado [αμον'τονάδο] (επίθ.) amostazar [αμοσταθάρ] (ρ.) εξοργίζω,
στοιβαγμένος, νευριάζω,
amontonamiento [αμον'τοναμιέντο] amotinado [αμοτινάδο] 1: (ουσ,/αρσ.)
(ουσ./αρσ.) στοίβαγμα, συσσώρευ­ στασιαστής επαναστάτης 2: (επίθ.)
ση. στασιαστικός επαναστατικός,
amontonar [αμον'τονάρ] (ρ.) στοιβά­ amotinamiento [αμοτιναμιέν'το] (ουσ./
ζω, σωριάζω, συσσωρεύω, αρσ.) στάση, εξέγερση, ανταρσία, επα­
amor [αμόρ] (ουσ,/αρσ.) αγάπη, έρω­ νάσταση,
τας. amotinar [αμοτινάρ] (ρ.) εξεγείρω,
amoral [αμοράλ] (επίθ.) ανήθικος. amotinarse [αμοτινάρσε] (ρ.) εξεγεί­

55
am ovible

ρομαι, στασιάζω, επαναστατώ, τηδευμένος 2: εξεζητημένος,


amovible [αμοβίμπλε] (επίθ.) αποσπά- amputación [αμ'πουταθιόν] (ουσΥ
σιμος αφαιρέσιμος. θηλ.) απότμηση, ακρωτηριασμός,
amparador [αμ'παραδόρ] 1: (ουσ./ amputar [αμ'πουτάρ] (ρ.) ακρωτηριά­
αρσ.) προστάτης 2: (επίθ.) προστα­ ζω.
τευτικός amueblado [αμουεμπλάδο] (επίθ.) επι­
amparar [αμ'παράρ] (ρ.) 1: προστα­ πλωμένος,
τεύω, 2: υποθάλπτω, 3 επικουρώ, amueblar [αμουεμπλάρ] (ρ.) επιπλώ­
amparo [αμ'πάρο] (ουσ./αρσ.) προ­ νω.
στασία, επικουρία, amuinar [αμουινάρ] (ρ.) εξοργίζω,
amperímetro [αμ'περίμετρο] (ουσ./ amulatado [αμουλατάδο] (επίθ.) που
αρσ.) αμπερόμετρο. μοιάζει με μιγά.
amperio [αμ'πέριο] (ουσΥαρσ.) (Ηλεκτρ.) amuleto [αμουλέτο] (ουσΥαρσ.) φυ­
αμπέρ. λαχτό.
ampliación [αμ'πλιαθιόν] (ουσΥθηλ.) amurallado [αμουραγιάδο] (επίθ.) εντοι­
μεγέθυνση, διεύρυνση, αύξηση, χισμένος περιτοιχισμένος,
ampliable [αμ'πλιάμπλε] (επίθ.) επε­ amurallar [αμουραγιάρ] (ρ.) περιτοι­
κτατικός. χίζω.
ampliadora [αμ'πλιαδόρα] (ουσΥθηλ.) amurrarse [αμουράρσε] (ρ.) απογοη­
μεγεθυντής, τεύομαι.
ampliar [αμ'πλιάρ] (ρ.) μεγεθύνω, διευ­ amusgar [αμουσγάρ] (ρ.) 1: ρίχνω πί­
ρύνω, αυξάνω, σω τα αυτιά μου (λέγεται για τα ζώα),
amplificación [αμ'πλιφικαθιόν] (ουσΥ 2: μισοκλείνω τα μάτια μου.
θηλ.) διεύρυνση, ενίσχυση, anacarado [ανακαράδο] (επίθ.) μαρ­
amplificador Ιαμ'πλιφικαδόρ] (ουσΥ γαριταρένιος
αρσ.) ενισχυτής anacardo [αναρκάδο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.)
amplificar [αμ'πλιφικάρ] (ρ.) ενισχύω, ανακάρδιο, ακαζού,
amplio [άμ'πλιο] (επίθ.) ευρύς ευρύ­ anaconda [ανακόνδα] (ουσΥθηλ.) ανα-
χωρος φαρδύς, κόντα.
amplitud [αμ'πλιτούδ] (ουσΥθηλ.) ευ­ anacrónico [ανακρόνικο] (επίθ.) ανα­
ρύτητα, ευρυχωρία, χρονιστικός οπισθοδρομικός πα­
ampo [άμ'πο] (ουσΥαρσ.) αςττραφτερή λιομοδίτικος ξεπερασμένος,
λευκότητα, anacronismo [ανακρονίσμο] (ουσΥαρσ.)
ampolla [αμ'πόγια] (ουσΥθηλ.) 1: φυσα- αναχρονισμός
λίδα, φουσκάλα, 2: φιαλίδιο, αμπού­ anafilaxis [αναφιλάξις] (ουσΥθηλ.) ανα­
λα,. φυλαξία,
ampollarse [αμ'πογιάρσε] (ρ.) βγάζω ánade [άναδε] (ουσΥαρσ.) πάπια,
φουσκάλες, anadear [αναδεάρ] (ρ.) περπατώ σαν
ampolleta [αμ'πογιέτα] (ουσΥθηλ.) κλε­ πάπια.
ψύδρα. anafe [ανάφε] (ουσΥαρσ.) φορητό κου-
ampulosidad [αμ'πουλοσιδάδ] (ουσ./ ζινάκι.
θηλ.) στόμφος μεγαλορρημοσύνη, anagrama [αναγράμα] (ουσΥαρσ.) ανα­
μεγαλοστομία. γραμματισμός ,ανάγραμμα.
ampuloso [αμπουλόσο] (επίθ.) 1: επι­ anal [ανάλ] (επίθ.) πρωκτικός

56
andadura

anales [ανάλες] (ουσ./αρσ.) πληθ. τα θεματίζω, αφορίζω.


χρονικά. anatomía [ανατομία] (ουσ,/θηλ.) ανα­
analfabetismo [αναλφαμπετίσμο] (ουσ./ τομία.
αρσ.) αναλφαβητισμός, αγραμματο­ anatómico [ανατόμικο] (επίθ.) ανατο­
σύνη. μικός.
analfabeto [αναλφαμπέτο] (επίθ.) αναλ­ anatomizar [ανατομιθάρ] (ρ.) κατατέ­
φάβητος, αγράμματος, μνω, κατατεμαχίζω,
analgesia [αναλχεσία] (ουσ,/θηλ.) αναλ­ anca [άνκα] (ουσ7θηλ.) γλουτοί, οπί­
γησία, αναισθησία, απάθεια, σθια.
analgésico [αναλχέσικο] (επίθ.) αναλ­ ancestral [ανθεστράλ] (επίθ.) προγο­
γητικός. νικός.
análisis [ανάλισις] (ουσ,/αρσ.) ανάλυ­ ancestro [ανθέστρο] (ουσ./αρσ.) πρό­
ση. γονος.
analista [αναλίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ancianidad [ανθιανιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
μικροβιολόγος, γήρας.
analíticamente [αναλίτικαμεν'τε] (επίρρ.) anciano [ανθιάνο] 1: (ουσ./αρσ.) ηλι­
διεξοδικά, αναλυτικά, κιωμένος, γέρος 2: (επίθ.) ηλικιωμέ­
analítico [αναλίτικο] (επίθ.) αναλυτι­ νος.
κός. anda [άνκλα] (ουσ7θηλ.) άγκυρα,
analizar [αναλιθάρ] (ρ.) αναλύω, ancladero [ανκλαδέρο] (ουσ./ αρσ.)
análogamente [ανάλογαμεν'τε] (επίρρ.) αγκυροβόλιο, όρμος,
αναλογικά, ανάλογα, anclaje [ανκλάχε] (ουσ,/αρσ.) έξοδα
analogía [αναλοχία] (ουσ,/θηλ.) ανα­ αγκυροβολισμού.
λογία, ποσοστό, anclar [ανκλάρ] (ρ.) αγκυροβολώ,
análogo [ανάλογο] (επίθ.) αναλογικός. ancho [άντσο] (επίθ.) φαρδύς πλατύς,
ananá(s) [ανανά(ς)] (ουσ./αρσ.) ανα­ anchoa [αντσόα] (ουσ7θηλ.) αντζού-
νάς. για.
anaquel [ανακέλ] (ουσ7αρσ.) ράφι. anchura [αντσούρα] (ουσ./θηλ.) φάρ­
anaquelería [ανακελερία] (ουσ,/θηλ.) δος πλάτος,
ράφια, ραφιέρα. anchuroso [αντσουρόσο] (επίθ.) ευ­
anaranjado [αναρανχάδο] (επίθ.) πορ- ρύς ευρύχωρος,
τοκαλόχρωμος πορτοκαλής, ancón [ανκόν] (ουσ,/αρσ.) αραξοβόλι,
anarquía [αναρκία] (ουσ,/θηλ.) αναρ­ όρμος.
χία. áncora [άνκορα] (ουσ,/θηλ.) άγκυρα,
anárquico [ανάρκικο] (επίθ.) άναρχος, andadas [ανντάδας] (ουσ7θηλ.) πληθ.
αναρχικός, ίχνη, αχνάρια,
anarquismo [αναρκίσμο] (ουσ,/αρσ.) andaderas [αν'νταδέρας] (ουσ,/θηλ.)
αναρχισμός, πληθ. μωρουδίστικη στράτα,
anarquista [αναρκίστα] 1: (ουσ7αρσ.+ andado [αν'ντάδο] (επίθ.) τετριμμέ­
θηλ.) αναρχικός, αντεξουσιαστής 2: νος παλιός (για ρούχα).
(επίθ.) αναρχικός, andador [αν'νταδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.)
anatema [ανατέμα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) περιπατητής 2: (επίθ.) γρήγορος στο
ανάθεμα, αφορισμός. βάδην.
anatematizar [ανατεματιθάρ] (ρ.) ανα­ andadura [αν'νταδούρα] (ουσ,/θηλ.)

57
andaluzada

βάδην, βηματισμός, anecdótico [ανεκδότικο] (επίθ.) ανεκδο-


andaluzada [αν'νταλουθάδα] (ουσ./ τικός
θηλ.) υπερβολή, anegación [ανεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) πλημ­
andamiada [αν'νταμιάντα] (ουσΥθηλ.) μύρα.
κρηπίδωμα, εξέδρα, σκαλωσιά, anegadizo [ανεγαδίθο] (επίθ.) που πλημ­
andamiaje [αν'νταμιάχε] (ουσΥαρσ.) μυρίζει συχνά,
σκαλωσιά, anegar [ανεγάρ] (ρ.) πλημμυρίζω,
andamio [αν'ντάμιο] (ουσΥαρσ.) σκα­ anejo [ανέχο] (επίθ.) προσαρτημένος
λωσιά. ενσωματωμένος, ενταγμένος.
andana [αν'ντάνα] (ουσΥθηλ.) γραμ­ anemia [ανέμια] (ουσΥθηλ.) αναιμία,
μή, σειρά, anémico [ανέμικο] (επίθ.) αναιμικός,
andanada [αν'ντανάδα] (ουσΥθηλ.) 1: anémona [ανέμονα] (ουσΥθηλ.) ανε­
ομοβροντία, 2: κερκίδα, μώνη.
andante [αν'ντάν'τε] (επίθ.) περιπλα- anestesia [ανεστέσια] (ουσΥθηλ.) αναι­
νώμενος. σθησία, νάρκωση,
andanzas [αν'ντάνθα] (ουσΥθηλ.) anestesiar [ανεστεσιάρ] (ρ.) αναισθη-
πληθ. περιπέτεια, τοποιώ, ναρκώνω,
andar [αν'ντάρ] (ρ.) περπατώ, βαδίζω, anestésico [ανεστέσικο] (επίθ.) αναι­
πηγαίνω. σθητικός.
andariego [αν'νταριέγο] (επίθ.) 1: ταξι­ anestesista [ανεστεσίστα] (ουσΥαρσ.+
διάρης, 2: αεικίνητος, θηλ.) αναισθησιολόγος.
andarina [αν'νταρίνα] (ουσΥθηλ.) χε­ anexar [ανεξάρ] (ρ.) επισυνάπτω, συ­
λιδόνι. νυποβάλλω, προσαρτώ,
andarivel [αν'νταρίβελ] (ουσΥαρσ.) anexión [ανεξιόν] (ουσΥθηλ.) προσάρ­
πλωτό πορθμείο, τηση, εννσωμάτωση, ένταξη,
andas [αν'ντας] (ουσΥθηλ.) πληθ. φο­ anexionar [ανεξιονάρ] (ρ.) προσαρτώ
ρείο. (έδαφος).
andén [αν'ντέν] (ουσΥαρσ.) αποβά­ anexo [ανέξο] (επίθ.) προσαρτημένος,
θρα. ενσωματωμένος,
Andes [άνδες] (ουσΥαρσ.) πληθ. Άν­ anfibio [ανφίβιο] (ουσΥαρσ.) αμφίβιο,
δεις. anfiteatro [ανφιτεάτρο] (ουσΥαρσ.)
andino [ανδίνο] (επίθ.) των Ανδεων, αμφιθέατρο,
andorga [αν'ντόργα] (ουσΥθηλ.) κοι­ anfitrión [ανφιτριόν] (ουσΥαρσ.) αμφι­
λιά. τρύωνας οικοδεσπότης
andrajo [αν'ντράχο] (ουσΥαρσ.) ρά­ ánfora [άνφορα] (ουσΥθηλ.) αμφορέ­
κος, κουρέλι, ας.
andrajoso [αν'ντραχόσο] (επίθ.) ρα­ anfractuosidad [ανφρακτουοσιδάδ]
κένδυτος, κουρελής, (ουσΥθηλ.) τραχύτητα, δριμύτητα,
andrómina [αν'ντρόμινα] (ουσΥθηλ.) σκληρότητα,
ψεματάκι, angarillas [ανγκαρίγιας] (ουσΥθηλ.)
andurriales [αν'ντουριάλες] (ουσΥαρσ.) πληθ. 1: καροτσάκι, καλάθι ποδηλά­
πληθ. απόμακρο μέρος, του, 2: λαδοξιδιέρα.
anécdota [ανέκδοτα] (ουσΥθηλ.) ανέκ­ ángel [άνχελ] (ουσΥαρσ.) άγγελος,
δοτο. angelical [ανχελικάλ] (επίθ.) αγγελι-

58
anisado

μος 2: ασθμαίνων.
angélico [ανχέλικο] (επίθ.) αγγελικός, anidar [ανιδάρ] (ρ.) φωλιάζω,
angina [ανχίνα] (ουσ,/θηλ.) φλεγμονή anilla [ανίγια] (ουσ,/θηλ.) κρίκος,
αμυγδαλών, anillar [ανιγιάρ] (ρ.) φτιάχνω ή χρησι­
anglicano [ανγλικάνο] 1: (ουσ./αρσ.) μοποιώ κρίκους,
Αγγλικανός 2: (επίθ.) αγγλικανός -ή, anillo [ανίγιο] (ουσ/αρσ.) 1: δακτύ­
-ό, αγγλικανικός. λιο ς κύκλος δακτυλίδι, 2: μικρή
anglicismo [ανγλιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) μπούκλα.
αγγλισμός, ánima [άνιμα] (ουσ7θηλ.) ψυχή.
anglosajón [ανγλοσαχόν] 1: (ουσ./ animación [ανιμαθιόν] (ουσ/θηλ.) 1:
αρσ.) Αγγλοσάξων, 2: (επίθ.) αγγλο- ζωηρότητα, κίνηση, 2: εμψύχωση.
σαξωνικός. animado [ανιμάδο] (επίθ.) ζωντανός
angora [ανγκόρα] (ουσ7θηλ.) ανγκο- ζωηρός.
ρά (ύφασμα). animador [ανιμαδόρ] (ουσ7αρσ.) 1:
angostar [ανγκοστάρ] (ρ.) στενεύω, ανιματέρ, 2: αρχηγός φιλάθλων,
angosto [ανγκόστο] (επίθ.) στενός, animadversión [ανιμαδβερσιόν] (ουσ./
angostura [ανγκοστούρα] (ουσ7θηλ.) θηλ.) κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακο­
1: στενότητα, 2: στενό πέρασμα, βουλία, εμπάθεια, δολιότητα.
angra [άνγκρα] (ουσ7θηλ.) κολπίσκος animal [ανιμάλ] (ουσ,/αρσ.) ζώο.
ρέμα. animalada [ανομαλάδα] (ουσ,/θηλ.) 1:
anguila [ανγκίλα] (ουσ7θηλ.) χέλι. ανοησία, 2: αίσχος 3: βαρβαρότητα,
angular [ανγκουλάρ] (επίθ.) γωνιώδης animalidad [ανιμαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
γωνιακός, ζωότητα.
ángulo [άνγκουλο] (ουσ7αρσ.) γωνία, animar [ανιμάρ] (ρ.) εμψυχώνω, ζωη­
anguloso [ανγκουλόσο] (επίθ.) γωνιώ­ ρεύω.
δης. animarse [ανιμάρσε] (ρ.) 1: παίρνω
angurria [ανγκούρρια] (ουσ7θηλ.) 1: απόφαση, 2: ζωηρεύω,
ουρολοίμωξη, 2: συχνοουρία. ánimo [άνιμο] (ουσ,/αρσ.) εμψύχωση,
angurriento [ανγκουρριέν'το] (επίθ.) ψυχή, κουράγιο,
άπληστος αδηφάγος, αχόρταγος, animoso [ανιμόσο] (επίθ.) αποφασι­
angustia [ανγκούστια] (ουσ7θηλ.) στικός
αγωνία, άγχος, animosidad [ανιμοσιδάδ] (ουσ7θηλ.)
angustiado [ανγκουστιάδο] (επίθ.) αγ­ μοχθηρία, κακεντρέχεια, αχρειότη­
χωμένος. τα.
angustiar [ανγκουστιάρ] (ρ.) αγχώνω, aniñado [ανινιάδο] (επίθ.) παιδαριώ­
angustioso [ανγκουστιόσο] (επίθ.) δης παιδιάστικος
αγωνιώδης αγχώδης, aniquilación [ανικιλαθιόν] (ουσ7θηλ.)
anhelante [ανελάντε] (επίθ.) λαχταρι­ εκμηδένιση, καταστροφή,
στός. aniquilar [ανικιλάρ] (ρ.) εκμηδενίζω,
anhelar [ανελάρ] (ρ.) επιθυμώ διακα- καταστρέφω,
ώ ς λαχταρώ, anís [ανίς] (ουσ,/αρσ.) 1: γλυκάνισος 2:
anhelo [ανέλο] (ουσ7αρσ.) λαχτάρα, σαμπούκα.
σφοδρός πόθος, anisado [ανισάδο] (επίθ.) με γεύση
anheloso [ανελόσο] (επίθ.) 1: πρόθυ­ γλυκάνισου.

59
aniversario

aniversario [ανιβερσάριο] (ουσ./αρσ.) ansiado [ανσιάδο] (επίθ.) επιθυμητός


επέτειος, ποθητός,
ano [άνο] (ουσ./αρσ.) πρωκτός, ansiar [ανσιάρ] (ρ.) ποθώ, λαχταρώ,
anoche [ανότσε] (επίρρ.) χθες το βρά­ ansiedad [ανσιεδάδ] (ουσΥθηλ.) άγ­
δυ. χος αδημονία,
anochecedor [ανοτσεθεδόρ] (ουσ,/αρσ.) ansioso [ανσιόσο] (επίθ.) ανήσυχος
νυχτοπούλι, κουκουβάγια, νευρικός,
anochecer [ανοτσεθέρ] 1: (ρ.) βρα­ anta [αν'τα] (ουσ,/θηλ.) (Ζωολ.) αλκή.
διάζει, 2: (ουσ,/αρσ.) σούρουπο, δει­ antagónico [αν'ταγόνικο] (επίθ.) αντα­
λινό. γωνιστικός ανταγωνίσιμος.
anochecida [ανοτσεθίδα] (ουσ,/θηλ.) antagonismo [αν'ταγονίσμο] (ουσ./
σούρουπο, λυκόφως, αρσ.) ανταγωνισμός,
anódino [ανόδινο] (επίθ.) ανώδυνος, antagonista [αν'ταγονίστα] 1: (ουσ./
αβλαβής, αρσ.+ θηλ.) ανταγωνιστής ανταγω-
ánodo [άνοδο] (ουσ,/αρσ.) άνοδος, νίστρια, αντίπαλος 2: (επίθ.) ανταγω­
anomalía [ανωμαλία] (ουσ,/θηλ.) ανω­ νιστικός
μαλία. antaño [αν'τάνιο] (επίρρ.) πριν χρόνια,
anómalo [ανόμαλο] (επίθ.) ανώμαλος, στο παρελθόν,
anonadación [ανοναδαθιόν] (ουσ./ antártico [αν'τάρτικο] (επίθ.) ανταρ-
θηλ.) 1: εξόντωση, καταστροφή, 2: κτικός.
έκπληξη. Antártida [αν'τάρτιδα] (ουσ./θηλ.)
anonadar [ανοναδάρ ] (ρ.) 1: εξοντώ­ Ανταρκτική,
νω, καταστρέφω, 2: εκπλήσσω, ante [άν'τε] (ουσ,/αρσ.) καστόρι,
anonimato [ανονιμάτο] (ουσ,/αρσ.) ante [άν'τε] (προθ.) μπροστά,
ανωνυμία, αφάνεια. anteado [αν'τεάδο] (επίθ.) φαιοκίτρι­
anónimo [ανόνιμο] (επίθ.) ανώνυμος νος.
αφανής. anteanoche [αν'τεανότσε] (επίρρ.) προ­
anorexía [ανορεξία] (ουσ,/θηλ.) ανο­ χθές το βράδυ,
ρεξία. anteayer [αν'τεαγέρ] (επίρρ.) προ­
anormal [ανορμάλ] (επίθ.) ανώμαλος, χθές.
anormalidad [ανορμαλιδάδ] (ουσ./ antebrazo [αν'τεμπράθο] (ουσΥαρσ.)
θηλ.) ανωμαλία, πήχυς.
anotar [ανοτάρ] (ρ.) σημειώνω, antecámara [αν'τεκάμαρα] (ουσ,/θηλ.)
anquilosamiento [ανκιλοσαμιέν'το] προθάλαμος αίθουσα αναμονής,
(ουσ,/αρσ.) 1: αδράνεια, 2: αγκύλω­ antecedencia [αν'τεθεδένθια] (ουσ./
ση, παράλυση, θηλ.) προτεραιότητα,
anquilosarse [ανκιλοσάρσε] (ρ.) 1: antecedente [αν'τεθεδέν'τε] (επίθ.)
αδρανώ, 2: παθαίνω αγκύλωση, πα­ προηγούμενος,
ραλύω. anteceder [αντεθεδέρ] (ρ.) προηγού­
ánsar [άνσαρ] (ουσ./αρσ.) χήνα. μαι.
ansarino [ανσαρίνο] (ουσ,/αρσ.) χη- antecesor [αν'τεθεσόρ] (ουσ,/αρσ.)
νάκι. προκάτοχος.
ansia [άνσια] (ουσ,/θηλ.) άγχος αδη­ antecocina [αν'τεχοθίνα] (ουσ,/θηλ.)
μονία, πόθος. λάντζα.

60
anticorrosivo

antedatar [αν'τεδατάρ] (ρ.) προχρο­ antes [άν'τες] (επίρρ.) πριν, προηγου­


νολογώ. μένως.
antediluviano [αν'τεδιλουβιάνο] (επίθ.) antesala [αν'τεσάλα] (ουσΥθηλ.) προ­
προκατακλυσμιαίος, θάλαμος.
antelación [αν'τελαθιόν] (ουσΥθηλ.) antiácido [αν'τιάθιδο] (επίθ.) αντιόξι-
προκαταβολή · con antelación - νω­ νος.
ρίτερα, έγκαιρα, πριν. antiadherente [αν'τιαδερέν'τε] (επίθ.)
antelina [αν'τελίνα] (ουσΥθηλ.) σουέτ αντικολλητικός · olla antiadherente
δέρμα. - αντικολλητική κατσαρόλα,
antemano [αν'τεμάνο] (επίρρ.) · de antiaéreo [αν'τιαέρεο] (επίθ.) αντιαε­
antemano - προκαταβολικά, ροπορικός,
antena [αν'τένα] (ουσ,/θηλ.) κεραία, antialcohólico [αν'τιαλκοόλικο] (επίθ.)
antenatal [αν'τενατάλ] (επίθ.) προγε- αντιαλκοολικός.
νέθλιος πρόγονος, antibiótico [αν'τιμπιότικο] 1: (ουσΥ
antenombre [αν'τενόμπρε] (ουσΥ αρσ.) το αντιβιοτικό, 2: (επίθ.)
αρσ.) τίτλος ευγενείας. αντιβιοτικός
anteojera [αν'τεοχέρα] (ουσΥθηλ.) θή­ anticiclón [αν'τιθικλόν] (ουσΥαρσ.)
κη γυαλιών, αντικυκλώνας,
anteojeras [αν'τεοχέρας] (ουσΥθηλ.) anticipación [αν'τιθιπαθιόν] (ουσΥθηλ.)
πληθ. παρωπίδες, προκαταβολή · con anticipación - νω­
anteojo [αν'τεόχο] (ουσ,/αρσ.) μικρό ρίτερα, έγκαιρα, προκαταβολικά,
τηλεσκόπιο, κυάλια. anticipado [αν'τιθιπάδο] (επίθ.) προ­
antepagar [αν'τεπαγάρ] (ρ.) προπλη­ καταβολικός,
ρώνω. anticipar [αν'τιθιπάρ] (ρ.) επισπεύδω,
antepasado [α\/τεπασάδο] (επίθ.) προη­ προκαταβάλλω,
γούμενος προτελευταίος anticipo [αν'τίθιπο] (ουσΥαρσ.) προ­
antepasados [αν'τεπασάδος] (ουσΥ καταβολή,
αρσ.) πληθ. πρόγονοι, anticlerical [αν'τικλερικάλ] (επίθ.) αντι­
antepatio [αν/τεπάτιο] (ουσΥαρσ.) προ­ κληρικός
αύλιο. antidericalismo [αν'τικλερικαλίσμο]
antepecho [αν'τεπέτσο] (ουσΥαρσ.) (ουσΥαρσ.) αντικληρικισμός
παραπέτο, περβάζι, anticoaguiante [αν'τικοαγουλάν'τε]
antepenúltimo [αν'τεπενούλτιμο] (επίθ.) (επίθ.) αντιπηκτικός,
προπροτελευταίος anticoncepción [αν'τικονθεπθιόν] (ουσΥ
anteponer [αν'τεπονέρ] (ρ.) 1: τοποθε­ θηλ) αντισύλληψη,
τώ μπροστά από, 2: προτιμώ, anticonceptivo [αν'τικονθεπτίβο] 1:
anteproyecto [αν'τεπρογιέκτο] (ουσΥ (ουσΥαρσ.) το αντισυλληπτικό, 2:
αρσ.) προσχέδιο, (επίθ.) αντισυλληπτικός.
anterior [αν'τεριόρ] (επίθ.) προηγού­ anticongelante [αν'τικονχελάν'τε] 1:
μενος προγενέστερος, (ουσΥαρσ.) το αντιψυκτικό, 2: (επίθ.)
anterioridad [αν'τεριοριδάδ] (ουσ./ αντιψυκτικός
θηλ.) προτεραιότητα, anticonstitucional [αν'τικονστιτουθιο-
anteriormente [αν'τεριόρμεν'τε] (επίρρ.) νάλ] (επίθ.) αντισυνταγματικός
προηγουμένως νωρίτερα. anticorrosivo [αν'τικοροσίβο] (επίθ.)

61
anticristo

1: αντισκωριακός, 2: αντιδιαβρωτι- αντιισταμινικός.


κός. antiinflacionista [αν'τιινφλαθιονίστα]
anticristo [αν'τικρίστο] (ουσ./αρσ.) ο (επίθ.) αντιπληθωριστικός.
Αντίχριστος, antílope [αν'τίλοπε] (ουσ,/αρσ.) αντι­
anticuado [αν'τικουάδο] (επίθ.) παλιο­ λόπη.
μοδίτικος, απαρχαιωμένος, συντη­ antillano [αν'τιγιάνο] 1: (ουσ,/αρσ.) κα­
ρητικός περασμένης μόδας ταγόμενος από τις Αντίλλες 2: (επίθ.)
anticuario [αν'τικουάριο] (ουσΥαρσ.) αντιλλιανός.
παλαιοπώλης. Antillas [Αντίγιας] (ουσ7θηλ.) πληθ.
anticuarse [αν'τικουάρσε] (ρ.) παλαιώ- Αντίλλες.
νω. antimisil [αν'τιμίσιλ] (επίθ.) αντιπυ­
anticuerpo [αν'τικουέρπο] (ουσ./αρσ.) ραυλικός.
αντίσωμα, antimonopolio [αν'τιμονοπόλιο] (επίθ.)
antidemocrático [αν'τιδεμοκράτικο] αντιμονοπωλιακός.
(επίθ.) αντιδημοκρατικός. antinacional [αν'τιναθιονάλ] (επίθ.)
antideportivo [αν'τιδεπορτίβο] (επίθ.) αντεθνικός,
αντιαθλητικός antinatural [αν'τινατουράλ] (επίθ.) ενά­
antideslizante [αν'τιδεσλιθάν'τε] (επίθ.) ντιος στη φύση, αφύσικος ανώμαλος,
αντιολισθητικός, antioxidante [αν'τιοξιδάν'τε] (επίθ.)
antideslum brante [αν'τιδεδλουμ'- αντιοξειδωτικός.
μπράν'τε] (επίθ.) αντιθαμβωτικός. antipara [αν'τιπάρα] (ουσΥθηλ.) πα-
antidetonante [αν'τιδετονάν'τε] (επίθ.) ραβάν.
αντιπυροκροτικός. antiparras [αν'τιπάρας] (ουσ./θηλ.)
antídoto [αντίδοτο] (ουσ,/αρσ.) αντί­ πληθ. ματογυάλια,
δοτο. antipatía [αν'τιπατία] (ουσ,/θηλ.) απέ­
antiestético [αν'τιεστέτικο] (επίθ.) χθεια, αντιπάθεια, αποστροφή,
αντιαισθητικός ακαλαίσθητος, antipatriótico [αν'τιπατριότικο] (επίθ.)
antifascismo [αν'τιφασθίσμο] (ουσ./ αντιπατριωτικός
αρσ.) αντιφασισμός. antipático [αν'τιπάτικο] (επίθ.) αντιπα­
antifascista [αν'τιφασθίστα] (επίθ.) αντι­ θητικός απεχθής,
φασιστικός, antipirético [αν^ιπιρέτικο] (επίθ.) αντιπυ-
antifaz [αντιφάθ] (ουσ,/αρσ.) προσω­ ρετικός
πίδα, μάσκα, antípodas [αν'τίποδας] (ουσ,/θηλ.)
antígeno [αν'τίχενο] (ουσ7αρσ.) (Βιολ.) πληθ. αντίποδες
αντιγόνο. antiquísimo [αν'τικίσιμο] (επίθ.) αρ­
antigualla [αν'τιγουάγια] (ουσ,/θηλ.) χαιότατος,
κειμήλιο, αντίκα. antirreglamentario [αν'τιρεγλαμεν'τά-
antigüedad [αν'τιγουεδάδ] (ουσ,/θηλ.) ριο] (επίθ.) παράνομος, αντισυνταγ­
παλαιότητα, αρχαιότητα, αντίκα. ματικός.
antiguo [αν'τίγουο] (επίθ.) παλιός αρ­ antirrobo [αν'τιρόμπο] (ουσ7αρσ.) το
χαίος αντικλεπτικό.
antihigiénico [αν'τιιχιένικο] (επίθ.) αν­ antiséptico [αν'τισέπτικο] 1: (ουσ./
θυγιεινός αρσ.) το αντισηπτικό, 2: (επίθ.) αντι­
antihistamínico [αντιισταμίνικο] (επίθ.) σηπτικός.

62
antisocial [αν'τισοθιάλ] (επίθ.) αντι­ antuvión [αν'τουβιόν] (ουσ/αρσ.) γδού­
κοινωνικός, πος κρότος δυνατός χτύπος,
antitanque [αν'τιτάνκε] (επίθ.) αντιαρ­ anual [ανουάλ] (επίθ.) ετήσιος μονοε­
ματικός. τής.
antítesis [αν'τίτεσις] (ουσ7θηλ.) αντί­ anualidad [ανουαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ετή­
θεση, διαφορά, σύγκρουση, σια πρόοδος,
antitético [αν'τιτέτικο] (επίθ.) αντιθε­ anuario [ανουάριο] (ουσ./αρσ.) επε­
τικός. τηρίδα.
antojadizo [αν'τοχαδίθο] (επίθ.) ιδιό­ anubarrado [ανουμπαράδο] (επίθ.) νε­
τροπος καπριτσιόζος. φοσκεπής συννεφιασμένος,
antojarse [αν'τοχάρσε] (απρ. ρ.) (όπως anublar [ανουμπλάρ] (ρ.) συννεφιάζω,
gustar) επιθυμώ, θέλω, έχω όρεξη anudar [ανουδάρ] (ρ.) κάνω κόμπο,
για κάτι · se me antoja un chocolate - δένω.
έχω όρεξη για σοκολάτα, anuencia [ανουένθια] (ουσ7θηλ.) συ­
antojo [αν'τόχο] (ουσ7αρσ.) ιδιορρυθ­ γκατάθεση, συναίνεση, συγκατάβα­
μία, ιδιοτροπία, παραξενιά, καπρί­ ση.
τσιο. anulación [ανουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ακύ­
antología [αν'τολοχία] (ουσ,/θηλ.) αν­ ρωση.
θολογία. anular [ανουλάρ] (ρ.) ακυρώνω,
antónimo [αν'τόνιμο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) anular [ανουλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) δαχτυ-
αντώνυμο, π.χ · delante - detrás - μπρο- λΐδι, κρίκος, 2: (επίθ.) δαχτυλιοειδής.
στά-πίσω. anunciación [ανουνθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
antonomasia [αν'τονομασία] (ουσ./ ανακοίνωση, διάγγελμα,
θηλ.) αντονομασία, anunciador [ανουνθιαδόρ] (ουσ7αρσ.)
antorcha [αν'τόρτσα] (ουσ./θηλ.) δαυ­ εξάγγελος αγγελιοφόρος,
λό ς δάδα. anunciante [ανουνθιάν'τε] (ουσ7αρσ.+
antracita [αν'τραθίτα] (ουσ^θηλ.) (Ορυκτ.) θηλ.) διαφημιστής
ανθρακίτης anunciar [ανουνθιάρ] (ρ.) αναγγέλλω,
ántrax ['αν'τραξ] (ουσ./αρσ.) (Χημ.) άν­ ανακοινώνω, εξαγγέλλω,
θρακας. anuncio [ανούνθιο] (ουσΥαρσ.) αγγε­
antro [άν'τρο] (ουσ,/αρσ.) άντρο, κρη­ λία, αναγγελία, εξαγγελία,
σφύγετο, κρυψώνα, καταφύγιο, anzuelo [ανθουέλο] (ουσ,/αρσ.) αγκί­
antropofagia [αν'τροποφάχια] (ouc / στρι.
θηλ.) ανθρωποφαγία. añadido [ανιαδίδο] (ουσ,/αρσ.) πρό­
antropófago [αν'τροπόφαγο] (επίθ.) σθημα, ποστίς.
ανθρωποφάγος. añadidura [ανιαδιδούρα] (ουσ7θηλ.)
antropología [αν'τροπολοχία] (ουσ./ πρόσθεση,
θηλ.) ανθρωπολογία, añadir [ανιαδίρ] (ρ.) αθροίζω, προσθέ­
antropológico [αν'τροπολόχικο] τω.
(επίθ.) ανθρωπολογικός. añafea [ανιαφέα] (ουσ./θηλ.) χαρτί συ-
antropólogo [αν'τροπόλογο] (ουσ./ σκευασίας.
αρσ.) ανθρωπολόγος, añagaza [ανιαγάθα] (ουσ,/θηλ.) δόλω­
antropomorfismo [αν'τροπομορφίσμο] μα, κόλπο,
(ουσ,/αρσ.) ανθρωπομορφισμός añal [ανιάλ] (επίθ.) ενός έτους χρο-

63
añejar

νιάρικος. νεια, ευγενικότητα.


añejar [ανιέχαρ] (ρ.) γερνώ, ηλικιώνο- apacible [απαθίμπλε] (επίθ.) ήπιος
μαι. ήμερος.
añejo [ανιέχο] (επίθ.) παλιός (κυρίως apaciguamiento [απαθιγουαμιέν'το]
για κρασί ή ποτό). (ουσΥαρσ.) κατευνασμός καθησυ-
añicos [ανίκος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. θρύ­ χασμός.
ψαλα, θρύμματα, apaciguar [απαθιγουάρ] (ρ.) κατευνά­
añil [ανίλ] (ουσ,/αρσ.) λουλ'άκι, το λου- ζω, καταπραΰνω, καλμάρω,
λακί χρώμα, apache [απάτσε] (ουσΥαρσ.) Ινδιάνος
añinos [ανίνος] (ουσΥαρσ.) πληθ. μαλ­ της φυλής Απάτσι,
λί από πρόβατο, apachurrar [απατσουράρ] (ρ.) συντρί­
año [άνιο] (ουσΥαρσ.) χρόνος, έτος · βω, θρυμματίζω,
¿cuántos años tiene tu hermana? - apadrinamiento [απαδριναμιέν'το]
πόσο χρονών είναι η αδερφή σου; (ουσΥαρσ.) αναδοχή,
•con veinte años fui a Madrid - στα apadrinar [απαδρινάρ] (ρ.) 1: αναδέ-
είκοσι μου πήγα στη Μαδρίτη · año χομαι, βαφτίζω, 2: υποστηρίζω, προ­
académico - ακαδημαϊκό έτος · año ωθώ, ενισχύω,
escolar - σχολικό έτος · este libro es apagado [απαγάδο] (επίθ.) 1: σβηστός
del año de la pera - αυτό το ββλίο (για φως ή ηλεκτρική συσκευή), 2: μη
είναι πολύ παλιό · Año Nuevo - Πρω­ ενεργός (για ηφαίστειο), 3: σιγανός
τοχρονιά · ¡Feliz Año Nuevo! -Καλή (για ήχο), 4: μουντός θαμπός άτονος
χρονιά!. (για χρώμα).
añojal [ανιοχάλ] (ουσΥαρσ.) έκταση σε apagador [απαγαδόρ] (ουσΥαρσ.) πυ­
αγρανάπαυση, ροσβεστήρας,
añoranza [ανιοράνθα] (ουσΥθηλ.) νο­ apagar [απαγάρ] (ρ.) σβήνω, καταπνί­
σταλγία, γω.
añorar [ανιοράρ] (ρ.) νοσταλγώ, apagón [απαγόν] (ουσΥαρσ.) συσκότι­
añoso [ανιόσο] (επίθ.) πολυετής, ση, μπλακάουτ.
aojar [αοχάρ] (ρ.) φοράω χάντρα για apalabrar [απαλαμπράρ] (ρ.) συμφω­
το μάτιασμα, νώ, δίνω τον λόγο μου.
aojo [αόχο] (ουσΥαρσ.) το κακό μάτι, apalancamiento [απαλανκαμιέν'το]
μάτιασμα, βασκανία. (ουσΥαρσ.) σύστημα μοχλών,
aorta [αόρτα] (ουσΥθηλ.) αορτή, apalancar [απαλανκάρ] (ρ.) ανασηκώ-
aovado [αοβάδο] (επίθ.) ωοειδής νω με μοχλό,
οβάλ. apaleamiento [απαλεαμιέν'το] (ουσΥ
aovar [αοβάρ] (ρ.) ωοτοκώ. αρσ.) χτύπος,
apabullar [απαμπουγιάρ] (ρ.) 1: στρι­ apalear [απαλεάρ] (ρ.) ξυλοκοπώ, δέρ­
μώχνω, συνθλίβω, 2: τρομάζω κά­ νω.
ποιον. apaleo [απαλέο] (ουσΥαρσ.) λίχνισμα,
apacentadero [απαθεν'ταδέρο] (ουσΥ ξυλοκόπημα,
αρσ.) βοσκότοπος, apanalado [απαναλάδο] (επίθ.) εξα-
apacentar [απαθεν'τάρ] (ρ.) βοσκώ. γωνικός
apacibilidad [απαθιμπιλιδάδ] (ουσΥ apandillar [απαν'ντιγιάρ] (ρ.) σχηματί­
θηλ.) 1: ηρεμία, πραότητα, 2: προσή­ ζω ομάδα.

64
apear

apandillarse [απαν'ντιγιάρσε] (ρ.) συ­ σποιούμαι, δείχνω,


σπειρώνομαι, aparente [απαρεν'τε] (επίθ.) φαινομε­
apantallar [απαν'ταγιάρ] (ρ.) σκεπάζω νικός
κάτι για να το προστατέψω, εκφοβί­ aparición [απαριθιόν] (ουσ./θηλ.) εμ­
ζω. φάνιση.
apantanar [απαν'τανάρ] (ρ.) πλημμυ­ apariencia [απαριένθια] (ουσ,/θηλ.)
ρίζω. εμφάνιση, παρουσιαστικό.
apañado [απανιάδο] (επίθ.) επιδέξιος apartadero [απαρταδέρο] (ουσ,/αρσ.)
επιτήδειος ξεχωριστή λωρίδα κυκλοφορίας πα­
apañar [απανιάρ] (ρ.) αρπάζω, βου­ ρακαμπτήριος δρόμος,
τάω. apartado [απαρτάδο] 1: (ουσ,/αρσ.)
apaño [απάνιο] (ουσ,/αρσ.) μπάλωμα, παράγραφος ταχυδρομική θυρίδα,
δεξιοτεχνία. 2: (επίθ.) διαφορετικός 3: απόμα­
aparador [απαραδόρ] (ουσ,/αρσ.) μπου­ κρος παράμερος απόμερος,
φές (έπιπλο). apartamento [απαρταμέν'το] (ουσ./
aparato [απαράτο] (ουσ/αρσ.) συσκευή, αρσ.) διαμέρισμα,
μηχανισμός όργανο γυμναστικής, apartamiento [απαρταμιέν'το] (ουσΥ
aparatosidad [απαρατοσιδάδ] (ουσ./ αρσ.) απομόνωση, χωρισμός,
θηλ.) επίδειξη, apartar [απαρτάρ] (ρ.) απομακρύνω,
aparatoso [απαρατόσο] (επίθ.) πομπώ­ ξεχωρίζω, παραμερίζω,
δης επιδεικτικός, aparte [απάρτε] (επίρρ.) χωριστά,
aparcamiento [απαρκαμιέντο] (ουσ./ εκτός.
αρσ.) χώρος στάθμευσης παρκάρι- apasionamiento [απασιοναμιέντο] (ουσ/
σμα. αρσ.) πάθος ενθουσιασμός
aparcar [απαρκάρ] (ρ.) σταθμεύω, παρ­ apasionadamente [απασιονάδαμεν'τε]
κάρω. (επίρρ.) παθιασμένα,
aparcería [απαρθερία] (ουσ,/θηλ.) συ­ apasionado [απασιονάδο] (επίθ.) πα­
νεταιρισμός θιασμένος,
aparcero [απαρθέρο] (ουσ,/αρσ.) συ­ apasionante [απασιονάν'τε] (επίθ.) συ­
νέταιρος, ναρπαστικός συγλονισπκός
aparear [απαρεάρ] (ρ.) ζευγαρώνω, apasionar [απασιονάρ] (ρ.) παθιάζω,
aparecer [απαρεθέρ] (ρ.) εμφανίζομαι, συναρπάζω, ενθουσιάζω,
παρουσιάζομαι, apasionarse [απασιονάρσε] (ρ.) πα­
aparecido [απαρεθίδο] (ουσ,/αρσ.) θιάζομαι,
φάντασμα, πνεύμα πεθαμένου, apatía [απατία] (ουσ,/θηλ.) απάθεια,
aparejado [απαρεχάδο] (επίθ.) αρμό- apático [απάτικο] (επίθ.) απαθής ασυ­
ζων, ενδεδειγμένος κατάλληλος, γκίνητος αναίσθητος.
aparejador [απαρεχαδόρ] (ουσ,/αρσ.) Apdo [άπδο] σύντμ. · Apartado postal
υπάλληλος - ταχυδρομική θυρίδα,
aparejar [απαρεχάρ] (ρ.) 1: προετοιμά­ apeadero [απεαδέρο] (ουσ,/αρσ.) στά­
ζω, 2: σελώνω (άλογο). ση, σημείο στάσης,
aparejo [απαρέχο] (ουσ,/αρσ.) ετοιμα­ apear [απεάρ] (ρ.) 1: κατεβάζω κά­
σία, προετοιμασία, ποιον από το άλογο ή από το αυτο­
aparentar [απαρεν'τάρ] (ρ.) προ­ κίνητο, 2: κόβω ένα δέντρο από τη

65
apearse

ρίζα. apéndice [απεν'ντιθε] (ουσ,/αρσ.) 1:


apearse [απεάρσε] (ρ.) κατεβαίνω από (Ιατρ.) απόφυση, 2: παράρτημα,
το αυτοκίνητο, ξεκαβαλικεύω, apendicitis [απεν'ντιθίτις] (ουσ./θηλ.)
apedazar [απεδαθάρ] (ρ.) κομματιά­ σκωληκοειδίτιδα,
ζω, μπαλώνω, apeo [απέο] (ουσ./αρσ.) 1: επιτήρηση,
apedrear [απεδρεάρ] (ρ.) πετροβολώ, 2: υλοτομία, κοπή δέντρου,
apedreo [απεδρέο] (ουσ./αρσ.) λιθο­ aperar [απεράρ] (ρ.) 1: ζεύω άλογο, 2:
βολισμός, καλλιεργώ,
apegado [απεγάδο] (επίθ.) προσκολ- apercibimiento [απερθιμπιμιέν/το] (ουσ./
λημένος. αρσ.) 1: προετοιμασία, προειδοποίηση,
apegarse [απεγάρσε] (ρ.) προσκολ­ 2: (Δικ.) μέτρο συμμόρφωσης,
λώμαι. apercibir [απερθιμπίρ] (ρ.) προετοιμά­
apego [απέγο] (ουσ,/αρσ.) 1: δέσιμο, 2: ζω, προειδοποιώ,
αδυναμία, apergaminado [απεργαμινάδο] (επίθ.)
apelación [απελαθιόν] (ουσ7θηλ.) έκ­ μαραμένος ρυτιδωμένος ξεραμέ­
κληση, έφεση, νος.
apelante [απελάν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) apergaminarse [απεργαμινάρσε] (ρ.)
που ασκεί έφεση, μαραίνομαι, ρυτιδώνομαι, ξεραίνο­
apelar [απελάρ] (ρ.) 1: κάνω έκκληση, μαι.
2: ασκώ έφεση, aperitivo [απεριτίβο] (ουσ,/αρσ.) ορε­
a pelativo [απελατίβο] (ουσ./αρσ.) κτικό.
(Γραμμ.) ονοματικός πρ οσδιορ ι­ apero [απέρο] (ουσ,/αρσ.) εργαλείο,
σμός. σύνεργο.
apelmazado [απελμαθάδο] (επίθ.) συ­ aperreado [απερεάδο] (επίθ.) αξιο­
μπαγής, δυσανάγνωστος, θρήνητος αξιολύπητος
apelmazar [απελμαθάρ] (ρ.) συμπιέ­ aperreador [απερεαδόρ] (επίθ.) κου­
ζω. ραστικός ενοχλητικός,
apelotonar [απελοτονάρ] (ρ.) πλάθω aperrear [απερεάρ] (ρ.) αμολάω σκυ­
σε σφαιρική μορφή, λιά εναντίον κάποιου,
apelotonarse [απελοτονάρσε] (ρ.) συ­ aperreo [απερέο] (ουσ./αρσ.) υπερκό­
νωστίζομαι, πωση.
apellidar [απεγιδάρ] (ρ.) ονομάζω, apersogar [απερσογάρ] (ρ.) προσδέ­
apellidarse [απεγιδάρσε] (ρ.) ονομά­ νω.
ζομαι στο επώνυμο, το επίθετό μου apersonarse [απερσονάρσε] (ρ.) αυτο-
είναι · ¿cómo te apellidas? -πώ ς είναι παρουσιάζομαι.
το επίθετό σου;, apertura [απερτούρα] (ουσ,/θηλ.) άνοιγ­
apellido [απεγίδο] (ουσ,/αρσ.) επώνυ­ μα, έναρξη,
μο. apesadumbrado [απεσαδουμ'μττράδο]
apenar [απενάρ] (ρ.) θλίβω, στενοχω­ (επίθ.) λυπημένος θλιμμένος στενο­
ρώ. χωρημένος,
apenas [απένας] (επίρρ.) μόλις, σχε­ apesadumbrar [απεσαδουμ'μπράρ]
δόν. (ρ.) λυπώ, στενοχωρώ,
apendectomía [απεν'ντεκτομία] (ουσ./ apesadumbrarse [απεσαδουμ'μπράρ-
θηλ.) αφαίρεση σκωληκοειδίτιδος. σε] (ρ.) λυπάμαι, θλίβομαι, στενοχω-

66
apocopar

ριέμαι. apisonar [απισονάρ] (ρ.) οδοοτρώνω.


apestar [απεστάρ] (ρ.) βρομάω, προ- apitonar [απιτονάρ] (ρ.) 1: διαπερνώ,
καλλώ αηδία, διατρυπώ, 2: φυτρώνω,
apestoso [απεστόσο] (επίθ.) 1: δύσο- apizarrado [απιθαράδο] (επίθ.) γκρι-
σμος 2: απαίσιος αποκρουστικός ζόμαυρος.
apetecer [απετεθέρ] (ρ.) (μόνο σε γ’ aplacar [απλακάρ] (ρ.) 1: καταπραϋ-
ενικό και γ' πληθυντικό, όπως gustar) νω, εξευμενίζω, κατευνάζω, 2: ικα­
επιθυμώ · me apetece salir esta νοποιώ.
noche - επθυμώ να βγω απόψε · ¿te aplanacalles [απλανακάγιες] (επίθ.) αρ­
apetecerla comer conmigo? - θα επι­ γόσχολος κηφήνας,
θυμούσες να φας μαζί μου;, aplanamiento [απλαναμιέν'το] (ουσ./
apetecible [απετεθίμπλε] (επίθ.) επι­ αρσ.) ισοπέδωση.
θυμητός. aplanar [απλανάρ] (ρ.) ισοπεδώνω,
apetencia [απετένθια] (ουσ./θηλ.) όρε­ aplastante [απλαστάν'τε] (επίθ.) συ­
ξη, πείνα. νταρακτικός συντριπτικός,
apetito [απετίτο] (ουσ./αρσ.) επιθυμία, aplastar [απλαστάρ] (ρ.) συνθλίβω, νικώ.
όρεξη. aplaudir [απλαουδίρ] (ρ.) χειροκροτώ,
apetitoso [απετιτόσο] (επίθ.) επιθυμη­ aplauso [απλάουσο] (ουσ,/αρσ.) χει­
τό ς ορεκτικός, ροκρότημα,
apiadarse [απιαδάρσε] (ρ.) συμπονώ, aplazamiento [απλαθαμιέν'το] (ουσ./
ευσπλαχνίζομαι, συμπάσχω, αρσ.) αναβολή,
apicararse [απικαράρσε] (ρ.) εκτρο- aplazar [απλαθάρ] (ρ.) αναβάλλω,
χιάζομαι, παρεκτρέπομαι, aplicable [απλικάμπλε] (επίθ.) εφαρ­
ápice [άπιθε] (ουσ./αρσ.) αιχμή, κο­ μόσιμος.
ρυφή, ακμή. aplicación [απλικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
apicultor [απικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) με- εφαρμογή,
λισσοκόμος. aplicado [απλικάδο] (επίθ.) επιμελής,
apicultura [απικουλτούρα] (ουσ./θηλ.) aplicar [απλικάρ] (ρ.) εφαρμόζω, χρη­
μελισσοκομία, σιμοποιώ, ισχύω,
apilar [απιλάρ] (ρ.) στοιβάζω, συσσω­ aplique [απλίκε] (ουσ./αρσ.) απλίκα,
ρεύω. λάμπα τοίχου,
apimplado [απιμπλάδο] (επίθ.) πιω­ aplomar [απλομάρ] (ρ.) αλφαδιάζω.
μένος. aplomo [απλόμο] (ουσΥαρσ.) 1: ψυ­
apiñado [απινιάδο] (επίθ.) παραγεμι­ χραιμία, απάθεια, 2; διακριτικότητα,
σμένος κωνικός, apocado [αποκάδο] (επίθ.) συνεσταλ­
apiñamiento [απινιαμέν'το] (ουσ./ μένος ντροπαλός,
αρσ.) στοίβαγμα, apocamiento [αποκαμιέν'το] (ουσΥ
apiñar [απινιάρ] (ρ.) στριμώχνω, στοι­ αρσ.) συστολή, ντροπαλότητα, σε­
βάζω. μνότητα, μετριοφροσύνη.
apio [άπιο] (ουσΥαρσ.) σέλινο, Apocalipsis [αποκαλίπσις] (ουσΥθηλ.)
apiparse [απιπάρσε] (ρ.) μπουκώνο­ η Θεία Αποκάλυψη,
μαι. apocar [αποκάρ] (ρ.) 1: μειώνω, μι­
apisonadora [απισοναδόρα] (ουσΥ κραίνω, ελαττώνω, 2; ταπεινώνω,
θηλ.) οδοστρωτήρας. apocopar [αποκοπάρ] (ρ.) αποκόβω.

67
apócope

apócope [απόκοπε] (ουσ7θηλ.) (Γραμμ.) aporreo [απορέο] (ουσ,/αρσ.) γρονθο-


το φαινόμενο της αποκοπής κόπημα.
apócrifo [απόκριφο] (επίθ.) απόκρυ­ aportación [απορταθιόν] (ουσ,/θηλ.)
φος μυστικός, συνεισφορά, συμβολή,
apodar [αποδάρ] (ρ.) βγάζω παρα­ aportar [απορτάρ] (ρ.) συνεισφέρω,
τσούκλι. συμβάλλω, εισφέρω,
apoderado [αποδεράδο] (ουσ7αρσ.) aporte [απόρτε] (ουσ,/αρσ.) εισφορά,
1: πληρεξούσιος αντιπρόσωπος 2: aposentar [αποσεν'τάρ] (ρ.) φιλοξενώ,
διευθυντής, παρέχω στέγη,
apoderar [αποδεράρ] (ρ.) καθιστώ aposento [αποσέν'το] (ουσΥαρσ.)
πληρεξούσιο, ενοικιαζόμενο δωμάτιο,
apoderarse [αποδεράρσε] (ρ.) παίρνω aposición [αποσιθιόν] (ουσ,/θηλ.)
στην κατοχή μου. (Γραμμ.) το φαινόμενο της παράθε­
apodo [απόδο] (ουσ,/αρσ.) προσωνυ­ σης
μία, παρατσούκλι, apósito [απόσιτο] (ουσ7αρσ.) υλικό
apogeo [απόχεο] (ουσ,/αρσ.) ακμή, επίδεσης τραυμάτων,
αποκορύφωμα, απόγειο, aposta [απόστα] (επίρρ.) επίτηδες
apelillado [απολιγιάδο] (επίθ.) σκωρο- σκόπιμα.
φαγωμένος. apostadamente [αποσταδαμέν'τε]
apolilladura [απολιγιαδούρα] (ουσ./ (επίρρ.) επίτηδες ηθελημένα,
θηλ.) τρύπα από σκώρο. apostadero [αποσταδέρο] (ουσ,/αρσ.)
apelillarse [απολιγιάρσε] (ρ.) σκωρο- φυλάκιο, ναύσταθμος,
φαγώνομαι. apostador [αποσταδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1:
apolítico [απολίτικο] (επίθ.) απολιτι­ παίχτης 2: αυτός που στοιχηματίζει,
κός. apostar [αποστάρ] (ρ.) στοιχηματίζω,
apología [απολοχία] (ουσ7θηλ.) απο­ apostasía [αποστασία] (ουσ,/θηλ.)
λογία. αποστασία,
apologista [απολοχίστα] (ουσ,/αρσ.) apóstata [απόστατα] (ουσ7αρσ.+
απολογητής, θηλ.) αποστάτης αποστάτρια.
apoltronado [απολτρονάδο] (επίθ.) apostatar [αποστατάρ] (ρ.) αποστατώ.
τεμπέλης τεμπέλικος apostilla [αποστίγια] (ουσ,/θηλ.) υπο­
apoltronarse [απολτρονάρσε] (ρ.) τε­ σημείωση,
μπελιάζω, apostillar [αποστιγιάρ] (ρ.) υποση­
apoplejía [αποπλεχία] (ουσ,/θηλ.) απο­ μειώνω.
πληξία. apóstol [απόστολ] (ουσ,/αρσ.) από­
apoplético [αποπλέτικο] (επίθ.) απο­ στολος.
πληκτικός apostólico [αποστόλικο] (επίθ.) απο-
apoquinar [αποκινάρ] (ρ.) πληρώνω, στολικός.
ξηλώνω, apostrofar [απόστροφάρ] (ρ.) βρίζω,
aporrar [αποράρ] (ρ.) στερεύω, apóstrofe [απόστροφε] (ουσ7αρσ.+
aporreamiento [απορεαμιέν'το] (ουσ./ θηλ.) ύβρις αποστροφή,
αρσ.) χτύπημα, apóstrofo [απόστροφο] (ουσ,/αρσ.)
aporrear [απορεάρ] (ρ.) χτυπώ επίμο­ (Γραμμ.) απόστροφος.
να, σφυροκοπώ. apostura [αποστούρα] (ουσΥθηλ.) 1:

68
aprobado

κομψότητα, 2: καθαρότητα, apresamiento [απρεσαμιέν'το] (ουσ./


apoteósico [αποτεόσικο] (επίθ.) 1: αρσ.) αιχμαλώτιση.
αποθεωτικός 2: τεράστιος, apresar [απρεσάρ] (ρ.) αρπάζω, συλ­
apoteosis [αποτεόσις] (ουσΥθηλ.) λαμβάνω, αιχμαλωτίζω,
αποθέωση, aprestar [απρεστάρ] (ρ.) ετοιμάζω,
apoyar [απογιάρ] (ρ.) στηρίζω, υπο­ apresto [απρέστο] (ουσΥαρσ.) προε­
στηρίζω. τοιμασία.
apoyo [απόγιο] (ουσΥαρσ.) στήριγμα, apresurado [απρεσουράδο] (επίθ.) βια­
υποστήριξη, στικός γρήγορος,
apreciable [απρεθιάμπλε] (επίθ.) 1: apresuramiento [απρεσουραμιέν'το]
αντιληπτός αισθητός 2: αξιόλογος (ουσΥαρσ.) βιασύνη,
3: υπολογίσιμος apresurar [απρεσουράρ] (ρ.) βιάζω,
apreciación [απρεθιαθιόν] (ουσΥθηλ.) σπεύδω, επιταχύνω,
αντίληψη, εκτίμηση, apresurarse [απρεσουράρσε] (ρ.) βιά­
apreciar [απρεθιάρ] (ρ.) αντιλαμβάνο­ ζομαι, σπεύδω,
μαι, εκτιμώ, apretadera [απρεταδέρα] (ουσΥθηλ.)
apreciativo [απρεθιατίβο] (επίθ.) ευ­ λουρί, λωρίδα,
γνώμων. apretadura [απρεταδούρα] (ουσ./
aprecio [απρέθιο] (ουσΥαρσ.) εκτίμη­ θηλ.) ζούληγμα,
ση. apretado [απρετάδο] (επίθ.) 1: σφι­
aprehender [απρεεν'ντέρ] (ρ.) 1: αιχ­ χτός συμπαγής πιεσμένος 2: τσι­
μαλωτίζω, συλλαμβάνω, 2: αντιλαμ­ γκούνης σφιχτοχέρης
βάνομαι. apretar [απρετάρ] (ρ.) σφίγγω, πιέζω,
aprehensión [απρεενσιόν] (ουσΥθηλ.) apretón [απρετόν] (ουσΥαρσ.) 1: σφί­
αντίληψη, κατανόηση, ξιμο, 2: δυσκολία,
aprehesor [απρεεσόρ] (ουσΥαρσ.) αιχ- apretujar [απρετουχάρ] (ρ.) ζουλάω,
μαλωτιστής. πιέζω με δύναμη,
apremiante [απρεμιάν'τε] (επίθ.) επεί­ apretujarse [απρετουχάρσε] (ρ.) στρι­
γων, βιαστικός μώχνομαι,
apremiar [απρεμιάρ] (ρ.) επείγω, βιά­ apretujón [απρετουχόν] (ουσΥαρσ.)
ζω, πιέζω, ζούληγμα, δυνατό σφίξιμο,
apremio [απρέμιο] (ουσΥαρσ.) βιασύ­ apretura [απρετοΰρα] (ουσΥθηλ.) έν­
νη, πίεση, δεια, φτώχεια,
aprender [απρεν'ντέρ] (ρ.) μαθαίνω, aprieto [απριέτο] (ουσΥαρσ.) 1: δύ­
aprendiz/za [απρεν'ντίθ/α] (επίθ.) αρ­ σκολη θέση, 2: πίεση, στενότητα,
χάριος μαθητευόμενος δόκιμος, aprisa [απρίσα] (επίρρ.) γρήγορα, βια­
aprendizaje [απρεν'ντιθάχε] (ουσΥ στικά, επισπευσμένα,
αρσ.) μάθηση, μαθητεία, aprisco [απρίσκο] (ουσΥαρσ.) στάνη,
aprensión [απρενσιόν] (ουσΥθηλ.) φό­ μαντρί.
βος εκφοβισμός, aprisionar [απρισιονάρ] (ρ.) φυλακίζω,
aprensivo [απρενσίβο] (επίθ.) ανήσυ­ αιχμαλωτίζω,
χος φοβισμένος, aprobación [απρομπαθιόν] (ουσΥ
apresador [απρεσαδόρ] (ουσΥαρσ.) θηλ.) επιδοκιμασία, έγκριση,
αυτός που αιχμαλωτίζει. aprobado [απρομπάδο] (επίθ.) εγκε-

69
aprobar

κριμένος αποδεκτός, παραδεκτός · aptitud [απτιτούδ] (ουσ7θηλ.) 1: ικα­


exámen aprobado - διαγώνισμα που νότητα, 2 :καταλληλότητα,
έχει περάσει. apto [άπτο] (επίθ.) 1: ικανός 2: κατάλ­
aprobar [απρομπάρ] (ρ.) 1: επιδοκι­ λη λος
μάζω, εγκρίνω, 2: περνάω (ένα μά­ apuesta [απουέστα] (ουσ./θηλ.) στοί­
θημα). χημα, ποντάρισμα.
aprobatorio [απρομπατόριο] (επίθ.) apuesto [απουέστο] (επίθ.) κομψός,
επιδοκιμαστικός. φινετσάτος στιλάτος,
aproches [απρότσες] (ουσ,/αρσ.) πληθ. apuntación [απουν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.)
προσέγγιση, 1: σημείωση, 2: μουσική νότα.
aprontamiento [απρον'ταμιέν'το] (ουσ./ apuntado [απουν'τάδο] (επίθ.) οξύς,
αρσ.) γρήγορη επίδοση, αιχμηρός μυτερός,
aprontar [απρον'τάρ] (ρ.) ετοιμάζω apuntador [απουν'ταδόρ] (ουσ,/αρσ.)
γρήγορα. υποβολέας,
apropiación [απροπιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) apuntalamiento [απουν'ταλαμιέν'το]
σφετερισμός οικειοποίηση. (ουσ,/αρσ.) υποστύλωση, στήριξη,
apropiado [απροπιάδο] (επίθ.) κατάλ­ apuntalar [απουν'ταλάρ] (ρ.) υπο­
ληλος. στυλώνω, υποστηρίζω,
apropiar [απροπιάρ] (ρ.) προσαρμό­ apuntamiento [απουν'ταμιέν'το]
ζω, ταιριάζω, (ουσ,/αρσ.) σημείωση,
apropiarse [απροπιάρσε] (ρ.) σφετερί­ apuntar [απουν'τάρ] (ρ.) 1: επιση­
ζομαι, οικειοποιούμαι, μαίνω, σημειώνω, καταγράφω, ση­
aprovechable [απροβετσάμπλε] (επίθ.) μαδεύω, 2: δείχνω,
επωφελής αξιοποιήσιμος εκμεταλ- apunte [απούν'τε] (ουσ,/αρσ.) ση­
λεύσιμος. μείωση · apuntes - σημειώσεις που
aprovechado [απροβετσάδο] (ουσ./ κρατούν οι μαθητές κατά τη διάρ­
αρσ.) εκμεταλλευτής. κεια του μαθήματος · tomar apuntes
βρΓονβ^ιβπηΐβηίοΙαπροβετσαμιέν'το] - κρατάω σημειώσεις
(ουσ./αρσ.) χρήση, εκμετάλλευση, apuñalar [απουνιαλάρ] (ρ.) μαχαιρώ­
αξιοποίηση, νω.
aprovechar [απροβετσάρ] (ρ.) επωφε­ apuñar [απουνιάρ] (ρ.) αρπάζω,
λούμαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, apuñear [απουνιεάρ] (ρ.) δίνω μπου­
aprovisionamiento [απροβισιονα- νιά.
μιέν'το] (ουσ7αρσ.) εφοδιασμός apuración [απουραζιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:
aprovisionar [απροβισιονάρ] (ρ.) εφο­ εξαναγκασμός, 2: βιασύνη,
διάζω, προμηθεύω, apurado [απουράδο] (επίθ.) 1: δύσκο­
aproximación [απροξιμαθιόν] (ουσ./ λο ς επικίνδυνος 2: ενδεής, άπορος,
θηλ.) προσέγγιση, φτωχός.
aproximar [απροξιμάρ] (ρ.) προσεγγί­ apurar [απουράρ] (ρ.) εξαντλώ, εξανα­
ζω. γκάζω, βιάζω,
aproximado [απροξιμάδο] (επίθ.) προ- apurarse [απουράρσε] (ρ.) 1: ανησυ­
σεγγιστικός. χώ, στενοχωριέμαι, 2: βιάζομαι · ¡no
aproximativo [απροξιματίβο] (επίθ.) se apure usted! - μην ανησυχείτε
εγγύς κοντινός. κύριε!.

70
arbusto

apuro [απούρο] (ουσ./αρσ.) 1: αμη­ μύρτιλο.


χανία, 2: δυσκολία, 3: στενότητα, 4: arandela [αρανδέλα] (ουσ,/θηλ.) ρο­
βιασύνη, 5: ντροπή, δέλα.
aquejar [ακεχάρ] (ρ.) βασανίζω, ταλαι­ araña [αράνια] (ουσ./θηλ.) 1: αράχνη,
πωρώ. 2: πολυέλαιος,
aquel [ακέλΐ/aquella [ακέγια] (αντ.) arañar [αρανιάρ] (ρ.) γρατζουνίζω.
εκείνος εκείνη · aquel chico - εκείνο arañazo [αρανιάθο] (ουσ,/αρσ.) εκδο­
το αγόρι · aquella chica - εκείνο το ρά, γρατζουνιά.
κορίτσι. araño [αράνιο] (ουσ,/αρσ.) εκδορά,
aquelarre [ακελάρε] (ουσ,/αρσ.) σύνα­ γρατζουνιά.
ξη μαγισσών. arar [αράρ] (ρ.) οργώνω,
aquí [ακί] (επίρρ.) εδώ · por aquí - εδώ arbitrador [αρμπιτραδόρ] (ουσ,/αρσ.)
τριγύρω. διαιτητής
aquiescencia [ακιεσθένθια] (ουσ,/θηλ.) arbitraje [αρμπιτράχε] (ουσ7αρσ.)
συναίνεση, συγκατάθεση, διαιτησία,
aquietar [ακιετάρ] (ρ.) καθυσηχάζω. arbitral [αρμπιτράλ] (επίθ.) διαιτητι­
aquilatar [ακιλατάρ] (ρ.) αναλύω κάτι κός.
στα συστατικά, arbitrar [αρμπιτράρ] (ρ.) διαιτητεύω,
aquilón [ακιλόν] (ουσ,/αρσ.) βόρειος arbitrario [αρμπιτράριο] (επίθ.) αυθαί­
άνεμος. ρετος.
ara [άρα] (ουσ,/θηλ.) βωμός θυσια­ arbitrariedad [αρμπιτραριεδάδ] (ουσ./
στήριο. θηλ.) αυθαιρεσία,
árabe [άραμπε] 1: (ουσ./αρσ.) Αραβας arbitrio [αρμπίτριο] (ουσ,/αρσ.) 1:
2: αραβικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) αρα­ ελεύθερη βούληση, 2: δικαστική κρί­
βικός. ση ή απόφαση,
arabesco [αραμπέσκο] (επίθ.) αραβι­ árbitro [άρμπιτρο] 1: (ουσΥαρσ.) διαι­
κού στυλ. τητής 2: (επίθ.) ανεξάρτητος,
Arabia [αράμπια] (ουσ./θηλ.) Αραβία, árbol [άρμπολ] (ουσ,/αρσ.) 1: δένδρο,
arábigo [αράμπιγο] (επίθ.) αραβικός, 2: (Ναυτ.) κατάρτι,
arable [αράμπλε] (επίθ.) καλλιεργήσι­ arbolado [αρμπολάδο] (ουσ,/αρσ.)
μος. δασική περιοχή,
arácnido [αράκνιδο] (επίθ.) αραχνο­ arbolado [αρμπολάδο] (επίθ.) δασώ­
ειδής. δης δενδρόφυτος.
arada [αράδα] (ουσ./θηλ.) όργωμα, arboladura [αρμπολαδούρα] (ουσ./
arado [αράδο] (ουσ./αρσ.) αλέτρι, θηλ.) ξάρτια πλοίου,
arador [αραδόρ] (ουσ,/αρσ.) ζευγάς, arbolar [αρμπολάρ] (ρ.) κάνω έπαρση
arambel [αραμ'μπέλ] (ουσ,/αρσ.) κου­ σημαίας.
ρέλι, ράκος, arboleda [αρμπολέδα] (ουσ,/θηλ.) δα-
arana [αράνα] (ουσ,/θηλ.) εξαπάτηση, σύλλιο.
παραπλάνηση, δολιοφθορά, arbóreo [αρμπόρεο] (επίθ.) δενδρό-
arancel [αρανθέλ] (ουσ,/αρσ.) δασμός, βιος με σχήμα δένδρου,
arancelario [αρανθελάριο] (επίθ.) τε­ arbotante [αρμποτάν'τε] (ουσ,/αρσ.)
λωνειακός, αντιστήριγμα θόλου.
arándano [αράνδανο] (ουσ,/αρσ.) arbusto [αρμπούστο] (ουσ,/αρσ.) θά-

71
arca

σίγνωστος
arca [άρκα] (ουσΥθηλ.) μπαούλο, κι­ archivador [αρτσιβαδόρ] (ουσΥαρσ.)
βωτός. 1: αρχειοθέτης 2: αρχείο,
arcada [αρκάδα] (ουσΥθηλ.) 1: αψ(δα, archivar [αρτσιβάρ] (ρ.) αρχειοθετώ,
καμάρα, 2: αναγούλα, archivero [αρτσιβέρο] (ουσΥαρσ.) 1:
arcaduz [αρκαδούθ] (ουσΥαρσ.) σω­ αρχειοθέτης 2: αρχειοφύλακας,
λήνας, αγωγός, archivo [αρτσίβο] (ουσΥαρσ.) αρχείο,
arcaico [αρκάϊκο] (επίθ.) αρχαϊκός, ardentía [αρδεν'τία] (ουσΥθηλ.) 1: κα-
acaísmo [αρκαΐσμο] (ουσΥαρσ.) αρχαϊ­ ούρα, 2: φωσφορισμός,
σμός. arder [αρδέρ] (ρ.) καίω, ζεματίζω,
arcaizante [αρκαϊθάν'τε] (επίθ.) αρχαΐ- arderse [αρδέρσε] (ρ.) (en) καίγομαι,
ζων. φλέγομαι · me ardo en dolor - καίγο­
arcángel [αρκάνχελ] (ουσΥαρσ.) αρ­ μαι από πόνο.
χάγγελος, ardid [αρδίδ] (ουσΥαρσ.) τέχνασμα,
arcano [αρκάνο] (επίθ.) απόκρυφος κόλπο.
μυστικός ardiente [αρδιέν'τε] (επίθ.) διακαής
arcediano [αρθεδιάνο] (ουσΥαρσ.) αρ­ φλογερός θερμός,
χιδιάκονος, ardilla [αρδίγια] (ουσΥθηλ.) σκίουρος,
arcén [αρθέν] (ουσΥαρσ.) νησίδα αυ­ ardimiento [αρδιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
τοκινητόδρομου, 1: κάψιμο, 2: θάρρος τόλμη,
arcilla [αρθίγια] (ουσΥθηλ.) πηλός, ardor [αρδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ζέστη,
arcilloso [αρθιγιόσο] (επίθ.) αργιλώ­ θέρμη, καούρα, 2: (μτφ.) ζήλος,
δης. ardoroso [αρδορόσο] (επίθ.) 1: καυ­
arcipreste [αρθιπρέστε] (ουσΥαρσ.) αρ­ τός τρομερός 2: (μτφ.) φοβερός,
χιερέας arduo [άρδουο] (επίθ.) επίπονος κο­
arco [άρκο] (ουσΥαρσ.) τόξο, αψίδα, πιαστικός,
καμάρα. área [άρεα] (ουσΥθηλ.) 1: περιοχή, 2:
arcón [αρκόν] (ουσΥαρσ.) σεντούκι, εμβαδόν, επιφάνεια ίση με ένα εκα­
μπαούλο, κασέλα, τοστό του εκταρίου,
archiconocido [αρτσικονοθίδο] (επίθ.) arena [αρένα] (ουσΥθηλ.) 1: άμμος 2:
καταφανής φημισμένος πασίγνωστος αρένα.
archidiácono [αρτσιδιάκονο] (ουσΥαρσ.) arenáceo [αρενάθεο] (επίθ.) αμμώδης,
αρχιδιάκονος arenal [αρενάλ] (επίθ.) αμμώδης,
archidiócesis [αρτσιδιόθεσις] (ουσΥθηλ) arenga [αρένγκα] (ουσΥθηλ.) 1: δη­
αρχιδιακονία. μηγορία, 2: νουθεσία, παραίνεση,
archiduque [αρτσιδούκε] (ουσΥαρσ.) προτροπή,
αρχιδούκας arengar [αρενγκάρ] (ρ.) 1: δημηγορώ,
archiduquesa [αρτσιδουκέσα] (ουσΥ 2: νουθετώ, παραινώ, προτρέπω,
θηλ.) αρχιδούκισσα. arenillas [αρενίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
archipámpano [αρτσιπάμ'πανο] (ουσΥ πέτρες
αρσ.) σπουδαίο πρόσωπο, arenisca [αρενίσκα] (ουσΥθηλ.) (Ορυκτ.)
archipiélago [αρτσιπιέλαγο] (ουσΥαρσ.) αμμόλιθος
αρχιπέλαγος, arenoso [αρενόσο] (επίθ.) αμμώδης,
archisabido [αρτσισαμπίδο] (επίθ.) πα­ arenque [αρένκε] (ουσΥαρσ.) ρέγκα.

72
armatoste

arepa [αρέπα] (ουσ./θηλ.) πίτα από κα­ φή μου είναι Κριός,


λαμπόκι. arisco [αρίσκο] (επίθ.) ακοινώνητος,
arete [αρέτε] (ουσ,/αρσ.) κρίκος, ενώ­ arista [αρίστα] (ουσ,/θηλ.) (Γεωμ.) το­
τιο, σκουλαρίκι, μή.
argamasa [αργαμάσα] (ουσ,/θηλ.) 1: aristocracia [αριστοκράθια] (ουσ,/θηλ.)
κονίαμα, λάσπη, 2: γουδί, αριστοκρατία,
árgano [άργανο] (ουσ,/αρσ.) γερανός, aristócrata [αριστόκρατα] (ουσ7αρσ.+
argentado [αρχεν'τάδο] (επίθ.) επάρ­ θηλ.) αριστοκράτης αριστοκράτισ-
γυρος. σα.
argentar [αρχεν'τάρ] (ρ.) επαργυρώ­ aristocrático [αριστοκράτικο] (επίθ.)
νω. αριστοκρατικός
argentería [αρχεν'τερία] (ουσ,/θηλ.) aritmética [αριτμέτικα] (ουσ,/θηλ.)
εργαστήριο επαργυρώσεων, αριθμητική,
argentino [αρχεντίνο] 1: (ουσ,/αρσ.) aritmético [αριτμέτικο] (επίθ.) αριθ­
Αργεντινός, 2: αργεντίνικα (γλώσσα), μητικός.
3: (επίθ.) αργεντίνικος 4: ασημένιος, arlequín [αρλεκίν] (ουσ7αρσ.) 1: Αρ­
argila [αρχίλα] (ουσ,/θηλ.) άργιλος, λεκίνος (χαρακτήρας της Commedia
argolla [αργόγια] (ουσ,/θηλ.) 1: δαχτυ- dell' arte), 2: μπούφος,
λίδι, 2: ψηλό κολάρο, arlequinada [αρλεκινάδα] (ουσ,/θηλ.)
argón [αργόν] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) αρ- χαζομάρα, ανοησία,
γόν. arlequinesco [αρλεκινέσκο] (επίθ.) γε­
argonauta [αργονάουτα] (ουσ,/αρσ.) λοίος.
αργοναύτης, arma [άρμα] (ουσ7θηλ.) 1: όπλο, 2:
argot [αργότ] (ουσ,/αρσ.) αργκό, στράτευμα ενός κράτους,
argucia [αργούθια] (ουσ,/θηλ.) σοφι­ armada [αρμάδα] (ουσ./θηλ.) (Ναυτ.)
στεία. στόλος.
argüir [αργουΐρ] (ρ.) 1: φιλονικώ, δια­ armadijo [αρμαδίχο] (ουσ7αρσ.) δό­
πληκτίζομαι, 2: συμπεραίνω, κανο, παγίδα,
argumentación [αργουμεν'ταθιόν] armadillo [αρμαδίγιο] (ουσ./αρσ.)
(ουσ./θηλ.) επιχειρηματολογία, (Ζωολ.) αρμαδίλλος.
argumentador [αργουμεχ/ταδόρ] (ουσ./ armado [αρμάδο] (επίθ.) ένοπλος οπλι­
αρσ.) επιχειρηματολόγος σμένος
argumentar [αργουμεν'τάρ] (ρ.) επι­ armador [αρμαδόρ] (ουσ,/αρσ.) εφο­
χειρηματολογώ, πλιστής.
argumento [αργουμέν'το] (ουσ7αρσ.) armadura [αρμαδούρα] (ουσ,/θηλ.)
επιχείρημα, πανοπλία, αρματωσιά, σκελετός,
aria [άρια] (ουσ,/θηλ.) άσμα, άρια. armamento [αρμαμέν'το] (ουσ7αρσ.)
aridecer [αριδεθέρ] (ρ.) αποξηραίνω, οπλισμός εξοπλισμός
aridez [αριδέθ] (ουσ,/θηλ.) ξηρασία, armar [αρμάρ] (ρ.) 1: οπλίζω, εξοπλί­
στείρωση, ζω, αρματώνω, 2: στήνω,
árido [άριδο] (επίθ.) 1: ξηρός στείρος armario [αρμάριο] (ουσ./αρσ.) ντου­
άγονος 2: δυσανάγνωστος. λάπι, ντουλάπα,
Aries [άριες] (ουσ,/αρσ.) (Αστρολ.) (ser) armatoste [αρματόστε] (ουσ7αρσ.) τε­
Κριός · mi hermana es arles - η αδερ­ ρατούργημα.

73
armazón

armazón [αρμαθόν] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) arquear [αρκεάρ] (ρ.) κυρτώνω, κα­


σκελετός. μπυλώνω, κάμπτω,
armería [αρμερία] (ουσ,/θηλ.) οπλουρ- arquearse [αρκεάρσε] (ρ.) ανακατεύο­
γείο, οπλοστάσιο, μαι, έχω ναυτία,
armero [αρμέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) οπλουρ­ arqueo [αρκέο] (ουσ7αρσ.) 1: χωρητι­
γός αγοραστής ή πωλητής όπλων, 2: κότητα, 2: εξαργύρωση.
οπλοστάσιο, arqueología [αρκεολοχία] (ουσ,/θηλ.)
armiño [αρμίνιο] (ουσ,/αρσ.) (Ζωολ.) αρχαιολογία,
ερμίνα. arqueológico [αρκεολόχικο] (επίθ.) αρ­
arm isticio [αρμιστίθιο] (ουσ,/αρσ.) χαιολογικός
εκεχειρία, ανακωχή, arqueólogo [αρκεόλογο] (ουσ./αρσ.)
armonía [αρμονία] (ουσ,/θηλ.) αρμο­ αρχαιολόγος,
νία. arquería [αρκερία] (ουσ,/θηλ.) αψιδω­
armónico [αρμόνικο] (επίθ.) αρμονι­ τή στοά.
κός. arquero [αρκέρο] (ουσ7αρσ.) 1: τοξό­
armonio [αρμόνιο] (ουσ,/αρσ.) αρμό­ τη ς 2: τερματοφύλακας,
νιο. arquetipo [αρκετίπο] (ουσ,/αρσ.) αρ­
armonioso [αρμονιόσο] (επίθ.) αρ­ χέτυπο, πρωτότυπο,
μονικός. arquitecto [αρκιτέκτο] (ουσ7αρσ.) αρ­
armonizar [αρμονιθάρ] (ρ.) εναρμο­ χιτέκτονας,
νίζω. arquitectónico [αρχιτεκτόνικο] (επίθ.)
arnés [αρνές] (ουσ,/αρσ.) πανοπλία, αρχιτεκτονικός,
arnaúte [αρναούτε] 1: (ουσ,/αρσ.) Α λ­ arquitectura [αρκιτεκτούρα] (ουσ./
βανός 2: (επίθ.) αλβανικός, θηλ.) αρχιτεκτονική,
aro [άρο] (ουσ,/αρσ.) κρίκος βέρα, arrabal [αραμπάλ] (ουσ,/αρσ.) προά-
σκουλαρίκι, στειο, περίχωρα,
aroma [αρόμα] (ουσ,/αρσ.) άρωμα, arrabalero [αραμπαλέρο] (επίθ.) 1:
aromático [αρομάτικο] (επίθ.) αρωμα­ προαστειακός 2: (μτφ.) λαϊκός
τικός. arracada [αρακάδα] (ουσ7θηλ.) κρε­
aromatizar [αροματιθάρ] (ρ.) αρωμα­ μαστό σκουλαρίκι,
τίζω. arracimado [αραθιμάδο] (επίθ.) τοπο­
arpa [άρπα] (ουσ,/θηλ.) άρπα. θετημένος σε δεσμίδες,
arpado [αρπάδο] (επίθ.) πριονοειδής arraigado [αρραϊγάδο] (επίθ.) ριζω­
οδοντωτός, μένος.
arpadura [αρπαδούρα] (ουσ,/θηλ.) arraigar [αραϊγάρ] (ρ.) 1: ριζώνω, εγκα­
γρατζούνισμα, θιστώ, 2: καθιερώνω,
arpar [αρπάρ] (ρ.) γρατζουνίζω. arraigo [αραΐγο] (ουσ,/αρσ.) ρίζωμα,
arpía [αρπία] (ουσ./θηλ.) 1: (Ορν.) arrancada [αρανκάδα] (ουσ,/θηλ.)
στρίγγλα, 2: (μτφ.) στρίγκλα (γυναίκα ξαφνική επιτάχυνση, ξαφνικό ξεκί­
κακιασμένη). νημα.
arpillera [αρπιγιέρα] (ουσ./θηλ.) τσου­ arrancadero [αρανκαδέρο] (ουσ7αρσ.)
βάλι. σημείο εκκίνησης αφετηρία,
arpón [αρπόν] (ουσ./αρσ.) καμάκι, arrancador [αρανκαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
arponar [αρπονάρ] (ρ.) καμακώνω. στάρτερ αυτοκινήτου.

74
arrendador

arrancamiento [αρανκαμιέν'το] (ουσ./ arrecife [αρεθίφε] (ουσΥαρσ.) υφαλο­


αρσ.) ξερίζωμα. κρηπίδα.
arrancar [αρανκάρ] (ρ.) 1: ξεριζώνω, 2: arrecharse [αρρετσάρσε] (ρ.) 1: ερεθί­
αποσπώ, αρπάζω, 3: ξεκινώ, ζομαι, 2: ευθυμώ,
arranque [αράνκε] (ουσ./αρσ.) 1: ξεκί­ arrechera [αρετσέρα] (ουσΥθηλ.) 1:
νημα, 2: ξέσπασμα, 3: παροξυσμός, όρεξη, 2: ζευγάρωμα,
arrapiezo [αραπιέθο] (ουσΥαρσ.) 1: arrecho [αρέτσο] (επίθ.) 1: καμαρωτός
κουρέλι, 2: κουταβάκι. 2: ευδιάθετος, 3: ερεθισμένος,
arras [άρας] (ουσ./θηλ.) πληθ. εχέγγυο, arrechucho [αρετσούτσο] (ουσΥαρσ.)
εγγύηση, ασφάλεια, ξαφνική παρόρμηση.
arrasar [αρασάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, ρη­ arredrar [αρεδράρ] (ρ.) υποχωρώ,
μάζω. αποχωρώ, οπισθοχωρώ,
arrastradizo [αραστραδίθο] (επίθ.) σερ­ arregazado [αρεγαθάδο] (επίθ.) πλισέ,
νόμενος. με πιέτες.
arrastrar [αραστράρ] (ρ.) 1: σέρνω, arregazar [αρεγαθάρ] (ρ.) κάνω πιέτες
τραβώ, 2: φέρω. ή πτυχώσεις,
arrastre [αράστρε] (ουσΥαρσ.) σύρσι- arreglado [αρεγλάδο] (επίθ.) τακτο­
μο, τράβηγμα, ποιημένος,
arrayán [αραγιάν] (ουσ./αρσ.) μυρτιά, arreglar [αρεγλάρ] (ρ.) 1: κανονίζω,
arre [άρρε] (επιφ.) εμπρός! ντε! (για να τακτοποιώ, 2: επιδιορθώνω, 3: ετοι­
ξεκινήσουν τα άλογα). μάζω.
arrear [αρεάρ] (ρ.) ωθώ, παροτρύνω, arreglarse [αρεγλάρσε] (ρ.) ετοιμάζο­
arrebañaduras [αρεμπανιαδούρας] μαι, φτιάχνομαι,
(ουσ./θηλ.) πληθ. αποφάγια, arreglo [αρέγλο] (ουσΥαρσ.) διακανο­
arrebañar [αρεμπανιάρ] (ρ.) καθαρίζω νισμός συμφωνία, τακτοποίηση,
το πιάτο μου. arregostarse [αρεγοστάρσε] (ρ.) γου­
arrebatadizo [αρεμπαταδίθο] (επίθ.) στάρω.
ευέξαπτος, οξύθυμος ευερέθιστος, arrejuntarse [αρρεχουντάρσε] (ρ.) συ­
arrebatamiento [αρεμπαταμιέν'το] γκατοικώ, συζώ.
(ουσ./αρσ.) 1: θυμός, 2: έκσταση, arrellanarse [αρεγιανάρσε] (ρ.) ξα­
3: αρπαγή, πλώνομαι,
arrebatar [αρεμπατάρ] (ρ.) αρπάζω, arremango [αρεμάνγκο] (ουσΥαρσ.)
αποσπώ, αποκόβω, ανασήκωμα, ετοιμότητα,
arrebatiña [αρεμπατίνια] (ουσΥθηλ.) arremangarse [αρεμανγκάρσε] (ρ.)
φιλονικία, σηκώνω τα μανίκια, ανασκουμπώ­
arrebato [αρεμπάτο] (ουσΥαρσ.) 1: ξέ­ νομαι.
σπασμα, έκρηξη, 2: κρίση, arremeter [αρεμετέρ] (ρ.) επιτίθεμαι,
arrebol [αρέμπολ] (ουσΥαρσ.) 1: ρουζ, arremetida [αρεμετίδα] (ουσΥθηλ.)
2: το πορφυρό χρώμα, εξόρμηση,
arrebolar [αρεμπολάρ] (ρ.) πορφυρί­ arremetimiento [αρεμετιμιέν'το] (ουσΥ
ζω, κοκκινίζω, αρσ.) επίθεση, έφοδος,
arrebujar [αρεμπουχάρ] (ρ.) τυλίγω, arremolinarse [αρεμολινάρσε] (ρ.)
arreciar [αρεθιάρ] (ρ.) επιδεινώνομαι, στροβιλίζομαι,
χειροτερεύω. arrendador [αρεν'νταδόρ] (ουσΥαρσ.)

75
arrendajo

εκμισθωτής, σθωση, ενοικίαση.


arrendajo [αρεν'ντάχο] (ουσ./αρσ.) 1: arriero [αριέρο] (ουσ./αρσ.) μουλαράς
κίσσα (πουλί), 2: (μτφ.) μίμος, (Στρατ.) ημιονηγός,
arrendamiento [αρεν'νταμιεν'τσ] (ουσ./ arriesgado [αριεσγάδο] (επίθ.) ριψο­
αρσ.) εκμίσθωση, ενοικίαση. κίνδυνος παράτολμος,
arrendar [αρεν'ντάρ] (ρ.) εκμισθώνω, arriesgar [αριεσγάρ] (ρ.) διακινδυ­
ενοικιάζω, νεύω.
arrendatario [αρεν'ντατά^ιο] (ουσΥ arrimadero [αριμαδέρο] (ουσΥαρσ.)
αρσ.) μισθωτής, ενοικιαστής, υποστήριξη,
arreo [αρέο] (ουσΥαρσ.) 1: στολίδι, 2: arrimadizo [αριμαδίθο] (ουσΥαρσ.) πα­
εξοπλισμός, ράσιτο.
arrepentido [αρεπεν'τίδο] (επίθ.) με- arrimadizo [αριμαδίθο] (επίθ.) 1: πα-
τανιωμένος. ρασιτικός 2: (μτφ.) φορτικός κολ-
arrepentim iento [αρεπεν'τιμιέν'το] λητσίδα.
(ουσ./αρσ.) μετάνοια, μεταμέλεια, arrimado [αριμάδο] (επίθ.) διπλανός
arrepentirse [αρεπεν'τίρσε] (ρ.) (de) κοντινός
μετανιώνω, μετανοώ · ¡no me arrimar [αριμάρ] (ρ.) πλησιάζω, προ­
arrepiento de nada! - δεν μετανιώ­ σεγγίζω.
νω για τίποτα!, arrimo [αρίμο] (ουσΥαρσ.) υποστήρι­
arrestado [αρεστάδο] (επίθ.) θαρρα­ ξη, βοήθεια,
λέος τολμηρός, arrinconado [αρινκονάδο] (επίθ.) 1:
arrestar [αρεστάρ] (ρ.) συλλαμβάνω, παγιδευμένος 2: παραμελημένος
θέτω υπό κράτηση, παραπεταμένος περιθωριοποιημέ­
arresto [αρέστο] (ουσΥαρσ.) σύλληψη, νος.
κράτηση, φυλάκιση, arrinconar [αρινκονάρ] (ρ.) στριμώ­
arriada [αριάδα] (ουσΥθηλ.) πλημμύ­ χνω στη γωνία, παγοδεύω.
ρα. arriostrar [αριοστράρ] (ρ.) στηρίζω,
arriar [αριάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, arriscado [αρισκάδο] (επίθ.) 1: από­
arriba [αρίμπα] (επίρρ.) επάνω, ψηλά κρημνος 2: παράτολμος 3: αποφα­
• de arriba abajo - από πάνω μέχρι σισμένος.
κάτω, από την αρχή ως το τέλος, arriscamiento [αρισκαμιέν'το] (ουσΥ
arribada [αριμπάδα] (ουσΥθηλ.) άφι­ αρσ.) τόλμη, αποφασιστικότητα, ρι-
ξη· ψοκινδύνευμα.
arribaje [αριμπάχε] (ουσΥαρσ.) κατά­ arriscarse [αρισκάρσε] (ρ.) (α) ριψο­
πλους. κινδυνεύω, ρισκάρω · me arrisco a
arribar [αριμπάρ] (ρ.) προσλιμενίζο­ perder todo - ρισκάρω να χάσω τα
μαι, καταπλέω, πάντα.
arribismo [αριμπίσμο] (ουσ,/αρσ.) αρι­ arrobador [αρομπαδόρ] (επίθ.) γοη­
βισμός. τευτικός σαγηνευτικός,
arribista [αριμπίστα] 1: (ουσΥαρσ.+θηλ) arrobamiento [αρομπαμιέν'το] (ουσΥ
αριβίστας 2: (επίθ.) αριβίστας τυχοδιώ­ αρσ.) 1: έκσταση, 2: θρησκευτική
κτης ανάταση.
arribo [αρίμπο] (ουσ,/αρσ.) άφιξη, arrobar [αρομπάρ] (ρ.) μαγεύω, σαγη­
arriendo [αριέν'ντο] (ουσΥαρσ.) εκμί­ νεύω.

76
articular

arrocero [αροθέρο] 1: (ουσ./αρσ.) arrullo [αρούγιο] (ουσ./αρσ.) νανού­


ορυζώνας, 2: (επίθ.) από ρύζι. ρισμα.
arrodajarse [αρροδαχάρσε] (ρ.) κάθο­ arrumaco [αρουμάκο] (ουσ,/αρσ.) χά­
μαι σταυροπόδι, δι, κοπλιμέντο.
arrodillarse [αροδιγιάροε] (ρ.) γονα­ arrumaje [αρουμάχε] (ουσ7αρσ.) στοί­
τίζω. βαγμα φορτίου,
arrogación [αρογάθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: arrumar [αρουμάρ] (ρ.) στοιβάζω
υιοθεσία, 2: αποδοχή, φορτίο.
arrogancia [αρογάνθια] (ουσ,/θηλ.) arrumbar [αρουμ'μπάρ] (ρ.) παραπε­
υπερηφάνεια, αλαζονεία, υπεροψία, τάω.
arrogante [αρογάν'τε] (επίθ.) υπερή­ arsenal [αρσενάλ] (ουσ./αρσ.) 1: οπλο­
φανος αλαζόνας, στάσιο, 2: ναυπηγείο,
arrogarse [αρογάρσε] (ρ.) υπερηφα- arsénico [αρσένικο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.)
νεύομαι, κομπάζομαι. αρσενικό,
arrojado [αροχάδο] (επίθ.) παράτολ­ arte [άρτε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) τέχνη,
μος θαρραλέος, artefacto [αρτεφάκτο] (ουσ7αρσ.) αυ­
arrojador [αροχαωτόρ] (ουσ,/αρσ.) τοσχέδια κατασκευή,
εκσφενδονιστής. artejo [αρτέχο] (ουσ./αρσ.) άρθρωση,
arrojar [αροχάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, πετάω κότσι.
με δύναμη, 2: διώχνω, artería [αρτερία] (ουσ7θηλ.) 1: πα­
arrojo [αρόχο] (ουσ,/αρσ.) ανδρεία, νουργία, 2: επιδεξιότητα.
τόλμη. arteria [αρτέρια] (ουσ7θηλ.) αρτηρία,
arrollador [αρογιαδόρ] (επίθ.) συντρι­ arterial [αρτεριάλ] (επίθ.) αρτηριακός,
πτικός σαρωτικός artero [αρτέρο] (επίθ.) 1: πανούργος
arrollar [αρογιάρ] (ρ.) τυλίγω, κουλου- 2: επιδέξιος,
ριάζω. artesa [αρτέσα] (ουσ7θηλ.) ποτίστρα,
arropar [αροπάρ] (ρ.) σκεπάζω, σκάφη.
arrope [αρόπε] (ουσ,/αρσ.) σιρόπι, artesanal [αρτεσανάλ] (επίθ.) χειροτε­
arrostrar [αροστράρ] (ρ.) αψηφώ, χνικός
αντιμετωπίζω άφοβα, artesanía [αρτεσανία] (ουσ7θηλ.) χει­
arroyo [αρόγιο] (ουσ/αρσ.) 1: ρυάκι, 2: ροτεχνία, χειροτεχνήματα,
υπόνομος, artesano [αρτεσάνο] (ουσ7αρσ.) χει­
arroz [αρόθ] (ουσ,/αρσ.) ρύζι. ροτέχνης,
arrozal [αροθάλ] (ουσ,/αρσ.) ορυζώ­ artesiano [αρτεσιάνο] (επίθ.) αρτεσια-
νας. νός.
arruga [αρούγα] (ουσ./θηλ.) ρυτίδα, artético [αρτέτικο] (επίθ.) αρθριτικός
ζάρα. ártico [άρτικο] (επίθ.) αρτικός.
arrugar [αρουγάρ] (ρ.) ρυτιδώνω, ζα­ articulación [αρτικουλαθιόν] (ουσ7
ρώνω, τσαλακώνω, θηλ.) 1: (Ανατ.) άρθρωση, 2: (Γλωσσ.)
arruinamiento [αρουιναμιέν'το] (ουσ./ άρθρωση λέξης,
αρσ.) ερείπωση. articulado [αρτικουλάδο] (επίθ.) 1: αρ­
arruinar [αρουινάρ] (ρ.) καταστρέφω, θρωτός 2: ευφραδής.
ΡΠμάζω. articular [αρτικουλάρ] (ρ.) αρθρώνω,
arrullar [αρουγιάρ] (ρ.) νανουρίζω. διαρθρώνω.

77
articulista

articulista [αρτικουλίστα] (ουσ7αρσ.+ ψησταριά,


θηλ.) αρθρογράφος. asaduras [ασαδούρας] (ουσ,/θηλ.)
artículo [αρτίκουλο] (ουσ./αρσ.) άρ­ πληθ. εντόσθια, γλυκάδια,
θρο, είδος, asaetear [ασαετεάρ] (ρ.) ρίχνω σαΐτα,
artífice [αρτίφιθε] (ουσ./αρσ.) τεχνίτης asalariado [ασαλαριάδο] (επίθ.) μισθω­
δημιουργός κατασκευαστής, τός μεροκαματιάρης.
artificial [αρτιφιθιάλ] (επίθ.) τεχνητός asalariar [ασαλαριάρ] (ρ.) προσλαμ­
πλαστός, ψεύτικος, βάνω με μισθό,
artificio [αρτιφίθιο] (ουσ,/αρσ.) τέχνα­ asaltador [ασαλταδόρ] (ουσ,/αρσ.) σαλ­
σμα. ταδόρος ληστής κακοποιός
artificioso [αρτιφιθιόσο] (επίθ.) δεξιο­ asaltar [ασαλτάρ] (ρ.) επιτίθεμαι, κάνω
τέχνης εφευρετικός προσποιητός, έφοδο.
artilugio [αρτιλούχιο] (ουσ,/αρσ.) σύ­ asalto [ασάλτο] (ουσ,/αρσ.) επίθεση,
νεργο. έφοδος.
artillería [αρτιγερία] (ουσνθηλ.) πυρο­ asamblea [ασαμ'μπλέα] (ουσ7θηλ.)
βολικό. συνέλευση, συνεδρίαση, η Βουλή,
artillero [αρτιγέρο] (ουσ,/αρσ.) πυρο­ asar [ασάρ] (ρ.) ψήνω.
βολητής. asaz [ασάθ] (επίρρ.) αρκετά,
artimaña [αρτιμάνια] (ουσ7θηλ.) 1: asbesto [ασμπέστο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.)
πανουργία, κατεργαριά, 2: παγίδα, αμίαντος.
artista [αρτίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ascendencia [ασθενδένθια] (ουσ./
καλλιτέχνης, θηλ.) καταγωγή,
artístico [αρτίστικο] (επίθ.) καλλιτε­ ascendente [ασθεν'ντέν'τε] (επίθ.) 1:
χνικός ανερχόμενος 2: ανηφορικός ανο­
artrítico [αρτρίτικο] (επίθ.) αρθριτικός, δικός.
artritis [αρτρίτις] (ουσ./θηλ.) αρθρίτι­ ascender [ασθεν'ντέρ] (ρ.) ανέρχομαι,
δα. ανεβαίνω, προάγω, προάγομαι.
arveja [αρβέχα] (ουσ7θηλ.) βίκος βι- ascendiente [ασθεν'ντιέν'τε] (ουσ./
κιά. αρσ.+ θηλ.) πρόγονος,
arzobispado [αρθομπισπάδο] (ουσ./ ascensión [ασθενσι'ον] (ουσ,/θηλ.)
αρσ.) αρχιεπισκοπή, άνοδος ανέβασμα, ανάβαση, αναρ­
arzobispo [αρθομπίσπο] (ουσ,/αρσ.) ρίχηση.
αρχιεπίσκοπος, ascenso [ασθένσο] (ουσ./αρσ.) προα­
as [ας] (ουσ./αρσ.) 1: ένα, 2: άσσος γωγή, ανέλιξη,
τράπουλας · tener un as en la manga ascensor [ασθενσόρ] (ουσ,/αρσ.) ανελ­
- κρατώ έναν άσσο στο μανίκι, 3: κυστήρας,
(μτφ.) πολύ ικανός σε κάτι, εξπέρ. ascensorista [ασθενσορίστα] (ουσ./
asa [άσα] (ουσ,/θηλ.) λαβή, χερούλι, αρσ.+ θηλ.) χειριστής ανελκυστήρα,
asadero [ασαδέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) asceta [ασθέτα] (ουσΥαρσ.) ασκητής,
(μτφ.) φούρνος 2: (επίθ.) για ψήσι­ ascético [ασθέτικο] (επίθ.) ασκητικός,
μο. ascetismo [ασθετίσμο] (ουσ,/αρσ.) ασκη­
asado [ασάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) το ψητό, τισμός
2: (επίθ.) ψητός, asco [άσκο] (ουσ,/αρσ.) αηδία, σιχαμά­
asador [ασαδόρ] (ουσ./αρσ.) σούβλα, ρα · ¡este espectáculo me da asco! -

78
aseveración

αυτό το θέαμα μου προκαλεί αηδία!, asentir [ασεν'τίρ] (ρ.) στέργω, συγκα-
ascua [άσκουα] (ουσΥθηλ.) πυρωμένο τατίθεμαι, συναινώ,
κάρβουνο · estaren ascuas - είμαι σε asentista [ασεν'τίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
αναμμένα κάρβουνα, εργολήπτης,
aseado [ασεάδο] (επίθ.) καθαρός, τα­ aseo [ασέο] (ουσΥαρσ.) 1: καθαριότη­
κτοποιημένος, τα, υγιεινή, 2: ευπρεπισμός 3: τουα­
asear [ασεάρ] (ρ.) πλένω, συγυρίζω, λέτα.
καθαρίζω, asepsia [ασέπσια] (ουσΥθηλ.) ασηψία,
asearse [ασεάρσε] (ρ.) ευπρεπίζομαι, aséptico [ασέπτικο] (επίθ.) αντισηπτι­
asechanza [ασετσάνθα] (ουσΥθηλ.) κός.
δόκανο, παγίδα, asequible [ασεκίμπλε] (επίθ.) προσι­
asechar [ασετσάρ] (ρ.) παγιδεύω, τός προσβάσιμος φιλικός,
asediar [ασεδιάρ] (ρ.) πολιορκώ, aserción [ασερθιόν] (ουσΤθηλ.) βεβαίω­
asedio [ασέδιο] (ουσΥαρσ.) πολιορ­ ση.
κία. aserradero [ασεραδέρο] (ουσΥαρσ.)
asegurado [ασεγουράδο] (επίθ.) ασφα­ πριονιστήριο,
λισμένος. aserrador [ασεραδόρ] (ουσΥαρσ.) πριο­
asegurador [ασεγουραδόρ] 1: (ουσΥ νιστής
αρσ.) ασφαλιστής, 2: (επίθ.) ασφαλι­ aserradora [ασεραδόρα] (ουσΥθηλ.)
στικός. αλυσοπρίονο.
asegurar [ασεγουράρ] (ρ.) 1: ασφαλί­ aserraduras [ασεραδούρας] (ουσΥ
ζω, 2: σταθεροποιώ, 3: διαβεβαιώ- θηλ.) πληθ. πριονίδια, πριόνισμα,
νω. aserrar [ασεράρ] (ρ.) πριονίζω,
asemejar [ασεμεχάρ] (ρ.) παρομοιά­ aserrín [ασερίν] (ουσΥαρσ.) πριονίδι,
ζω, συγκρίνω, aserruchar [ασερουτσάρ] (ρ.) πριονί­
asemejarse [ασεμεχάρσε] (ρ.) μοιάζω, ζω.
asendereado [ασεν'ντερεάδο] (επίθ.) aserto [ασέρτο] (ουσΥαρσ.) διεκδίκη­
πατη μένος, ση, ισχυρισμός,
asenderear [ασεν'ντερεάρ] (ρ.) κατα­ asertorio [ασερτόριο] (επίθ.) καταφα­
διώκω. τικός.
asenso [ασένσο] (ουσΥαρσ.) συγκατά­ asesinar [ασεσινάρ] (ρ.) δολοφονώ,
θεση. asesinato [ασεσινάτο] (ουσΥαρσ.) δο­
asentada [ασεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) κά­ λοφονία.
θισμα. asesino [ασεσίνο] (ουσΥαρσ.) δολο­
asentaderas [ασεν'ταδέρας] (ουσΥ φόνος.
θηλ.) πληθ. πισινός, asesor [ασεσόρ] (ουσΥαρσ.) σύμβου­
asentado [ασεντάδο] (επίθ.) εγκατε­ λος.
στημένος μόνιμος, asesorar [ασεσοράρ] (ρ.) συμβουλεύω,
asentamiento [ασεν'ταμιέν'το] (ουσΥ παρέχω συμβουλευτικές υπηρεσίες,
αρσ.) εγκατάσταση, τοποθέτηση, asesoría [ασεσορία] (ουσΥθηλ.) παρο­
asentar [ασεν'τάρ] (ρ.) καθίζω, εγκαθι­ χή συμβουλών,
στώ, τοποθετώ, asestar [ασεστάρ] (ρ.) στοχεύω,
asentimiento [ασεν'τιμιεν'το] (ουσΥ aseveración [ασεβεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
αρσ.) συγκατάθεση, συναίνεση. βεβαίωση, πιστοποίηση.

79
aseverar

aseverar [ασεβεράρ] (ρ.) βεβαιώνω, 1: αφομοίωση, 2: παρομοίωση,


πιστοποιώ, επικυρώνω, asimilar [ασιμιλάρ] (ρ.) 1: αφομοιώνω,
asexual [ασεξουάλ] (επίθ.) άφυλος, 2: παρομοιάζω,
asfaltado [ασφαλτάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) asimismo [ασιμίσμο] (επίρρ.) επίσης,
ασφάλτωση, 2: (επίθ.) ασφάλτινος. asir [ασίρ] (ρ.) πιάνω,
asfaltar [ασφαλτάρ] (ρ.) ασφαλτώνω. asistencia [ασιστένθια] (ουσ./θηλ.) 1:
asfalto [ασφάλτο] (ουσ./αρσ.) άσφαλ­ βοήθεια, 2: προσέλευση, 3: περίθαλ­
τος. ψη.
asfixia [ασφίξια] (ουσ,/θηλ.) ασφυξία, asistenta [ασιστέν'τα] (ουσ,/θηλ.) οι­
asfixiante [ασφιξιάντε] (επίθ.) ασφυ­ κιακή βοηθός,
κτικός, αποπνικτικός. asistente [ασιστέν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
asfixiar [ασφιξιάρ] (ρ.) προκαλώ ασφυ­ βοηθός
ξία, πνίγω, asistir [ασιστίρ] (ρ.) 1: βοηθώ, 2: πα­
así [ασΠ (επίρρ.) έτσι · así así - έτσι ρίσταμαι, παρευρίσκομαι, 3: νοση­
και έτσι · así que - και έτσι · Juan no λεύω.
quería ir conmigo, así que fui solo - o asma [άσμα] (ουσ,/θηλ.) άσθμα,
Juan δεν ήθελε να έρθει μαζί μου και asmático [ασμάτικο] (επίθ.) ασθματι­
έτσι πήγα μόνος μου. κός
asiático [ασιάτικο] (επίθ.) ασιατικός, asnada [ασνάδα] (ουσ7θηλ.) ανοησία,
asidero [ασιδέρο] (ουσ,/αρσ.) χερούλι, χαζομάρα,
asiduidad [ασιδουιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: asnal [ασνάλ] (επίθ.) ανόητος χαζός
επιμέλεια, 2: σταθερότητα, βλάκας.
asiduo [ασίδουο] (επίθ.) τακτικός, επι­ asno [άσνο] (ουσ,/αρσ.) γάιδαρος,
μελής. asociación [ασοθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
asiento [ασιέν'το] (ουσ,/αρσ.) κάθι­ σύλλογος σύνδεσμος,
σμα, θέση. asociado [ασοθιάδο] (ουσ,/αρσ.) εταί­
asignación [ασιγναθιόν] (ουσ7θηλ.) ρος.
ανάθεση, εκχώρηση, asociado [ασοθιάδο] (επίθ.) συνεργα­
asignar [ασιγνάρ] (ρ.) αναθέτω, τικός συνεταιρικός
asignatario [ασιγνατόριο] (ουσΥαρσ.) asociar [ασοθιάρ] (ρ.) συνδέω, ενώνω,
κληροδόχος, κληρονόμος, asolador [ασολαδόρ] (επίθ.) σαρωτι-
asignatura [ασιγνατούρα] (ουσ,/θηλ.) κός.
μάθημα. asolamiento [ασολαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.)
asilar [ασιλάρ] (ρ.) παρέχω άσυλο ή λεηλασία, ερήμωση.
στέγη. asolar [ασολάρ] (ρ.) καταστρέφω,
asilo [ασίλο] (ουσ,/αρσ.) άσυλο, κατα­ αφανίζω, σαρώνω, ερημώνω,
φύγιο, στέγη, asoleada [ασολεάδα] (ουσ,/θηλ.) ηλί­
asimetría [ασιμετρία] (ουσ,/θηλ.) ασυμ- αση.
μετρία, ανισορροπία, asolear [ασολεάρ] (ρ.) αφήνω στον
asimétrico [ασιμέτρικο] (επίθ.) ασύμ­ ήλιο.
μετρος άνισος. asomada [ασομάδα] (ουσ,/θηλ.) σύ­
asimiento [ασιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) 1: ντομη εμφάνιση,
αρπαγή, 2: (μτφ.) προσήλωση, asomarse [ασομάρσε] (ρ.) ξεμυτίζω,
asimilación [ασιμιλαθιόν] (ουσ7θηλ.) asombrador [ασομ'μπραδόρ] (επίθ.)

80
astrólogo/a

εκπληκτικός, ροφητικός.
asombrar [ασομ'μττράρ] (ρ.) εκπλήσ­ aspiradora [ασπιραδόρα] <ουσΥθηλ.)
σω, καταπλήσσω, ηλεκτρική σκούπα,
asombro [ασομ'μπρο] (ουσΥαρσ.) έκ­ aspirante [ασπιράν'τε] (ουσΥαρσ.+
πληξη, κατάπληξη, θηλ.) υποψήφιος υποψή<ρια.
asombroso [ασομ'μπρόσο] (επίθ.) εκ­ aspirar [ασπιράρ] (ρ.) 1: εισπνέω, ανα­
πληκτικός, καταπληκτικός, πνέω, 2: φιλοδοξώ, αποβλ,έπω.
asomo [ασόμο] (ουσΥαρσ.) ένδειξη, aspirina [ασπιρίνα] (ουσΥθηλ.) ασπι-
asonada [ασονάδα] (ουσΥθηλ.) όχλος, ρίνη.
asonancia [ασονάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: asquear [ασκεάρ] (ρ.) αηδιάζω,
(Γλωσσ.) παρήχηση, 2: (μτφ.) σχέση, asquerosidad [ασκεροσιδάδ] (ουσΥ
asonante [ασονάν'τε] (επίθ.) παρηχη­ θηλ.) προστυχιά, αηδία,
τικός. asqueroso [ασκερόσο] (επίθ.) αηδια­
asonar [ασονάρ] (ρ.) παρηχώ. στικός σιχαμερός σιχαμένος.
aspa [άσπα] (ουσΥθηλ.) φτερά μύλου, asta [άστα] (ουσΥθηλ.) 1: ιστίο, 2: κέ­
aspado [ασπάδο] (επίθ.) σταυρωτός ρατο.
διαγώνιος, astado [αστάδο] (επίθ.) κερασφόρος
aspar [ασπάρ] (ρ.) σταυρώνω, κερατοειδής.
aspaventero [ασπαβεν'τέρο] (επίθ.) asterisco [αστερίσκο] (ουσΥαρσ.) αστε­
θεατρινίστικος. ρίσκος
aspaviento [ασπαβιέν'το] (ουσΥαρσ.) asteroide [αστεροΐδε] (ουσΥαρσ.) αστε­
θεατρινισμός, ροειδής
aspecto [ασπέκτο] (ουσΥαρσ.) όψη, astigmático [αστιγμάτικο] (εττίθ.) αστιγ­
εμφάνιση, ματικός
aspereza [ασπερέθα] (ουσΥθηλ.) τρα­ astigmatismo [αστιγματίμο] (ουσΥαρσ.)
χύτητα, αγριάδα, αστιγματισμός,
asperges [ασπέρχες] (ουσΥαρσ.) ρά- astil [αστίλ] (ουσΥαρσ.) χερούλι, λαβή.
ντισμα. astilla [αστίγια] (ουσΥθηλ.) θραύσμα,
asperjar [ασπερχάρ] (ρ.) ραντίζω, astillar [αστιγιάρ] (ρ.) θρυμματίζω,
áspero [άσπερο] (επίθ.) τραχύς, από­ astillero [αστιγιέρο] (ουσΥαρσ.) νεώ­
τομος στυφός, ριο, ναυπηγείο,
asperón [ασπερόν] (ουσΥαρσ.) αμμό­ astral [αστράλ] (επίθ.) αστρικός.
λιθος. astringente [αστρινχέν'τε] (επίθ.) στυ-
aspersión [ασπερσιόν] (ουσΥθηλ.) ρά- πτικός
ντισμα, ψέκασμα. astringir [αστρινχίρ] (ρ.) επιδένω,
áspid [άσπιδ] (ουσΥαρσ.) ασπίδα, astro [άστρο] (ουσΥαρσ.) αστέρι,
aspillera [ασπιγιέρα] (ουσΥθηλ.) πολε­ astrofísica [αστροφίσικα] (ουσΥθηλ.)
μίστρα. αστροφυσική,
aspiración [ασπιραθιόν] (ουσΥθηλ.) astrología [αστρολοχία] (ουσΥθηλ.)
1: εισπνοή, αναπνοή, 2: φιλοδοξία, αστρολογία,
βλέψη. astrológico [αστρολόχικο] (επίθ.) αστρο-
aspirado [ασπιράδο] (επίθ.) αναρρο- λογικός
φητικός astrólogo/a [αστρόλογο/α] (ουσΥαρσ. +
aspirador [ασπιραδόρ] (επίθ.) αναρ- θηλ.) αστρολόγος.

81
astronauta

astronauta [αστρονάουτα] (ουσ7αρσ.+ βέργα όπλου, 2: (επίθ.) επιτιθέμενος,


θηλ.) αστροναύτης, atacar [ατακάρ] (ρ.) επιτίθεμαι,
astronáutica [αστρον'άουτικα] (ουσ./ ataderas [αταδέρας] (ουσ,/θηλ.) πληθ.
θηλ.) αστροναυτική, καλτσοδέτες,
astronave [αστρονάβε] (ουσ7θηλ.) δια­ atadero [αταδέρο] (ουσ,/αρσ.) σχοινί,
στημόπλοιο, δέστρα.
astronomía [αστρονομία] .(ουσ,/θηλ.) atadijo [αταδίχο] (ουσ,/αρσ.) χαλαρό
αστρονομία, δέσιμο.
astronómico [αστρονόμικο] (επίθ.) atado [ατάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) μπόγος
αστρονομικός, 2: (επίθ.) (α) συνεσταλμένος (β) από­
astrónomo [αστρονόμο] (ουσ,/αρσ.) μακρος.
αστρονόμος, atadura [αταδούρα] (ουσ,/θηλ.) δέσι­
astroso [αστρόσο] (επίθ.) 1: αχρείος μο, δεσμός,
ποταπός ευτελής 2: ακατάστατος, atahona [αταόνα] (ουσ,/θηλ.) αρτο­
astucia [αστούθια] (ουσ,/θηλ.) 1: πο­ ποιείο.
νηριά, πανουργία, κατεργαριά, 2: atahonero [αταονέρο] (ουσΥαρσ.) αρ­
οξυδέρκεια, τοποιός.
astuto [αστούτο] (επίθ.) πονηρός πα­ atajamiento [αταχαμιέν'το] (ουσ./
νούργος κατεργάρης αρσ.) συντόμευση,
asueto [ασουέτο] (ουσ./αρσ.) διάλειμ­ atajar [αταχάρ] (ρ.) σταματώ, διακό­
μα. πτω.
asumir [ασουμίρ] (ρ.) αναλαμβάνω, atajo [ατάχο] (ουσ,/αρσ.) συντόμευση,
asunción [ασουνθιόν] (ουσ,/θηλ.) ανά­ σύντομος δρόμος,
ληψη. atalantar [αταλαν'τάρ] (ρ.) ενοχλώ,
asunto [ασούν'το] (ουσΥαρσ.) υπόθε­ atalaya [αταλάγια] 1: (ουσ,/αρσ.) πα­
ση, πλοκή, θέμα. ρατηρητής 2: (ουσ./θηλ.) (α) παρα­
asurar [ασουράρ] (ρ.) 1: ανησυχώ, 2: τηρητήριο, (β) πλεονεκτική θέση.
καίω το φαγητό, atalayar [αταλαγιάρ] (ρ.) παρατηρώ,
asurcano [ασουρκάνο] (επίθ.) αυλα- κατασκοπεύω,
κωμένος. atañer [ατανιέρ] (ρ.) αφορώ, έχω σχέ­
asurcar [ασουρκάρ] (ρ.) αυλακώνω. ση, σχετίζομαι,
asustadizo [ασουσταδίθο] (επίθ.) φο­ atapar [αταπάρ] (ρ.) βουλώνω,
βητσιάρης άτολμος δειλός ataque [ατάκε] (ουσ,/αρσ.) επίθεση,
asustar [ασουστάρ] (ρ.) φοβίζω, τρο­ atar [ατάρ] (ρ.) 1: δένω, προσδένω, 2:
μάζω. συσχετίζω,
atabal [αταμπάλ] (ουσ./αρσ.) κρότα­ atarantar [αταραν'τάρ] (ρ.) 1: ζαλίζω,
λο. 2: θαμπώνω,
atabalero [αταμπαλέρο] (ουσ,/αρσ.) ataraxia [αταράξια] (ουσ,/θηλ.) ατα­
κροταλιστής. ραξία.
atacador [ατακαδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) atardecer [αταρδεθέρ] (ρ.) νυχτώνει,
βέργα όπλου, 2: (επίθ.) επιτιθέμενος, atarear [αταρεάρ] (ρ.) αναθέτω καθή­
atacadura [ατακαδούρα] (ουσ,/θηλ.) κον ή εργασία,
εφαρμογή, atarjea [αταρχέα] (ουσ./θηλ.) αγωγός,
atacante [ατακάν'τε] 1: (ουσ,/αρσ.) atarragarse [αταραγάρσε] (ρ.) φράζω,

82
atildar

στουμπώνω, εξασθένηση, μείωση,


atarugar [αταρουγάρ] (ρ.) 1: ταπώνω, atenuante [ατενουάντε] 1: (ουσ,/αρσ.)
2: στερεώνω με τσιμπίδα, ελαφρυντικό, 2: (επίθ.) εξασθενημέ-
atarugarse [αταρουγάρσε] (ρ.) 1: νος αποδυναμωμένος,
στραβοκαταπίνω, 2: σαστίζω, atenuar [ατενουάρ] (ρ.) εξασθενίζω,
atascadero [ατασκαδέρο] (ουσ,/αρσ.) ελαφρύνω,
τέλμα, βάλτος, ateo [ατέο] (επίθ.) άθεος,
atascar [ατασκάρ] (ρ.) φράζω, βουλώ­ aterciopelado [ατερθιοπελάδο] (επίθ.)
νω. βελούδινος,
atasco [ατάσκο] (ουσ,/αρσ.) 1: φράξι­ aterirse [ατερίρσε] (ρ.) κοκκαλώνω
μο, βούλωμα, 2: μποτιλιάρισμα, από κρύο.
ataúd [αταούδ] (ουσ,/αρσ.) φέρετρο, aterrador [ατεραδόρ] (επίθ.) τρομα­
ataviar [αταβιάρ] (ρ.) στολίζω, κτικός, φοβερός,
atavío [αταβίο] (ουσ,/αρσ.) στολισμός, aterrar [ατεράρ] (ρ.) 1: κατεδαφίζω, 2:
ateísmo [ατείσμο] (ουσ./αρσ.) αθεϊ­ τρομάζω.
σμός αρνησιθρησκία. aterrizaje [ατεριθάχε] (ουσ./αρσ.)
ateísta [ατείστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αρ­ προσγείωση,
νησίθεος αρνησίθρησκος αθεϊστής aterrizar [ατεριθάρ] (ρ.) προσγειώνω,
atelaje [ατελάχε] (ουσ,/αρσ.) κοπάδι aterronarse [ατερονάρσε] (ρ.) γεμίζω
αλόγων. εξογκώματα,
atemorizar [ατεμοριθάρ] (ρ.) τρομά­ aterrorizar [ατεροριθάρ] (ρ.) τρομο­
ζω. κρατώ.
atemperación [ατεμ'περαθιόν] (ουσ./ atesorar [ατεσοράρ] (ρ.) θησαυρίζω,
θηλ.) μετρίαση. atestación [ατεσταθιόν] (ουσ,/θηλ.)
atemperar [ατεμ'περάρ] (ρ.) μετριά­ επιμαρτυρία, επιβεβαίωση μέσω
ζω. μαρτυρίας
Atenas [ατένας] (ουσ,/θηλ.) Αθήνα, atestado [ατεσταδο] (ουσ,/αρσ.) μάρ­
atención [ατενθιόν] (ουσ./θηλ.) προ­ τυρας.
σοχή. atestar [ατεστάρ] (ρ.) 1: πιστοποιώ, 2:
atender [ατεν'ντέρ] (ρ.) 1: βοηθώ, εξυ­ στριμώχνω,
πηρετώ, 2: ακούω προσεχτικά, atestiguar [ατεστιγουάρ] (ρ.) μαρτυ­
atenerse [ατενέρσε] (ρ.) υπακούω ρώ, καταθέτω ως μάρτυρας,
στους νόμους είμαι νομοταγής, atezado [ατεθάδο] (επίθ.) μαυρισμέ-
ateniense [ατενιένσε] (ουσ7αρσ.+ νος από τον ήλιο.
θηλ.) Αθηναίος, Αθηναία, atiborrarse [ατιμποράρσε] (ρ.) παρα­
atentado [ατεν’τάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) (α) τρώω.
απόπειρα, (β) καταπάτηση, 2: (επίθ.) ático [άτικο] (ουσ,/αρσ.) σοφίτα, δώ­
επιφυλακτικός μα.
atentamente [ατένταμεν'τε] (επίρρ.) atiesar [ατιεσάρ] (ρ.) τεντώνω,
σεβάσμια, με εκτίμηση, atigrado [ατιγράδο] (επίθ.) τιγρέ.
atentar [ατεν'τάρ] (ρ.) αποπειρώμαι, atildado [ατιλδάδο] (επίθ.) κομψός
δοκιμάζω, εκλεπτυσμένος στιλάτος,
atento [ατέν'το] (επίθ.) προσεκτικός, atildar [ατιλδάρ] (ρ.) (Γραμμ.) βάζω πε­
atenuación [ατενουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ρισπωμένη.

83
atinar

atinar [ατινάρ] (ρ.) ευστοχώ, πετυχαί­ atomizador [ατομιθαδόρ] (ουσΥαρσ.)


νω. ψεκαστήρας,
atisbador [ατισμπαδόρ] (ουσΥ αρσ.) φύ­ atomizar [ατομιθάρ] (ρ.) 1: ψεκάζω, 2:
λακας. διαιρώ κάτι σε μικρότερα μέρη.
atisbar [ατισμπάρ] (ρ.) κρυφοκοιτάζω, átomo [άτομο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) άτο­
κατασκοπεύω, μο.
atisbo [ατίσμπο] (ουσΥαρσ.) βλέμμα, atonal [ατονάλ] (επίθ.) άτονος,
atizar [ατιθάρ] (ρ.) 1: υποδαυλίζω, ξε­ atónito [ατόνιτο] (επίθ.) κατάπληκτος
σηκώνω, 2: δίνω χαστούκι, χτύπημα, εμβρόντητος κεραυνόπληκτος,
atlántico [ατλάν'τικο] (επίθ.) ατλαντι­ átono [άτονο] (επίθ.) ατονικός εξα-
κός. σθενημένος.
atlas [άτλας] (ουσΥαρσ.) άτλας χάρ­ atontado [ατον'τάδο] (επίθ.) ζαλισμέ­
της. νος αποβλακωμένος χαζεμένος,
atleta [ατλέτα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αθλη­ atontar [ατον'τάρ] (ρ.) ζαλίζω, απο­
τή ς αθλήτρια, χαυνώνω,
atlético [ατλέτικο] (επίθ.) αθλητικός, atorar [ατοράρ] (ρ.) φράσσω, βουλώ­
atletismo [ατλετίσμο] (ουσΥαρσ.) νω.
αθλητισμός, atormentador [ατορμενταδόρ] (επίθ.)
atmósfera [ατμόσφερα] (ουσΥθηλ.) βασανιστικός,
ατμόσφαιρα, atormentar [ατορμεν'τάρ] (ρ.) βασανί­
atmosférico [ατμοσφέρικο] (επίθ.) ζω, τυραννώ.
ατμοσφαιρικός atornillar [ατορνιγιάρ] (ρ.) βιδώνω,
atocinado [ατοθινάδο] (επίθ.) χο­ atortelar [ατορτολαρ] (ρ.) φοβίζω,
ντρός. τρομάζω κάποιον,
atocinar [ατοθινάρ] (ρ.) παστώνω, atosigar [ατοσιγάρ] (ρ.) ταλαιπωρώ,
atocha [ατότσα] (ουσΥθηλ.) σπάρτο, αγγαρεύω,
atole [ατόλε] (ουσΥαρσ.) ποτό από κα­ atosigarse [ατοσιγάρσε] (ρ.) μοχθώ,
λαμποκάλευρο, atrabilario [ατραμπιλάριο] (επίθ.) οξύ­
atolón [ατολόν] (ουσΥαρσ.) ατόλη, δα- θυμος ευέξαπτος,
κτυλοειδής κοραλλιογενής νήσος, atrabilis [ατραμπίλις] (ουσΥθηλ.) ορ­
atolondrado [ατολον'ντράδο] (επίθ.) γή·
σαστισμένος αποσβολωμένος εμ­ atracadero [ατρακαδέρο] (ουσΥαρσ.)
βρόντητος, μώλος προβλήτα,
atolondramiento [ατολον'ντραμιέν'το] atracador [ατρακαδόρ] (ουσΥαρσ.)
(ουσΥαρσ.) σάστισμα, ταραχή, κακοποιός ληστής,
atolondrar [ατολον'ντράρ] (ρ.) σαστί­ atracar [ατρακάρ] (ρ.) 1: ληστεύω, 2:
ζω, ταράζω, λιμενίζω, αράζω,
atolladero [ατογιαδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: atracción [ατρακθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
βάλτος 2: εμπλοκή, έλξη, 2: διασκέδαση, ψυχαγωγία ·
atollar [ατογιάρ] (ρ.) κολλάω στη λά­ parco de atracciones - λούνα παρκ.
σπη. atraco [ατράκο] (ουσΥαρσ.) ληστεία,
atómico [ατόμικο] (επίθ.) ατομικός, atractivo [ατρακτίβο] (επίθ.) ελκυστι­
atomización [ατομιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) κός θελκτικός δελεαστικός,
ψεκασμός. atraer [ατραέρ] (ρ.) ελκύω, προσελ-

84
auditivo

atrofia [ατρόφια] (ουσ,/θηλ.) ατροφία,


atragantarse [ατραγαν'τάρσε] (ρ.) στρα­ atrofiar [ατροφιάρ] (ρ.) ατροφώ.
βοκαταπίνω, atronador [ατροναδόρ] (επίθ.) εκκω-
atrancar [ατρανκάρ] (ρ.) φράσσω, φαντικός.
αμπαρώνω. atronar [ατρονάρ] (ρ.) 1: ξεκουφαίνω,
atrapar [ατραπάρ] (ρ.) τσακώνω, αρ­ 2: ταράζω,
πάζω, αιχμαλωτίζω, atropellar [ατροπεγιάρ] (ρ.) 1: χτυπώ,
atrás [ατράς] (επίρρ.) πίσω, όπισθεν, 2: πατώ, καταπατώ,
atrasado [ατρασάδο] (επίθ.) καθυστε­ atropello [ατροπέγιο] (ουσ,/αρσ.) 1:
ρημένος. δυστύχημα, 2: καταπάτηση, κατα-
atrasar [ατρασάρ] (ρ.) 1: καθυστερώ, στρατήγηση.
επιβραδύνω, βάζω πίσω, 2: ξεμένω, atroz [ατρόθ] (επίθ.) φρικαλέος φρι-
atraso [ατράσο] (ουσ,/αρσ.) καθυστέ­ κτός αποτρόπαιος,
ρηση, επιβράδυνση, atuendo [ατουένδο] (ουσ,/αρσ.) ενδυ­
atravesado [ατραβεσάδο] (επίθ.) 1: μασία.
διαμπερής, 2: ύπουλος, αιματηρός, atún [ατούν] (ουσ,/αρσ.) τόνος (ψάρι).
atravesaño [ατραβεσάνιο] (ουσ,/αρσ.) atunero [ατουνέρο] 1: (ουσ7αρσ.) ψα­
(Ναυτ.) τραβέρσα, ράς τόνου, 2: (επίθ.) που αναφέρεται
atravesar [ατραβεσάρ] (ρ.) διασχίζω, στον τόνο (ψάρι).
διαπερνώ, aturdido [ατουρδίδο] (επίθ.) ζαλισμέ­
atrayente [ατραγιέν'τε] (επίθ.) ελκυ­ νος σαστισμένος,
στικός, θελκτικός, aturdimiento [ατουρδιμιέν'το] (ουσ./
atreverse [ατρεβέρσε] (ρ.) τολμώ, αρσ.) ζάλη, σάστισμα,
atrevido [ατρεβίδο] (επίθ.) τολμηρός, aturdir [ατουρδίρ] (ρ.) 1: ζαλίζω, 2: σα­
θρασύς. στίζω.
atrevimiento [ατρεβιμι'εν'το] (ουσ./ atusar [ατουσάρ] (ρ.) λειαίνω, ισιώνω
αρσ.) τόλμη, θράσος, μαλλιά.
atribución [ατριμπουθιόν] (ουσ,/θηλ.) audacia [αουδάθια] (ουσ,/θηλ.) τόλμη,
1: αρμοδιότητα, 2: άδεια, θρασύτητα, αυθάδεια,
atribuir [στριμπουίρ] (ρ.) αποδίδω, audaz [αουδάθ] (επίθ.) τολμηρός θρα­
atribular [ατριμπουλάρ] (ρ.) θλίβω, σύ ς αυθάδης αναιδής,
atributivo [στριμπουτίβο] (επίθ.) (Γραμμ.) audibilidad [αουδιμπιλιδάδ] (ουσ./
κατηγορηματικός, θηλ.) ακουστικότητα,
atributo [ατριμπούτο] (ουσ,/αρσ.) 1: audible [αουδίμπλε] (επίθ.) ευδιάκρι­
ιδιότητα, 2: έμβλημα, (Γραμμ.) το κα­ το ς ευκρινής
τηγορούμενο, audición [αουδιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ακ­
atril [ατρίλ] (ουσ,/αρσ.) αναλόγιο εκ­ οή, 2: ακρόαση,
κλησιαστικό, audiencia [αουδιένθια] (ουσ,/θηλ.) 1:
atrincherar [ατριντσεράρ] (ρ.) φτιά­ ακρόαση, 2: ακροατήριο,
χνω χαράκωμα, audífono [αουδίφονο] (ουσ,/αρσ.) ακου­
atrio [άτριο] (ουσ,/αρσ.) πρόναος, προ­ στικό βαρυκοΐας
θάλαμος audiovisual [αουδιοβισουάλ] (επίθ.)
atrocidad [ατροθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) φρι­ οπτικοακουστικός.
καλεότητα, ωμότητα. auditivo [αουδπίβο] (επίθ.) ακουστι­

85
auditor

κός. auscultar [αουσκουλτάρ] (ρ.) στηθο­


auditor [αουδιτόρ] (ουσ,/αρσ.) ακροα­ σκοπώ, ακροάζομαι,
τής. ausencia [αουσένθια] (ουσ,/θηλ.) απου­
auditorio [αουδιτόριο] (ουσ./αρσ.) σία.
ακροατήριο, ausentarse [αουσεν'τάρσε] (ρ.) απου­
auge [άουχε] (ουσ./αρσ.) ακμή, άνθι­ σιάζω.
ση, απόγειο, ausente [αουσέν'τε] (επίθ.) απών.
augurar [αουγουράρ] (ρ.) προφητεύω, auspicio [αουσπίθιο] (ουσ,/αρσ.) αιγί­
προμαντεύω, δα.
augurio [αουγούριο] (ουσ,/αρσ.) οιω­ auspicioso [αουσπιθιόσο] (επίθ.) ελπι-
νός σημάδι, δοφόρος.
augusto [αουγούστο] (επίθ.) σεβαστός, austeridad [αουστεριδάδ] (ουσ,/θηλ.)
aula [άουλα] (ουσ,/θηλ.) αίθουσα, 1: αυστηρότητα, 2: λιτότητα, φειδώ,
aullar [αουγιάρ] (ρ.) ουρλιάζω, austero [αουστέρο] (επίθ.) 1: αυστη­
aullido [αουγίδο] (ουσ,/αρσ.) ουρλια­ ρός 2: λιτός απέριττος,
χτό. austral [αουστράλ] (επίθ.) 1: νότιος 2:
aumentar [αουμεν'τάρ] (ρ.) αυξάνω, μεσημβρινός,
aumentativo [αουμεν'τατίβο] (επίθ.) austríaco [αουστρίακο] 1: (ουσ,/αρσ.)
αυξητικός, Αυστριακός 2: (επίθ.) αυστριακός,
aumento [αουμέν'το] (ουσ,/αρσ.) αύ­ austro [αούστρο] (ουσ,/αρσ.) νότιος
ξηση. άνεμος.
aun [αούν] (επίρρ.) ακόμη και, · aun autarquía [αουταρκία] (ουσ,/θηλ.) αυ­
así, no quiero verle - ακόμη και έτσι, ταρχία, απολυταρχία,
δεν θέλω να τον δω. auténticación [αουτεν'τικαθιόν] (ουσ./
aún [αούν] (επίρρ.) ακόμη, μέχρι τώρα θηλ.) πιστοποίηση, επικύρωση,
• no le he visto aún - δεν τον έχω δει autenticar [αουτεν'τικάρ] (ρ.) πιστο­
ακόμα, ποιώ, επικυρώνω,
aunar [αουνάρ] (ρ.) ενώνω, autenticidad [αουτεν'τιθιδάδ] (ουσ./
aunque [άουνκε] (σύνδ.) αν και, ακόμα θηλ.) αυθεντικότητα, γνησιότητα,
και αν, μολονότι, παρόλο που. auténtico [αουτέν'τικο] (επίθ.) αυθε­
aura [άουρα] (ουσ^θηλ.) αύρα. ντικός γνήσιος,
áureo [άουρεο] (επίθ.) επίχρυσος χρυ­ autentificar [αουτεν'τιφικάρ] (ρ.) απο-
σωμένος. δεικνύω.
aureola [αουρεόλα] (ουσ,/θηλ.) φωτο­ autillo [αουτίγιο] (ουσ./αρσ.) κουκου­
στέφανο. βάγια.
aurícula [αουρίκουλα] (ουσ,/θηλ.) καρ­ autístico [αουτίστικο] (επίθ.) αυτιστι-
διακός κόλπος, κός.
auricular [αουρικουλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) auto [άουτο] (ουσ./αρσ.) αυτοκίνητο,
ακουστικό τηλεφώνου, 2: (επίθ.) ακου­ autoadhesivo [αουτοαδεσίβο] (επίθ.)
στικός αυτοκόλλητος · cinta autoadhesiva
aurora [αουρόρα] (ουσΥθηλ.) χαραυ­ - αυτοκόλλητη ταινία,
γή, αυγή. autobiografía [αουτοβιογραφία] (ουσ./
auscultación [αουσκουλταθιόν] (ουσ./ θηλ.) αυτοβιογραφία,
θηλ.) στηθοσκόπηση, ακρόαση. autobiográfico [αουτοβιογράφικο] (επίθ.)

86
avaluación

αυτοβιογραφικός automovilístico [αουτομοβιλίστικο]


autobús [αουτομπούς] (ουσΥαρσ.) λεω­ (επίθ.) αυτοκίνητος,
φορείο. autonomía [αουτονομία] (ουσΥθηλ.)
autocar [αουτοκάρ] (ουσΥαρσ.) πούλ­ αυτονομία, ανεξαρτησία, αυτοτέ­
μαν. λεια.
autocracia [αουτοκράθια] (ουσΥθηλ.) autonómico [αουτονόμικο] (επίθ.) αυ­
αυταρχία, μοναρχία, τόνομος (περιοχή),
autócrata [αουτόκρατα] (ουσΥαρσ.) autónomo [αουτόνομο] (επίθ.) αυτό­
μονάρχης, νομος.
autocrático [αουτοκράτικο] (επίθ.) αυ­ autopista [αουτοπίοττα] (ουσ./θηλ.)
ταρχικός δεσποτικός απολυταρχι­ αυτοκινητόδρομος,
κός. autopsia [αουτόψια] (ουσΥθηλ.) αυ­
autocrítica [αουτοκρίτικα] (ουσΥθηλ.) τοψία.
αυτοκριτική, autor [αουτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: συγγρα­
autóctono [αουτόκτονο] (επίθ.) αυτό- φέας δημιουργός 2: δράστης,
χθων, γηγενής ιθαγενής, autoridad [αουτοριδάδ] (ουσΥθηλ.)
autodefensa [αουτοδεφένσα] (ουσ./ εξουσία, αρχή (πολιτική), κύρος,
θηλ.) αυτοάμυνα, autoritario [αουτοριτάριο] (επίθ.) αυ­
autodeterminación [αουτοδετερμινα- ταρχικός τυρρανικός, δεσποτικός.
θιόν] (ουσΥθηλ.) αυτοδιάθεση, autoritarismo [αουτοριταρίσμο] (ουσΥ
autodidacto [αουτοδιδάκτο] (επίθ.) αρσ.) αυταρχισμός.
αυτοδίδακτος. autorización [αουτοριθαθιόν] (ουσΥ
autodisciplina [αουτοδισθιπλίνα] (ουσΥ θηλ.) εξουσιοδότηση, άδεια,
θηλ.) αυτοπειθαρχία, autorizar [αουτοριθάρ] (ρ.) εξουσιο­
autódromo [αφτόδρομο] (ουσΥαρσ.) δοτώ, επιτρέπω, εγκρίνω,
αυτοκινητοδρόμιο, autorretrato [αουτορετράτο] (ουσ./
autoescuela [αουτοεσκουέλα] (ουσ./ αρσ.) αυτοπροσωπογραφία,
θηλ.) σχολή οδηγών, autoservicio [αουτοσερβίθιο] (ουσΥ
autógrafo [αουτόγραφο] (ουσΥαρσ.) αρσ.) αυτοεξυπηρέτηση,
αυτόγραφο. autosuficiencia [αουτοσουφιθιένθια]
automaticidad [αουτοματιθιδάδ] (ουσΥ (ουσΥθηλ.) αυτάρκεια.
θηλ.) αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, autosuficiente [αουτοσουφιθιέν'τε]
automático [αουτομάτικο] (επίθ.) αυ­ (επίθ.) αυτάρκης,
τόματος. auxiliar [αουξιλιάρ] (επίθ.) επικουρι­
autom otización [αουτομοτιθαθιόν] κός βοηθητικός,
(ουσΥθηλ.) αυτοματοποίηση, auxilio [αουξίλιο] (ουσΥαρσ.) βοήθεια,
automotizar [αουτομοτιθάρ] (ρ.) αυ- aval [αβάλ] (ουσΥαρσ.) 1: εγγύηση, 2:
τοματοποιώ. εγγυητής,
automóvil [αουτομόβιλ] (ουσΥαρσ.) avalancha [αβαλάντσα] (ουσΥθηλ.)
αυτοκίνητο, χιονοστιβάδα,
automovilismo [αουτομοβιλίσμο] (ουσΥ avalentonado [αβαλεν'τονάδο] (επίθ.)
αρσ.) αυτοκινητισμός υπερόπτης αλαζόνας,
automovilista [αουτομοβιλίστα] (ουσΥ avalorar [αβαλοράρ] (ρ.) αξιολογώ,
αρσ.) αυτοκινητιστής avaluación [αβαλουαθιόν] (ουσΥθηλ.)

87
avaluar

εκτίμηση, φωνία.
avaluar [αβαλουάρ] (ρ.) εκτιμώ, avenerar [αβενεράρ] (ρ.) δηλητηριά­
avalúo [αβαλούο] (ουσ,/αρσ.) εκτίμη­ ζω.
ση. avenida [αβενίδα] (ουσΥθηλ.) λεωφό­
avance [αβάνθε] (συσΥαρσ.) 1: προέ­ ρος.
λαση, 2: πρόοδος, 3: επίτευγμα, avenir [αβενίρ] (ρ.) συμβιβάζω,
avanzado [αβανθάδο] (επίθ.) προχω­ aventadora [αβεν'ταδόρα] (ουσ,/θηλ.)
ρημένος, προωθημένος, λιχνιστική μηχανή,
avanzar [αβανθάρ] (ρ.) 1: προχωρώ, 2: aventajado [αβεν'ταχάδο] (επίθ.) εξέ-
προελαύνω, 3: προοδεύω, χων, διαπρεπής,
avaricia [αβαρίθια] (ουσ7θηλ.) φιλαρ- aventajar [αβεν'ταχάρ] (ρ.) υπερέχω,
γυρία, τσιγκουνιά, πλεονεκτώ, ξεπερνώ,
avaricioso [αβαριθιόσο] (επίθ.) άπλη­ aventar [αβεν'τάρ] (ρ.) λιχνίζω,
στος πλεονέκτης. aventura [αβεν'τούρα] (ουσ,/θηλ.) 1:
avariento [αβαριέν'το] (επίθ.) φιλάρ­ περιπέτεια, 2: τύχη.
γυρος. aventurado [αβεν'τουράδο] (επίθ.) ρι­
avaro [αβάρο] (επίθ.) φιλάργυρος τσι­ ψοκίνδυνος παρακινδυνευμένος
γκούνης μίζερος, aventurar [αβεν'τουράρ] (ρ.) διακιν­
avasallador [αβασαγιαδόρ] (επίθ.) κυ­ δυνεύω, ρισκάρω,
ριαρχικός aventurero [αβεν'τουρέρο] (ουσ,/αρσ.)
avasallamiento [αβασαγιαμιέν'το] (ουσ./ τυχοδιώχτης.
αρσ.) υποταγή, καθυπόταξη. avergonzado [αβεργονθάδο] (επίθ.)
avasallar [αβασαγιάρ] (ρ.) υποδουλώ­ ντροπιασμένος,
νω, υποτάσσω, avergonzar [αβεργονθάρ] (ρ.) ντροπιά­
avasallarse [αβασαγιάρσε] (ρ.) υπο­ ζω.
τάσσομαι, υποκύπτω, avergonzarse [αβεργονθάρσε] (ρ.) ντρέ­
ave [άβε] (ουσ7θηλ.) πτηνό, πομαι.
avecinarse [αβεθινάρσε] (ρ.) προσεγ­ averia [αβερία] (ουσ/θηλ.) βλάβη, (Μηχ.)
γίζω, πλησιάζω, αβαρία.
avecindarse [αβεθιν'τάρσε] (ρ.) γειτο­ averiarse [αβεριάρσε] (ρ.) παθαίνω βλά­
νεύω. βη.
avejentar [αβεχεντάρ] (ρ.) γερνάω, averiguable [αβεριγουάμπλε] (επίθ.)
avellana [αβεγιάνα] (ουσ,/θηλ.) φου­ επαληθεύσιμος
ντούκι. averiguación [αβεριγουαθιόν] (ουσ7
avellano [αβεγιάνο] (ουσ,/αρσ.) φου- θηλ.) 1: επαλήθευση, 2: έρευνα,
ντουκιά. averiguador [αβεριγουαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
avemaria [αβεμαρία] (ουσ,/αρσ.) Χαί- ανακριτής ερευνητής
ρε Μαρία (προσευχή). averiguar [αβεριγουάρ] (ρ.) εξακρι­
avena [αβένα] (ουσ,/θηλ.) βρώμη, βώνω.
avenamiento [αβεναμιέν'το] (ουσ./ averigüetas [αβεριγουέτας] (ουσ./
αρσ.) αποστράγγιση, αρσ.+θηλ.) αδιάκριτος περίεργος
avenar [αβενάρ] (ρ.) αποξηραίνω, απο­ κουτσομπόλης,
στραγγίζω, aversión [αβερσιόν] (ουσ,/θηλ.) απέ­
avenencia [αβενένθια] (ουσ,/θηλ.) συμ­ χθεια, αποστροφή, αντιπάθεια.
azar

avestruz [αβεστρούθ] (ουσ,/αρσ.) φλύκταινα,


στρουθοκάμηλος, avistar [αβιστάρ] (ρ.) διακρίνω,
avetado [αβεν'τάδο] (επίθ.) ραβδω­ avitaminosis [αβιταμινόσις] (ουσ./
τός. θηλ.) αβιταμίνωση.
avezar [αβενζάρ] (ρ.) συνηθίζω, avivar [αβιβάρ] (ρ.) ζωντανεύω, ζωη­
aviación [αβιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αερο­ ρεύω.
πορία. avizor [αβιθόρ] (ουσ,/αρσ.) ενεδρευτής
aviador [αβιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) αερο­ avizorar [αβιθοράρ] (ρ.) ενεδρεύω,
πόρος, πιλότος, παραμονεύω,
avícola [αβίκολα] (επίθ.) πτηνοτροφι- axial [αξιάλ] (επίθ.) αξονικός,
κός. axila [αξίλα] (ουσ7θηλ.) μασχάλη,
avicultor [αβικουλτόρ] (ουσ./αρσ.) axioma [αξίομα] (ουσ,/αρσ.) αξίωμα,
πτηνοτρόφος. axiomático [αξιομάτικο] (επίθ.) αξιω­
avicultura [αβικουλτούρα] (ουσ,/θηλ.) ματικός,
πτηνοτροφία, ay [άι] (επιφ.) άι!, ωχ!, αχ!,
avidez [αβιντέθ] (ουσ,/θηλ.) απληστία, aya [άγια] (ουσ7θηλ.) γκουβερνάντα,
αδηφαγία, νταντά,
ávido [άβιδο] (επίθ.) άπληστος αδη­ ayer [αγιέρ] (επίρρ.) χθες.
φάγος. ayo [άγιο] (ουσ,/αρσ.) παιδαγωγός,
avieso [αβιέσο] (επίθ.) παραμορφωμέ­ ayuda [αγιούδα] (ουσ7θηλ.) βοήθεια,
νος διαστραβλωμένος ayudante [αγιουδάν'τε] (ουσ,/αρσ.) 1:
avilantarse [αβιλαν'τάρσε] (ρ.) αυθα- βοηθός 2: υπασπιστής,
διάζω. ayudar [αγιουδάρ] (ρ.) συντρέχω, βοη­
avilantez [αβιλαν'τέθ] (ουσ,/θηλ.) αυ­ θώ, συμπαρίσταμαι.
θάδεια, θρασύτητα, αγένεια, ayunar [αγιουνάρ] (ρ.) νηστεύω,
avinagrado [αβιναγράδο] (επίθ.) ξι­ ayuno [αγιούνο] (ουσ,/αρσ.) νηστεία,
νός όξινος, ayuntamiento [αγιουν'ταμιέν'το] (ουσ./
avinagrar [αβιναγράρ] (ρ.) ξινίζω, αρσ.) δημαρχείο,
avión [αβιόν] (ουσ,/αρσ.) αεροπλάνο, azabache [αθαμπάτσε] (ουσ,/αρσ.)
avioneta [αβιονέτα] (ουσ,/θηλ.) μικρό στιλπνός άνθρακας για χάντρες,
ελαφρύ αεροσκάφος, azada [αθάδα] (ουσ,/θηλ.) αξίνα, τσά­
avisar [αβισάρ] (ρ.) προειδοποιώ, ει­ πα.
δοποιώ, γνωστοποιώ, azafata [αθαφάτα] (ουσ,/θηλ.) αερο­
aviso [αβίσο] (ουσ,/αρσ.) 1: προειδο­ συνοδός.
ποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, azafate [αθαφάτε] (ουσ,/αρσ.) δίσκος
2: απειλή, 3: αγγελία, διαφήμιση, (σερβιρίσματος),
avispa [αβίσπα] (ουσ,/θηλ.) σφήκα, azafrán [αθαφράν] (ουσ,/αρσ.) 1: ζα­
avispado [αβισπάδο] (επίθ.) έξυπνος φορά, κρόκος 2: κροκί (χρώμα).
ατσίδα. azahar [αθαάρ] (ουσ,/αρσ.) άνθος εσπε-
avispar [αβισπάρ] (ρ.) σπιρουνίζω, ριδοειδούς
ταράζω. azalea [αθαλέα] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) αζα­
avisparse [αβισπάρσε] (ρ.) ταράζομαι, λέα.
avispero [αβισπέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: σφη­ azar [αθάρ] (ουσ,/αρσ.) 1: τύχη, 2: ατυ­
κοφωλιά, 2: χάος 3: (Ιατρ.) κακοήθης χία, αναποδιά.

89
azararse

azararse [αθαράρσε] (ρ.) σφάλλω, azucarero [αθουκαρέρο] (ουσΥαρσ.)


azaroso [αθαρόσο] (επίθ.) ριψοκίνδυ­ 1: ζαχαροποιός, 2: ζαχαριέρα.
νος. azucena [αθουθένα] (ουσΥθηλ.) λευ-
ázimo [άθιμο] (επίθ.) άζυμος, κόκρινος.
ázoe [αθόε] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) άζωτο, azuela [αθουέλα] (ουσΥθηλ.) σκεπάρ-
azogado [αθογάδο] (επίθ.) αεικίνητος, νι.
azogar [αθογάρ] (ρ.) επαργυρώνω, azufre [αθούφρε] (ουσΥαρσ.) (Χημ.)
azogarse [αθογάρσε] (ρ.) είμαι νευρι­ θειάφι.
κός. azufroso [αθουφρόσο] (επίθ.) θειού­
azorado (επίθ.) εξοργισμένος, θυμω­ χος.
μένος. azul [αθούλ] (επίθ.) κυανός, μπλε, γα­
azoramiento [αθοραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) λάζιος.
εκνευρισμός, azulado [αθουλάδο] (επίθ.) κυανόχρους
azorar [αθοράρ] (ρ.) ταράζω, γαλάζιος.
azotar [αθοτάρ] (ρ.) μαστιγώνω, azular [αθουλάρ] (ρ.) κυανίζω, βάφω
azote [αθότε] (ουσΥαρσ.) 1: μαστίγιο, μπλε.
2: μαστίγωμα, 3: ξυλιά, μάστιγα, azulejar [αθουλεχάρ] (ρ.) πλακοστρώνω.
azotea [αθοτέα] (ουσΥθηλ.) ταράτσα, azulejo [αθουλέχο] (ουσΥαρσ.) πλακά­
azúcar [αθούκαρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κι (τοίχου, μπάνιου και πατώματος).
ζάχαρη. azulenco [αθουλένκο] (επίθ.) γαλά­
azucarado [αθουκαράδο] (επίθ.) ζα­ ζιος.
χαρένιος. azuzar [αθουθάρ] (ρ.) εξεγείρω, παρα­
azucarar [αθουκαράρ] (ρ.) ζαχαρώνω. κινώ, ξεσηκώνω.

90
χείο νυχτός πάπια,
bacteria [μπακτέρια] (ουσΥθηλ.) βα­
B, b [μπε] (ουσΥθηλ.) το δεύτερο γράμ­ κτηρίδιο.
μα του ισπανικού αλφαβήτου, bactericida [μπακτεριθίδα] (επίθ.) βα­
baba [μπάμπα] (ουσ./θηλ.) σάλιο, κτηριοκτόνος μικροβιοκτόνος.
babadero [μπαμπαδέρο] (ουσΥαρσ.) bacteriología [μπακτεριολοχία] (ουσΥ
σαλιάρα. θηλ.) βακτηριολογία,
babaza [μπαμπάθα] (ουσΥθηλ.) βλέν- bacteriólogo [μπακτεριόλογο] (ουσΥ
να. αρσ.) βακτηριολόγος.
babearse [μπαμπεάρσε] (ρ.) μου τρέ­ báculo [μπάκουλο] (ουσΥαρσ.) 1: μπα­
χουν τα σάλια, λιγουρεύομαι, στούνι, ραβδί, 2: στήριγμα,
babel [μπαμπέλ] (ουσΥαρσ.+θηλ.) bache [μπάτσε] (ουσΥαρσ.) λακούβα,
αταξία, σκανταλιά, πτώση.
babeo [μπαμπέο] (ουσΥαρσ.) σαλιά­ bachicha [μπατσίτσα] (ουσΥθηλ.) κα­
ρισμα. τακάθια.
babero [μπαμπέρο] (ουσΥαρσ.) σα­ bachiller [μπατσιγιέρ] (ουσΥαρσ.) από­
λιάρα. φοιτος λυκείου,
babieca [μπαμπιέκα] (επίθ.) χαζός, bachillerato [μπατσιγεράτο] (ουσΥ
babor [μπαμπόρ] (ουσΥαρσ.) αριστε­ αρσ.) 1: μέση εκπαίδευση, 2: απολυ­
ρή πλευρά του πλοίου, τήριο Λυκείου,
babosa [μπαμπόσα] (ουσΥθηλ.) γυ­ bachillería [μπατσιγιερία] (ουσΥθηλ.)
μνοσάλιαγκας, φλυαρία.
babosada [μπαμποσάδα] (ουσ./θηλ.) badajazo [μπαδαχάθο] (ουσΥαρσ.) κου­
κουταμάρα, χαζομάρα, βλακεία, δούνισμα,
babosear [μπαμποσεάρ] (ρ.) 1: σαλια­ badajo [μπαδάχο] (ουσΥαρσ.) πολυ­
ρίζω, 2: κάνω βλακείες, λογάς.
baboso [μπαμπόσο] (επίθ.) 1: σαλιά­ badilejo [μπαδιλέχο] (ουσΥαρσ.) μυ­
ρης λιγούρης 2: βλάκας, στρί οικοδόμου,
babucha [μπαμπούτσα] (ουσΥθηλ.) badulaque [μπαδουλάκε] (επίθ.) ευή­
παντόφλα, θης ηλίθιος,
baca [μπάκα] (ουσΥθηλ.) σχάρα αυτο­ badulaquear [μπαδουλακεάρ] (ρ.) φέ-
κινήτου. ρομαι σαν ηλίθιος,
bacalao [μπακαλάο] (ουσ,/αρσ.) βακα- bagaje [μπαγάχε] (ουσΥαρσ.) απο­
λάος μπακαλιάρος, σκευή.
bacanal [μπακανάλ] (ουσΥθηλ.) όργιο, bagatela [μπαγατέλα] (ουσΥθηλ.) μπι­
bacante [μπακάν'τε] (ουσΥθηλ.) βάκ- χλιμπίδι, στολίδι,
χη,γλέντι. bagasa [μπαγάσα] (ουσΥθηλ.) εταίρα,
baceta [μπαθέτα] (ουσΥθηλ.) τράπου­ bagayo [μπαγάγιο] (ουσΥαρσ.) φόρ­
λα. τωμα.
bacía [μπαθία] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, bagazo [μπαγάθο] (ουσΥαρσ.) πολτός
bacilo [μπαθίλο] (ουσΥαρσ.) (Βιολ.) βά­ ζαχαροκάλαμου,
κιλος (μικρόβιο). bagre [μπάγρε] (ουσΥαρσ.) αίλουρος
bacín [μπαθίν] (ουσΥαρσ.) καθίκι. (ψάρι).
bacinilla [μπαθινίγια] (ουσΥθηλ.) δο­ bagual [μπαγουάλ] (ουσ,/αρσ.) άγριο

91
bah

άλογο, - μιλάω χαμηλόφωνα, 2: (προθ.) υπό,


bah [μπα] (εττιφ.) μπα!. κάτω από · bajo el sol - κάτω από τον
bahía [μπαΐα] (ουσ,/θηλ.) όρμος, ήλιο.
bailable [μπα'Λάμπλε] (επίθ.) χορευ­ bajón [μπαχόν] (ουσ,/αρσ.) πτώση,
τικός. bajorrelieve [μπαχορελιέβε] (ουσ./
bailador [μπαιλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) χο­ αρσ.) ανάγλυφο,
ρευτής, bajuno [μπαχούνο] (επίθ.) ταπεινός
bailar [μπαϊλάρ] (ρ.) χορεύω, σεμνός.
bailarín [μπάλαρίν] (ουσ,/αρσ.) χο­ bala [μπάλα] (ουσΥθηλ.) σφαίρα, βόλι.
ρευτής. balacear [μπαλαθεάρ] (ρ.) πυροβολώ,
baile [μπάιλε] (ουσΥαρσ.) χορός, balacera [μπαλαθέρα] (ουσ,/θηλ.) ανταλ­
bailotear [μπαιλοτεάρ] (ρ.) χοροπη­ λαγή πυροβολισμών,
δώ. balada [μπαλάδα] (ουσ,/θηλ.) μπαλά­
baivel [μπαϊβέλ] (ουσ,/αρσ.) φαλτσο- ντα.
γωνιά. baladí [μπαλαδί] (επίθ.) ευτελής μη­
baja [μπάχα] (ουσ,/θηλ.) 1: πτώση, 2: δαμινός ασήμαντος,
κενή θέση, 3: απόλυση, baladrar [μπαλαδράρ] (ρ.) ουρλιάζω,
bajá [μπαχά] (ουσ,/αρσ.) πασάς, baladro [μπαλάδρο] (ουσ,/αρσ.) ουρ­
bajada [μπαχάδα] (ουσ,/θηλ.) κάθο­ λιαχτό.
δος, κατάβαση, baladrón [μπαλαδρόν] (επίθ.) μεγά-
bajamar [μπαχαμάρ] (ουσ,/θηλ.) άμπω­ λαυχος καυχησιάρης κομπαστής,
τη. baladronada [μπαλανδρονάδα] (ουσ./
bajar [μπαχάρ] (ρ.) 1: κατεβαίνω, 2: κα­ θηλ.) καυχησιολογία, κομπορρημο-
τεβάζω, χαμηλώνω, σύνη.
bajel [μπάχελ] (ουσ,/αρσ.) βάρκα πλοί­ baladronear [μπαλανδρονάρ] (ρ.) καυ­
ου. χιέμαι, παινεύομαι,
bajelero [μπαχελέρο] (ουσ,/αρσ.) πλοί­ balance [μπαλάνθε] (ουσ,/αρσ.) ισοζύ­
αρχος. γιο, ισορροπία, ισολογισμός,
bajer [μπάχερ] (ουσ,/αρσ.) σκάφος, balancear [μπαλανθεάρ] (ρ.) ισορρο­
bajero [μπαχέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) μεσο­ πώ.
φόρι, 2: (επίθ.) χαμηλός, balancearse [μπαλανθεάρσε] (ρ.) αιω-
bajeza [μπαχέθα] (ουσ,/θηλ.) χαμέρ­ ρούμαι, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι,
πεια, ευτέλεια, ποταπότητα, balanceo [μπαλανθέο] (ουσ,/αρσ.) αιώ­
bajío [μπαχίο] (ουσ,/αρσ.) αμμουδιά, ρηση, λίκνισμα,
bajista [μπαχίστα] (ουσ./αρσ.) 1: επεν­ balancín [μπαλανθίν] (ουσ,/αρσ.) ζυ-
δυτής 2:μπασί<ττας 3: παίχτης χρη­ γοστάτης λέμβου,
ματιστηρίου, balandrán [μπαλαν'ντράν] (ουσ,/αρσ.)
bajo* [μπάχο] (ουσ,/αρσ.) 1: ισόγειο, 2: ράσο.
(Μουσ.) (α) μπάσο, (β) βαθύφωνος · balandrista [μπαλαν'ντρίστα] (ουσ./
planta baja - ισόγειο · tocar el bajo- αρσ.+ θηλ.) ιστιοπλόος,
παίζω μπάσο. balandro [μπάλάν”ντρο] (ουσ,/αρσ.)
bajoJ [μπάχο] 1: (επίθ.) (α) χαμηλός κότερο.
κοντός (β) χαμερπής ευτελής ποτα- balanza [μπαλάνθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ζυ­
πός (γ) μπάσος · hablar en voz baja γαριά, 2: ισοζύγιο, ισοσκελισμός.

92
ballenera

balar [μπαλάρ] (ρ.) βελάζω. Baleares [μπαλεάρες] (ουσΥθηλ.)


balaustrada [μπαλαουστράδα] (ουσΥ πληθ. Βαλεαρίδες,
θηλ.) περιστύλιο από κιονίσκους, baleo [μπαλέο] (ουσΥαρσ.) πυροβο­
balaustre [μπαλάουστρε] (ουσΥαρσ.) λισμός.
κάγκελο. balero [μπαλέρο] (ουσΥαρσ.) καλούπι
balay [μπαλάι] (ουσΥαρσ.) ψάθινο σφαίρας.
πλεκτό καλάθι, balido [μπαλίδο] (ουσΥαρσ.) βέλα-
balazo [μπαλάθο] (ουσΥαρσ.) βολή, σμα.
πυροβολισμός, balín [μπαλίν] (ουσΥαρσ.) σκάγια,
balbucear [μπαλμπουθεάρ] (ρ.) τραυ­ balista [μπαλίστα] (ουσΥθηλ.) κατα-
λίζω, ψελλίζω, πέλτης.
balbuceo [μπαλμπουθέο] (ουσΥαρσ.) balístico [μπαλίστικο] (επίθ.) βαλλιστι­
τραύλισμα, ψέλλισμα, κός.
balbuciente [μπαλμπουθιέν'τέ] (επίθ.) baliza [μπαλίθα] (ουσΥθηλ.) σημαδού­
τραυλός. ρα.
balbucir [μπαλμπουθίρ] (ρ.) τραυλίζω, balneario [μπαλνεάριο] (ουσΥαρσ.)
balcón [μπαλκόν] (ουσΥαρσ.) μπαλ­ λουτρά, ιαματικά νερά.
κόνι. balompié [μπαλομ'πιέ] (ουσΥαρσ.)
balda [μπάλδα] (ουσΥθηλ.) ράφι (βι­ ποδόσφαιρο,
βλιοθήκης, ντουλάπας). balón [μπαλόν] (ουσΥαρσ.) μπάλα,
baldado [μπαλδάδο] (επίθ.) κουρα­ baloncesto [μπαλονθέστο] (ουσΥαρσ.)
σμένος. καλαθοσφαίριση, μπάσκετ.
baldadura [μπαλδαδούρα] (ουσΥθηλ.) balonmano [μπαλονμάνο] (ουσΥαρσ.)
αναπηρία, χάντμπολ.
baldaquín [μπαλδακίν] (ουσΥαρσ.) balonvolea [μπαλόνμπολέα] (ουσ./
ουρανός κρεβατιού, θηλ.) πετοσφαίριση, βόλεϊμπολ,
baldar [μπαλδάρ] (ρ.) καθιστώ ανάπη­ balota [μπαλότα] (ουσΥθηλ.) σφαιρί­
ρο, σακατεύω, διο, μικρή μπάλα,
balde [μττάλδε] (ουσΥαρσ.) κουβάς, balsa [μπάλσα] (ουσΥθηλ.) 1: σχεδία, 2:
balde [μττάλδε] (επίρρ.) δωρεάν · en νερόλακκος,
balde - μάταια, balsadera [μπαλσαδέρα] (ουσΥθηλ.)
baldear [μπαλδεάρ] (ρ.) αδειάζω νε­ πορθμείο,
ρό. bálsamo [μπάλσαμο] (ουσΥαρσ.) βάλ-
baldío [μπαλδίο] (επίθ.) χέρσος ακαλ­ σαμο.
λιέργητος balsero [μπαλσέρο] (ουσΥαρσ.) πορ­
baldón [μπαλδόν] (ουσΥαρσ.) ύβρις θμέας.
προσβολή, báltico [μπάλτικο] (επίθ.) Βαλτικός,
baldonar [μπαλδονάρ] (ρ.) προσβάλ­ baluarte [μπαλουάρτε] (ουσΥαρσ.)
λω. προμαχώνας,
baldosa [μπαλδόσα] (ουσΥθηλ.) πλα­ balumba [μπαλούμ'μπα] (ουσΥθηλ.)
κάκι, πλάκα, σωρός στοίβα,
balear [μπαλεάρ] (ρ.) πυροβολώ, ballena [μπαγένα] (ουσΥθηλ.) φάλαι­
balear [μπαλεάρ] (επίθ.) Βαλεαριδι- να.
κός. ballenera [μπαγιενέρα] (ουσΥθηλ) φα-

93
ballenero

λαινοθηρικό πλοίο, σμήνος, κοπάδι πουλιών,


ballenero [μπαγιενέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) bandeja [μπαν'ντέχα] (ουσ,/θηλ.) δί­
φαλαινοθήρας, 2: (επίθ.) φαλαινο­ σκος πιατέλα σερβιρίσματος,
θηρικός. bandera [μπαν'ντέρα] (ουσ7θηλ.) ση­
ballesta [μπαγιέστα] (ουσ,/θηλ.) 1: μαία, λάβαρο,
βαλλίστρα, 2: ελατήριο, bandería [μπαν'ντερία] (ουσ,/θηλ.)
ballet [μπαλέτ] (ουσ,/αρσ.) μπαλέτο, φατρία.
bambolearse [μπαμ'μπολεάρσε] (ρ.) banderilla [μπαν'ντερίγια] (ουσ7θηλ.)
λικνίζομαι, σείομαι, κουνιέμαι, μικρό αγκριστροφόρο ακόντιο ταυ­
bamboleo [μπαμ'μπολέο] (ουσ7αρσ.) ρομαχίας,
λίκνισμα. banderín [μπαν'ντερίν] (ουσ7αρσ.) μι­
bambolla [μ πα μ'μπ όγ ια] (ουσ,/θηλ.) κρή σημαία,
απάτη. bandidaje [μπαν'ντιδόχε] (ουσ,/αρσ.)
bambollero [μπαμ'μπογιέρο] (ουσ7 ληστεία.
αρσ.) απατεώνας πλαστός, bandido [μπαν'ντίδο] (ουσ7αρσ.) λη­
bambú [μπαμ'μττου] (ουσ,/αρσ.) μπα­ στής κλέφτης,
μπού. bando [μπάν'ντο] (ουσ7αρσ.) φατρία,
banal [μπανάλ] (επίθ.) κοινός κοινό­ διάταγμα, αναγγελία,
τοπος. bandola [μπαδόλα] (ουσ7θηλ.) μαντο­
banalidad [μπαναλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κοι­ λίνο.
νοτοπία, χυδαιότητα, bandolerismo [μπανδολερίσμο] (ουσ7
banana [μπανάνα] (ουσ,/θηλ.) μπανά­ αρσ.) λησταρχία.
να. bandolero [μπαν'ντολέρο] (ουσ7αρσ.)
bananal [μπανανάλ] (ουσ,/αρσ.) μπα­ ληστής.
νανοφυτεία, bandolina [μπανδολίνα] (ουσ7θηλ.)
banano [μπανάνο] (ουσ,/αρσ.) μπα­ μαντολίνο,
νανιά. bandoneón [μπανδονεόν] (ουσ7αρσ.)
banasta [μπανάστα] (ουσ,/θηλ.) μεγά­ μεγάλο ακορντεόν,
λο καλάθι, κοφίνι, bandurria [μπανδούρια] (ουσ./θηλ.)
banasto [μπανάστο] (ουσ,/αρσ.) στρογ­ έγχορδο μουσικό όργανο,
γυλό καλάθι, banjo [μπάνχο] (ουσ7αρσ.) μπάντζο
banca [μπάνκα] (ουσ./θηλ.) 1: τραπεζι­ (μουσικό όργανο),
κό σύστημα, 2: τράπεζα, banquero [μπανκέρο] (ουσ7αρσ.)
bancario [μπανκάριο] (επίθ.) τραπεζι­ τραπεζίτης,
τικός. banqueta [μπανκέτα] (ουσ7θηλ.) σκα­
bancarrota [μπανκαρότα] (ουσ,/θηλ.) μνί.
1: χρεοκοπία, πτώχευση, 2: αποτυ­ banquete [μπανκέτε] (ουσ./αρσ.) συ­
χία. μπόσιο.
banco [μπάνκο] (ουσ7αρσ.) 1: τράπε­ banquillo [μπανκίγιο] (ουσ7αρσ.)
ζα, 2: πάγκος 3: παγκάκι, εδώλιο.
banda [μπάν'ντα] (ουσ7θηλ.) 1: κορ­ bañadera [μπανιαδέρα] (ουσ./θηλ.)
δέλα, 2: ομάδα, συμμορία, 3: μπάντα, μπανιέρα,
4: πλευρά, 5: σπείρα, bañador [μπανιαδόρ] (ουσ./αρσ.) μα­
bandada [μπαν'ντάδα] (ουσ7θηλ.) γιό.

94
barbicano

bañar [μπανιάρ] (ρ.) λούζω, κάνω μπά­ barajador [μπαραχαδόρ] (επίθ.) που
νιο. εξαρτάται, που αμφισβητεί,
bañera [μπανιέρα] (ουσΥθηλ.) λουτή­ baratear [μπαρατεάρ] (ρ.) ξεπουλάω,
ρας μπανιέρα, baratería [μπαρατερία] (ουσΥθηλ.)
bañista [μπανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) απάτη.
κολυμβητής λουόμενος. baratija [μπαρατίχα] (ουσΥθηλ.) χαζό-
baño [μπάνιο] (ουσΥαρσ.) λουτρό, πραγμα, μπιχλιμπίδι,
μπάνιο. baratillo [μπαρατίγιο] (ουσΥαρσ.)
baptista [μπαπτίστα] (ουσΥαρσ.) βα­ φθηνοπράγματα.
φτιστής barato [μπαράτο] (επίθ.) οικονομικός
baque [μπάκε] (ουσΥαρσ.) γδούπος φθηνός.
βρόντος. baratura [μπαρατούρα] (ουσΥθηλ.)
baqueano [μπακεάνο] 1: (ουσΥαρσ.) φθήνια.
γνώστης της περιοχής 2: (επίθ.) baraúnda [μπαραούνδα] (ουσΥθηλ.)
έμπειρος θόρυβος βαβούρα.
baquelita [μπακελίτα] (ουσ,/αρσ.) βα­ barba [μπάρμπα] (ουσΥθηλ.) μούσι,
κελίτης. γένια.
baqueta [μπακέτα] (ουσΥθηλ.) μπα­ barbacoa [μπαρμπακόα] (ουσΥθηλ.)
γκέτα. ψησταριά, μπάρμπεκιου.
baqueteado [μπακετεάδο] (επίθ.) 1: barbado [μπαρμπάδο] (επίθ.) γενειο-
έμπειρος 2: που έχει υποστεί κακο­ φόρος.
μεταχείριση, barbárico [μπαρμπάρικο] (επίθ.) βαρ-
baquetear [μπακετεάρ] (ρ.) δέρνω, βαρικός.
κακομεταχειρίζομαι, barbaridad [μπαρμπαριδάδ] (ουσ./
baquía [μπακία] (ουσΥθηλ.) εμπειρο- θηλ.) βαρβαρότητα, τρέλα,
γνωμοσύνη. barbarie [μπαρμπάριε] (ουσΥθηλ.)
baquiano [μπακιάνο] 1: (ουσΥαρσ.) αγριότητα, βαρβαρότητα,
γνώστης της περιοχής 2: (επίθ.) barbarismo [μπαρμπαρίσμο] (ουσ./
έμπειρος, αρσ.) βαρβαρισμός.
bar [μπαρ] (ουσΥαρσ.) μπαρ. bárbaro [μπάρμπαρο] (επίθ.) βάρβα­
barabúnda [μπαραούνδα] (ουσΥθηλ.) ρος.
οχλοβοή, φασαρία, barbarote [μπαρμπαρότε] (ουσΥαρσ.)
baraja [μπαράχα] (ουσΥθηλ.) τράπου­ κτήνος.
λα. barbear [μπαρμπεάρ] (ρ.) 1: κουρεύω,
barajar [μπαραχάρ] (ρ.) ανακατώνω, 2: ξυρίζω,
συνδυάζω, barbechar [μπαρμπετσάρ] (ρ.) οργώ­
baranda [μπαράν'ντά] (ουσΥθηλ.) κά­ νω.
γκελο. barbecho [μπαρμπέτσο] (ουσΥαρσ.)
barandal [μπαραν'ντάλ] (ουσΥαρσ.) αγρανάπαυση,
κάγκελο, κουπαστή, barbería [μπαρμπερία] (ουσΥθηλ.)
barandilla [μπαραν'ντίγια] (ουσΥθηλ.) κουρείο.
κουπαστή, barbero [μπαρμπέρο] (ουσΥαρσ.)
barata [μπαράτα] 1: (ουσΥθηλ.) έκπτω­ κουρέας.
ση, 2: φθηνός 3: (επίρρ.) φτηνά. barbicano [μπαρμπικάνο] (επίθ.) ασπρο-

95
barbilam piño

γένης. βαρόμετρο,
barbilampiño [μπαρμπιλαμπίνιο] (επίθ.) barón [μπαρόν] (ουσ,/αρσ.) βαρώνος.
άμουσος baronesa [μπαρονέσα] (ουσ,/θηλ.) βα-
barbilla [μπαρμττίγια] (ουσ./θηλ.) πη­ ρώνη.
γούνι, σαγόνι, baronía [μπαρονία] (ουσ,/θηλ.) βαρω-
barbitúrico [μπαρμπιτούρικο] (επίθ.) νία.
βαρβιτουρικός. barquero [μπαρκέρο] (ουσ,/αρσ.) βαρ­
barbón [μπαρμπόν] (επίθ.) τριχωτός κάρης.
μαλλιαρός. barqueta [μπαρκέτα] (ουσ,/θηλ.) βαρ­
barbot(e)ar (μπαρμποτ(ε)άρ] (ρ.) μουρ­ κούλα.
μουρίζω. barquilla [μπαρκίγια] (ουσ,/θηλ.) κα­
barboteo [μπαρμποτέο] (ουσ,/αρσ.) λάθι.
μουρμούρισμα. barquillo [μπαρκίγιο] (ουσ7αρσ.) χω­
barbudo [μπαρμούδο] (επίθ.) μουσά­ νάκι παγωτού,
τος. barquinazo [μπαρκινάθο] (ουσ,/αρσ.)
barbulla [μπαρμπούγια] (ουσ,/θηλ.) τράνταγμα, ταρακούνημα,
βοή. barra [μπάρα] (ουσ,/θηλ.) 1: βέργα, 2:
barbullar [μπαρμπουγιάρ] (ρ.) 1: θο­ πάγκος μπάρα · servicio de barra -
ρυβώ, 2: φλυαρώ, αυτοεξυπηρέτηση (selfservice).
barca [μπάρκα] (ουσ./θηλ.) βάρκα, barrabasada [μπαραμπασάδα] (ουσ./
λέμβος. θηλ.) πανουργία,
barcada [μπαρκάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: τα­ barraca [μπαράκα] (ουσ./θηλ.) καλύ­
ξίδι, 2: βόλτα με πλοίο, βαρκάδα, βα, παράγκα.
barcaza [μπαρκάθα] (ουσ,/θηλ.) φορ­ barragana [μπαραγάνα] (ουσ,/θηλ.)
τηγίδα, μαούνα, παλλακίδα, (καθ.) πουτάνα.
barco [μπάρκο] (ουσ,/αρσ.) πλοίο, κα­ barranca [μπαράνκα] (ουσ,/θηλ.) χα­
ράβι. ράδρα.
bardo [μπάρδο] (ουσ./αρσ.) βάρδος barranco [μπαράνκο] (ουσ,/αρσ.) φα­
ποιητής ράγγι.
bardoma [μπαρδόμα] (ουσ7θηλ.) ακα­ barrear [μπαρεάρ] (ρ.) χτίζω οδό­
θαρσία, ρύπος βρομιά, φραγμα.
bario [μπάριο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) βά­ barrena [μπαρένα] (ουσ/θηλ.) τρυ­
ριο. πάνι.
barítono [μπαρίτονο] (ουσ,/αρσ.) βα­ barrenar [μπαρενάρ] (ρ.) ανοίγω τρύ­
ρύτονος. πα με τρυπάνι,
barlovento [μπαρλοβέντο] (ουσ,/αρσ.) barrendero [μπαρενντέρο] (ουσ,/αρσ.)
προσήνεμος (καθ.) ορτσαρισμένος. οδοκαθαριστής
barniz [μπαρνίθ] (ουσ,/αρσ.) βερνίκι, barreno [μπαρένο] (ουσ,/αρσ.) διά­
barnizado [μπαρνιθάδο] (ουσ./αρσ.) τρηση.
βερνίκωμα, barreño [μπαρένιο] (ουσ,/αρσ.) λεκά­
barnizar [μπαρνιθάρ] (ρ.) βερνικώνω, νη.
barométrico [μπαρομέτρικο] (επίθ.) barrer [μπαρέρ] (ρ.) σκουπίζω, σαρώ­
βαρομετρικός νω.
barómetro [μπαρόμετρο] (ουσ,/αρσ.) barrera [μπαρέρα] (ουσ,/θηλ.) μπάρα,

96
bastilla

φράγμα, εμπόδιο, barullo [μπαρούγιο] (ουσ,/αρσ.) οχλο­


barrero [μπαρέρο] (ουσ,/αρσ.) λασπώ­ βοή, βαβούρα, αναστάτωση,
δες έδαφος, basalto [μπασάλτο] (ουσ,/αρσ.)
barriada [μπαριάδα] (ουσ,/θηλ.) φτω­ (Ορυκτ.) βασάλτης,
χογειτονιά, basamento [μπασαμέν'το] (ουσ,/αρσ.)
barrica [μπαρίκα] (ουσ./θηλ.) μεγάλο βάση.
βαρέλι. basar [μπασάρ] (ρ.) βασίζω, στηρίζω,
barricada [μπαρικάδα] (ουσ7θηλ.) basca [μπάσκα] (ουσ./θηλ.) ναυτία,
οδόφραγμα, bascosidad [μπασκοσιδάδ] (ουσ./
barrida [μπαρίδα] (ουσΥθηλ.) σάρω- θηλ.) βρομιά,
μα. bascoso [μπασκόσο] (επίθ.) αηδιαστι­
barrido [μπαρίδο] (ουσ,/αρσ.) σάρω- κός, εμετικός,
μα, σκούπισμα. báscula [μπάσκουλα] (ουσ,/θηλ.) ζυ­
barriga [μπαρίγα] (ουσ,/θηλ.) κοιλιά, γαριά, πλάστιγγα,
barrigón [μπαριγόν] (επίθ.) 1: κοιλα- basculante [μπασκουλάν'τε] (ουσ./
ράς 2: χοντρός, αρσ.) εκφορτωτής,
barrigudo [μπαριγούδο] (επίθ.) κοι- bascular [μπασκουλάρ] (ρ.) ταλαντεύο­
λαράς. μαι, γέρνω,
barril [μπαρίλ] (ουσ./αρσ.) βαρέλι, base [μπάσε] (ουσ,/θηλ.) βάση, στή­
barrilería [μπαριλερία] (ουσΥθηλ.) βα­ ριγμα.
ρελοποιείο, básico [μπάσικο] (επίθ.) βασικός, θε­
barrilero [μπαριλέρο] (ουσ,/αρσ.) βα­ μελιώδης,
ρελοποιός, basílica [μπασίλικα] (ουσ7θηλ.) βασι­
barrilete [μπαριλέτε] (ουσ,/αρσ.) βα­ λική (ναός),
ρελάκι. basilisco [μπασιλίσκο] (ουσ./αρσ.) ιγκουά-
barrio [μπάριο] (ουσ,/αρσ.) συνοικία, να.
γειτονιά, προάστιο, basta [μπάστα] (ουσ,/θηλ.) τρύπωμα,
barrizal [μπαριθάλ] (ουσ./αρσ.) βαλ­ bastante [μπαστάν'τε] (επίρρ.) αρκε­
τότοπος. τά.
barro [μπάρο] (ουσ7αρσ.) λάσπη, πη­ bastar [μπαστάρ] (ρ.) αρκώ, φτάνω,
λός. bastardear [μπασταρδεάρ] (ρ.) εκφυ­
barroco [μπαρόκο] (επίθ.) μπαρόκ, λίζω, νοθεύω,
barroquismo [μπαροκίσμο] (ουσ,/αρσ.) bastardía [μπασταρδία] (ουσ,/θηλ.) νο­
ρυθμός μπαρόκ, θεία.
barroso [μπαρόσο] (επίθ.) 1: λασπώ­ bastardilla [μπασταρδίγια] (ουσ,/θηλ.)
δης, 2: κοκκινωπός, 1: πλάγια γράμματα, 2: είδος φλάου­
barrote [μπαρότε] (ουσ,/αρσ.) κάγκε­ του.
λο. bastardo [μπαστάρδο] (ουσ,/αρσ.) νώ-
barruntar [μπαρουν'τάρ] (ρ.) υποψιά­ θος εξώγαμος (καθ.) μπάσταρδος
ζομαι, προαισθάνομαι, bastear [μπαστεάρ] (ρ.) τρυπώνω,
barrunto [μπαρούν'το] (ουσ,/αρσ.) έν­ bastidor [μπαστιδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1:
δειξη, υποψία, πλαίσιο, 2: τελάρο, 3: παρασκήνιο,
bártulos [μπάρτουλος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. bastilla [μπαστίγια] (ουσΥθηλ.) στρί­
υπάρχοντα. φωμα.

97
bastimento

bastimento [μπαστιμέν'το] (ουσΥαρσ.) σχεδία.


εφοδιασμός, bateria [μπατερία] (ουσΥθηλ.) 1: μπα­
bastión [μπαστιόν] (ουσΥαρσ.) προ­ ταρία, 2: ντραμς 3: πυροβολαρχία,
μαχώνας. batida [μπατίδα] (ουσΥθηλ.) 1: χτύπη­
basto [μπάστο] 1: (ουσΥαρσ.) μπα­ μα, 2: έφοδος αστυνομίας επιδρο­
στούνι (τράπουλας), 2: (επίθ.) (α) άξε­ μή-
στος χυδαίος (β) αδρός τραχύς, batido [μπατίδο] (ουσΥαρσ.) ρόφημα
bastón [μπαστόν] (ουσΥαρσ.) 1: μπα­ από γάλα και φρούτα,
στούνι, 2: ρόπαλο, batidora [μπατιδόρα] (ουσΥθηλ.) μί­
bastonazo [μπαστονάθο] (ουσΥαρσ.) ξερ.
μπαστουνιά, batifondo [μπατιφόν'ντο] (ουσΥαρσ.)
bastonera [μπαστονέρα] (ουσΥθηλ.) αναταραχή, ανακατωσούρα,
ομπρελοθήκη, batín [μπατίν] (ουσΥαρσ.) αντρική
basura [μπασούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ποδιά,
απόρριμμα, σκουπίδι, 2: κάδος batir [μπατίρ] (ρ.) χτυπώ,
σκουπιδιών. batista [μπατίστα] (ουσΥθηλ.) βατίστα
basural [μπασουράλ] (ουσΥαρσ.) χω­ (λεπτό ύφασμα).
ματερή. batuquear [μπατουκεάρ] (ρ.) ταρα-
basurero [μπασουρέρο] (ουσΥαρσ.) 1: κουνώ.
σκουπιδιάρης 2: σκουπιδότοπος baturro [μπατούρο] (επίθ.) αγροίκος
bata [μπάτα] (ουσΥθηλ.) ρόμπα, πο­ άξεστος.
διά. batuta [μπατούτα] (ουσΥθηλ.) μπα­
batacazo [μπατακάθο] (ουσΥαρσ.) ρο- γκέτα (διευθυντή ορχήστρας).
παλιά. baúl [μπαούλ] (ουσΥαρσ.) μπαούλο,
batahola [μπαταόλα] (ουσΥθηλ.) σα­ bausa [μπαούσα] (ουσΥθηλ.) τεμπελιά,
ματάς φασαρία, νωθρότητα.
batalla [μπατάγια] (ουσΥθηλ.) μάχη, bausán [μπαουσάν] (ουσΥαρσ.) φυγό­
πάλη, αγώνας, πονος νωθρός,
batallar [μπαταγιάρ] (ρ.) μάχομαι, πο­ bautismal [μπαουτισμάλ] (επίθ.) βα-
λεμώ. φτιστικός.
batallón [μπαταγιόν] (ουσΥαρσ.) τάγ­ bautismo [μπαουτίσμο] (ουσΥαρσ.)
μα. βάφτισμα,
batata [μπατάτα] (ουσΥθηλ.) γλυκο­ bautizar [μπαουτιθάρ] (ρ.) βαφτίζω,
πατάτα. bautizo [μπαουτίθο] (ουσΥαρσ.) βά­
bate [μπάτε] (ουσΥαρσ.) μπαστούνι φτιση.
του μπέιζμπολ. bauxita [μπαουξίτα] (ουσΥθηλ.) (Χημ.)
batea [μπατέα] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, σκά­ βωξίτης,
φη. baya [μπάγια] (ουσΥθηλ.) μούρο,
bateador [μπατεαδόρ] (ουσΥαρσ.) παί­ bayeta [μπαγέτα] (ουσΥθηλ.) πετσέτα,
χτης που χειρίζεται το μπαστούνι του bayo [μπάγιο] (επίθ.) πυρόξανθος.
μπέιζμπολ. bayoneta [μπαγιονέτα] (ουσΥθηλ.) ξι­
batear [μπατεάρ] (ρ.) χτυπώ με το φολόγχη.
μπαστούνι του μπέιζμπολ. bazar [μπαθάρ] (ουσΥαρσ.) παζάρι,
batel [μπατέλ] (ουσΥαρσ.) βαρκούλα, υπαίθρια αγορά.
bendición

bazo [μπάθο] (ουσ./αρσ.) σπλήνα, befa [μπέφα] (ουσ./θηλ.) σαρκασμός


bazofia [μπαθόφια] (ουσ./θηλ.) απαί­ χλευασμός,
σιο φαγητό, befar [μπεφάρ] (ρ.) σαρκάζω,
bazuca [μπαθούκα] (ουσ./θηλ.) μπα- befo [μπέφο] (επίθ.) που έχει χοντρά
ζούκας. χείλια.
bazuquear [μπαθουκεάρ] (ρ.) ανακα­ begonia [μπεγόνια] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.)
τεύω. μπεγκόνι α.
beatería [μπεατερία] (ουσ,/θηλ.) ευσέ­ beige [μπέιζ] (επίθ.) μπεζ.
βεια, ευλάβεια, θεοσέβεια, béisbol [μπέϊσμπολ] (ουσ,/αρσ.) μπέϊ-
beatificación [μπεατιφικαθιόν] (ουσ./ ζμπολ.
θηλ.) μακαρισμός, αγιοποίηση. beisbolista [μπεϊσμπολίστα] (ουσ./
beatificar [μπεατιφικάρ] (ρ.) μακαρί­ αρσ.) παίχτης του μπέϊζμπολ.
ζω, αγιοποιώ. bejuco [μπεχούκο] (ovaJapo.) καλά­
beatífico [μπεατίφικο] (επίθ.) μακά­ μι-
ριος. belicista [μπελιθίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
beatitud [μπεατιτούδ] (ουσ7θηλ.) μα­ πολεμοκάπηλος,
καριότητα, ευδαιμονία, bélico [μπέλικο] (επίθ.) πολεμικός,
beato [μπεάτο] (επίθ.) ευσεβής ευλα­ belicoso [μπελικόσο] (επίθ.) πολεμο­
βής θεοσεβούμενος. χαρής.
bebé [μπεμπέ] (ουσΥαρσ.) μωρό, βρέ­ beligerancia [μπελιγεράνθια] (ουσ./
φος. θηλ.) εμπόλεμη κατάσταση,
bebedero [μπεμπεδέρο] (ουσ,/αρσ.) beligerante [μπελιχεράν'τε] (επίθ.)
ποτίστρα. εμπόλεμος,
bebedizo [μπεμπεδίθο] (επίθ.) πόσι­ bellaco [μπεγιάκο] (επίθ.) μοχθηρός
μος. πονηρός δόλιος,
bebedor [μπεμπεδόρ] (ουσ7αρσ.) πό­ bellaquear [μπεγιακεάρ] (ρ.) εξαπατώ,
της παραπλανώ,
bebendurria [μπεμπενδοΰρια] (ουσ./ bellaquería [μπεγιακερία] (ουσ7θηλ.)
θηλ.) μεθύσι, πανουργία, πονηριά,
beber [μπεμπέρ] 1: (ουσ,/αρσ.) ποτό, belleza [μπεγέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ομορ­
πόση, 2: (ρ.) πίνω. φιά, 2: καλλονή,
bebible [μπεμπίμπλε] (επίθ.) πόσιμος, bello [μπέγιο] (επίθ.) ευειδής όμορ­
bebida [μπεμπίδα] (ουσ./θηλ.) ποτό. φ ος ωραίος,
bebido [μπεμπίδο] (ουσ7αρσ.) πιωμέ­ bellota [μπεγιότα] (ουσ./θηλ.) βελα­
νος μεθυσμένος, νίδι.
beca [μπέκα] (ουσ./θηλ.) υποτροφία, bemba [μπέμ'μπα] (ουσ./θηλ.) σαρκώ­
becario [μπεκάριο] (επίθ.) υπότροφος, δη χείλη.
becerro [μπεθέρο] (ουσ,/αρσ.) δαμάλι, bembo [μπέμ'μπο] (επίθ.) χειλαράς
μικρό μοσχάρι, benceno [μπενθένο] (ουσ./αρσ.) (Χημ.)
bechamel [μπετσαμέλ] (ουσ,/θηλ.) μπε- βενζόλη.
σαμέλ. bencina [μπενθίνα] (ουσ./θηλ.) (Χημ.)
bedel [μπεδέλ] (ουσ./αρσ.) επιστάτης, βενζίνη.
beduino [μπεδουίνο] (ουσΥαρσ.) Βε- bendecir [μπεν'ντεθίρ] (ρ.) ευλογώ,
δουίνος. bendición [μπεν'ντιθιόν] (ουσ,/θηλ.)

99
bendito

ευλογία. αλήτης.
bendito [μπεν'ντίτο] (επίθ.) ευλογημέ­ bergantín [μπεργαντίν] (ουσ./αρσ.)
νος, αγιασμένος, μπρίκι (είδος ιστιοφόρου).
benefactor [μπενεφακτόρ] (ουσ./αρσ.) bermellón [μπερμεγιόν] (ουσ,/αρσ.)
αγαθοεργός, αγαθοποιός ευεργέτης, βερμιγκόν, ερυθρό χρώμα,
beneficencia [μπενεφιθένθια] (ουσ./ berrear [μπερεάρ] (ρ.) μουγκρίζω,
θηλ.) ευεργεσία, αγαθοεργία, ουρλιάζω,
beneficiar [μπενεφιθιάρΗρ.) ωφελώ, berrido [μπερίδο] (ουσ,/αρσ.) μου-
beneficiario [μπενεφιθιάριο] (ουσ./ γκρητό, ουρλιαχτό, στόνος.
ρσ.) δικαιούχος, berrinche [μπερίντσε] (ουσ,/αρσ.) θυ­
beneficio [μπενεφίθιο] (ουσ,/αρσ.) όφε­ μός στενοχώρια (λέγεται συνήθως
λος, κέρδος, ωφέλεια, για τα μικρά παιδιά).
beneficioso [μπενεφιθιόσο] (επίθ.) επι­ berrinchudo [μπεριντσούδο] (επίθ.)
κερδής, επωφελής, ευεργετικός, κακότροπος δύστροπος ευέξαπτος,
benéfico [μπενέφικο] (επίθ.) ευεργετι­ berro [μπέρο] (ουσ,/αρσ.) νεροκάρ­
κός ωφέλιμος χρήσιμος, δαμο.
benemérito [μπενεμέριτο] (επίθ.) αξιέ­ berza [μπέρθα] (ουσ,/θηλ.) λάχανο,
παινος. berzal [μπερθάλ] (ουσ,/αρσ.) λαχανό­
beneplácito [μπενεπλάθιτο] (ουσ,/αρσ.) κηπος,
επιδοκιμασία, συγκατάθεση, besar [μπεσάρ] (ρ.) φιλώ.
benevolencia [μπενεβολένθια] (ουσ./ besarse [μπεσάρσε] (ρ.) φιλιέμαι,
θηλ.) ευμένεια, εύνοια, ευδοκία, beso [μπέσο] (ουσ,/αρσ.) φιλί.
benévolo [μπενέβολο] (επίθ.) εύνους bestia [μπέστια] (ουσ,/θηλ.) κτήνος
ευμενής. τέρας ζώο.
bengala [μπενγάλο] (ουσ,/θηλ.) φωτο­ bestial [μπεστιάλ] (επίθ.) κτηνώδης
βολίδα. bestialidad [μπεστιαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
benignidad [μπενιγνιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κτηνωδία.
καλοσύνη, besugo [μπεσούγο] (ουσ,/αρσ.) χάνος
benigno [μπενίγνο] (επίθ.) ήπιος κα­ (ψάρι).
λοκάγαθος καλοήθης πράος, besuguera [μπεσουγέρα] (ουσ,/θηλ.)
benjamín [μπενχαμίν] (ουσ,/αρσ.) βε- τηγάνι για ψάρια,
νιαμίν, ο μικρότερος, besuquear [μπεοουκεάρ] (ρ.) φιλώ συ­
beodez [μπεοδέθ] (ουσ,/θηλ.) μεθύσι, νεχόμενα,
beodo [μπεόδο] (επίθ.) μεθυσμένος besuqueo [μπεσουκέο] (ουσ,/αρσ.)
μεθύστακας μπεκρής, χαϊδολόγημα,
berberecho [μπερμπερέτσο] (ουσ./ betel [μπετέλ] (ουσ,/αρσ.) ινδοκάρυ-
αρσ.) κυδώνι (είδος θαλασσινού). δο.
berbiquí [μπερμπικί] (ουσ7αρσ.) τρυ­ betún [μπετούν] (ουσ,/αρσ.) 1: λού­
πάνι. στρο παπουτσιών, 2: κατράμι,
berenjena [μπερενχένα] (ουσ,/θηλ.) bi [μπι] (πρόθ.) δι -, αμφι
μελιτζάνα, biberón [μπιμπερόν] (ουσ,/αρσ.) θή­
berenjenal [μπερενχενάλ] (ουσ,/αρσ.) λαστρο, μπιμπερό.
μελιτζανόκηπος Biblia [μπίμπλια] (ουσ,/θηλ.) Βίβλος,
bergante [μπεργάν'τε] (ουσ,/αρσ.) bíblico [μπίμπλικο] (επίθ.) βιβλικός.

100
bigote

bibliófilo [μπιμπλιόφιλο] (ουσΥαρσ.) bienhablado [μπιεναμπλάδο] (επίθ.)


βιβλιόφιλος, καλοειπωμένος.
bibliografía [μπιμπλιογραφία] (ουσΥ bienhadado [μπιεναδάδο] (επίθ.) τυ­
θηλ.) βιβλιογραφία, χερός.
bibliográfico [μττιμπλιογράφικο] (επίθ.) bienhechor [μπιενετσόρ] 1: (ουσΥ
βιβλιογραφικός, αρσ.) ευεργέτης 2: (επίθ.) ευεργετι­
bibliógrafo [μπιμπλιόγραφο] (ουσΥ κός γενναιόδωρος,
αρσ.) βιβλιογράφος. bienintencionado [μπιενιντενθιονάδο]
biblioteca [μπιμπλιοτέκα] (ουσΥθηλ.) (επίθ.) καλοπροαίρετος,
βιβλιοθήκη, bienio [μπιένιο] (ουσΥαρσ.) διετής πε­
bibliotecario [μπιμπλιοτεκάριο] (ουσΥ ρίοδος διετία,
αρσ.) βιβλιοθηκάριος, bienoliente [μπιενολιέν'τε] (επίθ.) ευω-
bicarbonato [μπικαρμπονάτο] (επίθ.) διαοττός εύοσμος μυρωδάτος
(Χημ.) διανθρακικός. bienquerencia [μπιενκερένθια] (ουσΥ
bicentenario [μπιθεν'τενάρισ] (ουσΥ θηλ.) στοργή, τρυφερότητα, φρο­
αρσ.) δισεκατονταετηρίδα. ντίδα.
bíceps [μπίθεπς] (ουσΥαρσ.) δικέφα­ bienquerer [μπιενκερέρ] (ρ.) αγαπώ,
λος μυς. υπεραγαπώ.
bici [μπίθι] (ουσΥθηλ.) ποδήλατο, bienquistar [μπιενκιστάρ] (ρ.) συμφι­
bicicleta [μπιθικλέτα] (ουσΥθηλ.) πο­ λιώνω.
δήλατο. bienvenida [μπιενβενίδα] (ουσΥθηλ.)
bicolor [μπικολόρ] (επίθ.) δίχρωμος, καλωσόρισμα,
biche [μπίτσε] (επίθ.) άγουρος ανώ­ bienvenido [μπιενβενίδο] (επίθ.) ευ-
ριμος. πρόσδεκτος · ¡bienvenido! - καλώς
bicho [μπίτσο] (ουσΥαρσ.) ζωύφιο, ήρθες!.
ζουζούνι, bifásico [μπιφάσικο] (επίθ.) (Ηλεκ.) δι-
bidé [μπιδέ] (ουσΥαρσ.) μπιντές, φασικός.
bidón [μπιδόν] (ουσΥαρσ.) τενεκεδά- bife [μπιφέ] (ουσΥαρσ.) μπριζόλα,
κι. bifocal [μπιφοκάλ] (επίθ.) διεστιακός
bien [μπιέν] 1: (ουσΥαρσ.) καλό, 2: bifurcación [μπιφουρκαθιόν] (ουσΥ
(επίρρ.) καλά, σωστά, επιτυχώς · θηλ.) διακλάδωση,
esíoy bien - είμαι καλά (στην υγεία bifurcado [μπιφουρκάδο] (επίθ.) διχα­
μου) · /bien hecho! - έπραξες σωστά! λωτός.
/καλά έκανες!, bifurcarse [μπιφουρκάρσε] (ρ.) δια-
bienal [μπιενάλ] (επίθ.) διετής, κλαδώνω.
bienandanza [μπιενανδάνθα] (ουσΥ bigamia [μπιγάμια] (ουσΥθηλ.) διγα­
θηλ.) ευημερία, ευζωία, ευτυχία, μία.
bienaventurado [μπιεναβεν'τουράδο] bigamo [μπίγαμο] (επίθ.) δίγαμος,
(επίθ.) μακάριος, ευτυχής, bigardear [μπιγαρδεάρ] (ρ.) τριγυρ-
bienaventuranza [μπιεναβεν'τουράν- νάω, κόβω βόλτες (καθ.) σουλατσά­
θα] (ουσΥθηλ.) μακαριότητα ευδαι­ ρω.
μονία. bigardo [μπιγάρδο] (επίθ.) οκνηρός
bienestar [μπιενεστάρ] (ουσΥαρσ.) ευ­ αργόσχολος,
ημερία, ευζωία. bigote [μπιγότε] (ουσΥαρσ.) μουστά-

101
bigotudo

biológico [μπιολόχικο] (επίθ.) βιολο­


bigotudo [μπιγοτούδο] (ουσ./αρσ.) γικός
μουστακαλής, biólogo [μπιόλογο] (ουσ./αρσ.) βιο­
bigudí [μπιγουδί] (ouoVapo.) μπικου- λόγος.
τΙ. biombo [μπιόμ'μπο] (ουσ./αρσ.) πα-
bilateral [μπιλατεράλ] (επίθ.) διμερής ραβάν.
αμφίπλευρος, biopsia [μπιόπσια] (ουσ./θηλ.) βιοψία,
biliar [μπιλιάρ] (ουσ,/αρσ.) {Ιατρ.) χο­ bioquímico [μπιοκίμικο] 1: (ουσ./αρσ.)
λόλιθος. βιοχημικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.)
bilingüe [μπιλίνγκουε] (επίθ.) δίγλωσ­ βιοχημικός
σος. biotecnología [μπιοτεκνολοχία] (ουσ./
bilingüismo [μπιλινγκουίσμο] (ουσ./ θηλ.) βιοτεχνολογία,
αρσ.) διγλωσσία, bióxido [μπιόξιδο] (ουσ./αρσ.) {Χημ.)
bilioso [μπιλιόσο] (επίθ.) χολώδης. διοξείδιο,
bilis [μπίλις] (ουσ,/θηλ.) χολή. bípedo [μπίπεδο] (ουσ/αρσ.) δίποδο,
billar [μπιγιάρ] (ουσ,/αρσ.) μπιλιάρδο, biplano [μπιπλάνο] (ουσ./αρσ.) διπλά-
billete [μπιγιέτε] (ουσ,/αρσ.) 1: εισιτή­ νο.
ριο, 2: χαρτονόμισμα, birlocha [μπιρλότσα] (ουσ,/θηλ.) χαρ­
billetera [μπιγιετέρα] (ουσ./θηλ.) πορ­ ταετός.
τοφόλι. birreta [μπιρέτα] (ουσ7θηλ.) καπέλο
billón [μπιγιόν] (ουσ7αρσ.) δισεκα­ καρδινάλιου,
τομμύριο, birrete [μπιρέτε] (ουσΥαρσ.) καπέλο
bimensual [μπιμενσουάλ] (επίθ.) δε­ δικαστή.
καπενθήμερος, birria [μπίρια] (ουσ7θηλ.) 1: αηδία,
bimestral [μπιμεστράλ] (επίθ.) δίμη- αποστροφή, 2: χάλι.
νος. bis [μπις] (επίρρ.) δύο φορές,
bimestre [μπιμέστρε] (ουσ./αρσ.) δι- bisabuelo [μπισαμπουέλο] (ουσΥαρσ.)
μηνία. προπάππους,
binario [μπινάριο] (επίθ.) δυαδικός, bisagra [μπισάγρα] (ουσ./θηλ.) μεντε-
bingo [μπίνγκο] (ουσ7αρσ.) μπίνγκο. σές.
binóculos [μπινόκουλος] (ουσ./αρσ.) bisbisar [μπισμπισάρ] (ρ.) μουρμου­
πληθ. κιάλια, ρίζω.
binza [μπίνθα] (ουσ7θηλ.) φλούδα κρεμ­ bisbiseo [μπισμπίσεο] (ουσ,/αρσ.) μουρ-
μυδιού. μούρισμα, μουρμούρα,
biofísica [μπιοφίσικα] (ουσ,/θηλ.) βιο­ bisecar [μπισεκάρ] (ρ.) (Γεωμ.) διχο­
φυσική. τομώ.
biografía [μπιογραφία] (ουσ,/θηλ.) bisel [μπισέλ] (ουσ./αρσ.) λοξή γωνία,
βιογραφία, biselar [μπισελάρ] (ρ.) λοξεύω,
biográfico [βιογράφικο] (επίθ.) βιο- bisexual [μπισεξουάλ] (επίθ.) αμφισε-
γραφικός. ξουαλικός.
biógrafo [βιόγραφο] (ουσ,/αρσ.) βιο­ bisiesto [μπισιέστο] (επίθ.) δίσεκτος,
γράφος. bisnieto [μπισνιέτο] (ουσ./αρσ.) δισέγ­
biología [μπιολοχία] (ουσ,/θηλ.) βιο­ γονος.
λογία. bisonte [μπισόν'τε] (ουσ7αρσ.) βίσο-

102
boa

νας. πλαδαρός,
bisoñé [μπισονιέ] (ουσ./αρσ.) περου- blandura [μπλαν'ντούρα] (ουσΥθηλ.)
κίνι. απαλότητα, τρυφερότητα,
bisoño [μπισόνιο] (επίθ.) άπειρος blanquear [μπλανκεάρ] (ρ.) ασπρίζω,
ανεκπαίδευτος πρωτάρης, λευκαίνω,
bisté [μπιστέ] (ουσΥαρσ.) φιλέτο, blanquecino [μπλανκεθίνο] (επίθ.) ασπρι-
bisturí [μπιστουρί] (ουσΥαρσ.) νυστέ­ δερός
ρι. blanqueo [μπλανκέο] (ουσΥαρσ.) λεύ­
bisutería [μπισουτερία] (ουσΥθηλ.) κανση.
ψεύτικο κόσμημα, φο μπιζού, blasfemador [μπλασφεμαδόρ] (επίθ.)
bizantino [μπιθαν'τίνο] (επίθ.) 1: βυζα­ βλάσφημος,
ντινός 2: άστοχος ανώφελος, blasfemar [μπλαφεμάρ] (ρ.) βλασφη-
bizarría [μπιθαρία] (ουσΥθηλ.) 1: γεν­ μώ.
ναιότητα, 2: γενναιοδωρία, blasfemia [μπλασφέμια] (ουσΥθηλ.)
bizarro [μπιθάρο] (επίθ.) 1: γενναίος 2: βλασφημία,
γενναιόδωρος, blasfemo [μπλασφέμο] (ουσΥαρσ.),
bizcar [μπιθκάρ] (ρ.) αλληθωρίζω, (επίθ.) βλάσφημος,
bizco [μπίθκο] (επίθ.) αλλήθωρος, blasón [μπλασόν] (ουσΥαρσ.) θυρεός
bizcochería [μπιθκοτσερία] (ουσΥθηλ.) οικόσημο,
ζαχαροπλαστείο μπισκότων, bledo [μπλέδο] (ουσΥαρσ.) ασημαντό-
bizcocho [μπιθκότσο] (ουσΥαρσ.) κέικ. τητα · me interesa un bledo - δε με
bizma [μπίθμα] (ουσΥθηλ.) κατάπλα­ ενδιαφέρει καθόλου,
σμα. blindado [μπλινδάδο] (επίθ.) 1: θωρα­
bizquear [μπιθκεάρ] (ρ.) αλληθωρίζω, κισμένος 2: αλεξίσφαιρος
λοξοκοιτάζω, στραβίζω, blindaje [μπλιν'ντάχε] (ουσΥαρσ.) θω-
bizquera [μπιθκέρα] (ουσΥθηλ.) αλλη- ράκιση.
θώρισμα, στραβισμός. blindar [μπλιν'ντάρ] (ρ.) θωρακίζω,
Blancanieves [μπλανκανιέβες] (ουσΥ bloc [μπλοκ] (ουσΥαρσ.) σημειωματά­
θηλ.) Χιονάτη, ριο.
blanco [μπλάνκο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) στό­ blocar [μπλοκάρ] (ρ.) μπλοκάρω.
χος (β) λευκό, άσπρο, 2: (επίθ.) λευ­ blondo [μπλόν'ντο] (επίθ.) ξανθός,
κός άσπρος. bloque [μπλόκε] (ουσΥαρσ.) 1: μπλοκ,
•me quedé en blanco - έμεινα άφωνος ομάδα, συνασπισμός 2: πλίνθος 3:
• dar en el blanco - βρίσκω στόχο, οικοδομικό τετράγωνο,
blancura [μπλανκούρα] (ουσΥθηλ.) λευ­ bloquear [μπλοκεάρ] (ρ.) 1: μπλοκά­
κότητα, ασπρίλα, ρω, αποκλείω, αποκόβω, 2: περικυ-
blancuzco [μπανκούθκο] (επίθ.) ασπρου­ κλώνω.
λιάρης ασπριδερός bloqueo [μπλοκέο] (ουσΥαρσ.) 1: μπλό­
blandengue [μπλαν'ντένγκε] (επίθ.) κο, αποκλεισμός 2: περικύκλωση,
αδύναμος μαλακός, μαλθακός, bluf [μπλούφ] (ουσΥαρσ.) μπλόφα,
blandir [μπλαν'ντίρ] (ρ.) κραδαίνω, blusa [μπλούσα] (ουσΥθηλ.) μπλούζα,
σείω. blusón [μπλουσόν] (ουσΥαρσ.) που­
blando [μπλάν'ντο] (επίθ.) μαλακός, καμίσα,
blanducho [μπλαν'ντούτσο] (επίθ.) boa [μπόα] (ουσΥθηλ.) βόας.

103
boato

boato [μποάτο] (ουσ,/αρσ.) φιγούρα, bocamina [μποκαμίνα] (ουσ7θηλ.) εί­


επίδειξη. σοδος ορυχείου,
bobada [μπομπάδα] (ουσ,/θηλ.) μω­ bocana [μποκάνα] (ουσ,/θηλ.) εκβολή
ρολογία, βλακεία, ανοησία, ποταμού.
bobalicón [μπομπαλικόν] (επίθ.) πα­ bocanada [μποκανάδα] (ουσ,/θηλ.) 1:
νηλίθιος. γουλιά, ρουφηξιά, τζούρα, 2: πνοή.
bobetas [μπομπέτας] (επίθ.) ευήθης, bocazas [μποκάθας] (ουσ7αρσ.) φλύα­
ηλίθιος. ρος πολυλογάς,
bobera [μπομπέρα] (ουσ,/θηλ.) χαζο­ boceras [μποθέρας] (επίθ.) χαζός,
μάρα, σαχλαμάρα, boceto [μποθέτο] (ουσ,/αρσ.) 1: προ­
bobería [μπομπερία] (ουσ,/θηλ.) ανοη­ σχέδιο, 2: πρόπλασμα, μακέτα,
σία, κουταμάρα, bocina [μποθίνα] (ουσ,/θηλ.) κόρνα,
bobina [μπομπίνα] (ουσ,/θηλ.) καρού­ κλάξον.
λι. bocinazo [μποθινάθο] (ουσ./αρσ.)
bobinar [μπομπινάρ] (ρ.) τυλίγω (πάνω κορνάρισμα.
σε καρούλι). bocio [μπόθιο] (ουσ,/αρσ.) (Ιατρ.)
bobo [μπόμπο] (επίθ.)Ι: μωρός, βλά­ βρογχοκήλη,
κας, κουτός 2: απλοϊκός 3: κλόουν, bocón [μποκόν] (επίθ.) 1: αδιάκριτος
boca [μπόκα] (ουσ7θηλ.) 1: στόμα, 2: 2: μεγαλόστομος,
είσοδος άνοιγμα, 3: έξοδος 4: στό­ bocoy [μποκόι] (ουσ,/αρσ.) βαρέλα,
μιο, 5: αρχή · la boca del metro - η bochar [μποτσάρ] (ρ.) 1: απορρίπτω,
είσοδος του μετρό · andar de boca 2: διώχνω,
en boca - από στόμα σε στόμα · se boche [μπότσε] (επίθ.) σνομπ.
quedó con la boca abierta - έμεινε bochinche [μποτσίντσε] (ουσ,/αρσ.)
με το στόμα ανοιχτό · boca de río - αναστάτωση, αναταραχή,
εκβολή ποταμού · a boca de invierno bochinchear [μποτσιντσεάρ] (ρ.) προ­
- στην αρχή του χειμώνα, καλώ αναταραχή,
bocabajo [μποκαμπάχο] (επίρρ.) μπρού­ bochinchero [μποτσιντσέρο] (ουσ./
μυτα. αρσ.) ταραχοποιός σαματατζής,
bocacalle [μποκακάγιε] (ουσ,/θηλ.) bochorno [μποτσόρνο] (ουσ,/αρσ.) 1:
παράδρομος. κουφόβραση, 2: δυσφορία, αποπνιγ-
bocadillo [μποκαδίγιο] (ουσ./αρσ.) σά­ μός 3: ντροπή,
ντουιτς. boda [μπόδα] (ουσ,/θηλ.) γάμος,
bocadito [μποκαδίτο] (ουσ,/αρσ.) μπου­ bodega [μποδέγα] (ουσ,/θηλ.) 1: κάβα,
κιά. κρασοπωλείο, 2: υπόγειο, 3: αμπάρι,
bocado [μποκάδο] (ουσ,/αρσ.) μπου­ bodegón [μποδεγόν] (ουσ,/αρσ.) οι­
κιά, δάγκωμα · lo comió en un κονομικό εστιατόριο, ταβέρνα,
bocado - το έκανε μια χαψιά, bodeguero [μποδεγέρο] (ουσ,/αρσ.)
bocajarro [μποκαχάρο] (επίρρ.) · α οινοπώλης.
bocajarro - εν ψυχρώ, αιφνίδια, bodorrio [μποδόριο] (ουσ,/αρσ.) σα­
bocallave [μποκαγιάβε] (ουσ,/θηλ.) ματατζίδικη παρέα,
κλειδαρότρυπα, bodrio [μπόδριο] (ουσ,/αρσ.) ανακα­
bocamanga [μποκαμάνγκα] (ουσ./ τωσούρα,
θηλ.) μανσέτα. bofetada [μποφετάδα] (ουσ,/θηλ.) χα­

104
bombilla

στούκι. λινγκ.
bofetón [μποφετόν] (ουσ,/αρσ.) καρ­ bólido [μπόλιδο] (ουσ./αρσ.) 1: βολί­
παζιά. δα, 2: αγωνιστικό αυτοκίνητο,
boga [μπόγα] (ουσ,/θηλ.) 1: κωπηλα­ bolígrafo [μπολίγραφο] (ουσ,/αρσ.)
σία, 2: μόδα. στυλό διαρκείας
bogar [μπογάρ] (ρ.) κωπηλατώ, bolillo [μπολίγιο] (ουσ./αρσ.) 1: κου­
bogavante [μπογαβάν'τε] (ουσ,/αρσ.) βαρίστρα για δαντέλα, 2: στρογγυλό
1: κωπηλάτης 2: αστακός ψωμί.
bohemio [μποέμισ] (ουσ,/αρσ.) Βοη- bolo [μπόλο] (ουσ7αρσ.) μπάλα του
μός. μπόουλινγκ.
bohío [μποίο] (ουσ7αρσ.) καλύβι, bolsa [μπόλσα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσάντα,
boicot [μποΐκότ] (ουσ,/αρσ.) εμπάρ­ σακούλα, σάκος σακούλι συσκευα-
γκο, μποϊκοτάζ, σίας 2: θύλακας 3: χρηματιστήριο,
boicotear [μποϊκοτεάρ] (ρ.) μποϊκο­ bolsillo [μπολσίγιο] (ουσ,/αρσ.) τσέπη,
τάρω. bolsista [μπολσίστα] (ουσ,/αρσ.) χρη­
boina [μποΐνα] (ουσ,/θηλ.) μπερές ματιστής.
bojote [μποχότε] (ουσ,/αρσ.) σωρός bolso [μπόλσο] (ουσ,/αρσ.) γυναικεία
στοίβα, τσάντα · bolso de viage - σάκος τα­
bol [μπολ] (ουσ,/αρσ.) μπολ. ξιδιού.
bola [μπόλα] (ουσ,/θηλ.) 1: βώλος bolladura [μπογιαδούρα] (ουσ7θηλ.)
μπάλα, 2: ψέμα. 1: βαθούλωμα, 2: εξόγκωμα,
bolada [μπολάδα] (ουσ7θηλ.) ρίψη bollería [μπογιερία] (ουσ,/θηλ.) αρτο­
σφαίρας. ποιείο, ζαχαροπλαστείο,
bolado [μπολάδο] (ουσ,/αρσ.) υπόθε­ bollero [μπογιέρο] (ουσ,/αρσ.) αρτο­
ση. ποιός ζαχαροπλάστης,
boleada [μπολεάδα] (ουσ,/θηλ.) γυά­ bollo [μπόγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: τσουρέκι,
λισμα παπουτσιών. 2: βαθούλωμα,
bolear [μπολεάρ] (ρ.) λουστράρω, bomba [μπόμ'μπα] (ουσ,/θηλ.) 1: βόμ­
bolera [μπολέρα] (ουσ,/θηλ.) διάδρο­ βα, 2: αντλία,
μος του μπόουλινγκ. bombacho [μπομ'μπάτσο] (επίθ.)
bolero [μπολέρο] (ουσ7αρσ.) 1: ψεύ­ φαρδουλός,
τη ς 2: μπολερό, 3: λουστραδόρος, bombardear [μπομ'μπαρδεάρ] (ρ.)
boleta [μπολέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: πάσο, βομβαρδίζω,
άδεια, εισιτήριο, 2: ψηφοδέλτιο, bombardeo [μπομ'μπαρδέο] (ουσ./
boletería [μπολετερία] (ουσ,/θηλ.) γκι­ αρσ.) βομβαρδισμός (αεροσκάφος).
σέ εισιτηρίων, πρακτορείο, bombardero [μ π ο μ 'μ π α ρ δ έ ρ ο ] (ουσ./
boletero [μπολετέρο] (ουσ,/αρσ.) εκ­ αρσ.) βομβαρδιστικό,
δότης εισιτηρίων, bombástico [μπομ'μπάστικο] (επίθ.)
boletín [μπολετίν] (ουσ,/αρσ.) δελτίο, πομπώδης,
boleto [μπολέτο] (ουσ,/αρσ.) 1: εισιτή­ bombear [μπομ'μττεάρ] (ρ.) 1; αντλώ,
ριο, 2: δελτίο, λαχνός, 2: ανατινάζω,
boli [μπόλι] (ουσ,/αρσ.) συντμ. του bombero [μπομ'μπέρο] (ουσ7αρσ.)
bolígrafo. πυροσβέστης,
boliche [μπολίτσε] (ουσ,/αρσ.) μπόου- bombilla [μπομ'μπίγια] (ουσ,/θηλ.) λαμπτή­

105
bombo

ρας γλόμπος, αυτός που μένει με το στόμα ορθά­


bombo [μπόμ'μττο] ΐ: (ουσ./αρσ.) (α) νοιχτο, (μτφ.) που μένει κατάπλη­
κληρωτίδα, (β) τύμπανο, (γ) υπερβο­ κτος.
λικός έπαινος 2: (επίθ.) αποσβολω­ boquilla [μποκίγια] (ουσΥθηλ.) 1: στό­
μένος αποχαυνωμένος, μιο, 2: πίπα, 3: τσιγαροθήκη,
bombón [μπομ'μπόν] (ουσ,/αρσ.) σο- bórax [μπόραξ] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) βό-
κολατάκι. ρακας.
bombona [μπομ'μττόνα] · (ουσΥθηλ.) borboll(e)ar [μπορμπογι(ε)άρ] (ρ.) αφρί­
μπουκάλα, φιάλη, ζω, κοχλάζω,
bombonera [μπομ'μπονέρα] (ουσ./ borbollón [μπορμπογιόν] (ουσΥαρσ.)
θηλ.) μπομπονιέρα, άφρισμα.
bomboneria [μπομ'μπονερία] (ουσΥ borbotar [μπορμποτάρ] (ρ.) αφρίζω,
θηλ.) ζαχαροπλαστείο, κοχλάζω.
bonachón [μπονατσόν] (επίθ.) άκα- borceguí [μπορθεγί] (ουσΥαρσ.) πλε­
κος, άδολος, χτό καλτσάκι μωρού,
bonanza [μπονάνθα] (ουσΥθηλ.) 1: borda [μπόρδα] (ουσΥθηλ.) κουπα­
μπουνάτσα, 2: ευημερία, στή.
bondad [μπον'ντάδ] (ουσΥθηλ.) καλο­ bordado [μπορδάδο] (ουσΥαρσ.) κέ­
σύνη, ευγένεια, ντημα.
bondadoso [μπον'νταδόσο] (επίθ.) κα­ bordador/a [μπορδαδόρ/α] (ουσΥ
λόκαρδος καλοκάγαθος ευγενικός, αρσ.+ θηλ.) κεντητής κεντήστρα,
bonete [μπονέτε] (ουσΥαρσ.) καπέλο bordar [μπορδάρ] (ρ.) κεντώ,
ιερέα. borde [μπόρδε] (ουσΥαρσ.) 1: περιθώ­
bongo [μπόνγκο] (ουσΥαρσ.) μεγάλο ριο, 2: άκρη, χείλος,
κανό. bordear [μπορδεάρ] (ρ.) κινούμαι
boniato [μπονιάτο] (ουσΥαρσ.) γλυκο­ στην περιφέρεια, περιβάλλω,
πατάτα. bordillo [μπορδίγιο] (ουσΥαρσ.) κρά­
bonificación [μπονιφικαθιόν] (ουσ./ σπεδο.
θηλ.) βελτίωση, bordo [μπόρδο] (ουσΥαρσ.) (Ναυτ.)
bonificar [μπονιφικάρ] (ρ.) 1: βελτιώ­ κατάστρωμα · a bordo - επί του σκά­
νω, 2: κάνω έκπτωση, φους.
bonito [μπονίτο] 1: (ουσΥαρσ.) τόνος boreal [μπορεάλ] (επίθ.) βόρειος
(ψάρι), 2: (επίθ.) ευειδής ωραίος bórico [μπόρικο] (επίθ.) (Χημ.) βορι-
όμορφος, κός.
bono [μπόνο] (ουσΥαρσ.) 1: κουπόνι, boricua [μπορίκουα] (ουσΥαρσ.) Πορ-
απόδειξη, 2: ομόλογο, τορικανός.
boquear [μποκεάρ] (ρ.) 1: εκστομίζω, borla [μπόρλα] (ουσΥθηλ.) φούντα,
ανοίγω το στόμα, 2: είμαι στο τέλος borne [μπόρνε] (ουσΥαρσ.) πόλος,
πεθαίνω, ψυχορραγώ, bornear [μπορνεάρ] (ρ.) κάμπτω, λυ­
boquerón [μποκερόν] (ουσΥαρσ.) γίζω.
γαύρος (ψάρι). borneo [μπόρνεο] (ουσΥαρσ.) κάμψη,
boquete [μποκέτε] (ουσΥαρσ.) άνοιγ­ borra [μπόρα] (ουσΥθηλ.) γέμιση μα­
μα, ρωγμή, ξιλαριού.
boquiabierto [μποκιαμπιέρτο] (επίθ.) borrachera [μπορατσέρα] (ουσΥθηλ.)

106
bóveda

μεθύσι, μέθη · ayer me pillé una φλασκί, ασκί.


borrachera increíble - χθες μέθυσα botadero [μποταδέρο] (ουσ,/αρσ.)
πάρα πολύ. χωματερή,
borracho [μποράτσο] (επίθ.) 1: μεθυ­ botánica [μποτάνικα] (ουσ./θηλ.) βο­
σμένος 2 μεθύστακας, αλκοολικός τανική.
μπεκρής. botánico [μποτάνικο] (επίθ.) βοτανι­
borrador [μποραδόρ] (ουσ,/αρσ.) κός.
πρόχειρο, botanista [μποτανίστα] (ουσ7αρσ.+
borradura [μποραδούρα] (ουσ,/θηλ.) θηλ.) βοτανολόγος,
σβήσιμο, διαγραφή, botar [μποτάρ] (ρ.) 1: καθελκύω, 2:
borrar [μποράρ] (ρ.) σβήνω, διαγρά­ πετώ, ρίχνω με δύναμη, 3: πηδώ,
φω. αναπηδώ,
borrasca [μποράσκα] (ουσ,/θηλ.) θύελ­ botarate [μποταράτε] (επίθ.) 1: ηλί­
λα, καταιγίδα, μπουρίνι. θιος 2: σπάταλος,
borrascoso [μπορασκόσο] (επίθ.) θυελ­ bote [μπότε] (ουσ,/αρσ.) 1: γυάλινο
λώδης. βάζο, μπουκαλάκι, 2: λέμβος 3: ανα­
borrego [μπορέγο] (ουσ,/αρσ.) πρό­ πήδημα, γκελ.
βατο. botella [μποτέγια] (ουσ,/θηλ.) μπου­
borricada [μπορικάδα] (ουσ,/θηλ.) ανο­ κάλι, φιάλη,
ησία. botica [μποτίκα] (ουσ,/θηλ.) φαρμα­
borrico [μπορίκο] (ουσ./αρσ.) γαϊδού­ κείο.
ρι. boticario [μποτικάριο] (ουσ,/αρσ.) φαρ­
borrón [μπορόν] (ουσ,/αρσ.) μουτζού- μακοποιός
ρωμα, μουτζούρα, λεκές. botija [μποτίχα] (ουσ,/θηλ.) πήλινη κα­
borronear [μπορονεάρ] (ρ.) μουτζου- νάτα.
ρώνω. botín [μποτίν] (ουσ,/αρσ.) 1: κλοπι­
borroso [μπορόσο] (επίθ.) θολός θα­ μαία, λάφυρα, 2: δερμάτινη κνημίδα.
μπός. botina [μποτίνα] (ουσ,/θηλ.) πλεχτό
borujo [μπορούχο] (ουσ,/αρσ.) ελαιο­ μποτάκι μωρού,
πυρήνας. botiquín [μποτικίν] (ουσ,/αρσ.) φορη­
borujón [μπορουχόν] (ουσ,/αρσ.) οί­ τό φαρμακείο,
δημα, πρήξιμο, εξόγκωμα, boto [μπότο] (επίθ.) 1: αμβλύς 2: ανια­
boscoso [μποσκόσο] (επίθ.) δασώδης, ρός βαρετός,
bosque [μπόσκε] (ουσ,/αρσ.) δάσος, botón [μποτόν] (ουσ7αρσ.) κουμπί ·
bosquejar [μποσκεχάρ] (ρ.) 1: σκιτσά- los botones de su camisa son rojos
ρω, 2: προσχεδιάζω, - τα κουμπιά του πουκαμίσου του
bosquejo [μποσκέχο] (ουσ,/αρσ.) 1: είναι κόκκινα · pulse el botón para
σκίτσο, 2: προσχέδιο, entrar - πατήστε το κουμπί για να
bosta [μπόστα] (ουσ./θηλ.) κοπριά, εισέλθετε.
bostezar [μποστεθάρ] (ρ.) χασμουριέ­ botonadura [μποτοναδούρα] (ουσ7
μαι. θηλ.) σειρά κουμπιών,
bostezo [μποστέθο] (ουσ,/αρσ.) χα­ botulismo [μποτουλίσμο] (ουσ7αρσ.)
σμουρητό, τροφική δηλητηρίαση,
bota [μπότα] (ουσ,/θηλ.) 1: μπότα, 2: bóveda [μπόβεδα] (ουσ7θηλ.) θόλος.

107
bovino

bovino [μποβίνο] (επίθ.) βοδινός, bravio [μπραβίο] (επίθ.) άγριος ανή­


boxeador [μποξεαδόρ] (ουσΥαρσ.) μερος.
πυγμάχος, μποξέρ. bravo [μπράβο] (επίθ.) γενναίος θαρ­
boxear [μποξεάρ] (ρ.) πυγμαχώ, ραλέος ανδρείος,
boxeo [μποξέο] (ουσΥαρσ.) πυγμαχία, bravucón [μπραβουκόν] 1: (ουσΥαρσ.)
bóxer [μπόξερ] (ουσΥαρσ.) μπόξερ νταής ψευτοπαλικαράς 2: (επίθ.)
(ράτσα σκύλου). τραμπούκος,
boya [μπόγια] (ουσΥθηλ:) σημαδού­ bravura [μπραβούρα] (ουσΥθηλ.) γεν­
ρα. ναιότητα, αγριότητα,
boyante [μπογιάν'τε] (επίθ.) αυτός που braza [μπράθα] (ουσΥθηλ.) (Ναυτ.) ορ­
επιπλέει, ο επιπλέων. γιά (μονάδα μέτρησης).
boyar [μπογιάρ] (ρ.) επιπλέω, brazada [μπραθάδα] (ουσΥθηλ.) 1:
bozal [μποθάλ] (ουσΥαρσ.) φίμωτρο, άνοιγμα και κλείσιμο των μπράτσων,
bozo [μπόθο] (ουσΥαρσ.) χνούδι, όπως στο κολύμπι, 2: αγκαλιά,
bracear [μπραθεάρ] (ρ.) κουνώ τα brazal [μπραθάλ] (ουσΥαρσ.) περι­
μπράτσα μου. βραχιόνιο,
bracero [μπραθέρο] (ουσΥαρσ.) εργά­ brazalete [μπραθαλέτε] (ουσΥαρσ.)
τη ς μεροκαματιάρης. βραχιόλι.
braga [μπράγα] (ουσΥθηλ.) 1: κιλότα, brazo [μπράθο] (ουσΥαρσ.) 1: βραχίο­
2: πάνα. νας μπράτσο, 2: κλαδί δέντρου,
bragadura [μπραγαδούρα] (ουσΥθηλ.) brea [μπρέα] (ουσΥθηλ.) πίσσα, κα­
καβάλος. τράμι.
braguero [μπραγέρο] (ουσΥαρσ.) κη­ brebaje [μπρεμπάχε] (ουσΥαρσ.) φίλ­
λεπίδεσμος, τρο.
bragueta [μπραγέτα] (ουσ./ θηλ.) brecha [μπρέτσα] (ουσΥθηλ.) 1: παρά­
μπ ρ οστινό άνοιγμα του παντε­ βαση, 2: ρωγμή,
λονιού. brega [μπρέγα] (ουσΥθηλ.) καβγάς,
bramante [μπραμάν'τέ] (ουσΥαρσ.) 1: bregar [μπρεγάρ] (ρ.) παλεύω, πολε­
επίδεσμος 2: σπάγγος. μάω.
bramar [μπραμάρ] (ρ.) βρυχώμαι, bren [μπρεν] (ουσΥαρσ.) πίτουρο,
μουγκρίζω, brete [μπρέτε] (ουσΥαρσ.) δεσμά.
bramido [μπραμίδο] (ουσΥαρσ.) βρυ­ bretón [μπρετόν] 1: (ουσΥαρσ.) λα­
χηθμός μούγκρισμα. χανάκι Βρυξελλών, 2: Βρετανός 3:
branquia [μπράνκια] (ουσΥθηλ.) βράγ­ (επίθ.) βρετανικός,
χια. breva [μπρέβα] (ουσΥθηλ.) σύκο.
brasa [μπράσα] (ουσΥθηλ.) θράκα, breve [μπρέβε] (επίθ.) σύντομος,
brasero [μπρασέρο] (ουσΥαρσ.) μα­ brevedad [μπρεβεδάδ] (ουσΥθηλ.)
γκάλι. συντομία, συνοπτικότητα.
bravata [μπραβάτα] (ουσΥθηλ.) απει­ brevete [μπρεβέτε] (ουσΥαρσ.) 1: ση­
λή, φοβέρα, μείωση, 2: τίτλος επικεφαλίδα,
bravear [μπραβεάρ] (ρ.) 1: μεγαλοστο- breviario [μπρεβιάριο] (ουσΥαρσ.)
μώ, 2: απειλώ, φοβερίζω, προσευχητάρι.
braveza [μπραβέθα] (ουσΥθηλ.) αγριό­ brezal [μπρεθάλ] (ουσΥαρσ.) χερσό­
τητα, γενναιότητα. τοπος.

108
brújula

brezo [μπρέθο] (ουσ./αρσ.) (Βοτ.) ρεί­ τσα, κούμπωμα, αγκράφα,


κι. brocheta [μπροτσέτα] (ουσ,/θηλ.) σού­
briba [μπρίμπα] (ουσ./θηλ.) αργόσχο­ βλα.
λη ζωή. broma [μπρόμα] (ουσ,/θηλ.) αστείο ·
bribón [μπριμπόν] 1: (ουσ,/αρσ.) απα­ lo dije en broma - το είπα για αστείο,
τεώνας 2: (επ(θ.) κατεργάρης bromear [μπρομεάρ] (ρ.) αστειεύομαι,
bribonada [μπριμπονάδα] (ουσ,/θηλ.) bromuro [μπρομούρο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.)
απατεωνιά, κατεργαριά, πανουργία, βρωμιούχο άλας
brida [μπρίδα] (ουσ,/θηλ.) χαλινάρι, bronca [μπρόνκα] (ουσΥθηλ.) 1: τσα­
brigada [μπριγάδα] (ουσ,/θηλ.) τα­ κωμός 2: αποδοκιμασία · echarle α
ξιαρχία, σώμα. alguien una bronca - κατσαδιάζω
brigadier [μπριγαδιέρ] (ουσ,/αρσ.) τα- κάποιον.
ξίαρχος. bronce [μπρόνθε] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.)
brillante [μπριγιάν'τε] (επίθ.) λαμπε­ ορείχαλκος μπρούντζος,
ρός αστραφτερός, bronceado [μπρονθεάδο] 1: (ουσ./
brillantez [μπριγιαν'τέθ] (ουσΥθηλ.) 1: αρσ.) μαύρισμα, 2: (επίθ.) μαυρισμέ-
λαμπρότητα, λάμψη, 2: (μτφ.) αίγλη, νος.
brillantina [μπργιαντίνα] (ουσ,/θηλ.) broncearse [μπρονθεάρσε] (ρ.) μαυρί­
μπριγιαντίνη, ζω από τον ήλιο.
brillar [μπριγιάρ] (ρ.) 1: λάμπω, 2: φεγ­ bronco [μπρόνκο] (επίθ.) τραχύς,
γίζω. bronquedad [μπρονκεδάδ] (ουσ./
brillo [μπρίγιο] (ουσ,/αρσ.) στιλπνότη­ θηλ.) τραχύτητα,
τα, λάμψη, bronquial [μπρονκιάλ] (επίθ.) βρογ-
brincar [μπρινκάρ] (ρ.) πηδώ. χικός.
brinco [μπρίνκο] (ουσ,/αρσ.) πήδημα, bronquitis [μπρονκίτις] (ουσ,/θηλ.)
brindar [μπριν'ντάρ] (ρ.) 1: κάνω πρό­ βρογχίτιδα,
ποση, 2: προσφέρω, broqueta [μπροκέτα] (ουσ,/θηλ.) σού­
brindis [μπρίν'ντις] (ουσ./αρσ.) πρό­ βλα.
ποση. brotar [μπροτάρ] (ρ.) αναβλύζω, ξεπε-
brío [μπρίο] (ουσ,/αρσ.) μπρίο, ζωντά­ τώ, ξεπετιέμαι.
νια. brote [μπρότε] (ουσ,/αρσ.) 1: βλαστά­
brioso [μπριόσο] (επίθ.) με μπρίο, με ρι, μπουμπούκι, 2: εκδήλωση,
ζωντάνια, bruces [μπρούθες] (επίρρ.) (de) μπρού­
brisa [μπρίσα] (ουσ7θηλ.) αύρα. μυτα · dormir de bruces - κοιμάμαι
brizna [μπρίθνα] (ουσ,/θηλ.) νήμα, μπρούμυτα · dar de bruces con
κλωστή. alguien - συναντώ τυχαία κάποιον/
broca [μπρόκα] (ουσ,/θηλ.) καρούλι, πέφτω μούρη με μούρη · ayer di de
brocado [μπροκάδο] (ουσ./αρσ.) ύφα­ bruces con María - χθες ήρθα μούρη
σμα μπροκάρ. με μούρη με τη Μαρία,
brocha [μπρότσα] (ουσ./θηλ.) βούρ­ bruja [μπρούχα] (ουσ./θηλ.) μάγισσα,
τσα, πινέλο, brujería [μπρουχερία] (ουσ,/θηλ.) μα­
brochada [μπροτσάδα] (ουσ,/θηλ.) βουρ­ γεία.
τσιά, πινελιά, brujo [μπρούχο] (ουσ,/αρσ.) μάγος,
broche [μπρότσε] (ουσ7αρσ.) καρφί­ brújula [μπρούχουλα] (ουσ,/θηλ.) πυ-

109
brulote

ξίδα. Buda [μπούδα] (ουσ,/αρσ.) Βούδας,


brulote [μπρουλότε] (ουσ./αρσ.) πυρ­ budín [μπουδίν] (ουσ./αρσ.) μπουτί-
πολικό. γκα (γλύκισμα),
bruma [μπρούμα] (ουσ,/θηλ.) ομίχλη, budismo [μπουδίσμο] (ουσ,/αρσ.) βου­
brumoso [μπρουμόοο] (επίθ.) ομιχλώ­ δισμός
δης. budista [μπουδίστα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
bruno [μπρούνο] (επίθ.) σταράτος βουδιστής/βουδίστρια, 2: (επίθ.) βου-
(απόχρωση), καστανός. , διστικός
bruñido [μπρουνίδο] (επίθ.) στιλπνός buen [μπουέν] (επίθ.) καλός (bueno +
γυαλιστερός, αρσενικό ουσιαστικό ενικού αριθ-
bruñidor [μπρουνιδόρ] (ουσ,/αρσ.) μού= buen) · Juan es un buen chico
στιλβωτής - o Juan είναι ένα καλό παιδί,
bruñir [μπρουνίρ] (ρ.) στιλβώνω, γυα­ buenamente [μπουεναμέν'τε] (επίρρ.)
λίζω. 1: εύκολα, 2: πρόθυμα,
bruscamente [μπρούσκαμεν'τε] (επίρρ.) buenaventura [μπουεναβεν'τούρα]
απότομα (ουσΥθηλ.) καλοτυχία, καλή τύχη.
brusco [μπρούσκο] (επίθ.) απότομος, buenazo [μπουενάθο] (επίθ.) καλοσυ­
brusquedad [μπρουσκεδάδ] (ουσ./ νάτος καλόκαρδος
θηλ.) αγριάδα, τραχύτητα, bueno [μπουένο] (επίθ.) 1: (ser) κα­
brutal [μπρουτάλ] (επίθ.) κτηνώδης λό ς ωφέλιμος · Juan es un chico
ωμός βάναυσος, bueno - o Juan είναι ένα καλό παιδί
brutalidad [μπρουταλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) • fumar no es bueno para la salud -
κτηνωδία, ωμότητα, βαναυσότητα, το κάπνισμα δεν κάνει καλό στην
brutalizarse [μπρουταλιθάρσε] (ρ.) απο­ υγεία · buenas tardes - καλησπέρα ·
κτηνώνομαι, estoy de buenas - έχω καλή διάθεση,
brutalmente [μπρουτάλμεν'τε] (επίρρ.) 2: (estar) όμορφος ελκυστικός · ¡qué
κτηνωδώς ωμά, βίαια, bueno estás con el nuevo traje! - τι
bruto [μπτρούτο] (επίθ.) 1: ωμός ακα­ όμορφος που είσαι με το καινούριο
τέργαστος 2: άξεστος 3: μικτός, κουστούμι! 3: ευγενικός,
bruza [μπρούθα] (ουσ,/θηλ.) χοντρή buey [μπουέι] (ουσΥαρσ.) βόδι.
βούρτσα, búfalo [μπούφαλο] (ουσ,/αρσ.) βου­
bu [μπου] (ουσ,/αρσ.) μπαμπούλας, βάλι.
búa [μπούα] (ουσ,/θηλ.) σπυρί, bufanda [μπουφάν'ντα] (ουσ,/θηλ.)
bucal [μπουκάλ] (επίθ.) στοματικός, κασκόλ, φουλάρι, μαντίλι,
bucanero [μπουκανέρο] (ουσΥαρσ.) bufar [μπουφάρ] (ρ.) ρουθουνίζω,
πειρατής κουρσάρος, bufé [μπουφέ] (ουσ,/αρσ.) μπουφές
buceador [μπουθεαδόρ] (ουσΥαρσ.) bufete [μπουφέτε] (ουσ,/αρσ.) δικηγο­
1: δύτης υποβρύχιος κολυμβητής ρικό γραφείο,
βατραχάνθρωπος, bufido [μπουφίδο] (ουσ,/αρσ.) ρου-
bucear [μπουθεάρ] (ρ.) καταδύομαι, θούνισμα.
βουτώ. bufón [μπουφόν] (ουσ,/αρσ.) γελωτο­
bucle [μπούκλε] (ουσΥαρσ.) μπούκλα. ποιός (μτφ.) καραγκιόζης,
buche [μπούτσε] (ουσΥαρσ.) στομάχι bufonada [μπουφονάδα] (ουσ,/θηλ.)
μηρυκαστικού, μπάκα. χαζό αστείο, φάρσα.

110
bursátil

bufonearse [μπουφονάρσε] (ρ.) αστειεύ­ buque [μπούκε] (ουσΥαρσ.) πλοίο,


ομαι, (μτφ.) κάνω τον καραγκιόζη, burbuja [μπουρμπούχα] (ουσ./θηλ.)
bugle [μπούγλε] (ουσΥαρσ.) (Μουσ.) μπουρμπουλήθρα, φούσκα, φυσα-
σάλπιγγα, λίδα.
buhardilla [μπουαρδίγια] (ουσΥθηλ.) burbujear [μπουρμπουχεάρ] (ρ.) κάνω
σοφίτα. μπουρμπουλήθρες αφρίζω,
búho [μπούο] (ουσΥαρσ.) κουκουβά­ burbujeo [μπουρμπούχεο] (ουσΥαρσ.)
για. άφρισμα.
buhonero [μπουονέρο] (ουσΥαρσ.) πλα­ burdel [μπουρδέλ] (ουσΥαρσ.) μπορ-
νόδιος μικροπωλητής. ντέλο, πορνείο, οίκος ανοχής,
buitre [μπουίτρε] (ουσΥαρσ.) γΰπας. burdo [μπούρδο] (επίθ.) 1: τραχύς 2:
bujía [μπουχία] (ουσΥθηλ.) 1: μπουζί, κοινός.
2: κερί. bureo [μπουρέο] (ουσΥαρσ.) διασκέ­
bula [μπούλα] (ουσΥθηλ.) παπικό διά­ δαση.
ταγμα. burgués [μπουργές] 1: (ουσΥαρσ.) μέλος
bulbo [μπούλμπο] (ουσΥαρσ.) βολ­ της αστικής τάξης 2: (επίθ.) αστός,
βός. burguesía [μπουργεσία] (ουσΥθηλ.)
bulboso [μπουλμπόσο] (επίθ.) βολβο- αστική τάξη.
ειδής. buril [μπουρίλ] (ουσΥαρσ.) σμίλη,
bule [μπούλε] (ουσΥαρσ.) κανάτα νε­ burilar [μπουριλάρ] (ρ.) σμιλεύω, χα-
ρού. ράσσω.
bulevar [μπουλεβάρ] (ουσΥαρσ.) λεω­ burla [μπούρλα] (ουσΥθηλ.) χλευα­
φόρος. σμός σαρκασμός κοροϊδία,
bulo [μπούλο] (ουσΥαρσ.) απάτη, burlar [μπουρλάρ] (ρ.) παραπλανώ,
bulto [μπούλτο] (ουσΥαρσ.) 1: όγκος εξαπατώ, ξεγελώ,
εξόγκωμα, 2: δέμα. burlarse [μπουρλάρσε] (ρ.) σκώπτω,
bulla [μπούγια] (ουσΥθηλ.) φασαρία, χλευάζω, κοροϊδεύω,
αναταραχή, burlesco [μπουρλέσκο] (επίθ.) φαι­
bullanga [μπουγιάνγα] (ουσΥθηλ.) δρός αστείος,
εξέγερση, burlón [μπουρλόν] (επίθ.) σκωπτικός
bullebulle [μπουγιεμπούγιε] (ουσΥ χλευαστικός κοροϊδευτικός,
αρσ.+ θηλ.) κουτσομπόλης κουτσο­ buró [μπουρό] (ουσΥαρσ.) γραφείο
μπόλα. (έπιπλο).
bullicio [μπουγίθιο] (ουσΥαρσ.) σαμα­ burocracia [μπουροκράθια] (ουσΥ
τάς θόρυβος οχλοβοή, θηλ.) γραφειοκρατία,
bullicioso [μπουγιθιόσο] (επίθ.) θορυ­ burócrata [μπουρόκρατα] (ουσΥαρσ.)
βώδης ταραχώδης, γραφειοκράτης,
bullir [μπουγίρ] (ρ.) βράζω, κοχλάζω, burocrático [μπουροκράτικο] (επίθ.)
bullirse [μπουγίρσε] (ρ.) κινούμαι χω­ γραφειοκρατικός,
ρίς να μένω καθόλου στάσιμος, burrada [μπουράδα] (ουσΥθηλ.) 1:
buñolería [μπουνιολερία] (ουσΥθηλ.) κοπάδι γαϊδουριών, 2: χαζομάρα, 3:
λουκουματζίδικο. μεγάλη ποσότητα,
buñuelo [μπουνιουέλο] (ουσΥαρσ.) burro [μπούρο] (ουσΥαρσ.) γάιδαρος,
λουκουμάς δίπλα, τηγανίτα. bursátil [μπουρσάτιλ] (επίθ.) χρηματι­

111
bus

στηριακός. busilis [μπουσίλις] (ουσ,/αρσ.) κώλυ­


bus [μπους] (ουσ,/αρσ.) (autobús) λεω­ μα, δυσκολία,
φορείο. búsqueda [μπούσκεδα] (ουσ,/θηλ.)
busca [μπούοκα] (ουσ./θηλ.) αναζήτη­ αναζήτηση,έρευνα,
ση, ψάξιμο, busto [μπούστο] (ουσ,/αρσ.) 1: προτο­
buscabullas [μπουσκαμπούγιας] (ουσ./ μή, 2: μπούστο.
αρσ.) καβγατζής butaca [μπουτάκα] (ουσ,/θηλ.) πολυ­
buscador [μπουσκαδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: θρόνα, κάθισμα,
ερευνητής 2: ερευνητής κοιτασμά­ butano [μπουτάνο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.)
των χρυσού, 3: (μτφ.) χρυσοθήρας. υγραέριο, γκάζι,
buscapiés [μπουσκαπιές] (ουσ,/αρσ.) buzo [μπούθο] (ουσΥαρσ.) 1: δύτης 2:
πυροτέχνημα, ολόσωμη φόρμα εργασίας,
buscapleitos [μπουσκαπλέιτος] (ουσ./ buzón [μπουθόν] (ουσ,/αρσ.) 1: γραμ­
αρσ.) σαματατζής φασαριόζος. ματοκιβώτιο, 2: ηλεκτρονικό ταχυ­
buscar [μπουσκάρ] (ρ.) ψάχνω, αναζη­ δρομείο · buzón de voz - τηλεφω­
τώ, ερευνώ, νητής
busca [μπούσκα] (ουσΥθηλ.) έρευνα,
ψάξιμο.
buscavidas [μπουσκαβίδας] 1: (ουσ./
αρσ.) ανακατωσούρης ανακατώστρας
2: (επίθ.) περίεργος αδιάκριτος

112
πέας καβαλάρης,
caballito [κσμπαγίτο] (ουσΥαρσ.) αλο­
C, c [θε] (ουσΥθηλ.) το τρίτο γράμμα γάκι, πόνι · caballito de madera - ξύ­
του ισπανικού αλφαβήτου, λινο αλογάκι,
cabal [καμπάλ] (επ(θ.) ακριβής, πλή- caballo [καμπάγιο] (ουσΥαρσ.) άλογο,
ΡΠζ· caballón [καμπαγιόν] (ουσΥαρσ.) κο­
cabalgadura [καμπαλγαδούρα] (ουσΥ ρυφογραμμή, ράχη.
θηλ.) άλογο ιππασίας, caballuno [καμπαγιούνο] (επίθ.) αλο­
cabalgar [καμπαλγάρ] (ρ.) ιππεύω, γίσιος.
ανεβαίνω στο άλογο, cabanga [καμπάνγκα] (ουσΥθηλ.) με­
cabalgata [καμπαλγάτα] (ουσΥθηλ.) λαγχολία, θλίψη,
καβαλαρία. cabaña [καμπάνια] (ουσΥθηλ.) καλύ­
cabalista [καμπαλίστα] (ουσ,/αρσ.) βα.
σκευωρός, μηχανορράφος. cabaré [καμπαρέ] (ουσΥαρσ.) καμπα­
cabalístico [καμπαλίστικο] (επίθ.) κα- ρέ-
βαλιστικός απόκρυφος, cabaretera [καμπαρετέρα] (ουσΥθηλ.)
caballa [καμπάγια] (ουσΥθηλ.) σκου­ καμπαρετζού,
μπρί (ψάρι). cabe [κάμπε] (προθ.) κοντά, δίπλα
caballada [καμπαγιάδα] (ουσΥθηλ.) (χρησιμοποιείται στον ποιητικό λόγο).
κοπάδι αλόγων, cabeceada [καμπεθεάδα] (ουσΥθηλ.)
caballar [καμπαγιάρ] (επίθ.) ιππικός, νεύμα, γνέψιμο,
caballejo [καμπαγιέχο] (ουσ./αρσ.) cabecear [καμπεθεάρ] (ρ.) κουνάω το
αλογάκι. κεφάλι, γνέφω.
caballeresco [καμπαγιερέσκο] (επίθ.) cabaceo [καμπεθέο] (ουσΥαρσ.) κου-
ιπποτικός. τούλημα.
caballería [καμπαγερία] (ουσΥθηλ.) cabecera [καμπεθέρα] (ουσΥθηλ.) 1:
άλογο ιππασίας, προσκέφαλο, 2: κεφαλή, 3: επικεφα­
caballeriza [καμπαγερίθα] (ουσΥθηλ.) λίδα.
στάβλος. cabecilla [καμπεθίγια] (ουσΥαρσ.) αρ­
caballerizo [καμπαγερίθο] (ουσΥθηλ.) χηγός συμμορίας
σταβλίτης, ιπποκόμος, cabellera [καμπεγέρα] (ουσΥθηλ.) κό-
caballero [καμπαγέρο] (ουσΥαρσ.) 1: μη.
καβαλάρης, 2: ιππότης 3: κύριος · cabello [καμπέγιο] (ουσΥαρσ.) τρίχα,
Caballeros, quiero decirles que hoy μαλλιά.
será un día difícil - Κύριοι, θέλω να cabelludo [καμπεγιούδο] (επίθ.) τρι­
σας πω ότι σήμερα θα είναι μια δύ­ χωτός μαλλιαρός,
σκολη μέρα. caber [καμπέρ] (ρ.) χωράω · mi ropa
caballerosidad [καμπαγεροσιδάδ] (ουσΥ no cabe en la maleta - τα ρούχα μου
θηλ.) ιπποτισμός ευγένεια, δεν χωράνε στη βαλίτσα · no cabe
caballeroso [καμπαγιερόσο] (επίθ.) ιπ- duda - δεν χωράει αμφιβολία · cabe
ποτικός. admitir que tiene razón - πρέπει να/
caballete [καμπαγέτε] (ουσΥαρσ.) κα­ αρκεί να παραδεχτούμε ότι έχει δί­
βαλέτο. κιο (ως αποτέλεσμα).
caballista [καμπαγίστα] (ουσΥαρσ.) ιπ­ cabestrar [καμπεστράρ] (ουσΥαρσ.) χα­

113
cabestrillo

λινάρι. τινική Αμερική) αεροσυνοδός,


cabestrillo [καμπεστρίγιο] (ουσ./αρσ.) cabio [κάμπιο] (ουσ,/αρσ.) (Αρχιτ.) πα­
χειρολαβή, τόξυλο πόρτας και παραθύρου,
cabestro [καμπέστρο] (ουσ,/αρσ.) χα­ cabizbajo [καμπιθμπάχο] (επίθ.) σκυ­
λινάρι. θρωπός, κατσούφης, κατηφής.
cabeza [καμπέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: κε­ cable [κάμπλε] (ουσ,/αρσ.) καλώδιο,
φάλι, κεφαλή, 2: αρχή, αρχηγός · cablear [καμπλεάρ] (ρ.) καλωδιώνω.
me duele la cabeza - μέ πονάει το cablegrafiar [καμπλεγραφιάρ] (ρ.) τη­
κεφάλι μου · el padre es la cabeza λεγραφώ,
de la familia - o πατέρας είναι o cablegrama [καμπλεγράμα] (ουσ,/αρσ.)
αρχηγός της οικογένειας · eres una τηλεγράφημα,
cabeza cuadrada - είσαι ξεροκέφα­ cabo [κάμπο] (ουσ,/αρσ.) 1: ακρωτή­
λος · mi abuelo se sienta siempre en ριο, άκρη, 2: δεκανέας, 3: κομμάτι
la cabeza de la mesa - o παππούς σχοινί.
μου κάθεται πάντα στην κεφαλή του cabotaje [καμποτάχε] (ουσ,/αρσ.)
τραπεζιού, ακτοπλοΐα,
cabezada [καμπεθάδα] (ουσ,/θηλ.) κε­ cabra [κάμπρα] (ουσ7θηλ.) γίδα, κα­
φαλιά, κίνηση κεφαλιού, τσίκα · queso de cabra - κατσικίσιο
cabezal [καμπεθάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: μα- τυρί.
ξιλάρα, 2: κεφαλή ηλεκτρικών συ­ cabrear [καμπρεάρ] (ρ.) θυμώνω,
σκευών. cabrero [καμπρέρο] (ουσ,/αρσ.) γιδο­
cabezazo [καμπεθάθο] (ουσ,/αρσ.) κε­ βοσκός.
φαλιά. cabrío [καμπρίο] (επίθ.) τραγίσιος.
cabezón [καμπεθόν] (επίθ.) ξεροκέ­ cabriola [καμπριόλα] (ουσ,/θηλ.) σκίρ­
φαλος. τημα.
cabezota [καμπεθότα] 1: (ουσ,/αρσ.) cabriolar [καμπριολάρ] (ρ.) σκιρτώ,
κεφάλας, 2: (επίθ.) ξεροκέφαλος, cabrito [καμπρίτο] (ουσ,/αρσ.) κατσι­
cabezudo [καμπεθούδο] (επίθ.) ξερο­ κάκι.
κέφαλος, κεφάλας, cabrón [καμπρόν] (ουσ,/αρσ.) κερα-
cabezuela [καμπεθουέλα] (ουσ,/θηλ.) τάς.
(Βοτ.) σκούπα, cabronada [καμπρονάδα] (ουσ,/θηλ.)
cabida [καμπίδα] (ουσ,/θηλ.) χωρητι­ άτιμο κόλπο,
κότητα, έκταση, cabruno [καμπρούνο] (επίθ.) τραγί-
cabildear [καμπιλδεάρ] (ρ.) συνωμο­ σιος.
τώ, σκευωρώ, ραδιουργώ, cábula [κάμπουλα] (ουσ,/θηλ.) κόλπο,
cabildeo [καμπιλδέο] (ουσ,/αρσ.) συ­ συνωμοσία, ίντριγκα,
νωμοσία, σκευωρία, cabuya [καμπούγια] (ουσ,/θηλ.) κά­
cabildo [καμπίλδο] (ουσ7αρσ.) 1: δη­ βος, σχοινί, τριχιά,
μοτικό συμβούλιο, 2: παπική διάτα­ caca [κάκα] (ουσ,/θηλ.) σκατά, κακά.
ξη· cacahual [κακαουάλ] (ουσ,/θηλ.) φυ­
cabillo [καμπίγιο] (ουσ,/αρσ.) (Βοτ.) μί­ τεία κακάο,
σχος. cacahuete [κακαουέτε] (ουσ,/αρσ.) φι­
cabina [καμπίνα] (ουσ,/θηλ.) καμπίνα, στίκι αράπικο,
cabinera [καμπινέρα] (ουσ,/θηλ.) (Λα­ cacao [κακάο] (ουσ,/αρσ.) 1: κακάο, 2:

114
cadena

κακαό ρόφημα, γοκίνητος ανενεργός,


cacaraña [κακαράνια] (ουσ,/θηλ.) ση­ cachear [κατσεάρ] (ρ.) ερευνώ για
μάδι ανεμοβλογιάς κακάδι. όπλα.
cacarear [κακαρεάρ] (ρ.) 1: κακαρίζω, cacheo [κατσέο] (ουσ7αρσ.) έρευνα
2: (μτφ.) καυχιέμαι, για οπλοκατοχή,
cacareo [κακαρέο] (ουσ,/αρσ.) 1: κα- cachetada [κατσετάδα] (ουσ7θηλ.) χα­
κάρισμα, 2: (μτχ.) καύχημα, στούκι.
cacatúa [κακατούα] (ουσ./θηλ.) κακα- cachete [κατσέτε] (ουσ7αρσ.) χαστού-
τούα (παπαγάλος),
cacera [καθέρα] (ουσ,/θηλ.) αρδευτικό cachetear [κατσετεάρ] (ρ.) χαστουκί­
κανάλι. ζω.
cacería [καθερία] (ουσ./θηλ.) κυνήγι, cachetina [κατσετίνα] (ουσ7θηλ.)
cacerola [καθερόλα] (ουσ,/θηλ.) κα­ γρονθοκόπημα.
τσαρόλα, χύτρα, cachetudo [κατσετσύδο] (επίθ.) στρου­
cacicazgo [καθικάθγο] (ουσ,/αρσ.) φέ­ μπουλός παχουλός,
ουδο. cachimba [κατσίμ'μπα] (ουσ7θηλ.) 1:
cacimba [καθίμπα] (ουσ,/θηλ.) πηγάδι, φυσίγγιο, 2: πίπα.
cacique [καθίκε] (ουσ7αρσ.) 1: τοπικός cachiporra [κατσιπόρα] (ουσ7θηλ.) ρό­
άρχοντας αρχηγός 2: τύραννος, παλο, γκλομπ.
caciquismo [καθικίσμο] (ουσ,/αρσ.) cachivache [κατσιβάτσε] (συσ7αρσ.)
δεσποτισμός απολυταρχία, άχρηστο αντικείμενο, σκουπίδι,
caco [κάκο] (ουσ,/αρσ.) κλέφτης λω­ cacho [κάτσο] (ουσ7αρσ.) κέρατο,
ποδύτης. cachondearse [κατσον'ντεάρσε] (ρ.) 1:
cacofonía [κακοφονία] (ουσ,/θηλ.) κα- αστειεύομαι, 2: (Μεξικό) ερεθίζομαι
κοφωνία. ερωτικά.
cacto [κάκτο] (ουσ7αρσ.) κάκτος, cachondeo [κατσον'ντέο] (ουσ7αρσ.)
cacumen [κακούμεν] (ουσ,/αρσ.) οξυ­ αστεϊσμός,
δέρκεια, εξυπνάδα, cachondez [κατσον'ντέθ] (ουσ7θηλ.)
cacha [κάτσα] (ουσ,/θηλ.) λαβή, χε­ ερεθισμός (ερωτικός).
ρούλι. cachondo [κατσόν'ντο] (επίθ.) ερεθι­
cachada [κατσάδα] (ουσ7θηλ.) ξεκοί- σμένος (ερωτικά).
λιασμα (στην ταυρομαχία). cachorro [κατσόρο] (ουσ7αρσ.) κου­
cachar [κατσάρ] (ρ.) 1: θρυμματίζω, 2: τάβι, νεογνό ζώο.
τραυματίζω με τα κέρατα, 3: πιάνω cachudo [κατσούδο] (ουσ7αρσ.) κε­
επ' αυτοφώρω. ρασφόρος που έχει κέρατα,
cacharpas [κατσάρπας] (ουσ7θηλ.) cada [κάδα] (επίθ.) έκαστος κάθε.
πληθ. παλιατζούρες cadalso [καδάλσο] (ουσ./αρσ.) αγχό­
cacharrería [κατσαρερία] (ουσ7θηλ.) νη, ικρίωμα, κρεμάλα,
υαλοπωλείο. cadáver [καδάβερ] (ουσ7αρσ.) πτώ­
cacharro [κατσάρο] (ουσ./αρσ.) 1: πή­ μα.
λινο δοχείο, 2: παλιό αντικείμενο, cadavérico [καδαβέρικο] (επίθ.) που
cachaza [κατσάθα] (ουσ7θηλ.) βρα­ μοιάζει με πτώμα,
δύτητα. cadena [καδένα] (ουσ7θηλ.) 1: αλυσί­
cachazudo [κατσαθούδο] (επίθ.) 1: αρ­ δα, σειρά, ακολουθία, 2: δεσμά.

115
cadencia

cadencia [καδένθια] (ουσ/θηλ.) ρυθ­ cagadero [καγαδέρο] (ουσΥαρσ.) από­


μός. πατος τουαλέτα,
cadencioso [καδενθιόσο] (επίθ.) ρυθ­ cagado [καγάδο] (επίθ.) χέστης χε-
μικός μελωδικός σμένος, (μτφ.) δειλός,
cadeneta [καδενέτα] (ουσΥθηλ.) αλυ­ cagalera [καγαλέρα] (ουσΥθηλ.) διάρ­
σίδες. ροια.
cadera [καδέρα] (ουσΥθηλ.) γοφός, cagar [καγάρ] (ρ.) αφοδεύω, (καθ.) χέ-
cadete [καδέτε] (ουσΥαρσ.) 1: δόκι­ ζω.
μος 2: εύελπις. cagarse [καγάρσε] (ρ.) 1: χέζομαι πάνω
cadmio [κάδμιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) μου, 2: (μτφ.) φοβάμαι υπερβολικά,
κάδμιο. cagatintas [κακατίν'τας] (ουσΥαρσ.)
caducar [καδουκάρ] (ρ.) λήγω. γραφιάς υπάλληλος γραφείου,
caducidad [καδουθιδάδ] (ουσΥθηλ.) caída [καΐδα] (ουσΥθηλ.) 1: πτώση, πέ­
λήξη. σιμο, 2: (del cabello) τριχόπτωση, 3:
caduco [καδούκο] (επίθ.) γεροντικός, (de precio) έκπτωση,
caedizo [καεδίθο] (επίθ.) 1: βραχύβιος caído [καΐδο] (επίθ.) πεσμένος
εφήμερος παροδικός 2: φυλλοβό­ caimán [καιμάν] (ουσΥαρσ.) είδος
λος. κροκοδείλου,
caer [καέρ] (ρ.) 1: πέφτω, καταρρέω · caimiento [καϊμιέν'το] (ουσΥαρσ.) πτώ­
como si hubiera caído del cielo - aa ση.
να είχε πέσει από τον ουρανό · tus cairel [καιρέλ] (ουσΥαρσ.) φράντζα,
padres me caen bien - οι γονείς σου caja [κάχα] (ουσΥθηλ.) 1: κουτί, κιβώ­
μου κάθονται καλά (τους συμπαθώ), τιο, κάσα, 2: ταμείο · caja de cambios
2: ρίχνω, αφήνω να πέσει, - κιβώτιο ταχυτήτων · la caja de
café [καφέ] (ουσΥαρσ.) 1: καφές (φυτό), Pandora - το κουτί της Πανδώρας,
2: καφές (ρόφημα). cajero [καχέρο] (ουσΥαρσ.) ταμίας,
cafeína [καφείνα] (ουσΥθηλ.) καφεΐνη, cajete [καχέτε] (ουσΥαρσ.) (Λατινική
cafetal [καφετάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία Αμερική) κατσαρόλα,
καφέ. cajetilla [καχετίγια] (ουσΥθηλ.) πακέτο
cafetalero [καφεταλέρο] 1: (ουσΥαρσ.) από τσιγάρα,
(α) βιομηχανία καφέ, (β) καλλιεργη­ cajista [καχίστα] (ουσΥαρσ.) 1: στοι­
τής καφέ, 2: (επίθ.) καφετής, χειοθέτης (σε τυπογραφείο), 2: δημιουρ­
cafetera [καφετέρα] (ουσΥθηλ.) καφε­ γός συνθέτης
τιέρα. cajón [καχόν] (ουσ,/αρσ.) 1: συρτάρι,
cafetería [καφετερία] (ουσΥθηλ.) κα- 2: κιβώτιο συσκευασίας κούτα.
φετέρια. cal [καλ] (ουσΥθηλ.) ασβέστης,
cafetero [καφετέρο] (ουσΥαρσ.) κα- cala [κάλα] (ουσΥθηλ.) φαράγγι,
φετζής. calabacera [καλαμπαθέρα] (ουσΥθηλ.)
cafeto [καφέτο] (ουσΥαρσ.) καφεόδε­ κολοκυθιά.
ντρο. calabacín [καλαμπαθίν] (ουσΥαρσ.)
cáfila [κάφιλα] (ουσΥθηλ.) ομάδα, σύ­ κολοκύθι,
νολο, γκρουπ, calabaza [καλαμπάθα] (ουσΥθηλ.) 1:
cafre [κάφρε] (ουσΥαρσ.) κάφρος, κολοκύθα, 2: (μτφ.) χαζός,
cagada [καγάδα] (ουσΥθηλ.) σκατά. calabazo [καλαμπάθο] (ουσΥαρσ.) κο­

116
caldeo

λοκύθα. ζω, 2: αντιγράφω, ξεπατικώνω,


calabozo [καλαμττόθο] (ουσ,/αρσ.) κε­ calcáreo [καλκάρεο] (επίθ.) ασβεστώ­
λί φυλακής, δης.
calabrote [καλαμπρότε] (ουσ./αρσ.) calce [κάλθε] (ουσ,/αρσ.) ζάντα.
(Ναυτ.) παλαμάρι, calceta [καλθέτα] (ουσ,/θηλ.) γυναι­
calada [καλάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: βουτιά, κεία κάλτσα,
2: ρουφηξιά, τζούρα, calcetería [καλθετερία] (ουσ,/θηλ.) κα­
calado [καλάδο] (επίθ.) που είναι μού­ τάστημα με ανδρικά εσώρουχα,
σκεμα, βρεγμένος, calcetero [καλθετέρο] (ουσ,/αρσ.)
calamar [καλαμάρ] (ουσ,/αρσ.) καλα­ έμπορος εσωρούχων,
μάρι. calcetín [καλθετίν] (ουσ,/αρσ.) κάλ­
calambre [καλάμ'μπρε] (ουσ7αρσ.) κρά­ τσα.
μπα. calcificar [καλθιφικάρ] (ρ.) ασβεστο-
calambur [καλαμπούρ] (ουσ,/αρσ.) ποιώ.
καλαμπούρι, αστείο, calcinar [καλθινάρ] (ρ.) απανθρακώ­
calamidad [καλαμιδάδ] (ουσΥθηλ.) νω, καίω, καρβουνιάζω,
συμφορά, καταστροφή, θεομηνία, calcio [κάλθιο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.)
calamita [καλαμίτα] (ουσ7θηλ) (Ορυκτ.) ασβέστιο,
μαγνήτης, calco [κάλκο] (ουσ,/αρσ.) 1: χάραξη,
calamitoso [καλαμιτόσο] (επίθ.) επι­ σχεδίαση, 2: αντίγραφο,
κίνδυνος, ολέθριος, calcomanía [καλκομανία] (ουσ,/θηλ.)
cálamo [κάλαμο] (ουσ,/αρσ.) καλάμι, χαλκομανία,
calamoco [καλαμόκο] (ουσ,/αρσ.) calculable [καλκουλάμπλε] (επίθ.) υπο-
κρύσταλλο πάγου, λογιστέος, υπολογίσιμος,
calamorra [καλαμόρα] (ουσ,/θηλ.) κε­ calculador [κάλκουλαδόρ] 1: (ουσ./
φάλι. αρσ.) αριθμομηχανή, 2: (επίθ.) υπο­
calandrajo [καλαν'ντράχο] (ουσ,/αρσ.) λογιστής συμφεροντολόγος,
κουρέλι. calculadora [καλκουλαδόρα] (ουσ./
calandria [καλάν'ντρια] (ουσ,/θηλ.) θηλ.) αριθμομηχανή,
κορυδαλλός, calcular [καλκουλάρ] (ρ.) 1: υπολογί­
calaña [καλάνια] (ουσ ./θηλ.) σχέδιο, ζω, λογαριάζω, 2: υποθέτω, 3: θεω­
μοντέλο. ρώ, εκτιμώ,
calar [καλάρ] (ρ.) 1: μουσκεύω, 2: δια­ cálculo [κάλκουλο] (ουσ,/αρσ.) 1: υπο­
περνώ, διατρυπώ, λογισμός λογαριασμός 2: θεώρηση,
calar [καλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) λατομείο εκτίμηση, λογισμός 2: πέτρα στα
ασβεστόλιθου, 2: (επίθ.) ασβεστολι- νεφρά.
θικός. caldas [κάλδας] (ουσΥθηλ.) πληθ. θερ­
calavera [καλαβέρα] (ουσ,/θηλ.) νε­ μές πηγές,
κροκεφαλή, κρανίο, caldeamiento [καλδεαμιέν'το] (ουσ./
calcado [καλκάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) χά­ αρσ.) ζέσταμα,
ραξη, 2: (επίθ.) αντιγραμμένος, caldear [καλδεάρ] (ρ.) θερμαίνω, ζε­
calcañar/calcañal [καλκανιάρ/καλκα- σταίνω.
νιάλ] (ουσ,/αρσ.) φτέρνα, caldeo [καλδέο] (ουσ,/αρσ.) θέρμαν­
calcar [καλκάρ] (ρ.) 1: χαράζω, σχεδιά­ ση.

117
caldera

caldera [καλδέρα] (ουσνθηλ.) καζάνι, στρεφόμενα αλογάκια του λούνα


λέβητας. παρκ.
caldero [καλδέρο] (ουσ./αρσ.) κου­ caletre [καλέτρε] (ουσ./αρσ.) οξυδέρ­
βάς. κεια, εξυπνάδα,
caldereta [καλδερέτα] (ουσ,/θηλ.) μι­ calibrador [καλιμπραδόρ] (ουσ7αρσ.)
κρός βραστήρας, διαβήτης εσωτερικών διαμετρημά­
calderilla [καλδερίγια] (ουσ7θηλ.) κέρ­ των.
ματα, ψιλά. calibrar [καλιμπράρ] (ρ.) διαμετρώ.
caldo [κάλδο] (ουσ,/αρσ.) ζωμός, calibre [καλίμπρε] (ουσ,/αρσ.) διαμέ­
calefacción [καλεφακθιόν] (ουσ,/θηλ.) τρημα, διάμετρος
θέρμανση · calefacción autónoma calicó [καλικό] (ουσ,/αρσ.) βαμβακερό
- αυτόνομη θέρμανση · calefacción ύφασμα.
cental - κεντρική θέρμανση, caliche [καλίτσε] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) νι­
calefaccionar [καλεφακθιονάρ] (ρ.) τρικό κάλιο.
θερμαίνω, calidad [καλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ποιότη­
calefactor [καλεφακτόρ] (ουσ,/αρσ.) τα · de buena calidad - καλής ποιό­
αερόθερμο, θερμάστρα, τητας · control de calidad - έλεγχος
caleidoscopio [καλειδοσκόπιο] (ουσ./ ποιότητας,
αρσ.) καλειδοσκόπιο, cálido [κάλιδο] (επίθ.) θερμός,
calendario [καλεν'ντάριο] (ουσΥαρσ.) calidoscópico [καλιδοσκόπικο] (επίθ.)
ημερολόγιο, καλειδοσκοπικός,
caléndula [καλέν'ντουλα] (ουσ7θηλ.) calidoscopio [καλιδοσκόπιο] (ουσ./
καλενδούλα. αρσ.) καλειδοσκόπιο,
calentador [καλεν'ταδόρ] (ουσ7αρσ.) caliente [καλιέν'τέ] (επίθ.) ζεστός θερ­
θερμοσίφωνας, μός.
calentamiento [καλενταμιέν'το] (ουσ./ califa [καλίφα] (ουσ,/αρσ.) χαλίφης,
αρσ.) ζέσταμα, califato [καλιφάτο] (ουσ,/αρσ.) χαλι­
calentar [καλεν'τάρ] (ρ.) θερμαίνω, ζε­ φάτο.
σταίνω. calificación [καλιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
calentón [καλεντόν] (επίθ.) ξαναμμέ­ 1:χαρακτηρ*σμόςπροσδιορισμός εκτί­
νος, ερεθισμένος (καθ.) καυλωμένος. μηση, 2: βαθμολογία · calificación de
calentura [καλεν'τούρα] (ουσ,/θηλ.) πυ­ sobresaliente - αριστούχος,
ρετός. calificado [καλιφικάδο] (επίθ.) που έχει
calenturiento [καλεν'τουριέν'το] (επίθ.) τα προσόντα,
πυρετώδης. calificar [καλιφικάρ] (ρ.) 1: χαρακτηρί­
calenturón [καλεντουρόν] (ουσ,/αρσ.) ζω, προσδιορίζω, 2: εκτιμώ, 3: βαθ­
υψηλός πυρετός, μολογώ.
calenturoso [καλεντουρόσο] (επίθ.) calificativo [καλιφικατίβο] (επίθ.) προσ-
πυρετικός, διοριστικός.
calera [καλέρα] (ουσ7θηλ.) λατομείο caligrafía [καλιγραφία] (ουσ,/θηλ.) καλ­
ασβεστόλιθου, λιγραφία.
calés [καλές] (ουσ./αρσ.) είδος άμα­ caligráfico [καλιγράφικο] (επίθ.) καλ­
ξας. λιγραφικός
calesita [καλεσίτα] (ουσ,/θηλ.) περι­ calina [καλίνα] (ουσ,/θηλ.) καταχνιά,

118
callejuela

ομίχλη. νο, μαρτύριο,


calinoso [καλινόσο] (επίθ.) 1: κατα­ calvicie [καλβίθιε] (ουσΥθηλ.) αλωπε-
χνιασμένος 2: μουντός, κίαση, φαλάκρα,
calipso [καλίπσο] (ουσΥαρσ.) καλύψω calvinismo [καλβανίσμο] (ουσΥαρσ.)
(είδος χορού). καλβινισμός,
cáliz [κάλιθ] (ουσΥαρσ.) κάλυκας, calvinista [καλβινίστα] 1: (ουσΥαρσ.)
caliza [καλίθα] (ουσΥθηλ.) ασβεστό­ καλβινιστής, 2: (επίθ.) καλβινιστικός.
λιθος. calvo [κάλβο] (επίθ.) 1: (για άνθρωπο)
calma [κάλμα] (ουσΥθηλ.) ηρεμία, γα­ φαλακρός 2: (για τόπο) χωρίς βλά­
λήνη, νηνεμία, στηση, άγονος,
calmante [καλμάν'τε] (επίθ.) καταπρα­ calza [κάλθα] (ουσΥθηλ.) σφήνα,
ϋντικό, κρεμιστικό. calzada [καλθάδα] (ουσΥθηλ.) λιθό-
calmar [καλμάρ] (ρ.) καταπραΰνω, κα­ στρωμα, δρόμος,
θησυχάζω, κατευνάζω, ηρεμώ, calzado [καλθάδο] (ουσΥαρσ.) υπό­
calmoso [καλμόσο] (επίθ.) ήρεμος δημα.
ήσυχος. calzador [καλθαδόρ] (ουσΥαρσ.) κό­
caló [καλό] (ουσΥαρσ.) διάλεκτος των καλο παπουτσιών.
τσιγγάνων. calzar [καλθάρ] (ρ.) 1: φοράω παπού­
calor [καλόρ] (ουσΥαρσ.) ζέστη, θερ­ τσια, 2: το νούμερο του παπουτσιού
μότητα · hace calor - κάνει ζέστη · μου είναι · normalmente calzo un 39
tener calor - ζεσταίνομαι, número- συνήθως φοράω 39 νού­
caloría [καλορία] (ουσΥθηλ.) θερμίδα, μερο.
calorífero [καλορίφερο] 1: (ουσΥαρσ.) calzo [κάλθο] (ουσΥαρσ.) 1: σφήνα, τά­
καλοριφέρ, 2: (επίθ.) θερμαντικός, κος 2: πέλμα,
calorífico [καλορίφικο] (επίθ.) θερμα­ calzón [καλθόν] (ουσΥαρσ.) σορτς κι­
ντικός θερμογόνος λότα, εσώρουχο,
calorífugo [καλορίφουγο] (επίθ.) θερ- calzoncillo [καλθονθίγιο] (ουσΥαρσ.)
μοανθεκτικός. σώβρακο,
calostro [καλόστρο] (ουσΥαρσ.) το callada [καγιάδα] (ουσΥθηλ.) ησυχία,
πρώτο γάλα που δίνει η αγελάδα σιωπή · dar la callada por respuesta
μετά τη γέννα, - η σιωπή προς απάντηση,
calumnia [καλούμνια] (ουσΥθηλ.) συ­ callado [καγιάδο] (επίθ.) σιωπηλός
κοφαντία, δυσφήμιση. ήσυχος.
calumniar [καλουμνιάρ] (ρ.) συκοφα­ callarse [καγιάρσε] (ρ.) σωπαίνω, σκάω
ντώ, δυσφημώ, • ¡cállate! - σκάσε,
calumnioso [καλουμνιόσο] (επίθ.) συ­ calle [κάγιε] (ουσΥθηλ.) οδός δρόμος,
κοφαντικός, δυσφημητικός. callejear [καγιεχεάρ] (ρ.) περιπλανιέ­
caluroso [καλουρόσο] (επίθ.) 1: θερ­ μαι στους δρόμους,
μός, ζεστός 2: ενθουσιώδης ένθερ­ callejero [καγιεχέρο] (επίθ.) οδικός,
μος. callejón [καγιεχόν] (ουσΥαρσ.) 1: δρο-
calva [κάλβα] (ουσΥθηλ.) φαλάκρα. μίσκος στενό δρομάκι, 2: αδιέξο­
Calvario [καλβάριο] (ουσΥαρσ.) Γολ­ δος.
γοθάς. callejuela [καγιεχουέλα] (ουσΥθηλ.) δρο­
calvario [καλβάριο] (ουσΥαρσ.) βάσα­ μάκι, πάροδος.

119
callista

callista [καγίστα] (ουσ./αρσ.) θεραπευ­ cambiable [καμ'μπιάμπλε] (επίθ.) 1:


τής κάλων. μεταβλητός 2: ανταλλάξιμος,
callo [κάγιο] (ουσ,/αρσ.) κάλος ρόζος, cambiante [καμ'μπιάν'τε] 1: (ουσ./
πατσάς. αρσ.) αργυραμοιβός 2: (επίθ.) μετα­
callosidad [καγιοσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ρό­ βλητός.
ζιασμα. cambiar [καμ'μττιάρ] (ρ.) αλλάζω,
calloso [καγιόσο] (επίθ.) ροζιασμένος, ανταλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω,
cama [κάμα] (ουσ,/θηλ.) κρεβάτι, κλί­ cambio [καμ'μττιο] (ουσ./αρσ.) αλλαγή,
νη · cama de matrimonio - διπλό ανταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή,
κρεβάτι · cama plegada - σπαστό cambullón [καμ'μπουγιόν] (ουσ,/αρσ.)
κρεβάτι · hacer la cama - στρώνω το εξαπάτηση,
κρεβάτι. camelar [καμελάρ] (ρ.) φλερτάρω, πεί­
camada [καμάδα] (ουσ,/θηλ.) ράτσα, θω.
camaleón [καμαλεόν] (ουσ,/αρσ.) χα- camelia [καμέλια] (ουσ,/θηλ.) καμέλια.
μαιλέων. camelista [καμελίστα] (ουσ,/αρσ.) κό­
camándula [καμάνδουλα] (ουσ,/θηλ.) λακας.
κομποσχοίνι. camelo [καμέλο] (ουσ,/αρσ.) 1: ξεγέ­
camandulería [καμανδουλερία] (ουσ./ λασμα, 2: φλερτ,
θηλ.) υποκρισία, ψευτοαφοσίωση, camello [καμέγιο] (ουσ./αρσ.) καμήλα,
camandulero [καμανδουλέρο] 1: (ουσ./ camerino [καμερίνο] (ουσ,/αρσ.) κα­
αρσ.) υποκριτής 2: (επίθ.) υποκριτι­ μαρίνι.
κός. camilla [καμίγια] (ουσ,/θηλ.) φορείο,
cámara [κάμαρα] (ουσ,/θηλ.) αίθουσα, camillero [καμιγιέρο] (ουσ,/αρσ.)
δωμάτιο · cámara fotográfica - φω­ τραυματιοφορέας,
τογραφική μηχανή, caminante [καμινάν'τε] (ουσ,/αρσ.)
camarada [καμαράδα] (ουσ7αρσ.+ πεζοπόρος οδοιπόρος ταξιδιώτης,
θηλ.) 1: σύντροφος 2: συνάδελφος, caminar [καμινάρ] (ρ.) περπατώ, πε­
camaradería [καμαραδερία] (ουσ./ ζοπορώ.
θηλ.) συντροφικότητα, συναδελφι­ caminata [καμινάτα] (ουσ,/θηλ.) πεζο­
κότητα. πορία.
camarera [καμαρέρα] (ουσ,/θηλ.) κα­ camino [καμίνο] (ουσ,/αρσ.) δρόμος
μαριέρα, υπηρέτρια, διαδρομή,
camarero [καμαρέρο] (ουσ,/αρσ.) σερ­ camión [καμιόν] (ουσ,/αρσ.) φορτηγό,
βιτόρος καμαρότος, camionaje [καμιονάχε] (ουσ,/αρσ.)
camarín [καμαρίν] (ουσ,/αρσ.) καμα­ ρυμούλκηση,
ρίνι. camionero [καμιονέρο] (ουσ,/αρσ.)
camarón [καμαρόν] (ουσ7αρσ.) γαρί­ φορτηγατζής,
δα. camioneta [καμιονέτα] (ουσ,/θηλ.)
camarote [καμαρότε] (ουσ,/αρσ.) κα­ φορτηγάκι,
μπίνα. camisa [καμίσα] (ουσ,/θηλ.) πουκάμι­
cambalache [καμ'μπαλάτσε] (ουσ./ σο, φανέλα,
αρσ.) μαγαζί μεταχειρισμένων, camisería [καμισερία] (ουσ,/θηλ.) κα­
cámbaro [κάμ'μπαρο] (ουσ./αρσ.) κα­ τάστημα πουκαμίσων,
ραβίδα του γλυκού νερού. camisero [καμισέρο] (ουσ,/αρσ.) ρά-

120
canallada

φτης ή πωλητής πουκαμίσων, ταθλητής,


camiseta [καμισέτα] (ουσ7θηλ.) φα­ campeonato [καμ'πεονάτο] (ουσ,/αρσ.)
νέλα. πρωτάθλημα,
camisón [καμισόν] (ουσ,/αρσ.) νυχτι­ campero [καμπέρο] (επίθ.) υπαίθριος
κό. campesinado [καμ'πεσινάδο] (ουσ./
camomila [καμομίλα] (ουσ,/θηλ.) χα­ αρσ.) οι χωρικοί,
μομήλι. campesino [καμ'πεσίνο] 1: (ουσ./αρσ.)
camorra [καμόρα] (ουσ7θηλ.) καβγάς, αγρότης χωριάτης 2: (επίθ.) αγροτι­
camote [καμότε] (ουσ./αρσ.) γλυκο- κός.
πατάτα. campestre [καμ'πέστρε] (επίθ.) αγρο­
campamento [καμ'παμέν'το] (ουσ./ τικός του αγρού, υπαίθριος,
αρσ.) κατασκήνωση, στρατόπεδο, camping [κάμ'πινγ] (ουσ./αρσ.) κατα­
campana [καμ'πάνα] (ουσ,/θηλ.) κα­ σκήνωση,
μπάνα. campiña [καμ'πίνια] (ουσ,/θηλ.) εξοχή,
campanada [καμ'πανάδα] (ουσ/θηλ.) κάμπος αγρός,
κωδωνοκρουσία, campista [καμ'πίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
campanario [καμπανάριο] (ουσ,/αρσ.) κατασκηνωτής κατασκηνώτρια.
καμπαναριό, κωδωνοστάσιο, campo [κάμ'πο] (ουσ,/αρσ.) 1: εξο­
campaneo [καμπανέο] (ουσ,/αρσ.) χή, ύπαιθρος 2: τομέας · campo
κωδωνοκρουσία, de batalla - πεδίο μάχης · campo
campanero [καμπανέρο] (ουσ,/αρσ.) literario - τομέας της λογοτεχνίας,
κωδωνοκρούστης. camposanto [καμ'ποσάν'το] (ουσ./
campanilla [καμ'πανίγια] (ουσ ./θηλ.) αρσ.) κοιμητήριο, νεκροταφείο,
καμπανάκι, κουδουνάκι. camuflaje [καμουφλάχε] (ουσ,/αρσ.)
campanillear [καμ'πανιγιάρ] (ρ.) κου­ καμουφλάζ.
δουνίζω. camuflar [καμουφλάρ] (ρ.) καμουφλά­
campanilleo [καμ'πανιγιέο] (ουσ,/αρσ.) ρω.
κουδούνισμα, can [καν] (ουσ./αρσ.) κύων, σκύλος
campante [καμ'πάν'τε] (επίθ.) 1: αυτά­ cana [κάνα] (ουσ/θηλ.) λευκή τρίχα,
ρεσκος, 2: άνετος, canal [κανάλ] (ουσΥαρσ.) διώρυγα, κα­
campanudo [καμ'πανούδο] (επίθ.) κα- νάλι, πορθμός,
μπανοειδής. canalete [καναλέτε] (ουσΥαρσ.) μικρό
campaña [καμ'πάνια] (συσΥθηλ.) εκ­ κουπί του κανό.
στρατεία, καμπάνια. canalización [καναλιθαθιόν] (ουσ./
campante [καμ'πάν'τε] (επίθ.) 1: ικα­ θηλ.) διάνοιξη καναλιών.
νοποιημένος 2: ελεύθερος, canalizar [καναλιθάρ] (ρ.) ανοίγω κα­
campar [καμ'πάρ] (ρ.) στρατοπεδεύω, νάλια.
campear [καμ'πεάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, canalizo [καναλίθο] (ουσ,/αρσ.) πλωτό
2: πάω για βοσκή. κανάλι.
campachanía [καμ'πατσανία] (ουσ./ canalón [καναλόν] (ουσ,/αρσ.) αποχέ­
θηλ.) εγκαρδιότητα, όρεξη, τευση.
campechano [καμ'πατσάνο] (επίθ.) canalla [κανάγια] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
εγκάρδιος με όρεξη, κεφάτος, παλιάνθρωπος,
campeón [καμ'πεόν] (ουσ/αρσ.) πρω­ canallada [καναγιάδα] (ουσ,/θηλ.) πα­

121
canallesco

λιανθρωπιά. candar [καν'ντάρ] (ρ.) κλειδώνω,


canallesco [καναγιέσκο] (επίθ.) κακε­ candela [καν'ντέλα] (ουσΥθηλ.) κερί.
ντρεχής, μοχθηρός, candelabro [κα\Λ/τελάμπρο] (ουσΥαρσ.)
canapé [καναπέ] (ουσΥαρσ.) καναπές κηροπήγιο,
καναπεδάκι (φαγητό). candelera [καν'ντελέρο] (ουσ,/αρσ.)
canario [κανάριο] 1: (ουσΥαρσ.) κανα­ κηροπήγιο,
ρίνι, 2: (επίθ.) από τα Κανάρια νησιά, candente [καν'ντέντε] (επίθ.) πυρα­
canasta [κανάστα] (ουσΥθηλ.) καλάθι, κτωμένος φλεγόμενος καυτός,
canastero [καναστέρο] (ουσΥαρσ.) κα­ candidato [κανδιδάτο] (ουσΥαρσ.) υπο­
λαθοπλέκτης ψήφιος.
canastilla [καναστίγια] (ουσΥθηλ.) κα- candidatura [κανδιδατούρα] (ουσΥ
λαθάκι. θηλ.) υποψηφιότητα,
canasto [κανάστο] (ουσΥαρσ.) κοφίνι, candidez [κανδιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1:
μεγάλο καλάθι, αφέλεια, 2: αγνότητα, 3: απλότητα,
cáncano [κάνκανο] (ουσΥαρσ.) ψείρα, candido [κάνδιδο] (επίθ.) 1: αφελής 2:
cancel [κανθέλ] (ουσΥαρσ.) παραβάν, αγνός 3: απλός,
διαχωριστικό χώρισμα, candil [κανδίλ] (ουσ,/αρσ.) καντήλι,
cancela [κανθέλα] (ουσΥθηλ.) καγκε- candileja [κανδιλέχα] (ουσΥθηλ.) φιά­
λόπορτα. λη λάμπας λαδιού,
cancelación [κανθελαθιόν] (ουσΥθηλ.) candiota [κανδιότα] (ουσΥθηλ.) φλα­
ακύρωση, διαγραφή, σκί κρασιού,
cancelar [κανθελάρ] (ρ.) ακυρώνω, candonga [κανδόνγα] (ουσΥθηλ.) κο­
διαγράφω, ροϊδία.
cancelaría [κανθελαρία] (ουσΥθηλ.) πα­ candonguear [κανδονγκεάρ] (ρ.) κο­
πική καγκελαρία, ροϊδεύω.
cáncer [κάνθερ] (ουσΥαρσ.) 1: καρκί­ candor [καν'ντόρ] (ουσΥαρσ.) αφέ­
νος (ασθένεια), 2: (Αστρολ.) Καρκί­ λεια, αγνότητα, αθωότητα,
νος. candoroso [καν'ντορόσο] (επίθ.) αφε­
cancerígeno [κανθερίχενο] (επίθ.) καρ­ λή ς αγνός αθώος,
κινογόνος, canear [κανεάρ] (ρ.) ξυλοκοπώ, χτυ­
canceroso [κανθερόσο] (επίθ.) καρκι­ πώ, δέρνω,
νογόνος. canela [κανέλα] (ουσΥθηλ.) κανέλα,
canciller [κανθιγιέρ] (ουσΥαρσ.) κα­ canelero [κανελέρο] (ουσΥαρσ.) δέ­
γκελάριος, ντρο κανέλας,
canción [κανθιόν] (ουσΥθηλ.) τραγού­ canelo [κανέλο] (επίθ.) κανελής
δι, άσμα. canelón [κανελόν] (ουσΥαρσ.) 1: κανε-
cancionero [κανθιονέρο] (ουσΥαρσ.) λόνι, 2: παγάκι.
βιβλίο τραγουδιών. caney [κανέι] (ουσΥαρσ.) καλύβι,
cancionista [κανθιονίστα] (ουσΥαρσ.+ cangilón [κανχιλόν] (ουσΥαρσ.) κα­
θηλ.) τραγουδοποιός, νάτι.
cancha [κάντσα] (ουσΥθηλ.) πεδίο, γή­ cangrejo [κανγκρέχο] (ουσΥαρσ.) κά­
πεδο. βουρας.
candado [καν'ντάδο] (ουσΥαρσ.) λου- canguro [κανγκούρο] (ουσΥαρσ.) κα-
κέτο. γκουρό.

122
canturrear

caníbal [κανίμπαλ] 1: (ουσ,/αρσ.) κα­ κουραστικός,


νίβαλος ανθρωποφάγος, 2: (επίθ.) cansancio [κανσάνθιο] (ουσ,/αρσ.) κού­
αγροίκος ωμός κανιβαλικός ραση, εξάντληση,
canibalismo [κανιμπαλίσμο] (ουσ./ cansar [κανσάρ] (ρ.) 1: κουράζω, 2:
αρσ.) 1: κανιβαλισμός 2: (μτφ.) ωμό­ ενοχλώ.
τητα, θηριωδία, cansarse [κανσάρσε] (ρ.) 1: κουράζο­
canica [κανίκα] (ουσ./θηλ.) βώλος, μαι, 2: ενοχλούμαι,
canicie [κανίθιε] (ουσ7θηλ.) άσπρισμα cantador [κανταδόρ] (ουσ,/αρσ.) τρα­
μαλλιών. γουδιστής δημοτικών τραγουδιών.
canícula [κανίκουλα] (ουσ./θηλ.) καύ­ cantante [καν'τάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
σωνας. τραγουδιστής τραγουδίστρια,
caniche [κανίτσε] (ουσ./αρσ.) κανίς cantaor [κανταόρ] (ουσ7αρσ.) τρα­
(ράτσα σκύλου). γουδιστής φλαμέγκο.
canijo [κανίχο] (επίθ.) κοκαλιάρης αρ­ cantar [καν'τάρ] (ρ.) τραγουδώ,
ρωστιάρης φιλάσθενος, cantarín [καν'ταρίν] (ουσ,/αρσ.) τρα-
canilla [κανίγια] (ουσ./θηλ.) καλάμι γουδιάρης
(ποδιού). cántaro [κάν'ταρο] (ουσ,/αρσ.) στά­
canillera [κανιγιέρα] (ουσ./θηλ.) περι­ μνα, κανάτι,
κνημίδα. cantata [καντάτα] (ουσ,/θηλ.) καντά-
canilludo [κανιγισύδο] (επίθ.) μακρυ- τα.
πόδης. cante [κάν'τέ] (ουσ./αρσ.) τραγούδι,
canino [κανίνο] (επίθ.) σκυλίσιος, cantera [καν'τέρα] (ουσ,/θηλ.) λατο­
canje [κάνχε] (ουσ./αρσ.) ανταλλαγή, μείο, ορυχείο,
canjear [κανχεάρ] (ρ.) ανταλλάζω, cantería [καν'τερια] (ουσ,/θηλ.) (Χημ.)
cano [κάνο] (επίθ.) γκριζομάλλης ασπρο­ λιθοδομή,
μάλλης. cantero [καν'τέρο] (ουσ./αρσ.) λιθο-
canoa [κανόα] (ουσ,/θηλ.) κανό. δόμος, κτίστης,
canódromo [κανόδρομο] (ουσ,/αρσ.) cántico [κάν'ντικο] (ουσ,/αρσ.) άσμα,
κυνοδρόμιο. ύμνος ψαλμός.
canon [κάνον] (ουσ./αρσ.) κανόνας cantidad [καν'τιδάδ] (ουσ./θηλ.) πο­
νόρμα. σότητα, σύνολο,
canónico [κανόνικο] (επίθ.) κανονι­ cantilena [καν'τιλένα] (ουσ,/θηλ.) μπα­
κός. λάντα.
canóniga [κανόνιγα] (ουσ,/θηλ.) ύπνος cantimplora [καν'τιμ'πλόρα] (ουσ,/θηλ.)
πριν το γεύμα, παγούρι.
canonización [κανονιθαθιόν] (ουσ./ cantina [καν'τίνα] (ουσ/θηλ.) καντίνα,
θηλ.) αγιοποίηση. κυλικείο.
canonizar [κανονιθάρ] (ρ.) αγιοποιώ. cantinero [καν'τινέρο] (ουσ,/αρσ.) κα-
canoso [κανόσο] (επίθ.) ασπρομάλ­ ντινιέρης μπάρμαν.
λης. canto [κάντο] (ουσ7αρσ.) 1: άσμα,
cansado [κανσάδο] (επίθ.) 1: εξαντλη­ τραγούδι, 2: χείλος,
μένος κουρασμένος 2: κουραστι­ cantor [καν'τορ] (ουσ./αρσ.) αοιδός
κός βαρετός · estar cansado - είμαι τραγουδιστής,
κουρασμένος · soy cansado - είμαι canturrear [καν'τουρεάρ] (ρ.) τραγου-

123
canturreo

δώ χαμηλόφωνα, σιγοτραγουδώ. capacidad [καπαθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1:


canturreo [καν'τουρέο] (ουσ,/αρσ.) σι­ χωρητικότητα, 2: ικανότητα, 3: αντί­
γανό τραγούδισμα, ληψη.
canuto [κανούτο] (ουσ,/αρσ.) καρφι- capacitación [καπαθιταθιόν] (ουσ./
τσοθήκη. θηλ.) εκπαίδευση,
caña [κάνια] (ουσ,/θηλ.) 1: καλάμι, 2: capacitar [καπαθιτάρ] (ρ.) 1: εφοδιά­
μπύρα σε ποτήρι · caña de azúcar - ζω, 2: εκπαιδεύω, 3: δίνω την ικανό­
ζαχαροκάλαμο · caña dé pescar - κα­ τητα.
λάμι ψαρέματος, capacha [καπάτσα] (ουσ,/θηλ.) καλά­
cañada [κανιάδα] (ουσ,/θηλ.) γκρεμός θι.
χαράδρα, capacho [καπάτσο] (ουσ,/αρσ.) ψάθι­
cañamazo [κανιαμάθο] (ουσ,/αρσ.) νο καλάθι,
κανναβάτσο, καμβάς, capar [καπάρ] (ρ.) ευνουχίζω,
cañamelar [κανιαμελάρ] (ουσ,/αρσ.) caparazón [καπαραθόν] (ουσ,/αρσ.)
φυτεία ζαχαροκάλαμου, καύκαλο, κέλυφος καβούκι,
cañamiel [κανιαμιέλ] (ουσ,/θηλ.) ζαχα­ capataz [καπατάθ] (ουσ,/αρσ.) επιστά­
ροκάλαμο, τη ς αρχιεργάτης εργοδηγός
cáñamo [κάνιαμο] (ουσ,/αρσ.) κάννα­ capaz [καπάθ] (επίθ.) ικανός άξιος
βη, μαριχουάνα, επιδέξιος,
cañavera [κανιαβέρα] (ουσ,/θηλ.) κα- capazo [καπάθο] (ουσ,/αρσ.) πανέρι,
λαμόχορτο. capcioso [καπθιόσο] (επίθ.) 1: πανούρ­
cañaveral [καναβεράλ] (ουσ,/αρσ.) 1: γο ς 2: παραπλανητικός απατηλός
καλαμώνας 2: φυτεία ζαχαροκάλα­ capear [καπεάρ] (ρ.) παραπλανώ, εξα­
μου. πατώ.
cañería [κανερία] (ουσ,/θηλ.) σωλήνας capellán [καπεγιάν] (ουσ,/αρσ.) ιερέ­
αποχέτευσης, ας εφημέριος,
cañizal [κανιθάλ] (ουσ,/αρσ.) καλαμιά, caperuza [καπερούθα] (ουσ,/θηλ.) μυ­
caño [κάνιο] (ουσΥαρσ.) στόμιο πη­ τερή κουκούλα,
γής· capilar [καπιλάρ] (επίθ.) τριχοειδής
cañón [κανιόν] (ουσ,/αρσ.) 1: κανόνι, capilla [καπίγια] (ουσ,/θηλ.) παρεκ­
2: κάννη, 3: φαράγγι, κλήσι.
cañonazo [κανιονάθο] (ουσ,/αρσ.) κα­ capirucho [καπιρούτσο] (ουσ,/αρσ.)
νονιά. κουκούλα,
cañonear [κανιονεάρ] (ρ.) κανονιοβο­ capitación [καπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.)
λώ. κατά κεφαλήν, κεφαλικός φόρος,
cañoneo [κανιόνεο] (ουσ,/αρσ.) κανο­ capital [καπιτάλ] (ουσ,/αρσ.) (Οικον.)
νιοβολισμός, κεφάλαιο,
caoba [καόμπα] (ουσ,/θηλ.) μαόνι, capital [καπιτάλ] (ουσ7θηλ.) πρωτεύ­
caolín [καολίν] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) ουσα.
καολίνης capitalino [καπιταλίνο] 1: (ουσ,/αρσ.)
caos [κάος] (ουσ,/αρσ.) χάος. πρωτευουσιάνος 2: (επίθ.) πρω-
caótico [καότικο] (επίθ.) χαώδης, τευουσιάνικος.
capa [κάπα] (ουσ,/θηλ.) 1: μανδύας 2: capitalismo [καπιταλισμό] (ουσ7αρσ.)
στρώμα. καπιταλισμός

124
caramelo

capitalista [καπιταλίστα] 1: (ουσ./ βάνω, 2: αντιλαμβάνομαι, 3: προσελ­


αρσ.+ θηλ.) καπιταλιστής, καπιταλί- κύω.
στρια, 2: (επίθ.) καπιταλιστικός, captura [καπτούρα] (ουσΥθηλ.) σύ λ­
capitalización [καπιταλιθαθιόν] (ουσ./ ληψη, αιχμαλωσία,
θηλ.) κεφαλαιοποίηση, capturar [καπτουράρ] (ρ.) συλλαμβά­
capitalizar [καπιταλιθάρ] (ρ.) κεφα- νω, αιχμαλωτίζω, φυλακίζω,
λαιοποιώ. capucha [καποΰτσα] (ουσΥθηλ.) κου­
capitán [καπιτάν] (ουσΥαρσ.) 1: κα­ κούλα.
πετάνιος πλοίαρχος 2: λοχαγός 3: capuchino [καπουτσίνο] (ουσΥαρσ.) 1:
αρχηγός. καπουτσίνος (τάγμα), 2: καπουτσίνο
capitana [καπιτάνα] (ουσΥθηλ.) ναυαρ­ (καφές).
χίδα. capuchón [καπουτσόν] (ουσΥαρσ.) κα­
capitanear [καπιτανεάρ] (ρ.) ηγούμαι, πάκι.
capitanía [καπιτανία] (ουσΥθηλ.) αρ- capullo [καπούγιο] (ουσΥαρσ.) 1:
χηγία. μπουμπούκι, 2: κουκούλι,
capitel [καπιτέλ] (ουσΥαρσ.) κιονό­ caqui [κάκι] 1: (ουσΥαρσ.) παραλλαγή
κρανο. στρατιώτη, 2: (επίθ.) χακί.
capitulación [καπιτουλαθιόν] (ουσΥ caqui [κάκι] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) λωτός.
θηλ.) συνθηκολόγηση, cara [κάρα] (ουσΥθηλ.) 1: πρόσωπο,
capitular [καπιτουλάρ] (ρ.) 1: συνθη­ όψη, 2: (Γεωμ.) πλευρά,
κολογώ, 2: φτάνω σε συμφωνία, 3: carabina [καραμπίνα] (ουσΥθηλ.) κα-
παραδίνομαι, ραμπίνα.
capítulo [καπίτουλο] (ουσΥαρσ.) 1: carabinero [καραμπινέρο] (ουσΥαρσ.)
κεφάλαιο (βιβλίου), 2: κατηγορία, 3: τυφεκιοφόρος,
θέμα. caracol [καρακόλ] (ουσΥαρσ.) 1: σαλί­
capó [καπό] (ουσΥαρσ.) καπό. γκαρος κοχλίας 2: μπούκλα.
capón [καπόν] 1: (ουσΥαρσ.) καρπα­ caracola [καρακόλα] (ουσΥθηλ.) κο-
ζιά, 2: κόκκορας 3: (επίθ.) ευνούχος, χύλι.
caponera [καπονέρα] (ουσΥθηλ.) κο­ carácter [καράκτερ] (ουσΥαρσ.) 1: χα­
τέτσι. ρακτήρας (ανθρώπου), 2: χαρακτή­
capota [καπότα] (ουσΥθηλ.) 1: σκού­ ρας (ψηφίο).
φος περίβλημα, 2: κουκούλα κα­ característico [καρακτερίστικο] (επίθ.)
μπριολέ αυτοκινήτου, χαρακτηριστικός τυπικός,
capote [κάποτε] (ουσΥαρσ.) (Στρστ.) caracterizar [καρακτεριθάρ] (ρ.) χαρα­
χλαίνη. κτηρίζω.
capricornio [καπρικόρνιο] (ουσΥαρσ.) caracho [καράτσο] (επίθ.) ιώ δης μοβ.
(Αστρολ.) Αιγόκερως. caradura [καραδούρα] (επίθ.) θρασύς,
capricho [καπρίτσο] (ουσΥαρσ.) ιδιο­ carajo [καράχο] 1: (ουσΥαρσ.) τύπος
τροπία, καπρίτσιο, (άνθρωπος), 2: (επιφ.) διάβολε!,
caprichoso [καπριτσόσο] (επίθ.) ιδιό­ caramba [καράμ'μττα] (επιφ.) Θεέ μου!,
τροπος καπριτσιόζος carámbano [καράμ'μπανο] (ουσΥαρσ.)
cápsula [κάψουλα] (ουσΥθηλ.) κάψου­ παγοκρύσταλλος
λα. caramelo [καραμέλο] (ουσΥαρσ.) κα­
captar [καπτάρ] (ρ.) 1: πιάνω, συλλαμ­ ραμέλα.

125
caramillo

caramillo [καραμίγιο] (ουσ,/αρσ.) (Μουσ.) carcelero [καρθελέρο] (ουσ,/αρσ.) δε­


πλαγίαυλος, σμοφύλακας,
carantoña [καραν'τόνια] (ουσνθηλ.) carcinoma [καρθινόμα] (ουσ,/αρσ.)
γαλαντομία, γενναιοδωρία, καρκίνωμα,
carapacho [καραπάτσο] (ουσ7αρσ.) carcoma [καρκόμα] (ουσ,/θηλ.) σα­
όστρακο. ράκι.
carátula [καράτουλα] (ουσ./θηλ.) 1: carcomer [καρκόμερ] (ρ.) 1: υπονο­
εξώφυλλο βιβλίου, 2: μάσκα, μεύω, 2: κατατρώω.
caravana [καραβάνα] (ουσ,/θηλ.) κα­ cardar [καρδάρ] (ρ.) ξαίνω,
ραβάνι. cardenal [καρδενάλ] (ουσ/αρσ.) 1:
caray [καράι] (επιφ.) Θεέ μου!, καρδινάλιος 2: αιμάτωμα,
carbohidrato [καρμποίδράτο] (ουσ./ cardenillo [καρδενίγιο] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) (Χημ.) υδατάνθρακας, σκουριά του χαλκού,
carbón [καρμπόν] (ουσ,/αρσ.) άνθρα­ cárdeno [κάρδενο] (επίθ.) πορφυρός,
κας κάρβουνο, cardíaco [καρδίακο] (επίθ.) καρδια­
carbonato [καρμπονάτο] (επίθ.) αν­ κός.
θρακικός, cardinal [καρδινάλ] (επίθ.) απόλυτος
carbonera [καρμπονέρα] (ουσ,/θηλ.) κύριος.
ανθρακωρυχείο, cardiograma [καρδιογράμα] (ουσ./
carbonería [καρμπονερία] (ουσ,/θηλ.) αρσ.) καρδιογράφημα,
αποθήκη κάρβουνου, cardiología [καρδιολοχία] (ουσ,/θηλ.)
carbonero [καρμπονέρο] (επίθ.) αν- καρδιολογία,
θρακοειδής, καρβουνιάρικος, cardiólogo [καρδιόλογο] (ουσ,/αρσ.)
carbónico [καρμπόνικο] (επίθ.) αν­ καρδιολόγος,
θρακικός, cardo [κάρδο] (ουσ./αρσ.) κάρδος γα­
carbonizar [καρμπονιθάρ] (ρ.) καρ­ ϊδουράγκαθο,
βουνιάζω, carear [καρεάρ] (ρ.) συγκρίνω,
carbono [καρμπόνο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) carecer [καρεθέρ] (ρ.) (de) στερούμαι ·
άνθρακας, la película carece de acción - η ταινία
carburador [καρμπουραδόρ] (ουσ./ δεν έχει δράση,
αρσ.) εξαεριωτήρας καρμπιρατέρ, carencia [καρένθια] (ουσ,/θηλ.) στέρη­
carburante [καρμπουράντε] (ουσ./ ση, έλλειψη, ανεπάρκεια,
αρσ.) υγρό καύσιμο, carente [καρέν'τε] (de) (επίθ.) στερη­
carburo [καρμπούρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) μένος.
καρβίδιο. carestía [καρεστία] (ουσ,/θηλ.) 1: ακρί­
carca [κάρκα] (επίθ.) αντιδραστικός, βεια, 2: στενότητα, έλλειψη,
carcaj [καρκάχ] (ουσΥαρσ.) φαρέτρα, careta [καρέτα] (ουσ,/θηλ.) μάσκα,
θήκη. προσωπείο,
carcajada [καρκαχάδα] (ουσ,/θηλ.) καγ­ carey [καρέι] (ουσ./αρσ.) 1: ταρταρού­
χασμός, δυνατό γέλιο, γα, 2: χελώνα,
carcamal [καρκαμάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) carga [κάργα] (ουσ,/θηλ.) 1: φορτίο,
παλιά καραβάνα, 2: (επίθ.) γεροπα­ βάρος 2: φόρτωση, 3: φόρτιση (ηλε­
ράξενος. κτρικών συσκευών), 4: φόρος,
cárcel [κάρθελ] (ουσ,/θηλ.) φυλακή. cargado [καργάδο] (επίθ.) φορτωμέ­

126
carpidor

νος. carismático [καρισμάτικο] (επίθ.) χα­


cargador [καργαδόρ] (ουσΥαρσ.) φορ­ ρισματικός προικισμένος,
τωτής. caritativo [καριτατίβο] (επίθ.) φιλεύ­
cargamento [καργαμέν'το] (ουσΥ σπλαχνος φιλανθρωπικός,
αρσ.) φορτίο, cariz [καρίθ] (ουσ,/αρσ.) όψη, εμφά­
cargante [καργάν'τε] (επίθ.) φορτικός νιση.
ενοχλητικός, carlinga [καρλίνγκα] (ουσΥθηλ.) πιλο­
cargar [καργάρ] (ρ.) 1: φορτώνω, 2: τήριο, καμπίνα,
φορτίζω (ηλεκτρικές συσκευές), τρο­ carmenar [καρμενάρ] (ρ.) ξεμπερδεύω
φοδοτώ, 3: χρεώνω, αποδίδω, 4: γε­ μαλλί.
μίζω. carmesí [καρμεσί] 1: (ουσΥαρσ.) βυσ-
cargarse [καργάρσε] (ρ.) φορτώνομαι, σινί χρώμα, 2: (επίθ.) βυσσινής.
επιφορτίζομαι, επωμίζομαι, carmín [καρμίν] (ουσΥαρσ.) 1: άλικο,
cargo [κάργο] (ουσΥαρσ.) 1: θέση, 2: έντονο κόκκινο, 2: κραγιόν,
καθήκον, ευθύνη, 3: κατηγορία, 4: carnada [καρνάδα] (ουσΥθηλ.) δόλω­
χρέωση, χρέος, μα.
cargoso [καργκόσο] (επίθ.) ενοχλητι­ carnal [καρνάλ] (επίθ.) σαρκικός,
κός. carnaval [καρναβάλ] (ουσΥαρσ.) Απο­
carguero [καργέρο] (ουσΥαρσ.) (Στρατ.) κριά, καρναβάλι,
φορτηγίδα, carne [κάρνε] (ουσΥθηλ.) κρέας σάρ­
cariacontesido [καριακον/τεσίδο] (επίθ.) κα.
απογοητευμένος, carné [καρνέ] (ουσΥαρσ.) δελτίο, καρ­
cariado [καριάδο] (επίθ.) σάπιος, νέ · carné de identidad - ταυτότητα
caricatura [καρικατούρα] (ουσΥθηλ.) •carné de conducir - δίπλωμα οδή­
γελοιογραφία, καρικατούρα, γησης
caricaturista [καρικατουρίστα] (ουσΥ carnero [καρνέρο] (ουσΥαρσ.) πρόβα­
αρσ.+ θηλ.) γελοιογράφος καρικα­ το, κριάρι,
τουρίστας, carnicería [καρνιθερία] (ουσΥθηλ.)
caricaturesco [καρικατουρέσκο] (επίθ.) κρεοπωλείο, σφαγείο,
γελοίος. carnicero [καρνιθέρο] (ουσΥαρσ.) κρεο­
caricaturizar [καρικατουριθάρ] (ρ.) γε­ πώλης.
λοιογράφο), carnívoro [καρνίβορο] 1: (ουσΥαρσ.)
caricia [καρίθια] (ουσΥθηλ.) χάδι. κρεοπώλης 2: (επίθ.) σαρκοφάγος
caridad [καριδάδ] (ουσΥθηλ.) ευσπλα­ (μτφ.) αιμοσταγής,
χνία, φιλανθρωπία, έλεος, carnosidad [καρνοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
caries [κάριες] (ουσΥθηλ.) τερηδόνα, ευσαρκία, παχυσαρκία,
carilargo [καριλάργο] (επίθ.) μακρο­ carnoso [καρνόσο] (επίθ.) σαρκώδης,
πρόσωπος, caro [κάρο] (επίθ.) 1: ακριβός 2: αγα­
cariño [καρίνιο] (ουσΥαρσ.) στοργή, πητός.
φροντίδα, carpa [κάρπα] (ουσΥθηλ.) τέντα, σκη­
cariñoso [καρινιόσο] (επίθ.) στοργι­ νή.
κός τρυφερός, carpeta [καρπέτα] (ουσΥθηλ.) χαρτο­
carisma [καρίσμα] (ουσΥαρσ.) χάρι­ φύλακας.
σμα. carpidor [καρπιδόρ] (ουσΥαρσ.) σκα­

127
carpintería

λιστήρι. (Στρατ.) τανκ.


carpintería [καρπιν'τερία] (ουσ,/θηλ.) carrocería [καροθερία] (ουσ,/θηλ.) αμά­
ξυλουργείο, ξυλουργική, ξωμα.
carpintero [καρπιν'τέρο] (ουσΥαρο.) carrocero [καροθέρο] (ουσ,/αρσ.) αμα­
ξυλουργός επιπλοποιός μαραγκός, ξοποιός.
carraca [καράκα] (ουσ./θηλ.) σαπιοκά- carroña [καρόνια] (ουσ./θηλ.) ψοφίμι,
ραβο, σακαράκα, carroza [καρόθα] (ουσ./θηλ.) 1: άμαξα,
carral [καράλ] (ουσ./αρσ.) κάδος, καρότσα, 2: παλιομοδίτικος
carraspear [καρασπεάρ] (ρ.) ξεροβή­ carruaje [καρουάχε] (ουσ,/αρσ.) άμα­
χω. ξα.
carraspera [καρασπέρα] (ουσ,/θηλ.) carrusel [καρουσέλ] (ουσ./αρσ.) κα-
βράχνιασμα. ρουσέλ.
carrasposo [καρασπόσο] (επίθ.) 1: βρα­ carta [κάρτα] (ουσ,/θηλ.) 1: γράμ­
χνός 2: τραχύς, μα επιστολή, 2: τραπουλόχαρτο, 3:
carrera [καρέρα] (ουσ./θηλ.) 1: αγώνας χάρτης 4: κατάλογος εστιατορίου,
ταχύτητας τρέξιμο, κούρσα, 2: πανε­ μενού.
πιστημιακές σπουδές 3: σταδιοδρο­ cartapacio [καρταπάθιο] (ουσ,/αρσ.)
μία, καριέρα, 4: πόντος, σημειωματάριο,
carreta [καρέτα] (ουσ,/θηλ.) άμαξα, cartearse [καρτεάρσε] (ρ.) αλληλο­
κάρο. γραφώ.
carretada [καρετάδα] (ουσ,/θηλ.) φορ­ cartel [καρτέλ] (ουσ,/αρσ.) ταμπέλα,
τίο άμαξας, αφίσα, πόστερ.
carrete [καρέτε] (ουσ,/αρσ.) καρούλι, cártel [κάρτελ] (ουσ,/αρσ.) παράνομη
carretear [καρετεάρ] (ρ.) έλκω, ρυ­ οργάνωση,
μουλκώ. cartelera [καρτελέρα] (ουσ,/θηλ.) δια­
carretel [καρετέλ] (ουσ7αρσ.) μπομπί­ φημιστικό πλαίσιο,
να, καρούλι, carteo [καρτέο] (ουσ,/αρσ.) αλληλο­
carretera [καρετέρα] (ουσ,/θηλ.) εθνι­ γραφία.
κή οδός. cartera [καρτέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: πορ­
carretero [καρετέρο] (ουσ,/αρσ) αμα­ τοφόλι, 2: χαρτοφυλάκιο,
ξοποιός. carterista [καρτερίστα] (ουσ,/αρσ.)
carretilla [καρετίγια] (ουσ,/θηλ.) κα­ πορτοφολάς,
ροτσάκι. cartero [καρτέρο] (ουσ,/αρσ.) ταχυ­
carricuba [καρικούμπα] (ουσ,/θηλ.) δρόμος.
υδροφόρα, cartílago [καρτίλαγο] (ουσ,/αρσ.) χόν­
carril [καρίλ] (ουσ,/αρσ.) λωρίδα, ρά- δρος.
Υα· cartilla [καρτίγια] (ουσ./θηλ.) 1: αλφα­
carrilero [καριλέρο] (επίθ.) σιδηρο­ βητάριο, 2: βιβλιάριο,
δρομικός cartografía [καρτογραφία] (ουσ,/θηλ.)
carrillo [καρίγιο] (ουσ,/αρσ.) μάγουλο, χαρτογράφηση, χαρτογραφία,
carrizal [καριθάλ] (ουσ,/αρσ.) καλα- cartográfico [καρτογράφικο] (επίθ.)
μώνας. χαρτογραφικός,
carrizo [καρίθο] (ουσ,/αρσ.) καλάμι, cartógrafo [καρτόγραφο] (ουσ,/αρσ.)
carro [κάρο] (ουσ,/αρσ.) 1: κάρο, 2: χαρτογράφος.

128
castañuela

cartomancia [καρτομάνθια] (ουσ./ cascarón [κασκαρόν] (ουσΥαρσ.) κέ-


θηλ.) χαρτομαντεία, λυφ ος τσόφλι αυγού,
cartón [καρτόν] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτόνι, cascarrabias [κασκαράμπιας] (επίθ.)
2: χαρτοκιβώτιο, 3: κουτί, ευέξαπτος γκρινιάρης
cartuchera [καρτουτσέρα] (ουσΥθηλ.) casco [κάσκο] (ουσΥαρσ.) 1: περικε­
φυσιγγιοθήκη, φαλαία, κράνος 2: οπλή, θήκη, 3:
cartucho [καρτούτσο] (ουσΥαρσ.) φυ­ φιάλη.
σίγγιο. cascote [κασκότε] (ουσΥαρσ.) χάλα­
cartujano [καρτουχάνο] (επίθ.) καρτε­ σμα, μπάζα,
σιανός. caseoso [κασεόσο] (επίθ.) τυρώδης.
cartulina [καρτουλίνα] (ουσΥθηλ.) caserío [κασερίο] (ουσΥαρσ.) αγροι­
χαρτόνι λεπτό, κία, εξοχική κατοικία,
casa [κάσα] (ουσΥθηλ.) σπίτι, οικία, οί­ casero [κασέρο] 1: (ουσΥαρσ.) σπιτο­
κος. νοικοκύρης 2: επιστάτης 3: (επίθ.)
casaca [κασάκα] (ουσΥθηλ.) καζάκα, σπιτίσιος σπιτόγατος,
casado [κασάδο] 1: (ουσΥαρσ.), (επίθ.) caserón [κασερόν] (ουσΥαρσ.) μεγάλο
παντρεμένος, και ξεχαρβαλωμένο σπίτι,
casamentero [κασαμεν'τέρο] (ουσΥ caseta [κασέτα] (ουσΥθηλ.) περίπτερο
αρσ.) προξενητής. (σε έκθεση).
casamiento [κασαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) casi [κάσι] (επίρρ.) σχεδόν, περίπου,
γάμος. κατά προσέγγιση,
casar [κασάρ] (ρ.) 1: παντρεύω, 2: casilla [κασίγια] (ουσΥθηλ.) 1: καλύβι,
(μτφ.) ταιριάζω, εναρμονίζω, παράγκα, 2: τετραγωνίδιο,
casarse [κασάρσε] (ρ.) παντρεύομαι, casimir [κασιμίρ] (ουσΥαρσ.) κασμίρι,
casca [κάσκα] (ουσΥθηλ.) φλοιός δέ­ casino [κασίνο] (ουσΥαρσ.) καζίνο,
ντρου. caso [κάσο] (ουσΥαρσ.) 1: περίπτωση,
cascabel [κασκαμπέλ] (ουσΥαρσ.) υπόθεση, 2: συμβάν, περιστατικό,
κουδουνάκι. κρούσμα, 3: (Γραμμ.) πτώση,
cascabelear [κασκαμπελεάρ] (ρ.) 1: caspa [κάσπα] (ουσΥθηλ.) πιτυρίδα,
κουδουνίζω, 2: κοροϊδεύω, casquete [κασκέτε] (ουσΥαρσ.) κασκέ­
cascabeleo [κασκαμπελέο] (ουσΥαρσ.) το, κράνος,
κουδούνισμα, casta [κάστα] (ουσΥθηλ.) φυλή, κάστα,
cascada [κασκάδα] (ουσΥθηλ.) καταρ- ράτσα.
ράχτης. castaña [καστάνια] (ουσΥθηλ.) κάστα­
cascado [κασκάδο] (επίθ.) καταρρα­ νο.
κωμένος, σπασμένος, castañar [καστανιάρ] (ουσΥαρσ.) δά­
cascajo [κασκάχο] (ουσΥαρσ.) τρίμμα, σος με καστανιές,
θρύψαλο, θρύμμα, castañero [καστανιέρο] (ουσΥαρσ.)
cascanueces [κασκανουέθες] (ουσΥ καστανάς,
αρσ.) καρυοθραύστης, castañeta [καστανιέτα] (ουσΥθηλ.) κα­
cascar [κασκάρ] (ρ.) ραγίζω, θραύω, στανιέτα.
σπάζω, διαμελίζω, castaño [καστάνιο] 1: (ουσΥαρσ.) καστα­
cáscara [κάσκαρα] (ουσΥθηλ.) φλού­ νιά, 2: (επίθ.) καστανός,
δα, τσόφλι. castañuela [καστανιουέλα] (ουσΥθηλ.)

129
castellano

καστανιέτα, catador [καταδόρ] (ουσ,/αρσ.) δοκι­


castellano [καστεγιάνο] 1: (ουσ./αρσ.) μαστής.
ισπανική γλώσσα (στην περιοχή της catadura [καταδούρα] (ουσ,/θηλ.) δο­
Castilla), 2: (επίθ.) από την περιοχή κιμή.
της Castilla, catalán [καταλάν] 1: (ουσ,/αρσ.) Κα-
casticidad [καστιθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κα­ ταλανός 2: καταλανικά (γλώσσα), 3:
θαρότητα αγνότητα, (επίθ.) καταλανικός.
castidad [καστιδάδ] (ου07θηλ.) αγνό­ catalejo [καταλέχο] (ουσ,/αρσ.) κιάλι,
τητα. τηλεσκόπιο,
castigador [καοττιγαδόρ] (ουσ,/αρσ.) catalizador [καταλιθαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
1: τιμωρός 2: γυναικοκατακτητής, καταλύτης.
castigar [καστιγάρ] (ρ.) 1: τιμωρώ, 2: catalogación [καταλογαθιόν] (ουσ./
επικρίνω. θηλ.) καταχώρηση σε κατάλογο, κα-
castigo [καστίγο] (ουσ./αρσ.) 1: τιμω­ ταλογογράφηση.
ρία, ποινή, 2: επίκριση, catalogar [καταλογάρ] (ρ.) καταχωρώ,
castillo [καστίγιο] (ουσ,/αρσ.) κάστρο, ταξινομώ,
φρούριο. catálogo [κατάλογο] (ουσ,/αρσ.) κα­
castizo [καστίθο] (επίθ.) αυθεντικός, τάλογος.
γνήσιος. cataplasma [καταπλάσμα] (ουσ/αρσ.)
casto [κάστο] (επίθ.) αγνός άσπιλος κατάπλασμα,
αθώος. catapulta [καταπούλτα] (ουσ,/θηλ.)
castor [καστόρ] (ουσ7αρσ.) κάστορας, καταπέλτης σφεντόνα,
castración [καστραθιόν] (ουσ,/θηλ.) catar [κατάρ] (ρ.) δοκιμάζω, γεύομαι,
ευνουχισμός catarata [καταράτα] (ουσ,/θηλ.) κα­
castrado [καστράδο] 1: (ουσ./αρσ.) ευ­ ταρράκτης
νούχος 2: (επίθ.) ευνουχισμένος catarro [κατάρο] (ουσ,/αρσ.) καταρ­
castrar [καστράρ] (ρ.) ευνουχίζω, ροή, συνάχι, κρύωμα,
castrense [καστρένσε] (επίθ.) στρα­ catarsis [κατάρσις] (ουσ,/θηλ.) κάθαρ­
τιωτικός ση.
casual [κασουάλ] (επίθ.) τυχαίος, συμ- catártico [κατάρτικο] (επίθ.) καθαρτι­
πτωματικός. κός.
casualidad [κασουαλιδάδ] (ουσ/θηλ.) catástrofe [κατάστροφε] (ουσ,/θηλ.)
τύχη, σύμπτωση, συγκυρία · le conocí καταστροφή,
por casualidad - τον γνώρισα τυ­ catastrófico [καταστρόφικο] (επίθ.)
χαία. καταστροφικός,
casualmente [κασουάλμεν'τέ] (επίρρ.) catavinos [καταβίνος] (ουσ7αρσ.) 1:
τυχαία, συμπτωματικά. δοκιμαστής κρασιών, οινογεύστης,
casuca [κασούκα] (ουσ/θηλ.) χαμό­ 2: αλκοολικός μεθύστακας μπε­
σπιτο. κρής.
cata [κάτα] (ουσ,/θηλ.) δοκιμή, catear [κατεάρ] (ρ.) 1: ψάχνω, 2: παρα­
cataclismo [κατακλίσμο] (ουσ,/αρσ.) κολουθώ, ενεδρεύω,
κατακλυσμός, catecismo [κατεθίσμο] (ουσ,/αρσ.) κα-
catacumbas [ κατακούμ'μπας] (ουσ./ τήχηση.
θηλ.) πληθ. κατακόμβες. cátedra [κάτεδρα] (ουσΥθηλ.) έδρα

130
cavilar

καθηγητή, αρχηγία.
catedral [κατεδράλ] (ουσΥθηλ.) μη­ caudillo [καουδίγιο] (ουσ,/αρσ.) αρ-
τρόπολη, καθεδρικός ναός. ΧΠΥώς.
catedrático [κατεδράτικο] (ουσ,/αρσ.) causa [κάουσα] (ουσ,/θηλ.) 1: αιτία, αί­
καθηγητής, τιο, λόγος, 2: σκοπός,
categoría [κατεγορία] (ουσ./θηλ.) κα­ causal [καουσάλ] (επίθ.) αιτιώδης,
τηγορία. causalidad [καουσαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
categóricamente [κατεγόρικαμεν'τε] αιτιότητα,
(επίρρ.) κατηγορηματικά, causante [καουσάν'τε] (επίθ.) αίτιος
categórico [κατεγόρικο] (επίθ.) κατη- υπαίτιος.
γορικός κατηγορηματικός, causar [καουσάρ] (ρ.) προξενώ, προ­
catcquesis [κατεκέσις] (ουσ7θηλ.) κα­ καλώ.
τήχηση. cáustico [κάουστικο] (επίθ.) καυστικός,
catequizar [κατεκιθάρ] (ρ.) κατηχώ, cautela [καουτέλα] (ουσ./θηλ.) προ­
caterva [κατέρβα] (ουσ/θηλ.) πλήθος, σοχή, επιφύλαξη, προφύλαξη · con
cátodo [κάτοδο] (ουσ,/αρσ.) κάθοδος, cautela - προσεκτικά,
catolicismo [κατολιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) cautelarse [καουτελάρσε] (ρ.) επιφυ­
καθολικισμός, λάσσομαι,
católico [κατόλικο] (επίθ.) καθολικός, cauteloso [καουτελόσο] (επίθ.) προσε­
catorce [κατόρθε] (αριθμ. επίθ.) δεκα­ κτικός επιφυλακτικός,
τέσσερα. cauterizar [καουτεριθάρ] (ρ.) καυτη­
catorceavo [κατορθεάβο] (αριθμ. επίθ.) ριάζω.
δέκατος τέταρτος, cautivar [καουτιβάρ] (ρ.) αιχμαλωτίζω,
catre [κάτρε] (ουσ,/αρσ.) πτυσσόμενο φυλακίζω,
κρεβάτι, ράντζο, cautiverio [καουτιβέριο] (ουσ,/αρσ.)
catrecillo [κατρεθίγιο] (ουσ,/αρσ.) πτυσ­ αιχμαλωσία, φυλάκιση,
σόμενη καρέκλα, cautivo [καουτίβο] (επίθ.) αιχμάλωτος,
cauce [κάουθε] (ουσ,/αρσ.) κοίτη, κρατούμενος,
caución [καουθιόν] (ουσ,/θηλ.) επιφύ­ cauto [κάουτο] (επίθ.) συνετός προσε­
λαξη. κτικός επιφυλακτικός
caucionar [καουθιονάρ] (ρ.) 1: εγγυώ­ cava [κάβα] (ουσ./θηλ.) κάβα.
μαι, διαβεβαιώνω, 2: προλαμβάνω, cavar [καβάρ] (ρ.) σκάβω,
cauchal [καουτσάλ] (ουσ./αρσ.) φυ­ caverna [καβέρνα] (ουσ,/θηλ.) σπή­
τεία καουτσούκ, λαιο, σπηλιά,
cauchera [καουτσέρα] (ουσ,/θηλ.) δέ­ cavernícola [καβερνίκολα] (ουσ./αρσ.)
ντρο καουτσούκ, άνθρωπος των σπηλαίων,
caucho [κάουτσο] (ουσ./αρσ.) καου­ cavernoso [καβερνόσο] (επίθ.) σπη­
τσούκ. λαιώδης.
caudal [καουδάλ] (ουσ./αρσ.) 1: ρους, caviar [καβιάρ] (ουσ,/αρσ.) χαβιάρι,
2: περιουσία, 3: αφθονία, πληρότη­ cavidad [καβιδάδ] (ουσΥθηλ.) κοιλό­
τα. τητα, κοίλωμα,
caudaloso [καουδαλόσο] (επίθ.) συνε­ cavilación [καβιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) σκέ­
χόμενης ροής. ψη, συλλογισμός,
caudillaje [καουδιλάχε] (ουσ,/αρσ.) cavilar [καβιλάρ] (ρ.) σκέπτομαι, συλ­

131
cayado

λογίζομαι, cebra [θέμπρα] (ουσ./θηλ.) ζέβρα.


cayado [καγίάδο] (ουσΥαρσ.) μπα­ cecear [θεθεάρ] (ρ.) ψευδίζω.
στούνι. ceceo [θεθέο] (ουσΥαρσ.) ψεύδισμα.
cayo [κάγιο] (ουσΥαρσ.) νησάκι. ceceoso [θεθεόσο] (επίθ.) ψευδός,
caza [κάθα] (ουσΥθηλ.) κυνήγι, κατα­ cecina [θεθίνα] (ουσΥθηλ.) καπνιστό
δίωξη. κρέας.
cazador [καθαδόρ] (ουσΥαρσ.) κυνη­ ceder [θεδέρ] (ρ.) 1: παραχωρώ, υπο­
γός. κύπτω, 2: υποχωρώ,
cazadora [καθαδόρα] (ουσΥθηλ.) μπου­ cedro [θέδρο] (ουσΥαρσ.) κέδρος,
φάν. cédula [θέδουλα] (ουσΥθηλ.) 1: δεί­
cazar [καθάρ] (ρ.) κυνηγώ, τσακώνω, κτης 2:ταυτότητα.
cazo [κάθο] (ουσΥαρσ.) 1: κουτάλα, 2: CEE σύντμ. · Comunidad Económica
κατσαρόλι με χερούλι, κατσαρόλα, Europea - Ευρωπαϊκή Οικονομική
cazoleta [καθολέτα] (ουσΥθηλ.) μικρή Κοινότητα,
κατσαρόλα, cefalalgia [θεφαλάλχια] (ουσΥθηλ.)
cazón [καθόν] (ουσΥαρσ.) σκυλόψα­ κεφαλαλγία, πονοκέφαλος,
ρο. cefalea [θεφαλέα] (ουσΥθηλ.) ημικρα­
cazuela [καθουέλα] (ουσΥθηλ.) κατσα­ νία.
ρόλα. cefálico [θεφάλικο] (επίθ.) κεφαλικός.
cazurro [καθούρο] (επίθ.) σκυθρωπός, cefalópodo [θεφαλόποδο] (ουσΥαρσ.)
κατηφής κατσούφης. κεφαλόποδο.
ce [θε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του céfiro [θέφιρο] (ουσΥαρσ.) ζέφυρος,
γράμματος «C». cegador [θεγαδόρ] (επίθ.) εκτυφλωτι­
ceba [θέμπα] (ουσΥθηλ.) 1: σίτηση, 2: κός εκθαμβωτικός,
λίπανση, 3: γέμισμα όπλου, 4: προ­ cegar [θεγάρ] (ρ.) 1: τυφλώνω, 2: κλεί­
θέρμανση, νω ένα άνοιγμα, βουλώνω, μπλοκά-
cebada [θεμπάδα] (ουσΥθηλ.) κριθά­ ρω.
ρι. cegato [θεγάτο] 1: (ουσΥαρσ.) μύω­
cebadero [θεμπαδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: πας 2: (επίθ.) μυωπικός,
έμπορος κριθαριού, 2: κτηνοτρο- ceguedad [θεγεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: τύ­
φείο. φλωση, 2: μυωπία,
cebar [θεμπάρ] (ρ.) 1: επισιτίζω, 2: πα­ ceguera [θεγέρα] (ουσΥθηλ.) τύφλω­
χαίνω, 3: γεμίζω όπλο, 4: προθερμαί­ ση.
νω. ceja [θέχα] (ουσΥθηλ.) φρύδι,
cebo [θέμπο] (ουσΥαρσ.) 1: δόλωμα, 2: cejar [θεχάρ] (ρ.) ανακαλώ, υποχωρώ,
τροφή για ζώα. cejijunto [θεχιχούν'το] (επίθ.) συνο­
cebolla [θεμπόγια] (ουσΥθηλ.) κρεμ­ φρυωμένος,
μύδι. cejudo [θεγούδο] (επίθ.) πυκνοφρύ-
cebolleta [θεμπογιέτα] (ουσΥθηλ.) ψι­ δης.
λό κρεμμύδι, celada [θελάδα] (ουσΥθηλ.) ενέδρα,
cebollino [θεμπογίνο] (ουσΥαρσ.) γλυ- παγίδα.
κοκρέμμυδο. celador [θελαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: επι­
cebón [θεμπόν] (επίθ.) ευτραφής, χο- μελητής 2: φύλακας,
ντρούλης. celar [θελάρ] (ρ.) επιτηρώ, παρακο­

132
censor

λουθώ, φυλάω, κελλουλοΐτης.


celar [θελάρ] (ρ.) κρύβω, αποκρύπτω, celulosa [θελουλόσα] (ουσ/θηλ.) (Χημ.)
celda [θέλδα] (ουσ,/θηλ.) κελί. κυτταρίνη,
celdilla [θελδίγια] (ουσ./θηλ.) κελί κυ­ cellisca [θεγίσκα] (ουσ7θηλ.) χιονόνε­
ψέλης. ρο.
celebérrimo [θελεμπέριμο] (επίθ.) δια- cementar [θεμεν'τάρ] (ρ.) 1: σκληραί­
σημότατος πασίγνωστος, νω, 2: κολλάω,
celebración [θελεμπραθιόν] (ουσ./ cementerio [θεμεν'τέριο] (ουσ,/αρσ.)
θηλ.) 1: εορτασμός πανηγυρισμός κοιμητήριο, νεκροταφείο,
2: τέλεση. cemento [θεμέν'το] (ουσ,/αρσ.) τσι­
celebrar [θελεμπράρ] (ρ.) 1: εορτάζω, μέντο.
χαίρομαι 2: εγκωμιάζω, 3: τελώ. cena [θένα] (ουσΥθηλ.) δείπνο,
célebre [θέλεμπρε] (επίθ.) περιώνυμος cenáculo [θενάκουλο] (ουσ7αρσ.) κλί­
διάσημος ξακουστός φημισμένος κα ατόμων, στενό περιβάλλον, ομά­
celebridad [θελεμπριδάδ] (ουσ,/θηλ.) δα.
διασημότητα, φήμη. cenagal [θεναγάλ] (ουσ,/αρσ.) βούρ­
celeridad [θελεριδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: κος τέλμα,
ετοιμότητα, 2: ταχύτητα, cenagoso [θεναγόσο] (επίθ.) τελμα­
celeste [θελέστε] (επίθ.) 1: ουράνιος 2: τώδης,
ουρανής γαλάζιος, cenar [θενάρ] (ρ.) δειπνώ,
celestial [θελεστιάλ] (επίθ.) θείος εξαί­ cencerrada [θενθεράδα] (ουσ,/θηλ.)
σιος θεσπέσιος. εκκωφαντική μουσική,
celestina [θελεστίνα] (ουσ,/θηλ.) μα- cencerrear [θενθερεάρ] (ρ.) ξεκουφαί-
στροπός (καθ.) τσατσά. νω.
celibato [θελιμπάτο] (ουσ,/αρσ.) αγα- cencerro [θενθέρο] (ουσ./αρσ.) κου-
μία. δούνα.
célibe [θέλιμπε] 1: (ουσ./αρσ.) εργέ­ cenefa [θενέφα] (ουσ,/θηλ.) μπορ­
νης 2: (επίθ.) άγαμος, ντούρα.
celo [θέλο] (ουσ,/αρσ.) 1: ζήλος 2: επο­ cenicero [θενιθέρο] (ουσ,/αρσ.) στα­
χή ζευγαρώματος (για ζώα). χτοδοχείο, τασάκι.
celofán [θελοφάν] (ουσ,/αρσ.) σελο­ Cenicienta [θενιθιέν'τα] (ουσ/θηλ.) Στα­
φάν. χτοπούτα,
celos [θέλος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. ζήλια, ceniciento [θενιθιέν'το] (επίθ.) στα-
celosía [θελοσία] (ουσ,/θηλ.) στόρι. χτήζ·
celoso [θελόσο] (επίθ.) ζηλιάρης, cénit [θένιτ] (ουσ,/αρσ.) ζενίθ,
celta [θέλτα] 1: (ουσ,/αρσ.) (α) Κέλτης ceniza [θενίθα] (ουσ,/θηλ.) στάχτη, τέ-
(β) κέλτικα (γλώσσα), 2: (επίθ.) κέλτι­ φρα.
κος. cenizo [θενίζο] (επίθ.) 1: σταχτής 2:
céltico [θέλτικο] (επίθ.) κέλτικος, γκαντέμης γρουσούζης,
célula [θέλουλα] (ουσ./θηλ.) κύτταρο, cenobio [θενόμπιο] (ουσ7αρσ.) κοι­
celular [θελουλάρ] (επίθ.) κυτταρικός νόβιο.
celulitis [θελουλίτις] (ουσ,/θηλ.) κυτ­ censar [θενσάρ] (ρ.) απογράφω.
ταρίτιδα. censo [θένσο] (ουσ,/αρσ.) απογραφή.
celuloide [θελουλόιδε] (ουσ,/αρσ.) censor [θενσόρ] (ουσ,/αρσ.) λογοκρι­

133
censual

τής. centinela [θεν'τινέλα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)


censual [θενσουάλ] (επίθ.) απογραφι- σκοπός, φρουρός, φρούραρχος,
κός. centolla [θεν'τόγια] (ουσΥθηλ.) κα­
censura [θενσούρα] (ουσΥθηλ.) λογο­ βουρομάνα,
κρισία, επίκριση, centrado [θεν'τράδο] (επίθ.) επικε­
censurable [θενσουράμπλε] (επίθ.) ντρωμένος, συγκεντρωμένος,
λογοκριτέος. central [θεν'τράλ] 1: (ουσΥθηλ.) κε­
censurar [θενσουράρ] (ρ.) λογοκρίνω, ντρικό γραφείο, 2: (επίθ.) κεντρικός,
επικρίνω. centralismo [θεν'τραλίσμο] (ουσΥαρσ.)
centavo [θεν'τάβο] (αριθμ. επίθ.) εκα­ συγκεντρωτισμός,
τοστός. centralista [θεν'τραλίστα] (επίθ.) συ­
centauro [θεν'τάουρο] (ουσΥαρσ.) Κέ­ γκεντρωτικός,
νταυρος. centralita [θεν/τραλίτα] (ουσΥθηλ.) τη­
centella [θεν'τέγια] (ουσΥθηλ.) σπιν­ λεφωνικό κέντρο,
θήρας, αστραπή, centralizar [θεν'τραλιθάρ] (ρ.) 1: συ­
centelleante [θεν'τεγιεάν'τε] (επίθ.) γκεντρώνω, 2: επικεντρώνω,
σπινθηροβόλος. centralización [θεν'τραλιθαθιόν] (ουσΥ
centellear [θεν'τεγιεάρ] (ρ.) σπινθηρί­ θηλ.) συνάθροιση, συγκέντρωση,
ζω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ, centrar [θεν'τράρ] (ρ.) τοποθετώ στο
centelleo [θεν'τεγέο] (ουσΥαρσ.) σπιν- κέντρο, επικεντρώνω, εστιάζω,
θηρισμός, σπινθήρισμα. céntrico [θέν'τρικο] (επίθ.) κεντρικός,
centena [θεν'τένα] (ουσΥθηλ.) εκατο­ centrifugar [θεν'τριφουγάρ] (ρ.) στε­
ντάδα. γνώνω με φυγόκεντρο δύναμη,
centenar [θεν'τενάρ] (ουσΥαρσ.) εκα­ centrífugo [θεν'τρίφουγο] (επίθ.) φυ-
τοντάδα. γόκεντρος.
centenario [θεν'τενάριο] (ουσΥαρσ.) centro [θέν'τρο] (ουσΥαρσ.) κέντρο,
1: εκατονταετηρίδα, 2: (επίθ.) εκατο- εστία · centro comercial - εμπορικό
νταετής, αιωνόβιος, κέντρο · ser el centro de atención - εί­
centeno [θεν'τένο] (ουσΥαρσ.) σίκα­ μαι το κέντρο της προσοχής.
λη. Centroamérica [θεν'τροαμέρικα] (ουσΥ
centesimal [θεν/τεθιμάλ] (αριθμ. επίθ.) θηλ.) Κεντρική Αμερική,
εκατοστός, centroamericano [θεν'τροαμερικάνο]
centésimo [θεν'τέσιμο] (ουσΥαρσ.) 1: (ουσΥαρσ.) Κεντροαμερικανός, 2:
εκατοστό, (επίθ.) κεντροαμερικάνικος.
centígrado [θεν'τίγραδο] (επίθ.) εκα­ centuplicar [θεν'τουπλικάρ] (ρ.) εκα­
τοντάβαθμος (κλίμακας Κελσίου). τονταπλασιάζω,
centigramo [θεν'τιγράμο] (ουσΥαρσ.) centurión [θεν'τουριόν] (ουσΥαρσ.)
εκατοστόγραμμο, κεντουρίων, εκατόνταρχος,
centilitro [θεν'τιλίτρο] (ουσΥαρσ.) εκα­ ceñido [θενίδο] (επίθ.) εφαρμοστός,
τοστόλιτρο, στενός.
centímetro [θεν'τίμετρο] (ουσΥαρσ.) ceñir [θενίρ] (ρ.) 1: σφίγγω, 2: περιτρι­
εκατοστόμετρο, εκατοστό, πόντος, γυρίζω, περικυκλώνω 3: περιορίζω,
céntimo [θέν'τιμο] (αριθμ. επίθ.) εκα­ ceño [θένιο] (ουσΥαρσ.) συνοφρύωμα,
τοστός. κατσούφιασμα.

134
cerrado

ceñudo [θενιούδο) (επίθ.) συνοφρυω­ cerdoso [θερδόσο] (επίθ.) αγκαθωτός


μένος κατσουφιασμένος ακανθώδης,
cepa [θέπα] (ουσ./θηλ.) 1: το σημείο cereales [θερεάλες] (ουσ./αρσ.) πληθ.
του κορμού του δέντρου που βρί­ δημητριακά,
σκεται μέσα στη γη κοντά στις ρίζες cerealista [θερεαλίστα] (επίθ.) σιτοπα-
2: κλήμα, ραγωγικός.
cepillar [θεπιγιάρ] (ρ.) βουρτσίζω, cerebelo [θερεμπέλο] (ουσ,/αρσ.) (Ανατ.)
cepillo [θεπίγιο] (ουσ,/αρσ.) βούρτσα, παρεγκεφαλίδα,
cepo [θέπο] (ουσ7αρσ.) παγίδα, φάκα. cerebral [θερεμπράλ] (επίθ.) εγκεφα­
cera [θέρα] (ουσ./θηλ.) κερί · hacer Ια λικός
cera - κάνω αποτρίχωση με κερί. cerebro [θερέμπρο] (ουσ,/αρσ.) εγκέ­
cerámica [θεράμικα] (ουσ7θηλ.) κερα­ φαλος.
μική, αγγειοπλαστική, ceremonia [θερεμόνια] (ουσ,/θηλ.) τε­
cerámico [θεράμικο] (επίθ.) κεραμι­ λετή.
κός. ceremonial [θερεμονιάλ] (επίθ.) εθι­
ceramista [θεραμίστα] (ουσ,/αρσ.) αγ­ μοτυπικός παραδοσιακός,
γειοπλάστης, ceremonioso [θερεμονιόσο] (επίθ.) τε­
cerbatana [θερμπατάνα] (ουσ,/θηλ.) λετουργικός τυπικός,
φυσοκάλαμο, cereza [θερέθα] (ουσ7θηλ.) κεράσι,
cerca [θέρκα] (ουσ7θηλ.) φράχτης, cerezal [θερεθάλ] (ουσ,/αρσ.) κερασό-
cerca [θέρκα] (επίρρ.) (de) κοντά · mis κηπος.
abuelos viven cerca de mi casa - 01 cerezo [θερέθο] (ουσΛιρσ.) κερασιά,
παππούδες μου μένουν κοντά στο cerilla [θερίγια] (ουσ,/θηλ.) σπίρτο,
σπίτι μου. cerillera [θεριγιέρα] (ουσ./θηλ.) σπιρ-
cercado [θερκάδο] (ουσ7αρσ.) περί­ τοθήκη.
βολος. cerillo [θερίγιο] (ουσ7αρσ.) 1: κερί εκ­
cercanía [θερκανία] (ουσ,/θηλ.) εγγύ­ κλησίας 2: σπίρτο,
τητα, γειτνίαση · tren de cercanías - cernedor [θερνεδόρ] (ουσΥαρσ.) κό­
προαστιακός σιδηρόδρομος, σκινο.
cercano [θερκάνο] (επίθ.) κοντινός εγ­ cerner [θερνέρ] (ρ.) κοσκινίζω,
γύς γειτονικός, cernidor [θερνιδόρ] (ουσ,/αρσ.) κόσκι­
cercar [θερκάρ] (ρ.) 1: φράζω, περι­ νο.
βάλλω, περικυκλώνω, 2: πολιορκώ, cernidura [θερνιδούρα] (ουσ,/θηλ.) κο­
cercenar [θερθενάρ] (ρ.) ακρωτηριά­ σκίνισμα.
ζω. cero [θέρο] (ουσ,/αρσ.) μηδέν · desde
cerciorarse [θερθιοράρσε] (ρ.) (de) cero - από το μηδέν, από την αρχή ·
σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι · me después de esta catástrofe tuvo que
cercioré de sus propósitos - βεβαιώ­ construir su vida desde cero - μετά
θηκα για τις προθέσεις του. από αυτήν την καταστροφή, έπρεπε
cerco [θέρκο] (ουσ7αρσ.) 1: κύκλος 2: να χτίσει τη ζωή του από το μηδέν,
πολιορκία, ceroso [θερόσο] (επίθ.) κέρινος,
cerda [θέρδα] (ουσ./θηλ.) τρίχα ζώων. cerote [θερότε] (ουσ,/αρσ.) κερί υπο­
cerdo [θέρδο] (ουσ,/αρσ.) χοίρος γου­ δηματοποιού,
ρούνι. cerrado [θεράδο] (επίθ.) 1: κλειστός 2:

135
cerradura

κλειδωμένος, cervical [θερβικάλ] (επίθ.) αυχενικός


cerradura [θεραδούρα] (ουσΥθηλ.) κλει­ cerviz [θερβίθ] (ουσΥαρσ.) αυχένας
δαριά. σβέρκο.
cerraja [θεράχα] (ουσΥθηλ.) κλειδα­ cesación [θεσαθιόν] (ουσΥθηλ.) παύ­
ριά. ση, αναστολή,
cerrajería [θεραχερία] (ουσΥθηλ.) κλει- cesante [θεσάν'τε] (επίθ.) σε διαθεσι­
δαράδικο. μότητα, άνεργος,
cerrajero [θεραχέρο] (ουσΥαρσ.) κλει­ cesantía [θεσαν'τία] (ουσΥθηλ.) διαθε­
δαράς. σιμότητα, ανεργία,
cerrar [θεράρ] (ρ.) 1: κλείνω, 2: κλει­ cesar [θεσάρ] (ρ.) 1: παύω, σταματώ, 2:
δώνω. απολύω, 2: παραιτούμαι, διακόπτω
cerril [θερίλ] (επίθ.) 1: αδάμαστος 2: τη δουλειά μου.
ορεινός, cesárea [θεσάρεα] (ουσΥθηλ.) καισα­
cerro [θέρο] (ουσΥαρσ.) λόφος, ρική τομή.
cerrojo [θερόχο] (ουσΥαρσ.) μάνταλο, cese [θέσε] (ουσΥαρσ.) 1: παύση, στα-
σύρτης. μάτημα, κατάπαυση, 2: απόλυση ·
certamen [θερτάμεν] (ουσΥαρσ.) δια­ cese de pagos - διακοπή πληρωμών,
γωνισμός cesión [θεσιόν] (ουσΥθηλ.) παραχώ­
certero [θερτέρο] (επίθ.) εύστοχος ρηση, εκχώρηση,
ακριβής. césped [θέσπεδ] (ουσΥαρσ.) 1: γκαζόν,
certeza [θερτέθα] (ουσΥθηλ.) βεβαιό­ 2: αθλητικό τερέν.
τητα, πεποίθηση, cesta [θέστα] (ουσΥθηλ.) κάνιστρο, κα­
certidumbre [θερτιδούμ'μττρε] (ουσΥ λάθι, πανέρι,
θηλ.) βεβαιότητα, σιγουριά, cestería [θεστερία] (ουσΥθηλ.) καλα­
certificable [θερτιφικάμπλε] (επίθ.) βε- θοπλεκτική,
βαιώσιμος επιβεβαιώσιμος. cestero [θεστέρο] (ουσΥαρσ.) καλαθο­
certificación [θερτκρικαθιόν] (ουσΥ πλέκτης ψαθάς.
θηλ.) πιστοποίηση, βεβαίωση, επι­ cesto [θέστο] (ουσΥαρσ.) καλάθα.
βεβαίωση, cesura [θεσούρα] (ουσΥθηλ.) προσω­
certificado [θερτιφικάδο] (ουσΥαρσ.) διακή τομή (ποίηση).
πιστοποιητικό, βεβαίωση, cetrero [θετρέρο] (ουσΥαρσ.) νεωκό-
certificar [θερτιφικάρ] (ρ.) πιστοποιώ, ρος.
επιβεβαιώνω, εγγυώμαι, cetrino [θετρίνο] (επίθ.) ωχρός κιτρι­
certitud [θερτιτούδ] (ουσΥθηλ.) βε­ νωπός.
βαιότητα, σιγουριά, cetro [θέτρο] (ουσΥαρσ.) σκήπτρο.
cerumen [θερούμεν] (ουσΥαρσ.) κερί Cía [θία] (ουσΥθηλ.) συντμ,του compañía
των αυτιών, κυψελίδα, -lia .
cervato [θερβάτο] (ουσΥαρσ.) ελαφά- cía [θία] (ουσΥθηλ.) γοφός ισχίο,
κι. cianuro [θιανούρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.)
cervecería [θερβεθερία] (ουσΥθηλ.) 1: κυάνιο,
μπυραρία, 2: ζυθοποιία, ciar [θιάρ] (ρ.) υποχωρώ,
cervecero [θερβεθέρο] (ουσΥαρσ.) ζυ- ciática [θιάτικα] (ουσΥθηλ.) ισχιαλγία,
θοποιός. ciático [θιάτικο] (επίθ.) ισχιακός
cerveza [θερβέθα] (ουσΥθηλ.) μπΰρα. cibernética [θιμπερνέτικα] (ουσΥθηλ.)

136
cilindradora

κυβερνητική, científico [θιεν'τίφικο] 1: (ουσ,/αρσ.)


cicatear [θικατεάρ] (ρ.) τσιγκουνεύο- επιστήμονας 2: (επίθ.) επιστημονι­
μαι. κός.
cicatería [θικατερία] (ουσ./θηλ.) τσι­ ciento [θιέν'το] 1: (ουσ7αρσ.) εκατό,
γκουνιά. 2: (αριθμ. επίθ.) εκατό · estamos en
cicatero [θικατέρο] (επίθ.) τσιγκούνης, la página ciento veintiuno - είμαστε
cicatriz [θικατρίθ] (ουσ,/θηλ.) ουλή. στη σελίδα εκατόν εικοσιένα · este
cicatrización [θικατριθαθιόν] (ουσ./ mes hay rebajas de un 20 por ciento -
θηλ.) επούλωση, αυτόν τον μήνα έχει εκπτώσεις 20%.
cicatrizar [θικατριθάρ] (ρ.) επουλώνω, cierne [θιέρνε] (ουσ,/αρσ.) άνθηση,
cidamen [θικλάμεν] (ουσ,/αρσ.) κυ­ ανθοφορία,
κλάμινο, cierre [θιέρε] (ουσ,/αρσ.) 1: κλείσιμο,
cíclico [θίκλικο] (επίθ.) κυκλικός, σφάλισμα, κλείδωμα, 2: λήξη.
ciclismo [θικλίσμο] (ουσ./αρσ.) ποδη­ cierto [θιέρτο] (επίθ.) 1: αληθινός 2:
λασία. βέβαιος σίγουρος,
ciclista [θικλίστα] (ουσ7αρσ.) ποδη­ ciervo [θιέρβο] (ουσ,/αρσ.) ελάφι,
λάτης. cierzo [θιέρθο] (ουσΥαρσ.) βοριάς
ciclo [θίκλο] (ουσ,/αρσ.) κύκλος, cifra [θίφρα] (ουσ/θηλ.) αριθμός ψη­
ciclón [θικλόν] (ουσ7αρσ.) κυκλώνας φίο.
θύελλα. cifrado [θιφράδο] (επίθ.) κωδικοποιη-
cíclope [θίκλοπε] (ουσ,/αρσ.) κύκλω­ μένος.
πας. cifrar [θιφράρ] (ρ.) γράφω σε κώδικα,
ciclópeo [θικλόπεο] (επίθ.) κυκλώπειος, κρυπτογραφώ,
cicuta [θικούτα] (ουσ,/θηλ.) κώνειο, cigala [θιγάλα] (ουσ,/θηλ.) καραβίδα,
cidra [θίδρα] (ουσ./θηλ.) κίτρο, cigarra [θιγάρα] (ουσ,/θηλ.) τζίτζικας,
ciego [θιέγο] (επίθ.) τυφλός · cita α cigarrera [θιγαρέρα] (ουσ,/θηλ.) κουτί
ciegas - ραντεβού στα τυφλά, για πούρα,
cielo [θιέλο] (ουσ,/αρσ.) ουρανός cigarrería [θιγαρερία] (ουσ/θηλ.) κα­
ciempiés [θιεμ'πιές] (ουσ,/αρσ.) σαρα- πνοπωλείο,
νταποδαρούσα. cigarrillo [θιναρίγιο] (ουσ7αρσ.) τσι­
cien [θιέν] 1: (ουσ,/αρσ.) εκατό, 2: γάρο.
(αριθμ. επίθ.) (ciento) εκατό, [ciento+ cigarro [θιγάρο] (ουσ/αρσ.) πούρο,
ουσιαστικό αρσενικού ή θηλυκού γέ­ cigoto [θιγότο] (ουσ,/αρσ.) (Βιολ.) το
νους (ενικό και πληθυντικό) = cien] · si ζυγωτό.
pudiera, comería cien helados al día cigüeña [θιγουένια] (ουσ./θηλ.) πε­
- αν μπορούσα, θα έτρωγα εκατό πα­ λαργός.
γωτά την ημέρα · te lo he dicho cien cigüeñal [θιγουενιάλ] (ουσ,/αρσ.) στρο­
veces - στο έχω πει εκατό φορές, φαλοφόρος άξονας,
ciénaga [θιέναγα] (ουσ,/θηλ.) 1: τέλμα, cilantro [θιλάν'τρο] (ουσ,/αρσ.) (Βοτ.)
2: λασπότοπος βάλτος, κόλιαντρος.
ciencia [θιένθια] (ουσ7θηλ.) επιστήμη, cilicio [θιλίθιο] (ουσ,/αρσ) αγκαθωτή
ciencia -ficción [θιένθια -φικθιόν] σιδερένια λωρίδα μετάνοιας,
(ουσ./θηλ.) επιστημονική φαντασία, cilindradora [θιλιν'ντραδόρα] (ουσ./
cieno [θιένο] (ουσ,/αρσ.) βούρκος. θηλ.) οδοστρωτήρας.

137
cilindrar

cilindrar [θιλιν'ντράρ] (ρ.) ισοπεδώνω, cincuentón [θινκουεν'τόν] (ουσ,/αρσ.)


cilindrico [θιλίν'ντρικο] (επίθ.) κυλιν­ πενηντάρης,
δρικός. cincha [θίντσα] (ουσ./θηλ.) λουρί σέ­
cilindro [θιλίν'ντρο] (ουσ,/αρσ.) κύλιν­ λας.
δρος. cinchar [θιντσάρ] (ρ.) δένω με λουρί,
cima [θίμα] (ουσ./θηλ.) κορωνίδα, κο- περιζώνω,
λοφώνας κορυφή, αποκορύφωμα, cincho [θίντσο] (ουσ7αρσ.) ζώνη.
cimarrón [θιμαρόν] 1: (ουσ7αρσ.) cine [θίνε] (ουσ./αρσ.) κινηματογρά­
δραπέτης φυγάς 2: (επίθ.) ακαλλιέρ­ φ ος σινεμά.
γητος, αγροίκος, άγριος, cineasta [θινεάστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
címbalo [θ ίμ 'μ π α λ ο ] (ουσ,/αρσ.) κύμ­ παραγωγός ταινιών, σκηνοθέτης
βαλο. cine -club [θίνε -κλούμπ] (ουσ,/αρσ.)
cimbor(r)io [θιμ'μπόρ(ρ)ιο] (ουσ,/αρσ.) κινηματογραφική λέσχη,
τρούλος θόλος. cinemática [θινεμάτικα] (ουσ,/θηλ.)
cimbrear [θιμ'μττρ εά ρ] (ρ.) ταλαντεύω. ταινιοθήκη,
cimbreño [θιμ'μπρένιο] (επίθ.) ευέλι­ cinematografía [θινεματογραφία] (ουσ./
κτος. θηλ.) κινηματογραφία,
cimbreo [θ ιμ 'μ π ρ έο ] (ουσ,/αρσ.) ταλά- cinematografiar [θινεματογραφιάρ]
ντευση, αιώρηση, (ρ.) κινηματογραφώ.
cimbrón [θ ιμ 'μ π ρ ό ν ] (ουσ,/αρσ.) δό­ cinematográfico [θινεματογράφικο]
νηση, αναπαλμός. (επίθ.) κινηματογραφικός
cimentación [θιμεν'ταθιόν] (ουσ7θηλ.) cinematógrafo [θινεματόγραφο] (ουσ./
θεμελίωση. αρσ.) κινηματογράφος,
cimentar [θιμεν'τάρ] (ρ.) θεμελιώνω, cineración [θινεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) απο­
cimero [θιμέρο] (επίθ.) κορυφαίος, τέφρωση.
cimiento [θιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) θεμέ­ cinerama [θινεράμα] (ουσ,/αρσ.) σινέ­
λιο. ραμα.
cinc [θινκ] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) ψευδάρ­ cinética [θινέτικα] (ουσ,/θηλ.) κινητι­
γυρος. κή.
cincel [θινθέλ] (ουσ,/αρσ.) σμίλη, κα­ cinético [θινέτικο] (επίθ.) κινητικός,
λέμι. cínico [θίνικο] (επίθ.) κυνικός, σαρκα­
cincelador [θινθελαδόρ] (ουσ,/αρσ.) στικός ειρωνικός,
σμιλευτής χαράκτης, cinismo [θινίσμο] (ουσ,/αρσ.) κυνισμός
cincelar [θινθελάρ] (ρ.) σμιλεύω, λα­ σαρκασμός, ειρωνεία,
ξεύω. cinta [θίν'τα] (ουσ/θηλ.) κορδέλα, ται­
cinco [θίνκο] 1: (ουσ./αρσ.) πέντε (το νία, μαγνητοταινία,
νούμερο), 2: (αριθμ. επίθ.) πέντε, cinto [θίν'το] (ουσ,/αρσ.) ζωστήρας,
cincuenta [θινκουέν'τα] 1: (ουσ,/αρσ.) cintura [θιντούρα] (ουσ,/θηλ.) μέση.
πενήντα (το νούμερο), (αριθμ. επίθ.) cinturón [θιντουρόν] (ουσ,/αρσ.) ζώ­
πενήντα. νη · cinturón de seguridad - ζώνη
cincuentavo [θινκουεν'τάβο] (αριθμ. ασφαλείας.
επίθ.) πεντηκοστός cipote [θιπότε] 1: (ουσΥαρσ.) ψωλή, 2:
cincuentena [θινκουεν'τένα] (ουσ./ (επίθ.) βλακώδης,
θηλ.) πενηντάδα. ciprés [θιπρές] (ουσ,/αρσ.) κυπαρίσσι.

138
ciudadela

cipresal [θιπρεσάλ] (ουσ,/αρσ.) κυπα­ θηλ.) περίσταση, περιστατικό,


ρισσώνας, circunstanciado [θιρκουνστανθιάδο]
circo [θίρκο] (ουσ./αρσ.) τσίρκο, (επίθ.) λεπτομερής,
circuir [θιρκουίρ] (ρ.) περιβάλλω, circunstancial [θιρκουμνστανθιάλ] (επίθ.)
circuito [θιρκουίτο] (ουσΥαρσ.) 1: γύ­ περιστασιακός.
ρος, περιφέρεια 2: κύκλωμα, circunstante [θιρκουνστάν'τε] (επίθ.)
circulación [θίρκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) παριστάμενος.
κυκλοφορία, circunvalación [θιρκουνβαλαθιόν] (ουσΥ
circulante [θιρκουλάν'τε] (επίθ.) κυ- θηλ.) περιφερειακή οδός.
κλοφοριακός. circunvecino [θιρκουνβεθίνο] (επίθ.)
circular [θιρκουλάρ] 1: (ρ.) κυκλοφο­ όμορος γειτονικός,
ρώ 2: (ουσΥθηλ.) εγκύκλιος 3: (επίθ.) cirio [θίριο] (ουσΥαρσ.) λαμπάδα,
κυκλικός. cirrosis [θιρόσις] (ουσΥθηλ.) κίρρωση,
circulatorio [θιρκουλατόριο] (επίθ.) κυ- ciruela [θιρουέλα] (ουσΥθηλ.) δαμά­
κλοφοριακός. σκηνο.
círculo [θίρκουλο] (ουσΥαρσ.) κύκλος ciruelo [θιρουέλο] (ουσΥαρσ.) δαμα­
κυκλικός δίσκος, σκηνιά.
circuncidar [θιρκουνθιδάρ] (ρ.) περι­ cirugía [θιρουχία] (ουσΥθηλ.) χειρουρ­
τέμνω. γική.
circuncisión [θιρκουνθισιόν] (ουσΥθηλ.) cirujano [θιρουχάνο] (ουσΥαρσ.) χει­
περιτομή, ρουργός.
circunciso [θιρκουνθίσο] (επίθ.) περί­ ciscar [θισκάρ] (ρ.) βρομίζω, λερώνω,
τμητος. cisma [θίσμα] (ουσΥαρσ.) σχίσμα, δι­
circundante [θιρκουν'ντάν'τε] (επίθ.) άσπαση,
περιβάλλων. cisne [θίσνε] (ουσΥαρσ.) κύκνος,
circundar [θιρκουν'ντάρ] (ρ.) περικυ- cisterna [θιστέρνα] (ουσΥθηλ.) δεξα­
κλώνω. μενή.
circunferencia [θιρκουνφερένθια] (ουσΥ cistitis [θιστίτις] (ουσΥθηλ.) κυστίτιδα,
θηλ.) περιφέρεια, cita [θίτα] (ουσΥθηλ.) 1: ραντεβού, 2:
circunferir [θιρκουνφερίρ] (ρ.) περιο­ παράθεση, 3: μνεία,
ρίζω. citación [θιταθιόν] (ουσΥθηλ.) κλήση,
circunflejo [σιρκουνφλέχο] (ουσΥαρσ.) κλήτευση.
περισπωμένη, citado [θιτάδο] (επίθ.) (προ)αναφερ-
circunlocución [θιρκουνλοκουθιόν] θείς.
(ουσΥθηλ.) περίφραση, citar [θιτάρ] (ρ.) 1: καλώ, κλητεύω, 2:
circunscribir [θιρκουνσκριμπίρ] (ρ.) 1: ορίζω ραντεβού, 3: παραθέτω,
περιγράφω, 2: περιορίζω, cítrico [θίτρικο] (επίθ.) κιτρικός
circunscripción [σιρκουνσκριττθιόν] (ουσΥ ciudad [θιουδάδ] (ουσΥθηλ.) πόλη.
θηλ.) 1: περιγραφή, 2: περιοχή, ciudadanía [θιουδαδανία] (ουσ./θηλ.)
circunspección [θιρκουνσπεκθιόν] (ουσΥ ιθαγένεια, υπηκοότητα,
θηλ.) επιφύλαξη, ciudadano [θιουδαδάνο] 1: (ουσΥαρσ.)
circunspecto [θιρκουνσπέκτο] (επίθ.) πολίτης 2: (επίθ.) αστικός,
επιφυλακτικός, dudadela [θιουδαδέλα] (ουσΥθηλ.) ακρό­
circunstancia [θιρκουνστάνθια] (ουσ./ πολη.

139
cívico

cívico [ΘΙβικο] (επίθ.) 1: αστικός 2: πα­ κλαρινέτο,


τριωτικός . clarividencia [κλαριβιδένθια] (ουσ./
civil [θιβΙλ] (επίθ.) 1: αστικός πολιτι­ θηλ.) διαύγεια, οξύνοια,
κός 2: λαϊκός · guardia civil - πολιτο­ clarividente [κλαριβιδέν'τε] (επίθ.) διαυ­
φυλακή · estado civil - οικογενειακή γής οξύνους.
κατάσταση · matrimonio civil - πολι­ claro [κλάρο] (επίθ.) 1: σαφής καθα­
τικός γάμος · Código Civil - Αστικός ρός, προφανής 2: φωτεινός · pelo
Κώδικας. claro - αραιά μαλλιά · ¡claro! - φυσι-
civilidad [θιβιλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ευγέ­ κά!/βέβαια!.
νεια. claroscuro [κλαροσκούρο] (ουσ./αρσ.)
civilización [θιβιλιθαθιόν] (ουσ/θηλ.) φωτοσκίαση,
πολιτισμός, clase [κλάσε] (ουσ./θηλ.) 1: μάθημα,
civilizar [θίβιλιθάρ] (ρ.) εκπολιτίζω, 2: τάξη, κλάση, είδος, 3: αίθουσα ·
cizalla [θιθάγια] (ουσ7θηλ.) κόπτης clase social - κοινωνική τάξη · los
σύρματος, jueves tengo clases de español - τις
cizaña [θιθάνια] (ουσ./θηλ.) 1: ζιζάνιο, Πέμπτες έχω μαθήματα Ισπανικών ·
2: (μτφ.) διχόνοια, esta chica tiene clase - αυτή η κοπέ­
clamar [κλαμάρ] (ρ.) αξιώνω, απαιτώ, λα έχει κλάση · aquí venden ropa de
clamor [κλαμόρ] (ουσ./αρσ.) κραυγή, todas las clases - εδώ πουλάνε ρού­
clamoroso [κλαμορόσο] (επίθ.) κραυ­ χα όλων των ειδών,
γαλέος επιδεικτικός, εξεζητημένος, clasicismo [κλασιθίσμο] (ουσ,/αρσ.)
clan [κλαν] (ουσ7αρσ.) 1: φατρία, κλασικισμός,
φυλή, 2: συμμορία, φάρα. clásico [κλάσικο] (επίθ.) κλασικός,
clandestinidad [κλαν'ντεστινιδάδ] (ουσ./ dasificable [κλασιφικάμπλε] (επίθ.)
θηλ.) 1: μυστικότητα, 2: παρανομία, ταξινομήσιμος κατατακτέος.
clandestino [κλαν'ντεστίνο] (επίθ.) 1: clasificación [κλασιφικαθιόν] (ουσ./
κρυφός λαθραίος 2: παράνομος, θηλ.) ταξινόμηση, κατάταξη,
clara [κλάρα] (ουσ/θηλ.) ασπράδι αυ­ clasificador [κλασιφικαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
γού . ταξινομητής.
claraboya [κλαραμπόγια] (ουσΥθηλ.) clasificar [κλασιφικάρ] (ρ.) ταξινομώ,
φεγγίτης. κατατάσσω,
clarear [κλαρεάρ] (ρ.) 1: φωτίζει, 2: χα­ clasista [κλασίστα] (επίθ.) 1: ταξικός
ράζει, ξημερώνει, 2: σνομπ.
clarete [κλαρέτε] (ουσ,/αρσ.) κρασί claudicar [κλαουντικάρ] (ρ.) ενδίδω,
ροζέ. claustro [κλάουστρο] (ουσ,/αρσ.) πε­
claridad [κλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) διαύ­ ριστύλιο.
γεια, σαφήνεια, φως. claustrofobia [κλαουστροφόμπια] (ουσ./
clarificación [κλαριφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κλειστοφοβία,
θηλ.) αποσαφήνιση, διασαφήνιση, cláusula [κλάουσουλα] (ουσ,/θηλ.) άρ­
clarificar [κλαριφικάρ] (ρ.) διευκρινί­ θρο, ρήτρα, διάταξη,
ζω, διασαφηνίζω, clausura [κλαουσούρα] (ουσ,/θηλ.) 1:
clarín [κλαρίν] (ουσ./αρσ.) (Μουσ.) κλείσιμο, λήξη, 2: απομόνωση,
τρομπέτα, clausurar [κλαουσουράρ] (ρ.) κλείνω,
clarinete [κλαρινέτε] (ουσ7αρσ.) (Μουσ.) τελειώνω.

140
club

clavado [κλαβάδο] (επίθ.) καρφωμέ­ λατεία.


νος, στερεωμένος, clima [κλίμα] (ουσ,/αρσ.) κλίμα,
clavar [κλαβάρ] (ρ.) καρφώνω, στερεώ­ climaterio [κλιματέριο] (ουσ,/αρσ.)
νω. κλιμακτήριος
clave [κλάβε] (ουσ./θηλ.) κλειδί, κωδι­ climático [κλιμάτικο] (επίθ.) κλιματι­
κός. κός.
clavel [κλαβέλ] (ουσ./αρσ.) γαρύφα­ climatización [κλιματιθαθιόν] (ουσ./
λλο. θηλ.) κλιματισμός,
clavicémbalo [κλαβιθέμ'μπαλο] (ουσ./ dimatizado [κλιματιθάδο] (επίθ.) κλι­
αρσ.) (Μουσ.) αρπίχορδο. ματιζόμενος,
clavicordio [κλαβικόρδιο] (ουσΥαρσ.) climatología [κλιματολοχία] (ουσ./
(Μουσ.) κλειδόχορδο. θηλ.) κλιματολογία,
clavícula [κλαβίκουλα] (ουσ./θηλ.) κλει- climatológico [κλιματολόχικο] (επίθ.)
δοκόκκαλο. κλιματολογικός.
clavija [κλαβίχα] (ουσ7θηλ.) πίρος βύ­ clímax [κλίμαξ] (ουσ,/αρσ.) κολοφώ-
σμα. νας αποκορύφωμα, κορωνίδα,
clavo [κλάβο] (ουσ,/αρσ.) 1: καρφί, 2: clínica [κλίνικα] (ουσΥθηλ.) κλινική,
αποξηραμένο γαρύφαλλο, clínico [κλίνικο] (επίθ.) κλινικός
claxon [κλάξον] (ουσ,/αρσ.) κόρνα, clisar [κλισάρ] (ρ.) φτιάχνω στερεότυ­
clemátide [κλεμάτιδε] (ουσ,/θηλ.) κλη­ πο.
ματίδα. clítoris [κλίτορις] (ουσΥαρσ.) κλειτο­
d e επιείκεια, έλεος mencia [κλεμένθια] ρίδα.
(ουσ./θηλ.). cloaca [κλοάκα] (ουσ,/θηλ.) υπόνο­
clemente [κλεμέν'τε] (επίθ.) επιεικής, μος.
cleptomanía [κλεπτομανία] (ουσ./ cloquear [κλοκεάρ] (ρ.) κακαρίζω,
θηλ.) κλεπτομανία, cloqueo [κλόκεο] (ουσ./αρσ.) κακάρι-
cleptómano [κλεπτόμανο] (επίθ.) κλε­ σμα.
πτομανής, clorato [κλοράτο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.)
clerecía [κλερεθία] (ουσ./θηλ.) (Εκκλ.) χλωρικό άλας.
κλήρος. clorhídrico [κλορίδρικο] (επίθ.) (Χημ.)
clerical [κλερικάλ] (επίθ.) ιερατικός υδροχλωρικός · ácido clorhídrico -
κληρικός. υδροχλωρικό οξύ.
clericalismo [κλερικαλίσμο] (ουσ,/αρσ.) d oro [κλόρο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) χλώ­
κληρικαλισμός ριο.
clericato [κλερικάτο] (ουσ,/αρσ.) ιε­ clorofila [κλοροφίλα] (ουσ,/θηλ.) χλω­
ρατείο. ροφύλλη.
clérigo [κλέριγο] (ουσΥαρσ.) κληρικός cloroformar [κλοροφορμάρ] (ρ.) χλω­
ιερωμένος ιερέας, ροφορμίζω,
clero [κλέρο] (ουσ,/αρσ.) (Εκκλ.) κλή­ cloroformo [κλοροφόρμο] (ουσ,/αρσ.)
ρος, ιερατείο, (Χημ.) χλωροφόρμιο,
cliché [κλιτσέ] (ουσ7αρσ.) κλισέ, cloruro [κλορούρο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.)
cliente [κλιέν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) πε­ χλωρίδιο.
λάτης πελάτισσα, club [κλουμπ] (ουσ,/αρσ.) λέσχη, κλα­
clientela [κλιεν'τέλα] (ουσ,/θηλ.) πε­ μπ.

141
clueca

clueca [κλουέκα] (ουσ./θηλ.) κλώσα. cobertura [κομπερτούρα] (ουσΥθηλ.)


coacc¡ón [κοακθιόν] (ουσΥθηλ.) εξα­ κάλυμμα, κάλυψη,
ναγκασμός, καταναγκασμός, cobijar [κομπιχάρ] (ρ.) στεγάζω, δίνω
coaccionar [κοακθιονάρ] (ρ.) εξανα­ άσυλο.
γκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, cobista [κομπίστα] (επίθ.) γλοιώδης
coactivo [κοακτίβο] (επίθ.) εξαναγκα­ χαμερπής.
στικός, καταναγκαστικός υποχρεω­ cobra [κόμπρα] (ουσΥθηλ.) κόμπρα,
τικός. cobrador [κομπραδόρ] (ουσΥαρσ.) ει-
coacusado [κοακουσάδο] (ουσ./αρσ.) σπράκτορας.
συγκατηγορούμενος, cobranza [κομπράνθα] (ουσΥθηλ.) εί­
coadyuvar [κοαδγιουβάρ] (ρ.) συμπα- σπραξη.
ρίσταμαι, συντρέχω, cobrar [κομπράρ] (ρ.) εισπράττω, παίρ­
coagulación [κοαγκουλαθιόν] (ουσΥ νω, πληρώνομαι,
θηλ.) πήξη. cobre [κόμπρε] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) χαλ­
coagulante [κοαγουλάν'τε] 1: (ουσ./ κός.
αρσ.) το πηκτικό, 2: (επίθ.) πηκτικός, cobrizo [κομπρίθο] (επίθ.) χάλκινος,
coagular [κοαγουλάρ] (ρ.) πήζω. cobro [κόμπρο] (ουσΥαρσ.) είσπραξη,
coágulo [κοάγουλο] (ουσΥαρσ.) θρόμ­ πληρωμή,
βος. coca [κόκα] (ουσΥθηλ.) κοκαΐνη,
coalición [κοαλιθιόν] (ουσΥθηλ.) συ­ cocaína [κοκαΐνα] (ουσΥθηλ.) κοκαΐ­
νασπισμός, νη.
coartada [κοαρτάδα] (ουσ,/θηλ.) άλ­ cocción [κοκθιόν] (ουσΥθηλ.) μαγείρε­
λοθι. μα, βράσιμο,
coartar [κοαρτάρ] (ρ.) περιορίζω, cóccix [κόκθιξ] (ουσΥαρσ.) κόκκυγας,
coautor [κοαουτόρ] (ουσΥαρσ.) συγ­ cocear [κοθεάρ] (ρ.) κλωτσώ,
γραφέας από κοινού, cocer [κοθέρ] (ρ.) βράζω, ψήνω, μα­
coba [κόμπα] (ουσΥθηλ.) 1: χλωρό σα­ γειρεύω.
πούνι, 2: (μτφ.) κολακεία, cocido [κοθίδο] (επίθ.) μαγειρεμένος
cobalto [κομπάλτο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) βρασμένος
κοβάλτιο, cociente [κοθιέν'τε] (ουσΥαρσ.) πηλί­
cobarde [κομπάρδε] (επίθ.) δειλός κο.
άνανδρος, cocina [κοθίνα] (ουσΥθηλ.) κουζίνα,
cobardear [κομπαρδεάρ] (ρ.) δειλιά­ cocinar [κοθινάρ] (ρ.) μαγειρεύω,
ζω. cocinero [κοθινέρο] (ουσΥαρσ.) μά­
cobardía [κομπαρδία] (ουσΥθηλ.) δει­ γειρας
λία, ανανδρία, coco1 [κόκο] 1: (ουσΥαρσ.) ινδική κα­
cobayo [κομπάγιο] (ουσΥαρσ.) πει­ ρύδα, 2: (ρ.) παθιάζομαι, 3: κάνω
ραματόζωο, πλύση εγκεφάλου.
cobertera [κομπερτέρα] (ουσΥθηλ.) coco2 [κόκο] (ουσΥαρσ.) 1: μπαμπού­
καπάκι. λας φάντασμα, 2: έκτρωμα,
cobertizo [κομπερτίθο] (ουσΥαρσ.) cocodrilo [κοκοδρίλο] (ουσΥαρσ.)
υπόστεγο, παράπηγμα, κροκόδειλος,
cobertor [κομπερτόρ] (ουσΥαρσ.) κου­ cocotal [κοκοτάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία
βέρτα, κάλυμμα. καρύδας.

142
cogote

cocotero [κοκοτέρο] (ουσ./αρσ.) δέ­ codillo [κοδίγιο] (ουσ./αρσ.) γόνατο,


ντρο καρύδας, φοινικόδεντρο. codo [κόδο] (ουσ,/αρσ.) αγκώνας,
cóctel [κόκτελ] (ουσ,/αρσ.) κοκτέιλ, codorniz [κοδόρνιθ] (ουσ,/θηλ.) ορ­
coctelera [κοκτελέρα] (ουσ,/θηλ.) σέι- τύκι.
κερ. coeducación [κοεδουκαθιόν] (ουσ./
cochambre [κοτσάμπρε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) συνεκπαίδευση,
θηλ.) βρομιά, ρυπαρότητα, coeficiente [κοεφιθιέν'τε] (ουσ./αρσ.)
cochambroso [κοτσαμπρόσο] (επίθ.) (Χημ., Μαθ.) συντελεστής δείκτης,
βρομερός, ρυπαρός, coercer [κοερθέρ] (ρ.) εξαναγκάζω,
coche [κότσε] (ουσΥαρσ.) 1: αυτοκίνη­ coerción [κοερθιόν] (ουσΥθηλ.) εξα­
το, 2: βαγόνι, ναγκασμός,
cochera [κοτσέρα] (ουσΥθηλ.) γκα- coercitivo [κοερθιτίβο] (επίθ.) εξανα­
ράζ. γκαστικός,
cochero [κοτσέρο] (ουσ,/αρσ.) αμα­ coetáneo [κοετάνεο] (επίθ.) σύγχρο­
ξάς. νος.
cochinada [κοτσινάδα] (ουσ,/θηλ.) βρο­ coexistencia [κοεξιστένθια] (ουσ7θηλ.)
μιά. συνύπαρξη,
cochinillo [κοτσινίγιο] (ουσ,/αρσ.) γου­ coexistir [κοεξιστίρ] (ρ.) συνυπάρχω,
ρουνόπουλο, cofradía [κοφραδία] (ουσ,/θηλ.) 1:
cochino [κοτσίνο] (ουσ7αρσ.) γου­ αδελφότητα, 2: συμμορία,
ρούνι. cofre [κόφρε] (ουσ./αρσ.) σεντούκι,
cochitril [κοτσίτριλ] (ουσ7αρσ.) χοιρο­ cofrecito [κοφρεθίτο] (ουσ,/αρσ.) σε-
στάσιο. ντουκάκι, κασετίνα,
codazo [κοδάθο] (ουσ,/αρσ.) αγκωνιά, cogedor [κοχεδόρ] (ουσ,/αρσ.) φαρά­
codear [κοδεάρ] (ρ.) δίνω αγκωνιά, σι.
σκουντώ με τους αγκώνες, coger [κοχέρ] (ρ.) 1: παίρνω, πιάνω, αρ­
codearse [κοδεάρσε] (ρ.) σχετίζομαι, πάζω, 2: μαζεύω · coger el autobús
codeina [κοδείνα] (ουσ./θηλ.) (Χημ.) - παίρνω το λεωφορείο · coger un
κωδεϊνη (ουσία του κώνειου). resfiado - αρπάζω ένα κρύωμα ·
codera [κοδέρα] (ουσ,/θηλ.) μπάλωμα ¡cógete de mi mano! - πιάσου από το
στους αγκώνες, χέρι μου! (προσοχή: α' ενικό οριστι­
códice [κόδιθε] (ουσ./αρσ.) κώδικας, κής: cojo και στην υποτακτική: coja,
codicia [κοδίθια] (ουσ7θηλ.) απληστία, cojas, coja, cojamos, cojáis, cojan),
πλεονεξία, cogestión [κοχεστιόν] (ουσ,/θηλ.) συ­
codiciar [κοδιθιάρ] (ρ.) επιθυμώ, λα­ νεταιρισμός
χταρώ. cogida [κοχίδα] (ουσ,/θηλ.) 1: συγκο­
codicioso [κοδιθιόσο] (επίθ.) άπλη­ μιδή, 2: τραυματισμός με κέρατα,
στος πλεονέκτης. cognado [κογνάδο] 1: (ουσ./αρσ.) συγ­
codificación [κοδιφικαθιόν] (ουσ./ γενής 2: (επίθ.) συγγενικός
θηλ.) κωδικοποίηση, cognición [κογνιθιόν] (ουσ./θηλ.) γνώ­
codificar [κοδιφικάρ] (ρ.) κωδικοποιώ, ση, νόηση,
código [κόδιγο] (ουσ,/αρσ.) κώδικας cogollo [κογόγιο] (ουσ./αρσ.) 1: βλα­
κωδικός · código postal - ταχυδρομι­ στός 2: καρδιά μαρουλιού,
κός κώδικας. cogote [κογότε] (ουσ,/αρσ.) σβέρκος.

143
cohabitación

cohabitación [κοαμπιταθιόν] (ουσΥθηλ.) col [κολ] (ουσΥθηλ.) λάχανο.


συγκατοίκηση, cola1[κόλα] (ουσΥθηλ.) 1: ουρά (ζώου),
cohabitar [κοαμπιτάρ] (ρ.) συγκατοι­ 2: ουρά (σειρά) · la cola del zorro es
κώ. grande - η ουρά της αλεπούς είναι
cohechar [κοετσάρ] (ρ.) δωροδοκώ, μεγάλη · en este restaurante hay
cohecho [κοέτσο] (ουσΥαρσ.) δωρο­ mucha cola - σε αυτό το εστιατόριο
δοκία. έχει μεγάλη ουρά.
coherencia [κοερένθια] (ουσΥθηλ.) συ­ cola3[κόλα] (ουσΥθηλ.) κόλλα · tenemos
νοχή. que pegar las piezas con cola - πρέπει
coherente [κοερέν'τε] (επίθ.) συνα­ να κολλήσουμε τα κομμάτια με κόλ­
φ ής σχετικός παρεμφερής λα.
cohesión [κοεσιόν] (ουσΥθηλ.) συνο­ colaboración [κολαμποραθιόν] (ουσΥ
χή, συνάφεια, θηλ.) 1: σύμπραξη, συνεργασία, συ­
cohesivo [κοεσίβο] (επίθ.) συνεκτικός, νέργεια, 2: συμμετοχή,
cohete [κοέτε] (ουσΥαρσ.) πύραυλος colaboracionismo [κολαμποραθινίσμο]
ρουκέτα. (ουσΥαρσ.) συνεργασία,
cohibición [κοίμπιθιόν] (ουσΥθηλ.) συ­ colaboracionista [κολαμποραθιονίστα]
γκράτηση, αναχαίτιση, (ουσΥαρσ.) δωσίλογος υπόλογος
cohibido [κοϊμπίδο] (επίθ.) 1: συγκρο­ colaborador [κολαμποραδόρ] (ουσΥ
τημένος 2: αναχαιτιστικός ανεσταλ- αρσ.) συνεργάτης συνέταιρος,
μένος. colaborar [κολαμποράρ] (ρ.) συνερ­
cohibir [κοΤμπίρ] (ρ.) 1: συγκροτώ, 2: γάζομαι.
αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω, colación [κολαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανα­
cohombro [κοόμ'μπρο] (ουσΥαρσ.) φορά, 2: κολατσιό,
αγγούρι. colada [κολάδα] (ουσΥθηλ.) μπουγά-
coima [κοΐμα] (ουσΥθηλ.) παλλακίδα, δα.
coincidencia [κοίνθιδένθια] (ουσ./ coladero [κολαδέρο] (ουσΥαρσ.) σου­
θηλ.) σύμπτωση, ρωτήρι.
coincidir [κοίνθιδίρ] (ρ.) συμπίπτω, colador [κολαδόρ] (ουσΥαρσ.) σου­
coito [κόιτο] (ουσΥαρσ.) συνουσία, ρωτήρι.
cojear [κοχεάρ] (ρ.) 1: κουτσαίνω, 2: coladura [κολαδούρα] (ουσΥθηλ.) φιλ­
χωλαίνω. τράρισμα, στράγγισμα.
cojera [κοχέρα] (ουσΥθηλ.) 1: κούτσα- colapsar [κολαπσάρ] (ρ.) καταρρέω,
μα, 2: χωλότητα. colapso [κολάπσο] (ουσΥαρσ.) 1: συμ­
cojín [κοχίν] (ουσΥαρσ.) μαξιλάρα, μα­ φόρηση, 2: κατάρρευση, κατάπτω­
ξιλάρι καναπέ, ση.
cojinete [κοχινέτε] (ουσΥαρσ.) μαξι- colar [κολάρ] (ρ.) διυλίζω, φιλτράρω,
λαράκι. στραγγίζω, σουρώνω,
cojo [κόχο] (επίθ.) 1: ανάπηρος σακά­ colateral [κολατεράλ] (επίθ.) παρά­
τη ς κουτσός 2: χωλός, πλευρος.
cojón [κοχόν] (ουσΥαρσ.) όρχις αρ- colcha [κόλτσα] (ουσΥθηλ.) κάλυμμα
χίδι. κρεβατιού,
cojonudo [κοχονούδο] (επίθ.) κατα­ colchón [κολτσόν] (ουσΥαρσ.) στρώ­
πληκτικός. μα.

144
colon

colchonería [κολτσονερία] (ουσΥθηλ.) colgajo [κολγάχο] (ουσ,/αρσ.) κουρέ­


στρωματοποιείο, στρωματοπωλείο. λι, ράκος.
colchoneta [κολτσονέτα] (ουσ./θηλ.) colgante [κολγάν'τε] (επίθ.) κρεμα­
στρώμα γυμναστικής, στός.
colear [κολεάρ] (ρ.) κουνάω την ουρά. colgar [κολγάρ] (ρ.) 1: κρεμώ, 2: κλεί­
colección [κολεκθιόν] (ουσ7θηλ.) συλ­ νω το τηλέφωνο,
λογή. colibrí [κολιμπρί] (ουσ./αρσ.) κο-
coleccionista [κολεκθιονίστα] (ουσ./ λιμπρί.
αρσ.+ θηλ.) συλλέκτης συλλέκτρια. cólico [κόλικο] (ουσ,/αρσ.) κολικός.
coleccionar [κολεκθιονάρ] (ρ.) συλλέ­ coliflor [κολιφλόρ] (ουσΥθηλ.) κου­
γω. νουπίδι.
colecta [κολέκτα] (ουσ,/θηλ.) έρανος, colilla [κολίγια] (ουσ,/θηλ.) αποτσίγα­
colectar [κολεκτάρ] (ρ.) συλλέγω, συ­ ρο, γόπα.
γκεντρώνω, μαζεύω, colina [κολίνα] (ουσ7θηλ.) λόφος
colectividad [κολεκτιβιδάδ] (ουσ./ ύψωμα.
θηλ.) συλλογικότητα. colindante [κολιν'ντάν'τε] (επίθ.) γει­
colectivo [κολεκτίβο] (επίθ.) συλλογι­ τονικός παρακείμενος,
κός μαζικός, colindar [κολιν'ντάρ] (ρ.) γειτονεύω,
colector [κολεκτόρ] (ουσΥαρσ.) συλ­ συνορεύω,
λέκτης colisión [κολισιόν] (ουσ,/θηλ.) σύγκρου­
colega [κολέγα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: ση, τρακάρισμα,
συνάδελφος 2: φ ίλος σύντροφος, colmado [κολμάδο] (επίθ.) πλήρης γε­
colegial [κολεχιάλ] (επίθ.) κολεγιακός, μάτος.
colegiata [κολεχιάτα] (ουσ7θηλ.) ιερα­ colmar [κολμάρ] (ρ.) υπερπληρώ, γεμί­
τική σχολή, ζω, ξεχειλίζω,
colegio [κολέχιο] (ουσ7αρσ.) 1: γυ­ colmena [κολμένα] (ουσ,/θηλ.) κυψέ­
μνάσιο, 2: λύκειο, 3: κολέγιο, 4: σύλ­ λη .
λογος. colmenar [κολμενάρ] (ουσ7αρσ.) με­
cólera [κόλερα] 1: (ουσ,/αρσ.) χολέρα, λισσοκομείο,
2: (ουσΥθηλ.) οργή. colmenero [κολμενέρο] (ουσ,/αρσ.)
colérico [κολέρικο] (επίθ.) οργισμέ­ μελισσοκόμος.
νος. colmillo [κολμίγιο] (ουσΛιρσ.) κυνό­
colesterol [κολεστερόλ] (ουσΥαρσ.) δοντας.
χοληστερίνη, colmo [κόλμο] (ουσ,/αρσ.) αποκορύ­
coleta [κολέτα] (ουσ,/θηλ.) πλεξίδα, φωμα, το άκρον άωτον.
κοτσίδα. colocación [κολοκαθιόν] (ουσ7θηλ.) 1:
coletilla [κολετίγια] (ουσ,/θηλ.) υστε­ τοποθέτηση, 2: θέση, δουλειά, απα­
ρόγραφο, σχόληση.
coleto [κολέτο] (ουσ,/αρσ.) χιτώνας colocar [κολοκάρ] (ρ.) τοποθετώ, θέ­
ιμάτιο. τω, βάζω.
colgado [κολγάδο] (επίθ.) κρεμασμέ­ colofón [κολοφόν] (ουσ,/αρσ.) κολο-
νος. φώνας κορωνίδα.
colgadura [κολγαδούρα] (ουσ,/θηλ.) Colón [κολόν] (ουσ,/αρσ.) Κολόμβος.
κουρτίνα, παραπέτασμα. colon [κόλον] (ουσ,/αρσ.) (Ανατ.) κό-

145
colonia

λον (στο παχύ έντερο). λη, σειρά, κολώνα, κίονας,


colonia [κολόνια] (ουσ./θηλ.) 1: αποι­ columnata [κολουμνάτα] (ουσΥθηλ.)
κία, παροικία, 2: κολώνια. κιονοστοιχία.
colonial [κολονιάλ] (επίθ.) αποικιακός, columnista [κολουμνίστα] (ουσΥαρσ.+
colonialismo [κολονιαλίσμο] (ουσ./ θηλ.) αρθρογράφος.
αρσ.) αποικιοκρατία, columpiar [κολουμ'πιάρ] (ρ.) ταλα-
colonialista [κολονίαλίστα] (ουσΥαρσ.+ ντεύω, λικνίζω,
θηλ.) αποικιοκρότης. columpiarse [κολουμ'πιάρσε] (ρ.) αιω-
colonización [κολονιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) ρούμαι, ταλαντεύομαι,
αποικισμός. columpio [κολούμ'πιο] (ουσΥαρσ.)
colonizador [κολονιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) κούνια, ταλάντευση.
1: αποικιστής 2: άποικος. colusión [κολουσιόν] (ουσΥθηλ.) συ­
colonizar [κολονιθάρ] (ρ.) αποικιζω, νέργεια.
αποικώ. collage [κογιάχε] (ουσΥαρσ.) κολάζ.
colono [κολόνο] (ουσΥαρσ.) άποικος. collar [κογιάρ] (ουσΥαρσ.) περιδέραιο,
coloquial [κολοκιάλ] (επίθ.) καθομι- κολιέ, κολάρο,
λούμενος. collera [κογιέρα] (ουσΥθηλ.) λαιμαριά,
coloquio [κολόκιο] (ουσΥαρσ.) συζή­ λουρί.
τηση, κουβέντα, διάλεξη, coma [κόμα] (ουσΥαρσ.) 1: κώμα, 2:
color [κολόρ] (ουσΥαρσ.) χρώμα, βαφή, κόμμα.
μπογιά. comadre [κομάδρε] (ουσΥθηλ.) 1: κου­
coloración [κολοραθιόν] (ουσΥθηλ.) μπάρα, νονά, γειτόνισσα, 2: κουτσο­
χρωματισμός μπόλα.
colorado [κολοράδο] (επίθ.) 1: χρω­ comadrear [κομαδρεάρ] (ρ.) φλυαρώ,
ματιστός 2: κόκκινος · compré un κουτσομπολεύω,
vestido colorado - αγόρασα ένα χρω­ comadreja [κομαδρέχα] (ουσΥθηλ.)
ματιστό φόρεμα · me puse colorado νυφίτσα, κουνάβι,
- κοκκίνισα (από ντροπή). comadreo [κομαδρέο] (ουσ,/αρσ.) 1:
colorante [κολοράν'τε] (ουσΥαρσ.) κουμπαριά, 2: κουτσομπολιό,
χρωστική ουσία, comadrona [κομαδρόνα] (ουσΥθηλ.)
colorar [κολοράρ] (ρ.) χρωματίζω, μαία, μαμή.
colorear [κολορεάρ] (ρ.) χρωματίζω, comandancia [κομαν'ντάνθια] (ουσ./
colorete [κολορέτε] (ουσΥαρσ.) ρουζ. θηλ.) διοικητήριο, διοίκηση,
colorido [κολορίδο] (ουσΥαρσ.) πολυ­ comandante [κομαν'ντάν'τε] (ουσ./
χρωμία. αρσ.) διοικητής
colorín [κολορίν] (ουσΥαρσ.) έντονο comandar [κομαν'ντάρ] (ρ.) διοικώ,
χρώμα. comando [κομάν'ντο] (ουσΥαρσ.) ομά­
colosal [κολοσάλ] (επίθ.) κολοσσιαίος, δα καταδρομέων, κομάντο,
πελώριος, comarca [κομάρκα] (ουσΥθηλ.) περιο­
coloso [κολόσο] (ουσΥαρσ.) κολοσ­ χή-
σός. comarcal [κομαρκάλ] (επίθ.) τοπικός
columbrar [κολουμ'μπράρ] (ρ.) 1: δια­ της περιοχής,
κρίνω, 2: ξεχειλίζω, comatoso [κοματόσο] (επίθ.) κωμα­
columna [κολοΰμνα] (ουσΥθηλ.) στή­ τώδης.

146
comicidad

comba [κόμ'μπα] (ουσΥθηλ.) κύρτω- comensal [κομενσάλ] (ουσ7αρσ.) συν­


ση, καμπή, δαιτυμόνας ομοτράπεζος,
combar [κομ'μπάρ] (ρ.) κυρτώνω, κα­ comentador [κομεν'ταδόρ] (ουσ/αρσ.)
μπυλώνω, σχολιαστής,
combate [κομ'μπάτε] (ουσ7αρσ.) μά- comentar [κομεν'τάρ] (ρ.) σχολιάζω,
ΧΠ· comentario [κομεν'τάριο] (ουσ,/αρσ.)
combatiente [κομ'μπατιέν'τε] 1: (ουσ./ σχόλιο.
αρσ.) μαχητής, 2: (επίθ.) μαχητικός, comentarista [κομεν'ταρίστα] (ουσ./
combatir [κομ'μττατίρ] (ρ.) μάχομαι, αρσ.+ θηλ.) σχολιαστής σχολιά-
καταπολεμώ, στρια.
combatividad [κομ'μπατιβιδάδ] (ουσ./ comenzar [κομενθάρ] (ρ.) αρχίζω, ξε­
θηλ.) μαχητικότητα, επιθετικότητα, κινώ.
combativo [κ ο μ 'μ π α τ ίβ ο ] (επίθ.) μα­ comer [κομέρ] (ρ.) τρώγω, γευματί­
χητικός. ζω · me comen los celos - με τρώει
combinación [κομ'μττιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) η ζήλια.
1: συνδυασμός, 2: κομπινεζόν, comerciable [κομερθιάμπλε] (επίθ.)
combinar [κομ'μπινάρ] (ρ.) συνδυάζω, εμπορεύσιμος.
ταιριάζω. comercial [κομερθιάλ] (επίθ.) εμπο­
combinarse [κομ'μπινάρσε] (ρ.) συν­ ρικός · centro comercial - εμπορικό
δυάζομαι, κέντρο.
combustible [κομ'μπουστίμπλε] 1:(ουσ/ comercialización [κομερθιαλιθαθιόν]
αρσ.) καύσιμο, 2: (επίθ.) εύφλεκτος, (ουσ,/θηλ.) εμπορευματοποίηση.
combustión [κομ'μπουστιόν] (ουσ./ comercializar [κομερθιαλιθάρ] (ρ.)
θηλ.) καύση, ανάφλεξη, εμπορευματοποιώ,
comedero [κομεδέρο] (ουσ7αρσ.) πα­ comerciante [κομερθιάν'τε] (ουσ./
χνί. αρσ.+ θηλ.) έμπορος,
comedia [κομέδια] (ουσ./θηλ.) κωμω­ comerciar [κομερθιάρ] (ρ.) εμπορεύο­
δία. μαι.
comediante [κομεδιάν'τε] (ουσ7αρσ.+ comercio [κοαμέρθιο] (ουσ,/αρσ.) 1:
θηλ.) 1: κωμικός, 2: υποκριτής, εμπόριο, 2: κατάστημα,
comedido [κομεδίδο] (επίθ.) μετριο­ comestible [κομεστίμπλε] (επίθ.) εδώ­
παθής εγκρατής διμος φαγώσιμος,
comedimiento [κομεδιμιέν'το] (ουσ./ comestibles [κομεστίμπλες] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) μετριοπάθεια, εγκράτεια, πληθ. τρόφιμα, προμήθειες
comediógrafo [κομεδιόγραφο] (ουσ./ cometa [κομέτα] 1: (ουσ,/αρσ.) κομή­
αρσ.) κωμωδιογράφος, τη ς 2: (ουσ7θηλ.) χαρταετός,
comedón [κομεδόν] (ουσ,/αρσ.) μπι­ cometido [κομετίδο] (ουσΛιρσ.) κα­
μπίκι, στίγμα, θήκον, αποστολή,
comedor [κομεδόρ] (ουσ./αρσ.) τρα­ comezón [κομεθόν] (ουσ,/θηλ.) (en)
πεζαρία. φαγούρα, κνησμός · me da comezón
comején [κομεχέν] (ουσ,/αρσ.) τερμί­ en la mano - (μτφ.) με τρώει το χέρι
της. μου.
comemierda [κομεμιέρδα] (ουσ7αρσ.+ cómic [κόμικ] (ουσ,/αρσ.) κόμικ.
θηλ.) γλοιώδης τύπος. comicidad [κομιθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κω-

147
comicios

μικότητα. της · María trabaja tanto como su


comicios [κομίθιος] (ουσ./αρσ.) πληθ. hermana - Η Μαρία δουλεύει τόσο,
γενικές εκλογές, όσο η αδερφή της · como si no le
cómico [κόμικο] (επίθ.) κωμικός, αστεί­ hubiera visto - σαν να μην τον είχε
ος. δει · como no entendía, el profesor
comida [κομίδα] (ουσ,/θηλ.) τροφή, se lo esplicó detalladamente - επειδή
φαγητό. δεν καταλάβαινε, o δάσκαλος του το
comienzo [κομιένθο] (ουσ,/αρσ.) αρ­ εξήγησε λεπτομερώς,
χή, έναρξη, cómo [κόμο] (ερωτηματική αντ.) πώς ·
comilón [κομιλόν] (ουσ7αρσ.) 1: φα­ ¿cómo estás? - πώς είσαι; · ¿cómo te
γάς φαταούλας 2: (μτφ.) αδηφάγος llamas7- πώς σε λένε;,
άπληστος πλεονέκτης. cómoda [κόμοδα] (ουσ,/θηλ.) κομό
comilona [κομιλόνα] (ουσ,/θηλ.) φα­ (έπιπλο), σιφονιέρα
γοπότι. comodidad [κομοδιδάδ] (ουσ7θηλ.)
comillas [κομίγιας] (ουσ7θηλ.) πληθ. άνεση.
εισαγωγικά · entre comillas - σε ει­ comodín [κομοδίν] (ουσ,/αρσ.) μπα-
σαγωγικά, λαντέρ.
comino [κομίνο] (ουσ,/αρσ.) κύμινο, cómodo [κόμοδο] (επίθ.) άνετος ανα­
comisaría [κομισαρία] (ουσ,/θηλ.) παυτικός.
αστυνομικό τμήμα, comodón [κομοδόν] (ουσ,/αρσ.) κα­
comisario [κομισάριο] (ουσ7αρσ.) αρ- λοπερασάκιας,
χιφύλακας. comoquiera [κομοκιέρα] (συνδ.) αφού,
comiscar [κομισκάρ] (ρ.) τσιμπολογώ. όπως και να.
comisión [κομισιόν] (ουσ./θηλ.) 1: compacidad [κομπαθιδάδ] (ουσ./θηλ.)
αποστολή, 2: προμήθεια, 3: επιτρο­ πυκνότητα,
πή, 4: εκτέλεση εντολής, compactar [κομ'πακτάρ] (ρ.) πυκνώ­
comisionado [κομισιονάδο] (ουσ./ νω.
αρσ.) επίτροπος, compacto [κομ'πάκτο] (επίθ.) συμπα­
comisionar [κομισιονάρ] (ρ.) αναθέτω γής
εξουσία, εξουσιοδοτώ, compadecer [κομπαδεθέρ] (ρ.) συ­
comiso [κομίσο] (ουσ,/αρσ.) κατάσχε­ μπάσχω, συμπονώ,
ση. compadrazgo [κομπαδράθγο] (ουσ./
comité [κομιτέ] (ουσ/αρσ.) επιτροπή, αρσ.) κουμπαριά,
comitiva [κομιτίβα] (ουσ,/θηλ.) συνο­ compadre [κομ'πάδρε] (ουσ,/αρσ.) 1:
δεία, πομπή, νονός 2: κουμπάρος,
como [κόμο] (επίρρ.) όπω ς σαν, όσο, compadrear [κομ'παδρεάρ] (ρ.) γίνο­
αφού, επειδή · ¡Hazlo como te da la μαι φίλος,
gana! - κάντο όπως σου αρέσει! · compaginar [κομ'παχινάρ] (ρ.) ταιριά­
como ves, me encantan las flores - ζω, συμφωνώ, συμπίπτω,
όπως βλέπεις μου αρέσουν πολύ compañerismo [κομ'πανιερίσμο] (ουσ./
τα λουλούδια · tan - como/· tanto αρσ.) συντροφικότητα ομαδικό πνεύ­
- como - τόσο, όσο · María es tan μα.
guapa como su hermana - Η Μαρία compañero [κομ'πανιέρο] (ουσ./αρσ.)
είναι τόσο όμορφη, όσο η αδερφή 1: σύντροφος 2: συμμαθητής 3: συ­

148
complaciente

νάδελφος 4: συγκάτοικος. 1: περικοπή, 2: επιτομή, σύναψη, πε-


compañía [κομ'πανία] (ουσΥθηλ.) 1: ρίληψη.
συναναστροφή, συντροφιά, παρέα, compendioso [κομ'πεν'ντιόσο] (επίθ.)
2: εταιρεία, σύντομος περιεκτικός,
comparable [κομ'παράμπλε] (επίθ.) compenetración [κομ'πενετραθιόν]
συγκρίσιμος, (ουσΥθηλ.) αλληλοκατανόηση,
comparación [κομ'παραθιόν] (ουσΥ compenetrarse [κομ'πενετράρσε] (ρ.)
θηλ.) σύγκριση, παραβολή, αλληλοκατανοώ.
comparado [κομ'παράδο] (επίθ.) συ­ compensación [κομπενσαθιόν] (ουσΥ
γκριτικός σχετικός, θηλ.) αποζημίωση, ανταμοιβή,
comparar [κομ'παράρ] (ρ.) συγκρίνω, compensar [κομ'πενσάρ] (ρ.) αποζη­
παραβάλλω, μιώνω, ανταμείβω,
comparativo [κομ'παρατίβο] (επίθ.) competencia [κομ'πετένθια] (ουσΥ
συγκριτικός σχετικός, θηλ.) Τ: ανταγωνισμός 2:συναγωνι-
comparecencia [κομ'παρεθένθια] (ουσΥ σμός 3: αρμοδιότητα,
θηλ.) 1: εμφάνιση, 2: παράσταση ενώ­ competente [κομ'πετέν'τε] (επίθ.) αρ­
πιον δικαστηρίου, μόδιος ικανός κατάλληλος,
comparecer [κομ'παρεθέρ] (ρ.) πα­ competición [κομπετιθιόν] (ουσΥθηλ.)
ρουσιάζομαι, συναγωνισμός διαγωνισμός άμιλ­
comparsa [κομ'πάρσα] 1: (ουσΥαρσ.+ λα.
θηλ.) κομπάρσος 2: (ουσΥθηλ.) πο­ competidor [κομ'πετιδόρ] (ουσΥαρσ.)
μπή. συναγωνιστής,
compartimento [κομ'παρπμέν'το] (ουσΥ competir [κομ'πετίρ] (ρ.) συναγωνίζο­
αρσ.) μοίρασμα, διαμέρισμα, μαι, ανταγωνίζομαι,
compartir [κομ'παρτίρ] (ρ.) 1: μοιρά­ competitivo [κομ'πετιτίβο] (επίθ.) συ-
ζω, 2: μοιράζομαι, ναγωνιστικός ανταγωνιστικός,
compás [κομ'πάς] (ουσΥαρσ.) 1: δια­ compilación [κομ'πιλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
βήτης 2: παλμός ρυθμός, 1: σύνταξη καταλόγου, 2: συλλογή
compasión [κομ'πασιόν] (ουσΥθηλ.) υλικού για βιβλίο,
συμπόνια, οίκτος compilador [κομ'πιλαδόρ] (ουσΥαρσ.)
compasivo [κομ'πασίβο] (επίθ.) συ­ 1: συντάκτης καταλόγου, 2: συλλέ­
μπονετικός οικτίρμων. κτης υλικού για βιβλίο,
compatibilidad [κομ'παπμπιλιδάδ] (ουσΥ compilar [κομ'πιλάρ] (ρ.) 1: συντάσ­
θηλ.) συμβατότητα, σω κατάλογο, 2: συλλέγω υλικό για
compatible [κομ'πατίμπλε] (επίθ.) συμ­ βιβλίο.
βατός compinche [κομ'πίντσε] (ουσΥαρσ.) κολ-
compatriota [κομ'πατριότα] (ουσΥαρσ.+ λητός φίλος
θηλ.) συμπατριώτης συμπατριώτισ- complacencia [κομ'πλαθένθια] (ουσ./
σα. θηλ.) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προ­
compeler [κομ'πελέρ] (ρ.) υποχρεώ­ θυμία.
νω, αναγκάζω, complacer [κομ'πλαθέρ] (ρ.) ευχαρι­
compendiar [κομ'πεν'ντιάρ] (ρ.) περι­ στώ, ικανοποιώ,
κόπτω. complaciente [κομ'πλαθιέν'τε] (επίθ.)
compendio [κομ'πέν'ντιο] (ουσΥαρσ.) πρόθυμος εξυπηρετικός.

149
complejidad

complejidad [κομ'πλεχιδάδ] (ουσ./ comportar [κομ'πορτάρ] (ρ.) 1: ανέχο­


θηλ.) πολυττλοκότητα, περιπλοκή, μαι, 2: συνεπάγομαι,
complejo [κομ'πλέχο] 1: (ουσ,/αρσ.) comportarse [κομ'πορτάρσε] (ρ.) συ­
σύμπλεγμα, 2: συγκρότημα (κτηρίων), μπεριφέρομαι · me comporto bien/
3: κόμπλεξ, 4: (επίθ πολύπλοκος, πε­ mal - συμπεριφέρομαι καλά/άσχη­
ρίπλοκος. μα.
complementar [κομ'πλεμεν'τάρ] (ρ.) composición [κομ'ποσιθιόν] (ουσ./
συμπληρώνω, ολοκληρώνω, θηλ.) σύνθεση,
complementario [κομ'πλεμεν'τάριο] compositor [κομ'ποσιτόρ] (ουσ,/αρσ.)
(επίθ.) συμπληρωματικός επιπρό­ συνθέτης
σθετος. compostura [κομ'ποστούρα] (ουσ./
complemento [κομ'πλεμέν'το] (ουσ./ θηλ.) επιδιόρθωση, επισκευή,
αρσ.) 1: συμπλήρωμα, 2: (Γραμμ.) compota [κομ'πότα] (ουσ,/θηλ.) κο­
αντικείμενο, μπόστα.
completamente [κομ'πλεταμέν'τε] (επίρρ.) compra [κόμ'πρα] (ουσ/θηλ.) αγο­
εντελώς, πλήρως ολοκληρωτικά · el ρά · compras - ψώνια · ¿vamos de
restaurante está completamente compras hoy? - πάμε για ψώνια σή­
lleno - το εστιατόριο είναι εντελώς μερα;.
γεμάτο. comprador [κομ'πραδόρ] (ουσ,/αρσ.)
completar [κομ'πλετάρ] (ρ.) συμπλη­ αγοραστής,
ρώνω, ολοκληρώνω, comprar [κομ'πράρ] (ρ.) αγοράζω,
completo [κομ'πλέτο] (επίθ.) πλήρης compraventa [κομ'πραβέν'τα] (ουσ./
ολόκληρος, θηλ.) αγοραπωλησία,
complexión [κομ'πλεξιόν] (ουσ,/θηλ.) comprender [κομ'πρεν'ντέρ] (ρ.) 1:
σύσταση, δομή. καταλαβαίνω, κατανοώ, 2: περιέχω,
complicación [κομ'πλικαθιόν] (ουσ./ περιλαμβάνω,
θηλ.) περιπλοκότητα. comprensible [κομ'πρενσίμπλε] (επίθ.)
complicado [κομ'πλικάδο] (επίθ.) πο­ καταληπτός ευκολονόητος κατανο­
λύπλοκος περίπλοκος, ητός.
complicar [κομ'πλικάρ] (ρ.) περιπλέ­ comprensión [κομ'πρενσιόν] (ουσ./
κω, εμπλέκω, θηλ.) κατανόηση, συναίσθηση,
cómplice [κόμ'πλιθε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) comprensivo [κομ'πρενσίβο] (επίθ.)
συνένοχος, συμπονετικός,
complicidad [κομ'πλιθιδάδ] (ουσ7θηλ.) compresa [κομ'πρέσα] (ουσΥθηλ.) κο­
συνενοχή, μπρέσα.
complot [κομ'πλότ] (ουσ7αρσ.) συνω­ compresión [κομ'πρεσιόν] (ουσ7θηλ.)
μοσία, σκευωρία, συμπίεση,
componente [κομ'πονέντε] 1: (ουσ./ compresor [κομ'πρεσόρ] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) συστατικό, υλικό, 2: (επίθ.) συ­ συμπιεστής
στατικός. comprimido [κομ'πριμίδο] (επίθ.) συ­
componer [κομ 'πονέρ] (ρ.) συνθέτω, μπιεσμένος
συγκροτώ, αποτελώ, comprimir [κομ'πριμίρ] (ρ.) συμπιέζω,
comportamiento [κομ'πορταμιέν'το] comprobable [κομ'προμπάμπλε]
(ουσ,/αρσ.) συμπεριφορά, διαγωγή. (επίθ.) επαληθεύσιμος

150
concatenar

comprobación [κομ'προμπαθιόν] βάνω, κοινωνώ.


(ουσ./θηλ.) επαλήθευση, εξακρίβω­ común [κομούν] 1: (ουσ./αρσ.) 1: (α)
ση. κοινωνία, (β) ομάδα, 2: (επίθ.) δημό­
comprobante [κομ'προμπάν'τε] (ουσ./ σιος κοινός συνηθισμένος · por Ιο
αρσ.) απόδειξη, común - συνήθως, γενικά,
comprobar [κομ'προμπάρ] (ρ.) επαλη­ comuna [κομούνα] (ουσ,/θηλ.) άναρ­
θεύω, εξακριβώνω, χη κοινότητα, κοινόβιο,
comprometedor [κομ'προμετεδόρ] comunal [κομουνάλ] (επίθ.) κοινοτι­
(επίθ.) διακινδυνευμένος, κός.
comprometer [κομ'προμετέρ] (ρ.) εκ­ comunicable [κομουνικάμπλε] (επίθ.)
θέτω σε κίνδυνο, ανακοινώσιμος,
comprometerse [κομ'προμετέρσε] comunicación [κομουνικαθιόν] (ουσ./
(ρ.) 1: δεσμεύομαι, 2: συμβιβάζομαι, θηλ.) επικοινωνία,
compromiso [κομ'προμίσο] (ουσ./ comunicado [κομουνικάδο] (ουσ./
αρσ.) δέσμευση, υπόσχεση, αρσ.) ανακοίνωση,
compuerta [κομ'πουέρτα] (ουσ,/θηλ.) comunicar [κομουνικάρ] (ρ.) 1: επικοι­
φράγμα, υδατοφράχτης, νωνώ, 2: συγκοινωνώ, συνδέω, 3: με­
compuesto [κομ'πουέστο] (επίθ.) συ- ταβιβάζω,
νιστάμενος αποτελούμενος. comunicativo [κομουνικατίβο] (επίθ.)
compulsa [κομ'πούλσα] (ουσ7θηλ.) ομιλητικός εξωστρεφής κοινωνι­
επικύρωση, κός.
compulsar [κομ'πουλσάρ] (ρ.) επικυ­ comunidad [κομουνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
ρώνω. κοινότητα,
compulsión [κομ'πουλσιόν] (ουσ,/θηλ.) comunión [κομουνιόν] (ουσ./θηλ.) με­
καταναγκασμός, επιβολή, τάληψη, κοινωνία,
compulsivo [κομ'πουλσίβο] (επίθ.) κα- comunismo [κομουνίσμο] (ουσ7αρσ.)
ταναγκαστικός. κομμουνισμός
compunción [κομ'πουνθιόν] (ουσ./ comunista [κομουνίστα] (ουσ7αρσ.+
θηλ.) 1: μεταμέλεια, μετάνοια, 2: θηλ.) κομμουνιστής κομμουνίστρια.
λύπη. comunitario [κομουνιτάριο] (επίθ.)
compungir [κομ'πουνχίρ] (ρ.) έχω τύ­ κοινοτικός
ψεις. con [κον] (πρόθ.) με (con+ απαρέμφα-
computación [κομ'πουταθιόν] (ουσ./ το= γερούνδιο) · con trabajar más,
θηλ.) υπολογισμός εκτίμηση, verrás resultados positivos - δουλεύο­
computadora [κομ'πουταδόρα] (ουσ./ ντας περισσότερο, θα δεις θετικά
θηλ.) 1: αριθμομηχανή, 2: (Λατινική αποτελέσματα · ¡con lo buena que
Αμερική) ηλεκτρονικός υπολογιστής, es, tendría que haberles gustado! -
computar [κομ'πουτάρ] (ρ.) καταμε­ είναι τόσο καλή που θα έπρεπε να
τρώ, υπολογίζω, τους είχε αρέσει,
cómputo [κόμ'πουτο] (ουσ./αρσ.) κα­ conato [κονάτο] (ουσ7αρσ.) απόπει­
ταμέτρηση, υπολογισμός, ρα.
comulgante [κομουλγάν'τε] (ουσ./ concatenación [κονκατεναθιόν] (ουσ./
αρσ.) μεταλαμβάνων, κοινωνός. θηλ.) συνειρμός αλληλουχία,
comulgar [κομουλγάρ] (ρ.) μεταλαμ- concatenar [κονκατενάρ] (ρ.) βάζω σε

151
concavidad

αλληλουχία, αλληλοσυνδέω. concesión [κονθεσι'όν] (ουσΥθηλ.) 1:


concavidad [κονκαβιδάδ] (ουσΥθηλ.) απονομή, χορήγηση, 2: παραχώρη­
κοιλότητα, κοίλωμα, ση.
cóncavo [κόνκαβο] (επίθ.) κοίλος βα­ concesionario [κονθεσιονάριο] (ουσΥ
θουλός. αρσ.) δικαιούχος,
concebible [κο\Αεμπίμπλε] (επίθ.) κατανο­ conciencia [κονθιένθια] (ουσΥθηλ.)
ητός αντιληπτός συνείδηση, συναίσθηση,
concebir [κονθεμπίρ] (ρ.) συλλαμβά­ concienciar [κονθιενθιάρ] (ρ.) κάνω
νω, διανοούμαι, κατανοώ, αντιλαμ­ κάποιον να συνειδητοποιήσει κάτι.
βάνομαι. concienciarse [κονθιενθιάρσε] (ρ.) συ­
conceder [κονθεδέρ] (ρ.) 1: απονέμω, νειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι,
χορηγώ, 2: παραχωρώ, επιτρέπω, concienzudo [κονθιενθούδο] (επίθ.)
concejal [κονθεχάλ] (ουσΥαρσ.) δημο­ ευσυνείδητος φιλότιμος,
τικός σύμβουλος concierto [κονθιέρτο] (ουσ,/αρσ.) συ­
concejo [κονθέχο] (ουσΥαρσ.) δημοτι­ ναυλία, κονσέρτο, αρμονία,
κό συμβούλιο, conciliable [κονθιλιάμπλε] (επίθ.) συμ-
concentración [κονθεν'τραθιόν] (ουσΥ βιβάσιμος συμφιλιώσιμος.
θηλ.) συγκέντρωση, conciliación [κονθιλιαθιόν] (ουσΥθηλ.)
concentrado [κονθεντράδο] (επίθ.) συμβιβασμός συμφιλίωση,
συγκεντρωμένος, conciliador [κονθιλιαδόρ] 1: (ουσΥ
concentrar [κονθεν'τράρ] (ρ.) συγκε­ αρσ.) συμφιλιωτής 2: (επίθ.) συμβι­
ντρώνω. βαστικός.
concentrarse [κονθεν'τράρσε] (ρ.) συ­ conciliar [κονθιλιάρ] (ρ.) συμβιβάζω,
γκεντρώνομαι, συμφιλιώνω, κατευνάζω,
concéntrico [κονθέν'τρικο] (επίθ.) conciliatorio [κονθιλιατόριο] (επίθ.)
ομόκεντρος, συμβιβαστικός συμφιλιωτικός
concepción [κονθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) concilio [κονθίλιο] (ουσΥαρσ.) σύνο­
σύλληψη, δος.
concepto [κονθέπτο] (ουσΥαρσ.) έν­ concisión [κονθισιόν] (ουσΥθηλ.) συ­
νοια, ιδέα. ντομία, λακωνικότητα, συνοπτικό-
concerniente [κονθερνιέν'τε] (επίθ.) τητα.
αφορών, σχετικός με. conciso [κονθίσο] (επίθ.) σύντομος
concernir [κονθερνίρ] (ρ.) (γ' ενικό - γ' λακωνικός λιτός,
πληθυντικό) (en) όσον αφορά, concitar [κονθιτάρ] (ρ.) υποκινώ, υπο­
concertado [κονθερτάδο] (επίθ.) συ­ δαυλίζω.
ντονισμένος, conciudadano [κονθιουδαδάνο] (ουσΥ
concertar [κονθερτάρ] (ρ.) 1: συντονί­ αρσ.) συμπολίτης,
ζω, κανονίζω, 2: συμφωνώ, cóndave [κόνκλαβε] (ουσΥαρσ.) (Θρησκ.)
concertina [κονθερτίνα] (ουσΥθηλ.) κονκλάβιο, μυστική σύνοδος,
φυσαρμόνικα, concluir [κονκλουίρ] (ρ.) τελειώνω,
concertino [κονθερτίνο] (ουσΥαρσ.) τερματίζω, καταλήγω,
πρώτο βιολί (σε ορχήστρα). conclusión [κονκλουσιόν] (ουσΥθηλ.)
concertista [κονθερτίστα] (ουσΥαρσ.) συμπέρασμα, τέλος · en conclusión
σολίστας. - εν κατακλείδι, συμπερασματικά, τε­

152
condensado

λικά. μπίπτων, συντρέχων, συνδρόμων,


concluyente [κονκλουγιέν'τέ] (επίθ.) concurrido [κονκουρίδο] (επίθ.) 1: πο­
κατηγορηματικός, τελικός αποφα­ λυσύχναστος 2: δημοφιλής,
σιστικός. concurrir [κονκουρίρ] (ρ.) 1: συχνάζω,
concomitante [κονκομιτάν'τε] (επίθ.) 2: προσέρχομαι, συμβάλλω,
συνακόλουθος, concursante [κονκουρσάν'τε] (ουσ./
concordancia [κονκορδάνθια] (ουσ,/θηλ.) αρσ.+ θηλ.) διαγωνιζόμενος διαγω-
(Γραμμ.) συμφωνία· Concordando de νιζόμενη.
los tiempos - Ακολουθία Χρόνων · concursar [κονκουρσάρ] (ρ.) διαγωνί­
concordancia de nombre y adjetivo - ζομαι.
συμφωνία ουσιαστικού και επιθέτου concurso [κονκούρσο] (ουσΛιρσ.) 1:
(σε γένος και αριθμό). διαγωνισμός 2: συναγωνισμός 3:
concordar [κονκορδάρ] (ρ.) 1: συμφι­ συνάθροιση, 4: συνεργασία,
λιώνω, 2: συμφωνώ, concusión [κονκουσιόν] (ουσ,/θηλ.)
concordato [κονκορδάτο] (ουσ7αρσ.) (Ιατρ.) διάσειση.
(Νομ.) κονκορδάτο, concha [κόντσα] (ουσ/θηλ.) κοχύλι,
concorde [κονκόρδε] (επίθ.) σύμφω­ κέλυφος, όστρακο,
νος. conchabar [κοντσαμπάρ] (ρ.) ανακα­
concordia [κονκόρδια] (ουσ,/θηλ.) ομό­ τεύω.
νοια, αρμονία, concho [κόντσο] (ουσ,/αρσ.) ίζημα,
concreción [κονκρεθιόν] (ουσ,/θηλ.) κατακάθι.
συμπαγής μάζα. condado [κο^δάδο] (ουσ,/αρσ.) κο­
concretamente [κονκρεταμέν'τε] (επί- μητεία.
ρρ.) συγκεκριμένα, ειδικά, conde [κόν'δε] (ουσ,/αρσ.) κόμης.
concretar [κονκρετάρ] (ρ.) 1: συγκε­ condecoración [κο\/δεκοραθιόν] (ουσ./
κριμενοποιώ, 2: επισημαίνω, τονίζω, θηλ.) 1: παράσημο, 2: παρασημο-
concreto [κονκρέτο] 1: (ουσ7αρσ.)(α) φόρηση.
σύμπηξη, (β) σκυρόδεμα, μπετόν, condecorar [κον'δεκοράρ] (ρ.) παρα­
2: (επίθ.) συγκεκριμένος ορισμένος σημοφορώ,
καθορισμένος, condena [κον'δένα] (ουσ,/θηλ.) κατα­
concubina [κονκουμπίνα] (ουσ./θηλ.) δίκη, ποινή,
παλλακίδα, condenable [κον'δενάμπλε] (επίθ.) με­
concubinato [κονκουμπινάτο] (ουσ./ μπτός κατακριτέος,
αρσ.) συμβίωση ενός ζευγαριού (χω­ condenación [κον'δεναθιόν] (ουσ./
ρίς να έχει προϋπάρξει γάμος). θηλ.) καταδίκη, ποινή,
concupiscencia [κσνκουπισθένθια] (ουσ./ condenado [κον'δενάδο] 1: (ουσ./
θηλ.) 1: απληστία πλεονεξία 2: ηδυπά- αρσ.) κατάδικος 2: (επίθ.) καταδικα­
θεια λαγνεία σμένος καταραμένος,
concupiscente [κονκουπισθέν'τε] (επίθ.) condenar [κον'δενάρ] (ρ.) καταδικά­
1: άπληστος πλεονέκτης 2: ηδυπαθής ζω, απονέμω ποινή,
λάγνος condensación [κον'δενσαθιόν] (ουσ./
concurrencia [κονκουρένθια] (ουσ./ θηλ.) συμπύκνωση,
θηλ.) συμφωνία, σύμπτωση, condensado [κον'δενσάδο] (επίθ.) συ­
concurrente [κονκουρέν'τε] (επίθ.) συ- μπυκνωμένος.

153
condensador

condensador [κον'όενσαδόρ] (ουσ./ conducto [κον'ντούκτο] (ουσΥαρσ.)


αρσ.) συμπυκνωτής, σωλήνας αγωγός,
condensar [κονδενσάρ] (ρ.) συμπυ­ conductor [κον'ντουκτόρ] (ουσΥαρσ.)
κνώνω, συνοψίζω, οδηγός, αγωγός,
condesa [κονδέσα] (ουσ./θηλ.) κόμησ- conectado [κονεκτάδο] (επίθ.) συνδε-
σα. δεμένος.
condescendencia [κον'δεσθεν'ντένθια] conectar [κονεκτάρ] (ρ.) συνδέω, συ­
(ουσΥθηλ.) συγκατάβαση, συναίνεση, σχετίζω.
condescender [κον'δεσθεν'ντέρ] (ρ.) conejar [κονεχάρ] (ουσΥαρσ.) κλουβί
συγκαταβαίνω, συναινώ, για κουνέλια,
condescendiente [κον'δεσθεν'ντιέν'τε] conejera [κονεχέρα] (ουσΥθηλ.) φω­
(επίθ.) συγκαταβατικός συναινετικός, λιά κουνελιού,
condición [κον'ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: conejillo [κονεχίγιο] (ουσΥαρσ.) κου­
κατάσταση, 2: όρος προϋπόθεση, 3: νελάκι · conejillo de Indias - ινδικό
συνθήκη. χοιρίδιο.
condicionado [κον'ντιθιονάδο] (επίθ.) conejo [κονέχο] (ουσΥαρσ.) κουνέλι,
υπό όρους με προϋποθέσεις conexión [κονεξιόν] (ουσΥθηλ.) σύν­
condicional [κον/ντιθιονάλ] (επίθ.) εξαρ- δεση, σχέση,
τώμενος conexionarse [κονεξιονάρσε] (ρ.) συν­
condicionamiento[κov'vτιθιovαμιέv'τo] δέομαι.
(ουσΥαρσ.) εξαρτοποίηση. conexo [κονέξο] (επίθ.) συνδεδεμέ-
condicionar [κον'ντιθιονάρ] (ρ.) εξαρ­ νος.
τώ. confabulación [κονφ αμ πουλαθ ιόν]
condimentar [κον'ντιμεντάρ] (ρ.) κα­ (ουσ./θηλ.) συνωμοσία, σκευωρία,
ρυκεύω, νοστιμεύω, confabularse [κονφαμπουλάρσε] (ρ.)
condimento [κον'τιμέν'το] (ουσΥαρσ.) συνωμοτώ,
καρύκευμα, confección [κονφεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
condiscípulo [κον'ντισθίπουλο] (ουσΥ 1: ραπτική, ράψιμο, 2: παρασκευή,
αρσ.) συμφοιτητής, προετοιμασία,
condolencia [κον'ντολένθια] (ουσΥ confeccionado [κονφεκθιονάδο] (επίθ.)
θηλ.) 1: λύπη, 2: συλλυπητήρια, 1: παρασκευασμένος 2: ετοιμοπαρά­
condolerse [κον'ντολέρσε] (ρ.) (de ή δοτος.
por) συλλυπούμαι. confeccionar [κονφεκθιονάρ] (ρ.) πα­
condominio [κον'ντομίνιο] (ουσΥαρσ.) ρασκευάζω,
συγκυριαρχία, confederación [κονφεδεραθιόν] (ουσΥ
cóndor [κόν'ντορ] (ουσΥαρσ.) (Ορν.) θηλ.) συνομοσπονδία,
κόνδωρας. confederado [κονφεδεράδο] 1: (ουσ./
conducción [κονντουκθιόν] (ουσΥθηλ.) αρσ.) ομόσπονδος 2: (επίθ.) ομο­
1: οδήγηση, καθοδήγηση 2: μεταφο­ σπονδιακός,
ρά. confederarse [κονφεδεράρσε] (ρ.) συ­
conducir [κον'ντουθίρ] (ρ.) 1: οδηγώ, νασπίζομαι,
2: μεταφέρω, conferencia [κονφερένθια] (ουσΥθηλ.)
conducta [κον'ντουκτα] (ουσΥθηλ.) 1: σύσκεψη, διάσκεψη, ομιλία, 2: υπε­
διαγωγή, συμπεριφορά. ραστική συνδιάλεξη.

154
conformidad

conferenciante [κονφερενθιάν'τε] (ουσ./ confín [κονφίν] (ουσ./αρσ.) όριο, πέ­


αρσ.+ θηλ.) ομιλητής ομιλήτρια. ρας σύνορο,
coferenciar [κονφερενθιάρ] (ρ.) (con) confinado [κονφινάδο] (επίθ.) 1: εξό­
συνδιαλέγομαι, ριστος 2: υπό περιορισμό,
conferir [κονφερίρ] (ρ.) απονέμω, confinar [κονφινάρ] (ρ.) εγκλείω, πε­
βραβεύω, ριορίζω.
confesar [κονφεσάρ] (ρ.) ομολογώ, confirmación [κονφιρμαθιόν] (ουσ./
εξομολογώ, θηλ.) 1: επιβεβαίωση, 2: χρίσμα,
confesarse [κονφεσάρσε] (ρ.) εξομο­ confirmar [κονφιρμάρ] (ρ.) 1: επιβε­
λογούμαι, βαιώνω, 2: χρίζω,
confesión [κονφεσιόν] (ουσ,/θηλ.) ομο­ confiscación [κονφισκαθιόν] (ουσ./
λογία, εξομολόγηση, θηλ.) κατάσχεση, δήμευση,
confesionario [κονφεσ(ι)ονάριο] (ουσ./ confiscar [κονφισκάρ] (ρ.) κατάσχω,
αρσ.) εξομολογητήριο, confitar [κονφιτάρ] (ρ.) ζαχαρώνω,
confeso [κονφέσο] (ουσ./αρσ.) ομο­ confite [κονφίτε] (ουσ7αρσ.) ζαχαρω­
λογητής. τό.
confesor [κονφεσόρ] (ουσ./αρσ.) εξο­ confitería [κονφιτερία] (ουσ,/θηλ.) ζα­
μολογητής, χαροπλαστείο,
confeti [κονφέτι] (ουσ./αρσ.) κονφετί. confitero [κονφιτέρο] (ουσ,/αρσ.) ζα­
confiable [κονφιάμπλε] (επίθ.) έμπι­ χαροπλάστης
στος. confitura [κσνφιτούρα] (ουσ,/θηλ.)
confiado [κονφιάδο] (επίθ.) 1: εύπι­ μαρμελάδα.
στος, 2: σίγουρος, conflagración [κονφλαγραθιόν] (ουσ7
confianza [κονφιάνθα] (ουσ7θηλ.) 1: θηλ.) παρανάλωμα πυρός.
εμπιστοσύνη, 2: οικειότητα, conflictivo [κονφλικτίβο] (επίθ.) συ-
confiar [κονφιάρ] (ρ.) εμπιστεύομαι γκρουόμενος.
κάτι σε κάποιον · confio mi coche a conflicto [κονφλίκτο] (ουσ,/αρσ.) δια­
Juan - εμπιστεύομαι το αυτοκίνητό μάχη, σύγκρουση,
μου στον Juan, confluencia [κονφλουένθια] (ουσ7
confiarse [κονφιάρσε] (ρ.) (en) εμπι­ θηλ.) 1: συμβολή (ποταμών), 2: συρ­
στεύομαι κάποιον/έχω εμπιστοσύνη ροή.
σε κάποιον · confio mucho en ti - σε confluente [κονφλουέν'τε] (επίθ.) συμ-
εμπιστεύομαι πολύ. βάλλων, συρρέων.
confidencia [κονφιδένθια] (ουσ,/θηλ.) confluir [κονφλουίρ] (ρ.) συμβάλλω,
εκμυστήρευση, συρρέω.
confidencial [κονφιδενθιάλ] (επίθ.) conformación [κονφορμαθιόν] (ουσ7
εμπιστευτικός. θηλ.) μορφή,
confidente [κονφιδέν'τε] 1: (ουσ,/αρσ.) conformar [κονφορμάρ] (ρ.) διαμορ­
εκμυστηρευτής, 2: (επίθ.) έμπιστος φώνω, σχηματίζω,
c o n fig u ra c ió n [κ ο νφ ιγ ο υ ρ α θ ιό ν] conformarse [κονφορμάρσε] (ρ.) συμ­
(ουσ./ θ η λ.) δια μ ό ρ φ ω σ η , σ χ η ­ βιβάζομαι, αρκούμαι.
μα τισμ ός, conforme [κονφόρμε] (επίθ.) σύμφω­
configurar [κονφιγουράρ] (ρ.) διαμορ­ νος · conforme α - σύμφωνα με.
φώνω. conformidad [κονφορμιδάδ] (ουσ./

155
conformismo

θηλ.) 1: συμφωνία, συγκατάθεση, 2: congelar [κονχελάρ] (ρ.) καταψύχω,


ομοιότητα, συμμετρία, παγώνω.
conformismo [κονφορμίσμο] (ουσ,/αρσ.) congénere [κονχένερε] (επίθ.) ομοει-
συμβατικότητα, κονφορμισμός δής
conformista [κονφορμίστα] (ουσ./ congeniar [κονχενιάρ] (ρ.) ταιριάζω με
αρσ.+ θηλ.), (επίθ.) κονφσρμιστής κάποιον.
κονφορμίστρια. congénito [κονχένιτο] (επίθ.) εκ γενε­
confort [κονφόρτ] (ουσ./αρσ.) άνεση, τής.
confortable [κονφορτάμπλε] (επίθ.) congestión [κονχεστιόν] (ουσ7θηλ.)
άνετος. συμφόρηση,
confortante [κονφορτάν'τε] (επίθ.) congestionar [κονχεστιονάρ] (ρ.) προ­
ανακουφιστικός, καλώ συμφόρηση,
confortar [κονφορτάρ] (ρ.) 1: ανακου­ conglomeración [κονγκλομεραθιόν]
φίζω, 2: ενδυναμώνω, τονώνω, (ουσ7θηλ.) συσσώρευση,
confortativo [κονφορτατίβο] (επίθ.) conglomerado [κονγκλομεράδο] (ουσ./
ανακουφιστικός, ενδυναμωτικός, αρσ.) συσσώρευμα.
confraternidad [κονφρατερνιδάδ] (ουσ./ conglomerar [κονγκλομεράρ] (ρ.) συσ­
θηλ.) 1: αδελφότητα, 2: συναδελφικό­ σωρεύω.
τητα. congoja [κονγόχα] (ουσ7θηλ.) κατά­
confrontación [κονφρον'ταθιόν] (ουσ./ θλιψη, θλίψη,
θηλ.) αντιμετώπιση, congraciar [κονγκραθιάρ] (ρ.) παίρνω
confrontar [κονφρον'τάρ] (ρ.) (con) 1: με το μέρος μου.
φέρνω αντιμέτωπους δύο ανθρώ­ congratulaciones [κονγκρατουλαθιό-
πους αντιπαραθέτω, 2: παραβάλλω, νες] (ουσ/θηλ.) πληθ. συγχαρητή­
confrontarse [κονφρον'τάρσε] (ρ.) ρια.
(con) αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι. congratular [κονγρατουλάρ] (ρ.) συγ­
confundible [κονφουν'ντίμπλε] (επίθ.) χαίρω.
ασαφής συγκεχυμένος, congregación [κονγκρεγαθιόν] (ουσ./
confundir [κονφουν'ντίρ] (ρ.) μπερ­ θηλ.) 1: εκκλησίασμα, 2: συνάθροι­
δεύω, συγχέω, ση, συγκέντρωση,
confusión [κονφουσιόν] (ουσΥθηλ.) congresista [κονγκρεσίστα] (ουσ./
σύγχυση, μπέρδεμα, αρσ.+ θηλ.) σύνεδρος,
confusionismo [κονφουσιονίσμο] (ουσ./ congregar [κονγκρεγάρ] (ρ.) συνα­
αρσ.) σύγχυση, θροίζω, συγκεντρώνω,
confuso [κονφούσο] (επίθ.) συγκεχυ­ congreso [κονγκρέσο] (ουσ./αρσ.) συ­
μένος μπερδεμένος, νέδριο, κοινοβούλιο,
conga [κόνγκα] (ουσ./θηλ.) κόνγκα congruencia [κονγκρουένθια] (ουσ./
(χορός). θηλ.) αριθμητική αναλογία,
congelación [κονχελαθιόν] (ουσΥθηλ.) congruente [κονγκρουέν'τε] (επίθ.)
ψύξη. ανάλογος,
congelado [κονχελάδο] (επίθ.) κατε- cónico [κόνικο] (επίθ.) κωνικός,
ψυγμένος. conifero [κονίφερο] (επίθ.) κωνοφό­
congelador [κονγελαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ρος.
καταψύκτης. conjetura [κονχετούρα] (ουσ,/θηλ.) ει-

156
consagrar

κασ(α, υπόθεση, θηλ.) συμπόνια, ευσπλαχνία,


conjetural [κ ο νχ ετο υ ρ ά λ] (επίθ.) συ­ conmoción [κονμοθιόν] (ουσΥθηλ.)
μπερασματικός, κλονισμός δόνηση,
conjeturar [κονχετουράρ] (ρ.) εικάζω, conmovedor [κονμοβεδόρ] (επίθ.) συ­
υποθέτω. γκινητικός
conjugación [κονχουγαθιόν] (ουσΥθηλ.) conmover [κονμοβέρ] (ρ.) συγκινώ,
(Γοαμμ.) κλίση, συζυγία, συγκλονίζω,
conjugar [κονχουγάρ] (ρ.) συνδυάζω, conmutador [κονμουταδόρ] (ουσΥ
κλίνω. αρσ.) διακόπτης,
conjunción [κονχουνθιόν] (ουσΥθηλ.) conmutar [κονμουτάρ] (ρ.) ανταλλάσ­
σύνδεση, (Γραμμ.) σύνδεσμος, σω.
conjuntar [κονχουν'τάρ] (ρ.) καλοσυν- connatural [κονατουράλ] (επίθ.) εγγε­
δέω. νής έμφυτος,
conjuntiva [κονχουντίβα] (ουσΥθηλ.) connivencia [κονιβένθια] (ουσΥθηλ.)
(Ανατ.) επιπεφυκώς. συμπαιγνία, σκευωρία,
conjuntivitis [κονχουντιβίτις] (ουσΥ connotación [κονοταθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) επιπεφυκίτιδα. συνεκδοχή,
conjuntivo [κονχουντίβο] (επίθ.) συν­ connotar [κονοτάρ] (ρ.) υπονοώ,
δετικός ενωτικός. cono [κόνο] (ουσΥαρσ.) κώνος,
conjunto [κονχούν'το] 1: (ουσΥαρσ.) conocedor [κονοθεδόρ] (ουσΥαρσ.)
σύνολο, 2: (επίθ.) ενωμένος. γνώστης εμπειρογνώμονας ειδή-
conjura [κονχούρα] (ουσΥθηλ.) συ­ μων.
νωμοσία, σκευωρία, μηχανορραφία, conocer [κονοθέρ] (ρ.) γνωρίζω, ξέρω.
conjuración [κονχουραθιόν] (ουσ./ conocido [κονοθίδο] (επίθ.) γνωστός
θηλ.) συνωμοσία, ξακουστός διάσημος,
conjurar [κονχουράρ] (ρ.) 1: συνωμο­ conocimiento [κονοθιμιέν'το] (ουσΥ
τώ, 2: εξορκίζω. αρσ.) 1: γνώση, 2: γνωστικό, λογική,
conjuro [κονχούρο] (ουσΥαρσ.) εξορ- conque [κόνκε] (σύνδ.) ώστε, γι' αυ­
κισμός. τό, και έτσι · hoy no tenemos clases,
conllevar [κονγιεβάρ] (ρ.) ανέχομαι, conque podemos ir a la playa - σή­
conmemoración [κονμεμοραθιόν] μερα δεν έχουμε μαθήματα και έτσι
(ουσΥθηλ.) μνημόνευση, εορτασμός μπορούμε να πάμε στην παραλία,
επετείου. conquista [κονκίστα] (ουσΥθηλ.) κα-
conmemorar [κονμεμοράρ] (ρ.) μνη­ τάκτηση.
μονεύω. conquistador [κονκισταδόρ] (ουσ./
conmemorativo [κονμεμορατίβο] (επίθ.) αρσ.) κατακτητής.
αναμνηστικός επετειακός conquistar [κονκιστάρ] (ρ.) κατακτώ,
conmigo [κονμίγο] (αντ.) μαζί μου · consabido [κονσαμπίδο] (επίθ.) πασί­
¡quédate conmigo! - μείνε μαζί μου!, γνωστος διάσημος,
conminar [κονμινάρ] (ρ.) απειλώ, προ­ consagración [κονσαγραθιόν] (ουσΥ
ειδοποιώ, θηλ.) 1: καθαγιασμός 2: αφιέρωση,
conminatorio [κονμινατόριο] (επίθ.) consagrado [κονσαγράδο] (επίθ.) κα­
απειλητικός προειδοποιητικός θαγιασμένος,
conmiseración [κονμισεραθιόν] (ουσΥ consagrar [κονσαγράρ] (ρ.) 1: καθα­

157
consanguinidad

γιάζω, 2: καθιερώνω, 3: αφιερώνω, (ουσ,/αρσ.) συντηρητισμός


consanguinidad [κονσανγκινιδάδ] (ουσ./ conservar [κονσερβάρ] (ρ.) συντηρώ,
θηλ.) συγγένεια εξ αίματος διατηρώ.
consciente [κσνσθιέν'τε] (επίθ.) ενσυ­ conservatorio [κονσερβατόριο] (ουσ./
νείδητος που έχει τις αισθήσεις του. αρσ.) ωδείο,
conscripción [κονσκριπθιόν] (ουσ,/θηλ.) conservero [κονσερβέρο] (επίθ.) κον-
στρατολόγηση. σερβοποιητικός.
conscripto [κονσκρίπτο] (επίθ.) στρα- considerable [κονσιδεράμπλε] (επίθ.)
τολογημένος. σημαντικός σπουδαίος,
consecución [κονσεκουθιόν] (ουσ./ consideración [κονσιδεραθιόν] (ουσ./
θηλ.) επίτευξη, κατόρθωμα, θηλ.) εκτίμηση, σεβασμός,
consecuencia [κονσεκουένθια] (ουσ./ considerado [κονσιδεράδο] (επίθ.) αυ­
θηλ.) συνέπεια, αποτέλεσμα, τός που λαμβάνει υπ' όψιν τα αισθή­
consecuente [κονσεκουέντε] (επίθ.) ματα των άλλων,
συνεπής. considerar [κονσιδεράρ] (ρ.) 1: θεω­
consecutivo [κονσεκουτίβο] (επίθ.) συ­ ρώ, λαμβάνω υπ' όψη, 2: μελετώ,
νεχόμενος συμπερασματικός, consigna [κονσίγνα] (ουσ,/θηλ.) 1: δια­
conseguir [κονσεγίρ] (ρ.) επιτυγχάνω, ταγή, παράγγελμα, εντολή, 2: χώρος
κατορθώνω, φύλαξης αποσκευών,
consejero [κονσεχέρο] (ουσ,/αρσ.) consignación [κονσιγναθιόν] (ουσ./
σύμβουλος, θηλ.) 1: καταμερισμός 2: αποστολή
consejo [κονσέχο] (ουσ,/αρσ.) 1: συμ­ εμπορευμάτων,
βουλή, 2: συμβούλιο · dar un consejo consignar [κονσιγνάρ] (ρ.) 1: καταμε­
- δίνω μια συμβουλή · pedir un ρίζω, 2: αποστέλλω εμπορεύματα,
consejo - ζητάω μια συμβουλή, consignatario [κονσιγνατάριο] (ουσ./
consenso [κονσένσο] (ουσ./αρσ.) συ­ αρσ.) παραλήπτης
γκατάθεση, συναίνεση, consigo [κονσίγο] (αντ.) μαζί του/της
consentido [κονσεν'τίδο] (επίθ.) 1: κα- • cada vez que salimos, María trae
κομαθημένος 2: συγκαταβατικός consigo a su hermana - κάθε φορά
consentimiento [κονσεν'τιμιέν'το] (ουσ./ που βγαίνουμε, η Μαρία φέρνει μαζί
αρσ.) συγκατάθεση, συναίνεση, της την αδερφή της
consentir [κονσεν'τίρ] (ρ.) 1: συγκατα- consiguiente [κονσιγιέν'τε] (επίθ.)
τίθεμαι, επιτρέπω, 2: κακομαθαίνω, επακόλουθος,
conserje [κονσέρχε] (ουσ./αρσ.) θυ­ consistencia [κονσιστένθια] (ουσ./
ρωρός. θηλ.) στερεότητα, σταθερότητα,
conserjería [κονσερχερία] (ουσΥθηλ.) consistente [κονσιστέν'τε] (επίθ.) στε­
θυρωρείο, ρεός, σταθερός,
conserva [κονσέρβα] (ουσ./θηλ.) 1: consistir [κονσιστίρ] (ρ.) συνίσταμαι,
κονσέρβα, 2: κονσερβοποίηση, αποτελούμαι,
conservación [κονσερβαθιόν] (ουσ./ consistorial [κονσιστοριάλ] (επίθ.) συ­
θηλ.) συντήρηση, διατήρηση, νοδικός.
conservador [κονσερβαδόρ] (επίθ.) consistorio [κονσιστόριο] (ουσ,/αρσ.)
συντηρητικός, σύνοδος καρδιναλίων,
conservadurismo [κονσερβαδουρίσμο] consola [κονσόλα] (ουσ,/θηλ.) κονσό-

158
cónsul

λα. θηλ.) αστερισμός,


consolación [κονσολαθιόν] (ου o J constelado [κονστελάδο] (επίθ.) ένα­
θηλ.) παρηγοριά, στρος.
consolador [κονσολαδόρ] (επίθ.) πα­ consternación [κονστερναθιόν] (ουσ./
ρηγορητικός, παρήγορος. θηλ.) καταθορύβηση, κατάπληξη με
consolar [κονσολάρ] (ρ.) παρηγορώ, φόβο, σάστισμα,
consolidación [κονσολιδαθιόν] (ουσ./ consternar [κονστερνάρ] (ρ.) καταθο-
θηλ.) στερεοποίηση, σταθεροποίη­ ρυβώ.
ση, εδραίωση. constipación [κονστιπαθιόν] (ουσ./
consolidar [κονσολιδάρ] (ρ.) στερεο­ θηλ.) 1: κρύωμα, 2: δυσκοιλιότητα,
ποιώ, σταθεροποιώ, εδραιώνω, constipado [κονοτιπάδο] (ουσ7αρσ.)
consomé [κονσομέ] (ουσ,/αρσ.) κον- συνάχι, καταρροή · estoy constipado
σομέ (σούπα). - είμαι συναχωμένος,
consonancia [κονσονάνθια] (ουσΥθηλ.) constiparse [κονστιπάρσε] (ρ.) κρυο­
αρμονία, (Μουσ.) συνήχηση, λογώ.
consonante [κονσονάν'τε] (ουσΥθηλ.) constitución [κονστιτουθιόν] (ουσ./
(Γραμμ.) σύμφωνο, θηλ.) 1: σύνταγμα, 2: συγκρότηση,
consonar [κονσονάρ] (ρ.) είμαι σε ίδρυση.
αρμονία. constitucional [κονστιτουθιονάλ] (επίθ.)
consorcio [κονσόρθιο] (ουσ,/αρσ.) συνταγματικός,
κοινοπραξία, (Οικον.) κονσόρτσιουμ, constituir [κονστιτουίρ] (ρ.) αποτελώ,
σύμπραξη επιχειρήσεων, συνεταιρι­ συγκροτώ, ιδρύω,
σμός. constituyente [κονοτιτουγιέν'τε] (επίθ.)
consorte [κονσόρτε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ο έχων εκλογικό δικαίωμα,
σύζυγος. constreñir [κονστρενίρ] (ρ.) 1: υποχρεώ­
conspicuo [κονσπίκουο] (επίθ.) εξέ- νω, 2: περιορίζω, συστέλλω,
χων, ευδιάκριτος, constricción [κονστρικθιόν] (ουσ,/θηλ.)
conspiración [κονσπιραθιόν] (ουσ./ σφίξιμο, συστολή,
θηλ.) συνωμοσία, construcción [κονστρουκθιόν] (ουσ./
conspirador [κονσπιραδόρ] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) οικοδομή, κατασκευή,
συνωμότης constructivo [κονστρουκτίβο] (επίθ.)
conspirar [κονσπιράρ] (ρ.) συνωμοτώ, εποικοδομητικός
constancia [κονστάνθια] (ουσ,/θηλ.) 1: constructor [κονστρουκτόρ] (ουσ,/αρσ.)
σταθερότητα, 2: επιμονή, κατασκευαστής
constante [κονστάν'τε] (επίθ.) σταθε­ construir [κονστρουίρ] (ρ.) 1: κατα­
ρός συνεχής σκευάζω, 2: χτίζω, οικοδομώ,
constar [κονστάρ] (ρ.) 1: αποτελείται, consuegro [κσνσουέγρο] (ουσ,/αρσ.)
2: είναι καταγεγραμμένο/καταχω- συμπέθερος,
ρημένο. consuelo [κονσουέλο] (ουσ,/αρσ.) πα­
constatación [κονςτταταθιόν] (ουσ./ ρηγοριά.
θηλ.) διαπίστωση, επαληθεύω, consuetudinario [κονσουετουδινάριο]
constatar [κονστατάρ] (ρ.) διαπιστώ­ (επίθ.) συνήθης
νω. cónsul [κόνσουλ] (ουσ,/αρσ.) πρόξε­
constelación [κονστελαθιόν] (ουσ./ νος.

159
consulado

consulado [κονσουλάδο] (ουσΥαρσ.) επαφή, επικοινωνία, 2: σύνδεσμος,


προξενείο, contado [κον'τάδο] (επίθ.) μετρημέ­
consular [κονσουλάρ] (επίθ.) προξε­ νος, αριθμημένος.
νικός. contador [κον'ταδόρ] (ουσΥαρσ.) με-
consulta [κονσούλτα] (ουσΥθηλ.) 1: τρητής.
ζήτηση συμβουλής 2: επίσκεψη, 3: contaduría [κονταδουρία] (ουσΥθηλ.)
ιατρείο. λογιστική,
consultación [κονσουλταθιόν] (ουσΥ contagiar [κον'ταχιάρ] (ρ.) μεταδίδω
θηλ.) ζήτηση συμβουλής, αρρώςτΓία, μολύνω,
consultar [κονσουλτάρ] (ρ.) συμβου­ contagio [κον'τάχιο] (ουσΥαρσ.) μετά­
λεύομαι. δοση αρρώστιας μόλυνση,
consultivo [κονσουλτίβο] (επίθ.) συμ­ contagioso [κον'ταχιόσο] (επίθ.) μετα­
βουλευτικός, δοτικός κολλητικός μολυσμένος.
consultorio [κονσουλτόριο] (ουσΥ contaminación [κον/ταμιναθιόν] (ουσΥ
αρσ.) 1: ιατρείο, 2: συμβουλευτικό θηλ.) μόλυνση,
τμήμα. contaminar [κον'ταμινάρ] (ρ.) μολύ­
consumación [κονσουμαθιόν] (ουσ./ νω.
θηλ.) αποπεράτωση, ολοκλήρωση, contante [κοντάν'τε] (επίρρ.) τοις με-
consumado [κονσουμάδο] (επίθ.) ολο­ τρητοίς.
κληρωμένος, contar [κον'τάρ] (ρ.) 1: μετρώ, (con)
consumar [κονσουμάρ] (ρ.) αποπερα­ λογαριάζω, 2: διηγούμαι, αφηγούμαι
τώνω, ολοκληρώνω, τελεσφορώ, • cuento mucho con mis amigos -
consumición [κονσουμιθιόν] (ουσΥ εμπιστεύομαι πολύ τους φίλους μου
θηλ.) κατανάλωση, •¿cuento contigo para la fiesta7 - Σε
consumido [κονσουμίδο] (επίθ.) κατα­ υπολογίζω για τη γιορτή; •¡cuéntame
ναλωμένος εξαντλημένος, algo! - πες μου κάτι!.
consumidor [κονσουμιδόρ] (ουσΥ contemplación [κον'τεμ'πλαθιόν] (ουσΥ
αρσ.) καταναλωτής θηλ.) θαυμασμός παρατήρηση,
consumir [κονσουμίρ] (ρ.) 1: κατανα­ contemplar [κον'τεμ'πλάρ] (ρ.) θαυ­
λώνω, 2: ξοδεύω, εξαντλώ, 3: κατα­ μάζω, παρατηρώ με προσοχή,
στρέφω, διαλύω, contemplativo [κον'τεμ'πλατίβο] (επίθ.)
consumo [κονσούμο] (ουσΥαρσ.) κα­ στοχαστικός
τανάλωση, contemporáneo [κσν'τεμ'ποράνεο] (επίθ.)
consunción [κονσουνθιόν] (ουσΥθηλ.) σύγχρονος
1: κατανάλωση, 2: σωματική αδυνα­ contemporización [κον'τεμ'ποριθαθιόν]
μία, φθίση, (ουσΥθηλ.) προσαρμογή,
contabilidad [κονταμπιλιδάδ] (ουσΥ contemporizador [κον'τεμ'ποριθαδόρ]
θηλ.) λογιστική, (επίθ.) προσαρμοστικός
contabilizar [κονταμπιλιθάρ] (ρ.) κά­ contemporizar [κον'τεμ'ποριθάρ] (ρ.)
νω λογιστική, προσαρμόζω,
contable [κον'τάμπλε] 1: (ουσΥαρσ.+ contención [κον'τενθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) λογιστής λογίστρια, 2: (επίθ.) αναχαίτιση, καταστολή,
μετρήσιμος υπολογίσιμος, contencioso [κοντενθιόσο] (επίθ.) αμ­
contacto [κον'τάκτο] (ουσΥαρσ.) 1: φισβητούμενος.

160
contrabalanza

contender [κον'τεν'ντέρ] (ρ.) μάχομαι, continental [κον'τινεν'τάλ] (επίθ.) ηπει­


συναγωνίζομαι, ρωτικός.
contendiente [κον'τεν'νπέν'τε] 1: (ουσ./ continente [κον'τινέν'τε] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.+ θηλ.) (α) διαγωνιζόμενος/-η, (β) ήπειρος.
αντίπαλος 2: (επίθ.) αγωνιστικός συ- contingencia [κον'τινχένθια] (ουσ./
ναγωνιστικός θηλ.) ενδεχόμενο, δυνατότητα,
contener [κον'τενέρ] (ρ.) 1: περιέχω, contingente [κον'τινχέν'τε] (επίθ.) εν­
περικλείω, 2: συγκρατώ. δεχόμενος,
contenido [κον'τενίδο] (ουσ,/αρσ.) πε­ continuación [κον'τινουαθιόν] (ουσ./
ριεχόμενο, θηλ.) συνέχεια,
contentamiento [κοντεν'ταμιέν'το] (ουσ7 continuamente [κον'πνουαμεν'τε] (επίρρ.)
αρσ.) ευχαρίστηση, συνεχώς, αδιάκοπα,
contentar [κον'τεν'τάρ] (ρ.) ευχαρι­ continuar [κον'τινουάρ] (ρ.) συνεχίζω,
στώ, ικανοποιώ, εξακολουθώ,
contento [κον'τέν'το] (επίθ.) (estar) continuidad [κον'τινουιδάδ] (ουσ./
ευχαριστημένος χαρούμενος ικα­ θηλ.) συνέχεια,
νοποιημένος continuo [κον'τίνουο] (επίθ.) συνεχής
contertulio [κον'τερτούλιο] (ουσ./ αδιάκοπος,
αρσ.) συμπότης contonearse [κον'τονεάρσε] (ρ.) κου­
contestable [κον'τεστάμπλε] (επίθ.) νιέμαι, λικνίζομαι,
αμφισβητήσιμος. contoneo [κον'τονέο] (ουσ,/αρσ.) κού­
contestación [κον'τεσταθιόν] (ουσ./ νημα, λίκνισμα,
θηλ.) απάντηση, contorno [κον'τόρνο] (ουσ./αρσ.) πε­
contestador [κον'τεσταδόρ] (ουσ./ ριφέρεια, περίγραμμα,
αρσ.) τηλεφωνητής · contestador contorsión [κον'τορσιόν] (ουσ,/θηλ.)
automático - αυτόματος τηλεφωνη­ βίαιος μορφασμός,
τής contorsionarse [κον'τορσιονάρσε] (ρ.)
contestar [κον'τεστάρ] (ρ.) 1: απαντώ, συσπώμαι.
2: αντιμιλώ, contorsionista [κοντορσιονίστα] (ουσ./
contexto [κον'τέξτο] (ουσΛιρσ.) νόη­ αρσ.+ θηλ.) ευλύγιστος εύκαμπτος,
μα κειμένου, συμφραζόμενα. contra [κόντρα] (πρόθ.) ενάντια, αντί­
contextura [κον'τεξτούρα] (ουσΥθηλ.) θετα, κατά · estoy en contra de la
ύφανση. violencia - είμαι ενάντια της βίας.
contienda [κον'τιέν'ντα] (ουσ./θηλ.) contraalmirante [κον'τρααλμιράν'τε]
μάχη, φιλονικία, (ουσ,/αρσ.) αντιναύαρχος,
contigo [κον'τίγο] (αντ.) μαζί σου · contraatacar [κον'τραατακάρ] (ρ.) αντε­
quiero ir contigo - θέλω να έρθω πιτίθεμαι.
μαζί σου. contraataque [κοντραατάκε] (ουσ./
contigüidad [κοντιγουίδάδ] (ουσ./ αρσ.) αντεπίθεση,
θηλ.) 1: συνάφεια, 2: γειτνίαση. contrabajo [κον'τραμπάχο] (ουσ,/αρσ.)
contiguo [κον'τίγουο] (επίθ.) παρακεί­ (Μουσ.) κοντραμπάσο,
μενος διπλανός, contrabalancear [κον'τραμπαλανθεάρ]
continencia [κον'τινένθια] (ουσ,/θηλ.) (ρ.) εξισορροπώ, αντισταθμίζω,
εγκράτεια. contrabalanza [κσν ’τράμπαλάνθα] (ουσ./

161
contrabandear

θηλ.) εξισορρόπηση, αντιστάθμιση, θύφωνος,


contrabandear [κον τράμπαν'ντεάρ] contramaestre [κον'τραμαέστρε] (ουσ./
(ρ.) κάνω λαθρεμπόριο, αρσ.) υποναύκληρος επιστάτης,
contrabandista [κοντραμπαν'ντίστα] contramandar [κον'τραμαν'ντάρ] (ρ.)
(ουσ./αρσ.+ θηλ.) λαθρέμπορος, ανακαλώ, ανατρέπω,
contrabando [κον'τραμπάν'ντο] (ουσ./ contramanifestación [κον'τραμανιφε-
αρσ.) λαθρεμπόριο, σταθιόν] (ουσ7θηλ.) αντιδιαδήλωση,
contracción [κον'τρακθιόν] (ουσ7θηλ.) contramano [κον'τραμάνο] (ουσ./
σύσπαση, συστολή, αρσ.) αντίθετη κατεύθυνση,
contracorriente [κον'τρακοριέν'τε] (ουσ7 contramarcha [κον'τραμάρτσα] (ουσ./
θηλ) αντίθετο ρεύμα, θηλ.) όπισθεν, αντίστροφη πορεία,
contractual [κον'τρακτουάλ] (επίθ.) σύμ­ contraofensiva [κον'τραοφενσίβα] (ουσ./
φωνος με σύμβαση, συμβατικός, θηλ.) αντεπίθεση,
contracultura [κοχ/τρακουλτούρα] (ουσ./ contraorden [κον'τραόρδεν] (ουσ,/θηλ.)
θηλ.) ανπκουλτούρα ανάκληση διαταγής
contrachapado [κον'τρατσαπάδο] (ουσ./ contrapartida [κον'τραπαρτίδα] (ουσ./
αρσ.) κόντρα πλακέ. θηλ.) ισοσκέλιση.
contradecir [κον'τραδεθίρ] (ρ.) αντιλέγω, contrapelo [κοντραπέλο] (επίρρ.) ανά­
ανπφάσκω. ποδα, αντίθετα,
contradicción [κοντραδικθιόν] (ουσ./ contrapesar [κον'τραπεσάρ] (ρ.) αντι­
θηλ.) αντιλογία, αντίφαση, σταθμίζω,
contradictorio [κον'τραδικτόριο] (επίθ.) contrapeso [κον'τραπέσο] (ουσ,/αρσ.)
αντιφατικός ανακόλουθος ασυνεπής αντίβαρο,
contraer [κον'τραέρ] (ρ.) 1: συστέλλω, contraponer [κον'τραπονέρ] (ρ.) αντι-
2: συνάπτω, 3: αποκτώ, 4: προσβάλ­ παρα βάλλω,
λομαι, κολλάω ασθένεια, contraposición [κον'τραποσιθιόν] (ουσ./
contraespionaje [κον'τραεσπιονάχε] θηλ.) αντιπαραβολή,
(ουσΥαρσ.) αντικατασκοπεία. contraproducente [κον'τραπροδου-
contrafirma [κοντραφίρμα] (ουσ./ θέν'τε] (επίθ.) αντιπαραγωγικός
θηλ.) προσυπογραφή. contrapuesto [κοντραπουέστο] (επίθ.)
contrafuerte [κον'τραφουέρτε] (ουσ./ αντιτιθέμενος αντικρουόμενος.
αρσ.) αντιτείχισμα. contrapunto [κον'τραπούν'το] (ουσ./
contragolpe [κον'τραγόλπε] (ουσ7 αρσ.) αντίστιξη,
αρσ.) αντίκτυπος (μτφ.) επίπτωση, contrariar [κον'τραριάρ] (ρ.) 1: ενα­
συνέπεια. ντιώνομαι, 2: δυσαρεστώ, ενοχλώ,
contrahacer [κοντρααθέρ] (ρ.) παρα- contrariedad [κον'τραριεδάδ] (ουσ./
χαράσσω. θηλ.) 1: αναποδιά, αντιξοότητα, εμπό­
contrahecho [κο\/τραέτσο] (επίθ.) πλα­ διο, 2: δυσαρέσκεια, δυσανασχέτιση.
στός κίβδηλος, contrario [κον'τράριο] (επίθ.) ενάντιος
contraindicación [κοντραΐνντικαθιόν] αντίθετος ανάποδος · o/ contrario -
(ουσ,/θηλ.) αντένδειξη, αντιθέτως.
contraindicar [κοντραι'ντικάρ] (ρ.) contrarréplica [κον'τραρέπλικα] (ουσ./
αντενδείκνυται. θηλ.) ανασκευή,
contralto [κοντράλτο] (ουσ,/αρσ.) βα­ contrarrestar [κον/τραρεστάρ] (ρ.) αντι-

162
convalecencia

μετωττίζω, εξουδετερώνω, contrición [κον'τριθιόν] (ουσΥθηλ.)


contrarrevolución [κον'τραρεβολου- μεταμέλεια,
θιόν] (ουσ./θηλ.) αντεπανάσταση, contrincante [κον'τρινκάν'τέ] (ουσΥ
contrarrevolucionario [κον'τραρεβο- αρσ.+ θηλ.) ανταγωνιστής αντίπα­
λουθιονάριο] (επίθ.) αντεπαναστα- λος.
τικός. contristar [κον'τριστάρ] (ρ.) θλίβω,
contrasentido [κοντρασεν'τίδο] (ουσΥ contristarse [κον'τριστάρσε] (ρ.) θλί­
αρσ.) παράφραση, παρερμηνεία, βομαι.
contraseña [κσν'τρασένια] (ουσΥθηλ.) contrito [κον'τρίτο] (επίθ.) συντετριμ­
παρασύνθημα, κωδικός πρόσβασης, μένος μεταμελημένος.
contrastar [κον'τραστάρ] (ρ.) 1: ανπ- control [κον'τρόλ] (ουσΥαρσ.) έλεγ­
παραβάλλω, αντιπαραθέτω, 2: συ­ χος.
γκρίνω. controlador [κο\/τρολαδόρ] (ουσΥαρσ.)
contraste [κον'τράστε] (ουσΥαρσ.) 1: ελεγκτής
αντίθεση, 2: σύγκριση, controlar [κον'τρολάρ] (ρ.) ελέγχω,
contratación [κον'τραταθιόν] (ουσΥ εξετάζω.
θηλ.) σύμβαση, controversia [κον'τροβέρσια] (ουσΥ
contratante [κον'τρατάν'τε] (επίθ.) θηλ.) αντιγνωμία, διαφωνία,
συμβαλλόμενος, controvertir [κον'τροβερτίρ] (ρ.) αμφι­
contratar [κον'τρατάρ] (ρ.) 1: υπογρά­ σβητώ, θέτω επιχειρήματα εναντίον
φω συμβόλαιο, 2: προσλαμβάνω, μιάς άποψης αντιτίθεμαι, αντιγνω-
contratiempo [κον'τρατιέμ'πο] (ουσΥ μώ, διαφωνώ,
αρσ.) κακοτυχία, αντιξοότητα, ανα­ contubernio [κον'τουμπέρνιο] (ουσΥ
ποδιά. αρσ.) σπείρα (εγκληματιών).
contratista [κον'τρατίστα] (ουσΥαρσ.+ contumacia [κον'τουμάθια] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) ανάδοχος έργου, εργολήπτης, πείσμα.
contrato [κον'τράτο] (ουσΥαρσ.) συμ­ contumaz [κον'τουμάθ] (επίθ.) πει­
βόλαιο. σματάρης,
contravención [κον'τραβενθιόν] (ουσΥ contundente [κον'τουν'ντέν'τε] (επίθ.)
θηλ.) παράβαση, συντριπτικός πειστικός,
contraveneno [κον'τραβενένο] (ουσΥ contundir [κον'τουν'ντίρ] (ρ.) μωλω­
αρσ.) αντίδοτο, πίζω.
contravenir [κον'τραβενίρ] (ρ.) παρα­ conturbación [κον'τουρμπαθιόν] (ουσΥ
βαίνω, αντιβαίνω, θηλ.) καταθορύβηση, ανησυχία,
contraventana [κον'τραβεν'τάνα] (ουσΥ conturbar [κον'τουρμπάρ] (ρ.) κατα-
θηλ.) παραθυρόφυλλο, θορυβώ, ανησυχώ,
contribución [κον'τριμπουθιόν] (ουσΥ contusión [κον'τουσιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) συνεισφορά, συμβολή, μώλωπας,
contribuidor [κον'τριμπουιδόρ] (επίθ.) contusionar [κον'τουσιονάρ] (ρ.) μω­
συνεισφέρων, συμβάλλων. λωπίζω.
contribuir [κον'τριμπουίρ] (ρ.) συνει­ contuso [κσν'τούσο] (επίθ.) μωλωπι­
σφέρω, συμβάλλω, συντελώ, σμένος.
contribuyente [κον'τριμπουγιέντε] (ουσΥ convalecencia [κονβαλεθένθια] (ουσΥ
αρσ.) φορολογούμενος θηλ.) ανάρρωση.

163
convalecer

convalecer [κονβαλεθέρ] (ρ.) αναρ- conversar [κονβερσάρ] (ρ.) συνομιλώ,


ρώνω. κουβεντιάζω, συζητώ,
convaleciente [κονβαλεθιέν'τέ] (επίθ.) conversión [κονβερσιόν] (ουσ./θηλ.)
αναρρωτικός αναρρωνύων. 1: μετατροπή, 2: προσηλυτισμός 3:
convalidación [κονβαλιδαθιόν] (ουσ./ αλλαξοπιστία.
θηλ.) επικύρωση, νομιμοποίηση, converso [κονβέρσο] (επίθ.) προσηλυ­
convalidar [κονβαλιδάρ] (ρ.) επικυρώ­ τισμένος.
νω, νομιμοποιώ, convertibilidad [κονβερτιμπιλιδάδ] (ουσ./
convección [κονβεκθιόν] (ουσ./θηλ.) θηλ.) μετατρεψιμότητα.
μεταφορά, convertible [κονβερτίμπλε] (επίθ.) με­
convecino [κονβεθίνο] (ουσ7αρσ.) τατρέψιμος,
γείτονας, convertidor [κονβερτιδόρ] (ουσ,/αρσ.)
convencer [κονβενθέρ] (ρ.) πείθω, (Ηλεκ.) μεταλλάκτης,
convencim iento [κονβενθιμιέν'το] convertir [κονβερτίρ] (ρ.) μετατρέπω,
(ουσ./αρσ.) πεποίθηση, προσηλυτίζω,
convención [κονβενθιόν] (ουσ,/θηλ.) convexidad [κονβεξιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
σύμβαση, συνέδριο, κυρτότητα, καμπυλότητα,
convencional [κονβενθιονάλ] (επίθ.) convexo [κονβέξο] (επίθ.) κυρτός κα-
συμβατικός, μπυλωτός.
convecionalismo [κονβενθισναλίσμο] convicción [κονβικθιόν] (ουσ^θηλ.)
(ουσ7αρσ.) συμβατικότητα, πεποίθηση,
convenible [κονβενίμπλε] (επίθ.) χρή­ convicto [κσνβίκτο] (ουσ,/αρσ.) κατά­
σιμος, κατάλληλος συμφέρων. δικος.
conveniencia [κονβενιένθια] (ουσ./ convidado [κονβιδάδο] (επίθ.) 1: καλε­
θηλ.) καταλληλότητα, συμφέρον, σμένος 2: κερασμένος.
conveniente [κονβενιέν’τε] (επίθ.) 1: convidar [κονβιδάρ] (ρ.) 1: προσκαλώ,
ωφέλιμος, 2: ενδεδειγμένος αρμό- 2: κερνώ.
ζων, πρέπων, κατάλληλος βολικός, convincente [κονβινθέν'τε] (επίθ.) πει­
convenio [κονβένιο] (ουσ./αρσ.) συμ­ στικός
φωνία, σύμβαση, convite [κονβίτε] (ουσ,/αρσ.) πρόσκλη­
convenir [κονβενίρ] (ρ.) 1: συμφωνώ, ση.
2: συμφέρει, 3: ωφελώ, convivencia [κονβιβένθια] (ουσ^θηλ.)
convento [κονβέν'το] (ουσ,/αρσ.) μο­ συμβίωση, συνύπαρξη,
νή, μοναστήρι, convivir [κονβιβίρ] (ρ.) συμβιώνω, συ­
convergencia [κονβερχένθια] (ουσ./ νυπάρχω,
θηλ.) σύγκλιση, ταύτιση, convocación [κονβοκαθιόν] (ουσ./
convergente [κονβερχέν'τε] (επίθ.) συ- θηλ.) σύγκληση, συνέλευση,
γκλίνων. convocar [κονβοκάρ] (ρ.) συγκαλώ,
converger [κονβερχέρ] (ρ.) συγκλίνω, convocatoria [κονβοκατόρια] (ουσ./
conversación [κονβερσαθιόν] (ουσ./ θηλ.) σύγκληση,
θηλ.) συνομιλία, κουβέντα, συζήτη­ convoy [κονβόι] (ουσ,/αρσ.) εφοδιο­
ση. πομπή.
conversador [κονβερσαδόρ] (επίθ.) ομι­ convulsión [κονβουλσιόν] (ουσ./θηλ.)
λητικός σπασμός, δόνηση, αναταραχή.

164
coraza

convulsionar [κονβουλσιονάρ] (ρ.) copla [κόπια] (ουσ/θηλ.) αντίγραφο,


συσπώ, αναταράσσω. αντίτυπο, απομίμηση,
convulsivo [κονβουλσίβο] (επίθ.) σπα­ copiadora [κοπιαδόρα] (ουσ7θηλ.)
σμωδικός, φωτοτυπικό μηχάνημα,
convulso [κονβούλσο] (επίθ.) συσπα- copiante [κοπιάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
σμένος συγκλονισμένος, αντιγραφέας.
conyugal [κογισυγάλ] (επίθ.) συζυγι­ copiar [κοπιάρ] (ρ.) αντιγράφω, μιμού­
κός. μαι.
cónyuge [κόνγιουγε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) copiloto [κοπιλότο] (ουσ7αρσ.) συνο-
σύζυγος, δηγός συγκυβερνήτης.
coñac [κονιάκ] (ουσ,/αρσ.) κονιάκ. copioso [κοπιόσο] (επίθ.) πλουσιοπά­
coñazo [κονιάθο] (ουσΥαρσ.) μπέρδε­ ροχος άφθονος,
μα, ανυπόφορη κατάσταση, copista [κοπίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
coñearse [κονιεάρσε] (ρ.) πιάνομαι κο- αντιγραφέας
ρόιδο, καβγαδίζω, copla [κόπλα] (ουσΥθηλ.) άσμα, τρα­
coño [κόνιο] (ουσ,/αρσ.) αιδοίο, μουνί. γούδι.
cooperación [κοοπεραθιόν] (ουσ./ copo [κόπο] (ουσΥαρσ.) νιφάδα,
θηλ.) σύμπραξη, συνεργασία, coproducción [κοπροδουκθιόν] (ουσ7
cooperador [κοοπεραδόρ] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) συμπαραγωγή,
συνεργάτης, copropietario [κοπροπιετάριο] (ουσ./
cooperar [κοοπεράρ] (ρ.) συμπράττω, αρσ.) συνιδιοκτήτης
συνεργάζομαι, copudo [κοπούδο] (επίθ.) δασύς φου­
cooperativa [κοοπερατίβα] (ουσ./ ντωτός.
θηλ.) συνεταιρισμός, cópula [κόπουλα] (ουσ,/θηλ.) 1: ζευγά­
cooperativo [κοοπερατίβο] (επίθ.) συ- ρωμα, συνουσία 2: (Γραμμ.) συνδετι­
νεργάσιμος συνεταιριστικός, κό ρήμα.
coordenada [κοορδενάδα] (ουσ,/θηλ.) copularse [κοπουλάρσε] (ρ.) ζευγαρώ­
συντεταγμένη, νω, συνουσιάζομαι,
coordinación [κοορδιναθιόν] (ουσ./ coqueta [κοκέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: κοκέ­
θηλ.) συντονισμός συνδυασμός, τα, 2: μπουντουάρ,
coordinador [κοορδιναδόρ] 1: (ουσ./ coquetear [κοκετεάρ] (ρ.) ερωτοτρο­
αρσ.) συντονιστής 2: (επίθ.) συντο­ πώ, φλερτάρω,
νιστικός. coqueteo [κοκετέο] (ουσ,/αρσ.) 1: φι-
coordinar [κοορδινάρ] (ρ.) συντονίζω, λαρέσκεια, 2: ερωτοτροπία, φλερτ,
συνδυάζω, coraje [κοράχε] (ουσ,/αρσ.) θάρρος
copa [κόπα] (ουσΥθηλ.) 1: ψηλό ποτή­ κουράγιο,
ρι, 2: κούπα (τράπουλα), 3: κύπελλο, corajudo [κοραχούδο] (επίθ.) θαρρα­
4: ποτό, 5: κορυφή, λέος τολμηρός,
copar [κσπάρ] (ρ.) περικυκλώνω. coral [κοράλ] (ουσ7αρσ.) 1: κοράλλι, 2:
copartícipe [κοπαρτίθιπε] (ουσ7αρσ.+ χορωδία.
θηλ.) παρτενέρ. coralino [κοραλίνο] (επίθ.) κοραλλέ­
copear [κοπεάρ] (ρ.) τα πίνω, τα τσού­ νιος.
ζω. Corán [κόράν] (ουσ,/αρσ.) Κοράνι.
copete [κοπέτε] (ουσ ./αρσ.) φράντζα. coraza [κοράθα] (ουσ,/θηλ.) 1: καβού­

165
corazón

κι, 2: θώρακας πανοπλίας, coreógrafo [κορεόγραφο] (ουσΥαρσ.)


corazón [κοραθόν] (ουσ./αρσ.) καρ­ χορογράφος.
διά. corintio [κορίν'τιο] 1: (ουσΥαρσ.) Κο-
corazonada [κοραθονάδα] (ουσΥθηλ.) ρίνθιος 2: (επίθ.) κορινθιακός
προαίσθημα, corista [κορίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) χο­
corbata [κορμπάτα] (ουσΥθηλ.) γρα­ ρωδός.
βάτα. corm orán [κορμοράν] (ουσ./αρσ.)
corbatín [κορβατίν] (ουσΥάρσ.) παπι- κορμοράνος,
γιόν. cornada [κορνάδα] (ουσ./θηλ.) κου­
corcel [κορθέλ] (ουσΥαρσ.) άτι, πολε­ τουλιά με τα κέρατα,
μικός ίππος, cornadura [κορναδούρα] (ουσΥθηλ.)
corcova [κορκόβα] (ουσΥθηλ.) κα­ κέρατα.
μπούρα. córnea [κόρνεα] (ουσΥθηλ.) κερατοει-
corcovado [κορκοβάδο] (επίθ.) κα­ δής χιτώνας (μάτι).
μπούρης. corneja [κορνέχα] (ουσΥθηλ.) κόρα­
corcovar [κορκοβάρ] (ρ.) κυρτώνω, κας.
καμπουριάζω, córneo [κόρνεο] (επίθ.) κερατοειδής
corchero [κορτσέρο] (επίθ.) φτιαγμέ­ κεράτινος,
νος από φελλό, φελλένιος. corneta [κορνέτα] 1: (ουσΥαρσ.) σαλ-
corchete [κορτσέτε] (ουσΥαρσ.) πόρ­ πιστής 2: (ουσΥθηλ.) κορνέτα, τρο­
πη, αρχαιοελληνικό κόσμημα, μπέτα.
corcho [κόρτσο] (ουσΥαρσ.) φελλός, cornisa [κορνίσα] (ουσΥθηλ.) γείσο,
cordal [κορδάλ] (ουσΥαρσ.) φρονιμί­ κορνίζα,
της. corno [κόρνο] (ουσΥαρσ.) κέρας.
cordaje [κορδάχε] (ουσΥαρσ.) ξάρτια, cornucopia [κορνουκόπια] (ουσΥθηλ.)
cordel [κορδέλ] (ουσΥαρσ.) κορδόνι, σκαλιστός καθρέφτης,
σχοινί. cornudo [κορνούδο] 1: (ουσΥαρσ.)
cordelería [κορδελερία] (ουσΥθηλ.) κερασφόρος κερατάς 2: (επίθ.) κε­
σχοινοποιία. ρατωμένος,
cordero [κορδέρο] (ουσΥαρσ.) αρνί. coro [κόρο] (ουσΥαρσ.) χορωδία,
cordial [κορδιάλ] (επίθ.) εγκάρδιος corola [κορόλα] (ουσΥθηλ.) στεφάνη
θερμός ανοιχτόκαρδος. λουλουδιών.
cordialidad [κορδιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) corolario [κορολάριο] (ουσΥαρσ.) πό­
εγκαρδιότητα, πηγαιότητα. ρισμα.
cordialmente [κορδιάλμεν'τε] (επίρρ.) corona [κορόνα] (ουσΥθηλ.) 1: στεφά­
εγκαρδίως θερμά, νι, 2: στέμμα, κορώνα,
cordillera [κορδιγιέρα] (ουσΥθηλ.) coronación [κοροναθιόν] (ουσΥθηλ.)
οροσειρά, στέψη.
cordón [κορδόν] (ουσΥαρσ.) κορδόνι · coronamiento [κοροναμιέν'το] (ουσΥ
cordón umbilical - ομφάλιος λώρος, αρσ.) 1: αποκορύφωμα, 2: αποπερά­
cordura [κορδούρα] (ουσΥθηλ.) φρό­ τωση.
νηση. coronar [κορονάρ] (ρ.) στέφω, στεφα­
coreografía [κορεογραφία] (ουσΥθηλ.) νώνω.
χορογραφία. coronario [κορονάριο] (επίθ.) στεφα-

166
corriente

νικός, στεφανιαίος, corregible [κορεχίμπλε] (επίθ.) επα-


coronel [κορονέλ] (ουσ7αρσ.) συνταγ­ νορθώσιμος.
ματάρχης, corregidor [κορεχιδόρ] (ουσ./αρσ.)
coronilla [κορονίγια] (ουσ,/θηλ.) κο­ βασιλικός δικαστής,
ρυφή κεφαλιού · estoy hasta la corregir [κορεχίρ] (ρ.) διορθώνω,
coronilla - είμαι έτοιμος να εκραγώ. correlación [κορελαθιόν] (ουσ7θηλ.)
corpino [κορπίνιο] (ουσ./αρσ.) κορσές, συσχετισμός συνάφεια, αντιστοιχία,
corporación [κορποραθιόν] (ουσ./ correlativo [κορελατίβο] (επίθ.) συ-
θηλ.) εταιρεία, σχετιζόμενος συναφής,
corporal [κορποράλ] (επίθ.) σωματι­ correligionario [κορελιχιονάριο] (επίθ.)
κός. ομόθρησκος,
corporativo [κορπορατίβο] (επίθ.) εν­ correo [κορέο] (ουσ7αρσ.) 1: ταχυ­
σωματωμένος, δρομείο, 2: ταχυδρόμος · correo
corpóreo [κορπόρεο] (επίθ.) σωματι­ electrónico - ηλεκτρονικό ταχυδρο­
κός. μείο.
corpulencia [κορπουλένθια] (ουσ,/θηλ.) correr [κορέρ] (ρ.) 1: τρέχω, 2: διατρέ­
παχυσαρκία, χω, 3: ρέω, 4: τραβώ · el tiempo corre
corpulento [κορλουλέν'το] (επίθ.) σω­ - περνάει ο καιρός
ματώδης, ευτραφής. correría [κορερία] (ουσ7θηλ.) επιδρο­
Corpus [κόρπους] (ουσ,/αρσ.) τελετή μή-
της Αγίας Δωρεάς, correrse [κορέρσε] (ρ.) μαζεύομαι,
corpúsculo [κορπούσκουλο] (ουσ./ τραβιέμαι,
αρσ.) σωματίδιο, μόριο, correspondencia [κορεσπον'ντένθια]
corral [κοράλ] (ουσ./αρσ.) κοτέτσι, (ουσ7θηλ.) 1: αλληλογραφία, 2: αντι­
correa [κορέα] (ουσ,/θηλ.) λουρί, ζώ­ στοιχία.
νη. corresponder [κορεσπον'ντέρ] (ρ.) 1:
correaje [κορεάχε] (ουσ./αρσ.) ηνία. αντιστοιχώ, 2: ανταποκρίνομαι, 3:
corrección [κορεκθιόν] (ουσ7θηλ.) διόρ­ αλληλογραφώ,
θωση. correspondiente [κορεσπον'ντιέν'τε]
correccional [κορεκθιονάλ] (ουσ7αρσ.) (επίθ.) αντίστοιχος ανάλογος,
αναμορφωτήριο, corresponsal [κορεσπονσάλ] (ουσ7
correctivo [κορεκτίβο] (επίθ.) επιδιορ- αρσ.) ανταποκριτής
θωτικός επανορθωτικός, corretaje [κορετάχε] (ουσ./αρσ.) με­
correcto [κορέκτο] (επίθ.) ορθός, σω­ σιτεία.
στός, ακριβής σχολαστικός καθώς corretear [κορετεάρ] (ρ.) τρέχω πάνω
πρέπει. κάτω.
corrector [κορεκτόρ] (επίθ.) διορθω­ correve(i)dile [κορεμπε(ι)ντίλε] (ουσ7
τικός αρσ.+ θηλ.) μαρτυριάρης μαρτυ­
corredera [κορεδέρα] (ουσ7θηλ.) ρά- ριάρα.
γα. corrida [κορίδα] (ουσ7θηλ.) 1: ταυρο­
corredizo [κορεδίθο] (επίθ.) συρτα­ μαχία, 2: αγώνας δρόμου,
ρωτός. corrido [κορίδο] (επίθ.) συνεχόμενος,
corredor [κορεδόρ] (ουσ7αρσ.) 1: παρακείμενος,
δρομέας 2: μεσίτης 3: διάδρομος. corriente [κοριέν'τε] 1: (ουσ7θηλ.) ρεύ­

167
corrillo

μα · corriente eléctrica - ηλεκτρικό φτης.


ρεύμα · corriente de aire - ρεύμα cortadura [κορταδούρα] (ουσΥθηλ.) κό­
αέρα · ir contra corriente - πάω ενά­ ψιμο.
ντια στο ρεύμα, 2: (επίθ.) (α) τρεχού­ cortalápices [κορταλάπιθες] (ουσΥ
μενος (β) κοινός συνηθισμένος, αρσ.) μολυβοξύστρα,
corrillo [κορίγιο] (ουσΥαρσ.) κλίκα, cortante [κορτάν'τε] (επίθ.) κοφτερός
φατρία. αιχμηρός,
corrimiento [κοριμιέν'το] (ουσΥαρσ.) cortapapeles [κορταπαπέλες] (ουσΥ
κατολίσθηση, αρσ.) χαρτοκόπτης,
corro [κόρο] (ουσΥαρσ.) κύκλος cortapisa [κορταπίσα] (ουσΥθηλ.) πε­
corroboración [κορομποραθιόν] (ουσΥ ριορισμός απαγόρευση,
θηλ.) επιβεβαίωση, cortaplumas [κορταπλούμας] (ουσΥ
corroborar [κορομποράρ] (ρ.) επιβε­ αρσ.) σουγιάς,
βαιώνω. cortapuros [κορταπούρος] (ουσΥαρσ.)
corroborativo [κορομπορατίβο] (επίθ.) κόπτης πούρων,
επιβεβαιωτικός ενισχυτικός. cortar [κορτάρ] (ρ.) 1: κόβω, 2: κου­
corroer [κοροέρ] (ρ.) διαβρώνω. ρεύω, 3: διαχωρίζω, αποκόπτω ·
corromper [κορομ'πέρ] (ρ.) 1: δια- corto con el passado - κόβω με το
φθείρω, δωροδοκώ, 2: σαπίζω, απο­ παρελθόν · corto por lo sano - κόβω
συνθέτω. διά παντός τις σχέσεις μου.
corrosión [κοροσιόν] (ουσΥθηλ.) διά­ cortaúñas [κορταούνιας] (ουσΥαρσ.)
βρωση. νυχοκόπτης.
corrupción [κορουπθιόν] (ουσΥθηλ.) corte [κόρτε] (ουσΥαρσ.) κόψιμο, το­
διαφθορά, δωροδοκία, σαπίλα, μή.
corruptela [κορουπτέλα] (ουσΥθηλ.) corte [κόρτε] (ουσΥθηλ.) 1: βασιλική
διαφθορά, αυλή, 2: φλερτ,
corruptible [κορουπτίμπλε] (επίθ.) cortedad [κορτεδάδ] (ουσΥθηλ.) σε­
φθαρτός αλλοιώσιμος, που μπορεί μνότητα, ντροπαλότητα, συστολή,
να διαφθαρεί. cortejar [κορτεχάρ] (ρ.) ερωτοτροπώ,
corrupto [κορούπτο] (επίθ.) διεφθαρ­ κορτάρω, φλερτάρω,
μένος σάπιος, cortejo [κορτέχο] (ουσΥαρσ.) 1: συνο­
corruptor [κορουτττόρ] (ουσΥαρσ.) δεία, 2: κόρτε, φλερτ,
διαφθορέας φθοροποιός, cortés [κορτές] (επίθ.), φιλόφρων,
corsario [κορσάριο] (επίθ.) πειρατι­ αβρός ευγενικός,
κός. cortesano [κορτεσάνο] (επίθ.) αυλι-
corso [κόρσο] 1: (ουσΥαρσ.) Κορσικα­ κός.
νό ς 2: (επίθ.) κορσικανικός. cortesía [κορτεσία] (ουσΥθηλ.) φιλο-
cortabolsas [κορταμπόλσας] (ουσ./ φόνηση, ευγένεια,
αρσ.) τσαντάκιας, corteza [κορτέθα] (ουσΥθηλ.) 1: φλοι­
cortacircuitos [κορταθιρκουίτος] (ουσΥ ό ς τσόφλι, 2: κόρα.
αρσ.) ρελέ, διακόπτης ηλεκτρικού κυ­ cortijo [κορτίχο] (ουσΥαρσ.) αγροικία,
κλώματος, cortina [κορτίνα] (ουσΥθηλ.) κουρτί­
cortado [κορτάδο] (επίθ.) κομμένος να, παραπέτασμα,
cortador [κορταδόρ] (ουσΥαρσ.) κό­ corto [κόρτο] (επίθ.) 1: κοντός βραχύς

168
costurara

2: ντροπαλός συνεσταλμένος, σύμπαν.


corva [κόρβα] (ουσ./θηλ.) πίσω μέρος coso1[κόσο] (ουσ7αρσ.) περίβολος.
του γονάτου, cosoJ [κόσο] (ουσ7αρσ.) σαράκι ξύ­
corvadura [κορβαδούρα] (ουσΥθηλ.) λου.
καμπυλότητα, αψίδα, cosquillas [κοσκίγιας] (ουσ,/θηλ.) πληθ.
corvejón [κορβεχόν] (ουσ,/αρσ.) κό- γαργαλιστική αίσθηση,
τσι. cosquillear [κοσκιγεάρ] (ρ.) γαργαλώ.
corveta [κορβέτα] (ουσ,/θηλ.) τίναγμα cosquilleo [κοσκιγιέο] (ουσ,/αρσ.)
αλόγου. γαργάλισμα.
corvo [κόρβο] (επίθ.) καμπύλος κυρ­ cosquilloso [κοσκιγιόσο] (επίθ.) γαρ­
τός. γαλιστικός,
corzo [κόρθο] (ουσ,/αρσ.) ζαρκάδι, costa [κόστα] (ουσ./θηλ.) 1: κόστος
cosa [κόσα] (ουσ,/θηλ.) πράγμα, (Νομ.) έξοδα · a toda costa - με
cosaco [κοσάκο] (επίθ.) κοζάκικος, οποιοδήποτε κόστος 2: ακτή.
coscorrón [κοσκορόν] (ουσ,/αρσ.) χτύ­ costado [κοστάδο] (ουσ,/αρσ.) πλευ­
πημα στο κεφάλι, ρά:
cosecha [κοσέτσα] (ουσΥθηλ.) συγκο­ costal [κοστάλ] (ουσ7αρσ.) σακί.
μιδή, σοδειά, costanera [κοστανέρα] (ουσ,/θηλ.) 1:
cosechadora [κοσετσαδόρα] (ουσ./ δοκάρι οροφής 2: πλαγιά,
θηλ.) θεριστική μηχανή, costar [κοστάρ] (ρ.) κοστίζω, αξίζω,
cosechar [κοσετσάρ] (ρ.) συγκομίζω, coste [κόστε] (ουσ,/αρσ.) κόστος τιμή,
σοδιάζω, θερίζω, αξία.
cosechero [κοσετσέρο] (ουσ,/αρσ.) costear1[κοστεάρ] (ρ.) χρηματοδοτώ.
θεριστής costear1 [κοστεάρ] (ρ.) πλέω δίπλα
coseno [κοσένο] (ουσ,/αρσ.) συνημί­ στην ακτή.
τονο. costeño [κοστένιο] (επίθ.) παράκτιος,
coser [κοσέρ] (ρ.) ράβω. costero [κοστέρο] (επίθ.) παραλιακός,
cosido [κοσίδο] (ουσ,/αρσ.) 1: ράψιμο, costilla [κοστίγια] (ουσ,/θηλ.) πλευρό,
2: βελονιά, παΐδι.
consignatario [κονσιγνατάριο] (ουσ./ costo [κόστο] (ουσ,/αρσ.) κόστος,
αρσ.) συνυπογράφων. costoso [κοστόσο] (επίθ.) δαπανηρός
cosmético [κοσμέτικο] 1: (ουσ,/αρσ.) ακριβός
καλλυντικό, 2: (επίθ.) καλλυντικός costra [κάστρα] (ουσ,/θηλ.) 1: εφελκί-
καλλωπιστικός, δα, κακάδι τραύματος 2: κρούστα,
cósmico [κόσμικο] (επίθ.) κοσμικός, costroso [κοστρόσο] (επίθ.) με κρού­
cosmografía [κοσμογραφία] (ουσ./ στα.
θηλ.) κοσμογραφία, costumbre [κοστούμ'μπρε] (ουσ,/θηλ.)
cosmología [κοσμολοχία] (ουσ/θηλ.) συνήθεια, έθιμο,
κοσμολογία, costumbrista [κοστουμ'μπρίστα] (επίθ.)
cosmonauta [κοσμονάουτα] (ουσ./ ηθογραφικός,
αρσ.) κοσμοναύτης, costura [κοστούρα] (ουσ,/θηλ.) ραφή,
cosmopolita [κοσμοπολίτα] (επίθ.) κο­ ράψιμο.
σμοπολίτης, costurera [κοστουρέρα] (ουσ/θηλ.) μο­
cosmos [κόσμος] (ουσ,/αρσ.) κόσμος δίστρα ράφτρα.

169
costurero

costurero [κοστουρέρο] (ουσ/αρσ.) 1: άρθρωση, 2: ευκαιρία,


κουτί ραψίματος, coz [κοθ] (ουσΥθηλ.) κλωτσιά,
cota [κότα] (ουσΥθηλ.) υψόμετρο, συν­ crac [κρακ] (ουσΥαρσ.) (Οικον.) κραχ.
δρομή. crampón [κραμ'πόν] (ουσΥαρσ.) άγκι­
cotejar [κοτεχάρ] (ρ.) αντιπαραβάλλω, στρο.
συγκρίνω, craneal [κρανεάλ] (επίθ.) κρανιακός,
cotejo [κοτέχο] (ουσΥαρσ.) αντιπαρα­ cráneo [κράνεο] (ουσ,/αρσ.) κρανίο,
βολή, σύγκριση, crápula [κράπουλα] (ουσΥθηλ.) 1: με­
coterráneo [κοτεράνεο] (ουσΥαρσ.) θύσι, 2: κραιπάλη, ξεφάντωμα.
συντοπίτης συμπατριώτης, craquear [κρακεάρ] (ρ.) ραγίζω,
cotidiano [κοτιδιάνο] (επίθ.) καθημε­ crasitud [κρασιτούδ] (ουσΥθηλ.) λί­
ρινός. πος.
cotiledón [κοτιλεδόν] (ουσΥαρσ.) (Bo j .) craso [κράσο] (επίθ.) 1: λιπαρός χο­
κοτυληδόνα, ντρός 2: ασυγχώρητος,
cotilla [κοτίγια] (επίθ.) κουτσομπόλης, cráter [κράτερ] (ουσΥαρσ.) κρατήρας
cotillear [κοτιγεάρ] (ρ.) κουτσομπο­ creación [κρεαθιόν] (ουσΥθηλ.) δη­
λεύω. μιούργημα, δημιουργία, πλάση,
cotilleo [κοτιγιέο] (ουσΥαρσ.) κουτσο­ creador [κρεαδόρ] (ουσΥαρσ.) δη­
μπολιό. μιουργός πλάστης,
cotización [κοτιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) τρέ- crear [κρεάρ] (ρ.) δημιουργώ, πλάθω,
χουσα τιμή. creativo [κρεατίβο] (επίθ.) δημιουρ­
cotizado [κοτιθάδο] (επίθ.) εκτιμώμε- γικός.
νος. crecer [κρεθέρ] (ρ.) μεγαλώνω, αυξά­
cotizar [κοτιθάρ] (ρ.) καθορίζω τιμή. νω.
coto [κότο] (ουσΥαρσ.) περιφραγμένη creces [κρέθες] (ουσΥθηλ.) πληθ. αύ­
έκταση, χώρος για κυνήγι, ξηση.
cotón [κοτόν] (ουσΥαρσ.) εμπριμέ crecida [κρεθίδα] (ουσΥθηλ.) υπερχεί-
βαμβακερό ύφασμα, λιση.
cotorra [κοτόρα] 1: (ουσΥθηλ.) παπα­ crecido [κρεθίδο] (επίθ.) μεγάλος,
γάλος 2: (επίθ.) (μτφ.) φλύαρος πο­ creciente [κρεθιέν'τε] (επίθ.) αυξανό­
λυλογάς. μενος ανοδικός,
cotorrear [κοτορεάρ] (ρ.) φλυαρώ, πο­ crecimiento [κρεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
λυλογώ. αύξηση, ανάπτυξη,
cotorreo [κοτορέο] (ουσΥαρσ.) φλυα­ credenciales [κρεδενθιάλες] (ουσΥ
ρία. θηλ.) πληθ. διαπιστευτήρια,
coturno [κοτούρνο] (ουσΥαρσ.) κό­ credibilidad [κρεδιμπιλιδάδ] (ουσΥ
θορνος. θηλ.) αξιοπιστία, εμπιστοσύνη,
covacha [κοβάτσα] (ουσΥθηλ.) μικρή crediticio [κρεδιτίθιο] (επίθ.) πιστωτι­
σπηλιά. κός.
coxis [κόξις] (ουσΥαρσ.) κόκκυγας ζώ­ crédito [κρέδιτο] (ουσΥαρσ.) 1: πί­
ων. στωση, 2: πίστη · tarjeta de crédito
coyote [κογιότε] (ουσΥαρσ.) τσακάλι, - πιστωτική κάρτα · carta de crédito
κογιότ. - πιστωτική κάρτα · cuenta de crédito
coyuntura [κογιουν'τούρα] (ουσΥθηλ.) - πιστωτικός λογαριασμός.

170
criptográfico

Credo [κρέδο] (ουσ./αρσ.) το Πιστεύω, cretinismo [κρετινισμό] (ουσ./αρσ.)


credulidad [κρεδουλιδάδ] (ουσΥθηλ.) κρετινισμός,
ευπιστία. cretino [κρετίνο] 1: (ουσ,/αρσ.) ηλίθιος
crédulo [κρέδουλο] (επίθ.) εύπιστος, 2: (επίθ.) κρετίνος.
creencia [κρεένθια] (ουσ,/θηλ.) πίστη, cretona [κρετόνα] (ουσ,/θηλ.) κρετόν
δόγμα, δοξασία, ύφασμα.
creer [κρεέρ] (ρ.) (en) πιστεύω, θεωρώ creyente [κρεγιέν'τε] (επίθ.) πιστός,
• creo en ella - πιστεύω σε αυτή · creo cría [κρία] (ουσ./θηλ.) 1: κτηνοτροφία,
que se trata de una buena chica - πι­ 2: ζώο μικρής ηλικίας,
στεύω ότι πρόκειται για ένα καλό κο­ criadero [κριαδέρο] (ουσ./αρσ.) 1: φυ­
ρίτσι · ¡no te creas! - μην ψαρώνεις. τώριο, 2: εκτροφείο,
creíble [κρεΐμπλε] (επίθ.) πιστευτός criado [κριάδο] (ουσ7αρσ.) υπηρέτης,
αξιόπιστος criador [κριαδόρ] (ουσ7αρσ.) εκτρο-
creído [κρεΐδο] (επίθ.) 1: εύπιστος 2: φέας.
αυτάρεσκος αλαζονικός. crianza [κριάνθα] (ουσ7θηλ.) εκτρο­
crema [κρέμα] (ουσ7θηλ.) κρέμα, αν­ φή, ανατροφή,
θόγαλα. criar [κριάρ] (ρ.) 1: θηλάζω, 2: ανατρέ­
cremación [κρεμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) φω, μεγαλώνω,
αποτέφρωση, criatura [κριατούρα] (ουσ,/θηλ.) 1:
cremallera [κρεμαγιέρα] (ουσ,/θηλ.) πλάσμα, δημιούργημα, 2: βρέφος,
φερμουάρ, criba [κρίμπα] (ουσΥθηλ.) κόσκινο,
crematística [κρεματίστικα] (ουσ./ cribar [κριμπάρ] (ρ.) κοσκινίζω,
θηλ.) χρηματιστική. crimen [κρίμεν] (ουσ./αρσ.) έγκλημα,
crematorio [κρεματόριο] 1: (ουσ./ δολοφονία,
αρσ.) κρεματόριο, 2: (επίθ.) αυτός criminal [κρίμινάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) εγκλη­
που εξαφανίζει με κάψιμο, ματίας 2: (επίθ.) εγκληματικός
cremoso [κρεμόσο] (επίθ.) κρεμώδης. criminalidad [κριμιναλιδάδ] (ουσ/θηλ.)
crencha [κρέντσα] (ουσ,/θηλ.) χωρί­ εγκληματικότητα.
στρα. (ουσ,/αρσ.) εγκληματολόγος
crepé [κρεπέ] (ουσΥαρσ.) κρεπ ύφα­ criminalista [κριμιναλίστα] (ουα/αρσ.+
σμα. θηλ) εγκληματολόγος
crepitación [κρεπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) criminología [κριμινολοχία] (ουσ,/θηλ.)
1: σπινθήρισμα, 2: κροτάλισμα, τρί­ εγκληματολογία
ξιμο. criminólogo [κριμινόλογο]
crepitar [κρεπιτάρ] (ρ.) 1: σπινθηρίζω, crin [κριν] (ουσΥθηλ.) χαίτη,
2: κροταλίζω, τρίζω, crío [κρίο] (ουσ,/αρσ.) μικρό παιδί,
crepuscular [κρεπουσκουλάρ] (επίθ.) criollo [κριόγιο] 1: (ουσ./αρσ.) Κρεο-
δειλινός. λό ς Ισπανοαμερικάνος 2: (επίθ.)
crepúsculo [κρεπούσκουλο] (ουσ./ κρεολός.
αρσ.) δειλινό, λυκόφως σούρουπο, cripta [κρίπτα] (ουσΥθηλ.) κρύπτη,
crespo [κρέσπο] (επίθ.) κατσαρός criptografía [κριπτογραφία] (ουσ,/θηλ.)
σγουρός, σγουρομάλλης. κρυπτογραφία,
cresta [κρέατα] (ουσ,/θηλ.) λειρί, λο­ criptográfico [κριπτογράφικο] (επίθ.)
φίο πετεινού. κρυπτογραφικός.

171
criptógrafo

criptógrafo [κριτττόγραφο] (ουσ,/αρσ.) μάτωση.


κρυτττογράφος. cromático [κρομάτικο] (επίθ.) χρωμα­
criptograma [κριτττογράμα] (ουσ7 τικός.
αρσ.) κρυπτογράφημα, cromatismo [κροματίσμο] (ουσ,/αρσ.)
crisálida [κρισάλιδα] (ουσ7θηλ.) χρυ­ χρωματισμός,
σαλλίδα. cromo [κρόμο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) χρώ­
crisantemo [κρισαν'τέμο] (ουσ7αρσ.) μιο.
χρυσάνθεμο, cromosoma [κρομόσομα] (ουσ7αρσ.)
crisis [κρίσις] (ουσ7θηλ.) κρίση · pasar (Βιολ.) χρωμόσωμα,
por una etapa de crisis - ξεπερνώ μια crónica [κρόνικα] (ουσ./θηλ.) (Λογ.)
κρίση. χρονικό, χρονογράφημα,
crisma [κρίσμα] (ουσ,/αρσ.) χρίσμα, crónico [κρόνικο] (επίθ.) χρόνιος,
crispar [κρισπάρ] (ρ.) 1: τεντώνω, 2: cronista [κρονίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
ερεθίζω. χρονικογράφος,
cristal [κριστάλ] (ουσ,/αρσ.) κρύσταλ­ cronología [κρονολοχία] (ουσ/θηλ.)
λος, κρύσταλλο, τζάμι, γυαλί, 1: επιστήμη χρονολόγησης 2: χρο­
cristalería [κρισταλερία] (ουσ,/θηλ.) 1: νολόγηση,
υαλικά, 2: υαλοπωλείο. cronológico [κρονολόχικο] (επίθ.) χρο­
cristalino [κρισταλίνο] (επίθ.) κρυστάλ­ νολογικός
λινος, διάφανος, κρυσταλλοειδής. cronometrador [κρονομετραδόρ] (ουσ7
cristalizar [κρισταλιθάρ] (ρ.) κρυσταλ­ αρσ.) χρονομετρητής
λώνω. cronometraje [κρονομετράχε] (ουσ./
cristalografía [κρισταλογραφία] (ουσ./ αρσ.) χρονομέτρηση,
θηλ.) κρυσταλλογραφία, cronómetro [χρονόμετρο] (ουσ,/αρσ.)
cristianar [κριστιανάρ] (ρ.) βαφτίζω, χρονόμετρο,
cristiandad [κριαστιανδάδ] (ουσ./ croqueta [κροκέτα] (ουσ,/θηλ.) κρο­
θηλ.) χριστιανοσύνη, κέτα.
cristianismo [κριστιανίσμο] (ουσ,/αρσ.) croquis [κρόκις] (ουσ,/αρσ.) σχεδιά­
χριστιανισμός, γραμμα.
cristiano [κριστιάνο] 1: (ουσ,/αρσ.) χρι­ cruce [κρούθε] (ουσ,/αρσ.) διασταύ­
στιανός 2: (επίθ.) χριστιανικός. ρωση · cruce peatonal/de peatones
Cristo [κρίστο] (ουσ,/αρσ.) Χριστός - διασταύρωση πεζών,
cristo [κρίστο] (επίθ.) εσταυρωμένος, crucero [κρουθέρο] (ουσ,/αρσ.) 1:
criterio [κριτέριο] (ουσ,/αρσ.) κριτή­ κρουαζιερόπλοιο, 2: κρουαζιέρα,
ριο. crucial [κρουθιάλ] (επίθ.) κρίσιμος κα­
crítica [κρίτικα] (ουσΥθηλ.) κριτική, θοριστικός,
επίκριση. crucificar [κρουθιφικάρ] (ρ.) σταυρώ­
criticar [κριτικάρ] (ρ.) κριτικάρω, επι­ νω.
κρίνω. crucifijo [κρουθιφίχο] (ουσ,/αρσ.) ο
crítico [κρίτικο] 1: (ουσΥαρσ.) κριτικός Εσταυρωμένος,
2: (επίθ.) κριτικός crucifixión [κρουθιφιξιόν] (ουσ,/θηλ.)
criticón [κριτικόν] (επίθ.) επικριτικός σταύρωση,
croar [κροάρ] (ρ.) κοάζω, crucigrama [κρουθιγράμα] (ουσ./
cromado [κρομάδο] (ουσ,/αρσ.) χρω­ αρσ.) σταυρόλεξο.

172
cuál

crudeza [κρουδέθα] (ουσΥθηλ.) ωμό­ cuadrangular [κουαδρανγκουλάρ] (επίθ.)


τητα, δριμύτητα, σκληρότητα, τετραγωνικός
crudo [κρούδο] (επίθ.) 1: ωμός, άψη­ cuadrángulo [κουαδράνγκουλο] (ουσΥ
τος 2: δριμύς. αρσ.) τετράγωνο,
cruel [κρουέλ] (επίθ.) σκληρός σκλη­ cuadrar [κουαδράρ] (ρ.) τετραγωνίζω,
ρόκαρδος άσπλαχνος, cuadrícula [κουαδρίκουλα] (ουσΥθηλ.)
crueldad [κρουελδάδ] (ουσΥθηλ.) τετραγωνάκι.
σκληρότητα, ασπλαχνία, cuadriculado [κουαντρικουλάδο] (επίθ.)
cruento [κρουέν'το] (επίθ.) αιματη­ τετραγωνισμένος
ρός cuadricular [κουντρικουλάρ] (ρ.) χω­
crujido [κρουχίδο] (ουσΥαρσ.) θρόι­ ρίζω σε τετραγωνίδια,
σμα. cuadriga [κουαδρίγα] (ουσΥθηλ.) τέ­
crujiente [κρουχιέν'τε] (επίθ.) 1: θροΐ- θριππο (είδος άρματος),
ζων, 2: τραγανός, cuadrilátero [κουαδριλάτερο] (επίθ.)
crujir [κρουχίρ] (ρ.) τρίζω, τετράπλευρος,
crustáceo [κρουστάθεο] (ουσΥαρσ.) cuadrilla [κουαδρίγια] (ουσΥθηλ.) ομά­
οστρακοειδής δα, συμμορία, σπείρα,
cruz [κρουθ] (ουσΥθηλ.) σταυρός, cuadro [κουάδρο] (ουσΥαρσ.) 1: πίνα­
cruzada [κρουθάδα] (ουσΥθηλ.) σταυ­ κας κάδρο, κορνίζα, 2: τετράγωνο,
ροφορία. cuadrúpedo [κουαδρούπεδο] (επίθ.)
cruzado [κρουθάδο] (ουσΥαρσ.) σταυ­ τετράποδος.
ροφόρος, cuádruple [κουάδρουπλε] (επίθ.) τε­
cruzamiento [κρουθαμιέν'το] (ουσΥ τραπλάσιος,
αρσ.) διασταύρωση ράτσας, cuadruplicar [κουαντρουπλικάρ] (ρ.)
cruzar [κρουθάρ] (ρ.) 1: διασταυρώνω, τετραπλασιάζω,
2: διασχίζω, 3: σταυρώνω τα πόδια, cuádruplo [κουάντρουπλο] (επίθ.) τε­
cte συντμ. του corriente - τρέχων. τραπλός.
cu [κου] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του cuajada [κουαχάδα] (ουσΥθηλ.) στάλ-
γράμματος «Q». πη, τυρόπηγμα,
c/c συντμ. του cuenta corriente - τρέ­ cuajado [κουαχάδο] (επίθ.) πηγμένος
χων λογαριασμός παχύρρευστος,
cuadernillo [κουαδερνίγιο] (ουσΥ cuajar [κουαχάρ] (ρ.) 1: πήζω, 2: κόβω,
αρσ.) βιβλιαράκι, 3: παγώνω,
cuaderno [κουαδέρνο] (ουσΥαρσ.) τε­ cuajo [κουάχο] (ουσΥαρσ.) (Βιολ.) πυ­
τράδιο. τιά (ττυκτικό ένζυμο).
cuadra [κουάδρα] (ουσΥθηλ.) στά­ cual [κουάλ] (αναφορική αντ.) οποί­
βλος. ος, οποία, οποίο · no sé la razón
cuadrado [κουαδράδο] (επίθ.) τετρά­ por la cual se comporta así - δεν
γωνος · ser una cabeza cuadrada - ξέρω τον λόγο για τον οποίο συ-
είμαι ξεροκέφαλος, μπεριφέρεται έτσι · el chico del
cuadragenario [κουαδραχενάριο] cual te hablé ayer se llam a Jorge -
(ουσΥαρσ.) σαραντάρης, το αγόρι για το οποίο σου μίλησα
cuadragésimo [κουαδραχέσιμο] (επίθ.) χθες ονομάζεται Jorge, (πληθυντι­
τεσσαρακοστός κός - cuales).

173
cualidad

cuál [κουάλ] (ερωτηματική αντ.) όσος όση, όσο · puedes invitar


ποιος, ποια, ποιο · ¿cuál es tu color cuanta gente quieras - μπορείς να
preferido7 - ποιο είναι το αγαπημέ­ καλέσεις όσο κόσμο θέλεις,
νο σου χρώμα; · ¿cuál es tu madre7 cuánto [κουάν'το] (ερωτηματική αντ.)
- ποια είναι η μαμά σου; · ¿cuáles son πόσος πόση, πόσο · ¿cuántos años
tus intereses7- ποια είναι τα ενδιαφέ- tienes7 - πόσο χρονών είσαι; ·
ροντά σου;. ¿cuánto cuesta esta falda7 - πόσο
cualidad [κουαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ιδιό­ κάνει αυτή η φούστα;,
τητα, ποιότητα, προσόν, cuarenta [κουαρέν'τα] 1: (ουσ./αρσ.)
cualificado [κουαλιφικάδο] (επίθ.) δι­ σαράντα (το νούμερο), 2: (αριθμ.
πλωματούχος ο έχων τα προσόντα, επίθ.) σαράντα,
cualificar [κουαλιφικάρ] (ρ.) 1: χαρα­ cuarentena [κουαρεν'τένα] (ουσ,/θηλ.)
κτηρίζω, 2: προκρίνω, 3: έχω τα προ­ 1: σαρανταριά, 2: καραντίνα,
σόντα. cuarentón [κουαρεν'τόν] (ουσ,/αρσ.)
cualitativo [κουαλιτατίβο] (επίθ.) ποιο­ σαραντάρης
τικός. Cuaresma [κουαρέσμα] (ουσ7θηλ.)
cualquiera [κουαλκιέρα] (επίθ.) οποιοσ­ Σαρακοστή.
δήποτε, οποιαδήποτε, (πριν από cuaresmal [κουαρεσμάλ] (επίθ.) σαρα-
ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό, κοστιανός.
cualquier) · podemos ver cualquier cuartear [κουαρτεάρ] (ρ.) διαιρώ στα
película - μπορούμε να δούμε οποια­ τέσσερα.
δήποτε ταινία · vamos a cualquier cuartel [κουαρτέλ] (ουσ./αρσ.) στρα­
restaurante - πάμε σε οποιοδήποτε τόπεδο, αρχηγείο,
εστιατόριο · una persona cualquiera cuarteto [κουαρτέτο] (ουσΛιρσ.)
- ένα οποιοδήποτε άτομο. κουαρτέτο,
cuán [κουάν] (επίρρ.) πόσο · ¡cuán cuartilla [κουαρτίγια] (ουσΥθηλ.) φύλ­
guapo estás! - πόσο όμορφος είσαι!, λο χαρτιού,
cuando [κουάν'ντο] (χρον. σύνδ.) όταν, cuarto [κουάρτο] 1: (ουσ./αρσ.) (α)
όποτε · cuando vengas, tráeme mis τέταρτο, (β) δωμάτιο · son las cinco
gafas - όταν θα έρθεις φέρε μου τα y cuarto - είναι πέντε και τέταρτο ·
γυαλιά μου · cuando pienso en esta el cuarto de baño - το μπάνιο · ¡no
situación me pongo de mal humor - me molestes!, quiero quedarme en
όταν σκέφτομαι αυτήν την κατάστα­ mi cuarto - μη με ενοχλείς, θέλω να
ση, γίνομαι κακοδιάθετος, μείνω στο δωμάτιό μου!, 2: (επίθ.) τέ­
cuándo [κουάν'ντο] (επίρρ.) πότε · ταρτος.
¿cuándo naciste7 - πότε γεννήθη- cuarzo [κουάρθο] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.)
κες. κουάρτζ, χαλαζίας,
cuantía [κουαν'τία] (ουσ7θηλ.) ποσό, cuaternario [κουατερνάριο] (επίθ.) τε­
ποσότητα, τραμερής τετραδικός,
cuantioso [κουαν'τιόσο] (επίθ.) άφθο­ cuatrienio [κουατριένιο] (ουσ7αρσ.)
νος πλούσιος (καθ.) μπόλικος, τετραετία,
cuantitativo [κουαν'τιτατίβο] (επίθ.) cuatrillizos [κουατριγίθος] (ουσ,/αρσ.)
ποσοτικός. πληθ. τετράδυμα.
cuanto [κουάν'το] (αναφορική αντ.) cuatrimestre [κουατριμέστρε] (ουσ./

174
cuenta

, αρσ.) τετράμηνο. • en cuclillas - κάθομαι στις φτέρνες,


cuatrimotor [κουατριμοτόρ] (επίθ.) cuclillo [κουκλίγιο] (ουσΥαρσ.) κού­
τετρακινητήριος, κος.
cuatro [κουάτρο] 1: (ουσ./αρσ.) τέσσε­ cuco [κούκο] (επίθ.) 1: έξυπνος 2: χα­
ρα, 2: (αριθμ. επίθ.) τέταρτος, ριτωμένος,
cuatrocientos [κουατροθιέν'τος] 1: cucú [κούκου] (ουσΥαρσ.) ρολόι κού­
(ουσ./αρσ.) τετρακόσια, 2: (αριθμ. κος.
επίθ.) τετρακοσιοστός, cucurucho [κουκουρούτσο] (ουσΥαρσ.)
cuba [κούμπα] (ουσ/θηλ.) βαρέλι, χάρτινο χωνί.
cubalibre [κουμπαλίμπρε] (ουσΥαρσ.) cuchara [κουτσάρα] (ουσΥθηλ.) κου­
ποτό με ρούμι, κόκα -κόλα και λεμό­ τάλι.
νι. cucharada [κουτσαράδα] (ουσΥθηλ.)
cubertería [κουμπερτερία] (ουσΥθηλ.) κουταλιά.
μαχαιροπίρουνα, cucharadita [κουτσαραδίτα] (ουσ./
cubeta [κουμπέτα] (ουσΥθηλ.) κουβα- θηλ.) κουταλίτσα.
δάκι. cucharetear [κουτσαρετεάρ] (ρ.) ανα­
cubicación [κουμπικαθιόν] (ουσΥθηλ.) κατεύω με κουτάλι,
κυβοποίηση. cucharilla [κουτσαρίγια] (ουσΥθηλ.)
cúbico [κούμπικο] (επίθ.) κυβικός, κουταλάκι,
cubículo [κουμπίκουλο] (ουσΥαρσ.) cucharón [κουτσαρόν] (ουσΥαρσ.)
θαλαμίσκος, κουτάλα.
cubierta [κουμπιέρτα] (ουσΥθηλ.) 1: cuchichear [κουτσιτσεάρ] (ρ.) ψιθυ­
κάλυμμα, 2: εξώφυλλο βιβλίου, 3: ρίζω.
κατάστρωμα, cuchicheo [κουτσιτσέο] (ουσΥαρσ.) ψι-
cubierto [κουμπιέρτο] (ουσΥαρσ.) σερ­ θύρισμα, ψίθυρος
βίτσιο. cuchilla [κουτσίγια] (ουσ,/θηλ.) ξυρά­
cubil [κουμπίλ] (ουσΥαρσ.) φωλιά ζώ­ φι, ξυραφάκι,
ων. cuchillada [κουτοιγιάδα] (ουσΥθηλ.) 1:
cubismo [κουμπίσμο] (ουσΥαρσ.) κυ­ μαχαιριά, 2: άνοιγμα σε φόρεμα,
βισμός. cuchillero [κουτσιγιέρο] (ουσΥαρσ.)
cubista [κουμπίστα] 1: (ουσΥαρσ.) κυ- μαχαιροποιός.
βιστής 2: (επίθ.) κυβικός, cuchillo [κουτσίγιο] (ουσΥαρσ.) μα­
cubito [κουμπίτο] (ουσΥαρσ.) παγάκι. χαίρι.
cubito [κούμπιτο] (ουσΥαρσ.) ωλένη cuchitril [κουτσιτρίλ] (ουσΥαρσ.) τρώ­
(οστό). γλη, παράγκα, χαμόσπιτο,
cubo [κοΰμπο] (ουσΥαρσ.) 1: κύβος 2: cuelgacapas [κουελγακάπας] (ουσΥ
κουβάς. αρσ.) καλόγηρος (κρεμάστρα).
cubrecama [κουμπρεκάμα] (ουσΥ cuello [κουέγιο] (ουσΥαρσ.) 1: λαιμός
αρσ.) κουβερλί. 2: κολάρο, γιακάς,
cubrir [κουμπρίρ] (ρ.) σκεπάζω, καλύ­ cuenca [κουένκα] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.)
πτω. κόγχη, κοίλωμα,
cucaracha [κουκαράτσα] (ουσΥθηλ.) cuenco [κουένκο] (ουσΥαρσ.) πήλινο
κατσαρίδα, τσουκάλι,
cuclillas [κουκλίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. cuenta [κουέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: λογα­

175
cuentacorrentista

ριασμός, 2: χάντρα · cuenta bancaria cuestionario [κουεστιονάριο] (ουσ/


- τραπεζικός λογαριασμός · tener en αρσ.) ερωτηματολόγιο,
cuenta - έχω υπόψιν μου · trabajar cueva [κουέβα] (ουσ7θηλ.) σπηλιά,
por cuenta propria - ελεύθερος επαγ- σπήλαιο.
γελματίας · por mi cuenta, tienes que cuévano [κουέβανο] (ουσ,/αρσ.) πα­
aceptarlo - κατά τη γνώμη μου, πρέ­ νέρι.
πει να το δεχτείς, cuidado [κουιδάδο] (ουσ,/αρσ.) προ­
cuentacorrentista [κουεντάκορεντίστα] σοχή, φροντίδα,
(ουσ./αρσ.) κάτοχος τρέχοντος λο­ cuidadoso [κουιδαδόσο] (επίθ.) προ­
γαριασμού, σεκτικός.
cuentagotas [κουεν'ταγότας] (ουσ./ cuidar [κουιδάρ] (ρ.) προσέχω, φρο­
αρσ.) σταγονόμετρο, ντίζω.
cuentakilómetros [κουεν'τακιλόμετρος] cuidarse [κουιδάρσε] (ρ.) προσέχω
(ουσ7αρσ.) χιλιομετρητής τον εαυτό μου · ¡cuídate mucho! - να
cuentarrevoluciones [κουεν'ταρεβσ- προσέχεις πολύ!,
λουθιόνες] (ουσ./αρσ.) στροφόμε­ cuita [κουίτα] (ουσ,/θηλ.) ανησυχία.
τρο. cuitado [κουιτάδο] (επίθ.) ανήσυχος,
cuentista [κοαυεν/τίστα] (ουσ,/αρσ.) πα­ culantro [κουλάν'τρο] (ουσ,/αρσ.) κό-
ραμυθάς λιαντρος.
cuento [κουέν'το] (ουσΥαρσ.) παρα­ culata [κουλάτα] (ουσ,/θηλ.) κοντάκιο,
μύθι, διήγημα, υποκόπανος (οπίσθιο τμήμα όπλου).
cuerda [κουέρδα] (ουσ./θηλ.) 1: σχοινί, culatazo [κουλατάθο] (ουσ,/αρσ.)
2: χορδή. κλώτσημα όπλου,
cuerdo [κουέρδο] (επίθ.) συνετός λο­ culebra [κουλέμπρα] (ουσ7θηλ.) φίδι.
γικός μυαλωμένος, culebrear [κουλεμπρεάρ] (ρ.) έρπο-
cuerno [κουέρνο] (ουσ,/αρσ.) κέρατο, μαι.
cuero [κουέρο] (ουσ,/αρσ.) δέρμα, culebrón [κουλεμπρόν] (ουσ7αρσ.)
cuerpo [κουέρπο] (ουσ7αρσ.) 1: σώμα, σαπουνόπερα,
2: πτώμα, 3: τόμος (μτφ.). culinario [κουλινάριο] (επίθ.) μαγειρι­
cuervo [κουέρβο] (ουσ,/αρσ.) (Ζωολ.) κός.
κοράκι. culminación [κουλμιναθιόν] (ουσ7
cuesco [κουέσκο] (ουσ,/αρσ.) κουκού­ θηλ.) κορύφωμα,
τσι. culminante [κουλμινάντε] (επίθ.) κο­
cuesta [κουέστα] (ουσ,/θηλ.) επικλινές ρυφαίος διακεκριμένος
έδαφος πλαγιά, culminar [κουλμινάρ] (ρ.) κορυφώνω.
cuestación [κουεσταθιόν] (ουσ,/θηλ.) culo [κούλο] (ουσ,/αρσ.) κώλος.
έρανος. culpa [κούλπα] (ουσ,/θηλ.) φταίξιμο,
cuestión [κουεστιόν] (ουσ./θηλ.) ερώ­ σφάλμα, ευθύνη · por culpa de - εξαι-
τηση, ζήτημα, θέμα · es cuestión de τίας
tiempo - είναι θέμα χρόνου, culpabilidad [κουλπαμπιλιδάδ] (ουσ./
cuestionable [κουεστιονάμπλε] (επίθ.) θηλ.) ενοχή,
αμφισβητήσιμος. culpable [κουλπάμπλε] (επίθ.) ένοχος,
cuestionar [κουεστιονάρ] (ρ.) αμφι­ culpar [κουλπάρ] (ρ.) ρίχνω την ευθύ­
σβητώ. νη, κατηγορώ.

176
cursilería

cultivador [κουλτιβαδόρ] (ουσΥαρσ.) cuota [κουότα] (ουσΥθηλ.) συνδρομή,


καλλιεργητής, cupo [κούπο] (ουσΥαρσ.) μερίδιο, με­
cultivar [κουλτιβάρ] (ρ.) καλλιεργώ, τοχή.
cultivo [κουλτιβο] (ουσΥαρσ.) καλ­ cupón [κουπόν] (ουσΥαρσ.) απόκομ­
λιέργεια. μα, κουπόνι, λαχνός,
culto [κούλτο] 1: (ουσΥαρσ.) λατρεία, cúpula [κούπουλα] (ουσΥθηλ.) τρού­
2: (επίθ.) μορφωμένος, καλλιεργη­ λος.
μένος. cura [κούρα] 1: (ουσΥαρσ.) παπάς 2:
cultura [κουλτούρα] (ουσΥθηλ.) πολι­ (ουσΥθηλ.) θεραπεία,
τισμός μόρφωση, κουλτούρα, curable [κουράμπλε] (επίθ.) θεραπεύ­
cultural [κουλτουράλ] (επίθ.) πολιτι­ σιμος
στικός μορφωτικός, curación [κουραθιόν] (ουσΥθηλ.) θε­
cumbre [κ ο ύ μ 'μ π ρ ε] (ουσΥθηλ.) 1: κο­ ραπεία.
ρυφή, 2: (μτφ.) συνάντηση κορυφής, curado [κουράδο] 1: (ουσΥαρσ.) κα­
cumpleaños [κουμπλεάνιος] (ουσΥ τεργασμένο δέρμα, 2: (επίθ.) (α) θε­
αρσ.) γενέθλια, ραπευμένος (β) παστωμένος
cumplido [κουμ'πλίδο] (ουσΥαρσ.) φι­ curandero [κουραν'ντέρο] (ουσΥαρσ.)
λοφρόνηση, κομπλιμέντο. εμπειρικός γιατρός κομπογιαννίτης.
cumplidor [κουμ'πλιδόρ] (επίθ.) έμπι­ curar [κουράρ] (ρ.) θεραπεύω, για­
στος συνεπής, τρεύω.
cumplimentar [κουμπλιμεν'τάρ] (ρ.) curativo [κουρατίβο] (επίθ.) θεραπευ­
συγχαίρω, τικός.
cumplimiento [κουμ'πλιμιέν'το] (ουσΥ curato [κουράτο] (ουσΥαρσ.) ενορία,
αρσ.) εκπλήρωση, εκτέλεση, curia [κούρια] (ουσΥθηλ.) δικαστικό
cumplir [κουμ'πλίρ] (ρ.) 1: εκτελώ, σώμα.
εκπληρώνω, 2: συμπληρώνω, 3: curiosear [κουριοσεάρ] (ρ.) 1: περιερ­
(απρόσ.) λήγει, γάζομαι, επεξεργάζομαι, 2: αναμει­
cúmulo [κούμουλο] (ουσΥαρσ.) σω­ γνύομαι.
ρός στοίβα, curiosidad [κουριοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
cuna [κούνα] (ουσΥθηλ.) κούνια, λί­ 1: περιέργεια, 2: καθαριότητα,
κνο. curioso [κουριόσο] (επίθ.) 1: περίερ­
cundir [κουν'ντίρ] (ρ.) εξαπλώνω, δια­ γο ς 2: καθαρός,
δίδω. currante [κουράν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
cunear [κουνεάρ] (ρ.) λικνίζω, κουνώ, εργαζόμενος εργαζόμενη,
cuneiforme [κουνεϊφόρμε] (εττίθ.) currar [κουράρ] (ρ.) δουλεύω,
σφηνοειδής currículo [κουρίκουλο] (ουσΥαρσ.) κύ­
cuneta [κουνέτα] (ουσΥθηλ.) τάφρος κλος σπουδών · currículo vitae - βιο-
ρείθρο. γραφικό σημείωμα,
cuña [κούνια] (ουσΥθηλ.) σφήνα, cursar [κουρσάρ] (ρ.) 1: σπουδάζω, 2:
cuñada [κουνιάδα] (ουσΥθηλ.) κουνιά­ στέλνω.
δα, νύφη. cursi [κούρσι] (επίθ.) ματαιόδοξος
cuñado [κουνιάδο] (ουσΥαρσ.) κουνιά­ γελοίος αλαζονικός σνομπ.
δος γαμπρός, cursilería [κουρσιλερία] (ουσΥθηλ.) κα­
cuño [κούνιο] (ουσΥαρσ.) στάμπα. κογουστιά, κιτς

177
cursillo

cursillo [κουρσίγιο] (ουσ,/αρσ.) κύκλος cuscús [κουσκούς] (ουσ,/αρσ.) κου-


μαθημάτων, σκούς (ζυμαρικό).
cursiva [κουρσίβα] (ουσ7θηλ.) κυρτή cúspide [κούσπιδε] (ουσ7θηλ.) κορυ­
γραφή. φή, κορύφωμα,
curso [κούρσο] (ουσ7αρσ.) 1: σχολικό custodia [κουστόδια] (ουσΥθηλ.) προ­
έτος, 2: τάξη, 3: μάθημα, 4: πορεία, στασία, φρουρά, συνοδεία,
κατεύθυνση, custodiar [κουστοδιάρ] (ρ.) προστα­
cursor [κουρσόρ] (ουσ,/αρσ.) δρομέας τεύω, φρουρώ,
κέρσορας. cutáneo [κουτάνεο] (επίθ.) δερματι­
curtido [κουρτίδο] 1: (ουσ7αρσ.) βυρ­ κός.
σοδεψία, 2: (επίθ.) κατεργασμένος, cutícula [κουτίκουλα] (ουσ,/θηλ.) μεμ­
curtidor [κουρτιδόρ] (ουσ,/αρσ.) βυρ­ βράνη.
σοδέψης. cutis [κούτις] (ουσ7αρσ.) επιδερμίδα,
curtiduría [κουρτιδουρία] (ουσ,/θηλ.) δέρμα προσώπου,
βυρσοδεψείο, cuyo [κούγιο] (αναφορική αντ.) του
curtir [κουρτίρ] (ρ.) κατεργάζομια, τε- οποίου · la casa cuyo dueño es mi
χνουργώ. profesor es muy bonita- το σπίτι του
curva [κούρβα] (ουσ,/θηλ.) καμπύλη, οποίου είναι ιδιοκτήτης ο δάσκαλός
στροφή. μου, είναι πολύ όμορφο · el chico
curvatura [κουρβατούρα] (ουσ,/θηλ.) cuya pronunciación es tan buena, es
καμπυλότητα, de España - το αγόρι του οποίου η
curvilíneo [κουρβιλίνεο] (επίθ.) κα- προφορά είναι τόσο καλή, είναι από
μπυλωτός καμπύλος, την Ισπανία,
curvo [κούρβο] (επίθ.) καμπύλος, cuzco [κούθκο] (ουσΥαρσ.) σκυλάκι.
cuscurro [κουσκούρο] (ουσ,/αρσ.) κρου-
τόν.

178
chalé [τσαλέ] (ουσ,/αρσ.) έπαυλη, βί­
λα, σαλέ.
Ch, ch [τσε] (ουσ,/θηλ.) το τέταρτο chaleco [τσαλέκο] (ουσ,/αρσ.) γιλέκο,
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, chalina [τσαλίνα] (ουσ,/θηλ.) πλατιά
chabacanear [τσαμπακανεάρ] (ρ.) μι­ γραβάτα.
λάω χυδαία, chalupa [τσαλούπα] (ουσ,/θηλ.) 1:
chabacanería [τσαμπακανερία] (ουσΥ βάρκα, 2: κέικ καλαμποκιού,
θηλ.) χοντροκοπιά, χυδαιότητα, chamaco/a [τσαμάκο/α] (ουσ7αρσ.+
chabacano [τσαμπακάνο] (επίθ.) χο­ θηλ.) (Μεξικό) αγόρι, κορίτσι,
ντροκομμένος, χυδαίος, άξεστος, chamarilero [τσαμαριλέρο] (ουσ,/αρσ.)
chabola [τσαμπόλα] (ουσ,/θηλ.) πα- παλιατζής
ράγκα. chamarra [τσαμάρα] (ουσ,/θηλ.) σα­
chacal [τσακάλ] (ουσ,/αρσ.) τσακάλι, κάκι από δέρμα προβάτου,
chacarero [τσακαρέρο] (επίθ.) χωριά­ chamarro [τσαμάρο] (ουσ,/αρσ.) τρα-
τικος χιά μάλλινη κουβέρτα,
chacolí [τσακολί] (ουσ,/αρσ.) κρασί chamba [τσάμμπα] (ουσ7θηλ.) 1: λι-
της βόρειας Ισπανίας, μνούλα, 2: χαντάκι,
chacolotear [τσακολοτεάρ] (ρ.) κρο­ chambelán [τσαμπελάν] (ουσ7αρσ.)
ταλίζω. θαλαμηπόλος,
chacota [τσακότα] (ουσ,/θηλ.) χλεύη, chambón [τσαμμπόν] (επίθ.) αδέξιος
χλευασμός κοροϊδία, chambonada [τσαμ'μττονάδα] (ουσ./
chacotear [τσακοτεάρ] (ρ.) κοροϊδεύω, θηλ.) αδεξιότητα,
αστειεύομαι, chambonear [τσαμ'μττονεάρ] (ρ.) κερ­
chacra [τσάκρα] (ουσ,/θηλ.) μικρό αγρό­ δίζω από τύχη.
κτημα. chambra [τσάμ'μττρα] (ουσ7θηλ.) ρό­
chacha [τσάτσα] (ουσ./θηλ.) παραμά­ μπα σπιτιού,
να, γκουβερνάντα. chamelote [τσαμελότε] (ουσ,/αρσ.)
chachara [τσατσάρα] (ουσ,/θηλ.) φλυα­ ύφασμα καμηλό,
ρία. chamizo [τσαμίθο] (ουσ,/αρσ.) αχυρο­
chacharear [τσατσαρεάρ] (ρ.) φλυα­ καλύβα.
ρώ. chamorrar [τσαμοράρ] (ρ.) κουρεύω,
chafar [τσαφάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, κατα­ μαδώ.
στρέφω. chamorro [τσαμόρο] (επίθ.) κουρεμέ­
chafarrinada [τσαφαρινάδα] (ουσ./ νος γουλί,
θηλ.) λεκές κηλίδα. champán [τσαμ'πάν] (ουσ,/αρσ.) σα­
chafarrinar [τσαφαρινάρ] (ρ.) λεκιάζω, μπάνια.
λερώνω. champiñón [τσαμ'πινιόν] (ουσ./αρσ.)
chaflán [τσαφλάν] (ουσ,/αρσ.) λσξό- μανιτάρι.
τμηση, φαλτσογωνιά. champú [τσαμ'πού] (ουσ./αρσ.) σα­
chal [τσαλ] (ουσ,/αρσ.) σάλι. μπουάν.
chalado [τσαλάδο] (επίθ.) ξετρελαμέ­ champurrar [τσαμπουράρ] (ρ.) ανα­
νος τρελός, μειγνύω ποτά.
chalanear [τσαλανεάρ] (ρ.) παζαρεύω, chamullar [τσαμουγιάρ] (ρ.) πολυλο­
chalar [τσαλάρ] (ρ.) τρελαίνω. γώ, φλυαρώ.

179
chamuscar

chamuscar [τσαμουσκάρ] (ρ.) τσου­ ξεγέλασμα,


ρουφλίζω, chantaje [τσαν'τάχε] (ουσ,/αρσ.) εκ­
chamusquina [τσαμουσκίνα] (ουσΥθηλ.) βιασμός.
καψάλισμα, chantajear [τσαν'ταχεάρ] (ρ.) εκβιά­
chanada [τσανάδα] (ουσΥθηλ.) τέχνα­ ζω.
σμα, κόλπο, chantajista [τσαν'ταχίστα] (ουσΥαρσ.+
chancar [τσανκάρ] (ρ.) αλέθω, θηλ.) εκβιαστής εκβιάστρια.
chance [τσάνθε] (ουσΥαρσ.) (Λατινική chantar [τσαντάρ] (ρ.) φορώ.
Αμερική) τύχη, ευκαιρία, chantre [τσάν'τρε] (ουσΥαρσ.) πρωτο­
chancear [τσανθεάρ] (ρ.) σαχλαμαρί­ ψάλτης.
ζω. chanza [τσάνθα] (ουσΥθηλ.) αστείο,
chancero [τσανθέρο] (ουσΥαρσ.) κα- chao [τσάο] (επιφ.) γεια χαρά!,
λαμπουρτζής. chapa [τσάπα] (ουσΥθηλ.) έλασμα, με­
chancla [τσάνκλα] (ουσΥθηλ.) σαγιο­ ταλλικό καπάκι,
νάρα. chapado [τσαπάδο] (επίθ.) επιχρυσω­
chancleta [τσανκλέτα] (ουσΥθηλ.) σα­ μένος.
γιονάρα. chapalear [τσαπαλεάρ] (ρ.) πλατσου­
chancletero [τσανκλετέρο] (επίθ.) λα­ ρίζω, τσαλαβουτώ.
ϊκός, μπανάλ, chapaleo [τσαπαλέο] (ουσΥαρσ.) πλα­
chanclo [τσάνκλο] (ουσΥαρσ.) τσόκα­ τσούρισμα,
ρο, γαλότσα. chapar [τσαπάρ] (ρ.) επιμεταλλώνω,
chancha [τσάντσα] (ουσΥθηλ.) γου­ chaparrear [τσαπαρεάρ] (ρ.) βρέχει
ρούνα. καταρρακτωδώς.
chanchi [τσάντσι] 1: (επίθ.) έξοχος chaparro [τσαπάρο] (επίθ.) κοντόχο­
απίθανος θαυμάσιος 2: (επίρρ.) έξο­ ντρος.
χα, απίθανα, θαυμάσια, chaparrón [τσαπαρόν] (ουσΥαρσ.) κα­
chancho [τσάντσο] 1: (ουσΥαρσ.) ταιγίδα, μπόρα,
γουρούνι, αγριογούρουνο, 2: (επίθ.) chapetón [τσαπετόν] 1: (ουσΥαρσ.)
βρόμικος καταιγίδα, μπόρα, 2: (επίθ.) πρωτά­
chanchullero [τσαντσουγιέρο] (επίθ.) ρης στη δουλειά,
ανέντιμος, chapitel [τσαπιτέλ] (ουσΥαρσ.) κιονό­
chanchullo [τσαντσούγιο] (ουσΥαρσ.) κρανο.
βρομοδουλειά, απατεωνιά, chapó [τσαπό] (επιφ.) μπράβο!,
chándal [τσάν'νταλ] (ουσΥαρσ.) αθλη­ chapodar [τσαποδάρ] (ρ.) ψαλιδίζω,
τική φόρμα, κλαδεύω.
chanfaina [τσανφαΤνα] (ουσΥθηλ.) πα­ chapotear [τσαποτεάρ] (ρ.) τσαλα­
τσάς. βουτώ.
chanflón [τσανφλόν] (επίθ.) κακο­ chapoteo [τσαποτέο] (ουσΥαρσ.) τσα­
φτιαγμένος, λαβούτημα,
changador [τσανγαδόρ] (ουσΥαρσ.) chapucear [τσαλουθεάρ] (ρ.) κάνω
αχθοφόρος, προχειροδουλειά, τσαπατσουλιά,
chango [τσάνγο] (επίθ.) 1: γρήγορος chapucería [τσαπουθερία] (ουσΥθηλ.)
2: έξυπνος, προχειροδουλειά, τσαπατσουλιά,
changüí [τσανγουί] (ουσΥαρσ.) πλάκα, chapucero [τσαπουθέρο] (επίθ.) τσα-

180
chaval

πατσούλης αδέξιος, charlatanería [τσαρλατανερία] (ουσ./


chapurrar [τσαπουράρ] (ρ.) ανακα­ θηλ.) πολυλογία, φλυαρία,
τεύω ποτά. charnela [τσαρνέλα] (ουσ,/θηλ.) αρ­
chapuza [τσαπούθα] (ουσ,/θηλ.) προ­ μός μεντεσές.
χειροδουλειά, charol [τσαρόλ] (ουσ,/αρσ.) 1: λού­
chapuzar [τσαπουθάρ] (ρ.) βουτώ κά­ στρο, 2: λουστρίνι,
ποιον στο νερό. charolar [τααρολάρ] (ρ.) λουστράρω,
chapuzarse [τσαπουθάραε] (ρ.) βου­ charrada [τσαράδα] (ουσ,/θηλ.) φα-
τάω. νταχτερό στολίδι,
chapuzón [τσαπουθόν] (ουσ,/αρσ.) βου­ charrasca [τσαράσκα] (ουσ,/θηλ.) αιχ­
τιά. μηρό όπλο.
chaqueta [τσακέτα] (ουσ,/θηλ.) σα­ charrasquear [τσαρασκεάρ] (ρ.) μα­
κάκι. χαιρώνω.
chaquetear [τσακετεάρ] (ρ.) 1: απο- charretera [τσαρετέρα] (ουσ,/θηλ.)
στατώ, 2: δειλιάζω, επωμίδα.
chaquetero [τσακετέρο] (ουσ,/αρσ.) charro [τσάρο] (ουσ,/αρσ.) αγροίκος
αποστάτης, άξεστος χωριάτης.
chaquetón [τσακετόν] (ουσ,/αρσ.) κα­ chasca [τσάσκα] (ουσ,/θηλ.) τούφα,
ζάκα. chascarrillo [ταασκαρίγιο] (ουσ,/αρσ.)
charada [τσαράδα] (ουσ,/θηλ.) λογο­ αστεία ιστοριούλα.
παίγνιο. chascar [τσασκάρ] (ρ.) πλαταγίζω τη
charanga [τσαράνγα] (ουσ,/θηλ.) 1: γλώσσα.
πανδαιμόνιο, 2: στρατιωτική μπά- chasco [τσάσκο] (ουσ,/αρσ.) φιάσκο,
ντα. παταγώδης αποτυχία,
charango [τσαράνγο] (ουσ,/αρσ.) μι­ chasis [τσάσις] (ουσΥαρσ.) (Τεχνολ.)
κρή κιθάρα, σασί.
charca [τσάρκα] (ουσ,/θηλ.) λιμνούλα. chasquear [τσασκεάρ] (ρ.) εξαπατώ,
charco [τσάρκο] (ουσ,/αρσ.) νερόλακ­ παραπλανώ, κοροϊδεύω,
κος. chasquido [τσακίδο] (ουσ,/αρσ.) πλα­
charcutería [τσαρκουτερία] (ουσ7 τάγισμα, στράκα.
θηλ.) αλλαντοπωλείο, chatarra [τσατάρα] (ουσ,/θηλ.) παλιο­
charla [τσάρλα] (ουσΥθηλ.) συζήτηση, σίδερα, σαράβαλο,
διάλεξη, κουβέντα, chatarrero [τσαρατέρο] (ουσ,/αρσ.)
charlador [τσαρλαδόρ] (επίθ.) φλύα­ πωλητής έμπορος παλιοσιδερικών.
ρος. chato [τσάτο] (ουσ,/αρσ.) 1: άνθρω­
charladuría [τσαρλαδουρία] (ουσ./ πος με πλακουτσωτή μύτη, 2: ποτήρι
θηλ.) πολυλογία, φλυαρία, κρασιού.
charlar [τσαρλάρ] (ρ.) συζητώ, κουβε­ chauvinismo [τσαουβινίσμο] (ουσ,/αρσ.)
ντιάζω, φλυαρώ, σοβινισμός εθνικισμός,
charlatán [τσαρλατάν] 1: (ουσ,/αρσ.) chauvinista [τσαουβινίστα] (ουσ7αρσ.+
πολυλογάς φαφλατάς 2: (επίθ.) θηλ) σοβινιστής/σοβινίστρια εθνικι-
φλύαρος στής/εθνικίστρια.
charlatanear [τσαρλατανεάρ] (ρ.) φλυα­ chaval [τσαβάλ] (ουσ7αρσ.) αγόρι,
ρώ ασταμάτητα. παιδί.

181
chaveta

chaveta [τσαβέτα] (ουσ,/θηλ.) περό- κός.


νη. chifladura [τσιφλαδούρα] (ουσ./θηλ.)
chavo [τσάβο] (ουσ,/αρσ.) 1: νόμισμα παραφροσύνη, παράνοια, τρέλα,
μικρής αξίας, 2: παιδί, chiflar [τσιφλάφ] (ρ.) τρελαίνω, ξετρε­
che [τσε] (ουσ,/θηλ.) η ονομασία του λαίνω.
γράμματος «CH». chiflido [τσιφλίδο] (ουσ,/αρσ.) σφύ­
chepa [τσέπα] (ουσ7θηλ.) καμπούρα, ριγμα.
cheque [τσέκε] (ουσ,/αρσ.) επιταγή, chilaba [τσιλάμπα] (ουσ7θηλ.) κελε-
τσεκ. μπία.
chequear [τσεκεάρ] (ρ.) ελέγχω, chile [τσίλε] (ουσ,/αρσ.) κόκκινο πιπέ-
chequeo [τσεκέο] (ουσ./αρσ.) γενικός ρι·
έλεγχος. chilla [τσίγια] (ουσ,/θηλ.) τάβλα, σα­
chequera [τσεκέρα] (ουσ,/θηλ.) μπλοκ νίδα.
επιταγών, chillar [τσιγιάρ] (ρ.) κραυγάζω, φωνά­
chic [τσικ] (επίθ.) κομψός σικ. ζω.
chica [τσίκα] (ουσ,/θηλ.) κορίτσι, κο­ chillería [τσιγιερία] (ουσ,/θηλ.) φασα­
πέλα. ρία.
chicano [τσικάνο] (ουσ,/αρσ.) (επίθ.) Με­ chillido [τσιγίδο] (ουσ,/αρσ.) κραυγή,
ξικανός που ζει στις ΗΠΑ. chillón [τσιγιόν] (επίθ.) φωνακλάς,
chicle [τσίκλε] (ουσ7αρσ.) τσίχλα, chimar [τσιμάρ] (ρ.) ενοχλώ,
chico [τσίκο] (ουσ7αρσ.) 1: αγόρι, 2: chimenea [τσιμενέα] (ουσ./θηλ.) 1:
παιδί. τζάκι, 2: καπνοδόχος καμινάδα,
chicolear [τσικολεάρ] (ρ.) φλερτάρω, φουγάρο,
chicoria [τσικόρια] (ουσ,/θηλ.) κιχώ- chimpancé [τσιμ'πανθέ] (ουσ,/αρσ.)
ριο, σικορέ. χιμπαντζής.
chicote [τσικότε] (ουσ./αρσ.) αποτσί­ china [τσίνα] (ουσ./θηλ.) χαλίκι, βό­
γαρο. τσαλο.
chicotear [τσικοτεάρ] (ρ.) μαστιγώνω, chinche [τσίντσε] (ουσ/θηλ.) κοριός,
chicha [τσίτσα] (ουσ/θηλ.) λικέρ από chincheta [τσιντσέτα] (ουσ,/θηλ.) πι­
καλαμπόκι, νέζα.
chícharo [τσιτσάρο] (ουσ,/αρσ.) μπι­ chinchilla [τσιντσίγια] (ουσ,/θηλ.) τσι-
ζέλι. ντσιλά, γούνα,
chicharra [τσιτσάρα] (ουσ,/θηλ.) τζι- chinchorrería [τσιντσορερία] (ουσ./
τζίκι. θηλ.) 1: αυθάδεια, 2: κουτσομπολιό,
chicharrón [τσιτσαρόν] (ουσ,/αρσ.) ξε­ chinchorro [τσιντσόρο] (ουσΥαρσ.)
ροψημένο χοιρινό λίπος, αιώρα.
chichear [τσιτσεάρ] (ρ.) γιουχαΐζω, chinchoso [τσιντσόσο] (επίθ.) κουρα­
chicheo [τσιτσέο] (ουσ,/αρσ.) γιουχάι­ στικός ενοχλητικός,
σμα. chinela [τσινέλα] (ουσ7θηλ.) παντό­
chichón [τσιτσόν] (ουσ./αρσ.) καρού­ φλα.
μπαλο. chingar [τσινγκάρ] (ρ.) 1: ενοχλώ, 2:
chifla [τσίφλα] (ουσ./θηλ.) σφύριγμα, μπεκρουλιάζω, μεθώ.
chiflado [τσιφλάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) τρε­ chingarse [τσινγκάρσε] (ρ.) αποτυγχά­
λό ς 2: (επίθ.) παράφρων, παρανοϊ­ νω.

182
chocar

chingo [τσίνγο] (ουσ./αρσ.) (Ζωολ.) chismear [τσισμεάρ] (ρ.) κουτσομπο­


πουλάρι. λεύω.
chingón [τσινγκόν] (επιφ.) γαμημένε!. chismorrear [τσισμορεάρ] (ρ.) κου­
chino [τσίνο] 1: (ουσΥαρσ.) Κινέζος, τσομπολεύω,
2: κινέζικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) κινέ­ chismorreo [τσισμορέο] (ουσΥαρσ.)
ζικος. κουτσομπολιό,
chipichipi [τσιπιτσίπι] (ουσΥαρσ.) ψι- chismoso [τσισμόσο] (επίθ.) κουτσο­
χάλισμα. μπόλης.
chipirón [τσιπιρόν] (ουσΥαρσ.) καλα­ chispa [τσίσπα] (ουσΥθηλ.) 1: σπιν­
μάρι. θήρας σπίθα, 2: ψιχάλα, σταγόνα ·
chiquero [τσικέρο] (ουσΥαρσ.) μάν­ tener chispa - έχω διαίσθηση · echar
τρα ταύρων, chispas - βγάζω σπίθες (είμαι θυμω­
chiquillada [τσικιγιάδα] (ουσΥθηλ.) μένος).
παιδιάρισμα, chispazo [τσισπάθο] (ουσΥαρσ.) σπιν-
chiquillería [τσικιγιερία] (ουσΥθηλ.) θήρισμα.
ομάδα μικρών παιδιών, chispeante [τσισπεάν'τε] (επίθ.) αστρα­
chiquillo [τσικίγιο] (ουσΥαρσ.) παιδί, φτερός σπινθηρο βόλος,
chiquitín [τσικίτίν] (ουσΥαρσ.) πιτσι­ chispear [τσισπεάρ] (ρ.) 1: σπινθηρίζω,
ρίκος. 2: ψιχαλίζει,
chiquito/a [τσικίτο/α] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) chisporrotear [τσισποροτεάρ] (ρ.)
παιδί. σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ,
chiribitil [τσιριμπιτίλ] (ουσΥαρσ.) σο­ chistar [τσιστάρ] (ρ.) σιωπώ, δε λέω
φίτα. λέξη.
chirigota [τσιριγότα] (ουσΥθηλ.) αστε­ chiste [τσίστε] (ουσΥαρσ.) ανέκδοτο,
ίο, πλάκα, καλαμπούρι,
chirimbolos [τσιρίμ'μττολος] (ουσΥαρσ.) chistera [τσιστέρα] (ουσΥθηλ.) ημίψη­
πληθ. συμπράγκαλα, λο καπέλο,
chirimoya [τσιριμ'μπόγια] (ουσΥθηλ.) chistoso [τσκττόσο] (επίθ.) αστείος
φρούτο του φυτού αννόνα. διασκεδαστικός.
chiringuito [τσιρινγίτο] (ουσΥαρσ.) ανα- chito [τσίτο] (επιφ.) σιωπή!,
ψυκτήριο, καντίνα. chiva [τσίβα] (ουσΥθηλ.) 1: κατσίκι, 2:
chirinola [τσιρινόλα] (ουσΥθηλ.) έντο­ μούσι, γένι.
νη συζήτηση, φιλονικία, chivar [τσιβάρ] (ρ.) 1: εξαπατώ, 2: ενο­
chiripa [τσιρίπα] (επίρρ.) τυχαία, συ- χλώ.
μπτωματικά · de chiripa - τυχαιως. chivatazo [τσιβατάθο] (ουσΥαρσ.) κα­
chirle [τσίρλε] (επίθ.) άνοστος, άγευ­ τάδοση, κάρφωμα,
στος. chivatear [τοιβατεάρ] (ρ.) καταδίδω,
chirona [τσιρόνα] (ουσΥθηλ.) φυλακή, καρφώνω,
chirriar [τσιριάρ] (ρ.) κροταλίζω, τρί­ chivato [τσιβάτο] (ουσΥαρσ.) χαφιές
ζω. σπιούνος (μτφ.) καρφί,
chirrido [τσιρίδο] (ουσΥαρσ.) κροτάλι- chivo [τσίβο] (ουσΥαρσ.) τράγος,
σμα, τρίξιμο, chocante [τσοκάν'τε] (επίθ.) 1: φαντα-
chisme [τσίσμε] (ουσΥαρσ.) κουτσο­ χτερός 2: σκανδαλώδης,
μπολιό. chocar [τσοκάρ] (ρ.) 1: συγκρούομαι,

183
chocarrería

2: παραξενεύω, 3: δίνω το χέρι. σει πολύ.


chocarrería [τσοκαρερία] (ουσ,/θηλ.) chotear [τσοτεάρ] (ρ.) χλευάζω, κοροϊ­
χυδαιότητα, χοντροκοπιά. δεύω.
chocarrero [τσοκαρέρο] (επίθ.) άξε­ choteo [τσοτέο] (ουσ,/αρσ.) αστείο,
στος, χυδαίος, λαϊκός, choto [τσότο] (ουσ./αρσ.) κατσικάκι,
chochear [τσοτσεάρ] (ρ.) γερνάω, πα­ μοσχαράκι.
θαίνω γεροντική άνοια, choza [τσόθα] (ουσ,/θηλ.) καλύβα,
chochera [τσοτσέρα] (ουσ,/θηλ.) γε­ chubasco [τσουβάσκο] (ουσ,/αρσ.) νε­
ροντική άνοια, συναισθηματική αδυ­ ροποντή,
ναμία. chucha [τσούτσα] (ουσ./θηλ.) σκύλα,
chocho [τσότσο] (επίθ.) ο πάσχων από chuchear [τσουτσεάρ] (ρ.) παγιδεύω,
γεροντική άνοια, chuchería [τσουτσερία] (ουσ7θηλ.) 1:
chocolate [τσοκολάτε] (ουσ,/αρσ.) σο­ στολίδι, μπιχλιμπίδι, 2: μεζές,
κολάτα. chucho [τσούτσο] (ουσ,/αρσ.) κόπρος,
chocolatera [τσοκολατέρα] (ουσ,/θηλ.) chueca [τσουέκα] (ουσ7θηλ.) 1: κού­
σοκολατιέρα. τσουρο, 2: κοροϊδία,
chocolatería [τσοκολατερία] (ουσ./ chueco [τσουέκο] (επίθ.) στραβός
θηλ.) σοκολστοποιία. (πραβοκάνης.
chocolatero [τσοκολατέρο] (ουσ,/αρσ.) chufla [τσούφλα] (ουσ,/θηλ.) αστείο,
σοκολατοποιός σοκολατάς. chuflarse [τσουφλάρσε] (ρ.) αστειεύο­
chófer [τσόφερ] (ουσ,/αρσ.) οδηγός μαι.
σοφέρ. chulada [τσουλάδα] (ουσ,/θηλ.) χο­
chollo [τσόγιο] (ουσ./αρσ.) κελεπούρι, ντράδα, απρέπεια, αγαρμποσύνη,
chompa [τσόμ'πα] (ουσ./θηλ.) πουλό- chulear [τσουλεάρ] (ρ.) 1: κοροϊδεύω,
βερ. 2: καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι,
chopo [τσόπο] (ουσ,/αρσ.) λεύκα, chulería [τσουλερία] (ουσ,/θηλ.) χυ­
choque [τσόκε] (ουσ./αρσ.) 1: σύ­ δαιότητα,
γκρουση, 2: σοκ. chuleta [τσουλέτα] (ουσ7θηλ.) μπρι­
choquezuela [τσοκεθουέλα] (ουσ./ ζόλα.
θηλ.) επιγονατίδα, chulo [τσούλο] 1: (ουσ,/αρσ.) μάγκας
chorizo [τσορίθο] (ουσ./αρσ.) λουκά­ νταβατζής 2: (επίθ.) ω ραίος χαριτω­
νικο. μένος.
chorra [τσόρα] (ουσ,/θηλ.) τύχη. chumacera [τσουμαθέρα] (ουσ,/θηλ.)
chorrada [τσοράδα] (ουσ,/θηλ.) ανοη­ ρουλεμάν,
σία, βλακεία, chumbera [τσουμ'μπέρα] (ουσ,/θηλ.)
chorrear [τσορεάρ] (ρ.) στάζω, τρέχω, φραγκοσυκιά,
chorreo [τσορέο] (ουσ,/αρσ.) στάξιμο, chumbo [τσούμ'μπο] (ουσ,/αρσ.) φρα­
ανάβλυση νερού, γκόσυκο,
chorrera [τσορέρα] (ουσ,/θηλ.) στόμιο chunga [τσούνγκα] (ουσ,/θηλ.) κέφι.
εκροής. chunguearse [τσουνγκουεάρσε] (ρ.)
chorro [τσόρο] (ουσ,/αρσ.) πίδακας έρχομαι στο κέφι.
σωρός · este chico tiene un chorro de chupa [τσούπα] (ουσ,/θηλ.) 1: δερμά­
ideas - αυτό το αγόρι έχει ένα σωρό τινο σακάκι, 2: νεροποντή,
ιδέες · me gusta un chorro - μου αρέ­ chupada [τσουπάδα] (ουσ^θηλ.) 1:

184
chuzonada

ρουφηξιά, 2: βύζαγμα, churrero [τσσυρέρο] (ουσ,/αρσ.) λου­


chupado [τσουπάδο] (επίθ.) κοκαλιά- κουματζής
ρης, ισχνός ρουφηγμένος. churrete [τοουρέτε] (ουσ,/αρσ.) λεκές.
chupador [τσουπαδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: churretear [τσουρετεάρ] (ρ.) λεκιάζω,
ρουφήχτρα, μπεκρής 2: σιδεράκια churretoso [τσουρετόσο] (επίθ.) λε­
για τα δόντια, κιασμένος,
chupar [τσουπάρ] (ρ.) πιπιλίζω, ρου­ churro [τσούρο] (ουσ,/αρσ.) είδος τη­
φώ, γλύφω, γανίτας λουκουμάς,
chupeta [τσουπέτα] (ουσ7θηλ.) γλει­ churruscar [τσουρουσκάρ] (ρ.) ξερο­
φιτζούρι. τηγανίζω,
chupete [τσσυπέτε] (ουσ,/αρσ.) πι­ churrusco [τσουρούσκο] (ουσ,/αρσ.)
πίλα. ξεροψημένη φρυγανιά,
chupetear [τσσυπετεάρ] (ρ.) γλύφω, chusco [τσούσκο] (επίθ.) διασκεδαστι-
ρουφώ. κός αστείος,
chupito [τσουπίτο] (ουσ,/αρσ.) σφη- chusma [τσούσμα] (ουσ/θηλ.) όχλος
νάκι. συρφετός (καθ.) πλέμπα,
chupón [τσουπόν] (ουσΥαρσ.) παρα­ chut [τσουτ] (ουσ,/αρσ.) σουτ.
φυάδα. chutar [τσουτάρ] (ρ.) σουτάρω,
chuquisa (τσουκίσα] (ουσ/θηλ.) (Χιλή) chuzo [τσούθο] (ουσΥαρσ.) λόγχη,
ιερόδουλη, πόρνη, chuzón [τσουθόν] (επίθ.) εφευρετικός
churdón [τσουρδόν] (ουσ,/αρσ.) βα­ πολυμήχανος πανούργος πονηρός
τόμουρο. chuzonada [τσουθονάδα] (ουσ,/θηλ.)
churrasco [τσουρράσκο] (ουσ7αρσ.) βλακεία.
ψητό κρέας στη σχάρα,
churrería [τσουρερία] (ουσ,/θηλ.) λου-
κουματζίδικο.

185
μασκηνώνω, 2: διακοσμώ μέταλλα,
damasquino [νταμασκίνο] (επίθ.) δα­
D, d [ντε] (ουσΥθηλ.) το πέμπτο γράμ­ μασκηνός,
μα του ισπανικού αλφαβήτου. damnificar [νταμνιφικάρ] (ρ.) βλάπτω,
D. σύντμ. του Don (ουσΥαρσ.) κύριος. dañado [ντανιάδο] (επίθ.) χαλασμέ­
Da. σύντμ. της Doña (ουσΥθηλ.) κυ­ νος με βλάβη,
ρία. dañar [ντανιάρ] (ρ.) βλάπτω, προξενώ
dable [ντάμπλε] (επίθ.) εφικτός, ζημιά.
dactilar [ντακτιλάρ] (επίθ.) δακτυλικός, dañino [ντανίνο] (επίθ.) βλαβερός,
dactilografía [ντακτιλογραφία] (ουσΥ daño [ντάνιο] (ουσΥαρσ.) βλάβη, ζη­
θηλ.) δακτυλογραφία, δακτυλογρά- μιά.
φιση. dañoso [ντανιόσο] (επίθ.) ζημιογόνος
dactilógrafo [ντακτιλόγραφο] (ουσΥ βλαβερός,
αρσ.) δακτυλογράφος. danza [ντάνθα] (ουσΥθηλ.) 1: χορός 2:
dactiloscopia [ντακτιλοσκόπια] (ουσΥ καβγάς.
θηλ.) δακτυλοσκόπηση. danzante [ντανθάν'τε] (ουσΥαρσ.) χο­
dadaísmo [ντανταϊσμό] (ουσ,/αρσ.) ντανταϊ­ ρευτής.
σμός danzar [ντανθάρ] (ρ.) χορεύω,
dádiva [ντάδιβα] (ουσΥθηλ.) 1: δωρεά, danzarín [ντανθαρίν] (ουσΥαρσ.) χο­
χορηγία, 2: φιλοδώρημα, ρευταράς,
dadivisidad [νταδιβισιδάδ] (ουσΥθηλ.) dar [νταρ] (ρ.) δίνω, παρέχω προσφέ­
γενναιοδωρία, ρω, · dar las gracias a alguien - ευχα­
dadivoso [νταδιβόσο] (επίθ.) γενναιό­ ριστώ κάποιον · dar la bienvenida a
δωρος. alguien - καλωσορίζω κάποιον · dar
dado [ντάδο] 1: (ουσΥαρσ.) ζάρι, 2: con alguien - συναντώ τυχαία κά­
(επίθ.) (dar) δεδομένος · en la dada ποιον · la habitación da a la calle - το
situación no hay muchas opciones - δωμάτιο «βλέπει» στον δρόμο · este
στη δεδομένη κατάσταση δεν υπάρ­ espectáculo me da risa - αυτό το θέ­
χουν πολλές επιλογές · dado que αμα μου προκαλεί γέλιο · lo doy por
- δεδομένου ότι. perdido - το θεωρώ χαμένο,
dador [νταδόρ] (ουσΥαρσ.) δότης, darse [ντάρσε] (ρ.) (α) επιδίδομαι · se
daga [ντάγα] (ουσΥθηλ.) στιλέτο, dio a trabajar - επιδόθηκε στη δου­
dalia [ντάλια] (ουσ,/θηλ.) ντάλια, λειά.
daltoniano [νταλτονιάνο] (επίθ.) δαλ- dardo [ντάρδο] (ουσΥαρσ.) βέλος,
τονικός. dársena [ντάρσενα] (ουσΥθηλ.) προ­
daltonismo [νταλτονίσμο] (ουσΥαρσ.) βλήτα.
δαλτονισμός αχρωματοψία, data [ντάτα] (ουσΥθηλ.) ημερομηνία,
dama [ντάμα] (ουσΥθηλ.) κυρία, ντάμα, datación [νταταθιόν] (ουσΥθηλ.) χρο­
damajuana [νταμαχουάνα] (ουσΥθηλ.) νολόγηση,
νταμιτζάνα. datar [ντατάρ] (ρ.) χρονολογώ,
damasco [νταμάσκο] (ουσΥαρσ.) 1: dátil [ντάτιλ] (ουσΥαρσ.) χουρμάς,
δαμασκηνό ύφασμα, 2: βερικοκιά, datilera [ντατιλέρα] (ουσΥθηλ.) χουρ­
βερίκοκο, μαδιά.
damasquinar [νταμασκινάρ] (ρ.) 1: δα- dativo [ντατίβο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.)

186
decantar

δοτική πτώση, deber1[ντεμπέρ] (ουσ./αρσ.) καθήκον,


dato [ντάτσ] (ουσ,/αρσ.) στοιχείο, υποχρέωση · deberes - ασκήσεις για
de [ντε] (πρόθ.) 1: (γενική κτητική) του, το σπίτι.
τη ς των · la casa de mis padres está deber3[ντεμπέρ] (ρ.) (α) χρωστώ, οφεί­
en Atenas - τ ο σπίτι των γονιών μου λω, (β) (απρ. ρ.) (+ απαρέμφατο) πρέ­
είναι στην Αθήνα · es un cuadro de πει.
El Greco - είναι ένας πίνακας του Ελ debidamente [ντεβιδαμέν'τε] (επίρρ.)
Γκρέκο, 2: (καταγωγή) από · soy de δεόντως όπως πρέπει,
Madrid - είμαι από τη Μαδρίτη, 3: debido [ντεμπίδο] (επίθ.) δέων, οφει-
(προέλευση) από · el vuelo de Madrid λόμενος.
llegará a las ocho - η πτήση από τη débil [ντέμπιλ] (επίθ.) αδύναμος ασθε­
Μαδρίτη θα φτάσει στις 8 · volveré νικός φιλάσθενος εύθραυστος,
de mis vacaciones el 15 de julio - θα debilidad [ντεμπιλιδάδ] (ουσ/θηλ.) αδυ­
επιστρέφω από τις διακοπές μου ναμία, φιλασθένεια.
στις 15 Ιουλίου, 4: (από-μέχρι) · de debilitación [ντεβιλιταθιόν] (ουσ/θηλ.)
lunes a viernes - από Δευτέρα ως Πα­ εξασθένηση, αποδυνάμωση.
ρασκευή, 5: (υλικό) · es de algodón - debilitar [ντεμπιλιτάρ] (ρ.) εξασθενώ,
είναι βαμβακερό · es de lana - είναι αποδυναμώνω,
μάλλινο 6: {θέμα) · tengo clases de debitar [ντεμπιτάρ] (ρ.) χρεώνω,
español - έχω μαθήματα ισπανικών débito [ντέμπιτο] (ουσ./αρσ.) χρέος
7: (χρονικό) · alas 6 de la tarde - στις οφειλή.
6 το απόγευμα · salir de noche - βγαί­ debut [ντεμπούτ] (ουσ./αρσ.) πρώτη
νω βράδυ 8: (αιτία) από · me muero δημόσια εμφάνιση, (καθ.) ντεμπού-
de aburrimiento - πεθαίνω από βα­ το.
ρεμάρα · llorando de alegría - κλαί- debutante [ντεμπουτάν'τε] (επίθ.) αρ­
γοντας από χαρά 9: (μεριστική ποσό­ χάριος, πρωτοεμφανιζόμενος.
τητα) · alguno de ellos dirá la verdad debutar [ντεμπουτάρ] (ρ.) κάνω ντε-
- κάποιος από αυτούς θα λέει την μπούτο, πρωτοεμφανίζομαι.
αλήθεια 10: (στερεότυπες εκφράσεις) década [ντέκαδα] (ουσ,/θηλ.) δεκαε­
• estar de pie - στέκομαι όρθιος, τία.
deambular [ντεαμ'μπουλάρ] (ρ.) περι­ decadencia [ντεκαδένθια] (ουσ,/θηλ.)
πλανιέμαι, παρακμή, φθορά,
deán [ντεάν] (ουσ7αρσ.) πρωτοπρε­ decadente [ντεκαδέν'τε] (επίθ.) πα-
σβύτερος, ρηκμασμένος.
debade [ντεμπάκλε] (ουσ,/θηλ.) κατα­ decaer [ντεκαέρ] (ρ.) παρακμάζω, κα­
στροφή, συμφορά, ταπέφτω.
debajo [ντεμπάχο] (επίρρ.) (de) από decaimiento [ντεκαϊμιέν'το] (ουσ7αρσ.)
κάτω, κάτω · el gato está debajo de εξασθένηση, κατάπτωση,
la cama - o γάτος βρίσκεται κάτω decanato [ντεκανάτο] (ουσ,/αρσ.) θη­
από το κρεβάτι, τεία κοσμήτορα,
debate [ντεμπάτε] (ουσ,/αρσ.) 1: δια­ decano [ντεκάνο] (ουσ,/αρσ.) κοσμή­
φωνία, 2: συζήτηση, τορας.
debatir [ντεμπατίρ] (ρ.) 1: διαφωνώ, 2: decantar1[ντεκαντάρ] (ρ.) επαινώ.
συζητώ. decantar2 [ντεκαντάρ] (ρ.) χύνω κρασί

187
decapitar

από μπουκάλι σε καράφα, επίθ.) δέκατος έκτος,


decapitar [ντεκαπιτάρ] (ρ.) αποκεφα­ decimotercero [ντεθιμοτερθέρο] (αριθμ.
λίζω. επίθ.) δέκατος τρίτος
decena [ντεθένα] (ουσ,/θηλ.) δεκάδα, decir [ντεθίρ] (ρ.) λέγω, εκφράζω ·
decencia [ντεθένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: decir con - ταιριάζω · es decir - δη­
ηθικότητα, 2: ειλικρίνεια, λαδή.
decenio [ντεθένιο] (ουσ,/αρσ.) δεκαε­ decisión [ντεθισιόν] (ουσ,/θηλ.) από­
τία. φαση, αποφασιστικότητα,
decente [ντεθέν'τε] (επίθ.) ηθικός ενά­ decisivo [ντεθισίβο] (επίθ.) αποφασι­
ρετος καθώς πρέπει, σεβαστός, στικός.
decepción [ντεθεπθιόν] (ουσ7θηλ.) declamación [ντεκλαμαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
απογοήτευση, 1: αγόρευση, 2: απαγγελία,
decepcionante [ντεθεπθιονάν'τε] (επίθ.) declamar [δεκλαμάρ] (ρ.) 1: αγορεύω,
απογοητευτικός 2: απαγγέλλω με στόμφο,
decepcionar [ντεθεπθιονάρ] (ρ.) απο­ declaración [ντεκλαραθιόν] (ουσ,/θηλ.)
γοητεύω. δήλωση, ανακοίνωση, διακήρυξη, κή­
deceso [ντεθέσο] (ουσΥαρσ.) θάνατος ρυξη.
decibelio [ντεθιμπέλιο] (ουσ,/αρσ.) ντε­ declarado [ντεκλαράδο] (επίθ.) δεδη­
σιμπέλ. λωμένος.
decible [ντεθίμπλε] (επίθ.) αυτός που declarante [ντεκλαράν'τε] (ουσ7αρσ.)
μπορεί να εκφραστεί, καταθέτης,
decidido [ντεθιδίδο] (επίθ.) αποφασι­ declarar [ντεκλαράρ] (ρ.) 1: δηλώνω,
σμένος αποφασιστικός, ανακοινώνω, 2: διακηρύσσω, κηρύσ­
decidir [ντεθιδίρ] (ρ.) αποφασίζω, σω.
decidor [ντεθιδόρ] (επίθ.) εύγλωττος declararse [ντεκλαράρσε] (ρ.) δηλώ­
ευφραδής. νομαι, κηρύσσομαι, εκδηλώνομαι,
décima [ντέθιμα] (ουσΥθηλ.) δέκατο, κάνω ερωτική εξομολόγηση,
decimal [ντεθιμάλ] (αριθμ. επίθ.) δε­ declinación [ντεκλιναθιόν] (ουσ,/θηλ.)
καδικός. 1: παρακμή, πτώση, κάμψη, 2: (Γραμμ.)
décimo [ντέθιμο] (αριθμ. επίθ.) δέκα­ κλίση.
τος. declinar [ντεκλινάρ] (ρ.) 1: εξασθενώ,
decimoctavo [ντεθιμοκτάβο] (αριθμ. 2: αρνούμαι, 3: (Γραμμ.) κλίνω,
επίθ.) δέκατος όγδοος, declive [ντεκλίβε] (ουσ,/αρσ.) 1: κατή­
decimocuarto [ντεθιμοκουάρτο] (αριθμ. φορος κλίση, 3: παρακμή,
επίθ.) δέκατος τέταρτος decoloración [ντεκολοραθιόν] (ουσ./
decimonónico [ντεθιμονόνικο] (επίθ.) θηλ.) αποχρωματισμός,
του 19ου αιώνα, decolorar [ντεκολοράρ] (ρ.) αποχρω­
decimonono [ντεθιμονόνο] (αριθμ. επίθ.) ματίζω, ξεβάφω,
δέκατος ένατος decomisar [ντεκομισάρ] (ρ.) ανακαλώ
decimoquinto [ντεθιμοκίν'το] (αριθμ. την κυριότητα, κατάσχω,
επίθ.) δέκατος πέμπτος, decomiso [ντεκομίσο] (ουσ,/αρσ.) κα­
decimoséptimo [ντεθιμοσέπτιμο] (αριθμ. τάσχεση.
επίθ.) δέκατος έβδομος decoración [ντεκοραθιόν] (ουσ/θηλ.)
decimosexto [ντεθιμοσέξτο] (αριθμ. διακόσμηση.
definición

decorado [ντεκοράδο] (ουσΥαρσ.) σκη­ dedicatorio [ντεδικστόριο] (επίθ.) αφιε-


νικό. ρωτικός.
decorador [ντεκοραδόρ] (ουσΥαρσ.) dedo [ντέδο] (ουσΥαρσ.) δάκτυλο,
διακοσμητής. deducción [ντεδουκθιόν] (ουσΥθηλ.)
decorar [ντεκοράρ] (ρ.) διακοσμώ, 1: συμπέρασμα, 2: αφαίρεση,
στολίζω. deducible [ντεδουθίμπλε] (επίθ.) συ-
decorativo [ντεκορατίβο] (επίθ.) δια- μπεραινόμενος.
κοσμητικός. deducir [ντεδουθίρ] (ρ.) 1: συνάγω,
decoro [ντεκόρο] (ουσΥαρσ.) ηθικότη­ συμπεραίνω, 2: αφαιρώ.
τα, ευσέβεια, deductivo [ντεδουκτίβο] (επίθ.) συ­
decoroso [ντεκορόσο] (επίθ.) κόσμιος μπερασματικός
ευπρεπής, defecar [ντεφεκάρ] (ρ.) αφοδεύω.
decrecer [ντεκρεθέρ] (ρ.) ελαττώνω, defección [ντεφεκθιόν] (ουσΥθηλ) απο­
μειώνω. στασία, λιποταξία,
decreciente [ντεκρεθιέν'τε] (επίθ.) που defectivo [ντεφεκτίβο] (επίθ.) ατελής,
ελαττώνεται, ελλιπής.
decrecimiento [ντεκρεθιμιέν'το] (ουσΥ defecto [ντεφέκτο] (ουσΥαρσ.) ελάτ­
αρσ.) ελάττωση, μείωση, τωμα, ατέλεια, βλάβη,
decrépito [ντεκρέπιτο] (ουσΥαρσ.) 1: defectuoso [ντεφεκτουόσο] (επίθ.) ελατ­
υπέργηρος 2: ετοιμόρροπος, τωματικός,
decretar [ντεκρετάρ] (ρ.) θεσπίζω, δια­ defender [ντεφεν'ντέρ] (ρ.) προστατεύω,
τάζω. υπερασπίζω, υπεραμύνομαι, συνηγορώ,
decreto [ντεκρέτο] (ουσΥαρσ.) θέσπι­ defendible [ντεφεν'ντίμπλε] (επίθ.) υπε-
σμα, διάταγμα, ρασπίσιμος
decúbito [ντεκούμπιτο] (ουσΥαρσ.) defensa [ντεφένσα] (ουσΥθηλ.) προ­
θέση · decúbito prono - θέση πρη­ στασία, υπεράσπιση, άμυνα,
νής · decúbito supino - ύπτια θέση, defensivo [ντεφενσίβο] (επίθ.) αμυ­
decúbito lateral - πλάγια θέση. ντικός.
décuplo [ντέκουπλο] (αριθμ. επίθ.) δε­ defensor [ντεφενσόρ] (ουσΥαρσ.) υπε­
καπλάσιος, ρασπιστής συνήγορος,
dedada [ντεδάδα] (ουσΥθηλ.) μια μι­ deferencia [ντεφερένθια] (ουσΥθηλ.)
κρή δόση. συμμόρφωση,
dedal [ντεδάλ] (ουσΥαρσ.) δακτυλήθρα, deferente [ντεφερέν'τε] (επίθ.) γεμά­
dédalo [ντέδαλο] (ουσΥαρσ.) λαβύ­ τος σεβασμό,
ρινθος. deferir [ντεφερίρ] (ρ.) σέβομαι,
dedicación [ντεδικαθιόν] (ουσΥθηλ.) deficiencia [ντεφιθιένθια] (ουσΥθηλ.)
αφιέρωση, αφοσίωση, ελάττωμα, ανεπάρκεια, έλλειψη,
dedicar [ντεδικάρ] (ρ.) αφιερώνω, deficiente [ντεφιθιέν'τε] (επίθ.) ελλι­
dedicarse [ντεδικάρσε] (ρ.) (α) αφιε­ πή ς ελαττωματικός ανεπαρκής,
ρώνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι déficit [ντέφιθιτ] (ουσΥαρσ.) έλλειμμα,
•¿a qué te dedicas? - με τι ασχολεί- definible [ντεφινίμπλε] (επίθ.) προσ-
σαι;. διορίσιμος
dedicatoria [ντεδικατόρια] (ουσΥθηλ.) definición [ντεφινιθιόν] (ουσΥθηλ.) ορι­
αφιέρωση. σμός

189
definido

definido [ντεφινίδο] (επίθ.) προσδιο­ degradación [ντεγραδαθιόν] (ουσ,/θηλ.)


ρισμένος, καθορισμένος, καθαίρεση,
definir [ντεφινίρ] (ρ.) ορίζω, προσδιο­ degradante [ντεγραδάν'τε] (επίθ.) υπο­
ρίζω, καθορίζω, τιμητικός μειωτικός ταπεινωτικός,
definitivo [ντεφινιτίβο] (επίθ.) οριστι­ degradar [ντεγραδάρ] (ρ.) υποβαθμί­
κός, τελειωτικός, ζω, εξευτελίζω,
deflación [ντεφλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) απο­ degüello [ντεγουέγιο] (ουσ,/αρσ.) απο­
πληθωρισμός αντιπληθωρισμός ξε- κεφαλισμός του πληθυσμού μιας
φούσκωμα. κοινότητας,
deflacionario [ντεφλαθιονόριο] (επίθ.) degustación [ντεγουσταθιόν] (ουσ./
αποπληθωριστικός αντιπληθωριστι- θηλ.) δοκιμή,
κός. degustar [ντεγουστάρ] (ρ.) δοκιμάζω,
deflector [ντεφλεκτόρ] (συσ7αρσ.) διά- deidad [ντεϊδάδ] (ουσ,/θηλ.) θεότητα,
φραγμα. deificación [ντεϊφικαθιόν] (ουσ/θηλ.)
deformación [ντεφορμαθιόν] (ουσ./ θεοποίηση,
θηλ.) παραμόρφωση, παραποίηση. deificar [ντεϊφικάρ] (ρ.) θεοποιώ,
deformar [ντεφορμάρ] (ρ.) παραμορ­ deificarse [ντεϊφικάρσε] (ρ.) θεοποι­
φώνω, παραποιώ, ούμαι.
deforme [ντεφόρμε] (επίθ.) δύσμορ­ deísmo [ντεϊσμό] (ουσ,/αρσ.) δεϊσμός.
φος παραμορφωμένος, deísta [ντεΐστα] 1: (ουσ,/αρσ.) δεϊστής,
deformidad [ντεφορμιδάδ] (ουσνθηλ.) 2: (επίθ.) δεϊστικός.
δυσμορφία, παραμόρφωση, dejadez [ντεχαδέθ] (ουσ,/θηλ.) παρα­
defraudación [ντεφραουδαθιόν] (ουσ./ μέληση, εγκατάλειψη,
θηλ.) εξαπάτηση, υπεξαίρεση, dejado [ντεχάδο] (επίθ.) παραμελημέ-
defraudar [ντεφραουδάρ] (ρ.) εξαπα­ νος εγκαταλελειμμένος.
τώ, παραπλανώ, ξεγελώ, dejar [ντεχάρ] (ρ.) 1: αφήνω, επιτρέ­
defuera [ντεφουέρα] 1: (επίθ.) εξωτε­ πω 2: · dejar de - σταματώ · Sara
ρικός 2: (επίρρ.) εξωτερικά, dejó de conducir cuando estaba
defunción [ντεφουνθιόν] (ουσ/θηλ.) embarazada - η Σάρα σταμάτησε να
θάνατος. οδηγεί όταν ήταν έγκυος,
degeneración [ντεχενεραθιόν] (ουσ./ del [ντελ] (πρόθ.) στον, στη, στο (de +
θηλ.) εκφυλισμός διαφθορά, el ) · su casa está cerca del mar - το
degenerado [ντεχενεράδο] (επίθ.) έκλυ­ σπίτι του βρίσκεται κοντά στη θά­
τος έκφυλος ακόλαστος διεφθαρμέ­ λασσα.
νος. delación [ντελαθιόν] (ουσ,/θηλ.) κα­
degenerar [ντεχενεράρ] (ρ.) εκφυλίζω, ταγγελία, κατηγορία,
διαφθείρω. delantal [ντελαν'τάλ] (ουσ,/αρσ.) πο­
deglutir [ντεγκλουτίρ] (ρ.) καταπίνω, διά.
degollación [ντεγογιαθιόν] (ουσ./θηλ.) delante [ντελάν'τε] (επίρρ.) 1: μπρο­
καρατόμηση, αποκεφαλισμός στά, 2: απέναντι · delante de - μπρο­
degolladero [ντεγσγιαδέρο] (ουσ,/αρσ.) στά από.
σφαγείο. delantera [ντελαν'τέρα] (ουσ,/θηλ.)
degollar [ντενογιάρ] (ρ.) καρατομώ, μπροστινό μέρος προβάδισμα,
σφάζω, αποκεφαλίζω. delantero [ντελαν'τέρο] (επίθ.) μπρο­

190
demandante

στινός. delictivo [ντελικτίβο] (επίθ.) εγκλημα­


delatar [ντελατάρ] (ρ.) καταδίνω, κα­ τικός
ταγγέλλω, προδίδω, delimitación [ντελιμιταθιόν] (ουσ./
delator [ντελατόρ] (ουσ,/αρσ.) κατα­ θηλ.) οροθέτηση,
δότης, σπιούνος, προδότης, (καθ.) delimitar [ντελιμιτάρ] (ρ.) οροθετώ,
χαφιές. delincuencia [ντελινκουένθια] (ουσΥ
delectación [ντελεκταθιόν] (ουσ/θηλ.) θηλ.) εγκληματικότητα,
ευχαρίστηση, τέρψη, delincuente [ντελινκουέν'τε] (ουσ./
delegación [ντελεγαθιόν] (ουσ7θηλ.) αρσ.+ θηλ.) εγκληματίας κακοποιός,
αντιπροσωπεία, παράρτημα, delineante [ντελινεάν'τέ] 1: (ουσ./
delegado [ντελεγάδο] (ουσ,/αρσ.) απε­ αρσ.+ θηλ.) σχεδιαστής σχεδιά-
σταλμένος, εκπρόσωπος, στρια, 2: (επίθ.) σχεδιαστικός
delegar [ντελεγάρ] (ρ.) εξουσιοδοτώ, delinear [ντελινεάρ] (ρ.) απεικονίζω,
deleitar [ντελεϊτάρ] (ρ.) τέρπω, ευχα­ αναπαραστώ.
ριστώ. delinquir [ντελινκίρ] (ρ.) εγκληματώ,
deleite [ντελέιτε] (ουσ,/αρσ.) τέρψη, delirante [ντελιράν'τε] (επίθ.) παρα-
ευχαρίστηση, ληρών.
deletrear [ντελετρεάρ] (ρ.) συλλαβίζω, delirar [ντελιράρ] (ρ.) παραληρώ,
deletreo [ντελετρέο] (ουσ,/αρσ.) συλ­ delirio [ντελίριο] (ουσ/αρσ.) παραλή­
λαβισμός, ρημα.
delfín [ντελφίν] (ουσ./αρσ.) δελφίνι, delito [ντελίτο] (ουσ/αρσ.) αδίκημα,
delgadez [ντελγαδέθ] (ουσ,/θηλ.) ισχνό- πλημμέλημα, κακούργημα,
τητα αδυνάτισμα λεπτότητα, delta [ντέλτα] (ουσ./αρσ.) δέλτα,
delgado [ντελγάδο] (επίθ.) αδύνατος deltoides [ντελτόιδες] (ουσ./αρσ.) δελ­
λιγνός ισχνός, τοειδής μυς.
delgaducho [ντελγαδούτσο] (επίθ.) deludir [ντελουδίρ] (ρ.) εξαπατώ, πα­
αδυνατούλης λιγνούλης. ραπλανώ,
deliberación [ντελιμπεραθιόν] (ουσ./ delusión [ντελουσιόν] (ουσ,/θηλ.) αυ­
θηλ.) διάσκεψη, σύσκεψη, ταπάτη.
deliberado [ντελιμπεράδο] (επίθ.) εσκεμ- demacrado [ντεμακράδο] (επίθ.)
μένος ηθελημένος σκόπιμος, ισχνός αδύνατος σκελετωμένος,
deliberar [ντελιμπεράρ] (ρ.) διασκέ- demacrarse [ντεμακράρσε] (ρ.) ισχναί­
πτομαι, συσκέπτομαι, νω, αδυνατίζω,
deliberativo [ντελιμπερατίβο] (επίθ.) demagogia [ντεμαγόχια] (ουσ,/θηλ.)
συσκεπτόμενος. δημαγωγία,
delicadeza [ντελικαδέθα] (ουσ,/θηλ.) demagógico [ντεμαγόχικο] (επίθ.) δη­
λεπτότητα, κομψότητα, φινέτσα. μαγωγικός,
delicado [ντελικάδο] (επίθ.) (ser) λε­ demagogo [ντεμαγόγο] (ουσ,/αρσ)
πτός, εύθραυστος ντελικάτος απα­ δημαγωγός,
λό ς (estar) ευαίσθητος, demanda [ντεμάν'ντα] (ουσ,/θηλ.) αξίω-
delicia [ντελίθια] (ουσ7θηλ.) τέρψη, ση, ζήτηση, αίτηση, αίτημα,
ευχαρίστηση, ηδονή, demandado [ντεμαχ/ντάδο] (επίθ.) ενα­
delicioso [ντελιθιόσο] (επίθ.) εξαίσιος γόμενος
ηδονικός γευστικός. demandante [ντεμαν'ντάν'τε] (ουσ./

191
demandar

αρσ.) ενάγων. demonio [ντεμόνιο] (ουσ,/αρσ.) δαι­


demandar [ντεμαν'ντάρ] (ρ.) 1: αξιώ­ μόνιο, δαίμονας διάβολος,
νω, 2: ενάγω, demora [ντεμόρα] (ουσΥθηλ.) καθυ­
demarcación [ντεμαρκαθιόν] (ουσ./ στέρηση, αναβλητικότητα,
θηλ.) οροθεσία, demorar [ντεμοράρ] (ρ.) καθυστερώ,
demarcar [νταμαρκάρ] (ρ.) οροθετώ, demostrable [ντεμοστράμπλε] (επίθ.)
demás [ντεμάς] 1: (επίθ.) υπόλοιπος · αποδεικτός.
los demás - οι υπόλοιποι, 2: (επίρρ.) · demostración [ντεμοστραθιόν] (ουσ./
por demás - επιπλέον · por lo demás θηλ.) 1: επίδειξη, 2: απόδειξη,
- κατά τα άλλα. demostrar [ντεμοστράρ] (ρ.) 1: επι­
demasía [ντεμασία] (ουσΥθηλ.) 1: δεικνύω, δείχνω, 2: αποδεικνύω.
υπερβολή, 2: παράβαση, παρανομία, demostrativo [ντεμοστρατίβο] (επίθ.)
3: προσβολή, δεικτικός αποδεικτικός,
demasiado [ντεμασιάδο] (επίρρ.) πά- demótico [ντεμότικο] (επίθ.) δημώ­
ρα πολύ, υπερβολικά, δης δημοτικός,
dematólogo [ντερματόλογο] (ουσΥ demudar [ντεμουδάρ] (ρ.) μετατρέπω,
αρσ.) δερματολόγος, μεταβάλλω,
demediar [ντεμεδιάρ] (ρ.) χωρίζω στη demudarse [ντεμουδάρσε] (ρ.) αλλά­
μέση. ζω χρώμα από ντροπή,
demencia [ντεμένθια] (ουσΥθηλ.) φρε- denegación [ντενεγαθιόν] (ουσΥθηλ.)
νοβλάβεια, τρέλα, απόρριψη, άρνηση,
demente [ντεμέν'τε] (επίθ.) φρενοβλα­ denegar [ντενεγάρ] (ρ.) απορρίπτω,
βής τρελός, dengue [ντένγκε] (ουσΥαρσ.) πυρετώ-
demérito [ντεμέριτο] (ουσΥαρσ.) ατέ­ δης ίωση.
λεια, παράλειψη, denigración [ντενιγραθιόν] (ουσΥθηλ.)
democracia [ντεμοκράθια] (ουσΥθηλ.) δυσφήμιση, συκοφάντιση.
δημοκρατία, denigrante [ντενιγράν'τε] (επίθ.) δυ­
demócrata [ντεμόκρατα] (ουσΥαρσ.+ σφημιστικός, προσβλητικός
θηλ.) δημοκράτης διμοκράτισσα. denigrar [ντενιγράρ] (ρ.) δυσφημώ,
democrático [ντεμοκράτικο] (επίθ.) δη­ ταπεινώνω, εξευτελίζω,
μοκρατικός, denodado [ντενοδάδο] (επίθ.) θαρρα­
democratizar [ντεμοκρατιθάρ] (ρ.) λέος γενναίος,
εκδημοκρατικοποιώ. denominación [ντενομιναθιόν] (ουσ./
demografía [ντεμογραφία] (ουσΥθηλ.) θηλ.) ονομασία, κατονομασία.
δημογραφία, denominador [ντενομιναδόρ] (ουσ./
demográfico [ντεμογράφικο] (επίθ.) αρσ.) παρονομαστής,
δημογραφικός. denominar [ντενομινάρ] (ρ.) ονομάζω,
demoledor [ντεμολεδόρ] (επίθ.) ολέ­ κατονομάζω, καλώ.
θριος συντριπτικός denostar [ντενοστάρ] (ρ.) βρίζω,
demoler [ντεμολέρ] (ρ.) κατεδαφίζω, denotar [ντενοτάρ] (ρ.) δείχνω, δηλώ­
demolición [ντεμολιθιόν] (ουσΥθηλ.) νω.
κατεδάφιση, densidad [ντενσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πυ­
demoníaco [ντεμονίακο] (επίθ.) δαιμο­ κνότητα.
νικός. denso [ντένσο] (επίθ.) πυκνός περιε­

192
deposición

κτικός συμπαγής, δεοντολογία,


dentado [ντεν'τάδο] (επίθ.) οδοντω­ deontológico [δεοντολόχικο] (επίθ.)
τός. δεοντολογικός,
dentadura [ντενταδούρα] (ουσΥθηλ.) deparar [ντεπαράρ] (ρ.) παρέχω, εφο­
οδοντοστοιχία, διάζω, προμηθεύω,
dental [ντεν'τάλ] (επίθ.) οδοντικός, departamental [ντεπαρταμεν'τάλ] (επίθ.)
dentar [ντεν'τάρ] (ρ.) βγάζω δόντια, διαμερισματικός
dentellada [ντεν'τεγιάδα] (ουσΥθηλ.) departamento [ντεπαρταμέν'το] (ουσΥ
δαγκωματιά. αρσ.) διαμέρισμα, τμήμα, υπηρεσία,
dentellar [ντεν'τεγιάρ] (ρ.) τρίζω τα departir [ντεπαρτίρ] (ρ.) (con + de)
δόντια. συνδιαλέγομαι,
dentellear [ντεν'τεγεάρ] (ρ.) δαγκώνω, dependencia [ντεπεν'ντένθια] (ουσΥ
dentera [ντεν'τέρα] (ουσΥθηλ.) ρίγος θηλ.) 1: εξάρτηση, 2: παράρτημα,
ανατριχίλα, depender [ντεπεν'ντέρ] (ρ.) (de) εξαρ­
dentición [ντε^ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) οδο­ τώμαι ·!α nota dependerá delexámen
ντοφυΐα. final - o βαθμός θα εξαρτηθεί από το
dentífrico [ντεν'τίφρικο] (ουσΥαρσ.) τελικό διαγώνισμα,
οδοντόπαστα, dependiente [ντεπεν'ντιέν'τε] (ουσΥ
dentina [ντεν'τίνα] (ουσΥθηλ.) οδοντί­ αρσ.) πωλητής υπάλληλος,
νη. depilación [ντεπιλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
dentista [ντεν'τίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αποτρίχωση,
οδοντίατρος, depilar [ντεπιλάρ] (ρ.) αποτριχώνω,
dentón [ντεν'τόν] (ουσΥαρσ.) δοντάς. depilatorio [ντεπιλατόριο] (επίθ.) απο-
dentro [ντέν'τρο] (επίρρ.) εντός μέσα τριχωτικός.
• dentro de - μέσα σε. deplorable [ντεπλοράμπλε] (επίθ.)
dentudo [ντεν'τούδο] (ουσΥαρσ.) δο­ αξιοθρήνητος ελεεινός άθλιος
ντάς. deplorar [ντεπλοράρ] (ρ.) οικτίρω, λυ­
denudar [ντενουδάρ] (ρ.) ξεγυμνώνω, πούμαι.
απογυμνώνω, deponer [ντεπονέρ] (ρ.) 1: καταθέτω,
denuedo [ντενουέδο] (ουσΥαρσ.) γεν­ 2: καθαιρώ,
ναιότητα, τόλμη, deportación [ντεπορταθιόν] (ουσΥ
denuestro [ντενουέστρο] (ουσΥαρσ.) θηλ.) απέλαση,
προσβολή, deportar [ντεπορτάρ] (ρ.) απελαύνω,
denuncia [ντενούνθια] (ουσΥθηλ.) κα­ deporte [ντεπόρτε] (ουσΥαρσ.) άθλη­
ταγγελία, μήνυση, μα · hacer deportes - αθλούμαι.
denunciable [ντενουνθιάμπλε] (επίθ.) deportismo [ντεπορτίσμο] (ουσΥαρσ.)
ενακτέος μηνΰσιμος αθλητισμός,
denunciación [ντενουνθιαθιόν] (ουσ./ deportista [ντεπορτίστα] (ουσΥαρσ.+
θηλ.) κατάδοση, θηλ.) αθλητής αθλήτρια,
denunciador [ντενουνθιαδόρ] (ουσ./ deportivo [ντεπορτίβο] (επίθ.) αθλη­
αρσ.) καταγγέλλων. τικός.
denunciar [ντενουνθιάρ] (ρ.) καταγ­ deposición [ντεποσιθιόν] (ουσΥθηλ.)
γέλλω, μηνύω, 1: κατάθεση, 2: καθαίρεση, 3: αφό­
deontología [ντεοντολοχία] (ουσΥθηλ.) δευση.

193
depositador

deposítador [ντεποσιταδόρ] (ουσ,/αρσ.) ψε στο δεύτερο δρόμο στα δεξιά,


καταθέτης derechamente [ντερετσαμέν'τε] (επίρρ.)
depositar [ντεποσιτάρ] (ρ.) καταθέτω, κατ'ευθείαν.
αποθέτω. derechazo [ντερετσάθο] (ουσ./αρσ.)
depositario [ντεποσιτάριο] (ουσ7αρσ.) χτύπημα με το δεξί χέρι.
θεματοφύλακας. derechista [ντερετσίστα] (ουσ./αρσ.+
depositarse [ντεποσιτάρσε] (ρ.) κατα­ θηλ.) δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων,
κάθομαι, κατασταλάζω, derecho [ντερέτσο] 1: (ουσ/αρσ.) (α)
depósito [ντεπόσιτο] (ουσ7αρσ.) 1: δίκαιο, (β) δικαίωμα, (γ) Νομική, 2:
κατάθεση, 2: δεξαμενή, 3: παρακα­ (επίθ.) (α) δεξιός, (β) ευθύς,
ταθήκη, 4: προκαταβολή, (καθ.) κα­ derechura [ντερετσούρα] (ουσ7θηλ.)
πάρο, 5: Ιζημα, ευθύτητα, (καθ.) ντομπροσύνη.
depravación [ντεπραβαθιόν] (ουσ./ deriva [ντερίβα] (ουσ7θηλ.) ναυάγιο,
θηλ.) εξαχρείωση, διαφθορά, derivación [ντεριβαθιόν] (ουσ/θηλ.)
depravado [ντεπραβάδο] (επίθ.) διε­ προέλευση, καταγωγή,
φθαρμένος, ανήθικος, φαύλος, derivado [ντεριβάδο] (επίθ.) προερ­
depravar [ντεπραβάρ] (ρ.) εξαχρειώ­ χόμενος.
νω, διαφθείρω. derivar [ντεριβάρ] (ρ.) 1: προκύπτω,
depreciación [ντεπρεθιαθιόν] (ουσ./ παράγω, απορρέω, εκπηγάζω, 2: επι­
θηλ.) υποτίμηση, πτώση, πλέω.
depreciar [ντεπρεθιάρ] (ρ.) υποτιμώ, derivativo [ντεριβατίβο] (επίθ.) (Γραμμ.)
depredación [ντεπρεδαθιόν] (ουσ,/θηλ.) παράγωγος.
λεηλασία, dermatitis [ντερματίτις] (ουσ./θηλ.)
depredar [ντεπρεδάρ] (ρ.) λεηλατώ, δερματίτιδα,
depresión [ντεπρεσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: dermatología [ντερματολογία] (ουσ./
κατάθλιψη, 2: ύφεση, κάμψη, 3: κοί­ θηλ.) δερματολογία,
λωμα. dérmico [ντέρμικο] (επίθ.) δερμικός.
depresivo [ντεπρεσίβο] (επίθ.) κατα- derogación [ντερογαθιόν] (ουσ./θηλ.)
θλιπτικός. κατάργηση,
deprimente [ντεπριμέν'τε] (επίθ.) κα- derogar [ντερογάρ] (ρ.) καταργώ,
ταθλιπτικός. derramamiento [ντεραμαμιέν'το] (ουσ./
deprimido [ντεπριμίδο] (επίθ.) μελαγ- αρσ.) χύσιμο,
χολικός. derramar [ντεραμάρ] (ρ.) χύνω.
deprimir [ντεπριμίρ] (ρ.) καταθλίβω, derrame [ντεράμε] (ουσ./αρσ.) υπερ-
deprisa [ντεπρίσα] (επίρρ.) γρήγορα, χείλιση, διαρροή,
γοργά. derredor [ντερεδόρ] (ουσ./αρσ.) περι­
depuración [ντεπουραθιόν] (ουσΥθηλ.) φέρεια, περίγραμμα · al derredor ή
καθαρισμός, en derredor - τριγύρω από.
depurador [ντεπουραδόρ] (ουσ7αρσ.) derrengado [ντερενγάδο] (επίθ.) 1:
καθαριστής. κυρτός καμπυλωτός 2: εξασθενη-
depurar [ντεπουράρ] (ρ.) καθαρίζω, μένος κουρασμένος,
derecha [ντερέτσα] (ουσ,/θηλ.) δεξιά · derretido [ντερετίδο] (επίθ.) λιωμένος,
a la derecha de - στα δεξιά του · gira derretimiento [ντερετιμιέν'το] (ουσ./
a la segunda calle a la derecha - στρί­ αρσ.) τήξη, λιώσιμο.

194
desaferrar

derretir [ντερετιρ] (ρ.) λιώνω, τευτος


derribar [ντεριμπάρ] (ρ.) ρίχνω κάτω, desabrigar [ντεσαμπριγάρ] (ρ.) ξεσκε­
γκρεμίζω, πάζω, απογυμνώνω,
derribo [ντερίμπο] (ουσ,/αρσ.) κατε­ desabrigo [ντεσαμπρίγο] (ουσ7αρσ.)
δάφιση. ξεσκέπασμα.·
derrocamiento [ντεροκαμιέν'το] (ουσ./ desabrochar [ντεσαμπροτσάρ] (ρ.) ξε­
αρσ.) ανατροπή, κουμπώνω,
derrocar [ντεροκάρ] (ρ.) ανατρέπω, desacatar [ντεσακατάρ] (ρ.) παραβαί­
derrochador [ντεροτσαδόρ] (επίθ.) νω νόμο.
πολυδάπανος, σπάταλος, desacato [ντεσακάτο] (ουσ./αρσ.) ασέ­
derrochar [ντεροτσάρ] (ρ.) σπαταλώ, βεια, προσβολή,
κατασπαταλώ, desacertado [ντεσαθερτάδο] (επίθ.)
derroche [ντερότσε] (ουσ./αρσ.) σπα­ άστοχος αποτυχημένος,
τάλη. desacertar [ντεσαθερτάρ] (ρ.) λανθά­
derrota [ντερότα] (ουσ,/θηλ.) 1: ήττα, νω.
2: πορεία, desacierto [ντεσαθιέρτο] (ουσ,/αρσ.)
derrotado [ντεροτάδο] (επίθ.) ηττημέ- αστοχία, αποτυχία,
νος νικημένος, desacomodado [ντεσακομοδάδο] (επίθ.)
derrotar [ντεροτάρ] (ρ.) νικώ, συντρί­ ενδεής φτωχός
βω. desacomodar [ντεσακομοδάρ] (ρ.)
derrotero [ντεροτέρο] (ουσ,/αρσ.) πο­ αναστατώνω,
ρεία, ρότα. desaconsejable [ντεσακονσεχάμπλε]
derrotismo [ντεροτίσμο] (ουσ,/αρσ.) (επίθ.) μη ενδεδειγμένος που αντεν-
ηττοπάθεια, απαισιοδοξία, πεσιμι­ δείκνυται.
σμός. desaconsejar [ντεσακονσεχάρ] (ρ.) απο­
derrotista [ντεροτίστα] (ουσ./αρσ. + τρέπω.
θηλ.), (επίθ.) ηττοπαθής απαισιόδο­ desacoplar [ντεσακοπλάρ] (ρ.) αποσυν­
ξος. δέω.
derruir [ντερουίρ] (ρ.) κατεδαφίζω, γκρε­ desacorde [ντεσακόρδε] (επίθ.) παρά­
μίζω. φωνος, φάλτσος,
derrumbamiento [ντερουμ'μπαμιέν'το] desacostumbrado [ντεσακοστουμ'μπρά-
(ουσ/αρσ.) κατάρρευση, κατάπτωση, δο] (επίθ.) ασυνήθιστος,
derrumbar [ντερουμ'μπάρ] (ρ.) κα­ desacostumbrar [ντεσακοστουμ'μπράρ]
ταρρέω, γκρεμίζω, σωριάζω, (ρ.) ξεσυνηθίζω,
derrumbe [ντερούμ'μπε] (ουσ,/αρσ.) desacreditar [ντεσακρεδιτάρ] (ρ.) δυ­
κατεδάφιση, κατολίσθηση, σφημώ, κακολογώ δημόσια,
desaborido [ντεσαμπορίδο] (επίθ.) άνο­ desactivar [ντεσακτιβάρ] (ρ.) απενερ-
στος άγευστος γοποιώ, κάνω κάτι ανενεργό,
desabotonar [ντεσαμποτονάρ] (ρ.) ξε­ desacuerdo [ντεσακουέρδο] (ουσ,/αρσ.)
κουμπώνω, ασυμφωνία, διαφωνία,
desabrido [ντεσαμπρίδο] (επίθ.) άνο­ desafecto [ντεσαφέκτο] 1: (ουσ,/αρσ.)
στος άγευστος δυσάρεστος, δυσαρέσκεια, 2: (επίθ.) δυσαρεστη-
desabrigado [ντεσαμπριγάδο] (επίθ.) μένος.
χωρίς πανωφόρι, γυμνός απροστά­ desaferrar [ντεσαφεράρ] (ρ.) χαλαρώ­

195
desafiador

νω, λασκάρω, ανακουφισμένος 2: (χώρος) άνετος


desafiador [ντεσαφιαδόρ] (επίθ.) προ­ ευρύχωρος,
κλητικός, desahogarse [ντεσαογάρσε] (ρ.) ξαλα-
desafiar [ντεσαφιάρ] (ρ.) προκαλώ, φρώνω, ανακουφίζομαι,
desafilar [ντεσαφιλάρ]1ρ.) στομώνω, desahogo [ντεσαόγο] (ουσ7αρσ.) ξα-
desafinado [ντεσαφινάδο] (επίθ.) πα­ λάφρωμα, ανακούφιση, άνεση,
ράφωνος φάλτσος, desahuciar [ντεσαουθιάρ] (ρ.) κάνω
desafinar [ντεσαφινάρ] (ρ.) παραφω- έξωση.
νώ, φαλτσάρω, desahuciarse [ντεσαουθιάρσε] (ρ.) απελ­
desafío [ντεσαφίο] (ουσ7αρσ.) πρό­ πίζομαι
κληση. desahucio [ντεσάουθιο] (ουσ./αρσ.)
desaforado [ντεσαφοράδο] (επίθ.) 1: έξωση.
εκκωφαντικός 2: σκανδαλώδης, desairado [ντεσαϊράδο] (επίθ.) 1: πα­
desafortunado [ντεσαφορτουνάδο] ραγκωνισμένος περιφρονημένος 2:
(επίθ.) άτυχος ατυχής, αποτυχημένος,
desagraciado [ντεσαγραθιάδο] (επίθ.) desairar [ντεσαϊράρ] (ρ.) περιφρονώ,
άχαρος. αψηφώ, (καθ.) σνομπάρω,
desagradable [ντεσαγραδάμπλε] (επίθ.) desaire [ντεσάϊρε] (ουσ./αρσ.) χλεύη,
δυσάρεστος περιφρόνηση,
desagradar [ντεσαγραδάρ] (ρ.) δυσά­ desajustar [ντεσαχουστάρ] (ρ.) απορρυθ-
ρεστά). μίζω, αποδιοργανώνω.
desagradecer [ντεσαγκραδεθέρ] (ρ.) desajuste [ντεσαχούστε] (ουσ./αρσ.)
αγνωμονώ. απορρύθμιση, αποδιοργάνωση.
desagradecido [ντεσαγραδεθίδο] (επίθ.) desalar1 [ντεσαλάρ] (ρ.) κόβω τα φτε­
αχάριστος αγνώμων, ρά.
desagradecimiento [ντεσαγραδεθι- desalar2 [ντεσαλάρ] (ρ.) αφαλατώνω.
μιέν'το] (ουσ./αρσ.) αγνωμοσύνη, desalentador [ντεσαλεν'ταδόρ] (επίθ.)
αχαριστία, αποθαρρυντικός απογοητευτικός.
desagrado [ντεσαγράδο] (ουσΥαρσ.) desalentar [ντεσαλεν'τάρ] (ρ.) απο­
απαρέσκεια, δυσαρέσκεια, θαρρύνω, απογοητεύω,
desagraviar [ντεσαγραβιάρ] (ρ.) επα­ desaliento [ντεσαλιέν'το] (ουσ,/αρσ.)
νορθώνω, διορθώνω, αποθάρρυνση, απογοήτευση,
desagravio [ντεσαγράβιο] (ουσ./αρσ.) desalinear [ντεσαλινεάρ] (ρ.) παρεκ­
επανόρθωση, κλίνω, εξοκέλλω,
desagregarse [ντεσαγκρεγάρσε] (ρ.) απο­ desalinizar [ντεσαλινιθάρ] (ρ.) αφαλα­
συντίθεμαι, αποσαθρώνομαι, σαπίζω, τώνω.
desaguadero [ντεσαγουαδέρο] (ουσ./ desalinización [ντεσαλινιθαθιόν] (ουσ./
αρσ.) υπόνομος, θηλ.) αφαλάτωση, ξαλμύρισμα.
desaguar [ντεσαγουάρ] (ρ.) 1: απο­ desaliñado [ντεσαλινιάδο] (επίθ.) ατη­
στραγγίζω, αποξηραίνω, 2: διοχε­ μέλητος απεριποίητος,
τεύω. desaliño [ντεσαλίνιο] (ουσ./αρσ.) ατη-
desagüe [ντεσάγουε] (ουσ,/αρσ.) απο­ μελησία.
χέτευση. desalmado [ντεσαλμάδο] (επίθ.) άκαρ-
desahogado [ντεσαογάδο] (επίθ.) 1: δος απάνθρωπος άσπλαχνος.

196
desarrapado

desalojamiento [ντεσαλοχαμιέν'το] (ουσ./ desaparejar [ντεσαπαρεχάρ] (ρ.) ξαρ­


αρσ.) απομάκρυνση, εκδίωξη, ματώνω, ξεζεύω,
desalojar [ντεσαλοχάρ] (ρ.) απομα- desaparición [ντεσαπαριθιόν] (ουσ./
κρύνω, εκκενώνω, αδειάζω, θηλ.) εξάλειψη, εξαφάνιση,
desalojo [ντεσαλόχο] (ουσ./αρσ.) απο­ desapasionado [ντεσαπασιονάδο] (επίθ.)
μάκρυνση, εκκένωση, εκδίωξη, απαθής ασυγκίνητος
desalquilar [ντεσαλκιλάρ] (ρ.) ξενοι­ desapego [ντεσαπέγο] (ουσΥαρσ.) ψυ­
κιάζω. χρότητα, απάθεια, ασυγκινησία,
desamarrar [ντεσαρμάρ] (ρ.) λύνω, ελευ­ desapercibido [ντεσαπερθιμπίδο] (επίθ.)
θερώνω. αφανής απαρατήρητος αθέατος,
desamparado [ντεσαμ'παράδο] (επίθ.) desaplicado [ντεσαπλικάδο] (επίθ.)
αβοήθητος, εγκαταλελειμμένος. νωθρός οκνηρός τεμπέλης,
desamparar [ντεσαμ'παράρ] (ρ.) εγκα­ desapoderado [ντεσαποντεράδο] (επίθ.)
ταλείπω, αφήνω αβοήθητο, βιαστικός βίαιος
desamparo [ντεσαμπάρο] (ουσΥαρσ.) desaprender [ντεοαπρεν'ντέρ] (ρ.) ξε­
εγκατάλειψη, έλλειψη προστασίας, μαθαίνω.
desamueblado [ντεσαμουεμπλάδο] (επίθ.) desaprensión [ντεσαπρενσιόν] (ουσ./
χωρίς έπιπλα, θηλ.) ασυνειδησία.
desamueblar [ντεσαμουεμπλάρ] (ρ.) βγά­ desaprensivo [ντεσαπρενσίβο] (επίθ.)
ζω τα έππλα ασυνείδητος ασυναίσθητος,
desangramiento [ντεσανγκραμιέν'το] desaprobación [ντεσαπρομπαθιόν] (ουσΥ
(ουσ,/αρσ.) αιμορραγία, θηλ) αποδοκιμασία επίκριση,
desangrar [ντεσανγκράρ] (ρ.) 1: απο­ desaprobar [ντεσαπρομπάρ] (ρ.) απο-
ξηραίνω, αδειάζω μια λίμνη, 2: αφαι- δοκιμάζω, επικρίνω,
ρώ το αίμα ενός ζώου, ρουφάω το desaprovechado [ντεσαπροβετσάδο]
αίμα, (μτφ.) αφαιμάζω. (επίθ.) χαραμισμένος
desangrarse [ντεσανγκράροε] (ρ.) αι- desaprovechar [ντεσαπροβετσάρ] (ρ.)
μορραγώ πολύ, χάνω πολύ αίμα. σπαταλώ, χαραμίζω,
desangre [ντεσάνγκρε] (ουσΥαρσ.) αι­ desarmado [ντεσαρμάδο] (επίθ.) αφο­
μορραγία, πλισμένος,
desanimado [ντεσανιμάδο] (επίθ.) απο­ desarmador [ντεσαρμαδόρ] (ουσΥαρσ.)
καρδιωμένος, αποθαρρυμένος, επικρουστήρας όπλου,
desanimar [ντεσανιμάρ] (ρ.) αποκαρ­ desarmar [ντεσαρμάρ] (ρ.) 1: αφοπλί­
διώνω, αποθαρρύνω, ζω, 2: λύνω, διαλύω,
desánimo [ντεσάνιμο] (ουσΥαρσ.) απο- desarme [ντεσάρμε] (ουσΥαρσ.) αφο­
καρδίωση, αποθάρρυνση, απογοή­ πλισμός ξαρμάτωμα.
τευση. desarraigado [ντεσαράίγάδο] (επίθ.)
desanudar [ντεσνουδάρ] (ρ.) ξελύνω. εκπατρισμένος ξεριζωμένος,
desapacible [ντεσαπαθίμπλε] (επίθ.) desarraigar [ντεσαραιγάρ] (ρ.) εκτοπί­
απεχθής δυσάρεστος, ζω, ξεριζώνω,
desaparecer [ντεσαπαρεθέρ] (ρ.) εξα­ desarraigo [ντεσαράίγο] (ουσΥαρσ.) εκ­
φανίζομαι, πατρισμός ξεριζωμός
desaparecido [ντεσαπαρεθίδο] (επίθ.) desarrapado [ντεσαραπάδο] (επίθ.) ρα­
εξαφανισμένος. κένδυτος, κουρελής.

197
desarreglado

desarreglado [ντεσαρεγλάδο] (επίθ.) desastre [ντεσάστρε] (ουσ/αρσ.) κα­


1: ατημέλητος, απεριποίητος, ακατά­ ταστροφή, πανωλεθρία, συμφορά,
στατος, 2: χαλασμένος, όλεθρος.
desarreglar [ντεσαρέγλαρ] (ρ.) 1: ανα­ desastroso [ντεσαστρόσο] (επίθ.) κα­
τρέπω, 2: χαλάω, ταστρεπτικός ολέθριος,
desarreglo [ντεσαρέγλο] (ουσΥαρσ.) desatado [ντεσατάδο] (επίθ.) 1: αμο-
ατημελησία, ακαταστασία, αταξία, λημένος αμολητός 2: ανεξέλεγκτος,
desarrollable [ντεσαρογιάμπλε] (επίθ.) desatar [ντεσατάρ] (ρ.) λύνω, ξελασκά­
εξελίξιμος, ρω.
desarrollado [ντεσαρογιάδο] (επίθ.) ανε­ desatascar [ντεσατασκάρ] (ρ.) ξεφρά­
πτυγμένος εξελιγμένος ζω, ξεβουλώνω,
desarrollar [ντεσαρογιάρ] (ρ.) ανα­ desatención [ντεσατενθιόν] (ουσ7θηλ.)
πτύσσω, εξελίσσω, απροσεξία,
desarrollarse [ντεσαρογιάρσε] (ρ.) ανα­ desatender [ντεσατεν'ντέρ] (ρ.) αγνοώ,
πτύσσομαι, εξελίσσομαι, προοδεύω, παραβλέπω, παραμελώ,
desarrollo [ντεσαρόγιο] (ουσ7αρσ.) desatentado [ντεσατεν'τάδο] (επίθ.) απε­
ανάπτυξη, εξέλιξη, πρόοδος, ρίσκεπτος ασυλλόγιστος αλόγιστος
desarropar [ντεσαροπάρ] (ρ.) ξεσκε­ desatento [ντεσατέν'το] (επίθ.) αφρό­
πάζω, ξεντύνω, ντιστος ατημέλητος,
desarrugar [ντεσαρουγάρ] (ρ.) ισιώ­ desatinado [ντεσατινάδο] (επίθ.) ανόη­
νω, τεντώνω, τος γκαφατζής,
desarticulado [ντεσαρτικουλάδο] (επίθ.) desatinar [ντεσατινάρ] (ρ.) κάνω γκά-
εξαρθρωμένος, φες.
desarticular [ντεσαρτικουλάρ] (ρ.) εξαρ­ desatino [ντεσατίνο] (ουσ/αρσ) γκά-
θρώνω, ξεχαρβαλώνω, φα, αστοχία, απερισκεψία,
desaseado [ντεσασεάδο] (επίθ.) ακά­ desatornillar [ντεσατορνιγιάρ] (ρ.) ξε­
θαρτος, βρόμικος, βιδώνω.
desaseo [ντεσασέο] (ουσ/αρσ.) ακα­ desatracar [ντεσατρακάρ] (ρ.) (Ναυτ.)
ταστασία, αμολάω τους κάβους,
desasimiento [ντεσασιμιέν'το] (ουσ./ desatrancar [ντεσατρανκάρ] (ρ.) ξεβου­
αρσ.) χαλάρωση, αδιαφορία, λώνω.
desasir [ντεσασίρ] (ρ.) λασκάρω, desautorizado [ντεσαουτοριθάδο] (επίθ.)
desasirse [ντεσασίρσε] (ρ.) απαλλάσ­ ανεξουσιοδότητος
σομαι , ξεφορτώνομαι, desautorizar [δεσαουτοριθάρ] (ρ.) στε­
desasnar [ντεσασνάρ] (ρ.) εκπολιτίζω, ρώ εξουσιοδότηση,
μορφώνω, desavenencia [ντεσαβενένθια] (ουσ./
desasosegado [ντεσασοσεγάδο] (επίθ.) θηλ.) διαφωνία,
ανήσυχος, desavenido [ντεσαβενίδο] (επίθ.) αντί­
desasosegar [ντεσασοσεγάρ] (ρ.) ενο­ θετος.
χλώ, ανησυχώ κάποιον, desavenirse [ντεσαβενίρσε] (ρ.) αντι­
desasosiego [ντεσασοσιέγο] (ουσ,/αρσ.) τίθεμαι, εχθρεύομαι,
ανησυχία, ταραχή, desaventajado [ντεσβενταχάδο] (επίθ.)
desastrado [ντεσαστράδο] (επίθ.) ατη­ επιζήμιος,
μέλητος, ακατάστατος. desayunarse [ντεσαγιουνάρσε] (ρ.) προ­

198
descarga

γευματίζω, παίρνω πρωινό, ακέφαλος,


desayuno [ντεσαγιοΰνο] (ουσ,/αρσ.) descabezar [ντεοκαμπεθάρ] (ρ.) απο­
πρωινό (γεύμα). κεφαλίζω,
desazón [ντεσαθόν] (ουσ7θηλ.) δυσα­ descafeinado [ντεσκαφεϊνάδο] (επίθ.)
ρέσκεια. ντεκαφεϊνέ.
desazonar [ντεσαθονάρ] (ρ.) δυσαρε- descalabrar [ντεσκαλαμπράρ] (ρ.) χτυ­
στώ, ενοχλώ, πώ στο κεφάλι,
desbandada [ντεσμπαν'ντάδα] (ουσ./ descalabro [ντεσκαλάμπρο] (ουσ./
θηλ.) άτακτη φυγή. αρσ.) πλήγμα,
desbarajustar [ντεσμπαραχουστάρ] (ρ.) descalificación [ντεσκαλιφικαθιόν] (ουσ./
προκαλώ σύγχυση, αναστατώνω, θηλ) αποκλεισμός
desbarajuste [ντεσμπαραχούστε] (ουσ./ descalificar [ντεσκαλιφικάρ] (ρ.) απο­
αρσ.) αταξία, ανακατωσούρα, κλείω.
desbaratamiento [ντεσμπαραταμιέν'το] descalzar [ντεσκαλθάρ] (ρ.) βγάζω τα
(ουσ,/αρσ.) κατατρόπωση. παπούτσια,
desbaratar [ντεσμπαρατάρ] (ρ.) κατα­ descalzo [ντεσκάλθο] (επίθ.) ξυπόλη­
τροπώνω, κατανικώ. τος.
desbastar [ντεσμπαστάρ] (ρ.) λειαίνω, descambiar [ντεσκαμ'μπιάρ] (ρ.) αλλά­
ισιώνω. ζω.
desbaste [ντεσμπάστε] (ουσΛιρσ.) εκλέ- descaminado [ντεσκαμινάδο] (επίθ.) απο­
πτυνση, λείανση, ραφινάρισμα. προσανατολισμένος λανθασμένος
desbloquear [ντεσμπλοκεάρ] (ρ.) ξε­ descaminar [ντεσκαμινάρ] (ρ.) απο­
μπλοκάρω, προσανατολίζω, ετεροκατευθύνω.
desbocado [ντεσμποκάδο] (επίθ.) αχα­ descamisado [ντεσκαμισάδο] (επίθ.)
λίνωτος. χωρίς πουκάμισο,
desbocar [ντεσμποκάρ] (ρ.) αφηνιάζω, descampado [ντεσκαμ 'πάδο] (ουσ./
λυσσώ, βρίζω, αρσ.) αλάνα, ξέφωτο.
desbordamiento [ντεαμπορδαμιέν'το] descansadero [ντεσκανσαδέρο] (ουσ./
(ουσ,/αρσ.) ξεχείλισμα, υπερχείλιση. αρσ.) αναπαυτήριο,
desbordar [ντεσμπορδάρ] (ρ.) ξεχειλί­ descansado [ντεσκανσάδο] (επίθ.) ανα­
ζω, υπερχειλίζω, παυμένος ξεκουρασμένος
desbravador [ντεσμπραβαδόρ] (ουσ./ descansar [ντεσκανσάρ] (ρ.) ξεκουρά­
αρσ.) δαμαστής, ζομαι, αναπαύομαι, στηρίζομαι,
desbravar [ντεσμπραβάρ] (ρ.) δαμά­ descansillo [ντεσκανσίγιο] (ουσ./αρσ.)
ζω, τιθασεύω, πλατύσκαλο,
desbrozar [ντεσμπροθάρ] (ρ.) εκχερσώ­ descanso [ντεσκάνσο] (ουσ,/αρσ.) διά­
νω. λειμμα, ξεκούραση, ανάπαυση, πλα­
descabalgar [ντεσκαμπαλγάρ] (ρ.) αφιπ­ τύσκαλο.
πεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω, descapotable [ντεσκαποτάμπλε] (επίθ.)
descabellado [ντεσκαμπεγιάδο] (επίθ.) καμπριολέ,
παράλογος αλόγιστος, descarado [ντεσκαράδο] (επίθ.) αναι­
descabellar [ντεσκαμπεγιάρ] (ρ.) ανα- δής αδιάντροπος απροκάλυπτος θρα­
μαλλιάζω. σύς
descabezado [ντεσκαμπεγιάδο] (επίθ.) descarga [ντεσκάργα] (ουσ,/θηλ.) εκ-

199
descargadero

φόρτωση, εκκένωση, αποκεντρώνω,


descargadero [ντεσκαργαδέρο] (ουσ./ descerrajar [ντεσθεραχάρ] (ρ.) παρα­
αρσ.) αποβάθρα, προβλήτα, βιάζω κλειδαριά,
descargado [ντεσκαργάδο] (επίθ.) 1: descifrable [ντεσθιφράμπλε] (επίθ.) που
ξεφορτωμένος, 2: αποφορτισμένος, μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί.
descargador [ντεσκαργαδόρ] (ουσΥαρσ.) descifrar [ντεσθιφράρ] (ρ.) αποκρυ-
εκφορτωτής πτογραφώ, αποκωδικοποιώ.
descargar [ντεοκαργάρ] (ρ.) 1: εκφορτώ­ descocado [ντεσκοκάδο] (επίθ.) αναι­
νω, ξεφορτώνω, αδειάζω, 2: αποφορ­ δής θρασύς,
τίζω, 3: πυροβολώ, 3: απαλλάσσω, descoco [ντεσκόκο] (ουσΥαρσ.) αναί­
descargo [ντεσκάρο] (ουσΥαρσ.) εκ- δεια, θρασύτητα.
φόρτωση. descolgar [ντεσκολγάρ] (ρ.) ξεκρεμώ.
descarnado [ντεσκαρνάδο] (επίθ.) 1: descollar [ντεσκογιάρ] (ρ.) διαπρέπω,
ευθύς (καθ.) ντόμπρος 2: ισχνός διακρίνομαι.
αδύνατος, descolocar [ντεσκολοκάρ] (ρ.) εκτο­
descaro [ντεσκάρο] (ουσΥαρσ.) αναί­ πίζω.
δεια, αδιαντροπιά, θράσος, descolonización [ντεσκολσνιθαθιόν] (ουσ7
descarriar [ντεσκαριάρ] (ρ.) παραστρα­ θηλ.) αποαποικισμός
τώ, ξεστρατίζω, descoloramiento [ντεοσκολοραμιέντο]
descarrilamiento [ντεσκαριλαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) ξεθώριασμα, σβήσιμο,
(ουσΥαρσ.) εκτροχιασμός εκτροπή, descolorar [ντεσκολοράρ] (ρ.) απο­
descarrilarse [ντεσκαριλάρσε] (ρ.) εκτρο- χρωματίζω,
χιάζομαι, εκτρέπομαι descolorido [ντεσκολορίδο] (επίθ.) ξε­
descartar [ντεσκαρτάρ] (ρ.) απορρί­ θωριασμένος άχρωμος,
πτω. descomedido [ντεσκομετίδο] (επίθ.) 1:
descarte [ντεσκάρτε] (ουσΥαρσ.) απόρ- υπερβολικός 2: αγενής αυθάδης υβρι­
ριψη. στικός προσβλητικός
descascarar [ντεσκασκαράρ] (ρ.) ξε­ descomedimiento [ντεσκομεδιμιέν'το]
φλουδίζω, (ουσΥαρσ.) αγένεια, αυθάδεια,
descendencia [ντεσθεν'ντένθια] (ουσΥ descomedirse [ντεσκομεδίρσε] (ρ.) αυ-
θηλ.) καταγωγή, θαδιάζω.
descendente [ντεσθεν'ντέν'τε] (επίθ.) descompasado [ντεσκομ'πασάδο] (επίθ.)
κατηφορικός καθοδικός κατερχό- υπερβολικός
μενος. descompasarse [ντεσκομ'πασάρσε] (ρ.)
descender [ντεσθεν'ντέρ] (ρ.) 1: κατε­ υπερβαίνω τα όρια.
βαίνω, πέφτω, υποβιβάζομαι, 2: κα­ descomponer [ντεσκομ'πονέρ] (ρ.) 1:
τάγομαι, προέρχομαι, αποσυνθέτω, αλλοιώνω, διαλύω, 2:
descendiente [ντεσθεν'ντιέν'τε] (ουσ./ ανατρέπω, 3: αναλύω,
αρσ.+ θηλ.) απόγονος, descomposición [ντεσκομ'ποσιθιόν] (ουσΥ
descendimiento [ντεσθεν'νπμιέν'το] (ουσΥ θηλ.) αποσύνθεση, αλλοίωση, διάλυση,
αρσ.) καταγωγή, κατάβαση, descompostura [ντεσκομ'ποστούρα]
descenso [ντεσθένσο] (ουσΥαρσ.) κα­ (ουσΥθηλ.) 1: αποδιοργάνωση, ατα­
τάβαση, κάθοδος, ξία, 2: παραμόρφωση,
descentralizar [ντεσθεν'τραλιθάρ] (ρ.) descompresión [ντεακομ'πρεσιόν] (ουσΥ

200
descortezar

θηλ.) αποσυμφόρηση, αποσυμπίε- άγνωστος,


ση. desconocimiento [ντεσκονοθιμιέν'τό]
descompuesto [ντεσκομ 'πουέστο] (επίθ.) (ουσ,/αρσ.) άγνοια,
1: σπασμένος χαλασμένος 2: παραμορ­ desconsiderado [ντεσκονσιδεράδο]
φωμένος (επίθ.) ασυλλόγιστος απερίσκεπτος
descomunal [ντεσκομουνάλ] (επίθ.) κο­ επιπόλαιος
λοσσιαίος πελώριος θεόρατος τερά­ desconsolado [ντεσκονσολάδο] (επίθ.)
στιος απαρηγόρητος
descomunión [ντεσκομουνιόν] (ουσ./ desconsolador [ντεσκονσολαδόρ] (επίθ.)
θηλ.) αφορισμός. αξιοθρήνητος αξιολύπητος
desconcentrar [ντεσκονθεν'τράρ] (ρ.) desconsolar [ντεσκονσολάρ] (ρ.) θλί­
αποκεντρώνω, βω.
desconcertado [ντεσκονθερτάδο] (επίθ.) desconsuelo [ντεσκονσουέλο] (ουσ./
συγχυσμένος ταραγμένος αναστατω­ αρσ.) απόγνωση, απελπισία,
μένος descontaminación [ντεσκον'ταμινα-
desconcertante [ντεσκονθερτάν'τε] (επίθ.) θιόν] (ουσ,/θηλ.) απολύμανση,
ταραχώδης descontaminar [ντεσκον'ταμινάρ] (ρ.)
desconcertar [ντεσκονθερτάρ] (ρ.) συγ­ απολυμαίνω,
χύζω, ταράζω, descontar [ντεσκον'τάρ] (ρ.) 1: αφαι-
desconchar [ντεσκοντσάρ] (ρ.) ξεφλου­ ρώ, 2: εκπίπτω, χαμηλώνω τιμή.
δίζω, ξεφτίζω, descontentar [ντεσκσν'τεν'τάρ] (ρ.) δυσα-
desconcierto [ντεσκονθιέρτο] (ουσ./ ρεστώ.
αρσ.) σύγχυση, αναταραχή, descontento [ντεσκον'τέν'το] (ουσ7
desconectado [ντεσκονεκτάδο] (επίθ.) αρσ.) δυσαρέσκεια,
αποσυνδεδεμένος descontrolado [ντεσκοντρολάδο] (επίθ.)
desconectar [ντεσκονεκτάρ] (ρ.) απο­ ανεξέλεγκτος ασυγκράτητος
συνδέω, αποκόβω, desconvenir [ντεσκονβενίρ] (ρ.) δια­
desconfiado [ντεσκονφιάδο] (επίθ.) δύ­ φωνώ, δεν ταιριάζω,
σπιστος. descorazonador [ντεσκοραθοναδόρ] (επίθ.)
desconfianza [ντεσκονφιάνθα] (ουσ./ αποκαρδιωτικός αποθαρρυντικός
θηλ.) δυσπιστία, descorazonar [ντεσκοραθονάρ] (ρ.) απο­
desconfiar [ντεσκονφιάρ] (ρ.) δύσπι­ καρδιώνω, αποθαρρύνω,
στά). descorchador [ντεσκορτσαδόρ] (ουσ./
desconformarse [ντεσκονφορμάρσε] αρσ.) ανοιχτήρι, τιρμπουσόν,
(ρ.) διίσταμαι, διαφέρω, διαφωνώ, descorchar [ντεσκορτσάρ] (ρ.) εκπω­
descongelar [ντεσκονχελάρ] (ρ.) ξε­ ματίζω, βγάζω το καπάκι,
παγώνω. descorrer [ντεσκορέρ] (ρ.) τραβάω,
descongestión [ντεσκονχεσπόν] (ουσ./ descortés [ντεσκορτές] (επίθ.) άξε­
θηλ.) αποσυμφόρηση, ανακούφιση, στος ανάγωγος αγενής,
descongestionar [ντεσκονχεστιονάρ] descortesía [ντεσκορτεσία] (ουσ,/θηλ.)
(ρ.) μειώνω τη συμφόρηση, αγένεια, απρέπεια,
desconocer [ντεσκονοθέρ] (ρ.) αγνοώ, descortezar [ντεσκορτεθάρ] (ρ.) αφαι-
περιφρονώ, ρώ τον φλοιό από το δέντρο, απο­
desconocido [ντεσκονοθίδο] (επίθ.) φλοιώνω.

201
descoser

descoser [ντεσκοσέρ] (ρ.) ξηλώνω, descuido [ντεσκουίδο] (ουσ7αρσ.) αμέ­


descosido [ντεσκοσίδο] (επίθ.) 1: ξη­ λεια, παραμέληση, απροσεξία,
λωμένος, 2: ξεχαρβαλωμένος, desde [ντέσδε] (πρόθ.) από · desde su
descoyuntar [ντεσκογιουν'τάρ] (ρ.) balcón se ve el mar - από το μπαλ­
εξαρθρώνω, κόνι του φαίνεται η θάλασσα · están
descrédito [νιεσκρέδιτο] (ουσ./αρσ.) casados desde hace quince años - εί­
δυσφήμιση, συκοφάντηση. ναι παντρεμένοι εδώ και δεκαπέντε
descreencia [ντεσκρεένθια] (ουσ,/θηλ.) χρόνια · está muy contento desde
δυσπιστία, cuando trabaja en esta empresa -
descreído [ντεσκρεΐδο] (επίθ.) δύσπι­ είναι πολύ ευχαριστημένος από τότε
στος, άπιστος, που δουλεύει σε αυτήν την εταιρεία ·
descremar [ντεσκρεμάρ] (ρ.) αποβου­ desde su niñez era agresivo - από την
τυρώνω. παιδική του ηλικία ήταν επιθετικός ·
describir [ντεσκριμπίρ] (ρ.) περιγρά­ desde-hasta - από-μέχρι · trabajo
φω. desde las 9 hasta las 5 - δουλεύω
descripción [ντεσκριπθιόν] (ουσ7θηλ.) από τις 9 μέχρι τις 5:
περιγραφή, desdecirse [ντεσδεθίρσε] (ρ.) διαψεύ-
descriptible [ντεσκριπτίμπλε] (επίθ.) δω, αντιφάσκω,
περιγράψιμος. desdén [ντεσδέν] (ουσ./αρσ.) περιφρό­
descriptivo [ντεσκριπτίβο] (επίθ.) πε­ νηση, καταφρόνηση, αδιαφορία,
ριγραφικός, desdeñable [ντεσδενι'άμπλε] (επίθ.)
descuajar [ντεσκουαχάρ] (ρ.) διαλύω, ευκαταφρόνητος,
ξεριζώνω, desdeñar [ντεσδενιάρ] (ρ.) περιφρο­
descuartizar [ντεσκουαρτιθάρ] (ρ.) δια­ νώ, καταφρονώ,
μελίζω. desdeñoso [ντεσδενιόσο] (επίθ.) περι­
descubierta [ντεσκουμπιέρτα] (ουσ./ φρονητικός καταφρονητικός,
θηλ.) αναγνώριση εδάφους, ανίχνευ­ desdentado [ντεσδεν'τάδο] (επίθ.) ξε­
ση. δοντιάρης,
descubierto [ντεσκουμπιέρτο] (επίθ.) desdibujado [ντεσδιμπουχάδο] (επίθ.)
ακάλυπτος, ασκεπής, θαμπός, θολός,
descubridor [ντεσκουμπριδόρ] (ουσ./ desdibujar [ντεσδιμπουχάρ] (ρ.) θα­
αρσ.) εφευρέτης, μπώνω, θολώνω,
descubrimiento [ντεσκουμριμιέν'το] desdicha [ντεσδίτσα] (ουσ,/θηλ.) δυ­
(ουσ./αρσ.) ανακάλυψη, εφεύρεση, στυχία, κακοτυχία.
descubrir [ντεσκουμπρίρ] (ρ.) ανακα­ desdichado [ντεσδιτσάδο] (επίθ.) δυ­
λύπτω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, στυχής κακότυχος,
descuento [ντεσκουέν'το] (ουσ,/αρσ.) desdoblar [ντεσδομπλάρ] (ρ.) ξεδι­
έκπτωση. πλώνω, ξετυλίγω,
descuidado [ντεσκουίδάδο] (επίθ.) αμε­ desdorar [ντεσδοράρ] (ρ.) αμαυρώνω,
λής απρόσεκτος κηλιδώνω, σπιλώνω,
descuidar [ντεσκουιδάρ] (ρ.) αμελώ, desdoro [ντεσδόρο] (ουσ,/αρσ.) αμαύ­
παραμελώ, ρωση, δυσφήμιση, κηλίδωση, σπί-
descuidero [ντεσκουϊδέρο] (ουσ,/αρσ.) λωση, (καθ.) ρετσινιά,
κλέφτης, πορτοφολάς. deseable [ντεσεάμπλε] (επίθ.) επιθυ­

202
desencadenarse

μητός, ποθητός, αρσ.) πληρωμή,


desear [ντεοεάρ] (ρ.) επιθυμώ, εύχο­ desembozar [ντεσεμ'μποθάρ] (ρ.)
μαι, ποθώ. αφαιρώ προσωπείο, αποκαλύπτω,
desecación [ντεσεκαθιόν] (ουσ./θηλ.) ξεσκεπάζω,
αποξήρανση, desembragar [ντεσεμ 'μπραγάρ] (ρ.)
desecar [ντεσεκάρ] (ρ.) αποξηραίνω, 1: απεμπλέκω, 2: αφήνω τον συμπλέ­
desechable [ντεσετσάμπλε] (επίθ.) κτη.
απορριπτέος. desembrague [ντεσεμ'μπράγκε] (ουσ./
desechar [ντεσετσάρ] (ρ.) απορρίπτω, αρσ.) 1: απεμπλοκή, 2: ντεμπραγιάρι-
αποβάλλω, σμα, αποσύμπλεξη.
desecho [ντεσέτσο] (ουσ./αρσ.) από­ desembrollar [ντεσεμ'μπρογιάρ] (ρ.)
βλητα, σκουπίδια, ξεμπερδεύω,
desembalar [ντεσεμ'μπαλάρ] (ρ.) ξε- desembuchar [ντεσεμ'μπουτσάρ] (ρ.)
πακετάρω. ομολογώ,
desembarazado [ντεσεμ 'μτταραθάδο] desemejante [ντεσεμεχάν'τε] (επίθ.)
(επίθ.) ανεμπόδκττος, ακώλυτος, ανόμοιος, διαφορετικός,
desembarazar [ντεσεμ'μπαραθάρ] (ρ.) desemejanza [ντεσεμεχάνθα] (ουσ./
αφαιρώ εμπόδια και δυσκολίες, θηλ.) ανομοιότητα, διαφορά,
desembarazo [ντεσεμ'μτταράθο] (ουσΥ desemejar [ντεσεμεχάρ] (ρ.) διαφο­
αρσ.) απαλλαγή. ροποιώ.
άβΕβπ^ΓοβάβΓοΙντεσεμ'μπαρκαδέρο] desempacar [ντεσεμ'πακάρ] (ρ.) ξεπα-
(ουσΥαρσ.) αποβάθρα, προβλήτα, κετάρω.
desembarcar [ντεσεμ'μπαρκάρ] (ρ.) απο­ desempañar [ντεσεμ'πανιάρ] (ρ.) αφαι­
βιβάζω. ρώ τη θαμπάδα, ξεθολώνω,
desembarcarse [ντεσεμ'μπαρκάρσε] ρ desempaquetar [ντεσεμ'πακετάρ] (ρ.)
αποβιβάζομαι, ξεπακετάρω.
desembarco [ντεσεμ'μπάρκο] (ουσ./ desempatar [ντεσεμ'πατάρ] (ρ.) παίζω
αρσ.) αποβίβαση, απόβαση, τη ρεβάνς,
desembargar [ντεσεμ'παργάρ] (ρ.) αί­ desempate [ντεσεμ'πάτε] (ουσΥαρσ.)
ρω εμπάργκο, επαναληπτικό παιχνίδι, (καθ.) ρε­
desembarque [ντεσεμ'μπάρκε] (ουσ./ βάνς.
αρσ.) αποβίβαση, desempeñar [ντεσεμ'πενιάρ] (ρ.) 1: ασκώ,
desembarrar [ντεσεμ'μτχαράρ] (ρ.) ξε­ εκτελώ, 2: εξαγοράζω ενέχυρο,
λασπώνω, απεμπλέκω, desempeño [ντεσεμ'πένιο] (ουσΥαρσ.)
desembaular [ντεσεμ'μπαουλάρ] (ρ.) εξαγορά ενέχυρου,
ξεμπαουλιάζω, βγάζω απ'το μπαού­ desempleado [ντεσεμ'πλεάδο] (ουσ./
λο. αρσ.) άνεργος,
desembocadura [ντεσεμ'μποκαδού- desempleo [ντεσεμ'πλέο] (ουσΥαρσ.)
ρα] (ουσΥθηλ.) εκβολή ποταμού, ανεργία.
desembocar [ντεσεμ'μττοκάρ] (ρ.) εκ­ desempolvar [ντεσεμ'πολβάρ] (ρ.) ξε­
βάλλω. σκονίζω.
desembolsar [ντεσεμ'μττολσάρ] (ρ.) πλη­ desencadenar [ντεσενκαδενάρ] (ρ.) 1:
ρώνω, ξοδεύω, αποδεσμεύω, 2: προκαλώ,
desembolso [ντεσεμ'μττόλσο] (ουσΥ desencadenarse [ντεσενκαδενάρσε] (ρ.)

203
desencajado

ξεσπώ, εκτονώνομαι, βαση.


desencajado [ντεσενκαχάδο] (επίθ.) εξαρ­ desenlazar [ντεσενλαθάρ] (ρ.) 1: δια-
θρωμένος παραμορφωμένος λευκαίνω, επιλύω, 2: καταλήγω,
desencajar [ντεσενκαχάρ] (ρ.) εξαρ­ desenmarañar [ντεσενμαρανιάρ] (ρ.)
θρώνω. ξεμπερδεύω, ξεπλέκω,
desencantar [ντεσενκαν'τάρ] (ρ.) 1: desenmascarar [ντεσενμασκαράρ] (ρ.)
ξεμαγεύω, απομυθοποιώ, 2: απογοη­ ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω,
τεύω. desenredar [ντεσενρεδάρ] (ρ.) ξε­
desencanto [ντεαενκάν'το] (ουσ,/αρσ.) μπερδεύω, ξεπλέκω,
απογοήτευση, desenredo [ντεσενρέδο] (ουσ,/αρσ.)
desenchufar [ντεσεντσουφάρ] (ρ.) βγά­ 1: λύση, 2: έκβαση ιστορίας
ζω από την πρίζα, desenroscar [ντεσενροσκάρ] (ρ.) ξε­
desencoger [ντεσενκοχέρ] (ρ.) ξετυ­ βιδώνω.
λίγω. desenrrollar [ντεσενρογιάρ] (ρ.) ξετυ­
desencolar [ντεσενκολάρ] (ρ.) ξεκολ­ λίγω.
λώ. desensillar [ντεσενσιγιάρ] (ρ.) ξεσε­
desenconar [ντεσενκονάρ] (ρ.) κατευ­ λώνω.
νάζω, καταπραΰνω. desentenderse [ντεσεν'τεν'ντέρσε] (ρ.)
desenfadado [ντεσενφαδάδο] (επίθ.) εθελοτυφλώ, βαυκαλίζομαι, αποποι­
ξεθυμωμένος. ούμαι την ευθύνη,
desenfadarse [ντεσενφαδάρσε] (ρ.) desenterrar [ντεσεν'τεράρ] (ρ.) ξεθά­
ξεθυμώνω, βω.
desenfado [ντεσεμφάδο] (ουσ7αρσ.) desentonado [ντεσεν'τονάδο] (επίθ.)
ξεγνοιασιά, ανεμελιά, παράφωνος φάλτσος,
desenfocado [ντεσενφοκάδο] (επίθ.) desentonar [ντεσεντονάρ] (ρ.) παρα-
ανεστίαστος. φωνώ.
desenfrenado [ντεσενφρενάδο] (επίθ.) desentrañar [ντεσεν'τρανιάρ] (ρ.) ξε­
ξέφρενος αχαλίνωτος ασύδοτος, διαλύνω, αποκρυπτογραφώ, αποκω-
desenfrenar [ντεσενφρενάρ] (ρ.) απο­ δικοποιώ.
χαλινώνω, desentrenado [ντεσεν'τρενάδο] (επίθ.)
desenfreno [ντεσενφρένο] (ουσΥαρσ.) απροπόνητος αγύμναστος,
εκτραχηλισμός αποχαλίνωση, ελευ­ desentumecer [ντεσεντουμεθέρ] (ρ.)
θεριότητα, ξεμουδιάζω,
desengañado [ντεσενγανιάδο] (επίθ.) desenvainar [ντεσενβαϊνάρ] (ρ.) ξε­
απογοητευμένος, σπαθώνω,
desengañar [ντεσενγανιάρ] (ρ.) απο­ desenvoltura [ντεσενβολτούρα] (ουσ./
γοητεύω. θηλ.) 1: άνεση στην κίνηση και στη
desenganchar [ντεσενγαντσάρ] (ρ.) 1: συμπεριφορά, 2: αυτοπεποίθηση,
απαγκιστρώνω, 2: ξεζεύω, desenvolver [ντεσενβολβέρ] (ρ.) ξεδι­
desengaño [ντεσενγάνιο] (ουσ,/αρσ.) πλώνω.
απογοήτευση, desenvolverse [ντεσενβολβέρσε] (ρ.)
desengrasar [ντεσενγρασάρ] (ρ.) απο­ 1: ελίσσομαι, 2: αναπτύσσομαι,
λιπαίνω. desenvolvimiento [ντεσενβολβιμιέν'το]
desenlace [ντεσενλάθε] (ουσ/αρσ.) έκ­ (ουσ,/αρσ.) εξέλιξη, πρόοδος

204
desgarbo

desenvuelto [ντεσενβουέλτο] (επίθ.) ση.


ευφραδής. desfallecer [ντεσφαγεθέρ] (ρ.) εξασθε-
deseo [ντεσέο] (ουσ7αρσ.) επιθυμία, νώ, λιποθυμώ,
ευχή. desfallecido [ντεσφαγιεθίδο] (επίθ.) εξα-
deseoso [ντεσεόσο] (επίθ.) επιθυμητός, σθενημένος αδύναμος,
ποθητός. desfallecimiento [ντεσφαγεθιμιέν'το]
desequilibrado [ντεσεκιλιμπράδο] (επίθ.) (ουσΥαρσ.) λιποθυμία,
ανισόρροπος ψυχασθενής desfasado [ντεσφασάδο] (επίθ.) απαρ­
desequilibrar [ντεσεκιλιμπράρ] (ρ.) δια- χαιωμένος παλιομοδίτικος, ξεπερα­
ταράσσω την ισορροπία, σμένος.
desequilibrio [ντεσεκιλίμπριο] (ουσ./ desfasar [ντεσφασάρ] (ρ.) αποσυγχρο-
αρσ.) ανισορροπία, αστάθεια, νίζω.
deserción [ντεσερθιόν] (ουσ./θηλ.) λι­ desfase [ντεσφάσε] (ουσ,/αρσ.) χάσμα,
ποταξία, εγκατάλειψη, desfavorable [ντεσφαβοράμπλε] (επίθ.)
desertar [ντεσερτάρ] (ρ.) λιποτακτώ, δυσμενής αντίξοος
αυτομολώ. desfavorecer [ντεσφαβορεθέρ] (ρ.) (γ'
desértico [ντεσέρτικο] (επίθ.) έρημος ενικό - γ'πληθυντικό) δεν κολακεύει,
άγονος. desfiguración [ντεσφιγουραθιόν] (ουσ./
desertor [ντεσερτόρ] (ουσ,/αρσ.) λιπο­ θηλ.) παραμόρφωση, αλλοίωση, πα-
τάκτης ραποίηση.
desesperación [ντεσεσπεραθιόν] (ουσ./ desfigurado [ντεσφιγουρόδο] (επίθ.) πα­
θηλ.) απελπισία, ραμορφωμένος αλλοιωμένος παρα­
desesperado [ντεσεσπεράδο] (επίθ.) ποιημένος
απελπισμένος, desfigurar [ντεσφιγουράρ] (ρ.) παρα­
desesperante [ντεσεσπεράν'τε] (επίθ.) μορφώνω, αλλοιώνω, παραποιώ,
απεγνωσμένος, desfiladero [ντεσφιλαδέρο] (ουσΥαρσ.)
desesperanza [ντεσεσπεράνθα] (ουσ./ φαράγγι.
θηλ.) έλλειψη ελπίδας απαισιοδοξία, desfilar [ντεσφιλάρ] (ρ.) παρελαύνω,
desesperanzar [ντεσεσπερανθάρ] (ρ.) απελ­ desfile [ντεσφίλε] (ουσ,/αρσ.) παρέλα­
πίζω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, ση.
desesperarse [ντεσεσπεράρσε] (ρ.) απελ­ desflorar [ντεσφλοράρ] (ρ.) ξεπαρθε­
πίζομαι, απογοητεύομαι νεύω.
desespero [ντεσεσπέρο] (ουσ^αρσ.) απελ­ desfogar [ντεσφογάρ] (ρ.) ξεσπώ.
πισία απόγνωση, desgaire [ντεσγάιρε] (ουσ,/αρσ.) ατη-
desestimar [ντεσεστιμάρ] (ρ.) απορρί­ μελησία.
πτω. desgajar [ντεσγαγάρ] (ρ.) σπάω, απο­
desfachatado [ντεσφατσατάδο] (επίθ.) σπώ, αποκόβω,
αναιδής θρασύς, desgana [ντεσγάνα] (ουσ/θηλ.) ακε­
desfachatez [ντεσφατσατέθ] (ουσ,/θηλ.) φιά, ανορεξία,
αδιαντροπιά, θράσος αναισχυντία, desganado [ντεσγανάδο] (επίθ.) χωρίς
desfalcar [ντεσφαλκάρ] (ρ.) σφετερί­ όρεξη, άκεφος.
ζομαι, καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι, desgarbado [ντεσγαρμπάδο] (επίθ.)
desfalco [ντεσφάλκο] (ουσΛιρσ.) σφε- αδέξιος άγαρμπος,
τερισμός κατάχρηση, εκμετάλλευ­ desgarbo [ντεσγάρμπο] (ουσ,/αρσ.) αδε­

205
desgarrador

ξιότητα. deshelar [ντεσελάρ] (ρ.) ξεπαγώνω, λιώ­


desgarrador [ντεσγαραδόρ] (επίθ.) σπα­ νω.
ραξικάρδιος μελοδραματικός, desherbar [ντεσερμπάρ] (ρ.) ξεχορτα­
desgarrar [ντεσγαράρ] (ρ.) ξεσκίζω, ριάζω.
desgarro [ντεσγάρο] (ουσΥαρσ.) σχί­ desheredar [ντεσερεδάρ] (ρ.) αποκλη­
σιμο, κόψιμο, αμυχή, ρώνω.
desgastar [ντεσγαστάρ] (ρ.) φθείρω, deshidratación [ντεσιδραταθιόν] (ουσΥ
desgaste [ντεσγάστε] (ουσΥαρσ.) φθο­ θηλ.) αφυδάτωση,
ρά. deshidratado [ντεσιδρατάδο] (επίθ.)
desglosar [ντεσγλοσάρ] (ρ.) αποσπώ, αφυδατωμένος,
desgobernado [ντεσγομπερνάδο] (επίθ.) deshidratar [ντεσιδρατάρ] (ρ.) αφυδα­
κακοκυβερνημένος τώνω.
desgobernar [ντεσγομπερνάρ] (ρ.) κα­ deshidratarse [ντεσιδρατάρσε] (ρ.) αφυ­
κοκυβερνώ, κακοδιαχειρίζομαι. δατώνομαι,
desgobierno [ντεσγομπιέρνο] (ουσΥ deshielo [ντεσιέλο] (ουσΥαρσ.) ξεπά-
αρσ.) κακοδιαχείριση, γωμα, λιώσιμο.
desgracia [ντεσγράθια] (ουσΥθηλ.) δυ­ deshilacharse [ντεσιλατσάρσε] (ρ.) ξε­
στυχία, δυσμένεια, ατυχία, φτίζω.
desgraciadamente [ντεσγραθιάδαμεν'τε] deshilar [ντεσιλάρ] (ρ.) ξηλώνω,
(επίρρ.) δυστυχώς deshilvanado [ντεσιλβανάδο] (επίθ.)
desgraciado [ντεσχραθιάδο] (επίθ.) δυ­ ασύνδετος,
στυχισμένος κακόμοιρος άχαρος άτυ­ deshilvanar [ντεσιλβανάρ] (ρ.) ξετρυ­
χος πώνω.
desgraciar [ντεσγραθιάρ] (ρ.) 1: απο­ deshinchar [ντεσιντσάρ] (ρ.) ξεφου­
τυγχάνω, 2: καταστρέφω, σκώνω.
desgranar [ντεσγρανάρ] (ρ.) αλωνίζω, deshojar [ντεσοχάρ] (ρ.) μαδώ.
desgravar [ντεσγραβάρ] (ρ.) εκπίπτω, deshoje [ντεσόχε] (ουσΥαρσ.) φυλλορ-
μειώνω. ρόημα.
desgreñado [ντεσγρενιάδο] (επίθ.) ξε­ deshollinar [ντεσογινάρ] (ρ.) καθαρί­
μαλλιασμένος αναμαλλιασμένος. ζω την καμινάδα,
desguarnecer [ντεσγουαρνεθέρ] (ρ.) deshonestidad [ντεσονεστιδάδ] (ουσΥ
απογυμνώνω, θηλ.) ανεντιμότητα,
deshabitado [ντεσαμπιτάδο] (επίθ.) ακα­ deshonesto [ντεσονέστο] (επίθ.) ανέ­
τοίκητος ντιμος
deshacer [ντεσαθέρ] (ρ.) ξεκάνω, δια­ deshonor [ντεσονόρ] (ουσΥαρσ.) ατι­
λύω, χαλάω, καταστρέφω, μία.
deshacerse [ντεσαθέρσε] (ρ.) 1: εξαφα­ deshonorar [ντεσονοράρ] (ρ.) ατιμά­
νίζομαι, λειώνω, 2: ξεφορτώνομαι, ζω, εξευτελίζω, ντροπιάζω,
desharrapado [ντεσαραπάδο] (επίθ.) deshonra [ντεσόνρα] (ουσΥθηλ.) όνει­
ρακένδυτος κουρελής δος ντροπή, καταισχύνη,
deshebrar [ντεσεμπράρ] (ρ.) ξεβελο- deshonrar [ντεσονράρ] (ρ.) ατιμάζω,
νιάζω. βιάζω.
deshecho [ντεσέτσο] (επίθ.) 1: αδύνα­ deshonroso [ντεσονρόσο] (επίθ.) ατι­
μος 2: κομματιασμένος μωτικός προσβλητικός, αχρείος.

206
deslumbrar

deshora [ντεσόρα] (ουσ7θηλ.) ακα­ τρουιστής,


τάλληλη ώρα. desintoxicación [ντεσιν'τοξικαθιόν] (ουσ./
deshuesar [ντεσουεαάρ] (ρ.) 1: ξεκο­ θηλ.) αποτοξίνωση,
καλίζω, 2: βγάζω κουκούτσι, desintoxicarse [ντεσιν'τοξικάρσε] (ρ.)
desidia [ντεσίδια] (ουσ/θηλ.) οκνηρία, αποτοξινώνομαι.
τεμπελιά. desistir [ντεσιστίρ] (ρ.) υποχωρώ, πα­
desidioso [ντεσιδιόσο] (επίθ.) οκνη­ ραιτούμαι,
ρός τεμπέλης deslavar [ντεσλαβάρ] (ρ.) ξεθωριάζω,
desierto [ντεσιέρτο] 1: (ουσΥαρσ.) έρη­ αποχρωματίζω,
μος 2: (επίθ.) έρημος άδειος, deslavazado [ντεσλαβαθάδο] (επίθ.)
designación [ντεσιγναθιόν] (ουσ,/θηλ.) ξεθωριασμένος, άχρωμος,
1: ονομασία, 2: υπόδειξη, desleal [ντεσλεάλ] (επίθ.) άπιστος,
designar [ντεσιγνάρ] (ρ.) 1: ονομάζω, deslealtad [ντεσλεαλτάδ] (ουσ./θηλ.)
2: υποδεικνύω, απιστία,
designio [ντεσίγνιο] (ουσ7αρσ.) σχέ­ desleír [ντεσλεΐρ] (ρ.) διαλύω,
διο. deslenguado [ντεσλενγκουάδο] (επίθ.)
desigual [ντεσιγουάλ] (επίθ.) ανόμοιος βρομόγλωσσος αισχρολόγος βωμο­
άνισος. λόχος.
desigualdad [ντεσιγουαλδάδ] (ουσ./ deslenguarse [ντεσλενγουάρσε] (ρ.)
θηλ.) ανομοιότητα, ανισότητα, βρίζω, γλωσσοτρώω.
desilusión [ντεσιλουσιόν] (ουσ/θηλ.) desliar [ντεσλιάρ] (ρ.) ξελύνω, ξεδένω.
απογοήτευση, desligado [ντεσλιγάδο] (επίθ.) λυμέ­
desilusionar [ντεσιλουσιονάρ] (ρ.) απο­ νος.
γοητεύω. desligar [ντεσλιγάρ] (ρ.) λύνω, χωρί­
desilusionarse [ντεσιλουσιονάρσε] (ρ.) ζω.
απογοητεύομαι, desliz [ντεσλίθ] (ουσ ./αρσ.) παραστρά­
desinencia [ντεσινένθια] (ουσ,/θηλ.) τημα, σφάλμα, γλίστρημα,
(Γραμμ.) κατάληξη, deslizamiento [ντεσλιθαμιέν'το] (ουσ./
desinfección [ντεσινφεκθιόν] (ουσ./ αρσ.) ολίσθημα, γλίστρημα,
θηλ.) απολύμανση, deslizarse [ντεσλιθάρσε] (ρ.) ολισθαί­
desinfectante [ντεσινφεκτάν'τε] (επίθ.) νω, γλιστρώ,
απολυμαντικός, deslomar [ντεσλομάρ] (ρ.) ξεθεώνω,
desinfectar [ντεσινφεκτάρ] (ρ.) απολυ­ εξαντλώ.
μαίνω. deslomarse [ντεσλομάρσε] (ρ.) ξεθεώ­
desinflado [ντεσινφλάδο] (επίθ.) ξεφού­ νομαι, εξαντλούμαι,
σκωτος. deslucido [ντεσλουθίδο] (επίθ.) ξεθω­
desintegración [ντεσιν^εγραθιόν] (ουσ/ ριασμένος θαμπός άτονος,
θηλ.) διάσπαση, αποσύνθεση, διάλυση, deslucimiento [ντεσλουθιμιέν'το] (ουσ./
desintegrar [ντεσιν/τεγράρ] (ρ.) διασπώ, αρσ.) θαμπάδα, ατονία,
αποσυνθέτω, διαλύω, deslucir [ντεσλουθίρ] (ρ.) θαμπώνω,
desinterés [ντεσιν'τερές] (ουσ7αρσ.) θολώνω.
1: αδιαφορία, 2: αφιλοκέρδεια, deslumbrante [ντεσλουμ'μπράν'τε] (επίθ.)
desinteresado [ντεσιν'τερεσάδο] (επίθ.) εκθαμβωτικός,
1: αδιάφορος 2: αφιλοκερδής αλ­ deslumbrar [ντεσλουμ'μπράρ] (ρ.) θα­

207
deslustrado

μπώνω. desmentir [ντεσμεν'τίρ] (ρ.) διαψεύ-


deslustrado [ντεσλουστράδο] (επίθ.) δω, αντικρούω, ανατρέπω,
αγυάλιστος. desmenuzable [ντεσμενουθάμπλε] (επίθ.)
deslustrar [ντεσλουστράρ] (ρ.) θα­ ευθρυμμάτιστος
μπώνω. desmenuzar [ντεσμενουθάρ] (ρ.) θρυμ­
desmán [ντεσμάν] (ουσ./αρσ.) βρισιά, ματίζω.
προσβολή, desmesurado [ντεσμεσουράδο] (επίθ.)
desmaña [ντεσμάνια] (ουσΥθηλ.) αδε­ υπέρμετρος υπερβολικός,
ξιότητα. desmesurarse [ντεσμεσουράρσε] (ρ.)
desmañado [ντεσμανιάδο] (επίθ.) αδέ­ αυθαδιάζω.
ξιος. desmilitarización [ντεσμιλιταριθαθιόν]
desmandado [ντεσμανδάδο] (επίθ.) ανε­ (ουσΥθηλ.) αποστρατιωτικοποίηση,
ξέλεγκτος desmilitarizar [ντεσμιλιταριθάρ] (ρ.)
desmantelar [ντεσμαν'τελάρ] (ρ.) 1: αποστρατιωτικοποιώ.
κατεδαφίζω, γκρεμίζω, 2: εγκαταλεί­ desmirriado [ντεσμιριάδο] (επίθ.) αδύ­
πω, 3: σπάω. ναμος ασθενής,
desmayado [ντεσμαγιάδο] (επίθ.) λι­ desmochar [ντεσμοτσάρ] (ρ.) κλαδεύω,
πόθυμος αναίσθητος, desmoche [ντεσμότσε] (ουσΥαρσ.) κλά­
desmayarse [ντεσμαγιάρσε] (ρ.) λιπο­ δεμα.
θυμώ. desmontable [ντεσμον'τάμπλε] (επίθ.)
desmayo [ντεσμάγιο] (ουσ,/αρσ.) λι­ αποσυνδεόμενος διαχωρισμένος,
ποθυμία. desmontar [ντεσμον'τάρ] (ρ.) 1: απο­
desmedido [ντεσμεδίδο] (επίθ.) υπέρ­ συνδέω, διαλύω, 2: ξηλώνω, 3: γκρε­
μετρος υπερβάλλων. μίζω, 4: ξεπεζεύω,
desmedirse [ντεσμεδίρσε] (ρ.) παρα­ desmonte [ντεσμόν'τε] (ουσΥαρσ.) ισο-
κάνω, υπερβάλλω, υπερβαίνω, πέδωση, αποψίλωση,
desmedrado [ντεμεδράδο] (επίθ.) κα­ desmoralizador [νιεσμοραλιθαδόρ] (επίθ.)
τεστραμμένος, αποθαρρυνπκός αποτρεπτικός απογοη-
desmedrar [ντεσμεδράρ] (ρ.) βλάπτω, τευπκός
καταστρέφω, desmoralizar [ντεσμοραλιθάρ] (ρ.) απο­
desmedro [ντεσμέδρο] (ουσΥαρσ.) βλά­ θαρρύνω, αποτρέπω,
βη. desmoronamiento [ντεσμοροναμιέν'το]
desmejorado [ντεσμεχοράδο] (επίθ.) (ουσΥαρσ.) κατάρρευση,
επιδεινωμένος, desmoronar [ντεσμορονάρ] (ρ.) φθεί­
desmejoramiento [ντεσμεχοραμιέν'το] ρω, χαλάω,
(ουσΥαρσ.) επιδείνωση, desmovilización [ντεσμοβιλιθαθιόν] (ουσ./
desmejorarse [ντεσμεχοράρσε] (ρ.) θηλ.) αποστράτευση,
επιδεινώνομαι, εξασθενώ. desmovilizar [ντεσμοβιλιθάρ] (ρ.) απο­
desmembración [ντεσμεμ'μττραθιόν] στρατεύω,
(ουσΥθηλ.) διαμελισμός. desnacionalización [ντεσναθιοναλιθα-
desmembrar [ντεσμεμ'μπράρ] (ρ.) δια­ θιόν] (ουσΥθηλ.) απεθνικοποίηση.
μελίζω. desnacionalizado [ντεσναθιοναλιθά-
desmemoriado [ντεσμεμοριάδο] (επίθ.) δο] (επίθ.) απεθνικοποιημένος.
αμνήμων, αμελής ξεχασιάρης desnacionalizar [ντεσναθιοναλιθάρ] (ρ.)

208
despachurrar

απεθνικοποιώ. desoír [ντεσοΐρ] (ρ.) αδιαφορώ, απα­


desnatar [ντεσνατάρ] (ρ.) αποβουτυ­ ξιώ, αγνοώ,
ρώνω. desolación [ντεσολαθιόν] (ουσ./θηλ.)
desnaturalizado [ντεσνατουραλιθάδο] ρήμαγμα, ερήμωση, αφανισμός.
(επίθ.) αφύσικος, desolado [ντεσολάδο] (επίθ.) έρημος
desnaturalizar [ντεανατουραλιθάρ] (ρ.) θλιμμένος κατηφής.
παραποιώ, μεταλλάσσω, desolador [ντεσολαδόρ] (επίθ.) οδυ­
desnivel [ντεσνιβέλ] (ουσ./αρσ.) ανι­ νηρός επίπονος,
σότητα. desolar [ντεσολάρ] (ρ.) ερημώνω, ρη­
desnivelado [ντεσνιβελάδο] (επίθ.) 1: μάζω, συντρίβω,
τραχύς, 2: ασταθής, desolladero [ντεσογιαδέρο] (ουσ./
desnivelar [ντεσνιβελάρ] (ρ.) κάνω κά­ αρσ.) σφαγείο,
τι ανισόπεδο, διαταράσσω την ισορ­ desollado [ντεσογιάδο] (επίθ.) θρα­
ροπία. σύ ς αναιδής
desnucar [ντεσνουκάρ] (ρ.) ξεσβερκιά- desolladura [ντεσογιαδούρα] (ουσ./
ζω. θηλ.) εκδορά, γδάρσιμο.
desnuclearizado [ντεσνουκλεαριθάδο] desollar [ντεσογιάρ] (ρ.) γδέρνω,
(επίθ.) αποπυρηνικοποιημένος, desorden [ντεσόρδεν] (ουσ7αρσ.)
desnudar [ντεσνουδάρ] (ρ.) γδύνω, γυ­ αταξία, ακαταστασία, μπέρδεμα,
μνώνω, ξεντύνω, desordenado [ντεσορδενάδο] (επίθ.)
desnudez [ντεσνουδέθ] (ουσ,/θηλ.) γύ­ ακατάστατος ατακτοποίητος (καθ.)
μνια. τσαπατσούλης,
desnudo [ντεσνούδο] (επίθ.) γυμνός, desordenar [ντεσορδενάρ] (ρ.) διατα-
desnutrición [ντεσνουτριθιόν] (ουσ./ ράσσω, αναστατώνω,
θηλ.) υποσιτισμός, desorganización [ντεσοργανιθαθιόν]
desnutrido [ντεσνουτρίδο] (επίθ.) υπο­ (ουσ,/θηλ.) αποδιοργάνωση,
σιτισμένος, desorganizar [ντεσοργανιθάρ] (ρ.)
desobedecer [ντεσομπεδεθέρ] (ρ.) απει­ αποδιοργανώνω.
θαρχώ, παρακούω, desorientar [ντεσοριεν'τάρ] (ρ.) απο­
desobediencia [ντεσομπεδιένθια] (ουσ./ προσανατολίζω, ετεροκατευθύνω.
θηλ.) ανυπακοή, απειθαρχία, desovar [ντεσοβάρ] (ρ.) ωοτοκώ.
desobediente [ντεσομπεδιέντε] (επίθ.) desoxidar [ντεσοξιδάρ] (ρ.) ξεσκουριά­
ανυπάκουος, ζω.
desocupación [ντεσοκουπαθιόν] (ουσ./ despabilado [ντεσπαμπιλάδο] (επίθ.)
θηλ.) ανεργία, απραξία, ξύπνιος ζωηρός,
desocupado [ντεσοκουπάδο] 1: (ουσ./ despabilar [ντεσπαμπιλάρ] (ρ.) 1: αφαι-
αρσ.) άεργος, άνεργος 2: (επίθ.) άδειος ρώ την καύτρα, 2: ξυπνώ,
κενός despachador [ντεσπατσαδόρ] (ουσ./
desocupar [ντεσοκουπάρ] (ρ.) αδειά­ αρσ.) αποστολέας,
ζω, εκκενώνω, despachar [ντεσπατσάρ] (ρ.) 1: απο­
desodorante [ντεσοδοράν'τε] (ουσ./ στέλλω, 2: διεκπεραιώνω.
αρσ.) αποσμητικό, despacho [ντεσπάτσο] (ουσ,/αρσ.) γρα­
desodorizar [ντεσοδοριθάρ] (ρ.) απο- φείο, διεκπεραίωση,
σμώ. despachurrar [ντεσπατσουράρ] (ρ.) συ­

209
despacio

ντρίβω, συνθλίβω, μαλλιά, ξεχτενίζω,


despacio [ντεσπάθιο] (επίρρ.) αργά, σι- despejado [ντεσπεχάδο] (επίθ.) 1: ανέ­
γά. φ ελος 2: καθαρός διαυγής
despacito [ντεσπαθίτο] (επίρρ.) 1: σιγά- despejar [ντεσπεχάρ] (ρ.) 1: εκκενώ­
σιγά, αργά, 2: απαλά, νω, 2: καθαρίζω,
despampanante [ντεσπαμ'πανάν'τε] (επίθ.) despeje [ντεσπέχε] (ουσ,/αρσ.) εκκέ­
εντυπωσιακός εκθαμβωτικός, νωση.
desparejar [ντεσπαρεχάρ] (ρ.) χωρί­ despellejar [ντεσπεγιεχάρ] (ρ.) γδέρ­
ζω. νω.
desparejo [ντεσπαρέχο] (επίθ.) μονός, despeluzar [ντεσπελουθάρ] (ρ.) ανα­
desparramar [ντεσπαραμάρ] (ρ.) σκορ­ τριχιάζω.
πίζω, διασκορπίζω, σπαταλώ. despeñadero [ντεσπενιαδέρο] (ουσ./
despatarrar [ντεσπαταράρ] (ρ.) 1: σκο­ αρσ.) απότομος γκρεμός,
ντάφτω, 2: ανοίγω τα πόδια, despeñarse [ντεσπενιάρσε] (ρ.) 1: εκ­
despavorido [ντεσπαβορίδο] (επίθ.) έντρο­ σφενδονίζομαι, 2: γκρεμοτσακίζομαι.
μος κατατρομαγμένος despensa [ντεσπένσα] (ουσ,/θηλ.) μι­
despechar [ντεσπετσάρ] (ρ.) 1: εξοργί­ κρή αποθήκη για τρόφιμα,
ζω, 2: απογαλακτίζω, απεξαρτώ. desperdiciar [ντεσπερδιθιάρ] (ρ.) χα­
despecho [ντεσπέτσο] (ουσ7αρσ.) 1: ραμίζω, σπαταλώ.
έχθρα, 2: απογαλακτισμός, desperdicio [ντεσπερδίθιο] (ουσ/αρσ.)
despectivo [ντεσπεκτίβο] (επίθ.) περι­ απορρίμματα, υπολείμματα,
φρονητικός, desperdigar [ντεσπερδιγάρ] (ρ.) δια­
despedazar [ντεσπεδαθάρ] (ρ.) κομ­ σκορπίζω,
ματιάζω. desperezarse [ντεσπερεθάρσε] (ρ.) τε­
despedida [ντεσπεδίδα] (ουσ/θηλ.) 1: απο­ ντώνομαι, εκτείνομαι,
χαιρετισμός αποχωρισμός 2: απόλυση, desperfecto [ντεσπερφέκτο] (ουσ/αρσ.)
despedir [ντεσπεδίρ] (ρ.) 1: αποχαιρε­ ατέλεια ζημιά, ελάττωμα,
τώ, 2: ρίχνω, 3: αποδιώχνω, απολύω, despersonalizar [ντεσπερσοναλιθάρ]
despedirse [ντεσπεδίρσε] (ρ.) (de) 1: (ρ.) αποπροσωποποιώ.
αποχαιρετώ, 2: παραιτούμαι · me despertador [ντεσπερταδόρ] (ουσ/αρσ.)
despedí de él y me fui - τον χαιρέτησα ξυπνητήρι,
και έφυγα · se despidió de su trabajo despertar [ντεσπερτάρ] (ρ.) (α alguien)
- παραιτήθηκε από τη δουλειά του. αφυπνίζω, ξυπνώ κάποιον,
despegado [ντεσπεγάδο] (επίθ.) απο­ despertarse [ντεσπερτάρσε] (ρ.) ξυ­
σπασμένος ξεκολλημένος, πνώ · Ιναη se despierta a las 7 para ir
despegar [ντεσπεγάρ] (ρ.) αποσπώ, al trabajo - O Ιβάν ξυπνάει στις 7 για
ξεκολλώ. να πάει στη δουλειά,
despegarse [ντεσπεγάρσε] (ρ.) αποξε­ despiadado [ντεσπιαδάδο] (επίθ.) άσπλα­
νώνομαι, 2: απογειώνομαι, χνος ανάλγητος ανελέητος σκληρός
despegue [ντεσπέγε] (ουσ./αρσ.) απο­ despido [ντεσπίδο] (ουσ/αρσ.) 1: από­
γείωση. λυση, 2: αποζημίωση,
despeinado [ντεσπεϊνάδο] (επίθ.) αχτέ­ despierto [ντεσπιέρτο] (επίθ.) 1: ξύ­
νιστος. πνιος · estar despierto - είμαι ξύ­
despeinar [ντεσπεϊνάρ] (ρ.) χαλάω τα πνιος 2: έξυπνος · ser despierto - εί­

210
despreocupación

μαι έξυπνος, despoblado [ντεσπομπλάδο] (επίθ.)


despilfarrado [ντεσπιλφαράδο] (επίθ.) αραιοκατοικημένος,
σπάταλος, πολυδάπανος, despoblar [ντεσπομπλάρ] (ρ.) 1: απο­
despilfarrar [ντεσπιλφαράρ] (ρ.) σπα- γυμνώνω, 2: ερημώνω,
ταλώ, ξοδεύω, σκορπάω, despojar [ντεσποχάρ] (ρ.) αφαιρώ, ξε­
despilfarro [ντεσπιλφάρο] (ουσ./αρσ.) γυμνώνω,
οπτατάλη. despojo [ντεσπόχο] (ουσΥαρσ.) αρπα­
despintar [ντεσπιντάρ] (ρ.) ξεθωριά­ γή, απογύμνωση, λεηλασία,
ζω, ξεβάφω, despolvorear [ντεσπολβορεάρ] (ρ.)
despiojar [ντεσπιοχάρ] (ρ.) ξεψειρίζω. ξεσκονίζω,
despistado [ντεσπιστάδο] (επίθ.) αφη- desportillar [ντεσπορτιγιάρ] (ρ.) ραγί­
ρημένος. ζω.
despistar [ντεσπιστάρ] (ρ.) παραπλα­ desposado [ντεσποσάδο] (επίθ.) νιό­
νώ. παντρος νεόνυμφος,
despiste [ντεσπίστε] (ουσΥαρσ.) 1: πα­ desposar [ντεσποσάρ] (ρ.) παντρεύω,
ρέκκλιση, 2: αφηρημάδα, desposarse [ντεσποσάρσε] (ρ.) πα­
desplantador [ντεοπτλαν'ταδόρ] (ουσ./ ντρεύομαι,
αρσ.) μυστρί, déspota [ντέσποτα] (ουσΥαρσ.) τύ­
desplantar [ντεσπλαν'τάρ] (ρ.) ξερι­ ραννος σατράπης,
ζώνω. despotismo [ντεσποτίσμο] (ουσΥαρσ.)
desplante [ντεσπλάν'τε] (ουσ,/αρσ.) 1: δεσποτισμός σατραπισμός,
κακή στάση του σώματος, 2: αναίδεια, despreciable [ντεσπρεθιάμπλε] (επίθ.)
θρασυτητα. αξιοκαταφρόνητος ποταπός.
desplazado [ντεσπλαθάδο] (επίθ.) με­ despreciar [ντεσπρεθιάρ] (ρ.) κατα­
τατοπισμένος, εκτοπισμένος, φρονώ, περιφρονώ,
desplazamiento [ντεσπλαθαμιέν'το] (ουσ./ despreciativo [ντεσπρεθιατίβο] (επίθ.)
αρσ.) μετατόπιση, μετακίνηση, μετάθε­ υποτιμητικός,
ση. desprecio [ντεσπρέθιο] (ουσΥαρσ.) κα­
desplazar [ντεσπλαθάρ] (ρ.) 1: μετατο­ ταφρόνηση, περιφρόνηση,
πίζω, μετακινώ, μεταθέτω, 2: αντικα­ desprender [ντεσπρεν'ντέρ] (ρ.) 1: απο­
θιστώ. χωρίζω, αποκολλώ, 2: αποσπώ, 3: ανα­
desplegar [ντεσπλεγάρ] (ρ.) 1: ξεδι­ δίδω.
πλώνω, 2: αναπτύσσω, 3: απλώνω, desprenderse [ντεσπρεν'ντέρσε] (ρ.)
despliegue [ντεσπλιέγε] (ουσ,/αρσ.) 1: (de) 1: αποχωρίζομαι, 2: συνάγεται ·
ξεδίπλωμα, 2: ανάπτυξη, 3: εξάπλω- era difícil desprenderse de sus amigos -
ση. ήταν δύσκολο να αποχωριστεί τους
desplomarse [ντεσπλομάρσε] (ρ.) σω­ φίλους του.
ριάζομαι, καταρρέω, desprendido [ντεοπρεν'ντίδο] (επίθ.)
desplome [ντεσπλόμε] (ουσΥαρσ.) 1: γενναιόδωρος ανοιχτοχέρης (καθ.)
κλίση, 2: κατάρρευση, πτώση, γαλαντόμος,
desplumar [ντεσπλουμάρ] (ρ.) ξεπου­ desprendimiento [ντεσπρεν'ντιμιέν'το]
πουλιάζω, μαδώ. (ουσΥαρσ.) αποκόλληση, απόσπαση,
despoblación [ντεσπομπλαθιόν] (ουσΥ despreocupación [ντεσπρεοκουπαθιόν]
θηλ.) πληθυσμιακή μείωση. (ουσΥθηλ.) ξεγνοιασιά, ανεμελιά.

211
despreocupado

despreocupado [ντεσπρεοκουπάδο] (επίθ.) ζω, 2: ξεσκεπάζω,


αμέριμνος ξέγνοιαστος, ανέμελος destartalado [ντεσταρταλάδο] (επίθ.)
despreocuparse [ντεσπρεοκουπάρσε] 1: ασύμμετρος δυσανάλογος 2:
(ρ.) ξεγνοιάζω, ακατάστατος,
desprestigiar [ντεσπρεστιχιάρ] (ρ.) δυ­ destejer [ντεστεχέρ] (ρ.) ξηλώνω,
σφημώ, διαβάλλω, συκοφαντώ, destellar [ντεστεγιάρ] (ρ.) λαμπυρίζω,
desprestigio [ντεσπρεστίχιο] (ουσ./ σπινθηροβολώ,
αρσ.) δυσφήμιση, (μτφ.) ρετσινιά, destello [ντεστέγιο] (ουσ7αρσ.) λα-
desprevenido [ντεσπρεβενίδο] (επίθ.) μπύρισμα, λάμψη,
απροετοίμαστος ανέτοιμος απροει­ destemplado [ντεστεμ'πλάδο] (επίθ.)
δοποίητος παράτονος,
desproporción [ντεσπροπορθιόν] (ουσ./ destemplanza [ντεστεμ'πλάνθα] (ουσ./
θηλ) δυσαναλογία. θηλ.) παρατονία,
desprovisto [ντεσπροβίστο] (επίθ.) άνευ, destemplar [ντεστεμ'πλάρ] (ρ.) ξε-
χωρίς κουρδίζω, αναστατώνω,
después [ντεσπουές] (επίρρ.) μετά, κα­ destemplarse [ντεστεμ'πλάρσε] (ρ.)
τόπιν · después de - μετά από. εξοργίζομαι, θυμώνω,
despuntado [ντεσπουν'τάδο] (επίθ.) desteñido [ντεστενίδο] (επίθ.) ξεθω­
αμβλύστομος. ριασμένος ξεβαμμένος,
despuntar [ντεσπουν'τάρ] (ρ.) αμβλύ­ desteñir [ντεστενίρ] (ρ.) ξεβάφω,
νω. desternillarse [ντεστερνιγιάρσε] (ρ.)
desquiciar [ντεσκιθιάρ] (ρ.) τρελαίνω, ξεκαρδίζομαι,
αναστατώνω, desterrado [ντεστεράδο] (επίθ.) εξό­
desquitarse [ντεσκιτάρσε] (ρ.) απο­ ριστος.
ζημιώνομαι, ανταμείβομαι, ανταπο­ desterrar [ντεστεράρ] (ρ.) εξορίζω,
δίδω. destetar [ντεστετάρ] (ρ.) απογαλακτί­
desquite [ντεσκίτε] (ουσ,/αρσ.) 1: απο­ ζω.
ζημίωση, ανταμοιβή, ανταπόδοση, destierro [ντεστιέρο] (ουσ7αρσ.) εξο­
2: εκδίκηση, ρία.
desrazonable [ντεσραθονάμπλε] (επίθ.) destilación [ντεστιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
εξωφρενικός παράλογος απόσταξη,
destacado [ντεστακάδο] (επίθ.) εξέ- destiladera [ντεστιλαδέρα] (ουσ/θηλ.)
χων, ξεχωριστός, αποστακτήρας.
destacamento [ντεστακαμέν'το] (ουσ./ destilador [ντεστιλαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) απόσπασμα. ποτοποιός.
destacar [ντεστακάρ] (ρ.) ξεχωρίζω, απο­ destilar [ντεστιλάρ] (ρ.) αποστάζω,
σπώ. destilatorio [ντεστιλατόριο] (ουσ./
destacarse [ντεστακάρσε] (ρ.) εξέχω, αρσ.) αποστακτήριο.
διαπρέπω. destilería [ντεστιλερία] (ουσ,/θηλ.) δι­
destajar [ντεσταχάρ] (ρ.) 1: κόβω την υλιστήριο,
τράπουλα, 2: τεμαχίζω, destinar [ντεστινάρ] (ρ.) προορίζω,
destajo [ντεστάχο] (ουσ,/αρσ.) εξαντ­ διορίζω.
λητική εργασία, destinatario [ντεστινατάριο] (ουσ,/αρσ.)
destapar [ντεσταπάρ] (ρ.) 1: εκπωματί­ παραλήπτης

212
desventaja

destino [ντεστίνο] (ουσ./αρσ.) προορι­ desunión [ντεσουνιόν] (ουσ/θηλ.) δι­


σμός μοίρα, πεπρωμένο, χόνοια.
destitución [ντεστπουθιόν] (ουσ/θηλ.) desunir [ντεσουνίρ] (ρ.) διχάζω χωρί­
απόλυση. ζω.
destituir [ντεστιτουίρ] (ρ.) απομακρύ- desusado [ντεσουσάδο] (επίθ.) πα-
νω, απολύω, νάρχαιος παμπάλαιος
destorcer [ντεστορθέρ] (ρ.) ξεστρίβω, desuso [ντεσούσο] (ουσ./αρσ.) αχρη­
ισιώνω. στία.
destornillado [ντεστορνιγιόδο] (επίθ.) desvaído [ντεσβαίδο] (επίθ.) 1: χλω­
τρελός. μός θολός 2: αβοήθητος,
destornillador [ντεστσρνιγιαδόρ] (ουσ/ desvainar [ντεσβαϊνάρ] (ρ.) αποφλοιώ­
αρσ.) κατσαβίδι, νω.
destornillar [ντεστορνιγιάρ] (ρ.) ξεβι­ desvalido [ντεσβαλίδο] (επίθ.) άπο­
δώνω. ρος ανήμπορος ανυπεράσπιστος
destrabar [ντεστραμπάρ] (ρ.) αποδε- αδύναμος,
σμέυω, απελευθερώνω, desvalijar [ντεσβαλιχάρ] (ρ.) λεηλατώ,
destrabarse [ντεστραμπόρσε] (ρ.) κλέβω.
αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι, desvalorización [ντεσβαλοριθαθιόν] (ουσ/
destreza [ντεστρέθα] (ουσ/θηλ.) δεξιότητα, θηλ) υποτίμηση,
ικανότητα desvalorizar [ντεσβαλοριθάρ] (ρ.) υπο­
destripar [ντεστριπάρ] (ρ.) ξεκοιλιά­ τιμώ.
ζω. desván [ντεσβάν] (ουσ/αρσ.) σοφίτα,
destronamiento [ντεστροναμιέν'το] (ουσ/ desvanecerse [ντεσβανεθέρσε] (ρ.) 1:
αρσ.)εκθρόνιση. διαλύομαι, 2: χάνομαι, λιποθυμώ,
destronar [ντεστρονάρ] (ρ.) εκθρονί­ desvanecido [ντεσβανεθίδο] (επίθ.) λι­
ζω. πόθυμος
destroncar [ντεστρονκάρ] (ρ.) 1: δια­ desvanecimiento [ντεσβανεθιμιέν'το]
κόπτω, 2: ξεριζώνω δέντρο, (ουσ/αρσ.) 1: εξαφάνιση, 2: ξεθώ-
destrozar [ντεστροθάρ] (ρ.) καταστρέ­ ριασμα, 3: λιποθυμία,
φω, χαλάω, συντρίβω, desvariar [ντεσβαριάρ] (ρ.) παραλη­
destrozo [ντεστρόθο] (ουσ/αρσ.) όλε­ ρώ, παραμιλώ,
θρος καταστροφή, ζημιά, desvarío [ντεσβαρίο] (ουσ/αρσ.) πα­
destrucción [ντεστρουκθιόν] (ουσ/θηλ.) ραλήρημα, παραμιλητό,
καταστροφή, desvelado [ντεσβελάδο] (επίθ.) άυ-
destructible [ντεστρουκτίμπλε] (επίθ.) πνος άγρυπνος,
ολέθριος καταστροφικός desvelarse [ντεσβελάρσε] (ρ.) ξαγρυ-
destructivo [ντεστρουκτίβο] (επίθ.) πνώ, επαγρυπνώ,
καταστρεπτικός, desvelo [ντεσβέλο] (ουσ/αρσ.) επα­
destructor [ντεστρουκτόρ] (ουσ/αρσ.) γρύπνηση,
1: καταστροφέας 2: αντιτορπιλικό. desvencijado [ντεσβενθιχάδο] (επίθ.)
destruir [ντεστρουίρ] (ρ.) καταστρέ­ ξεχαρβαλωμένος σαραβαλιασμένος
φω. desvencijar [ντεσβενθιχάρ] (ρ.) κομ­
desuello [ντεσουέγιο] (ουσ/αρσ.) γδάρ- ματιάζω.
σιμο. desventaja [ντεσβεντάχα] (ουσ/θηλ.)

213
desventajoso

μειονέκτημα, χνευτής.
desventajoso [ντεσβεν'ταχόσο] (επίθ.) detención [ντετενθιόν] (ουσΥθηλ.)
μειονεκτικός, σταμάτημα, κράτηση,
desventura [ντεοβεντούρα] (ουσΥθηλ.) detener [ντετενέρ] (ρ.) 1: ανακόπτω,
δυστυχία, συμφορά, αναποδιά, σταματώ, 2: συλλαμβάνω,
desventurado [ντεσβεντουράδο] (επίθ.) detenerse [ντετενέρσε] (ρ.) σταματώ,
δυστυχής, δύσμοιρος, detenidamente [ντετενιδαμέν'τε] (επίρρ.)
desvergonzado [ντεσβενγονθάδο] (επίθ.) προσεκτικά,
ξεδιάντροπος αναίσχυντος detenido [ντετενίδο] (ουσΥαρσ.) κρα­
desvergüenza [ντεσβεργουένθα] (ουσΥ τούμενος φυλακισμένος,
θηλ.) ξεδιαντροπιά. detergente [ντετερχέν'τε] (ουσΥαρσ.)
desvestir [ντεσβεστίρ] (ρ.) γδύνω, απορρυπαντικό,
desviación [ντεσβιαθιόν] (ουσΥθηλ.) deteriorado [ντετεριοράδο] (επίθ.) φθαρ­
1: παρεκτροπή, παρέκκλιση, απόκλι­ μένος χαλασμένος
ση, 2: σκολίωση, deteriorar [ντετεριοράρ] (ρ.) φθείρω,
desviar [ντεσβιάρ] (ρ.) εκτρέπω, πα­ deterioro [ντετεριόρο] (ουσΥαρσ.)
ρεκκλίνω, φθορά, ζημιά,
desvincular [ντεσβινκουλάρ] (ρ.) απο- determinación [ντετερμιναθιόν] (ουσΥ
δεσμεϋω, απελευθερώνω, θηλ.) 1: καθορισμός 2: αποφασιστι­
desvío [ντεσβίο] (ουσΥαρσ.) παρέκκλι­ κότητα, 3: απόφαση,
ση, παράκαμψη, determinado [ντετερμινάδο] (επίθ.) 1:
desvirgar [ντεσβιργάρ] (ρ.) διακορεύω, ορισμένος καθορισμένος 2: αποφα­
ξεπαρθενεύω, σισμένος.
desvivirse [ντεσβιβίρσε] (ρ.) επιδει­ determinar [ντετερμινάρ] (ρ.) προσ­
κνύω ζήλο. διορίζω, καθορίζω, αποφασίζω,
detalladamente [ντεταγιαδαμέν'τε] (επίρρ.) detestable [ντετεστάμπλε] (επίθ.) απε­
λεπτομερώς χθής μισητός αποκρουστικός
detallado [ντεταγιάδο] (επίθ.) λεπτο- detestar [ντετεστάρ] (ρ.) απεχθάνο-
μερής. μαι, μισώ, αποστρέφομαι.
detallar [ντεταγιάρ] (ρ.) εκθέτω λεπτο­ detonación [ντετοναθιόν] (ουσΥθηλ.)
μερώς έκρηξη.
detalle [ντετάγε] (ουσΥαρσ.) λεπτομέ­ detonador [ντετοναδόρ] (ουσ,/αρσ.)
ρεια. πυροκροτητής,
detallista [ντεταγίστα] 1: (ουσ./αρσ.+ detonar [ντετονάρ] (ρ.) εκρήγνυμαι,
θηλ.) έμπορος λιανικής 2: (επίθ.) λε­ detracción [ντετρακθιόν] (ουσΥθηλ.)
πτομερής, δυσφήμιση, διαβολή, συκοφαντία,
detección [ντετεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: διασυρμός.
ανίχνευση, 2: ανακάλυψη, εντοπι- detractor [ντετρακτόρ] (ουσΥαρσ.) δυ-
σμός. σφημιστής συκοφάντης,
detectar [ντετεκτάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, detraer [ντετραέρ] (ρ.) αφαιρώ, απο­
2: ανακαλύπτω, εντοπίζω, σπώ.
detective [ντετεκτίβε] (ουσΥαρσ.) ντε- detrás [ντετράς] (επίρρ.) πίσω · detrás
τέκτιβ. de - πίσω από.
detector [ντετεκτόρ] (ουσΥαρσ.) ανι­ detrimento [ντετριμιέν'το] (ουσΥαρσ.)

214
diamantista

φθορά, ζημιά, diabetes [ντιαμπέτες] (ουσ./θηλ.) (Ιατρ.)


detritus [ντετρίτους] (ουσ,/αρσ.) 1: διαβήτης
συντρίμμια, χαλάσματα, 2: τρίμματα diabético [ντιαμπέτικο] (επίθ.) διαβη­
βράχων. τικός.
deuda [ντέουδα] (ουσ,/θηλ.) χρέος diablillo [ντιαμπλίγιο] (ουσ./αρσ.) δια­
οφειλή. βολάκι.
deudo [ντέουδο] (ουσ7αρσ.) συγγε­ diablo [ντιάμπλο] (ουσ,/αρσ.) διάβο­
νής. λο ς δαίμονας,
deudor [ντεουδόρ] (ουσ,/αρσ.) χρεώ­ diablura [ντιαμπλούρα] (ουσ,/θηλ.)
στης, οφειλέτης, διαβολιά, ζαβολιά,
devaluación [ντεβαλουαθιόν] (ουσ./ diabólico [ντιαμπόλικο] (επίθ.) διαβο­
θηλ.) υποτίμηση, λικός σατανικός,
devaluar [ντεβαλουάρ] (ρ.) υποτιμώ, diácono [ντιάκονο] (ουσ./αρσ.) διάκο­
devanado [ντεβανάδο] (ουσ,/αρσ.) τύ­ νος.
λιγμα σύρματος, diadema [ντιαδέμα] (ουσ7θηλ.) διά­
devanador [ντεβαναδόρ] (ουσ,/αρσ.) δημα, βασιλικό στέμμα,
πηνίο, καρούλι, diáfano [ντιάφανο] (επίθ.) διαφανής
devanar [ντεβανάρ] (ρ.) τυλίγω, διαυγής
devanear [ντεβανεάρ] (ρ.) λέω βλα­ diafragma [ντιαφράγμα] (ουσ,/αρσ.)
κείες. διάφραγμα.
devaneo [ντεβανέο] (ουσ./αρσ.) 1: ντε- diagnosis [ντιαγνόσις] (ουσ./θηλ.) διά­
λίριο, 2: ασυναρτησία, ανοησία, γνωση.
devastación [ντεβασταθιόν] (ουσ./ diagnosticar [ντιαγνοστικάρ] (ρ.) δια­
θηλ.) ερήμωση, καταστροφή, γιγνώσκω, κάνω διάγνωση,
devastador [ντεβασταδόρ] (επίθ.) κα­ diagnóstico [ντιαγνόστικο] 1: (ουσ./
ταστροφικός, αρσ.) διάγνωση, 2: (επίθ.) διαγνω­
devastar [ντεβαστάρ] (ρ.) καταστρέ­ στικός.
φω, οημάζω. diagonal [ντιαγονάλ] (επίθ.) διαγώνιος,
devenir [ντεβενίρ] (ρ.) μεταβάλλομαι, diagrama [ντιαγράμα] (ουσ./αρσ.) διά­
devoción [ντεβοθιόν] (ουσΥθηλ.) ευ- γραμμα.
λάβεια, ευσέβεια, αφοσίωση, dialectal [ντιαλεκτάλ] (επίθ.) διαλεκτι­
devolución [ντεβολουθιόν] (ουσ./ κός.
θηλ.) επιστροφή, dialecto [ντιαλέκτο] (ουσΥαρσ.) διά­
devolver [ντεβολβέρ] (ρ.) 1: επιστρέ­ λεκτος.
φω, 2: κάνω εμετό, dialogar [ντιαλογάρ] (ρ.) συζητώ, συ­
devorar [ντεβοράρ] (ρ.) καταβροχθί­ νομιλώ.
ζω. diálogo [ντιάλογο] (ουσ./αρσ.) διάλο­
devoto [ντεβότο] (επίθ.) ευλαβής ευ­ γος συζήτηση, συνομιλία,
σεβής αφοσιωμένος diamante [ντιαμάν'τε] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.)
día [ντία] (ουσ./αρσ.) ημέρα · ¡buenos διαμάντι
días! - καλημέρα! · a días - κάποιες diamantífero [ντιαμαν'τίφερο] (επίθ.)
μέρες · el otro día - τις προάλλες · el διαμαντοοττόλιστος.
día de hoy - σήμερα · menú del día - diamantista [ντιαμαντίστα] (ουσ7αρσ.)
σημερινό μενού. αδαμαντοπώλης.

215
diametral

diametral [ντιαμετράλ] (επίθ.) διαμε­ dicotomía [ντικοτομία] (ουσΥθηλ.) δι­


τρικός. χοτόμηση,
diametralmente [ντιαμετραλμέν'τε] (επίρρ.) dictado [ντικτάδο] (ουσΥαρσ.) υπαγό­
αντιδιαμετρικά. ρευση.
diámetro [ντιάμετρο] (ουσΥαρσ.) διά­ dictador [ντικταδόρ] (ουσ,/αρσ.) δι­
μετρος. κτάτορας,
diana [ντιάνα] (ουσΥθηλ.) διάνα, στό­ dictadura [ντικταδούρα] (ουσΥθηλ.)
χος. δικτατορία,
diapasón [ντιαπασόν] (ουσΥαρσ.) δια­ dictamen [ντικτάμεν] (ουσΥαρσ.) γνω­
πασών. μάτευση.
diapositiva [ντιαποσιτίβα] (ουσ,/θηλ.) dictaminar [ντικταμινάρ] (ρ.) γνωμα­
διαφάνεια, τεύω.
diariamente [ντιάριαμεν'τε] (επίρρ.) dictar [ντικτάρ] (ρ.) υπαγορεύω,
καθημερινά, dictatorial [ντικτατοριάλ] (επίθ.) δι-
diario [ντιάριο] (επίθ.) καθημερινός, κτατορικός.
diarismo [ντιαρίσμο] (ουσΥαρσ.) χρο­ dicterio [ντικτέριο] (ουσΥαρσ.) μομ­
νικογράφος, φή, λοιδορία,
diarrea [ντιαρέα] (ουσΥθηλ.) διάρροια, didáctica [ντιδάκτικα] (ουσΥθηλ.) δι­
diáspora [ντιάσπορα] (ουσΥθηλ.) δια- δακτική.
σπορά. diecinueve [ντιεθινουέβε] (ουσΥαρσ.),
diástole [ντιαστόλε] (ουσΥθηλ.) δια­ (αριθμ. επίθ.) δεκαεννιά,
στολή. dieciocho [ντιεθιότσο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
diátesis [ντιάτεσις] (ουσΥθηλ.) προ­ επίθ.) δεκαοχτώ,
διάθεση. dieciséis [ντιεθισέις] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
diatriba [ντιατρίμπα] (ουσΥθηλ.) δια­ επίθ.) δεκαέξι,
τριβή. diecisiete [ντιεθισιέτε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
dibujante [ντιμπουχάν'τε] (ουσΥαρσ.+ επίθ.) δεκαεπτά,
θηλ.) σκιτσογράφος. diente [ντιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δόντι,
dibujar [ντιμπουχάρ] (ρ.) σχεδιάζω, diéresis [νπέρεσις] (ουσΥθηλ.) διαλυ-
σκιτσάρω. τικά.
dibujo [ντιμπούχο] (ουσΥαρσ.) σχέδιο, diésel [ντιέσελ] (ουσΥαρσ.) ντίζελ, πε-
σκίτσο. τρελαιοκινητήρας.
diccionario [ντικθιονάριο] (ουσΥαρσ.) diestra [ντιέστρα] (ουσΥθηλ.) δεξιό χέ-
λεξικό. Ρ'·
dicha [ντίτσα] (ουσΥθηλ.) ευτυχία, ευ­ diestro [ντιέστρο] (επίθ.) επιδέξιος δε­
δαιμονία, μακαριότητα, ξιοτέχνης
dicharachero [ντιτσαρατσέρο] (επίθ.) dieta [ντιέτα] (ουσΥθηλ.) 1: δίαιτα, δια­
ομιλητικός φλύαρος πνευματώδης, τροφή, 2: αμοιβή,
dicho [ντίτσο] (ουσΥαρσ.) έκφραση, dietético [ντιετέτικο] (επίθ.) διαιτητι­
παροιμία, κός.
dichoso [ντιτσόσο] (επίθ.) ευτυχής μα­ dietista [ντιετίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
κάριος καταραμένος, διαιτολόγος
diciembre [ν τ ιθ ιέμ 'μ π ρ ε] (ουσΥαρσ.) diez [ντιέθ] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.)
Δεκέμβριος. δέκα.

216
diligente

diezmar [ντιεθμάρ] (ρ.) αποδεκατίζω. digerir [ντιχερίρ] (ρ.) χωνεύω,


diezmo [ντιέθμο] (ουσ,/αρσ.) δεκάτη digestible [ντιχεστίμπλε] (επίθ.) εύπε-
(φόρος εκκλησιαστικός), πτος.
difamación [ντιφαμαθιόν] (ουσ./θηλ.) digestión [ντιχεστιόν] (ουσ./θηλ.) χώ­
δυσφήμιση, συκοφαντία, νευση, πέψη.
difamar [ντιφαμάρ] (ρ.) δυσφημώ, συ­ digestivo [ντιχεστίβο] (επίθ.) χωνευ­
κοφαντώ. τικός.
difamatorio [ντιφαματόριο] (επίθ.) δυ­ digitación [ντιχιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) δα-
σφημιστικός , συκοφαντικός, κτυλοθεσία.
diferencia [νπφερένθια] (ουσ7θηλ.) digital [ντιχιτάλ] (επίθ.) ψηφιακός δα­
διαφορά. κτυλικός,
diferenciación [ντιφερενθιαθιόν] (ουσ7 dígito [ντίχιτο] (ουσ7αρσ.) ψηφίο,
θηλ.) διαφοροποίηση, dignarse [ντιγνάρσε] (ρ.) καταδέχομαι,
diferencial [ντιφερενθιάλ] (επίθ.) δια­ dignatario [ντιγνατάριο] (ουσ7αρσ.)
φορετικός, αξιωματούχος.
diferenciar [ντιφερενθιάρ] (ρ.) διαφο­ dignidad [ντιγνιδάδ] (ουσ7θηλ.) αξιο­
ροποιώ, διακρίνω, διαχωρίζω, πρέπεια,
diferente [ντιφερέν'τε] (επίθ.) διαφο­ dignificar [ντιγνιφικάρ] (ρ.) τιμώ.
ρετικός, διάφορος, digno[vτíγvo](επíθ.)αξιoπpεπήςάξιoς
diferir [ντιφερίρ] (ρ.) διαφέρω, αντάξιος · es digno de respeto - είναι
difícil [ντιφίθιλ] (επίθ.) δύσκολος, άξιος σεβασμού,
περίεργος, παράξενος, digresión [ντιγκρεσιόν] (ουσ,/θηλ.)
difícilmente [ντιφίθιλμεν'τε] (επίρρ.) εκτροπή,
δύσκολα. dije [ντίχε] (ουσ,/αρσ.) μενταγιόν.
dificultad [ντιφικουλτάδ] (ουσ./θηλ.) dilación [ντιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) καθυ­
1: δυσκολία, 2: αμφιβολία, στέρηση.
dificultar [ντιφικουλτάρ] (ρ.) δυσκο­ dilapidación [ντιλαπιδαθιόν] (ουσ7
λεύω. θηλ.) σπατάλη,
dificultoso [ντιφικουλτόσο] (επίθ.) δύ­ dilapidar [νπλαπιδάρ] (ρ.) σπαταλώ.
σκολος (καθ.) ζόρικος. dilatación [ντιλαταθιόν] (ουσ7θηλ.) δια­
difidencia [ντιφιδένθια] (ουσ/θηλ.) στολή.
δυσπιστία, dilatado [ντιλατάδο] (επίθ.) διεσταλ-
difteria [διφτέρια] (ουσ,/θηλ.) (Ιατρ.) μένος.
διφθερίτις. dilatar [ντιλατάρ] (ρ.) 1: διαστέλλω, 2:
difundir [ντιφουν'ντίρ] (ρ.) διαδίδω, αναβάλλω,
διαχέω. dilección [ντιλεκθιόν] (ουσ7θηλ.) τρυ­
difunto [ντιφούν'το] (ουσ7αρσ.) μακα­ φερότητα,
ρίτης πτώμα, dilema [ντιλέμα] (ουσ./αρσ.) δίλημμα,
difusión [ντιφουσιόν] (ουσ,/θηλ.) διά­ diletante [ντιλατάν'τε] (ουσ7αρσ.) ερα-
δοση, διάχυση, σπέχνης
difuso [ντιφούσο] (επίθ.) διάχυτος συ­ diligencia [ντιλιχένθια] (ουσ7θηλ.) 1:
γκεχυμένος, προθυμία, ετοιμότητα, 2: διατύπω­
digerible [ντιχερίμπλε] (επίθ.) εύπε- ση, 3: άμαξα,
πτος ευκολοχώνευτος. diligente [ντλιχέντε] (επίθ.) πρόθυμος

217
dilucidación

dilucidación [ντιλουθιδαθιόν] (ουσ./ dintel [ντιντέλ] (ουσ./αρσ.) υπέρθυρο,


θηλ.) αποσαφήνιση, διασαφήνιση, κατώφλι.
dilucidar [ντιλουθιδάρ] (ρ.) διασαφη­ diocesano [ντιοθεσάνο] (επίθ.) επι­
νίζω, διευκρινίζω, σκοπικός,
dilución [ντιλουθιόν] (ουσ,/θηλ.) αραίω- diócesis [ντιόθεσις] (ουσ./θηλ.) επι­
ση, διάλυμα, σκοπική περιφέρεια,
diluir [ντιλουίρ] (ρ.) αραιώνω, διαλύω, dionisiaco [ντιονισίακο] (επίθ.) διονυ­
diluviar [ντιλουβιάρ] (ρ.) βρέχει κα- σιακός.
ταρρακτωδώς. dioptría [ντιοπτρία] (ουσΥθηλ.) διό­
diluvio [ντιλούβιο] (ουσ,/αρσ.) κατα­ πτρα.
κλυσμός. Dios [ντιός] (ουσ./αρσ.) Θεός · ¡por
dimensión [ντιμενσιόν] (ουσ,/θηλ.) διά­ Dios! - για όνομα του Θεού! · gracias
σταση. a Dios - με τη βοήθεια του Θεού ·
diminutivo [ντιμινουτίβο] (ουσ7αρσ.) Dios te bendiga - ο Θεός να σε ευ­
υποκοριστικός, λογεί.
diminuto [ντιμινούτο] (επίθ.) πολύ μι­ dios [ντιός] (ουσ./αρσ.) θεός
κρός ασήμαντος, diosa [ντιόσα] (ουσ./θηλ.) θεά.
dimisión [ντιμισιόν] (ουσ7θηλ.) παραί­ diploma [ντιπλόμα] (ουσ,/αρσ.) δί­
τηση. πλωμα.
dimitente [ντιμιτέν'τε] (επίθ.) παραι­ diplomacia [ντιπλομάθια] (ουσΥθηλ.)
τούμενος, διπλωματία,
dimitir [ντιμιτίρ] (ρ.) παραιτούμαι, diplomado [ντιπλομάδο] (επίθ.) δι­
dinámica [ντινάμικα] (ουσ,/θηλ.) δυ­ πλωματούχος,
ναμική. diplomarse [ντιπλομάρσε] (ρ.) απο­
dinámico [ντινάμικο] (επίθ.) σθεναρός, φοιτώ.
δυναμικός, diplomático [ντιπλομάτικο] 1: (ουσ./
dinamismo [ντιναμίσμο] (ουσ,/αρσ.) αρσ.) διπλωμάτης 2: (επίθ.) διπλω­
σθεναρότητα, δυναμισμός, ματικός
dinamita [ντιναμιτα] (ουσ,/θηλ.) δυ­ diptongo [νππτόνγκο] (ουσ,/αρσ.) (Γοαμμ.)
ναμίτης. δίφθογγος
dinamo [ντινάμο] (ουσ,/αρσ.) (Φυσ.) diputación [ντιπουταθιόν] (ουσΥθηλ.)
δυναμό. επιτροπή, αντιπροσωπεία,
dinastía [ντιναστία] (ουσ./θηλ.) δυνα­ diputado [ντιπουτάδο] (ουσ,/αρσ.)
στεία. βουλευτής,
dinástico [ντινάστικο] (επίθ.) δυναστι­ dique [ντίκε] (ουσ./αρσ.) κυματοθραύ­
κός, καταπιεστικός, στης, φράγμα,
dinerada [ντινεράδα] (ουσ./θηλ.) πε­ dirección [ντιρεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) διεύ­
ριουσία. θυνση (επιχείρησης), διεύθυνση (κα­
dinerillos [ντινερίγιος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. τοικίας), κατεύθυνση,
λεφτουδάκια, directamente [ντιρέκταμεν'τε] (επίρρ.)
dinero [ντινέρο] (ουσ,/αρσ.) λεφτά, χρή­ κατευθείαν, απευθείας,
μα. directiva [ντιρεκτίβα] (ουσ7θηλ.) διοι­
dinosáurio [ντινοσάουριο] (ουσ./αρσ.) κητικό συμβούλιο,
δεινόσαυρος. directivo [ντιρεκτίβο] 1: (ουσΥαρσ.)

218
discusión

διευθυντής 2: (επίθ.) διοικητικός διιστάμενος.


directo [ντιρέκτο] (επίθ.) ευθύς άμε­ disconformidad [ντισκονφορμιδάδ] (ουσΥ
σος. θηλ.) ασυμφωνία,
director [ντιρεκτόρ] (ουσΥαρσ.) διευ­ discontinuo [ντισκοντί'νουο] (επίθ.)
θυντής διακεκομμένος, ασυνεχής,
directoral [ντιρεκτοράλ] (επίθ.) διευ­ discordancia [ντισκορδάνθια] (ουσΥ
θυντικός, κατευθυντικός θηλ.) ασυμφωνία,
directorio [ντιρεκτόριο] (ουσΥαρσ.) discordante [ντισκορδάν'τε] (επίθ.) 1:
κατάλογος, ασύμφωνος 2: παράφωνος,
dirigencia [ντιριχένθια] (ουσΥθηλ.) ηγε­ discordar [ντισκορδάρ] (ρ.) διαφωνώ,
σία, αρχηγεία, αντιτίθεμαι,
dirigente [ντιριχέν'τε] (ουσΥαρσ.) ηγέ­ discorde [ντισκόρδε] (επίθ.) παράφω­
της νος φάλτσος,
dirigible [ντιριχίμπλε] 1: (ουσΥαρσ.) discordia [νπσκόρδια] (ουσΥθηλ.) δι­
αερόπλοιο, 2: (επίθ.) ευκυβέρνητος. χόνοια, έριδα,
dirigido [ντιριχίδο] (επίθ.) κατευθυνό- discoteca [ντισκοτέκα] (ουσΥθηλ.) δι­
μενος. σκοθήκη, ντισκοτέκ.
d irigir [ντιριχίρ] (ρ.) 1: διευθύνω, κα­ discreción [ντισκρεθιόν] (ουσΥθηλ.)
τευθύνω, οδηγώ, 2 :απευθύνω, διακριτικότητα, εχεμύθεια,
discernimiento [ντισθερνιμιέχ/το] (ουσΥ discrepancia [ντισκρεπάνθια] (ουσΥ
αρσ.) διορατικότητα κρίση, θηλ.) 1: διαφωνία, διαφορά, 2: ανα­
discernir [ντισθερνίρ] (ρ.) διακρίνω, κολουθία,
ξεχωρίζω, discrepante [ντισκρεπάν'τε] (επίθ.)
disciplina [ντισθιπλίνα] (ουσΥθηλ.) ασύμφωνος.
πειθαρχία, discrepar [ντισκρεπάρ] (ρ.) διαφωνώ,
disciplinado [ντισθιπλινάδο] (επίθ.) πει- διαφέρω.
θαρχημένος. discreto [ντισκρέτο] (επίθ.) διακριτι­
disciplinar [ντισθιπλινάρ] (ρ.) πειθαρ­ κός εχέμυθος,
χώ. discriminación [ντισκριμιναθιόν] (ουσΥ
disciplinario [ντισθιπλινάριο] (επίθ.) θηλ.) διάκριση, διαχωρισμός,
πειθαρχικός, discriminar [ντισκριμινάρ] (ρ.) κάνω
discípulo [ντισθίπουλο] (ουσΥαρσ.) 1: διακρίσεις
οπαδός 2: μαθητής, discriminatorio [ντισκριμινατόριο] (επίθ.)
disco [ντίσκο] 1: (ουσΥαρσ.) δίσκος 2: μεροληπτικός προκατειλημμένος
(ουσΥθηλ.) ντισκοτέκ. disculpa [ντισκούλπα] (ουσΥθηλ.) συγ­
discóbolo [ντισκόμπολο] (ουσΥαρσ.) γνώμη.
δισκοβόλος. disculpar [ντισκουλπάρ] (ρ.) συγχω­
discografía [ντισκογραφία] (ουσΥθηλ.) ρώ, δικαιολογώ,
δισκογραφία, discurrir [ντισκουρίρ] (ρ.) 1: κυλάω, 2
discográfico [ντισκογράφικο] (επίθ.) συλλογίζομαι, σκέφτομαι,
δισκογραφικός. discurso [ντισκούρσο] (ουσ,/αρσ.) ομι­
díscolo [ντίσκολο] (επίθ.) άτακτος ανυ­ λία, λόγος,
πάκουος. discusión [νπσκσυσιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
discomforme [ντισκομφόρμε] (επίθ.) συζήτηση, 2: διαπληκτισμός λογο-

219
discutible

μαχία. απολαμβάνω,
discutible [ντισκουτίμπλε] (επίθ.) συ­ disfrute [ντισφρούτε] (ουσ7αρσ.) από­
ζητήσιμος, λαυση.
discutido [ντισκουτίδο] (επίθ.) αμφιλε­ disgregación [ντισγρεγαθιόν] (ουσ7
γόμενος. θηλ.) αποσύνθεση, διάλυση, σκόρ-
discutir [ντισκουτίρ] (ρ.) 1: συζητώ, 2: πισμα.
διαπληκτίζομαι, λογομαχώ, disgregar [ντισγρεγάρ] (ρ.) αποσυνθέ­
disecar [ντισεκάρ] (ρ.) 1: βαλσαμώνω, τω, διαλύω, διασκορπίζω,
2: αποξηραίνω, 3: ανατέμνω, διαμε­ disgustar [ντισγουστάρ] (ρ.) δυσαρε-
λίζω. στώ, στενοχωρώ,
disección [ντισεκθιόν] (ουσ ./θηλ.) ανα­ disgusto [ντισγούστο] (ουσ,/αρσ.) στε­
τομή, διαμελισμός. νοχώρια, δυσαρέσκεια,
diseminación [ντισεμιναθιόν] (ουσ./ disidencia [ντισιδένθια] (ουσ,/θηλ.)
θηλ.) διάδοση, διασπορά, εξάπλω- ασυμφωνία,
ση. disidente [ντισιδέν'τε] (επίθ.) 1: δια-
diseminar [ντισεμινάρ] (ρ.) διαδίδω, φωνών, 2: διιστάμενος.
διασπείρω, εξαπλώνω, disidir [ντισιδίρ] (ρ.) διίσταμαι, διχά­
diseñador [ντισενιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ζομαι.
σχεδιαστής, disimulación [ντισιμουλαθιόν] (ουσ./
diseñar [ντισενιάρ] (ρ.) σχεδιάζω, θηλ.) απόκρυψη, κάλυψη,
disención [ντισενθιόν] (ουσ7θηλ.) δια­ disimulado [ντισιμουλάδο] (επίθ.) προ­
φωνία, διένεξη, αντιπαράθεση, σποιητός κρυψίνους
diseño [ντισένιο] (ουσ,/αρσ.) σχέδιο, disimular [ντισιμουλάρ] (ρ.) 1: κρύβω,
disentería [ντισεντερία] (ουσ/θηλ.) δυ­ 2: παραβλέπω, 3: προσποιούμαι,
σεντερία. disimulo [ντισιμούλο] (ουσ,/αρσ.) προ­
disentimiento [ντισεντιμιέν'το] (ουσ./ σποίηση.
αρσ.) διαφωνία, disipación [ντισιπαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disentir [ντισεντίρ] (ρ.) (de) διαφωνώ, διασκορπισμός διάλυση,
διίσταμαι, disipado [ντισιπάδο] (επίθ.) διασκορ­
disertación [ντισερταθιόν] (ουσ./θηλ.) πισμένος,
διατριβή, πραγματεία, disipador [ντισιπαδόρ] (επίθ.) σπάτα­
disertar [ντισερτάρ] (ρ.) πραγματεύο­ λος.
μαι. disipar [ντισιπάρ] (ρ.) 1: διασκορπίζω,
disforme [ντισφόρμε] (επίθ.) παραμορ­ διαλύω, 2: ξοδεύω,
φωμένος, τερατώδης dislate [ντισλάτε] (ουσ,/αρσ.) παραλο-
disfraz [ντισφράθ] (ουσ,/αρσ.) μεταμ­ γισμός παράνοια,
φίεση, αποκριάτικη στολή, dislexia [ντισλέξια] (ουσ,/θηλ.) δυσλε­
disfrazado [ντισφραθάδο] (επίθ.) με­ ξία.
ταμφιεσμένος, dislocación [ντισλοκαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disfrazar [ντισφραθάρ] (ρ.) 1: μεταμ­ εξάρθρωση, διαμελισμός
φιέζω, 2: αποκρύπτω, dislocarse [ντισλοκάρσε] (ρ.) εξαρ­
disfrazarse [ντισφραθάρσε] (ρ.) (de) θρώνω, στραμπουλίζω,
μεταμφιέζομαι, disminución [ντισμινουθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disfrutar [ντισφρουτάρ] (ρ.) τέρπομαι, ελάττωση, μείωση.

220
distender

disminuir [ντισμινουΐρ] (ρ.) ελαττώνω, disperso [ντισπέρσο] (επίθ.) διασκορ­


μειώνω. πισμένος σκόρπιος,
disociación [ντισοθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) displicencia [ντισπλιθένθια] (ουσ,/θηλ.)
απόσπαση, 1: εκνευρισμός 2: έλλειψη ενθουσια­
disociar [ντισοθιάρ] (ρ.) αποσπώ, σμού.
disoluble [ντισολοϋμπλε] (επίθ.) δια­ displicente [ντισπλιθέν'τε] (επίθ.) κα­
λυτός. κοδιάθετος κακόκεφος,
disolución [ντισολουθιόν] (ουσ,/θηλ.) disponer [ντισπονέρ] (ρ.) 1: διαθέτω,
διάλυση. 2: τακτοποιώ, 3: προστάζω,
disolvente [ντισολβέν'τε] (ουσ,/αρσ.) disponibilidad [ντισπονιμπιλιδάδ] (ουσ./
διαλύτης, θηλ.) διαθεσιμότητα
disolver [ντισολβέρ] (ρ.) διαλύω, disponible [ντισπονίμπλε] (επίθ.) δια­
disonancia [ντισονάνθια] (ουσ./θηλ.) θέσιμος.
παραφωνία, κακοφωνία. disposición [ντισποσιθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disonante [ντισονάν'τε] (επίθ.) παρά­ 1: διάθεση, 2: διάταξη · estar α Ια
φωνος, κακόφωνος, disposición de alguien - είμαι στη διά­
dispar [ντισπάρ] (επίθ.) ανόμοιος δια­ θεση κάποιου,
φορετικός, dispositivo [ντισποσιτίβο] (ουσ,/αρσ.)
disparador [νπσπαραδόρ] (ουσ,/αρσ.) μηχανισμός συσκευή,
σκανδάλη, dispuesto [ντιοπουέστο] (επίθ.) (ser) ικα­
disparar [ντισπαράρ] (ρ.) πυροβολώ, νός πρόθυμος (estar) διατεθειμένος
disparatado [ντισπαρατάδο] (επίθ.) πα- disputa [ντισπούτα] 1: (ουσ,/θηλ.) φι­
ράφρων, παράλογος τρελός λονικία, λογομαχία, τσακωμός 2:
disparate [ντισπαράτε] (ουσ7αρσ.) πα­ (επίρρ.) · sin disputa - αναμφίβολα,
ραφροσύνη, παραλογισμός ασυναρ­ disputar [ντισπουτάρ] (ρ.) (de, sobre) φι­
τησία. λονικώ, τσακώνομαι · con mi hernano
disparidad [ντισπαριδάδ] (ουσΥθηλ.) disputamos de/sobre muchos temas -
ανομοιότητα, διαφορά, με τον αδερφό μου τσακωνόμαστε
disparo [ντισπάρο] (ουσ,/αρσ.) 1: πυ­ για πολλά θέματα,
ροβολισμός 2: εκπυρσοκρότηση. disruptivo [ντισρουπτίβο] (επίθ.) δια­
dispensación [ντισπενσαθιόν] (ουσ./ σπαστικός σχισματικός,
θηλ.) δωρεά, χάρη, χορηγία, distancia [ντιστάνθια] (ουσ,/θηλ.) από­
dispensar [ντισπενσάρ] (ρ.) παρέχω, σταση, διάστημα,
απονέμω, συγχωρώ, distanciado [ντιστανθιάδο] (επίθ.) απο­
dispensario [ντισπενσάριο] (ουσ,/αρσ.) μακρυσμένος απόμακρος,
κοινοτικό ιατρείο, distandamiento [ντκπανθιαμέν'το] (ουσ./
dispepsia [ντισπέπσια] (ουσ,/θηλ.) δυ­ αρσ.) απομάκρυνση,
σπεψία. distanciarse [ντιστανθιάρσε] (ρ.) απο­
dispersar [ντισπερσάρ] (ρ.) διασκορ­ στασιοποιούμαι, απομακρύνομαι,
πίζω, διαλύω, distante [ντιστάν'τε] (επίθ.) απόμακρος
dispersarse [ντισπενσάρσε] (ρ.) δια­ (μτφ.) ψυχρός
σκορπίζομαι, distar [ντιστάρ] (ρ.) απέχω,
dispersión [ντισπερσιόν] (ουσ,/θηλ.) distender [ντιστενδέρ] (ρ.) εκτείνω, τε­
διασκορπισμός ντώνω.

221
distensión

distensión [ντιστενσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: disuasión [νπσουασιόν] (ουσΥθηλ.) απο­


τέντωμα, έκταση, διάσταση, 2: διά­ τροπή.
στρεμμα. disuasivo [ντισουασίβο] (επίθ.) απο­
distinción [ντιστινθιόν] (ουσΥθηλ.) διά­ τρεπτικός,
κριση, διαφορά, disyunción [ντισγιουνθιόν] (ουσΥθηλ.)
distinguido [ντιστινγκίδο] (επίθ.) δια­ διαχωρισμός,
κεκριμένος εξέχων. disyuntiva [ντισγιουντίβα] (ουσΥθηλ.)
distinguir [ντιστινγκίρ] (ρ.) 1: διακρί­ δίλημμα.
νω, διαπρέπω, 2: ξεχωρίζω, διαχω­ disyuntor [ντισγιουντόρ] (ουσΥαρσ.)
ρίζω. βραχυκυκλωτής.
distintivo [ντισπν'τίβο] (επίθ.) ξεχωρι­ diuresis [ντιουρέσις] (ουσΥθηλ.) διού-
στός χαρακτηριστικός, ρηση.
distinto [ντιστίν'το] (επίθ.) 1: διαφορε­ diurético [ντιουρέτικο] (επίθ.) διουρη­
τικός 2: ξεκάθαρος ευδιάκριτος, τικός
distorsión [ντιστορσιόν] (ουσΥθηλ.) diurno [ντιούρνο] (επίθ.) ημερήσιος,
στρέβλωση, διαστρέβλωση, αλλοίω­ divagación [ντιβαγαθιόν] (ουσΥθηλ.)
ση, παραμόρφωση, εκτροπή, παρέκκλιση, απόκλιση,
distorsionar [ντιστορσιονάρ] (ρ.) στρε­ divagar [ντιβαγάρ] (ρ.) παρεκκλίνω από
βλώνω, διαστρεβλώνω, αλλοιώνω, το θέμα, αοριστολογώ.
παραμορφώνω, diván [ντιβάν] (ουσΥαρσ.) ντιβάνι.
distracción [ντιστρακθιόν] (ουσΥθηλ.) divergencia [ντιβερχένθια] (ουσΥθηλ.)
1: απασχόληση, 2: ψυχαγωγία, 3: αφη­ απόκλιση,
ρημάδα. divergente [ντιβερχέν'τε] (επίθ.) 1: απο-
distraer [ντιστραέρ] (ρ.) 1: αποσπώ, 2: κλίνων, 2: διχασμένος διιστάμενος.
απασχολώ, 3: ψυχαγωγώ, divergir [ντιβερχίρ] (ρ.) αποκλίνω, δια­
distraído [ντιστραΐδο] (επίθ.) 1: αφη- φέρω.
ρημένος 2: ψυχαγωγικός, diversidad [ντιβερσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
distribución [ντιστριμπουθιόν] (ουσ./ ποικιλία, διαφορετικότητα,
θηλ.) διανομή, κατανομή, διάταξη, d¡versificación [ντιβερσκρικαθιόν] (ουσΥ
distribuidor [ντιστριμπουιδόρ] (ουσΥ θηλ.) διαφοροποίηση,
αρσ.) διανομέας κατανεμητής, diversificar [ντιβερσιφικάρ] (ρ.) ποι­
distribuir [ντιστριμπουίρ] (ρ.) διανέ­ κίλλω.
μω, κατανέμω, μοιράζω, diversión [ντιβερσιόν] (ουσΥθηλ.) δια­
distributivo [ντιστριμπουτίβο] (επίθ.) σκέδαση.
κατανεμητικός διανεμητικός επιμε­ diverso [ντιβέρσο] (επίθ.) ποικίλος
ριστικός. διάφορος,
distrito [ντιστρίτο] (ουσΥαρσ.) περιφέ­ divertido [ντιβερτίδο] (επίθ.) διασκε-
ρεια, τομέας, δαστικός, αστείος,
distrofia [ντιστρόφια] (ουσΥθηλ.) (Ιατρ.) divertirse [ντιβερτίρσε] (ρ.) διασκε­
δυςττροφία. δάζω.
disturbio [ντιστοΟρμπιο] (ουσΥαρσ.) δια­ dividendo [ντιβιδένδο] (ουσΥαρσ.) μέ­
τάραξη, αναστάτωση, παρενόχληση, ρισμα, διαιρετέος,
disuadir [ντισουαδίρ] (ρ.) μεταπείθω, d ividir [ντιβιδίρ] (ρ.) διαιρώ, μοιράζω,
αποτρέπω κάποιον να κάνει κάτι. χωρίζω.

222
doler

divinidad [ντιβινιδάδ] (ουσ,/θηλ.) θεό­ doc. [ντοκ] σύντμ. του docena,


τητα. doce [ντόθε] (ουσ./αρσ.), (αριθμ. επίθ.)
divino [ντιβίνο] (επίθ.) θείος, θεϊκός, δώδεκα.
divisa [ντιβίσα] (ουσ./θηλ.) συνάλλαγ­ docena [ντοθένα] (ουσ,/θηλ.) δωδεκά­
μα. δα, ντουζίνα,
divisar [ντιβισάρ] (ρ.) διακρίνω, ξεχω­ doceno [ντοθένο] (επίθ.) δωδέκατος,
ρίζω. docente [ντοθέν'τε] 1: (ουσ./αρσ.) δά­
divisible [ντιβισίμπλε] (επίθ.) διαιρε­ σκαλος 2: (επίθ.) διδασκαλικός,
τός. dócil [ντόθιλ] (επίθ.) 1: ήμερος, 2: πει­
división [ντιβισιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: διαί­ θήνιος υπάκουος,
ρεση, μοιρασιά, καταμερισμός 2: δι­ docilidad [ντοθιλιδάδ] (ουσ./θηλ.)
χασμός 3: μεραρχία, πραότητα, ηρεμία,
divisivo [ντιβισίβο] (επίθ.) διαχωριστι- doctor [ντοκτόρ] (ουσ7αρσ.) 1: για­
κός. τρός 2: διδάκτορας
divisorio [ντιβισόριο] (επίθ.) διαχωρι- doctorado [ντοκτοράδο] (ουσΥαρσ.)
στικός. διδακτορική διατριβή, διδακτορικό,
divorciado [ντιβσρθιάδο] (επίθ.) δια­ doctoral [ντσκτοράλ] (επίθ.) διδακτο­
ζευγμένος, ρικός
divorciarse [ντιβορθιάρσε] (ρ.) χωρί­ doctrina [ντοκτρίνα] (ουσΥθηλ.) δόγ­
ζω, παίρνω διαζύγιο, διαζευγνύω. μα.
divorcio [ντιβόρθιο] (συσ7αρσ.) δια­ doctrinal [ντοκτρινάλ] (επίθ.) δογματι­
ζύγιο. κός αδιάλλακτος,
divulgación [ντιβουλγαθιόν] (ουσ./ documentación [ντοκουμενταθιόν] (ουσ/
θηλ.) διάδοση, κοινοποίηση, θηλ) τεκμηρίωση, πιστοποίηση,
divulgar [ντιβουλγάρ] (ρ.) διαδίδω, documental [ντοκουμεν'τάλ] 1: (ουσ7
κοινοποιώ, αρσ.) ντοκιμαντέρ, 2: (επίθ.) έγγρα­
dobladillo [ντομπλαδίγιο] (συσ./αρσ.) φος.
στρίφωμα, documento [ντοκουμέντο] (ουσ7αρσ.) 1:
doblado [ντομπλάδο] (επίθ.) 1: διπλω­ έγγραφο, 2: τεκμήριο, πειστήριο, ντο­
μένος 2: μεταγλωττισμένος (καθ.) κουμέντο.
ντουμπλαρισμένος dogal [δογάλ] (ουσΥαρσ.) βρόχος θη­
doblaje [ντομπλάχε] (ουσ./αρσ.) μετα­ λιά.
γλώττιση, (καθ.) ντουμπλάρισμα. dogma [ντόγμα] (ουσ./αρσ.) δόγμα,
doblar [ντομπλάρ] (ρ.) 1: διπλώνω, αξίωμα.
2: διπλασιάζω, 3: μεταγλωττίζω, 4: dogmático [ντογμάτικο] (επίθ.) δογ­
στρίβω. ματικός
doble [ντόμπλε] (επίθ.) διπλός διπλά­ dogmatismo [ντογματίσμο] (ουσ/αρσ.)
σιος. δογματισμός
doblegarse [ντομπλεγάρσε] (ρ.) παρα­ dólar [ντόλαρ] (ουσ./αρσ.) δολάριο,
δίνομαι. dolencia [ντολένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: πό­
doblemente [ντομπλεμέν'τε] (επίρρ.) νος 2: νόσος ασθένεια,
διπλά. doler [ντολέρ] (ρ.) 1: πονώ, 2: στενοχω­
doblez [ντομπλέθ] (ουσ,/θηλ.) 1: στρί­ ρώ · me duele la cabeza - με πονάει
φωμα, 2: δίπλωση. το κεφάλι μου · me duele verte así -

223
με στενόχωρε! να σε βλέπω έτ σ ι. donante [ντονάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
doliente [ντολιέν'τε] (επίθ.) πάσχων. δωρητής, δωρήτρια.
dolor [ντολόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πόνος, άλ­ donar [ντονάρ] (ρ.) δωρίζω,
γος 2: στενοχώρια, θλίψη, donativo [ντονατίβο] (ουσ./αρσ.) δω­
dolorido [ντολορίδο] (επίθ.) πονεμένος ρεά, προσφορά,
πληγωμένος doncella [ντονθέγια] (ουσ7θηλ.) 1:
doloroso [ντολορόσο] (επίθ.) οδυνη­ υπηρέτρια, 2: παρθένα,
ρός λυπητερός, donde [ντόν'ντε] (αναφ. επίρρ.) όπου
domador [ντομαδόρ] (ουσ7αρσ.) θη­ • la casa donde viví de niño - το σπίτι
ριοδαμαστής όπου έζησα μικρός,
domadura [ντομαδούρα] (ουσ,/θηλ.) dónde [ντόν'ντε] (ερωτηματική αντ.)
δαμασμός χαλιναγώγηση, πού •¿dónde vives?- πού μένεις · ¿de
domar [ντομάρ] (ρ.) δαμάζω, χαλινα­ dónde eres? - από πού είσαι; · ¿dónde
γωγώ. está Luis? - πού βρίσκεται ο Λουίς.
domesticar [ντομεστικάρ] (ρ.) εξημε­ dondequiera [ντον'ντεκιέρα] (επίρρ.)
ρώνω, ημερεύω, τιθασεύω, οπουδήποτε,
doméstico [ντομέστικο] (επίθ.) οικια­ dopar [ντοπάρ] (ρ.) ντοπάρω,
κός κατοικίδιος doping [ντόπιν] (ουσ,/αρσ.) ντοπάρι-
domicilio [ντομιθίλιο] (ουσ,/αρσ.) κα­ σμα.
τοικία, τόπος διαμονής doquier [ντοκιέρ] (επίρρ.) οπουδήπο­
dominación [ντομιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) τε, παντού,
κυριαρχία, dorado [ντοράδο] (επίθ.) χρυσαφένιος,
dominador [ντομιναδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) dorar [ντοράρ] (ρ.) 1: χρυσώνω, επι­
κυρίαρχος 2: (επίθ.) αυταρχικός χρυσώνω, 2: ροδίζω,
dominante [ντομινάν^ε] (επίθ.) κυριαρ­ dormilón [ντορμιλόν] (επίθ.) υπναράς.
χικός dormir [ντορμίρ] (ρ.) κοιμάμαι,
dominar [ντομινάρ] (ρ.) 1: κυριαρχώ, dormitar [ντορμιτάρ] (ρ.) λαγοκοιμά­
εξουσιάζω, 2: κατέχω, μαι.
domingo [ντομίνγκο] (ουσ7αρσ.) Κυ­ dormitorio [ντορμιτόριο] (ουσ,/αρσ.)
ριακή. υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα,
dominguero [ντομινγκέρο] (επίθ.) κυ­ dorsal [ντορσάλ] (επίθ.) νωτιαίος ρα­
ριακάτικος, χιαίος.
dominical [ντομινικάλ] (επίθ.) κυρια­ dorso [ντόρσο] (ουσ./αρσ.) νώτα, ρά-
κάτικος. ΧΠ·
dominio [ντομίνιο] (ουσ,/αρσ.) 1: κυ­ dos [ντος] 1: (ουσ,/αρσ.) δύο, 2: (αριθμ.
ριαρχία, εξουσία, 2: πεδίο, επίθ.) δύο, δεύτερος,
dominó [ντόμινό] (ουσ,/αρσ.) ντόμινο. doscientos [ντοσθιέν'τος] (ουσ,/αρσ.)
don1[ντον] (ουσ,/αρσ.) δώρο, χάρισμα. διακόσια, 2: (αριθμ. επίθ.) διακόσιοι,
don2[ντον] (ουσΥαρσ.) κύριος, dosel [ντοσέλ] (ουσ,/αρσ.) 1: θόλος 2:
doña [ντόνια] (ουσΥθηλ.) κυρία, ουρανός κρεβατιού,
donación [ντοναθιόν] (ουσ,/θηλ.) δω­ dosificación [ντοσιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
ρεά. δοσολογία,
donaire [ντονάιρε] (ουσ./αρσ.) 1: πνεύ­ dosificar [ντοσιφικάρ] (ρ.) καθορίζω τη
μα, ευφυΐα, 2: κομψότητα. δοσολογία.

224
duplicidad

dosis [ντόσις] (ουσ./θηλ.) δόση. ducha [ντούτσα] (ουσΥθηλ.) ντους,


dotación [ντοταθιόν] (ουσ./θηλ.) προι­ ducharse [ντουτσάρσε] (ρ.) κάνω ντους
κοδότηση, duco [vtoúko] (ουσΥαρσ.) λάκα.
dotado [ντοτάδο] (επίθ.) 1: προικισμέ­ duda [ντούδα] (ουσΥθηλ.) 1: αμφιβο­
νος, ταλαντούχος, 2: εφοδιασμένος, λία, 2: απορία · sin duda - αναμφί­
dotar [ντοτάρ] (ρ.) 1: προικίζω, προι­ βολα.
κοδοτώ, 2: χορηγώ, 3: εφοδιάζω, dudar [ντουδάρ] (ρ.) αμφιβάλλω, δυ-
dote [ντότε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) προίκα, σπιστώ, αμφισβητώ,
dragaminas [ντραγαμίνας] (ουσ,/αρσ.) dudoso [ντουδόσο] (επίθ.) αμφίβολος
ναρκαλιευτικό. αμφιλεγόμενος αβέβαιος.
dragón [ντραγόν] (ουσΥαρσ.) δράκος, duelo1 [ντουέλο] (ουσΥαρσ.) μονομα­
drama [ντράμα] (ουσΥαρσ.) δράμα, χία.
dramática [ντραμάτικα] (ουσΥθηλ.) δρά­ duelo2 [ντουέλο] (ουσΥαρσ.) πένθος
μ α δραματική τέχνη, θλίψη.
dramático [ντραμάτικο] (επίθ.) δραμα­ duende [ντουέν'ντε] (ουσΥαρσ.) καλι­
τικός. κάντζαρος,
dramatizar [ντραματιθάρ] (ρ.) δραμα- dueño [ντουένιο] (ουσΥαρσ.) ιδιοκτή­
τοποιώ. της κύριος αφεντικό,
dramaturgo [ντραματούργο] (ουσΥαρσ.) dulce [ντούλθε] 1: (ουσΥαρσ.) γλυκό,
δραματουργός, 2: (επίθ.) γλυκός
drástico [ντράστικο] (επίθ.) δραστικός, dulcería [ντουλθερία] (ουσΥθηλ.) ζα­
drenaje [ντρενάχε] (ουσ./αρσ.) αποχέ­ χαροπλαστείο,
τευση. dulcificar [ντουλθιφικάρ] (ρ.) γλυκαί­
drenar [ντρενάρ] (ρ.) αποστραγγίζω, νω.
dril [ντριλ] (ουσΥαρσ.) χοντρό ύφα­ dulzarrón [ντουλθαρόν] (επίθ.) λιγωτι­
σμα, ντρίλι, κός κορε<ττικός.
droga [ντρόγα] (ουσΥθηλ.) φάρμακο, dulzura [ντουλθούρα] (ουσΥθηλ.) γλυ-
ναρκωτικό, τοξική ουσία, κύτητα.
drogadicto [ντρογαδίκτο] (επίθ.) ναρ­ duna [ντούνα] (ουσΥθηλ.) αμμόλοφος,
κομανής. dúo [ντούο] (ουσΥαρσ.) δίδυμο, ζευ­
drogarse [ντρογάρσε] (ρ.) παίρνω ναρ­ γάρι, (καθ.) ντουέτο,
κωτικά. duodécimo [ντουοδέθιμο] (αριθμ. επίθ.)
droguería [ντρογερία] (ουσΥθηλ.) φαρ­ δωδέκατος
μακείο, μαγαζί χρωματοσιδερικών. duodeno [ντουοδένο] (ουσΥαρσ.) (Ιστρ.)
dromedario [ντρομεδάριο] (ουσΥαρσ.) δωδεκαδάκτυλος.
δρομάς καμήλα, dúplex [ντούπλεξ] (ουα/αρσ.) διώρο­
dual [ντουάλ] (επίθ.) διττός δυαδικός, φο σπίτι.
dualismo [ντουαλίσμο] (ουσΥαρσ.) δυϊ­ duplicación [ντουπλικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
σμός. ανατύπωση, διπλασιασμός,
dubitativo [ντουμπιτατίβο] (επίθ.) αμ­ duplicado [ντουπλικάδο] (ουσΥαρσ.)
φίβολος. διπλότυπο, αντίγραφο,
ducado [ντουκάδο] (ουσΥαρσ.) δου­ duplicar [ντουπλικάρ] (ρ.) διπλασιάζω,
κάτο. ανατυπώνω, αναπαράγω,
ducal [ντουκάλ] (επίθ.) δουκικός. duplicidad [ντουπλιθιδάδ] (ουσΥθηλ.)

225
duplo

διπροσωπία, διττότητα. durar [ντουράρ] (ρ.) διαρκώ,


duplo [ντούπλο] (επίθ.) διπλός, διπλά­ duraznero [ντουραθνέρο] (ουσ./αρσ.)
σιος. ροδακινιά,
duque [ντούκε] (ουσ,/αρσ.) δούκας. durazno [ντουράθνο] (ουσ,/αρσ.) ρο­
duquesa [ντουκέσα] (ουσ,/θηλ.) δούκισ- δάκινο.
σα. dureza [ντουρέθα] (ουσ7θηλ.) τραχύ­
durable [ντουράμπλε] (επίθ.) ανθεκτι­ τητα, σκληρότητα, βαναυσότητα,
κός στο χρόνο, διαχρονικός. durmiente [ντουρμιέν'τε] (επίθ.) κοι-
duración [ντουραθιόν] (ουσ,/θηλ.) διάρ­ μώμενος κοιμισμένος,
κεια. duro [ντούρο] 1: (ουα/αρσ.) νόμισμα
duradero [ντουραδέρο] (επίθ.) ανθε­ πέντε πεσετών, 2: (επίθ.) άτεγκτος,
κτικός. σκληρός · no tengo ni un duro - έχω
duramente [ντούραμεν'τε] (επίρρ.) σκλη­ ξεμείνει από λεφτά.
ρά, βίαια
durante [ντουράν'τε] (επίρρ.) κατά τη
διάρκεια.

226
economía [εκονομία] (ουσ7θηλ.) οι­
κονομία.
E, e [ε] (ουσ7θηλ.) το έκτο γράμμα του económico [εκονόμικο] (επίθ.) οικο­
ισπανικού αλφαβήτου. νομικός.
Ε [ε] σύντμ. του este- ανατολή, economista [εκονομίστα] (ουσ7αρσ.+
e [ε] (συνδ.) αντικαθιστά το y μπροστά θηλ.) οικονομολόγος,
από λέξεις που αρχίζουν με i και h¡. economizar [εκονομιθάρ] (ρ.) εξοικο­
ebanista [εμπανίστα] (ουσ,/αρσ.) επι­ νομώ, αποταμιεύω, κάνω οικονομία,
πλοποιός, ecosistema [εκοσιστέμα] (ουσ7αρσ.)
ebanistería [εμπανιστερία] (ουσ,/θηλ.) οικοσύστημα,
επιπλοποιείο, ecuación [εκουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εξί­
ébano [έμπανο] (ουσ,/αρσ.) έβενος. σωση.
ebriedad [εμπριεδάδ] (ουσ7θηλ.) μέ- Ecuador [εκουαδόρ] (ουσ/αρσ.) Ιση­
θη. μερινός Εκουαδόρ.
ebrio [έμπριο] (επίθ.) μεθυσμένος, ecuánime [εκουάνιμε] (επίθ.) ισορρο­
ebullición [εμπουγιθιόν] (ουσ,/θηλ.) βρα­ πημένος πράος γαλήνιος,
σμός ecuanimidad [εκουανιμιδάδ] (ουσ./
echacueivos [ετσακουέρβος] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) ψυχική ισορροπία,
μαστροπός νταβατζής ecuatorial [εκουατοριάλ] (επίθ.) ιση­
echada [ετσάδα] (ουσ/θηλ.) βολή. μερινός
echar [ετσάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, 2: διώχνω, ecuatoriano [εκουατοριάνο] (ουσ7αρσ.)
3: βγάζω, 4: βάζω, 5: σπρώχνω, 6: κάτοικος του Ισημερινού,
κατεδαφίζω, γκρεμίζω, 7: αποδίδω, ecuestre [εκουέστρε] (επίθ.) 1: ιππικός
επιρρίπτω, 8: παριστάνω, 9: αρχίζω 2: έφιππος,
να, 10: υπολογίζω · ¿cuántos años ecuménico [εκουμένικο] (επίθ.) οικου­
me echas7- πόσο χρονών με κάνεις;, μενικός.
echarpe [ετσάρπε] (ουσ./αρσ.) εσάρ­ eczema [εκθέμα] (ουσ,/αρσ.) έκζεμα,
πα, σάλι. edad [εδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: ηλικία, 2: επο­
echón [ετσόν] (επίθ.) καυχησιάρης (καθ.) χή·
φιγουρατζής edema [εντέμα] (ουσ./αρσ.) οίδημα.
eclesiástico [εκλεσιάστικο] (επίθ.) εκ­ Edén [εντέν] (ουσ./αρσ.) Εδέμ.
κλησιαστικός, edición [εδιθιόν] (ουσ7θηλ.) έκδοση,
eclipsar [εκλιπσάρ] (ρ.) επισκιάζω, (μτφ.) δημοσίευση · edición bolsillo- έκδο­
συγκαλύπτω, ση τσέπης,
eclipse [εκλίψε] (ουσ7αρσ.) έκλειψη, edicto [εδίκτο] (ουσ./αρσ.) διάταγμα,
eclíptica [εκλίπτικα] (ουσ,/θηλ.) {Αστρον.) διακήρυξη,
εκλειπτική, edificación [εδιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
eco [έκο] (ουσ,/αρσ.) ηχώ, αντίλαλος, 1: οικοδόμηση, 2: διαπαιδαγώγηση,
ecología [εκολοχία] (ουσ,/θηλ.) οικο­ edificante [εδιφικάν'τε] (επίθ.) 1: εποι­
λογία. κοδομητικός 2: παιδαγωγικός
ecológico [εκολόχικο] (επίθ.) οικολο­ edificar [εδιφικάρ] (ρ.) οικοδομώ,
γικός edificio [εδιφίθιο] (ουσ,/αρσ.) κτίριο, οι­
ecologista [εκολοχίστα] (ουσ7αρσ.+ κοδόμημα,
θηλ.) οικολόγος. editar [εδιτάρ] (ρ.) εκδίδω, δημοσι-

227
editor

εύω. θηλ.) πραγμάτωση, υλοποίηση,


editor [εδιτόρ] (ουσ,/αρσ.) εκδότης, efectuar [εφεκτουάρ] (ρ.) πραγματο­
editorial [εδιτοριάλ] (ουσΥθηλ.) εκδο­ ποιώ, εκτελώ,
τικός οίκος, efervescencia [εφερβεσθένθια] (ουσ./
editorialista [εδιτοριαλίστα] (ουσΥ θηλ.) αναβρασμός,
αρσ.+ θηλ.) αρχισυντάκτης αρχισυ- efervescente [εφερβεσθέν'τε] (επίθ.)
ντάκτρια. αναβράζων.
edredón [εδρεδόν] (ουσΥαρσ.) πάπλω­ eficacia [εφικάθια] (ουσΥθηλ.) αποτε­
μα. λεσματικότητα, δραστικότητα.
educable [εδουκάμπλε] (επίθ.) εκπαιδεύ- eficaz [εφικάθ] (επίθ.) αποτελεσματι­
σιμος κός.
educación [εδουκαθιόν] (ουσΥθηλ) αγω­ eficiencia [εφιθιένθια] (ουσΥθηλ.) ικα­
γή, παιδεία εκπαίδευση, μόρφωση, νότητα, αποδοτικότητα.
educacional [εδουκαθιονάλ] (επίθ.) eficiente [εφιθιέν'τε] (επίθ.) ικανός
μορφωτικός εκπαιδευτικός, αποδοτικός,
educado [εδουκάδο] (επίθ.) μορφω­ efigie [εφίχιε] (ουσΥθηλ.) ομοίωμα,
μένος καλλιεργημένος, efímero [εφίμερο] (επίθ.) εφήμερος,
educador [εδουκαδόρ] (ουσΥαρσ.) παι­ eflorescente [εφλορεσθέν'τε] (επίθ.)
δαγωγός ανθοφόρος, ανθισμένος,
educando [εδουκάν'ντο] (ουσΥαρσ.) μα­ efluvio [εφλούβιο] (ουσ,/αρσ.) ευο-
θητής σμία, ευωδία,
educar [εδουκάρ] (ρ.) διαπαιδαγωγώ, efusión [εφουσιόν] (ουσΥθηλ.) διάχυ­
εκπαιδεύω, μορφώνω, ση, ξεχείλισμα.
educativo [εδουκατίβο] (επίθ.) παιδα­ efusivo [εφουσίβο] (επίθ.) διαχυτικός.
γωγικός εκπαιδευτικός μορφωτικός. Egeo [εχέο] (ουσΥαρσ.) Αιγαίο,
EEUU σύντμ. (ουσΥαρσ.) πληθ. Estados égida [έχιδα] (ουσΥθηλ.) αιγίδα,
Unidos - Η.Π.Α.. egipcio [εχίπθιο] 1: (ουσΥαρσ.) Αιγύ­
efectismo [εφεκτίσμο] (ουσΥαρσ.) πτιος 2: (επίθ.) αιγυπτιακός,
εντυπωσιασμός, egiptología [εχιπτολοχία] (ουσΥθηλ.)
efectista [εφεκτίστα] (επίθ.) εντυπωσια­ αιγυπτιολογία,
κός ego [εγο] (ουσΥαρσ.) το εγώ.
efectivamente [εφεκτίβαμεν'τε] (επίρρ.) egocéntrico [εγοθέν'τρικο] (επίθ.) εγω­
όντως πράγματι, κεντρικός,
efectividad [εφεκτιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) egoísmo [εγοΐσμο] (ουσΥαρσ.) εγωι­
αποτελεσματικότητα. σμός.
efectivo [εφεκτίβο] 1: (ουσΥαρσ.) με­ egoísta [εγοΐστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
τρητά χρήματα, 2: (επίθ.) αποτελε­ εγωιστής εγωίστρια.
σματικός πραγματικός · pagar en ególatra [εγόλατρα] (επίθ.) εγωλάτρης
efectivo - πληρώνω με μετρητά, εγωλάτρισσα,
efecto [εφέκτο] (ουσΥαρσ.) 1: αποτέ­ egololatría [εγολατρία] (ουσΥθηλ.) εγω­
λεσμα, 2: επίδραση, 3: εντύπωση, 4: λατρία, εγωπάθεια, ναρκισσισμός,
φαινόμενο · el efecto invernadero - egotismo [εγοτίσμο] (ουσΥαρσ.) εγω­
το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τισμός.
efectuación [εφεκτουαθιόν] (ουσ./ egotista [εγοτίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)

228
electrocardiograma

εγωτιστής εγωτίστρια. - ο δάσκαλος · el azar - η τύχη · el


egregio [εγκρέγιο] (επίθ.) διαπρεπής agua - το νερό.
αξιότιμος, él [ελ] (προσωπική αντ.) αυτός αυτόν
egresado [εγκρεσάδο] (ουσ./αρσ.) από­ •él come - αυτός τρώει · prefiero ir
φοιτος. con él - προτιμώ να πάω με αυτόν ·
egresar [εγκρεσάρ] (ρ.) αποφοιτώ, no hables así de él - μη μιλάς έτσι γι'
egreso [εγκρέσο] (ουσ/αρσ.) αναχώρη­ αυτόν.
ση, αποφοίτηση, elaboración [ελαμποραθιόν] (ουσ,/θηλ.)
eh [ε] (επιφ.) ε!. επεξεργασία, κατεργασία,
eje [έχε] (ουσ,/αρσ.) άξονας, elaborar [ελαμποράρ] (ρ.) επεξεργά­
ejecución [εχεκουθιόν] (ουσ/θηλ.) εκτέ­ ζομαι, κατεργάζομαι, εκπονώ,
λεση. elación [ελαθιόν] (ουσ,/θηλ.) υπερη­
ejecutable [εχεκουτάμπλε] (επίθ.) εκτε- φάνεια.
λέσιμος elasticidad [ελαστιθιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
ejecutante [εχεκουτάν'τε] (ουσ7αρσ.+ ελαστικότητα,
θηλ.) εκτελεστής, εκτελέστρια. elástico [ελάστικο] (επίθ.) ελαστικός
ejecutar [εχεκουτάρ] (ρ.) 1: εκτελώ εύκαμπτος,
(πραγματοποιώ), 2: εκτελώ (θανατώ­ elección [ελεκθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: εκλο­
νω). γή, 2: επιλογή,
ejecutivo [εχεκουτίβο] (επίθ.) εκτελε­ eleccionario [ελεκθιονάριο] (επίθ.) εκλο­
στικός. γικός
ejecutor [εχεκουτόρ] (ουσ7αρσ.) εκτε­ electivo [ελεκτίβο] (επίθ.) επιλεκτικός,
λεστής δήμιος, electo [ελέκτο] (επίθ.) εκλεγμένος,
ejemplar [εχεμ'πλάρ] (ουσ,/αρσ.) αντί­ elector [ελεκτόρ] (ουσ,/αρσ.) εκλογέ­
τυπο, δείγμα, ας ψηφοφόρος,
ejemplar [εχεμ'πλάρ] (επίθ.) 1: υπο­ electorado [ελεκτοράδο] (ουσ,/αρσ.) εκλο­
δειγματικός 2: παραδειγματικός γικό σώμα, σύνολο ψηφοφόρων,
ejemplarizador [εχεμ'πλαριθαδόρ] (επίθ.) electoral [ελεκτοράλ] (επίθ.) εκλογικός
υποδειγματικός electricidad [ελκετριθιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
ejemplarizar [εχεμ'πλαριθάρ] (ρ.) πα­ ηλεκτρισμός ηλεκτρικό ρεύμα,
ραδειγματίζω, electricista [ελεκτριθίστα] (ουσ,/αρσ.)
ejemplificar [εχεμ'πλιφικάρ] (ρ.) δίνω ηλεκτρολόγος,
παραδείγματα, eléctrico [ελέκτρικο] (επίθ.) ηλεκτρι­
ejemplo [εχέμ'πλο] (ουσ,/αρσ.) παρά­ κός.
δειγμα, υπόδειγμα, electrificación [ελεκτριφικαθιόν] (ουσ./
ejercer [εχερθέρ] (ρ.) εξασκώ, ασκώ. θηλ.) ηλεκτρισμός,
ejercicio [εχερθίθιο] (ουσ,/αρσ.) άσκη­ electrificar [ελεκτριφικάρ] (ρ.) ηλεκτρί­
ση, εξάσκηση, γύμνασμα, ζω.
ejercitar [εχερθιτάρ] (ρ.) ασκώ, εξα­ electrizante [ελεκτριθάντε] (επίθ.) αυ­
σκώ, γυμνάζω, τός που ηλεκτρίζει,
ejército [εχέρθιτο] (ουσ,/αρσ.) στρατός electrizar [ελεκτριθάρ] (ρ.) ηλεκτρίζω,
ejido [εχίδο] (ουσ,/αρσ.) κοινόχρηστος electrocardiograma [ελεκτροκαρδιο-
χώρος γράμα] (ουσ./αρσ.) ηλεκτροκαρδιο­
el [ελ] (οριστικό άρθρο) ο, η, το · d profesor γράφημα.

229
electrocución

electrocución [ελεκτρόκουθιόν] (ουσ./ elegir [ελεχίρ] (ρ.) εκλέγω, διαλέγω,


θηλ.) ηλεκτροπληξία, elemental [ελεμεντάλ] (επίθ.) στοι­
electrodinámica [ελεκτροδινάμικα] (ουσ./ χειώδης βασικός,
θηλ.) ηλεκτροδυναμική, elemento [ελεμέν'το] (ουσΥαρσ.) στοι­
electrodo [ελεκτρόδο] (ουσΥαρσ.) ηλε­ χείο.
κτρόδιο. elenco [ελένκο] (ουσΥαρσ.) λίστα ηθο­
electrodomésticos [ελεκτροδομέστι- ποιών.
κος] (ουσΥαρσ.) πληθ. ηλεκτρικές elevación [ελεβαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
οικιακές συσκευές, ανύψωση, 2: ύψωμα, ψήλωμα,
electroimán [ελεκτροϊμάν] (ουσΥαρσ.) elevadamente [ελεβάδαμεχ/τε] (επίρρ.)
ηλεκτρομαγνήτης, επιβλητικά,
electrólisis [ελεκτρόλισις] (ουσΥθηλ.) elevado [ελεβάδο] (επίθ.) ανυψωμέ­
ηλεκτρόλυση. νος ανασηκωμένος.
electromagnético [ελεκτρομαγνέτικο] elevador [ελεβαδόρ] (ουσΥαρσ.) ανυ­
(επίθ.) ηλεκτρομαγνητικός. ψωτήρας ανελκυστήρας ασανσέρ,
electrón [ελεκτρόν] (ουσΥαρσ.) ηλεκτρό- elevar [ελεβάρ] (ρ.) υψώνω, ανυψώνω,
νιο. σηκώνω,
electrónica [ελεκτρόνικα] (ουσΥθηλ.) elidir [ελιδίρ] (ρ.) (Γοαμμ.) εκθλίβω.
ηλεκτρονική, eliminación [ελιμιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
electrónico [ελεκτρόνικο] (επίθ.) ηλε­ 1: αποκλεισμός 2: αποβολή, 3: εξά­
κτρονικός, λειψη, αφανισμός.
electrostática [ελεκτροστάτικα] (ουσΥ eliminar [ελιμινάρ] (ρ.) 1: αποκλείω, 2:
θηλ.) ηλεκτροστατική, αποβάλλω, 3: εξαλείφω, εξαφανίζω,
electrotecnia [ελεκτροτέκνια] (ουσΥ eliminatoria [ελιμινατόρια] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) ηλεκτροτεχνία, προκριματικός,
elefante [ελεφάν'τε] (ουσΥαρσ.) ελέ­ elipse [ελίπσε] (ουσΥθηλ.) (Γεωμ.) έλ­
φαντας. λειψη.
elegancia [ελεγάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: elipsis [ελίπσις] (ουα/θηλ.) (Γραμμ.)
κομψότητα, 2: γλαφυρότητα, παρα­ έλλειψη.
στατικότητα, ζωντάνια, elíptico [ελίπτικο] (επίθ.) ελλειπτικός,
elegante [ελεγάν'τε] (επίθ.) 1: εκλεπτυ­ elisión [ελισιόν] (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.)
σμένος, κομψός 2: γλαφυρός παρα­ έκθλιψη.
στατικός, ζωντανός, elite [ελίτε] (ουσΥθηλ.) αφρόκρεμα ελίτ.
elegantemente [ελεγά^τεμεντε] (επίρρ.) elixir [ελιξίρ] (ουσΥαρσ.) ελιξήριο.
1: εκλεπτυσμένα κομψά, 2: γλαφυρά, ella [έγια] (προσωπική αντ.) αυτή · ella
παραστατικά, ζωντανά, come - αυτή τρώει · prefiero ir con
elegía [ελεχία] (ουσΥθηλ.) ελεγεία, ella - προτιμώ να πάω με αυτήν · ηο
elegiaco [ελεχίακο] (επίθ.) ελεγειακός, hables asi de ella - μη μιλάς έτσι γι'
elegibilidad [ελεχιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αυτήν.
εκλογιμότητα, ellas [έγιας] (αντ. προσ.) αυτές · ellas
elegible [ελεχίμπλε] (επίθ.) εκλέξιμος comen - αυτές τρώνε · prefiero ir con
εκλόγιμος, ellas - προτιμώ να πάω με αυτές · ηο
elegido [ελεχίδο] (επίθ.) εκλεγμένος επι- hables así de ellas - μη μιλάς έτσι γΓ
λεγμένος αυτές

230
embargar

elle [έγιε] (ουσ,/θηλ.) η ονομασία του embadurnar [εμμπαδουρνάρ] (ρ.) επι­


γράμματος «LL». καλύπτω, επενδύω, περιβάλλω,
ello [έγισ] (προσωπική αντ.) αυτό · ηο embajada [εμ'μπαχάδα] (ουσ./θηλ.)
quiero saber nada de ello - δε θέλω πρεσβεία,
να ξέρω τίποτα γι' αυτό. embajador [εμ'μπαχαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
ellos [έγιος] (προσωπική αντ.) αυτοί · πρέσβης.
ellos comen - αυτοί τρώνε · prefiero embalador [εμ'μπαλαδόρ] (ουσ./αρσ.)
ir con ellos - προτιμώ να πάω με αυ­ συσκευαστής.
τούς · no hables así de ellos - μη μι­ embaladura [εμμπαλαδούρα] (ουσ./
λάς έτσι γΓ αυτούς, θηλ.) αμπαλάρισμα,
elocución [ελοκουθιόν] (ουσΥθηλ.) άρ­ embalar [εμ'μπαλάρ] (ρ.) συσκευάζω,
θρωση. αμπαλάρω,
elocuencia [ελοκουένθια] (συσ7θηλ.) embaldosado [εμ'μπαλδοσάδο] (ουσ./
ευγλωττία, ευφράδεια, αρσ.) πλακόστρωτο,
elocuente [ελοκουέν'τε] (επίθ.) εύγλωτ­ embaldosar [εμ'μπαλδοσάρ] (ρ.) πλα­
τος, ευφραδής. κοστρώνω,
elogiar [ελοχιάρ] (ρ.) επαινώ, εγκω­ embalsamar [εμ'μπαλσαμάρ] (ρ.) τα­
μιάζω. ριχεύω, βαλσαμώνω,
elogio [ελόχιο] (ουσ,/αρσ.) έπαινος εγκώ­ embalsar [εμμπαλσάρ] (ρ.) φράζω,
μιο. embalse [εμμπάλσε] (ουσ,/αρσ.) φράγ­
elogiosamente [ελοχιοσαμέν'τε] (επίρρ.) μα.
εγκωμιαστικά, embanderar [εμ'μπαν'ντεράρ] (ρ.) ση­
elogioso [ελοχιόσο] (επίθ.) επαινετικός μαιοστολίζω,
εγκωμιαστικός, embarazada [εμ'μπαραθάδα] (ουσ./
elucidación [ελουθιδαθιόν] (ουσ,/θηλ.) θηλ.) έγκυος · estar embarazada -
αποσαφήνιση, διευκρίνιση, είμαι έγκυος · quedarse embarazada
elucidar [ελουθιδάρ] (ρ.) αποσαφηνί­ - μένω έγκυος.
ζω, διασαφηνίζω, embarazar [εμ'μπαραθάρ] (ρ.) καθι­
eludible [ελουδίμπλε] (επίθ.) αποφευ- στώ έγκυο,
κτός. embarazarse [εμ'μπαραθάρσε] (ρ.) μένω
eludir [ελουδίρ] (ρ.) υπεκφεύγω, έγκυος
elusivo [ελουσίβο] (επίθ.) υπεκφεύγων. embarazo [εμ'μπαράθο] (ουσ,/αρσ.) 1:
emanación [εμαναθιόν] (ουσΥθηλ.) εγκυμοσύνη, 2: αμηχανία,
απόρροια, embarazoso [εμ'μπαραθόσο] (επίθ.) 1:
emanar [εμανάρ] (ρ.) απορρέω, πηγά­ άβολος, 2: δύσκολος,
ζω. embarcación [εμ'μπαρκαθιόν] (ουσ./
emancipación [εμανθιπαθιόν] (ουσ./ θηλ.) σκάφος πλοίο,
θηλ.) χειραφέτηση, embarcadero [εμμπαρκαδέρο] (ουσ./
emancipado [εμανθιπάδο] (επίθ.) χει­ αρσ.) προβλήτα, προκυμαία,
ραφετημένος embarcar [εμ'μπαρκάρ] (ρ.) επιβιβά­
emancipar [εμανθιπάρ] (ρ.) χειραφε­ ζω.
τώ. embarco [εμ'μπάρκο] (ουσ,/αρσ.) επι­
emascular [εμασκουλάρ] (ρ.) ευνου­ βίβαση.
χίζω. embargar [εμ'μπαργάρ] (ρ.) κατάσχω,

231
embargo

καταλαμβάνω, ζω, εξωραΐζω, ωραιοποιώ,


embargo [εμ'μπάργο] (ουσ./αρσ.) κα­ embellecimiento [εμμπεγιεθιμιέν'το]
τάσχεση · sin embargo - ωστόσο, (ουσ,/αρσ.) εξωραϊσμός
embarnizar [εμμπαρνιθάρ] (ρ.) βερνι­ embestida [εμ'μπεστίδα] (ουσ7θηλ.)
κώνω, βάφω. επίθεση, εφόρμηση,
embarque [εμμπάρκε] (ουσ,/αρσ.) 1: embestir [εμ'μττεστίρ] (ρ.) ορμώ, επι­
φόρτωμα, 2: επιβίβαση · tarjeta de τίθεμαι.
embarque - κάρτα επιβίβασης, embetunar [εμμπετουνάρ] (ρ.) βερνικώ­
embarradura [εμ'μπαραδούρα] (ουσ./ νω.
θηλ.) λεκές. emblandecer [εμ'μπλανντεθέρ] (ρ.) μα­
embarrancar [εμ'μπαρανκάρ] (ρ.) πέ­ λακώνω, απαλύνω,
φτω σε χαντάκι, emblanquecer [εμμπλανκεθέρ] (ρ.) λευ­
embarrar [ε μ 'μ π α ρ ά ρ ] (ρ.) λασπώνω, καίνω.
embarullar [εμ'μπαρουγιάρ] (ρ.) χα­ emblema [εμ'μπλέμα] (ουσ,/αρσ.) έμ­
λώ. βλημα.
embastar [εμ'μτταστάρ] (ρ.) ράβω. emblemático [εμμπλεμάτικο] (επίθ.) εμ-
embaste [εμ'μπάστε] (ουσ,/αρσ.) βε­ βληματικός
λονιά. embobado [εμ'μπομπάδο] (επίθ.) χα­
embate [εμ'μπάτε] (ουσ,/αρσ.) ανεμό- ζεμένος αποχαυνωμένος,
δερμα. embobamiento [εμπ'μπομπαμιέν'το]
embaucador [εμ'μπαουκαδόρ] 1: (ουσ./ (ουσ./αρσ.) γοητεία, κατάπληξη,
αρσ.) λωποδύτης 2: (επίθ.) απατεώ­ embobar [εμ'μπομπάρ] (ρ.) σαγηνεύω,
νας καταπλήσσω,
embaucamiento [εμ'μπαουκαμιέν'το] embobecer [εμ'μπομπεθέρ] (ρ.) κοροϊ­
(ουσ,/αρσ.) απατεωνιά, κλεψιά, δεύω, χλευάζω,
embaucar [εμμπαουκάρ] (ρ.) εξαπα­ embobecerse [εμ'μπομπεθέρσε] (ρ.)
τώ, παραπλανώ, χαζεύω.
embeber [εμ'μπεμπέρ] (ρ.) 1: απορρο­ embocadura [εμμποκαδούρα] (ουσ./
φώ, 2: στενεύω, θηλ.) 1: είσοδος 2: εκβολή, 3: επι­
embelecar [εμ'μπελεκάρ] (ρ.) εξαπατώ, στόμιο.
ξεγελώ. embocar [εμμποκάρ] (ρ.) μπουκώνω,
embeleco [εμ'μπελέκο] (ουσ,/αρσ.) εξα­ embolador [εμμπολαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
πάτηση, παραπλάνηση. στιλβωτής λούστρος
embelesado [εμ'μπελεσάδο] (επίθ.) embolar [εμμπολάρ] (ρ.) στιλβώνω, λου­
σαγηνευμένος γοητευμένος, στράρω.
embelesador [εμ'μπελεσαδόρ] (ουσ./ embolia [εμπολία] (ουσ,/θηλ.) εμβο­
αρσ.) σαγηνευτής, λή.
embelesar [εμ'μπελεσάρ] (ρ.) σαγη­ embolismo [εμμπολίσμο] (ουσ,/αρσ.)
νεύω, γοητεύω, θέλγω, 1: σύγχυση, 2: απάτη,
embeleso [εμ'μπελέσο] (ουσ/αρσ.) σα­ émbolo [έμ'μπολο] (ουσ,/αρσ.) έμβο­
γήνη, ελκυστικότητα. λο.
embellecedor [εμμπεγιεθεδόρ] (επίθ.) embolsar [εμ'μπολσάρ] (ρ.) τσεπώνω,
εξωράισπκός εισπράττω,
embellecer [εμ'μ π εγ εθ έρ ] (ρ.) καλλωπί­ emboque [εμμπόκε] (ουσ,/αρσ.) απά-

232
embuste

τη- embrear [εμ'μπρεάρ] (ρ.) πισσώνω,


emboquillado [εμ'μποκιγιάδο] (επίθ.) καλύπτω με πίσσα,
φιλτραρισμένος, embriagador [εμμπριαγαδόρ] (επίθ.)
emborracharse [εμ'μπορατσάρσε] (ρ.) μεθυστικός,
μεθώ. embriagar [εμ'μπριαγάρ] (ρ.) μεθώ κά­
emborrar [εμμποράρ] (ρ.) γεμίζω, ποιον.
emborronar [εμ'μπορονάρ] (ρ.) μου­ embriagarse [εμ'μπριαγάρσε] (ρ.) μεθώ.
ντζουρώνω, κηλιδώνω, λερώνω, embriaguez [εμ'μπριαγέθ] (ουσ,/θηλ.)
emboscada [εμ'μποσκάδα] (ουσ./θηλ.) μεθύσι, μέθη.
ενέδρα, παγίδα, embridar [εμ'μπριδάρ] (ρ.) αναχαιτί­
emboscarse [εμ'μποσκάρσε] (ρ.) ενε­ ζω, βάζω χαλινάρι,
δρεύω. embrión [εμ'μπριόν] (ουσ,/αρσ.) έμβρυο,
embotado [εμ'μποτάδο] (επίθ.) αμβλύς, embrionario [εμ'μπριονάριο] (επίθ.) εμ-
embotamiento [εμ'μποταμιέν'το] (ουσ./ βρυακός
αρσ.) άμβλυνση, embrocación [εμ'μπροκαθιόν] (ουσ./
embotar [εμμποτάρ] (ρ.) αμβλύνω, θηλ.) 1: εντριβή, 2: μετάγγιση,
embotellado [εμ'μττοτεγιάδο] (επίθ.) embrocar [εμμποκάρ] (ρ.) 1: μεταγγί­
εμφιαλωμένος, ζω, 2: καρφώνω παπούτσια,
embotellador [εμ'μποτεγιαδόρ] (ουσ./ embrollar [εμ'μπρογιάρ] (ρ.) περιπλέ­
αρσ.) εμφιαλωτής. κω, μπερδεύω,
embotellamiento [εμ'μποτεγιαμιέν'το] embrollo [εμ'μπρόγιο] (ουσ,/αρσ.)
(ουσ,/αρσ.) 1: εμφιάλωση, 2: μποτι­ μπλέξιμο, μπέρδεμα,
λιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρη­ embrollón [εμ'μπρογιόν] (ουσ,/αρσ.)
ση. ταραχοποιος ταραξίας.
embotellar [εμ'μποτεγιάρ] (ρ.) 1: εμ­ embromado [εμμπρομάδο] (επίθ.) μπλεγ­
φιαλώνω, 2: μποτιλιάρω. μένος
embovedar [εμ'μποβεδάρ] (ρ.) κυρ­ embrujado [εμ'μπρουχάδο] (επίθ.) 1:
τώνω. μαγεμένος 2: στοιχειωμένος
embozado [εμ'μποθάδο] (επίθ.) κα­ embrujar [εμ'μπρουχάρ] (ρ.) μαγεύω,
λυμμένος, γοητεύω, σαγηνεύω,
embozar [εμ'μποθάρ] (ρ.) κουκουλώ­ embrujo [εμ'μπρούχο] (ουσ,/αρσ.) τα
νω, καλύπτω, μάγια.
embozo [εμ'μπόθο] (ουσ,/αρσ.) 1: μά­ embrutecer [εμ'μπρουτεθέρ] (ρ.) απο­
σκα, 2: πονηριά, χαυνώνω, αποβλακώνω,
embragar [εμ'μπραγάρ] (ρ.) συμπλέ­ embrutecimiento [εμ'μπρουτεθιμιέν'το]
κω. (ουσ,/αρσ.) αποκτήνωση,
embrague [εμ'μπράγε] (ουσ,/αρσ.) συ­ embuchado [εμ'μπουτσάδο] (ουσ,/αρσ.)
μπλέκτης. λουκάνικο,
embravecer [εμ'μπραβεθέρ] (ρ.) εξορ­ embuchar [εμ'μπουτσάρ] (ρ.) γεμίζω
γίζω, εξαγριώνω, λουκάνικο,
embravecido [εμμπραβεθίδο] (επίθ.) embudo [εμπούδο] (ουσ7αρσ.) χωνί.
1: άγριος 2: εξοργισμένος, embullar [εμπουγιάρ] (ρ.) ταράζω,
embrazar [εμ'μπραθάρ] (ρ.) αγκαλιά­ embuste [εμ'μπούστε] (ουσ,/αρσ.) ψέ­
ζω. μα.

233
embustería

embustería [εμ'μττουστερία] (ουσΥθηλ.) νηση.


ψευτιές emocionado [εμοθιονάδο] (επίθ.) συ-
embustero [εμ'μπουστέρο] 1: (ουσΥαρσ.) γκινημένος.
ψεύτης 2: (επίθ.) ψεύτικος απατηλός emocional [εμοθιονάλ] (επίθ.) συγκι­
embutido [εμ'μ ττουτίδο ] (ουσΥαρσ.) νητικός.
είδος λουκάνικου, emocionante [εμοθιονάν'τε] (επίθ.) 1:
embutir [εμ'μπουτίρ] (ρ.) χώνω, γεμί­ συγκινητικός 2: συναρπαστικός,
ζω. emocionar [εμοθιονάρ] (ρ.) συγκινώ,
emergencia [εμερχένθια] (ουσΥθηλ.) συναρπάζω,
κρίσιμη κατάσταση, κατάσταση ανά­ emotivo [εμοτίβο] (επίθ.) ευσυγκίνη­
γκης τος ευαίσθητος,
emergente [εμερχέν'τε] (επίθ.) προκύ- empacado [εμ'πακάδο] (επίθ.) συ­
πτων, ανακύτττων. σκευασμένος,
emerger [εμερχέρ] (ρ.) αναδύομαι, empacar [εμ'πακάρ] (ρ.) συσκευάζω,
προβάλλω, βγαίνω, πακέταρω.
emérito [εμέριτο] (επίθ.) επίτιμος, empacharse [εμ'πατσάρσε] (ρ.) παθαί­
emético [εμέτικο] (επίθ.) εμετικός σι­ νω δυσπεψία,
χαμερός. empacho [εμ'πάτσο] (ουσΥαρσ.) δυ­
emigración [εμιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) σπεψία, βαρυστομαχιά.
μετανάστευση, αποδημία, empachoso [εμ'πατσόσο] (επίθ.) δύ­
emigrado [εμιγράδο] (ουσΥαρσ.) πο­ σπεπτος, αχώνευτος,
λιτικός πρόσφυγας, empadronamiento [εμ'παδροναμιέν'το]
emigrante [εμιγράν'τε] (ουσΥαρσ.+ (ουσΥαρσ.) απογραφή πληθυσμού,
θηλ.) μετανάστης μετανάστρια. empadronar [εμ'παδρονάρ] (ρ.) γρά­
emigrar [εμιγράρ] (ρ.) μεταναστεύω, φω στο δημοτολόγιο,
αποδημώ, ξενιτεύομαι, empalagar [εμ'παλαγάρ] (ρ.) μπουχτί­
eminencia [εμινένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ζω, χορταίνω,
διακεκριμένη προσωπικότητα, υψη­ empalago [εμ'παλάγο] (ουσΥαρσ.) κο­
λότητα, 2: ύψωμα, ρεσμός.
eminente [εμινέν'τε] (επίθ.) 1: διαπρε­ empalagoso [εμ'παλαγόσο] (επίθ.) υπερ­
πής εξέχων, επιφανής 2: υπερυψω­ βολικά γλυκός λιγωτικός
μένος. empalizada [εμ'παλιθάδα] (ουσΥθηλ.)
emir [εμίρ] (ουσΥαρσ.) εμίρης, φράχτης.
emisario [εμισάριό] (ουσΥαρσ.) απε­ empalmar [εμ'παλμάρ] (ρ.) ενώνω, συν­
σταλμένος, δέω.
emisión [εμισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκπο­ empalme [εμ'πάλμε] (ουσΥαρσ.) 1:
μπή, 2: έκδοση, ένωση, σύνδεση, 2: κόμβος,
emisor [εμισόρ] (ουσΥαρσ.) μεταδό­ empanada [εμ'πανάδα] (ουσΥθηλ) πίτα.
της, αναμεταδότης, empañado [εμ'πανιάδο] (επίθ.) θαμπός
emisora [εμισόρα] (ουσΥθηλ.) ραδιο­ αχνισμένος,
φωνικός σταθμός, empañar [εμ'πανιάρ] (ρ.) θολώνω, θα­
emitir [εμιτίρ] (ρ.) 1: εκπέμπω, 2: εκδί­ μπώνω.
δω, 3: διατυπώνω, empañetar [εμ'πανιετάρ] (ρ.) σοβαντί-
emoción [εμοθιόν] (ουσΥθηλ.) συγκί­ ζω, ασβεστώνω.

234
emperramiento

empantanado [εμ'παν'τανάδο] (επίθ.) επίμονος 2: αδιόρθωτος,


1: πλημμυρισμένος, 2: βαλτώδης. empedernir [εμ'πεδερνίρ] (ρ.) σκλη­
empantanar [εμ'παν'τανάρ] (ρ.) λιμνά­ ραίνω.
ζω. empedrado [εμ'πεδράδο] (ουσ,/αρσ.)
empapado [εμ'παπάδο] (επίθ.) εμποτι­ λιθόστρωτο, πλακόστρωτο,
σμένος διαποτισμένος μουσκεμένος empedrar [εμ'πεδράρ] (ρ.) λιθοστρώ­
empapar [εμ'παπάρ] (ρ.) απορροφώ, νω, πλακοστρώνω,
μουσκεύω, διαποτίζω. empegado [εμ'πεγάδο] (ουσ,/αρσ.) μου­
empapelado [εμ'παπελάδο] (ουσ,/αρσ.) σαμάς
ταπετσάρισμα. empeine [εμ'πέινε] (ουσ./αρσ.) ταρ­
empapelar [εμ'παπελάρ] (ρ.) ταπετσά­ σός κουντεπιέ.
ρω. empellar [εμ'πεγιάρ] (ρ.) σκουντώ, σπρώ­
empaque [εμ'πάκε] (ουσ7αρσ.) πακε- χνω.
τάρισμα. empellón [εμ'πεγιόν] (ουσ,/αρσ.) σπρώ­
empaquetadura [εμ'πακεταδούρα] (ουσ/ ξιμο.
θηλ.) πακετάρισμα empelotado [εμ'πελοτάδο] (επίθ.) γυ­
empaquetar [εμ'πακετάρ] (ρ.) συσκευάζω, μνός.
πακετάρω, empelotar [εμ'πελοτάρ] (ρ.) ξεγυμνώ­
emparedado [εμ'παρεδάδο] (ουσ7αρσ.) νω, απογυμνώνω,
σάντουιτς empeñado [εμ'πενιάδο] (επίθ.) ενεχυ­
emparedar [εμ'παρεδάρ] (ρ.) εντοι­ ριαστής
χίζω. empeñar [εμ'πενιάρ] (ρ.) ενεχυριάζω,
emparejar [εμ'παρεχάρ] (ρ.) ζευγαρώ­ empeñarse [εμ'πενιάρσε] (ρ.) 1: επι­
νω, συνδυάζω, συνταιριάζω, μένω υπερβολικά, εμμένω, 2: χρεώ­
emparentar [εμπαρεν'τάρ] (ρ.) συγγε­ νομαι.
νεύω. empeñero [εμ'πενιέρο] (ουσ7αρσ.)
empastar [εμ'παστάρ] (ρ.) 1: σφραγί­ ενεχυροδανειστής
ζω, 2: επαλείφω. empeño [εμ'πένιο] (ουσ,/αρσ.) 1: ενέ­
empaste [εμ'πάστε] (ουσ,/αρσ.) 1: σφρά­ χυρο, 2: επιμονή, εμμονή,
γισμα, 2: επάλειψη, empeoramiento [εμ'πεοραμιέν'το] (ουσ./
empatar [εμ'πατάρ] (ρ.) ισοφαρίζω, αρσ.) χειροτέρευση,
empate [εμ'πάτε] (ουσ,/αρσ.) ισοφάρι- empeorar [εμ'πεοράρ] (ρ.) χειροτε­
ση, ισοπαλία, ρεύω.
empavesar [εμ'παβεσάρ] (ρ.) σημαιο­ empequeñecer [εμ'πεκενιεθέρ] (ρ.) μι­
στολίζω. κραίνω.
empecatado [εμ'πεκατάδο] (επίθ.) αμαρ­ emperador [εμ'περαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
τωλός αυτοκράτορας.
empecinado [εμ'πεθινάδο] (επίθ.) πει­ emperatriz [εμ'περατρίθ] (ουσ7θηλ.)
σματάρης ξεροκέφαλος, αυτοκράτειρα.
empecinamiento [εμ'πεθιναμιέν'το] (ουσ/ emperejilarse [εμ'περεχιλάρσε] (ρ.) στο­
αρσ.) πείσμα λίζομαι.
empecinarse [εμ'πεθινάρσε] (ρ.) πει­ empernar [εμ'περνάρ] (ρ.) αμπαρώνω.
σμώνω. emperramiento [εμ'περαμιέν'το] (ουσ./
empedernido [εμ'πεδερνίδο] (επίθ.) 1: αρσ.) ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα.

235
emperrarse

emperrarse [εμ'περάρσε] (ρ.) πεισμώ­ emporcar [εμ'πορκάρ] (ρ.) λερώνω,


νω, εμμένω, βρομίζω, κηλιδώνω,
empezar [εμ'πεθάρ] (ρ.) αρχίζω · emporio [εμ'πόριο] (ουσΥαρσ.) εμπο­
empezar α - ξεκινώ να · empezó α ρία.
fumar con 40 años - ξεκίνησε να κα­ empotrado [εμ'ποτράδο] (επίθ.) ενσω­
πνίζει στα 40 του χρόνια, ματωμένος εντοιχισμένος,
empinado [εμ'πινάδο] (επίθ.) 1: υπε­ empotrar [εμ'ποτράρ] (ρ.) ενσωματώ­
ρυψωμένος, 2: απόκρημνος, απότο­ νω, εντοιχίζω,
μος. empreñar [εμ'πρενιάρ] (ρ.) γκαστρώ­
empinar [εμ'πινάρ] (ρ.) υψώνω, ανυ­ νω, καθιστώ έγκυο,
ψώνω. emprendedor [εμ'πρεν'ντεδόρ] (επίθ.)
empírico [εμ'πίρικο] (επίθ.) εμπειρικός, δραστήριος,
empirismo [εμ'πιρίσμο] (ουσΥαρσ.) emprender [εμ'πρεν'ντέρ] (ρ.) 1: επι­
εμπειρισμός, χειρώ, 2: αρχίζω κάτι, 3: αναλαμβά­
emplasto [εμ'πλόστο] (ουσΥαρσ.) κα­ νω.
τάπλασμα, empresa [εμ'πρέσα] (ουσΥθηλ.) 1: επι­
emplazar [εμ'πλαθάρ] (ρ.) κλητεύω, χείρηση, 2: εταιρεία,
empleado [εμ'πλεάδο] (ουσΥαρσ.) empresarial [εμ'πρεσαριάλ] (επίθ.) διοι­
υπάλληλος, κητικός
emplear [εμ'πλεάρ] (ρ.) 1: χρησιμο­ empresario [εμ'πρεσάριο] (ουσΥαρσ.)
ποιώ, 2: απασχολώ, 3: προσλαμβά­ επιχειρηματίας
νω. emprestar [εμ'πρεστάρ] (ρ.) δανείζω,
empleo [εμ'πλέο] (ουσΥαρσ.) 1: χρή­ empréstito [εμ'πρέσπτο] (ουσΥαρσ.)
ση, 2: απασχόληση, εργασία, δάνειο.
emplomar [εμ'πλομάρ] (ρ.) επιμολυ- empujar [εμ'πουχάρ] (ρ.) σπρώχνω, ωθώ.
βδώνω. empuje [εμ'πούχε] (ουσΥαρσ.) σπρώ­
empobrecer [εμ'πομπρεθέρ] (ρ.) φτω­ ξιμο, ώθηση,
χαίνω. empujón [εμ'πουχόν] (ουσΥαρσ.) βίαιο
empobrecimiento [εμ'πομπρεθιμιέν'το] σπρώξιμο, δυνατή ώθηση,
(ουσΥαρσ.) πτώχευση, empuñadura [εμ'πουνιαδούρα] (ουσΥ
empollar [εμ'πογιάρ] (ρ.) 1: επωάζω, θηλ.) λαβή.
εκκολάπτω, κλωσσώ, 2: γίνομαι σπα- empuñar [εμ'πουνιάρ] (ρ.) 1: χουφτώ­
σίκλας. νω, 2: αδράχνω, αξιοποιώ.
empollón [εμ'πογιόν] (ουσΥαρσ.) σπα­ emulación [εμουλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
στικός σπασίκλας (καθ.) φυτουκλά- άμιλλα.
κι. emulador [εμουλαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.)
empolvado [εμ'πολβάδο] (επίθ.) σκο­ αντίζηλος 2: (επίθ.) αμιλλώμενος
νισμένος émulo [έμουλο] (ουσΥαρσ.) αντίζηλος
empolvar [εμ'πολβάρ] (ρ.) 1: πουδρά­ ανταγωνιστής,
ρω, 2: σκονίζω, emulsión [εμουλσιόν] (ουσΥθηλ.) γα­
emponzoñamiento [εμ'πονθονιαμιέν'το] λάκτωμα.
(ουσΥαρσ.) δηλητηρίαση, emulsionar [εμουλσιονάρ] (ρ.) γαλα-
emponzoñar [εμ'πονθονιάρ] (ρ.) δη­ κτωματοποιώ.
λητηριάζω. en [εν] (πρόθ.) σε, μέσα, εντός επί, 1:

236
encampanar

(στάση σε τόπο) · estoy en Atenas -


βρίσκομαι στην Αθήνα, 2: (χρόνο) enastar [ενεστάρ] (ρ.) τοποθετώ λαβή.
• en invierno viajaré a Rusia - τον encabezado [ενκαμπεθάδο] (ουσ,/αρσ.)
χειμώνα θα ταξιδέψω στη Ρωσία · mi επικεφαλίδα,
hijo nació en 1990 - o γιος μου γεν- encabezamiento [ενκαμπεθαμιέν'το]
νήθηκε το 1990, 3: (τρόπο) · música (ουσ,/αρσ.) π ρόλογος εισαγωγή,
en directo - ζωντανή μουσική · te encabezar [ενκαμπεθάρ] (ρ.) ηγούμαι,
hablo en serio - σου μιλάω σοβαρά είμαι επικεφαλής διοικώ,
•habla en voz baja - μίλα χαμηλό­ encabronar [ενκαμπρονάρ] (ρ.) προ­
φωνα, 4: (μέσο μεταφοράς) · voy en καλώ θυμό, εξαγριώνω,
coche - πάω με το αμάξι · en tren - με encadenamiento [ενκαδεναμιέν'το] (ουσ./
το τρένο. αρσ.) αλυσοδέσιμο.
enagua [ενάγουα] (ουσ,/θηλ.) μεσο­ encadenar [ενκαδενάρ] (ρ.) αλυσοδέ­
φόρι. νω, δεσμεύω,
enaguar [εναχουάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, encajadura [ενκαχαδούρα] (ουσ,/θηλ.)
enajenación [εναχεναθιόν] (ουσ,/θηλ.) εγκοπή, εσοχή,
1: αλλοτρίωση, 2: φρενοβλάβεια, encajar [ενκαχάρ] (ρ.) εφαρμόζω, προ­
τρέλα, 3: έκσταση, σαρμόζω, ταιριάζω,
enajenar [εναχενάρ] (ρ.) μεταβιβάζω encaje [ενκάχε] (ουσ,/αρσ.) 1: δαντέ­
κυριότητα ή δικαιώματα, τρελαίνω λα, 2: εφαρμογή,
κάποιον. encajera [ενκαχέρο] (ουσ7αρσ.) δα-
enaltecer [εναλτεθέρ] (ρ.) επαινώ, δο­ ντελοποιός.
ξάζω, εγκωμιάζω, encajonar [ενκαχονάρ] (ρ.) 1: τοποθε­
enamoradizo [εναμοραδίθο] (επίθ.) ερω­ τώ σε κασόνια, 2: ανοίγω διώρυγα σε
τιάρης. ποτάμι.
enamorado [εναμοράδο] (επίθ.) ερω­ encalambrarse [ενκαλαμμπράρσε] (ρ.)
τευμένος · estar enamorado de - εί­ στριμώχνομαι,
μαι ερωτευμένος με. encalar [ενκαλάρ] (ρ.) ασβεστώνω,
enamoramiento [εναμοραμιέν'το] (ουσ./ encalladero [ενκαγιαδέρο] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) ερωτοχτύπημα, ξέρα, αμμούδα.
enamorarse [εναμοράρσε] (ρ.) (de) ερω­ encallar [ενκαγιάρ] (ρ.) προσαράζω,
τεύομαι · me enamoré directamente encallecido [ενκαγιεθίδο] (επίθ.) σκλη­
de ti - σε ερωτεύτηκα αμέσως ρυντικός.
enangostar [ενανγοστάρ] (ρ.) στενεύω, encalmado [ενκαλμάδο] (επίθ.) 1: υπή­
enano [ενάνο] (ουσ,/αρσ.) νάνος, νεμος απάνεμος 2: στάσιμος
enarbolar [εναρμπολάρ] (ρ.) υψώνω, encalmarse [ενκαλμάρσε] (ρ.) ηρεμώ,
σηκώνω. encalvecer [ενκαλβεθέρ] (ρ.) φαλα-
enarcar [εναρκάρ] (ρ.) 1: ανασηκώνω, κραίνω.
2: κυρτώνω, encamar [ενκαμάρ] (ρ.) κρεβατώνω,
enardecer [εναρδεθέρ] (ρ.) διεγείρω, encaminar [ενκαμινάρ] (ρ.) δρομολο­
εξάπτω. γώ, καθοδηγώ, κατευθύνω,
enarenarse [εναρενάρσε] (ρ.) κολλάω encampanado [ενκαμπανάδο] (επίθ.)
στην άμμο. καμπανοειδής.
enastado [εναστάδο] (επίθ.) κερασφό- encampanar [ενκαμπανάρ] (ρ.) υψώ­

237
encañado

νω, ανασηκώνω. φαλώνω.


encañado [ενκανιάδο] (ουσΥαρσ.) αγω­ encarar [ενκαράρ] (ρ.) θέτω αντιμέτω­
γός. πους αντιμετωπίζω,
encañar [ενκανιάρ] (ρ.) διοχετεύω μέ­ encarcelación [ενκαρθελαθιόν] (ουσΥ
σω σωλήνων, θηλ.) φυλάκιση,
encandecer [ενκανδεθέρ] (ρ.) πυρώ­ encarcelamiento [ενκαρθελαμιέν'το]
νω. (ουσΥαρσ.) φυλάκιση,
encandilado [ενκανδιλάδο] (επίθ.) ευ­ encarcelar [ενκαρθελάρ] (ρ.) φυλακί­
θυτενής στητός όρθιος, ζω.
encandilar [ενκαν'ντιλάρ] (ρ.) θαμπώ­ encarecer [ενκαρεθέρ] (ρ.) 1: αυξάνω
νω, καταπλήσσω, την τιμή, ακριβαίνω, 2: ζητώ ένθερ­
encanecer [ενκανεθέρ] (ρ.) γκριζάρω, μα.
(μτφ.) γερνάω, encarecidamente [ενκαρεθίδαμεν'τε]
encanijado [ενκανιχάδο] (επίθ.) απο­ (επίρρ.) ένθερμα,
δυναμωμένος εξασθενημένος. encarecimiento [ενκαρεθιμιέντο] (ουσΥ
encanijarse [ενκανιχάρσε] (ρ.) αποδυ­ αρσ.) θέρμη,
ναμώνομαι, εξασθενώ. encargado [ενκαργάδο] (ουσΥαρσ.)
encañizada [ενκανιθάδα] (ουσΥθηλ.) υπεύθυνος,
φράχτης από πασσάλους, encargar [ενκαργάρ] (ρ.) 1: παραγγέλ-
encañonar [ενκανιονάρ] (ρ.) σημα­ λω, 2: εμπιστεύομαι,
δεύω, στοχεύω, encargarse [ενκαργάρσε] (ρ.) αναλαμ­
encantado [ενκαν'τάδο] (επίθ.) γοη­ βάνω ευθύνη,
τευμένος μαγεμένος, encargo [ενκάργο] (ουσΥαρσ.) παραγ­
encantador [ενκανταδόρ] (επίθ.) γοη­ γελία.
τευτικός μαγευτικός, encariñarse [ενκαρινιάρσε] (ρ.) δένο­
encantamiento [ενκαν'ταμιέν'το] (ουσΥ μαι συναισθηματικά,
αρσ.) μαγεία, σαγήνη, encarnación [ενκαρναθιόν] (ουσΥθηλ.)
encantar [ενκαν'τάρ] (ρ.) γοητεύω, μα­ ενσάρκωση, προσωποποίηση,
γεύω, σαγηνεύω, encarnadino [ενκαρναδίνο] (επίθ.) κα-
encanto [ενκάν'το] (ουσΥαρσ.) γοητεία, τακόκκινος.
μαγεία. encarnado [ενκαρνάδο] (επίθ.) 1: εν­
encapotado [ενκαποτάδο] (ουσΥαρσ.) σαρκωμένος, 2: ροδοκόκκινος,
αυτός που φορά κάπα. encarnar [ενκαρνάρ] (ρ.) ενσαρκώνω,
encapotarse [ενκαποτάρσε] (ρ.) συνο­ encarnizadamente [ενκαρνιθαδαμέν'τε]
φρυώνομαι, (επίρρ.) βίαια αιματηρά,
encapricharse [ενκαπριτσάρσε] (ρ.) encarnizado [ενκαρνιθάδο] (επίθ.) βίαιος
(con) νιώθω έντονη έλξη για κάτι/ αιματηρός,
κάποιον · me encapriché con esta encarnizar [ενκαρνιθάρ] (ρ.) εξαγριώ­
película - ξετρελάθηκα με αυτήν την νω.
ταινία. encarpetar [ενκαρπετάρ] (ρ.) ταξινο­
encapuchado [ενκαπουτσάδο] (ουσΥ μώ, αρχειοθετώ,
αρσ.) κουκουλοφόρος, encarrilar [ενκαριλάρ] (ρ.) καθοδηγώ,
encaramar [ενκαραμάρ] (ρ.) ανεβάζω, encartar [ενκαρτάρ] (ρ.) κλητεύω, συ­
encaramarse [ενκαραμάρσε] (ρ.) σκαρ­ γκαλώ.

238
encasillado [ενκασιγιάδο] 1: (ουσ./ μαντρί.
αρσ.) θυρίδα, 2: (επ(θ.) τυποποιημέ­ encerrar [ενθεράρ] (ρ.) 1: εγκλείω, πε­
νος. ρικλείω, 2: μαντρώνω,
encasillar [ενκασιγιάρ] (ρ.) ταξινομώ, encespedar [ενθεσπεδάρ] (ρ.) στρώ­
αρχειοθετώ, νω γρασίδι,
encasquillar [ενκασκιγιάρ] (ρ.) πετα­ encestar [ενθεστάρ] (ρ.) βάζω καλάθι
λώνω. στο μπάσκετ.
encastillado [ενκαστιγιάδο] (επίθ.) πυρ­ enchapar [εντσαπάρ] (ρ.) επιμεταλλώνω,
γωτός, πυργοειδής, encharcada [εντσαρκάδα] (ουσ,/θηλ.) νε­
encauchar [ενκαουτσάρ] (ρ.) μονώνω ρόλακκος
με καουτσούκ, encharcado [εντσαρκάδο] (επίθ.) πλημ­
encausar [ενκαουσάρ] (ρ.) μηνύω, μυρισμένος
encauzar [ενκαουθάρ] (ρ.) 1: διοχετεύω, encharcar [εντσαρκάρ] (ρ.) πλημμυ­
2: κατευθύνω, ρίζω.
encefalitis [ενθεφαλίτις] (ουσ,/θηλ.) enchinar [εντσινάρ] (ρ.) σγουραίνω,
εγκεφαλίτιδα, enchiquerar [εντσικεράρ] (ρ.) μαντρώ­
encéfalo [ενθέφαλο] (ουσ/αρσ.) εγκέ­ νω.
φαλος. enchufable [εντοουφάμπλε] (επίθ.) 1:
enceguecer [ενθεγεθέρ] (ρ.) τυφλώνω, συνδεόμενος 2: συγχωνεύσιμος
encelarse [ενθελάρσε] (ρ.) ζηλεύω, enchufar [εντσουφάρ] (ρ.) βάζω στην
encenagarse [ενθεναγάρσε] (ρ.) 1: λα­ πρίζα, συνδέω,
σπώνομαι, 2: διαφθείρομαι, εκμαυλί­ enchufe [εντσούφε] (ουσ,/αρσ.) πρίζα,
ζομαι. encía [ενθία] (ουσ,/θηλ.) ούλο.
encendedor [ενθεν/ντεδόρ] (ουσ,/αρσ.) enciclopedia [ενθικλοπέδια] (ουσ,/θηλ.)
αναπτήρας, εγκυκλοπαίδεια,
encender [ενθεν'ντέρ] (ρ.) ανάβω · enciclopédico [ενθικλοπέδικο] (επίθ.)
encender el fuego- ανάβω τη φωτιά εγκυκλοπαιδικός,
• encender la luz- ανάβω το φως · encierro [ενθιέρο] (ουσ./αρσ.) 1: κλεί­
encender la tele - ανοίγω την τηλε­ σιμο, κλεισούρα, εγκλεισμός 2: απο­
όραση. μόνωση.
encendidamente [ενθεν'ντιδαμέν'τε] encima [ενθίμα] (επίρρ.) (de) επάνω,
(επίρρ.) παθιασμένα, από πάνω · el libro está encima de
encendido [ενθενδίδο] 1: (ουσ,/αρσ.) la mesa - το βιβλίο είναι πάνω στο
ανάφλεξη, πυροδότηση, 2: (επίθ.) τραπέζι.
αναμμένος, καιόμενος. encina [ενθίνα] (ουσ./θηλ.) λιόπουρ-
encerado [ενθεράδο] (επίθ.) γυαλισμέ­ νο.
νος με κερί. encinta [ενθίν'τα] (ουσ,/θηλ.) έγκυος ·
encerador [ενθεραδόρ] (ουσ7αρσ.) estar encinta - είμαι έγκυος · quedarse
στιλβωτής, encinta - μένω έγκυος
encerar [ενθεράρ] (ρ.) στιλβώνω, κε­ encintado [ενθιν/τάδο] (ουσ/αρσ.) κρά­
ρώνω. σπεδο.
encerotar [ενθεροτάρ] (ρ.) κερώνω enclaustrar [ενκλαουστράρ] (ρ.) κλεί­
κλωστή. νω σε μοναστήρι,
encerradero [ενθεραδέρο] (ουσ,/αρσ.) enclavar [ενκλαβάρ] (ρ.) καρφώνω.

239
enclave

enclave [ενκλάβε] (ουσ,/αρσ.) θύλακας συναντώ.


enclenque [ενκλένκε] (επίθ.) ασθενικός encontrón [ενκον'τρόν] (ουσ,/αρσ.) σύ­
αρρωστιάρης γκρουση.
encobar [ενκομπάρ] (ρ.) επωάζω, encopetado [ενκοπετάδο] (ουσ,/αρσ.)
encoger [ενκοχέρ] (ρ.) μαζεύω, συ­ υπερόπτης ψηλομύτης,
στέλλω. encopetarse [ενκοπετάρσε] (ρ.) συμπεριφέ­
encogidamente [ενκοχιδαμέν'τε] (επίρρ.) ρομαι υπεροπτικά,
ντροπαλά, δειλά, encorchar [ενκορτσάρ] (ρ.) ταπώνω με
encogido [ενκοχίδο] (επίθ.) 1: ντροπα­ φελλό.
λό ς δειλός μαζεμένος συνεσταλμέ­ encorralar [ενκοραλάρ] (ρ.) μαντρώ­
νος 2: συρρικνωμένος νω.
encogimiento [ενκοχιμιέν'το] (ουσ./ encorvado [ενκορβάδο] (επίθ.) 1: κυρ­
αρσ.) μάζεμα, μπάσιμο, τός 2: στρεβλός 3: επικλινής,
encohetarse [ενκοετάρσε] (ρ.) μαίνο­ encorvadura [ενκορβαδούρα] (ουσ./
μαι. θηλ.) καμπύλη,
encojar [ενκοχάρ] (ρ.) 1: κουτσαίνω, 2: encorvar [ενκορβάρ] (ρ.) κυρτώνω,
χωλαίνω, κάμπτω, λυγίζω,
encolar [ενκολάρ] (ρ.) κολλώ, encrespado [ενκρεσπάδο] (επίθ.) κα­
encolerizar [ενκολεριθάρ] (ρ.) εξοργί­ τσαρωμένος σγουρός,
ζω, εξαγριώνω, encrespar [ενκρεσπάρ] (ρ.) 1: κατσα­
encomendar [ενκομεν'ντάρ] (ρ.) 1: ρώνω, 2: τρικυμίζω, φουρτουνιάζω,
αναθέτω, 2: εμπιστεύομαι, ταράζω, 3: εξοργίζω,
encomiar [ενκομιάρ] (ρ.) εγκωμιάζω, encrucijada [ενκρουθιχάδα] (ουσ/θηλ.)
επαινώ. σταυροδρόμι, διασταύρωση,
encomiástico [ενκομιάστικο] (επίθ.) encuademación [ενκουαδερναθιόν] (ουσ./
εγκωμιαστικός επαινετικός, θηλ.) βιβλιοδεσία,
encomienda [ενκομιένδα] (ουσ,/θηλ.) encuadernador [ενκουαδερναδόρ] (ουσ./
ανάθεση. αρσ.) βιβλιοδέτης
encomio [ενκόμιο] (ουσ7αρσ.) εγκώ­ encuadernar [ενκουαδερνάρ] (ρ.) βι-
μιο. βλιοδετώ.
enconado [ενκονάδο] (επίθ.) 1: φλεγ­ encuadrar [ενκουαδράρ] (ρ.) κορνιζά­
μονώδης 2: οδυνηρός, ρω, πλαισιώνω,
enconar [ενκονάρ] (ρ.) εξοργίζω, ερε­ encuadre [ενκουάδρε] (ουσ,/αρσ.) κορ-
θίζω, παθαίνω φλεγμονή, νιζάρισμα.
enconcharse [ενκοντσάρσε] (ρ.) απο­ encubierto [ενκουμπιέρτο] (επίθ.) συ-
μονώνομαι, μπαίνω στο καβούκι γκεκαλυμμένος.
μου. encubridor [ενκουμπριδόρ] (επίθ.) 1:
encono [ενκόνο] (ουσΥαρσ.) 1: μνησι- συγκαλυπτικός 2: κλεπταποδόχος,
κακία, 2: φλεγμονή, encubrimiento [ενκουμπριμιέν'το] (ουσ./
enconoso [ενκονόσο] (επίθ.) μνησί­ αρσ.) απόκρυψη,
κακος. encubrir [ενκουμπρίρ] (ρ.) καλύπτω,
encontrado [ενκοντράδο] (επίθ.) διι- συγκαλύπτω,
στάμενος. encuentro [ενκουέν'τρο] (ουσ,/αρσ.) συ­
encontrar [ενκον'τράρ] (ρ.) βρίσκω, νάντηση.

240
energético

encuerarse [ενκουεράρσε] (ρ.) γδύνο­ δοξώ.


μαι, ξεγυμνώνομαι, endocarpio [εν'ντοκάρπιο] (ουσ./
encuesta [ενκουέστα] (ουσΥθηλ.) 1: ανά­ αρσ.) ενδοκάρπιο,
κριση, 2: σφυγμομέτρηση, δημοσκό­ endocrino [εν'ντοκρίνο] (επίθ.) ενδο-
πηση, γκάλοπ, κρινικός.
encuestador [ενκουεσταδόρ] (ουσΥαρσ.) endocrinología [εν'ντοκρινολογία] (ουσΥ
σφυγμομετρητής δημοσκόπος θηλ.) ενδοκρινολογία,
encumbrado [ενκουμ'μπράδο] (επίθ.) endocrinólogo [εν'ντοκρινόλογο] (ουσΥ
υψηλός κορυφαίος αρσ.) ενδοκρινολόγος
encumbramiento [ενκουμ'μττραμιέν'το] endogamia [εχ/ντογάμια] (ουσΥθηλ.)
(ουσΥαρσ.) 1: ανέγερση, ανύψωση, 2: ενδογαμία,
εγκώμιο. endógeno [εν'ντόχενο] (επίθ.) ενδο­
encumbrar [ενκουμ'μττράρ] (ρ.) εξυ­ γενής.
ψώνω, ανυψώνω, endomingado [ε^ντομινγκάδο] (επίθ.)
encurtido [ενκουρτίδο] (ουσΥαρσ.) τουρ­ κουστουμαρισμένος ντυμένος επί­
σί. σημα.
encurtir [ενκουρτίρ] (ρ.) κάνω τουρσί, endosar [εν'ντοσάρ] (ρ.) 1: φορτώνω,
ende [έν'ντε] (επίρρ.) συνεπώς-por ende 2: οπισθογραφώ,
- διά ταύτα. endoso [εν'ντόσο] (ουσΥαρσ.) οπισθο­
endeble [εν'ντέμπλε] (επίθ.) αδύναμος γράφηση,
άτονος endovenoso [εν'ντοβενόσο] (επίθ.) εν­
endémico [εν'ντέμικο] (επίθ.) ενδημι­ δοφλέβιος,
κός. endrina [εν'ντρίνα] (ουσΥθηλ.) μυρτί-
endemoniado [εν'ντεμονιάδο] (επίθ.) διο, λωτόμουρο (φρούτο).
δαιμονισμένος, endrino [εν'ντρίνο] (ουσΥαρσ.) μυρτι-
endemoniar [ενντεμονιάρ] (ρ.) δαιμο­ διά, λωτομουριά.
νίζω. endulzar [εν'ντουλθάρ] (ρ.) 1: γλυκαί­
enderezado [εν'ντερεθάδο] (επίθ.) 1: νω, 2: απαλύνω,
στητός, 2: κατάλληλος, endurecer [εν'ντουρεθέρ] (ρ.) 1: σκλη­
enderezar [εν'ντερεθάρ] (ρ.) 1: ισιώνω, ραίνω, 2: σκληραγωγώ,
2: διευθετώ, 3: σωφρονίζω, endurecimiento [εν'ντουρεθιμιέν'το]
endeudado [εν'ντεουδάδο] (επίθ.) χρεω­ (ουσΥαρσ.) σκλήρυνση, σκληραγώ-
μένος. γηση.
endeudarse [εν'ντεουδάρσε] (ρ.) χρεώ­ ene [ένε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του
νομαι. γράμματος «Ν».
endiablado [εν'ντιαμπλάδο] (επίθ.) enebro [ενέμπρο] (ουσΥαρσ.) άρκευ-
διαβολικός, θος αγριοκυπαρίσσι.
endibia [ενντίμπια] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) enema [ενέμα] (ουσΥαρσ.) κλύσμα,
αντίδι (είδοςχόρτου). enemigo [ενεμίγο] (ουσΥαρσ.) εχθρός
endilgar [εν'ντιλγάρ] (ρ.) καθοδηγώ, enemistad [ενεμιστάδ] (ουσΥθηλ.) εχθρό­
κατευθύνω, τητα.
endiosado [εν'ντιοσάδο] (επίθ.) μα­ enemistarse [ενεμιστάρσε] (ρ.) γίνομαι
ταιόδοξος, εχθρός
endiosarse [εν'ντιοσάρσε] (ρ.) ματαιο­ energético [ενερχέτικο] (επίθ.) ενερ­

241
energía

γητικός. (ουσ7αρσ.) αδυνάτισμα,


energía [ενερχία] (ουσ/θηλ.) ενέργεια, enfocar [ενφοκάρ] (ρ.) 1: εστιάζω, 2:
enérgico [ενέρχικο] (επίθ.) ενεργητικός, προσεγγίζω,
δραστήριος enfoque [ενφόκε] (ουσ7αρσ.) εστίαση,
energúmeno [ενεργούμενο] (επίθ.) 1: προσέγγιση,
δαιμονικός 2: κακός 3: τρελός, enfrascar [ενφρασκάρ] (ρ.) 1: εμφια­
enero [ενέρο] (ουσ./αρσ.) Ιανουάριος λώνω, 2: εμβαθύνω.
enervar [ενερβάρ] (ρ.) εκνευρίζω, enfrenar [ενφρενάρ] (ρ.) 1: φρενάρω,
enésimo [ενέσιμο] (επίθ.) νιοστός. 2: συγκρατώ, αναχαιτίζω, 3: χαλινα­
enfadarse [ενφαδάρσε] (ρ.) θυμώνω, γωγώ.
enfado [ενφάδο] (ουσ,/αρσ.) θυμός, enfrentamiento [ενφρεν'ταμιέν'το] (ουσ/
enfadoso [ενφαδόσο] (επίθ.) ενοχλη­ αρσ.) 1: αναμέτρηση, 2: σύγκρουση,
τικός enfrentarse [ενφρεν'τάρσε] (ρ.) 1: αντι­
enfangarse [ενφανγκάρσε] (ρ.) κηλι­ μετωπίζω, 2: αντιτάσσομαι, 3: ενα­
δώνομαι, λασπώνομαι, ντιώνομαι,
enfardar [ενφαρδάρ] (ρ.) δεματιάζω, enfrente [ενφρέν'τε] (επίρρ.) απέναντι,
énfasis [ένφασις] (ουσ,/αρσ.) έμφαση, enfriadero [ενφριαδέρο] (ουσ7αρσ.) ψύ-
enfático [ενφάτικο] (επίθ.) εμφατικός. κτης
enfatizar [ενφατιθάρ] (ρ.) δίνω έμφα­ enfriamiento [ενφριαμιέν'το] (ουσ7αρσ.)
ση. 1: ψύξη, 2: κρυολόγημα κρύωμα
enfermar [ενφερμάρ] (ρ.) αρρωσταί­ enfriar [ενφριάρ] (ρ.) κρυώνω, ψυχραί­
νω κάποιον, αποδυναμώνω, νω.
enfermarse [ενφερμάρσε] (ρ.) ασθε­ enfundar [ενφουνδάρ] (ρ.) βάζω σε θή­
νώ, αρρωσταίνω, κη.
enfermedad [ενφερμεδάδ] (ουσΥθηλ.) enfurecer [ενφουρεθέρ] (ρ.) εξοργίζω,
νόσος ασθένεια, αρρώστια, αγριεύω, εξαγριώνω,
enfermera [ενφερμέρα] (ουσ7θηλ.) νο­ enfurruñarse [ενφουρουνιάρσε] (ρ.) θυ­
σοκόμα. μώνω, νευριάζω,
enfermería [ενφερμερία] (ουσ7θηλ.) ια­ engalanar [ενγκαλανάρ] (ρ.) στολίζω,
τρείο πρώτων βοηθειών, engañador [ενγκανιαδόρ] (επίθ.) πα­
enfermero [ενφερμέρο] (ουσ7αρσ.) ραπλανητικός απατηλός,
νοσοκόμος, engañar [ενγκανιάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξε­
enfermizo [ενφερμίθο] (επίθ.) ασθενι­ γελώ, παραπλανώ,
κός φιλάσθενος αρρωστιάρης, enganchar [ενγκαντσάρ] (ρ.) 1: αγκι-
enfermo [ενφέρμο] (επίθ.) ασθενής στρώνω, 2: ζεύω, καπιστρώνω,
πάσχων, άρρωστος, enganche [ενγκάντσε] (ουσ7αρσ.) 1:
enfilar [ενφιλάρ] (ρ.) μπαίνω στη σειρά, αγκίστρωση, γάντζωμα, 2: κατάταξη
enfisema [ενφισέμα] (ουσ7αρσ.) εμφύ­ στον στρατό,
σημα. engañifa [ενγκανίφα] (ουσ7θηλ.) ξεγέ­
enflaquecer [ενφλακεθέρ] (ρ.) ισχναί­ λασμα, κοροϊδία,
νω, αδυνατίζω, λεπταίνω, engaño [ενγκάνιο] (ουσ7αρσ.) απάτη,
enflaquecido [ενφλακεθίδο] (επίθ.) ισχνός πλάνη.
αδύνατος λεπτός, engañoso [ενγκανιόσο] (επίθ.) απατη­
enflaquecimiento [ενφλακεθιμιέν'το] λ ό ς παραπλανητικός.

242
enjalbegado

engarce [ενγκάρθε] (ουσ./αρσ.) μο­ engrasar [ενγκρασάρ] (ρ.) λιπαίνω,


ντάρισμα λίθου, γρασάρω.
engarzar [ενγκαρθάρ] (ρ.) 1: συνδέω, engrase [ενγράσε] (ουσ7αρσ.) λίπαν­
2: μοντάρω λίθους, ση.
engatusar [ενγκστουσάρ] (ρ.) καλοπιάνω, engreído [ενγρεΐδο] (ουσ./αρσ.) αλα­
engendrar [ενχεν'ντράρ] (ρ.) 1: ανα­ ζόνας υπερόπτης,
παράγω, 2: προκαλώ, προξενώ, engreimiento [ενγρείμιέν'το] (ουσ./
engendro [ενχέν'ντρο] (ουσ,/αρσ.) έκτρω­ αρσ.) αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση,
μα engreír [ενγρείρ] (ρ.) κακομαθαίνω,
englobar [ενγκλομπάρ] (ρ.) εμπεριέ­ engrillar [ενγκριγιάρ] (ρ.) φυλακίζω,
χω, εσωκλείω, βάζω κάγκελα,
engolfarse [ενγκολφάρσε] (ρ.) αναμει­ engrosar [ενγροσάρ] (ρ.) 1: πληθαίνω,
γνύομαι, εμπλέκομαι, 2: παχαίνω,
engolletarse [ενγκογιετάρσε] (ρ.) πα­ engrudo [ενγρούδο] (ουσ7αρσ.) αλευ­
ριστάνω τον σπουδαίο, ρόκολλα.
engolosinar [ενγκολοσινάρ] (ρ.) δελεά­ engrasamiento [ενγροσαμιέν'τό] (ουσ/
ζω, ξελογιάζω, βάζω σε πειρασμό, αρσ.) διόγκωση,
engomar [ενγκομάρ] (ρ.) κολλώ, enguantado [ενγουαν'τάδο] (επίθ.) κα­
engorda [ενγκόρδα] (ουσ,/θηλ.) πά­ λυμμένος με γάντια,
χυνση. enguantar [ενγουαν'τάρ] (ρ.) φορώ γά­
engordar [ενγκορδάρ] (ρ.) παχαίνω ντια.
(προκαλώ πάχος). engullir [ενγκουγίρ] (ρ.) 1: καταπίνω,
engordarse [ενγκορδάρσε] (ρ.) παχαί­ 2: καταβροχθίζω,
νω (παίρνω κιλά). enhebrar [ενεβράρ] (ρ.) βελονιάζω,
engorde [ενγκόρδε] (ουσ7αρσ.) πά­ περνάω κλωστή στη βελόνα,
χυνση. enhiesto [ενιέστο] (επίθ.) 1: ευθυτενής
engorro [ενγκόρο] (ουσ,/αρσ.) ενό­ στητός, 2: υπερυψωμένος,
χληση, εμπόδιο, enhilar [ενιλάρ] (ρ.) περνώ την κλω­
engorroso [ενγκορόσο] (επίθ.) ενο­ στή.
χλητικός. enhorabuena [ενοραμπουένα] (ουσ./
engrampar [ενγκραμ'πάρ] (ρ.) αγκρα- θηλ.) συγχαρητήρια,
φώνω. enigma [ενίγμα] (ουσ,/αρσ.) αίνιγμα,
engranar [ενγκρανάρ] (ρ.) συμπλέκω γρίφος.
γρανάζι. enigmático [ενιγμάτικο] (επίθ.) αινιγμα­
engrandecer [ενγκραν'ντεθέρ] (ρ.) 1: τικός
μεγαλοποιώ, 2: μεγαλώνω, enjabonado [ενχαμπονάδο] (επίθ.) σα­
engrane [ενγρόνε] (ουσ,/αρσ.) μπλο- πουνισμένος
κάρισμα, σφήνωμα. enjabonadura [ενχαμποναδούρα] (ουσ./
engrasación [ενγκρασαθιόν] (ουσ./ θηλ.) σαπουνάδα
θηλ.) λίπανση, enjabonar [ενχαμπονάρ] (ρ.) σαπου­
engrasador [ενγκρασαδόρ] (ουσ,/αρσ.) νίζω.
λιπαντής γρασαδόρος enjaezar [ενχαεθάρ] (ρ.) σελώνω,
engrasamiento [ενγκρασαμιέν'το] (ουσ./ enjalbegado [ενχαλμπεγάδο] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) γρασάρισμα. ασβέστωμα

243
enjalbegar

enjalbegar [ενχαλμπεγάρ] (ρ.) ασβε­ enlucido [ενλουθίδο] (ουσ,/αρσ.) 1:


στώνω. σοβάτισμα, 2: στίλβωμα.
enjambre [ενχάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) 1: enlucidor [ενλουθιδόρ] (ουσΥαρσ.) γυ­
σμήνος 2: κοπάδι, ψαδόρος σοβατζής,
enjaular [ενχαουλάρ] (ρ.) κλείνω σε enlucir [ενλουθίρ] (ρ.) 1: σοβατίζω, 2:
κλουβί, εγκλωβίζω, εγκλείω, στιλβώνω,
enjetarse [ενχετάρσε] (ρ.) θυμώνω, enlutado [ενλουτάδο] (επίθ.) μαυρο-
enjuagar [ενχουαγάρ] (ρ.) ξεπλένω, φορε μένος πενθών,
ξεβγάζω. enlutar [ενλουτάρ] (ρ.) 1: βυθίζω στο
enjuague [ενχουάγε] (ουσ,/αρσ.) ξέ­ πένθος 2: σκοτεινιάζω,
πλυμα, ξέβγαλμα, enmarañar [ενμαρανιάρ] (ρ.) μπερ­
enjugar [ενχουγάρ] (ρ.) σφουγγίζω, σκου­ δεύω, μπλέκω, περιπλέκω,
πίζω, στεγνώνω, enmarcar [ενμαρκάρ] (ρ.) κορνιζάρω,
enjuiciamiento [ενχουιθιαμιέν'το] (ουσ./ enmascarar [ενμασκαράρ] (ρ.) μασκα-
αρσ.) εκδίκαση, ρεύω, μεταμφιέζω,
enjuiciar [ενχουιθιάρ] (ρ.) κρίνω, δικά­ enmendación [ενμεν'νταθιόν] (ουσΥ
ζω. θηλ.) 1: διόρθωση, 2: τροποποίηση,
enjundia [ενχοϋνδια] (ουσΥθηλ.) 1: ζωι­ enmendar [ενμεν'ντάρ] (ρ.) 1: διορθώ­
κό λίπος 2: μεδούλι, νω, 2: τροποποιώ,
enjundioso [ενχουνδιόσο] (επίθ.) λι­ enmienda [ενμιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1:
πώδης. διόρθωση, 2: τροποποίηση, τροπο­
enjuto [ενχούτο] (επίθ.) ισχνός λεπτός λογία.
enlace [ενλάθε] (ουσΥαρσ.) 1: σύνδε­ enmohecerse [ενμοεθέρσε] (ρ.) 1:
ση, σύνδεσμος 2: δέσμευση, μουχλιάζω, σαπίζω, 2: σκουριάζω,
enlatado [ενλατάδο] 1: (ουσΥαρσ.) κον­ enmohecido [ενμοεθίδο] (επίθ.) 1:
σερβοποίηση, 2: (επίθ.) ηχογραφημέ- μουχλιασμένος 2: σκουριασμένος,
νος 3: βιντεοσκοπημένος · música enmohecimiento [ενμοεθιμιέν'το] (ουσΥ
enlatada- ηχογραφημένη μουσική, αρσ.) μούχλιασμα, σκούριασμα
enlatar [ενλατάρ] (ρ.) κονσερβοποιώ. enmudecerse [ενμουδεθέρσε] (ρ.) μουγ-
enlazar [ενλαθάρ] (ρ.) συνδέω, συσχε­ γαίνω, σιωπώ,
τίζω. ennegrecer [εν'νεγρεθέρ] (ρ.) μαυρί­
enlodar [ενλοδάρ] (ρ.) λασπώνω, ζω, σκουραίνω,
enloquecer [ενλοκεθέρ] (ρ.) τρελαίνω, ennoblecer [ενομπλεθέρ] (ρ.) εξευγε­
ξετρελαίνω, νίζω.
enloquecerse [ενλοκεθέρσε] (ρ.) τρε­ ennoblecimiento [ενομπλεθιμιέν'το] (ουσΥ
λαίνομαι, ξετρελαίνομαι, αρσ.) εξευγενισμός
enloquecimiento [ενλοκεθιμιέν'το] (ουσΥ enojada [ενοχάδα] (ουσΥθηλ.) οργή,
αρσ.) τρέλα μανία, ζοχάδα.
enlosado [ενλοσάδο] (ουσΥαρσ.) λι­ enojadizo [ενοχαδίθο] (επίθ.) ευερέθι­
θόστρωτος, στος ευέξαπτος,
enlosar [ενλοσάρ] (ρ.) λιθοστρώνω, enojado [ενοχάδο] (επίθ.) οργισμένος,
enlozado [ενλοθάδο] (επίθ.) σμαλτω­ enojar [ενοχάρ] (ρ.) προκαλώ θυμό.
μένος. enojarse [ενοχάρσε] (ρ.) θυμώνω, νευ­
enlozar [ενλοθάρ] (ρ.) σμαλτώνω. ριάζω.

244
ensamblador

enojo [ενόχο] (ουσ,/αρσ.) θυμός, ριπλεγμένος περίπλοκος,


enojoso [ενοχόσο] (επίθ.) εξοργιστι­ enriquecer [ενρικεθέρ] (ρ.) πλουτίζω,
κός. e nriq uecim iento [ενρικεθιμιέν'το]
enología [ενολοχία] (ουσΥθηλ.) οινο­ (ουσ,/αρσ.) πλουτισμός,
λογία. enristrar [ενριστράρ] (ρ.) 1: συγκε­
enólogo [ενόλογο] (ουσΥαρσ.) οινο- ντρώνω στη σειρά όμοια πράγματα,
λόγος. αρμαθιάζω, 2: διευθετώ,
enorgullecerse [ενοργουγιεθέρσε] (ρ.) enrizar [ενριθάρ] (ρ.) κατσαρώνω,
υπερηφανεύομαι. σγουραίνω,
enorme [ενόρμε] (επίθ.) τεράστιος, enrojecer [ενροχεθέρ] (ρ.) κοκκινίζω,
υπερμεγέθης πελώριος, enrojecimiento [ενροχεμιέν'το] (ουσΥ
enormemente [ενορμεμέν'τε] (επίρρ.) αρσ.) κοκκίνισμα,
πάρα πολύ. enrolar [ενρολάρ] (ρ.) 1: εγγράφω, 2:
enormidad [ενορμιδάδ] (ουσ,/θηλ.) το κατατάσσω,
πελώριο, τερατούργημα, enrollamiento [ενρογιαμιέν'το] (ουσΥ
enquiciar [ενκιθιάρ] (ρ.) τακτοποιώ, αρσ.) τύλιγμα,
διευθετώ, διακανονίζω, enrollar [ενρογιάρ] (ρ.) 1: τυλίγω, 2:
enrabiar [ενραμπιάρ] (ρ.) εξαγριώνω, πείθω.
εξοργίζω, enrollarse [ενρογιάρσε] (ρ.) μπλέκο­
enrabiarse [ενραμπιάρσε] (ρ.) εξαγριώ­ μαι.
νομαι, εξοργίζομαι, enronquecerse [ενρονκεθέρσε] (ρ.)
enraizar [ενραϊθάρ] (ρ.) ριζώνω, βραχνιάζω,
enramada [ενραμάδα] (ουσΥθηλ.) enronquecimiento [ενροκεθιμιέν'το] (ουσ./
πέργκολα, αρσ.) βράχνιασμα βραχνάδα
enrarecer [ενραρεθέρ] (ρ.) 1: αραιώ­ enroque [ενρόκε] (ουσ,/αρσ.) κίνηση
νω, 2: καθιστώ σπάνιο, ροκέ (σκάκι)
enrarecido [ενραρεθίδο] (επίθ.) αραιω­ enroscado [ενροσκάδο] (επίθ.) 1: κου-
μένος λιγοστευμένος λουριασμένος τυλιγμένος 2: βιδω­
enrarecimiento [ενραρεθιμέν'το] (ουσ./ μένος.
αρσ.) αραίωση, λιγόστεμα, enroscar [ενροσκάρ] (ρ.) 1: κουλου-
enrasar [ενρασάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, ριάζω, 2: βιδώνω,
enredadera [ενρεδαδέρα] (ουσΥθηλ.) ensalada [ενσαλάδα] (ουσΥθηλ.) 1:
αναρριχητικό φυτό. σαλάτα, 2: ανακάτεμα,
enredar [ενρεδάρ] (ρ.) μπλέκω, μπερ­ ensaladera [ενσαλαδέρα] (ουσΥθηλ.)
δεύω, περιπλέκω, σαλατιέρα,
enredo [ενρέδο] (ουσΥαρσ.) μπλέξιμο, ensaladilla [ενσαλαδίγια] (ουσΥθηλ.)
περιπλοκή, μπερδεμένη μάζα. χοντροκομμένη σαλάτα · ensaladilla
enredoso [ενρεδόσο] (επίθ.) περίπλο­ rusa - ρώσικη σαλάτα,
κος. ensalmar [ενσαλμάρ] (ρ.) θεραπεύω
enrejado [ενρεχάδο] (ουσ,/αρσ.) κι­ με ξόρκια ή μάγια,
γκλίδωμα, διχτυωτό πλέγμα, ensalmo [ενσάλμο] (ουσΥαρσ.) μάγια,
enrejar [ενρεχάρ] (ρ.) καγκελώνω, ensalzar [ενσαλθάρ] (ρ.) εξαίρω, επαινώ,
φράζω με κάγκελα, εξυμνώ.
enrevesado [ενρεμπεσάδο] (επίθ.) πε­ ensamblador [ενσαμ'μπλαδόρ] (ουσΥ

245
ensambladura

αρσ.) εφαρμοστής, θίζομαι στις σκέψεις μου, αφαιρού-


ensambladura [ενσαμ'μπλαδούρα] (ουaJ μαι.
θηλ.) συναρμολόγηση, ensoberbecerse [ενσομπερμπεθέρσε]
ensamblar [ενσαμ'μπλάρ] (ρ.) 1: συ­ (ρ.) υπερηφανεύομαι.
ναρμολογώ, 2: μοντάρω, ensoñador [ενσονιαδόρ] (επίθ.) ονει-
ensañarse [ενσανιάρσε] (ρ.) κακομε­ ροπόλος.
ταχειρίζομαι, κακοποιώ, ensoñar [ενσονιάρ] (ρ.) ονειροπολώ,
ensanchar [ενσαντσάρ] (ρ.) 1: πλαταί­ ensordecedor [ενσορδεθεδόρ] (επίθ.)
νω, φαρδαίνω, 2: διευρύνω, τεντώ­ εκκωφαντικός.
νω. ensordecer [ενσορδεθέρ] (ρ.) ξεκου-
ensanche [ενσάντσε] (ουσ7αρσ.) επέ­ φαίνω.
κταση, διεύρυνση, ensortijar [ενσορτιχάρ] (ρ.) σγουραί­
ensangrentado [ενσανγκρεν'τάδο] (επίθ.) νω, κατσαρώνω,
ματωμένος, ensuciamiento [ενσουθιαμιέν'το] (ουσ7
ensangrentar [ενσανγκρεν'τάρ] (ρ.) μα­ αρσ.) λέρωμα.
τώνω. ensuciar [ενσουθιάρ] (ρ.) ρυπαίνω, μο­
ensartar [ενσαρτάρ] (ρ.) 1: περνώ χά­ λύνω, λερώνω,
ντρες, 2: σουβλίζω, ensueño [ενσουένιο] (ουσ7αρσ.) 1:
ensayar [ενσαγιάρ] (ρ.) δοκιμάζω, κά­ όνειρο, 2: παραίσθηση,
νω πρόβα, entablado [εν'ταμπλάδο] (ουσ7αρσ.)
ensayista [ενσαγίστα] (ουσ./αρσ.+ σανίδωμα,
θηλ.) δοκιμιογράφος, entablar [εν'ταμπλάρ] (ρ.) 1: αρχίζω,
ensayo [ενσάγιο] (συσ7αρσ.) 1: πρό­ 2: στήνω.
βα, δοκιμή, 2: δοκίμιο, entablillar [εν'ταμπλιγιάρ] (ρ.) τοπο­
enseguida [ενσεγίδα] (επίρρ.) αμέ­ θετώ σε νάρθηκα,
σως. entalladura [εν'ταγιαδούρα] (ουσ./
ensenada [ενσενάδα] (ουσ,/θηλ.) κολ­ θηλ.) χαρακιά,
πίσκος. entallar [εν'ταγιάρ] (ρ.) χαράσσω, σκα­
enseña [ενσένια] (ουσ7θηλ.) έμβλημα, λίζω.
διακριτικό, σήμα. entallecer [εν'ταγιεθέρ] (ρ.) ξεφυτρώ­
enseñado [ενσενιάδο] (επίθ.) μορφω­ νω.
μένος. entapizar [εν'ταπιθάρ] (ρ.) ταπετσάρω,
enseñamiento [ενσενιαμιέν'το] (ουσ./ entarimado [εν'ταριμάδο] (ουσ7αρσ.)
αρσ.) διδασκαλία, εκπαίδευση, παρκέ πάτωμα,
enseñante [ενσενιάντε] (ουσ7αρσ.+ ente [έν'τε] (ουσ./αρσ.) ύπαρξη, ον.
θηλ.) δάσκαλος δασκάλα, enteco [εν'τέκο] (επίθ.) φιλάσθενος
enseñanza [ενσενιάνθα] (ουσ./θηλ.) αδύναμος,
διδασκαλία, εκπαίδευση, entelequia [εν'τελέκια] (ουσ7θηλ.) εν-
enseñar [ενσενιάρ] (ρ.) 1: υποδεικνύω, δελέχεια.
2: διδάσκω, εκπαιδεύω, entender [εν'τεν'ντέρ] (ρ.) καταλα­
enseres [ενσέρες] (ουσ7αρσ.) πληθ. βαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατέχω,
προσωπικά αντικείμενα, entendido [εν'τεν'ντίδο] 1: (ουσ7αρσ.)
ensillar [ενσιγιάρ] (ρ.) σελώνω, πληροφορημένος γνώστης 2: (επίθ.)
ensimismarse [ενσιμισμάρσε] (ρ.) βυ­ ειδήμων.

246
entre

entendimiento [εντεν'ντιμιέν'το] (ουσ./ υπόστεγο,


αρσ.) 1: κρίση, νοημοσύνη, 2: κατανόη­ entoldar [εν'τολδάρ] (ρ.) στήνω υπό­
ση. στεγο.
entenebrecer [εν'τενεμπρεθέρ] (ρ.) entomología [εν'τομολοχία] (ουσ./
συσκοτίζω, θηλ.) εντομολογία,
enterado [εν'τεράδο] (επίθ.) πληρο- entomólogo [εν^ομόλογο] (ουσΥαρσ.)
φορημένος ενήμερος, γνΰκττης. εντομολόγος,
enteramente [εν'τεραμέν'τε] (επίρρ.) entonación [εν'τοναθιόν] (ουσΥθηλ.)
ολοκληρωτικά, πλήρως, εντελώς, επιτονισμός διακύμανση της φωνής
enterarse [εν'τεράρσε] (ρ.) (de) πλη­ χροιά της φωνής,
ροφορούμαι, μαθαίνω, καταλαβαί­ entonado [εν'τονάδο] (επίθ.) αρμονι­
νω, λαμβάνω γνώση · no me enteré κός.
de sus problemas en el trabajo - δεν entonar [εν'τονάρ] (ρ.) 1: τονίζω, δίνω
πληροφορήθηκα για τα προβλήμα- συγκεκριμένο «τόνο στη φωνή, 2:
τά τους στη δουλειά, ψάλλω.
entereza [εν'τερέθα] (ουσΥθηλ.) ψυ­ entonces [εντόνθες] (επίρρ.) τότε,
χραιμία, αυτοκυριαρχία, αταραξία, οπότε, λοιπόν,
enteritis [εν'τερίτις] (ουσΥθηλ.) εντε­ entono [εν'τόνο] (επίθ.) μονότονος,
ρίτιδα. entornado [εν'τορνάδο] (επίθ.) μισό-
enterizo [εν'τερίθο] (επίθ.) μονοκόμ­ κλειστος μισάνοιχτος
ματος. entornar [εν'τορνάρ] (ρ.) μισοκλείνω,
enternecedor [εν'τερνεθεδόρ] (επίθ.) entorno [εν'τόρνο] (ουσΥαρσ.) περι­
συγκινητικός, τρυφερός, βάλλον, περίγυρος,
enternecer [εν'τερνεθέρ] (ρ.) συγκινώ. entorpecer [εν'τορπεθέρ] (ρ.) 1: εμπο­
enternecimiento [εν'τερνεθιμιέν'το] δίζω, δυσκολεύω, 2: παραλύω,
(ουσΥαρσ.) συγκίνηση, entorpecimiento [εν'τορπεθιμιέν'το]
entero [εν'τέρο] (επίθ.) ολόκληρος (ουσΥαρσ.) παρακώλυση, παρεμπό-
πλήρης ακέραιος, διση.
enterocolitis [εν'τεροκολίτις] (ουσ./ entrada [εν'τράδα] (ουσΥθηλ.) 1: είσο­
θηλ.) εντεροκολίτιδα, δος 2: εισιτήριο,
enterrador [εν'τεραδόρ] (ουσΥαρσ.) entramado [εν'τραμάδο] (ουσΥαρσ.)
νεκροθάφτης υποδομή,
enterramiento [εν'τεραμιέν'το] (ουσΥ entrampar [εν'τραμ'πάρ] (ρ.) 1: πα­
αρσ.) ταφή. γιδεύω, 2: καταχρεώνω,
enterrar [εν'τεράρ] (ρ.) θάβω, εντα­ entrañable [εν'τρανιάμπλε] (επίθ.) 1:
φιάζω. στενός 2: αγαπητός αγαπημένος,
entibiar [εν'τιμπιάρ] (ρ.) 1: κατευνάζω, entrañas [εντράνιας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
2: χλιαραίνω. 1: εντόσθια, σπλάχνα, 2: έγκατα,
entidad [εν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ον, entrante [εν'τράν'τε] (επίθ.) εισερχό­
οντότητα, 2: εταιρεία, μενος.
entierro [εν'τιέρο] (ουσΥαρσ.) κηδεία, entrar [εν'τράρ] (ρ.) εισέρχομαι, μπαί­
ενταφιασμός, νω, εισβάλλω,
entintar [εν'τινάρ] (ρ.) βάζω μελάνι, entre [έν'τρε] (πρόθ.) ανάμεσα, μετα­
entoldado [εν'τολδάδο] (ουσΥαρσ.) ξύ.

247
entreabierto

entreabierto [εν'τρεαμπιέρτο] (επίθ.) entrenamiento [εν'τρεναμιέν'το] (ουσ./


μισάνοιχτος, αρσ.) προπόνηση, προγύμναση.
entreabrir [εν'τρεαμπρίρ] (ρ.) μισα­ entrenar [εν'τρενάρ] (ρ.) προπονώ,
νοίγω. προγυμνάζω,
entreacto [εν'τρεάκτο] (ουσ./αρσ.) με­ entreoír [εν'τρεοΐρ] (ρ.) μισακούω.
σοδιάστημα, το μεταξύ, entrepierna [εν'τρεπιέρνα] (ουσ,/θηλ.)
entrecano [εν'τρεκάνο] (επίθ.) γκρι­ καβάλος.
ζομάλλης, entresacar [εν'τρεσακάρ] (ρ.) επιλέγω,
entrecejo [εν'τρεθέχο] (ουσ,/αρσ.) συ- ξεδιαλέγω, διακρίνω,
νοφρύωμα, κατσούφιασμα, entresemana [εν'τρεσεμάνα] (επίρρ.)
entrecerrar [εν'τρεθεράρ] (ρ.) μισο­ μεσοβδόμαδα,
κλείνω. entresijo [εν'τρεσίχο] (ουσ,/αρσ.) μυ­
entrecortado [εχΑτρεκορτάδο] (επίθ.) στικό.
διακεκομμένος, entresuelo [εν'τρεσουέλο] (ουσ,/αρσ.)
entrecortar [εν'τρεκορτάρ] (ρ.) μεσο- ημιόροφος.
κόβω. entretanto [εν'τρετάν'το] (επίρρ.)
entrecruzar [εν'τρεκρουθάρ] (ρ.) δια­ εντωμεταξύ, στο μεταξύ, στο μεσο­
σταυρώνω, διάστημα,
entredicho [εν'τρεδίτσο] (ουσ7αρσ.) entretejer [ε>/τρετεχέρ] (ρ.) περι­
αμφισβήτηση ·estar en entredicho - πλέκω.
είναι υπό αμφισβήτηση, entretener [εν/τρετενέρ] (ρ.) 1: δια­
entredós [εν^ρεδός] (ουσ,/αρσ.) κεντη­ σκεδάζω, 2: ψυχαγωγώ, 3: απασχολώ,
τή ταινία. entretenido [εν'τρετενίδο] (επίθ.)
entrega [εν'τρέγα] (ουσ7θηλ.) 1: πα­ διασκεδαστικός
ράδοση, απονομή, 2: αφοσίωση, entretenimiento [εν'τρετενιμιέν'το]
entregar [εν'τρεγάρ] (ρ.) παραδίδω, (ουσ,/αρσ.) 1: διασκέδαση, 2: ψυχα­
απονέμω, γωγία.
entrelazar [εν'τρελαθάρ] (ρ.) μπλέκω, entrever [εν'τρεβέρ] (ρ.) διαβλέπω,
περιπλέκω, προβλέπω, μαντεύω,
entrelinea [εν'τρελίνεα] (ουσ,/θηλ.) entreverado [εν'τρεβεράδο] (επίθ.)
χώρος ανάμεσα στις γραμμές, διά­ ανάμεικτος ποικίλος
κενο. entreverar [εν'τρεβεράρ] (ρ.) αναμει­
entremedias [εν'τρεμέδιας] (επίρρ.) γνύω, ανακατεύω,
ανάμεσα. entrevero [εν'τρεβέρο] (ουσ7αρσ.)
entremés [εν'τρεμές] (ουσ./αρσ.) 1: σύγχυση, αναταραχή,
ορεκτικό, 2: μονόπρακτο έργο. entrevista [εν'τρεβίστα] (ουσ,/θηλ.)
entremeter [εν'τρεμετέρ] (ρ.) παρεμ­ συνέντευξη,
βάλλω. entrevistador [εν'τρεβισταδόρ] (ουσ./
entremetido [εν/τρεμετίδο] (επίθ.) αδιάκρι­ αρσ.) αυτός που παίρνει συνέντευξη,
τος συνεντευξιαστής.
entremezclar [εν'τρεμεθκλάρ] (ρ.) ανα­ entrevistante [εν'τρεβιστάν'τε] (ουσ./
μειγνύω, ανακατώνω, αρσ.+ θηλ.) αυτός/-ή που παραχωρεί
entrenador [εν'τρεναδόρ] (ουσ,/αρσ.) συνέντευξη, συνεντευξιαζόμενοςΛη.
προπονητής. entrevistar [εν'τρεβιστάρ] (ρ.) παίρνω

248
enviudar

συνέντευξη, envasar [ενβασάρ] (ρ.) 1: εμφιαλώνω,


entristecer [εν'τριστεθέρ] (ρ.) θλίβω, 2: πακετάρω,
λυπώ. envase [ενβάσε] (ουσΥαρσ.) 1: εμφιά-
entrometerse [εν'τρομετέρσε] (ρ.) λωση, 2: κονσερβοποίηση, 3: δοχείο,
αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, envejecerse [ενβεχεθέρσε] (ρ.) γερ­
entrometido [εν'τρομετίδο] (επίθ.) νάω.
αδιάκριτος, ενοχλητικός, envejecido [ενβεχεθίδο] (επίθ.) γερα-
entroncar [εν'τρονκάρ] (ρ.) σχετίζω, σμένος.
συγγενεύω, envenenador [ενβενεναδόρ] (ουσ./
entumecerse [εν^ουμεθέρσε] (ρ.) μου­ αρσ.) δηλητηριαστής,
διάζω. envenenamiento [ενβενεναμιέν'το] (ουσΥ
entumecido [εν'τουμεθίδο] (επίθ.) μουδια­ αρσ.) δηλητηρίαση, φαρμάκωμα,
σμένος envenenar [ενβενενάρ] (ρ.) δηλητη­
enturbiar [εν'τουρμπιάρ] (ρ.) θολώνω, ριάζω, φαρμακώνω,
θαμπώνω, enverdecer [ενβερδεθέρ] (ρ.) πρασι­
entusiasmar [εν^ουσιασμάρ] (ρ.) εν­ νίζω.
θουσιάζω, envergadura [ενβεργαδούρα] (ουσΥ
entusiasmo [εν/τουσιάσμο] (ουσΥαρσ.) θηλ.) 1: επέκταση, 2: πλάτος
ενθουσιασμός, envés [ενβές] (ουσΥαρσ.) ανάποδη
entusiasta [εν'τουσιάστα] (επίθ.) εν­ πλευρά υφάσματος,
θουσιώδης, enviado [ενβιάδο] (επίθ.) απεσταλμέ­
enumeración [ενουμεραθιόν] (ουσΥ νος.
θηλ.) απαρίθμηση, enviar [ενβιάρ] (ρ.) στέλνω, αποστέλ­
enumerar [ενουμεράρ] (ρ.) απαριθμώ, λω.
enunciación [ενουνθιαθιόν] (ουσ./ enviciar [ενβιθιάρ] (ρ.) εκμαυλίζω, δια-
θηλ.) διακήρυξη, διατύπωση, φθείρω.
enunciado [ενουνθιάδο] (ουσΥαρσ.) envidar [ενβιδιάρ] (ρ.) ποντάρω στα
διατύπωση, έκφραση, χαρτιά.
enunciar [ενουνθιάρ] (ρ.) διατυπώνω, envidia [ενβίδια] (ουσΥθηλ.) ζήλια,
εκφράζω, φθόνος.
enuresis [ενεουρέσις] (ουσΥθηλ.) ενού- envidiable [ενβιδιάμπλε] (επίθ.) αξιο­
ρηση. ζήλευτος.
envainar [ενβαϊνάρ] (ρ.) βάζω σε θή­ envidiar [ενβιδιάρ] (ρ.) ζηλεύω, φθο­
κη. νώ.
envalentonamiento [ενβαλεν'τοναμιέν'το] envidioso [ενβιδιόσο] (επίθ.) ζηλιά­
(ουσΥαρσ.) τόλμη, ρης φθονερός ζηλόφθονος,
envalentonar [ενβαλεν'τονάρ] (ρ.) εν­ envilecer [ενβιλεθέρ] (ρ.) εξευτελίζω,
θαρρύνω, εμψυχώνω, υποτιμώ, ταπεινώνω,
envanecerse [ενβανεθέρσε] (ρ.) μα­ envilecimiento [ενβιλεθιμιέν'το] (ουσΥ
ταιοδοξώ, αρσ.) υποβιβασμός υποτίμηση,
envanecido [ενβανεθίδο] (επίθ.) μα­ envío [ενβίο] (ουσΥαρσ.) αποστολή,
ταιόδοξος κενόδοξος, envite [ενβίτε] (ουσΥαρσ.) ποντάρι-
envanecimiento [ενβανεθιμιέν'το] (ουσΥ σμα, στοίχημα,
αρσ.) ματαιοδοξία, έπαρση. enviudar [ενβιουδάρ] (ρ.) χηρεύω.

249
envoltura

envoltura [ενβολτούρα] (ουσ./θηλ.) epigramático [επιγραμάτικο] (επίθ.)


περιτύλιγμα, κάλυμμα, επιγραμματικός,
envolver [ενβολβέρ] (ρ.) 1: περιτυλί­ epilepsia [επιλέψια] (ουσΥθηλ.) επι­
γω, καλύπτω, 2: εμπλέκω, ληψία.
envolvimiento [ενβολβιμιέν'το] (ουσ./ epiléptico [επιλέπτικο] (επίθ.) επιλη­
αρσ.) 1: τύλιγμα, 2: ανάμειξη, 3: περι­ πτικός
κύκλωση, 4: απόκρυψη, epílogo [επίλογο] (ουσΥαρσ.) επίλο­
enyesado [ενγιεσάδο] (επίθ.) γυψωμέ­ γος.
νος σοβατισμένος, episcopado [επισκοπάδο] (ουσ,/αρσ.)
enyesar [ενγιεσάρ] (ρ.) γυψώνω, σο­ επισκοπάτο.
βατίζω. episcopal [επισκοπάλ] (επίθ.) επισκο­
enyugar [ενγιουγάρ] (ρ.) ζεύω. πικός.
enzarzar [ενθαρθάρ] (ρ.) φιλονικώ, episódico [επισόδικο] (επίθ.) επεισο­
enzima [ενθίμα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) έν­ διακός
ζυμο. episodio [επισόδιο] (ουσΥαρσ.) επει­
epicentro [επιθέν'τρο] (ουσ,/αρσ.) επί­ σόδιο, συμβάν,
κεντρο, epístola [επίστολα] (ουσΥθηλ.) επι-
épico [έπικο] (επίθ.) επικός οττολή.
epicúreo [επικούρεο] (επίθ.) επικού­ epitafio [επιτάφιο] (ουσΥαρσ.) επιτά­
ρειος φιος.
epidemia [επιδέμια] (ουσΥθηλ.) επι­ epitalamio [επιταλάμιο] (ουσΥαρσ.) 1:
δημία. επιθαλάμιο, 2: γαμήλιο άσμα.
epidémico [επιδέμικο] (επίθ.) επιδη­ epíteto [επίτετο] (ουσΥαρσ.) επίθετο,
μικός epítome [επίτομε] (ουσΥαρσ.) επιτο­
epidemiología [επιδεμιολοχία] (ουσΥ μή, επισκόπηση, σύντμηση, περίλη­
θηλ.) επιδημιολογία, ψη.
epidérmico [επιδέρμικο] (επίθ.) επι­ época [έποκα] (ουσΥθηλ.) εποχή,
δερμικός επιφανειακός, epopeya [εποπέγια] (ουσΥθηλ.) 1: επο­
epidermis [επιδέρμις] (ουσΥθηλ.) επι­ ποιία, 2: έπος.
δερμίδα. equidad [εκιδάδ] (ουσΥθηλ.) ισότητα,
Epifanía [επιφανία] (ουσΥθηλ.) τα Επι­ δικαιοσύνη,
φάνεια. equidistante [εκιδιστάν'τε] (επίθ.) εξί­
epigastrio [επιγάστριο] (ουσΥαρσ.) σου απέχων.
επιγάστριο. equidistar [εκιδιστάρ] (ρ.) ισαπέχω.
epiglotis [επιγλότις] (ουσΥθηλ.) επι­ equilátero [εκιλάτερο] (επίθ.) ισό­
γλωττίδα, πλευρος.
epígono [επίγονο] (ουσΥαρσ.) επίγο­ equilibrado [εκιλιμπράδο] (επίθ.) ισορ­
νος διάδοχος, ροπημένος μετριοπαθής,
epígrafe [επίγραφε] (ουσΥαρσ.) επι­ equilibrar [εκιλιμπράρ] (ρ.) ισορροπώ,
γραφή. εξισορροπώ, αντισταθμίζω,
epigráfico [επιγράφικο] (επίθ.) επιγρα­ equilibrio [εκιλίμπριο] (ουσΥαρσ.)
φικός ισορροπία, μετριοπάθεια,
epigrama [επιγράμα] (ουσΥαρσ.) επί­ equilibrista [εκιλιπρίστα] (ουσΥαρσ.+
γραμμα. θηλ.) ισορροπιστής ισορροπίστρια.

250
errata

equino1[εκίνο] (ουσ./αρσ.) αχινός. στητός.


equino3 [εκίνο] (επίθ.) ιππικός, eremita [ερεμίτα] (ουσ,/αρσ.) ερημί­
equinoccio [εκινόκθιο] (ουσ,/αρσ.) της.
ισημερία. erguido [εργίδο] (επίθ.) όρθιος στυ­
equipaje [εκιπάχε] (ουσ./αρσ.) απο­ λωμένος.
σκευές. erguir [εργίρ] (ρ.) ανυψώνω, ορθώνω,
equipar [εκιπάρ] (ρ.) εφοδιάζω, αρμα­ στήνω, ανασηκώνω.
τώνω, εξοπλίζω, erial [εριάλ] (ουσ,/αρσ.) ακαλλιέργη­
equiparable [εκιπαράμπλε] (επίθ.) συ­ τη γη.
γκρίσιμος, εξισώσιμος. erigir [εριχίρ] (ρ.) ανεγείρω, ανυψώνω,
equiparación [εκιπαραθιόν] (ουσ./ erisipela [ερισιπέλα] (ουσ,/θηλ.) ερυ­
θηλ.) σύγκριση, θρίαση.
equiparar [εκιπαράρ] (ρ.) παραβάλλω, eritema [εριτέμα] (ουσ,/αρσ.) ερυθρί-
συγκρίνω, εξομοιώνω, αμα.
equipo [εκίπο] (ουσ,/αρσ.) 1: ομάδα, 2: erizado [εριθάδο] (επίθ.) αγκαθωτός,
αρμάτωμα, εφόδια, erizarse [εριθάρσε] (ρ.) ανατριχιάζω,
equis [έκις] (ουσΥθηλ.) η ονομασία erizo [ερίθο] (ουσ./αρσ.) 1: σκαντζό­
του γράμματος «X». χοιρος 2: αχινός
equitación [εκιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) ιπ­ ermita [ερμίτα] (ουσ7θηλ.) ερημητή­
πασία. ριο.
equitativo [εκιτατίβο] (επίθ.) δίκαιος ermitaño [ερμιτάνιο] (ουσ./αρσ.) ερη­
αμερόληπτος, μίτης ασκητής,
equivalencia [εκιβαλένθια] (ουσ,/θηλ.) erogar [ερογάρ] (ρ.) διαμοιράζω, δια­
ισοδυναμία, ισοτιμία, νέμω.
equivalente [εκιβαλέν'τε] (επίθ.) ισο­ erosión [εροσιόν] (ουσ/θηλ.) διάβρω­
δύναμος ισότιμος, ση.
equivaler [εκιβαλέρ] (ρ.) ισοδυναμώ, erosionar [εροσιονάρ] (ρ.) διαβρώνω.
αντιστοιχώ, erosivo [εροσίβο] (επίθ.) διαβρωτικός.
equivocación [εκιβοκαθιόν] (ουσ./ erótico [ερότικο] (επίθ.) ερωτικός,
θηλ.) λάθος σφάλμα, erotismo [εροτίσμο] (ουσ./αρσ.) ερω­
equivocado [εκιβοκάδο] (επίθ.) λαν­ τισμός.
θασμένος, errabundo [εραμπούν'ντο] (επίθ.) 1:
equivocarse [εκιβοκάρσε] (ρ.) σφάλ­ περιπλανώμενος περιφερόμενος 2:
λω. νομαδικός,
equívoco [εκίβοκο] 1: (ουσ,/αρσ.) πλά­ erradicar [εραδικάρ] (ρ.) ξεριζώνω,
νη, σφάλμα, παρεξήγηση, 2: (επίθ.) εκριζώνω,
δισήμαντος διφορούμενος errado [εράδο] (επίθ.) εσφαλμένος
era [έρα] (ουσ,/θηλ.) 1: εποχή, 2: αλώ- λανθασμένος,
errante [εράν'τε] (επίθ.) περιπλανώμε-
erario [εράριο] (ουσ,/αρσ.) κρατική νος.
περιουσία, errar [εράρ] (ρ.) 1: σφάλλω, 2: περιπλα­
erección [ερεκθιόν] (ουσ./θηλ.) ανέ­ νιέμαι, περιφέρομαι,
γερση, στύση, ανόρθωση, errata [εράτα] (ουσ./θηλ.) τυπογραφι­
erecto [ερέκτο] (επίθ.) ανορθωμένος κό λάθος.

251
errático

errático [εράτικο] (επίθ.) ασταθής, ευ­ escala [εσκάλα] (ουσΥθηλ.) 1: κλίμακα,


μετάβλητος άστατος, 2: φορητή σκάλα,
erre [έρε] (ουσΥθηλ.) ονομασία του escalación [εσκαλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
γράμματος «R». κλιμάκωση,
erróneo [ερόνεο] (επίθ.) εσφαλμένος, escalada [εσκαλάδα] (ουσΥθηλ.) 1:
λανθασμένος, αναρρίχηση, σκαρφάλωμα, 2: κλι­
error [ερόρ] (ουσΥαρσ.) λάθος σφάλ­ μάκωση.
μα · cometer un error - διαπράττω escalador [εσκαλαδόρ] (επίθ.) αναρρι­
ένα σφάλμα, χητικός.
eructar [ερουκτάρ] (ρ.) ρεύομαι. escalafón [εσκαλαφόν] (ουσΥαρσ.) ιε­
eructo [ερούκτο] (ουσΥαρσ.) ρέψιμο, ραρχία.
erudición [ερουδιθιόν] (ουσΥθηλ.) ευ­ escalar [εσκαλάρ] (ρ.) ορειβατώ, σκαρ­
ρυμάθεια, πολυμάθεια. φαλώνω.
erudito [ερουδίτο] (επίθ.) λόγιος πο­ escaldado [εσκαλδάδο] (επίθ.) επιφυ­
λυμαθής. λακτικός,
erupción [ερουπθιόν] (ουσΥθηλ.) έκρη­ escaldar [εσκαλδάρ] (ρ.) ζεματάω.
ξη- escalera [εσκαλέρα] (ουσΥθηλ.) σκά­
eruptivo [ερουπτίβο] (επίθ.) εκρηκτι­ λα.
κός. escalfar [εσκαλφάρ] (ρ.) ποσάρω (αυ­
esbeltez [εσμπελτέθ] (ουσΥθηλ.) λυγε- γό).
ράδα, ευκαμψία. escalinata [εσκαλινάτα] (ουσΥθηλ.)
esbelto [εσμπέλτο] (επίθ.) λεπτός σκαλιά.
αδύνατος ισχνός escalofriante [εσκαλοφριάν'τε] (επίθ.)
esbirro [εσμπίρο] (ουσΥαρσ.) σωματο­ ανατριχιαστικός φρικιασπκός
φύλακας μπράβος, escalofrío [εσκαλοφρίο] (ουσΥαρσ.)
esbozar [εσμποθάρ] (ρ.) προσχεδιάζω, ανατριχίλα, ρίγος,
σκιαγραφώ, escalón [εσκαλόν] (ουσΥαρσ.) σκαλο­
esbozo [εσμπόθο] (ουσΥαρσ.) προ­ πάτι.
σχέδιο, περίγραμμα, σκιαγράφηση, escama [εσκάμα] (ουσΥθηλ.) φολίδα,
escabeche [εσκαμπέτσε] (ουσΥαρσ.) λέπι,.
άλμη, τουρσί, escamar [εσκαμάρ] (ρ.) 1: δυσπιστώ, 2:
escabel [εσκαμπέλ] (ουσΥαρσ.) σκα­ απολεπίζω,
μνί. escamoso [εσκαμόσο] (επίθ.) με λέ­
escabrosidad [εσκαμπροσιδάδ] (ουσΥ πια.
θηλ.) εδαφική τραχύτητα ή ανωμα­ escamotear [εσκαμοτεάρ] (ρ.) 1: εξα­
λία. φανίζω, 2: σουφρώνω,
escabroso [εσκαμπρόσο] (επίθ.) τρα­ escampar [εσκαμ'πάρ] (ρ.) σταματά να
χύς ανώμαλος ανομοιογενής. βρέχει.
escabullirse [εσκαμπουγίρσε] (ρ.) δια­ escandalizar [εσκαν'νταλιθάρ] (ρ.)
φεύγω, ξεγλιστρώ, σκανδαλίζω,
escacharrar [εσκατσαράρ] (ρ.) χαλώ, escándalo [εσκάν'νταλο] (ουσΥαρσ.)
σπάω. σκάνδαλο,
escafandra [εσκαφάνδρα] (ουσΥθηλ.) escandaloso [εσκακ'νταλόσο] (επίθ.)
σκάφανδρο. σκανδαλώδης σκανδαλιστικός.

252
esclarecer

escaño [εσκάνιο] (ουσ./αρσ.) έόρα. ραδειγματίζω,


escantillón [εσκαν'τιγιόν] (ουσΥαρσ.) escarmiento [εσκαρμιέν'το] (ουσ./
πατρόν. αρσ.) μάθημα, παραδειγματική τι­
escapada [εσκαπάδα] (ουσ,/θηλ.) φυ­ μωρία.
γή- escarnecer [εσκαρνεθέρ] (ρ.) γελοιο­
escapar [εσκαπάρ] (ρ.) δραπετεύω, ποιώ, διακωμωδώ, ρεζιλεύω, περι­
διαφεύγω, παίζω.
escaparate [εσκαπαράτε] (ουσΥαρσ.) escarnio [εσκάρνιο] (ουσΥαρσ.) σκώμ­
βιτρίνα. μα, χλευασμός,
escapatoria [εσκαπατόρια] (ουσΥθηλ.) escarola [εσκαρόλα] (ουσΥθηλ.) αντί­
διαφυγή, διέξοδος, δι.
escape [εσκάπε] (ουσΥαρσ.) διαρροή, escarpado [εσκαρπάδο] (επίθ.) από­
escápula [εσκάπουλα] (ουσΥθηλ.) ωμο­ κρημνος, απότομος,
πλάτη. escarpín [εσκαρπίν] (ουσΥαρσ.) σκαρ­
escarabajear [εσκαραμπαχεάρ] (ρ.) ανη­ πίνι.
συχώ. escasamente [εσκάσαμέν'τε] (επίρρ.)
escarabajo [εσκαραμπάχο] (ουσΥαρσ.) ανεπαρκώς.
σκαραβαίος, σκαθάρι, escasear [εσκασεάρ] (ρ.) ελλείπω,
escaramuza [εσκαραμούθα] (ουσΥ escasez [εσκασέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ανε­
θηλ.) διαμάχη, αψιμαχία, πάρκεια, έλλειψη, 2: ένδεια, φτώ­
escaramuzar [εσκαραμουθάρ] (ρ.) χεια.
αψιμαχώ. escaso [έσκασο] (επίθ.) ελάχιστος, λι­
escarapela [εσκαραπέλα] (ουσΥθηλ.) γοστός.
ροζέτα. escatimarse [εσκατιμάρσε] (ρ.) φειδω­
escarbadientes [εσκαρμπαδιέν'τες) (ουσΥ λεύομαι, τσιγκουνεύομαι.
αρσ.) οδοντογλυφίδα, escayola [εσκαγιόλα] (ουσΥθηλ.) γύ­
escarbador [εσκαρμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) ψος.
ξυςπρί. escayolar [εσκαγιολάρ] (ρ.) βάζω στον
escarbar [εσκαρμπάρ] (ρ.) σκαλίζω, γύψο.
escarcha [εσκάρτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πά­ escena [εσθένα] (ουσΥθηλ.) σκηνή,
χνη, 2: πάγος, παγετός, escenario [εσθενάριο] (ουσΥαρσ.) σκη­
escarchar [εσκατσάρ] (ρ.) 1: παγώνω, νή.
2: γλασάρω. escénico [εσθένικο] (επίθ.) σκηνικός,
escarda [εσκάρδα] (ουσΥθηλ.) ξεχορ- escenografía [εσθενογραφία] (ουσΥ
τάριασμα. θηλ.) σκηνογραφία,
escardar [εσκαρδάρ] (ρ.) σκαλίζω, escepticismo [εσθεπτιθίσμο] (ουσ./
τσαπίζω. αρσ.) σκεπτικισμός,
escardillo [εσκαρδίγιο] (ουσΥαρσ.) escéptico [εσθέπτικο] (ουσΥαρσ.) σκε­
σκαλιστήρι, πτικιστής,
escarlata [εσκαρλάτα] (ουσΥθηλ.) άλι­ escindir [εσθινδίρ] (ρ.) διασπώ,
κο, κόκκινο, escisión [εσθισιόν] (ουσΥθηλ.) εκτομή,
escarlatina [εσκαρλατίνα] (ουσΥθηλ.) διάσπαση,
οστρακιά, esclarecer [εσκλαρεθέρ] (ρ.) διευκρινί­
escarmentar [εσκαρμεν'τάρ] (ρ.) πα­ ζω, διασαφηνίζω, επεξηγώ.

253
esclarecido

esclarecido [εσκλαρεθίδο] (επίθ.) δια­ escolio [εσκόλιο] (ουσ./αρσ.) σχόλιο


κεκριμένος διευκρινισμένος κειμένου.
esclarecimiento [εσκλαρεθιμιέν'το] escollera [εσκογιέρα] (ουσ7θηλ.) 1:
(ουσ./αρσ.) διευκρίνηση, διαφώτιση, μόλος 2: κυματοθραύστης,
ξεκαθάρισμα, διασάφηση, escollo [εσκόγιο] (ουσ7αρσ.) 1: σκόπε­
esclavitud [εσκλαβιτούδ] (ουσ./θηλ.) λος 2: ύφαλος,
σκλαβιά, δουλεία, escolopendra [εσκολοπέν'ντρα] (ουσ./
esclavizar [εσκλαβιθάρ] (ρ.) σκλαβώ­ θηλ.) σαρανταποδαρούσα.
νω. escolta [εσκόλτα] (ουσ,/θηλ.) συνο­
esclavo [εσκλάβο] (ουσ,/αρσ.) σκλά­ δεία, ακολουθία,
βος δούλος escoltar [εσκολτάρ] (ρ.) συνοδεύω,
esclerosis [εσκλερόσις] (ουσ,/θηλ.) escombrera [εσκομμπρέρα] (ουσ./
σκλήρυνση, θηλ.) σκουπιδότοπος χωματερή,
esclerótico [εσκλερότικο] (επίθ.) σκλη­ escombros [εσκόμ'μπρος] (ουσ7αρσ.)
ρωτικός. πληθ. συντρίμμια, ερείπια,
esclusa [εσκλούσα] (ουσΥθηλ.) υδατο- esconder [εσκον'ντέρ] (ρ.) κρύβω,
φράκτης. escondidas [εσκονδίδας] (ουσ7θηλ.)
escoba [εσκόμπα] (ουσ,/θηλ.) σκούπα, πληθ. κρυφτό,
escobar [εσκομπάρ] (ρ.) σκουπίζω, escondite [εσκον'ντί'τε] (ουσ./αρσ.)
escobazo [εσκομπάθο] (ουσ,/αρσ.) κρυψώνα, κρυφτό,
χτύπημα με σκούπα, escondrijo [εσκον'ντρίχο] (ουσΥαρσ.)
escobilla [εσκομπίγια] (ουσ,/θηλ.) κρυψώνα, κρησφύγετο, καταφύγιο,
σκουπάκι, βουρτσάκι. escopeta [εσκοπέτα] (ουσ,/θηλ.) κυνη­
escocer [εσκοθέρ] (ρ.) 1: τσούζω, 2: γετικό όπλο, ντουφέκι,
πληγώνω, escopetazo [εσκοπετάθο] (ουσ,/αρσ.)
escocerse [εσκοθέρσε] (ρ.) συγκαίο­ τουφεκιά, πυροβολισμός
μαι. escopetero [εσκοπετέρο] (ουσ,/αρσ.)
escocés [εσκοθές] 1: (ουσ,/αρσ.) Σκω- οπλουργός,
τσέζος, 2: (επίθ.) σκωτσέζικος. escoplear [εσκοπλεάρ] (ρ.) σμιλεύω,
escofina [εσκοφίνα] (ουσ./θηλ.) ρά­ λαξεύω.
σπα, χοντρή λίμα. escoplo [εσκόπλο] (ουσ./αρσ.) σμίλη,
escoger [εσκοχέρ] (ρ.) 1: εκλέγω, 2: καλέμι.
διαλέγω. escorial [εσκοριάλ] (ουσ7αρσ.) σκου­
escogido [εσκοχίδο] (επίθ.) επιλεγμέ- ριά.
νος διαλεγμένος, Escorpio [εσκόρπιο] (ουσ,/αρσ.) (Αστρολ.)
escolar [εσκολάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) σκο­ Σκόρπιός
λιαρούδι, μαθητούδι, μαθητής 2: escorpión [εσκορπιόν] (ουσ,/αρσ.)
(επίθ.) μαθητικός σχολικός, σκόρπιός
escolaridad [εσκολαριδάδ] (ουσ,/θηλ.) escotado [εσκοτάδο] (ουσ,/αρσ.) ντε­
μαθητεία, φοίτηση, κολτέ.
escolarizar [εσκολαριθάρ] (ρ.) διαπαι- escote [εσκότε] (ουσ,/αρσ.) ντεκολτέ,
δαγωγώ. escotilla [εσκοτίγια] (ουσ,/θηλ.) μπου­
escolástico [εσκολάστικο] (επίθ.) σχο­ καπόρτα.
λαστικός επιμελής escotillón [εσκοτιγιόν] (ουσ,/αρσ.) κα-

254
esencial

ταπακτή. escudilla [εσκουδίγια] (ουσΥθηλ.) γα­


escozor [εσκοθόρ] (ουσΥαρσ.) τσού­ βάθα.
ξιμο. escudo [εσκούδο] (ουσΥαρσ.) ασπίδα,
escribiente [εσκριμπιέν'τε] (ουσ./αρσ.) escudriñar [εσκουδρινιάρ] (ρ.) εξονυ­
γραφέας. χίζω, εξετάζω προσεχτικά,
escribir [εσκριμπίρ] (ρ.) γράφω, escuela [εσκουέλα] (ουσΥθηλ.) σχο­
escrito [εσκρίτο] (ουσΥαρσ.) έγγραφο, λείο.
γραπτό, κείμενο, escuerzo [εσκουέρθο] (ουσΥαρσ.)
escritor [εσκριτόρ] (ουσΥαρσ.) συγ­ φρύνος (αμφίβιο).
γραφέας. escueto [εσκουέτο] (επίθ.) λιτός απέ­
escritorio [εσκριτόριο] (ουσΥαρσ.) ριττος.
γραφείο. esculpir [εσκουλπίρ] (ρ.) λαξεύω, σκα­
escritura [εσκριτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: λίζω.
γραφή, γράψιμο, 2: συμβόλαιο, escultor [εσκουλτόρ] (ουσΥαρσ.) γλύ­
escroto [εσκρότο] (ουσΥαρσ.) όσχεο, πτης.
escrúpulo [εσκρούπουλο] (ουσΥαρσ.) escultura [εσκουλτούρα] (ουσΥθηλ.)
ενδοιασμός, 1: γλυπτική, 2: γλυπτό,
escrupuloso [εσκρουπουλόσο] (επίθ.) escultural [εσκουλτουράλ] (επίθ.) γλυ­
ευσυνείδητος σχολαστικός, πτικός.
escrutar [εσκρουτάρ] (ρ.) εξονυχίζω, escupidera [εσκουπιδέρα] (ουσΥθηλ.)
εξετάζω. πτυελοδοχείο,
escrutinio [εσκρουτίνιο] (ουσΥαρσ.) escupir [εσκουπίρ] (ρ.) φτύνω,
καταμέτρηση ψήφων, escurreplatos [εσκουρεπλάτος] (ουσΥ
escuadra [εσκουάδρα] (ουσΥθηλ.) 1: αρσ.) πιατοθήκη,
τρίγωνο, 2: (Ναυτ.) μοίρα, 3: στόλος, escurridero [εσκουριδέρο] (ουσΥαρσ.)
escuadrar [εσκουαδράρ] (ρ.) τετρα­ στραγγιστήρι πιάτων,
γωνίζω. escurridizo [εσκουριδίθο] (επίθ.) ολι­
escuadrilla [εσκουαδρίγια] (ουσΥθηλ.) σθηρός γλιστερός,
1: στολίσκος 2: μοίρα, 3: σμήνος, escurridor [εσκουριδόρ] (ουσΥαρσ.)
escuadrón [εσκουαδρόν] (ουσΥαρσ.) στραγγιστήρι,
1: στόλος 2: ίλη, λόχος, escurrir [εσκουρίρ] (ρ.) στραγγίζω,
escualidez [εσκουαλιδέθ] (ουσΥθηλ.) στίβω.
1: ρυπαρότητα, 2: αδυναμία, esdrújula [εσδρούχουλα] (επίθ.) (Γραμμ.)
escuálido [εσκουάλιδο] (επίθ.) υπερ­ η λέξη που τονίζεται στην προπαρα­
βολικά αδύνατος, λήγουσα.
escualo [εσκουάλο] (ουσΥαρσ.) σκυ­ ese [έσε] (επίθ.) εκείνος ·ese coche es
λόψαρο. de Juan - εκείνο το αμάξι είναι του
escucha [εσκούτσα] (ουσΥθηλ.) άκου­ Juan.
σμα. ése [έσε] (δεικτική αντ.) εκείνος ·¿cuál
escuchar [εσκουτσάρ] (ρ.) ακούω, es tu coche? -ποιο είναι το αμάξι σου;
escudar [εσκουδάρ] (ρ.) προασπίζω, • -¡ése! - εκείνο!,
υπερασπίζω, esencia [εσένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ουσία,
escudero [εσκουδέρο] (ουσΥαρσ.) υπη­ 2: απόσταγμα,
ρέτης esencial [εσενθιάλ] (επίθ.) 1: ουσιώ­

255
esfera

δης 2: κύριος, βασικός, esmirriado [εσμιριάδο] (επίθ.) ασήμα­


esfera [εσφέρα] (ουσ./θηλ.) σφαίρα, ντος μηδαμινός,
esférico [εσφέρικο] (επίθ.) σφαιρικός, esmoquin [εσμόκιν] (ουσΥαρσ.) σμό­
esfinge [εσφίνχε] (ουσΥθηλ.) σφίγγα, κιν.
esfínter [εσφίν'τερ] (ουσΥαρσ.) σφι­ esnob [εσνόμπ] 1: (ουσΥαρσ.) υπερό­
γκτήρας (μυς). πτης αλαζόνας 2: (επίθ.) σνομπ.
esforzar [εσφορθάρ] (ρ.) 1: ενδυναμώ­ esnobismo [εσνομπίσμο] (ουσΥαρσ.)
νω, 2: ενθαρρύνω, σνομπισμός υπεροψία,
esforzarse [εσφορθάρσε] (ρ.) κοπιά­ eso [έσο] (δεικτική αντ.) εκείνο · ¡eso
ζω, καταβάλλω προσπάθειες, es! - αυτό είναι!,
esfuerzo [εσφουέρθο] (ουσΥαρσ.) κό­ esófago [εσόφαγο] (ουσΥαρσ.) οισο­
πος προσπάθεια, φάγος.
esfumarse [εσφουμάρσε] (ρ.) εξαφα­ esotérico [εσοτέρικο] (επίθ.) εσωτε­
νίζομαι, γίνομαι καπνός, ρικός
esgrima [εσγρίμα] (ουσΥθηλ.) ξιφο­ espabilado [εσπαμπιλάδο] (επίθ.) 1:
μαχία. ζωντανός 2: ξύπνιος,
esgrimidor [εσγριμιδόρ] (ουσΥαρσ.) espabilar [εσπαμπιλάρ] (ρ.) 1: ζωντα­
ξιφομάχος νεύω, 2: ξυπνώ,
esgrimir [εσγριμίρ] (ρ.) ξιφομαχώ, espacial [εσπαθιάλ] (επίθ.) διαστημι­
esguince [εσγκίνθε] (ουσΥαρσ.) διά­ κός.
στρεμμα, στραμπούληγμα. espacio [εσπάθιο] (ουσΥαρσ.) διάστη­
eslabón [εσλαμπόν] (ουσΥαρσ.) κρί­ μα, κενό, χώρος,
κος. espacioso [εσπαθιόσο] (επίθ.) ευρύς
eslabonar [εσλαμπονάρ] (ρ.) συνδέω ευρύχωρος άνετος,
με κρίκους, espada [εσπάδα] (ουσΥθηλ.) ξίφος,
eslálom [εσλάλομ] (ουσΥαρσ.) σλά­ espadachín [εσπαδατσίν] (ουσΥαρσ.)
λομ. ξιφομάχος
eslavo [εσλάβο] 1: (ουσΥαρσ.) Σλάβος espadero [εσπαδέρο] (ουσΥαρσ.) κα­
2: σλάβικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) σλα­ τασκευαστής σπαθιών,
βικός. espagueti [εσπαγκέτι] (ουσΥαρσ.)
eslogan [εσλόγαν] (ουσΥαρσ.) σύνθη­ σπαγγέτι.
μα, σλόγκαν, espalda [εσπάλδα] (ουσΥθηλ.) πλάτη,
esmaltar [εσμαλτάρ] (ρ.) βερνικώνω, ράχη, πίσω μέρος,
σμαλτώνω, espaldar [εσπαλδάρ] (ουσΥαρσ.) 1:
esmalte [εσμάλτε] (ουσΥαρσ.) σμάλ­ πλάτη, 2: στήριγμα,
το. espaldilla [εσπαλδίγια] (ουσΥθηλ.)
esmerado [εσμεράδο] (επίθ.) 1: φιλό­ ωμοπλάτη, σπάλα,
πονος 2: προσεκτικός, español [εσπανιόλ] 1: (ουσΥαρσ.) Ισπα­
esmeralda [εσμεράλντα] (ουσΥθηλ.) νός 2: ισπανικά (γλώσσα), 3: (επίθ.)
σμαράγδι, ισπανικός
esmerarse [εσμεράρσε] (ρ.) επιμελού­ españolismo [εσπανιολίσμο] (ουσΥ
μαι, εποπτεύω, αρσ.) ισπανισμός.
esmero [εσμέρο] (ουσΥαρσ.) μεγάλη españolizar [εσπανιολιθάρ] (ρ.) εξι-
προσοχή. σπανίζω.

256
espejo

espantada [εσπαν'τάδα] (ουσΥθηλ.) 1: especialista [εσπεθιαλίστα] (ουσ./


τρομάρα, 2: φυγή. αρσ.-ι- θηλ.) ειδικός εξειδικευμένος.
espantadizo [εσπαν'ταδίθο] (επίθ.) φο­ especializado [εσπεθιαλιθάδο] (επίθ.)
βητσιάρης, ειδικευμένος
espantajo [εσπαντάχο] (ουσΥαρσ.) 1: especializarse [εσπεθιαλιθάρσε] (ρ.)
σκιάχτρο, 2: φόβητρο, ειδικεύομαι, εξειδικεύομαι,
espantapájaros [εσπανταπάχαρος] especialmente [εσπεθιάλμεν'τε] (επίρρ.)
(ουσΥαρσ.) σκιάχτρο. ειδικά, συγκεκριμένα,
espantar [εσπαντάρ] (ρ.) σκιάζω, φο­ especie [εσπέθιε] (ουσΥθηλ.) είδος,
βίζω, τρομάζω, especificación [εσπεθιφικαθιόν] (ουσΥ
espanto [εσπάν'το] (ουσΥαρσ.) σκιάξι- θηλ.) προσδιορισμός, εξειδίκευση.
μο, φόβος, τρόμος, especificar [εσπεθιφικάρ] (ρ.) προσ­
espantoso [εσπαν'τόσο] (επίθ.) φοβε­ διορίζω, καθορίζω,
ρός, τρομερός, específico [εσπεθίφικο] (επίθ.) ειδικός
esparadrapo [εσπαραδράπο] (ουσΥ συγκεκριμένος
αρσ.) λευκοπλάστης τσιρότο, espécimen [εσπέθιμεν] (ουσΥαρσ.)
esparcido [εσπαρθίδο] (επίθ.) 1: απλω­ αντιπροσωπευτικό δείγμα,
μένος 2: χωρίς συνοχή, 3: σκόρπιος especioso [εσπεθιόσο] (επίθ.) ευλογο-
esparcimiento [εσπαρθιμιέν'το] (ουσΥ φανής.
αρσ.) εξάπλωση. espectacular [εσπεκτακουλάρ] (επίθ.)
esparcir [εσπαρθίρ] (ρ.) διασκορπίζω, θεαματικός,
διαδίδω. espectáculo [εσπεκτάκουλο] (ουσΥ
espárrago [εσπάραγο] (ουσΥαρσ.) αρσ.) θέαμα, παράσταση,
σπαράγγι, espectador [εσπεκταδόρ] (ουσΥαρσ.)
espartano [εσπαρτάνο] (επίθ.) σπαρ­ θεατής παρατηρητής,
τιατικός λιτός, espectral [εσπεκτράλ] (επίθ.) φασμα-
esparto [εσπάρτο] (ουσΥαρσ.) σπάρ­ τώδης.
το. espectro [εσπέκτρο] (ουσΥαρσ.) 1: φά­
espasmo [εσπάσμο] (ουσΥαρσ.) σπα­ σμα, 2: φάντασμα,
σμός. espectroscopio [εσπεκτοσκόπιο] (ουσΥ
espasmódico [εσπασμόδικο] (επίθ.) αρσ.) φασματοσκόπιο.
σπασμωδικός βιαστικός, especulación [εσπεκουλαθιόν] (ουσΥ
espástico [εσπάστικο] (επίθ.) σπα­ θηλ.) κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια,
στικός. especulador [εσπεκουλαδόρ] (ουσΥ
espátula [εσπάτουλα] (ουσΥθηλ.) σπά­ αρσ.) κερδοσκόπος αισχροκερδής,
τουλα. especular [εσλεκουλάρ] (ρ.) κερδο­
especia [εσπέθια] (ουσΥθηλ.) μπαχα­ σκοπώ.
ρικό, καρύκευμα, especulativo [εσπεκουλατίβο] (επίθ.)
especiado [εσπεθιάδο] (επίθ.) καρυ­ κερδοσκοπικός,
κευμένος πικάντικος espejado [εσπεχάδο] (επίθ.) γυαΛ·~ :ε-
especial [εσπεθιάλ] (επίθ.) ειδικός εξ- ρός.
πέρ. espejismo [εσπεχίσμο] (ουσΥαρσ.) αντι­
especialidad [εσπεθιαλιδάδ] (ουσΥ κατοπτρισμός πλάνη,
θηλ.) ειδικότητα. espejo [εσπέχο] (ουσΥαρσ.) καθρέ­

257
espejuelos

φτης, κάτοπτρο, espigón [εσπιγόν] (ουσ,/αρσ.) αιχμή,


espejuelos [εσπεχουέλος] (ουσ./αρσ.) espina [εσπίνα] (ουσΥθηλ.) 1: αγκάθι,
πληθ. ματογυάλια, 2: αγκίδα, παρασχίδα, 3: κόκκαλο
espeleología [εσπελεολοχία] (ουσ./ ψαριού.
θηλ.) σπηλαιολογία. espinaca [εσπινάκα] (ουσΥθηλ.) σπα­
espeleólogo [εσπελεόλογο] (ουσΥαρσ.) νάκι.
σπηλαιολόγος. espinal [εσπινάλ] (επίθ.) σπονδυλικός,
espeluznante [εσπελουθνάν'τε] (επίθ.) espinar [εσπινάρ] (ρ.) κεντρίζω,
τρομακτικός, εκφοβιστικός, espinazo [εσπινάθο] (ουσΥαρσ.) ρα-
espera [εσπέρα] (ουσΥθηλ.) αναμονή, χοκοκαλιά.
esperanto [εσπεράν'το] (ουσΥαρσ.) espinilla [εσπινίγια] (ουσΥθηλ.) 1: κα­
εσπεράντο, λάμι, 2: σπυράκι, μπιμπίκι,
esperanza [εσπεράνθα] (ουσΥθηλ.) espinillera [εσπινιγιέρα] (ουσΥθηλ.)
ελπίδα, προσδοκία, περικνημίδα, περικνήμιο.
esperanzar [εσπερανθάρ] (ρ.) ευελπι­ espinoso [εσπινόσο] (επίθ.) ακανθώ­
στώ. δης
esperar [εσπεράρ] (ρ.) 1: ελπίζω, προσ­ espionaje [εσπιονάχε] (ουσΥαρσ.) κα­
δοκώ, 2: περιμένω, τασκοπεία,
esperma [εσπέρμα] (ουσΥαρσ.) σπέρ­ espira [εσπίρα] (ουσΥθηλ.) σπείρωμα,
μα. espiral [εσπιράλ] (επίθ.) σπειροειδής
espermatozoo [εσπερματοθόο] (ουσ./ σπιράλ.
αρσ.) σπερματόζωο. espirar [εσπιράρ] (ρ.) εκπνέω, απο­
esperpento [εσπερπέντο] (ουσΥαρσ.) πνέω.
γελοίο θέαμα, espiritismo [εσπιριτίσμο] (ουσΥαρσ.)
espesar [εσπεσάρ] (ρ.) πήζω. πνευματισμός
espeso [εσπέσο] (επίθ.) πηχτός, espiritista [εσπιριτίστα] (ουσΥαρσ.+
espesor [εσπεσόρ] (ουσΥαρσ.) πυκνό­ θηλ.) πνευματιστής πνευματίστρια.
τητα. espiritoso [εσπιριτόσο] (επίθ.) 1: οινο­
espesura [εσπεσούρα] (ουσΥθηλ.) 1: πνευματώδης 2: πνευματώδης,
πυκνή βλάστηση, 2: πηκτικότητα. espíritu [εσπίριτου] (ουσΥαρσ.) 1:
espetar [εσπετάρ] (ρ.) 1: σουβλίζω, 2: πνεύμα, νους, 2: φύση.
εκστομίζω βρισιά, espiritual [εσπιριτουάλ] (επίθ.) πνευ­
espetón [εσπετόν] (ουσΥαρσ.) σουβλί, ματικός πνευματώδης
espía [εσπία] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) κατά­ espiritualidad [εσπιριτουαλιδάδ] (ουσΥ
σκοπος, σπιούνος, θηλ.) πνευματικότητα,
espiar [εσπιάρ] (ρ.) κατασκοπεύω, espita [εσπίτα] (ουσΥθηλ.) κάνουλα,
espichar [εσπιτσάρ] (ρ.) κεντρίζω, esplendidez [εσπλεν'ντιδέθ] (ουσΥ
espiche [εσπίτσε] (ουσΥαρσ.) μαντα- θηλ.) 1: μεγαλοπρέπεια, 2: λαμπρό­
λάκι. τητα.
espiga [εσπίγα] (ουσΥθηλ.) στάχυ, espléndido [εσπλέν'ντιδο] (επίθ.) 1:
espigado [εσπιγάδο] (επίθ.) 1: ώριμος λαμπρός 2: μεγαλοπρεπής 3: υπέ­
2: λεπτοκαμωμένος, ροχος 4: γενναιόδωρος,
espigar [εσπιγάρ] (ρ.) επιλέγω στοιχεία esplendor [εσπλεν'ντόρ] (ουσΥαρσ.)
από διάφορα γραπτά κείμενα. 1: λαμπρότητα, 2: μεγαλοπρέπεια.

258
esquirla

esplendoroso [εσττλενδορόσο] (επίθ.) espulgar [εσπουλγάρ] (ρ.) ξεψειρίζω.


μεγαλειώδης, espuma [εσπούμα] (ουσ./θηλ.) αφρός.
espliego [εσπλιέγσ] (ουσ,/αρσ.) λεβά­ espumadera [εσπουμαδέρα] (ουσ7θηλ.)
ντα. τρυπητή κουτάλα,
espolear [εσπσλεάρ] (ρ.) 1: σπιρουνί­ espumar [εσπουμάρ] (ρ.) ξαφρίζω,
ζω, 2: παροτρύνω, προτρέπω, πα­ espumoso [εσπουμόσο] (επίθ.) αφρι-
ρακινώ. σμένος, αφρίζων.
espoleta [εσπολέτα] (ουσ/θηλ.) πυρο­ espurio [εσπσύριο] (επίθ.) 1: νόθος 2:
σωλήνας. κίβδηλος κάλπικος, πλαστός,
espolón [εσπολόν] (ουσ,/αρσ.) 1: πτερ­ esputar [εσπουτάρ] (ρ.) φτύνω,
νιστήρας πετεινού, 2: (Γεωργ.) αντέ­ esputo [εσπούτο] (ουσ./αρσ.) τττύελσ,
ρεισμα, 3: ανάχωμα, φλέγμα, σάλιο,
espolvorear [εσπολβορεάρ] (ρ.) πα­ esqueje [εσκέχε] (ουσ./αρσ.) εμφύτευ-
σπαλίζω. μα, μόσχευμα,
esponja [εσπόνχα] (ουσ,/θηλ.) σφουγ­ esquela [εσκέλα] (ουσ,/θηλ.) σημείω­
γάρι. μα, ραβασάκι,
esponjoso [εσπονχόσο] (επίθ.) σπογ­ esquelético [εσκελέτικο] (επίθ.) σκε­
γώδης. λετώδης.
esponsales [εσπονσάλες] (ουσ./αρσ.) esqueleto [εσκελέτο] (ουσ,/αρσ.) σκε­
πληθ. 1: αρραβώνας, 2: λόγος ή υπό­ λετός.
σχεση γάμου, esquema [εσκέμα] (ουσΥαρσ.) 1: σχή­
espontáneamente [εσπον'τάνεαμεν'τε] μα, 2: γράφημα,
(επίρρ.) αυθόρμητα, esquemático [εσκεμάτικο] (επίθ.) σχη­
espontaneidad [εσπον/τανεϊδάδ] (ουσ./ ματικός.
θηλ.) αυθορμητισμός, esquí [εσκί] (ουσ,/αρσ.) χιονοπέδιλο,
espontáneo [εσποντάνεο] (επίθ.) αυ­ σκι.
θόρμητος, esquiador [εσκιαδόρ] (ουσ./αρσ.) σκι-
espora [εσπόρα] (ουσ7θηλ.) σπόρι. έρ.
esporádico [εσποράδικο] (επίθ.) σπο­ esquiar [εσκιάρ] (ρ.) κάνω σκι.
ραδικός αραιός, esquife [εσκίφε] (ουσ./αρσ.) σκαφάκι,
esportillo [εσπσρτίγιο] (ουσ,/αρσ.) κα­ μικρή λέμβος,
λάθι. esquila [εσκίλα] (ουσ,/θηλ.) 1: κούρε­
esposa [εσπόσα] (ουσ/θηλ.) η σύζυ­ μα προβάτων, 2: καμπανάκι,
γος. esquilar [εσκιλάρ] (ρ.) κουρεύω πρό­
esposar [εσποσάρ] (ρ.) δένω με χειρο­ βατα.
πέδες. esquilmar [εσκιλμάρ] (ρ.) 1: θερίζω, 2:
esposas [εσπόσας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. εξαντλώ πόρους,
χειροπέδες, esquimal [εσκιμάλ] 1: (ουσ/αρσ.) Εσκι-
esposo [εσπόσο] (ουσΥαρσ.) ο σύζυ­ μώος 2: (επίθ.) εσκιμωικός
γος. esquina [εσκίνα] (ουσ/θηλ.) γωνία,
espuela [εσπουέλα] (ουσ/θηλ.) σπι­ esquinar [εσκινάρ] (ρ.) στριμώχνω <πη
ρούνι. γωνία.
espuerta [εσπουέρτα] (ουσ/θηλ.) κα­ esquirla [εσκίρλα] (ουσ,/θηλ.) 1: θραύ­
λάθι, πανέρι. σμα, 2: σχίζα, απόσχισμα ξύλου.

259
esquirol

esquirol [εσκίρολ] (ουσ/αρσ) απερ­ estacionamiento [εσταθιοναμιέν'το]


γοσπάστης, (ουσΥαρσ.) 1: στάθμευση, 2: χώρος
esquivar [εσκιβάρ] (ρ.) αποφεύγω, στάθμευσης,
υπεκφεύγω, estacionar [εσταθιονάρ] (ρ.) σταθ­
esquivez [εσκιβέθ] (ουσΥθηλ.) ντρο- μεύω, παρκάρω,
παλότητα, συστολή, estacionario [εσταθιονάριο] (επίθ.) στά­
esquivo [εσκίβο] (επίθ.) 1: ακατάδε­ σιμος, αμετακίνητος,
χτος, 2: περιφρονητικός, estadía [εσταδία] (ουσΥθηλ.) διαμονή,
esquizofrenia [εσκιθοφρένια] (ουσ./ estadio [εστάδιο] (ουσΥαρσ.) 1: στάδιο
θηλ.) σχιζοφρένεια, (αθλητικό), 2: φάση, στάδιο,
esquizofrénico [εσκιθοφρένικο] (επίθ.) estadista [εσταδίστα] (ουσΥαρσ.) πο­
σχιζοφρενής, λιτικός ηγέτης,
esquizoide [εσκιθόιδε] (επίθ.) σχιζοει­ estadística [εσταδίστικα] (ουσΥθηλ.)
δής. στατιστική,
estabilidad [εσταμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) estadístico [ευταδίστικο] (επίθ.) στα­
σταθερότητα, ευστάθεια, τιστικός
estabilización [εσταμπιλιθαθιόν] (ουσΥ estado [εστάδο] (ουσΥαρσ.) 1: κατά­
θηλ.) σταθεροποίηση, σταση, 2: πολιτεία, κράτος 3: δημό­
estabilizador [εσταμπιλιθαδόρ] (ουσΥ σιο.
αρσ.) σταθεροποιητής, Estados Unidos [εστάδος ουνίδος]
estabilizar [εσταμπιλιθάρ] (ρ.) στα­ (ουσΥαρσ.) πληθ. Ηνωμένες Πολιτείες
θεροποιώ, στερεώνω, Αμερικής,
estable [εστάμπλε] (επίθ.) σταθερός, estadunidense [εσταδουνιδένσε] 1:
ευσταθής, (επίθ.) των Ηνωμένων Πολιτειών,
establecer [εσταμπλεθέρ] (ρ.) 1: εγκα­ αμερικανικός 2: (ουσΥαρσ.+ θηλ.))
θιστώ, 2: καθιερώνω, εδραιώνω, κάτοικος των Η.Π.Α..
establecerse [εσταμπλεθέρσε] (ρ.) εγκα­ estafa [εστάφα] (ουσΥθηλ.) εξαπάτη­
θίσταμαι. ση, ξεγέλασμα, παραπλάνηση.
establecimiento [εσταμπλεθιμιέν'το] estafador [εσταφαδόρ] (ουσΥαρσ.)
(ουσΥαρσ.) 1: εγκατάσταση, 2: καθιέ­ απατεώνας κομπιναδόρος,
ρωση, 3: ίδρυμα, 4: κατάστημα, estafar [εσταφάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξεγε­
establo [εστάμπλο] (ουσΥαρσ.) στά­ λώ, παραπλανώ,
βλος. estafeta [εσταφέτα] (ουσΥθηλ.) τοπικό
estaca [εστάκα] (ουσΥθηλ.) παλούκι, ταχυδρομείο,
πάσσαλος, estafetero [εσταφετέρο] (ουσΥαρσ.)
estacada [εστακάδα] (ουσΥθηλ) φράχτης υπάλληλος ταχυδρομείου, ταχυ­
από πασσάλους δρόμος.
estacar [εστακάρ] (ρ.) περιφράσσω με estalactita [εσταλακτίτα] (ουσΥθηλ.)
πασσάλους, σταλακτίτης.
estación [εσταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σταθ­ estalagmita [εαταλαγμίτα] (ουσΥθηλ.)
μός 2: ραδιοφωνικός σταθμός 3: θέ­ σταλαγμίτης,
ρετρο, 4: εποχή, περίοδος, estallar [εσταγιάρ] (ρ.) 1: ξεσπώ, 2:
estacional [εσταθιονάλ] (επίθ.) επο­ εκρήγνυμαι, σκάζω,
χιακός περιοδικός. estallido [εσταγίδο] (ουσΥαρσ.) έκρη­

260
estatuir

ξη, ξέσπασμα, κρότος, ποποιώ, σταθεροποιώ,


estambrar [εσταμ'μπράρ] (ρ.) στημο­ estandarte [εσταν'ντάρτε] (ουσΥαρσ.)
νιάζω, εξυφαίνω, λάβαρο, σημαία,
estambre [εστάμ'μττρε] (ουσΥαρσ.) estaño [εστάνιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.)
στριμόνι. κασσίτερος,
estamento [εσταμέν'το] (ουσΥαρσ.) estanque [εστάνκε] (ουσΥαρσ.) 1: δε­
κοινωνική τάξη. ξαμενή, 2: λιμνούλα.
estampa [εστάμ'πα] (ουσΥθηλ.) εικό­ estanquero [εστανκέρο] (ουσΥαρσ.)
να, εμφάνιση, καπνοπώλης.
estampado [εσταμ'πάδο] (επίθ.) εμπρι­ estante [εστάν'τε] (ουσΥαρσ.) ράφι.
μέ, σταμπαρισμένος estantería [εσταν'τερία] (ουσΥθηλ.)
estampar [εσταμ'πάρ] (ρ.) σταμπάρω, ραφιέρα.
αποτυπώνω. estar [εστάρ] (ρ.) είμαι, βρίσκομαι (εκ­
estampida [εσταμ'πίδα] (ουσΥθηλ.) 1: φράζει μια προσωρινή κατάσταση) ·
πάταγος, 2: ποδοκρότημα, ¿cóm o está usted1 -πώς είστε κύριε;/
estampido [εσταμ'πίδο] (ουσΥαρσ.) τι κάνετε κύριε; · Mario está muy
βρόντος, ήχος έκρηξης ήχος πυρο­ triste - o Μάριο είναι πολύ στενοχω­
βολισμού, ρημένος ·Joaquín está cansado - o
estampilla [εσταμ'πίγια] (ουσΥθηλ.) Joaquín είναι κουρασμένος ·la casa
σφραγίδα, está sucia - το σπίτι είναι βρόμικο ·
estampillado [εσταμ'πιγιάδο] (επίθ.) ¿dónde está mi bolso? - πού είναι η
σφραγισμένος, τσάντα μου; · Sara está en Atenas
estampillar [εσταμ'πιγιάρ] (ρ.) σφρα­ - η Σάρα βρίσκεται στην Αθήνα ·
γίζω. estamos α 15 de marzo - έχουμε 15
estancado [εστανκάδο] (επίθ.) στάσι­ Μαρτίου · ¿estás con él? - είσαι με
μος λιμνάζων. αυτόν; · estoy de viaje - είμαι/βρί­
estancamiento [εστανκαμιέν'το] (ουσΥ σκομαι σε ταξίδι,
αρσ.) στασιμότητα, λίμνασμα. estarcido [εσταρθίδο] (ουσΥαρσ.) απο­
estancar [εστανκάρ] (ρ.) 1: συγκροτώ, τύπωμα, στάμπα,
2: καθυστερώ, 3: μονοπωλώ, estatal [εστατάλ] (επίθ.) κρατικός δη­
estancarse [εστανκάρσε] (ρ.) λιμνάζω, μόσιος.
αποτελματώνομαι, αδρανώ, estático [εστάτικο] (επίθ.) στατικός
estancia [εστάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: δια­ στάσιμος,
μονή, παραμονή, 2: δωμάτιο, estatificar [εστατιφικάρ] (ρ.) κρατικο­
estanciero [εστανθιέρο] (ουσΥαρσ.) ποιώ.
κτηματίας estatización [εστατιθαθιόν] (ουσΥ
estanco [εστάνκο] (ουσΥαρσ.) καπνο­ θηλ.) κρατικοποίηση,
πωλείο. estatizar [εστατιθάρ] (ρ.) κρατικο­
estándar [εστάν'νταρ] (επίθ.) σταθε­ ποιώ.
ρός τυποποιημένος στάνταρ. estatua [εστάτουα] (ουσΥθηλ.) άγαλ­
estandarización [εσταν'νταριθαθιόν] μα.
(ουσΥθηλ.) τυποποίηση, σταθερο­ estatuario [εστατουάριο] (επίθ.) αγαλ-
ποίηση. μάτινος.
estandarizar [εσταν'νταριθάρ] (ρ.) τυ­ estatuir [εστατουίρ] (ρ.) εγκαθιδρύω.

261
estatutario

estatutario [εστατουτάριο] (επίθ.) θε­ στερεοτυπία, κοινοτοπία, (καθ.) κλι­


σπισμένος, νομοθετημένος, σέ.
estatura [εστατούρα] (ουσ./θηλ.) ανά­ estereotipo [εστερεοτίπο] (ουσ./αρσ.)
στημα, μπόι. στερεότυπο,
estatus [εστάτους] (ουσ./αρσ.) κοινω­ estereofonía [εστερεοφονία] (ουσ./
νική θέση. θηλ.) στερεοφωνία,
estatuto [εστατούτο] (ουσ./αρσ.) κα­ estéril [εστέριλ] (επίθ.) 1: στείρος, άγο­
ταστατικό, νος άκαρπος 2: αποστειρωμένος
este [έστε] 1: (ουσ./αρσ.) ανατολή, 2: esterilidad [εστεριλιδάδ] (ουσ7θηλ.)
(επίθ.) ανατολικός, στειρότητα, ακαρπία,
este [έστε] (προσωπική αντ.) αυτός · esterilización [εστεριλιθαθιόν] (ουσ./
esfe hombre es mi padre - αυτός o θηλ.) 1: αποστείρωση, 2: στείρωση,
άντρας είναι o πατέρας μου. esterilizar [εστεριλιθάρ] (ρ.) 1: απο­
éste [έστε] (δεικτική αντ.) α υ τός·¿cuál στειρώνω, 2: οττειρώνω.
es tu padre? - ποιός είναι ο πατέρας esterilla [εστερίγια] (ουσ7θηλ.) ψάθι­
σου; ·¡éste! - αυτός!, νο χαλάκι,
estela [εστέλα] (ουσ./θηλ.) 1: απόνερα, esterlina [εστερλίνα] (ουσ./θηλ.) στερ­
2: ίχνος. λίνα.
estelar [εστελάρ] (επίθ.) αστρικός. esternón [εστερνόν] (ουσ./αρσ.) στέρ­
estenografía [εστενογραφία] (ουσ./ νο.
θηλ.) στενογραφία, estero [εστέρο] (ουσ./αρσ.) στόμιο πο­
estenógrafo [εστενόγραφο] (ουσ./ ταμού, εκβολή,
αρσ.) στενογράφος, estertor [εστερτόρ] (ουσ7αρσ.) ρόγ­
estenosis [εστενόσις] (ουσΥθηλ.) στέ­ χος ψυχορράγημα.
νωση. esteta [εστέτα] (ουσ./αρσ.) ωραιολά-
estentóreo [εστεν'τόρεο] (επίθ.) στε­ τρης.
ντόρειος, βροντερός ηχηρός, estética [εστέτικα] (ουσ7θηλ.) αισθη­
estepa [εστέπα] (ουσ./θηλ.) στέπα, τική.
estera [εστέρα] (ουσ./θηλ.) χαλάκι, τα- estético [εστέτικο] (επίθ.) αισθητικός,
πέτσ, πατάκι. estetoscopio [εστετοσκόπιο] (ουσ./
estercolar [εστερκολάρ] (ρ.) ρίχνω λί­ αρσ.) στηθοσκόπιο,
πασμα, κοπρίζω, estevado [εστεβάδο] (επίθ.) στραβο­
estercolero [εστερκολέρο] (ουσ,/αρσ.) πόδης στραβοκάνης.
βρόμικο μέρος, estibador [εστιμπαδόρ] (ουσ7αρσ.)
estéreo [εστέρεο] (ουσ7αρσ.) στερεο­ φορτοεκφορτωτής
φωνικό. estibar [εστιμπάρ] (ρ.) στοιβάζω, συσ­
estereofónico [εστερεοφόνικο] (επίθ.) σωρεύω.
στερεοφωνικός, estiércol [εστιέρκολ] (ουσ./αρσ.) κο­
estereotipado [εστερεοτιπάδο] (επίθ.) πριά.
στερεότυπος κοινότοπος (καθ.) estigma [εστίγμα] (ουσ,/αρσ.) στίγμα,
κλισέ. estigmatizar [εστιγματιθάρ] (ρ.) στιγ­
estereotipar [εστερεοτιπάρ] (ρ.) στερεό­ ματίζω.
τυπά). estilete [εστιλέτε] (ουσ./αρσ.) στιλέτο,
estereotipia [εστερεοτίπια] (ουσ,/θηλ.) estilista [εστιλίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)

262
estrafalario

στυλίστας στυλίστρια. estirpe [εστίρπε] (ουσΥθηλ.) καταγω­


estilístico [εστιλίστικο] (επίθ.) με λογο­ γή-
τεχνικό ύφος. estival [εστιβάλ] (επίθ.) θερινός καλο­
estilización [εστιλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) καιρινός
σχεδίαση, ésto [έστο] (δεικτική αντ.) αυτό.
estilizado [εστιλιθάδο] (επίθ.) στυλιζα- estocada [εστοκάδα] (ουσΥθηλ.) 1:
ρισμένος. μαχαιριά, μαχαίρωμα, 2: θανάσιμο
estilizar [εστιλιθάρ] (ρ.) στυλιζάρω, τραύμα.
σχεδιάζω, estofa [εστόφα] (ουσΥθηλ.) 1: στόφα
estilo [εστίλο] (ουσΥαρσ.) στυλ, ύφος, (ύφασμα), 2: ποιότητα, στόφα.
τρόπος, ρυθμός, estofado1 [εστοφάδο] (ουσΥαρσ.) στι­
estima [εστίμα] (ουσΥθηλ.) υπόληψη, φάδο.
εκτίμηση, estofado2 [εστοφάδο] (επίθ.) μαγει­
estimable [εστιμάμπλε] (επίθ.) 1: υπο­ ρευτός.
λογίσιμος 2: αξιότιμος, estofar [εστοφάρ] (ρ.) μαγειρεύω κρέ­
estimación [εστιμαθιόν] (ουσΥθηλ.) ας στην κατσαρόλα,
εκτίμηση, κρίση, estoicismo [εστοίθίσμο] (ουσΥαρσ.)
estimado [εστιμάδο] (επίθ.) αξιότιμος στωικότητα, στωικισμός.
αξιοσέβαστος. estoico [εστόικο] (επίθ.) στωικός απα­
estimar [εστιμάρ] (ρ.) εκτιμώ, θεωρώ, θής ατάραχος καρτερικός,
αξιώνω. estola [εστόλα] (ουσΥθηλ.) γούνινη
estimulante [εστιμουλάν'τε] (επίθ.) 1: εσάρπα, ετόλ.
διεγερτικός 2: παροτρυντικός πα­ estomacal [εστομακάλ] (επίθ.) στο­
ρακινητικός, μαχικός.
estimular [εστιμουλάρ] (ρ.) 1: διεγεί­ estómago [εστόμαγο] (ουσΥαρσ.) στο­
ρω, κεντρίζω, 2: παροτρύνω, προ­ μάχι.
τρέπω. estopa [εστόπα] (ουσΥθηλ.) στουπί,
estímulo [εστίμουλο] (ουσΥαρσ.) 1: βούλωμα, τάπα.
ερέθισμα, έναυσμα 2: παρότρυνση, estoque [εστόκε] (ουσΥαρσ.) σπάθα,
παρακίνηση, προτροπή, γλαδιόλα,
estío [εστίο] (ουσΥαρσ.) θέρος καλο­ estorbar [εστορμπάρ] (ρ.) 1: εμποδί­
καίρι. ζω, παρεμποδίζω, 2: ενοχλώ,
estipendio [εστιπέν'ντιο] (ουσΥαρσ.) estorbo [εστόρμπο] (ουσΥαρσ.) εμπό­
μισθός αμοιβή, διο, ενόχληση,
estipulación [εστιπουλαθιόν] (ουσ./ estornudar [εστορνουδάρ] (ρ.) φτερ­
θηλ.) όρος. νίζομαι.
estipular [εστιπουλάρ] (ρ.) καθορίζω, estornudo [εστορνούδο] (ουσΥαρσ.)
ορίζω ρητώς. φτέρνισμα.
estirado [εστιράδο] (επίθ.) τεντωμέ­ estrabismo [εστραμπίσμο] (ουσΥαρσ.)
νος κορδωμένος, στραβισμός
estirar [εστιράρ] (ρ.) εκτείνω, τεντώ­ estrado [εστράδο] (ουσΥαρσ.) έδρα,
νω. βήμα, βάθρο,
estirón [εστιρόν] (ουσΥαρσ.) απότομη estrafalario [εστραφαλάριο] (επίθ.) 1:
ανάπτυξη. εκκεντρικός ιδόρρυθμος 2: ατημέ­

263
estragar

λητος απεριποίητος, (Γεωργ.) στενό, 2: (επίθ.) στενός στε­


estragar [εστραγάρ] (ρ.) 1: ερειπώνω, νόχωρος.
2: εκμαυλίζω, διαφθείρω. estregar [εστρεγάρ] (ρ.) τρίβω με
estrago [εστράγο] (ουσ,/αρσ.) 1: ερεί­ βούρτσα.
πιο, 2: διαφθορά, estrella [εστρέγια] (ουσΥθηλ.) αστέρι ·
estragón [εστραγόν] (ουσΥαρσ.) εστρα- estrella de mar- αστερίας ·Alejandro
γκόν. nació con estrella- o Alejandro έχει
estrambótico [εστραμ'μττότικο] (επίθ.) άστρο ·hoy me he levantado con las
1: αλλόκοτος 2: φανταχτερός. estrellas- σήμερα ξύπνησα από τα
estrangulación [εστρανγκουλαθιόν] χαράματα,
(ουσΥθηλ.) στραγγαλισμός. estrellado [εστρεγιάδο] (επίθ.) 1: αστε­
estrangulador[εστpαvγκoυλαδóp] (ουσΥ ροειδής 2: έναστρος,
αρσ.) στραγγαλιστής estrellamar [εστρεγιαμάρ] (ουσΥθηλ.)
β$ΐΓ3ηςυΙβπιΐβηΐο[εστρανγκουλαμιέν,το] αστερίας.
(ουσΥαρσ.) στραγγαλισμός estrellar [εστρεγιάρ] (ρ.) σπάζω, συ­
estrangular [εστρανγκουλάρ] (ρ.) στραγ­ ντρίβω.
γαλίζω. estrellarse [εστρεγιάρσε] (ρ.) 1: συ­
estraperlista [εστραπερλίστα] (ουσΥ γκρούομαι, 2: κομματιάζομαι,
αρσ.-ι- θηλ.) μαυραγορίτης μαυρα- estrellato [εστρεγιάτο] (ουσΥαρσ.) καλλι­
γορίτισσα. τεχνικό στερέωμα,
estraperlo [εστραρπέρλο] (ουσΥαρσ.) estremecerse [εστρεμεθέρσε] (ρ.) τρέ­
μαύρη αγορά, μω, ταράζομαι, τραντάζομαι, δονού-
estratagema [εστραταχέμα] (ουσΥ μαι.
θηλ.) στρατήγημα, estremecimiento [εστρεμεθιμιέν'το] (ουσ./
estratega [εστρατέγα] (ουσΥαρσ.) στρα­ αρσ.) τρεμούλα ανατριχίλα δόνηση,
τηγός τράνταγμα
estrategia [εστρατέχια] (ουσΥθηλ.) στρα­ estrenar [εστρενάρ] (ρ.) χρησιμοποιώ
τηγική. κάτι για πρώτη φορά, εγκαινιάζω,
estratégico [εστρατέχικο] (επίθ.) στρα­ estrenarse [εστρενάρσε] (ρ.) προβάλ­
τηγικός. λομαι σε πρώτη ποροβολή · los
estratificación [εστρατιφικαθιόν] (ουσΥ nuevos capítulos se estrenarán en
θηλ.) στρωμάτωση, διαστρωμάτωση, abril - τα καινούργια επεισόδια θα
estratificar [εστρατιφικάρ] (ρ.) στρω- προβληθούν τον Απρίλιο,
ματώνω. estreñido [εστρενίδο] (επίθ.) δυσκοί­
estrato [εστράτο] (ουσΥαρσ.) στρώμα, λιος.
estratosfera [εστρατόσφερα] (ουσΥ estreñimiento [εστρενιμιέν'το] (ουσ./
θηλ.) στρατόσφαιρα, αρσ.) δυσκοιλιότητα,
estraza [εστράθα] (ουσΥθηλ.) στρα­ estreñir [εστρενίρ] (ρ.) προξενώ δυ­
τσόχαρτο, σκοιλιότητα,
estrechar [εστρετσάρ] (ρ.) στενεύω, estreno [εστρένο] (ουσΥαρσ.) πρεμιέ­
σφίγγω. ρα, ντεμπούτο.
estrechez [εστρετσέθ] (ουσΥθηλ.) 1: estrépito [εστρέπιτο] (ουσYape.) πά­
οικονομική στενότητα, 2: ανέχεια, ταγος οχλοβοή,
estrecho [εστρέτσο] 1: (ουσΥαρσ.) estrepitoso [εστρεπιτόσο] (επίθ.) θο­

264
estupendo

ρυβώδης. estructurar [εστρουκτουράρ] (ρ.) δο­


estreptococo [εστρεπτοκόκο] (ουσ./ μώ.
αρσ.) στρεπτόκοκκος, estruendo [εστρουέν'ντο] (ουσ./αρσ.)
estrés [εστρές] (ουσ,/αρσ.) άγχος, πάταγος εκκωφαντικός θόρυβος,
στρες. estruendoso [εστρουεν'ντόσο] (επίθ.)
estría [εστρία] (ουσ7θηλ.) ραγάδα, ρά- θορυβώδης,
γισμα, ράβδωση, estrujar [εστρουχάρ] (ρ.) στίβω, στραγ­
estriado [εστριάδο] (επίθ.) ραβδωτός γίζω.
πτυχωτός αυλακωτός, estuario [εστουάριο] (ουσ,/αρσ.) εκ­
estriar [εστριάρ] (ρ.) αυλακώνω, κάνω βολή ποταμού,
ραβδώσεις estucar [εστουκάρ] (ρ.) στοκάρω.
estribación [εστριμπαθιόν] (ουσ,/θηλ.) estuche [εστούτσε] (ουσΥαρσ.) θήκη.
αντέρεισμα, estuco [εστούκο] (ουσ,/αρσ.) στόκος,
estribar [εστριμπάρ] (ρ.) στηρίζομαι, estudiado [εστουδιάδο] (επίθ.) εσκεμμέ-
βασίζομαι, νος προμελετημένος.
estribera [εστριμπέρα] (ουσ7θηλ.) ανα­ estudiantado [εστουδιαν'τάδσ] (ουσΥ
βολέας αναβατήρας, αρσ.) φοιτητόκοσμος
estribillo [εστριμπίγιο] (ουσ./αρσ.) 1: estudiante [εστουδιάν'τε] (ουσ7αρσ.+
ρεφρέν, 2: επωδός, θηλ.) φοιτητής φοιτήτρια, σπουδα­
estribo [εστρίμπο] (ουσ,/αρσ.) αναβο­ στής σπουδάστρια.
λέας. estudiantil [εστουδιαν'τίλ] (επίθ.)
estribor [εστριμπόρ] (ουσ./αρσ.) η δε­ φοιτητικός,
ξιά πλευρά του πλοίου, estudiar [εστουδιάρ] (ρ.) σπουδάζω,
estrictamente [εστρίκταμεν'τε] (επίρρ.) μελετώ, φοιτώ,
1: αυστηρά, 2: ακριβώς, estudio [εστούδιο] (ουσ,/αρσ.) 1:
estricto [εστρίκτο] (επίθ.) 1: αυστηρός σπουδή, μελέτη, 2: στούντιο (γρα­
2: ακριβής, φείο).
estridente [εστριδέν'τε] (επίθ.) οξύς estudioso [εστουδιόσο] (επίθ.) 1: μελε­
διαπεραστικός, τηρός 2: φιλομαθής
estro [έστρο] (ουσ,/αρσ.) οίστρος έμπνευ­ estufa [εστούφα] (ουσ,/θηλ.) 1: θερ­
ση. μάστρα, σόμπα, 2: κλίβανος 3: θερ­
estrofa [εστρόφα] (ουσ7θηλ.) στροφή, μοκήπιο.
στίχος estupefacción [εστουπεφακθιόν] (ουσ./
estropajo [εστροπάχο] (ουσ,/αρσ.) συρ- θηλ.) κατάπληξη,
μάτινο σφουγγαράκι. estupefaciente [εστουπεφαθιέν'τε] (επίθ.)
estropear [εστροπεάρ] (ρ.) χαλώ, κα­ παραισθησιογόνος.
ταστρέφω, estupefacto [εστουπεφάκτο] (επίθ.)
estropicio [εστροπίθιο] (ουσ,/αρσ.) σα­ κατάπληκτος εμβρόντητος άναυ­
ματάς φασαρία, δος.
estructura [εστρουκτούρα] (ουσ./ estupendamente [εοτουπεν'νταμέν'τε]
θηλ.) 1: κατασκευή, δομή, σκελετός (επίρρ.) θαυμάσια, καταπληκτικά, έξο­
2: οικοδόμημα, χα.
estructural [εστρσυκτουράλ] (επίθ.) 1: estupendo [εστουπέν'ντο] (επίθ.) θαυ­
δομικός, 2: οικοδομικός. μάσιος καταπληκτικός.

265
estupidez

estupidez [εστουπιδέθ] (ουσΥθηλ.) ηλι­ eufemismo [εουφεμίσμο] (ουσΥαρσ.)


θιότητα. ευφημισμός
estúpido [εστούπιδο] (επίθ.) ηλίθιος, euforia [εουφόρια] (ουσΥθηλ.) ευφο­
estupor [εστουπόρ] (ουσΥαρσ.) κατά­ ρία, έκσταση,
πληξη. eufórico [εουφόρικο] (επίθ.) ευφο-
estuprar [εστουπράρ] (ρ.) 1: βιάζω, 2: ρικός, εκστατικός,
ασελγώ. eunuco [εουνούκο] (ουσΥαρσ.) ευνού­
estupro [εστούπρο] (ουσ,/αρσ.) 1: βια­ χος.
σμός 2: ασέλγεια, eupepsia [εουπέπσια] (ουσΥθηλ.) ευ-
esturión [εστουριόν] (ουσΥαρσ.) μου­ πεψία.
ρούνα (είδος ψαριού). Europa [εουρόπα] (ουσΥθηλ.) Ευρώ­
etapa [ετάπα] (ουσΥθηλ.) φάση, στά­ πη.
διο. europeísta [εουροπείστα] (επίθ.) ευ­
etcétera [ετθέτερα] (επίρρ.) και τα λοι­ ρωπαϊστής ευρωπαΐστρια.
πά ·etc. - κτλ.. europeización [εουροπεϊθαθιόν] (ουσΥ
éter [έτερ] (ουσΥαρσ.) αιθέρας, θηλ.) εξευρωπαϊσμός.
etéreo [ετέρεο] (επίθ.) αιθέριος europeo [εουροπέο] 1: (ουσΥαρσ.) Ευ­
eternidad [ετερνιδάδ] (ουσΥθηλ.) αιω­ ρωπαίος 2: (επίθ.) ευρωπαϊκός
νιότητα. éuscaro [έουσκαρο] 1: (ουσΥαρσ.) Βά­
eternizar [ετερνιθάρ] (ρ.) διαιωνίζω, σκος 2: (επίθ.) βάσκικος.
παρατείνω, eutanasia [εουτανάσια] (ουσΥθηλ.)
eterno [ετέρνο] (επίθ.) αιώνιος ατε­ ευθανασία,
λείωτος, evacuación [εβακουαθιόν] (ουσΥθηλ.)
ética [έτικα] (ουσΥθηλ.) ηθική, εκκένωση, αφόδευση,
ético [έτικο] (επίθ.) ηθικός, evacuado [εβακουάδο] (επίθ.) εκκε­
etilo [ετίλο] (ουσΥαρσ.) αιθύλιο, νωμένος.
etimología [ετιμολοχία] (ουσΥθηλ.) evacuar [εβακουάρ] (ρ.) εκκενώνω,
ετυμολογία, αφοδεύω.
etimológico [ετιμολόγικο] (επίθ.) evadir [εβαδίρ] (ρ.) 1: αποφεύγω, 2:
ετυμολογικός, ξεφεύγω.
etiqueta [ετικέτα] (ουσΥθηλ.) 1: εθιμο­ evadirse [εβαδίρσε] (ρ.) δραπετεύω,
τυπία, 2: ετικέτα, διαφεύγω, ξεφεύγω,
etnia [έτνια] (ουσΥθηλ.) έθνος, evaluación [εβαλουαθιόν] (ουσΥθηλ.)
étnico [έτνικο] (επίθ.) εθνικός αξιολόγηση, αποτίμηση,
etnografía [ετνογραφία] (ουσΥθηλ.) evaluar [εβαλουάρ] (ρ.) αξιολογώ,
εθνογραφία, εκτιμώ.
etnográfico [ετνογράφικο] (επίθ.) εθνο­ evangélico [εβανχέλικο] (επίθ.) ευαγ­
γραφικός γελικός
etnología [ετνολοχία] (ουσΥθηλ.) εθνο­ evangelio [εβανχέλιο] (ουσΥαρσ.) ευαγ­
λογία. γέλιο.
etnólogo [ετνόλογο] (ουσΥαρσ.) εθνο­ evangelista [εβανχελίστα] (ουσΥαρσ.)
λόγος. ευαγγελιστής,
eucalipto [εουκαλίπτο] (ουσΥαρσ.) ευ­ evangelizar [εβανχελιθάρ] (ρ.) ευαγ-
κάλυπτος. γελίζω.

266
exangüe

evaporación [εβαποραθιόν] (ουσΥθηλ.) evolucionar [εβολουθιονάρ] (ρ.) εξε­


εξάτμιση, λίσσω.
evaporar [εβαποράρ] (ρ.) εξατμίζω, evolucionarse [εβολουθιονάρσε] (ρ.)
evaporizar [εβαποριθάρ] (ρ.) εξατμί­ εξελίσσομαι,
ζω. evolucionismo [εβολουθιονίσμο] (ουσΥ
evasión [εβασιόν] (ουσΥθηλ.) δραπέ­ αρσ.) η εξελικτική θεωρία, εξελιξιαρ­
τευση, διαφυγή, απόδραση, χία.
evasiva [εβασίβα] (ουσΥθηλ.) υπεκφυ­ evolutivo [εβολουτίβο] (επίθ.) εξελι­
γή, πρόφαση, κτικός.
evasivo [εβασίβο] (επίθ.) υπεκφυγι- ex [εξ] (ουσΥαρσ. + θηλ.) πρώην, τέ­
κός. ως.
evasor [εβασόρ] (ουσΥαρσ.) δραπέ- exacción [εξακθιόν] (ουσΥθηλ.) απαί­
της φυγάς. τηση, αξίωση,
evento [εβέν'το] (ουσΥαρσ.) γεγονός exacerbar [εξαθερμπάρ] (ρ.) 1: εξοργί­
συμβάν. ζω, 2: επιδεινώνω,
eventual [εβεν^ουάλ] (επίθ.) 1: ενδε­ exactamente [εξάκταμέν'τε] (επίρρ.)
χόμενος πιθανός αναμενόμενος 2: ακριβώς σωστά,
απρόοπτος, exactitud [εξακτιτούδ] (ουσΥθηλ.)
eventualidad [εβεν'τουλιδάδ] (ουσΥ ακρίβεια.
θηλ.) ενδεχόμενο, exacto [εξάκτο] (επίθ.) ακριβής σω­
eventualmente [εβεν/τουάλμεν/τε] (επίρρ.) στός, πιστός,
τυχαίως πιθανόν, exageración [εξαχεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
evidencia [εβιδένθια] (ουσΥθηλ.) 1: υπερβολή, μεγαλοποίηση,
απόδειξη, 2: πειστικότητα, exagerado [εξαχεράδο] (επίθ.) υπερ­
evidenciar [εβιδενθιάρ] (ρ.) αποδει- βολικός.
κνύω. exagerar [εξαχεράρ] (ρ.) υπερβάλλω,
evidente [εβιδέν'τε] (επίθ.) προφανής μεγαλοποιώ,
καταφανής έκδηλος φανερός, exaltación [εξαλταθιόν] (ουσΥθηλ.)
evidentemente [εβιδέν'τεμέν'τε] (επίρρ.) έξαρση, εξύψωση, έξαψη,
προφανώς φανερά, exaltado [εξαλτάδο] 1: (ουσΥαρσ.)
evitable [εβιτάμπλε] (επίθ.) αποτρέψι- θερμόαιμος 2: (επίθ.) (α) ακραίος
μος. φανατικός παθιασμένος (β) ευέξα­
evitación [εβιταθιόν] (ουσΥθηλ.) απο­ πτος.
τροπή. exaltar [εξαλτάρ] (ρ.) 1: εξυψώνω, εκ­
evitar [εβιτάρ] (ρ.) 1: αποφεύγω, 2: θειάζω, εξυμνώ, 2: διεγείρω,
εμποδίζω, examen [εξάμεν] (ουσΥαρσ.) 1: εξέτα­
evocación [εβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ση, 2: διαγώνισμα,
επίκληση, 2: αναπόληση, examinado [εξαμινάδο] (επίθ.) εξετα­
evocador [εβοκαδόρ] (επίθ.) αναπο- ζόμενος.
λών. examinador [εξαμιναδόρ] (ουσ,/αρσ.)
evocar [εβοκάρ] (ρ.) ξαναφέρνω στο εξεταστής,
νου, ανακαλώ, examinar [εξαμινάρ] (ρ.) 1: εξετάζω, 2:
evolución [εβολουθιόν] (ουσΥθηλ.) εξέ­ ερευνώ, 3: ελέγχω,
λιξη, ανάπτυξη. exangüe [εξάνγκουε] (επίθ.) 1: αναι-

267
exánime

μικός 2: αδύναμος 3: πεθαμένος 4: βαρο φορτίο, 2: κατάχρηση, υπερ­


ασθενικός, βολή, 3: υπέρβαση,
exánime [εξάνιμε] (επίθ.) άψυχος εξα- excitable [εξθιτάμπλε] (επίθ.) ευερέθι­
σθενημένος εξαντλημένος στος ευσυγκίνητος,
exasperación [εξασπεραθιόν] (ουσΥ excitación [εξθιταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
θηλ.) απόγνωση, διέγερση, ερεθισμός 2: παρακίνηση,
exasperar [εξασπεράρ] (ρ.) παροξύνω, excitante [εξθιτάν'τε] (επίθ.) διεγερτι­
εξαγριώνω, νευριάζω, εξάπτω, κός ερεθιστικός
excarcelación [εξκαρθελαθιόν] (ουσΥ excitar [εξθιτάρ] (ρ.) διεγείρω, ερεθί­
θηλ.) αποφυλάκιση. ζω, παρακινώ, εξάπτω,
excarcelar [εξκαρθελάρ] (ρ.) αποφυ­ excitarse [εξθιτάρσε] (ρ.) διεγείρομαι,
λακίζω. ερεθίζομαι,
excavación [εξκαβαθιόν] (ουσΥθηλ.) exclamación [εξκλαμαθιόν] (ουσΥθηλ.)
ανασκαφή. αναφώνηση, επιφώνημα,
excavador [εξκαβαδόρ] (ουσΥαρσ.) exclamar [εξκλαμάρ] (ρ.) αναφωνώ,
ανασκαφέας εκσκαφέας, exclamativo [εξκλαματίβο] (επίθ.) επι-
excavar [εξκαβάρ] (ρ.) σκάβω, ανα­ φωνηματικός στομφώδης,
σκάβω. exduible [εξκλουΐμπλε] (επίθ.) εξαι­
excedente [εξθεδέντε] (επίθ.) περιτ­ ρετέος.
τός υπερβολικός, excluir [εξκλουίρ] (ρ.) αποκλείω, εξαι­
exceder [εξθεδέρ] (ρ.) πλεονάζω, υπερ­ ρώ.
βαίνω, ξεπερνώ, exclusión [εξκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) απο­
excederse [εξθεδέρσε] (ρ.) υπερβάλ­ κλεισμός εξαίρεση,
λω, υπερβαίνω, exclusiva [εξκλουσίβα] (ουσΥθηλ.) απο­
excelencia [εξθελένθια] (ουσΥθηλ.) κλειστικότητα,
εξοχότητα, υπεροχή, ανωτερότητα, exclusive [εξκλουσίβε] 1: (επίρρ.) απο­
excelente [εξθελέν'τε] (επίθ.) υπέρο­ κλειστικά, 2: (πρόθ.) μη συμπερι­
χος έξοχος άριστος εξαίρετος, λαμβανομένου · querría hacer una
excelso [εξθέλσο] (επίθ.) θεσπέσιος reservación hasta el 10 de octubre
μεγαλόπρεπος, esclusive - θα ήθελα να κάνω μια
excentricidad [εξθεν'τριθιδάδ] (ουσ./ κράτηση μέχρι τις 10 Οκτωβρίου
θηλ.) εκκεντρικότητα. (μη συμπεριλαμβανομένης της 10ης
excéntrico [εξθέν'τρικο] (επίθ.) εκκεν­ Οκτωβρίου).
τρικός. exclusividad [εξκλουσιβιδάδ] (ουσΥ
excepción [εξθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) εξαί­ θηλ.) αποκλειστικότητα,
ρεση. exclusivo [εξκλουσίβο] (επίθ.) απο­
excepcional [εξθεπθιονάλ] (επίθ.) εξαι­ κλειστικός
ρετικός εκλεκτός excomulgar [εξκομουλγάρ] (ρ.) αφο-
excepto [εξθέπτο] (προθ.) εκτός πλην. ρίζω.
exceptuar [εξθεπτουάρ] (ρ.) εξαιρώ, excomunión [εξκομουνιόν] (ουσΥθηλ.)
αποκλείω, αφορισμός
excesivo [εξθεσίβο] (επίθ.) υπερβολι­ excoriar [εξκοριάρ] (ρ.) εκδέρω,
κός υπέρμετρος γδέρνω.
exceso [εξθέσο] (ουσΥαρσ.) 1: υπέρ­ excreción [εξκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) έκ-

268
exoneración

κρίση, εκβολή, παραίνεση, νουθεσία, προτροπή,


excremento [εξκρεμέν'τό] (ουσ,/αρσ.) παρακίνηση,
περίττωμα, κόπρος, exhortar [εξορτάρ] (ρ.) παραινώ, πα­
excretar [εξκρετάρ] (ρ.) εκκρίνω, ροτρύνω, παρακινώ,
excursión [εξκουρσιόν] (ουσΥθηλ.) εκ­ exhumar [εξουμάρ] (ρ.) ξεθάβω,
δρομή. exigencia [εξιχένθια] (ουσ,/θηλ.) απαί­
excursionista [εξκουρσιονίστα] (ουσ./ τηση, αξίωση, διεκδίκηση,
αρσ.+ θηλ.) εκδρομέας, exigente [εξιχέν'τε] (επίθ.) απαιτητι­
excusa [εξκούσα] (ουσ7θηλ.) δικαιο­ κός αυστηρός,
λογία, πρόφαση, exigir [εξιχίρ] (ρ.) απαιτώ, αξιώνω, δι-
excusar [εξκουσάρ] (ρ.) 1: δικαιολογώ, εκδικώ.
2: συγχωρώ, exigüidad [εξιγουιδάδ] (ουσ,/θηλ.) μι-
execrar [εξεκράρ] (ρ.) απεχθάνομαι, κροσκοπικότητα.
αποστρέφομαι. exiguo [εξίγουο] (επίθ.) ελάχιστος λι­
exégesis [εξέχεσις] (ουσ7θηλ.) εξήγη­ γοστός.
ση. exilado [εξιλάδο] (επίθ.) εξόριστος,
exención [εξενθιόν] (ουσ./θηλ.) εξαί­ exilar [εξιλάρ] (ρ.) εξορίζω,
ρεση. exilio [εξίλιο] (ουσ,/αρσ.) εξορία,
exentar [εξεν'τάρ] (ρ.) εξαιρώ, eximir [εξιμίρ] (ρ.) απαλλάσσω,
exento [εξέν'το] (επίθ.) 1: απαλλαγ­ existencia [εξιστένθια] (ουσ,/θηλ.) ύπαρ­
μένος ελεύθερος 2: εξαιρέσιμος, ξη, υπόσταση, ζωή.
exequias [εξέκιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. existetencialismo [εξιστενθιαλίσμο]
νεκρώσιμη τελετή ή ακολουθία, (ουσ,/αρσ.) υπαρξισμός,
exfoliación [εξφολιαθιόν] (ουσ/θηλ.) existencialista [εξιστενθιαλίστα] (ουσ./
απολέπιση, αρσ.+ θηλ.) υπαρξιστής υπαρξί­
exfoliar [εξφολιάρ] (ρ.) απολεπίζω, στρια.
exhalación [εξαλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: existencias [εξιστένθιας] (ουσ,/θηλ.)
αναθυμιάσεις 2: εκπνοή. πληθ. 1: εμπορεύματα, προϊόντα, 2:
exhalar [εξαλάρ] (ρ.) 1: αναπνέω, εκ­ αποθέματα,
πνέω, 2: αναδίδω (αέριο, άρωμα). existente [εξιστέν'τε] (επίθ.) 1: υπαρ­
exhaustivo [εξαουστίβο] (επίθ.) εξαντ­ κτός 2: αποθεματικός.
λητικός. existir [εξιστίρ] (ρ.) υπάρχω,
exhausto [εξάουστο] (επίθ.) εξαντλη­ éxito [έξιτο] (ουσ,/αρσ.) επιτυχία,
μένος κατάκοπος, exitoso [εξιτόσο] (επίθ.) επιτυχής,
exhibición [εξιμπιθιόν] (ουσ7θηλ.) επί­ éxodo [έξοδο] (ουσΥαρσ.) έξοδος
δειξη, έκθεση, παρουσίαση, (πληθυσμού).
exhibicionismo [εξιμπιθιονίσμο] (ουσ./ exogamia [εξογάμια] (ουσ./θηλ.) εξω­
αρσ.) επιδειξιομανία. γαμία.
exhibicionista [εξιμπιθιονίστα] (ουσ./ exogámico [εξογάμικο] (επίθ.) εξώγα­
αρσ.+ θηλ.) επιδειξίας επιδειξιομα- μος.
νής. exógeno [εξόχενο] (επίθ.) εξωγενής,
exhibir [εξιμπίρ] (ρ.) επιδεικνύω, εκθέ­ exoneración [εξονεραθιόν] (ουσ/θηλ.)
τω, παρουσιάζω, απαλλαγή από κατηγορίες ή υποχρε­
exhortación [εξορταθιόν] (ουσ,/θηλ.) ώσεις

269
exonerar

exonerar [εξονεράρ] (ρ.) 1: καθαιρώ, expedidor [εξπεδιδόρ] (ουσΥαρσ.)


2: απολύω, αποστολέας,
exorbitante [εξορμπιτάν'τε] (επίθ.) υπέρ­ expediente [εξπεδιέν'τε] (ουσΥαρσ.)
μετρος υπερβολικός, 1: φάκελος 2: έγγραφο, 3: έλεγχος
exorcismo [εξορθίσμο] (ουσΥαρσ.) εξορ- επίδοσης (μαθητών).
κισμός. expedir [εξπεδίρ] (ρ.) 1: αποστέλλω, 2:
exorcizar [εξορθιθάρ] (ρ.) εξορκίζω. εκδίδω.
exótico [εξότικο] (επίθ.) εξωτικός, expeditivo [εξπεδιτίβο] (επίθ.) 1: τα­
exotismo [εξοτίσμο] (ουσΥαρσ.) εξω­ χύς, 2: δραστήριος,
τισμός. expedito [εξπεδίτο] (επίθ.) ταχύς
expandir [εξπαν'ντίρ] (ρ.) 1: εξαπλώ­ expeler [εξπελέρ] (ρ.) αποβάλλω,
νω, διαδίδω, 2: διαστέλλω, 3: ανα­ expendedor [εξπενδεδόρ] (ουσΥαρσ.)
πτύσσω. 1: λιανοπώλης 2: εκδότης εισιτηρί­
expansión [εξπανσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ων.
εξάπλωση, επέκταση, διάδοση 2: expendeduría [εξπεν'ντεδουρία] (ουσΥ
διαστολή, 3: ανάπτυξη, θηλ.) μαγαζί ψιλικών, ψιλικατζίδικο.
expansionar [εξπανσιονάρ] (ρ.) επε­ expender [εξπεν'ντέρ] (ρ.) πουλάω
κτείνω, διευρύνω, λιανική.
expansionista [εξπανσιονίστα] (επίθ.) expensas [εξπένσας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
επεκτατικός, δαπάνες έξοδα,
expansivo [εξπανσίβο] (επίθ.) 1: επε­ experiencia [εξπεριένθια] (ουσΥθηλ.)
κτατικός 2: διαχυτικός εκδηλωτι­ πείρα, εμπειρία,
κός. experimentación [εξπεριμεν'ταθιόν]
expatriación [εξπατριαθιόν] (ουσΥ (ουσΥθηλ.) πειραματισμός,
θηλ.) εκπατρισμός εξορία, ξενιτιά, experimentado [εξπεριμεν'τάδο] (επίθ.)
expatriado [εξπατριάδο] (επίθ.) εξόρι­ έμπειρος.
στος, εκπαρτισμένος ξενιτεμένος, experimental [εξπεριμεν'τάλ] (επίθ.)
expatriarse [εξπατριάρσε] (ρ.) εκπα­ πειραματικός δοκιμαστικός,
τρίζομαι, ξενιτεύομαι, εξορίζομαι, experimentar [εξπεριμεν'τάρ] (ρ.) δο­
expectación [εξπεκταθιόν] (ουσΥθηλ.) κιμάζω.
προσδοκία, αναμονή, experimentarse [εξπεριμεν'τάρσε] (ρ.)
expectante [εξπεκτάν'τε] (επίθ.) αυτός πειραματίζομαι,
που προσδοκά, experimento [εξπεριμέν'το] (ουσΥ
expectativa [εξπεκτατίβα] (ουσΥθηλ.) αρσ.) πείραμα,
1: προσδοκία, βλέψη, φιλοδοξία, 2: experto [εξπέρτο] 1: (ουσΥαρσ.) ειδι­
αναμονή. κευμένος 2: (επίθ.) έμπειρος ειδή-
expectorante [εξπεκτοράν'τε] (επίθ.) μων, ειδικός,
αποχρεμπτικός, expiación [εξπιαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξι­
expectorar [εξπεκτοράρ] (ρ.) αποχρέ- λέωση, κάθαρση,
μπτομαι, βγάζω φλέγματα, expiar [εξπιάρ] (ρ.) εξιλεώνω, εξαγνί­
expedición [εξπεδιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ζω.
αποστολή, 2: εκστρατεία, expiración [εξπιραθιόν] (ουσΥθηλ.) εκ-
expedicionario [εξπεδιθιονάριο] (επίθ.) πνοή, λήξη.
διεκπεραιωτικός. expirar [εξπιράρ] (ρ.) εκπνέω, λήγω.

270
expulsión

explanación [εξπλαναθιόν] (ουσΥθηλ.) exportador [εξπορταδόρ] (ουσΥαρσ.)


1: ισοπέδωση, 2: επεξήγηση, εξαγωγέας.
explanar [εξπλανάρ] (ρ.) 1: ισοπεδώ­ exportar [εξπορτάρ] (ρ.) εξάγω,
νω, 2:επεξηγώ. exposición [εξποσιθιόν] (ουσΥθηλ.)
explayar [εξπλαγιάρ] (ρ.) επεκτείνω, έκθεση.
επιμηκύνω, exposímetro [εξποσίμετρο] (ουσΥαρσ.)
explayarse [εξπλαγιάρσε] (ρ.) 1: εκτεί­ φωτόμετρο,
νομαι, επεκτείνομαι, 2: ξαλαφρώνω, expositivo [εξποσιτίβο] (επίθ.) εκθε­
ανακουφίζομαι, σιακός.
explicación [εξπλικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) expósito [εξπόσιτο] (ουσΥαρσ.) έκθε­
εξήγηση, το νεογέννητο,
explicar [εξπλικάρ] (ρ.) εξηγώ, expositor [εξποσιτόρ] (ουσΥαρσ.) εκ­
explicativo [εξπλικατίβο] (επίθ.) επε­ θέτης.
ξηγηματικός διευκρινιστικός ερμη­ exprés [εξπρές] (επίθ.) ταχύς γρήγο­
νευτικός ρος.
explícito [εξπλίθιτο] (επίθ.) ρητός σα­ expresamente [εξπρέσαμέν'τε] (επίρρ.)
φής· ρητώς σαφώς,
exploración [εξπλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) expresar [εξπρεσάρ] (ρ.) εκφράζω,
εξερεύνηση, εξέταση, ανίχνευση, expresarse [εξπρεσάρσε] (ρ.) εκφρά­
explorador [εξπλοραδόρ] (ουσΥαρσ.) ζομαι.
1: εξερευνητής ανιχνευτής 2: πρό­ expresión [εξπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) έκ­
σκοπος φραση.
explorar [εξπλοράρ] (ρ.) εξερευνώ, expresivo [εξπρεσίβο] (επίθ.) εκφρα­
εξετάζω, ανιχνεύω. στικός παραστατικός,
exploratorio [εξπλορατόριο] (επίθ.) expreso [εξπρέσο] (επίθ.) 1: ρητός σα­
εξερευνητικός αναγνωριστικός, φής 2: ταχύς,
explosión [εξπλοσιόν] (ουσΥθηλ.) έκρη­ exprimidor [εξπριμιδόρ] (ουσΥαρσ.)
ξη, ξέσπασμα, στίφτης.
explosivo [εξπλοσίβο] (επίθ.) εκρηκτι­ exprimir [εξπριμίρ] (ρ.) στίβω, ξεζου­
κός. μίζω.
explotación [εξπλοταθιόν] (ουσΥθηλ.) expropiación [εξπροπιαθιόν] (ουσΥθηλ.)
εκμετάλλευση, αξιοποίηση, απαλλοτρίωση,
explotador [εξπλοταδόρ] (ουσΥαρσ.) expropiar [εξπροπιάρ] (ρ.) απαλλο­
κάπηλος εκμεταλλευτής, τριώνω.
explotar [εξπλοτάρ] (ρ.) 1: εκμεταλ­ expuesto [εξπουέστο] (επίθ.) 1: εκτε­
λεύομαι, καπηλεύομαι, 2: αξιοποιώ, θειμένος 2: παρακινδυνευμένος ρι­
3: εκρήγνυμαι, ξεσπώ. ψοκίνδυνος,
exponente [εξπονέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: expugnación [εκπουγναθιόν] (ουσΥ
(Μαθ.) εκθέτης 2: εκφραστής, θηλ.) βίαιη κατάληψη, κυρίευση.
exponer [εξπονέρ] (ρ.) εκθέτω, expugnar [εξπουγνάρ] (ρ.) καταλαμ­
exportable [εξπορτάμπλε] (επίθ.) εξα­ βάνω, κυριεύω διά της βίας
γώγιμος. expulsar [εξπουλσάρ] (ρ.) 1: αποβάλ­
exportación [εξπορταθιόν] (ουσΥθηλ.) λω, 2: απελαύνω,
εξαγωγή. expulsión [εξπουλσιόν] (ουσΥθηλ.) 1:

271
expulsor

αποβολή, 2: απέλαση.' extinguir [εξτινγκίρ] (ρ.) σβήνω, εξα­


expulsor [εξπουλσόρ] (επίθ.) εκτινασ­ λείφω.
σόμενος. extinto [εξτίν'το] (επίθ.) 1: σβηστός 2:
exquisitez [εξκοισιτέθ] (ουσ/θηλ.) υπε­ νεκρός.
ροχή- extintor [εξτιν'τόρ] (ουσ,/αρσ.) πυρο­
exquisito [εξκισίτο] (επίθ.) θεσπέσιος σβεστήρας,
εξαίσιος εκλεκτός, extirpación [εξτιρπαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
éxtasis [έξτασις] (ουσΥαρσ.) έκσταση, εξάλειψη, αφαίρεση,
extaslar [εξτασιάρ] (ρ.) προκαλώ έκ­ extirpar [εξτιρπάρ] (ρ.) 1: ξεριζώνω, 2:
σταση. αφαιρώ.
extático [εξτότικο] (επίθ.) εκστατικός, extra [έξτρα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) κο­
extender [εξτεν'ντέρ] (ρ.) εκτείνω, μπάρσος 2: (επίθ.) επιπλέον, πρό­
απλώνω, εξαπλώνω, επεκτείνω, σθετος συμπληρωματικός 3: (επίρρ.)
extendido [εξτεν'ντίδο] (επίθ.) διαδε­ επιπρόσθετα, έξτρα.
δομένος. extracción [εξτρακθιόν] (ουσ7θηλ.) 1:
extensible [εξτενσίμπλε] (επίθ.) εκτει­ εξαγωγή, αφαίρεση, 2: κλήρωση,
νόμενος τεντωμένος, extracto [εξτράκτο] (ουσ,/αρσ.) 1: εκ­
extensión [εξτενσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: χύλισμα, απόσταγμα, 2: περίληψη,
έκταση, 2: εξάπλωση, επέκταση, extractor [εξτρακτόρ] (ουσ,/αρσ.) εξ-
extensivo [εξτενσίβο] (επίθ.) εκτετα­ αγωγέας.
μένος. extradición [εξτραδιθιόν] (ουσ,/θηλ.)
extenso [εξτένσο] (επίθ.) εκτεταμένος παράδοση εγκληματία,
ευρύς διαδεδομένος, extraer [εξτραέρ] (ρ.) εξάγω, βγάζω,
extenuación [εξτενουαθιόν] (ουσ./ αφαιρώ.
θηλ.) εξασθένηση, αποδυνάμωση. extralimitación [εξτραλιμιταθιόν] (ουσ./
extenuado [εξτενουάδο] (επίθ.) αδύ­ θηλ.) υπέρβαση ορίου,
ναμος αδύνατος, extralimitarse [εξτραλιμιτάρσε] (ρ.)
extenuar [εξτενουάρ] (ρ.) εξασθενώ, υπερβαίνω τα όρια, παρακάνω,
αποδυναμώνω, extrañamiento [εξτρανιαμιέν'το]
exterior [εξτεριόρ] (επίθ.) εξωτερικός, (ουσΥαρσ.) έκπληξη,
exteriorizar [εξτεριοριθάρ] (ρ.) εξωτε- extrañar [εξτρανιάρ] (ρ.) 1: παραξε­
ρικεύω. νεύω, 2: εκπλήσσω, 3: μου λείπει κάτι
exteriormente [εξτεριόρμέν/τε] (επίρρ.) • a veces extraño su presencia - κά-
εξωτερικώς ποιες φορές μου λείπει η παρουσία
exterminar [εξτερμινάρ] (ρ.) εξολο­ του.
θρεύω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω, extrañeza [εξτρανιέθα] (ουσ./θηλ.) έκ­
exterminio [εξτερμίνιο] (ουσ7αρσ.) πληξη, ξάφνιασμα,
εξολόθρευση, εξόντωση, ξεπάστρε- extranjerismo [εξτρανχερίσμο] (ουσ./
μα. αρσ.) ξενικός όρος.
exterminador [εξτερμιναδόρ] (ουσ./ extranjero [εξτρανχέρο] 1: (ουσΥαρσ.)
αρσ.) εξολοθρευτής, (α) εξωτερικό, (β) αλλοδαπός ξένος
externo [εξτέρνο] (επίθ.) εξωτερικός, 2: (επίθ.) ξένος,
extinción [εξτινθιόν] (ουσ/θηλ.) σβή­ extraño [εξτράνιο] (επίθ.) παράξενος
σιμο, εξάλειψη. ασυνήθιστος περίεργος.

272
eyector

extraoficial [εξτραοφιθιάλ] (επίθ.) ανε­ extremo [εξτρέμο] 1: (ουσΥαρσ.) (α)


πίσημος. άκρη, (β) άκρο, όριο, 2: (επίθ.) (α)
extraordinario [εξτραορδινάριο] (επίθ.) ακραίος (β) έσχατος,
1: εξαιρετικός καταπληκτικός έκτα­ extrínseco [εξτρίνσεκο] (επίθ.) εξωγε­
κτος 2: ασυνήθιστος νής.
extrarradio [εξτραράδιο] (ουσΥαρσ.) extrovertido [εξτροβερτίδο] (επίθ.) εξω-
περίχωρα, στρεφής
extraterrestre [εξτρατερέστρε] (ουσΥ exuberancia [εξουμπεράνθια] (ουσΥθηλ.)
αρσ.)/(επίθ.) εξωγήινος, 1: αφθονία βλάστησης 2: ευρωστία.
extraterritorial [εξτρατερποριάλ] (επίθ.) exuberante [εξουμπεράν'τε] (επίθ.)
ετερόδικος πληθωρικός άφθονος,
extravagancia [εξτραβαγάνθια] (ουσΥ exudar [εξουδάρ] (ρ.) εξιδρώνω.
θηλ.) εκκεντρικότητα. exultación [εξουλταθιόν] (ουσΥθηλ.)
extravagante [εξτραβαγάν'τε] (επίθ.) αγαλλίαση, ανακούφιση, ευφροσύνη,
εκκεντρικός, exultar [εξουλτάρ] (ρ.) αγαλλιάζω, χαί­
extraviarse [εξτραβιόρσε] (ρ.) χάνω ρομαι.
τον δρόμο, αποπροσανατολίζομαι, exvoto [εξβότο] (ουσΥαρσ.) τάμα,
extravío [εξτραβίο] (ουσΥαρσ.) χάσι­ αφιέρωμα, τάξιμο,
μο. eyeculación [εγιακουλαθιόν] (ουσΥ
extremado [εξτρεμάδο] (επίθ.) ακραί­ θηλ.) εκσπερμάτωση.
ος. eyacular [εγιακουλάρ] (ρ.) εκσπερμα-
extremar [εξτρεμάρ] (ρ.) φτάνω στα τώνω.
άκρα. eyector [εγιεκτόρ] (ουσΥαρσ.) εκτο-
extremidades [εξτρεμιδάδες] (ουσΥ ξευτήρας εκχυτήρας.
θηλ.) πληθ. άκρα.
extremista [εξτρεμίστα] 1: (συσΥαρσ+
θηλ.) εξτρεμιστής εξτρεμίστρια, 2:
(επίθ.) ακραίος.

273
facineroso [φαθινερόσο] (ουσΥαρσ.)
εγκληματίας,
F, f [έφε] (ουσΥθηλ.) το έβδομο γράμ­ facsímil [φακ'σίμιλ] (ουσΥαρσ.) πιστό
μα του ισπανικού αλφαβήτου, αντίγραφο,
fa [φα] (ουσΥαρσ.) μουσική νότα factible [φακτίμπλε] (επίθ.) εφικτός
δυνατός κατορθωτός πραγματο­
fabada [φαμπάδα] (ουσΥθηλ.) φασο­ ποιήσιμος
λάδα με χοιρινό, facticio [φακτίθιο] (επίθ.) επίπλαστος
fábrica [φάμπρικα] (ουσΥθηλ.) εργο­ τεχνητός.
στάσιο. factor [φακτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: παρά­
fabricación [φαμπρικαθιόν] (ουσΥ γοντας 2: συντελεστής,
θηλ.) κατασκευή, factoría [φακτορία] (ουσΥθηλ.) 1: πρα­
fabricante [φαμπρικάν'τε] (ουσΥαρσ.) τήριο, 2: εργοστάσιο,
κατασκευαστής, παρασκευαστής, factótum [φακτότουμ] (ουσΥαρσ.) πο­
fabricar [φαμπρικάρ] (ρ.) κατασκευά­ λυτεχνίτης,
ζω, παρασκευάζω, factura [φακτούρα] (ουσΥθηλ.) 1 τιμο­
fabril [φαμπρίλ] (επίθ.) παρασκευαζό­ λόγιο, λογαριασμός 2: απόδειξη,
μενος. facturación [φακτουραθιόν] (ουσΥθηλ.)
fábula [φάμπουλα] (ουσΥθηλ.) μύθος έκδοση τιμολογίου,
παραμύθι, facturar [φακτουράρ] (ρ.) 1: απο­
fabuloso [φαμπουλόσο] (επίθ.) 1: μυ­ στέλλω αποσκευές ή εμπόρευμα, 2:
θικός 2: φανταστικός, χρεώνω, τιμολογώ,
facción [φακθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χαρα­ facultad [φακουλτάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
κτηριστικό, 2: φατρία, κλίκα, ικανότητα, δεξιότητα, 2: πανεπιστη­
faceta [φαθέτα] (ουσΥθηλ.) όψη, πλευ­ μιακή σχολή,
ρά. facultar [φακουλτάρ] (ρ.) εξουσιοδο­
facha [φάτσα] (ουσΥθηλ.) εμφάνιση, τώ.
φάτσα, παρουσιαστικό. facultativo [φακουλτατίβο] (επίθ.) 1:
fachada [φατσάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πρό­ προαιρετικός 2: πανεπιστημιακός
σοψη, 2: προσποιητή εμφάνιση, 3: ιατρικός,
fachenda [φατσέν'ντα] (ουσΥθηλ.) αλα­ facundia [φακούνδια] (ουσΥθηλ.) ευ­
ζονεία, υπεροψία, έπαρση, (καθ.) ξι­ φράδεια.
πασιά. faena [φαένα] (ουσΥθηλ.) εργασία,
fachoso [φατσόσο] (επίθ.) γελοίος δουλειά.
στην εμφάνιση, faisán [φαϊσάν] (ουσΥαρσ.) φασιανός,
facial [φαθιάλ] (επίθ.) του προσώπου, faja [φάχα] (ουσΥθηλ.) 1: ζωνάρι, 2:
fácil [φάθιλ] (επίθ.) 1: εύκολος 2: πιθα­ κορσές, 3: λωρίδα, 4: επίδεσμος,
νός 3: βολικός άνετος, fajar [φαχάρ] (ρ.) ζώνω, φασκιώνω,
facilidad [φαθιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ευ­ τυλίγω.
κολία, 2: ευχέρεια, fajín [φαχίν] (ουσΥαρσ.) φαρδιά λω­
facilitar [φαθιλιτάρ] (ρ.) 1: ευκολύνω, ρίδα.
διευκολύνω, 2: παρέχω, fajina [φαχίνα] (ουσΥθηλ.) λεπτό ξύλο
fácilmente [φάθιλμέν'τε] (επίρρ.) εύ­ για τη φωτιά, προσάναμμα,
κολα. fajo [φάχο] (ουσΥαρσ.) δεσμίδα, δέ-

274
familiarizarse

σμΠ· αρσ.+ θηλ.) παραχαράκτης,


falacia [φαλάθια] (ουσ./θηλ.) απάτη, falsear [φαλσεάρ] (ρ.) 1: παραποιώ, 2:
πλάνη, παραπλάνηση. παραχαράσσω, πλαστογραφώ,
falange [φαλάνχε] (ουσΥαρσ.) φάλαγ­ falsedad [φαλσεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
γα. διαστρέβλωση, παραποίηση, απάτη,
falangista [φαλανχίστα] (ουσΥαρσ.) 2: ψευτιά.
φαλαγγίτης, falsete [φαλσέτε] (ουσΥαρσ.) φαλσέ-
falaz [φαλάθ] (επίθ.) παραπλανητικός το.
απατηλός, falsía [φαλσία] (ουσΥθηλ.) 1: διπροσω­
falda [φάλδα] (ουσΥθηλ.) 1: φούστα, 2: πία, 2: δολιότητα, ραδιουργία,
ποδιά, 3: πλαγιά λόφου, falsificación [φαλσιφικαθιόν] (ουσΥ
faldero [φαλδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: γυ- θηλ.) παραποίηση, νοθεία, παραχά­
ναικάς 2: μικρόσωμο σκυλάκι, ραξη, πλαστογράφηση,
faldillas [φαλδίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. falsificador [φαλσιφικαδόρ] (ουσΥ
ουρές σακακιού, αρσ.) παραχαράκτης πλαστογρά-
faldón [φαλδόν] (ουσΥαρσ.) 1: αέτω­ φος.
μα, 2: μακριά και φαρδιά φούστα, falsificar [φαλσιφικάρ] (ρ.) νοθεύω,
falena [φαλένα] (ουσΥθηλ.) λεπιδό- πλαστογραφώ, παραχαράσσω.
πτερο, πεταλούδα, falso [φάλσο] (επίθ.) 1: ψεύτικος ψευ­
falencia [φαλένθια] (ουσΥθηλ.) σφάλ­ δής αναληθής 2: κίβδηλος πλα­
μα. στός.
falibilidad [φαλιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) falta [φάλτα] (ουσΥθηλ.) 1: έλλειψη,
1: αστοχία, 2: αδικία, 3: σφαλερότη- απουσία, 2: ελάττωμα, 3: παράβαση,
τα. 4: λάθος.
falible [φαλίμπλε] (επίθ.) υποκείμενος faltar [φαλτάρ] (ρ.) 1: λείπω, απουσιά­
σε σφάλμα, ζω, 2: προσβάλλω, 3: αθετώ,
fálico [φάλικο] (επίθ.) φαλλικός. falto [φάλτο] (επίθ.) 1: ελλιπής ανε­
falla [φάγια] (ουσΥθηλ.) 1: ελάττωμα, παρκής λειψός 2: στερημένος,
σφάλμα, 2: ρήγμα, 3: έλλειψη, faltriquera [φαλτρικέρα] (ουσΥθηλ.)
fallar [φαγιάρ] (ρ.) 1: αστοχώ, αποτυγ­ μικρή τσέπη στο παντελόνι,
χάνω, 2: απογοητεύω, falúa [φαλούα] (ουσΥθηλ.) άκατος,
fallecer [φαγεθέρ] (ρ.) εκλείπω, fama [φάμα] (ουσΥθηλ.) 1: φήμη (καλό
fallecido [φαγιεθίδο] (ουσΥαρσ.) μα­ όνομα), 2: φήμη, διάδοση,
καρίτης εκλιπών. famélico [φαμέλικο] (επίθ.) λιμοκτο-
fallecimiento [φαγεθιμιέν'το] (ουσΥ νών, πειναλέος,
αρσ.) θάνατος, familia [φαμίλια] (ουσΥθηλ.) οικογέ­
fallido [φαγίδο] (επίθ.) άστοχος μά­ νεια, σόι, γένος,
ταιος familiar [φαμιλιάρ] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
fallo [φάγιο] (ουσΥαρσ.) 1: αποτυχία, 2: συγγενής 2: (επίθ.) οικογενειακός οι­
αστοχία, 3: καταδίκη, κείος
falo [φάλο] (ουσΥαρσ.) φαλλός, familiaridad [φαμιλιαριδάδ] (ουσΥ
falsario [φαλσάριο] (ουσΥαρσ.) 1: ψεύ­ θηλ.) οικειότητα,
της 2: απατεώνας κομπιναδόρος familiarizarse [φαμιλιαριθάρσε] (ρ.)
falseador/ra [φαλσεαδόρ/ρα] (ουσΥ εξοικειώνομαι.

275
famoso

famoso [φαμόσο] (επίθ.) διάσημος ονο­ μπούρδες ανοησίες,


μαστός ξακουστός φημισμένος farándula [φανάνδουλα] (ουσ,/θηλ.)
fan [φαν] (ουσ7αρσ.) οπαδός, θίασος.
fanal [φανάλ] (ουσ^αρσ.) φάρος λιμα­ faraón [φαραόν] (ουσΥαρσ.) φαραώ,
νιού. faraónico [φαραόνικο] (επίθ.) φαρα­
fanático [φανάτικο] (επίθ.) φανατικός, ωνικός.
fanatismo [φανατίσμο] (ουσ,/αρσ.) fardo [φάρδο] (ουσ7αρσ.) μπόγος
φανατισμός, σάκος.
fanatizar [φανατιθάρ] (ρ.) φανατίζω, farfulla [φαφούγια] (ουσ,/θηλ.) ακατα-
fandango [φανδάνγο] (ουσ,/αρσ.) εί­ λαβίστικα.
δος χορού, farfullar [φαρφουγιάρ] (ρ.) 1: μιλάω
fanfarria [φανφάρια] (ουσ,/θηλ.) φαν­ ακαταλαβίστικα, 2: φλυαρώ, πολυ­
φάρα. λογώ.
fanfarrón [φανφαρόν] (επίθ.) κομπα­ farináceo [φαρινάθεο] (επίθ.) αλευρώ-
στής καυχησιάρης φαφλατάς, δης αμυλώδης,
fanfarronada [φανφαρονάδα] (ουσ./ faringe [φαρίνχε] (ουσ./θηλ.) φάρυγ-
θηλ.) κομπορρημοσύνη, φανφαρο­ γας.
νισμός faringitis [φαρινχίτις] (ουσ7θηλ.) φα-
fanfarronear [φανφαρονεάρ] (ρ.) κο- ρυγγίτιδα.
μπορρημονώ, καυχιέμαι, fariseo [φαρισέο] (ουσΥαρσ.) φαρισαί-
fangal [φανγάλ] (ουσ,/αρσ.) βούρκος ος (μτφ.) υποκριτής
βάλτος. farmacéutico [φαρμαθέουτικο] 1: (ουσ./
fango [φάνγκο] (ουσ7αρσ.) λάσπη, αρσ.) φαρμακοποιός 2: (επίθ.) φαρμα­
fangoso [φανγκόσο] (επίθ.) λασπώ­ κευτικός
δης. farmacia [φαρμάθια] (ουσ,/θηλ.) φαρ­
fantasear [φαν'τασεάρ] (ρ.) ονειροπο­ μακείο.
λώ, φαντάζομαι, fármaco [φάρμακο] (ουσΥαρσ.) φάρ­
fantasía [φαν'τασία] (ουσ/θηλ.) 1: φα­ μακο.
ντασία, εφευρετικότητα, 2: φαντασίω­ farmacología [φαμακολοχία] (ουσ./
ση. θηλ.) φαρμακολογία,
fantasma [φαν'τάσμα] (ουσ,/αρσ.) φά­ farmacológico [φαρμακολόχικο] (επίθ.)
ντασμα, οπτασία, όραμα, φαρμακολογικός
fantasmagoría [φαντασμαγορία] (ουσ./ farmacólogo [φαρμακόλογο] (ουσ./
θηλ.) φαντασμαγορία, αρσ.) φαρμακολόγος,
fantasmagórico [φαν'τασμαγόρικο] (επίθ.) faro [φάρο] (ουσ,/αρσ.) φάρος,
φαντασμαγορικός farol [φαρόλ] (ουσ,/αρσ.) φανάρι,
fantasmal [φαν'τασμάλ] (επίθ.) του farola [φαρόλα] (ουσ/θηλ.) φανοστά-
φαντάσματος φανταστικός, της
fantástico [φαν'τάστικο] (επίθ.) φα­ farolero [φαρολέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: φα­
νταστικός, ναρτζής 2: φαροφύλακας 3: καυχη­
fantoche [φαν'τότσε] (ουσ7αρσ.) μα- σιάρης κομπαστής
ριονέτα. farolillo [φαρολίγιο] (ουσ,/αρσ.) κινέ­
faquir [φακίρ] (ουσΛιρσ.) φακίρης, ζικο φαναράκι.
faramalla [φαραμάγια] (ουσΥθηλ.) farra [φάρα] (ουσ,/θηλ.) ξεφάντωμα.

276
fecundizar

fárrago [φάραγο] (ουσΥαρσ.) ανακα­ σία.


τωσούρα, fatuo [φάτουο] (επίθ.) ανόητος,
farsa [φάρσα] (ουσΥθηλ.) φάρσα, απά­ fauces [φαούθες] (ουσΥαρσ.) πληθ.
τη. σαγόνια.
farsar [φαρσεάρ] (ρ.) κάνω φάρσα, fauna [φάουνα] (ουσΥθηλ.) πανίδα,
farsante [φαρσαν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) fausto [φαούστο] (επίθ.) τυχερός,
υποκριτής/υποκρίτρια, απατεώνας, favor [φαβόρ] (ουσΥαρσ.) ευμένεια,
fascículo [φασθΙκουλο] (ουσΥαρσ.) εύνοια, χάργ\· por favor- παρακαλώ,
τεύχος. favorable [φαβοράμπλε] (επίθ.) ευμε­
fascinación [φασθιναθιόν] (ουσΥθηλ.) νής ευνοϊκός,
σαγήνη, γοητεία, favorecedor [φαβορεθεδόρ] (επίθ.)
fascinante [φασθινάν'τε] (επίθ.) σαγη­ κολακευτικός,
νευτικός, θελκτικός γοητευτικός, favorecer [φαβορεθέρ] (ρ.) ευνοώ, κο­
fascinar [φασθινάρ] (ρ.) σαγηνεύω, λακεύω.
θέλγω, γοητεύω, favoritismo [φαβοριτίσμο] (ουσΥαρσ.)
fascismo [φασθίσμο] (ουσΥαρσ.) φα­ ευνοιοκρατία,
σισμός. favorito [φαβορίτο] (επίθ.) ευνοούμε­
fascista [φασθίστα] 1: (ουσΥαρσ.) φα­ νος αγαπημένος φαβορί,
σίστας 2: (επίθ.) φασιστικός faz [φαθ] (ουσΥθηλ.) πρόσωπο, όψη.
fase [φάσε] (ουσΥθηλ.) φάση, στάδιο, fe [φε] (ουσΥθηλ.) πίστη, εμπιστοσύ­
fastidiar [φαστιδιάρ] (ρ.) 1: ενοχλώ, νη.
δυσαρεστώ, 2: χαλώ, καταστρέφω, fealdad [φεαλδάδ] (ουσΥθηλ.) ασχή­
fastidio [φαστίδιο] (ουσΥαρσ.) ενόχλη­ μια.
ση, δυσαρέσκεια, δυσανασχέτιση. febrero [φεμπρέρο] (ουσΥαρσ.) Φε­
fastidioso [φαστιδιόσο] (επίθ.) ενο­ βρουάριος
χλητικός δυσάρεστος, febril [φεμπρίλ] (επίθ.) πυρετώδης.
fastuoso [φαστουόσο] (επίθ.) πολυτε­ fecal [φεκάλ] (επίθ.) περιττωματικός.
λής λαμπρός fecha [φέτσα] (ουσΥθηλ.) ημερομη­
fatal [φατάλ] (επίθ.) μοιραίος αναπό­ νία.
φευκτος. fechar [φετσάρ] (ρ.) χρονολογώ, θέτω
fatalidad [φαταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) μοί­ ημερομηνία,
ρα, πεπρωμένο, ατυχία, fechoría [φετσορία] (ουσΥθηλ.) ζημιά,
fatalismo [φαταλίσμο] (ουσΥαρσ.) μοι­ αταξία.
ρολατρία, fécula [φέκουλα] (ουσΥθηλ.) άμυλο,
fatalista [φαταλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) feculento [φεκουλέν'το] (επίθ.) αμυ­
μοιρολάτρης μοιρολάτρισσα. λώδης.
fatídico [φατίδικο] (επίθ.) μοιραίος, fecundación [φεκουν'νταθιόν] (ουσΥ
fatiga [φατίγα] (ουσΥθηλ.) 1: κούραση, θηλ.) γονιμοποίηση,
κόπωση, εξάντληση, 2: βάσανο, fecundar [φεκουν'ντάρ] (ρ.) γονιμο­
fatigar [φστιγάρ] (ρ.) κουράζω, κοπιά­ ποιό).
ζω, καταπονώ, fecundidad [φεκουνδιδάδ] (ουσΥθηλ.)
fatigoso [φατιγόσο] (επίθ.) κουραστι­ γονιμότητα, παραγωγικότητα,
κός κοπιαστικός, fecundizar [φεκουνδιθάρ] (ρ.) γονιμο­
fatuidad [φατουίδάδ] (ουσΥθηλ.) ανοη­ ποιό).

277
fecundo

fecundo [φεκούν'ντο] (επίθ.) γόνιμος, τελειώνω, 2: ξεκάνω,


παραγωγικός, καρποφόρος, fenol [φενόλ] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) φαι­
federación [φεδεραθιόν] (ουσΥθηλ.) νόλη.
ομοσπονδία, fenomenal [φενομενάλ] (επίθ.) 1: φαι­
federal [φεδεράλ] (επίθ.) ομοσπονδια­ νομενικός, 2: εκπληκτικός,
κός. fenómeno [φενόμενο] (ουσΥαρσ.)
federalismo [φεδεραλίσμο] (ουσΥαρσ.) φαινόμενο,
ομοσπονδιακό σύστημα, fenomenología [φενομενολοχία] (ουσΥ
federalista [φεδεραλίστα] (επίθ.) ομο­ θηλ.) φαινομενολογία,
σπονδιακός, feo [φέο] (επίθ.) 1: άσχημος 2: μοχθη­
fehaciente [φεαθιέν'τε] (επίθ.) αξιόπι­ ρός κακός,
στος, φερέγγυος εμπιστεύσιμος feracidad [φεραθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ­
felicidad [φελιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ­ φορία.
τυχία. feraz [φεράθ] (επίθ.) γόνιμος εύφο­
felicitación [φελιθιταθιόν] (ουσΥθηλ.) ρος.
συγχαρητήρια, féretro [φέρετρο] (ουσΥαρσ.) φέρε­
felicitar [φελιθιτόρ] (ρ.) συγχαίρω, τρο, κάσα.
feligrés/a [φελιγρές/σα] (ουσ./αρσ.+ feria [φέρια] (ουσΥθηλ.) 1: πανηγύρι,
θηλ.) ενορίτης ενορίτισσα. 2: έκθεση,
feligresía [φελιγρεσία] (ουσΥθηλ.) ενο­ feriado [φεριάδο] (ουσΥαρσ.) αργία,
ρία. ferial [φεριάλ] (επίθ.) πανηγυριώτικος,
felino [φελίνο] (επίθ.) 1: αιλουροειδής feriar [φεριάρ] (ρ.) 1: ανταλλάσσω, 2:
2: γατίσιος, αγοράζω από πανηγύρι,
feliz [φελίθ] (επίθ.) ευτυχισμένος fermentación [φερμεν'ταθιόν] (ουσ./
felón [φελόν] (επίθ.) δόλιος, προδοτι­ θηλ.) ζύμωση,
κός. fermentado [φερμεν'τάδο] (επίθ.) ζυ­
felonía [φελονία] (ουσΥθηλ.) 1: προ­ μωτικός.
δοσία, 2: έγκλημα, κακούργημα, fermentar [φερμεν'τάρ] (ρ.) ζυμώνω,
felpa [φέλπα] (ουσΥθηλ.) 1: βελούδο, fermento [φερμέν'το] (ουσΥαρσ.) φύ­
2: πετσετόπανο, ραμα, ένζυμο, μαγιά,
felpilla [φελπίγια] (ουσΥθηλ.) κοτλέ, ferocidad [φεροθιδάδ] (ουσΥθηλ.) θη­
felpudo [φελπούδο] (ουσΥαρσ.) χα­ ριωδία, αγριότητα, κτηνωδία.
λάκι. feroz [φερόθ] (επίθ.) θηριώδης άγριος
femenil [φεμενίλ] (επίθ.) γυναικείος κτηνώδης
femenino [φεμενίνο] (επίθ.) θηλυκός férreo [φέρεο] (επίθ.) σιδερένιος,
γυναικείος, ferrería [φερερία] (ουσΥθηλ.) σιδη­
feminidad [φεμινιδάδ] (ουσ,/θηλ.) θη­ ρουργείο,
λυκότητα, ferretería [φερετερία] (ουσΥθηλ.) σι­
feminismo [φεμινισμό] (ουσΥαρσ.) δηροπωλείο,
φεμινισμός ferretero [φερετέρο] (ουσΥαρσ.) σιδη-
feminista [φεμινίστα] (ουσΥθηλ.) φε­ ροπώλης.
μινίστρια, ferrocarril [φεροκαρίλ] (ουσΥαρσ.) σι­
fémur [φέμουρ] (ουσ,/αρσ.) μηρός, δηρόδρομος,
fenecer [φενεθέρ] (ρ.) 1: τερματίζω, ferrocarrilero [φεροκαριλέρο] (επίθ.)

278
fiduciario

σιδηροδρομικός, φεουδαρχία,
ferroso [φερόσο] (επίθ.) σιδηρούχος, feudo [φέουδο] (ουσ,/αρσ.) φέουδο,
ferroviario [φεροβιάριο] (επίθ.) σιδη­ fiable [φιάμπλε] (επίθ.) αξιόπιστος,
ροδρομικός, fiado [φιάδο] (επίρρ.) πιστωτικά · al
fértil [φέρτιλ] (επίθ.) γόνιμος παραγω­ fiado - με πίστωση,
γικός εύφορος, fiador [φιαδόρ] (ουσΥαρσ.) πιστωτής
fertilidad [φερτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γο­ εγγυητής
νιμότητα, παραγωγικότητα, fiambre [φιάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) 1: αλ­
fertilizante [φερτιλιθάν'τε] (ουσΥαρσ.) λαντικά, 2: κρύο κρέας,
λίπασμα, fiambrera [φιαμμπρέρα] (ουσΥθηλ.)
fertilizar [φερτιλιθάρ] (ρ.) λιπαίνω, καλάθι για πικ-νικ.
férula [φέρουλα] (ουσΥθηλ.) βέργα, fiambrería [φιαμμπρερία] (ουσΥθηλ.)
βίτσα. ντελικατέσεν.
férvido [φέρβιδο] (επίθ.) φλογερός, fianza [φιάνθα] (ουσΥθηλ.) εγγύηση,
ferviente [φερβιέν'τε] (επίθ.) ένθερ­ fiar [φιάρ] (ρ.) πιστώνω, εγγυώμαι,
μος φλογερός, fiarse [φιάρσε] (ρ.) (de) εμπιστεύομαι ·
fervor [φερβόρ] (ουσΥαρσ.) θέρμη, ζή­ me fio m ucho de ti - σε εμπιστεύομαι
λος πάθος, πολύ.
fervoroso [φερβορόσο] (επίθ.) ένθερ­ fiasco [φιάσκο] (ουσΥαρσ.) αποτυχία,
μος διακαής, φιάσκο,
festejar [φεστεχάρ] (ρ.) 1: γιορτάζω, 2: fibra [φίμπρα] (ουσΥθηλ.) ίνα.
ξεφαντώνω, fibroma [φιμπρόμα] (ουσΥαρσ.) (Ιατρ.)
festejo [φεστέχο] (ουσΥαρσ.) εορτα­ μύωμα.
σμός. fibroso [φιμπρόσο] (επίθ.) ινώδης,
festín [φεστίν] (ουσΥαρσ.) φαγοπότι, ficción [φικθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απο­
τσιμπούσι, κύημα της φαντασίας επινόηση, 2:
festival [φεστιβάλ] (ουσΥαρσ.) φεστι­ προσποίηση,
βάλ. ficha [φίτσα] (ουσΥθηλ.) 1: καρτέλα, 2:
festividad [φεστιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) πούλι.
γιορτή. fichar [φιτσάρ] (ρ.) αρχειοθετώ,
festivo [φεστίβο] (επίθ.) εορταστικός fichero [φιτσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αρ­
χαρούμενος, χείο, 2: αρχειοθήκη,
festón [φεστόν] (ουσΥαρσ.) γιρλάντα, ficticio [φικτίθιο] (επίθ.) 1: εικονικός
fetiche [φετίτσε] (ουσΥαρσ.) φετίχ, πλασματικός 2: πλαστός,
fetichismo [φετιτσίσμο] (ουσΥαρσ.) fidedigno [φιδεδίγνο] (επίθ.) αξιόπι­
φετιχισμός. στος.
fetidez [φετιδέθ] (ουσΥθηλ.) δυσωδία, fideicomiso [φιδεϊκομίσο] (ουσΥαρσ.)
δυσοσμία, κακοσμία, καταπίστευμα,
fétido [φέτιδο] (επίθ.) δυσώδης δύσο- fidelidad [φιδελιδάδ] (ουσΥθηλ.) πί­
σμος βρομερός, στη, αφοσίωση,
feto [φέτο] (ουσΥαρσ.) έμβρυο, fideo [φιδέο] (ουσΥαρσ.) φιδές
feudal [φεουδάλ] (επίθ.) φεουδαρχι­ fiduciario [φιδουθιάριο] 1: (ουσΥαρσ.)
κός. (α) θεματοφύλακας (β) καταπιστευ­
feudalismo [φεουδαλίσμο] (ουσΥαρσ.) ματοδόχος 2: (επίθ.) πιστωτικός.

279
fiebre

fiebre [φιέμπρε] (ουσ,/θηλ.) πυρετός, fijativo [φιχατίβο] (ουσ,/αρσ.) στερεω­


fiel [φιέλ] 1: (ουσ,/αρσ.) βελόνα ζυγα­ τικό.
ριάς, 2: (επίθ.) έμπιστος, πιστός αφο- fijeza [φιχέθα] (ουσ./θηλ.) προσοχή,
σιωμένος. σιγουριά, σταθερότητα,
fielmente [φιέλμεν'τε] (επίρρ.) πιστά, fijo [φίχο] (επίθ.) 1: στέρεος 2: ακίνη­
fieltro [φιέλτρο] (ουσ,/αρσ.) τσόχα, τος σταθερός 3: μόνιμος, 4: ορισμέ­
fiera [φιέρα] (ουσ./θηλ.) θηρίο, νος ·estar fijo - είμαι μόνιμος (σε μια
fiereza [φιερέθα] (ουσ7θηλ.) αγριότη­ δουλειά).
τα, θηριότητα. fila [φίλα] (ουσ7θηλ.) γραμμή, σειρά,
fiero [φιέρο] (επίθ.) άγριος θηριώδης, filamento [φιλαμέν’το] (ουσ,/αρσ.)
fierro [φιέρρο] (ουσ7αρσ.) σίδηρος, ίνα, νημάτιο,
fiesta [φιέστα] (ουσΥθηλ.) 1: γιορτή, filantropía [φιλαν'τροπία] (ουσ,/θηλ.)
πάρτι, 2: αργία, 3: φεστιβάλ, 4: γκα­ φιλανθρωπία,
λά. filantrópico [φιλαν'τρόπικο] (επίθ.) φι­
fiestero [φιεστέρο] (επίθ.) εορταστι­ λανθρωπικός,
κός εορτάζων. filántropo [φιλάντροπο] (ουσ,/αρσ.)
figura [φιγούρα] (ουσ7θηλ.) 1: μορφή, φιλάνθρωπος,
σιλουέτα, φιγούρα, σχήμα, 2: χαρα­ filarmonía [φιλαρμονία] (ουσ,/θηλ.)
κτήρας θεάτρου, ρόλος 3: (Μαθ.) φιλαρμονία.
διάγραμμα, filarmónico [φιλαρμόνικο] (επίθ.) φι-
figurable [φιγουράμπλε] (επίθ.) 1: ευ­ λαρμονικός.
φάνταστος 2: παραστατικός, filatelia [φιλατέλια] (ουσ,/θηλ.) φιλο­
figurado [φιγουράδο] (επίθ.) μεταφο­ τελισμός.
ρικός. filatélico [φιλατέλικο] (επίθ.) φιλοτε-
figurante [φιγουράν'τε] (ουσ./αρσ.+ λικός.
θηλ.) κομπάρσος, filatelista [φιλατελίστα] (ουσ7αρσ.+
figurar [φιγουράρ] (ρ.) 1: παριστάνω, θηλ.) φιλοτελιστής φιλοτελίστρια.
απεικονίζω, 2: εμφανίζομαι ως. filete [φιλέτε] (ουσΥαρσ.) 1: φιλέτο,
figurarse [φιγουράρσε] (ρ.) 1: φαντά­ 2: στροφές βίδας 3: διακοσμητικό
ζομαι, υποθέτω, 2: διαπρέπω. πλαίσιο.
figurativo [φιγουρατίβο] (επίθ.) μετα­ filiación [φιλιαθιόν] (ουσ./θηλ.) σύνδε­
φορικός συμβολικός, ση, σχέση,
figurín [φιγουρίν] (ουσ,/αρσ.) ανδρεί­ filial [φιλιάλ] (επίθ.) υιικός θυγατρι­
κελο, φιγουρίνι, κός.
fijación [φιχαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: στε­ filibusterismo [φιλιμπουστερίσμο] (ουσ./
ρέωση, 2: καθήλωση, αρσ.) κωλυσιεργία,
fijador [φιχαδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) λακ, 2: filibustero [φιλιμπουστέρο] (ουσ./
(επίθ.) στερεωτικός, αρσ.) 1: πειρατής 2: τυχοδιώκτης,
fijamente [φίχαμεν'τε] (επίρρ.) επίμο­ filisteo [φιλιστέο] (επίθ.) μεγαλόσω­
να, έμμονα, μος.
fijar [φιχάρ] (ρ.) 1: στερεώνω, καρφώ­ filmación [φιλμαθιόν] (ουσ./θηλ.) κι­
νω, 2: καθορίζω, νηματογράφηση,
fijarse [φιχάρσε] (ρ.) 1: προσέχω, 2: filmar [φιλμάρ] (ρ.) κινηματογραφώ.
επισημαίνω, επικεντρώνομαι. filmografía [φιλμιγραφία] (ουσ,/θηλ.)

280
finta

φιλμογράφηση. final [φινάλ] 1: (ουσΥαρσ.) τέρμα, τέ­


filmoteca [φιλμοτέκα] (ουσ./θηλ.) ται­ λος, τέλμα, 2: (επίθ.) τελικός τελευ­
νιοθήκη, ταίος ·a finales de -στα τέλη ·iremos
filo [φίλο] (ουσΥαρσ.) αιχμή, άκρη. a Madrid a finales de enero - θα πάμε
filología [φιλολοχία] (ουσΥθηλ.) φιλο­ στη Μαδρίτη στα τέλη του Ιανουα-
λογία. ρίου.
filológico [φιλολόχικο] (επίθ.) φιλολο­ finalidad [φιναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) σκο­
γικός. πός στόχος πρόθεση,
filólogo [φιλόλογο] (ουσΥαρσ.) φιλό­ finalista [φιναλίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
λογος. φιναλίστ, μετέχων στον τελικό γύρο.
filón [φιλόν] (ουσΥαρσ.) φλέβα μεταλ­ finalizar [φιναλιθάρ] (ρ.) τελειώνω,
λείου, κοίτασμα, τερματίζω, περατώνω,
filoso [φιλόσο] (επίθ.) αιχμηρός κο­ finalmente [φινάλμέν'τε] (επίρρ.) τε­
φτερός. λικά.
filosofar [φιλοσοφάρ] (ρ.) φιλοσοφώ, financiación [φινανθιαθιόν] (ουσΥθηλ.)
filosofía [φιλοσοφία] (ουσΥθηλ.) φιλο­ χρηματοδότηση,
σοφία. financiamiento [φινανθιαμιέν'το] (ουσΥ
filosófico [φιλοσόφικο] (επίθ.) φιλο­ αρσ.) χρηματοδότηση,
σοφικός. financiar [φινανθιάρ] (ρ.) χρηματοδο­
filósofo [φιλόσοφο] (ουσΥαρσ.) φιλό­ τώ.
σοφος. financiero [φινανθιέρο] 1: (ουσΥαρσ.)
filtración [φιλτραθιόν] (ουσΥθηλ.) διή­ χρηματοδότης 2: (επίθ.) οικονομι­
θηση, φιλτράρισμα, κός.
filtrador [φιλτραδόρ] (ουσΥαρσ.) φίλ­ finanzas [φινάνθας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
τρο. τα οικονομικά,
filtrar [φιλτράρ] (ρ.) διυλίζω, φιλτρά­ finar [φινάρ] (ρ.) πεθαίνω,
ρω. finca [φίνκα] (ουσΥθηλ.) ακίνητη πε­
filtro [φίλτρο] (ουσΥαρσ.) φίλτρο, ριουσία.
filudo [φιλούδο] (επίθ.) αιχμηρός κο­ fineza [φινέθα] (ουσΥθηλ.) φινέτσα,
φτερός. κομψότητα,
fimosis [φιμόσις] (ουσΥθηλ.) φίμωση, fingido [φινχίδο] (επίθ.) κίβδηλος,
fin [φιν] (ουσΥαρσ.) 1: τέλος 2: σκο­ ψεύτικος πλαστός,
πός, στόχος ·a fines de - στα τέλη ·se fingimiento [φινχιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
casaron a fines del año pasado -πα­ προσποίηση,
ντρεύτηκαν στα τέλη του περασμέ­ fingir [φινχίρ] (ρ.) υποκρίνομαι, προ­
νου χρόνου ·en fin- τελικά ·por fin σποιούμαι,
- επιτέλους ·con el fin de - με σκοπό finiquitar [φινικιτάρ] (ρ.) εξοφλώ λο­
να ·decidieron convivir con el fin de γαριασμό/χρέος,
pasar más tiempo juntos - αποφάσι­ finiquito [φινικίτο] (ουσΥαρσ.) εξό­
σαν να συζήσουν με σκοπο να περ­ φληση.
νάνε περισσότερο χρόνο μαζί ·el fin finito [φινίτο] (επίθ.) πεπερασμένος
de semana- το σαββατοκύριακο, ολοκληρωμένος,
finado [φινάδο] 1: (ουσΥαρσ.) μακαρί­ fino [φίνο] (επίθ.) λεπτός ευγενικός,
της εκλιπών, 2: (επίθ.) αείμνηστος finta [φίν'τα] (ουσΥθηλ.) προσποίηση,

281
finura

επιτήδευση, fisioterapia [φισιοτεράπια] (ουσΥθηλ.)


finura [φινούρα] (ουσΥθηλ.) αβρότη­ φυσιοθεραπεία,
τα, λεπτότητα, διακριτικότητα, fisioterapeuta [φισιοτεραπέουτα] (ουσΥ
fiordo [φιόρδο] (ουσ./αρσ.) στενός αρσ.) φυσιοθεραπευτής,
κόλπος, φιόρδ. fisonomía [φισονομία] (ουσΥθηλ.) φυ­
firma [φίρμα] (ουσΥθηλ.) 1: υπογραφή, σιογνωμία,
2: εμπορικός οίκος, εταιρεία, φίρμα, fisonómico [φισονόμικο] (επίθ.) φυ­
firmamento [φιρμαμέντ'ο] (ουσΥαρσ.) σιογνωμικός,
έναστρος ουρανός, στερέωμα, fisonomista [φισονομίστα] (ουσ./
firmante [φιρμάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αρσ.+ θηλ.) φυσιογνωμιστής φυσι-
υπογεγραμμένος υπογεγραμμένη, ογνωμίστρια.
firmar [φιρμάρ] (ρ.) υπογράφω, fístula [φίστουλα] (ουσΥθηλ.) 1: σύριγ­
firme [φίρμε] (επίθ.) σταθερός στέ­ γα, 2: είδος μύκητα,
ρεος ακλόνητος αμετάπειστος, fisura [φισούρα] (ουσΥθηλ.) ρωγμή,
firmemente [φίρμεμέν'τε] (επίρρ.) σχισμή.
σταθερά, διαρκώς συνεχώς, flaccidez [φλακθιδέθ] (ουσΥθηλ.) πλα-
firmeza [φιρμέθα] (ουσΥθηλ.) σταθε­ δαρότητα, χαλαρότητα.
ρότητα, στερεότητα, fláccido [φλάκθιδο] (επίθ.) πλαδαρός
fiscal [φισκάλ] (ουσΥαρσ.) εισαγγελέ­ χαλαρός.
ας. flaco [φλάκο] (επίθ.) λιγνός αδύνατος
fiscalía [φισκαλία] (ουσΥθηλ.) εισαγγε­ ισχνός
λία. flacucho [φλακούτσο] (επίθ.) αδύνα­
fiscalizar [φισκαλιθάρ] (ρ.) ελέγχω, επι­ τος αρρωστιάρικος,
θεωρώ. flacura [φλακούρα] (ουσΥθηλ.) ισχνό-
fisco [φίσκο] (ουσΥαρσ.) κρατικό θη­ τητα, αδυναμία,
σαυροφυλάκιο, flagelación [φλαχελαθιόν] (ουσΥθηλ.)
fisgar [φισγάρ] (ρ.) κατασκοπεύω, μάστιγα.
fisgón [φισγόν] (επίθ.) περίεργος flagelar [φλαχελάρ] (ρ.) 1: μαστίζω,
αδιάκριτος κουτσομπόλης, πλήττω, 2: επικρίνω,
fisgonear [φισγονεάρ] (ρ.) κουτσο­ flagelo [φλαχέλο] (ουσΥαρσ.) φλαγγέ-
μπολεύω, λιο, μαστίγιο.
física [φίσικα] (ουσΥθηλ.) φυσική, flagrante [φλαγράν'τε] (επίθ.) αυτό­
físicamente [φίσικαμέν'τε] (επίρρ.) εμ- φωρος.
φανισιακά, σωματικά, flamante [φλαμάν'τέ] (επίθ.) ολοκαι-
físico [φίσικο] 1: (ουσΥαρσ.) εμφάνιση, νούριος.
2: (επίθ.) φυσικός, σωματικός, flamear [φλαμεάρ] (ρ.) καυτηριάζω,
fisiología [φισιολοχία] (ουσΥθηλ.) φυ­ καψαλίζω,
σιολογία. flamenco [φλαμένκο] (ουσΥαρσ.) φλα-
fisiológico [φισιολόχικο] (επίθ.) φυ­ μέγκο.
σιολογικός, flan [φλαν] (ουσΥαρσ.) κρέμα καρα­
fisiólogo [φισιόλογο] (ουσΥαρσ.) φυ­ μελέ.
σιολόγος, flanco [φλάνκο] (ουσΥαρσ.) πλευρά,
fisión [φισιόν] (ουσΥθηλ.) διάσπαση, flanquear [φλανκεάρ] (ρ.) πλευρίζω,
σχάση. προσεγγίζω.

282
floricultura

flaquear [φλακεάρ] (ρ.) εξασθενίζω, ρω, σαλτάρω.


αποδυναμώνω, αδυνατίζω, fliparse [φλιπάρσε] (ρ.) 1: μαστουρώ­
flaqueza [φλακέθα] (ουσΥθηλ.) ισχνό- νω, 2: (μτφ.) ενθουσιάζομαι, τρελαί­
τητα, αδυναμία, νομαι.
flato [φλάτο] (ουσ./αρσ.) συσσώρευση flirtear [φλιρτεάρ] (ρ.) ερωτοτροπώ,
αερίων στα έντερα, φλερτάρω, κορτάρω,
flatulencia [φλατουλένθια] (ουσ./θηλ.) flirteo [φλιρτέο] (ουσ./αρσ.) φλερτά-
φούσκωμα, ρισμα.
flatulento [φλατουλέν'το] (επίθ.) φου­ flogel [φλοχέλ] (ουσ,/αρσ.) πούπουλο,
σκωμένος, flojear [φλοχεάρ] (ρ.) 1: εξασθενώ, 2:
flauta [φλάουτα] (ουσ,/θηλ.) φλάουτο, τεμπελιάζω,
flautista [φλαουτίστα] (ουσ,/αρσ.) flojedad [φλοχεδάδ] (ουσ./θηλ.) 1: χα-
φλαουτίστας, λαρότητα, 2: αδυναμία,
flebitis [φλεμπίτις] (ουσΥθηλ.) φλεβί­ flojera [φλοχέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: αδυνα­
τιδα. μία, 2: τεμπελιά,
flecha [φλέτσα] (ουσ,/θηλ.) βέλος, σα­ flojo [φλόχο] (επίθ.) 1: χαλαρός 2: τε­
ΐτα. μπέλης 3: δειλός,
flechar [φλετσάρ] (ρ.) πληγώνω κά­ flor [φλορ] (ουσ,/θηλ.) λουλούδι, άν­
ποιον με βέλος, θος.
flechazo [φλετσάθο] (ουσΥαρσ.) πλη­ flora [φλόρα] (ουσ,/θηλ.) χλωρίδα,
γή από βέλος, floración [φλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) άν­
flechero [φλετσέρο] (ουσ,/αρσ.) τοξό­ θηση, ανθοφορία,
της, τοξοβόλος, floral [φλοράλ] (επίθ.) λουλουδένιος,
fleco [φλέκο] (ουσ,/αρσ.) κρόσσι, φού­ florar [φλοράρ] (ρ.) ανθοφορώ, ανθί­
ντα. ζω.
fleje [φλέχε] (ουσ,/αρσ.) λάμα. floreado [φλοράδο] (επίθ.) λουλου­
flema [φλέμα] (ουσ,/θηλ.) φλέγμα, δάτος.
flemático [φλεμάτικο] (επίθ.) ήρεμος, florear [φλορεάρ] (ρ.) 1: ανθοστολίζω,
flemón [φλεμόν] (ουσ7αρσ.) απόστη­ 2: κολακεύω, 3: φτιάχνω τα χαρτιά,
μα ούλων, florecer [φλορεθέρ] (ρ.) ανθίζω, ακ­
flequillo [φλεκίγιο] (ουσ,/αρσ.) φρά­ μάζω.
ντζα. floreciente [φλορεθιέν'τε] (επίθ.) αν­
fletar [φλετάρ] (ρ.) ναυλώνω, θηρός ακμάζων.
flete [φλέτε] (ουσ,/αρσ.) ναύλος, florecimiento [φλορεθιμιέν'το] (ουσ./
flexibilidad [φλεξιμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) αρσ.) άνθηση, ανθοφορία,
ευκαμψία, ευλυγισία, ευελιξία, florería [φλορερία] (ουσ./θηλ.) ανθο­
flexible [φλεξίμπλε] (επίθ.) εύκαμπτος, πωλείο.
ευλύγιστος ευέλικτος, florero [φλορέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: ανθο­
flexión [φλεξιόν] (ουσ7θηλ.) κάμψη, πώλης 2: ανθοδοχείο, βάζο.
λύγισμα. florescencia [φλορεσθένθια] (ουσ7
flexionar [φλεξιονάρ] (ρ.) κάμπτω, λυ­ θηλ.) άνθηση,
γίζω. floresta [φλορέστα] (ουσ,/θηλ.) άλσος,
flexivo [φλεξίβο] (επίθ.) κλιτικός. δασάκι.
flipar [φλιπάρ] (ρ.) τρελαίνομαι, φλιπά­ floricultura [φλορικούλτουρα] (ουσ./

283
florido

θηλ.) ανθοκομία, focal [φοκάλ] (επίθ.) εστιακός,


florido [φλορίδο] (επίθ.) 1: ανθισμένος, focha [φότσα] (ουσΥθηλ.) νερόκοτα,
ανθόσπαρτος 2: επίλεκτος εκλε­ foco [φόκο] (ουσΥαρσ.) 1: εστία, 2:
κτός · lo más florido de la sociedad προβολέας,
- η αφρόκρεμα της κοινωνίας, fofo [φόφο] (επίθ.) 1: σπογγώδης 2:
florilegio [φλοριλέχιο] (ουσ./αρσ.) αν­ πλαδαρός χαλαρός,
θολογία. fogón [φογόν] (ουσΥαρσ.) εστία κου­
florista [φλορίοττα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ζίνας.
ανθοπώλης, fogonero [φογονέρο] (ουσΥαρσ.) θερ­
floristería [φλοριστερία] (ουσΥθηλ.) μαστής.
ανθοπωλείο, fogosidad [φογοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
flota [φλότα] (ουσΥθηλ.) στόλος, θάρρος ορμή, τόλμη,
flotador [φλοταδόρ] (ουσΥαρσ.) πλω­ fogoso [φογόσο] (επίθ.) φλογερός πα­
τήρας ράφορος παθιασμένος
flotar [φλοτάρ] (ρ.) επιπλέω, foliación [φολιαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
flotilla [φλοτίγια] (ουσΥθηλ.) στολί­ φύλλωμα, 2: αρίθμηση σελίδων,
σκος. folio [φόλιο] (ουσΥαρσ.) φύλλο χαρτί,
fluctuación [φλουκτουαθιόν] (ουσΥ folclore [φολκλόρε] (ουσΥαρσ.) φολ­
θηλ.) διακύμανση, ταλάντωση, κλόρ.
fluctuante [φλουκτουάν'τε] (επίθ.) αυ- folclórico [φολκλόρικο] (επίθ.) παρα­
ξομειούμενος ταλαντευόμενος, δοσιακός λαϊκός,
fluctuar [φλουκτουάρ] (ρ.) 1: κυμαίνο­ foldorista [φολκλορίστα] 1: (ουσΥ
μαι, 2: ταλαντεύομαι, αρσ.) λαογράφος 2: (επίθ.) λαϊκι­
fluente [φλουέντε] (επίθ.) ρέων, ρευ­ στής
στός. follaje [φογιάχε] (ουσΥαρσ.) φύλλω­
fluidez [φλουιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ρευ­ μα.
στότητα, 2: ευγλωττία, ευφράδεια, follar [φογιάρ] (ρ.) (χυδ.) γαμώ.
fluido [φλούιδο] (επίθ.) ρευστός, folletinesco [φογιετινέσκο] (επίθ.) με­
fluir [φλουίρ] (ρ.) ρέω. λοδραματικός,
flujo [φλούχο] (ουσΥαρσ.) 1: ροή, 2: folleto [φογιέτο] (ουσΥαρσ.) 1: φυλλά­
πλημμυρίδα, φυρονεριά, διο, 2: φέιγ βολάν,
fluorescencia [φλουορεσθένθια] (ουσΥ follón [φογιόν] (ουσΥαρσ.) τεμπέλης
θηλ.) φωσφορισμός, αργόσχολος,
fluorescente [φλουορεσθέν'τε] (επίθ.) fomentar [φομεν'τάρ] (ρ.) προωθώ,
φωσφορίζων. προάγω.
fluorización [φλουοριθαθιόν] (ουσΥ fomento [φομέν/το] (ουσΥαρσ.) προώ­
θηλ.) φθορίωση, θηση.
fluoruro [φλουορούρο] (ουσΥαρσ.) fonda [φόν'ντα] (ουσΥθηλ.) πανδο­
(Χημ.) φθόριο, χείο.
fluvial [φλουβιάλ] (επίθ.) ποτάμιος, fondeadero [φο\Λ/τεαδέρο] 1: (ουσΥ
flux [φλουξ] (ουσΥαρσ.) αντρικό κου­ αρσ.) προσόρμιση, μουράγιο, 2:
στούμι. (επίθ.) αγκυροβολημένος,
fobia [φόμπια] (ουσΥθηλ.) φοβία, fondear [φον'ντεάρ] (ρ.) αγκυροβολώ,
foca [φόκα] (ουσΥθηλ.) φώκια. fondillos [φον'ντίγιος] (ουσΥαρσ.)

284
formular

πληθ. καβάλος, forestación [φορεσταθιόν] (ουσ7θηλ.)


fondista [φονδίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αναδάσωση,
εστιάτορας. forestal [φορεστάλ] (επίθ.) δασικός,
fondo [φόν'ντο] (ουσ7αρσ.) 1: βά­ forjar [φορχάρ] (ρ.) 1: κατεργάζομαι, 2:
θος 2: πυθμένας πάτος 3: φόντο · πλάθω, 3: διαμορφώνω,
a fondo - εξονυχιστικά ·en el fondo forma [φόρμα] (ουσ7θηλ.) 1: σχήμα,
- στο βάθος · tocar fondo - πιάνω φόρμα, 2: μορφή, 3: τρόπος,
πάτο. formación [φορμαθιόν] (ουσ7θηλ.)
fonema [φονέμα] (ουσ7αρσ.) (Γραμμ.) 1: σχηματισμός διάπλαση, 2: εκπαί­
φθόγγος δευση.
fonendoscopio [φονεν'ντοσκόπιο] (ουσ7 formado [φομάδο] (επίθ.) σχηματι­
αρσ.) στηθοσκόπιο, σμένος.
fonética [φονέτικα] (ουσ7θηλ.) φωνη­ formal [φορμάλ] (επίθ.) 1: τυπικός 2:
τική. σοβαρός 3: επίσημος,
fonético [φονέτικο] (επίθ.) φωνητικός, formaldehído [φορμαλδείδο] (ουσ7
fónico [φόνικο] (επίθ.) (Γραμμ.) φθογ­ αρσ.) φορμαλδεΰδη.
γικός formalidad [φρορμαλιδάδ] (ουσ7θηλ.)
fonógrafo [φονόγραφο] (ουσ7αρσ.) 1: τυπικότητα, 2: σοβαρότητα, 3: επι­
φωνογράφος, σημότητα,
fonología [φονολοχία] (ουσ7θηλ.) formalizar [φορμαλιθάρ] (ρ.) επισημο­
φωνολογία, ποιώ, νομιμοποιώ,
fontanal [φον'τανάλ] (ουσ7αρσ.) πη­ formar [φορμάρ] (ρ.) 1: σχηματίζω,
γή· διαμορφώνω, 2: συγκεντρώνω, 3:
fontanar [φο^τανάρ] (ουσ./αρσ.) πη­ στοιχίζομαι, 3: εκπαιδεύω,
γή· formativo [φορματίβο] (επίθ.) διαμορ-
fontanería [φον^ανερία] (ουσ7θηλ.) φωτικός.
υδραυλική εργασία, formato [φορμάτο] (ουσ./αρσ.) διά­
fontanero [φον'τανέρο] (ουσ7αρσ.) σταση χαρτιού,
υδραυλικός, fórmica [φόρμικα] (ουσ7θηλ.) φορ-
forajido [φοραχίδο] (ουσ./αρσ.) παρά­ μάικα.
νομος εκτός νόμου, fórmico [φόρμικο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.) ·
foráneo [φοράνεο] (επίθ.) 1: ξένος 2: ácido fórmico - μυρμηκικό οξύ.
περίεργος formidable [φορμιδάμπλε] (επίθ.) κα­
forastero [φοραστέρο] (επίθ.) ξένος ταπληκτικός φοβερός
ξενικός. formol [φορμόλ] (ουσ./αρσ.) φορμό­
forcejear [φορθεχεάρ] (ρ.) παλεύω, λη.
πασχίζω, μάχομαι, formón [φορμόν] (ουσ7αρσ.) κοπίδι,
forcejeo [φορθεχέο] (ουσ7αρσ.) πάλη, fórmula [φόρμουλα] (ουσ./θηλ.) 1: τύ­
μάχη, αγώνας, πος 2: φόρμουλα,
fórceps [φορθέπς] (ουσ7αρσ.) λαβί­ formulación [φορμουλαθιόν] (ουσ./
δες εμβρυουλκός, θηλ.) διατύπωση,
forense [φορένσε] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) formular [φορμουλάρ] (ρ.) 1: διατυ­
ιατροδικαστής 2: (επίθ.) νομικός δι­ πώνω, 2: καταστρώνω, 3: ρωτώ, 4:
καστικός. συνταγογραφώ, 5: εκφράζω.

285
formulario

formulario [φορμουλάριο] (ουσ,/αρσ.) αναγκαστικά, υποχρεωτικά,


1: έντυπο αίτησης, 2: δελτίο, forzoso [φορθόσο] (επίθ.) αναγκαίος
formulismo [φορμουλίσμο] (ουσ,/αρσ.) υποχρεωτικός,
τυπική διαδικασία, γραφειοκρατία, forzudo [φορθούδο] (επίθ.) γεροδε­
fornicación [φορνικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) μένος.
συνουσία, fosa [φόσα] (ουσ7θηλ.) 1: λάκκος 2:
fornicar [φορνικάρ] (ρ.) συνουσιάζο­ τάφος, 3: τάφρος,
μαι. fosfato [φοσφάτο] (ουσ./αρσ.) (Χημ.)
fornido [φορνίδο] (επίθ.) δυναμωμέ- φωσφορικό άλας.
νος σωματώδης, ρωμαλέος, fosforecer [φοσφορεθέρ] (ρ.) φωσφο­
foro [φόρο] (ουσ,/αρσ.) 1: φόρουμ, 2: ρίζω.
παρασκήνια (θεάτρου), 3: δικαστή­ fosforescente [φοσφορεσθέν'τε] (επίθ.)
ριο. φωσφορίζων, ακτινοβολών.
forrado [φοράδο] (επίθ.) 1: φοδρα- fosfórico [φοσφόρικο] (επίθ.) φωσφο­
ρισμένος, 2: λεφτάς ματσωμένος · ρικός.
estar forrado - είμαι ματσωμένος. fósforo [φόσφορο] (ουσ,/αρσ.) 1: (Χημ.)
forraje [φοράχε] (ουσ,/αρσ.) τροφή φωσφόρος 2: σπίρτο,
για ζώα. fósil [φόσιλ] (ουσ,/αρσ.) απολίθωμα,
forrar [φοράρ] (ρ.) 1: φοδράρω, 2: fosilización [φοσιλιθαθιόν] (ουσ/θηλ.)
επενδύω. απολίθωση.
forro [φόρο] (ουσ,/αρσ.) 1: φόδρα, 2: foso [φόσο] (ουσ./αρσ.) τάφρος χα­
κάλυμμα. ντάκι.
fortalecer [φορταλεθέρ] (ρ.) ενδυνα­ foto [φότο] (ουσ./θηλ.) (σύντμ. του
μώνω, ισχυροποιώ, ενισχύω, fotografía) φωτογραφία,
fortalecim iento [φορταλεθιμιέν'το] fotocopia [φοτοκόπια] (ουσ./θηλ.)
(ουσ./αρσ.) ενδυνάμωση, ενθάρ­ φωτοαντίγραφο, φωτοτυπία,
ρυνση, ενίσχυση, fotocopiadora [φοτοκοπιαδόρα] (ουσ7
fortaleza [φορταλέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: θηλ.) φωτοτυπικό,
δύναμη, 2: οχυρό, φρούριο, fotocopiar [φοτοκοπιάρ] (ρ.) φωτο­
fortificación [φορτιφικαθιόν] (ουσ./ τυπώ.
θηλ.) ενδυνάμωση, fotogénico [φοτοχένικο] (επίθ.) φω-
fortificar [φορτιφικάρ] (ρ.) ενδυναμώ­ τογενής.
νω, οχυρώνω, fotograbado [φοτογραμπάδο] (ουσ./
fortín [φορτίν] (ουσ,/αρσ.) μικρό οχυ­ αρσ.) φωτοχάραξη,
ρό. fotografía [φοτογραφία] (ουσ7θηλ.)
fortuito [φορτουίτο] (επίθ.) 1: τυχαίος, φωτογραφία,
συμπτωματικός 2: απρόοπτος, fotografiar [φοτογραφιάρ] (ρ.) φωτο­
fortuna [φορτούνα] (ουσ./θηλ.) τύχη, γραφίζω.
μοίρα. fotógrafo [φοτόγραφο] (ουσ,/αρσ.)
forzado [φορθάδο] (επίθ.) εξαναγκα­ φωτογράφος,
σμένος. fotón [φοτόν] (ουσ,/αρσ.) φωτόνιο,
forzar [φορθάρ] (ρ.) 1: παραβιάζω, 2: fotosíntesis [φοτοσίν'τεσις] (ουσ,/θηλ.)
αναγκάζω, υποχρεώνω, 3: πιέζω, φωτοσύνθεση,
forzosamente [φορθόσαμέν'τε] (επίρρ.) frac [φρακ] (ουσ,/αρσ.) φράκο.

286
fraudulencia

fracasado [φρακασάδο] (επ(θ.) αποτυ­ francés [φρανθές] 1: (ουσΥαρσ.) Γάλ­


χημένος. λος 2: γαλλικά (γλώσσα), 3: (επίθ.)
fracasar [φρακασάρ] (ρ.) αποτυχαίνω, γαλλικός.
αστοχώ. franciscano [φρανθισκάνο] (επίθ.) Φρα­
fracaso [φρακάσο] (ουσ./αρσ.) αποτυ­ γκισκανός,
χία, (καθ.) φιάσκο, francmasón [φρανκμασόν] (ουσΥαρσ.)
fracción [φρακθιόν] (ουσΥθηλ.) κλά­ μασόνος
σμα, μέρος, francmasonía [φρανκμασονία] (ουσ./
fraccionar [φρακθιονάρ] (ρ.) διαιρώ, θηλ.) μασονία,
τεμαχίζω, διαχωρίζω, franco [φράνκο] (επίθ.) 1: ειλικρινής 2:
fraccionario [φρακθιονάριο] (επίθ.) ελεύθερος,
κλασματικός, francote [φρανκότε] (επίθ.) ειλικρινής
fractura [φρακτούρα] (ουσΥθηλ.) σπά­ ευθύς (καθ.) ντόμπρος,
σιμο, κάταγμα, franela [φρανέλα] (ουσΥθηλ.) φανέλα,
fracturar [φρακτουράρ] (ρ.) σπάζω, franja [φράνχα] (ουσΥθηλ.) 1: λωρίδα,
fragancia [φραγάνθια] (ουσΥθηλ.) 2: σειρήτι, 3: μπορντούρα,
άρωμα. franquear [φρανκεάρ] (ρ.) 1: ελευθε­
fragante [φραγάν'τε) (επίθ.) ευώδης ρώνω, 2: βάζω γραμματόσημα,
εύοσμος, μυρωδάτος, franqueo [φρανκέο] (ουσΥαρσ.) σφρά­
fragata [φραγάτα] (ουσΥθηλ.) φρεγά­ γισμα επιστολών,
τα. franqueza [φρανκέθα] (ουσΥθηλ.) ει­
frágil [φράχιλ] (επίθ.) εύθραυστος, λικρίνεια.
fragilidad [φραχιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ­ franquicia φρανκίθια] (ουσΥθηλ.) εξαί­
θραυστότητα, ευπάθεια, ρεση.
fragmentar [φραγμεν'τάρ] (ρ.) κομμα­ frasco [φράσκο] (ουσΥαρσ.) φιαλίδιο.
τιάζω, τεμαχίζω, frase [φράσε] (ουσΥθηλ.) φράση, πρό­
fragmentario [φραγμεν'τάριο] (επίθ.) ταση.
αποσπασματικός τμηματικός, fraternal [φρατερνάλ] (επίθ.) αδελφι­
fragmento [φραγμέν'το] (ουσΥαρσ.) κός.
κομμάτι, τεμάχιο, απόσπασμα. fraternidad [φρατερνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
fragua [φράγουα] (ουσΥθηλ.) σιδη­ αδελφότητα, αδελφοσύνη,
ρουργείο, fraternización [φρατερνιθαθιόν] (ουσΥ
fraguar [φραγουάρ] (ρ.) σφυρηλατώ, θηλ.) αδελφοποίηση,
κατεργάζομαι, fraternizar [φρατερνιθάρ] (ρ.) αδελ-
fraile [φράιλε] (ουσΥαρσ.) μοναχός φοποιώ.
καλόγερος, fraterno [φρατέρνο] (επίθ.) αδελφι­
frambuesa [φραμ'μττουέσα] (ουσΥθηλ.) κός.
βατόμουρο, fratricida [φρατριθίδα] (ουσΥαρσ.+
frambueso [φραμ'μττουέσο] (ουσΥαρσ.) θηλ.) αδελφοκτόνος.
βατομουριά. fratricidio [φρατριθίδιο] (ουσ,/αρσ.)
francachela [φρανκατσέλα] (ουσΥθηλ.) αδελφοκτονία.
τσιμπούσι, φαγοπότι, fraude [φράουδε] (ουσΥαρσ.) απάτη,
francamente [φράνκαμέν'τε] (επίρρ.) εξαπάτηση, ατιμία,
ειλικρινά. fraudulencia [φραουδουλένθια] (ουσ./

287
fraudulento

θηλ.) δόλια πρόθεση, fresco1 [φρέσκο] (ουσΥαρσ.) 1: δρο­


fraudulento [φραουδουλέν'το] (επίθ.) σιά, 2: τοιχογραφία.
απατηλός, δόλιος, fresco2 [φρέσκο] (επίθ.) 1: δροσερός,
fray [φράι] (ουσΥαρσ.) αδελφός (μο­ 2: νωπός, 3: φρέσκος 4: πρόσφατος
ναχός). 5: ξεκούραστος
freático [φρεάτικο] (επίθ.) φρεατικός. frescor [φρεσκόρ] (ουσΥαρσ.) φρε­
frecuencia [φρεκουένθια] (ουσΥθηλ.) σκάδα.
συχνότητα, frescura [φρεσκούρα] (ουσΥθηλ.) δρο­
frecuentador/ra [φρεκουεν^αδόρ/ρα] σιά.
(ουσΥαρσ.+ θηλ.) θαμώνας fresno [φρέσνο] (ουσΥαρσ.) φλαμου­
frecuentar [φρεκουεν'τάρ] (ρ.) συχνά­ ριά.
ζω. fresón [φρεσόν] (ουσΥαρσ.) φραου-
frecuente [φρεκουέν'τε] (επίθ.) συ­ λιά.
χνός. freudiano [φρεουδιάνο] (επίθ.) φροϋ­
frecuentemente [φρεκουέν'τεμέν'τε] δικός.
(επίρρ.) συχνά, freza [φρέθα] (ουσΥθηλ.) κοπριά,
fregadero [φρεγαδέρο] (ουσΥαρσ.) friable [φριάμπλε] (επίθ.) που τρίβεται
νεροχύτης, εύκολα.
fregar [<ρρεγάρ] (ρ.) πλένω, σφουγγα­ frialdad [φριαλδάδ] (ουσΥθηλ.) ψυ­
ρίζω, καθαρίζω, χρότητα, αδιαφορία,
fregona [φρεγόνα] (ουσΥθηλ.) 1: fríamente [φρίαμεν'τε] (επίρρ.) ψυ-
σφουγγαρίστρα, 2: καθαρίστρια, ΧΡά.
freír [φρεΐρ] (ρ.) τηγανίζω, fricasé [φρικασέ] (ουσΥαρσ.) φρικασέ,
fréjol [φρέχολ] (ουσΥαρσ.) φασόλι, fricativo [φρικατίβο] (επίθ.) δασύς
frenar [φρανάρ] (ρ.) 1: ανακόπτω, φρε­ fricción [φρικθιόν] (ουσΥθηλ.) τριβή,
νάρω, 2: χαλιναγωγώ, εντριβή.
frenesí [φρενεσί] (ουσΥαρσ.) φρενίτι­ friccionar [φρικθιονάρ] (ρ.) τρίβω,
δα, παροξυσμός, friega [φριέγα] (ουσΥθηλ.) εντριβή,
frenético [φρενέτικο] (επίθ.) τρελός, τρίψιμο.
παράφρων, έξω φρενών. frigidez [φριχιδέθ] (ουσΥθηλ.) ψυχρό­
freno [φρένο] (ουσΥαρσ.) φρένο, τητα, παγερότητα.
frente [φρέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: frígido [φρίχιδο] (επίθ.) ψυχρός πα­
μέτωπο, 2: πρόσοψη ·hacer frente - γερός.
αντιμετωπίζω ·de frente - μπροστά · frigo [φρίγο] (ουσΥαρσ.) ψυγείο,
frente a - απέναντι, frigorífico [φριγορίφικο] (ουσΥαρσ.)
fresa [φρέσα] (ουσΥθηλ.) φράουλα, ψυγείο.
fresadora [φρεσαδόρα] (ουσΥθηλ.) frijol [φριχόλ] (ουσΥαρσ.) φασόλι,
φρέζα. frío [φρίο] 1: (ουσΥαρσ.) κρύο, ψύχος
fresal [φρεσάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία 2: (επίθ.) κρύος ψυχρός,
φράουλας, friolento [φριολέν'το] (επίθ.) κρυου-
fresar [φρεσάρ] (ρ.) φρεζάρω, προε­ λιάρης.
τοιμάζω το έδαφος για σπορά, friolero [φριολέρο] (επίθ.) κρυουλιά-
fresca [φρέσκα] (ουσΥθηλ.) πρωινός pnc
αέρας, φρέσκος αέρας. frisar [φρισάρ] (ρ.) προσεγγίζω, πλη-
fuerza

σιάζω. fruncido [φρουνθίδο] (επίθ.) 1: σου­


fritada [φριτάδα] (ουσΥθηλ.) τηγανιά, ρωμένος πλισέ 2: συνοφρυωμένος,
fritar [φριτάρ] (ρ.) τηγανίζω, fruncir [φρουνθίρ] (ρ.) συνοφρυώνο­
frito [φρίτο] (επίθ.) τηγανητός, μαι, κατσουφιάζω, σουφρώνω,
fritura [φριτούρα] (ουσΥθηλ.) τηγα­ fruslería [φρουσλερία] (ουσΥθηλ.)
νιά. στολίδι, μπιχλιμπίδι,
frivolidad [φριβολιδάδ] (ουσΥθηλ.) frustración [φρουστραθιόν] (ουσΥθηλ.)
επιπολαιότητα, ελαφρομυαλιά. 1: ματαίωση, 2: απογοήτευση,
frívolo [φρίβολο] (επίθ.) επιπόλαιος frustrar [φρουστράρ] (ρ.) 1: ματαιώνω,
επιφανειακός, ελαφρόμυαλος 2: απογοητεύω,
fronda [φρόνδα] (ουσΥθηλ.) φύλλω­ fruta [φρούτα] (ουσΥθηλ.) φρούτο,
μα. frutal [φρουτάλ] (επίθ.) οπωροφόρος,
frondoso [φρον'ντόσο] (επίθ.) πυκνός frutería [φρουτερία] (ουσΥθηλ.) οπω­
δασύς. ροπωλείο, μανάβικο,
frontal [φρον'τάλ] (επίθ.) μετωπικός, frutero [φρουτέρο] 1: (ουσΥαρσ.) μα­
frontera [φρον'τέρα] (ουσΥθηλ.) σύ­ νάβης 2: (επίθ.) οπωρικός.
νορο, όριο. fruticultura [φρουτικουλτούρα] (ουσΥ
fronterizo [φρον'τερίθο] (επίθ.) συνο­ θηλ.) οπωροκαλλιέργεια.
ριακός. fruto [φρούτο] (ουσΥαρσ.) 1: φρούτο,
frontero [φροντέρο] (επίθ.) αντιμέτω­ καρπός 2: αποτέλεσμα, προϊόν, 3:
πος. προνόμιο,
frontis [φρόν'τις] (ουσΥαρσ.) πρόσο­ fucsia [φούκσια] 1: (ουσΥθηλ.) φούξια
ψη. (δέντρο), 2: (επίθ.) φούξια χρώματος,
frontón [φρον'τόν] (ουσΥαρσ.) αέτω­ fuego [φουέγο] (ουσΥαρσ.) 1: φωτιά,
μα. πυρ, 2: εστία κουζίνας
frotación [φροταθιόν] (ουσΥθηλ.) τρί­ fuel [φουέλ] (ουσΥαρσ.) μαζούτ.
ψιμο, τριβή, fuelle [φουέγιε] (ουσΥαρσ.) φυσητή­
frotar [φροτάρ] (ρ.) τρίβω, ρας φυσερό,
frote [φρότε] (ουσΥαρσ.) τρίψιμο, fuente [φουέν'τε] (ουσΥθηλ.) 1: πηγή,
fructífero [φρουκτίφερο] (επίθ.) 1: 2: σιντριβάνι, 3: πιατέλα, δίσκος
καρποφόρος 2: εύφορος, fuera [φουέρα] (επίρρ.) (de) έξω, εκτός
fructificar [φρουκτιφικάρ] (ρ.) καρπο­ • querría viajar fuera de Grecia - θα
φορώ. ήθελα να ταξιδέψω εκτός Ελλάδος ·
fructosa [φρουκτόσα] (ουσΥθηλ.) φρου­ estoy fuera -βρίσκομαι εκτός· ¡fuera
κτόζη. de aquí! - έξω από εδώ!,
fructuoso [φρουκτουόσο] (επίθ.) επι­ fuero [φουέρο] (ουσΥαρσ.) 1: κώδι­
κερδής καρποφόρος, κας 2: δικαίωμα, 3: δικαιοδοσία, 4:
frugal [φρουγάλ] (επίθ.) λιτός, προνόμιο,
frugalidad [φρουγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) fuerte [φουέρτε] (επίθ.) 1: δυνατός
λιτότητα. ισχυρός 2: ανθεκτικός
fruición [φρουιθιόν] (ουσΥθηλ.) από­ fuertemente [φουέρτεμέν'τε] (επίρρ.)
λαυση. δυνατά, ηχηρά, ισχυρά,
frunce [φρούνθε] (ουσΥαρσ.) σούρα, fuerza [φουέρθα] (ουσΥθηλ.) 1: δύ­
πλισέ. ναμη, 2: αντοχή, 3: βία ·por fuerza

289
fuga

- εξαναγκαστικά, fumigación [φουμιγαθιόν] (ουσ,/θηλ.)


fuga [φούγα] (συσ./θηλ.) 1: απόδραση, απολύμανση με καπνό,
δραπέτευση, διαφυγή, 2: διαρροή, fumigar [φουμιγάρ] (ρ.) απολυμαίνω
fugarse [φουγάρσε] (ρ.) δραπετεύω, με καπνό.
τρέπομαι σε φυγή. fumosidad [φουμοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
fugaz [φουγάθ] (επίθ.) 1: φευγαλέος, 2: κάπνα.
εφήμερος παροδικός, fumoso [φουμόσο] (επίθ.) καπνώδης.
fugitivo [φουχιτίβο] 1:(ουσΥαρσ.) φυ- funámbulo [φουνάμ'μπουλο] (ουσΥ
γάς δραπέτης 2: (επίθ.) που τρέπε­ αρσ.) σχοινοβάτης,
ται σε φυγή. función [φουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: λει­
fulano [φουλάνο] (αντ.) τάδε. τουργία (γενικά), 2: λειτουργία (εκ­
fular [φουλάρ] (ουσΥαρσ.) μεταξωτό κλησίας), 3: παράσταση, 4: (funciones)
φουλάρι. καθήκον.
fulcro [φούλκρο] (ουσ./αρσ.) υπομό- funcional [φουνθιονάλ] (επίθ.) λει­
χλιο, έρεισμα, τουργικός,
fulgente [φουλχέν'τε] (επίθ.) λαμπε­ funcionalidad [φουνθιοναλιδάδ] (ουσΥ
ρός γυαλιστερός αστραφτερός λα­ θηλ.) λειτουργικότητα,
μπρός. funcionamiento [φουνθισναμιέν'το] (ουσΥ
fulgir [φουλχίρ] (ρ.) λάμπω, γυαλίζω, αρσ.) λειτουργία,
fulgor [φουλγόρ] (ουσΥαρσ.) λάμψη, funcionar [φουνθιονάρ] (ρ.) λειτουρ­
αίγλη. γώ.
fulgurante [φουλγουράν'τε] (επίθ.) εκ­ funcionario [φουνθιονάριο] (ουσΥαρσ.)
θαμβωτικός λαμπερός, 1: λειτουργός 2: δημόσιος υπάλληλος
fulgurar [φουλγουράρ] (ρ.) λάμπω, funda [φούν'ντα] (ουσΥθηλ.) κάλυμμα,
fullería [φουγιερία] (ουσΥθηλ.) απατεω­ σκέπασμα, θήκη.
νιά, κόλπο, fundación [φουν'νταθιόν] (ουσΥθηλ.)
fullero [φουγιέρο] (ουσΥαρσ.) χαρτο­ 1: ίδρυση, θεμελίωση, 2: ίδρυμα,
κλέφτης. fundador [φουν'νταδόρ] (ουσΥαρσ.)
fulminación [φουλμιναθιόν] (ουσ./ ιδρυτής θεμελιωτής,
θηλ.) ισχυρή έκρηξη, fundamental [φουν'νταμεν'τάλ] (επίθ.)
fulminante [φουλμινάν'τε] (επίθ.) κε­ θεμελιώδης βασικός,
ραυνοβόλος αιφνίδιος, fundamentar [φουνδ(^χνΐάρ](ρΟιδρύω,
fulminar [φουλμινάρ] (ρ.) κατακεραυ­ θεμελιώνω,
νώνω, κεραυνοβολώ, αποσβολώνω, fundamento [φουν'νταμέν'το] (ουσΥ
fumada [φουμάδα] (ουσ,/θηλ.) ρου­ αρσ.) θεμέλιο, βάση, στήριγμα,
φηξιά, τζούρα καπνού, fundar [φουν'ντάρ] (ρ.) 1: ιδρύω, θε­
fumadero [φουμαδέρο] (ουσ,/αρσ.) σπίζω, θεμελιώνω, 2: στηρίζω,
καπνιστήριο, τεκές, fundir [<pouvVríp] (ρ.) 1: λιώνω, τήκω,
fumado [φουμάδο] (επίθ.) μαστουρω­ 2: συγχωνεύω, ενοποιώ,
μένος καπνισμένος, fundo [φούν'ντο] (ουσΥαρσ.) κτήμα,
fumador [φουμαδόρ] (ουσ./αρσ.) κα­ fúnebre [φούνεμπρε] (επίθ.) επική­
πνιστής. δειος νεκρικός νεκρώσιμος πένθι­
fumar [φουμάρ] (ρ.) 1: καπνίζω, 2: μος.
παίρνω είδηση. funeral [φουνεράλ] (ουσΥαρσ.) κη-

290
futuro

δε(α, εκφορά νεκρού, fusilamiento [φουσιλαμιέν'το] (ουσ./


funeraria [φουνεράρια] (ουσ,/θηλ.) αρσ.) συνοπτική εκτέλεση διά του­
γραφείο τελετών, φεκισμού,
funerario [φουνεράριο] (επίθ.) νεκρώ­ fusilar [φουσιλάρ] (ρ.) τουφεκίζω,
σιμος. εκτελώ.
funesto [φουνέστο] (επίθ.) ολέθριος, fusilero [φουσιλέρο] (ουσ7αρσ.) τυ­
καταστροφικός, φεκιοφόρος στρατιώτης που κάνει
fungible [φουνχίμπλε] (επίθ.) αναλώ­ χρήση όπλου,
σιμος. fusión [φουσιόν] (ουσ7θηλ.) 1: τήξη, 2:
fungicida [φουνχιθίδα] (επίθ.) μυκη- συγχώνευση, ενοποίηση,
τοκτόνος. fusionar [φουσιονάρ] (ρ.) συγχωνεύω,
fungoso [φουνγκόσο] (επίθ.) μυκητώ­ fusta [φούστα] (ουσ./θηλ.) μαστίγιο,
δης. καμουτσίκι.
funicular [φουνικουλάρ] (ουσ./αρσ.) fustigar [φουστιγόρ] (ρ.) μαστιγώνω,
σχοινοσυρμός τελεφερίκ, fútbol [φούτμπολ] (ουσΥαρσ.) ποδό­
furgón [φοΰργόν] (ουσ,/αρσ.) φορτη­ σφαιρο.
γό. futbolín [φουτμπολίν] (ουσ./αρσ.) πο-
furgoneta [φουργονέτα] (ουσΥθηλ.) δοσφαιράκι.
φορτηγάκι, futbolista [φουτμπολίστα] (ουσ,/αρσ.)
furia [φούρια] (ουσ7θηλ.) οργή, ορμή, ποδοσφαιριστής
μανία. futbolístico [φουτμπολίστικο] (επίθ.)
furibundo [φουριμπούν'ντο] (επίθ.) μαι- ποδοσφαιρικός
νόμενος οργισμένος, fútil [φούτιλ] (επίθ.) 1: ασήμαντος 2:
furioso [φουριόσο] (επίθ.) εξοργισμέ­ μάταιος άσκοπος,
νος οργισμένος εκτός εαυτού, futilidad [φουτιλιδάδ] (ουσ7θηλ.) αση-
furor [φουρόρ] (ουσ/αρσ.) λύσσα, πά­ μαντότητα, μηδαμινότητα.
θος μανία, futurismo [φουτουρίσμο] (ουσ7αρσ.)
furtivo [φουρτίβο] (επίθ.) κρυφός λα­ φουτουρισμός,
θραίος παράνομος, futurístico [φουτουρίστικο] (επίθ.) φου­
fuselaje [φουσελάχε] (ουσ,/αρσ.) άτρα­ τουριστικός
κτος αεροσκάφους futuro [φουτούρο] 1: (ουσ,/αρσ.) μέλ­
fusible [φουσίμπλε] (ουσ./αρσ.) ηλε­ λον, 2: (Γραμμ.) μέλλοντας (χρόνος),
κτρική ασφάλεια, 3: (επίθ.) μελλοντικός.
fusil [φουσίλ] (ουσ7αρσ.) τουφέκι.

291
gaitero [γκαϊτέρο] (ουσΥαρσ.) παίχτης
γκάιντας.
G, g [χε] (ουσ./θηλ.) το όγδοο γράμμα gajes [γάχες] (ουσΥαρσ.) πληθ. απρόο­
του ισπανικού αλφαβήτου, πτα, ρίσκα ·gajes del oficio - απρόο­
gabán [γαμπάν] (ουσΥαρσ.) εξωτερικό πτα της δουλειάς,
ένδυμα, πανωφόρι, gajo [γάχο] (ουσΥαρσ.) σπασμένο κλα­
gabardina [γαμπαρδίνα] (ουσΥθηλ.) ρί.
καμπαρντίνα. gala [γάλα] (ουσΥθηλ.) 1: γκαλά, 2:
gabarra [γαμπάρα] (ουσΥθηλ.) φορτη­ στολίδι, 3: επίσημο ένδυμα,
γίδα, μαούνα, galáctico [γαλάκτικο] (επίθ.) γαλαξια-
gabarrero [γαμπαρέρο] (ουσΥαρσ.) κός.
μαουνιέρης. galafate [γαλάν'τε] (ουσΥαρσ.) λωπο­
gabarro [γαμπάρο] (ουσΥαρσ.) ελάτ­ δύτης.
τωμα στο ύφασμα, galán [γαλάν] (ουσΥαρσ.) 1: ευγενής
gabela [γαμπέλα] (ουσΥθηλ.) δασμός 2: ερωτικός συνοδός,
φόρος. galante [γαλάν'τε) (επίθ.) 1: ιπποτικός
gabinete [γαμπινέτε] (ουσΥαρσ.) στού­ 2: ερωτύλος,
ντιο, γραφείο, galantear [γαλαν'τεάρ] (ρ.) ερωτοτρο­
gacela [γαθέλα] (ουσΥθηλ.) αντιλόπη, πώ, φλερτάρω, κορτάρω,
γαζέλα. galanteo [γαλαν'τέο] (ουσΥαρσ.) ερω-
gaceta [γαθέτα] (ουσΥθηλ.) εφημερί­ τοτροπία, φλερτ,
δα. galantería [γαλαν'τερία] (ουσΥθηλ.)
gacetero [γαθετέρο] (ουσΥαρσ.) εφη­ 1: ιπποτισμός 2: φιλοφρόνηση, κο-
μεριδοπώλης, μπλιμέντο.
gacetilla [γαθετίγια] (ουσΥθηλ.) στήλη galanura [γαλανούρα] (ουσΥθηλ.) γοη­
σε εφημερίδα, τεία.
gacetillero [γαθετιγιέρο] (ουσΥαρσ.) galápago [γαλάπαγο] (ουσΥαρσ.) χε­
αρθρογράφος. λώνα του γλυκού νερού,
gacha [γάτσα] (ουσΥθηλ.) χυλός από galardón [γαλαρδόν] (ουσΥαρσ.) βρα­
βρώμη ή αλεύρι, πολτός, βείο, έπαινος,
gachí [γατσί] (ουσΥθηλ.) όμορφη κο­ galardonar [γαλαρδονάρ] (ρ.) βρα­
πέλα. βεύω, επαινώ,
gacho [γάτσο] (επίθ.) λυγισμένος προς galaxia [γαλάζια] (ουσΥθηλ.) γαλαξί­
τα κάτω. ας.
gafa [γάφα] (ουσΥθηλ.) 1: γυαλιά, 2: galbana [γαλμπάνα] (ουσΥθηλ.) νω-
γάντζος ·gafas -γυαλιά, θρότητα, αδράνεια,
gafar [γαφάρ] (ρ.) γαντζώνω, galeno [γαλένο] (επίθ.) ήπιος,
gafe [γάφε] (επίθ.) γκαντέμης κακότυ­ galera [γαλέρα] (ουσΥθηλ.) γαλέρα.
χος γρουσούζης, galería [γαλερία] (ουσΥθηλ.) 1: γαλα­
gagá [γαγκά] (ουσΥαρσ.) βουτυρόπαι­ ρία, εξώστης, 2: στοά, 3: πινακοθήκη,
δο, λιμοκοντόρος γκαλερί.
gago [γάγκο] (επίθ.) τραυλός, βραδύ­ galgo [γάλγκο] (ουσΥαρσ.) κυνηγό­
γλωσσος, σκυλο.
gaita [γκάιτα] (ουσΥθηλ.) γκάιντα. gálico [γάλικο] (ουσΥαρσ.) σύφιλη.

292
ganapán

galillo [γαλίγιο] (ουσ,/αρσ.) σταφυλή, gamba [γάμ'μπα] (ουσ,/θηλ.) γαρίδα,


galimatías [γαλιματ(ας] (ουσ,/αρσ.) ακα­ gamberrada [γαμ'μπεράδα] (ουσ./
τάληπτη γλώσσα ασυναρτησίες (καθ.) θηλ.) σαματάς φασαρία,
μττούρδες gamberrear [γαμ'μπερεάρ] (ρ.) κάνω
gallardía [γαγιαρδία] (ουσ7θηλ.) 1: σαματά, κάνω χουλιγκανισμούς,
κομψότητα, 2: ανδρεία, gamberrismo [γαμ'μπερίσμο] (ουσ./
gallardo [γαγιάρδο] (επίθ.) 1: εκλεπτυ­ αρσ.) χουλιγκανισμός,
σμένος κομψός 2: γενναίος gamberro [γαμ'μπέρο] (ουσ7αρσ.) τα­
gallear [γαγιάρ] (ρ.) κορδώνομαι, ραχοποιός αλήτης χούλιγκαν,
galleta [γαγιέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: μπισκό­ gambeta [γαμ'μπέτα] (ουσ,/θηλ.) ξε-
το, 2: ράπισμα, χαστούκι, γλίστρημα, υπεκφυγή,
galletero [γαγιετέρο] (ουσ/αρσ.) κου­ gamella [γαμέγια] (ουσ7θηλ.) ποτί-
τί μπισκότων, στρα.
gallina [γαγίνα] (ουσ,/θηλ.) κότα. gameto [γαμέτο] (ουσ./αρσ.) ώριμο
gallinaza [γαγινάθα] (ουσ,/θηλ.) κου- αναπαραγωγικό κύτταρο, γαμέτης,
τσουλιά. gamo [γάμο] (ουσΥαρσ.) ελάφι,
gallinería [γαγινερία] (ουσ7θηλ.) 1: gamuza [γαμούθα] (ουσ,/αρσ.) σα-
ορνιθοπωλείο, 2: κοπάδι κότες, μουά, δέρμα αγριοκάτσικου,
gallinero [γαγινέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: ορ­ gana [γάνα] (ουσ,/θηλ.) επιθυμία, όρε­
νιθοτροφείο, 2: κοτέτσι, ξη, κέφι ·hace lo que le da la gana -
gallipavo [γαγιπάβο] (ουσ,/αρσ.) γα­ κάνει ότι του κατέβει ·quedarse con
λοπούλα. ganas de - μένω με την επιθυμία να
gallito [γαγίτο] (ουσ,/αρσ.) παλικαράς κάνω κάτι που δεν πραγματοποιήθη-
νταής. κε ·me quedé con ganas de hablarte
gallo [γάγιο] (ουσ,/αρσ.) κόκορας πε­ más - έμεινα με την επιθυμία να σου
τεινός. μιλήσω περισσότερο · tengo ganas
gallofero [γαγιοφέρο] (επίθ.) αργό­ de - έχω όρεξη · tengo ganas de ir
σχολος νωθρός, τεμπέλης, a la playa - έχω όρεξη να πάω στην
galón [καλόν] (ουσ,/αρσ) γαλόνι, παραλία.
galopada [γαλοπάδα] (ουσ,/θηλ.) καλ­ ganadería [γαναδερία] (ουσ,/θηλ.) κτη­
πασμός. νοτροφία,
galopante [γαλοπάν'τε] (επίθ.) καλπά- ganadero [γαναδέρο] (ουσ7αρσ.) κτη-
ζων. νοτρόφος βοοειδών, αγελαδοτρό-
galopar [γαλοπάρ] (ρ.) καλπάζω, φος
galope [γαλόπε] (ουσΥαρσ.) καλπα­ ganado [γανάδο] (ουσ,/αρσ.) κοπάδι,
σμός. αγέλη.
galopín [γαλοπίν] (ουσ,/αρσ.) εξυπνά­ ganador [γαναδόρ] (ουσ7αρσ.) νικη­
κιας. τής
galvanizado [γαλβανιθάδο] (επίθ.) γαλ- ganancia [γανάνθια] (ουσ/θηλ.) κέρ­
βανιζέ. δος όφελος,
galvanizar [γαλβανιθάρ] (ρ.) επιμεταλ­ ganancioso [γανανθιόσο] (επίθ.) επι­
λώνω, γαλβανίζω. κερδής κερδοφόρος,
gama [γάμα] (ουσΥθηλ.) κλίμακα, γκά­ ganapán [γαναπάν] (ουσ7αρσ.) περι-
μα. στασιακός έκτακτος εργάτης.

293
ganar

ganar [γανάρ] (ρ.) κερδίζω ·mi equipo πληθ. ορνιθοσκαλίσματα, δυσανά­


ganó el partido - η ομάδα μου κέρ­ γνωστα γράμματα,
δισε τον αγώνα · Ana gana mucho garaje [γαράχε] (ουσΥαρσ.) γκαράζ.
dinero - η Αννα βγάζει πολλά λεφτά, garañón [γαρανιόν] (ουσΥαρσ.) επι­
ganchillo [γαντσίγιο] (ουσΥαρσ.) βε­ βήτορας.
λονάκι πλεξίματος, garante [γαράν'τε] (ουσΥαρσ.) εγγυη­
gancho [γάντσο] (ουσΥαρσ.) γάντζος, τής
αγκίστρι. garantía [γαραν'τία] (ουσΥθηλ.) εχέγ­
ganchoso [γαντσόσο] (επίθ.) γαντζω­ γυο, εγγύηση,
μένος αγκιστρωμένος. garantir [γαραν'τίρ] (ρ.) εγγυώμαι,
gandul [γανδούλ] (επίθ.) φυγόπονος garantizado [γαραντιθάδο] (επίθ.) εγ­
τεμπέλης, αργόσχολος γυημένος,
gandulear [γανδουλεάρ] (ρ.) χασομε­ garantizar [γαραν'τιθάρ] (ρ.) εγγυώ­
ρώ, χρονοτριβώ, μαι.
gandulería [γανδουλερία] (ουσΥθηλ.) garapiñar [γαραπινιάρ] (ρ.) ζαχαρώ­
χασομέρι, χρονοτριβή, νω.
ganga [γάνγκα] (ουσΥθηλ.) ευκαιρία, garbanzo [γαρμπάνθο] (ουσΥαρσ.) 1:
κελεπούρι, ρεβίθι, 2: (μτφ.) το μαύρο πρόβατο,
ganglio [γάνγκλιο] (ουσΥαρσ.) γάγ­ garbear [γαρμπεάρ] (ρ.) 1: κλέβω, 2:
γλιο, πρήξιμο, παριστάνω τον κομψό,
gangoso [γανγκόσο] (επίθ.) ένρινος garbeo [γαρμπέο] (ουσΥαρσ.) προ­
(ήχος). σποίηση κομψότητας,
gangrena [γανγκρένα] (ουσΥθηλ.) γάγ­ garbo [γάρμπο] (ουσΥαρσ.) 1: χάρι­
γραινα. σμα, 2: κομψότητα, λεπτότητα,
gangrenarse [γανγκρενάρσε] (ρ.) πα­ garboso [γαρμπόσο] (επίθ.) γεμάτος
θαίνω γάγγραινα, χάρη, κομψός καλλίγραμμος,
ganguear [γανγκεάρ] (ρ.) μιλάω ένρι­ gardenia [γαρδένια] (ουσΥθηλ.) γαρ-
να. δένια.
gangueo [γανγκέο] (ουσΥαρσ.) ένρι­ garfa [γάρφα] (ουσΥθηλ.) νύχι ορνέ­
νος ήχος. ων.
ganoso [γανόσο] (επίθ.) πρόθυμος garño [γάρφιο] (ουσΥαρσ.) γάντζος
ενθουσιώδης τσιγκέλι.
ganso [γάνσο] (ουσΥαρσ.) 1: χήνα, 2: gargajear [γαργαχεάρ] (ρ.) αποβάλλω
αδέξιος 3: τεμπέλης 4: χαζός, φλέγματα,
ganzúa [γανθούα] (ουσΥθηλ.) 1: αντι­ gargajo [γαργάχο] (ουσ,/αρσ.) φλέ­
κλείδι, 2: πασπαρτού. γμα.
gañán [γανιάν] (ουσΥαρσ.) αγρότης garganta [γαργάν'τα] (ουσΥθηλ.) 1:
gañido [γανίδο] (ουσΥαρσ.) ουρλια­ λαιμός 2: φάρυγγας.
χτό ζώου. gargantilla [γαργαν'τίγια] (ουσΥθηλ.)
gañir [γανίρ] (ρ.) (για ζώα) ουρλιάζω, 1: κολιέ, 2: κολάρο,
gañón [γανιόν] (ουσΥαρσ.) λάρυγγας, gárgara [γάργαρα] (ουσΥθηλ.) γαρ­
garabatear [γαραμπατεάρ] (ρ.) γράφω γάρα.
ορνιθοσκαλίσματα, gargarismo [γαργαρίσμο] (ουσΥαρσ.)
garabatos [γαραμπάτος] (ουσΥαρσ.) γαργαρισμός.

294
gavilla

gargarizar [γαργαριθάρ] (ρ.) κάνω garza [γάρθα] (ουσΥθηλ.) φλαμίνγκο.


γαργάρες, gas [γας] (ουσΥαρσ.) αέριο, γκάζι,
garita [γαρίτα] (ουσΥθηλ.) σκοπιά, φυ­ gasa [γάσα] (ουσΥθηλ.) γάζα.
λάκιο. gaseosa [γασεόσα] (ουσ,/θηλ.) γκα­
garitero [γαριτέρο] (ουσΥαρσ.) τσιλια­ ζόζα.
δόρος. gaseoso [γασεόσο] (επίθ.) αεριούχος,
garito [γαρίτο] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτο- ανθρακούχος.
παιχτική λέσχη, 2: κακόφημο διασκε- gasificar [γασιφικάρ] (ρ.) αεριοποιώ,
δαστήριο, καταγώγιο, gasoducto [γασεοδούκτο] (ουσΥαρσ.)
garlador [γαρλαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) αγωγός αερίου,
πολυλογάς, 2: (επίθ.) φλύαρος, gasóleo [γασόλεο] (ουσΥαρσ.) ντίζελ.
garlito [γαρλίτο] (ουσΥαρσ.) δίχτυ για gasolina [γασολίνα] (ουσΥθηλ.) βεν­
ψάρεμα. ζίνη.
garra [γάρα] (ουσΥθηλ.) 1: νύχι ζώων, gasolinera [γασολινέρα] (ουσΥθηλ.) βεν­
2: αντρικό χέρι. ζινάδικο, πρατήριο καυσίμων,
garrafa [γαράφα] (ουσΥθηλ.) 1: καρά­ gastado [γαστάδο] (επίθ.) φθαρμένος
φα, 2: φιάλη, gastador [γασταδόρ] (επίθ.) 1: πολυέ­
garrafal [γαραφάλ] (επίθ.) τερατώδης, ξοδος, 2: ανοιχτοχέρης (καθ.) γαλα­
garrapata [γαραπάτα] (ουσ,/θηλ.) τσι­ ντόμος.
μπούρι, άκαρι. gastar [γαστάρ] (ρ.) ξοδεύω, δαπανώ,
garrapatear [γαραπατεάρ] (ρ.) μου- χαλώ, φθείρω,
τζουρώνω. gasto [γάστο] (ουσΥαρσ.) έξοδο, δα­
garrido [γαρίδο] (επίθ.) 1: κομψός, 2: πάνη.
ελκυστικός, gástrico [γάστρικο] (επίθ.) γαστρικός
garroba [γαρόμπα] (ουσΥθηλ.) χαρού­ gastritis [γαστρίτις] (ουσΥθηλ.) γα­
πι, ξυλοκέρατο, στρίτιδα.
garrocha [γαρότσα] (ουσΥθηλ.) κο­ gastronomía [γαστρονομία] (ουσΥθηλ.)
ντάρι. γαστρονομία,
garrotazo [γαροτάθο] (ουσΥαρσ.) ρο- gastrónomo [γαστρόνομο] (ουσΥαρσ.)
παλιά. γαστρονόμος.
garrote [γαρότε] (ουσΥαρσ.) ρόπαλο, gata [γάτα] (ουσΥθηλ.) γάτα.
ράβδος. gateado [γατεάδο] (επίθ.) αιλουροει­
garrotillo [γαροτίγιο] (ουσΥαρσ.) λα­ δής
ρυγγίτιδα, gatear [γατεάρ] (ρ.) 1: μπουσουλώ, 2:
garrucha [γαρούτσα] (ουσΥθηλ.) τρο­ σκαρφαλώνω,
χαλία. gatillo [γατίγιο] (ουσΥαρσ.) σκανδάλη,
garrulería [γαρουλερία] (ουσΥθηλ.) πο­ gato [γάτο] (ουσΥαρσ.) 1: γάτος 2:
λυλογία, φλυαρία, γρύλλος.
garrulidad [γαρουλιδάδ] (ουσΥθηλ.) gatuno [γατούνο] (επίθ.) γατίσιος,
πολυλογία, φλυαρία, gaveta [γαβέτα] (ουσΥθηλ.) συρτάρι
gárrulo [γάρουλο] (επίθ.) πολυλογάς γραφείου,
φλύαρος. gavilán [γαβιλάν] (ουσΥαρσ.) γεράκι,
garúa [γαρούα] (ουσΥθηλ.) ψιλόβροχο. gavilla [γαβίγια] (ουσΥθηλ.) δέσμη,
garuar [γαρουάρ] (ρ.) ψιχαλίζει. δεμάτι.

295
gaviota

gaviota [γαβιότα] (ουσ./θηλ.) γλάρος, θηλ.) χωροφυλακή,


gaza [γάθα] (ουσ./θηλ.) θηλιά, βρό­ genealogía [χενεαλοχία] (ουσΥθηλ.)
χος. γενεαλογία,
gazapera [γαθαπέρα] (ουσΥθηλ.) κου- genealógico [χενεαλόχικο] (επίθ.) γε­
νελοφωλιά. νεαλογικός,
gazapo [γαθάπο] (ουσΥαρσ.) 1: κουνε­ generación [χενεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
λάκι, 2: σφάλμα, λάθος, 3: ψέμα. γενιά, γενεά,
gazmoñería [γαθμονιερία] (ουσΥθηλ.) generador [χενεραδόρ] (ουσΥαρσ.)
1: υποκρισία, 2: σεμνοτυφία, γεννήτρια,
gazmoñero [γαθμονιέρο] (ουσΥαρσ.) general [χενεράλ] 1: (ουσΥαρσ.) στρα­
1: υποκριτής 2: σεμνότυφος, τηγός 2: (επίθ.) γενικός 3: (επίρρ.) σε
gaznápiro [γαθνάπιρο] (επίθ.) κνώδα­ γενικές γραμμές γενικά ·en general
λο, άξεστος, - γενικά.
gaznate [γαθνάτε] (ουσΥαρσ.) οισο­ generalato [χενεραλάτο] (ουσΥαρσ.)
φάγος λάρυγγας στρατηγία,
gazuza [γαθούθα] (ουσΥθηλ.) πείνα, generalidad [χενεραλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
λόρδα. 1: γενικότητα, 2: πλειοψηφία.
géiser [γέισερ] (ουσΥαρσ.) θερμοπί­ generalísimo [χενεραλίσμο] (ουσΥαρσ.)
δακας, αρχιστράτηγος
gel [χελ] (ουσΥαρσ.) ζελέ. generalización [χενεραλιθαθιόν] (ουσΥ
gelatina [χελατίνα] (ουσΥθηλ.) ζελα- θηλ.) 1: γενικοποίηση, 2: γενίκευση,
τίνη. κλιμάκωση,
gelatinoso [χελατινόσο] (επίθ.) ζελα- generalizar [χενεραλιθάρ] (ρ.) 1: γενι­
τινώδης. κεύω, 2: κλιμακώνω,
gélido [χέλιδο] (επίθ.) παγωμένος πα­ generalmente [χενεράλμεν"τε] (επίρρ.)
γερός. γενικά.
gema [χέμα] (ουσΥθηλ.) 1: πετράδι, generar [χενεράρ] (ρ.) 1: γεννώ, παρά­
πολύτιμος λίθος 2: βλαστός ματιού, γω, 2: προκαλώ,
gemelo [χεμέλο] 1: (ουσΥαρσ.) μανικε- generativo [γενερατίβο] (επίθ.) παρα­
τόκουμπο, 2: (επίθ.) δίδυμος, γωγικός
gemelos [χεμέλος] (ουσΥαρσ.) πληθ. genérico [χενέρικο] (επίθ.) χαρακτη­
κιάλια. ριστικός
gemido [χεμίδο] (ουσΥαρσ.) 1: βο­ género [χένερο] (ουσΥαρσ.) 1: γένος
γκητό, 2: λυγμός αναφιλητό, 3: μου- 2: είδος 3: εμπόρευμα, 4: ύφασμα,
γκρητό. generosidad [χενεροσιδάδ] (ουσΥ
Géminis [χέμινις] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) θηλ.) γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία,
Δίδυμοι. generoso [χενερόσο] (επίθ.) γενναιό­
gemir [χεμίρ] (ρ.) 1: βογκώ, 2: κλαίω δωρος μεγαλόψυχος
με λυγμούς σπαράζω στο κλάμα, 3: genésico [χενέσικο] (επίθ.) γενετικός,
μουγκρίζω, génesis [χένεσις] (ουσΥθηλ.) Γένεση,
gen [χεν] (ουσΥαρσ.) γονίδιο, genética [χενέτικα] (ουσΥθηλ.) γενε­
gendarme [χενδάρμε] (ουσΥαρσ.) χω­ τική.
ροφύλακας, genético [χενέτικο] (επίθ.) γενετικός
gendarmería [χενδαρμερία] (ουσΥ genial [χενιάλ] (επίθ.) 1: μεγαλοφυής

296
gestor

2: υπέροχος, geometría [χεομετρία] (ουσ./θηλ.) γε­


genialidad [χενιαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: ωμετρία.
μοναδικότητα, 2: ευφυΐα, geométrico [χεομέτρικο] (επίθ.) γεω­
genio [χένιο] (ουσ./αρσ.) 1: μεγαλο- μετρικός.
φυΐα, 2: ταλέντο, 3: χαρακτήρας 4: geopolítica [χεοπολίτικα] (ουσ,/θηλ.)
πνεύμα. γεωπολιτική,
genital [χενιτάλ] (επ(θ.) γεννητικός geranio [χεράνιο] (ουσ,/αρσ.) γεράνι,
γενετήσιος, gerencia [χερένθια] (ουσ,/θηλ.) διαχεί­
genitivo [χενιτίβο] 1: (ουσ,/αρσ.) (ΓpaμμJ ριση, διεύθυνση,
γενική πτώση, 2: (επίθ.) γενεσιουργός, gerente [χερέν'τε] (ουσ7αρσ.) διαχει­
genocidio [χενοθΙδιο] (ουσ,/αρσ.) γε­ ριστής διευθυντής
νοκτονία. geriatría [χεριατρία] (ουσ,/θηλ.) γη­
gente [χέν'τε] (ουσ,/θηλ.) κόσμος άν­ ριατρική.
θρωποι. germanía [χερμανία] (ουσ7θηλ.) αρ­
gentil [χεν'τίλ] (επίθ.) 1: ευγενικός 2: γκό.
γοητευτικός, germen [χέρμεν] (ουσ,/αρσ.) 1: σπέρ­
gentileza [χεν'τιλέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: μα, 2: σπόρος 3: μικρόβιο,
ευγένεια, 2: καλοσύνη, germicida [χερμιθίδα] (επίθ.) μικρο-
gentilicio [χεν'τιλίθιο] (επίθ.) εθνικός βιοκτόνος.
φυλετικός, germinación [χερμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.)
gentilismo [χεν'τιλίσμο] (ουσ,/αρσ.) βλάστηση σπόρου, εκκόλαψη,
ειδωλολατρία, germinar [χερμινάρ] (ρ.) φυτρώνω,
gentío [χεν'τίο] (ουσ,/αρσ.) πλήθος βλασταίνω,
όχλος (καθ.) μπουλούκι, gerontología [χεροντολογία] (ουσ./
gentuza [χεντούθα] (ουσ,/θηλ.) κο­ θηλ.) γεροντολογία,
σμάκης, συρφετός (καθ.) πλέμπα, gerundio [χερουν'ντιο] (ουσ,/αρσ.)
genuflexión [χενουφλεξιόν] (ουσ./ (Γραμμ.) γερούνδιο,
θηλ.) γονυκλισία, γονάτισμα. gesta [χέστα] (ουσ./θηλ.) ηρωική πρά­
genuino [χενουίνο] (επίθ.) γνήσιος ξη·
αληθινός αυθεντικός, gestación [χεσταθιόν] (ουσ,/θηλ.) κύη­
geocéntrico [χεοθέντρικο] (επίθ.) γεω­ ση, κυοφορία.
κεντρικός, gesticulación [χεστικουλαθιόν] (ουσ./
geofísica [χεοφίσικα] (ουσ,/θηλ.) γεω­ θηλ.) χειρονομία, κίνηση,
φυσική. gesticular [χεστικουλάρ] (ρ.) χειρονο­
geografía [χεογραφία] (ουσ./θηλ.) γε­ μώ.
ωγραφία. gestión [χεστιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: διαδι­
geográfico [χεογράφικο] (επίθ.) γεω­ κασία, 2: διαχείριση, 3: μέτρο,
γραφικός, gestionar [χεστιονάρ] (ρ.) 1: κάνω δια­
geología [χεολοχία] (ουσ,/θηλ.) γεω­ δικασίες 2: διαχειρίζομαι, 3: διευθύ­
λογία. νω.
geológico [χεολόχικο] (επίθ.) γεωλο­ gesto [χέστο] (ουσ,/αρσ.) χειρονομία,
γικός. μορφασμός έκφραση,
geólogo [χεόλογο] (ουσ,/αρσ.) γεω­ gestor [χεστόρ] 1: (ouaJapa.) διευθυ­
λόγος. ντής 2: (επίθ.) διευθυντικός.

297
giba

giba [χίμπα] (ουσ./θηλ.) καμπούρα, επιταγή (ταχυδρομική).


gibosidad [χιμποσιδάδ] (ουσΥθηλ.) gitano [χιτάνο] (ουσΥαρσ.) τσιγγάνος.
κύρτωση. glacial [γλαθιάλ] (επίθ.) παγερός πα­
gigante [χιγάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) γίγα­ γωμένος ψυχρός,
ντας 2: (επίθ.) γιναντιαίος glaciar [γλαθιάρ] (ουσΥαρσ.) παγετώ­
gigantesco [χιγαν'τέσκο] (επίθ.) γιγά- νας.
ντιος πελώριος gladiador [γλαδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) μο­
gilipoliada [χιλιπογιάδα] (ουσΥθηλ.) νομάχος.
βλακεία, ανοησία, gladíolo [γλαδίολο] (ουσΥαρσ.) γλα­
gilipollas [χιλιπόγιας] (ουσΥαρσ.) βλά­ διόλα.
κας μαλάκας. glande [γλάν'ντε] (ουσΥαρσ.) βάλανος
gimnasia [χιμνάσια] (ουσΥθηλ.) γυ­ (πέους).
μναστική, glándula [γλάν'ντουλα] (ουσΥθηλ.)
gimnasio [χιμνάσιο] (ουσΥαρσ.) γυ­ αδένας.
μναστήριο, glandular [γλαν'ντουλάρ] (επίθ.) αδε-
gimnasta [χιμνάστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) νικός.
γυμναστής γυμνάστρια. glaseado [γλασεάδο] (επίθ.) γυαλιστε­
gimnástico [χιμνάστικο] (επίθ.) γυμνα­ ρός.
στικός. glasear [γλασεάρ] (ρ.) γλασάρω.
gimotear [χιμοτεάρ] (ρ.) κλαψουρίζω, glauco [γλαοΰκο] (επίθ.) γλαυκός,
μυξοκλαίω, glaucoma [γλαουκόμα] (ουσΥαρσ.)
gimoteo [χιμοτέο] (ουσΥαρσ.) κλα- γλαύκωμα,
ψούρισμα. glicerina [γλιθερίνα] (ουσΥθηλ.) γλυ­
ginebra [χινέμπρα] (ουσΥθηλ.) τζιν (αλ- κερίνη.
κοολούχο ποτό). global [γλομπάλ] (επίθ.) συνολικός
ginecología [χινεκολοχία] (ουσΥθηλ.) σφαιρικός,
γυναικολογία, globo [γλόμπο] (ουσΥαρσ.) σφαίρα,
ginecólogo [χινεκόλογο] (ουσΥαρσ.) glóbulo [γλόμπουλο] (ουσΥαρσ.) 1: σφαι­
γυναικολόγος ρίδιο, 2: αιμοσφαίριο,
gingivitis [χινχιβίτις] (ουσΥθηλ.) ουλί­ gloria [γλόρια] (ουσΥθηλ.) 1: δόξα, 2:
τιδα. λατρεία.
gira [χίρα] (ουσΥθηλ.) γύρος περιήγη­ gloriarse [γλοριάρσε] (ρ.) καυχιέμαι,
ση, περιοδεία, παινεύομαι,
giralda [χιράλδα] (ουσΥθηλ.) ανεμο­ glorieta [γλοριέτα] (ουσΥθηλ.) κιόσκι,
δείκτης ανεμοδούρα. glorificar [γλοριφικάρ] (ρ.) δοξάζω,
girar [χιράρ] (ρ.) 1: στρέφω, στρίβω, 2: εξυμνώ, εγκωμιάζω,
περιφέρω, gloriosamente [γλοριόσαμεν'τε] (επίρρ.)
girarse [χιράρσε] (ρ.) στρέφομαι, περι­ ένδοξα.
στρέφομαι, στριφογυρίζω, glorioso [γλοριόσο] (επίθ.) ένδοξος,
girasol [χιρασόλ] (ουσΥαρσ.) ηλίαν­ glosar [γλοσάρ] (ρ.) επεξηγώ, διευκρι­
θος ηλιοτρόπιο, νίζω, διασαφηνίζω,
giratorio [χιρατόριο] (επίθ.) περιστρο­ glosario [γλοσάριο] (ουσΥαρσ.) γλωσ­
φικός περιστρεφόμενος, σάριο, λεξιλόγιο,
giro [χίρο] (ουσΥαρσ.) 1: στροφή, 2: glotón [γλοτόν] (επίθ.) αδηφάγος, λαί-

298
gorgotear

μαργος. golfista [γολφίστα] (ουσ,/αρσ.) παί­


glotonería [γλοτονερία] (ουσ/θηλ.) κτης του γκολφ,
αδηφαγία, λαιμαργία, golfo [γόλφο] (ουσ,/αρσ.) 1: κόλπος, 2:
glucemia [γλουθέμια] (ουσ,/θηλ.) γλυ­ αλήτης 3: χασομέρης αργόσχολος
καιμία. golondrina [γολον'ντρίνα] (ουσΥθηλ.)
glucosa [γλουκόσα] (ουσ./θηλ.) γλυ­ χελιδόνι.
κόζη. golosina [γολοσίνα] (ουσ,/θηλ.) λιχου­
gluten [γλούτεν] (ουσ./αρσ.) γλουτέ- διά, γλύκισμα,
νη. goloso [γολόσο] (επίθ.) λιχούδης λαί­
glúteo [γλούτεσ] (ουσΥαρσ.) γλουτός, μαργος.
gnomo [γνόμο] (ουσΥαρσ.) καλικάν­ golpe [γόλπε] (ουσΥαρσ.) χτύπημα,
τζαρος. πλήγμα.
gnosticismo [γνοστιθίσμο] (ουσΥαρσ.) golpear [γολπεάρ] (ρ.) χτυπώ, βρο­
γνωστικισμός, ντώ.
gobernable [γομπερνάμπλε] (επίθ.) golpetear [γολπετεάρ] (ρ.) δέρνω,
κυβερνήσιμος. golpeteo [γολπετέο] (ουσΥαρσ.) σφυ-
gobernación [γομπερναθιόν] (ουσΥ ροκόπημα.
θηλ.) διακυβέρνηση, golpista [γολπίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
gobernador [γομπερναδόρ] (ουσΥ πραξικοπηματίας
αρσ.) κυβερνήτης, goma [γόμα] (ουσΥθηλ.) 1: γόμα, γο-
gobernanta [γομπερνάν'τα] (ουσ./ μολάστιχα, 2: λάστιχο,
θηλ.) παιδαγωγός, γκουβερνάντα, gomaespuma [γόμαεσπούμα] (ουσ./
νταντά. θηλ.) αφρολέξ,
gobernante [γομπερνάν'τε] 1: (ουσ./ gomero [γομέρο] (ουσΥαρσ.) δέντρο
αρσ.) κυβερνήτης, 2: (επίθ.) κυβερ­ καουτσούκ,
νητικός. gomina [γομίνα] (ουσΥθηλ.) ζελ χτενί­
gobernar [γομπερνάρ] (ρ.) κυβερνώ, σματος.
εξουσιάζω, gomoso [γομόσο] (επίθ.) εύκπαμπτος,
gobierno [γομπιέρνο] (ουσΥαρσ.) κυ­ ελαστικός,
βέρνηση. góndola [γόν'ντολα] (ουσΥθηλ.) γόν-
goce [γόθε] (ουσΥαρσ.) απόλαυση, δολα.
ηδονή, gondolero [γονδολέρο] (ουσΥαρσ.) γον­
gol [γολ] (ουσΥαρσ.) γκολ. δολιέρης
gola [γόλα] (ουσΥθηλ.) λαιμός, gonorrea [γονορέα] (ουσΥθηλ.) βλεν­
goleador [γολεαδόρ] (ουσΥαρσ.) σκό­ νόρροια.
ρερ. gordinflón [γορδινφλόν] (επίθ.) 1: στρου­
golear [γολεάρ] (ρ.) βάζω γκολ. μπουλός 2: κοντόχοντρος,
goleta [γολέτα] (ουσΥθηλ.) (Ναυτ.) γο­ gordo [γόρδο] (επίθ.) ευτραφής χο­
λέτα. ντρός παχύς παχύσαρκος,
golf [γολφ] (ουσΥαρσ.) γκολφ, gordura [γορδούρα] (ουσ,/θηλ.) λίπος
golfear [γολφεάρ] (ρ.) χασομερώ, χρο­ πάχος παχυσαρκία,
νοτριβώ. gorgorito [γοργορίτο] (ουσΥαρσ.) λα­
golfería [γολφερία] (ουσΥθηλ.) χασο­ ρυγγισμός
μέρι, χρονοτριβή. gorgotear [γοργοτεάρ] (ρ.) γαργαρί-

299
gorgoteo

ζω. χαρακτική,
gorgoteo [γοργοτέο] (ουσ/αρσ.) γαρ- grabar [γραμπάρ] (ρ.) χαράσσω, ηχο-
γαρισμός. γραφώ.
gorila [γορίλα] (ουσΥαρσ.) γορίλας. gracia [γράθια] (ουσΥθηλ.) 1: χάρη,
gorjear [γορχεάρ] (ρ.) κελαηδώ, 2: συμπάθεια, 3: εύνοια, 4: όνομα ·
gorjeo [γορχέο] (ουσΥαρσ.) τιτίβισμα. gradas -ευχαριστώ ·darlas gradas -
gorra [γόρα] (ουσΥθηλ.) 1: πηλήκιο, δίνω τις ευχαριστίες μου ·este juego
κασκέτο, 2: μπερές σκούφος me hace grada - αυτό το παιχνίδι με
gorrinera [γορινέρα] (ουσΥθηλ.) χοι­ διασκεδάζει,
ροστάσιο, graciable [γραθιάμπλε] (επίθ.) καταδε­
gorrinería [γορινερία] (ουσΥθηλ.) βρο­ κτικός προσηνής
μιά. grácil [γράθιλ] (επίθ.) χαριτωμένος
gorrino [γορίνο] (ουσΥαρσ.) 1: γου­ ντελικάτος κομψός,
ρουνόπουλο, 2: μούργος, gracioso [γραθιόσο] (επίθ.) 1: χαριτω­
gorrión [γοριόν] (ουσΥαρσ.) σπουρ- μένος 2: αστείος κωμικός,
γΐτι. grada [γράδα] (ουσΥθηλ.) 1: εξέδρα, 2:
gorro [γόρο] (ουσΥαρσ.) σκούφος, σκαλί κερκίδας,
gorrón [γορόν] (ουσΥαρσ.) τρακαδό­ gradación [γραδαθιόν] (ουσΥθηλ.) δια-
ρος. βάθμιση, κλιμάκωση,
gota [γότα] (ουσΥθηλ.) σταγόνα, στά­ gradería [γραδερία] (ουσΥθηλ.) κερκί­
λα, σταλαματιά, δα, διάζωμα,
goteado [γοτεάδο] (επίθ.) κηλιδιασμέ- grado [γράδο] (ουσΥαρσ.) βαθμός
νος πιτσιλισμένος, βαθμίδα · grado de temperatura -
gotear [γοτεάρ] (ρ.) στάζω, σταλάζω, βαθμός θερμοκρασίας ·estamos en
goteo [γοτέο] (ουσΥαρσ.) στάξιμο, el segundo grado - είμαστε στη δεύ­
gotera [γοτέρα] (ουσΥθηλ.) διαρροή τερη τάξη · grados de alcool - βαθ­
νερού από το ταβάνι, μοί αλκόολ · grado de parentesco
gótico [γότικο] (επίθ.) γοτθικός, - βαθμός συγγένειας,
gotoso [γοτόσο] (επίθ.) αρθριτικός graduación [γραδουαθιόν] (ουσΥ
gozar [γοθάρ] (ρ.) απολαμβάνω, ευχα­ θηλ.) 1: αποφοίτηση, 2: διαβάθμιση,
ριστιέμαι, κλιμάκωση,
gozne [γόθνε] (ουσΥαρσ.) μεντεσές graduado [γραδουάδο] (ουσΥαρσ.)
gozo [γόθο] (ουσΥαρσ.) απόλαυση, απόφοιτος,
ευχαρίστηση, ηδονή, gradual [γραδουάλ] (επίθ.) βαθμιαίος
gozoso [γοθόσο] (επίθ.) καταχαρού­ κλιμακωτός,
μενος χαρμόσυνος, graduar [γραδουάρ] (ρ.) 1: ρυθμίζω, 2:
grabación [γραμπαθιόν] (ουσΥθηλ.) κλιμακώνω,
εγγραφή, ηχογράφηση, graduarse [γκαδουάρσε] (ρ.) αποφοι­
grabado [γραμπάδο] (ουσΥαρσ.) 1: τώ.
χαρακτική, 2: ηχογράφηση, 3: γκρα- grafía [γραφία] (ουσΥθηλ.) γραφή,
βούρα. gráfica [γάφικα] (ουσΥθηλ.) διάγραμ­
grabador [γραμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: μα, γράφημα, γραφική παράσταση,
χαράκτης 2: μαγνητόφωνο, gráfico [γράφικο] (επίθ.) γραφικός πα­
grabadura [γραμπαδούρα] (ουσΥθηλ.) ραστατικός περιγραφικός

300
gratinar

grafista [γραφίστα] (ouoJapa.+ θηλ.) granívoro [γρανίβορο] (επίθ.) σπορο-


γραφίστας, γραφίστρια. φάγος.
grafito [γραφίτο] (ουσ,/αρσ.) γραφί­ granizada [γρανιθάδα] (ουσ7θηλ.) χα­
της. λαζόπτωση,
gragea [γραχέα] (ουσ7θηλ.) χάπι. granizado [γρανιθάδο] (επίθ.) σε μορ­
grama [γράμα] (ουσ,/θηλ.) χόρτο, γκα­ φή γρανίτας.
ζόν. granizar [γρανιθάρ] (ρ.) ρίχνει χαλάζι,
gramática [γραμάτικα] (ουσ,/θηλ.) granizo [γρανίθο] (ουσ,/αρσ.) χαλάζι,
γραμματική, granja [γράνχα] (ουσ/θηλ.) αγρόκτη­
gramatical [γραματικάλ] (επίθ.) γραμ­ μα, φάρμα, αγροικία,
ματικός. granjeria [γρανχερία] (ουσ,/θηλ.) εκτρο­
gramático [γραμάτικο] (ουσ,/αρσ.) γραμ­ φή ζώων.
ματικός granjero [γρανχέρο] (ουσΥαρσ.) κτη-
gramo [γράμο] (ουσ,/αρσ.) γραμμάριο, νοτρόφος.
gramófono [γραμόφονο] (ουσ7αρσ.) grano [γράνο] (ουσ,/αρσ.) σπόρος
γραμμόφωνο, κόκκος σπυρί,
grana [γράνα] (ουσ,/θηλ.) κόκκινη βα- granoso [γρανόσο] (επίθ.) τραχύς,
φή. granuja [γρανούχα] (ουσ,/αρσ.) κα­
granada [γρανάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: ρό­ τεργάρης αλήτης
δι, 2: χειροβομβίδα, granulación [γρανουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
granadina [γραναδίνα] (ουσ,/θηλ.) γρε- κοκκοποίηση.
ναδίνη. granulado [γρανουλάδο] (επίθ.) κοκ-
granado [γρανάδο] (ουσ,/αρσ.) ροδιά, κοποιη μένος,
granar [γανάρ] (ρ.) σποριάζω, granular [γρανουλάρ] (ρ.) κάνω κόκ­
granate [γρανάτε] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) κους.
γρανάτης gránulo [γράνουλο] (ουσ,/αρσ.) κόκ­
grande [γράν'ντε] (επίθ.) μεγάλος, κος.
grandeza [γραν'ντέθα] (ουσ,/θηλ.) επι- grapa [γράπα] (ουσ,/θηλ.) 1: συνδετή­
βλητικότητα, μεγαλείο, ρας 2: συρραπτικό, 3: ράμματα,
grandiosidad [γρανδιοσιδάδ] (ουσ./ grasa [γράσα] (ουσΥθηλ.) 1: λίπος ξί­
θηλ.) μεγαλοπρέπεια, γκι, 2: λιπαντική ουσία, γράσο, 3:
grandioso [γραν'ντιόσο] (επίθ.) 1: με­ (Μεξ.) βερνίκι παπουτσιών.
γαλοπρεπής 2: εντυπωσιακός grasiento [γρασιέν'το] (επίθ.) 1: λιπα­
grandullón [γραν'ντουγιόν] (επίθ.) ρός 2: βρομιάρης,
υπερμεγέθης πελώριος, graso [γράσο] (επίθ.) λιπαρός,
granear [γρανεάρ] (ρ.) σπέρνω, grasoso [γρασόσο] (επίθ.) λιγδιασμέ­
granel [γρανέλ] (ουσ,/αρσ.) σωρός νος.
χύμα ποσότητα, gratificación [γρατιφικαθιόν] (ουσ./
granero [γρανέρο] (ουσ,/αρσ.) σιτα­ θηλ.) 1: αμοιβή, ανταμοιβή, 2: φιλο­
ποθήκη. δώρημα.
granito1 [γρανίτο] (ουσ,/αρσ.) γρανί­ gratificar [γρατιφικάρ] (ρ.) αμείβω,
της ανταμείβω,
granito3 [γρανίτο] (ουσ,/αρσ.) 1: σπυ- gratinar [γρατινάρ] (ρ.) πιάνω κρού­
ράκι, 2: μικρός σπόρος. στα.

301
gratis

gratis [γράτις] (επίρρ.) δωρεάν, grey [γρέυ] (ουσΥαρσ.) εκκλησίασμα,


gratitud [γρατιτούδ] (ουσ,/θηλ.) ευ­ ποίμνιο.
γνωμοσύνη, griego [γριέγο] 1: (ουσΥαρσ.) Έλληνας
grato [γράτο] (επίθ.) 1: ευχάριστος, 2: ελληνικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) ελλη­
ευάρεστος 2: ευπρόσδεκτος, καλο­ νικός.
δεχούμενος, grieta [γριέτα] (ουσΥθηλ.) 1: ρωγμή,
gratuito [γρατουίτο] (επίθ.) 1: δωρεάν, ρήγμα, 2: σκάσιμο,
2: αβάσιμος, αδικαιολόγητος, grietarse [γριέταρσε] (ρ.) χαράζομαι,
grava [γράβα] (ουσΥθηλ.) χαλίκι, grifa [γρίφα] (ουσΥθηλ.) μαριχουάνα,
gravamen [γραβάμεν] (ουσ,/αρσ.) 1: grifería [γριφερία] (ουσΥθηλ.) υδραυ­
υποχρέωση, 2: δασμός, λικά.
gravar [γραβάρ] (ρ.) 1: φορτώνω, 2: grifo [γρίφο] 1: (ουσΥαρσ.) κρουνός
επιβαρύνω, βρύση, κάνουλα, 2: (επίθ.) κατσαρός
grave [γράβε] (επίθ.) 1: σοβαρός 2: μπουκλωτός.
βαρύς. grillete [γριγιέτε] (ουσΥαρσ.) χαλκάς,
gravedad [γραβεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: grillo [γρίγιο] (ουσΥαρσ.) γρύλος τρι­
σοβαρότητα, κρισιμότητα, 2: βαρύ­ ζόνι.
τητα. grima [γρίμα] (ουσΥθηλ.) απέχθεια,
gravemente [γραβεμέν'τε] (επίρρ.) αντιπάθεια, αποστροφή,
σοβαρά, κρίσιμα, gringo [γρίνγο] 1: (ουσΥαρσ.) Αμερι­
grávida [γράβιδα] (ουσΥθηλ.) έγκυος, κανός 2: (επίθ.) αμερικανικός,
grávido [γράβιδο] (επίθ.) βαρύς, gripe [γρίπε] (ουσΥθηλ.) γρίπη, ίωση.
gravilla [γραβίγια] (ουσ,/θηλ.) χαλίκι, gris [γρις] (επίθ.) γκρι.
gravitación [γραβιραθιόν] (ουσΥθηλ.) grisáceo [γρισάθεο] (επίθ.) γκριζωπός.
βαρύτητα, grisma [γρίσμα] (ουσΥθηλ.) νήμα.
gravitar [γραβιτάρ] (ρ.) έλκομαι λόγω grisú [γρισού] (ουσΥαρσ.) μίγμα μεθα­
βαρύτητας, νίου και αέρα.
gravoso [γραβόσο] (επίθ.) ενοχλητι­ gritar [γριτάρ] (ρ.) κραυγάζω, φωνά­
κός εκνευριστικός. ζω, ουρλιάζω,
graznar [γραθνάρ] (ρ.) κράζω, griterío [γριτερίο] (ουσΥαρσ.) οχλο­
graznido [χραθνίδο] (ουσΥαρσ.) κρά­ βοή, οχλαγωγία,
ξιμο. grito [γρίτο] (ουσΥαρσ.) κραυγή, φω­
greda [γρέδα] (ουσΥθηλ.) πηλός, νή, ουρλιαχτό,
gremial [γρεμιάλ] (επίθ.) συντεχνια­ gritón [γριτόν] (επίθ.) φωνακλάς,
κός. grosella [γροσέγια] (ουσΥθηλ.) φρα­
gremio [γρέμιο] (ουσΥαρσ.) συντεχνία, γκοστάφυλο,
σωματείο, grosellero [γροσεγιέρο] (ουσΥαρσ.)
greña [γρένια] (ουσΥθηλ.) τσουλούφι, φραγκοσταφυλιά.
τούφα. grosería [γροσερία] (ουσ,/θηλ.) 1: αι-
greñudo [γρενιούδο] (επίθ.) ατημέλη­ σχρολόγία, βωμολοχία, χυδαιολογία,
τος απεριποίητος, 2: χοντράδα, αγένεια,
gres [γρες] (ουσΥαρσ.) πηλός, grosero [γροσέρο] (επίθ.) 1: χονδροει­
gresca [γρέσκα] (ουσΥθηλ.) σάλος δής 2: άξεστος αγροίκος,
φασαρία. grosor [γροσόρ] (ουσΥαρσ.) πάχος.

302
guarnecer

grotesco [γροτέσκο] (επ(θ.) γελοίος ος κομψός


αστείος. guardagujas [γουαρδαγούχας] (ουσΥ
grúa [γρούα] (ουσΥθηλ.) γερανός, αρσ.) κλειδούχος κλειδοκράτορας,
gruesa [γρουέσα] (ουσΥθηλ.) δώδεκα guarda [γουάρδα] (ουσ./αρσ.)/(ουσΥ
δωδεκάδες, θηλ.) φύλακας, φρουρός, επιστάτης,
grueso [γρουέσο] (επίθ.) παχύς χο­ guardabarros [γουαρδαμπάρος] (ουσΥ
ντρός παχύσαρκος, αρσ.) προφυλακτήρας
grumete [γρουμέτε] (ουσΥαρσ.) κα­ guardabosque [γουαρδαμπόσκε] (ουσΥ
μαρότος, αρσ.) δασοφύλακας
grumo [γούμο] (ουσΥαρσ.) σβόλος guardacoches [γουαρδακότσες] (ουσΥ
grumoso [γουμόσο] (επίθ.) σβολια­ αρσ.) φύλακας πάρκιγκ.
σμένος. guardacostas [γουαρδακόστας] (ουσΥ
gruñido [γρουνίδο] (ουσΥαρσ.) γρύλ- αρσ.) ακτοφυλακή,
λισμα. guardador [γουαρδαδόρ] (ουσΥαρσ.)
gruñir [γρουνίρ] (ρ.) γρυλλίζω. επιστάτης προστάτης φύλακας,
gruñón [γρουνιόν] (επίθ.) γκρινιάρης guardaespaldas [γουαρδαεσπάλδας]
grupa [γρούπα] (ουσΥθηλ.) οπίσθια (ουσΥαρσ.) σωματοφύλακας,
αλόγου, καπούλια, guardajoyas [γουαρδαχόγιας] (ουσΥ
grupo [γρούπο] (ουσΥαρσ.) ομάδα, αρσ.) κοσμηματοθήκη,
συγκρότημα, παρέα, guardameta [γουαρδαμέτα] (ουσ./
gruta [γρούτα] (ουσΥθηλ.) σπήλαιο, αρσ.) τερματοφύλακας,
grutesco [γρουτέσκο] (επίθ.) σπη­ guardar [γουαρδάρ] (ρ.) 1: φυλάσσω,
λαιώδης κρατάω, διατηρώ, φροντίζω, 2: προ­
guadaña [γουαδάνια] (ουσΥθηλ.) δρε­ στατεύω, αμύνομαι, 3: αποθηκεύω,
πάνι. αποταμιεύω,
guadañar [γουαδανιάρ] (ρ.) θερίζω, guardarropa [γουαρδαρόπα] (ουσΥαρσ.)
guagua [γουάγουα] (ουσΥθηλ.) 1: μω­ γκαρνταρόμπα.
ρό, 2: λεωφορείο (Κούβα). guardarropía [γουαρδαροπία] (ουσΥ
guajiro [γουαχίρο] (ουσΥαρσ.) λευκός αρσ.) βεστιάριο θεάτρου,
χωρικός στην Κούβα, guardería [γουαρδερία] (ουσΥθηλ) παι­
gualdo [γουάλδο] (επίθ.) χρυσαφής χρυ­ δικός σταθμός
σαφένιος guardia [γουάρδια] 1: (ουσΥαρσ.) (α)
guantada [γουαν’τάδα] (ουσΥθηλ.) ρά­ τροχονόμος (β) αστυφύλακας χω­
πισμα χαστούκι, ροφύλακας, 2: (ουσΥθηλ.) φύλαξη,
guante [γουάν'τε] (ουσΥαρσ.) γάντι, φρουρά, εφημερία, βάρδια,
guantelete [γουαν'τελέτε] (ουσΥαρσ.) guardián [γουαρδιάν] (ουσΥαρσ.) φύ­
μακρύ γάντι, λακας, φρουρός,
guantera [γουαν'τέρα] (ουσΥθηλ.) ντου- guarecerse [γουαρεθέρσε] (ρ.) 1: κα­
λαπάκι αυτοκινήτου, ταφεύγω, 2: προστατεύομαι,
guantero [γουαν'τέρο] (ουσΥαρσ.) κα­ guarida [γουαρίδα] (ουσΥθηλ.) κρη­
τασκευαστής γαντιών. σφύγετο, φωλιά, κρυψώνα,
guapetón [γουαπετόν] (επίθ.) ομορ- guarismo [γουαρίσμο] (ουσΥαρσ.) ψη­
φονιός. φίο, αριθμός,
guapo [γουάπο] (επίθ.) όμορφος ωραί­ guarnecer [γουαρνεθέρ] (ρ.) 1: προ­

303
guarnición

μηθεύω, 2: γαρνίρω, στολίδι, guía [γκία] 1: (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ξενα­


guarnición [γουαρνιθιόν] (ουσ,/θηλ.) γός 2: (ουσ./θηλ.) τουριστικός οδη­
γαρνιτούρα, στολίδι, φρουρά, γός.
guarrada [γουαράδα] (ουσ,/θηλ.) βρο­ guiar [γκιάρ] (ρ.) οδηγώ, καθοδηγώ,
μιά. κατευθύνω,
guarro [γουάρο] 1: (ουσ,/αρσ.) γου­ guija [γκίχα] (ουσ,/θηλ.) χαλίκι,
ρούνι, 2: (επίθ.) απεχθής αποκρου- guijarral [γκιχεράλ] (ουσ,/αρσ.) πετρό-
στικός σιχαμερός τοπος.
guasa [γουάσα] (ουσ,/θηλ.) εμπαιγμός guijarro [γκιχάρο] (ουσ./αρσ.) βότσα­
χλευασμός κοροϊδία, λο.
guasca [γουάσκα] (ουσ,/θηλ.) δερμά­ guijo [γκίχο] (ουσ,/αρσ.) αμμοχάλικο.
τινη λωρίδα, guillarse [γκιγιάρσε] (ρ.) τρελαίνομαι,
guascazo [γουασκάθο] (ουσ,/αρσ.) guillotina [γκιγιοτίνα] (ουσ,/θηλ.) λαι­
χτύπημα με μαστίγιο. μητόμος γκιλοτίνα.
guasearse [γουασεάρσε] (ρ.) χλευάζω, guillotinar [γκιγιοτινάρ] (ρ.) καρατο­
περιγελώ, εμπαίζω, μώ, αποκεφαλίζω,
guaso [γουάσο] (ουσ,/αρσ.) άξεστος guinda [γκίν'ντα] (ουσ./θηλ.) βύσσινο,
χωριάτης. guindar [γκιν'ντάρ] (ρ.) κρεμώ,
guasón [γουασόν] (επίθ.) χλευαστής guindilla [γκιν'ντίγια] (ουσ7θηλ.) μι­
πειραχτήρι, κρή καυτερή πιπεριά,
guau [γουάου] (ουσΥαρσ.) γαύγισμα. guindo [γκίν'ντο] (ουσ,/αρσ.) βυσσι­
guayaba [γουαγιάμπα] (ουσΥθηλ.) νιά.
γουάβα (τροπικό φρούτο). guiñada [γκινιάδα] (ουσ,/θηλ.) κλείσι­
guayabera [γουαγιαμπέρα] (ουσ./ μο του ματιού,
θηλ.) ελαφρύ ανδρικό σακάκι, guiñapo [γκινιάπο] (ουσ,/αρσ.) κουρέ­
guayabo [γουαγιάμπο] (ουσ,/αρσ.) δέν­ λι, πατσαβούρα,
δρο γουάβας. guiñar [γκινιάρ] (ρ.) κλείνω το μάτι,
gubernamental[γoυμπεpvαμεv'τάλ] γνέφω.
(επίθ.) κυβερνητικός guiño [γκίνιο] (ουσ,/αρσ.) βλεφαρι-
gubernativo [γουμπερνατίβο] (επίθ.) σμός γνέψιμο, νεύμα,
κυβερνητικός guiñol [γκινιόλ] (ουσ./αρσ.) κουκλο­
gubia [γούμπια] (ουσ./θηλ.) εκκοπέας θέατρο.
σκαρπέλο, guión [γκιόν] (ουσ./αρσ.) 1: σενάριο, 2:
guerra [γκέρα] (ουσΥθηλ.) σύρραξη, προσχέδιο,
πόλεμος. guionista [γκιονίστα] (ουσ./αρσ.+
guerrear [γκερεάρ] (ρ.) μάχομαι, πο­ θηλ.) σεναριογράφος,
λεμώ. guirnalda [γκιρνάλδα] (ουσΥθηλ.) γιρ­
guerrero [γκερέρο] (ουσΥαρσ.) μαχη­ λάντα.
τής πολεμιστής guisado [γκισάδο] (ουσ,/αρσ.) κρέας
guerrilla [γκερίγια] (ουσ,/θηλ.) ομάδα με σάλτσα και πατάτες,
ανταρτών, guisante [γκισάν'τε] (ουσ,/αρσ.) αρα­
guerrillero [γκεριγιέρο] (ουσ,/αρσ.) αντάρ­ κάς μπιζέλι,
της guisar [γκισάρ] (ρ.) μαγειρεύω,
gueto [γκέτο] (ουσ,/αρσ.) γκέτο. guiso [γκίσο] (ουσ,/αρσ.) μαγειρευτό

304
gutural

φαγητό. gustazo [γουστάθο] (ουσΥαρσ.) μεγά­


guitarra [γκιτάρα] (ουσΥθηλ.) κιθάρα, λη απόλαυση,
guitarrista [γκιταρίστα] (ουσΥαρσ.+ gusto [γούστο] (ουσΥαρσ.) 1: γεύση, 2:
θηλ.) κιθαρίστας κιθαρίστρια. όρεξη, κέφι, 3: γούστο ·dar gusto -
gula [γούλα] (ουσ,/θηλ.) λαιμαργία, προκαλώ ευχαρίστηση/χαίρομαι ·
gurú [γουρού] (ουσ./αρσ.) γκουρού. me dió gusto verte - χάρηκα που σε
gusanera[γoυσαvέpα](oυσYθηλ.)σκoυλη- είδα ·¡m ucho gustol - χάρηκα! ·para
κοφωλιά. su gusto - κατά τη γνώμη του.
gusano [γουσάνο] (ουσΥαρσ.) σκουλή­ gustoso [γουστόσο] (επίθ.) 1: εύγε-
κι. στος, γευστικός νόστιμος 2: ευχά­
gustación [γουσταθιόν] (ουσΥθηλ.) γευ­ ριστος.
στική δοκιμή, gutapercha [γουταπέρτσα] (ουσΥθηλ.)
gustar [γουστάρ] (ρ.) 1: αρέσω, 2: είδος κόλλας
γεύομαι, 3: δοκιμάζω, · me gusta gutural [γουτουράλ] (επίθ.) λαρυγγι­
caminar - μου αρέσει να περπατάω κός.
•ayer gusté un plato delicioso - χθες
δοκίμασα ένα γευστικότατο πιάτο.

305
θεια, 2: ράσο.
habituado [αμπιτουάδο] 1: (ουσΥαρσ.)
H, h [άτσε] (ουσΥθηλ.) το ένατο γράμ­ θαμώνας 2: (επίθ.) συνηθισμένος,
μα του ισπανικού αλφαβήτου, habitual [αμπιτουάλ] (επίθ.) συνήθης
haba [άμπα] (ουσΥθηλ.) κύαμος κου­ συνηθισμένος
κί. habituar [αμπιτουάρ] (ρ.) συνηθίζω,
habano [αμπάνο] (ουσΥαρσ.) κουβα­ habla [άμπλα] (ουσΥθηλ.) ομιλία, λα­
νέζικο πούρο, λιά, λόγος,
haber [αμπέρ] (ρ.) 1: έχω, 2: (απρ. ρ.) hablado [αμπλάδο] (επίθ.) αυτός για
υπάρχει · no he viajado nunca en τον οποίο γίνεται λόγος,
España - δεν έχω ταξιδέψει ποτέ hablador [αμπλαδόρ] (επίθ.) 1: ομιλη­
στην Ισπανία · hay mucha gente τικός φλύαρος 2; κουτσομπόλης
aquí - έχει πολύ κόσμο εδώ · ¿hay habladuría [αμπλαδουρία] (ουσΥθηλ.)
comida en el frigo? -υπάρχει φαγητό κουτσομπολιό,
στο ψυγείο;, hablante [αμπλάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.+
habichuela [αμπιτσουέλα] (ουσΥθηλ.) θηλ.) ομιλητής ομιλήτρια, 2: (επίθ.)
φασόλι. ομιλών.
hábil [άμπιλ] (επίθ.) επιδέξιος ικανός, hablar [αμπλάρ] (ρ.) μιλώ · hablar α
habilidad [αμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: alguien - μιλώ σε κάποιον · hablar
επιδεξιότητα, ικανότητα, 2: εξυπνά­ de/sobre algo/alguien - μιλώ για
δα. κάτι/για κάποιον ·hablar con alguien
habilitación [αμπιλιταθιόν] (ουσΥθηλ.) - μιλώ με κάποιον,
1: ικανότητα, 2: εξοπλισμός σπιτιού, hacedero [αθεδέρο] (επίθ.) εφικτός
habilitado [αμπιλιτάδο] (ουσΥαρσ.) πραγματοποιήσιμος,
ταμίας για πληρωμές, hacendado [αθεν'ντάδό] (ουσΥαρσ.)
habilitar [αμπιλιτάρ] (ρ.) καθιστώ κα­ γαιοκτήμονας,
τάλληλο, εξουσιοδοτώ, hacendoso [αθεν'ντόσο] (επίθ.) προ­
hábilmente [άμπιλμεν'τε] (επίρρ.) επι­ κομμένος εργατικός δραστήριος,
δέξια. hacer [αθέρ] (ρ.) 1: φτιάχνω, κάνω, 2:
habitable [αμπιτάμπλε] (επίθ.) κατοι­ κατασκευάζω, δημιουργώ, συνθέτω,
κήσιμος. 3: πραγματοποιώ, 4: ασχολούμαι, 5:
habitación [αμπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) δοκιμάζω, 6: εξαναγκάζω, υποχρεώ­
δωμάτιο. νω, 7: καθιστώ κάποιον, 8: npocmoi-
habitáculo [αμπιτάκουλο] (ουσΥαρσ.) ούμαι να κάνω κάτι, 9: εδώ και ·hace
1: χώρος διαμονής 2: καμπίνα (αυτο­ buen tiempo - κάνει καλό καιρό ·¿qué
κινήτου). haces? - με τι ασχολείσαι,/τι κάνεις
habitado [αμπιτάδο] (επίθ.) κατοικη- εκεί; ·hace mucho que no le veo -πάει
μένος. καιρός που δεν τον βλέπω · estudio
habitante [αμπιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+ español desde hace dos años - σπου­
θηλ.) κάτοικος, δάζω ισπανικά εδώ και δύο χρόνια,
habitar [αμπιτάρ] (ρ.) κατοικώ, μένω. hacha [άτσα] (ουσΥθηλ.) τσεκούρι,
habitat [άμπιτατ] (ουσΥαρσ.) φυσικό hachazo [ατσάθο] (ουσΥαρσ.) τσεκου­
περιβάλλον διαβίωσης, ριά.
hábito [άμπιτο] (ουσ,/αρσ.) 1: συνή­ hache [άτσε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία

306
hasta

του γράμματος «Η», hambriento [αμ'μριέν'το] (επίθ.) πει-


hachero [ατσέρο] (ουσΥαρσ.) υλοτό­ νασμένος λιμασμένος.
μος, ξυλοκόπος, hamburguesa [αμ'μπουργκέσα] (ουσΥ
hachís [ατσίς] (ουσΥαρσ.) χασίς. θηλ.) χάμπουργκερ,
hacia [άθια] 1: (πρόθ.) προς 2: (επίρρ.) hampa [άμ'πα] (ουσΥθηλ.) υπόκο­
γύρω, περίπου · van hacia el centro σμος.
donde hay más tiendas - πάνε προς hampón [αμ'πόν] (ουσΥαρσ.) αλήτης,
το κέντρο, όπου υπάρχουν περισ­ hangar [ανγάρ] (ουσΥαρσ.) υπόστεγο
σότερα μαγαζιά · robaron el banco αεροσκαφών,
hacia las 5 de la madrugada - λή­ haragán [αραγάν] (επίθ.) οκνηρός φυ­
στεψαν την τράπεζα γύρω στις 5 τα γόπονος τεμπέλης,
ξημερώματα, haragenear [αραγενεάρ] (ρ.) αδρανώ,
hacienda [αθιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: καθυστερώ,
κτήμα, αγρόκτημα, 2: περιουσία, 3: harapiento [αραπιέν'το] (επίθ.) ρακέν­
εφορία. δυτος κουρελής,
hacina [αθίνα] (ουσΥθηλ.) στοίβα, σω­ harapo [αράπο] (ουσΥαρσ.) ράκος,
ρός. κουρέλι,
hacinamiento [αθιναμιέντ'ο] (ουσΥαρσ.) harén [αρέν] (ουσΥαρσ.) χαρέμι,
συσσώρευση, στοίβαγμα, harina [αρίνα] (ουσΥθηλ.) αλεύρι,
hacinar [αθινάρ] (ρ.) συσσωρεύω, harinero [αρινέρο] 1: (ουσΥαρσ.) αλευ­
hada [άδα] (ουσΥθηλ.) νεράιδα, ρέμπορας 2: (επίθ.) αλευρώδης.
hado [άδο] (ουσΥαρσ.) μοίρα, πεπρω­ harinoso [αρινόσο] (επίθ.) αλευρένιος.
μένο. harmonía [αρμονία] (ουσΥθηλ.) αρ­
hagiografía [αχιογραφία] (ουσΥθηλ.) μονία.
αγιογραφία, harmonioso [αρμονιόσο] (επίθ.) αρ­
hala [άλα] (επιφ.) άντε!, μονικός,
halagar [αλαγάρ] (ρ.) κολακεύω, κα­ harnear [αρνεάρ] (ρ.) κοσκινίζω,
λοπιάνω. harnero [αρνέρο] (ουσΥαρσ.) κόσκι­
halago [αλάγο] (ουσΥαρσ.) κολακεία, νο.
halagüeño [αλαγουένιο] (επίθ.) 1: κο­ harpa [άρπα] (ουσΥθηλ.) άρπα.
λακευτικός 2: υποσχόμενος, harpillera [αρπιγιέρα] (ουσΥθηλ.) λι­
halcón [αλκόν] (ουσΥαρσ.) γεράκι, νάτσα.
hálito [άλιτο] (ουσΥαρσ.) αναπνοή, hartar [αρτάρ] (ρ.) κουράζω, μπουχτί­
χνώτο. ζω, γεμίζω,
hallar [αγιάρ] (ρ.) βρίσκω, ανακαλύ­ harto [άρτο] (επίθ.) κουρασμένος
πτω. μπουχτισμένος · esfoy harto de esta
hallazgo [αγιάθγο] (ουσΥαρσ.) εύρε­ situación - έχω κουραστεί με αυτήν
ση, εύρημα, ανακάλυψη, την κατάσταση,
halo [άλο] (ουσΥαρσ.) φωτοστέφανο, hartón [αρτόν] (επίθ.) κορεσμένος,
halterofilia [αλτεροφίλια] (ουσΥθηλ.) hasta [άστα] (πρόθ.) μέχρι, έω ς ως
άρση βαρών, •hasta mañana - τα λέμε αύριο ·
hamaca [αμάκα] (ουσΥθηλ.) αιώρα, desde las 8 hasta las 10 - από τις 8
hambre [άμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) πείνα, μέχρι τις 10 · te puedo llevar hasta la
λιμός · ¿tienes hambre? - πεινάς. estación del tren - μπορώ να σε πάω

307
hastial

μέχρι τον σταθμό του τρένου, hechura [ετσούρα] (ουσ./θηλ.) 1: φτιά-


hastial [αστιάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: αγροί­ ξιμο, κατασκευή, δημιούργημα, 2:
κος, άξεστος 2: άκρο αετώματος, κόψιμο και ράψιμο του ρούχου,
hastiar [αστιάρ] (ρ.) 1: κουράζω, ταλαι­ hectárea [εκτάρια] (ουσ,/θηλ.) εκτά­
πωρώ, 2: αηδιάζω, ριο.
hastío [αστίο] (ουσ./αρσ.) κούραση, héctico [έκτικο] (επίθ.) 1: καχεκτικός
αηδία. 2: φυματικός.
hato [άτο] (ουσ./αρσ.) 1: υπάρχοντα, hectolitro [εκτολίτρο] (ουσ,/αρσ.) εκα-
2: καλύβα, τόλιτρο.
haya [άγια] (ουσ./θηλ.) οξιά. hectómetro [εκτόμετρο] (ουσ,/αρσ.)
hayal [αγιάλ] (ουσ,/αρσ.) δάσος από εκατόμετρο.
οξιές. heder [εδέρ] (ρ.) αναδύω δυσοσμία,
haz1[αθ] (ουσ,/αρσ.) δέσμη, δεσμίδα. βρομώ.
haz2 [αθ] (ουσ,/θηλ.) όψη, επιφάνεια, hediondez [εδιονδέθ] (ουσ,/θηλ.) δυ­
hazaña [αθάνια] (ουσ,/θηλ.) άθλος κα­ σοσμία, κακοσμία,
τόρθωμα, hediondo [εδιόνδο] (επίθ.) δύσοσμος
hazmerreír [αθμερείρ] (ουσ7αρσ.) ρε­ βρομερός,
ζίλης περίγελος, hedonismo [εδονίσμο] (ουσ,/αρσ.) ηδο-
he [ε] (επίρρ.) · he aquí - ιδού. νισμός
hebdomadario [εμδομαδάριο] (επίθ.) hedonista [εδονίστα] 1: (ουσΛιρσ.)
εβδομαδιαίος, ηδονιστής 2: (επίθ.) ηδονιστικός
hebilla [εμπίγια] (ουσ,/θηλ.) πόρπη, hedor [εδόρ] (ουσ,/αρσ.) δυσωδία, δυ­
πείρα, αγκράφα, σοσμία, βρόμα,
hebra [έμπρα] (ουσ,/θηλ.) κλωστή, νή­ hegemonía [εγεμονία] (ουσ,/θηλ.)
μα, ίνα. ηγεμονία.
hebreo [εμπρέο] 1: (ουσ,/αρσ.) Εβραί­ hegemónico [εγεμόνικο] (επίθ.) ηγε­
ο ς 2: (επίθ.) εβραϊκός, μονικός.
hebroso [εμπρόσο] (επίθ.) ινώδης helada [ελάδα] (ουσ,/θηλ.) παγετός
hecatombe [εκατόμ'μπε] (ουσ,/θηλ.) παγωνιά.
1: καταστροφή, άτυχο γεγονός δυ­ heladera [ελαδέρα] (ουσ,/θηλ.) ψυγείο,
στυχία, 2: εκατόμβη, heladería [ελαδερία] (ουσ,/θηλ.) παγω-
hechicera [ετσιθέρα] (ουσ,/θηλ.) μά­ τατζίδικο.
γισσα. heladero [ελαδέρο] (ουσ,/αρσ.) παγω-
hechicería [ετσιθερία] (ουσ,/θηλ.) μα­ τατζής.
γεία. helado [ελάδο] (ouaJapa.) παγωτό,
hechicero [ετσιθέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) helar [ελάρ] (ρ.) παγώνω, ψύχω.
μάγος 2: (επίθ.) μαγικός γοητευτι­ helecho [ελέτσο] (ουσ,/αρσ.) φτέρη,
κός σαγηνευτικός, helénico [ελένικο] (επίθ.) ελληνικός,
hechizar [ετσιθάρ] (ρ.) μαγεύω, γοη­ helenista [ελενίστα] (ουσ./αρσ.) ελλη­
τεύω, σαγηνεύω, νιστής
hechizo [ετσίθο] (ουσ,/αρσ.) μαγεία, heleno [ελένο] (επίθ.) ελληνικός,
γοητεία, σαγήνη, hélice [έλιθε] (ουσ,/θηλ.) έλικας προ­
hecho [έτσο] (ουσ,/αρσ.) γεγονός πέλα.
συμβάν. helicoidal [ελικοϊοδάλ] (επίθ.) ελικοει-

308
hermanar

δής. άχυρο.
helicóptero [ελικόπτερο] (ουσΥαρσ.) hepatitis [επατίτις] (ουσΥθηλ.) ηπατί-
ελικόπτερο, τιδα.
helio [έλιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ήλιον, heptaedro [επταέδρο] (ουσΥαρσ.) επτάε-
heliógrafo [ελιόγραφο] (ουσΥαρσ.) ηλιο­ δρο.
γράφος heráldica [εράλδικα] (ουσΥθηλ.) οικο­
helioterapía [ελιοτεράπια] (ουσΥθηλ.) σημολογία, εραλδική.
ηλιοθεραπεία, herbáceo [ερμπάθεο] (επίθ.) ποώδης,
helipuerto [ελιπουέρτο] (ουσΥαρσ.) herbajar [ερμπαχάρ] (ρ.) βοσκώ.
ελικοδρόμιο, herbaje [ερμπάχε] (ουσΥαρσ.) βοσκή.
hematíe [εματίε] (ουσΥαρσ.) αιμοσφαί­ herbario [ερμπάριο] (ουσΥαρσ.) αν­
ριο. θολόγιο.
hematología [εματολοχία] (ουσΥθηλ.) herbicida [ερμπιθίδα] (επίθ.) ζιζανιο-
αιματολογία, κτόνος.
hematoma [εματόμα] (ουσΥαρσ.) αι­ herbívoro [ερμπίβορο] (επίθ.) χορτο­
μάτωμα. φάγος.
hembra [έμ'μττρα] (ουσΥθηλ.) 1 : θηλυ­ herbolario [ερμπολάριο] (ουσΥαρσ.)
κό, γυναίκα, 2: ζώο γένους θηλυκού, 1: βοτανοπώλης 2: βοτανοπωλείο.
hemiciclo [εμιθίκλο] (ουσΥαρσ.) ημι­ herboristería [ερμποριστερία] (ουσΥ
κύκλιο. θηλ.) κατάστημα θεραπευτικών βο­
hemiplejía [εμιπλεχία] (ουσΥθηλ.) ημι­ τάνων.
πληγία. heredad [ερεδάδ] (ουσΥθηλ.) κτηματι­
hemisferio [εμισφέριο] (ουσΥαρσ.) ημι­ κή περιουσία,
σφαίριο. heredar [ερεδάρ] (ρ.) κληρονομώ,
hemistiquio [εμιστίκιο] (ουσΥαρσ.) ημι­ heredero [ερεδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: κλη­
στίχιο. ρονόμος 2: διάδοχος απόγονος,
hemofilia [εμοφίλια] (ουσΥθηλ.) αιμο­ hereditario [ερεδιτάριο] (επίθ.) κλη­
φιλία. ρονομικός,
hemofílico [εμοφίλικο] (επίθ.) αιμοφι­ hereje [ερέχε] (ουσΥαρσ.) αιρετικός,
λικός. herejía [ερεχία] (ουσΥθηλ.) αίρεση,
hemoglobina [εμογλομπίνα] (ουσΥ herencia [ερένθια] (ουσΥθηλ.) κληρο­
θηλ.) αιμοσφαίριο, νομιά.
hemorragia [εμοράχια] (ουσΥθηλ.) αι­ herético [ερέτικο] (επίθ.) αιρετικός,
μορραγία, herida [ερίδα] (ουσΥθηλ.) πληγή, τραύ­
hemorroide [εμορόϊδε] (ουσΥθηλ.) αι­ μα.
μορροΐδα, herido [ερίδο] (επίθ.) 1: πληγωμένος
henar [ενάρ] (ουσ,/αρσ.) λιβάδι, τραυματισμένος 2: προσβεβλημέ­
henchir [εντσίρ] (ρ.) παραγεμίζω, φου­ νος.
σκώνω, herir [ερίρ] (ρ.) 1: πληγώνω, 2: θίγω,
hender [εν'ντέρ] (ρ.) χαράζω, προσβάλλω,
hendidura [ενδιδούρα] (ουσΥθηλ.) ρωγ­ hermafrodita [ερμαφροδίτα] (επίθ.)
μή, χαραγματιά, ερμαφρόδιτος,
henil [ενίλ] (ουσΥαρσ.) αχυρώνας, hermanar [ερμανάρ] (ρ.) 1: ζευγαρώ­
heno [ένο] (ουσΥαρσ.) χόρτο, σανός νω, 2: ενώνω.

309
hermanastro

hermanastro [ερμανάστρο] (ουσΥαρσ.) herrumbroso [ερουμπρόσο] (επίθ.)


ετεροθαλής αδελφός, οξειδωμένος σκουριασμένος
hermandad [ερμαν'ντάδ] (ουσΥθηλ.) hertziano [ερτθιάνο] (επίθ.) ερτζιανός,
αδελφότητα, hervidero [ερβιδέρο] (ουσΥαρσ.) ανα­
hermana [ερμάνα] (ουσΥθηλ.) αδελ­ βρασμός,
φή. hervido [ερβίδο] (επίθ.) βρασμένος,
hermano [ερμόνο] (ουσΥαρσ.) αδελ­ hervir [ερβίρ] (ρ.) κοχλάζω, βράζω,
φός. hervor [ερβόρ] (ουσΥαρσ.) κοχλα-
hermenéutica [ερμενέουτικα] (ουσΥ σμός, βρασμός,
θηλ.) ερμηνευτική, hervoroso [ερβορόσο] (επίθ.) ανα-
hermético [ερμέτικο] (επίθ.) 1: ερμητι­ βράζων.
κός, 2: στεγανός, hesitar [εσιτάρ] (ρ.) διστάζω, (καθ.)
hermosear [ερμοσεάρ] (ρ.) ωραιο­ κωλώνω.
ποιώ. heterodoxo [ετεροδόξο] (επίθ.) ετε­
hermoso [ερμόσο] (επίθ.) όμορφος, ρόδοξος.
πανέμορφος, heterogéneo [ετεροχένεο] (επίθ.) ανο-
hermosura [ερμοσοΰρα] (ουσΥθηλ.) μοιογενής ετερογενής,
ομορφιά, heterosexual [ετεροσεξουάλ] (επίθ.)
hernia [έρνια] (ουσΥθηλ.) κήλη. ετεροφυλόφιλος,
héroe [έροε] (ουσΥαρσ.) ήρωας. hético [έτικο] (επίθ.) φθισικός φυμα-
heroicidad [εροιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ηρω­ τικός.
ισμός, ηρωικότητα. hexaedro [εξαέδρο] (ουσΥαρσ.) εξάε-
heroico [ερόικο] (επίθ.) ηρωικός, δρο.
heroína [εροΐνα] (ουσΥθηλ.) 1: ηρωί- hexágono [εξάγονο] (ουσΥαρσ.) εξά-
δα, 2: ηρωίνη, γωνο.
heroísmo [εροΐσμο] (ουσΥαρσ.) ηρωι­ hez [έθ] (ουσΥθηλ.) κατακάθι, ίζημα,
σμός. hibernación [ιμπερναθιόν] (ουσΥθηλ.)
herpes [έρπες] (ουσΥαρσ.) έρπης. χειμερία νάρκη,
herrador [εραδόρ] (ουσΥαρσ.) σιδε­ hibernar [ιμπερνάρ] (ρ.) πέφτω σε χει-
ράς. μερία νάρκη,
herradura [εραδούρα] (ουσΥθηλ.) πέ­ híbrido [ίμπριδο] (επίθ.) υβριδικός.
ταλο. hidalgo [ιδάλγο] (ουσΥαρσ.) αριστο­
herramental [εραμεν'τάλ] (ουσΥαρσ.) κράτης ευγενής.
εργαλειοθήκη, hidalguía [ιδαλγία] (ουσΥθηλ.) ευγέ­
herramienta [εραμιέν’τα] (ουσΥθηλ.) νεια.
εργαλείο. hidratante [ιδρατάν'τε] (επίθ.) υδατι­
herrar [εράρ] (ρ.) πεταλώνω, σιδερο- κός.
στολίζω. hidratar [ιδρατάρ] (ρ.) ενυδατώνω,
herrería [ερερία] (ουσΥθηλ.) σιδη­ hidrato [ιδράτο] (ουσΥαρσ.) ένυδρος
ρουργείο, σιδεράδικο, ουσία.
herrero [ερέρο] (ουσΥαρσ.) σιδηρουρ­ hidráulica [ιδράουλικα] (ουσΥθηλ.) υδραυ­
γός σιδεράς, λική.
herrumbre [ερούμπρε] (ουσΥθηλ.) hidráulico [ιδράουλικο] 1: (ουσΥαρσ.)
σκουριά, σκωρίαση. υδραυλικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.)

310
hincapié

υδραυλικός, ωφέλιμος,
hidro [ίδρο] (πρόθεμα) ύδρο - (σε σύν­ higienizar [ιχιενιθάρ] (ρ.) εξυγιαίνω,
θετες λέξεις), higo [ίγο] (ουσΥαρσ.) σύκο.
hidroavión [ιδροαβιόν] (ουσΥαρσ.) higuera [ιγέρα] (ουσΥθηλ.) συκιά,
υδροπλάνο, hija [ίχα] (ουσΥθηλ.) κόρη.
hidroelectricidad [ιδροελεκτριθιδάδ] hijastro [ιχάστρο] (ουσΥαρσ.) πρόγο­
(ουσΥθηλ.) υδροηλεκτρισμός, νος.
hidroeléctrico [ιδροελέκτρικο] (επίθ.) hijo [ίχο] (ουσΥαρσ.) υιός γιος
υδροηλεκτρικός, hijuela [ιχουέλα] (ουσΥθηλ.) 1: μερίδιο
hidrófilo [ιδρόφιλο] (επίθ.) απορρο­ κληρονομιάς μέρισμα, 2: εξάρτημα,
φητικός, υδροχαρής, υδρόφιλος, hila [ίλα] (ουσΥθηλ.) γραμμή, σειρά,
hidrofobia [ιδροφόμπια] (ουσΥθηλ.) hilacha [ιλάτσα] (ουσΥθηλ.) ξέφτι,
υδροφοβία, hilada [ιλάδα] (ουσΥθηλ.) γραμμή, σει-
hidrófugo [ιδρόφουγο] (επίθ.) υδρό- ρά.
φυγος. hiladora [ιλαδόρα] (ουσΥθηλ.) κλώ-
hidrógeno [ιδρόχενο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) στης (μηχάνημα).
υδρογόνο, hilandería [ιλάνδερία] (ουσΥθηλ.) 1:
hidrográfico [ιδρογράφικο] (επίθ.) υδρο- κλωστοϋφαντουργία, 2: κλωστοϋ­
γραφικός φαντουργείο,
hidrólisis [ιδρόλισις] (ουσΥθηλ.) υδρό­ hilandero [ιλανδέρο] (ουσΥαρσ.) κλω-
λυση. στοϋφαντουργός.
hidroplano [ιδροπλάνο] (ουσΥαρσ.) hilar [ιλάρ] (ρ.) κλώθω, γνέθω,
υδροπλάνο, hilarante [ιλαράν'τε] (επίθ.) ιλαρός
hidrosfera [ιδροσφέρα] (ουσΥθηλ.) φαιδρός
υδρόσφαιρα, hilaridad [ιλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) ιλαρό-
hidrostática [ιδροστάτικα] (ουσΥθηλ.) τητα, φαιδρότητα.
υδροστατική, hilaza [ιλάθα] (ουσΥθηλ.) χοντρό νή­
hidroterapia [ιδροτεράπια] (ουσΥθηλ.) μα.
υδροθεραπεία, hilera [ιλέρα] (ουσΥθηλ.) σειρά, αρά­
hidróxido [ιδρόξιδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) δα, γραμμή,
υδροξείδιο. hilo [ίλο] (ουσΥαρσ.) 1: κλωστή, νήμα,
hiedra [ιέδρα] (ουσΥθηλ.) κισσός, ίνα, 2: σύρμα, 3: πορεία,
hiel [ιέλ] (ουσΥθηλ.) 1: χολή, 2: πικρία, hilván [ιλιβάν] (ουσΥαρσ.) τρύπωμα,
hielo [ιέλο] (ουσΥαρσ.) πάγος, καρίκωμα ρούχου, μοντάρισμα,
hiena [ιένα] (ουσΥθηλ.) ύαινα, hilvanar [ιλβανάρ] (ρ.) τρυπώνω, μο­
hierba [ιέρμπα] (ουσΥθηλ.) χόρτο, ντάρω.
χλόη. himen [ίμεν] (ουσΥαρσ.) παρθενικός
hierbabuena [ιερμπαμπουένα] (ουσΥ υμένας.
θηλ.) δυόσμος, himeneo [ιμένεο] (ουσΥαρσ.) γάμος,
hierro [ιέρο] (ουσΥαρσ.) σίδερο, himnario [ιμνάριο] (ουσΥαρσ.) υμνο­
hígado [ίγαδο] (ουσΥαρσ.) συκώτι, λόγιο.
higiene [ιχιένε] (ουσΥθηλ.) υγιεινή, κα­ himno [ίμνο] (ουσΥαρσ.) ύμνος,
θαριότητα, hincapié [ινκαπιέ] (ουσΥαρσ.) έμφα­
higiénico [ιχιένικο] (επίθ.) υγιεινός ση.

311
hincar

hincar [ινκάρ] (ρ.) καρφώνω, μπήγω, τισμός


hincha [ίντσα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) hipnotista [ιπνοτίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
οπαδός ομάδας, 2: (ουσ./θηλ.) έχθρα, υπνωτιστής υπνωτίστρια.
αντιπαλότητα, hipnotizar [ιπνοτιθάρ] (ρ.) υπνωτίζω,
hinchada [ιντσάδα] (ουσ,/θηλ.) οπα­ hipo [ίπο] (ουσ,/αρσ.) λόξιγκας,
δοί ομάδας, hipocondría [ιποκονδρία] (ουσ7θηλ.)
hinchado [ιντσάδο] (επίθ.) πρησμένος υποχονδρία,
οιδηματικός. hipocondríaco [ιποκον'ντρίακο] (επίθ.)
hinchar [ιντσάρ] (ρ.) 1: φουσκώνω, υποχόνδριος υποχονδριακός
εξογκώνω, πρήζω, 2: (μτφ.) υπερ­ hipocresía [ιποκρεσία] (ουσ,/θηλ.) υπο­
βάλλω. κρισία.
hinchazón [ιντσαθόν] (ουσ,/θηλ.) οί­ hipócrita [ιπόκριτα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
δημα, πρήξιμο, εξόγκωμα. υποκριτής υποκρίτρια.
hinojo1[ινόχο] (ουσΥαρσ.) μάραθος. hipodérmico [ιποδέρμικο] (επίθ.) υπο­
hinojo3[ινόχο] (ουσ,/αρσ.) γόνατο · de δόριος υποδερμικός,
hinojos - γονατιστά, hipódromo [ιπόδρομο] (ουσ,/αρσ.) ιπ­
hipar [ιπάρ] (ρ.) έχω λόξιγκα, πόδρομος
hiper [ιπέρ] (πρόθεμα) υπέρ. hipopótamo [ιποπόταμο] (ουσ,/αρσ.)
hiperactivo [ιπερακτίβο] (επίθ.) υπερ­ ιπποπόταμος,
δραστήριος, hipotálamo [ιποτάλαμο] (ουσ,/αρσ.)
hipérbole [ιπέρμπολε] (ουσΥθηλ.) υποθάλαμος εγκεφάλου,
υπερβολή, hipoteca [ιποτέκα] (ουσΥθηλ.) υπο­
hiperbóreo [ιπερμπόρεο] (επίθ.) υπερ- θήκη.
βόρειος. hipotecar [ιποτεκάρ] (ρ.) υποθηκεύω,
hipercrítico [ιπερκρίτικο] (επίθ.) υπερ- hipotecario [ιποτεκάριο] (επίθ.) υπο­
κριτικός. θηκευμένος,
hiperm ercado [ιπερμερκάδο] (ουσ./ hipotensión [ιποτενσόν] (ουσ,/θηλ.)
αρσ.) υπεραγορά, υπόταση.
hipermetropía [ιπερμετροπία] (ουσ./ hipotenusa [ιποτενούσα] (ουσ,/θηλ.)
θηλ.) (Ιατρ.) υπερμετρωπία, υποτείνουσα,
hipersensibilidad [ιπερσενσιμπιλιδάδ] hipótesis [ιπότεσις] (ουσ,/θηλ.) υπόθε­
(ουσ./θηλ.) υπερευαισθησία, ση, εικασία,
hipersensible [ιπερσενσίμπλε] (επίθ.) hipotéticamente [ιπσιέτκομΕν'ΐΕ] (επίρρ.)
υπερευαίσθητος, υποθετκά.
hipertensión [ιπερτενσιόν] (ουσΥθηλ.) hipotético [ιποτέτικο] (επίθ.) υποθε­
υπέρταση, τικός.
hipertrofia [ιπερτροφία] (ουσ,/θηλ.) hipotonía [ιποτονία] (ουσ./θηλ.) υπο­
υπερτροφία, τονία.
hípico [ίπικο] (επίθ.) ιππικός hiriente [ιριέν'τε] (επίθ.) 1: τραυματι­
hipido [ιπίδο] (ουσ,/αρσ.) κλαψούρι- κός 2: υβριστικός προσβλητικός,
σμα. hirsuto [ιρσούτο] (επίθ.) τριχωτός
hipnosis [ιπνόσις] (ουσ,/θηλ.) ύπνω­ μαλλιαρός,
ση. hisopear [ισοπεάρ] (ρ.) ραντίζω με
hipnotismo [ιπνοτίσμο] (ουσ,/αρσ.) υπνω­ αγιασμό, αγιάζω.

312
hombro

hisopo [ισόττο] (ουσΥαρσ.) αγίασμα. φωτιά.


hispánico [ισπάνικο] 1: (ουσΥαρσ.) hoja [όχα] (ουσΥθηλ.) φύλλο, χαρτί,
Ισπανός 2: (επίθ.) ισπανικός hojalata [οχαλάτα] (ουσΥθηλ.) λευκο­
hispanidad [ισπανιδάδ] (ουσΥθηλ.) σίδηρος τενεκές,
ισπανικότητα. hojalatero [οχαλατέρο] (ουσΥαρσ.) γα-
hispanismo [ισπαν(σμο] (ουσΥαρσ.) νωτής.
ισπανισμός hojaldre [οχάλδρε] (ουσΥαρσ.) φύλλο
hispanizar [ισπανιθάρ] (ρ.) εξισπανί- κρούστας,
ζω. hojarasca [οχαράσκα] (ουσΥθηλ.) νε­
hispano [ισπόνο] (επίθ.) ισπανικός κρά, ξερά φύλλα,
Hispanoamérica [ισπανοαμέρικα] (ουσΥ hojear [οχεάρ] (ρ.) φυλλομετρώ, ξε­
θηλ.) Λατινική Αμερική, φυλλίζω,
hispanohablante [ιασπανοαμπλάν'τε] hojoso [οχόσο] (επίθ.) φυλλώδης,
(επίθ.) ισπανόφωνος. hola [όλα] (επιφ.) γειά! (χαιρετισμός).
histerectomía [ιστερεκτομία] (ουσΥθηλ.) holgado [ολγάδο] (επίθ.) ευρύχωρος
υστερεκτομή, άνετος.
histeria [ιστέρια] (ουσΥθηλ.) υστερία, holganza [ολγάνθα] (ουσΥθηλ.) οκνη­
histérico [ιστέρικο] (επίθ.) υστερικός ρία, τεμπελιά,
historia [ιστόρια] (ουσΥθηλ.) ιστορία, holgar [ολγάρ] (ρ.) περισσεύω, πλεο­
historiador [ιστοριαδόρ] (ουσΥαρσ.) νάζω.
ιστορικός holgazán [ολγαθάν] (επίθ.) οκνηρός
historial [ιστοριάλ] (ουσΥαρσ.) ιστορι­ φυγόπονος τεμπέλης,
κό ασθενούς, holgazanear [ολγαθανεάρ] (ρ.) φυγο­
histórico [ιστόρικο] (επίθ.) ιστορικός πονώ, τεμπελιάζω,
historieta [ιστοριέτα] (ουσΥθηλ.) κό­ holgazanería [ολγαθανερία] (ουσΥ
μικς μικρό διήγημα, θηλ.) τεμπελιά,
historiógrafo [ιστοριόγραφο] (ουσΥ holgura [ολγούρα] (ουσΥθηλ.) χαλα-
αρσ.) ιστοριογράφος, ρότητα, άνεση χώρου,
histriónico [ιστριόνικο] (επίθ.) υποκρι­ hollar [ογιάρ] (ρ.) ποδοπατώ, τσαλα-
τικός θεατρινίστικος. πατάω.
histrlonismo [ιστριονίσμο] (ουσΥαρσ.) hollín [ογίν] (ουσΥαρσ.) κάπνα.
υποκριτική, θεατρινισμός, holocausto [ολοκάουστο] (ουσΥαρσ.)
hito [ίτο] (ουσΥαρσ.) ορόσημο, ολοκαύτωμα,
hocico [οθίκο] (ουσΥαρσ.) μουσούδι, hológrafo [ολόγραφο] (ουσΥαρσ.) ολο-
ρύγχος. Υραμματικός.
hocicudo [οθικούδο] (επίθ.) με μακριά hombre [ό μ 'μ π ε ] (ουσΥαρσ.) άνθρω­
μουσούδα. πος άνδρας
hogaño [ογάνιο] (επίρρ.) φέτος, hombrear [ομ'μπρεάρ] (ρ.) ανδρώνο-
hogar [ογάρ] (ουσΥαρσ.) εστία, σπίτι, μαι, ενηλικιώνομαι,
σπιτικό. hombrera [ομ'μπρέρα] (ουσΥθηλ.) βά­
hogareño [ογαρένιο] (επίθ.) σπιτικός τα, επωμίδα.
σπιτόγατος, hombría [ομ'μπρία] (ουσΥθηλ.) ανδρι­
hogaza [ογάθα] (ουσΥθηλ.) καρβέλι, σμός
hoguera [ογέρα] (ουσΥθηλ.) πυρά, hombro [όμ'μπρο] (ουσΥαρσ.) ώμος.

313
hombruno

hombruno [ομ'μττρούνο] (επίθ.) 1: αν­ honorífico [ονορίφικο] (επίθ.) τιμητι­


δρικός, 2: ανδροπρεπής, κός.
homenaje [ομενάχε] (ουσ./αρα.) 1: honra [όνρα] (ουσΥθηλ.) σεβασμός
αφιέρωμα, 2: απόδοση φόρου τιμής, αξιοπρέπεια,
homeopatía [ομεοπατία] (ουσ./θηλ.) honradamente [ονράδαμέν'τε] (επίρρ.)
ομοιοπαθητική, τίμια, έντιμα,
homérico [ομέρικο] (επίθ.) ομηρικός, honradez [ονραδέθ] (ουσΥθηλ.) τιμιό­
homicida [ομιθίδα] (ουσΥαρσ.) αν- τητα.
θρωποκτόνος, φονιάς, δολοφόνος, honrado [ονράδο] (επίθ.) τίμιος έντι­
homicidio [ομιθίδιο] (ουσΥαρσ.) αν­ μος.
θρωποκτονία, φόνος, honrar [ονράρ] (ρ.) τιμώ.
homilía [ομιλία] (ουσΥθηλ.) κήρυγμα, honroso [ονρόσο] (επίθ.) έντιμος αξιο-
homófono [ομόφονο] (επίθ.) ομόφω­ σέβαστος.
νος. hora [όρα] (ουσ,/θηλ.) ώρα.
homogeneidad [ομοχενεϊδάδ] (ουσ./ horadar [οραδάρ] (ρ.) διατρυπώ, πα­
θηλ.) ομοιογένεια, ομοιομορφία, ρακεντώ.
homogéneo [ομοχένεο] (επίθ.) ομοιο­ horario [οράριο] 1: (ουσΥαρσ.) ωρά­
γενής. ριο, 2: (επίθ.) ωριαίος,
homólogo [ομόλογο] (επίθ.) ομόλο­ horca [όρκα] (ουσΥθηλ.) αγχόνη, κρε­
γος σύμμετρος σύστοιχος, μάλα, βρόχος,
homónim o [ομόνιμο] (επίθ.) ομώνυ­ horcajadas [ορκαχάδα] (ουσΥθηλ.)
μος. πληθ. · a horcajadas - διάσκελα, κα­
homosexual [ομοσεξουάλ] 1: (ουσ./ βάλα.
αρσ.+ θηλ.) ομοφυλόφιλος ομοφυ­ horchata [ορτσάτα] (ουσΥθηλ.) αμυ-
λόφιλη, 2: (επίθ.) ομοφυλοφιλικός. γδαλόγαλα.
homosexualidad [ομοσεξουαλιδάδ] horda [όρδα] (ουσΥθηλ.) ορδή, στί­
(ουσΥθηλ.) ομοφυλοφιλία, φος.
honda [όν'ντα] (ουσΥθηλ.) καταπέλ- horizontal [οριθοντάλ] (επίθ.) οριζό­
της σφεντόνα, ντιος
hondo [όν'ντο] (επίθ.) βαθύς, horizonte [οριθόν'τε] (ουσΥαρσ.) ορί­
hondón [ον'ντόν] (ουσΥαρσ.) βυθός, ζοντας.
hondura [ον'ντούρα] (ουσΥθηλ.) βά­ horma [όρμά] (ουσΥθηλ.) καλούπι,
θος. φόρμα.
honestidad [ονεσπδάδ] (ουσΥθηλ.) hormiga [ορμίγα] (ουσΥθηλ.) μυρμή­
εντιμότητα, τιμιότητα, γκι.
honesto [ονέστο] (επίθ.) έντιμος, hormigón [ορμιγόν] (ουσΥαρσ.) μπε­
hongo [όνγκο] (ουσΥαρσ.) 1: μύκητας τόν.
2: μανιτάρι, hormiguear [ορμιγεάρ] (ρ.) μυρμη­
honor [ονόρ] (ουσΥαρσ.) τιμή, δόξα. γκιάζω, μουδιάζω,
honorable [ονοράμπλε] (επίθ.) έντι­ hormigueo [ορμιγέο] (ουσΥαρσ.) μυρ­
μος αξιοσέβαστος. μήγκιασμα, μοΰδιασμα.
honorario [ονοράριο] (επίθ.) επίτιμος, hormiguero [ορμιγέρο] (ουσΥαρσ.)
honorarios [ονοράριος] (ουσΥαρσ.) μυρμηγκοφωλιά.
πληθ. αμοιβή. hormona [ορμόνα] (ουσΥθηλ.) ορμό­

314
hoy

νη. hosco [όσκο] (επίθ.) 1: σκυθρωπός κα-


hornada [ορνάδα] (ουσ/θηλ.) φουρ­ τσούφης κατηφής 2: αφιλόξενος,
νιά. hospedaje [οσπεδάχε] (ουσ./αρσ.)
hornear [ορνεάρ] (ρ.) ψήνω. στέγαση, κατάλυμμα.
hornero [ορνέρο] (ουσΥαρσ.) φούρ­ hospedar [οσπεδάρ] (ρ.) στεγάζω, φι­
ναρης, ψήστης, λοξενώ.
hornillo [ορνίγιο] (ουσΥαρσ.) φουρ- hospedería [οσπεδερία] (ουσ,/θηλ.) παν­
νάκι. δοχείο, πανσιόν.
horno [όρνο] (ουσ7αρσ.) φούρνος, hospedero [οσπεδέρο] (ουσΥαρσ.) οι­
horóscopo [ορόσκοπο] (ουσ,/αρσ) ωρο­ κοδεσπότης σπιτονοικοκύρης,
σκόπιο. hospicio [οσπίθιο] (συσΥαρσ.) ορφα­
horquilla [ορκίγια] (ουσ/θηλ.) φουρ­ νοτροφείο, άσυλο, πτωχοκομείο.
κέτα, τσιμπιδάκι, hospital [οαπιτάλ] (ουσ,/αρσ.) νοσο­
horrendo [ορέν'ντσ] (επίθ.) τρομακτι­ κομείο.
κός, φσβιστικός. hospitalario [οσπιταλάριο] (επίθ.) φι­
horrible [ορίμπλε] (επίθ.) αποτρόπαι­ λόξενος ξένιος,
ο ς φοβερός φρικτός τρομερός, hospitalidad [σσπιταλιδάδ] (ουσ./
horripilante [οροπιλάν'τε] (επίθ.) ανα- θηλ.) φιλοξενία,
τριχιαστικός φρικιαστικός αποτρο- hospitalizar [οσπιταλιθάρ] (ρ.) εισάγω
πιαστικός. σε νοσοκομείο,
horripilar [οριπιλάρ] (ρ.) 1: ανατριχιά­ hosquedad [οσκεδάδ] (ουσ,/θηλ.) σκυ-
ζω, 2: τρομάζω, θρωπότητα, κατήφεια,
horro [όρο] (επίθ.) ελεύθερος, απαλ­ hostal [οστάλ] (ουσ,/αρσ.) μικρό ξενο­
λαγμένος, δοχείο, πανδοχείο,
horror [ορόρ] (ουσ/αρσ) φρίκη, τρό­ hostelería [οστελερία] (ουσ,/θηλ.) ξε­
μος. νοδοχειακές υπηρεσίες,
horrorizar [οροριθάρ] (ρ.) προκαλώ hostelero [οστελέρο] (ουσ7αρσ.) ξε­
φρίκη, τρομοκρατώ, νοδόχος.
horroroso [ορορόσο] (επίθ.) φρικτός hostería [οοττερία] (ουσ,/θηλ.) πανδο­
τρομακτικός χείο.
hortaliza [ορταλίθα] (ουσ,/θηλ.) λαχα- hostia [όστια] (ουσ,/θηλ.) όστια, μπου­
νικό. νιά, γροθιά,
hortelano [ορτελάνο] (ουσ,/αρσ.) κη­ hostigar [οστιγάρ] (ρ.) 1: μαστιγώνω,
πουρός περιβολάρης, 2: κατατρέχω,
hortense [ορτένσε] (επίθ.) κηπευτι­ hostil [όστιλ] (επίθ.) εχθρικός,
κός. hostilidad [οστιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
hortensia [ορτένσια] (ουσ./θηλ.) ορ­ εχθρότητα,
τανσία. hostilidades [οστιλιδάδες] (ουσΥθηλ.)
hortícola [ορτίκολα] (επίθ.) φυτοκομι- πληθ. εχθροπραξίες,
κός κηπευτικός, hostilizar [οστιλιθάρ] (ρ.) επιτίθεμαι,
horticultor [ορτικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) hotel [οτέλ] (ουσΥαρσ.) ξενοδοχείο,
κηπουρός, hotelero [οτελέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) ξε­
horticultura [ορτικουλτούρα] (ουσ./ νοδόχος 2: (επίθ.) ξενοδοχειακός,
θηλ.) φυτοκομία, κηπευτική. hoy [όι] (επίρρ.) σήμερα · hoy en día -

315
hoya

στις μέρες μας. λάς.


hoya [όγια] (ουσΥθηλ.) τρύπα στο έδα­ huevo [ουέβο] (ουσΥαρσ.) αυγό.
φος, λάκκος, huevón [ουεβόν] (επίθ.) τεμπέλης
hoyo [όγιο] (ουσΥαρσ.) λακούβα, λάκ­ οκνηρός,
κος. huida [ουίδα] (ουσΥθηλ.) φυγή.
hoyuelo [ογιουέλο] (ουσΥαρσ.) λακκά­ huidizo [ουίδίθο] (επίθ.) φευγαλέος,
κι (προσώπου). huir [ουίρ] (ρ.) αποδιδράσκω, τρέπο­
hoz [οθ] (ουσΥθηλ.) δρεπάνι, μαι σε φυγή, δραπετεύω,
hucha [ούτσα] (ουσΥθηλ.) κουμπαράς hule [ούλε] (ουσΥαρσ.) μουσαμάς,
κομπόδεμα, hulla [ούγια] (ουσΥθηλ.) γαιάνθρακας
hueco [ουέκο] 1: (ουσΥαρσ.) κενό hullera [ουγιέρα] (ουσΥθηλ.) ανθρα­
• hacer un hueco - κάνω χώρο σε κωρυχείο,
κάποιον, 2: (επίθ.) κενός αδειανός humanidad [ουμανιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
κούφιος. ανθρωπότητα, 2: ανθρωπιά, φιλαν­
huelga [ουέλγα] (ουσΥθηλ.) απεργία, θρωπία.
huelgo [ουέλγο] (ουσΥαρσ.) ανάσα, humanismo [ουμανίσμο] (ουσΥαρσ.)
αναπνοή. ανθρωπισμός,
huelguista [ουελγίστα] (ουσΥαρσ.+ humanista [ουμανίστα] (ουσΥαρσ.+
θηλ.) απεργός, θηλ.) ανθρωπιστής ανθρωπίστρια.
huella [ουέγια] (ουσΥθηλ.) ίχνος απο­ humanístico [ουμανίστικο] (επίθ.) αν­
τύπωμα. θρωπιστικός,
huérfano [ουέρφανο] (επίθ.) ορφα­ humanitario [ουμανιτάριο] (επίθ.) αν­
νός. θρωπιστικός φιλανθρωπικός
huero [ουέρο] (επίθ.) 1: κλούβιος 2: humanizar [ουμανιθάρ] (ρ.) εξανθρω-
στείρος άγονος, πίζω.
huerta [ουέρτα] (ουσΥθηλ.) περιβόλι, humano [ουμάνο] (επίθ.) ανθρώπινος
λαχανόκηπος, φιλάνθρωπος,
huertero [ουερτέρο] (ουσΥαρσ.) περι­ humareda [ουμαρέδα] (ουσΥθηλ.) σύν­
βολάρης κηπουρός, νεφο καπνού,
huerto [ουέρτο] (ουσΥαρσ.) λαχανό­ humeante [ουμεάν'τε] (επίθ.) αχνιστός,
κηπος. humear [ουμεάρ] (ρ.) αχνίζω, καπνί­
huesa [ουέσα] (ουσΥθηλ.) τάφος, ζω.
hueso [ουέσο] (ουσΥαρσ.) 1: κόκαλο, humectar [ουμεκτάρ] (ρ.) υγραίνω,
οστό, 2: κουκούτσι, μουσκεύω,
huesoso [ουεσόσο] (επίθ.) οστεώδης humedad [ουμεδάδ] (ουσΥθηλ.) υγρα­
κοκαλιάρης. σία.
huésped [ουέσπεδ] (ουσΥαρσ.) μου­ humedecer [ουμεδεθέρ] (ρ.) υγραίνω,
σαφίρης φιλοξενούμενος επισκέ­ βρέχω.
πτης húmedo [ούμεδο] (επίθ.) υγρός βρεγ­
huesudo [ουεσούδο] (επίθ.) οστεώ­ μένος.
δης. humero [ουμέρο] (ουσΥαρσ.) καμινά­
huevera [ουεβέρα] (ουσΥθηλ.) αυγου- δα, καπνοδόχος,
λιέρα, αυγοθήκη, humildad [ουμιλδάδ] (ουσΥθηλ.) τα­
huevero [ουεβέρο] (ουσΥαρσ.) αυγου- πεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη.

316
huy

humilde [ουμίλδε] (επίθ.) ταπεινό- huracán [ουρακάν] (ουσΥαρσ.) τυφώ­


φρων, μετριόφρων. νας.
humillación [ουμιγιαθιόν] (ουσ./θηλ.) huraño [ουράνιο] (επίθ.) κατσούφης
ταπείνωση, μείωση, εξευτελισμός. σκυθρωπός κατηφής.
humillante [ουμιγιάν^ε] (επίθ.) ταπει­ hurgar [ουργάρ] (ρ.) σκαλίζω,
νωτικός, μειωτικός. hurgón [ουργόν] (ουσΥαρσ.) σκαλι­
humillar [ουμιγιάρ] (ρ.) ταπεινώνω, στήρι φωτιάς
μειώνω, εξευτελίζω, hurgonear [ουργονεάρ] (ρ.) σκαλίζω
humo [ούμο] (ουσΥαρσ.) καπνός ατμός την φωτιά,
humor [ουμόρ] (ουσΥαρσ.) ψυχική hurón [ουρόν] (ουσΥαρσ.) κουνάβι,
διάθεση, κέφι, χιούμορ, νυφίτσα,
humorada [ουμοράδα] (ουσΥθηλ.) hurra [ούρα] (επιφ.) ζήτω!.
εξυπνάδα, αστεϊσμός, hurtadillas [ουρταδίγιας] (επίρρ.) κρυ­
humorado [ουμοράδο] (επίθ.) ευδιά- φά · a hurtadillas - στα κρυφά,
θετος. hurtar [ουρτάρ] (ρ.) κλέβω,
humorista [ουμορίστα] (ουσΥαρσ.+ hurto [ούρτο] (ουσΥαρσ.) κλεψιά, κλο­
θηλ.) χιουμορίστας ευθυμολόγος. πή.
humorístico [ουμορίστικο] (επίθ.) χιου­ husillo [ουσίγιο] (ουσΥαρσ.) αγωγός,
μοριστικός κωμικός, husmear [ουσμεάρ] (ρ.) 1: μυρίζω, 2:
humus [ούμους] (ουσΥαρσ.) μαυρό­ χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι,
χωμα. husmeo [ουσμέο] (ουσΥαρσ.) ψαχού-
hundido [ουνδίδο] (επίθ.) βουλιαγμέ­ λεμα.
νος βυθισμένος, husmo [ούσμο] (ουσΥαρσ.) έντονη οσμή.
hundimiento [ουν'ντιμιέν'το] (ουσΥ huso [ούσο] (ουσΥαρσ.) αδράχτι, άτρα­
αρσ.) βύθιση, βούλιαγμα, καθίζηση, κτος.
hundir [ουν'ντίρ] (ρ.) 1: βυθίζω, βου­ huy [ούι] (επιφ.) ωχ!, αχ!.
λιάζω, 2: γκρεμίζω.

317
θηλ.) 1: ταύτιση, 2: αναγνώριση, εξα­
κρίβωση.
I, i [ι] (ουσ./θηλ.) το δέκατο γράμμα identificar [ιδεν'τιφικάρ] (ρ.) 1: ταυτί­
του ισπανικού αλφαβήτου, ζω, 2: αναγνωρίζω, εξακριβώνω,
ibérico [ιμπέρικο] (επίθ.) ιβηρικός. ideología [ιδεολοχία] (ουσΥθηλ.) ιδεο­
ibero [ιμπέρο] (επίθ.) ιβηρικός. λογία.
Iberoamérica [ιμπεροαμέρικα] (ουσ./ ideológico [ιδεολόχικο] (επίθ.) ιδεο­
θηλ.) Λατινική Αμερική, λογικός
iberoamericano [ιμπρεροαμερικάνο] ideólogo [ιδεόλογο] (ουσΥαρσ.) ιδεο­
1: (ουσΥαρσ.) Λατινοαμερικάνος, 2: λόγος.
(επίθ.) λατινοαμερικανικός, idílico [ιδίλικο] (επίθ.) ειδυλλιακός
iceberg [ιθεβέργ] (ουσΥαρσ.) παγό­ idilio [ιδίλιο] (ουσΥαρσ.) ειδύλλιο,
βουνο. idioma [ιδιόμα] (ουσΥαρσ.) γλώσσα,
icono [ικόνο] (ουσΥαρσ.) εικόνα, ιδίωμα.
iconoclasta [ικονοκλάστα] 1: (ουσΥ idiomático [ιδιομάτικο] (επίθ.) ιδιωμα­
αρσ.) εικονοκλάστης εικονομάχος τικός.
2: (επίθ.) εικονοκλαστικός, idiosincrasia [ιδιοσινκράσια] (ουσΥθηλ.)
iconografía [ικονογραφία] (ουσΥθηλ.) ιδιοσυγκρασία,
εικονογραφία, εικονισμός. idiota [ιδιότα] (επίθ.) ηλίθιος ανόη­
ictericia [ικτερίθια] (ουσ,/θηλ.) ίκτε­ τος.
ρος, χρυσή, idiotez [ιδιοτέθ] (ουσ,/θηλ.) ηλιθιότη­
ictiología [ικτιολοχία] (ουσΥθηλ.) τα, βλακεία,
ιχθυολογία, idiotismo [ιδιοτίσμο] (ουσΥαρσ.) 1:
ida [ίδα] (ουσΥθηλ.) μετάβαση, ιδιωματισμός 2: άγνοια, αμάθεια,
idea [ιδέα] (ουσΥθηλ.) ιδέα. idiotizar [ιδιοτιθάρ] (ρ.) τρελαίνω κά­
ideal [ιδεάλ] 1: (ουσΥαρσ.) (α) ιδανικό, ποιον.
ιδεώδες (β) ίνδαλμα, 2: (επίθ.) ιδανι­ ido [ίδο] (επίθ.) τρελός, μουρλός,
κός ιδεώδης, idolatra [ιδόλατρα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
idealismo [ιδεαλισμό] (ουσΥαρσ.) ιδεα­ ειδωλολάτρης ειδωλολάτρισσα.
λισμός. idolatría [ιδολατρία] (ουσΥθηλ.) ειδω­
idealista [ιδεαλίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ λολατρία,
θηλ.) ιδεαλιστής ιδεαλίστρια, 2: ídolo [ίδολο] (ουσΥαρσ.) είδωλο, ίν­
(επίθ.) ιδεαλιστικός δαλμα.
idealizar [ιδεαλιθάρ] (ρ.) εξιδανικεύω. idoneidad [ιδονεϊδάδ] (ουσΥθηλ.) ιδα-
idear [ιδεάρ] (ρ.) επινοώ, σχεδιάζω, νικότητα, καταλληλότητα,
ideario [ιδεάριο] (ουσΥαρσ.) ιδεολο­ idóneo [ιδόνεο] (επίθ.) ιδεώδης ιδανι­
γία. κός κατάλληλος,
ídem [ίδεμ] (επίρρ.) ομοίως παρομοί­ iglesia [ιγλέσια] (ουσΥθηλ.) εκκλησία,
ως. ναός.
idéntico [ίδεν'τικο] (επίθ.) ταυτόση­ iglú [ιγλού] (ουσΥαρσ.) ιγκλού,
μος ίδ ιος όμοιος, ignaro [ιγνάρο] (επίθ.) αδαής, αμαθής,
identidad [ιδεν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) ταυ­ ígneo [ίγνεο] (επίθ.) πυρογενής.
τότητα. ignición [ικνιθιόν] (ουσΥθηλ.) ανάφλε­
identificación [ιδεν'τιφικαθιόν] (ουσΥ ξη-

318
imaginario

ignominia [ιγνομίνια] (ουσΥθηλ.) κα­ ilícito [ιλίθιτο] (επίθ.) 1: αθέμιτος, 2:


ταισχύνη, όνειδος, ατίμωση, ατιμία, παράνομος,
ignominioso [ιγνομινιόσο] (επίθ.) ατι­ ilimitado [ιλιμιτάδο] (επίθ.) απεριόρι­
μωτικός ντροπιασπκός. στος.
ignorancia [ιγνοράνθια] (ουσΥθηλ.) ilógico [ιλόχικο] (επίθ.) παράλογος,
άγνοια, αμάθεια, iluminación [ιλουμιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
ignorante [ιγνοράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) φωτισμός φωταψία,
αγράμματος ανίδεος 2: (επίθ.) αμα­ iluminar [ιλουμινάρ] (ρ.) φωτίζω, φω­
θής. ταγωγώ.
ignorar [ιγνοράρ] (ρ.) αγνοώ, ilusión [ιλουσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ψευ­
ignoto [ιγνότο] (επίθ.) ανεξερεύνητος, δαίσθηση, αυταπάτη, 2: προσδοκία,
igual [ιγουάλ] 1: (επίθ.) ίδ ιος όμοιος 2: χαρά.
(επίρρ.) το ίδιο, ομοίως, ilusionado [ιλουσιονάδο] (επίθ.) εν­
iguala [ιγουάλα] (ουσΥθηλ.) ισοφάρι- θουσιασμένος ελπιδοφόρος.
ση. ilusionarse [ιλουοιονάρσε] (ρ.) έχω
igualación [ιγουαλαθιόν] (ουσΥθηλ.) παραισθήσεις ψευδαισθήσεις,
εξίσωση, εξισορρόπηση. ilusionismo [ιλουσιονίσμο] (ουσΥαρσ.)
igualar [ιγουαλάρ] (ρ.) εξισώνω, εξο­ 1: ταχυδακτυλουργία, 2: οφθαλμα­
μοιώνω, εξισορροπώ, πάτη.
igualdad [ιγουαλδάδ] (ουσΥθηλ.) ισό­ ilusionista [ιλουσιονίστα] (ουσ./αρσ.+
τητα, εξομοίωση. θηλ.) ταχυδακτυλουργός
igualmente [ιγουάλμεν'τε] (επίρρ.) iluso [ιλούσο] (επίθ.) φαντασιόπλη­
εξίσου, επίσης παρομοίως, κτος ψευδαισθητικός
iguana [ιγουάνα] (ουσΥθηλ.) ιγκουά- ilusorio [ιλουσόριο] (επίθ.) απατηλός
να. παραπλανητικός πλανερός πλα­
ijada [ιχάδα] (ουσΥθηλ.) πλευρά ζώου. σματικός.
¡jar [ιχάρ] (ουσΥαρσ.) πλευρό, ilustración [ιλουστραθιόν] (ουσΥθηλ.)
ilación [ιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξαγωγή 1: εικονογράφηση, 2: διαφωτισμός,
συμπεράσματος, ilustrado [ιλουστράδο] (επίθ.) 1: εικο­
ilegal [ιλεγάλ] (επίθ.) παράνομος, νογραφημένος 2: πολυμαθής ευρυ­
ilegalidad [ιλεγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) πα­ μαθής.
ρανομία. ilustrar [ιλουστράρ] (ρ.) 1: εικονογρα­
ilegalmente [ιλεγάλμέν'τε] (επίρρ.) φώ, 2: διαφωτίζω, 3: μορφώνω,
παράνομα, λαθραία, ilustrativo [ιλουστρατίβο] (επίθ.) επε­
ilegible [ιλεχίμπλε] (επίθ.) δυσανάγνω­ ξηγηματικός διασαφητικός.
στος. ilustre [ιλούστρε] (επίθ.) ένδοξος επι­
ilegitimidad [ιλεγιτιμιδάδ] (ουσΥθηλ.) φανής.
1: παρανομία, 2: νόθος καταγωγή, imagen [ιμάχεν] (ουσΥθηλ.) εικόνα,
ilegitimo [ιλεχίτιμο] (επίθ.) 1: νόθος imaginable [ιμαχινάμπλε] (επίθ.) υπο­
εξώγαμος 2: παράνομος, θετικός.
ileso [ιλέσο] (επίθ.) αβλαβής αλώβη­ imaginación [ιμαχιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
τος άθικτος φαντασία,
iliberal [ιλιμπεράλ] (επίθ.) ανελεύθε­ imaginario [ιμαχινάριο] (επίθ.) φαντα­
ρος. στικός υποθετικός.

319
imaginarse

imaginarse [ιμαχινάρσε] (ρ.) φαντάζο­ ρωτος.


μαι, υποθέτω, νομίζω, εικάζω, impago [ιμ'πάγο] (ουσ./αρσ.) οφειλή,
imaginativo [ιμαχινατίβο] (επίθ.) επι­ ΧΡέος.
νοητικός, εφευρετικός, impalpable [ιμ'παλπάμπλε] (επίθ.) ανε­
imaginería [ιμαχινερία] (ουσ,/θηλ.) ιε- παίσθητος,
ρογλυπτική. impar [ιμ'πάρ] (επίθ.) μονός,
imán [ιμάν] (ουσ7αρσ.) 1: μαγνήτης, 2: imparable [ιμ'παράμπλε] (επίθ.) αστα­
ιμάμης. μάτητος.
imanar [ιμανάρ] (ρ.) μαγνητίζω, imparcialidad [ιμ'παρθιαλιδάδ] (ουσ./
imantar [ιμαν'τάρ] (ρ.) μαγνητίζω, θηλ.) αμεροληψία, διακαιοφροσύνη.
imantación [ιμαν'ταθιόν] (ουσ,/θηλ.) imparcial [ιμ'παρθιάλ] (επίθ.) αμερό­
μαγνητισμός, ληπτος αντικειμενικός δίκαιος,
imbatible [ιμ'μπατίμπλε] (επίθ.) 1: impartible [ιμ'παρτίμπλε] (επίθ.) αδιαί­
αχτύπητος 2: ανίκητος αήττητος, ρετος αδιαχώριοττος.
imbécil [ιμ'μττέθιλ] (επίθ.) ηλίθιος πα­ impartir [ιμ'παρτίρ] (ρ.) δίνω, παρα­
λαβός. δίνω.
imbecilidad [ιμ'μπεθιλιδάδ] (ουσ./ impasible [ιμ'πασίμπλέ] (επίθ.) απα­
θηλ.) ηλιθιότητα, θής αδιάφορος ατάραχος,
imberbe [ιμ'μπέρμπε] (επίθ.) χωρίς γέ­ impavidez [ιμ'παβιδέθ] (ουσΥθηλ.) έλ­
νια, αμούστακος λειψη φόβου,
imborrable [ιμ'μποράμπλε] (επίθ.) ανε­ impávido [ιμ'πάβιδο] (επίθ.) απτόη­
ξίτηλος ανεξάλειπτος το ς ατρόμητος άφοβος,
imbuir [ιμ'μπουίρ] (ρ.) εμποτίζω, εν­ impecable [ιμ'πεκάμπλε] (επίθ.) άψο­
σταλάζω. γος.
imitable [ιμιτάμπλε] (επίθ.) μιμητικός, impedancia [ιμ'πεδάνθια] (ουσ./θηλ.)
imitación [ιμιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αντίσταση,
απομίμηση, 2: μίμηση, 3: παραποίη- impedido [ιμ'πεδίδο] (επίθ.) ανάπη­
ση. ρος σακάτης,
imitador [ιμιταδόρ] (ουσΥαρσ.) μιμη­ impedimento [ιμ'πεδιμέν'το] (ουσ,/αρσ.)
τή ς αντιγραφέας. 1: εμπόδιο, κώλυμα 2: απαγόρευση,
imitar [ιμιτάρ] (ρ.) απομιμούμαι, μι­ impedir [ιμ'πεδίρ] (ρ.) 1: εμποδίζω, πα­
μούμαι, πιθηκίζω, ρακωλύω, 2: απαγορεύω,
imitativo [ιμιτατίβο] (επίθ.) μιμητικός, impeler [ιμ'πελέρ] (ρ.) ωθώ, σπρώχνω,
impaciencia [ιμ'παθιένθια] (ουσ,/θηλ.) παρακινώ,
ανυπομονησία, impenetrabilidad [ιμ'πενετραμπιλιδάδ]
impacientarse [ιμ'παθιεν'τάρσε] (ρ.) (ουσ,/θηλ.) η ιδιότητα του απροσπέ­
ανυπομονώ, αδημονώ, λαστου, του αδιαπέραστου,
impaciente [ιμ'παθιέν'τε] (επίθ.) ανυ­ impenetrable [ιμ'πενετράμπλε] (επίθ.)
πόμονος ανήσυχος, απροσπέλαστος αδιαπέραστος αδιάβα­
impacto [ιμ'πάκτο] (ουσ./αρσ.) πρό­ τος απρόσιτος
σκρουση, σύγκρουση, κρούση, impenitencia [ιμ'πενιτένθια] (ουσ./
impagable [ιμ'παγάμπλε] (επίθ.) μη θηλ.) αμετανοησία,
πληρωτέος ανεξόφλητος impenitente [ιμ'πενιτέν'τε] (επίθ.) αμε­
impagado [ιμ'παγάδο] (επίθ.) απλή­ τανόητος.

320
implicación

impensable [ιμ'πενσάμπλε] (επίθ.) αδια­ άγαρμπος άτσαλος (καθ.) ατζαμής,


νόητος. impermeabilidad [ιμ'περμεαμπιλι-
impensado [ιμ'πενσάδο] (επίθ.) απρό­ δάδ) (ουσΥθηλ.) στεγανότητα.
βλεπτος, απροσδόκητος, impermeabilizar [ιμ'περμεαμπιλιθάρ]
impepinable [ιμ'πεπινάμπλε] (επίθ.) (ρ.) αδιαβροχοποιώ, στεγανοποιώ,
αδιαμφισβήτητος, impermeable [ιμ'περμεάμπλε] (επίθ.)
imperante [ιμ'περάν'τε] (επίθ.) κυ­ αδιάβροχος στεγανός,
ρίαρχος επικρατών, impersonal [ιμ'περσονάλ] (επίθ.) απρό­
imperar [ιμ'περάρ] (ρ.) κυριαρχώ, επι­ σωπος
κρατώ, βασιλεύω, impersonalidad [ιμ'περσοναλιδάδ] (ουσΥ
imperativo [ιμ'περατίβο] 1: (ουσΥαρσ.) θηλ.) απροσωπία.
(Γραμμ.) προστακτική, 2: (επίθ.) προ­ impertérrito [ιμ'περτέριτο] (επίθ.) άφο­
στακτικός βος ατρόμητος απτόητος ακλόνη­
imperceptible [ιμ'περθεπτίμπλε] (επίθ.) τος.
ανεπαίσθητος αδιόρατος, impertinencia [ιμ'περτινένθια] (ουσΥ
imperceptiblemente [ιμ'λερθεπτίμπλε- θηλ.) αναίδεια, αυθάδεια,
μεν*τε] (επίρρ.) ανεπαίσθητα, impertinente [ιμ'περτινέν'τε] (επίθ.) αναι­
imperdible [ιμ'περδίμπλε] (ουσΥαρσ.) δής αυθάδης
παραμάνα, καρφίτσα, imperturbable [ιμ'περτουρμπάμπλε]
imperdonable [ιμ'περδονάμπλε] (επίθ.) (επίθ.) ακλόνητος ατάραχος, απα­
ασυγχώρητος αδικαιολόγητος αναί­ θής.
τιος impetrar [ιμ'πετράρ] (ρ.) εκλιπαρώ,
imperecedero [ιμ'περεθεδέρο] (επίθ.) ímpetu [ίμ'πετου] (ουσΥαρσ.) 1: ορμή,
αθάνατος αιώνιος άφθαρτος, ώθηση, 2: δύναμη,
imperfección [ι'περφεκθιόν] (ουσΥ impetuosidad [ιμ'πετουοσιδάδ] (ουσΥ
θηλ.) ατέλεια, ελάττωμα, θηλ.) βιαιότητα, ορμή.
imperfecto [ιμ'περφέκτο] 1: (ουσΥ impetuoso [ιμ'πετουόσο] (επίθ.) ορ­
αρσ.) (Γραμμ.) παρατατικός 2: (επίθ.) μητικός σφοδρός παράφορος,
ατελής ελαττωματικός, impiedad [ιμ'πιεδάδ] (ουσΥθηλ.) ασέ­
imperial [ιμ'περιάλ] (επίθ.) αυτοκρα- βεια.
τορικός. impío [ιμ'πίο] (επίθ.) 1: άπιστος 2: ασε­
imperialismo [ιμ'περιαλίσμο] (ουσ./ βής.
αρσ.) ιμπεριαλισμός, implacable [ιμ'πλακάμπλε] (επίθ.) αμεί­
imperialista [ιμ'περιαλίστα] 1: (ουσΥ λικτος αδυσώπητος ανελέητος,
αρσ.+ θηλ.) ιμπεριαλιστής ιμπερια- implantación [ιμ'πλαν'ταθιόν] (ουσΥ
λίστρια, 2: (επίθ.) ιμπεριαλιστικός θηλ.) εμφύτευση,
impericia [ιμ'περίθια] (ουσΥθηλ.) αδε­ implantar [ιμ'πλαν'τάρ] (ρ.) εμφυτεύω,
ξιότητα, απειρία, implante [ιμ'πλάν'τε] (ουσΥαρσ.) εμφύ-
imperio [ιμ'πέριο] (ουσΥαρσ.) αυτο­ τευμα.
κρατορία, implemento [ιμ'πλεμέν'το] (ουσΥαρσ.)
imperioso [ιμ'περιόσο] (επίθ.) 1: αυ­ εργαλεία.
ταρχικός δεσποτικός 2: επείγων, implicación [ιμ'πλικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
επιτακτικός, 1: ανάμειξη, εμπλοκή, 2: επίπτωση,
imperito [ιμ'περίτο] (επίθ.) αδέξιος συνέπεια.

321
implicar

implicar [ιμ'πλικάρ] (ρ.) 1: εμπλέκω, θηλ.) αδυναμία, ανικανότητα,


αναμειγνύω, 2: περιλαμβάνω, imposibilitado [ιμ'ποσιμπιλιτάδο] (επίθ.)
implícito [ιμ'πλίθιτο] (επίθ.) υπονοού­ ανάπηρος,
μενος. imposibilitar [ιμ'ποσίμπιλιτάρ] (ρ.) 1:
imploración [ιμ'πλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) καθιστώ αδύνατο, 2: εμποδίζω,
παράκληση, ικεσία, imposible [ιμ'ποσίμπλε] (επίθ.) αδύνα­
implorar [ιμ'πλοράρ] (ρ.) εκλιπαρώ, τος ανυπόφορος,
ικετεύω. imposición [ιμ'ποσιθιόν] (ουσΥθηλ.)
impoluto [ιμ'πλούτο] (επίθ.) αμόλυ- επιβολή.
ντος, αμίαντος, impositor [ιμ'ποσιτόρ] (ουσΥαρσ.) κα­
imponderable [ιμ'πον'ντεράμπλε] (επίθ.) ταθέτης.
αστάθμητος, impostor [ιμ'ποστόρ] (ουσΥαρσ.) απα­
imponencia [ιμ'πονένθια] (ουσΥθηλ.) τεώνας που κάνει πλαστοπροσωπία,
επιβλητικότητα. impotable [ιμ'ποτάμπλε] (επίθ.) μη πό­
imponente [ιμ'πονέν'τε] (επίθ.) επι­ σιμος.
βλητικός, impotencia [ιμ'ποτένθια] (ουσΥθηλ.)
imponer [ιμ'πονέρ] (ρ.) επιβάλλω, 1: ανικανότητα, αδυναμία, 2: σεξουα­
imponible [ιμ'πονίμπλε] (επίθ.) φορο­ λική ανικανότητα,
λογήσιμος, impotente [ιμ'ποτέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.)
impopular [ιμ'ποπουλάρ] (επίθ.) αντι­ σεξουαλικά ανίκανος, 2: (επίθ.) ανί­
δημοτικός, κανος, αβοήθητος αδύναμος,
impopularidad [ιμ'ποπουλαριδάδ] (ουσΥ impracticable [ιμ'πρακτικάμπλε] (επίθ.)
θηλ.) αντιδημοτικότητα, 1: απραγματοποίητος 2: αδιάβατος
importación [ιμ'πορταθιόν] (ουσΥθηλ.) απροσπέλαστος,
εισαγωγή, imprecación [ιμ'πρεκαθιόν] (ουσΥθηλ.)
importador [ιμ'πορταδόρ] (ουσΥαρσ.) κατάρα.
εισαγωγέας, imprecar [ιμ'πρεκάρ] (ρ.) καταριέμαι,
importancia [ιμ'πορτάνθια] (ουσΥθηλ.) αναθεματίζω,
σπουδαιότητα, σημασία, imprecisión [ιμ'πρεθισιόν] (ουσΥθηλ.)
importante [ιμ'πορτάν'τε] (επίθ.) σπου­ ανακρίβεια, αοριστία.
δαίος σημαντικός, impreciso [ιμ'πρεθίσο] (επίθ.) ανακρι­
importar [ιμ'πορτάρ] (ρ.) 1: εισάγω, 2: βής αόριστος, ασαφής,
έχει σημασία, 3: πειράζει, impregnación [ιμ'πρεγναθιόν] (ουσΥ
importe [ιμ'πόρτε] (ουσΥαρσ.) 1: αξία, θηλ.) διαπότιση, εμποτισμός
τιμή, κόστος, 2: ποσό. impregnar [ιμ'πρεγνάρ] (ρ.) 1: μουσκεύω,
importunación [ιμ'πορτουναθιόν] (ουσΥ διαποτίζω, 2: επηρεάζω σε βάθος
θηλ.) φορτικότητα, παρενόχληση, imprenta [ιμ'πρέν'τα] (ουσΥθηλ.) τυ­
importunar [ιμ'πορτουνάρ] (ρ.) ενοχλώ, πογραφείο,
παρενοχλώ, φορτώνομαι, σκοτίζω, imprescindible [ιμ'πρεσθιν'ντίμπλε] (επίθ.)
importunidad [ιμ'πορτουνιδάδ] (ουσΥ αναγκαίος απαραίτητος,
θηλ.) ενόχληση, παρενόχληση, impresión [ιμ'πρεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
importuno [ιμ'πορτούνο] (επίθ.) 1: εκτύπωση, 2: εντύπωση, 3: αποτύ­
ενοχλητικός, φορτικός 2: άκαιρος. πωμα.
imposibilidad [ιμ'ποσιμπιλιδάδ] (ουσ./ impresionable [ιμ'πρεσιονάμπλε] (επίθ.)

322
impulsar

1: ευαίσθητος 2: που επηρεάζεται (επίθ.) απρόφερτος,


εύκολα, επιρρεπής, improperio [ιμ'προπέριο] (ουσ./αρσ.)
impresionado [ιμ'πρεσιονάδο] (επίθ.) ύβρις, βρισιά, λοιδορία,
εντυπωσιασμένος, impropiedad [ιμ'προπιεδάδ] (ουσ./
impresionante [ιμ'πρεσιονάν'τε] (επίθ.) θηλ.) ακαταλληλότητα.
εντυπωσιακός, impropio [ιμ'πρόπιο] (επίθ.) αταίρια­
impresionar [ιμ'πρεσιονάρ] (ρ.) 1: εντυ­ στος ακατάλληλος,
πωσιάζω, 2: εντυπώνω, αποτυπώνω. impróvido [ιμ'πρόβιδο] (επίθ.) απαρα­
impresionismo [ιμ'πρεσιονίσμο] (ουσ./ τήρητος.
αρσ.) ιμπρεσιονισμός, improvisación [ιμ'προβισαθιόν] (ουσ./
impresionista [ιμ'πρεσιονίστα] 1: (ουσ./ θηλ.) αυτοσχεδιασμός.
αρσ. +θηλ.) ιμπερσιονιστής 2: (επίθ.) ¡mprov¡sadamente[ιμ'πpoβισάδαμεv'τε]
ιμπερσιονιστικός. (επίρρ.) αυτοσχέδια,
impreso [ιμ'πρέσο] (ουσ./αρσ.) έντυ­ improvisado [ιμ'προβισάδο] (επίθ.)
πο. αυτοσχέδιος,
impresor [ιμ'πρεσόρ] (ουσ./αρσ.) τυ­ improvisar [ιμ'προβισάρ] (ρ.) αυτο­
πογράφος εκτυπωτής, σχεδιάζω,
imprevisible [ιμ'πρεβισίμπλε] (επίθ.) improviso [ιμ'προβίσο] (επίρρ.) ξαφ­
απρόβλεπτος, νικά, αιφνίδια · al improviso - στα
imprevisión [ιμ'πρεβισιόν] (ουσ,/θηλ.) ξαφνικά.
απροβλεψία, αβλεψία, improvisto [ιμ'προβίστο] (επίθ.) 1:
imprevisto [ιμ'πρεβίστο] (επίθ.) απρόο­ απροσδόκητος αναπάντεχος απρό­
πτος απρόβλεπτος απροσδόκητος, σμενος, 2: αυτοσχέδιος,
imprimir [ιμ'πριμίρ] (ρ.) τυπώνω, εκτυ­ imprudencia [ιμ'προυδένθια] (ουσ./
πώνω. θηλ.) 1: απερισκεψία, 2: αδιακρισία,
improbabilidad [ιμ'προμπαμπιλιδάδ] 3: αναίδεια,
(ουσ./θηλ.) απιθανότητα. imprudente [ιμ'προυδέν'τε] (επίθ.) 1:
improbable [ιμ'προμπάμπλε] (επίθ.) απερίσκεπτος, ασύνετος 2: αδιάκρι­
απίθανος, το ς 3: αναιδής,
improbidad [ιμ'προμπιδάδ] (ουσ,/θηλ.) impublicable [ιμ'πουμπλικάμπλε] (επίθ.)
ατιμία, καταισχύνη, μη δημοσιεύσιμος.
ímprobo [ίμ'προμπο] (επίθ.) τεράστιος impudencia [ιμ'πουδένθια] (ουσ./θηλ.)
πελώριος, θρασύτητα, αναίδεια,
improcedencia [ιμ'προθεδένθια] (ουσ./ impudente [ιμ'πουδέν'τε] (επίθ.) θρα­
θηλ.) ακαταλληλότητα. σύ ς αναιδής
improcedente [ιμ'προθεδέν'τε] (επίθ.) impudicia [ιμ'πουδίθια] (ουσΥθηλ.) απρέ­
ανάρμοστος, αταίριαστος ακατάλ­ πεια.
λη λος άκαιρος. impúdico [ιμ'πούδικο] (επίθ.) αναίσχυ­
improductivo [ιμ'προδουκτίβο] (επίθ.) ντος άσεμνος απρεπής,
άκαρπος άφορος. impuesto [ιμ'πουέστο] (ουσ7αρσ.) φό­
impronta [ιμ'πρόν'τα] (ουσ./θηλ.) 1: ρος, δασμός,
αποτύπωμα, στάμπα, 2: σημάδι, 3: impugnar [ιμ'πουγνάρ] (ρ.) 1: προ­
σφραγίδα, σβάλλω, 2: αντιτίθεμαι, αποκρούω,
impronunciable [ιμ'προνουνθιάμπλε] impulsar [ιμ'πουλσάρ] (ρ.) ωθώ, προ­

323
impulsión

ωθώ. inadaptación [ιναδαπταθιόν] (ουσΥ


impulsión [ιμ'πουλσιόν] (ουσΥθηλ.) θηλ.) έλλειψη προσαρμογής,
παρόρμηση, παρακίνηση, ώθηση, inadaptado [ιναδαπτάδο] 1: (ουσΥ
impulsividad [ιμ'πουλσιβιδάδ] (ουσΥ αρσ.) απροσάρμοστος 2: (επίθ.)
θηλ.) αυθορμητισμός, αταίριαστος
impulsivo [ιμ'πουλσίβο] (επίθ.) αυθόρ­ inadecuación [ιναδεκουαθιόν] (ουσΥ
μητος παρορμητικός, θηλ.) 1: ανεπάρκεια, 2: ακαταλληλό-
impulso [ιμ'πούλσο] (ουσΥαρσ.) ώθη­ τητα.
ση, παρόρμηση. inadecuado [ιναδεκουάδο] (επίθ.) 1:
impune [ιμ'πούνε] (επίθ.) ατιμώρητος, ανεπαρκής 2: ακατάλληλος,
impunemente [ιμ'πούνεμέν'τε] (επίρρ.) inadmisible [ιναδμισίμπλε] (επίθ.)
ατιμώρητα, ατιμωρητί, απαράδεκτος ανεπίτρεπτος,
impunidad [ιμ'πουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) ατι­ inadvertencia [ιναδβερτένθια] (ουσΥ
μωρησία. θηλ.) απροσεξία, αμέλεια,
impureza [ιμ'πουρέθα] (ουσΥθηλ) ακα­ inadvertido [ιναδβερτίδο] (επίθ.) απρό­
θαρσία. σεκτος
impuro [ιμ'πούρο] (επίθ.) ακάθαρτος inagotable [ιναγοτάμπλε] (επίθ.) ανε­
μιαρός ξάντλητος αστείρευτος,
imputación [ιμ'πουταθιόν] (ουσΥθηλ.) inaguantable [ιναγουαν'τάμπλε] (επίθ.)
καταλογισμός απόδοση ευθύνης, ανυπόφορος αφόρητος αβάστα­
imputar [ιμ'πουτάρ] (ρ.) αποδίδω, κα­ χτος.
ταλογίζω, inalámbrico [ιναλάμ'μπρικο] (επίθ.) ασύρ­
inabordable [ιναμπορδάμπλε] (επίθ.) ματος
απλησίαστος απόμακρος inalcazable [ιναλκαθάμπλε] (επίθ.) ανε­
inacabable [ινακαμπάμπλε] (επίθ.) ατε­ πίτευκτος ακατόρθωτος,
λείωτος ατελέσφορος, inalterable [ιναλτεράμπλε] (επίθ.) 1:
inacabado [ινακαμπάδο] (επίθ.) ατε­ αμετάβλητος αναλλοίωτος 2: ανε­
λείωτος. ξίτηλος.
inaccesibilidad [ινακθεσιμπιλιδόδ] (ουσΥ inalterado [ιναλτεράδο] (επίθ.) αμετά­
θηλ.) το απρόσιτο, βλητος.
inaccesible [ινακθεσίμπλε] (επίθ.) απρο­ inamovible [ιναμοβίμπλε] (επίθ.) αμε­
σπέλαστος απρόσβστος απρόσιτος τάθετος αμετακίνητος,
inacción [ινακθιόν] (ουσΥθηλ.) αδρά­ inanición [ινανιθιόν] (ουσΥθηλ.) ασι­
νεια, απραξία, τία.
inacentuado [ιναθεντουάδο] (επίθ.) άτο­ inanidad [ινανιδάδ] (ουσΥθηλ) ανοη­
νος σία.
inaceptable [ιναθεπτάμπλε] (επίθ.) απα­ inanimado [ινάνιμάδο] (επίθ.) άψυ­
ράδεκτος. χος.
inactividad [ινακτιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) inánime [ινάνιμε] (επίθ.) άψυχος χω­
απραξία, αδράνεια, ρίς ζωή.
inactivo [ινακτίβο] (επίθ.) αδρανής inapelable [ιναπελάμπλε] (επίθ.) ανα­
άπρακτος ανενεργός, πόφευκτος αναπότρεπτος,
inadaptable [ιναδαπτάμπλε] (επίθ.) inapetencia [ιναπετένθια] (ουσΥθηλ.)
απροσάρμοστος. ανορεξία.

324
incinerar

inaplicable [ιναπλικάμπλε] (επίθ.) ανε­ incapacidad [ινκαπαθιδάδ] (ουσΥθηλ.)


φάρμοστος απραγματοποίητος ανικανότητα, αδυναμία,
inapreciable [ιναπρεθιάμπλε] (επίθ.) incapacitar [ινκαπαθιτάρ] (ρ.) καθιστώ
ανεκτίμητος, ανίκανο.
inaprensible [ιναπρενσίμπλε] (επίθ.) incapaz [ινκαπάθ] (επίθ.) ανίκανος,
ακατανόητος ανεξήγητος ακατάλη­ incautación [ινκαουταθιόν] (ουσΥθηλ.)
πτος (καθ.) ακαταλαβίστικος κατάσχεση,
inapto [ινάπτο] (επίθ.) 1: αδέξιος incautarse [ινκαουτάρσε] (ρ.) κατά­
άγαρμπος άχαρος ατσούμπαλος 2: σχω.
άσχετος. incauto [ινκάουτο] (επίθ.) απερίσκε­
inarrugable [ιναρουγάμπλε] (επίθ.) πτος άμυαλος αλόγιστος
ατσαλάκωτος, incendiar [ινθεν'ντιάρ] (ρ.) πυρπολώ,
inarticulado [ιναρτικουλάδο] (επίθ.) incendiario [ινθενδιάριο] (επίθ.) εμπρη­
άναρθρος, στικός
inasequible [ινασεκίμπλε] (επίθ.) απρό­ incendio [ινθέν'ντιο] (ουσΥαρσ.) πυρ­
σιτος απλησίαστος καγιά, εμπρησμός πυρπόληση,
inasistencia [ινασιστένθια] (ουσΥθηλ.) incensar [ινθενσάρ] (ρ.) λιβανίζω,
απουσία. incensario [ινθενσάριο] (ουσΥαρσ.) λι­
inatacable [ινατακάμπλε] (επίθ.) βανιστήρι,
απρόσβλητος άτρωτος, incentivo [ινθεν'τίβο] (ουσΥαρσ.) κί­
inatento [ινατέν'το] (επίθ.) αφηρημέ- νητρο, έναυσμα.
νος απρόσεκτος, incertidumbre [ινθερτιδούμ'μπρε] (ουσΥ
inaudible [ιναουδίμπλε] (επίθ.) ανή­ θηλ.) αβεβαιότητα, αμφιβολία,
κουστος. incesable [ινθεσάμπλε] (επίθ.) ακατά-
inaudito [ιναουδίτο] (επίθ.) ανήκου­ παυστος αδιάκοπος,
στος πρωτάκουστος, incesante [ινθεσάν'τε] (επίθ.) αδιάκο­
inauguración [ιναουγουραθιόν] (ουσΥ πος συνεχής ακατάπαυστος
θηλ.) εγκαίνια, πρεμιέρα, incesto [ινθέστο] (ουσ,/αρσ.) αιμομι­
inaugural [ιναουγουράλ] (επίθ.) εναρ­ ξία.
κτήριος που εγκαινιάζει, incestuoso [ινθεστουόσο] (επίθ.) αιμο­
inaugurar [ιναουγουράρ] (ρ.) εγκαι­ μικτικός
νιάζω. incidencia [ινθιδένθια] (ουσΥθηλ.) 1:
Inca [ίνκα] (ουσΥαρσ.) η φυλή Ίνκας. πρόσκρουση, 2: επεισόδιο,
incaico [ινκάικο] (επίθ.) των Ίνκας. incidente [ινθιδέν*τε] (ουσΥαρσ.) επει­
incalculable [ινκαλκουλάμπλε] (επίθ.) σόδιο, περιστατικό, συμβάν,
ανυπολόγιστος ενεκτίμητος. incidir [ινθιδίρ] (ρ.) προσκρούω,
incalificable [ινκαλιφικάμπλε] (επίθ.) incienso [ινθιένσο] (ουσΥαρσ.) λιβάνι,
απερίγραπτος, incierto [ινθιέρτο] (επίθ.) 1: αβέβαιος
incandescencia [ινκαν'ντεαθένθια] (ουσΥ αμφίβολος 2: άστατος,
θηλ.) πυράκτωση, incineración [ινθινεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
incandescente [ινκαν'ντεσθέν'τε] (επίθ.) αποτέφρωση,
πυρωμένος πυρακτωμένος incinerador [ινθινεραδόρ] (ουσΥαρσ.)
incansable [ινκανσάμπλε] (επίθ.) ακού­ αποτεφρωτήρας κλίβανος,
ραστος ακαταπόνητος incinerar [ινθινεράρ] (ρ.) αποτεφρώ­

325
Incipiente

νω. μα και τις Κυριακές,


incipiente [ινθιπιέν'τε] (επίθ.) αρχικός, incógnito [ινκόγνιτο] 1: (ουσ./αρσ.)
πρώιμος, ανωνυμία, αφάνεια, 2: (επίθ.) άγνω­
incisión [ινθισιόν] (ουσ./θηλ.) τομή. σ τος αφανής,
incisivo [ινθισίβο] (επίθ.) κοφτερός, incoherencia [ινκοερένθια] (ουσ,/θηλ.)
αιχμηρός, ασυναρτησία, ασυνέχεια,
incitación [ινθιταθιόν] (ουοΥθηλ.) προ­ incoherente [ινκοερέν'τε] (επίθ.) ασυ­
τροπή, παρότρυνση, κίνητρο, νάρτητος, ασυνεχής,
incitante [ινθιτάν'τε] (επίθ.) προτρε­ incoloro [ινκολόρο] (επίθ.) άχρωμος,
πτικός, παρακινητικός παροτρυντι- incombustible [ινκομ'μπουστίμπλε] (επίθ.)
κός. άφλεκτος πυρίμαχος,
incitar [ινθιτάρ] (ρ.) προτρέπω, παρα­ incomestible [ινκομεστίμπλε] (επίθ.)
κινώ, παροτρύνω, μη φαγώσιμος,
incivil [ινθιβίλ] (επίθ.) απολίτιστος, incomodar [ινκομοδάρ] (ρ.) 1: ενοχλώ,
incivilidad [ινθιβιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) 2: φέρνω σε δύσκολη θέση.
αγένεια, θρασύτητα. incomodidad [ινκομοδιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
inclasificable [ινκλασιφικάμπλε] (επίθ.) 1: έλλειψη ανέσεων, 2: μπελάς 3:
αταξινόμητος. ενόχληση,
inclemencia [ινκλεμένθια] (ουσ./θηλ.) incómodo [ινκόμοδο] (επίθ.) άβολος
δριμύτητα, σφοδρότητα. ενοχλητικός,
inclemente [ινκλεμέν'τε] (επίθ.) δρι- incomparable [ινκομ'παράμπλε] (επίθ.)
μύς. ασύγκριτος απαράμιλλος,
inclinación [ινκλιναθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: incompatibilidad [ινκομ'πατιμπιλιδάδ]
κλίση, κάμψη, 2: τάση. (ουσ,/θηλ.) ασυμβατότητα, ασυμφω­
inclinado [ινκλινάδο] (επίθ.) κεκλιμέ­ νία.
νος επικλινής, incompatible [ινκομ'πατίμπλε] (επίθ.)
inclinar [ινκλινάρ] (ρ.) κλίνω, γέρνω, ασύμβατος ασυμβίβαστος,
ínclito [ίνκλιτο] (επίθ.) πασίγνωστος incompetencia [ινκομ'πετένθια] (ουσ./
διάσημος φημισμένος, θηλ.) αναρμοδιότητα, ανεπιτηδειό-
incluir [ινκλουίρ] (ρ.) εσωκλείω, περι­ τητα.
λαμβάνω, επισυνάπτω, incompetente [ινκομ'πετέντε] (επίθ.)
inclusa [ινκλούσα] (ουσ,/θηλ.) ορφα­ ανίκανος αναρμόδιος, ακατάλλη­
νοτροφείο, βρεφοκομείο, λος.
inclusero [ινκλουσέρο] (επίθ.) ορφα­ incompleto [ινκομ'πλέτο] (επίθ.) ασυ­
νός έκθετος, μπλήρωτος ατελής,
inclusión [ινκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) συ- incomprensibilidad [ινκομ'πρενσιμπι-
νυπολογισμός. λιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ακατανοησία,
inclusive [ινκλουσίβε] (επίθ.) συμπερι­ incomprensible [ινκομ'πρενσίμπλε] (επίθ.)
λαμβανόμενος, ακατανόητος ακατάληπτος ανεξήγη­
inclusivo [ινκλουσίβο] (επίθ.) περιεκτι­ τος.
κός επιγραμματικός συνοπτικός, incompresión [ινκομ'πρεσιόν] (ουσ./
incluso [ινκλούσο] (επίρρ.) ακόμα και, θηλ.) έλλειψη κατανόησης ασυνεν­
μέχρι και · Carlos trabaja incluso los νοησία.
domingos -o Κάρλος δουλεύει ακό­ incomunicación [ινκομουνικαθιόν] (ουσ./

326
inconveniente

θηλ.) απομόνωση, inconsecuencia [ινκονσεκουένθια] (ουσ./


incomunicado [ινκομουνικάδο] (επίθ.) θηλ.) 1: ανακολουθία, 2: ασυνέπεια,
απομονωμένος, σε απομόνωση, inconsecuente [ινκονσεκουέν'τε] (επίθ.)
incomunicar [ινκομουνικάρ] (ρ.) απο­ 1: ανακόλουθος 2: ασυνεπής
μονώνω. inconsideración [ινκονσιδεραθιόν] (ουσ./
inconcebible [ινκονθεμπίμπλε] (επίθ.) θηλ.) 1: απερισκεψία, 2: αδιακρισία,
αδιανόητος ασύλληπτος ακατάλη­ inconsiderado [ινκονσιδεράδο] (επίθ.)
πτος. ανηλεής, αδιάφορος ασυγκίνητος,
inconciliable [ινκονθιλιάμπλε] (επίθ.) inconsistencia [ινκονσιστένθια] (ουσ./
ασυμφιλίωτος, θηλ.) 1: ασυνέπεια, 2: αντιφατικότη-
inconcluso [ινκονκλούσο] (επίθ.) 1: μη τα, 3: έλλειψη συνοχής,
πειστικός 2: ατελής, inconstancia [ινκονστάνθια] (ουσΥθηλ.)
inconcuso [ινκονκούσο] (επίθ.) 1: αδια­ αστάθεια, αβεβαιότητα,
φιλονίκητος 2: αδιαμφισβήτητος inconstante [ινκονστάν'τε] (επίθ.) αστα­
incondicional [ινκον'ντιθιονάλ] (επίθ.) θής.
1: χωρίς όρους ανεπιφύλακτα 2: inconstitucional [ινκονοττιτουθιονάλ]
απόλυτος, (επίθ.) αντισυνταγματικός,
inconexo [ινκονέξο] (επίθ.) ασύνδε­ incontable [ινκον'τάμπλε] (επίθ.) αμέ­
τος ασυνάρτητος, τρητος ανυπολόγιστος
inconfesable [ινκονφεσάμπλε] (επίθ.) incontaminado [ινκον'ταμινάδο] (επίθ.)
ανεξομολόγητος, άσπιλος αμόλυντος.
inconfeso [ινκονφέσο] (επίθ.) ανομο­ incontenible [ινκον'τενίμπλε] (επίθ.)
λόγητος. ασυγκράτητος ανεξέλεγκτος αχα­
inconfortable [ινκομφορτάμπλε] (επίθ.) λίνωτος.
άβολος αμήχανος, incontestable [ινκον'τεστάμπλε] (επίθ.)
inconfundible [ινκονφουν'ντίμπλε] (επίθ.) αναπάντητος,
πρόδηλος προφανής ολοφάνερος, incontestado [ινκον'τεστάδο] (επίθ.)
incongruencia [ινκονγκρουένθια] (ουσ./ αναπάντητος,
θηλ.) ασυναρτησία, ανακολουθία, incontinencia [ινκον'τινένθια] (ουσ./
incongruente [ινκονγκρουέν'τε] (επίθ.) θηλ.) ακράτεια, ασωτία.
ασυνάρτητος ανακόλουθος incontinente [ινκον'τινέν'τε] (επίθ.)
inconmesurable [ινκονμεσουράμπλε] ακρατής άσωτος
(επίθ.) ασύγκριτος απαράμιλλος, incontinenti [ινκον'τινέν'τι] (επίρρ.)
inconmovible [ινκονμοβίμπλε] (επίθ.) αμέσως.
ασυγκίνητος ακλόνητος, incontrastable [ινκον'τραστάμπλε] (επίθ.)
inconmutable [ινκονμουτάμπλε] (επίθ.) αναμφίβολος αδιαμφισβήτητος
αμετάβλητος incontrolable [ινκον'τρολάμπλε] (επίθ.)
inconquistable [ινκονκιστάμπλε] (επίθ.) ανεξέλεγκτος εκτός ελέγχου,
ακατάκτητος αήττητος incontrolado [ινκον'τρολάδο] (επίθ.)
inconsciencia [ινκονσθιένθια] (ουσ./ ανεξέλεγκτος,
θηλ.) ασυνειδησία. inconveniencia [ινκον'μπενιένθια] (ουσΥ
inconsciente [ινκονσθιέν'τε] (επίθ.) θηλ.) 1: ακαταλληλότητα, 2: αδιακρι­
ασυνείδητος, αναίσθητος λιπόθυ­ σία.
μος. inconveniente [ινκον'μπενιέν'τε] (ουσΥ

327
inconveniente

αρσ.) 1: εμπόδιο, 2: μειονέκτημα, increpar [ινκρεπάρ] (ρ.) επιτιμώ, επι­


inconveniente [ινκον'μπενιέν'τε] (επίθ.) πλήττω.
1: ακατάλληλος ανάρμοστος 2: άστο­ incriminación [ινκριμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.)
χος 3: άκαιρος ενοχοποίηση,
inconvertible [ινκονβερτίμπλε] (επίθ.) incriminar [ινκριμινάρ] (ρ.) ενοχοποιώ,
αμετάτρεπτος incruento [ινκρουέν'το] (επίθ.) αναίμα­
incordiar [ινκορδιάρ] (ρ.) παρενοχλώ. κτος.
incorporación [ινκορποραθιόν] (ουσ./ incrustación [ινκρουσταθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) ενσωμάτωση, συγχώνευση, 1: επίστρωση, 2: τέχνη σφήνωσης.
incorporado [ινκορποράδο] (επίθ.) εν­ incrustar [ινκρουστάρ] (ρ.) 1: ενθέτω,
σωματωμένος, 2: σφηνώνω,
incorporar [ινκορποράρ] (ρ.) 1: ενσω­ incubación [ινκουμπαθιόν] (ουσ7θηλ.)
ματώνω, εντάσσω, 2: ανασηκώνω. επώαση.
incorpóreo [ινκορπόρεο] (επίθ.) ασώ- incubadora [ινκουμπαδόρα] (ουσ/θηλ.)
ματος άυλος. 1: θερμοκοιτίδα 2: εκκολαπτήριο.
incorrección [ινκορεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) incubar [ινκουμπάρ] (ρ.) επωάζω, εκ­
ανακρίβεια, κολάπτω.
incorrecto [ινκορέκτο] (επίθ.) 1: λαν­ incuestionable [ ινκουεστιονάμπλε] (επίθ.)
θασμένος εσφαλμένος 2: απρεπής, αναμφισβήτητος αδιαφιλονίκητος
incorregible [ινκορεχίμπλε] (επίθ.) αδιόρ­ inculcar [ινκουλκάρ] (ρ.) εντυπώνω, απο-
θωτος τυπώνω.
incorruptible [ινκορουπτίμπλε] (επίθ.) inculpable [ινκουλπάμπλε] (επίθ.) άμε­
αδιάφθορος αδέκαστος, μπτος αψεγάδιαστος,
incorrupto [ινκορούπτο] (επίθ.) αδέ­ inculpación [ινκουλπαθιόν] (ουσ./
καστος αδιάφθορος, θηλ.) κατηγορία,
incosistente [ινκονσιστέν'τε] (επίθ.) ασυ­ inculpar [ινκουλπάρ] (ρ.) ενοχοποιώ,
νεπής χωρίς συνοχή, κατηγορώ,
incosoiable [ινκονσολάμπλε] (επίθ.) απα­ incultivable [ινκουλτιβάμπλε] (επίθ.)
ρηγόρητος χέρσος μη καλλιεργήσιμος,
incredibilidad [ινκρεδιμπιλιδάδ] (ουσ./ inculto [ινκούλτο] (επίθ.) αμόρφωτος
θηλ.) το απίστευτο, ακαλλιέργητος,
incredulidad [ινκρεδουλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) incultura [ινκουλτούρα] (ουσ,/θηλ.)
δυσπιστία, καχυποψία, απαιδευσία, αγραμματοσύνη,
incrédulo [ινκρέδουλο] (επίθ.) δύσπιστος incumbencia [ινκουμ'μπένθια] (ουσ./
άπιστος θηλ.) αρμοδιότητα, δικαιοδοσία,
increíble [ινκρεΐμπλε] (επίθ.) απίστευτος, incumbir [ινκουμ'μπίρ] (ρ.) αφορώ,
increíblemente [ινκρεΐμπλεμεν'τε] (επίρρ.) incumplido [ινκουμ'πλίδο] (επίθ.) ανο­
απίστευτα λοκλήρωτος ατελής
incrementar [ινκρεμεν'τάρ] (ρ.) αυξά­ incumplimiento [ινκουμ'πλιμιέν'το] (ουσ./
νω. αρσ.) ανολοκλήρωση.
incremento [ινκρεμέν'το] (ουσ7αρσ.) incumplir [ινκουμ'πλίρ] (ρ.) αθετώ, πα­
αύξηση. ραβαίνω.
increpación [ινκρεπαθιόν] (ουσΥθηλ.) incurable [ινκουράμπλε] (επίθ.) αθε­
επιτίμηση, επίπληξη. ράπευτος ανίατος.

328
indigencia

incurría [ινκούρια] (ουσ./θηλ.) αμέ­ λειπτος ανεξίτηλος,


λεια, ολιγωρία, indemnidad [ιν'δεμνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
incurrir [ινκουρίρ] (ρ.) λανθάνω, πέ- εγγύηση.
φτα σε σφάλμα, indemnización [ιν'δεμνιθαθιόν] (ουσ./
incursión [ινκσυρσιόν] (ουσΥθηλ.) ει­ θηλ.) αποζημίωση,
σβολή, επιδρομή, indemnizar [ιν'δεμνιθάρ] (ρ.) αποζη­
indagación [ιν'δαγαθιόν] (ουσΥθηλ.) μιώνω.
έρευνα, αναζήτηση, independencia [ιν'δεπεν'ντένθια] (ουσΥ
indagar [ιν'δαγάρ] (ρ.) ερευνώ, ανα­ θηλ.) ανεξαρτησία,
ζητώ. independiente [ιν'δπεν'ντιέν'τε] (επίθ.)
indebidamente [ιν'δεμπίδαμεν'τε] (επίρρ.) ανεξάρτητος
άδικα, αδικαιολόγητα, independientemente [ιν'δεπεν'ντιέν'τε-
indebido [ιν'δεμπίδο] (επίθ.) 1: άδικος, μέχ/τε] (επίρρ.) ανεξάρτητα
2: αδικαιολόγητος, indescifrable [ιν'δεσθιφράμπλε] (επίθ.)
indecencia [ιν'δεθένθια] (ουσΥθηλ.) που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφη-
έλλειψη σεμνότητας, απρέπεια, ανα- θεί, ανεξιχνίαστος,
ξιοπρέπεια. indescriptible [ινΏεσκριπτίμπλε] (επίθ.)
indecente [ιν'δεθέν'τε] (επίθ.) άσε­ απερίγραπτος ανεκδιήγητος
μνος, απρεπής, αναξιοπρεπής, indeseable [ι^δεοεάμπλε] (επίθ.) ανε­
indecible [ιν'δεθίμπλε] (επίθ.) άφατος, πιθύμητος
ανεκδιήγητος, indestructibilidad [ιν'δεστρουκτιμπιλι-
indecisión [ιν'δεθισιόν] (ουσΥθηλ.) ανα- δάδ] (ουσΥθηλ.) αφθαρσία,
ποφασιστικότητα διστακτικότητα. indeterminado [ιχ/δετερμινάδο] (επίθ.)
indeciso [ι^δεθίσο] (επίθ.) αναποφά­ αόριστος ακαθόριστος απροσδιόρι­
σιστος. στος
indeclinable [ιν'δεκλινάμπλε] (επίθ.) indicación [ιν'δικαθιόν] (ουσΥθηλ.) έν­
(Γραμμ.) άκλιτος. δειξη, υπόδειξη,
indecoroso [ιν'δεκορόσο] (επίθ.) άσε­ indicador [ι^δικαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1:
μνος, ανήθικος, δείκτης 2: μετρητής
indefectible [ιν'δεφεκτίμπλε] (επίθ.) indicar [ιν'δικάρ] (ρ.) 1: δείχνω, υπο­
αλάνθαστος, δεικνύω, 2: δηλώνω,
indefensión [ιν'δεφενσιόν] (ουσΥθηλ.) indicativo [ινΏικατίβο] 1: (ουσΥαρσ.)
έλλειψη προστασίας, (Γραμμ.) οιστική, 2: (επίθ.) ενδεικτι­
indefenso [ιχ/δεψένσο] (επίθ.) ανυπε­ κός δεικτικός
ράσπιστος, απροστάτευτος, índice [ίν'διθε] (ουσΥαρσ.) 1: δείκτης
indefinible [ιν'όεφινίμττλε] (επίθ.) απροσ­ 2: ευρετήριο,
διόριστος ακαθόριστος ασαφής, indicio [ιν'δίθιο] (ουσΥαρσ.) ένδειξη,
indefinidamente [ιν'δεφινίδαμεν'τε] indiferencia [η/διφερένθια] (ουσΥθηλ.)
(επίρρ.) επ' αόριστον, αόριστα απροσ­ αδιαφορία, ολιγωρία απάθεια,
διόριστα. indiferente [ιν'διφερέν'τε] (επίθ.) αδιά­
indefinido [ιν^εφινίδο] 1: (ουσΥαρσ.) φορος.
(Γραμμ.) αόριστος 2: (επίθ.) συγκεχυ­ indígena [ι^δίχενα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
μένος αόριστος ακαθόριστος, ιθαγενής αυτόχθων, γηγενής,
indeleble [ιν'δελέμπλε] (επίθ.) ανεξά­ indigencia [ινΏχένθια] (ουσΥθηλ.) φτώ­

329
indigerible

χεια, ανέχεια, λίζω.


indigerible [ιν'διχερίμπλε] (επίθ.) δύ­ indisposición [ιν'δισποσιθιόν] (ουσ./
σπεπτος. θηλ.) αδιαθεσία,
indigestión [ιν'διχεστιόν] (ουσΥθηλ.) indispuesto [ιν'δισπουέστο] (επίθ.)
δυσπεψία, βαρυστομαχιά. αδιάθετος · estar indispuesto - είμαι
indigesto [ιν'διχέστο] (επίθ.) δύσπε­ αδιάθετος,
πτος, δυσκολοχώνευτος, indistinguible [ιν'διστινγκίμπλε] (επίθ.)
indignación [ιν'διγναθιόν] (ουσΥθηλ.) δυσδιάκριτος αξεχώριστος,
αγανάκτηση, indistintamente [ιν'δκπίν'ταμεν'τε] (επίρρ.)
indignante [ιν'διγνάν'τε] (επίθ.) αγα- αδιάκριτα
νακτισμένος. individual [ιν'διβιδουάλ] (επίθ.) ατομι­
indignar [ιν'διγνώρ] (ρ.) αγανακτώ, κός προσωπικός,
εξοργίζω. individualidad [ιν'διβιδουαλιδάδ] (ουσΥ
indignidad [ιν'διγνιδάδ] (ουσΥθηλ.) θηλ.) ατομικότητα,
κακομεταχείριση, ταπείνωση, προ­ individualista [ιν'διβιδουαλίστα] 1: (ουσΥ
σβολή. αρσ.) φίλαυτος ατομιστής εγωιστής 2:
indigno [ιν'δίγνο] (επίθ.) ανάξιος, άξ­ (επίθ.) εγωιστικός,
ιος περιφρόνησης, individuo [ιχ/διβίδουο] (ουσΥαρσ.) άτο­
indio [ίν'διο] (επίθ.) ινδικός ινδιάνι­ μο, υποκείμενο,
κος. indivisible [ιν'διβισίμπλε] (επίθ.) αδιαί­
indirecta [ιν'διρέκτα] (ουσΥθηλ.) υπαι­ ρετος, αδιάσπαστος αδιαχώριστος,
νιγμός υπονοούμενο, νύξη. indivisiblemente [ιν'διβισίμπλεμεν'τε]
indirectamente [ιν'διρέκταμεν'τε] (επίρρ.) (επίρρ.) αδιαίρετα, αναπόσπαστα,
έμμεσα, πλάγια, indócil [ιν'ντόθιλ] (επίθ.) απειθής ανυ­
indirecto [ιν'διρέκτο] (επίθ.) έμμεσος πότακτος ανυπάκουος,
πλάγιος. indocto [ιν'ντόκτο] (επίθ.) αμαθής,
indisciplina [ιν'δισθιπλίνα] (ουσΥθηλ.) índole [ίν'ντολε] (ουσΥθηλ.) 1: φύση,
απειθαρχία, ανυπακοή, χαρακτήρας 2: είδος, τύπος,
indisciplinado [ιν'δισθιπλινάδο] (επίθ.) indolencia [ιν'ντολένθια] (ουσΥθηλ.)
απείθαρχος ανυπάκουος, νωθρότητα, οκνηρία,
indiscreción [ιν'δισκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) indolente [ιν'ντολέν'τε] (επίθ.) νω­
αδιακρισία, θρός οκνηρός
indiscreto [ιν'δσκρέτο] (επίθ.) αδιάκρι­ indoloro [ιν'ντολόρο] (επίθ.) ανώδυ­
τος. νος.
indisculpable [ιν'δισκουλπάμπλε] (επίθ.) indomable [ιν'ντομάμπλε] (επίθ.) αδά­
ασυγχώρητος μαστος αχαλίνωτος ατίθασος,
indiscutible [ιν'δισκουτίμπλε] (επίθ.) indómito [ιν/ντόμιτο] (επίθ.) αδάμαστος
αδιαφιλονίκητος αδιαμφισβήτητος ανυπόταχτος απείθαρχος ατίθασος
αναντίρρητος αναντίλεκτος, indubitable [ιν'ντουμπιτάμπλε] (επίθ.)
indisoluble [ιν'δισολούμπλε] (επίθ.) αναμφίβολος,
αδιαίρετος, αχώριστος, inducción [ιν'ντουκθιόν] (ουσΥθηλ.)
indispensable [ιν'δισπενσάμπλε] (επίθ.) επαγωγή.
απαραίτητος inducir [ιν'ντουθίρ] (ρ.) 1: προτρέπω,
indisponer [ιν'δισπονέρ] (ρ.) διεμβο- παρακινώ, παροτρύνω, 2: επιφέρω.

330
infalibilidad

inductivo [ιν'ντουκτίβο] (επίθ.) επαγω­ inercia [ινέρθια] (ουσΥθηλ.) αδράνεια,


γικός. απραξία, παθητικότητα.
inductor [ιν'ντουκτόρ] (ουσ./αρσ.) ηθι­ inerte [ινέρτε] (επίθ.) αδρανής, παθη­
κός αυτουργός, τικός.
indudable [ιν'ντουδάμπλε] (επίθ.) αναμ­ inescrupuloso [ινεσκρουπουλόσο] (επίθ.)
φίβολος αναμφισβήτητος, ασυνείδητος αδίστακτος
indudablemente [ιν'ντσυδάμπλεμεν'τε] inescrutable [ινεσκρουτάμπλε] (επίθ.)
(επίρρ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, ανεξιχνίαστος
indulgencia [ιν'ντουλχένθια] (ουσ,/θηλ.) inesperado [ινεσπεράδο] (επίθ.) απρόο­
1: επιείκεια, 2: άφεση αμαρτιών, πτος απροσδόκητος ανέλπιστος
indulgente [ιν'ντουλχέν'τε] (επίθ.) επιει­ inestabilidad [ινεσταμπιλιδάδ] (ουσ./
κής ανεκτικός, θηλ.) αστάθεια,
indultar [ιν'ντουλτάρ] (ρ.) 1: απονέμω inestable [ινεστάμπλε] (επίθ.) αστα­
χάρη, 2: συγχωρώ, θής άστατος,
indulto [ιν’ντούλτσ] (ουσ,/αρσ.) 1: inestimable [ινεστιμάμπλε] (επίθ.) ανε­
χάρη, 2: άφεση, κτίμητος ανυπολόγιστος,
indumentaria [ιν'ντουμεν'τάρια] (ουσ./ inevitable [ινεβιτάμπλε] (επίθ.) αναπό­
θηλ.) ενδυμασία, φευκτος αναπόδραστος,
industria [ιν'ντούστρια] (ουσΥθηλ.) βιο­ inexactitud [ινεξακτιτούδ] (ουσΥθηλ.)
μηχανία. ανακρίβεια, ασάφεια,
industrial [ίν'ντουστριάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) inexacto [ινεξάκτο] (επίθ.) ανακριβής
βιομήχανος 2: (επίθ.) βιομηχανικός, ασαφής συγκεχυμένος αδιευκρίνι­
industrializar [ιν'ντουστριαλιθάρ] (ρ.) στος.
εκβιομηχανίζω, βιομηχανοποιώ. inexcusable [ινεξκουσάμπλε] (επίθ.) αδι­
inédito [ινέδιτο] (επίθ.) ανέκδοτος καιολόγητος,
αδημοσίευτος, inexistencia [ινεξιστένθια] (ουσ,/θηλ.)
ineducado [ινεδουκάδο] (επίθ.) αγε­ ανυπαρξία,
νής, ανάγωγος, αναιδής, inexistente [ινεξιστέν'τε] (επίθ.) ανύ­
ineficacia [ινεφικάθια] (ουσ,/θηλ.) έλ­ παρκτος.
λειψη αποτελεσματικότητας. inexorable [ινεξοράμπλε] (επίθ.) 1: άτε­
ineficaz [ινεφικάθ] (επίθ.) ατελέσφο­ γκτος αδυσώπητος αμείλικτος σκλη­
ρος αναποτελεσματικός, ρός 2: αναπόφευκτος αναπότρεπτος,
ineficiencia [ινεφιθιένθια] (ουσ,/θηλ.) inexperiencia [ινεξπεριένθια] (ουσ./
ανικανότητα, ανεπάρκεια, αναποτε­ θηλ.) απειρία,
λεσματικότητα, inexperto [ινεξπέρτο] (επίθ.) άπειρος
inenarrable [ινεναράμπλε] (επίθ.) ανεκ­ inexplicable [ινεξπλικάμπλε] (επ(θ.)
διήγητος δυσεξήγητος ανεξήγητος,
ineptitud [ινεπτιτούδ] (ουσ,/θηλ.) 1: inexplorado [ινεξπλοράδο] (επίθ.) ανε­
ανικανότητα, 2: απρέπεια, 3: ανοη­ ξερεύνητος
σία. inexpresable [ινεξπρεσάμπλε] (επίθ.)
inepto [ινέπτο] (επίθ.) ανίκανος άχρη­ ανείπωτος ανεκδιήγητος,
στος. inexpresivo [ινεξπρεσίβο] (επίθ.) ανέκ­
inequívoco [ινεκίβοκο] (επίθ.) 1: ολο­ φραστος.
φάνερος 2: αδιαμφισβήτητος infalibilidad [ινφαλιμπιλιδάδ] (ουσΥ

331
infalible

θηλ.) το αλάθητο, θηλ.) κατωτερότητα,


infalible [ινφαλίμπλε] (επίθ.) αλάνθα­ infernal [ινφερνάλ] (επίθ.) δαιμονισμέ­
στος, αλάθητος, νος σατανικός καταχθόνιος,
infamación [ινφαμαθιόν] (ουσΥθηλ.) infértil [ινφέρτιλ] (επίθ.) άγονος στεί­
δυσφήμιση, συκοφάντηση. ρος άκαρπος,
infamador [ινφαμαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) infidelidad [ινφιδελιδάδ] (ουσΥθηλ.)
δυσφημιστής 2: (επίθ.) δυσφημι­ απιστία,
στικός. infiel [ινφιέλ] (επίθ.) άπιστος,
infamar [ινφαμάρ] (ρ.) δυσφημώ, συ­ infierno [ινφιέρνο] (ουσΥαρσ.) κόλα­
κοφαντώ, ση.
infancia [ινφάνθια] (ουσΥθηλ.) παιδι­ infiltración [ινφιλτραθιόν] (ουσΥθηλ.)
κή ηλικία. εμφιλοχώρηση, διείσδυση, διαπέρα-
infante [ινφάν'τε] (ουσΥαρσ.) πρίγκι­ ση, παρείσφρηση, διήθηση,
πας. infiltrarse [ινφιλτράρσε] (ρ.) εμφιλο-
infantería [ινφαν'τερία] (ουσΥθηλ.) πε­ χωρώ, διεισδύω, διαπερνώ, παρει­
ζικό. σφρέω.
infantil [ινφαν*τΙλ] (επίθ.) 1: παιδικός Ínfimo [ίνφιμο] (επίθ.) κατώτατος χα­
2: παιδαριώδης παιδιάστικος, μηλότατος έσχατος,
infarto [ινφάρτο] (ουσΥαρσ.) καρδια­ infinidad [ινφινιδάδ] (ουσΥθηλ.) απε­
κή προσβολή, ραντοσύνη,
infatigable [ινφατιγάμπλε] (επίθ.) ακα­ infinitesimal [ινφινιτεσιμάλ] (επίθ.)
ταπόνητος ακούραστος. απειροστικός απειροελάχιστος,
ίηίβΙίςβΜβΓηβηίβΙινφατιγάμπλεμεν'τε] infinitivo [ινφινιτίβο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.)
(επίρρ.) ακούραστα, απαρέμφατο,
infatuación [ινφατουαθιόν] (ουσΥθηλ.) infinito [ινφινίτο] (επίθ.) άπειρος
ξεμυάλισμα. αρίφνητος απέραντος,
infección [ινφεκθιόν] (ουσΥθηλ.) μό­ inflación [ινφιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) πλη­
λυνση. θωρισμός,
infeccioso [ινφεκθιόσο] (επίθ.) μολυ­ inflacionario [ινφλαθιονάριο] (επίθ.)
σματικός λοιμώδης, πληθωριστικός,
infectar [ινφεκτάρ] (ρ.) μιαίνω, μολύ­ inflamable [ινφλαμάμπλε] (επίθ.) εύφλε­
νω. κτος
infectarse [ινφεκτάρσε] (ρ.) μολύνο- inflamación [ινφλαμαθιόν] (ουσΥθηλ.)
μαι. 1: φλεγμονή, 2: ανάφλεξη,
infecundidad [ινφεκου'ντιδάδ] (ουσ./ inflamar [ινφλαμάρ] (ρ.) φλογίζω, ανα-
θηλ.) στειρότητα. φλέγω, ανάβω,
infecundo [ινφεκούν'ντο] (επίθ.) άγο­ inflamarse [ινφλαμάρσε] (ρ.) παθαίνω
νος στείρος άκαρπος, φλεγμονή,
infelicidad [ινφελιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) inflamatorio [ινφλαματόριο] (επίθ.) φλεγ-
δυστυχία, μονικός φλεγμονώδης
infeliz [ινφελίθ] (επίθ.) δυστυχισμένος inflar [ινφλάρ] (ρ.) 1: εμφυσώ, 2: φου­
κακόμοιρος άμοιρος, σκώνω, 3: υπερβάλλω, 4: καυχιέμαι,
inferior [ινφεριόρ] (επίθ.) κατώτερος, inflexible [ινφλεξίμπλε] (επίθ.) άκα­
inferioridad [ινφεριοριδάδ] (ουσΥ μπτος αλύγιστος ανένδοτος

332
inglés

inflexibilidad [ινφλεξιμπιλιδάδ] (ουσΥ infraganti [ινφραγάν'τι] (επίρρ.) επ'


θηλ.) ακαμψία, αυτοφώρω.
infligir [ινφλιχίρ] (ρ.) 1: επιβάλλω, 2: infrangibie [ινφρανχίμπλε] (επίθ.)
προκαλώ, άθραυστος.
influencia [ινφλουένθια] (ουσ/θηλ.) infranqueable [ινφρανκεάμπλε] (επίθ.)
επιρροή, επίδραση, επήρεια, ανυπέρβλητος απαράβατος,
influir [ινφλουίρ] (ρ.) επιδρώ, επηρεά­ infrarrojo [ινφραρόχο] (επίθ.) υπέρυ­
ζω. θρος.
influjo [ινφλούχο] (ουσΥαρσ.) επηρεα- infravalorar [ινφραβαλοράρ] (ρ.) υπο­
σμός επιρροή, επίδραση, τιμώ, υποβαθμίζω, μειώνω,
influyente [ινφλουγιέν'τε] (επίθ.) που infrecuente [ινφρεκουέντε] (επίθ.)
ασκεί επιρροή, σπάνιος δυσεύρετος,
información [ινφορμαθιόν] (ουσΥθηλ.) infringir [ινφρινχίρ] (ρ.) παραβαίνω,
1: πληροφορία, 2: είδηση, νέο. παραβιάζω,
informador [ινφορμαδόρ] (ουσΥαρσ.) infructuoso [ινφρουκτουόσο] (επίθ.)
πληροφοριοδότης, άκαρπος αναποτελεσματικός,
informal [ινφορμάλ] (επίθ.) 1: ανεπί­ infundado [ινφουνντάδο] (επίθ.) αβά-
σημος, άτυπος, 2: αναξιόπιστος, σιμος αστήρικτος
informalidad [ινφορμαλιδάδ] (ουσΥ infundir [ινφουν'ντίρ] (ρ.) 1: προκαλώ,
θηλ.) 1: ανεπισημότητα, 2: αναξιοπι- 2: εμπνέω,
στία. infusión [ινφουσιόν] (ουσΥθηλ.) αφέ­
Informar [ινφορμάρ] (ρ.) (de) πληρο­ ψημα.
φορώ, ενημερώνω · ¿informaste tus ingeniar [ινχενιάρ] (ρ.) επινοώ, εφευ­
padres de tu llegada? - ενημέρωσες ρίσκω.
τους γονείς σου για την άφιξή σου;, ingeniería [ινχενιερία] (ουσΥθηλ.) μη­
informarse [ινφορμάρσε] (ρ.) (de) πλη­ χανική.
ροφορούμαι · quiero informarme ingeniero [ινχενιέρο] (ουσΥαρσ.) μη­
diariamente de este asunto - θέλω χανικός.
να πληροφορούμαι καθημερινά γι' ingenio [ινχένιο] (ουσΥαρσ.) επινοη­
αυτήν την υπόθεση, τικότητα, εφευρετικότητα, ευφυΐα ·
informática [ινφορμάτικα] (ουσΥθηλ.) aguzar el ingenio - ακονίζω το μυα­
πληροφορική, λό μου.
informativo [ινφορματίβο] (επίθ.) πλη­ ingenioso [ινχενιόσο] (επίθ.) 1: επινοη­
ροφοριακός, τικός εφευρετικός 2: ευφυής,
informe [ινφόρμε] (ουσΥαρσ.) 1: ανα­ ingenuidad [ινχενουιδάδ] (ουσΥθηλ.)
φορά, έκθεση, 2: ανακεφαλαίωση, αφέλεια.
infortunado [ινφορτουνάδο] (επίθ.) ingenuo [ινχένουο] (επίθ.) αφελής,
άτυχος δυστυχής άμοιρος, ingerir [ινχερίρ] (ρ.) καταπίνω,
infortunio [ινφορτούνιο] (ουσΥαρσ.) ingestión [ινχεστιόν] (ουσΥθηλ.) κα­
ατυχία, δυστυχία, τάποση.
infracción [ινφρακθιόν] (ουσΥθηλ.) πα­ ingle [ίνγκλε] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.) βου­
ράβαση, παραβίαση, καταπάτηση, βώνας.
infractor [ινφρακτόρ] (ουσΥαρσ.) πα­ inglés [ινγκλές] 1: (ουσΥαρσ.) Α γγλος
ραβάτης παραπτωματίας. 2: αγγλικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) αγγλι-

333
ingobernable

κός. iniciación [ινιθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: έναρ­


ingobernable [ινγκομττερνάμπλε] (επίθ.) ξη, 2: μύηση,
ακυβέρνητος, iniciado [ινιθιάδο] (ουσ./αρσ.) μύστης
ingratitud [ινγκρατιδούδ] (ουσ./θηλ.) inicial [ινιθιάλ] (επίθ.) αρχικός,
αγνωμοσύνη, αχαριστία, iniciar [ινιθιάρ] (ρ.) 1: αρχίζω, εγκαινι­
ingrato [ινγκράτο] (επίθ.) αγνώμων, άζω, 2: μυώ.
αχάριστος, iniciativa [ινιθιατίβα] (ουσ7θηλ.) πρω­
ingravidez [ινγκραβιδέθ] (ουσ7θηλ.) τοβουλία · por iniciativa propria -
έλλειψη βαρύτητας, από δική του πρωτοβουλία,
ingrediente [ινγκρεδιέν/τε] (ουσ,/αρσ.) inimaginable [ινιμαχινάμπλε] (επίθ.)
συστατικό, υλικό, αφάνταστος,
ingresar [ινγκρεσάρ] (ρ.) 1: καταθέτω, inimitable [ινιμιτάμπλε] (επίθ.) αμίμη­
2: εισάγω, 3: μπαίνω, τος.
ingresarse [ινγκρεσάρσε] (ρ.) εισέρχο­ ininteligible [ινιν'τελιχίμπλε] (επίθ.) δυ-
μαι, εισάγομαι. σανάγνοκπος δυσνόητος,
ingreso [ινγκρέσο] (ουσ,/αρσ.) 1: είσο­ ininterrumpido [ινιν'τερουμ'πίδο] (επίθ.)
δος, 2: εισαγωγή, 3: κατάθεση, αδιάκοπος συνεχής,
ingresos [ινγκρέσος] (ουσΥαρσ.) πληθ. injertar [ινχερτάρ] (ρ.) μεταμοσχεύω.
έσοδα, εισοδήματα, injerto [ινχέρτο] (ουσ/αρσ.) μόσχευ­
inhábil [ινάμπιλ] (επίθ.) ανεπιτήδευ­ μα.
τος, αδέξιος, injuria [ινχούρια] (ουσ,/θηλ.) ύβρις
inhabilidad [ιναμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) προσβολή,
αδεξιότητα, αγαρμποσύνη, injuriar [ινχουριάρ] (ρ.) υβρίζω, προ­
inhabitable [ιναμπιτάμπλε] (επίθ.) μη σβάλλω.
κατοικήσιμος, injurioso [ινχουριόσο] (επίθ.) υβριστι­
inhabitado [ιναμπιτάδο] (επίθ.) ακα­ κός προσβλητικός,
τοίκητος. injustamente [ινχούσταμεν'τε] (επίρρ.)
inherente [ινερέν’τε] (επίθ.) ενυπάρ- άδικα.
χων, εγγενής έμφυτος, injusticia [ινχουστίθια] (ουσ./θηλ.) αδι­
inhibición [ινιμπιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: κία, μεροληψία.
αναστολή, 2: παρακώλυση, παρεμπό- injustificable [ινχουστιφικάμπλε] (επίθ.)
διση. αδικαιολόγητος,
inhibir [ινιμπίρ] (ρ.) 1: αναστέλλω, 2: injustificadamente [ινχουστιφικάδα-
παρεμποδίζω, μεν'τε] (επίρρ.) αδικαιολόγητα,
inhospitalario [ινοσπιταλάριο] (επίθ.) injusto [ινχούστο] (επίθ.) άδικος με­
αφιλόξενος, ροληπτικός προκατειλημμένος,
inhospitalidad [ινοσπιταλιδάδ] (ουσ7 inmaculado [ινμακουλάδο] (επίθ.) άσπι­
θηλ.) αφιλοξενία. λος αμόλυντος άμεμπτος
inhumación [ινουμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) Inmaculada [ινμακουλάδα] (ουσ,/θηλ.)
ενταφιασμός ταφή. άσπιλος αμόλυντος · La Inmaculada
inhumano [ινουμάνο] (επίθ.) απάν­ - Ασπιλος Παρθένος,
θρωπος, άσπλαχνος, inmadurez [ινμαδουρέθ] (ουσ,/θηλ.)
inhumar [ινουμάρ] (ρ.) ενταφιάζω, θά­ ανωριμότητα,
βω. inmaduro [ινμαδούρο] (επίθ.) 1: ανώ­

334
Inocencia

ριμος, 2: άγουρος. inmortal [ινμορτάλ] (επίθ.) αθάνατος


inmanejable [ινμανεχάμπλε] (επίθ.) άφθαρτος αιώνιος,
δύσχρηστος, inmortalidad [ινμορταλιδάδ] (ουσ./
inmaterial [ινματεριάλ] (επίθ.) άυλος. θηλ.) αθανασία, αιωνιότητα,
inmediaciones [ινμεδιαθιόνες] (ουσ./ inmóvil [ινμόβιλ] (επίθ.) ακίνητος ακλό­
θηλ.) πληθ. περίχωρα, νητος
inmediatamente [ινμεδιάταμεν'τε] (επίρρ.) inmovilidad [ινμοβιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
αμέσως ακινησία.
inmediatez [ινμεδιατέθ] (ουσΥθηλ.) inmovilizar [ινμοβιλιθάρ] (ρ.) ακινη-
αμεσότητα, τοποιώ.
inmediato [ινμεδιάτο] (επίθ.) άμεσος inmueble [ινμουέμπλε] (ουσΥαρσ.)
ο αμέσως επόμενος, ακίνητο, σπίτι,
inmejorable [ινμεχοράμπλε] (επίθ.) inmundo [ινμούν'ντο] (επίθ.) βρομε­
αξεπέραστος ασυναγώνιστος, ρός ρυπαρός,
inmemorable [ινμεμοράμπλε] (επίθ.) inmune [ινμούνε] (επίθ.) άνοσος
αμνημόνευτος αξέχαστος, απρόσβλητος
inmensidad [ινμενσιδάδ] (ουσΥθηλ.) inmunidad [ινμουνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
απεραντοσύνη, ανοσία.
inmenso [ινμένσο] (επίθ.) απέραντος inmunizar [ινμουνιθάρ] (ρ.) ανοσο-
αχανής. ποιώ.
inmersión [ινμερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: inmutable [ινμουτάμπλε] (επίθ.) αμε­
κατάδυση, 2: βύθιση, τάβλητος αδιαφοροποίητος.
inmerso [ινμέρσο] (επίθ.) βουτηγμέ­ inmutarse [ινμουτάρσε] (ρ.) ταράζο­
νος βυθισμένος, μαι.
inmigración [ινμιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) innato [ιν^νάτο] (επίθ.) εγγενής έμφυ­
μετανάστευση, αποδημία, τος.
inmigrante [ινμινράν'τε] (ουσ./αρσ.+ innecesario [ιν'νεθεσάριο] (επίθ.) 1:
θηλ.) μετανάστης/μετανάστρια, από­ περιττός 2: ανώφελος,
δημος/απόδημη, innegable [ιν'νεγάμπλε] (επίθ.) αναμ­
inmigrar [ινμιγράρ] (ρ.) μεταναστεύω, φισβήτητος αδιάσειστος,
inminente [ινμινέν'τε] (επίθ.) επικείμε­ innoble [ιν'νόμπλε] (επίθ.) αχρείος
νο ς επερχόμενος. ποταπός αναξιοπρεπής,
inmiscuirse [ινμισκουίρσε] (ρ.) ανα­ innovación [ιν'νοβαθιόν] (ουσΥθηλ.)
κατεύομαι, αναμειγνύομαι, εμπλέ­ νεωτερισμός καινοτομία,
κομαι. innovador [ιν'νοβαδόρ] (ουσΥαρσ.)
inmobiliario [ινμομπιλιάριο] (επίθ.) κτη­ νεωτεριστής καινοτόμος.
ματομεσιτικός innovar [ινοβάρ] (ρ.) καινοτομώ, πρω­
inmoderado [ινμοδεράδο] (επίθ.) υπέρ­ τοπορώ.
μετρος υπερβολικός innumerable [ιν'νουμεράμπλε] (επίθ.)
inmolar [ινμολάρ] (ρ.) θυσιάζω, αναρίθμητος
inmoral [ινμοράλ] (επίθ.) ανήθικος inobediencia [ινομπεδιένθια] (ουσ./
αχρείος. θηλ.) ανυπακοή,
inmoralidad [ινμοραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) inocencia [ινοθένθια] (ουσΥθηλ.) αθω­
ανηθικότητα. ότητα.

335
inocente

inocente [ινοθέν'τε] (επίθ.) αθώος εγγραφή, καταχώρηση, 2: επιγραφή,


άδολος άκακος inscrito [ινσκρίτο] (επίθ.) εγγεγραμ­
inocentemente [ινοθέν'τεμεν'τε] (επίρρ.) μένος.
αθώα άδολα άκακα. insecticida [ινσεκτιθίδα] (επίθ.) εντο-
inoculación [ινοκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) μοκτόνος.
εμβολιασμός, insectívoro [ινσεκτίβορο] (επίθ.) εντο-
inocular [ινοκουλάρ] (ρ.) εμβολιάζω, μοφάγος.
inocuo [ινόκουο] (επίθ.) αβλαβής αλώ­ insecto [ινσέκτο] (ουσΥαρσ.) έντομο,
βητος. inseguridad [ινσεγουριδάδ] (ουσΥ
inodoro [ινοδόρο] (επίθ.) άοσμος, θηλ.) ανασφάλεια, αβεβαιότητα,
inofensivo [ινοφενσίβο] (επίθ.) άκα­ inseguro [ινσεγούρο] (επίθ.) ανασφα­
κος αβλαβής, λή ς αβέβαιος,
inolvidable [ινολβιδάμπλε] (επίθ.) αξέ­ inseminar [ινσεμινάρ] (ρ.) γονιμοποιώ.
χαστος αλησμόνητος insensatez [ινσενσατέθ] (ουσΥθηλ.) ανο­
inopia [ινόπια] (ουσΥθηλ.) φτώχεια, έλ­ ησία.
λειψη, ένδεια, ανέχεια, insensato [ινσενσάτο] (επίθ.) ασύνε­
inoportunidad [ινοπορτουνιδάδ] (ουσΥ τος αλόγιστος απερίσκεπτος ανό­
θηλ.) ακαταλληλότητα. ητος.
inoportuno [ινοπορτούνο] (επίθ.) άκαι- insensibilidad [ινσενσιμπιλιδάδ] (ουσΥ
ρος άτοπος, θηλ.) αναισθησία,
inorgánico [ινοργάνικο] (επίθ.) ανόρ­ insensible [ινσενσίμπλε] (επίθ.) αναί­
γανος. σθητος.
inoxidable [ινοξιδάμπλε] (επίθ.) ανο­ inseparable [ινσεπαράμπλε] (επίθ.) αχώ­
ξείδωτος. ριστος
inquietar [ινκιετάρ] (ρ.) ανησυχώ, τα­ inserción [ινσερθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
ράζω. παρεμβολή, 2: καταχώρηση, 3: προ­
inquieto [ινκιέτο] (επίθ.) ανήσυχος τα­ σθήκη.
ραγμένος, insertar [ινσερτάρ] (ρ.) 1: παρεμβάλ­
inquietud [ινκιετούδ] (ουσΥθηλ.) ανη­ λω, 2: εισάγω, βάζω, 3: καταχωρώ,
συχία ταραχή. inservible [ινσερβίμπλε] (επίθ.) αλυσι­
Inquirir [ινκιρίρ] (ρ.) ερευνώ, εξετάζω, τελής άχρηστος,
inquilino [ινκιλίνο] (ουσΥαρσ.) ενοι­ insidioso [ινσιδιόσο] (επίθ.) ύπουλος
κιαστής. δόλιος πανούργος
insaciable [ινσαθιάμπλε] (επίθ.) αχόρ­ insigne [ινσίγνε] (επίθ.) διάσημος δια­
ταγος ακόρεστος άπληστος, κεκριμένος διαπρεπής,
insalubre [ινσαλούμπρε] (επίθ.) ανθυ­ insignia [ινσίγνια] (ουσΥθηλ.) κονκάρ­
γιεινός. δ α έμβλημα, σήμα.
insatisfacción [ινσατισφακθιόν] (ουσ./ insignificancia [ινσιγνιφικάνθια] (ουσΥ
θηλ.) απογοήτευση, δυσαρέσκεια, θηλ.) 1: ασημαντότητα, 2: ευτελές
insatisfactorio [ινσατισφακτόριο] (επίθ.) ποσό ή πράγμα,
μη ικανοποιητικός insignificante [ινσιγνιφικάν'τε] (επίθ.)
inscribir [ινσκριμπίρ] (ρ.) 1: εγγράφω, ευτελής ασήμαντος μηδαμινός,
καταχωρώ, 2: καταγράφω, insinceridad [ινσινθεριδάδ] (ουσΥθηλ.)
inscripción [ινσκριπθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανειλικρίνεια.

336
instintivo

insincero [ινσινθέρο] (επίθ.) ανειλικρι­ insonorizado [ινσονοριθάδο] (επίθ.)


νής. ηχομονωμένος.
insinuación [ινσινουαθιόν] (ουσΥθηλ.) insoportable [ινσοπορτάμπλε] (επίθ.)
υπαινιγμός, υπονοούμενο, νύξη. ανυπόφορος αβάσταχτος,
insinuar [ινσινουάρ] (ρ.) υπαινίσσομαι, insospechable [ινσοσπετσάμπλε] (επίθ.)
υπονοώ, υποδηλώνω, ανύποπτος ανυποψίαστος
insipidez [ινσιπιδέθ] (ουσΥθηλ.) ανο- insostenible [ινσοστενίμπλε] (επίθ.) αβά-
στιά, σαχλότητα, ανουσιότητα. σιμος αστήρικτος ατεκμηρίωτος
insípido [ινσίπιδο] (επίθ.) 1: άγευστος, inspección [ινσπεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) επι­
άνοοπυς 2: ανούσιος, θεώρηση, έλεγχος εξέταση,
insistencia [ινσιστένθια] (ουσΥθηλ.) inspeccionar [ινσπεκθιονάρ] (ρ.) επι­
εμμονή, επιμονή, θεωρώ, ελέγχω, εξετάζω,
insistente [ινσίστέν'τε] (επίθ.) έμμο­ inspector [ινσπεκτόρ] (ουσ,/αρσ.) επι­
νος, επίμονος, θεωρητής ελεγκτής,
insistir [ινσιστίρ] (ρ.) εμμένω, επιμένω, inspiración [ινσπιραθιόν] (ουσ,/θηλ.)
insobornable [ινσομπορνάμπλε] (επίθ.) 1: εισπνοή, 2 έμπνευση,
αδιάφθορος, αδωροδόκητος, inspirador [ινσπιραδόρ] (ουσ,/αρσ.)
insociabilidad [ινσοθιαμπιλιδάδ] (ουσ./ εμπνευστής.
θηλ.) έλλειψη κοινωνικότητας inspirar [ινσπιράρ] (ρ.) 1: εισπνέω, 2:
insociable [ινσοθιάμπλε] (επίθ.) ακοι­ εμπνέω.
νώνητος. instalación [ινσταλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εγκα­
insolación [ινσολαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: τάσταση.
ηλιοφάνεια, λιακάδα, 2: ηλίαση, instalador [ινσταλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) εφαρ­
insolencia [ινσολένθια] (ουσΥθηλ.) αυ­ μοστής εγκσταστάτης
θάδεια. instalar [ινσταλάρ] (ρ.) εγκαθιστώ,
insolentarse [ινσολεντάρσε] (ρ.) αυθα- instancia [ινστάνθια] (ουσ,/θηλ.) αί­
διάζω. τηση.
insolente [ινσολέν'τε] (επίθ.) αυθάδης instantánea [ινσταντάνεα] (ουσ,/θηλ.)
θρασύς. αυτόματη (ρωτογραφία.
insólito [ινσόλιτο] (επ(θ,) ασυνήθιστος instantáneo [ινσταν'τάνεο] (επίθ.) στιγ­
πρωτοφανής, μιαίος
insoluble [ινσολούμπλε] (επίθ.) αδιά­ instante [ινστάν'τε] (ουσ,/αρσ.) στιγ­
λυτος. μή.
insolvencia [ινσολβένθια] (ουσ./θηλ.) instar [ινστάρ] (ρ.) πιέζω,
αφερεγγυότητα, αναξιοπιστία. instauración [ινσταουραθιόν] (ουσ./
insolvente [ινσολβέν'τε] (επίθ.) αφε­ θηλ.) ίδρυση,
ρέγγυος αναξιόπιστος, instaurar [ινσταουράρ] (ρ.) ιδρύω, εγκα­
insomne [ινσόμνε] (επίθ.) άυπνος θιστώ.
insomnio [ινσόμνιο] (ουσ,/αρσ.) αϋ­ instigación [ινστιγαθιόν] (ουσ,/θηλ.) υπο­
πνία. κίνηση, εξώθηση,
insondable [ινσοπορτάμπλε] (επίθ.) instigar [ινστιγάρ] (ρ.) υποκινώ, παρο­
ανεξιχνίαστος ανεξερεύνητος, τρύνω.
insonorización [ινσονοριθαθιόν] (ουσ./ instintivo [ινστιν'τίβο] (επίθ.) ενστικτώ­
θηλ.) ηχομόνωση. δης

337
instinto

instinto [ινστίν'το] (ουσΥαρσ.) ένστικτο, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος,


institución [ινστιτουθιόν] (ουσΥθηλ.) insurgente [ινσουρχέν'τε] 1: (ουσ./
ίδρυμα, θεσμός, αρσ.) επαναστάτης, στασιαστής 2:
instituir [ινστιτουίρ] (ρ.) ιδρύω, θεσπί­ (επίθ.) επαναστατικός στασιαστικός
ζω, καθιερώνω, insurrección [ινσουρεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
instituto [ινστιτούτο] (ουσΥαρσ.) ιν­ στάση, εξέγερση,
στιτούτο. intachable [ιν'τατσάμπλε] (επίθ.) άψο­
institutriz [ινστιτουτρίθ] (ουσΥθηλ.) γος αψεγάδιαστος άμεμπτος,
παιδαγωγός, γκουβερνάντα, νταντά, intacto [ιν'τάκτο] (επίθ.) άθικτος ανέ­
instrucción [ινστρουκθιόν] (ουσΥθηλ.) παφος ακέραιος,
1: εκπαίδευση, 2: καθοδήγηση, intangible [ιν'τανχίμπλε] (επίθ.) 1:
instrucciones [ινστρουκθιόνες] (ουσΥ άπιαστος άυλος 2: απροσδιόριστος,
θηλ.) πληθ. οδηγίες, integración [ιν'τιγραθιόν] (ουσΥθηλ.)
instructivo [ινστρουκτίβο] (επίθ.) δι­ 1: ολοκλήρωση, 2: ενσωμάτωση,
δακτικός, εκπαιδευτικός, ένταξη, ενοποίηση,
instructor [ινστρουκτόρ] (ουσΥαρσ.) integral [ιν'τεγράλ] (επίθ.) 1: ολοκλη­
εκπαιδευτής, ρωτικός πλήρης 2: αναπόσπαστος,
instruir [ινστρουίρ] (ρ.) 1: εκπαιδεύω, ενιαίος.
2: καθοδηγώ, integrar [ιν'τεγράρ] (ρ.) 1: αποτελώ,
instrumentación [ινστρουμεν'ταθιόν] απαρτίζω, 2: ενσωματώνω, 3: ολο­
(ουσΥθηλ.) ενορχήστρωση, κληρώνω,
instrumento [ινστρουμέν'το] (ουσΥαρσ.) integridad [ιν'τεγριδάδ] (ουσΥθηλ.)
όργανο, εργαλείο, ακεραιότητα, σύνολο, ολότητα,
insubordinación [ινσουμπορδιναθιόν] íntegro [ίν'τεγρο] (επίθ.) 1: ακέραιος
(ουσΥθηλ.) απειθαρχία, ανυπακοή, πλήρης 2: αδιάφθορος αδέκαστος,
insubordinar [ινσουμπορδινάρ] (ρ.) απει­ intelecto [ι^τελέκτο] (ουσΥαρσ.) διά­
θαρχώ. νοια, νους νοημοσύνη,
insuficiencia [ινσουφιθιένθια] (ουσΥ intelectual [ιν'τελεκτουάλ] 1: (ουσΥ
θηλ.) ανεπάρκεια, έλλειψη, αρσ.+ θηλ.) διανοούμενος διανοού­
insuficiente [ινσουφιθιέν'τε] (επίθ.) μενη, 2: (επίθ.) διανοητικός πνευμα­
ανεπαρκής αναποτελεσματικός τικός.
insufrible [ινσουφρίμπλε] (επίθ.) ανυ­ inteligencia [ιν'τελιχ^νθια] (ουσΥθηλ.)
πόφορος, αφόρητος, νοημοσύνη, εξυπνάδα, ευφυΐα,
insularidad [ινσουλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) inteligente [ιν'τελιχέν'τε] (επίθ.) νοή-
απομόνωση, μων, έξυπνος, ευφυής,
insultante [ινσουλτάν'τέ] (επίθ.) υβρι­ inteligibilidad [ιχ/τελιχιμπιλιδάδ] (ουσΥ
στικός προσβλητικός, θηλ.) το εύληπτο, το αντιληπτό, το ευ­
insultar [ινσουλτάρ] (ρ.) βρίζω, προ­ νόητο.
σβάλλω. inteligible [ιν'τελιχίμπλε] (επίθ.) εύλη­
insulto [ινσούλτο] (ουσΥαρσ.) βρισιά, πτος νοητός καταληπτός ευκολονόη­
αισχρολογία, προσβολή, τος
insumiso [ινσουμίσο] (επίθ.) ανυπότα­ intemperancia [ιν'τεμ'περάνθια] (ουσΥ
κτος αδούλωτος, θηλ.) δυσανεκτικότητα.
insuperable [ινσουπεράμπλε] (επίθ.) intemperie [ιν'τεμ'πέριε] (ουσΥθηλ.) 1:

338
internacional

ύπαιθρος, 2: κακοκαιρία, intercontinental [ιν'τερκον'τινεν'τάλ]


intempestivo [ιν'τεμ'πεστίβο] (επίθ.) (επίθ.) διηπειρωτικός
άκαιρος, παράκαιρος άτοπος, interés [ιν'τερές] (ουσΥαρσ.) 1: συμφέ­
intención [ιν'τενθιόν] (ουσ./θηλ.) πρό­ ρον, όφελος 2: ενδιαφέρον, 3: τόκος,
θεση, σκοπός, interesado [ιν'τερεσάδο] (επίθ.) ενδια­
intencionadamente [ιν'τενθιονάδα- φερόμενος · estar interesado en - εί­
μεν'τε] (επίρρ.) σκόπιμα, επίτηδες, μαι ενδιαφερόμενος
intencionado [ιν'τενθιονάδο] (επίθ.) interesante [ιν'τερεσάν'τε] (επίθ.) εν­
σκόπιμος, ηθελημένος, διαφέρων,
intencional [ιν'τενθιονάλ] (επίθ.) εσκεμ- interesar [ιν'τερεσάρ] (ρ.) 1: ενδιαφέ­
μένος. ρω, 2: συμφέρω,
intensidad [ιν'τενσιδάδ] (ουσΥθηλ.) interesarse [ιν'τερεσάρσε] (ρ.) (por)
ένταση, σφοδρότητα. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι · como si
intensificación [ιν'τεσιφικαθιόν] (ουσ./ no se interesara por mi presencia
θηλ.) εντατικοποίηση, - σα να μην ενδιαφερόταν για την
intensificar [ιν'τενσιφικάρ] (ρ.) εντεί­ παρουσία μου.
νω, επιτείνω, interferencia [ιν'τερφερένθια] (ουσΥ
intensivo [ιν'τενσίβο] (επίθ.) εντατικός, θηλ.) παρεμβολή, επέμβαση,
intenso [ιν'τένσο] (επίθ.) έντονος σφο­ interferir [ιν'τερφερίρ] (ρ.) παρεμβαί­
δρός νω, επεμβαίνω, παρακωλύω,
intentar [ιν'τεν'τάρ] (ρ.) προσπαθώ, επι­ interino [ιν'τερίνο] (επίθ.) προσωρινός
χειρώ, αποπειρώμαι, έκτακτος
intento [ιν'τέν'το] (ουσΥαρσ.) προσπά­ interior [ιν'τεριόρ] 1: (ουσΥαρσ.) εσωτε­
θεια, επιχείρημα, απόπειρα, επιδίωξη, ρικό, ενδοχώρα, εσωτερικός κόσμος
interacción [ιν'τερακθιόν] (ουσΥθηλ.) 2: (επίθ.) εσωτερικός ενδόμυχος,
αλληλεπίδραση, interioridad [ιν'τεριοριδάδ] (ουσΥθηλ.)
intercalación [ιν'τερκαλαθιόν] (ουσ./ εσωτερικότητα,
θηλ.) παρεμβολή, interjección [ιν'τερχεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
intercalar [ιν'τερκαλάρ] (ρ.) παρεμ­ επιφώνημα,
βάλλω, παρενθέτω, interlocutor [ιν'τερλοκουτόρ] (ουσΥ
intercambiable [ιν'τερκαμ'μπιάμπλε] αρσ.) συνομιλητής
(επίθ.) ανταλλάξιμος, intermediario [ιν'τερμεδιάριο] 1: (ουσΥ
intercambiar [ιν'τερκαμπιάρ] (ρ.) ανταλ­ αρσ.) μεσολαβητής μεσάζων, ειρη-
λάζω. νοποιός 2: (επίθ.) μεσολαβητικός,
intercambio [ιν'τερκάμ'μττιο] (ουσΥαρσ.) intermedio [ιν'τερμέδιο] 1: (ουσΥαρσ.)
ανταλλαγή, διάλειμμα, 2: (επίθ.) ενδιάμεσος,
interceder [ιν'τερθεδέρ] (ρ.) 1: μεσο­ interminable [ιν'τερμινάμπλε] (επίθ.)
λαβώ, 2: παρεμβαίνω, ατελεύτητος ατελείωτος,
interceptación [ιν'τερθεπταθιόν] (ουσΥ intermisión [ιν'τερμισιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) παρεμπόδιση, ανακοπή, ανάπαυλα, διάλειμμα, διακοπή,
interceptar [ιν'τερθεπτάρ] (ρ.) ανακό­ intermitente [ιν'τερμιτέν'τε] 1: (ουσΥ
πτω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω, αρσ.) φλας (αυτοκινήτου), 2: (επίθ.)
intercesión [ιν'τερθεσιόν] (ουσΥθηλ.) σποραδικός περιοδικός,
μεσολάβηση. internacional [ιν'τερναθιονάλ] (επίθ.)

339
internado

διεθνής, παγκόσμιος, λάβηση.


internado [ιν'τερνάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) intervenir [ιν'τερβενίρ] (ρ.) επεμβαί­
οικοτροφείο, 2: (επίθ.) οικότροφος νω, παρεμβαίνω, μεσολαβώ,
εσωτερικός, intestinal [ιν'τεστινάλ] (επίθ.) εντερι-
internar [ιν'τερνάρ] (ρ.) 1: εισάγω, 2: κός.
περιορίζω, φυλακίζω, αιχμαλωτίζω, intestino [ιν'τεστί'νο] (ουσ./αρσ.) έντε­
interno [ιν'τέρνο] (επίθ.) εσωτερικός ρο.
οικότροφος. intimación [ιν'τιμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) γνω­
interpelación [ιν'τερπελαθιόν] (ουσ,/θηλ.) στοποίηση, αναγγελία,
1: ερώτηση, 2: έκκληση, 3: απαίτηση, intimidación [ιν*τιμιδαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
interpelar [ιν^ερπελάρ] (ρ.) 1: επερω­ εκφοβισμός απειλή,
τώ, 2: απευθύνω έκκληση, intimidad [ιν'τιμιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: οι­
interponerse [ιν'τερπονέρσε] (ρ.) πα­ κειότητα 2: στενός οικογενειακός κύ­
ρεμβάλλομαι, παρεμβαίνω, μεσο­ κλος
λαβώ. intimidar [ιν'τιμιδάρ] (ρ.) εκφοβίζω, φο­
interpretación [ιν'τερπρεταθιόν] (ουσ7 βερίζω, απειλώ,
θηλ.) ερμηνεία, μετάφραση, διερμη- íntimo [ίν'τιμο] (επίθ.) 1: στενός οικεί­
νεία. ο ς φ ιλικός 2: εγκάρδιος
interpretar [ιν'τερπρετάρ] (ρ.) ερμη­ intocable [ιν'τοκάμπλε] (επίθ.) ανέγγι-
νεύω, διερμηνεύω, χτος άσπιλος άθικτος,
intérprete [ιν'τέρπρετε] (ουσ7αρσ.+ intolerable [ιν'τολεράμπλε] (επίθ.) μη
θηλ.) 1: ερμηνευτής ερμηνεΰτρια, 2: ανεκτός αφόρητος ανυπόφορος,
διερμηνέας intolerancia [ιν^ολεράνθια] (ουσ,/θηλ.)
interrogación [ιν'τερογαθιόν] (ουσ./ 1: δυσανεκτικότητα, 2: αδιαλλαξία,
θηλ.) 1: ερώτημα, 2: ανάκριση, intolerante [ιν'τολεράν'τε] (επίθ.) μη
interrogar [ιν'τερογάρ] (ρ.) 1: ερωτώ, ανεκτικός ασυμβίβαστος αδιάλλα­
2: ανακρίνω, κτος.
interrogatorio [ιν'τερογατόριο] (ουσ./ intoxicación [ιν'τοξικαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
αρσ.) 1: ερωτηματολόγιο, 2: ανάκρι­ δηλητηρίαση,
ση. intoxicarse [ιν'τοξικάρσε] (ρ.) παθαί­
interrumpir [ιν'τερουμ'πίρ] (ρ.) διακό­ νω δηλητηρίαση,
πτω. intramuscular [ιν'τραμουσκουλάρ] (επίθ.)
interrupción [ιν'τερουπθιόν] (ουσΥθηλ.) ενδομυϊκός
διακοπή. intranquilidad [ιν/τρανκιλιδάδ] (ουσ./
interruptor [ιν'τερουτττόρ] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) ανησυχία, νευρικότητα,
διακόπτης intranquilo [ιν'τρανκίλο] (επίθ.) ανή­
intersección [ιν'τερσεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) συχος νευρικός,
τομή, διχοτόμηση, intransferible [ιν'τρανσφερίμπλε] (επίθ.)
interurbano [ιν'τερουρμπάνο] (επίθ.) αμεταβίβαστος
υπεραστικός, intransigencia [ιν'τρανσιχένθια] (ουσ./
intervalo [ιν'τερβάλο] (ουσ,/αρσ.) διά­ θηλ.) αδιαλλαξία,
στημα, διάλειμμα, διακοπή, intransigente [ιν'τρανσιχέν'τε] (επίθ.)
intervención [ιντερβενθιόν] (ουσ./ αδιάλλακτος αδυσώπητος ανένδο­
θηλ.) επέμβαση, παρέμβαση, μεσο­ το ς ανυποχώρητος.

340
inventivo

intransitable [ιν'τρανσιτάμπλε] (επίθ.) inundar [ινουν'ντάρ] (ρ.) πλημμυρίζω,


αδιάβατος, απροσπέλαστος, inusitado [ινουσιτάδο] (επίθ.) ασυνή­
intransitivo [ιν'τρανσιτίβο] (επίθ.) 1: θιστος σπάνιος,
αμετάβατος 2: (Γραμμ.) αμετάβατο inútil [ινούτιλ] (επίθ.) άχρηστος ανώ­
(ρήμα). φ ελος ανίκανος,
intravenoso [ιν^ραβενόσο] (επίθ.) εν­ inutilidad [ινουτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αχρη­
δοφλέβιος, στία ανικανότητα,
intrepidez [ιν'τρεπιδέθ] (ουσΥθηλ.) τόλ- inutilizar [ινουτιλιθάρ] (ρ.) αχρηστεύω,
μη. invadeable [ινβαδεάμπλε] (επίθ.) αδιά­
intrépido [ιν'τρέπιδο] (επίθ.) ατρόμη­ βατος απροσπέλαστος
το ς άτρομος απτόητος, invadir [ινβαδίρ] (ρ.) εισβάλλω, ορ-
intriga [ιν'τρίγα] (ουσΥθηλ.) 1: μηχα­ μάω, (καθ.) μπουκάρω,
νορραφία, ραδιουργία, 2: πλοκή, 3: invalidación [ινβαλιδαθιόν] (ουσΥθηλ.)
έντονη περιέργεια, ακύρωση,
intrigar [ι\Λριγάρ] (ρ.) 1: μηχανορρα­ invalidar [ινβαλιδάρ] (ρ.) ακυρώνω,
φώ, ραδιουργώ, 2: προκαλώ έντονη αναιρώ.
περιέργεια, invalidez [ινβαλιδέθ] (ουσΥθηλ.) ακυ­
intrínseco [ιν'τρΙνσεκο] (επίθ.) ενδο­ ρότητα, αναίρεση,
γενής. inválido [ινβάλιδο] 1: (ουσΥαρσ.) ανά­
introducción [ιν'τροδουκθιόν] (ουσΥ πηρος (πολέμου), 2: (επίθ.) αναπηρι­
θηλ.) εισαγωγή, πρόλογος, κός άκυρος,
introducir [ιν'τροδουθίρ] (ρ.) 1: εισά­ invaluable [ινβαλουάμπλε] (επίθ.) ανε­
γω, βάζω, 2: παρουσιάζω, κτίμητος.
intromisión [ιν^τρομισιόν] (ουσΥθηλ.) invariable [ινβαριάμπλε] (επίθ.) αμε­
ανάμειξη, επέμβαση, τάβλητος αμετάλλακτος,
introspección [ιν'τροσπεκθιόν] (ουσΥ invasión [ινβασιόν] (ουσΥθηλ.) εισβο­
θηλ.) ενδοσκόπηση, λή, επιδρομή,
introspectivo [ιν'τροσπεκτίβο] (επίθ.) invasor [ινβασόρ] 1: (ουσΥαρσ.) εισβο­
ενδοσκοπικός. λέας 2: (επίθ.) επιδρομικός.
introversión [ιν^τροβερσιόν] (ουσ./ invencibilidad [ινβενθιπιλιδάδ] (ουσΥ
θηλ.) εσωστρέφεια, θηλ.) το ακατανίκητο,
introvertido [ιχ/τροβερτίδο] (επίθ.) invencible [ινβενθίμπλε] (επίθ.) αήτ­
εσωστρεφής. τητος ανίκητος ανυπέρβατος, ακα­
intrusión [ιν'τρουσιόν] (ουσΥθηλ.) ει­ ταμάχητος,
σβολή. invención [ινβενθιόν] (ουσΥθηλ.) εφεύ­
intruso [ιν'τρούσο] (επίθ.) παρείσα- ρεση, επινόηση, ανακάλυψη,
κτος απρόσκλητος, inventar [ινβεν'τάρ] (ρ.) εφευρίσκω,
intuición [ιν'τουιθιόν] (ουσΥθηλ.) διαί­ επινοώ.
σθηση, ενόραση, inventario [ινβεν'τάριο] (ουσΥαρσ.) απο-
intuir [ιν'τουίρ] (ρ.) διαισθάνομαι, γραφή, καταγραφή,
intuitivo [ιν'τουιτίβο] (επίθ.) διαισθη­ inventiva [ινβεν'τίβα] (ουσΥθηλ.) εφευ-
τικός. ρετικότητα επινοητικότητα,
inundación [ινουν'νταθιόν] (ουσΥθηλ.) inventivo [ινβεν'τίβο] (επίθ.) εφευρετι­
πλημμύρα. κός

341
invento

invento [ινβέν'το] (ουσΥαρσ.) εφεύρε­ θηλ.) το απαραβίαστο,


ση, επινόηση, inviolable [ινβιολάμπλε] (επίθ.) απα­
inventor [ινβεν'τόρ] (ουσΥαρσ.) εφευ­ ραβίαστος (μτφ.) απόρρητος,
ρέτης. inviolado [ινβιολάδο] (επίθ.) άθικτος,
invernáculo [ινβερνάκουλο] (ουσΥαρσ.) αλώβητος, αβλαβής,
θερμοκήπιο, invisible [ινβισίμπλε] (επίθ.) αόρατος
invernada [ινβερνάδα] (ουσΥθηλ.) χει- αθέατος.
μερία νάρκη, invisibilidad [ινβισιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
invernadero [ινβερναδέρο] (ουσΥαρσ.) αορατότητα, αφάνεια.
θερμοκήπιο · el efecto invernadero - invitación [ινβιταθιόν] (ουσΥθηλ.) πρό­
το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σκληση.
invernal [ινβερνάλ] (επίθ.) χειμερινός, invitado [ινβιτάδο] (ουσΥαρσ.) προ­
χειμωνιάτικος, σκεκλημένος καλεσμένος,
invernar [ινβερνάρ] (ρ.) ξεχειμωνιάζω, invitar [ινβιτάρ] (ρ.) 1: προσκαλώ, κα­
inverosímil [ινβεροσίμιλ] (επίθ.) απί­ λώ, 2: κερνάω,
στευτος απίθανος, invocación [ινβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.)
inversión [ινβερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αντι­ επίκληση,
στροφή, αναστροφή, αναποδογύρι­ invocar [ινβοκάρ] (ρ.) επικαλούμαι,
σμα, 2: επένδυση, προσφεύγω,
inversionista [ινβερσιονίστα] (ουσΥ involucrar [ινβολουκράρ] (ρ.) αναμει­
αρσ.+ θηλ.) επενδυτής επενδύτρια. γνύω, εμπλέκω,
inverso [ινβέρσο] (επίθ.) αντίστροφος involuntario [ινβολουν'τάριο] (επίθ.)
ανάστροφος ανάποδος, ακούσιος αθέλητος,
inversor [ινβερσόρ] (ουσΥαρσ.) επεν­ invulnerable [ινβουλνεράμπλε] (επίθ.)
δυτής. άτρωτος απρόσβλητος,
invertebrado [ινβερτεμπράδο] (επίθ.) inyección [ινγιεκθιόν] (ουσΥθηλ.) ένε­
ασπόνδυλος, ση.
invertir [ινβερτίρ] (ρ.) 1: αντιστρέφω, ανα­ inyectable [ινγιεκτάμπλε] (επίθ.) ενέ-
στρέφω, αναποδογυρίζω, 2: επενδύω, σιμος.
investidura [ινβεστιδούρα] (ουσΥθηλ.) inyectar [ινγεκτάρ] (ρ.) εγχέω,
επένδυση. ion [ιόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ιόν.
investigación [ινβεστιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) iónico [ιόνικο] (επίθ.) ιονικός.
έρευνα. ionización [ιονιθαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ιο-
investigador [ινβεστιγαδόρ] (ουσ./ νισμός.
αρσ.) ερευνητής ανακριτής ionizador [ιονιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) ιο-
investigar [ινβεστιγάρ] (ρ.) ερευνώ, νιστής.
investir [ινβεστίρ] (ρ.) απονέμω τιμή ή ionizar [ιονιθάρ] (ρ.) ιονίζω,
τιμητικό τίτλο, ionosfera [ιονοσφέρα] (ουσΥθηλ.) ιο­
invicto [ινβίκτο] (επίθ.) αήττητος ανί­ νόσφαιρα,
κητος. ir [·ρ] (ρ.) πηγαίνω, μεταβαίνω · quiero
invidente [ινβιδέν'τε] (επίθ.) τυφλός, ir a Madrid - θέλω να πάω στη Μα­
invierno [ινβιέρνο] (ουσΥαρσ.) χειμώ­ δρίτη · voy andando - πάω περπα­
νας. τώντας · no me va bien ir a las clases
inviolabilidad [ινβιολαμπιλιδάδ] (ουσΥ mañana - δε με βολεύει να πάω στο

342
irrigar

μάθημα αύριο · ir de vacaciones - irreemplazable [ιρεεμ'πλαθάμπλε] (επίθ.)


πάω διακοπές · ir de compras - πάω αναντικατάστατος
για ψώνια, (μελλοντική έννοια) · irreflexión [ιρεφλεξιόν] (ουσΥθηλ.)
vamos a leer un texto - θα διαβάσου­ απερισκεψία, επιπολαιότητα,
με ένα κείμενο, irreflexivo [ιρεφλεξίβο] (επίθ.) απερί­
irse [ιρσε] (ρ.) φεύγω · me voy de aquí σκεπτος αλόγιστος επιπόλαιος,
- φεύγω από εδώ · la luz se fue - έγινε irrefrenable [ιρεφρενάμπλε] (επίθ.)
διακοπή ρεύματος ασυγκράτητος αχαλίνωτος,
ira [ίρα] (ουσ./θηλ.) οργή, θυμός, irrefutable [ιρεφουτάμπλε] (επίθ.) αδι­
iracundo [ιρακούνντο] (επίθ.) ευέξα­ άψευστος αδιαμφισβήτητος αδια­
πτος οξύθυμος, φιλονίκητος
irascibilidad [ιρασθιμπιλιδάδ] (ουσ./ irregular [ιρεγουλάρ] (επίθ.) ανώμα­
θηλ.) οξυθυμία. λο ς ακανόνιστος αντικανονικός
irascible [ιρασθίμπλε] (επίθ.) οξύθυ­ irregularidad [ιρεγουλαριδάδ] (ουσΥ
μος, ευέξαπτος, θηλ.) ανωμαλία,
iridescente [ιριδεσθέν'τε] (επίθ.) ιρι- irrelevante [ιρελεβάν'τε] (επίθ.) αδα­
δίζων. ής άσχετος,
iris [ίρις] (ουσΥαρσ.) ίριδα, irremediable [ιρεμεδιάμπλε] (επίθ.) ανε­
irisación [ιρισαθιόν] (ουσΥθηλ.) ιριδι­ πανόρθωτος αδιόρθωτος αθεράπευ­
σμός. τος.
ironía [ιρονία] (ουσΥθηλ.) ειρωνεία, irreparable [ιρεπαράμπλε] (επίθ.) ανε­
irónico [ιρονικό] (επίθ.) ειρωνικός, πανόρθωτος,
ironizar [ιρονιθάρ] (ρ.) ειρωνεύομαι, irreprochable [ιρεπροτσάμπλε] (επίθ.)
irracional [ιραθιονάλ] (επίθ.) παράλο­ άμεμπτος, άψογος,
γος άλογος, irresistible [ιρεσιστίμπλε] (επίθ.) 1:
irracionalidad [ιραθιοναλιδάδ] (ουσ./ ακαταμάχητος 2: ακράτητος, 3: ανυ­
θηλ.) παραλογισμός εξωφρενικός, πόφορος,
irradiación [ιραδιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) irrespetuoso [ιρεσπετουόσο] (επίθ.)
ακτινοβολία, ασεβής θρασύς,
irradiar [ιραδιάρ] (ρ.) ακτινοβολώ, irresponsabilidad [ιρεσπονσαμπιλιδάδ]
irrazonable [ιραθονάμπλε] (επίθ.) πα­ (ουσΥθηλ.) ανευθυνότητα.
ράλογος, άλογος εξωφρενικός, irresponsable [ιρεσπονσάμπλε] (επίθ.)
irreal [ιρεάλ] (επίθ.) εξωπραγματικός ανεύθυνος,
πλασματικός ουτοπικός, irreverencia [ιρεβερένθια] (ουσΥθηλ.)
irrealidad [ιρεαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ανυ­ ασέβεια, ανευλάβεια,
παρξία. irreversible [ιρεβερσίμπλε] (επίθ.) μη
irrealizable [ιρεαλιθάμπλε] (επίθ.) ακα­ αναστρέψιμος,
τόρθωτος ανέφικτος, irrevocable [ιρεβοκάμπλε] (επίθ.) ανέκ­
irrebatible [ιρεμπατίμπλε] (επίθ.) ανα­ κλητος αμετάκλητος.
ντίρρητος αναμφισβήτητος, irrigación [ιριγαθιόν] (ουσΥθηλ.) άρ­
irreconciliable [ιρεκονθιλιάμπλε] (επίθ.) δευση.
ασυμβίβαστος, irrigador [ιριγαδόρ] (ουσΥαρσ.) ποτι­
irreconocible [ιρεκονοθίμπλε] (επίθ.) στήρι.
αγνώριστος. irrigar [ιριγάρ] (ρ.) ποτίζω, αρδεύω.

343
irrisorio

irrisorio [ιρισόριο] (επίθ.) γελοίος, isleta [ισλέτα] (ουσ./θηλ.) νησίδα,


irritabilidad [ιριταμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) istmo [ίστμο] (ουσ,/αρσ.) ισθμός
ευερεθιστικότητα, οξυθυμία. italiano[iTc^iávo] 1: (ουσΥαρσ.) Ιτα­
irritable [ιριτάμπλε] (επίθ.) ευερέθι­ λό ς 2: ιταλικά (γλώσσα), 3: (επίθ.)
στος, οξύθυμος, ιταλικός.
irritación [ιριταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ερε­ itinerante [ιτινεράν'τε] (επίθ.) περιο-
θισμός, 2: εκνευρισμός, δεύων, πλανόδιος,
irritante [ιριτάν'τε] (επίθ.) ερεθιστικός itinerario [ιτινεράριο] (ουσ,/αρσ.) δρο­
εκνευριστικός εξοργιστικός, μολόγιο.
irritar [ιριτάρ] (ρ.) 1: ερεθίζω, 2: εκνευ­ izar [ιθάρ] (ρ.) επαίρω, ανυψώνω, ση­
ρίζω, εξάπτω, εξοργίζω, κώνω.
irrompible [ιρομ'πίμπλε] (επίθ.) άθραυ- izquierda [ιθκιέρδα] (ουσΥθηλ.) (de)
στος αριστερά · a la izquierda de - στα
irrupción [ιρουπθιόν] (ουσΥθηλ.) εισβο­ αριστερά του.
λή, επιδρομή, izquierdista [ιθκιερδίστα] 1: (ουσΥ
isla [ισλα] (ουσΥθηλ.) 1: νησί, 2: διαχω- αρσ.+ θηλ.) αριστεριστής αριστερί-
ριστική νησίδα, στρια, 2: (επίθ.) αριστερός,
islámico [ισλάμικο] (επίθ.) ισλαμικός. izquierdo [ιθκιέρδο] (επίθ.) 1: αριστε­
isleño [ισλένιο] (επίθ.) νησιωτικός. ρός 2: αριστερόχειρος.

344
jaleo [χαλέο] (ουσΥαρσ.) θόρυβος, οχλα­
γωγία, φασαρία, (καθ.) σαματάς,
J, j [χότα] (ουσΥθηλ.) το ενδέκατο jalón [χαλόν] (ουσΥαρσ.) πάσσαλος,
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, στύλος.
ja [χα] (επιφ.) χα!. jamás [χαμάς] (επίρρ.) ουδέποτε, πο­
jabalí [χαμπαλί] (ουσΥαρσ.) αγριόχοι­ τέ.
ρος, αγριογούρουνο, jam elgo [χαμέλγο] (ουσΥαρσ.) γέρικο
jabalina [χαμπαλίνα] (ουσΥθηλ.) 1: θη­ άλογο.
λυκό αγριογούρουνο, 2: ακόντιο, jamón [χαμόν] (ουσΥαρσ.) χοιρομέρι,
jabón [χαμπόν] (ουσΥαρσ.) 1: σαπούνι, ζαμπόν.
2: κολακεία, jamona [χαμόνα] (ουσΥθηλ.) στρου­
jabonada [χαμπονάδα] (ουσΥθηλ.) μπουλή γυναίκα,
σαπούνισμα, jaque [χάκε] (ουσΥαρσ.) ρουά (κίνηση
jabonadura [χαμποναδούρα] (ουσΥ στο σκάκι).
θηλ.) σαπουνάδα. jaqueca [χακέκα] (ουσΥθηλ.) έντονος
jabonar [χαμπονάρ] (ρ.) σαπουνίζω, πονοκέφαλος, ημικρανία,
jaboncillo [χαμπονθίγιο] (ουσΥαρσ.) jara [χάρα] (ουσΥθηλ.) σαΐτα,
αρωματικό σαπούνι, jarabe [χαράμπε] (ουσΥαρσ.) σιρόπι,
jabonera [χαμπονέρα] (ουσΥθηλ.) σα­ jarana [χαράνα] (ουσΥθηλ.) γλέντι, ξε-
πουνοθήκη, φάντωμα.
jabonería [χαμπονερία] (ουσΥθηλ.) σα- jaranero [χαρανέρο] (επίθ.) γλεντζέ-
πουνοποιία. δικος.
jaca [χάκα] (ουσΥθηλ.) πόνυ. jardín [χαρδίν] (ουσΥαρσ.) κήπος,
jacarandoso [χακαραν'ντόσο] (επίθ.) jardinera [χαρδινέρα] (ουσΥθηλ.) ζαρ­
εύθυμος, χαρωπός, ντινιέρα.
jacinto [χαθίν'το] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) υά­ jardinería [χαρδινερία] (ουσΥθηλ.) κη­
κινθος. πουρική.
jactancia [χακτάνθια] (ουσΥθηλ.) καύ­ jardinero [χαρδινέρο] (ουσΥαρσ.) κη­
χημα, κομπασμός, πουρός.
jactarse [χακτάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, παι­ jareta [χαρέτα] (ουσΥθηλ.) πιέτα,
νεύομαι, περιαυτολογώ, jarra [χάρα] (ουσΥθηλ.) κανάτα,
jade [χάδε] (ουσΥαρσ.) (Ορυκτ.) νεφρί­ jarrear [χαρεάρ] (ρ.) βρέχει καταρρα-
της. κτωδώς βρέχει ασταμάτητα,
jadeante [χαδεάν'τε] (επίθ.) αγκομαχών. jarrete [χαρέτε] (ουσΥαρσ.) ταρσός,
jadear [χαδεάρ] (ρ.) λαχανιάζω, κοντα­ jarro [χάρο] (ουσΥαρσ.) κανάτι,
νασαίνω, αγκομαχώ. jarrón [χαρόν] (ουσΥαρσ.) βάζο, ανθο­
jadeo [χαδέο] (ρυσΥαρσ.) λαχάνιασμα, δοχείο.
jaguar [χαγουάρ] (ουσΥαρσ.) ιαγουά- jaspe [χάσπε] (ουσΥαρσ.) χαλαζίας,
ρος τζάγκουαρ. jaspeado [χασπεάδο] (επίθ.) διάστι­
jalbegar [χαλμπεγάρ] (ρ.) ασβεστώνω, κτος κατάστικτος,
jalbegue [χαλμπέγε] (ουσΥαρσ.) ασβέ- jato [χάτο] (ουσΥαρσ.) μοσχαράκι.
στωμα. jaula [χάουλα] (ουσΥθηλ.) κλουβί,
jalde [χάλδε] (επίθ.) κατακίτρινος. jauría [χαουρία] (ουσΥθηλ.) αγέλη, κο­
jalea [χαλέα] (ουσΥθηλ.) ζελέ. πάδι.

345
jazm ín

jazmín [χαθμίν] (ουσΥαρσ.) γιασεμί, jipi [χίπι] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) χίπης, χί-
jebe [χέμπε] (ουσ,/αρσ.) στύψη. πισσα.
jefa [χέφα] (ουσΥθηλ.) αφενπκίνα. jira [χίρα] (ουσΥθηλ.) λωρίδα υφάσμα­
jefatura [χεφατούρα] (ουσΥθηλ.) αρ­ τος.
χηγείο, ηγεσία, διεύθυνση, επιτελείο, jirafa [χιράφα] (ουσ,/θηλ.) καμηλοπάρ­
jefe [χέφε] (ουσΥαρσ.) αφεντικό, αρ­ δαλη.
χηγός ηγέτης διευθυντής, jirón [χιρόν] (ουσ,/αρσ.) κουρέλι,
jengibre [χενχίμπρε] (ουσΥαρσ.) τζί- jocosidad [χοκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) χιού­
ντζερ, πιπερόριζα, μορ, αστειότητα,
jeque [χέκε] (ουσΥαρσ.) σεΐχης jocoso [χοκόσο] (επίθ.) αστείος σκω-
jerarca [χεράρκα] (ουσΥαρσ.) ιεράρ­ πτικός, ευτράπελος, χλευαστικός,
χης αρχηγός, joder [χοδέρ] (ρ.) 1: γαμώ, 2: ενοχλώ,
jerarquía [χεραρκία] (ουσ,/θηλ.) ιεραρ­ jodido [χοδίδο] (επίθ.) γαμημένος.
χία. jofaina [χοφάινα] (ουσΥθηλ.) λεκάνη,
jerárquico [χεράρκικο] (επίθ.) ιεραρχι­ jolgorio [χολγόριο] (ουσΥαρσ.) γλε-
κός. ντοκόπι, ξεφάντωμα.
jerez [χερέθ] (ουσΥαρσ.) σέρι, λευκό jolín [χολίν] (επιφ.) γαμώτο!.
κρασί (από το Χερέθ). jornada [χορνάδα] (ουσΥθηλ.) 1: ημέ­
jerga [χέργα] (ουσΥθηλ.) γλώσσα μιας ρα, 2: ημερήσια επαγγελματική απα­
ομάδας, διάλεκτος, σχόληση.
jergón [χεργόν] (ουσΥαρσ.) αχυρό­ jornal [χορνάλ] (ουσΥαρσ.) ημερομί­
στρωμα. σθιο, μεροκάματο,
jerigonza [χεριγόνθα] (ουσΥθηλ.) κο­ jornalero [χορναλέρο] (ουσΥαρσ.)
ρακίστικα, αλαμπουρνέζικα, ασυ­ ημερομίσθιος μεροκαματιάρης.
ναρτησίες, joroba [χορόμπα] (ουσΥθηλ.) καμπού­
jeringa [χερίνγα] (ουσΥθηλ.) σύριγγα, ρα.
jeringuilla [χερινγκίγια] (ουσΥθηλ.) υπο­ jorobado [χορομπάδο] (επίθ.) καμπού­
δερμική ένεση, ρη.
jeroglífico [χερογλίφικο] 1: (ουσΥαρσ.) jorobar [χορομπάρ] (ρ.) καμπουριά­
ιερογλυφικό, 2: (επίθ.) ιερογλυφικός, ζω.
jersey [χερσέι] (ουσΥαρσ.) πουλόβερ. jota [χότα] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του
jesuíta [χεσουίτα] (ουσΥαρσ.) Ιησουί­ γράμματος «J».
της. joven [χόβεν] (ουσΥαρσ. +θηλ.)/(επίθ.)
Jesús [χεσούς] (ουσΥαρσ.) Ιησούς, νέος νεαρός,
jeta [χέτα] (ουσΥθηλ.) μούρη, φάτσα, jovencito [χοβενθίτο] (επίθ.) νεαρού-
jibia [χίμπια] (ουσΥθηλ.) σουπιά. λης.
jicara [χίκαρα] (ουσΥθηλ.) φλιτζάνι σο­ jovial [χοβιάλ] (επίθ.) φαιδρός εύθυ­
κολάτας, μος κεφάτος,
jifia [χίφια] (ουσΥθηλ.) ξιφίας, jovialidad [χοβιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) φαι-
jilguero [χιλγέρο] (ουσΥαρσ.) σπίνος, δρότητα, ευθυμία, κέφι.
καρδερίνα, joya [χόγια] (ουσΥθηλ.) κόσμημα, χρυ­
jinete [χινέτε] (ουσΥαρσ.) καβαλάρης σαφικό.
ιππέας. joyería [χογιερία] (ουσΥθηλ.) κοσμη­
jinetear [χινετεάρ] (ρ.) ιππεύω. ματοπωλείο.

346
junto

joyero [χογιέρο] (ουο./αρσ.) κοσμημα­ των άλλων,


τοπώλης. jugarreta [χουγαρέτα] (ουσ,/θηλ.) βρό­
juanete [χουανέτε] (ουσ./αρσ.) κότσι. μικο παιχνίδι,
jubilación [χουμπιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) jugo [χούγο] (ουσ,/αρσ.) χυμός ζουμί,
σύνταξη. υγρό.
jubilado [χουμπιλάδο] 1: (ουσ./αρσ.) jugoso [χουγόσο] (επίθ.) χυμώδης ζου­
συνταξιούχος, 2: (επίθ.) συνταξιοδο- μερός.
τη μένος. juguete [χουγέτε] (ουσΥαρσ.) παιχνίδι,
jubilar [χουμπιλάρ] (ρ.) συνταξιοδο­ juguetear [χουγετεάρ] (ρ.) παιχνιδίζω,
τώ. juguetería [χουγετερία] (ουσ,/θηλ.)
jubilarse [χουμπιλάρσε] (ρ.) συνταξιο- κατάστημα παιχνιδιών.
δοτούμαι. juguetón [χουγετόν] (επίθ.) παιχνιδιά­
júbilo [χούμπιλο] (ουσ./αρσ.) αγαλλία­ ρης-
ση, ευφροσύνη, χαρά. juicio [χουίθιο] (ουσ,/αρσ.) κρίση, λογι­
jubiloso [χουμπιλόσο] (επίθ.) χαρού­ κή · estar fuera de juicio - είναι εκτός
μενος. εαυτού · falto de juicio - δεν έχει κρί­
judaico [χουδάικο] (επίθ.) ιουδαϊκός, ση · sacar de juicio - βγάζω κάποιον
judaismo [χουδαΐσμο] (ουσ ./αρσ.) ιου­ από τα ρούχα του.
δαϊσμός. juicioso [χουιθιόσο] (επίθ.) συνετός
judas [χούδας] (ουσ,/αρσ.) προδότης, φ ρόνιμος γνωστικός,
judía [χουδία] (ουσ,/θηλ.) φασόλι, julepe [χουλέπε] (ουσΥαρσ.) τιμωρία,
judicial [χουδιθιάλ] (επίθ.) δικαστικός, julio [χούλιο] (ουσ,/αρσ.) Ιούλιος (μή­
judío [χουδίο] 1: (ουσΥαρσ.) Εβραίος νας).
2: (επίθ.) εβραϊκός jumento [χουμέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: γάι­
judo [χούδο] (ουσΥαρσ.) τζούντο, δαρος (ζώο), 2: (μτφ.) γάιδαρος αναί­
juego [χουέγο] (ουσ,/αρσ.) παιχνίδι, σθητος.
αγώνας, σετ · juego de suerte - τυχε­ juncal [γουνκάλ] (επίθ.) καλαμώδης
ρό παιχνίδι · juegos olímpicos - Ολυ­ λυγερός.
μπιακοί αγώνες · juego de mesa - juncar [χουνκάρ] (ουσ,/αρσ.) καλαμώ-
επιτραπέζιο παιχνίδι · juego de joyas νας.
- σετ κοσμημάτων, junco [χούνκο] (ουσΥαρσ.) βούρλο,
juerga [χουέργα] (ουσ./θηλ.) γλέντι, jungla [χούνγκλα] (ουσ7θηλ.) ζού­
ξεφάντωμα. γκλα.
juerguista [χουεργίστα] ((>υσ./αρσ.) junio [χούνιο] (ουσ,/αρσ.) Ιούνιος,
γλεντζές. junta [χούν'τα] (ουσ,/θηλ.) 1: συμβού­
jueves [χουέβες] (ουσ./αρσ.) Πέμπτη, λιο, συνέλευση, 2: ένωση,
juez [χουέθ] (ουσ,/αρσ.) δικαστής, juntamente [χούν'ταμεν'τε] (επίρρ.)
jugada [χουγάδα] (ουσ./θηλ.) παιχνίδι, μαζί, ταυτόχρονα,
jugador [χουγαδόρ] (ουσ./αρσ.) 1: παί­ juntar [χουν'τάρ] (ρ.) 1: ενώνω, συν­
χτης 2: τζογαδόρος, δέω, 2: μαζεύω, συναθροίζω,
jugar [χουχάρ] (ρ.) (a, con) παίζω · juntarse [χουν'τάρσε] (ρ.) 1: ενώνομαι,
juega a baloncesto - παίζει μπάσκετ 2: συναντιέμαι, 3: συνευρίσκομαι,
•juega con los sentimientos de los junto [χούν'το] 1: (επίθ.) (α) μαζί, (β)
otros - παίζει με τα συναισθήματα πλησίον, κοντινός · siempre salimos

347
juntura

todos juntos - βγαίνουμε πάντα όλοι justamente [χούσταμεν'τε] (επίρρ.) 1:


μαζί, 2: (επίρρ.) (α) κοντά, δίπλα · δίκαια, 2: ακριβώς,
junto a mi casa hay un parque - κο­ justicia [χουστίθια] (ουσΥθηλ.) δικαιο­
ντά στο σπίτι μου υπάρχει ένα πάρ­ σύνη.
κο. justiciero [χουστιθιέρο] (επίθ.) δίκαιος
juntura [χουντοΰρα] (ουσΥθηλ.) ένω- αμερόληπτος,
ση. justificable [χουστιφικάμπλε] (επίθ.)
jura [χούρα] (ουσΥθηλ.) όρκος, ορκω­ δικαιολογήσιμος δικαιολογημένος
μοσία. justificación [χουστιφικαθιόν] (ουσΥ
jurado [χουράδο] (ουσΥαρσ.) 1: σώμα θηλ.) δικαιολογία, δικαιολόγηση.
ενόρκων, 2: κριτική επιτροπή, justificante [χουστιφικάν'τε] (ουσΥ
juramentar [χουραμεν'τάρ] (ρ.) ορκί­ αρσ.) δικαιολογητικό.
ζω. justificar [χουστιφικάρ] (ρ.) δικαιολο­
juramento [χουραμέν'το] (ουσΥαρσ.) γώ.
όρκος. justo [χούστο] 1: (επίθ.) δίκαιος 2: ακρι­
jurar [χουράρ] (ρ.) ορκίζομαι, βής 3: στενός 4: (επίρρ.) ακριβώς
jurídico [χουρίδικο] (επίθ.) νομικός juvenil [χουβενίλ] (επίθ.) νεανικός,
δικανικός. juventud [χουβεν'τούδ] (ουσΥθηλ.)
jurisdicción [χουρισδικθιόν] (ουσΥθηλ.) νεότητα, νεολαία,
δικαιοδοσία αρμοδιότητα juzgado [χουθγάδο] (ουσΥαρσ.) 1: δι­
jurisprudencia [χουρισπρουδένθια] (ουσΥ καστήριο, 2: δικαστικό σώμα.
θηλ.) νομική, νομολογία, juzgar [χουθγάρ] (ρ.) 1: δικάζω, 2: κρί­
jurista [χουρίστα] (ουσΥαρσ. + θηλ.) νω.
νομομαθής.

348
K, k [κα] (ουσΥθηλ.) το δωδέκατο
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου,
ka [κα] (ουσ7θηλ.) η ονομασία του
γράμματος «Κ».
kaki [κάκι] (επίθ.) χακ(.
kárate [κάρατε] (ουσΥαρσ.) καράτε,
kayac [καγιάκ] (ουσΥαρσ.) καγιάκ.
kilo [κΙλο] (ουσΥαρσ.) κιλό.
kilociclo [κιλοθίκλο] (ουσΥαρσ.) χιλιό­
κυκλος.
kilogramo [κιλογράμο] (ουσΥαρσ.) χι­
λιόγραμμο,
kilolitro [κιλολίτρο] (ουσΥαρσ.) χιλιό­
λιτρο.
kilometraje [κιλομετράχε] (ουσΥαρσ.)
χιλιομετρική απόσταση,
kilométrico [κιλομέτρικο] (επίθ.) χιλιο­
μετρικός.
kilómetro [κιλόμετρο] (ουσΥαρσ.) χι­
λιόμετρο,
kilovatio [κιλοβάτιο] (ουσΥαρσ.) κιλο­
βάτ.
kimono [κιμόνο] (ουσΥαρσ.) κιμονό,
kiosco [κιόσκο] (ουσΥαρσ.) περίπτε­
ρο.

349
κα, 2: λακ μαλλιών,
lacar [λακάρ] (ρ.) βερνικώνω με λάκα.
L, I [έλε] (ουσ,/θηλ.) το δέκατο τρίτο lacayo [λακάγιο] (ουσΥαρσ.) υπηρέ­
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, της.
la [λα] (ουσ./θηλ.) 1: (οριστικό άρθρ.) laceración [λαθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:
η · la vista - η θέα, 2: (προσωπική κομμάτιασμα, 2: σπαραγμός,
αντ.) την · -¿conoces a mi hermana? lacerar [λαθεράρ] (ρ.) 1: κομματιάζω,
- γνωρίζεις την αδερφή μου; · - SÍ, Ια 2: πληγώνω, σπαράσσω.
conozco - την γνωρίζω, lacio [λάθιο] (επίθ.) 1: ίσιος (μαλλιά), 2:
la [λα] (ουσ./αρσ.) η νότα «λα», αδύναμος,
laberíntico [λαμπερίν'τικο] (επίθ.) λα­ lacónico [λακόνικο] (επίθ.) λακωνικός
βυρινθώδης, συνοπτικός περιεκτικός επιγραμ­
laberinto [λαμπερίν'το] (ουσΥαρσ.) ματικός.
λαβύρινθος, lacrar [λακράρ] (ρ.) σφραγίζω με βου­
labia [λάμπια] (ουσΥθηλ.) ευφράδεια, λοκέρι.
ευγλωττία, ευχέρεια λόγου, lacre [λάκρε] (ουσ,/αρσ.) βουλοκέρι,
labial [λάμπιάλ] (επίθ.) χειλικός, lacrimal [λακριμάλ] (επίθ.) δακρυγό-
labio [λάμπιο] (ουσΥαρσ.) χείλος άκρη. νος.
labor [λαμπόρ] (ουσ,/θηλ.) 1: εργασία, lacrimógeno [λακριμόχενο] (επίθ.) δα-
έργο, 2: εργόχειρο, κρυγόνος.
laborable [λαμποράμπλε] (επίθ.) 1: ερ­ lacrimoso [λακριμόσο] (επίθ.) δακρυ-
γάσιμος, 2: καλλιεργήσιμος, σμένος.
laboral [λαμποράλ] (επίθ.) εργασια­ lactación [λακταθιόν] (ουσ,/θηλ.) θη­
κός. λασμός γαλακτισμός.
laborar [λαμποράρ] (ρ.) εργάζομαι, lactancia [λακτάνθια] (ουσΥθηλ.) γα­
laboratorio [λαμπορατόριο] (ουσ,/αρσ.) λούχηση, θηλασμός,
εργαστήριο, lactante [λακτάντε] (επίθ.) θηλάζων.
laborear [λαμπορεάρ] (ρ.) καλλιεργώ lactar [λακτάρ] (ρ.) γαλουχώ, θηλάζω,
τη γη, οργανώνω, lácteo [λάκτεο] (επίθ.) γαλακτοκομι­
laboreo [λαμπορέο] (ουσΥαρσ.) όρ­ κός.
γωμα. láctico [λάκτικο] (επίθ.) γαλακτικός,
laboriosidad [λαμποριοσιδάδ] (ουσ./ ladear [λαδεάρ] (ρ.) προσκλίνω, γέρ­
θηλ.) εργατικότητα, ζήλος, νω.
laborioso [λαμποριόσο] (επίθ.) κοπια­ ladera [λαδέρα] (ουσΥθηλ.) πλαγιά,
στικός, δύσκολος, εργατικός, ladero [λαδέρο] (επίθ.) πλάγιος,
labrador [λαμπραδόρ] (ουσΥαρσ.) γεω­ lado [λάδο] (ουσ,/αρσ.) πλευρό, πλευ­
ργός αγρότης, ρά · estar al lado de - βρίσκεται δί­
labranza [λαμπράνθα] (ουσΥθηλ.) γεω- πλα σε · por un lado... - από τη μια
ργία. πλευρά....
labrar [λαμπράρ] (ρ.) 1: οργώνω, καλ­ ladrar [λαδράρ] (ρ.) γαβγίζω,
λιεργώ, 2: σκαλίζω, ladrido [λαδρίδο] (ουσΥαρσ.) γάβγι­
labriego [λαμπριέγο] (ουσΥαρσ.) αγρό­ σμα.
της ladrillo [λαδρίγιο] (ουσΥαρσ.) πλίνθος
laca [λάκα] (ουσΥθηλ.) 1: βερνίκι, λά­ τούβλο.

350
lapidar

ladrón [λαδρόν] (ουσΥαρσ.) κλέφτης, lancear [λανθεάρ] (ρ.) λογχίζω,


lagar [λαγάρ] (ουσ,/αρσ.) πατητήρι στα- lanceta [λανθέτα] (ουσ,/θηλ.) νυστέρι,
φυλιών. lancha [λάντσα] (ουσΥθηλ.) άκατος,
lagarta [λαγάρτα] (ουσΥθηλ.) 1: σαύ­ lanchón [λαντσόν] (ουσΥαρσ.) μαού­
ρα, θηλυκή, 2: (μτφ.) πονηρή, πα­ να.
νούργα. langosta [λανγκόστα] (ουσΥθηλ.) 1:
lagartija [λαγαρτίχα] (ουσ,/θηλ.) μικρή ακρίδα, 2: αστακός,
σαύρα. langostino [λανγκοστίνο] (ουσΥαρσ.)
lagarto [λαγάρτο] (ουσΥαρσ.) 1: σαύ­ καραβίδα,
ρα, αρσενική, 2: (μτφ.) πονηρός, languidecer [λανγιδεθέρ] (ρ.) ατονώ,
lago [λόγο] (ουσΥαρσ.) λίμνη, μαραίνομαι,
lágrima [λάγριμα] (ουσΥθηλ.) δάκρυ, languidez [λανγιδέθ] (ουσΥθηλ.) νω-
lagrimoso [λαγριμόσο] (επίθ.) δακρυ- θρότητα, ατονία, μαρασμός,
σμένος. lánguido [λάνγιδο] (επίθ.) νωθρός άτο­
laguna [λαγούνα] (ουσΥθηλ.) λιμνού- νος.
λα. lanilla [λανίγια] (ουσΥθηλ.) χνούδι υφά­
laico [λάικο] (επίθ.) λαϊκός, σματος.
lameculos [λαμεκούλος] (ουσΥαρσ.) χα- lanolina [λανολίνα] (ουσΥθηλ.) λανο-
μερπής κόλακας, λίνη.
lamedura [λαμεδούρα] (ουσΥθηλ.) γλεί- lanza [λάνθα] (ουσΥθηλ.) ακόντιο, λόγ-
ψιμο. χη, δόρυ.
lamentable [λαμεν'τάμπλε] (επίθ.) αξιο­ lanzacohetes [λανθακοέτες] (ουσΥαρσ.)
θρήνητος, οικτρός αξιολύπητος, ρουκετοβόλος,
lamentación [λαμεν’ταθιόν] (ουσΥθηλ.) lanzador [λανθαδόρ] (ουσΥαρσ.) εκτο-
οδυρμός θρήνος, ξευτής ακοντιστής
lamentar [λαμεν'τάρ] (ρ.) οδύρομαι, lanzagranadas [λανθαγρανάδας] (ουσΥ
λυπούμαι, θρηνώ, αρσ.) ολμοβόλο,
lamento [λαμέν'το] (ουσΥαρσ.) οδυρ­ lanzamiento [λανθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
μός ολοφυρμός, θρήνος, εκτόξευση, εκσφενδόνιση.
lamer [λαμέρ] (ρ.) γλείφω, lanzar [λανθάρ] (ρ.) 1: εκτοξεύω, εκ­
lámina [λάμινα] (ουσΥθηλ.) 1: έλασμα, σφενδονίζω, εξακοντίζω, 2: ρίχνω, 3:
2: φύλλο, 3: εικόνα, λανσάρω,
lámpara [λάμ'παρα] (ουσΥθηλ.) λάμπα, laña [λάνια] (ουσΥθηλ.) συρραπτικό.
πολύφωτο, πορτστίφ. lañar [λανιάρ] (ρ.) 1: συρράπτω, 2:
lamparilla [λαμ'παρίγια] (ουσΥθηλ.) κα­ ενώνω, συνδέω,
ντήλι. lapa [λάπα] (ουσΥθηλ.) πεταλίδα,
lamparón [λαμ'παρόν] (ουσΥαρσ.) 1: laparotomía [λαπαροτομία] (ουσΥθηλ.)
λεκές 2: λαδιά, λαπαροτομή,
lampiño [λαμ'πίνιο] (επίθ.) σπανός lapicero [λαπιθέρο] (ουσΥαρσ.) στυλό
άτριχος, διαρκείας.
lana [λάνα] (ουσ,/θηλ.) μαλλί, lápida [λάπιδα] (ουσΥθηλ.) επιτύμβια
lanar [λανάρ] (επίθ.) σχετικός με την πλάκα, αναμνηστική πλάκα,
επεξεργασία μαλλιού, lapidar [λαπιδάρ] (ρ.) λιθοβολώ, πε­
lance [λάνθε] (ουσΥαρσ.) ρίψη, ρίξιμο. τροβολώ.

351
lapidario

lapidario [λαπιδάριο] (επίθ.) λαξευμέ- láser [λάσερ] (ουσ,/αρσ.) λέιζερ,


νος. lasitud [λασιτούδ] (ουσ./θηλ.) κόπω­
lapislázuli [λαττισλάθουλι] (ουσ,/αρσ.) ση, κούραση,
λαζουρίτης (λίθος). laso [λάσο] (επίθ.) νωθρός άτονος,
lápiz [λάπιθ] (ουσ7αρσ.) μολύβι, lástima [λάστιμα] (ουσ,/θηλ.) κρίμα,
lapso [λάπσο] (ουσ7αρσ.) 1: σφάλμα, λύπη, θλίψη,
παράπτωμα, 2: διάστημα χρόνου, lastimadura [λαστιμαδούρα] (ουσ7
laqueado [λακεάδο] (επίθ.) λακαρι- θηλ.) πληγή, τραύμα,
σμένος λουστραρισμένος. lastimar [λαστιμάρ] (ρ.) πληγώνω,
lardo [λάρδο] (ουσΥαρσ.) λαρδί, τραυματίζω,
largar [λαργάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, 2: χαλα­ lastimero [λαστιμέρο] (επίθ.) 1: θλιβε­
ρώνω, 3: δίνω. ρός λυπητερός 2: παραπονιάρικος.
largo [λάργο] 1: (ουσ,/αρσ.) μάκρος lastimoso [λαστιμόσο] (επίθ.) αξιολύ­
μήκος 2: (επίθ.) μακρύς 3: (επίρρ.) πητος λυπηρός,
μακροπρόθεσμα · a la larga - μετά lastre [λάστρε] (ουσ,/αρσ.) σαβούρα.
από καιρό · se quedó embarazada a lata [λάτα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσίγκος 2:
la larga - έμεινε έγκυος μετά από και­ κουτί για κονσέρβα, 3: ενόχληση,
ρό · a lo largo de - κατά τη διάρκεια μπελάς.
• a lo largo de su carrera profesional latente [λατέν'τε] (επίθ.) υπολανθά-
viajó en toda Europa - κατά τη διάρ­ νων, αφανής,
κεια της επαγγελματικής του καριέ- lateral [λατεράλ] (επίθ.) πλάγιος πα­
ρας ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, ράπλευρος πλαϊνός πλευρικός,
largometraje [λαργομετράχε] (ουσ./ latido [λατίδο] (ουσ,/αρσ.) παλμός
αρσ.) ταινία μεγάλου μήκους, σκίρτημα, χτυποκάρδι,
larguirucho [λαργιρούτσο] (επίθ.) ψη­ latifundio [λατιφούν'ντιο] (ουσ,/αρσ.)
λόλιγνος. μεγάλο αγρόκτημα,
largura [λαργούρα] (ουσ./θηλ.) γεω­ latifundista [λατιφουν'ντίστα] (ουσ./
γραφικό μήκος αρσ.+ θηλ.) μεγαλοκτηματίας.
laringe [λαρίνχε] (ουσΥθηλ.) λάρυγ­ latigazo [λατιγάθο] (ουσ,/αρσ.) μαστί-
γας. γωμα.
laringitis [λαρινχίτις] (ουσ,/θηλ.) λα­ látigo [λάτιγο] (ουσ,/αρσ.) μαστίγιο,
ρυγγίτιδα, καμουτσίκι.
larva [λάρβα] (ουσ,/θηλ.) κάμπια, προ­ latín [λατίν] (ουσ,/αρσ.) Λατινικά,
νύμφη. latinismo [λατινισμό] (ουσ,/αρσ.) λα­
las [λας] (ουσΥθηλ.) πληθ. 1: (οριστικό τινισμός.
άρθρ.) οι · las chicas - οι κοπέλες 2: latinista [λατινίστα] (ουσ,/αρσ.) λατι­
(προσωπική αντ.) τις · -¿conoces α νιστής.
estas chicas7 - γνωρίζεις αυτές τις latino [λατίνο] (επίθ.) λατινικός
κοπέλες · -51, las conozco - Ναι, τις Latinoamérica [λατινοαμέρικα] (ουσ./
γνωρίζω. θηλ.) Λατινική Αμερική,
lascivia [λασθίβια] (ουσ,/θηλ.) λαγνεία, latinoamericano [λατινοαμερικάνο]
φιληδονία, ηδυπάθεια. 1: (ουσΥαρσ.) Λατινοαμερικάνος 2:
lascivo [λασθίβο] (επίθ.) λάγνος φιλή­ (επίθ.) λατινοαμερικάνικος
δονος. latir [λατίρ] (ρ.) πάλλω, χτυπώ.

352
lechuza

latitud [λατιτούδ] (ουσΥθηλ.) γεωγρα­ χειρα.


φικό πλάτος, laxante [λαξάν'τε] (επίθ.) καθαρτικός
lato [λάτο] (επίθ.) πλατύς, φαρδύς, καθαρτήριος,
latón [λατόν] (ουσΥαρσ.) ορείχαλκος, laxitud [λαξιτούδ] (ουσΥθηλ.) χαλά­
μπρούντζος, ρωση, χαλαρότητα.
latoso [λατόσο] (επίθ.) ενοχλητικός, laxo [λάξο] (επίθ.) 1: χαλαρός 2: έκλυ­
βαρετός. τος.
latrocinio [λατροθίνιο] (ουσΥαρσ.) laya [λάγια] (ουσΥθηλ.) φτυάρι,
κλοπή, ληστεία, lazada [λαθάδα] (ουσΥθηλ.) κόμπος,
laúd [λαούδ] (ουσΥαρσ.) λαούτο (μου­ lazareto [λαθαρέτο] (ουσ,/αρσ.) καρα­
σικό όργανο). ντίνα.
laudable [λαουδάμπλε] (επίθ.) αξιέ­ lazarino [λαθαρίνο] (επίθ.) λεπρός,
παινος. lazo [λάθο] (ουσΥαρσ.) 1: θηλιά, 2: κό­
láudano [λάουδανο] (ουσΥαρσ.) λά­ μπος 3: κορδέλα, 4: δεσμός,
βδανο. le [λε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) (προσωπική
laudo [λάουδο] (ουσΥαρσ.) πόρισμα, αντ.) τον/τη(ν) · le llamé pero no me
laurear [λαουρεάρ] (ρ.) βραβεύω, contestó - τον/την κάλεσα αλλά δε
laurel [λαουρέλ] (ουσΥαρσ.) 1: δάφνη, μου απάντησε,
2: (μτφ.) τρόπαιο, δόξα. leal [λεάλ] (επίθ.) έμπιστος πιστός αφο-
laureola [λαουρεόλα] (ουσΥθηλ.) δάφ­ σιωμένος.
νινο στεφάνι, lealtad [λεαλτάδ] (ουσΥθηλ.) πίστη,
lava [λάβα] (ουσΥθηλ.) λάβα. αφοσίωση,
lavabo [λαβάμπο] (ουσΥαρσ.) νιπτή­ lebrel [λεμπρέλ] (ουσΥαρσ.) λαγωνικό,
ρας. κυνηγόσκυλο,
lavadero [λαβαδέρο] (ουσΥαρσ.) πλυ­ lección [λεκθιόν] (ουσΥθηλ.) μάθημα,
σταριό, πλυντήριο, lechazo [λετσάθο] (ουσΥαρσ.) αρνάκι
lavado [λαβάδο] (ουσΥαρσ.) πλύσιμο, γάλακτος,
πλύση. leche [λέτσε] (ουσΥθηλ.) 1: γάλα, 2: γα­
lavadora [λαβαδόρα] (ουσΥθηλ.) πλυ­ λάκτωμα, 3: καλή τύχη, · es la leche
ντήριο. -είναι καταπληκτικό,
lavamanos [λαβαμάνος] (ουσΥαρσ.) lechería [λετσερία] (ουσΥθηλ.) γαλα­
νιπτήρας, κτοπωλείο,
lavanda [λαβάνδα] (ουσΥθηλ.) λεβάντα, lechero [λετσέρο] 1: (ουσΥαρσ.) γα­
lavandera [λαβαν'ντέρα] (ουσΥθηλ.) λακτοπώλης γαλατάς 2: (επίθ.) του
πλύστρα. γάλακτος,
lavandería [λαβαν'ντερία] (ουσΥθηλ.) lecho [λέτσο] (ουσ,/αρσ.) κλίνη, κρε­
πλυντήριο, βάτι.
lavar [λαβάρ] (ρ.) πλένω, νίπτω, lechón [λετσόν] (ουσΥαρσ.) γουρου­
lavarse [λαβάρσε] (ρ.) πλένομαι, νόπουλο.
lavativa [λαβατίβα] (ουσΥθηλ.) κλύ­ lechoso [λετσόσο] (επίθ.) 1: γαλακτώ­
σμα. δης γαλακτερός 2: (μτφ.) χλωμός,
lavavajillas [λαβαβαχίγιας] (ουσΥαρσ.) lechuga [λετσούγα] (ουσΥθηλ.) μα­
πλυντήριο πιάτων, ρούλι.
lavotear [λαβοτεάρ] (ρ.) πλένω πρό­ lechuza [λετσούθα] (ουσΥθηλ.) κου-

353
lector

κουβάγια. 1: νομοθετική περίοδος 2: νομοθετι­


lector [λεκτόρ] (ουσ./αρσ.) αναγνώ­ κό σώμα.
στης. legista [λεχίστα] (ουσ,/αρσ.) 1: φοιτη­
lectura [λεκτοΰρα] (ουσΥθηλ.) ανάγνω­ τής νομικής, 2: νομομαθής,
ση, διάβασμα, ανάγνωσμα, legitimar [λεχιτιμάρ] (ρ.) 1: νομιμο­
leer [λεέρ] (ρ.) διαβάζω, ποιώ, 2: βεβαιώνω την γνησιότητα,
legado [λεγάδο] 1: (ουσΥαρσ.) κληρο­ legitimidad [λεχιτιμιδάδ] (ουσΥθηλ.)
δότημα, 2: (επίθ.) απεσταλμένος, νομιμότητα, γνησιότητα,
legajo [λεγάχο] (ουσΥαρσ.) δέσμη χαρ­ legítimo [λεχίτιμο] (επίθ.) νόμιμος
τιών. γνήσιος.
legal [λεγάλ] (επίθ.) 1: νόμιμος 2: νο­ lego [λέγο] 1: (ουσ,/αρσ.) δόκιμος μο­
μικός. ναχός 2: (επίθ.) αδαής, απληροφό­
legalidad [λεγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) νο­ ρητος.
μιμότητα, νομιμοφροσύνη, legua [λέγουα] (ουσΥθηλ.) λεύγα,
legalización [λεγαλιθαθιόν] (ουσΥ legumbre [λεγούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) όσ­
θηλ.) νομιμοποίηση, πριο.
legalizar [λεναλιθάρ] (ρ.) νομιμοποιώ, leguminoso [λεγουμινόσο] (επίθ.) οσπριο­
legamoso [λεγαμόσο] (επίθ.) γλοιώ­ ειδής.
δης leíble [λεΐμπλε] (επίθ.) ευανάγνωστος,
légaña [λεγάνια] (ουσΥθηλ.) τσίμπλα, leído [λεΐδο] (επίθ.) πολυδιαβασμένος.
legañoso [λεγανιόσο] (επίθ.) τσιμπλια­ lejanía [λεχανία] (ουσΥθηλ.) μακρινή
σμένος, απόσταση,
legar [λεγάρ] (ρ.) κληροδοτώ, lejano [λεχάνο] (επίθ.) μακρινός απο­
legatorio [λεγατόριο] (ουσΥαρσ.) κλη­ μακρυσμένος απόμερος,
ροδόχος. lejía [λεχία] (ουσΥθηλ.) χλωρίνη,
legendario [λεχενδάριο] (επίθ.) θρυλι­ lejos [λέχος] (επίρρ.) μακριά, απομα­
κός μυθικός, κρυσμένα · estar lejos de - βρίσκε­
legibilidad [λεχιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ται μακριά από · desde lejos - από
ευανάγνωση. μακριά.
legible [λεχίμπλε] (επίθ.) ευανάγνω­ lelo [λέλο] (επίθ.) παλαβός χαζός,
στος. lema [λέμα] (ουσΥαρσ.) 1: αρχή, 2:
legión [λεχιόν] (ουσΥθηλ.) λεγεώνα, σύνθημα, 3: γνωμικό.
πλήθος. lencería [λενθερία] (ουσΥθηλ.) λευκά
legionario [λεχιονάριο] (ουσ,/αρσ.) λε­ είδη, γυναικεία εσώρουχα,
γεωνάριος, lengua [λένγκουα] (ουσΥθηλ.) 1: γλώσ­
legislación [λεχισλαθιόν] (ουσΥθηλ.) σα (όργανο), 2: γλώσσα (idioma) ·
νομοθεσία, lengua madre - μητρική γλώσσα ·
legislador [λεχισλαδόρ] (ουσΥαρσ.) lengua extranjera - ξένη γλώσσα,
νομοθέτης. lenguado [λενγκουάδο] (ουσ,/αρσ.)
legislar [λεχισλάρ] (ρ.) νομοθετώ, θε­ γλώσσα (ψάρι).
σπίζω. lenguaje [λενγκουάχε] (ουσΥαρσ.) 1:
legislativo [λεχισλατίβο] (επίθ.) νομο­ γλώσσα, 2: λόγος 3: ομιλία,
θετικός lengüeta [λενγουέτα] (ουσΥθηλ.) γλώσ­
legislatura [λεχισλατούρα] (ουσΥθηλ.) σα παπουτσιού.

354
levantarse

lenidad [λενιδάδ] (ουσ,/θηλ.) επιείκεια, λεσβιασμός,


ανοχή. lésbico [λέσμπικο] (επίθ.) λεσβιακός,
lenocinio [λενοθίνισ] (ουσ,/αρσ.) μα­ lesión [λεσιόν] (ουσ,/θηλ.) τραύμα,
στροπεία, βλάβη, πληγή,
lente [λέ^τε] (συσ7αρσ.+ θηλ.) φακός, lesionado [λεσιονάδο] (επίθ.) πληγω­
lenteja [λεχ/τέχα] (συσΥθηλ.) φακή. μένος τραυματισμένος λαβωμένος,
lentejuela [λεν'τεχσυέλα] (ουσ,/θηλ.) lesionar [λεσιονάρ] (ρ.) πληγώνω, τραυ­
πούλι. ματίζω, λαβώνω,
lentilla [λεν'τίγια] (συσ./θηλ.) φακός lesivo [λεσίβο] (επίθ.) βλαβερός, ζημι­
επαφής. ογόνος.
lentitud [λεν'τιτσύδ] (ουσ,/θηλ.) βρα­ leso [λέσο] (επίθ.) πληγωμένος τραυ­
δύτητα, αργοπορία, ματισμένος,
lento [λέν'το] (επίθ.) βραδύς, αργός letal [λετάλ] (επίθ.) θανατηφόρος,
βραδυκίνητος, letanía [λετανία] (ουσ,/θηλ.) λιτανεία,
leña [λένια] (ουσΥθηλ.) καυσόξυλο, letargo [λετάργο] (ουσ./αρσ.) λήθαρ­
προσόνναμα, ξύλο. γος.
leñador [λενιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ξυλο­ letra [λέτρα] (ουσΥθηλ.) 1: γράμμα, 2:
κόπος. γραμμάτιο, 3: στίχοι τραγουδιού,
leñera [λενιέρα] (ουσ,/θηλ.) ξυλαπο­ letrado [λετράδο] 1: (ουσ./αρσ.) δικη­
θήκη. γόρος νομικός 2: (επίθ.) γραμματι­
leñero [λενιέρο] (ουσ,/αρσ.) ξυλέμπο­ σμένος μορφωμένος,
ρος. letrero [λετρέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: ση­
leño [λένιο] (ουσ,/αρσ.) κούτσουρο, μείωση, 2: ανακοίνωση, 3: ταμπέλα,
μαδέρι. επιγραφή,
Leo [λέο] (ουσ,/αρσ.) (Αστρολ.) Λέων. letrina [λετρίνα] (ουσ,/θηλ.) αποχωρη­
león [λεόν] (ουσ,/αρσ.) λιοντάρι, τήριο, αφοδευτήριο,
leonado [λεονάδο] (επίθ.) καστανό­ letrista [λετρίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
ξανθος. στιχουργός.
leontina [λεον'τίνα] (ουσ./θηλ.) αλυσί­ leucemia [λεουθέμια] (ουσ,/θηλ.) λευ­
δα ρολογιού, χαιμία.
leopardo [λεοπάρδο] (ουσ,/αρσ.) λεο­ leucocito [λεουκοθίτο] (ουσ,/αρσ.) λευ­
πάρδαλη, κό αιμοσφαίριο,
leotardo [λεοτάρδο] (ουσ,/αρσ.) κολάν, leudar [λεουδάρ] (ρ.) φουσκώνω με
leporino [λεπορίνο] (επίθ.) λαγίσιος. μαγιά.
lepra [λέπρα] (ουσ7θηλ.) λέπρα, leva [λέβα] (ουσ./θηλ.) 1: επιστράτευ­
leproso [λεπρόσο] (επίθ.) λεπρός, ση, 2: μοχλός λεβιές.
lerdo [λέρδο] (επίθ.) βραδύνους αρ­ levadura [λεβαδούρα] (ουσ,/θηλ.) μα­
γόστροφος καθυστερημένος, γιά, ζύμη, προζύμι,
les [λες] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) πληθ. (προ­ levantamiento [λεβαν'ταμιέν'το] (ουσ./
σωπική αντ.) τους τις · les da las αρσ.) 1: άρση, ανύψωση, 2: εξέγερση,
gracias - τους/τις ευχαριστεί, levantar [λεβαχ/τάρ] (ρ.) σηκώνω, υψώ­
lesbiana [λεσμπιάνα] (ουσ,/αρσ.) λε­ νω, ανυψώνω, εγείρω, ανορθώνω,
σβία. levantarse [λεβαν'τάρσε] (ρ.) 1: σηκώ­
lesbianismo [λεσμπιανίσμο] (ουσ,/αρσ.) νομαι, 2: εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι.

355
levante

levante [λεβάν'τε] (ουσ./αρσ.) 1: ανα­ libertinaje [λιμπερτινάχε] (ουσΥαρσ.)


τολή, 2: ανατολικός άνεμος, λεβά­ ακολασία, ελευθεριότητα,
ντες. libertino [λιμπερτίνο] (επίθ.) έκλυτος
levar [λεβάρ] (ρ.) σαλπάρω, αποπλέω. ακόλαστος,
leve [λέβε] (επίθ.) ελαφρύς, libidinoso [λιμπιδινόσο] (επίθ.) λάγνος
levedad [λεβεδάδ] (ουσ./θηλ.) ελα­ φιλήδονος,
φρότητα, επιπολαιότητα, libido [λιμπίδο] (ουσΥθηλ.) λίμπιντο.
léxico [λέξικο] (ουσΥαρσ.) λεξιλόγιο, Libra [λίμπρα] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.)
lexicón [λεξικόν] (ουσΥαρσ.) λεξικό, Ζυγός.
ley [λέι] (ουσΥθηλ.) νόμος, libra [λίμπρα] (ουσΥθηλ.) λίρα.
leyenda [λεγιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: πα­ libramiento [λιμπραμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
ράδοση, 2: μύθος 3: περιγραφή, απαλλαγή, λύτρωση, απελευθέρωση,
liado [λιάδο] (επίθ.) περίπλοκος μπλεγ­ librar [λιμπράρ] (ρ.) απαλλάσσω, λυ­
μένος περίτεχνος, τρώνω, απελευθερώνω,
liana [λιάνα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) λιάνα libre [λίμπρε] (επίθ.) ελεύθερος,
(τροπικό φυτό). librería [λιμπρερία] (ουσΥθηλ.) βιβλιο­
liar [λιάρ] (ρ.) περιτυλίγω, περιπλέκω, πωλείο.
μπλέκω, μπερδεύω, librero [λιμπρέρο] (ουσΥαρσ.) βιβλιο­
liarse [λιάρσε] (ρ.) 1: μπερδεύομαι, μπλέ­ πώλης.
κομαι, 2: σχετίζομαι, libreta [λιμπρέτα] (ουσΥθηλ.) τετρά­
libelista [λιμπελίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) διο.
λιβελογράφος. libro [λίμπρο] (ουσΥαρσ.) βιβλίο,
libelo [λίμπελο] (ουσΥαρσ.) λίβελος. licencia [λιθένθια] (ουσΥθηλ.) 1: άδεια,
libélula [λιμπέλουλα] (ουσΥθηλ.) λιβε- 2: απολυτήριο στρατού, 3: πτυχίο,
λούλα. licenciado [λιθενθιάδο] (ουσΥαρσ.)
liberación [λιμπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πτυχιούχος απόφοιτος 2: (Μεξ.)
απελευθέρωση, δικηγόρος,
liberado [λιμπεράδο] (επίθ.) απελευ­ licenciar [λιθενθιάρ] (ρ.) 1: απολύω
θερωμένος, από τον στρατό, 2: παρέχω άδεια,
liberador [λιμπεραδόρ] (επίθ.) απε­ licenciarse [λιθενθιάρσε] (ρ.) 1: παίρ­
λευθερωτικός νω πτυχίο, αποφοιτώ, 2: απολύομαι
liberal [λιμπεράλ] (επίθ.) φιλελεύθε­ από τον στρατό,
ρος. licenciatura [λιθενθιατούρα] (ουσΥ
liberalismo [λιμπεραλίσμο] (ουσΥαρσ.) θηλ.) πτυχίο,
φιλελευθερισμός licencioso [λιθενθιόσο] (επίθ.) 1: έκλυ­
liberalizar [λιμπεραλιθάρ] (ρ.) απελευ­ τος ηδυπαθής ακόλαστος ανήθι­
θερώνω. κος 2: ελεύθερος,
liberar [λιμπεράρ] (ρ.) απελευθερώνω, liceo [λιθέο] (ουσΥαρσ.) λύκειο,
απαλλάσσω, λυτρώνω, licitación [λιθιταθιόν] (ουσΥθηλ.)
libertad [λιμπερτάδ] (ουσΥθηλ.) ελευ­ πλειοδοσία, δημοπράτηση.
θερία. licitar [λιθιτάρ] (ρ.) πλειοδοτώ, δημο-
libertador [λιμπερταδόρ] (ουσΥαρσ.) πρατώ.
απελευθερωτής, lícito [λίθιτο] (επίθ.) 1: θεμιτός 2: νό­
libertar [λιμπερτάρ] (ρ.) ελευθερώνω. μιμος.

356
linaje

licor [λικόρ] (ουσΥαρσ.) λικέρ, σκυλόψαρο,


licuación [λικουαθιόν] (ουσΥθηλ.) υγρο­ lima [λίμα] (ουσΥθηλ.) 1: λίμα, 2: κίτρο,
ποίηση. 3: φινίρισμα, ραφινάρισμα.
licuadora [λικουαδόρα] (ουσΥθηλ.) εκ- limar [λιμάρ] (ρ.) 1: λιμάρω, 2: λειαίνω,
χυμωτής ραφινάρω,
licuar [λικουάρ] (ρ.) ρευστοποιώ, υγρο­ limbo [λίμ'μπο] (ουσΥαρσ.) κλωνάρι,
ποιώ. limero [λιμέρο] (ουσΥαρσ.) κιτριά (δέ­
lid [λίό] (ουσΥθηλ.) αγώνας, πάλη, μά- ντρο).
ΧΠ· limitación [λιμιταθιόν] (ουσΥθηλ.) πε­
líder [λίδερ] (ουσΥαρσ.) ηγέτης αρχη­ ριορισμός,
γός limitado [λιμιτάδο] (επίθ.) περιορισμέ­
liderato [λιδεράτο] (ουσΥαρσ.) ηγεσία, νος.
liderazgo [λιδεράθγο] (ουσΥαρσ.) ηγε­ limitar [λιμιτάρ] (ρ.) 1: περιορίζω, 2:
σία, αρχηγία, συνορεύω,
lidia [λίδια] (ουσΥθηλ.) 1: ταυρομαχία, límite [λίμιτε] (ουσΥαρσ.) όριο, σύνο­
2: μάχη, πάλη. ρο.
lidiar [λιδιάρ] (ρ.) 1: ταυρομαχώ, 2: μά­ limítrofe [λιμίτροφε] (επίθ.) (de, con)
χομαι, παλεύω, όμορρος συνοριακός γειτονικός,
liebre [λιέμπρε] (ουσ,/θηλ.) λαγός, limón [λιμόν] (ουσΥαρσ.) λεμόνι,
liendre [λιέν'ντρε] (ουσΥθηλ.) κόνιδα, limonada [λιμονάδα] (ουσΥθηλ.) λε­
lienzo [λιένθο] (ουσΥαρσ.) 1: λινό ύφα­ μονάδα.
σμα, κανναβάτσο, 2: πίνακας, limonero [λιμονέρο] (ουσΥαρσ.) λε­
liga [λίγα] (ουσΥθηλ.) 1: καλτσοδέτα, μονιά.
2: σύνδεσμος 3: συνασπισμός, limosna [λιμόσνα] (ουσΥθηλ.) ελεημο­
ligadura [λιγαδούρα] (ουσΥθηλ.) δε­ σύνη.
σμός. limosnear [λιμοσνεάρ] (ρ.) ζητιανεύω,
ligamento [λιγαμέν'το] (ουσΥαρσ.) σύν­ limosnero [λισμονέρο] (ουσΥαρσ.) επέ-
δεσμος της ζητιάνος
ligamiento [λιγαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) δέ­ limpiabotas [λιμ'πιαμπότας] (ουσΥαρσ.)
σιμο. στιβλωτής λούστρος
ligar [λιγάρ] (ρ.) 1: συνδέω, ενώνω, δέ­ limpiacristales [λιμ'πιακριστάλες] (ουσΥ
νω, 2: φλερτάρω, αρσ.) υαλοκαθαριστής
ligazón [λιγαθόν] (ουσΥθηλ.) δεσμός, limpiamente [λίμ'πιαμεν'τε] (επίρρ.)
ligeramente [λιχεραμέν'τε] (επίρρ.) καθαρά.
ελαφρώς επιπόλαια, limpiaparabrisas [λιμ'πιαπαραμπρίσας]
ligereza [λιχερέθα] (ουσΥθηλ.) 1: ελα­ (ουσΥαρσ.) υαλοκαθαριστήρας
φρότητα, επιπολαιότητα, 2: γρηγο­ limpiar [λιμ'πιάρ] (ρ.) 1: καθαρίζω, 2:
ράδα. τακτοποιώ, 2: εποκαθιστώ (τιμή), 4:
ligero [λιχέρο] (επίθ.) 1: ελαφρύς 2: εξαγνίζω.
ευκίνητος 3: ασταθής, limpieza [λιμ'πιέθα] (ουσΥθηλ.) καθα­
ligue [λίγε] (ουσΥαρσ.) 1: φλερτ, 2: δε­ ριότητα, καθάρισμα,
σμός, 3: δέσιμο, limpio [λίμ'πιο] (επίθ.) 1: καθαρός 2: τα­
liguero [λιγέρο] (ουσΥαρσ.) ζαρτιέρα, κτοποιημένος 3: έντιμος 4: αγνός
lija [λίχα] (ουσΥθηλ.) 1: γυαλόχαρτο, 2: linaje [λινάχε] (ουσΥαρσ.) γένος κα-

357
linaza

ταγωγή. κός.
linaza [λινάθα] (ουσ./θηλ.) λινόσπο- lirio [λίριο] (ουσΥαρσ.) κρίνος,
ρος. lirismo [λιρίσμο] (ουσΥαρσ.) λυρι­
lince [λίνθε] (ουσΥαρσ.) λύγκας (ζώο). σμός.
linchamiento [λιντσαμιέν'το] (ουσ./ lisamente [λισαμέν'τε] (επίρρ.) ομοιό­
αρσ.) λιντσάρισμα, μορφα.
linchar [λιντσάρ] (ρ.) λιντσάρω, lisiado [λισιάδο] (ουσΥαρσ.) ανάπη­
lindante [λιν'ντάν'τε] (επίθ.) συνορια­ ρος σακάτης 2: (επίθ.) αναπηρικός,
κός, παρακείμενος, σακάτικος,
lindar [λιν'ντάρ] (ρ.) συνορεύω, γειτο­ lisiar [λισιάρ] (ρ.) σακατεύω, καθιστώ
νεύω. ανάπηρο,
linde [λίντε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) όριο, liso [λίσο] (επίθ.) λείος επίπεδος ίσιος
σύνορο. lisonja [λισόνχα] (ουσΥθηλ.) κολακεία,
lindo [λίν'ντο] 1: (επίθ.) ωραίος χαρι­ lisonjeador [λισονχεαδόρ] (ουσΥαρσ.)
τωμένος νόστιμος 2: (επίρρ.) όμορ­ κόλακας.
φα, ωραία, καλά. lisonjear [λισονχεάρ] (ρ.) κολακεύω,
línea [λίνεα] (ουσΥθηλ.) γραμμή · lisonjero [λισονχέρο] (επίθ.) κολακευ­
entre líneas - περιληπτικά · línea de τικός.
circulación - λωρίδα κυκλοφορίας · lista [λίστα] (ουσΥθηλ.) κατάλογος
línea de flotación - γραμμή πλεύσης, αναλυτικός πίνακας λίστα,
lineal [λινεάλ] (επίθ.) γραμμικός, listado [λιστάδο] (επίθ.) ριγέ.
lingüista [λινγκουίστα] (ουσΥαρσ.+ listín [λιστίν] (ουσΥαρσ.) τηλεφωνικός
θηλ.) γλωσσολόγος, κατάλογος,
lingüística [λινγκουίστικα] (ουσΥθηλ.) listo [λίστο] (επίθ.) 1: έξυπνος 2: έτοι­
γλωσσολογία, μος · ser listo - είμαι έξυπνος · estar
lino [λίνο] (ουσΥαρσ.) λινό (ύφασμα), listo - είμαι έτοιμος,
λινάρι. listón [λιστόν] (ουσΥαρσ.) σανίδα,
linterna [λιν'τέρνα] (ουσΥθηλ.) φακός, lisura [λισούρα] (ουσΥθηλ.) ομαλότη-
lío [λίο] (ουσΥαρσ.) 1: μπόγος 2: μπέρ­ τα, λειότητα.
δεμα, 3: φασαρία, αναστάτωση, litera [λιτέρα] (ουσΥθηλ.) κουκέτα,
lioso [λιόσο] (επίθ.) μπερδεμένος literal [λιτεράλ] (επίθ.) κυριολεκτικός
liquen [λίκεν] (ουσΥαρσ.) εξάνθημα, επακριβής,
λειχήνα. literario [λιτεράριο] (επίθ.) λογοτεχνι­
liquidación [λικιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κός.
εκποίηση, ρευστοποίηση, 2: εξόφλη­ literato [λιτεράτο] (ουσΥαρσ.) λογο­
ση, 3: ξεπούλημα, χρεοκοπία, πτώ­ τέχνης.
χευση, (καθ.) φαλίρισμα, 4: υγροποίη­ literatura [λιτερατούρα] (ουσΥθηλ.)
ση τήξη. λογοτεχνία,
liquidar [λικιδάρ] (ρ.) 1: εκποιώ, ρευ­ lítico [λίτικο] (επίθ.) λίθινος πέτρινος,
στοποιώ, 2: εξοφλώ, 3: ξεπουλώ, χρε­ litigación [λιτιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) προ­
οκοπώ, πτωχεύω, 4: υγροποιώ, σφυγή στα δικαστήρια,
líquido [λίκιδο] (ουσΥαρσ.) υγρό. litio [λίτιο] (ουσΥαρσ.) λίθιο.
lira [λίρα] (ουσΥθηλ.) λύρα. litografía [λιτογραφία] (ουσΥθηλ.) λι­
lírico [λίρικο] (επίθ.) λυρικός μουσι­ θογραφία.

358
los

litoral [λιτοράλ] 1: (ουσ/αρσ.) ακτή, φλυαρία, πολυλογία,


παραλία, 2: (επίθ.) παράκτιος, παρά­ locuaz [λοκουάθ] (επίθ.) φλύαρος πο­
λιος. λυλογάς.
litro [λίτρο] (ουσ./αρσ.) λίτρο, locución [λοκουθιόν] (ουσ./θηλ.) 1:
liturgia [λιτούρχια] (ουσ./θηλ.) λει­ ομιλία, 2: φράση, έκφραση, 3: ιδιω­
τουργία. ματισμός
liviandad [λιβιανδάδ] (ουσ./θηλ.) 1: locura [λοκούρα] (ουσ./θηλ.) τρέλα,
ελαφρότητα, 2: επιπολαιότητα, παραφροσύνη,
liviano [λιβιάνο] (επίθ.) ελαφρύς, locutor [λοκουτόρ] (ουσ./αρσ.) εκφω­
lividez [λιβιδέθ] (ουσ,/θηλ.) ωχρότητα, νητής.
χλωμάδα. lodazal [λοδαθάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: βάλ­
lívido [λίβιδο] (επίθ.) χλωμός. τος, 2: τέλμα,
Ιο [λο] 1: (προσωπική αντ.) αυτό · ¿te lodo [λόδο] (ουσΥαρσ.) λάσπη,
acuerdas de lo que te dije ayer? - θυ­ lógica [λόχικα] (ουσ,/θηλ.) λογική,
μάσαι αυτό που σου είπα εχθές; 2: lógicamente [λόχικαμέν'τε] (επίρρ.)
(αδύνατος τύπος της προσωπικής λογικά.
αντ.) το · lo entendí - το κατάλαβα · lógico [λόχικο] (επίθ.) εχέφρων, λογι­
lo veo - το βλέπω, 2; (οριστικό άρθρ.) κός συνετός,
το · lo otro - το άλλο · lo peor - το lograr [λογράρ] (ρ.) κατορθώνω, πετυ­
χειρότερο, χαίνω, καταφέρνω,
loa [λόα] (ουσ,/θηλ.) έπαινος εγκώμιο, logro [λόγρο] (ουσ,/αρσ.) επίτευγμα,
loable [λοάμπλε] (επίθ.) αξιέπαινος, κατόρθωμα,
loar [λοάρ] (ρ.) επαινώ, επιβραβεύω, loma [λόμα] (ουσ,/θηλ.) λοφίσκος,
loba [λόμπα] (ουσ7θηλ.) λύκαινα, lombriz [λ ο μ 'μ π ρ ίθ ] (ουσ./θηλ.) σκου­
lobato [λομπάτο] (ουσ,/αρσ.) λυκό­ λήκι.
πουλο. lomo [λόμο] (ουσ,/αρσ.) ράχη.
lobo [λόμπο] (ουσ7αρσ.) λύκος, lona [λόνα] (ουσ./θηλ.) καραβόπανο,
lóbrego [λόμπρεγο] (επίθ.) ερεβώδης loncha [λόντσα] (ουσ./θηλ.) φέτα.
σκοτεινός ζοφερός, longanimidad [λονγανιμιδάδ] (ουσ./
lóbulo [λόμπουλο] (ουσ./αρσ.) λοβός. θηλ.) μεγαλοψυχία,
local [λοκάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) χώρος κτί­ longaniza [λονκανίθα] (ουσ./θηλ.) μα­
ριο, οίκημα, 2: (επίθ.) τοπικός ντό­ κρύ λουκάνικο,
πιος. longevo [λονχέβο] (επίθ.) μακρόβιος,
localidad [λοκαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: longitud [λονχιτούδ] (ουσΥθηλ.) μή­
πόλη, 2: εισιτήριο, κος μάκρος,
localizar [λοκαλιθάρ] (ρ.) 1: εντοπίζω, 2: loquería [λοκερία] (ουσ,/θηλ.) φρενο­
τοποθετώ, κομείο, τρελοκομείο, τρελάδικο,
localización [λοκαλιθαθιόν] (ουσ,/θηλ.) loro [λόρο] (ουσ,/αρσ.) παπαγάλος,
1: εντοπισμός 2: τοποθεσία, los [λος] (ουσΥαρσ.) πληθ. 1: (οριστικό
loción [λοθιόν] (ουσ/θηλ.) λοσιόν, άρθρ.) οι · los hombres - οι άνδρες 2:
loco [λόκο] (επίθ.) παράφρων, τρελός, (προσωπική αντ.) τους · -¿conoces α
locomoción [λοκομοθιόν] (ουσ,/θηλ.) estos hombres? - τους ξέρεις αυτούς
μετακίνηση, τους άνδρες · -los veo cada día -
locuacidad [λοκουαθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) τους βλέπω κάθε μέρα.

359
losa

losa [λόσα] (ουσ./θηλ.) πλάκα, lugareño [λουγαρένιο] (ουσ,/αρσ.),


losar [λόσαρ] (ρ.) πλακοστρώνω, (επίθ.) χωρικός,
loseta [λοσέτα] (ουσΥθηλ.) πλακάκι, lúgubre [λούγουμπρε] (επίθ.) 1: κατη-
lote [λότε] (ουσΥαρσ.) κλήρος, φής σκυθρωπός μελαγχολικός 2:
lotería [λοτερία] (ουσΥθηλ.) λαχείο, μακάβριος πένθιμος
λοταρία. lujo [λούχο] (ουσ,/αρσ.) πολυτέλεια,
loza [λόθα] (ουσΥθηλ.) 1: πηλός 2: χλιδή.
πορσελάνη, lujoso [λουχόσο] (επίθ.) πολυτελής,
lozanía [λοθανία] (ουσΥθηλ.) ευρωστία, lujuria [λουχούρια] (ουσΥθηλ.) λαγνεία,
ακμαιότητα, ζωντάνια, σφρίγος, ασέλγεια.
lozano [λοθάνο] (επίθ.) εύρακπος ακ­ lumbago [λουμ'μπάγο] (ουα/αρα) οσφυαλ­
μαίος ζωντανός σφριγηλός, γία.
lubricación [λουμπρικαθιόν] (ουσΥ lumbre [λούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) φω­
θηλ.) λίπανση, τιά.
lubricante [λουμπρικάν'τε] 1: (ουσ./ luminoso [λουμινόσο] (επίθ.) φωτεινός
αρσ.) λιπαντικό, 2: (επίθ.) λιπαντικός. λαμπρός
lubricar [λουμπρικάρ] (ρ.) λιπαίνω, λα­ luna [λούνα] (ουσΥθηλ.) σελήνη, φεγ­
δώνω. γάρι · la luna de miel - το ταξίδι του
lucera [λουθέρα] (ουσΥθηλ.) φεγγίτης, μέλιτος.
lucero [λουθέρο] (ουσΥαρσ.) αστέρι, lunar [λουνάρ] 1: (ουσΥαρσ.) κρεατοε­
lucha [λούτσα] (ουσΥθηλ.) πάλη, αγώ­ λιά, σπίλος 2: (επίθ.) σεληνιακός.
νας. lunático [λουνάτικο] (επίθ.) φρενοβλα­
luchar [λουτσάρ] (ρ.) παλεύω, αγωνί­ βής μουρλός
ζομαι. lunes [λούνες] (ουσΥαρσ.) Δευτέρα,
lucidez [λουθιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: διαύ­ lupa [λούπα] (ουσ,/θηλ.) μεγεθυντικός
γεια, 2: σαφήνεια, φακός.
lúcido [λούθιδο] (επίθ.) 1: διαυγής 2: lupanar [λουπανάρ] (ουσΥαρσ.) οίκος
σαφής. ανοχής.
luciérnaga [λουθιέρναγα] (ουσΥθηλ.) lustrar [λουστράρ] (ρ.) στιλβώνω, γυα­
πυγολαμπίδα, λίζω, λουστράρω,
lucir [λουθίρ] (ρ.) 1: φωτίζω, λαμποκο­ lustre [λούστρε] (ουσΥαρσ.) 1: λάμψη,
πώ, 2: επιδεικνύω, γυαλάδα, 2: βερνίκι, λούστρο,
lucrativo [λουκρατίβο] (επίθ.) επικερ­ lustro [λούστρο] (ουσΥαρσ.) πενταε­
δής προσεδοφόρος. τία.
lucro [λούκρο] (ουσΥαρσ.) κέρδος lustroso [λουστρόσο] (επίθ.) στιλπνός
όφελος. λαμπερός,
luego [λουέγο] (επίρρ.) μετά, έπειτα, luto [λούτο] (ουσΥαρσ.) πένθος,
αργότερα · hasta luego - τα λέμε luxación [λουξαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξάρ­
μετά. θρωση οστού,
lugar [λουγάρ] (ουσΥαρσ.) τόπος μέ­ luz [λουθ] (ουσΥθηλ.) φως · dar a luz
ρος θέση, τοποθεσία · si fuera en su - γεννάω · a toda luz - αναμφίβολα ·
lugar no lo haría - στη θέση του δε salir a luz - δημοσιεύω · sacar a luz
θα το έκανα · en primer lugar - κατ' -βγάζω στη φόρα.
αρχάς αρχικά.

360
θρήνος κλάμα,
llanura [γιανούρα] (ουσΥθηλ.) πεδιά­
Ll, II [έγιε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο τέ­ δα, λιβάδι,
ταρτο γράμμα του ισπανικού αλφα­ llave [γιάβε] (ουσΥθηλ.) κλειδί,
βήτου. llavero [γιαβέρο] (ουσΥαρσ.) μπρελόκ.
llaga [γιάγα] (ουσΥθηλ.) τραύμα, πλη­ Ilavín [γιαβίν] (ουσΥαρσ.) κλειδί εξώ­
γή, λαβωματιά, πορτας.
llagar [γιαγάρ] (ρ.) πληγώνω, τραυμα­ llegada [γιεγάδα] (ουσΥθηλ.) άφιξη,
τίζω, λαβώνω, ερχομός.
llama [γιάμα] (ουσΥθηλ.) 1: φλόγα, 2: llegar [γιεγάρ] (ρ.) (α) 1: φθάνω, 2; κα­
λάμα. ταφέρνω · ¿a qué hora llega el avión
llamada [γιαμάδα] (ουσΥθηλ.) 1: κλή­ a Barcelona? - t i ώρα φτάνει το αε­
ση, 2: παραπομπή, ροπλάνο στη Βαρκελώνη; · Pedro
llamamiento [γιαμαμιέντο] (ουσΥαρσ.) llegó a ser d octor-o Pedro κατάφερε
κλήση, πρόσκληση, κάλεσμα, να γίνει γιατρός,
llamar [γιαμάρ] (ρ.) 1: τηλεφωνώ, 2: llenar [γιενάρ] (ρ.) γεμίζω, συμπληρώ­
φωνάζω, 3: ονομάζω, 4: χτυπώ · νω.
llamo a tu casa pero no contesta lleno [γιένο] (επίθ.) (de) πλήρης γεμά­
nadie - τηλεφωνώ σπίτι σου αλλά τος · el armario está lleno de ropa- η
δεν απαντάει κανείς · llama a María ντουλάπα είναι γεμάτη με ρούχα,
que le quiero hablar - φώναξε τη Μα­ llevadero [γιεβαδέρο] (επίθ.) υποφερ­
ρία που θέλω να της μιλήσω · ¿quién τός ανεκτός,
llama al timbre? - ποιος χτυπάει το llevar [γιεβάρ] (ρ.) (α) 1: μεταφέρω,
κουδούνι;, 2: φέρνω, 3: φορώ, 4: πηγαίνω, 5:
llamarada [γιαμαράδα] (ουσΥθηλ.) 1: οδηγώ · Jesús me llevará hasta la
αναλαμπή, φούντωμα, 2: έξαψη, διέ- estación del tren - o Jesús θα με πάει
γερση. μέχρι τον σταθμό του τρένου · te
llamarse [γιαμάρσε] (ρ.) ονομάζομαι, llevo el libro que me pediste - σου
λέγομαι •¿cómo se llama tu hermano? φέρνω το βιβλίο που μου ζήτησες
- πώς ονομάζεται o αδερφός σου;, • Sara lleva una falda preciosa - η
llamativo [γιαματίβο] (επίθ.) επιδεικτι­ Sara φοράει μια υπέροχη φούστα ·
κός, φανταχτερός χτυπητός, siempre lleva consigo el diccionario -
llamear [γιαμεάρ] (ρ.) φλογίζω, φου­ πάντα κουβαλάει μαζί του το λεξικό
ντώνω. •José lleva cinco años trabajando en
llana [γιάνα] (ουσΥθηλ.) μυστρί, la misma empresa- o José δουλεύει
llanamente [γιαναμέν'τε] (επίρρ.) απλά, πέντε χρόνια στην ίδια επιχείρηση
ξεκάθαρα, (δηλώνει διάρκεια).
llanero [γιανέρο] (ουσΥαρσ.) καμπί­ llevarse [γιεβάρσε] (ρ.) συναναστρέ­
σιος. φομαι · llevarse bien/mal con alguien
llaneza [γιανέθα] (ουσΥθηλ.) απλότη­ - τα πάω καλά/άσχημα με κάποιον,
τα. llorar [γιοράρ] (ρ.) θρηνώ, κλαίω,
llano [γιάνο] (επίθ.) 1: πεδινός, 2: επί­ lloriquear [γιορικεάρ] (ρ.) κλαψουρί­
πεδος 3: απλός ξεκάθαρος ζω.
llanto [γιάν'το] (ουσΥαρσ.) οδυρμός lloriqueo [γιορίκεο] (ουσΥαρσ.) κλα-

361
lloro

ψούρισμα.
lloro [γιόρο] (ουσ./αρσ.) κλάμα,
llorón [γιορόν] (επίθ.) κλαψιάρης,
lloroso [γιορόσο] (επίθ.) δακρυσμέ-
νος.
llover [γιοβέρ] (ρ.) βρέχει,
llovizna [γιοβίθνα] (ουσ./θηλ.) ψιχάλα,
ψιχάλισμα.
lloviznar [γιοβιθνάρ] (ρ.) ψιχαλίζει,
lluvia [γιούβια] (ουσΥθηλ.) βροχή,
lluvioso [γιουβιόσο] (επίθ.) βροχερός.

362
ζω, μελανιάζω,
machucho [ματσούτσο] (επίθ.) γέρι­
M, m [έμε] (ουσ7θηλ.) το δέκατο πέ­ κος.
μπτο γράμμα του ισπανικού αλφα­ macilento [μαθιλέν'το] (επίθ.) χλωμός
βήτου. ωχρός.
maca [μάκα] (ουσ,/θηλ.) ελάττωμα, λε- macillo [μαθίγιο] (ουσ,/αρσ.) πλήκτρο
κές, σημάδι, πιάνου.
macabro [μακάμπρο] (επ(θ.) μακά­ macizo [μαθίθο] 1: (ουσ,/αρσ.) ορο­
βριος, φρικτός, πένθιμος, σειρά, 2: (επίθ.) συμπαγής σφιχτός
macadán [μακαδάν] (ουσ,/αρσ.) σκυ­ δεμένος.
ρόστρωμα, mácula [μάκουλα] (ουσ./θηλ.) κηλίδα,
macana [μακάνα] (ουσΥθηλ.) ψεμα­ λεκές.
τάκι. macular [μακουλάρ] (ρ.) λεκιάζω,
macanear [μακανεάρ] (ρ.) ψεύδομαι, macuto [μακούτο] (ουσ./αρσ.) σακί­
λέω ψέματα, διο.
macanudo [μακανούδο] (επίθ.) υπέ­ madama [μαδάμα] (ουσ./θηλ.) τσα-
ροχος, θαυμαστός, τσά, προαγωγός.
macarra [μακάρα] (ουσ./αρσ.) νταβα- madeja [μαδέχα] (ουσ./θηλ.) κουβάρι,
τζής νταής, madera [μαδέρα] (ουσ./θηλ.) ξύλο.
macarrón [μακαρόν] (ουσ./αρσ.) 1: maderaje [μαδεράχε] (ουσ,/αρσ.) ξυ­
μακαρόνι, 2: γλύκισμα, 3: (Ναυτ.) λεία.
κουπαστή, maderamen [μαδεράμεν] (ουσ./αρσ.)
macarse [μακάρσε] (ρ.) σαπίζω, ξυλεία.
maceración [μαθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) maderero [μαδερέρο] 1: (ουσ,/αρσ.)
μούλιασμα των τροφίμων, ξυλέμπορος 2: (επίθ.) της ξυλείας,
macerar [μαθεράρ] (ρ.) 1: μαλακώνω, madero [μαδέρο] (ουσ,/αρσ.) κορμός
2: διαβρέχω, μουλιάζω, μαδέρι.
maceta [μαθέτα] (ουσ,/θηλ.) γλάστρα, madrastra [μαδράστρα] (ουσ,/θηλ.) μη­
machaca [ματσάκα] (ουσ,/θηλ.) κοπα­ τριά.
νιστής. madre [μάδρε] (ουσ,/θηλ.) μητέρα, μά­
machacar [ματσακάρ] (ρ.) 1: χτυπώ, 2: να.
λιανίζω, συντρίβω, madrero [μαδρέρο] (ουσ,/αρσ.) μαμό-
machaqueo [ματσακέο] (ουσ7αρσ.) θρεφτος μαμάκιας.
κοπάνισμα. madreselva [μαδρεσέλβα] (ουσ./θηλ.)
machete [ματσέτε] (ουσ./αρσ.) μαχαί- αγιόκλημα,
ρα. madriguera [μαδριγέρα] (ουσ,/θηλ.)
machismo [ματσίσμο] (ουσ,/αρσ.) φαλ­ φωλιά, κρυψώνα, κρησφύγετο,
λοκρατία, σεξισμός, madrina [μαδρίνα] (ουσ./θηλ.) 1: νονά,
machista [ματσίστα] (ουσ,/αρσ.) φαλ­ 2: κουμπάρα,
λοκράτης σεξιστής. madrugada [μαδρουγάδα] (ουσ/θηλ.)
macho [μάτσο] (ουσ,/αρσ.) αρσενικό, αυγή, ξημέρωμα, χάραμα,
machote [ματσότε] (ουσ,/αρσ.) άντρα­ madrugador [μαδρουγαδόρ] (επίθ.)
κλας. πρωινός.
machucar [ματσουκάρ] (ρ.) μωλωπί­ madrugar [μαδρουγάρ] (ρ.) σηκώνο-

363
maduración

μαι/ ξυπνάω νωρίς, γνήσιο.


maduración [μαδουραθιόν] (ουσ./ magnético [μαγνέτικο] (επίθ.) μαγνη-
θηλ.) ωρίμανση. τικός.
madurar [μαδουράρ] (ρ.) ωριμάζω, magnetizar [μαγνετιθάρ] (ρ.) μαγνητί­
madurez [μαδουρέθ] (ουσΥθηλ.) ωρι­ ζω, σαγηνεύω,
μότητα. magnetofónico [μαγνετοφόνικο] (επίθ.)
maduro [μαδούρο] (επίθ.) ώριμος, μαγνητοφωνικός
maesa [μαέσα] (ουσΥθηλ.) βασίλισσα magnetófono [μαγνετόφονο] (ουσΥ
μέλισσα. αρσ.) μαγνητόφωνο,
maestra [μαέστρα] (ουσΥθηλ.) δασκά­ magnificar [μαγνιφικάρ] (ρ.) εξυμνώ,
λα. εγκωμιάζω, επιδοκιμάζω,
maestral [μαεστράλ] (ουσΥαρσ.) μαϊ­ magnificencia [μαγνιφιθένθια] (ουσΥ
στράλι, μαΐστρος, θηλ.) μεγαλοπρέπεια, γενναιοδωρία,
maestranza [μαεστράνθα] (ουσΥθηλ.) magnífico [μαγνίφικο] (επίθ.) έξοχος
1: οπλοστάσιο, οπλουργείο, 2: προ­ θαυμάσιος υπέροχος,
σωπικό οπλοστασίου, εργατικό δυ­ magnitud [μαγνιτούδ] (ουσΥθηλ.) μέ­
ναμικό. γεθος.
maestría [μαεστρία] (ουσΥθηλ.) 1: επι- mago [μάγο] (ουσΥαρσ.) μάγος,
δεξιότητα, 2: μεταπτυχιακό, magrear [μαγρεάρ] (ρ.) 1: βάζω χέρι, 2:
maestro [μαέστρο] (ουσΥαρσ.) δάσκα­ κάνω καμάκι,
λος, μαέστρος, magro [μάγρο] 1: (ουσΥαρσ.) άπαχο
mafia [μάφια] (ουσΥθηλ.) μαφία, κρέας 2: (επίθ.) αδύνατος,
mafioso [μαφιόσο] (ουσΥαρσ.) μαφιό- magulladura [μαγουγιαδούρα] (ουσΥ
ζος. θηλ.) μώλωπας μελανιά,
magia [μάχια] (ουσΥθηλ.) μαγεία, magullar [μαγουγιάρ] (ρ.) μωλωπίζω,
mágico [μάχικο] (επίθ.) μαγικός, μα­ μελανιάζω,
γευτικός. magullón [μαγουγιόν] (ουσΥαρσ.) με­
magisterio [μαχιστέριο] (ουσΥαρσ.) λανιά.
διδασκαλία, mahometano [μαομετάνο] 1: (ουσΥ
magistrado [μαχιστράδο] (ουσΥαρσ.) αρσ.) μωαμεθανός 2: (επίθ.) μωαμε­
δικαστής. θανικός .
magistral [μαχιστράλ] (επίθ.) τέλειος mahometismo [μαομετίσμο] (ουσΥαρσ.)
εξαιρετικός, μωαμεθανισμός
magistratura [μαχιστρατοΰρα] (ουσΥ mahonesa [μαονέσα] (ουσΥθηλ.) μα­
θηλ.) δικαστικό αξίωμα/σώμα. γιονέζα.
magnanimidad [μαγνανιμιδάδ] (ουσΥ maillot [μαϊγιότ] (ουσΥαρσ.) 1: ολόσω­
θηλ.) μεγαλοψυχία, μεγαλοσύνη, μο μαγιό, 2: αθλητικό φανελάκι.
magnánimo [μαγνάνιμο] (επίθ.) μεγα­ maitines [μαϊτίνες] (ουσΥαρσ.) πληθ.
λόψυχος. όρθρος
magnate [μαγνάτε] (ουσΥαρσ.) μεγι­ maitre [μάϊτρε] (ουσΥαρσ.) αρχισερβι-
στάνας. τόρος μετρ .
magnesia [μαγνέσια] (ουσΥθηλ.) μα- maíz [μαΐθ] (ουσΥαρσ.) καλαμπόκι,
γνησία. maizal [μάίθάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία κα­
magnesio [μαγνέσιο] (ουσΥαρσ.) μα­ λαμποκιού.

364
maletín

majada [μαχάδα] (ουσΥθηλ.) μαντρί, παντρεμένος


στάνη. malcontento [μαλκον'τέν'το] (επίθ.)
majadería [μαχαδερία] (ουσΥθηλ.) ανοη­ δυσαρεστημένος.
σία βλακεία, malcriado [μαλκριάδο] (επίθ.) κακο­
majadero [μαχαδέρο] 1: (ουσΥαρσ.) μαθημένος ανάγωγος αγενής,
βλάκας, 2: (επίθ.) ηλίθιος, malcriar [μαλκριάρ] (ρ.) κακομαθαίνω,
majar [μαχάρ] (ρ.) κοπανάω, χτυπάω, κακοανατρέφω,
majareta [μαχαρέτα] (επίθ.) ανισόρ­ maldad [μαλδάδ] (ουσΥθηλ.) κακία,
ροπος, τρελός, maldecir [μαλντεθίρ] (ρ.) καταριέμαι,
majestad [μαχεστάδ] (ουσΥθηλ.) με­ βλασφημώ.
γαλειότητα, maldiciente [μαλντιθιέν'τε] (επίθ.) 1:
majestuosidad [μαχεστουοσιδάδ] (ουσΥ βλάσφημος ασεβής 2: επικριτικός.
θηλ.) μεγαλείο, μεγαλειότητα maldición [μαλντιθιόν] (ουσ,/θηλ.) κα-
majestuoso [μαχεστουόσο] (επίθ.) με­ τάρα.
γαλοπρεπής μεγαλειώδης maldispuesto [μαλντισπουέστο] (επίθ.)
majo [μάχο] (επίθ.) χαριτωμένος συ­ κακοδιάθετος,
μπαθητικός, maldito [μαλδίτο] (επίθ.) καταραμένος,
mal [μαλ] 1: (ουσΥαρσ.) κακό, ασθέ­ maleabilidad [μαλεαμπιλιδάδ] (ουσΥ
νεια, 2: (επίρρ.) κακώς άσχημα · θηλ.) ευκαμψία, ευπλασία.
estoy mal - είμαι άσχημα, maleable [μαλεάμπλε] (επίθ.) ελάσι-
malabar [μαλαμπάρ] (ουσΥαρσ.) ταχυ­ μος ευλύγιστος ευμεταχείριστος,
δακτυλουργικά παιχνίδια, maleante [μαλεάν'τε] (ουσΥαρσ.) κα­
malabarismo [μαλαμπαρίσμο] (ουσΥ κοποιός αλήτης,
αρσ.) ταχυδακτυλουργία, malear [μαλεάρ] (ρ.) διαφθείρω, φθεί­
malabarista [μαλαμπαρίστα] (ουσΥ ρω, διαστρέφω,
αρσ.+ θηλ.) ταχυδακτυλουργός ζο­ malecón [μαλεκόν] (ουσΥαρσ.) κυμα­
γκλέρ. τοθραύστης,
malacostumbrado [μαλακοστουμ'μπράδο] maledicencia [μαλεδιθένθια] (ουσΥθηλ.)
(επίθ.) κακομαθημένος ανάγωγος συκοφαντία διαβολή, δυσφήμιση.
malagradecido [μαλαγραδεθίδο] (επίθ.) maleficio [μαλεφίθιο] (ουσΥαρσ.) συμ­
αγνώμων, αχάριστος φορά από κατάρες.
malaleche [μαλαλέτσε] (ουσΥαρσ.) maléfico [μαλέφικο] (επίθ.) επιβλαβής
παλιοχαρακτήρας άτιμος φθοροποιός,
malandanza [μαλαν'ντάνθα] (ουσΥθηλ.) malentender [μαλεν'τεν'ντέρ] (ρ.) πα-
αναποδιά, κακοτυχία. ρεξηγώ.
malaria [μαλάρια] (ουσΥθηλ.) ελονο­ malentendido [μαλεν'τεν'ντίδο] (ουσ./
σία. αρσ.) παρεξήγηση, παρανόηση,
malasombra [μαλασόμ'μπρα] (επίθ.) malestar [μαλεστάρ] (ουσΥαρσ.) 1: αδια­
1: κακόβουλος 2: ενοχλητικός, θεσία, 2: δυσαρέσκεια,
malbaratar [μαλμπαρατάρ] (ρ.) εκποιώ, maleta [μαλέτα] (ουσΥθηλ.) βαλίτσα,
ξεπουλώ. maletero [μαλετέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αχθο­
malcarado [μαλκαράδο] (επίθ.) βλο­ φόρος 2: πορτ -μπαγκάζ.
συρός αγενής εχθρικός maletín [μαλετίν] (ουσΥαρσ.) βαλιτσά-
malcasado [μαλκασάδο] (επίθ.) κακο­ κι, χαρτοφύλακας.

365
malevolencia

malevolencia [μαλεβολένθια] (ouo./ malo [μάλο] (επίθ.) 1: κακός 2: άρρω­


θηλ.) 1: έχθρα, 2: μοχθηρία, κακο­ στος · ser malo - είμαι κακός · estar
βουλία. malo - είμαι άρρωστος (πριν από
malévolo [μαλέβολο] (επίθ.) 1: εχθρι­ ουσιαστικά αρσενικού γένους ενι­
κός, 2: μοχθηρός, κού αριθμού: mal) · es un mal chiste/
maleza [μαλέθα] (ουσ,/θηλ.) αγριό­ es un chiste malo - είναι ένα κακό
χορτα. αστείο.
malformación [μαλφορμαθιόν] (ουσ./ malogrado [μαλογράδο] (επίθ.) 1: απο-
θηλ.) δυσμορφία, τυχών, άκαρπος 2: θνησιγενής
malgastador [μαλγασταδόρ] (επίθ.) maloliente [μαλολιέν'τε] (επίθ.) δυσώ­
σπάταλος πολυέξοδος, δης δύσοσμος.
malgastar [μαλγαοττάρ] (ρ.) σπαταλώ, malparir [μαλπαρίρ] (ρ.) αποβάλλω
χαραμίζω, έμβρυο.
malhablado [μαλαμπλάδσ] (επίθ.) αγε­ malpensado [μαλπενσάδο] (επίθ.) κα­
νής αθυρόστομος βωμολόχος, κοπροαίρετος, κακόβουλος,
malhecho [μαλέτσο] 1: (ουσΥαρσ.) πα­ malquerencia [μαλκερένθια] (ουσΥθηλ.)
ράπτωμα, 2: (επίθ.) κακοφτιαγμένος απέχθεια, απο<προφή, αντιπάθεια,
malhechor [μαλετσόρ] (ουσ./αρσ.) κα­ malsano [μαλσάνο] (επίθ.) ανθυγιεινός
κοποιός (καθ.) τραμπούκος, νοσηρός,
malhumor [μαλουμόρ] (ουσ,/αρσ.) malta [μάλτα] (ουσ./θηλ.) βύνη.
κακή διάθεση, maltratar [μαλτρατάρ] (ρ.) 1: κακομε­
malhumorado [μαλουμοράδο] (επίθ.) ταχειρίζομαι, 2: φθείρω,
κακοδιάθετος, maltrato [μαλτράτο] (ουσ,/αρσ.) κα­
malicia [μαλίθια] (ουσ./θηλ.) κακεν- κομεταχείριση,
τρέχεια, κακοβουλία, maltrecho [μαλτρέτσο] (επίθ.) κακο­
maliciarse [μαλιθιάρσε] (ρ.) υποψιά­ μεταχειρισμένος,
ζομαι. malva [μάλβα] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) αλ­
malicioso [μαλοθιόσο] (επίθ.) κακε­ θαία, μολόχα,
ντρεχής μνησίκακος, κακόβουλος, malvado [μαλβάδο] (επίθ.) κακός
malignidad [μαλιγνιδάδ] (ουσΥθηλ.) αχρείος μοχθηρός, διαβολικός,
κακοήθεια, μοχθηρία. malvender [μαλβεν'ντέρ] (ρ.) εκποιώ,
maligno [μαλίγνο] (επίθ.) κακοήθης ξεπουλώ.
μοχθηρός, malversación [μαλβερσαθιόν] (ουσ./
malintencionado [μαλιν'τενθιονάδο] θηλ.) υπεξαίρεση, κατάχρηση,
(επίθ.) κακοπροαίρετος κακόβου­ malversador [μαλβερσαδόρ] (ουσ./
λος. αρσ.) καταχραστής,
malla [μάγια] (ουσΥθηλ.) δίχτυ, malversar [μαλβερσάρ] (ρ.) υπεξαιρώ,
mallo [μάγιο] (ουσ./αρσ.) είδος παιχνι­ καταχρώμαι,
διού με μπάλες, malvivir [μαλβιβίρ] (ρ.) ζω άσχημα,
malmandado [μαλμαν'ντάδο] (επίθ.) mama [μάμα] (ουσ,/θηλ.) μαστός
ανυπάκουος απείθαρχος ανυπότα- βυζί.
χτος. mamá [μαμά] (ουσΥθηλ.) μαμά.
malnutrido [μαλνουτρίδο] (επίθ.) κα- mamada [μαμάδα] (ουσ,/θηλ.) θηλα­
κοδίαιτος. σμός.

366
maniatar

mamado [μαμάδο] (ουσ,/αρσ.) αλκοο­ mandar [μαν'ντάρ] (ρ.) 1: διατάζω,


λικός μπεκρής προστάζω, κουμαντάρω, 2: απο­
mamar [μαμάρ] (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω, στέλλω, πέμπω, στέλνω,
mamarracho [μαμαράτσο] (ουσΥαρσ.) mandarina [μανδαρίνο] (ουσΥθηλ.) μα­
ακαταστασία, τσαπατσουλιά, (καθ.) νταρίνι.
κομφούζιο, mandatario [μανδατάριο] (επίθ.) πλη­
mamífero [μαμίφερο] 1: (ουσΥαρσ.) ρεξούσιος,
θηλαστικό, 2: (επίθ.) θηλαστικός, mandato [μανδάτο] (ουσΥαρσ.) 1:
mampara [μαμ'πάρα] (ουσΥθηλ.) με­ εντολή, διαταγή, 2: ένταλμα,
σοτοιχία. mandíbula [μαν'ντίμπουλα] (ουσΥθηλ.)
mamporro [μαμ'πόρο] (ουσΥαρσ.) καρ­ σαγόνι, γνάθος
παζιά, φάπα. mandil [μαν'ντίλ] (ουσΥαρσ.) ποδιά,
mana [μάνα] (ουσΥθηλ.) πηγή. mando [μάν'ντο] (ουσΥαρσ.) 1: εξου­
maná [μανά] (ουσΥαρσ.) το μάννα, σία, διακυβέρνηση, 2: χειριστήριο,
manada [μανάδα] (ουσΥθηλ.) κοπάδι, mandón [μαν'ντόν] (επίθ.) δεσποτικός
αγέλη. αυταρχικός,
manantial [μαναν'τιάλ] (ουσΥαρσ.) πη­ manducar [μαν'ντουκάρ] (ρ.) κατα­
γή· βροχθίζω, (καθ.) χλαπακιάζω.
manar [μανάρ] (ρ.) αναβλύζω, εκχυλί- manecilla [μανεθίγια] (ουσΥθηλ.) δεί­
ζω, πηγάζω, κτης ρολογιού,
manceba [μανθέμπα] (ουσΥθηλ.) πόρ­ manejabilidad [μανεχαμπιλιδάδ] (ουσΥ
νη, μετρέσα, ερωμένη, θηλ.) ευελιξία,
mancha [μάντσα] (ουσΥθηλ.) λεκές manejable [μανεχάμπλε] (επίθ.) ευμε­
κηλίδα. ταχείριστος εύκαμπτος ευέλικτος,
manchar [μαντσάρ] (ρ.) λεκιάζω, κη­ manejar [μανεχάρ] (ρ.) μεταχειρίζο­
λιδώνω. μαι, χειρίζομαι,
mancilla [μανθίγια] (ουσΥθηλ.) κηλί­ manejo [μανέχο] (ουσΥαρσ.) χειρι­
δα, στίγμα, σμός διαχείριση,
manco [μάνκο] 1: (ουσ,/αρσ.) μονόχει- manera [μανέρα] (ουσΥθηλ.) τρόπος
ρας 2: (επίθ.) ανάπηρος σακάτης συμπεριφορά,
κουλός. manga [μάνγκα] (ουσΥθηλ.) μανίκι,
mancomún [μανκομούν] (επίρρ.) από mangar [μανγκάρ] (ρ.) κλέβω, βου­
κοινού, συναινετικά, τάω, σουφρώνω,
mancomunarse [μανκομουνάρσε] (ρ.) mango [μάνγκο] (ουσΥαρσ.) 1: λαβή,
συγχωνεύομαι, χερούλι, 2: μάνγκο (φρούτο).
mandado [μανδάδο] (ουσΥαρσ.) 1: manguera [μανγκέρα] (ουσΥθηλ.) μά­
εντολή, 2: αποστολή, νικα.
mandamás [μανδαμάς] 1: (ουσΥαρσ. + maní [μανί] (ουσΥαρσ.) φιστίκι αρά­
θηλ.) επικεφαλής αφεντικό, 2: (επίθ.) πικο.
αυταρχικός manía [μανία] (ουσΥθηλ.) μανία,
mandamiento [μαν'νταμιέν'το] (ουσΥ maníaco [μανίακο] 1: (ουσΥαρσ.) πα­
αρσ.) εντολή, ένταλμα, ρανοϊκός μανιακός 2: (επίθ.) μανια­
mandanga [μανδάνγα] (ουσΥθηλ.) βλα­ κός.
κεία. maniatar [μανιατάρ] (ρ.) δένω τα χέ­

367
maniático

ρια. m ano - μεταχειρισμένο · estar en


maniático [μανιάτικο] (επίθ.) ιδιότρο­ buenas manos - είμαι σε καλά χέρια ·
πος, μανιώδης, de mano en mano - από χέρι σε χέρι.
manicomio [μανικόμιο] (ουσ,/αρσ.) φρε­ manojo [μανόχο] (ουσ,/αρσ.) χούφτα,
νοκομείο τρελοκομείο, αρμαθιά.
manido [μανίδο] (επίθ.) τετριμμένος, manopla [μανόπλα] (ουσ./θηλ.) μονο­
κοινότοπος, κλισέ, κόμματο γάντι,
manifestación [μανιφεσταθιόν] (ουσ./ manosear [μανοσεάρ] (ρ.) πασπατεύω,
θηλ.) 1: διαδήλωση, 2: εκδήλωση, χουφτώνω,
manifestante [μανιφεστάν'τε] (ουσ./ manotazo [μανοτάθο] (ουσ,/αρσ.) δυ­
αρσ.+ θηλ.) διαδηλωτής διαδηλώ- νατό χτύπημα με το χέρι, (καθ.) μπά-
τρια. τσος.
manifestar [μανιφεστάρ] (ρ.) 1: διαδη- manotear [μανοτεάρ] (ρ.) ραπίζω, χα­
λώνω, 2: εκδηλώνω, στουκίζω, χειρονομώ,
manifiesto [μανιφιέστο] (ουσΥαρσ.) mansedumbre [μανσεδούμ'μπρε] (ουσ./
1: διακήρυξη, μανιφέστο, 2: (Ναυτ.) θηλ.) πραότητα ημερότητα.
κατάλογος πλοίου, mansión [μανσιόν] (ουσ,/θηλ.) μέγαρο,
manillar [μανιγιάρ] (ουσ./αρσ.) τιμόνι αρχοντικό, έπαυλη,
ποδηλάτου, manso [μάνσο] (επίθ.) πράος ήμερος,
maniobra [μανιόμπρα] (ουσΥθηλ.) ελιγ­ manta [μάν'τα] (ουσ7θηλ.) κουβέρτα,
μός μανούβρα, σκέπασμα,
maniobrar [μανιομπράρ] (ρ.) ελίσσο­ manteca [μαν'τέκα] (ουσ./θηλ.) λίπος,
μαι, κάνω μανούβρες, mantel [μαν'τέλ] (ουσ,/αρσ.) τραπεζο-
manipulación [μανιπουλαθιόν] (ουσ./ μάντηλο.
θηλ.) χειρισμός μεταχείριση, διαχεί­ mantener [μαν'τενέρ] (ρ.) 1: διατηρώ,
ριση. συντηρώ, κρατώ, 2: υπερασπίζω,
manipulador [μανιπουλαδόρ] (ουσ./ mantenerse [μαν'τενέρσε] (ρ.) διατη­
αρσ.) χειριστής, ρούμαι, συντηρούμαι · se mantiene
manipular [μανιπουλάρ] (ρ.) χειρίζο­ en forma - διατηρείται σε φόρμα,
μαι, μεταχειρίζομαι, διαχειρίζομαι, mantenida [μαν^ενίδα] (ουσ,/θηλ.)
maniquí [μανικί] (ουσ./αρσ.) κούκλα, σπιτωμένη,
μοντέλο, μανεκέν, mantenido [μαν'τενίδο] (επίθ.) διατη­
manirroto [μανιρότο] (επίθ.) αφειδής ρημένος διατηρητέος,
σπάταλος, mantenimiento [μαν'τενιμιέν'το]
manivela [μανιβέλα] (ουσ./θηλ.) μανι­ (ουσΥαρσ.) διατήρηση, συντήρηση,
βέλα. mantequilla [μαν'τεκίγια] (ουσ,/θηλ.)
manjar [μανχάρ] (ουσ7αρσ.) έδεσμα, βούτυρο.
λιχουδιά. manto [μάν'το] (ουσ./αρσ.) 1: πανω­
mano [μάνο] (ουσ./θηλ.) χέρι · mano φόρι, 2: κάλυμμα, πέπλο, 3: φλοιός
derecha - δεξί χέρι · mano izquierda τΠζΥΠζ-
-αριστερό χέρι · estar hecho a mano mantón [μαν'τόν] (ουσ,/αρσ.) σάλι.
- είναι φτιαγμένο στο χέρι · estar en manuable [μανουάμπλε] (επίθ.) εύ­
la m ano - είναι εύκολο · de primera χρηστος.
mano - από πρώτο χέρι · de segunda manual [μανουάλ] 1: (ουσ/αρσ.) εγ­

368
χειρίδιο, οδηγός 2: (επίθ.) χειροκί­ μηχανήματα, μηχανισμός
νητος. mar [μαρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: θάλασ­
manufactura [μανουφακτούρα] (ουσ./ σα, πέλαγος ωκεανός 2: ακτή.
θηλ.) 1: χειροτεχνία, παραγωγή, 2: maraña [μαράνια] (ουσΥθηλ.) 1: κό­
εργοστάσιο, μπος 2: μπέρδεμα, εμπλοκή,
manuscrito [μανουσκρίτο] 1: (ουσ./ maratón [μαρατόν] (ουσ,/αρσ.) μαρα­
αρσ.) χειρόγραφο, 2: (επίθ.) χειρό­ θώνιος.
γραφος. maravilla [μαραβίγια] (ουσΥθηλ.) 1:
manutención [μανουτενθιόν] (ουσΥθηλ.) θαύμα, 2: θαυμασμός,
διατροφή, συντήρηση, maravillar [μαραβιγιάρ] (ρ.) προκαλώ
manzana [μανθάνα] (ουσΥθηλ.) 1: μή­ θαυμασμό, καταπλήσσω,
λο, 2: οικοδομικό τετράγωνο, maravilloso [μαραβιγιόσο] (επίθ.) θαυ­
manzanilla [μανθανίγια] (ουσΥθηλ.) μάσιος εξαίσιος,
αφέψημα χαμομηλιού, marbete [μαρμπέτε] (ουσΥαρσ.) ετι­
manzano [μανθάνο] (ουσΥαρσ.) μη­ κέτα.
λιά. marca [μάρκα] (ουσΥθηλ.) σήμα, μάρ­
maña [μάνια] (ουσΥθηλ.) ικανότητα δε­ κα.
ξιότητα. marcado [μαρκάδο] (επίθ.) έκδηλος
mañana [μανιάνα] 1: (ουσΥθηλ.) πρωί, κατάφωρος φανερός,
2: (επίρρ.) αύριο · me despierto a marcapasos [μαρκαπάσος] (ουσΥαρσ.)
las 8 de la mañana - ξυπνάω στις 8 βηματοδότης,
το πρωί · mañana iré de compras marcar [μαρκάρ] (ρ.) 1: σημαδεύω,
- αύριο θα πάω για ψώνια · por la σημειώνω, 2: δείχνω, 3: καθορίζω, 4:
mañana- το πρωί · mañana por la σχηματίζω αριθμό τηλεφώνου,
mañana - αύριο το πρωί. marcha [μάρτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πο­
mañosamente [μανιοσαμέντε] (επίρρ.) ρεία, 2: αναχώρηση, 3: βάδισμα, 4:
επιδέξια, περίτεχνα, έντεχνα, ταχύτητα αυτοκινήτου, 5: εμβατή­
mañoso [μανιόσο] (επίθ.) ικανός επι­ ριο · el proyecto está en marcha - το
δέξιος , περίτεχνος, σχέδιο προχωράει · marcha atrás
mapa [μάπα] (ουσΥαρσ.) χάρτης. - όπισθεν,
maqueta [μακέτα] (ουσΥθηλ.) μακέτα, marchar [μαρτσάρ] (ρ.) 1: προχωρώ,
maquillador [μακιγιαδόρ] (ουσΥαρσ.) βαδίζω, 2: προοδεύω, ευημερώ, ακ­
μακιγιέρ. μάζω.
maquillaje [μακιγιάχε] (ουσΥαρσ.) μα­ marcharse [μαρτσάρσε] (ρ.) φεύγω,
κιγιάζ. αποχωρώ · m añana me marcho de
maquillar [μακιγιάρ] (ρ.) μακιγιάρω, aquí- αύριο φεύγω από εδώ.
maquillarse [μακιγιάρσε] (ρ.) μακιγιά­ marchitarse [μαρτσιτάρσε] (ρ.) μαραί­
ρομαι, βάφομαι, νομαι, φθίνω,
máquina [μάκινα] (ουσΥθηλ.) μηχανή, marchito [μαρτσίτο] (επίθ.) μαραμέ­
maquinación [μακιναθιόν] (ουσΥθηλ.) νος.
μηχανορραφία, ραδιουργία, marcial [μαρθιάλ] (επίθ.) στρατιωτι­
maquinar [μακινάρ] (ρ.) μηχανορρα­ κός, πολεμικός,
φώ, ραδιουργώ, marciano [μαρθιάνο] (ουσΥαρσ.)
maquinaria [μακινάρια] (ουσΥθηλ.) αρειανός.

369
marco

marco [μάρκο] (ουσΥαρσ.) 1: πλαίσιο, καβγάς.


κορνίζα, 2: δοκάρι τέρματος, 3: το marina [μαρίνα] (ουσΥθηλ.) 1: ναυτι­
νόμισμα «μάρκο», κό, 2: θαλασσογραφία,
marea [μαρέα] (ουσΥθηλ.) παλίρροια, marinería [μαρινερία] (ουσΥθηλ.) το
πλημμυρίδα, άμπτωτη. επάγγελμα του ναυτικού,
mareado [μαρεάδο] (επίθ.) ζαλισμέ­ marinero [μαρινέρο] (ουσΥαρσ.) ναυ­
νος, που έχει ναυτία, τικός ναύτης,
marear [μαρεάρ] (ρ.) ναυσιπλοώ. marino [μαρίνο] (επίθ.) ναυτικός θα­
marearse [μαρεάρσε] (ρ.) νιώθω ναυ­ λασσινός,
τία, ζαλίζομαι, marioneta [μαριονέτα] (ουσΥθηλ.) αν­
marejada [μαρεχάδα] (ουσΥθηλ.) θα­ δρείκελο, μαριονέτα.
λασσοταραχή, mariposa [μαριπόσα] (ουσΥθηλ.) πε­
maremoto [μαρεμότο] (ουσΥαρσ.) πα- ταλούδα.
λιρροιακό κύμα. mariscal [μαρισκάλ] (ουσΥαρσ.) υπο­
mareo [μαρέο] (ουσΥαρσ.) ναυτία, ζά­ στράτηγος,
λη. mariscos [μαρίσκος] (ουσΥαρσ.) πληθ.
marfil [μαρφίλ] (ουσΥαρσ.) ελεφαντο- θαλασσινά (φαγητό).
στούν, φίλντισι, marisma [μαρίσμα] (ουσ,/θηλ.) έλος
margarina [μαργαρίνα] (ουσΥθηλ.) μαρ­ βάλτος λασπότοπος,
γαρίνη. marital [μαριτάλ] (επίθ.) συζυγικός,
margarita [μαργαρίτα] (ουσΥθηλ) μαρ­ marítimo [μαρίτιμο] (επίθ.) θαλασσι­
γαρίτα. νός.
margen [μάρχεν] (ουσ,/αρσ.) περιθώ­ marjal [μαρχάλ] (ουσΥαρσ.) βάλτος,
ριο, όχθη, παρυφή, marmita [μαρμίτα] (ουσΥθηλ.) μαρμί-
marginado [μαρχινάδο] (επίθ.) περι­ τα, μεγάλη χύτρα,
θωριοποιημένος, mármol [μάρμολ] (ουσΥαρσ.) μάρμα­
marginal [μαρχινάλ] (επίθ.) περιθω­ ρο.
ριακός, παρακμιακός. marmóreo [μαρμόρεο] (επίθ.) μαρμά­
marginar [μαρχινάρ] (ρ.) 1: αποκλείω, ρινος.
εξαιρώ, 2: σημειώνω στο περιθώριο, marqués [μαρκές] (ουσΥαρσ.) μαρκή-
marica [μαρίκα] (ουσΥθηλ.) θηλυπρε­ σιος
πής (χυδ.) πούστης. marrano [μαράνο] 1: (ουσΥαρσ.) γου­
maricón [μαρικόν] (ουσΥαρσ.) πού­ ρούνι, βρομιάρης 2: (επίθ.) βρόμι­
στης αδερφή, κος.
mariconada [μαρικονάδα] (ουσΥθηλ.) marrar [μαράρ] (ρ.) αστοχώ,
άτιμη πράξη, πουστιά. marrón [μαρόν] (επίθ.) χρώμα καφέ.
maridaje [μαριδάχε] (ουσΥαρσ.) πά­ marrullería [μαρουγιερία] (ουσΥθηλ.)
ντρεμα, συζυγική ζωή, δεσμά του θωπεία, καλόπιασμα,
γάμου. marsupial [μαρσουπιάλ] (επίθ.) μαρσι-
marido [μαρίδο] (ουσΥαρσ.) άντρας ποφόρος.
σύζυγος. Marte [μάρτε] (ουσΥαρσ.) Άρης (πλα­
marimacho [μαριμάτσο] (ουσΥαρσ.) νήτης).
ανδρογυναίκα. martes [μάρτες] (ουσΥαρσ.) Τρίτη,
marimorena [μαριμορένα] (ουσΥθηλ.) martillar [μαρτιγιάρ] (ρ.) σφυρηλατώ,

370
matemático

κατεργάζομαι, masilla [μασίγια] (ουσΥθηλ.) στόκος,


martillo [μαρτίγιο] (ουσ./αρσ.) σφυρί, masivo [μασίβο] (επίθ.) μαζικός,
mártir [μάρτιρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μάρ­ masoquismo [μασοκίσμο] (ουσΥαρσ.)
τυρας. μαζοχισμός,
martirio [μαρτίριο] (ουσ,/αρσ.) μαρτύ­ masoquista [μασοκίστα] 1: (ουσΥαρσ.+
ριο, βασανιστήριο, θηλ.) μαζοχιστής μαζοχίστρια, 2:
martirizar [μαρτιριθάρ] (ρ.) μαρτυρώ, (επίθ.) μαζοχιστικός.
βασανίζω, τυραννώ. masticación [μαστικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
marxismo [μαρξισμό] (ουσ,/αρσ.) μαρ­ μάσημα.
ξισμός. masticar [μαστικάρ] (ρ.) μασάω,
marxista [μαρξίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) mástil [μάστιλ] (ουσΥαρσ.) ιστός κα­
μαρξιστής μαρξίστρια, 2: (επίθ.) μαρ­ τάρτι, πάσσαλος στύλος,
ξιστικός mastuerzo [μαστουέρθο] (ουσΥαρσ.)
marzo [μάρθο] (ουσ./αρσ.) Μάρτιος, κάρδαμο,
mas [μας] (συνδ.) αλλά, όμως μα. masturbación [μαστουρμπαθιόν] (ουσΥ
más [μας] (επίρρ.) περισσότερο, πιο, θηλ.) αυνανισμός
πλέον, πια · más o menos - περίπου · masturbarse [μαστουρμπάρσε] (ρ.)
nada más - τίποτα περισσότερο/πια αυνανίζομαι,
• quiero saber más - θέλω να μάθω mata [μάτα] (ουσΥθηλ.) θάμνος,
περισσότερα · es más alto que su matadero [ματαδέρο] (ουσΥαρσ.) σφα­
padre - είναι πιο ψηλός από τον πα­ γείο.
τέρα του. matador [ματαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ταυ­
masa [μασά] (ουσΥθηλ.) 1: μάζα, 2: ρομάχος 2: (επίθ.) φονικός,
προζύμι. matamoscas [ματαμόσκας] (ουσΥαρσ.)
masacrar [μασακράρ] (ρ.) κατακρε­ μυγοσκοτώστρα,
ουργώ, σφαγιάζω, matanza [ματάνθα] (ουσΥθηλ.) σφα­
masacre [μασάκρε] (ουσ./θηλ.) σφα­ γή·
γή· matar [ματάρ] (ρ.) φονεύω, σκοτώνω,
masaje [μασάχε] (ουσΥαρσ.) μάλαξη, σφάζω.
εντριβή, μασάζ, matarratas [ματαράτας] (ουσΥαρσ.)
mascadura [μασκαδούρα] (ουσΥθηλ.) ποντικοφάρμακο,
μάσημα. matasanos [ματασάνος] (ουσΥαρσ.)
mascar [μασκάρ] (ρ.) μασάω, ψευτογιατρός κομπογιαννίτης.
máscara [μάσκαρα] (ουσΥθηλ.) μάσκα, matasellos [ματασέγιος] (ουσΥαρσ.) τα­
προσωπίδα, χυδρομική σφραγίδα,
mascota [μασκότα] (ουσΥθηλ.) 1: μα- matasuegras [ματασουέγκρας] (ουσΥ
σκότ, 2: κατοικίδιο ζώο. αρσ.) σερπαντίνα,
masculinidad [μασκουλινιδάδ] (ουσ./ mate [μάτε] (επίθ.) αλαμπής θαμπός
θηλ.) 1: αρρενωπότητα, 2: ανδρο- ματ.
πρέπεια, 3: ανδρισμός matemáticas [ματεμάτικας] (ουσΥθηλ.)
masculino [μασκουλίνο] (επίθ.) αν­ πληθ. μαθηματικά,
δροπρεπής αρρενωπός αρσενικός matemático [ματεμάτικο] 1: (ουσΥ
mascullar [μασκουγιάρ] (ρ.) μουρμου­ αρσ.) μαθηματικός (ειδικότητα), 2:
ρίζω. (επίθ.) μαθηματικός.

371
materia

materia [ματέρια] (ουσ./θηλ.) 1: ύλη, maullar [μαουγιάρ] (ρ.) νιαουρίζω,


2: θέμα. maullido [μαουγίδο] (ουσ,/αρσ.) νια-
material [ματεριάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) υλι­ ούρισμα.
κό, 2: (επίθ.) υλικός, mausoleo [μαουσολέο] (ουσ7αρσ.)
materialismo [ματεριαλισμό] (ουσ./ μαυσωλείο,
αρσ.) υλισμός, maxilar [μαξιλάρ] (επίθ.) γναθικός.
materialista [ματεριαλίστα] 1: (ουσ./ máxima [μάξιμα] (ουσ7θηλ.) γνωμικό,
αρσ.+ θηλ.) υλιστής υλίστρια, 2: αξίωμα.
(επίθ.) υλιστικός, máximo [μάξιμο] (επίθ.) μέγιστος
materializar [ματεριαλιθάρ] (ρ.) υλο­ mayo [μάγιο] (ουσ,/αρσ.) Μάιος,
ποιώ. mayonesa [μαγιονέσα] (ουσ,/θηλ.) μα­
maternal [ματερνάλ] (επίθ.) μητρικός, γιονέζα.
maternidad [μστερνιδάδ] (ουσ,/θηλ.) mayor [μαγιόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πληθ.
μητρότητα, • los mayores - οι ηλικιωμένοι, 2:
materno [ματέρνο] (επ(θ.) μητρικός, (επίθ.) μείζων, μεγαλύτερος · mi
matinal [ματινάλ] (επίθ.) πρωινός padre es mayor que m i madre - o πα­
matiz [ματίθ] (ουσ,/αρσ.) χροιά, από­ τέρας μου είναι μεγαλύτερος από τη
χρωση. μητέρα μου · m i hermana mayor - η
matorral [ματοράλ] (ουσ,/αρσ.) θα­ μεγάλη μου αδερφή,
μνώδης έκταση, mayoral [μαγιοράλ] (ουσ,/αρσ.) αρχι-
matraca [ματράκα] (ουσ,/θηλ.) ροκά­ βοσκός επιστάτης,
να, ροκάνι, mayorazgo [μαγιοράθγο] 1: (ουσΥαρσ.)
matricida [ματριθίδα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) πρωτοτόκια, 2: (επίθ.) πρωτότοκος
μητροκτόνος mayordomo [μαγιορδόμο] (ουσ,/αρσ.)
matricidio [ματριθίδιο] (ουσΥαρσ.) μη­ οικονόμος,
τροκτονία, mayoría [μαγιορία] (ουσ./θηλ.) (de)
matricula [ματρίκουλα] (ουσ./θηλ.) 1: πλειοψηφία · la mayoría de la gente
εγγραφή, μητρώο, 2: αριθμός κυκλο­ cree que es correcto - η πλειοψηφία
φορίας του κόσμου πιστεύει ότι είναι σω­
matricular [ματρικουλάρ] (ρ.) εγγρά­ στό.
φω. mayorista [μανιορίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
matrimonial [ματριμονιάλ] (επίθ.) συ­ χονδρέμπορος
ζυγικός γαμήλιος, mayorítario [μαγιοριτάριο] (επίθ.) πλειο­
matrimonio [ματριμόνιο] (ουσ,/αρσ.) ψηφικός
1: γάμος 2: ανδρόγυνο, mayúscula [μαγιούσκουλα] (ουσ,/θηλ.)
matriz [ματρίθ] (ουσ,/θηλ.) 1: μήτρα, 2: κεφαλαίο γράμμα,
καλούπι, 3: στέλεχος, mayúsculo [μαγιούσκουλο] (επίθ.) 1:
matrona [ματρόνα] (ουσ,/θηλ.) μαία, τεράστιος 2: τρομερός φοβερός
μαμή. maza [μάθα] (ουσ7θηλ.) ράβδος ρό­
matute [ματούτε] (ουσ,/αρσ.) λαθρε­ παλο.
μπόριο. mazapán [μαθαπάν] (ουσ,/αρσ.) αμυ­
matutero [ματουτέρο] (ουσ,/αρσ.) λα­ γδαλωτό.
θρέμπορος, mazar [μαθάρ] (ρ.) χτυπάω γάλα για να
matutino [ματουτίνο] (επίθ.) πρωινός. το κάνω βούτυρο.

372
medieval

mazmorra [μαθμόρα] (ουσΥθηλ.) υπό­ media3 [μέδια] (ουσ,/θηλ.) 1: μέσος


γεια φυλακή, μπουντρούμι, όρος, 2: το μισό.
mazo [μάθο] (ουσΥαρσ.) ξύλινο σφυ­ mediación [μεδιαθιόν] (ουσΥθηλ.) με­
ρί. σολάβηση, παρέμβαση,
mazorca [μαθόρκα] (ουσΥθηλ.) στάχυ, mediador [μεδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) με­
me [με] (προσωπική αντ.) με, μου · σολαβητής, διαμεσολαβητής μεσά­
¿m e ves? - με βλέπεις; · ¿m e das el ζων.
pan? - μου δίνεις το ψωμί;, medialuna [μεδιαλούνα] (ουσΥθηλ.) μι­
meada [μεάδα] (ουσΥθηλ.) ούρο, κά- σοφέγγαρο,
τουρο. medianamente [μεδιαναμέντε] (επίρρ.)
mear [μεάρ] (ρ.) ουρώ, κατουρώ. μετριοπαθώς μέτρια,
mecachis [μεκάτσις] (επιφ.) να πάρει! medianería [μεδιανερία] (ουσΥθηλ.)
διάολε!. μεσοτοιχία,
mecánica [μεκάνικα] (ουσΥθηλ.) μη­ medianero [με£ιανέρο] 1; (ουσΥαρσ.)
χανική. γείτονας 2: (επίθ.) διαχωριστικός.
mecánico [μεκάνικο] 1: (ουσΥαρσ.) medianía [μεδιανία] (ουσΥθηλ.) 1: με­
μηχανικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) μη­ τριότητα, 2; μέσος όρος.
χανικός. mediano [μεδιάνο] (επίθ.) μέτριος
mecanismo [μεκανίσμο] (ουσΥαρσ.) medianoche [μεδιανότσε] (ουσΥθηλ.)
μηχανισμός, μεσάνυχτα,
mecanización [μεκανιθαθιόν] (ουσΥ mediante [μεδιάν'τε] (πρόθ.) μέσω.
θηλ.) μηχανοποίηση, mediar [μεδιάρ] (ρ.) παρεντίθεμαι, πα­
mecanizar [μεκανιθάρ] (ρ.) μηχανο­ ρεμβαίνω, μεσολαβώ,
ποιώ. médica [μέδικα] (ουσΥθηλ.) γυναίκα
mecanografía [μεκανογραφία] (ουσΥ γιατρός.
θηλ.) δακτυλογράφηση, μηχανογρά­ medicación [μεδικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
φηση. θεραπεία, αγωγή,
mecanógrafo [μεκανόγραφο] (ουσΥ medicamento [μεδικαμέν'το] (ουσ./
αρσ.) δακτυλογράφος. αρσ.) φάρμακο,
mecedora [μεθεδόρα] (ουσΥθηλ.) κου­ medicina [μεδιθίνα] (ουσΥθηλ.) 1: φάρ­
νιστή πολυθρόνα, μακο, 2: ιατρική,
mecer [μεθέρ] (ρ.) 1: κουνώ, λικνίζω, 2: medicinal [μεδιθινάλ] (επίθ.) ιαματικός
νανουρίζω, θεραπευτικός ιατρικός,
mecha [μέτσα] (ουσΥθηλ.) φιτίλι, medicinar [μεδιθινάρ] (ρ.) συνταγο-
mechar [μετσάρ] (ρ.) παραγεμίζω (ένα γραφώ.
φαγητό). medición [μεδιθιόν] (ουσΥθηλ.) μέτρη­
mechero [μετσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: ανα­ ση.
πτήρας, 2: καυστήρας, médico [μέδικο] 1: (ουσΥαρσ.) για­
mechón [μετσόν] (ουσΥαρσ.) φούντα, τρός 2: (επίθ.) ιατρικός,
medalla [μεδάγια] (ουσΥθηλ.) μετάλ­ medida [μεδίδα] (ουσΥθηλ.) 1: μέτρο,
λιο. 2: μέτρηση,
medallón [μεδαγιόν] (ουσΥαρσ.) 1: με­ medidor [μεδιδόρ] (ουσΥαρσ.) μετρη­
τάλλιο, 2: μενταγιόν. τής
media' [μέδια] (ουσΥθηλ.) καλτσόν. medieval [μεδιεβάλ] (επίθ.) μεσαιω­

373
medio

νικός. κινο κρασί είναι καλύτερο από το


medio [μέδιο] 1: (ουσΥαρσ.) μέσον, μέ­ λευκό, 2: (επίρρ.) καλύτερα · mejor
ση, κέντρο, 2: (επίθ.) μισός 3: (επίρρ.) que no te vayas - καλύτερα να μην
μισό. πας · ya me siento mejor - ήδη νιώθω
Medio Oriente [μέδιο οριέν'τε] (ουσ./ καλύτερα,
αρσ.) Μέση Ανατολή, mejora [μεχόρα] (ουσ,/θηλ.) βελτίω­
mediocre [μεδιόκρε] (επίθ.) μέτριος, ση, καλυτέρευση,
mediocridad [μεδιοκριδάδ] (ουσΥ mejorable [μεχοράμπλε] (επίθ.) βέλτιος.
θηλ.) μετριότητα, mejoramiento [μεχοραμιέν'το] (ουσ./
mediodía [μεδιοδία] (ουσΥαρσ.) με­ αρσ.) βελτίωση,
σημέρι, mejorana [μεχοράνα] (ουσΥθηλ.) μα­
medir [μεδίρ] (ρ.) μετρώ, ντζουράνα,
meditabundo [μεδιταμποΰν'ντο] (επίθ.) mejorar [μεχοράρ] (ρ.) καλυτερεύω,
σκεπτικός στοχαστικός βελτιώνω,
meditación [μεδιταθιόν] (ουσΥθηλ.) mejoría [μεχορία] (ουσΥθηλ.) καλυτέ­
συλλογισμός στοχασμός σκέψη, ρευση, βελτίωση,
meditar [μεδιτάρ] (ρ.) συλλογίζομαι, mejunje [μεχούνχε] (ουσΥαρσ.) 1: πα­
στοχάζομαι, σκέφτομαι, ρασκεύασμα, 2:συνονθύλευμα,
meditativo [μεδιτατίβο] (επίθ.) στοχα­ melado [μελάδο] 1: (ουσΥαρσ.) σιρόπι,
στικός. 2: (επίθ.) μελής στο χρώμα, μελένιος.
Mediterráneo [μεδιτεράνεο] (ουσΥαρσ.) melancolía [μελανκολία] (ουσΥθηλ.)
η Μεσόγειος κατήφεια, μελαγχολία, θλίψη,
mediterráneo [μεδιτεράνεο] (επίθ.) melancólico [μελανκόλικο] (επίθ.) κα-
μεσογειακός, τηφής μελαγχολικός θλιμμένος,
medra [μέδρα] (ουσΥθηλ.) 1: αύξηση, melaza [μελάθα] (ουσΥθηλ.) μελάσα,
2: βελτίωση, melena [μελένα] (ουσΥθηλ.) χαίτη,
medrar [μεδράρ] (ρ.) 1: αυξάνω, 2: melenudo [μελενούδο] (επίθ.) μακρυ-
βελτιώνω, μάλλης
medroso [μεδρόσο] (επίθ.) φοβισμέ­ melifluo [μελίφλουο] (επίθ.) μελίρρυ­
νος δειλός, τος μελιστάλαχτος,
médula [μέδουλα] (ουσΥθηλ.) νωτιαίος melindre [μελίνδρε] (ουσΥαρσ.) λου­
μυελός μεδούλι, κουμάς.
medusa [μεδούσα] (ουσΥθηλ.) μέδου­ mella [μέγια] (ουσΥθηλ.) εγκοπή, εντο­
σα. μή·
megáfono [μεγάφονο] (ουσ,/αρσ.) με­ mellado [μεγιάδο] (επίθ.) οδοντωτός
γάφωνο. mellar [μεγιάρ] (ρ.) ζημιώνω, βλάπτω,
megalómano [μεγαλόμανο] (επίθ.) με- mellizo [μεγίθο] 1: (ουσΥαρσ.) δίδυ­
γαλομανής. μος 2: (επίθ.) δίδυμος (διζυγωτικός).
mejilla [μεχίγια] (ουσΥθηλ.) παρειά, melocotón [μελοκοτόν] (ουσΥαρσ.)
μάγουλο, ροδάκινο,
mejillón [μεχιγιόν] (ουσΥαρσ.) μύδι. melodía [μελοδία] (ουσΥθηλ.) μελωδία,
mejor [μεχόρ] 1: (επίθ.) καλύτερος · melódico [μελόδικο] (επίθ.) μελωδι­
según yo el vino tinto es mejor que el κός.
blanco - κατά τη γνώμη μου το κόκ­ melodrama [μελοδράμα] (ουσΥαρσ.)

374
mensaje

μελόδραμα, 1: ξεροκόμματο, 2: τούβλο,


melodramático [μελοδραμάτικο] (επίθ.) menear [μενεάρ] (ρ.) κουνώ, σείω.
μελοδραματικός, menester [μενεστέρ] (ουσΥαρσ.) 1: έλ­
melón [μελόν] (ουσΥαρσ.) 1: πεπόνι, λειψη, 2:ανάγκη,
2: χαζός. menesteroso [μενεστερόσο] (επίθ.)
melosidad [μελοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) γλυ- άπορος, ενδεής
κύτητα. mengano/a [μενγκάνο/να] (αντ.) τά­
meloso [μελόσο] (επίθ.) μελίρρυτος δε.
μελιστάλαχτος γλυκός, mengua [μένγουα] (ουσΥθηλ.) 1: ελάτ­
melodioso [μελοδιόσο] (επίθ.) μελω­ τωση, μείωση, 2: παρακμή,
δικός. menguante [μενγουάν^ε] (επίθ.) μειού-
membrana [μεμ'μπράνα] (ουσΥθηλ.) μενος
μεμβράνη, menguar [μενγκουάρ] (ρ.) ελαττώνω,
membrete [μεμ'μπρέτε] (ουσ/αρσ.) μειώνω.
επικεφαλίδα, τίτλος menopausia [μενοπάουσια] (ουσ./
membrillo [μεμ'μπρίγιο] (ουσΥαρσ.) θηλ.) εμμηνόπαυση,
κυδώνι. menor [μενόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ανή­
memo [μέμο] 1: (ουσΥαρσ.) χαζός 2: λικος 2: (επίθ.) μικρότερος · mi
(επίθ.) ηλίθιος hermana menor - η μικρότερή μου
memorable [μεμοράμπλε] (επίθ.) αξιο­ αδερφή · mi hermana es m enor que
μνημόνευτος yo - η αδερφή μου είναι μικρότερη
memoria [μεμόρια] (ουσΥθηλ.) μνήμη, από εμένα,
ανάμνηση, μνημονικό. menoría [μενορία] (ουσΥθηλ.) μειο­
memorial [μεμοριάλ] (ουσΥαρσ.) υπό­ ψηφία.
μνημα. menos [μένος] 1: (ουσΥαρσ.) μείον,
memorización [μεμοριθαθιόν] (ουσ./ πλην, 2: (επίθ.) λιγότερος · la nueva
θηλ.) απομνημόνευση, αποστήθιση, casa es menos grande que la de
memorizar [μεμοριθάρ] (ρ.) απομνη- antes - το καινούριο σπίτι είναι λιγό-
μονεύω, αποστηθίζω, τερο μεγάλο από το προηγούμενο,
mena [μένα] (ουσΥθηλ.) μετάλλευμα, 3: (επίρρ.) λιγότερο, λιγότερα · este
mención [μενθιόν] (ουσΥθηλ.) μνεία, mes trabajaré menos, te lo prometo
αναφορά, - αυτόν τον μήνα θα δουλέψω λιγό-
mencionar [μενθιονάρ] (ρ.) μνημο­ τερο, στο υπόσχομαι · a menos que
νεύω, αναφέρω, - εκτός και αν · por lo menos - τουλά­
mendacidad [μεν'νταθιδάδ] (ουσ./ χιστον · más o menos - περίπου.
θηλ.) αναλήθεια, ψεύδος, menospreciable [μενοσπρεθιάμπλε]
mendaz [μενδάθ] (επίθ.) ψευδόμενος. (επίθ.) αξιοκαταφρόνητος,
mendicidad [μεν'ντιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) menospreciar [μενοσπρεθιάρ] (ρ.) πε­
επαιτεία, ζητιανιά, ριφρονώ, αψηφώ, αγνοώ, (καθ.) σνο­
mendigar [μεν'ντιγάρ] (ρ.) επαιτώ, ζη­ μπάρω.
τιανεύω. menosprecio [μενοσπρέθιο] (ουσΥαρσ.)
mendigo [μεν'ντίγο] (ουσΥαρσ.) επαί­ περιφρόνηση, αγνόηση, (καθ.) σνομπι-
τη ς ζητιάνος, σμός.
mendrugo [μεν'ντρούγο] (ουσΥαρσ.) mensaje [μενσάχε] (ουσΥαρσ.) μήνυ-

375
mensajero

μα, αναγγελία, διάγγελμα, μωμένος 2: (επίρρ.) a menudo - συ-


mensajero [μενσαχέρο] (ουσ,/αρσ.) αγ­ χνά.
γελιοφόρος μαντατοφόρος, menique [μενίκε] (ουσ./αρσ.) μικρό
menstruación [μενστρουαθιόν] (ουσ./ δάκτυλο.
θηλ.) εμμηνόρροια, εμμηνορρυσία, meollo [μεόγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: ουσία,
περίοδος, 2: μεδούλι,
menstrual [μενστρουάλ] (επίθ.) έμμη- mequetrefe [μεκετρέφε] (ουσ,/αρσ.) ακα­
νος μηνιαίος, μάτης ανεπρόκοπος αχαΐρειπος
menstruar [μενστρουάρ] (ρ.) έχω εμ­ mercachifle [μερκατσίφλε] (ουσ7αρσ.)
μηνόρροια, έχω περίοδο, ασήμαντος έμπορος,
mensual [μενσουάλ] (επίθ.) μηνιαίος, mercader [μερκαδέρ] (ουσ,/αρσ.) έμπο­
mensualidad [μενσουαλιδάδ] (ουσ./ ρος
θηλ.) μηνιάτικο, μισθός, mercado [μερκάδο] (ουσ./αρσ.) αγο­
mensurable [μενσουράμπλε] (επίθ.) ρά.
μετρήσιμος, mercancía [μερκανθία] (ουσ/θηλ.) εμπό­
menta [μέν'τα] (ουσ./θηλ.) 1: μέντα, 2: ρευμα
δυόσμος. mercante [μερκάν'τε] (επίθ.) εμπορι­
mentado [μεν'τάδο] (επίθ.) 1: διάση­ κός (για οχήματα).
μος 2: προαναφερθείς. mercantil [μερκαν'τίλ] (επίθ.) εμπορι­
mental [μεν'τάλ] (επίθ.) νοερός διανο­ κός.
ητικός πνευματικός, mercenario [μερθενάριο] (ουσ,/αρσ.)
mentalidad [μενταλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) μισθοφόρος,
νοοτροπία, mercería [μερθερία] (ουσ,/θηλ.) ψιλι-
mentalmente [μεν'τάλμεν'τε] (επίρρ.) κατζίδικο.
νοερά, διανοητικά, mercurio [μερκούριο] (ουσ,/αρσ) (Χημ.)
mentar [μεν'τάρ] (ρ.) αναφέρω, υδράργυρος
mente [μέν'τε] (ουσ./θηλ.) νους διά­ merecer [μερεθέρ] (ρ.) αξίζω,
νοια, νόηση, ευφυΐα, merecido [μερεθίδο] (ουσ./αρσ.) επά­
mentecato [μεν'τεκάτο] 1: (ουσ,/αρσ.) ξια τιμωρία,
χαζός 2: (επίθ.) χαζός ανόητος, merendar [μερεν'ντάρ] (ρ.) κολατσί­
mentir [μεν'τίρ] (ρ.) ψεύδομαι, ζω.
mentira [μεν'τίρα] (ουσΥθηλ.) ψεύδος merengue [μερένγκε] (ουσ./αρσ.) μα­
ψέμα. ρέγκα.
mentiroso [μεν'τιρόσο] 1: (ουσ,/αρσ.) meridiano [μεριδιάνο] 1: (ουσΥαρσ.)
ψεύτης 2: (επίθ.) ψευδόμενος. μεσημβρινός 2: (επίθ.) μεσημβρινός
mentís [μεν'τίς] (ουσΥαρσ.) διάψευση, μεσημεριάτικος,
ανασκευή, meridional [μεριδιονάλ] 1: (ουσ,/αρσ.)
mentón [μεν'τόν] (ουσΥαρσ.) πιγούνι, νότιος (κάτοικος του νότου), 2: (επίθ.)
menú [μενού] (ουσ,/αρσ.) μενού, νότιος.
menudear [μενουδεάρ] (ρ.) επανα­ merienda [μεριέν'ντα] (ουσ/θηλ.) κο­
λαμβάνω συχνά, λατσιό.
menudillos [μενουδίγιος] (ουσΥαρσ.) mérito [μέριτο] (ουσ,/αρσ.) αξία.
πληθ. εντόσθια πουλερικών, mermar [μερμάρ] (ρ.) ελαττώνω, μειώ­
menudo [μενούδο] 1: (επίθ.) μικροκα- νω.

376
microbiólogo

mermelada [μερμελάδα] (ουσΥθηλ.) μειγνύομαι, ανακατώνομαι, εμπλέ­


μαρμελάδα. κομαι.
mero [μέρο] (επίθ.) 1: μόνος, 2: απέριτ­ meticuloso [μετικουλόσο] (επίθ.) σχο­
τος απλός, λαστικός προσεκτικός λεπτολόγος,
merodear [μεροδεάρ] (ρ.) τριγυρίζω, metódico [μετόδικο] (επίθ.) μεθοδι­
περιφέρομαι, κός συστηματικός,
mes [μες] (ουσΥαρσ.) μήνας, método [μέτοδο] (ουσΥαρσ.) μέθο­
mesa [μέσα] (ουσΥθηλ.) τραπέζι · δος σύστημα,
poner la mesa - στρώνω το τραπέζι metodología [μετοδολοχία] (ουσΥ
• recoger la mesa - μαζεύω το τρα­ θηλ.) μεθοδολογία,
πέζι. metomentodo [μετομεν'τόδο] (επίθ.)
meseta [μεσέτα] (ουσΥθηλ.) πλατύ­ αυτός που αναμειγνύεται σε όλα.
σκαλο. metraje [μετράχε] (ουσΥαρσ.) μήκος
mesilla [μεσίγια] (ουσΥθηλ.) τραπε­ ταινίας.
ζάκι · mesilla de noche - τραπεζάκι métrico [μέτρικο] (επίθ.) μετρικός,
νυκτός metro [μέτρο] (ουσΥαρσ.) 1: μέτρο, 2:
mesón [μεσόν] (ουσΥαρσ.) πανδοχείο, μετρό.
χάνι. mezcla [μέθκλα] (ουσΥθηλ.) μίγμα,
mestizo [μεστίθο] 1: (ουσΥαρσ.) μιγάς ανάμειξη, ανακάτωμα.
2: (επίθ.) διασταυρωμένος, mezclar [μεθκλάρ] (ρ.) αναμειγνύω, ανα­
mesura [μεσούρα] (ουσ,/θηλ.) μετριο­ κατώνω.
πάθεια, συμβιβαστικότητα, mezcolanza [μεθκολάνθα] (ουσΥθηλ.)
meta [μέτα] (ουσΥθηλ.) 1: τέρμα (πο­ ανακατωσούρα,
δόσφαιρο), 2: σκοπός στόχος mezquindad [μεθκινδάδ] (ουσΥθηλ.)
metabolismo [μεταμπολίσμο] (ουσΥ 1: τσιγκουνιά, 2: μικροπρέπεια, μι­
αρσ.) μεταβολισμός, κρότητα.
metáfora [μετάφορα] (ουσΥθηλ.) με­ mezquino [μεθκίνο] (επίθ.) μικροπρε­
ταφορά. πής πενιχρός, ευτελής,
metal [μετάλ] (ουσΥαρσ.) μέταλλο, mezquita [μεθκίτα] (ουσΥθηλ.) τζαμί,
metálico [μετάλικο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) mi [μι] (κτητικό επίθ.) μου · mi padre
κέρμα, (β) χρήματα, 2: (επίθ.) μεταλ­ - ο πατέρας μου · mi madre - η μη­
λικός · pagar en metálico- πληρώνω τέρα μου.
τοις μετρητοίς. mí [μι] (προσωπική αντ.) εμένα · ¿es
metalurgia [μεταλούρχια] (ουσΥθηλ.) para m i? - είναι για μένα; · piensa en
μεταλλουργία, m i - σκέψου εμένα · por mi, ¡sil - για
meteorito [μετεορίτο] (ουσΥαρσ.) με­ μένα (από την πλευρά μου), ναι! *¿te
τεωρίτης. vas sin m i? - φεύγεις χωρίς εμένα;,
meteoro [μετεόρο] (ουσΥαρσ.) μετέω­ miaja [μιάχα] (ουσΥθηλ.) ψίχα.
ρο. microbio [μικρόμπιο] (ουσΥαρσ.) μι­
meteorólgico [μετεορολόχικο] (επίθ.) κρόβιο.
μετεωρολογικός, microbiología [μικρομπιολοχία] (ουσΥ
meter [μετέρ] (ρ.) βάζω, τοποθετώ, θηλ.) μικροβιολογία,
χώνω. microbiólogo [μικρομπιόλογο] (ουσΥ
meterse [μετέρσε] (ρ.) μπαίνω, ανα­ αρσ.) μικροβιολόγος

377
micrófono

micrófono [μικρόφονο] (ουσ./αρσ.) λια.


μικρόφωνο, milagro [μιλάγρο] (ουσΥαρσ.) θαύμα,
microonda [μικροόν'ντα] (ουσΥθηλ.) milagroso [μιλαγρόσο] (επίθ.) θαυμα­
μικροκύμα · horno de microondas - τουργός.
φουρνάκι μικροκυμάτων, milenario [μιλενάριο] (επίθ.) χιλιετής
microscopio [μικροσκόπιο] (ουσ./ milenio [μιλένιο] (ουσΥαρσ.) χιλιετία,
αρσ.) μικροσκόπιο, milésimo [μιλέσιμο] (αριθμ. επίθ.) χι­
miedo [μιέδο] (ουσΥαρσ.) δειλία, φό­ λιοστός
βος. mili [μίλι] (ουσΥθηλ.) θητεία,
miedoso [μιεδόσο] (επίθ.) δειλός, άναν­ milicia [μιλίθια] (ουσΥθηλ.) πολιτοφυ­
δρος φοβητσιάρης, λακή.
miel [μιέλ] (ουσΥθηλ.) μέλι. miliciano [μιλιθιάνο] (ουσ,/αρσ.) πολι­
miembro [μιέμ'μπρο] (ουσΥαρσ.) μέ­ τοφύλακας εθνοφρουρός,
λος άκρο. miligramo [μιλιγράμο] (ουσΥαρσ.) χι­
mientes [μιέν'τες] (ουσΥθηλ.) πληθ. λιόγραμμο,
σκέψεις mililitro [μιλιλίτρο] (ουσΥαρσ.) χιλιό­
mientras [μιέν'τρας] 1:(επίρρ.) ενώ λιτρο.
• hablaba por teléfono mientras milímetro [μιλίμετρο] (ουσΥαρσ.) χι­
conducía -μιλούσε στο τηλέφωνο λιοστό, χιλιοστόμετρο,
ενώ οδηγούσε, 2: (σύνδ. εναντ.) militante [μιλιτάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.)
• mientras que - ενώ · el primer στρατιώτης μαχητής 2: (επίθ.) στρα-
ejercicio es sencillo mientras que el τευμένος.
segundo es difícil - η πρώτη άσκηση militar1[μιλιτάρ] (ρ.) στρατεύομαι, υπη­
είναι εύκολη, ενώ η δεύτερη είναι δύ­ ρετώ.
σκολη · mientras tanto - εντωμεταξύ militar1 [μιλιτάρ] 1: (ουσΥαρσ.) στρα­
• voy al supermenrcado, tú mientras τιωτικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) στρα­
tanto empieza a cocinar - πάω στο τιωτικός.
σούπερ μάρκετ, εσύ εντωμεταξύ ξε­ militarizar [μιλιταριθάρ] (ρ.) επιστρα­
κίνα να μαγειρεύεις τεύω.
miércoles [μιέρκολες] (ουσΥαρσ.) Τε­ milla [μίγια] (ουσΥθηλ.) μίλι.
τάρτη. millar [μιγιάρ] (ουσΥαρσ.) χιλιάδα,
mierda [μιέρδα] (ουσΥθηλ.) περιττώ­ millón [μιγιόν] (ουσΥαρσ.) εκατομμύ­
ματα, ακαθαρσίες κόπρανα, σκατά. ριο.
mies [μιές] (ουσΥθηλ.) πληθ. ώριμα millonada [μιγιονάδα] (ουσΥθηλ.) εκα­
στάχυα. τομμύριο,
miga [μίγα] (ουσΥθηλ.) 1: ψίχα, 2: μι­ millonario [μιγιονάριο] (ουσΥαρσ.)
κρό κομμάτι, εκατομμυριούχος,
migaja [μιγάχα] (ουσΥθηλ.) ψίχουλο, millonésimo [μιγιονέσιμο] (αριθμ. επίθ.)
migración [μιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) με­ εκατομμυριοστός,
τανάστευση, αποδημία, mimado [μιμάδο] (επίθ.) κακομαθη-
migratorio [μιγρατόριο] (επίθ.) μετα- μένος.
ναστευτικός, αποδημητικός mimar [μιμάρ] (ρ.) παραχαϊδεύω, κα­
mijo [μίχο] (ουσΥαρσ.) κεχρί, κομαθαίνω,
mil [μιλ] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) χί­ mimbre [μίμ'μπρε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)

378
misceláneo

λυγαριά, ιτιά. γός.


mimbrearse [μιμ'μπρεάρσε] (ρ.) λι­ minoría [μινορία] (ουσΥθηλ.) μειονό­
κνίζομαι, ταλαντεύομαι, τητα, μειοψηφία,
mimbrera [μιμ'μπρέρα] (ουσ./θηλ.) minoritario [μινοριτάριο] (επίθ.) μειο­
λυγαριά, λυγιά. νοτικός μειοψηφικός.
mimeógrafo [μιμεόγραφο] (ουσΥαρσ.) minuciosidad [μινουθιοσιδάδ] (ουσΥ
πολύγραφος, θηλ.) σχολαστικότητα,
mimesis [μιμέσις] (ουσΥθηλ.) μίμηση, minucioso [μινουθιόσο] (επίθ.) λεπτο­
mimetismo [μιμετίσμο] (ουσΥαρσ.) μι­ μερής σχολαστικός λεπτολόγος,
μητισμός, minúscula [μινούσκουλα] (ουσΥθηλ.)
mímica [μίμικα] (ουσΥθηλ.) παντομί­ μικρό γράμμα,
μα. minúsculo [μινούσκουλο] (επίθ.) 1: ελά­
mimo [μίμο] (ουσΥαρσ.) 1: χάδι, 2: νά­ χιστος 2: μικρός,
ζι, 3: μίμος, minutero [μινουτέρο] (ουσΥαρσ.) λε-
mimoso [μιμόσο] (επίθ.) χαδιάρης, να­ πτοδείχτης
ζιάρης. minuto [μινούτο] (ουσΥαρσ.) λεπτό,
mina [μίνα] (ουσΥθηλ.) 1: ορυχείο με­ mío [μίο] (κτητική αντ.) δικό μου · este
τάλλων, μεταλλείο, 2: νάρκη, 3: υπό­ coche es (el) mío -αυτό το αμάξι είναι
νομος. (το) δικό μου.
minar [μινάρ] (ρ.) υπονομεύω, υπο­ miope [μιόπε] 1: (ουσΥαρσ.) μύωπας
σκάπτω, ναρκοθετώ, δυναμιτίζω, 2: (επίθ.) μυωπικός
mineral [μινεράλ] (επίθ.) ορυκτός με­ miopía [μιοπία] (ουσΥθηλ.) μυωπία,
ταλλικός · agua mineral - μεταλλικό mira [μίρα] (ουσΥθηλ.) 1: στόχαστρο,
νερό. σκοπευτικό όργανο, 2: προοπτική,
mineralogía [μινεραλοχία] (ουσΥθηλ.) στόχος.
ορυκτολογία, mirada [μιράδα] (ουσΥθηλ.) βλέμμα,
mineralogista [μινεραλοχίστα] (ουσ./ κοίταγμα, ματιά,
αρσ.) ορυκτολόγος. mirador [μιραδόρ] (ουσΥαρσ.) παρα­
minería [μινερία] (ουσΥθηλ.) μετάλ­ τηρητήριο,
λευση. mirar [μιράρ] (ρ.) κοιτάζω, προσέχω,
minero [μινέρο] (ουσΥαρσ.) μεταλ­ παρατηρώ,
λωρύχος. miríada [μιρίαδα] (ουσΥθηλ.) μυριά­
miniatura [μινιατούρα] (ουσΥθηλ.) μι­ δα.
κρογραφία, μινιατούρα, mirilla [μιρίγια] (ουσΥθηλ.) ματάκι πόρ­
minifalda [μινιφάλδα] (ουσΥθηλ.) μίνι τας.
φούστα. mirlo [μίρλο] (ουσΥαρσ.) κότσυφας,
minimizar [μινιμιθάρ] (ρ.) ελαχιστο­ misa [μίσα] (ουσΥθηλ.) θεία λειτουρ­
ποιώ. γία.
mínimo [μίνιμο] (επίθ.) ελάχιστος, misántropo [μιαάντροπο] (ουσΥαρσ.)
ministerial [μινιστεριάλ] (επίθ.) υπουρ­ μισάνθρωπος,
γικός. miscelánea [μισθελάνεα] (ουσΥθηλ.)
ministerio [μινιστέριο] (ουσΥαρσ.) υπουρ­ ποικιλία.
γείο. misceláneo [μισθελάνεο] (επίθ.) πολυ­
ministro [μινίστρο] (ουσΥαρσ.) υπουρ­ σχιδής ποικίλος πολύπλευρος.

379
miserable

miserable [μισεράμπλε] (επίθ.) 1: άθλ­ mitra [μίτρα] (ουσ,/θηλ.) μίτρα (επι­


ιος ελεεινός αξιολύπητος αχρείος σκόπου).
2: δυστυχής κακομοίρης mixto [μίξτο] (επίθ.) μεικτός ανάμει­
miseria [μισέρια] (ουσΥθηλ.) 1: αθλιό­ κτος.
τητα, 2: κακομοιριά, μιζέρια, 3: τσι­ mixtura [μιξτούρα] (ουσΥθηλ.) μείγμα,
γκουνιά. mobiliario [μομπιλιάριο] (ουσΥαρσ.) επί­
misericordia [μισερικόρδια] (ουσ,/θηλ.) πλωση.
οίκτος έλεος ευσπλαχνία, συμπόνια, mocedad [μοθεδάδ] (ουσΥθηλ.) νιάτα,
misericordioso [μισερικορδιόσο] (επίθ.) mocetón [μοθετόν] (επίθ.) γεροδεμέ­
ελεήμων, ευσπλαχνικός συμπονετι­ νος ρωμαλέος,
κός moción [μοθιόν] (ουσΥθηλ.) πρόταση,
misero [μίσερο] (επίθ.) άθλιος ελεει­ moco [μόκο] (ουσΥαρσ.) μύξα, βλέν-
νός κακομοίρης μίζερος, να.
misil [μισίλ] (ουσ,/αρσ.) πύραυλος mocoso [μοκόσο] (επίθ.) μυξιάρικος
misión [μισιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αποστο­ mochila [μοτσίλα] (ουσΥθηλ.) σακίδιο
λή, 2: ιεραποστολή, πλάτης.
misionero [μισιονέρο] (ουσ,/αρσ.) ιε­ mocho [μότσο] (επίθ.) κομμένος,
ραπόστολος, moda [μόδα] (ουσΥθηλ.) μόδα, στυλ ·
mismo [μίσμο] 1: (επίθ.) ίδιος · es Ια está de moda - είναι της μόδας,
misma chica de ayer - είναι η ίδια modales [μοδάλες] (ουσΥαρσ.) πληθ.
κοπέλα από χθες 2: (επίρρ.) το ίδιο τρόποι.
• creo lo mismo - πιστεύω το ίδιο modalidad [μοδαλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
• ahora mismo - αμέσως · /quiero είδος ποικιλία, τρόπος,
comer ahora mismol - θέλω να φάω modelador [μοδελαδόρ] (ουσΥαρσ.)
τώρα αμέσως. μακετίστας,
misógino [μισόχινο] (ουσ,/αρσ.) μισο­ modelar [μοδελάρ] (ρ.) πλάθω, δια­
γύνης. μορφώνω,
misterio [μιοτέριο] (ουσΥαρσ.) 1: μυ­ modelo [μοδέλο] (ουσΥαρσ.) πρότυ­
στήριο, 2: αίνιγμα, μυστικό, πο, υπόδειγμα, μοντέλο,
misterioso [μιστεριόσο] (επίθ.) μυστη­ moderación [μοδεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
ριώδης μυστήριος, μετριοπάθεια,
místico [μίστικο] 1: (ουσ,/αρσ.) μυστι- moderado [μοδεράδο] (επίθ.) μετρη­
κιστής 2: (επίθ.) μυστικός απόκρυ­ μένος μετριοπαθής
φος. moderador [μοδεραδόρ] (ουσΥαρσ.)
mitad [μιτάδ] (ουσ,/θηλ.) μισό. συντονιστής ρυθμιστής
mitigación [μιτιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) με- moderar [μοδεράρ] (ρ.) κατευνάζω,
τριασμός. μετριάζω,
mitigar [μιτιγάρ] (ρ.) ελαφρώνω, με­ modernidad [μοδερνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
τριάζω. νεωτερισμός καινοτομία,
mitin [μίτιν] (ουσ,/αρσ.) συλλαλητή­ modernización [μοδερνιθαθιόν] (ουσΥ
ριο, διαδήλωση, θηλ.) εκσυγχρονισμός εκμοντερνι-
mito [μίτο] (ουσ,/αρσ.) μύθος σμός
mitología [μιτιλοχία] (ουσ,/θηλ.) μυ­ modernizar [μοδερνιθάρ] (ρ.) εκσυγ­
θολογία. χρονίζω, νεωτερίζω, εκμοντερνίζω.

380
molinero

moderno [μοδέρνο] (επίθ.) σύγχρο­ moho [μόο] (ουσΥαρσ.) μούχλα,


νος, μοντέρνος, mojado [μοχάδο] (επίθ.) βρεγμένος
modestia [μοδέστια] (ουσ,/θηλ.) με­ μουλιασμένος μουσκεμένος,
τριοφροσύνη, σεμνότητα, mojadura [μοχαδούρα] (ουσΥθηλ.)
modesto [μοδέστο] (επίθ.) μετριόφρων, μούλιασμα.
σεμνός. mojar [μοχάρ] (ρ.) υγραίνω, βρέχω,
módico [μόδικο] (επίθ.) μέτριος, μουσκεύω,
modificación [μοδιφικαθιόν] (ουσ./ mojigatería [μοχιγατερία] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) μετατροπή, τροποποίηση, υποκρισία,
modificar [μοδιφικάρ] (ρ.) μεταβάλλω, mojigato [μοχιγάτο] 1: (ουσΥαρσ.)
μετατρέπω, τροποποιώ, υποκριτής 2: (επίθ.) υποκριτικός
modismo [μοδίσμο] (ουσ./αρσ.) ιδιω­ mojón [μοχόν] (ουσΥαρσ.) ορόσημο,
ματισμός, σηματοδείκτης.
modista [μοδίστα] (ουσ./θηλ.) μοδί­ molar [μολάρ] (ουσΥαρσ.) τραπεζίτης
στρα, ράφτρα, (δόντι), γομφίος,
modisto [μοδίστο] (ουσ./αρσ.) σχεδια­ molde [μόλντε] (ουσΥαρσ.) καλούπι,
στής μόδας, μήτρα, φόρμα,
modo [μόδο] (ουσΥαρσ.) 1: τρόπος 2: moldear [μολντεάρ] (ρ.) καλουπώνω,
(Γραμμ.) έγκλιση, πλάθω, διαπλάθω, διαμορφώνω,
modorra [μοδόρα] (ουσ./θηλ.) υπνη­ moldura [μολδούρα] (ουσΥθηλ.) κα­
λία, νύστα, λούπωμα,
modorro [μοδόρο] (επίθ.) νυσταλέος mole [μόλε] (ουσΥθηλ.) μάζα, όγκος,
νωθρός, νωχελικός. molécula [μολέκουλα] (ουσ,/θηλ.) μό­
modoso [μοδόσο] (επίθ.) ευγενικός ριο.
κόσμιος. molecular [μολεκουλάρ] (επίθ.) μορια­
m odulación [μοδουλαθιόν] (ουσ./ κός
θηλ.) ρύθμιση συχνότητας, moler [μολέρ] (ρ.) 1: αλέθω, 2: τρίβω,
modular [μοδουλάρ] (ρ.) διαμορφώ­ 3: εξαντλώ,
νω συχνότητα, molestar [μολεστάρ] (ρ.) 1: ταλαιπω­
mofa [μόφα] (ουσΥθηλ.) χλευασμός ρώ, 2: πειράζω, ενοχλώ,
εμπαιγμός κοροϊδία, molestia [μολέστια] (ουσΥθηλ.) ενό­
mofarse [μοφάρσε] (ρ.) χλευάζω, εμπαί­ χληση, ταλαιπωρία, δυσφορία,
ζω, γελοιοποιώ, molesto [μολέστο] (επίθ.) 1: ενοχλη­
moflete [μοφλέτε] (ουσΥαρσ.) παρειά, τικός δυσάρεστος 2: ενοχλημένος
μήλο προσώπου, μάγουλο, θυμωμένος · ser molesto - είμαι ενο­
mogollón [μογογιόν] (ουσΥαρσ.) (de) χλητικός/δυσάρεστος · estar molesto
πλήθος τσούρμο, μπουλούκι · aquí - είμαι ενοχλημένος/θυμωμένος,
hay mogollón de jóvenes - εδώ έχει molicie [μολίθιε] (ουσΥθηλ.) 1: μαλα-
ένα σωρό νέους, κότητα, 2: άνεση, πολυτέλεια,
mohín [μοΐν] (ουσΥαρσ.) μορφασμός molido [μολίδο] (επίθ.) αλεσμένος
γκριμάτσα. molienda [μολιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) άλε­
mohína [μοΤνα] (ουσΥθηλ.) απαρέσκεια ση, άλεσμα,
δυσαρέσκεια, δυσανασχέτιση. molinero [μολινέρο] (ουσΥαρσ.) αλε­
mohíno [μοΤνο] (επίθ.) μουτρωμένος. στής.

381
molino

molino [μολίνο] (ουσΥαρσ.) μύλος, monstruo [μόνστρουο] (ουσΥαρσ.) τέ­


molla [μόγια] (ουσ./θηλ.) ψαχνό, ρας.
momentáneo [μομεχ/τάνεο] (επίθ.) στιγ­ monstruoso [μονστρουόσο] (επίθ.) τε­
μιαίος. ρατώδης, τεράστιος,
momento [μομέν'το] (ουσΥαρσ.) στιγ­ monta [μόν'τα] (ουσΥθηλ.) αξία, ση­
μή. μασία.
momia [μόμια] (ουσ./θηλ.) μούμια, montacargas [μον'τακάργας] (ουσΥαρσ.)
momificar [μομιφικάρ] (ρ.) μουμιο- αναβατήρας
ποιώ, ταριχεύω, montaje [μον'τάχε] (ουσΥαρσ.) συναρ­
monarca [μονάρκα] (ουσ,/αρσ.) μο­ μολόγηση, μοντάζ,
νάρχης. montaña [μον'τάνια] (ουσΥθηλ.) όρος
monarquía [μοναρκία] (ουσΥθηλ.) μο­ βουνό.
ναρχία. montañero [μο^τανιέρο] 1: (ουσΥαρσ.)
monasterio [μοναστέριο] (ουσΥαρσ.) ορειβάτης αλπινιστής 2: (επίθ.) ορει­
μονή, μοναστήρι, νός
mpndadientes [μον'νταδιέν'τες] (ουσΥ montañés [μον'τανιές] (επίθ.) βουνί­
αρσ.) οδοντογλυφίδα, σιος.
mondar [μο\Λ/τάρ] (ρ.) 1: ξεφλουδίζω, montañismo [μον'τανίσμο] (ουσΥαρσ.)
2: καθαρίζω, ορειβασία,
moneda [μονέδα] (ουσΥθηλ.) νόμι­ montañoso [μον'τανιόσο] (επίθ.) ορει­
σμα. νός.
monedero [μονεδέρο] (ουσΥαρσ.) πορ­ montar [μον'τάρ] (ρ.) 1: ανεβαίνω, 2:
τοφόλι. ιππεύω, 3: συναρμολογώ, 4: στήνω ·
monetario [μονετάριο] (επίθ.) νομι­ montar a caballo - ιππεύω · montar
σματικός. una silla - συναρμολογώ μια καρέ­
monja [μόνχα] (ουσ,/θηλ.) καλόγρια, κλα · montar una empresa - στήνω
μοναχή. μια επιχείρηση · montar una película
monje [μόνχε] (ουσΥαρσ.) καλόγερος, - μοντάρω μια ταινία,
μοναχός. monte [μόν'τε] (ουσΥαρσ.) όρος βου­
mono [μόνο] 1: (ουσΥαρσ.) 1: πίθηκος νό.
2: φόρμα (σαλοπέτα), 2: (επίθ.) 1: χα­ montera [μον^έρα] (ουσΥθηλ.) το κα­
ριτωμένος 2: ελκυστικός, πέλο του ταυρομάχου,
monólogo [μονόλογο] (ουσΥαρσ.) μο­ montón [μον'τόν] (ουσΥαρσ.) σωρός
νόλογος. στοίβα · un montón de frutas - ένα
monopolio [μονοπόλιο] (ουσΥαρσ.) σωρό φρούτα,
μονοπώλιο, monumental [μονουμεν'τάλ] (επίθ.) 1:
monopolizar [μονοπολιθάρ] (ρ.) μο­ μνημειώδης 2: τεράστιος,
νοπωλώ. monumento [μονουμέν'το] (ουσΥ
monosílabo [μονοσίλαμπο] (επίθ.) μο­ αρσ.) μνημείο,
νοσύλλαβος, monzón [μονθόν] (ουσΥαρσ.) μουσώ­
monotonía [μονοτονία] (ουσΥθηλ.) μο­ νας (άνεμος).
νοτονία, ανία, βαρεμάρα, moño [μόνιο] (ουσΥαρσ.) κότσος,
monótono [μονότονο] (επίθ.) μονότο­ moquear [μοκεάρ] (ρ.) είμαι συναχω­
νος ανιαρός. μένος τρέχει η μύτη μου.

382
mote

moquita [μοκίτα] (ουσ,/θηλ.) συνάχι αναβλητικότητα,


(βλέννα). morriña [μορίνια] (ουσΥθηλ.) νοσταλ­
mora [μόρα] (ουσΥθηλ.) μούρο, γία.
morada [μοράδα] (ουσ./θηλ.) κατοι­ morrocotudo [μοροκοτούδο] (επίθ.)
κία, διαμονή, καταπληκτικός, απίθανος,
morado [μοράδο] (επίθ.) μοβ, ιώδης mortaja [μορτάχα] (ουσΥθηλ.) σάβα­
βιολετής. νο.
moral [μοράλ] 1: (ουσ./θηλ.) ηθική, mortal [μορτάλ] 1: (ουσΥαρσ.) θνητός
ηθικό, 2: (επίθ.) ηθικός 2: (επίθ.) θανατηφόρος, θανάσιμος,
moraleja [μοραλέχα] (ουσΥθηλ.) δί­ mortalidad [μορταλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
δαγμα. θνησιμότητα, θνητότητα,
moralidad [μοραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ηθι­ mortero [μορτέρο] (ουσΥαρσ.) κονία­
κή. μα, γουδί,
moralizar [μοραλιθάρ] (ρ.) ηθικοποιώ. mortífero [μορτίφερο] (επίθ.) θανατη­
morbidez [μορμπιδέθ] (ουσ,/θηλ.) ευ­ φόρος θανάσιμος,
πάθεια, νοσηρότητα, ευαισθησία, mortificación [μορτιφικαθιόν] (ουσ./
mórbido [μόρμπιδο] (επίθ.) 1: ευπα­ θηλ.) ταπείνωση, εξευτελισμός.
θής ευαίσθητος 2: μαλακός, mortificar [μορτιφικάρ] (ρ.) βασανίζω,
morbosidad [μορμποσιδάδ] (ουσΥθηλ.) ταπεινώνω,
νοσηρότητα, ασθενικότητα. mortuorio [μορτουόριο] (επίθ.) νε­
morboso [μορμπόσο] (επίθ.) νοσηρός κρώσιμος, νεκρικός, επικήδειος,
παθολογικός αρρωστημένος. morueco [μορουέκο] (ουσΥαρσ.) κριά-
morcilla [μορθίγια] (ουσΥθηλ.) λου­ Ρ'·
κάνικο. mosaico [μοσάικο] (ουσΥαρσ.) μωσαϊ­
mordacidad [μορδαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) κό, ψηφιδωτό,
δηκτικότητα, καυστικότητα, δριμύ­ mosca [μόσκα] (ουσΥθηλ.) μύγα.
τητα. moscarda [μοσκάρδα] (ουσΥθηλ.)
mordaz [μορδάθ] (επίθ.) δηκτικός χρυσόμυγα.
καυστικός τσουχτερός, mosqueado [μοσκεάδο] (επίθ.) θυμω­
mordaza [μορδάθα] (ουσΥθηλ.) φίμω­ μένος, εξοργισμένος,
τρο. mosquearse [μοσκεάρσε] (ρ.) θυμώ­
mordedura [μορδεδούρα] (ουσΥθηλ.) νω, εξοργίζω,
δαγκωματιά. mosquito [μοσκίτο] (ουσΥαρσ.) κου­
morder [μορδέρ] (ρ.) δαγκώνω, νούπι.
mordisco [μορδίσκο] (ουσΥαρσ.) δα- mostaza [μοστάθα] (ουσΥθηλ.) μου­
γκωματιά. στάρδα.
moreno [μορένο] (επίθ.) μελαχρινός mosto [μόστο] (ουσ,/αρσ.) μούστος,
μελαμψός. mostrador [μοστραδόρ] (ουσΥαρσ.)
morfina [μορφίνα] (ουσΥθηλ.) μορφί­ πάγκος.
νη. mostrar [μοστράρ] (ρ.) δείχνω, εκδη­
moribundo [μοριμπούχ/ντο] (επίθ.) ετοι­ λώνω, φανερώνω,
μοθάνατος mota [μότα] (ουσΥθηλ.) 1: κόκκος μό­
morir(se) [μορίρ(σε)] (ρ.) πεθαίνω, ριο, κόμπος,
morosidad [μοροσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) mote [μότε] (ουσΥαρσ.) παρωνύμιο,

383
motejar

παρατσούκλι, νεαρή, κοπέλα, 2: υπηρέτρια,


motejar [μοτεχάρ] (ρ.) βγάζω παρα­ muchacho [μουτσάτσο] (ουσΥαρσ.)
τσούκλι. νεαρός παιδί, αγόρι,
motín [μοτίν] (ουσΥαρσ.) εξέγερση, ξε- muchedumbre [μουτσεδούμ'μπε] (ουσΥ
σήκωμα, ανταρσία, στάση, θηλ.) πλήθος όχλος κοσμοσυρροή,
motivación [μοτιβαθιόν] (ουσΥθηλ.) έναυ- mucho [μούτσο] 1: (επίθ.) πολύς · hace
σμα κίνητρο. m ucho calor - κάνει πολλή ζέστη ·
■motivar [μοτιβάρ] (ρ.) 1: αιτιολογώ, 2: aquí hay mucha gente - εδώ έχει
προξενώ. πολύ κόσμο · tengo muchos amigos
motivo [μοτίβο] (ουσΥαρσ.) αιτία, λό­ - έχω πολλούς φίλους · muchas veces
γος, αφορμή, κίνητρο, voy al trabajo andando - πολλές φο­
motocicleta [μοτοθικλέτα] (ουσΥθηλ.) ρές πάω στη δουλειά περπατώντας
μοτοσικλέτα, 2: (επίρρ.) πολύ · te quiero m ucho -
motor [μοτόρ] (ουσΥαρσ.) μηχανή, κι­ σε αγαπώ πολύ · trabajo m ucho más
νητήρας, μοτέρ, que el año pasado - δουλεύω πολύ
motorista [μοτορίστα] (ουσΥαρσ.) αυ­ περισσότερο από πέρυσι,
τοκινητιστής, muda [μούδα] (ουσΥθηλ.) αλλαγή δέρ­
motricidad [μοτριθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ματος τριχώματος,
μυϊκή κινητικότητα, mudable [μουδάμπλε] (επίθ.) μετα­
movedizo [μοβεδίθο] (επίθ.) 1: κινού­ βλητός ασταθής,
μενος 2: ασταθής ευμετάβλητος, mudanza [μουδάνθα] (ουσΥθηλ.) με-
mover [μοβέρ] (ρ.) σείω, κινώ. τοίκηση, μετακόμιση,
moverse [μοβέρσε] (ρ.) κινούμαι, mudarse [μουδάρσε] (ρ.) 1: μετοικώ,
movible [μοβίμπλε] (επίθ.) κινητός μετακομίζω, 2: αλλάζω ρούχα,
móvil [μόβιλ] 1: (ουσΥαρσ.) κίνητρο, mudez [μουδέθ] (ουσΥθηλ.) βουβαμά-
ελατήριο, 2: (επίθ.) κινητός μετακι­ ρα, μουγγαμάρα.
νούμενος · teléfono móvil - κινητό mudo [μούδο] (επίθ.) βουβός μουγγός
τηλέφωνο, αμίλητος.
movilidad [μοβιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) κι­ mueble [μουέμπλε] (ουσΥαρσ.) έπιπλο,
νητικότητα, ευκινησία, mueblería [μουεμπλερία] (ουσΥθηλ.)
movilización [μοβιλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) εργοστάσιο και κατάστημα επίπλων,
κινητοποίηση, δραστηριοποίηση. mueca [μουέκα] (ουσΥθηλ.) μορφα­
movilizar [μοβιλιθάρ] (ρ.) κινητοποιώ, σμός γκριμάτσα.
δραστηριοποιώ, muela [μουέλα] (ουσΥθηλ.) γομφίος
movimiento [μοβιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) τραπεζίτης (δόντι),
κίνηση, κίνημα, 2: μηχανισμός, muelle [μουέγιε] (ουσΥαρσ.) 1: ελατή­
mozo [μόθο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) νεαρός ριο, 2: προκυμαία, προβλήτα,
νέος (β) υπηρέτης (γ) σερβιτόρος muerte [μουέρτε] (ουσΥθηλ.) θάνα­
γκαρσόνι, 2: (επίθ.) νεαρός, τος.
mucamo [μουκάμο] (ουσΥαρσ.) υπη­ muerto [μουέρτο] 1: (ουσΥαρσ.) νε­
ρέτης. κρός πεθαμένος 2: (επίθ.) νεκρός
mucosidad [μουκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) • ser muerto - είμαι νεκρός (έχω πε-
βλέννα. θάνει) · estar muerto - είμαι ψόφιος
muchacha [μσυτσάτσα] (ουσΥθηλ.) 1: (από την κούραση).

384
murciélago

muesca [μουέσκα] (ουσΥθηλ.) εγκοπή, multinacional [μουλτιναθιονάλ] (επίθ.)


εντομή. πολυεθνικός,
muestra [μουέστρα] (ουσΥθηλ.) 1: múltiple [μούλτιπλε] (επίθ.) πολλα­
δείγμα, υπόδειγμα, 2: έκθεση, πλός πολυάριθμος
muestrario [μουεστράριο] (ουσΥαρσ.) multiplicación [μουλτιπλικαθιόν] (ουσΥ
δειγματολόγιο, θηλ.) πολλαπλασιασμός,
muestreo [μουεστρέο] (ουσΥαρσ.) multiplicar [μουλτιπλικάρ] (ρ.) πολλα­
δειγματοληψία, πλασιάζω,
mugido [μουχίδο] (ουσΥαρσ.) μού- multiplicarse [μουλτιπλικάρσε] (ρ.)
γκρισμα, μουγκρητό, βρυχηθμός, πολλαπλασιάζομαι.
mugir [μουχίρ] (ρ.) βρυχώμαι, μου­ multiplicidad [μουλτιπλιθιδάδ] (ουσΥ
γκρίζω. θηλ.) πολλαπλότητα,
mugre [μούγρε] (ουσΥθηλ.) ακαθαρ­ múltiplo [μούλτιπλο] (επίθ.) πολλαπλά­
σία, βρόμα, σιος.
mugriento [μουγριέν'το] (επίθ.) ρυπα­ multitud [μουλτιτούδ] (ουσΥθηλ.) πλή­
ρός, λερωμένος, βρόμικος, θος όχλος μάζα.
mujer [μουχέρ] (ουσΥθηλ.) 1: γυναίκα, mullir [μουγίρ] (ρ.) κάνω αφράτο.
2: σύζυγος σύντροφος, mundanal [μουν'ντανάλ] (επίθ.) κο­
mujeriego [μουχεριέγο] 1: (ουσΥαρσ.) σμικός.
γυναικάς 2: (επίθ.) γυναικάς. mundanería [μουν'ντανερία] (ουσΥ
mujeril [μουχέριλ] (επίθ.) γυναικείος, θηλ.) κοσμικότητα.
mujerzuela [μουχερθουέλα] (ουσΥ mundano [μουν'ντάνο] (επίθ.) κοσμι­
θηλ.) πόρνη, κός.
muía [μούλα] (ουσΥθηλ.) μουλάρι, mundial [μουνντιάλ] (επίθ.) παγκόσμιος,
mulada [μουλάδα] (ουσΥθηλ.) κοπάδι mundo [μούν'ντο] (ουσΥαρσ.) κόσμος
μουλαριών. ανθρωπότητα · países del Tercer
mulato [μουλάτο] (ουσΥαρσ.) μιγάς. M undo - τριτοκοσμικές χώρες · está
muleta [μουλέτα] 1: (ουσΥθηλ.) δεκα­ en su mundo - είναι στον κόσμο του
νίκι, πατερίτσα, 2: κόκκινο πανί πάνω • todo el m undo le conoce -όλοι τον
σε στήριγμα (ταυρομαχία). ξέρουν.
mulo [μούλο] (ουσΥαρσ.) μουλάρι, municiones [μουνιθιόνες] (ουσΥθηλ.)
multa [μούλτα] (ουσΥθηλ.) πρόστιμο, πληθ. πολεμοφόδια, πυρομαχικά.
multar [μσυλτάρ] (ρ.) επιβάλλω πρό­ municipal [μουνιθιπάλ] (επίθ.) δημοτι­
στιμο. κός κοινοτικός,
multicolor [μουλτικολόρ] (επίθ.) πολύ­ municipio [μουνιθίπιο] (ουσΥαρσ.) δή­
χρωμος. μος κοινότητα, δημαρχείο,
multicopista [μουλτικοπίστα] (ουσΥ muñeca [μοι^ιέκα] (ουσΥθηλ.) 1: κού­
θηλ.) πολύγραφος, κλα, 2: καρπός του χεριού,
multiforme [μουλτιφόρμε] (επίθ.) πο­ mural [μουράλ] (ουσΥαρσ.) τοιχογρα­
λύμορφος, φία.
multilateral [μουλτιλατεράλ] (επίθ.) muralla [μουράγια] (ουσΥθηλ.) τείχος
πολύπλευρος, πολυμερής, οχύρωμα,
multimillonario [μουλτιμιγιονάριο] murciélago [μουρθιέλαγο] (ουσΥαρσ.)
(ουσΥαρσ.) πολυεκατομμυριούχος νυχτερίδα.

385
murmullo

murmullo [μουρμούγιο] (ουσ,/αρσ.) músico [μούσικο] 1: (ουσΥαρσ.) μουσι­


μουρμουρητό, ψίθυρος βουητό, κός (ειδικότητα), 2: (επίθ.) μουσικός,
murmuración [μουρμουραθιόν] (ουσΥ musitar [μουσιτάρ] (ρ.) ψιθυρίζω,
θηλ.) σπερμολογία, κακολογία, κου­ μουρμουρίζω,
τσομπολιό, muslo [μούσλο] (ουσΥαρσ.) μηρός
murmurar [μουρμουράρ] (ρ.) 1: μουρ­ μπούτι.
μουρίζω, 2: κακολογώ, mustio [μούστιο] (επίθ.) μαραμένος
muro [μούρο] (ουσΥαρσ.) τοίχος (μτφ.) κατηφής.
murria [μούρια] (ουσΥθηλ.) κατάθλι­ mutabilidad [μουταμπιλιδάδ] (ουσΥ
ψη. θηλ.) αλλοίωση, μετάλλαξη, μεταλ­
murrio [μούριο] (επίθ.) θλιμμένος λυ­ λαγή.
πημένος. mutilación [μουτιλαθ«όν] (ουσΥθηλ.) ακρω­
muscular [μουσκουλάρ] (επίθ.) μυϊ­ τηριασμός
κός μυώδης, mutilado [μουτιλάδο] (επίθ.) ανάπη­
musculatura [μουσκουλατούρα] (ουσ./ ρος σακάτης,
θηλ.) μυϊκό σύστημα, mutilar [μουτιλάρ] (ρ.) ακρωτηριάζω,
músculo [μούσκουλο] (ουσΥαρσ.) μυώ­ mutualidad [μουτουαλιδάδ] (ουσΥ
νας, μυς ποντίκι, θηλ.) αμοιβαιότητα,
musculoso [μουσκουλόσο] (επίθ.) μυώ­ mutuamente [μούτουαμέν'τε] (επίρρ.)
δης. αμοιβαία,
museo [μουσέο] (ουσΥαρσ.) μουσείο, mutuo [μούτουο] (επίθ.) 1: αμοιβαίος
musgo [μούσγο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) 2: κοινός.
βρύο. muy [μούι] (επίρρ.) πολύ · es m uy alto -
música [μούσικα] (ουσΥθηλ.) μουσική, είναι πολύ ψηλός · es muy temprano
musical [μουσικάλ] (επίθ.) μουσικός - είναι πολύ νωρίς.
musicalidad [μουσικαλιδάδ] (ουσΥ
θηλ.) μουσικότητα.

386
πράγματα.
nadie [νάδιε] (αντ.) κανείς · no hay
Ν, η [ένε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο έκτο nadie aquí - δεν είναι κανείς εδώ.
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, nafta [νάφτα] (ουσΥθηλ.) νάφθα.
nabo [νάμπο] (ουσΥαρσ.) γογγύλι (φυτό), naftalina [ναφταλίνα] (ουσΥθηλ.) να­
ρέβα φθαλίνη,
nácar [νάκαρ] (ουσΥαρσ.) μαργαριτόρ- nailon [νάιλον] (ουσΥαρσ.) νάιλον,
ριζα, σεντέφι. naipe [νάιπε] (ουσΥαρσ.) παιγνιόχαρ­
nacarado [νακαράδο] (επίθ.) μαργαρι­ το, τραπουλόχαρτο,
ταρένιος. naipes [νάιπες] (ουσΥαρσ.) πληθ. τρά­
nacer [ναθέρ] (ρ.) 1: γεννιέμαι, φυτρώ­ πουλα.
νω, βλασταίνω 2: πηγάζω, nalga [νάλγα] (ουσΥθηλ.) γλουτός
nacido [ναθίδο] (επίθ.) γεννημένος, οπίσθια.
naciente [ναθιέντε] (επίθ.) 1¡γεννημένος, nana [νάνα] (ουσΥθηλ.) νανούρισμα,
2: πρόσφατος, nanai [νανάι] (επιφ.) όχι!, καθόλου!,
nacimiento [ναθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) naranja [ναράνχα] 1: (ουσΥαρσ.) πορ­
γέννηση, τοκαλί χρώμα, 2: (ουσΥθηλ.) πορτο­
nación [ναθιόν] (ουσΥθηλ.) έθνος, κάλι.
nacional [ναθιονάλ] (επίθ.) εθνικός, naranjada [ναρανχάδα] (ουσΥθηλ.)
nacionalidad [ναθιοναλιδάδ] (ουσ./ πορτοκαλάδα,
θηλ.) εθνικότητα, ιθαγένεια, naranjal [ναρανχάλ] (ουσ,/αρσ.) πορ­
nacionalismo [ναθιοναλίσμο] (ουσ./ τοκαλεώνας,
αρσ.) εθνικισμός, naranjo [ναράνχο] (ουσΥαρσ.) πορτο­
nacionalista [ναθιοναλίστα] 1: (ουσ./ καλιά.
αρσ.+ θηλ.) εθνικιστής, εθνικίστρια, narcisismo [ναρθισίσμο] (ουσΥαρσ.)
2: (επίθ.) εθνικιστικός, ναρκισσισμός, αυτοερωτισμός
nacionalización [ναθιοναλιθαθιόν] (ουσΥ narciso [ναρθίσο] (ουσΥαρσ.) νάρκισ­
θηλ.) εθνικοποίηση, πολιτογράφηση, σος.
κρατικοποίηση, narcótico [ναρκότικο] (επίθ.) ναρκω­
nacionalizar [ναθιοναλιθάρ] (ρ.) εθνι­ τικός.
κοποιώ, πολιτικογραφώ, κρατικο­ narcotizar [ναρκοτιθάρ] (ρ.) ναρκώνω,
ποιώ. nardo [νάρδο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) νάρ­
nacionalizarse [ναθιοναλιθάρσε] (ρ.) δος.
αποκτώ ξένη υπηκοότητα, πολιτο- narguile [ναργιλέ] (ουσΥαρσ.) ναργι­
γραφοϋμαι. λές.
nada [νάδα] 1: (αντ.) τίποτα · no leimporta narigudo [ναριγούδο] (επίθ.) μυταράς
nada - δεν τον ενδιαφέρει τίποτα 2: nariz [ναρίθ] (ουσΥθηλ.) μύτη.
(επίρρ.) καθόλου · no me gusta nada narizota [ναριθότα] (ουσΥαρσ.) μυτα­
el helado - δεν μου αρέσει καθόλου το ράς.
παγωτό. narración [ναραθιόν] (ουσΥθηλ.) αφή­
nadador [ναδαδόρ] (ουσΥαρσ.) κο­ γηση, διήγηση, εξιστόρηση.
λυμβητής, narrador [ναραδόρ] (ουσΥαρσ.) αφη­
nadar [ναδάρ] (ρ.) κολυμπώ, γητής·
nadería [ναδερία] (ουσΥθηλ.) ψιλο- narrar [ναράρ] (ρ.) αφηγούμαι, διη­
narrativo

γούμαι, εξιστορώ, ναυάγιο.


narrativo [ναρατίβο] (επίθ.) αφηγημα­ náufrago [νάουφραγο] 1: (ουσΥαρσ.)
τικός. ναυαγός 2: (επίθ.) ναυαγισμένος.
nasa [νάσα] (ουσΥθηλ.) καλάθι για ψά­ náusea [νάουσεα] (ουσΥθηλ.) ναυτία,
ρεμα. nauseabundo [ναουσεαμπούν'ντο]
nasal [νασάλ] (επίθ.) ρινικός, ένρινος, (επίθ.) απεχθής αηδιαστικός σιχα­
nasofaríngeo [νασοφαρίνχεο] (επίθ.) μερός
ρινολαρυγγικός. náutico [νάουτικο] (επίθ.) ναυτικός,
nata [νάτα] (ουσ,/θηλ.) αφρόκρεμα, navaja [ναβάχα] (ουσΥθηλ.) σουγιάς,
σαντιγί. navajado [ναβαχάδο] (ουσΥαρσ.) μα­
natación [ναταθιόν] (ουσΥθηλ.) κο­ χαιριά.
λύμβηση, navajero [ναβαχέρο] (ουσΥαρσ.) μα­
natal [νατάλ] (επίθ.) γενέθλιος. χαιροβγάλτης
natalicio [ναταλίθιο] (ουσΥαρσ.) ημέ­ naval [ναβάλ] (επίθ.) ναυτικός,
ρα γέννησης, nave [νάβε] (ουσΥθηλ.) 1: σκάφος
natalidad [ναταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γεν­ πλοίο, 2: κλίτος 3: υπόστεγο,
νητικότητα, navegable [ναβεγάμπλε] (επίθ.) πλω­
natilla [νατίγια] (ουσΥθηλ.) κρέμα από τός πλεύσιμος,
γάλα και αυγά. navegación [ναβεγαθιόν] (ουσΥθηλ.)
natividad [νατιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) η ναυτιλία, ναυσιπλοΐα,
γέννηση του Χριστού, γέννηση, navegante [ναβεγάν'τε] (ουσΥαρσ.)
nativo [νατίβο] (επίθ.) ιθαγενής, γηγε­ θαλασσοπόρος ναυτίλος,
νής ντόπιος, navegar [ναβεγάρ] (ρ.) πλέω.
nato [νάτο] (επίθ.) έμφυτος εγγενής, Navidad [ναβιδάδ] (ουσΥθηλ.) Χρι­
natural [νατουράλ] (επίθ.) φυσικός, στούγεννα,
naturaleza [νατουραλέθα] (ουσΥθηλ.) navideño [ναβιδένιο] (επίθ.) χριστου­
φύση. γεννιάτικος
naturalidad [νατουραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) naviero [ναβιέρο] 1: (ουσΥαρσ.) πλοι­
φυσικότητα, οκτήτης 2: (επίθ.) ναυτιλιακός,
naturalismo [νατουραλίσμο] (ουσΥ navio [ναβίο] (ουσΥαρσ.) πλοίο,
αρσ.) νατουραλισμός, nazareno [ναθαρένο] (επίθ.) Ναζω­
naturalista [νατουραλίστα] (ουσΥαρσ.) ραίος.
φυσιοδίφης φυσιογνώστης νατου- nazi [νάθι] 1: (ουσΥαρσ.) ναζί, 2: (επίθ.)
ραλιστής ναζιστικός.
naturalización [νατουραλιθαθιόν] (ουσΥ nazismo [ναθίσμο] (ουσΥαρσ.) ναζι­
θηλ.) πολιτογράφηση, σμός
naturalizar [νατουραλιθάρ] (ρ.) πολι­ neblina [νεμπλίνα] (ουσΥθηλ.) κατα­
τογραφώ, χνιά, ομίχλη,
naturalmente [νστουράλμεν'τε] (επίρρ.) nebulosa [νεμπουλόσα] (ουσΥθηλ.)
φυσικά. νεφέλωμα,
naturista [νατουρίστα] (ουσΥαρσ.+ nebulosidad [νεμπουλοσιδάδ] (ουσΥ
θηλ.) γυμνιστής γυμνίστρια. θηλ.) νέφωση, συννεφιά,
naufragar [ναουφραγάρ] (ρ.) ναυαγώ, nebuloso [νεμπουλόσο] (επίθ.) συννε­
naufragio [ναουφράχιο] (ουσΥαρσ.) φώδης ομιχλώδης νεφελώδης.

388
nervudo

necedad [νεθεδάδ] (ουσ,/θηλ.) ανοη­ θηλ.) έμπορος


σία, κουταμάρα, negociar [νεγοθιάρ] (ρ.) 1: διαπραγμα­
necesariamente [νεθεσάριαμεν'τε] (επίρρ.) τεύομαι, 2: εμπορεύομαι,
αναγκαστικά, απαραίτητως negocio [νεγόθιο] (ουσΥαρσ.) επιχεί­
necesario [νεθεσάριο] (επίθ.) αναγκαίος, ρηση, υπόθεση, δουλειά,
απαραίτητος, negrear [νεγρεάρ] (ρ.) μαυρίζω, σκου­
neceser [νεθεσέρ] (ουσΥαρσ.) νεσε­ ραίνω.
σέρ. negrero [νεγρέρο] (ουσΥαρσ.) δουλέ­
necesidad [νεθεσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: μπορος.
ανάγκη, 2: ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, negrilla [νεγρίγια] (ουσΥθηλ.) μαύρα
necesitado [νεθεσιτάδο] (επίθ.) ενδε­ στοιχεία.
ής, στερημένος άπορος, φτωχός, negro [νέγρο] (επίθ.) 1: μαύρος σκού­
necesitar [νεθεσιτάρ] (ρ.) χρειάζομαι, ρος 2: θυμωμένος · ser negro - είναι
έχω ανάγκη, μαύρο χρώμα · mi coche es negro -το
necio [νέθιο] (επίθ.) ανόητος κουτός, αυτοκίνητό μου είναι μαύρο · estar
néctar [νέκταρ] (ουσΥαρσ.) νέκταρ, negro - είμαι θυμωμένος,
nectarina [νεκταρίνα] (ουσΥθηλ.) νε- negroide [νεγρόιδε] (επίθ.) νεγροει­
κταρίνι. δής
nefando [νεφάν'ντο] (επίθ.) ειδεχθής negrura [νεγρούρα] (ουσΥθηλ.) μαυ-
βδελυρός μισαρός αποτρόπαιος ρίλα.
nefario [νεφάριο] (επίθ.) φαύλος ανό­ negruzco [νεγρούθκο] (επίθ.) μαυρι­
σιος κακός, δερός
nefasto [νεφάστο] (επίθ.) δυσοίωνος nene [νένε] (ουσΥαρσ.) μωρό, βρέ­
negación [νεγαθιόν] (ουσ,/θηλ.) άρνη­ φος.
ση, απόρριψη, nenúfar [νενούφαρ] (ουσΥαρσ.) νού­
negar [νεγάρ] (ρ.) 1: αρνούμαι, απαρ- φαρο.
νιέμαι, απορρίπτω, 2: διαψεύδω. neoclasicismo [νεοκλασιθίσμο] (ουσΥ
negarse [νεγάρσε] (ρ.) αρνούμαι. αρσ.) νεοκλασικισμός,
negativa [νεγατίβα] (ουσΥθηλ.) απόρ­ neoclásico [νεοκλάσικο] (επίθ.) νεο­
ριψη, άρνηση, κλασικός,
negativo [νεγατίβο] 1: (ουσΥαρσ.) neófito [νεόφιτο] (επίθ.) νεοφώτιστος,
αρνητικό φωτογραφίας 2: (επίθ.) neologismo [νεολοχίσμο] (ουσΥαρσ.)
αρνητικός, νεολογισμός
negligencia [νεγλιχένθια] (ουσΥθηλ.) neón [νεόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νέον.
αμέλεια, απροσεξία, nervadura [νερβαδούρα] (ουσΥθηλ.)
negligente [νενλιχέν'τε] (επίθ.) αμε­ νεύρα, φλέβα,
λής απρόσεκτος επιπόλαιος, nervio [νέρβιο] (ουσΥαρσ.) νεύρο,
negociable [νεγοθιάμπλε] (επίθ.) δια­ nerviosidad [νερβιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
πραγματεύσιμος, νευρικότητα,
negociación [νεγοθιαθιόν] (ουσΥθηλ.) nerviosismo [νερβιοσίσμο] (ουσΥαρσ.)
διαπραγμάτευση, νευρικότητα, ανησυχία εκνευρισμός,
negociador [νεγοθιαδόρ] (ουσΥαρσ.) nervioso [νερβιόσο] (επίθ.) ευέξαπτος
διαπραγματευτής, οξύθυμος νευρικός,
negociante [νεγοθιάν'τε] (ουσ./αρσ.+ nervudo [νερβούδο] (επίθ.) νευρώ-

389
neto

δ ης. νερο.
neto [νέτο] (επίθ.) καθαρός, neviscar [νεβισκάρ] (ρ.) ψιλοχιονίζει.
neumático [νεουμάτικο] (ουσΥαρσ.) nexo [νέξο] (ουσ,/αρσ.) σύνδεσμος,
λάστιχο, ελαστικό, ni [νι] (σύνδ.) ούτε · no me gusta ni el té
neumonía [νεουμονία] (ουσΥθηλ.) πνευ­ ni el café - δε μου αρέσει ούτε το τσάι
μονία. ούτε ο καφές,
neuralgia [νεουράλχια] (ουσΥθηλ.) νευ- nicotina [νικοτίνα] (ουσΥθηλ.) νικοτί­
' ραλγία. νη.
neurastenia [νεουραστένια] (ουσΥθηλ.) nicho [νίτσο] (ουσΥαρσ.) κόγχη, τά­
νευρασθένεια, φος.
neuritis [νεουρίτις] (ουσΥθηλ.) νευρί­ nidal [νιδάλ] (ουσΥαρσ.) φωλιά κοτε­
τιδα. τσιού.
neurocirujano [νεουροθιρουχάνο] (ουσΥ nido [νίδο] (ουσΥαρσ.) φωλιά,
αρσ.) νευροχειρουργός niebla [νιέμπλα] (ουσΥθηλ.) 1: ομίχλη,
neurología [νεουρολοχία] (ουσΥθηλ.) αντάρα, 2: σύγχυση, σάλος ανατα­
νευρολογία. ραχή.
neurólogo [νεουρόλογο] (ουσΥαρσ.) nieto [νιέτο] (ουσΥαρσ.) εγγονός.
νευρολόγος, nieve [νιέβε] (ουσΥθηλ.) χιόνι,
neurona [νεουρόνα] (ουσΥθηλ.) νευ­ nigromancia [νιγρομάνθια] (ουσΥθηλ.)
ρικό κύτταρο, νεκρομαντεία,
neurosis [νεουρόσις] (ουσΥθηλ.) νεύ­ nihilismo [νιιλίσμο] (ουσΥαρσ.) νιχιλι­
ρωση. σμός μηδενισμός,
neurótico [νεουρότικο] (επίθ.) νευρω­ nimbo [νίμ'μπο] (ουσΥαρσ.) φωτοστέ­
τικός. φανο.
neutral [νεουτράλ] (επίθ.) ουδέτερος, nimiedad [νιμιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: κοι­
neutralidad [νεουτραλιδάδ] (ουσ./ νοτοπία, 2: ασημαντότητα.
θηλ.) ουδετερότητα, nimio [νίμιο] (επίθ.) 1: κοινότοπος 2:
neutralización [νεουτραλιθαθιόν] (ουσ./ ασήμαντος,
θηλ.) εξάλειψη, εξουδετέρωση, εκμη- ninfa [νίνφα] (ουσΥθηλ.) νύμφη, χρυ­
δένιση. σαλλίδα, νεράιδα,
neutralizar [νεουτραλιθάρ] (ρ.) εξαλεί­ ninguno [νινγούνο] (αόριστη αντ.)
φω, εξουδετερώνω, κανένας · ninguno de ellos sabe la
neutro [νέουτρο] (επίθ.) ουδέτερος, verdad - κανείς από αυτούς δεν ξέρει
neutrón [νεουτρόν] (ουσΥαρσ.) νε­ την αλήθεια · ninguna de ellas es mi
τρόνιο, ουδετερόνιο, hermana - καμία από αυτές δεν είναι
nevada [νεβάδα] (ουσΥθηλ.) χιονό­ η αδερφή μου.
πτωση. niña [νίνια] (ουσΥθηλ.) κορίτσι, κόρη,
nevado [νεβάδο] (επίθ.) χιονοσκεπής νεαρή.
χιονισμένος, niñera [νινιέρα] (ουσΥθηλ.) νταντά,
nevar [νεβάρ] (ρ.) χιονίζει, παραμάνα,
nevasca [νεβάσκα] (ουσΥθηλ.) χιονο­ niñería [νινιερία] (ουσΥθηλ.) παιδιάρι­
θύελλα. σμα, παιδιαρότητα.
nevera [νεβέρα] (ουσΥθηλ.) ψυγείο, niñez [νινιέθ] (ουσΥθηλ.) παιδική ηλι­
nevisca [νεβίσκα] (ουσΥθηλ.) χιονό­ κία.

390
nonagésimo

niño [νίνιο] (ουσΥαρσ.) αγόρι, παιδί, νός νυχτιάτικος βραδινός,


nipón [νιπόν] 1: (ουσΥαρσ.) Ιάπωνας noche [νότσε] (ουσΥθηλ.) νύχτα, βρά­
2: (επίθ.) ιαπωνικός, δυ · buenas noches - καληνύχτα · por
níquel [νίκελ] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νικέ­ la noche - το βράδυ,
λιο. nochebuena [νοτσεμπουένα] (ουσ./
níspero [νίσπερο] (ουσΥαρσ.) μού­ θηλ.) παραμονή Χριστουγέννων,
σμουλο. nodo [νόδο] (ουσ,/αρσ.) κόμβος δε­
nitidez [νιτιδέθ] (ουσΥθηλ.) ευκρίνεια, σμός.
σαφήνεια, διαύγεια, nodriza [νοδρίθα] (ουσΥθηλ.) παρα­
nítido [νίτιδο] (επίθ.) ευκρινής διαυ- μάνα, τροφός, παιδαγωγός,
Υήζ· nódulo [νόδουλο] (ουσΥαρσ.) κόνδυ­
nitrato [νιτράτο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νι­ λος.
τρικό άλας. nogal [νογάλ] (ουσΥαρσ.) καρυδιά,
nítrico [νίτρικο] (επίθ.) νιτρικός, nómada [νόμαδα] 1: (ουσΥαρσ.) νο­
nitro [νίτρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νιτρικό μός 2: (επίθ.) νομαδικός,
κάλιο. nomadismo [νομαδίσμο] (ουσΥαρσ.)
nitrógeno [νιτρόχενο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νομαδισμός.
άζωτο. nomás [νομάς] (επίρρ.) μόνο τόσο.
nitroglicerina [νιτρογλιθερίνα] (ουσ./ nombradla [νομ'μπραδία] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) νιτρογλυκερίνη, φήμη, όνομα,
nivel [νιβέλ] (ουσΥαρσ.) 1: επίπεδο, nombramiento [νομ'μπραμιέν'το] (ουσΥ
στάθμη, 2: αλφάδι, αρσ.) διορισμός ανάθεση,
nivelación [νιβελαθιόν] (ουσΥθηλ.) ισο- nombrar [νομ'μπράρ] (ρ.) 1: ονομάζω,
πέδωση. κατονομάζω, 2: διορίζω, αναθέτω,
nivelar [νιβελάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, ισιώ­ nombre [νόμ'μπ ρε] (ουσΥαρσ.) όνο­
νω, εξισώνω, μα, επωνυμία,
no [νο] (επίρρ.) όχι, δε(ν), μη(ν) · no, nomenclatura [νομενκλατούρα] (ουσ./
no soy yo - όχι, δεν είμαι εγώ · no Ιο θηλ.) 1: λίοττα ονομάτων, 2: ονοματο­
sé - δεν το ξέρω · ¡no lo hagas! - μην λογία, ονοματοθεσία,
το κάνεις!, nómina [νόμινα] (ουσΥθηλ.) μισθολό­
nobiliario [νομπιλιάριο] (ουσΥαρσ.) ευ- γιο.
γενής. nominación [νομιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
noble [νόμπλε] (επίθ.) 1: ευγενής 2: ανάδειξη υποψηφίου,
μεγαλόψυχος χρηστός, nominal [νομινάλ] (επίθ.) ονομαστι­
nobleza [νομπλέθα] (ουσΥθηλ.) ευγέ­ κός.
νεια, αριστοκρατικότητα, nominativo [νομινατίβο] 1: (ουσΥαρσ.)
noción [νοθιόν] (ουσΥθηλ.) γνώση, ιδέα. (Γραμμ.) ονομαστική πτώση, 2: (επίθ.)
nocivo [νοθίβο] (επίθ.) επιβλαβής βλα­ ονομαζόμενος ονομαστικός
βερός επιζήμιος, nonada [νονάδα] (ουσΥθηλ.) αση-
noctambulismo [νοκταμπουλίσμο] (ουσΥ μαντότητα.
αρσ.) υπνοβασία, nonagenario [νοναχενάριο] (ουσΥαρσ.)
noctámbulo [νοκτάμ 'μπουλο] (ουσΥαρσ.) ενενηντάρης
1: υπνοβάτης 2: ξενύχτης νυχτόβιος nonagésimo [νοναχέσιμο] (αριθμ. επίθ.)
nocturno [νοκτούρνο] (επίθ.) νυχτερι­ ενενηκοστός

391
nonato

nonato [νονάτο] (επίθ.) αγέννητος, βολαιογραφικό επάγγελμα, 2: συμ­


noquear [νοκεάρ] (ρ.) εξοντώνω, εξο­ βολαιογραφείο,
λοθρεύω, βγάζω νοκ άουτ. notarial [νοταριάλ] (επίθ.) συμβολαιο­
noqueo [νόκεο] (ουσΥαρσ.) νοκ άουτ. γραφικός,
nórdico [νόρδικο] 1: (ουσΥαρσ.) βό­ notario [νοτάριο] (ουσΥαρσ.) συμβο­
ρειος 2: (επίθ.) βορινός λαιογράφος
noria [νόρια] (ουσΥθηλ.) μάγκανο, notarse [νοτάρσε] (ρ.) φαίνεται · se
norma [νόρμα] (ουσΥθηλ.) νόρμα, κα­ nota que es una buena persona -
νόνας οδηγία, φαίνεται ότι είναι καλό άτομο,
normal [νορμάλ] (επίθ.) κανονικός noticia [νοτίθια] (ουσΥθηλ.) είδηση,
φυσιολογικός (καθ.) νορμάλ, αναγγελία · las noticias - οι ειδήσεις
normalidad [νορμαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) (τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές).
ομαλότητα. noticiario [νοτιθιάριο] (ουσΥαρσ.) ει­
normalizar [νορμαλιθάρ] (ρ.) κανονί­ δήσεις.
ζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, noticiero [νοτιθιέρο] 1: (ουσΥαρσ.) ει-
normativo [νορματίβο] (επίθ.) τυπο­ δησεογραφικό δελτίο, 2: (επίθ.) ειδη-
ποιημένος, σεογραφικός.
norte [νόρτε] (ουσΥαρσ.) βορράς notificación [νοτιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
norteño [νορτένιο] (επίθ.) 1: βορινός ειδοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγε­
2: βόρειος λία.
noroeste [νοροέστε] 1: (ουσΥαρσ.) μαΐ­ notificar [νοτιφικάρ] (ρ.) ειδοποιώ, γνω­
στρος 2: (επίθ.) βορειοδυτικός στοποιώ.
nos [νος] (προσωπική αντ.) εμείς μας · notoriedad [νοτοριεδάδ] (ουσΥθηλ.)
nos encontramos cada día - συνανπώ- φήμη, διασημότητα.
μαστε κάθε μέρα · nos invitaron a la notorio [νοτάριο] (επίθ.) φημισμένος
fiesta - μας κάλεσαν στη γιορτή, ξακουστός διάσημος,
nosotros [νοσότρος] (αντ.) εμείς, novatada [νοβατάδα] (ουσΥθηλ.) κα­
nostalgia [νοστάλχια] (ουσΥθηλ.) νο­ ψόνι.
σταλγία. novato [νοβάτο] 1: (ουσΥαρσ.) πρω­
nota [νότα] (ουσΥθηλ.) 1: νότα, ση­ τάρης άπειρος 2: (επίθ.) άμαθος
μείωμα, σημείωση, υποσημείωση 2: άπειρος
βαθμός. novecientos [νοβεθιέν'τος] (ουσΥαρσ.),
nostálgico [νοστάλχικο] (επίθ.) νοσταλ- (αριθμ. επίθ.) εννιακόσια,
γικός novedad [νοβεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: νέο,
notable [νοτάμπλε] 1: (ουσΥαρσ.) προ­ νέα είδηση, 2: νεωτερισμός καινο­
σωπικότητα, 2: (επίθ.) αξιοσημείωτος τομία.
αξιόλογος σπουδαίος novedoso [νοβεδόσο] (επίθ.) καινοφα­
notabilidad [νοταμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) νής νέος πρωτοφανής,
διάκριση, διαφοροποίηση, novel [νοβέλ] (ουσΥθηλ.), (επίθ.) αρχά­
notar [νοτάρ] (ρ.) 1: αισθάνομαι, αντι­ ριος πρωτάρης,
λαμβάνομαι, 2: παρατηρώ, novela [νοβέλα] (ουσΥθηλ.) μυθιστό­
notación [νοταθιόν] (ουσΥθηλ.) σημειο­ ρημα, νουβέλα,
γραφία novelesco [νοβελέσκο] (επίθ.) μυθι­
notaría [νοταρία] (ουσΥθηλ.) 1: συμ­ στορηματικός

392
numismática

novelista [νοβελίστα] (ουσΥαρσ.+ nudista [νουδίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)


θηλ.) μυθιστοριογράφος. γυμνιστής γυμνίστρια.
novelística [νοβελίστικα] (ουσΥθηλ.) nudo [νούδο] (ουσΥαρσ.) κόμπος
μυθιστόρημα, κόμβος κομβικό σημείο,
novenario [νοβενάριο] (ουσΥαρσ.) τα nudoso [νουδόσο] (επίθ.) μπλεγμένος
εννιάμερα, εμπλεκόμενος,
noveno [νοβένο] (αριθμ. επίθ.) ένα­ nuera [νουέρα] (ουσΥθηλ.) νύφη (βαθ­
τος. μός συγγένειας).
noventa [νοβέν'τα] 1: (ουσΥαρσ.) ενε­ nuestro [νουέστρο] 1: (κτητικό επίθ.)
νήντα, 2: (αριθμ. επίθ.) ενενηκοστός, μας · nuestra casa - το σπίτι μας
novia [νόβια] (ουσΥθηλ.) αρραβωνια­ 2: (κτητική αντ.) δικό μας · esfe
στικιά, μνηστή, νύφη. ordenador es (el) nuestro - αυτός o
noviazgo [νοβιάθγο] (ουσΥαρσ.) αρ­ υπολογιστής είναι (o) δικός μας.
ραβώνας. nuevamente [νουέβαμεν'τε] (επίρρ.)
novicio [νοβίθιο] 1: (ουσΥαρσ.) διάκο­ ξανά, εκ νέου.
νος μοναχός 2: (επίθ.) αρχάριος, nueve [νουέβε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
noviembre [νοβιέμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) επίθ.) εννέα,
Νοέμβριος nuevo [νουέβο] (επίθ.) νέος καινούρ­
novilla [νοβίγια] (ουσ,/θηλ.) δαμάλι, γιος πρόσφατος,
novillo [νοβίγιο] (ουσΥαρσ.) νεαρός nuez [νουέθ] (ουσΥθηλ.) καρύδι,
ταύρος. nulidad [νουλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ακυ­
novio [νόβιο] (ουσΥαρσ.) αρραβωνια­ ρότητα, μηδαμινότητα, 2: ανίκανος/
στικός μνηστήρας γαμπρός, ανάξιος άνθρωπος,
nubarrón [νουβαρόν] (ουσΥαρσ.) σύν­ nulo [νούλο] (επίθ.) άκυρος ανίκανος,
νεφο καταιγίδας, numen [νούμεν] (ουσΥαρσ.) οίστρος
nube [νούμπε] (ουσΥθηλ.) σύννεφο, έμπνευση,
νέφος. numeración [νουμεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
nublado [νουμπλάδο] (επίθ.) συννε­ αρίθμηση,
φιασμένος νεφελώδης, numerador [νουμεραδόρ] (ουσΥαρσ.)
nublarse [νουμπλάρσε] (ρ.) συννεφιά­ αριθμητής
ζει. numeral [νουμεράλ] (επίθ.) αριθμητι­
nubosidad [νουμποσιδάδ] (ουσΥθηλ.) κός
συννεφιά, νέφωση, numerar [νουμεράρ] (ρ.) αριθμώ, απα­
nuboso [νουμπόσο] (επίθ.) συννεφια­ ριθμώ.
σμένος νεφελώδης, numerario [νουμεράριο] (επίθ.) τακτι­
nuca [νούκα] (ουσΥθηλ.) αυχένας κά απασχολούμενος τακτικός,
σβέρκος. numérico [νουμέρικο] (επίθ.) αριθμη­
nuclear [νουκλεάρ] (επίθ.) πυρηνικός, τικός
núcleo [νούκλεο] (ουσΥαρσ.) πυρή­ número [νούμερο] (ουσΥαρσ.) αριθ­
νας. μός νούμερο,
nudillo [νουδίγιο] (ουσΥαρσ.) άρθρω­ numeroso [νουμερόσο] (επίθ.) πολυά­
ση δακτύλου, κότσι. ριθμος πολυπληθής, πολυμελής,
nudismo [νουδίσμο] (ουσΥαρσ.) γυ­ numismática [νουμισμάτικα] (ουσ./
μνισμός. θηλ.) νομισματολογία.

393
nunca

nunca [νούνκα] (επίρρ.) ποτέ · no la he nutrido [νουτρίδο] (επίθ.) θρεμμένος,


conocido nunca - δεν την έχω γνω­ άφθονος.
ρίσει ποτέ. nutriente [νουτριέν'τε] 1: (ουσΥθηλ.)
nuncio [νούνθιο] (ουσΥαρσ.) αγγελιο­ θρεπτικό συστατικό, 2: (επίθ.) θρε­
φόρος, απεσταλμένος, πτικός.
nupcial [νουπθιάλ] (επίθ.) γαμήλιος, nutrimento [νουτριμέντο] (ουσΥαρσ.)
νυφικός. διατροφή, τροφή,
nupcias [νοΰπθιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. nutrir [νουτρίρ] (ρ.) τρέφω, διατρέφω,
γαμήλια τελετή, nutritivo [νουτριτίβο] (επίθ.) θρεπτι­
nutría [νούτρια] (ουσΥθηλ.) βρίδα, ενυ- κός, ωφέλιμος.
δρίδα (ζώο).
nutrición [νουτριθιόν] (ουσΥθηλ.) θρέ­
ψη, διατροφή.

394
Ñ, ñ [ένιε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο έβδο­
μο γράμμα του ισπανικού αλφα­
βήτου.
ñandú [νιαντού] (ουσΥαρσ.) νουνδού
(πτηνό).
ñapa [νιάπα] (ουσ,/θηλ.) φιλοδώρημα,
ñaque [νιάκε] (ουσΥαρσ.) παλιατζού­
ρες.
ñato [νιάτο] (επίθ.) πλακουτσομύτης.
ñeque [νιέκε] (ουσΥαρσ.) σθένος, δύ­
ναμη, αντοχή,
ñiquiñaque [νικινιάκε] 1: (ουσΥαρσ.)
σαβούρα, 2: (επίθ.) άχρηστος,
ñoñería [νιονιερία] (ουσΥθηλ.) χαζο­
μάρα.
ñoño [νιόνιο] (επίθ.) χαζοχαρούμενος,
ñu [νιού] (ουσ,/αρσ.) αντιλόπη.

395
oblación [ομπλαθιόν] (ουσΥθηλ.) πρό­
σφορο.
O, o [o] (ουσΥθηλ.) το δέκατο όγδοο oblea [ομπλέα] (ουσΥθηλ.) όστια.
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, oblicuo [ομπλίκουο] (επίθ.) λοξός
ο [ο] (διαζευτικός σύνδ.) ή. πλάγιος.
oasis [οάσις] (ουσΥαρσ.) όαση. obligación [ομπλιγαθιόν] (ουσΥθηλ.)
obcecación [ομπθεκαθιόν] (ουσΥθηλ.) υποχρέωση, καθήκον, χρέος,
εμμονή, έντονη επιμονή, obligar [ομπλιγάρ] (ρ.) υποχρεώνω,
obcecar [ομπθεκάρ] (ρ.) 1: τυφλώνω, αναγκάζω,
2: θολώνω, θαμπώνω, (μτφ.) επισκιά­ obligatorio [ομπλινατόριο] (επίθ.) υπο­
ζω. χρεωτικός αναγκαστικός
obedecer [ομπεδεθέρ] (ρ.) 1: υπακούω, oblongo [ομπλόνγκο] (επίθ.) επιμή­
ενδίδω, υποχωρώ, 2: οφείλεται. κης.
obediencia [ομπεδιένθια] (ουσΥθηλ.) obnubilarse [ομπνουμπιλάρσε] (ρ.) 1:
υπακοή, ευπείθεια. σαστίζω, 2: θολώνω,
obediente [ομπεδιέν'τε] (επίθ.) υπάκουος obra [όμπρα] (ουσΥθηλ.) 1: έργο, ερ­
ευπειθής γασία, πράξη, 2: οικοδομή,
obelisco [ομπελίσκο] (ουσΥαρσ.) οβε­ obrador [ομπραδόρ] (ουσΥαρσ.) ερ­
λίσκος γαστήρι.
obertura [ομπερτούρα] (ουσΥθηλ.) μου­ obrar [ομπράρ] (ρ.) 1: ενεργώ, 2: δου­
σική εισαγωγή, λεύω, 3: χτίζω, οικοδομώ,
obesidad [ομπεσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πα­ obrerismo [ομπρερίσμο] (ουσΥαρσ.)
χυσαρκία, εργατικό κίνημα,
obeso [ομπέσο] (επίθ.) παχύσαρκος obrero [ομπρέρο] (ουσΥαρσ.) εργά­
παχύς. της.
óbice [όμπιθε] (ουσΥαρσ.) κώλυμα, obscenidad [ομπσθενιδάδ] (ουσΥθηλ.)
εμπόδιο. αισχρότητα, ανηθικότητα.
obispo [ομπίσπο] (ουσ,/αρσ.) επίσκο­ obsceno [ομπσθένο] (επίθ.) αισχρός
πος. ανήθικος πρόστυχος,
obituario [ομπιτουάριο] (ουσΥαρσ.) νε­ obsequiar [ομπσεκιάρ] (ρ.) δωρίζω,
κρολογία σε εφημερίδα, χαρίζω.
objeción [ομπχεθιόν] (ουσΥθηλ.) αντίρ­ obsequio [ομπσέκιο] (ουσΥαρσ.) δώ­
ρηση, αντιλογία, ένσταση, ρο.
objetar [ομπχετάρ] (ρ.) αντιτείνω, αντι- observación [ομπσερβαθιόν] (ουσΥθηλ)
κρούω, αντιτίθεμαι, παρατήρηση,
objetividad [ομπχετιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) observador [ομπσερβαδόρ] 1: (ουσΥ
αντικειμενικότητα, αρσ.) παρατηρητής, 2: (επίθ.) παρα­
objetivo [ομπχετίβο] 1: (ουσΥαρσ.) στό­ τηρητικός,
χος σκοπός 2: φακός 3: (επίθ.) αντι­ obsesionante [ομπσεσιονάντε] (επίθ.)
κειμενικός, έμμονος επίμονος,
objeto [ομπχέτο] (ουσΥαρσ.) 1: αντι­ observar [ομπσερβάρ] (ρ.) 1: παρατη­
κείμενο, 2: σκοπός στόχος, ρώ, 2: τηρώ.
objetor [ομπχετόρ] (ουσΥαρσ.) αντιρ- observatorio [ομπσερβατόριο] (ουσΥ
ρησίας. αρσ.) παρατηρητήριο, αστεροσκο-

396
octogenario

πείο. obús [ομπούς] (ουσ,/αρσ.) βλήμα, οβί­


obsesión [ομπσεσιόν] (ουσΥθηλ.) έμ­ δα.
μονη ιδέα. obviar [ομπβιάρ] (ρ.) 1: αποτρέπω, 2:
obsesionar [ομπσεσιονάρ] (ρ.) διακα­ προλαμβάνω,
τέχομαι από έμμονες ιδέες, obvio [όμπβιο] (επίθ.) προφανής πρό­
obsesivo [ομπσεσίβο] (επ(θ.) έμμονος δηλος κατάφωρος καταφανής φα­
επίμονος. νερός.
obsoleto [ομπσολέτο] (επίθ.) απαρ­ oca [όκα] (ουσΥθηλ.) χήνα.
χαιωμένος πεπαλαιωμένος ξεπερα­ ocasión [οκασιόν] (ουσΥθηλ.) ευκαι­
σμένος πεπερασμένος, ρία, περίσταση, αφορμή,
obstaculizar [ομπστακουλιθάρ] (ρ.) ocasional [οκασιονάλ] (επίθ.) περιστα-
εμποδίζω, παρεμποδίζω, σιακός τυχαίος συμπτωματικός.
obstáculo [ομπστόκουλο] (ουσΥαρσ.) ocasionar [οκασιονάρ] (ρ.) προκαλώ,
εμπόδιο, κώλυμα, προξενώ.
obstante [ομπστάντε] (επίρρ.) ηο ocaso [οκάσο] (ουσΥαρσ.) σούρουπο,
obstante - ωστόσο, μολονότι, δειλινό.
obstetricia [ομπστετρίθια] (ουσΥθηλ.) occidental [οκθιδεντάλ] 1: (ουσΥαρσ.)
μαιευτική, κάτοικος της δύσης 2: (επίθ.) δυτι­
obstétrico [ομπστέτρικο] (επίθ.) μαιευ­ κός.
τικός. occidente [οκθιδέν'τε] (ουσΥαρσ.) δύ­
obstinación [ομπστιναθιόν] (ουσΥθηλ.) ση.
ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, επιμονή, occipital [οκθιπιτάλ] (επίθ.) ινιακός,
obstinado [ομπστινάδο] (επίθ.) ισχυ- occipucio [οκθιπούθιο] (ουσΥαρσ.) ινίο.
ρογνώμονας πεισματάρης επίμο­ occiso [οκθίσο] (επίθ.) δολοφονηθείς
νος. φονευθείς.
obstinarse [ομπστινάρσε] (ρ.) επιμέ­ oceánico [οθεάνικο] (επίθ.) ωκεάνιος,
νω, εμμένω, πεισμώνω, océano [οθέανο] (ουσΥαρσ.) ωκεανός,
obstrucción [ομπστρουκθιόν] (ουσΥ ocio [όθιο] (ουσΥαρσ.) 1: ελεύθερος
θηλ.) απόφραξη, παρεμπόδιση, πα­ χρόνος 2: χόμπι,
ρακώλυση, κωλυσιεργία, ociosidad [οθιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) τε­
obstruir [ομπστρουίρ] (ρ.) αποφράζω, μπελιά, οκνηρία,
παρεμποδίζω, παρακωλύω, ocioso [οθιόσο] (επίθ.) αργόσχολος
obtención [ομπτενθιόν] (ουσΥθηλ.) τεμπέλης,
απόκτηση, ocre [όκρε] (ουσΥαρσ.) ώχρα.
obtener [ομπτενέρ] (ρ.) αποκτώ, παίρ­ octaedro [οκταέδρο] (ουσΥαρσ.) οκτάε­
νω, εξασφαλίζω, κατακτώ, δρο.
obtenible [ομπτενίμπλε] (επίθ.) απο­ octagonal [οκταγονάλ] (επίθ.) οκταγω­
κτηθείς νικός
obturación [ομπτουραθιόν] (ουσΥθηλ.) octágono [οκτάγονο] (ουσΥαρσ.) οκτά­
έμφραξη, βούλωμα, γωνο.
obturar [ομπτουράρ] (ρ.) φράσσω, octavo [οκτάβο] (αριθμ. επίθ.) όγδοος
βουλώνω, octíngentésimo[oKTixcv'Téo^o] (αριθμ.
obtuso [ομπτούσο] (επίθ.) 1: αμβλύς επίθ.) οκτακοσιοστός,
2: αργόστροφος. octogenario [οκτοχενάριο] (επίθ.) σγδοη-

397
octogésimo

κονταετής. οδοντίατρος,
octogésimo [οκτοχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) odorífico [οδορίφικο] (επίθ.) εύοσμος
ογδοηκοστός, ευώδης, μυρωδάτος
octano [οκτάνο] (ουσ./αρσ.) οκτάνιο, odre [όδρε] (ουσΥαρσ.) ασκί κρασιού,
octubre [οκτούμπρε] (ουσΥαρσ.) Οκτώ­ oeste [οέστε] (ουσΥαρσ.) δύση.
βριος. ofender [οφεν'ντέρ] (ρ.) προσβάλλω,
ocular [οκουλάρ] (επίθ.) 1: οφθαλμικός θίγω.
οπτικός 2: αυτόπτης ofendido [οφεν'ντίδο] (επίθ.) προσβε­
oculista [οκουλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) βλημένος,
οφθαλμίατρος, ofensa [οφένσα] (ουσΥθηλ.) ύβρις
ocultar [οκουλτάρ] (ρ.) αποκρύπτω, προσβολή,
oculto [οκούλτο] (επίθ.) 1: κρυφός ofensiva [οφενσίβα] (ουσΥθηλ.) επί­
απόκρυφος 2: (μτφ.) μυστικός, θεση.
ocupación [οκουπαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ofensivo [οφενσίβο] (επίθ.) υβριστι­
απασχόληση, ασχολία, 2: κατοχή, κα­ κός προσβλητικός,
τάληψη. ofensor [οφενσόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πα­
ocupado [οκουπάδο] (επίθ.) απασχο­ ραβάτης 2: (επίθ.) προσβλητικός,
λημένος πιασμένος κατειλημμένος, oferta [οφέρτα] (ουσΥθηλ.) προσφο­
ocupante [οκουπάντε] (ουσΥαρσ.) 1: ρά.
κατακτητής, 2: κάτοχος θέσης oficial [οφιθιάλ] 1: (ουσΥαρσ.) αξιωμα­
ocupar [οκουπάρ] (ρ.) 1: καταλαμβά­ τικός 2: (επίθ.) επίσημος,
νω, κατέχω, 2: απασχολώ, oficiar [οφιθιάρ] (ρ.) ιερουργώ, χορο­
ocuparse [οκουπάρσε] (ρ.) ασχολού­ στατώ.
μαι. oficializar [οφιθιαλιθάρ] (ρ.) επισημο­
ocurrencia [οκουρένθια] (ουσΥθηλ.) ποιώ.
ξαφνική ιδέα, έμπνευση, oficina [οφιθίνα] (ουσΥθηλ.) γραφείο,
ocurrir [οκουρίρ] (ρ.) συμβαίνω, oficinista [οφιθινίστα] (ουσΥαρσ.)
ocurrirse [οκουρίρσε] (ρ.) συλλαμβά­ γραφέας.
νω μια ιδέα. oficio [οφίθιο] (ουσΥαρσ.) επάγγελμα,
ochenta [οτσέν'τα] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. ασχολία.
επίθ.) ογδόντα, oficioso [οφιθιόσο] (επίθ.) ανεπίση­
ocho [ότσο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) μος.
οχτώ. ofrecer [οφρεθέρ] (ρ.) προσφέρω, πα­
ochocientos [οτσοθιέν'τος] (ουσΥαρσ.), ρουσιάζω,
(αριθμ. επίθ.) οκτακόσια, ofrecimiento [οφρεθιμιέν'το] (ουσΥ
oda [όδα] (ουσ,/θηλ.) ωδή. αρσ.) προσφορά, πρόταση,
odiar [οδιάρ] (ρ.) μισώ. ofrenda [οφρέν'ντα] (ουσΥθηλ.) πρό­
odio [όδιο] (ουσΥαρσ.) μίσος, σφορο, αφιέρωμα, ανάθημα,
odioso [οδιόσο] (επίθ.) απεχθής, μι­ ofrendar [οφρεν'ντάρ] (ρ.) συνεισφέ­
σητός. ρω, συμβάλλω,
odisea [οδίσεα] (ουσΥθηλ.) οδύσσεια, oftalmología [οφταλμολοχία] (ουσΥ
odontología [οδοντολοχία] (ουσΥθηλ.) θηλ.) οφθαλμολογία,
οδοντολογία. oftalmólogo [οφταλμόλογο] (ουσΥαρσ.)
odontólogo [οδοντόλογο] (ουσΥαρσ.) οφθαλμίατρος.

398
omóplato

ofuscación [οφουσκαθιόν] (ουσΥθηλ.) olfato [ολφάτο] (ουσ,/αρσ.) όσφρηση,


θόλωση, θάμπωμα, επισκότιση, oligarquía [ολογαρκία] (ουσΥθηλ.) ολι­
ofuscar [οφουσκάρ] (ρ.) θολώνω, θα­ γαρχία.
μπώνω, επισκιάζω, σκοτίζω, olimpiada [ολιμ'πίαδα] (ουσΥθηλ.) ολυ­
ogro [όγρο] (ουσ./αρσ.) δράκος, μπιάδα.
oída [οΐδα] (ουσΥθηλ.) ακοή. olímpico [ολίμ'πικο] (επίθ.) ολυμπια­
oído [οΐδο] (ουσΥαρσ.) 1: αυτί, 2: ακοή. κός.
oír [οΐρ] (ρ.) ακούω, oliscar [ολισκάρ] (ρ.) μυρίζω προσε­
ojal [οχάλ] (ουσΥαρσ.) κουμπότρυπα, κτικά.
ojalá [οχαλά] (επιφ.) μακάρι!, oliva [ολίβα] (ουσΥθηλ.) ελιά (καρπός).
ojeada [οχεάδα] (ουσΥθηλ.) ματιά, βλέμ­ olivar [ολιβάρ] (ουσΥαρσ.) ελαιώνας,
μα. olivo [ολίβο] (ουσΥαρσ.) ελαιόδεντρο,
ojear [οχεάρ] (ρ.) ρίχνω μια ματιά, olmo [όλμο] (ουσΥαρσ.) φτελιά,
ojeras [οχέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. μαύ­ olor [ολόρ] (ουσΥαρσ.) οσμή, μυρω­
ροι κύκλοι, διά.
ojeriza [οχερίθα] (ουσΥθηλ.) κακεντρέ- oloroso [ολορόσο] (επίθ.) μυρωδάτος
χεια, φθόνος κακία, αρωματισμένος ευώδης,
ojete [οχέτε] (ουσΥαρσ.) 1: τρύπα πε­ olvidadizo [ολβιδαδίθο] (επίθ.) αμνή-
ράσματος κορδονιού, 2: κωλοτρυπί- μων, επιλήσμων, αμελής ξεχασιά-
δα, πρωκτός, ρπς
ojo [όχο] (ουσΥαρσ.) 1: μάτι, οφθαλ­ olvidado [ολβιδάδο] (επίθ.) λησμονη­
μός 2: τρύπα, μένος ξεχασμένος,
ola [όλα] (ουσΥθηλ.) κύμα. olvidar [ολβιδάρ] (ρ.) λησμονώ, αμε­
olé [ολέ] (επιφ.) εύγε! μπράβο!, λώ, ξεχνώ,
oleada [ολεάδα] (ουσΥθηλ.) κύμα. olvido [ολβίδο] (ουσΥαρσ.) λησμονιά,
oleaginoso [ολεαχινόσο] (επίθ.) ελαιώ­ λήθη.
δης, λαδωμένος, olla [όγια] (ουσΥθηλ.) κατσαρόλα, χύ­
oleaje [ολεάχε] (ουσΥαρσ.) θαλασσο­ τρα.
ταραχή, φουρτούνα, ombligo [ομ'μπλίγο] (ουσΥαρσ.) ομ-
oleicultura [ολεϊκουλτούρα] (ουσΥ φαλός.
θηλ.) ελαιοκαλλιέργεια. omisión [ομισιόν] (ουσΥθηλ.) παρά­
óleo [όλεο] (ουσΥαρσ.) μύρο, έλαιο, λειψη.
oleoducto [ολεοδούκτο] (ουσΥαρσ.) πε­ om itir [ομιτίρ] (ρ.) παραλείπω,
τρελαιαγωγός omnipresente [ομνιπρεσέντε] (επίθ.)
oleoso [ολεόσο] (επίθ.) λαδερός, λι­ πανταχού παρών,
παρός. omnipotencia [ομνιποτένθια] (ουσΥ
oler [ολέρ] (ρ.) οσφραίνομαι, μυρίζω · θηλ.) παντοδυναμία,
huele a naranja - μυρίζει πορτοκάλι, omnipotente [ομνιποτέν'τε] (επίθ.)
olfacción [ολφακθιόν] (ουσΥθηλ.) μύ­ παντοδύναμος,
ρισμα. omnisciente [ομνισθιέν'τε] (επίθ.) πα­
olfatear [ολφατεάρ] (ρ.) οσφραίνομαι, ντογνώστης,
οσμίζομαι, μυρίζω, omnívoro [ομνίβορο] (επίθ.) παμφά­
olfativo [ολφατίβο] (επίθ.) οσφραντι­ γος.
κός. omóplato [ομόπλατο] (ουσΥαρσ.) ωμο­

399
onanismo

πλάτη. ópera [όπερα] (ουσΥθηλ.) όπερα,


onanismo [ονανίσμο] (ουσΥαρσ.) αυ­ operación [οπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
νανισμός, επιχείρηση, 2: πράξη, 3: εγχείρηση,
once [όνθε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) operador [οπεραδόρ] (ουσΥαρσ.) χει­
ένδεκα. ριστής
onceno [ονθένο] (αριθμ. επίθ.) ενδέ­ operar [οπεράρ] (ρ.) 1: λειτουργώ, 2:
κατος. πραγματοποιώ, 3: χειρίζομαι, 4: εγ­
oncología [ονκολοχία] (ουσΥθηλ.) ογκο­ χειρίζω.
λογία. operarse [οπεράρσε] (ρ.) εγχειρίζομαι,
onda [όν'ντα] (ουσΥθηλ.) κύμα · onda operatorio [οπερατόριο] (επίθ.) χει­
sonora - ηχητικό κύμα · estar en la ρουργικός,
onda - είμαι επίκαιρος, opereta [οπερέτα] (ουσΥθηλ.) οπερέ­
ondear [ον'ντεάρ] (ρ.) κυματίζω, τα.
ondulación [ον'ντουλαθιόν] (ουσΥ opinar [οπινάρ] (ρ.) σχηματίζω γνώμη,
θηλ.) κυματισμός. διατυπώνω γνώμη, αποφαίνομαι,
ondulado [ον'ντουλάδο] (επίθ.) κυμα­ φρονώ.
τοειδής κυματιστός, opinión [οπινιόν] (ουσΥθηλ.) άποψη,
ondulante [ον'ντουλάν'τε] (επίθ.) κυ­ γνώμη,
ματίζω. opio [όπιο] (ουσΥαρσ.) όπιο.
ondular [ον'ντουλάρ] (ρ.) κυματίζω, opíparo [οπίπαρο] (επίθ.) πλουσιοπά­
oneroso [ονερόσο] (επίθ.) απεχθής ανυ­ ροχος.
πόφορος oponente [οπονέν'τε] (ουσΥαρσ.) αντί­
ónice [όνιθε] (ουσΥαρσ.) όνυξ, όνυ­ παλος πολέμιος αντιτιθέμενος
χας. oponer [οπονέρ] (ρ.) αντιτάσσω, απο­
onomástico [ονομάστικο] 1: (ουσΥαρσ.) κρούω.
ονομαστική γιορτή, 2: (επίθ.) ονομα­ oponerse [οπονέρσε] (ρ.) αντιτίθεμαι,
στικός εναντιώνομαι,
onomatopeya [ονοματοπέγια] (ουσΥ oportunidad [οπορτουνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) ονοματοποιία. ευκαιρία.
O.N.U. [όνου] (ουσ,/θηλ.) Ο.Η.Ε.. oportunismo [οπορτουνίσμο] (ουσΥ
onza [όνθα] (ουσΥθηλ.) ουγγιά. αρσ.) καιροσκοπία, οπορτουνισμός,
onzavo [ονθάβο] (αριθμ. επίθ.) ενδέ­ oportunista [οπορτουνίστα] (ουσΥαρσ.+
κατος θηλ.) καιροσκόπος οπορτουνιστής
opacidad [οπαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: oportuno [οπορτούνο] (επίθ.) 1: επί­
αδιαφάνεια, 2: ανία, βαριεστιμάρα, καιρος 2: κατάλληλος,
ατονία. oposición [οποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
opaco [οπάκο] (επίθ.) αδιαφανής (μτφ.) αντίσταση, αντίθεση, αντίδραση, 2:
διεφθαρμένος αντιπολίτευση,
opalino [οπαλίνο] (επίθ.) οπάλινος. opositar [οποσιτάρ] (ρ.) λαμβάνω μέ­
ópalo [όπαλο] (ουσΥαρσ.) οπάλιο. ρος σε εξετάσεις για το δημόσιο το­
opción [οπθιόν] (ουσΥθηλ.) εκλογή, μέα.
επιλογή. opositor [οποσιτόρ] (ουσΥαρσ.) υπο­
opcional [οπθιονάλ] (επίθ.) προαιρετι­ ψήφιος πρόσληψης,
κός επιλεκτικός. opresión [οπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κα-

400
orfebre

ταπίεση, 2: δύσπνοια, δυσφορία, orbe [όρμπε] (ουσΥαρσ.) σφαίρα (ου­


opresivo [οπρεσίβο] (επίθ.) πνιγηρός, ράνιο σώμα).
ασφυκτικός καταπιεστικός, órbita [όρμπιτα] (ουσΥθηλ.) 1: τροχιά,
opresor [οπρεσόρ] (ουσ./αρσ.) κατα- πορεία, 2: κόγχη,
πιεστής δυνάστης, orbital [ορμπιτάλ] (επίθ.) τροχιακός.
oprimir [οπριμίρ] (ρ.) καταπιέζω, κα- orden [όρδεν] 1: (ουσΥαρσ.) (α) τά­
ταδυναστεύω. ξη, (β) διάταξη, (γ) σειρά, 2: (ουσΥ
oprobio [σπρόμπιο] (ουσΥαρσ.) όνει­ θηλ.) διαταγή, ένταλμα · dar ordenes
δος καταισχύνη, ντροπή, - δίνω διαταγές · recibir ordenes -
oprobioso [οπρομπιόσο] (επίθ.) επο­ παίρνω διαταγές,
νείδιστος επαίσχυντος ντροπιαστι- ordenación [ορδεναθιόν] (ουσΥθηλ.)
κός. 1: τακτοποίηση, κατάταξη, διευθέτη­
optar [οπτάρ] (ρ.) επιλέγω, εκλέγω, ση, 2: χειροτονία.
optativo [οπτατίβο] (επίθ.) προαιρετι­ ordenado [ορδενάδο] (επίθ.) τακτικός
κός μεθοδικός,
óptica [ότττικα] (ουσΥθηλ.) οπτική, ordenador [ορδεναδόρ] (ουσΥαρσ.) ηλε­
óptico [όπτικο] 1: (ουσΥαρσ.) οπτικός κτρονικός υπολογιστής
(επάγγελμα), 2: (επίθ.) οπτικός, ordenamiento [ορδεναμιέν'το] (ουσΥ
optimismo [οπτιμίσμο] (ουσΥαρσ.) αι­ αρσ.) διάταγμα,
σιοδοξία. ordenancista [ορδενανθίστα] (επίθ.)
optimista [οπτιμίστα] 1: (ουσΥαρσ.) αι­ τυπικός στην τήρηση των κανόνων,
σιόδοξος 2: (επίθ.) αισιόδοξος, ordenanza [ορδενάνθα] (ουσΥθηλ.) διευ­
óptimo [όπτιμο] (επίθ.) κάλλιστος ιδα­ θέτηση, διάταγμα, διάταξη,
νικός άριστος. ordenar [ορδενάρ] (ρ.) διατάζω, διευ­
opuesto [οπουέστο] (επίθ.) αντίθετος θετώ, τακτοποιώ,
ενάντιος αντίπαλος, ordeñar [ορδενιάρ] (ρ.) αρμέγω,
opulencia [οπουλένθια] (ουσΥθηλ.) ordeño [ορδένιο] (ουσΥαρσ.) άρμεγ­
πλούτος χλιδή, πληθώρα, αφθονία, μα.
ευμάρεια, ordinal [ορδινάλ] (επίθ.) 1: τακτικός 2:
oquedad [οκεδάδ] (ουσΥθηλ.) κοίλω­ τακτικός (αριθμός).
μα, κοιλότητα, ordinario [ορδινάριο] (επίθ.) συνήθης
oración [οραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: προ­ συνηθισμένος
σευχή, 2: φράση, orear [ορεάρ] (ρ.) αερίζω, φρεσκάρω,
oráculo [οράκουλο] (ουσΥαρσ.) μαντείο, orégano [ορέγανο] (ουσΥαρσ.) ρίγα­
χρησμός νη.
orador [οραδόρ] (ουσΥαρσ.) ομιλητής oreja [ορέχα] (ουσΥθηλ.) αυτί.
ρήτορας αγορητής, orejudo [ορεχούδο] (ουσΥαρσ.) αυ-
oral [οράλ] (επίθ.) προφορικός τιάς.
orangután [ορανγκουτάν] (ουσΥαρσ.) orfanato [ορφανάτο] (ουσΥαρσ.) ορ­
ουραγκοτάγκος, φανοτροφείο,
orar [οράρ] (ρ.) προσεύχομαι, orfandad [ορφανδάδ] (ουσΥθηλ.) ορφά-
oratorio [ορατόριο] 1: (ουσΥαρσ.) ορα­ νια.
τόριο, προσευχητήριο, 2: (επίθ.) ρη­ orfebre [ορφέμπρε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
τορικός. χρυσοχόος αργυροχόος.

401
orfebrería

orfebrería [ορφεμπρερία] (ουσ./θηλ.) originalidad [οριχιναλιδάδ] (ουσΥθηλ.)


χρυσοχοΐα, αργυροχοΐα. πρωτοτυπία, εκκεντρικότητα.
orgánico [οργάνικο] (επίθ.) 1: οργανι­ originar [οριχινάρ] (ρ.) προξενώ, προ­
κός, 2: ενόργανος, καλώ.
organillero [οργανιγιέρο] (ουσΥαρσ.) orilla [ορίγια] (ουσΥθηλ.) 1; άκρη, όχθη,
οργανοπαίχτης. 2: ακρογιαλιά,
organillo [οργανίγιο] (ουσ,/αρσ.) ρομ­ orín [ορίν] (ουσΥαρσ.) σκουριά,
βία; λατέρνα, orina [ορίνα] (ουσΥθηλ.) ούρα, κάτου-
organismo [οργανίσμο] (ουσΥαρσ.) ορ­ ρα.
γανισμός orinal [ορινάλ] (ουσΥαρσ.) ουροδο­
organización [οργανιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) χείο.
1: οργάνωση, διοργάνωση, 2: οργανι­ orinar [ορινάρ] (ρ.) ουρώ, κατουρώ.
σμός oriundo [οριούν'ντο] (επίθ.) προερχό­
organizado [οργανιθάδο] (επίθ.) ορ­ μενος καταγόμενος,
γανωμένος, orla [όρλα] (ουσΥθηλ.) μπορντούρα,
organizar [οργανιθάρ] (ρ.) 1: οργανώ­ ρέλι.
νω, διοργανώνω, 2: διευθετώ, orlar [ορλάρ] (ρ.) περνάω ρέλι.
órgano [όργανο] (ουσ,/αρσ.) όργανο, ornamentación [ορναμενταθιόν] (ουσΥ
orgasmo [οργάσμο] (ουσΥαρσ.) ορ­ θηλ.) στολισμός διακόσμηση.
γασμός. ornamental [ορναμεν'τάλ] (επίθ.) δια-
orgía [ορχία] (ουσΥθηλ.) όργιο, ακο­ κοσμητικός.
λασία. ornamentar [ορναμεν'τάρ] (ρ.) διακο­
orgiástico [ορχιάστικο] (επίθ.) οργια­ σμώ, στολίζω,
στικός. ornamento [ορναμέν'το] (ουσΥαρσ.)
orgullo [οργούγιο] (ουσΥαρσ.) περη­ κόσμημα, στολίδι,
φάνια. ornar [ορνάρ] (ρ.) διακοσμώ, στολίζω,
orgulloso [οργουγιόσο] (επίθ.) περή­ ornato [ορνάτο] (ουσΥαρσ.) διάκοσμος
φανος αλαζόνας υπεροπτικός, στολίδι.
orientación [οριεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) ornitología [ορνιτολοχία] (ουσΥθηλ.)
προσανατολισμός, ορνιθολογία,
oriental [οριεν'τάλ] (επίθ.) ανατολικός ornitólogo [ορνιτόλογο] (ουσΥαρσ.)
orientar [οριεν'τάρ] (ρ.) προσανατολί­ ορνιθολόγος.
ζω, οδηγώ, κατευθύνω, oro [όρο] (ουσΥαρσ.) χρυσός χρυσά­
orientarse [οριεν'τάρσε] (ρ.) προσα­ φι.
νατολίζομαι, κατευθύνομαι. orondo [ορόν'ντο] (επίθ.) 1: διογκωμέ­
oriente [οριέν'τε] (ουσΥαρσ.) ανατο­ νος 2: ευτραφής χοντρός,
λή. orquesta [ορκέστα] (ουσΥθηλ.) ορχή­
orificio [οριφίθιο] (ουσΥαρσ.) στόμιο, στρα.
άνοιγμα. orquestación [ορκεσταθιόν] (ουσΥ
origen [ορίχεν] (ουσΥαρσ.) καταγωγή, θηλ.) ενορχήστρωση,
προέλευση, orquestal [ορκεστάλ] (επίθ.) της ορ­
original [οριχινάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) πρω­ χήστρας.
τότυπο, αυθεντικό, 2: (επίθ.) πρωτό­ orquestar [ορκεστάρ] (ρ.) ενορχηστρώ­
τυπος αυθεντικός. νω.

402
O.V.N.I.

orquídea [ορκίδεα] (ουσ./θηλ.) ορχι­ ostensible [οστενσίμπλε] (επίθ.) έκδη-


δέα. λος πρόδηλος φανερός,
ortiga [ορτίγα] (ουσ./θηλ.) τσουκνίδα, ostentación [οστεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.)
ortodoxo [ορτοδόξο] (επίθ.) ορθόδο­ επίδειξη.
ξος. ostentar [οστεν'τάρ] (ρ.) 1: επιδεικνύω,
ortografía [ορτογραφία] (ουσΥθηλ.) ορ­ 2: κατέχω,
θογραφία, ostentoso [οστεντόσο] (επίθ.) πολυτε­
ortográfico [ορτογράφικο] (επίθ.) ορ­ λής χλιδάτος (καθ.) λουσάτος,
θογραφικός, osteopatía [οστεοπατία] (ουσΥθηλ.)
ortopedia [ορτοπέδια] (ουσΥθηλ.) ορ­ οστεοπάθεια,
θοπεδική, ostra [όστρα] (ουσ,/θηλ.) στρείδι,
oruga [ορούγα] (ουσΥθηλ.) κάμπια, ostracismo [οστραθίσμο] (ουσΥαρσ.)
orzuelo [ορθουέλο] (ουσΥαρσ.) κριθα­ εξοστρακισμός
ράκι ματιού, χαλάζιο, ostricultura [οστρικουλτούρα] (ουσΥθηλ.)
os [ος] (προσωπική αντ.) εσείς σας · ¿a οστρεοκαλλιέργεια, οστρεοτροφία.
qué hora os despertáis? - τι ώρα ξυ­ otear [οτεάρ] (ρ.) ατενίζω,
πνάτε; · os llamaré m añana - θα σας otero [οτέρο] (ουσΥαρσ.) λοφίσκος,
καλέσω αύριο, otitis [οτίτις] (ουσΥθηλ.) ωτίτιδα,
osadía [οσαδία] (ουσΥθηλ.) τόλμη, θρά­ otoñal [οτονιάλ] (επίθ.) φθινοπωρινός,
σος αναίδεια, otoño [οτόνιο] (ουσΥαρσ.) φθινόπω­
osado [οσάδο] (επίθ.) τολμηρός θρα­ ρο.
σύς αναιδής, otorgar [οτοργάρ] (ρ.) χορηγώ, απο­
osamenta [οσαμέν'τα] (ουσΥθηλ.) σκε­ νέμω.
λετός. otro [ότρο] (επίθ.) άλλος · es otra cosa
osar [οσάρ] (ρ.) τολμώ, έχω θράσος, - είναι άλλο πράγμα · no quiero ni eso
osario [οσάριο] (ουσΥαρσ.) οστεοφυ­ ni el otro - δεν θέλω ούτε αυτό ούτε
λάκιο. το άλλο.
oscilación [οσθιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) τα- ovación [οβαθιόν] (ουσΥθηλ.) επευφη­
λάντευση, αιώρηση, διακύμανση, μία, ζητωκραυγασμός.
oscilar [οσθιλάρ] (ρ.) ταλαντεύομαι, πάλ- ovacionar [οβαθιονάρ] (ρ.) επευφημώ,
λομαι, αιωρούμαι, διακυμαίνομαι. ζητωκραυγάζω,
oscurecer [οσκουρεθέρ] (ρ.) σκοτει­ oval [οβάλ] (επίθ.) ωοειδής
νιάζω, συσκοτίζω, ovalado [οβαλάδο] (επίθ.) ωοειδής
oscuridad [οσκουριδάδ] (ουσ,/θηλ.) οβάλ.
σκοτάδι, σκότος, ovario [οβάριο] (ουσΥαρσ.) ωοθήκη,
oscuro [οσκούρο] (επίθ.) σκοτεινός oveja [οβέχα] (ουσΥθηλ.) πρόβατο,
σκούρος. ovejuno [οβεχούνο] (επίθ.) πρόβειος,
óseo [όσεο] (επίθ.) οστεώδης ισχνός ovillar [οβιγιάρ] (ρ.) τυλίγω σε κουβά­
κοκαλιάρης. ρι, κουβαριάζω.
osezno [οσέθνο] (ουσΥαρσ.) αρκουδάκι, ovillo [οβίγιο] (ουσΥαρσ.) κουβάρι,
osificación [οσιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) ovino [οβίνο] (επίθ.) πρόβειος,
οστεοποίηση, οστέωση, ovíparo [οβίπαρο] (επίθ.) ωοζωοτόκος.
osificarse [οσιφικάρσε] (ρ.) οστεώνομαι, O.V.N.I. [όβνι] (σύντμ.) · objeto volante
oso [οσο] (ουσΥαρσ.) αρκούδα. no identificado - αγνώστου ταυτότη­

403
:lón

τας ιπτάμενο αντικείμενο, oxigenado [οξιχενάδο] 1: (ουσΥαρσ.)


ovulación [οβουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) ωορ­ οξυζενέ, 2: (επίθ.) οξυγονωμένος,
ρηξία, ωοπλασία. oxigenar [οξιχενάρ] (ρ.) οξυγονώνω,
óvulo [όβουλο] (ουσ,/αρσ.) ωάριο, oxígeno [οξίχενο] (ουσΥαρσ.) οξυγό­
oxidación [οξιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) οξεί­ νο.
δωση. oyente [ογιέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
oxidante [οξιδάν^ε] 1: (ουσΥαρσ.) οξει- ακροατής ακροάτρια.
δωτικό, 2: (επίθ.) οξειδωτικός. ozono [οθόνο] (ουσΥαρσ.) όζον · Ια
oxidar [οξιδάρ] (ρ.) οξειδώνω, capa de ozono - η τρύπα του όζο­
óxido [όξιδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) οξεί­ ντος.
διο.
oxigenación [οξιχεναθιόν] (ουσΥθηλ.)
οξυγόνωση.

404
ραγινωμένος ώριμος (για φρούτα),
2: εξασθενημένος, άχρωμος (για αν­
Ρ» Ρ [πε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο ένατο θρώπους).
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, padecer [παδεθέρ] (ρ.) 1: υποφέρω,
pabellón [παμπεγιόν] (ουσΥαρσ.) πτέ­ πάσχω, 2: υπομένω,
ρυγα, κωνικό αντίσκηνο, padecimiento [παδεθιμιέν'το] (ουσΥ
pabilo [ παμπίλο] (ουσΥαρσ.) φιτίλι, αρσ.) πάθηση, βάσανο,
pábulo [πάμπουλο] (ουσΥαρσ.) τρο­ padrastro [παδράστρο] (ουσΥαρσ.)
φή. πατριός.
paca [πάκα] (ουσΥθηλ.) 1: δέμα, 2: padrazo [παδράθο] (ουσΥαρσ.) πατε­
μπάλα μαλλιού ή βαμβακιού, ρούλης.
pacato [πακάτο] (επίθ.) άτολμος, συνε­ padre [πάδρε] (ουσΥαρσ.) πατέρας ·
σταλμένος, los padres - οι γονείς,
pacer [παθέρ] (ρ.) βοσκώ. padrenuestro [πάδρενουέστρο] (ουσΥ
paciencia [παθιένθια] (ουσΥθηλ.) υπο­ αρσ.) το «Πάτερ ημών» (προσευχή).
μονή. padrino [παδρίνο] (ουσΥαρσ.) 1: ανά-
paciente [παθιέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.+ δοχος νονός 2: κουμπάρος 3: προ­
θηλ.) ασθενής 2: (επίθ.) υπομονετι­ στάτης.
κός παθητικός, padrón [παδρόν] (ουσΥαρσ.) δημοτο­
pacificación [παθιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) λόγιο.
ειρήνευση, κατευνασμός paella [παέγια] (ουσΥθηλ.) παέγια (φα­
pacificador [παθιφικαδόρ] 1: (ουσΥ γητό).
αρσ.) ειρηνιστής 2: (επίθ.) ειρηνευ­ paga [πάγα] (ουσΥθηλ.) μισθός πλη­
τικός. ρωμή.
pacificar [παθιφικάρ] (ρ.) ειρηνεύω, κα­ pagadero [παγαδέρο] (επίθ.) πληρω­
τευνάζω. τέος.
pacífico [παθίφικο] (επίθ.) ειρηνικός, pagador [παγαδόρ] (ουσΥαρσ.) πλη­
pacifismo [παθιφίσμο] (ουσΥαρσ.) ει­ ρωτής.
ρηνισμός, pagaduría [παγαδουρία] (ουσΥθηλ.)
pacifista [παθιφίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) γραφείο πληρωμών,
ειρηνιστής ειρηνίστρια, 2: (επίθ.) ειρη- paganismo [παγανίσμο] (ουσΥαρσ.) ει­
νιστικός δωλολατρία, παγανισμός,
pacotilla [πακοτίγια] (επίθ.) άχρηστος pagano [παγάνο] 1: (ουσΥαρσ.) ειδω­
σκάρτος. λολάτρης παγανιστής 2: (επίθ.) ει-
pactar [πακτάρ] (ρ.) συμφωνώ, συνθη­ δωλολατρικός.
κολογώ. pagar [παγάρ] (ρ.) 1: πληρώνω, 2:
pacto [πάκτο] (ουσΥαρσ.) σύμφωνο, ανταποδίδω, ανταμείβω,
συνθήκη, pagaré [παγαρέ] (ουσΥαρσ.) γραμμά­
pachá [πατσά] (ουσΥαρσ.) πασάς, τιο πληρωμής,
pachanga [πατσάνγκα] (ουσΥθηλ.) γλέ- página [πάχινα] (ουσΥθηλ.) σελίδα,
ντι, πανηγύρι, paginación [παχιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
pachorra [πατσόρα] (ουσΥθηλ.) 1: νω- αρίθμηση σελίδων, σελιδοποίηση,
θρότητα, οκνηρία, 2: ηρεμία, paginar [παχινάρ] (ρ.) αριθμώ σελίδες
pachucho [πατσούτσο] 1: (επίθ.) πα- σελιδοποιώ.

405
pago

pago [πάγο] (ουσ./αρσ.) πληρωμή, paladín [παλαδίν] (ουσΥαρσ.) ιππότης


país [παΐς] (ουσΥαρσ.) χώρα. ήρωας.
paisaje [παϊσάχε] (ουσ./αρσ.) τοπίο, paladino [παλαδίνο] (επίθ.) φανερός
paisanaje [πάίσανάχε] (ουσΥαρσ.) άμα­ δημόσιος,
χος πληθυσμός, palafito [παλαφίτο] (ουσΥαρσ.) σπίτι
paisano [παϊσάνο] (ουσ,/αρσ.) συμπα­ χτισμένο πάνω σε πασσάλους στην
τριώτης, ακτή.
paja [πάχα] (ουσΥθηλ.) άχυρο, palafrén [παλαφρέν] (ουσΥαρσ.) αρ­
pajar [παχάρ] (ουσΥαρσ.) αχυρώνας, σενικό άλογο ιππασίας,
pajarera [παχαρέρα] (ουσΥθηλ.) κλου­ palafrenero [παλαφρενέρο] (ουσΥ
βί. αρσ.) ιπποκόμος
pajarero [παχαρέρο] (ουσΥαρσ.) πτη- palanca [παλάνκα] (ουσΥθηλ.) μοχλός
νοτρόφος. λοστός.
pajarita [παχαρίτα] (ουσΥθηλ.) παπι- palangana [παλανγκάνα] (ουσΥθηλ.)
γιόν. λαβομάνο, νιπτήρας
pájaro [πάχαρο] (ουσΥαρσ.) πουλί, palanqueta [παλανκέτα] (ουσΥθηλ.) μι­
paje [πάχε] (ουσΥαρσ.) καμαρώτος υπη­ κρός μοχλός,
ρέτης. palatino [παλατίνο] (επίθ.) 1: ανακτο­
pajilla [παχίγια] (ουσΥθηλ.) καλαμάκι ρικός 2: ουρανικός.
για ποτό. palco [πάλκο] (ουσΥαρσ.) θεωρείο,
pajizo [παχίθο] (επίθ.) αχυρένιος στο palenque [παλένκε] (ουσΥαρσ.) φρά­
χρώμα του άχυρου, χτης από πασσάλους
pala [πάλα] (ουσΥθηλ.) φτυάρι, paleolítico [παλεολίτικο] (επίθ.) πα­
palabra [παλάμπρα] (ουσΥθηλ.) λέ­ λαιολιθικός,
ξη, λόγος · decir la última palabra paleontología [παλεοντολοχία] (ουσΥ
- λέω την τελευταία λέξη · me dió su θηλ.) παλαιοντολογία,
palabra - μου έδωσε τον λόγο του · palestra [παλέστρα] (ουσΥθηλ.) παλαί-
palabra clave - λέξη-κλειδί. στρα.
palabrería [παλαμπρερία] (ουσΥθηλ.) paleta [παλέτα] (ουσΥθηλ.) παλέτα, φτυα-
πολυλογία, φλυαρία, ράκί
palabrota [παλαμπρότα] (ουσΥθηλ.) αι­ paletilla [παλετίγια] (ουσΥθηλ.) ωμο­
σχρολογία, βωμολοχία, βρισιά, πλάτη.
palacete [παλαθέτε] (ουσΥαρσ.) πα- paleto [παλέτο] (ουσΥαρσ.) χωριάτης
λατάκι. βλάχος.
palaciego [παλαθιέγο] (επίθ.) ανακτο­ paliar [παλιάρ] (ρ.) μετριάζω, κατα-
ρικός. πραΰνω, απαλύνω, εξομαλύνω,
palacio [παλάθιο] (ουσΥαρσ.) ανάκτο­ paliativo [παλιατίβο] (επίθ.) καταπρα­
ρο, παλάτι, μέγαρο, μέλαθρο. ϋντικός ανακουφιστικός εξομαλυ-
palada [παλάδα] (ουσΥθηλ.) φτυαριά, ντικός.
paladar [παλαδάρ] (ουσΥαρσ.) 1: ου­ palidecer [παλιδεθέρ] (ρ.) χλωμιάζω.
ρανίσκος, 2: καλαισθησία, γούστο, palidez [παλιδέθ] (ουσΥθηλ.) χλωμά-
paladear [παλαδεάρ] (ρ.) γεύομαι, δα, ωχρότητα,
paladeo [παλαδέο] (ουσΥαρσ.) γευστι­ pálido [πάλιδο] (επίθ.) χλωμός ωχρός,
κή δοκιμή. paliducho [παλιδούτσο] (επίθ.) χλωμού-

406
pancarta

τσούνι, περιστεράκι,
palillero [παλιγιέρο] (ουσ./αρσ.) θήκη palomita [παλομίτα] (ουσΥθηλ.) ποπ
για οδοντογλυφίδες, κορν.
palillo [παλίγιο] (ουο./αρο.) 1: οδοντο­ palomo [παλόμο] (ουσ,/αρσ.) αρσενι­
γλυφίδα, 2: μπαγκέτα ντραμς. κό περιστέρι,
palique [παλίκε] (ουσΥαρσ.) φλυαρία, palpable [παλπάμπλε] (επίθ.) 1: απτός,
πολυλογία, χειροπιαστός 2: πρόδηλος προφα­
paliza [παλίθα] (ουσΥθηλ.) ξύλο, ξυλο­ νής, οφθαλμοφανής,
κόπημα, ξυλοδαρμός, palpamiento [παλπαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
palizada [παλιθάδα] (ουσΥθηλ.) περί­ ψηλάφηση, ψηλάφισμα, πασπάτεμα.
φραγμα από πασσάλους, palpar [παλπάρ] (ρ.) ψηλαφίζω, πα­
palma [πάλμα] (ουσΥθηλ.) 1: φοίνικας σπατεύω.
2: παλάμη, 3: θρίαμβος palpitación [παλπιταθιόν] (ουσΥθηλ.)
palmada [παλμάδα] (ουσΥθηλ.) χειρο­ παλμός χτυποκάρδι,
κρότημα, παλαμάκια, palpitante [παλπιτάν'τε] (επίθ.) 1βαλλό­
palmar [παλμάρ] 1: (ουσΥαρσ.) φοινι­ μενος ταλαντευόμενος 2: ζωντανός
κόδασος 2: (επίθ.) παλαμικός. palpitar [παλπιτάρ] (ρ.) πάλλω,
palmar [παλμάρ] (ρ.) πεθαίνω, pálpito [πάλπιτο] (ουσΥαρσ.) προαί­
palmarés [παλμαρές] (ουσΥαρσ.) πί­ σθηση, διαίσθηση,
νακας ονομάτων νικητών, palúdico [παλούδικο] (επίθ.) ελώδης,
palmario [παλμάριο] (επίθ.) κατάφω­ paludismo [παλουδίσμο] (ουσΥαρσ.)
ρος ολοφάνερος, ελονοσία, μαλάρια.
palmear [παλμεάρ] (ρ.) χειροκροτώ, χτυ­ palurdo [παλούρδο] (επίθ.) άξεστος,
πώ παλαμάκια αγροίκος,
palmera [παλμέρα] (ουσΥθηλ) φοίνικας palustre [παλούστρε] (επίθ.) ελώδης,
palmero [παλμέρο] (ουσΥαρσ.) δια- pámpana [πάμ'πανα] (ουσΥθηλ.) αμπε­
σκεδαστής που χτυπάει παλαμάκια λόφυλλο.
στο φλαμένκο. pámpano [πάμ'πανο] (ουσ,/αρσ.) κλη­
palmeta [παλμέτα] (ουσΥθηλ.) βέργα ματόβεργα,
του δασκάλου, ράβδος, pamplina [παμ'πλίνα] (ουσΥθηλ.) ψευ­
palmo [πάλμο] (ουσΥαρσ.) σπιθαμή, τοκολακεία,
palmetear [παλμοτεάρ] (ρ.) χειροκρο­ pan [παν] (ουσ,/αρσ.) ψωμί· pedazo de
τώ. pan - κομμάτι ψωμί · es pan comido
palmoteo [παλμοτέο] (ουσΥαρσ.) χει­ - είναι εύκολο,
ροκρότημα, pana [πάνα] (ουσΥθηλ.) κοτλέ,
palo [πάλο] (ουσΥαρσ.) ξύλο, ραβδί, panacea [παναθέα] (ουσΥθηλ.) πανά­
ρόπαλο, μπαστούνι, κεια.
paloma [παλόμα] (ουσΥθηλ.) περιστέ­ panadería [παναδερία] (ουα/θηλ.) αρ­
ρι- τοποιείο, φούρνος,
palomar [παλομάρ] (ουσΥαρσ.) περι­ panadero [παναδέρο] (ουσΥαρσ.) αρ­
στεριώνας τοποιός.
palomilla [παλομίγια] (ουσΥθηλ.) πα­ panal [πανάλ] (ουσΥαρσ.) κηρήθρα,
ξιμάδι βίδας περικόχλιο. κερήθρα.
palomino [παλομίνο] (ουσΥαρσ.) πι­ pancarta [πανκάρτα] (ουσΥθηλ.) πα-

407
pancista

vó, πλακάτ. • pantalones largos - μακρύ παντε­


pancista [πανθίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ λόνι · pantalones vaqueros - τζιν
θηλ.) καιροσκόπος οπορτουνιστής, παντελόνι,
2: (επίθ.) καιροσκοπικός. pantalla [παν/τάγια] (ουσΥθηλ.) 1: οθό­
páncreas [πάνκρεας] (ουσΥαρσ.) (Ανατ.) νη, 2: αμπαζούρ,
πάγκρεας. pantano [πα\/τάνο] (ουσΥαρσ.) 1: έλος
pancho [πάντσο] (επίθ.) ήρεμος, ανε­ βάλτος 2: τεχνητή λίμνη,
νόχλητος, pantanoso [παν'τανόσο] (επίθ.) βαλ-
panda [πάν'ντα] 1: (ουσ,/αρσ.) (Ζωολ.) τώδης ελώδης,
πάντα, 2: (ουσΥθηλ.) παρέα, συντρο­ panteísmo [παν'τεΐσμο] (ουσΥαρσ.) παν­
φιά. θεϊσμός
pandemónium [πανδεμόνιουμ] (ουσ./ panteísta [παν'τεΐστα] 1: (ουσΥαρσ.)
αρσ.) πανδαιμόνιο, πανζουρλισμός, πανθεϊστής 2: (επίθ.) πανθεϊστικός.
pandereta [παν'ντερέτα] (ουσΥθηλ.) panteón [παν'τεόν] (ουσΥαρσ.) πάν-
ντέφι. θεον.
pandero [πανντέρο] (ουσΥαρσ.) ντέφι, pantera [παν'τέρα] (ουσΥθηλ.) πάν­
pandilla [παν'ντίγια] (ουσΥθηλ.) παρέα, θηρας.
panecillo [πανεθίγιο] (ουσΥαρσ.) ψω­ pantomima [παν'τομίμα] (ουσΥθηλ.)
μάκι. παντομίμα,
panel [πανέλ] (ουσΥαρσ.) ταμπλό. pantorrilla [πα\/τορίγια] (ουσΥθηλ) γά­
panera [πανέρα] (ουσΥθηλ.) ψωμιέρα, μπα, κνήμη,
pánfilo [πάνφιλο] (επ(θ.) νωθρός, οκνη­ pantufla [παν'τούφλα] (ουσΥθηλ.) πα­
ρός αργόστροφος ντόφλα.
panfletista [πανφλετίστα] (ουσΥαρσ.+ panza [πάνθα] (ουσΥθηλ.) κοιλιά,
θηλ.) λιβελογράφος. panzada [πανθάδα] (ουσΥθηλ.) χορ­
panfleto [πανφλέτο] (ουσΥαρσ.) λίβε- ταστική ποσότητα, τσιμπούσι, φα­
λος φυλλάδιο, γοπότι.
pánico [πάνικο] (ουσΥαρσ.) πανικός, panzudo [πανθούδο] (επίθ.) κοιλαράς.
paniego [πανιέγο] (επίθ.) σιτοπαρα- pañal [πανιάλ] (ουσ,/αρσ.) πάνα.
γωγικός. pañería [πανιερία] (ουσΥθηλ.) κατά­
panificación [πανιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) στημα υφασμάτων,
παραγωγή ψωμιού, paño [πάνιο] (ουσΥαρσ.) πανί.
panificar [πανιφικάρ] (ρ.) παρασκευά­ pañol [πανιόλ] (ουσΥαρσ.) αμπάρι
ζω ψωμί. πλοίου.
panorámico [πανοράμικο] (επίθ.) πα­ pañoleta [πανιολέτα] (ουσΥθηλ.) τσε­
νοραμικός, μπέρι.
panizo [πανίθο] (ουσΥαρσ.) κεχρί, pañuelo [πανιουέλο] (ουσΥαρσ.) μα­
panoli [πανόλι] (ουσΥαρσ.) βλάκας ντίλι.
κόπανος. papa1[πάπα] (ουσΥαρσ.) Πάπας.
panorama [πανοράμα] (ουσΥαρσ.) πα­ papa2[πάπα] (ουσΥθηλ.) πατάτα,
νόραμα, θέα. papá [παπά] (ουσΥαρσ.) μπαμπάς,
pantalón [παν'ταλόν] (ουσΥαρσ.) πα­ papada [παπάδα] (ουσΥθηλ.) διπλό
ντελόνι · pantalones - το παντελόνι · πηγούνι.
pantalones cortos - κοντό παντελόνι papado [παπάδο] (ουσΥαρσ.) το αξίω­

408
paradisiaco

μα του Πάπα. παπούτσια · un par de dias - δύο


papagayo [παπαγάγιο] (ουσΥαρσ.) πα­ μέρες 2: (επίθ.) (α) ίδιος (β) ζυγός
παγάλος, • números pares - ζυγοί αριθμοί,
papal [παπάλ] (επίθ.) παπικός, (αντιθ.) · números impares - μονοί
paparrucha [παπαρούτσα] (ουσΥθηλ.) αριθμοί.
χαζομάρα, ανοησία, para [πάρα] (πρόθ.) για 1: (σκοπός) ·
papaya [παπάγια] (ουσΥθηλ.) παπά­ agua para regar - νερό για πότισμα
για. 2: (χρόνος) · tengo que entregarlo
papel [παπέλ] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτί, 2: para el fin del mes - πρέπει να το
ρόλος · papel de aluminio - αλουμι­ παραδώσω μέχρι το τέλος του μήνα,
νόχαρτο · papel higuiénico - χαρτί 3: (κατεύθυνση) · ¿a qué hora sale el
υγείας · papel de fumar - χαρτά­ avión para Atenas? - τι ώρα φεύγει
κι για στριφτό τσιγάρο · papel de το αεροπλάνο για Αθήνα; 4: (γνώ­
protagonista - πρωταγωνιστικός μη) · para mi, no tienes que hacerlo
ρόλος. - κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να
papeleo [παπελέο] (ουσΥαρσ.) χαρ- το κάνεις 5: (παραλήπτης) · esta carta
τομάνι. es para ti - αυτό το γράμμα είναι για
papelera [παπελέρα] (ουσΥθηλ.) κα­ σένα, 6: (παρ' όλο που) · para ser tan
λάθι των αχρήστων, bueno, le maltratan - παρ' όλο που
papelería [παπελερία] (ουσΥθηλ.) χαρ­ είναι τόσο καλός τον κακομεταχειρί­
τοπωλείο, ζονται · para que - για να · te lo digo
papelero [παπελέρο] (επίθ.) χάρτινος, para que entiendas - στο λέω για να
papeleta [παπελέτα] (ουσΥθηλ.) ψη­ καταλάβεις,
φοδέλτιο, κλήρος, parabién [παραμπιέν] (ουσΥαρσ.) συγ­
papelón [παπελόν] (ουσΥαρσ.) ρεζι­ χαρητήρια,
λίκι. parábola [παράμπολα] (ουσ,/θηλ.) πα­
papelote [παπελότε] (ουσΥαρσ.) άχρη­ ραβολή, αλληγορία,
στο έγγραφο, parabólico [παραμπόλικο] (επίθ.) πα­
paperas [παπέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. ραβολικός αλληγορικός
μαγουλάδες παρωτίτιδα, parabrisas [παραμπρίσας] (ουσΥαρσ.)
papilla [παπίγια] (ουσΥθηλ.) πολτός, παρμπρίζ.
κρέμα, χυλός, paracaídas [παρακαΐδας] (ουσΥαρσ.)
papiro [παπίρο] (ουσΥαρσ.) πάπυρος, αλεξίπτωτο,
papismo [παπισμό] (ουσΥαρσ.) παπι­ paracaidista [παρακαϊδίστα] (ουσΥ
σμός. αρσ.) αλεξιπτωτιστής
papista [παπίστα] (ουσΥαρσ.) παπιστής parachoques [παρατσόκες] (ουσΥαρσ.)
paquebote [πακεμπότε] (ουσΥαρσ.) φε­ προφυλακτήρας
ριμπότ. parada [παράδα] (ουσΥθηλ.) στάση,
paquete [πακέτε] (ουσΥαρσ.) δέμα, paradero [παραδέρο] (ουσΥαρσ.) δια­
πακέτο. μονή, τόπος κατοικίας,
paquidermo [πακιδέρμο] (επίθ.) παχύ­ paradigma [παραδίγμα] (ουσΥαρσ.) πα­
δερμος χοντρόπετσος, ράδειγμα.
par [παρ] 1: (ουσΥαρσ.) ζευγάρι, ταί­ paradisíaco [παραδισίακο] (επίθ.) πα­
ρι · un par de zapatos - ένα ζευγάρι ραδεισιακός.

409
parado

parado [παράδο] (επίθ.) 1: ακίνητος, 2: parangón [παρανγκόν] (ουσΥαρσ.) σύ­


άνεργος, 3: έκπληκτος, γκριση, παραλληλισμός
paradoja [παραδόχα] (ουσ./θηλ.) πα­ parangonar [παρανγκονάρ] (ρ.) συ­
ράδοξο. γκρίνω.
paradójico [παραδόχικο] (επίθ.) παρά­ paranoia [παρανόια] (ουσΥθηλ.) παρά­
δοξος. νοια.
parador [παραδόρ] (ουσΥαρσ.) ξενώ­ paranoico [παρανόικο] 1: (ουσΥαρσ.)
νας, πανδοχείο, παράφρων, 2: (επίθ.) παρανοϊκός,
parafina [παραφίνα] (ουσΥθηλ.) παρα­ parapeto [παραπέτο] (ουσΥαρσ.) προ­
φίνη. μαχώνας έπαλξη,
parafrasear [παραφρασεάρ] (ρ.) πα­ paraplejia [παραπλέχια] (ουσΥθηλ.) πα­
ραφράζω, παρερμηνεύω, ραπληγία,
paráfrasis [παράφρασις] (ουσΥθηλ.) πα­ parapléjico [παραπλέχικο] (επίθ.) πα­
ράφραση, παρερμήνευση. ραπληγικός,
paraguas [παράγουας] (ουσΥαρσ.) ομπρέ­ parar [παράρ] (ρ.) σταματώ · sin parar -
λα ασταμάτητα,
paragüero [παραγουέρο] (ουσΥαρσ.) pararrayos [παραράγιος] (ουσΥαρσ.)
ομπρελοθήκη, αλεξικέραυνο,
paraíso [παραΐσο] (ουσΥαρσ.) παρά­ parasitario [παρασιτάριο] (επίθ.) πα-
δεισος. ρασιτικός.
paraje [παράχε] (ουσΥαρσ.) τόπος μέ­ parasitismo [παρασιτισμό] (ουσΥαρσ.)
ρος περιοχή, παρασιτισμός,
paralelismo [παραλελίσμο] (ουσ./ parásito [παράσιτο] (ουσΥαρσ.) πα­
αρσ.) παραλληλισμός ράσιτο.
paralelo [παραλέλο] (επίθ.) παράλλη­ parasol [παρασόλ] (ουσΥαρσ.) αλεξή-
λος. λιο, ομπρέλα για τον ήλιο.
paralelogramo [παραλελόγραμο] (ουσΥ parcela [παρθέλα] (ουσΥθηλ.) οικόπε­
αρσ.) παραλληλόγραμμο, δο, αγροτεμάχιο,
parálisis [παράλισις] (ουσΥθηλ.) πα­ parcelar [παρθελάρ] (ρ.) τεμαχίζω,
ράλυση. parcial [παρθιάλ] (επίθ.) 1: μερικός
paralítico [παραλίτικο] 1: (ουσΥαρσ.) τμηματικός 2: μεροληπτικός,
παράλυτος, 2: (επίθ.) παραλυτικός, parcialidad [παρθιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
paralización [παραλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: μερικότητα, τμηματικότητα, 2: με-
παράλυση, ροληψία.
paralizar [παραλιθάρ] (ρ.) παραλύω, parco [πάρκο] (επίθ.) φειδωλός συ­
ακινητοποιώ. γκροτημένος,
paralogismo [παραλοχίσμο] (ουσΥαρσ.) parche [πάρτσε] (ουσΥαρσ.) 1: μπά­
παραλογισμός λωμα, 2: έμπλαστρο, τσιρότο, λευ­
parámetro [παράμετρο] (ουσΥαρσ.) κοπλάστης,
παράμετρος, parchear [παρτσεάρ] (ρ.) μπαλώνω,
paramilitar [παραμιλιτάρ] (επίθ.) πα- pardillo [παρδίγιο] (ουσΥαρσ.) 1: βλά-
ραστρατιωτικός. χος 2: το πουλί γαρδέλι, ακανθίς.
páramo [πάραμο] (ουσΥαρσ.) αφιλό­ pardo [πάρδο] 1: (ουσΥαρσ.) το καφέ
ξενος τόπος. χρώμα, καφετί, 2: (επίθ.) σκούρος,

410
párrafo

σκοτεινιασμένος, parir [παρίρ] (ρ.) γεννώ,


pareado [παρεάδο] (ουσ/αρσ.) ομοιο­ parlamentar [παρλαμεν'τάρ] (ρ.) δια­
κατάληκτο δίστιχο, πραγματεύομαι, συζητώ,
parear [παρεάρ] (ρ.) ζευγαρώνω, συ­ parlamentario [παρλαμεν'τάριο] (επίθ.)
νταιριάζω, βουλευτικός, κοινοβουλευτικός,
parecer' [παρεθέρ] (ουσ./αρσ.) 1: άπο­ parlamento [παρλαμέν'το] (ουσΥαρσ.)
ψη, γνώμη, 2: εμφάνιση, παρουσία. βουλή, κοινοβούλιο,
parecer2 [παρεθέρ] (ρ.) φαίνομαι, parlante [παρλάν'τε] (ουσΥαρσ.) σμι­
μοιάζω · parece mentira - μοιάζει λών, ομιλητής,
σαν ψέμμα · ¿qué os parece? - πώς parlanchín [παρλαντσίν] 1: (ουσΥαρσ.)
σας φαίνεται;, πολυλογάς, 2: (επίθ.) φλύαρος,
parecerse [παρεθέρσε] (ρ.) μοιάζω parlar [παρλάρ] (ρ.) φλυαρώ, πολυλο­
• somos hermanos y por eso nos γώ.
parecemos tanto - είμαστε αδέρφια parlotear [παρλοτεάρ] (ρ.) λέω ανοη­
και γΓ αυτό μοιάζουμε τόσο. σίες, μωρολογώ,
parecido [παρεθίδο] 1: (ουσ./αρσ.) parloteo [παρλοτέο] (ουσΥαρσ.) λεκτι­
ομοιότητα, 2: (επίθ.) παρόμοιος, 3: κές ανοησίες μωρολογία,
εμφανίσιμος, parné [παρνέ] (ουσΥαρσ.) παραδάκι.
pared [παρέδ] (ουσΥθηλ.) τοίχος, paro [πάρο] (ουσΥαρσ.) 1: απεργία, 2:
paredón [παρεδόν] (ουσΥαρσ.) μισο- ανεργία.
γκρεμισμένος τοίχος, parodia [παρόδια] (ουσΥθηλ.) παρω­
pareja [παρέχα] (ουσΥθηλ.) ζευγάρι, δία.
ζεύγος. parodiar [παροδιάρ] (ρ.) παρωδώ, δια­
parejo [παρέχο] (επίθ.) παρόμοιος, πα­ κωμωδώ.
ρεμφερής, παραπλήσιος, parótida [παρότιδα] (ουσΥθηλ.) πα­
parentela [παρεν'τέλα] (ουσΥθηλ.) ρωτίδα.
συγγενείς, paroxismo [παροξίσμο] (ουσΥαρσ.) πα­
parentesco [παρεν'τέσκο] (ουσΥαρσ.) ροξυσμός παραλήρημα,
συγγένεια · grado de parentesco - parpadear [παρπαδεάρ] (ρ.) βλεφαρί-
βαθμός συγγένειας, ζω, γνέφω.
paréntesis [παρέν'τεσις] (ουσΥαρσ.) parpadeo [παρπαδέο] (ουσΥαρσ.) βλε-
παρένθεση, φάρισμα.
pareo [παρέο] (ουσΥαρσ.) παρεό. párpado [πάρπαδο] (ουσΥαρσ.) βλέ­
paria [πάρια] (ουσΥαρσ.) παρίας. φαρο.
parida [παρίδα] (ουσΥθηλ.) 1: λεχώνα, parque [πάρκε] (ουσΥαρσ.) 1: πάρκο,
2: χαζομάρα, ανοησία, κήπος δρυμός 2: στρατιωτική απο­
paridad [παριδάδ] (ουσΥθηλ.) ισοτι­ θήκη · parque de atracciones - λούνα
μία. παρκ.
pariente [παριέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) parqué [παρκέ] (ουσΥαρσ.) παρκέ.
συγγενής, parquedad [παρκεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
parietal [παριετάλ] (ουσΥαρσ.) βρεγ­ λιτότητα, οικονομία, 2: ολιγάρκεια,
ματικό οστό. parra [πάρα] (ουσΥθηλ.) κληματαριά,
parihuela [παριουέλα] (ουσΥθηλ.) φο­ párrafo [πάραφο] (ουσΥαρσ.) παρά­
ρείο. γραφος.

411
parral

parral [παράλ] (ουσΥαρσ.) κληματα­ ριο, σωματίδιο,


ριά. particular [παρτικουλάρ] (επίθ.) ιδιαί­
parranda [παράν'ντα] (ουσΥθηλ.) γλέ- τερος ιδιάζων · en particular - συ­
ντι, ξεφάντωμα. γκεκριμένα,
parricida [παριθίδα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) particularidad [παρτικουλαριδάδ] (ουσΥ
πατροκτόνος. θηλ.) ιδιαιτερότητα,
parricidio [παριθίδιο] (ουσΥαρσ.) πα­ particularizar [παρτικουλαριθάρ] (ρ.)
τροκτονία, 1: ειδικεύω, συγκεκριμενοποιώ, 2: ανα­
parrilla [παρίγια] (ουσΥθηλ.) σχάρα · α φέρω λεπτομερώς,
laparilla - στη σχάρα, partida [παρτίδα] (ουσΥθηλ.) 1: ανα­
párroco [πάροκο] (ουσΥαρσ.) εφημέ­ χώρηση, 2: παιχνίδι, 3: παρτίδα, 4:
ριος. πιστοποιητικό,
parroquia [παρόκια] (ουσΥθηλ.) ενο­ partidario [παρτιδάριο] (ουσΥαρσ.) οπα­
ρία, πελατεία, δός υπέρμαχος.
parroquial [παροκιάλ] (επίθ.) ενορια- partidismo [παρτιδίσμο] (ουσΥαρσ.)
κός. κομματισμός,
parroquiano [παροκιάνο] (ουσΥαρσ.) partidista [παρτιδίστα] (επίθ.) κομμα­
ενορίτης. τικός.
parsimonia [παρσιμόνια] (ουσΥθηλ.) partido [παρτίδο] (ουσΥαρσ.) 1: κόμ­
1: φειδωλότητα, 2: φιλαργυρία, τσι­ μα, 2: αγώνας 3: περιοχή,
γκουνιά. partir [παρτίρ] (ρ.) 1: κόβω, 2: σπάω, 3:
parsimonioso [παρσιμονιόσο] (επίθ.) χωρίζω, 4: αναχωρώ, ξεκινώ,
1: φειδωλός 2: φιλάργυρος τσιγκού­ partitivo [παρτιτίβο] (επίθ.) μεριστι­
νης. κός.
parte [πάρτε] 1: (ουσΥαρσ.) δελτίο, partitura [παρτιτούρα] (ουσΥθηλ.)
αναφορά, 2: (ουσΥθηλ.) μέρος κομ­ παρτιτούρα,
μάτι, μερίδιο, πλευρά, parto [πάρτο] (ουσΥαρσ.) 1: γέννα, 2:
partera [παρτέρα] (ουσΥθηλ.) μαμή, δημιουργία,
μαία. parturienta [παρτουριέν'τα] (ουσΥθηλ.)
parterre [παρτέρε] (ουσΥαρσ.) παρτέ- ετοιμόγεννη, λεχώνα,
ρι. parvedad [παρβεδάδ] (ουσΥθηλ.) το
partición [παρτιθιόν] (ουσΥθηλ.) δια- ελάχιστο.
μελισμός τεμαχισμός διαίρεση, parvo [πάρβο] (επίθ.) μικροσκοπικός
participación [παρτιθιπαθιόν] (ουσΥ ελάχιστος,
θηλ.) συμμετοχή, parvulario [παρβουλάριο] (ουσΥαρσ.)
participante [παρτιθιπάν'τε] (ουσΥαρσ.) νηπιαγωγείο,
συμμετέχων. párvulo [πάρβουλο] (ουσΥαρσ.) νή­
participar [παρτιθιπάρ] (ρ.) 1: συμμε­ πιο.
τέχω, 2: μοιράζομαι, pasa [πάσα] (ουσΥθηλ.) σταφίδα,
partícipe [παρτίθιπε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) pasable [πασάμπλε] (επίθ.) υποφερ­
μέτοχος τό ς ανεκτός
participio [παρπθίπιο] (ουσΥαρσ.) (Γοαμμ.) pasada [πασάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πέρα­
μετοχή. σμα, 2: μηχανογραφία, πανουργία,
partícula [παρτίκουλα] (ουσΥθηλ.) μό­ βρόμικο κόλπο.

412
pasteurizado

pasadero [πασαδέρο] (επίθ.) υποφερ­ paseo [πασέο] (ουσΥαρσ.) περίπατος


τός. βόλτα.
pasadizo [πασαδίθο] (ουσΥαρσ.) πέ­ pasillo [πασίγιο] (ουσΥαρσ.) διάδρο­
ρασμα, διάβαση, μος.
pasado [πασάδο] 1: (ουσΥαρσ.) πα­ pasión [πασιόν] (ουσΥθηλ.) πάθος
ρελθόν, 2: (επίθ.) προηγούμενος πε­ pasional [πασιονάλ] (επίθ.) περιπαθής
ρασμένος · el año pasado - πέρυσι, παράφορος γεμάτος πάθος,
pasador [πασαδόρ] (ουσΥαρσ.) κοκα- pasividad [πασιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) απά­
λάκι μαλλιών, φουρκέτα, θεια, παθητικότητα.
pasaje [πασάχε] (ουσΥαρσ.) 1: πέρα­ pasivo [πασίβο] (επίθ.) παθητικός
σμα, διάβαση, διάπλους 2: επιβατικό ασυγκίνητος απαθής,
κοινό, 3: εισιτήριο, 4: στοά, 5: ενότη­ pasmado [πασμάδο] (επίθ.) κατάπλη­
τα, απόσπασμα. κτος έκπληκτος σα<πισμένος.
pasajero [πασαχέρο] 1: (ουσΥαρσ.) pasmar [πασμάρ] (ρ.) αποσβολώνω,
επιβάτης 2: (επίθ.) περαστικός φευ­ καταπλήσσω,
γαλέος εφήμερος, pasmo [πάσμο] (ουσΥαρσ.) κατάπλη­
pasamanos [πασαμάνος] (ουσΥαρσ.) ξη, έκπληξη,
κουπαστή, pasmoso [πασμόσο] (επίθ.) καταπλη­
pasante [πασάντε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κτικός εκπληκτικός,
ασκούμενος/η, διπλωματούχος paso [πάσο] (ουσΥαρσ.) 1: βήμα, βάδι­
pasaporte [πασαπόρτε] (ουσΥαρσ.) σμα, βηματισμός 2: διάβαση, πέρα­
διαβατήριο, σμα, (μτφ.) μετάβαση,
pasar [πασάρ] (ρ.) 1: περνώ, διαβαί­ pasquín [πασκίν] (ουσΥαρσ.) σατιρική
νω, 2: συμβαίνει · el tiempo pasa αφίσα.
rápido - o καιρός περνάει γρήγορα · pasta [πάστα] (ουσΥθηλ.) 1: κρέμα,
pasarlo bien - περνάω καλά (διασκε­ 2: ζύμη, 3: ζυμαρικό, 4: βούτημα, 5:
δάζω) · tienes que pasar por la orilla χαρακτήρας πάστα, 6: εξώφυλλο,
- πρέπει να διαβείς την ακτή · es la 7: χρήματα · pasta de dientes- οδο­
tercera vez que pasa esto -είναι η τρί­ ντόκρεμα · tiene mucha pasta- έχει
τη φορά που συμβαίνει αυτό · pasar πολλά χρήματα,
por encima - παραβλέπω, pastar [παστάρ] (ρ.) βοσκώ.
pasarela [πασαρέλα] (ουσΥθηλ.) 1: pastel [παστέλ] (ουσΥαρσ.) 1: πάστα,
γέφυρα για τη διάβαση πεζών, 2: πα­ γλυκό, κέικ, πίτα, 2: κόλπο,
σαρέλα. pastelería [παστελερία] (ουσΥθηλ.)
pasatiempo [πασατιέμ'πο] (ουσΥαρσ.) ζαχαροπλαστείο,
ψυχαγωγία, pastelero [παστελέρο] (ουσΥαρσ.) ζα­
pascua [πάσκουα] (ουσΥθηλ.) Πάσχα, χαροπλάστης,
pascual [πασκουάλ] (επίθ.) πασχαλιά­ pastilla [παστίγια] (ουσΥθηλ.) δισκίο,
τικος πασχαλινός χάπι, παστίλια,
pase [πάσε] (ουσΥαρσ.) 1: κάρτα ελευ- pastizal [παστιθάλ] (ουσΥαρσ.) βοσκό­
θέρας πάσο, 2: άδεια, τοπος
paseante [πασεάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) pasteurización [παστεουριθαθιόν] (ουσΥ
διαβάτης περαστικός θηλ.) παστερίωση,
pasear [πασεάρ] (ρ.) κάνω περίπατο. pasteurizado [παστεουριθάδο] (επίθ.)

413
pasteurlzar

παστεριωμένος, χόνη, ικρίωμα, βρόχος


pasteurizar [παστεουριθάρ] (ρ.) πα­ patilla [πατίγια] (ουσΥθηλ.) 1: φαβορί­
στεριώνω, τα, 2: βραχίονας των γυαλιών,
pasto [πάστο] (ουσ./αρσ.) βοσκή. patín [πατίν] (ουσΥαρσ.) πατίνι,
pastor [παστόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: βοσκός, patinaje [πατινάχε] (ουσ,/αρσ.) πατι-
ποιμένας, 2: ιερέας, νάζ.
pastoral [παστοράλ] (επίθ.) 1: ποιμενι- patinar [πατινάρ] (ρ.) κάνω πατινάζ,
κός/2: βουκολικός, ολισθαίνω,
pata [πάτα] (ουσ./θηλ.) πόδι ζώου ή patinazo [πατινάθο] (ουσΥαρσ.) 1: γλί­
επίπλου · a patas - περπατώντας, στρημα, πατινάρισμα, 2: γκάφα.
patada [πατάδα] (ουσ,/θηλ.) κλωτσιά, patinete [πατινέτε] (ουσΥαρσ.) πατίνι,
patalear [παταλεάρ] (ρ.) κλωτσώ, patio [πάτιο] (ουσΥαρσ.) 1: αυλή, 2:
patán [πατάν] (ουσΥαρσ.) αγροίκος πλατεία θεάτρου, 3: φωταγωγός 4:
άξεστος. αίθριο.
patata [πατάτα] (ουσΥθηλ.) πατάτα, patitieso [πατιτιέσο] (επίθ.) παραλυ­
patatal [πατατάλ] (ουσΥαρσ.) χωράφι μένος.
με πατάτες, patizambo [πατιθάμπο] (επίθ.) στρα-
patatero [πατστέρο] (ουσΥαρσ.)παραγωγός βοκάνης.
πατάτας pato [πάτο] (ουσΥαρσ.) πάπια,
patatús [πατατούς] (ουσΥαρσ.) ζαλά­ patochada [πατοτσάδα] (ουσΥθηλ.)
δα, λιποθυμία, αδεξιότητα, γκάφα.
patear [πατεάρ] (ρ.) ποδοπατώ, patógeno [πατόχενο] (επίθ.) παθογε-
patentado [πατεντάδο] (επίθ.) κατο­ νής
χυρωμένος, patología [πατολοχία] (ουσΥθηλ.) πα­
patentar [πατεντάρ] (ρ.) κατοχυρώνω, θολογία.
πατεντάρω, patológico [πατολόχικο] (επίθ.) παθο­
patente [πατέν'τε] 1: (ουσΥθηλ.) δί­ λογικός.
πλωμα, πατέντα, ευρεσιτεχνία, 2: patólogo [πατόλογο] (ουσΥαρσ.) πα­
(επίθ.) φανερός, πρόδηλος θολόγος.
patentizar [πατεντιθάρ] (ρ.) εκδηλώ­ patoso [πατόσο] (επίθ.) 1: άγαρμπος
νω. άχαρος 2: που περπατάει σαν πά­
pateo [πατέο] (ουσΥαρσ.) χτύπημα με πια.
τα πόδια. patraña [πατράνια] (ουσΥθηλ.) χάλκευ­
paternal [πατερνάλ] (επίθ.) πατρικός, μα, πλαστογραφία, παραχάραξη,
paternidad [πατερνιδάδ] (ουσΥθηλ.) patria [πάτρια] (ουσ,/θηλ.) γενέτειρα,
πατρότητα, πατρίδα.
paterno [πατέρνο] (επίθ.) πατρικός patriarca [πατριάρκα] (ουσΥαρσ.) πα­
patético [πατέτικο] (επίθ.) συγκινητι­ τριάρχης, γενάρχης προπάτορας
κός μελοδραματικός, patriarcado [πατριαρκάδο] (ουσΥαρσ.)
patetismo [πατετίσμο] (ουσΥαρσ.) συ­ πατριαρχία,
γκίνηση. patricio [πατρίθιο] (ουσΥαρσ.) πατρί­
patiabierto [πατιαμπιέρτο] (επίθ.) στρα- κιος, ευγενής.
βοκάνης στραβοπόδης patrimonial [πατριμονιάλ] (επίθ.) κλη­
patíbulo [πατίμπουλο] (ουσΥαρσ.) αγ­ ρονομικός.

414
pecar

patrimonio [πατριμόνιο] (ουσ,/αρσ.) βραδυκίνητος,


κληρονομιά · patrimonio histórico - pauta [πάουτα] (ουσΥθηλ.) κανόνας
ιστορική κληρονομιά, πρότυπο, νόρμα,
patrio [πάτριο] (επίθ.) γενέθλιος. pava [πάβα] (ουσΥθηλ.) γαλοπούλα,
patriota [πατριότα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) pavimentación [παβιμεν'ταθιόν] (ουσΥ
πατριώτης, πατριώτισσα. θηλ.) 1: λιθόστρωση, 2: κατασκευή
patriótico [πατριότικο] (επίθ.) πατριω­ πεζοδρομίου,
τικός. pavimentar [παβιμεν'τάρ] (ρ.) 1: λιθο­
patriotismo [πατριοτίσμο] (ουσΥαρσ.) στρώνω, 2: ασφαλτοστρώνω, 3: πλα-
πατριωτισμός, κοςττρώνω.
patrocinador [πατροθιναόόρ] 1: (ουσ./ pavimento [παβιμέν'το] (ουσΥαρσ.) ^πά­
αρσ.) υποστηρικτής προστάτης 2: τωμα, 2: λιθόστρωτο, 3: πλακόστρωτο,
(επίθ.) προστατευτικός, pavo [πάβο] (ουσΥαρσ.) γαλοπούλα,
patrocinar [πατροθινάρ] (ρ.) υποστη­ pavón [παβόν] (ουσΥαρσ.) παγόνι,
ρίζω, πατρονάρω, προστατεύω, pavonearse [παβονεάρσε] (ρ.) καυχιέ­
patrocinio [πατροθίνιο] (ουσΥαρσ.) αι­ μαι, καμαρώνω, κομπάζω, υπερηφα-
γίδα, υποστήριξη, προστασία, νεύομαι.
patrón [πατρόν] (ουσΥαρσ.) 1: προστά­ pavoneo [παβονέο] (ουσΥαρσ.) κόρ-
της 2: αφεντικό, 3: οικοδεσπότης δωμα, κομπασμός καμάρωμα.
patronal [πατρονάλ] (επίθ.) εργοδο- pavor [παβόρ] (ουσ,/αρσ.) φρίκη, τρό­
τικός. μος.
patronato [πατρονάτο] (ουσΥαρσ.) αι­ pavoroso [παβορόσο] (επίθ.) φρικαλέος
γίδα, προστασία, τρομακτικός,
patronímico [πατρονίμικο] 1: (ουσ./ payasada [παγιασάδα] (ουσΥθηλ.) γε­
αρσ.) πατρώνυμο, 2: (επίθ.) πατρω­ λοιότητα.
νυμικός. payaso [παγιάσο] (ουσΥαρσ.) παλιά­
patrono [πατρόνο] (ουσΥαρσ.) 1: ερ­ τσος, κλόουν,
γοδότης, 2: προστάτης, paz [παθ] (ουσΥθηλ.) 1: ειρήνη, 2: ησυ­
patrulla [πατρούγια] (ουσΥθηλ.) περί­ χία.
πολος. pazguato [παθγουάτο] (επίθ.) 1: απλοϊ­
patrullar [πατρουγιάρ] (ρ.) περιπολώ. κός 2: εύπιστος ευκολόπιστος,
patrullero [πατρουγιέρο] (επίθ.) περι- pe [πε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του
πολικός. γράμματος «Ρ».
paulatino [παουλατίνο] (επίθ.) βαθ­ peaje [πεάχε] (ουσΥαρσ.) διόδια,
μιαίος σταδιακός, peana [πεάνα] (ουσΥθηλ.) βάθρο, βάση,
pauperismo [παουπερίσμο] (ουσΥαρσ.) υποστάτης,
ένδεια, φτώχεια, ανέχεια, εξαθλίωση, peatón [πεατόν] (ουσΥαρσ.) πεζός,
pauperización [παουπεριθαθιόν] (ουσΥ peca [πέκα] (ουσΥθηλ.) φακίδα,
θηλ.) πτώχευση, πενία, pecado [πεκάδο] (ουσΥαρσ.) αμάρτη­
paupérrimo [παουπέριμο] (επίθ.) πά- μα, αμαρτία,
μπτωχος φουκαράς, pecador [πεκαδόρ] (επίθ.) αμαρτωλός,
pausa [πάουσα] (ουσΥθηλ.) παύση, pecaminoso [πεκαμινόσο] (ουσΥαρσ.)
ανάπαυλα, διακοπή, διάλειμμα, αμαρτάνων.
pausado [παουσάδο] (επίθ.) αργός pecar [πεκάρ] (ρ.) αμαρτάνω, σφάλλω.

415
pecera

pecera [πεθέρα] (ουσΥθηλ.) γυάλα ψα­ παιδίατρος,


ριού. pediatría [πεδιατρία] (ουσΥθηλ.) παι­
pecoso [πεκόσο] (επίθ.) με φακίδες, διατρική.
pectoral [πεκτοράλ] (επίθ.) θωρακικός pedicuro [πεδικούρο] (ουσΥαρσ.) θε­
στηθικός. ραπευτής κάλων, πεντικιουρίστας.
peculiar [πεκουλιάρ] (επίθ.) ιδιαίτερος pedido [πεδίδο] (ουσΥαρσ.) παραγγε­
χαρακτηριστικός ιδιόμορφος, λία, εντολή,
peculiaridad [πεκουλιαριδάδ] (ουσΥ pedigrí [πεδιγρί] (ουσ,/αρσ.) πιστο­
θηλ.) ιδιομορφία, ιδιορρυθμία, ποιητικό γνησιότητας ζώου.
pecunia [πεκούνια] (ουσΥθηλ.) χρήμα­ pedigüeño [πεδιγουένιο] (ουσΥαρσ.) επέ-
τα, λεφτά, της ζητιάνος
pecuniario [πεκουνιάριο] (επίθ.) χρη­ pedir [πεδίρ] (ρ.) 1: ζητώ, 2: παραγγέλ­
ματικός. νω · pedir un favor - ζητάω μια χάρη ·
pecho [πέτσο] (ουσΥαρσ.) στήθος, pedir comida - παραγγέλνω φαγητό,
pechuga [πετσούγα] (ουσΥθηλ.) στή­ pedo [πέδο] (ουσΥαρσ.) πορδή, κλα-
θος πουλερικού, νιά.
pedagogía [πεδαγογία] (ουσΥθηλ.) pedorrero [πεδορέρο] (επίθ.) κλανιά-
παιδαγωγία, παιδαγωγική, ΡΠζ·
pedagogo [πεδαγόγο] (ουσΥαρσ.) παι­ pedrada [πεδράδα] (ουσΥθηλ.) λιθο­
δαγωγός βολισμός πετροβόλημα,
pedal [πεδάλ] (ουσΥαρσ.) πετάλι, πε­ pedregal [πεδρεγάλ] (ουσΥαρσ.) πε-
ντάλ, ποδομοχλός, τρότοπος.
pedalada [πεδαλάδα] (ουσΥθηλ.) πε- pedregoso [πεδρεγόσο] (επίθ.) πετρώ­
νταλιά. δης
pedalear [πεδαλεάρ] (ρ.) ποδηλατώ. pedrera [πεδρέρα] (ουσΥθηλ.) λατο­
pedante [πεδάν'τε] (επίθ.) σχολαστι­ μείο.
κός λεπτομερής, pedrería [πεδρερία] (ουσΥθηλ.) πολύ­
pedantería [πεδαν'τερία] (ουσΥθηλ.) τιμοι λίθοι,
σχολαστικότητα, τυπικότητα. pedrisco [πεδρίσκο] (ουσΥαρσ.) χο­
pedantesco [πεδαν'τέσκο] (επίθ.) σχο­ ντρό χαλάζι,
λαστικός τυπικός, pedrusco [πεδρούσκο] (ουσΥαρσ.) κο-
pedazo [πεδάθο] (ουσ,/αρσ.) κομμάτι τρώνα.
• a pedazos - κομματάκια, pedúnculo [πεδούνκουλο] (ουσΥαρσ.)
pederasta [πεδεράστα] (ουσΥαρσ.) κοτσάνι, μίσχος,
παιδεραστής pega [πέγα] (ουσΥθηλ.) εμπόδιο, δυ­
pederastía [πεδεράστια] (ουσΥθηλ.) σκολία, κώλυμα,
παιδεραστία, pegadizo [πεγαδίθο] (επίθ.) κολλητι­
pedernal [πεδερνάλ] (ουσΥαρσ.) πυ­ κός.
ρόλιθος πυριτόλιθος, pegajoso [πεγαχόσο] (επίθ.) 1: κολλώ­
pedestal [πεδεστάλ] (ουσΥαρσ.) υπό­ δης 2: ενοχλητικός
βαθρο, υποστήριγμα, θεμέλιο, βά­ pegamento [πεγαμέν'το] (ουσΥαρσ.)
θρο. κόλλα.
pedestre [πεδέστρε] (ουσΥαρσ.) πεζός, pegar [πεγάρ] (ρ.) 1: κολλώ, συγκολ­
pediatra [πεδιάτρα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) λώ, 2: δέρνω, χτυπώ, 3: ταιριάζω ·

416
peluquero

pegar los trozos - κολλάω τα κομ­ λο, ομοίωμα,


μάτια · pegar a alguien - χτυπώ κά­ peleón [πελεόν] (ουσ,/αρσ.) καβγα­
ποιον · el blanco pega con todos los τζής σαματατζής,
colores - το άσπρο ταιριάζει με όλα peletería [πελετερία] (ουσΥθηλ.) 1: γου-
τα χρώματα, ναράδικο, 2: γουνεμπορική,
pegatina [πεγατίνα] (ουσΥθηλ.) αυτο­ peletero [πελετέρο] (ουσΥαρσ.) γου-
κόλλητο. ναράς.
pegote [πεγότε] (ουσ./αρσ.) 1: άτεχνο pelícano [πελίκανο] (ουσΥαρσ.) πελε­
μπάλωμα, 2: έμπλαστρο, λευκοπλά­ κάνος.
στης. película [πελίκουλα] (ουσΥθηλ.) 1: ται­
peinado [πεϊνάδο] (ουσ./αρσ.) χτένι­ νία, φιλμ, 2: πέτσα · película de terror
σμα. - ταινία τρόμου,
peinador [πειναδόρ] (ουσΥαρσ.) κομ­ peligrar [πελιγράρ] (ρ.) κινδυνεύω,
μωτής. peligro [πελίγρο] (ουσΥαρσ.) κίνδυνος,
peinar [πεϊνάρ] (ρ.) χτενίζω, peligrosidad [πελιγροσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
peinarse [πείνάρσε] (ρ.) χτενίζομαι, επικινδυνότητα.
peine [πέινε] (ουσΥαρσ.) χτένα, χτένι, peligroso [πελιγρόσο] (επίθ.) επικίν­
peineta [πεϊνέτα] (ουσΥθηλ.) διακο- δυνος επίφοβος,
σμητικό χτενάκι, pelillo [πελίγιο] (ουσΥαρσ.) ασημαντό-
pejiguera [πεχιγέρα] (ουσΥθηλ.) φα­ τητα, ψιλοπράγμα.
σαρία, μπελάς, pelirrojo [πελιρόχο] (επίθ.) κοκκινο­
pela [πέλα] (ουσΥθηλ.) ξεφλούδισμα. μάλλης
pelado [πελάδο] (επίθ.) 1: γυμνός, 2: pelma [πέλμα] (επίθ.) ανιαρός πληκτι­
φαλακρός άτριχος κός βαρετός,
peladura [πελαδούρα] (ουσΥθηλ.) ξε­ pelo [πέλο] (ουσΥαρσ.) τρίχα, μαλλί,
φλούδισμα. pelón [πελόν] (επίθ.) φαλακρός,
pelagatos [πελαγάτος] (επίθ.) 1: κακο­ pelota [πελότα] (ουσΥθηλ.) μπάλα,
μοίρης 2: φτωχός άπορος, τόπι.
pelaje [πελάχε] (ουσΥαρσ.) τρίχωμα, pelotera [πελοτέρα] (ουσΥθηλ.) μεγά­
pelambre [πελάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.+ λος καβγάς τσακωμός,
θηλ.) 1: δέρας τομάρι, 2: τούφα μαλ­ pelotillero [πελοτιγιέρο] (ουσΥαρσ.)
λιών. κόλακας.
pelar [πελάρ] (ρ.) 1: κουρεύω, 2: ξε­ pelotón [πελοτόν] (ουσΥαρσ.) πλήθος
φλουδίζω, μαδώ. όχλος.
peldaño [πελδάνιο] (ουσΥαρσ.) σκαλο­ peluca [πελούκα] (ουσΥθηλ.) περού­
πάτι. κα.
pelea [πελέα] (ουσΥθηλ.) φιλονικία, peluche [πελούτσε] (ουσΥαρσ.) λού-
καβγάς. τρινο κουκλάκι.
pelear [πελεάρ] (ρ.) 1: παλεύω, 2: φι­ peludo [πελούδο] (επίθ.) μαλλιαρός
λονικώ, τσακώνομαι, μαλώνω, κα­ τριχωτός.
βγαδίζω. peluquería [πελουκερία] (ουσΥθηλ.)
pelearse [πελεάρσε] (ρ.) φιλονικώ, κομμωτήριο,
διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, peluquero [πελουκέρο] (ουσΥαρσ.)
pelele [πελέλε] (ουσΥαρσ.) ανδρείκε­ κομμωτής.

417
peluquín

peluquín [πελουκίν] (ουσ/αρσ.) πε- σκουλαρίκι, 2: (ουσΥθηλ.) κλίση, κα­


ρουκίνι. τηφόρα, 3: (επίθ.) εκκρεμής, μετέω­
pelusa [πελούσα] (ουσ./θηλ.) χνούδι, ρος κρεμάμενος.
pelviano [πελβιάνο] (επίθ.) πυελικός, pendón [πεν'ντόν] (ουσΥαρσ.) λάβα­
pelvis [πέλβις] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, ρο, σημαία,
pellejería [πεγιεχερία] (ουσΥθηλ.) βυρ­ péndulo [πέν'ντουλο] (ουσΥαρσ.) εκ­
σοδεψείο, ταμπάκικο, κρεμές,
pellejero [πεγιεχέρο] (ουσΥαρσ.) βυρ­ pene [πένε] (ουσΥαρσ.) πέος.
σοδέψης. penetrabilidad [πενετραμπιλιδάδ] (ουσΥ
pellejo [πεγιέχο] (ουσΥαρσ.) τομάρι, θηλ.) διαπερατότητα, διεισδυτικότητα,
δέρμα. διορατικότητα,
pelliza [πεγίθα] (ουσΥθηλ.) κοντογού- penetrable [πενετράμπλε] (επίθ.) δια­
περατός διεισδυτικός διορατικός,
pellizcar [πεγιθκάρ] (ρ.) τσιμπώ, penetración [πενετραθιόν] (ουσΥθηλ.)
pellizco [πεγίθκο] (ουσΥαρσ.) τσίμπη­ διείσδυση,
μα. penetrante [πενετράν'τε] (επίθ.) διεισ­
pena [πένα] (ουσΥθηλ.) 1: λύπη, θλίψη, δυτικός διαπεραστικός,
2: ποινή, 3: κόπος, penetrar [πενετράρ] (ρ.) διεισδύω, δια­
penacho [πενάτσο] (ουσΥαρσ.) λοφίο, περνώ.
περικεφαλαία, penicilina [πενιθιλίνα] (ουσΥθηλ.) πε-
penado [π^νάδο] 1: (ουσΥαρσ.) βαρυ­ νικιλίνη.
ποινίτης ι ατάδικος 2: (επίθ.) οδυνη­ península [πενίνσουλα] (ουσΥθηλ.) χερ­
ρός βασανιστικός σπαραχτικός, σόνησος
penal [πενάλ] 1: (ουσΥαρσ.) φυλακή, 2: peninsular [πενινσουλάρ] (επίθ.) της
(επίθ.) ποινικός χερσονήσου,
penalidad [πεναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) δυ­ penitencia [πενιτένθια] (ουσΥθηλ.) 1:
σκολία, ταλαιπωρία, βάσανο, τιμωρία, 2: μετάνοια,
penalista [πεναλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) penitenciaría [πενιτενθιαρία] (ουσ./
ποινικολόγος. θηλ.) σωφρονιστικό ίδρυμα,
penalización [πεναλιθαθιόν] (ουσΥ penitenciario [πενιτενθιάριο] 1: (ουσ./
θηλ.) ποινικοποίηση. αρσ.) ο εξομολόγος 2: (επίθ.) σω­
penalizar [πεναλιθάρ] (ρ.) ποινικο- φρονιστικός,
ποιώ. penitente [πενιτέν'τε] (επίθ.) μεταμε-
penalti [πενάλτι] (ουσΥαρσ.) πέναλτι. λημένος μετανοημένος.
penar [πενάρ] (ρ.) υποφέρω, τιμωρώ, penoso [πενόσο] (επίθ.) θλιβερός οδυ­
pendejo [πεν'ντέχο] (ουσΥαρσ.) 1: βλά­ νηρός δυσάρεστος,
κας 2: δειλός φοβητσιάρης, pensado [πενσάδο] (επίθ.) προμελετη-
pendencia [πεν'ντένθια] (ουσΥθηλ.) μένος.
φιλονικία, καβγάς, pensador [πενσαδόρ] (ουσΥαρσ.) στο­
pendenciero [πεν'ντενθιέρο] (επίθ.) φι- χαστής διανοούμενος φιλόσοφος,
λόνικος εριστικός καβγατζής, pensamiento [πενσαμιέν'το] (ουσΥ
pender [πεν'ντέρ] (ρ.) κρέμομαι, αιω- αρσ.) 1: σκέψη, λογισμός ιδέα, νους
ρούμαι. 2: πρόθεση,
pendiente [πεν'ντιέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) pensante [πενσάν'τε] (επίθ.) σκεπτό-

418
percusor

μένος. es la peor coductora que he visto - η


pensar [πενσάρ] (p.) (en) σκέφτομαι, Julia είναι η χειρότερη οδηγός που
συλλογίζομαι · pienso en ti - σε σκέ­ έχω δει, 2: (επίρρ.) χειρότερα, estoy
φτομαι. peor que ayer - είμαι χειρότερα από
pensativo [πενσατίβο] (επίθ.) στοχα­ χθες.
στικός σκεπτικός, pepinillo [πεπινίγιο] (ουσΥαρσ.) αγ-
pensión [πενσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: συ- γουράκι τουρσί,
νταξιοδότηση, σύνταξη, 2: πανσιόν, pepino [πεπίνο] (ουσΥαρσ.) αγγούρι,
ξενώνας. pepita [πεπίτα] (ουσΥθηλ.) 1: κουκού­
pensionado [πενσιονάδο] 1: (ουσΥαρσ.) τσι, 2: κόκκος,
συνταξιούχος 2: (επίθ.) συνταξιοδο- pepsina [πεπσίνα] (ουσΥθηλ.) πεψίνη,
τούμενος péptico [πέπτικο] (επίθ.) πεπτικός,
pensionista [πενσιονίστα] (ουσ7αρσ.+ pequeñez [πεκενιέθ] (ουσΥθηλ.) μι­
θηλ.) 1: συνταξιούχος 2: οικότρο- κρότητα, ασημαντότητα.
φος. pequeño [πεκένιο] 1: (ουσΥαρσ.) μι­
pentagonal [πενταγονάλ] (επίθ.) πε­ κρό παιδί, 2: (επίθ.) μικρός, ασήμα­
νταγωνικός, ντος.
pentágono [πεντάγονο] (ουσΥαρσ.) pera [πέρα] (ουσΥθηλ.) αχλάδι · es del
πεντάγωνο, año de la pera - είναι πανάρχαιο.
pentagrama [πενταγράμα] (ουσΥαρσ.) peral [περάλ] (ουσΥαρσ.) αχλαδιά,
μουσικό πεντάγραμμο, perborato [περβοράτο] (ουσΥαρσ.)
pentasílabo [πεντασίλαβο] (επίθ.) πε­ (Χημ.) βορικό άλας.
ντασύλλαβος, perca [πέρκα] (ουσΥθηλ.) πέρκα,
pentatlón [πεντατλόν] (ουσ,/αρσ.) πέ­ percal [περκάλ] (ουσΥαρσ.) περκάλι
νταθλο. (ύφασμα).
Pentecostés [πεντεκοστές] (ουσ,/αρσ.) percance [περκάνθε] (ουσΥαρσ.) κα-
η Πεντηκοστή, κοτυχία, ατυχές επεισόδιο,
penúltimo [πενούλτιμο] (ουσΥαρσ.), percatarse [περκατάρσε] (ρ.) αντιλαμ­
(επίθ.) προτελευταίος, βάνομαι, παίρνω είδηση, συνειδητο­
penumbra [πενούμ'μπρα] (ουσΥθηλ.) ποιώ.
ημίφως μισοσκόταδο, percepción [περθεπθιόν] (ουσΥθηλ.)
penuria [πενούρια] (ουσΥθηλ.) έλλει­ αντίληψη, λήψη.
ψη, στενότητα, πενία, perceptible [περθεπτίμπλε] (επίθ.) αντι­
peña [πένια] (ουσΥθηλ.) 1: βράχος 2: ληπτός
φιλικός κύκλος παρέα, perceptivo [περθεπτίβο] (επίθ.) διορα­
peñasco [πενιάσκο] (ουσΥαρσ.) βρα­ τικός.
χότοπος. perceptor [περθεπτόρ] (ουσΥαρσ.) ει-
peñón [πενιόν] (ουσΥαρσ.) μεγάλος σπράκτορας.
βράχος. percibir [περθιμπίρ] (ρ.) αντιλαμβάνο­
peón [πεόν] (ουσΥαρσ.) 1: πιόνι, 2: ερ­ μαι, συνειδητοποιώ, κατανοώ,
γάτης percusión [περκουσιόν] (ουσΥθηλ.) κρού­
peonaje [πεονάχε] (ουσΥαρσ.) ομάδα ση.
ανειδίκευτων εργατών, percusor [περκουσόρ] (ουσΥαρσ.) επι­
peor [πεόρ] 1: (επίθ.) χειρότερος · Julia κρουστήρας

419
percha

percha [πέρτσα] (ουσΥθηλ.) κρεμάστρα, peregrino [περεγρίνο] (ουσΥαρσ.)


perchero [περτσέρο] (ουσΥαρσ.) κα­ προσκυνητής,
λόγερος, κρεμάστρα, perejil [περεχίλ] (ουσΥαρσ.) μαϊντα­
perdedor [περδεδόρ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) νός.
ηττημένος χαμένος, perendengues [περεν'ντένγκες] (ουσΥ
perder [περδέρ] (ρ.) χάνω · pedrer un αρσ.) στολίδια, μπιχλιμπίδια,
partido - χάνω έναν αγώνα · perder perenne [περέν'νε] (επίθ.) αειθαλής
la paciencia - χάνω την υπομονή μου αέναος διηνεκής αιώνιος,
• no tiene nada que perder - δεν έχει perentorio [περεν'τόριο] (επίθ.) επεί­
να χάσει τίποτα, γων, επιτακτικός,
perdición [περδιθιόν] (ουσΥθηλ.) κα­ pereza [περέθα] (ουσΥθηλ.) οκνηρία,
ταστροφή, χαλασμός, τεμπελιά.
pérdida [πέρδιδα] (ουσΥθηλ.) απώ­ perezoso [περεθόσο] (επίθ.) οκνηρός
λεια, χάσιμο, ζημιά, τεμπέλης χασομέρης,
perdido [περδίδο] (επίθ.) 1: χαμένος, perfección [περφεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
2: αγνοούμενος, εντέλεια, τελειότητα,
perdigar [περδιγάρ] (ρ.) τσιγαρίζω, perfeccionamiento [περφεκθιοναμιέν'το]
καβουρδίζω, (ουσΥαρσ.) τελειοποίηση,
perdigón [περδιγόν] (ουσ,/αρσ.) σκά­ perfeccionar [περφεκθιονάρ] (ρ.) τε­
γι· λειοποιώ, βελτιώνω,
perdigonada [περδιγονάδα] (ουσΥθηλ.) perfeccionista [περφεκθιονίστα] (επίθ.)
βολή σκαγιών. τελειομανής.
perdiz [περδίθ] (ουσΥθηλ.) πέρδικα, perfectamente [περφέκταμεν'τε] (επίρρ.)
perdón [περδόν] (ουσΥαρσ.) έλεος, τέλεια.
συγγνώμη, συγχώρεση. perfectible [περφεκτίμπλε] (επίθ.) τε­
perdonable [περδονάμπλε] (επίθ.) που λειοποιήσιμος
μπορεί να συγχωρεθεί. perfecto [περφέκτο] 1: (ουσΥαρσ.)
perdonar [περδονάρ] (ρ.) συγχωρώ, (Γραμμ.) παρακείμενος 2: (επίθ.) τέ­
perdurabilidad [περδουραμπιλιδάδ] λειος.
(ουσΥθηλ.) μεγάλη διάρκεια, perfidia [περφίδια] (ουσΥθηλ.) απι­
perdurable [περδουράμπλε] (επίθ.) στία, προδοσία, δολιότητα.
μεγάλης διάρκειας, pérfido [πέρφιδο] (επίθ.) ύπουλος δό­
perdurar [περδουράρ] (ρ.) διατηρού­ λιος υποχθόνιος,
μαι, διαιωνίζομαι. perfil [περφίλ] (ουσΥαρσ.) 1: προφίλ,
perecedero [περεθεδέρο] (εττίθ.) αλ­ κατατομή, 2: χαρακτηριστικό,
λοιώσιμος, φθαρτός, perfilar [περφιλάρ] (ρ.) σκιαγραφώ,
perecer [περεθέρ] (ρ.) εκλείπω, αφανί­ διαγράφω,
ζομαι, χάνομαι, perforación [περφοραθιόν] (ουσΥθηλ.)
peregrinación [περεγριναθιόν] (ουσΥ διάτρηση, τρύπημα,
θηλ.) προσκύνημα, perforador [περφοραδόρ] 1: (ουσΥ
peregrinaje [περεγρινάχε] (ουσΥαρσ.) αρσ.) διατρητική μηχανή, τρυπάνι, 2:
προσκύνημα, (επίθ.) διατρητικός.
peregrinar [περεγρινάρ] (ρ.) προσκυ­ perforar [περφοράρ] (ρ.) διατρυπώ, δια­
νώ. περνώ.

420
permisivo

perfumar [περφουμάρ] (ρ.) αρωματί­ peripuesto [περιπουέστο] (επίθ.) καλοντυ­


ζω, ευωδιάζω, μένος
perfume [περφούμε] (ουσΥαρσ.) άρω­ periquito [περικίτο] (ουσΥαρσ.) παπα­
μα, ευωδία, γαλάκι.
perfumería [περφουμερία] (ουσΥθηλ.) perista [περίστα] (ουσΥαρσ.)/(ουσΥ
1: αρωματοποιία, 2: αρωματοπωλείο, θηλ.) κλεπταποδόχος,
pergamino [περγαμίνο] (ουσΥαρσ.) periscopio [περισκόπιο] (ουσΥαρσ.)
περγαμηνή, περισκόπιο,
pérgola [πέργολα] (ουσΥθηλ.) πέρ­ peritaje [περιτάχε] (ουσΥαρσ.) ειδική
γκολα. αναφορά,
pericardio [περικάρδιο] (ουσΥαρσ.) perito [περίτο] (ουσΥαρσ.) εμπειρο­
περικάρδιο, γνώμονας πραγματογνώμων, ειδή-
pericarpio [περικάρπιο] (ουσΥαρσ.) μων.
περικάρπιο, perjudicar [περχουδικάρ] (ρ.) 1: βλά­
pericia [περίθια] (ουσΥθηλ.) 1: επιδε- πτω, ζημιώνω, 2: αδικώ,
ξιότητα, 2: εξειδίκευση. perjudicial [περχουδιθιάλ] (επίθ.) βλα­
perico [περίκο] (ουσΥαρσ.) παπαγα­ βερός επιβλαβής επιζήμιος,
λάκι. perjuicio [περχουίθιο] (ουσΥαρσ.)
periferia [περιφέρια] (ουσΥθηλ.) περι­ βλάβη, ζημιά,
φέρεια. perjurar [περχουράρ] (ρ.) επιορκώ,
periférico [περιφέρικο] (επίθ.) περιφε­ ψευδορκώ,
ρειακός. perjurio [περχούριο] (ουσΥαρσ.) επι­
perífrasis [περίφρασις] (ουσΥθηλ.) πε­ ορκία, ψευδορκία,
ρίφραση. perjuro [περχούρο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
perifrástico [περιφράστικο] (επίθ.) πε­ επίορκος,
ριφραστικός, perla [πέρλα] (ουσΥθηλ.) 1: μαργαρι­
perilla [περίγια] (ουσΥθηλ.) μουσάκι. τάρι, πέρλα, 2: εξαίρετο πρόσωπο,
perímetro [περίμετρο] (ουσΥαρσ.) πε­ perlado [περλάδο] (επίθ.) μαργαριτα­
ρίμετρος. ρένιος.
periodicidad [περιοδιθιδάδ] (ουσΥ permanecer [περμανεθέρ] (ρ.) παρα­
θηλ.) περιοδικότητα, μένω.
periódico [περιόδικο] 1: (ουσΥαρσ.) permanencia [περμανένθια] (ουσΥ
εφημερίδα, 2: (επίθ.) περιοδικός θηλ.) 1: παραμονή, 2: μονιμότητα,
periodismo [περιοδίσμο] (ουσΥαρσ.) δη­ permanente [περμανέν'τε] 1: (ουσΥ
μοσιογραφία θηλ.) περμανάντ, 2: (επίθ.) μόνιμος
periodista [περισδίστα] (ουσΥαρσ.+ διαρκής
θηλ.) δημοσιογράφος permeabilidad [περμεαμπιλιδάδ] (ουσΥ
periodístico [περιοδίστικο] (επίθ.) δη­ θηλ.) διαπερατότητα, διεισδυτικότη­
μοσιογραφικός, τα.
período [περίοδο] (ουσΥαρσ.) περίο­ permeable [περμεάμπλε] (επίθ.) δια­
δος εποχή, περατός διεισδυτικός
peripecia [περιπέθια] (ουσΥθηλ.) πε­ permisible [περμισίμπλε] (επίθ.) επι­
ριπέτεια. τρεπόμενος επιτρεπτός
perípk) [περίπλο] (ουσΥαρσ.) περίπλους. permisivo [περμισίβο] (επίθ.) ανεκτι­

421
permiso

κός. perpetuar [περπετουάρ] (ρ.) διαιωνί-


permiso [περμίσο] (ουσΥαρσ.) άδεια, ζω, παρατείνω,
permitir [περμιτίρ] (ρ.) 1: επιτρέπω, 2: perpetuidad [περπετουιδάδ] (ουσΥ
ανέχομαι, θηλ.) αιωνιότητα,
permuta [περμούτα] (ουσΥθηλ.) 1: αντι­ perpetuo [περπέτουο] (επίθ.) ισόβιος
μετάθεση, 2: ανταλλαγή, αιώνιος διηνεκής,
permutable [περμουτάμπλε] (επίθ.) perplejidad [περπλεχιδάδ] (ουσΥθηλ.)
αντιμεταθέσιμος. 1: αμηχανία, αβεβαιότητα, 2: μπέρ­
permutación [περμουταθιόν] (ουσ,/θηλ.) δεμα, 3: παραζάλη,
μετάταξη, μετάθεση, perplejo [περπλέχο] (επίθ.) 1: αμήχα­
permutar [περμουτάρ] (ρ.) 1: μεταθέ­ νος 2: κατάπληκτος,
τω, μετατάσσω, 2: ανταλλάζω, perra [πέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: σκύλα, 2:
pernicioso [περνιθιόσο] (επίθ.) κατα­ λεφτά, χρήματα,
στρεπτικός, ολέθριος, βλαβερός, perrera [περέρα] (ουσΥθηλ.) σπιτάκι
pemil [περνίλ] (ουσΥαρσ.) μπούτι χοι­ σκύλου.
ρινό. perrería [περερία] (ουσΥθηλ.) κακο­
perno [πέρνο] (ουσΥαρσ.) μάνταλο, βουλία, κακία,
σύρτης πόρτας, perrero [περέρο] (ουσΥαρσ.) μπόγιας,
pernoctar [περνοκτάρ] (ρ.) διανυκτε- perrito [περίτο] (ουσΥαρσ.) 1: κουτάβι,
ρεύω. 2: · perrito caliente - χοτ ντογκ.
pero [πέρο] (σύνδ.) αλλά, όμως · me perro [πέρο] 1: (ουσΥαρσ.) σκύλος, 2:
gusta pero no lo voy a comprar - μου (επίθ.) άθλιος κατεστραμμένος θλι­
αρέσει αλλά δε θα το αγοράσω, βερός.
perogrullada [περογρουγιάδα] (ουσΥ perruno [περούνο] (επίθ.) σκυλίσιος,
θηλ.) κοινοτοπία, στερεοτυπία, κλι­ persecución [περσεκουθιόν] (ουσΥθηλ.)
σέ. καταδίωξη, κατατρεγμός διωγμός,
perol [περόλ] (ουσΥαρσ.) μπρίκι, persecutorio [περσεκουτόριο] (επίθ.)
perola [περόλα] (ουσΥθηλ.) μεγάλο διωκτικός,
μπρίκι. perseguidor [περσεγιδόρ] (ουσΥαρσ.)
peroné [περονέ] (ουσΥαρσ.) περόνη, διώκτης.
peroración [περοραθιόν] (ουσΥθηλ.) perseguir [περσεγίρ] (ρ.) 1: καταδιώ­
αγόρευση, κω, κατατρέχω, 2:κυνηγώ,
perorar [περοράρ] (ρ.) αγορεύω, ρη­ perseverante [περσεβεράν'τε] (επίθ.)
τορεύω, μακρηγορώ, έμμονος επίμονος,
perorata [περοράτα] (ουσΥθηλ.) 1: μα- perseverancia [περσεβεράνθια] (ουσ./
κρηγορία, 2: φλυαρία, θηλ.) εμμονή, επιμονή,
perpendicular [περπεν'ντικουλάρ] (επίθ.) perseverar [περσεβεράρ] (ρ.) εμμένω,
κάθετος κατακόρυφος επιμένω.
perpetración [περπετραθιόν] (ουσΥθηλ.) persiana [περσιάνα] (ουσΥθηλ.) στόρι,
διάπραξη εγκλήματος ή αδίκημα παραπέτασμα,
perpetrar [περπετράρ] (ρ.) διαπράττω persignar [περσιγνάρ] (ρ.) κάνω τον
έγκλημα ή αδίκημα, σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι.
perpetuación [περπετουαθιόν] (ουσΥ persistencia [περσιστένθια] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) διαιώνιση, παράταση. επιμονή.

422
pesadumbre

persistente [περσιστέν'τε] (επίθ.) επί­ pértiga [πέρτιγα] (ουσΥθηλ.) στύλος


μονος, έμμονος, κοντάρι.
persistir [περσιστίρ] (ρ.) (en) επιμένω, pertinaz [περτινάθ] (επίθ.) επίμονος
εμμένω · ¿sigues persistiendo en tu πεισματάρης ισχυρογνώμων.
opinión? - συνεχίζεις να επιμένεις pertinencia [περτινένθια] (ουσΥθηλ.)
στην άποψή σου;, συνάφεια, σχέση,
persona [περσόνα] (ουσ./θηλ.) πρό­ pertinente [περτινέν'τε] (επίθ.) κατάλ­
σωπο, άτομο, ληλος ενδεδειγμένος.
personaje [περσονάχε] (ουσΥαρσ.) pertrechar [περτρετσάρ] (ρ.) προμη­
προσωπικότητα, θεύω, εφοδιάζω,
personal [περσονάλ] 1: (ουσ./αρσ.) pertrechos [περτρέτσος] (ουσΥαρσ.)
προσωπικό, 2: (επίθ.) προσωπικός, πληθ. προμήθειες εφόδια,
personalidad [περσοναλιδάδ] (ουσΥ perturbado [περτουρμπάδο] (επίθ.)
θηλ.) προσωπικότητα, διαταραγμένος σαλεμένος,
personalizar [περσοναλιθάρ] (ρ.) οι­ perturbación [περτουρμπαθιόν] (ουσΥ
κειοποιούμαι, θηλ.) διαταραχή, διατάραξη, διασά­
personarse [περσονάρσε] (ρ.) παρου­ λευση.
σιάζομαι, εμφανίζομαι, perturbador [περτουρμπαδόρ] 1: (ουσΥ
personificación [περσονιφικαθιόν] (ουσ./ αρσ.) ταραχοποιός ταραξίας 2: (επίθ.)
θηλ.) προσωποποίηση, ενοχλητικός
personificar [περσονιφικάρ] (ρ.) προ­ perturbar [περτουρμπάρ] (ρ.) διατα-
σωποποιώ, ράσσω, αναστατώνω, διασαλεύω,
perspectiva [περσπεκτίβα] (ουσΥθηλ.) perversidad [περβερσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
1: προοπτική, 2: άποψη, 3: πιθανότη­ 1: διαστροφή, 2: αχρειότητα, ανηθι-
τα εξέλιξης, κότητα.
perspicacia [περςτπικάθια] (ουσ,/θηλ.) perversión [περβερσιόν] (ουσΥθηλ.)
οξυδέρκεια, διορατικότητα, διαστροφή, διαφθορά,
perspicaz [περσπικάθ] (επίθ.) οξυδερ­ perverso [περβέρσο] (επίθ.) διεστραμ­
κής διορατικός, μένος μοχθηρός,
perspicuidad [περσπικουιδάδ] (ουσΥ pervertido [περβερτίδο] (επίθ.) διε­
θηλ.) σαφήνεια, διαύγεια, στραμμένος διαστροφικός, ανώμα­
perspicuo [περσπίκουο] (επίθ.) σαφής λος.
διαυγής. pervertir [περβερτίρ] (ρ.) διαστρέφω,
persuadir [περσουαδίρ] (ρ.) μεταπεί­ εκμαυλίζω, διαφθείρω.
θω. pervivir [περβιβίρ] (ρ.) επιζώ,
persuasión [περσουασιόν] (ουσΥθηλ.) pesa [πέσα] (ουσΥθηλ.) ζύγι, βαρίδι,
πειστικότητα, πειθώ, pesadez [πεσαδέθ] (ουσΥθηλ.) βάρος
persuasivo [περσουασίβο] (επίθ.) πει­ βαρύτητα,
στικός pesadilla [πεσαδίγια] (ουσΥθηλ.) εφιάλ­
pertenecer [περτενεθέρ] (ρ.) ανήκω, της.
pertenencia [περτενένθια] (ουσΥθη ..) pesado [πεσάδο] (επίθ.) 1: βαρύς, 2:
ιδιοκτησία, περιουσία, βαρετός κουραστικός,
perteneciente [περτενεθιέν'τε] (επίθ.) pesadumbre [πεσαδουμ'μπρε] (ουσ./
ανήκων. θηλ.) οδύνη, λύπη.

423
pesaje

pesaje [πεσάχε] (ουσΥαρσ.) ζύγισμα. να.


pésame [πέσαμε] (ουσΥαρσ.) συλλυ­ pestaña [πεστάνια] (ουσΥθηλ.) βλε­
πητήρια. φαρίδα.
pesar1 [πεσάρ] (ρ.) 1: ζυγίζω, έχω βά­ pestañear [πεστανιεάρ] (ρ.) βλεφαρί-
ρος, 2: βαραίνω · ¿cuánto pesas? - ζω.
πόσο ζυγίζεις- · a pesar de - παρ' όλο pestañeo [πεστανιέο] (ουσΥαρσ.) βλε-
που. φάρισμα.
pesar2 [πεσάρ] (ουσΥαρσ.) 1: θλίψη, peste [πέστε] (ουσΥθηλ.) 1: πανούκλα,
λύπη, 2: μεταμέλεια, μετάνοια, λοιμός πανώλη, 2: κακοσμία, δυσω­
pesca [πέσκα] (ουσΥθηλ.) ψάρεμα, δία, βρόμα,
αλιεία pesticida [πεστιθίδα] (ουσΥαρσ.) εντομο-
pescadería [πεσκαδερία] (ουσΥθηλ.) κτόνο.
ιχθυοπωλείο, pestilencia [πεστιλένθια] (ουσΥθηλ.)
pescadero [πεσκαδέρο] (ουσΥαρσ.) ιχθυο­ 1: λοιμός πανούκλα, 2: δυσοσμία,
πώλης pestilente [πεστιλέν'τε] (επίθ.) 1: λοι­
pescado [πεσκάδο] (ουσΥαρσ.) ψάρι μώδης θανατηφόρος 2: δύσοσμος.
(φαγητό). pestillo [πεστίγιο] (ουσΥαρσ.) μάντα-
pescador [πεσκαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) λο, πετούγια,
ψαράς αλιευτής 2: (επίθ.) αλιευτι­ pétalo [πέταλο] (ουσΥαρσ.) πέταλο,
κός. petardo [πετάρδο] (ουσΥαρσ.) βεγγα­
pescar [πεσκάρ] (ρ.) 1: ψαρεύω, αλιεύω, λικά, βαρελότα,
2: αρπάζω, τσακώνω, petición [πετιθιόν] (ουσΥθηλ.) αίτηση,
pescozón [πεσκοθόν] (ουσΥαρσ.) σβερ­ peticionario [πετιθιονάριο] (ουσΥαρσ.)
κιά, καρπαζιά, 1: αϊτών, 2: ενάγων.
pesquería [πεοκερία] (ουσΥθηλ.) αλιευ­ petirrojo [πετιρόχο] (ουσΥαρσ.) το που­
τική περιοχή, λί κοκκινολαίμης
pescuezo [πεσκουέθο] (ουσΥαρσ.) λαι­ peto [πέτο] (ουσΥαρσ.) μπούστο.
μός σβέρκος, pétreo [πέτρεο] (επίθ.) πετρώδης,
pesebre [πεσέμπρε] (ουσΥαρσ.) φάτ- petrificación [πετριφικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
νη. απολίθωση.
peseta [πεσέτα] (ουσΥθηλ.) πεσέτα (νό­ petrificado [πετριφικάδο] (επίθ.) απο-
μισμα). λιθωμένος πετρωμένος,
pesetero [πεσετέρο] (επίθ.) τσιγκού­ petrificar [πετριφικάρ] (ρ.) απολιθώνω,
νης φιλάργυρος φιλοχρήματος αποσβολώνω,
pesimismo [πεσιμισμό] (ουσΥαρσ.) απαι­ petróleo [πετρόλεο] (ουσΥαρσ.) πε­
σιοδοξία, πεσιμισμός, τρέλαιο.
pesimista [πεσιμίστα] 1: (ουσΥαρσ.) πε­ petrolero [πετρολέρο] (ουσΥαρσ.) πε­
σιμιστής (επίθ.) απαισιόδοξος πεσιμι- τρελαιοφόρο, τάνκερ.
στικός petrolífero [πετρολίφερο] (επίθ.) πε­
pésimo [πέσιμο] (επίθ.) κάκιστος χεί- τρελαιοφόρος,
ριστος. petulancia [πετουλάνθια] (ουσΥθηλ.)
peso [πέσο] (ουσΥαρσ.) 1: βαρύτητα, ματαιοδοξία, κενοδοξία,
2: βάρος ζυγαριά, petulante [πετουλάν'τε] (επίθ.) ματαιό­
pesquisa [πεσκίσα] (ουσΥθηλ.) έρευ­ δοξος κενόδοξος.

424
pifia

peyorativo [πεγιορατίβο] (επίθ.) υπο­ κόβω το ψωμί σε μικρά κομματάκια,


τιμητικός μειωτικός εξευτελιστικός, picardía [πικαρδία] (ουσ,/θηλ.) κατερ­
pez [πεθ] (ουσΥαρσ.) ψάρι · estar como γαριά, πονηριά,
pez en el agua - είμαι στο στοιχείο picaresco [πικαρέσκο] (επίθ.) 1: τυχο­
μου/είμαι άνετα · estar como pez διωκτικός, 2: κατεργάρικος πανούρ­
fuera del agua - είμαι έξω από τα γος δόλιος,
νερά μου · estar pez en algo - είμαι picaro [πίκαρο] (επίθ.) κατεργάρης
άσχετος. πονηρός αγύρτης,
pezón [πεθόν] (ουσ,/αρσ.) 1: θηλή, μα­ picazón [πίκαθόν] (ουσΥθηλ.) 1: φα­
στός 2: μισχός. γούρα, κνησμός 2: θυμός,
pezuña [πεθούνια] (ουσΥθηλ.) 1: νύχι, pico [πίκο] (ουσΥαρσ.) 1: ράμφος 2:
2: οπλή. κορυφή, αιχμή, 3: σκαπάνη, αξίνα.
piada [πιάδα] (ουσΥθηλ.) τιτίβισμα. picor [πικόρ] (ουσ,/αρσ.) κνησμός φα­
piadoso [πιαδόσο] (επίθ.) ευσεβής ευ­ γούρα.
λαβής ευσπλαχνικός θεοσεβής, picotazo [πικοτάθο] (ουσΥαρσ.) τσί­
pianista [πιανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μπημα.
πιανίστας πιανίστρια, picotear [πικοτεάρ] (ρ.) τσιμπώ,
piano [πιάνο] (ουσΥαρσ.) πιάνο, picudo [πικούδο] (επίθ.) αιχμηρός μυ­
piar [πιάρ] (ρ.) τιτιβίζω, τερός.
pica [πίκα] (ουσΥθηλ.) βουκέντρα, βού- pichón [πιτσόν] (ουσΥαρσ.) πιτσούνι,
κεντρο. picha [πίτσα] (ουσΥθηλ.) (χυδ.) πέος.
picadura [πικαδούρα] (ουσΥθηλ.) τσί­ pie [πιέ] (ουσΥαρσ.) 1: πόδι (ανθρώ­
μπημα. που), 2: πόδι (επίπλου), 3: βάση, 4:
picacho [πικάτσο] (ουσΥαρσ.) βουνο­ κορμός δέντρου · estar de pie - είμαι
κορφή. όρθιος · estar al pie de - βρίσκομαι
picadillo [πικαδίγιο] (ουσΥαρσ.) ψιλο­ κοντά σε · al pie de la letra - κατά
κομμένο κρέας κιμάς, γράμμα · saber de qué pie cojea -
picajoso [πικαχόσο] (επίθ.) ευέξαπτος ξέρω τα ελαττώματά μου.
ευερέθιστος εύθικτος, piedad [πιεδάδ] (ουσΥθηλ.) ευλάβεια,
picante [πικάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) πικά­ ευσέβεια, ευσπλαχνία, οίκτος συ­
ντικη γεύση, καυστικότητα, 2: (επίθ.) μπόνια.
πικάντικος, πιπεράτος piedra [πιέδρα] (ουσΥθηλ.) πέτρα, λί­
picapedrero [πικαπεδρέρο] (ουσΥ θος.
αρσ.) λατόμος, piel [πιέλ] (ουσΥθηλ.) 1: δέρμα, 2:
picapleitos [πικαπλεΐτος] (ουσΥαρσ.) φλούδα.
δικομανής δικολάβος. piélago [πιέλαγο] (ουσΥαρσ.) πέλα­
picaporte [πικαπόρτε] (ουσΥαρσ.) χε­ γος.
ρούλι, ρόπτρο, pienso [πιένσο] (ουσΥαρσ.) ζωοτρο­
picar [πικάρ] (ρ.) 1: τσιμπώ, 2: κόβω φή.
σε μικρά κομματάκια, 3: καίω (είναι pierna [πιέρνα] (ουσΥθηλ.) πόδι, γά­
καυτερό), τσουρουφλίζω, 4: τσούζω · μπα.
te habrá picado algo - θα σε τσίμπη­ pieza [πιέθα] (ουσΥθηλ.) τεμάχιο, κομ­
σε κάτι · ¿pica m ucho? - καίει πολύ;/ μάτι, εξάρτημα,
είναι πολύ καυτερό; · picar el pan - pifia [πίφια] (ουσΥθηλ.) απροσεξία,

425
pigmentación

αδεξιότητα, γκάφα. πινακοθήκη,


pigmentación [πινμεν'ταθιόν] (ουσ./ pináculo [πινάκουλο] (ουσΥαρσ.) απο­
θηλ.) χρωμάτωση, χρωματισμός, κορύφωμα, κολοφώνας απόγειο,
pigmento [πιγμέν'το] (ουσ./αρσ.) χρω­ pinada [πινάδα] (ουσΥθηλ.) πευκώ­
στική, ουσία, βαφή. νας.
pignorar [πιγνοράρ] (ρ.) ενεχυριάζω, pinar [πινάρ] (ουσΥαρσ.) πευκόδασος.
pija [πίχα] (ουσ./θηλ.) (χυδ.) πέος. pincel [πινθέλ] (ουσΥαρσ.) πινέλο,
pijada [πιχάδα] (ουσΥθηλ.) ανοησία, pincelada [πινθελάδα] (ουσΥθηλ.) πι­
βλακεία, σαχλαμάρα, νελιά.
pijama [πιχάμα] (ουσΥαρσ.) πιτζάμα, pinchar [πιντσάρ] (ρ.) 1: τρυπώ, 2: καρ­
pijo [πίχο] (ουσΥαρσ.) 1: αστός, 2: ψώ­ φώνω, 3: τσιμπώ, 4: μιξάρω (παίζω)
νιο. μουσική.
pijotería [πιχοτερία] (ουσΥθηλ.) αση- pinchazo [πιντσάθο] (ουσΥαρσ.) τσί­
μαντότητα. μπημα, τρύπημα, παρακέντηση,
pila [πίλα] (ουσΥθηλ.) 1: σωρός, στοί­ pincho [πίντσο] (ουσΥαρσ.) αγκάθι,
βα, 2: μπαταρία, ακίδα.
pilar [πιλάρ] (ουσΥαρσ.) στύλος κίο­ pineda [πινέδα] (ουσΥθηλ.) πευκώνας,
νας. pingo [πίνγκο] (ουσΥαρσ.) ράκος κου­
pilastra [πιλάστρα] (ουσΥθηλ.) παρα- ρέλι, παλιόρουχο.
στάδα, πίλαστρο, πεσσός, pingüe [πίνγκουε] (επίθ.) 1: επικερδής
pildora [πίλδορα] (ουσΥθηλ.) χάπι, κερδοφόρος αποδοτικός 2: άφθο­
παστίλια. νος πλούσιος,
pilotar [πιλοτάρ] (ρ.) πιλοτάρω, πλο- pingüino [πινγκουίνο] (ουσΥαρσ.) πι­
ηγώ. γκουΐνος,
piloto [πιλότο] (ουσΥαρσ.) πιλότος pino [πίνο] (ουσΥαρσ.) πεύκο,
πλοηγός. pinocha [πινότσα] (ουσΥθηλ.) πευκο­
piltrafa [πιλτράφα] (ουσΥθηλ.) υπό­ βελόνα.
λειμμα, κατακάθι, ρεμάλι, pintada [πιν'τάδα] (ουσΥθηλ.) σύνθη­
pillaje [πιγιάχε] (ουσΥαρσ.) λεηλασία, μα σε τοίχο ή πανό, πλακάτ.
pillar [πιγιάρ] (ρ.) λεηλατώ, αρπάζω, pintado [πιν'τάδο] (επίθ.) βαμμένος
πιάνω, τσακώνω, πολύχρωμος,
pillastre [πιγιάστρε] (επίθ.) κουτοπόνη­ pintar [πιν'τάρ] (ρ.) 1: ζωγραφίζω, βά­
ρος μπαγαπόντης. φω, 2: περιγράφω,
pillo [πίγιο] (επίθ.) κατεργάρης, σκαν­ pintarrajear [πιν'ταραχεάρ] (ρ.) πασα­
δαλιάρης αλήτης, λείφω.
pimentón [πιμεν'τόν] (ουσΥαρσ.) κοκ- pintiparado [πιν'τιπαράδο] (επίθ.) πα­
κινοπίπερο. νομοιότυπος,
pimienta [πιμιέν'τα] (ουσΥθηλ.) πιπέ- pintor [πιν'τόρ] (ουσΥαρσ.) ζωγράφος,
ρι· pintoresco [πιν'τορέσκο] (επίθ.) γρα­
pimiento [πιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) πιπε­ φικός.
ριά. pintura [πιν'τούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ζω­
pimpante [πιμ'πάντε] (επίθ.) αυτάρε­ γραφική, 2: ζωγραφιά,
σκος ξιπασμένος, pinza [πίνθα] (ουσΥθηλ.) τσιμπίδα, λα­
pinacoteca [πινακοτέκα] (ουσΥθηλ.) βίδα.

426
pituitario

piña [ττίνια] (ουσ./θηλ.) 1: ανανάς, 2: ρι.


κουκουνάρι, pisada [πισάδα] (ουσΥθηλ.) πατημασιά,
piñón [πινιόν] (ουσ./αρσ.) 1: γρανάζι, ίχνος
2: κουκουνάρι, pisapapeles [πισαπαπέλες] (ουσΥαρσ.)
piojo [πιόχο] (ουσ,/αρσ.) ψείρα, πρεσπαπιέ.
pionero [πιονέρο] (επίθ.) πρωτοπόρος, pisar [πισάρ] (ρ.) πατώ, ποδοπατώ,
καινοτόμος. piscicultura [πισθικουλτούρα] (ουσΥ
pipa [πίπα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσιμπούκι, θηλ.) ιχθυοκαλλιέργεια,
πίπα, 2: ηλιόσπορος 3: βαρέλι, piscina [πισθίνα] (ουσΥθηλ.) πισίνα,
pipí [πιπί] (ουσΥαρσ.) κατούρημα, πι- piscolabis [πισκολάμπις] (ουσΥαρσ.)
πί. πρόγευμα, κολατσιό,
pipiólo [πιπιόλο] (ουσ,/αρσ.) αρχά­ piso [πίσο] (ουσΥαρσ.) όροφος δια­
ριος άπειρος, μέρισμα, πάτωμα · vivo en el primer
pique [πίκε] (ουσΥαρσ.) 1: θυμός 2: piso - μένω στον πρώτο όροφο · mi
φθόνος. piso es muy luminoso - το διαμέρι­
piquera [πικέρα] (ουσΥθηλ.) στόμιο, σμά μου είναι πολύ φωτεινό · el piso
οπή, σχισμή, está sucio - το πάτωμα είναι βρόμι­
pirado [πιράδο] (επίθ.) πειραγμένος κο.
τρελός. pisotear [πισοτεάρ] (ρ.) ποδοπατώ, τσα-
piragua [πιράγουα] (ουσΥθηλ.) κανό, λαπατώ.
πιρόγα. pisoteo [πισοτέο] (ουσΥαρσ.) ποδο­
pirámide [πιράμιδε] (ουσΥθηλ.) πυρα­ πάτημα.
μίδα. pista [πίστα] (ουσΥθηλ.) 1: ίχνος 2: στί­
piraña [πιράνια] (ουσΥθηλ.) πιράνχα, βος 3: πίστα,
pirata [πιράτα] (ουσΥαρσ.) πειρατής pistacho [πιστάτσο] (ουσΥαρσ.) φι­
κουρσάρος, στίκι.
piratería [πιρατερία] (ουσΥθηλ.) πει­ pistilo [πιστίλο] (ουσ,/αρσ.) ύπερος
ρατεία. pistola [πιστόλα] (ουσΥθηλ.) πιστόλι,
piripi [πιριπί] (επίθ.) ζαλισμένος από pistón [πιστόν] (ουσΥαρσ.) έμβολο, πι­
το ποτό. στόνι.
pirómano [πιρόμανο] (επίθ.) πυρομα­ pistoletazo [πιστολετάθο] (ουσΥαρσ.)
νής. τραύμα από πιστολιά.
piropear [πιροπεάρ] (ρ.) ερωτοτροπώ, pitada [πιτάδα] (ουσΥθηλ.) σφύριγμα,
φλερτάρω, pitar [πιτάρ] (ρ.) σφυρίζω, κορνάρω.
piropo [πιρόπο] (ουσΥαρσ.) κομπλιμέ- pitillera [πιτιγιέρα] (ουσΥθηλ.) ταμπα­
ντο, κολακεία, κέρα.
pirrarse [πιράρσε] (ρ.) (por) λαχταρώ pitillo [πιτίγιο] (ουσΥαρσ.) τσιγάρο,
• Antonio se pirra por los viajes - o pito [πίτο] (ουσΥαρσ.) σφυρίχτρα,
Αντόνιο λαχταράει τα ταξίδια, pitonisa [πιτονίσα] (ουσΥθηλ.) μάντισ-
pirueta [πιρουέτα] (ουσΥθηλ.) πιρουέ­ σα.
τα, στροβίλισμα, pitorreo [πιτορέο] (ουσΥαρσ.) περίγε­
piruetear [πιρουετεάρ] (ρ.) κάνω πι­ λος κορόϊδο.
ρουέτες στροβιλίζομαι, pituitario [πιτουιτάριο] (επίθ.) βλεννο­
pirulí [πιρουλί] (ουσΥαρσ.) γλειφιτζού­ γόνος.

427
pituso

pituso [πιτούσο] (ουσ,/αρσ.) μωράκι, δα.


pizarra [πιθάρα] (ουσΥθηλ.) πίνακας, planificación [πλανιφικαθιόν] (ουσ./
pizca [πίθκα] (ουσΥθηλ.) πρέζα, ελάχι­ θηλ.) προγραμματισμός,
στη ποσότητα, μικρή δόση. planificar [πλανιφικάρ] (ρ.) προγραμ­
placa [πλάκα] (ουσΥθηλ.) πλάκα, πι­ ματίζω, σχεδιάζω,
νακίδα. planimetría [πλανιμετρία] (ουσΥθηλ.)
pláceme [πλάθεμε] (ουσΥαρσ.) συγχα­ εμβαδομέτρηση,
ρητήρια. plano [πλάνο] 1: (ουσΥαρσ.) χάρτης 2:
placenta [πλαθέν'τα] (ουσΥθηλ.) πλα­ σχεδιάγραμμα, 3: επίπεδο, 4: σκηνή
κούντας. (έργου), 5: (επίθ.) επίπεδος ομαλός
placentero [πλαθεν'τέρο] (επίθ.) ευά­ ίσιος λείος,
ρεστος ευχάριστος, planta [πλάν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: φυτό, 2:
placer [πλαθέρ] (ουσΥαρσ.) ευχαρίστη­ όροφος 3: πατούσα, 4: εμφάνιση,
ση, ηδονή, απόλαυση, plantación [πλαν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.)
plácet [πλάθετ] (ουσΥαρσ.) ψήφος απο­ φυτεία, φύτευση,
δοχής plantar [πλαν'τάρ] (ρ.) 1: φυτεύω, 2:
placidez [πλαθιδέθ] (ουσΥθηλ.) ατα­ στήνω.
ραξία, ηρεμία, plantear [πλαν'τεάρ] (ρ.) θέτω, τοπο­
plácido [πλάθιδο] (επίθ.) γαλήνιος ήρε­ θετώ.
μος πράος ατάραχος, plantel [πλαν'τέλ] (ουσΥαρσ.) φυτώ­
plaga [πλάγα] (ουσΥθηλ.) μάστιγα, πλη­ ριο.
γή· planteo [πλαν'τέο] (ουσΥαρσ.) εμφύ­
plaguicida [πλαγιθίδα] 1: (ουσΥαρσ.) τευση.
εντομοκτόνο, 2: (επίθ.) ζιζανιοκτό- plantilla [πλαν'τίγια] (ουσΥθηλ.) υπαλ­
νος. ληλικό προσωπικό,
plan [πλαν] (ουσΥαρσ.) σχέδιο, πλάνο, plantío [πλαν'τίο] (ουσΥαρσ.) φυτεμέ­
plana [πλάνα] (ουσΥθηλ.) 1: φύλλο χαρ­ νη έκταση, αγροτεμάχιο,
τιού, 2: στοιχειοθετημένη σελίδα, plañidera [πλανιδέρα] (ουσΥθηλ.) μοι­
plancha [πλάντσα] (ουσΥθηλ.) 1: σίδε­ ρολογίστρα,
ρο, 2: φύλλο μετάλλου, έλασμα, plañido [πλανίδο] (ουσ,/αρσ.) μοιρο­
planchado [πλαντσάδο] (επίθ.) 1: σιδε­ λόι, γοερό παράπονο,
ρωμένος 2: άφραγκος ταπί. plañir [πλανίρ] (ρ.) μοιρολογώ, θρη­
planchar [πλαντσάρ] (ρ.) σιδερώνω, νώ.
planchazo [πλαντσάθο] (ουσΥαρσ.) plasma [πλάσμα] (ουσΥαρσ.) πλάσμα
σφάλμα, λάθος πλάνη, του αίματος,
planeador [πλανεαδόρ] (ουσΥαρσ.) plasmar [πλασμάρ] (ρ.) απεικονίζω, εκ­
ανεμοπλάνο, ανεμόπτερο, φράζω.
planear [πλανεάρ] (ρ.) σχεδιάζω, προ­ plasta [πλάστα] (ουσΥθηλ.) 1: τσαπα­
γραμματίζω, τσουλιά, 2: μαλακή μάζα.
planeta [πλανέτα] (ουσΥαρσ.) πλανή­ plasticidad [πλαστιθιδάδ] (ουσΥθηλ.)
της. 1: πλαστικότητα, 2: εκφραστικότητα,
planetario [πλανετάριο] 1: (ουσΥαρσ.) plasticina [πλαστιθίνα] (ουσΥθηλ.) πλα­
πλανητάριο, 2: (επίθ.) πλανητικός, στελίνη.
planicie [πλανίθιε] (ουσΥθηλ.) πεδιά­ plástico [πλαστικό] 1: (ουσΥαρσ.) πλα-

428
plenipotencia

στικό · bolsa de plástico - πλαστική plausible [πλαουσίμπλε] (επίθ.) παρα­


σακούλα, 2: (επίθ.) πλαστικός, δεκτός πιστευτός,
plastificación [πλαστιφικαθιόν] (ουσ./ playa [πλάγια] (ουσ,/θηλ.) παραλία,
θηλ.) πλαστικοποίηση, αμμουδιά, ακρογιαλιά,
plastüicado [πλαστιφικάδο] (επίθ.) πλα­ plaza [πλάθα] (ουσΥθηλ.) 1: πλατεία, 2:
στικοποιημένος, θέση εργασίας,
plastifícar [πλαστιφικάρ] (ρ.) πλαστι­ plazo [πλάθο] (ουσΥαρσ.) 1: προθε­
κοποιώ. σμία, χρονικό διάστημα, 2: δόση ·
plata [πλάτα] (ουσΥθηλ.) άργυρος, ασή­ a largo plazo - μακροπρόθεσμα · α
μι. corto plazo - σύντομα,
plataforma [πλατίρόρμα] (ουσΥθηλ.) plazoleta [πλαθολέτα] (ουσΥθηλ.) μι­
αποβάθρα, εξέδρα, πλατφόρμα, κρή πλατεία,
platanal [πλατανάλ] (ουσΥαρσ.) μπα­ pleamar [πλεαμάρ] (ουσΥθηλ.) πλημ­
νανοφυτεία, μυρίδα, παλίρροια,
platanero [πλατανέρο] (ουσΥαρσ.) μπα­ plebe [πλέμπε] (ουσΥαρσ.) συρφετός
νανιά. όχλος (καθ.) πλέμπα,
plátano [πλάτανο] (ουσΥαρσ.) μπα­ plebeyo [πλεμπέγιο] (ουσΥαρσ.) πλη­
νάνα. βείος ευγενής.
platea [πλατέα] (ουσΥθηλ.) πλατεία plebiscito [πλεμπισθίτο] (ουσΥαρσ.)
θεάτρου. δημοψήφισμα,
plateado [πλατεάδο] (επίθ.) επάργυ­ plectro [πλέκτρο] (ουσΥαρσ.) πέννα
ρος επαργυρωμένος, για έγχορδα,
platería [πλατερία] (ουσΥθηλ.) αργυ- plegable [πλεγάμπλε] (επίθ.) πτυσσό­
ροχοείο. μενος.
platero [πλατέρο] (ουσΥαρσ.) αργυ­ plegadera [πλεγαδέρα] (ουσΥθηλ.)
ροχόος. χαρτοκόπτης,
plática [πλάτικα] (ουσΥθηλ.) 1: συνομι­ plegado [πλεγάδο] (ουσΥαρσ.) πτυχή,
λία, 2: κήρυγμα, δίπλωση.
platicar [πλατικάρ] (ρ.) συνομιλώ, plegar [πλεγάρ] (ρ.) διπλώνω, πτυχώ­
platillo [πλατίγιο] (ουσΥαρσ.) δίσκος, νω.
platino [πλατίνο] (ουσΥαρσ.) λευκό­ plegaria [πλεγάρια] (ουσΥθηλ.) ικεσία,
χρυσος. παράκληση, δέηση,
plato [πλάτο] (ουσΥαρσ.) πιάτο · ayer pleitear [πλεϊτεάρ] (ρ.) υποβάλλω έν­
rompí un plato - χθες έσπασα ένα σταση, συνηγορώ,
πιάτο · la paella es un plato típico pleitesía [πλεϊτεσία] (ουσΥθηλ.) σεβα­
español - η παέγια έιναι ένα τυπικό σμός.
ισπανικό πιάτο · primer plato - πρώ­ pleitista [πλεϊτίστα] (επίθ.) εριστικός
το πιάτο · segundo plato - δεύτερο προκλητικός
πιάτο. pleito [πλέιτο] (ουσΥαρσ.) δίκη.
platónico [πλατόνικο] (επίθ.) πλατωνι­ pienario [πλενάριο] (επίθ.) πλήρης όλος
κός ιδεατός, ολόκληρος
plausibilidad [πλαουσιμπιλιδάδ] (ουσΥ plenilunio [πλενιλούνιο] (ουσΥαρσ.)
θηλ.) το πιστευτό, το παραδεκτό ως πανσέληνος,
αληθινό. plenipotencia [πλενιποτένθια] (ουσΥ

429
plenipotenciario

θηλ.) πληρεξούσιο, 1: πλειονότητα, πλειοψηφία, 2: πο­


plenipotenciario [πλενιποτενθιάριο] λυφωνία.
(επίθ.) πληρεξούσιος, pluralismo [πλουραλίσμο] (ουσΥαρσ.)
plenitud [πλενιτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: πλη­ πλουραλισμός,
ρότητα, αφθονία, 2: ακμή, 3: άνθος, pluralizar [πλουραλιθάρ] (ρ.) μετατρέ­
pleno [πλένο] 1: (ουσΥαρσ.) ολομέ­ πω στον πληθυντικό αριθμό,
λεια, 2: (επίθ.) πλήρης απόλυτος, pluricelular [πλουριθελουλάρ] (επίθ.)
pleonasmo [πλεσνάσμο] (ουσΥαρσ.) πλεο­ πολυκυτταρικός.
νασμός pluriempleo [πλουριεμ'πλέο] (ουσΥ
plétora [πλέτορα] (ουσΥθηλ.) πληθώ­ αρσ.) πολυθεσία,
ρα, αφθονία, plurilingüe [πλουριλίνγκουε] (επίθ.)
pletórico [πλετόρικο] (επίθ.) πληθωρι­ πολύγλωσσος,
κός, εξωστρεφής. plus [πλους] (ουσΥαρσ.) επίδομα, μπό-
pleuresía [πλεουρεσία] (ουσΥθηλ.) πλευ­ νους.
ρίτιδα. pluscuamperfecto [πλουσκουαμ'περ-
plexo [πλέξο] (ουσΥαρσ.) πλέγμα, φέκτο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) υπερσυ­
plica [πλίκα] (ουσΥθηλ.) σφραγισμέ­ ντέλικος.
νος φάκελος, plusvalía [πλουσβαλία] (ουσΥθηλ.)
pliego [πλιέγο] (ουσΥαρσ.) κόλλα χαρ­ υπεραξία,
τί. plutocracia [πλουτοκράθια] (ουσ./
pliegue [πλιέγε] (ουσΥαρσ.) πτυχή, θηλ.) πλουτοκρατία,
plisar [πλισάρ] (ρ.) πτυχώνω, plutócrata [πλουτόκρατα] (ουσΥαρσ.)
plomada [πλομάδα] (ουσΥθηλ.) βαρί­ πλουτοκράτης,
δι, νήμα της στάθμης αλφάδι, pluvial [πλουβιάλ] (επίθ.) βρόχινος όμ­
plomero [πλομέρο] (ουσΥαρσ.) υδραυ­ βριος.
λικός. pluviómetro [πλουβιόμετρο] (ουσΥ
plomizo [πλομίθο] (επίθ.) μολυβής αρσ.) μετρητής βροχοπτώσεων,
γκρίζος pluviosidad [πλουβιοσιδάδ] (ουσ./
plomo [πλόμο] (ουσΥαρσ.) μόλυβδος θηλ.) βροχόπτωση,
pluma [πλούμα] (ουσΥθηλ.) πένα, φτε- pluvioso [πλουβιόσο] (επίθ.) βροχε­
ρό. ρός.
plumaje [πλουμάχε] (ουσΥαρσ.) φτέ­ población [πομπλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
ρωμα, λοφίο, πληθυσμός 2: πόλη, 3: οικισμός,
plumazo [πλουμάθο] (ουσΥαρσ.) κονδυλιά, poblado [πομπλάδο] 1: (ουσΥαρσ.) κα­
γραμμή πέννας. ταυλισμός κατασκήνωση, 2: (επίθ.)
plúmbeo [πλούμ'μπεο] (επίθ.) μολυβέ- κατοικημένος.
νιος poblar [πομπλάρ] (ρ.) αποικίζω, κατοι­
plumero [πλουμέρο] (ουσΥαρσ.) φτε­ κώ.
ρό ξεσκονίσματος ξεσκονιστήρι, pobre [πόμπρε] (ουσΥαρσ. + θηλ.), (επίθ.)
plumífero [πλουμίφερο] (ουσΥαρσ.) γρα­ φτωχός πένης φτωχικός καημένος
φιάς δυστυχής,
plural [πλουράλ] (ουσΥαρσ.) πληθυ­ pobreza [πομπρέθα] (ουσΥθηλ.) φτώ­
ντικός. χεια, πενία, ανέχεια,
pluralidad [πλουραδιδάδ] (ουσΥθηλ.) pocilga [ποθίλγα] (ουσΥθηλ.) χοιρο­

430
politécnico

στάσιο. παλάγκο.
pocilio [ποθίγιο] (ουσΥαρσ.) κυπελλάκι, polémica [πολέμικα] (ουσΥθηλ.) πολε­
κούπα. μική.
pócima [πόθιμα] (ουσΥθηλ.) αφέψη­ polen [πόλεν] (ουσΥαρσ.) γύρη.
μα. policía [πολιθία] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
poción [ποθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πόσιμο αστυνόμος 2: (ουσΥθηλ.) αστυνομία
φάρμακο, 2: μαγικό φίλτρο, • policía municipal - δημοτική αστυ­
poco [πόκο] 1: (επίθ.) λίγος · hay poca νομία.
gente - έχει λίγο κόσμο, 2: (επίρρ.) policíaco [πολιθίακο] (επίθ.) αστυνο­
λίγο · poco más - λίγο ακόμα · poco μικός.
a poco - λίγο-λίγο/σιγά-σιγά. policlínica [πολικλίνικα] (ουσΥθηλ.)
pocho [πότσο] (επίθ.) 1: χλωμός 2: πολυκλινική,
αρρωστιάρικος, policromía [πολικρομία] (ουσΥθηλ.)
poda [πόδα] (ουσΥθηλ.) 1: κλάδεμα, 2: πολυχρωμία,
εποχή κλαδέματος, polícromo [πολίκρομο] (επίθ.) πολύ­
podadera [ποδαδέρα] (ουσΥθηλ.) κλα­ χρωμος.
δευτήρι, polideportivo [πολιδεπορτίβο] (ουσ./
podar [ποδάρ] (ρ.) κλαδεύω, αρσ.) πολυαθλητικό κέντρο,
podenco [ποδένκο] (ουσΥαρσ.) κυνη­ poliedro [πολιέδρο] (ουσΥαρσ.) πο­
γόσκυλο. λύεδρο.
poder [ποδέρ] 1: (ρ.) μπορώ, 2: (ουσ./ polifacético [πολιφαθέτικο] (επίθ.) πο­
αρσ.) εξουσία, δύναμη, 3: πληρεξού­ λύπλευρος,
σιο · poder adquisitivo - αγοραστική poligamia [πολιγάμια] (ουσΥθηλ.) πο­
δύναμη · poder absoluto - απόλυτη λυγαμία.
εξουσία. polígamo [πολίγαμο] (επίθ.) πολύγαμος,
poderío [ποδερίο] (ουσΥαρσ.) 1: πλού­ polígloto [πολίγλοτο] (επίθ.) πολύγλωσ­
τος 2: δύναμη, ισχύς, σος πολυγλωσσικός.
poderoso [ποδερόσο] (επίθ.) ισχυρός, poligonal [πολιγονάλ] (επίθ.) πολυγω­
podredumbre [ποδρεδούμ'μπρε] (ουσΥ νικός.
θηλ.) 1: αποσύνθεση, 2: διαφθορά, polígono [πολίγονο] (ουσΥαρσ.) πο­
podrido [ποδρίδο] (επίθ.) 1: σάπιος 2: λύγωνο.
φαύλος διεφθαρμένος, ανήθικος, polilla [πολίγια] (ουσΥθηλ.) σκώρος.
poema [ποέμα] (ουσΥαρσ.) ποίημα, polimerización [πολιμεριθαθιόν] (ουσΥ
poesía [ποεσία] (ουσΥθηλ.) ποίηση, θηλ.) πολυμερισμός.
poeta [ποέμα] (ουσΥαρσ.) ποιητής polimorfo [πολιμόρφο] (επίθ.) πολύ­
poética [ποέτικα] (ουσΥθηλ.) ποιητική, μορφος.
poético [ποέτικο] (επίθ.) ποιητικός polinización [πολινιθαθιόν] (ουσΥθηλ.)
poetisa [ποετίσα] (ουσΥθηλ.) ποιή- επικονίαση, γονιμοποίηση,
τρια. pólipo [πόλιπο] (ουσΥαρσ.) πολύποδας
polar [πολάρ] (επίθ.) πολικός, polio [πόλιο] (ουσΥθηλ) πολιομυελίτι­
polarización [πολαριθαθιόν] (ουσΥθηλ.) δα.
πόλωση. polisílabo [πολισίλαμπο] (επίθ.) πολυ­
polarizar [πολαριθάρ] (ρ.) πολώνω, σύλλαβος,
polea [πολέα] (ουσΥθηλ.) τροχαλία, politécnico [πολιτέκνικο] (ουσ/αρσ.)

431
política

πολυτεχνείο, φρουτ.
política [πολίτικα] (ουσ./θηλ.) πολίτι­ pómez [πόμεθ] (ουσΥθηλ.) ελαφρό-
κη. πετρα.
político [πολίτικο] (επίθ.) πολιτικός, pomo [πόμο] (ουσΥαρσ.) 1: πόμολο,
politiquero [πολιτικέρο] (ουσΥαρσ.) λαβή, 2: μπουκαλάκι αρώματος,
πολιτικάντης, pompa [πόμπα] (ουσΥθηλ.) 1: φού­
póliza [πόλιθα] (ουσΥθηλ.) χαρτόση­ σκα, μπουρμπουλήθρα, 2: πομπή, 3:
μο. στόμφος.
polizón [πολιθόν] (ουσΥαρσ.) λαθρε­ pomposidad [πομ'ποσιδάδ] (ουσ./
πιβάτης. θηλ.) στόμφος,
polo [πόλο] (ουσΥαρσ.) 1: πόλος 2: pomposo [πομ'πόσο] (επίθ.) πομπώ­
υδατοσφαίριση, πόλο (άθλημα). δης μεγαλειώδης στομφώδης,
poltrón [πολτρόν] (επίθ.) οκνηρός νω­ pómulo [πόμουλο] (ουσΥαρσ.) μήλο
θρός τεμπέλης, του προσώπου, ζυγωματικό,
poltrona [πολτρόνα] (ουσΥθηλ.) 1: ανα­ poncho [πόντσο] (ουσΥαρσ.) πόντσο.
παυτικό κάθισμα, 2: πολυθρόνα, ponderación [πον'ντεραθιόν] (ουσΥ
polución [πολουθιόν] (ουσΥθηλ.) ρύ­ θηλ.) στάθμισμα.
πανση, μόλυνση, ponderado [πον'ντεράδο] (επίθ.) σταθ­
polvareda [πολβαρέδα] (ουσΥθηλ.) σύν­ μισμένος ισορροπημένος,
νεφο σκόνης! ponderar [πον'ντεράρ] (ρ.) 1: σταθμί­
polvera [πολβέρα] (ουσΥθηλ.) που­ ζω, ζυγιάζω, 2: υπερβάλλω,
δριέρα. ponencia [πονένθια] (ουσΥθηλ.) κοι­
polvo [πόλβο] (ουσΥαρσ.) σκόνη, νοποίηση,
pólvora [πόλβορα] (ουσΥθηλ.) μπα­ ponente [πονέν'τε] (ουσΥαρσ.) κοινο-
ρούτι. ποιητής υπεύθυνος ανακοινώσεων,
polvorear [πολβορεάρ] (ρ.) 1: σκονί­ poner [πονέρ] (ρ.) βάζω, θέτω, τοπο­
ζω, 2: πουδράρω, θετώ.
polvoriento [πολβοριέν'το] (επίθ.) ponerse [πονέρσε] (ρ.) 1: κάθομαι, 2:
σκονισμένος, φορώ, 3: γίνομαι, 4: αρχίζω να · cada
polvorín [πολβορίν] (ουσΥαρσ.) πυρι­ día a las 6 se pone a la parada del
τιδαποθήκη, autobús - κάθε μέρα στις 6 κάθεται
polla [πόγια] (ουσΥθηλ.) 1: πουλάδα, στη στάση του λεωφορίου · ¡pónte
κλωσσοπουλάκι, 2: (χυδ.) πούτσα. tu abrigo! - φόρα το παλτό σου! ·
pollería [πογιερία] (ουσΥθηλ.) ορνιθο­ ¡pónte guapo como siempre! - ντύ­
τροφείο. σου ωραία όπως πάντα/γίνε όμορ­
pollero [πογιέρο] (ουσΥαρσ.) ορνιθο- φος όπως πάντα · se puso a llorar
τρόφος. - άρχισε να κλαίει · ponerse triste -
pollo [πόγιο] (ουσΥαρσ.) κοτόπουλο, στενοχωριέμαι · ¡pónte en su lugar!
poma [πόμα] (ουσΥθηλ.) μήλο. - μπες στη θέση του!.
pomada [πομάδα] (ουσΥθηλ.) αλοιφή, poniente (πονιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δυτι­
κρέμα. κός άνεμος πουνέντες ζέφυρος,
pomar [πομάρ] (ουσΥαρσ.) περιβόλι pontazgo [πον'τάθγο] (ουσΥαρσ.) διό­
με μηλιές, δια σε γέφυρα,
pomelo [πομέλο] (ουσΥαρσ.) γκρέιπ pontifical [πον'τιφικάλ] (επίθ.) του πο-

432
poroso

ντίφικα, αρχιερατικός, está hecha por Alvaro - η παρουσία­


pontificar [πον'τιφικάρ] (ρ.) χοροστα­ ση έγινε από τον Αλβαρο, 6: (ανταλ­
τώ, αρχιερατεύω, λαγή) · se lo vendieron por 2:000
pontífice [πον'τίφιθε] (ουσ./αρσ.) πο- euros - του το πούλησαν για 2:000
ντίφικας, πάπας, ευρώ, 7: (μέσο) · ¿me lo podría enviar
ponto [πόντο] (ουσΥαρσ.) θάλασσα, por fax? - θα μπορούσατε να μου το
pontón [πον'τόν] (ουσΥαρσ.) 1: πλωτή στείλετε με φαξ; · 2 por 2 es igual a
γέφυρα, 2: σχεδία, 4 - 2 επί 2 κάνει 4;
ponzoña [πονθόνια] (ουσΥθηλ.) δηλη­ porcelana [πορθελάνα] (ουσΥθηλ.) πορ­
τήριο, φαρμάκι, σελάνη.
ponzoñoso [πονθονιόσο] (επίθ.) δη­ porcentaje [πορθεν'τάχε] (ουσΥαρσ.)
λητηριώδης, φαρμακερός, ποσοστό.
popa [πόπα] (ουσΥθηλ.) πρύμνη, porcentual [πορθεν'τουάλ] (επίθ.) εκα­
pope [πόπε] (ουσΥαρσ.) παπάς, τοστιαίος επί τοις εκατό,
populachero [ποπουλατσέρο] (επίθ.) porcino [πορθίνο] 1: (ουσΥαρσ.) γου-
λαϊκίστικος. ρουνάκι, 2: (επίθ.) χοιρινός γουρου­
populacho [ποπουλάτσο] (ουσΥαρσ.) νίσιος.
λαουτζίκος, κοσμάκης, porción [πορθιόν] (ουσΥθηλ.) μερίδα,
popular [ποπουλάρ] (επίθ.) λαϊκός δη­ μερίδιο, δόση.
μοφιλής. porcuno [πορκούνο] (επίθ.) χοιρινός
popularidad [ποπουλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) γουρουνίσιος,
δημοτικότητα, porche [πόρτσε] (ουσΥαρσ.) μπροστι­
popularismo [ποπουλαρίσμο] (ουσΥ νή βεράντα,
αρσ.) εκλαΐκευση. pordiosear [πορδιοσεάρ] (ρ.) επαιτώ,
popularizar [ποπουλαριθάρ] (ρ.) εκλαϊ­ ζητιανεύω,
κεύω. pordiosero [πορδιοσέρο] (ουσΥαρσ.)
populoso [ποπουλόσο] (επίθ.) πολυπλη­ επαίτης ζητιάνος,
θής πυκνοκατοικημένος porfía [πορφία] (ουσΥθηλ.) 1: εμμονή,
poquedad [ποκεδάδ] (ουσΥθηλ.) πενι- 2: έντονη διαφωνία, φιλονικία,
χρότητα, πενία, porfiar [πορφιάρ] (ρ.) εμμένω, επιμέ­
por [πορ] (πρόθ.) για, επί, εξαιτίας νω.
1: (τόπος γενικά) · por aquí hay un pormenor [πορμενόρ] (ουσΥαρσ.) μι-
parque - κάπου εδώ υπάρχει ένα κρολεπτομέρεια.
πάρκο, 2: (χρόνος) · le gusta Ir al pormenorizar [πορμενοριθάρ] (ρ.)
gimnasio por la tarde - του αρέσει εκθέτω, αναφέρω κάτι με όλες τις λε­
να πηγαίνει στο γυμναστήριο το πτομέρειες,
απόγευμα · viajará a Italia por la pornografía [πορνογραφία] (ουσΥ
primavera - θα ταξιδέψει στην Ιτα­ θηλ.) πορνογραφία,
λία κατά την άνοιξη, 3: (arría) · le pornográfico [πορνογράφικο] (επίθ.)
despedieron por llegar tarde cada πορνογραφικός
día - τον απέλησαν, γιατί αργού­ poro [πόρο] (ουσΥαρσ.) πόρος,
σε κάθε μέρα, 4: (βαθύτερα αίτια)· porosidad [ποροσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πο­
lo digo por ti - το λέω για εσένα, 5: ρώδης υφή.
(ποιητικό αίτιο) από · la presentación poroso [πορόσο] (επίθ.) πορώδης.

433
porque

porque [πόρκε] (σύνδ.) επειδή, διότι, ρά, 2: κόμιστρο, 3: παρουσιαστικό, 4:


γιατί. χωρητικότητα,
porqué [πορκέ] (ουσ,/αρσ.) αιτία, λό­ portear [πορτεάρ] (ρ.) μεταφέρω επί
γος το γιατί, πληρωμή,
porquería [πορκερία] (ουσ,/θηλ.) αη­ portento [πορτέν'το] (ουσΥαρσ.) 1:
δία, βρομιά, θαύμα, 2: μεγαλοφυΐα.
porqueriza [πορκερίθα] (ουσΥθηλ.) 1: portentoso [πορτεν'τόσο] (επίθ.) θαυ­
χοιροστάσιο, 2: αχούρι, σταύλος. μάσιος εξαίσιος,
porquerizo [πορκερίθο] (ουσΥαρσ.) χοι­ portería [παρτέρια] (ουσΥθηλ.) 1: θυ­
ροβοσκός ρωρείο, 2: τέρμα,
porra [πόρα] (ουσΥθηλ.) ρόπαλο, portero [πορτέρο] (ουσΥαρσ.) 1: θυ­
porrazo [ποράθο] (ουσΥαρσ.) χτύπη­ ρωρός 2: τερματοφύλακας,
μα. pórtico [πόρτικο] (ουσΥαρσ.) προστώο,
porro [πόρο] (ουσΥαρσ.) 1: πράσο, 2: portuario [πορτουάριο] (επίθ.) λιμε­
τσιγαριλίκι, νικός
porrón [πορόν] (ουσΥαρσ.) κανάτα για porvenir [πορβενίρ] (ουσΥαρσ.) μέλ­
κρασί. λον.
portaaviones [πορτααβιόνες] (ουσΥαρσ.) posada [ποσάδα] (ουσΥθηλ.) πανδο­
αεροπλανοφόρο, χείο, χάνι, ξενώνας,
portada [πορτάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πρό­ posaderas [ποσαδέρας] (ουσΥθηλ.)
σοψη, 2: εξώφυλλο, πληθ. γλουτοί, οπίσθια,
portador [πορταδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: posar [ποσάρ] (ρ.) 1: ποζάρω, 2: ακου-
φορέας 2: κομιστής, μπώ απαλά,
portaestandarte [πορταεσταν'ντάρτε] pose [πόσε] (ουσ,/αρσ.) στάση, πόζα.
(ουσΥαρσ.) σημαιοφόρος, poseedor [ποσεεδόρ] (ουσΥαρσ.) κά­
portafolios [πορταφόλιος] (ουσΥαρσ.) τοχος.
χαρτοφύλακας, poseer [ποσεέρ] (ρ.) κατέχω,
portal [πορτάλ] (ουσΥαρσ.) 1: είσοδος poseído [ποσεΐδο] (επίθ.) 1: κατεχόμε-
2: προθάλαμος, νος 2: δαιμονισμένος,
portañuela [πορτανιουέλα] (ουσΥθηλ.) posesión [ποσεσιόν] (ουσΥθηλ.) κατο­
μπροστινό άνοιγμα παντελονιού, χή, κτήση,
portaplumas [πορταπλούμας] (ουσ./ posesionarse [ποσεσιονάρσε] (ρ.) οι­
αρσ.) κονδυλοφόρος, κειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι,
portar [πορτάρ] (ρ.) φέρω, φέρνω, posesivo [ποσεσίβο] (επίθ.) κτητικός,
portarretrato [πορταρετράτο] (ουσ./ ατομιστής.
αρσ.) κορνίζα, κάδρο, posgrado [ποσγράδο] (ουσΥαρσ.) με­
portarse [πορτάρσε] (ρ.) φέρομαι, συ­ ταπτυχιακό,
μπεριφέρομαι, posguerra [ποσγέρα] (ουσΥθηλ.) με­
portátil [πορτάτιλ] (επίθ.) φορητός, ταπολεμική περίοδος,
portavoz [πορταβόθ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) posibilidad [ποσιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
1: εκπρόσωπος 2: φερέφωνο, δυνατότητα, πιθανότητα,
portazo [πορτάθο] (ουσΥαρσ.) βίαιο posibilitar [ποσιμπιλιτάρ] (ρ.) καθιστώ
κλείσιμο της πόρτας δυνατό.
porte [πόρτε] (ουσΥαρσ.) 1: μεταφο­ posible [ποσίμπλε] (επίθ.) δυνατός πι­

434
potro

θανός. postrar [nocrrpáp] (ρ.) 1: συντρίβω, 2:


posición [ποσιθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: θέ­ ρίχνω μπρούμυτα,
ση, στάση, 2: κατάσταση, 3: τοπο­ postrarse [ποστράρσε] (ρ.) γονυπετώ,
θεσία. γονατίζω, προσπίπτω,
positivo [ποσιτίβο] (επίθ.) θετικός, postre [πόστρε] (ουσΥαρσ.) επιδόρπιο,
pósito [πόσιτο] (ουσΥαρσ.) συνεται­ postrero [ποστρέρο] (επίθ.) τελευταίος
ρισμός. έσχατος ουραγός.
poso [πόσο] (ουσ./αρσ.) ιλύς, κατακά­ postrimería [ποστριμερία] (ουσΥθηλ.)
θι, ίζημα. τελευταίο στάδιο,
posponer [ποσπονέρ] (ρ.) αναβάλλω, postulado [ποστουλάδο] (ουσΥαρσ.) 1:
ματαιώνω, αξίωμα, 2: προϋπόθεση,
postal [ποστάλ] 1: (ουσΥθηλ.) κάρτα postulante [ποστουλάν'τε] (ουσΥαρσ.)
αναμηνηστική, 2: (επίθ.) ταχυδρομι­ αϊτών.
κός. postular [ποστουλάρ] (ρ.) αξιώνω, θέ­
poste [πόστε] (ουσΥαρσ.) στύλος, κο­ τω ως προϋπόθεση, απαιτώ,
λόνα. póstumo [πόστουμο] (επίθ.) μεταθα­
póster [πόστερ] (ουσΥαρσ.) πόστερ, νάτιος.
αφίσα. postura [ποστούρα] (ουσΥθηλ.) στά-
postergar [ποστεργάρ] (ρ.) 1: αναβάλ­ ση.
λω, 2: υποβαθμίζω, υποτιμώ, potabilidad [ποταμπιλιδάδ] (ουσ./
posterior [ποστεριόρ] (επίθ.) 1: οπί­ θηλ.) ποσιμότητα.
σθιος, 2: ύστερος, κατοπινός, μετα­ potable [ποτάμπλε] (επίθ.) πόσιμος,
γενέστερος, potencia [ποτένθια] (ουσΥθηλ.) δύνα­
posterioridad [ποστεριοριδάδ] (ουσΥ μη, ικανότητα,
θηλ.) το μεταγενέστερο, potencial [ποτενθιάλ] (επίθ.) ενδεχό­
posteriormente [ποστεριόρμεν'τε] (επίρρ.) μενος πιθανός δυνητικός υποθε­
ύστερα έπειτα μεταγενέστερα τικός.
postigo [ποστίγο] (ουσΥαρσ.) παντζού­ potencialidad [ποτενθιαλιδάδ] (ουσΥ
ρι. θηλ.) δυνητικότητα, προοπτική, πι­
postín [ποστίν] (ουσΥαρσ.) πολυτέ­ θανότητα,
λεια, λούσο. potentado [ποτεν'τάδο] (ουσΥαρσ.)
postinero [πο<ττινέρο] (επίθ.) λουσά­ μεγιστάνας,
τος, πολυτελής πλουσιοπάροχος, potente [ποτέν'τε] (επίθ.) ισχυρός δυ­
postizo [ποστίθο] 1: (ουσΥαρσ.) πο- νατός.
στίς 2: (επίθ.) πρόσθετος πλαστός potestad [ποτεστάδ] (ουσΥθηλ.) 1: κυ­
κίβδηλος. ριαρχία, 2: δικαιοδοσία,
postmeridiano [ποστμεριδιάνο] (επίθ.) potestativo [ποτεστατίβο] (επίθ.) προ­
μεταμεσημβρινός, απογευματινός, αιρετικός εθελοντικός,
postor [ποστόρ] (ουσΥαρσ.) πλειοδό­ potingue [ποτίνγκε] (ουσΥαρσ.) φαρ­
της μακευτικό ή καλλυντικό παρασκεύ­
postración [ποστραθιόν] (ουσΥθηλ.) ασμα.
κατάρρευση, potranca [ποτράνκα] (ουσΥθηλ.) μι­
postrado [ποστράδο] (επίθ.) συντε­ κρή φοράδα,
τριμμένος potro [πότρο] (ουσΥαρσ.) πουλάρι.

435
poyo

poyo [ττόγιο] (ουσΥαρσ.) πέτρινο πα­ preceptivo [πρεθεπτίβο] (επίθ.) υπο­


γκάκι ή πεζούλι, χρεωτικός,
poza [πόθα] (ουσΥθηλ.) νερόλακκος, precepto [πρεθέπτο] (ουσΥαρσ.) κα­
λιμνούλα. νόνας αρχή, νόρμα,
pozal [ποθάλ] (ουσΥαρσ.) κουβάς για preceptor [πρεθεπτόρ] (ουσΥαρσ.) δά­
το πηγάδι, σκαλος παιδαγωγός
pozo [πόθο] (ουσΥαρσ.) πηγάδι, preces [πρέθες] (ουσΥθηλ.) πληθ. προ­
práctica [πράκτικα] (ουσΥθηλ.) πρα­ σευχές θρησκευτικές ικεσίες,
κτική, εξάσκηση, πράξη, άσκηση, preciado [πρεθιάδο] (επίθ.) πολύτιμος
practicable [πρακτικάμπλε] (επίθ.) βαρύτιμος,
εφαρμόσιμος, preciarse [πρεθιάρσε] (ρ.) παινεύομαι,
practicante [πρακτικάν'τε] 1: (ουσΥ καυχιέμαι,
αρσ.+ θηλ.) πρακτικός γιατρός, 2: precintar [πρεθιν^άρ] (ρ.) σφραγίζω,
(επίθ.) θρησκευόμενος, ασφαλίζω,
practicar [πρακτικάρ] (ρ.) ασκώ, εξα­ precinto [πρεθίν'το] (ουσΥαρσ.) ταινία
σκώ. ασφαλείας.
práctico [πράκτικο] (επίθ.) πρακτικός, precio [πρέθιο] (ουσ,/αρσ.) τιμή, αξία.
pradera [πραδέρα] (ουσΥθηλ.) λιβα­ preciosidad [πρεθιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
δότοπος. πολύ όμορφο πράγμα, θαύμα,
prado [πράδο] (ουσΥαρσ.) λιβάδι, λει­ precioso [πρεθιόοσο] (επίθ.) 1: υπέρο­
μώνας. χος θαυμάσιος 2: πολύτιμος,
pragmático [πραγμάτικο] (επίθ.) πρα­ precipicio [πρεθιπίθιο] (ουσΥαρσ.) 1:
κτικός ρεαλιστικός, γκρεμός 2: βάραθρο,
preámbulo [πρεάμ'μπουλο] (ουσΥαρσ.) precipitación [πρεθιπιταθιόν] (ουσΥ
προοίμιο, πρόλογος εισαγωγή, θηλ.) 1: σπονδή, βιασύνη, 2: βροχό­
preboste [πρεμπόστε] (ουσΥαρσ.) επι­ πτωση.
κεφαλής προεστός, precipitado [πρεθιπιτάδο] (επίθ.) εσπευ­
precalentar [πρεκαλεν'τάρ] (ρ.) προ­ σμένος βιαστικός
θερμαίνω, precipitar [πρεθιπιτάρ] (ρ.) 1: ρίχνω,
precario [πρεκάριο] (επίθ.) επισφαλής γκρεμίζω, 2: επισπεύδω, επιταχύνω,
αβέβαιος, precipitarse [πρεθιπιτάρσε] (ρ.) ρίχνο­
precaución [πρεκαουθιόν] (ουσΥθηλ.) μαι, σπεύδω,
προφύλαξη, προσοχή, επαγρύπνη­ precisamente [πρεθίσαμεν'τε] (επίρρ.)
ση. ακριβώς συγκεκριμένα,
precaver [πρεκαβέρ] (ρ.) αποφεύγω ή precisar [πρεθισάρ] (ρ.) καθορίζω, συ­
προλαμβάνω κίνδυνο, γκεκριμενοποιώ, προσδιορίζω,
precavido [πρεκαβίδο] (επίθ.) προνοη­ precisión [πρεθισιόν] (ουσΥθηλ.) ακρί­
τικός βεια.
precedencia [πρεθεδένθια] (ουσΥθηλ.) preciso [πρεθίσο] (επίθ.) 1: ακριβής 2:
προβάδισμα, προτεραιότητα, αναγκαίος,
precedente [πρεθεδέν'τε] 1: (ουσΥ preclaro [πρεκλάρο] (επίθ.) επιφανής
αρσ.) προηγούμενο, προγενέστερο, διαπρεπής,
2: (επίθ.) προηγούμενος precocidad [πρεκοθιδάδ] (ουσΥθηλ.)
preceder [πρεθεδέρ] (ρ.) προηγούμαι. πρωιμότητα, πρόωρη ανάπτυξη.

436
prefectura

preconcebido [πρεκονθεμπΙδο] (επίθ.) πρόβλεψη, πρόγνωση, πρόρρηση,


1: προμελετημένος 2: προκατειλημ­ προφητεία,
μένος, 3: προσχεδιασμένος. predilección [πρεδιλεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
preconcebir [πρεκονθεμπίρ] (ρ.) 1: προτίμηση, κλίση,
προμελετώ, 2: σχηματίζω γνώμη εκ predilecto [πρεδιλέκτο] (επίθ.) ευνο­
των προτέρων. ούμενος αγαπημένος
preconcepción [πρεκονθεπθιόν] (ουσ./ predio [πρέδιο] (ουσΥαρσ.) κτηματική
θηλ.) προκατάληψη, περιουσία,
preconizar [πρεκονιθάρ] (ρ.) 1: υπο­ predisponer [πρεδισπονέρ] (ρ.) προ­
στηρίζω ένθερμα, 2: προτείνω ολό­ διαθέτω, προκαταλαμβάνω,
ψυχα. predisposición [πρεδισποσιθιόν] (ουσΥ
precoz [πρεκόθ] (επίθ.) 1: πρώιμος, θηλ.) προδιάθεση, τάση.
πρόωρος 2: με πρόωρη πνευματική predispuesto [πρεδισπουέστο] (επίθ.)
ανάπτυξη, προδιατεθειμένος,
precursor [πρεκουρσόρ] (ουσΥαρσ.) predominante [πρεδομινάν'τε] (ουσΥ
πρόδρομος προάγγελος. αρσ.) επικρατών, υπερέχων, κυρίαρ­
predecir [πρεδεθίρ] (ρ.) προλέγω, χος.
προαναγγέλλω, προφητεύω, predominar [πρεδομινάρ] (ρ.) επικρα­
predecesor [πρεδεθεσόρ] (ουσΥαρσ.) τώ, υπερισχύω, δεσπόζω, κυριαρχώ,
προκάτοχος. predominio [πρεδομίνιο] (ουσΥαρσ.)
predestinación [πρεδεσπναθιόν] (ουσΥ επικράτηση, υπερίσχυση,
θηλ.) 1: προορισμός 2: μοίρα πεπρω­ preeminencia [πρεεμινένθια] (ουσ/
μένο. θηλ.) υπεροχή, επικράτηση,
predestinado [πρεδεστινάδο] (επίθ.) preeminente [πρεεμινέν'τε] (επίθ.)
προορισμένος προδιαγραμμένος εξέχων, υπερτερών,
προκαθορισμένος preescolar [πρεεσκολάρ] (επίθ.) προ-
predestinar [πρεδεστινάρ] (ρ.) προκα­ σχολικός.
θορίζω, προορίζω, preestablecido [πρεεσταμπλεθίδο] (επίθ.)
predeterminación [πρεδετερμιναθιόν] προεγκστεστημένος
(ουσΥθηλ.) προδιάθεση, preestreno [πρεεστρένο] (ουσΥαρσ.)
predeterminar [πρεδετερμινάρ] (ρ.) αβάν πρεμιέ, προβολή πριν την πρε­
προκαθορίζω, προγραμματίζω, μιέρα
prédica [πρέδικα] (ουσΥθηλ.) κήρυγ­ preexistente [πρεεξιστέν'τε] (επίθ.)
μα, ομιλία, προϋπάρχων.
predicación [πρεδικαθιόν] (ουσΥθηλ.) preexistir [πρεεξιστίρ] (ρ.) προϋπάρ­
κήρυγμα. χω.
predicado [πρεδικάδο] (ουσΥαρσ.) (Γοαμμ) prefabricado [πρεφαμπρικάδο] (επίθ.)
1: κατηγορούμενο, 2: κατηγόρημα προκατασκευασμένος.
predicador [πρεδικαδόρ] (ουσΥαρσ.) prefacio [πρεφάθιο] (ουσΥαρσ.) πρό­
ιεροκήρυκας, λογος.
predicamento [πρεδικαμέν'το] (ουσΥ prefecto [πρεφέκτο] (ουσΥαρσ.) 1: επι­
αρσ.) γόητρο, κύρος αίγλη, μελητής 2: νομάρχης 3: επιθεωρη­
predicar [πρεδικάρ] (ρ.) κηρύσσω, τής
predicción [πρεδικθιόν] (ουσΥθηλ.) prefectura [πρεφεκτούρα] (ουσΥθηλ.)

437
preferencia

αξίωμα επιμελητή ή νομάρχη, θηλ.) προμελέτη, προσχεδιασμός.


preferencia [πρεφερένθια] (ουσΥθηλ.) premeditado [πρεμεδιτάδο] (επίθ.) προ-
προτίμηση, προτεραιότητα, σχεδιασμένος προμελετημένος
preferente [πρεφερέν'τε] (επίθ.) προ­ premeditar [πρεμεδιτάρ] (ρ.) προμε­
τιμότερος προνομιούχος, λετώ, προσχεδιάζω,
preferible [πρεφερίμπλε] (επίθ.) προ­ premiado [πρεμιάδο] (επίθ.) βραβευ­
τιμητέος προτιμότερος, μένος.
preferir [πρεφερίρ] (ρ.) προτιμώ, premiar [πρεμιάρ] (ρ.) βραβεύω, αντα­
prefijar [πρεφιχάρ] (ρ.) προκαθορίζω, μείβω, απονέμω,
prefijo [πρεφίχο] (ουσΥαρσ.) πρόθε­ premio [πρέμιο] (ουσΥαρσ.) βραβείο,
μα. premioso [πρεμιόσο] (επίθ.) 1: εφαρ­
pregón [πρεγόν] (ουσΥαρσ.) διακήρυ­ μοστός (για ρούχα), 2: αυστηρός (για
ξη, ανακοίνωση, διαταγή).
pregonar [πρεγονάρ] (ρ.) διαλαλώ, κη­ premisa [πρεμίσα] (ουσΥθηλ.) 1: προϋ­
ρύσσω. πόθεση, 2: συλλογισμός,
pregonero [πρεγονέρο] (ουσΥαρσ.) τε­ premolar [πρεμολάρ] (ουσΥαρσ.) προ­
λάλης. γόμφιος (δόντι).
preguerra [πρεγέρα] (ουσΥθηλ.) προ­ premonición [πρεμονιθιόν] (ουσΥθηλ.)
πολεμική εποχή, προαίσθημα, διάισθηση.
pregunta [πρεγούν'τα] (ουσΥθηλ.) ερώ­ premonitorio [πρεμονιτόριο] (επίθ.) προ­
τηση. ειδοποιητικός
preguntar [πρεγουν'τάρ] (ρ.) ερωτώ, premura [πρεμούρα] (ουσΥθηλ.) βια­
preguntarse [πρεγουν'τάρσε] (ρ.) ανα­ σύνη, φούρια,
ρωτιέμαι. prenatal [πρενατάλ] (επίθ.) προγενετι-
preguntón [πρεγουν'τόν] (επίθ.) περίερ­ κός προγενέθλιος.
γος αδιάκριτος, prenda [πρέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: ρού­
prehistoria [πρεϊστόρια] (ουσΥθηλ) προϊ­ χο, 2: τεκμήριο, 3: εγγύηση,
στορία prendar [πρεν'ντάρ] (ρ.) γοητεύω, σα­
prehistórico [πρεϊστόρικο] (επίθ.) προϊ­ γηνεύω.
στορικός. prendedor [πρεν'ντεδόρ] (ουσΥαρσ.)
prejuicio [πρεχουίθιο] (ουσΥαρσ.) προ­ αγκράφα, πόρπη,
κατάληψη, prender [πρεν'ντέρ] (ρ.) πιάνω, αρπά­
prejuzgar [πρεχουθγάρ] (ρ.) προδικά­ ζω, συλλαμβάνω,
ζω. prendido [πρεν'ντίδο] (επίθ.) κολλη­
preliminar [πρελιμινάρ] (επίθ.) προκα- μένος ή πιασμένος κάπου,
ταρτικός. prensa [πρένσα] (ουσΥθηλ.) 1: πιε­
preludio [πρελούδιο] (ουσΥαρσ.) προ­ στήριο, πρέσα, 2: τύπος · prensa
ανάκρουσμα προμήνυμα, προαναγ­ amarilla - κίτρινος τύπος,
γελία. prensar [πρενσάρ] (ρ.) συμπιέζω,
prematrimonial [πρεματριμονιάλ] (επίθ.) prensil [πρενσίλ] (επίθ.) ικανός να συλ-
προγαμιαίος λάβει.
prematuro [πρεματούρο] (επίθ.) πρόω­ preñado [πρενιάδο] (επίθ.) που εγκυ­
ρος πρώιμος, μονεί.
premeditación [πρεμεδιταθιόν] (ουσΥ preñar [πρενιάρ] (ρ.) εγκυμονώ, γκα­

438
presentimiento

στρώνω, γονιμοποιό), presagiar [πρεσαχιάρ] (ρ.) προοιωνί­


preñez [πρενιέθ] (ουσ./θηλ.) εγκυμο­ ζομαι, προφητεύω, μαντεύω,
σύνη. presagio [πρεσάχιο] (ουσΥαρσ.) οιωνός
preocupación [πρεοκουπαθιόν] (ουσ./ προμήνυμα.
θηλ.) ανησυχία, στενοχώρια, presbicia [πρεσμπίθια] (ουσΥθηλ.) πρε­
preocupado [πρεοκουπάδο] (επίθ.) (por) σβυωπία.
ανήσυχος · estar preocupado - είμαι presbiterio [πρεσμπιτέριο] (ουσΥαρσ.)
ανήσυχος στενοχωρημένος πρεσβυτέριο,
preocupar [πρεοκουπάρ] (ρ.) ανησυ­ presbítero [πρεσμπίτερο] (ουσΥαρσ.)
χώ, στενοχωρώ, ιερέας, πρεσβύτερος.
preocuparse [πρεοκουπάρσε] (ρ.) (de) presciencia [πρεσθιένθια] (ουσ,/θηλ.)
ανησυχώ, στενοχωριέμαι, πρόγνωση, πρόβλεψη,
preparación [πρεπαραθιόν] (ουσΥθηλ.) prescindible [πρεσθιν'ντίμπλε] (επίθ.)
ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρα- επουσιώδης αμελητέος ασήμαντος,
σκευή, παρασκευή, παρασκεύασμα, prescindir [πρεσθιν'ντίρ] (ρ.) καθιστώ
preparado [πρεπαράδο] (ουσΥαρσ.) περιττό, παραλείπω,
φαρμακευτικό παρασκεύασμα, prescribir [πρεσκριμπίρ] (ρ.) 1: ορίζω,
preparar [πρεπαράρ] (ρ.) ετοιμάζω, καθορίζω, 2: παραγράφω, διαγρά­
προετοιμάζω, παρασκευάζω, φω.
preparativo [πρεπαρατίβο] (επίθ.) προ­ prescripción [πρεσκριπθιόν] (ουσΥθηλ.)
παρασκευαστικός προκαταρκτικός, 1: συνταγή γιατρού, 2: παραγραφή,
preparativos [πρεπαρατίβος] (ουσ./ διαγραφή,
αρσ.) πληθ. προετοιμασίες presencia [πρεσένθια] (ουσΥθηλ.) πα­
preparatorio [πρεπαρατόριο] (επίθ.) ρουσία.
προπαρασκευαστικός, presencial [πρεσενθιάλ] (επίθ.) παρι-
preponderancia [πρεπον'ντεράνθκι] (ουσΥ στάμενος, παρευρισκόμενος.
θηλ.) υπεροχή, επικράτηση, κυριαρ­ presenciar [πρεσενθιάρ] (ρ.) είμαι πα­
χία. ρών, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι,
preponderar [πρεπον'ντεράρ] (ρ.) υπε­ presentable [πρεσεν'τάμπλε] (επίθ.)
ρέχω, υπερτερώ. εμφανίσιμος παρουσιάσιμος,
preponderante[πpεπov'vτεpάv'τε] (επίθ.) presentación [πρεσεν'ταθιόν] (ουσΥ
υπερισχύων. θηλ.) παρουσίαση, εμφάνιση,
preposición [πρεποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) presentador [πρεσεν'ταδόρ] (ουσΥαρσ.)
(Γραμμ.) πρόθεση, παρουσιαστής
preposicional [πρεποσιθιονάλ] (επίθ.) presentar [πρεσεν'τάρ] (ρ.) παρουσιά­
εμπρόθετος, ζω, συστήνω,
prepotencia [πρεποτένθια] (ουσΥθηλ.) presentarse [πρεσεν'τάρσε] (ρ.) πα­
υπεροχή. ρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά,
prepotente [πρεποτέν'τε] (επίθ.) υπε- συστήνομαι.
ρέχων. presente [πρεσέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) (α)
prerrogativa [πρερογατίβα] (ουσΥθηλ.) παρόν, (β) δώρο, 2: (Γραμμ.) ενεστώ­
προνόμιο, τας 3: (επίθ.) παρών,
presa [πρέσα] (ουσΥθηλ.) 1: φράγμα, presentimiento [πρεσεν'τιμιέν'το] (ουσΥ
2: θήραμα, λεία, 3: αρπαγή. αρσ.) προαίσθηση, προαίσθημα.

439
presentir

presentir [πρεσεν'τίρ] (ρ.) προαισθά­ prestigiar [πρεστιχιάρ] (ρ.) προσδίδω


νομαι. κύρος
preservación [πρεσερβαθιόν] (ουσΥθηλ.) prestigio [πρεστίχιο] (ουσΥαρσ.) γόη­
προφύλαξη, διαφύλαξη, προστασία τρο, αίγλη, κύρος,
preservar [πρεσερβάρ] (ρ.) προφυλά- prestigioso [πρεστιχιόσο] (επίθ.) που
σσω, διαφυλάσσω, προστατεύω, έχει αίγλη, καταξιωμένος,
preservatjvo [πρεσερβατίβο] (ουσ/ presto [πρέστσ] (επίθ.) πρόθυμος
αρσ.) προφυλακτικό. presumible [πρεσουμίμπλε] (επίθ.) πι­
presidencia [πρεσιδένθια] (ουσΥθηλ.) θανός ενδεχόμενος,
προεδρία, προεδρείο, presumido [πρεσουμίδο] (επίθ.) φα­
presidente [πρεσιδέν'τε] (ουσΥαρσ.+ ντασμένος φιλάρεσκος υπερόπτης,
θηλ.) πρόεδρος, presumir [πρεσουμίρ] (ρ.) 1: υποθέτω,
presidiario [πρεσιδιάριο] (ουσΥαρσ.) φαντάζομαι, 2: καυχιέμαι, έχω μεγά­
κατάδικος, φυλακισμένος, αιχμάλω­ λη ιδέα για τον εαυτό μου, επαίρο-
τος. μαι.
presidio [πρεσίδιο] (ουσ,/αρσ.) φυλα­ presunción [πρεσουνθιόν] (ουσΥθηλ.)
κή, φυλάκιση, αιχμαλωσία, 1: υπόθεση, εικασία, 2: φιλαρέσκεια,
presidir [πρεσιδίρ] (ρ.) προεδρεύω, υπεροψία,
κυριαρχώ, επικρατώ, presunto [πρεσούντο] (επίθ.) υποτιθέ­
presilla [πρεσίγια] (ουσΥθηλ.) θηλιά, μενος.
κρίκος. presuntuoso [πρεσουν'τσουόσο] (επίθ.)
presión [πρεσιόν] (ουσΥθηλ.) πίεση, 1: υπερόπτης φαντασμένος 2: μα­
presionar [πρεσιονάρ] (ρ.) πιέζω, ταιόδοξος καινόδοξος.
preso [πρέσο] (ουσΥαρσ.) φυλακισμέ­ presuponer [πρεσουπονέρ] (ρ.) προϋ­
νος, κρατούμενος, ποθέτω.
prestación [πρεσταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: presupuestar [πρεσουπουεστάρ] (ρ.)
δανεισμός, 2: χορήγηση, κάνω προϋπολογισμό, προϋπολογί­
prestado [πρεστάδο] (επίθ.) δανεικός, ζω δαπάνη,
prestamista [πρεσταμίστα] (ουσΥαρσ.) presupuestario [πρεσουπουεστάριο] (επίθ.)
τοκογλύφος δανειστής του προϋπολογισμού, προϋπολογισπκός
préstamo [πρέσταμο] (ουσΥαρσ.) δά­ presupuesto [πρεσουπουέστο] (ουσΥ
νειο. αρσ.) προϋπολογισμός,
prestancia [πρεστάνθια] (ουσΥθηλ.) presuroso [πρεσουρόσο] (επίθ.) επεί­
ποιοτική ανωτερότητα ή υπεροχή, γων, βιαστικός (καθ.) φουριόζος,
prestar [πρεστάρ] (ρ.) δανείζω, παρέ­ pretencioso [πρετενθιόσο] (ουσΥαρσ.)
χω. υπερόπτης επιδεικτικός αλαζόνας,
prestatario [πρεστατάριο] (ουσΥαρσ.) pretender [πρετεν'ντέρ] (ρ.) 1: προ­
δανειολήπτης, σποιούμαι, 2: σκοπεύω, 3: ερωτο­
presteza [πρεστέθα] (ουσΥθηλ.) ζέση, τροπώ.
προθυμία, pretendiente [πρετεν'ντιέν'τε] (ουσΥ
prestidigitación [πρεσπδιχΓταθιόν] (ουσΥ αρσ.) 1: αυτός που ερωτοτροπεί, 2:
θηλ) ταχυδακτυλουργία επίδοξος μνηστήρας,
prestidigitador [πρεστιδιχιταδόρ] (ουσΥ pretensión [πρετενσιόν] (ουσΥθηλ.)
αρσ.) ταχυδακτυλουργός. φιλοδοξία, βλέψη, προσδοκία.

440
principesco

pretérito [πρετέριτο] (επίθ.) παρελθο- primate [πριμάτε] (ουσΥαρσ.) πρω­


ντικός, περασμένος, παρωχημένος, τεύον θηλαστικό,
pretexto [πρετέξτο] (ουσ,/αρσ.) πρό­ primavera [πριμαβέρα] (ουσΥθηλ.) άνοι­
σχημα, πρόφαση, δικαιολογία, ξη·
pretil [πρετίλ] (ουσΥαρσ.) παραπέτο, primerizo [πριμερίθο] (επίθ.) αρχάριος
pretina [πρετίνα] (ουσ./θηλ.) ζωστή­ άπειρος
ρα, ζώνη. primitivo [πριμιτίβο] (επίθ.) πρωτόγο­
prevalecer [πρεβαλεθέρ] (ρ.) υπερι­ νος αρχέγονος.
σχύω, επικρατώ, primero [πριμέρο] 1: (επίθ.) πρώτος
prevaricación [πρεβαρικαθιόν] (ουσΥ πρωταρχικός · vivo en el primer piso
θηλ.) παραποίηση, διαστρέβλωση, ή vivo en el piso primero - μένω στον
prevención [πρεβενθιόν] (ουσΥθηλ.) πρώτο όροφο, 2: (επίρρ.) πρώτα, προ­
πρόληψη, τιμότερα.
prevenido [πρεβενίδο] (επίθ.) προνοη­ primicias [πριμίθιας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
τικός. 1: οι πρώτοι καρποί, πρωτολούβια.
prevenir [πρεβενίρ] (ρ.) προλαβαίνω, primigenio [πριμιχένιο] (επίθ.) πρω­
προλαμβάνω, τογενής.
preventivo [πρεβεν'τίβο] (επίθ.) προ­ primo [πρίμο] 1: (ουσΥαρσ.) ξάδελφος
ληπτικός. (α' βαθμού) · Ángel es mi primo - o
prever [πρεβέρ] (ρ.) προβλέπω, προ­ Άγγελος είναι πρώτος ξάδερφός
φητεύω . μου · Alvaro es mi primo segundo -
previo [πρέβιο] (επίθ.) πρότερος πρω­ o 'Αλβαρο είναι δεύτερος ξάδερφός
τύτερος προηγούμενος, μου, 2: (επίθ.) πρώτος,
previsible [πρεβισίμπλε] (επίθ.) προ­ primogénito [πριμοχένιτο] (επίθ.) πρω­
βλέψιμος, τότοκος πρωτογενής,
previsión [πρεβισιόν] (ουσΥθηλ.) πρό­ primogenitura [πριμοχενιτούρσ] (ουσΥ
βλεψη, προφητεία, θηλ.) πρωτοτόκια, πρωτογένεια,
previsor [πρεβισόρ] (επίθ.) διορατι­ primor [πριμόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αριστο­
κός προνοητικός, τέχνημα, κομψοτέχνημα, 2: μεράκι,
prima [πρίμα] (ουσΥθηλ.) πριμ, πρό­ μαεστρία,
σθετη αμοιβή, primordial [πριμορδιάλ] (επίθ.) θεμε­
primacía [πριμαθία] (ουσΥθηλ.) πρω­ λιώδης βασικός,
τοκαθεδρία, πρωτεία (πληθ.), υπε­ primoroso [πριμορόσο] (επίθ.) μερα-
ροχή. κλίδικος.
primada [πριμάδα] (ουσΥθηλ.) ανόη­ princesa [πρινθέσα] (ουσΥθηλ.) πρι-
τη πράξη, γκίπισσα.
primado [πριμάδο] (ουσΥαρσ.) αρχιε­ principado [πρινθιπάδο] (ουσΥαρσ.)
πίσκοπος πριγκιπάτο, ηγεμονία,
primadona [πριμαδόνα] (ουσΥθηλ.) principal [πρινθιπάλ] (επίθ.) κύριος
πριμαντόνα, κυριότερος κεντρικός · entrada
primar [πριμάρ] (ρ.) έχω την πρωτο­ principal - κύρια είσοδος,
καθεδρία, príncipe [πρίνθιπε] (ουσΥαρσ.) πρί­
primario [πριμάριο] (αριθμ. επίθ.) πρω­ γκιπας
ταρχικός πρωτοβάθμιος πρώτος principesco [πρινθιπέσκο] (επίθ.) πρι­

441
principiante

γκιπικός. ποιώ.
principiante [πρινθιπιάν'τε] (επίθ.) αρ­ privilegiado [πριβιλεχιάδο] (επίθ.) προ­
χάριος, πρωτάρης, νομιούχος προνομιακός
principiar [πρινθιπιάρ] (ρ.) αρχίζω, privilegiar [πριβιλεχιάρ] (ρ.) ευνοώ,
principio [πρινθίπιο] (ουσ./αρα.) 1: αρ­ υποστηρίζω,
χή, 2: αιτία, 3: καταγωγή, privilegio [πριβιλέχιο] (ουσΥαρσ.) προ­
pringar [πρινγκάρ] (ρ.) λεκιάζω ή κηλι­ νόμιο, πλεονέκτημα,
δώνω με λίπος, proa [πρόα] (ουσΥθηλ.) πλώρη,
pringoso [πρινγκόσο] (επίθ.) 1: λιπα­ probabilidad [προμπαμπιλιδάδ] (ουσΥ
ρός, 2: λιγδιάρης. θηλ.) πιθανότητα,
pringue [πρίνγκε] (ουσΥαρσ.) λίπος probable [προμπάμπλε] (επίθ.) πιθα­
λίγδα, λεκές από λίπος, νός ενδεχόμενος,
prior [πριόρ] (ουσΥαρσ.) ηγούμενος, probablemente [προμπάμπλεμεν'τε]
priorato [πριοράτο] (ουσΥαρσ.) μονα­ (επίρρ.) πιθανόν, πιθανώς ίσως, εν­
στήρι, μονή. δεχομένως,
prioridad [πριοριδάδ] (ουσΥθηλ.) προ­ probado [προμπάδο] (επίθ.) δοκιμα­
τεραιότητα, σμένος.
prioritario [πριοριτάριο] (επίθ.) που probador [προμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) δο­
έχει προτεραιότητα, προέχων. κιμαστήριο,
prisa [πρίσα] (ουσ,/θηλ.) βιασύνη · probar [προμπάρ] (ρ.) 1: δοκιμάζω, 2:
tener prisa- βιάζομαι · ¿por qué αποδεικνύω.
tienes tanta prisa? - γιατί βιάζεσαι probeta [προμπέτα] (ουσ,/θηλ.) ογκο­
τόσο;. μετρικός σωλήνας,
prisión [πρισιόν] (ουσΥθηλ.) φυλακή, probatorio [προμπατόριο] (επίθ.) απο­
prisionero [πρισιονέρο] (ουσΥαρσ.) δεικτικός,
φυλακισμένος κρατούμενος αιχμά­ probidad [προμπιδάδ] (ουσΥθηλ.) ακε­
λωτος. ραιότητα, χρηστότητα,
prisma [πρίσμα] (ουσΥαρσ.) πρίσμα, problema [προμπλέμα] (ουσΥαρσ.) πρό­
άποψη. βλημα.
prismático [πρισμάτικο] (επίθ.) πρι­ problemático [προμπλεμάτικο] (επίθ.)
σματικός προβληματικός,
prismáticos [πρισμάτικος] (ουσΥαρσ.) probo [πρόμπο] (επίθ.) ακέραιος έντι­
πληθ. κιάλια, διόπτρες μος.
prístino [πρίστινο] (επίθ.) πρωτόγο­ procacidad [προκαθιδάδ] (ουσΥθηλ.)
νος αρχικός, αυθάδεια, θρασύτητα.
privación [πριβαθιόν] (ουσΥθηλ.) στέ­ procaz [προκάθ] (επίθ.) πρόστυχος
ρηση, έλλειψη, ένδεια, απώλεια, χυδαίος αδιάντροπος θρασύς,
privado [πριβάδο] (επίθ.) ιδιωτικός procedencia [προθεδένθια] (ουσΥθηλ.)
ιδιαίτερος προσωπικός, προέλευση,
privar [πριβάρ] (ρ.) 1; στερώ, αφαιρώ, procedente [προθεδέν'τε] (επίθ.) προ­
2: αποκλείω, ερχόμενος,
privativo [πριβατίβο] (επίθ.) αποκλει­ proceder [προθεδέρ] (ρ.) 1; προέρχο­
στικός στερητικός, μαι, 2: προβαίνω, 3: συμπεριφέρο­
privatizar [πριβατιθάρ] (ρ.) ιδιωτικο­ μαι, 4: αρμόζει.

442
profetizar

procedimiento [προθεδιμιέν'το] (ουσ./ producir [προδουθίρ] (ρ.) 1: παράγω,


αρσ.) μέθοδος, διαδικασία, προξενώ, προκαλώ, 2: αποδίδω,
prócer [πρόθερ] (επίθ.) διακεκριμένη productividad [προδουκτιβιδάδ] (ουσ./
προσωπικότητα, επιφανής, θηλ.) παραγωγικότητα,
procesado [προθεσάδο] (ουσΥαρσ.) productivo [προδουκτίβο] (επίθ.) πα­
κατηγορούμενος, εναγόμενος, υπό­ ραγωγικός επικερδής κερδοφόρος
δικος. γόνιμος.
procesador [προθεσαδόρ] (ουσΥαρσ.) producto [προδούκτο] (ουσΥαρσ.) προϊόν,
επεξεργαστής, productor [προδουκτόρ] (ουσΥαρσ.)
procesamiento [προθεσαμιέν'το] (ουσΥ παραγωγός,
αρσ.) επεξεργασία, proeza [προέθα] (ουσΥθηλ.) ανδραγα­
procesar [προθεσάρ] (ρ.) ενάγω, μη­ θία, κατόρθωμα, άθλος.
νύω. profanación [προφαναθιόν] (ουσΥθηλ.)
procesión [προθεσιόν] (ουσΥθηλ.) λι­ βεβήλωση,
τανεία. profanar [προφανάρ] (ρ.) βεβηλώνω,
proceso [προθέσο] (ουσΥαρσ.) 1: πο­ κηλιδώνω,
ρεία, 2: εξέλιξη, διαδικασία, profano [προφάνο] (επίθ.) βέβηλος
proclama [προκλάμα] (ουσΥθηλ.) προ­ ασεβής ανίερος,
κήρυξη. profecía [προφεθία] (ουσΥθηλ.) προ­
proclamación [προκλαμαθιόν] (ουσ./ φητεία.
θηλ.) διακήρυξη, ανακήρυξη, proferir [προφερίρ] (ρ.) προφέρω, εκ­
proclamar [προκλαμάρ] (ρ.) διακηρύσ­ στομίζω.
σω, ανακηρύσσω. profesar [προφεσάρ] (ρ.) ασκώ επάγ­
proclive [προκλίβε] (επίθ.) επιρρεπής, γελμα.
procreación [προκρεαθιόν] (ουσΥθηλ.) profesión [προφεσιόν] (ουσΥθηλ.) επάγ­
αναπαραγωγή, τεκνοποίηση, γελμα.
procrear [προκρεάρ] (ρ.) αναπαράγω, profesional [προφεσιονάλ] 1: (ουσΥαρσ.)
τεκνοποιώ, επαγγελματίας 2: (επίθ.) επαγγελματι­
procurador [προκουραδόρ] (ουσΥαρσ.) κός
συνήγορος, ρΓθίβ$ΐοη3ΐϊ$πιο[προφεσιοναλίσμο]
procurar [προκουράρ] (ρ.) 1: προσπα­ (ουσΥαρσ.) επαγγελματισμός
θώ, 2: αποκτώ, 3: εξασφαλίζω, profeso [προφέσο] (επίθ.) κεκαρμέ-
prodigalidad [προδιγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) νος χειροτονημένος,
ασωτία, αφθονία, σπατάλη, profesor/a [προφεσόρ/α] (ουσΥαρσ.+θηλ.)
prodigar [προδιγάρ] (ρ.) ξοδεύω αλό­ καθηγητής καθηγήτρκχ
γιστα, σκορπώ αφειδώς, profesorado [προφεσοράδο] (ουσΥαρσ.)
prodigio [προδίχιο] (ουσ,/αρσ.) θαύ­ καθηγεσία το καθηγητικό σώμα
μα. profeta [προφέτα] (ουσΥαρσ.) προφή­
prodigioso [προδιχιόσο] (επίθ.) κατα­ τη ς μάντης,
πληκτικός, θαυμάσιος, profético [προφέτικο] (επίθ.) προφη­
pródigo [πρόδιγο] (επίθ.) άσωτος, έκλυ­ τικός.
τος ακόλαστος profetisa [προφετίσα] (ουσΥθηλ.) προ-
producción [προδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) φήτισσα.
παραγωγή. profetizar [προφετιθάρ] (ρ.) προφη­

443
profilaxis

τεύω, μαντεύω, γορευτικός κατασταλτικός,


profilaxis [προφιλάξις] (ουσΥθηλ.) προ­ prohijamiento [προϊχαμιέν'το] (ουσ./
φύλαξη, διασφάλιση, αρσ.) υιοθεσία,
prófugo [πρόφουγο] (ουσΥαρσ.) ανυ­ prohijar [προϊχάρ] (ρ.) υιοθετώ.
πότακτος φυγόδικος φυγάς. prohombre [προόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.)
profundidad [προφουν'ντιδάδ] (ουσΥ διακεκριμένος άνδρας εξέχων.
θηλ.) βάθος, prójimo [πρόχιμο] (ουσΥαρσ.) πλησί­
profundizar [προφουν'ντιθάρ] (ρ.) εμ- ον, συνάνθρωπος.
βαθύνω. prole [πρόλε] (ουσΥθηλ.) τέκνα, γόνοι,
profundo [προφούν'ντο] (επίθ.) βαθύς, proletariado [προλεταριάδο] (ουσΥαρσ.)
profusión [προφουσιόν] (ουσΥθηλ.) σπα­ προλεταριάτο,
τάλη, αφθονία, proletario [προλετάριο) 1: (ουσΥαρσ.)
profuso [προφούσο] (επίθ.) άφθονος, προλετάριος 2: (επίθ.) προλεταρια­
progenie [προχένιε] (ουσΥθηλ.) συγ­ κός.
γένεια. proliferación [προλιφεραθιόν] (ουσΥ
progenitor [προχενιτόρ] (ουσΥαρσ.) θηλ.) πολλαπλασιασμός,
προπάτωρ, πρόγονος, proliferar [προλιφεράρ] (ρ.) πολλα-
programa [προγράμα] (ουσΥαρσ.) πρό­ πλασιάζομαι, αναπαράγομαι.
γραμμα. prolíflco [προλίφικο] (επίθ.) γόνιμος πα­
programación [προχραμαθιόν] (ουσΥ ραγωγικός
θηλ.) προγραμματισμός, prolijidad [προλιχιδάδ] (ουσΥθηλ.) μα-
programado [προγραμάδο] (επίθ.) προ­ κρηγορία, πολυλογία, φλυαρία,
γραμματισμένος prolijo [προλίχο] (επίθ.) 1: μακροσκε­
programador [προγραμαδόρ] (ουσ./ λής εκτενής 2: λεπτομερειακός,
αρσ.) προγραμματιστής, prologar [προλογάρ] (ρ.) προλογίζω,
programar [προγραμάρ] (ρ.) προγραμ­ prólogo [πρόλογο] (ουσΥαρσ.) πρόλο­
ματίζω. γος.
progresar [προγρεσάρ] (ρ.) προοδεύω, prolongable [προλονγκάμπλε] (επίθ.)
προχωρώ, παρατεινόμενος.
progresión [προγρεσιόν] (ουσΥθηλ.) prolongación [προλονγκαθιόν] (ουσ./
πρόοδος, εξέλιξη, θηλ.) επέκταση, προέκταση, παρά­
progresismo [προγρεσίσμο] (ουσΥ ταση.
αρσ.) προοδευτισμός. prolongado [προλονγκάδο] (επίθ.) πα-
progresista [προγρεσίστα] (ουσ/αρσ.+θηλ), ρατεταμένος.
(επίθ.) προοδευτικός (μτφ.) ανοιχτόμυα­ prolongar [προλονγκάρ] (ρ.) επεκτεί­
λος νω, προεκτείνω, παρατείνω,
progresivo [προγρεσίβο] (επίθ.) προο­ promediar [προμεδιάρ] (ρ.) βγάζω μέ­
δευτικός. σο όρο.
progreso [προγρέσο] (ουσΥαρσ.) πρόο­ promedio [προμέδιο] (ουσΥαρσ.) μέ­
δος εξέλιξη, σος όρος.
prohibición [προϊμπιθιόν] (ουσΥθηλ.) promesa [προμέσα] (ουσΥθηλ.) υπό­
απαγόρευση, σχεση, δέσμευση,
prohibir [προϊμπίρ] (ρ.) απαγορεύω, prometer [προμετέρ] (ρ.) υπόσχομαι,
prohibitivo [προϊμπιτίβο] (επίθ.) απα­ δεσμεύομαι.
propietario

prometido [ττρομετίδο] 1: (ουσΥαρσ.) prontuario [προν'τουάριο] (ουσΥαρσ.)


μνηστήρας αρραβωνιαστικός 2: (επίθ.) επιτομή, σύνοψη,
υποσχόμενος, pronunciación [προνουνθιαθιόν] (ουσΥ
prominencia [προμινένθια] (ουσΥθηλ.) θηλ.) προφορά, άρθρωση,
1: ύψωμα, 2: εξόγκωμα, πρήξιμο, pronunciado [προνουνθιάδο] (επίθ.)
prominente [προμινέν'τε] (επίθ.) προ- 1: προεξέχων, 2: έντονος,
εξέχων, εξέχων. pronunciamiento [προνουνθιαμιέν'το]
promiscuidad [προμισκουιδάδ] (ουσΥ (ουσΥαρσ.) στρατιωτική εξέγερση,
θηλ.) συνονθύλευμα, σύμφυρμα, πραξικόπημα,
promiscuo [προμίσκουο] (επίθ.) συ­ pronunciar [προνουνθιάρ] (ρ.) προφέ­
γκεχυμένος ασαφής, ρω, αρθρώνω, εκφωνώ, εκφέρω,
promoción [προμοθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: pronunciarse [προνουνθιάρσε] (ρ.)
προαγωγή, 2: προώθηση · promoción δηλώνω προτίμηση, αποφαίνομαι.
de ventas - προώθηση πωλήσεων, 3: propagación [προπαγαθιόν] (ουσΥθηλ.)
τάξη αποφοίτησης, 1: διάδοση, εξάπλωση, 2: αναπαραγω­
promocionar [προμοθιονάρ] (ρ.) προω­ γή·
θώ, προάγω, propaganda [προπαγάνδα] (ουσΥθηλ.)
promontorio [προμον'τόριο] (ουσΥ προπαγάνδα,
αρσ.) εδαφικό ύψωμα, propagandístico [προπαγανδιστικό]
promotor [προμοτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: (επίθ.) προπαγανδιστικός,
υποκινητής 2: εισηγητής, propagar [προπαγάρ] (ρ.) 1: διαδίδω,
promover [προμοβέρ] (ρ.) προάγω, εξαπλώνω, διασπείρω, 2: αναπαρά­
προωθώ, προβιβάζω, γω.
promulgar [προμουλγάρ] (ρ.) δημο­ propalar [προπαλάρ] (ρ.) αποκαλύπτω
σιεύω ένα νόμο. μυστικό.
promulgación [προμουλγαθιόν] (ουσΥ propasarse [προπασάρσε] (ρ.) παρε­
θηλ.) επίσημη διακήρυξη, δημοσίευ­ κτρέπομαι, παραφέρομαι, παρεκ­
μα. κλίνω.
pronombre [προνόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) propender [προπεν'ντέρ] (ρ.) τείνω,
(Γραμμ.) αντωνυμία, ρέπω.
pronominal [προνομινάλ] (επίθ.) (Γραμμ.) propensión [προπενσιόν] (ουσΥθηλ.)
αντωνυμικός τάση, ροπή.
pronosticar [προνοστικάρ] (ρ.) κάνω propenso [προπένσο] (επίθ.) ευεπίφο­
πρόγνωση, προβλέπω, ρος επιρρεπής
pronóstico [προνόστικο] (ουσΥαρσ.) propiamente [πρόπιαμεν'τε] (επίρρ.)
πρόγνωση, πρόβλεψη, προγνωστι­ ακριβώς.
κό. propicio [προπίθιο] (επίθ.) ευνοϊκός
prontitud [προν'τιτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: ευμενής θετικός
σβελτάδα, ταχύτητα, γρηγοράδα, 2: propiedad [προπιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
προθυμία, ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, 2: ιδιό­
pronto [πρόν'το] 1: (επίθ.) έτοιμος τητα.
γρήγορος 2: (επίρρ.) νωρίς γρήγορα propietario [προπιετάριο] 1: (ουσ./
• ¿por qué te fuiste tan pronto ayer? - αρσ.) ιδιοκτήτης κάτοχος 2: (επίθ.)
γιατί έφυγες τόσο νωρίς χθες. ιδιόκτητος.

445
propina

propina [προπίνα] (ουσΥθηλ.) φιλο­ prórroga [πρόρογα] (ουσΥθηλ.) παρά­


δώρημα, πουρμπουάρ, ταση, επέκταση,
propinar [προπινάρ] (ρ.) ξυλοκοπώ, prorrogable [προρογάμπλε] (επίθ.)
δέρνω. παρατάσιμος.
propio [πρόπιο] (επίθ.) 1: ίδιος, καθαυ­ prorrogar [προρογάρ] (ρ.) 1: παρατεί­
τός 2: χαρακτηριστικός 3: κατάλλη­ νω, αναβάλλω, 2: συνεχίζω,
λος αρμόζων, το πρέπον/σωστό · prorrumpir [προρουμ'πίρ] (ρ.) ξεσπώ.
siempre, va en su propio coche - πά­ prosa [πρόσα] (ουσΥθηλ.) πεζογρα­
ντα πάει με το δικό του αυτοκίνητο φία, πεζός λόγος,
• lo hace para su propia salud - το prosaico [προσάικο] (επίθ.) πεζός τε­
κάνει για την ίδια του την υγεία · esta τριμμένος κοινότοπος,
es una frase propia de Martin - αυτή prosapia [προσάπια] (ουσΥθηλ.) κατα­
είναι μια χαρακτηριστική έκφραση γωγή, συγγένεια, γενιά, γένος,
του Μαρτίν · no es propio hablar asi proscenio [προσθένιο] (ουσΥαρσ.) προ­
- δεν είναι πρέπον/σωστό να μιλάει σκήνιο.
κανείς έτσι. proscribir [προσκριμπίρ] (ρ.) προγρά-
proponer [προπονέρ] (ρ.) προτείνω, φω, καταδιώκω,
υποδεικνύω, proscripción [προσκριπθιόν] (ουσΥ
proponerse [προπονέρσε] (ρ.) σκο­ θηλ.) προγραφή, απαγόρευση, δίω­
πεύω, προτίθεμαι, ξη*
proporción [προπορθιόν] (ουσΥθηλ.) proscrito [προσκρίτο] (επίθ.) 1: προγε-
αναλογία, διάσταση, γραμμένος απαγορευμένος 2: εξό­
proporcionado [προπορθιονάδο] (επίθ.) ριστος, 3: παράνομος,
1: ανάλογος 2: συμμετρικός, proseguir [προσεγίρ] (ρ.) συνεχίζω,
proporcional [προπορθιονάλ] (επίθ.) proselitismo [προσελιτίσμο] (ουσ./
αναλογικός, αρσ.) προσηλυτισμός,
proporcionar [προπορθιονάρ] (ρ.) προ­ prosista [προσίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
μηθεύω. πεζογράφος συγγραφέας πρόζας,
proposición [προποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) prospección [προσπεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
πρόταση. γεώτρηση,
propósito [προπόσιτο] (ουσΥαρσ.) σκο­ prospecto [προσπέκτο] (ουσΥαρσ.) φυλ­
πός στόχος πρόθεση, λάδιο, μπροσούρα, προσπέκτους.
propuesta [προπουέστα] (ουσΥθηλ.) prosperar [προσπεράρ] (ρ.) ευημερώ,
πρόταση. ευδοκιμώ,
propulsar [προπουλσάρ] (ρ.) 1: προω­ prosperidad [προσπεριδάδ] (ουσΥθηλ.)
θώ, 2: (μτφ.) ενθαρρύνω, ευημερία ευμάρεια,
propulsión [προπουλσιόν] (ουσΥθηλ.) próspero [πρόσπερο] (επίθ.) ευήμε-
προώθηση, πρόωση, ρος πλούσιος,
propulsor [προπουλσόρ] (επίθ.) προω­ prosternarse [προστερνάρσε] (ρ.) γο­
στικός προωθητικός. νατίζω απο σεβασμό, προσπίπτω,
prorrata [προράτα] (ουσΥθηλ.) μερί­ γονυπετώ.
διο, μερτικό, prostíbulo [προ<πίμπουλο] (ουσΥαρσ.)
prorratear [προρατεάρ] (ρ.) κατανέμω πορνείο, οίκος ανοχής,
αναλογικά. prostitución [προστιτουθιόν] (ουσ./

446
proyección

θηλ.) πορνεία, εκπόρνευση. proveer [προβεέρ] (ρ.) προμηθεύω,


prostituir [προσπτουίρ] (ρ.) εκπορ­ εφοδιάζω, τροφοδοτώ,
νεύω, εκδίδω, proveniente [προβενιέν'τε] (επίθ.)
prostituta [προοτιτούτα] (ουσΥθηλ.) προερχόμενος,
ιερόδουλη, (χυδ.) πόρνη, provenir [προβενίρ] (ρ.) προέρχομαι,
protagonista [προταγονίστα] (ουσΥ proverbial [προβερμπιάλ] (επίθ.) πα-
αρσ.+ θηλ.) πρωταγωνιστής, πρωτα­ ροιμιώδης παροιμιακός.
γωνίστρια, proverbio [προβέρμπιο] (ουσΥαρσ.)
protagonizar [προταγονιθάρ] (ρ.) πρω­ παροιμία.
ταγωνιστώ, providencia [προβιδένθια] (ουσΥθηλ.)
protección [προτεκθιόν] (ουσΥθηλ.) πρόνοια, προνοητικότητα.
προστασία, providencial [προβιδενθιάλ] (επίθ.)
proteccionismo [προτεκθιονίσμο] (ουσΥ θεόσταλτος ουρανόπεμπτος,
αρσ.) προστατευτισμός, provincia [προβίνθια] (ουσΥθηλ.) 1:
protector [προτεκτόρ] 1: (ουσΥαρσ.) νομός, 2: επαρχία,
προστάτης 2: (επίθ.) προστατευτι­ provinciano [προβινθιάνο] 1: (ουσΥ
κός. αρσ.) επαρχιώτης 2: (επίθ.) επαρχιώ­
proteger [προτεχέρ] (ρ.) προστατεύω, τικος.
προφυλάσσω, υπερασπίζω, provisión [προβισιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
protegido [προτεχίδο] (επίθ.) προστα- πρόβλεψη, 2: προμήθεια, εφοδια­
τευόμενος ευνοούμενος, σμός.
proteína [προτεΐνα] (ουσΥθηλ.) πρω­ provisiones [προβισιόνες] (ουσΥθηλ.)
τεΐνη. πληθ. εφόδια,
protesta [προτέστα] (ουσΥθηλ.) δια­ provisional [προβισιονάλ] (επίθ.) προ­
μαρτυρία, σωρινός έκτακτος,
protestante [προτεστάν'τε] 1: (ουσ./ provocación [προβοκαθίόν] (ουσ./
αρσ.) προτεστάντης 2: (επίθ.) δια- θηλ.) πρόκληση,
μαρτυρόμενος. provocador [προβοκαδόρ] (επίθ.) προ­
protestar [προτεστάρ] (ρ.) διαμαρτύ­ κλητικός τολμηρός,
ρομαι, εξανίσταμαι, provocar [προβοκάρ] (ρ.) προκαλώ,
protocolario [προτοκολάριο] (επίθ.) provocativo [προβοκστίβο] (επίθ.) προ­
εθιμοτυπικός παραδοσιακός, κλητικός
protocolo [προτοκόλο] (ουσΥαρσ.) πρω­ proxeneta [προξενέτα] (ουσΥθηλ.) μα-
τόκολλο, εθιμοτυπία, στροπός προαγωγός.
prototipo [προτοτίπο] (ουσΥαρσ.) πρό­ proxenetismo [προξενετίσμο] (ουσ./
τυπο, μοντέλο, αρσ.) μαστροπεία,
protuberancia [προτουμπεράνθια] (ουσΥ próximamente [πρόξιμαμεν'τε] (επίρρ.)
θηλ.) προεξοχή, εξόγκωμα, προσεχώς,
provecho [προβέτσο] (ουσΥαρσ.) πλεο­ proximidad [προξιμιδάδ] (ουσΥθηλ.)
νέκτημα, όφελος κέρδος, εγγύτητα, γειτνιάση.
provechoso [προβετσόσο] (επίθ.) επω­ próximo [πρόξιμο] (επίθ.) προσεχής,
φελής ωφέλιμος, κοντινός εγγύς,
proveedor [προβεεδόρ] (ουσΥαρσ.) προ­ proyección [προγιεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
μηθευτής. 1: εκτόξευση, ρίψη, 2: προβολή, 3:

447
proyectar

σχεδίαση, púber [πούμπερ] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.)


proyectar [προγιεκτάρ] (ρ.) 1: εκτο­ έφηβος 2: (επίθ.) εφηβικός,
ξεύω, 2: προβάλλω, 3: σχεδιάζω, puberal [πουμπεράλ] (επίθ.) εφηβι­
proyectil [προγιεκτίλ] (ουσΥαρσ.) βλή­ κός.
μα. pubertad [πουμπερτάδ] (ουσΥθηλ.)
proyectista [προγιεκτίστα] (ουσΥαρσ.+ εφηβεία, ήβη.
θηλ.) σχεδιαστής σχεδιάστρια. pubis [πούμπις] (ουσΥαρσ.) ήβη, εφη-
proyecto [προγιέκτο] (ουσ./αρσ.) σχέ­ βαίο.
διο, πλάνο, pubescente [πουμπεσθέν'τε] (επίθ.) χνου­
proyector [προγιεκτάρ] (ουσΥαρσ.) δωτός.
προβολέας pubiano [πουμπιάνο] (επίθ.) ηβικός
prudencia [προυδένθια] (ουσΥθηλ.) εφηβαίος.
σύνεση, φρόνηση, σωφροσύνη, púbico [πούμπικο] (επίθ.) ηβικός εφη­
prudencial [προυδενθιάλ] (επίθ.) φρό­ βαίος.
νιμος συνετός, publicable [πουμπλικάμπλε] (επίθ.) δη-
prudente [προυδέν'τε] (επίθ.) συνε­ μοσιεύσιμος.
τός φρόνιμος σώφρων, συγκροτη­ publicación [πουμπλικαθιόν] (ουσΥ
μένος. θηλ.) δημοσίευση,
prueba [προυέμπα] (ουσΥθηλ.) από­ publicar [πουμπλικάρ] (ρ.) δημοσιεύω,
δειξη, δοκιμή, δείγμα, publicidad [πουμπλιθιδάδ] (ουσΥθηλ.)
prurito [προυρίτο] (ουσΥαρσ.) 1: φα­ δημοσιότητα, διαφήμιση,
γούρα, 2: τελειομανία, publicista [πουμπλιθίστα] (ουσΥαρσ.+
psicoanálisis [ψικοανάλισις] (ουσ./ θηλ.) διαφημιστής διαφημίστρια.
αρσ.) ψυχανάλυση, publicitario [πουμπλιθιτάριο] (επίθ.)
psicoanalista [ψικοαναλίστα] (ουσΥ διαφημιστικός,
αρσ.+ θηλ.) ψυχαναλυτής ψυχανα- público [πούμπλικο] 1: (ουσΥαρσ.) κοι­
λύτρια. νό, 2: (επίθ.) δημόσιος κοινός,
psicología [ψικολοχία] (ουσΥθηλ.) ψυ­ pucherazo [πουτσεράθο] (ουσΥαρσ.)
χολογία. νοθεία στις εκλογές,
psicológico [ψικολόχικο] (επίθ.) ψυχο­ puchero [πουτσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: χύ­
λογικός. τρα, 2: στραβομουτσούνιασμα, σού­
psicólogo [ψικόλογο] (ουσΥαρσ.) ψυ­ φρωμα.
χολόγος. pucho [πούτσο] (ουσΥαρσ.) αποτσίγα­
psicópata [ψικόπατα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ρο, γόπα τσιγάρου,
ψυχοπαθής pudendo [πουδέν'ντο] (επίθ.) άσεμνος,
psicosis [ψικόσις] (ουσΥθηλ.) ψύχωση, pudibundez [πουδιμπουν'ντέθ] (ουσΥ
psique [ψίκε] (ουσΥθηλ.) ψυχή. θηλ.) σεμνοτυφία,
psiquiatra [ψικιάτρα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) pudibundo [πουδιμπούν'ντο] (επίθ.) αι-
ψυχίατρος δήμων, σεμνότυφος ντροπαλός
psiquiatría [ψικιατρία] (ουσΥθηλ.) ψυ­ púdico [πούδικο] (επίθ.) σεμνός συνε­
χιατρική, σταλμένος,
psíquico [ψίκικο] (επίθ.) ψυχικός, pudor [πουδόρ] (ουσΥαρσ.) σεμνότη­
púa [πούα] (ουσΥθηλ.) 1: ακίδα, αγκά­ τα, συστολή, ντροπή,
θι, 2: πένα, 3: δόντι χτένας. pudoroso [πουδορόσο] (επίθ.) συνε­

448
pulmonía

σταλμένος, ντροπαλός, ότι · puesto que es muy caro no lo


pudrición [πουδριθιόν] (ουσΥθηλ.) σή­ compraré - δεδομένου ότι είναι πολύ
ψη, αποσύνθεση, ακριβό δεν θα το αγοράσω, 2: (επίθ.)
pudrir [πουδρίρ] (ρ.) αποσυντίθεμαι, στρωμένος, φορεμένος,
σαπίζω. púgil [πούχιλ] (ουσΥαρσ.) πυγμάχος
pueblerino [πουεμπλερίνο] 1: (ουσΥ μποξέρ.
αρσ.) χωριάτης χωρικός επαρχιώ­ pugilato [πουχιλάτο] (ουσΥαρσ.) πυγ­
τη ς 2: (επίθ.) χωριάτικος επαρχιώ­ μαχία, πυγμαχικός αγώνας,
τικος. pugístico [πουχίστικο] (επίθ.) πυγμα­
pueblo [πουέμπλο] (ουσΥαρσ.) 1: χω­ χικός.
ριό, 2: λαός. pugna [πούγνα] (ουσΥθηλ.) διαμάχη,
puente [πουέν'τε] (ουσΥαρσ.) γέφυρα, σύγκρουση, πάλη, αγώνας,
αργία. pugnar [πουγνάρ] (ρ.) παλεύω, μάχο­
puerca [πουέρκα] (ουσΥθηλ.) γουρού­ μαι, αγωνίζομαι,
να. puja [πούχα] (ουσΥθηλ.) πλειοδοσία.
puerco [πουέρκο] (ουσΥαρσ.) γουρού­ pujar [πουχάρ] (ρ.) πλειοδοτώ,
νι, χοίρος, pujo [πούχο] (ουσΥαρσ.) 1: πονόκοι­
puericultor [πουερικουλτόρ] (ουσΥ λος 2: αξίωση, 3: φιλοδοξία,
αρσ.) παιδοκόμος pulcritud [πουλκριτούδ] (ουσΥθηλ.)
puericultura [πουερικουλτούρα] (ουσΥ ευπρέπεια, κοσμιότητα,
θηλ.) παιδοκομία, βρεφιατρική. pulcro [πούλκρο] (επίθ.) ευπρεπής πε-
pueril [πουερίλ] (επίθ.) παιδαριώδης ριποιημένος προσεγμένος κομψός
παιδικός παιδιάστικος κόσμιος.
puerilidad [πουεριλιδάδ] (ουσΥθηλ.) pulga [πούλγα] (ουσΥθηλ.) ψύλλος,
παιδιαρωδία, παιδιάρισμα, pulgada [πουλγάδα] (ουσΥθηλ.) ίντσα.
puerro [πουέρο] (ουσΥαρσ.) πράσο, pulgar [πουλγάρ] (ουσΥαρσ.) αντίχει-
puerta [πουέρτα] (ουσΥθηλ.) πόρτα, ρας.
θύρα, πύλη. pulgarada [πουλγαράδα] (ουσΥθηλ.)
puert ventana [πουερταβεν'τάνα] (ουσΥ πρέζα, μικρή ποσότητα,
θηλ. μπαλκονόπορτα, πορτοπαράθυ- pulgo [πούλγο] (επίθ.) γεμάτος ψύλ­
ρο. λους.
puerto [πουέρτο] (ουσΥαρσ.) 1: λιμάνι, pulido [πουλίδο] (επίθ.) τακτοποιημέ­
2: πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, νος συγυρισμένος νοικοκυρεμένος
pues [πουές] (σύνδ.) λοιπόν, επειδή, κα­ pulidor [πουλιδόρ] (ουσΥαρσ.) στιλ­
θώς · -¿quieres aprobar el exámen?- βωτής.
pues, ¡estudia másl, -θέλεις να περά­ pulimentar [πουλιμεν'τάρ] (ρ.) στιλ­
σεις το διαγώνισμα; - λοιπόν, μελέτα βώνω, λουστράρω, γυαλίζω,
περισσότερο! · explícaselo tú pues pulimento [πουλμέν'το] (ουσΥαρσ.)
sabes más sobre el asunto - εξήγησέ στίλβωμα, γυαλάδα, βερνίκι,
το του εσύ επειδή/καθώς ξέρεις πε­ pulir [πουλίρ] (ρ.) γυαλίζω, λειαίνω, λου­
ρισσότερα πάνω στο θέμα. στράρω.
puesto [πουέστο] 1: (ουσΥαρσ.) θέση, pulmón [πουλμόν] (ουσΥαρσ.) πνεύ­
πόστο, πάγκος πλανόδιου μικρο- μονας.
πωλητή · puesto que - δεδομένου pulmonía [πουλμονία] (ουσΥθηλ.) πνευ­

449
pulpa

μονία. τσιά.
pulpa [πούλπα] (ουσ./θηλ.) σάρκα, punteado [πουν'τεάδο] (επίθ.) κατά­
pulpito [πούλττιτο] (ουσ,/αρσ.) άμβω­ στικτος σημαδεμένος,
νας. puntear [πουν'τεάρ] (ρ.) 1: σημειώνω
pulpo [πούλττο] (ουσΥαρσ.) χταπόδι, κουκκίδα, 2: χτυπώ χορδή, 3: (Ναυτ.)
pulsación [πουλσαθιόν] (ουσΥθηλ.) παλ­ αναστρέφω την πορεία πλοίου,
μός, σφυγμός, puntera [πουν'τέρα] (ουσΥθηλ.) κλω­
pulsador [πουλσαδόρ] (επίθ.) παλμι­ τσιά.
κός, σφυγμικός, puntería [πουν'τερία] (ουσΥθηλ.) ευ­
pulsar [πουλσάρ] (ρ.) 1: πιέζω, 2: πάλ­ στοχία.
λω, 3: σφύζω, 4: σφυγμόμετρά), puntero [πουν'τέρο] (ουσΥαρσ.) δεί­
pulsátil [πουλσάτιλ] (επίθ.) παλλόμε- κτης σημάδι,
νος. puntiagudo [πουντιαγούδο] (επίθ.) αιχ­
pulsera [πουλσέρα] (ουσΥθηλ.) βρα­ μηρός μυτερός
χιόλι. puntilla [πουν'τίγια] (ουσΥθηλ.) καρφί,
pulso [πούλσο] (ουσΥαρσ.) 1: σφυγ­ ήλος, πρόκα,
μός, 2: σταθερό χέρι. puntillo [πουν'τίγιο] (ουσΥαρσ.) υπέρ­
pulverización [πουλβεριθαθιόν] (ουσ./ μετρη ευθιξία,
θηλ.) κονιορτοποίηση, ψεκασμός, puntilloso [πουν'τιγιόσο] (επίθ.) υπε­
pulverizador [πουλβεριθαδόρ] (ουσ./ ρευαίσθητος εύθικτος,
αρσ.) ψεκαστήρας, punto [πούν'το] (ουσΥαρσ.) 1: σημείο,
pulverizar [πουλβεριθάρ] (ρ.) ψεκάζω, τελεία, πόντος 2: πλέξη, 3: στόχος
pulla [πούγια] (ουσ,/θηλ.) ταπεινωτικό σκοπός, 4: άποψη,
σχόλιο, χλευασμός, λοιδωρία. puntuabie [πουν/τουάμπλε] (επίθ.) υπο­
punción [πουνθιόν] (ουσΥθηλ.) παρα­ λογίσιμος
κέντηση, διατρύπηση. puntuación [πουν'τουαθιόν] (ουσΥ
puncionar [πουνθιονάρ] (ρ.) παρακε­ θηλ.) 1: στίξη, 2: βαθμολόγηση,
ντώ, διατρυπώ, puntual [πουν'τουάλ] (επίθ.) ακριβής,
pundonor [πουν'ντονόρ] (ουσΥαρσ.) puntualidad [πουν'τουαλιδάδ] (ουσΥ
αυτοσεβασμός, φιλαυτία, θηλ.) ακρίβεια,
pundonoroso [πουν'ντονορόσο] (επίθ.) puntualizar [πουν'τουαλιθάρ] (ρ.) συ­
υπερήφανος φίλαντος. γκεκριμενοποιώ, καθορίζω, προσδι­
pungir [πουνχίρ] (ρ.) τρυπώ. ορίζω.
punible [πουνίμπλε] (επίθ.) τιμωρητέος puntuar [πουν'τουάρ] (ρ.) 1: βάζω ση­
αξιόποινος, μεία στίξης 2: βαθμολογώ,
púnico [πούνικο] (επίθ.) καρχηδονια- punzada [πουνθάδα] (ουσΥθηλ.) σου­
κός. βλιά.
punición [πουνιθιόν] (ουσ,/θηλ.) τιμω­ punzante [πουνθάν'τε] (επίθ.) σουβλε-
ρία, ποινή, ρός, αιχμηρός,
punta [πούν'τα] (ουσΥθηλ.) αιχμή, ακ­ punzar [πουνθάρ] (ρ.) τρυπώ, σουβλί­
μή, μύτη, άκρη. ζω.
puntada [πουν'τάδα] (ουσΥθηλ.) βε­ punzón [πουνθόν] (ουσΥαρσ.) καλέμι,
λονιά. διατρητήρας γλυφίδα,
puntapié [πουν'ταπιέ] (ουσΥαρσ.) κλω­ puñado [πουνιάδο] (ουσΥαρσ.) χού-

450
puyazo

φτα. púrpura [πούρπουρα] (ουσΥθηλ.) πορ­


puñal [πουνιάλ] (ουσ./αρσ.) στιλέτο, φύρα.
μαχαίρι. purpurado [πουρπουράδο] (ουσΥαρσ.)
puñalada [πουνιαλάδα] (ουσΥθηλ.) μα­ καρδινάλιος
χαιριά. purpúreo [πουρπούρεο] (επίθ.) πορ­
puñetazo [πουνιετάθο] (ουσΥαρσ.) φυρένιος πορφυρός άλικος,
μπουνιά, γροθιά, γρονθοκόπημα. purulento [πουρουλέν'το] (επίθ.) πυώ­
puño [πούνιο] (ουσΥαρσ.) γροθιά, δης.
pupa [πούπα] (ουσΥθηλ.) 1: έρπης, 2: pus [πους] (ουσ,/αρσ.) πύον.
χρυσαλλίδα εντόμου, pusilánime [πουσιλάνιμε] (επίθ.) δει­
pupila [πουπίλα] (ουσΥθηλ.) κόρη οφθαλ­ λός.
μού. pusilanimidad [πουσιλανιμιδάδ] (ουσΥ
pupilo [πουπίλο] (ουσΥαρσ.) τρόφιμος θηλ.) δειλία,
οικοτροφείου, pústula [πούστουλα] (ουσΥθηλ.) πυώ­
pupitre [πουπίτρε] (ουσΥαρσ.) θρανίο, δης κύστη,
γραφείο. puta [πούτα] (ουσΥθηλ.) ιερόδουλη,
purasangre [πουρασάνγκρε] (επίθ.) κα­ (χυδ.) πόρνη, πουτάνα.
θαρόαιμος (για άλογο). putada [πουτάδα] (ουσΥθηλ.) (χυδ.)
puré [πουρέ] (ουσΥαρσ.) πουρές, πουτανιά.
pureza [πουρέθα] (ουσΥθηλ.) αγνότη­ putativo [πουτατίβο] (επίθ.) θεωρού­
τα, καθαρότητα, μενος υποτιθέμενος,
purga [πούργα] (ουσΥθηλ.) καθαρτι­ putero [πουτέρο] (επίθ.) πουτανιάρης.
κό. putería [πουτερία] (ουσΥθηλ.) πουτα-
purgación [πουργαθιόν] (ουσΥθηλ.) νιά.
κάθαρση, εξαγνισμός εξιλέωση, putrefacción [πουτρεφακθιόν] (ουσ./
purgante [πουργάν'τε] (επίθ.) καθαρ­ θηλ.) σήψη, αποσύνθεση, σάπισμα,
τικός putrefacto [πουτρεφάκτο] (επίθ.) σά­
purgar [πουργάρ] (ρ.) καθαρίζω, εκκα­ πιος, σαπισμένος αποσυνθετικός,
θαρίζω, εξαγνίζω, εξιλεώνομαι, pútrido [πούτριδο] (επίθ.) φαύλος, διε­
purgatorio [πουργατόριο] (ουσΥαρσ.) φθαρμένος σάπιος,
καθαρτήριο, puya [πούγια] (ουσΥθηλ.) βουκέντρα,
purificación [πουριφικαθιόν] (ουσΥ βούκεντρο.
θηλ.) εξαγνισμός κάθαρση, puyazo [πουγιάθο] (ουσΥαρσ.) πληγή
purificador [πουριφικαδόρ] (επίθ.) κα­ ή τραύμα από βουκέντρα.
θοριστικός, εξαγνιστικός,
purificar [πουριφικάρ] (ρ.) εξαγνίζω,
καθαρίζω,
puritanismo [πουριτανΙσμο] (ουσΥαρσ.)
πουριτανισμός,
puritano [πουριτάνο] (ουσΥαρσ.) που­
ριτανός.
puro [πούρο] (επίθ.) αγνός καθαρός
αμιγής άπεφθος ανόθευτος ατό­
φιος.

451
κλείνουμε ραντεβού;,
quedarse [κεδάρσε] (ρ.) 1: μένω, πα­
Q, q [κου] (ουσΥθηλ.) το εικοστό γράμ­ ραμένω, 2: κρατώ, 3: ξεγελώ, εξαπα­
μα του ισπανικού αλφαβήτου, τώ · se quedó en la oficina dos horas
que [κέ] 1: (αναφορική αντ.) ο οποίος más - έμεινε στο γραφείο δύο ώρες
η οποία, το οποίο, 2: (σύνδ.) που, ότι, παραπάνω · se quedaron con la boca
πως να · el chico del que te hablé - το abierta- έμειναν με το στόμα ανοι­
αγόρι για το οποίο σου μίλησα · Ια χτό.
chica que estás esperando - η κοπέ­ quedo [κέδο] (επίθ.) 1: ακίνητος ήσυ­
λα που περιμένεις · el asunto que me χος 2: προσεκτικός,
interesa - το θέμα που με ενδιαφέρει quehacer [κεαθέρ] (ουσΥαρσ.) ασχο­
• te dije que tengo mucho trabajo λία, εργασία,
- σου είπα ότι έχω πολλή δουλειά · queja [κέχα] (ουσΥθηλ.) 1: παράπονο,
necesito que me traigas los papeles - 2: διαμαρτυρία,
χρειάζομαι να μου φέρεις τα χαρτιά. quejarse [κεχάρσε] (ρ.) παραπονιέμαι,
qué [κέ] (εωρτηματική αντ.) τι · ¿qué διαμαρτύρομαι,
hora es?- tí ώρα είναι;-¿qué quieres? quéjica [κέχικα] 1: (ουσΥαρσ.) παρα­
- τι θέλεις. πονιάρης κατσούφης γκρινιάρης
quebrada [κεμπράδα] (ουσΥθηλ.) φα­ 2: (επίθ.) παραπονιάρικος κατσούφι-
ράγγι. κος γκρινιάρικος.
quebradizo [κεμπραδίθο] (επίθ.) εύ­ quejido [κεχίδο] (ουσΥαρσ.) γογγητό,
θραυστος, ασθενικός, στεναγμός,
quebrado [κεμπράδο] 1: (ουσΥαρσ.) quejoso [κεχόσο] (επίθ.) παραπονιά­
κλάσμα, 2: χρεοκοπία, πτώχευση, 3: ρης μεμψίμοιρος
(επίθ.) ραγισμένος γεμάτος ρωγμές quejumbre [κεχούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.)
quebradura [κεμπραδούρα] (ουσΥ κλαψούρισμα, γογγητό.
θηλ.) ρωγμή, σχισμή, quejumbroso [κεχουμ'μπρόσο] (επίθ.)
quebrantamiento [κεμπραν'ταμιέν'το] γκρινιάρης παραπονιάρης,
(ουσΥαρσ.) σπάσιμο, θραύση, quema [κέμα] (ουσΥθηλ.) 1: φωτιά, 2:
quebrantar [κεμπραν'τάρ] (ρ.) σπάζω, ανάφλεξη,
ραγίζω, τσακίζω, quemado [κεμάδο] (επίθ.) 1: καμένος
quebranto [κεμπράν'το] (ουσΥαρσ.) 2: μαυρισμένος 3; ενοχλημένος,
1: ζημιά, βλάβη, 2: εξάντληση, 3: πυ­ quemador [κεμαδόρ] (ουσΥαρσ.) καυ­
ρετός. στήρας.
quebrar[^npáp](p.) 1: σπάζω, θραύω, quemadura [κεμαδούρα] (ουσΥθηλ.)
συντρίβω, 2: χρεοκοπώ, πτωχεύω, έγκαυμα.
queda [κέδα] (ουσΥθηλ.) απαγόρευση quemar [κεμάρ] (ρ.) καίω, ζεματώ ·
• toque de queda - στρατιωτικός νό­ no lo puedes comer porque todavía
μος. quema - δεν μπορείς να το φας γιατί
quedar [κεδάρ] (ρ.) 1: μένω, παραμέ­ ακόμα καίει,
νω, 2: κλείνω ραντεβού, 3: συναντιέ­ quemarse [κεμάρσε] (ρ.) καίγομαι ·
μαι · no te preocupes, queda poco ayerme quemé con la plancha - χθες
más - μην ανησυχείς μένει λίγο ακό­ κάηκα με το σίδερο,
μα · ¿a qué hora quedamos? - τι ώρα quemarropa [κεμαρόπα] (επίρρ.) · α

452
quinceavo

quemarropa - εξ επαφής, hombre de quien hablamos es mi tío


quemazón [κεμαθόν] (ουσΥθηλ.) κά­ - o άνδρας για τον οποίο μιλάμε είναι
ψιμο, καούρα. ο θείος μου.
quepis [κέπις] (ουσΥαρσ.) πηλίκιο. quién [κιέν] (ερωτηματική αντ.) ποιος,
queratina [κερατίνα] (ουσΥθηλ.) κε­ ποια· ¿quién vive en esta casa? -
ρατίνη. ποιος μένει σε αυτό το σπίτι; · ¿con
querella [κερέγια] (ουσΥθηλ.) καταγ­ quién saliste? - με ποιον βγήκες·,
γελία. quienquiera [κιενκιέρα] (αναφορική
querellante [κερεγιάν'τε] (ουσΥαρσ.) αντ.) οποιοσδήποτε · quienquiera Ιο
μηνυτής ενάγων. vio, que levante la mano - οποιοσδή­
querencia [κερέν'θια] (ουσΥθηλ.) νό­ ποτε το είδε, ας σηκώσει το χέρι.
στος. quieto [κιέτο] (επίθ.) 1: ακίνητος 2:
querer [κερέρ] (ρ.) 1: θέλω, επιθυμώ, ήρεμος ήσυχος,
2: αγαπώ, 3: χρειάζομαι · quiero ir a quietud [κιετούδ] (ουσΥθηλ.) 1; ακινη­
la playa - θέλω να πάω στην παραλία σία, 2: ηρεμία, γαλήνη,
• Juan quiere mucho a su mujer - o quijada [κιχάδα] (ουσΥθηλ.) γνάθος
Χουάν αγαπάει πολύ τη γυναίκα του. σαγόνι.
querido [κερίδο] 1: (ουσΥαρσ.) ερω­ quijotada [κιχοτάδα] (ουσΥθηλ.) δον­
μένος εραστής 2: (επίθ.) αγαπητός κιχωτική πράξη,
αγαπημένος, quijote [κιχότε] (ουσΥαρσ.) αιθεροβά-
querosén [κεροσέν] (ουσΥαρσ.) κη­ μων, ουτοπιστής ανεδαφικός,
ροζίνη. quilate [κιλάτε] (ουσΥαρσ.) καράτι,
querubín [κερουμπίν] (ουσΥαρσ.) χε­ quilla [κίγια] (ουσΥθηλ.) καρίνα πλοί­
ρουβείμ. ου.
quesera [κεσέρα] (ουσΥθηλ.) πιατέλα quimera [κιμέρα] (ουσΥθηλ.) χίμαιρα,
τυριού. ουτοπία, αυταπάτη,
quesería [κεσερία] (ουσΥθηλ.) τυρο­ quimérico [κιμέρικο] (επίθ.) χιμαιρι­
πωλείο, τυροκομείο, κός ουτοπικός,
quesero [κεσέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) τυρο- química [κίμικα] (ουσΥθηλ.) χημεία,
κόμος 2: (επίθ.) τυροκομικός, químico [κίμικο] (επίθ.) χημικός,
queso [κέσο] (ουσΥαρσ.) τυρί · queso quimioterapia [κιμιοτεράπια] (ουσΥ
azul - ροκφόρ, θηλ.) χημειοθεραπεία,
quevedos [κεβέδος] (ουσΥαρσ.) πληθ. quimono [κιμόνο] (ουσΥαρσ.) κιμονό,
γυαλιά χωρίς βραχίονες που ακου- quina [κίνα] (ουσΥθηλ.) κινίνο, κινίνη,
μπάνε στη μύτη. quincalla [κινκάγια] (ουσΥθηλ.) σιδη-
quicio [κίθιο] (ουσΥαρσ.) μεντεσές ρικά είδη.
στρόφιγγα θύρας · sacar a alguien quicallería [κινκαγιερία] (ουσΥθηλ.)
de quicio- νευριάζω κάποιον, κατάστημα σιδηρικών.
quid [κιδ] (ουσΥαρσ.) καίριο σημείο, quincallero [κινκαγιέρο] (ουσΥαρσ.)
διάνα. σιδηροπώλης.
quiebra [κιέμπρα] (ουσΥθηλ.) αποτυ­ quince [κίνθε] (αριθμ. επίθ.) δεκαπέ­
χία, χρεοκοπία, φιάσκο, ντε.
quien [κιέν] (ααναφορική αντ.) ο οποίος quinceavo [κινθέαβο] (ουσΥαρσ.)/
η οποία, αυτός που, αυτή που · el (επίθ.) ένα δέκατο πέμπτο.

453
quinceañero

quinceañero [κινθεανιέρο] 1: (ουσ./ πλασιάζω,


αρσ.) δεκαπεντάρης, (επίθ.) δεκαπε- quinzavo [κινθάβο] (ουσ./αρσ.)/(επίθ.)
νταετής. ένα πέμπτο,
quincena [κινθένα] (ουσ./θηλ.) δεκα­ quiosco [κιόσκο] (ουσΥαρσ.) περίπτε­
πενθήμερο, ρο.
quincenal [κινθενάλ] (επίθ.) δεκαπεν­ quiquiriquí [κικιρικί] (ονοματ.) κικιρί-
θήμερος. κου.
quincuagenario [κινκουαχενάριο] (αριθμ. quirófano [κιρόφανο] (ουσΥαρσ.) χει­
επίθ.) πεντηκονταετής ρουργείο,
quincuagésimo [κινκουαχέσιμο] (αριθμ. quiromancia [κιρομάνθια] (ουσΥθηλ.)
επίθ.) πεντηκοστός χειρομαντεία,
quingentésimo [κινχεν'τέσιμο] (αριθμ. quiromántico [κιρομάν'τικο] (ουσΥ
επίθ.) πεντακοσιοστός αρσ.) χειρομάντης.
quiniela [κινιέλα] (ουσ./θηλ.) προπό. quiropráctica [κιροπράκτικα] (ουσΥ
quinielista [κινιελίστα] (ουσΥαρσ.) παί­ θηλ.) χειροπρακτική,
κτης προπό. quirúrgico [κιρούρχικο] (επίθ.) χει­
quinientos [κινιέν'τος] (αριθμ. επίθ.) ρουργικός,
πεντακόσιοι, πεντακόσια, quisquilla [κισκίγια] (ουσΥθηλ.) γαρί­
quinina [κινίνα] (ουσΥθηλ.) κινίνη, κι­ δα.
νίνο. quisquilloso [κισκιγιόσο] (επίθ.) δύ­
quinqué [κινκέ] (ουσΥαρσ.) λάμπα πε­ στροπος ιδιότροπος ιδιόρρυθμος
τρελαίου. quitaesmalte [κιταεσμάλτε] (ουσ./
quinquenal [κινκενάλ] (επίθ.) πενταε­ αρσ.) ακετόνη, ασετόν.
τής. quiste [κίστε] (ουσΥαρσ.) κύστη,
quinquenio [κινκένιο] (ουσΥαρσ.) πε­ quitamanchas [κιταμάν'τσας] (ουσΥ
νταετία. αρσ.) καθοριστικό λεκέδων.
quinquí [κινκί] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κα­ quitanieves [κιτανιέβες] (ουσΥαρσ.)
κοποιός κακούργος εγκληματίας εκχιονιστήρας.
quinta [κιν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: στρατο- quitar [κιτάρ] (ρ.) 1: αφαιρώ, βγάζω,
λόγηση, 2: εξοχικό σπίτι, 2: παίρνω, 3: κλέβω, 4: εξαφανίζω,
quintaesencia [κιν'ταεσένθια] (ουσΥ 5: απαγορεύω, εμποδίζω · quita
θηλ.) πεμπτουσία, los guantes - βγάλε τα γάντια · las
quintal [κιντάλ] (ουσ,/αρσ.) μονάδα galletas le quitan el hambre - τα
μέτρησης βάρους μπισκότα του κόβουν την πείνα · le
quintar [κιν'τάρ] (ρ.) στρατολογώ, quitaron 1:000 euros de su cuenta
quintería [κιν'τερία] (ουσΥθηλ.) αγροι­ bancaria - του πήραν 1:000 ευρώ
κία. από τον τραπεζικό λογαριασμό του.
quinteto [κιν'τέτο] (ουσΥαρσ.) κουι- quitarse [κιτάρσε] (ρ.) 1: φεύγω, απο-
ντέτο. σύρομαι 2: βγαίνω, 3: ξεφορτώνο­
quíntuple [κίν/τουπλε] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) μαι, απαλλάσσομαι · este peso no
πενταπλός πενταπλάσιος se quitará fácilmente de m i - αυτό
quinto [κίν'το] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) το βάρος δεν θα φύγει εύκολα από
πέμπτος. πάνω μου.
quintuplicar [κιν^ουπλικάρ] (ρ.) πεντα­ quitasol [κιτασόλ] (ουσΥαρσ.) ομπρέ-

454
quizá(s)

λα ηλίου.
quite [κίτε] (ουσΥαρσ.) αφαίρεση, εξά­
λειψη.
quizá(s) [κιθά(ς)] (επίρρ.) ίσως, πιθα­
νώς πιθανόν.

455
racionalización [ραθιοναλιθαθιόν] (ουσΥ
θηλ.) εκλογίκευση, αιτιολόγηση,
R, r [έρρε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό πρώ­ racionamiento [ραθιοναμιέν'το] (ουσΥ
το γράμμα του ισπανικής αλφαβή­ αρσ.) διανομή, κατανομή, διάθεση,
του. racionar [ραθιονάρ] (ρ.) 1: διανέμω, 2:
rabadán [ραμπαδάν] (ουσΥαρσ.) αρ- περιορίζω την κατανάλωση,
χιβοσκός. racismo [ραθίσμο] (ουσΥαρσ.) ρατσι­
rabada [ραμπάδα] (ουσΥθηλ.) οπίσθια, σμός φυλετισμός,
γλουτοί. racista [ραθίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
rábano [ράμπανο] (ουσΥαρσ.) ραπάνι, ρατσιστής ρατσίστρια, 2: (επίθ.) φυ­
rabí [ραμπί] (ουσΥαρσ.) ραββίνος. λετικός ρατσιστικός,
rabia [ράμπια] (ουσΥθηλ.) λύσσα, ορ­ racha [ράτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πνοή ανέ­
γή, θυμός, μου, 2: αλληλουχία όμοιων γεγονό­
rabiar [ραμπιάρ] (ρ.) λυσσώ, επιθυμώ των.
έντονα. radar [ραδάρ] (ουσΥαρσ.) ραντάρ, ρα­
rabieta [ραμπιέτα] (ουσΥθηλ.) ξέσπα­ διοεντοπιστής,
σμα θυμού, radiación [ραδιαθιόν] (ουσΥθηλ.) ακτι­
rabino [ραμπίνο] (ουσΥαρσ.) ραββί- νοβολία, εκπομπή κυμάτων,
νος. radiactividad [ραδιακτιβιδάδ] (ουσ./
rabioso [ραμπιόσο] (επίθ.) λυσσασμέ­ θηλ.) ραδιενέργεια,
νος εξοργισμένος μαινόμενος εξα­ radiactivo [ραδιακτίβο] (επίθ.) ραδιε­
γριωμένος, νεργός.
rabo [ράμπο] (ουσ./αρσ.) ουρά. radiado [ραδιάδορ] (επίθ.) που εκπέ­
rabotada [ραμποτάδα] (ουσΥθηλ.) αναι­ μπει ραδιενέργεια,
δής έκφραση, radiador [ραδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κα­
racanear [ρακανεάρ] (ρ.) τεμπελιάζω, λοριφέρ, 2: ψυγείο αυτοκινήτου,
racano [ρακάνο] (επίθ.) οκνηρός τε­ radial [ραδιάλ] (επίθ.) ακτινωτός ακτι-
μπέλης χαραμοφάης, νικός.
racial [ραθιάλ] (επίθ.) φυλετικός, radiante [ραδιάν'τε] (επίθ.) απαστρά-
racima [ραθίμα] (ουσΥθηλ.) φραγκο­ πτων, ακτινοβόλος, λαμπρός,
στάφυλο. radiar [ραδιάρ] (ρ.) 1: ακτινοβολώ, λά­
racimo [ραθίμο] (ουσΥαρσ.) τσαμπί, μπω, 2: εκπέμπω κύματα,
βότρυς. radical [ραδικάλ] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.)
raciocinar [ραθιοθινάρ] (ρ.) 1: συλλο­ ρίζα, 2: (επίθ.) ριζικός ριζοσπαστι­
γίζομαι, διαλογίζομαι, 2: αιτιολογώ, κός πρωταρχικός βασικός,
raciocinio [ραθιοθίνιο] (ουσΥαρσ.) 1: radicar [ραδικάρ] (ρ.) 1: βρίσκομαι, 2:
συλλογισμός λογική, 2: αιτιολογία, συνίσταμαι,
ración [ραθιόν] (ουσΥθηλ.) μερίδα, radio’ [ράδιο] (ουσΥαρσ.) ακτίνα.
racional [ραθιονάλ] (επίθ.) λογικός έλ­ radio2[ράδιο] (ουσΥθηλ.) ραδιόφωνο,
λογος σώφρων, νομήμων. radiografía [ραδιογραφία] (ουσΥθηλ.)
racionalidad [ραθιοναλιδάδ] (ουσ./ ακτινογραφία, ραδιογραφία,
θηλ.) λογικότητα, λογική, radiólogo/a [ραδιόλογο/α] (ουσΥαρσ.+
racionalismo [ραθιοναλίσμο] (ουσΥ θηλ.) ακτινολόγος
αρσ.) ορθολογισμός. radioscopia [ραδιοσκόπια] (ουσΥθηλ.)

456
raramente

ραδιοσκόττηση. επίπεδο, ράμπα,


radioterapia [ραδιοτεράπια] (ουσ./ ramplón [ραμ'πλόν] (επίθ.) 1: χοντροει-
θηλ.) ακτινοθεραπεία, δής τραχύς 2: ωμός.
radioyente [ραδιογιέν'τε] (ουσΥαρσ.) rana [ράνα] (ουσΥθηλ.) βάτραχος,
ακροατής ραδιοφώνου. ranciedad [ρανθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) πα-
raer [ραέρ] (ρ.) αποξέω, ξύνω, γδέρ­ λαιότητα, ωρίμανση (κρασιού).
νω. rancio [ράνθιο] (επίθ.) 1: παλαιός (κρα­
ráfaga [ράφαγα] (ουσΥθηλ.) 1: μπόρα, σί), 2: γινωμένος ετοιμασμένος
2: ριπή ανέμου, 3: ριπή όπλου, πυρο­ rancho [ράντσο] (ουσΥαρσ.) 1: αγροι­
βολισμός, 4: λάμψη, φλας. κία, φάρμα, 2: συσσίτιο,
raid [ραϊδ] (ουσΥαρσ.) επιδρομή, κα­ rango [ράνγκο] (ουσΥαρσ.) 1: κοινωνι­
ταδρομή. κή τάξη, 2: βαθμός ιεραρχίας,
raído [ραΐδο] (επίθ.) 1: κακοντυμένος, ranura [ρανούρα] (ουσΥθηλ.) χαραγ­
2: φθαρμένος, ματιά, εγκοπή, αυλακιά,
rail [ραΤλ] (ουσΥαρσ.) σιδηροδρομική rapacidad [ραπαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) απλη­
γραμμή, σιδηροτροχιά, στία πλεονεξία
raíz [ραΐθ] (ουσΥθηλ.) ρίζα. rapapolvo [ραπαπόλβο] (ουσΥαρσ.)
raja [ράχα] (ουσΥθηλ.) 1: φέτα, ροδέ­ επίπληξη, επιτίμηση,
λα, 2: ρωγμή, ρήγμα, άνοιγμα, rapar [ραπάρ] (ρ.) ξυρίζω,
rajar [ραχάρ] (ρ.) 1: χαράζω, 2: κόβω rapaz [ραπάθ] (επίθ.) αρπακτικός άπλη­
φέτες 3: σχίζω, ραγίζω, στος
rallador [ραγιαδόρ] (ουσΥαρσ.) τρί­ rápidamente [ράπιδαμεν'τε] (επίρρ.)
φτης. ραγδαία, γρήγορα, ταχύτατα,
rallar [ραγιάρ] (ρ.) τρίβω, rapidez [ραπιδέθ] (ουσΥθηλ.) γρηγο­
ralo [ράλο] (επίθ.) αραιός, ράδα, ταχύτητα,
rama [ράμα] (ουσΥθηλ.) 1: κλάδος 2: rápido [ράπιδο] 1: (ουσΥαρσ.) το εξ­
κλαδί, κλαρί, πρές η ταχεία, αμαξοστοιχία, 2:
ramaje [ραμάχε] (ουσΥαρσ.) κλαδί, (επίθ.) γρήγορος ταχύς γοργός 3:
ramal [ραμάλ] (ουσΥαρσ.) 1: σχοινί, (επίρρ.) γρήγορα,
νήμα, 2: παρακλάδι, rapiña [ραπίνια] (ουσΥθηλ.) αρπαγή,
rambla [ράμ'μπλα] (ουσΥθηλ.) 1: χεί­ raposa [ραπόσα] (ουσΥθηλ.) αλεπού,
μαρρος ποταμιά, 2: κεντρική λεω­ rapsodia [ραψόδια] (ουσΥθηλ.) ρα­
φόρος. ψωδία.
ramera [ραμέρα] (ουσΥθηλ.) εταίρα, raptar [ραπτάρ] (ρ.) απαγάγω.
ιερόδουλη, (καθ.) πόρνη, rapto [ράπτο] (ουσΥαρσ.) απαγωγή,
ramificación [ραμιφικαθιόν] (ουσΥ raptor/a [ραπτόρ/α] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
θηλ.) διακλάδωση, απαγωγέας.
ramificarse [ραμιφικάρσε] (ρ.) διακλα- raqueta [ρακέτα] (ουσΥθηλ.) ρακέτα,
δίζομαι, διαχωρίζομαι, raquítico [ρακίτικο] (επίθ.) 1: ραχιτι­
ramillete [ραμιγιέτε] (ουσΥαρσ.) 1: αν­ κός 2: εξασθενημένος αδύναμος,
θοδέσμη, μπουκέτο, 2: δέσμη, raquitismo [ρακιτίσμο] (ουσΥαρσ.) ρα­
ramo [ράμο] (ουσΥαρσ.) 1: κλάδος 2: χιτισμός ραχίτιδα,
ανθοδέσμη, raramente [ράραμεν'τε] (επίρρ.) σπα-
rampa [ράμ'πα] (ουσΥθηλ.) επικλινές νίως.

457
rareza

rareza [ραρέθα] (ουσ./θηλ.) 1: σπα- rastrojo [ραστρόχο] (ουσΥαρσ.) κα­


νιότητα, 2: παραξενιά, ιδιοτροπία, λαμιά.
ιδιορρυθμία, rasurar [ρασουράρ] (ρ.) ξυρίζω,
raro [ράρο] (επίθ.) 1: σπάνιος, 2: παρά­ rata [ράτα] (ουσΥθηλ.) αρουραίος.
ξενος ιδιότροπος ιδιόρρυθμος, ratear [ρατεάρ] (ρ.) κλέβω, σουφρώ­
rasar [ρασάρ] (ρ.) περνάω σύρριζα, νω.
rascacielos [ρασκαθιέλος] (ουσΥαρσ.) ratería [ρατερία] (ουσΥθηλ.) κλεψιά,
ουρανοξύστης, ratero [ρατέρο] (ουσΥαρσ.) κλέφτης
rascar [ρασκάρ] (ρ.) 1: ξύνω, αποξέω, πορτοφολάς,
2: λειαίνω, ratificación [ρατιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
rasgar [ρασγάρ] (ρ.) σκίζω, ξεσκίζω, επικύρωση, επιβεβαίωση,
rasgo [ράσγο] (ουσΥαρσ.) 1: γραφικός ratificar [ρατιφικάρ] (ρ.) επικυρώνω,
χαρακτήρας στοιχείο, 2: χειρονομία, επιβεβαιώνω,
κίνηση. rato [ράτο] (ουσΥαρσ.) μικρό χρονι­
rasgos [ράσγος] (ουσΥαρσ.) πληθ. χα­ κό διάστημα · de rato en rato - ανά
ρακτηριστικά, διαστήματα,
rasguñar [ρασγουνιάρ] (ρ.) γρατζου- ratón [ρατόν] (ουσΥαρσ.) ποντίκι,
νάω. ratonar [ρατονάρ] (ρ.) ροκανίζω,
rasguño [ρασγούνιο] (ουσΥαρσ.) εκ­ ratonera [ρατονέρα] (ουσΥθηλ.) 1: πο-
δορά, αμυχή, γρατζουνιά. ντικοφωλιά, 2: ποντικοπαγίδα.
raso [ράσο] (επίθ.) 1: λείος επίπεδος raudal [ράουδαλ] (ουσΥαρσ.) ροή,
2: αίθριος (καιρός), 3: ξεχειλισμένος ρεύμα, χείμαρρος,
ξέχειλος. raya [ράγια] (ουσΥθηλ.) 1: γραμμή, ρί­
raspa [ράσπα] (ουσΥθηλ.) 1: ψαροκό­ γα, 2: χωρίστρα,
καλο, 2: σπυρί καλαμποκιού, rayar [ραγιάρ] (ρ.) 1: ριγώνω, υπογραμ­
raspado [ρασπάδο] (ουσΥαρσ.) από­ μίζω, 2: χαράζω, χαρακώνω,
ξεση. rayo [ράγιο] (ουσΥαρσ.) 1: ακτίνα, 2:
raspadura [ρασπαδούρα] (ουσΥθηλ.) κεραυνός αστραπή,
απόξεση, ξύσιμο, raza [ράθα] (ουσΥθηλ.) φυλή, ράτσα,
raspar [ρασπάρ] (ρ.) 1: αποξέω, ξύνω, razón [ραθόν] (ουσΥθηλ.) 1: λογική, 2:
2: λειαίνω, δίκιο, 3: λόγος αιτία · tienes razón -
rastra [ράστρα] (ουσΥθηλ.) 1: τσουγκρά­ έχεις δίκιο,
να, 2: ρυμούλκα, razonable [ραθονάμπλε] (επίθ.) λογι­
rastreador [ραστρεαδόρ] (ουσΥαρσ.) κός.
ανιχνευτής ιχνηλάτης, razonamiento [ραθοναμιέν'το] (ουσΥ
rastrear [ραστρεάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, αρσ.) συλλογισμός σκέψη,
εξιχνιάζω, 2: τσουγκρανίζω, razonar [ραθονάρ] (ρ.) συλλογίζομαι,
rastrero [ραστρέρο] (επίθ.) 1: αναρρι­ αναλύω επιχείρημα,
χητικός 2: έρπων. reabastecer [ρεαμπαστεθέρ] (ρ.) ανε-
rastrillo [ραστρίγιο] (ουσΥαρσ.) τσου­ φοδιάζω, προμηθεύω,
γκράνα. reacción [ρεακθιόν] (ουσΥθηλ.) αντί­
rastro [ράστρο] (ουσΥαρσ.) 1: ίχνος δραση, αντενέργεια,
χνάρι, 2: πατημασιά, 3: υπαίθρια reaccionar [ρεακθιονάρ] (ρ.) αντιδρώ,
αγορά. αντενεργώ.

458
rebote

reaccionario [ρεακθιονάριο] 1: (ουσ./ reanimar [ρεανιμάρ] (ρ.) 1: συνεφέρ­


αρσ.) (χημικό) αντιδραστήριο, 2: νω, αναζωογονώ, 2: (μτφ.) εμψυχώ­
(επίθ.) αντιδραστικός, νω, ενθαρρύνω,
reacio [ρεάθιο] (επίθ.) ενάντιος, αντί­ reanudar [ρεανουδάρ] (ρ.) συνεχίζω,
θετος. reaparecerse [ρεαπαρεθέρσε] (ρ.) επα­
reactivar [ρεακτιβάρ] (ρ.) ενεργοποιώ νεμφανίζομαι,
εκ νέου, δραστηριοποιώ, reaparición [ρεαπαριθιόν] (ουσΥθηλ.)
reactivo [ρεακτίβο] (επίθ.) αντιδραστι­ επανεμφάνιση,
κός, αντενεργός. rearmar [ρεαρμάρ] (ρ.) επανεξοπλίζω.
reactor [ρεακτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αντι­ reasegurar [ρεασεγουράρ] (ρ.) επανα-
δραστήρας, 2: αεριωθούμενο, σφαλίζω.
readaptar [ρεαδαπτάρ] (ρ.) επανα- reavivar [ρεαβιβάρ] (ρ.) αναζωπυρώ­
προσαρμόζω. νω.
reafirmar [ρεαφιρμάρ] (ρ.) επαναβε­ rebajar [ρεμπαχάρ] (ρ.) 1: μειώνω, κά­
βαιώνω. νω έκπτωση, 2: υποβιβάζω, ταπει­
reajustar [ρεαχουστόρ] (ρ.) αναπρο­ νώνω.
σαρμόζω, επαναρρυθμίζω, διευθε­ rebajas [ρεμπάχας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
τώ. εκπτώσεις,
reajuste [ρεαχούστε] (ουσΥαρσ.) ανα­ rebanada [ρεμπανάδα] (ουσΥθηλ.) λε­
προσαρμογή, πτή φέτα.
real [ρεάλ] (επίθ.) 1: πραγματικός, αλη­ rebañar [ρεμπανιάρ] (ρ.) 1: τεμαχίζω,
θινός 2: βασιλικός 2: μαζεύω τα υπολείμματα,
realce [ρεάλθε] (ουσΥαρσ.) μεγαλο­ rebaño [ρεμπάνιο] (ουσΥαρσ.) ποί­
πρέπεια, λαμπρότητα, μνιο, κοπάδι,
realeza [ρεαλέθα] (ουσΥθηλ.) βασιλεία, rebasar [ρεμπασάρ] (ρ.) υπερβαίνω,
realidad [ρεαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) πραγ­ ξεπερνώ, υπερτερώ,
ματικότητα, rebatir [ρεμπατίρ] (ρ.) αντικρούω.
realismo [ρεαλισμό] (ουσΥαρσ.) ρεα­ rebelarse [ρεμπελάρσε] (ρ.) επανα­
λισμός πραγματισμός, στατώ, εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι,
realista [ρεαλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) rebelde [ρεμπέλδε] 1: (ουσΥαρσ.) στα­
ρεαλιστής πραγματιστής 2: (επίθ.) σιαστής επαναστάτης φυγόδικος 2:
ρεαλιστικός, (επίθ.) ανυπότακτος απείθαρχος,
realización [ρεαλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) rebeldía [ρεμπελδία] (ουσΥθηλ.) ανυ­
πραγματοποίηση, πραγμάτωση, ποταξία, απειθαρχία, φυγοδικία.
realizador [ρεαλιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) εκτε­ rebelión [ρεμπελιόν] (ουσΥθηλ.) επα­
λεστής σκηνοθέτης παραγωγός, νάσταση, ανταρσία, εξέγερση,
realizar [ρεαλιθάρ] (ρ.) πραγματο­ reblandecer [ρεμπλαν'ντεθέρ] (ρ.) μα­
ποιώ, υλοποιώ, λακώνω.
realmente [ρεάλμεν'τε] (επίρρ.) πραγ­ rebosar [ρεμποσάρ] (ρ.) ξεχειλίζω, υπερ­
ματικά, πράγματι, όντως, χειλίζω.
realquilar [ρεαλκιλάρ] (ρ.) υπενοικιά­ rebotar [ρεμποτάρ] (ρ.) 1: αναπηδώ, 2
ζω. αποκρούω,
realzar [ρεαλθάρ] (ρ.) 1: εξυψώνω, 2: rebote [ρεμπότε] (ουσΥαρσ.) αναπή-
τονίζω. δηση.

459
rebozar

rebozar [ρεμποθάρ] (ρ.) αλευρώνω, recaudar [ρεκαουδάρ] (ρ.) εισπράττω,


πανάρω. recelar [ρεθελάρ] (ρ.) υποπτεύομαι, δυ-
rebrotar [ρεμπροτάρ] (ρ.) ξανσφυτρώ- σπιστώ.
νω. recelo [ρεθέλο] (ουσΥαρσ.) 1: υποψία,
rebuscar [ρεμπουσκάρ] (ρ.) ψάχνω προ­ 2: δυσπιστία, καχυποψία,
σεκτικά, αναζητώ, receloso [ρεθελόσο] (επίθ.) δύσπιστος
rebuznar [ρεμπουθνάρ] (ρ.) γκαρίζω. καχύποπτος.
recabar [ρεκαμπάρ] (ρ.) επιζητώ, επι­ recención [ρεθενθιόν] (ουσΥθηλ.) κρι­
διώκω. τική αναθεώρηση,
recado [ρεκάδο] (ουσΥαρσ.) 1: μήνυ­ recepción [ρεθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
μα 2: αποστολή, 3: προφύλαξη, υποδοχή, 2: δεξίωση, 3: λήψη.
recaer [ρεκαέρ] (ρ.) 1: υποτροπιάζω, 2: receptivo [ρεθεπτίβο] (επίθ.) δεκτικός
επίπτω, ξαναπέφτω, πέφτω, επιδεκτικός,
recaída [ρεκαΐδα] (ουσΥθηλ.) υποτρο­ receptor [ρεθεπτόρ] (ουσΥαρσ.) πα­
πή. ραλήπτης, αποδέκτης,
recalar [ρεκαλάρ] (ρ.) μουσκεύω, δια­ recesión [ρεθεσιόν] (ουσΥθηλ.) ύφε­
βρέχω. ση, κάμψη, πτώση,
recalcar [ρεκαλκάρ] (ρ.) τονίζω, δίνω receta [ρεθέτα] (ουσΥθηλ.) συνταγή,
έμφαση. recetar [ρεθετάρ] (ρ.) συνταγογραφώ.
recalcitrante [ρεκαλθιτράν'τε] (επίθ.) recibidor [ρεθεμπιδόρ] (ουσΥαρσ.) χολ,
1: αδιόρθωτος, 2: επίμονος, ισχυρο- είσοδος δωμάτιο υποδοχής,
γνώμων. recibimiento [ρεθιμπιμιέν'το] (ουσΥ
recalentar [ρεκαλεν'τάρ] (ρ.) αναθερ- αρσ.) υποδοχή,
μαίνω, ξαναζεσταίνω, recibir [ρεθιμπίρ] (ρ.) δέχομαι, λαμβά­
recambio [ρεκάμ'μτπο] (ουσΥαρσ.) ανταλ­ νω, υποδέχομαι,
λακτικό. recibo [ρεθίμπο] (ουσΥαρσ.) 1: από­
recapacitar [ρεκαπαθιτάρ] (ρ.) ξανα­ δειξη, 2: παραλαβή,
σκέφτομαι, στοχάζομαι, recidiva [ρεθιδίβα] (ουσΥθηλ.) υποτρο­
recapitulación [ρεκαπιτουλαθιόν] (ουσΥ πή ασθένειας,
θηλ.) ανακεφαλαίωση, reciedumbre [ρεθιεδούμ'μπρε] (ουσΥ
recargar [ρεκαργάρ] (ρ.) επιφορτίζω, θηλ.) ρώμη, σθένος σφρίγος,
παραφορτώνω, επιβαρύνω, recién [ρεθιέν] (επίρρ.) προσφάτως ·
recargo [ρεκάργο] (ουσΥαρσ.) επιβά­ recién cocido - φρεσκομαγειρεμένο.
ρυνση, υπερφόρτωση, reciente [ρεθιέν'τε] (επίθ.) πρόσφατος
recatado [ρεκατάδο] (επίθ.) 1: μετριό- (μτφ.) νωπός,
φρων, συγκροτημένος, προσεκτικός, recinto [ρεθίν'το] (ουσΥαρσ.) περίβο­
2: ντροπαλός σεμνός, λος περιφραγμένος χώρος,
recato [ρεκάτο] (ουσΥαρσ.) 1: μετριο­ recio [ρέθιο] (επίθ.) ρωμαλέος σθενα­
φροσύνη, επιφύλαξη, 2: σεμνότητα, ρός.
συστολή. recipiente [ρεθιπιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δο­
recaudación [ρεκαουδαθιόν] (ουσΥθηλ.) χείο.
είσπραξη. reciprocidad [ρεθιπροθιδάδ] (ουσΥθηλ.)
recaudador [ρεκαουδαδόρ] (ουσΥαρσ.) αμοιβαιότητα αλληλοπάθεια,
εισπράκτορας recíproco [ρεθίπροκο] (επίθ.) αμοιβαί­

460
reconstrucción

ος αλληλοπαθής, recogida [ρεκοχίδα] (ουσΥθηλ.) συλ­


recital [ρεθιτάλ] (ουσ,/αρσ.) ρεσιτάλ, λογή, περισυλλογή, συγκομιδή,
συναυλία, recogido [ρεκοχίδο] (επίθ.) συγκεντρω­
recitar [ρεθιτάρ] (ρ.) απαγγέλλω, εκ­ μένος μαζεμένος,
φωνώ. recolección [ρεκολεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
reclamación [ρεκλαμαθιόν] (ουσΥθηλ.) συγκομιδή, σοδειά,
1: απαίτηση, διεκδίκηση, 2: παράπο­ recolectar [ρεκολεκτάρ] (ρ.) συγκομί­
νο, διαμαρτυρία, ζω, συγκεντρώνω,
reclamar [ρεκλαμάρ] (ρ.) 1: απαιτώ, recomendación [ρεκομεν'νταθιόν] (ουσΥ
αξιώνω, διεκδικώ, 2: παραπονιέ­ θηλ.) 1: σύσταση, υπόδειξη, 2: προτρο­
μαι, διαμαρτύρομαι · redaman el πή, παρακίνηση, ενθάρρυνση,
derecho al voto - απαιτούν το δικαίω­ recomendar [ρεκομεν'ντάρ] (ρ.) 1: συ­
μα της ψήφου · reclamé contra la νιστώ, προτείνω, 2: συμβουλεύω,
multa - διαμαρτύρομαι ενάντια στο recompensa [ρεκομ'πένσα] (ουσΥθηλ.)
πρόστιμο, 1: ανταμοιβή, επιβράβευση, ανταπό­
reclamo [ρεκλάμο] (ουσΥαρσ.) 1: αξίω­ δοση, 2: αμοιβή, αποζημίωση,
ση, 2: δέλεαρ, κίνητρο, recompensar [ρεκομ'πενσάρ] (ρ.) αντα­
reclinar [ρεκλινάρ] (ρ.) κλίνω, γέρνω, μείβω, αμείβω, ανταποδίδω, αποζη­
ακουμπώ. μιώνω.
reclinatorio [ρεκλινατόριο] (ουσΥαρσ.) reconciliación [ρεκονθιλιαθιόν] (ουσΥ
προσευχητήριο, προσκυνητάριο. θηλ.) συμφιλίωση,
recluir [ρεκλουίρ] (ρ.) εγκλείω, περιο­ reconciliar [ρεκονθιλιάρ] (ρ.) συμφι­
ρίζω. λιώνω.
reclusión [ρεκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: reconfortar [ρεκονφορτάρ] (ρ.) εμψυ­
εγκλεισμός φυλάκιση, 2: περιορι­ χώνω, ενθαρρύνω, τονώνω,
σμός απομόνωση, reconocer [ρεκονοθέρ] (ρ.) αναγνωρί­
recluso [ρεκλούσο] 1: (ουσΥαρσ.) κρα­ ζω, εξετάζω,
τούμενος 2: (επίθ.) έγκλειστος φυ­ reconocimiento [ρεκονοθιμιέντο] (ουσΥ
λακισμένος, αρσ.) 1: αναγνώριση, 2: εξέταση,
recluta [ρεκλούτα] 1: (ουσΥαρσ.) νεο­ reconquista [ρεκονκίστα] (ουσΥθηλ.)
σύλλεκτος 2:(ουσΥθηλ.) στρατολό- επανάκτηση.
γηοη. reconquistar [ρεκονκιστάρ] (ρ.) επα­
reclutamiento [ρεκλουταμιέν'το] (ουσΥ νακτώ.
αρσ.) στρατολογία, reconsiderar [ρεκονσιδεράρ] (ρ.) ανα­
reclutar [ρεκλουτάρ] (ρ.) στρατολογώ, θεωρώ, επανεξετάζω,
recobrar [ρεκομπράρ] (ρ.) ανακτώ, ξα­ reconstitución [ρεκονστιτουθιόν] (ουσΥ
ναβρίσκω, θηλ.) ανασύσταση,
recodo [ρεκόδο] (ουσΥαρσ.) στροφή, reconstituir [ρεκονστιτουίρ] (ρ.) ανα­
καμπή. συνθέτω, αναπαριστώ.
recogedor [ρεκοχεδόρ] (ουσΥαρσ.) φα­ reconstituyente [ρεκονστιτουγιέν'τε]
ράσι. (επίθ.) τονωτικός δυναμωτικός.
recoger [ρεκοχέρ] (ρ.) 1: συγκεντρώ­ reconstrucción [ρεκονστρουκθιόν] (ουσΥ
νω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, μα­ θηλ) 1: ανοικοδόμηση, ανακατασκευή,
ζεύω, 2: παίρνω. ανασύνθεση, 2: αναπαράσταση.

461
reconstruir

reconstruir [ρεκονστρουίρ] (ρ.) 1: ανοι­ ορθογώνιος,


κοδομώ, ανασυνθέτω, 2: αναπαρι- rectángulo [ρεκτάνγκουλο] (ουσΥαρσ.)
στάνω. ορθογώνιο,
reconvertir [ρεκονβερτίρ] (ρ.) 1: ανα­ rectificación [ρεκτιφικαθιόν] (ουσΥ
μετατρέπω, 2: αναδιοργανώνω, θηλ.) 1: επανόρθωση, αποκατάστα­
recopilación [ρεκοπιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) ση, 2: ανασκευή,
1: συλλογή, 2: περίληψη, σύνοψη, rectificar [ρεκτιφικάρ] (ρ.) 1: επανορ­
recopilar [ρεκοπιλάρ] (ρ.) συλλέγω, θώνω, αποκαθιστώ, 2: ανασκευάζω.
récord [ρέκορδ] (ουσ./αρσ.) ρεκόρ, rectilíneo [ρεκτιλίνεο] (επίθ.) ευθύ-
recordar [ρεκορδάρ] (ρ.) 1: θυμάμαι, 2: γραμμος.
ανακαλώ στη μνήμη, θυμίζω, υπεν­ rectitud [ρεκτιτούδ] (ουσΥθηλ.) ευθύ­
θυμίζω. τητα ορθότητα ακεραιότητα,
recorrer [ρεκορέρ] (ρ.) 1: διανύω, δια­ recto [ρέκτο] (επίθ.) ευθυτενής ευθύς,
σχίζω, διατρέχω, 2: ανατρέχω, ίσιος ορθός
recorrido [ρεκορίδο] (ουσΥαρσ.) δια­ rector [ρεκτόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πρύτα­
δρομή. νης 2: διευθυντής επικεφαλής,
recortar [ρεκορτάρ] (ρ.) 1: ψαλιδίζω, recubrir [ρεκουμπρίρ] (ρ.) καλύπτω,
κόβω προσεκτικά, 2: αποκόβω, σκεπάζω.
recorte [ρεκόρτε] (ουσΥαρσ.) απόκομ­ recuento [ρεκουέν'το] (ουσΥαρσ.) κα­
μα, ψαλίδισμα. ταμέτρηση,
recoser [ρεκοσέρ] (ρ.) ξαναράβω, μπα­ recuerdo [ρεκουέρδο] (ουσΥαρσ.) εν­
λώνω. θύμιο, ανάμνηση,
recosido [ρεκοσίδο] (ουσΥαρσ.) μπά­ recuperación [ρεκουπεραθιόν] (ουσ./
λωμα. θηλ.) αποκατάσταση, ανάκτηση,
recostarse [ρεκοστάρσε] (ρ.) πλαγιάζω, recuperar [ρεκουπεράρ] (ρ.) ανακτώ,
ξαπλώνω, επανακτώ, αποκαθιστώ,
recoveco [ρεκοβέκο] (ουσΥαρσ.) 1: πε­ recuperarse [ρεκουπεράρσε] (ρ.) επα­
ριστροφή, στροφή, 2: γωνία, νέρχομαι, συνέρχομαι,
recreación [ρεκρεαθιόν] (ουσΥθηλ.) recurrir [ρεκουρίρ] (ρ.) καταφεύγω, προ­
αναδημιουργία, σφεύγω.
recrear [ρεκρεάρ] (ρ.) 1: αναδημιουρ­ recurso [ρεκούρσο] (ουσΥαρσ.) 1: μέ­
γώ, 2: ψυχαγωγώ, σο, 2: πόρος, 3: προσφυγή,
recreativo [ρεκρεατίβο] (επίθ.) ψυχα­ rechazar [ρετσαθάρ] (ρ.) 1: απορρί­
γωγικός, διασκεδαστικός. πτω, 2: απωθώ, αντικρούω.
recreo [ρεκρέο] (ουσΥαρσ.) 1: σχολικό rechazo [ρετσάθο] (ουσΥαρσ.) 1: απόρ­
διάλειμμα, 2: αναψυχή, ψυχαγωγία, ριψη, 2: απώθηση, απόκρουση,
recriminar [ρεκριμινάρ] (ρ.) επιπλήτ­ rechifla [ρετσίφλα] (ουσ,/θηλ.) 1: σφύ­
τω, κατηγορώ, ριγμα, 2: γιουχάισμα, αποδοκιμασία,
recrudecer [ρεκρουδεθέρ] (ρ.) οξύνω, rechiflar [ρετσιφλάρ] (ρ.) 1: σφυρίζω,
επιδεινώνω, χειροτερεύω, 2: αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω,
recrudecimiento [ρεκρουδεθιμιέν'το] rechinar [ρετσινάρ] (ρ.) τρίζω, βουίζω,
(ουσΥαρσ.) όξυνση, επιδείνωση, red [ρεδ] (ουσΥθηλ.) 1: δίκτυο, 2: δί-
rectal [ρεκτάλ] (επίθ.) πρωκτικός, χτυ.
rectangular [ρακτανγκουλάρ] (επίθ.) redacción [ρεδακθιόν] (ουσΥθηλ.) σύ­

462
reflexión

νταξη, έκθεση, 1: αντικατάσταση, 2: εφεδρεία,


redactar [ρεδακτάρ] (ρ.) συντάσσω, reencarnación [ρεενκαρναθιόν] (ουσΥ
redactor [ρεδακτόρ] (ουσΥαρσ.) συ­ θηλ.) μετεμψύχωση, μετενσάρκωση.
ντάκτης. reestructurar [ρεεστρουκτουράρ] (ρ.)
redada [ρεδάδα] (ουσΥθηλ.) φουρνιά, αναδομώ, ανασχη ματίζω,
ψαριά. reexaminar [ρεεξαμινάρ] (ρ.) επανεξε­
redención [ρεδενθιόν] (ουσΥθηλ.) λύ­ τάζω, επανελέγχω,
τρωση, σώσιμο, refectorio [ρεφεκτόριο] (ουσΥαρσ.)
redentor [ρεδεν'τόρ] 1: (ουσΥαρσ.) λυ­ τραπεζαρία (μονής, κολεγίου, οικο­
τρωτής σωτήρας 2: (επίθ.) λυτρωτι­ τροφείου).
κός σωτήριος, referencia [ρεφερένθια] (ουσΥθηλ.) 1:
redil [ρεδίλ] (ουσΥαρσ.) ποιμνιοστά­ αναφορά, μνεία, 2: παραπομπή, 3:
σιο, στάνη, μαντρί, σύσταση.
redimir [ρεδιμίρ] (ρ.) λυτρώνω, απε­ referéndum [ρεφερέν'ντουμ] (ουσΥ
λευθερώνω, αρσ.) δημοψήφισμα,
rédito [ρέδιτο] (ουσΥαρσ.) τόκος, referente [ρεφερέν'τε] 1: (επίθ.) σχετι­
redoblar [ρεδομπλάρ] (ρ.) διπλασιά­ κός 2: (επίρρ.) αναφορικά με, σχετι­
ζω. κά με.
redondear [ρεδον'ντεάρ] (ρ.) στρογ­ referir [ρεφερίρ] (ρ.) (α) 1: αναφέρω, 2:
γυλεύω. παραπέμπω, 3: ανάγω,
redondel [ρεδον'ντέλ] (ουσΥαρσ.) κύ­ referirse [ρεφερίρσε] (ρ.) (α) αναφέ-
κλος. ρομαι σε · no me gusta referirme a
redondez [ρεδοντέθ] (ουσΥθηλ.) στρογ- él cuando no está presente - δε μου
γυλότητα. αρέσει να αναφέρομαι σε αυτόν,
redondo [ρεδόν'ντο] (επίθ.) σφαιρι­ όταν δεν είναι παρών,
κός κυκλικός στρογγυλός, refilón [ρεφιλόν] (επίρρ.) · de refilón -
reducción [ρεντουκθιόν] (ουσΥθηλ.) λοξά, πλάγια,
ελάττωση, μείωση, refinado [ρεφινάδο] (επίθ.) εκλεπτυσμέ­
reducido [ρεντουθίδο] (επίθ.) ελαττωμέ­ νος εξευγενισμένος ραφιναρισμένος
νος μειωμένος περιορισμένος φίνος
reducir [ρεντουθίρ] (ρ.) 1: ελαττώνω, refinamiento [ρεφιναμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
μειώνω, περιορίζω, 2: υποτάσσω, λεπτότητα, εξευγενισμός
redundancia [ρεντουν'ντάνθια] (ουσΥ refinar [ρεφινάρ] (ρ.) διυλίζω, εκλε­
θηλ.) πλεονασμός περιττολογία, πτύνω, ραφινάρω,
redundante [ρεντουν'ντάν'τε] (επίθ.) refinería [ρεφινερία] (ουσΥθηλ.) διυ-
πλεονάζων, περιττός, λιοττήριο.
reelegir [ρεελεχίρ] (ρ.) επανεκλέγω, reflector [ρεφλεκτόρ] (ουσΥαρσ.) κά­
reembolsar [ρ ε εμ 'μ ττο λ σ ά ρ ] (ρ.) επι­ τοπτρο, ανακλαστήρας.
στρέφω χρήματα, εξοφλώ, reflejar [ρεφλεχάρ] (ρ.) αντανακλώ, αντι­
reemplazable [ρεεμ'πλαθάμπλε] (επίθ.) κατοπτρίζω,
αντικαταστάσιμος reflejo [ρεφλέχο] (ουσΥαρσ.) αντανά­
reemplazar [ρεεμ'πλαθάρ] (ρ.) αντικα- κλαση.
θιοττώ. reflexión [ρεφλεξιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
reemplazo [ρεεμ'πλάθο] (ουσΥαρσ.) αντανάκλαση, 2: συλλογισμός στο­

463
reflexionar

χασμός σκέψη, refrescar [ρεφρεσκάρ] (ρ.) δροσίζω,


reflexionar [ρεφλεξιονάρ] (ρ.) συλλο­ φρεσκάρω,
γίζομαι, στοχάζομαι, σκέπτομαι, refresco [ρεφρέσκο] (ουσΥαρσ.) ανα­
reflexivo [ρεφλεξίβο] (επίθ.) 1: στο­ ψυκτικό.
χαστικός σκεπτικός 2: (Γραμμ.) αυ­ refriega [ρεφριέγα] (ουσΥθηλ.) τσα­
τοπαθής. κωμός.
reflujo [ρεφλούχο] (ουσ./αρσ.) άμπω- refrigeración [ρεφριχεραθιόν] (ουσ./
τη. θηλ.) ψύξη.
refocilarse [ρεφοθιλάρσε] (ρ.) ξεφα­ refrigerador [ρεφριχεραδόρ] 1: (ουσΥ
ντώνω, γλεντάω, αρσ.) ψύκτης ψυγείο, 2: (επίθ.) ψυ­
reforma [ρεφόρμα] (ουσΥθηλ.) 1: με­ κτικός.
ταρρύθμιση, 2: αναμόρφωση, ανα­ refrigerar [ρεφριχεράρ] (ρ.) ψύχω, πα­
καίνιση, ανάπλαση, γώνω.
reformador [ρεφορμαδόρ] (ουσΥαρσ.) refuerzo [ρεφουέρθο] (ουσΥαρσ.) ενί­
1: μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής σχυση, βοήθεια,
reformar [ρεφορμάρ] (ρ.) 1: μεταρ­ refugiado [ρεφουχιάδο] 1: (ουσΥαρσ.)
ρυθμίζω, 2: αναμορφώνω, ανακαινί­ πρόσφυγας 2: (επίθ.) προσφυγικός.
ζω, 3: τροποποιώ, refugiarse [ρεφουχιάρσε] (ρ.) βρίσκω
reformatorio [ρεφορματόριο] (ουσΥ καταφύγιο, καταφεύγω,
αρσ.) αναμορφωτήριο, refugio [ρεφούχιο] (ουσΥαρσ.) κατα­
reformista [ρεφορμίστα] 1: (ουσΥαρσ. φύγιο.
+ θηλ.) μεταρρυθμιστής αναμορ­ refulgir [ρεφουλχίρ] (ρ.) λάμπω, αστρά­
φωτής 2: (επίθ.) μεταρρυθμιστικός φτω, ακτινοβολώ,
αναμορφωτικός, refundir [ρεφουν'ντίρ] (ρ.) 1: δια­
reforzado [ρεφορθάδο] (επίθ.) ενισχυ- σκευάζω, 2: περιέχω,
μένος. refunfuñar [ρεφουνφουνιάρ] (ρ.) μουρμου­
reforzar [ρεφορθάρ] (ρ.) ενισχύω, εντεί­ ρίζω, γκρΜάζω.
νω, ενδυναμώνω, refutable [ρεφουτάμπλε] (επίθ.) ανα-
refracción [ρεφρακθιόν] (ουσΥθηλ.) διά­ σκευάσιμος αντικρούσιμος.
θλαση. refutar [ρεφουτάρ] (ρ.) ανατρέπω, ανα-
refractar [ρεφρακτάρ] (ρ.) διαθλώ, σκευάζω, αντικρούω.
refractario [ρεφρακτάριο] (επίθ.) 1: άφλε­ regadera [ρεγαδέρα] (ουσΥθηλ.) πο­
κτος πυρίμαχος 2: αντιδραστικός τιστήρι.
αντενεργός regadío [ρεγαδίο] (επίθ.) ποτιστικός
refrán [ρεφράν] (ουσΥαρσ.) παροιμία, αρδευτικός,
refregar [ρεφρεγάρ] (ρ.) καθαρίζω με regalado [ρεγαλάδο] (επίθ.) 1: λεπτε­
γερό τρίψιμο, πίλεπτος ντελικάτος 2: χαρισμένος
refrenar [ρεφρενάρ] (ρ.) τιθασεύω, χα­ δωρεάν.
λιναγωγώ, συγκρατώ. regalar [ρεγαλάρ] (ρ.) δωρίζω, χαρίζω,
refrendar [ρεφρεν'ντάρ] (ρ.) 1: προσυ­ regalía [ρεγαλία] (ουσΥθηλ.) ηγεμονι­
πογράφω, συνυπογράφω, 2: εγκρί­ κά/βασιλικά προνόμια,
νω, επιδοκιμάζω, regaliz [ρεναλίθ] (ουσΥαρσ.) γλυκό-
refrescante [ρεφρεσκάν'τε] (επίθ.) δρο­ ριζα.
σιστικός. regalo [ραγάλο] (ουσΥαρσ.) δώρο.

464
regularmente

regañadientes [ρεγανιαδιέν'τες] (επίρρ.) καταχωρητής υποθηκοφύλακας,


• a regañadientes - απρόθυμα, registrar [ρεχιστράρ] (ρ.) 1: καταχω­
regañar [ρενανιάρ] (ρ.) μαλώνω, κα­ ρώ, εγγράφω, 2: ερευνώ, ψάχνω,
τσαδιάζω, registro [ρεχίστρο] (ουσΥαρσ.) 1: λη­
regar [ρεγάρ] (ρ.) ποτίζω, αρδεύω, ξιαρχείο, 2: καταχώρηση, εγγραφή,
regata [ρεγάτα] (ουσ,/θηλ.) 1: αυλάκι 3: έρευνα · registro de nacimientos
άρδευσης 2: ναυτικός αγώνας μι­ - μητρώο εγγραφών,
κρών σκαφών, regla [ρέγλα] (ουσΥθηλ.) 1: κανόνας
regate [ρεγάτε] (ουσΥαρσ.) απότομη 2: χάρακας 3: περίοδος · regla de
αλλαγή πορείας λοξοδρόμηση. circulación - κανόνες κυκλοφορίας
^βίββΓίρεγατεάρ] (ρ.) διαπραγματεύο­ reglamentación [ρεγλαμεχ/ταθιόν] (ουσΥ
μαι, παζαρεύω, θηλ.) κανονισμός διάταξη,
regateo [ρεγατέο] (ουσΥαρσ.) διαπραγ­ reglamentar [ρεγλαμεν^άρ] (ρ.) ορίζω
μάτευση, παζάρεμα, τους κανόνες ρυθμίζω, καθορίζω,
regazo [ρεγάθο] (ουσΥαρσ.) αγκαλιά, reglamentario [ρεγλαμεν'τάριο] (επίθ.)
regencia [ρεχένθια] (ουσΥθηλ.) αντι- κανονικός
βασιλεία. reglamento [ρεγλαμέν'το] (ουσΥαρσ.)
regeneración [ρεχενεραθιόν] (ουσΥθηλ.) σύνολο κανονισμών, διατάξεις,
αναδημιουργία, ανάπλαση, αναμόρ­ reglar [ρεγλάρ] (ρ.) κανονίζω, ρυθμί­
φωση, ανανέωση, ζω.
regenerar [ρεχενεράρ] (ρ.) αναδημιουρ­ regocijarse [ρεγοθιχάρσε] (ρ.) χαίρο­
γώ, αναπλάθω, αναμορφώνω, μαι, αναγαλλιάζω, ευθυμώ,
regentar [ρεχεν'τάρ] (ρ.) καταλαμβά­ regocijo [ρεγοθίχο] (ουσΥαρσ.) χαρά.
νω προσωρινά θέση. regodearse [ρεγοδεάρσε] (ρ.) διασκε­
regente [ρεχέν'τε] (ουσΥαρσ.) αντιβα­ δάζω, αστειεύομαι,
σιλέας. regodeo [ρεγοδέο] (ουσΥαρσ.) αστεϊ­
regicidio [ρεχιθίδιο] (ουσΥαρσ.) βασι- σμός (καθ.) καλαμπούρι,
λοκτονία. regordete [ρεγορδέτε] (επίθ.) ευτρα­
régimen [ρέχιμεν] (ουσΥαρσ.) 1: κα­ φής χοντρός,
θεστώς πολίτευμα 2: κανονισμός regresar [ρεγρεσάρ] (ρ.) επιστρέφω,
3: δίαιτα. επανέρχομαι,
regimiento [ρεχιμιέν*το] (ουσΥαρσ.) σύ­ regresivo [ρεγρεσίβο] (επίθ.) οπισθο-
νταγμα. δρομικός.
regio [ρέχιο] (επίθ.) 1: βασιλικός 2: με­ regreso [ρεγρέσο] (ουσΥαρσ.) επιστρο­
γαλοπρεπής μεγαλειώδης, φή, επάνοδος
región [ρεχιόν] (ουσΥθηλ.) περιοχή, regulación [ρεγουλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
ζώνη, περιφέρεια, ρύθμιση.
regionalista [ρεχιοναλίστα] (ουσΥαρσ.) regulador [ρεγουλαδόρ] (ουσΥαρσ.)
τοπικιστής. ρυθμιστής
regir [ρεχίρ] (ρ.) κυβερνώ, διοικώ, δι­ regular [ρεγουλάρ] 1: (ρ.) ρυθμίζω, 2:
ευθύνω. (επίθ.) 1: κανονικός τακτικός ομα­
registrado [ρεχιστράδο] (επίθ.) κατα- λός 2: μέτριος,
χωρημένος. regularmente [ρεγουλαρμένατε] (επίρρ.)
registrador [ρεχιοτραδόρ] (ουσΥαρσ.) τακτικά, κανονικά.

465
regurgitación

regurgitación [ρεγουρχιταθιόν] (ουσ./ reivindicar [ρεϊβιν'ντικάρ] (ρ.) 1: διεκ-


θηλ.) εμετός, δικώ, 2: επανακτώ,
regurgitar [ρεγουρχπάρ] (ρ.) κάνω εμε­ reja [ρέχα] (ουσ,/θηλ.) 1: κάγκελο, κι­
τό, ξερνάω. γκλίδωμα, 2: μεταλλικό εξάρτημα
rehabilitación [ρεαμπιλιταθιόν] (ουσ./ αρότρου, υνί.
θηλ.) αποκατάσταση, επανόρθωση, rejilla [ρεχίγια] (ουσΥθηλ.) 1: δικτυω-
rehabilitar [ρεαμπιλιτάρ] (ρ.) αποκα­ τό, καφάσι, 2: σχάρα αποσκευών,
θιστώ, επανορθώνω, rejón [ρεχόν] (ουσΥαρσ.) βουκέντρα.
rehacer [ρεαθέρ] (ρ.) 1: επαναλαμβά­ rejuvenecer [ρεχουβενεθέρ] (ρ.) ξανα­
νω, ξανακάνω, νιώνω, ανανεώνω, αναζωογονώ,
rehacerse [ρεαθέρσε] (ρ.) 1: ξεπερνώ, relación [ρελαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σχέ­
2: συνέρχομαι, αναρρώνω. ση, αναφορά, 2: αναλογία, 3: κατά­
rehén [ρεέν] (ουσΥαρσ.) όμηρος, λογος.
rehogar [ρεογάρ] (ρ.) τσιγαρίζω, κα­ relacionar [ρελαθιονάρ] (ρ.) σχετίζω,
βουρδίζω, relajación [ρελαχαθιόν] (ουσΥθηλ.) χα­
rehuir [ρεουίρ] (ρ.) αποφεύγω, λάρωση, λασκάρισμα.
rehusar [ρεουσάρ] (ρ.) αρνούμαι, απο­ relajamiento [ρελαχαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
ποιούμαι. χαλάρωση, ηρεμία,
reimpresión [ρεϊμ'πρεσιόν] (ουσΥθηλ.) relajar [ρελαχάρ] (ρ.) χαλαρώνω, λα­
ανατύπωση, επανέκδοση. σκάρω.
reimprimir [ρεϊμ'πριμίρ] (ρ.) ανατυπώ- relamerse [ρελαμέρσε] (ρ.) ξερογλεί­
νω, επανεκδίδω, φομαι, γλείφομαι,
reina [ρέινα] (ουσ,/θηλ.) βασίλισσα, relamido [ρελαμίδο] (επίθ.) 1: προ­
reinado [ρεϊνάδο] (ουσΥαρσ.) βασιλεία, σποιητός επιτηδευμένος επίπλα­
reinante [ρεϊνάν'τε] (επίθ.) βασιλεύων, στος 2: εξεζητημένος,
reinar [ρείνάρ] (ρ.) 1: βασιλεύω, 2: κυ­ relámpago [ρελάμ'παγο] (ουσΥαρσ.)
ριαρχώ, επικρατώ, 1: αστραπή, 2: λάμψη,
reincidir [ρεϊνθιδίρ] (ρ.) υποτροπιάζω, relampaguear [ρελαμπαγεάρ] (ρ.) αστρά­
ξαναπέφτω, ξανακυλώ, φτω, ακτινοβολώ,
reincorporarse [ρεϊνκορποράρσε] (ρ.) relatar [ρελατάρ] (ρ.) 1: αναφέρω, 2:
επανεντάσσομαι. αφηγούμαι, διηγούμαι,
reino [ρέϊνο] (ουσΥαρσ.) βασίλειο, relatividad [ρελατιβιδάδ] (ουσΥθηλ.)
reinstalar [ρεϊνσταλάρ] (ρ.) επανατο- σχετικότητα,
ποθετώ. relativo [ρελατίβο] (επίθ.) συναφής,
reintegrar [ρεϊν'τεγράρ] (ρ.) 1: αποκα­ σχετικός αναφορικός,
θιστώ, 2: επικυρώνω, 3: επιστρέφω, relato [ρελάτο] (ουσΥαρσ.) αφήγηση,
reír [ρεΐρ] (ρ.) γελώ. διήγηση, διήγημα,
reírse [ρεΐρσε] (ρ.) γελώ, κοροιδέυω, relegar [ρελεγάρ] (ρ.) παραμερίζω,
χλευάζω. εκτοπίζω,
reiterar [ρεϊτεράρ] (ρ.) επαναλαμβά­ relente [ρελέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: μού­
νω. χλα, 2: ατμοσφαιρική υγρασία,
reivindicación [ρεϊβιν'ντικαθιόν] (ουσΥ relevante [ρελεβάν'τε] (επίθ.) διαπρε­
θηλ.) 1: διεκδίκηση, 2: επανάκτηση, 3: πής, διακεκριμένος,
αποζημίωση. relevar [ρελεβάρ] (ρ.) 1: αντικαθιστώ,

466
remitir

2: απαλλάσω κάποιον από τα καθή- remar [ρεμάρ] (ρ.) κωπηλατώ,


κοντά του, 3: αλλάζω φρουρά, rematar [ρεματάρ] (ρ.) 1: αποτελειώ­
relicario [ρελικάριο] (ουσ./αρσ.) 1: λει­ νω, 2: απολήγω, καταλήγω, συμπε­
ψανοθήκη, 2: μεταλλιοθήκη, ραίνω, 3: σκοτώνω, 4: εκποιώ, ξε­
relevo [ρελέβο] (ουσΥαρσ.) 1: αντικα­ πουλάω.
ταστάτης, 2: αντικατάσταση, remate [ρεμάτε] (ουσΥαρσ.) 1: αποτε­
relieve [ρελιέβε] (ουσ,/αρσ.) ανάγλυ­ λείωμα, 2: τέλος 3: άκρη, 4: εκποίη­
φο. ση, ξεπούλημα,
religión [ρελιχιόν] (ουσΥθηλ.) θρησκεία, remedar [ρεμεδάρ] (ρ.) μιμούμαι,
religiosidad [ρελιχιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) remediable [ρεμεδιάμπλε] (επίθ.) 1:
θρησκευτικότητα, ευσέβεια, ευλά- ιάσιμος θεραπεύσιμος 2: επιδιορ-
βεια. θώσιμος επισκευάσιμος.
religioso [ρελιχιόσο] (επίθ.) θρησκευ­ remediar [ρεμεδιάρ] (ρ.) 1: επανορθώ­
τικός, θρησκευόμενος θρήσκος ευ­ νω, διορθώνω, επισκευάζω, 2: απο­
σεβής. φεύγω.
relinchar [ρελιντσάρ] (ρ.) χλιμιντρίζω, remedio [ρεμέδιο] (ουσΥαρσ.) 1: διόρ­
relincho [ρελίντσο] (ουσΥαρσ.) χλιμί- θωση, λύση, 2: φάρμακο, 3: θερα­
ντρισμα. πεία, ίαση.
reliquia [ρελίκια] (ουσΥθηλ.) λείψανο, rememorar [ρεμεμοράρ] (ρ.) ξαναθυ­
σκήνωμα, μάμαι, ανακαλώ στη μνήμη,
reloj [ρελόχ] (ουσΥαρσ.) ρολόι, remendar [ρεμεν'ντάρ] (ρ.) επιδιορ­
relojero [ρελοχέρο] (ουσΥαρσ.) ωρο- θώνω, μπαλώνω,
λογοποιός ρολογάς, remesa [ρεμέσα] (ουσΥθηλ.) αποστο­
reluciente [ρελουθιέν'τε] (επίθ.) αστρα­ λή εμπορεύματος παρτίδα, έμβα­
φτερός λαμπερός γυαλιστερός σμα.
relucir [ρελουθίρ] (ρ.) αστράφτω, λα­ remiendo [ρεμιέν'ντο] (ουσΥαρσ.) επι­
μποκοπώ, γυαλίζω, διόρθωση, μπάλωμα,
reluctante [ρελουκτάν'τε] (επίθ.) απρό­ remilgado [ρεμιλγάδο] (επίθ.) ναζιά­
θυμος. ρης γκρινιάρης,
relumbrar [ρελουμ'μπράρ] (ρ.) λάμπω, remilgo [ρεμίλγο] (ουσΥαρσ.) νάζι,
ακτινοβολώ, σκέρτσο.
rellano [ρεγιάνο] (ουσΥαρσ.) πλατύ­ reminiscencia [ρεμινισθένθια] (ουσΥ
σκαλο, κεφαλόσκαλο, θηλ.) ανάμνηση, αναπόληση,
rellenar [ρεκιενάρ] (ρ.) 1: ξαναγεμίζω, remirar [ρεμιράρ] (ρ.) επανεξετάζω,
2: γεμίζω, 3: συμπληρώνω, ξανακοιτάω.
relleno [ρεγιένο] (ουσΥαρσ.) γέμιση, remisamente [ρεμίσαμεν'τε] (επίρρ.)
remachar [ρεματσάρ] (ρ.) 1: επιμένω, απρόθυμα,
2: στερεώνω, 3: τονίζω, remisión [ρεμισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απο­
remanente [ρεμανέν^τε] (ουσΥαρσ.) υπό­ στολή, 2: παραπομπή,
λοιπο, περίσσευμα, remiso [ρεμίσο] (επίθ.) 1: απρόθυμος
remangar [ρεμανγκάρ] (ρ.) σηκώνω νωθρός 2: βραδυκίνητος,
τα μανίκια μου. remitente [ρεμιτέ>/τε] (ουσΥαρσ.) απο­
remanso [ρεμάνσο] (ουσΥαρσ.) απά­ στολέας.
νεμο μέρος. remitir [ρεμιτίρ] (ρ.) 1: αποστέλλω, 2:

467
παραπέμπω, 3: υποχωρώ, 4: δίνω renacuajo [ρενακουάχο] (ουσΥαρσ.)
άφεση. γυρίνος
remo [ρέμο] (ουσ,/αρσ.) κουπί, renal [ρενάλ] (επίθ.) νεφρικός,
remojar [ρεμοχάρ] (ρ.) διαποτίζω, rencilla [ρενθίγια] (ουσΥθηλ.) φιλονι­
μουσκεύω, κία, διαπληκτισμός.
remojo [ρεμόχο] (ουσΥαρσ.) μούσκε­ rencor [ρενκόρ] (ουσΥαρσ.) μνησικα-
μα, μούλιασμα. κία.
remolacha [ρεμολάτσα] (ουσΥθηλ.) rencoroso [ρενκορόσο] (επίθ.) μνησί­
σακχαρότευτλο, κοκκινογούλι, πα­ κακος μοχθηρός,
ντζάρι. rendición [ρεν'ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) πα­
remolcador [ρεμολκαδόρ] (ουσΥαρσ.) ράδοση.
ρυμουλκό, rendija [ρεν'ντίχα] (ουσΥθηλ.) σχισμή,
remolcar [ρεμολκάρ] (ρ.) ρυμουλκώ, ρωγμή, χαραμάδα,
remolino [ρεμολίνο] (ουσΥαρσ.) δίνη, rendimiento [ρεν'ντιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
στρόβιλος ρουφήχτρα, απόδοση, αποδοτικότητα.
remolonear [ρεμολονεάρ] (ρ.) αδρανώ, rendir [ρεν'ντίρ] (ρ.) 1: αποδίδω, 2: πα­
φυγοπονώ, ραδίδω, 3: καταπονώ, κουράζω, 4:
remolque [ρεμόλκε] (ουσΥαρσ.) 1: ρυ­ παράγω, αποδίδω, εκτελά καλά, 5:
μούλκηση, 2: ρυμουλκό, παρουσιάζω, 5: διαλύω, αραιώνω,
remontar [ρεμον'τάρ] (ρ.) 1: ξεπερνώ, rendirse [ρεν'ντίρσε] (ρ.) παραδίδο-
2: ανέρχομαι, 3: ανυψώνω, μαι, υποκύπτω, υποτάσσομαι,
remontarse [ρεμον'τάρσε] (ρ.) ανέρ­ renegado [ρενεγάδο] (ουσΥαρσ.) απο­
χομαι, ανάγομαι, στάτης αρνησίθρησκος,
remorder [ρεμορδέρ] (ρ.) προκαλώ renegar [ρενενάρ] (ρ.) 1: απαρνούμαι,
τύψεις βασανίζω τη συνείδηση, αποστρέφομαι, 2: αποστατώ, 3: γκρι-
remordimiento [ρεμορδιμιέν'το] (ουσΥ νιάζω.
αρσ.) τύψη, ανησυχία, renglón [ρενγκλόν] (ουσΥαρσ.) αρά­
remotamente [ρεμόταμεν'τε] (επίρρ.) δα, γραμμή, σειρά,
1: αόριστα, 2: αμυδρά, ανεπαίσθητα, reniego [ρενιέγο] (ουσ,/αρσ.) βλασφη­
(μτφ.) συγκεχυμένα, μία, βρισιά,
remoto [ρεμότο] (επίθ.) μακρινός reno [ρένο] (ουσΥαρσ.) τάρανδος
απόμακρος απώτερος renombrado [ρενομ'μπράδο] (επίθ.)
remover [ρεμοβέρ] (ρ.) 1: ανακατώνω, περίφημος διάσημος ξακουστός
ανακινώ, αναταράζω, 2: μετατοπίζω, επιφανής,
remozar [ρεμοθάρ] (ρ.) ανακαινίζω, renombre [ρενόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.)
ανανεώνω, φήμη, διασημότητα.
remuneración [ρεμουνεραθιόν] (ουσΥ renovación [ρενοβαθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) αμοιβή, ανταμοιβή, ανταπόδο­ 1: ανανέωση, 2: ανακαίνιση,
ση, αντάλλαγμα, renovar [ρενοβάρ] (ρ.) ανανεώνω, ανα­
remunerar [ρεμουνεράρ] (ρ.) ανταμεί­ καινίζω.
βω, επιβραβεύω, renquear [ρενκεάρ] (ρ.) κουτσαίνω,
renacer [ρεναθέρ] (ρ.) αναγεννιέμαι, χωλαίνω.
renacimiento [ρεναθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) renta [ρέν^α] (ουσΥθηλ.) 1: εισόδημα,
αναγέννηση. 2: μίσθωμα, 3: δημόσιο χρέος.

468
repliegue

rentabilidad [ρεν'ταμπιλιδάδ] (ουσ./ τρίζω.


θηλ.) αποδοτικότητα, παραγωγικό­ repecho [ρεπέτσο] (ουσΥαρσ.) 1: από­
τητα, αττοτελεσματικότητα. τομη πλαγιά, 2: ανηφόρα, 3: κατη­
rentable [ρεν'τάμπλε] (επίθ.) επικερ­ φόρα.
δής, προσοδοφόρος, αποδοτικός, repelente [ρεπελέν'τε] (επίθ.) απωθη­
παραγωγικός, τικός απεχθής αποκρουστικός.
renuncia [ρενούνθια] (ουσΥθηλ.) πα­ repeler [ρεπελέρ] (ρ.) απωθώ, απο­
ραίτηση, αποποίηση, αποκήρυξη, κρούω.
renunciar [ρενουνθιάρ] (ρ.) παραιτού­ repente [ρεπέν'τε] (επίρρ.) αιφνίδια,
μαι, αποποιούμαι, απαρνούμαι. ξαφνικά · de repente - ξαφνικά,
reñir [ρενίρ] (ρ.) επιπλήττω, μαλώνω, repentino [ρεπεν'τίνο] (επίθ.) αιφνί­
τσακώνομαι, διος απρόσμενος ξαφνικός,
reo [ρέο] (ουσΥαρσ.) κατηγορούμε­ repercusión [ρεπερκουσιόν] (ουσΥ
νος, ένοχος, θηλ.) αντίκτυπος απήχηση, επίπτω­
reorganización [ρεοργανιθαθιόν] (ουσΥ ση, επίδραση · de amplia repercusión
θηλ.) αναδιοργάνωση, - ευρείας απήχησης
reorganizar [ρεοργανιθάρ] (ρ.) ανα­ repercutir [ρεπερκουτίρ] (ρ.) αντηχώ,
διοργανώνω, αντανακλώ, επιδρώ,
reorientar [ρεοριεν'τάρ] (ρ.) επανα- repertorio [ρεπερτόριο] (ουσΥαρσ.) 1:
προσανατολίζω. ρεπερτόριο, 2: συλλογή, κατάλογος,
reparación [ρεπαραθιόν] (ουσΥθηλ.) repetición [ρεπετιθιόν] (ουσΥθηλ.)
επισκευή, επανόρθωση, επιδιόρθω­ επανάληψη,
ση. repetidamente [ρεπετίδαμεν'τε] (επίρρ.)
reparar [ρεπαράρ] (ρ.) 1: επισκευάζω, επανειλημμένα, επαναλαμβανόμενα
επανορθώνω, επιδιορθώνω, 2: λαμ­ συνεχώς
βάνω υπόψη, 3: παρατηρώ, repetir [ρεπετΙρ] (ρ.) επαναλαμβάνω,
reparo [ρεπάρο] (ουσΥαρσ.) 1: επι­ repicar [ρεπικάρ] (ρ.) χτυπώ (καμπά­
σκευή, ανακαίνιση, 2: παρατήρηση, να).
3: αντίρρηση, αντιλογία, 4: ενδοια­ repintar [ρεπιντάρ] (ρ.) ξαναβάφω,
σμός, επιφύλαξη, δισταγμός, repique [ρεπίκε] (ουσΥαρσ.) κωδωνο­
repartidor [ρεπαρτιδόρ] (ουσΥαρσ.) κρουσία,
διανομέας, repisa [ρεπίσα] (ουσΥθηλ.) ράφι.
repartir [ρεπαρτίρ] (ρ.) διανέμω, κατα­ replegable [ρεπλεγάμπλε] (επίθ.) πτυσ­
νέμω, μοιράζω, σόμενος.
reparto [ρεπάρτο] (ουσΥαρσ.) διανο­ replegarse [ρεπλεγάρσε] (ρ.) 1: απο-
μή, κατανομή, μοιρασιά, σπώμαι, αποκόβομαι, 2: υποχωρώ,
repasar [ρεπασάρ] (ρ.) 1: επανελέγχω, repleto [ρεπλέτο] (επίθ.) υπερπλήρης
2: επαναλαμβάνω, 3: ενισχύω, 4: ξα­ υπερφορτωμένος κεκορεσμένος,
ναπερνώ, 5: μπαλώνω, réplica [ρέπλικα] (ουσΥθηλ.) 1: αντα­
repaso [ρεπάσο] (ουσΥαρσ.) επανέ­ πάντηση, απόκριση, 2: αντίλογος 3:
λεγχος, επανάληψη, αντίγραφο,
repatriación [ρεπατριαθιόν] (ουσΥθηλ.) replicar [ρεπλικάρ] (ρ.) ανταπαντώ,
επαναπατρισμός, αντιλέγω, αντιμιλώ,
repatriar [ρεπατριάρ] (ρ.) επαναπα- repliegue [ρεπλιέγε] (ουσΥαρσ.) 1: σύ-

469
repoblación

μπτυξη, 2: υποχώρηση, 3: πτυχή, στικός κατασταλτικός,


repoblación [ρεπομπλαθιόν] (ουσ./ reprimenda [ρεπριμέν'ντα] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) 1: αναδάσωση, 2: επαναποικι- επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδιασμα.
σμός. reprimir [ρεπριμίρ] (ρ.) καταπιέζω, κα­
repoblar [ρεπομπλάρ] (ρ.) 1: αναδα- ταπνίγω, καταστέλλω,
σώνω, 2: επαναπσικίζω. reprobable [ρεπρομπάμπλε] (επίθ.)
repollo [ρεπόγιο] (ουσΥαρσ.) λάχανο, αξιόμεμπτος κατακριτέος,
reponer [ρεπονέρ] (ρ.) 1: επανατοπο- reprobar [ρεπρομπάρ] (ρ.) αποδοκι-
θετώ, αντικαθιστώ, 2: απαντώ, μάζω, κατακρίνω,
reponerse [ρεπονέρσε] (ρ.) αναρρώ- reprochable [ρεπροτσάμπλε] (επίθ.)
νω, συνέρχομαι, αξιόμεμπτος κατακριτέος,
reportaje [ρεπορτάχε] (ουσΥαρσ.) ρε­ reprochar [ρεπρουσάρ] (ρ.) μέμφομαι,
πορτάζ. κατηγορώ,
reportar [ρεπορτάρ] (ρ.) επιφέρω όφε­ reproche [ρεπρότσε] (ουσΥαρσ.) μομ­
λος ή ζημία, φή, κατηγορία, επιτίμηση,
reposar [ρεποσάρ] (ρ.) αναπαύομαι, reproducción [ρεπροντουκθιόν] (ουσΥ
reposición [ρεποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) θηλ.) αναπαραγωγή,
επανατοποθέτηση, reproducir [ρεπροντουθίρ] (ρ.) ανα­
reposo [ρεπόσο] (ουσΥαρσ.) ανάπαυ­ παράγω.
ση. reptar [ρεπτάρ] (ρ.) έρπω, σέρνομαι,
repostar [ρεποστάρ] (ρ.) ανεφοδιάζω. reptil [ρεπτίλ] (ουσΥαρσ.) ερπετό,
repostería [ρεποστερία] (ουσΥθηλ.) república [ρεπούμπλικα] (ουσΥθηλ.)
ζαχαροπλαστική, δημοκρατία,
repostero [ρεποστέρο] (ουσΥαρσ.) ζα­ republicano [ρεπουμπλικάνο] 1: (ουσΥ
χαροπλάστης, αρσ.) δημοκράτης 2: (επίθ.) δημο­
reprender [ρεπρεν'ντέρ] (ρ.) επιτιμώ, κρατικός.
επιπλήττω, κριτικάρω, repudiar [ρεπουδιάρ] (ρ.) απορρίπτω,
represalia [ρεπρεσάλια] (ουσΥθηλ.) αποκηρύσσω, αποστρέφομαι, απε-
αντίποινα, αντεκδίκηση, χθάνομαι.
representación [ρεπρεσεν'ταθιόν] (ουσΥ repuesto [ρεπουέστο] (ουσΥαρσ.) ανταλ­
θηλ.) 1: αντιπροσώπευση, 2: αντιπρο­ λακτικό.
σωπεία, 3: παράσταση, repugnancia [ρεπουγνάνθια] (ουσΥ
representante [ρεπρεσεν'τάν'τε] (ουσΥ θηλ.) απέχθεια, αποστροφή,
αρσ.+ θηλ.) αντιπρόσωπος εκπρό­ repugnante [ρεπουγνάν'τε] (επίθ.) αη­
σωπος. διαστικός απεχθής αποκρουστικός.
representar [ρεπρεσεν'τάρ] (ρ.) 1: αντι­ repugnar [ρεπουγνάρ] (ρ.) αηδιάζω,
προσωπεύω, εκπροσωπώ, 2: παριστά­ απωθώ, αποκρούω,
νω, 3: ανεβαίνω στη σκηνή, 4: παίζω, 5: repujar [ρεπουχάρ] (ρ.) σφυρηλατώ,
δείχνω. κατεργάζομαι,
representativo [ρεπρεσεν'τατίβο] (επίθ.) repulgar [ρεπουλγάρ] (ρ.) στριφώνω,
αντιπροσωπευτικός εκπροσωπευτικός repulsa [ρεπουλσα] (ουσΥθηλ.) απώ­
represión [ρεπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) κα­ θηση, απόκρουση,
ταπίεση, καταστολή, repulsión [ρεπουλσιόν] (ουσΥθηλ.)
represivo [ρεπρεσίβο] (επίθ.) καταπιε­ απέχθεια, αηδία, αντιπάθεια.

470
resguardo

repulsivo [ρεπουλσίβο] (επίθ.) απωθη­ rescate [ρεσκάτε] (ουσΥαρσ.) διάσω­


τικός αποκρουστικός. ση, λύτρα,
reputación [ρεπουταθιόν] (ουσ./θηλ.) rescindir [ρεσθιν'ντίρ] (ρ.) ακυρώνω,
φήμη, όνομα, αναιρώ.
reputado [ρεπουτάδο] (επίθ.) ξακου­ rescisión [ρεσθισιόν] (ουσΥθηλ.) ακύ­
στός φημισμένος, ρωση.
reputar [ρεπουτάρ] (ρ.) εκτιμώ, υπο­ rescoldo [ρεσκόλντο] (ουσΥαρσ.) χό­
λήπτομαι, σέβομαι, βολη, θράκα,
requebrar [ρεκεμπράρ] (ρ.) ερωτο­ resecar [ρεσεκάρ] (ρ.) 1: αποξηραίνω,
τροπώ, φλερτάρω, 2: ακρωτηριάζω,
requemar [ρεκεμάρ] (ρ.) καψαλίζω, resección [ρεσεκθιόν] (ουσΥθηλ.) ακρω­
τσουρουφλίζω, τηριασμός εκτομή.
requerimiento [ρεκεριμιέν'το] (ουσ./ reseco [ρεσέκο] (επίθ.) αποξηραμένος
αρσ.) 1: απαίτηση, 2: σύσταση, ξερός.
requerir [ρεκερίρ] (ρ.) απαιτώ, επιτάσ­ resentido [ρεσεν'τίδο] (επίθ.) χολωμέ-
σω, ζητώ, κλητεύω, νος πικραμένος,
requesón [ρεκεσόν] (ουσΥαρσ.) ανθό­ resentimiento [ρεσεν'τιμιέν'το] (ουσΥ
τυρο. αρσ.) μνησικακία, πικρία,
réquiem [ρέκιεμ] (ουσΥαρσ.) ρέκβιεμ, resentirse [ρεσεν'τίρσε] (ρ.) 1: εξασθε-
νεκρώσιμη ακολουθία, νώ, αποδυναμώνομαι, 2: υποφέρω,
requisa [ρεκίσα] (ουσΥθηλ.) 1: επίτα­ πονάω, 3: πικραίνομαι, 4: θυμώνω,
ξη, 2: επιθεώρηση, επόπτευση. reseña [ρεσένια] (ουσΥθηλ.) 1: περι­
requisar [ρεκισάρ] (ρ.) επιτάσσω, επι­ γραφή, 2: παρουσίαση, 3: επιθεώ-
βάλλω. ρηση.
requisito [ρεκισίτο] (ουσΥαρσ.) απαι- reseñar [ρεσενιάρ] (ρ.) 1: περιγράφω,
τούμενο, προσόν, 2: παρουσιάζω, 3: γράφω κριτική,
res [ρες] (ουσΥθηλ.) κτήνος, reserva [ρεσέρβα] (ουσΥθηλ.) 1: από­
resaca [ρεσάκα] (ουσ,/θηλ.) 1: αδια­ θεμα, εφεδρεία, ρεζέρβα, 2: κράτη­
θεσία μετά από μεθύσι, 2: ανακατω­ ση, 3: επιφύλαξη, διακριτικότητα,
σούρα. reservado [ρεσερβάδο] (επίθ.) 1: εγκρα­
resalado [ρεσαλάδο] (επίθ.) εύθυμος τής εσωστρεφής επιφυλακτικός 2:
ζωηρός κεφάτος, εμπιστευτικός απόρρητος,
resaltar [ρεσαλτάρ] (ρ.) 1: αναδεικνύο- reservar [ρεσερβάρ] (ρ.) 1: φυλάω,
μαι, 2: προβάλλω, τονίζω, κρατάω, κλείνω, 2: αποσιωπώ, κρύ­
resarcir [ρεσαρθίρ] (ρ.) αποζημιώνω, βω.
εξοφλώ. reservista [ρεσερβίστα] (ουσΥαρσ.) έφε­
resbaladizo [ρεσμπαλαδίθο] (επίθ.) δρος
ολισθηρός γλιστερός, resfriado [ρεσφριάδο] (ουσΥαρσ.) κρυο­
resbalarte) [ρεσμπαλάρ(σε)] (ρ.) ολισθαί­ λόγημα, καταρροή,
νω, γλιστρώ, resfriarse [ρεσφριάρσε] (ρ.) κρυολο­
resbalón [ρεσμπαλόν] (ουσΥαρσ.) ολίσθη­ γώ.
μα, γλίστρημα, resguardar [ρεσγουαρδάρ] (ρ.) προ­
rescatar [ρεσκατάρ] (ρ.) σώζω, διασώ­ στατεύω, προφυλάσσω.
ζω. resguardo [ρεσγουάρδο] (ουσΥαρσ.)

471
residencia

1: προστασία, 2: απόδειξη, 3: κατα­ ρίζω, 2: κάνω πλάτες,


φύγιο. respaldo [ρεσπάλδο] (ουσΥαρσ) 1:
residencia [ρεσιδένθια] (ουσΥθηλ.) 1: υποστήριξη, 2: πλάτη καθίσματος,
διαμονή, 2: κατοικία, εστία, respectivo [ρεσπεκτίβο] (επίθ.) αντί­
residente [ρεσιδέν'τε] (ουσΥαρσ.) δια- στοιχος, σχετικός,
μένων, κάτοικος, respecto [ρεσπέκτο] (επίρρ.) όσον
residir [ρεσιδίρ] 1: (ρ.) κατοικώ, δια­ αφορά, σχετικά · al respecto/respecto
μένω, 2: (απρ. ρ.) (en) συνίσταται, α- σχετικά με.
έγκειται. respetabilidad [ρεσπεταμπιλιδάδ] (ουσΥ
residuo [ρεσίδουο] (ουσΥαρσ.) υπό­ θηλ.) σεβασμιότητα,
λειμμα, απομεινάρι, κατάλοιπο, υπό­ respetable [ρεσπετάμπλε] (επίθ.) αξιο-
λοιπο. σέβαστος, σεβαστός σεβάσμιος,
resignación [ρεσιγναθιόν] (ουσΥθηλ.) respetar [ρεσπετάρ] (ρ.) σέβομαι, εκτι­
παραίτηση, μώ.
resignarse [ρεσιγνάρσε] (ρ.) παραδί- respeto [ρεσπέτο] (ουσΥαρσ.) σεβα­
δομαι, παραιτούμαι, υποκύπτω, σμός εκτίμηση,
resistencia [ρεσιστένθια] (ουσΥθηλ.) respetuoso [ρεσπετουόσο] (επίθ.) που
1: αντίσταση, εναντίωση, 2: αντοχή, αποδίδει σεβασμό, ευσεβής,
3: δύναμη, respingo [ρεσπίνγο] (ουσΥαρσ.) 1:
resistente [ρεσιστέν'τε] (επίθ.) αναιρε- αναπήδηση, 2: τράβηγμα,
σίβλητος ανθεκτικός, respiración [ρεσπιραθιόν] (ουσΥθηλ.)
resistir [ρεσιστίρ] (ρ.) αντέχω, ανθί­ 1: αναπνοή, ανάσα, 2: αερισμός,
σταμαι, αντιστέκομαι, respiradero [ρεσπιραδέρο] (ουσΥ
resistirse [ρεσιστίρσε] (ρ.) αντιστέκο­ αρσ.) εξαεριστήρας αεραγωγός,
μαι, αντιδρώ, αποκρούω, respirar [ρεσπιράρ] (ρ.) αναπνέω, ανα­
resol [ρεσόλ] (ουσΥαρσ.) λάμψη και σαίνω.
θερμότητα ήλιου, respiratorio [ρεσπιρατόριο] (επίθ.) ανα­
resolución [ρεσολουθιόν] (ουσΥθηλ.) πνευστικός
1: απόφαση, 2: αποφασιστικότητα, respiro [ρεοπτίρο] (ουσΥαρσ.) ανάσα,
3: επίλυση, αναπνοή.
resolver [ρεσολβέρ] (ρ.) 1: αποφασίζω, resplandecer [ρεσπλανντεθέρ] (ρ.) λά­
2: λύω, επιλύω, μπω, ακτινοβολώ,
resollar [ρεσογιάρ] (ρ.) ασθμαίνω, ανα­ resplandeciente [ρεσπλαν'ντεθιέν'τε]
πνέω. (επίθ.) λαμπερός αστραφτερός,
resonancia [ρεσονάνθια] (ουσΥθηλ.) resplandor [ρεσπλαν'ντόρ] (ουσΥαρσ.)
απήχηση, αντίκτυπος, αντήχηση. λάμψη.
resonar [ρεσονάρ] (ρ.) απηχώ, αντη­ responder [ρεσπον'ντέρ] (ρ.) απαντώ,
χώ. αποκρίνομαι, ανταποκρίνομαι,
resoplar [ρεσοπλάρ] (ρ.) ξεφυσώ. respondón [ρεσπον'ντόν] 1: (ουσΥ
resoplido [ρεσοπλίδο] (ουσΥαρσ.) ξε- αρσ.) αντιρρησίας 2: (επίθ.) αυθά­
φύσημα, αγκομαχητό, δης
resorte [ρεσόρτε] (ουσΥαρσ.) ελατή­ responsabilidad [ρεσπονσαμπιλιδάδ]
ριο. (ουσΥθηλ.) ευθύνη,
respaldar [ρεσπαλδάρ] (ρ.) 1: υποστη­ responsable [ρεσπονσάμπλε] (επίθ.)

472
retirarse

υπεύθυνος υπαίτιος υπόλογος, 2: καταλήγω,


respuesta [ρεσπουέστα] (ουσΥθηλ.) resumen [ρεσούμεν] (ουσΥαρσ.) περί­
απάντηση, ανταπόκριση, ληψη, ανακεφαλαίωση, σύνοψη,
resquebrajar [ρεσκεμπραχάρ] (ρ.) resumir [ρεσουμίρ] (ρ.) ανακεφαλαιώ-
θραύω, σχίζω, νω, συνοψίζω,
resquemor [ρεσκεμόρ] (ουσΥαρσ.) καη­ resurgimiento [ρεσουρχιμιέν'το] (ουσΥ
μός (καθ.) ντέρτι, αρσ.) 1: αναβίωση, 2: επανεμφάνιση,
resquicio [ρεσκίθιο] (ουσΥαρσ.) χαρα­ resurgir [ρεσουρχίρ] (ρ.) 1: επανεμφα­
μάδα. νίζομαι, 2: αναβιώνω,
restablecer [ρεσταμπλεθέρ] (ρ.) απο­ resurección [ρεσουρεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
καθιστώ, επανορθώνω, επαναφέρω, ανάσταση,
restante [ρεστάν'τε] (επίθ.) υπολειπό- retaguardia [ρεταγουάρδια] (ουσΥ
μενος. θηλ.) οπισθοφυλακή,
restar [ρεστάρ] (ρ.) αφαιρώ, μειώνω, retahila [ρεταΐλα] (ουσΥθηλ.) αλλη­
restauración [ρεσταουραθιόν] (ουσΥ λουχία, σειρά,
θηλ.) αποκατάσταση, επανόρθωση, retal [ρετάλ] (ουσΥαρσ.) ρετάλι,
restaurante [ρεσταουράν'τε] (ουσΥαρσ.) retar [ρετάρ] (ρ.) προκαλώ,
εστιατόριο, retardar [ρεταρδάρ] (ρ.) επιβραδύνω,
restaurar [ρεσταουράρ] (ρ.) αποκαθι­ καθυστερώ,
στώ, επαναφέρω, retardo [ρετάρδο] (ουσΥαρσ.) επιβρά­
restitución [ρεστιτουθιόν] (ουσΥθηλ.) δυνση, καθυστέρηση,
1: απόδοση, 2: αποκατάσταση, retemblar [ρετεμ'μπλάρ] (ρ.) ριγώ,
restituir [ρεστιτουίρ] (ρ.) 1: αποδίδω, τρέμω.
2: αποκαθιστώ, retención [ρετενθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πα­
resto [ρέστο] (ουσΥαρσ.) υπόλοιπο, ρακράτηση, ανάσχεση, 2: αφαίρεση,
κατάλοιπο, απομεινάρι, υπόλειμμα, μείωση, 3: μνημονικό, μνήμη,
restregar [ρεστρεγάρ] (ρ.) τρίβω, retener [ρετενέρ] (ρ.) συγκροτώ, παρακρα­
restricción [ρεστρικθιόν] (ουσΥθηλ.) τώ.
περιορισμός περιστολή, reticencia [ρετιθένθια] (ουσΥθηλ.) 1:
restrictivo [ρεστρικτίβο] (επίθ.) περιο­ υπαινιγμός 2: αποσιώπηση,
ριστικός περισταλτικός, reticente [ρετιθέν'τε] (επίθ.) 1: υπαινι­
restringir [ρεστρινχίρ] (ρ.) περιορίζω, κτικός 2: παραπλανητικός παραπει­
περιστέλλω, στικός.
restriñir [ρεστρινίρ] (ρ.) φράζω, βου­ retina [ρετίνα] (ουσΥθηλ.) αμφιβλη­
λώνω. στροειδής χιτώνας
resucitar [ρεσουθιτάρ] (ρ.) ανασταίνω, retiñir [ρετινίρ] (ρ.) αντηχώ στ' αυτιά,
αναβιώνω, retirada [ρετιράδα] (ουσΥθηλ.) οπι­
resuello [ρεσγουέγιο] (ουσΥαρσ.) ανά­ σθοχώρηση, υποχώρηση,
σα, λαχάνιασμα, retirado [ρετιράδο] 1: (ουσΥαρσ.) συ­
resuelto [ρεσουέλτο] (επίθ.) αποφασι­ νταξιούχος 2: (επίθ.) απομονωμέ­
σμένος. νος απομακρυσμένος,
resultado [ρεσουλτάδο] (ουσΥαρσ.) retirar [ρετιράρ] (ρ.) απομακρύνω, απο-
αποτέλεσμα, συνέπεια, επακόλουθο, τραβώ, αποσύρω,
resultar [ρεσουλτάρ] (ρ.) 1ττροκύπτω, retirarse [ρετιράρσε] (ρ.) 1: αποτρα-

473
retiro

βιέμαι, αποσύρομαι, 2: συνταξιοδο- retraso [ρετράσο] (ουσΥαρσ.) καθυ­


τοΰμαι. στέρηση, επιβράδυνση,
retiro [ρετίρο] (ουσΥαρσ.) 1: απόσυρ­ retratar [ρετρατάρ] (ρ.) 1: προσωπο­
ση, 2: σύνταξη, γραφώ, 2: φωτογραφίζω, απεικονί­
reto [ρέτο] (ουσΥαρσ.) πρόκληση, ζω.
retocar [ρετοκάρ] (ρ.) ρετουσάρω, επι­ retrato [ρετράτο] (ουσΥαρσ.) 1: προ­
διορθώνω, τακτοποιώ, σωπογραφία, πορτρέτο, 2: φωτο­
retoño [ρετόνιο] (ουσΥαρσ.) βλαστός, γραφία, απεικόνιση,
βλαστάρι, retreta [ρετρέτα] (ουσΥθηλ.) ανακλη-
retoque [ρετόκε] (ουσΥαρσ.) ρετου­ τήριο σάλπισμα,
σάρισμα, επεξεργασία, retrete [ρετρέτε] (ουσΥαρσ.) αποχω­
retorcer [ρετορθέρ] (ρ.) 1: στρέφω, 2: ρητήριο, τουαλέτα,
στραγγίζω, στίβω. retribución [ρετριμπουθιόν] (ουσΥ
retorcimiento [ρετορθιμιέν'το] (ουσΥ θηλ.) αμοιβή, πληρωμή,
αρσ.) στρίψιμο, retribuir [ρετριμπουίρ] (ρ.) αμείβω,
retórica [ρετόρικα] (ουσΥθηλ.) ρητο­ πληρώνω, εξοφλώ,
ρική. retroactivo [ρετροακτίβο] (επίθ.) ανα­
retomar [ρετορνάρ] (ρ.) επανακάμπτω, δρομικός ανάστροφος,
επιστρέφω, επανέρχομαι, retroceder [ρετροθεδέρ] (ρ.) οπισθο­
retomo [ρετόρνο] (ουσΥαρσ.) επανά- χωρώ, υποχωρώ,
καμψη, επιστροφή, retroceso [ρετροθέσο] (ουσΥαρσ.) 1:
retortijón [ρετορτιχόν] (ουσΥαρσ.) οπισθοχώρηση, οπισθοδρόμηση, 2:
σπασμός, ύφεση.
retozar [ρετοθάρ] (ρ.) χοροπηδώ, retrógrado [ρετρόγραδο] (επίθ.) οπι-
retractación [ρετρακταθιόν] (ουσ./ σθοδρομικός αναχρονιστικός
θηλ.) ανάκληση, αναίρεση, retropropulsión [ρετροπροπουλσιόν]
retractar [ρετρακτάρ] (ρ.) ανακαλώ, (ουσΥθηλ.) αεριώθηση,
αναιρώ. retrospección [ρετροσπεκθιόν] (ουσ./
retraerse [ρετραέρσε] (ρ.) αποτραβιέ- θηλ.) αναδρομή, ανασκόπηση,
μαι, αποσύρομαι, παραιτούμαι, retrospectivo [ρετροσπεκτίβο] (επίθ.)
retrafdo [ρετραΐδο] (επίθ.) συνεσταλ­ αναδρομικός,
μένος εσωστρεφής μαζεμένος, retrovisor [ρετροβισόρ] (ουσΥαρσ.)
retraimiento [ρετραϊμιέν'το] (ουσΥαρσ.) καθρέφτης αυτοκινήτου,
1: απόσυρση, αποτράβηγμα, 2: συστο­ retruécano [ρετρουέκανο] (ουσΥαρσ.)
λή, επιφυλακτικότητα. λογοπαίγνιο,
retransmisión [ρετρανσμισιόν] (ουσΥ retumbar [ρετουμ'μπάρ] (ρ.) αντηχώ,
θηλ.) αναμετάδοση, reuma [ρέουμα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ρευ­
retransmitir [ρετρανσμιτίρ] (ρ.) ανα­ ματισμός
μεταδίδω, reumático [ρεουμάτικο] (επίθ.) ρευ­
retrasado [ρετρασάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) ματικός.
διανοητικά καθυστερημένο άτομο, reumatismo [ρεουματίσμο] (ουσΥαρσ.)
2: (επίθ.) καθυστερημένος, ρευματισμός,
retrasar [ρετρασάρ] (ρ.) καθυστερώ, reunión [ρεουνιόν] (ουσΥθηλ.) 1: συ­
επιβραδύνω. γκέντρωση, συνάθροιση, 2: συνε­

474
δρίαση. αρσ.) επένδυση, επικάλυψη,
reunir [ρεσυνίρ] (ρ.) συγκεντρώνω, συ­ revestir [ρεβεστίρ] (ρ.) επενδύω, επι­
νενώνω, συναθροίζω, καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω,
revalorizar [ρεβαλοριθάρ] (ρ.) ανατι- reviejo [ρεβιέχο] (επίθ.) παμπάλαιος,
μώ, αναπροσαρμόζω, revisar [ρεβισάρ] (ρ.) 1: επιθεωρώ, 2:
revancha [ρεβάντσα] (ουσ./θηλ.) ρε­ επιμελούμαι, 3: αναθεωρώ,
βάνς αντεκδίκηση, revisión [ρεβισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επι­
revanchismo [ρεβαν'τσίσμο] (ουσ./ θεώρηση, 2: τσεκάπ, 3: επιμέλεια,
αρσ.) ρεβανσισμός, διόρθωση, 4: αναθεώρηση,
revelación [ρεβελαθιόν] (ουσΥθηλ.) revisionista [ρεβισιονίστα] 1: (ουσΥ
αποκάλυψη, φανέρωση, αρσ.) ρεβιζιονιστής 2:(επίθ.) ρεβιζιο-
revelado [ρεβελάδο] (ουσ,/αρσ.) εμ­ νιστικός.
φάνιση φωτογραφικών φιλμ. revisor [ρεβισόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ελε­
revelar [ρεβελάρ] (ρ.) 1: αποκαλύπτω, γκτής 2: επιμελητής 3: επιθεωρη­
2: φανερώνω, 3: εμφανίζω φωτογρα­ τής.
φία. revista [ρεβίστα] (ουσΥθηλ.) 1: επιθεώ­
revender [ρεβεν'ντέρ] (ρ.) μεταπωλώ. ρηση, έλεγχος 2: περιοδικό,
reventar [ρεβεν'τάρ] (ρ.) 1: σκάω, 2: revitalizar [ρεβιταλιθάρ] (ρ.) αναζωο­
σπάω, 3: εξουθενώνω, κουράζω, γονώ.
reventón [ρεβεν'τόν] (ουσ,/αρσ.) σκά­ revivir [ρεβιβίρ] (ρ.) ξαναζωντανεύω,
σιμο, έκρηξη, ξαναζώ, ανασταίνω.
reverberación [ρεβερμπεραθιόν] (ουσΥ revocación [ρεβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) αντήχηση, αντανάκλαση, ανάκληση, άρση, ακύρωση,
reverberar [ρεβερμπεράρ] (ρ.) αντη­ revocar [ρεβοκάρ] (ρ.) ανακαλώ,
χώ, αντανακλώ, revolcarse [ρεβολκάρσε] (ρ.) κυλιέμαι,
reverdecer [ρεβερντεθέρ] (ρ.) αναζωο­ στριφογυρίζω,
γονώ. revolotear [ρεβολοτεάρ] (ρ.) 1: φτε-
reverencia [ρεβερένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ρουγίζω, 2: πετώ.
ευσέβεια, σεβασμός 2: υπόκλιση, revoloteo [ρεβολοτέο] (ουσΥαρσ.)
reverendo [ρεβερέν'ντο] 1: (ουσ./ φτερούγισμα.
αρσ.) αιδεσιμότατος 2: (επίθ.) σεβά­ revoltijo [ρεβολτίχο] (ουσΥαρσ.) ανα­
σμιος. κατωσούρα, σύγχυση, αναταραχή,
reverente [ρεβερέν'τε] (επίθ.) ευσε­ revoltoso [ρεβολτόσο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
βής ευλαβής, άτακτος ταραχοποιός ταραξίας
reversible [ρεβερσίμπλε] (επίθ.) ανα- revolución [ρεβολουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
στρεφόμενος αντιστρεπτός, επανάσταση, εξέγερση, 2: περιστρο­
reverso [ρεβέρσο] (ουσΥαρσ.) 1: ανά­ φή.
ποδη όψη, 2: ανάστροφος χαστού­ revolucionar [ρεβολουθιονάρ] (ρ.) επα­
κι. ναστατώ.
revés [ρεβές] (ουσΥαρσ.) 1: ανάποδη revolucionario [ρεθολουθιονάριο] 1:
πλευρά, 2: χαοττούκι, 3: μεταστροφή, (ουσΥαρσ.) επαναστάτης 2: (επίθ.)
4: οπισθοδρόμηση · al revés- αντίθε­ επαναστατικός,
τα/ανάποδα, revólver [ρεβόλβερ] (ουσΥαρσ.) περί­
revestimiento [ρεβεστιμιέν'το] (ουσ./ στροφο.

475
revolver

revolver [ρεβολβέρ] (ρ.) 1: ανακα­ riesgo [ριέσγο] (ουσΥαρσ.) ρίσκο, κίν­


τεύω, αναστατώνω, 2: περιφέρομαι, δυνος.
στριφογυρίζω, rifa [ρίφα] (ουσΥθηλ.) κλήρωση, λο­
revuelco [ρεβουέλκο] (ουσΥαρσ) κου­ ταρία.
τρουβάλα, τούμπα. rifar [ριφάρ] (ρ.) κληρώνω,
revuelo [ρεβουέλο] (ουσΥαρσ.) 1: ανα­ rifle [ρίφλε] (ουσΥαρσ.) τουφέκι,
στάτωση, ταραχή, 2: φτερούγισμα. rigidez [ριχιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ακαμ­
revuelta [ρεβγουέλτα] (ουσΥθηλ.) 1: ψία, 2: αυστηρότητα, σκληρότητα,
μεταβολή, 2: αναταραχή, εξέγερση, rígido [ρίχιδο] (επίθ.) 1: άκαμπτος 2:
revuelto [ρεβγουέλτο] (επίθ.) 1: ανα­ αυστηρός σκληρός,
κατεμένος, 2: εξεγερμένος ξεσηκω­ rigor [ριγόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αυστηρό­
μένος. τητα, σκληρότητα, 2: ακρίβεια, σχο­
rey [ρέι] (ουσΥαρσ.) βασιλιάς, λαστικότητα,
reyerta [ρεγιέρτα] (ουσΥθηλ.) καβγάς, riguroso [ριγουρόσο] (επίθ.) 1: αδιάλ­
διαπληκτισμός τσακωμός, λακτος αυστηρός σκληρός 2: ακρι­
rezagarse [ρεθαγάρσε] (ρ.) μένω πίσω, βής λεπτομερής,
υστερώ, rima [ρίμα] (ουσΥθηλ.) ομοιοκαταλη­
rezar [ρεθάρ] (ρ.) προσεύχομαι, ξία, ρίμα.
rezo [ρέθο] (ουσΥαρσ.) προσευχή, rimar [ριμάρ] (ρ.) ομοιοκαταληκτώ,
ría [ρία] (ουσΥθηλ.) φιόρδ. rimbombante [ριμ'μπον'μπάν'τε] (επίθ.)
riacho [ριάτσο] (ουσΥαρσ.) ρυάκι, πομπώδης στομφώδης θορυβώδης
riada [ριάδα] (ουσΥθηλ.) πλημμύρα, rincón [ρινκόν] (ουσΥαρσ.) γωνία εσω­
πλημμυρίδα, τερική.
ribera [ριμπέρα] (ουσΥθηλ.) όχθη, ακτή, rinoceronte [ρινοθερόν'τε] (ουσΥαρσ.)
παραλία. ρινόκερος
ribereño [ριμπερένιο] (επίθ.) παρόχθιος, riña [ρίνια] (ουσΥθηλ.) φιλονικία, λο-
rico [ρίκο] (επίθ.) 1: πλούσιος 2: γευ­ γομαχία, διαπληκτισμός.
στικός · ser rico - είμαι πλούσιος · riñón [ρινιόν] (ουσΥαρσ.) νεφρό,
estar rico - είναι γευστικό, río [pío] (ουσΥαρσ.) 1: ποτάμι, 2: ρεύμα
rictus [ρίκτους] (ουσΥαρσ.) μορφα­ (ποταμού).
σμός, γκριμάτσα. riqueza [ρικέθα] (ουσΥθηλ.) πλούτος,
ridiculez [ριδικουλέθ] (ουσΥθηλ.) γε­ risa [ρίσα] (ουσΥθηλ.) γέλιο,
λοιότητα. risco [ρίσκο] (ουσΥαρσ.) απόκρημνος
ridiculizar [ριδικουλιθάρ] (ρ.) γελοιο­ βράχος.
ποιώ, εξευτελίζω, risibilidad [ρισιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
ridiculo [ριδίκουλο] 1: (ουσΥαρσ.) ρε- γελοιότητα,
ζίλι, ρεντίκολο, 2: (επίθ.) γελοίος risible [ρισίμπλε] (επίθ.) γελοίος αστεί­
(μτφ.) καραγκιόζης, ος κωμικός,
riego [ριέγο] (ουσΥαρσ.) πότισμα, άρ­ risotada [ρισοτάδα] (ουσΥθηλ.) καγ­
δευση. χασμός σαρκαστικό γέλιο,
riel [ριέλ] (ουσΥαρσ.) 1: σιδηρόδρο­ ristra [ρίστρα] (ουσΥθηλ.) αρμαθιά,
μος 2: σιδηροτροχιά, σειρά όμοιων πραγμάτων,
rienda [ριέν'ντα] (ουσΥθηλ.) χαλινάρι, risueño [ρισουένιο] (επίθ.) χαμογελα­
γκέμι. στός γελαστός χαρωπός.

476
romper

rítmico [ρίτμικο] (επίθ.) ρυθμικός, σμα (ταινίας), 2: γύρισμα τροχών,


ritmo [ρΙτμο] (ουα/αρσ.) ρυθμός, μέ­ rodar [ροδάρ] (ρ.) 1: κυλώ, περιστρέ­
τρο. φω, στριφογυρίζω, 2: κινηματογρα-
rito [ρίτο] (ουσΥαρσ.) ιεροτελεστία, τε­ φώ, γυρίζω ταινία,
λετουργία, rodear [ροδεάρ] (ρ.) περικυκλώνω, πε­
ritual [ριτουάλ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) τε­ ριβάλλω, περιστοιχίζω,
λετουργικός, rodeo [ροδέο] (ουσΥαρσ.) 1: γύρος
rival [ριβάλ] (ουσΥαρσ.) αντίπαλος αντί­ περιστροφή, 2: παράκαμψη, 3: μάν-
ζηλος ανταγωνιστής δρισμα ζώων.
rivalidad [ριβαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αντα­ rodilla [ροδίγια] (ουσΥθηλ.) γόνατο,
γωνισμός αντιζηλία, rodillo [ροδίγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: κύλιν­
rivalizar [ριβαλιθάρ] (ρ.) ανταγωνίζο­ δρος έλαστρο, 2: πλάστης,
μαι. roedor [ροεδόρ] (ουσΥαρσ.) τρωκτι­
rizado [ριθάδο] (επίθ.) κατσαρός σγου­ κό.
ρός · pelo rizado - σγουρό μαλλιά, roer [ροέρ] (ρ.) 1: ροκανίζω, 2: (μτφ.)
rizar [ριθάρ] (ρ.) 1: σγουραίνω, κατσα­ κατατρώω.
ρώνω, 3: ρυτιδώνω, rogar [ρογάρ] (ρ.) ικετεύω, παρακαλώ,
rizo [ρίθο] (ουσΥαρσ.) 1: μπούκλα, 2: rojear [ροχεάρ] (ρ.) κοκκινίζω,
βρόχος 3: ύφαλος rojizo [ροχίθο] (επίθ.) ερυθρωπός
robar [ρομπάρ] (ρ.) κλέβω, ληστεύω, κοκκινωπός,
roble [ρόμπλε] (ουσΥαρσ.) βελανιδιά, rojo [ρόχο] (επίθ.) κόκκινος ερυθρός
δρυς. άλικος.
roblón [ρομπλόν] (ουσΥαρσ.) πιρτσίνι. rollizo [ρογίθο] (επίθ.) 1: στρογγυλός
robo [ρόμπο] (ουσΥαρσ.) κλοπή, λη­ 2: στρουμπουλός,
στεία. rollo [ρόγιο] 1: (ουσΥαρσ.) 1: ρολό, 2:
robustecer [ρομπουστεθέρ] (ρ.) ισχυ­ μπελάς 3: μπέρδεμα, 4: πλήξη •¡qué
ροποιώ, δυναμώνω, rollo l- τ ι μπέρδεμα!, 2: (επίθ.) πληκτι­
robusto [ρομπούστο] (επίθ.) εύρω­ κός βαρετός
στος δυνατός ρωμαλέος, romance [ρομάνθε] 1: (ουσΥαρσ.) ει­
roca [ρόκα] (ουσΥθηλ.) βράχος, δύλλιο, ρομάντζο, 2: (επίθ.) λατινο­
roce [ρόθε] (ουσΥαρσ.) 1: τρίψιμο, τρι­ γενής
βή, 2: στενή επαφή, οικειότητα, 3: romántico [ρομάν/τικο] (επίθ.) ρομα­
(μτφ.) προστριβή, ντικός ειδυλλιακός,
rociada [ροθιάδα] (ουσΥθηλ.) ράντι- rombo [ρόμ'μπο] (ουσΥαρσ.) ρόμβος,
σμα, ψιχάλισμα, ψεκασμός, romería [ρομερία] (ουσΥθηλ.) 1: προ­
rociar [ροθιάρ] (ρ.) ραντίζω, ψιχαλίζω, σκύνημα, 2: όχλος μάζα.
ψεκάζω. romero [ρομέρο] (ουσΥαρσ.) 1: δεν-
rocín [ροθίν] (ουσΥαρσ.) ψοφάλογο. δρολίβανο, 2: προσκυνητής,
rocío [ροθίο] (ουσΥαρσ.) 1: ψιχάλα, rompecabezas [ρομ'πεκαμπέθας] (ουσΥ
δροσοσταλίδα, 2: δροσιά, αρσ.) σπαζοκεφαλιά,
rocoso [ροκόσο] (επίθ.) βραχώδης, rompeolas [ρομ'πεόλας] (ουσΥαρσ.)
rodaja [ροδάχα] (ουσΥθηλ.) φέτα, ρο­ κυματοθραύστης,
δέλα. romper [ρομ'πέρ] (ρ.) 1: σπάω, 2: σκί­
rodaje [ροδάχε] (ουσΥαρσ.) 1: γύρι­ ζω, 3: χαλάω, καταστρέφω, διαλύω,

477
rompiente

4: ενοχλώ, 5: χωρίζω (σχέση). rosal [ροσάλ] (ουσΥαρσ.) τριανταφυλ­


rompiente [ρομ'πιέν'τε] (ουσ,/αρσ.) λιά.
ύφαλος ξέρα. rosaleda [ροσαλέδα] (ουσΥθηλ.) φυ­
ron [ρον] (ουσ,/αρσ.) ρούμι, τεία από τριανταφυλλιές ροδώνας,
roncar [ρονκάρ] (ρ.) ροχαλίζω, rosario [ροσάριο] (ουσ,/αρσ.) κομπο­
ronco [ρόνκο] (επίθ.) βραχνός σκοίνι, ροζάριο,
roncha [ρόντσα] (ουσ./θηλ.) 1: φλύ­ rosca [ρόσκα] (ουσΥθηλ.) 1: κρίκος,
κταινα, 2: πρήξιμο στο δέρμα, δακτύλιος, 2: περιστροφή βίδας 3:
ronda [ρόν'ντα] (ουσ./θηλ.) 1: περίπο­ κουλούρα ψωμιού, κουλούρι, 4: κλί­
λος 2: καντάδα, 3: γύρος 4: κέρα­ κα.
σμα. rostro [ρόστρο] (ουσΥαρσ.) πρόσωπο,
rondar [ρον'ντάρ] (ρ.) 1: περιπολώ, πε­ όψη, φάτσα,
ριτριγυρίζω, 2: φλερτάρω, 3: κάνω rotación [ροταθιόν] (ουσΥθηλ.) πε­
καντάδα. ριστροφή,
rondón [ρον'ντόν] (επίρρ.) απρόσμε­ roto [ρότο] (επίθ.) σπασμένος σκισμέ­
να, ξαφνικά, απροειδοποίητα · de νος, χαλασμένος τσακισμένος,
rondón - απροειδοποίητα, rótula [ρότουλα] (ουσ,/θηλ.) επιγονα­
ronquear [ρονκεάρ] (ρ.) βραχνιάζω, τίδα.
ronquera [ρονκέρα] (ουσΥθηλ.) βρα­ rotulador [ροτουλαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
χνάδα, βράχνιασμα. μαρκαδόρος,
ronquido [ρονκίδο] (ουσΥαρσ.) ροχα­ rotular [ροτουλάρ] (ρ.) 1: επιγράφω,
λητό. τιτλοφορώ, 2: μαρκάρω.
ronronear [ρονρονεάρ] (ρ.) γουργου­ rótulo [ρότουλο] (ουσΥαρσ.) επιγρα­
ρίζω. φή, ετικέτα, τίτλος ταμπέλα,
ronroneo [ρονρονέο] (ουσΥαρσ.) γουρ- rotundo [ροτούν'ντσ] (επίθ.) κατηγο­
γουρητό. ρηματικός,
ronzal [ρονθάλ] (ουσΥαρσ.) καπίστρι, rotura [ροτούρα] (ουσΥθηλ.) κάταγμα,
ronzar [ρονθάρ] (ρ.) κριτσανίζω, μα- σπάσιμο, ρήξη.
σουλώ. rozadura [ροθαδούρα] (ουσ,/θηλ.) εκ­
roña [ρόνια] (ουσΥθηλ.) 1: ψώρα, λί­ δορά, γδάρσιμο.
γδα, βρόμα, 2: σκουριά, 3: τσιγκου­ rozamiento [ροθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
νιά. 1: τριβή, 2: προστριβή,
roñoso [ρονιόσο] (επίθ.) 1: ψωριάρης rozar [ροθάρ] (ρ.) 1: τρίβω, 2: γδέρνω,
2: σκουριασμένος 3: τσιγκούνης 3: περνάω ξυστά, 4: αγγίζω τα όρια.
ropa [ρόπα] (ουσΥθηλ.) 1: ενδύματα, rúa [ρούα] (ουσΥθηλ.) δρόμος,
ρούχα · ropa lavada- μπουγάδα · rubéola [ρουμπεόλα] (ουσΥθηλ.) ερυ­
ropa interior- εσώρουχα · ropa de θρά (ασθένεια).
segunda mano- ρούχα μεταχειρι­ rubí [ρουμπί] (ουσΥαρσ.) ρουμπίνι,
σμένα/από δεύτερο χέρι · tender la rubio [ρούμπιο] (επίθ.) ξανθός.
ropa- απλώνω τα ρούχα, rubor [ρουμπόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κοκ­
ropero [ροπέρο] (ουσΥαρσ.) ντουλά­ κινάδα, ερυθρότητα, 2: ντροπή, συ­
πα, ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα. στολή.
rosa [ρόσα] (ουσΥθηλ.) τριαντάφυλλο, ruborizarse [ρουμποριθάρσε] (ρ.) κοκκι­
ρόδο. νίζω, (μτφ.) αισχύνομαι, ντρέπομαι.

478
rutinario

rúbrica [ρουμπρίκα] (ουσ./θηλ.) 1: rumboso [ρουμ'μπόσο] (επίθ.) 1: ανοι­


υπογραφή, 2: επιγραφή, επικεφαλί­ χτοχέρης σπάταλος, 2: πομπώδης,
δα, τίτλος, επιδεικτικός,
rubricar [ρουμπρικάρ] (ρ.) υπογράφω, rumia [ρούμια] (ουσΥθηλ.) μηρυκα­
rucio [ρούθιο] 1: (ουσΥαρσ.), (επίθ.) σμός.
γκριζομάλλης, ψαρός, rumiante [ρουμιάν'τε] (επίθ.) μηρυκα-
rudeza [ρουδέθα] (ουσΥθηλ.) τραχύ­ στικός.
τητα, χοντροκοπιά. rumiar [ρουμιάρ] (ρ.) μηρυκάζω, ανα­
rudimentario [ρουδιμεν'τάριο] (επίθ.) μασώ.
στοιχειώδης, υποτυπώδης, rumor [ρουμόρ] (ουσΥαρσ.) 1: φή­
rudimento [ρουδιμέν'το] (ουσΥαρσ.) μη, διάδοση, 2: οχλοβοή, ψίθυρος
στοιχειώδεις γνώσεις, μουρμουρητό.
rudo [ρούδο] (επίθ.) 1: αγροίκος, βά­ rumorearse [ρουμορεάρσε] (ρ.) διαδί­
ναυσος 2: τραχύς, δεται ότι..., οι φήμες λένε ότι....
rueda [ρουέδα] (ουσΥθηλ.) 1: τροχός rumoreo [ρουμορέο] (ουσΥαρσ.) ψι-
ρόδα, 2: φέτα, ροδέλα, θύρισμα.
ruedo [ρουέδο] (ουσΥαρσ.) αρένα, rupestre [ρουπέστρε] (επίθ.) των βρά­
ruego [ρουέγο] (ουσΥαρσ.) παράκλη­ χων.
ση, ικεσία, έκκληση, ruptura [ρουπτούρα] (ουσΥθηλ.) ρή­
rufián [ρουφιάν] (ουσΥαρσ.) ρουφιά- ξη, σύγκρουση, διάσταση,
νος, προαγωγός μαστροπός. rural [ρουράλ] (επίθ.) αγροτικός γεωρ­
rugido [ρουχίδο] (ουσΥαρσ.) βρυχηθ­ γικός
μός μουγκρητό. ruso [ρούσο] 1: (ουσΥαρσ.) Ρώσος 2:
rugir [ρουχίρ] (ρ.) βρυχώμαι, μουγκρί­ ρώσικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) ρωσικός,
ζω. rústico [ρούσπκο] (επίθ.) αγροτικός
rugoso [ρουγόσο] (επίθ.) 1: τραχύς 2: χωριάτικος ρουστίκ,
ζαρωμένος ρυτιδωμένος ruta [ρούτα] (ουσΥθηλ.) διαδρομή, πο­
ruido [οουίδο] (ουσΥαρσ.) θόρυβος ρεία, κατεύθυνση,
φασαρία, σάλος, rutilante [ρουτιλάν'τε] (επίθ.) αστρα­
ruidoso [ρουιδόσο] (επίθ.) θορυβώ- φτερός λαμπερός,
δης ηχηρός, rutina [ρουτίνα] (ουσΥθηλ.) ρουτίνα,
ruin [ρουίν] (επίθ.) ποταπός χαμερ- συνήθεια,
πής ευτελής rutinario [ρουτινάριο] (επίθ.) 1: κοινό­
ruina [ρουίνα] (ουσΥθηλ.) καταστρο­ τοπος συνηθισμένος 2: συμβατικός
φή, ερείπιο, στερεότυπος.
ruindad [ρουινδάδ] (ουσΥθηλ.) προ­
στυχιά, αναισχυντία, ποταπότητα,
ruinoso [ρουινόσο] (επίθ.) 1: ερειπω­
μένος 2: καταστρεπτικός,
ruiseñor [ρουισενιόρ] (ουσΥαρσ.) αη­
δόνι.
ruleta [ρουλέτα] (ουσΥθηλ.) ρουλέτα,
rumbo [ρ ο ύ μ 'μ π ο ] (ουσΥαρσ.) κατεύ­
θυνση, πορεία, γραμμή.

479
sabroso [σαμπρόσο] (επίθ.) 1: γευστι­
κός εύγευστος 2: πικάντικος 3: ζου­
S, s [έσε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό δεύτε­ μερός χορταστικός 4: ευχάριστος
ρο γράμμα του ισπανικού αλφαβή­ ωραίος.
του. sabueso [σαμπουέσο] (ουσΥαρσ.) λα­
sábado [σάμπαδο] (ουσΥαρσ.) Σάβ­ γωνικό.
βατο. saca [σάκα] (ουσΥθηλ.) σάκα, σάκος,
sabana [σαμπάνα] (ουσΥθηλ.) σαβά­ sacacorchos [σακακόρτσος] (ουσΥ
να. αρσ.) εκπωματιστήρας ανοιχτήρι,
sábana [σάμπανα] (ουσΥθηλ.) σεντό­ τιρμπουσόν,
νι. sacapuntas [σακαπούν'τας] (ουσΥαρσ.)
sabandija [σαμπαν'ντίχα] (ουσΥθηλ.) ξύστρα.
κοριός, ζωύφιο, sacar [σακάρ] (ρ.) 1: βγάζω, εξάγω, 2:
sabañón [σαμπανιόν] (ουσΥαρσ.) χιο­ τραβώ, μετακινώ, 3: γλιτώνω, 4: προ­
νίστρα. σβάλλω, 5: παράγω, 6: φανερώνω,
sabedor [σαμπεδόρ] (ουσΥαρσ.) γνώ­ δείχνω, 7: ξεπερνώ · sacar algo de su
στης. lugar- βγάζω κάτι από τη θέση του ·
saber [σαμπέρ] (ρ.) 1: (για άνθρω­ sacar buenas notas- παίρνω καλούς
πο) ξέρω, γνωρίζω · ¿sabes que se βαθμούς · sacar ala luz- φανερώνω ·
casarán el mes que viene?- ξέρεις ότι sacar fotos- βγάζω φωτογραφίες,
θα παντρευτούν τον επόμενο μήνα; · sacarina [σακαρίνα] (ουσΥθηλ.) σακ­
-no, no lo sé- όχι, δεν το ξέρω, 2: (για χαρίνη, ζαχαρίνη,
φαγητό) (α) έχω γεύση · no me gusta sacerdocio [σαθερδόθιο] (ουσΥαρσ.)
este dulce porque sabe a naranja - ιεροσύνη,
δε μου αρέσει αυτό το γλυκό, γιατί sacerdote [σαθερδότε] (ουσΥαρσ.) ιε­
έχει γεύση πορτοκάλι, ρέας κληρικός,
sabiduría [σαμπιδουρία] (ουσΥθηλ.) 1: saciado [σαθιάδο] (επίθ.) κορεσμένος,
σοφία πολυμάθεια, γνώση, 2: σύνε­ saciar [σαθιάρ] (ρ.) κορεννύω, χορταί­
ση. νω, ικανοποιώ,
sabio [σάμπιο] (επίθ.) 1: σοφός, πολυ­ saciedad [σαθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) χόρ­
μαθής 2: συνετός, ταση, ικανοποίηση, κόρος κορε­
sable [σάμπλε] (ουσΥαρσ.) ξίφος σπα­ σμός.
θί. saco [σάκο] (ουσΥαρσ.) 1: σάκος τσου­
sablear [σαμπλεάρ] (ρ.) δανείζομαι, βάλι, 2: σακίδιο, σακάκι, τζάκετ,
κάνω τράκα, sacramental [σακραμεν'τάλ] (επίθ.)
sabor [σαμπόρ] (ουσΥαρσ.) γεύση . μυσταγωγικός τελετουργικός,
saborear [σαμπορεάρ] (ρ.) 1: γεύομαι, sacramentar [σακραμεν'τάρ] (ρ.) κοι-
2: απολαμβάνω, χαίρομαι, νωνώ, μεταλαμβάνω.
sabotaje [σαμποτάχε] (ουσΥαρσ.) σα- sacramento [σακραμέν'το] (ουσΥαρσ.)
μποτάζ. μυστήριο,
saboteador [σαμποτεαδόρ] (ουσΥαρσ.) sacrificar [σακριφικάρ] (ρ.) θυσιάζω,
σαμποτέρ, δολιοφθορέας sacrificio [σακριφίθιο] (ουσΥαρσ.) θυ­
sabotear [σαμποτεάρ] (ρ.) σαμποτά­ σία.
ρω. sacrilegio [σακριλέχιο] (ουσΥαρσ.) ιε-

480
salón

ροσυλία, βεβήλωση, salchicha [σαλτσίτσα] (ουσΥθηλ.) λου­


sacrilego [σακριλέγο] (επίθ.) ιερόσυ­ κάνικο.
λος, βέβηλος ανίερος ανόσιος salchichería [σαλτσιτσερία] (ουσΥθηλ.)
sacristán [σακριστάν] (ουσ,/αρσ.) νεω- αλλαντοπωλείο,
κόρος, καντηλανάφτης, salchichón [σαλτσττσόν] (ουσΥαρσ.) λου­
sacro [σάκρο] (επίθ.) ιερός άγιος όσι­ κάνικο.
ος. saldar [σαλδάρ] (ρ.) 1: εξοφλώ, εκκα­
sacudida [σακουδίδα] (ουσΥθηλ.) 1:τί- θαρίζω, 2: εκποιώ, ξεπουλώ,
ναγμα, 2: ταρακούνημα, τράνταγμα, saldo [σάλδο] (ουσ,/αρσ.) 1: υπόλοιπο,
δόνηση, συγκλονισμός, 2: εξόφληση, εκκαθάριση, 3: (πληθ.)
sacudir [σακουδίρ] (ρ.) 1: τινάζω, 2: εκπτώσεις
ταρακουνώ, 3: σείω, χτυπώ, συγκλο­ salero [σαλέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αλατιέ­
νίζω. ρα, 2: χάρη.
sádico [σάδικο] (επίθ.) σαδιστικός. saleroso [σαλερόσο] (επίθ.) αβρός, ευ­
sadismo [σαδίσμο] (ουσ,/αρσ.) σαδι- χάριστος χαριτωμένος,
σμός. salida [σαλίδα] (ουσΥθηλ.) 1: αναχώ­
saeta [σαέτα] (ουσΥθηλ.) 1: σαΐτα, 2: ρηση, 2: έξοδος 3: διέξοδος,
βέλος 3: δείκτης ρολογιού, saliente [σαλιέν'τε] (ουσΥαρσ.) προε­
safari [σαφάρι] (ουσ,/αρσ.) σαφάρι, ξοχή.
saga [σάγα] (ουσΥθηλ.) έπος. salina [σαλίνα] (ουσΥθηλ.) αλυκή, αλα-
sagacidad [σαγαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) οξύ­ τορυχείο.
νοια, διορατικότητα, salir [σαλίρ] (ρ.) 1: βγαίνω, 2: αναχω­
sagaz [σαγάθ] (επίθ.) οξύνους οξυ­ ρώ, φεύγω, 3: ανατέλλω, 4: εκλέγο­
δερκής νοήμων. μαι, 5: αρχίζω · salí de mi casa a las
sagitario [σαγττάριο] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) 8 - βγήκα από το σπίτι μου στις 8 ·
Τοξότης mañana saldremos para Francia -
sagrado [σαγράδο] (επίθ.) ιερός άγιος αύριο αναχωρούμε για Γαλλία · el sol
όσιος. está saliendo - o ήλιος ανατέλλει,
sahumar [σαουμάρ] (ρ.) αρωματίζω με saliva [σαλίβα] (ουσ,/θηλ.) σάλιο,
καπνό. salivación [σαλιβαθιόν] (ουσΥθηλ.) σιε­
sal [σαλ] (ουσΥθηλ.) 1: αλάτι, 2: χάρη. λόρροια.
sala [σάλα] (ουσΥθηλ.) 1: αίθουσα, σά­ salivar [σαλιβάρ] (ρ.) εκκρίνω σάλιο,
λα, 2: πτέρυγα, σαλιώνω.
salado [σαλάδο] (επίθ.) 1: αλμυρός salivazo [σαλιβάθο] (ουσΥαρσ.) φτυ­
αλατισμένος 2: χαριτωμένος δια- σιά.
σκεδαστικός, 3: πνευματώδης salmo [σάλμο] (ουσΥαρσ.) ψαλμός.
saladura [σαλαδούρα] (ουσΥθηλ.) αλά- salmodiar [σαλμοδιάρ] (ρ.) 1: ψέλνω,
τισμα. 2: μουρμουρίζω,
salamandra [σαλαμάν'ντρα] (ουσΥθηλ.) salmón [σαλμόν] (ουσΥαρσ.) σολομός,
σαλαμάντρα. salmonete [σαλμονέτε] (ουσΥαρσ.) μπαρ­
salar [σαλάρ] (ρ.) αλατίζω, μπούνι.
salario [σαλάριο] (ουσΥαρσ.) μισθός salmuera [σαλμουέρα] (ουσΥθηλ.) άρ­
salazón [σαλαθόν] (ουσΥαρσ.) πάστω- μη, άλμη.
μα. salón [σαλόν] (ουσΥαρσ.) 1: σαλόνι,

481
salpicadero

σάλα, αίθουσα, 2: έκθεση, αγριότητα, βαρβαρότητα,


salpicadero [σαλπικαδέρο] (ουσΥαρσ.) salvar [σαλβάρ] (ρ.) 1: σώζω, διασώζω,
ταμπλό αυτοκινήτου, 2: υπερπηδώ, 3: καλύπτω, 4: εξαιρώ,
salpicar [σαλπικάρ] (ρ.) πιτσιλίζω, ρα­ salvavidas [σαλβαβίδας] (ουσΥαρσ.)
ντίζω, ψεκάζω, 1: σωσίβιο, 2: ναυαγοσώστης.
salpimentar [σαλπιμεν'τάρ] (ρ.) αλα- salve [σάλβε] (ρ.) χαίρε (προστ.).
τοπιπερώνω. salvedad [σαλβεδάδ] (ουσΥθηλ.) εξαί­
salsa [σάλσα] (ουσΥθηλ.) 1: σάλτσα 2: ρεση.
σάλσα (χορός). salvia [σάλβια] (ουσΥθηλ.) φασκόμη­
saltamontes [σαλταμόν'τες] (ουσΥ λο.
αρσ.) ακρίδα, salvo [σάλβο] 1: (επίθ.) αβλαβής σώ­
saltar [σαλτάρ] (ρ.) πηδώ, αναπηδώ, ος, 2: (πρόθ.) εκτός από, πλην · como
saltear [σαλτεάρ] (ρ.) 1: ληστεύω, κλέ­ todas las frutas salvo la manzana
βω, 2: τσιγαρίζω, - τρώω όλα τα φρούτα εκτός από
saltimbanqui [σαλτιμ'μπάνκι] (ουσ./ μήλο.
αρσ.+ θηλ.) ακροβάτης, salvoconducto [σαλβοκον/ντούκτο] (ουσΥ
salto [σάλτο] (ουσΥαρσ.) 1: άλμα, πή­ αρσ.) πάσο, άδεια
δημα, αναπήδηση, 2: διαφορά, χά­ samaritano [σαμαριτάνο] (ουσΥαρσ.)
σμα. Σαμαρείτης,
salubre [σαλούμπρε] (επίθ.) υγιής υγιει­ sambenito [σαμ'μπενίτο] (ουσΥαρσ.)
νός όνειδος ντροπή, ατίμωση,
salud [σαλούδ] (ουσΥθηλ.) υγεία · sanable [σανάμπλε] (επίθ.) ιάσιμος θε­
¡salud!- στην υγειά μας/γειά μας!. ραπεύσιμος,
saludable [σαλουδάμπλε] (επίθ.) υγιής sanar [σανάρ] (ρ.) θεραπεύω, επου­
υγιεινός, λώνω.
saludar [σαλουδάρ] (ρ.) χαιρετώ, sanarse [σανάρσε] (ρ.) θεραπεύομαι,
saludo [σαλούδο] (ουσΥαρσ.) χαιρετι­ sanatorio [σανατόριο] (ουσΥαρσ.) θε­
σμός · saludos a Ana - χαιρετίσματα ραπευτήριο, σανατόριο,
στην Αννα. sanción [σανθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: έγκρι­
salutación [σολουταθιόν] (ουσΥθηλ.) ση, 2: επικύρωση, 3: κύρωση, 4: πρό­
χαιρετισμός προσφώνηση, στιμο, ποινή,
salvación [σαλβαθιόν] (ουσΥθηλ.) σω­ sancionar [σανθιονάρ] (ρ.) 1: εγκρίνω,
τηρία, διάσωση, 2: επικυρώνω, 3: επιβάλλω πρόστι­
salvado [σαλβάδο] (ουσΥαρσ.) πίτου­ μο.
ρο. sandalia [σαν'ντάλια] (ουσΥθηλ.) πέδι­
salvador [σαλβαδόρ] (ουσΥαρσ.) σω- λο, σανδάλι,
τήρας λυτρωτής, sandía [σαν'ντία] (ουσΥθηλ.) καρπού­
salvaguardar [ααλβαγουαρδάρ] (ρ.) δια- ζι.
φυλάττω, προστατεύω, διασφαλίζω, sandio [σάν'ντιο] (επίθ.) χαζός κουτός
περιφρουρώ. ανόητος.
salvaje [σαλβάχε] 1: (ουσΥαρσ.) άγρι­ sandunga [σα'ντούγα] (ουσΥθηλ.) γοη­
ος βάρβαρος 2: (επίθ.) ακαλλιέργη­ τεία, χάρη.
τος πρωτόγονος βάρβαρος, saneamiento [σανεαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
salvajismo [ααλβαχίσμο] (ουσΥαρσ.) 1: εξυγίανση, 2: αποζημίωση, 3: επα­

482
saturación

νόρθωση. αρπάζω.
sanear [σανεάρ] (ρ.) εξυγιαίνω, saqueo [σακέο] (ουσΥαρσ.) δήωση,
sangrante [σανγκράν'τε] (επίθ.) αιμορ- λεηλασία, αρπαγή,
ραγικός. sarampión [σαραμ'πιόν] (ουσΥαρσ.)
sangrar [σανγκράρ] (ρ.) αιμορραγώ, ιλαρά.
αφαιμάσσω. sarcasmo [σαρκάσμο] (ουσ,/αρσ.) σαρ­
sangre [σάνγκρε] (ουσΥθηλ.) αίμα. κασμός κυνισμός ειρωνεία,
sangría [σανγκρία] (ουσΥθηλ.) 1: αφαί­ sarcástico [σαρκάστικο] (επίθ.) σαρκα­
μαξη, αιμορραγία, 2: σανγκρία (είδος στικός, κυνικός ειρωνικός,
ποτού). sarcófago [σαρκόφαγο] (ουσΥαρσ.)
sangriento [σανγκριέν'το] (επίθ.) 1: αι­ σαρκοφάγος,
ματηρός, αιμοσταγής 2: (μτφ.) φαύ­ sardina [σαρδίνα] (ουσΥθηλ.) σαρδέ­
λος σκληρός μοχθηρός λα.
sanguijuela [σανγιχουέλα] (ουσΥθηλ.) sargento [σαρχέν'το] (ουσΥαρσ.) λο-
βδέλλα. Χίας
sanguinario [σανγινάριο] (επίθ.) 1: αι- sarmentoso [σαρμεν'τόσο] (επίθ.) αναρ-
μοβόρος αιμοδιψής 2: απάνθρωπος, ριχόμενος
sanguíneo [σανγίνεο] (επίθ.) αιματώ­ sarna [σάρνα] (ουσ,/θηλ.) ψώρα.
δης αιμάτινος αιμοφόρος, sarnoso [σαρνόσο] (επίθ.) ψωριάρης
sanidad [σανιδάδ] (ουσΥθηλ.) δημό­ πανάθλιος,
σια υγεία. sarpullido [σαρπουγίδο] (ουσΥαρσ.) 1:
sanitario [σανιτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) εξάνθημα, 2: τσίμπημα ψύλλου,
υγειονομικός (υπάλληλος) 2: (επίθ.) sarta [σάρτα] (ουσ,/θηλ.) νήμα, σειρά
υγειονομικός • una sarta de recuerdos- μια σειρά
sano [σάνο] (επίθ.) 1: υγιής υγιεινός αναμνήσεων,
2: άθικτος · sano y salvo- σώος και sartén [σαρτέν] (ουσΥθηλ.) τηγάνι,
αβλαβής. sastre [σάστρε] (ουσ,/αρσ.) ράφτης,
santidad [σαν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) αγιό­ satanás [σατανάς] (ουσΥαρσ.) σατα­
τητα, ιερότητα, νάς.
santificar [σαν'τιφικάρ] (ρ.) καθαγιά­ satánico [σατάνικο] (επίθ.) σατανικός
ζω, αγιάζω, δοξάζω, δαιμονικός,
santiguarse [σαν'τιγουάρσε] (ρ.) κάνω satélite [σατέλιτε] (ουσΥαρσ.) δορυ­
τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι. φόρος.
santo [σάν'το] 1: (ουσΥαρσ.) άγιος 2: sátira [σάτιρα] (ουσΥθηλ.) σάτιρα,
(επίθ.) άγιος όσιος ιερός, satirizar [σατιριθάρ] (ρ.) σατιρίζω.
santuario [σαν'τουάριο] (ουσΥαρσ.) satisfacción [σατισφακθιόν] (ουσΥθηλ.)
ιερό, άσυλο, τέμενος, ικανοποίηση,
saña [σάνια] (ουσΥθηλ.) φρενίτιδα, κα­ satisfacer [σατισφαθέρ] (ρ.) 1: ικανο­
ταστρεπτική μανία, ποιώ, 2: εξοφλώ, 3: επανορθώνω,
sapo [σάπο] (ουσΥαρσ.) βάτραχος φρύ- satisfactorio [σατισφακτόριο] (επίθ.)
νος ικανοποιητικός,
saponificar [σαπονιφικάρ] (ρ.) σαπου- satisfecho [σατισφέτσο] (επίθ.) ικανο­
νοποιώ. ποιημένος,
saquear [σακεάρ] (ρ.) δηώ, λεηλατώ, saturación [σατουραθιόν] (ουσΥθηλ.)

483
saturar

κορεσμός κόρος, τής.


saturar [σατουράρ] (ρ.) κορεννύω, secuestrar [σεκουεστράρ] (ρ.) 1: απαγάγω,
χορταίνω, 2: κατάσχω,
sauce [σάουθε] (ουσ./αρσ.) ιτιά. secuestro [σεκουέστρο] (ουσΥαρσ.)
saxofón [σαξοφόν] (ουσΥαρσ.) σαξό­ 1: απαγωγή, 2: κατάσχεση, υπεξαί­
φωνο. ρεση.
saya [σάγια] (ουσΥθηλ.) φούστα, secundar [σεκουν'ντάρ] (ρ.) υποστηρί­
sayo [σάγιο] (ουσΥαρσ.) πουκαμίσα, ζω, ενισχύω,
sazón [σαθόν] (ουσΥαρσ.) ωριμότητα, secundario [σεκουν'ντάριο] (επίθ.)
sazonar [σαθονάρ] (ρ.) καρυκεύω, νο- δευτερεύων.
στιμίζω. sed [σεδ] (ουσΥθηλ.) δίψα · ¿tienes
sebo [σέμπο] (ουσΥαρσ.) λίπος ξίγκι, sed? - διψάς,
secador [σεκαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: στε­ seda [σέδα] (ουσ,/θηλ.) μετάξι,
γνωτήρας, 2: πιστολάκι μαλλιών, sedal [σεδάλ] (ουσΥαρσ.) πετονιά,
secar [σεκάρ] (ρ.) 1: στεγνώνω, 2: sedante [σεδάν'τε] (επίθ.) καταπραϋ­
ξηραίνω, αποξηραίνω, ντικός κατευναστικός ηρεμιστικός.
sección [σεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: τομή, sedar [σεδάρ] (ρ.) καταπραΰνω, κα­
2: τομέας τμήμα, τευνάζω.
seccionar [σεκθιονάρ] (ρ.) τέμνω, κόβω. sadativo [σεδατίβο] (επίθ.) καταπραϋ­
seco [σέκο] (επίθ.) 1: στεγνός 2: ξηρός ντικός κατευναστικός.
3: ισχνός. sede [σέδε] (ουσΥθηλ.) έδρα.
secreción [σεκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) έκ­ sedente [σεδέν'τε] (επίθ.) καθιστάς
κριμα. sedero [σεδέρο] (επίθ.) μεταξωτός,
secretar [σεκρετάρ] (ρ.) εκκρίνω, sedición [σεδιθιόν] (ουα/θηλ.) στάση,
secretaría [σεκρεταρία] (ουσΥθηλ.) γραμ­ ανταρσία, εξέγερση,
ματεία sedicioso [σεδιθιόσο] (επίθ.) δημεγερ-
secretario/a [σεκρετάριο/α] (ουσΥ τικός στασιαστικός ανατροπέας.
αρσ.+θηλ.) γραμματέας, sediento [σεδιέν'το] (επίθ.) διψασμέ-
secreto [σεκρέτο] 1: (ουσΥαρσ.) μυ­ νος.
στικό, 2: (επίθ.) μυστικός κρυψίνους sedimentar [σεδιμεν'τάρ] (ρ.) κατακα­
κρυφός. θίζω.
secta [σέκτα] (ουσΥθηλ.) αίρεση, δόγ­ sedimento [σεδιμέν'το] (ουσΥαρσ.) ίζη­
μα. μα κατακάθι, ιλύς.
sectario [σεκτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) σε- sedoso [σεδόσο] (επίθ.) μεταξωτός
κταριστής 2: (επίθ.) σχισματικός αι­ μεταξένιος,
ρετικός φανατικός, seducción [σεδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
sector [σεκτόρ] (ουσΥαρσ.) τομέας, αποπλάνηση, σαγήνη, ξελόγιασμα,
secuela [σεκουέλα] (ουσΥθηλ.) συνέ­ 2 :θέλγητρο,
πεια. seducir [σεδουθίρ] (ρ.) θέλγω, απο­
secuencia [σεκουένθια] (ουα/θηλ.) πλανώ, σαγηνεύω, ξελογιάζω,
συνέχεια, διαδοχή, σειρά, αλληλου­ seductor [σεδουκτόρ] (επίθ.) αποπλα-
χία, ακολουθία, νητικός σαγηνευτικός δελαστικός
secuestrador [σεκουεστραδόρ] (ουσΥ ελκυστικός προκλητικός,
αρσ.) 1: απαγωγέας 2: αεροπειρα­ segadera [σεγαδέρα] (ουσΥθηλ.) δρε­

484
semestral

πάνι. seisavo [σείσάβο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)


segadora [σεγαδόρα] (ουσ/θηλ.) θε­ ένα έκτο (1/6).
ριστική μηχανή, seiscientos [σεϊσθιέν'τος] 1: (ουσΥ
segador [σεγαδόρ] (ουσΥαρσ.) θερι­ αρσ.) εξακόσια, 2: (αριθμ. επίθ.) εξα-
στής. κοσιοι.
segar [σεγάρ] (ρ.) 1: θερίζω, 2: συντρί­ seísmo [σεΐσμο] (ουσΥαρσ.) σεισμός,
βω, καταρρίπτω, selección [σελεκθιόν] (ουσΥθηλ.) επι­
seglar [σεγλάρ] (επίθ.) λαϊκός, κοσμι­ λογή, προτίμηση,
κός. seleccionar [σελεκθιονάρ] (ρ.) επιλέ­
segmento [σεγμέν'το] (ουσΥαρσ.) τμή­ γω, διαλέγω, προτιμώ,
μα απόσπασμα, τεμάχιο, selectivo [σελεκτίβο] (επίθ.) επιλεκτι­
segregación [σεγρεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) κός.
διαχωρισμός, διχοτόμηση, selecto [σελέκτο] (επίθ.) επίλεκτος εκλε­
segregar [σεγρεγάρ] (ρ.) 1: αποκόβω, κτός
απομονώνω, 2: χωρίζω, διαχωρίζω, selva [σέλβα] (ουσΥθηλ.) ζούγκλα,
seguimiento [σεγιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) sellar [σεγιάρ] (ρ.) σφραγίζω,
1: παρακολούθηση, 2: καταδίωξη, 3: sello [σέγιο] (ουσΥαρσ.) 1: γραμματό­
συνέχιση. σημο, 2: σφραγίδα, 3: στάμπα, βού­
seguir [σεγίρ] (ρ.) 1: ακολουθώ, 2: πα­ λα.
ρακολουθώ, 3: εξακολουθώ, 4: επα­ semáforo [σεμάφορο] (ουσΥαρσ.) ση­
κολουθώ, συνεχίζω, ματοδότης φανάρι,
según [σεγούν] (πρόθ.) σύμφωνα με, semana [σεμάνα] (ουσΥθηλ.) εβδομά­
όπως · según yo, es una buena δα.
oportunidad - κατά τη γνώμη μου semanal [σεμανάλ] (επίθ.) εβδομα­
είναι μια καλή ευκαιρία, διαίος.
segundero [σεγουν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) semanario [σεμανάριο] 1: (ουσΥαρσ.)
λεπτοδείκτης, εβδομαδιαία έκδοση, 2: (επίθ.) εβδο­
segundo [σεγούν'ντο] 1: (ουσΥαρσ.) μαδιαίος.
(α) δεύτερος (β) δευτερόλεπτο, (γ) semblante [σεμ'μπλάν'τε] (ουσΥαρσ.)
δεύτερη ταχύτητα, 2: (επίθ.) δεύτε­ πρόσωπο, όψη, έκφραση,
ρος. sembrar [σεμ'μπράρ] (ρ.) σπέρνω, δια­
segundón [σεγουν'ντόν] (επίθ.) δευτε­ σκορπίζω, διασπείρω.
ρότοκος. semejante [σεμεχάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.)
segur [σεγούρ] (ουσΥθηλ.) μεγάλο τσε­ πλησίον, συνάνθρωπος 2: (επίθ.) πα­
κούρι. ρόμοιος παραπλήσιος
seguramente [σεγουραμέν'τε] (επίρρ.) semejanza [σεμεχάνθα] (ουσΥθηλ.)
σίγουρα, ασφαλώς, ομοιότητα,
seguridad [σεγουριδάδ] (ουσΥθηλ.) semejar [σεμεχάρ] (ρ.) μοιάζω,
ασφάλεια, σιγουριά, βεβαιότητα, semen [σέμεν] (ουσΥαρσ.) σπέρμα,
seguro [σεγούρο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) semental [σεμεν'τάλ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
ασφάλεια, ασφάλιση, (β) ασφαλι­ επιβήτορας
στήριο, 2: (επίθ.) ασφαλής σίγουρος sementera [σεμεν'τέρα] (ουσΥθηλ.) 1:
βέβαιος 3: (επίρρ.) σίγουρα, σπορά, 2: σπαρμένη γη.
seis [σέις] (αριθμ. επίθ.) έξι. semestral [σεμεστράλ] (επίθ.) εξαμη-

485
semestre

sensibilidad [σενσιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)


semestre [σεμέστρε] (ουσΥαρσ.) εξά­ ευαισθησία, αισθηματικότητα,
μηνο. sensible [σενσίμπλε] (επίθ.) 1: ευαί­
semicírculo [σεμιθίρκουλο] (ουσΥαρσ.) σθητος ευπαθής 2: αισθητός
ημικύκλιο, sensiblero [σενσίμπλερο] (επίθ.) συ­
semidiós [σεμιδιός] (ουσΥαρσ.) ημί­ ναισθηματικός, αισθηματίας.
θεος. sensitivo [σενσιτίβο] (επίθ.) αισθητός
semilla [σεμίγια] (ουσΥθηλ.) σπόρος, αντιληπτός,
semillero [σεμιγιέρο] (ουσΥαρσ.) φυ­ sensorial [σενσοριάλ] (επίθ.) αισθητή­
τώριο. ριος
seminario [σεμινάριο] (ουσΥαρσ.) σε­ sensual [σενσουάλ] (επίθ.) ηδυπαθής,
μινάριο. αισθησιακός φιλήδονος ηδονικός,
sémola [σέμολα] (ουσΥθηλ.) σιμιγδά­ sensualidad [σενσουαλιδάδ] (ουσΥ
λι. θηλ.) ηδυπάθεια, αισθησιασμός φι-
sempiterno [σεμ'πιτέρνο] (επίθ.) αιώ­ ληδονία.
νιος διηνεκής, sentar [σεν'τάρ] (ρ.) 1: καθίζω, 2: στη­
senado [σενάδο] (ουσΥαρσ.) γερου­ ρίζω, 3: εγκαθιστώ,
σία, σύγκλητος, sentarse [σεν'τάρσε] (ρ.) κάθομαι,
senador [σεναδόρ] (ουσΥαρσ.) γερου­ sentencia [σεν'τένθια] (ουσΥθηλ.) 1:
σιαστής δικαστική απόφαση, ετυμηγορία, 2:
sencillez [σενθιγιέθ] (ουσΥθηλ.) απλό­ αξίωμα, απόφθεγμα, ρητό.
τητα. sentenciar [σεν'τενθιάρ] (ρ.) 1: καταδι­
sencillo [σενθίγιο] (επίθ.) απλοϊκός κάζω, 2: εκφέρω γνώμη,
απλός εύκολος, sentido [σεν'τίδο] (ουσΥαρσ.) 1: αί­
senda [σέν'ντα] (ουσΥθηλ.) μονοπάτι, σθηση, αίσθημα, 2: νόημα, 2: εγκάρ­
sendero [σεν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) μονο­ διος ευαίσθητος,
πάτι, δρομάκι, sentimental [σεν'τιμεν'τάλ] (επίθ.) αι­
sendos [σέν'ντος] (επίθ.) έκαστος, σθηματικός συναισθηματικός,
senescencia [σενεσθένθια] (ουσΥθηλ.) sentimiento [αεν'τιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
γηρασμός, 1: αίσθημα, συναίσθημα, 2: λύπη,
senil [σενίλ] (επίθ.) γεροντικός, θλίψη.
senilidad [σενιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γη­ sentir [σεν'τίρ] (ρ.) 1: αισθάνομαι,
ρατειά. νιώθω, 2: λυπάμαι · siente mucha
seno [σένο] (ουσΥαρσ.) 1: κόλπος 2: felicidad gracias a sus amigos - νιώ­
στήθος 3: ημίτονο, θει μεγάλη ευτυχία χάρη στους φί­
sensación [σενσαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: λους του · lo siento- λυπάμαι,
αίσθηση, αίσθημα, 2: εντύπωση, sentirse [σεν'τίρσε] (ρ.) αισθάνομαι,
sensacional [σενσαθιονάλ] (επίθ.) νιώθω · se siente bien últimamente -
εντυπωσιακός, νιώθει καλά τελευταία,
sensatez [σενσατέθ] (ουσΥθηλ.) φρο­ seña [σένια] (ουσΥθηλ.) στοιχείο, ση­
νιμάδα, σύνεση, σωφροσύνη, λογι­ μάδι, νεύμα,
κή. señal [σενιάλ] (ουσΥθηλ.) σημάδι, σή­
sensato [σενσάτο] (επίθ.) φρόνιμος, μα, ένδειξη,
συνετός λογικός γνωστικός. señalado [σενιαλάδο] (επίθ.) 1: κατά-

486
serenata

στικτός σημαδεμένος 2: διακεκρι­ μος.


μένος. septuagenario [σεπτουαχενάριο] (ουσΥ
señalar [σενιαλάρ] (ρ.) 1: σημειώνω, αρσ.) εβδομηντάρης,
σημαδεύω, 2: δείχνω, καθορίζω, septuagésimo [σεπτουαχέσιμο] (αριθμ.
señalización [σενιαλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) επίθ.) εβδομηκοστός,
σηματοδότηση, σήμανση, sepulcral [σεπουλκράλ] (επίθ.) επιτά­
señalizar [σενιαλιθάρ] (ρ.) σηματοδο­ φιος, επιτύμβιος,
τώ, σημαίνω, sepulcro [σεπούλκρο] (ουσΥαρσ.) τύμ­
señor [σενιόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κύριος βος τάφος μνήμα,
2: άρχοντας, αριστοκράτης 3: αρ- sepultar [σεπουλτάρ] (ρ.) θάβω, εντα­
χπγός φιάζω, καταπλακώνω, κηδεύω,
señora [σενιόρα] (ουσΥθηλ.) κυρία, sepultura [σεπουλτούρα] (ουσΥθηλ.)
σύζυγος. 1: ενταφιασμός, κηδεία, 2: ταφή, τά­
señorear [σενιορεάρ] (ρ.) άρχω, κυ­ φος.
βερνώ, δεσπόζω, sepulturero [σεπουλτουρέρο] (ουσΥ
señoría [σενιορία] (ουσΥθηλ.) κυριαρ­ αρσ.) νεκροθάφτης
χία, ισχύς sequedad [σεκεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: στε-
señorial [σενιοριάλ] (επίθ.) αρχοντι­ γνότητα, ξηρότητα, 2: τραχύτητα,
κός, δεσποτικός. sequía [σεκία] (ουσΥθηλ.) ξηρασία,
señorita [σενιορίτα] (ουσΥθηλ.) δε­ ανομβρία,
σποινίδα. séquito [σέκιτο] (ουσΥαρσ.) ακολου­
señuelo [σενιουέλο] (ουσΥαρσ.) δό­ θία, συνοδεία,
λωμα, κράχτης, ser’ [σερ] (ουσΥαρσ.) ον, ύπαρξη.
separable [σεπαράμπλε] (επίθ.) δια- ser2 [σερ] (ρ.) είμαι, υπάρχω, ανήκω
χωρίσιμος. σε 1: (ταυτότητα) · es Diego - είναι ο
separación [σεπαραθιόν] (ουσΥθηλ.) Ντιέγο, 2: (μόνιμη ιδιότητα) · es guapo
1: χωρισμός διαχωρισμός 2: απομά­ y alto - είναι όμορφος και ψηλός
κρυνση, αποσύνδεση. 3: (χρόνος) · -¿qué hora es? - τι ώρα
separar [σεπαράρ] (ρ.) 1: χωρίζω, δια­ είναι; · - son las 11 - είναι 11,4: (ημέ­
χωρίζω, αποσπώ, 2: ξεχωρίζω, 3: ρα) · hoy es martes - σήμερα είναι
απομακρύνω. Τρίτη, 5: (καταγωγή) · soy de Atenas/
separatismo [σεπαρατίσμο] (ουσΥαρσ.) de Grecia - είμαι από την Αθήνα/από
αυτονομισμός. την Ελλάδα, 6: (υλικό) · este abrigo es
separatista [σεπαρατίστα] 1: (ουσ./ de lana - αυτό το παλτό είναι μάλλι­
αρσ.) αυτονομιστής 2: (επίθ.) αυτο- νο, 7: (επάγγελμα) · Raúl es médico -
νομιστικός. Ο Ραούλ είναι γιατρός 8: (αξία) · ¿a
sepelio [σεπέλιο] ουσΥαρσ.) κηδεία, cuánto es la gasolina? - πόσο κοστί­
ταφή. ζει η βενζίνη;,
sepia [σέπια] (ουσΥθηλ.) σουπιά. serenar [σερενάρ] (ρ.) ηρεμώ, καθη­
septenio [σεπτένιο] (ουσΥαρσ.) επταε- συχάζω.
τία. serenarse [σερενάρσε] (ρ.) ηρεμώ, ησυ­
septentrional [σεπτεν'τριονάλ] (επίθ.) χάζω, γαληνεύω,
βόρειος. serenata [σερενάτα] (ουσΥθηλ.) κα­
séptimo [σέπτιμο] (αριθμ. επίθ.) έβδο­ ντάδα, σερενάτα.

487
serenidad

serenidad [σερενιδάδ] (ουσ./θηλ.) servilleta [σερβιγιέτα] (ουσΥθηλ.) χαρ­


ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, τοπετσέτα,
sereno [σερένο] (επίθ.) 1: ήρεμος ήσυ­ servir [σερβίρ] (ρ.) 1: υπηρετώ, 2: εξυ­
χος γαλήνιος ατάραχος 2: αίθριος, πηρετώ, χρησιμεύω, 3: σερβίρω,
serie [σέριε] (ουσΥθηλ.) σειρά, sésamo [σέσαμο] (ουσΥαρσ.) σουσά­
seriedad [σεριεδάδ] (ουσΥθηλ.) σοβα­ μι-
ρότητα. sesenta [σεσέν'τα] (ουσΥ αρσ.), (αριθμ.
serigrafía [σεριγραφία] (ουσΥθηλ.) με­ επίθ.) εξήντα,
ταξοτυπία, sesentón [σεσεν'τόν] (ουσΥαρσ.),
serio [σέριο] (επίθ.) εμβριθής σοβα­ (επίθ.) εξηντάρης,
ρός αυστηρός, sesgar [σεσγάρ] (ρ.) κλίνω, γέρνω,
sermón [σερμόν] (ουσΥαρσ.) κήρυγ­ sesgo [σέσγο] (ουσΥαρσ.) κλίση, πλά-
μα, ηθικοδιδασκαλία, νουθεσία, γιασμα, γέρσιμο,
serpentear [σερπεν'τεάρ] (ρ.) 1: έρπω, sesión [σεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σύνοδος
2: ελίσσομαι, συνεδρίαση, 2: παράσταση,
serpentina [σερπεν'τίνα] (ουσΥθηλ.) seso [σέσο] (ουσΥαρσ.) 1: μυαλό, εγκέ­
σερπαντίνα, κορδέλα, φαλος 2: ωριμότητα,
serpiente [σερπιέν'τε] (ουσΥθηλ.) φί­ sestear [σεστεάρ] (ρ.) κοιμάμαι το με­
δι. σημέρι.
serrado [σεράδο] (επίθ.) οδοντωτός, seta [σέτα] (ουσΥθηλ.) μανιτάρι,
serranía [σερανία] (ουσΥθηλ.) οροσει­ setecientos [σετεθιέν'τος] (ουσΥαρσ.),
ρά. (αριθμ. επίθ.) επτακόσια,
serrano [σεράνο] (επίθ.) 1: ορεσίβιος setenta [σετέν'τα] (ουσΥαρσ.) εβδομή­
βουνίσιος 2: καλοσχηματισμένος. ντα, 2: (αριθμ. επίθ.) εβδομηκοστός,
serrar [σεράρ] (ρ.) πριονίζω, setentón [σετεν'τόν] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
serrín [σερίν] (ουσΥαρσ.) πριονίδι, εβδομηντάρης,
serrucho [σερούτσο] (ουσ,/αρσ.) πριό­ seto [σέτο] (ουσΥαρσ.) φράχτης,
νι. seudónimo [σεουδόνιμο] (ουσΥαρσ.)
servicial [σερβιθιάλ] (επίθ.) εξυπηρετι­ ψευδώνυμο,
κός εύχρηστος χρήσιμος, severidad [σεβεριδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
servicio [σερβίθιο] (ουσΥαρσ.) 1: υπη­ αυστηρότητα, σοβαρότητα, 2: δρι­
ρεσία, εξυπηρέτηση, 2: θητεία, 3: μύτητα, τραχύτητα, 2: λιτότητα,
σερβίτσιο, 4: τουαλέτα · servicio severo [σεβέρο] (επίθ.) 1: άτεγκτος
público - δημόσια υπηρεσία · αυστηρός σκληρός 2: δριμύς 3:
servicio militar - στρατιωτική θητεία λιτός.
• servicio doméstico - οικιακή υπηρε­ sexagenario [σεξαχενάρχιο] (ουσΥαρσ.),
σία/οικιακή βοηθός, (επίθ.) εξηντάρης
servidor [σερβιδόρ] (ουσΥαρσ.) υπο­ sexagésimo [σεξαχέσιμο] (αριθμ. επίθ.)
τελής υπηρέτης δούλος, εξηκοστός,
servidumbre [σερβιδούμ'μπρε] (ουσΥ sexcentésimo [σεξθεν'ντέθιμο] (αριθμ.
θηλ.) 1: υποτέλεια, δουλεία, 2: υπη­ επίθ.) εξακοσιοστός,
ρετικό προσωπικό, sexo [σέξο] (ουσΥαρσ.) φύλο, γένος
servil [σερβίλ] (επίθ.) δουλοπρεπής σεξ.
δουλικός. sexto [σέξτο] (αριθμ. επίθ.) έκτος.

488
sillería

sexual [σεξουάλ] (επίθ.) σεξουαλικός sigiloso [σιχιλόσο] (επίθ.) εχέμυθος,


γεννητικός sigla [σίγλα] (ουσΥθηλ.) αρκτικόλεξο
sexualidad [σεξουαλιδάδ] (ουσ./θηλ.) (π.χ. Η.ΠΛ, Ε.Ο.Κ.).
σεξουαλικότητα, siglo [σίγλο] (ουσΥαρσ.) αιώνας,
si [σι] (σύνδ.) εάν · si tienes hambre, signatura [σιγνατούρα] (ουσΥθηλ.) υπο­
tienes que comer - αν πεινάς πρέπει γραφή.
να φας significación [σιγνιφικαθιόν] (ουσΥ
sí [σι] 1: (επίρρ.) ναι, μάλιστα · si, soy θηλ.) νόημα, σημασία,
yo - ναι, εγώ είμαι, 2: (αυτοπαθητική significado [σιχνιφικάδο] (ουσΥαρσ.)
αντ.) εαυτός · le gusta mucho hablar έννοια, νόημα, σημασία,
de si mismo - του αρέσει πολύ να μι­ significar [σιγνιφικάρ] (ρ.) σημαίνω,
λάει για τον εαυτό του. εννοώ.
sicómoro [σικόμορο] (ουσ,/αρσ.) συ­ significativo [σιγνιφικατίβο] (επίθ.) ση­
κομουριά. μαντικός βαρυσήμαντος,
SIDA [σίδα] (ουσΥαρσ.) (σύντμ.) · signo [σίγνο] (ουσΥαρσ.) 1: σημείο,
síndrome de inmunidad deficiente σημάδι, σήμα, ένδειξη, 2: ζώδιο,
adquirida - σύνδρομο επίκτητης siguiente [σιγιέν^τε] (επίθ.) επόμενος,
ανοσολογικής ανεπάρκειας AIDS. ακόλουθος εξής.
siderurgia [σιδερούρχια] (ουσΥθηλ.) sílaba [σίλαμπα] (ουσΥθηλ.) συλλαβή,
σιδηρουργία, silbar [σιλμπάρ] (ρ.) σφυρίζω,
sidra [σίδρα] (ουσΥθηλ.) μηλίτης οί­ silbato [σιλμπάτο] (ουσ,/αρσ.) σφυρί­
νος . χτρα.
siega [σιέγα] (ουσΥθηλ.) θερισμός συ­ silbido [σιλμπίδο] (ουσΥαρσ.) σφύριγ­
γκομιδή. μα.
siembra [σιέμ'μπρα] (ουσΥθηλ.) σπο­ silenciador [σιλενθιαδόρ] (ουσΥαρσ.)
ρά. σιγαστήρας,
siempre [σιε'μ'πρε] (επίρρ.) ανέκαθεν, silenciar [σιλενθιάρ] (ρ.) αποσιωπώ,
πάντα, πάντοτε, κάθε φορά · siempre αποκρύπτω,
pregunta la misma cosa - πάντα ρω­ silencio [σιλένθιο] (ουσΥαρσ.) σιωπή,
τάει το ίδιο πράγμα · para siempre ησυχία.
- για πάντα, silencioso [σιλενθιόσο] (επίθ.) σιωπη­
sien [σιέν] (ουσΥθηλ.) κρόταφος, λός, αθόρυβος,
sierra [σιέρα] (ουσΥθηλ.) 1: οροσειρά, sílex [σίλεξ] (ουσΥαρσ.) πυρόλιθος,
2: πριόνι. silueta [σιλουέτα] (ουσΥθηλ.) σκια­
siervo [σιέρβο] (ουσΥαρσ.) δούλος γράφημα, σιλουέτα.
σκλάβος. silvestre [σιλβέστρε] (επίθ.) άγριος,
siesta [σιέστα] (ουσΥθηλ.) μεσημερια­ silvicultura [σιλβικουλτούρα] (ουσΥ
νός ύπνος, θηλ.) δασοκομία,
siete [σιέτε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) silla [σίγια] (ουσΥθηλ.) καρέκλα, κάθι­
επτά. σμα.
sífilis [σίφιλις] (ουσΥθηλ.) σύφιλη, sillar [σιγιάρ] (ουσΥαρσ.) λαξευμένος
sifón [σιφόν] (ουσΥαρσ.) σιφόνι. λίθος.
sigilo [σιχίλο] (ουσΥαρσ.) εχεμύθεια, sillería [σιγιερία] (ουσΥθηλ.) 1: σειρά
μυστικότητα. καθισμάτων, 2: καρεκλοποιείο.

489
sillín

sillín [σιγίν] (ουσ./αρσ.) σέλα. μιμούμαι, υποκρίνομαι,


sillón [σιγιόν] (ουσΥαρσ.) πολυθρόνα, simultanear [σιμουλτανεάρ] (ρ.) κάνω
sima [σίμα] (ουσΥθηλ.) χάσμα. δύο πράγματα ταυτόχρονα,
simbiosis [σιμ'μπιόσις] (ουσΥθηλ.) simultáneo [σιμουλτάνεο] (επίθ.) ταυ­
συμβίωση, τόχρονος,
simbólico [σιμ'μπόλικο] (επίθ.) συμ­ sin [σιν] (πρόθ.) άνευ, χωρίς δίχως,
βολικός. sinagoga [σιναγόγα] (ουσΥθηλ.) συ­
simbolizar [σιμ'μπολιθάρ] (ρ.) συμβο­ ναγωγή.
λίζω. sinceridad [σινθεριδάδ] (ουσΥθηλ.) ει­
símbolo [σίμ'μπολο] (ουσΥαρσ.) σύμ­ λικρίνεια.
βολο. sincero [σινθέρο] (επίθ.) ειλικρινής τί­
simetría [σιμετρία] (ουσ,/θηλ.) συμμε­ μιος.
τρία, αρμονία, sincrónico [σινκρόνικο] (επίθ.) 1: συγ­
simétrico [σιμέτρικο] (επίθ.) συμμετρι­ χρονικός 2: ταυτόχρονος,
κός, αρμονικός, sicronización [σινκρονιθαθιόν] (ουσ./
simiente [σιμιέν'τε] (ουσΥθηλ.) σπό­ θηλ.) συγχρονισμός,
ρος. sincronizar [σινκρονιθάρ] (ρ.) συγχρο­
símil [σίμιλ] (ουσΥαρσ.) παρομοίωση, νίζω.
ομοιότητα, sindical [σιν'ντικάλ] (επίθ.) συνδικαλι­
similar [σιμιλάρ] (επίθ.) παρεμφερής, στικός.
παρόμοιος παραπλήσιος, sindicato [σιν'ντικάτο] (ουσΥαρσ.) σω­
simio [σίμιο] (ουσΥαρσ.) πίθηκος, ματείο, συνδικάτο,
simpatía [σιμ'πατία] (ουσ,/θηλ.) ευ­ síndrome [σίν'ντρομε] (ουσΥαρσ.)
σπλαχνία, συμπάθεια, συμπόνια, σύνδρομο,
simpático [σιμ'πάτικο] (επίθ.) ευσπλα- sinecura [σινεκούρα] (ουσΥθηλ.) αρ-
χνικός, συμπαθητικός συμπονετι­ γομισθία.
κός. sinfín [σινφίν] (επίθ.) ατέλειωτος αμέ­
simpatizante [σιμ'πατιθάν'τε] (ουσ./ τρητος.
αρσ.) οπαδός, φίλαθλος, sinfonía [σινφονία] (ουσΥθηλ.) συμφω­
simpatizar [σιμ'πατιθάρ] (ρ.) συμπα­ νία.
θώ. singular [σινγκουλάρ] (επίθ.) 1: μονα­
simple [σίμ'πλε] (επίθ.) απλός απλοϊ­ δικός 2: ιδιόρρυθμος ιδιόμορφος 3:
κός λιτός απέριττος, (Γοαμμ.) ενικός αριθμός,
simplemente [σίμ'πλεμεν'τε] (επίρρ.) singularidad [σινγκουλαριδάδ] (ουσΥ
απλά. θηλ.) 1: μοναδικότητα, 2: ιδιορρυθ­
simpleza [σιμ'πλέθα] (ουσ,/θηλ.) χαζο­ μία, ιδιομορφία,
μάρα, ανοησία, αφέλεια, siniestrado [σινιεστράδο] (επίθ.) πλη­
simplicidad [σιμ'πλιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) γείς θύμα.
απλότητα, απλοϊκότητα, siniestro [σινιέστρο] 1: (ουσΥαρσ.)
simplificar [σιμ'πλιφικάρ] (ρ.) απλο­ δυσμένεια, ατύχημα, συμφορά, 2:
ποιώ, απλουστεύω. (επίθ.) ολέθριος μοχθηρός κατα­
simulación [σιμουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) στρεπτικός,
υπόκριση, προσποίηση, μίμηση, sino [σίνο] 1: (ουσΥαρσ.) μοίρα, πε­
simular [σιμουλάρ] (ρ.) προσποιούμαι, πρωμένο, 2: (σύνδ.) (μετά από άρνη­

490
sobrado

ση) αλλά, εκτός, παρά · no se llam a sísmico [σίσμικο] (επίθ.) σεισμικός,


Luda sino Barbara - δεν ονομάζεται sismo [σίσμο] (ουσΥαρσ.) σεισμός,
Λουθία αλλά Μπάρμπαρα · no invitó sistema [σιστέμα] (ουσΥαρσ.) σύστη­
a nadie sino a su fam ilia - δεν κάλεσε μα, μέθοδος,
κανέναν εκτός από την οικογένειά sistemático [σιστεμάτικο] (επίθ.) συ­
του. στηματικός μεθοδικός,
sinónimo [σινόνιμο] 1: (ουσ,/αρσ.) συ­ sitiador [σιτιαδόρ] (ουσΥαρσ.) πολιορ­
νώνυμο, 2: (επίθ.) συνώνυμος, κητής εκπορθητής,
sinrazón [σινραθόν] (ουσ,/θηλ.) αδι­ sitiar [σιτιάρ] (ρ.) πολιορκώ, επιτίθε­
κία. μαι.
sinsabor [σινσαμπόρ] (ουσ,/αρσ.) δυ­ sitio [σίτιο] (ουσΥαρσ.) 1: θέση, μέρος,
σαρέσκεια, τόπος 2: πολιορκία,
síntesis [σίν'τεσις] (ουσ,/θηλ.) σύνθε­ sito [σίτο] (επίθ.) κείμενος ευρισκό­
ση. μενος.
sintético [σιν'τέτικο] (επίθ.) συνθετι­ situación [σιτουαθιόν] (ουσΥθηλ.) το­
κός, τεχνητός, ποθεσία, θέση, κατάσταση,
sintetizar [σιν’τετιθάρ] (ρ.) συνθέτω, situado [σιτουάδο] (επίθ.) ευρισκόμε­
síntoma [σίν'τομα] (ουσΥαρσ.) σύμπτω­ νος τοποθετημένος,
μα, ένδειξη, situar [σιτουάρ] (ρ.) τοποθετώ, βάζω.
sintonizar [σιν'τονιθάρ] (ρ.) συντονί­ so [σο] (πρόθ.) υπό.
ζω. soba [σόμπα] (ουσΥθηλ.) ξυλοκόπημα,
sinuosidad [σινουοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) ξυλοφόρτωμα,
καμπή. sobaco [σομπάκο] (ουσΥαρσ.) μασχά­
sinvergüenza [σινβεργουένθα] (ουσ./ λη.
αρσ. + θηλ.), (επίθ.) αδιάντροπος ξε­ sobado [σομπάδο] (επίθ.) τριμμένος
διάντροπος αναίσχυντος αχρείος, φθαρμένος παλιωμένος,
siquíatra [σικίατρα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) sobaquina [σομπακίνα] (ουσΥθηλ.)
ψυχίατρος, ιδρωτίλα.
siquiatría [σικιατρία] (ουσΥθηλ.) ψυ­ soberanía [σομπερανία] (ουσΥθηλ.)
χιατρική. κυριαρχία, ηγεμονία,
siquiera [σικιέρα] (επίρρ.) τουλάχι­ soberano [σομπεράνο] (ουσΥαρσ.) κυ­
στον. ρίαρχος ηγεμόνας 2: (επίθ.) κυρίαρ­
sirena [σιρένα] (ουσΥθηλ.) σειρήνα, χος τεράστιος υπέρτατος,
γοργόνα. soberbia [σομπέρμπια] (ουσΥθηλ.) οίη­
sirga [σίργα] (ουσΥθηλ.) (Ναυτ.) κά­ ση, αλαζονεία, υπεροψία, περηφάνια,
βος. soberbio [σομπέρμπιο] (επίθ.) αλαζό­
sirte [σίρτε] (ουσΥθηλ.) σύρτη, αμμου- νας υπερόπτης, περήφανος, έξοχος,
δέρα. sobornar [σομπορνάρ] (ρ.) δωροδο­
sirviente [σιρβιέν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) κώ, εξαγοράζω,
υπηρέτης υπηρέτρια, soborno [σομπόρνο] (ουσΥαρσ.) 1:
sisa [σίσα] (ουσΥθηλ.) μικροκλοπή, δωροδοκία, εξαγορά, 2: δωροληψία,
σούφρωμα, sobra [σόμπρα] (ουσΥθηλ.) πλεόνα­
sisar [σισάρ] (ρ.) 1: σουφρώνω, 2: στε­ σμα, περίσσευμα,
νεύω ρούχο. sobrado [σομπράδο] (επίθ.) πλεονά-

491
sobrante

ζων. υπερφυσικός,
sobrante [σομπράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) sobrenombre [σομπρενόμ'μπρε] (ουσΥ
πλεόνασμα περίσσευμα, 2 : (επίθ.) αρσ.) παρωνύμιο, επονομασία, παρα­
πλεονάζων, περίσσιος, τσούκλι.
sobrar [σομπράρ] (ρ.) 1: περισσεύω, sobrepasar [σομπρεπασάρ] (ρ.) υπερ­
πλεονάζω, 2: απομένω, βαίνω, ξεπερνώ,
sobre [σόμπρε] 1: (ουσ,/αρσ.) φάκε­ sobreponerse [σομπρεπονέρσε] (ρ.)
λος, 2: (πρόθ.) πάνω από, επί, περί, αυτοκυριαρχούμαι, αυτοεπιβάλλο-
περίπου · las llaves están sobre la μαι.
puerta - τα κλειδιά είναι πάνω στην sobreprecio [σομπρεπρέθιο] (ουσΥαρσ.)
πόρτα · voy a recogerte sobre las 9 - υπερτίμηση,
θα σε πάρω γύρω στις 9 · le encanta sobreproducción [σομπρεπροδουκ-
hablar sobre la tecnología - του αρέ­ θιόν] (ουσΥθηλ.) υπερπαραγωγή,
σει πολύ να μιλάει περί τεχνολογίας, sobrepujar [σομπρεπουχάρ] (ρ.) υπερ­
sobreabundancia [σομπρεαμπουν'νταν- νικώ, ξεπερνώ,
θία] (ουσΥθηλ.) υπερεπάρκεια. sobresaliente [σομπρεσαλιέν'τε] (ουσΥ
$ο^ββΙΐιτιβηΐ3αόη[σομπρεαλιμεν'τα- αρσ.) ανώτερος βαθμός, άριστα,
θιόν] (ουσΥθηλ.) υπερτροφία, sobresalir [σομπρεσαλίρ] (ρ.) εξέχω,
sobrecalentar [σομπρεκαλεν'τάρ] (ρ.) υπερέχω, ξεχωρίζω, διαπρέπω.
υπερθερμαίνω, sobresaltar [σομπρεσαλτάρ] (ρ.) τρο­
sobrecama [σομπρεκάμα] (ουσΥθηλ.) μάζω, φοβίζω,
κουβέρτα, κάλυμμα, sobresalto [σομπρεσάλτο] (ουσΥαρσ.)
sobrecarga [σομπρεκάργα] (ουσΥθηλ.) 1: έκπληξη, 2: αναπήδηση, 3: τίναγ-
υπερφόρτωση, παραφόρτωμα, υπέρ­ μα.
βαρο. sobrestante [σομπρεστάντε] (ουσΥαρσ.)
sobrecargar [σομπρεκαργάρ] (ρ.) υπερ­ επιστάτης εργοδηγός
φορτώνω, παραφορτώνω, επιβαρύ­ sobrevenir [σομπρεβενίρ] (ρ.) επέρχο­
νω. μαι, προκύπτω,
sobrecejo [σομπρεθέχο] (ουσΥαρσ.) sobrevivir [σομπρεβιβίρ] (ρ.) επιζώ,
συνοφρύωση. sobriedad [σομπριεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
sobreentender [σομπρε(ε)ν'τεν'ντέρ] εγκράτεια, μετριοπάθεια, 2: λιτότη­
(ρ.) συνάγεται το συμπέρασμα, εξυ- τα, απλότητα,
πακούεται, υπονοείται, sobrino [σομπρίνο] (ουσΥαρσ.) ανι­
sob re e stim a r [σομπρε(ε)στιμάρ] (ρ.) ψιός.
υπερεκτιμώ, sobrio [σόμπριο] (επίθ.) 1: εγκρατής
sobrehumano [σομπρεουμάνο] (επίθ.) μετρημένος μετριοπαθής 2 λιτός
υπεράνθρωπος, απλός 3: νηφάλιος,
sobrellevar [σομπρεγιεβάρ] (ρ.) υπο­ socarrón [σοκαρόν] (επίθ.) 1: σαρκα­
μένω, εγκαρτερώ, αντέχω, στικός χλευαστικός ειρωνικός 2:
sobremanera [σομπρεμανέρα] (επίρρ.) απατεώνας,
υπερβολικά, socavar [σοκαβάρ] (ρ.) υποσκάπτω,
sobremodo [σομπρεμόδο] (επίρρ.) υπονομεύω,
πάρα πολύ. sociabilidad [σοθιαμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
sobrenatural [σομπρενατουράλ] (επίθ.) κοινωνικότητα

492
solicitar

sociable [σοθιάμπλε] (επίθ.) κοινωνι­ sofreír [σοφρεΐρ] (ρ.) τσιγαρίζω, κα­


κός. βουρντίζω,
social [σοθιάλ] (επίθ.) κοινωνικός, εται­ soga [σόγα] (ουσΥθηλ.) σκοινί,
ρικός. soja [σόχα] (ουσΥθηλ.) σόγια,
socialismo [σοθιαλίσμο] (ουσΥαρσ.) sojuzgar [σοχουθγάρ] (ρ.) υποτάσσω,
σοσιαλισμός, καταστέλλω,
socialista [σοθιαλίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ sol [σολ] (ουσΥαρσ.) ήλιος,
θηλ.) σοσιαλιστής σοσιαλίστρια, 2: solamente [σόλαμεν'τε] (επίρρ.) μόνο,
(επίθ.) σοσιαλιαστικός. μονάχα.
socialización [σοθιαλιθαθιόν] (ουσΥ solana [σολάνα] (ουσΥθηλ.) ηλιόλου­
θηλ.) κοινωνικοποίηση, στο μέρος,
sociedad [σοθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: solano [σολάνο] (ουσΥαρσ.) ανατολι­
κοινωνία, 2: εταιρεία, κός άνεμος,
socio [σόθιο] (ουσΥαρσ.) 1: συνέται­ solapa [σολάπα] (ουσΥθηλ.) πέτο.
ρος 2: μέλος 3: σύντροφος, solapado [σολαπάδο] (επίθ.) 1: δόλιος
sociología [σοθιολοχία] (ουσΥθηλ.) 2 :συγκαλυμμένος επικαλυμμένος
κοινωνιολογία. solar [σολάρ] 1: (ρ.) πλακοστρώνω, 2:
sociólogo [σοθιόλογο] (ουσΥαρσ.) κοι­ (ουσΥαρσ.) οικόπεδο, 3: (επίθ.) ηλι­
νωνιολόγος, ακός.
socorrer [σοκορέρ] (ρ.) βοηθώ, συ­ solariego [σολαριέγο] (επίθ.) προγο­
ντρέχω. νικός
socorro [σοκόρο] (ουσΥαρσ.) αρωγή, soldada [σολδάδα] (ουσΥθηλ.) μισθός
βοήθεια, συμπαράσταση, στρατιώτη,
soda [σόδα] (ουσΥθηλ.) σόδα. soldado [σολδάδο] (ουσΥαρσ.) στρα­
soez [σοέθ] (επίθ.) άσεμνος πρόστυ­ τιώτης.
χος. soldar [σολδάρ] (ρ.) συγκολλώ, κολ­
sofá [σοφά] (ουσΥαρσ.) καναπές, λώ.
sofisticación [σοφιστικαθιόν] (ουσ./ solear [σολεάρ] (ρ.) λιάζω,
θηλ.) επιτήδευση, προσποίηση, soledad [σολεδάδ] (ουσΥθηλ.) μονα­
sofisticado [σοφιστικάδο] (επίθ.) επι­ ξιά.
τηδευμένος προσποιητός solemne [σολέμνε] (επίθ.) 1: επίσημος,
soflama [σοφλάμα] (ουσΥθηλ.) 1: εξα­ 2: σοβαρός 3: επιβλητικός εντυπω­
πάτηση, παραπλάνηση, 2: τρεμού­ σιακός.
λιασμα φλόγας, solemnidad [σολεμνιδάδ] (ουσΥθηλ.)
soflamar [σοφλαμάρ] (ρ.) 1: εξαπατώ, 1: επισημότητα, 2: σοβαρότητα, 3:
παραπλανώ, 2: καψαλίζω, τσουρου­ επιβλητικότητα.
φλίζω, 3: κοκκινίζω από ντροπή, soler [σολέρ] (ρ.) συνηθίζω · suelen
sofocante [σοφοκάν'τε] (επίθ.) απο- despertarse a las 7 - συνηθίζουν να
πνικτικός ασφυκτικός, ξυπνούν στις 7.
sofocar [σοφοκάρ] (ρ.) 1: πνίγω, κατα­ solicitación [σολιθιταθιόν] (ουσΥθηλ.)
πνίγω, 2: εξευτελίζω, ντροπιάζω, 1: αίτημα, 2: παράκληση, έκκληση,
sofoco [σοφόκο] (ουσΥαρσ.) 1: απο- solicitante [σολιθιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+
πνιγμός ασφυξία, στραγγαλισμός 2: θηλ.) αϊτών, αιτούσα,
όνειδος ντροπή. solicitar [σολιθιτάρ] (ρ.) αιτούμαι, ζη­

493
solícito

τώ. διάλυμα, διάλυση, 2: λύση.


solícito [σολίθιτο] (επίθ.) 1: πρόθυμος, solucionar [σολουθιονάρ] (ρ.) λύνω,
2: δραστήριος, 3: φιλότιμος, επιλύω.
solicitud [σολιθιτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: αί­ solvencia [σολβένθια] (ουσΥθηλ.) φε-
τηση, 2: προθυμία, 3: μέριμνα, φρο­ ρεγγυότητα, αξιοπιστία,
ντίδα. solvente [σολβέντε] (επίθ.) φερέγγυος
solidaridad [σολιδαριδάδ] (ουσΥθηλ.) αξιόπιστος,
1: αλληλεγγύη, 2: συμπαράσταση, sollozar [σογιοθάρ] (ρ.) κλαίω με λυγ­
συλλογικότητα. μούς οδύρομαι, σπαράζω,
solidario [σολιδάριο] (επίθ.) αλληλέγ­ sollozo [σογιόθο] (ουσΥαρσ.) λυγμός
γυος συλλογικός, οδυρμός αναφιλητό, σπαραγμός,
solidez [σολιδέθ] (ουσΥθηλ.) στερεό­ sombra [σόμ'μττρα] (ουσΥθηλ.) 1: σκιά,
τητα, σταθερότητα, ίσκιος 2: ίχνος,
solidificar [σολιδιφικάρ] (ρ.) στερεο­ sombreado [σομ'μπρεάδο] 1: (ουσΥ
ποιώ. αρσ.) φωτοσκίαση, 2: (επίθ.) σκιε­
sólido [σόλιδο] (επίθ.) 1: στερεός στα­ ρός.
θερός 2: ισχυρός γερός, sombrerera [σομ'μπρερέρα] (ουσΥθηλ.)
soliloquio [σολιλόκιο] (ουσΥαρσ.) μο­ καπελιέρα,
νόλογος. sombrerería [σομ'μπρερερία] (ουσΥ
solista [σολίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) σο- θηλ.) πιλοπωλείο, καπελάδικο,
λίστ, μονωδός. sombrero [σομ’μπρέρο] (ουσΥαρσ.) πί­
solitario [σολιτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) λος καπέλο,
ερημίτης, (β) πασιέντζα, 2: (επίθ.) μο­ sombrilla [σομ'μπρίγια] (ουσΥθηλ.)
ναχικός μόνος ερημικός, ομπρέλα.
soliviantar [σολιβιαν'τάρ] (ρ.) ξεσηκώ­ sombrío [σομ'μπρίο] (επίθ.) 1: σκιερός
νω, εξεγείρω, ξεμυαλίζω, 2: κατηφής σκυθρωπός καταθλιπτι-
solo [σόλο] (επίθ.) μόνος μοναδικός, κός.
sólo [σόλο] (επίρρ.) μόνο, μονάχα · somero [σομέρο] (επίθ.) επιφανειακός
faltaba sólo él - έλειπε μόνο εκείνος, ρηχός.
soltar [σολτάρ] (ρ.) 1: αφήνω, 2: απο­ someter [σομετέρ] (ρ.) 1: υποτάσσω,
λύω, 3: λύνω. υποδουλώνω, κυριεύω, κατακτώ, 2:
soltería [σολτερία] (ουσΥθηλ.) εργένι- υποβάλλω,
κη ζωή, αγαμία. somnífero [σομνίφερο] 1: (ουσΥαρσ.)
soltero [σολτέρο] (επίθ.) άγαμος ανύ­ υπνωτικό, 2: (επίθ.) υπνωτικός,
παντρος. sonámbulo [σ ο ν ά μ 'μ π ο υ λ ο ] (ουσΥαρσ.)
solterón [σολτερόν] (ουσΥαρσ.) γερο- υπνοβάτης
ντοπαλίκαρο, εργένης sonaja [σονάχα] (ουσΥθηλ.) κουδου-
solterona [σολτερόνα] (ουσΥθηλ.) γε­ νάκι.
ροντοκόρη, sonar [σονάρ] (ρ.) 1: κρούω, ηχώ, κου­
soltura [σολτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ευχέ­ δουνίζω, 2: χτυπώ, 3: ακούγομαι, αντη­
ρεια, ευφράδεια, 2: ευκινησία, χώ, 4: θυμίζω · el teléfono suena
soluble [σολούμπλε] (επίθ.) διαλυτός - χτυπάει το τηλέφωνο · ¿te suena?
ευδιάλυτος - σου θυμίζει κάτι;.
solución [σολουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: sonarse [σονάρσε] (ρ.) φυσώ τη μύτη

494
sordom udo

μου. soplamocos [σοπλαμόκος] (ουσΥαρσ.)


sonda [σόν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: βολίδα, χαστούκι, σκαμπίλι, σφαλιάρα,
2: καθετήρας, μήλη, 3: τρυπάνι, soplar [σοπλάρ] (ρ.) 1: φυσώ, 2: ψιθυ­
sondar [σον'ντάρ] (ρ.) 1: βυθομετρώ, ρίζω, 3: καταδίδω, 4: αρπάζω, κλέβω,
2: καθετηριάζω. 5: τα κοπανάω, τσιμπάω,
sondear [σον'ντεάρ] (ρ.) 1: βολιδοσκο­ soplillo [σοπλίγιο] (ουσΥαρσ.) φυσε­
πώ, εξερευνώ, 2: βυθομετρώ, 3: τρυ- ρό.
πώ. soplo [σόπλο] (ουσΥαρσ.) 1: φύσημα,
sondeo [σον'ντέο] (ουσΥαρσ.) 1: βυθο­ 2: κάρφωμα, κατάδοση, 3: (Ιατρ.)
μέτρηση, 2: βολιδοσκόπηση, σφυγ­ καρδιακό φύσημα,
μομέτρηση, soplón [σοπλόν] (ουσΥαρσ.) χαφιές
sónico [σόνικο] (επίθ.) ηχητικός, καταδότης καρφί,
sonido [σονίδο] (ουσΥαρσ.) ήχος. soponcio [σοπόνθιο] (ουσ,/αρσ.) ζα­
sonoridad [σονοριδάδ] (ουσΥθηλ.) ηχη- λάδα, ζάλη, λυποθυμία.
ρότητα. sopor [σοπόρ] (ουσΥαρσ.) 1: νάρκη,
sonoro [σονόρο] (επίθ.) ηχηρός, βρο­ ύπνος 2: λήθαργος,
ντερός. soporífero [σοπορίφερο] 1: (ουσΥ
sonreír [σονρεΐρ] (ρ.) χαμογελώ, αρσ.) υπνωτικό χάπι, 2: (επίθ.) υπνω­
sonriente [σονριέν'τε] (επίθ.) χαμογε­ τικός.
λαστός, πρόσχαρος, soportable [σοπορτάμπλε] (επίθ.) υπο­
sonrisa [σονρίσα] (ουσΥθηλ.) χαμό­ φερτός ανεκτός,
γελο. soportar [σοπορτάρ] (ρ.) 1: υποβαστά­
sonrojarse [σονροχάρσε] (ρ.) ερυθριώ, ζω, στηρίζω, 2: αντέχω, υποφέρω,
κοκκινίζω, ανέχομαι,
sonrojo [σονρόχο] (ουσΥαρσ.) ερυθρία­ soporte [σοπόρτε] (ουσΥαρσ.) στήριγ­
ση, κοκκίνισμα, μα, υποστήριξη,
sonsacar [σονσακάρ] (ρ.) εκμαιεύω, soprano [σοπράνο] (ουσΥαρσ.) σοπράνο,
αποσπώ. υψίφωνος,
soñador [σονιαδόρ] (επίθ.) ονειροπό- sorber [σορμπέρ] (ρ.) ρουφώ,
λος, φαντασιόπληκτος ονειροπαρ­ sorbete [σορμπέτε] (ουσΥαρσ.) παγω­
μένος. τό σορμπέ.
soñar [σονιάρ] (ρ.) (con) ονειρεύομαι · sorbo [σόρμπο] (ουσΥαρσ.) ρουφηξιά,
ayer soñé con m i abuela - χθές ονει­ γουλιά.
ρεύτηκα τη γιαγιά μου. sordera [σορδέρα] (ουσΥθηλ.) κωφό-
soñoliento [σονιολιέν'το] (επίθ.) νυ­ τητα, κώφωση,
σταλέος υπναλέος, sordidez [σορδιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1:
sopa [σόπα] (ουσ,/θηλ.) σούπα, βρομιά, ρυπαρότητα, 2: αισχρότητα,
sopapo [σοπάπο] (ουσΥαρσ.) γροθιά αθλιότητα, 3: μιζέρια.
στο πρόσωπο, sórdido [σόρδιδο] (επίθ.) 1: βρόμικος
sopesar [σοπεσάρ] (ρ.) ζυγίζω, υπολο­ ρυπαρός 2: αισχρός άθλιος μίζε­
γίζω βάρος αποτιμώ, ρος.
sopetón [σοπετόν] (επίρρ.) απροσδό­ sordo [σόρδο] 1: (ουσΥαρσ.) κωφός, 2:
κητα, αιφνίδια · de sopetón - ξαφ­ (επίθ.) (α) κουφός (β) αθόρυβος,
νικά. sordomudo [σορδομούδο] (επίθ.) κω-

495
sorna

φάλαλος. sostenimiento [σοστενιμιέν'το] (ουσ./


sorna [σόρνα] (ουσΥθηλ.) ειρωνία, σαρ­ αρσ.) υποστήριξη,
κασμός χλευασμός, sota [σότα] (ουσΥθηλ.) βαλές τράπου­
sorprendente [σορπρεν'ντέν'τε] (επ(θ.) λας.
εκπληκτικός καταπληκτικός sotana [σοτάνα] (ουσΥθηλ.) ράσο.
sorprender [σορπρεν/ντέρ] (ρ.) 1: εκ­ sótano [σότανο] (ουσΥαρσ.) υπόγειο,
πλήσσω, καταπλήσσω, 2: αιφνιδιά- soterrar [σοτεράρ] (ρ.) θάβω, κρύβω,
ζω, ξαφνιάζω, καταχωνιάζω,
sorpresa [σορπρέσα] (ουσ./θηλ.) 1: έκ­ suasorio [σουασόριο] (επίθ.) πειστι­
πληξη, κατάπληξη, 2: αιφνιδιασμός, κός.
sortear [σορτεάρ] (ρ.) 1: κληρώνω, 2: suave [σουάβε] (επίθ.) 1: απαλός μα­
αποφεύγω, 3: καταφέρνω, παρακά­ λακός 2: πράος, ήπιος 5: λείος ομα­
μπτω. λός.
sorteo [σορτέο] (ουσ./αρσ.) κλήρωση, suavidad [σουαβιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
sortija [σορτίχα] (ουσΥθηλ.) 1: δακτυ­ απαλότητα, 2: πραότητα, ηπιότητα,
λίδι, 2: μπούκλα. 3: ομαλότητα.
sortilejio [σορτιλέχιο] (ουσΥαρσ.) 1: suavizar [σουαβιθάρ] (ρ.) 1: απαλύνω,
μαγεία, 2: μάγια, λειαίνω, 2: μαλακώνω, ηρεμώ,
sosegado [σοσεγάδο] (επίθ.) ήρεμος subafluente [σουμπαφλουέν'τε] (ουσΥ
πράος γαλήνιος ήπιος, αρσ.) παραπόταμος,
sosegar [σοσεγάρ] (ρ.) καταπραΟνω, subalimentación [σουμπαλιμεν'ταθιόν]
κατευνάζω, καθησυχάζω, (καθ.) καλ­ (ουσΥθηλ.) υποσιτισμός,
μάρω. subalterno [σουμπαλτέρνο] (ουσΥαρσ.)
sosería [σοσερία] (ουσΥθηλ.) ανοστιά, υφιστάμενος,
μονοτονία, subasta [σουμπάστα] (ουσΥθηλ.) πλει-
sosiego [σοσιέγο] (ουσΥαρσ.) πραότη­ στηριασμός δημοπρασία,
τα, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, subastar [σουμπαστάρ] (ρ.) πλειστη­
soslayar [σοσλαγιάρ] (ρ.) 1: πλαγιάζω, ριάζω, δημοπρατώ.
3: παρακάμπτω, subconsciente [σουμπκονσθιέν'τε] (ουσΥ
soso [σόσο] (επίθ.) 1: ανάλατος άνο­ αρσ.) υποσυνείδητο,
στος, άγευστος 2: ανούσιος, subdesarrollo [σουμπδεσαρόγιο] (ουσΥ
sospecha [σοσπέτσα] (ουσΥθηλ.) υπο­ αρσ.) υπανάπτυξη,
ψία. súbdito [σούμπδιτο] (ουσΥαρσ.) υπή­
sospechar [σοσπετσάρ] (ρ.) υποπτεύο­ κοος υφιστάμενος,
μαι, υποψιάζομαι, subdividir [σουμπδιβιδίρ] (ρ.) υποδιαι­
sospechoso [σοοπτετσόσο] (επίθ.) 1: ρώ.
ύποπτος 2: καχύποπτος. subestimar [σουμπεστιμάρ] (ρ.) υπο­
sostén [σοοττέν] (ουσΥαρσ.) 1: στήριγ­ τιμώ.
μα, 2: στηθόδεσμος σουτιέν, subida [σουμπίδα] (ουσΥθηλ.) 1: ανά­
sostener [σοστενέρ] (ρ.) 1: στηρίζω, βαση, ανήφορος, 2: ύψωμα, 3: αύξη­
υπο<ττηρίζω, ενισχύω, κρατώ, υπο­ ση, άνοδος,
βαστάζω, 2: συντηρώ, διατηρώ, subir [σουμπίρ] (ρ.) 1: ανεβαίνω, ανη-
sostenido [σοστενίδο] (επίθ.) συνεχής, φορίζω 2: υψώνω, 3: αυξάνω · subir
διαρκής el volumen - δυναμώνω τον ήχο ·

496
sucinto

subir las escaleras - ανεβαίνω τις subsuelo [σουμπσουέλο] (ουσ,/αρσ.)


σκάλες · subir el precio - αυξάνω την υπέδαφος,
τιμή. subteniente [σουμπτενιέν'τε] (ουσ./
súbito [σούμπιτο] (επίθ.) αιφνίδιος, αρσ.) ανθυπολοχαγός.
απρόσμενος, ξαφνικός, subterráneo [σουμπτεράνεο] 1: (ουσ./
subjetivo [σουμπχετίβο] (επίθ.) υπο­ αρσ.) (α) υπόγειο, (β) μετρό, (γ) τού­
κειμενικός, νελ, 2: (επίθ.) υπόγειος,
subjuntivo [σουμπχουν'τίβο] (ουσ./ subtitulo [σουμπτίτουλο] (ουσΥαρσ.)
αρσ.) (Γραμμ.) υποτακτική έγκλιση, υπότιτλος,
sublevación [σουμπλεβαθιόν] (ουσ./ suburbio [σουμπούρμπιο] (ουσΥαρσ.)
θηλ.) εξέγερση, ξεσηκωμός, προάστιο,
sublevar [σουμπλεβάρ] (ρ.) 1: εξεγεί­ subvención [σουμπβενθιόν] (ουσΥθηλ.)
ρω, ξεσηκώνω, 2: εξοργίζω, επιχορήγηση, επιδότηση,
sublime [σουμπλίμε] (επίθ.) ύψιστος subvencionar [σουμπβενθιονάρ] (ρ.)
λαμπρός, εξαίρετος, επιχορηγώ, επιδοτώ,
submarino [σουμπμαρίνο] 1: (ουσ./ subversión [σουμπβερσιόν] (ουσΥθηλ.)
αρσ.) υποβρύχιο, 2: (επίθ.) υποβρύ­ ανατροπή,
χιος. subversivo [σουμπβερσίβο] (επίθ.) ανα­
subordinado [σουμπορδινάδο] (ουσ./ τρεπτικός,
αρσ.), (επίθ.) υποτελής, υφιστάμενος subyugar [σουμπγιουγάρ] (ρ.) υποτάσ­
κατώτερος δευτερεύων. σω, υποδουλώνω,
subproducto [σουμπ'προδούκτο] (ουσ./ succión [σουκθιόν] (ουσΥθηλ.) ρού­
αρσ.) υποπροϊόν, φηγμα, εκμύζηση.
subrayar [σουμπραγιάρ] (ρ.) 1: υπο­ succionar [σουκθιονάρ] (ρ.) εκμυζώ,
γραμμίζω, 2: δίνω έμφαση, ρουφάω.
subrepticio [σουμπρετττίθιο] (επίθ.) λα­ sucedáneo [σουθεδάνεο] 1: (ουσΥαρσ.)
θραίος παράνομος κρυφός, υποκατάστατο, 2: (επίθ.) υποκατά­
subrogar [σουμπρογάρ] (ρ.) υποκαθι­ στατος.
στώ, αναπληρώνω, suceder [σουθεδέρ] (ρ.) 1: συμβαίνω,
subsanable [σουμπσανάμπλε] (επίθ.) 2: επακολουθώ, διαδέχομαι,
επανορθώσιμος επιδιορθώσιμος sucesión [σουθεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
subsanar [σουμπσανάρ] (ρ.) επανορ­ διαδοχή, σειρά, αλληλουχία, 2: περι­
θώνω, επιδιορθώνω, ουσία, κληρονομιά,
subscribir [σουμπσκριμπίρ] (ρ.) υπο­ sucesivamente [σουθεσίβαμεν'τε]
γράφω, εγγράφω συνδρομητή, (επίρρ.) διαδοχικά, αλλεπάλληλα,
subscripción [σουμπσκριπθιόν] (ουσ./ sucesivo [σουθεσίβο] (επίθ.) διαδοχι­
θηλ.) εγγραφή, συνδρομή, κός επόμενος συνεχής,
subsidio [σουμπσίδιο] (ουσ./αρσ.) επί­ suceso [σουθέσο] (ουσ,/αρσ.) συμβάν,
δομα, εισφορά, επιχορήγηση, γεγονός.
subsistencia [σουμπσιστένθια] (ουσ./ sucesor [σουθεσόρ] (ουσΥαρσ.) διά­
θηλ.) 1: ύπαρξη, ζωή, 2: διαβίωση, δοχος κληρονόμος,
διατροφή, suciedad [σουθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) ρυ­
subsistir [σουμπσιστίρ] (ρ.) 1: υπάρχω, παρότητα, ακαθαρσία, βρομιά,
υφίσταμαι, 2: διαβιώνω. sucinto [σουθίν'το] (επίθ.) σύντομος

497
sucio

περιληπτικός συνοπτικός περιεκτι­ suficiente [σουφιθιέν'τε] (επίθ.) επαρ­


κός. κής αρκετός,
sucio [σούθιο] (επίθ.) ρυπαρός ακά­ sufragio [σουφράχιο] (ουσΥαρσ.) 1:
θαρτος βρόμικος, ψηφοφορία, 2: ψήφος 3: παράκληση,
suculento [σουκουλέν'το] (επίθ.) 1: γευ­ έκκληση.
στικός εύγευστος νόστιμος 2: θρε­ sufrimiento [σουφριμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
πτικός 1: βάσανο, ταλαιπωρία, 2: πόνος οδύ­
sucumbir [σουκουμ'μπίρ] (ρ.) υποκύ­ νη.
πτω, υποχωρώ, υποτάσσομαι, ενδί­ sufrir [σουφρίρ] (ρ.) 1: υποφέρω, πά­
δω. σχω, παθαίνω, 2: ανέχομαι, υπομέ­
sucursal [σουκουρσάλ] (ουσΥθηλ) υπο­ νω.
κατάστημα, sugerencia [σουχερένθια] (ουσΥθηλ.)
sudar [σουδάρ] (ρ.) ιδρώνω, εφιδρώ- εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη,
νω. sugerir [σουχερίρ] (ρ.) υποδεικνύω,
sudario [σουδάριο] (ουσ,/αρσ.) σάβα­ sugestión [σουχεστιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
νο. υποβολή, 2: υπόδειξη,
sudor [σουδόρ] (ουσΥαρσ.) ιδρώτας, sugestionar [σουχεστιονάρ] (ρ.) 1: υπο­
sudorífico [σουδορίφικο] (επίθ.) εφι- βάλλω, 2: γοητεύω, σαγηνεύω, θέλγω,
δρωτικός. sugestivo [σουχεστίβο] (επίθ.) 1: υπο­
sudoroso [σουδορόσο] (επίθ.) ιδρω- βλητικός 2: γοητευτικός σαγηνευτι­
μένος. κός θελκτικός,
suegro/a [σουέγρο/α] (ουσΥαρσ.+ suicida [σουιθίδα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
θηλ.) πεθερός πεθερά, αυτόχειρας 2: (επίθ.) αυτοκτονικός
suela [σουέλα] (ουσΥθηλ.) σόλα, πέλ­ αυτοκαταστροφικός.
μα. suicidarse [σουιθιδάρσε] (ρ.) αυτοκτο-
sueldo [σουέλδο] (ουσΥαρσ.) μισθός νώ.
αποδοχές, suicidio [σουιθίδιο] (ουσΥαρσ.) αυτο­
suelo [σουέλο] (ουσΥαρσ.) 1: έδαφος κτονία, αυτοκαταστροφή,
2: πάτωμα, δάπεδο, γη, οικόπεδο, sujeción [σουχεθιόν] (ουσΥθηλ.) κρά-
suelto [σουέλτο] (επίθ.) 1: ελεύθερος, τημα.
λυτός 2: χύμα, 3: μονός sujetador [σουχεταδόρ] (ουσΥαρσ.) στη­
sueño [σουένιο] (ουσΥαρσ.) 1: νύστα, θόδεσμος σουτιέν,
υπνηλία, 2: όνειρο, 3: ύπνος · tener sujetar [σουχετάρ] (ρ.) κρατώ, συ­
sueño - νυστάζω · ni en sus sueños - γκροτώ, περιορίζω, βαστώ,
ούτε στα όνειρά του. sujeto [σουχέτο] 1: (ουσΥαρσ.) (α)
suero [σουέρο] (ουσΥαρσ.) ορός. θέμα, (β) υποκείμενο, (γ) άτομο, 2:
suerte [σουέρτε] (ουσΥθηλ.) 1: τύχη, (επίθ.) (α) υποκείμενος σε, (β) ασφα­
μοίρα, πεπρωμένο, 2: είδος · tener λής.
buena/m ala suerte - είμαι καλότυ­ suma [σούμα] (ουσΥθηλ.) 1: άθροισμα,
χος/κακότυχος, σύνολο, 2: πρόσθεση, 3: ποσό.
suéter [σουέτερ] (ουσΥαρσ.) πουλό- sumamente [σούμαμεν'τε] (επίρρ.)
βερ. πάρα πολύ.
suficiencia [σουφιθιένθια] (ουσΥθηλ.) sumar [σουμάρ] (ρ.) αθροίζω, προ­
επάρκεια. σθέτω.

498
suplefaltas

sumario [σουμάριο] 1: (ουσ./αρσ.) (α) superfluo [σουπέρφλουο] (επίθ.) πλεο-


περίληψη, σύνοψη, (β) πρακτικά της νάζων, περιττός παραπανίσιος.
δίκης, 2: (επίθ.) περιληπτικός, συνο­ superhombre [σουπερόμπρε] (ουσΥ
πτικός. αρσ.) υπεράνθρωπος,
sumergir [σουμερχίρ] (ρ.) βυθίζω, κα­ superintendencia [σουπεριν'τεν'ντέν-
ταδύω. θια] (ουα/θηλ.) επίβλεψη, εποπτεία,
sumersión [σουμερσιόν] (ουσΥθηλ.) επιτήρηση,
1: καταβύθιση, κατάδυση, 2: απορ­ superintendente [σουπεριν'τεν' ντέν'
ρόφηση. τε] (ουσΥαρσ.) επόπτης επιτηρητής,
sumidero [σουμιδέρο] (ουσΥαρσ.) υπό­ superior [σουπεριόρ] (επίθ.) ανώτε­
νομος. ρος.
suministrar [σουμινιστράρ] (ρ.) προ­ superioridad [σουπεριοριδάδ] (ουσΥ
μηθεύω, εφοδιάζω, παρέχω, θηλ.) ανωτερότητα, υπεροχή,
suministro [σουμινίστρο] (ουσΥαρσ.) superlativo [σουπερλατίβο] 1: (ουσΥ
προμήθεια, εφόδιο, παροχή, αρσ.) (Γραμμ.) υπερθετικός βαθμός
sumir [σουμίρ] (ρ.) βυθίζω, βουλιάζω, 2: (επίθ.) υπερθετικός υπέρμετρος,
sumisión [σουμισιόν] (ουσΥθηλ.) υπο­ supermercado [σουπερμερκάδο] (ουσΥ
ταγή, υπακοή, ευπείθεια. αρσ.) υπεραγορά,
sumiso [σουμίσο] (επίθ.) υποτακτικός supernumerario [σουπερνουμεράριο]
υπάκουος ενδοτικός. (επίθ.) υπεράριθμος,
súmmun [σούμουν] (ουσΥαρσ.) απο­ superpoblación [σουπερπομπλαθιόν]
κορύφωμα, απόγειο, (ουσΥθηλ.) υπερπληθυσμός,
sumo [σούμο] (επίθ.) υπέρτατος ύψι­ supersónico [σουπερσόνικο] (επίθ.)
στος ανώτατος μεγάλος, υπερηχητικός
suntuosidad [σουντουοσιδάδ] (ουσ./ superstición [σουπεροττιθιόν] (ουσΥ
θηλ.) πολυτέλεια, χλιδή, θηλ.) δεισιδαιμονία, πρόληψη,
suntuoso [σουν'τουόσο] (επίθ.) πομπώ­ supersticioso [σουπερστιθιόσο] (επίθ.)
δης στομφώδης μεγαλοπρεπής δεισιδαίμονας, προληπτικός,
supeditar [σουπεδιτάρ] (ρ.) υποτάσ­ supervisar [σουπερβισάρ] (ρ.) επιβλέ­
σω. πω, επιτηρώ, εποπτεύω,
superabundancia [σουπεραμπουν'ντάν- supervisor [σουπερβισόρ] (ουσΥαρσ.)
θια] (ουσΥθηλ) υπεραφθονία επόπτης επιτηρητής,
superación [αουπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) supervivencia [αουπερβιβένθια] (ουσΥ
υπεροχή, υπερνίκηση. θηλ.) επιβίωση,
superar [σουπεράρ] (ρ.) ξεπερνώ, superviviente [σουπερβιβιέν'τε] (επίθ.)
υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, επιζών.
superávit [σουπεράβττ] (ουσΥαρσ.) πλεό­ supino [σουπίνο] (επίθ.) 1: ύπτιος 2:
νασμα, περίσσευμα, ακραίος.
superestructura [σουπερεστρουκτού- suplantación [σουπλαν'ταθιόν] (ουσΥ
ρα] (ουσΥθηλ.) υπερκατασκευή, θηλ.) υποσκέλιση, παραγκωνισμός.
superficial [σουπερφιθιάλ] (επίθ.) επι­ suplantar [σουπλαν'τάρ] (ρ.) υποσκε­
φανειακός επιπόλαιος ρηχός, λίζω, παραγκωνίζω, εκτοπίζω,
superficie [σουπερφίθιε] (ουσΥθηλ.) suplefaltas [σουπλεφάλτας] (ουσΥαρσ.+
επιφάνεια. θηλ.) εξιλαστήριο θύμα

499
suplementario

suplementario [σουπλεμεν'τάριο] (επίθ.) sureño [σουρένιο] (ουσΥαρσ. + θηλ.),


συμπληρωματικός, πρόσθετος, (επίθ.) νότιος,
suplemento [σουπλεμέν'το] (ουσΥαρσ.) sureste [σουρέστε] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
συμπλήρωμα, ένθετο, νοτιοανατολικός,
suplencia [σουπλένθια] (ουσΥθηλ.) υπο­ surgir [σουρχίρ] (ρ.) 1: αναδύομαι, ανα-
κατάσταση, αντικατάσταση, αναπλή- βλύζω, 2: ανακύπτω, προκύπτω,
ρωση. suroeste [σουροέστε] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
suplente [σουπλέ^τε] 1: (ουσΥαρσ.) ανπ- νοτιοδυτικός
καταστάτης αναπληρωτής, 2: (επίθ.) surrealismo [σουρεαλίσμο] (ουσΥαρσ.)
αναπληρωματικός, σουρεαλισμός
súplica [σούπλικα] (ουσΥθηλ.) ικεσία, surrealista [σουρεαλίστα] 1: (ουσΥ αρσ.)
suplicante [σουπλικάν'τε] (επίθ.) ικε­ σουρεαλιστής 2: (επίθ.) σουρεαλιστι­
τευτικός. κός.
suplicar [σουπλικάρ] (ρ.) ικετεύω, εκλι­ surtido [σουρτίδο] 1: (ουσΥαρσ.) ποι­
παρώ. κιλία, σειρά, γκάμα, 2: (επίθ.) ανάμει­
suplicio [σουπλίθιο] (ουσΥαρσ.) βάσα­ κτος.
νο, μαρτύριο, surtidor [σουρτιδόρ] (ουσΥαρσ.) πίδα­
suplir [σουπλίρ] (ρ.) 1: αντικαθιστώ, κας αντλία,
αναπληρώνω, τροφοδοτώ, 2: συ­ surtir [σουρτίρ] (ρ.) προμηθεύω, εφο­
μπληρώνω, διάζω.
suponer [σουπονέρ] (ρ.) 1: υποθέτω, susceptibilidad [σουσθεπτιμπιλιδάδ]
φαντάζομαι, εικάζω, 2: σημαίνω, (ουσΥθηλ.) ευπάθεια, ευαισθησία,
suposición [σουποσιθιόν] (ουσ,/θηλ.) susceptible [σουσθετττίμπλε] (επίθ.) 1:
υπόθεση, εικασία, επιρρεπής ευάλωτος ευεπίφορος
supositorio [σουποσιτόριο] (ουσΥαρσ.) 2: εύθικτος επιδεκτικός,
υπόθετο. suscitar [σουσθιτάρ] (ρ.) 1: προκαλώ,
supranacional [σουπερναθιονάλ] (επίθ.) ξεσηκώνω, 2: κινώ.
υπερεθνικός suscribirse [σουσκριμπίρσε] (ρ.) εγ-
supremacía [σουπρεμαθία] (ουσΥθηλ.) γράφομαι συνδρομητής,
ανωτερότητα, υπεροχή, suscripción [σουσκριπθιόν] (ουσ./
supremo [σουπρέμο] (επίθ.) ανώτα­ θηλ.) συνδρομή,
τος υπέρτατος, suspender [σουσπεν'ντέρ] (ρ.) 1: κρε­
supresión [σουπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: μώ, 2: αναβάλλω, αναστέλλω, 3: κό­
κατάπνιξη, συγκάλυψη, 2: παύση, 3: βω.
απαγόρευση, suspensión [σουσπενσιόν] (ουσΥθηλ.)
suprimir [σουπριμίρ] (ρ.) 1: καταστέλ­ 1: ανάρτηση, κρέμασμα, αιώρηση,
λω, καταπνίγω, 2: καταργώ, 2: αναβολή, αναστολή, διακοπή ·
supurar [σουπουράρ] (ρ.) εμπύω, μα­ suspensión de hostilidades - διακο­
ζεύω πύον. πή εχθροπραξιών,
sur [σουρ] 1: (ουσΥαρσ.) νότος 2: (επίθ.) suspenso [σουσπένσο] (ουσΥαρσ.)
νότιος. απόρριψη,
surcar [σουρκάρ] (ρ.) διασχίζω, suspicacia [σουσπικάθια] (ουσΥθηλ.)
surco [σούρκο] (ουσΥαρσ.) 1: αυλάκι, καχυποψία, δυσπιστία,
2: χαρακιά, 3: ρυτίδα. suspicaz [σουσπικάθ] (επίθ.) καχύπο-

500
suyo

πτος δύσπιστος, sustituto [σουστιτούτο] (ουσΥαρσ.)


suspirar [σουσπιράρ] (ρ.) αναστενάζω, αντικαταστάτης,
λαχταρώ. susto [σούστο] (ουσΥαρσ.) τρομάρα,
suspiro [σουσπίρο] (ουσΥαρσ.) ανα­ sustracción [σουστρακθιόν] (ουσΥθηλ.)
στεναγμός, υπεξαίρεση, αφαίρεση,
sustancia [σουστάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: sustraer [σουστραέρ] (ρ.) υπεξαιρώ,
ουσία, 2: υπόσταση, αφαιρώ.
sustancial [σουστανθιάλ] (επίθ.) ου­ sustrato [σουςττράτο] (ουσΥαρσ.) υπό­
σιώδης ζωτικός θεμελιώδης βαθρο, υπόστρωμα,
sustantivo [σουσταν'τίβο] 1: (ουσΥ susurrar [σουσουράρ] (ρ.) ψιθυρίζω,
αρσ.) (Γραμμ.) ουσιαστικό, 2: (επίθ.) μουρμουρίζω,
ουσιαστικός, susurro [σουσοΰρο] (ουσΥαρσ.) ψίθυ­
sustentar [σουστεν'τάρ] (ρ.) 1: υπο­ ρος μουρμούρισμα.
στηρίζω, 2: διατηρώ, sutil [σουτίλ] (επ(θ.) 1: λεπτός 2: φίνος
sustentar [σουστεν'τάρ] (ρ.) 1: στηρί­ 3: διακριτικός,
ζω, 2: τρέφω, sutileza [σουτιλέθα] (ουσΥθηλ.) λε­
sustento [σουστέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: πτότητα, φινέτσα, αβρότητα,
στήριγμα, 2: συντήρηση, τα προς το sutura [σουτούρα] (ουσΥθηλ.) συρρα-
ζην. φή, ράμμα,
sustitución [σουστιτουθιόν] (ουσΥθηλ.) suturar [σουτουράρ] (ρ.) ράβω ράμ­
αντικατάσταση, υποκατάσταση, ματα.
sustituir [σουστιτουΐρ] (ρ.) αντικαθι­ suyo [σοΰγιο] (κτητική αντ.) δικό του ·
στώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, es (el) suyo - είναι (το) δικό του · es
sustitutivo [σουστΓτουτΙβο] (ουσΥαρσ.) (la) suya - είναι (η) δική του.
υποκατάστατο.

501
tacón [τακόν] (ουσΥαρσ.) τακούνι ·
zapátos de tacón (alto) - ψηλοτά-
T, t [τε] (ουσ,/θηλ.) το εισκοστό τρίτο κουνα παπούτσια · le gusta llevar
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, tacones - της αρέσει να φοράει ψη-
taba [τάμπα] (ουσΥθηλ.) 1: αστράγα­ λοτάκουνα.
λος 2: πεντόβολα. taconazo [τακονάθο] (ουσΥαρσ.) τα-
tabaco [ταμπάκο] (ουσΥαρσ.) καπνός κουνιά.
tábano [τάμπανο] (ουσΥαρσ.) αλογό­ táctica [τάκτικα] (ουσΥθηλ.) τακτική,
μυγα. μέθοδος, στρατηγική,
taberna [ταμπέρνα] (ουσΥθηλ.) ταβέρ­ táctil [τάκτιλ] (επίθ.) απτός ψηλαφη­
να. τός.
tabernero [ταμπερνέρο] (ουσΥαρσ.) τα­ tacto [τάκτο] (ουσΥαρσ.) 1: αφή, άγγιγ­
βερνιάρης μα, 2: αβρότητα, λεπτότητα, τακτ.
tabicar [ταμπικάρ] (ρ.) φράζω με τά­ tacha [τάτσα] (ουσΥθηλ.) 1: ελάττωμα,
βλες 2: πρόκα.
tabique [ταμπίκε] (ουσΥαρσ.) χώρισμα, tachar [τατσάρ] (ρ.) 1: διαγράφω, εξα­
tabla [τάμπλα] (ουσΥθηλ.) 1: τάβλα, λείφω, 2: στιγματίζω, στηλιτεύω, επι­
σανίδα, 2: πάλκο (σκηνής), 3: φράγ­ κρίνω.
μα. tachón [τατσόν] (ουσ,/αρσ.) 1: μου-
tablado [ταμπλάδο] (ουσ,/αρσ.) 1: εξέ­ τζούρα, 2: διαγραφή,
δρα, ικρίωμα, 2: πάτωμα θεατρικής tahona [ταόνα] (ουσΥθηλ.) αρτο­
σκηνής. ποιείο.
tablero [ταμπλέρο] (ουσΥαρσ.) 1: τά­ tahonero [ταονέρο] (ουσΥαρσ.) αρτο­
βλα, 2: σκακιέρα, 3: πίνακας, ποιός.
tableta [ταμπλέτα] (ουσΥθηλ.) 1: δι­ taima [τάιμα] (ουσΥθηλ.) πονηριά, πα­
σκίο, ταμπλέτα, 2: πλακέτα. νουργία.
tabletear [ταμπλετεάρ] (ρ.) κροταλί­ tajante [ταχάν'τε] (επίθ.) 1: κοφτερός,
ζω. αιχμηρός, 2: οξύς, 3: οριστικός,
tableteo [ταμπλέτεο] (ουσΥαρσ.) κρο- tajar [ταχάρ] (ρ.) κόβω φέτες,
τάλισμα. tajo [τάχο] (ουσΥαρσ.) 1: εντομή, εγκο­
tablón [ταμπλόν] (ουσΥαρσ.) 1: χοντρή πή, 2: γκρεμός ρεματιά, χαράδρα, 3:
σανίδα, 2: πίνακας (ανακοινώσεων). απασχόληση, εργασία,
tabú [ταμπού] (ουσΥαρσ.) ταμπού, tal [ταλ] (δεικτική αντ.) τέτοιος · no es
taburete [ταμπουρέτε] (ουσΥαρσ.) σκα­ de su carácter tal com portam iento -
μνί, σκαμπό, δεν είναι του χαρακτήρα του τέτοια
tacañería [τακανιερία] (ουσΥθηλ.) φι- συμπεριφορά · es im perdonable
λαργυρία, τσιγκουνιά, actuar de ta l m anera - είναι ασυγχώ­
tacaño [τακάνιο] (επίθ.) φιλάργυρος ρητο να συμπεριφέρεται κανείς με
τσιγκούνης φιλοχρήματος τέτοιο τρόπο,
taciturno [ταθιτούρνο] (επίθ.) σιωπη­ taladrar [ταλαδράρ] (ρ.) διατρυπώ,
λ ός ολιγόλογος σκυθρωπός, taladro [ταλάδρο] (ουσΥαρσ.) τρυπά-
taco [τάκο] (ουσΥαρσ.) 1: τάπα, σφήνα,
2: στέκα, παλούκι, 3: αισχρολογία, 4: talante [ταλάν'τε] (ουσΥαρσ.) ψυχική
μάτσο, 5: μπέρδεμα. διάθεση, προθυμία, κέφι.

502
tapiar

talar [ταλάρ] (ρ.) υλοτομώ, πελεκώ, - ούτε και εμένα,


talco [τάλκο] (ουσΥαρσ.) πούδρα, ταλκ. tan [ταν] (επίρρ.) τόσο · es tan guapo
taleguilla [ταλεγίγια] (ουσΥθηλ.) το como su herm ano - είναι τόσο όμορ­
παντελόνι των ταυρομάχων, φος όσο ο αδερφός του.
talento [ταλέντο] (ουσ,/αρσ.) ταλέντο, tanda [τάν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: σειρά, 2:
χάρισμα. ομάδα.
talismán [ταλισμάν] (ουσΥαρσ.) φυλα­ tangencial [τανχενθιάλ] (επίθ.) εφα-
κτό, χαϊμαλί, πτόμενος.
talón [ταλόν] (ουσΥαρσ.) 1: φτέρνα, 2: tangente [τανχέν'τε] (ουσΥθηλ.) εφα­
επιταγή, απόδειξη, πτομένη.
talonario [ταλονάριο] (ουσΥαρσ.) μπλοκ, tangibilidad [τανχιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ)
talud [ταλούδ] (ουσΥαρσ.) 1: κλίση, 2: το χειροπιαστό,
πλαγιά, 3: κατηφόρα, tangible [τανχίμπλε] (επίθ.) απτός χει­
talla [τάγια] (ουσΥθηλ.) 1: λάξευμα, ροπιαστός,
σκάλισμα, χάραξη, 2: ανάστημα, μέ­ tanque [τάνκε] (ουσΥαρσ.) 1: τανκ, 2:
γεθος · ¿qué talla usas?- τι μέγεθος δεξαμενή, 3: δεξαμενόπλοιο, 4: βυ­
(ρούχου) φοράς, τιοφόρο.
tallar [ταγιάρ] (ρ.) λαξεύω, σκαλίζω, tantear [ταν'τεάρ] (ρ.) 1: υπολογί­
χαράζω. ζω, εκτιμώ, 2: σταθμίζω, κρατάω το
tallarín [ταγιαρίν] (ουσΥαρσ.) λαζάνι, σκορ.
χυλοπίτα. tanteo [ταν'τέο] (ουσΥαρσ.) 1: υπολο­
talle [τάγιε] (ουσΥαρσ.) 1: οσφύς μέ­ γισμός, εκτίμηση, 2: ςττάθμιση, σκορ.
ση, 2: φιγούρα, σιλουέτα. tanto [τάν'το] 1: (δεικτική αντ.) τόσος ·
taller [ταγιέρ] (ουσΥαρσ.) εργαστήριο, hay tanto ruido que no te oigo - έχει
συνεργείο, τόσο θόρυβο που δε σε ακόυω ·
tallo [τάγιο] (ουσΥαρσ.) βλαστός, πα­ tiene tantas ganas de viajar que no
ραφυάδα, puede esperar - έχει τόση όρεξη να
tamaño [ταμάνιο] (ουσΥαρσ.) μέγε­ ταξιδέψει που δεν μπορεί να περιμέ­
θος. νει, 2: (επίρρ.) τόσο · lee tanto como
tambalearse [ταμ'μπαλεάρσε] (ρ.) τα­ su m adre - διαβάζει τόσο, όσο η μη-
λαντεύομαι, λικνίζομαι, τρικλίζω, πα­ τέτρα του · de tanto en tanto - που
ραπαίω. και που.
también [ταμ'μπιέν] (επίρρ.) επίσης · tapa [τάπα] (ουσΥθηλ.) 1: πώμα, καπά­
-m e gusta la carne - μου αρέσει το κι, 2: εξώφυλλο, 3: μεζές,
κρέας · -a m i tam bién - και εμένα tapadera [ταπαδέρα] (ουσΥθηλ.) 1:
επίσης. καπάκι, 2: κάλυψη,
tambor [ταμ'μττόρ] (ουσΥαρσ.) τύμπα­ tapar [ταπάρ] (ρ.) σκεπάζω, καλύπτω,
νο, ταμπούρλο, συγκαλύπτω, αποκρύπτω,
tamiz [ταμίθ] (ουσΥαρσ.) κόσκινο, κρη­ tapete [ταπέτε] (ουσΥαρσ.) κάλυμμα,
σάρα. σεμέν.
tamizar [ταμιθάρ] (ρ.) κοσκινίζω, tapia [τάπια] (ουσΥθηλ.) τοίχωμα, φρά­
tampoco [ταμ'πόκο] (επίρρ.) ούτε · -ηο κτης.
m e gustan los refrescos - δε μου αρέ­ tapiar [ταπιάρ] (ρ.) περιτοιχίζω, περι­
σουν τα αναψυκτικά · -a m i tam poco φράσσω.

503
tapicería

tapicería [ταπιθερία] (ουσΥθηλ.) 1: τα­ • tarjeta de visita - επισκεπτήριο ·


πετσαρία, 2: ταπητουργία, ταπητουρ­ tarjeta de crédito - πιστωτική κάρτα
γείο. •tarjeta de em barque - κάρτα επιβί­
tapiz [τάπιθ] (ουσΥαρσ.) χαλί τοίχου, βασης
tapizar [ταπιθάρ] (ρ.) ταπετσάρω, tarro [τάρο] (ουσΥαρσ.) δοχείο, βάζο.
tapón [ταπόν] (ουσΥαρσ.) 1: βούλωμα, tarta [τάρτα] (ουσΥθηλ.) τούρτα, τάρ­
πώμα, τάπα, 2: μικρόσωμος άνθρω­ τα · ta rta de m anzana - μηλόπιτα,
πος. tartajear [ταρταχεάρ] (ρ.) τραυλίζω,
taponar [ταπονάρ] (ρ.) φράζω, βουλώ­ tartajeo [ταρταχέο] (ουσΥαρσ.) βρα­
νω. δυγλωσσία, τραύλισμα.
taquigrafía [τακιγραφία] (ουσΥθηλ.) tartamudear [ταρταμουδεάρ] (ρ.) τραυ­
στενογραφία, λίζω, ψελλίζω,
taquígrafo [τακίγραφο] (ουσΥαρσ.) tartamudo [ταρταμούδο] (ουσΥαρσ.),
στενογράφος, (επίθ.) τραυλός,
taquilla [τακίγια] (ουσΥθηλ.) 1: θυρίδα, tasa [τάσα] (ουσΥθηλ.) 1: εισφορά, φό­
ταμείο εισητηρίων, γκισέ, 2: μικρό ρος 2: επιτόκιο, 3: αποτίμηση, αξιο­
ντουλάπι, ερμάριο, λόγηση.
taquillera [τακιγιέρο] (ουσΥαρσ.) πω- tasar [τασάρ] (ρ.) αποτιμώ, διατιμώ,
λητής εισιτηρίων, ταμίας, tasca [τάσκα] (ουσΥθηλ.) ταβέρνα,
tara [τάρα] (ουσΥθηλ.) 1: απόβαρο, 2: tatarabuelo [ταταραμπουέλο] (ουσΥ
ελάττωμα, ατέλεια, αρσ.) προπάππους,
tarado [ταράδο] (επίθ.) 1: βλαμμένος tatuaje [τατουάχε] (ουσΥαρσ.) δερμα­
2: ελαττωματικός ατελής 3: μουρ­ τοστιξία, τατουάζ,
λός. tauromaquia [ταουρομάκια] (ουσΥ
tarántula [ταράν'τουλα] (ουσΥθηλ.) δη­ θηλ.) ταυρομαχία,
λητηριώδης αράχνη, ταραντούλα, taxi [τάξι] (ουσΥαρσ.) ταξί.
tararear [ταραρεάρ] (ρ.) σιγοτραγου- taxidermia [ταξιδέρμια] (ουσΥθηλ.)
δώ. ταρίχευση, βαλσάμωμα.
tardanza [ταρδάνθα] (ουσ/θηλ.) κα­ taxidermista [ταξιδερμίστα] (ουσ./
θυστέρηση, αργοπορία, βραδύτητα, αρσ.) ταριχευτής βαλσαμωτής.
tardar [ταρδάρ] (ρ.) καθυστερώ, αρ­ taxista [ταξίστα] (ουσΥαρσ.) ταξιτζής,
γώ, αργοπορώ. taza [τάθα] (ουσ,/θηλ.) 1: φλιτζάνι, 2:
tarde [τάρδε] 1: (ουσΥθηλ.) απόγευμα λεκάνη τουαλέτας
•hoy por la tarde - σήμερα το από­ te [τε] 1: (προσωπική αντ.) σε · ¿cómo
γευμα, 2: (επίρρ.) αργά · es m uy tarde te llamas? - πώς σε λένε,/πώς ονομά­
- είναι πολύ αργά. ζεσαι;, 2: (προσωπική αντ.) σου · te
tardío [ταρδίο] (επίθ.) όψιμος, devuelvo tus llaves - σου επιστρέφω
tarea [ταρέα] (ουσΥθηλ.) εργασία δου­ τα κλειδιά σου.
λειά, ασχολία, té [τε] (ουσΥαρσ.) τσάι.
tarifa [ταρίφα] (ουσΥθηλ.) τιμοκατά­ tea [τέα] (ουσΥθηλ.) δάδα, δαυλός,
λογος ταρίφα. teatral [τεατράλ] (επίθ.) θεατρικός
tarima [ταρίμα] (ουσΥθηλ.) εξέδρα, δραματικός θεατρινίστικος
βάθρο. teatro [τεάτρο] (ουσΥαρσ.) θέατρο,
tarjeta [ταρχέτα] (ουσΥθηλ.) κάρτα tebeo [τεμπέο] (ουσΥαρσ.) παιδική εφη­

504
temerario

μερίδα, κόμιξ. φωνικός.


tecla [τέκλα] (ουσ./θηλ.) πλήκτρο, telefonista [τελεφονίστα] (ουσΥαρσ.+
teclado [τεκλάδο] (ουσΥαρσ.) πληκτρο­ θηλ.) τηλεφωνητής τηλεφωνήτρια,
λόγιο. teléfono [τελέφονο] (ουσΥαρσ.) τηλέ­
técnica [τέκνικα] (ουσΥθηλ.) τεχνική, φωνο.
μέθοδος. telegrafía [τελεγραφία] (ουσΥθηλ.) τη­
técnico [τέκνικο] 1: (ουσΥαρσ.) τεχνι­ λεγραφία,
κός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) τεχνικός, telégrafo [τελέγραφο] (ουσΥαρσ.) τη­
tecnología [τεκνολοχία] (ουσΥθηλ.) λέγραφος,
τεχνολογία, telegrama [τελεγράμα] (ουσΥαρσ.) τη­
tecnológico [τεκνολόχικο] (επίθ.) τε­ λεγράφημα,
χνολογικός, teleimpresor [τελεϊμπρεσόρ] (ουσΥαρσ.)
techar [τετσάρ] (ρ.) στεγάζω, τηλέτυπο, τηλεκτυπωτής.
techo [τέτσο] (ουσΥαρσ.) οροφή, στέ­ telepatía [τελεπατία] (ουσΥθηλ.) τηλε­
γη, σκεπή, πάθεια.
techumbre [τετσούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) telescopio [τελεσκόπιο] (ουσΥαρσ.) τη­
σκεπή, στέγη, λεσκόπιο.
tedio [τέδιο] (ουσΥαρσ.) ανία, πλήξη, telespectador [τελεσπεκταδόρ] (ουσΥ
teja [τέχα] (ουσΥθηλ.) κεραμίδι, αρσ.) τηλεθεατής,
tejado [τεχάδο] (ουσΥαρσ.) σκεπή, teletipo [τελετίπο] (ουσΥαρσ.) τηλέ­
στέγη. τυπο.
tejemaneje [τεχεμανέχε] (ουσΥαρσ.) televidente [τελεβιδέν'τε] (ουσΥαρσ.+
1: φούρια, 2: μηχανορραφία, ίντρι­ θηλ.) τηλεθεατής τηλεθεάτρια.
γκα, πλεκτάνη. televisión [τελεβισιόν] (ουσΥθηλ.) τη­
tejer [τεχέρ] (ρ.) υφαίνω, πλέκω, λεόραση.
tejido [τεχίδο] (ουσΥαρσ.) 1: ύφασμα, televisor [τελεβισόρ] (ουσΥαρσ.) τηλεό­
2: ύφανση, 3: ιστός, ραση (συσκευή).
tejón [τεχόν] (ουσΥαρσ.) ασβός, telilla [τελίγια] (ουσΥθηλ) πέτσα κρού­
tela [τέλα] (ουσΥθηλ.) 1: ύφασμα, 2: στα
μεμβράνη, telón [τελόν] (ουσΥαρσ.) 1: αυλαία, 2:
telar [τελάρ] (ουσΥαρσ.) αργαλειός παραπέτασμα,
υφαντουργείο, telúrico [τελούρικο] (επίθ.) γήινος
telaraña [τελαράνια] (ουσΥθηλ.) ιστός tema [τέμα] (ουσΥαρσ.) θέμα, υπόθε­
αράχνης ση.
tele [τέλε] (ουσΥθηλ.) τηλεόραση, temático [τεμάτικο] (επίθ.) θεματικός,
telecomunicación [τελεκομουνικα- temblar [ τ ε μ 'μ τ τ λ ά ρ ] (ρ .) τρέμω,
θιόν] (ουσΥθηλ.) τηλεπικοινωνία, temblor [τεμ'μπλόρ] (ουσΥαρσ.) 1:
telediarlo [τελεδιάριο] (ουσΥαρσ.) τη­ τρεμούλιασμα, τρεμούλα, 2: δόνη­
λεοπτικό δελτίο ειδήσεων, ση.
teledirigido [τελεδιριχίδο] (επίθ.) τηλε­ tembloroso [τεμ'μπλορόσο] (επίθ.) τρε-
κατευθυνόμενος τηλεχειριζόμενος μουλιαστός τρεμάμενος
telefonear [τελεφονεάρ] (ρ.) τηλεφω­ temer [τεμέρ] (ρ.) φοβάμαι, δειλιάζω,
νώ. temerario [τεμεράριο] (επίθ.) ριψοκίν­
telefónico [τελεφόνικο] (επίθ.) τηλε­ δυνος παράτολμος.

505
temeridad

temeridad [τεμεριδάδ] (ουσΥθηλ.) πα- tendero [τεν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) μπα­


ρατολμία. κάλης παντοπώλης,
temeroso [τεμερόσο] (επ(θ.) φοβισμέ­ tendón [τεν'ντόν] (ουσΥαρσ.) τένο­
νος έντρομος τρομαγμένος, ντας.
temible [τεμίμπλε] (επίθ.) φοβερός tenebrosidad [τενεμπροσιδάδ] (ουσ./
τρομακτικός, θηλ.) σκοτεινιά, μαυρίλα.
temor [τεμόρ] (ουσΥαρσ.) φόβος, tenebroso [τενεμπρόσο] (επίθ.) ζοφε­
temperamento [τεμ'περαμέν'το] (ουσΥ ρός καταχθόνιος,
αρσ.) ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο. tenedor [τενεδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κά­
temperatura [τεμ'περατούρα] (ουσ./ τοχος ιδιοκτήτης δικαιούχος 2: πι­
θηλ.) 1: θερμοκρασία, 2: πυρετός, ρούνι.
tempestad [τεμ'πεστάδ] (ουσΥθηλ.) θύ­ tenencia [τενένθια] (ουσΥθηλ.) κατο­
ελλα, φουρτούνα, τρικυμία καταιγίδα, χή, ιδιοκτησία,
tempestuoso [τεμ'πεςττουόσο] (επίθ.) tener [τενέρ] (ρ.) έχω, κατέχω-¿cuántos
θυελλώδης τρικυμιώδης, años tienes? - πόσο χρονών είσαι; ·
templado [τεμ'πλάδο] (επίθ.) 1: χλια­ tengo un herm ano - έχω έναν αδερ­
ρός (νερό), 2: εύκρατος (κλίμα), 3: φό · m i casa tiene buena vista - το
μετριοπαθής, σπίτι μου έχει ωραία θέα · tengo sed
templanza [τεμ'πλάνθα] (ουσΥθηλ.) - διψάω · tengo frio/calor - κρυώνω/
1: ηπιότητα (κλίματος), 2: μετριοπά­ ζεσταίνομαι · tengo prisa - βιάζο­
θεια, εγκράτεια, μαι · tengo sueño - νυστάζω · tengo
templo [τέμ'πλο] (ουσ,/αρσ.) ναός. ham bre - πεινάω · tengo clases de
temporada [τεμ'ποράδα] (ουσΥθηλ.) español a las 3 - έχω μάθημα ισπανι­
εποχή, χρονικό διάστημα, περίοδος, κών στις 3 · tienes que estudiar - πρέ­
temporal [τεμ’ποράλ] 1: (ουσΥαρσ.) πει να μελετήσεις.
καταιγίδα, μπόρα, 2: (επίθ.) προσω­ teniente [τενιέν'τε] (ουσΥαρσ.) υπο-
ρινός πρόσκαιρος, λοχαγός · teniente coronel - αντι-
temprano [τεμ'πράνο] 1: (επίθ.) πρώι­ συνταγματάρχης · teniente general
μος, 2: (επίρρ.) νωρίς, - αντιστράτηγος.
tenacidad [τεναθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: tenis [τένις] (ουσΥαρσ.) τένις · tenis de
επιμονή, πείσμα, 2: ανθεκτικότητα, mesa - πιγκ πογκ.
αντοχή. tenor [τενόρ] (ουσΥαρσ.) τενόρος,
tenaz [τενάθ] (επίθ.) 1: επίμονος πει­ tensar [τενσάρ] (ρ.) τεντώνω,
σματάρης 2: ανθεκτικός, tensión [τενσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: στρες,
tenaza [τενάθα] (ουσΥθηλ.) τανάλια, 2: πίεση, 3: τάση, 4: ένταση,
τσιμπίδα. tenso [τένσο] (επίθ.) τεταμένος τεντω­
tendedero [τεν'ντεδέρο] (ουσΥαρσ.) μένος.
απλώστρα, tentación [τεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) πει­
tendencia [τεν'ντένθια] (ουσΥθηλ.) τά­ ρασμός.
ση, ροπή, κλίση, tentáculo [τεν'τέκουλο] (ουσΥαρσ.)
tender [τεν'ντέρ] (ρ.) 1: τείνω, 2: απλώ­ πλοκάμι.
νω, τεντώνω, tentador [τεν'ταδόρ] 1: (ουσΥαρσ.)
tenderse [τεν'ντέρσε] (ρ.) ξαπλώνω, πρόσωπο που αξιολογεί τη μαχητική
πλαγιάζω. ικανότητα νεαρών ταύρων, 2: (επίθ.)

506
terreno terreno

δελεαστικός, πλάνος, σαγηνευτικός, terco [τέρκο] (επίθ.) ισχυρογνώμων,


tentar [τεν'τάρ] (ρ.) 1: ακουμπώ, αγγί­ πεισματάρης,
ζω, ψηλαφώ, 2: βάζω σε πειρασμό, tergiversación [τερχιβερσαθιόν) (ουσΥ
δελεάζω. θηλ.) 1: διαστρέβλωση, παρερμηνεία,
tentativa [τεν'τατιβα] (ουσ./θηλ.) από­ 2: παραμόρφωση,
πειρα, προσπάθεια, tergiversar [τερχιβερσάρ] (ρ.) δια­
tenue [τένουε] (επίθ.) αμυδρός λε­ στρεβλώνω, παραμορφώνω,
πτός. terminación [τερμιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
teñir [τενίρ] (ρ.) βάφω, χρωματίζω · 1:λή ξη ,2: κατάληξη,
tiño el pelo - βάφω τα μαλλιά μου. terminal [τερμινάλ] (ουσΥθηλ.) αφετη­
teología [τεολοχία] (ουσΥθηλ.) θεο­ ρία, τέρμα,
λογία. terminante [τερμινάν'τε] (επίθ.) ορι­
teólogo [τεόλογο] (ουσΥαρσ.) θεολό­ στικός, αποφασιστικός, τελικός, τερ­
γος. ματικός.
teorema [τεορέμα] (ουσΥαρσ.) θεώ­ terminar [τερμινάρ] (ρ.) τελειώνω,
ρημα. τερματίζω, λήγω, καταλήγω,
teoría [τεορία] (ουσΥθηλ.) θεωρία, término [τέρμινο] (ουσΥαρσ.) 1: τέλος,
teóricamente [τεόρικαμεν'τε] (επίρρ.) τέρμα, όριο, 2: όρος 3: προθεσμία, 4:
θεωρητικώς. πλάνο.
teórico [τεόρικο] (επίθ.) θεωρητικός, terminología [τερμινολοχία] (ουσ./
tequila [τεκίλα] (ουσΥαρσ.) τεκίλα. θηλ.) ορολογία,
terapéutico [τεραπέουτικο] (επίθ.) θε­ termómetro [τερμόμετρο] (ουσΥαρσ.)
ραπευτικός, θερμόμετρο,
terapia [τεράπια] (ουσΥθηλ.) θερα­ termo [τέρμο] (ουσΥαρσ.) θερμός,
πεία. termostato [τερμοστάτο] (ουσΥαρσ.)
tercamente [τέρκαμεν'τε] (επίρρ.) πει­ θερμοστάτης,
σματικά. ternero [τερνέρο] (ουσΥαρσ.) μοσχά­
tercermundista [τερθερμουν'ντίστα] ρι.
(επίθ.) τριτοκοσμικός, ternilla [τερνίγια] (ουσΥθηλ.) χόνδρος,
tercero [τερθέρο] (αριθμ. επίθ.) τρίτος ternura [τερνούρα] (ουσΥθηλ.) τρυφε­
•vivo en el tercer piso/vivo en el piso ρότητα.
tercero - μένω στον τρίτο όροφο · la terquedad [τερκεδάδ] (ουσΥθηλ.) πεί­
calle Alcalá es la tercera a la derecha σμα, ισχυρογνωμοσύνη.
- η οδός Αλκαλά είναι η τρίτη στα terrateniente [τερατενιέν'τε] (ουσ./
δεξιά. αρσ.) τσιφλικάς αγροκτηματίας.
terceto [τερθέτο] (ουσΥαρσ.) 1: τρίο, terraza [τεράθα] (ουσΥθηλ.) ταράτσα,
2: τριωδία, τρίστιχο, βεράντα.
terciar [τερθιάρ] (ρ.) 1: γέρνω, 2: μεσο­ terremoto [τερεμότο] (ουσΥαρσ.) σει­
λαβώ, παρεμβαίνω, 3: φοράω κάτι σμός δόνηση,
λοξά. terrenal [τερενάλ] (επίθ.) επίγειος
tercio [τέρθιο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) ένα εγκόσμιος γήινος
τρίτο (1/3). terreno [τερένο] 1: (ουσΥαρσ.) έδα­
terciopelo [τερθιοπέλο] (ουσΥαρσ.) φος οικόπεδο, πεδίο, έκταση γης 2:
βελούδο. (επίθ.) επίγειος

507
terrestre

terrestre [τερέστρε] (επίθ.) κάτοικος testificar [τεστιφικάρ] (ρ.) μαρτυρώ,


της γης γήινος επίγειος χερσαίος, αποδεικνύω, βεβαιώνω,
terrible [τερίμπλε] (επίθ.) τρομερός testificativo [τεστιφικατίβο] (επίθ.) απο­
φοβερός. δεικτικός.
territorio [τεριτόριο] (ουσΥαρσ.) έδα­ testigo [τεστίγο] (ουσΥαρσ.) μάρτυ­
φος περιοχή, επικράτεια, ρας.
terrón [τερόν] (ουσΥαρσ.) σβόλος βό­ testimoniar [τεστιμονιάρ] (ρ.) μαρτυ­
λος ρώ, καταθέτω ως μάρτυρας,
terror [τερόρ] (ουσΥαρσ.) τρόμος, testimonio [τεστιμόνιο] (ουσΥαρσ.)
terrorismo [τερορίσμο] (ουσΥαρσ.) μαρτυρία, κατάθεση,
τρομοκρατία, teta [τέτα] (ουσΥθηλ.) μαστός βυζί,
terrorista [τερορίστα] (ουσΥαρσ.) τρο­ θηλή μαστού,
μοκράτης, tétano [τέτανο] (ουσΥαρσ.) τέτανος,
terroso [τερόσο] (επίθ.) χωμάτινος tetera [τετέρα] (ουσΥθηλ.) τσαγιέρα,
γήινος tétrico [τέτρικο] (επίθ.) σκυθρωπός
terso [τέρσο] (επίθ.) στιλπνός γυαλι­ θλιβερός καταθλιπτικός μελαγχο-
στερός. λικός
tersura [τερσούρα] (ουσΥθηλ.) στιλ­ tetuda [τετούδα] (ουσΥθηλ.) γυναίκα
πνότητα, γυαλάδα, με μεγάλα στήθη, (χυδ.) βυζαρού.
tertulia [τερτοΰλια] (ουσΥθηλ.) 1: κύ­ textil [τεξτίλ] (επίθ.) υφαντουργικός.
κλος ομάδα 2: φιλική συγκέντρωση, texto [τέξτο] (ουσΥαρσ.) κείμενο,
tesis [τέσις] (ουσΥθηλ.) διδακτορική textura [τεξτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ύφαν­
διατριβή. ση, υφή, 2: δομή, 3: πλοκή,
tesón [τεσόν] (ουσΥαρσ.) 1: επιμονή, tez [τεθ] (ουσΥθηλ.) επιδερμίδα,
2: συνεκτικότητα, συνοχή, tía [τία] (ουσΥθηλ.) 1: θεία, 2: (καθ.)
tesorero [τεσορέρο] (ουσΥαρσ.) θη­ γκόμενα, τύπισσα,
σαυροφύλακας, tibia [τίμπια] (ουσΥθηλ.) κνήμη,
tesoro [τεσόρο] (ουσΥαρσ.) θησαυ­ tibieza [τιμπιέθα] (ουσΥθηλ.) χλιαρό-
ρός. τητα.
testa [τέστα] (ουσΥθηλ.) κεφάλι, κε­ tibio [τίμπιο] (επίθ.) χλιαρός,
φαλή. tiburón [τιμπουρόν] (ουσΥαρσ.) καρ­
testamento [τεσταμέν'το] (ουσΥαρσ.) χαρίας.
διαθήκη · Antiguo/Nuevo testam iento tic [τικ] (ουσΥαρσ.) νευρικό τικ.
- Παλαιά/Καινή διαθήκη, tiem po [τιέμ'πο] (ουσΥαρσ.) καιρός
testar [τεστάρ] (ρ.) κάνω διαθήκη, χρόνος περίοδος εποχή,
testarada [τεσταράδα] (ουσΥθηλ.) tienda [τιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: κατά­
κουτουλιά, στημα, μαγαζί, 2: σκηνή, τέντα,
testarudez [τεσταρουδέθ] (ουσΥθηλ.) tierno [τιέρνο] (επίθ.) τρυφερός μα­
ξεροκεφαλιά. λακός.
testarudo [τεσταρούδο] (επίθ.) ισχυ- tierra [τιέρα] (ουσΥθηλ.) 1: χώμα, 2:
ρογνώμων, πεισματάρης ξεροκέ­ γη, στεριά, 3: πατρίδα, χώρα · Tierra
φαλος. Santa - Αγιοι Τόποι,
testículo [τεστίκουλο] (ουσΥαρσ.) όρ- tieso [τιέσο] (επίθ.) 1: τεντωμένος, κο-
Χΐζ· καλωμένος, 2: άκαμπτος.

508
tirante

tiesto [τιέστο] (ουσΥαρσ.) 1: γλάστρα, tinta [τίντα] (ουσΥθηλ.) μελάνη, βαφή,


2: θρύψαλο, μπογιά,
tifón [τιφόν] (ουσΥαρσ.) τυφώνας, tintar [τιν'τάρ] (ρ.) βάφω.
tifus [τίφους] (ουσΥαρσ.) τύφος, tinte [τίν'τε] (ουσΥαρσ.) βαφή.
tigre [τίγρε] (ουσΥαρσ.) τίγρης, tintero [τιν'τέρο] (ουσΥαρσ.) μελανο­
tigresa [τιγρέσα] (ουσΥθηλ.) θηλυκή δοχείο.
τίγρης. tintinear [τιν'τινεάρ] (ρ.) κουδουνίζω,
tijeras [τιχέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. ψα­ tintineo [τιν'τινέο] (ουσΥαρσ.) κου­
λίδι. δούνισμα,
tijeretazo [τιχερετάθο] (ουσΥαρσ.) χτύ­ tinto [τίν'το] (ουσΥαρσ.) κόκκινο κρα­
πημα με ψαλίδι, ψαλιδιά, σί, 2: (επίθ.) βαμμένος με κόκκινο
tijeretear [τιχερετεάρ] (ρ.) ψαλιδίζω, χρώμα.
tila [τίλα] (ουσΥθηλ.) 1: τίλιο, 2: φιλύ­ tintorería [τιν'τορερία] (ουσΥθηλ.) βα­
ρα, φλαμουριά, φείο, καθαριστήριο,
tildar [τιλντάρ] (ρ.) 1: στιγματίζω, κα­ tío [τίο] (ουσΥαρσ.) 1: θείος 2: παλικά­
τηγορώ, 2: τονίζω λέξη, βάζω περι­ ρι, 3: τύπος,
σπωμένη, típico [τίπικο] (επίθ.) 1: χαρακτηρι­
tilde [τίλντε] (ουσΥθηλ.) τόνος (λέξης). στικός τυπικός 2: παραδοσιακός
timar [τιμάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξεγελώ, πα­ γραφικός,
ραπλανώ, tipo [τίπο] (ουσΥαρσ.) 1: τύπος 2: εί­
timbrar [ τ ιμ 'μ π ρ ά ρ ] (ρ .) επικολλώ, δος 3: φιγούρα,
timbre [ τ ίμ 'μ π ρ ε ] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτό­ tipografía [τιπογραφία] (ουσΥθηλ.) τυ­
σημο, ένσημο, 2: κουδούνι, πογραφία,
tímidamente [τίμιδαμεν'τε] (επίρρ.) tipográfico [τιπογράφικο] (επίθ.) τυ­
συνεσταλμένα, δειλά, πογραφικός,
timidez [τιμιδέθ] (ουσΥθηλ.) ντροπα- tipógrafo [τιπόγραφο] (ουσΥαρσ.) τυ­
λότητα, συστολή, δειλία, πογράφος,
tímido [τίμιδο] (επίθ.) ντροπαλός, συ­ tira [τίρα] (ουσΥθηλ.) ταινία, λουρίδα,
νεσταλμένος δειλός, tirabuzón [τιραμπουθόν] (ουσΥαρσ.)
timo [τίμο] (ουσΥαρσ.) απάτη, εξαπά­ μπούκλα.
τηση, ξεγέλασμα, κοροϊδία, tirachinas [τιρατσίνας] (ουσ,/αρσ.)
timón [τιμόν] (ουσΥαρσ.) τιμόνι, πη­ σφεντόνα,
δάλιο. tirada [τιράδα] (ουσΥθηλ.) ρίψη, ρίξι­
timonel [τιμονέλ] (ουσΥαρσ.) τιμονιέ­ μο.
ρης πηδαλιούχος, tirador [τιραδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: σκο­
tímpano [τίμ'πανο] (ουσΥαρσ.) τύμπα­ πευτής 2: πόμολο, χερούλι, λαβή.
νο. tirafondo [τιραφόν'ντο] (ουσΥαρσ.)
tinaja [τινάχα] (ουσΥθηλ.) στάμνα, πι­ ούπα για βίδες,
θάρι. tiralíneas [τιραλίνεας] (ουσΥαρσ.) γραμ­
tinieblas [τινιέμπλας] (ουσΥθηλ.) πληθ. μογράφος
σκότος σκοτάδι, tiranía [τιρανία] (ουσΥθηλ.) τυραννία,
tino [τίνο] (ουσΥαρσ.) 1: ευστοχία, tirano [τιράνο] (ουσΥαρσ.) τύραννος
ακρίβεια, 2: τακτ, 3: μέτρο, μετριο­ δεσπότης.
πάθεια. •tirante [τιράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) τιρά­

509
tirantez

ντα, 2: (επίθ.) τεταμένος τεντωμέ­ tocadiscos [τοκαδίσκος] (ουσΥαρσ.) πι-


νος. κάπ.
tirantez [τιραν'τέθ] (ουσΥθηλ.) 1: έντα­ tocador [τοκαδόρ] (ουσΥαρσ.) τουα­
ση, 2: τέντωμα, λέτα.
tirar [τιράρ] (ρ.) ρίχνω, πετάω, τραβώ, tocar [τοκάρ] (ρ.) 1: αγγίζω, 2: παίζω
tirarse [τιράρσε] (ρ.) πέφτω, ρίχνομαι, (για όργανα), 3: χτυπώ, 4: θίγω, 5:
tiritar [τιριτάρ] (ρ.) τουρτουρίζω, τρέ­ προσεγγίζω, 6: κερδίζω, 7: έχω σειρά
μω. • tocar m adera- χτυπάω ξύλο · tocar
tiro [τίρο] (ουσΥαρσ.) πυροβολισμός el piano - παίζω πιάνο · ¿te ha tocado
βολή. alguna vez la lotería?- σου έχει τύχει
tirón [τιρόν] (ουσΥαρσ.) τράβηγμα, ποτέ ο λαχνός · ahora le toca a usted
tirotear [τιροτεάρ] (ρ.) πυροβολώ, h a b la r-τώ ρ α είναι η σειρά σας κύριε
tiroteo [τιροτέο] (ουσΥαρσ.) πυροβο­ να μιλήσετε,
λισμός tocayo [τοκάγιο] (επίθ.) συνονόματος,
tísico [τίσικο] (επίθ.) φθισικός φυμα- tocino [τοθίνο] (ουσΥαρσ.) λίπος ξί­
τικός γκι.
títere [τίτερε] (ουσΥαρσ.) μαριονέτα. todavía [τοδαβία] (επίρρ.) ακόμα · ηο
titilar [τιτιλάρ] (ρ.) τρεμοπαίζω, he conocido todavía a Enrique - δεν
titubeante [τιτουμπεάν'τε] (επίθ.) δι­ έχω γνωρίσει ακόμα τον Ενρίκε ·
ατακτικός αβέβαιος está estudiando todavía - ακόμα
titubear [τπουμπεάρ] (ρ.) 1: κομπιάζω, μελετάει.
τραυλίζω, 2: διστάζω, αμφιταλαντεύο­ todo [τόδο] (επίθ.) όλος · estábamos
μαι. juntos todo el fin de sem ana - ήμα­
titubeo [τιτουμπέο] (ουσΥαρσ.) κό- σταν μαζί όλο το Σαββατοκύριακο ·
μπιασμα, δισταγμός ενδοιασμός, te cuento toda la verdad - σου λέω
titular [τιτουλάρ] 1: (ουσΥαρσ.) (α) τίτλος όλη την αλήθεια,
περιοδικού, (β) διπλωματούχος 2: todopoderoso [τοδοποδερόσο] (επίθ.)
(ρ.) τιτλοφορώ, παντοδύναμος,
título [τίτουλο] (ουσΥαρσ.) 1: δίπλωμα, toga [τόγα] (ουσΥθηλ.) τήβεννος,
τίτλος πτυχίο, 2: δικαίωμα, ιδιότητα, toldo [τόλδο] (ουσΥαρσ.) τέντα, σκία-
tiza [τίθα] (ουσ,/θηλ.) κιμωλία, στρο.
tiznar [τιθνάρ] (ρ.) μαυρίζω, μουντζου­ tole [τόλε] (ουσΥαρσ.) οχλοβοή, φα­
ρώνω, λεκιάζω, κηλιδώνω, σαρία, σαματάς,
tizne [τίθνε] (ουσΥαρσ.) φούμο, κά- tolerabilidad [τολεραμπιλιδάδ] (ουσΥ
πνα. θηλ.) ανεκτικότητα, ανοχή,
tiznón [τιθνόν] (ουσΥαρσ.) καπνιά, tolerable [τολεράμπλε] (επίθ.) ανε­
μουτζούρα. κτός, υποφερτός,
tizón [τιθόν] (ουσΥαρσ.) δάδα, δαυ­ tolerancia [τολεράνθια] (ουσΥθηλ.) ανο­
λός. χή, ανεκτικότητα,
toalla [τοάγια] (ουσΥθηλ.) πετσέτα, tolerante [τολεράν'τε] (επίθ.) ανεκτι­
tobillo [τομπίγιο] (ουσΥαρσ.) αστρά­ κός επιεικής,
γαλος. tolerar [τολεράρ] (ρ.) ανέχομαι, επι­
tobogán [τομπογάν] (ουσΥαρσ.) τσου­ τρέπω, υπομένω,
λήθρα. tolva [τόλβα] (ουσΥθηλ.) αλωνιστική

510
tornillo

μηχανή. τρακάρω, 2; συναντώ τυχαία,


toma [τόμα] (ουσΥθηλ.) 1: λήψη, 2: tope [τόπε] (ουσΥαρσ.) κορυφή, άκρη.
άλωση. tópico [τόπικο] 1: (ουσΥαρσ.) κοινο­
tomar [τομάρ] (ρ.) 1: παίρνω, λαβαίνω, τοπία, κλισέ έκφραση, 2: (επίθ.) το­
2: τρώω, πίνω · tom ar una pastilla - πικός.
παίρνω χάπι · tom am os unas copas topo [τόπο] (ουσΥαρσ.) 1: τυφλοπόντι­
- πίνουμε μερικά ποτά · ¿qué quiere κας 2: αδέξιος,
tom ar usted? - τι θα πάρετε κύριε; topografía [τοπογραφία] (ουσΥθηλ.)
(φαγητό ή ποτό) · no le tomes por τοπογραφία,
tonto - μην τον περνάς για χαζό. toque [τόκε] (ουσΥαρσ.) άγγιγμα, πινε­
tomate [τομάτε] (ουσΥαρσ.) ντομάτα, λιά, σάλπισμα, τυμπανοκρουσία · te
tomatera [τοματέρα] (ουσΥθηλ.) ντο- doy un toque - σου κάνω μια αναπά­
ματιά. ντητη κλήση,
tómbola [τόμ'μπολα] (ουσ,/θηλ.) τό­ toquetear [τοκετεάρ] (ρ.) πασπατεύω,
μπολα. χουφτώνω,
tomillo [τομίγιο] (ουσΥαρσ.) θυμάρι, tórax [τόραξ] (ουσΥαρσ.) θώρακας,
tomo [τόμο] (ουσΥαρσ.) τόμος, torbellino [τορμπεγίνο] (ουσΥαρσ.) 1:
tonalidad [τοναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ανεμοστρόβιλος σίφουνας 2: δίνη.
τόνος, 2: απόχρωση, χρωματισμός, tercedura [τορθεδούρα] (ουσΥθηλ.)
tonel [τονέλ] (ουσΥαρσ.) βαρέλι, θλάση.
tonelada [τονελάδα] (ουσΥθηλ.) τό­ torcer [τορθέρ] (ρ.) 1: στρέφω, κυρτώ­
νος. νω, κάμπτω, στρίβω, λυγίζω, 2: (μτφ.)
tonelaje [τονελάχε] (ουσΥαρσ.) χωρη­ διαστρέφω, παραποιώ,
τικότητα. torear [τορεάρ] (ρ.) 1: ταυρομαχώ, 2:
tónico [τόνικο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) το­ αποφεύγω με ελιγμούς
νωτικό, (β) γραφίτης τόνερ, 2: (επίθ.) toreo [τορέο] (ουσΥαρσ.) ταυρομαχία,
(α) τονικός (β) τονωτικός, δυναμω- torero [τορέρο] 1: (ουσΥαρσ.) ταυρο­
τικός. μάχος 2: (επίθ.) ταυρομαχικός
tonificante [τονιφικάν'τε] (επίθ.) το­ tormenta [τορμέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1:
νωτικός, δυναμωτικός αναζωογονη­ καταιγίδα, μπόρα, θύελλα, 2: φρενί­
τικός. τιδα, παροξυσμός,
tonificar [τονιφικάρ] (ρ.) τονώνω, εν­ tormento [τορμέν'το] (ουσΥαρσ.) βά­
δυναμώνω, σανο, βασανιστήριο,
tono [τόνο] (ουσΥαρσ.) 1: τόνος 2: tormentoso [τορμεν'τόσο] (επίθ.) 1:
χροιά. θυελλώδης 2: βίαιος, βασανιστικός,
tonsura [τονσούρα] (ουσΥθηλ.) κού­ torna [τόρνα] (ουσΥθηλ.) επάνοδος
ρεμα. επιστροφή,
tontear [τον'τεάρ] (ρ.) χαζολογώ, κά­ tornado [τορνάδο] (ουσΥαρσ.) τυφώ­
νω χαζομάρες, νας λαίλαπα, καταιγίδα,
tontería [τοντερία] (ουσΥθηλ.) βλακεία, tornar [τορνάρ] (ρ.) 1: επιστρέφω κά­
χαζομάρα, τι, 2: αλλάζω σε κάτι, 3: επιστρέφω, 4:
tonto [τόχ/το] (επίθ.) ανόητος χαζός, γυρίζω, μετατρέπω,
topacio [τοπάθιο] (ουσΥαρσ.) τοπάζι, tomillo [τορνίγιο] (ουσΥαρσ.) βίδα, κο­
topar [τοπάρ] (ρ.) 1: συγκρούομαι, χλίας.

511
torno

torno [τόρνο] (ουο./αρσ.) τόρνος, βα­ νο, βασανιστήριο,


ρούλκο, torturar [τορτουράρ] (ρ.) βασανίζω,
toro [τόρο] (ουσΥαρσ.) ταύρος, tos [τος] (ουσ,/θηλ.) βήχας.
toronja [τορόνχα] (ουσΥθηλ.) γκρέιπ tosca [τόσκα] (ουσΥθηλ.) οδοντική πέ­
φρουτ. τρα.
torpe [τόρπε] (επίθ.) 1: αδέξιος άγαρ­ tosco [τόσκο] (επίθ.) 1: πρόστυχος χυ­
μπος 2: δυσκίνητος, δαίος 2: χοντροκομμένος τραχύς
torpedo [τορπέδο] (ουσΥαρσ.) τορ­ άξεστος,
πίλη. toser [τοσέρ] (ρ.) βήχω.
torpemente [τόρπεμεν'τε] (επίρρ.) 1: tosquedad [τοσκεδάδ] (ουσΥθηλ.) τρα­
βραδυκίνητα, 2: αδέξια, χύτητα, βαναυσότητα,
torpeza [τορπέθα] (ουσΥθηλ.) 1: αδε­ tostada [τοστάδα] (ουσ,/θηλ.) φρυγα­
ξιότητα, αγαρμποσύνη, έλλειψη τακτ. νιά.
, 2: δυσκινησία, βραδύτητα, tostar [τοστάρ] (ρ.) ψήνω, καβουρδί­
torre [τόρε] (ουσΥθηλ.) πύργος, ζω.
torrefacción [τορεφαξιόν] (ουσΥθηλ.) total [τοτάλ] 1: (ουσΥαρσ.) σύνολο, 2:
καβούρδισμα. (επίθ.) ολικός συνολικός πλήρης,
torrefacto [τορεφάκτο] (επίθ.) κα­ totalidad [τοταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) σύ­
βουρδισμένος, νολο, ολότητα,
torrencial [τορενθιάλ] (επίθ.) χειμαρ­ totalitario [τοταλιτάριο] (επίθ.) ολο­
ρώδης. κληρωτικός,
torrente [τορέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: χεί­ totalizar [τοταλιθάρ] (ρ.) αθροίζω,
μαρρος 2: ρεύμα, προσθέτω,
torreón [τορεόν] (ουσΥαρσ.) αμυντι­ toxicidad [τοξιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) τοξι­
κός πύργος, κότητα.
torrero [τορέρο] (ουσΥαρσ.) φαροφύ­ tóxico [τόξικο] 1: (ουσΥαρσ.) δηλητή­
λακας. ριο, 2: (επίθ.) τοξικός δηλητηριώ­
tórrido [τόριδο] (επίθ.) 1: θερμός 2: δης.
(μτφ.) πικάντικος καυτερός, tozudez [τοθουδέθ] (ουσΥθηλ.) πεί­
torsión [τορσιόν] (ουσΥθηλ.) συστρο- σμα, ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή,
φή, στρίψιμο, tozudo [τοθούδο] (επίθ.) πεισματά­
torso [τόρσο] (ουσΥαρσ.) κορμός (αν­ ρης ισχυρογνώμων.
θρώπου). traba [τράμπα] (ουα/θηλ.) 1: δεσμός
torta [τόρτα] (ουσΥθηλ) γλύκισμα, τούρ­ σύνδεσμος 2: τροχοπέδη, 3: εμπό­
τα διο.
tortazo [τορτάθο] (ουσΥαρσ.) 1: σκα­ trabacuenta [τραμπακουέν'τα] (ουσΥ
μπίλι, 2: τρακάρισμα, θηλ.) αθροιστικό λάθος,
tortícolis [τορτίκολις] (ουσΥαρσ.) στρα­ trabajador [τραμπαχαδόρ] 1: (ουσΥ
βολαίμιασμα, αρσ.) εργάτης 2: (επίθ.) εργατικός,
tortilla [τορτίγια] (ουσΥθηλ.) ομελέτα, trabajar [τραμπαχάρ] (ρ.) εργάζομαι,
tórtola [τόρτολα] (ουσΥθηλ.) τρυγόνι, δουλεύω.
tortuga [τορτούγα] (ουσΥθηλ.) χελώ­ trabajo [τραμπάχο] (ουσΥαρσ.) εργα­
να. σία, δουλειά,
tortura [τορτούρα] (ουσΥθηλ.) βάσα­ trabajoso [τραμπαχόσο] (επίθ.) κοπια-

512
tranco

στικός κουραστικός, - μονορούφι,


trabalenguas [τραμπαλένγκουας] (ουσ./ traición [τράίθιόν] (ουσ,/θηλ.) προδο­
αρσ.) γλωσσοδέτης σία.
trabar [τραμπάρ] (ρ.) 1: ενώνω, δένω, traicionar [τραιθιονάρ] (ρ.) προδίδω,
2: δεσμεύω, εμποδίζω, traicionero [τράίθιονέρο] (επίθ.) προ­
tracción [τρακθιόν] (ουσΥθηλ.) έλξη. δοτικός.
tractor [τρακτόρ] (ουσΥαρσ.) ελκυ- traída [τραΐδα] (ουσΥθηλ.) παροχή, εφο­
στήρας τρακτέρ, διασμός
tradición [τραδιθιόν] (ουσΥθηλ.) εθι­ traidor [τραϊδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) προ­
μοτυπία, παράδοση, δότης 2: (επίθ.) προδοτικός,
tradicional [τραδιθιονάλ] (επίθ.) εθι­ traje [τράχε] (ουσΥαρσ.) ενδυμασία,
μοτυπικός παραδοσιακός, κοστούμι, ταγέρ,
traducción [τραδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) trajín [τραχίν] (ουσΥαρσ.) 1: ανακατω­
μετάφραση, σούρα, κινητικότητα, 2: πηγαινέλα.
traducible [τραδουθίμπλε] (επίθ.) με­ tralla [τράγια] (ουσΥθηλ.) λουρί μα-
ταφράσιμος, στιγίου.
traducir [τραδουθίρ] (ρ.) μεταφράζω, trama [τράμα] (ουσΥθηλ.) 1: πλοκή, 2:
traductor [τραδουκτόρ] (ουσΥαρσ.) μηχανορραφία, σκευωρία, ραδιουρ­
μεταφραστής, γία, δολοπλοκία,
traer [τραέρ] (ρ.) φέρνω, προσκομίζω tramar [τραμάρ] (ρ.) μηχανορραφώ,
•¿me trae la cuenta por favor7 - μου σκευωρώ, ραδιουργώ, δολοπλοκώ,
φέρνετε τον λογαριασμό παρακα­ trámite [τράμιτε] (ουσΥαρσ.) διαδικα­
λώ;. σία, στάδιο,
traficar [τραφικάρ] (ρ.) εμπορεύομαι, tramo [τράμο] (ουσΥαρσ.) κομμάτι,
διακινώ. τμήμα.
tráfico [τράφικο] (ουσΥαρσ.) εμπορία, tramoya [τραμόγια] (ουσΥθηλ.) μηχα­
διακίνηση, κυκλοφορία, νορραφία, ραδιουργία, δολοπλοκία,
tragadero [τραγαδέρο] (ουσΥαρσ.) σκευωρία, κόλπο,
στόμιο. trampa [τράμ'πα] (ουσΥθηλ.) 1: παγί­
tragaldabas [τραγαλδάμπας] (επίθ.) δα, ζαβολιά, ενέδρα, 2: χρέος,
αδηφάγος, λαίμαργος φαταούλας, trampear [τραμ'πε'άρ] (ρ.) 1: κάνω ζα­
tragaluz [τραγαλούθ] (ουσΥαρσ.) φεγ­ βολιές κλέβω σε παιχνίδι, 2: ζω με
γίτης. ΧΡέη.
tragaperras [τραγαπέρας] (ουσΥαρσ.) trampolín [τραμ'πολίν] (ουσΥαρσ.)
κερματοδέκτης, βατήρας τραμπολίνο.
tragar [τραγάρ] (ρ.) 1: καταπίνω, κα­ tramposo [τραμ'πόσο] 1; (ουσΥαρσ.)
ταβροχθίζω, 2: υφίσταμαι, ανέχομαι, απατεώνας 2: (επίθ.) ζαβολιάρης
υπομένω, αντέχω, κατεργάρης,
tragedia [τραχέδια] (ουσΥθηλ.) τρα­ tranca [τράνκα] (ουσΥθηλ.) αμπάρα.
γωδία, συμφορά, trancar [τρανκάρ] (ρ.) αμπαρώνω.
trágico [τράχικο] 1: (ουσΥαρσ.) τρα­ trance [τράνθε] (ουσΥαρσ.) 1: δύσκο­
γωδός 2: (επίθ.) τραγικός, λη κατάσταση, 2: έκσταση,
trago [τράγο] (ουσΥαρσ.) 1: γουλιά, tranco [τράνκο] (ουσΥαρσ.) δρασκε­
ρουφηξιά, 2: συμφορά · de un trago λιά, μεγάλο βήμα.

513
tranquilidad

tranquilidad [τρανκιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) tránsfuga [τράνσφουγα] (ουσΥαρσ.)


ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, αποστάτης,
tranquilizante [τρανκιλιθά^τε] 1: (ουσΥ transfundir [τρανσφουν'ντίρ] (ρ.) με­
αρσ.) ηρεμισπκό χάπι, 2: (επίθ.) ηρεμι- ταγγίζω.
στικός καταπραϋντικός, transfusión [τρανσφουσιόν] (ουσΥ
tranquilizar [τρανκιλιθάρ] (ρ.) ηρεμί­ θηλ.) μετάγγιση,
ζω, καθησυχάζω, καταπραΰνω. transgredir [τρανσγρεδίρ] (ρ.) παρα­
tranquilo [τρανκίλο] (επίθ.) ήρεμος, βαίνω, παραβιάζω, καταπατώ,
ήσυχος, γαλήνιος, transgresión [τρανσγρεσιόν] (ουσΥ
transacción [τρα'νσακθιόν] (ουσΥθηλ.) θηλ.) παράβαση, παραβίαση, κατα­
συναλλαγή, πάτηση.
transatlántico [τρανσατλάν'τικο] 1: transgresor [τρανσγρεσόρ] (ουσΥαρσ.)
(ουσΥαρσ.) υπερωκεάνιο, 2: (επίθ.) παραβάτης,
υπερατλαντικός, transición [τρανσιθιόν] (ουσΥθηλ.) με­
transbordar [τρανσμπορδάρ] (ρ.) με­ τάβαση.
ταφορτώνω, μετεπιβιβάζω. transigencia [τρανσιχένθια] (ουσΥ
transbordo [τρανσμπόρδο] (ουσΥαρσ.) θηλ.) διαλλακτικότητα, συμβιβαστι­
μεταφόρτωση, μετεπιβίβαση. κότητα.
transcender [τρανσθενδέρ] (ρ.) υπερ­ transigente [τρανσιχέν'τε] (επίθ.) διαλ­
βαίνω. λακτικός συμβιβαστικός συμφιλιω­
transcribir [τρανσκριμπίρ] (ρ.) 1: μετα­ τικός
γράφω, 2: αντιγράφω, transigir [τρανσιχίρ] (ρ.) 1: συμβιβά­
transcripción [τρανσκριπθιόν] (ουσ./ ζομαι, 2: υφίσταμαι, ανέχομαι, υπο­
θηλ.) 1: μεταγραφή, 2: αντιγραφή, μένω.
transcurrir [τρανσκουρίρ] (ρ.) παρέρ­ transistor [τρανσίστορ] (ουσΥαρσ.)
χομαι. τρανζίστορ,
transcurso [τρανσκούρσο] (ουσ,/αρσ.) transitable [τρανσιτάμπλε] (επίθ.) δια-
πάροδος, πέρασμα, παρέλευση, βάσιμος διαβατός,
transeúnte [τρανσεούν'τε] 1:(ουσΥ transitar [τρανσιτάρ] (ρ.) διαβαίνω,
αρσ.) διαβάτης περαστικός 2: (επίθ.) transitivo [τρανσιτίβο] (επίθ.) (Γραμμ.)
περαστικός μεταβατικός,
transferencia [τρανσφερένθια] (ουσΥ tránsito [τράνσιτο] (ουσΥαρσ.) 1: διάβα­
θηλ.) μεταβίβαση, μεταφορά, ση, μετάβαση, διέλευση, 2: κίνηση,
transferir [τρανσφερίρ] (ρ.) μεταβιβά­ κυκλοφορία,
ζω, μεταφέρω, μεταθέτω, transitorio [τρανσιτόριο] (επίθ.) παρο­
transformable [τρανσφορμάμπλε] (επίθ.) δικός προσωρινός πρόσκαιρος
μετατρέψιμος μεταμορφώσιμος. translúcido [τρανσλούθιδο] (επίθ.)
transformación [τρανσφορμαθιόν] (ουσΥ ημιδιαφανής
θηλ.) μεταμόρφωση, μετατροπή, μετα­ transmigración [τρανσμιγραθιόν] (ουσΥ
σχηματισμός θηλ.) 1: μετανάστευση, 2: μετεμψύχω­
transformador [τρανσφορμαδόρ] (ουσΥ ση.
αρσ.) μετασχηματιστής transmisión [τρανσμισιόν] (ουσΥθηλ.)
transformar [τρανσφορμάρ] (ρ.) μετα­ μετάδοση, μεταβίβαση, διαβίβαση,
μορφώνω, μετατρέπω, μεταβάλλω. transmitir [τρανσμιτίρ] (ρ.) 1: μεταδί­

514
trasplantar

δω, μεταβιβάζω, 2: εκπέμπω, τραχεία.


transmutar [τρανσμουτάρ] (ρ.) μεταλ­ tras [τρας] (πρόθ.) μετά από, πίσω από
λάσσω, μετατρέπω, • tras un periodo difícil, se recuperó
transparencia [τρανσπαρένθια] (ουσ./ com pletam ente - μετά από μια δύ­
θηλ.) διαφάνεια, διαύγεια, σκολη περίοδο, έγινε τελείως καλά.
transparente [τρανσπαρέν'τε] (επίθ.) trascendencia [τρασθεν'ντένθια] (ουσΥ
διαφανής διαυγής, θηλ.) βαρύτητα, σπουδαιότητα.
transpiración [τρανσπιραθιόν] (ουσ./ trascendental [τρασθεν'ντεν'τάλ] (επίθ.)
θηλ.) εφίδρωση, βαρυσήμαντος αποφασιστικός
transpirar [τρανσπιράρ] (ρ.) εφιδρώ- trascender [τρασθεν'ντέρ] (ρ.) προε­
νω, ιδρώνω, κτείνομαι, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι,
transponer [τρανσπονέρ] (ρ.) μετα­ trasegar [τρασεγάρ] (ρ.) 1: αλλάζω θέ­
θέτω. ση, μετακινώ, 2: αλλάζω μπουκάλι
transportable [τρανσπορτάμπλε] (επίθ.) στο κρασί,
μεταφερόμενος φορητός trasero [τρασέρο] 1: (ουσΥαρσ.) οπί­
transportación [τρανσπορταθιόν] (ουσ./ σθια, γλουτοί, 2: (επίθ.) οπίσθιος
θηλ.) μεταφορά, trashumar [τρασουμάρ] (ρ.) μεταφέ­
transportar [τρανσπορτάρ] (ρ.) μετα­ ρω τα πρόβατα σε άλλο στάβλο,
φέρω. traslación [τρασλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
transporte [τρανσπόρτε] (ουσ./αρσ.) μεταφορά, μετακίνηση, περιφορά,
μεταφορά · medios de transporte - trasladar [τρασλαδάρ] (ρ.) μεταφέρω,
μέσα μεταφοράς, μετακομίζω, μεταθέτω,
transvasar [τρανσβασάρ] (ρ.) μεταγ­ traslado [τρασλάδο] (ουσ,/αρσ.) μετα­
γίζω. φορά, μετακόμιση, μετάθεση,
transversal [τρανσβερσάλ] (επίθ.) traslucir [τρασλουθίρ] (ρ.) 1: αποκαλύ­
εγκάρσιος, πτω, 2: προτείνω κάτι.
tranvía [τρανβία] (ουσ./αρσ.) τραμ. traslucirse [τρασλουθίρσε] (ρ.) δια-
trapacería [τραπαθερία] (ουσ/θηλ.) φαίνομαι.
απάτη, δόλος κομπίνα. trasnochado [τρασνοτσάδο] (επίθ.) πα­
trapajoso [τραπαχόσο] (επίθ.) ατημέ­ λιομοδίτικος απαρχαιωμένος ανεπί­
λητος. καιρος
trapecio [τραπέθιο] (ουσ./αρσ.) τρα­ trasnochar [τρασνοτσάρ] (ρ.) διανυ-
πέζιο. κτερεύω, ξενυχτάω, πάω αργά για
trapero [τραπέρο] (ουσΥαρσ.) παλια­ ύπνο.
τζής traspasar [τρασπασάρ] (ρ.) 1: μεταβι­
trapichear [τραπιτσεάρ] (ρ.) ραδιουρ­ βάζω, 2: διαπερνώ, ξεπερνώ, 3: δια­
γώ, μηχανορραφώ, κάνω κομπίνες. σχίζω.
trapío [τραπίο] (ουσΥαρσ.) γοητεία, traspaso [τρασπάσο] (ουσΥαρσ.) με­
ομορφιά. ταβίβαση, μεταπώληση,
trapisondear [τραπισον'ντεάρ] (ρ.) καβγα­ traspié [τρασπιέ] (ουσΥαρσ.) παραπά­
δίζω συνεχώς τημα, στραβοπάτημα, ολίσθημα,
trapo [τράπο] (ουσΥαρσ.) πατσαβού­ trasplantar [τρασπλαν'τάρ] (ρ.) 1: με­
ρα, πανί ξεσκονίσματος. ταφυτεύω, μεταλαμπαδεύω, 2: μετα-
tráquea [τράκεα] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.) μοσχεύω.

515
trasplante

trasplante [τρασττλάν'τε] (ουσΥαρσ.) θεραπεύω τον θυροειδή · siempre le


1: μεταφύτευση, μεταλαμπάδευση, tra ta de usted - πάντα τον αποκαλεί
2: μεταμόσχευση, «κύριο» · tratan de la política - τσα­
trastada [τραστάδα] (ουσΥθηλ.) ατα­ κώνονται για την πολιτική · estoy
ξία, ζημιά, tratando de com placerla - προσπα­
trastero [τραστέρο] (ουσΥαρσ.) απο­ θώ να την ευχαριστήσω,
θήκη. tratarse [τρατάρσε] (ρ.) (de) πρόκει­
trastienda [τραστιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) ται για · se trata de un libro muy
πίσω μέρος ενός καταστήματος, interesante - πρόκειται για ένα πολύ
trasto [τράστο] (ουσΥαρσ.) 1: άχρηστο ενδιαφέρον βιβλίο,
αντικείμενο, 2: σκεύος, 3: έπιπλο, 4: trato [τράτο] (ουσΥαρσ.) 1: σχέση, 2:
(μτφ.) άτακτο παιδί, φέρσιμο, μεταχείριση, συμπεριφο­
trastornado [τραστορνάδο] (επίθ.) ξε­ ρά, 2: συμφωνία,
τρελαμένος, trauma [τράουμα] (ουσΥαρσ.) τραύ­
trastornar [τραστορνάρ] (ρ.) 1: ανατρέ­ μα, πληγή,
πω, 2: αναστατώνω, διαταράσσω. travesaño [τραβεσάνιο] (ουσΥαρσ.)
trastorno [τραστόρνο] (ουσΥαρσ.) ανα­ τραβέρσα, σιδηροδοκός
τροπή, αναστάτωση, διαταραχή, travesía [τραβεσία] (ουσΥθηλ.) 1: διά­
trastrocar [τραστροκάρ] (ρ.) αλλάζω σει­ πλους 2: διάδρομος, 3: κάθετος
ρά, αντιστρέφω, δρόμος.
trasunto [τρασούν'το] (ουσΥαρσ.) ακρι­ travesura [τραβεσούρα] (ουσΥθηλ.)
βές αντίγραφο, αταξία, ζημιά, διαβολιά,
trata [τράτα] (ουσΥθηλ.) δουλεμπό­ travieso [τραβιέσο] (επίθ.) άτακτος
ριο. απείθαρχος,
tratadista [τραταδίστα] (ουσΥαρσ.+θηλ.) trayecto [τραγιέκτο] (ουσΥαρσ.) δια­
δοκιμιογράφος, δρομή.
tratado [τρατάδο] (ουσΥαρσ.) 1: συν­ trayectoria [τραγιεκτόρια] (ουσΥθηλ.)
θήκη, συμφωνία, 2: δοκίμιο, πραγ­ τροχιά, πορεία,
ματεία. trazar [τραθάρ] (ρ.) χαράζω, σχεδιά­
tratamiento [τραταμιέν'το] (ουσΥαρσ.) ζω.
1: επεξεργασία, μεταχείριση, 2: θερα­ trazo [τράθο] (ουσΥαρσ.) γραμμή,
πεία. trébol [τρέμπολ] (ουσΥαρσ.) τριφύλλι,
tratante [τρατάν'τε] (ουσΥαρσ.+θηλ.) trece [τρέθε] 1: (ουσΥαρσ.) δεκατρία,
μεταπράτης αγοραπωλητής. 2: (αριθμ. επίθ.) δέκατος τρίτος,
tratar [τρατάρ] (ρ.) 1: πραγματεύομαι, treceavo [τρεθεάβο] (ουσΥαρσ.),
2: φέρομαι, 3: μεταχειρίζομαι, χειρί­ (αριθμ. επίθ.) ένα δέκατο τρίτο
ζομαι, 4: θεραπεύω, 5: αποκαλώ, 6: (1/13).
επεξεργάζομαι, 7: εμπορεύομαι, 8: trecho [τρέτσο] (ουσΥαρσ.) 1: διάστη­
προσπαθώ, 9: εφαρμόζω, 10: σχετί­ μα, απόσταση, 2: κομμάτι,
ζομαι, 11: ασχολούμαι · no le trates tregua [τρέγουα] (ουσΥθηλ.) ανακω­
m a l - μην του συμπεριφέρεσαι χή, ανάπαυλα,
άσχημα · le tra ta ba como si fuera un treinta [τρέιν'τα] 1: (ουσΥαρσ.) τριά­
esclavo - του συμπεριφερόταν σαν ντα, 2: (αριθμ. επίθ.) τριακοσιοστός
να ήταν σκλάβος · tra ta r el tiroides - tremendo [τρεμέν'ντο] (επίθ.) τρομε­

516
tripular

ρός φοβερός, φόρο, απονέμω, αποδίδω, αποτίνω,


trementina [τρεμεν'τίνα] (ουσΥθηλ.) tributo [τριμπούτο] (ουσΥαρσ.) εισφο­
ρετσίνι. ρά, φόρος,
tren [τρεν] (ουσΥαρσ.) 1: αμαξοστοι­ tríceps [τρίθεπς] (ουσΥαρσ.) τρικέφα-
χία, τρένο, 2: τρόπος ζωής, 3: ταχύ­ λος μυς.
τητα. triciclo [τριθίκλο] (ουσΥαρσ.) τρίκυ-
trena [τρένα] (ουσΥθηλ.) 1: πλεξίδα, 2: κλο.
ψειρού (φυλακή), κρατητήριο. tricotar [τρικοτάρ] (ρ.) πλέκω,
trenza [τρένθα] (ουσΥθηλ.) πλεξίδα, tridente [τριδέν'τε] (ουσΥαρσ.) τρίαι­
κοτσίδα. να.
trenzar [τρενθάρ] (ρ.) πλέκω κοτσίδα, tridimensional [τριδιμενσιονάλ] (επίθ.)
trepador [τρεπαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) τρισδιάστατος,
αναρριχητικό φυτό, 2: (επίθ.) αναρ­ trienal [τριενάλ] (επίθ.) τριετής.
ριχητικός, trienio [τριένιο] (ουσΥαρσ.) τριετία,
trepar [τρεπάρ] (ρ.) αναρριχώμαι, σκαρ­ trifulca [τριφούλκα] (ουσΥθηλ.) κα­
φαλώνω. βγάς φιλονικία,
trepidación [τρεπιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) trigésimo [τριχέσιμο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
τρέμουλο, δόνηση, επ(θ.)τριακοστός
trepidar [τρεπιδάρ] (ρ.) τρέμω, σείο- trigo [τρίγο] (ουσΥαρσ.) σιτάρι,
μαι, δονούμαι. trigueño [τριγένιο] (επίθ.) σκουρόξαν-
tres [τρες] 1: (ουσΥαρσ.) τρία, 2: (αριθμ. θος σταρένιος,
επίθ.) τρίτος, trillar [τριγιάρ] (ρ.) αλωνίζω,
trescientos [τρεσθιέλ/τος] (αριθμ. επίθ.) trimestral [τριμεστράλ] (επίθ.) τριμη­
τριακόσια, νιαίος.
treta [τρέτα] (ουσΥθηλ.) δόλος, πα­ trimestre [τριμέστρε] (ουσΥαρσ.) τρί­
νουργία, τέχνασμα, κόλπο, μηνο.
trezavo [τρεθάβο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. trinar [τρινάρ] (ρ.) κελαηδώ,
επίθ.) ένα τρίτο (1/3). trinchar [τριντσάρ] (ρ.) τεμαχίζω το
tríada [τρίαδα] (ουσΥθηλ.) τριάδα, κρέας
triangular [τριανγκουλάρ] (επίθ.) τρι­ trinchera [τριντσέρα] (ουσΥθηλ.) χα­
γωνικός. ράκωμα.
triángulo [τριάνγκουλο] (ουσΥαρσ.) trineo [τρινέο] (ουσΥαρσ.) έλκηθρο,
τρίγωνο, trino [τρίνο] (ουσΥαρσ.) κελάηδημα.
tribal [τριμπάλ] (επίθ.) φυλετικός, trío [τρίο] (ουσΥαρσ.) τρίο.
tribu [τρίμπου] (ουσΥθηλ.) φυλή. tripa [τρίπα] (ουσΥθηλ.) 1: έντερο, 2:
tribulación [τριμπουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) κοιλιά, 3: σωθικά, εντόσθια.
βάσανο, πάθημα, συμφορά, δυστυχία, triple [τρίπλε] (αριθμ. επίθ.) τριπλός
tribuna [τριμπούνα] (ουσΥθηλ.) 1: βή­ τριπλάσιος
μα, εξέδρα, βάθρο, 2: εδώλιο, triplicar [τριπλικάρ] (ρ.) τριπλασιάζω,
tribunal [τριμπουνάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: trípode [τρίποδε] (ουσΥαρσ.) τρίπο­
δικαστήριο, 2: επιτροπή, δας
tributación [τριμπουταθιόν] (ουσΥθηλ.) tripulación [τριπουλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
φορολογία, απόδοση φόρου, πλήρωμα,
tributar [τριμπουτάρ] (ρ.) πληρώνω tripular [τριπουλάρ] (ρ.) 1: υπηρετώ

517
triquiñuela

ως πλήρωμα, επανδρώνω, 2: οδηγώ μπουνίζω,


σκάφος. tronco [τρόνκο] (ουσΥαρσ.) κορμός,
triquiñuela [τρικινιουέλα] (ουσ./θηλ.) tronchar [τροντσάρ] (ρ.) 1: ξεριζώνω,
τέχνασμα, κόλπο, 2: κόβω, 3: σπάω.
triscar [τρισκάρ] (ρ.) κριτσανίζω, trono [τρόνο] (ουσΥαρσ.) θρόνος,
triste [τρίστε] (επίθ.) λυπηρός, θλιβε­ tropa [τρόπα] (ουσΥθηλ.) στράτευμα,
ρός, λυπημένος, θλιμμένος, tropel [τροπέλ] (ουσΥαρσ.) κοσμο­
tristeza [τριστέθα] (ουσ./θηλ.) λύπη, συρροή, οχλαγωγία, οχλοβοή,
θλίψη. tropezar [τροπεθάρ] (ρ.) σκοντάφτω,
triturar [τριτουράρ] (ρ.) αλέθω, θρυμ­ παραπατώ,
ματίζω. tropezón [τροπεθόν] (ουσΥαρσ.) σκό-
triunfante [τριουνφάν'τε] (επίθ.) θριαμ­ νταμμα, παραπάτημα,
βευτικός, νικηφόρος, tropical [τροπικάλ] (επίθ.) τροπικός,
triunfar [τριουνφάρ] (ρ.) θριαμβεύω, trópico [τρόπικο] (ουσ,/αρσ.) ο τρο­
νικώ. πικός.
triunfo [τριούνφο] (ουσΥαρσ.) θρίαμ­ tropiezo [τροπιέθο] (ουσ,/αρσ.) 1: πα­
βος, νίκη. ραπάτημα, ολίσθημα, 2: παράπτω­
triunvirato [τριουβιράτο] (ουσΥαρσ.) μα.
τριανδρία, trotamundos [τροταμούν'ντος] (ουσΥ
trivial [τριβιάλ] (επίθ.) ασήμαντος, κοι­ αρσ.+ θηλ.) κοσμογυρισμένος ταξι­
νός κοινότοπος, διάρης περιηγητής,
trivialidad [τριβιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) trotar [τροτάρ] (ρ.) τροχάζω,
ασημαντότητα, κοινοτοπία, trote [τρότε] (ουσΥαρσ.) τροχασμός,
trocear [τροθεάρ] (ρ.) κομματιάζω, τε­ trozo [τρόθο] (ουσ,/αρσ.) κομμάτι, τε­
μαχίζω. μάχιο.
trofeo [τροφέο] (ουσΥαρσ.) 1: τρόπαιο, truco [τρούκο] (ουσΥαρσ.) τέχνασμα,
λάφυρο, 2: πανοπλία, κόλπο, τρικ.
trola [τρόλα] (ουσΥθηλ.) ψευτιά, trucha [τρούτσα] (ουσΥθηλ.) πέστρο­
trolebús [τρολεμπούς] (ουσΥαρσ.) τρό­ φα.
λεϊ. trueno [τρουένο] (ουσΥαρσ.) βροντή,
trolero [τρολέρο] (ουσΥαρσ.) ψεύτης, μπουμπουνητό,
trom bón [τρομ'μπόν] (ουσΥαρσ.) τρο- truhán [τρουάν] (ουσΥαρσ.) απατεώ­
μπόνι. νας (καθ.) κομπιναδόρος,
trombosis [τρομ'μπόσις] (ουσΥθηλ.) truncar [τρουνκάρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω,
θρόμβωση, χαλάω, καταστρέφω, 2: διακόπτω,
trompa [τρόμ'πα] (ουσΥθηλ.) 1: προ­ tú [του] 1: (προσωπική αντ.) εσύ · ¿(tú)
βοσκίδα, 2: σάλπιγγα, 3: μεθύσι, eres español? - εσύ είσαι Ισπανός;,
trompeta [τρομ'πέτα] (ουσΥθηλ.) τρο­ tu [του] (κτητική αντ.) σου · tu opinión
μπέτα, σάλπιγγα, vale mucho - η γνώμη σου μετράει
trompetazo [τρομ'πετάθο] (ουσΥαρσ.) πολύ.
σάλπισμα, tus [τους] (κτητική αντ.), πληθ. σου
trom po [τρόμ'πο] (ουσΥαρσ.) σβού­ • ¿cuáles son tus planes p ara el
ρα. futuro? - ποια είναι τα μελλοντικά
tronar [τρονάρ] (ρ.) βροντώ, μπου­ σου σχέδια; · m e gustan tus zapatos

518
tutelar

- μου αρέσουν τα παπούτσια σου. túnel [τούνελ] (ουσΥαρσ.) τούνελ, σή­


tubérculo [τουμπέρκουλο] (ουσΥαρσ.) ραγγα.
1: βολβός, κόνδυλος 2: εξόγκωμα, túnica [τούνικα] (ουσΥθηλ.) χιτώνας,
tuberculosis [τουμπερκουλόσις] (ουσΥ tupido [τουπίδο] (επίθ.) πυκνός δα­
θηλ.) φυματίωση, σύς.
tubería [τουμπερία] (ουσΥθηλ.) σωλή­ turba [τούρμπα] (ουσΥθηλ.) 1 τύρφη,
νωση, αγωγός, ποάνθρακας 2: όχλος πλήθος,
tu b o [τούμπο] (ουσΥαρσ.) σωλήνας turbante [τουρμπάν/τε] (ουσΥαρσ.) σα­
αγωγός. ρίκι.
tuerca [τουέρκα] (ουσΥθηλ.) παξιμάδι turbar [τουρμπάρ] (ρ.) ταράζω, ανα­
(βίδας), περικόχλιο. στατώνω.
tuerto [τουέρτο] (επίθ.) μονόφθαλ­ turbiedad [τουρμπιεδάδ] (ουσΥθηλ.)
μος αναταραχή, σύγχυση,
tuétano [τουέτανο] (ουσΥαρσ.) μυε­ turbina [τουρμπίνα] (ουσΥθηλ.) στρό­
λός μεδούλι, βιλος τουρμπίνα,
tufarada [τουφαράδα] (ουσΥθηλ.) δυ­ turbio [τούρμπιο] (επίθ.) θολός θα­
σοσμία, κακοσμία, μπός άτονος,
tufo [τούφο] (ουσΥαρσ.) 1: αναθυμία­ turbulencia [τουρμπουλένθια] (ουσ./
ση, 2: τούφα, θηλ.) ταραχή, αναστάτωση,
tul [τουλ] (ουσΥαρσ.) τούλι, turbulento [τουρμπουλέν'το] (επίθ.)
tulipán [τουλιπάν] (ουσΥαρσ.) τουλί­ ταραχώδης, θορυβώδης,
πα. turgente [τουρχέν'τε] (επίθ.) διογκω­
tullido [τουγίδο] (επίθ.) ανάπηρος σα­ μένος πρησμένος,
κάτης. turismo [τουρίσμο] (ουσΥαρσ.) 1: του­
tullir [τουγίρ] (ρ.) σακατεύω, παρα­ ρισμός περιήγηση, 2: αυτοκίνητο
λύω. ιδιωτικής χρήσεως.
tumba [τούμ'μπα] (ουσΥθηλ.) τάφος turista [τουρίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
μνήμα. τουρίστας τουρίστρια.
tumbar [τουμ'μπάρ] (ρ.) καταρρίπτω, turístico [τουρίστικο] (επίθ.) τουριστι­
ανατρέπω, κός.
tumbarse [τουμ'μπάρσε] (ρ.) κατακλί- turma [τούρμα] (ουσΥθηλ.) όρχις.
νομαι, ξαπλώνω, ξαπλώνομαι, turnarse [τουρνάρσε] (ρ.) εναλλάσσο­
tum bo [τούμ'μπο] (ουσΥαρσ.) 1: ανα­ μαι.
τροπή, 2: πτώση, 3: κυματισμός. turno [τούρνο] (ουσΥαρσ.) βάρδια,
tumefacción [τουμεφακθιόν] (ουσΥ σειρά.
θηλ.) πρήξιμο, turquesa [τουρκέσα] (ουσΥθηλ.), (επίθ.)
túmulo [τούμουλο] (ουσΥαρσ.) τύμ­ τιρκουάζ.
βος μνημείο, μαυσωλείο, turrón [τουρόν] (ουσΥαρσ.) μαντολά­
tum or [τουμόρ] (ουσΥαρσ.) (Ιατρ.) το, παστέλι,
όγκος. tutear [τουτεάρ] (ρ.) μιλώ στον ενικό,
tumulto [τουμούλτο] (ουσΥαρσ.) σά­ tutela [τουτέλα] (ουσΥθηλ.) κηδεμο­
λος αναταραχή, οχλαγωγία, νία, επιτροπεία, προστασία,
tunante [τουνάν'τε] (επίθ.) κατεργά­ tutelar [τουτελάρ] 1: (ρ.) κηδεμονεύω,
ρης ζαβολιάρης. προστατεύω, 2: (επίθ.) κηδεμονικός

519
tutor

προστατευτικός.
tutor [τουτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κηδεμό­
νας, επίτροπος προστάτης 2: παι­
δαγωγός
tutoría [τουτορία] (ουσΥθηλ.) κηδε­
μονία.
tuyo [τούγιο] (κτητική αντ.) δικό σου
• ¿este paquete es tuyo1 - αυτό το
πακέτο είναι δικό σου; · esta m aleta
es (la) tuya - αυτή η βαλίτσα είναι (η)
δίκιά σου.

520
último [ούλτιμο] (επίθ.) τελευταίος
τελικός,
U, u [ου] (ουσΥθηλ.) το εικοστό τέ­ ultra [ούλτρα] (επίθ.) ακραίος,
ταρτο γράμμα του ισπανικού αλφα­ ultrajante [ουλτραχάντε] (επίθ.) υπερ­
βήτου. βολικός προσβλητικός,
u [ου] (διαζευκτικός σύνδ.) ή (αντί του ultrajar [ουλτραχάρ] (ρ.) προσβάλλω,
«ο» μπροστά από ο -, ho -) · m ujer u θίγω.
hom bre - γυναίκα ή άνδρας. ultraje [ουλτράχε] (ουσΥαρσ.) προ­
ubérrimo [ουμπέριμο] (επίθ.) πάρα σβολή, ύβρις.
πολύ εύφορος, ultramar [ουλτραμάρ] (ουσΥαρσ.) υπερ­
ubicación [ουμπικαθιόν] (ουσΥθηλ.) πόντια χώρα
τοποθεσία, θέση, μέρος, ultramarino [ουλτραμαρίνο] (επίθ.)
ubicar [ουμπικάρ] (ρ.) εντοπίζω, υπερπόντιος,
ubicuo [ουμπίκουο] (επίθ.) πανταχού ultranza [ουλτράνθα] (επίρρ.) πέρα
παρών. για πέρα, μέχρι εσχάτων · a ultranza
ubre [ούμπρε] (ουσΥθηλ.) μαστός, μα­ - μέχρι εσχάτων,
στάρι. ultrasonido [ουλτρασονίδο] (ουσΥαρσ.)
Ud„ Uds. [ουστέδ, ουστέδες] σύντ. υπέρηχος,
usted, ustedes. ultratumba [ουλτρατούμπα] (ουσΥ
uf! [ουφ] (επιφ.) ουφ!, ωχ!, θηλ.) μεταθανάτια,
ufanarse [ουφανάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, ultravioleta [ουλτραβιολέτα] (επίθ.)
κομπάζω, επαίρομαι. υπεριώδης,
ufanía [ουφανία] (ουσΥθηλ.) καυχη- ulular [ουλουλάρ] (ρ.) ουρλιάζω,
σιολογία, κομπασμός, έπαρση, κο- ululato [ουλουλάτο] (ουσΥαρσ.) ουρ­
μπορρημοσύνη. λιαχτό.
ufano [ουφάνο] (επίθ.) καυχησιάρης umbilical [ουμπιλικάλ] (επίθ.) ομφά­
κομπαστής, λιος ομφαλικός,
ujier [ουχιέρ] (ουσΥαρσ.) κλητήρας, umbral [ουμ'μπράλ] (ουσΥαρσ.) κα­
úlcera [ούλθερα] (ουσΥθηλ.) έλκος, τώφλι.
ulceración [ουλθεραθιόν] (ουσΥθηλ.) umbrío [ουμ'μπρίο] (επίθ.) σκιερός,
έλκωση. umbroso [ουμμπρόσο] (επίθ.) σκιερός,
ulcerar [ουλθεράρ] (ρ.) προκαλώ έλ­ unánime [ουνάνιμε] (επίθ.) ομόφωνος,
κος. unanimidad [ουνανιμιδάδ] (ουσΥθηλ.)
ulceroso [ουλθερόσο] (επίθ.) ελκώδης, ομοφωνία,
ulterior [ουλτεριόρ] (επίθ.) κατοπινός unción [ουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χρί­
μεταγενέστερος, σμα, 2: μύρο.
ultimación [ουλτιμαθιόν] (ουσΥθηλ.) uncir [ουνθίρ] (ρ.) ζεύω.
αποπεράτωση, ολοκλήρωση, undécimo [ουν'ντέθιμο] (αριθμ. επίθ.)
últimamente [ούλτιμαμεν'τε] (επίρρ.) ενδέκατος,
τελευταία, ύστατα, τελικά, ungir [ουνχίρ] (ρ.) 1: μυρώνω, 2: αλοί-
ultimar [ουλτιμάρ] (ρ.) αποπερατώνω, φω.
τελειώνω, ολοκληρώνω, ungüento [ουνγκουέν'το] (ουσΥαρσ.)
ultimátum [ουλτιμάτουμ] (ουσΥαρσ.) αλοιφή.
τελεσίγραφο. únicamente [ούνικαμεντε] (επίρρ.) μό-

521
unicelular

vo, μονάχα, πανεπιστήμιο,


unicelular [ουνιθελουλάρ] (επίθ.) μο­ universitario [ουνιβερσιτάριο] (επίθ.)
νοκύτταρος, πανεπιστημιακός,
unicidad [ουνιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) μο­ universo [ουνιβέρσο] (ουσΥαρσ.) σύ-
ναδικότητα, μπαν, κόσμος υφήλιος οικουμένη,
único [ούνικο] (επίθ.) μοναδικός, uno [ούνο] 1: (αριθμ. επίθ.) ένα, 2:
unicornio [ουνικόρνιο] (ουσΥαρσ.) μο- (αριθμ. επίθ.) ένας 3: (αόριστο
νόκερως. άρθρ.) ένα · en este m om ento es el
unidad [ουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: μονά­ program a núm ero uno en la tele -
δα, 2: ενότητα, αυτήν τη στιγμή είναι το νούμερο
unido [ουνίδο] (επίθ.) 1: ενωμένος, 2: ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση
στενός 3: συνημμένος, • tiene un coche y una m oto - έχει
unificación [ουνιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) ένα αυτοκίνητο και μία μηχανή ·
ενοποίηση, συνένωση, dentro de unos años tendrás más
unificar [ουνιφικάρ] (ρ.) ενοποιώ, συ­ experiencia - σε μερικά χρόνια θα
νενώνω. έχεις περισσότερη εμπειρία,
uniformar [ουνιφορμάρ] (ρ.) 1: εξο­ untadura [ουν'ταδούρα] (ουσΥθηλ.)
μοιώνω, 2: επιβάλλω στολή, άλειμμα, επάλειψη,
uniforme [ουνιφόρμε] 1: (ουσΥαρσ.) untar [ουν'τάρ] (ρ.) 1: αλείφω, 2: λαδώ­
στολή, 2: (επίθ.) ομοιόμορφος, νω, 3: δωροδοκώ, εξαγοράζω,
uniformidad [ουνιφορμιδάδ] (ουσ./ unto [ούν'το] (ουσΥαρσ.) αλοιφή,
θηλ.) ομοιομορφία, untuosidad [ουν'τουοσιδάδ] (ουσΥ
unigénito [ουνιχένιτο] (επίθ.) μονογε­ θηλ.) λιπαρότητα.
ν ής μονογονικός. untuoso [ουν'τουόσο] (επίθ.) γλοιώ­
unilateral [ουνιλατεράλ] (επίθ.) μονό­ δης λιπαρός,
πλευρος. uña [ούνια] (ουσΥθηλ.) νύχι.
unión [ουνιόν] (ουσΥθηλ.) ένωση, γά­ uñada [ουνιάδα] (ουσΥθηλ.) νυχιά.
μος. uranio [ουράνιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ου­
unir [ουνίρ] (ρ.) ενώνω, συνδέω, ράνιο.
unisex [ουνισέξ] (επίθ.) συμβατός και urbanidad [ουρμπανιδάδ] (ουσΥθηλ.)
με τα δύο φύλα, γιούνισεξ. ευγένεια.
unisexual [ουνισεξουάλ] (επίθ.) μονο­ urbanismo [ουρμπανίσμο] (ουσΥαρσ.)
γενής. πολεοδομία,
unísono [ουνίσονο] (επίθ.) 1: ομόηχος, urbanista [ουρμπανίστα] (ουσΥαρσ.+
2: αρμονικός, θηλ.) πολεοδόμος,
unitario [ουνιτάριο] (επίθ.) ενιαίος urbanización [ουρμπανιθαθιόν] (ουσΥ
ενωτικός. θηλ.) αστικοποίηση,
universal [ουνιβερσάλ] (επίθ.) παγκό­ urbanizar [ουρμπανιθάρ] (ρ.) αστικο­
σμιος καθολικός, ποιώ.
universalidad [ουνιβερσαλιδάδ] (ουσΥ urbano [ουρμπάνο] (επίθ.) αστικός,
θηλ.) παγκοσμιότητα, urbe [ούρμπε] (ουσ/θηλ.) μεγαλού­
unlversalizar [ουνιβερσαλιθάρ] (ρ.) κα­ πολη.
θολικεύω, γενικεύω, urdimbre [ουρδίμ'μπρε] (ουσΥθηλ.)
universidad [ουνιβερσιδάδ] (ουσΥθηλ.) στημόνι.

522
uxoricidio

urdir [ουρδίρ] (ρ.) 1: υφαίνω, 2: μηχα­ θηλ.) σφετερισμός, ιδιοποίηση,


νορραφώ, ραδιουργώ, usurpador [ουσουρπαδόρ] (ουσΥ
urea [ουρέα] (ουσΥθηλ.) ουρία, αρσ.) σφετεριστής κερδοσκόπος.
uretra [ουρέτρα] (ουσΥθηλ.) ουρήθρα, usurpar [ουσουρπάρ] (ρ.) σφετερίζο­
urgencia [ουρχένθια] (ουσΥθηλ.) επεί­ μαι, ιδιοποιούμαι, εκμεταλλεύομαι,
γουσα ανάγκη, utensilio [ουτενσίλιο] (ουσΥαρσ.) 1:
urgente [ουρχέν'τε] (επίθ.) επείγων, σκεύος 2: εργαλείο, σύνεργο,
urgir [ουρχίρ] (ρ.) 1: επείγω, 2: πιέζω, útero [ούτερο] (ουσ,/αρσ.) μήτρα,
úrico [ούρικο] (επίθ.) ουρικός. útil [ούτιλ] 1: (ουσΥαρσ.) πληθ. εργα­
urinario [ουρινάριο] 1: (ουσΥαρσ.) ου­ λεία, 2: (επίθ.) (α) χρήσιμος ωφέλι­
ρητήριο, 2: (επίθ.) ουρικός. μος (β) εργάσιμος (ημέρα).
urna [ούρνα] (ουσ,/θηλ.) κάλπη, utilidad [ουτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) χρησι­
urogallo [ουρογάγιο] (ουσΥαρσ.) αγριό- μότητα, ωφελιμότητα,
κουρκος αγριόγαλος. utilitario [ουτιλιτάριο] (επίθ.) 1: λει­
urología [ουρολοχία] (ουσΥθηλ.) ου­ τουργικός πρακτικός 2: ωφελιμι­
ρολογία. στικός.
urólogo [ουρόλογο] (ουσΥαρσ.) ου­ utilizable [ουτιλιθάμπλε] (επίθ.) χρησι­
ρολόγος. μοποιήσιμος,
urraca [ουράκα] (ουσΥθηλ.) καρακάξα. utilización [ουτιλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.)
usado [ουσάδο] (επίθ.) μεταχειρισμέ­ 1: χρησιμοποίηση, μεταχείριση, 2:
νος χρησιμοποιημένος αναλωμένος αξιοποιήση.
usanza [ουσάνθα] (ουσΥθηλ.) έξη, συ­ utilizar [ουτιλιθάρ] (ρ.) 1: χρησιμο­
νήθεια. ποιώ, μεταχειρίζομαι, 2: αξιοποιώ.
usar [ουσάρ] (ρ.) μεταχειρίζομαι, χρη­ utillaje [ουτιγιάχε] (ουσΥαρσ.) σύνερ­
σιμοποιώ, γα, εργαλεία,
uso [ούσο] (ουσΥαρσ.) 1: χρήση, 2: συ­ utopía [ουτοπία] (ουσΥθηλ.) ουτοπία,
νήθεια, έθιμο, χίμαιρα, αυταπάτη,
usted [ουστέδ] (προσωπική αντ.) πλη­ utópico [ουτόπικο] (επίθ.) ουτοπικός
θυντικός ευγενείας, (εσείς/κύριε) · χιμαιρικός,
¿cómo está usted? - τι κάνετε εσείς utopista [ουτοπίστα] 1: (ουσΥαρσ.) ουτο-
(κύριε);. πιστής 2: (επίθ.) ουτοπιστικός
usual [ουσουάλ] (επίθ.) συνήθης, συ­ uva [ούβα] (ουσΥθηλ.) σταφύλι, στα­
νηθισμένος, φίδα.
usuario [ουσουάριο] (ουσΥαρσ.) χρή­ uve [ούβε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του
στης. γράμματος «V».
usufructo [ουσουφρούκτο] (ουσΥαρσ.) úvula [ούβουλα] (ουσΥθηλ.) λάρυγγας,
επικαρπία, uvular [ουβουλάρ] (επίθ.) λαρυγγικός
usufructurar [ουσουφρουκτουράρ] (ρ.) (ήχος), υπερωικός,
έχω/κρατώ την επικαρπία, νέμομαι. uxoricida [ουξοριθίδα] (ουσΥαρσ.+
usura [ουσούρα] (ουσΥθηλ.) τοκογλυ­ θηλ.) συζυγοκτόνος
φία. uxoricidio [ουξοριθίδιο] (ουσΥαρσ.)
usurero [ουσουρέρο] (ουσΥαρσ.) το­ συζυγοκτονία.
κογλύφος,
usurpación [ουσουρπαθιόν] (ουσΥ

523
αρσ.) αλήτης 2: (επίθ.) περιφερόμε­
νος περιπλανόμενος.
V, ν [ούμπε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό vagamente [μπάγαμεν'τε] (επίρρ.) συ­
πέμπτο γράμμα του ισπανικού αλ­ γκεχυμένα, ασαφώς,
φαβήτου, vagancia [μπαγάνθια] (ουσΥθηλ.) τε­
vaca [μπάκα] (ουσΥθηλ.) αγελάδα, μπελιά, αεργία, νωθρότητα.
vacaciones [μπακαθιόνες] (ουσΥθηλ.) vagar [μπαγάρ] (ρ.) περιπλανιέμαι, πε­
πληθ. διακοπές, ριφέρομαι, τριγυρίζω,
vacacionista [μπακαθιονίστα] (ουσΥ vagido [μπαχίδο] (ουσΥαρσ.) κλάμα
αρσ.+ θηλ.) παραθεριστής παραθε- (νεογέννητου) βρέφους,
ρίστρια. vagina [μπαχίνα] (ουσΥθηλ.) αιδοίο,
vacante [μπακάν'τε] (επίθ.) άδειος κε­ κόλπος.
νός. vaginal [μπαχινάλ] (επίθ.) κολπικός,
vacar [μπακάρ] (ρ.) αδειάζω θέση. vago [μπάγο] (επίθ.) 1: φυγόπονος τε­
vaciado [μπαθιάδο] (ουσΥαρσ.) εκκέ­ μπέλης 2: ασαφής συγκεχυμένος 3:
νωση, άδειασμα. απροσδιόριστος,
vaciar [μπαθιάρ] (ρ.) 1: αδειάζω, 2: vagón [μπαγόν] (ουσΥαρσ.) βαγόνι,
χύνω. vagoneta [μπαγονέτα] (ουσΥθηλ.) 1:
vaciedad [βαθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) κενό­ βαγονέτο, 2: φορτηγάκι,
τητα. vaguedad [μπαγεδάδ] (ουσΥθηλ.) ασά­
vacilación [μπαθιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: φεια, αοριστία.
δισταγμός 2: κοροϊδία, vaharada [μπααράδα] (ουσΥθηλ.) κύ­
vacilante [μπαθιλάν'τε] (επίθ.) 1: δι­ μα μυρωδιάς
ατακτικός αναποφάσιστος αμφιτα- vahído [μπαΐδο] (ουσΥαρσ.) παροδική
λαντευόμενος 2: αβέβαιος ζάλη.
vacilar [μπαθιλάρ] (ρ.) 1: διστάζω, 2: vaho [μπάο] (ουσΥαρσ.) 1: ατμός 2:
κοροϊδεύω, περιπαίζω, αναθυμίαση,
vacío [μπαθίο] 1: (ουσΥαρσ.) το κενό, vaina [μπαίνα] (ουσΥθηλ.) περίβλημα,
2: (επίθ.) άδειος κενός, κάλυμμα.
vacuidad [μπακουιδάδ] (ουσΥθηλ.) vainilla [μπαϊνίγια] (ουσΥθηλ.) βανί­
κενότητα, λια.
vacuna [μπακούνα] (ουσΥθηλ.) εμβό­ vaivén [μπαϊμπέν] (ουσΥαρσ.) 1: πηγαι-
λιο. νέλα, πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, 2: γύρι­
vacunación [μπακουναθιόν] (ουσΥ σμα, ταλάντωση,
θηλ.) εμβολιασμός, vajilla [μπαχίγια] (ουσΥθηλ.) σερβί­
vacunar [μπακουνάρ] (ρ.) εμβολιάζω, τσιο.
vacuno [μπακούνο] (επίθ.) βοδινός, vale [μπάλε] 1: (ουσ,/αρσ.) κουπόνι, 2:
vacuo [μπάκουο] (επίθ.) άδειος κενός (επιφ.) εντάξει!,
vado [μπάδο] (ουσΥαρσ.) αβαθές πέ­ valedero [μπαλεδέρο] (επίθ.) ισχύων,
ρασμα ποταμού, valedor [μπαλεδόρ] (ουα/αρσ.) προ­
vagabundear [μπαγαμπουν'ντεάρ] (ρ.) στάτης.
αλητεύω, περιφέρομαι, περιπλανιέ­ valentía [μπαλεν'τία] (ουσΥθηλ.) 1:
μαι. θάρρος ανδρεία, 2: ανδραγάθημα,
vagabundo [μπαγαμπούν'ντο] 1: (ουσΥ valentón [μπαλεν'τόν] (ουσΥαρσ.) θρα-

524
varadero

σύδειλος. vampiro [μπαμ'πίρο] (ουσΥαρσ.) βρι­


valer [μπαλέρ] (ρ.) αξίζω, κοστίζω · los κόλακας.
billetes del avión valen más que los vanagloria [μπαναγλόρια] (ουσΥθηλ.)
del tren - τα εισιτήρια του αεροπλά- ματαιοδοξία, κενοδοξία,
vou κοστίζουν περισσότερο από του vanagloriarse [μπαναγλοριάρσε] (ρ.)
τρένου · ¡este objeto vale mucho! - ματαιοδοξώ, καυχιέμαι, κομπάζω,
αυτό το αντικείμενο αξίζει πολύ!, επαίρομαι.
valeroso [μπαλερόσο] (επίθ.) γενναί­ vandalismo [μπαν'νταλίσμο] (ουσΥαρσ.)
ος, ρωμαλέος ανδρείος, βανδαλισμός
valerse [μπαλέρσε] (ρ.) (de) εκμεταλ­ vándalo [μπάν'νταλο] 1: (ουσΥαρσ.)
λεύομαι, χρησιμοποιώ · se valló de βάνδαλος 2: (επίθ.) βανδαλικός,
su sim patía y a l final consiguió su vanguardia [μπανγκουάρντια] (ουσΥ
plan - εκμεταλλεύτηκε τη συμπάθειά θηλ.) εμπροσθοφυλακή,
τους και στο τέλος κατάφερε το σχέ­ vanguardista [μπανγουαρδίστα] (επίθ.)
διό του. πρωτοπόρος,
valía [μπαλία] (ουσΥθηλ.) αξία. vanidad [μπανιδάδ] (ουσΥθηλ.) μα-
validar [μπαλιδάρ] (ρ.) επικυρώνω, ταιοδοξία, κενοδοξία, αλαζονεία,
validez [μπαλιδέθ] (ουσΥθηλ.) κύρος vanidoso [μπανιδόσο] (επίθ.) ματαιό­
ισχύς εγκυρότητα. δοξος κενόδοξος,
válido [μπάλιδο] (επίθ.) έγκυρος ισχύ­ vano [μπάνο] (επίθ.) 1: μάταιος 2: κού­
ων. φιος
valiente [μπαλιέν'τε] (επίθ.) γενναίος vapor [μπαπόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ατμός
θαρραλέος ανδρείος, 2: ατμόπλοιο,
valija [μπαλίχα] (ουσΥθηλ.) βαλίτσα, vaporización [μπαποριθαθιόν] (ουσ./
σάκος. θηλ.) εξάτμιση, ατμοποίηση,
valioso [μπαλιόσο] (επίθ.) πολύτιμος vaporizador [βαποριθαδόρ] (ουσΥ
αξιόλογος, αρσ.) ψεκαστήρας,
valor [μπαλόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αξία, τι­ vaporizar [μπαποριθάρ] (ρ.) 1: εξατμί­
μή, 2: θάρρος κουράγιο, ζω, 2: ψεκάζω,
valoración [μπαλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) vaporoso [μπαπορόσο] (επίθ.) αέρι-
εκτίμηση, αξιολόγηση, αποτίμηση, νος αιθέριος,
valorar [μπαλοράρ] (ρ.) εκτιμώ, αξιο­ vapulear [μπαπουλεάρ] (ρ.) 1: δέρνω,
λογώ. 2: τινάζω χαλί.
valorizar [μπαλοριθάρ] (ρ.) αποτιμώ, vapuleo [μπαπουλέο] (ουσΥαρσ.) δάρ­
vals [μπαλς] (ουσΥαρσ.) βαλς. σιμο, ξυλοκόπημα,
valuar [μπαλμπουλάρ] (ρ.) αξιολογώ, vaquero [μπακέρο] 1: (ουσΥαρσ.) (α)
válvula [μπάλμπουλα] (ουσΥθηλ.) βουκόλος αγελαδάρης (β) πληθ.
βαλβίδα. τζιν, 2: (επίθ.) βουκολικός,
valla [μπάγια] (ουσΥθηλ.) 1: φράκτης vaqueros [μπακέρος] (ουσΥαρσ.) πληθ.
οχύρωμα, 2: εμπόδιο, τζιν παντελόνι,
vallado [μπαγιάδο] (ουσΥαρσ.) φρά­ vara [μπάρα] (ουσΥθηλ.) 1: ραβδί, βέρ­
χτης. γα, 2: μπάρα,
vallar [μπαγιάρ] (ρ.) περιφράζω, varadero [μπαραδέρο] (ουσΥαρσ.) δε­
valle [μπάγιε] (ουσΥαρσ.) κοιλάδα. ξαμενή καθαρισμού πλοίων.

525
varado

varado [μπαράδο] (επίθ.) προσαραγ­ ζελίνη.


μένος (πλοίο). vasija [μπασίχα] (ουσΥθηλ.) δοχείο,
varapalo [μπαραπάλο] (ουσ./αρσ.) 1: αγγείο.
χτύπημα, ραβδισμός, 2: οπισθοχώ­ vaso [μπάσο] (ουσΥαρσ.) 1: ποτήρι, 2:
ρηση. ανθοδοχείο, βάζο, 3: αγγείο,
varar [μπαράρ] (ρ.) βγάζω πλοίο στην vástago [μπάσταγο] (ουσΥαρσ.) 2: βλα­
ξηρά για καθαρισμό, στάρι, 2: απογόνους,
varear [μπαρεάρ] (ρ.) ραβδίζω, χτυπώ, vastedad [μπαστεδάδ] (ουσΥθηλ.) εύ­
variable [μπαριάμπλε] (επίθ.) μετα­ ρος.
βλητός ασταθής, vasto [μπάστο] (επίθ.) ευρύς απέρα­
variación [μπαριαθιόν] (ουσΥθηλ.) με­ ντος αχανής,
ταβολή, παραλλαγή, vaticinar [μπατιθινάρ] (ρ.) προφητεύω,
variado [μπαριάδο] (επίθ.) διάφορος μαντεύω.
ποικίλος. vaticinio [μπατιθίνιο] (ουσΥαρσ.) προ­
variante [μπαριάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) φητεία.
παραλλαγή, 2: (επίθ.) διαφέρων. vatio [μπάτιο] (ουσ,/αρσ.) βατ.
variar [μπαριάρ] (ρ.) μεταβάλλω, αλ­ vecindad [μπεθινδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
λάζω, ποικίλλω, διαφοροποιώ, γειτνίαση, 2: γειτονιά,
varicela [μπαριθέλα] (ουσΥθηλ.) ανε­ vecindario [μπεθιν'ντάριο] (ουσ,/αρσ.)
μοβλογιά, γειτονιά.
variedad [μπαριεδάδ] (ουσΥθηλ.) ποι­ vecino [μπεθίνο] 1: (ουσΥαρσ.) γείτο­
κιλία. νας 2: (επίθ.) όμορρος γειτονικός
varilla [μπαρίγια] (ουσΥθηλ.) 1: λεπτό κοντινός διπλανός,
ξυλάκι, 2: ακτίνα ομπρέλας 3: μπα­ veda [μπέδα] (ουσΥθηλ.) απαγόρευση
νέλα. κυνηγιού ή ψαρέματος,
varillaje [μπαριγιάχε] (ουσΥαρσ.) ακτί­ vedar [μπεδάρ] (ρ.) απαγορεύω,
νες ομπρέλας και βεντάλιας, vedette [μπεδέτε] (ουσΥθηλ.) 1: βεντέ­
vario [μπάριο] (επίθ.) ποικίλος διάφο­ τα, 2: διασημότητα.
ρος. vega [μπέγα] (ουσΥθηλ.) κάμπος,
variopinto [μπαριοπίν'το] (επίθ.) ποι­ vegetación [μπεγεταθιόν] (ουσΥθηλ.)
κιλόχρωμος, βλάστηση,
varita [μπαρίτα] (ουσΥθηλ.) μαγικό vegetal [μπεγετάλ] 1: (ουσΥαρσ.) φυ­
ραβδί. τό, 2: (επίθ.) φυτικός,
variz [μπάριθ] (ουσΥθηλ.) κιρσός, vegetar [μπεχετάρ] (ρ.) βλασταίνω,
varón [μπαρόν] (ουσΥαρσ.) άρρεν, αρ­ vegetariano [μπεχεταριάνο] 1: (ουσΥ
σενικό, άνδρας. αρσ.), (επίθ.) χορτοφάγος,
varonil [μπαρονΙλ] (επίθ.) 1: αρρενω­ vehemencia [μπεεμένθια] (ουσΥθηλ.)
πός 2: ρωμαλέος, σφοδρότητα, ορμητικότητα.
vasallo [μπασάγιο] (επίθ.) υποτελής, vehemente [μπεεμέν'τε] (επίθ.) σφο­
vascular [μπασκουλάρ] (επίθ.) αγγεια­ δρός παράφορος ορμητικός,
κός. vehículo [μπεΐκουλο] (ουσΥαρσ.) όχη­
vasectomía [μπασεκτομία] (ουσΥθηλ.) μα.
αγγειεκτομή. veinte [μπέιν'τε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
vaselina [μπασελίνα] (ουσΥθηλ.) βα­ επίθ.) είκοσι.

526
veintena [μπεϊν'τένα] (ουσΥθηλ.) ει­ υπνία νεκρού,
κοσάδα. veloz [μπελόθ] (επίθ.) ταχύς γρήγο­
vejación [μπεχαθιόν] (ουσΥθηλ.) τα­ ρος.
πείνωση, εξευτελισμός. vello [μπέγιο] (ουσΥαρσ.) χνούδι,
vejamen [μπεχάμεν] (ουσΥαρσ.) τα­ vellón [μπεγιόν] (ουσΥαρσ.) έριο, δέ­
πείνωση. ρας, μαλλί προβάτου,
vejar [μπεχάρ] (ρ.) ταπεινώνω, εξευ­ velloso [μπεγιόσο] (επίθ.) χνουδωτός,
τελίζω. velludo [μπεγιούδο] (επίθ.) τριχωτός
vejatorio [μπεχατόριο] (επίθ.) ταπει­ μαλλιαρός,
νωτικός εξευτελιστικός vena [μπένα] (ουσΥθηλ.) 1: φλέβα, 2:
vejez [μπεχέθ] (ουσ,/θηλ.) γηρατειά, ταλέντο, 3: διάθεση,
γήρας. venablo [μπενάμπλο] (ουσΥαρσ.) ακό­
vejiga [μπεχίγα] (ουσΥθηλ.) 1: κύστη, ντιο.
2: φουσκάλα, venado [μπενάδο] (ουσΥαρσ.) ελάφι,
vela [μπέλα] (ουσΥθηλ.) 1: κερί, 2: ολο­ venal [μπενάλ] (επίθ.) 1: φλεβικός 2:
νυχτία, 3: ιστίο, 4: μύξα. εξαγοράσιμος 2: δωροδοκούμενος,
velada [μπελάδα] (ουσΥθηλ.) εσπερί­ venalidad [μπεναλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
δα, βεγκέρα, σουαρέ, δωροληψία, εξαγορά, δωροδοκία,
velador [μπελαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: στρογ­ vencedor [μπενθεδόρ] (ουσΥαρσ.) νι­
γυλό τραπεζάκι, 2: κηροπήγιο, κητής
velamen [μπελάμεν] (ουσΥαρσ.) ιστία, vencer [μπενθέρ] (ρ.) νικώ.
πανιά σκάφους. vencido [μπενθίδο] (επίθ.) νικημένος
velar1 [μπελάρ] (ρ.) επαγρυπνώ, ξα- ηττημένος.
γρυπνώ. ξενυχτώ. vencimiento [μπενθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
velar2 [μπελάρ] (ρ.) 1: καλύπτω, 2: θο­ λήξη προθεσμίας,
λώνω. venda [μπέν'ντα] (ουσΥθηλ.) επίδε­
velatorio [μπελατόριο] (ουσΥαρσ.) σμος.
αγρυπνία για νεκρό, vendaje [μπεν'ντάχε] (ουσΥαρσ.) δέσι­
veleidad [μπελεϊδάδ] (ουσΥθηλ.) αστά­ μο, επίδεση,
θεια, ελαφρότητα, vendar [μπεν'ντάρ] (ρ.) επιδένω,
veleidoso [μπελεϊδόσο] (επίθ.) 1: αστα­ vendaval [μπεν'νταβάλ] (ουσΥαρσ.) θύελ­
θής, 2: ιδιότροπος ιδιόρρυθμος λα
velero [μπελέρο] (ουσΥαρσ.) ιστιοφό­ vendedor [μπεν'ντεδόρ] (ουσΥαρσ.)
ρο. πωλητής, πλανόδιος,
veleta [μπελέτα] (ουσΥθηλ.) ανεμοδεί­ vender [μπεν'ντέρ] (ρ.) πουλώ,
κτης. vendible [μπεν'ντίμπλε] (επίθ.) πωλη-
velo [μπέλο] (ουσΥαρσ.) πέπλο, βέλο. τήριος.
velocidad [μπελοθιδάδ] (ουσΥθηλ.) τα­ vendimia [μπεν'ντίμια] (ουσΥθηλ.) τρύ­
χύτητα. γος
velocímetro [μπελοθίμετρο] (ουσΥ vendimiar [μπεν'ντιμιάρ] (ρ.) τρυγώ,
αρσ.) ταχύμετρο, veneno [μπενένο] (ουσΥαρσ.) δηλη­
velódromo [μπελόδρομο] (ουσΥαρσ.) τήριο.
ποδηλατοδρόμιο, venenoso [μπενενόσο] (επίθ.) δηλητη­
velorio [μπελόριο] (ουσΥαρσ.) αγρ­ ριώδης φαρμακερός.

527
venera [μπενέρα] (ουσΥθηλ.) αχιβά­ σκόπος 2: (επίθ.) καιροσκοπικός.
δα. ventajoso [μπεν'ταχόσο] (επίθ.) πλεο­
venerable [μπενεράμπλε] (επίθ.) αξιο- νεκτικός, επωφελής ευνοϊκός
σέβαστος σεβάσμιος, ventana [μπεν'τάνα] (ουσΥθηλ.) πα­
veneración [μπενεραθιόν] (ουσΥθηλ.) ράθυρο.
σέβας, λατρεία, ventanilla [μπεν'τανίγια] (ουσΥθηλ.) 1:
venerar [μπενεράρ] (ρ.) 1: τιμώ, σέβο­ θυρίδα, 2: παράθυρο (αυτοκινήτου).
μαι, 2: λατρεύω, ventarrón [μπεν'ταρόν] (ουσΥαρσ.)
venéreo [μ[ενέρεο] (επίθ.) αφροδίσιος, δυνατός άνεμος,
venero [μπενέρο] (ουσΥαρσ.) πηγή, ventear [μπεν'τεάρ] (ρ.) οσφραίνομαι,
κοίτασμα, φλέβα, μυρίζω.
vengador [μπενγαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ventero [μπεν'τέρο] (ουσΥαρσ.) παν­
εκδικητής, 2: (επίθ.) εκδικητικός, δοχέας.
venganza [μπενγκάνθα] (ουσΥθηλ.) ventilación [μπεν'τιλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
εκδίκηση, 1: αερισμός 2: εξαερισμός.
vengarse [μπενγκάρσε] (ρ.) εκδικού­ ventilador [μπεν'τιλαδόρ] (ουσΥαρσ.)
μαι. ανεμιστήρας
vengativo [μπενγκατίβο] (επίθ.) εκδι­ ventilar [μπεν'τιλάρ] (ρ.) 1: αερίζω, 2:
κητικός. εξαπλώνω (μυστικό).
venia [μπένια] (ουσΥθηλ.) άδεια, ventisca [μπεν'τίσκα] (ουσΥθηλ.) χιο­
venial [μπενιάλ] (επίθ.) 1: ελαφρός 2: νοθύελλα,
αφέσιμος, ventisquero [μπεχ/τισκέρο] (ουσΥαρσ.)
venida [μπενίδα] (ουσ,/θηλ.) ερχομός χιονοστιβάδα,
άφιξη, επιστροφή, ventolera [μπεν'τολέρα] (ουσΥθηλ.)
venidero [μπενιδέρο] (επίθ.) μελλοντι­ ριπή ανέμου,
κός μελλούμενος, ventosa [μπεν'τόσα] (ουσΥθηλ.) βε­
venir [μπενίρ] (ρ.) έρχομαι, προέρχο­ ντούζα.
μαι, φτάνω · ¿cuándo viene Carolina? ventosear [μπεν'τοσεάρ] (ρ.) αερίζο­
- πότε έρχεται/φτάνει η Καρολίνα; μαι, (χυδ.) κλάνω.
• viene de una fam ilia rica - προέρ­ ventosidad [μπεν'τοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
χεται από μια πλούσια οικογένεια κλανιά, πορδή.
• cuando le viene la inspiración, ventoso [μπεν'τόσο] (επίθ.) ανεμό­
escribe versos - όταν του έρχεται δαρτος ανεμοδαρμένος,
έμπνευση, γράφει στίχους ventrílocuo [μπεν'τρίλοκουο] (ουσ./
venoso [μπενόσο] (επίθ.) φλεβώδης αρσ.) εγγαστρίμυθος,
φλεβικός, ventrudo [μπεν'τρούδο] (επίθ.) κοιλα-
venta [μπέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: πώληση, ράς.
2: πανδοχείο, χάνι. ventura [μπεν'τούρα] (ουσΥθηλ.) τύ­
ventada [μπεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) ριπή, χη, ευτυχία,
ανέμου. venturoso [μπεν'τουρόσο] (επίθ.) ευοίω­
ventaja [μπεν'τάχα] (ουσΥθηλ.) 1: πλεο­ νος
νέκτημα, 2: όφελος 3; διαφορά, ver [μπερ] (ρ.) 1: βλέπω, παρατηρώ, 2:
ventajista [μπεν'ταχίστα] 1: (ουσΥ εξετάζω, 3: κρίνω, 4: επισκέπτομαι ·
αρσ.+ θηλ.) οπορτουνιστής καιρο- ¿ves a M a rin a ? - βλέπεις τη Μαρίνα;

528
vergüenza

• me encanta ver la tele - μου αρέσει λογοδιάρροια, πολυλογία,


πολύ να βλέπω τηλεόραση · veo que verbosidad [μπερμποσιδάδ] (ουσΥ
no te apetece h ablar de esto - παρα­ θηλ.) φλυαρία, πολυλογία,
τηρώ ότι δεν έχεις όρεξη να μιλήσεις verboso [μπερμπόσο] (επίθ.) φλύαρος
γΓ αυτό · ¡ya verásI - θα δεις!, πολυλογάς,
verse [μπερσε] (ρ.) 1: φαίνομαι, συνα­ verdad [μπερδάδ] (ουσΥθηλ.) αλήθεια,
ντιέμαι, 2: βρίσκομαι αντιμέτωπος verdaderamente [μπερδαδέραμεν'τε]
με · desde a quí se ve toda la ciudad - (επίρρ.) όντως πραγματικά, πράγ­
από εδώ φαίνεται όλη η πόλη ·/ se ve! ματι.
- φαίνεται · te ves cansado - φαίνεσαι verdadero [μπερδαδέρο] (επίθ.) αλη­
κουρασμένος · nos vemos m añana - θινός πραγματικός,
τα λέμε αύριο, verde [μπέρδε] (επίθ.) 1: πράσινος 2:
vera [μπέρα] (ουσΥθηλ.) άκρη, ακμή, άγουρος · tu camisa es verde - το
χείλος. πουκάμισό σου είναι πράσινο · el
veracidad [μπεραθιδάδ] (ουσΥθηλ.) m elocotón está verde - το ροδάκινο
ειλικρίνεια, φιλαλήθεια, είναι άγουρο.
veranda [μπεράν'ντα] (ουσΥθηλ.) βε­ verdear [μπερδεάρ] (ρ.) πρασινίζω,
ράντα. verdecer [μπερδεθέρ] (ρ.) πρασινίζω
veraneante [μπερανεάν'τε] (ουσΥαρσ.+ (έδαφος ή δέντρο).
θηλ.) παραθεριστής παραθερίστρια verdín [μπερδίν] (ουσΥαρσ.) πρασινί­
veranear [μπερανεάρ] (ρ.) παραθερί­ λα.
ζω. verdor [μπερδόρ] (ουσΥαρσ.) πρασι­
veraneo [μπερανέο] (ουσΥαρσ.) πα- νάδα.
ραθερισμός. verdugo [μπερδούγο] (ουσΥαρσ.) 1:
veraniego [μπερανιέγο] (επίθ.) καλο­ δήμιος 2: βασανιστής,
καιρινός θερινός verdulería [μπερδουλερία] (ουσΥθηλ.)
verano [μπεράνο] (ουσΥαρσ.) καλο­ οπωροπωλείο, μανάβικο,
καίρι, θέρος, verdulero [μπερδουλέρο] (ουσΥαρσ.)
veras [μπέρας] 1: (ουσΥθηλ.) πληθ. οπωροπώλης μανάβης,
πραγματικότητα, αλήθεια, 2: (επίρρ.) verdura [μπερδούρα] (ουσΥθηλ.) λα­
πράγματι · de veras - στ' αλήθεια, χανικά, χορταρικά,
veraz [μπεράθ] (επίθ.) φιλαλήθης ει­ vereda [μπερέδα] (ουσΥθηλ.) μονο­
λικρινής. πάτι.
verbal [μπερμπάλ] (επίθ.) 1: λεκτικός veredicto [μπερεδίκτο] (ουσΥαρσ.) ετυ­
προφορικός 2: (Γραμμ.) ρηματικός, μηγορία.
verbalismo [μπερμπαλίσμο] (ουσΥαρσ.) verga [μπέργα] (ουσΥθηλ.) βέργα, ρα­
ρητορισμός βερμπαλισμός βδί.
verbena [μπερμπένα] (ουσΥθηλ.) υπαί­ vergel [μπερχέλ] (ουσΥαρσ.) περιβόλι,
θρια γιορτή, vergonzante [μπεργονθάντε] (επίθ.)
verbigracia [μπερμπιγράθια] (επίρρ.) ντροπαλός συνεσταλμένος,
λόγου χάρη, παραδείγματος χάριν. vergonzoso [μπεργονθόσο] (επίθ.) 1:
verbo [μπέρμπο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) ντροπαλός 2: ντροπιαστικός εξευ­
ρήμα. τελιστικός προσβλητικός,
verborrea [μπερμπορέα] (ουσΥθηλ.) vergüenza [μπεργουένθα] (ουσΥθηλ.)

529
verídico

1: ντροπή, ντροπαλότητα, 2: αίσχος, δυλωτός


όνειδος, καταισχύνη, vertebral [μπερτεμπράλ] (επίθ.) σπον­
verídico [μπερίδικο] (επίθ.) αληθής, δυλικός.
πραγματικός, vertedero [μπερτεδέρο] (ουσΥαρσ.)
verificable [μπεριφικάμπλε] (επίθ.) επα- σκουπιδότοπος χωματερή,
ληθεύσιμος. vertedor [μπερτεδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1:
verificación [μπεριφικαθιόν] (ουσΥ οχετός 2: αθυροστομία.
θηλ.) επαλήθευση, εξακρίβωση, verter [μπερτέρ] (ρ.) 1: χύνω, εκβάλλω,
verificar [μπεριφικάρ] (ρ.) 1: επαλη­ 2: μεταφράζω,
θεύω, εξακριβώνω, 2: πραγματοποιώ, vertical [μπερτικάλ] (επίθ.) 1: κάθετος,
verja [μπέρχα] (ουσΥθηλ.) κάγκελο, 2: κατακόρυφος.
κιγκλίδωμα, vértice [μπέρτιθε] (ουσΥαρσ.) 1: κορυ­
vermut [μπερμούτ] (ουσΥαρσ.) βερ­ φή, 2: άξονας,
μούτ. vertiente [μπερτιέν'τε] (ουσ./αρσ+
vernáculo [μπερνάκουλο] (επίθ.) τοπι­ θηλ.) πλαγιά, κατηφόρα,
κός, ιδιωματικός, vertiginoso [μπερτιχινόσο] (επίθ.) ιλιγ-
verosímil [μπεροσίμιλ] (επίθ.) αληθο­ γιώδης.
φανής. vértigo [μπέρτιγο] (ουσ,/αρσ.) ίλιγγος
verosimilitud [μπεροσιμιλιτούδ] (ουσΥ ζαλάδα.
θηλ.) αληθοφάνεια, vesícula [μπεσίκουλα] (ουσΥθηλ.) 1:
verraco [μπεράκο] (ουσΥαρσ.) χοίρος κύστη, 2: φουσκάλα,
γουρούνι, vespertino [μπεσπερτίνο] (επίθ.) απο­
verruga [μπερούγα] (ουσ,/θηλ.) κρεα­ γευματινός εσπερινός,
τοελιά. vestíbulo [μπεστίμπουλο] (ουσΥαρσ.)
versado [μπερσάδο] (επίθ.) ειδικευμέ­ προθάλαμος είσοδος
νος σε, έμπειρος σε. vestido [μπεστίδο] (ουσΥαρσ.) φόρε­
versar [μπερσάρ] (ρ.) 1: ειδικεύομαι, 2: μα, ρούχο,
αφορώ. vestigio [μπεστίχιο] (ουσΥαρσ.) ίχνος
versátil [μπερσάτιλ] (επίθ.) 1: ευμετά­ κατάλοιπο,
βλητος ευεπίφορος 2: ευπροσάρ­ vestimenta [μπεστιμέν'τα] (ουσΥθηλ.)
μοστος. ένδυμα, άμφιο,
versatilidad [μπερσατιλιδάδ] (ουσΥ vestir [μπεστίρ] (ρ.) 1: ντύνω, 2: σκεπά­
θηλ.) 1: μεταβλητότητα, 2: προσαρ­ ζω, καλύπτω,
μοστικότητα, vestirse [μπεστίρσε] (ρ.) ντύνομαι,
versículo [μπερσίκουλο] (ουσΥαρσ.) φορώ.
εδάφιο, ελεύθερος στίχος, vestuario [μπεστουάριο] (ουσΥαρσ.)
versificar [μπερσιφικάρ] (ρ.) στιχουρ- 1: γκαρνταρόμπα, 2: καμαρίνι, βε­
γώ. στιάριο.
versión [μπερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκ­ veta [μπέτα] (ουσΥθηλ.) φλέβα, νερά
δοχή, 2: μετάφραση, ξύλου.
verso [μπέρσο] (ουσΥαρσ.) στίχος, vetar [μπετάρ] (ρ.) ασκώ βέτο.
vértebra [μπέρτεμπρα] (ουσΥθηλ.) veterano [μπετεράνο] (ουσΥαρσ.) από-
σπόνδυλος, στρατος βετεράνος παλαίμαχος,
vertebrado [μπερτεμπράδο] (επίθ.) σπον­ veterinaria [μπετερινάρια] (ουσΥθηλ.)

530
vigésimo

κτηνιατρική, παλιν, αντίστροφα,


veterinario [μπετερινάριο] (ουσΥαρσ.) viciar [βιθιάρ] (ρ.) 1: διαφθείρω, 2: πα­
κτηνίατρος, ραμορφώνω, διαστρεβλώνω,
veto [μπέτο] (ουσΥαρσ.) βέτο, αρνη­ vicio [βίθιο] (ουσΥαρσ.) κακή συνή­
σικυρία. θεια, βίτσιο, διαστροφή, ελάττωμα,
vetusto [μπεν'τούστο] (επίθ.) παμπά­ vicioso [βιθιόσο] (επίθ.) 1: διεφθαρμέ­
λαιος, απαρχαιωμένος, νος 2: βιτσιόζος
vez [μπεθ] (ουσ./θηλ.) 1: φορά, 2: σει­ vicisitud [βιθισιτούδ] (ουσΥθηλ) απροσ­
ρά · ta l vez - ίσως · a veces - κάποιες δόκητο συμβάν,
φορές. víctima [βίκτιμα] (ουσΥθηλ.) θύμα.
vía [μπία] 1: (ουσ./θηλ.) (α) δρόμος victoria [βικτόρια] (ουσΥθηλ.) νίκη.
(β) οδός γραμμή, 2: (πρόθ.) μέσω, victorioso [βικτοριόσο] 1: (ουσΥαρσ.)
διαμέσου, νικητής 2: (επίθ.) νικηφόρος
viabilidad [μπιαμπιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) vid [βιδ] (ουσΥθηλ.) αμπέλι,
βιωσιμότητα, vida [βίδα] (ουσΥθηλ.) ζωή · de toda la
viable [μπιάμπλε] (επίθ.) βιώσιμος vida - από πολύ παλιά · se conocen de
viaducto [μπιαδούκτο] (ουσΥαρσ.) αε­ toda la vida - γνωρίζονται από πολύ
ρογέφυρα, παλιά · en la vida - ποτέ · no lo haría
viajante [μπιαχάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) en la vida - δε θα το έκανα ποτέ.
εμπορικός αντιπρόσωπος, vidente [βιδέν'τε] (επίθ.) διορατικός
viajar [μπιαχάρ] (ρ.) ταξιδεύω, οξυδερκής,
viaje [μπιάχε] (ουσ./αρσ.) ταξίδι, video [βίδεο] (ουσΥαρσ.) βίντεο,
viajero [μπιαχέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) ταξι­ vidriado [βιδριάδο] 1: (ουσΥαρσ.) υα­
διώτης 2: (επίθ.) ταξιδιωτικός λοβερνίκωμα, 2: (επίθ.) στιλπνός
vianda [μπιάν'ντα] (ουσ,/θηλ.) φαγη­ γυαλιστερός
τό, έδεσμα, vidriar [βιδριάρ] (ρ.) υαλοβερνικώνω.
viático [μπιάτικο] (ουσΥαρσ.) μετάλη­ vidriera [βιδριέρα] (ουσΥθηλ.) βιτρό.
ψη ετοιμοθάνατου, vidrio [βίδριο] (ουσΥαρσ.) γυαλί,
víbora [βίμπορα] (ουσΥθηλ.) οχιά, έχιδ- vidrioso [βιδριόσο] (επίθ.) 1: γυάλινος
να. 2: εύθραυ<κος.
vibración [βιμπραθιόν] (ουσ,/θηλ.) δό­ viejo [βιέχο] 1: (ουσΥαρσ.) γέρος 2:
νηση, κραδασμός, (επίθ.) γερασμένος παλιός,
vibrador [βιμπραδόρ] (ουσΥαρσ.) δο­ viento [βιέν’το] (ουσΥαρσ.) άνεμος
νητής. αέρας.
vibrante [βιμπράν'τε] (επίθ.) δονούμε- vientre [βιέν'τρε] (ουσΥαρσ.) 1: κοιλιά,
νος παλλόμενος. 2: σπλάχνα,
vibrar [βιμπράρ] (ρ.) δονώ, σείω, πάλ­ viernes [βιέρνες] (ουσ,/αρσ.) Παρα­
λω. σκευή (ημέρα).
vicario [βικάριο] (ουσΥαρσ.) εφημέριος viga [βίγα] (ουσΥθηλ.) δοκάρι,
vicealmirante [βιθεαλμιράντε] (ουσ./ vigencia [βιχένθια] (ουσΥθηλ.) ισχύς
αρσ.) υποναύαρχος, κύρος.
vicepresidente [βιθεπρεσιδέν'τε] (ουσΥ vigente [βιχέν'τε] (επίθ.) ισχύων, έγκυ­
αρσ.+ θηλ.) αντιπρόεδρος ρος.
viceversa [βιθεβέρσα] (επίρρ.) τανά- vigésimo [βιχέσιμο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.

531
vigía

επίθ.) εικοστός, 1: εκδίκηση, 2: δικαίωση,


vigía [βιχία] 1: (ουσΥαρσ.) φρουρός vindicar [βιν'ντικάρ] (ρ.) 1: εκδικούμαι,
φύλακας 2: (ουσΥθηλ.) σκοπιά, 2: δικαιώνω, υπερασπίζω,
vigilancia [βιχιλάνθια] (ουσΥθηλ.) επα­ vinícola [βινίκολα] (επίθ.) οινοπαρα-
γρύπνηση, επιτήρηση, γωγικός.
vigilante [βιχιλάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) φύ­ vinicultor [βινικουλτόρ] (ουσΥαρσ.)
λακας σκοπός 2: (επίθ.) άγρυπνος, οινοπαραγωγός.
vigilar [βιχιλάρ] (ρ.) επαγρυπνώ, φρου­ vinicultura [βινικούλτουρα] (ουσΥθηλ.)
ρώ. οινοκαλλιέργεια.
vigilia [βιχίλια] (ουσΥθηλ.) 1: αγρυ­ vinilo [βινίλο] (ουσΥαρσ.) βινύλιο.
πνία, 2: νηστεία, vino [βίνο] (ουσΥαρσ.) κρασί, οίνος,
vigor [βιγόρ] (ουσΥαρσ.) ρώμη, σφρί­ viña [βίνια] (ουσΥθηλ.) αμπέλι,
γο ς ευρωστία, ζωτικότητα, viñedo [βινιέδο] (ουσΥαρσ.) αμπελώ­
vigoroso [βιγορόσο] (επίθ.) ρωμαλέ­ νας.
ος σφριγηλός εύρωστος, viñeta [βινιέτα] (ουσΥθηλ.) σκίτσο,
vigueta [βιγέτα] (ουσΥθηλ.) μικρό δο­ violáceo [βιολάθεο] (επίθ.) μενεξεδέ-
κάρι. νιος βιολετί.
vil [βιλ] (επ(θ,) ιταμός ποταπός αχρείος violación [βιολαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
φαύλος. βιασμός 2: παραβίαση, καταστρα-
vileza [βιλέθα] (ουσΥθηλ.) ποταπότη­ τήγηση.
τα, αχρειότητα, violado [βιολάδο] (επίθ.) μενεξεδέ-
vilipendiar [βιλιπεν'ντιάρ] (ρ.) εξευτε­ νιος βιολετί.
λίζω, ταπεινώνω, διασύρω, violador [βιολαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: βια­
vilo [βίλο] (επίρρ.) · en vilo - αβέβαια, στής 2: παραβάτης,
ρευστά, ασταθώς. violar [βιολάρ] (ρ.) 1: βιάζω, 2: παρα­
villa [βίγια] (ουσΥθηλ.) 1: πόλη, 2: βιάζω.
έπαυλη, βίλα. violencia [βιολένθια] (ουσΥθηλ.) βία.
villancico [βιγιανθίκο] (ουσΥαρσ.) κά­ violentar [βιολεν'τάρ] (ρ.) 1: εξανα­
λαντα. γκάζω, πιέζω, 2: παραβιάζω, κατα­
villano [βιγιάνο] (επίθ.) άτιμος φαύ­ στρατηγώ,
λος. violento [βιολέν'το] (επίθ.) 1: βίαιος
vinagre [βινάγκρε] (ουσΥαρσ.) ξύδι. 2: παράφορος ορμητικός σφοδρός
vinagrera [βιναγκρέρα] (ουσΥθηλ.) δριμύς.
μπουκαλάκι για ξύδι. violeta [βιολέτα] (ουσΥθηλ.) μενεξές
vinagreta [βιναγκρέτα] (ουσΥθηλ.) λα- βιολέτα.
δόξυδο. violín [βιολίν] 1: (ουσΥαρσ.) βιολί, 2:
vinatería [βινατερία] (ουσΥθηλ.) οινο­ (ουσΥαρσ. + θηλ.) βιολιστής βιολί-
πωλείο. στρια.
vinculación [βινκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) violinista [βιολινίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
σύνδεση, δεσμός σχέση, βιολιστής βιολίστρια.
vincular [βινκουλάρ] (ρ.) συνδέω, ενώ­ violón [βιολόν] 1: (ουσΥαρσ.) κοντρα­
νω. μπάσο, 2: (ουσΥαρσ. + θηλ.) κοντα-
vínculo [βίνκουλο] (ουσΥαρσ.) δεσμός, μπασίστας.
vindicación [βιν'ντικαθιόν] (ουσΥθηλ.) violonchelista [βιολοντσελίστα] (ουσΥ

532
visto

αρσ.+ θηλ.) αυτός/αυτή που παίζει ροκανίδι.


βιολοντσέλο, visado [βισάδο] (ουσΥαρσ.) θεώρηση
violonchelo [βιολοντσέλο] (ουσΥαρσ.) διαβατηρίου, βίζα.
βιολοντσέλο, visar [βισάρ] (ρ.) θεωρώ διαβατήριο,
viraje [βιράχε] (ουσΥαρσ.) (Ναυτ.) βι- visceras [βίσθερας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
ράρισμα, στροφή, εντόσθια, σπλάχνα,
virar [βιράρ] (ρ.) (Ναυτ.) βιράρω, στρί­ viscosidad [βισκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
βω. πυκνότητα, 2: λιπαρότητα.
virgen [βίρχεν] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) viscoso [βισκόσο] (επίθ.) 1: παχύρρευ­
παρθένος, παρθένα, 2: (επίθ.) παρ- στος πηχτός 2: ιξώδης κολλώδης,
θενικός. visibilidad [βισιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
virginal [βιρχινάλ] (επίθ.) παρθενικός. ορατότητα,
virginidad [βιρχινιδάδ] 1: (ουσΥθηλ.) visible [βισίμπλε] (επίθ.) ορατός θεα­
παρθενιά, αγνότητα. τός.
Virgo [βίργο] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) visillo [βισίγιο] (ουσΥαρσ.) κουρτινάκι,
Παρθένος, visión [βισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: όραση, 2:
virgula [βίργουλα] (ουσΥθηλ.) κόμμα, όραμα, οπτασία, 3: άποψη,
υποδιαστολή. visionario [βιοσιονάριο] 1: (ουσΥαρσ.)
viril [βιρίλ] (επίθ.) αρρενωπός ανδρο­ οραματιστής 2: (επίθ.) φαντασμέ­
πρεπής ανδρικός, νος.
virilidad [βιριλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αρρε- visita [βισίτα] (ουσΥθηλ.) 1: επίσκεψη,
νωπότητα, ανδρισμός, 2: επισκέπτης
virología [βιρολοχία] (ουσΥθηλ.) ιο­ visitador [βισιταδόρ] (ουσΥαρσ.) 1:
λογία. επισκέπτης 2: επιθεωρητής
virreinato [βιρεϊνάτο] (ουσΥαρσ.) αντι- visitante [βισιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+θηλ.),
βασιλεία. (επίθ.) επισκέπτης επισκέπτρια.
virrey [βιρέι] (ουσΥαρσ.) αντιβασιλιάς visitar [βισιτάρ] (ρ.) επισκέπτομαι,
virtual [βιρτουάλ] (επίθ.) εικονικός vislumbrar [βισλουμ'μπράρ] (ρ.) δια­
πλασματικός κρίνω, διαβλέπω,
virtud [βιρτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: αρετή, vislumbre [βισλούμ'πρε] (ουσΥαρσ. +
2: ιδιότητα, 3: ικανότητα, θηλ.) αναλαμπή,
virtuosismo [βιρτουοσίσμο] (ουσΥ viso [βίσο] (ουσΥαρσ.) 1: ανταύγεια, 2:
αρσ.) δεξιοτεχνία. λάμψη.
virtuoso [βιρτουόσο] 1: (ουσΥαρσ.) visón [βισόν] (ουσΥαρσ.) 1: βίσωνας
δεξιοτέχνης βιρτουόζος 2: (επίθ.) βόνασος 2: γούνα βιζόν,
ενάρετος, visor [βισόρ] (ουσΥαρσ.) σκόπευτρο,
viruela [βιρουέλα] (ουσΥθηλ.) ευλογιά διόπτρα.
(ασθένεια). víspera [βίσπερα] (ουσΥθηλ.) παρα­
virulencia [βιρουλένθια] (ουσΥθηλ.) μονή.
οξύτητα, κακοήθεια. vista [βίστα] (ουσΥθηλ.) 1: όραση, 2:
virulento [βιρουλέν'το] (επίθ.) 1: λοι­ βλέμμα, 3: όψη, 4: θέα.
μώδης λοιμογόνος 2: τοξικός. vistazo [βιστάθο] (ουσΥαρσ.) ματιά,
virus [βίρους] (ουσΥαρσ.) ιός. βλέμμα.
viruta [βιρούτα] (ουσΥθηλ.) ρίνισμα, visto [βίστο] 1: (ουσΥαρσ.) έγκριση,

533
vistoso

2: (επίθ.) (α) κατάφωρος, προφανής, ηρότητα, ζωντάνια,


έκδηλος (β) θεωρούμενος · visto vivaque [βιβάκε] (ουσΥαρσ.) καταυλι­
bueno - εντάξει, έγκυρο, σμός, κατασκήνωση,
vistoso [βιστόσο] (επίθ.) γεμάτος χρώ­ vivaracho [βιβαράτσο] (επίθ.) ζωηρός
μα, χτυπητός εντυπωσιακός, άτακτος.
visual [βισουάλ] 1: (ουσΥθηλ.) οπτική vivaz [βιβάθ] (επίθ.) ενεργητικός ζω­
γωνία, (επίθ.) οπτικός, ντανός δραστήριος,
visualizar [βισουαλιθάρ] (ρ.) απεικο­ vivencia [βιβένθια] (ουσΥθηλ.) βίωμα,
νίζω. víveres [βίβερες] (ουσΥαρσ.) πληθ. εφό­
vital [βιτάλ] (επίθ.) 1: ζωτικός, 2: ζωι­ δια, τρόφιμα,
κός. vivero [βιβέρο] (ουσΥαρσ.) 1: φυτώ­
vitalicio [βιταλίθισ] (επίθ.) ισόβιος, ριο, 2: ιχθυοτροφείο, 3: ζωοτροφείο,
vitalidad [βιταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: viveza [βιβέθα] (ουσΥθηλ.) ζωηρότη­
ζωτικότητα, ενεργητικότητα, 2: ζω­ τα, ζωντάνια,
ντάνια. vivido [βίβιδο] (επίθ.) ζωντανός παρα­
vitamina [βιταμίνα] (ουσΥθηλ.) βιτα­ στατικός γλαφυρός,
μίνη. vividor [βιβιδόρ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
vitaminado [βιταμινάδο] (επίθ.) βιτα­ καλοζωισμένος καλοπερασάκιας
μινούχος. vivienda [βιβιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) κα­
vitícola [βιτίκολα] (επίθ.) αμπελουρ­ τοικία.
γικός viviente [βιβιέν'τε] (επίθ.) ζωντανός,
viticultor [βιτικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) αμπε­ vivificar [βιβιφικάρ] (ρ.) αναζωογονώ,
λουργός τονώνω.
viticultura [βιτικουλτούρα] (ουσΥθηλ.) vivir [βιβίρ] 1: (ουσΥαρσ.) τρόπος
αμπελουργία, ζωής 2: (ρ.) (α) ζω, διαμένω, κατοι­
vitorear [βιτορεάρ] (ρ.) επευφημώ, ζη­ κώ, (β) συντηρούμαι, (γ) διαρκώ ·
τωκραυγάζω, vive en Sevilla - διαμένει/κατοικεί
vitreo [βίτρεο] (επίθ.) γυάλινος, στη Σεβίλλη,
vitrificar [βιτριφικάρ] (ρ.) υαλοποιώ, vivisección [βιβισεκθιόν] (ουσΥθηλ.)
vitrina [βιτρίνα] (ουσΥθηλ.) βιτρίνα. ζωοτομία,
vituallas [βιτουάγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. vivo [βίβο] 1: (ουσΥαρσ.), (επίθ.) ζω­
προμήθειες, ντανός ζωηρός έντονος,
vituperación [βιτουπεραθιόν] (ουσΥ vizconde [βιθκόν'ντε] (ουσΥαρσ.) υπο­
θηλ.) μομφή, ψόγος προπηλακι- κόμης.
σμός. vocablo [βοκάμπλο] (ουσΥαρσ.) λέξη.
vituperar [βιτουπεράρ] (ρ.) μέμφομαι, vocabulario [βοκαμπουλάριο] (ουσ./
επικρίνω, ψέγω, προπηλακίζω, αρσ.) λεξιλόγιο,
vituperio [βιτουπέριο] (ουσΥαρσ.) επί­ vocación [βοκαθιόν] (ουσΥθηλ.) κλί­
κριση, αποδοκιμασία, ση, τάση.
viudedad [βιουδεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: vocal [βοκάλ] 1: (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.)
χηρεία, 2: σύνταξη χηρείας φωνήεν, 2: (επίθ.) φωνητικός,
viudez [βιουδέθ] (ουσΥθηλ.) χηρεία, vocalista [βοκαλίστα] (ουσΥαρσ.+
viudo [βιούδο] (ουσΥαρσ.) χήρος, θηλ.) τραγουδιστής αοιδός τραγου­
vivacidad [βιβαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ζω­ δίστρια.

534
voto

vocalizar [βοκαλιθάρ] (ρ.) προφέρω, volumen [βολούμεν] (ουσ,/αρσ.) 1:


αρθρώνω, όγκος, 2: τόμος 3: ένταση, ισχύς,
vocativo [βοκατίβο] (ουσΥαρσ.) (Γοαμμ.) vo lu m in o s o [β ολουμινόσο] (επίθ.)
κλητική πτώση, ογκώδης,
vocear [βοθεάρ] (ρ.) κραυγάζω, φω­ voluntad [βολουν'τάδ] (ουσΥθηλ.) θέ­
νάζω. ληση, βούληση, επιθυμία,
vocerío [βοθερίο] (ουσΥαρσ.) κραυγή, voluntario [βολουν'τάριο] 1: (ουσΥ
φωνασκία, αρσ.) εθελοντής, 2: (επίθ.) εθελοντι­
vocero [βοθέρο] (ουσΥαρσ.) φερέφω­ κός εκούσιος οικειοθελής.
νο. voluntarioso [βολουν'ταριόσο] (επίθ.)
vociferar [βοθιφεράρ] (ρ.) ξεφωνίζω, αποφασισμένος θεληματικός,
κραυγάζω, voluptuosidad [βολουπτουοσιδάδ] (ουσΥ
volador [βολαδόρ] (επίθ.) ιπτάμενος, θηλ.) λαγνεία ηδυπάθεια, φιληδονία.
voladura [βολαδούρα] (ουσΥθηλ.) ανα- voluptuoso [βολουπτουόσο] (επίθ.)
τίναξη. αισθησιακός ηδονικός φιλήδονος,
volante [βολάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) τιμό­ volver [βολβέρ] (ρ.) 1: επιστρέφω, γυ­
νι, πηδάλιο, 2: (επίθ.) ιπτάμενος, ρίζω, 2: επαναλαμβάνω · ¿a qué
volar [βολάρ] (ρ.) 1: πετώ, 2: ανατινά­ hora vuelves norm alm ente?- τι ώρα
ζω, 3: (μτφ.) κάνω φτερά, επιστρέφεις συνήθως· · por favor,
volátil [βολάτιλ] (επίθ.) πτητικός, vuelva a llam ar más tarde- παρακα­
volatilizar [βολατιθάρ] (ρ.) εξατμίζω, λώ, ξανατηλεφωνήστε αργότερα,
volatín [βολατίν] (ουσΥαρσ.) ακροβα­ volverse [βολβέρσε] (ρ.) 1: γίνομαι, 2:
σία, σχοινοβασία, γυρίζω · de repente se volvió rojo -
volatinero [βολατινέρο] (ουσΥαρσ.) ξαφνικά έγινε κατακόκκινος.
ακροβάτης σχοινοβάτης, vomitar [βομιτάρ] (ρ.) κάνω εμετό, ξερ-
volcán [βολκάν] (ουσΥαρσ.) ηφαί­ νάω.
στειο. vomitivo [βομιτίβο] (επίθ.) εμετικός,
volcánico [βολκάνικο] (επίθ.) ηφαι- vóm ito [βόμιτο] (ουσΥαρσ.) εμετός,
οττειακός ηφαιστειογενής, voracidad [βοραθιδάδ] (ουσΥθηλ.) αδη­
volcar [βολκάρ] (ρ.) 1: αναποδογυρί­ φαγία, λαιμαργία,
ζω, 2: ανατρέπω, vorágine [βοράχινε] (ουσΥθηλ.) δίνη.
volición [βολιθιόν] (ουσΥθηλ.) βούλη­ voraz [βοράθ] (επίθ.) αδηφάγος, λαί­
ση, θέληση, μαργος βουλιμικός.
volquete [βολκέτε] (ουσΥαρσ.) ανα­ vórtice [βόρτιθε] (ουσΥαρσ.) δίνη, ανε­
τρεπόμενο φορτηγό, μοστρόβιλος,
voltaje [βολτάχε] (ουσΥαρσ.) βολτάζ, vosotros [βοσότρος] (προσωπική αντ.)
τάση. εσείς •¿(vosotros) sois de aquí?- εσείς
voltear [βολτεάρ] (ρ.) αναποδογυρί­ είστε από εδώ;,
ζω, τουμπάρω, votación [βοταθιόν] (ουσΥθηλ.) ψη­
voltereta [βολτερέτα] (ουσΥθηλ.) τού- φοφορία.
μπα. votante [βοτάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
voltio [βόλτιο] (ουσΥαρσ.) (Ηλεκ.) βολτ. ψηφοφόρος,
voluble [βολούμπλε] (επίθ.) ευμετά­ votar [βοτάρ] (ρ.) ψηφίζω,
βλητος άστατος ασταθής. voto [βότο] (ουσ,/αρσ.) 1: ψήφος 2:

535
voz

τάμα, ανάθημα, 3: όρκος 4: βλα­ vulcanizar [βουλκανιθάρ] (ρ.) βουλκα-


σφημία, βρισιά, νίζω.
voz [βοθ] (ουσΥθηλ.) 1: φωνή, 2: vulgar [βουλγάρ] (επίθ.) λαϊκός κοι­
φήμη. νός χυδαίος πρόστυχος,
vozarrón [βοθαρόν] (ουσΥαρσ.) δυνα­ vulgaridad [βουλγαριδάά] (ουσΥθηλ.)
τή φωνή. χυδαιότητα, προστυχιά,
vuelco [βουέλκο] (ουσΥαρσ.) ανατρο­ vulgarismo [βουλγαρίσμο] (ουσΥαρσ.)
πή, τούμπα. χυδαιολογία,
vuelillo [βουελίγιο] (ουσΥαρσ.) δαντέ­ vulgarizar [βουλγαριθάρ] (ρ.) εκχυδαΤ-
λα. ζω, εκλαϊκεύω,
vuelo [βουέλο] (ουσΥαρσ.) 1: πτήση, 2: vulgo [βούλγκο] (ουσΥαρσ.) απλός λα­
διάρκεια πτήσης, ός (καθ.) κοσμάκης,
vuelta [βουέλτα] (ουσΥθηλ.) 1: στρο­ vulnerabilidad [βουλνεραμπιλιδάδ]
φή, μεταστροφή, αλλαγή, 2: επιστρο­ (ουσΥθηλ.) ευπάθεια, φιλασθένεια,
φή, 3: περιστροφή, γύρος 4: βόλτα · ευαισθησία,
dar una vuelta - τριγυρνάω/κάνω vulnerable [βουλνεράμπλε] (επίθ.)
βόλτα · dar la vuelta - επιστρέφω/ τρωτός εύθικτος ευάλωτος
γυρίζω πίσω/στρίβω · darle vueltas vulnerar [βουλνεράρ] (ρ.) 1: παραβιά­
a algo - σκέφτομαι/αναλύω κάτι. ζω, βλάπτω, 2: θίγω, προσβάλλω,
vuelto [βουέλτο] 1: (ουσΥαρσ.) ρέστα, vulva [βούλβα] (ουσΥθηλ.) αιδοίο.
2: (επίθ.) στραμμένος γυρισμένος,
vuestro [βουέστρο] (κτητική αντ.)
σας δικό σας · vuestros amigos son
simpáticos - οι φίλοι σας είναι συ­
μπαθητικοί.

536
Μ
W, w [ντόμπλε ούβε] (ουσΥθηλ.) το ει­
κοστό έκτο γράμμα του ισπανικού
Μ
X, χ [έκις] (ουσΥθηλ.) το εικοστό έβδο­
μο γράμμα του ισπανικού αλφαβή­
αλφαβήτου, του.
wáter [γουάτερ] (ουσΥαρσ.) τουαλέ­ xenofobia [ξενοφόμπια] (ουσΥθηλ.) ξε­
τα, W .C.. νοφοβία.
web [γουέμπ] (ουσΥθηλ.) διαδύκτιο · xenón [ξενόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ξέ­
página web - ιστοσελίδα, νον.
whiskey [γουίσκι] (ουσΥαρσ.) ουίσκι. xerocopia [ξεροκόπια] (ουσΥθηλ.) φω­
τοαντίγραφο, αντίτυπο.
xerografiar [ξερογραφιάρ] (ρ.) ξηρο-
γραφώ, φωτοτυπώ.
xilófago [ξιλόφαγο] (επίθ.) ξυλοφάγος.
xilófono [ξιλόφονο] (ουσΥαρσ.) ξυλό-
φωνο.
xilografía [ξιλογραφία] (ουσΥθηλ.) ξυ­
λογραφία, φωτοτύπηση.

537
yen [γιέν] (ουσΥαρσ.) γιεν.
yerba [γιέρμπα] (ουσΥθηλ.) χορτάρι,
Y, y [ι γριέγα] (ουσΥθηλ.) το εικοστό βότανο.
όγδοο γράμμα του ισπανικού αλ­ yermo [γιέρμο] (επίθ.) ακατοίκητος
φαβήτου, άγονος χέρσος,
y [ι] (σύνδ.) και · tú y yo - εσύ και εγώ. yerno [γιέρνο] (ουσΥαρσ.) γαμπρός
ya [για] (επίρρ.) ήδη, πια, πλέον, τώρα · (βαθμός συγγένειας).
cuando entró en la casa, los otros ya yerro [γιέρο] (ουσΥαρσ.) σφάλμα, λά­
se hablan ¡do - όταν μπήκε στο σπίτι, θος πλάνη,
οι άλλοι είχαν ήδη φύγει · ya es m uy yerto [γιέρτο] (επίθ.) άκαμπτος σκλη­
tarde p ara esto - τώρα είναι πολύ ρός.
αργά γι' αυτό. yesca [γιέσκα] (ουσΥθηλ.) προσάναμ­
yacer [γιαθέρ] (ρ.) 1: κείμαι, 2: (con) ξα­ μα.
πλώνω με κάποιον, κάνω έρωτα, yesería [γιεσερία] (ουσΥθηλ.) γυψο-
yacimiento [γιαθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) ποιείο.
κοίτασμα, yesero [γιεσέρο] (ουσΥαρσ.) γυψαδό­
yaguar [γιαγουάρ] (ουσΥαρσ.) ιαγουά- ρος
ρος (τζάγκουαρ). yeso [γιέσο] (ουσΥαρσ.) γύψος,
yámbico [γιάμ'πικο] (επίθ.) ιαμβικός, yo [γιό] (προσωπική αντ.) εγώ · (yo)
yambo [γιάμ'πο] (ουσ,/αρσ.) ίαμβος, soy Sandra - (εγώ) είμαι η Σάντρα.
yarda [γιάρδα] (ουσΥθηλ.) υάρδα (μο­ yodo [γιόδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ J ιώδιο,
νάδα μέτρησης). yoga [γιόγκα] (ουσΥαρσ.) γιόγκα,
yate [γιάτε] (ουσ,/αρσ.) γιοτ, θαλαμη­ yogur [γιογούρ] (ουσΥαρσ.) γιαούρτι,
γός, κότερο, yoyó [γιογιό] (ουσΥαρσ.) γιογιό.
yayo/a [γιάγιο/α) (ουσ./αρσ.+ θηλ.) yuca [γιούκα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) γιού-
παππούς/γιαγιά, κα.
yedra [γιέδρα] (ουσΥθηλ.) κισσός, yugo [γιούγο] (ουσΥαρσ.) ζυγός,
yegua [γιέγουα] (ουσΥθηλ.) φοράδα, yunque [γιούνκε] (ουσΥαρσ.) αμόνι.
yeguada [γιεγουάδα] (ουσΥθηλ.) κο­ yunta [γιούν'τα] (ουσΥθηλ.) ζευγάρι
πάδι αλόγων, ζευγμένων βοδιών.
yelmo [γιέλμο] (ουσΥαρσ.) περικεφα­ yuxtaponer [γιουξταπονέρ] (ρ.) αντι-
λαία. παραθέτω, αντιπαραβάλλω.
yema [γιέμα] (ουσΥθηλ.) 1: κρόκος, 2: yuxtaposición [γιουξταποσιθιόν] (ουσ./
μπουμπούκι, 3: οφθαλμός. θηλ.) αντιπαράθεση, αντιπαραβολή.

538
σμός δρασκελιά,
zancadilla [θανκαδίγια] (ουσΥθηλ.) τρι­
Ζ, ζ [θέτα] (ουσ./θηλ.) το εικοστό ένατο κλοποδιά,
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, zanco [θάνκο] (ουσΥαρσ.) ξυλοπόδα­
zafar [θαφάρ] (ρ.) (Ναυτ.) λασκάρω, ρο.
ξεδένω. zancudo [θανκούδο] (επίθ.) μακρυπό-
zafarse [θαφάρσε] (ρ.) 1: κρύβομαι, 2: δαρος.
απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι, zángano [θάνγανο] (ουσ,/αρσ.) κηφή­
zafio [θάφιο] (επίθ.) άξεστος αγροί­ νας αργόσχολος,
κος. zanja [θάνχα] (ουσΥθηλ.) τάφρος χα­
zafiro [θαφίρο] (ουσΥαρσ.) ζαφείρι, ντάκι.
zafra [θάφρα] (ουσΥθηλ.) συγκομιδή zanjar [θανχάρ] (ρ.) επιλύω διαφορές,
ζαχακάλαμου. zapatear [θαπατεάρ] (ρ.) χορεύω χτυ­
zaga [θάγα] (ουσΥθηλ.) π(σω μέρος πώντας τις μπότες κάτω, χορεύω με
νώτα. κλακέτες.
zagal [θαγάλ] (ουσΥαρσ.) έφηβος, zapatería [θαπατερία] (ουσ,/θηλ.) υπο­
zaguán [θαγουάν] (ουσΥαρσ.) είσο­ δηματοποιείο, υποδηματοπωλείο,
δος, χολ. zapatero [θαπατέρο] (ουσ,/αρσ.) τσα­
zaguero [θαγέρο] (επίθ.) 1: οπίσθιος 2: γκάρης υποδηματοποιός,
αμυντικός (παίχτης). zapatilla [θαπατίγια] (ουσ,/θηλ.) πα­
zaherir [θαερίρ] (ρ.) κατακρίνω, απο- ντόφλα.
δοκιμάζω. zapato [θαπάτο] (ουσΥαρσ.) παπού­
zahori [θαορί] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μά­ τσι, υπόδημα,
ντης προφήτης, zar [θαρ] (ουσΥαρσ.) τσάρος,
zaino [θάϊνο] 1: (ουσΥαρσ.) προδότης, zarabanda [θαραμπάν'ντα] (ουσ,/θηλ.)
2: (επίθ.) καστανός (για άλογα). 1: ισπανικός χορός, 2: βαβούρα.
zalamería [θαλαμερία] (ουσΥθηλ.) κο­ zaranda [θαράν'ντα] (ουσΥθηλ.) κό­
λακεία. σκινο, κρησάρα,
zalamero [θαλαμέρο] 1: (ουσΥαρσ.) zarandear [θαραν'ντεάρ] (ρ.) τραντά­
κόλακας 2: (επίθ.) κολακευτικός, ζω.
zambo [θάμμπο] 1: (ουσΥαρσ.) μιγάς zarandeo [θαραν'ντέο] (ουσΥαρσ.) τρά­
2: (επίθ.) στραβοκάνης. νταγμα, ταρακούνημα,
zambra [θάμπρα] (ουσΥθηλ.) γλένπ zarcillo [θαρθίγιο] (ουσΥαρσ.) σκου­
Τσιγγάνων, λαρίκι.
zambullida [θαμ'μττουγίδα] (ουσΥθηλ.) zarco [θάρκο] (επίθ.) γαλάζιος,
βουτιά. zarpar [θαρπάρ] (ρ.) σαλπάρω, απο­
zambullirse [θαμ'μπουγίρσε] (ρ.) βου­ πλέω.
τώ, βουτιέμαι. zarpazo [θαρπάθο] (ουσΥαρσ.) γρα­
zampar [θαμ'πάρ] (ρ.) καταβροχθίζω, τζούνισμα ζώου.
κρύβω κάτι βιαστικά, zarza [θάρθα] (ουσ,/θηλ.) βάτος.
zanahoria [θαναόρια] (ουσ,/θηλ.) κα­ zarzal [θαρθάλ] (ουσ,/αρσ.) δάσος με
ρώτο. βάτους, βατότοπος.
zanca [θάνκα] (ουσΥθηλ.) πατούσα, zarzamora [θαρθαμόρα] (ουσ,/θηλ.)
zancada [θανκάδα] (ουσΥθηλ.) διασκελι­ βατόμουρο.

539
zarzuela

zarzuela [θαρθουέλα] (ουσΥθηλ.) ισπα­ zozobra [θοθόμπρα] (ουσΥθηλ.) 1:


νική οπερέτα, ναυάγιο, 2: αγωνία, ανησυχία,
zigzag [θιγθάγ] (ουσΥαρσ.) ζιγκ ζαγκ. zozobrar [θοθομπράρ] (ρ.) 1: ναυαγώ,
zinc [θινκ] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ψευδάρ­ 2: ανησυχώ,
γυρος. zueco [θουέκο] (ουσΥαρσ.) ξύλινο πα­
zipizape [θιπιθάπε] (ουσΥαρσ.) σαμα­ πούτσι.
τάς φασαρία, zumba [θούμ'μπα] (ουσΥθηλ.) πείραγ­
zócalo [θόκαλο] (ουσΥαρσ.) υπόβα­ μα.
θρο. zumbar [θουμ'μπάρ] (ρ.) τσιγκλίζω,
zodiaco [θοδιάκο] (ουσΥαρσ.) ζωδια­ βουίζω.
κή ζώνη. zum bido [θουμ'μπίδο] (ουσΥαρσ.)
zona [θόνα] (ουσΥθηλ.) ζώνη, περιο­ βούισμα, βουητό,
χή· zum o [θούμο] (ουσΥαρσ.) χυμός
zoo [θο] (ουσΥαρσ.) ζωολογικός κή­ zurcido [θουρθίδο] (ουσΥαρσ.) μοντά­
πος. ρισμα.
zoófago [θοόφαγο] (επίθ.) ζωοφάγος zurcir [θουρθίρ] (ρ.) μαντάρω,
zoología [θοολοχία] (ουσΥθηλ.) ζωο­ zurdo [θούρδο] (ουσΥαρσ.) αριστερό-
λογία. χειρας.
zoológico [θοολόχικο] 1: (ουσΥαρσ.) zurra [θούρα] (ουσΥθηλ.) ξυλοκόπη­
ζωολογικός κήπος (επίθ.) ζωολογι­ μα, ξυλοφόρτωμα,
κός. zurrar [θουράρ] (ρ.) δέρνω, ξυλοκο-
zoólogo [θοόλογο] (ουσΥαρσ.) ζωολό­ πώ.
γος. zurriaga [θουριάγα] (ουσΥθηλ.) μα-
zopenco [θοπένκο] (επίθ.) αδέξιος άγαρ­ στίγιο.
μπος zurriagar [θουριαγάρ] (ρ.) μαστιγώ­
zoquete [θοκέτε] (ουσΥαρσ.) κού­ νω .
τσουρο. zurriagazo [θουριαγάθο] (ουσΥαρσ.)
zorrería [θορερία] (ουσΥθηλ.) πονηριά, μαστίγωμα.
πανουργία, zurriago [θουριάγο] (ουσΥαρσ.) μα-
zorro [θόρο] 1: (ουσΥαρσ.) αλεπού, στίγιο.
2: (ουσΥθηλ.) δύστροπη γυναίκα, 3: zurrón [θουρόν] (ουσΥαρσ.) δερμάτι­
(επίθ.) πανούργος, νος σάκος σακούλι.
zote [θότε] 1: (ουσΥαρσ.) βλάκας 2: zutano/a [θουτάνο/α] (αόριστη αντ.)
(επίθ.) χαζός. ο/η τάδε

540
ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ

DICCIONARIO
GRIEGO-ESPAÑOL
certid u m b re, 2: d uda, 3: inseguridad,
4: imprecisión,
A , α [álfa] (nV n.) alfa, prim era letra del α β ε β α ίω το ς [avevéotos] (adj.) 1: no
alfabeto griego, confirm ado, 2: d udoso, dubitativo,
α β α θ ή ς [avacís] (adj.) no p rofundo, 3: incierto,
poco p ro fundo , poco h o n d o, de bajo α β ε β ή λ ω τ ο ς [avevílotos] (adj.) 1: in­
fondo. violado, 2: inm aculado, im pecado,
α β α νιά [avañá] (nVf.) 1: calum nia, difa­ 3: puro.
m ación, 2: d a ñ o , α β έ λτ ε ρ ο ς [avélteros] (adj.) tonto, n e ­
α β α ρ ή ς [avarís] (adj.) 1: ligero, ingrávi­ cio, m entecato,
do, 2: im pon d e ra b le, α β ε λ τ η ρ ία [aveltiría] (n7f.) tontería,
α β α ρ ία [avaría] (nVf.) avería, necedad.
α β α σ ά ν ισ τ α [avasánista] (adv.) 1: sin α β ία σ τ α [avíasta] (adv.) 1: sin n in gú n
tortura, sin torm e n to, 2: ligram ente, esfuerzo, 2: sin tensión, 3: sin prisa,
a la ligera, sin pensar bien, α β ία σ τ ο ς [avíastos] (adj.) n o forzado,
α β α σ ά ν ισ τ ο ς [avasánistos] (adj.) 1: no no obligado,
torturado, 2: no a torm entado, α β ίω το ς [avíotos] (adj.) insoportable,
α β α σ ίλ ε υ το ς [avasíleftos] (adj.) sin rey. inaguantable,
α β ά σ ιμ ο ς [avásimos] (adj.) 1: infun­ α β λ ά β ε ια [avlávia] ( n A ) 1: innocuici-
dado, sin base, 2: insostenible, 3: dad, 2: inofensividad.
inexistente, α β λ α β ή ς [avlavís] (adj.) 1: inofensivo,
α β ά σ τα χ τ ο ς [avástajtos] (adj.) 1. inso­ inocuo, ileso, 2: intacto, inviolado,
portable, inaguantable, 2: insufrible, indem ne, incólum ne.
ά β α το ς [ávatos] (adj.) 1: inaccesible, α β λ ε ψ ία [avlepsía] (n./f.) 1: inadver­
inabordable, intransitable, im prac­ tencia, 2: negligencia, 3: descuido, 4:
ticable. equivocación,
ά β α φ ο ς [ávafos] (adj.) sin pintar, sin α βο ήθητος [avoízitos] (adj.) 1: sin
teñir. ayuda, 2: sin protección, 3: sin asis­
α β ά φ τ ισ το ς [aváftistos] (adj.) no b a u ­ tencia.
tizado, sin bautizar, ά β ο λ ο ς [ávolos] (adj.) 1: incon ve n ie n ­
α β β ά ς [avás] (n./m.) abad, te, desfavorable, im p rop rio , inade­
ά β γ α λ το ς [ávgaltos] (adj.) 1: inexper­ cuado, 2: in cóm od o , em barazoso,
to, novato, 2: inocente, cándido, can­ α β ο υ λ ία [avulía] (nVf.) falta d e v o lu n ­
doroso. tad, indecisión, abulia,
α β γ α τ ίζ ω [avgatídso] (v.) 1: aum entar, ά β ο υ λ ο ς [ávulos] (adj.) sin voluntad,
2: acrecentar, acrecer, 3: in cre m e n ­ indeciso, dubitativo,
tar. α β ο ύ λ ω το ς [avúlotos] (adj.) sin lacrar,
α β δ η ρ ιτ ισ μ ό ς [avdiritism ós] (n7f.) 1: sin sellar.
tontería, 2: vanidad, ά β ρ α σ τ ο ς [ávrastos] (adj.) no hervido,
α β δ η ρ ίτ η ς [avdirítis] (adj.) 1: tonto, no cocido, crudo,
bobo, 2: vanidoso, α β ρ ο δ ία ιτ ο ς [avrodíetos] (n./m .) con
α β έ β α ιο ς [avéveos] (adj.) 1: incierto, holgura, con lujo,
d udoso, 2: inseguro, 3: precario, α β ρ ό ς [avrós] (adj.) 1: delicado, frágil,
α β ε β α ιό τ η τ α [aveveótita] (n7f.) 1: in- 2: bien e d ucado.

543
α βρ ό τη τα

α β ρ ό τ η τ α [avrótita] (nyf.) 1: d elicade­ se, exasperarse, resentirse, 2: enfa­


za, fragilidad, apacibilidad, 2: corte ­ darse, cabrearse,
sía, gentileza, gallardía, 3. am abili­ α γ ά π η [agápi] (nyf.) 1: amor, 2: afecto,
dad. α γ α π η μ έ ν ο ς [aga p im é n os] (adj.) q u e ­
ά β υ σ σ ο ς [ávisos] (n./f.) abism o, rido, am ado, adorado,
α γ α θ ά [agazá] (nV n.) pl. bienes, α γ α π η τ ικ ιά [a gapitiquiá] (nyf.) a m a n ­
α γ α θ ο ε ρ γ ία [a gazoerguía] (n./f.) 1: te, novia.
o bra de caridad, beneficencia, 2: b e ­ α γ α π η τό ς [agapitós] (adj.) 1: am ado,
nevolencia, afabilidad, querido, dilecto, 2: apreciado,
α γ α θ ο ε ρ γ ό ς [agazoergós] (adj.) 1: ca­ α γ α π ώ [a g a p ó] (v.) amar, querer,
ritativo, 2: b e névolo, bon d ad o so , ά γ α ρ μ π ο ς [á garbos] (adj.) torpe, sin
α γ α θ ό ς [agazós] (adj.) 1: bu e n o, b e ­ elegancia,
nigno, afable, 2: in genuo , b o b o, α γ α σ τό ς [agastós] (adj.) envidiable,
α γ α θ ο σ ύ ν η [agazosíni] (nyf.) 1: cre d u ­ adm irable, apetecible, deseable,
lidad, 2: inocencia, in ge n u id a d , can­ α γ γ α ρ ε ία [agaría] (nyf.) 1: faena, 2: la­
dor, 3: sensillez. bor, tarea,
α γ α θ ό τ η τ α [agazótita] (nyf.) 1: b o n ­ α γ γ α ρ ε ύ ω [agkarévo] (v.) obligar a tra­
dad, afabilidad, 2: am abilidad, 3: in­ bajar.
g en u id a d , α γ γ ε ίο [agkío] n. recipiente, vasija,
α γ ά λ ια [agália] (adv.) lentam ente, des­ vaso.
pacio, poco a poco, pausadam ente, α γ γε ιο π λ ά σ τη ς [agkioplástis] (n7m .) al­
paulatinam ente, farero, barrero, ceramista, botijero,
α γ α λ λ ία σ η [agalíasi] (nyf.) 1: gozo, jú ­ α γ γ ε ιο π λ α σ τικ ή [agkioplastiquí] (nyf.)
bilo, alboroso, 2: exultación, euforia, alfarería, cerámica,
alegría. α γ γ ε λ ία [agkelía] (nyf.) 1: anuncio, 2:
ά γ α λ μ α [ágalm a] n. 1: estatua, escul­ aviso, advertencia, 3: noticia, n o ve ­
tura, 2: im agen, dad, 4: p ublicidad,
α γ α λ μ α τ ά κ ι [agalm atáqui] n. estatui­ α γ γ ε λ ιο φ ό ρ ο ς [agkeliafóros] (n./m .)
lla. 1: mensajero, recadero, 2: correo, 3:
α γ α λ μ α τ έ ν ιο ς [a g alm aténos] (adj.) es­ enviado.
tatuario, (metaf.) perfecto, α γ γ ε λ ικ ό ς [agkelicós] (adj.) angelical,
α γ α λ μ α τ ο π ο ιία [agalm atopiía] (n./f.) angélico, celestial, seráfico,
escultura, estatuaria. α γ γ έ λ λ ω [agkélo] (v.) 1: anunciar, avi­
α γ α μ (α [agam ia] (nyf.) soltería, celi­ sar, inform ar, 2: llevar un mensaje, 3:
bato. dar p u blicidad a.
ά γ α μ ο ς [á gam os] (adj.) 1: soltero, céli­ ά γ γ ε λ μ α [á gkelm a] n. 1: mensaje, re­
be, n o casado, cado, anuncio, 2: noticia,
α γα νά κ τη σ η [aganáctísi] (n./f.) 1: ά γ γ ε λ ο ς [ágkelos] (n y m .) ángel,
indignación, exasperación, resenti­ α γ γ ε λ ο ύ δ ι [agkelúdi] (n 7 n .) angelito,
m iento, 2: enfado, cabreo, α γ γ ε λ τ ή ρ ιο [agkeltírio] (nVn.) adverten­
α γ α ν α κ τισ μ έ ν ο ς [aganactism énos] cia.
(adj.) 1: ind ign a d o , resentido, 2: e n ­ ά γ γ ιγ μ α [ág k igm a ] (n y n .) toque, cari­
fadado, cabreado, cia, contacto,
α γ α ν α κ τώ [a ganactó] (v.) 1: ind ign a r­ α γ γ ίζ ω [agkídso] (v.) 1: tocar, acariciar,

544
α γ λα ό ς

2: manosear, ά γ ια σ μ α [águiasm a] n. agua bendita,


ά γ γ ιχ τ ο ς [ágkijtos] (adj.) intacto, in­ α γ ια σ μ ό ς [aguiasm ós] (n./m .) agua
de m n e , puro, bendita.
α γ γ λ ικ α ν ό ς [ agklicanós] (adj.) angli­ α γ ια σ τ ο ύ ρ α [aguiastúra] (n V m .) hi­
cano. sopo.
α γ γ λ ικ ό ς [agklicos] (adj.) inglés, α γ ιά τ ρ ε υ τ ο ς [aguiátreftos] (adj.) incu­
α γ γ λ ισ μ ό ς [agklismós] (n 7 n .) angli­ rable, insanable, desahuciado,
cismo. α γ ιο κ έ ρ ι [aguiokéri] (n V m .) cirio, can­
Ά γ γ λ ο ς [ágklos] (n./m.) inglés, dela, buhía.
α γ γ ο ύ ρ ι [agkúri] (nV n.) pepino, ά γ ιο ς [águios] (n V m .) santo, mártir,
α γ ε λ ά δ α [ageláda] (nVf.) vaca, sagrado · San Salvado r · Santo
α γ ε λ α δ ά ρ η ς [ageladáris] (n./m .) va­ D om ingo · S anta Lucía.
quero. α γ ιό τ η τ α [aguiótita] (n7f.) santidad,
α γ ε λ α δ ινό ς [ageladinos] (adj.) d e vaca, santificación,
vacuno. α γ κ ά θ ι [agkázi] (n 7 m .) 1: espina, púa,
α γελα δ ο τρ ο φ ία [agueladotrofía] n. cría pincha, aguijón, 2: abrojo, cardo,
de ganado, α γ κ α θ ω τ ό ς [agkazotós] (adj.) esp in o ­
α γ έ λ α σ το ς [aguélastos] (adj.) 1: serio, so, aguzado, p u n tia g u d o,
hosco, áspero, austero, 2: decaído, α γ κ α λ ιά [agkaliá] (n7f.) abrazo,
carilargo, 3: fosco, α γ κ α λ ιά ζ ω [agkaliádso] (v.) abrazar,
α γ έ λ η [aguéli] (n7f.) rebaño, m anada, α γ κ ά λ ια σ μ α [agkáliasm a] (n 7 n .) abra­
α γέ νε ια [aguénia] (n7f.) 1: grosería, zo.
descortesía, rudeza, aspereza, 2: α γ κ ίδ α [agkída] (nyf.) astilla, esquirla,
mala educación, 3: chabacanería, espigón.
αγενή ς [aguenís] (adj.) 1: grosero, α γ κ ιν ά ρ α [agkinára] (nVf.) alcachofa,
descortés, rudo, áspero, 2: brusco, α γ κ ίσ τ ρ ι [agkístri] n. anzuelo, a rp o n ci-
de scom edido, 3: m a leducado, m al­ llo, g ancho, arpón,
criado. ά γ κ ισ τ ρ ο [ágkistro] (n./n.) cra m p ón ,
α γ έ ν ν η τ ο ς [a guénitos] (adj.) sin nacer, α γ κ ο μ α χ η τ ό [agkom ajitó] (n./n.) 1: so­
no nacido, plido, resoplido, 2: g ru ñ id o,
α γ έ ρ α σ τ ο ς [aguérastos] (adj.) no e n ­ α γ κ ρ ά φ α [agkráfa] (n7f.) hebilla, b ro ­
vejecido. che, im perdible, corchete,
α γέ ρ ω χ α [a guéroja] (adv.) con arro­ α γ κ ύ λ η [afkíli] (nyf.) 1: curva, 2: reco­
gancia, con o rgullo, do, 3: paréntesis,
αγέρω χος [aguérojos] (adj.) sober­ α γ κ ύ λ ω σ η [agkílosi] (n yf.) anquilosis.
bio, orgulloso, arrogante, altanero, α γ κ υ λ ω τ ό ς [agkilotós] (adj.) curvado,
altivo. arqueado, alabeado,
ά γ ε υ σ τ ο ς [águefstos] (adj.) desabori­ άγκυρα [ágkira] (n./f.) (Mar.) ancla,
do, desabrido, soso, insípido, áncora.
α γ ε ω γ ρ ά φ η το ς [a gueográfitos] (adj.) α γ κ υ ρ ο β ο λ ώ [agkirovoló] (v.) (Mar.)
ignorante en geografía, anclar, ancorar, aferrar,
ά γ η μ α [águim a] n. destacam ento, α γ κ ώ ν α ς [agkónas] (n./m .) codo,
α γ ιά ζ ω [a guiádso] (v.) santificar, co n ­ α γ λ ά ισ μ α [agkáisma] n. adorn o,
sagrar, bendecir. α γ λ α ό ς [aglaós] (adj.) espléndido.

545
ά γ λυ κο

ά γ λ υ κ ο [ágliko] (adj.) qu e no es dulce, com praventa, 2: transacción, n e g o ­


soso. ciación, 3: com ercio,
α γ ν α ν τ ε ΰ ω [a g n a n d é vo ] (v.) vis lu m ­ α γ ο ρ α σ τ ή ς [agorastís] (n V m .) c o m ­
brar, ojear, entrever, prador, adquiridor,
α γ ν ά ν τ ια [agnándia] (adv.) en frente, αγόρευση [agórefsi] (nVf.) discurso
ά γ ν ο ια [ágnia] (nVf.) 1: ignorancia, p úblico, alocución, oración,
d e sconocim iento, 2: idiotism o, α γ ο ρ ε ύ ω [agorévo ] (v.) 1: a b og a r (en
α γ ν ό ς [a gnós] (adj.) 1: casto, puro, el juzgado ) , 2: hablar en público, 3:
imáculo, 2: inocente, disertar.
α γ ν ό τ η τ α [agnótita] (n./f.) 1: castidad, α γ ο ρ η τ ή ς [agoritís] (n./m .) orador,
pureza, decencia, castidad, 2: in o ­ α γ ό ρ ι [agóri] (n./n.) niño, chico, m u ­
cencia. chacho, cham aco,
α γ ν ο ώ [a g n oó ] (v.) ignorar, desaten­ α γ ο ρ ο κ ό ρ ιτ σ ο [agorocóritso] (n7n.)
der. marim acho, h o m b ru n a,
α γ ν ώ μ ο ν α ς [a g n óm on a s] (adj.) ingra­ α γ ο υ ρ ίδ α [agurída] (n./f.) uva verde,
to, desagradecido, uva ácida.
α γ ν ω μ ο σ ύ ν η [a g n om osín i] (n./f.) in­ ά γ ο υ ρ ο ς [águros] (adj.) 1: verde, in­
gratitud, desagradecim iento, m a duro, precoz, 2: prem aturo, a d e ­
α γ ν ώ ρ ισ τ ο ς [agnóristos] (adj.) irreco­ lantado.
nocible. ά γ ρ α [ágra] (n./f.) 1: caza, cacería, m o n ­
ά γ ν ω σ τ ο ς [ágnostos] (adj.) 1: d esco­ tería 2: pesca, pesquería, captura,
nocido, incógnito, 2: extraño, ig n o ­ α γ ρ ά μ μ α τ ο ς [agrám atos] (adj.) analfa­
to. beto, ignorante, iletrado, ineducado,
α γ ό γ γ υ σ τ ο ς [agóguistos] (adj.) resig­ inculto, 2: bruto,
nado, qu e no protesta, α γ ρ α μ μ α τ ο σ ύ ν η [agram atosíni] (nVf.)
α γ ο ν ία [agonía] (nVf.) 1: esterilidad, analfabetism o, ignorancia,
infecundidad, infertilidad, 2: sequía, ά γ ρ α φ ο ς [ágrafos] (adj.) 1: no escrito,
sequedad, 2: no registrado (registro), 3: no m a ­
ά γ ο ν ο ς [á gonos] (adj.) 1: estéril, infe­ triculado (inscribido), 4: no gra b a d o
cun do, infértil, ye rm o, árido, im p ro ­ (una cinta).
d uctivo, 2: seco, α γ ρ ε ύ ω [agrévo] (v.) 1: cazar, 2: pescar,
α γ ο ρ ά [agoré] (nVf.) 1: com p ra , a d qu i­ 3: buscar, anhelar, montear,
sición, 2: m e rca d o (lugar donde se ά γ ρ ια [ágria] (adv.) brutalm ente, fe­
hace la compra). rozm ente,
α γ ο ρ ά ζω [a gorádso] (v.) com prar, a d ­ α γ ρ ιά ν θ ρ ω π ο ς [agriánzropos] (n./m .)
quirir. h o m b re salvaje, bárbaro,
α γ ο ρ α ίο ς [agoréos] (adj.) 1: del m e r­ α γ ρ ιε ύ ω [agriévo] (v.) enfurecerse,
cado, comercial, com erciable, 2: vu l­ α γ ρ ίμ ι [agrím i] n. anim al salvaje, ñera,
gar, c om ú n , α γ ρ ιο β ο ύ β α λ ο [agrio vúvalo ] n. b ú ­
α γ ο ρ α ν ο μ ία [ag ora n om ía ] (n./f.) ins­ falo.
pección de mercados, α γ ρ ιο λ ο ύ λ ο υ δ ο [agrio lú lu d o] n. flor
α γορα νό μο ς [a g ora n óm os] (n./m .) silvestre.
inspector de mercados, ά γ ρ ιο ς [ágrios] (adj.) 1: salvaje, feroz,
α γ ο ρ α π ω λ η σ ία [agorapolisía] (n./f.) 1: bravio, indom esticable, 2: cruel, fie-

546
αδάμαστος

ro, 3: violento, brutal, bárbaro, α γ ύ ρ τ η ς [aguírtis] (n./m .) 1: charlatán,


α γ ρ ιό τ η τ α [agriótita] (n./f.) 1: salvajis­ curandero, farsante, 2: vag a b u n d o ,
m o, brutalidad, ferocidad, 2: fiereza, α γ χ ισ τ ε ία [agjistía] (n./f.) afinidad, p a ­
crueldada, 3: brutalidad, barbaridad, rentesco.
bestialidad, α γ χ ό ν η [agjóni] (n./f.) horca, ho rquilla,
α γ ρ ιό χ ο ιρ ο ς [agriójiros] (n 7 m .) jabalí, ά γ χ ο ς [ágjos] n. 1: ansiedad, ansia, 2:
cerdo salvaje, angustia, estrés, 3: congoja,
α γ ρ ο ικ ία [agriquía] (nVf.) 1: casa de α γ ω γ ή [a g og u í] (n./f.) 1: educación,
cam po , 2: hacienda, granja, alquería, instrucción, 2: enseñanza, alfabetiza­
α γ ρ ο ίκ ο ς [agríeos] (adj.) 1: grose­ ción, 3: tratam iento (medicina).
ro, rudo, patán, palurdo, rústico, 2: α γ ώ γ ι [a g óg u i] (nV n.) carga, carga­
bárbaro,m onstruo, agreste, m ento, flete, ajobo, estiba,
α γ ρ ό κ τ η μ α [a g róctim a] (n./n.) hacien­ α γ ω γ ιά τ η ς [agoguiátis] (n 7 m .) arriero,
da, granja, finca, cortijo 2: rancho, 3: carretero.
(Am. Lat.) charca, α γω γός [agogós] (n./m .) c on d u cto,
α γ ρ ο ν ο μ ία [agro n o m ía ] (n7f.) a gro ­ canal.
nom ía. α γ ώ ν α ς [agónas] (n./m .) 1: lucha, c o m ­
α γ ρ ο ν ο μ ικ ό ς [agronomicós] (adj.) agro­ bate, batalla, 2: com p e tición , 3: parti­
nómico. do (deportes).
α γ ρ ο ν ό μ ο ς [ag ro n ó m os] (adj.) a gró ­ α γ ω ν ία [agonía] (n./f.) 1: angustia, a n ­
nom o. siedad, 2: agobio,
α γ ρ ό ς [agrós] (n./m .) 1: cam po , prado, α γ ω ν ίζ ο μ α ι [a g on íd som e ] (v.) 1: lu­
pradera. char, com batir, batallar, contender,
α γ ρ ό τ η ς [agrótis] (n./m .) 1: agricultor, bregar, 2: batirse, golpearse,
2: granjero, cam pesino, cortijero, α γ ώ ν ισ μ α [agónism a] (n 7 n .) 1: c o m ­
α γ ρ ο τ ικ ό ς [agroticós] (adj.) 1: agrario, petición atlética, com b a te , 2: d e p o r­
rural, rústico, agricultor, 2: cam pes­ te.
tre, cam pesino, α γ ω ν ισ τ ή ς [agonistís] (n V m .) lucha­
α γ ρ υ π ν ία [agripnia] (n7f.) 1: insom nio, dor, com p e tid o r, batallador, c o m b a ­
vigilia, 2: vela, velación, tiente.
ά γ ρ υ π ν ο ς [ágripnos] (adj.) insom ne, α γ ω ν ιώ [ag on ió ] (v.) 1: agonizar, estar
desvelado, despabilado, 2: despier­ ansioso, 2: sufrir,
to, 3: vigilante, alerta, cuidadoso, α γ ω ν ιώ δ η ς [agoniódis] (adj.) 1: angus­
α γ ρ υ π ν ώ [a g rip n ó ] (v.) velar, vigilar, tiado, ansioso, 2: angustioso, agobian­
desvelarse, despabilarse, 2: desper­ te.
tarse. α γ ω ν ιώ ν [a g o n ió n ] (adj.) agonizante,
α γ ύ μ ν α σ τ ο ς [a guím nastos] (adj.) des­ agónico.
entrenado, inejercitado. α δ α ή ς [adaís] (adj.) 1: ignorante, inex­
α γ ύ ρ ισ τ ο ς [aguíristos] (adj.) 1: sin re­ perto, novato, 2: ganzápiro.
torno, 2: inam ovible, fijo, inalterado, α δ ά μ α ν τα ς [adám antas] (n./m .) dia­
terco, aferrado, m ante.
α γ υ ρ τ ε ία [aguirtía] (n./f.) 1: charlata­ α δ α μ ά ν τιν ο ς [adam ándinos] (adj.) dia­
nería, charlatanismo, curandería, 2: mantino.
v a g a bu nd e o. α δ ά μ α σ τ ο ς [adám astos] (adj.) in d o ­

547
αδάπανος

mable, indom e ñ a b le , in d ó m ito · (grado de


α δ ε λφ ό ς [adelfós] (n./m .) 1:
αδά μ αστο άλογο- bellaco, parentesco) herm ano , colactáneo 2:
α δ ά π α ν ο ς [a dápanos] (adj.) sin costo, (trabajo) colega, c om pañero ,
gratuito. α δ ε λφ ότη τα [adelfótita] (n7f.) 1:
α δ α σ μ ο λ ό γη το ς [adasmológuitos] (adj.) he rm andad, fraternidad, confrater­
sin impuesto, libre de aduana, nidad, c om pañerism o, 2: cofradía,
ά δ ε ια [ádia] (n7f.) 1: perm iso, licencia, g rem io.
consentim iento, beneplácito 2: a u to ­ α δ ε λφ ώ ν ω [adelfóno] (v.) 1: fraternizar,
άδεια εισόδου-
rización, 3: acceso · hermanar, confraternizar, 2: asociar,
paso, pase, boleto · αναρρω τική α δ έ λ φ ω σ η [adélfosi] (nVf.) herm ani­
άδεια- baja p or enferm edad · άδεια dad, confraternización, simpatía,
οδήγησης- perm iso de con d u cir · α δ ιά β ρ ω τ ο ς [adiávrotos] (adj.) in co ­
άδεια εισαγω γής/εξαγω γής- per­ rruptible, insobornable,
miso de im p ortación/exportación · α δ έ να ς [adénas] (n V m .) glándula, fo ­
άδεια οικοδομής- perm iso de cons­ lículo.
trucción · άδεια παραμονής- p e rm i­ α δ ε ν ίτ ιδ α [adenítida] (n./f.) adenitis,
so de residencia · ά δεια εργασίας- α δ έ ξια [adéksia] (adv.) torp e m e n te ,
perm iso de trabajo, α δ έ ξιο ς [adéksios] (adj.) 1: torpe, in e p ­
α δ ε ιά ζω [adiádso] (v.) 1: vaciar, 2: des­ to, inhábil, incapaz, desm añado, 2:
ocupar, desalojar, evacuar, grosero, tosco, tonto,
ά δ ε ιο ς [ádios] (adj.) 1: vacío, 2: des­ α δ ε ξ ιό τ η τα [adeksiótita] (nVf.) 1: to r­
o cup a d o , libre, 3: sin cargam ento, peza, inhabilidad, desm aña, 2: atur­
carente, 4: (casa) desalquilado, d im iento, cha m b o n a d a , 3: impericia,
α δ ε ιο ύ χο ς [adiújos] (n./m .) 1: con per­ α δ έ σ μ ε υ το ς [adésmeftos] (adj.) 1:
miso, 2: autorizado, libre, sin com prom isos, 2: in d e p e n ­
α δ έ κ α ρ ο ς [adécaros] (adj.) 1: sin d in e ­ diente, 3: a u tó n o m o ,
ro, 2: fallido, fracasado, α δ έ σ π ο το ς [adéspotos] (adj.) 1: sin
α δ έ κ α σ τ ο ς [adécastos] (adj.) 1: inco­ du e ñ o, 2: suelto, 3: libre,
rruptible, 2: imparcial, ecuánim e, ά δ ε το ς [ádetos] (adj.) suelto, no atado,
α δ ε λέ α σ το ς [adeléastos] (adj.) in co ­ no unido.
rruptible, insobornable, ά δ η λ ο ς [ádilos] (adj.) 1: oculto, e n cu ­
α δ ε λ φ ά τ ο [adelfáto] (n 7 n .) 1: cofra­ bierto, latente, 2: incierto, desco no ­
día, congre ga ció n , he rm anidad, 2: cido.
asociación, grem io, α δ ή λ ω τ ο ς [adílotos] (adj.) no declara­
α δ ε λφ ή [adelfí] (n./f.) 1: (grado de pa ­ do, incierto, d udoso,
rentesco) herm ana, 2: (monasterio) α δ η μ ο ν ία [adim onía] (n7f.) 1: im p a ­
m onja, sor, 3. (hospital) enfermera, ciencia, inqu ietu d , desasosiego, 2:
ama. a nsiedad, ansia,
α δ ε λφ ικ ό ς [adelñcós] (adj.) fraternal, α δ η μ ο ν ώ [a d im o n ó ] (v.) im pacientar­
fraterno, afectuoso, se, estar ansioso,
α δ ε λ φ ο κ τ ο ν ία [adelfoctonía] (n7f.) α δ η μ ο σ ίε υ τ ο ς [adim osíeftos] (adj.)
fratricidio, inédito, no p ublicado, no editado,
α δ ε λφ οκ τόνος [adelfoctónos] (adj.) α δ η φ α γ ία [adifaguía] (n./f.) g lo to n e ­
fratricida. ría, voracidad, gula.

548
αδιαφορία

αδη φ ά γο ς [adifágos] (adj.) glo tó n , transigencia, intolerancia, 2: im p la ­


voraz, com iló n , tra gón , tragaldabas, cabilidad.
insaciable, α δ ιά λ υ τ ο ς [adiálitos] (adj.) insoluble,
α δ ιά β α σ το ς [adiávastos] (adj.) qu e no indisoluble,
ha estudiado/leído, α δ ια μ α ρ τ ύ ρ η τ ο ς [adiamartíritos] (adj.)
α δ ιά β α το ς [adiávatos] (adj.) 1: intran­ sin protesta,
sitable, impasable, 2: ab ru p to, esca­ α δ ια μ φ ισ β ή τ η το ς [adiam fisvítitos]
broso. (adj.) 1: indudable, evidente, in c o n ­
α δ ιά β λ η τ ο ς [adiávlitos] (adj.) 1: inta­ trovertible, 2: ¡cuestionable, indis­
chable, irreprochable, 2: incesurable. putable.
α δ ιά β ρ ο χ ο [adiávrojos] (n V n .) im p e r­ α δ ια ν ό η τ ο ς [adianóitos] (adj.) in c o n ­
m eable, chubasquero, cebible, im pensable, inim aginable,
α δ ιά β ρ ο χ ο ς [adiávrojos] (adj.) im p e r­ α δ ια ν τρ ο π ιά [adiantropiá] (n./f.) des­
meable, impenetrable, vergü e n za , indecencia, im prudencia,
α δ ια θ ε σ ία [adiacesía] (nVf.) 1: ind isp o ­ atrevim iento,
sición, 2: (salud) enferm edad, d o le n ­ α δ ιά ν τρ ο π ο ς [adiántropos] (adj.) des­
cia, malestar, arrechucho, vergonzado, sinvergüenza, indecen­
α δ ιά θ ε τ ο ς [adiácetos] (adj.) 1: indis­ te, im púdico, im prudente, descarado,
puesto, m aldispuesto, 2: enferm izo, α δ ια π έ ρ α σ τ ο ς [adiapérastos] (adj.) 1:
α δ ια θ ε τώ [adiacetó] (v.) estar indis­ im penetrable, im perm eable, 2: (lu­
puesto. gar) inaccesible, intransitable,
α δ ια ιρ ε τό τ η τ α [adiaretótita] (nVf.) in­ α δ ιά ρ ρ η κ τ ο ς [adiárictos] (adj.) 1: in­
divisibilidad, franqueable, inseparable, 2: indiso­
α δ ια ίρ ε το ς [adiéretos] (adj.) indivisi­ luble, impenetrable,
ble, inseparable, incom partible, α δ ιά σ ε ισ τ ο ς [adiásistos] (adj.) 1: firme,
α δ ιά κ ο π α [adiácopa] (adv.) c o n tin u a ­ estable, fijo, 2: convincente,
m ente, incesantem ente, constante­ α δ ιά σ π α σ τ ο ς [adiáspastos] (adj.) 1:
m ente. inseparable, 2: indisoluble,
α δ ιά κ ο π ο ς [adiácopos] (adj.) con ti­ α δ ια τ ά ρ α κ τ ο ς [adiatáractos] (adj.) im ­
n uo, constante, incesante, p erturbable, im pávido , im pertérrito,
α δ ια κ ρ ισ ία [adiacrisía] (nVf.) 1: indis­ α δ ια τ ίμ η τ ο ς [adiatím itos] (adj.) 1:
creción, im prudencia, falta d e tacto, inapreciable, 2: no tasado, n o valo­
2: curiosidad, indagación, rado.
α δ ιά κ ρ ιτα [adiácrita] (adv.) indiscreta­ α δ ιά τ ρ η τ ο ς [adiátritos] (adj.) im p e n e ­
m ente, indistintam ente, im p ru d e n ­ trable.
tem ente, 2: curiosam ente, α δ ια φ α νή ς [adiafanls] (adj.) opaco,
α δ ιά κ ρ ιτο ς [adiácritos] (adj.) 1: indis­ turbio.
creto, im p rud e n te , 2: curioso, in qu i­ α δ ιά φ θ ο ρ ο ς [adiáfzoros] (adj.) 1: in­
sitivo. corruptible, 2: íntegro,
α δ ιά λ ε ιπ τ ο ς [adiáliptos] (adj.) con ti­ α δ ια φ ιλ ο ν ίκ η τ ο ς [adiafilonfquitos]
n uo, incesante, (adj.) indiscutible, incontestable, in­
α δ ιά λ λ α κ τ ο ς [adiálactos] (adj.) 1: in­ disputable,
transigente, 2: implacable, α δ ια φ ο ρ ία [adiaforia] (nVf.) indiferen­
α δ ια λ λ α ξ ία [adialaksía] (nVf.) 1: in­ cia, im pasibilidad, apatía, 2: im previ­

549
αδιάφορος

sión, negligencia, α δ ίσ τ α κ τ α [adístacta] (adv.) decid id a ­


α δ ιά φ ο ρ ο ς [adiáforos] (adj.) indife­ m ente, resueltamente, d ecisivam en­
rente, impasible, apático, desintere­ te, resolutivam ente,
sado, displicente, α δ ίσ τ α κ τ ο ς [adístactos] (adj.) 1: d e ­
α δ ια φ ο ρ ώ [adiaforó] (v.) 1: desinte­ cidido, resuelto, 2: atrevido, osado,
resarse, m ostrar indiferencia, 2: ig­ valiente.
norar. α δ ό κ η τ ο ς [adóquitos] (adj.) 1: ines­
α δ ια χ ώ ρ ισ τ ο ς [adiajóristos] (adj.) in­ perado, im previsible, im pensado, 2:
separable, indivisible, sorprendente, im previsto, 3: despre­
α δ ιά ψ ε υ σ το ς [adiapsefstos] (adj.) 1: venido, desapercibido,
irrefutable, irrebatible, 2: innegable, α δ ο κ ίμ α σ το ς [adoquím astos] (adj.) 1:
incuestionable, (sentido general) no com p ro b a d o , no
α δ ίδ α κ το ς [adídactos] (adj.) 1: no e n ­ ensayado, 2: (comida) no gustado,
señado, no instruido, 2: inculto, ig­ no probado,
norante. α δ ό κ ιμ ο ς [a d ó qu im o s] (adj.) desacre­
α δ ιέ ξ ο δ ο [adiéksodo] (n 7 n .) sin salida, ditado, desautorizado,
sin escapatoria, ά δ ο λ α [ádola] (adv.) francam ente, sin­
α δ ιε ρ ε ύ ν η το ς [adierévnitos] (adj.) 1: ceram ente,
inescrutable, 2: no investigado, inex­ ά δ ο λ ο ς [ádolos] (adj.) 1: franco, since­
plorado. ro, puro, cándido, candoroso, 2: sim ­
α δ ιε υ κ ρ ίν ισ το ς [adiefcrínistos] (adj.) ple, 3: sencillo,
1: no especificado, 2: fosco, oscuro, ά δ ο ξ ο ς [ádoksos] (adj.) deshonroso,
ά δ ικ α [ádica] (adv.) injustam ente, sin ingom inioso, afrentoso, sin gloria,
m otivo, sin razón, α δ ο ύ λ ε υ το ς [adúleftos] (adj.) 1: no
α δ ικ α ιο λ ό γ η τ ο ς [adiqueológuitos] tratado, 2: áspero, carraspeño,
(adj.) 1: injustificable, 2: inexcusable, α δ ο ύ λ ω τ ο ς [adúlotos] (adj.) n o escla­
α δ ίκ η μ α [a díqu im a ] n. crim en, delito, vizado, libre,
α δ ικία [adiquía] (nVf.) injusticia, iniqui­ α δ ρ ά νε ια [adránia] (n7f.) inercia, in­
dad. a ctividad, indolencia, negligencia,
ά δ ικ ο ς [ádicos] (adj.) injusto, inicuo, desidia.
perverso. α δ ρ α ν ή ς [adranís] (adj.) inerte, inacti­
α δ ικ ώ [adicó] (v.) 1: ser injusto, abusar, vo, negligente, desidioso,
2: perjudicar, agraviar, α δ ρ ά χ ν ω [adrájno] (v.) agarrar, asir,
α δ ίκ ω ς [adíeos] (adv.) injustam ente, tom ar.
sin razón/sin m otivo, α δ ρ ε ν α λ ίν η [adrenalíni] (n./f.) a d re ­
α δ ιό ρ α τ ο ς [adióratos] (adj.) 1: im p e r­ nalina.
ceptible, invisible, 2: intangible, α δ ρ ό ς [adrós] (adj.) 1: grande, crecido,
α δ ιο ρ γ ά ν ω το ς [adiorgánotos] (adj.) 1: 2: sólido.
desorganizado, 2: desordenado, α δ υ ν α μ ία [adinam ía] (n./f.) 1: d e b i­
α δ ιό ρ θ ω τ ο ς [adiórzotos] (adj.) 1: inco­ lidad, debilitam iento, fragilidad, 2:
rregible, 2: (metáf.) testarudo, cabeza (fuerzas) a go tam iento, 3: (cuerpo)
cuadrada, delgadez,
α δ ιό ρ ισ το ς [adióristos] (adj.) no asig­ α δ ύ ν α μ ο ς [adínam os] (adj.) 1: débil,
nado, no fijo. frágil, 2: decaído.

550
αηδόνι

αδυνατίζω [adinatídso] (ν.) adelgazar, meteorite.


αδυνάτισμα [adinátisma] (n./n.) adel­ αερολιμένας [aeroliménas] (n./m.) ae­
gazamiento, ropuerto.
αδύνατος [adlnatos] (adj.) 1: delgado, αεροπειρατεία [aeropiratía] (n./f.) se­
flaco, 2: débil, cuestro de avión,
αδυνατώ [adinató] (v.) no poder, αεροπλάνο [aeropláno] n. avión, ae­
αδυσώπητος [adisópitos] (adj.) 1: roplano.
inexorable, implacable, violento, 2: αεροπλανοφόρο [aeroplanofóro] n.
mortal. portaaviones,
άδυτος [áditos] (adj.) impenetrable, αεροπορία [aeroporía] (n./f.) aviación,
inaccesible, αεροπόρος [aeropóros] (nVm.) avia­
αδωροδόκητος [adorodóquitos] (adj.) dor.
insobornable, incorruptible, αερόστατο [aeróstato] (nVn.) aerós­
αειθαλής [aizalís] (adj.) perenne, tato.
αεικίνητος [aiquínitos] (adj.) 1: en αεροστεγής [aerosteguís] (adj.) her­
movimiento continuo, 2: inquieto, mético, impenetrable, cerrado,
alborotado, αεροσυνοδός [aerosinodós] (n7m+f.)
αείμνηστος [aímnistos] (adj.) inolvi­ azafata.
dable, memorable, αερώδης [aeródis] (adj.) gaseoso, ga­
αεράμυνα [aerámina] (n7f.) defensa seiforme,
aérea. αετίσιος [aetísios] (adj.) aguiléño.
αέρας [aéras] (n7m.) 1: aire, 2: viento, αετός [aetós] (nVm.) águila,
αεργία [aerguía] (n./f.) 1: ocio, 2: des­ αέτωμα [aétoma] (n./n.) aguilón, fron­
ocupación, desempleo, paro, tón.
άεργος [áergos] (adj.) 1: ocioso, 2: des­ αζημίωτος [adsimíotos] (adj.) sin
ocupado, desempleado, en paro, daño, sin perjuicio,
αερίζω [aerídso] (v.) 1: ventilar, airear, αζήτητος [adsítitos] (adj.) 1: no pedi­
orear, 2: oxigenar, do, no solicitado, 2: inesperado, ino-
αέριο [aério] (n./n.) gas. portunio.
αεριούχος [aeriújos] (adj.) gaseoso, αζύγιστος [adsíguistos] (adj.) no pe­
gaseiforme, con gas. sado.
αερισμός [aerismós] (n./m.) aireación, άζωτο [ádsoto] (nVn.) (Quim.) nitró­
aeración, ventilación, geno.
αεριωθούμενο [aeriozúmeno] (nJn.) αζωτούχος [adsotújos] (adj.) nitroge­
reactor. nado.
αεροβατώ [aerovató] (v.) soñar des­ αηδία [aidía] (n./f.) 1: asco, repugnan­
pierto, estar en las nubes, fantasear, cia, aversión, hastío, desazón, 2: dis­
αερογέφυρα [aeroguéfíra] (n./f.) gusto, desabrimiento, 3: odio,
puente aéreo, αηδιάζω [aidiádso] (v.) dar asco, as-
αεροδρόμιο [aerodrómio] (n./n.) ae­ quiar, repugnar, hastiar,
ropuerto, aeródromo, αηδιαστικός [aidiasticós] (adj.) 1: as­
αερόθερμο [aerócermo] (n./n.) cale­ queroso, repugnante, nauseabundo,
factor, estufa, 2: detestante, odioso,
αερόλιθος [aerólizos] (n./m.) aerolito, αηδόνι [aidóni] (nVn.) ruiseñor.

551
αθανασία

αθανασία [azanasía] (n./f.) inmortali­ compendio,


dad. αθροιστικός [azristicós] (adj.) adicio­
αθάνατος [azánatos] (adj.) inmortal, nal, colectivo,
άθαφτος [ázaftos] (adj.) insepulto, αθρόος [azróos] (adj.) 1: numeroso, 2:
αθέατος [acéatos] (adj.) 1: invisible, 2: colectivo, masivo,
imperceptible, αθημιά [acimía] (n./f.) desánimo, des­
άθελα [ácela] (adv.) sin querer, sin in­ aliento.
tención. άθυμος [ácimos] (adj.) desanimado,
αθέμιτος [acémitos] (adj.) 1: ilegítimo, descorazonado,
ilícito, desaguisado, 2: ilegal, αθυρόστομος [aciróstomos] (adj.)
άθεος [áceos] (adj.) ateo, incrédulo, grosero, insolente,
impio. αθώος [azóos] (adj.) 1: inocente, 2:
αθεράπευτος [acerápeftos] (adj.) 1: incu­ cándido, ingenuo,
rable, irremediable, 2: (metáf) fatal, αθωότητα [azoótita] (nVf.) inocencia,
mortal. candor, ingenuidad,
αθέτηση [acétisi] (nyf.) infracción, trans­ αθωράκιστος [azoráquistos] (adj.)
gresión, violación, inerme, sin coraza,
αθετώ [acetó] (v.) transgredir, violar, αθωώνω [azoóno] (v.) declarar ino­
αθεώρητος [aceóritos] (adj.) 1: no re­ cente, absolver, indultar, exculpar,
visado, 2: no visado. αθώωση [azóosi] (n./f.) absolución, in­
Αθηνά [aciná] (n./f.) la diosa Atena. dulto, exculpación,
Αθήνα [acína] (nVf.) la ciudad de Ate­ αιγιαλός [eguialós] (n./m.) costa, pla­
nas. ya.
Αθηναίος [acinéos] (adj.) ateniense, αιγίδα [eguída] (n7f.) patrocinio,
αθλητής [azlitís] (nVm.) atleta, αίγλη [égli] (n./f.) 1: esplendor, 2: glo­
αθλητικός [azliticós] (adj.) atlético, ria, 3: fama.
αθλητισμός [azlitismós] (nVm.) 1: de­ Αιγύπτιος [eguíptios] (adj.) egipcio.
porte, 2: atletismo, Αίγυπτος [éguiptos] (n./f.) Egipto,
άθλιος [ázlios] (adj.) miserable, des­ αιδεσιμότατος [edesimótatos] (n./m.)
graciado. reverendo, pastor,
αθλιότητα [azliótita] (n./f.) miseria, αιδοίο [edío] (n./n.) vagina, matriz,
desgracia, infortunio, αιθέρας [ecéras] (n./m.) (Qulm.) éter,
άθλος [ázlos] (n7m.) hazaña, proeza, αιθέριος [ecérios] (adj.) etéreo, aéreo,
heroicidad, αίθουσα [ézusa] (n7f.) 1: sala, 2. salón,
αθόρυβος [azórivos] (adj.) 1: silencio­ auditorio, 3: (escuela) aula, clase ·
so, tranquillo, callado, 2: mudo, αίθουσα εορτών- sala de fiestas · αί­
άθραυστος [ázrafstos] (adj.) 1: irrom­ θουσα αναμονής- sala de espera,
pible, 2: indestructible, αίθριο [ézrio] (n./n.) atrio, pórtico,
άθρησκος [ázriscos] (adj.) irreligioso, portal.
incrédulo, impío, αίθριος [ézrios] (adj.) despejado, des­
αθροίζω [azrídso] (v.) 1: sumar, adicio­ campado, raso, sereno, iluminado,
nar, 2: unir, αιλουροειδής [eluroidís] (adj.) felino,
άθροιση [ázrisi] (nVf.) suma, adicción, gatuno,
άθροισμα [ázrisma] (nVn.) suma, total, αίμα [éma] (n./n.) sangre.

552
αισχρός

αιματηρός [ematirós] (adj.) 1: san­ se, 2: (metáf.) palpar, tocar,


griento, sanguinario, 2. (metáf.) car­ αίσθημα [éscima] (n7n.) 1: sentimien­
nicero, ensangrentado, to, emoción, 2: sensación,
αιμάηνος [emátinos] (adj.) sanguíneo, αισθηματίας [escimatías] (n7m.+f.) sen­
αιματοχυσία [ematojisía] (nVf.) 1: de­ timental, sensiblero,
rramamiento de sangre, 2: matanza, αισθηματικός [escimaticós] (adj.) sen­
αιματώδης [ematódis] (adj.) sangui­ timental, emocional,
nolento, sanguíneo, αίσθηση [éscisi] (n./f.) 1. sentido, 2:
αιμάτωμα [emátoma] n. hematoma, sensación, 3: (metáf.) conciencia · oí
αιμοβόρος [emovóros] (adj.) sangui­ πέντε αισθήσεις- los cinco sentidos,
nario, feroz, cruento, carnicero, αισθητά [escitá] (adv.) sensiblemente,
αιμοδιψής [emodipsís] (adj.) sangui­ considerablemente,
nario, sanriento. αισθητήριος [escitírios] (adj.) 1: sen­
αιμοδοσία [emodosía] (nVf.) donación sorial, sensorio, 2: sensitivo,
de sangre, αισθητήριο [escitírio] (n7n.) sentido,
αιμοδότης [emodótis] (nVm.) donan­ αισθητική [escitiquí] (nVf.) estética,
te de sangre, αισθητός [escitós] (adj.) 1: percepti­
αιμομίκτης [emomíctis] (n7m.) inces­ ble, apreciable, 2: atinado, acertado,
tuoso. 3: observable,
αιμομιξία [emomiksía] (nVf.) incesto, αισιοδοξία [esiodoksía] (nVf.) optimis­
αιμορραγία [emoraguía] (nVf.) 1: he­ mo, positividad,
morragia, flujo de sangre, 2: (metáf.) αισιόδοξος [esiódoksos] (adj.) opti­
menstruación, mista, positivo,
αιμορραγώ [emoragó] (v.) sangrar, αισιοδοξώ [esiodoksó] (v.) ser optimis­
desangrarse, ta.
αιμορροΐδα [emoroida] (n A ) hemo­ αίσιος [ésios] (adj.) 1: feliz, 2: favora­
rroide, almorrana, ble, conveniente,
αιμοσταγής [emostaguís] (adj.) san­ αίσχος [ésjos] (n7n.) 1: vergüenza, des­
griento. honra, 2: descrédito, desgracia,
αιμοσφαιρίνη [emosferíni] (n7f.) he­ αισχροκέρδεια [esjroquérdia] (nVf.)
moglobina, estafa, engaño, especulación,
αίνιγμα [énigma] (n./n.) 1: enigma, αισχροκερδής [esjroquerdís] (adj.) esta­
adivinanza, acertijo, 2: arcano, mis­ fador, especulador, aprovechón, agio­
terio. tista, acaparador,
αινιγματικός [enigmaticós] (adj.) enig­ αισχροκερδώ [esjroquerdó] (v.) esta­
mático, misterioso, arcano, far, explotar, engañar, aprovecharse,
αίρεση [éresi] (n7f.) herejía, secta, cis­ usurear.
ma, grupo religioso, αισχρολογία [esjrologuía] (n./f.) gro­
αιρετικός [ereticós] (adj.) herético, he­ sería, palabrota, blasfemia,
reje, sectario, cismático, αισχρολογώ [esjrologó] (v.) decir pa­
αιρετός [eretós] (adj.) electo, labrotas, maldecir, blasfemar,
αίρω [éro] (v.) 1: levantar, alzar, elevar, αισχρός [esjrós] (adj.) 1: obsceno, in­
2: quitar. decente, inmoral, 2: ingominioso,
αισθάνομαι [eszánome] (v.) 1: sentir­ oprobioso, vergonzoso, 3: atrentoso,

553
αισχρότητα

depravado, grosero, αιώνας [eónas] (n./m.) siglo,


αισχρότητα [esjrótita] (n./f.) 1: obs­ αιώνιος [eónios] (adj.) 1: eterno, in­
cenidad, indecencia, inmoralidad, 2: mortal, 2: inacabable, intemporal,
degeneración, depravación, αιωνιότητα [eoniótita] (nVf.) eterni­
αισχύνη [esjíni] (n./f.) vergüenza, des­ dad, inmortalidad,
honra. αιωρούμαι [eorúme] (v.) balancearse,
αισχύνομαι [esjínome] (v.) avergon­ columpiarse, guindarse,
zarse, cortarse, ακαδημαϊκός [acadimaicós] 1: (n/m.)
αίτημα [étima] (n./n.) 1: demanda, academista, 2: (adj.) (a) académico,
solicitud, petición, 2: exigencia, 3: (b) universitario, escolar · ακαδη­
pedido. μαϊκό έτος- año académico · ακα­
αίτηση [étisi] (n./f.) solicitud, petición, δημαϊκή μόρφωση- formación aca­
aplicación, instancia · κατόπιν αίτη­ démica.
σης· a ruego de. ακαδημία [acadimía] (nyf.) academia,
αιτία [etía] (n./f.) 1: causa, causal, moti­ ακαθάριστος [acazáristos] (adj.) 1: no
vo, razón, 2: ocasión, circunstancia, limpio, sucio, 2: bruto,
αιτιατική [etiatiquí] (n./f.) (Gram.) acu­ ακαθαρσία [acazarsía] (n./f.) 1: sucie­
sativo. dad, impureza, mancha, 2: excre­
αίτιο [étio] n. motivo, causa, razón, mento, estiércol,
αιτιολογία [etiologuía] (n./f.) 1: justi­ ακάθαρτος [acázartos] (adj.) 1: sucio,
ficación, excusa, pretexto, motivo, 2: impuro, manchado, 2: asqueroso,
explicación, aclaración, repugnante,
αιτιολογικός [etiologuicós] (adj.) cau­ ακάθεκτος [acácectos] (adj.) 1: irresis­
sativo, causal, tible, 2: impetuoso, impulsivo, irre­
αιτιολογώ [etiologó] (v.) justificar, ex­ frenable, vehemente,
cusar, motivar, racionalizar, explicar ακαθόριστος [acazóristos] (adj.) inde­
la causa. terminado, impreciso, indefinible,
αιτώ [etó] (v.) pedir, solicitar, deman­ άκαιρος [áqueros] (adj.) 1: inoportu­
dar. no, inadecuado, inapropiado, 2: (me-
αιφνιδιάζω [efnidiádso] (v.) 1: sorpren­ táf.) inmaduro,
der, asombrar, 2: coger de improviso, άκακος [ácacos] (adj.) sin maldad, inge­
αιφνιδιασμός [efnidiasmós] (nVm.) sor­ nuo, inocente, inofensivo, innocuo,
presa, asombro, asombramiento. ακαλαίσθητος [acaléscitos] (adj.) de
αιφνίδιος [efnídios] (adj.) súbito, im­ mal gusto,
provisto, repentino, ακαλλιέργητος [acaliérguitos] (adj.) 1:
αιχμαλωσία [ejmalosla] (nVf.) 1: cauti­ (persona) inculto, ignorante, 2: (tie­
verio, cautividad, 2: esclavitud, rra) no cultivado, baldío, erial,
αιχμαλωτίζω [ejmalotídso] (v.) captu­ ακάλυπτος [acáliptos] (adj.) descu­
rar, esclavizar, bierto.
αιχμάλωτος [ejmálotos] (n./m.) 1: pri­ ακαμάτης [acamátis] (adj.) ocioso, pe­
sionero, cautivo, 2: esclavo, rezoso, vago, holgazán, vagabundo,
αιχμή [ejmí] (n./f.) punta, pico, haragán.
αιχμηρός [ejmirós] (adj.) puntiagudo, άκαμπτος [ácamptos] (adj.) inflexible,
aguzado, afilado. rígido, firme, duro.

554
ακηλίδωτος

ακαμψία [acampsía] (n./f.) inflexibili- ακατάπαυστος [acatápafstos] (adj.)


dad, rigidez, firmeza, dureza, incesante, continuo, perpetuo, cons­
ακανθώδης [acanzódis] (adj.) espino­ tante, interminable,
so, erizado, puntiagudo, ακαταπόνητος [acatapónitos] (adj.) in­
ακανόνιστος [acanónistos] (adj.) 1: fatigable, incansable,
irregular, desigual, 2: asimétrico, ακατάρτιστος [acatártistos] (adj.) no
άκαρδος [ácardos] (adj.) 1: insensible, preparado, no formado,
insensibilizado, 2: despiadado, des­ ακαταστασία [acatastasía] (n./f.) des­
almado, inhumano, orden, confusión, enredo, caos,
ακαριαίος [acariéos] (adj.) instantá­ ακατάστατος [acatástatos] (adj.) 1:
neo, momentáneo, desordenado, desarreglado, desali­
ακαρπία [acarpía] (n7f.) esterilidad, in­ ñado, 2: confuso, caótico,
fecundidad, improductividad, ακατάσχετος [acatásjetos] (adj.) incon­
άκαρπος [ácarpos] (adj.) 1: estéril, im­ tenible, impetuoso, incesante, irrefre­
productivo, infértil, 2: inútil «άκαρπη nable, irreprimible,
προσπάθεια- esfuerzo inútil, ακατατόπιστος [acatatópistos] (adj.)
ακατάβλητος [acatávlitos] (adj.) 1: in­ desindormado, no informado,
fatigable, incansable, inagotable, 2: ακατέργαστος [acatérgastos] (adj.) 1:
indomáble, indómito, bruto, sin curtir, 2: crudo,
ακαταγώνιστος [acatagónistos] (adj.) ακατοίκητος [acatíquitos] (adj.) inha­
1: invencible, insuperable, 2: irresis­ bitado, deshabitado, despoblado, 2:
tible. desolado, arrasado,
ακατάδεκτος [acatádectos] (adj.) des­ ακατονόμαστος [acatanómastos] (adj.)
deñoso. 1: indecible, inexpresable, 2: incalifi­
ακαταδεξία [acatadeksía] (n./f.) des­ cable.
dén, desprecio, esnobismo, ακατόρθωτος [acatórzotos] (adj.) 1:
ακατάληπτος [acatáliptos] (adj.) in­ imposible de conseguir, irrealizable, 2:
comprensible, ininteligible, incon- inalcanzable, inobtenible, inasequible,
cebiblie. άκατος [ácatos] (nyf.) lancha,
ακατάλληλος [acatálilos] (adj.) 1: in­ άκαυτος [ácaftos] (adj.) incombusti­
adecuado, inconveniente, improce­ ble.
dente, inoportuno, 2: inhábil, inepto, ακέραιος [aquéreos] (adj.) íntegro, in­
ακαταλόγιστος [acatalóguistos] (adj.) tacto, entero,
1: demente, alienado, alunado, luná­ ακεραιότητα [aquereótita] (n7f.) 1:
tico, 2: (una acción) sin razón, integridad, entereza, 2: probidad, es­
ακατάλυτος [acatálitos] (adj.) indiso­ crupulosidad · ακεραιότητα χαρα­
luble, indestructible, κτήρα· probidad en el carácter,
ακαταμάχητος [acatamájitos] (adj.) ακερδής [aquerdís] (adj.) desinteresa­
invencible, irresistible, incontenible, do, sin provecho,
ακατανίκητος [acataníquitos] (adj.) ακέφαλος [aquéfalos] (adj.) acéfalo,
invencible, irresistible, invicto, sin cabeza,
ακατανόητος [acatanóitos] (adj.) in­ ακηλίδωτος [aquilídotos] (adj.) 1: in­
comprensible, ininteligible, incon­ maculado, impecable, 2: acendrado,
cebible. acrisolado, sin mancha.

555
ακίνδυνος

ακίνδυνος [aquíndinos] (adj.) no peli­ ακόμη, ακόμα [acómi, acóma] (adv.)


groso, inofensivo, innocuo, 1: aún, todavía, 2: también, 3: más, 4:
ακινησία [aquinisla] (nVf.) inmovilidad, otra vez · δεν έχει έρθει ακόμα- no
inmovilización, paralización, estanca­ ha llegado todavía/ aún · θα ήθελα
miento. va προσθέσω ακόμη ένα σχόλιο-
ακίνητο [aquínito] (nVn.) inmueble, querría añadir un comentario más
ακινητοποιώ [aquinitopió] (v.) inmo­ • θα στο πω μία ακόμα φορά- te Ιο
vilizar, paralizar, dejar inválido, diré otra vez.
ακίνητος [aquínitos] (adj.) inmóvil, iner­ άκομψος [ácompsos] (adj.) 1: no ele­
te, inamovible, quieto, gante, rudo, grosero, 2: torpe, des­
άκληρος [ácliros] (adj.) sin herederos, garbado.
άκλητος [áclitos] (adj.) no invitado, no ακονίζω [aconídso] (v.) afilar, afinar,
llamado. ακόνισμα [acónisma] (n7n.) afinación,
άκλιτος [áclitos] (adj.) (Gram.) indecli­ afinamiento,
nable. ακόντιο [acóndio] (n7n.) lanza, pica,
ακλόνητος [aclónitos] (adj.) 1: firme, άκοπος [ácopos] (adj.) fácil, sencillo,
fijo, inmóvil, inerte, 2: determinado, sin esfuerzo,
resuelto. ακόρεστος [acórestos] (adj.) insacia­
ακμάζω [acmádso] (v.) prosperar, flo­ ble.
recer. ακοσμία [acosmía] (n7f.) 1: insubordi­
ακμαίος [acméos] (adj.) floreciente, nación, 2: inmodestia, 3: impropie­
vigoroso, próspero, renaciente, dad.
ακμή [acmí] (n7f.) 1: auge, apogeo, ακουμπώ [acumbó] (v.) 1: apoyar(se),
culminación, cima, cénit, 2: prospe­ 2: tocar, palpar, tentar,
ridad. ακούραστα [acúrasta] (adv.) incansa­
ακοή [acof] (nVf.) oído, blemente, infatigablemente,
ακοινώνητος [aquinónitos] (adj.) in­ ακούραστος [acúrastos] (adj.) incan­
sociable, introvertido, antisocial, sable, infatigable,
ακολασία [acolasía] (n./f.) libertinaje, ακούρδιστος [acúrdistos] (adj.) sin
desenfreno, inmoralidad, cuerda, sin afinar,
ακόλαστος [acólastos] (adj.) libertino, ακούσιος [acúsios] (adj.) involuntario,
desenfrenado, vicioso, no intencionado,
ακολουθία [acolucía] (nVf.) 1: séquito, άκουσμα [ácusma] (nVn.) 1: audición,
acompañamiento, comitiva, 2: cere­ 2: lo oído, rumor,
monia, misa, ακουστός [acustós] (adj.) audible, dig­
ακόλουθος1 [acóluzos] (adj.) siguien­ no de ser oído,
te, próximo. ακουστικό [acusticó] (nVn.) auricular,
ακόλουθος2[acóluzos] (n./m.) sirvien­ ακουστικός [acusticós] (adj.) auditivo,
te · διπλωματικός ακόλουθος- agre­ acústico.
gado de embajada, ακουστικότητα [acusticótita] (nVf.)
ακολουθώ [acoluzó] (v.) seguir, per­ audibilidad,
seguir. ακουστός [acustós] (adj.) audible, per­
ακολούθως [acolúzos] (adv.) a conti­ ceptible, oíble, que se puede oír.
nuación, después, posteriormente. ακούω [acúo] (v.) 1: oír, 2: escuchar.

556
ακύρωση

ακράδαντος [acrádandos] (adj.) in­ playa, costa,


conmovible, impertérrito, firme, ακρόπολη [acrópoli] (n./f.) acrópolis,
ακραίος [acréos] (adj.) 1: extremado, ciudadela.
extremista, 2: acérrimo, άκρος [ácros] (n./n.) extremo, punta,
ακράτεια [acrátia] (nyf.) intemperan­ borde.
cia, incontinencia, ακρωτηριάζω [acrotiriádso] (v.) 1:
ακράτητος [acrátitos] (adj.) 1: impe­ mutilar, amputar, cercenar, 2: baldar,
tuoso, incontenible, irresistible, irre­ imposibilitar,
frenable, 2: desatado, ακρωτηριασμός [acrotiriasmós] (nym.)
άκρη [ácri] (nyf.) extremo, punta, cabo, mutilación, amputación, cercenadura,
extremidad, orilla, borde, ablación.
ακριβά [acrivá] (adv.) costosamente, ακρωτήριο [acrotírio] n. cabo, punta,
ακριβαίνω [acrivéno] (v.) encarecer, promontorio,
aumentar el precio, ακτή [actí] (nyf.) costa, playa, litoral,
ακρίβεια [acrívia] (nyf.) 1: carestía, 2: orilla, borde del mar.
exactitud, precisión, 2: puntualidad, ακτίνα [actína] (nyf.) 1: (sol) rayo, 2:
meticulosidad, (GeomJFís.) radio,
ακριβής [acrivís] (adj.) exacto, preciso, ακτινοβολία [actinovolía] (nyf.) 1: (sol)
justo. resplandor, 2: (Fís.) radiación, irradia­
ακριβολογώ [acrivologó] (v.) hablar ción.
con precisión, ακτινοβολώ [actinovoló] (v.) 1: reful­
ακριβός [acrivós] (adj.) caro, costoso, gir, brillar, 2: radiar, irradiar,
dispendioso, de precio alto, ακτινογραφία [actinografía] (nyf.) ra­
ακριβώς [arivós] (adv.) 1: justamente, diografía.
exactamente, 2: efectivamente, acer­ ακτινοθεραπεία [actinocerapía] (nyf.)
tadamente, radioterapia,
ακρίδα [acrída] (nyf.) saltamontes, ακτινοσκόπηση [actinoscópisi] (n./f.)
ακροαματικότητα [acroamaticótita] radioscopia,
(n7f.) audiencia, ακτοπλοΐα [actoploía] (nyf.) cabotaje,
ακρόαση [acróasi] (n./f.) 1: audiencia, ακυβερνησία [aquivemisía] (nyf.) fal­
audición, 2: (Med.) sondeo, ta de gobierno,
ακροατήριο [acroatírio] (n./n.) 1: audi­ ακυβέρνητος [aquivérnitos] (adj.) in­
torio, público, 2: sala de audiciones, gobernable,
ακροατής [acroatís] (n7m.) oyente, ακύμαντος [aquímandos] (adj.) sin
auditor. olas, no agitado,
ακροβασία [acrovasía] (nyf.) acroba­ ακυριολεξία [aquirioleksía] (nyf.) tér­
cia. mino inapropriado o equivocado,
ακροβάτης [acrovátis] (n./m.) acró­ άκυρος [áquiros] (adj.) nulo, inválido,
bata. ακυρότητα [aquirótita] (nyf.) nulidad,
ακροβατικός [acrovaticós] (adj.) acro­ invalidez.
bático. ακυρώνω [aquiróno] (v.) 1: anular,
ακροβολισμός [acrovolismós] (n./m.) cancelar, obliterar, 2: invalidar, con­
1: escaramuza, tiroteo, 2: choque, trarrestar.
ακρογιαλιά [acroguialiá] (nVf.) orilla, ακύρωση [aquírosi] (nyf.) 1: anulación,

557
ακυρώσιμος

cancelación, 2: invalidación, güento.


ακυρώσιμος [aquirósimos] (adj.) anu- αλείφω [alífo] (v.) 1: untar, 2: engrasar,
lable, cancelable, rescindible. αλεξανδρινός [aleksandrinós] (adj.)
ακυρωτικός [aquiroticós] (adj.) anu­ alejandrino,
lativo. αλεξικέραυνο [aleksiquéravno] (n./n.)
αλάβωτος [alávotos] (adj.) no herido, pararrayos,
αλαζόνας [aladsónas] (n./m.) 1: arro­ αλεξιπτωτιστής [aleksiptotistís] (n./m.)
gante, altanero, altivo, presuntuoso, paracaidista,
2: fanfarrón, αλεξίπτωτο [aleksíptoto] (n7n.) para-
αλαζονεία [aladsonía] (n./f.) 1: arro­ caídas.
gancia, presunción, altanería, altivez, αλεξίσφαιρος [aleksísferos] (adj.) an­
2: fanfarronería, tibalas,
αλάθευτος [aláceftos] (adj.) 1: infali­ αλεπού [alepú] (n./f.) zorro,
ble, indefectible, 2: inequívoco, in­ αλεποφωλιά [alepofoliá] (nyf.) madri­
confundible, guera del zorro,
αλάθητο [alácito] (n./n.) infalibilidad, άλεσμα [álesma] (nyn.) molienda, pul­
indefectibiliad. verización,
αλαλαγμός [alalagmós] (n7m.) acla­ αλέτρι [alétri] (n./n.) arado,
mación, grito, chillido, αλευράς [alevrás] (n./m.) harinero,
αλαλάζω [alaládso] (v.) aclamar, gritar, αλεύρι [alévri] (nyn.) harina,
chillar. αλευρώδης [alevródis] (adj.) fariná­
άλαλος [álalos] (adj.) 1: mudo, 2: calla­ ceo.
do, silencioso, αλευρώνω [alevróno] (v.) enharinar,
αλάνθαστος [alánzastos] (adj.) 1: infa­ αλήθεια [alícia] (n./f.) 1: verdad, reali­
lible, 2: seguro, dad, veracidad, 2: sinceridad · αληθι­
αλάτι [aláti] (n./n.) sal. νός φίλος- un verdadero amigo,
αλατιέρα [alatiéra] (n./f.) salero, αληθεύω [alicévo] (v.) verificar, com­
αλατίζω [alatídso] (v.) salar, probar.
αλαφιάζω [alafiádso] (v.) atemorizar­ αληθής [alicís] (adj.) 1: veraz, real, ver­
se, espantarse, dejarse llevar por el dadero, fidedigno, 2: sincero,
pánico. αληθινά [aliciná] (adv.) verdadera­
αλάφιασμα [aláfiasma] (nyn.) pánico, mente, efectivamente,
αλαφρόπετρα [alafrópetra] (nyf.) pie­ αληθινός [alicinós] (adj.) verdadero,
dra pómez. verídico.
Αλβανία [alvanía] (n./f.) Albania. αληθοφανής [alizofanís] (adj.) verosí­
Αλβανός [alvanós] (nVm.) (gentlicio) mil, creíble,
albanés. αλησμόνητος [alismónitos] (adj.) inol­
άλγεβρα [álgevra] (n./f.) álgebra, vidable, no olvidado,
αλγεινός [alguinós] (adj.) doloroso, αλητεία [alitía] (n./f.) 1: vagabundeo,
penoso, arduo, vagancia, 2. gamberrismo, vandalis­
άλγος [álgos] (n./m.) 1: dolor, dolencia, mo.
achaque, 2: sufrimiento, pena, αλητεύω [alitévo] (v.) 1: vagabundear,
αλέθω [alézo] (v.) moler, 2: golfear,
άλειμμα [álima] (n./n.) unción, un­ αλήτης [alítis] (nym.) 1: vagabundo,

558
αλλόκοτος

merodeador, 2: golfo, gamberro, rismo.


granuja. αλληλέγγυος [aliléguios] (adj.) soli­
αλιεία [alia] (n./f.) pesca, pesquería, dario.
αλιευτικός [aliefticós] (adj.) pesquero, αλληλένδετος [aliléndetos] (adj.) ad-
αλιεύω [aliévo] (v.) pescar, herente, interdependente.
αλική [aliquí] (n7f.) salina, αλληλεξάρτηση [alileksártisi] (n./f.)
αλίπαστος [alípastos] (adj.) salado, interdependencia, interrelación.
salino. αλληλεπίδραση [alilepídrasi] (nVf.) in­
αλκαλικός [alcalicós] (adj.) alcalino, teracción, acción recíproca,
όλκιμος [álquimos] (adj.) vigoroso, fuer­ αλληλοβοήθεια [alilovoícia] (n7f.) ayu­
te, valiente, da mutua,
αλκοολικός [alcoolicós] (adj.) alcohó­ αλληλογραφία [alilografía] (nVf.) co­
lico. rrespondencia, correo, carteo,
αλκοολισμός [alcoolismós] (nVm.) al­ αλληλογραφώ [alilografó] (v.) corres­
coholismo, ponder.
αλλά [alá] (cj.) pero, sino, más · πεινάω αλληλοπάθεια [alilopácia] (n./f.) reci­
αλλά το ψυγείο είναι άδειο- tengo procidad, correlación,
hambre pero no hay nada en el frigo αλληλοπαθής [alilopacís] (adj.) recí­
• δεν μου αρέσει το τσάι αλλά ο κα­ proco, mutuo, bilateral, alterno,
φές - no me gusta el té sino el café, αλληλοσυγκρουόμενος [alilosigkruóme-
αλλαγή [alaguí] (.n./f.) 1: cambio, 2: nos] (adj.) contradictorio, conflictivo,
transformación, 3: alteración, fluc­ αλληλούια [alilúia] (n./f.) aleluya,
tuación. αλληλουχία [alilujía] (n./f.) 1: coheren­
αλλάζω [aládso] (v.) 1: cambiar, 2: cia, cohesión, 2: conexión, adheren­
transformar, 3: alterar, cia, consistencia,
αλλαντικά [alandicá] (n./n.) pl. embu­ αλλιώς [aliós] (adv.) de otra manera,
tidos. de otro modo,
αλλαντοπωλείο [alantopolío] (n7n.) αλλιώτικος [alióticos] (adj.) diferente,
charcutería, distinto, disímil, desemejante, des­
αλλαντοπώλης [alantopólis] (n7m.) igual.
charcutero. αλλογενής [aloguenís] (adj.) extran­
αλλαξιά [alaksiá] (nVf.) cambio, jero.
αλλαξοπιστώ [alaksopistó] (v.) apos­ αλλοδαπός [alodapós] (adj.) extranje­
tatar. ro, forastero, foráneo,
αλλεπάλληλος [alepálilos] (adj.) reite­ αλλοδοξία [alodoksía] (nJf.) hetero­
rado, sucesivo, alternativo, doxia.
αλλεργία [alerguía] (n./f.) alergia, άλλοθι [áloci] (n./n.) coartada, alibi,
αλληγορία [alegoría] (n./f.) alegoría, αλλόθρησκος [alózriscos] (adj.) paga­
αλληγορικός [aligoricós] (adj.) alegó­ no, de otra religión,
rico. αλλοιώνω [alióno] (v.) alterar, trans­
αλληθωρίζω [alizorídso] (v.) bizquear, formar, modificar,
αλλήθωρος [alízoros] (adj.) bizco, αλλοίωση [alíosi] (n./f.) 1: alteración, 2:
αλληλεγγύη [alileguíi] (nVf.) 1: soli­ descomposición, corrupción,
daridad, 2: camaradería, compañe­ αλλόκοτος [alócotos] (adj.) extraño,

559
αλλοπρόσαλλος

excéntrico, raro, insólito, άλσος [álsos] (n7n.) parque, arboleda,


αλλοπρόσαλλος [aloprósalos] (adj.) bosque,
variable, cambiante, inconstante, άλτ! [alt] (interj.) ialto!.
άλλος [álos] (adj.) otro, distinto, αλτήρας [altíras] (nym.) balancín,
άλλοτε [álote] (adv.) antes, antigua­ αλτρουισμός [altruismós] (n./m.) al­
mente, antaño, antecedemente. truismo.
αλλότριος [alótrios] (adj.) 1: ajeno, 2: αλτρουιστής [aitruistís] (adj.) altruis­
diferente, distinto, ta.
αλλοτριώνω [alotrióno] (v.) enajenar, αλύγιστος [alíguistos] (adj.) inflexible,
desapropiarse, rígido, duro,
αλλοτρίωση [alotríosi] (n./f.) enajena­ αλυκή [aliquí] (n./f.) salina,
ción, alienación, desapropiación, αλύπητα [alípita] (adv.) cruelmente,
αλλού [alú] (adv.) en otro lugar, en ferozmente,
otra parte, αλύπητος [alípitos] (adj.) despiadado,
αλλοφροσύνη [alofrosíni] (nyf.) 1: lo­ cruel, feroz,
cura, demencia, enajenación, 2: fre­ αλυσίδα [alisída] (nyf.) cadena, conca­
nesí, devaneo, tenación.
αλλόφρων [alófron] (adj.) loco, de­ αλυσοδεμένος [alisodeménos] (adj.)
mente, alunado, lunático, enajena­ encadenado, concatenado,
do. αλυσοδένω [alisodéno] (v.) encade­
άλλως [álos] (adv.) sino, de lo contra­ nar, concatenar,
rio. άλυτος [álitos] (adj.) 1: irresoluto, 2: sin
άλμα [álma] (n7n.) salto, bricno, bote, desatar, sin soltar,
αλμύρα [almíra] (n./f.) salmuera, sali­ αλύτρωτος [alítrotos] (adj.) no liber­
nidad. tado.
αλμυρός [almirós] (adj.) salado, sali­ άλφα [álfa] (nVn.) primera letra del al­
no. fabeto griego,
αλμυρότητα [almirótita] (n./f.) sala­ αλφαβητάριο [alfavitário] (n./n.) abe­
dura. cedario, cartilla,
αλογάριαστος [alogáriastos] (adj.) in­ αλφαβητικός [alfaviticós] (adj.) alfa­
calculable, no calculado, bético.
αλόγιστος [alóguistos] (adj.) insensa­ αλφάβητο [alfávito] (n./n.) alfabeto,
to, imprudente, abecedario,
άλογο [álogo] (n./n.) caballo, αλφάδι [alfádi] (n./n.) nivel, nivelador,
αλογόμυγα [alogómiga] (n./f.) (Zool.) αλφαδιάζω [alfadiádso] (v.) 1: nivelar,
tábano, 2: igualar,
αλόη [alói] (nyf.) (Bot.) áloe, αλχημεία [aljimía] (n./f.) alquimia,
αλοιφή [alifí] (n./f.) pomada, ungüen­ αλχημικός [aljimicós] (adj.) alquímico.
to. αλχημιστής [aljimistís] (nym.) alqui­
αλουμίνιο [aluminio] (nVn.) aluminio, mista.
αλπινισμός [alpinismós] (n./m.) alpi­ αλώβητος [alóvitos] (adj.) íntegro, in­
nismo. tacto.
αλπινιστής [alpinistís] (n./m.) alpinis­ αλώνι [alóni] (nyn.) 1: era, prado, 2:
ta. terreno.

560
αμέριστος

αλωνίζω [alonídso] (ν.) trillar, rastrillar, άμαχος [ámajos] (adj.) fuera de com­
αλώνισμα [alónisma] (n./n.) trilla, bate.
αλωνιστής [alonistís] (n7m.) trillador, αμβλύνω [amblíno] (v.) embotar, des­
άλωση [álosi] (n./f.) 1: toma, presa, puntar.
captura, 2: baja, caída, descenso, άμβλωση [ámvlosi] (nyf.) aborto, abor­
αλώσιμος [alósimos] (adj.) conquista­ tamiento.
ble, que se puede capturar, αμβροσία [amvrosía] (n./f.) ambrosia,
άμα [áma] (adv.) tan pronto como, néctar de los dioses,
cuando, en cuanto, αμβρόσιος [amvrósios] (adj.) divino,
αμαζόνα [amadsóna] (nVf.) 1: amazo­ celeste.
na, 2: Amazona, άμβωνας [ámvonas] (nVm.) pulpito,
αμάθεια [amácia] (n7f.) ignorancia, αμέΐ [amé] (interj.) ¡claro que si!,
desconocimiento, incultura, αμέθοδος [amézodos] (adj.) sin mé­
αμαθής [amacís] (adj.) ignorante, in­ todo.
culto, analfabeto, iletrado, αμέθυστος [amécistos] (n./m.) ama­
αμάθητος [amácitos] (adj.) novato, tista.
principiante, inexperto, αμείβω [amívo] (v.) 1: recompensar,
αμάλακτος [amálactos] (adj.) inflexi­ gratificar, 2: premiar,
ble. αμείλικτος [amílictos] (adj.) 1: impla­
άμαξα [ámaksa] (n/f.) 1: carruaje, ca­ cable, inapelable, 2: inflexible, incon­
rro, 2: vagón, movible.
αμαξάς [amaksás] (nVm.) cochero, αμείωτος [amíotos] (adj.) irreducible,
αμάξι [amáksi] (n7m.) coche, automó­ irreductible,
vil. αμέλεια [amélia] (nVf.) negligencia,
αμαξοποιείο [amaksopiío] (n./n.) ca­ descuido, imprevisión, olvido, aban­
rretería. dono, dejadez · airó αμέλεια- por
αμαξοποιός [amaksopiós] (n7m.) ca­ negligencia,
rrocero, carretero, αμελής [amelís] (adj.) negligente, des­
αμαξοστάσιο [amaksostásio] (n7n.) cuidado, abandonado, dejado,
cochera, taller, αμελώ [ameló] (v.) 1: descuidar, aban­
αμαξοστοιχία [amaksostijía] (n./f.) donar, arrinconar, 2: olvidarse (de).
tren, ferrocarril, άμεμπτος [ámemptos] (adj.) irrepro­
αμάραντος [amárandos] 1: (n7m.) chable, intachable, incensurable,
amaranto, 2: (adj.) inmarchitable, im­ αμερικανικός [americanicós] (adj.) ame­
perecedero, ricano.
αμαρτάνω [ amartáno] (v.) 1: pecar, 2: αμερικανισμός [americanismós] (n7m.)
errar. americanismo,
αμάρτημα [amártima] (n7n.) pecado, αμεριμνησία [amerimnisía] (nyf.) des­
αμαρτία [amartía] (nVf.) 1: pecado, 2: cuido, indiferencia, abandono, deja­
indecencia, inmoralidad, dez.
αμαρτωλός [amartolós] (adj.) 1: peca­ αμέριμνος [amérimnos] (adj.) descui­
dor, impío, 2: pecaminoso, inmoral, dado, indiferente, despreocupado,
αμαυρώνω [amavróno] (v.) manchar, apático.
empañar. αμέριστος [améristos] (adj.) entero,

561
αμερόληπτος

completo, indiviso, αμέτοχος [amétojos] (adj.) que no


αμερόληπτος [ameróliptos] (adj.) 1: participa.
imparcial, ecuánime, 2: desprendido, αμέτρητος [amétritos] (adj.) innume­
3: justo, justiciero, rable, inmenso, incalculable, incon­
αμεροληψία [amerolipsía] (nVf.) im­ table.
parcialidad, ecuanimidad, αμήν [amín] (interj.) amén,
άμεσος [ámesos] (adj.) 1: inmediato, αμηχανία [amijanía] (n./f.) 1: incomo­
directo, 2: cercano, didad, 2: perplejidad,
αμέσως [amésos] (adv.) inmediata­ αμήχανος [amíjanos] (adj.) incómodo,
mente, directamente, seguidamen­ avergonzado, abochornado, azara­
te, en seguida, al instante, en el acto, do.
αμετάβατος [ametávatos] (adj.) (Gram.) αμίαντος [amfandos] (n./m.) amianto,
intransitivo, αμιγής [amiguís] (adj.) puro,
αμεταβίβαστος [ametavívastos] (adj.) αμίλητος [amílitos] (adj.) taciturno, si­
intransmisible, intransferible, lencioso, quieto, callado, mudo,
αμετάβλητος [ametávlitos] (adj.) inva­ άμιλλα [ámila] (n7f.) emulación, com­
riable, inmutable, inalterable, petición, rivalidad,
αμετάδοτος [ametádotos] (adj.) in­ αμιλλώμαι [amilóme] (v.) 1: emular,
transmisible, rivalizar, competir, 2: disputar,
αμετάθετος [ametácetos] (adj.) inmo­ αμίμητος [amímitos] (adj.) inimitable,
vible. incomparable, no imitable,
αμετακίνητος [ametaquínitos] (adj.) άμισθος [ámiszos] (adj.) 1: sin sueldo,
inmóvil, inamovible, estable, 2: gratuito, sin pagar,
αμετάκλητος [ametáclitos] (adj.) irre­ αμμόλιθος [amólizos] (n./m.) arenis­
vocable, irreversible, ca.
αμετάλλακτος [ametálactos] (adj.) in­ άμμος [ámos] (n./f.) arena,
mutable, invariable, αμμουδιά [amudiá] (nVf.) playa,
αμετανοησία [ametanoisía] (n./f.) im­ αμμώδης [amódis] (adj.) arenoso,
penitencia, αμμωνία [amonía] (n7f.) amoniaco,
αμετανόητος [ametanóitos] (adj.) im­ αμνημόνευτος [amnimóneftos] (adj.)
penitente, no arrepentido, empeder­ 1: inmemorial, inmemorable, 2: no
nido · αμετανόητος αμαρτωλός- un mencionado, no citado,
pecador empedernido, αμνησία [amnisía] (n./f.) amnesia,
αμετάπειστος [ametápistos] (adj.) obs­ αμνησικακία [amnisicaquía] (njf.) sin
tinado, tenaz, terco, testarudo, resentimiento,
αμετάπτωτος [ametáptotos] (adj.) no αμνηστεύω [amnistévo] (v.) amnistiar,
persuasible, αμνηστία [amnistía] (n./f.) 1: amnistía,
αμετάτρεπτος [ametátreptos] (adj.) in­ 2: perdón, indulto, gracia · Διεθνής
variable. Αμνηστία- Amnistía Internacional,
αμετάφραστος [ametáfrastos] (adj.) in­ αμνός [amnós] (n./m.) (Zool.) cordero,
traducibie, αμοιβαίος [amivéos] (adj.) recíproco,
αμεταχείριστος [ametajíristos] (adj.) mutuo, bilateral,
1: inaprovechado, 2: no usado, nue­ αμοιβαιότητα [amiveótita] (n7f.) reci­
vo. procidad, mutualidad.

562
αμφιρρεπής

αμοιβή [amiví] (n7f.) 1: recompensa, αμυγδαλιά [amigdaliá] (nyf.) almen­


albricias, compensación, 2: paga, dro.
sueldo. αμυγδαλίτιδα [amigdalitida] (n7f.) amig­
αμοίραστος [amírastos] (adj.) no re­ dalitis.
partido, indiviso, αμύγδαλο [amígdalo] (nVn.) almen­
άμοιρος [ámiros] (adj.) desgraciado, dra.
desafortunado, αμυγδαλωτός [amigdalotó] (adj.) al­
αμόλυντος [amólindos] (adj.) 1: in­ mendrado, de almendra,
maculado, acendrado, acrisolado, 2: αμυδρός [amidrós] (adj.) 1: tenue, dé­
puro, no contaminado, bil, 2: oscuro,
αμολώ [amoló] (v.) 1: soltar, 2: liberar, αμύητος [amíitos] (adj.) profano, im­
αμόνι [amóni] (nVn.) yunque, pío, sacrilego,
άμορφος [ámorfos] (adj.) amorfo, in­ αμύθητος [amícitos] (adj.) incontable,
forme, disforme, indecible,
αμόρφωτος [amórfotos] (adj.) igno­ άμυλο [ámilo] (n7n.) almidón, fécula,
rante, inculto, analfabeto, iletrado, αμυλώδης [amilódis] (adj.) harinaceo,
αμούστακος [amústacos] (adj.) 1: sin feculento, almidonado,
bigote, imberbe, 2: (metáf.) muy jo­ άμυνα [ámina] (n7f.) 1: defensa, 2: re­
ven. sistencia.
αμπαλάρισμα [ambalárisma] (nVn.) em­ αμύνομαι [amínome] (v.) defenderse,
balaje, envoltura, resistirse.
αμπαλάρω [ambaláro] (v.) embalar, αμυντικός [amindicós] (adj.) defen­
envolver, empaquetar, sivo.
αμπάρα [ambara] (n./f.) tranca, barra, αμυχή [amijí] (n./f.) arañazo, rasgadu­
cerrojo. ra.
αμπάρι [ambári] (n./n.) bodega, αμφιβάλλω [amfiválo] (v.) dudar, des­
αμπαρώνω [ambaróno] (v.) atrancar, confiar · αμφιβάλλω για τα κίνητρά
apestillar. του- desconfío de sus motivos,
αμπέλι [ambéli] (n./n.) viña, viñedo, αμφίβιος [amfívios] (adj.) anfibio,
parral. αμφιβολία [amñvolía] (nVf.) 1: duda,
αμπελουργία [ambelurguía] (n./f.) vi­ desconfianza, sospecha, 2: escrúpu­
ticultura. lo.
αμπελουργός [ambelurgós] (n7m.) vi­ αμφίβολος [amfívolos] (adj.) dudoso,
ñador. dubitativo, desconfiado, equívoco,
αμπελώνας [ambelónas] (nym.) viñe­ αμφίεση [amfíesi] (n./f.) vestimenta,
do. ropa, atavío, indumentaria,
αμπέχονο [ambéjono] (n./n.) 1: caza­ αμφιθέατρο [amficéatro] (n./n.) anfi­
dora, 2: abrigo, teatro.
άμπωτη [ámpoti] (nVf.) bajamar, re­ αμφίκοιλος [amfíquilos] (adj.) bicón­
flujo. cavo.
άμυαλος [ámialos] (adj.) 1: insensato, αμφιλογία [amfiloguía] (n7f.) ambi­
alocado, 2: bobo, atontado, güedad · διφορούμενα λόγια- pala­
αμυγδαλάτο [amigdaláto] (n7n.) tu­ bras insinceras,
rrón de almendras. αμφιρρεπής [amfirepís] (adj.) vacilan­

563
αμφιρρέπω

te, indeciso, titubeante, αναβρασμός [anavrasmós] (nym.) her­


αμφιρρέπω [amfirépo] (v.) 1: vacilar, vor, burbujeo, efervescencia, ebulli­
dudar, titubear, 2: oscilarse, balan­ ción.
cear. ανάβω [anávo] (v.) 1: encender, incen­
αμφισβήτηση [amfisvítisi] (nyf.) 1. dis­ diar, 2: alumbrar, iluminar,
cusión, controversia, 2: duda, αναγγελία [anagkelía] (nyf.) 1: anun­
αμφισβητώ [amfisvitó] (v.) 1: poner en cio, aviso, 2: comunicado, noticia,
duda, 2: inquirir, cuestionar, 3: hacer αναγγέλλω [anagkélo] (v.) 1: anun­
preguntas, ciar, avisar, 2: comunicar, declarar,
αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévo- afirmar.
me] (v.) 1: vacilar, titubear, dudar, 2: αναγέννηση [anaguénisi] (nyf.) rena­
blbucear. cimiento, regeneración · Αναγέννη­
αμφιταλάντευση [amfitalándefsi] (nyf.) ση- Renacimiento.
vacilación, titubeo, indecisión, αναγεννιέμαι [anagueñéme] (v.) rena­
αμφιτρύωνας [amfitríonas] (n./m.) cer, regenerarse,
anfitrión. αναγκάζω [anagkádso] (v.) obligar,
αμφότεροι [amfóteri] (pro.) los dos, constreñir, compeler, forzar,
ambos. αναγκαίος [anagkéos] (adj.) necesario,
άμωμος [ámomos] (adj.) intachable, obligado, forzoso,
αν [an] (cj.) si. αναγκαστικά [anagkasticá] (adv.) obli­
αναβάλλω [anaválo] (v.) 1: aplazar, gatoriamente, forzosamente, por
postponer, 2: anular, cancelar, obli­ fuerza.
terar. αναγκαστικός [anagkasticós] (adj.) obli­
ανάβαση [anávasi] (n./f.) 1: ascensión, gatorio, forzoso, compulsivo, coercitii-
ascenso, elevación, 2: acción de vo.
montar, 3: escalada, alpinismo, ανάγκη [anágki] (nyf.) necesidad, re­
αναβάτης [anavátis] (nym.) jinete, ca­ quisito, exigencia, demanda,
ballero, jockey, ανάγλυφο [anáglifo] (nyn.) bajorre­
αναβιώνω [anavióno] (v.) 1: revivir, re­ lieve.
sucitar, reanimar, 2: despertar, ανάγλυφος [anáglifos] (adj.) en relie­
αναβίωση [anavíosi] (nyf.) 1: (Med.) re­ ve.
animación, resucitación, retorno a la αναγνωρίζω [anagnorídso] (v.) 1: re­
vida, 2: (película) reestreno, conocer, identificar, 2: inspeccionar,
αναβλητικός [anavliticós] (adj.) dila­ examinar,
torio, gradual, αναγνώριση [anagnórisi] (nyf.) 1: re­
αναβλύζω [anavlídso] (v.) surgir, bro­ conocimiento, identificación, 2: des­
tar, emanar, fluir, 2: salir a chorros, cubierta, rastreo,
lanzar el chorro, ανάγνωση [anágnosi] (nyf.) lectura,
αναβολέας [anavoléas] (nym.) estri­ leída, lección,
bo. αναγνώστης [anagnóstis] (nym.) lec­
αναβολή [anavolí] (nyf.) aplazamien­ tor.
to, aplazo, demora, dilación, αναγνωστικό [anagnosticó] (nyn.) li­
αναβράζω [anavrádso] (v.) hervir, bur­ bro de lectura, cartilla,
bujear, borbotear, rebullir. αναγόρευση [anagórefsi] (nyf.) pro­

564
αναίδεια

clamación, nominación, nombra­ αναδοχή [anadojí] (n./f.) 1: aceptación,


miento, designación, designación, 2: patrocinio, amadri-
αναγορεύω [anagorévo] (v.) 1: procla­ namiento.
mar, nombrar, designar, 2: anunciar, ανάδοχος [anádojos] (n7m.+f.) 1: pa­
αναγούλα [anagúla] (n7f.) 1: náusea, drino/compadre, madrina/conma­
asco, basco, 2: marea, dre, 2: concesionario,
αναγραμματίζω [anagramatídso] (v.) αναδρομή [anadromí] (nVf.) retroce­
anagramatizar. so.
αναγραμματισμός [anagramatismós] αναδρομικός [anadromicós] (adj.) re­
(n7m.) anagramatismo. troactivo, retrospectivo,
αναγραφή [anagrafl] (njf.) 1: inscrip­ αναδρομικότητα [anadromicótita] (n/f.)
ción, anotación, 2: grabación, retroactividad.
αναγράφω [anagráfo] (v.) 1: inscribir, αναδύομαι [anadióme] (v.) 1: emer­
anotar, 2: grabar, ger, surgir, aflorar, 2: aparecer, mani­
ανάγω [anágo] (v.) referir, elevar, re­ festarse.
ducir. ανάδυση [anádisi] (n7f.) 1: emersión,
ανάγωγος [anágogos] (adj.) 1: grose­ 2: aparición, manifestación,
ro, maleducado, 2: rudo, brusco, cha­ αναζήτηση [anadsítisi] (n7f.) 1: bús­
bacano, irrespetuoso, queda, busca, 2: investigación,
αναδασώνω [anadasóno] (v.) repo­ αναζητώ [anadsitó] (v.) 1: buscar, 2:
blar, reforestar. investigar,
αναδάσωση [anadásosi] (n7f.) repo­ αναζωογόνηση [anadsoogónisi] (nVf.)
blación, reforestación, revitalización, vivificación, reanima­
ανάδειξη [anádiksi] (njf.) distinción, ción.
αναδείχνομαι [anadíjnome] (v.) des­ αναζωογονώ [anadsoogonó] (v.) re-
tacarse, distinguirse, vitalizar, vivificar, reavivar, reanimar,
αναδείχνω [anadíjno] (v.) 1: mostrar, renovar.
dar a conocer, poner en evidencia, 2: αναζωπυρώνω [anadsopiróno] (v.) rea­
eligir, escoger, vivar, reanimar,
αναδημιουργώ [anadimiurgó] (v.) vol­ ανάθεμα [anácema] (n7n.) maldición,
ver a crear, recrear, reproducir, anatema, reprobación,
αναδημοσιεύω [anadimosiévo] (v.) αναθεματίζω [anacematídso] (v.) mal­
reeditar. decir, anatematizar, excomulgar,
αναδίδω [añadido] (v.) 1: exhalar, ema­ αναθέτω [anacéto] (v.) 1: encargar, 2:
nar, despedir, exhalar, emitir, 2: des­ asignar, señalar, destinar,
prender, emanar, αναθεώρηση [anaceórisi] (nVf.) 1: re­
αναδιοργανώνω [anadiorganóno] (v.) visión, repaso, 2: reseña,
1: reorganizar, 2: reestructurar, αναθεωρώ [anaceoró] (v.) 1: reconsi­
αναδιοργάνωση [anadiorgánosi] (n./f.) derar, 2: revisar, examinar de nuevo,
reorganización, reestructuración, αναθυμίαση [anacimíasi] (n7f.) emana­
αναδόμηση [anadómisi] (nVf.) rees­ ción, exhalación, vapor, vaho, efluvio,
tructuración, reforma, modificación, αναίδεια [anédia] (nVf.) desvergüenza,
αναδομώ [anadomó] (v.) reestructu­ atrevimiento, impertinencia, impudor,
rar, reformar, reorganizar. descaro.

565
αναιδής

αναιδής [añedís] (adj.) desvergonza­ viación, suma,


do, atrevido, impúdico, descarado, ανακήρυξη [anaquíriksi] (n./f.) procla­
αναίμακτος [anémactos] (adj.) desan­ mación, nominación, designación,
grado, exangüe, sin derramamiento ανακηρύσσω [anaquiríso] (v.) procla­
de sangre, mar, nominar, designar,
αναιμία [anemia] (n./f.) anemia, ανακινώ [anaquinó] (v.) remover, agi­
αναιμικός [anemicós] (adj.) anémico, tar, mezclar, menear, revolver,
αναίρεση [anéresi] (n./f.) 1: retracta­ ανάκληση [anáclisi] (n./f.) revocación,
ción, 2: casación, 3: desmentido, re­ derogación, invalidación, anulación,
futación, impugnación, ανακοινωθέν [anaquinocén] (nyn.) co­
αναιρώ [aneró] (v.) retractarse, desde­ municado, mensaje, proclama «επίση­
cirse. μο ανακοινωθέν- comunicado oficial,
αναισθησία [anescisía] (nyf.) 1: inse­ ανακοινώνω [anaquinóno] (v.) 1: co­
nsibilidad, indiferencia, 2: inconscien­ municar, avisar, 2: (Am. Lat.) externar,
cia, 3: (Med.) anestesia, ανακοίνωση [anaquínosi] (nyf.) 1: co­
αναίσθητος [anéscitos] (adj.) insensi­ municación, notificación, anuncio,
ble, impasible, indiferente, incons­ anunciación, 2: declaración, afirma­
ciente. ción.
αναιτιολόγητος [anetiológuitos] (adj.) ανακοπή [anacopí] (n./f.) paro, pausa,
injustificado, sin motivo, sin razón, receso, suspensión,
ανακαινίζω [anaquenídso] (v.) reno­ ανακόπτω [anacópto] (v.) parar, dete­
var, restaurar, rehabilitar, enmendar, ner, interrumpir, interceptar, atajar,
ανακαίνιση [anaquénisi] (n./f.) reno­ ανακουφίζω [anacufídso] (v.) 1: ali­
vación, restauración, viar, apaciguar, calmar, 2: descargar,
ανακαινιστής [anaquenistís] (n./m.) aligerar.
renovador, restaurador, ανακούφιση [anacúfisi] (nyf.) alivio,
ανακαλύπτω [anacalípto] (v.) descu­ pacificación, aligeramiento, apacigua­
brir, averiguar, hallar, miento.
ανακάλυψη [anacálipsi] (n7f.) descu­ ανακρίβεια [anacrívia] (n./f.) inexacti­
brimiento, hallazgo, detección, tud, imprecisión,
ανακαλώ [anacaló] (v.) evocar, revocar, ανακριβής [anacrivís] (adj.) inexacto,
denegar, desdecir, desmentirse, impreciso,
ανακατατάσσω [anacatatáso] (v.) orde­ ανακρίνω [anacríno] (v.) 1: interrogar,
nar, poner en orden, examinar, 2: averiguar, 3: preguntar,
ανακατεύω [anacatévo] (v.) mezclar, ανάκριση [anácrisi] (nyf.) interrogato­
remover, revolver, alear, rio, examen, pregunta,
ανακάτωμα [anacátoma] (n./n.) mezcla, ανακριτής [anacritís] (n./m.) examina­
ensalada. dor, interrogador, investigador, ave­
ανακατωμένος [anacatoménos] (adj.) riguador, juez de instrucción,
mezclado, revuelto, promiscuo, ανάκρουση [anácrusi] (n./f.) retroce­
ανακεφαλαιώνω [anaquefaleóno] (v.) so, retirada,
recapitular, resumir, ανάκτηση [anáctisi] (nyf.) reconquista,
ανακεφαλαίωση [anaquefaléosi] (nyf.) recuperación,
1: recapitulación, resumen, 2: abre­ ανακτορικός [anactoricós] (adj.) 1:

566
ανανεωμένος

real, 2: palaciego, αναμένω [anaméno] (v.) esperar,


ανάκτορο [anáctoro] (n./n.) palacio, aguardar.
ανακτώ [anactó] (v.) reconquistar, re­ ανάμεσα [anámesa] (adv.) entre, en
cuperar, recobrar, retomar, medio.
ανακωχή [anacojí] (n./f.) tregua, ar­ αναμειγνύω [anamignío] (v.) mezclar,
misticio. amalgamar, alear, baravar, revolver,
αναλαμβάνω [analamváno] (v.) impo­ ανάμεικτος [anámictos] (adj.) mezcla­
nerse, asumir, emprender, encargar­ do, mixto, misceláneo, compuesto,
se (de), hacerse cargo · αναλαμβάνω ανάμειξη [anámiksi] (nyf.) 1: mezcla,
ένα καθήκον- imponerse un deber, amalgama, aleación, 2: intromisión,
αναλαμπή [analambí] (nyf.) 1: esplen­ intervención envolvimiento, 3: combi­
dor, centelleo, relámpago, 2: deste­ nación.
llo, brillo. αναμετρώ [anametró] (v.) calcular, con­
ανάλατος [análatos] (adj.) sin sal, soso, frontar.
αναληθής [analicís] (adj.) falso, incierto, ανάμνηση [anámnisi] (nyf.) recuerdo,
mentiroso, mendaz, memoria, recordación, evocación,
ανάληψη [análipsi] (nyf.) recuperación, αναμνηστικός [anamnisticós] (adj.)
ascensión · η Ανάληψη- La Ascensión conmemorativo, memorable, reme­
de Christo. morativo,
αναλλοίωτος [analíotos] (adj.) inalte­ αναμονή [anamoní] (nyf.) espera,
rable, invariable, inmutable, αναμορφώνω [anamorfóno] (v.) reformar,
αναλογία [analogía] (nyf.) 1: analogía, enmendar,
2: proporción, armonía, 3: relación, αναμόρφωση [anamórfosi] (n./f.) 1:
ανάλογος [análogos] (adj.) proporcio­ reforma, 2: (Biol.) anamorfosis, reha­
nado, relativo, bilitación,
αναλογώ [analogó] (v.) corresponder, αναμορφωτής [anamorfotís] (nym.)
ανάλυση [análisi] (n./f.) análisis, reformador, reformista,
αναλυτής [analitís] (n./m.) analista, αναμοχλεύω [anamojlévo] (v.) atizar,
analizador, agitar, fomentar,
αναλυτικά [analiticá] (adv.) detallada­ αναμπουμπούλα [anabubúla] (nyf.)
mente, analíticamente, caos.
αναλυτικός [analiticós] (adj.) 1: analíti­ αναμφίβολα [anamfívola] (adv.) cierta­
co, 2: detallado, explícito, mente, indudablemente,
αναλύω [analío] (v.) 1: analizar, 2: deta­ αναμφίβολος [anamfívolos] (adj.) cier­
llar, descomponer, to, indudable, incuestionable,
αναλφαβητισμός [analfiavitismós] (nym.) αναμφισβήτητος [anamfisvítitos] (adj.)
analfabetismo, indudable, indiscutible, incuestiona­
αναλφάβητος [analfávitos] (adj.) analfa­ ble.
beto. ανανάς [ananás] (n./m.) piña.
αναμάρτητος [anamártitos] (adj.) 1: ανανδρία [anandría] (n./f.) cobardía,
impecable, intachable, infalible, in­ pusilanimidad, cortedad,
maculado, 2: indefectible, άνανδρος [ánandros] (adj.) cobarde,
αναμασώ [anamasó] (v.) rumiar, masti­ pusilánime, tímido,
car. ανανεωμένος [ananeoménos] (adj.)

567
ανανεώνω

renovado, modo, confortable, acogedor, agra­


ανανεώνω [ananeóno] (ν.) renovar, dable.
instaurar. αναπαύω [anapávo] (v.) reposar, de­
ανανέωση [ananéosi] (n7f.) renova­ scansar, yacer,
ción. αναπήδηση [anapídisi] (n7f.) salto, re­
ανανεώσιμος [ananeósimos] (adj.) re­ bote, brinco, spingo.
novable. αναπηδώ [anapidó] (v.) saltar, rebotar,
ανανεωτικός [ananeoticós] (adj.) reno­ respingar,
vador. αναπηρία [anapiría] (nVf.) invalidez,
αναντικατάστατος [a na nd icatá statos] baldadura, incapacidad,
(adj.) insustituible, irreemplazable, ανάπηρος [anápiros] (adj.) inválido,
αναντίρρητος [anandíritos] (adj.) baldado, deshabilitado,
indiscutible, innegable, irrebatible, αναπλάθω [anaplázo] (v.) reformar, re­
incontestable, generar, remodelar, recomponer,
αναξιόπιστος [anaksiópistos] (adj.) ανάπλαση [anáplasi] (nVf.) reforma­
indigno de confianza, ción, regeneración, recomposición,
αναξιοπρέπεια [anaksioprépia] (nVf.) αναπληρωματικός [anapliromaticós]
indignidad, (adj.) suplente, auxiliar,
αναξιοπρεπής [anaksioprepís] (adj.) αναπληρώνω [anapliróno] (v.) susti­
indigno, despreciable, tuir, reemplazar,
ανάξιος [anáksios] (adj.) indigno, inca­ αναπλήρωση [anaplírosi] (nVf.) sustitu­
paz, inadecuado, desmerecedor, ción, reemplazo, relevo, reposición,
αναξιότητα [anaksiótita] (n7f.) indigni­ αναπληρωτής [anaplirotís] (n7m.) su­
dad, incapacidad, falta de valor, plente, sustituto,
αναπαλαιώνω [anapaleóno] (v.) restau­ αναπνευστικός [anapnefsticós] (adj.)
rar. respiratorio,
αναπαλλοτρίωτος [anapalotríotos] (adj.) αναπνέω [anapnéo] (v.) respirar,
inalienable, αναπνοή [anapnoí] (n./f.) 1: respira­
αναπαράγω [anaparágo] (v.) 1: reprodu­ ción, 2: aliento,
cir, 2: criar, ανάποδα [anápoda] (adv.) al revés, al
αναπαραγωγή [anaparagoguí] (n./f.) contrario.
reproducción, repetición, αναποδιά [anapodiá] (n7f.) 1: contra­
αναπαράσταση [anaparástasi] (nVf.) riedad, adversidad, contratiempo,
representación, reproducción, accidente, 2: desgracia, infortunio,
ανάπαυλα [anápavla] (nVf.) descanso, αναποδογυρίζω [anapodoguirídso] (v.)
reposo, pausa, invertir, volcar,
αναπαύομαι [anapávome] (v.) desca­ αναποδογύρισμα [anapodoguírisma]
nsar, reposar, yacer, (nVn.) 1: inversión, vuelco, 2: desqui­
ανάπαυση [anápafsi] (nVf.) reposo, des­ ciamiento,
canso, retiro, sosiego, relajación, ανάποδος [anápodos] (adj.) 1: inverso,
αναπαυτικά [anapafticá] (adv.) có­ contrario, 2: obstinado, adverso, re­
modamente, confortablemente, a belde.
gusto. αναπόληση [anapólisi] (nVf.) 1: evoca­
αναπαυτικός [anapafticós] (adj.) có­ ción, contemplación, 2: recuerdo.

568
αναστολή

αναπολώ [anapoló] (ν.) evocar, con­ ración, respiro,


templar, suscitar, ανασαίνω [anaséno] (v.) respirar,
αναπόσπαστα [anapóspasta] (adv.) ανασηκώνω [anasicóno] (v.) levantar,
inseparablemente, indisolublemen­ elevar.
te. ανασκαφή [anascafí] (n./f.) 1: excava­
αναπόσπαστος [anapóspastos] (adj.) ción, extracción, 2: ahondamiento,
inseparable, irrompible, insoluble. ανάσκελα [anásquela] (adv.) boca arri­
αναποφάσιστος [anapofásistos] (adj.) ba, en posición supina,
indeciso, dudoso, irresoluto, no de­ ανασκευάζω [anasquevádso] (v.) re­
cidido. construir, reparar, areglar.
αναπόφευκτος [anapófectos] (adj.) ανασκευή [anasqueví] (nyf.) restaura­
inevitable, ineludible, ción, reparación, areglo.
αναπροσαρμόζω [anaprosarmódso] ανασκιρτώ [anasquirtó] (v.) estreme­
(v.) adaptar de nuevo, cerse.
αναπτερώνω [anapteróno] (v.) ani­ ανασκόπηση [anascópisi] (nyf.) revi­
mar, reanimar, exaltar, sión, reseña, recensión,
αναπτήρας [anaptíras] (n./m.) encen­ ανασταίνω [anasténo] (v.) 1: resucitar,
dedor, mechero, 2: reanimar, 3: despertar,
αναπτύσσω [anaptíso] (v.) 1: desarro­ ανασταλτικός [anastalticós] (adj.) su­
llar, 2: desplegar, extender, spensivo.
αναρίθμητος [anarízmitos] (adj.) in­ ανάσταση [anástasi] (nyf.) 1: resu­
numerable, incalculable, incontable, rrección, 2: reanimación, reaviva-
inmenso. miento, vuelta a la vida,
αναρμόδιος [anarmódios] (adj.) in­ ανάστατος [anástatos] (adj.) pertur­
competente, inadecuado, bado, agitado,
ανάρμοστος [anármostos] (adj.) 1: in­ αναστατώνω [anastatóno] (v.) 1: per­
conveniente, impropio, indebido, 2: turbar, trastornar, agitar, desacomo­
inepto, ineficaz, dar, 2: confundir, 3: desarreglar,
αναρρίχηση [anaríjisi] (nyf.) escalada, αναστάτωση [anastátosi] (nyf.) 1:
subida. perturbación, trastorno, 2: alboroto,
αναρριχώμαι [anarijóme] (v.) escalar, convulsión,
trepar, ascender, subir, αναστέλλω [anastélo] (v.) suspender,
αναρρώνω [anaróno] (v.) recuperarse, retener, cohibir,
recobrarse, reanimarse, αναστεναγμός [anastenagmós] (nym.)
ανάρρωση [anárosi] (nyf.) recupera­ suspiro, gemido, soplo,
ción, mejoría, reactivación, αναστενάζω [anastenádso] (v.) suspirar,
ανάρτηση [anártisi] (n./f.) 1: suspen­ gemir, soplar,
sión, 2: enganche, αναστηλώνω [anastilóno] (v.) erigir,
αναρτώ [anartó] (v.) 1: suspender, colgar, restaurar.
2: enganchar, αναστήλωση [anastílosi] (nyf.) erección,
αναρχία [anarjía] (nyf.) anarquía, restauración,
αναρχικός [anarjicós] (adj.) anarquista, ανάστημα [anástima] (nyf.) talla, esta­
anárquico, tura, altura,
ανάσα [anása] (nyf.) 1: aliento, 2: respi­ αναστολή [anastolí] (n./f.) suspensión,

569
αναστρέφω

cohibición, ανατρέπω [anatrépo] (v.) derrocar,


αναστρέφω [anastréfo] (ν.) retroce­ volcar, derrumbar,
der, invertir, ανατρέφω [anatréfo] (v.) 1: educar, 2:
αναστροφή [anastrofí] (n./f.) retroce­ criar.
so, inversión, ανατρέχω [anatréjo] (v.) remontarse,
ανάστροφος [anástrofos] (adj.) inver­ elevarse, subir,
so. ανατριχιάζω [anatrijiádso] (v.) estre­
ανασύρω [anasíro] (v.) sacar, retirar, mecerse, escalofriarse, despeluznar,
ανασύσταση [anasístasi] (nyf.) recons­ ανατριχίλα [anatrijíla] (nyf.) estreme­
titución, restablecimiento, cimiento, escalofrío,
ανασφαλής [anasfalís] (adj.) inseguro, ανατροπή [anatropí] (n./f.) 1: derribo,
dudoso. derribamiento, inversión, 2: subver­
ανασφάλιστος [anasfálistos] (adj.) no sión, trastorno,
asegurado, ανατροφή [anatrofí] (n./f.) 1: educa­
ανασχηματίζω [anasjimatídso] (v.) 1: ción, 2: nutrición, alimentación,
reformar, rehacer, 2: reconstruir, en- ανατυπώνω [anatipóno] (v.) reimpri­
mendrar. mir, reeditar,
ανασχηματισμός [anasjimatismós] ανατύπωση [anatíposi] (n./f.) reimpre­
(n./m.) 1: reforma, reconstitución, sión, reedición,
2: reconstrucción, άναυδος [ánavdos] (adj.) 1: mudo, 2:
αναταράζω [anatarádso] (v.) remover, desconcertado, estupefacto, 3: ató­
agitar. nito, boquiabierto,
ανατέλλω [anatélo] (v.) salir, aparecer, αναφαίρετος [anaféretos] (adj.) ina­
ανατέμνω [anatémno] (v.) 1: disecar, lienable, intransferible,
2: anatomizar, αναφέρομαι [anaférome] (v.) referirse
ανατίμηση [anatímisi] (nyf.) 1: enca­ (a), aludirse,
recimiento, 2: revalorización, reva­ αναφέρω [anaféro] (v.) referir, citar,
luación. mencionar, aludir,
ανατιμώ [anatimó] (v.) 1: encarecer, 2: ανάφλεξη [anáfleksi] (nyf.) inflama­
revalorizar. ción, abotagamiento,
ανατίναγμα [anatínagma] n. sobresal­ αναφιλητό [anafilitó] (nyn.) sollozo,
to. lloriqueo.
ανατινάζω [anatinádso] (v.) explotar, αναφορά [anaforá] (nyf.) 1: informe,
detonar, estallar, 2: demanda, , lic ió n , solicitud, 3:
ανατολή [anatolí] (nyf.) este, oriente, referencia,
ανατολικά [anatolicá] (adv.) al este, αναφορικά [anaforicá] (adv.) respecto
ανατολικός [anatolicós] (adj.) orien­ a, en cuanto a, en relación con, con­
tal. cerniente a.
ανατομή [anatomí] (n./f.) disección, αναφορικός [anaforicós] (adj.) relati­
disecacción. vo, comparativo,
ανατομία [anatomía] (n./f.) anatomía, αναφύομαι [anafíome] (v.) rebrotar,
ανατρεπτικός [anatrepticós] (adj.) sub­ αναφύτευση [anafrtefsi] (nyf.) replanta­
versivo, agitador, perturbador, revo­ ción.
lucionario. αναφώνηση [anafónisi] (nyf.) grito,

570
ανέλπιστος

chillido, clamor, guimiento.


αναχαιτίζω [anajetídso] (v.) retener ανέγγιχτος [anégkictos] (adj.) intacto,
parar, refrenar, indemne.
αναχαίτιση [anajétisi] (n./f.) retención ανειδίκευτος [anidíqueftos] (adj.) no
contención, inhibición, especializado · ανειδίκευτος εργά­
αναχρονισμός [anajronismós] (nVm. της· obrero no cualificado,
anacronismo, ανειλικρινής [anilicrinís] (adj.) insin­
ανάχωμα [anájoma] (n./n.) 1: dique cero, deshonesto, hipócrita,
malecón, ribazo, terraplén, 2: con ανέκαθεν [anécacen] (adv.) desde
tención. siempre, de toda la vida,
αναχώρηση [anajórisi] (n./f.) 1: salida ανεκδιήγητος [anekdiíguitos] (adj.) ine­
partida, egreso, 2: (población) éxodo narrable, incontable, indescriptible,
3: (avión) despuegue. incalificable,
αναχωρώ [anajoró] (v.) 1: salir, partir ανέκδοτο [anécdoto] (n./n.) anécdota,
egresar, 2: (avión) despegar, chiste.
αναψυκτικό [anapsicticó] (nVn.) 1: re ανέκκλητος [anéclitos] (adj.) irrevoca­
fresco, bebida, 2: refrigerio, ble, irreversible,
αναψυχή [anapsijí] (n./f.) 1: recreo, di ανεκμετάλλευτος [anecmetáleftos]
versión, distracción, 2: relajamiento, (adj.) inexplotado.
άνδρας [ándras] (n./m.) 1: hombre, ανεκπλήρωτος [anecplírotos] (adj.) 1:
(esposo) marido, irrealizado, incumplido, 2: insatisfe­
ανδρεία [andría] (n./f.) 1: valentía cho.
coraje, valor, arrojo, 2: bravura, bra ανεκτικός [anecticós] (adj.) tolerante,
veza. paciente, liberal,
ανδρείκελο [andríquelo] (n./n.) ma ανεκτικότητα [anecticótita] (n./f.) to­
niquí. lerancia, conformidad, paciencia,
ανδρείος [andríos] (adj.) valiente, bra ανεκτίμητος [anectímitos] (adj.) inesti­
vo, arrojado, ardido, animoso, mable, inapreciable, invaluable.
ανδρόγυνο [andróguino] (n7n.) pare ανεκτός [anectós] (adj.) 1: soportable,
ja, marido y mujer, tolerable, 2: permisible, aceptable,
ανδροπρεπής [androprepís] (adj.) va ανέκφραστος [anécfrastos] (adj.) 1:
ronil, viril, machote, inexpresable, inefable, 2: inexpresi­
ανεβάζω [anevádso] (v.) 1: subir, levan vo.
tar, montar, 2: acrecentar, acrecer, ανελέητος [aneléitos] (adj.) cruel, im­
ανεβαίνω [anevéno] (v.) subir, ascender placable, despiadado,
escalar, montar, ανελκυστήρας [anelquistíras] (n./m.)
ανέβασμα [anévasma] (n./n.) subida ascensor, elevador,
escalada, ascenso, ανελλιπής [anelipís] (adj.) 1: continuo,
ανεβοκατεβαίνω [anevocatevéno] (v. frecuente, constante, 2: completo,
subir y bajar, ανέλπιστα [anélpista] (adv.) inespera­
ανεγείρω [aneguíro] (v.) 1: alzar, leva damente, repentinamente, inopina­
ntar, erigir, 2: construir, damente.
ανέγερση [anégersi] (n./f.) 1: edifica ανέλπιστος [anélpistos] (adj.) inespe­
ción, construcción, 2: erección, er rado, repentino, impensado, impre-

571
ανεμιστήρας

decible. incontrolado,
ανεμιστήρας [anemistíras] (nVm.) ven­ ανεξερεύνητος [anekserévnitos] (adj.)
tilador. inexplorado, inescrutable, inescudri­
ανεμοβλογιά [anemovloguiá] (n./f.) ñable.
viruela. ανεξήγητος [aneksíguitos] (adj.) inex­
ανεμοδείκτης [anemodíctis] (n./m.) plicable, injustificable,
veleta. ανεξιθρησκία [aneksizrisquía] (nVf.)
ανεμοζάλη [anemodsáli] (n./f.) borras­ tolerancia religiosa,
ca. ανεξικακία [aneksicaquía] (nyf.) be­
ανεμόμετρο [anemómetro] (nVn.) ane­ nevolencia, tolerancia, indulgencia,
mómetro, abnegación,
ανεμόμυλος [anemómilos] (n7m.) mo­ ανεξίκακος [aneksícacos] (adj.) bene­
lino de viento, volente, tolerante, indulgente,
άνεμος [ánemos] (n7m.) viento, ανεξίτηλος [aneksítilos] (adj.) 1: im­
ανεμοστρόβιλος [anemostróvilos] borrable, indeleble, 2: perdurable,
(n./m.) torbellino, remolino, permanente, inalterable,
ανεμώνη [anemóni] (nVf.) anémona, ανεξιχνίαστος [aneksijníatos] (adj.) ines­
ανένδοτος [anéndotos] (adj.) inflexi­ crutable, inescudriñable,
ble, intransigente, ανεπαίσθητος [anepéscitos] (adj.) im­
ανέντιμος [anéntimos] (adj.) fraudu­ perceptible, intangible,
lento, falso, deshonesto, ανεπανάληπτος [anepanáliptos] (adj.)
ανενόχλητος [anenójlitos] (adj.) tran­ irrepetible,
quilo, sereno, imperturbable, imper­ ανεπανόρθωτος [anepanórzotos] (adj.)
térrito. irremediable, irreparable, irrecupera­
ανεξαίρετα [anekséreta] (adv.) sin ex­ ble, incorregible,
cepción. ανεπάρκεια [anepárquia] (n7f.) insu­
ανεξάλειπτος [aneksáliptos] (adj.) 1: ficiencia.
imborrable, indeleble, 2: perdurable, ανεπαρκής [aneparquís] (adj.) 1: insu­
inolvidable, ficiente, escaso, pobre, 2: inadecua­
ανεξακρίβωτος [aneksacrívotos] (adj.) do, 3: incompetiente.
inescrutable, inaveriguado, sin com­ ανέπαφος [anépafos] (adj.) intacto,
probación, ileso, indemne,
ανεξάντλητος [anekslándlitos] (adj.) ανεπηρέαστος [anepiréastos] (adj.)
1: inagotable, inacabable, 2: inextin­ inafectado, natural, espontáneo,
guible. ανεπίδοτος [anepídotos] (adj.) no en­
ανεξαρτησία [aneksartisía] (nVf.) in­ tregado.
dependencia, autonomía, emanci­ ανεπίληπτος [anepíliptos] (adj.) inta­
pación. chable, irreprochable, impecable,
ανεξάρτητα [aneksártita] (adv.) inde­ ανεπίσημος [anepísimos] (adj.) infor­
pendientemente, mal, no oficial,
ανεξάρτητος [aneksártitos] (adj.) in­ ανεπιστρεπτί [anepistreptí] (adv.) irre­
dependiente, autónomo, emanci- vocablemente, sin devolución,
paso. ανεπίτευκτος [anepítefctos] (adj.) in­
ανεξέλεγκτος [aneksélegktos] (adj.) alcanzable.

572
ανθεκτικότητα

ανεπιτήδειος [anepitídios] (adj.) in­ abastecimiento, reposición,


hábil, torpe, incapaz, inepto, desma­ ανέχεια [anéjia] (n7f.) pobreza, mise­
ñado. ria.
ανεπιτήδευτος [anepitídeftos] (adj.) ανέχομαι [anéjome] (v.) tolerar, aguantar,
natural, simple, cándido, sufrir, soportar, conllevar, padecer
ανεπιτυχής [anepitijís] (adj.) fracasa­ (enfermedad).
do, fallado, ανήθικος [anídeos] (adj.) inmoral,
ανεπιφύλακτα [anepifílacta] (adv.) in­ obsceno, pecaminoso, indecente,
discretamente, ανηθικότητα [anicicótita] (nVf.) inmo­
ανεπτυγμένος [aneptigménos] (adj.) ralidad.
1: desarrollado, 2: dilatado, ανήκω [aníco] (v.) pertenecer,
ανέραστος [anérastos] (adj.) sin ser ανηλεής [añiléis] (adj.) despiadado,
amado, sin afección, cruel, inhumano, desalmado,
άνεργος [ánergos] (adj.) desemplea­ ανήλικος [anílicos] (adj.) menor de
do, parado, edad.
ανερμήνευτος [enermíneftos] (adj.) ανήλιος [anílios] (adj.) sin sol, umbrío,
inexplicado, inexplicable, ανήμερος [anímeros] (adj.) 1: (animal)
ανέρχομαι [anérjome] (v.) subir, ascender, salvaje, feroz, 2: (persona) bárbaro,
evelarse. brutal.
άνεση [ánesi] (n./f.) comodidad, ανήμερα [anímera] (adv.) el mismo
άνετα [áneta] (adv.) cómodamente, día, el día de.
confortablemente, fluentemente. ανήμπορος [anímboros] (adj.) imposi­
ανέτοιμος [anétimos] (adj.) no prepa­ bilitado, incapacitado,
rado. ανήξερος [aníkseros] (adj.) ignorante,
άνετος [ánetos] (adj.) cómodo, confor­ desconocedor,
table, acogedor, ανησυχία [anisijía] (nVf.) 1: intranqui­
άνευ [ánef] (prep.) 1: sin, 2: fuera de. lidad, inquietud, desasosiego, 2: pre­
ανεύθυνος [anéfcinos] (adj.) 1: irrespon­ ocupación, conturbación,
sable, 2: imprudente, inconsciente, ανήσυχος [anísijos] (adj.) 1: intranqui­
ανευλάβεια [anevlávia] (n7f.) impie­ lo, inquieto, preocupado, 2: angus­
dad, descortesía, irreverencia, tioso, ansioso, deseoso,
ανευλαβής [anevlavís] (adj.) impío, ανησυχώ [anisijó] (v.) 1: preocuparse,
irrespetuoso, descortés, 2: agobiarse, inquietar, desasosegar,
ανεύρεση [anévresi] (n./f.) descubri­ ανηφορίζω [aniforídso] (v.) subir una
miento, hallazgo, cuesta, escalar,
ανευρίσκω [anevrísco] (v.) descubrir, ανηφορικός [aniforicós] (adj.) escar­
hallar. pado, empinado, ascendente,
ανεφάρμοστος [anefármostos] (adj.) ανήφορος [aníforos] (nVm.) 1: subida,
inaplicable, impracticable, declive, pendiente, cuesta,
ανέφικτος [anéfictos] (adj.) 1: inacce­ ανθεκτικός [ancecticós] (adj.) 1: re­
sible, inalcanzable, 2: irrealizable, sistente, duradero, fuerte, 2: (persona)
ανεφοδιάζω [anefodiádso] (v.) pro­ incansable, vigoroso,
veer, abastecer, ανθεκτικότητα [ancecticótita] (nVf.)
ανεφοδιασμός [anefodiasmósr (nVm.) resistencia, dureza, fuerza.

573
ανθηρός

ανθηρός [ancirós] (adj.) 1: floreciente, ανθρωποκτόνος [anzropoctónos] (adj.)


florido, 2: próspero, homicida.
ανθηρότητα [ancirótita] (n./f.) 1: flores­ ανθρωπολογία [anzropologuía] (n./f.)
cencia, 2: prosperidad, auge, bienes­ antropología,
tar. άνθρωπος [ánzropos] (n./m.) hombre,
άνθηση [áncisi] (n7f.) florecimieto, flo­ persona.
rescencia. ανθρωπότητα [anzropótita] (n./f.) hu­
ανθίζω [ancídso] (v.) 1: florecer, 2: pros­ manidad, género humano,
perar. ανθρωποφάγος [anzropofágos] (adj.)
ανθίσταμαι [ancístame] (v.) resistir, antropófago, caníbal,
oponerse, rebelar, contrarrestar, ανθυγιεινός [anciguinós] (adj.) insa­
ανθόγαλο [anzógalo] (n./n). nata, cre­ no, malsado, antihigiénico, nocivo,
ma de leche, perjudicial,
ανθοδέσμη [anzodésmi] (n7f.) ramo, ανθυπολοχαγός [anzipolojagós] (n7m.)
ramillete. subteniente,
ανθοδοχείο [anzodojío] (n7n.) florero, ανθώ [anzó] (v.) florecer, prosperar,
jarrón. ανία [anía] (n7f.) tedio, aburriminento,
ανθολογία [anzologuía] (n./f.) anto­ desgana.
logía. ανιαρός [aniarós] (adj.) aburrido, pe­
ανθοκομία [anzocomía] (nyf.) flori­ sado.
cultura. ανίατος [aníatos] (adj.) incurable,
ανθοκόμος [anzocómos] (n./m.) flo­ ανιδιοτελής [anidiotelís] (adj.) altruista,
rista. desinteresado, desprendido, gene­
ανθοπωλείο [anzopolío] (n./n.) floris­ roso.
tería. ανικανοποίητος [anicanopíitos] (adj.)
ανθοπώλης [anzopólis] (n./m.) floris­ 1: insatisfecho, 2: insaciable,
ta. ανίκανος [anícanos] (adj.) incapaz, in­
άνθος [ánzos] (n7n.) flor, válido, impotente, inapto,
ανθοστόλιστος [anzostólistos] (adj.) ανικανότητα [anicanótita] (n7f.) inca­
adornado con flores, pacidad, invalidez, impotencia, inep­
άνθρακας [ánzracas] (n./m.) (Quím.) titud, inhabilitad,
carbón. ανίκητος [aníquitos] (adj.) 1: invenci­
ανθρακικός [anzraquicós] (adj.) car­ ble, invicto, inbatible, 2: inconquis­
bónico. table.
ανθρακωρυχείο [anzracorijío] (n./n.) ανισορροπία [anisoropía] (n./f.) 1:
mina de carbón, desequilibrio, inestabilidad, 2: de­
ανθρωπάκος [anzropácos] (n7m.) hom­ mencia trastorno,
brecillo. ανισόρροπος [anisóropos] (adj.) 1:
ανθρωπιά [anzropiá] (n./f.) humani­ desequilibrado, inestable, 2: demente,
dad, hombría, loco, perturbado,
ανθρώπινος [anzrópinos] (adj.) hu­ άνισος [ánisos] (adj.) 1: desigual, deseme­
mano. jante, dispar, 2: diferente, distinto,
ανθρωποκτονία [anzropoctonía] (nVf.) ανισότητα [anisótita] (n./f.) desigual­
homicidio. dad, desemejanza, disparidad.

574
ανταλλαγή

ανίσχυρος [anísjiros] (adj.) impotente, dable.


inválido, incompetente, ανόργανος [anórganos] (adj.) sin ór­
ανίχνευση [aníjnefsi] (nyf.) 1: rastreo, ganos, inorgánico,
búsqueda, 2: detección, ανοργάνωτος [anorgánotos] (adj.)
ανιχνεύω [anijnévo] (v.) rastrear, buscar, desorganizado, desordenado,
seguir las huellas, ανόρεκτος [anórectos] (adj.) sin apeti­
ανιψιός [anipsiós] (nym.) sobrino, to, desganado,
άνοδος [ánodos] (nyf.) subida, creci­ ανορεξία [anoreksía] (nyf.) 1: anorexia,
miento, alza, 2: falta de apetito, desgana,
ανοησία [anoisía] (n./f.) estupidez, ανορθογραφία [anorzografía] (nyf.)
bobada, tontería, idiotez, necedad, falta de ortografía,
disparate, ανορθόγραφος [anorzógrafos] (adj.)
ανόητος [anóitos] (adj.) estúpido, que comete faltas de ortografía,
bobo, tonto, idiota, necio, ανορθώνω [anorzóno] (v.) erigir, re­
ανόθευτος [anóceftos] (adj.) puro, staurar, alzar,
άνοιγμα [ánigma] (n./n.) 1: abertura, ανόρθωση [anórzosi] (nyf.) 1: restau­
abrimiento, 2: hendidura, grieta, ración, restablecimiento, 2: recupe­
raja. ración, mejoría,
ανοίγω [anígo] (v.) 1: abrir, 2: agrietar, ανορθωτής [anorzotís] (nym.) restau­
hender, rasgar, rador.
ανοίκιαστος [aníquiastos] (adj.) no ανόσιος [anósios] (adj.) 1: sacrilego,
alquilado, impío, 2: perverso, malvado,
ανοικοδόμηση [anicodómisi] (nyf.) ree­ άνοσος [ánosos] (adj.) sano, inmuni­
dificación, reconstrucción, reconstituc- zado.
ción. άνοστος [ánostos] (adj.) 1: insípido,
ανοικοδομώ [anicodomó] (v.) reedifi­ soso, desaborido, insulso, 2: desagra­
car, reconstruir, reconstituir, dable.
άνοιξη [ániksi] (n./f.) primavera, ανούσιος [anúsios] (adj.) 1: insípido, 2:
ανοιχτά [anijtá] (adv.) abiertamente, sin importancia,
francamente, ανοχή [anojí] (n./f.) tolerancia, pacien­
ανοιχτός [anijtós] (adj.) 1: abierto, cia, indulgencia,
claro, franco, 2: descubierto, desta­ ανοχύρωτος [anojírotos] (adj.) sin for­
pado. tificación,
ανοιχτομάτης [anijtomátis] (adj.) ανταγωνίζομαι [andagonídsome] (v.)
perspicaz, inteligente, competir, rivalizar, emular,
ανοιχτοχέρης [anijtojéris] (adj.) ge­ ανταγωνισμός [andagonismós] (nym.)
neroso. antagonismo, competencia, rivalidad,
ανομβρία [anomvría] (nyf.) sequía, emulación,
ανόμοιος [anómios] (adj.) 1: dispar, ανταγωνιστής [andagonistís] (n./m.)
desemejante, desigual, disímil, 2: di­ (a) antagonista, (b) rival, adversario,
ferente, distinto, (c) competidor, contendiente, con­
άνομος [ánomos] (adj.) ilegal, ilegíti­ trincante, concursante,
mo, ilícito, ανταλλαγή [andalaguí] (nyf.) 1: inter­
ανοξείδωτος [anoksídotos] (adj.) inoxi­ cambio, permutación, 2: trueque.

575
αντάλλαγμα

canje, cambalacha, ανταρσία [andarsía] (nVf.) 1: rebelión,


αντάλλαγμα [andálagma] (n./n.) re­ insurrección, levantamiento, alza­
cambio. miento, 2: agitación,
ανταλλακτικός [andalacticós] (adj.) αντάρτης [andártis] (nVm.) rebelde,
de repuesto, de recambio, insurrecto, faccioso,
ανταλλάξιμος [andaláksimos] (adj.) αντασφάλεια [andasfália] (nVf.) rea­
cambiable, recambiable, permuta­ seguro.
ble, canjeable, αντασφαλίζω [andasfalídso] (v.) rea­
ανταλλάσσω [andaláso] (v.) 1: inter­ segurar.
cambiar, 2: canjear, conmutar, cam­ ανταύγεια [andávguia] (nVf.) reflejo,
balachear, αντεκδίκηση [andecdíquisi] (nVf.) ven­
ανταμείβω [andamívo] (v.) 1: recom­ ganza, revancha, represalia, desquite,
pensar, retribuir, remunerar, des­ αντεκδικούμαι [andecdicúme] (v.) ven­
agraviar, 2: gratificar, premiar, garse, desagraviar, desquitarse,
ανταμοιβή [andamiví] (nVf.) recom­ αντένα [anténa] (nVf.) antena,
pensa, retribución, remuneración, αντένδειξη [andéndiksi] (nVf.) contra­
desgravio. indicación,
ανταμώνω [andamóno] (v.) reenco­ αντενεργώ [andenergó] (v.) reaccio­
ntrarse, volver a verse, topar con. nar, contrariar, actuar en contra de.
αντάμωση [andámosi] (n./f.) reen­ αντεπανάσταση [andepanástasi] (n7f.)
cuentro. contrarrevolución,
αντανάκλαση [andanáclasi] (n7f.) re­ αντεπαναστάτης [andepanastátis]
flejo, brillo, reververación. (n7m.) contrarrevolucionario,
αντανακλώ [andanacló] (v.) reflejar, αντεπεξέρχομαι [andepaksérjome] (v.)
repercutir, reverbar · το φως αντα­ hacer frente, acometer,
νακλά στο νερό- la luz revarbera en/ αντεπίθεση [andepícesi] (nVf.) contra­
sobre el agua, ataque, contraofensiva,
αντάξιος [andáksios] (adj.) 1: digno, αντεραστής [anderastís] (nVm.) rival
merecedor, acreedor, 2: equivalente, en el amor,
igual. αντέχω [andéjo] (v.) resistir, contra­
ανταποδίδω [andapodído] (v.) devol­ rrestar, aguantar, soportar,
ver, reembolsar, compensar, retor­ αντηχώ [andijó] (v.) retumbar, resonar,
nar. repercutir,
ανταποκρίνομαι [andapocrlnome] (v.) αντί [andí] (prep.) en vez de, en lugar
corresponderse, concordar, coincidir, de · αντί va της τηλεφωνήσω, πήγα
ανταπόκριση [andapócrisi] (nVf.) co­ va την δω- en vez de llamarla, fui a
rrespondencia, verla · αντί για τον Pedro, ήρθε o
ανταποκριτής [andapocritls] (n./m.) Juan- en lugar de Pedro, llegó Juan,
1: corresponsal, reportero, 2: perio­ αντιβαίνω [andivéno] (v.) oponerse
dista. (a), ir en contra (de).
Ανταρκτική [andarctiquQ (n./f.) An- αντιβασιλεία [andivasilía] (n7f.) virrei­
tártica. nato, regencia,
ανταρκτικός [andarcticós] (adj.) an- αντιβασιλιάς [andivasiliás] (nVm.) vi­
tártico. rrey, regente.

576
αντικυβερνητικός

αντιβασιλικός [andivasilicós] (adj.) αναμενόμενο αποτέλεσμα- tiene un


antimonárquico, resultado contraproducente,
αντιγραφή [andigrafí] (n./f.) 1: copia, αντικαθιστώ [andicacistó] (v.) susti­
falsificación, imitación, 2: transcrip­ tuir, reemplazar, subrogar, reponer,
ción, reproducción, calco, réplica, αντικανονικός [andicanonicós] (adj.)
αντίγραφο [andígrafo] (n./n.) copia, 1: irregular, anormal, inusual, anó­
réplica, calco, malo, 2: antinatural,
αντιγράφω [andigráfo] (v.) 1: copiar, αντικατάσταση [andicatástasi] (njf.)
falsificar, imitar, 2: transcribir, calcar, reemplazo, sustitución, reposición,
αντιδημοκρατικός [andidimocrati- αντικαταστάτης [andicatastátis] (n7m.)
cós] (adj.) antidemocrático, antirre­ sustituto, reemplazante,
publicano, αντικατοπτρίζω [andicatoptrídso] (v.)
αντιδημοτικός [andidimoticós] (adj.) reflejar, reflectar,
1: impopular, 2: insociable, αντικατοπτρισμός [andicatroptrismós]
αντιδιαστολή [andidiastolí] (n/f.) 1: (n7m.) reflejo, espejismo,
distinción, diferenciación, 2: contraste, αντίκειμαι [andíquíme] (v.) 1: oponer­
contraposición, se, enfrentarse, 2: ser contrario,
αντίδικος [andídicos] (adj.) parte con­ αντικειμενικά [andiquimenicá] (adv.)
traria, oponente, objetivamente,
αντίδοτο [andldoto] (nVn.) antídoto, αντικειμενικός [andiquimenicós] (adj.)
αντίδραση [andídrasi] (n7f.) 1: re­ objetivo, imparcial, neutral,
acción, 2: desobediencia, rebeldía, 3: αντικειμενικότητα [andiquimenicóti-
oposición, ta] (n./f.) objetividad, imparcialidad,
αντιδραστήρας [andidrastíras] (n./m.) αντικείμενο [andiquímeno] (n7n.) 1:
reactor. (apto) objeto, cosa, utensilio, admi­
αντιδραστικός [andidrasticós] (adj.) nículo, 2: (tema) asunto,
1: reactivo, reaccionario, 2: desobe­ αντικλείδι [andiclídi] (nVf.) ganzúa,
diente, rebelde, 3: retrógado. αντικνήμιο [andicnímio] (n7f.) tibia,
αντιδρώ [andidró] (v.) 1: reaccionar, 2: αντικοινωνικός [andiquinonicós] (adj.)
desobedecer, rebelarse, antisocial, insocial, cerrado,
αντίδωρο [andídoro] (nVn.) pan ben­ αντικρίζω [andicrídso] (v.) 1: encon­
dito. trarse, 2: hacer frente, desafiar, arros­
αντιζηλία [andidsilía] (nVf.) rivalidad, trar.
competencia, emulación, αντίκρισμα [andícrisma] (n./n.) en­
αντίζηλος [andídsilos] (adj.) rival, cuentro cara a cara,
competidor, émulo, ανπκροΰω [andicrúo] (v.) 1: rechazar,
αντίθεση [andícesi] (nVf.) oposición, refutar, 2: oponerse, contrarrestar,
contraste, antítesis, αντίκρυ [andícri] (adv.) enfrente, fren­
αντίθετα [andíceta] (adv.) al contrario, te a.
por el contrario, contrariamente, en αντίκτυπος [andíctipos] (nVm.) 1:
sen ido contrario, repercusión, resonancia, 2: implica­
αντίΐ τος [andícetos] (adj.) contrario, ción.
opuesto, inverso, contrapuesto, di­ αντικυβερνητικός [a nd iqu ivern it icós]
savenido · έχει το αντίθετο από το (adj.) antigubernamental.

577
αντιλαϊκός

αντιλαϊκός [andilaicós] (adj.) antipo­ αντιπαραβολή [andiparavolí] (n./f.)


pular. comparación, confrontación, con­
αντίλαλος [andílalos] (nym.) eco, re­ traste, contraposición,
sonancia. αντιπαράσταση [andiparástasi] (nyf.)
αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] (v.) 1: confrontación, enfrentamiento,
comprender, darse cuenta, concebir, comparación, 2: (Der.) repregunta,
percibir. αντιπαρέρχομαι [antiparérjome] (v.)
αντιλέγω [andilégo] (v.) contradecir, pasar por alto, ignorar,
replicar, contestar, oponerse, obje­ αντιπατριωτικός [andipatrioticós] (adj.)
tar. antipatriótico, antipatriota,
αντιληπτός [andiliptós] (adj.) perce­ αντιπειθαρχικός [andipizarjicós] (adj.)
ptible, conceptible, indisciplinado, rebelde, indisciplina­
αντίληψη [andílipsi] (nyf.) 1: compren­ do.
sión, 2: concepción, percepción, αντιπερισπασμός [andiperispasmós]
αντιλογία [andiloguía] (nyf.) contra­ (n./m.) distracción, engaño, figi-
dicción, objeción, réplica, miento.
αντίλογος [andílogos] (nym.) respue­ αντιποίηση [andipíisi] (n./f.) usurpa­
sta, réplica, contestación, ción, apropiación,
αντιμετωπίζω [andimetopídso] (v.) αντίποινα [andípina] (nyn.) pl. repre­
enfrentar(se), hacer frente, afrontar, salia, venganza, desquite, contagol-
αντιμετώπιση [andimetópisi] (nyf.) pe.
enfrentamiento, confrontación, αντιπολίτευση [andipolítefsi] (nyf.)
αντιμέτωπος [andimétopos] (adj.) en­ oposición (política).
frentado. αντίπραξη [andípraksi] (nyf.) resisten­
αντιμιλώ [andimiló] (v.) contradecir, cia, oposición,
replicar, contestar, αντιπροεδρία [andiproedría] (nyf.) vi­
αντιναύαρχος [andinávarjos] (n./m.) cepresidencia,
vicealmirante, αντιπρόεδρος [andipróedros] (n./m.)
αντίξοος [andíksoos] (adj.) 1: adverso, vicepresidente,
desfavorable, contrario, 2: difícil, αντιπροσωπεία [andiprosopía] (nyf.)
αντιπάθεια [andipácia] (n./f.) antipa­ 1: representación, diputación, 2: de­
tía, aversión, repugnancia, animosi­ legación.
dad. αντιπροσωπευτικός [andiprosopefti-
αντιπαθητικός [andipaciticós] (adj.) 1: cós] (adj.) representativo, configura-
antipático, desagradable, 2: detesta­ tivo, figurativo,
ble, abominable, odioso, αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] (v.)
αντιπαθώ [andipazó] (v.) detestar, abo­ representar, configurar, figurar,
rrecer. αντιπρόσωπος [andiprósopos] (nym.)
αντίπαλος [andípalos] (nym.) adversa­ representante, agente, apoderado,
rio, rival, enemigo, competidor, an­ ανηπρύτανης [andiprítanis] (n./m.)
tagonista, vicerrector,
αντιπαραβάλλω [andiparaválo] (v.) αντίρρηση [andírisi] (n./f.) objeción,
comparar, confrontar, contrastar, contradicción, reparo · προβάλλω
contraponer. αντιρρήσεις- poner reparos.

578
αντιρρησίας [andírisias] (n./m.) obje- αντίτιμο [andítimo] (nVn.) valor, pre­
tor · αντιρρησίας συνείδησης- obje- cio, equivalente,
torde conciencia, αντίτυπο [andítipo] (n./n.) ejemplar,
αντισεισμικός [andisismicós] (adj.) an­ copia, réplica, calco, reproducción,
tisísmico. αντίφαση [andífasi] (nVf.) contradi­
αντισηπτικός [andisipticós] (adj.) an­ cción, contrasentido,
tiséptico, desinfectante, αντιφάσκω [andifásco] (v.) contrade­
αντίσκηνο [andísquino] (n./n.) tienda cirse.
de campaña, αντιφατικός [andifaticós] (adj.) con­
αντισταθμίζω [andistazmídso] (v.) com­ tradictorio, discordante,
pensar, contrabalancear, contrapesar, αντίχειρας [andíjiras] (n./m.) dedo
equilibrar. pulgar.
αντιστάθμισμα [andistázmisma] (n/n.) αντίχριστος [andíjristos] (n./m.) anti­
compensación, contrapeso, equilibrio, cristo.
αντίσταση [andístasi] (n7f.) 1: resistencia, αντλία [andlía] (n./f.) bomba, surtidor
oposición, aguante, 2: (Fís.) impedan- • πυροσβεστική αντλία- bomba de
cia. incendios · αντλία βενζίνης- surtidor
αντιστέκομαι [andistécome] (v.) resi­ de gasolina,
stirse, oponerse, contrarrestar, αντλώ [andló] (v.) bombear, extraer,
αντιστοιχία [andistijía] (n./f.) corre­ αντοχή [andojí] (n./f.) resistencia,
spondencia, correlación, equivalen­ aguante.
cia. άντρο [ándro] (n7n.) antro, cueva, ca­
αντίστοιχος [andístijos] (adj.) correspo­ verna, gruta,
ndiente, correlativo, equivalente, αντωνυμία [andonimía] (n./f.) (Gram.)
αντιστοιχώ [andistijó] (v.) corresponder, pronombre,
coincidir, concordar, αντωνυμικός [andonimicós] (adj.) pro­
αντιστράτηγος [andistrátigos] (n./m.) nominal.
teniente general, ανυδρία [anidría] (n./f.) sequía, falta
αντιστρέφω [andistréfo] (v.) invertir, de agua, aridez,
cambiar de sentido, ανυπακοή [anipacoí] (n./f.) desobe­
αντίστροφα [andístrofa] (adv.) al re­ diencia, insubordinación, desacato,
vés, inversamente, contrariamente, ανυπάκουος [anipácuos] (adj.) de­
αντιστροφή [andistrofí] (n./f.) inver­ sobediente, insubordinado,
sión, alternación, ανυπαρξία [aniparksía] (n./f.) inexis­
αντίστροφος [andístrofos] (adj.) in­ tencia, ausencia,
verso, contrario, ανυπεράσπιστος [aniperáspistos] (adj.)
αντισυλληπτικός [andisilipticós] (adj.) indefenso,
anticonceptivo, ανυπέρβλητος [anipérvlitos] (adj.) in­
αντισυνταγματικός [andisindagma- superable, inmejorable, invencible,
ticós] (adj.) inconstitucional, ανυπεύθυνος [anipéfcinos] (adj.) irres­
αντιτάσσομαι [anditásome] (v.) opo­ ponsable.
nerse, resistirse, ser contrario a. ανυπόγραφος [anipógrafos] (adj.) sin
αντιτάσσω [anditáso] (v.) oponer, firmar, sin firma,
contrarrestar, adversar. ανυπόδητος [anipóditos] (adj.) 1: des­

579
ανυπόληπτος

calzo, 2: despojado, cima · ανώτατο όριο- límite, máxi­


ανυπόληπτος [anipóliptos] (adj.) des­ mo.
preciado, menospreciado, de mala ανώτερος [anóteros] (adj.) 1: superior,
fama. mayor, 2: mejor, primacial, 3: avan­
ανυποληψία [anipolipsía] (nVf.) des­ zado.
precio, menosprecio, deshonor, des­ ανώφελος [anófelos] (adj.) inútil, in­
crédito. fructuoso, vano,
ανυπολόγιστος [anipológuistos] (adj.) άξενος [áksenos] (adj.) inhospitalario,
1: incalculable, inmesurable, 2: inesti­ inhóspito,
mable, invaluable. αξεπέραστος [aksepérastos] (adj.)
ανυπόμονα [anipómona] (adv.) impa­ insuperable,inmejorable,
cientemente, άξεστος [áksestos] (adj.) grosero, rudo,
ανυπομονησία [anipomonisía] (nyf.) patán, palurdo,
impaciencia, αξέχαστος [akséjastos] (adj.) inolvida­
ανυπόμονος [anipómonos] (adj.) im­ ble, imborrable,
paciente. αξία [aksía] (nVf.) 1: valor, precio, méri­
ανυπομονώ [anipomonó] (v.) impa­ to, valía, 2: (dinero) importe, tasa,
cientarse, estar impaciente, αξιαγάπητος [aksiagápitos] (adj.)
ανύποπτος [anípoptos] (adj.) insospe­ agradable, grato, cariñoso,
chado, inesperado, αξιέπαινος [aksiépenos] (adj.) loable,
ανυπότακτος [anipótactos] (adj.) in­ laudable, benemérito, meritorio,
sumiso, insubordinado, rebelde, αξίζω [aksídso] (v.) 1: valer, merecer,
ανυπόφορος [anipóforos] (adj.) inso­ meritar, 2: (precio) costar,
portable, inaguantable, αξιοζήλευτος [aksiodsíieftos] (adj.) en­
ανυψώνω [anipsóno] (v.) 1: alzar, le­ vidiable, deseable,
vantar, elevar, ascender, encaramar, αξιοθαύμαστος [aksiozávmastos] (adj.)
2: (bandera) izar, admirable, asobroso, maravilloso,
ανύψωση [anípsosi] (nVf.) alzamiento, αξιοθέατος [aksiocéatos] (adj.) digno
subida, elevación, ascenso, de ver.
ανώδυνος [anódinos] (adj.) indoloro, αξιοθρήνητος [aksiozrínitos] (adj.) la­
anodino, sin dolor, mentable, lastimoso, deplorable,
ανωμαλία [anomalía] (nVf.) anomalía, αξιολάτρευτος [aksiolátreftos] (adj.)
irregularidad, desigualdad, deformi­ adorable, primoroso, gracioso,
dad. αξιόλογα [aksióloga] (adv.) maravillo­
ανώμαλος [anómalos] (adj.) anómalo, samente, perfectamente, notable­
anormal, irregular, aberrante, antina­ mente.
tural. αξιόλογος [aksiólogos] (adj.) impor­
ανώνυμος [anónimos] (adj.) anónimo, tante, considerable, insigne, digno
innominado, no identificado, de mención,
ανώριμος [anórimos] (adj.) 1: (perso­ αξιολύπητος [aksiolfpitos] (adj.) lasti­
na) inmaduro, 2: (fruta) fresco, verde, moso, deplorable, digno de lástima,
ανώτατος [anótatos] (adj.) el más alto, αξιομίμητος [aksiomímitos] (adj.) imi­
el más elevado, supremo, cimero · table, digno de ser imitado,
ανώτατο σημείο- augue, apogeo, αξιοπαρατήρητος [aksioparatíritos]

580
απαιτητός

(adj.) notable, destacable, observa­ do, indeterminado, vago,


ble. άοσμος [áosmos] (adj.) inodoro,
αξιόπιστος [aksiópistos] (adj.) 1: di­ απαγγελία [apagkelía] (n./f.) recita­
gno de confianza, fiable, 2: cumpli­ ción, lectura,
dor. απαγγέλλω [apagkélo] (v.) recitar,
αξιοπρέπεια [aksioprépia] (n7f.) di­ leer.
gnidad, consideración, decoro, απαγόρευση [apagórefsi] (nVf.) prohi­
αξιοπρεπής [aksioprepís] (adj.) digno, bición, impedimiento, abolición,
respetable, decoroso, dignificado, απαγορεύω [apagorévo] (v.) prohibir,
άξιος [áksios] (adj.) merecedor, esti­ impedir.
mable, honorable, acreedor, απαγχονίζω [apagjonódso] (v.) ahor­
αξιοσέβαστος [aksiosévastos] (adj.) car, colgar,
respetable, apreciable. απαγχονισμός [apagjonismós] (n7m.)
αξιοσημείωτος [aksiosimíotos] (adj.) ahorcadura,
notable, destacable, considerable, απάγω [apágo] (v.) raptar, secuestrar,
conmemorable, abducir.
αξιότιμος [aksiótimos] (adj.) honora­ απαγωγέας [apagoguéas] (n./m.) rap­
ble, estimable, apreciable, digno, tor, secuestrador abductor, plagia-
αξίωμα [aksíoma] (nVn.) axioma, di­ dor.
gnidad, cargo, απαγωγή [apagoguí] (n./f.) rapto, se­
αξιωματικός [aksiomaticós] (nVm.) cuestro, secuestración,
oficial, axiomático, αποθανατίζω [apazanatídso] (v.) in­
αξιώνομαι [aksiónome] (v.) dignarse, mortalizar,
αξιώνω [aksióno] (v.) exigir, reclamar, απάθεια [apácia] (n7f.) 1: impasibili­
demandar, pedir, dad, apatía, impavidez, 2: insensibi­
αξίωση [aksíosi] (nVf.) 1: pretensión, 2: lidad, indiferencia,
exigencia, demanda, reclamación, απαθής [apacís] (adj.) 1: impasible,
άξονας [áksonas] (n7m.) 1: eje, 2: pi­ apático, impávido, idolente, 2: indi­
vote, árbol, ferente.
αξύριστος [aksíristos] (adj.) sin afeitar, απαίδευτος [apédeftos] (adj.) 1: incul­
αόμματος [aómatos] (adj.) invidente, to, 2: ignorante, grosero,
ciego. απαισιοδοξία [apesiodoksía] (nVf.) pe­
άοπλος [áoplos] (adj.) desarmado, no simismo, negatividad.
armado. απαισιόδοξος [apesiódoksos] (adj.)
αόρατος [aóratos] (adj.) 1: invisible, 2: pesimista,
imperceptible, απαίσιος [apésios] (adj.) 1: horrible,
αόριστα [aórista] (adv.) indefinida­ horroroso, atroz, 2: fatal, desastroso,
mente. desagradable,
αοριστία [aoristía] (nVf.) indetermina­ απαίτηση [apétisi] (nyf.) 1: exigencia,
ción, imprecisión, reclamación, demanda, petición, 2:
αοριστολογία [aoristologuía] (nVf.) pretensión,
vaguedad, απαιτητικός [apetiticós] (adj.) exige­
αόριστος [aóristos] 1: (n./m.) (Gram.) nte.
pretérito indefinido, 2: (adj.) indefini­ απαιτητός [apetitós] (adj.) exigible.

581
απαιτώ [apetó] (ν.) exigir, reclamar, re­ admisible, inaceptable,
querir, pedir, demandar, απαραίτητα [aparétita] (adv.) indis­
απαλείφω [apalífo] (v.) 1: suprimir, pensablemente, necesariamente,
obliterar, 2: (Mat.) destruir, απαραίτητος [aparétitos] (adj.) obli­
απαλλαγή [apalaguí] (n./f.) 1: libera­ gatorio, indispensable, necesario,
ción, exención absolución, 2: desen­ απαράλλακτος [aparálactos] (adj.)
redo, exculpación, descargo, idéntico, indistinto, indiferenciado,
απαλλάσσω [apaláso] (v.) 1: liberar, igual.
dispensar, eximir, exonerar, 2: absol­ απαράμιλλος [aparámilos] (adj.) in­
ver, exculpar, comparable, inigualable,
απαλλοτριώνω [apalotrióno] (v.) ex­ απαρασκεύαστος [aparasquévastos]
propiar, enajenar, (adj.) desprevenido,
απαλλοτρίωση [apalotríosi] (n./f.) ex­ απαρατήρητος [aparatíritos] (adj.) in­
propiación, enajenación, advertido, desapercibido,
απαλός [apalós] (adj.) suave, delicado, απαρέμφατο [aparémfato] (n./n.)
tierno, blando, mórbido, (Gram.) infinitivo,
απαλότητα [apalótita] (n./f.) suavidad, απαρέσκεια [aparésquia] (n7f.) des­
dulzura, delicadeza, conformidad, disgusto, desagrado,
απαλύνω [apalíno] (v.) suavizar, cal­ απαρηγόρητος [aparigóritos] (adj.)
mar, ablandar, adulzar, inconsolable, desconsolado,
απάνθισμα [apáncisma] (n7n.) florile­ απαριθμώ [aparizmó] (v.) enumerar,
gio, compendio, recopilación, contar.
απανθρακώνω [apanzracóno] (v.) car­ απαρνούμαι [aparnúme] (v.) renegar,
bonizar. renunciar, repudiar, abnegarse,
απανθρωπιά [apanzropiá] (n7f.) cruel­ απαρτία [apartía] (n./f.) quórum.
dad, inhumanidad, atrocidad, bruta­ απαρτίζω [apartídso] (v.) 1: componer,
lidad. 2: constituir, integrar,
απάνθρωπος [apánzropos] (adj.) cruel, απαρχή [aparjí] (n./f.) principio, co­
inhumano, atroz, bárbaro, brutal, des­ mienzo.
humanizado, desalmado, απασχόληση [apasjólisi] (n./f.) ocupa­
απάντηση [apándisi] (n./f.) respuesta, ción, actividad,
contestación, réplica, απασχολώ [apasjoló] (v.) 1: (trabajo)
απαντώ [apandó] (v.) responder, con­ emplear, dar trabajo, 2: (teléfono)
testar, replicar, ocupar, 3: (distraer) entretener,
απαξιώνω [apaksióno] (v.) desdeñar, απατεώνας [apateónas] (nVm.) estafa­
despreciar, dor, impostor, engañador, tramposo,
απαράβατος [aparávatos] (adj.) invio­ embustero,
lable. απάτη [apáti] (nyf.) 1: estafa, engaño,
απαραβίαστος [aparavíastos] (adj.) in­ fraude, embaucamiento, decepción,
violable, no violado, 2: bulo, patraña,
απαράγραπτος [aparágraptos] (adj.) απατηλός [apatilós] (adj.) engañoso,
imprescriptible, inalienable, inaje­ falso, deceptivo, ilusivo,
nable. απατώ [apató] (v.) estafar, engañar,
απαράδεκτος [aparádectos] (adj.) in­ defraudar, embaucar.

582
απβχθής

απείθεια [apícia] (n./f.) desobediencia, libramiento,


indisciplina, insubordinación, des­ απέναντι [apénandi] (adv.) enfrente
acato. (de), frente (a), ante · τον έκλεψ α ν
απειθής [apicís] (adj.) desobediente, μπροστά στα μάτια του- le robaron
insubordinado, desmandado, ante sus ojos,
απειθώ [apizó] (v.) desobedecer, re­ απένταρος [apéndaros] (adj.) sin un
belarse. duro, sin dinero,
απεικονίζω [apiconídso] (v.) represen­ απέραντος [apérandos] (adj.) inmen­
tar, plasmar, reproducir, retratar, so, infinito, interminable, ilimitable.
απεικόνιση [apicónisi] (n./f.) repre­ απεργία [aperguía] (nVf.) huelga,
sentación, pintura, reproducción, paro.
retrato. απεργός [apergós] (adj.) huelguista,
απειλή [apilí] (n./f.) amenaza, amago, απεργώ [apergó] (v.) estar en huelga,
conminación, απερίγραπτος [aperígraptos] (adj.)
απειλητικός [apiliticós] (adj.) amena­ indescriptible, incalificable,
zante, amenazador, απεριόριστος [aperióristos] (adj.) ili­
απειλώ [apiló] (v.) amenazar, amagar, mitado.
intimizar, conminar, απεριποίητος [aperipíitos] (adj.) des­
απειρία [apiría] (n./f.) 1: inexperiencia, cuidado, abandonado, arrinconado,
impericia, 2: inmadurez, desaliñado,
άπειρος [ápiros] (adj.) 1: (sin experien­ απερίσκεπτος [aperísqueptos] (adj.)
cia) inexperto, inexperimentado, imprudente, insensato, descuidado,
amateur, barbilampiño, 2: (sin ñn) απερισκεψία [aperisquepsía] (nVf.)
infinito. imprudencia, insensatez, irreflexión,
απέλαση [apélasi] (nVf.) expulsión, απερίσπαστος [aperíspastos] (adj.) no
destierro, deportación, distraído, sin distracción,
απελαύνω [apelávno] (v.) expulsar, ex­ απέριττος [apéritos] (adj.) simple, sen­
peler, eyectar. cillo, escuerto, modesto,
απελευθερώνω [apelefceróno] (v.) li­ απέρχομαι [apérjome] (v.) irse, mar­
berar, librar, libertar, charse, partir,
απελευθέρωση [apelefcérosi] (n./f.) απεσταλμένος [apestalménos] (adj.)
liberación, libramiento, redención, enviado, delegado, emisario, emba­
απελευθερωτής [apelefcerotls] (n./m.) jador.
liberador, libertador, απευθείας [apefcías] (adv.) directa­
απελπίζω [apelpídso] (v.) desesperar, mente.
desaprobar, απευθύνομαι [apefcínome] (v.) diri­
απελπισία [apelpisía] (nVf.) desespe­ girse (a).
ración, desesperanza, απεχθάνομαι [apejzánome] (v.) de­
απελπισμένος [apelpisménos] (adj.) testar, sentir aversión, odiar, aborre­
desesperado, desalentado, descora­ cer, desamar,
zonado. απέχθεια [apéjcia] (n./f.) detestación,
απελπιστικός [apelpisticós] (adj.) des­ aversión, repugnancia, odio, aborre­
esperante, cimiento.
απεμπλοκή [apebloquí] (n./f.) escape, απεχθής [apejcís] (adj.) repugnante.

583
απέχω

odioso, detestante, aborrecible, απλότητα [aplótita] (n./f.) 1: simpli­


απέχω [apéjo] (v.) distar, cidad, sencillez, 2: ingenuidad, ino­
απήχηση [apíjisi] (nyf.) resonancia, cencia, 3: llaneza,
eco. άπλυτος [áplitos] (adj.) no lavado, su­
απηχώ [apijó] (v.) resonar, retumbar, cio.
άπιαστος [ápiastos] (adj.) 1: no cogi­ άπλωμα [áploma] (n./n.) 1: extensión,
do, 2: nuevo, intacto, 3: elusivo, 2: (ropa) acción de tender,
απίδι [apídi] (n7n.) pera, απλώνω [aplóno] (v.) 1: (ropa) tender,
απιδιά [apidiá] (nyf.) peral, 2: extender, esparcir, desparramar,
απίθανος [apízanos] (adj.) improba­ disemar.
ble, dudoso, inverosímil, απλώστρα [aplóstra] (n./f.) tendede­
απίστευτα [apístefta] (adv.) increíble­ ro.
mente. από [apó] (prep.) de, desde, a partir de
απίστευτος [apísteftos] (adj.) increí­ • βγαίνω από το σπίτι- salir de casa ·
ble, inaudible, είμαι από την Ελλάδα- soy de Grecia
απιστία [apistía] (n./f.) incredulidad, • από το μπαλκόνι μου φαίνεται η
desconfianza, infidelidad, deslealtad θάλασσα- desde mi balcón se ve el
• συζυγική amaría- la infidelidad mar · δεν τον ξαναείδα από τότε- no
conyugal, le he visto a partir de entonces.
άπιστος [ápistos] (adj.) incrédulo, des­ αποβάθρα [apovázra] (n./f.) 1: (tren,
confiado, infiel, metro) andén, 2: plataforma, estrado,
απλά [aplá] (adv.) simplemente, senci­ peana.
llamente, αποβαίνω [apovéno] (v.) resultar, sur­
απλανής [aplanís] (adj.) estable, fijo, gir.
άπλαστος [ápiastos] (adj.) 1: no for­ αποβάλλω [apoválo] (v.) 1: (echar)
mado, 2: inmaduro, tirar, 2: expulsar, expeler, despedir,
άπλετος [ápletos] (adj.) abundante, eyactar, 3: (mujer embarazada) abor­
inmenso. tar.
απλήρωτος [aplírotos] (adj.) no paga­ απόβαρο [apóvaro] (nVn.) tara,
do, impagado, insoluto, απόβαση [apóvasi] (nyf.) 1: (nave,
απληστία [aplistía] (n./f.) insaciabili- avión) desembarco, desembarque,
dad, avidez, 2: descenso,
άπληστος [áplistos] (adj.) insaciable, αποβιβάζω [apovivádso] (v.) 1: des­
ávido, ambicioso, codicioso, embarcar, 2: descender,
απλοϊκός [aploicós] (adj.) simple, sen­ αποβλακώνω [apovlacóno] (v.) 1:
cillo, ingenuo, cándido, candoroso, atontar, alelar, embobar, arrocinar, 2:
απλοϊκότητα [aploicótita] (nyf.) sim­ anonadar,
plicidad, sencillez, ingenuidad, αποβλάκωση [apovlácosi] (nyf.) 1: aton­
απλοποίηση [aplopíisi] (nyf.) simplifi­ tamiento, 2: anonadamiento, 3: asom­
cación, facilitación, bro, estupefacción,
απλοποιώ [aplopió] (v.) simplificar, αποβλέπω [apovlépo] (v.) aspirar, de­
facilitar. sear.
απλός [aplós] (adj.) simple, sencillo, απόβλητος [apóvlitos] (adj.) rechaza­
fácil. ble, rechazado.

584
απόδραση

αποβολή [apovolí] (nVf.) 1: expulsión, αποδεικνΰω [apodicnío] (v.) 1: demo­


eliminación, 2: (mujer embarazada) strar, evidenciar, probar, mostrar, cons­
aborto. tatar, 2: (en eljudgado) atestiguar,
απόγειο [apóguio] (n./n.) 1: apogeo, αποδεικτικός [apodicticós] (adj.) de­
auge, cénit, 2: cima, climax, cúspide. mostrativo, concluyente,
απογειώνομαι [apoguiónome] (v.) des­ απόδειξη [apódiksi] (n7f.) 1: eviden­
pegarse. cia, prueba, comprobante, 2: (com­
απογείωση [apoguíosi] (n./f.) despe­ pras) recibo, factura,
gue. αποδεκατίζω [apodecatídso] (v.) die­
απόγευμα [apóguevma] (nVn.) tarde zmar.
• τα λέμε το απόγευμα- nos vemos αποδέκτης [apodéctis] (n./m.) rece­
por la tarde, ptor, perceptor, destinatario, acep­
απογευματινός [apoguevmatinós] (adj.) tante.
de la tarde, vespertino, αποδεκτός [apodectós] (adj.) 1: ace­
απόγνωση [apógnosi] (n7f.) 1: des­ ptable, aceptado, aprobado, 2: admi­
esperación, desesperanza, 2: abati­ sible, admitido,
miento. αποδέχομαι [apodéjome] (v.) 1: ace­
απογοήτευση [apogoítefsi] (nVf.) ptar, aprobar, adir, 2: admitir, 3: aco­
decepción, desengaño, desilusión, ger.
desencanto, αποδημητικός [apodimiticós] (adj.)
απογοητευτικός [apogoitefticós] (adj.) migratorio,
que desepciona, que desengaña, αποδημία [apodimía] (n./f.) migra­
απογοητεύω [apogoitévo] (v.) de­ ción.
cepcionar, desengañar, desilusionar, αποδημώ [apodimó] (v.) emigrar, ex­
defraudar, patriarse.
απόγονος [apógonos] (n./m.) descen­ αποδίδω [apodldo] (v.) rendir, produ­
diente, hijo, hija, cir, atribuir, asignar, achacar,
απογραφή [apógrafo (nVf.) empadro­ αποδιοργανώνω [apodiorganóno] (v.)
namiento, censo, registro, inventario, 1: desorganizar, desordenar, 2: des­
inscripción, arreglar.
απογράφω [apográfo] (v.) empadro­ αποδιώχνω [apodiójno] (v.) rechazar,
nar, censa, registrar, inscribir, hacer αποδοκιμάζω [apodoquimádso] (v.)
un inventario, desaprobar, reprobar, desfavorecer,
απογυμνώνω [apoguimnóno] (v.) 1: deplorar.
desnudar, despojar, 2: (metáf.) (ro­ αποδοκιμασία [apodoquimasía] (nVf.)
bar) desvalijar, desaprobación, reprobación, desfa­
απογύμνωση [apoguímnosi] (n7f.) 1: vor.
desnudamiento, despojamiento, 2: απόδοση [apódosi] (nVf.) 1: rendimien­
(metáf.) (robo) desvalijamiento, to, retribución, 2: (de un escrito) traduc­
αποδεδειγμένος [apodedigménos] (adj.) ción.
1: demostrado, acrisolado, acreditado, αποδοχή [apodojíl (n./f.) 1: acepta­
2: comprobado, evidente · αποδεδειγ­ ción, aprobación, admisión, 2: aco­
μένη (δοκιμασμένη) πίστη- una fe gida.
acrisolada. απόδραση [apódrasi] (n A ) huida,

585
αποζημιώνω

evasión, fuga, escapada, αποκαθήλωση [apocacílosi] (nyf.)


αποζημιώνω [apodsimióno] (v.) in­ descendimiento de la cruz · Απο­
demnizar, compensar, resarcir, reco­ καθήλωση- Descendimiento de la
brar. cruz.
αποζημίωση [apodsimíosi] (nVf.) in­ αποκαθιστώ [apocacistó] (v.) 1: resta­
demnización, compensación, reco­ blecer, restituir, reconstruir, 2: rein­
mpensa, reembolso, desagravio, corporar, rehabilitar, reintegrar,
αποθάρρυνση [apozárinsi] (n./f.) des­ αποκαλυπτήρια [apocaliptíria] (n./n.)
aliento, desanimación, abatimiento, pl. inauguración de un monumento
descorazonamiento, o estatua,
αποθαρρυντικός [apozarinticós] (adj.) αποκαλυπτικός [apocalipticós] (adj.)
desalentador, desconsolador, dece­ revelador, apocalíptico,
pcionante, αποκαλύπτω [apocalípto] (v.) descu­
αποθαρρύνω [apozaríno] (v.) desale­ brir, revelar, denunciar, desenmasca­
ntar, desanimar, desconsolar, desco­ rar, divulgar,
razonar, deprimir, αποκάλυψη [apocálipsi] (nVf.) descu­
απόθεμα [apócema] (n7n.) reserva, de­ brimiento, revelación, divulgación,
pósito, acopio, desenmascaramiento ·Αποκάλυψη-
αποθέτω [apocéto] (v.) reservar, de­ Apocalipsis.
positar. αποκαλώ [apocaló] (v.) llamar, nom­
αποθεώνω [apoceóno] (v.) deificar, di­ brar, denombrar.
vinizar, glorificar, dignificar, αποκάμνω [apocánmo] (v.) agotarse,
αποθέωση [apocéosi] (n./f.) apoteosis, extenuarse,
deificación, divinización, αποκαρδιώνω [apocardióno] (v.) des­
αποθηκάριος [apocicários] (n./m.) al­ alentar, desanimar,
macenista, guardalmacén, αποκατάσταση [apocatástasi] (nVf.)
αποθήκευση [apocíquefsi] (nVf.) al­ 1: restablecimiento, restauración,
macenamiento, almacenaje, depó­ restitución, 2: recuperación, rehabi­
sito. litación.
αποθηκεύω [apociquévo] (v.) 1: alma­ απόκεντρος [apóquendros] (adj.) ale­
cenar, depositar, 2: acopiar, guardar jado, retirado, fuera del centro,
en granero, αποκεντρώνω [apoquendróno] (v.)
αποθήκη [apocíqui] (n./f.) 1: almacén, descentralizar, distribuir,
depósito, 2: (comida) despensa, 3: αποκέντρωση [apoquéndrosi] (nVf.)
(vino) bodega, descentralización,
αποθρασύνομαι [apozrasínome] (v.) αποκεφαλίζω [apoquefalídso] (v.) 1:
desvergonzarse, descararse, descabezar, decapitar, 2: degollar,
αποικία [apiquía] (n./f.) colonia, guillotinar, 3: ejecutar, matar,
αποικιακός [apiquiacós] (adj.) colo­ αποκεφαλισμός [apoquefalismós]
nial. (n./m.) 1: descabezamiento, decapi­
αποικίζω [apiquídso] (v.) colonizar, tación, 2: degollación, desgüello, 3:
civilizar. ejecución,
άποικος [ápicos] (n./m.) emigrante, αποκηρύσσω [apoquiríso] (v.) 1: ex­
colono, colonizador. comulgar, 2: renegar, reprobar, repu­

586
απολογία

diar, rechazar, αποκρίνομαι [apocrínome] (v.) con­


αποκλεισμός [apoclismós] (n./m.) 1: testar, responder, replicar,
bloqueo, exclusión, exepción, ase­ απόκριση [apócrisi] (n./f.) respuesta,
dio, obstrucción, 2: boicoteo, contestación, réplica,
αποκλειστικά [apoclisticá] (adv.) exclu­ απόκρουση [apócrusi] (n./f.) rechazo,
sivamente, únicamente, solamente, repulsión, rechazamiento, asco, re­
αποκλειστικός [apoclisticós] (adj.) ex­ pugnancia,
clusivo, único · αποκλειστικό δικαί­ αποκρουστικός [apocrusticós] (adj.)
ωμα- derecho exclusivo, repulsivo, repugnante, aborrecible,
αποκλειστικότητα [apoclisticótita] αποκρούω [apocrúo] (v.) rechazar, re­
(n./f.) exclusividad · έχω την απο­ pulsar, aborrecer,
κλειστικότητα- tener la exclusiva, αποκρύπτω [apocrípto] (v.) 1: ocultar,
αποκλείω [apoclío] (v.) excluir, excep­ esconder, encubrir, disimular, 2: ca­
tuar, bloquear, muflar, disfrazar,
απόκληρος [apócliros] (adj.) 1: des­ αποκρυσταλλώνω [apocristalóno] (v.)
heredado, 2: marginado, excluido, 3: cristalizar.
desgraciado, desechado, απόκρυφος [apócrifos] (adj.) oculto,
αποκληρώνω [apocliróno] (v.) 1: des­ secreto, enigmático, críptico,
heredar, 2: excluir, απόκρυψη [apócripsi] (n7f.) disimulo,
αποκλήρωση [apoclírosi] (n./f.) des­ ocultación, encubrimiento,
heredamiento, απόκτημα [apóctima] (n./n.) adquisi­
αποκλίνω [apoclíno] (v.) 1: inclinar, ción.
declinar, 2: divergir, desviarse, αποκτήνωση [apoctínosi] (nyf.) em­
απόκλιση [apóclisi] (nVf.) 1: inclina­ brutecimiento, degradación,
ción, declinación, 2: divergencia, απόκτηση [apóctisi] (n7f.) 1: (algo
desvío, desviación, apto) adquisición, 2: (no apto) obten­
αποκοιμιέμαι [apoquimiéme] (v.) dormi­ ción, conseguimiento, logro,
rse, quedarse dormido, adormecerse, αποκτώ [apoctó] (v.) adquirir, obtener,
αποκοιμίζω [apoquimídso] (v.) dor­ conseguir, lograr,
mir, adormilar, amodorrar, απολαμβάνω [apolamváno] (v.) dis­
αποκομίζω [apocomídso] (v.) llevar frutar, gozar, aprovechar,
consigo. απόλαυση [apólafsi] (n./f.) placer, dis­
αποκοπή [apocopí] (nyf.) 1: corte, frute, gozo, deleite, delectación,
separación, amputación, 2: (Gram.) απολαυστικός [apolafsticós] (adj.)
apócope. delicioso, deleitable, deleitoso, agra­
αποκόπτω [apocópto] (v.) cortar, se­ dable.
parar, amputar, cercenar, απολίθωμα [apolízoma] /(nVn.) 1: fó­
αποκορύφωμα [apocorífoma] (n7n.) sil, petrificación, 2: resto,
colmo, auge, απολιθώνω [apolizóno] (v.) petrificar,
απόκρημνος [apócrimnos] (adj.) es­ fosilizar.
carpado, abrupto, anfractuoso, acan­ απολίτιστος [apolítistos] (adj.) no civi­
tilado. lizado, rudo, bárbaro, cruel, palurdo,
αποκριά [apocriá] (n7f.) carnaval, mas­ απολογία [apologuía] (nyf.) 1: defensa,
carada. justificación, apología, 2: disculpa.

587
απολογισμός

απολογισμός [apologuismós] (n./m.) memorizar, oprender de memoria,


balance, cálculo, απομονώνω [apomonóno] (v.) aislar,
απολογούμαι [apologúme] (v.) 1: de­ separar, apartar, enclaustar.
fenderse, 2: disculparse, excusarse, απομόνωση [apomónosi] (n./f.) aisla­
alegar. miento, separación,
απολυμαίνω [apoliméno] (v.) 1: desin­ απομονωτήριο [apomonotírio] (n./n.)
fectar, 2: limpiar, lugar de aislamiento, reclusión,
απολύμανση [apolímansi] (n./f.) des­ απομονωτικός [apomonoticós] (adj.)
infección. aislador, aislante,
απόλυση [apólisi] (n./f.) despido, des­ απομυθοποιώ [apomi6opió] (v.) des­
pedida. mitificar.
απόλυτα [apólita] (adv.) absolutame­ απονεκρώνω [aponecróno] (v.) mor­
nte, totalmente, tificar.
απολυταρχία [apolitarjía] (nVf.) abso­ απονέμω [aponémo] (v.) conceder, oto­
lutismo, despotismo, autoritarismo, rgar, atribuir, conceder, dispensar,
autocracia, conferir.
απόλυτος [apólitos] (adj.) 1: absoluto, απονενοημένος [aponenoiménos] (adj.)
único, 2: (régimen) autoritario, desesperado,
απολυτρώνω [apolitróno] (v.) liberar, απονήρευτος [aponíreftos] (adj.) ino­
liberalizar, rescatar, redimir, cente, cándido, candoroso, ingenuo,
απολύτρωση [apolítrosi] (n7f.) libera­ απονομή [aponomí] (n./f.) concesión,
ción, redención, salvación, atribución, distribución,
απολύω [apolío] (v.) 1: (del trabajo) άπονος [áponos] (adj.) impasible, in­
despedir, 2: (de la cárcel) soltar, des­ humano, insensible, cruel,
atar, liberar, αποξενώνω [apoksenóno] (v.) enaje­
απόμακρος [apómacros] (adj.) aleja­ nar, distanciar, alejar, alienar,
do, separado, destacado, retirado, αποξένωση [apoksénosi] (nVf.) enaje­
απομάκρυνση [apomácrinsi] (n7f.) nación, distanciamiento, alejamien­
alejamiento, distanciamiento, leja­ to, alienación,
nía. απόξεση [apóksesi] (n7f.) raspado, ras­
απομακρύνω [apomacríno] (v.) alejar, padura, abrasión, fricción, erosión,
apartar, distanciar, desalojar, αποξέω [apokséo] (v.) 1: raspar, raer,
απόμαχος [apómajos] (adj.) veterano, guayar, 2: (Med.) legrar,
απομεινάρι [apominári] (n./n.) resto, αποξηραίνω [apoksiréno] (v.) desecar,
residuo, restante, sobrante, secar.
απομένω [apoméno] (v.) quedar, re­ αποξήρανση [apoksfransi] (n./f.) dese­
star, permanecer, sobrar, cación, secamiento,
απομίμηση [apomímisi] (n7f.) imita­ αποξηραντικός [apoksirandicós] (adj.)
ción, copia, reproducción, desecante, secante,
απομιμούμαι [apomimúme] (v.) imi­ αποπαίρνω [apopérno] (v.) 1: regañar,
tar, copiar, reproducir, falsificar, reñir, 2: desairar, tratar con rudeza,
απομνημονεύματα [apomnimonévma- απόπατος [apópatos] (adj.) retrete,
ta] (n7n.) pl. memorias, απόπειρα [apópira] (n./f.) tentativa,
απομνημονεύω [apomnimonévo] (v.) intento, ensayo, prueba.

588
αποσπώ

αποπειρώμαι [apopiróme] (ν.) inte­ desperdicio, escombro,


ntar, ensayar, probar, απορρίπτω [aporípto] (v.) 1: negar,
αποπέμπω [apopémbo] (v.) mandar denegar, declinar, 2: rehusar, recha­
fuera, despedir, rechazar, desterrar, zar, desaprobar,
deportar. απόρριψη [apóripsi] (n./f.) negativa,
αποπερατώνω [apoperatóno] (v.) aca­ rechazo.
bar, terminar, concluir, finalizar, απόρροια [apória] (nyf.) 1: conse­
αποπεράτωση [apoperátosi] (nyf.) cuencia, derivación, 2: efecto, resu­
finalización, fin, cumplimiento, aca­ ltado, 3: fruto,
bamiento, terminación, απορρόφηση [aporófisi] (n./f.) abso­
αποπλάνηση [apoplánisi] (nyf.) 1: rción, permeabilidad,
seducción, engaño, 2: corrupción, απορροφητικός [aporofiticós] (adj.)
perversión, absorbente, permeable,
αποπλανώ [apoplanó] (v.) 1: seducir, απορροφώ [aporofó] (v.) absorber, im­
engañar, atraer, 2: corromper, per­ pregnar.
vertir, sobornar, απορώ [aporó] (v.) dudar, preguntar­
αποπλέω [apopléo] (v.) 1: (Mar.) zar­ se.
par, 2: salir, αποσαφηνίζω [aposafinídso] (v.) acla­
αποπληξία [apopliksfa] (nyf.) apople­ rar, clarificar, dilucidar,
jía. απόσβεση [apósvesi] (nyf.) 1: liquida­
απόπλους [apóplus] (nym.) salida, ción, amortización, 2: abono, retri­
αποπνέω [apopnéo] (v.) exhalar, expi­ bución.
rar, espirar, αποσβόλωση [aposvólosi] (nyf.) ato­
αποπνικτικός [apopnicticós] (adj.) 1: londramiento, aturdimiento,
sofocante, asfixiante, agobiante, 2: αποσιώπηση [aposiópisi] (nyf.) 1: si­
bochornoso, caluroso, lencio, omisión, 2: ocultación, encu­
αποποίηση [apoplisi] (nyf.) negativa, brimiento,
negación, αποσιωπητικά [aposiopiticá] (nyn.)
αποποιούμαι [apopiúme] (v.) negar, pl. puntos suspensivos,
rehusar, rechazar, reherir, αποσιωπώ [aposiopó] (v.) 1: guardar
αποπομπή [apopombí] (nyf.) despido, silencio, callar, omitir, 2: ocultar, en­
expulsión, cubrir.
αποπροσανατολίζω [apoprosanato- αποσκευές [aposquevés] (nyf.) pl. equi­
lldso] (v.) desorientar, paje, maletas, bagaje,
απόρθητος [apórcitos] (adj.) inexpu­ αποσκιρτώ [aposquirtó] (v.) abando­
gnable, inconquistable, impenetra­ nar, desertar, disidir,
ble. αποσκοπώ [aposcopó] (v.) aspirar, an­
anopia [aporía] (nyf.) duda, incerti- siar, pretender,
dumbre. απόσπαση [apóspasi] (nyf.) extrac­
άπορος [áporos] (adj.) pobre, sin re­ ción, separación, arranque, arranca­
cursos, indigente, miento.
απόρρητος [apóritos] (adj.) secreto, απόσπασμα [apóspasma] (n./n.) frag­
confidencial, privado, mento, extracto, destacamento,
απόρριμμα [apórima] (nyn.) desecho, αποσπώ [apospó] (v.) arrancar, extraer,

589
απόσταγμα

desprender, destilar, alejar, jubilación,


απόσταγμα [apóstagma] (n./n.) esen­ αποστρατεύω [apostratévo] (v.) reti­
cia, extracto, rar, conceder el retiro, desmovilizar,
αποστάζω [apostádso] (v.) destilar, απόστρατος [apóstratos] (nym.) reti­
alambicar, rado, ex combatiente, veterano,
αποστακτήρας [apostactíras] (nVm.) αποστρέφομαι [apostréfome] (v.) de­
destilador, alambique, testar, sentir aversión, aborrecer, odiar,
απόσταξη [apóstaksi] (nVf.) destila­ exercar.
ción, alambicamiento, αποστροφή [apostrofí] (n./f.) desvío, re­
απόσταση [apóstasi] (n./f.) 1: distan­ pugnancia, aversión, aborrecimiento,
cia, lejanía, 2: separación, antipatía.
αποστασία [apostasía] (n./f.) rebelión, απόστροφος [apóstrofos] (nyf.) (Gram.)
apostasía, deserción, apóstrofo,
αποστάτης [apostátis] (n./m.) rebelde, αποσύνδεση [aposíndesi] (nyf.) de­
subversivo, apóstata, desertor, rene­ sconexión, desacoplamiento, de­
gado. sunión, aislamiento,
αποστατώ [apostató] (v.) rebelarse, su­ αποσύνθεση [aposíncesi] (nyf.) de­
blevar, apostatar, desertar, renegar, scomposición, decompostura, diso­
αποστειρώνω [apostiróno] (v.) esteri­ lución, desintegración,
lizar, desinfectar, αποσυνθέτω [aposincéto] (v.) de­
αποστείρωση [apostírosi] (nVf.) este­ scomponer, disolver, desintegrar, de-
rilización, desinfección, segragar.
αποστέλλω [apostélo] (v.) enviar, ma­ αποσύρομαι [aposírome] (v.) retirarse,
ndar, expedir, despachar, remitir, re­ jubilarse, recogerse,
mesar. αποσύρω [aposíro] (v.) 1: retirar, alejar,
αποστερώ [aposteró] (v.) privar, robar, sacar, echar fuera, 2: despedir,
despojar. αποσφραγίζω [aposfraguídso] (v.) de­
αποστηθίζω [aposticídso] (v.) apren­ sellar, abrir lo sellado,
der de memoria, αποταμίευση [apotamíefsi] (n./f.) 1:
απόστημα [apóstima] (n./n.) absceso, ahorro, 2: economía,
apostema, acumulación de pus. αποταμιεύω [apotamiévo] (v.) 1: aho­
αποστολέας [apostoléas] (nVm.+f.) rrar, 2: economizar,
remitente, expedidor, emisor, αποτελειώνω [apotelióno] (v.) 1: aca­
αποστολή [apostolí] (nyf.) 1: envío, ex­ bar, terminar, concluir, rematar, 2:
pedición, remesa, 2: misión, matar.
αποστολικός [apostolicós] (adj.) apos­ αποτέλεσμα [apotélesma] (n./n.) re­
tólico. sultado, efecto, consecuencia, coro­
απόστολος [apóstolos] (n7m.) 1: após­ lario, deducción,
tol, 2: predicador, αποτελεσματικά [apotelesmaticá] (adv.)
αποστομώνω [apostomóno] (v.) ce­ eficazmente,
rrar la boca, hacer callar, αποτελεσματικός [apotelesmaticós]
αποστραγγίζω [apostragkídso] (v.) 1: (adj.) eficaz, competente, eficiente,
escurrir, agotar, 2: gastar, útil.
αποστρατεία [apostratía] (n./f.) retiro, αποτελεσματικότητα [apotelesma-

590
αποφθεγματικός

ticótita] (n./f.) eficacia, efectividad, αποτύπωμα [apotípoma] (nyn.) 1:


eficiecia. huella, marca, rastro, 2: estampa,
αποτελμάτωση [apotelmátosi] (n./f.) impreso · δακτυλικό αποτύπωμα-
trminación, acabamiento, acabo, huella dactilar,
αποτελούμαι [apotelúme] (v.) compo­ αποτυπώνω [apotipóno] (v.) 1: esta­
nerse, estar formado, mpar, marcar, grabar, 2: imprimir,
αποτελώ [apoteló] (v.) componer, fo­ αποτυχία [apotijía] (n./f.) fracaso, fallo,
rmar, integrar, construir, derrota, fiasco,
αποτέφρωση [apotéfrosi] (n./f.) inci­ απούλητος [apúlitos] (adj.) no vendi­
neración, cremación, do.
αποτιμώ [apotimó] (v.) tasar, valorar, απουσία [apusía] (nyf.) 1: ausencia,
estimar, justipreciar, falta, 2: inexistencia,
αποτίναγμα [apotínagma] (n./m.) me­ απουσιάζω [apusiádso] (v.) ausentar­
neo. se, faltar.
αποτινάζω [apotinádso] (v.) menear, αποφάγι [apofágui] (n./n.) restos de
agitar. una comida · αποφάγια- desperdi­
απότιση [apótisi] (nyf.) tributo, reem­ cios de comida,
bolso, reintegro, devolución, αποφαίνομαι [apofénome] (v.) decla­
αποτίω [apotío] (v.) tributar, reembo­ rar, explicar, opinar, decidir · απο-
lsar, reintegrar, devolver, φαινομαι υπέρ κάποιου- opino a
αποτολμώ [apotolmó] (v.) atreverse, favor de alguien,
arriesgarse, osar, aventurar, απόφαση [apófasi] (n./f.) 1: decisión,
απότομα [apótoma] (adv.) 1: brusca­ resolución, 2: conclusión* παίρνω
mente, 2: de golpe, de improviso, de απόφαση va κάνω κάτι- echarse el
repente. ruedo.
απότομος [apótomos] (adj.) escarpa­ αποφασίζω [apofasídso] (v.) decidir,
do, abrupto, áspero, brusco · απότο­ sentenciar, decretar, resolver,
μη πτώση- caída repentina, αποφασισμένος [apofasisménos] (adj.)
αποτρέπω [apotrépo] (v.) 1: obstacu­ decidido, resuelto,
lizar, disuadir, desaconsejar, desviar, αποφασιστικά [apofasisticá] (adv.)
2: impedir, decididamente, resueltamente,
αποτρίχωση [apotríjosi] (n./f.) depi­ αποφασιστικός [apofasisticós] (adj.)
lación. decisivo, resuelto, resoluto, acome­
αποτρόπαιος [apotrópeos] (adj.) 1: tedor.
horrible, atroz, aborrecible, 2: ver­ αποφασιστικότητα [apofasisticótita]
gonzoso. (nyf.) decisión, firmeza, resolución,
αποτροπή [apotropí] (n./f.) disuasión, αποφέρω [apoféro] (v.) producir, re­
evitación, descorazonamiento, sultar, ocasionar,
αποτροπιασμός [apotropiasmós] (nym.) αποφεύγω [apofévgo] (v.) evitar, e-
horror, aversión, repulsa, squivar, rehuir, esquivar, eludir,
αποτσίγαρο [apotsígaro] (n./n.) coli­ απόφθεγμα [apófcegma] (nyn.) se­
lla. ntencia.
αποτυγχάνω [apotigjáno] (v.) 1: fraca­ αποφθεγματικός [apofcegmaticós]
sar, 2: fallar, errar, marrar. (adj.) sentencioso.

591
αποφλοίωση

αποφλοίωση [apoflíosi] (η Λ ) descor- αποχωρητήριο [apojoritírio] (n7n.)


tezamiento. retrete, urinario, servicio, aseo,
αποφοίτηση [apofítisi] (n./f.) gradua­ αποχωρίζω [apojorídso] (v.) separar,
ción. alejar, desunir,
απόφοιτος [apófitos] (adj.) titulado, αποχωρισμός [apojorismós] (n7m.)
graduado, diplomado, separación, alejamiento, desunión,
αποφοιτώ [apofitó] (v.) 1: (universi­ αποχωρώ [apojoró] (v.) alejarse, reti­
dad) graduarse, titularse, diplomar­ rarse, marcharse,
se, 2: (colegio) bachillerar, απόψε [apópse] (adv.) esta tarde, esta
αποφορά [apoforá] (η Λ ) mal olor, noche, hoy por la tarde/noche,
peste. άποψη [ápopsi] (η Λ ) perspectiva,
αποφράδα [apofráda] (η Λ ) día ne­ punto de vista, aspecto, enfoque,
fasto. αποψινός [apopsinós] (adj.) de esta
αποφράζω [apofrádso] (v.) obstruir, noche.
atrancar, atascar, bloquear, atorar, απραγματοποίητος [apragmatopíitos]
απόφραξη [apófraksi] (η Λ ) obstru­ (adj.) 1: irrealizable, no realizado, 2: in­
cción, atranque, bloqueo, satisfecho, 3: inalcanzado.
αποφυγή [apofiguí] (nVf.) evitación, άπρακτος [ápractos] (adj.) 1: infru­
rehuída, evasión, ctuoso, no cumplido, no cometido,
αποφυλακίζω [apofilaquídso] (v.) ex­ 2: ocioso, pasivo, perezoso,
carcelar, desencarcelar, liberar, απραξία [apraksía] (η Λ ) 1: inactivi­
αποφυλάκιση [apofíláquisi] (nVf.) ex­ dad, inacción, 2: ociosidad,
carcelación, liberación, απρέπεια [aprépia] (nΛ ) 1: inconve­
απόφυση [apófisi] (η Λ ) (Med.) apó­ niencia, 2: descortesía, grosería, 3:
fisis. inmoralidad, indecencia,
αποχαιρετισμός [apojeretismós] (n./m.) απρεπής [aprepís] (adj.) 1: ineducado,
1: despedida, 2: adiós, descortés, grosero, 2: inmoral, inde­
αποχαιρετιστήριος [apojeretistírios] cente, impúdico,
(adj.) de despedida, απρόβλεπτος [apróvleptos] (adj.) im­
αποχαιρετώ [apojeretó] (v.) despedir­ previsto, imprevisible, inesperado,
se, decir adiós, brusco.
αποχαλίνωση [apojalínosi] (η Λ ) des­ απροειδοποίητος [aproidopíitos] (adj.)
enfreno, disipación, despavación. sin aviso, inesperado, repentino, im­
αποχαύνωση [apojávnosi] (n./f.) lan­ previsto.
guidez, falta de ánimo, απροετοίμαστος [aproetímastos] (adj.)
αποχέτευση [apojétefsi] (η Λ ) alcan­ no preparado, desprevenido, despi­
tarillado, conducción, stado.
αποχή [apojí] (η Λ ) abstención, absti­ απροθυμία [aprocimía] (η Λ ) desinte­
nencia. rés, desgana, tedio, hastío,
απόχη [apóji] (η Λ ) red pequeña, απρόθυμος [aprócimos] (adj.) no dili­
απόχρωση [apójrosi] (η Λ ) 1: tono, gente, no solícito,
matiz, matización, 2: color, απροκάλυπτα [aprocálipta] (adv.) abie­
αποχώρηση [apojórisi] (n./f.) salida, rtamente, francamente, directamente,
retirada, retiro. απροκάλυπτος [aprocáliptos] (adj.)

592
αράζω

abierto, franco, sincero, directo, 3: franco.


απροκατάληπτος [aprocatáliptos] (adj.) απροστάτευτος [aprostáteftos] (adj.)
imparcial, objetivo, equitativo, desprotegido, desamparado, des­
απρομελέτητος [apromelétitos] (adj.) abrigado.
inpensado, imprevisto, repentino, απρόσφορος [aprósforos] (adj.) in­
inesperado, conveniente, impropio, inadecuado,
απρονοησία [apronoisía] (nyf.) impre­ απρόσωπος [aprósopos] (adj.) imper­
visión, imprudencia, irreflexión, sonal.
απρόοπτα [apróopta] (adv.) de impro­ απροφάσιστα [aprofásista] (adv.) 1:
viso, inesperadamente, sin excusa, 2: sin pretexto,
απρόοπτος [apróoptos] (adj.) impre­ άπταιστα [áptesta] (adv.) 1: infalible­
visto, inesperado, mente, correctamente, 2: (hablar)
απροσάρμοστος [aprosármostos] (adj.) con fluidez,
1: inadaptado, inadaptable, incompa­ άπταιστος [áptestos] (adj.) 1: infalible,
tible, 2: desplazado, descentrado, des­ correcto, inequívoco, 2: fluido,
ambientado, άπτερος [ápteros] (adj.) áptero, sin
απρόσβατος [aprósvatos] (adj.) in­ plumas.
transitable, inaccesible, inabordable, απτόητος [aptóitos] (adj.) intrépido,
απρόσβλητος [aprósvlitos] (adj.) in­ atrevido, valiente, arrojado, aucfaz.
atacable, invulnerable, no ofendido, απύρετος [apíretos] (adj.) sin fiebre,
απροσδιόριστος [aprosdióristos] απώθηση [apócisi] (n./f.) rechaza, re­
(adj.) indeterminado, indetermina­ pulsión, repulsa,
ble, indefinido, indefinible, απωθώ [apozó] (v.) rechazar, rehuir,
απροσδόκητα [aprosdóquita] (adv.) rehusar, repeler,
inesperadamente, inadvertidamen­ απώλεια [apólia] (nyf.) pérdida, priva­
te, de repente, ción.
απροσδόκητος [aprosdóquitos] (adj.) απών [apón] (adj.) ausente, ausenta­
inesperado, impensado, imprevisto, do.
imprevisible, απώτατος [apótatos] (adj.) lejano,
απρόσεκτος [aprósectos] (adj.) des­ απώτερος [apóteros] (adj.) el más ale­
cuidado, distraído, desantento. jado, el más lejano,
απροσεξία [aproseksía] (nyf.) descui­ άρα [ára] (conj.) por tanto, por consi­
do, distracción, despiste, omisión, guiente, entonces, así pues,
απρόσιτος [aprósitos] (adj.) inaccesi­ αραβόσιτος [aravósitos] (n./m.) maíz,
ble, inabordable, inalcanzable, αραβούργημα [aravúrguima] (nyn.)
απρόσκλητος [aprósclitos] (adj.) no arabesco,
invitado, no convivado, άραγε [árague] (adv.) quizá(s), tal vez.
απρόσκοπτος [apróscoptos] (adj.) li­ αράδα [aráda] (nyf.) linea, renglón,
bre, no impedido, fila.
απροσπέλαστος [aprospélastos] (adj.) αραδιάζω [aradiádso] (v.) alinear, enu­
inaccesible, inabordable, inalcanza­ merar.
ble, intratable, αράζω [arádso] (v.) 1: (nave) anclar,
απροσποίητος [aprospíitos] (adj.) 1: amarrar, amoromar, atar, 2: (persona)
natural, 2: no fingido, no disimulado, descansar, reposar.

593
αραιά

αραιά [areá] (adv.) espaciadamente. αρθρογραφώ [arzrografó] (v.) escribir


αραιός [areós] (adj.) disperso, esporá­ artículos.
dico, esparcido, ralo, αρθρίτιδα [arzrítida] (n./f.) (Med.) artri­
αραιώνω [areóno] (v.) dispersar, es­ tis, reumatismo,
parcir, diluir, αρθριτικός [arzriticós] (adj.) (Med.) ar­
αραίωση [aréosi] (n./f.) 1: dispersión, trítico, reumático,
dilución, disolución, 2: disminución, άρθρο [árzro] (n./n.) (Gram.) artículo,
αρακάς [aracás] (n./m.) guisante, αρθρώνω [arzróno] (v.) articular, bo­
αράπης [arápis] (n./m.) negro, quear, pronunciar claramente,
αραπίνα [arapína] (n7f.) negra, άρθρωση [órzrosi] (nVf.) articulación,
αράχνη [arájni] (n./f.) araña, locución.
αραχνοΰφαντος [arajnoífandos] (adj.) αρίθμηση [arízmisi] (n./f.) 1: enumera­
tejido fino como una telaraña, ción, numeración, cuenta, recuento,
αργά [argá] (adv.) 1: (modo) lentame­ 2: clasificación,
nte, despacio, 2: (tiempo) tarde •περ­ αριθμητής [arizmitís] (nVm.) (Mat.)
πατάν αργά- camina lentamente · numerador,
μιλάει αργά- habla despacio · είναι αριθμητική [arizmiticó] (n./f.) aritmé­
ήδη πολύ αργά- ya es muy tarde, tica.
αργία [argüía] (n./f.) 1: día festivo, 2: αριθμητικός [arizmiticós] (adj.) nume­
puente. ral, aritmético, cuantitativo,
άργιλος [árguilos] (n./f.) arcilla, αριθμομηχανή [arizmomijaní] (n./f.)
αργοκίνητος [argoquínitos] (adj.) le­ calculador,
nto, despacioso, αριθμός [arizmós] (n7m.) número,
αργοπορία [argoporía] (n./f.) retraso, cantidad, suma,
demora, tardanza, αριθμώ [arizmó] (v.) numerar, enume­
αργοπορώ [argoporó] (v.) tardar, re­ rar, contar,
trasarse, demorarse, άριστα [árista] (adv.) perfectamente,
αργός [argos] (adj.) lento, despacioso, αριστείο [aristío] (nVn.) premio, con­
αργυραμοιβός [arguiramivós] (nVm.) decoración, medalla, distinción,
cambista, αριστερά [aristerá] (adv.) a la izquie­
αργυρός [arguirós] (adj.) de plata, rda.
άργυρος [árguiros] (nVn.) plata, αριστερός [aristerós] (adj.) 1: izquie­
αργώ [argó] (v.) tardar, retrasar(se). rdo, siniestro, 2: (política) izquierdis­
άρδευση [árdefsi] (nVf.) riego, ta.
αρδεύω [ardévo] (v.) regar, irrigar, αριστερόχειρας [aristerójiras] (nVm.)
mojar. mano izquierda, zurdo,
αρέσκεια [arésquia] (n./f.) agrado, αριστεύω [aristévo] (v.) sobresalir,
complacencia, satisfacción, destacar.
αρεστός [arestós] (adj.) agradable, αριστοκράτης [aristocrátis] (n./m.)
grato, complaciente, satisfactorio, aristócrata,
αρέσω [aréso] (v.) gustar, agradar, ape­ αριστοκρατία [aristocratía] (n7f.) ari­
tecer, complacer, stocracia.
αρετή [aretí] (n./f.) 1: virtud, ética, de­ αριστοκρατικός [aristocraticós] (adj.)
cencia, 2: cualidad, don. aristocrático.

594
αρσενικό

άριστος [áristos] (adj.) el mejor, exce­ de sonido armonioso,


lente, exquisito, magnifico, óptimo, αρμόνιο [armónio] (n./n.) armonio,
αριστοτέχνημα [aristotéjnima] (n./n.) άρνηση [árnisi] (nyf.) negación, dene­
obra maestra, gación, negativa,
αριστοτέχνης [aristotéjnis] (n./m.) αρνησίθρησκος [arnisízriscos] (adj.)
gran artista, maestro, renegado,
αριστοτεχνικός [aristotejnicós] (adj.) αρνησικυρία [arnisiquiría] (nyf.) veto,
1: artístico, 2: magistral, extraordi­ derecho de veto,
nario. αρνητικά [arniticá] (adv.) negativa­
αριστούργημα [aristúrguima] (nyn.) mente.
obra de arte, obra maestra, obra αρνητικός [arniticós] (adj.) negativo,
cumbre. adverso,
αριστούχος [aristújos] (adj.) sobresa­ αρνί [arní] (nyn.) cordero,
liente, distinguido, αρνούμαι [arnúme] (v.) 1: negarse, 2:
αρκετός [arquetós] (adj.) bastante, su­ rechazar, rehusar, renunciar, 3: con­
ficiente, adecuado, tradecir, oponerse, declinar, decaer,
αρκούδα [arcúda] (nyf.) oso, osa. άροτρο [árotro] (nyn.) arado,
αρκούμαι [arcúme] (v.) contentarse, αρουραίος [aruréos] (nym.) rata,
darse por satisfecho, άρπα [árpa] (n./f.) arpa,
αρκώ [arcó] (v.) ser suficiente, bastar, αρπάγη [arpági] (n./f.) gancho,
άρμα [árma] (nyn.) carro, carruaje, αρπαγή [arpaguí] (n./f.) 1: saqueo, ra­
cuadriga. piña, 2: robo, hurto, rapto,
αρματοδρομία [armatodromía] (nyf.) αρπάζω [arpádso] (v.) pillar, coger,
carrera de carros, agarrar, afirrar, asir, apresar · αρπάζω
αρματώνω [armatóno] (v.) armar, κρύωμα- coger un resfriado,
aprovisionar, abastecer, αρπακτικός [arpacticós] (adj.) rapaz,
αρμέγω [armégo] (v.) ordeñar, muir, voraz · αρπακτικό πουλί- ave de ra­
lechar. piña.
αρμενίζω [armenídso] (v.) navegar, αρραβώνας [aravónas] (nym.) noviaz­
remar, bogar, go.
άρμη [ármi] (n./f.) salmuera, αρραβωνιάζομαι [aravoniádsome] (v.)
αρμογή [armoguí] (n./f.) coyuntura, prometerse, comprometerse,
αρμόδιος [armódios] (adj.) 1: auto­ αρραβω νιαστικός [aravoñasticós]
rizado, responsable, 2: cualificado, (n./m.) novio,
conveniente, adecuado, αρρενωπός [arenopós] (adj.) viril, va­
αρμοδιότητα [armodiótita] (n./f.) res­ ronil, masculino, vigoroso, macho,
ponsabilidad, competencia, com­ αρρώστια [aróstia] (n./f.) 1: enferme­
promiso. dad, 2: padecimiento, afección, ma­
αρμόζω [armódso] (v.) corresponder, lestar, trastorno,
concordar, ser apropiado, άρρωστος [árostos] (adj.) enfermo,
αρμονία [armonía] (nyf.) armonía, si­ αρρωσταίνω [arosténo] (v.) 1: enfer­
metría, concordia, acuerdo, mar, caer enfermo, 2: indisponerse,
αρμονικός [armonicós] (adj.) 1: armo­ debilitarse, 3: infectarse,
nioso, armónico, 2: (Mús.) unísono, αρσενικό [arsenicó] (nyn.) (Quím.) ar­

595
αρσενικός

sénico. αρχάριος [arjários] (adj.) principiante,


αρσενικός [arsenicós] (adj.) macho, novato, aprendiz, inexperto, novicio,
masculino, varonil, pipiolo.
άρση [ársi] (nVf.) 1: levantamiento, al­ αρχείο [arjío] (n./n.) archivo, fichero,
zamiento, 2: remoción, carpeta.
αρτηρία [artiría] (nVf.) arteria, αρχειοθήκη [arjiocíqui] (n./f.) archiva­
αρτηριοσκλήρωση [artiriosdlrosi] (n7f.) dor, fichero,
(Med.) arteriesclerosis, αρχειοφύλακας [arjiofílacas] (n./m.)
αρτιμελής [artimelís] (adj.) íntegro, archivero,
entero, robusto, fornido, αρχή [arjí] (nVf.) principio, empezó, co­
άρτιος [ártios] (adj.) entero, íntegro, mienzo, origen, arranque,
completo, ileso, αρχηγείο [arjiguío] (n7n.) comandan­
αρτιότητα [artiótita] (nVf.) integridad, cia, cartel general,
rectitud, honradez, αρχηγεύω [arjiguévo] (v.) mandar, diri­
αρτοποιείο [artopiío] (nVn.) panade­ gir, gobernar, capitanear, acaudillar,
ría, tahona, bollería, horno, αρχηγία [arjiguía] (nVf.) mando, jefa­
αρτοποιός [artopiós] (nym.) panade­ tura, mandato,
ro, tahonero, bollero, hornero, αρχηγός [arjigós] (nym.) jefe, capitán,
αρτοπωλείο [artopolío] (n./n.) pana­ caudillo, jerarca, comendero,
dería, bollería, tahona, horno, αρχίατρος [arjíatros] (n7m.) médico
αρτοπώλης [artopólis] (nym.) pana­ jefe.
dero, bollero, tahonero, hornero, αρχιδούκας [arjidúcas] (nym.) archi­
άρτος [ártos] (n./m.) pan. duque.
άρτυμα [ártima] n. condimento, espe­ αρχιεπισκοπή [arjiepiscopí] (nVf.) ar­
cia, aliño. zobispado,
αρχάγγελος [arjágkelos] (nym.) arcá­ αρχιεπίσκοπος [arjiepíscopos] (n./m.)
ngel. arzobispo,
αρχαϊκός [arjaicós] (adj.) arcaico, anti­ αρχιεργάτης [arjiergátis] (n./m.) capa­
cuado, antiguo, viejo, taz, encargado, contramaestre,
αρχαιοκάπηλος [arjeocápilos] (adj.) αρχίζω [arjídso] (v.) empezar, comen­
traficante de antigüedades, zar, iniciar, principiar,
αρχαιολογία [arjeologuía] (nVf.) ar­ αρχικά [arjicá] (adv.) en principio,
queología, principalmente, inicialmente, ante
αρχαιολογικός [arjeologuicós] (adj.) todo, en primer lugar,
arqueológico, αρχικός [arjicós] (adj.) inicial, incipien­
αρχαιολόγος [arjeológos] (nym.) ar­ te, principiante, primerizo,
queólogo, αρχιλογιστής [arjiloguistís] (nym.)
αρχαιοπώλης [arjeopólis] (nym.) an­ jefe de contabilidad .
ticuario. αρχιμάγειρας [arjimáguiras] (nVm.)
αρχαίος [arjéos] (adj.) antiguo, anti­ jefe de cocina,
cuado, arcaico, viejo, αρχιμανδρίτης [arjimandrítis] (nym.)
αρχαιότητα [arjeótita] (nVf.) 1: anti­ archimandrita,
güedad, 2: vejez, ancianidad, αρχιμουσικός [arjimusicós] (nym.)
αρχαιρεσία [arjeresía] (n./f.) elección. maestro de orquesta.

596
ασημότητα

αρχιπέλαγος [arjipélagos] (nyn.) ar­ perfumería,


chipiélago, αρωματοπώλης [aromatopólis] (n./m.)
αρχιστράτηγος [arjistrátigos] (n./m.) perfumero, perfumista,
general en jefe, mariscal de campo, ας [as] (conj.) que.
αρχισυντάκτης [arjisindáctis] (n./m.) ασάφεια [asáfía] (n./f.) imprecisión,
redactor en jefe, jefe de redacción, indefinición, vaguedad, indetermi­
αρχιτέκτονας [arjitéctonas] (n./m.) nación, ambigüedad,
arquitecto, ασαφής [asafís] (adj.) impreciso, inde­
αρχιτεκτονική [arjitectoniqul] (nyf.) terminado, vago, confuso,
arquitectura, edificación, ασβέστης [asvéstis] (nym.) cal.
αρχιτεκτονικός [arjitectonicós] (adj.) ασβέστιο [asvéstio] (nyn.) calcio,
arquitectónico, arquitectural, ασβεστοκάμινος [asvestocáminos] (nyf.)
αρχιτεχνίτης [arjitejnítis] (nym.) con­ horno de cal.
tramaestre, capataz, ασβεστώνω [asvestóno] (v.) encalar,
αρχίφύλακας [arjifílacas] (nym.) ofi­ blanquear,
cial de guardia, sargento, άσβηστος [ásvistos] (adj.) inextingui­
αρχιχρονιά [arjijroñá] (nyf.) el primer ble, no apagado,
día del año. ασέβεια [asévia] (nyf.) 1: falta de re­
αρχομανής [arjomanís] (adj.) ambicio­ speto, 2: profanación, irreverencia,
so por el mando, irreligiosidad, impiedad,
αρχομανία [arjomanía] (n./f.) sed de ασεβής [asevís] (adj.) 1: irrespetuoso,
poder. 2: irreverente, profano, irreligioso,
αρχοντάνθρωπος [arjondánzropos] ασεβώ [asevó] (v.) profanar, amanci­
(nym.) elegante, señorón, llar.
άρχοντας [árjondas] (nym.) señor, ασέλγεια [asélguia] (nyf.) lascivia, car­
jefe, soberano, amo, noble, nalidad, impudicia,
αρχοντικός [arjondicós] (adj.) 1: seño­ ασελγής [aselguís] (adj.) lascivo, luju­
rial, feudal, noble, 2: autoritario, rioso.
άρχω [árjo] (v.) mandar, reinar, gober­ άσεμνος [ásemnos] (adj.) obsceno,
nar, dominar, impúdico, inmoral, indecente, des­
άρχων [árjon] (nym.) patrón, jefe, se­ vergonzado,
ñor. ασήμαντος [asímandos] (adj.) insigni­
αρωγή [aroguí] (nyf.) 1: asistencia, ayu­ ficante, despreciable, desestimable,
da, apoyo, acudimiento, 2: socorro, sin importancia,
amparo. ασημένιος [asiméños] (adj.) de plata,
αρωγός [arogós] (adj.) 1: asistente, plateado,
ayudante, 2: socorrista, ασήμι [asími] (nyn.) plata, argento,
άρωμα [ároma] (n./n.) perfume, aro­ ασημικά [asimicá] (nyn.) pl. objetos/
ma. artículos de plata, platería, argente­
αρωματίζω [aromatídso] (v.) perfu­ ría.
mar, aromatizar, aromar, άσημος [ásimos] (adj.) 1: insignifica­
αρωματικός [aromaticós] (adj.) perfu­ nte, desestimable, 2: anónimo,
mado, aromático, ασημότητα [asimótita] (nyf.) insigni­
αρωματοπωλείο [aromatopolío] (nyn.) ficancia.

597
ασημώνω

ασημώνω [asimóno] (ν.) platear, ar­ άσος [ásos] (n./m.) 1: (baraja y en ge­
gentar, bañar en plata, neral) as, 2: (en general) diestro, ex­
ασηπτικός [asipticós] (adj.) aséptico, perto.
antiséptico, esterilizado, ασπάζομαι [aspádsome] (v.) 1: acep­
ασηψία [asipsía] (n./f.) 1: (Med.) ase­ tar, compartir, 2: besar, besuquear,
psia, 2: antisepsia, esterilización, άσπαρτος [áspartos] (adj.) no sembra­
ασθένεια [ascénia] (n7f.) 1: enferme­ do, no cultivado,
dad, 2: padecimiento, dolencia, ασπασμός [aspasmós] (n./m.) beso,
ασθενής [ascenís] (adj.) enfermo, pa­ besuqueo,
ciente, dolente. ασπίδα [aspída] (n7f.) escudo, adarga,
ασθενικός [ascenicós] (adj.) enfermi­ brazal, pavés,
zo, frágil, débil, delicado, άσπιλος [áspilos] (adj.) puro, sin man­
ασθενοφόρο [ascenofóro] (nVn.) am­ cha, impecable, intachable, inmacu­
bulancia. lado · η Άσπιλη Παρθένος- la Virgen
ασθενώ [ascenó] (v.) 1: enfermarse, Inmaculada,
caer enfermo, 2: padecer, debilizar- ασπιρίνη [aspiríni] (nVf.) aspirina,
se, sufrir. ασπλαχνιά [asplajñá] (n./f.) crueldad,
άσθμα [ászma] (n./n.) 1: (Med.) asma, impiedad, inclemencia, inhumani­
2: jadeo, dad, barbaridad,
ασθμαίνω [aszméno] (v.) jadear, άσπλαχνος [ásplajnos] (adj.) cruel, im­
ασθματικός [aszmaticós] (adj.) asmá­ piedoso, despiadado, inhumano, bár­
tico. baro.
ασιατικός [asiaticós] (adj.) asiático, άσπονδος [áspondos] (adj.) implaca­
ασιτία [asitía] (n./f.) inanición, ham­ ble, irreconciliable,
bre. ασπράδι [asprádi] (n7n.) clara del
ασκέπαστος [asquépastos] (adj.) des­ huevo.
cubierto, destapado, άσπρισμα [ásprisma] (n./n.) blanqueo,
άσκηση [ásquisi] (n7f.) 1: ejercicio, 2: blanquemiento.
práctica, entrenamiento, adiestra­ ασπρόρουχα [aspróruja] (n./n.) ropa
miento. blanca, lencería,
ασκητής [asquitís] (nVm.) ermitaño, άσπρος [áspros] (adj.) blanco,
eremita, asceta, monje, αστάθεια [astácia] (n./f.) 1: inestabili­
ασκητικός [asquiticós] (adj.) eremíti­ dad, desequilibrio, 2: inconstancia,
co. variabilidad,
ασκί [asquí] (n./n.) odre, pellejo, cue­ ασταθής [astacís] (adj.) 1: inestable,
ro. desequilibrado, 2: inconstante, va­
άσκοπος [áscopos] (adj.) inútil, inefi­ riable, cambiante,
caz, infructuoso, innecesario, insig­ αστακός [astacós] (n./m.) langosta,
nificante. άστατος [ástatos] (adj.) inestable, va­
ασκώ [aseó] (v.) ejercer, practicar, eje­ riable, inconstante, cambiante,
rcitar, ensayar, άστεγος [ástegos] (adj.) sin hogar, sin
άσμα [ásma] (n7n.) canción, canto, techo.
himno, aria, αστειεύομαι [astiévome] (v.) bromear,
ασορτί [asortí] (adj.) a juego. bufonear, chatear, star de bromas,

598
ασυζήτητος

hacer bromas, plandecer, brillar, iluminar, irradiar,


αστείο [astío] (n./n.) 1: chiste, broma, refulgir, fulgurar,
2: burla, chacota, jocosidad, chanza, αστρικός [astricós] (adj.) estelar, as­
αστείος [astíos] (adj.) gracioso, diverti­ tral, sideral,
do, cómico, chistoso, bromista, άστρο [ástro] (n./n.) astro, estrella,
αστέρι [astéri] (n7n.) estrella, astro, αστρολογία [astrologuía] (nVf.) astro-
αστερίσκος [asteriscos] (nVm.) aste­ logia.
risco. αστρολόγος [astrológos] (nVm.) as­
αστερισμός [asterismos] (nVm.) cons­ trólogo.
telación. αστροναύτης [astronáftis] (n7m.) as­
αστεροσκοπείο [asteroscopío] n. ob­ tronauta.
servatorio, αστρονομία [astronomía] (η Λ ) astro­
αστήρικτος [astírictos] (adj.) sin base, nomía.
infundado, insostenible, inestable, αστρονομικός [astronomicós] (adj.)
ilógico. astronómico,
αστικός [asticós] (adj.) 1: urbano, 2: αστρονόμος [astrónomos] (nVm.) as­
civil, cívico, ciudadano, trónomo.
αστοιχείωτος [astijíotos] (adj.) igno­ αστροπελέκι [astropeléqui] (n7n.) rayo,
rante, iletrado, inaletrado, inabfabe- αστυνομία [astinomía] (η Λ ) policía,
to, sin conocimientos, comisaría,
αστοργία [astorguía] (n./f.) desamor, αστυνομικός [astinomicós] 1: (nVm.)
desafecto, policía, comisario, 2: (adj.) policíaco,
άστοργος [ástorgos] (adj.) cruel, duro, αστυνόμος [astinómos] (n./m.) comi­
αστός [astós] (n7m.) burgués, ciuda­ sario de policía,
dano, habitante de la ciudad, ασυγκίνητος [asigkínitos] (adj.) in­
αστόχαστος [astójastos] (adj.) irre­ conmovible, impertérrito, impertur­
flexivo, insensato, imprudente, albo­ bable, no emocionado,
rotado. ασυγκράτητος [asigkrátitos] (adj.)
αστοχία [astojía] (η Λ ) 1: desacierto, incontenible, impulsivo, impetuoso,
desatino, fallo, 2: descuido, torpeza, arrebatado,
dislate. ασύγκριτος [asígkritos] (adj.) incom­
άστοχος [ástojos] (adj.) 1: desacerta­ parable, inigualable, inconmesura-
do, desatinado, 2: incauto, ble, insuperable,
αστοχώ [astojó] (v.) desacertar, fallar, ασυγύριστος [asiguíristos] (adj.) lides-
equivocarse, ordenado, 2: desorganizado,
αστράγαλος [estrágalos] (n./m.) to­ ασυγχώρητος [asigjóritos] (adj.) im­
billo. perdonable, indisculpable, inexcu­
αστραπή [astrapí] (ηΛ.) relámpago, sable.
destello. ασυδοσία [asidosía] (η Λ ) exención,
αστραπιαίος [astrapiéos] (adj.) veloz, inmunidad,
rápido, acelerado, presuroso, raudo, ασυζητητί [asidsitití] (adv.) sin discu­
αστραφτερός [astrafterós] (adj.) relu­ sión.
ciente, resplandeciente, brillante, ασυζήτητος [asidsítitos] (adj.) indi­
αστράφτω [astráfto] (v.) relucir, res­ scutible, incuestionable, incontro-

599
ασυλία

vertible. ασυνειδησία [asinidisía] (nVf.) inco­


ασυλία [asilía] (n7f.) derecho de asilo, nsciencia, imprudencia, negligencia,
inviolabilidad, ασυνείδητα [asinídita] (adv.) inco­
ασύλληπτος [asíliptos] (adj.) 1: (deli­ nscientemente,
ncuente) no detenido, 2: (idea) no ασυνείδητος [asiníditos] (adj.) inco­
concebido, inconcebible, incom­ nsciente, imprudente, negligente,
prensible, inimaginable, ασυνέπεια [asinépia] (nVf.) inconse­
ασυλλόγιστα [asilóguista] (adv.) irre­ cuencia, inconstancia,
flexivamente, imprudentemente, ασυνεπής [asinepís] (adj.) inconse­
ασυλλόγιστος [asilóguistos] (adj.) cuente, incongruente,
irreflexivo, insensato, irracional, ασύνετος [asínetos] (adj.) imprudente,
άσυλο [ásilo] (nVn.) 1: asilo, albergue, insensato, desatinado, necio,
residencia, 2: santuario, ασυνήθιστα [asinícista] (adv.) rara­
ασυμβίβαστος [asimvívastos] (adj.) 1: mente.
incompatible, 2: desavenido, ασυνήθιστος [asinícistos] (adj.) insóli­
ασυμμετρία [asimetría] (n7f.) asime­ to, atípico, raro, extraño, infrecuente,
tría, desproporción, irregularidad, ασύντακτος [asíndactos] (adj.) deso­
ασύμμετρος [asímetros] (adj.) asimé­ rganizado, desordenado,
trico, desproporcionado, irregular, ασύρματος [asírmatos] (adj.) inalá­
ασυμπλήρωτος [asimplírotos] (adj.) mbrico, sin cable,
incompleto, inacabado, inconcluso, ασύστολος [asístolos] (adj.) descara­
ασύμφορος [asímforos] (adj.) desve­ do, desvergonzado, atrevido, inso­
ntajoso, desfavorable, inconvenien­ lente.
te. άσφαιρος [ásferos] (adj.) sin bala, de
ασυμφωνία [asimfonía] (nyf.) des­ foguea
acuerdo, disconformidad, discordia, ασφάλεια [asfália] (nyf.) 1: seguridad,
disonancia, seguro, aseguro, 2: certitumbre, cer­
ασύμφωνος [asímfonos] (adj.) en des­ titud · ασφάλεια ζωής- seguro de
acuerdo, disconforme, vida.
ασυναγώνιστος [asinagónistos] (adj.) ασφαλής [asfalís] (adj.) seguro, a sal­
inmejorable, insuperable, sin par. vo.
ασυναίσθητα [asinéscita] (adv.) in­ ασφαλίζω [asfalídso] (v.) asegurar, po­
conscientemente, insensiblemente, ner a salvo,
instintivamente, ασφάλιση [asfálisi] (n7f.) seguro, ase­
ασυναίσθητος [asinéscitos] (adj.) in­ guro, aseguramiento · κοινωνική
consciente, instintivo, involuntario, ασφάλιση- seguro social/ seguridad
ασυναρτησία [asinartisía] (nVf.) in­ social.
coherencia, incongruencia, dispara­ ασφαλιστής [asfalistís] (nVm.) agente
te, desatino, de seguros, asegurador,
ασυνάρτητα [asinártita] (ad(v.)) inco­ ασφαλιστικός [asfalisticós] (adj.) de
herentemente, disparatadamente, seguros, de seguridad · ασφαλιστι­
ασυνάρτητος [asinártitos] (adj.) inco­ κή εταιρεία- compañía aseguradora,
herente, incongruente, disparatado, ασφάλιστρο [asfálistro] (n./n.) póliza
discordante. de seguro, cuota del seguro.

600
άτιμος

άσφαλτος [ásfaltos] (n./f.) asfalto, hacer trastadas, indisciplinarse,


ασφαλώς [asfalós] (adv.) segurame­ αταξία [ataksía] (n./f.) 1: desorden,
nte, por supuesto, absolutamente, ataxia, 2: travesura, trastada, diablu­
ciertamente, ra.
ασφυκτικός [asficticós] (adj.) asfixia­ αταραξία [ataraksía] (nVf.) calma, tran­
nte, sofocante, ahogado, quilidad, serenidad, imperturbabili­
ασφυξία [asfiksía] (n7f.) asfixia, sofo­ dad, apacibilidad.
cación, ahogamiento. ατάραχος [atárajos] (adj.) tranquilo,
άσχετος [ásjetos] (adj.) 1: indepe­ sereno, imperturbable, calmo, cal­
ndiente, inconexo, 2: incoherente, mado, apacible,
ασχέτως [asjétos] (adv.) independie­ ατασθαλία [ataszalía] (nVf.) 1: desor­
ntemente, aparte, a pesar de, pese a. den, 2: desviación, desvio,
άσχημα [ásjima] (adv.) mal. άταφος [átafos] (adj.) insepulto, no se­
ασχημάτιστος [asjimátistos] (adj.) 1: pultado, no enterrado,
informe, desinforme, 2: inmaduro, άτεκνος [átecnos] (adj.) 1: infecundo,
ασχήμια [asjímia] (nVf.) fealdad, mon- 2: sin hijos,
stuosidad, desformidad. ατέλεια [atélia] (n./f.) imperfección,
ασχημίζω [asjimídso] (v.) afear, desfi­ deficiencia, defecto,
gurar. ατέλειωτος [atelíotos] (adj.) incom­
άσχημος [ásjimos] (adj.) feo. pleto, inacabado, inconcluso,
ασχολία [asjolía] (nyf.) 1: ocupación, ατελής [atells] (adj.) inacabado, in­
labor, oficio, 2: trabajo, completo,
ασχολίαστος [asjolíastos] (adj.) sin co­ ατελώς [atelós] (adv.) incompleta­
mentarios, mente, sin impuestos,
ασχολούμαι [asjolúme] (v.) dedicarse ατενίζω [atenídso] (v.) fijarse, mirar
(a), ocuparse (con). atentamente,
ασώματος [asómatos] (adj.) 1: incor­ ατέρμονος [atérmonos] (adj.) inaca­
póreo, incorporal, 2: inmaterial, bable, duradero,
ασωτεύω [asotévo] (v.) derrochar, des­ άτεχνος [átejnos] (adj.) mal hecho,
pilfarrar, malgastar, burdo, grosero,
ασωτία [asotla] (n./f.) derroche, despil­ ατημέλητος [atimé
farro, desenfreno, prodigalidad, litos] (adj.) descuidado, dejado, aban­
άσωτος [ásotos] (adj.) derrochador, donado, desaliñado,
despilfarrador, pródigo, inmoral, cra­ ατημελησία [atimelisía] (n./f.) descui­
puloso. do, dejadez, abandono,
άτακτα [átacta] (adv.) desordenada­ ατίθασος [atlzasos] (adj.) 1: indoma­
mente, irregularmente, ble, indómito, 2: bravio, impresura-
ατακτοποίητος [atactopíitos] (adj.) ble.
en desorden, desordenado, desarre­ ατιμάζω [atimádso] (v.) deshonrar, di­
glado. famar, ultrajar, descreditar.
άτακτος [átactos] (adj.) 1: desorde­ ατιμία [atimía] (nyf.) deshonor, infamia,
nado, 2: travieso, indisciplinado, in­ deshonra, descrédito, desgracia,
quieto, revoltoso, άτιμος [átimos] (adj.) deshonesto, des­
ατακτώ [atactó] (v.) hacer travesuras, honroso, desvergonzado, indigno.

601
ατιμώρητος

ατιμώρητος [atimóritos] (adj.) no cas­ ατονώ [atonó] (v.) debilitarse, langui­


tigado, impune, decer.
ατίμωση [atímosi] (n./f.) 1: humilla­ ατόπημα [atópima] (n7n.) absurdidad,
ción, infamación, deshonra, 2: indi­ άτοπος [átopos] (adj.) fuera de lugar,
gnidad, ofensa, vergüenza, insólito, absurdo, inusual, aberrante,
ατιμωτικός [atimoticós] (adj.) 1: hu­ άτρακτος [átractos] (n./f.) fuselaje,
millante, deshonroso, 2: ofensivo, ατραπός [atrapós] (ηΛ.) sendero, sen­
vergonzoso, da, vereda, camino,
ατλαντικός [atlanticós] (n./m.) atlá­ ατρόμητος [atrómitos] (adj.) intrépido,
ntico. atrevido, valiente, impávido, arroja­
άτλας [átlas] (n./m.) atlas, do.
ατμάκατος [atmácacos] (η Λ ) lancha, ατροφία [atrofia] (η Λ ) 1: (Med.) atro­
ατμάμαξα [atmámaksa] (nVf.) loco­ fia, 2: (metáf.) decadenza, empeora­
motora de vapor, miento.
ατμολέβητας [atmolévitas] (n./m.) ατροφικός [atroficós] (adj.) atrófico.
caldera de vapor, άτρωτος [átrotos] (adj.) invencible, in­
ατμόλουτρο [atmólutro] (n7n.) sau- vulnerable, insuperable,
na. ατσάλι [atsáli] (nVn.) acero,
ατμομηχανή [atmomijanQ (nVf.) má­ ατύχημα [atíjima] (nVn.) accidente,
quina de vapor, locomotora. desgracia, contratiempo,
ατμοπλοΤα [atmopliía] (n./f.) navega­ ατυχής [atijís] (adj.) desventurado,
ción a vapor, desafortunado, desgraciado, desdi­
ατμόπλοιο [atmóplio] (n7n.) barco/ chado, aciago,
buque de vapor, ατυχία [atijía] (ηΛ.) mala suerte, des­
ατμός [atmós] (n7m.) vapor, gracia, infortunio, desdicha, des­
ατμόσφαιρα [atmósfera] (ηΛ.) atmó­ aventura.
sfera. ατυχώ [atijó] (v.) tener mala suerte,
ατμοσφαιρικός [atmosfericós] (adj.) fracasar.
atmosférico, αυγή [avguQ (η Λ ) alba, alborada, au­
άτοκος [átocos] (adj.) sin interés, rora, amanecer,
άτολμος [átolmos] (adj.) cobarde, tími­ αυγό [avgó] (n./n.) huevo,
do, pusilánime, apocado, miedoso, αυγουλάς [avgulás] (n./m.) huevero,
ατομικός [atomicós] (adj.) 1: indivi­ αυγοτάραχο [avgotárajo] (n./n.) hue­
dual, personal, 2: (Fís.) atómico, va.
ατομικότητα [atomicótita] (η Λ ) in­ αυθάδεια [afzádia] (n./f.) insolencia,
dividualidad, personalidad, singula­ impertinencia, descaro, desvergüe­
ridad. nza, atrevimiento, bizarría,
άτομο [átomo] (n7n.) 1: individuo, per­ αυθάδης [afzádis] (adj.) insolente,
sona, 2: (Fís.) átomo, impertinente, descarado, atrevido,
ατονία [atonía] (η Λ ) decaimiento, de­ malcriado,
bilidad, atonía, αυθαδιάζω [afzadiádso] (v.) insolen­
άτονος [átonos] (adj.) 1: decaído, dé­ tarse, atreverse, osar,
bil, átono, lánguido, 2: (Gram.) in­ αυθαιρεσία [afceresía] (ηΛ.) abuso
acentuado, no acentuado. del poder, arbitrariedad.

602
αυτοδίδακτος

αυθαίρετα [afcéreta] (adv.) arbitraria­ sueño, despierto, insomne, despa­


mente, injustamente, bilado,
αυθαίρετος [afcéretos] (adj.) abusivo, aúpa [ávra] (n./f.) brisa,
arbitrario, absoluto, injusto, αυριανός [avrianós] (adj.) de mañana,
αυθεντία [afcendía] (n./f.) autoridad, αύριο [ávrio] (adv.) mañana,
autenticidad, eminencia, excelencia, αυστηρά [afstirá] (adv.) severamente,
αυθεντικός [afcendicós] (adj.) auténti­ estrictamente, terminantemente,
co, original, verdadero, justificado, αυστηρός [afstirós] (adj.) severo, es­
αυθημερόν [afcimerón] (adv.) el mis­ tricto, rígido, austero, adusto,
mo día. αυστηρότητα [afstirótita] (n./f.) se­
αυθόρμητα [afzórmita] (adv.) espon­ veridad, rigidez, austeridad, rigor,
táneamente, adustez.
αυθόρμητος [afzórmitos] (adj.) espon­ αυταπάρνηση [aftapárnisi] (nVf.) ab­
táneo, impulsivo, impetuoso, negación, renuncia,
αυλαία [avléa] (n./f.) telón, cortina, αυταπάτη [aftapáti] (nyf.) 1: ilusión,
visillo. fantasía, sueño, 2: desilusión, de-
αυλάκι [avláqui] (nVn.) surco, cauce, sepción.
zanja. αυταπόδεικτος [aftapódictos] (adj.)
αυλακιά [avlaquiá] (nyf.) estría, surco, evidente, claro, incuestionable,
muesca. αυταρέσκεια [aftaréskia] (n7f.) pre­
αυλακωμένος [avlacoménos] (adj.) es­ sunción, vanidad, engreimiento,
triado. αυτάρκεια [aftárkia] (nVf.) autosufi­
αυλάρχης [avlárjis] (n./m.) mariscal de ciencia, presunción, suficiencia,
la corte. αυτάρκης [aftárquis] (adj.) autónomo,
αυλή [avlí] (n./f.) 1: (edificio) patio, autosuficiente, independiente,
atrio, 2: (palacio) corte, αυταρχικός [aftarjicós] (adj.) autorita­
αυλικός [avlicós] (adj.) cortesano, pa­ rio, despótico,
laciego. αυτεξούσιος [afteksúsios] (adj.) inde­
άυλος [áilos] (adj.) inmaterial, incorpó­ pendiente, libre,
reo, etéreo, αυτή [aftí] (pron. pers./f.) 1: ella, 2: ésta
αυλός [avlós] (nVm.) flauta, flautín,, • αυτή μου το είπε- ella me lo dijo ·
αυνανίζομαι [avnanídsome] (v.) mas- αυτή η κοπέλα είναι η αδερφή μου-
turbarse. esta chica es mi hermana,
αυνανισμός [avnanismós] (n7m.) mas­ αυτί [aftí] (n./n.) oreja,
turbación, αυτοβιογραφία [aftoviografía] (n7f.)
αυξάνω [afksáno] (v.) aumentar, in­ autobiografía,
crementar, agrandar, acrecentar, αυτοβιογραφικός [aftoviograficós] (adj.)
acrecer. autobiográfico,
αύξηση [áfksisi] (n7f.) aumento, in- αυτοβούλως [aftovúlos] (adv.) espo­
cremiento, crecimiento, acrecenta­ ntáneamente, libremente,
miento. αυτόγραφο [aftógrafo] (n./n.) autó­
αϋπνία [aipnía] (n./f.) insomnio, vigilia, grafo.
desvelo. αυτοδίδακτος [aftodídactos] (adj.)
άυπνος [áipnos] (adj.) desvelado, sin autodidacta.

603
αυτοδίκαια

αυτοδίκαια [aftodíquea] (adv.) por de­ ποιον· infundir confianza en alguien,


recho propio, αυτοπροαίρετος [aftoproéretos] (adj.)
αυτοδιοίκηση [aftodiíquisi] (nyf.) au­ 1: voluntario, 2: espontáneo,
togobierno, gobierno propio, αυτοπροσωπογραφία [aftoprosopo-
αυτοθυσία [aftocisía] (nyf.) abnega­ grafía] (nyf.) autoretrato.
ción, autosacrificio. αυτοπρόσωπος [aftoprósopos] (adj.)
αυτοκινητιστής [aftoquinitistís] personal.
(nym.) automovilista, αυτοπροσώπως [aftoprosópos] (adv.)
αυτοκίνητο [aftoquínito] (nVn.) auto­ personalmente,
móvil, coche, αυτόπτης [aftóptis] (adj.) ocular, pre­
αυτοκόλλητο [aftocólito] (n7n.) pega- sencial · αυτόπτης μάρτυρας- testi­
tina, adhesivo, go ocular/ presencial,
αυτοκράτειρα [aftocrátira] (n./f.) em­ αυτός [aftós] pron. pers. (m) 1: él, 2:
peratriz. éste · αυτός με κάλεσε πρώτος- él
αυτοκράτορας [aftocrátoras] (nym.) em­ me invitó primero · αυτός είναι o
perador. κολλητός μου- éste es mi mejor
αυτοκρατορία [aftocratoría] (nyf.) im­ amigo.
perio. αυτοσυντήρηση [aftosindírisi] (nyf.)
αυτοκρατορικός [aftocratoricós] (adj.) preservación,
imperial. αυτοσχεδιάζω [aftosjediádso] (v.) im­
αυτοκτονία [aftoctonía] (nyf.) suici­ provisar.
dio. αυτοσχέδιος [aftosjédios] (adj.) im­
αυτοκτονώ [aftoctonó] (v.) suicidarse, provisado, extemporáneo,
matarse. αυτοτέλεια [aftotélia] (n./f.) indepen­
αυτόματα [aftómata] (adv.) automática­ dencia, autonomía, emancipación,
mente. αυτοτελής [aftotelís] (adj.) 1: indepen­
αυτόματο [aftómato] (nyn.) autóma­ diente, 2: completo, acabado,
ta, automático, αυτουργός [afturgós] (adj.) autor, eje­
αυτόματος [aftómatos] (adj.) 1: auto­ cutor.
mático, 2: instintivo, αυτοφυής [aftofíís] (adj.) congénito,
αυτομόληση [aftomólisi] (nyf.) deser­ innato, propio,
ción. αυτόφωρος [aftóforos] (adj.) flagra­
αυτόμολος [aftómolos] (adj.) deser­ nte · αυτόφωρο έγκλημα- delito
tor. flagrante,
αυτομολώ [aftomoló] (v.) desertar, αυτόχειρας [aftójiras] (n./m.) suicida,
αυτονόητος [aftonóitos] (adj.) obvio, αυτοχειρία [aftojiría] (nyf.) suicidio,
evidente, claro, aparente, αυτόχθων [aftójzon] (adj.) indígena,
αυτονομία [aftonomía] (nyf.) autono­ autóctono, aborigen, nativo, natural,
mía, independencia, αυτοψία [aftopsía] (nyf.) autopsia,
αυτόνομος [aftónomos] (adj.) autóno­ αυχένας [afjénas] (nym.) nuca, cerviz,
mo, independiente, cuello.
αυτοπεποίθηση [aftopepícisi] (nyf.) αφαίμαξη [afémaksi] (nyf.) desangra­
convicción, certeza, confianza en sí miento.
mismo · δίνω αυτοπεποίθηση σε κά­ αφαιμάσσω [afemáso] (v.) desangrar.

604
αφομοιώνω

αφαίρεση [aféresi] (nVf.) 1: sustra­ desmandado, rabioso,


cción, extracción, 2: usurpación, des­ αφήνω [afino] (v.) 1: dejar, abandonar,
pojo, 3: (Mat.) resta, apartar, 2: permitir, aprobar, tolerar,
αφαιρώ [aferó] (v.) 1: sustraer, quitar, αφηρημάδα [afirimáda] (η Λ ) distra­
extraer, 2: usurpar, despojar, 2: (Mat.) cción, abstracción, despiste, descui­
restar. do.
αφάνεια [afánia] (ηΛ.) invisibilidad. αφηρημένος [afiriménos] (adj.) dis­
αφανής [afanís] (adj.) invisible, desco­ traído, abstraído, abstracto, despis­
nocido. tado.
αφανίζω [afanídso] (v.) 1: hacer des­ αφθαρσία [afzarsía] (η Λ ) incorrupti-
aparecer, 2: exterminar, destruir, bilidad, perpetuidad,
arruinar. άφθαρτος [áfzartos] (adj.) 1: incorru­
αφανισμός [afanismós] (n7m.) exter­ ptible, perpetuo, 2: inmortal, impe­
minio, exterminación, destrucción, recedero.
aniquilación, άφθαστος [áfzastos] (adj.) 1: inaccesi­
αφάνταστος [afándastos] (adj.) inima­ ble, inalcanzable, 2: utópico,
ginable, inconcebible, inpensable. αφθονία [afzonía] (ηΛ.) abundancia,
αφασία [afasia] (η Λ ) 1: (Med.) afasia, demasía, multitud, opulencia, rique­
2: mutismo, za, exceso,
αφέλεια [afélia] (ηΛ.) ingenuidad, άφθονος [áfzonos] (adj.) abundante,
sencillez, inocencia, candor, opulento, rico, excesivo,
αφελής [afelís] (adj.) ingenuo, sencillo, αφθονώ [afzonó] (v.) abundar, sobrar,
inocente, candoroso, αφιέρωμα [afiéroma] (nVn.) ofrenda,
αφεντικό [afendicó] (n7n.) patrón, ofrecimiento, entrega,
jefe, gerente, amo. αφιερώνω [afieróno] (v.) dedicar, ofre­
αφερέγγυος [aferégkios] (adj.) insol­ cer, entregar,
vente, incumplido, αφιέρωση [afiérosi] (ηΛ.) 1: dedica­
άφεση [áfesi] (η Λ ) perdón, absolu­ ción, dedicatoria, conmemoria, ofre­
ción, exculpación, remisión, cimiento, 2: (religión) devoción,
αφετηρία [afetiría] (η Λ ) 1: punto de αφιλόκαλος [afilócalos] (adj.) de mal
salida, punto de comienzo, 2: punto gusto.
de arranque, αφιλοκερδής [afiloquerdís] (adj.) des­
αφέψημα [afépsima] (nVn.) infusión, interesado, desprendido, imparcial,
brebaje. αφιλόξενος [afilóksenos] (adj.) inho­
αφή [afí] (n./f.) tacto, toque, contacto,, spitalario, inhóspito, hostil,
αφηγηματικός [afiguimaticós] (adj.) αφιλότιμος [afilótimos] (adj.) sin amor
1: narrativo, recitativo, 2: descriptivo, propio, indigno, mezquino, agarra­
αφήγηση [afíguisi] (η Λ ) narración, do.
relato, crónica, άφιξη [áfiksi] (ηΛ.) llegada, venida,
αφηγούμαι [afigúme] (v.) 1: narrar, re­ arribada.
latar, contar, 2: describir, άφοβος [áfovos] (adj.) atrevido, va­
αφηνιάζω [afiniádso] (v.) desbocarse, liente, intrépido, impávido,
desenfrenarse, desmandarse, αφομοιώνω [afomióno] (v.) 1: asimilar,
αφηνιασμένος [afiniasménos] (adj.) incorporar, absorber, 2: concentrar,

605
αφομοίωση

consolidar, reo.
αφομοίωση [afomíosi] (n./f.) asimila­ αφρόκρεμα [afrócrema] (n./f.) flor y
ción, incorporación, nata.
αφοπλίζω [afoplídso] (v.) 1: desarmar, αφρός [afrós] (n./m.) espuma, burbu­
2: asombrar, sorprender, chocar, jeo.
αφοπλισμός [afoplismós] (n./m.) 1: αφροσύνη [afrosíni] (n./f.) insensatez,
desarme, 2: asombro, sorpresa, estu­ imprudencia, locura, absurdo,
pefacción, αφρούρητος [afrúritos] (adj.) no pro­
αφόρητος [afóritos] (adj.) insoporta­ tegido, no defendido,
ble, intolerable, inaguantable, horri­ αφρώδης [afródis] (adj.) espumoso,
ble · κάνει αφόρητη ζέστη- hace un burbujoso.
calor insoportable, αφυδατώνω [afidatóno] (v.) deshidra­
αφορία [aforía] (n./f.) improductivi­ tar, desecar,
dad, esterilidad, infecundidad, αφυδάτωση [afidátosi] (n./f.) deshi-
αφορίζω [aforídso] (v.) excomulgar, dratación, desecación,
descomulgar, αφύλακτος [afílactos] (adj.) 1: no
αφορισμός [aforismós] (n7m.) 1: (Igl.) guardado, 2: no vigilado, desprote­
excomunión, 2: aforismo, proverbio, gido, indefenso,
dicho, refrán, αφυπνίζω [afipnídso] (v.) despertar,
αφορμή [aformó] (n7f.) motivo, causa, avivar, excitar,
ocasión · δίνω αφορμή σε κάποιον- αφύσικος [afísicos] (adj.) innatural,
dar ocasión a alguien, antinatural, artificial, fingido, disimu­
αφορολόγητος [aforológuitos] (adj.) lado, anormal,
libre de impuestos, sin impuestos, άφωνος [áfonos] (adj.) mudo, afónico,
αφορώ [aforó] (v.) concernir, atañer, αφώτιστος [afóristos] (adj.) no ilumi­
importar, corresponder, competer nado, oscuro,
(α) · όσον αφορά- en cuanto a. άφωτος [áfotos] (adj.) sombrío, en pe­
αφοσιώνομαι [afosiónome] (v.) dedi­ numbras.
carse, entregarse, ofrecerse, αχαλίνωτος [ajalínotos] (adj.) dese­
αφοσίωση [afosíosi] (n7f.) dedicación, nfrenado, incontrolado, desatado,
fideldad, lealdad, devoción, αχανής [ajanís] (adj.) inmenso, vasto,
αφότου [afótu] (conj.) desde que, des­ ilimitado, de gran extensión,
pués. αχαρακτήριστος [ajaractíristos] (adj.)
αφού [afú] (conj.) 1: (tiempo) después incalificable, indiscriminado, indi­
de, desde cuando, desde que, 2: stinto.
(causa) puesto que, ya que. άχαρις [ájaris] (adj.) sin gracia, de­
αφρίζω [afrídso] (v.) 1: espumar, espu­ sagradable,
majear, burbujear, 2: (metáf.) encole­ αχαριστία [ajaristía] (n./f.) ingratitud,
rizar, enfurecer, cabrear, desagradecimiento,
αφρόγαλα [afrógala] (n./n.) nata, cre­ αχάριστος [ajáristos] (adj.) ingrato,
ma, natilla. desagradecido,
αφροδισιακός [afrodisiacós] (adj.) αχειραφέτητος [ajirafétitos] (adj.) de­
afrodisíaco, venéreo, pendiente,
αφροδίσιος [afrodísios] (adj.) vené­ αχθοφόρος [ajzofóros] (n7m.) mozo,

606
άωτον

porteador, cargador, αχρωμάτιστος [ajromátistos] (adj.) in­


αχιβάδα [ajiváda] (nVf.) concha, coloro, descolorido, no pintado, sin
αχινός [ajinós] (n./m.) erizo de mar. color.
αχλάδι [ajládi] (nVn.) pera, αχτένιστος [ajténistos] (adj.) despei­
αχλαδιά [ajladiá] (n./f.) peral, nado.
άχνα [ájna] (n./f.) 1: vapor, 2: hálito, άχυρο [ájiro] (n7n.) paja,
aliento, 3: (metáf.) voz, palabra, αχυρώνας [ajirónas] (nVm.) pajar,
αχνάρι [ajnári] (n./n.) huella, rastro, αχώνευτος [ajóneftos] (adj.) indige­
marca. sto, pesado,
άχνη [ájni] (n./f.) 1: vapor, 2: hálito, αχώριστος [ajóristos] (adj.) insepara­
αχνίζω [ajnídso] (v.) humear, ahumar, ble, inherente,
evaporar. αψευδής [apsevdís] (adj.) verídico,
αχνός [ajnós] (nVm.) vaho, vapor, ex­ sincero.
halación. άψητος [ápsitos] (adj.) crudo, no co­
αχόρταγος [ajórtagos] (adj.) insacia­ cido.
ble, tragón, voraz, ávido, αψήφιστος [apsífistos] (adj.) no vota­
αχρείος [ajríos] (adj.) vil, obsceno, do, despreciado,
ofensivo, grosero, impúdico, αψηφώ [apsifó] (v.) desdeñar, desesti­
αχρειότητα [ajriótita] (nyf.) vileza, mar, despreciar, ingorar.
obscenidad, grosería, impudicia, αψίδα [apsída] (n7f.) arco, ábside,
αχρησιμοποίητος [ajrisimopíitos] (adj.) αψιμαχία [apsimajía] (nVf.) escaramu­
sin usar, no utilizado, za, enfrentamiento, choque,
αχρηστία [ajristía] (n./f.) inutilidad, άψογος [ápsogos] (adj.) irreprochable,
desuso. intachable, perfecto,
άχρηστος [ájristos] (adj.) inservible, in­ άψυχος [ápsijos] (adj.) sin alma, de­
útil, innecesario · άχρηστα (αντικείμενα salentado, descorazonado, cobarde,
για πέταμα)- desperdicios, άωτον [áoton] (nVn.) cumbre, colmo,
αχρονολόγητος [ajronológuitos] (adj.) vértice, cima, pico · άκρον άωτον- el
sin fecha. colmo.

607
cío, hondo,
βαθουλώνω [vazulóno] (v.) ahuecar,
Β, β [vita] (η7η.) beta, segunda letra ahondar, abollar,
del alfabeto griego, βάθρο [vázro] (nVn.) base, pedestal,
βαβούρα [vavúra] (nVf.) jaleo, barullo, peana, grada, estrado,
ruido, barahúnda, bulla, βαθύπλουτος [vacíplutos] (adj.) acau­
βαγονέτα [vagonéta] (nVm.) camio­ dalado, muy rico,
neta, furgoneta, βαθύς [vacís] (adj.) profundo, hondo,
βαγόνι [vagóni] (n7m.) vagón, furgón, hundido, ahuecado,
carruaje. βαθυστόχαστος [vacistójastos] 1: (n7m.)
βάδην [vádin] (n./n.) marcha, paso, pensativo, reflexivo, absorto, 2: (adj.)
βαδίζω [vadídso] (v.) marchar, cami­ profundo.
nar, andar, βαθύφωνος [vacífonos] (adj.) bajo, gra­
βάδισμα [vádisma] (n7n.) paso, mar­ ve.
cha. βακαλάος [vacaláos] (nym.) bacalao,
βαζελίνη [vadselíni] (nVf.) vaselina, abadejo,
βάζο [vádso] (n7n.) florero, jarrón, ja­ βάκιλος [váquilos] (nVm.) bacilo,
rra. βακτηρίδιο [vactirídio] (n7n.) bacte­
βάζω [vádso] (v.) poner, meter, colo­ ria.
car, situar, depositar, ubicar, βάκχη [vákji] (n7f.) bacante,
βαθαίνω [vacéno] (v.) ahondar, pro­ βακτηριοκτόνος [vactiriogónos] (adj.)
fundizar, penetrar, bactericida,
βαθιά [vaciá] (adv.) 1: profundamente, βακτηριολόγος [vactiriológos] (n7
a fondo, 2: (sentimientos) entrañable­ m.+f.) bacteriólogo/a.
mente. βακχεία [vakjía] (n./f.) bacanal, orgía,
βαθμιαίος [vazmiéos] (adj.) gradual, βακχικός [vákjicós] (adj.) báquico, or­
progresivo, paulatino, giástico.
βαθμίδα [vazmlda] (nVf.) grado, esca­ βάλανος [válanos] (n./f.) bellota, gla­
lón, escalafón, escala, nivel, nde.
βαθμολογία [vazmologuta] (n7f.) cali­ βαλάντιο [valándio] (n7n.) cartera, mo­
ficación, grado, nota, nedero, bolso,
βαθμολογώ [vazmologó] (v.) calificar, βαλάντωμα [valándoma] (n./n.) ago­
graduar, evaluar, tamiento,
βαθμός [vazmós] (n7m.) 1: grado, 2: βαλαντώνω [valandóno] (v.) agotarse,
nota · έχουμε 20 βαθμούς Κελσίου- cansarse.
estamos a 20 grados · πάντα παίρνει βαλβίδα [valvída] (n./f.) válvula, llave,
καλούς βαθμούς- siempre toma βαλεριάνα [valeriána] (n./f.) valeriana,
buenas notas, βαλές [valés] (n./m.) sota,
βαθμοφόρος [vazmofóros] (n./m.) ofi­ βαλίτσα [valítsa] (nVf.) 1: maleta, ma­
cial, suboficial, letín, 2: equipaje,
βάθος [vázos] (nVn.) profundidad, βαλκανικός [valcanicós] (adj.) balcá­
fondo, hondura · κατά βάθος- hon­ nico.
damente/profundamente, βαλλιστικός [valisticós] (adj.) balísti­
βαθουλός [vazulós] (adj.) hueco, va­ co.

608
βαρόμετρο

βάλλω [válo] (ν.) lanzar, tirar, proye­ βάραθρο [várazro] (n./n.) precipicio,
ctar, arrojar, emitir, barranco, abismo,
βαλς [vals] (n./n.) vals, βαραίνω [varéno] (v.) 1: agravar, recar­
βάλσαμο [válsamo] (n./n.) bálsamo, gar, sobrecargar, 2: agobiar,
esencia, perfume, βαρβαρισμός [varvarismós] (n./m.)
βαλσάμωμα [valsámoma] (n7n.) em­ barbarismo, barbaridad, brutalidad,
balsamamiento, crueldad.
βαλσαμώνω [valsamóno] (v.) emba­ βάρβαρος [várvaros] (adj.) bárbaro,
lsamar. bruto, cruel, salvaje, bestial,
βάλτος [váltos] (nVm.) pantano, cié­ βαρβαρότητα [varvarótita] (n./f.) ba­
naga, lodazal, dique, embalse, balsa, rbaridad, crueldad, salvajismo, be­
marjal. stialidad.
βαλτός [valtós] (adj.) 1: puesto, colo­ βαρβάτος [varvátos] (n7m.) fuerte, ro­
cado 2: intencionalmente, busto, vigoroso, fornido,
βαλτώδης [valtódis] (adj.) pantanoso, βάρδια [várdia] (n./f.) guardia, vigilan­
cenagoso, empantanado, cia, turno · νυχτερινή βάρδια- turno
βαμβακέλαιο [vamvaquéleo] (nVn.) de noche,
aceite de algodón, βάρδος [várdos] (n./m.) bardo, poeta,
βαμβακερός [vamvaquerós] (adj.) de trovador, cantante,
algodón. βαρέλι [varéli] (n7n.) barril, barrica, to­
βαμβάκι [vamváqui] (n7n.) algodón, nel, cubeta, cuba, barrilero,
borra. βαρελίσιος [varelísios] (adj.) de barril,
βαμβακόσπορος [vamvacósporos] βαρελοσανίδα [varelosanída] (nVf.)
(n./n.) semilla de algodón, duela.
βάμμα [váma] (n./n.) colorante, tinte, βαρελότο [varelóto] (n7n.) petardo,
tintura, pigmento, cohete.
βάναυσα [vánafsa] (adv.) brutalmente, βαρετός [varetós] (adj.) aburrido, fa­
groseramente, stidioso, pesado, latoso,
βάναυσος [vánafsos] (adj.) bruto, gro­ βαρήκοος [varícoos] (adj.) duro de
sero, tosco, áspero, oído.
βαναυσότητα [vanafsótita] (nVf.) bru­ βαρίδι [varídi] (nVn.) peso, pesa, plo­
talidad, grosería, tosquedad, aspere­ mada.
za, severidad, βαριέμαι [variéme] (v.) aburrirse, fasti­
βανδαλισμός [vandalismos] (nym.) van­ diarse, hartar,
dalismo, salvajismo, barbarie, gambe­ βαριετέ [varieté] (n7n.) espectáculo/
rrismo. teatro de variedades,
βανίλια [vanília] (n./f.) vainilla, βάριο [vário] (nVn.) (Quím.) bario,
βαπόρι [vapóri] (n./n.) nave/buque de βάρκα [várca] (n./f.) barca, bote, barco,
vapor. chalupa.
βαπτίζω [vaptídso] (v.) 1: bautizar, 2: βαρκάρης [varcáris] (nVm.) barquero,
nominar, denominar, batelero.
βάπηση [váptisi] (n./f.) bautismo, βαρκαρόλα [varcaróla] (n./f.) (Mús.)
βάππσμα [váptisma] (nVn.) bautizo, barcarola,
bautismo. βαρόμετρο [varómetro] (nVn.) baró-

609
βαρόνος

metro. atormentador, torturante, martiri­


βαρόνος [varónos] (n./m.) barón, zante.
βάρος [város] (n./n.) 1: peso, contra­ βάσανο [vásano] (n./n.) 1: tortura,
peso, pesa, 2: agobio · «δικό βάρος- suplicio, martirio, 2: aflicción, pena,
peso específico · καθαρό βάρος- inquetud.
peso bruto · υπέρβαρος- (a) (perso­ βάση [vási] (n./f.) base, fundamento,
na) obeso, (b) (cosas) de exceso peso, sostén, basa, apoyo,
preponderante, βασίζω [vasídso] (v.) basar, fundar,
βαρυθυμία [varicimía] (nVf.) abati­ sostener, apoyar,
miento, descontento, βασικός [vasicós] (n./m.) básico, fu­
βαρύθυμος [varícimos] (adj.) triste, ndamental, esencial, dominante,
abatido, descontento, βασιλεία [vasilía] (n./f.) reinado, mo­
βαρυποινίτης [varipinítis] (n./m.) con­ narquía, reino, dinastía,
denado a cadena perpetua, βασίλειο [vasílio] (n./n.) reino · Ηνω­
βαρύς [varis] (adj.) 1: pesado, 2: grávi­ μένο Βασίλειο- Reino Unido · το
do, pesado, cargado, βασίλειο των ζώων- el reino de los
βαρυσήμαντος [varisímandos] (adj.) animales.
de suma importancia, βασιλεύω [vasilévo] (v.) reinar, gober­
βαρυστομαχιά [varistomajiá] (nVf.) nar, mandar, imperar,
pesadez estomacal, empacho, indi­ βασιλιάς [vasiliás] (n./m.) rey, monar­
gestión. ca, gobernante,
βαρυστομαχιάζω [varistomajiádso] (v.) βασιλικός [vasilicós] (adj.) real,
tener pesadez estomacal, empachar, βασιλικός [vasilicós] (n./m.) (Bot.) al-
βαρύτητα [varítita] (n./f.) gravedad, bahaca.
gravitación, pesadez, βασίλισσα [vasílisa] (n./f.) 1: reina, 2:
βαρύτιμος [varítimos] (adj.) 1: costo­ (agedrez) dama,
so, 2: importante, βασιλοκτόνος [vasiloctónos] (n./m.)
βαρύτονος [varítonos] (n./m.) baríto­ regicida.
no, bajete, βασιλόπιτα [vasilópita] (n./f.) torta de
βαρυφορτώνω [varifortóno] (v.) so­ Reyes.
brecargar, reargar. βασιλόπουλο [vasilópulo] (n./n). pri­
βαρώ [varó] (v.) golpear, apalear, apo­ ncipe.
rrear, atizar, zurrar, βασιλόφρονας [vasilófronas] (adj.) mo­
βασανίζω [vasanídso] (v.) torturar, nárquico.
atormentar, martirizar, fustigar, ate­ βάσιμος [vásimos] (adj.) basado, fu­
nazar. ndado, razonado, seguro, cierto,
βασανισμός [vasanismós] (n./m.) 1: βασιμότητα [vasimótita] (n./f.) certe­
tormento, tortura, martirio, 2: sufri­ za, certidumbre,
miento, padecimiento, βασκαίνω [vasquéno] (v.) hechizar,
βασανιστήριο [vasanistírio] (nVn.) βασκανία [vascanía] (n./f.) hechizo,
tortura, suplicio, martirio, tormento, βαστώ [vastó] (v.) 1: soportar, agua­
βασανιστής [vasanistís] (n./m.) tortu­ ntar, 2: resistir, sostener, apoyar, so­
rador, martirizador. portar, mantener,
βασανιστικός [vasanisticós] (adj.) βάτα [váta] (n./f.) hombrera.

610
βελτιώνω

βατεύω [vatévo] (ν.) acoplar, copular­ βεβαιότητα [veveótita] (n./f.) certeza,


se. certitud, seguridad, certidumbre,
βατήρας [vatíras] (n./m.) trampolín, βεβαιώνω [veveóno] (v.) certificar,
βατομουριά [vatomuriá] (η Λ ) zarza, asegurar, constatar, afirmar, alegar,
βατόμουρο [vatómuro] (n7n.) zarza­ βεβαίως [vevéos] (adv.) desde luego,
mora. por supuesto, seguramente, induda­
βάτος [vátos] (n./f.) matorral, zarzal, blemente,
barzal. βεβαίωση [vevéosi] (ηΛ.) certificado,
βατός [vatós] (adj.) 1: accesible, transi­ constatación, afirmación, aserción,
table, alcanzable, asequible, 2: com­ aserto.
prensible, inteligible, βεβαιωτικός [veveoticós] (adj.) certifi-
βατραχάνθρωπος [vatrajánzropos] (n7m.) cativo, afirmativo,
hombre rana, βέβηλος [vévilos] (adj.) profano, im­
βατραχοπέδιλο [vatrajopédilo] (n./n.) pío, sacrilegio,
aleta. βεβηλώνω [vevilóno] (v.) profanar,
βάτραχος [vátrajos] (n7m.) rana, manchar.
βαυκαλίζω [vafcalídso] (v.) engañar, βεβήλωση [vevílosi] (η Λ ) profana­
secudir. ción, sacrilegio, blasfemia,
βαφέας [vaféas] (nVm.) tintorero, βεβιασμένος [veviasménos] (adj.) for­
βαφείο [vafío] (nVn.) tintorería, zado, obligado, exigido, constreñido,
βαφή [vafí] (n./f.) tinte, pintura, color, βεγγέρα [veguéra] (η Λ ) velada,
tintura, pigmento, colorante, βελανίδι [velanídi] (n./n.) bellota,
βαφτίζω [vaftídso] (v.) bautizar, βελανιδιά [velanidiá] (ηΛ.) roble, en­
βάφτισμα [váftisma] (n./n.) bautizo, cina.
βαφτιστικός [vaftisticós] (nVm.) ahi­ βελάζω [veládso] (v.) 1: balar, 2: bra­
jado. mar, rugir,
βάφω [váfo] (v.) pintar, tintar, colorear, βέλασμα [vélasma] (n./n.) balido,
teñir. βεληνεκές [velinequés] (n./n.) alca­
βάψιμο [vápsimo] (nVn.) 1: pintura, 2: nce, distancia,
(cara) maquillaje, βέλο [vélo] (n./n.) velo,
βγάζω [vgádso] (v.) sacar, extraer, qui­ βελόνα [velóna] (n./f.) aguja,
tar, retirar, arrancar, apartar, βελονιά [veloñá] (n./f.) puntada, pu­
βγαίνω [vguéno] (v.) salir, emerger, nto.
aparecer, emanar, egresar · βγες βελονιάζω [veloñádso] (v.) enhebrar,
έξωΙ- ¡sal de aquí!, βελονισμός [velonismós] (n./m.) acu­
βδέλλα [vdéla] (nVf.) sanguijuela, san­ puntura.
guja. βέλος [vélos] (n7n.) flecha, dardo,
βδελυρός [vdelirós] (adj.) detestable, saeta.
abominable, odioso, detestable, βελούδινος [velúdinos] (adj.) atercio­
βέβαια [vévea] (adv.) ciertamente, con pelado.
certeza, por supuesto, desde luego, βελούδο [velúdo] (n./n.) terciopelo,
absolutamente, βέλτιστος [véltistos] (adj.) (el/la) me­
βέβαιος [véveos] (adj.) 1: cierto, segu­ jor, óptimo,
ro, 2: asegurado, confirmado. βελτιώνω [veltióno] (v.) mejorar, per­

ón
βελτίωση

feccionar, modernizar, desarrollar, cada, tranco, paso, marcha,


βελτίωση [veltíosi] (n./f.) mejora, me­ βηματοδότης [vimatodótis] (n./m.)
joría, mejoramiento, perfecciona­ regulador cardíaco, marcapasos.
miento, modernización, βήτα [vita] (n./n.) beta, segunda letra
βελτιώσιμος [veltiósimos] (adj.) mejo- del alfabeto griego,
rable, superable, perfectible, βήχας [víjas] (n./m.) tos.
βενζινάκατος [vendsinácatos] (n./f.) βήχω [víjo] (v.) toser,
lancha. βία [vía] (n./f.) violencia, fuerza, impe-
βενζίνη [vendsíni] (n./f.) gasolina, tú.
βεντάλια [vendália] (njf.) abanico, βιάζομαι [viádsome] (v.) tener prisa,
ventalle, abano, apresurarse,
βεντέτα [vendéta] (n7f.) 1: vendetta, 2: βιάζω [viádso] (v.) 1: (una mujer) violar,
(persona famosa) estrella, raptar, 2: forzar, violentar, quebrar,
βεντιλατέρ [vendilatér] (n7n.) venti­ βιαιοπραγία [vieopraguía] (nVf.) vio­
lador. lencia, acción violenta,
βεντούζα [vendúdsa] (n./f.) ventosa, βιαιοπραγώ [vieopragó] (v.) hacer uso
βέρα [véra] (n./f.) anillo, de la violencia, violentar,
βεράντα [veránda] (n./f.) balcón, te­ βίαιος [víeos] (adj.) violento, impe­
rraza. tuoso, precipitado, forzado, cruel,
βέργα [vérga] (n./f.) vara, encarnizado ·βίαιο χτύπημα- golpe
βερεσέ [veresé] (adv.) al fiado, a cré­ violento.
dito. βιαιότητα [vieótita] (n7f.) violencia,
βερεσές [veresés] (n./m.) crédito, fuerza, ímpetu, crueldad,
βερικοκιά [vericoquiá] (n./f.) albarico- βιασμός [viasmós] (n./m.) violación,
quero. abuso, estupro,
βερίκοκο [verícoco] (n./n.) albarico- βιαστής [viastís] (n./m.) violador, rap­
que. tor.
βερνίκι [verníqui] (n7n.) barniz, lustre, βιαστικά [viasticá] (adv.) precipitada­
charol. mente, rápidamente, deprisa ·φεύ-
βερνίκωμα [vernícoma] (nVn.) barni­ γω βιαστικά- partir deprisa,
zado. βιαστικός [viasticós] (adj.) precipita­
βερνικώνω [vernicóno] (v.) barnizar, do, apresurado, urgente,
esmalta, charolar, βιβλιάριο [vivliário] (n./n.) libreta, car­
βέρος [véros] (adj.) verdadero, auté­ tilla, cuaderno,
ntico, original, βιβλίο [vivlío] (n./n.) libro ·ηλεκτρονι­
βεστιάριο [vestiário] (n./n.) vestuario, κό βιβλίο- libro electrónico/digital,
βετεράνος [veterános] (nVm.) vete­ βιβλιογραφία [vivliografía] (n7f.) bi­
rano. bliografía,
βέτο [véto] (n./n.) veto, βιβλιογραφικός [vivliograficós] (adj.)
βήμα [víma] (n./n.) 1: paso, pisada, bibliográfico,
huella, 2: (para hablar) tribuna, βιβλιοδεσία [vivliodesía] (n./f.) encua­
βηματίζω [vimatídso] (v.) andar, cami­ dernación,
nar, pasear, marchar, βιβλιοδέτης [vivliodétis] (nym.) en­
βηματισμός [vimatismós] (nVm.) zan­ cuadernador.

612
βλακεία

βιβλιοδετώ [vivliodetó] (ν.) encuader­ ducción.


nar. βιομηχανικός [viomijanicós] (adj.) in­
βιβλιοθηκάριος [vivliocicários] (nym.) dustrial, manufacturero,
bibliotecario, βιομήχανος [viomíjanos] (nym.) in­
βιβλιοθήκη [vivliocíqui] (n./f.) biblio­ dustrial, fabricante,
teca, estantería, estante, βιοπαλαιστής [viopalestís] (nym.) bus­
βιβλιοπωλείο [vivliopolío] (nyn.) li­ cavidas, luchador, trabajador,
brería, papelería, βίος [víos] (nym.) 1: vida, existencia, 2:
βιβλιοπώλης [vivliopólis] (nym.) li­ história, biografía,
brero. βιοτέχνης [viotéjnis] (n./m.) artesano,
βιβλιόφιλος [vivliófilos] (nym.) biblió­ obrero.
filo. βιοτεχνία [viotejnía] (nyf.) taller de
Βίβλος [vivios] (n7f.) Biblia, artesanía,
βίδα [vida] (n7f.) tornillo, tirafondo · βιοχημεία [viojimía] (nyf.) bioquími­
του έστριψε η βίδα- tiene los torni­ ca.
llos flojos, βιοχημικός [viojimicós] (nym.) bio­
βιδολόγος [vidológos] (nym.) desto­ químico.
rnillador. βιοχημικός [viojimicós] (adj.) bioquí­
βιδώνω [vidóno] (v.) atornillar, desto­ mico.
rnillar, desatornillar, βιοψία [viopsía] (nyf.) biopsia.
βίζα [vídsa] (nyf.) visado, βιράρω [viráro] (v.) ponerse al pairo,
βίζιτα [vídsita] (nyf.) visita, βιταμίνη [vitamíni] (n./f.) vitamina,
βίκος [vicos] (nym.) vicia, arveja, βιτρίνα [vitrina] (nyf.) escaparate, vi­
βίλα [víla] (nyf.) villa, casa grande y trina.
lujosa. βιτριόλι [vitrióli] (nyn.) (Qulm.) vitrio­
βιογραφία [viografía] (n./f.) biografía, lo.
βιογραφικός [viograñcós] (adj.) bio­ βίτσιο [vítsio] (nyn.) vicio, anomalía,
gráfico ·βιογραφικό σημείωμα- cu­ corrupción,
rrículum vitae. βίωμα [víoma] (nyn.) vivencia,
βιογράφος [viográfos] (nym.) biógra­ βιώνω [vióno] (v.) vivir intensamente,
fo. βιώσιμος [viósimos] (adj.) viable, posi­
βιογραφώ [viografó] (v.) biografiar, ble, realizable,
βιόλα [vióla] (n./f.) viola, βιωσιμότητα [viosimótita] (nyf.) via­
βιολέτα [violéta] (nyf.) violeta, bilidad, posibilidad,
βιολί [violí] (nyn.) violín, βλαβερός [vlaverós] (adj.) 1: perjudi­
βιολιστής [violistís] (nym.) violinista, cial, nocivo, dañino, 2: peligroso, 3:
βιολογία [viologuía] (n./f.) biología, destructivo,
βιολογικός [viologuicós] (adj.) bioló­ βλάβη [vlávi] (nyf.) daño, perjuicio,
gico · βιολογικά προϊόντα- produ­ avería, detrimento,
ctos biológicos, βλάκας [vlácas] (nym.) tonto, imbécil,
βιολοντσέλο [violontsélo] (n./n.) vio­ idiota, bobo, estúpido, zoquete,
lonchelo. βλακεία [vlaquía] (nyf.) tontería, im­
βιομηχανία [viomijanía] (nyf.) indus­ becilidad, idiotez, bobada, estupi­
tria, manufactura, fabricación, pro­ dez, torpeza.

613
βλακώδης

βλακώδης [vlacódis] (adj.) tonto, estú­ βλεφαρίζω [vlefarídso] (v.) parpadear,


pido, imbécil, pestañear, guiñar,
βλακωδώς [vlacodós] (adv.) imbécil­ βλεφάρισμα [vlafárisma] (n./n.) par­
mente, estúpidamente, padeo, pestañeo, guiño,
βλαμμένος [vlaménos] (adj.) chiflado, βλέφαρο [vléfaro] (n./n.) párpado,
alelado, loco, chalado, trastornado, βλέψεις [vlépsis] (n./f.) pl. anhelo, de­
βλάπτω [vlápto] (v.) dañar, perjudicar, seo, ambición,
damnificar, lastimar, βλήμα [vlíma] (n./n.) proyectil,
βλασταίνω [vlastnéno] (v.) germinar, βλίτα [vlíta] (n./n.) pl. acelgas,
brotar. βλοσυρός [vlosirós] (adj.) hosco, to­
βλαστάρι [vlastári] (n./n.) brote, reto­ sco, grotesco, torvo, ceñudo,
ño, renuevo, βλοσυρότητα [vlosirótita] (n./f.) hos­
βλάστημα [vlástima] (n7n.) germina­ quedad, tosquedad, resentimiento,
ción. βόας [vóas] (nVm.) boa.
βλαστημώ [vlastimó] (v.) blasfemar, βογγητό [vogkitó] (nVn.) gemido, que­
maldecir, injuriar, anatematizar, jido.
βλάστηση [vlástisi] (n./f.) germina­ βογγώ [vogkó] (v.) gemir, quejarse,
ción, vegetación, βοδάμαξα [vodámaksa] (n7f.) carreta
βλαστός [vlastós] (nVm.) brote, ger­ de bueyes,
men, yema, vástago, pimpollo, βόδι [vódi] (n./m.) buey,
βλασφημία [vlasfimía] (n./f.) injuria, βοδινός [vodinós] (adj.) bovino, va­
blasfemia, anatema, cuno.
βλάσφημος [vlásfimos] (adj.) injurio­ βοή [voí] (nVf.) clamor, grito, zumbido,
so, blasfemo, blesfemador, maldi­ ruido, bulla, alboroto, bullicio,
ciente. βοήθεια [voícia] (n./f.) ayuda, auxilio,
βλάχος [vlájos] (n./m.) villano, socorro, amparo, asistencia, apoyo,
βλάψιμο [vlápsimo] (nVn.) perjuicio, βοήθημα [voícima] (n./n.) ayuda, sub­
daño. sidio.
βλέμμα [vléma] (nVn.) mirada, ojea­ βοηθητικός [voiciticós] (adj.) auxiliar,
da, vistazo ·λοξή ματιά- mirada de asistente, ayudante,
reojo. βοηθός [voizós] (n./m.) ayudante, asi­
βλέννα [vléna] (nVf.) mucosidad. stente, auxiliar, colaborador,
βλεννογόνος [vlenogónos] (adj.) mu­ βοηθώ [voizó] (v.) ayudar, auxiliar, so­
coso, pringoso ·βλεννογόνος αδέ­ correr, amparar, apoyar,
νας· glándula mucosa, βόθρος [vózros] (n./m.) cloaca, sumi­
βλεννόρροια [vlenória] (nVf.) bleno­ dero, desagüe,
rrea, gonorrea, βολβός [volvós] (nVm.) bulbo, cebo­
βλέπω [vlépo] (v.) ver, mirar, distinguir, lla.
contemplar, distinguir, notar, βολβώδης [volvódis] (adj.) bulboso,
βλεφαρίδα [vlefarída] (n./f.) pestaña βόλεμα [vólema] (nVn.) orden, orde­
. μένω άυπνος- quemarse las pes­ nación.
tañas. βολεύω [volévo] (v.) acomodar, orde­
βλεφαρίτιδα [vlefarítida] (n7f.) blefa­ nar, colocar, situar,
ritis. βολή [volí] (nVf.) 1: comodidad, con-

614
βουλή

fort, 2: (arma) tiro, disparo, fuego, βοσκοπούλα [voscopúla] (nyf.) pa­


lanzamiento, stora.
βόλι [vóli] (n./n.) bala, βοσκός [voscós] (n./m.) pastor, ove­
βολίδα [volída] (n./f.) bala, bólido, pro­ jero.
yectil, balín, βοσκοτόπι [voscotópi] (n./n.) pradera,
βολιδοσκόπηση [volidoscópisi] (nyf.) pasto.
sondeo, tanteo, exploración, βόσκω [vósco] (v.) pastorear, pastar,
βολιδοσκοπώ [volidoscopó] (v.) son­ pacer.
dear, tantear, βοτανίζω [votanídso] (v.) herborizar,
βολικός [volicós] (adj.) cómodo, aco­ escardar.
modado, confortable, placentero, βοτανική [votaniquí] (n./f.) botánica,
βόλτα [vólta] (n./f.) 1: paseo, 2: vuelta, βοτανικός [votanicós] (adj.) botánico,
3: (Mar.) aduja · κάνω βόλτα με το βότανο [vótano] (n./n.) hierba, yerba,
αμάξι- dar un paseo en coche, verde.
βόμβα [vómva] (nyf.) bomba, βοτανολόγος [votanológos] (nym.+f.)
βομβαρδίζω [vomvardídso] (v.) bo­ botánico.
mbardear, βότσαλο [vótsalo] (n./n.) china, guija­
βομβαρδισμός [vomvardismós] (n./m.) rro, piedrecilla.
bombardeo, βουβαίνω [vuvéno] (v.) enmudecer,
βομβαρδιστικό [vomvardisticó] (n./n.) callar, silenciar,
bombardero, βουβάλι [vuváli] (n./n.) búfalo, biso­
βομβητής [vomvitís] (n./m.) timbre, nte.
zumbador, βουβαμάρα [vuvamára] (n./f.) muti­
βόμβος [vómvos] (nym.) zumbido, smo, mudez,
murmullo, βουβός [vuvós] (adj.) mudo, silencio­
βομβύκιο [vomvíquio] (n./m.) capu­ so.
llo. βουβώνας [vuvónas] (n./f.) ingle,
βόβορος [vóvoros] (n./m.) lodo, barro, βουίζω [vuídso] (v.) zumbar,
ciénaga. βουκέντρα [vuquéndra] (n./f.) aguija­
βορειοανατολικός [vorioanatolicós] da, aguijadera.
(adj.) del noreste, βουκολικός [vucolicós] (adj.) pastoral,
βορειοδυτικός [vorioditicós] (adj.) del pastoril, bucólico ·βουκολική ποίη­
noroeste. ση- poesía bucólica,
βόρειος [vórios] (adj.) del norte, nór­ βουκόλος [vucólos] (nym.) vaquero,
dico. pastor,
βοριάς [voriás] (n./m.) viento del nor­ βούλα [vúla] (n./f.) sello,
te. βουλεβάρτο [vulevárto] (n./n.) bule­
βορικό [voricó] (n./n.) (Quím.) ácido var.
bórico. βούλευμα [vúlevma] (nyn.) orden, de­
βορινός [vorinós] (adj.) nórdico, se­ cisión, resolución,
ptentrional. βουλευτής [vuleftís] (nym.) diputado,
Βορράς [vorrás] (n./m.) Norte, βουλευτικός [vulefticós] (adj.) parla­
βοσκή [vosquí] (nyf.) pasto, pastura, mentario.
herbaje, forraje. βουλή [vulí] (n./f.) parlamento, Asam­

615
βούληση

blea Legislativa, za.


βούληση [vúlisi] (n./f.) voluntad, de­ βούτηγμα [vútigma] (n./n.) inme­
seo, designio, albedrío, rsión.
βουλιάζω [vuliádso] (v.) hundir(se), βουτηχτής [vutijtís] (n./m.) zambulli­
sumergir(se), zambullirse, dor, buceador.
βουλιμία [vulimía] (n./f.) bulimia, ha­ βουτιά [vutiá] (nyf.) zambullida, cha­
mbre insaciable, puzón, inmersión,
βουλοκέρι [vuloquéri] (n./n.) lacre, βούτυρο [vútiro] (n./n.) mantequilla,
βούλωμα [vúloma] (n7n.) tapona­ amrgarina.
miento, tapón, tapadura, βουτυρώνω [vutiróno] (v.) untar con
βουλώνω [vulóno] (v.) sellar, taponar, mantequilla,
atrancar. βουτώ [vutó] (v.) sumergir, zambullir­
βουναλάκι [vunaláqui] (nVn.) colina, se, sumir, bucear, chapuzarse,
otero. βραβείο [vravío] (n7n.) premio, galla-
βούνευρο [vúnevro] (nVn.) látigo del rdón, condecoración, medalla,
cuero de vaca, βραβεύω [vravévo] (v.) premiar, gala­
βουνίσιος [vunísios] (adj.) montaño­ rdonar, recompensar, condecorar,
so. βραγιά [vraguiá] (n7f.) terreno, maci­
βουνό [vunó] (n7n.) montaña, monte, zo.
colina, cordillera, βράγχια [vrágjia] (n./n.) pl. branquia,
βουνοκορφή [vunocorfí] (nVf.) cima βραδιά [vradiá] (n./f.) noche, velada,
de la montaña, tinieblas.
βουνοπλαγιά [vunoplaguiá] (n./f.) fa­ βραδιάζει [vradiádsi] (v.) anochecer,
lda de la montaña, βράδιασμα [vrádiasma] (n./n.) ano­
βουνοσειρά [vunosirá] (n7f.) sierra, checer.
cordillera, cadena montañosa, βραδιάτικος [vradiáticos] (adj.) de no­
βούρδουλας [vúrdulas] (n./m.) látigo, che, vespertino,
azote, fusta, tralla, βραδινός [vradinós] (adj.) nocturno,
βουρδουλιά [vurduliá] (n./f.) latigazo, βραδυγλωσσία [vradiglosía] (n7f.) tar­
βούρκος [vúrcos] (n./m.) cieno, fango, tamudeo.
lodo. βραδύγλωσσος [vradíglosos] (adj.) tar­
βουρκώνω [vurcóno] (v.) conmoverse, tamudo.
emocionarse, βραδυκίνητος [vradiquínitos] (adj.)
βουρλίζω [vurlídso] (v.) enfurecer, lento, tardo,
βούρλο [vúrlo] (n7n.) 1: junco, caña, βραδύνω [vradíno] (v.) retrasar, retar­
espadaña, 2: (metáf.) tonto, bobo, dar, atrasar,
estúpido. βραδυπορία [vradiporía] (n./f.) retra­
βούρτσα [vúrtsa] (n./f.) cepillo, brocha so, demora,
• βούρτσα μαλλιών- cepillo de pelo · βραδυπορώ [vradiporó] (v.) retrasar­
οδοντόβουρτσα- cepillo de dientes, se, demorarse, quedarse atrás,
βουρτσίζω [vurtsídso] (v.) cepillar, βραδύς [vradís] (adj.) lento, atrasado,
βούρτσισμα [vúrtsisma] (nVn.) cepi­ tardo, moroso,
llado. βραδύτητα [vradítita] (nyf.) lentitud,
βουστάσιο [vustásio] (n7n.) vaqueri­ dilación, tardanza.

616
βρομοδουλειά

Βραζιλιάνος [vradsiliános] (n./m.) bra­ βραχώδης [vrajódis] (adj.) rocoso, pe­


sileño. dregoso, roqueño,
βράζω [vrádso] (v.) hervir, cocer, bur­ βρέγμα [vrégma] (n7n.) parte superior
bujear, bullir, y anterior de la cabeza, frente,
βράκα [vráca] (n./f.) calzones, βρεγμένος [vregménos] (adj.) moja­
βρακί [vraquí] (n7n.) braga, calzonci­ do, empapado, húmedo,
llo. βρεφικός [vreñcós] (adj.) infantil,
βράση [vrási] (ηΛ) ebullición, βρεφοκομείο [vrefocomío] (n./n.) or­
βράσιμο [vrásimo] (nVn.) hervor, ebu­ fanato, hospicio, orfelinato,
llición. βρεφοκτονία [vrefoctonía] (ηΛ) in­
βρασμός [vrasmós] (nVm.) hervidero, fanticidio,
cocción, burbujeo, ebullición, βρεφοκτόνος [vrefoctónos] (n7m.+f.)
βραστήρας [vrastíras] (n7m.) caldera, infanticida,
βραστός [vrastós] (adj.) cocido, her­ βρέφος [vréfos] (n./n.) recién nacido,
vido. bebé, nene, niño,
βραχιόλι [vrajióli] (n7n.) pulsera, bra­ βρέχει [vréjei] (v.) (inf. llover) llueve,
zalete, ajorca, está lloviendo,
βραχίονας [vrajíonas] (nVm.) brazo, βρέχω [vréjo] (v.) mojar, humedecer,
βραχνάδα [vrajnáda] (nVf.) ronquera, empapar, remojar, bañar,
carraspera, carraspeo. βρίζα [vrídsa] (ηΛ) centeno,
βpαχvιάζω[vrajñádso](v.)enΓonquecer(se), βρίζω [vrídso] (v.) insultar, ofender, ul­
carraspear. trajar, injuriar,
βραχνός [vrajnós] (adj.) ronco, enron­ βρισιά [vrisiá] (ηΛ) insulto, palabrota,
quecido. grosería, ofensa, injuria,
βράχος [vrájos] (nVm.) roca, piedra, βρίσκω [vrísco] (ηΛ.) encontrar, hallar,
peñasco, pedrusco, peña, descubrir, detectar,
βραχυγραφία [vrajigrafía] (n./f.) abre­ βρογχικός [vrogjicós] (adj.) bronquial,
viatura. βρογχίτιδα [vrogjítida] (n./f.) bron­
βραχυκέφαλος [vrajiquéfalos] (adj.) bra- quitis.
quicéfalo. βρόγχος [vrógji] (n./m.) pl. bronquio.
βραχυκύκλωμα [vrajiquícloma] (n7n.) βρογχοπευμονία [vrogjopevmonía]
cortocircuito, (ηΛ.) bronconeumonía.
βραχυλογία [vrajiloguía] (n./f.) breve­ βρόμη [vrómi] (n./f.) avena,
dad, cortedad, concisión, βρομιά [vromiá] (n./f.) suciedad, mu­
βραχύλογος [vrajílogos] (adj.) breve, gre, desaseo,
corto, lacónico, βρομιάρης [vromiáris] (adj.) sucio,
βραχύνω [vrajíno] (v.) abreviar, acor­ puerco, mugriento, grasiento, des­
tar, reducir, resumir, aseado, pringoso,
βραχυπρόθεσμος [vrajiprócesmos] (adj.) βρομίζω [vromídso] (v.) ensuciar, ma­
a corto plazo, nchar, contaminar, pringar,
βραχύς [vrajís] (adj.) corto, breve, lacó­ βρόμικος [vrómicos] (adj.) sucio, pue­
nico, de corta duración, rco, desaseado,
βραχύτητα [vrajítita] (n./f.) cortedad, βρομοδουλειά [vromoduliá] (n./f.) i:
brevedad. mala acción, mala faena, 2: cabro­

617
βρομοκοπώ

nada. pecho.
βρομοκοπώ [vromocopó] (ν.) heder, βυζί [vidsí] (n./n.) mama, teta, seno,
apestar. pecho.
βρομόπαιδο [vromópedo] (n./n.) ca­ βυθίζω [vicídso] (v.) 1: hundir, sumer­
nalla. gir, sumir, 2: zambullir, 3: bañar,
βρομώ [vromó] (v.) heder, apestar, βύθιση [vícisi] (nyf.) 1: hundimiento,
oler mal. inmersión, 2: zambullida,
βροντερός [vronderós] (adj.) ruidoso, βυθισμένος [vicisménos] (adj.) hundi­
sonoro, estruendoso, estrepitoso, do, inmerso, sumergido, sumido,
βροντή [vrondí] (nyf.) trueno, estruen­ βυθοκόρος [vizocóros] (n./f.) draga,
do, tronido, βυθομέτρηση [vizométrisi] (n./f.) son­
βρόντος [vróndos] (nym.) estrépito, deo, auscultación,
ruido, bullicio, βυθομετρώ [vizometró] (v.) sondear,
βροντώ [vrondó] (v.) tronar, retumbar, sondar,
βροντώδης [vrondódis] (adj.) ruidoso, βυθός [vizós] (nym.) fondo,
atornador, ensordecedor, βύνη [víni] (nyf.) malta,
βροχερός [vrojerós] (adj.) lluvioso, βυρσοδεψείο [virsodepsío] (nyn.) cur­
pluvioso, tiduría, tenería,
βροχή [vrojQ (n7f.) lluvia, aguacero, βυρσοδέψης [virsodépsis] (nym.) cur­
βρόχι [vróji] (nyn.) trampa. tidor.
βρόχ|ν°ς [vrójinos] (adj.) de lluvia, βυρσοδεψία [vírsodepsía] (nyf.) cur­
pluvial. tido.
βροχόμετρο [vrojómetro] (n./n.) plu­ βύσμα [vísma] (n./n.) 1: enchufe, clavi­
viómetro, ja, encaje, 2: (Med.) tapón,
βροχόπτωση [vrojóptosi] (nyf.) lluvia, βυσσινής [visinís] (adj.) carmesí,
aguacero, βυσσινιά [visiñá] (nyf.) guindo, guin­
βρόχος [vrójos] (nym.) lazo, corredizo, dal.
βροχούλα [vrojúla] (nyf.) llovizna, βύσσινο [vísino] (nyn.) guinda,
βρικόλακας [vricólacas] (n./m.) vam­ βυσσοδομώ [visodomó] (v.) tramar,
piro. maquinar, urdir,
βρύο [vrío] (n./n.) musgo, βυτίο [vitío] (nyn.) barril, barrica, to­
βρύση [vrísi] (nyf.) grifo, fuente, llave, nel.
espita. βώλος [vólos] (nym.) bola, canica,
βρυχηθμός [vrijizmós] (nym.) rugido, βωμολοχία [vomolojía] (nyf.) grosería,
mugido, bramido, ronquido, insolencia, indecencia, procacidad,
βρυχώμαι [vrijóme] (v.) rugir, mugir, βωμολόχος [vomolójos] (nym.) grose­
bramar, gritar, roncar, ro, insolente, indecente, procaz,
βρώσιμος [vrósimos] (adj.) comesti­ βωμολοχώ [vomolojó] (v.) maldecir,
ble. blasfemar, decir obscenidades, decir
βύζαγμα [vídsagma] (nyn.) 1: lactan­ palabrotas,
cia, mamada, 2: succión, chupada, βωμός [vomós] (n./m.) altar, ara.
βυζαίνω [vidséno] (v.) lactar, ama­
mantar, mamar, dar el pecho, criar
• βυζαίνω από το στήθος- criar al

618
turquesa.
γαλακτερός [galacterós] (adj.) lecho­
Γ, γ [gáma] (n./n.) tercera letra del alfa­ so.
beto griego, γαλακτερά [galacterá] (n7n.) pl. pro­
γαβάθα [gaváza] (n./f.) tazón, cuenco, ductos lácteos,
escudilla. γαλακτικός [galacticós] (adj.) lácteo,
γαβαθωτός [gavazotós] (adj.) cónca­ láctico, lactífero,
vo, hueco, γαλακτοκομείο [galactocomío] (n7n.)
γαβγίζω [gavguídso] (v.) ladrar, aullar, lechería, vaquería,
γάβγισμα [gávguisma] (n7n.) ladrido, γαλακτομπούρεκο [galactobúreco]
γάγγλιο [gágklio] (nVn.) ganglio, (n7n.) dulce de leche y sémola,
γάγγραινα [gágkrena] (nyf.) gangre­ γαλακτοπωλείο [galactopolío] (nVn.)
na. lechería.
γαγγραινώδης [gagkrenódis] (adj.) γαλακτοπώλης [galactopólis] (n7m.)
gangrenoso, lechero, repartidor de leche,
γάδος [gádos] (n7m.) bacalao, γαλακτοφόρος [galactofóros] (adj.)
γάζα [gádsa] (n7f.) gasa, lactífero.
γαζί [gadsí] (n./n.) costura, γαλακτώδης [galactódis] (adj.) lecho­
γαζία [gadsía] (nVf.) acacia, so, lactífero, láctico,
γάζωμα [gádsoma] (nVn.) pespunte, γαλάκτωμα [galáctoma] (nVn.) leche,
costura a máquina, crema.
γαζώνω [gadsóno] (v.) pespuntear, co­ γαλανόλευκος [galanólefcos] (adj.) azul
ser a máquina, y blanco.
γαιάνθρακας [gueánzracas] (n./m.) γαλανός [galanos] (adj.) azul, azulado,
hulla, carbón, γαλαντόμος [galandómos] (adj.) va­
γάιδαρος [gáidaros] (n7m.) burro, liente, generoso,
asno, borrico, γαλαξίας [galaksías] (n./m.) galaxia,
γαϊδουράγκαθο [gaidurágkazo] (nVn.) γαλαρία [galaría] (n7f.) 1: galería, 2:
cardo, borriquero, túnel, subterráneo,
γαϊδουριά [gaiduriá] (n./f.) burrada, γαλατάς [galatás] (n./m.) lechero,
grosería, tosquedad, rudeza, brus­ γαλβανίζω [galvanídso] (v.) galvani­
quedad. zar.
γαϊτάνι [gaitáni] (nVn.) cinta, cordel, γαλβανισμός [galvanismós] (n/m.) gal­
γαιοκτήμονας [gueoctímonas] (n./m.) vanismo.
terrateniente, latifundista, hacenda­ γαλβανοπλαστική [galvanoplastiquí]
do, propietario, (n./f.) galvanoplastia,
γάλα [gála] (n./n.) leche, γαλέρα [galéra] (n./f.) galera, galeón,
γαλάζιο [galádsio] (n7n.) azul, azul γαλέτα [galeta] (n./f.) galleta,
celeste. γαληνεύω [galinévo] (v.) calmar, se­
γαλάζιος [galádsios] (adj.) celeste, azu­ renar, sosegar, tranquilizar, pacificar,
lado. apaciguar, aplacar,
γαλαζοαίματος [galadsoématos] (adj.) γαλήνη [galíni] (nJf.) calma, serenidad,
de sangre azul, aristócrata, sosiego, tranquilidad, apacibilidad.
γαλαζόπετρα [galadsópetra] (nVf.) γαλήνιος [galínios] (adj.) sereno, tran­

619
Γαλλία

quilo, sosegado, apacible, pacífico, cer cosquillas,


plácido. γαργάρα [gargára] (ηΛ) gárgara, gar­
Γαλλία [galía] (ηΛ.) Francia, garismo.
γαλλικός [galicós] (adj.) francés, γαρδέλι [gardéli] (ηΛι.) jilguero, co­
γαλλισμός [galismós] (ηΛη.) galicis­ lorín.
mo. γαρδένια [gardéña] (n./f.) gardenia,
Γάλλος [gálos] (ηΛη.) francés. γαρίδα [garída] (ηΛ) gamba, cama­
Γαλλίδα [galída] (ηΛ) francesa, rón.
γαλλικά [galicá] (nVn.) pl. (idioma) γαρνίρω [garníro] (v.) adornar, deco­
francés. rar, embellecer,
γαλόνι [galóni] (nVn.) galón, sardine­ γαρνιτούρα [garnitúra] (ηΛ) adorno,
ta. ornamento, aderezo,
γαλοπούλα [galopúla] (ηΛ) pavo, γαρύφαλλο [garífalo] (ηΛι.) clavel,
γάλος [gálos] (ηΛη.) pavo, γάστρα [gástra] (ηΛ) tiesto, maceta,
γαλούχηση [galújisi] (ηΛ.) lactancia, γαστρικός [gastricós] (adj.) gástrico,
γαλουχώ [galujó] (v.) amamantar, dar estomacal,
de mamar, lactar, criar, dar el pecho, γαστριμαργία [gastrimarguía] (ηΛ.)
γαμήλιος [gamílios] (adj.) nupcial, glotonería,
γαμικός [gamicós] (adj.) matrimonial, γαστρίτιδα [gastrítida] (n./f.) gastritis,
conyugal, γαστρεντερικός [gastrendericós] (adj.)
γάμος [gámos] (n7m.) boda, matrimo­ gastrointestinal,
nio, nupcias, casamiento, γαστρονομία [gastronomía] (ηΛ) ga­
γάμπα [gámba] (ηΛ) pantorrilla, stronomía,
γαμπριάτικος [gambriáticos] (adj.) de γαστρονομικός [gastronomicós] (adj.)
boda. gastronómico,
γαμπρός [gambrós] (ηΛη.) 1: novio, 2: γάτα [gáta] (ηΛ.) gata · νεογέννητα
(parentesco) yerno, γστάκια- gatitos recien nacidos,
γαμψός [gampsós] (adj.) encorvado, γατάκι [gatáqui] (ηΛι.) gatito.
γαμώ [gamó] (v.) joder, γάτος [gátos] (nVm.) gato ·παίζω τη
γάντζος [gándsos] (ηΛη.) gancho, en­ γάτα με το ποντίκι- jugar (con al­
ganche, cloque, escarpia, corchete, guien) al gato y ratón ·πουλώ γου­
γαντζώνω [gantdsóno] (v.) engan­ ρούνι στο σακί- dar un gato por
char. liebre.
γάντι [gándi] (ηΛ).) 1: guante, mano­ γατίσιος [gatísios] (adj.) gatuno, feli­
pla, 2: (armadura del soldado en la no.
antigüedad) guantelete, γατί [gatí] (n./n.) gato, gatito.
γάνωμα [gánoma] (ηΛι.) estañadura, γαύρος [gávros] (n7m.) boquerón,
γανώνω [ganóno] (v.) estañar, γδάρσιμο [gdársimo] (nVn.) arañazo,
γανωτής [ganotís] (ηΛη.) estañador, desolladura, rozadura, raspadura,
γαργάλημα [gargálima] (ηΛι.) cosqui­ γδέρνω [gdérno] (v.) arañar, desollar,
lleo, cosquillas, despellejar, raspar, pelar,
γαργαλιστικός [gargalisticós] (adj.) γδύνω [gdíno] (v.) desnudar, desarro­
cosquilloso, par, desvestir, quitar la ropa,
γαργαλώ [gargaló] (v.) cosquillear, ha­ γδύσιμο [gdísimo] (n/n.) desnudamie­

620
γένι

nto.
γδυτός [gditós] (adj.) 1: desnudo, γελώ [gueló] (v.) reir(se), burlarse, mo­
nudo, desvestido, 2: descubierto, farse.
abierto. γελωτοποιός [guelotopiós] (n./m.)
γεγές [guegués] (n./m.) imbécil, tonto, bufón, payaso, burlón,
γεγονός [guegonós] (n./n.) 1: suceso, γεμάτος [guemátos] (adj.) lleno, relle­
hecho, incidente, 2: acontecimiento, no, pleno, repleto, ahíto, completo,
evento, circunstancia, abundante,
γεια [guiá] (interj.) salud, hola, adiós, γεμίζω [guemídso] (v.) llenar, rellenar,
γειρτός [guirtós] (adj.) doblado, en­ completar, concluir,
corvado, torcido, plegado, γέμιση [guémisi] (nyf.) relleno,
γείσωμα [guísoma] (nyn.) cornisa, ale­ γέμισμα [guémisma] (nyn.) relleno,
ro. γεμιστήρας [guemistíras] (nym.) car­
γείτονας [guitones] (nym.) vecino, gador (armas).
convecino, Γενάρης [guenáris] (nym.) enero,
γειτονεύω [guitonévo] (v.) ser vecino, γενάρχης [guenárjis] (nym.) patriarca,
lindar, limitar, confinar, γενεά [gueneá] (nyf.) 1: generación, 2:
γειτονιά [guitoñá] (nyf.) vecindad, época.
barrio. γενεαλογία [guenealoguía] (nyf.) ge­
γειτονικός [guitonicós] (adj.) vecino, nealogía, antepasados, ascendencia,
contiguo a, próximo, γενέθλια [guenézlia] (n./n.) pl. cum­
γειτόνισσα [guitónisa] (nyf.) vecina, pleaños, natalicio,
convecina, γενέθλιος [guenézlios] (adj.) cumplea-
γείωση [guíosi] (nyf.) hacer tierra, con­ ñero, natal, nativo,
ductor eléctrico, γενειάδα [gueniáda] (n./f.) barba,
γέλασμα [guélasma] (n./n.) engaño, γενειοφόρος [gueniofóros] (nym.) ba­
burla, estafa, trampa, fraude, em­ rbudo, barbado, con barba,
buste. γένεση [guénesi] (nyf.) génesis, crea­
γελαστός [guelastós] (adj.) sonriente, ción, origen,
risueño, alegre, γενεσιουργός [guenesiurgós] (adj.) ge­
γέλιο [guélio] (n7n.) risa, risotada, nerador, creador,
γελοιογραφία [gueliografía] (n./f.) ca­ γενέτειρα [guenétira] (nyf.) patria,
ricatura. lugar de nacimiento, tierra natal, ciu­
γελοιογράφος [gueliográfos] (nym.) dad natal,
caricaturista, γενετή [guenetí] (nyf.) nacimiento ·εκ
γελοιογραφώ [gueliografó] (v.) cari­ γενετής- de nacimiento · ταπεινής
caturizar. καταγωγής- de humilde nacimie­
γελοιοποίηση [gueliopíisi] (nyf.) irri­ nto.
sión, burla, mofa, escarnio, γενετήσιος [guenetísios] (adj.) gene­
γελοιοποιώ [gueliopió] (v.) ridiculizar, rador, sexual,
burlarse, mofarse, escarnecer, γενετική [guenetiquí] (nyf.) genética,
γελοίος [guelíos] (adj.) ridículo, gro­ γενετικός [gueneticós] (adj.) genético,
tesco, bufonesco, bufo, hereditario,
γελοιότητα [gueliótita] (nyf.) absur- γένι [guéni] (nyn.) barba, barbilla,

621
γενιά

mentón. nacimiento, parto,


γενιά [gueñá] (n./f.) raza, generación, γεννήτρια [guenítria] (n./f.) generador
γενικά [guenicá] (adv.) generalmente, • ηλεκτρική γεννήτρια- alternador,
enteramente, por lo general, por re­ γεννιέμαι [gueñéme] (v.) nacer,
gla general, γεννοβολώ [guenovoló] (v.) generar,
γενίκευση [gueniquefsi] (n/f.) gene­ producir.
ralización, γεννώ [guenó] (v.) 1: (niño) parir, dar a
γενικεύω [gueniquévo] (v.) generali­ luz, 2: (idea/negocio) dar nacimiento
zar. a.
γενική [gueniquí] (n./f.) (Gram.) geni­ γενοκτονία [guenoctonía] (n./f.) ge­
tivo. nocidio.
γενικός [guenicós] (adj.) general, γένος [guénos] (n7n.) 1: origen, des­
usual, habituarlo, común, ordinario, cendencia, raza, 2: género, sexo,
γενίτσαρος [guenítsaros] (n./m.) jení­ γεράκι [gueráqui] (n./n.) halcón,
zaro. γεράματα [guerámata] (n./n.) pl. ve­
γέννα [guéna] (n7f.) parto, nacimie­ jez, senectud, ancianidad, caduquez,
nto, alucimiento. edad.
γενναιοδωρία [gueneodoría] (nVf.) γεράνι [gueráni] (n7n.) geranio,
generosidad, altruismo, largueza, γερανός [gueranós] (n7m.) grúa, ágra-
γενναιόδωρος [gueneódoros] (adj.) na.
generoso, altruista, γέρικος [guéricos] (adj.) 1: (persona)
γενναίος [guenéos] (adj.) valiente, va­ viejo, anciano, añoso, 2: antiguo,
leroso, heroico, bravo, impávido, añejo.
γενναιότητα [gueneótita] (nVf.) va­ γερνώ [guernó] (v.) envejecer, aviejar­
lentía, coraje, valor, arrojo, osadía, se, avejentarse,
atrevimiento, γέρνω [guérno] (v.) inclinar(se), ladear,
γενναιοφροσύνη [gueneofrosíni] (nyf.) torcer.
generosidad, altruismo, γεροδεμένος [guerodeménos] (adj.)
γενναιοψυχία [gueneopsijía] (n7f.) va­ fornido, corpulento, fornido, robu­
lentía, coraje, sto.
γενναιόψυχος [gueneópsijos] (adj.) γερομπαμπαλής [guerobabalís] (n./m.)
valeroso, valiente, carcamal, vejete, matusalén, chocho,
γέννημα [guénima] (n./n.) criatura, γεροντοκόρη [guerondocóri] (n./f.)
γεννημένος [gueniménos] (adj.) naci­ solterona,
do, nato, nativo, γεροντοπαλίκαρο [guerondopa Iícaro]
γέννηση [guénisi] (nVf.) 1: nacimiento, (n7n.) solterón,
2: inicio, principio, comienzo, origen, γέρος [guéros] (n./m.) viejo, anciano,
γεννητικός [gueniticós] (adj.) genital, γερός [guerós] (adj.) 1: fuerte, robusto,
γεννητικότητα [gueniticótita] (n7f.) sano, vigoroso, 2: duro, férreo, firme,
natalidad ·δείκτης γεννητικότητας- γερουσία [guerusía] (n./f.) senado,
índice de natalidad, asamblea,
γεννήτορας [guenítoras] (n./m.) pa­ γερουσιαστής [guerusiastís] (n7m.)
dre, progenitor, senador.
γεννητούρια [guenitúria] (n7n.) pl. γεύμα [guévma] (n7n.) 1: comida, 2:

622
γιακάς

(por la tarde) merienda, 3: (por la no­ nomo, agricultor,


che) cena, γεωργία [gueorguía] (ηΛ.) agricultu­
γευματίζω [guevmatídso] (v.) 1: co­ ra, cultivo,
mer, 2: (por la tarde) merendar, 3: (por γεωργικός [gueorguicós] (adj.) agrí­
la noche) cenar, cola, agrario,
γεύομαι [guévome] (v.) degustar, sa­ γεωργός [gueorgós] (n./m.) agricultor,
borear, paladear, granjero, labrador, campesino,
γεύση [guéfsi] (n./f.) sabor, gusto, sa­ γεώσφαιρα [gueósfera] (ηΛ.) esfera
pidez. terráquea,
γευστικός [guefsticós] (adj.) sabroso, γεώτρηση [gueótrisi] (nVf.) sondeo,
de buen sabor, gustoso, apetitoso, extracción, perforación,
delicioso. γεωτροπισμός [gueotropismós] (nVm.)
γέφυρα [guéfira] (ηΛ) puente ·οδο­ geotropismo,
γέφυρα· viaducto · αερογέφυρα- γη [guí] (ηΛ.) tierra,
puente aéreo, γηγενής [guiguenís] (adj.) indígena,
γεφυροποιός [guefiropiós] (ηΛη.) nativo, autóctono, originario,
constructor de puentes, γήινος [guíinos] (adj.) terrestre, terre­
γεφυρώνω [guefiróno] (v.) construir nal, terrícola, terráqueo,
un puente, γήλοφος [guílofos] (nVm.) colina, alto­
γεωγραφία [gueografía] (ηΛ.) geo­ zano, alcor,
grafía. γήπεδο [guípedo] (ηΛι.) campo, te­
γεωγραφικός [gueograficós] (adj.) geo­ rreno.
gráfico. γηρατειά [guiratiá] (ηΛι.) pl. vejez, an­
γεωγράφος [gueográfos] (n./m.) geó­ cianidad, edad,
grafo. γηροκομείο [guirocomío] (ηΛι.) asilo
γεωδαισία [gueodesía] (ηΛ) geode­ de ancianos,
sia. γηροκομώ [guirocomó] (v.) asistir a
γεωδαίτης [gueodétis] (ηΛη.) geo­ los ancianos,
desta. γητειά [guitiá] (n./f.) encanto, hechizo,
γεώδης [gueódis] (adj.) terroso, γητεύω [guitévo] (v.) encantar, hechi­
γεωλογία [gueologuía] (ηΛ.) geolo­ zar.
gía. για [guiá] (prep.) 1: (causa) por, 2: (fina­
γεωλογικός [gueologuicós] (adj.) geo­ lidad) para, 3: (tiempo) durante ·για
lógico. παράδειγμα- por ejemplo ·για ποιο
γεωλόγος [gueológos] (ηΛη.) geólo­ πράγμα;- ¿para qué? · για πάντα-
go. para siempre * δούλεψε σε αυτήν
γεωμετρία [geometría] (n./f.) geome­ την επιχείρηση για 5 χρόνια- trabajó
tría. en esta empresa durante/por 5 años
γεωμετρικός [gueometricós] (adj.) geomé­ • το έκανε για μένα- lo ha decho por
trico. mí ·με περνάς για χαζό;- ¿me tomas
γεώμηλο [gueómilo] n. patata, papa, por tonto?,
γεωπονία [gueoponía] (ηΛ) agrono­ γιαγιά [guiaguiá] (n./f.) 1: (parentesco)
mía, agricultura, abuela, nana, 2: vieja, anciana,
γεωπόνος [gueopónos] (n./m.) agró­ γιακάς [guiacás] (ηΛη.) cuello.

623
γιαλός

γιαλός [guialós] (n./m.) playa, orilla, γινωμένος [guinoménos] (adj.) ma­


γιαούρτι [guiaúrti] (n./n.) yogur, duro.
γιαπί [guiapí] (n./n.) construcción, γιορτάζω [guiortádso] (v.) festejar, ce­
γιάρδα [guiárda] (η,/f.) yarda, lebrar, conmemorar,
γιασεμί [guiasemí] (nyn.) jazmín. γιορτασμός [guiortasmós] (n./m.)
1
γιατί [guiatí] (conj.) porque. festejo, fiesta, celebración, conme­
2
γιατί [guiatí] (conj.) ¿por qué?, moración,
γιατρειά [guiatriá] (n./f.) cura, cura­ γιορταστικός [guiortasticós] (adj.) fes­
ción, remedio, tratamiento, tivo.
γιατρεύω [guiatrevo] (v.) curar, reme­ γιορτή [guiortí] (n./f.) fiesta, festividad,
diar, sanar, tratar, medicinar, festejo, celebración · ονομαστική
γιατρικό [guiatricó] (n./n.) medica­ γιορτή- día onomástico,
mento, medicina, remedio, droga, γιορτινός [guiortinós] (adj.) festivo,
γιατρός [guiatrós] (n./m.+f.) médico, γιος [guiós] (n./m.) hijo,
médica, doctor, doctora, γιουρούσι [guiurúsi] n. asalto,
γιαχνί [guiajní] (n./n.) guisado, guiso, γιουχάρω [guiujáro] (v.) abuchear, re­
γιαχνίζω [guiajnídso] (v.) guisar, co­ chiflar, burlarse, silbar, mofarse,
cer. γιρλάντα [guirlánda] (nyf.) guirnalda,
γίγαντας [guígandas] (nym.) gigante, γκαβός [gkavós] (adj.) bizco, estrábi­
γιγαντιαίος [guigandiéos] (adj.) gi­ co, bisojo,
gantesco, colosal, enorme, titánico, γκάζι [gkádsi] (n./n.) gas.
γιγαντομαχία [guigandomajía] (nyf.) γκαζόζα [gkadsódsa] (n./f.) gaseosa,
batalla de gigantes, soda, agua carbónica,
γιγαντόσωμος [guigandósomos] (adj.) γκαζόν [gkadsón] (nyn.) césped, hie­
gigantesco, enorme, rba, yerba,
γίδα [guída] (nyf.) cabra, γκάιντα [gkáida] (n./f.) gaita,
γίδι [guídi] (n./n.) cabra, γκάμα [gkáma] (n./f.) gama, variedad
γιδοβοσκός [guidovoscós] (nym.) ca­ • αυτό το μαγαζί έχει μεγάλη γκάμα
brero. παπουτσιών- en esta tienda hay una
γιδοτόμαρο [guidotómaro] (n./n.) pe­ gran variedad de zapatos,
llejo de la cabra, γκαράζ [gkaráds] (nyn.) garaje, esta­
γιλέκο [guiléco] (n./n.) chaleco, cionamiento, cochera,
γινάτι [guináti] (n./n.) obstinación, γκαρίζω [gkarídso] (v.) 1: rebuznar,
terquedad, tenacidad, rencor, cabe­ roznar, 2: gritar,
zonada, testadurez. γκάρισμα [gkárisma] (nyn.) rebuzno,
γίνομαι [guiñóme] (v.) 1: hacerse, lle­ γκαρνταρόμπα [gkardaróba] (nyf.) guar­
gar a ser, 2: volverse ·έγινε μεγάλος darropa.
επιστήμονας- llego a ser/ se hizo un γκαρσόνα [gkarsóna] (nyf.) camarera,
gran científico ·όταν τον βλέπω, γί­ γκαρσόνι [gkarsóni] (nym.) 1: camare­
νομαι νευρικός- cuando le veo me ro, sirviente, 2: (Amer. Lat.) mesero,
vuelvo nervioso · τι γίνεται;- ¿qué γκαρσονιέρα [gkarsoñéra] (nyf.) estu­
sucede?/¿qué pasa?, dio, piso pequeño,
γινόμενο [guinómeno] (nyn.) (Mat.) γκάστρωμα [gkástroma] (nyn.) emba­
producto. razo.

624
γλυκερίνη

γκαστρωμένη [gkastroméni] (adj.) ra, 2: adulación por interés propio,


embarazada, γλεντζές [glendsés] (n./m.) juerguista,
γκαστρώνω [gkastróno] (v.) impre­ fiestero, jaraneo,
gnar. γλέντι [gléndi] (n7n.) juerga, fiestón,
γκάφα [gkáfa] (nVf.) metedura de pata, diversión, parranda,
γκέμι [gkémi] (n./n.) rienda, γλεντώ [glendó] (v.) divertirse, pasár­
γκίνια [gkíña] (nVf.) mala suerte, des­ selo bien, fastejar, entretener,
ventura, infortunio, desgracia, γλίνα [glína] (nVf.) grasa animal co­
γκιόνης [gkiónis] (n./m.) autillo, mestible.
γκολ [gkol] (n./n.) gol. γλιστερός [glisterós] (adj.) resbaladi­
γκουβερνάντα [gkuvernánda] (n./f.) zo, escurridizo, deslizante,
niñera, tata, nodriza, γλίστρημα [gllstrima] (n7n.) desliza­
γκρεμίζω [gkremídso] (v.) derribar, miento, resbalón, desliz, tropiezo,
derrumbar, demoler, destruir, γλιστρώ [glistró] (v.) resbalar, escurrir(se).
γκρέμισμα [gkrémisma] n. derribo, γλίτσα [glltsa] (n./f.) mugre,
derribamiento, demolición, caída, γλίτωμα [glítoma] (n7n.) salvación, es­
destrucción, capatoria, salvamento, rescate,
γκρεμίσματα [gkremísmata] n.pl. rui­ γλιτώνω [glitóno] (v.) salvar(se), esca­
nas, escombros, parse, escabullirse,
γκρεμός [gkremós] (n./m.) precipicio, γλοιός [gliós] (n7m.) mucosidad, moco,
barranco, acantilado, flema.
γκρι [gkri] (n./n.) gris, γλοιώδης [gliódis] (adj.) glutinoso, vi­
γκρίζος [gkrídsos] (adj.) gris, scoso, pegajoso,
γκριμάτσα [gkrimátsa] (n./f.) mueca, γλόμπος [glómbos] (n7m.) 1: bombi­
gesto, visaje, lla, globo, 2: bola,
γκρίνια [gkríña] (n7f.) refunfuño, gru­ γλουτός [glutós] (n./m.) nalga, anca,
ñido, gemido, plañido, glúteo.
γκρινιάζω [gkriñádso] (v.) refunfuñar, γλυκά [glicá] (adv.) dulcemente, sua­
gruñir, gemir, plañir, vemente ·μιλάει γλυκά- habla dul­
γκρινιάρης [gkriñáris] (adj.) refunfu­ cemente.
ñón, gruñón, murmurador, γλύκα [glíca] (n./f.) dulzura, suavidad,
γλάρος [gláros] (nVm.) gaviota, ternura, docilidad,
γλαρώνω [glaróno] (v.) sentirse soño­ γλυκαιμία [gliquemía] (n./f.) gluce­
liento. mia.
γλάστρα [glástra] (n./f.) maceta, tie­ γλυκαίνω [gliquéno] (v.) endulzar, dul­
sto. cificar.
γλαύκωμα [gláfcoma] (n./n.) (Med.) γλυκανάλατος [glicanálatos] (adj.) za­
glaucoma. lamero.
γλαφυρός [glafirós] (adj.) elegante, γλυκάνισο [glicániso] (n./n.) anís,
ameno, grato, placentero, gracioso, γλυκαντικός [glicandicós] (adj.) dul­
γλείφομαι [glífome] (v.) relamerse, cificante.
γλείφω [glifo] (v.) 1: lamer, chupar, len­ γλυκασμός [glicasmós] (nym.) dulci­
güetear, 2: adular por interés propio, ficación.
γλείψιμο [glípsimo] (n./n.) 1: lamedu­ γλυκερίνη [gliquerini] (n7f.) glicerina.

625
γλυκερός

γλυκερός [gliquerós] (adj.) dulzón, γλωσσομάθεια [glosomácia] (n./f.) co­


γλύκισμα [glíqulsma] (n./n.) dulce, nocimiento de muchos idiomas,
pastel, golosina, γλωσσομαθής [glosomacís] (adj.) po­
γλυκό [glicó] (n./n.) dulce, pastel •γλυ­ lígloto, experto en muchos idiomas,
κό του κουταλιού- dulce en almíbar, γλωσσοτρώω [glosotróo] (v.) deni­
γλυκόξινος [glicóksinos] (adj.) agri­ grar, criticar,
dulce. γνάθος [gnázos] (n./f.) mandíbula,
γλυκοπατάτα [glicopatáta] (n./f.) ba­ γνέθω [gnézo] (v.) hilar, devanar,
tata. γνέφω [gnéfo] (v.) hacer seña, hacer
γλυκός [glicós] (adj.) dulce, almibara­ señal, gesticular,
do, meloso, γνέψιμο [gnépsimo] (ηΛι.) seña, se­
γλυκοχάραμα [glicojáragma] (n./n.) ñal, gesto, ademan,
alba, aurora, γνήσιος [gnísios] (adj.) auténtico, ori­
γλυκύτητα [gliquítita] (ηΛ.) 1: dulzu­ ginal, verdadero, puro,
ra, dulzor, melosidad, 2: amabilidad, γνησιότητα [gnisiótita] (ηΛ.) auten­
simpatía. ticidad.
γλύπτης [glíptis] (ηΛη.) escultor, ta­ γνωμάτευση [gnomátefsi] (n./f.) opi­
llista. nión, dictamen, juicio, sentencia,
γλυπτική [gliptiquQ (ηΛ) escultura, creencia.
estatuaria, γνωματεύω [gnomatévo] (v.) opinar,
γλύφανο [glífano] (n./n.) cincel, gu­ dictaminar, juzgar, sentenciar,
bia. γνώμη [gnómi] (ηΛ) opinión, parecer,
γλυφή [glifí] (n./f.) cincelado, entalla­ punto de vista ·κοινή γνώμη- opi­
dura. nión pública ·αλλάζω γνώμη- mu­
γλυφός [glifós] (adj.) salobre, dar de opinión,
γλύφω [glifo] (v.) esculpir, grabar, ta­ γνωμικό [gnomicó] (ηΛι.) sentencia,
llar, modelar, cincelar, dicho, refrán,
γλώσσα [glósa] (ηΛ) 1: lengua, 2: γνωμοδότης [gnomodótis] (n7m.) es­
lenguaje, idioma, dialecto · μητρι­ pecialista, asesor,
κή γλώσσα- lengua madre · ξένη γνωμοδοτώ [gnomodotó] (v.) opinar,
γλώσσα- idioma extranjero/ lengua γνώμονας [gnómonas] (n7m.) regla,
extranjera, norma, principio,
γλωσσάριο [glosário] (n./n.) glosario, γνωρίζω [gnorídso] (v.) conocer, sa­
γλωσσικός [glosicós] (adj.) lingual, ber, hacer saber,
γλωσσίτιδα [glosítida] (ηΛ.) inflama­ γνωριμία [gnorimía] (ηΛ.) conoci­
ción de la lengua, miento.
γλωσσοδέτης [glosodétis] (n7m.) tra­ γνώριμος [gnórimos] (adj.) conocido,
balenguas, γνώρισμα [gnórisma] (ηΛι.) 1: cara­
γλωσσολογία [glosologuía] (ηΛ) lin­ cterística, indicio, 2: signo, marca,
güística. γνώση [gnósi] (n./f.) conocimiento,
γλωσσολογικός [glosologuicós] (adj.) sabiduría, saber, cultura ·ενγνώσει-
lingüístico, ser conciente de algo,
γλωσσολόγος [glosológos] (ηΛη.) lin­ γνώστης [gnóstis] (nym.) conocedor,
güista. informado, enterado, consciente.

626
γουδί

γνωστικισμός [gnostiquismós] (n./m.) acuclillarse, 2: (metáf.) debilitar(se),


gnosticismo, agotar, cansar,
γνωστικός [gnosticós] (adj.) prude­ γονάτισμα [gonátisma] (n./n.) arrodi­
nte, razonable, llamiento, genuflexión,
γνωστοποίηση [gnostopíisi] (n./f.) γονατιστός [gonatistós] (adj.) arrodi­
anuncio, aviso, notificación, llado, de rodillas,
γνωστοποιώ [gnostopió] (v.) anun­ γόνατο [gónato] (n./n.) rodilla,
ciar, avisar, notificar, informar, γόνδολα [góndola] (n./f.) góndola,
γνωστός [gnostós] (adj.) conocido, γονδολιέρης [gondoliéris] (n7m.) gon­
famoso, célebre, renombrado, afa­ dolero.
mado. γονέας [gonéas] (n./m.) el padre, la
γόβα [góva] (n7f.) tacones, zapatos de madre.
tacón alto, γονίδιο [gonídio] (n7n.) gen, gene,
γογγύζω [goguídso] (v.) quejarse, γονικός [gonicós] (adj.) paternal, ma­
murmurar, gemir, lamentarse, refu­ ternal.
nfuñar. γονιμοποίηση [gonimopíisi] (n7f.) 1:
γογγυσμός [goguismós] (n./m.) queja, fecundación, fertilización, 2: (pla­
quejido, gemido, refunfuño, ntas) polinización,
γοερά [goerá] (adv.) lamentableme­ γονιμοποιώ [gonimopió] (v.) fecu­
nte. ndar, fertilizar, concibir.
γοερός [goerós] (adj.) lastimero, lacri­ γόνιμος [gónimos] (adj.) fecundo, fér­
moso, quejoso, til.
γόης [góis] (nVm.) 1: encantador, he­ γονιμότητα [gonimótita] (n7f.) fecu­
chicero, 2: fascinante, atractivo, ndidad, fertilidad,
γόησσα [góisa] (n./f.) encantadora, γονόκοκκος [gonococos] (nVm.) go­
hechicera, nococo.
γοητεία [goitía] (n./f.) encanto, hechi­ γόνος [gónos] (n./m.) descendiente,
zo, embrujo, fascinación, esperma, semilla,
γοητευτικός [goitefticós] (adj.) enca­ γονυκλισία [gonidisía] (nVf.) genu-
ntador, seductor, atrayente, fexión.
γοητεύω [goitévo] (v.) encantar, he­ γόος [góos] (n7m.) gemido, lamento,
chizar, seducir, fascinar, plañido, llanto,
γόητρο [góitro] (n./n.) prestigio, fama, γόπα [gópa] (n7f.) colilla,
reconocimiento ·δεν έχει πια τόσο γοργόνα [gorgóna] (n./f.) sirena,
γόητρο- ya no goza de tanto pres­ γοργοπόδαρος [gorgopódaros] (adj.)
tigio. corredor, rápido,
γολέτα [goléta] (n./f.) goleta, γοργός [gorgós] (adj.) ágil, rápido, ve­
γομάρι [gomári] (n7n.) asno, tonto, loz, acelerado,
γόμμα [góma] (n7f.) goma de borrar, γορίλλας [gorilas] (n7m.) gorila,
γόμος [gómos] (nVm.) relleno, γοτθικός [gotcicós] (adj.) gótico.
γομφίος [gomfíos] (nVm.) muela, Γότθος [gótzos] (adj.) godo,
γόμφος [gómfos] (n./m.) tornillo, γούβα [gúva] (nyf.) hoyo, hueco, con­
γόμωση [gómosi] (n./f.) carga, cavidad.
γονατίζω[gonatídso] (v.) 1: arrodillar(se), γουδί [gudí] (nVn.) mortero, almirez.

627
γουδοχέρι

machacador, Γραικός [grecós] (nym.) griego,


γουδοχέρι [gudojéri] (nVn.) mano de γράμμα [gráma] (n7n.) 1: letra, 2: carta,
mortero, mano de almirez, mensaje ·κατά γράμμα- a rajatabla,
γουλιά [guliá] (n./f.) trago, sorbo ·μια γραμμάριο [gramário] (nVn.) gramo,
γουλιά κρασί- un sorbo de vino · γραμματέας [gramatéas] (n7m.+f.) se­
πίνω γουλιά γουλιά- beber a sorbos cretario, secretaria,
pequeños · το ήπιε με μια γουλιά γραμματεία [gramatía] (nVf.) secreta­
(μονορούφι)- lo bebió de un trago, ría.
γούνα [gúna] (nVf.) piel, pellejo, γραμματιζούμενος [gramatidsémenos]
γουναράδικο [gunarádico] (nVn.) pe­ (adj.) letrado, culto, sabio, leído,
letería. γραμματική [gramatiquí] (nVf.) gra­
γουναράς [gunarás] (nVm.) peletero, mática.
γουναρικό [gunaricó] (nVn.) abrigo γραμμάτιο [gramátio] (nVn.) letra de
de piel. cambio, pagaré,
γουργουρητό [gurguritó] (n7n.) gor­ γραμματισμένος [gramatisménos] (adj.)
goteo. letrado, culto, sabio,
γουργουρίζω [gurgurídso] (v.) gorgo­ γραμματοκιβώτιο [gramatoquivótio]
tear, gruñir la tripa, ronronear, (nVn.) buzón,
γουργούρισμα [gurgúrisma] (n7n.) γραμματόσημο [gramatósimo] (n7n.)
borborigmo, ronroneo, sello postal,
γούρι [gúri] (nVn.) 1: suerte, fortuna, γραμματοσημοσυλλέκτης [gramato-
azar, 2: amuleto, talismán, simosiléctis] (n./m.) filatelista,
γούρικσς [gúricos] (adj.) afortunado, γραμμένος [graménos] (adj.) 1: escrito,
γουρλομάτης [gurlomátis] (adj.) de 2: inscrito, registrado, matriculado,
ojos saltones, γραμμή [gramí] (nVf.) 1: línea, raya,
γουρλώνω [gurlóno] (v.) desencajar renglón, barra, 2: fila, cola,
los ojos. γραμμικός [gramicós] (adj.) lineal,
γούρνα [gúrna] (nVf.) pila, estanque, γραμμόφωνο [gramófono] (nVn.) gra­
γουρούνα [gurúna] (nVf.) cerda, pue­ mófono, tocadiscos,
rca. γραμμωτός [gramotós] (adj.) rayado,
γουρουνάκι [gurunáqui] (n7n.) lechón. listado, estriado,
γουρούνι [gurúni] (n./n.) cerdo, pue­ γρανάζι [granádsi] (nVn.) rueda de­
rco, cochino, ntada.
γουρουνόπουλο [gurunópulo] (nVn.) γρανίτης [granítis] (n7m.) granito,
lechón, cochinillo, γραπτά [graptá] (adv.) por escrito,
γουρουνότριχα [gurunótrija] (n7f.) γραπτό [graptó] (n./n.) escrito, desti­
cerda. no, el sino,
γουστάρω [gustáro] (v.) gustar, de­ γραπτός [graptós] (adj.) escrito ·γρα­
sear, querer, anhelar, πτή αίτηση- solicitud escrita,
γούστο [gusto] (n./n.) gusto, γραπώνω [grapóno] (v.) coger, tomar,
γουστόζικος [gustódsicos] (adj.) gra­ γρασάρω [grasáro] (v.) engrasar, lu­
cioso, divertido, chistoso, cómico, bricar.
γοφός [gofós] (n7m.) cadera, γράσο [gráso] (n7n.) grasa, sebo,
γραβάτα [graváta] (nJf.) corbata. γρασίδι [grasídi] (n7n.) césped, hie­

628
γυμνάζω

rba, yerba, loz, apresurado, acelerado,


γρατζουνιά [gratsuñá] (ηΛ) arañazo, γρηγορώ [grigoró] (v.) avisparse, apre­
rasguño, rasgadura, raspón, surarse, tener prisa,
γρατζουνίζω [gratsunídso] (v.) arañar, γριά [griá] (ηΛ.) vieja, anciana,
rasguñar, rascar, γρίλια [grília] (ηΛ.) reja, enrejado,
γραφέας [graféas] (ηΛη.) escribano, γρίπη [grípi] (ηΛ.) gripe, catarro, in­
oficinista, copista, amanuense, fluenza.
γραφείο [grafio] (ηΛ.) 1: (mueble) es­ γρίφος [grifos] (ηΛη.) jerigonza, jero­
critorio, 2: oficina, despacho, estudio, glífico.
bufete, 3: departamento, agencia γριφώδης [grifódis] (adj.) enigmático,
. γραφείο παραπόνων- oficina de γροθιά [grociá] (ηΛ.) puño, puñetazo,
reclamaciones ·γραφείο απολεσϋέ- golpe, golpazo, punzón,
ντων- departamento de cosas perdi­ γρονθοκοπώ [gronzocopó] (v.) go­
das ·ταξιδιωτικό γραφείο- agencia lpear, dar pupetazos, pegar,
de viajes ·υπάλληλος γραφείου- tra­ γρουσούζης [grusúdsis] (adj.) él que
bajador de cuello blanco, trae mala suerte, maléfico,
γραφειοκρατία [grafiocratía] (ηΛ.) γρουσουζιά [grusudsiá] (ηΛ) mala
burocracia, suerte.
γραφή [grafí] (ηΛ.) escritura, tran­ γρυλλίζω [grilídso] (v.) gruñir, refu­
scripción. nfuñar.
γραφιάς [grafiás] (nVm.) oficinista, γρυλλισμός [grilismós] (nVm.) gruñi­
amanuennse. do, gemido, refunfuño,
γραφίδα [grafída] (ηΛ.) pluma, bolí­ γρύλλος [grílos] (nym.) 1: (Zoo!.) grillo,
grafo. 2: (máquina) gato,
γραφικός [graficós] (adj.) 1: gráfico, γυάλα [guiála] (ηΛ.) frasco, jarra,
descriptivo, 2: (paisaje) pintoresco, γυαλάδα [guialáda] (nVf.) brillo, bri­
folclórico, llantez, destello,
γραφίτης [grafítis] (n7m.) grafito, γυαλάδικο [guialádico] (ηΛι.) crista­
γραφολογία [grafologuía] (ηΛ.) gra- lería.
fología. γυαλί [guialí] (ηΛ.) vidrio, cristal,
γραφολόγος [grafológos] (n./m.) gra- γυαλιά [guialiá] (nVn.) pl. gafas,
fólogo. γυαλίζω [guialídso] (v.) 1: brillar, relu­
γραφομηχανή [grafomijaní] (ηΛ.) cir, irradiar, abrillantar, 2: pulir,
máquina de escribir, γυαλικά [guialicá] (ηΛ.) pl. cristalería,
γράφω [gráfo] (v.) escribir, transcribir, servicio.
anotar, redactar, γυάλινος [guiálinos] (adj.) de vidrio,
γράψιμο [grápsimo] (ηΛι.) escritura, vitreo, cristalino,
redacción, γυαλιστερός [guialisterós] (adj.) bri­
γρήγορα [grígora] (adv.) 1: rápida­ llante, reluciente, deslumbrante,
mente, velozmente, deprisa, a toda centellante,
prisa, 2: pronto, γυαλόχαρτο [guialójarto] (ηΛ.) papel
γρηγοράδα [grigoráda] (nVf.) rapidez, de lija.
prisa, apresuramiento, γυλιός [guilós] (nVm.) mochila,
γρήγορος [grígoros] (adj.) rápido, ve­ γυμνάζω [guimnádso] (v.) 1: entrenar.

629
γυμνασιάρχης

adiestrar, ejercitar, 2: ejercer, γύπας [guipas] (n./m.) buitre,


γυμνασιάρχης [guimnasiárjis] (nym.) γυρεύω [guirévo] (v.) buscar,
director de colegio, γύρη [guiri] (nyf.) polen,
γυμνάσιο [guimnásio] (n./n.) colegio, γυρίζω [guirídso] (v.) 1: volver, regre­
γυμναστήριο [guimnastírio] (n7n.) gim­ sar, 2: girar, dar vueltas, rodar, cam­
nasio. biar de dirección,
γυμναστής [guimnastís] (n./m.) pro­ γυρίνος [guirínos] (n7n.) renacuajo,
fesor de gimnasia, gimnasta, entre­ γύρισμα [guírisma] (n./n.) 1: vuelta, re­
nador. greso, turno, 2: giro, vuelco, 3: (Mar.)
γυμναστική [guimnastiquí] (n./f.) gim­ viraje, 4: (película) rodaje,
nasia, entrenamiento, ejercicio físico, γυρισμός [guirismós] (n./m.) vuelta,
γύμνια [guímnia] (n7f.) desnudez, regreso, tornada, retorno,
desabrigo, γυρνώ [guirnó] (v.) 1: volver, regresar,
γυμνισμός [guimnismós] (n7m.) nu­ tornar, 2: girar, dar vueltas, rotar, 3:
dismo, desnudismo, (Mar.) virar, 4: (película) rodar,
γυμνιστής [guimnistís] (n7m.) nudi­ γυρολόγος [guirológos] (n7m.) buho­
sta, desnudista, nero.
γυμνός [guimnós] (adj.) desnudo, γύρος [güiros] (n./m.) 1: vuelta, giro,
nudo, desabrigado, vuelco, turno, 2: viaje, 3: rodeo,
γυμνοσάλιαγκας [guimnosáligkas] (n/m.) γυροσκόπιο [guiroscópio] (nVn.) gi­
babosa. roscopio, giróscopo,
γυμνώνω [guimnóno] (v.) desnudar, γυροφέρνω [guiroférno] (v.) retrasar,
desvestir, desarropar, desabrigar, γύρω [güiro] (adv.) 1: alrededor (de),
γυναίκα [guinéca] (n./f.) 1: (sexo) mu­ en torno (a), 2: cerca (de),
jer, 2: (matrimonio) esposa, cónyu­ γύφτικος [guífticos] (adj.) gitano,
gue. γύφτος [guíftos] (nVm.) gitano,
γυναικάς [guinecás] (n7m.) mujeriego, γύψινος [guípsinos] (adj.) de yeso,
γυναικείος [guinequíos] (adj.) femeni­ γυψοκάμινος [guipsocáminos] (n./f.)
no, femenil, de dama, yesal, donde se cuece el yeso,
γυναικοκρατία [guinecocratía] (nVf.) γυψοποιείο [guipsopiío] (n./n.) yese­
ginecocracia, feminismo, ría.
γυναικολόγος [guinecológos] (n./m.) γυψοποιός [guipsopiós] (n./m.) yese­
ginecólogo, ro.
γυναικόπαιδα [guinecópeda] (n7n.) γύψος [guípsos] (n./m.) yeso,
pl. mujeres y niños, γωνία [gonía] (n./f.) ángulo, esquina,
γυναικοπρέπεια [guinecoprépia] rincón.
(n./f.) feminidad, γωνιακός [goniacós] (adj.) anguloso,
γυναικούλα [guinecúla] (nyf.) mujer- esquinado, de la esquina,
cita. γωνιόμετρο [goniómetro] (n7n.) go­
γύναιο [guineo] (n7n.) 1: mujerzuela, niómetro,
mujer de mala reputación, 2: (coloq.) γωνιώδης [goniódis] (adj.) 1: angular,
puta. anguloso, 2: puntiagudo.
γυνή [guiní] (n7f.) 1: (sexo) mujer, 2:
(matrimonio) esposa, cónyugue.

630
demonomancia.
δάκρυ [dácri] (n./n.) lágrima,
Δ, 6, [délta] (η./η.) cuarta letra del alfa­ δακρυγόνος [dacrigónos] (adj.) lacri­
beto griego, mal, lacrimógeno,
δα [da] (conj.) pues, ni. δακρύζω [dracrídso] (v.) lagrimear, llo­
δαγκάνα [dagkána] (n7f.) pinza, te­ riquear, gimotear, llorar,
naza. δάκρυσμα [dácrisma] (n7n.) lagri­
δαγκανιάρης [dagkañáris] (adj.) mo- meo.
rdedor. δακτυλήθρα [dactilízra] (nVf.) dedal,
δάγκωμα [dágkoma] (nyn.) mordedu­ δακτυλικός [dactilicós] (adj.) 1: dacti­
ra, mordisco, dentellada, lar, digital, 2: (verso) dactilico,
δαγκωνιά [dagkoñá] (n./f.) mordedu­ δακτύλιος [dactílios] (n7m.) anillo,
ra, bocado, mordisco, tarascada, anilla.
δαγκώνω [dagkóno] (v.) morder, ta­ δακτυλογραφία [dactilografía] (nVf.)
rascar. macanografía.
δάδα [dáda] (n./f.) antorcha, tea. δακτυλογράφος [dactilógrafos] (n7m.)/
δαδί [dadí] (n7n.) rama para encender (nVf.) mecanógrafo, mecanógrafa,
el fuego. δακτυλογραφώ [dactilógrafo] (v.) me­
δαδούχος [dadújos] (n./m.) él que lle­ canografiar,
va la antorcha, δακτυλοδεικτούμενος [dactilodictúme-
δαίδαλος [dédalos] (n./m.) dédalo, la­ nos] (adj.) notorio, célebre,
berinto ·Δαίδαλος- Daedalus. δάκτυλος [dáctilos] (n7m.) dedo,
δαιδαλώδης [dedalódis] (adj.) confu­ δαλτονισμός [daltonismós] (n7m.) dal­
so, laberíntico, tonismo.
δαίμονας [démonas] (n./m.) demonio, δαμάζω [damádso] (v.) domar, domi­
diablo, satanás, nar, someter, avasallar,
δαιμονίζω [demonídso] (v.) endemo­ δαμάλα [damála] (n./f.) vaca,
niar, volver loco, δαμάλι [damáli] (nVn.) ternero, terne­
δαιμονικός [demonicós] (adj.) 1: dia­ ra.
bólico, satánico, demoniaco, perver­ δαμαλίζω [damalídso] (v.) vacunar,
so, 2: (metáf.) genial, δαμαλισμός [damalismós] (n7m.) va­
δαιμόνιο [demonio] (n7n.) 1: demo­ cunación,
nio, espíritu maligno, 2: (metáf.) ge­ δαμασκηνιά [damasquiñá] (nVf.) ci­
nio. ruelo.
δαιμόνιος [demónios] (adj.) 1: diabóli­ δαμάσκηνο [damásquino] (nVn.) ci­
co, perverso, 2: (metáf.) genial, inge­ ruela.
nioso. δαμαστής [damastís] (n7m.) doma­
δαιμονισμένος [demonisménos] (adj.) dor, amansador,
endemoniado, poseído, endiablado, δαμάστρια [damástria] (n7f.) doma­
δαιμονιώδης [demoniódis] (adj.) fre­ dora, amansadora,
nético, furioso, δανδής [dandis] (n./m.) hombre muy
δαιμονομανία [demonomanía] (n7f.) elegante.
demonomanía, δανείζομαι [danídsome] (v.) pedir prés­
δαιμονομαντεία [demonomandía] (nVf.) tamo.

631
δανειζόμενος

δανειζόμενος [danidsómenos] (adj.) δασκάλα [dascála] (n./f.) maestra, pro­


prestatario, fesora.
δανείζω [danídso] (v.) prestar, dar δασκαλεύω [dascalévo] (v.) enseñar,
préstamo, educar, instruir, adiestrar,
δανεικός [danicós] (adj.) prestado · δασκαλίστικος [dascalísticos] (adj.)
δανεικά ρούχα- ropa prestada, pedante.
δάνειο [dánio] (n./n.) préstamo, crédi­ δάσκαλος [dáscalos] (n7m.) maestro,
to bancario, empréstito · πολεμικό profesor.
δάνειο- empréstito de guerra, δασμολόγηση [dasmológuisi] (ηΛ.)
δανεισμός [danismós] (ηΛη.) 1: pres­ tasación.
tación, 2: ayuda, δασμολογικός [dasmologuicós] (adj.)
δανειστής [danistís] (n7m.) prestami­ arancelario,
sta, prestador, usurero, acreedor, δασμολόγιο [dasmológuio] (n/n.) aran­
δανειστικός [danisticós] (adj.) circu­ cel.
lante · δανειστική βιβλιοθήκη- bi­ δασμολογώ [dasmologó] (v.) cobrar/
blioteca circulante. imponer los impuestos,
Δανός [danós] (n7m.) danés, dinamar­ δασμός [dasmós] (n./m.) arancel, im­
qués. puesto, tasa,
δαντέλα [dantéla] (n./f.) encaje, punti­ δασοκομία [dasocomía] (n./f.) silvi­
lla, bordado, cultura.
δαντελένιος [danteléños] (adj.) hecho δασολογία [dasologuía] (ηΛ) ciencia
de encaje, parecido al encaje, forestal.
δαπάνη [dapáni] (ηΛ.) gasto, coste, δασολόγος [dasológos] (n./m+f.) silvi­
desembolso, cultor, silvicultora.
δαπανηρός [dapanirós] (adj.) costoso, δασονομία [dasonomía] (ηΛ) admi­
caro, valioso, de alto precio, nistración forestal,
δαπανώ [dapanó] (v.) gastar, desem­ δασονόμος [dasonómos] (ηΛη.) ad­
bolsar, consumir, ministrador forestal,
δάπεδο [dápedo] (nVn.) suelo, piso, δάσος [dásos] (n./n.) bosque,
δαρβινισμός [darvinismós] (n./m.) δασότοπος [dasótopos] (nVm.) bo­
darwinismo. sque.
δαρβινιστής [darvinistís] (n./m.) darwi- δασοφύλακας [dasofílacas] (nVm.)
nista. guarda forestal,
δάρσιμο [dársimo] (n./n.) apaleo, pali­ δασοφυλακείο [dasofiláquio] (n./n.)
za, zurra, aporreo, puesto forestal,
δασαρχείο [dasarjío] (n./n.) inspe­ δασοφυλακή [dasofilaquí] (ηΛ.) cuer­
cción forestal, po forestal,
δασάρχης [dasárjis] (nVm.) inspector δασοφυτεία [dasofitla] (ηΛ.) planta­
de bosques, ción de bosques,
δασεία [dasía] (n./f.) (Gram.) espíritu δασύλλιο [dasílio] n. arboleda, bo-
áspero. squecillo.
δασικός [dasicós] (adj.) selvático, de δασύμαλλος [dasímalos] (adj.) cabe­
bosque ·δασική έκταση- a) área sal- lludo, peludo, melenudo,
vatica, b) bosque. δασύς [dasís] (adj.) espeso, tupido.

632
δεκαέξι

δασύτριχος [dasítrijos] (adj.) velludo, δειγματολόγιο [digmatológuio] (nyn.)


peludo ·δασύτριχο στήθος- pecho muestrario,
velludo. δείκτης [díctis] (nym.) 1: índice, 2: (re­
δασύφυλλος [dasífilos] (adj.) frondo­ loj) aguja, 3: dedo índice,
so, espeso, δεικτικός [dicticós] (adj.) 1: indicador,
δασώδης [dasódis] (adj.) arbolado, 2: (Gram.) demostrativo,
boscoso, selvático, δειλία [dilía] (nyf.) temor, cobardía,
δάσωση [dásosi] (nyn.) el plantar bo­ pusilanimidad, acobardamiento,
sques. δειλιάζω [diliádso] (v.) temer, coba­
δάφνη [dáfni] (nyf.) laurel · επανα­ rdear.
παύομαι στις δάφνες μου- dormirse δειλινό [dilinó] (n./n.) tarde, atardecer,
en los laures. ocaso, crepúsculo,
δαφνέλαιο [dafnéleo] (nyn.) aceite de δειλός [dilós] (adj.) cobarde, miedoso,
laurel. pusilánime,
δαφνοστεφής [dafnostefís] (adj.) lau­ δεινά [diná] (nyn.) pl. tribulación, su­
reado, galardonado, condecorado, frimientos, aflicciones,
δαφνόφυλλο [dafnófilo] (nym.) hoja δεινοπάθημα [dinopácima] (nyn.) tri­
de laurel, bulación, sufrimiento, aflicción, pena,
δαχτυλήθρα [dajtilízra] (n./f.) dedal, δεινοπαθώ [dinopazó] (v.) padecer,
δαχτυλιά [dajtiliá] (n./f.) huella dacti­ sufrir, tolerar, soportar,
lar. δεινός [dinós] (adj.) terrible, treme­
δαχτυλίδι [dajtilidi] (n./n.) 1: (adorno) ndo, temible,
anillo, sortija, alianza, 2: anilla, argo­ δεινόσαυρος [dinósavros] (nym.) di­
lla, aro ·δαχτυλίδι αρραβώνα- anillo nosaurio.
de compromiso · δαχτυλίδι γάμου- δεινότητα [dinótita] (nyf.) destreza,
alianza/ anillo de boda, pericia, maestría, capacidad, habili­
δάχτυλο [dájtilo] (nyn.) dedo ·τρώω dad.
τα δάχτυλά μου από την αγωνία- co­ δείπνο [dípno] (n./n.) cena ·επίσημο
merse los dedos ·γλείφω τα δάχτυ­ δείπνο- cena formal,
λά μου- chuparse los dedos, δειπνώ [dipnó] (v.) cenar,
δε [de] (part.) y, más, en cambio, por δεισιδαίμονας [disidémonas] (adj.)
otro lado, sino, supersticioso, fetichista,
δεδηλωμένος [dediloménos] (adj.) δεισιδαιμονία [disidemonía] (nyf.) su­
declarado, perstición, fetichismo,
δεδομένα [dedoména] (nyn.) pl. da­ δείχνω [díjno] (v.) enseñar, mostrar,
tos. indicar, apuntar,
δεδομένο [dedoméno] (nyn.) hecho, δέκα [déca] (núm.) diez,
dato, cosa cierta, δεκάδα [decáda] (nyf.) decena,
δέηση [déisi] (n./f.) ruego, suplica, ora­ δεκαδικός [decadicós] (adj.) decimal,
ción, plegaria, δεκάεδρος [decáedros] (adj.) decae­
δείγμα [dígma] (nyn.) 1: muestra, dro.
ejemplo, 2: prueba, señal, evidencia, δεκαεννέα [decaenéa] (núm.) dieci­
δειγματοληψία [digmatolipsía] (nyf.) nueve.
muestreo, toma de muestras. δεκαέξι [decaéksi] (núm.) dieciseis.

633
δεκαετηρίδα

δεκαετηρίδα [decaetirída] (adj.) de­ δέκατος έβδομος [décatos évdomos]


cenio. (adj.) decimoséptimo,
δεκαετία [decaetía] (n./f.) década, de­ δέκατος έκτος [décatos éctos] (adj.)
cenio. decimoséxto.
δεκαεφτά [decaeftá] (núm.) diecisie­ δέκατος ένατος [décatos énatos]
te. (adj.) decimonoveno,
δεκαήμερο [decaímero] (n7n.) de diez δέκατος όγδοος [décatos ógdoos]
días de duración ·δεκαήμερο προ­ (adj.) decimoctavo,
σφορών· diez días de rebajas, δέκατος πέμπτος [décatos pémptos]
δεκάλεπτο [decálepto] (n./n.) 1: (tiem­ (adj.) decimoquinto,
po) diez minutos, 2: (moneda) diez δέκατος τέταρτος [décatos tétartos]
céntimos, (adj.) decimocuarto,
δεκάλογος [decálogos] (n7m.) decá­ δέκατος τρίτος [décatos trítos] (adj.)
logo. decimotercero,
δεκαμελής [decamelís] (adj.) de diez δεκατρία [decatría] (núm.) trece.
miembros · δεκαμελής ορχήστρα- Δεκέμβριος [dequémvrios] (n7m.) di­
orquesta de diez miembros, ciembre.
δεκαμερής [decamerís] (adj.) de diez δέκτης [déctis] (n./m.) receptor, recibi­
partes. dor, perceptor,
δεκάμετρο [decámetro] (nVn.) decá­ δεκτικός [decticós] (adj.) receptivo,
metro. influenciable.
δεκανέας [decanéas] (n./m.) cabo, δεκτικότητα [decticótita] (n./f.) rece­
sargento, ptividad.
δεκανίκι [decaníqui] (n./n.) muleta, δεκτός [dectós] (adj.) admitido, ace­
δεκαοκτώ [decaoctó] (núm.) diecio­ ptado, recibido, admisible,
cho. δελεάζω [deleádso] (v.) embaucar, ca­
δεκαπενθήμερο [decapencímero] (nVn.) melar, engatusar, engolosinar, tentar,
quincena. δέλεαρ [délear] (n./n.) cebo, señuelo,
δεκαπενταύγουστος [decapendávgu- tentación, seducción,
stos] (n7m.) el quince de agosto- día δελεαστικός [deleasticós] (adj.) tenta­
de la muerte de la Virgen María, dor, seductor,
δεκαπέντε [decapénde] (núm.) qui­ δέλτα [délta] (n./n.) cuarta letra del al­
nce. fabeto griego, delta,
δεκαπλάσιος [decaplásios] (adj.) dé­ δελτάριο [deltário] (n./n.) tarjeta,
cuplo. δελτίο [deltío] (n./n.) boletín, comu­
δεκάρα [decára] (n./f.) 1: moneda de nicado, folleto · δελτίο ταυτότη­
diez céntimos, 2: duro · δεν αξίζει τας- carné de identidad ·δελτίο τύ­
ούτε δεκάρα- no vale ni un duro, που- comunicado de prensa ·δελτίο
δεκαριά [decariá] (n./f.) unos diez, ειδήσεων- noticias ·δελτίο καιρού-
δεκασύλλαβος [decasílavos] (adj.) de­ boletín meteorológico,
casílabo. δελφίνι [delfíni] (nVn.) delfín,
δεκατέσσερα [decatésera] (núm.) ca­ δέμα [déma] (n./n.) 1: paquete, 2: bu­
torce. lto, fardo,
δέκατος [décatos] (adj.) décimo. δεμάτι [demátí] (n7n.) haz, gavilla .

634
δεσμευτικός

δεματιάζω [dematiádso] (ν.) atar, liar, δεξιοτέχνης [deksiotéjnis] (η7ππ.) dies­


anudar. tro, experto, hábil, mañoso, amana­
δε(ν) [de(n)] (adv.) no. do.
δενδροειδής [dendroidís] (adj.) arbó­ δεξιότητα [deksiótita] (nyf.) 1: destre­
reo, arborescente, za, habilidad, 2: arte,
δενδροκαλλιέργεια [dendrocaliér- δεξιόχειρας [deksiójiras] (nym.) que
guia] (n7f.) silvicultura, arboricultu- usa la mano derecha,
ra. δεξιώνομαι [deksiónome] (v.) recibir,
δενδροκαλλιεργητής [dendrocalie- acoger, atender,
rguitís] (nym.) silvicultor, arboricu­ δεξίωση [deksíosi] (nyf.) recepción,
ltor. δέομαι [déome] (v.) suplicar, rogar, im­
δενδροκομία [dendrocomía] (nyf.) plorar, pedir,
arboricultura. δέον [déon] (nyn.) lo necesario, lo
δενδροκόμος [dendrocómos] (n./m.) preciso.
arboricultor, δεοντολογία [deondologuía] (nyf.) deon-
δενδρύλλιο [dendrílio] (n./n.) arbusto, tología, ética, moralidad,
árbol joven, δεόντως [deóndos] (adv.) debida­
δενδρώδης [dendródis] (adj.) arbola­ mente, apropiadamente, adecuada­
do. mente.
δέντρο [déndro] (n./n.) árbol, δέος [déos] (nyn.) espanto, terror, pa­
δεντρογαλιά [dendrogaliá] (nyf.) ví­ vor, horror, miedo, pánico,
bora. δέρας [déras] (nyn.) vellón,
δεντρολίβανο [dendrolívano] (n7n.) ro­ δέρμα [dérma] (nyn.) 1: (hombre) piel,
mero. 2: (animal) cuero,
δεντροστοιχία [dendrostijía] (nyf.) ar­ δερμάτινος [dermátinos] (adj.) de
boleda. piel, de cuero,
δεντροφυτεία [dendrofitía] (n./f.) ar­ δερματίτιδα [dermatítida] (nyf.) der­
boleda. matitis.
δεντρόφυτος [dendrófitos] (adj.) plan­ δερματολογία [dermatologuía] (nyf.)
tado de árboles, dermatología,
δένω [déno] (v.) atar, liar, encuadernar, δερματολόγος [dermatólogos] (ny
anudar, aligar, amarrar, m.+f.) dermatólogo,
δεξαμενή [deksamení] (nyf.) estan­ δέρνω [dérno] (v.) pegar, golpear, sa­
que, aljibe, cisterna, tanque, depósi­ cudir, zurrar, apalear, atizar,
to ·δεξαμενή βενζίνης- depósito de δέσιμο [désimo] (nyn.) atadura, liga­
gasolina. dura, ligamento, lazo,
δεξαμενόπλοιο [deksamenóplio] (nyn.) δεσμά [desmá] (n./n.) 1: cadenas, la­
tanque, buque cisterna, barco aljibe, zos, grilletes, 2: (metáf.) cautiverio,
δεξιά [deksiá] (adv.) a la derecha, esclavitud ·τα δεσμά της φιλίας- los
δεξιός [deksiós] (adj.) derecho, dere­ lazos de la amistad ·τα δεσμά του
chista, diestro ·δεξίχτύπημα- dere­ έρωτα- los lazos del amor,
chazo. δέσμευση [désmefsi] (nyf.) compro­
δεξιόστροφος [deksióstrofos] (adj.) miso, cometido, obligación,
en el sentido de las agujas del reloj. δεσμευτικός [desmefticós] (adj.) obli-

635
δεσμεύω

gatorio, obligado, forzoso, δευτερολογώ [defterologó] (v.) repe­


δεσμεύω [desmévo] (v.) 1: comprome­ tir, retomar la palabra,
ter, obligar, 2: encadenar, δεύτερος [défteros] (adj.) segundo,
δέσμη [désmi] (nyf.) haz, manojo, secundario ·δεύτερης κατηγορίας-
δέσμιος [désmios] (adj.) atado, cauti­ de segunda calidad,
vo, prisionero, δευτερότοκος [defterótocos] (adj.) se­
δεσμός [desmós] (nym.) 1: lazo, ata­ gundo hijo,
dura, nudo, vínculo, 2: ligamento, δέχομαι [déjome] (v.) 1: aceptar, ad­
unión, compromiso, mitir, reconocer, adoptar, 2: recibir,
δεσμοφύλακας [desmofílacas] (nym.) acoger.
carcelero, guardia de la cárcel, δέων [déon] (adj.) conveniente, co­
δεσμωτήριο [desmotírio] (n./n.) pri­ rrecto, necesario, adecuado,
sión, cárcel, celda, presidio · βάζω δήθεν [dicen] 1: (adj.) manifestó, o-
κάποιον φυλακή- meter a alguien stensible, aparente, 2: (adv.) aparen­
en la cárcel ·βγάζω κάποιον από τη temente, como si, supuestamente,
φυλακή- sacar a alguien de la cárcel, δηκτικός [dicticós] (adj.) mordiente,
δεσμώτης [desmótis] (nym.) encarce­ mordaz, cáustico, irónico, irritable,
lado, prisionero, cautivo, esclavo, δηκτικότητα [dicticótita] (nyf.) mo­
δεσπόζω [despódso] (v.) dominar, rei­ rdacidad, sarcasmo, ironía,
nar, imperar, avasallar, δηλαδή [diladí] (conj.) o sea, es decir,
δέσποινα [déspina] (nyf.) dama, seño­ por ejemplo,
ra, doña. δηλητηριάζω [dilitiriádso] (v.) 1: enve­
δεσποινίδα [despinída] (nyf.) seño­ nenar, intoxicar, 2: infectar, contami­
rita. nar, contagiar,
δεσποτεία [despotía] (nyf.) despoti­ δηλητηρίαση [dilitiríasi] (nyf.) enve­
smo, absolutismo, autocracia, nenamiento, intoxicación, contagio,
δεσπότης [despótis] (nym.) obispo, δηλητήριο [dilitírio] (nyn.) veneno,
amo, dueño, señor, pócima, poción,
δεσποτικός [despoticós] (adj.) despó­ δηλητηριώδης [dilitiriódis] (adj.) 1:
tico, autoritario, tiránico, venenoso, tóxico, 2: nocivo, conta­
δεσποτισμός [despotismós] (n./m.) gioso.
despotismo, δηλώνω [dilóno] (v.) declarar, mani­
δετός [detós] (adj.) atado, amarrado, festar, confesar, afirmar, asegurar,
sujeto. δήλωση [dílosi] (nyf.) declaración, ma­
Δευτέρα [deftéra] (nyf.) lunes ·(coloq.) nifestación, , confesión, afirmación,
Τσαγκαροδευτέρα- San lunes, δηλωτικός [diloticós] (adj.) declara­
δευτερεύων [defterévon] (adj.) 1: se­ nte.
cundario, acesorio, 2: (Gram.) subo­ δηλωτέος [dilotéos] (adj.) declarable,
rdinado · δευτερεύουσες προτά­ δημαγωγία [dimagoguía] (nyf.) de­
σεις- oraciones subordinadas, magogia.
δευτερόλεπτο [defterólepto] (n.) (en δημαγωγικός [dimagoguicós] (adj.)
relación a la hora) segundo, demagógico,
δευτερολογία [defterologuía] (n./f.) δημαγωγός [dimagogós] (nym.) de­
repetición. magogo.

636
δημοτικό

δημαγωγώ [dimagogó] (ν.) actuar o δημοκοπικός [dimocopicós] (adj.) de­


hablar con demagogia, magógico,
δημαρχείο [dimarjlo] (n.) ayuntamien­ δημοκόπος [dimocópos] (nym.) de­
to, municipio, alcaldía, magogo.
δημαρχία [dimarjía] (n./f.) alcaldía, δημοκράτης [dimocrátis] (nym.) de­
ayuntamiento, mócrata.
δημαρχιακός [dimarjiacós] (adj.) mu­ δημοκρατία [dimocratía] (nyf.) demo­
nicipal. cracia, república,
δήμαρχος [dímarjos] (n./m.) alcalde, δημοκρατικός [dimocraticós] (adj.)
δημεγέρτης [dimeguértis] (nym.) agi­ democrático, republicano,
tador, instigador, incitador, δημοπρασία [dimoprasía] (nyf.) su­
δημεγερτικός [dimeguerticós] (adj.) basta, puja, almoneda, venta,
sedicioso, δημοπρατήριο [dimopratírio] (nyn.)
δήμευση [dímefsi] (nyf.) confiscación, sala de subasta,
decomiso, incautación, δήμος [dimos] (nym.) municipio, loca­
δημεύω [dimévo] (v.) confiscar, deco­ lidad, ayuntamiento, municipalidad,
misar, incautarse, embargar, δημόσια [dimósia] (adv.) pública­
δημηγορία [dimigoría] (n./f.) discurso mente, en público,
público, alocución, δημοσίευση [dimosíefsi] (nyf.) publi­
δημηγορώ [dimigoró] (v.) disertar, cación, promulgación,
δημητριακά [dimitriacá] (n./n.) pl. ce­ δημοσιεύω [dimosiévo] (v.) publicar,
reales. promulgar,
δήμιος [dímios] (nym.) verdugo, eje­ δημόσια [dimosia] (adv.) en público,
cutor. δημόσιο [dimósio] (nyn.) Estado,
δημιούργημα [dimiúrguima] (nyn.) 1: δημόσιος [dimósios] (adj.) público,
creación, creatura, 2: obra, común · κοινή (δημόσια) γνώμη-
δημιουργία [dimiurguía] (nyf.) crea­ opinión pública ·δημόσιος τομέας-
ción, concepción, invención, público sector,
δημιουργικός [dimiurguicós] (adj.) δημοσιογραφία [dimosiografía] (nyf.)
creativo, creador, periodismo, prensa,
δημιουργικότητα [dimiurguicótita] δημοσιογράφος [dimosiográfos] (ny
(n7f.) creatividad, m.+f.) periodista, reportero, comen­
δημιουργός [dimiurgós] (nym.) crea­ tarista.
dor, autor, productor, δημοσιονομία [dimosionomía] (nyf.)
δημιουργώ [dimiurgó] (v.) crear, com­ ciencia de las finanzas del Estado,
poner, producir, δημοσιονομικός [dimosionomicós]
δημογραφία [dimografía] (n./f.) de­ (adj.) fiscal,
mografía. δημόσιος [dimósios] (adj.) público,
δημογραφικός [dimograficós] (adj.) de­ estatal, común,
mográfico, δημοσιότητα [dimosiótita] (nyf.) fama,
δημοδιδάσκαλος [dimodidáscalos] popularidad,
(n./m.) maestro de escuela primaria, δημότης [dimótis] (nym.) ciudadano,
δημοκοπία [dimocopía] (n./f.) dema­ residente,
gogia. δημοτικό [dimoticó] (nyn.) escuela

637
δημοτικός

primaria. ligencia.
δημοτικός [dimoticós] (adj.) munici­ διαβήτης [diavítis] (n./m.) 1: (Med.)
pal, comunitario, local, diabetes, 2: (Geom.) compás,
δημοτικότητα [dimoticótita] (nVf.) διαβητικός [diaviticós] (adj.) diabéti­
popularidad, fama, co.
δημοφιλής [dimofilís] (adj.) popular, διαβιβάζω [diavivádso] (v.) transmitir,
famoso, célebre, conocido, transferir.
δημοψήφισμα [dimopsíñsma] (n./n.) διαβίβαση [diavívasi] (n7f.) transmi­
referéndum, plebiscito, sufragio, sión, transferencia,
δημώδης [dimódis] (adj.) popular, del διαβιώνω [diavióno] (v.) vivir, subsi­
pueblo, ordinario, vulgar, divulgado, stir.
διά [diá] (prep.) por, a través de, por διαβίωση [diavíosi] (n./f.) vida, nivel de
medio de, mediante, vida, manera de vivir, subsistencia,
διαβάζω [diavádso] (v.) 1: (por placer διαβλέπω [diavlépo] (v.) entrever, in­
propio) leer, 2: estudiar, tuir, vislumbrar, otear,
διαβαθμίζω [diavazmídso] (v.) gra­ διαβλητικός [diavliticós] (adj.) calu­
duar, escalonar, mnioso, infamatorio, difamatorio,
διαβάθμιση [diavázmisi] (n./f.) grada­ διαβόητος [diavóitos] (adj.) notorio,
ción, graduación, célebre, afamado,
διαβαίνω [diavéno] (v.) atravesar, pa­ διαβολέας [diavoléas] (nVm.) calu­
sar, cruzar, recorrer, mniador, infamador, difamador,
διαβάλλω [diaválo] (v.) difamar, infa­ διαβολεμένος [diavoleménos] (adj.)
mar, calumniar, perverso, satánico, endiablado,
διάβαση [diávasi] (nVf.) paso, tránsito, διαβολή [diavolí] (n./f.) calumnia, di­
• διάβαση πεζών- paso de cebra, famación,
διάβασμα [diávasma] (nVn.) 1: lectura, διαβολιά [diavoliá] (n./f.) diablura, tra­
2: estudio, vesura.
διαβασμένος [diavasménos] (adj.) 1: διαβολικός [diavolicós] (adj.) diabó­
instruido, estudiado, leído, 2: sabio, lico, satánico, demoniaco, malvado,
διαβατήριο [diavatírio] (n./n.) pasa­ maligno, perverso,
porte. διαβολόκαιρος [diavolóqueros] (nym.)
διαβάτης [diavátis] (n./m.) transeúnte, tempestad, mal tiempo,
caminante, peatón, paseante, διαβολόπαιδο [diavolópedo] n. dia­
διαβατικός [diavaticós] (adj.) pasaje­ blillo, chico travieso,
ro, transitorio, de paso, διάβολος [diávolos] (n./m.) diablo, de­
διαβατός [diavatós] (adj.) transitable, monio, satanás · στέλνω στον διά­
accesible, pasable, asequible, βολο· mandar a alguien al diablo ·
διαβεβαιώνω [diaveveóno] (v.) ase­ τι διάβολο;- ¿qué diablos? ·πήγαινε
gurar, afirmar, aseverar, corroborar, στον διάβολοί- ¡vete al diablo!,
confirmar, διαβουλεύομαι [diavulévome] (v.)
διαβεβαίωση [diavevéosi] (n./f.) afi­ deliberar.
rmación, aseveración, corrobora­ διαβούλευση [diavúlefsi] (n./f.) deli­
ción, confirmación, beración, discusión, debate,
διάβημα [diávima] (n7n.) gestión, di­ διαβούλιο [diavúlio] (n./n.) consejo,

638
διαδρομή

conferencia, junta, concurso, competición, 2: examen,


διαβρέχω [diavréjo] (v.) mojar, empa­ διαγωνιστικός [diagonisticós] (adj.)
par, impregnar, humedecer, competitivo,
διαβροχή [diavrojí] (n./f.) empapa­ διαγωνίως [diagoníos] (adv.) diagonal­
miento, impregnación, mente.
διάβροχος [diávrojos] (adj.) permea­ διαδεδομένος [diadedoménos] (adj.)
ble, penetrable, absorbente, extendido, amplio, dilatado,
διαβρώνω [diavróno] (v.) corroer, ero­ διαδέχομαι [diadéjome] (v.) heredar,
sionar, roer, carcomer, suceder, sustituir, venir detrás de ·
διάβρωση [diávrosi] (n./f.) corrosión, διαδέχομαι στον θρόνο- heredar
erosión, carcoma, el trono · διαδέχομαι κάποιον στη
διαβρωτικός [diavroticós] (adj.) corro­ θέση του- sostituir una persona a su
sivo, erosivo, puesto.
διάγγελμα [diágkelma] (n./n.) mensa­ διαδηλώνω [diadilóno] (v.) manifes­
je, aviso. tar, edarar, demostrar,
διαγεγραμμένος [diaguegraménos] διαδήλωση [diadílosi] (n./f.) manife
(adj.) proscrito, stación, declaración, demostración,
διαγιγνώσκω [diaguignósco] (v.) diag­ διαδηλωτής [diadilotís] (n./m.) mani­
nosticar, dictaminar, festante, manifestador, declarador,
διαγκωνισμός [diagkonismós] (n./m.) διάδημα [diádima] (nyn.) diadema,
codeo. corona, aureola,
διάγνωση [diágnosi] (nyf.) diagnósti­ διαδίδω [diadído] (v.) divulgar, propa­
co, diagnosis, analisis. gar, esparcir, difundir ·διαδίδω ένα
διαγουμίζω [diagumídso] (v.) pillar, νέο-dinfundir una noticia,
saquear, robar, hurtar, διαδικασία [diadicasía] (n./f.) proce­
διαγούμισμα [diagúmisma] (nyn.) pi­ dimiento, proceso · χημική διαδικα­
llaje, saqueo, robo, hurto, σία- proceso químico,
διάγραμμα [diágrama] (nyn.) diagra­ διαδικαστικός [diadicasticós] (adj.) pro­
ma, gráfico, esquema, croquis, cesal.
διαγραφή [diagrafí] (n./f.) 1: borradu­ διάδικος [diádicos] (n./m.+f.) litigante,
ra, tachadura, 2: suspensión, pleitista, pleitante.
διαγράφω [diagráfo] (v.) 1: borrar, ta­ διάδοση [diádosi] (nyf.) divulgación,
char, 2: suspender, anular, propagación, expansión, difusión,
διάγω [diágo] (v.) vivir, pasar la vida, διαδοχή [diadojí] (n./f.) sucesión, he­
διαγωγή [diagoguí] (nyf.) comporta­ rencia, descendencia,
miento, actuación, διαδοχικός [diadojicós] (adj.) sucesi­
διαγωνίζομαι [diagonídsome] (v.) 1: vo, continuado, seguido · διαδοχι­
competir, concursar, 2: rivalizar, κές μέρες- días sucesivos,
διαγωνιζόμενος [diagonidsómenos] διάδοχος [diádojos] (nym.) sucesor,
(adj.) competidor, concursante, heredero, descendente,
διαγώνιος [diagónios] (adj.) diagonal, διαδραματίζω [diadramatídso] (v.) su­
διαγώνισμα [diagónisma] (n./n). exa­ ceder, acaecer,
men, prueba, διαδρομή [diadromí] (n./f.) trayecto,
διαγωνισμός [diagonismós] (nym.) 1: itinerario, recorrido, ruta, rumbo ·

639
διάδρομος

καλύπτω μια διαδρομή- recorrer un unir ·διαιρώ στη μέση- dividir algo
trayecto. por la mitad,
διάδρομος [diádromos] (n./m.) pasi­ διαισθάνομαι [dieszánome] (v.) intuir,
llo, corredor, percibir.
διάζευξη [diádsefksi] (n./f.) separa­ διαίσθηση [diéscisi] (n./f.) intuición,
ción, desunión, disyunción, presentimiento, instinto ·από διαί­
διαζύγιο [diadsíguio] (n./n.) divorcio, σθηση- por intuición,
διάζωμα [diádsoma] (ηΛι.) friso, διαισθητικός [diesciticós] (adj.) intui­
διαθερμαίνω [diacerméno) (v.) cale­ tivo, instintivo,
ntar. δίαιτα [dieta] (ηΛ.) régimen, dieta ·
διαθέρμανση [diacérmansi] (ηΛ.) ca­ κάνω δίαιτα- estar a régimen/dieta,
lentamiento, διαιτησία [dietisía] (n./f.) arbitraje, ar­
διαθερμία [diacermía] (ηΛ.) diate­ bitrio, arbitramiento,
rmia. διαιτητεύω [dietitévo] (v.) arbitrar, in­
διάθεση [diácesi] (ηΛ) 1: disposición, termediar, interceder,
2: humor, ánimo ·είμαι στη διάθεση διαιτητής [dietitís] (ηΛη.) árbitro, me­
σου- estoy a tu disposición ·ψυχική diador.
διάθεση- estado de animo ·δεν έχω διαιτητικός [diatiticós] (adj.) 1: arbi-
διάθεση για- no tener disposición tal, arbitrario, 2: dietético, de dieta ·
para. διαιτητικός κανόνας- regla arbitral
διαθέσιμος [diacésimos] (adj.) dispo­ •διαιτητικό φαγητό- comida dieté­
nible, accesible, tica.
διαθεσιμότητα [diacesimótita] (n./f.) διαιώνιση [dieónisi] (ηΛ) perpetua­
disponibilidad, ción, perpetuidad, perduración,
διαθέτης [diacétis] (ηΛη.) testador, διαιωνίζω [dieonídso] (v.) eternizar,
διαθέτω [diacéto] (v.) 1: disponer, 2: perpetuar, inmortalizar,
colocar, situar, διακαής [diacaís] (adj.) ardiente, abra­
διαθήκη [diacíqui] (ηΛ) testamento · sador, ardoroso,
Καινή Διαθήκη- Nuevo Testamiento. διακανονίζω [diacanonídso] (v.) 1: re­
διάθλαση [diázlasi] (ηΛ) refracción, gular, regularizar, reglar, 2: acordar,
διαθλαστικός [diazlasticós] (adj.) re­ llegara un acuerdo.
fractante, refractivo, διακαvovισμός[diacanonismós] (ηΛη.)
διαθλώ [diazló] (v.) refractar, acuerdo, convenio,
διαθρύληση [diazrílisi] (ηΛ) divulga­ διακατέχω [diacatéjo] (v.) poseer,
ción, propaganda, propagación, διακεκαυμένη [diaquecavméni] (ηΛ)
διαίρεση [diéresi] (ηΛ) 1: (Mat.) di­ zona tórrida,
visión, 2: partición, separación, 3: διακεκριμένος [diaquecriménos] (adj.)
(Med.) diéresis, distinguido, excelente, notable, ilus­
διαιρετέος [dieretéos] (adj.) (Mat.) di­ tre.
visible, dividendo, διάκενο [diáqueno] (n./n.) vacío, va­
διαιρέτης [dierétis] (n./m.) (Mat.) divi­ ciado, hueco, ahuecamiento,
sor, factor, submúltiplo, διακήρυξη [diaquíriksi] (ηΛ) declara­
διαιρετός [dieretós] (adj.) divisible, ción, proclamación, enunciación,
διαιρώ [dieró] (v.) dividir, separar, des­ διακηρύσσω [diaquiríso] (v.) declarar,

640
διαλάλημα

proclamar, ración, embellecimiento, adornado,


διακινδυνεύω [diaquindinévo] (ν.) adorno.
arriesgar, aventurar, poner en peli­ διακοσμητής [dicosmitís] (nym.) de­
gro, correr el riesgo, corador ·διακοσμητής εσωτερικών
διακίνηση [diaquínisi] (nyf.) transpo­ χώρων- decorador de interiores,
rte, comercio, tráfico, διακοσμητικός [diacosmiticós] (adj.)
διακινώ [diaquinó] (v.) transportar, co­ decorativo, ornamental,
merciar, traficar, mercar, διάκοσμος [diácosmos] (n./m.) ador­
διακλαδώνομαι [diacladónome] (v.) no, ornato, derezo, atavío,
bifurcarse, ramificarse, extenderse, διακοσμώ [dicosmó] (v.) decorar,
διακλάδωση [diacládosi] (nyf.) bifu­ adornar, ornar, aderezar,embellecer,
rcación, ramificación, extensión, διακριβώνω [diacrivóno] (v.) compro­
διακομιδή [diacomidí] (n./f.) transpo­ bar, verificar, confirmar,
rte, traslado, διακρίβωση [diacrivíosi] (nyf.) com­
διακοινώνω [diaquinóno] (v.) comu­ probación, verificación, confirma­
nicara uno. ción.
διακοίνωση [diaquínosi] (n./f.) comu­ διακρίνω [diacríno] (v.) distinguir, di­
nicado, anuncio, aviso, notificación, scernir, diferenciar,
nota. διάκριση [diácrisi] (n./f.) distinción,
διακονεύω [diaconévo] (v.) pedir li­ discreción, discriminación, diferen­
mosna. ciación ·φυλετική διάκριση- discri­
διακονία [diaconía] (nyf.) diaconato, minación racial ·κοινωνική διάκρι­
diaconado. ση- discriminación social ·διάκριση
διακονιά [diacoñá] (nyf.) mendicidad, ηλικιών- distinción de edad ·κάνω
pordioseo, διάκριση μεταξύ- hacer una distin­
διακονιάρης [diacoñáris] (nym.) men­ ción entre,
digo, pordiosero, gorrón, sablista, διακριτικός [diacriticós] (adj.) discre­
διάκονος [diáconos] (nVm.) diácono, to, prudente, moderado,
διακοπή [diacopí] (nyf.) interrupción, διακριτικότητα [diacriticótita] (nyf.)
pausa, ruptura, suspensión, corte · discreción, prudencia, tacto,
διακοπή σχέσεων- roptura de re­ διακυβερνώ [diaquivernó] (v.) gober­
laciones · διακοπή εχθροπραξιών- nar, mandar, administrar,
suspensión de hostilidades ·διακο­ διακυβεύω [diaquivévo] (v.) apostar,
πή ρεύματος· corte de electricidad, jugar.
διακόπτης [diacóptis] (nym.) inte­ διακυμαίνομαι [diaquiménome] (v.)
rruptor, botón, fluctuar, oscilar, vacilar,
διακόπτω [diacópto] (v.) interrumpir, διακύμανση [diaquímansi] (n./f.) flu­
cortar, parar, detener, ctuación, oscilación, vacilación,
διακορεύω [diacorévo] (v.) desflorar, διακωμώδηση [diacomódisi] (nyf.) bur­
desvirgar, deshonrar, la, mofa, ridiculización, sátira, chiste,
διάκος [diácos] (nym.) diácono, διακωμωδώ [diacomodó] (v.) burlar­
διακόσια [diacósia] nú(nym.) doscie­ se, mofarse, ridiculizar, satirizar,
ntos. διαλάλημα [dialálima] (nyn.) anuncio,
διακόσμηση [diacósmisi] (nyf.) deco­ divulgación, aviso.

641
διαλάληση

διαλάληση [dialálisi] (n./f.) pregón, especulación,


anuncio. διάλογος [diálogos] (n./m.) diálogo,
διαλαλητής [dialalitís] (n./m.) prego­ conversación, charla, coloquio,
nero, anunciante, διάλυμα [diálima] (n./n.) solución,
διαλαλώ [dialaló] (v.) pregonar, divu­ διάλυση [diálisi] (n./f.) 1: disolución,
lgar, anunciar, solución, desintegración, desunión,
διάλεγμα [diálegma] n. elección, se­ 2: (Qulm.) diálisis,
lección. διαλύτης [dialítis] (n./m.) disolvente,
διαλέγω [dialégo] (v.) elegir, seleccio­ διαλυτικά [dialiticá] (n./n.) (Gram.)
nar, escoger, optar, diéresis.
διάλειμμα [diálima] (n./n.) 1: desca­ διαλυτικός [dialiticós] (adj.) disolve­
nso, pausa, recreo, intervalo, 2: (tea­ nte, soluble,
tro) entreacto, διαλυτός [dialitós] (adj.) disoluble, so­
διάλειψη [diálipsi] (n./f.) interrupción, luble · διαλυτός στο νερό- soluble
detención, en agua.
διαλεκτική [dialectiquí] (nVf.) dialé­ διαλύω [dialío] (v.) 1: disolver, aguar,
ctica. diluir, 2: descomponer, dispersar,
διαλεκτικός [dialecticós] (adj.) dialé­ desarreglar, romper,
ctico. διαμαντένιος [diamandéños] (adj.) de
διάλεκτος [diálectos] (n./f.) 1: dialecto, diamante, diamantino,
lengua, idioma, 2: (grupos sociales) διαμάντι [diamándi] (n./n.) diamante
jerga. • ακατέργαστο διαμάντι- diamante
διαλεκτός [dialectós] (adj.) elegido, en bruto.
seleccionado, escogido, διαμαντικά [diamandicá] (n./n.) pl.
διάλεξη [diáleksi] (n./f.) conferencia, pedrería.
lección, discurso ·κάνω διάλεξη- dar διαμαντόπετρα [diamandópetra] (nyf.)
una conferencia, diamante, piedra de diamante,
διαλευκαίνω [dialefquéno] (v.) aclarar, διαμαρτύρηση [diamartírisi] (n./f.)
clarificar, resolver, solucionar, desen­ protesto, protesta, reclama, queja,
marañar, limpiar, διαμαρτυρία [diamartiría] (n./f.) pro­
διαλεύκανση [dialéfcansi] (nVf.) acla­ testa, reclamación,
ración, clarificación, esclarecimiento, διαμαρτύρομαι [diamartírome] (v.)
elucidación, demostración, protestar, reclamar, quejarse,
διαλλαγή [dialaguí] (n./f.) reconcilia­ διαμαρτυρόμενος [diamartirómenos]
ción, apaciguamiento, acuerdo, (n./m.) protestante,
διαλλακτικός [dialacticós] (adj.) tran­ διαμάχη [diamáji] (n./f.) disputa, des­
sigente, tolerante, conciliable, com­ acuerdo, combate, conflicto,
prensivo. διαμάχομαι [diamájome] (v.) disputar,
διαλογή [dialoguí] (n7f.) selección, pelear, luchar,
escrutinio, διαμελίζω [diamelídso] (v.) despeda­
διαλογίζομαι [dialoguídsome] (v.) re­ zar, desmembrar, trocear, descuarti­
flexionar, meditar, pensar, especular, zar, mutilar,
διαλογισμός [dialoguismós] (n./m.) διαμελισμός [diamelismós] (n./m.)
reflexión, meditación, pensamiento, despedazamiento, descuartizamie­

642
διαπαιδαγώγηση

nto, desmembración, mutilación, διανεμητής [dianemitís] (n./m.) distri­


διαμένω [diaméno] (v.) vivir, residir, buidor, repartidor,
habitar. διανέμω [dianémo] (v.) distribuir, re­
διαμερίζω [diamerídso] (v.) distribuir, partir, compartir,
dividir, repartir, διανθίζω [diancídso] (v.) embellecer,
διαμέρισμα [diamérisma] (n./n.) 1: hermosear, adornar,
piso, apartamento, vivienda, casa, 2: διανόημα [dianóima] (n./n.) especula­
distrito. ción, pensamiento,
διαμερισμός [diamerismós] (n./m.) διανόηση [dianóisi] (ηΛ.) pensamien­
división, repartición, reparto, to, razonamiento, intelectualidad,
διάμεσος [diámesos] (adj.) interme­ especulación,
dio, medianero, διανοητικός [dianoiticós] (adj.) men­
διαμέσου [diamésu] (adv.) por, a tra­ tal, racional, intelectual,
vés de, por medio de, mediante, διανοητικότητα [dianoiticótita] (ηΛ.)
διαμετακομίζω [diametacomídso] (v.) inteligencia, capacidad mental,
transportar, transitar, διάνοια [diánia] (n./f.) inteligencia, jui­
διαμετακόμιση [diametacómisi] (ηΛ.) cio, razón, mente, razonamiento,
transporte, tránsito, διάνοιγμα [diánigma] (ηΛι.) abertura,
διαμέτρημα [diamétrima] (n./n.) diá­ hueco, agujero, raja, grieta, hendi­
metro, calibre ·μεγάλου διαμετρή­ dura.
ματος- de diámetro grande, διανοίγω [dianígo] (v.) entreabrir, ra­
διαμετρικώς [diametricós] (adv.) dia­ jar, agrietar,
metralmente · διαμετρικώς αντίθε­ διανομέας [dianoméas] (n./m.) repa­
τος- diametralmente opuesto (a), rtidor, distribuidor, comisionista,
διάμετρος [diámetros] (ηΛ.) diáme­ διανομή [dianomí] (n./f.) reparto, dis­
tro. tribución, división,
διαμετρώ [diametró] (v.) calibrar, διανοούμαι [dianoúme] (v.) pensar,
διαμηνύω [diaminío] (v.) notificar, concebir, percibir,
διαμοιράζω [diamirádso] (v.) distri­ διανοουμενίστικος [dianoumenísti-
buir, repartir, dividir, compartir, cos] (adj.) culto, sabio,
διαμοιρασμός [diamirasmós] (n7m.) διανοούμενος [dianoúmenos] (ηΛη.)
repartición, distribución, reparto, intelectual, genio,
διαμονή [diamoní] (n./f.) 1: estancia, 2: διανυκτέρευση [dianictérefsi] (ηΛ)
residencia, alojamiento, domicilio, trasnocho, parada nocturna,
διαμορφώνω [diamorfóno] (v.) confi­ διανυκτερεύω [dianicterévo] (v.) tras­
gurar, conformar, formar, constituir, nochar, pernoctar, pasar la noche,
διαμόρφωση [diamórfosi] (n./f.) confi­ διανύω [dianío] (v.) recorrer, transitar,
guración, conformación, formación, pasar.
constitución, διαξιφίζομαι [diaksifídsome] (v.) reñir,
διαμπερής [diamberís] (adj.) pene­ disputar, discutir, debatir, pelear,
trante. διαξιφισμός [diaksifismós] (nVm.) riña,
διαμφισβητώ [diamfisvitó] (v.) poner disputa, discusión, debate, pelea.
en duda, dudar, cuestionar, δκοκΒδαγώγηση [diapedagóguisi] (ηΛ)
διάνα [diána] (ηΛ) centro del blanco. educación, enseñanza, formación, adies-

643
διαπαιδαγωγώ

tramiento. διαπλέω [diapléo] (v.) navegar, bogar,


διαπαιδαγωγώ [diapedagogó] (ν.) διαπληκτίζομαι [diaplictídsome] (v.)
educar, enseñar, instruir, alfabetizar, disputar, reñir, pelear, discutir, alte­
διαπάλη [diapáli] (n./f.) combate entre rcar.
dos persona, competición, διαπληκτισμός [diaplictísmos] (n./m.)
δια παντός [dia pandós] (adv.) para disputa, riña, pelea, discusión,
siempre. διάπλους [diáplus] (nym.) travesía,
διαπασών [diapasón] (n./n.) diapa­ tránsito, recorrido, viaje,
són. διαπνοή [diapnoí] (nyf.) transpira­
διαπεραστικός [diaperasticós] (adj.) ción.
penetrante, ensorecedor, agudo · διαπομπεύω [dipombévo] (v.) poner
διαπεραστικό βλέμμα- una mirada en ridículo,
penetrante, διαπορθμεύω [diaporzmévo] (v.) atra­
διαπερνώ [diapernó] (v.) penetrar, vesar, recorrer, navegar por un rio.
atravesar, adentrar, διαποτίζω [diapotídso] (v.) empapar,
διαπίστευση [diapístefsi] (nVf.) autori­ mojar, bañar, humedecer,
zación, acreditación, διαπραγματεύομαι [diapragmatévo-
διαπιστευτήρια [diapisteftíria] (nyn.) me] (v.) negociar, tratar, intermediar,
pl. (cartas) credenciales, διαπραγμάτευση [diapragmátefsi]
διαπιστεύω [diapistévo] (v.) acreditar, (n./f.) negociación, tratado, gestión,
garantizar, διάπραζη [diápraksi] (nyf.) perpetra­
διαπιστώνω [diapistóno] (v.) compro­ ción, ejecución,
bar, confirmar, verificar, averiguar, διαπράττω [diapráto] (v.) perpetrar,
cerciorarse, cometer, ejecutar,
διαπίστωση [diapístosi] (n./f.) com­ διαπρεπής [diaprepís] (adj.) distingui­
probación, confirmación, verifica­ do, notable, insigne, destacado,
ción, averiguación, διαπρέπω [diaprépo] (v.) distinguirse,
διαπλάθω [diaplázo] (v.) moldear, for­ destacar, diferenciar, resaltar,
mar, ahormar, forjar, διάπυρος [diápiros] (adj.) ardiente,
διαπλανητικός [diaplaniticós] (adj.) abrasador, encendido,
interplanetario, διαρθρωτικός [diarzroticós] (adj.) es­
διάπλαση [diáplasi] (nyf.) formación, tructural, constitutivo,
educación, διάρκεια [diárquia] (nyf.) duración,
διάπλατα [diáplata] (ad(v.)) de par en permanencia,
par. διαρκής [diarquís] (adj.) 1: duradero,
διάπλατος [diáplatos] (adj.) totalme­ continuo, constante, 2: permanente,
nte abierto, abierto de par en par. διαρκώ [diarcó] (v.) durar, continuar,
διαπλάτυνση [diaplátinsi] (nyf.) en­ διαρκώς [diarcós] (adv.) constante­
sanchamiento, ensanche, agranda- mente, continuamente,
miento, dilatación, διαρπαγή [diarpagüí] (nyf.) saqueo,
διαπλατύνω [diaplatfno] (v.) ensan­ pillaje, desvalijamiento, depreda­
char, agrandar, dilatar, alargar, ción.
διαπλέκω [diapléco] (v.) entretejer, διαρπάζω [diarpádso] (v.) saquear, pi­
trenzar. llar, desvalijar, raptar.

644
διασταλτός

διαρρέω [diaréo] (ν.) fluir, infiltrarse, zanquear,


correr, transcurrir, derramarse, διασκέλισμα [diasquélisma] (n7n.)
διαρρήκτης [diaríctis] (n7m.) ladrón, salto, zancada,
atracador, ratero, διασκελισμός [diasquelismós] (n./m.)
διάρρηξη [diáriksi] (nVf.) rotura, fra­ zancada, tranco,
ctura. διασκέπτομαι [diasquéptome] (v.) re­
διαρροή [diaroí] (n./f.) pérdida, esca­ flexionar, meditar, razonar, discurrir,
pe, fuga ·διαρροή αερίου- fuga de deliberar.
gas · διαρροή πληροφοριών- fuga διασκευάζω [diasquevádso] (v.) adap­
de informaciones, tar.
διάρροια [diária] (nVf.) diarrea, διασκευή [diasqueví] (nVf.) adapta­
διαρρυθμίζω [diarizmídso] (v.) regu­ ción.
lar, ajustar, ordenar, controlar, διάσκεψη [diásquepsi] (nyf.) confe­
διαρρύθμιση [diarlzmisi] (nVf.) distri­ rencia, congreso, convención, asam­
bución, repartición, ordenación, blea, junta · διάσκεψη κορυφής-
διασάλευση [diasálefsi] (nyf.) altera­ conferencia cumbre,
ción, conmoción, perturbación, διασκορπίζω [diascorpídso] (v.) dis­
διασαλεύω [diasalévo] (v.) alterar, persar, diseminar, esparcir, desperdi­
conmover, perturbar, molestar, des­ gar, desvanecer,
ordenar. διασκορπισμός [diascorpismós] (n7m.)
διασαφηνίζω [diasafinídso] (v.) acla­ 1: dispersión, diseminación, esparci­
rar, clarificar, esclarecer, explicar, miento, 2: diáspora.
precisar. διασπαθίζω [diaspacídso] (v.) malga­
διασάφηση [diasáfisi] (nVf.) aclara­ star, desperdiciar, derrochar,
ción, clarificación, explicación, espe­ διασπάθιση [diaspácisi] (nVf.) gasto,
cificación, desperdicio, derroche,
διασαφητικός [diasafiticós] (adj.) ex­ διάσπαρτος [diáspartos] (adj.) dispe­
plicativo, aclaratorio, rsado, disperso,
διάσημα [diásima] (nVn.) pl. insignias, διάσπαση [diáspasi] (n7f.) disgrega­
distintivos, ción, fisión, desintegración · πυ­
διάσημος [diásimos] (adj.) famoso, ρηνική διάσπαση- desintegración
afamado, célebre, conocido, popu­ nuclear.
lar. διασπείρω [diaspíro] (v.) esparcir, di­
διασημότητα [diasimótita] (n7f.) fama, fundir, diseminar, dispersar,
celebridad, διασπορά [diasporá] (n./f.) 1: dispe­
διασκεδάζω [diasquedádso] (v.) rsión, diseminación, 2: diáspora, mi­
divertir(se), distraer(se), entrete­ gración.
nerse, pasarlo bien, διασπώ [diaspó] (v.) disgregar, sepa­
διασκέδαση [diasquédasi] (nyf.) di­ rar, romper, descomponer,
versión, esparcimiento, recreo, dis­ διασταλτικός [diastalticós] (adj.) dila­
tracción. table, dilatador, expansivo,
óia<nuóaoTU^[diasquedasticós] (adj.) διασταλτικότητα [diastalticótita] (n./f.)
divertido, gracioso, chistoso, cómico, dilatabilidad,
διασκελίζω [diasquelídso] (v.) saltar, διασταλτός [diastaltós] (adj.) dilata-

645
διάσταση

ble. διάσωση [diásosi] (n./f.) salvación, sal­


διάσταση [diástasi] (n./f.) 1: dimen­ vamento, rescate, conservación,
sión, volumen, 2: separación, divor­ διαταγή [diataguQ (n./f.) orden, acor­
cio. dada, mandato, directiva,
διασταυρώνω [diastavróno] (v.) cru­ διάταγμα [diátagma] (n./n.) orden, or­
zar, entrecruzar, atraversar. denanza, decreto, mando,
διασταύρωση [diastávrosi] (n./f.) cru­ διατάζω [diatádso] (v.) ordenar, man­
ce, empalme, encrucijada, dar, decretar,
διαστέλλω [diastélo] (v.) dilatar, en­ διατακτική [diatactiquí] (n./f.) vale,
sanchar, extender, ampliar, διάταξη [diátaksi] (n./f.) orden, dis­
διάστημα [diástima] (n./n.) 1: espacio, posición, agrupamiento ·ημερήσια
2: distancia, separación, intervalo, διάταξη-agenda,
διαστημικός [diastimicós] (adj.) es­ διατάραξη [diatáraksi] (nyf.) altera­
pacial. ción, perturbación, disturbio, desor­
διαστημόπλοιο [diastimóplio] (n./n.) den, albotoro.
nave espacial, διαταράσσω [diataráso] (v.) perturbar,
διάστικτος [diástictos] (adj.) salpica­ alterar, disturbar, albotorar, agitar,
do, manchado, moteado, διαταραχή [diatarají] (n./f.) perturba­
διάστιχο [diástijo] (nyn.) entrelinea, ción, alteración, trastorno, desorden,
interlínea, διατείνομαι [diatínome] (v.) proteger,
διαστολή [diastolQ (n./f.) dilatación, respaldar,
διαστρεβλώνω [diastrevlóno] (v.) desfi­ διατεταγμένος [diatetagménos] (adj.)
gurar, tergiversar, distorsionar, torcer, dispuesto, puesto,
διαστρέβλωση [diastrévlosi] (nyf.) ter­ διατήρηση [diatírisi] (n./f.) conserva­
giversación, distorsión, ción, mantenimiento,
διάστρεμμα [diástrema] (n./n.) 1: es­ διατηρώ [diatiró] (v.) conservar, man­
guince, 2: (Med.) torcedura, tener, guardar,
διαστρέφω [diastréfo] (v.) tergiversar, διατίμηση [diatímisi] (nyf.) tasación,
distorsionar, corromper, torcer, evaluación, valoración,
διαστροφέας [diastroféas] (n./m.) διατιμώ [diatimó] (v.) tasar, evaluar,
corruptor, corruptivo, pervertidor, valorar, estimar,
seductor. διατομή [diatomí] (n./f.) corte, corta­
διαστροφή [diastrofí] (nyf.) corrup­ dura, incisión,
ción, perversión, distorsión, διατονικός [diatonicós] (adj.) diató­
διασυμμαχικός [diasimajicós] (adj.) nico.
aliado, coligado, διάτορος [diátoros] (adj.) agudo, pe­
διασυρμός [diasirmós] (n./m.) deni­ netrante.
gración, difamación, insulto, διατρέφω [diatréfo] (v.) alimentar,
διασύρω [diasíro] (v.) denigrar, difa­ nutrir.
mar, detractar, desacreditar, διατρέχω [diatréjo] (v.) correr, reco­
διασχίζω [diasjídso] (v.) atravesar, cru­ rrer.
zar, recorrer, διάτρηση [diatrisi] (nyf.) perforación,
διασώζω [diasódso] (v.) salvar, redimir, excavación,
rescatar, conservar. διατρητικός [diatriticós] (adj.) perfo-

646
διαχειρίζομαι

rante. reñir, discutir, dudar,


διάτρητος [diátritos] (adj.) perforado, διαφορά [diaforá] (n./f.) diferencia,
διατριβή [diatriví] (n./f.) tesis, distinción, desemejanza, desigual­
διατροφή [diatrofí] (n./f.) alimenta­ dad.
ción, nutrición, dieta ·επίδομα δια­ διαφορετικά [diaforeticá] (adv.) de lo
τροφής- pensión alimenticia, contarlo, de otro modo,
διατρυπώ [diatripó] (v.) perforar, hora­ διαφορετικός [diaforeticós] (adj.) di­
dar, agujerear, atravesar, traspasar, ferente, distinto, desigual,
διάττοντας [diátontas] (n./m.) estrella διαφοροποίηση [diaforopíisi] (n./f.)
fugaz. diferenciación,
διατυμπανίζω [diatimbanídso] (v.) διαφοροποιώ [diaforopió] (v.) 1: dis­
divulgar. tinguir, distinguir, 2: discriminar,
διατυπώνω [diatipóno] (v.) declarar, διάφορος [diáforos] (adj.) 1: diverso,
formular, exponer, distinto, 2: variado, vario,
διατύπωση [diatíposi] (n./f.) declara­ διάφραγμα [diáfragma] (n7n.) dia­
ción, formulación, fragma.
διαύγεια [diávguia] (n./f.) transparen­ διαφυγή [diafiguí] (n./f.) evasión, fuga,
cia, claridad, lucidez, diafanidad, escape, escapada, huida,
διαυγής [diavguís] (adj.) transparente, διαφύλαξη [diafílaksi] (n7f.) conser­
claro, lúcido, iluminado, vación, protección, preservación,
δίαυλος [díavlos] (n7m.) canal, custodia.
διαφαίνομαι [diafénome] (v.) apare­ διαφυλάσσω [diafiláso] (v.) conservar,
cer, mostrar, dejarse ver. proteger, preservar, custodiar, guar­
διαφάνεια [diafánia] (n./f.) transpa­ dar.
rencia, claridad, διαφωνία [diafonía] (n./f.) desacuer­
διαφανής [diafanís] (adj.) transpare­ do, disconformidad, discrepancia,
nte, claro, diáfano, oposición, disputa,
διαφέρω [diaféro] (v.) diferir, diferen­ διαφωνώ [diafonó] (v.) estar en des­
ciarse, distinguirse, discriminar, acuerdo, no estar de acuerdo, discre­
διαφεύγω [diafévgo] (v.) escapar, huir, par, disentir, disputar,
evitar, evadirse, διαφωτίζω [diafotídso] (v.) aclarar,
διαφημίζω [diafimídso] (v.) hacer pu­ elucidar, dilucidar, iluminar, alum­
blicidad, anunciar, divulgar, brar, esclarecer,
διαφήμιση [diafímisi] (n7f.) publici­ διαφώτιση [diafótisi] (n./f.) aclaración,
dad, anuncio · εμπορική διαφήμι­ elucidación, iluminación, esclareci­
ση· publicidad comercial, miento.
διαφθείρω [diafcíro] (v.) corromper, διαχάραξη [diajáraksi] (n./f.) trazado,
pervertir, depravar, viciar, dibujo.
διαφθορά [diafzorá] (n7f.) corrupción, διαχαράσσω [diajaráso] (v.) trazar,
corruptela, perversión, depravación, dibujar.
διαφθορέας [diafzoréas] (n./m.) co­ διαχείριση [diajírisi] (n./f.) administra­
rruptor, depravador, pervertido, de­ ción, gerencia,
pravado. διαχειρίζομαι [diajirídsome] (v.) ad­
διαφιλονικώ [diafilonicó] (v.) disputar, ministrar, dirigir, manejar.

647
διαχειριστής

διαχειριστής [diajiristís] (n./m.) admi­ struir, adiestrar, dar clase,


nistrador, gerente, director, διδαχή [didají] (nVf.) enseñanza, in­
διαχειριστικός [diajiristicós] (adj.) ad­ strucción, adiestramiento, adoctri­
ministrativo, namiento,
διαχέω [diajévo] (v.) difundir, expan­ δίδυμος [didimos] (adj.) 1: gemelo,
dir, extender, esparcir, divulgar, mellizo, 2: (Zod.) Géminis.
διάχυση [diájisi] (n./f.) difusión, efu­ διεγείρω [dieguíro] (v.) excitar, esti­
sión, expansión, mular, incitar,
διαχυτικός [diajiticós] (adj.) expansi­ διέγερση [diéguersi] (n7f.) excitación,
vo, efusivo, estimulación, agitación,
διάχυτος [diájitos] (adj.) difuso, ex­ διεγερτικός [dieguerticós] (adj.) esti­
tenso. mulante, excitante,
διαχωρίζω [diajorídso] (v.) separar, διεθνής [dieznís] (adj.) internacional,
disociar, desunir, disgregar, apartar, διεθνώς [dieznós] (adv.) internacio­
alejar. nalmente,
διαχώρισμα [diajórisma] (n7n.) tabi­ διείσδυση [diísdisi] (nVf.) penetración,
que. inserción, introducción,
διαχωρισμός [diajorismós] (n./m.) se­ διεισδυτικός [diisditicós] (adj.) pene­
paración, disociación, desunión, trante.
διαψεύδω [diapsévdo] (v.) desmentir, διεισδύω [diisdío] (v.) penetrar, intro­
desdecir, contradecir, ducir, implantar, meter, infiltrar,
διάψευση [diápsefsi] (n7f.) mentís, διεκδίκηση [diekdíquisi] (nVf.) reivi­
desmentida, contradicción, ndicación, petición, demanda, recla­
διγαμία [digamía] (n./f.) bigamia, mación.
δίγαμος [digamos] (adj.) bigamo, διεκδικητής [diekdiquitis] (n./m.) con­
δίγλωσσος [díglosos] (adj.) bilingüe, tendiente,
δίδαγμα [dídagma] (n./n.) enseñanza, διεκδικώ [diekdicó] (v.) reivindicar, re­
moraleja, lección, escarmiento, clamar, reclamar,
διδακτήριο [didactírio] (n./n.) escuela, διεκπεραιώνω [diekpereóno] (v.)
instituto. concluir, finalizar, terminar, acabar,
διδακτικός [didacticós] (adj.) instru­ despachar,
ctivo, didáctico, didascálico, educa­ διεκπεραίωση [diekperéosi] (nVf.)
tivo. conclusión, terminación, fin, despa­
διδάκτορας [didáctoras] (n7m.) do­ cho.
ctor. διέλευση [diélefsi] (n./f.) paso, tránsi­
διδακτορία [didactoría] (n./f.) docto­ to, pasaje,
rado. διένεξη [diéneksi] (n./f.) disputa, que­
διδακτορικός [didactoricós] (adj.) rella, riña, discusión, altercado,
doctoral. διενεργώ [dienergó] (v.) efectuar, eje­
δίδακτρα [dídactra] (n7n.) pl. tasas cutar.
académicas, pago de estudio, διεξάγω [diekságo] (v.) realizar, llevar
διδασκαλία [didascalía] (n7f.) ense­ a cabo.
ñanza, instrucción, adiestramiento, διεξαγωγή [dieksagogui] (nVf.) reali­
διδάσκω [didásco] (v.) enseñar, in­ zación, actuación.

648
διθύραμβος

διεξοδικός [dieksodicós] (adj.) exten­ ντής- director general ·διευθυντής


so, detallado, prolijo, minucioso, ορχήστρας- director de orquesta ·
διεξοδικότητα [dieksodicótita] (n./f.) βοηθός διευθυντή- director adjun­
minuciosidad, to.
διέξοδος [diéksodos] (n./f.) salida, es­ διευθυντικός [diefcindicós] (adj.) eje­
capatoria, cutivo, directivo, administrativo,
διέπω [diépo] (v.) dirigir, gobernar, διευθύντρια [diefcíndria] (nyf.) dire­
regir. ctora.
διερεύνηση [dierévnisi] (nyf.) investi­ διευθύνω [diefclno] (v.) dirigir, admi­
gación, pesquisa, exploración, nistrar, manejar,
διερευνητής [dierevnitís] (n./m.) in­ διευκόλυνση [diefcólinsi] (n./f.) faci­
vestigador, explorador, lidad.
διερευνητικός [dierevniticós] (adj.) διευκολύνω [diefcolíno] (v.) facilitar,
exploratorio, posibilitar, favorecer,
διερευνώ [dierevnó] (v.) investigar, ex­ διευκρινίζω [diefcrinídso] (v.) aclarar,
plorar, inspeccionar, clarificar, esclarecer, explicar, preci­
διερμηνέας [dierminéas] (nym.) intér­ sar.
prete, traductor, trujamán, διευκρίνιση [diefcrínisi] (nyf.) aclara­
διερμηνεύω [dierminévo] (v.) inter­ ción, clarificación, explicación, pre­
pretar, traducir, cisión.
διέρχομαι [diérjome] (v.) atravesar, διεύρυνση [diévrinsi] (nyf.) amplia­
pasar (por/ a través de), ción, ensanchamiento, extensión,
διερωτώμαι [dierotóme] (v.) pregun­ alargamiento,
tarse, cuestionarse, διευρύνω [dievrfno] (v.) ampliar, en­
διεσπαρμένος [diesparménos] (v.) sanchar, extender, alargar,
dispersado, esparcido, disperso, di­ διεφθαρμένος [diefzarménos] (adj.)
seminado, corrupto, corrompido, pervertido,
διεσταλμένος [diestalménos] (adj.) διήγημα [diíguima] (n./n.) narración,
dilatado, extenso, relato, cuento,
διεστραμμένος [diestraménos] (adj.) διηγηματικός [diiguimaticós] (adj.)
pervertido, corrompido, depravado, narrativo, descriptivo,
διετής [dietís] (adj.) bienal, bianual. διηγηματογράφος [diiguimatográ-
διευθέτηση [diefcétisi] (nyf.) arreglo, fos] (n./m.+f.) narrador,
orden. διήγηση [dilguisi] (nyf.) narración, re­
διευθετώ [diefcetó] (v.) arreglar, or­ lato, cuento, descripción,
denar. διηγούμαι [diigúme] (v.) narrar, rela­
διεύθυνση [diéfcinsi] (n./f.) 1: (residen­ tar, contar, describir,
cia) dirección, domicilio, 2: (trabajo) διήθηση [diícisi] (nyf.) filtración, cola­
administración, gerencia, jefatura, dura.
διευθυντής [diefcindís] (n./m.) direc­ διημερεύω [diimerévo] (v.) 1: pasar el
tor, gerente, jefe, administrador · día, 2: (tienda) permanecer abierto,
διευθυντής σχολείου- director de διήμερος [diímeros] (adj.) de dos días,
escuela · διευθυντής φυλακών- di­ διθύραμβος [dicíramvos] (n./m.) diti­
rector de cárcel · γενικός διευθυ­ rambo.

649
διίσταμαι

διίσταμαι [diístame] (ν.) divergir, di­ justificación, descargo,


scordar, estar en desacuerdo, δικανικός [dicanicós] (adj.) forense,
δικάζω [dicádso] (v.) juzgar, senten­ médico legal,
ciar, enjuiciar, δίκανο [dícano] (n./n.) fusil de dos
δίκαιο [díqueo] (n./n.) 1: derecho, 2: caños.
justicia, 3: razón · ποινικό δίκαιο- δικάσιμος [dicásimos] (n./f.) día del
derecho penal · αστικό δίκαιο- de­ juicio.
recho civil, δικαστήριο [dicastírio] (n7n.) juzga­
δικαιοδοσία [diqueodosía] (njf.) ju­ do, tribunal de justicia · Ανώτατο
risdicción, autoridad, poderío, Δικαστήριο- Tribunal Supremo,
δικαιολογημένα [diqueologuiména] δικαστής [dicastís] (n./m.) juez, juez
(adv.) justificadamente, arbitrador.
δικαιολόγηση [diqueológuisi] (n7f.) δικαστικός [dicasticós] (adj.) judicial ·
justificación, καταφεύγω στη δικαστική οδό- re­
δικαιολογήσιμος [diqueologuísimos] currir a la vía juridical.
(adj.) justificable, δικέφαλος [diquéfalos] (adj.) bicéfalo,
δικαιολογητικός [diqueologuiticós] con dos cabezas,
(adj.) justificativo, δίκη [díqui] (n./f.) juicio, proceso jurí­
δικαιολογία [diqueologuía] (nVf.) ex­ dico.
cusa, disculpa, justificación, pretexto, δίκιο [díquio] (n./n.) razón ·έχω δίκιο-
δικαιολογώ [diqueologó] (v.) excusar, tener razón ·δίνω δίκιο σε κάποιον-
disculpar, justificar, dar la razón a alguien,
δικαιοπάροχος [diqueopárojos] (n./ δικηγορία [diquigoría] (n./f.) aboga­
m.+f.) autor, autora, cía.
δίκαιος [díqueos] (adj.) justo, razona­ δικηγόρος [diquigóros] (nVm.+f.)
ble, equitativo, ecuánime, abogado/a, defensor,,
δικαιοσύνη [diqueosíni] (nVf.) justi­ δικηγορώ [diquigoró] (v.) abogar,
cia. ejercer la profesión de abogado,
δικαιούμαι [diqueúme] (v.) tener de­ δικλίδα [diclída] (n./f.) válvula, llave,
recho. δίκλινος [díclinos] (adj.) de dos camas,
δικαιούχος [diqueújos] (adj.) benefi­ doble ·δίκλινο δωμάτιο- habitación
ciario, favorecido, doble/matrimonial,
δικαίωμα [diquéoma] (n./n.) derecho δικογραφία [dicografía] (nVf.) proce­
• πολιτικά δικαιώματα- derechos so, sumario,
civiles · δικαίωμα ψήφου- derecho δικολάβος [dicolávos] (n./m.) procu­
de voto ·συγγραφικά δικαιώματα- rador.
derechos de autor · με επιφύλαξη δικονομία [diconomía] (nVf.) código
όλων των δικαιωμάτων μου- reser­ civil.
vados todos los derechos, δίκοπος [dícopos] (adj.) de doble filo,
δικαιωματικός [diqueomaticós] (adj.) de dos filos,
legítimo. δίκρανο [dícrano] (n./n.) horquilla,
δικαιώνω [diqueóno] (v.) hacer justi­ horca.
cia, dar la razón, δίκροτο [dícroto] (nVn.) fregata.
δικαίωση [diquéosi] (n./f.) absolución, δίκταμο [díctamo] (n7n.) díctamo.

650
διότι

δικτάτορας [dictátoras] (n./m.) dicta­ διολισθαίνω [dioliscéno] (v.) deslizar­


dor. se, patinar, resbalar,
δικτατορία [dictatoria] (nVf.) dicta­ διόλου [diólu] (adv.) de ningún modo,
dura. de ninguna manera, en absoluto,
δίκτυο [díctio] (n./n.) 1: red, 2: cadena διοξείδιο [dioksídio] (n./n.) (Quím.)
•κοινωνικό δίκτυο- red social ·τη­ dióxido.
λεοπτικό δίκτυο- red de televisión δίοπος [díopos] (n./m.) contramaes­
• δίκτυο εταιρειών- cadena de em­ tre.
presas. διόπτρα [dióptra] (n./f.) anteojo, ante­
δικτυωτός [dictiotós] (adj.) enrejado, ojos prismáticos,
entrelazado, διορατικός [dioraticós] (adj.) intuitivo,
δίκυκλο [díquiclo] (n./n.) bicicleta, clarividente, perspicaz,
motocicleta, moto, διορατικότητα [dioraticótita] (nVf.)
δίκυκλος [díquiclos] (adj.) de dos rue­ intuición, clarividencia, perspicacia,
das. διοργανώνω [diorganóno] (v.) organi­
δίλημμα [dílima] (n./n.) dilema, duda, zar, arreglar,
incertitumbre. διοργάνωση [diorgánosi] (nVf.) orga­
διμερής [dimerís] (adj.) bilateral, bi­ nización, arreglo,
partido. διοργανωτής [diorganotís] (n./m.) or­
διμοιρία [dimiria] (n./f.) pelotón, ganizador,
δίνη [dini] (n./f.) torbellino, remolino, διοργανωτικός [diorganoticós] (adj.)
ciclón. organizador,
δίνω [diño] (v.) dar, donar, ofrecer, διόρθωμα [diórzoma] (n./n.) repara­
conceder, dotar, ción, arreglo,
διογκώνω [diogkóno] (v.) hinchar, en­ διορθώνω [diorzono] (ν.) 1: (un es­
sanchar, dilatar, crito/ un error) corregir, 2: (algo mal
διόγκωση [diógkosi] (nVf.) hinchazón, hecho) reparar, rectificar, remendar,
ensanche, dilatación, enmendar,
διόδια [diódia] (n./n.) peaje ·αυτοκι­ διόρθωση [diórzosi] (n./f.) 1: correc­
νητόδρομος με διόδια- autopista de ción, 2: reparación, rectificación,
peaje. enmienda,
δίοδος [diodos] (n./f.) paso, pasaje, διορθωτής [diorzotís] (nVm.) restau­
desfiladero, rador.
διοίκηση [diíquisi] (nVf.) dirección, ad­ διορθωτικός [diorzoticós] (adj.) co­
ministración, gerencia, gobierno, rrector, correctivo, correccional,
διοικητήριο [diiquitírio] (n7n.) co­ διορία [dioría] (n./f.) plazo, término,
mandancia ·κεντρικό διοικητήριο- fecha tope, fecha límite,
comandancia central, διορίζω [diorídso] (v.) nombrar, desti­
διοικητής [diiquitis] (n7m.) coman­ nar, señalar, designar,
dante, administrador, jefe, διορισμός [diorismós] (nym.) nom­
διοικητικός [diiquiticós] (adj.) admi­ bramiento, designación,
nistrativo, διόρυξη [dióriksi] (nVf.) excavación,
διοικώ [diicó] (v.) administrar, gober­ διότι [dióti] (conj.) porque, puesto
nar, dirigir, comandar, ordenar. que.

651
διούρηση

διούρηση [diúrisi] (nyf.) diuresis, δίπολος [dípolos] (adj.) de dos polos,


διουρητικός [diuriticós] (adj.) diuré­ bipolar.
tico. δίπρακτος [dípractos] (adj.) en dos
διοχέτευση [diojétefsi] (nyf.) canaliza­ actos.
ción, conducción, διπροσωπία [diprosopía] (n./f.) hipo­
διοχετεύω [diojetévo] (v.) canalizar, cresía, falsedad, fingimiento,
encanalar, δίπτερος [dípteros] (adj.) de dos alas,
δίπατος [dípatos] (adj.) de dos plan­ διπύρινος [dipírinos] (adj.) de doble
tas/ pisos, núcleo,
δίπλα [dípla] 1: (nyf.) doblez, 2: (adv.) δις [dis] (adv.) bis, dos veces,
al lado de, junto a · δίπλα δίπλα- δισέγγονος [diségkonos] (nym.) biz­
lado a lado, nieto.
διπλά [diplá] (adv.) el doble, doble­ δισεκατομμύριο [disecatomírio] (nyn.)
mente. mil millones,
διπλανός [diplanós] (adj.) de al lado, δίσεκτος [dísectos] (adj.) bisiesto ·δί­
vecino. σεκτο έτος- año bisiesto,
διπλασιάζω [diplasiádso] (v.) duplicar, δισκίο [disquío] (nyn.) píldora, pasti­
doblar. lla, tableta, comprimido,
διπλασιασμός [diplasiasmós] (nym.) δισκοβολία [discovolía] (nyf.) lanza­
duplicación, miento de disco,
διπλάσιος [diplásios] (adj.) doble, δισκοβόλος [discovólos] (nym.) lan­
διπλός [diplós] (adj.) doble ·κερδίζει zador de disco, doscóbolo.
τα διπλά- gana el doble, δισκογραφία [discografía] (nyf.) dis-
διπλότυπο [diplótipo] (n./n.) duplica­ cografia.
do, copia, fotocopia, δισκογραφικός [discograficós] (adj.)
δίπλωμα [diploma] (nyn.) 1: (estudios) discográfico · δισκογραφική εται­
diploma, título, 2: (de conducir) car­ ρεία- compañía discográfica.
né. δισκοπότηρο [discopótiro] (nyn.) cá­
διπλωμάτης [diplomátis] (adj.) diplo­ liz.
mático. δίσκος [discos] (nym.) 1: (música) dis­
διπλωματία [diplomatía] (n./f.) diplo­ co, 2: (para servir) bandeja, 3: (Infor.)
macia. disquete · σκληρός (εξωτερικός)
διπλωματικός [diplomaticós] (adj.) di­ δίσκος- disco duro (externo),
plomático, δισταγμός [distagmós] (nym.) duda,
διπλωματικότητα [diplomaticótita] (nyf.) indecisión, vacilación, titubeo,
diplomacia, διστάζω [distádso] (v.) dudar, vacilar,
διπλωματούχος [diplomatújos] (adj.) titubear, oscilar,
diplomado, titulado, διατακτικός [distacticós] (adj.) dudo­
διπλώνω [diplóno] (v.) doblar, plegar, so, indeciso vacilante, titubeante,
envolver. διστακτικότητα [distacticótita] (nyf.)
δίπλωση [díplosi] (nyf.) doblez, plie­ indecisión,
gue. δίστηλος [distilos] (adj.) de dos co­
δίπορτος [díportos] (adj.) de dos lumnas.
puertas. δίστιχο [dístijo] (nyn.) dístico, parea-

652
δοκός

do. retículo.
δισύλλαβος [disílavos] (adj.) bisílabo, δίχως [díjos] (prep.) sin, fuera de.
διυλίζω [diilídso] (v.) destilar, refinar, δίψα [dípsa] (n./f.) sed.
depurar, filtrar, colar, acrisolar, διψασμένος [dipsasménos] (adj.) se­
διύλιση [diílisi] (n./f.) destilación, refi­ diento,
nación, depuración, filtración, cola­ διψώ [dipsó] (v.) tener sed.
dura. διωγμός [diogmós] (n./m.) persecu­
διυλιστήριο [diilistírio] (ηΛι.) destile­ ción, expulsión, destierro,
ría, refinería, διώκτης [dióctis] (nVm.) perseguidor,
διφθέρα [difcéra] (n./f.) abrigo de piel, acosador.
διφθερίτιδα [difcerítida] (ηΛ) (Med.) διώκω [dióco] (v.) perseguir, expulsar,
difteria. desterrar, cazar,
δίφθογγος [dífzongos] (n7m.) (Gram.) διώνυμος [diónimos] (adj.) binomio,
diptongo, δίωξη [díoksi] (ηΛ) expulsión, desti­
διφορούμενος [diforúmenos] (adj.) tución.
ambiguo, equívoco, de doble senti­ διώξιμο [dióksimo] (ηΛι.) persecu­
do, dudoso · μιλάω διφορούμενα- ción, expulsión, destierro,
hablar con segundas (palabras), διώρυγα [dióriga] (ηΛ) canal · η δι­
διφυής [difiís] (adj.) biforme. ώρυγα του Παναμά- el canal de Pa­
δίφυλλος [díñlos] (adj.) de dos hojas, namá.
διχάζω [dijádso] (v.) escindir, dividir, διώχνω [diójno] (v.) perseguir, expul­
desunir, separar, desjuntar, sar, echar fuera, despedir · διώχνω
διχάλα [dijála] (n./f.) horquilla, horca­ το κακό ττνεύμα- echar fuera el mal
dura, bifurcación, espíritu.
διχασμένος [dijasménos] (adj.) 1: di­ δόγμα [dógma] (ηΛ.) dogma, doctri­
vidido, desunido, 2: (para personas) na, creencia,
ambiguo, confuso, δογματίζω [dogmatídso] (v.) dogma­
διχασμός [dijasmós] (ηΛη.) 1: esci­ tizar.
sión, 2: ruptura, separación, división, δογματικός [dogmaticós] (adj.) do­
διχαστικός [dijasticós] (adj.) divisivo. gmático, doctrinal,
διχογνωμία [dijognomía] (ηΛ.) disen­ δοκάρι [docári] (ηΛι.) viga, traviesa,
sión, desacuerdo, δοκιμάζω [doquimádso] (v.) 1: probar,
διχογνωμώ [dijognomó] (v.) desacor­ ensayar, intentar, 2: (comida) degu­
dar, oponerse, star.
διχόνοια [dijóña] (ηΛ) discordia, des­ δοκιμασία [doquimasía] (ηΛ) prueba,
avenencia, disensión, ensayo, intento, experimento,
διχοτόμηση [dijotómisi] (ηΛ) 1: bi­ δοκιμαστικός [doquimasticós] (adj.)
partición, división, dicotomía, 2: de prueba, tentativo,
(Geom.) bisección, δοκιμή [doquimí] (ηΛ.) prueba, ensa­
διχοτομώ [dijotomó] (v.) 1: partir en yo, tanteo,
dos, bisecar, dividir 2: (Geom.) bise- δοκίμιο [doquímio] (ηΛι.) ensayo,
ccionar. δόκιμος [dóquimos] (adj.) versado en,
δίχρωμος [díjromos] (adj.) bicolor, principiante, novicio,
δίχτυ [díjti] (n7n.) red, trama, malla, δοκός [docós] (ηΛ) viga.

653
δολάριο

δολάριο [dolário] (n./n.) dólar, δείχνω τα δόντια μου- mostrar los


δόλιος [dólios] (adj.) fraudulento, en­ dientes · κυνόδοντας- diente cani­
gañoso, falso, pobre, desgraciado, no.
δολιότητα [doliótita] (n./f.) fraudulen­ δονώ [donó] (v.) vibrar, sacudir, trepi­
cia, engaño, fraude, falacia, dar.
δολιοφθορά [doliofzorá] (n./f.) sabo­ δόξα [dóksa] (n./f.) gloria, fama, pre­
taje, boicoteo, stigio.
δολοπλοκία [doloploquía] (n7f.) intri­ δοξάζω [doksádso] (v.) glorificar, ala­
ga, trama, enredo, maquinación, bar, honrar, exaltar,
δολοπλόκος [doloplócos] (n./m.+f.) δοξάρι [doksári] (n./n.) arco,
intrigante, conspirador, δοξασία [doksasía] (nJf.) creencia,
δολοπλοκώ [doloplocó] (v.) intrigar, opinión, parecer,
tramar, maquinar, urdir, δοξολογία [doksologuía] (n./f.) ala­
δόλος [dolos] (n./m.) engaño, astucia, banza, liturgia, doxología, glorifica­
maña, treta, ción.
δολοφονία [dolofonía] (n./f.) asesina­ δοξολογώ [doksologó] (v.) glorificar,
to, homicidio, crimen, alabar, exaltar,
δολοφονικός [dolofonicós] (adj.) ase­ δοξομανής [doksomanís] (adj.) ambi­
sino, homicida, criminal, criminoso, cioso de gloria,
delictivo · δολοφονικό όπλο- arma δόρυ [dóri] (n./n.) lanza, pica,
asesina ·δολοφονική ματιά- mirada δορυφόρος [dorifóros] (n./m.) saté­
asesina. lite.
δολοφόνος [dolofónos] (n./m.) asesi­ δόση [dósi] (n./f.) 1: dosis, dosificación,
no, matador, homicida, 2: cantidad, cuantía, medida,
δολοφονώ [dolofonó] (v.) asesinar, δοσοληψία [dosolipsía] (n./f.) transa­
matar. cción, negocio, trato, asunto,
δόλωμα [dóloma] (n7n.) 1: cebo, car­ δοσολογία [dosologuía] (n7f.) dosifi­
nada, 2: anzuelo, señuelo, cación.
δολώνω [dolóno] (v.) poner el cebo, δότης [dótis] (n7m.) donante, dona­
δομή [domí] (n./f.) estructura, esque­ dor, dador · αιμοδότης- dador/do­
leto. nador de sangre · δότης οργάνων-
δομώ [domó] (v.) estructurar, con­ donador de órganos,
struir. δοτική [dotiquí] (nVf.) (Gram.) dativo,
δόνηση [dónisi] (n./f.) vibración, sa­ δούκας [dúcas] (n./m.) duque,
cudida. δουκάτο [ducáto] (n7n.) ducado,
δονητής [donitis] (n./m.) vibrador, δούκισσα [dúquisa] (n./f.) duquesa,
δόντι [dóndi] (n./n.) 1: (personas) die­ δούλα [dúla] (nyf.) esclava, criada,
nte, muela, 2: (cosas) púa, espina · sierva.
με πονάει το δόντι μου- me duelen δουλεία [dulía] (n./f.) esclavitud, cauti­
las muelas ·τρίζω τα δόντια σε κά­ verio, sumisión,
ποιον· crijirle a alguien los dientes » δουλειά [duliá] (n./f.) 1: trabajo, ocu­
ακονίζω τα δόντια μου- aguzar los pación, curro 2: tarea, faena,
dientes ·λέω κάτι μέσα από τα δό­ δουλεμπορία [dulemboría] (n./f.) trá­
ντια μου- hablar entre los dientes · fico de esclavos.

654
δροσερός

δουλοπάροικος [dulopáricos] (adj.) δράσης- película de acción,


esclavo. δρασκελιά [drasqueliá] (n./f.) zanca­
δουλεύω [dulévo] (v.) 1: (persona) tra­ da, tranco,
bajar, currar, laborar, 2: (dispositivos) δρασκελίζω [drasquelídso] (v.) zan­
funcionar, quear, dar zancadas, andar a tran­
δουλικός [dulicós] (adj.) servil, cos.
δουλοπρέπεια [duloprépia] (nyf.) ser­ δραστηριοποίηση [drastiriopíisi] (nyf.)
vilismo, bajeza, vileza, sumisión, sub­ actividad, activación,
ordinación, δραστήριος [drastírios] (adj.) activo,
δουλοπρεπής [duloprepís] (adj.) ser­ enérgico, dinámico,
vil, adulador, δραστηριότητα [drastiriótita] (nyf.)
δούλος [dúlos] (n./m.) esclavo, siervo, actividad,
lacayo, sirviente, δράστης [drástis] (n./m.) autor, ejecu­
δοχείο [dojío] (n./n.) recipiente, enva­ tor, culpable,
se, vasija, jarra, vaso, δραστικός [drasticós] (adj.) eficaz,
δράκαινα [dráquena] (nyf.) dragona, enérgico, drástico,
δρακόντειος [dracóndios] (adj.) rigu­ δραστικότητα [drasticótita] (n./f.) efi­
roso, estricto, severo, draconiano, cacia, eficiencia,
δράκος [drácos] (nym.) dragón, ogro, δραχμή [drajmí] (nyf.) dracma.
δράμα [dráma] (n./n.) drama, trage­ δρεπάνι [drepáni] (nyn.) hoz, guada­
dia. ña, segadera,
δραματικός [dramaticós] (adj.) dra­ δρεπανίζω [drepanídso] (v.) segar,
mático. guadañar, cosechar,
δραματολόγιο [dramatológuio] (nyn.) δρεπάνισμα [drepánisma] (nyn.) sega,
repertorio, δριμύς [drimís] (adj.) riguroso, áspero,
δραματοποιία [dramatopiía] (nyf.) duro, severo, acre, acerbo,
dramaturgia, δριμύτητα [drimítita] (nyf.) rigurosi­
δραματοποιώ [dramatopió] (v.) dra­ dad, severidad, aspereza, dureza,
matizar. acerbidad, adustez,
δραματουργία [dramaturguía] (nyf.) δρομάκι [dromáqui] (nyn.) callejuela,
dramática, paseo estrecho, pasadizo,
δραματουργός [dramaturgós] 1: (nym.) δρομέας [droméas] (nym.) corredor,
dramaturgo, 2: (adj.) dramático, δρομολόγιο [dromológuio] (n./n.) tra­
δράμι [drámi] (nyn.) medida de peso yecto, itinerario, recorrido,
que equivale a 3 Vi gramos, dracma. δρόμος [drómos] (n./m.) camino, calle,
δραπέτευση [drapétefsi] (nyf.) fuga, vía, carretera, ruta, avenida, estrada ·
evasión, huida, escapada, escapa­ αγώνας δρόμου- carrera ·κεντρικός
miento. δρόμος- calle principal · δρόμος
δραπετεύω [drapetévo] (v.) fugarse, προσπέλασης- camino de acceso ·
evadirse, huir, escaparse, δασικός δρόμος- camino forestal ·
δραπέτης [drapétis] (n./m.) fugitivo, αγροτικός δρόμος- camino vecinal ·
evasor, perseguido, ανοίγω δρόμο- abrir camino ·χάνω
δράση [drási] (nyf.) 1: actividad, acto, τον δρόμο- perder el camino,
actuación, 2: acción, energía ·ταινία δροσερός [droserós] (adj.) fresco, frío,

655
δροσερότητα

templado ·παίρνω δροσερό αέρα- reforzar, tonificar, vigorizar, afianzar,


tomar aire fresco, δυναμωτικός [dinamoticós] (adj.) to­
δροσερότητα [droserótita] (nVf.) fre­ nificante, reconstituyente,
scura, frescor, δυναστεία [dinastía] (n7f.) dinastía,
δροσιά [drosiá] (n./f.) rocío, frescura, casta.
frescor. δυνάστης [dinástis] (n./m.) dinasta,
δροσίζω [drosídso] (v.) refrescar, ai­ soberano, déspota, tirano,
rear, ventilar, δυνατά [dinatá] (adv.) 1: fuertemente,
δροσιστικός [drosisticós] (adj.) refre­ fuerte, con fuerza, 2: ruidosamente,
scante, fresco, refrigerante, 3: en voz alta ·μιλάω δυνατά- hablar
δρόσος [drósos] (nVf.) rocío, frescura, en voz alta,
δρύινος [dríinos] (adj.) de madera de δυνατός [dinatós] (adj.) 1: fuerte, po­
roble. tente, robusto, vigoroso, fornido,
δρυμός [drimós] (n./m.) bosque «εθνι­ forzudo, 2: posible, probable · στο
κός δρυμός- bosque nacional, μέτρο του δυνατού- dentro de lo
δρυς [drís] (n./f.) roble, posible.
δρω [dro] (v.) actuar, proceder, operar, δυνατότητα [dinatótita] (ηΛ) posibi­
obrar. lidad, probabilidad, potencialidad,
δυάδα [diáda] (n./f.) par, pareja ·κατά δυνητικός [diniticós] (adj.) potencial,
δυάδες- a pares, δύο [dio] (núm.) dos.
δυάρι [diári] (n./n.) de dos. δυόσμος [diósmos] (nVm.) hierbabue­
δύναμη [dínami] (n./f.) 1: fuerza, 2. na, menta verde,
potencia, poder, vigor, aliento, do­ δυσανάγνωστος [disanágnostos] (adj.)
minio, enjundia, fibra ·αγοραστική ilegible, indescifrable, difícil de leer,
δύναμη- poder adquisitivo ·ένοπλες δυσαναλογία [disanaloguía] (n/f.) des­
δυνάμεις- fuerzas armadas, proporción, asimetría, dismetría.
δυναμική [dinamiquí] (n7f.) dinámica, δυσανάλογος [disanálogos] (adj.) des­
δυναμικό [dinamicó] (n./n.) potencial proporcionado, asimétrico, irregular,
•το αγροτικό δυναμικό- el potencial δυσαναπλήρωτος [disanaplírotos]
agrícola. (adj.) irremplazable.
δυναμικός [dinamicós] (adj.) dinámi­ δυσανασχέτηση [disanasjétisi] (n./f.)
co, activo, fuerte, poderoso, vivaz, indignación, enojo, enfado,
δυναμικότητα [dinamicótita] (n./f.) δυσανασχετώ [disanasjetó] (v.) indi­
capacidad, gnarse, impacientarse, exasperarse,
δυναμισμός [dinamismós] (n7m.) vi­ irritarse.
gor, dinamismo, robustez, δυσαρέσκεια [disarésquia] (n7f.) des­
δυναμίτιδα [dinamltida] (n7f.) dina­ agrado, disgusto, descontento,
mita. δυσάρεστημένος [disarestiménos] (adj.)
δυναμόμετρο [dinamómetro] (n7n.) insatisfecho, disgustado con, descon­
dinamómetro, tento.
δυνάμωμα [dinámoma] (n7n.) forta­ δυσάρεστος [disárestos] (adj.) des­
lecimiento, refuerzo, tonificación, agradable, molesto, irritante, des­
robustecimiento, apacible.
δυναμώνω [dinamóno] (v.) fortalecer, δυσαρεστώ [disarestó] (v.) desagra­

656
δυσπρόσιτος

dar, disgustar, irritar, caer mal. δύσκολος [díscolos] (adj.) difícil, ar­
δυσαρμονία [disarmonia] (n./f.) di­ duo, complicado, comlejo · σε δύ­
scordia, disonancia, disconformidad, σκολη θέση- en peligro · δύσκολη
δυσβάστακτος [disvástactos] (adj.) κατάσταση- situación complicada
insoportable, insufrible, inaguanta­ • δύσκολος άνθρωπος- carácter di­
ble, pesado, agobiante, fícil.
δύσβατος [dísvatos] (adj.) escabroso, δυσμένεια [disménia] (nVf.) desgracia,
abrupto, áspero, desventura, infortunio, desdicha,
δυσδιάκριτος [disdiácritos] (adj.) δυσμενής [dismenís] (adj.) desfavora­
indistinguible, indiscernible, imper­ ble, adverso, hostil,
ceptible. δυσμενώς [dismenós] (adv.) desfavo­
δυσεντερία [disendería] (n./f.) (Med.) rablemente,
disentería, δύσμοιρος [dísmiros] (adj.) desven­
δυσεπίλυτος [disepílitos] (adj.) inso- turado, desgraciado, infortunado,
luble. desdichado,
δυσεύρετος [disévretos] (adj.) difícil δυσμορφία [dismorfia] (n./f.) deformi­
de encontrar, de hallar o de conse­ dad, desfiguración,
guir. δύσμορφος [dísmorfos] (adj.) defo­
δύση [dísi] (n./f.) 1: (horizonte) oeste, rme, desfigurado, feo.
occidente, 2: (sol) ocaso, puesta de δυσνόητος [disnóitos] (adj.) incom­
sol. prensible, ininteligible,
δύσθυμος [díscimos] (adj.) malhumo­ δυσοίωνος [disíonos] (adj.) nefasto,
rado, melancólico, δυσοσμία [disosmía] (n./f.) mal olor,
δύσκαμπτος [díscamptos] (adj.) rígi­ hedor, peste, fetidez, hediondez,
do, inflexible, duro, firme, δύσοσμος [dísosmos] (adj.) malolie­
δυσκαμψία [discampsía] (n./f.) rigidez, nte, apestoso, fétido, hediondo,
inflexibilidad, dureza, firmeza, δύσπεπτος [díspeptos] (adj.) indige­
δυσκινησία [disquinisía] (nVf.) len­ sto.
titud, pesadez, dificultad de movi­ δυσπεψία [dispepsia] (n7f.) indige­
miento. stión, empacho, dispepsia,
δυσκίνητος [disquínitos] (adj.) lento, δυσπιστία [dispistia] (n7f.) increduli­
pesado, con dificultad de movimie­ dad, recelo, desconfianza,
nto. δύσπιστος [díspistos] (adj.) incrédulo,
δυσκοίλιος [disquílios] (adj.) estreñi­ receloso, desconfiado,
do. δυσπιστώ [dispistó] (v.) recelar, des­
δυσκοιλιότητα [disquiliótita] (nyf.) confiar, sospechar, dudar,
estreñimiento, δύσπνοια [díspnia] (nVf.) 1: dificultad
δυσκολεύω [discolévo] (v.) dificultar, de respirar, 2: (Med.) disnea,
complicar, obstaculizar, embrollar, δυσπραγία [dispraguía] (n7f.) rece­
enmarañar, sión, depresión · οικονομική δυ-
δυσκολία [discolía] (nVf.) dificultad, σπραγία- contracción económica,
complicación, contratiempo, obstá­ δυσπροσάρμοστος [disprosármostos]
culo ·χωρίς την παραμικρή δυσκο­ (adj.) inadaptado,
λία- sin ninguna dificultad. δυσπρόσιτος [disprósitos] (adj.) inac-

657
δυστοκία

cesible, inabordable, δυσωδία [disosmía] (n./f.) hedor, he­


δυστοκία [distoquía] (nyf.) indecisión, diondez, peste, fetidez,
δυστροπία [distropía] (nyf.) maledu- δυσώδης [disódis] (adj.) hediondo,
cación, rudeza, aspereza, aestoso, fétido,
δύστροπος [dístropos] (adj.) maniáti­ δύτης [dítis] (n./m.) buzo, submarini­
co, caprichoso, maleducado, sta.
δυστροπώ [distropó] (v.) ser maledu­ δυτικά [diticá] (adv.) al oeste,
cado, tener malos modales, δυτικός [diticós] (adj.) occidental,
δυστύχημα [distíjima] (nyn.) 1: acci­ δύω [dio] (v.) ponerse,
dente mortal, 2: desgracia, adversi­ δώδεκα [dódeca] (núm.) doce,
dad. δωδεκάδα [dodecáda] (n./f.) docena,
δυστυχής [distijís] (adj.) desgraciado, δωδεκαδάκτυλο [dodecadáctilo] (nyn.)
infortunado, infeliz, desdichado, (Anat.) duodeno,
δυστυχία [distijía] (nyf.) infelicidad, δωδέκατος [dodécatos] (adj.) duodé­
desgracia, desdicha, desventura, cimo.
δυστυχισμένος [distijisménos] (adj.) δώμα [dóma] (nyn.) cámara, sala,
infeliz, desgraciado, desdichado, cuarto, alcoba,
δύστυχος [dístijos] (adj.) triste, des­ δωμάτιο [domátio] (nyn.) habitación,
graciado, miserable, cuarto, dormitorio · δίκλινο/μονό­
δυστυχώ [distijó] (v.) ser desgraciado, κλινο δωμάτιο- habitación doble/
ser desdichado, individual ·παιδικό δωμάτιο- habi­
δυστυχώς [distijós] (adv.) desgracia­ tación infantil,
damente, desafortunadamente, in­ δωρεά [doreá] (nyf.) donación, dote,
felizmente, desdichadamente, ofrenda, contribución · δωρεά ορ­
δυσφήμηση [disfímisi] (nyf.) difama­ γάνων- donación de órganos,
ción, calumnia, desprestigio, δωρεάν [doreán] (adv.) gratuitame­
δυσφημιστής [disfimistís] (nym.) difa­ nte, gratis, sin pagar,
mador, calumniador, detractor, δωρεοδόχος [doreodójos] (adj.) be­
δυσφημώ [disfimó] (v.) difamar, ca­ neficiario,
lumniar, desprestigiar, δωρητής [doritís] (n./m.) donador, do­
δυσφορία [disforía] (nyf.) 1: malestar, nante ·δωρητής αίματος- donador
inquietud, desacomodo, 2: (Med.) de sangre,
distonía. δωρίζω [dorídso] (v.) donar, regalar,
δυσφορώ [disforó] (v.) inquietarse, in­ obsequiar,
comodarse, δωρικός [doricós] (adj.) dórico,
δυσχεραίνω [disjeréno] (v.) dificultar, δώρο [dóro] (nyn.) regalo, obsequio,
estorbar, impedir, presente.
δυσχέρεια [disjéria] (nyf.) dificultad, δωροδοκία [dorodoquta] (nyf.) so­
estorbo, impedimento, apuro, aprie­ borno, corrupción,
to. δωροδοκώ [dorodocó] (v.) sobornar,
δυσχερής [disjerís] (adj.) difícil, dificu­ comprar.
ltoso, penoso, δωροληψία [dorolipsía] (nyf.) soborno,
δύσχρηστος [dísjristos] (adj.) difícil de δωσιδικία [dosidiquía] (nyf.) jurisdi­
utilizar, desmandado. cción.

658
δωσίλογος

δωσίλογος [dosílogos] (n./m.) respo­


nsable, colaboracionista.

659
εγγράφω [egkráfo] (v.) inscribir, regi­
strar, matricular,
Ε, ε [épsilon] (η7η.) quinta letra del al­ εγγράφως [egkráfos] (adv.) por escri­
fabeto griego, to.
c [e] (excl.) oye, oiga, εγγύηση [egkíisi] (nVf.) garantía, fia­
εάν [eán] (conj.) si, en caso de. nza, afianzamiento, caución · συ­
εαρινός [earinós] (adj.) primaveral, de νταγματικές εγγυήσεις- garantías
primavera, institucionales,
εαυτός [eaftós] (n7m.) uno mismo, si εγγυητής [egkiitís] (n7m.) garante, ga-
mismo, el yo. rantizador, fiador,
εβδομάδα [evdomáda] (nVf.) semana εγγυοδοτώ [egkiodotó] (v.) garanti­
• εργάσιμη εβδομάδα- semana la­ zar.
boral. εγγύς [egkís] (adv.) cerca, al lado, ju­
εβδομαδιαίος [evdomadiéos] (adj.) nto.
semanal. εγγύτητα [egkítita] (n7f.) proximidad,
εβδομηκοστός [evdomicostós] (adj.) vecinidad, cercanía,
septuagésimo, εγγυώμαι [egkióme] (v.) 1: garantizar,
εβδομήντα [evdomínda] (núm.) se­ avalar, 2: afianzar, asegurar,
tenta. εγείρω [eguíro] (v.) levantar, erigir, al­
εβδομηντάρης [evdomindáris] (adj.) zar, elevar,
septuagenario, έγερση [éguersi] (nVf.) levantamiento,
έβδομος [évdomos] (adj.) séptimo, erección, alza,
έβενος [évenos] (n7m.+f.) ébano, εγερτήριο [eguertírio] (n./n.) 1: toque
εβενουργός [evenurgós] (n7m.) eba­ de diana, diana, 2: canto revolucio­
nista. nario.
εβραϊκός [evraicós] (adj.) hebraico, εγκαθίδρυση [egkacídrisi] (n./f.) esta­
hebreo. blecimiento, instalación,
Εβραίος [evréos] (n7m.) hebreo, ju­ εγκαθιστώ [egkacistó] (v.) establecer,
dío. instalar, fundar, instaurar,
έγγαμος [égkamos] (adj.) casado, con­ εγκαίνια [egkénia] (n7n.) pl. inaugu­
yugal. ración, estreno, ceremonia de ape­
εγγαστρίμυθος [egkastrímizos] (adj.) rtura.
ventrílocuo, εγκαινιάζω [egkeniádso] (v.) inaugu­
εγγεγραμμένος [egkegraménos] (adj.) rar, estrenar,
registrado, matriculado, catalogado, έγκαιρα [égkera] (adv.) a tiempo,
εγγονή [egkonó] (n./f.) nieta, oportunamente,
εγγονός [egkonós] (n./m.) nieto, έγκαιρος [égkeros] (adj.) oportuno,
εγγράμματος [egkrámatos] (adj.) le­ puntual.
trado, culto, instruido, εγκαλώ [egkaló] (v.) acusar, inculpar,
εγγραφή [egkrafí] (n7f.) inscripción, convocar, encartar,
registro, matrícula, εγκάρδια [egkárdia] (adv.) cordial­
έγγραφο [égkrafo] (n7n.) escrito, do­ mente.
cumento, papei ·δημόσιο έγγραφο- εγκάρδιος [egkárdios] (adj.) cordial,
documento público. afectuoso, amable, afable.

660
εγκυμονώ

εγκαρδιότητα [egkardiótita] (nyf.) cor­ nar, apresar, encarcelar,


dialidad, amabilidad, afabilidad, έγκλημα [égklima] (nyn.) crimen, de­
εγκαρδιώνω [egkardióno] (v.) alentar, lito · έγκλημα πολέμου- crimen de
animar. guerra.
εγκάρσιος [egkársios] (adj.) transver­ εγκληματίας [eglimatías] (n./m.) cri­
sal, oblicuo, minal, delincuente, asesino,
εγκαρτέρηση [egkartérisi] (nyf.) per­ εγκληματικός [egklimaticós] (adj.) cri­
severancia, constancia, minal, criminoso, delictivo,
εγκαρτερώ [egkarteró] (v.) perseve­ εγκληματικότητα [egklimaticótita]
rar. (nyf.) criminalidad, delincuencia,
έγκατα [égkata] (n./n.) pl. entrañas, εγκληματολογία [egklimatologuía] (nyf.)
profundidades, criminología,
εγκαταλελειμμένος [egkataliménos] εγκληματώ [egklimató] (v.) cometer
(adj.) abandonado, desamparado, un crimen,
arrinconado, dejado, έγκληση [égklisi] (nyf.) reproche,
εγκαταλείπω [egkatalípo] (v.) aban­ εγκλιματίζω [egklimatídso] (v.) acli­
donar, dejar · εγκαταλείπω στην matar, ambientar, habituar, adaptar,
τύχη- dejar a la suerte, εγκλιματισμός [egklimatismós] (nym.)
εγκατάλειψη [egkatálipsi] (nJf.) aban­ aclimatación, adaptación,
dono, abandonamiento, dejadez, έγκλιση [égklisi] (nyf.) (Gram.) modo
εγκατάσταση [egkatástasi] (nyf.) in­ del verbo,
stalación, establecimiento ·εγκατα­ εγκλωβίζω [egklovídso] (v.) enjaular,
στάσεις ηλιακής ενέργειας- instala­ encerrar, aprisionar, encarcelar,
ciones de energía solar, εγκοπή [egkopí] (nyf.) incisión, hendi­
έγκαυμα [égkavma] (nyn.) quema­ dura, cisura, corte,
dura, quemazón ·ηλιακό έγκαυμα- εγκόσμιος [egkósmios] (adj.) terrenal,
quemadura de sol. mundano, mundanal,
έγκειται [égkite] (v.) residir, εγκράτεια [egkrátia] (nyf.) conten­
εγκεκριμένος [egkecriménos] (adj.) ción, continencia, moderación, co-
apto, aprobado, aceptado, mendimiento.
εγκεφαλικός [egkefalicós] (adj.) cere­ εγκρατής [egkratís] (adj.) comedido,
bral, encefálico ·εγκεφαλική διάσει- moderado, prudente,
ση- conmoción cerebral, εγκρίνω [egkríno] (v.) aprobar, ratifi­
εγκεφαλονωτιαίος [egkefalonotiéos] car.
(adj.) cerebroespinal, έγκριση [égkrisi] (nyf.) aprobación,
εγκέφαλος [egkéfalos] (n./m.) cere­ ratificación, aceptación,
bro, encéfalo, seso, έγκριτος [égkritos] (adj.) notable, dis­
εγκιβωτισμός [egkivotismós] (nym.) tinguido,
encajonamiento, εγκύκλιος [egkíclios] (nyf.) circular,
εγκλεισμός [egklismós] (nym.) encie­ εγκυκλοπαίδεια [egkiclopédia] (nyf.)
rro, reclusión, internamiento. enciclopedia,
έγκλειστος [égklistos] (adj.) encerra­ εγκυκλοπαιδικός [egkidopedicós] (adj.)
do. enciclopédico,
εγκλείω [egklío] (v.) encerrar, aprisio­ εγκυμονώ [egkimonó] (v.) engendrar.

661
εγκυμοσύνη

εγκυμοσύνη [egkimosíni] (nyf.) em­ έδρα [édra] (nyf.) sede, cátedra, esca­
barazo, gestación, preñez, gravidez, ño.
έγκυος [égkios] (n./f.) embarazada, εδραιώνω [edreóno] (v.) afirmar, con­
encinta, preñada, solidar, asegurar, fortalecer,
έγκυρος [égkiros] (adj.) válido, legíti­ εδραίωση [edréosi] (nyf.) afirmación,
mo, legal. consolidación,
εγκυρότητα [egkirótita] (nyf.) validez, έδρανο [édrano] (n./n.) banco · ανε­
vigencia. βαίνω στο έδρανο- subir al banco,
εγκωμιάζω [egkomiádso] (v.) elogiar, εδρεύω [edrévo] (v.) tener sede, resi­
alabar, encomiar, ensalzar, dir, afincarse,
εγκωμιαστικός [egkomiasticós] (adj.) εδώ [edó] (adv.) aquí, acá ·εδώ ακρι­
elogiable, elogioso, laudatorio, βώς- aquí mismo ·μέχρι εδώ- hasta
εγκώμιο [egkómio] (nyn.) elogio, ala­ aquí ·έλα εδώ!- ¡ven aquí! ·airó εδώ
banza, encomio, encomienda, και εμπρός- de aquí en adelante,
έγνοια [égnia] (n./f.) preocupación, in­ εδώδιμα [edódima] (nyn.) pl. come­
quietud, ansiedad, stibles.
εγρήγορση [egrígorsi] (n./f.) vigilan­ εδώλιο [edólio] (nyn.) banquillo, asien­
cia, acecho, to, taburete,
εγχείρηση [egjírisi] (n./f.) operacción. εθελοντής [ecelondís] (nym.) volu­
εγχειρίδιο [egjirídio] (n./n.) manual, ntario.
enquiridión. εθελοντικά [ecelondicá] (adv.) volun­
εγχειρίζω [egjirídso] (v.) operar, tariamente,
εγχείριση [egjírisi] (nyf.) entrega, εθελοντικός [ecelondicós] (adj.) vo­
έγχορδος [égjordos] (adj.) de cuerda, luntario.
έγχρωμος [égjromos] (adj.) en color, εθίζω [ecídso] (v.) habituar, acostu­
colorado, colorido, mbrar.
έγχυμα [égjima] (n./n.) infusión, έθιμο [écimo] (n./n.) costumbre, tra­
εγχώριος [egjórios] (adj.) del país, lo­ dición, hábito ·τα έθιμα μιας περιο­
cal, nativo, autóctono, aborigen, χής- las costumbres de esta provin­
εγώ [egó] (pron.) yo. cia.
εγωισμός [egoismós] (n./m.) egoísmo, εθιμοτυπία [ecimotipía] (nyf.) cere­
egotismo, monia, rito, etiqueta, protocolo,
εγωιστής [egoistís] (adj.) egoísta, ego­ εθιμοτυπικός [ecimotipicós] (adj.) ce­
tista. remonial, ritual,
εγωιστικός [egoisticós] (adj.) egoísta, εθισμός [ecismós] (nym.) adicción,
εγωκεντρικός [egoquendricós] (adj.) afición.
egocéntrico, εθνάρχης [eznárjis] (n./m.) jefe de una
εδαφικός [edaficós] (adj.) 1: territorial, nación.
regional, local, 2: del suelo, εθνικισμός [ezniquismós] (nym.) na­
εδάφιο [edáfio] (n./n.) párrafo, versí­ cionalismo,
culo. εθνικιστής [ezniquistís] (n./m.) nacio­
έδαφος [édafos] (nyn.) 1: suelo, 2: te­ nalista.
rritorio, área, región, εθνικοποίηση [eznicopíisi] (n./f.) na­
έδεσμα [édesma] (n./n.) vianda. cionalización.

662
εικόνισμα

εθνικοποιώ [ezn¡copió] (ν.) naciona­ zación.


lizar. ειδικός [idicós] (adj.) especial, espe­
εθνικός [eznicós] (adj.) nacional, ét­ cialista, específico ·ειδική περίστα­
nico, racial · εθνική οδός- carretera ση- ocasión especial ·ειδικό βάρος-
nacional · εθνικός ύμνος- himno peso específico,
nacional. ειδικότητα [idicótita] (nyf.) especiali­
εθνικότητα [eznicótita] (n./f.) nacio­ dad.
nalidad. ειδοποίηση [idopíisi] (nyf.) aviso, anu­
εθνογραφία [eznografía] (nyf.) etno­ ncio, notificación ·χωρίς προηγού­
grafía. μενη ειδοποίηση- sin aviso previo ·
εθνολογία [eznologuía] (n./f.) etno­ μέχρι νέας ειδοποίησης- hasta nue­
logía. vo aviso ·τελευταία ειδοποίηση- úl­
εθνολογικός [eznologuicós] (adj.) et­ timo aviso,
nológico. ειδοποιητήριο [idopiitírío] (n./n.) avi­
έθνος [éznos] (n./n.) nación, pue­ so, notificación,
blo, país · Οργανισμός Ηνωμένων ειδοποιώ [idopió] (v.) avisar, anunciar,
Εθνών- Organización de las Nacio­ notificar,informar alertar,
nes Unidas, είδος [idos] (n./n.) 1: especie, 2: gé­
εθνόσημο [ezriósimo] (n./n.) emble­ nero, tipo, clase, grupo ·είδος προς
ma nacional, εξαφάνιση- especie en peligro de
εθνοσυνέλευση [eznosinélefsi] (n./f.) extinción · πληρώνω σε είδος- pa­
asamblea nacional, gar en especie · λευκά είδη- ropa
εθνότητα [eznótita] (n./f.) nación, es­ blanca.
tado. ειδυλλιακός [idiliacós] (adj.) idílico,
εθνοφρουρό [eznofrurá] (n./f.) guar­ ειδύλλιο [idilio] (n./n.) idilio, romance,
dia nacional, είδωλο [ídolo] (nyn.) ídolo, imagen,
εθνοφυλακή [eznofilaquí] (n./f.) guar­ ειδωλολάτρης [idololátris] (n./m.) idó­
dia civil. latra, pagano,
ειδεχθής [idejcís] (adj.) atroz, nefasto, ειδωλολατρία [idololatría] (nyf.) idolatrva,
horrible, horrendo, exercable, espa­ culto de imágenes,
ntoso. είθε [íce] (excl.) ¡ojalá!, ¡Dios quiera!,
ειδήμονας [idímonas] (n./m.) experto, εικάζω [icádso] (v.) conjeturar, presu­
conocedor, especialista, mir, acertar, adivinar,
είδηση [ídisi] (n./f.) noticia, informa­ εικασία [icasía] (nyf.) conjetura, pre­
ción, aviso · τηλεοπτικές ειδήσεις- sunción, hipótesis, presuposición,
noticias ·έχω είδηση κάποιου- tener εικόνα [icóna] (n./f.) imagen ·κατ' ει­
noticias de alguien, κόνα και ομοίωση- a su imagen,
ειδικά [idicá] (adv.) especialmente, en εικονίζω [iconídso] (v.) representar,
particular, concretamente, pintar.
ειδικευμένος [idiquevménos] (adj.) εικονικά [iconicá] (adv.) figuradamen­
cualificado, especializado, te.
ειδικεύομαι [idiquévome] (v.) espe­ εικονικός [iconicós] (adj.) ficticio, fi­
cializarse (en), gurado.
ειδίκευση [idíquefsi] (nyf.) especiali- εικόνισμα [icónisma] (n./n.) imagen,

663
εικονογραφία

¡cono. ειρμός [irmós] (n./m.) coherencia, co­


εικονογραφία [iconografía] (n./f.) ico­ hesión, continuidad,
nografía, ilustración, είρων/είρωνας [íron/fronas] (nym.+f.)
εικονοκλάστης [iconoclástis] (n./m.) irónico.
iconoclasta, ειρωνεύομαι [ironévome] (v.) hablar
εικονοστάσιο [iconostásio] (n./n.) ico­ con ironía,
nostasio, santuario, ειρωνεία [ironía] (n./f.) ironía,
εικοσαριά [icosariá] (n./f.) veintena, ειρωνικά [ironicé] (adv.) irónicamente,
είκοσι [ícosi] (núm.) veinte, con ironía,
εικοστός [icostós] (adj.) vigésimo, ειρωνικός [ironicós] (adj.) irónico, sa­
ειλεός [ileós] (n7m.) (Anat.) íleo, tírico.
ειλικρινά [ilicriná] (adv.) sincerame­ εισαγγελέας [isagkeléas] (nVm.) fiscal,
nte, francamente, εισαγγελία [isagkelía] (n./f.) fiscalía,
ειλικρίνεια [ilicrínia] (n./f.) sinceridad, εισάγω [iságo] (v.) introducir, impor­
franqueza, honestidad ·με πάσα ει­ tar, insertar,
λικρίνεια- con toda sinceridad, εισαγωγέας [isagoguéas] (n./m.) im­
ειλικρινής [ilicrinís] (adj.) sincero, fra­ portador.
nco, honesto, εισαγωγή [isagoguí] (nVf.) introdu­
είλωτας [ilotas] (nVm.) esclavo, cción, importación, inserción,
είμαι [íme] (v.) ser, estar ·είμαι Έλλη­ εισαγωγικά [isagoguicá] (nVn.) pl. co­
νας·-soy griego ·ποιος είναι;- ¿quién millas.
es? ·είμαι καλά- estoy bien ·είμαστε εισαγωγικός [isagoguicós] (adj.) in­
όλοι εδώ;- ¿estamos todos aquí?, troductorio, introductivo, de impor­
ειμαρμένη [imarméni] (n./f.) destino, tación.
είναι [íne] (n./n.) el ser. εισακούω [isacúo] (v.) oír, escuchar,
ειρήνευση [irínefsi] (n./f.) pacificación, εισβάλλω [isválo] (v.) invadir, irrumpir,
apaciguamiento, atacar.
ειρηνευτικός [irinefticós] (adj.) pacifi­ εισβολέας [isvoléas] (nVm.) invasor,
cador, cociliador. - conquistador.
ειρηνεύω [irinévo] (v.) pacificar, cal­ εισβολή [isvolí] (n./f.) invasión, irrup­
mar. ción, embestida, ataque,
ειρήνη [iríni] (nVf.) paz, tranquilidad · εισδοχή [isdojí] (n./f.) entrada, ingre­
Ειρήνη- Irene, so.
ειρηνικός [irinicós] (adj.) pacífico ·ει­ είσδυση [ísdisi] (n./f.) penetración,
ρηνικός ωκεανός- océano pacífico, εισδύω [isdío] (v.) penetrar,
ειρηνιστής [irinistís] (n./m.) pacifista, εισέρχομαι [isérjome] (v.) entrar, in­
ειρηνοδικείο [irinodiqufo] (n./n.) juz­ troducirse, penetrar,
gado de paz. εισήγηση [isíguisi] (n./f.) ponencia,
ειρηνοδίκης [irinodíquis] (n7m.) juez propuesta, sugerencia,
de paz. εισηγητής [isiguitís] (nVm.) ponente,
ειρηνοποιός [irinopiós] (n7m.) pacifi­ εισηγούμαι [isigúme] (v.) proponer,
cador, apaciguador, sugerir.
ειρηνόφιλος [irinóñlos] (n./m.) paci­ εισιτήριο [isitírio] (n7n.) 1: (avión) bi­
fista. llete, 2: (cine, teatro) entrada.

664
εκδήλωση

εισόδημα [isódima] (n./n.) renta, millonésimo,


εισοδηματίας [isodimatlas] (nym.) ren­ εκατομμυριούχος [ecatomiriújos] (adj.)
tista. millonario,
εισοδιάζω [isodiádso] (v.) gastar, εκατονταετηρίδα [ecatondaetirída]
είσοδος [ísodos] (nyf.) entrada, acceso (n./f.) centenario,
• κύρια είσοδος- entrada principal · εκατοστόμετρο [ecatostómetro] (nyn.)
απαγορεύεται η είσοδος- prohibido centímetro,
el acceso, εκατονταετής [ecatondaetís] (adj.) cen­
εισπνέω [ispnéo] (v.) inspirar, inhalar, tenario.
εισπνοή [ispnoí] (n./f.) inspiración, in­ εκατονταετία [ecatondaetía] (nyf.) si­
halación. glo.
εισπράκτορας [ispráctoras] (nym.) co­ εκατονταπλασιάζω [ecatondapla-
brador. siádso] (v.) centuplicar,
είσπραξη [íspraksi] (nyf.) cobro, co­ εκατοστή [ecatostí] (n./f.) centena,
branza, recaudo · είσπραξη λογα­ εκατοστός [ecatostós] (adj.) centési-
ριασμών- cobro de facturas, mo.
εισπράττω [ispráto] (v.) 1: (dinero) εκβαθύνω [ekvacíno] (v.) ahondar,
cobrar, 2: (algo en general) percibir · profundizar, sumir, hundir,
εισπράττω φόρους- cobrar impue­ εκβάλλω [ekválo] (v.) desembocar,
stos. desaguar,
εισρέω [isréo] (v.) fluir, εκβαρβαρώνω [ ekvarvaróno] (v.) bar­
εισροή [isroí] (nyf.) afluencia, barizar.
εισφέρω [isféro] (v.) aportar, contri­ έκβαση [ékvasi] (nyf.) resultado, con­
buir. secuencias, fin · έχει καλή έκβαση-
εισφορά [isforá] (n./f.) aportación, tener buen resultado,
contribución, cuota, εκβιάζω [ekviádso] (v.) extorsionar,
εισχωρώ [isjoró] (v.) penetrar, intro­ forzar, coaccionar, chantajear,
ducirse. εκβιασμός [ekviasmós] (nym.) extor­
είτε [íte] (conj.) o, u ·σινεμά ή θέατρο;- sión, coacción, chantaje,
¿cine o teatro? ·καφέ ή νερό;- ¿café εκβιαστής [ekviastís] (nym.) extorsio-
u agua?, nista, chantajista,
εκ [ek] (prep.) de, desde, εκβολή [ekvolí] (nyf.) desembocadu­
εκάτερος [ecáteros] (pron.) cada cual ra, canal, estuario,
por su parte, εκβράζω [ekvrádso] (v.) desembocar,
εκατέρωθεν [ecatérocen] (adv.) recí­ εκγυμνάζω [ekguimnádso] (v.) entre­
procamente, mutuamente, nar.
εκατό [ecató] (núm.) ciento, cien, εκγύμναση [ekguímnasi] (nyf.) entre­
εκατόλιτρο [ecatólitro] (nyn.) hecto­ namiento,
litro. έκδηλος [ékdilos] (adj.) evidente, ma­
εκατόμβη [ecatómvi] (nyf.) hecato­ nifiesto, aparente,
mbe. εκδηλώνω [ekdilóno] (v.) manifestar,
εκατομμύριο [ecatomírio] (nyn.) mi­ mostrar, declarar,
llón. εκδήλωση [ekdílosi] (nyf.) manifesta­
εκατομμυριοστό [ecatomiriostó] (nyn.) ción, declaración.

665
εκδηλωτικός

εκδηλωτικός [ekdiloticós] (adj.) ex­ εκζητώ [ekdsitó] (v.) rebuscar,


presivo, efusivo, έκθαμβος [ékzamvos] (adj.) deslum­
εκδίδω [ekdído] (v.) editar, publicar, brado, estupefacto, asombrado, sor­
extraditar, prendido, perplejo,
εκδικάζω [ekdicádso] (v.) juzgar, εκθαμβώνω [ekzamvóno] (v.) deslum­
εκδίκαση [ekdícasi] (n./f.) dictamen, brar, asombrar, fascinar,
juicio. εκθαμβωτικός [ekzamvoticós] (adj.)
εκδίκηση [ekdíquisi] (n./f.) venganza, deslumbrador, deslumbrante,
represalia, desquite, εκθειάζω [ekciádso] (v.) alabar, exal­
εκδικητής [ekdiquitís] (n./m.) venga­ tar.
dor, castigador, εκθειασμός [ekciasmós] (nym.) alaban­
εκδικητικός [ekdiquiticós] (adj.) ven­ za, exaltación,
gativo, revanchista. έκθεση [ékcesi] (nyf.) 1: exposición,
εκδικούμαι [ekdicúme] (v.) vengarse, exhibición, muestra, 2: (escrito) re­
εκδορά [ekdorá] (n./f.) excoriación, dacción.
exorsión, rozadura, εκθεσιακός [ekcesiacós] (adj.) exhibi-
έκδοση [ékdosi] (nyf.) edición, publi­ tivo.
cación, extradición, tirada ·έκδοση εκθέτης [ekcétis] (nym.) expositor, ex­
πέντε χιλιάδων αντιτύπων- tirada ponente.
de cinco mil ejemplares, έκθετος [ékcetos] (adj.) expuesto, des­
εκδότης [ekdótis] (nym.) editor, protegido,
εκδοτικός [ekdoticós] (adj.) editorial, εκθέτω [ekcéto] (v.) 1: exponer, 2: ex­
editor ·εκδοτικός οίκος- (casa) edi­ hibir ·εκθέτω τα γεγονότα- exponer
torial. los hechos · εκθέτω τους πίνακες-
εκδούλευση [ekdúlefsi] (n./f.) servicio, exhibir los cuadros,
εκδοχή [ekdojí] (nyf.) versión, varia­ εκθλίβω [ekzlívo] (v.) exprimir, estru­
nte. jar.
εκδρομέας [ekdroméas] (n./m.) excu­ έκθλιψη [ékzlipsi] (n./f.) (Gram.) eli­
rsionista, viajero, sión.
εκδρομή [ekdromi] (nyf.) excursión, εκθρονίζω [ekzronídso] (v.) destronar,
viaje, gira ·πάω εκδρομή- ir de ex­ desentronizar,
cursión, εκθρόνιση [ekzrónisi] (nyf.) destrona­
εκεί [equí] (adv.) ahí, allí, allá, miento.
εκείνος [equinos] (pron.) ése/sa, έκθυμος [ekcimos] (adj.) caluroso, fo­
aquel/aquella · προτιμώ εκείνα goso, ardiente,
εκεί- prefiero ésos/aquellos · μια εκθύμως [ekcimos] (adv.) calurosa­
από εκείνες τις μέρες-un día de esos mente, cordialmente,
• θυμάσαι εκείνο το τραγούδι;- ¿re­ εκκαθαρίζω [ecazarídso] (v.) liquidar,
cuerdas aquella canción?, saldar, finiquitar,
εκεχειρία [equejiría] (n./f.) tregua, ar­ εκκαθάριση [ecazárisi] (nyf.) liquida­
misticio, cese de fuego, ción, saldo, finiquito,
έκζεμα [ékdsema] (n./n.) eczema, εκκεντρικός [equendricós] (adj.) ex­
εκζήτηση [ekdsítisi] (n./f.) rebusca­ céntrico, extraño, extravagante,
miento. εκκεντρικότητα [equendricótita] (nyf.)

666
εκμετάλλευση

excentricidad, •εκλεγμένος πρόεδρος- presidente


εκκενώνω [equenóno] (ν.) vaciar, eva­ electo.
cuar, desalojar, deshabitar, εκλείπω [eclípo] (v.) fallecer, desapa­
εκκένωση [equénosi] (nVf.) vaciado, recer.
evacuación, descarga, έκλειψη [éclipsi] (ηΛ.) eclipse, des­
εκκίνηση [equínisi] (ηΛ.) salida, arran­ aparición ·έκλειψη ηλίου/σελήνης-
que, arrancada, puesta en marcha, eclipse solar/lunar,
εκκινώ [equino] (v.) arrancar, poner en εκλεκτικός [edecticós] (adj.) difícil de
marcha. contentar, selectivo,
έκκληση [éclisi] (ηΛ) llamamiento, εκλεκτός [eclectós] (adj.) selecto,
apelación, electo, elegido,
εκκλησία [eclisía] (ηΛ.) iglesia, cate­ εκλέξιμος [ecléksimos] (adj.) elegible,
dral ·η εκκλησία της ενορίας- igle­ εκλεξιμότητα [edeksimótita] (ηΛ) ele­
sia parroquial · παντρεύομαι στην gibilidad.
εκκλησία- me caso por la iglesia, εκλιπαρώ [ecliparó] (v.) suplicar, rogar,
εκκοκκίζω [ecoquídso] (v.) desgranar, implorar, impetrar,
εκκολάπτω [ecolápto] (v.) incubar, εκλογέας [ecloguéas] (n7m.) elector,
empollar. εκλογή [ecloguí] (n./f.) elección ·εθνι­
εκκρεμές [ecremés] (n./n.) péndulo, κές εκλογές- e lecciones nacionales,
pendiente, péndola, εκλογικός [ecloguicós] (adj.) electoral
εκκρεμής [ecremís] (adj.) pendiente, •εκλογική δύναμη- poder electoral,
incompleto, en suspenso, εκλόγιμος [eclóguimos] (adj.) elegi­
εκκρεμότητα [ecremótita] (ηΛ) asu­ ble.
nto pendiente, εκλογιμότητα [ecloguimótita] (ηΛ.)
έκκριμα [écrima] (nVn.) secreción, elegibilidad,
εκκρίνω [ecríno] (v.) secretar, segre­ έκλυση [éclisi] (n./f.) liberación, rela­
gar, exudar, jación ·έκλυση ηθών- la pérdida de
έκκριση [écrisi] (ηΛ) secreción, exu­ valores.
dación. έκλυτος [éditos] (adj.) disoluto, co­
εκκωφαντικός [ecofanticós] (adj.) en­ rrupto, libertino, depravado, disipa­
sordecedor, estruendoso, estrepito­ do.
so ·εκκωφαντικός θόρυβος- ruido εκλύω [eclío] (v.) liberar, corromper,
ensordecedor/ estrepitoso. depravar.
εκλαΤκευση [eclaíquefsi] (n./f.) popu­ εκμάθηση [ekmácisi] (n./f.) aprendiza­
larización, je, estudio, enseñanza,
εκλαϊκεύω [eclaiquévo] (v.) populari­ εκμαιεύω [ekmeévo] (v.) sonsacar,
zar, divulgar, extraer ·εκμαιεύω μια πληροφορία-
εκλαμβάνω [eclamváno] (v.) enten­ sonsacar una información,
der, interpretar, εκμαυλίζω [ekmavlídso] (v.) corrom­
εκλαμψία [eclampsia] (ηΛ) eclam­ per, llevar por mal camino,
psia. εκμεταλλεύομαι [ekmetalévome] (v.)
εκλέγω [eclégo] (v.) 1: votar, 2: elegir, explotar, aprovechar, abusar,
escoger, seleccionar, εκμετάλλευση [ekmetálefsi] (n./f.) ex­
εκλεγμένος [eclegménos] (adj.) electo plotación, aprovechamiento ·εκμε­

667
εκμεταλλεύσιμος

τάλλευση πετρελαίου- explotación legio.


de petróleo, εκπαιδευτικός [ekpedefticós] 1: (nVm.)
εκμεταλλεύσιμος [ekmetaléfsimos] (adj.) instructor, 2: (adj.) educativo, pedagó­
explotable, aprovechable, gico, instructivo,
εκμεταλλευτής [ekmetaleftís] (nVm.) εκπαιδεύω [ekpedévo] (v.) instruir,
explotador, estafador, educar, enseñar,
εκμηδενίζω [ekmidenidso] (v.) aniqui­ εκπαρθένευση [ekparcénefsi] (nVf.)
lar, arrasar, erradicar · εκμηδενίζω desfloración,
την απόσταση- aniquilar la distan­ εκπαρθενεύω [ekparcenévo] (v.) des­
cia. florar.
εκμηδένιση [ekmidénisi] (n./f.) ani­ εκπατρίζω [ekpatrídso] (v.) expatriar,
quilación, aniquilamiento, desterrar, exiliar,
εκμισθώνω [ekmiszóno] (v.) alquilar, εκπατρισμός [ekpatrismós] (n./m.) ex­
arrendar. patriación, destierro, exilio,
εκμίσθωση [ekmíszosi] (n7f.) alquiler, εκπέμπω [ekpémbo] (v.) emitir, trans­
renta, arriendo, arrendamiento, mitir.
εκμυστηρεύομαι [ekmistirévome] (v.) εκπεσμός [ekpesmós] (n7m.) deca­
confiar, hacer una confidencia, ex­ dencia, decaimiento,
playar con uno. εκπηγάζω [ekpigádso] (v.) proceder,
εκμυστήρευση [ekmistírefsi] (n7f.) emanar.
confidencia, εκπίπτω [ekpípto] (v.) desgravar,
εκνευρίζω [eknevrídso] (v.) poner εκπλέω [ekpléo] (v.) zarpar, navegar,
nervioso, irritar, crispar, molestar · εκπληκτικός [ekplicticós] (adj.) sor­
εκνευρίζω με ερωτήσεις- molestar a prendente, asombroso,
alguien con preguntas, έκπληκτος [écplictos] (adj.) sorpren­
εκνευρισμός [eknevrismós] (n7m.) dido, asombrado, estupefacto,
nerviosismo, intranquilidad, ansie­ έκπληξη [ékpliksi] (n./f.) sorpresa, es­
dad, irritación, crispación. tupefacción, asombro,
εκνευριστικός [eknevristicós] (adj.) εκπληρώνω [ekpliróno] (v.) cumplir,
irritante, enervante, irritante, conseguir, lograr, realizar,
έκνομος [éknomos] (adj.) ilegal, ilícito, εκπλήρωση [ekplírosi] (n./f.) cumpli­
ilegítimo · έκνομη δράση- acción miento, logro, realización,
ilícita. εκπλήσσω [ekplíso] (v.) sorprender,
εκούσια [ecúsia] (adv.) voluntaria­ asombrar, deslumbrar, fascinar,
mente, deliberadamente, εκπνέω [ekpnéo] (v.) espirar, exhalar,
εκούσιος [ecúsios] (adj.) voluntario, expirar.
caprichoso, εκπνοή [ekpnoí] (n7f.) espiración, ex­
εκπαιδευόμενος [ekpedevómenos] piración ·στην εκπνοή του αγώνα-
(adj.) aprendiz, estudiante, al fin del partido,
εκπαίδευση [ekpédefsi] (n./f.) ense­ εκποίηση [ekpíisi] (nyf.) liquidación,
ñanza, instrucción, educación, alfa­ venta.
betización, εκποιώ [ekpió] (v.) liquidar, vender,
εκπαιδευτήριο [ekpedeftírio] (n7n.) εκπολιτίζω [ekpolitídso] (v.) civilizar,
centro de enseñanza, instituto, co­ culturizar.

668
έκταση

εκπολιτισμός [ekpolitismós] (nym.) εκρηκτικός [ekricticós] (adj.) explo­


civilización, cultura, sivo.
εκπομπή [ekpombí] (n./f.) 1: emisión, εκρηκτικότητα [ekricticótita] (nyf.) ex-
transmisión, 2: (televisión) programa plosividad.
• τηλεοτττική/ραδιοφωνική σειρά- έκρηξη [ékriksi] (nyf.) explosión ·
programa televisivo/radiofónico, έκρηξη συναισθημάτων- explosión
εκπόνηση [ekpónisi] (nyf.) elabora­ de sentimientos,
ción. εκριζώνω [ekridsóno] (v.) desarraigar,
εκπονώ [ekponó] (v.) elaborar ·εκπο­ arrancar.
νώ εργασία- elaborar un trabajo, εκροή [ekroí] (nyf.) fuga, escape, efu­
εκπορεύομαι [ekporévome] (v.) pro­ sión.
venir, proceder, έκρυθμος [ékrizmos] (adj.) irregular,
εκπόρθηση [ekpórcisi] (nyf.) toma, anormal.
saqueo. εκσκαφέας [ekscaféas] (nym.) exca­
εκπορθώ [ekporzó] (v.) saquear, de­ vadora.
vastar. εκσκαφή [ekscaff] (nyf.) excavación,
εκπόρνευση [ekpórnefsi] (nyf.) pro­ ahondamiento,
stitución. εκσπερματώνω [ekspermatóno] (v.)
εκπορνεύω [ekpornévo] (v.) prosti­ eyacular.
tuir. εκσπερμάτωση [ekspermátosi] (nyf.)
εκπρόθεσμος [ekprócesmos] (adj.) fue­ eyaculación.
ra de plazo ·εκπρόθεσμη αίτηση- so­ έκσταση [ékstasi] (nyf.) éxtasis,
licitud fuera de plazo, εκστομίζω [ekstomídso] (v.) proferir,
εκπροσώπηση [ekprosópisi] (n./f.) re­ εκστρατεία [ekstratía] (n./f.) campaña,
presentación, expedición · εκστρατεία κατά των
εκπρόσωπος [ekprósopos] (n./m.) de­ ναρκωτικών- campaña contra las
legado, representante, representati­ drogas.
vo ·εκπρόσωπος Τύπου- delegado εκστρατευηκός [ekstratefticós] (adj.)
de la prensa, expedicionario·εκστρστει/πιτόσώμα-
εκπροσωπώ [ekprosopó] (v.) repre­ fuerza expedicionaria,
sentar, personificar, εκσυγχρονίζω [eksigjonídso] (v.) mo­
έκπτωση [ékptosi] (nyf.) rebaja, des­ dernizar.
cuento, reducción, εκσυγχρονισμός [eksigjronismós] (nym.)
έκπτωτος [ékptotos] (adj.) depuesto · modernización,
έκπτωτος άγγελος- ángel caído, εκσφενδονίζω [eksfendonídso] (v.)
εκπυρσοκρότηση [ekpirsocrótisi] (nyf.) lanzar, arrojar,
detonación, tiro, εκσφενδόνιση [eksfendónisi] (nyf.) lan­
εκπυρσοκροτώ [ekpirsocrotó] (v.) de­ zamiento.
tonar, estallar, έκτακτος [éctactos] (adj.) extraordina­
εκπωματίζω [ekpomatídso] (v.) des­ rio, excepcional,
corchar, destapar, destaponar, εκτάριο [ectário] (n./n.) hectárea,
εκρήγνυμαι [ekrígnime] (v.) estallar, έκταση [éctasí] (nyf.) extensión, área,
explotar, explosionar ·το ηφαίστειο superficie ·γεωγραφική έκταση- ex­
εξερράγη- el volcán explotó. tensión geográfica.

669
εκταφή

εκταφή [ectafí] (ηΛ.) desentierro, έκτος [éctos] (adj.) sexto,


εκτεθειμένος [ecteciménos] (adj.) ex­ εκτός [ectós] (adv.) fuera, excepto, sal­
puesto. vo ·είμαι εκτός εαυτού- estar fuera
εκτείνω [ectíno] (v.) extender, expan­ de sí ·όλοι εκτός από εκείνον- todos
dir, esparcir, tender, menos él · εκτός και αν- salvo si/a
εκτέλεση [ectélesi] (n./f.) ejecución, menos que.
realización, cumplimiento, έκτοτε [éctote] (adv.) desde entonces,
εκτελεστής [ectelestís] (n./m.) ejecu­ después, luego,
tor ·εκτελεστής διαθήκης- ejecutor εκτραχηλίζομαι [ectrajilídsome] (v.)
testamentario, desvergonzarse,
εκτελεστικός [ectelesticós] (adj.) eje­ εκτραχηλισμός [ectrajilismós] (n./m.)
cutivo. desvergüenza,
εκτελώ [ecteló] (v.) ejecutar, ejercer, εκτράχυνση [ectránjinsi] (ηΛ.) agra­
realizar, cumplir, cumplimentar · vación.
εκτελώ υπηρεσία- ejercer un cargo, εκτρέπω [ectrépo] (v.) desviar, apartar
εκτελωνίζω [ectelonídso] (v.) adua­ •το αυτοκίνητο εκτράπηκε από την
nar. πορεία του- el coche se desvió de su
εκτελωνιστής [ectelonistís] (nVm.) adua­ ruta.
nero. εκτρέφω [ectréfo] (v.) criar, alimentar,
εκτενής [ectenís] (adj.) extenso, am­ nutrir.
plio, difuso, prolijo, έκτροπα [éctropa] (n./n.) pl. incide­
εκτεταμένος [ectetaménos] (adj.) ex­ ntes.
tenso, vasto, amplio · εκτεταμένη εκτροπή [ectropí] (n./f.) desvío, des­
χρήση- uso amplio, viación ·εκτροπή κλήσης- desvío de
εκτίθεμαι [ectíceme] (v.) exponerse, llamada.
exhibirse. εκτροφή [ectrofí] (n./f.) cría, alimen­
εκτίμηση [ectímisi] (n./f.) estimación, tación.
estima, apreciación, respeto, εκτροχιάζω [ectrojiádso] (v.) desca­
εκτιμώ [ectimó] (v.) estimar, apreciar, rrilar.
respetar. εκτροχίαση [ectrojíasi] (ηΛ.) descarri­
εκτίναξη [ectínaksi] (ηΛ.) lanzamien­ lamiento.
to, desahucio, expulsión, εκτροχιασμός [ectrojiasmós] (ηΛη.)
εκτινάσσω [ectináso] (v.) arrojar, lan­ descarrilamiento, descarriamiento,
zar. έκτρωμα [éctroma] (ηΛι.) engendro,
εκτομή [ectomí] (n./f.) amputación, feto, monstruo,
cercenamiento, εκτρωματικός [ectromaticós] (adj.)
εκτόνωση [ectónosi] (ηΛ.) distensión, deforme, monstruoso,
εκτόξευση [ectóksefsi] (ηΛ) lanza­ έκτρωση [éctrosi] (ηΛ.) aborto, abo­
miento. rtamiento,
εκτοξεύω [ectoksévo] (v.) lanzar, εκτρωτικός [ectroticós] (adj.) aborti­
εκτοπίζω [ectopídso] (v.) desplazar, vo.
arrinconar, expulsar, deportar, εκτυλίσσω [ectilíso] (v.) 1: desenvo­
εκτοπισμός [ectopismós] (n./m.) ex­ lver, envolver, 2: desarrollarse,
pulsión, traslación. εκτυπώνω [ectipóno] (v.) imprimir,

670
ελασματοποίηση

estampar, εκφυλισμός [ekfilismós] (n./m.) dege­


εκτύπωση [ectíposi] (nVf.) impresión, neración.
estampación ·βιβλίο προς εκτύπω­ έκφυλος [ékfilos] (adj.) degenerado,
ση-libro para impresión, disoluto, lascivo · έκφυλος χαρακτή­
εκτυπωτής [ectipotís] (n./m.) impre­ ρας- persona degenerada,
sora ·εκτυπωτής λέιζερ- impresora εκφώνηση [ekfónisi] (n./f.) locución,
láser. pronunciación, llamamiento,
εκτυφλώνω [ectiflóno] (v.) deslum­ εκφωνητής [ekfonitis] (n./m.) locutor,
brar, cegar, presentador,
εκτυφλωτικός [ectifloticós] (adj.) des­ εκφωνώ [ekfonó] (ν.) 1: leer, 2: pro­
lumbrante, deslumbrador, cegador, nunciar, articular,
έκφανση [ékfansi] (n./f.) evidencia, εκχιονιστήρας [ekjionistíras] (n./m.)
manifestación, quitanieves.
εκφαυλίζω [ekfavlídso] (v.) depravar, εκχυδαΤζω [ekjidaídso] (v.) tratar con
viciar, corromper, desprecio,
εκφαυλισμός [ekfavlismós] (n./m.) εκχύλισμα [ekjílisma] (n./n.) extracto,
depravación, corrupción, εκχύμωση (ekjímosi] (n./f.) equimosis,
εκφέρω [ekféro] (v.) expresar, expo­ εκχώρηση [ekjórisi] (n./f.) cesión,
ner, manifestar, enunciar · εκφέρω transferencia, traspaso · εκχώρηση
την άποψή μου- expresar mi propia κυριαρχίας- cesión de dominio,
opinión. εκχωρώ [ekjoró] (v.) ceder, transferir,
εκφοβίζω [ekfovídso] (v.) intimidar, traspasar.
asustar, atemorizar, acobardar, aco­ ελαιογραφία [eleografía] (n./f.) pintu­
llonar. ra al óleo.
εκφοβισμός [ekfovismós] (n7m.) inti­ ελαιόδεντρο [eleódendro] (n./n.) oli­
midación, acoquinamiento · πυρο­ vo.
βόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό- ελαιοδοχείο [eleodojío] (n./n.) alcuza,
dispararon al aire para intimidación, aceitera.
εκφορά [ekforá] (n./f.) 1: (muerto) fu­ ελαιόλαδο [eleólado] (n./n.) aceite de
neral, 2: (hablar) pronunciación, oliva.
εκφόρτιση [ekfórtisi] (n./f.) descarga, ελαιοτριβείο [eleotrivío] (nVn.) alma­
εκφορτώνω [ekfortóno] (v.) descar­ zara, molino de aceite,
gar. ελαιοφυτεία [eleofitía] (n./f.) olivar,
εκφόρτωση [ekfórtosi] (n./f.) descar­ ελαιοχρωματίζω [eleojromatídso] (v.)
ga. pintar al óleo,
εκφράζω [ekfrádso] (v.) expresar, ma­ ελαιώδης [eleódis] (adj.) aceitoso, ole­
nifestar, enunciar, aginoso, grasiento.
έκφραση [ékfrasi] (n7f.) expresión, ελαιώνας [eleónas] (n./m.) olivar,
dicción. ελάσιμος [elásimos] (adj.) dúctil, ma­
εκφραστικός [ekfrasticós] (adj.) ex­ leable.
presivo, elocuente · εκφραστικό έλασμα [élasma] (n./n.) lámina, hoja,
πρόσωπο- cara expresiva, laminilla.
εκφυλίζω [ekfilídso] (v.) degenerar, ελασματοποίηση [elasmatopíisi] (nVf.)
pervertir, decaer, corromper. laminación.

671
ελασματουργείο

ελασματουργείο [elasmaturguío] (η7η.) minúsculo, escaso ·ελάχιστη κατα­


laminadero. βολή- cuota mínima ·ελάχιστη κα­
ελαστικός [elasticós] (adj.) elástico, τανάλωση- consumo mínimo,
flexible. ελεγεία [eleguía] (ηΛ.) elegía,
ελαστικότητα [elasticótita] (ηΛ.) ela­ ελεγειακός [eleguiacós] (adj.) elegia­
sticidad, flexibilidad, co.
ελατήριο [elatírio] (n./n.) resorte, ελεγκτής [elegktís] (n./m.) controla­
muelle, fleje, dor, inspector, revisor ·ελεγκτής ει­
έλατο [élato] (ηΛι.) abeto, σιτηρίων- controlador de billetes,
ελατότητα [elatótita] (ηΛ.) ductilidad, έλεγχος [élegjos] (ηΛη.) control, in­
maleabilidad, spección, revisión,
ελαττώνω [elatóno] (v.) reducir, dismi­ ελέγχω [elégjo] (v.) controlar, inspe­
nuir, aminorar ·ελαττώνω τις τιμές- ccionar, revisar,
reducir los precios, ελεεινολογώ [eleinologó] (v.) compa­
ελάττωμα [elátoma] (ηΛι.) defecto, decer, lamentar,
imperfección, deficiencia, tara, ελεεινός [eleinós] (adj.) miserable, mí­
ελαττωματικός [elatomaticós] (adj.) sero, desgraciado, mezquino,
defectuoso, deficiente, ελεεινότητα [eleinótita] (ηΛ.) miseria,
ελαττώνω [elatóno] (v.) disminuir, re­ desdicha, desventura,
ducir, aminorar, ελεημοσύνη [eleimosíni] (ηΛ.) limo­
ελάττωση [elátosi] (n./f.) disminución, sna, caridad,
reducción, ελεήμων [eleímon] (adj.) miserico­
ελαφάκι [elafáqui] (nVn.) cervato, rdioso, caritativo,
ελάφι [eláfi] (ηΛι.) ciervo, έλεος [éleos] n. misericordia, piedad,
ελαφρόμυαλος [elafrómialos] (adj.) compasión, caridad, clemencia,
frívolo, liberiano, superficial, ελευθερία [elefcería] (ηΛ.) libertad,
ελαφρόπετρα [elafrópetra] (ηΛ) pie­ ελευθεριότητα [elefceriótita] (ηΛ)
dra pómez, libertinaje,
ελαφρόπιστος [elafrópistos] (adj.) ελεύθερος [eléfceros] (adj.) libre, va­
crédulo, candoroso, cante · ελεύθερος χρόνος- tiempo
ελαφρός [elafrós] (adj.) ligero, leve, libre ·ελεύθερη πρόσβαση- acceso
ελαφρότητα [elafrótita] (ηΛ.) ligere­ libre.
za, levedad, ελευθεροστομία [elefcerostomía] (ηΛ.)
ελάφρυνση [eláfrinsi] (ηΛ.) ligereza, franqueza,
extenuación, ελευθερόστομος [elefceróstomos] (adj.)
ελαφρυντικός [elafrindicós] (adj.) ate­ muy franco,
nuante, aliviante, ελευθεροτυπία [elefcerotipía] (ηΛ.)
ελαφρυντικό [elafrindicó] (ηΛι.) ate­ libertad de prensa,
nuación, alivio, ελευθεροφροσύνη [elefcerofrosíni]
ελαφρώνω [elafróno] (v.) aligerar, ali­ (ηΛ.) liberalismo,
viar, descargar, suavizar, ελευθερόφρων [elefcerófron] (adj.)
ελαχιστοποίηση [elajistopíisi] (ηΛ.) liberal.
minimización. ελευθερώνω [elefceróno] (v.) libertar,
ελάχιστος [elajistos] (adj.) mínimo, liberar.

672
εμβολιάζω

ελευθέρωση [elefcérosi] (n./f.) libera­ ελληνισμός [elinismós] (n./m.) hele­


ción. nismo.
ελευθερωτής [elefcerotís] (n./m.) li­ ελληνομαθής [elinomacís] (adj.) hele­
bertador, liberador, nista.
έλευση [élefsi] (n./f.) llegada, adveni­ ελληνοπρεπής [eliniprepís] (adj.) di­
miento, aparición, gno de un griego,
ελέφαντας [eléfandas] (n./m.) elefa­ ελλιμενισμός [elimenismós] (n./m.)
nte. anclaje.
ελεφαντίαση [elefandíasi] (nyf.) ele­ ελλιπής [elipís] (adj.) deficiente, defe­
fantiasis. ctuoso, incompleto,
ελεφαντόδοντο [elefandódondo] (nyf.) ελλοχεύω [elojévo] (v.) esconderse,
marfil. acechar · ελλοχεύει κινδύνους- ace­
ελεώ [eleó] (v.) dar limosna, cha peligro,
ελιά [eliá] (nyf.) aceituna, oliva, olivo, έλξη [élksi] (nyf.) atracción, captación,
ελιγμός [eligmós] (nym.) rodeo, ma­ seducción,
niobra, desvío, ελονοσία [elonosía] (nyf.) malaria, pa­
έλικας [élicas] (nym.) hélice, ludismo,
ελικοειδής [elicoidís] (adj.) helicoidal, έλος [élos] (n./n.) pantano,
ελικόπτερο [elicóptero] (n./n.) heli­ ελπίδα [elpída] (n./f.) esperanza,
cóptero. ελπιδοφόρος [elpidofóros] (adj.) pro­
ελιξίριο [eliksírio] (nyn.) elixir · ελιξί­ metedor, risueño,
ριο νεότητας- elixir de juventud, ελπίζω [elpídso] (v.) esperar, confiar,
ελίσσομαι [elísome] (v.) enroscarse, ελώδης [elódis] (adj.) pantanoso, pa­
maniobrar, lúdico.
έλκηθρο [élquizro] (n./n.) trineo, εμάς [emás] (pron.) a nosotros,
έλκος [élcos] (nym.) úlcera, εμβαδόν [emvadón] (n./n.) área, su­
ελκυστήρας [elquistíras] (nyf.) tra­ perficie.
ctor. εμβάθυνση [emvácinsi] (n./f.) profun-
ελκυστικός [elquisticós] (adj.) atracti­ dización.
vo, atrayente, apetecible, εμβαθύνω [emvacíno] (v.) profundi­
ελκύω [elquío] (v.) atraer, secudir. zar, ahondar,
έλκω [élco] (v.) atraer, cautivar, εμβάλλω [emválo] (v.) inducir, intro­
ελκώδης [elcódis] (adj.) ulceroso, ducir, empotrar,
έλλειμμα [élima] (nyn.) déficit, falta έμβασμα [émvasma] (nyn.) transfe­
• δημοσιονομικό έλλειμμα- déficit rencia, envío, expedición, remesa ·
financiero, τραπεζικό έμβασμα- transferencia
ελλειπτικός [elipticós] (adj.) elíptico, bancaria.
parcial incompleto, escaso, εμβατήριο [emvatírio] (nyn.) canción
έλλειψη [élipsi] (n./f.) falta, carencia, • στρατιωτικό εμβατήριο- canción
escasez. del ejército,
Έλληνας [élinas] (n./m.) griego, έμβλημα [émvlima] (nyn.) emblema,
ελληνικός [elinicós] (adj.) griego · ελ­ insignia, blasón, símbolo,
ληνική γλώσσα- el (idioma) griego/ εμβολιάζω [emvoliádso] (n./n.) vacu­
la lengua griega. nar, inocular, injertar, inmunizar.

673
εμβολιασμός

εμβολιασμός [emvoliasmós] (n./m.) nopausia,


vacunación, εμμηνόρροια [eminória] (n./f.) men­
εμβόλιο [emvólio] (n./n.) vacuna · struación,
αντιτετανικό εμβόλιο- vacuna anti­ εμμηνορροϊκός [eminoroicós] (adj.)
tetánica · εμβόλιο κατά της γρίπης- menstrual,
vacuna contra la gripe, έμμισθος [émiszos] (adj.) asalariado ·
έμβολο [émvolo] (nVn.) émbolo, pi­ έμμισθη εργασία- trabajo asalaria­
stón. do.
εμβρίθεια [emvricia] (n./f.) profundi­ εμμονή [emoní] (n./f.) perseverancia,
dad, especialidad · μελετώ με εμβρί- persistencia, insistencia, constancia,
θεια- estudiar en profundidad, έμμονος [émonos] (adj.) perseverante,
εμβριθής [emvricís] (adj.) profundo, persistente, obsesivo · έμμονη ιδέα-
hondo, abismal, idea obsesiva,
εμβρόντητος [emvrónditos] (adj.) εμπάθεια [empácia] (n7f.) apasiona­
perplejo, estupefacto, atónito, miento, vehemencia, ímpetu,
εμβρυακός [emvriaós] (adj.) fetal, εμπαθής [empacís] (adj.) apasionado,
εμβρυοκτονία [emvrioctonía] (n./f.) vehemente, impetuoso, ardiente,
feticidio, aborto, εμπαιγμός [embegmós] (nVm.) sar­
έμβρυο [émvrio] (n./n.) embrión, feto, casmo, burla, mofa, befa,
εμβρυολογία [embriología] (nVf.) em­ εμπαίζω [embédso] (v.) burlarse (de
briología. alguien), mofarse (de) , ridiculizar
εμβρυώδης [emvriódis] (adj.) embrio­ (a).
nario. έμπεδος [émbedos] (adj.) inmutable,
εμείς [emís] (prop.) nosotros, noso­ firme.
tras. εμπεδώνω [empedóno] (v.) estabili­
εμένα [eména] (pron.) mí · μη μιλάς zar, consolidar, afianzar,
για εμένα- no hables de mí. εμπέδωση [embédosi] (n./f.) estabili­
εμετικός [emeticós] (adj.) emético, zación, consolidación, afianzamie­
nauseabundo, vomitivo, vomitorio, nto.
εμετός [emetós] (n./m.) vómito · έχω εμπειρία [embiría] (nVf.) experien­
τάση για εμετό- tengo ganas de vo­ cia, pericia, destreza · μιλάω από
mitar. εμπειρία- hablar por experiencia ·
εμίρης [emíris] (n./m.) emir, προσωπική εμπειρία- experiencia
εμμελής [emelís] (adj.) armonioso, personal/propia · τεχνική εμπειρία-
εμμένω [eméno] (v.) persistir, insistir pericia técnica,
• εμμένω στην άποψή μου- persisto εμπειρικός [embiricós] (adj.) empíri­
en mi opinión, co.
έμμεσα [émesa] (adv.) indirectame­ εμπειρογνώμονας [embirognómonas]
nte. (nym.) experto, perito, conocedor,
έμμεσος [émesos] (adj.) indirecto, εμπειροπόλεμος [embiropólemos]
έμμετρος [émetros] (adj.) métrico, (n./m.) veterano,
έμμηνα [émina] (nVn.) pl. menstrua­ έμπειρος [émbiros] (adj.) experto, ex­
ción. perimentado, versado, baqueteado,
εμμηνόπαυση [eminópafsi] (n./f.) me­ εμπεριέχω [emberiéjo] (v.) contener,

674
εμπροσθοφυλακή

incluir, comprender, abarcar, englo­ εμπόλεμος [embólemos] (adj.) beli­


bar. gerante, contendiente · εμπόλεμη
εμπεριστατωμένος [emberistatoménos] ζώνη- zona guerrillera,
(adj.) minucioso, profundo · εμπερι­ εμπόρευμα [embórevma] (n./n.) mer­
στατωμένη έρευνα- investigación mi­ cancía.
nuciosa. εμπορεύομαι [emborévome] (v.) co­
εμπιστεύομαι [embistévome] (v.) con­ merciar, negociar, traficar,
fiar (en), tener confianza (en), εμπορία [emboría] (n./f.) comercio,
εμπιστευτικός [embistefticós] (adj.) mercado · εμπορία αυτοκινήτων-
confidencial, confidente, comercio de automóviles/coches,
έμπιστος [émbistos] (adj.) confiable, εμπορικός [emboricós] (adj.) comer­
fiel, leal · έμπιστος σύνεργά της- cial, mercantil · εμπορικό επιμελητή-
compañero confiable, pio- cámara de comercio · εμπορικό
εμπιστοσύνη [embistosíni] (n./f.) 1: ναυτικό- marina mercante,
confianza, seguridad, 2: credulidad, εμπόριο [embório] (n./n.) comercio,
έμπλαστρο [émblastro] (n7n.) em­ tráfico, negocio · εξωτερικό εμπό­
plasto, esparadrapo, ριο- tráfico exterior · εμπόριο ναρ­
εμπλέκω [embléco] (v.) enredar, impli­ κωτικών- tráfico en narcóticos,
car, emparañar, entrampar, εμπορομεσίτης [emboromesítis] (nVm.)
εμπλοκή [embloquí] (n./f.) enredo, agente comisionista,
implicación, έμπορος [émboros] (n./m.) comer­
εμπλουτίζω [emblutídso] (v.) enrique­ ciante, mercader, vendedor,
cer · εμπλουτίζω τις γνώσεις μου- εμποτίζω [embotídso] (v.) impregnar,
enriquecer los conocimientos, empapar, remojar, imbuir, Impre­
εμπλουτισμός [emblutismós] (n./m.) gnar.
enriquecimiento, εμπότιση [embótisi] (n./f.) impregna­
έμπνευση [émbnefsi] (nVf.) inspira­ ción, remojo,
ción, estro, έμπρακτα [émbracta] (adv.) realme­
εμπνευσμένος [embnefsménos] (adj.) nte, efectivamente, ciertamente,
inspirado, verdaderamente,
εμπνευστής [embnefstís] (nym.) in­ έμπρακτος [émbractos] (adj.) real,
spirador, instigador, verdadero, actual · έμπρακτο ενδια­
εμπνέω [embnéo] (v.) inspirar, infun­ φέρον- interés real,
dir. εμπρησμός [embrismós] (n./m.) in­
εμποδίζω [embodídso] (v.) impedir, cendio provocado,
obstaculizar, dificultar, imposibilitar, εμπρηστής [embristís] (n./m.) incen­
atascar. diario.
εμπόδιο [embódio] (n7n.) 1: obstácu­ εμπρηστικός [embristicós] (adj.) in­
lo, barrera, 2: impedimento, limita­ cendiario, inflamatorio · εμπρηστική
ción · δρόμος μετ' εμποδίων- carre­ απόπειρα- ataque incendiario,
ra con obstáculos · κάθε εμπόδιο για εμπρόθεσμος [embrócesmos] (adj.)
καλό- cada obstáculo una oportuni­ que está dentro del plazo fijado,
dad · υπερπηδώ τα εμπόδια- supe­ εμπροσθοφυλακή [embroszofilaquí]
rar los obstáculos. (n./f.) vanguardia, avanzada.

675
εμπύρετος

εμπύρετος [embíretos] (adj.) febril, afie­ ενάγω [enágo] (v.) demandar, enjui­
brado, calenturiento, ciar, sentenciar,
εμφανής [emfanís] (adj.) manifiesto, εναγωνίως [enagoníos] (adv.) angu­
visible, claro, stiosamente,
εμφανίζομαι [emfanídsome] (v.) εναέριος [enaérios] (adj.) aéreo · ενα­
aparecer(se), presentarse, asomar, έρια κυκλοφορία- circulación aérea/
brotat. tráfico aéreo,
εμφανίζω [emfanídso] (v.) revelar, mos­ εναλλαγή [enalaguí] (nVf.) alterna­
trar, presentar, ofrecer, ción, alternancia,
εμφάνιση [emfánisi] (n./f.) 1: revelado, εναλλακτικός [enalacticós] (adj.) al­
aparición, presentación, 2: (físico de ternativo, alternante · εναλλακτικός
una persona) aspecto, apariencia, τουρισμός- turismo alternativo,
εμφανίσιμος [emfanísimos] (adj.) pre­ εναλλάξ [enaláx] (adv.) alternativa­
sentable, visible, mente.
έμφαση [émfasi] (n./f.) énfasis, intensi­ εναλλάσσομαι [enalásome] (v.) alte­
dad · δίνω έμφαση- dar énfasis, rnar, reemplazar,
εμφατικός [emfaticós] (adj.) enfático, εναλλασσόμενος [enalasómenos] (adj.)
acentuado, intenso, alterno · εναλλασσόμενο ρεύμα- co­
εμφιαλώνω [emfialóno] (v.) envasar, rriente alterna,
embotellar, ενανθρώπηση [enanzrópisi] (n7f.)
εμφιάλωση [emfiálosi] (n7f.) envasa­ encarnación · το μυστήριο της θείας
do, embotellado, ενανθρώπησης- el misterio de la en­
έμφραγμα [émfragma] (n./n.) infarto, carnación de Cristo,
εμφύλιος [emfílios] (adj.) civil · εμφύ­ έναντι [énandi] (adv.) 1: (en general)
λιος πόλεμος- guerra civil, contra, 2: (dinero) a cuenta,
εμφύσημα [emfísima] (n./n.) (Med.) εναντιολογία [enandiologuía] (n7f.)
enfisema, contradicción,
εμφυσώ [emfisó] (v.) soplar, εναντιολογώ [enandiologó] (v.) con­
εμφυτεύω [emfitévo] (v.) implantar, tradecir.
radicar, arraigar, εναντίον [enandíon] (adv.) contra, en
έμφυτος [émfitos] (adj.) innato, natu­ contra (de),
ral, congenito, inherente · έμφυτο εναντιώνομαι [enandiónome] (v.) opo­
ταλέντο- talento nato/innato, nerse, contraponerse, ponerse en
έμψυχος [émpsijos] (adj.) 1: viviente, contra.
2: viviente · έμψυχα όντα- especies εναποθέτω [enapocéto] (v.) depositar,
vivientes. colocar, poner,
εμψυχώνω [empsijóno] (v.) animar, εναπομένω [enapoméno] (v.) sobrar,
alentar. ενάρετος [enáretos] (adj.) virtuoso,
εμψύχωση [empsíjosi] (n./f.) anima­ honrado, prudente,
ción, vivacidad, έναρθρος [énarzros] (adj.) articulado,
ένα [éna] (núm.) un(o) · ένα αγόρι και εναρκτήριος [enarctírios] (adj.) inau­
ένα κορίτσι- un chico y una chica, gural · εναρκτήρια ομιλία- discurso
εναγόμενος [enagómenos] (adj.) acu­ inaugural,
sado, demandado. εναρμονίζω [enarmonídso] (v.) armo­

676
ενεργητικότητα

nizar, concordar, resante.


εναρμόνιση [enarmónisi] (n./f.) armo­ ενδιαφέρω [endiaféro] (v.) interesar,
nización, concordancia, importar.
έναρξη [énarksi] (nVf.) 1: comienzo, ενδίδω [endído] (v.) ceder, entregarse
principio, inicio, 2: apertura · έναρ­ • ενέδωσε στον πειρασμό- cedió en
ξη της συνεδρίασης- comienzo de la tentación,
la reunión · έναρξη εξεταστικής ένδικος [éndicos] (adj.) legal, jurídico,
περιόδου- comienzo/inicio de los judicial · ένδικα μέσα- medios jurí­
exámenes, dicos.
ενασχόληση [enasjólisi] (nyf.) pasa­ ενδοιασμός [endiasmós] (n7m.) vaci­
tiempo, afición, lación, duda, inseguridad,
ένατος [énatos] (adj.) noveno, ενδοκαρδίτιδα [endocardítida] (nVf.)
ενδεής [endeís] (adj.) necesitado, indi­ (Med.) endocarditis,
gente, desamparado, ενδόμυχος [endómijos] (adj.) interior,
ενδεικτικός [endicticós] (adj.) indica­ interno, secreto · ενδόμυχη σκέψη-
tivo, indicador, pensamiento interno,
ένδειξη [éndiksi] (n7f.) indicación, se­ ένδοξος [éndoksos] (adj.) glorioso,
ñal, indicio, amago, asomo · ένδειξη célebre · ένδοξη μάχη- batalla glo­
καλής θέλησης- señal de buena vo­ riosa.
luntad. ενδοχώρα [endojóra] (nVf.) interior de
ένδεκα [éndeca] (núm.) once, un país.
ενδέκατος [endécatos] (adj.) undéci­ ένδυμα [éndima] (n7n.) prenda de
mo. vestir.
ενδελέχεια [endeléjia] (n7f.) asiduidad, ενδυμασία [endimasía] (nVf.) indu­
ενδέχεται [endéjete] (v.) es posible, mentaria, vestimenta, traje, atavío,
puede ser. ενδυναμώνω [endinamóno] (v.) refor­
ενδεχόμενο [endejómeno] (n7n.) even­ zar, fortalecer,
to, eventualidad, ενδυνάμωση [endinámosi] (nVf.) for­
ενδεχόμενος [endejoménos] (adj.) talecimiento,
eventual, posible, contingente, ένδυση [éndisi] (nyf.) indumentaria,
ενδεχομένως [endejoménos] (adv.) ropa · γυναικεία ένδυση- ropa fe­
eventualmente, menina.
ενδημικός [endimicós] (ádj.) endémi­ ενέδρα [enédra] (nVf.) emboscada,
co · ενδημικό νόσημα- enfermedad asechanza, artimaña,
endémica, ενεδρεύω [enedrévo] (v.) acechar, es­
ενδιάμεσος [endiámesos] (adj.) inter­ piar.
medio, intermediario, mediano · εν­ ενενηκοστός [enenicostós] (adj.) no­
διάμεσο χρονικό διάστημα- tiempo nagésimo,
intermediario, ενενήντα [enenínda] (núm.) noventa,
ενδιαφερόμενος [endiaferómenos] (adj.) ενέργεια [enérguia] (nJf.) 1: energía,
interesada 2: acción, acto, actividad,
ενδιαφέρον [endiaféron] (n7n.) inte­ ενεργητικός [energuiticós] (adj.) acti­
rés. vo, , energético, enérgico,
ενδιαφέρων [endiaféron] (adj.) inte­ ενεργητικότητα [energuiticótita] (nyf.)

677
ενεργοποίηση

actividad. ferviente, ardoroso · ένθερμη υπο­


ενεργοποίηση [energopíisi] (n./f.) ac­ στήριξη- apoyo ferviente,
tivación · ενεργοποίηση συναγερ­ ένθετος [éncetos] (adj.) enclavado,
μού- activación de alarma, ενθουσιάζω [enzusiádso] (v.) entu­
ενεργός [energós] (adj.) activo, siasmar, encantar, emocionar,
ενεργώ [energó] (v.) actuar, obrar, ενθουσιασμός [enzusiasmós] (n./m.)
ένεση [énesi] (n./f.) inyección, jeri­ entusiasmo, emoción, fervor,
ngazo. ενθουσιώδης [enzusiódis] (adj.) entu­
ενεστώτας [enestótas] (n./m.) (Gram.) siasta, afanoso,
presente · παθητικός ενεστώτας- ενθρονίζω [enzronídso] (v.) entroni­
presente de la voz pasiva, zar.
ενεχυριάζω [enejiriádso] (v.) empe­ ενθύμιο [encímio] (n./n.) recuerdo ·
ñar. σχολικό ενθύμιο- recuerdo escolar ·
ενέχυρο [enéjiro] (n7n.) prenda, ga­ παίρνω κάτι ως ενθύμιο- llevar algo
rantía, empeño · βάζω ενέχυρο τα de recuerdo,
κοσμήματά μου- a) pongo de gara­ ενιαίος [eniéos] (adj.) 1: unido, unita­
ntía, b) doy en garantía mis joyas. rio, conjunto, 2: uniforme,
cv£xupo6ov8ion^pio[enejirodanistírio] ενικός [enicós] (adj.) singular · ενικός
(n7n.) casa de empeño, αριθμός- singular,
ενεχυροδανειστής [enejirodanistís] ενίοτε [eníote] (adv.) de vez en cuan­
(n7m.) prestamista, empeñero, do, a veces, agunas veces, pocas
ενέχω [enéjo] (v.) implicar, veces.
ενηλικιώνομαι [eniliquiónome] (v.) 1: ενίσχυση [enísjisi] (nVf.) refuerzo, fo­
madurar, 2: cumplir los 18 años, rtalecimiento, tonificación.
ενήλικος [enílicos] (adj.) mayor de ενισχυτής [enisjitís] (n./m.) amplifica­
edad, adulto, dor.
ενήμερος [enímeros] (adj.) informado, ενισχύω [enisjio ] fortalecer,consolidar,
sabedor, al corriente, fortalecer,
ενημερώνω [enimeróno] (v.) informar, εννέα [enéa] (núm.) nueve,
poner al corriente, poner al día, ad­ εννιακόσιοι [eniacósii] (núm.) nove­
vertir. cientos.
ενημέρωση [enimérosi] (n7f.) informa­ έννοια [énia] (n7f.) 1: sentido, signifi­
ción. cado, 2: idea, concepto,
ενημερωτικός [enimeroticós] (adj.) in­ εννοώ [enoó] (v.) querer decir, signifi­
formativo, car, denotar,
ενθάρρυνση [enzárinsi] (n./f.) anima­ ενοικιάζω [eniquiádso] (v.) alquilar, arren­
ción, estímulo, impulso, exitación. dar.
ενθαρρυντικός [enzarindicós] (adj.) ενοικίαση [eniquíasi] (nVf.) alquiler,
alentador, animador, estimulante · arriendo, arrendamiento,
μια ενθαρρυντική προσπάθεια- un ενοικιαστήριο [eniquiastírio] (nVn.)
esfuerzo estimulante, anuncio de alquiler,
ενθαρρύνω [enzaríno] (v.) alentarse, ενοικιαστής [eniquiastís] (n7m.) in­
animar, excitar, envalentonarse, quilino, huésped,
ένθερμος [éncermos] (adj.) ardiente, ενοίκιο [eníquio] (n./n.) alquiler, renta,

678
εντελώς

arriendo. ενστερνίζομαι [ensternídsome] (v.) ad­


ένοικος [énicos] (n./m.+f.) inquilino, herirse.
inquilina. ένστικτο [énsticto] (n./n.) instinto, in­
ένοπλος [énoplos] (adj.) armado · ένο­ tuición.
πλες δυνάμεις- fuerzas armadas, ενστικτώδης [enstictódis] (adj.) in­
ενοποίηση [enopíisi] (n./f.) unifica­ stintivo, intuitivo, impulsivo,
ción. ενσυνείδητος [ensiníditos] (adj.) con­
ενοποιώ [enopió] (v.) unificar, sciente, intencionado,
ενόραση [enórasi] (n./f.) intuición, ενσφράγιστος [ensfráguistos] (adj.)
ενόργανος [enórganos] (adj.) 1: orgá­ sellado, lacrado,
nico, 2: instrumental, ενσωματώνω [ensomatóno] (v.) in­
ενορία [enoría] (n./f.) parroquia, corporar, integrar,
ένορκος [énorcos] (n./m.) jurado, ενσωμάτωση [ensomátosi] (n7f.) in­
εντάξει [entáksi] (adv.) 1: en orden, 2: corporación, integración,
vale, ya. ένταλμα [éndalma] (nVn.) orden,
ενότητα [enótita] (n./f.) unidad, cohe­ mandato, mandamiento · ένταλμα
sión. πληρωμής- mandamiento de pago,
ενοχή [enojí] (n./f.) culpabilidad, ενορχηστρώνω [enorjistróno] (v.)
ενόχληση [enójlisi] (n7f.) molestia, (Mús.) orquestar,
fastidio. ενορχήστρωση [enorjístrosi] (n./f.)
ενοχλητικός [enojliticós] (adj.) mole­ (Mús.) orquestación,
sto, fastidioso, enojoso, ένταξη [éndaksi] (n./f.) integración,
ενοχλώ [enojló] (v.) molestar, fa .idiar, incorporación,
importunar, incomodar, ένταση [endasi] (n./f.) 1: tensión, 2:
ενοχοποίηση [enojopíisi] (n./f.) acusa­ intensidad,
ción, inculpación, incriminación, εντατικός [endaticós] (adj.) intenso,
ενοχοποιώ [enojopió] (v.) inculpar, intensivo.
culpar, incriminar, ενταφιάζω [endafiádso] (v.) enterrar,
ένοχος [énojos] (n./m.)'culpable, cul­ inhumar, sepultar,
pado, culposo, ενταφιασμός [endafiasmós] (n./m.)
ένρινος [énrinos] (adj.) nasal, entierro, inhumación,
ενσαρκώνω [ensarcóno] (v.) encarnar, εντάφιος [endáfios] (adj.) enterrado,
personificar, sepultado,
ενσάρκωση [ensárcosi] (nyf.) encarna­ εντείνω [endino] (v.) 1: intensificar, 2:
ción, personificación, incrementar · εντείνω τις προσπά-
ένσημο [énsimo] (n./n.) sello, θειέςμου- intensificar los esfuerzos,
ενσπείρω [enspíro] (v.) 1: sembrar, di­ έντεκα [éndeca] (núm.) once,
seminar, 2: divugar, publicar, εντέλεια [endélia] (n./f.) perfección,
ενσταλάζω [enstaládso] (v.) inculcar culminación,
(en), instalar, εντελώς [endelos] (adv.) completa­
ενστάλαξη [enstálaksi] (n./f.) inculca­ mente, enteramente, absolutame­
ción. nte · τo ξέχασα εντελώς- se me
ένσταση [énstasi] (n./f.) objeción, pro­ olvidó completamente · τώρα είναι
testa, oposición. εντελώς καλά- ahora está comple-

679
εντερικός

tamente bien · ένας εντελώς ανα­ zado, atemorizado, temeroso, aco­


νεωμένος χώρος- un espacio ente­ bardado, asustado,
ramente renovado · είναι εντελώς εντρυφώ [endrifó] (v.) ocuparse (de),
τρελό- está absolutamente absurdo, έντυπο [éndipo] 1: (nyn.) impreso, 2:
εντερικός [endericós] (adj.) intestinal, (adj.) impreso, editado · έντυπο υλι­
έντερο [éndero] (n./n.) intestino, tripa κό· material impreso,
• παχύ έντερο- intestino grueso, εντύπωση [endíposi] (nyf.) impresión,
εντεταλμένος [endetalménos] (adj.) sensación,
encargado, delegado, εντυπωσιάζω [endiposiádso] (v.) im­
έντεχνος [éndejnos] (adj.) artístico · presionar, sorprender, asombrar,
έντεχνο τραγούδι- canción artística, εντυπωσιακός [endiposiacós] (adj.)
έντιμος [éndimos] (adj.) honesto, hon­ impresionante, sorprendente, asom­
rado, íntegro, intachable, broso.
εντιμότητα [endimótita] (nyf.) hone­ ενυδρείο [enidrío] (nyn.) acuario,
stidad, honradez, ενυδρίδα [enidrída] (n./f.) (Zool.) nu­
εντοιχίζω [endijídso] (v.) empotrar, tria.
έντοκος [éndocos] (adj.) que produce ένυδρος [énidros] (adj.) acuático, acuo­
interés bancario · έντοκο δάνειο- so.
préstamo con intereses, ενυπόγραφος [enipógrafos] (adj.) fir­
εντολή [endolí] (nyf.) orden, mandato, mado · ενυπόγραφη επιστολή- car­
mandamiento, ta firmada,
εντομή [endomí] (nyf.) muesca, corte, ενυπόθηκος [enipócicos] (adj.) hipo­
incisión, hendidura, herida, tecado · ενυπόθηκο ακίνητο- in­
έντομο [éndomo] (nyn.) insecto, bi­ mueble hipotecado,
cho. ενώ [enó] (conj.) 1: (tiempo) mientras,
εντομοκτόνο [endomoctóno] (nyn.) 2: (concesión) aunque, a pesar de
insecticida, que · ενώ ενώ μαγείρευα, η αδερφή
εντομοφάγος [endomofágos] (adj.) μου έβλεπε τηλεόραση- mientras yo
insectívoro, cocinaba, mi hermana estaba viendo
έντονα [éndona] (adv.) intensamente, la tele · ενώ κάνει πολύ ζέστη, βρέ­
έντονος [éndonos] (adj.) intenso, fue­ χει- aunque haga mucho calor, está
rte, agudo, lloviendo,
εντοπίζω [endopídso] (v.) localizar, ενωμένος [enoménos] (adj.) unido,
encontrar, pegado, junto · Οργανισμός Ηνω­
εντοπισμός [endopismós] (nym.) lo­ μένων Εθνών- Organización de las
calización, Naciones Unidas,
εντός [endós] (adv.) 1. dentro (de), en, ενωμοτάρχης [enomotárjis] (nym.)
2: en el interior · εντός ολίγου- den­ cabo de la guardia civil,
tro de poco, ενώνω [enóno] (v.) unir, juntar,
εντόσθια [endóscia] (nyn.) pl. entra­ ενώπιον [enópion] (adv.) ante, dela­
ñas, intestinos, tripas, nte.
εντριβή [endriví] (nyf.) fricción, friega, ένωση [énosi] (nyf.) unión, enlace,
masaje. junta, liga · χημική ένωση- unión
έντρομος [éndromos] (adj.) aterrori­ química.

680
εξακρίβωση

ενωτικός [enoticós] (adj.) unitario · εξαετής [eksaetls] (adj.) de seis años


ενωτικό σημείο- punto unitario, de edad.
εξαγγελία [eksagkelía] (n./f.) anuncio, εξαετία [eksaetía] (n./f.) periodo de
comunicado, seis años.
εξαγγέλλω [eksagkélo] (v.) anunciar, εξαήμερο [eksaímero] (n./n.) de seis
comunicar, días.
εξαγνίζω [eksagnídso] (v.) purificar, εξαθλίωση [eksazlíosi] (n./f.) miseria,
expiar. pobreza, penuria,
εξαγνισμός [eksagnismós] (nym.) pu­ εξαιρέσιμος [ekserésimos] (adj.) exen­
rificación, expiación, to.
εξαγόμενο [eksagómeno] (nyn.) re­ εξαίρεση [ekséresi] (nyf.) excepción,
sultado, consecuencia, exclusión,
εξαγορά [eksagorá] (n./f.) rescate, εξαιρετικός [eksereticós] (adj.) exce­
soborno · εξαγορά στρατιωτικής pcional, extraordinario, excelente,
θητείας- sobornar para evitar el se­ εξαίρετος [ekséretos] (adj.) excelente,
rvicio militar, exquisito.
εξαγοράζω [εξαγοράζω] (v.) rescatar, εξαίρω [ekséro] (v.) exaltar, realzar,
sobornar. ensaltar.
εξαγριώνω [eksagrióno] (v.) exaspe­ εξαιρώ [ekseró] (v.) 1: exceptuar, ex­
rar, poner furioso, cluir, eximir, 2: rechazar, recusar,
εξαγρίωση [eksagríosi] (n./f.) exaspe­ εξαίσιος [eksésios] (adj.) exquisito, ex­
ración, enfurecimiento, celente, distinguido,
εξάγω [ekságo] (v.) 1: exportar, extraer, εξαιτίας [eksetlas] (adv.) a causa de,
2: (idea) deducir, concluir · επιχείρη­ por, por culpa de, debido a.
σε va εξάγει κάτι με παράνομο τρό­ εξακολούθηση [eksacolúcisi] (nyf.)
πο- intentó exportar algo de manera seguimiento, continuación,
ilegal. ' εξακολουθητικός [eksacoluciticós] (adj.)
εξαγωγέας [eksagoguéas] (nym.) ex­ continuo.
portador. εξακολουθώ [eksacoluzó] (v.) seguir,
εξαγωγή [eksagogul] (n./f.) exporta­ continuar,
ción, extracción, deducción, εξακοντίζω [eksacondídso] (v.) lanzar,
εξάγωνος [exágonos] (adj.) hexago­ arrojar.
nal. εξακόντιση [eksacóndisi] (nyf.) lanza­
εξάεδρος [eksáedros] (adj.) hexaedro, miento.
εξαερίζω [eksaerídso] (v.) airear, ve­ εξακόσιοι [eksacósii] nú(nym.) seis­
ntilar, orear, cientos.
εξαερισμός [eksaerismós] (n./m.) ai­ εξακριβώνω [eksacrivóno] (v.) verifi­
reación, aire, ventilación, car, comprobar,
εξαεριστήρας [eksaeristíras] (nym.) εξακρίβωση [eksacrívosi] (nyf.) 1: ve­
ventilador, respiradero, rificación, comprobación, 2: identi­
εξαερώσιμος [eksaerósimos] (adj.) va­ ficación · τον πήγαν στο τμήμα για
porable. εξακρίβωση στοιχείων- le llevaron a
εξαέρωση [eksaérosi] (n./f.) gasifica­ la comisarla para verificar sus datos
ción, volatilización. personales.

681
εξακριβωτικός

εξακριβωτικός [eksacrivoticós] (adj.) agotador, extenuante, 2: exhaustivo


verificable. • εξαντλητική άσκηση- ejercicio ex­
εξαλείψω [eksalífo] (v.) eliminar, bo­ tenuante,
rrar, suprimir, quitar, εξαντλώ [eksandló] (v.) 1: agotar, exte­
εξάλειψη [eksálipsi] (n./f.) eliminación, nuar, 2: gastar, acabar · εξαντλήθη-
exclusión, καν οι προμήθειες- se acabaron los
έξαλλος [éksalos] (adj.) fuera de sí, fre­ suministros,
nético, rabioso, maníaco, εξάπαντος [eksápandos] (adv.) sin fa­
εξάλλου [eksálu] (adv.) además, apa­ lta, sin lugar a dudas,
rte de eso. εξαπάτηση [eksapátisi] (n7f.) engaño,
εξάμβλωμα [eksámvloma] (nVn.) en­ fraude, artimaña, embuste,
gendro, feto, aborto, εξαπατώ [eksapató] (v.) engañar, de­
εξαμελής [eksamelís] (adj.) de seis fraudar, estafar,
miembros, εξαπλώνω [eksaplóno] (v.) extender,
εξάμετρος [eksámetros] (adj.) hexá­ expandir, dispersar · τα νέα εξαπλώ­
metro. θηκαν- las noticias se dispersaron,
εξαμηνία [eksaminía] (nVf.) semestre, εξάπλωση [eksáplosi] (nVf.) extensión,
εξαμηνιαίος [eksaminiéos] (adj.) se­ expansión, dispersión, alargamiento,
mestral. ampliación,
εξάμηνο [eksámino] (nVn.) semestre, εξαπλάσιος [eksaplásios] (adj.) séx­
εξαναγκάζω [eksanagkádso] (v.) obli­ tuplo.
gar, forzar, εξαπολύω [eksapolío] (v.) lanzar, so­
εξαναγκασμός [eksanagkasmós] (nym.) ltar · εξαπολύω κατηγορίες- soltar
coacción. acusaciones,
εξαναγκαστικός [eksanagkasticós] (adj.) εξάπτω [eksápto] (v.) excitar, apasio­
coactivo. nar, encender · εξάπτω τη φαντα­
εξανδραποδίζω [eksandrapodídso] (v.) σία- excitar la imaginación,
subyugar, esclavizar, avasallar. εξαργυρώνω [eksarguiróno] (v.) co­
εξαvδpαπoδισμός[eksandrapodismós] brar, hacer efectivo · εξαργυρώνω
(n./m.) subyugación, esclavización, μια επιταγή- cobrar un cheque,
εξανεμίζω [eksanemídso] (v.) disipar, εξαργύρωση [eksarguírosi] (nVf.) co­
esparcir. bro.
εξάνθημα [eksáncima] (n./n.) exante­ εξαρθρώνω [eksarzróno] (v.) desarti­
ma, erupción cutánea, cular, dislocar,
εξανθημαπκός [eksancimaticós] (adj.) εξάρθρωση [eksárzrosi] (n./f.) desarti­
eruptivo, irritante, culación, dislocación,
εξανθρωτιίζω [eksanzropídso] (v.) hu­ έξαρμα [éksarma] (nVn.) altitud de la
manizar. estrella polar,
εξανθρωπισμός [eksanzropismós] (n7f.) έξαρση [éksarsi] (n7f.) exaltación, enal­
humanización, tecimiento,
εξάντληση [eksándlisi] (n7f.) agota­ εξάρτημα [eksártima] (nVn.) pieza de
miento, extenuación, debilitación, recambio, accesorio, equipo, apara­
cansancio, to.
εξαντλητικός [eksandliticós] (adj.) 1: εξάρτηση [eksártisi] (n./f.) dependen­

682
εξεταστής

cia, adicción, εξέγερση [ekséguersi] (n./f.) revolu­


εξαρτίζω [eksartídso] (v.) equipar, ción, sublevación, revuelta, rebelión,
guarnir, aparejar, levantamiento · ένοπλη εξέγερση-
εξαρτώ [eksartó] (v.) suspender, rebelión armada,
εξαρχία [eksarjía] (n./n.) exarcado, εξέδρα [eksédra] (n7f.) grada, tribuna,
έξαρχος [éksarjos] (n7n.) exarca, lega­ estrado.
do, nuncio, εξεζητημένος [eksedsitiménos] (adj.)
εξασθένηση [eksascénisi] (nVf.) de­ exagerado, excesivo,
bilitamiento, agotamiento, decai­ εξειδικεύομαι [eksidiquévome] (v.)
miento. especializarse,
εξασθενώ [eksascenó] (v.) debilitarse, εξειδίκευση [eksidíquefsi] (nVf.) espe­
decaer, perder fuerza, cializaron,
εξάσκηση [eksásquisi] (nyf.) práctica, εξελιγμένος [ekseligménos] (adj.) evo­
ejercicio, adestramiento. lucionado, desarrollado, moderno,
εξασκώ [eksascó] (v.) practicar, ejerci­ εξέλιξη [ekséliksi] (nVf.) evolución, de­
tar, ejercer, sarrollo, progreso, avance,
εξασφαλίζω [eksasfalídso] (v.) asegu­ εξελίσσομαι [ekselísome] (v.) evolu­
rar, garantizar, poner a salvo, cionarse, desarrollarse, progresar,
εξασφάλιση [eksafálisi] (n./f.) seguri­ εξελίσσω [ekselíso] (v.) evolucionar,
dad, garantía, resguardo · εξασφάλι­ desarrollar,
ση οικονομικών πόρων- resguardo εξέλκωση [eksélcosi] (n./f.) (Med.) ul­
de recursos económicos, ceración.
εξατμίζω [eksatmídso] (v.) evaporar, εξελληνίζω [ekselinídso] (v.) heleni-
volatilizarse, zar.
εξάτμιση [eksátmisi] (n./f.) 1: evapora­ εξελληνισμός [ekselinismós] (nyf.) he-
ción, vaporización, volatilización, 2: lenización.
(coche/moto) tubo de escape, εξεμώ [eksemó] (v.) vomitar,
εξαφανίζομαι [eksafanídsome] (v.) des­ εξεπίτηδες [eksepítides] (adv.) adre­
aparecer, desvanecerse, perderse de de, aposta, intencionadamente,
vista. εξερεύνηση [ekserévnisi] (n./f.) explo­
εξαφανίζω [eksafanídso] (v.) hacer ración.
desaparecer, eliminar, εξερευνητής [ekserevnitís] (n7m.) ex­
εξαφάνιση [eksafánisi] (n./f.) desapa­ plorador.
rición, desvanecimiento, εξερευνώ [ekserevnó] (v.) explorar,
εξάχορδος [eksájordos] (adj.) de seis examinar, inspeccionar,
cuerdas. εξέρχομαι [eksérjome] (v.) salir, irse,
εξαχρειώνω [eksajrióno] (v.) corrom­ εξετάζω [eksetádso] (v.) examinar, in­
per, depravar, desmoralizar, terrogar.
εξαχρείωση [eksajríosi] (n./f.) corrup­ εξέταση [eksétasi] (n./f.) 1: examen,
ción, depravación, desmoralización, 2: interrogatorio · εισαγωγικές
έξαψη [éksapsi] (n7f.) excitación, agi­ εξετάσεις- examen de admisión ·
tación, acaloramiento, προκριματικές εξετάσεις- examen
εξεγείρω [ekseguíro] (v.) excitar, inci­ eliminatorio.
tar, sublevar. εξεταστής [eksetastís] (n./m.) inspe-

683
εξέταστρα

ctor. εξίδρωση [eksídrosí] (n./f.) sudora-


εξέταστρα [eksétastra] (η./η.) pl. ma­ ción, transpiración,
trícula. εξιλαστήριος [eksilastírios] (adj.) ex­
εξευγενίζω [eksevguenídso] (v.) en­ piatorio · εξιλαστήριο θύμα- víctima
noblecer, enaltecer, exaltar, expiatoria,
εξευμενίζω [eksevmenídso] (v.) apla­ εξιλεώνομαι [eksileónome] (v.) expiar,
car, apaciguar, sosegar, purificarse,
εξευρίσκω [eksevrísco] (v.) inventar, εξιλεώνω [eksileóno] (v.) apaciguar,
εξευτελίζω [ekseftelídso] (v.) ridiculi­ sosegar.
zar, humillar, εξιλέωση [eksiléosi] (n./f.) apacigua­
εξευτελισμός [ekseftelismós] (n7m.) miento, sosiego, expiación,
ridiculización, humillación, degra­ εξκτορρόπηση [eksisorópisi] (n/f.) igua­
dación. lación, contrapeso,
εξευτελιστικός [ekseftelisticós] (adj.) εξισορροπώ [eksisoropó] (v.) igualar,
humillante, deshonroso, degrada­ equilibrar,
nte, denigrante, εξίσου [eksísu] (adv.) igualmente, por
εξέχω [ekséjo] (v.) sobresalir, igual.
εξέχων [ekséjon] (adj.) eminente, so­ εξίσταμαι [ekslstame] (v.) asombrar­
bresaliente, distinguido · εξέχουσα se.
προσωπικότητα- personalidad so­ εξιστόρηση [eksistórisi] (nyf.) narra­
bresaliente, ción, relato,
εξήγηση [eksíguisi] (n7f.) explicación, εξιστορώ [eksistoró] (v.) contar, narrar,
aclaración, clarificación, relatar, recitar,
εξηγητικός [eksiguiticós] (adj.) expli­ εξισώνω [eksisóno] (v.) igualar, equili­
cativo, aclaratorio, brar, nivelar,
εξηγώ [eksigó] (v.) explicar, aclarar, εξίσωση [eksísosi] (n7f.) igualación,
exponer. igualdad, ecuación · μαθηματική
εξηκονταετής [eksicondaetís] (adj.) εξίσωση- igualdad matemática,
sexagenario, sesentón, εξιτήριο [eksitírio] (nVn.) alta,
εξηκοστός [eksicostós] (adj.) sexagé­ εξιχνιάζω [eksijniádso] (v.) descubrir,
simo. resolver.
εξημερώνω [eksimeróno] (v.) dome­ εξιχνίαση [eksijníasi] (nVf.) descubri­
sticar, amansar, miento, resolución,
εξημέρωση [eksimérosi] (n./f.) do­ εξοβελίζω [eksovelídso] (v.) omitir,
mesticación, εξόγκωμα [eksógkoma] (n7n.) protu­
εξήντα [eksínda] (núm.) sesenta, berancia, bulto, hinchazón,
εξηνταβελόνης [eksindavelónis] (nVm.) εξογκώνω [eksogkóno] (v.) abultar,
avaro, tacaño, misero, hinchar, aumentar,
εξής [eksís] (adj.) siguiente, εξόγκωση [eksógkosi] (n7f.) abulta-
έξι [éksi] (núm.) seis, miento, hinchamiento, exageración,
εξιδανικεΰω [eksidaniquévo] (v.) idea­ έξοδο [éksodo] (n./n.) gasto,
lizar, embellecer, έξοδος [éksodos] (n7f.) salida · έξοδος
εξιδρώνω [eksidróno] (v.) sudar, tran­ κινδύνου- salida de emergencia,
spirar. εξοικειώνω [eksiquióno] (v.) familiari­

684
έξοχος

zar, acostumbrar, tar, desterrar,


εξοικείωση [eksiquíosi] (n./f.) familia­ εξόριστος [eksóristos] (adj.) exiliado,
ridad. expatriado,
εξοικονόμηση [eksiconómisi] (n./f.) εξορκίζω [eksorquídso] (v.) conjurar,
ahorro. exorcizar.
εξοικονομώ [eksiconomó] (v.) ahorrar, εξορκισμός [eksorquismós] (n./m.)
economizar, conjuro, exorcismo,
εξολόθρευση [eksolózrefsi] (ηΛ.) ex­ εξόρμηση [eksórmisi] (ηΛ.) ímpetu,
terminación, exterminio, aniquila­ arrebato, arranque,
ción. εξορμώ [eksormó] (v.) lanzarse, preci­
εξολοθρεύω [eksolozrévo] (v.) exter­ pitarse, abalanzarse, arrojarse,
minar, aniquilar, εξόρυξη [eksóriksi] (n./f.) extracción
εξομαλύνω [eksomalíno] (v.) allanar, de mineral, minería,
εξομοιώνω [eksomióno] (v.) equipa­ εξορύσσω [eksoríso] (v.) extraer mi­
rar, asemejar, igualar, neral.
εξομοίωση [eksomíosi] (ηΛ.) equipa­ εξοστρακισμός [eksostraquismós]
ración, igualdad, comparación, (n7m.) ostracismo,
εξομολόγηση [eksomológuisi] (ηΛ.) εξουδετερώνω [eksudeteróno] (v.) neu­
confesión, tralizar.
εξομολογητής [eksomologuitís] (ηΛη.) εξουδετέρωση [eksudetérosi] (η Λ )
confesor. neutralización, eliminación · εξου­
εξομολογούμαι [eksomologúme] (v.) δετέρωση εκρηκτικού μηχανισμού-
confesarse, neutralización de explosivos,
εξομολογώ [eksomologó] (v.) confe­ εξουθενώνω [eksucenóno] (v.) agotar,
sar. cansar, debilitar, acabar,
εξοντώνω [eksondóno] (v.) extermi­ εξουσία [eksusía] (n./f.) poder, autori­
nar, acabar (con), matar, dad, dominio, poderío,
εξόντωση [eksóndosi] (η Λ ) extermi­ εξουσιάζω [eksusiádso] (v.) tener au­
nio, exterminación, toridad, dominar, mandar,
εξονυχίζω [eksonijldso] (v.) escrutar, εξουσιοδότηση [eksusiodótisi] (n/f.)
escudriñar, examinar minuciosa­ poder, autorización,
mente. εξουσιοδοτώ [eksusiodotó] (v.) auto­
εξονυχιστικός [eksonijisticós] (adj.) rizar, dar un poder,
detallado, minucioso, εξοφθαλμία [eksofzalmía] (η Λ ) exo-
εξοπλίζω [eksoplfdso] (v.) armar, equi­ ftalmia.
par. εξόφληση [eksóflisi] (ηΛ.) pago, liqui­
εξοπλισμός [eksoplismós] (nVm.) ar­ dación, reembolso,
mamento, equipo · στατιωτικός εξο­ εξοφλώ [eksofló] (v.) saldar una deu­
πλισμός- armamento militar, da, liquidar, reembolsar · εξοφλώ τα
εξοργίζω [eksorguídso] (v.) enfurecer, χρέη μου- reembolsar las deudas,
irritar, encolerizar, εξοχή [eksojí] (ηΛ.) campo, campaña,
εξορία [eksoría] (n./f.) exilio, deporta­ εξοχικός [eksojicós] (adj.) campesino,
ción, destierro, campestre,
εξορίζω [eksorídso] (v.) exiliar, depor­ έξοχος [éksojos] (adj.) excelente, ex-

685
εξοχότητα

celso, eminente, tar, elevar.


εξοχότητα [eksojótita] (n./f.) eminen­ εξύψωση [eksípsosi] (nVf.) ensalza­
cia, excelencia · η εξοχότητά Του- Su miento, exaltación,
excelencia, έξω [ékso] (adv.) fuera · έξω φρενών
εξπρεσιονισμός [expresionismos] (n/m.) 1: furiosamente, 2: (métaf.) furioso,
expresionismo, enfurecido, colérico, rabioso · έγινα
έξτρα [éxtra] (adj.) adicional, έξω φρενών με τη συμπεριφορά
εξτρεμισμός [extremismós] (nVm.) του- me puse furioso son su com­
extremismo, exageración, portamiento,
εξτρεμιστής [extremistís] (adj.) extre­ εξώγαμος [eksógamos] (adj.) 1: ilegíti­
mista, fanático, mo, adultero, 2: (coloq.) bastardo,
εξυβρίζω [eksivrídso] (v.) insultar, in­ εξωγήινος [eksoguíinos] (adj.) extra-
juriar. terrestre.
εξύβριση [eksívrisi] (n./f.) insulto, in­ εξώδικος [eksódicos] (adj.) extrajudi-
juria · μήνυση για εξύβριση- acusa­ cial.
ción por injuria, εξώθηση [eksócisi] (n./f.) empuje,
εξυβριστικός [eksivristicós] (adj.) εξωθώ [eksozó] (v.) empujar,
ofensivo, insultante, εξωμήτριος [eksomítrios] (adj.) ex­
εξυγιαίνω [eksiguiéno] (v.) sanear, trauterino,
εξυγίανση [eksiguíansi] (nyf.) 1: sa­ εξωμότης [eksomótis] (nVm.) rene­
neamiento, 2: expurgación, gado.
εξύμνηση [eksímnisi] (n7f.) alabanza, εξώπορτα [eksóporta] (n./f.) puerta
elogio, glorificación, exaltación, de entrada, portilla,
εξυμνώ [eksimnó] (v.) alabar, elogiar, εξωραΐζω [eksoraídso] (v.) embellecer,
glorificar, exaltar, adornar, ornamentar · έργα εξωραϊ-
εξυπακούεται [eksipacúete] (v.) se so­ σμού- obras de embellecimiento,
breentiende, εξωράίσμός [eksoraismós] (nVm.) em­
εξυπηρέτηση [eksipirétisi] (nVf.) ser­ bellecimiento, ornamentación,
vicio, asistencia · υπηρεσία για την έξωση [éksosi] (n./f.) expulsión, des­
εξυπηρέτηση πελατών- servicio de ahucio.
atención al público, εξώστης [eksóstis] (n./m.) 1: balcón,
εξυπηρετικός [eksipireticós] (adj.) útil, terraza, galería, 2: (teatro) palco,
servible, eficaz, εξωσυζυγικός [eksosidsiguicós] (adj.)
εξυπηρετώ [eksipiretó] (v.) prestar un extramatrimonial, adultero · εξωσυ-
servicio, atender, acoger, cuidar, ζυγική σχέση- relación extramatri­
εξυπνάδα [eksipnáda] (n./f.) inteligen­ monial.
cia. εξωτερίκευση [eksoteríquefsi] (nyf.)
έξυπνος [éksipnos] (adj.) inteligente, exteriorización, manifestación,
listo, (ser) despierto, ingenioso · κά­ εξωτερικεύω [eksoteriquévo] (v.) ex­
νει τον έξυπνο- se cree inteligente/ teriorizar, manifestar,
listo. εξωτερικό [eksotericó] (n./n.) extra­
εξυφαίνω [eksiféno] (v.) tejer, urdir, njero · πάω στο εξωτερικό- voy al
tramar, maquinar, extranjero · μένω στο εξωτερικό-
εξυψώνω [eksipsóno] (v.) ensalzar, exal­ vivo en el extranjero.

686
επανάληψη

εξωτερικός [eksotericós] (adj.) exte­ encomiar, loar, 2: (metáf.) aplaudir,


rior, externo · εξωτερικό εμπόριο- επαίσχυντος [epésjindos] (adj.) vergo­
comercio exterior, nzoso, indigno, despreciable · επαί­
εξωτικός [eksoticós] (adj.) exótico, σχυντη πράξη- acto vergonzoso,
εξωφρενικός [eksofrenicós] (adj.) 1: επαιτεία [epetía] (n./f.) mendicidad,
absurdo, ilógico, irracional, 2: enlo­ mendicación, pordioseo,
quecedor, espantoso · εξωφρενικές επαίτης [epétis] (n7m.) mendigo, por­
τιμές- precios absurdos/exagerados, diosero.
εξώφυλλο [eksófilo] (n./n.) cubierta, επαιτώ [epetó] (v.) mendigar, pedir
tapa, portada · εξώφυλλο περιοδι­ limosna, pordiosear,
κού- portada de la revista · εξώφυλ­ επακόλουθο [epacóluzo] (n./n.) con-
λο βιβλίου- tapa del libro, sequencia, resultado, efecto · φυ­
εορταστικός [eortasticós] (adj.) fes­ σικό επακόλουθο- consecuencia
tivo. lógica.
εορτολόγιο [eortológuio] (n./n.) ca­ επακόλουθος [epacóluzos] (adj.) con­
lendario festivo, almanaque · το siguiente, consecuente,
εορτολόγιο της εκκλησίας- el cale­ επακολουθώ [epacoluzó] (v.) seguir,
ndario litúrgico, suceder.
επαγγελία [epagkelía] (n7f.) promesa, επακριβώς [epacrivós] (adv.) exacta­
επαγγέλλομαι [epagkélome] (v.) pro­ mente, precisamente,
fesar, practicar, έπακρο [épacro] (n./n.) extremo · στο
επάγγελμα [epágkelma] (n./n.) profe­ έπακρο- en extremo, extremada­
sión, trabajo, empleo, oficio, ocupa­ mente.
ción. επάκτιος [epáctios] (adj.) costero,
επαγγελματίας [epagkelmatías] (nV επαλείφω [epalífo] (v.) untar, emba­
m.+f.) profesional, durnar.
επαγγελματικός [epagkelmaticós] (adj.) επάλειψη [epálipsi] (n./f.) unción,
profesional · επαγγελματικός προσα­ unto, untura,
νατολισμός- orientación profesional · επαλήθευση [epalicefsi] (nyf.) compro­
επαγγελματική συμπεριφορά- compor­ bación, verificación, confirmación,
tamiento profesional · επαγγελματική επαληθεύω [epalicévo] (v.) compro­
μετεκπαίδευση- formación profesional, bar, verificar, confirmar,
επαγρύπνηση [epagripnisi] (n7f.) vi­ έπαλξη [épalksi] (nVf.) almena,
gilancia, precaución · η αστυνομία επανακάμπτω [epanacámpto] (v.) re­
είναι σε επαγρύπνηση- vigilancia tornar, volver, regresar,
policial. επανακτώ [epanactó] (v.) recobrar,
επαγρυπνώ [epagripnó] (ν.) vigilar, recuperar,
επαγωγή [epagoguí] (nyf.) inducción, επαναλαμβανόμενος [epanalamva-
έπαθλο [épazlo] (n7n.) premio, nómenos] (adj.) repetido, frecuente,
επαινετικός [epeneticós] (adj.) elogio­ επαναλαμβάνω [epanalamváno] (v.)
so, encomiástico, 1: repetir, reiterar, 2: (estudio) repa­
έπαινος [épenos] (n7m.) elogio, ala­ sar.
banza, loa. επανάληψη [epanálipsi] (n./f.) 1: repe­
επαινώ [epenó] (v.) 1: elogiar, alabar, tición, 2: (estudiar) repaso.

687
επαναπατρισμός

επαναπατρισμός [epanapatrismós] επανωφόρι [epanofóri] (n./n.) 1: abri­


(n./m.) repatriación, go, 2: cazadora,
επαναπαύομαι [epanapávome] (v.) 1: επάξιος [epáksios] (adj.) merecedor,
reposar, descansar, 2: confiar (en), estimable, que merece la pena,
επανάσταση [epanástasi] (n./f.) revo­ επάρατος [epáratos] (adj.) detestable,
lución, insurrección, rebelión, maldito · επάρατη νόσος- enferme­
επαναστάτης [epanastátis] (nym.) re­ dad maldita,
volucionario, insurrecto, rebelde, επάργυρος [epárguiros] (adj.) platea­
επαναστατικός [epanastaticós] (adj.) do.
revolucionario, rebelde, agitador · επάρκεια [epárquia] (n./f.) suficiencia,
επαναστατικό κίνημα- movimiento επαρκής [eparquís] (adj.) suficiente,
revolucionario, bastante, sobrado, adecuado,
επαναστατώ [epanastató] (v.) rebelar­ επαρκώ [eparcó] (v.) ser suficiente,
se, sublevarse, protestar, bastar.
επαναφέρω [epanaféro] (v.) restable­ έπαρση [éparsi] (n./f.) 1: (Mar.) iza-
cer, restituir, miento, 2: soberbia, arrogancia,
επανδρώνω [epandróno] (v.) tripular, επαρχία [eparjía] (nVf.) provincia, pue­
componer, blo.
επανειλημμένα [epaniliména] (adv.) επαρχιακός [eparjiacós] (adj.) provin­
repetidamente, reiteradamente, cial, regional, local,
επανειλημμένος [epaniliménos] (adj.) επαρχιώτης [eparjiótis] (n./m.) pro­
repetido. vinciano.
επανεκδίδω [epanekdído] (v.) reedi­ έπαυλη [épavli] (n./f.) chalé, casa de
tar. campo.
επανέκδοση [epanékdosi] (n./f.) ree­ επαυξάνω [epafksáno] (v.) aumentar,
dición. desarrollar, incrementar, ampliar,
επανεκλέγω [epanadégo] (v.) reelegir, επαύξηση [epáfksisi] (n./f.) aumento,
elegir de nuevo, desarrollo, crecimiento, ampliación,
επανεκλογή [epanecloguí] (η Λ ) re­ επαφή [epafí] (η Λ ) contacto, relación,
elección. comunicación,
επανέρχομαι [epanérjome] (v.) retor­ επαφίεμαι [epafíeme] (v.) depender,
nar, volver, regresar, confiar,
επανίδρυση [epanídrisi] (n./f.) resta­ επείγει [epígui] (v.) urgir,
blecimiento, επείγομαι [epígome] (v.) tener prisa,
επανιδρύω [epanidrlo] (v.) restable­ επειγόντως [epigóndos] (adv.) urge­
cer. ntemente,
επάνοδος [epánodos] (n./f.) retorno, επείγων [epígon] (adj.) urgente,
vuelta, regreso, επειδή [epidí] (conj.) como, porque,
επανορθώνω [epanorzóno] (v.) repa­ puesto que, ya que.
rar, reformar, restaurar, επεισοδιακός [episodiacós] (adj.) inci­
επανόρθωση [epanórzosi] (n./f.) repa­ dental, accidental,
ración, reforma, restauración, επεισόδιο [episódio] (n./n.) 1: (televi­
επάνω [epáno] (adv.) 1: encima (de), sión) episodio, 2: incidente,
sobre, en, 2: arriba. έπειτα [épita] (adv.) después (de), lúe-
επιβλητικότητα

go. επήρεια [epíria] (n./f.) influjo, efecto,


επέκταση [epéctasí] (n./f.) prolonga­ επί [epí] (prep.) sobre, en.
ción, extensión, επιβαίνω [epivéno] (v.) abordar,
επεκτείνω [epectíno] (v.) prolongar, επιβάλλω [epiválo] (v.) imponer, obli­
extender, ampliar, gar, forzar,
επέλαση [epélasi] (n./f.) ataque de ca­ επιβάρυνση [epivárinsi] (n./f.) recar­
ballería, agresión, go, sobrecarga,
επεμβαίνω [epemvéno] (v.) interve­ επιβαρυντικός [epivarindicós] (adj.)
nir. agravante,
επέμβαση [epémvasi] (n./f.) interven­ επιβαρύνω [epivaríno] (v.) recargar,
ción. sobrecargar, agravar,
επένδυση [epéndisi] (nyf.) inversión, επιβάτης [epivátis] (n./m.) pasajero,
revestimiento, viagero.
επενδυτής [ependitís] (nym.) inver­ επιβεβαιώνω [epiveveóno] (v.) confir­
sionista. mar, comprobar, ratificar, corroborar,
επενδύω [ependío] (v.) 1: (dinero) in­ convalidar,
vertir, 2: (ropa) revestir, επιβεβαίωση [epivevéosi] (n./f.) con­
επενέργεια [epenérguia] (nyf.) efecto, firmación, comprobación, ratifica­
influencia, resultado, fruto, ción, corroboración, convalidación,
επενεργώ [epenergó] (v.) influir, in­ επιβεβαιωτικός [epiveveoticós] (adj.)
fluenciar. confirmador,
επεξεργάζομαι [epeksergádsome] (v.) επιβεβλημένος [epivevliménos] (adj.)
tratar, elaborar, transformar, obligatorio, imprescindible,
επεξεργασία [epeksergasía] (nyf.) tra­ επιβήτορας [epivítoras] (nym.) gara­
tamiento, elaboración, ñón.
επεξηγηματικός [epeksiguimaticós] επιβιβάζω [epivivádso] (v.) embarcar,
(adj.) explicativo, aclaratorio, subir.
επεξήγηση [epeksíguisi] (nyf.) expli­ επιβίβαση [epivívasi] (n./f.) embarco,
cación, elucidación, dilucidación, embarque,
επεξηγώ [epeksigó] (v.) explicar, eluci­ επιβιώνω [epivióno] (v.) sobrevivir,
dar, dilucidar, επιβίωση [epivíosi] (n./f.) superviven­
επέρχομαι [epérjome] (v.) sobrevenir, cia.
επερώτηση [eperótisi] (nyf.) pregu­ επιβλαβής [epivlavís] (adj.) nocivo,
nta, demanda, interpelación, perjudicial, dañino, dañoso, lesivo
επερωτώ [eperotó] (v.) preguntar, in­ • το κάπνισμα είναι επιβλαβές για
terrogar, interpelar, την υγεία- fumar es perjudicial para
επέτειος [epétios] (nyf.) aniversario, la salud.
επετηρίδα [epetirída] (nyf.) anuario, επιβλέπω [epivlépo] (v.) 1: supervisar,
επευφημία [epefimía] (nyf.) aclama­ vigilar, revisar, 2: administrar, dirigir,
ción, ovación, επίβλεψη [epívlepsi] (nyf.) supervi­
επευφημώ [epefimó] (v.) aclamar, vi­ sión, revisión,
torear, ovacionar, επιβλητικός [epívliticós] (adj.) impo­
επηρεάζω [epireádso] (v.) influir, afe­ nente, temible,
ctar. επιβλητικότητα [epivliticótita] (n./f.)

689
επιβοηθητικός

imponencia, exponer, mostrar, demostrar, 2: lucir


επιβοηθητικός [epivoiciticós] (adj.) • επιδεικνύει τις ικανότητές του- de­
auxiliar, asistente, ayudante, muestra sus habilidades,
επιβοηθώ [epivoizó] (v.) auxiliar, asis­ επιδεικτικός [epidicticós] (adj.) osten­
tir, ayudar (a), toso, aparatoso,
επιβολή [epivolí] (n./f.) imposición, επιδεινώνω [epidinóno] (v.) empeo­
exigencia, rar, agravar,
επιβουλεύομαι [epivulévome] (v.) tra­ επιδείνωση [epidínosi] (n./f.) empeo­
mar, maquinar, intrigar, ramiento, agravamiento, agravación,
επιβουλή [epivulí] (f./n.) trama, ma­ επίδειξη [epídiksi] (n7f.) exhibición,
quinación, intriga, demostración, presentación,
επίβουλος [epívulos] (adj.) pérfido, επιδειξίας [epídiksías] (n./m.)
insidioso. exhibicionista,
επιβράβευση [epivrávefsi] (nVf.) pre­ επιδεκτικός [epidecticós] (adj.) in-
mio, recompensa, compensación · fluenciable, propenso (a),
επιβράβευση στη δουλειά- com­ επιδεκτικότητα [epidecticótita] (nVf.)
pensación en el trabajo/ recompen­ propensión,
sa al trabajo, επιδένω [epidéno] (v.) vendar,
επιβραβεύω [epivravévo] (v.) premiar, επιδέξια [epidéksia] (adv.) diestra­
recompensar, mente, hábilmente,
επιβράδυνση [epivrádinsi] (n7f.) re­ επιδέξιος [epidéksios] (adj.) diestro,
tardo, retraso, tardanza, demora, hábil, versado,
επιβραδύνω [epivradíno] (v.) retardar, επιδεξιότητα [epideksiótita] (n./f.)
retrasar. destreza, habilidad, talento,
επίγειος [epíguios] (adj.) terrenal, te­ επιδερμίδα [epidermída] (n./f.) epi­
rrestre, terreno · επίγειος παράδει­ dermis, piel, cutis · έχει ανοιχτόχρω-
σος- paraíso terrenal, μη επιδερμίδα- tiene la piel clara,
επιγλωττίδα [epiglotída] (nVf.) epi- επιδερμικός [epidermicós] (adj.) 1:
glotis. epidérmico, 2: superficial · επιδερμι­
επίγνωση [epígnosi] (n7f.) conscien­ κός ιστός- tejido epidérmico,
cia, percepción · έχω επίγνωση των επίδεσμος [epídesmos] (nym.) venda,
ευθυνών μου- soy consciente de mis vendaje, apósito,
responsabilidades, επιδέχομαι [epidéjome] (v.) admitir,
επιγονατίδα [epigonatída] (nVf.) ró­ ser susceptible de.
tula. επιδημία [epidimía] (n./f.) epidemia,
επίγονος [epígonos] (n7m.) descen­ peste.
diente. επιδημικός [epidimicós] (adj.) epidé­
επίγραμμα [epigrama] (n7n.) epigra­ mico · επιδημική νόσος- enferme­
ma. dad epidémica,
επιγραμματικός [epigramaticós] (adj.) επιδίδομαι [epidídome] (v.) dedicarse
1: epigramático, 2: sinóptico, corto, (a).
επιγραφή [epigrafí] (nVf.) inscripción, επιδικάζω [epidicádso] (v.) adjudicar,
epígrafe, rótulo, letrero, επιδίκαση [epidícasi] (n./f.) adjudica­
επιδεικνύω [epidicnío] (v.) 1: exhibir, ción.

690
επικερδής

επιδιορθώνω [epidiorzóno] (ν.) repa­ durar.


rar, corregir, επίθεση [epicesi] (n./f.) ataque, asalto,
επιδιόρθωση [epidiórzosi] (n_/f.) repa­ agresión, ofensiva,
ración, corrección, επιθετικός [epiceticós] (adj.) agresivo,
επιδιορθωτής [epidiorzotís] (n./m.) provcador, ofensivo,
reparador, επιθετικότητα [epiceticótita] (nyf.)
επιδιώκω [epidióco] (v.) pretender, agresividad,
aspirar. επίθετο [epíceto] (n./n.) 1: apellido, 2:
επιδίωξη [epidíoksi] (n./f.) pretensión, (Gram.) adjetivo,
aspiración, επιθεώρηση [epiceórisi] (nyf.) 1: in­
επιδοκιμάζω [epidoquimádso] (v.) spección, 2: (teatro) revista,
aprobar, aplaudir, elogiar, επιθεωρητής [epiceoritís] (nym.) in­
επιδοκιμασία [epidoquimasía] (nyf.) spector.
aprobación, aplauso, alabanza, επιθεωρώ [epiceoró] (v.) inspeccionar,
επίδομα [epidoma] (n./n.) paga extra, revisar, supervisar, vigilar,
subsidio, suplemento, pensión · επί­ επιθυμητός [epicimitós] (adj.) desea­
δομα διατροφής- pensión alimenti­ do, deseable,
cia · επίδομα ανεργίας- subsidio de επιθυμία [epicimia] (nyf.) deseo, anto­
desempleo · επίδομα μητράτητας- jo, anhelo,
subsidio de maternidad, επιθυμώ [epicimó] (v.) desear, antojar­
επίδοξος [epídoksos] (adj.) aspirante, se, anhelar,
επιδόρπιο [epidórpio] (n./n.) postre, επίκαιρος [epíqueros] (adj.) actual,
dulce. oportuno, a tiempo,
επίδοση [epídosi] (n./f.) 1: entrega, 2: επικαιρότητα [epiquerótita] (n./f.) ac­
marca, récord, tualidad, vigencia, realdad,
επιδότηση [epidótisi] (n./f.) subven­ επικαλούμαι [epicalúme] (v.) invocar,
ción · εισπράττω επιδότηση- cobrar apelar, implorar,
la subvención, επικάλυμμα [epicálima] (n./n.) reves­
επίδραση [epídrasi] (nyf.) influencia, timiento, cobertura, cubierta,
influjo, efecto, επικαλύπτω [epicalípto] (v.) revestir,
επιδρομέας [epidroméas] (nym.) in­ cubrir.
vasor, atacador, asaltante, επικάλυψη [epicálipsi] (n./f.) cobertu­
επιδρομή [epidromí] (nyf.) invasión, ra, revestimiento, capa,
ataque, asalto, επικαρπία [epicarpía] (nyf.) usufructo,
επιδρώ [epidró] (v.) influir, actuar, επικείμενος [epiquímenos] (adj.) in­
επιείκεια [epiíquia] (nyf.) clemencia, minente, próximo,
compasión, indulgencia, επίκειται [epíquite] (v. impers.) es in­
επιεικής [epiiquís] (adj.) clemente, in­ minente, está próximo,
dulgente, benigno, επίκεντρο [epíquendro] (nyn.) epi­
επιζήμιος [epidsímios] (adj.) nocivo, centro.
dañino, dañoso, perjudicial, επικερδής [epiquerdís] (adj.) rentable,
επιζητώ [epidsitó] (v.) buscar, perse­ lucrativo, beneficioso, provechoso,
guir, ambicionar, solicitar, ventajoso · επικερδής επιχείρηση-
επιζώ [epidsó] (v.) 1: sobrevivir, 2: per­ un negocio rentable.

691
επικεφαλής

επικεφαλής [epiquefalís] (nVm.) jefe, επικυρώνω [epiquiróno] (v.) legalizar,


dirigente, ratificar, confirmar, sancionar,
επικεφαλίδα [epiquefalída] (n./f.) 1: επικύρωση [epiquírosi] (nyf.) legaliza­
(libro) título, 2: (periódico/revista) ti­ ción, ratificación, confirmación,
tular, 3: cabecera, encabecimiento. επιλαμβάνομαι [epilamvánome] (v.)
επικήδειος [epiquídios] (adj.) fúnebre, encargarse (de),
επικηρύσσω [epiquiríso] (v.) encartar, επιλαρχία [epilarjía] (n./f.) escuadrón,
convocar. επιλαχών [epilajón] (adj.) suplente,
επικίνδυνος [epiquíndinos] (adj.) arries­ επιλέγω [epilégo] (v.) seleccionar, ele­
gado, peligroso, aventurado, gir, escoger,
επικλινής [epiclinís] (adj.) pendiente, επίλεκτος [epílectos] (adj.) selecto, ele­
inclinado, gido, escogido,
επικοινωνία [epiquinonía] (nyf.) 1: co­ επιληπτικός [epilipticós] (adj.) epilé­
municación, 2: divulgación, ptico.
επικοινωνώ [epiquinonó] (v.) 1: co­ επιληψία [epilipsía] (nyf.) epilepsia,
municar, relacionarse, conversar, 2: επιλήψιμος [epilípsimos] (adj.) repro­
divulgar. chable, reprobable,
επικολλώ [epicoló] (v.) pegar, encolar, επιλογή [epiloguí] (nyf.) 1: selección,
επικονίαση [epiconíasi] (nyf.) polini­ elección, 2: opción,
zación, επίλογος [epílogos] (n./m.) epílogo,
επικός [épicos] (adj.) épico, επιλοχίας [epilojías] (nym.) sargento
επικουρία [epicuría] (nyf.) auxilio, ayu­ mayor.
da. επιλόχειος [epilójios] (adj.) puerperal,
επικουρικός [epicuricós] (adj.) auxi­ επίλυση [epílisi] (nyf.) resolución, so­
liar, suplementario · επικουρική σύ­ lución.
νταξη· pensión suplementar. επιλύω [epilío] (v.) resolver, solucio­
επίκουρος [epícuros] (adj.) auxiliar, nar.
ayudante, επίμαχος [epímajos] (adj.) controver­
επικράτεια [epicrátia] (n./f.) territorio tido.
nacional. επιμειξία [epimiksía] (nyf.) entrecru-
επικράτηση [epicrátisi] (n./f.) predo­ zamiento, mezcla de sangre, mesti­
minio, preponderancia, dominación, zaje.
επικρατώ [epicrató] (v.) predominar, επιμέλεια [epimélia] (nyf.) asistencia,
preponderar, cuidado, aplicación,
επικρίνω [epicríno] (v.) criticar, censu­ επιμελής [epimelís] (adj.) aplicado,
rar, recriminar, cuidadoso, laborioso,
επίκριση [epícrisi] (n./f.) crítica, censu­ επιμελητήριο [epimelitírio] (nyn.) cá­
ra, reproche, mara · εμπορικό επιμελητήριο- cá­
επικράτηση [epicrótisi] (nyf.) aproba­ mara de comercio,
ción, aclamación, επιμελητής [epimelitís] (nym.) inten­
επικροτώ [epicrotó] (v.) aprobar, acla­ dente, encargado, agregado,
mar, aplaudir, επιμελούμαι [epimelúme] (v.) cuidar,
επίκρουση [epícrusi] (nyf.) percusión, επιμελώς [epimelós] (adv.) con cuida­
επίκτητος [epíctitos] (adj.) adquirido. do, cuidadosamente.

692
επίσης

επίμεμπτος [eplmemptos] (adj.) repro­ amonestar,


chable. έπιπλο [épiplo] (n./n.) mueble,
επιμένω [epiméno] (v.) insistir, persi­ επιπλοκή [epiploquí] (nyf.) complica­
stir, porfiar, ción.
επιμερίζω [epimerldso] (v.) distribuir, επιπλοποιείο [epiplopifo] (nyn.) mue­
repartir. blería.
επιμερισμός [epimerismós] (nyf.) dis­ επιπλοποιός [epiplopiós] (nym.) eba­
tribución, repartición, reparto, nista, fabricante de muebles,
επιμήκης [epimíquis] (adj.) alargado, επιπλώνω [epiplóno] (v.) amueblar,
oblongo. επίπλωση [epíplosi] (nyf.) mobiliario,
επιμηκύνω [epimiquíno] (v.) alargar, moblaje.
prolongar, επιπόλαιος [epipóleos] (adj.) frivolo,
επιμνημόσυνος [epimnimósinos] (adj.) superficial,
conmemorativo · επιμνημόσυνη λει­ επιπολαιότητα [epipoleótita] (nyf.) fri­
τουργία- ceremonia conmemorativa, volidad, liviandad,
επιμονή [epimoní] (nyf.) insistencia, επίπονος [epíponos] (adj.) penoso,
persistencia, perseverancia, difícil, trabajoso, laborioso · επίπονη
επίμονος [epímonos] (adj.) insistente, εργασία- un labor difícil,
persistente, perseverante, obstina­ επιπρόσθετα [epiprósceta] (adv.) por
do. añadidura,
επίμοχθος [epímojzos] (adj.) laborio­ επιπρόσθετος [epipróscetos] (adj.) adi­
so, penoso, cional, añadido · επιπρόσθετα έξοδα-
επίνειο [epinio] (n./n.) puerto, gastos adicionales,
επινόηση [epinóisi] (nyf.) invención, επίπτωση [epíptosi] (nyf.) consecuen­
invento. cia, repercusión, resultado,
επινοητικός [epinoiticós] (adj.) inve­ επιρρεπής [epirepís] (adj.) propenso
ntivo, ingenioso, (a).
επινοώ [epinoó] (v.) idear, inventar, επίρρημα [epírima] (nyn.) (Gram.) ad­
επιορκία [epiorqula] (nyf.) perjurio, verbio.
επίορκος [epíorcos] (adj.) perjuro, επιρρίπτω [epirípto] (v.) atribuir, im­
επίπεδο [epípedo] (n./n.) 1: nivel, 2: putar.
altura · πνευματικό επίπεδο- nivel επιρροή [epiroí] (nyf.) influencia, in­
cultural · βιοτικό επίπεδο- nivel de flujo, efecto,
vida. επισείω [episío] (v.) amenazar, blandir,
επίπεδος [epípedos] (adj.) llano, pla­ επίσημα [epísima] (adv.) oficialmente,
no, liso · επίπεδη επιφάνεια- super­ επισημαίνω [episiméno] (v.) señalar,
ficie plana, subrayar.
επιπλέον [epipléon] (adv.) de más, επισημοποιώ [episimopió] (v.) oficiali­
además. zar, formalizar,
επιπλέω [epipléo] (v.) flotar, salir a επίσημος [epísimos] (adj.) oficial, for­
flote. mal.
επίπληξη [epípliksi] (nyf.) bronca, repri­ επισημότητα [episimótita] (nyf.) for­
menda, amonestación, reprensión, malidad.
επιπλήττω [epiplíto] (v.) reprender, επίσης [epísis] (adv.) también, igual-

693
επισκεπτήριο

mente, además, επιστράτευση [epistrátefsi] (n./f.) mo­


επισκεπτήριο [episqueptírio] (n./n.) vilización,
horario de visita, hora de visita, επιστρατεύω [epistratévo] (v.) movili­
επισκέπτης [episquéptis] (n./m.) 1: vi­ zar, llamar a filas,
sitante, 2: invitado, επιστρέφω [epistréfo] (v.) volver, re­
επισκέπτομαι [episquéptome] (v.) gresar.
visitar. επιστροφή [epistrofí] (ηΛ.) vuelta, re­
επισκευάζω [episquevádso] (v.) repa­ greso, retorno,
rar, arreglar, remendar, reformar, επίστρωση [epístrosi] (n./f.) recubri­
επισκευή [episquevQ (n./f.) repara­ miento, revestimiento,
ción, arreglo, remiendo, reformación επισυνάπτω [episinápto] (v.) adjuntar,
• το αυτοκίνητο είναι στο συνεργείο επισύρω [episíro] (v.) 1: atraer, tirar, 2:
για επισκευή- el cohe está en el ta­ provocar, causar,
ller para reparación, επισφαλής [episfalís] (adj.) inseguro,
επίσκεψη [epísquepsi] (η Λ ) visita, incierto, dudoso,
επισκιάζω [episquiádso] (v.) eclipsar, επισφραγίζω [episfraguídso] (v.) se­
ensombrecer, sombrear, llar, concluir, finalizar,
επισκόπηση [episcópisi] (ηΛ.) revista, επισφράγιση [episfráguisi] (nVf.) se­
επισκοπικός [episcopicós] (adj.) epi­ llado.
scopal. επισώρευση [episórefsi] (n./f.) acumu­
επίσκοπος [epíscopos] (n./m.) obispo, lación, amontonamiento,
επισπεύδω [epispévdo] (v.) acelerar, επισωρεύω [episorévo] (v.) acumular,
precipitar, apurar, aligerar, amontonar,
επίσπευση [epíspefsi] (n./f.) acelera­ επιταγή [epitaguí] (ηΛ.) 1: (dinero)
ción, precipitación, apresuración. cheque, 2: (algo indispensable) dire­
επιστάτης [epistátis] (ηΛη.) 1: capa­ ctiva, norma, orden · υπογράφω μια
taz, encargado, caporal, 2: conserje, επιταγή- firmar un cheque · εθνική
portero · σχολικός επιστάτης- por­ επιταγή- directiva nacional,
tero de escuela, επιτακτικός [epitacticós] (adj.) impe­
επιστατώ [epistató] (v.) supervisar, rioso, imperativo, obligatorio, auto­
administrar, ritario.
επιστεγάζω [epistegádso] (v.) techar, επίταξη [epítaksi] (η Λ ) requisa,
επιστήθιος [epistícios] (adj.) íntimo, επίταση [epítasi] (ηΛ.) intensificación,
entrañable · επιστήθιος φίλος- ami­ επιτάσσω [epitáso] (v.) 1: requisar, 2:
go íntimo, obligar, forzar,
επιστήμη [epistími] (ηΛ.) ciencia, επιτάφιος [epitáfios] (adj.) fúnebre,
επιστήμονας [epistímonas] (ηΛη.) cien­ funerario · περιφορά επιταφίου-
tífico. procesión fúnebre · επιτάφιος λό­
επιστημονικός [epistimonicós] (adj.) γος- alocución fúnebre,
científico · επιστημονικό σύγγραμ­ επιτάχυνση [epitájinsi] (ηΛ.) acelera­
μα- escrito científico, ción, aceleramiento,
επιστολή [epistolí] (η Λ ) carta •επίση­ επιταχύνω [epitajíno] (v.) acelerar,
μη επιστολή- carta formal, precipitar,
επιστόμιο [epistómio] (n./n.) boquilla. επιτείνω [epitíno] (v.) 1: intensificar, 2:

694
επιφυλακτικότητα

acrecentar, aumentar, επιτραπέζιος [epitrapédsios] (adj.) de


επιτελάρχης [epitelárjis] (n7n.) jefe de mesa · επιτραπέζιο παιχνίδι- juego
sección. de mesa.
επιτελείο [epitelio] (n./n.) estado ma­ επιτρεπτός [epitreptós] (adj.) permi­
yor, equipo de colaboradores, tido • 'εππρεπτό όριο- límite permi­
επιτέλους [epitélus] (adv.) finalmente, tido.
por fin. επιτρέπω [epitrépo] (v.) permitir, ad­
επιτετραμμένος [epitetraménos] (n7m.) mitir, autorizar,
encargado, επιτροπή [epitropí] (n7f.) comisión,
επίτευγμα [epítevgma] (n7n.) logro, delegación,
consecución, realización, επίτροπος [epítropos] (nVm.+f.) 1:
επίτευξη [epítefksi] (n./f.) éxito, reali­ representante, comisionado, dele­
zación. gado, 2: tutor,
επιτήδειος [epitídios] (adj.) diestro, há­ επιτροχάδην [epitrojádin] (adv.) rápi­
bil. damente.
επίτηδες [epítides] (adv.) adrede, a επιτυγχάνω [epitigjáno] (v.) conseguir,
propósito, intencionadamente · το lograr, acertar · επιτυγχάνω κάτι- lo­
έκανε επίτηδες- lo hizo a propósito, grar algo.
επιτήδευμα [epitídevma] (n7n.) pro­ επιτύμβιος [epitímvios] (adj.) sepul­
fesión, oficio, cral.
επιτηδευμένος [epitidevménos] (adj.) επιτυχής [epitijís] (adj.) con éxito,
remilgado, afectado, acertado.
επιτήδευση [epitídevsi] (n./f.) remilgo, επιτυχία [epitijía] (nVf.) éxito, acierto,
afectación, επιτυχώς [epitijós] (adv.) exitosame­
επιτηδευματίας [epitidevmatías] (n7m.) nte, con éxito, acertadamente,
artesano. επιφάνεια [epifánia] (nVf.) superficie,
επιτήρηση [epitírisi] (n./f.) vigilancia, επιφανειακός [epifaniacós] (adj.) su­
επιτηρητής [epitiritís] (nVm.) vigila­ perficial · επιφανειακό τραύμα- he­
nte, supervisor, rida superficial,
επιτηρώ [epitiró] (v.) vigilar, supervi­ επιφανής [epifanís] (adj.) ilustre, fa­
sar. moso, célebre,
επιτίθεμαι [epitíceme] (v.) atacar, επιφέρω [epiféro] (v.) conllevar, aca­
agredir, asaltar, rrear · o δυνατός σεισμός επέφερε
επιτίμηση [epitímisi] (n7f.) reprime­ σοβαρές ζημιές- el terremoto fuerte
nda. conllevó graves daños,
επίτιμος [epítimos] (adj.) honorario · επίφοβος [epífovos] (adj.) terrible, in­
επίτιμος καθηγητής- profesor ho­ quietante, temible,
norario. επιφορτίζω [epifortídso] (v.) respo­
επιτιμώ [epitimó] (v.) reprender, nsabilizar,
επιτόκιο [epitóquio] (n./n.) (Econ.) in­ επιφυλακή [epifilaquí] (n7f.) alerta ·
terés. είμαι σε επιφυλακή- estar en alerta,
επιτομή [epitomQ (nVf.) compendio, επιφυλακτικός [epifilacticós] (adj.) re­
sumario, resumen, servado, cauteloso, precavido,
επιτόπιος [epitópios] (adj.) local. επιφυλακτικότητα [epifilacticótita]

695
επιφύλαξη

(n./f.) reserva, cautela, επόπτης [epóptis] (n./m.) supervisor,


επιφύλαξη [epifílaksi] (nyf.) reserva, cau­ έπος [épos] (n./n.) epopeya, épica,
tela. επουλώνω [epulóno] (v.) cicatrizar, cu­
επιφυλάσσω [epifiláso] (v.) reservar, rar.
επιφώνημα [epifónima] (nyn.) inte­ επούλωση [epúlosi] (n./f.) cicatriza­
rjección, exclamación, ción, curación,
επιχείρημα [epijírima] (nyn.) argu­ επουράνιος [epuránios] (adj.) celestial,
mento, intento, επουσιώδης [epusiódis] (adj.) secun­
επιχειρηματικός [epijirimaticós] (adj.) dario, segundario · επουσιώδες ελάτ­
empresarial · επιχειρηματική δρα­ τωμα· un defecto secundario,
στηριότητα· actividad empresarial, εποφθαλμιώ [epofzalmió] (v.) codi­
επιχειρηματίας [epijirimatías] (nym.) ciar.
empresario, εποχή [epojí] (nyf.) 1: época, tem­
επιχειρηματολογικός [epijirimatolo- porada, era, 2: (del año) estación, 3:
guicós] (adj.) discutidor. período · η εποχή του θερισμού- la
επιχείρηση [epijírisi] (n./f.) empresa, temporada de cosechas · εποχή
negocio, operación, ακμής- período de florecimiento · ij
επιχειρώ [epijiró] (v.) emprender, aco­ εποχή των παγετώνων- la era glacial
meter, intentar, • η εποχή της Αναγέννησης- la épo­
επιχορήγηση [epijoriguisi] (nyf.) sub­ ca renacentista,
vención, subsidio · ευρωπαϊκή επι­ επτά [eptá] (núm.) siete,
χορήγηση- subvención europea, επτακόσια [eptacósia] (núm.) setecien­
επιχορηγώ [epijorigó] (v.) subvencio­ tos.
nar. επταπλασιάζω [eptaplasiádso] (v.) sep­
επίχρυσος [epíjrisos] (adj.) dorado, tuplicar.
επίχωμα [epíjoma] (nyn.) malecón, επωάζω [epoádso] (v.) incubar, empo­
επιχώριος [epijórios] (adj.) indígena, llar.
nativo. επώαση [epóasi] (nyf.) incubación, em­
εποίκηση [epíquisi] (nyf.) colonización, polladura,
εποικίζω [epiquídso] (v.) colonizar, επώδυνος [epódinos] (adj.) doloroso,
έποικος [épicos] (nym.) colono, colo­ penoso, dolorido,
nizador. επωμίζομαι [epomídsome] (v.) em­
επόμενος [epómenos] (adj.) siguiente, prender, cargarse (con),
próximo, posterior, επωνυμία [eponimía] (nyf.) firma, tí­
επομένως [epoménos] (adv.) por con­ tulo.
siguiente, por lo tanto, επώνυμο [epónimo] (n./n.) apellido ·
επονείδιστος [eponídistos] (adj.) ig­ ποιο είναι το επώνυμό σας;- ¿cómo
nominioso, vergonzoso, indigno, se apellida usted?,
επονομάζω [eponomádso] (v.) ape­ επωφελής [epofelís] (adj.) provecho­
llidar. so, beneficioso, ventajoso,
εποποιία [epopiía] (nyf.) epopeya, επωφελούμαι [epofelúme] (v.) apro­
εποπτεία [epoptía] (nyf.) supervisión, vecharse, beneficiarse,
εποπτεύω [epoptévo] (v.) supervisar, έρανος [éranos] (nym.) colecta · φι­
administrar. λανθρωπικός έρανος- colecta filan­

696
εριστικός

trópica.
ερασιτέχνης [erasitéjnis] (n./m.) aficio­ ερεθίζω [erecídso] (v.) irritar, excitar,
nado. estimular,
εράσμιος [erásmios] (adj.) amoroso, ερέθισμα [erécisma] (n7n.) estímulo,
encantandor. incentivo,
εραστής [erastís] (n7m.) amante, ερεθισμός [erecismós] (n7m.) 1: (sexual)
εργάζομαι [ergádsome] (v.) trabajar, excitación, 2: (en la piel) irritación,
currar, laborar, ερεθιστικός [erecisticós] (adj.) 1: (sexual)
εργαλείο [ergalío] (nVn.) instrumento, excitante, 2: (en la piel) irritante,
utensilio, herramienta · χειρουργικά ερείπιο [erípio] (n./n.) ruina · ερείπια-
εργαλεία- utensilios quirúrgicos, restos, arrebañamientos, residuos,
εργαλειοθήκη [ergaliocíqui] (nVf.) ερειπωμένος [eripoménos] (adj.) des­
portaherramientas, moronado, ruinoso, arruinado,
εργασία [ergasía] (n./f.) trabajo, curro, ερειπώνω [eripóno] (v.) arruinar,
labor, empleo, ερείπωση [eríposi] (n7f.) derribo, derri-
εργάσιμος [ergásimos] (adj.) laboral · bamiento.
εργάσιμες ημέρες- días laborales, έρεισμα [érisma] (n7n.) apoyo, base,
εργαστηριακός [ergastiriacós] (adj.) soporte.
laboratorio, έρευνα [érevna] (nVf.) investigación,
εργαστήριο [ergastírio] (nVn.) labora­ encuesta, averiguación,
torio, taller, ερευνητής [erevnitís] (nVm.) investi­
εργάτης [ergátis] (n7m.) trabajador, gador, científico,
obrero, operario, ερευνώ [erevnó] (v.) investigar, en­
εργατικός [ergaticós] (adj.) diligente, cuestan averiguar,
laboral, obrero, trabajador, ερημητήριο [erimitírio] (n7n.) ermita,
εργατικότητα [ergaticótita] (nVf.) dili­ ερημιά [erimiá] (nVf.) 1: desierto, 2: so­
gencia. ledad, abandono,
εργένης [erguénis] (n./m.) soltero, ερημικός [erimicós] (adj.) desierto, so­
έργο [érgo] (n7n.) 1: (película, teatro) litario, desértico, abandonado · ερη­
obra, 2: reforma · έργο τέχνης- obra μική παραλία- playa desierta,
de arte · γίνονται έργα- estar en ερημίτης [erimítis] (nVm.) ermitaño,
obras · καλλιτεχνικό έργο- obra ar­ ερημονήσι [erimonísi] (n7n.) isla de­
tística · φιλανθρωπικό έργο- acción sierta.
filantrópica, έρημος [érimos] 1: (n./f.) desierto, 2:
εργοδηγός [ergodigós] (nVm.) capa­ (adj.) desierto, deshabitado, solita­
taz. rio.
εργοδότης [ergodótis] (n7m.) patrón, ερημώνω [erimóno] (v.) despoblar, des­
jefe, director, empresario, habitar, quedar desierto,
εργολαβία [ergolavía] (nVf.) contrata, ερήμωση [erímosi] (nVf.) despobla­
εργολάβος [ergolávos] (n7m.) contra­ ción, despoblamiento,
tista. έριδα [érida] (nVf.) disputa, altercado,
εργοστάσιο [ergostásio] (nVn.) fábri­ riña, discordia,
ca. έριο [ério] (nVn.) lana,
εργόχειρο [ergójiro] (nVn.) labor, bor- εριστικός [eristicós] (adj.) pendencie­

697
ερίτιμος

ro, altercador · εριστική συμπεριφο­ χομαι στα λόγια- estoy discutiendo


ρά- comportamiento pendenciero, (con alguien) · έρχομαι στα χέρια- se
ερίτιμος [eritimos] (adj.) honorable, están peleando,
ερίφιο [erífio] (n./n.) cabrito, chivo, ερχόμενος [erjómenos] (adj.) próxi­
έρμα [érma] (n./n.) lastre, balasto, mo, que viene, siguente · το ερχόμε­
peso. νο έτος- el año próximo,
έρμαιο [érmeo] (n./n.) presa, víctima, ερχομός [erjomós] (n./m.) venida, lle­
ερμάρι [ermári] (n./n.) armario, gada.
ερμαφρόδιτος [ermafróditos] (adj.) ερωμένος [eroménos] (n7m.) amante,
hermafrodita. querido.
ερμηνεία [erminía] (n./f.) interpreta­ έρωτας [érotas] (nVm.) amor · γάμος
ción, explicación, comentario, από έρωτα- matrimonio por amor ·
ερμηνευτής [ermineftís] (n./m.) intér­ πλατωνικός έρωτας- amor platónico
prete, comentarista, • κάνω έρωτα- hacer el amor,
ερμηνευτικός [erminefticós] (adj.) in­ ερωτευμένος [erotevménos] (adj.) ena­
terpretativo, morado (de),
ερμηνεύω [erminévo] (v.) interpretar, ερωτεύομαι (erotévome) (v.) enamo­
explicar, comentar. rarse (de) · ερωτεύομαι κάποιον με
Ερμής [ermís] (n./n.) 1: (planeta) Mer­ την πρώτη ματιά- enamorarse de al­
curio, 2: (dios mitológico) Hermes. guien desde la primera mirada,
ερμητικός [ermiticós] (adj.) herméti­ ερωτηματικός [erotimaticós] (adj.) in­
co. terrogativo · ερωτηματική αντωνυ­
ερπετό [erpetó] (n./n.) reptil · δηλητη­ μία- pronombres interrogativos,
ριώδη ερπετά- reptiles venenosos, ερωτηματολόγιο [erotimatológio] (n7n.)
ερπετολογία [erpetologuía] (n./f.) cuestionario, interrgatorio.
herpetología. ερώτηση [erótisi] (n./f.) pregunta ·
έρπης [érpis] (n./m.) (Med.) herpes, ερώτηση κρίσεως- pregunta críti­
ερπύστρια [erpístria] (n./f.) oruga, ca· αδιάκριτη ερώτηση- pregunta
έρπω [érpo] (v.) reptar, arrastrar, indiscreta,
ερυθρά [erizrá] (n./f.) (Med.) rubéola, ερωτιάρης [erotiáris] (adj.) enamora­
ερυθρός [erizrós] (adj.) rojo · Ερυθρά dizo, cariñoso,
θάλασσα- Mar Rojo · Ερυθρός Σταυ­ ερωτικός [eroticós] (adj.) erótico,
ρ ός· la Cruz Roja, amoroso » ερωτική ταινία- película
έρχομαι [érjome] (v.) venir, llegar · erótica.
έρχομαι σε επαφή- estar en conta­ ερωτοτροπία [erototropía] (n./f.) flir­
cto (con) · ήρθε απρόσκλητος στο teo, coqueteo, coquetería,
πάρτυ- llegó a la fiesta sin invitación ερωτοτροπώ [erototropó] (v.) flirtear,
• όλα του έρχονται βολικά- todo le coquetear,
viene bien · με την έκπτωση έρχεται ερωτύλος [erotílos] (nVm.) mujeriego,
φτηνότερο- con el descuento sale ερωτώ [erotó] (v.) preguntar, cuestio­
más barato · μου έρχεται γάντι- me nar, interrogar, vea también.
queda muy bien · έρχομαι στο κέφι- εσκεμμένος [esqueménos] (adj.)
me estoy emborrachando · του ήρθε intencionado · εσκεμμένο λάθος-
μια ιδέα- le ha llegado una idea · έρ­ error intencionado.

698
ετεροφυλόφιλος

εσάρπα [esárpa] (f./n.) echarpe, εσωκλείω [esoclío] (v.) adjuntar, in­


foulard. cluir, encerrar,
εσοδεία [esodía] (n./f.) cosecha, εσώκλειστος [esóclistos] (adj.) adju­
έσοδο [ésodo] (n./n.) ingreso · έσοδα nto.
και έξοδα- ingresos y gastos, εσώρουχο [esórujo] (n7n.) ropa inte­
εσοχή [esojí] (n7f.) nicho, hueco, rior, prenda interior, lencería, calzon­
εσπεράντο [esperánto] (nVn.) espe­ cillo.
ranto. εσωστρέφεια [esostréfia] (n7f.) intro­
εσπεριδοειδές [esperidoidés] (adj.) versión.
cítrico. εσωστρεφής [esostrefís] (adj.) intro­
εσπερινός [esperinós] 1: (nVm.) ví­ vertido.
spera, 2: (adj.) vespertino · εσπερινό εσωτερικό [esotericó] (n7n.) interior ·
σχολείο- escuela vespertina, στο εσωτερικό της χώρας- en el in­
έσπερος [ásperos] (nVm.) estrella ve­ terior del país,
spertina. εσωτερικός [esotericós] (adj.) interior,
εσπευσμένα [espefsména] (adv.) apre- interno · Υπουργείο Εσωτερικών-
suramente, precipitadamente, Ministerio de interior · εσωτερική
εσπευσμένος [espefsménos] (adj.) σκάλα- escalera interior · εσωτερι­
apresurado, precipitado, κές υποθέσεις- asuntos interiores,
εσταυρωμένος [estavroménos] (adj.) εταζέρα [etadséra] (n7f.) estantería,
crucificado, ετάζω [etádso] (v.) examinar,
εστεμμένος [esteménos] (adj.) coro­ εταίρα [etéra] (n./f.) prostituta,
nado. εταιρεία [etería] (n./f.) empresa, co­
εστία [estía] (n./f.) 1: foco, fogón, 2: mpañía, sociedad · εταιρεία πληρο­
hogar, 3: residencia · οικογενειακή φορικής· empresa de informática
εστία- hogar familiar · φοιτητική • αεροπορική εταιρεία- compañía
εστία- residencia de estudiantes, aérea · ομόρρυθμος εταιρεία- socie­
εστιάζω [estiádso] (v.) enfocar, con­ dad limitada,
centrarse · εστιάζω την προσοχή εταιρικός [etericós] (adj.) social, em­
μου σε κάτι- enfocar la atención en presarial.
algo. εταίρος [etéros] (n./m.) socio, asocia­
εστιακός [estiacós] (adj.) focal, do, compañero,
εστιατόριο [estiatório] (n./n.) restau­ ετερογενής [eteroguenís] (adj.) hete­
rante. rogéneo.
έστω [ésto] (adv.) aun así. ετεροδημότης [eterodimótis] (n./m.)
εσύ [esí] (pron.) tú. que pertenece a otra comunidad,
εσφαλμένος [esfalménos] (adj.) equi­ ετεροθαλής [eterozalís] (adj.) herma­
vocado, erróneo, nastro · ετεροθαλή αδέρφια- her­
έσχατος [ésjatos] (adj.) último, extre­ manastros,
mo, ñnal, posterior · αγωνίζομαι μέ­ ετερόκλιτος [eteróclitos] (adj.) pro­
χρι εσχάτων- estoy luchando hasta miscuo.
el final · έσχατη ανάγκη- necesidad έτερος [éteros] (pron.) otro · αφετέ­
extrema, ρου· por otro lado/por otra parte,
έσω [éso] (adv.) dentro. ετεροφυλόφιλος [eterofilófilos] (adj.)

699
ετήσιος

heterosexual, ευαίσθητος [evéscitos] (adj.) 1: sen­


ετήσιος [etísios] (adj.) anual, sible, 2: emotivo · ευαίσθητος στο
ετησίως [etisíos] (adv.) cada año, κρύο- sensible al frío,
anualmente, ευάλωτος [eválotos] (adj.) vulnerable,
ετικέτα [etiquéta] (ηΛ.) etiqueta, ró­ frágil, débil · ευάλωτος χαρακτή­
tulo, marca, ρας· carácter vulnerable,
ετοιμάζω [etimádso] (v.) preparar, ευανάγνωστος [evanágnostos] (adj.)
ετοιμασία [etimasía] (ηΛ.) prepara­ legible, inteligible · ευανάγνωστο
ción, preparativo, κείμενο- texto legible,
ετοιμοθάνατος [etimozánatos] (adj.) ευαρέσκεια [evarésquia] (ηΛ.) sati­
moribundo, agónico, agonizante, sfacción, complacencia,
ετοιμόλογος [etimólogos] (adj.) ocu­ ευάρεστος [evárestos] (adj.) complá­
rrente. ceme, agradable,
ετοιμοπόλεμος [etimopólemos] (adj.) εύγεί [évgue] (interj.) ¡bravo!, ¡felici­
en pie de guerra, dades!.
ετοιμόρροπος [etimóropos] (adj.) rui­ ευγένεια [evguénia] (ηΛ.) cortesía,
noso, a punto de caerse, educación, amabilidad, nobleza,
έτοιμος [étimos] (adj.) preparado, li­ ευγενής [evguenís] (adj.) noble, cor­
sto, a punto de. tés, educado,
ετοιμότητα [etimótita] (η Λ ) pron­ ευγενικός [evguenicós] (adj.) educa­
titud, agilidad · σε ετοιμότητα- en do, cortés, amable,
prontitud, εύγευστος [évguefstos] (adj.) sabroso,
έτος [étos] (nVm.) año · δίσεκτο έτος- rico · εύγευστο φαγητό- comida sa­
año bisiesto · σχολικό έτος- año brosa/rica,
escolar · ακαδημαϊκό έτος- año aca­ ευγλωττία [evglotía] (ηΛ.) elocuen­
démico · πόσο ετών είσαι;- ¿cuántos cia.
años tienes?, εύγλωττος [évglotos] (adj.) elocuente,
έτσι [étsi] (adv.) así, de este modo, ευγνωμονώ [evgnomonó] (v.) agra­
ετυμηγορία [etimigoría] (η Λ ) vere­ decer.
dicto, sentencia, juicio, ευγνωμοσύνη [evgnomosíni] (η Λ )
ετυμολογία [etimologuía] (ηΛ.) eti­ gratitud, agradecimiento, reconoci­
mología. miento.
ευαγγέλιο [evagkélio] (n./n.) evange­ ευγνώμων [evgnómon] (adj.) agrade­
lio. cido, grato,
ευαγγελιστής [evagkelistís] (nym.) evan­ ευδαιμονία [evdemonía] (n./f.) pro­
gelista. speridad, bienestar, dicha, felicidad,
ευαγής [evaguís] (adj.) caritativo, puro ευδιάθετος [evdiácetos] (adj.) de buen
• ευαγή ιδρύματα- instituciones cari­ humor, dispuesto, jovial,
tativas. ευδιάκριτος [evdiácritos] (adj.) disce-
ευάερος [eváeros] (adj.) bien ventila­ rnible, claro,
do, aireado · ευάερο διαμέρισμα- ευδιάλυτος [evdiálitos] (adj.) soluble,
apartamento bien ventilado, ευδοκίμηση [evdoquímisi] (ηΛ.) pros­
ευαισθησία [evescisía] (ηΛ.) 1: sensi­ peridad.
bilidad, 2: emotividad. ευδοκιμώ [evdoquimó] (v.) prosperar.

700
ευκαταφρόνητος

ευδοκώ [evdocó] (ν.) dignarse, con­ nte, 2: francamente,


descender, εύθικτος [éfcictos] (adj.) susceptible,
εύελπις [évelpis] (n./m.) cadete · Σχο­ sensible · εύθικτος χαρακτήρας- ca­
λή Ευελπίδων- Escuela Militar de rácter sensible,
Cadetes. ευθιξία [efciksía] (n./f.) susceptibili­
ευελπιστώ [evelpistó] (v.) esperar, dad, sensibilidad · παραιτήθηκε για
ευέξαπτος [evéksaptos] (adj.) sensi­ λόγους ευθιξίας- renunció por se-
ble, susceptible, enojadizo, sceptibilidad.
ευεξία [eveksía] (n./f.) bienestar, pro­ εύθραυστος [éfzrafstos] (adj.) 1: frágil,
speridad. delicado, 2: débil · εύθραυστο αντι­
ευεπίφορος [evepíforos] (adj.) inclina­ κείμενο- objeto frágil · εύθραυστη
do. υγεία- salud débil,
ευεργεσία [everguesía] (nyf.) benefi­ ευθύγραμμος [efcígramos] (adj.) re­
cencia, caridad, ctilíneo, lineal,
ευεργέτης [everguétis] (nym.) bene­ ευθυκρισία [efcicrisía] (n./f.) rectitud,
factor, bienhechor, ευθυμία [efcimía] (n./f.) alegría, buen
ευεργετικός [evergueticós] (adj.) 1: humor, jovialidad,
benéfico, caritativo, 2: benéfico, be­ εύθυμος [éfcimos] (adj.) alegre, de
neficioso · ευεργετικές ιδιότητες- buen humor, jovial,
propiedades benéficas, ευθύνη [efcíní] (nyf.) responsabilidad,
ευερέθιστος [everécistos] (adj.) 1: irri­ ευθύνομαι [efcínome] (v.) ser respo­
table, enojadizo, 2: excitable, nsable, responsabilizarse,
ευζωία [evdsoía] (n./f.) prosperidad, ευθύς [efcís] (adj.) 1: recto, directo, 2:
ευήλιος [evilios] (adj.) que tiene mu­ sincero.
cha luz, soleado, iluminado, ευθυτενής [efcitenis] (adj.) vertical,
ευημερία [evimería] (nyf.) prosperi­ ευθύτητα [efcítita] (nyf.) rectitud,
dad, bienestar, felicidad, bonanza, ευκαιρία [efquería] (n./f.) oportuni­
ευημερώ [evimeró] (v.) prosperar, dad, ocasión · αρπάζω τηνευκαιρία-
εύηχος [évijos] (adj.) que suena bien, aprovechar la oportunidad · με την
melódico, πρώτη ευκαιρία- cuando tenga la
ευθαλής [efzalís] (adj.) frondoso, exu­ oportunidad,
berante. εύκαιρος [éfqueros] (adj.) disponible,
ευθανασία [efzanasía] (nyf.) eutana­ libre.
sia. ευκάλυπτος [efcáliptos] (nym.) euca­
ευθαρσής [efzarsís] (adj.) valiente, lipto.
audaz. εύκαμπτος [éfcamptos] (adj.) flexible,
ευθαρσώς [efzarsós] (adv.) de manera elástico.
atevida. ευκαμψία [efcampsía] (nyf.) flexibili­
ευθεία [efcía] (nyf.) línea recta · κα­ dad, elasticidad,
τευθείαν- directamente, derecha­ ευκατάστατος [efcatástatos] (adj.)
mente. acomodado, rico,
εύθετος [éfcetos] (adj.) conveniente, ευκαταφρόνητος [efcatafrónitos] (adj.)
oportuno, insignificante, despreciable, desdeña­
ευθέως [efcéos] (adv.) 1: directame­ ble.

701
ευκινησία

ευκινησία [efquinisía] (n./f.) agilidad, dúctil, ágil,


ligereza. ευμάρεια [evmária] (n./f.) opulencia,
ευκίνητος [efquínitos] (adj.) ágil, lige­ abundancia,
ro. ευμένεια [evménia] (n7f.) benevolen­
ευκοιλιότητα [efquiliótita] (n7f.) dia­ cia, bondad, favor,
rrea. ευμενής [evmenís] (adj.) benévolo, fa­
εύκολα [éfcola] (adv.) fácilmente, có­ vorable, propicio · ευμενής κριτική-
modamente, crítica benévola · ευμενείς καιρικές
ευκολία [efcolía] (n7f.) facilidad, co­ συνθήκες- tiempo favorable,
modidad · ευκολίες πληρωμής- faci­ ευμετάβλητος [evmetávlitos] (adj.)
lidades de pago, cambiable, alterable, variable, mu­
ευκολοδιάβαστος [efcolodiávastos] (adj.) dable.
legible. ευνόητος [evnóitos] (adj.) inteligible,
ευκολόπιστος [efcolópistos] (adj.) cré­ comprensible, obvio, evidente · για
dulo, inocente, ευνόητους λόγους- por motivos evi­
εύκολος [éfcolos] (adj.) fácil, simple, dentes.
sencillo. εύνοια [évnia] (n7f.) favor, gracia,
ευκολύνω [efcolíno] (v.) facilitar, sim­ ευνοϊκός [evnoicós] (adj.) propicio,
plificar. favorable, benévolo · ευνοϊκή μετα­
εύκρατος [éfcratos] (adj.) templado, χείριση- trato favorable,
suave · εύκρατο κλίμα- clima tem­ ευνουχίζω [evnujídso] (v.) castrar,
plado. ευνουχισμός [evnujismós] (n./m.) cas­
ευκρίνεια [efcrínia] (n./f.) claridad, pie­ tración.
dad, adoración, ευνούχος [evnújos] (n7m.) eunuco,
ευκρινής [efcrinís] (adj.) claro · ευκρι­ ευνοώ [evnoó] (v.) favorecer, benefi­
νής φωτογραφία- fotografía clara, ciar, propiciar, ver bien,
ευλάβεια [evlávia] (n7f.) devoción · ευόδωση [evódosi] (n./f.) éxito,
προσεύχομαι με ευλάβεια- orar con ευοίωνος [evíonos] (adj.) propicio,
devoción, favorable, benévolo · ευοίωνες συν­
ευλαβής [evlavís] (adj.) devoto, θήκες - condiciones propicias.
ευλογία [evloguía] (n./f.) bendición, ευπάθεια [efpácia] (n7f.) sensibilidad,
gracia · o παπάς έδωσε την ευλογία delicadeza, afectividad,
του στους νιόπαντρους- el sacerdo­ ευπαθής [efpacís] (adj.) sensible, de­
te bendijo a los recién casados, licado.
ευλογιά [evloguiá] (n./f.) (Med.) virue­ ευπαρουσίαστος [efparusíastos] (adj.)
la. 1: (cosas) presentable, 2: (personas)
εύλογος [évlogos] (adj.) razonable, ló­ guapo.
gico, sensato, ευπατρίδης [efpatrídis] (adj.) noble,
ευλογοφανής [evlogofanís] (adj.) ve­ hidalgo.
rosímil. ευπείθεια [efpícia] (nVf.) obediencia,
ευλογώ [evlogó] (v.) bendecir, alabar, docilidad, sumisión,
ευλυγισία [evliguisía] (n./f.) flexibili­ ευπειθής [efpicís] (adj.) obediente,
dad, ductilidad, agilidad, dócil.
ευλύγιστος [evlíguistos] (adj.) flexible, εύπεπτος [éfpeptos] (adj.) digerible.

702
ευτελής

ευπιστία [efpistía] (n./f.) credulidad, ευρυχωρία [evrijoría] (n./f.) amplitud,


buena fe, ingenuidad, ευρύχωρος [evríjoros] (adj.) amplio,
εύπιστος [éfpistos] (adj.) crédulo, con­ espacioso, ancho · ευρύχωρο δωμά­
fiado, ingenuo, τιο- habitación amplia,
εύπλαστος [éfplastos] (adj.) maleable, ευρωπαϊκός [evropaicós] (adj.) eu­
εύπορος [éfporos] (adj.) acaudalado, ropeo · Ευρωπαϊκή Ένωση- Unión
adinerado, acomodado · εύπορη οι­ Europea · ευρωπαϊκό νόμισμα- mo­
κογένεια- familia acomodada, neda europea.
ευπρέπεια [efprépia] (nVf.) decoro, Ευρωπαίος [evropéos] (adj.) europeo.
decencia, buena presencia, Ευρώπη [evrópi] (n7f.) Europa,
ευπρεπής [efprepís] (adj.) decoroso, ευρωστία [evrostía] (n7f.) robustez,
decente, de buena presencia, fortaleza, fuerza · οικονομική ευρω­
ευπρεπίζω [efprepídso] (v.) arreglar, στία- rubostez económica,
embellecer, εύρωστος [évrostos] (adj.) robusto,
ευπροσάρμοστος [efprosármostos] fuerte.
(adj.) acomodadizo, que se adapta, ευσέβεια [efsévia] (n./f.) devoción, re­
ευπρόσβλητος [efprósvlitos] (adj.) speto, veneración,
susceptible, vulnerable, ευσεβής [efsevís] (adj.) devoto, respe­
ευπρόσδεκτος [efprósdectos] (adj.) tuoso.
bienvenido, bien recibido, ευσπλαχνία [efsplajnía] (n./f.) compa­
ευπροσηγορία [efprosigoría] (nVf.) afa­ sión, piedad, misericordia,
bilidad. ευστάθεια [efstácia] (n./f.) estabilidad,
ευπροσήγορος [efprosígoros] (adj.) firmeza.
afable. ευσταθής [efstacís] (adj.) estable, fir­
ευπρόσιτος [efprósitos] (adj.) asequi­ me.
ble, accesible, ευστοχία [efstojía] (n/f.) puntería, acier­
εύρεση [évresi] (nVf.) encuentro, ha­ to.
llazgo, invención, descumbrimiento εύστοχος [éfstojos] (adj.) acertado,
• εύρεση εργασίας- encuentro de certero, atinado · εύστοχη παρατή­
empleo. ρηση- comentario acertado,
ευρετήριο [evretírio] (n./n.) índice, ευστροφία [efstrofía] (n./f.) agilidad,
catálogo. destreza.
εύρημα [évrima] (n./n.) hallazgo, in­ εύστροφος [éfstrofos] (adj.) ágil, dies­
vención, encuentro, tro.
ευρυμάθεια [evrimácia] (n./f.) erudi­ ευσυνειδησία [efsinidisía] (n./f.) con­
ción. ciencia, escrúpulo,
ευρύνω [evríno] (v.) ampliar, ensan­ ευσυνείδητος [efsiníditos] (adj.) con­
char, amplificar · ευρύνω τις γνώσεις cienzudo, escrupuloso,
μου- ampliar los conocimientos, εύσωμος [éfsomos] (adj.) corpulento,
ευρύς [evrís] (adj.) amplio, espacioso, robusto, fornido,
ancho, masivo · προϊόντα ευρείας ευτέλεια [eftélia] (n./f.) bajeza, ruin­
κατανάλωσης- productos de consu­ dad, humillación, mezquindad,
mo masivo, ευτελής [eftelís] (adj.) bajo, ruin, mez­
ευρύτητα [evrítita] (n./f.) amplitud. quino.

703
ευτράπελος

ευτράπελος [eftrápelos] (adj.) chisto­ ευχαριστημένος [efjaristiménos] (adj.)


so, gracioso, divertido · ευτράπελο contento, complacido, satisfecho,
συμβάν- incidente chistoso, ευχαριστήριος [efjaristírios] (adj.)
ευτραφής [eftrafís] (adj.) bien alime­ de agradecimiento · ευχαριστήρια
ntado, robusto, gordo, corpulento, κάρτα- carta de agradecimiento,
ευτύχημα [eftíjima] (n7n.) suerte, ευχαρίστηση [efjarístisi] (n./f.) placer,
buena suerte, agrado, satisfación.
ευτυχής [eftijís] (adj.) feliz, afortunado, ευχαριστία [efjaristía] (nyf.) agrade­
alegre · είμαι ευτυχής για τη γνωρι­ cimiento · Θεία Ευχαριστία- Euca­
μία- estoy deliz por conocerte, ristía.
ευτυχία [eftijía] (nyf.) felicidad, dicha, ευχάριστος [efjáristos] (adj.) agrada­
prosperidad, bienaventuranza, ble, complaciente, ameno, grato,
ευτυχισμένος [eftijisménos] (adj.) fe­ placentero · ευχάριστη σκηνή- esce­
liz, dichoso, próspero, bienaventu­ na agradable,
rado · ευτυχισμένος o νέος χρόνος!- ευχαριστώ [efjaristó] (ν.) 1: agradecer,
¡feliz año Nuevo!, dar las gracias, 2: complacer, agradar,
ευτυχώς [eftijós] (adv.) afortunada­ satisfacer · ευχαριστώ πολύ!- ¡mu­
mente, felizmente, menos mal. chas gracias! · με ευχαριστεί va είμαι
ευφάνταστος [efándastos] (adj.) ima­ με τους φίλους μου- me complace
ginativo. estar con mis amigos,
ευφημισμός [efimismós] (nym.) eufe­ ευχαρίστως [efjáristos] (adv.) con mu­
mismo, aclamación, cho gusto, gustosamente,
εύφλεκτος [éflectos] (adj.) inflamable ευχέρεια [efjéria] (n./f.) 1: facilidad, 2:
• εύφλεκτο υλικό- material combu­ soltura, fluidez, desenvoltura · ευ­
stible. χέρεια λόγου- hablar con soltura ·
ευφορία [eforía] (n./f.) fertilidad, fe­ οικονομική ευχέρεια- facilidad eco­
cundidad, nómica.
εύφορος [éforos] (adj.) fértil, produ­ ευχερώς [efjerós] (adv.) fácilmente,
ctivo, fecundo, arable · εύφορο έδα­ ευχή [efjí] (nyf.) deseo, bendición, an­
φος- terreno fértil, helo.
ευφράδεια [efrádia] (n./f.) elocuencia, εύχομαι [éfpme] (v.) desear, bendecir
locuacidad, labia, • εύχομαι va σε ξαναδώ- deseo verte
ευφραδής [efradís] (adj.) elocuente, de nuevo,
locuaz. εύχρηστος [éfjristos] (adj.) fácil de
ευφραίνομαι [efrénome] (v.) regoci­ usar, cómodo · εύχρηστο εργαλείο-
jarse. utensilio fácil de usar,
ευφυής [efiís] (adj.) inteligente, listo, ευωδιά [evodiá] (nyf.) 1: perfume, aro­
ingenioso, ma, fragancia, 2: olor,
ευφυΐα [efiía] (n./f.) inteligencia, razo­ ευωδιάζω [evodiádso] (v.) perfumar,
namiento, ingenio · δείκτης ευφυ­ aromar, aromatizar,
ΐας· índice de inteligencia intelec­ εφάμιλλος [efámilos] (adj.) compara­
tual. ble, igual.
ευφυολόγος [efiológos] (nym.) hu­ εφάπαξ [efápax] (adv.) en suma glo­
morista, ocurrente. bal.

704
εχεμύθεια

εφαπτομένη [efaptoméni] (nyf.) (Geom.) co, diario, gaceta · εφημερίδα της


tangente. κυβέρνησης- periódico del gobier­
εφαρμογή [efarmoguí] (nyf.) 1: ada­ no · ανεξάρτητη εφημερίδα- perió­
ptación, ajuste, 2: (Tecn.) aplicación dico independiente,
. εφαρμογή σχεδίου- realización de εφημεριδοπώλης [efimeridopólis] (nym.)
un plan. vendedor de periódicos/de diarios,
εφαρμόζω [efarmódso] (v.) 1: adaptar, εφημέριος [efimérios] (nym.) sacerdo­
ajustar, 2: aplicar, te.
εφαρμόσιμος [efarmósimos] (adj.) εφήμερος [efímeros] (adj.) efímero,
adaptable, ajustable, aplicable, fugaz, pasajero, corto · εφήμερη
εφέ [efé] (nyn.) efecto, σχέση- relación efímera,
εφεδρεία [efedría] (nyf.) reserva, aco­ εφιάλτης [efiáltis] (nym.) pesadilla,
pio · σε εφεδρεία- en reserva, εφίδρωση [efídrosi] (nyf.) transpira­
εφεδρικός [efedricós] (adj.) de reser­ ción, sudoración.
va. εφικτός [efictós] (adj.) posible, facti­
έφεδρος [éfedros] (nym.) reservista · ble, probable,
έφεδρος αξιωματικός- oficial reser­ έφιππος [éfipos] (adj.) a caballo,
vista. ecuestre · έφιππος στρατιώτης- sol­
εφεξής [efeksís] (adv.) de hoy en ade­ dado ecuestre,
lante, desde hoy, a partir de ahora, εφοδιάζω [efodiádso] (v.) abastecer,
έφεση [éfesi] (nyf.) 1: (Der.) apelación, proveer, equipar,
2: inclinación, vocación · έχει έφεση εφοδιασμός [efodiasmós] (nym.)
στη ζωγραφική-, abastecimiento, aprovisionamiento,
εφετείο [efetío] (nyn.) tribunal de ape­ equipo.
lación. εφόδιο [efódio] (nyn.) 1. provisión,
εφεύρεση [efévresi] (nyf.) invento, in­ abastecimiento, abasto, 2: requisito ·
vención, descubrimiento, του τελείωσαν τα εφόδια- se le aca­
εφευρέτης [efevrétis] (nym.) inventor, baron las provisiones,
εφευρετικός [efevreticós] (adj.) 1: in­ εφοδιοπομπή [efodiopombí] (nyf.)
ventivo, 2: ingenioso, convoy.
εφευρετικότητα [efevreticótita] (nyf.) έφοδος [éfodos] (nyf.) asalto, carga,
1: inventiva, 2: ingenio, inspección inesperada, arranque,
εφευρίσκω [efevrísco] (v.) inventar, in­ εφοπλιστής [efoplistís] (nym.) arma­
geniar. dor, naviero,
εφηβεία [efivía] (n./f.) adolescencia, εφορία [eforía] (nyf.) hacienda públi­
pubertad, ca.
εφηβικός [efivicós] (adj.) adolescente, εφόρμηση [efórmisi] (nyf.) asalto, ata­
nubil, joven · εφηβική συμπεριφο­ que.
ρά- comportamiento adolescente, έφορος [éforos] (nym.+f.) inspector
έφηβος [éfivos] (nym.+f.) adolescente, de Hacienda,
εφημερεύω [efimerévo] (v.) estar de εφόσον [efóson] (conj.) a condición
guardia. de que, con tal de que.
εφημερία [efimería] (nyf.) guardia, εχέγγυος [ejégkios] (adj.) solvente,
εφημερίδα [efimerída] (nyf.) periódi­ εχεμύθεια [ejemícia] (n./f.) discreción,

705
Εχέμυθος

reserva · απόλυτη εχεμύθεια- discre­ έχιδνα [éjidna] (n./f.) (Zool.) víbora,


ción completa/total, έχω [éjo] (v.) tener, haber, poseer · έ*ω
εχέμυθος [ejémizos] (adj.) discreto, μία αδερφή- tengo una hermana ·
reservado, έχω πυρετό- tengo fiebre · έχω πάει
έχθρα [éjzra] (ηΛ.) enemistad, odio, στην Ισπανία- he ido a España · έχει
hostilidad, πολύ θόρυβο- hay mucho ruido ·
εχθρεύομαι [ejzrévome] (v.) enemi­ έχει ολόκληρη περιουσία- posee
starse, odiar, una fortuna,
εχθρικός [ejzricós] (adj.) enemigo, εωθινός [eocinós] (adj.) mañanero,
hostil, agresivo, έως [éos] (adv.) hasta · έως ότου- ha­
εχθροπραξία [ejzropraksía] (η Λ ) ho­ sta que.
stilidad, rivalidad, εωσφόρος [eosfóros] (ηΛη.) lucifer,
εχθρός [ejzrós] (ηΛη.) enemigo, rival, satanás, diablo.
adversario,
εχθρότητα [ejzrótita] (n./f.) enemi­
stad, hostilidad, rivalidad.

706
χαλάω τη ζαχαρένια μου για τίποτα
- no me preocupo de nada,
Ζ, ζ [dsita] (nVn.) sexta letra del alfabe­ ζάχαρη [dsájari] (ηΛ.) azúcar,
to griego, ζαχαριέρα [dsajariéra] (n./f.) azucare­
ζαβλακώνω [dsavlacóno] (v.) dejar ro.
estupefacto, ζαχαρίνη [dsajaríni] (n./f.) sacarina,
ζαβολιά [dsavoliá] (n./f.) trampa, fulle­ ζαχαροκάλαμο [dsajarocálamo] (ηΛι.)
ría, engaño, picardía, caña de azúcar,
ζαβολιάρης [dsavoliáris] (adj.) tram­ ζαχαροπλαστείο [dsajaroplastío] (nVn.)
poso, fullero, pastelería, confitería,
ζαβός [dsavós] (adj.) torpe, desmaña­ ζαχαροπλάστης [dsajaroplástis] (n./m.)
do. pastelero, confitero,
ζαβώνω [dsavóno] (v.) combarse, ζαχαροπλαστική [dsajaroplastiquí] (ηΛ)
ζαγάρι [dsagári] n. sabueso, hombre pastelería.
vil. ζαχαροποιία [dsajaropiía] (η Λ ) refi­
ζακέτα [dsaquéta] (n./f.) 1: chaqueta, nería azucarera,
2: (larga) americana, ζαχαρώνω [dsajaróno] (v.) azucarar,
ζαλάδα [dsaláda] (n./f.) mareo, vérti­ acaramelar,
go, aturdimiento, vahído · μου ήρθε ζαχαρωτό [dsajarotó] (adj.) dulce, go­
ζαλάδα- me mareé, losina, caramelo,
ζάλη [dsáli] (n./f.) mareo, vértigo, atur­ ζέβρα [dsévra] (n./f.) cebra,
dimiento, ζελατίνα [dselatína] (n./f.) gelatina,
ζαλίζω [dsalídso] (v.) marear, aturdir, ζεματίζω [dsematídso] (v.) arder, abra­
ζαμπόν [dsambón] (n./n.) jamón, sar, quemar,
ζάπλουτος [dsámplutos] (adj.) muy ζεμάτισμα [dsemátisma] (n./n.) ardor,
rico, adinerado, acaudalado, quemadura,
ζάρα [dsára] (ηΛ.) arruga, pliegue, ζενίθ [dseníz] (nVn.) cénit, zenit, apó-
ζαρζαβατικό [dsardsavaticó] (nVn.) geo, auge · στο ζενίθ της καριέρας
vegetal, verdura, legumbre, του- en el cénit de su carrera,
ζαρζαβατικά [dsardsavaticá] (n./n.) pl. ζερβόδεξος [dservódeksos] (adj.) ambi­
legumbres, dextro.
ζάρι [dsári] (n./n.) dado, ζερβός [dservós] (adj.) zurdo, zocato,
ζαριά [dsariá] (nVf.) lance de dado, ζερβοχέρης [dservojéris] (adj.) zurdo,
ζαρκάδι [dsarcádi] (n./n.) (Zoo!.) cor­ ζεσταίνω [dsesténo] (v.) calentar, cal­
zo. dear.
ζαρντινιέρα [dsardiniéra] (n./f.) jardi­ ζέσταμα [dséstama] (n./n.) 1: (comida)
nera. calentamiento, 2: (gimnasia) preca-
ζάρωμα [dsároma] (n./n.) arruga, plie­ lentamiento.
gue. ζεστασιά [dsestasiá] (η Λ ) calor,,
ζαρώνω [dsaróno] (v.) arrugar, plegar, ζέστη [dsésti] (ηΛ.) calor, ardor, fervor,
ζαφείρι [dsafíri] (n./n.) zafiro, hervor.
ζαφορά [dsaforá] (n./f.) azafrán, ζεστός [dsestós] (adj.) 1: caliente, cá­
ζαχαρένιος [dsajaréños] (adj.) azu­ lido, caluroso, 2: ardiente, abrasador,
carado, acaramelado, dulce · δεν 3: (metáf.) acogedor· ζεστό φαγητό-

707
ζευγάρι

comida caliente · ζεστή φιλοξενία- ζήση [dsísi] (n./f.) vida, existencia,


acogida calurosa · (metáf.) ζεστό ζήτημα [dsítima] (n./n.) 1: asunto,
σπίτι- una casa acogedora, tema, cuestión, 2. (metáf.) problema ·
ζευγάρι [dsevgári] (nyn.) 1: (cosas) είναι ζήτημα χρόνου- es cuestión de
par, 2: (personas) pareja · ένα ζευ­ tiempo · είναι ζήτημα ζωής και θα­
γάρι παπούτσια- un par de zapatos νάτου- es cuestión de vida o muerte
• ένα νιόπαντρο ζευγάρι- una pareja • ζήτημα τιμής- cuestión de honor ·
recién casada, είναι σοβαρό ζήτημα- es un tema/
ζευγάρωμα [dsevgároma] (n./n.) apa­ asunto importante · δημιουργώ ζη­
reamiento, acoplamiento, coito, τήματα- crear/causar problemas,
ζευγαρώνω [dsevgaróno] (v.) aparear, ζήτηση [dsítisi] (nyf.) 1: demanda, pe­
emparejar, tición, 2: búsqueda,
ζεύξη [dséfksi] (n./f.) yunta, ζητιανεύω [dsitianévo] (v.) mendigar,
ζεύω [dsévo] (v.) uncir, acoplar. pedir limosna, pordiosear,
Ζευς [dsévs] (nym.) Zeus, ζητιάνος [dsitiános] (n./m.) mendigo,
ζέφυρος [dséfiros] (n./m.) céfiro, po­ pordiosero,
niente. ζήτω! [dsíto] (excl.) ¡viva!, ¡hurra!.
ζέχνω [dséjno] (v.) heder, apestar, ζητώ [dsitó] (v.) 1: pedir, demandar,
ζηλευτός [dsileftós] (adj.) envidiable, solicitar, reclamar, 2: buscar · ζητώ
deseable, codiciable, συγνώμη- pedir perdón · ζητώ μια
ζηλεύω [dsilévo] (v.) envidiar, tener πληροφορία- solicitar una informa­
celos, tener envidia a. ción · ζητώ βοήθεια- pedir ayuda ·
ζήλια [dsflia] (nyf.) envidia, celos, ζητώ σε γάμο- pedir la mano/ pedir
ζηλιάρης [dsiliáris] (adj.) 1: envidioso, a la novia,
celoso, 2: suspicioso. ζητωκραυγάζω [dsitocravgádso] (v.)
ζήλος [dsilos] (nym.) ardor, fervor, vitorear, aclamar, ovacionar · ζητω­
ζηλοτυπία [dsilotipía] (n./f.) envidia, κραυγάζω μια ομάδα- vitorear un
celos. equipo.
ζηλότυπος [dsilótipos] (adj.) 1: envi­ ζητωκραυγή [dsitocravguf] (nyf.) acla­
dioso, celoso, 2: posesivo, mación, ovación,
ζηλόφθονος [dsilófzonos] (adj.) envi­ ζιγκ-ζαγκ [dsik-dsak] (n./n.) zigzag,
dioso, celoso, ζιγκολό [dsigoló] (n./n.) gigoló.
ζηλοφθονώ [dsilofzonó] (v.) envidiar, ζιζάνιο [dsidsánio] (n./n.) cizaña,
ζηλωτής [dsilotís] (nym.) fanático, fer- ζιζανιοκτόνο [dsidsanioctóno] (nyn.)
viénte. pesticida.
ζημιά [dsimiá] (nyf.) daño, perjuicio, ζιρκόνιο [dsircónio] (n./n.) (Min.) cir­
pérdida. cón.
ζημιάρης [dsimiáris] (adj.) travieso, ζόρι [dsóri] (nyn.) 1: tensión, fuerza,
dañoso. 2: dificultad, problema · πήγε στον
ζημιώνω [dsimióno] (v.) dañar, damni­ γιατρό με το ζόρι- fue al doctor por
ficar, perjudicar, averiar, fuerza · αρχίζουν τα ζόρια- están
ζην [dsín] (nyn.) sustento, vida · κερδί­ empezando las dificultades,
ζω τα προς το ζην- ganasrse la vida* ζορίζω [dsorídso] (v.) forzar, presionar,
ευ ζην- bienestar. apremiar, apurar, apresurar.

708
ζωγραφιστός

ζόρικος [dsóricos] (adj.) 1: difícil, exi­ (adj.) par · ζυγοί αριθμοί- números
gente, 2: (carácter) indócil, indiscipli­ pares.
nado. ζυγός [dsigós] (nVm.) balanza, yugo ·
ζορμπάς [dsorbás] (n7m.) tirano, dés­ λύνω τους ζυγούς- marcharse,
pota, opresor, ζυγοσταθμίζω [dsigostazmidso] (ν.)
ζούγκλα [dsúgkla] (nJf.) jungla, equilibrar, estabilizar,
ζουζούνι [dsudsúni] (n./n.) insecto, ζυγοστάθμιση [dsigostázmisi] (n./f.)
chinche. estabilización,
ζουζουνίζω [dsudsunídso] (v.) zum­ ζύγωμα [dsígoma] (n./n.) acercamie­
bar. nto.
ζουζούνισμα [dsudsúnisma] (n7n.) ζυγώνω [dsigóno] (v.) acercarse,
zumbido. ζυθοζύμη [dsizodsími] (nVf.) levadura
ζουλάπι [dsulápi] (n./n.) bestia, ani­ de cerveza,
mal. ζυθοποιείο [dsizopíío] (n./n.) cerve­
ζούληγμα [dsúligma] (nVn.) presión, cería.
apretón. ζυθοποιία [dsizopiía] (n/f.) fábrica de
ζουλώ [dsuló] (v.) apretar, aplastar, es­ cerveza.
trujar, comprimir, ζυθοποιός [dsizopiós] (nVm.) cerve­
ζουμ [dsoum] (n7n.) zoom. cero.
ζουμερός [dsumerós] (adj.) jugoso, ζύθος [dsízos] (n./m.) cerveza,
sustancial, ζυμάρι [dsimári] (n./n.) masa, pasta ·
ζουμί [dsumí] (n7n.) 1: jugo, zumo, 2: ανοίγω ζυμάρι- hacer la/una masa,
sustancia, ζυμαρικό [dsimaricó] (n./n.) pasta,
ζουμπούλι [dsumbúli] (nVn.) jacinto, ζύμη [dsímí] (n7f.) pasta, masa, leva­
ζουπώ [dsupó] (v.) apretar, empujar, dura.
ζουρλομανδύας [dsurlomandías] (nym.) ζύμωμα [dsímoma] (n./n.) amasadura,
camisa de fuerza, amasamiento, amasijo,
ζουρλός [dsurlós] (adj.) loco, ζυμώνω [dsimóno] (v.) amasar, mez­
ζοφερός [dsoferós] (adj.) sombrío, os­ clar.
curo, lúgubre, tétrico, tenebroso, ζύμωση [dsímosi] (n7f.) fermentación,
ζόφος [dsófos] (nVm.) oscuridad, descomposición · πολιτική ζύμωση-
ζοχάδα [dsojáda] (nVf.) rabieta · έχω descomposición política,
ζοχάδες- tener murria, ζυμωτής [dsimotís] (n./m.) amasador,
ζοχαδιάζω [dsojadiádso] (v.) rabiar, ζω [dso] (v.) 1: vivir, existir, ser, 2: resi­
ζυγαριά [dsigariá] (nVf.) balanza, peso, dir, habitar · ζει σαν βασιλιάς- vive
ζύγι [dsígui] (nVn.) peso, pesa, como un rey · ζω μόνος μου- vivo
ζυγιάζω [dsiguiádso] (v.) equilibrar, solo · va ζήσεις/^βΐίζ cumple!,
ζυγίζω [dsiguídso] (v.) pesar, ponderar, ζωγραφιά [dsografiá] (n7f.) pintura,
compensar · ζυγίζω το φορτίο- pe­ dibujo, viñeta, retrato,
sar la carga, · ζυγίζω την κατάστα­ ζωγραφίζω [dsografídso] (v.) pintar,
ση- compensar la situación, dibujar, retratar, colorear,
ζύγισμα [dsíguisma] (nVn.) peso, pe­ ζωγραφική [dsografiquí] (n./f.) pi­
saje. ntura.
ζυγός [dsigós] 1: (n7m.) (Zód.) Libra, 2: ζωγραφιστός [dsografistós] (adj.) di­

709
ζωγράφος

bujado, pintado, ζώο [dsóo] (n./n.) animal, bestia · κα­


ζωγράφος [dsográfos] (n7m.) pintor τοικίδιο ζώο- mascota,
• ταλαντούχος ζωγράφος- pintor ζωογόνηση [dsoogónisi] (η Λ ) vivifi­
talentoso, cación, estimulación, animación,
ζώδιο [dsódio] (nVn.) zodíaco · τι (ώ- ζωογόνος [dsoogónos] (adj.) vivifi­
διο είσαι;- ¿cuál es tu signo del zo­ cante, estimulante, animador,
díaco?. ζωογονώ [dsoogonó] (v.) vivificar, es­
ζωέμπορος [dsoémboros] (n./m.) ga­ timular, animar,
nadero. ζωοκλέφτης [dsoocléftis] (nVm.) cua­
ζωή [dsoí] (n./f.) vida, existencia · trero, ladrón de ganado,
ασφάλεια ζωής- seguro de vida · ζωολογία [dsoologuía] (n./f.) zoolo­
άγρια ζωή- vida salvaje, gía.
ζωηρά [dsoirá] (adv.) vivamente, vigo­ ζωολογικός [dsoologicós] (adj.) zoo­
rosamente, alegremente, lógico · ζωολογικός κήπος- a) zoo,
ζωηράδα [dsoiráda] (n./f.) viveza, viva­ b) parque zoológico,
cidad, energía, impetuosidad, ζωολόγος [dsoológos] (ηΛη.) zoólo­
ζωηρεύω [dsoirévo] (v.) animar, reani­ go.
mar, avivar, vivificar, ζωοτροφείο [dsootrofío] (n7n.) casa
ζωηρός [dsoirós] (adj.) 1: vivo, vivaz, de fieras.
vivaracho, 2: enérgico, activo · ζωη­ ζωοτροφή [dsootrofí] (η Λ ) pienso,
ρά χρώματα- colores vivos · είναι alimento para animales,
ζωηρό παιδί- es un niño activo, ζωόφιλος [dsoófilos] (adj.) amigo de
ζωηρότητα [dsoirótita] (n./f.) viveza, los animales,
vitalidad, vigor, fortaleza, ζωστήρα, ζωστήρας [dsostíra, dsostí-
ζωμός [dsomós] (n./m.) caldo · ζωμός ras] (n./f.) cinturón,
Λαχανικών- caldo de verduras, ζωτικός [dsoticós] (adj.) vital, neurál­
ζωνάρι [dsonári] (n./n.) faja, cinturón, gico, esencial, fundamental,
ζώνη [dsóni] (ηΛ.) 1: cinturón, faja, ζωτικότητα [dsoticótita] (η Λ ) vitali­
ceñidor, correa, 2: zona, región · dad, energía,
δερμάτινη ζώνη- cinturón de cue­ ζωύφιο [dsoífio] (n7n.) bicho, insecto,
ro · ζώνη ασφαλείας- cinturón de ζωώδης [dsoódis] (adj.) brutal, bestial.
seguridad · επικίνδυνη ζώνη- zona
peligrosa · βιομηχανική ζώνη- zona/
región industrial · συνοριακή ζώνη-
zona fronteriza,
ζωντανεύω [dsondanévo] (v.) revivir,
reanimar, revivificar, rememorar,
ζωντάνια [dsondáña] (ηΛ.) vivacidad,
viveza, vitalidad, vigor,
ζωντανός [dsondanós] (adj.) vivo,
ζωντοχήρα [dsondojíra] (ηΛ.) mujer
divorciada,
ζωντοχήρος [dsondojíros] (ηΛη.)
hombre divorciado.

710
tuosidad, hedonismo,
ηδονιστής [idonistís] (nym.) volup­
Η, η [íta] (nyn.) séptima letra del alfa­ tuoso, hedonista.
beto griego, ηδυπάθεια [idipácia] (nyf.) voluptuo­
η [i] (artículo determinado f.) la. sidad, sensualidad,
η [i] (conj.) o, u · θέλεις καφέ ή τσάι;- ηδυπαθής [idipacís] (adj.) voluptuoso,
¿quieres café o té? · τώρα ή προη­ sensual,
γουμένως;- ¿ahora u antes?, ηδύποτο [idípoto] (nyn.) licor,
ήβη [ívi] (n7f.) 1: pubertad, adolescen­ ήδυσμα [ídisma] (n./n.) condimento,
cia, 2: pubis, confección,
ηβικός [ivicós] (adj.) púbico, pubiano. ήθη [íci] (nyn.) pl. maneras, modales,
ηγεμόνας [iguemónas] (nym.) monar­ costumbres · ήθη και έθιμα- usos
ca, príncipe, soberano, y costumbres · γυναίκα ελαφρών
ηγεμονεύω [iguemonévo] (v.) reinar, ηθών- mujer despreciada,
imperar. ηθική [iciquí] (nyf.) moral, ética, mo­
ηγεμονία [iguemonía] (n./f.) hegemo­ ralidad · είναι θέμα ηθικής- es cue­
nía, soberanía, supremacía, stión de ética,
ηγεμονικός [iguemonicós] (adj.) he- ηθικό [icicó] (n./n.) moral · έχω πεσμέ­
gemónico, majestuoso, monárquico νο ηθικό- estoy bajo de moral,
• ηγεμονική εξουσία- poder hege- ηθικολόγος [icicológos] (n./m.) mora­
mónico. lista, predicador,
ηγεσία [iguesía] (n./f.) jefatura, man­ ηθικολογώ [icicologó] (v.) moralizar,
do, dirección, catequizar,
ηγέτης [iguétis] (n./m.) jefe, líder, ca­ ηθικοποίηση [icicopíisi] (n./f.) mora­
becilla. lización.
ηγήτορας [iguítoras] (n./m.) jefe, líder, ηθικοποιώ [icicopió] (v.) edificar,
dirigente. ηθικός [icicós] (adj.) moral, ético · ηθι­
ηγούμαι [igúme] (v.) dirigir, gobernar, κός αυτουργός- cómplice · ηθική
liderar, encabezar, conducir, guiar, βλάβη- daño moral,
ηγουμένη [iguméni] (n./f.) (Igl.) supe- ηθικότητα [icicótita] (n./f.) moralidad,
riora, priora, abadesa, ética.
ηγούμενος [igúmenos] (n./m.) (Igl.) ηθογραφία [izografía] (n./f.) costu­
superior, prior, abad, mbrismo.
ήδη [ídi] (adv.) ya, todavía, por ahora · ηθοποιία [izopiía] (n./f.) actuación,
έχω φάει ήδη- ya he comido, acto.
ηδονή [idoní] (nyf.) placer, deleite, de­ ηθοποιός [izopiós] (n./m.+f.) actor, ac­
licia, gozo · επιρρεπής στις ηδονές- triz, intérprete,
propenso a los deleites, ήθος [ízos] (n./n.) carácter, moral,
ηδονίζομαι [idonídsome] (v.) deleitar, ηλεκτραγωγός [ilectragogós] (n./m.)
gozar. conductor de electricidad,
ηδονικός [idonicós] (adj.) placentero, ηλεκτρίζω [ilectrídso] (v.) electrizar,
deleitoso, gozoso, sensual, voluptuo­ electrificar,
so · ηδονικό θέαμα- escena sensual, ηλεκτρικός [ilectricós] (adj.) eléctrico
ηδονισμός [idonismós] (n./m.) volup­ • ηλεκτρικό ρεύμα- corriente eléctri­

711
ηλέκτριση

ca · ηλεκτρική κουζίνα- cocina eléc­ ηλεκτροπληξία [ilectropliksía] (n./f.)


trica · ηλεκτρικές συσκευές- electro­ electrocución,
domésticos, ηλεκτροχημεία [ilectrojimía] (n./f.)
ηλέκτριση [iléctrisi] (nyf.) electrifica­ electroquímica,
ción. ηλιακός [iliacós] (adj.) solar · ηλιακός
ηλεκτρισμένος [ilectrisménos] (adj.) θερμοσίφωνας- calentador solar ·
electrizado, electrizante, electrificado· ηλιακή ενέργεια- energía solar · ηλι­
ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα- atmosfe­ ακό σύστημα- sistema solar,
ra electrizante, ηλίαση [ilíasi] (n./f.) insolación, solane­
ηλεκτρισμός [ilectrismós] (nym.) ele­ ra, asoleada · παθαίνω ηλίαση- tener
ctricidad, insolación,
ήλεκτρο [ílectro] (nyn.) ámbar, ηλιαχτίδα [iliajtída] (nyf.) rayo del sol.
ηλεκτρογεννήτρια [ilectroguenítria] ηλίθιος [ilícios] (adj.) idiota, imbécil,
(n7f.) dinamo, estúpido, tonto,
ηλεκτρόδιο [ilectródio] (nyn.) electro­ ηλιθιότητα [iliciótita] (n./f.) idiotez,
do. imbecilidad, estupidez,
ηλεκτροδυναμική [ilectrodinamiquí] ηλικία [iliquía] (nyf.) edad, años · εφη­
(n7f.) electrodinámica, βική ηλικία- a) edad adolescente,
ηλεκτροδυναμικός [ilectrodinamicós] b) adolescencia · παιδική ηλικία- a)
(adj.) electrodinámico, infancia, b) niñez · σε ηλικία γάμου-
ηλεκτροθεραπεία [ilectrocerapía] (nyf.) edad para casarse · κρίσιμη ηλικία-
electroterapia, edad crítica/peligrosa · στο άνθος
ηλεκτροκινητήρας [ilectroquinitíras] της ηλικίας του- estar en la flor de
(nym.) electromotor, la vida.
ηλεκτρολόγος [ilectrológos] (n./m.) ηλικιωμένος [iliquioménos] (adj.) ma­
electricista, yor, de edad,
ηλεκτρόλυση [ilectrólisi] (nyf.) (Fís.) ήλιο [ílio] (n./n.) (Qulm.) helio,
electrólisis, ηλιοβασίλεμα [iliovasílema] (nyn.)
ηλεκτρομαγνήτης [ilectromagnítis] (nVm.) puesta de sol, ocaso, crepúsculo,
electroimán, ηλιογραφία [iliografía] (nyf.) helio-
ηλεκτρομαγνητικός [ilectromagni- grafía.
ticós] (adj.) electromagnético · ηλιοθεραπεία [iliocerapía] (nyf.) he­
ηλεκτρομαγνητικό πεδίο- campo lioterapía, acción de tomar el sol.
electromagnético, ηλιοκαμένος [iliocaménos] (adj.) bron­
ηλεκτρομαγνητισμός [ilectromagni- ceado.
tismós] (n./m.) electromagnetismo, ηλιόλουστος [iliólustos] (adj.) solea­
ηλεκτρονική [ilectroniqui] (nyf.) elec­ do, asoleado, luminoso « ηλιόλου­
trónica. στη μέρα- día soleado,
ηλεκτρονικός [ilectronicós] (adj.) ηλιόλουτρο [iliólutro] (nyn.) exposi­
electrónico · ηλεκτρονικό ρολόι- re­ ción al sol.
loj electrónico · ηλεκτρονικά παιχνί­ ήλιος [ílios] (nym.) 1: sol, 2: (flor) gira­
δια- videojuegos, sol · έκλειψη ηλίου- eclipse solar ·
ηλεκτρόνιο [ilectrónio] (nyn.) (Fls.) γυαλιά ηλίου- gafas del sol · δεν έχει
electrón. στον ήλιο μοίρα- estar en una situa-

712
ημισφαίριο

ción difícil, ημερομηνία [imerominía] (n./f.) fecha


ηλιοσκόπιο [ilioscópio] (n7n.) helio­ • ημερομηνία γέννησης- fecha de
scopio. nacimiento · ημερομηνία λήξης- fe­
ηλιοστάσιο [iliostásio] (n./n.) solsticio, cha de caducidad,
ηλιοτρόπιο [iliotrópio] (n./n.) helio- ημερομίσθιο [imeromíscio] (n./n.) sa­
tropo. lario, jornal, paga · χαμηλό ημερομί­
ηλιοτροπισμός [iliotropismós] (n./m.) σθιο- salario/jornal bajo,
heliotropismo. ήμερος [ímeros] (adj.) manso, dócil,
ηλιοφάνεια [iliofánia] (n7f.) cielo des­ tranquilo, apacible · ήμερο ζώο- ani­
cubierto, mal manso,
ηλιόφως [iliófos] (n./n.) luz del sol. ημέρωμα [iméroma] (n./n.) manse­
ηλιοφώτιστος [iliofótistos] (adj.) ilu­ dumbre.
minado por el sol. ημερώνω [imeróno] (v.) amansar, do­
ηλιοψημένος [iliopsiménos] (adj.) bron­ mesticar, cultivar,
ceado. ημι- [imi-] (pref.) medio-, semi-, casi-,
ημεδαπός [imedapós] (adj.) indígena, ημιάγριος [imiágrios] (adj.) semisal-
nativo. vage.
ημέρα [iméra] (n./f.) día, jornada · ημίγλυκος [imíglicos] (adj.) semidul-
καλή σας ημέραΙ- a) ¡buenos días! b) ce.
¡que tenga un buen día! · από μέρα ημίγυμνος [imíguimnos] (adj.) medio
σε μέρα- dentro de unos días · μέρα desnudo,
με την ημέρα- día tras día · περνάμε ημίθεος [imíceos] (n./m.) semidiós,
δύσκολες μέρες- pasamos por días ημικρανία [imicranía] (n./f.) jaqueca,
difíciles · εργάσιμη μέρα- jornada hemicránea · υποφέρω από ημικρα­
laboral. νία- sufrir de hemicránea,
ημεράδα [imeráda] (n./f.) placidez, ημικύκλιο [imiquíclio] (n./n.) hemici­
apacibilidad. clo, semicírculo, anfiteatro,
ημέρευση [imérefsi] (n7f.) mansedum­ ημιμάθεια [imimácia] (n./f.) saber a
bre, apacibilidad. medias.
ημερεύω [imerévo] (v.) domesticar, ημιμαθής [imimacís] (adj.) erudito a la
amansar, calmar, violeta, desconocedor, ignorante,
ημερήσιος [imerísios] (adj.) diario, del ημίξηρος [imíksiros] (adj.) semiseco.
día, cotidiano, diurno · ημερήσια εκ­ ημιονηγός [imionigós] (n./m.) mulete­
δρομή- excursión diurna · ημερήσια ro, arriero,
εφημερίδα- diario, ημιπληγία [imipliguía] (n./f.) hemiple­
ημερίδα [imerída] (njf.) reunión, asam­ jía.
blea. ημισέληνος [imisélinos] (n7f.) media
ημεροδείκτης [imerodíctis] (n./m.) luna, semilunio,
almanaque, ήμισυ [ímisis] (adv.) mitad, medio ·
ημερολόγιο [imerológuio] (n./n.) 1: κατά το ήμισυ- a) por mitad, b) a
calendario, almanaque, 2: diario · medias · το έτερον μου ήμισυ- mi
ημερολόγιο τοίχου- calendario de media naranja,
pared · κρατώ ημερολόγιο- escribir ημισφαίριο [imisfério] (n7n.) hemisfe­
diario. rio · βόρειο/νότιο ημισφαίριο- he-

713
ημιτελής

misferio boreal/austral, ήρεμος [iremos] (adj.) tranquilo, se­


ημιτελής [imitelís] (adj.) incompleto, reno, apacible, calmo, calmado, so­
inconcluso, inacabado, segado.
ημιτελικός [imitelicós] (adj.) semi­ ηρεμώ [iremó] (v.) tranquilizar(se),
final. calmar(se), acallar, sosegar.
ημίτονο [imítono] (nVn.) (Mat.) seno, Ηρόδοτος [Iródotos] (n./m.) Herodo-
curva. tus.
ημιφορτηγό [imifortigó] (n7n.) furgo­ Ηρώδης [Iródis] (n./m.) Herodes.
neta, camioneta, ήρωας [íroas] (n7m.) héroe,
ημίφωνο [imifono] (n./n.) semivocal, ηρωικός [iroicós] (adj.) heroico, va­
ημίφως [imífos] (nVn.) media luz, pe­ liente, triunfal · ηρωική μάχη- ba­
numbra · στο ημίφως- a media luz. talla heroica · ηρωική πράξη- acto
ημίχρονο [imijrono] (n./n.) mitad, des­ heroico,
canso · πρώτο ημίχρονο- primera ηρωίδα [¡roída] (n7f.) heroína,
mitad. ηρωίνη [iroíni] (n./f.) (Quím.) heroína,
ημίωρο [imíoro] (n./n.) media hora, uno de los derivados acetílicos de la
ημιώροφος [imiórofos] (n./m.) entre­ morfina.
suelo. ηρωισμός [iroismós] (n7m.) heroísmo,
ηνίο [inío] (n./n.) rienda, heroicidad, valentía, osadía, arrojo,
ηνίοχος [iníojos] (n./m.) carretero, ήσυχα [ísija] (adv.) tranquilamente,
ηνωμένος [inoménos] (adj.) unido · ησυχάζω [isijádso] (v.) 1: tran­
Ηνωμένες Πολιτείες- Estados Unidos quilizarse), calmar(se), sosegar, 2:
• Ηνωμένο Βασίλειο- Reino unido, descansar(se).
ήπαρ [ípar] (nVn.) hígado, ησυχαστήριο [isijastírio] (n./n.) retiro,
ηπατικός [ipaticós] (adj.) hepático, ησυχαστής [isijastís] (n./m.) hermita-
ηπατίτιδα [ipatítida] (n./f.) (Med.) he­ ño.
patitis. ησυχία [isijía] (n7f.) tranquilidad, cal­
ήπειρος [ípiros] (nVf.) continente · ma, silencio, quietud, sosiego · κάνε
Ήπειρος- Ipirus. ησυχία va κοιμηθώ!· ¡quédate en
ηπειρωτικός [ipiroticós] (adj.) conti­ silencio que quiero dormir!,
nental. ήσυχος [ísijos] (adj.) tranquilo, sosega­
ήπιος [ípios] (adj.) suave, dulce, leve, do, sereno, apacible, calmo, calmado,
tranquilo · ήπιο κλίμα- clima suave, quieto · έχω ήσυχη τη συνείδησή
ηπιότητα [ipiótita] (n./f.) suavidad, le­ μου- tengo mi conciencia tranquila ·
vedad, apacibilidad. ήσυχη γειτονιά- barrio apacible,
ήρα [ira] (nyf.) (Bot.) cizaña, ήττα [íta] (n./f.) derrota, fracaso, venci­
ήρεμα [írema] (adv.) tranquilamente, miento · συντριτττική ήττα- derrota
lentamente, serenamente, con cal­ asombrosa/abrumadora,
ma. ηττημένος [itiménos] (adj.) derrotado,
ηρεμία [iremía] (n7f.) tranquilidad, cal­ vencido, batido · ηττημένη ομάδα-
ma, serenidad, sosiego, equipo derrotado,
ηρεμιστικός [iremisticós] (adj.) tran­ ηττοπάθεια [itopácia] (n7f.) derroti­
quilizante, sedante, calmante · ηρε- smo, pesimismo,
μιστική ένεση- inyección calmante. ηττοπαθής [itopacís] (adj.) derrotista,

714
nx<¡>

pesimista, ηχηρότητα [ijirótita] (nVf.) resonan­


ηττώμαι [itóme] (v.) derrotarse, ven­ cia.
cerse. ηχητικός [ijiticós] (adj.) sónico, acú­
ηφαιστειακός [ifestiacós] (adj.) vol­ stico.
cánico · ηφαιστειακή λάβα- lava ηχογράφηση [ijográfisi] (nVf.) graba­
volcánica · ηφαιστειακή έκρηξη- ex­ ción · ηχογράφηση νέου δίσκου-
plosión de volcano. grabación de un nuevo disco,
ηφαίστειο [iféstio] (n./n.) volcán · ηχογραφώ [ijografó] (v.) grabar,
ενεργό ηφαίστειο- volcano activo, ηχόμετρο [ijómetro] (n7n.) sonóme-
ηφαιστειογενής [ifestioguenís] (adj.) tro.
volcánico · ηφαιστειογενής ζώνη- ήχος [íjos] (n7m.) sonido, resonancia,
zona volcánica, ruido · εκκωφαντικός ήχος- sonido
ηχείο [ijío] (n7n.) altavoz, ensordecedor,
ηχηρός [ijirós] (adj.) sonoro, ruidoso, ηχώ [ijó] 1: (v.) sonar, resonar, 2: (n./f.)
resonante · ηχηρή φωνή- voz sono­ eco · οι καμπάνες ηχούν- las campa­
ra. nas suenan.

715
θαλασσοπούλι [zalasopúli] (nVn.) ave
marina.
θ,θ [cita] octava letra del alfabeto θαλασσοταραχή [zalasotarají] (ηΛ.)
griego. marejada, oleaje, mar agitado,
θα [za] (partícula auxiliar para formar el θαλάσσωμα [zalásoma] (ηΛι.) sumer­
Futuro) voy a. sión, inmersión, confusión,
θάβω [závo] (v.) enterrar, sepultar, in­ θαλασσώνω [zalasóno] (v.) sumergir,
humar · θάβω τον νεκρό- enterrar al confundir,
difundo · έθαψαν την υπόθεση- en­ θαλερός [zalerós] (adj.) en flor, robu­
terrar/sepultar el caso, sto, fuerte,
θαλάμη [zalámi] (ηΛ.) nido, θαλερότητα [zalerótita] (η Λ ) flora­
θαλαμηγός [zalamigós] (ηΛ.) yate, ción.
balandra. θαλλός [zalós] (n7m.) rama joven,
θαλαμηπόλος [zalamipólos] (n7m.+f.) θάλλω [zálo] (v.) florecer,
camarero/a. θάλπω [zálpo] (v.) animar, alentar,
θαλαμίσκος [zalamíscos] (ηΛη.) caba­ θαλπωρή [zalporí] (ηΛ.) calurosidad,
ña, camarote, acogida · η θαλπωρή του σπιτιού- el
θάλαμος [zálamos] (n./m.) sala, cáma­ calor del hogar,
ra, alcoba, estancia, cabina, habitá­ θάμβος [zámvos] (ηΛι.) sorpresa, asom­
culo · θάλαμος αερίων- cabina de bro.
gases. θαμμένος [zaménos] (adj.) enterrado,
θάλασσα [zálasa] (n./f.) mar. sepultado,
θαλασσής [zalasís] (adj.) azul, θαμιστικός [zamisticós] (adj.) (Gram.)
θαλασσινά [zalasiná] (n./n.) pl. mari­ frecuentativo,
scos · έχω αλλεργία στα θαλασσινά- θαμνοειδής [zamnoidís] (adj.) pobla­
soy alérgico a los mariscos, do, espeso, tupido,
θαλασσινός [zalasinós] (adj.) del mar, θάμνος [zámnos] (ηΛη.) arbusto, ma­
marino, marinero · θαλασσινός αέ­ torral.
ρας· aire marino/marinero · θαλασ­ θαμνώδης [zamnódis] (adj.) poblado,
σινό νερό- agua marina/del mar. espeso, tupido,
θαλάσσιος [zalásios] (adj.) marítimo, θαμπάδα [zambáda] (n./f.) de aspecto
marino · θαλάσσια φώκια- león borroso, opacidad,
marino · θαλάσσια χλωρίδα- flora θαμπός [zambós] (adj.) borroso, tur­
marina. bio, difuminado, mate · θαμπό το­
θαλασσογραφία [zalasografía] (n./f.) πίο- paisaje borroso,
pintura marina, θάμπωμα [zámboma] (n./n.) deslum­
θαλασσογράφος [zalasográfos] (ηΛη.) bramiento, encandilamiento.
el que pinta paisajes marinos, θαμπώνω [zambóno] (v.) deslumbrar,
θαλασσόνερο [zalasónero] (η Λ .) encandilar,
agua marina/del mar. θαμπωτικός [zamboticós] (adj.) des­
θαλασσοπλοΐα [zalasoploía] (n./f.) na­ lumbrante, deslumbrador,
vegación, θαμώνας [zamónas] (n./m.) cliente ·
θαλασσοπόρος [zalasopóros] (n./m.) έγινε θαμώνας στο μαγαζί- se hizo
navegante. cliente.

716
θεϊσμός

θανάσιμος [zanásimos] (adj.) mortal, θαυμαστικό [zavmasticó] (n./n.) signo


de muerte · θανάσιμο αμάρτημα- de admiración, exclamación,
pecado mortal, θαυματοποιός [zavmatopiós] (n7
θανατηφόρος [zanatifóros] (adj.) m.+f.) prestidigitador, mago, hechi­
mortífero, mortal, fatal · θανατηφό­ cero, brujo,
ρα ασθένεια- efermedad mortífera/ θαυματουργός [zavmaturgós] (adj.)
mortal. milagroso, prodigioso, maravilloso,
θανατικός [zanaticós] (adj.) de mue­ θάψιμο [zápsimo] (n7n.) entierro,
rte, mortal, θέα [céa] (n./f.) vista, panorama · η θέα
θάνατος [zánatos] (nVm.) muerte, fa­ ήταν μαγευτική- había una vista ma­
llecimiento, defunción, ravillosa,
θανατώνω [zanatóno] (v.) matar, eje­ θεά [ceá] (n7f.) diosa,
cutar. θέαμα [céama] (n7n.) espectáculo, es­
θανάτωση [zanátosi] (nVf.) acción de cena.
matar, ejecución, θεαματικός [ceamaticós] (adj.) espe­
θαρραλέος [zaraléos] (adj.) valiente, ctacular, grandioso · θεαμβηική βελ­
valeroso, intrépido, atrevido, arroja­ τίωση- una mejora espectacular,
do. θεαματικότητα [ceamaticótita] (nVf.)
θάρρος [záros] (n7n.) valor, valentía, espectacularidad, audiencia,
coraje, osadía, atrevimiento, arrojo θεάρεστος [ceárestos] (adj.) merito­
• παίρνω θάρρος- tomar coraje · τα rio.
λόγια του μου έδωσαν θάρρος- sus θεατής [ceatís] (n7m.) espectador, ob­
palabras me dieron coraje/valentía · servador, audiencia,
έχω το θάρρος της γνώμης μου- te­ θεατός [ceatós] (adj.) visible, observa­
ngo el atrevimiento de mis palabras, ble, claro, manifiesto,
θαρρώ [zaró] (v.) pensar, creer, imagi­ θεατρικός [ceatricós] (adj.) teatral,
nar. θεατρινισμός [ceatrinismós] (nym.)
θαύμα [závma] (nVn.) milagro, maravi­ histrionismo · κάνω θεστρινισμούς-
lla, prodigio, fenómeno · παιδί θαύ­ hacer histrionismos.
μα- niño fenómeno · είμαι ζωντανός θεατρινίστικος [ceatrinísticos] (adj.)
από θαύμα- estoy vivo por milagro · teatral.
μην περιμένεις θαύματα- no esperes θεατρίνος [ceatrínos] (nVm.) actor,
milagros · αυτή η δίαιτα κάνει θαύ­ θέατρο [céatro] (n7n.) teatro,
ματα- esta dieta hace maravillas, θεία [cía] 1: (n./f.) tía, 2: (n7n.) pl. divi­
θαυμάζω [zavmádso] (v.) admirar, ma­ nidad.
ravillarse. θειάφι [ciáfi] (nVn.) (Quím.) azufre,
θαυμάσιος [zavmásios] (adj.) admira­ θειαφίζω [ciafídso] (v.) azufrar,
ble, maravilloso, asombroso, fantá­ θεϊκός [ceicós] (adj.) divino, sagrado,
stico. θειικός [ciicós] (adj.) sulfúrico,
θαυμασμός [zavmasmós] (n7m.) ad­ θείος [dos] 1: (n7m.) tío, 2: (adj.) divi­
miración, asombro, fascinación, no.
θαυμαστής [zavmastís] (nVm.) ad­ θειότητα [ciótita] (nVf.) divinidad,
mirador, adepto, devoto, seguidor, θείτσα [cítsa] (nVf.) tía.
aficcionado. θεϊσμός [ceismós] (nVm.) deísmo.

717
θέλγητρο

θέλγητρο [célguitro] n. encanto, atra­ basamento,


ctivo, hechizo, θεμελιωτής [cemeliotís] (n./m.) fun­
θέλγω [célgo] (v.) encantar, atraer, he­ dador.
chizar, fascinar, seducir, cautivar, θεμιτός [cemitós] (adj.) lícito, legítimo,
θέλημα [célima] (n./n.) 1: recado, 2: legal, permitido · θεμιτός ανταγωνι­
voluntad. σμός- competencia legítima,
θεληματικός [celimaticós] (adj.) vo­ θεόγυμνος [ceóguimnos] (adj.) total­
luntarioso, intencional · θεληματικό mente desnudo, en cueros,
πηγούνι- mentón prominente, θεοκατάρατος [ceocatáratos] (adj.)
θεληματικότητα [celimaticótita] (n./f.) maldito por Dios,
resolución, θεόκλειστος [ceóclistos] (adj.) total­
θέληση [célisi] (n./f.) voluntad, gana, mente encerrado, hermético,
ahnelo. θεοκρατία [ceocratía] (nVf.) teocracia,
θελκτικός [celcticós] (adj.) encanta­ θεολογία [ceologuía] (η Λ ) teología ·
dor, seductor, cautivador, έχει σπουδάσει θεολογία- ha estu­
θέλω [célo] (v.) querer, desear, nece­ diado teología,
sitar, apetecer, exigir · θα ήθελα ένα θεολόγος [ceológos] (ηΛη.) teólogo,
χυμό πορτοκάλι- querría un zumo θεομηνία [ceominía] (n./f.) desastre,
de naranja · θέλω va φύγω- quiero calamidad,
irme · θέλω (έχω όρεξη) va φάω μια θεομπαίχτης [ceombéjtis] (ηΛη.) san­
σοκολάτα- me apetece un chocolate turrón.
• θέλω (επιθυμώ) va είσαι καλά- de­ θεονήστικος [ceonísticos] (adj.) ham­
seo que estés bien · θέλω (χρειά­ briento.
ζομαι) νερό- necesito agua · θέλω θεοπάλαβος [ceopálavos] (adj.) com­
(απαιτώ) va είσαι ειλικρινής- exijo pletamente loco, lunático, demente,
que seas franco, θεόπνευστος [ceópnefstos] (adj.) inspi­
θέμα [céma] (n./n.) 1: tema, asunto, rado por Dios · θεόπνευστα έργα-
cuestión, raíz, 2: (examen) materia, obras inspiradas por Dios,
θεματικός [cematicós] (adj.) temático, θεοποίηση [ceopíisi] (ηΛ.) deificación,
radical. divinización,
θεματοφύλακας [cematofílacas] θεοποιώ [ceopió] (v.) deificar, divini­
(n./m.) depositario, zar.
θεμελιακός [cemeliacós] (adj.) funda­ θεόρατος [ceóratos] (adj.) gigantesco,
mental. agigantado, enorme, colosal, gran­
θεμέλιο [cemélio] n. cimiento, funda­ dísimo,
mento, base, θεός [ceós] (ηΛη.) Dios,
θεμελιώδης [cemeliódis] (adj.) funda­ θεοσέβεια [ceosévia] (ηΛ.) piedad,
mental, esencial, cardinal · θεμελιώ­ θεοσεβής [ceosevís] (adj.) piadoso, de­
δεις αρχές- principios fundamenta­ voto, religioso, fiel,
les. θεοσκότεινος [ceoscótinos] (adj.) to­
θεμελιώνω [cemelióno] (v.) cimentar, talmente oscuro,
fundamentar, fundar, basar, θεότητα [ceótita] (n./f.) divinidad, dei­
θεμελίωση [cemelíosi] (ηΛ.) cime­ dad.
ntación, fundación, asentamiento, θεόστραβος [ceóstravos] (adj.) total-

718
θερμοσίφωνας

mente ciego. lorífero.


Θεοτόκος [ceotócos] (nyf.) La Virgen θερμαίνω [cerméno] (v.) calentar, cal­
María. dear.
θεότρελος [ceótrelos] (adj.) totalme­ θέρμανση [cérmansi] (nyf.) calefacción,
nte loco. calentamiento · κεντρική/αυτόνομη
θεοφάνεια [ceofánia] (nyf.) Epifanía, θέρμανση- calefacción central/autó­
θεοφύλακτος [ceofílactos] (adj.) pro­ noma.
tegido de Dios, θερμαστής [cermastís] (n./m.) fogo­
θεοφώτιστος [ceofótistos] (adj.) ilu­ nero.
minado por Dios, θερμάστρα [cermástra] (nyf.) estufa,
θεραπεία [cerapía] (nyf.) tratamiento, calorífero, radiador,
terapia, cura, curación · δεν υπάρχει θέρμη [cérmi] (nyf.) fiebre, fevor, ar­
θεραπεία- no hay cura, dor.
θεραπεύσιμος [cerapéfsimos] (adj.) θερμίδα [cermída] (n./f.) caloría,
curable, sanable, θερμικός [cermicós] (adj) térmico, ter­
θεραπευτήριο [cerapeftírio] (nyn.) sa­ mal, cálido · θερμική ενέργεια- ener­
natorio, clínica, hospital, gía térmica,
θεραπευτής [cerapeftís] (nym.) tera­ θερμόαιμος [cermóemos] (adj.) im­
peuta. petuoso, apasionado · θερμόαιμος
θεραπευτικός [cerapefticós] (adj.) χαρακτήρας- carácter impetuoso,
terapéutico · θεραπευτική αγωγή- θερμοδυναμική [cermodinamiquG (nyf.)
tratamiento terapéutico, termodinámica,
θεραπεύω [cerapévo] (v.) curar, sanar, θερμοηλεκτρικός [cermoilectricós]
tratar · o χρόνος θεραπεύει τα πά­ (adj.) termoeléctrico.
ντα· el tiempo lo cura todo, θερμοηλεκτρισμός^πτιοΝβ«Π5ηηό5]
θεράπων [cerápon] (nym.) · θεράπων (nym.) termoelectricidad.
ιατρός- médico de asistencia, θερμοκήπιο [cermoquípio] (nyn.) in­
θέρετρο [céretro] (nyn.) complejo vernadero · τo φαινόμενο του θερ­
vacacional · καλοκαιρινό θέρετρο- μοκηπίου- el efecto invernadero,
complejo veraniego, θερμοκρασία [cermocrasía] (nyf.)
θερίζω [cerídso] (v.) segar, cosechar, temperatura,
θερινός [cerinós] (adj.) veraniego, e- θερμόμετρο [cermómetro] (n./n.) ter­
stival · θερινό ηλιοστάσιο- solsticio mómetro,
vernal. θερμομόνωση [cermomónosi] (nyf.)
θεριό [cerió] (nyn.) bestia, bruto, sal­ aislamiento,
vaje. θερμοπαρακαλώ [cermoparacaló] (v.)
θερισμός [cerismós] (nym.) siega, co­ suplicar, rogar,
secha, segazón · η περίοδος του θε­ θερμοπίδακας [cermopídacas] (n./m.)
ρισμού- el tiempo de cosecha, géiser.
θεριστής [ceristís] (n./m.) segador, θερμός [cermós] 1: (n./n.) termo, 2:
θερμά [cermá] (adv.) calurosamente, (adj.) caliente, cálido, caluroso, cal­
fervientemente · υποστηρίζω θερ­ deado · θερμές ευχαριστίες- caluro­
μά- apoyar fervientemente, so agradecimiento,
θερμαγωγός [cermagogós] (adj.) ca­ θερμοσίφωνας [cermosífonas] (nym.)

719
θερμοστάτης

calentador de agua, tivo · θετική απάντηση- respuesta


θερμοστάτης [cermostátls] (n7m.) ter­ afirmativa · θετική ενέργεια- energía
mostato. positiva · θετικά αποτελέσματα- re­
θερμότητα [cermótita] (n./f.) calor, sultados positivos · θετική σκέψη-
calidez, temperatura · ηλιακή θερ­ pensamientos positivos,
μότητα- calor solar, θεπκότητα [ceticótita] (nVf.) positivi­
θέρος [céros] (nVm.) verano, estío, dad.
θέση [cési] (n./f.) 1: lugar, sitio, puesto, θετός [cetós] (adj.) adoptivo, adopta­
posición, plaza, 2: (ordenar las cosas) do · θετός γιός- hijo adoptivo,
colocación, 3: (para sentarse) asiento, θέτω [céto] (v.) poner, colocar, situar,
4: situación · κενή θέση- asiento des­ meter.
ocupado · κοινωνική θέση- clase so­ θεώμαι [ceóme] (v.) exponerse, dejar­
cial · παίρνω θέση- tomar posición · se ver.
σε δύσκολη θέση- situación difícil, θεωρείο [ceorío] (n7n.) palco, tribuna,
θεσμικός [cesmicós] (adj.) estatutario, θεώρημα [ceórima] (n./n.) teorema,
institucional · θεσμικές αλλαγές- θεώρηση [ceórisi] (n./f.) visado, revi­
cambios institucionales, sión, visto bueno,
θεσμοθεσία [cesmocesía] (nVf.) legis­ θεωρητής [ceoritís] (nym.) inspector,
lación. θεωρητικός [ceoriticós] (adj.) teórico,
θεσμοθέτης [cesmocétis] (n./m.) le­ θεωρία [ceoría] (nVf.) teoría,
gislador. θεωρώ [ceoró] (v.) considerar, estimar,
θεσμοθέτηση [cesmocétisi] (nVf.) le­ observar,
gislación, promulgación, θηκάρι [cicári] (nVn.) vaina,
θεσμός [cesmós] (nVm.) institución, θήκη [cíqui] (n7f.) estuche, funda ·
ley, fundación · o θεσμός της οικο­ θήκη όπλου- funda para armas ·
γένειας- la institución de la familia θήκη πούρου- estruche para ciga­
• κρίση θεσμών- crisis de institucio­ rros.
nes · δημοκρατικοί θεσμοί- leyes/ θηλάζω [ciládso] (v.) mamar, amama­
instituciones democráticas, ntar, lactar, dar el pecho,
θεσπέσιος [cespésios] (adj.) sublime, θηλασμός [cilasmós] (n./m.) lactancia,
divino. θηλαστικό [cilasticó] n. mamífero ·
θεσπίζω [cespídso] (v.) decretar, legis­ ανήκει στην οικογένεια των θηλα­
lar, promulgar, στικών· pertenece a la clase de los
θέσπιση [céspisi] (n./f.) promulgación, mamíferos,
institución, θήλαστρο [cflastro] (n7n.) biberón, te­
θέσπισμα [céspisma] (n7n.) orden, or­ tina.
denanza, decreto, ley. θηλή [cilí] (n7f.) pezón, tetilla,
Θεσσαλονίκη [cesaloníqui] (n./f.) Te- θηλιά [ciliá] (n./f.) nudo, lazo,
salónica. θηλυκό [cilicó] (n7n.) 1: (personas)
θετικισμός [cetiquismós] (n./m.) po­ mujer, 2: (animales) hembra,
sitivismo. θηλυκός [cilicós] (adj.) femenino, fe­
θετικιστής [cetiquistís] (n7m.) positi­ menil · το θηλυκό γένος- el genero
vista. femenino,
θετικός [ceticós] (adj.) positivo, afirma­ θηλυκότητα [cilicótita] (nVf.) femini-

720
θραύση

dad, femineidad, θλιβερός [zliverós] (adj.) triste, doloro­


θηλυπρέπεια [ciliprépia] (n./f.) afemi­ so, lamentable, desolador,
nación, afeminamiento. θλίβω [zlívo] (v.) afligir, consternar,
θηλυπρεπής [ciliprepís] (adj.) afemi­ apenar.
nado. θλιμμένος [zliménos] (adj.) triste, afli­
θημωνιά [cimoñá] (n./f.) almiar, gido, apenado,
θημωνιάζω [cimoñádso] (v.) almiarar. θλίψη [zlípsi] (ηΛ.) tristeza, pena, afli­
Θήρα [círa] (nVf.) caza, cción, dolor,
θήραμα [drama] n. caza, θνησιμότητα [znisimótita] (n./f.) mor­
θηρίο [cirio] n. fiera, bestia, animal talidad · παιδική θνησιμότητα- mor­
salvaje · γίνομαι θηρίο, όταν νευρι­ talidad infantil,
άζω- me convierto en bestia, cuando θνητός [znitós] (adj.) mortal,
me enojo, θολοειδής [zoloidís] (adj.) arqueado,
θηριοδαμαστής [ciriodamastis] (nVm.) θόλος [zólos] (ηΛη.) bóveda, cúpula,
domador de fieras, θολός [zolós] (adj.) 1: turbio, borroso,
θηριοτροφείο [ciriotrofío] n. criadero 2: (cielo) nebuloso,
de fieras. θολούρα [zolúra] (ηΛ.) turbiedad,
θηριοτρόφος [ciriotrófos] (n./m.) cria­ θολώνω [zolóno] (v.) enturbiar, obce­
dor de fieras, carse.
θηριώδης [ciriódis] (adj.) feroz, atroz, θορυβοποιός [zorivopiós] (adj.) rui­
brutal, salvaje, doso, alborotador, escandaloso,
θηριωδία [ciriodía] (η Λ ) ferocidad, θόρυβος [zórivos] (n./m.) ruido, jaleo,
atrocidad, brutalidad, alboroto.
θησαυρίζω [cisavridso] (v.) atesorar, θορυβώ [zorivó] (v.) distrurbar, hacer
enriquecerse, ruido.
θησαυρός [cisavrós] (n./m.) tesoro · θορυβώδης [zorivódis] (adj.) ruidoso,
κρυμμένος θησαυρός- tesoro es­ escandaloso,
condido · θησαυρός γνώσεων- te­ θράκα [zráca] (ηΛ.) brasa,
soro de conocimientos, θρανίο [zranío] (ηΛι.) pupitre,
θησαυροφύλακας [cisavrofílacas] (n7m.) θράσος [zrásos] (η Λ .) osadía, desca­
tesorero. ro, insolencia, audacia, atrevimiento
θησαυροφυλάκιο [cisavrofiláquio] (n. • το θράσος του δεν έχει όρια- su
/n.) tesorería, osadía no tiene límites,
θητεία [citía] (ηΛ.) (Mil.) servicio · θρασυδειλία [zrasidilía] (n./f.) bravu­
στρατιωτική θητεία- servicio militar, conería, fanfarronería, valentonada,
θιασάρχης [ciasárjis] (n7m.) director θρασύδειλος [zrasídilos] (adj.) bravu­
de compañía de teatro, cón, fanfarrón, valentón,
θίασος [cíasos] (ηΛη.) compañía de θρασύς [zrasís] (adj.) osado, insolente,
teatro. descarado, audaz, arrojado, atrevi­
θιασώτης [ciasótis] (ηΛη.) seguidor, do.
θίγω [cígo] (v.) tocar, aludir, ofender, θρασύτητα [zrasítita] (n./f.) osadía,
θλάση [zlási] (ηΛ.) contusión, fractura, insolencia, descaro, desfachatez, au­
quebradura, rotura · θλάση μυών- dacia, atrevimiento,
fractura de muslos. θραύση [zráfsi] (n./f.) 1: ruptura, rotu-

721
θραύσμα

ra, 2: (metáf.) éxito · το προϊόν έκανε αμβευτική είσοδος- entrada triun­


θραύση- el producto tuvo éxito, fal.
θραύσμα [zráfsma] (nyn.) fragmento, θριαμβεύω [zriamvévo] (v.) triunfar,
pedazo, trozo, pieza, tener éxito,
θραύω [zrávo] (v.) despedazar, rom­ θριαμβολογία [zriamvologuía] (nyf.)
per, agrietar, exultación,
θρέμμα [zréma] (nyn.) crianza, θριαμβολογώ [zriamvologó] (v.) exul­
θρεμμένος [zreménos] (adj.) criado, tar.
nutrido. θρίαμβος [zríamvos] (nym.) triunfo,
θρεπτικός [zrepticós] (adj.) nutritivo, éxito, conquista, victoria · η αψίδα
alimenticio · θρεπτική τροφή- ali­ του θριάμβου- el arco de triunfo.
mento nutritivo, θροΤζω [zroídso] (v.) susurrar,
θρέφω [zréfo] (v.) nutrir, criar, alimen­ θρόισμα [zróisma] (nyn.) susurro,
tar. θρόμβος [zrómvos] (n./m.) trombo,
θρέψη [zrépsi] (nyf.) nutrición, alime­ coágulo, grumo,
ntación. θρόμβωση [zrómvosi] (n./f.) trombo­
θρηνητικός [zriniticós] (adj.) lastime­ sis.
ro, quejumbroso, quejoso, plañide­ θρονιάζω [zroniádso] (v.) entronar,
ro. θρόνιασμα [zróniasma] (nyn.) entro­
θρηνολογία [zrinologuía] (nyf.) lamen­ nización.
to. θρόνος [zrónos] (nym.) trono · βασι­
θρηνολογώ [zrinologó] (v.) lamentar, λικός θρόνος- trono real,
gemir. θρυαλλίδα [zrialída] (n./f.) mecha,
θρήνος [zrínos] (nym.) lamentación, θρύβω [zrívo] (v.) despedazar,
llanto, plañido,lamento, θρυλικός [zrilicós] (adj.) legendario,
θρηνώ [zrinó] (v.) lamentar, llorar, pla­ heróico, mítico,
ñir, quejarse, θρύλος [zrílos] (n./m.) leyenda, fábula,
θρηνώδης [zrinódis] (adj.) lamenta­ mito.
ble, deplorable, θρύμμα [zríma] (nyn.) fragmento, as­
θρηνωδία [zrinodía] (n./f.) lamento, tilla.
θρησκεία [zrisquía] (n./f.) religión, θρυμματίζω [zrimatídso] (v.) trocear,
θρήσκευμα [zrísquevma] (n./n.) reli­ triturar, moler,
gión. θρυπτικός [zripticós] (adj.) quebradi­
θρησκευτικός [zrisquefticós] (adj.) zo.
religioso, pío · θρησκευτικός πόλε­ θρύψαλο [zrípsalo] (nyn.) migaja, esco­
μος- guerra religiosa, mbro, desecho, pequeña cantidad ·
θρησκευτικότητα [zrisquefticótita] το βάζο έγινε θρύψαλα- el jarrón se
(nyf.) religiosidad, convirtió en magajas.
θρήσκος [zríscos] (adj.) religioso, de­ θυγατέρα [zigatéra] (n./f.) hija,
voto, beato, fiel, piadoso, θυγατρικός [zigatricós] (adj.) sucursal,
θριαμβευτής [zriamveftís] (nym.) triun­ filial · θυγατρική εταιρεία- empresa
fador. sucursal.
θριαμβευτικός [zriamvefticós] (adj.) θύελλα [cíela] (nyf.) tempestad, tor­
triunfal, triunfante, triunfador . θρι­ menta, aguacero.

722
θωρώ

θυελλώδης [cielódis] (adj.) tempe­ signia.


stuoso, tormentoso, borrascoso · θυρίδα [cirída] (n7f.) ventanilla · τα­
θυελλώδεις άνεμοi- vientos tormen­ χυδρομική θυρίδα- ventanilla de
tosos · θυελλώδης έρωτας- amor correspondencia,
borrascoso, θύρσος [círsos] (nVm.) (Bot.) tirso,
θυλάκιο [ciláquio] (nVn.) bolsillo, θυρωρείο [cirorío] (n./n.) portería,
θύλακας [cílacas] (n./m.) bolsa, θυρωρός [cirorós] (n7m.) portero, con­
θύμα [cima] (n7n.) víctima, presa «εξι­ serje, ujier,
λαστήριο θύμα- chivo expiatorio · θύσανος [císanos] (nVm.) mechón,
κάνω το θύμα- hacerse la víctima, manojo.
θυμάμαι [cimáme] (v.) recordar, acor­ θυσία [cisía] (nVf.) sacrificio, inmola­
darse (de), rememorar · αν θυμάμαι ción, abnegación,
καλά- a) si me acuerdo bien, b) de lo θυσιάζω [cisiádso] (v.) sacrificar, inmo­
que recuerdo, lar.
θυμάρι [cimári] (nVn.) tomillo, θυσιαστήριο [cisiastírio] (nVn.) altar,
θύμηση [címisi] (n./f.) recuerdo, me­ sacrificadero,
moria, rememoración, θώκος [zócos] (nVm.) silla, cátedra,
θυμητικό [ciimiticó] (n./n.) memoria, θωπεία [zopía] (n7f.) caricia,
θυμίαμα [cimíama] (nVn.) incienso, θωπεύω [zopévo] (v.) acariciar,
θυμιατήρι [cimiatíri] (n./n.) incensa­ θώρακας [zóracas] (n7m.) 1: (Anat.)
rio. tórax, 2: coraza · έχει ανοιχτό θώρα­
θυμιατίζω [cimiatídso] (v.) incensar, κα- tiene el tórax amplio,
θυμιατό [cimiató] (n./n.) incensario, θωρακίζω [zoraquídso] (v.) acorazar,
θυμίζω [cimídso] (v.) recordar, traer a blindar.
la memoria · μου θύμισες τα νιάτα θωράκιση [zoráquisi] (n./f.) armadura,
μου- me has recordado mi juventud, acorazamiento,
θυμός [cimós] (n7m.) enfado, enojo, θωρακισμένος [zoraquisménos] (adj.)
cólera, ira, rabia, blindado, acorazado · θωρακισμένη
θυμοσοφία [cimosofía] (nVf.) sabidu­ πόρτα- puerta acorazada,
ría, saber, θωρηκτό [zorictó] (n./n.) acorazado,
θυμόσοφος [cimósofos] (adj.) sabio, barco de guerra,
θυμώδης [cimódis] (adj.) irascible, θωρώ [zoró] (v.) ver, mirar.
θυμωμένος [cimoménos] (adj.) enfa­
dado, enojado, colérico, cabreado
• είμαι θυμωμένος μαζί σου- estoy
enojado/cabreado contigo,
θυμώνω [cimóno] (v.) enfadarse,
enojar(se), cabrear(se), irritarse,
θύρα [círa] (n7f.) puerta, entrada, por­
tilla · κεκλεισμένων των θυρών- con
las puertas cerradas,
θυρεοειδής [cireoidís] (n7m.) (Med.)
tiroides.
θυρεός [cireós] (n./m.) emblema, in­

723
idónea.
ιδανικότητα [idanicótita] (nVf.) idea­
I, i [iota] (nVn.) novena letra del alfabe­ lismo.
to griego, ιδέα [idéa] (nVf.) 1: idea, opinión, 2:
ιαγουάρος [iaguáros] (n7m.) (Zool.) concepto, noción, pensamiento ·
jaguar. δεν έχω την παραμικρή ιδέα- no
ιαματικός [iamatiós] (adj.) medicinal, tengo la menor idea · φανατική
terapéutico, curativo · ιαματικές πη­ ιδέα· concepto fanático,
γές· aguas termales, ιδεάζω [ideádso] (v.) meter ideas, avi­
ιαμβικός [iambicós] (adj.) verso yám­ sar.
bico. ιδεαλισμός [idealismós] (nVm.) idea­
Ιανουάριος [ianuários] (nVm.) enero. lismo.
Ιάπωνας [iáponas] (n7m.) japonés. ιδεαλιστής [idealistís] (n7m.) idealista,
Ιαπωνία [¡aponía] (nVf.) Japón, arbitrista.
ιάσιμος [iásimos] (adj.) curable, ιδεολογία [ideologuía] (nVf.) ideolo­
ιατρείο [¡atrio] (nVn.) consulta, des­ gía.
pacho, consultorio, dispensario · ια­ ιδεολογικός [ideologuicós] (adj.) ideo­
τρείο μικρών ζώων- consultorio de lógico.
mascotas, ιδεολόγος [ideológos] (nVm.) ideali­
ιατρεύω [iatrévo] (v.) curar, sta, ideólogo,
ιατρική [iatriquí] (nVf.) medicina, ιδεώδης [ideódis] (adj.) idóneo, ideal
ιατρικός [iatricós] (adj.) médico, me­ • ιδεώδεις συνθήκες- condiciones
dicinal, curativo · ιατρικός επισκέ­ idóneas.
πτης· visitador médico, ιδιαίτερα [idiétera] (adv.) particular­
ιατροδικαστής [iatrodicastís] (n7m.) mente, en particular, especialmente,
médico forense, ιδιαίτερος [idiéteros] (adj.) 1: parti­
ιατρός [iatrós] (nVm.+f.) médico, do­ cular, privado, individual 2: especial,
ctor. específico, excepcional · παραδίδει
ιατροσυμβούλιο [iatrosimvúlio] (n./n.) ιδιαίτερα μαθήματα- da clases pri­
consejo médico, vadas/individuales,
ιαχή [iají] (n7f.) grito, alarido, ιδιαιτερότητα [idieterótita] (nVf.) par­
ιβηρικός [iviricós] (adj.) ibérico. ticularidad,
(βις [ívis] (n./f.) (Zoo/.) ibis. ιδιαιτέρως [idietéros] (adv.) en priva­
Ιγκλά [ígkla] (nVf.) faja, cincha, cinto, do, a parte, privadamente,
ιγμόρειο [igmório] (n./n.) (Anat.) seno, ιδιόγραφος [idiógrafos] (adj.) escrito a
ιδαλγός [idalgós] (n7m.) hidalgo, mano, manuscrito · ιδιόγραφη δια­
ιδανίκευση [idaníquefsi] (nVf.) ideali­ θήκη- testamento ológrafo,
zación. ιδιοκτησία [idioctisía] (nVf.) propie­
ιδανικεύω [idaniquévo] (v.) idealizar, dad · πνευματική ιδιοκτησία- pro­
ιδανικό [idanicó] (n7n.) ideal, sueño, piedad intelectual · ατομική ιδιο­
meta · άτομο με υψηλά ιδανικά- κτησία· propiedad individual,
persona con ideales altos, ιδιοκτήτης [idioctítis] (nVm.) propie­
ιδανικός [idanicós] (adj.) ideal, idóneo tario, dueño, casero, amo.
• ιδανική σύζυγος- esposa ideal/ ιδιόκτητος [idióctitos] (adj.) propio,

724
ιέραξ

en propiedad · ιδιόκτητο διαμέρι­ ιδιοχείρως [idiojíros] (adv.) a mano, en


σμα- piso propio, mano, de su propia mano,
ιδιομορφία [idiomorfía] (nyf.) pecu­ ιδιοχρησία [idiojrisía] (nyf.) uso pro­
liaridad, singularidad, pio.
ιδιόμορφος [idiómorfos] (adj.) 1: ιδίωμα [idioma] (nyn.) modismo, dia­
peculiar, singular, 2: raro, extraño · lecto.
ιδιόμορφη συμπεριφορά- compo­ ιδιωματικός [idiomaticós] (adj.) idio-
rtamiento raro, mático.
ιδιοποίηση [idiopíisi] (nyf.) apropia­ ιδίως [idíos] (adv.) particularmente, en
ción, usurpación, especial, sobre todo,
ιδιοποιούμαι [idiopiúme] (v.) apro­ ιδιώτης [idiótis] (nym.) ciudadano,
piarse, usurpar, adueñarse, apode­ residente,
rarse. ιδιωτικοποίηση [idioticopíisi] (nyf.)
ιδιορρυθμία [idiorizmía] (nyf.) singu­ privatización,
laridad, particularidad, ιδιωτικός [idioticós] (adj.) privado,
ιδιόρρυθμος [idiórizmos] (adj.) singu­ particular, personal, confidencial ·
lar, particular, ιδιωτικός υπάλληλος- empleado
ίδιος [ídios] (adj.) propio, mismo, igual privado · ιδιωτική ζωή- vida privada
• είναι ίδιος με τη μητέρα του- es • ιδιωτική υπόθεση- asunto particu­
igual a su madre · το ίδιο μου κά­ lar/privado/personal,
νει/· ¡me da igual! · μιλάμε για το ίδρυμα [ídrima] (nyn.) institución, es­
ίδιο άτομο- hablamos de la misma tablecimiento, centro · πολιτιστικό
persona. ίδρυμα- institución cultural · μορ­
ιδιοσυγκρασία [idiosigkrasía] (nyf.) φωτικό ίδρυμα- centro de enseñan­
idiosincrasia, carácter, temperamen­ za.
to. ίδρυση [ídrisi] (nyf.) fundación, crea­
ιδιοσυστασία [idiosistasía] (nyf.) cons­ ción.
titución, naturaleza, ιδρυτής [idritís] (n./m.) fundador, crea­
ιδιοτέλεια [idiotélia] (nyf.) interés pro­ dor.
pio · το κάνει από ιδιοτέλεια- lo hace ιδρυτικός [idriticós] (adj.) fundador,
por interés propio, establecedor, creador,
ιδιοτελής [idiotelís] (adj.) interesado, ιδρύω [idrío] (v.) fundar, instituir, crear,
ιδιότητα [idiótita] (nyf.) 1: propiedad, instaurar.
calidad, 2: habilidad, aptitud, capa­ ίδρωμα [ídroma] (nyn.) sudoración,
cidad. transpiración,
ιδιοτροπία [idiotropía] (nyf.) rareza, ιδρωμένος [idroménos] (adj.) sudoro­
manía, capricho, antojo, extrañeza, so, sudoso, lleno de sudor,
excentricidad, ιδρώνω [idróno] (v.) sudar, transpirar,
ιδιότροπος [idiótropos] (adj.) raro, ma­ ιδρώτας [idrótas] (nym.) sudor · είμαι
niático, caprichoso, antojadizo, μούσκεμα στον ιδρώτα- estoy lleno
ιδιοφυής [idiofiís] (adj.) genial, con de sudor · το έκανα με τον ιδρώτα
talento. μου- lo hice con mucho empeño,
ιδιοφυΤα [idiofiía] (nyf.) genio, inge­ ιδρωτίλα [idrotíla] (n./f.) sudor,
nio, talento. ιέραξ [iérax] (nym.) (Zool.) halcón.

725
ιεραποστολή

ιεραποστολή [ierapostolí] (nyf.) mi­ ιεροφυλάκιο [ierofiláquio] (n./n.) sa­


sión. cristía.
ιεραπόστολος [ierapóstolos] (n./m.) ιερωμένος [ieroménos] (n./m.) clérigo,
misionero, ιζάνω [idsáno] (v.) sedimentar, preci­
ιεράρχης [ierárjis] (n./m.) prelado, je­ pitar.
rarca. ίζημα [ídsima] (n./n.) sedimento,
ιεραρχία [ierarjía] (n7f.) jerarquía, ιζηματογένεση [idsimatoguénesi] (nyf.)
ιερατείο [ieratío] (n./n.) clero, sedimentación,
ιερατικός [ieraticós] (adj.) hierático. ιζηματογενής [idsimatoguenís] (adj.)
ιερέας [ieréas] (n7m.) sacerdote, cura, sedimentario.
capellán, Ιησουίτης [iisuítis] (n./m.) jesuíta.
ιέρεια [iéria] (n./f.) sacerdotisa, Ιησούς [iisús] (n7m.) Jesús,
ιερό [¡eró] (n7n.) santuario, altar ma­ ιθαγένεια [izaguénia] (n./f.) nacionali­
yor. dad, ciudadanía,
ιερογλυφικός [ieroglificós] (adj.) jero­ ιθαγενής [izaguenís] (adj.) indígena,
glífico · ιερογλυφική γραφή- escritu­ nativo, aborigen, autóctono,
ra jeroglífica, ιθύνοντες [icínondes] (n7n.) pl. los go­
ιεροδιάκονος [ierodiáconos] (n./m.) bernantes, los encargados,
diácono. ιθύνων [icínon] (n7m.) responsable · η
ιερόδουλη [ieróduli] (nVf.) prostituta, ιθύνουσα τάξη- los gobernantes,
ιεροεξεταστής [ieroeksetastís] (n./m.) ικανοποιημένος [icanopiiménos] (adj.)
inquisidor, satisfecho, contento,
ιεροεξεταστικός [ieroeksetasticós] ικανοποίηση [icanopíisi] (n./f.) satis­
(adj.) inquisitorial, facción, complacencia, placer,
ιεροκήρυκας [ieroquíricas] (n7m.) pre­ ικανοποιητικός [icanopiiticós] (adj.)
dicador. satisfactorio, complaciente, placen­
ιερομόναχος [ieromónajos] (n7m.) tero.
monje, fraile, ικανοποιώ [icanopió] (v.) satisfacer,
ιερό [ieró] (nVn.) santuario, ara, altar, complacer, agradar,
ιερός [ierós] (adj.) sagrado, santo, sa­ ικανός [icanós] (adj.) capaz, hábil, sufi­
cro, santo · ιερός πόλεμος- guerra ciente, calificado, apto,
santa · Ιερά Σύνοδος- Sínodo Sagra­ ικανότητα [icanótita] (n./f.) capacidad,
do · Ιερά εξέταση- Inquisición, habilidad, aptitud,
ιεροσπουδαστήριο [ierospudastírio] ικεσία [iquesía] (n./f.) súplica, ruego,
(n7n.) seminario, imploración,
ιεροσυλία [ierosilía] (nVf.) sacrilegio, ικετευτικός [iquetefticós] (adj.) supli­
ιερόσυλος [ierósilos] (adj.) sacrilego, catorio, de suplica,
ιεροσύνη [ierosíni] (n./f.) sacerdocio, ικετεύω [iquetévo] (v.) suplicar, rogar’,
clero. implorar, pedir, orar · ικετεύω για
ιεροτελεστία [ierotelestía] (n./f.) cere­ συγγνώμη- ruego por perdón,
monia, rito, ικέτης [iquétis] (n./m.) suplicante,
ιερότητα [ierótita] (n./f.) santidad, ικμάδα [icmáda] (nVf.) savia,
ιερουργώ [ierurgó] (v.) oficiar, ejercer ικρίωμα [icríoma] (n7n.) patíbulo, de­
un cargo. golladero, tablado.

726
ιπποδύναμη

Ικτερος [ícteros] (n./m.) (Med.) icteri­ to, 2: colegio · ινστιτούτο αισθητι­


cia. κής- instituto de belleza · ινστιτούτο
ιλαρά [ilará] (n./f.) (Med.) sarampión, ξένων γλωσσών- instituto de len­
ιλαρός [ilarós] (adj.) divertido, alegre, guas extranjeras,
ιλαρότητα [ilarótita] (n./f.) hilaridad, ίντσα [íncha] (nyf.) incha.
alegría. ιξός [iksós] (n./m.) muérdago, ajonje.
ιλαροτραγωδία [ilarotragodía] (nyf.) ιξώδης [iksódis] (adj.) viscoso, pega­
tragicomedia, joso.
ιλασμός [ilasmós] (n./m.) purificación, ιοβόλος [iovólos] (adj.) venenoso,
propiciación, íov [ion] (n./n.) (Bot.) violeta,
ίλη [íli] (n./f.) escuadrón, ιόν [ión] (nyn.) (Quím.) ión.
ιλιγγιώδης [iligkiódis] (adj.) vertigi­ Ιόνιος [iónios] (adj.) Jónico · Ιόνιο πέ­
noso, acelerado, rápido · ιλιγγιώδης λαγος- Mar Jónico · Ιόνια νησιά- is­
ταχύτητα- velocidad vertiginosa, las Jónicas,
ίλιγγος [íligkos] (n./m.) vértigo, ma­ ιονόσφαιρα [ionósfera] (nyf.) ionós-
reo · πάσχω από ιλίγγους- sufro de fera.
vértigo · μου ήρθε ίλιγγος- me estoy ιός [iós] (n./m.) virus · θανατηφόρος
mareando, ιός- virus mortal/mortífero,
ιμάντας [imándas] (nym.) correa, ιουδαϊκός [iudaicós] (adj.) judaico,
ιμάτιο [imátio] (nyn.) prenda (de ve­ ιουδαϊσμός [iudaismós] (n./m.) ju­
stir). daismo.
ιματιοθήκη [imatiocíqui] (n./f.) arma­ Ιούλιος [iúlios] (nym.) julio.
rio, guardarropa, Ιούνιος [iúnios] (nym.) junio,
ιματιοφυλάκιο [imatiofiláquio] (nyn.) ιππασία [ipasía] (nyf.) equitación, hí­
vestuario, guardarropa, pica · σχολή ιππασίας- escuela de
ιματισμός [imatismós] (nym.) indu­ equitación · αγώνες ιππασίας- con­
mentaria, vestimenta, curso hípico,
ιμπεριαλισμός [imperialismós] (nym.) ιππέας [ipéas] (nym.) jinete, cabalga­
imperialismo, dor.
ιμπεριαλιστής [imperialistís] (n./m.) ίππευση [ípefsi] (n./f.) montura, mon­
imperialista. ta.
Iva [ína] (n./f.) fibra · οπτικές ίνες- fi­ ιππευτικός [ipefticós] (adj.) hípico, ca­
bras visuales, ballar, ecuestre,
ίνδαλμα [índalma] n. ídolo, ideal. ιππεύω [ipévo] (v.) montar a caballo,
Ινδιάνος [indiános] (nym.) indio, cabalgar,
ινδικός [indicós] (adj.) de la India, ιππικό [ipicó] (n./n.) caballería,
ινδοκάλαμος [indocálamos] (nym.) ιππικός [ipicós] (adj.) ecuestre · ιππι­
bambú. κός όμιλος- grupo ecuestre,
Ινδός [indós] (nym.) hindú, ιπποδρομία [ipodromía] (nyf.) carrera
ινιακός [iniacós] (adj.) occipital, de caballos,
ινσουλίνη [insulíni] (nyf.) insulina · ιππόδρομος [ipódromos] (n7m.) hi­
ένεση ινσουλίνης- inyección de in­ pódromo,
sulina. ιπποδύναμη [ipodínami] (nyf.) poten­
ινστιτούτο [instituto] (n./n.) 1: institu­ cia en caballos.

727
ιππόκαμπος

ιππόκαμπος [ipócambos] (n./m.) hi­ ίσκα [ísca] (n./f.) yesca,


pocampo, caballo de mar. ίσκιος [ísquios] (n./m.) sombra, pe­
ιπποκόμος [ipocómos] (n./m.) almo­ numbra · κάθομαι στον ίσκιο- sen­
hazar. tarse a la sombra,
ιπποπόταμος [ipopótamos] (n7m.) hi­ ισόβαθμος [isóvazmos] (adj.) equiva­
popótamo, lente, homólogo, coordinado · ισό-
ίππος [ípos] (n./m.) caballo, βαθμο σκορ- empate,
ιπποσκευή [iposqueví] (nVf.) arreos, ισόβιος [isóvios] (adj.) perpetuo, vi­
atalaje, ajuar, talicio, de por vida · ισόβια δεσμά-
ιπποστάσιο [ipostásio] (n./n.) caba­ cárcel de por vida · ισόβια κάθειρξη-
lleriza. condena de por vida,
ιπποσύνη [iposíni] (n./f.) caballería, ισόγειο [isóguio] (n./n.) planta baja,
ιππότης [ipótis] (nVm.) caballero, hi­ ισοδυναμία [isodinamía] (n./f.) equi­
dalgo. valencia.
ιπποτικός [ipoticós] (adj.) caballeroso, ισοδύναμος [isodínamos] (adj.) equi­
caballeresco, valente, comparable, correspon­
ιπποτισμός [ipotismós] (n7m.) caba­ diente.
llerosidad, ισοδυναμώ [isodinamó] (v.) equivaler,
ιπποφορβή [ipoforví] (n/f.) forraje, pas­ asimilarse, corresponder,
to. ισοζυγίζω [isodsiguídso] (v.) nivelar,
Ιριδα [írida] (n./f.) iris, equilibrar, compensar,
ιριδίζω [iridídso] (v.) irisar, ισοζύγιο [isodsíguio] (n./n.) balance,
ιριδισμός [iridismós] (n7m.) irisación · ισολογισμός [isologuismós] (n./m.)
ιριδισμός τουφωτός- reflejo de luz. balance, compensación · ισολογι­
Ισα [isa] (adv.) igual, apenas · τον είδα σμός της εταιρείας- compensación
ίσα ίσα- apenas lo vi. de la empresa,
ισάζω [isádso] (v.) nivelar. ισομερής [isomerís] (adj.) isómero,
(σαμε [ísame] (ad(v.) hasta, ισομετρία [isometría] (n./f.) simetría,
ισάξιος [isáksios] (adj.) igual, equiva­ proporcionalidad,
lente, correspondiente, ισομορφισμός [isomorfismós] (n./m.)
ισημερία [isimería] (n./f.) equinoccio · isomorfismo.
εαρινή ισημερία- equinoccio vernal, ισοπαλία [isopalía] (n./f.) empate,
ισημερινός [isimerinós] (n./m.) ecua­ ισόπαλος [isópalos] (adj.) empatado,
dor. igualado · ισόπαλος αγώνας- parti­
ισθμός [iszmós] (n./m.) istmo, do empatado,
ίσια [ísia] (adv.) igualmente, derecho, ισόπεδος [isópedos] (adj.) plano, lla­
directamente, derechamente, en no, liso · ισόπεδη διάβαση- camino
línea. llano.
ίσιος [ísios] (adj.) recto, derecho, llano, ισοπεδώνω [isopedóno] (v.) aplanar,
plano · μπήκε στον ίσιο δρόμο- fue allanar, nivelar, aplastar, arrasar,
por buen camino, ισοπέδωση [isopédosi] (n./f.) aplana­
ίσιωμα [ísioma] (n./n.) planicie, miento, nivelación, arrasamiento,
ισιώνω [isióno] (v.) enderezar, alinear, ισόπλευρος [isóplevros] (adj.) equilá­
desdoblar, poner recto. tero.

728
ισχυρογνωμοσύνη

ισορροπημένος [isoropiménos] (adj.) ιστιοπλοΤα [istioploía] (n7f.) navega­


1: (cosa) equilibrado, bien balancea­ ción a vela · αγώνες ιστιοπλοΐας-
do, 2: (persona) sensato, prudente, concurso de navegación a vela,
ισορροπία [isoropía] (n./f.) 1: (cosa) ιστιοφόρο [istiofóro] n. velero, barco
equilibrio, balance, balanceo, 2: (per­ de vela.
sona) sensatez, lógica, ιστολογία [istiologuía] (nyf.) (Biol.)
ισορροπιστής [isoropistís] (nym.) equi­ histología,
librista. ιστορία [istoría] (nyf.) 1: historia, 2: le­
ισόρροπος [isóropos] (adj.) equilibra­ yenda, cuento, relato, anécdota · πα­
do, en equilibrio, γκόσμια ιστορία- historia mundial
ισορροπώ [isoropó] (v.) equilibrar, ba­ • μου διηγήθηκε μια ιστορία- me
lancear, contrapesar, contó una anécdota · η ιστορία της
ίσος [ísos] (adj.) 1: igual, equivalente, ζωής μου- la historia de mi vida,
idéntico, 2: mismo, ιστορικό [istoricó] (nyn.) historial ·
ισοσκελής [isosquelís] (adj.) isósceles ιστορικό του ασθενούς- el historial
• ισοσκελές τρίγωνο- triángulo isó­ (médico/clínico) de un paciente,
sceles. ιστορικός [istoricós] 1: (nVm.+f.) hi­
ισοσκελίζω [isosquelídso] (v.) nivelar, storiador, historiadora, 2: (adj.) hi­
ισοσταθμίζω [isostazmídso] (v.) ni­ stórico, mítico, legendario · ιστορική
velar, equilibrar, igualar, compensar, νίκη- victoria mítica · ιστορικό πρό­
mantener en equilibrio, σωπο· personaje histórico,
ισοστάθμιση [isostázmisi] (nyf.) nive­ ιστοριογράφος [istoriográfos] (nym.+f.)
lación, equilibrio, compensación, historiógrafo, historiógrafa.
ισότητα [isótita] (n./f.) igualdad, com­ ιστορώ [istoró] (v.) narrar, contar, rela­
pensación, identidad, congruencia · tar, describir,
ισότητα των δύο φύλων- igualdad ιστός [istós] (n./m.) 1: (Biol.) tejido, 2:
entre los sexos, tela · ιστός αράχνης- telaraña,
ισοτιμία [isotimía] (nyf.) equivalencia, ισχαιμία [isjemía] (nyf.) isquemia,
equiparación, convalidación · ισοτι­ ισχιακός [isjiacós] (adj.) ciático,
μία τίτλον σπουδών- equivalencia ισχίο [isjío] (nyn.) cadera, isquion.
de título académico, ισχναίνω [isjnéno] (v.) adelgazar, en­
ισότιμος [isótimos] (adj.) equivalente, flaquecer, enmagrecerse,
equiparable, convalidable. ισχνός [isjnós] (adj.) delgado, flaco,
ισοφαρίζω [isofarfdso] (v.) 1: igualar, magro, esquelético,
nivelar, compensar, contrabalancear, ισχνότητα [isjnótita] (nyf.) flacura,
2: (partido) empatar, delgadez,
ισοψηφώ [isopsifó] (v.) obtener igual ισχυρίζομαι [isjirídsome] (v.) insistir,
numero de votos, sostener, mantener, afirmar,
ισπανικός [ispanicós] (adj.) español, ισχυρισμός [isjirismós] (n./m.) insi­
ισταμίνη [istamíni] (n./f.) (Qulm.) hi- stencia, afirmación, persistencia,
stamina. ισχυρογνώμονας [isjirognómonas] (adj.)
ιστίο [istío] (nyn.) vela, obstinado, terco, testarudo, cabezota,
ιστιοδρομία [istiodromía] (nyf.) rega­ tenaz, contumaz,
ta. ισχυρογνωμοσύνη [isjirognomosíni]

729
ισχυροποίηση

(nyf.) obstinación, terquedad, cabe­ ιχθυοτροφείο [ijciotrofío] (n./n.) acua­


zonada, testarudez. rio.
ισχυροποίηση [isjiropíisi] (n./f.) re­ ιχθυοτροφία [ijciotrofía] (nyf.) pisci­
fuerzo, fortalecimiento, robusteci­ cultura.
miento. ιχθυοτρόφος [ijciotrófos] (nym.) pi­
ισχυροποιώ [isjiropió] (v.) reforzar, scicultor.
fortalecer, robustecer. ιχθυοφάγος [ijciofágos] (nym.+f.) pi­
ισχυρός [isjirós] (adj.) 1. fuerte, po­ scívoro, el que come pescado.
tente, poderoso, robusto, duro, •χθύς [ijcís] (n./m.) 1: pez, 2: (comesti­
enérgico, vigoroso, 2: contundente, ble) pescado, 3: (Zód.) Piscis,
decisivo. ιχνευτής [ijneftís] (nym.) rastreador,
ισχύς [isjís] (nyf.) fuerza, potencia, vi­ ιχνεύω [ijnévo] (v.) rastrear,
gencia, eficacia. ιχνηλασία [ijnilasía] (nyf.) rastreo,
ισχύω [isjío] (v.) valer, ser válido, tener ιχνηλάτης [ijnilátis] (nym.) rastreador,
vigencia. ιχνηλατώ [ijnilató] (v.) rastrear, seguir
ίσως [ísos] (adv.) quizá(s), a lo mejor, el rastro.
tal vez, puede ser, caso, posiblemen­ ιχνογραφία [ijnografía] (n./f.) dibujo,
te. ιχνογράφος [ijnográfos] (nym.+f.) di­
ιταλικός [italicós] (adj.) italiano. bujante.
Ιταλός [italós] (adj.) italiano (gentili­ ιχνογραφώ [ijnografó] (v.) dibujar,
cio). ίχνος [íjnos] (nyn.) huella, rastro, señal,
ιταμός [itamós] (adj.) insolente, de­ vestigio, pista, pisada · ακολουθώ τα
scarado · ιταμά λόγια- palabras in­ ίχνη σου- estoy siguiendo tus hue­
solentes. llas · δεν άφησε ίχνος- no ha dejado
ιταμότητα [itamótita] (nyf.) insolen­ pisada.
cia, descaro. ιωβηλαίο [ioviléo] (nyn.) aniversario,
ιτιά [itiá] (n./f.) sauce. ιώδης [iódis] (adj.) violado, violeta,
ιχθυοκαλλιέργεια [ijciocaliérguia] (nyf.) ιώδιο [iódio] (nyn.) (Qulm.) yodo,
piscicultura. iodo.
ιχθυοπωλείο [ijciopolío] n. pescade­ ιωνικός [ionicós] (adj.) jónico · ιωνι­
ría. κός ρυθμός- estilo jónico.
ιχθυοπώλης [ijciopólis] (nym.) pesca­
dero.

730
γκελα (της φυλακής)- detrás de las
rejas.
Κ, κ [cápa] (η./η.) décima letra del alfa­ καγκελόπορτα [cagkelóporta] (nVf.)
beto griego, cancela.
κάβα [cáva] (n7f.) bodega, cava, καγκουρό [cagkuró] (n7n.) canguro,
καβάλα [cavála] (adv.) a caballo, καγχάζω [cagjádso] (v.) reírse a carca­
καβαλάρης [cavaláris] (n7m.) jinete, jadas, reírse vulgarmente,
cabalgador, caballista, καγχασμός [cagjasmós] (nVm.) carca­
καβαλαρία [cavalaría] (n./f.) caballe­ jada, risotada,
ría. καδένα [cadéna] (n7f.) cadena · χρυ­
καβαλέτο [cavaléto] (nVn.) caballete, σή καδένα- cadena de oro.
καβαλιέρος [cavaliéros] (n7m.) caba­ κάδμιο [cádmio] (n7n.) (Qufm.) cad­
llero. mio.
καβαλικευτά [cavaliqueftá] (adv.) a κάδος [cádos] (n7m.) cubo, balde, cu­
caballo, a horcajadas, beta · κάδος απορριμμάτων- cubo
καβαλικεύω [cavaliquévo] (v.) montar, de basura,
montar a caballo, cabalgar, κάδρο [cádro] (nVn.) marco, encuarde,
καβαλώ [cavaló] (v.) montar a caballo, recuardo.
cabalgar. καδρόνι [cadróni] (n./n.) viga, trave-
καβατζάρω [cavatdsáro] (v.) sobrepa­ saño.
sar, navegar en círculos, καζάκα [cadsáca] (nVf.) capa, manto,
καβγαδίζω [cavgadídso] (v.) pelear, καζαμίας [cadsamías] (n./m.) almana­
reñir, discutir, altercar, que.
καβγάς [cavgás] (n./m.) pelea, riña, καζανάκι [cadsanáqui] n. depósito de
bronca, disputa, agarrada · έχει όρε­ agua.
ξη για καβγά- a) tiene ganas de pe­ καζάνι [cadsáni] (nVn.) caldera, calde­
lear, b) con ganas de pelea · αφορμή ro · έγινε το κεφάλι μου καζάνι- ten­
για καβγά- causa de pelea, go la cabeza como una olla,
καβγατζίδικος [cavgatdsídicos] (adj.) καζανιά [cadsañá] (n./f.) contenido de
pendenciero, agresivo, arisco, la caldera,
κάβος [cávos] (n./m.) cabo, promon­ καζαντίζω [cadsandídso] (v.) enrique­
torio. cerse.
καβούκι [cavúqui] (nVn.) caparazón · καζάντισμα [cadsándisma] n. riqueza,
κλείνομαι στο καβούκι μου- ence­ καζεΐνη [cadseíni] (nVf.) caseína,
rrarse en el caparazón, καζίνο [cadsíno] (n./n.) casino,
κάβουρας [cávuras] (n./m.) cangrejo, καζμάς [cadsmás] (nym.) piqueta, pico,
καβουρδίζω [cavurdídso] (v.) tostar, καημένος [caiménos] (adj.) miserable,
torrar, asar, chicharrar, desafortunado, desdichado, desgra­
καγκελαρία [cagkelaría] (n./f.) canci­ ciado.
llería. καημός [caimós] (n7m.) lamento, su­
καγκελάριος [cagkelários] (n7m.) frimiento,
canciller. καθαγιάζω [cazaguiádso] (v.) consa­
κάγκελο [cágkelo] (nVn.) reja, barrote, grar.
verja, antepecho · πίσω από τα κά­ καθαγίαση [cazaguíasi] (n./f.) consa-

731
καθαίρεση

gración, santificación, torio.


καθαίρεση [cacéresi] (n./f.) degrada­ καθαρτικό [cazarticó] (n./n.) laxante,
ción, destitución, deposición, laxativo, purgante,
καθαιρώ [cacéro] (v.) purificar, lim­ κάθε [cáce] (pron.) cada, todo · κάθε
piar. μέρα- a) cada día, b) todos los días,
καθαιρώ [caceró] (v.) degradar, desti­ καθέδρα [cacédra] (n7f.) cátedra,
tuir, deponer, destronar, καθεδρικός ναός [cacedricós naós]
καθαρά [cazará] (adv.) claro, clara­ (nVn.) catedral,
mente, limpiamente · δεν βλέπω κα­ κάθειρξη [cácirksi] (nVf.) encarcela­
θαρά- no veo claro/claramente, miento, reclusión, aprisionamiento ·
καθαρεύουσα [cazarévusa] (n7f.) len­ καταδικάστηκε σε κάθειρξη- le con­
gua oficial, pura y refinada, dena a encarcelamiento,
καθαρίζω [cazarídso] (v.) 1: (superficie) καθέκαστα [cacécasta] (nVn.) pl. par­
limpiar, asear, fregar, lavar, 2: (fru­ ticulares, detalles · θέλω va μάθω
tas) pelar, 3: (asunto) dilucidar(se), τα καθέκαστα- quiero saber los de­
aclarar(se), 4: (metáf- a alguien) ma­ talles.
tar · καθάρισε o ουρανός- el cielo se καθέλκυση [cacélquisi] (n7f.) bota­
aclaró · τον καθάρισαν- le mataron, dura.
καθαριότητα [cazariótita] (n./f.) lim­ καθελκύω [cacelquío] (v.) botar,
pieza, aseo, higiene, καθένας [cacénas] (pron.) cada uno,
καθάρισμα [cazarisma] (n./n.) limpie­ por cabeza · o καθένας μπορεί va
za, lavada · στεγνό καθάρισμα- lim­ εκφράζει τη γνώμη του- cada uno
pieza en seco, puede expresar su opinión,
καθαρισμός [cazarismós] (nVm.) lim­ καθεξής [caceksís] (adv.) sucesivamen­
pieza, lavada, te.
καθαριστήριο [cazaristírio] (n7n.) tin­ καθεστώς [cacestós] (n./n.) régimen ·
torería, lavandería, ανατρέπω το καθεστώς- derribar al
καθαρίστρια [cazarístria] (nyf.) lim­ régimen.
piadora. καθετήρας [cacetíras] (n7m.) sonda,
κάθαρμα [cázarma] (nVn.) malvado, καθετηριασμός [cacetiriasmós] (n./m.)
maleante, cateterismo,
καθαρμός [cazarmós] (n7m.) purifica­ καθετί [cacetí] (pron.) todo · το καθετί
ción, depuración, έχει σημασία- todo tiene importan­
καθαρόαιμος [cazaróemos] (adj.) pura cia.
sangre. κάθετος [cácetos] (adj.) 1: vertical,
καθαρογράφω [cazarográfo] (v.) pasar perpendicular, 2: categórico, absolu­
a limpio. to · κάθετος δρόμος- calle perpen­
καθαρός [cazarós] (adj.) 1: limpio, dicular · είναι κάθετος στην άποψή
aseado, caro, 2: puro, despejado, του- es categórico en su opinión,
καθαρότητα [cazarótita] (nVf.) 1: clari­ καθηγητής [caciguitís] (n7m.) profe­
dad, 2: pureza, inocencia, sor, catedrático,
κάθαρση [cázarsi] (nyf.) limpieza, pu­ καθήκον [cacícon] (n7n.) deber, obli­
rificación, catarsis, gación, responsabilidad, cometido,
καθαρτήριο [cazartírio] (n7n.) purga­ función · κάνω το καθήκον μου-

732
καθορίζω

ejerzo mi deber, vergüenza,


καθηκοντολογία [cacicondologula] καθισιό [cacisió] (n./n.) holgazanería,
(n7f.) deontología. κάθισμα [cácisma] (nyn.) silla, asiento,
καθηλώνω [cacilóno] (v.) remachar, banco, escaña,
captar. καθιστικό [cacisticó] (nyn.) cuarto de
καθημαγμένος [cacimagménos] (adj.) estar, salón,
sangriento, destruido, καθιστικός [cacisticós] (adj.) sedenta­
καθημερινά [cacimeriná] (adv.) diaria­ rio · καθιστική ζωή- vida sedentaria,
mente, todos los días, cada día. καθιστάς [cacistós] (adj.) sentado,
καθημερινή [cacimeriní] (nyf.) día la­ καθιστώ [cacistó] (v.) 1: constituir, esta­
borable, jornada, blecer, 2: hacer · σε καθιστώ υπεύθυ­
καθημερινός [cacimerinós] (adj.) dia­ νο- te hago responsable,
rio, habitual, cotidiano · καθημερινή καθοδήγηση [cazodíguisi] (nyf.) con­
ενημέρωση- información diaria · ducción, guía, dirección, orienta­
καθημερινός αγώνας- lucha diaria · ción.
καθημερινή χρήση- uso cotidiano, καθοδηγητής [cazodiguitís] (nym.) ins­
καθησυχάζω [cacisijádso] (v.) tran­ tructor.
quilizar, calmar, apaciguar, sosegar, καθοδηγώ [cazodigó] (v.) conducir,
aplacar, acallar · η ομιλία του κα­ guiar, dirigir, orientar, encaminar,
θησύχασε το πλήθος- sus palabras καθοδικός [cazodicós] (adj.) catódico,
tranquilizaron a la multitud, κάθοδος [cázodos] (n./f.) 1: descenso,
καθησυχαστικός [cacisijasticós] (adj.) cátodo, bajada, 2: movimiento · η
tranquilizador, confortador, apaci­ κάθοδος των βαρβάρων- el movi­
guador. miento de los bárbaros,
καθίδρυμα [cacídrima] (n./n.) estable­ καθολικεύω [cazoliquévo] (v.) gene­
cimiento, fundación, ralizar.
καθιδρύω [cacidrío] (v.) establecer, καθολικισμός [cazoliquismós] (n./m.)
instituir, fundar, catolicismo, catolicidad,
καθίδρυση [cacídrísi] (n./f.) creación, καθολικός [cazolicós] (adj.) 1: (Igl.) ca y
fundamento, tólico, 2: universal, general, gtobaf·
καθιερώνω [cacieróno] (v.) instituir, καθολική εκκλησία- iglesia católica ·
establecer, fundar, asentar, καθολική συμμετοχή- participación
καθιερωμένος [cacieroménos] (adj.) universal.
establecido, confirmado, καθόλου [cazólu] (adv.) nada, en ab­
καθιέρωση [caciérosi] (nyf.) estableci­ soluto, absolutamente nada · δεν
miento, fundación, πονάω καθόλου- no me duele nada,
καθίζηση [cacídsisi] (nyf.) hundimien­ κάθομαι [cázome] (v.) sentarse, estar
to, precipitación, sentado.
καθίζω [cacídso] (v.) sentar, hacer sen­ καθομιλουμένη [cazomiluméni] (nyf.)
tar. lengua viva, hablada, coloquial,
καθικετεύω [caciquetévo] (v.) supli­ καθομολογώ [cazomologó] (v.) con­
car, implorar, fesar.
καθίκι [cacíqui] 1: (nyn.) bacina, bi­ καθορίζω [cazorídso] (v.) fijar, deter­
dón, 2: (persona/insulto) canalla, sin­ minar, especificar, concretar, definir,

733
καθορισμένος

estipular · καθορίζω μια ημερομη­ etcétera (ουντ. etc.).


νία- determinar una fecha, καΤκι [caíqui] (nVn.) pequeña embar­
καθορισμένος [cazorisménos] (adj.) cación.
determinado, καϊμάκι [caimáqui] (n./n.) crema, nata,
καθορισμός [cazorismós] (n/m.) fijación, καινός [quenós] (n./m.) nuevo,
determinación, especificación · καθο­ καινοτομία [quenotomía] (nVf.) inno­
ρισμός των OTójKwv-determinación/ vación, novedad · εισάγω καινοτο­
especificación de objetivos, μία- traer una innovación,
καθοριστικός [cazoristicós] (adj.) deci­ καινοτόμος [quenotómos] (nVm.+f.)
sivo, definitivo, categórico, determi­ innovador/a.
nante · καθοριστικός παράγσντας- καινοτομώ [quenotomó] (v.) innovar,
factor determinante, revolucionar,
καθρέφτης [cazréftis] (nVm.) 1: espe­ καινούριος [quenúrguios] (adj.) nue­
jo, 2: (coche) retrovisor, vo, novedoso, innovador «καινούρια
καθρεφτίζω [cazreftídso] (v.) reflejar, αρχή- un nuevo comienzo,
reflectar. καιρικός [quericós] (adj.) 1: climático,
καθρέφτισμα [cacréftisma] (n./n.) re­ de tiempo · καιρικές συνθήκες- con­
flexión. diciones climáticas,
καθυποτάσσω [cacipotáso] (v.) sub­ καίριος [quérios] (adj.) oportuno, cru­
yugar, someter, dominar, subjuzgar, cial, decisivo · η καίρια επέμβαση
domeñar. της αστυνομίας- la intervención de­
καθυστερημένος [cacisteriménos] (adj.) cisiva de la policía,
atrasado, retardado, retrasado, lento, καιρός [querós] (n7m.) tiempo, era,
καθυστέρηση [cacistérisi] (nVf.) retra­ época, hora · τι καιρό κάνει;- ¿qué
so, demora, atraso, tardanza, dilación tiempo hace? · είναι καιρός για αλ­
• συγνώμη για την καθυστέρηση- λαγές· es hora de cambio,
disculpe(n) el retraso, καιροσκοπία [queroscopía] (n7f.)
καθυστερώ [cacisteró] (v.) retrasar(se), oportunismo,
atrasar, demorar, estar en retraso, καιροσκόπος [queroscópos] (n7m.+f.)
καθώς [cazós] (adv.) según, como, oportunista,
conforme, apenas, en cuanto · δά­ καιροφυλακτώ [querofilactó] (v.) ace­
κρυσε καθώς τον είδε- apenas le vi char el momento oportuno,
se echó a llorar, καίω [quéo] (v.) quemar, incendiar, ar­
καθωσπρέπει [cazosprépi] (adj.) de­ der, carbonizar,
cente. κακά [cacá] (adv.) mal.
και [que] (conj.) y, e, también, aun, κακάο [cacáo] (n7n.) cacao,
con, junto · έχω έναν αδερφό και κακαρίζω [cacarídso] (v.) cacarear, graz­
μια αδερφή- tengo un hermano y nar, reírse a carcajadas,
una hermana · πίνω μόνο χυμό και κακεντρέχεια [caquendréjia] (nVf.) ma­
νερό- bebo solo zumo e agua · η licia, maldad, perversidad, rencor,
ώρα είναι πέντε και τέταρτο- son las κακεντρεχής [caquendrejís] (adj.) ma­
cinco y cuarto · κοστίζει δέκα ευρώ licioso, malo, malvado, malintencio­
και πενήντα λεπτά- cuesta diez nado.
euros con cincuenta · και τα λοιπά- κακία [caquía] (njf.) malicia, maldad,

734
κακόπιστος

mala fe · δεν του κρστάω κακία- ηο cia, deshonestidad,


le tengo maldad · λέω κακίες- decir κακοήθης [cacoícis] (adj.) indecente,
maldades, deshonesto, maligno, malicio, mal­
κακίζω [caquidso] (ν.) criticar, censu­ vado.
rar. κακόηχος [cacóijos] (adj.) malsona­
κακιώνω [caquióno] (v.) ponerse ne­ nte.
gro, enfurecer, κακοκαιρία [cacoquería] (n./f.) tem­
κάκιστα [cáquista] (adv.) muy mal. pestad, mal tiempo,
κακό [cacó] (n./n.) mal, desgracia, κακοκεφαλιά [cacoquefaliá] (n./f.) ter­
daño. quedad.
κακοαναθρεμμένος [cacoanazreménos] κακοκέφαλος [cacoquéfalos] (adj.) ter­
(adj.) malcriado, maleducado, mimado, co, obstinado,
κακοβουλία [cacovulía] (n./f.) malicia, κακολογία [cacología] (nyf.) difama­
malevolencia, malignidad, ción, calumnia, denigración,
κακόβουλος [cacóvulos] (adj.) malig­ κακολόγος [cacológos] (adj.) difama­
no, malevolente, malévolo, dor.
κακογλωσσιά [cacoglosiá] (nyf.) ma­ κακολογώ [cacologó] (v.) difamar, ca­
ledicencia, lumniar, denigrar,
κακογλωσσεΰω [cacoglosévo] (v.) mal­ κακομαθαίνω [cacomacéno] (v.) mal­
decir, difamar, criar, mimar, consentir,
κακογνωμία [cacognomía] (nyf.) mal κακομαθημένος [cacomaciménos] (adj.)
temperamento, malignidad, malcriado, mimado.
κακόγουστος [cacógustos] (adj.) de κακομΓταχειρίζομω^οηηθίΒίίπϋϊΟΓηθ]
mal gusto · ένα κακόγουστο αστείο- (v.) maltratar, abusar, abusar,
un chiste de mal gusto, κακομεταχείριση [cacometajírisi] (nyf.)
κακογραμμένος [cacograménos] (adj.) mal uso, maltrato, castigo,
mal escrito, garabatoso · κακογραμ­ κακομοίρης [cacomíris] (adj.) desgra­
μένο σενάριο- guión mal escrito, ciado, desafortunado, miserable, in­
κακογράφος [cacográfos] (adj.) que fortunado, arrastrado,
tiene mala escritura, κακομοιριά [cacomiriá] (n./f.) 1: des­
κακογράφω [cacográfo] (v.) garaba­ gracia, infortunio, calamidad, mise­
tear, hacer garabatos, ria, 2: mezquindad, tacañería, avaría.
κακοδαιμονία [cacodemonía] (n./f.) κακόμορφος [cacómorfos] (adj.) de­
desgracia, infortunio, desdicha, formado, feo, repugnante,
κακοδιαθεσία [cacodiacesía] (n./f.) κακοπάθεια [cacopácia] (nyf.) sufri­
mal humor, achaque, indisposición, miento, dolor,
κακοδιάθετος [cacodiácetos] (adj.) κακοπαθώ [cacopazó] (v.) sufrir, pasar
malhumorado, enojado, indispues­ infortunios,
to. κακοπέραση [cacopérasi] (nyf.) vida
κακοδικία [cacodiquía] (nyf.) juicio de privaciones,
nulo por corrupción, infamia, malig­ κακοπιστία [cacopistía] (n./f.) mala fe,
nidad. malicia, mala intención,
κακοζώ [cacodsó] (v.) vivir mal. κακόπιστος [cacópistos] (adj.) de
κακοήθεια [cacoícia] (nyf.) indecen­ mala fe, malintencionado.

735
κακοπληρωτής

κακοπληρωτής [cacoplirotís] (n./m.) descuidado,


deudor. κακοφωνία [cacofonía] (nyf.) disnona-
κακοποίηση [cacopíisi] (n7f.) maltrato, ncia, discordancia,
κακοποιός [cacopiós] (n./m.) (adj.) κακόφωνος [cacófonos] (adj.) diso­
malhechor, delincuente, nante.
κακοποιώ [cacopió] (v.) maltratar, κακοχρονίζω [cacojronídso] (v.) mal­
abusar. decir.
κακοπραγία [cacopragía] (nVf.) adver­ κακοχώνευτος [cacojóneftos] (adj.) in­
sidad. digestible,
κακορίζικος [cacorídsicos] (adj.) des­ κακοψημένος [cacopsiménos] (adj.)
afortunado, mal asado,
κακός [cacós] (adj.) malo, maligno, vil, κακόψυχος [cacópsijos] (adj.) villano,
perverso, dañino, malo.
κακοσμία [cacosmía] (nVf.) mal olor, κάκτος [cáctos] (n7m.) cactus,
hedor, fetidez, peste, κακτοειδής [cactoidís] (adj.) cácteo,
κακοστομαχιά [cacostomajiá] (n7f.) κακώς [cacós] (adv.) mal, malamente ·
indigestión, κακώς έκανες- hiciste mal.
κακοσυνηθίζω [cacosinicídso] (v.) κάκωση [cácosi] (n./f.) lesión, contu­
acostumbrar mal, mimar demasia­ sión, magulladura,
do. καλά [calá] (adv.) bien, correctamente
κακότεχνος [cacótejnos] (adj.) mal • είμαι καλά- estoy bien · καλά va
hecho, de mal gusto, πάθειςΐ- ¡te lo mereces!,
κακοτυχία [cacotijía] (n7f.) mala suer­ καλαγκάθι [calagáci] (nVn.) panadizo,
te, desgracia, desventura, desdicha, inflamación en el dedo,
κακότυχος [cacótijos] (adj.) desafortu­ καλάθι [caláci] (n./n.) cesta, canasta,
nado, desgraciado, desdichado, canasto, cesto,
κακούργημα [cacúrguima] (nVn.) de­ καλαισθησία [calescisía] (n_/f.) b¡uen
lito, crimen, acto criminal, gusto, elegancia, estilo, apostura,
κακουργία [cacurguía] (n7f.) crimen, καλαίσθητος [caléscitos] (adj.) de buen
κακούργος [cacúrgos] 1: (n7m.) mal­ gusto, elegante, apuesto,
hechor, criminal, delincuente, 2: καλαμάκι [calamáqui] (nVn.) pajita.
(adj.) criminal, delictivo, καλαμαράς [calamarás] (nVm.) escri­
κακοφαίνεται [cacofénete] (v.) pare­ tor, escolar,
cer mal, saber mal. καλαμάρι [calamári] (nVn.) (Mar.) cala­
κακοφημία [cacofimía] (n7f.) infamia, mar, tintero,
deshonra, mala reputación, καλάμι [calámi] (nVn.) caña,
κακόφημος [cacófimos] (adj.) de mala καλαμιά [calamiá] (n./f.) rastrojo,
fama, infame, deshonrado, inicuo · καλαμίδι [calamídi] (nVn.) caña de
κακόφημη γειτονιά· un barrio de pescar.
mala fama, καλαμίζω [calamídso] (v.) rehilar la
κακοφημίζω [cacofimídso] (v.) infa­ caña de pescar,
mar, deshonrar, καλαμοσάκχαρο [calamosákjaro]
κακοφτιαγμένος [cacoftiagménos] (adj.) (n7n.) caña de azúcar,
mal hecho, defectuoso, desaliñado, καλαμπόκι [calambóqui] (n7n.) maíz

736
καλλονή

• σοδειά από καλαμπόκι- cosecha καλλίγραμμος [calígramos] (adj.) bien


de maíz. formado, proporcionado,
καλαμπούρι [calambúri] (nVn.) broma, καλλιγραφία [caligrafía] (nVf.) caligra­
burla, pitorreo · κάνω καλαμπούρι fía.
σε κάποιον- gastar una broma a uno καλλιγράφος [caligráfos] (nVm.+f.) ca­
• σταμάτα τα καλαμπούριαΙ- déjate lígrafo.
de bromas!. καλλιέργεια [caliérguia] (n./f.) 1: cul­
καλαμπουρίζω [calamburídso] (v.) ca­ tivo, cultivación, agricultura, 2: cul­
chondearse, pitorrearse, burlarse de. tura, educación · καλλιέργεια σιτη­
καλαμπουρτζής [calamburtdsís] (n/m.) ρών- cultivo de cereales · άνθρωπος
chistoso, bromista, με μεγάλη καλλιέργεια- persona con
κάλαντα [cálanda] (n./n.) pl. villanci­ gran educación,
cos. καλλιεργήσιμος [calierguísimos] (adj.)
καλαπόδι [calapódi] (n./n.) horma, cultivable, labrantío,
καλαφάτης [calafátis] (n7m.) calafa­ καλλιεργητής [calierguitís] (n7m.)
teador. cultivador, labrador,
καλαφατίζω [calafatídso] (v.) calafa­ καλλιεργημένος [calierguiménos] (adj.)
tear. 1: (tierra) cultivado, labrado, arado, 2:
καλβινισμός [calvinismós] (nVm.) cal­ culto, letrado, erudito,
vinismo. καλλιεργώ [caliergó] (v.) cultivar, la­
καλβινιστής [calvinistís] (nVm.) calvi­ brar, arar.
nista. καλλιμάρμαρος [calimármaros] (adj.)
καλειδοσκόπιο [caleidoscopio] (nVn.) que está construido con mármol de
caleidoscopio, excelente calidad,
καλέμι [calémi] (nVn.) cincel, formón, κάλλιο [cálio] (adv.) mejor · κάλλιο
κάλεσμα [cálesma] (n7n.) invitación, αργά παρά ποτέ- mejor tarde que
llamamiento, convite, nunca.
καλεσμένος [calesménos] (adj.) invi­ κάλλιστα [cálista] (adv.) perfectamen­
tado, convidado, huésped · είμαι κα­ te, muy bien,
λεσμένος σε δείπνο- estoy invitado καλλιστεία [calistía] (n./n.) pl. concu­
a una cena, rso de belleza,
καλημέρα [caliméra] (nVf.) buenos κάλλιστος [cálistos] (adj.) el mejor, ex­
días. quisito, excelente,
καληνύχτα [caliníjta] (nVf.) buenas καλλιτέχνημα [calitéjnima] (n7n.) obra
noches. de arte.
καλησπέρα [calispéra] (nVf.) buenas καλλιτέχνης [calitéjnis] (n./m.+f.) ar­
tardes. tista.
καλιακούδα [caliacúda] (n./f.) (Zool.) καλλιτεχνία [calitejnía] (n./f.) arte, be­
chova, grajo, llas artes.
καλίγωμα [calígoma] (n./n.) herradu­ καλλιτεχνικός [calitejnicós] (adj.) ar­
ra. tístico, estético,
καλικάντζαρος [calicándsaros] (n7m.) καλλονή [caloní] (n./f.) belleza, hermo­
gnomo, duende, sura, embellecimiento · ινστιτούτο
κάλιο [cálio] (n7n.) (Quim.) potasio. καλλονής- instituto de belleza.

737
κάλλος

κάλλος [cálos] (n./n.) belleza, καλομοίρης [calomíris] (adj.) afortu­


καλλυντικό [calindicó] (n./n.) produ­ nado.
cto de belleza, cosmético, καλοντυμένος [calodiménos] (adj.) bien
καλλωπίζω [calopídso] (v.) embelle­ vestido.
cer, hermosear, adornar, καλοπέραση [calopérasi] (nVf.) bien­
καλλωπισμός [calopismós] (n./m.) estar, buena vida,
embellecimiento, hermoseamiento, καλοπερνώ [calopernó] (v.) vivir bien,
adorno. pasarlo bien,
καλντερίμι [calderimi] (nVn.) callejue­ καλοπιάνω [calopiáno] (v.) engatusar,
la. camelar, lisonjear, adular,
καλό [caló] (n./n.) bien, καλοπιστία [calopistía] (n./f.) buena
καλοαναθρεμμένος [caloanazreménos] fe.
(adj.) bien educado, bien criado, καλόπιστος [calópistos] (adj.) de bue­
καλοβλέπω [calovlépo] (v.) ver favora­ na fe.
blemente, καλοπροαίρετος [caloproéretos] (adj.)
καλόβολος [calóvolos] (adj.) bueno, bien intencionado, dispuesto a.
dócil. καλοριφέρ [calorifér] (n./n.) calefa­
καλόγερος [calógueros] (n./m.) mon­ ctor, radiador,
je, erimita, fraile, καλορίζικος [calorídsicos] (adj.) afor­
καλόγρια [calógria] (n./f.) monja, sor, tunado, bienaventurado,
hermana. κάλος [cálos] (n7m.) callo, callosidad,
καλοήθης [caloícis] (adj.) decente, καλός [calós] (adj.) buen, bueno,
bondadoso, honesto, benigno · κα­ καλοσύνη [calosini] (n./f.) bondad,
λοήθης όγκος- tumor benigno, καλοτυχία [calotijía] (n./f.) fortuna,
καλοκαίρι [caloquéri] n. verano, suerte.
καλοκάγαθος [calocágazos] (adj.) be­ καλότυχος [calótijos] (adj.) afortuna­
névolo. do, suertudo, bienaventurado,
καλοκαιρία [caloquería] (nVf.) buen καλούδια [calúdia] (n./n.) pl. regalitos,
tiempo. presentes,
καλοκαιρινός [caloquerinós] (adj.) de καλουπώνω [calupóno] (v.) amoldar,
verano, veraniego, estival, formar.
καλοκαμωμένος [calocamoménos] (adj.) καλούπι [calúpi] (n./n.) molde,
bien formado, guapo, elegante, καλούτσικα [calútsica] (adv.) regular,
καλόκαρδος [calócardos] (adj.) de buen mas o menos, así así.
corazón, bueno, bondadoso, afable, καλούτσικος [calútsicos] (adj.) ba­
cordial. stante bueno,
καλολογία [calologuía] (n./f.) elocuen­ καλοφαγάς [calofagás] (n7m.) gastró­
cia, estética, nomo, glotón, goloso, tragón,
καλομαθημένος [calomaciménos] (adj.) καλοφτιαγμένος [caloftiagménos] (adj.)
consentido, indolente, bien hecho, ien formado, bien pro­
καλομελετώ [calomeletó] (v.) exami­ porcionado,
nar bien. καλοχρονίζω [calojronídso] (v.) de­
καλομίλητος [calomílitos] (adj.) afa­ sear por el Año Nuevo,
ble, cortés. καλοχώνευτος [calojóneftos] (adj.) di-

738
καμουτσίκι

gestible. καλώ [caló] (v.) llamar, invitar, convo­


καλόψυχος [calópsijos] (adj.) noble, car, citar · καλώ στο τηλέφωνο- lla­
amable, afectuoso, mar por teléfono · καλώ βοήθεια-
καλπάζω [calpádso] (v.) galopar, llamar por ayuda · τους κάλεσα σπί­
καλπάκι [calpáqui] (n./n.) gorro de τι μου- les invité a mi casa · καλώ σε
piel. μονομαχία- convocar para duelo,
καλπασμός [calpasmós] (n7m.) galo­ καλώδιο [calódio] (n./n.) cable,
pe, galopada, καλώς [calós] (adv.) bien · καλώς ήρ-
κάλπη [cálpi] (nVf.) urna · προσέρχο­ θεςΐ- ¡bienvenido/a!,
μαι στις κάλπες- llegar a la urna, καλωσορίζω [calosorídso] (v.) dar la
κάλπικος [cálpicos] (adj.) falso, falsifi­ bienvenida, acoger,
cado. κάμα [cáma] (n./f.) puñal, daga,
κάλτσα [cáltsa] (n./f.) calcetín, media · καμάκι [camáqui] (n./n.) arpón,
κοντή κάλτσα- calcetín corto, κάμαρα [cámara] (n./f.) habitación,
καλτσοδέτα [caltsodéta] (n./f.) liga, cuarto, cámara,
liguero, jarretera, καμάρα [camára] (n./f.) arco,
καλτσόν [caltsón] (n./n.) medias, καμάρι [camári] (n./n.) orgullo,
καλύβα [calíva] (n./f.) cabaña, choza, καμαριέρα [camariéra] (n./f.) cama­
barraca, bohío · ζει σε καλύβα- vive rera.
en una choza, καμαρίνι [camaríni] (n./n.) camarín,
κάλυκας [célicas] (n./m.) cáliz, casqui- καμαρώνω [camaróno] (v.) estar orgu­
llo. lloso, pavonearse, ostentar,
κάλυμμα [cálima] (n./n.) 1: cobertura, καματερό [camateró] (n./n.) buey,
cubierta, funda, envoltura, cubri­ καματερός [camaterós] (adj.) trabaja­
miento, 2: (libro) portada, dor, laboroso.
καλύπτω [calípto] (v.) cubrir, proteger, κάματος [cámatos] (n./m.) fatiga, ca­
καλύτερα [calítera] (adv.) mejor, pre­ sando.
ferentemente · καλύτερα που έλει­ καμβάς [camvás] (n./m.) lienzo, lona,
πες- mejor que no estabas allí, καμέλια [camélia] (n./f.) camelia,
καλυτέρευση [calitérefsi] (n./f.) me­ καμήλα [camíla] (n./f.) camello,
jora, mejoría, mejoramiento, perfe­ καμηλοπάρδαλη [camilopárdali] (n7f.)
ccionamiento, jirafa.
καλυτερεύω [caliterévo] (v.) mejorar, καμινάδα [camináda] (nVf.) chimenea,
acrecentar, perfeccionar, καμινέτο [caminéto] (n./n.) lámpara
καλύτερος [calíteros] (adj.) mejor · de aceite,
έκανα ότι καλύτερο μπορούσα- hice καμινεύω [caminévo] (v.) fundir,
lo mejor que pude · είναι καλύτερος καμίνι [camíni] (n./n.) horno, achicha-
μαθητής από εσένα- es mejor estu­ rrador, asador,
diante que tú. καμιόνι [camióni] (n./n.) furgoneta,
κάλυψη [cálipsi] (nVf.) cobertura, en­ camioneta,
voltura · τηλεοπτική κάλυψη- co­ καμιά [camiá] (pron.) nadie, ninguna,
bertura televisiva · η κάλυψη μιας alguna · καμιά φορά- a) algunas ve­
επιταγής- pago de un cheque, ces, b) a veces,
κάλφας [cálfas] (n./m.) aprendiz. καμουτσίκι [camutsíqui] (n./n.) látigo

739
καμουφλάζ

para caballos, καμπύλη [cambíli] (n./f.) curva, curva­


καμουφλάζ [camufláz] (n./n.) camu­ tura, arco,
flaje. καμπυλόγραμμος [cambilógramos] (adj.)
καμουφλάρω [camufláro] (v.) camu­ curvilíneo.
flar, disfrazar, καμπύλος [cambílos] (adj.) curvado,
καμπάνα [cambána] (n7f.) campana, curvo, arqueado,
campanilla, καμπυλότητα [cambilótita] (n./f.) cur­
καμπαναριό [cambanarió] (n7n.) cam­ vatura, corvadura,
panario. καμπυλώνω [cambilóno] (v.) encor­
καμπάνια [cambáña] (n./f.) campaña, var, torcer,
misión · διαφημιστική καμπάνια- καμπυλωτός [cambilotós] (adj.) cur­
campaña publicitaria, vo, curvilíneo · καμπυλωτή γραμμή-
καμπανίτης [cambanítis] (nVm.) cham­ linea curva,
pán. καμφορά [camforá] (n7f.) alcanfor,
καμπαρέ [cambaré] (n./n.) cabaré. κάμψη [cámpsi] (nyf.) 1: decaimiento,
καμπαρτίνα [cambartina] (n./f.) ga­ decadencia, reflujo, 2: flexión, curva-
bardina. dura.
καμπή [cambí] (n./f.) curvatura, giro, καμώματα [camómata] (n./n.) pl. co­
vuelta, viraje · η κρίσιμη καμπή στη quetería, comportamiento,
ζωή του- el viraje decisivo de su καμωμένος [camoménos] (adj.) he­
vida. cho.
κάμπια [cámbia] (n./f.) oruga, καμώνομαι [camónome] (v.) fingir, si­
καμπίνα [cabina] (n./f.) camarote, ca­ mular.
bina. καν [can] (conj.) siquiera, al menos,
καμπινές [cabinés] (n./m.) cuarto de por lo menos.
baño. Καναδάς [canadás] (n./m.) Canadá,
καμπίσιος [cambisios] (adj.) campesi­ καναδέζικος [canadédsicos] (adj.) ca­
no, campestre, nadiense.
κάμπος [cámbos] (n7m.) llanura, cam­ Καναδός [canadós] (n7m.) canadie­
po. nse.
κάμποσος [cámbosos] (adj.) basta­ κανακάρης [canacáris] (n7m.) consen­
nte, algunos, unos cuantos · έχω κά­ tido, elegido, hijo único,
μποσο χρόνια να σε δω- hace unos κανακεύω [canaquévo] (v.) consentir,
cuantos años que no te veo. κανάλι [canáli] (n./n.) 1: (rio) canal,
καμπούρα [cambúra] (nyf.) joroba, cauce, · το κανάλι της Βενετίας-
καμπούρης [cambúris] (adj.) joroba­ Gran Canal de Venecia, 2: (agua)
do. conducto, acequia, 3: (televisión) ca­
καμπουριάζω [camburiádso] (v.) jo­ dena · τηλεοπτικό κανάλι- cadena
robar. de televisión,
καμπουρωτός [camburotós] (adj.) καναπές [canapés] (nVm.) sofá,
torcido. καναρίνι [canaríni] (n./n.) canario,
κάμπτω [cámpto] (v.) curvar, encorvar, κανάτα [canáta] (nVf.) jarra,
doblar, plegar, flexionar · κάμπτω το κανείς [canís] (pron.) nadie, ninguno,
μέταλλο-doblar el metal. κανένας [canénas] (pron.) ningún, nin-

740
καπάτσος

guno, nadie · κανένας δεν ξέρει τι tación del baloncesto,


περνάει- nadie sabe lo que le pasa, κανονιστικός [canonisticós] (adj.) re-
κάνθαρος [cánzaros] (n7m.) (Zool.) gulatorio.
escarabajo, κάνουλα [cánula] (n./f.) 1: manga, ca­
κανιβαλισμός [canivalismós] (n./m.) nilla, espita, 2: grifo, 3: llave,
canibalismo, καντάδα [candáda] (η Λ ) serenata,
κανίβαλος [canívalos] (ηΛη.) caníbal, καντήλι [candíli] n. candil, lamparilla,
κάνιστρο [cánistro] (n./n.) cesta, cesto, mariposa, lampara de aceite,
panera. καντίνα [candína] (n./f.) cantina,
κανναβάτσο [canavátso] (ηΛι.) arpille­ κάνω [cáno] (v.) 1: hacer, realizar, des­
ra, lona. empañar, cumplir, 2: (error) cometer
κάνναβις [cánavis] (Bot.) (ηΛ.) cáña­ • κάνω λάθος- cometer un error ·
mo. (πώς είσαι;) τι κάνεις;- ¿cómo estás?
κανέλα [canéla] (n./f.) canela, • (με τι ασχολείσαι;) π κάνεις;- ¿qué
κάννη [cáni] (ηΛ.) cañón, haces? · κάνω σκηνή ζηλοτυπίας-
κανοναρχώ [canonarjó] (v.) incitar, hacer una escena de celos · κάνω
κανόνας [canónas] (ηΛη.) regla, nor­ τον χαζό- hacerse el tonto · κάνω
ma · κατά (γενικό) κανόνα- por regla φιλίες- realizar amistades · κάνω το
(general) · συντακτικοί κανόνες- όνειρό μου πραγματικότητα- reali­
normas sintácticas · κανόνες καλής zar un sueño · πόσο κάνα το βιβλίο-
συμπεριφοράς- normas de buen ¿cuánto cuesta el libro? · κάνει κρύο/
comportamiento, ζέστη- hace frío/calor · μου έκανε
κανόνι [canóni] (n./n.) cañón, το τραπέζι- me hizo la cena · κάνω
κανονιά [canoniá] (ηΛ.) cañonazo, φασαρία- hacer ruido · κάνω το κα­
κανονίδι [canonídi] (ηΛι.) bombar­ θήκον μου- cumplir mi deber · στην
deo. Αμερική έκανε πολλά λεφτά- En Ε-
κανονιέρης [canoñéris] (n7m.) artille­ stados Unidos hizo mucho dinero.
ro. καούρα [caúra] (η Λ ) quemazón, ace­
κανονίζω [canonídso] (v.) regular, arre­ día, acided del estómago,
glar, concertar, fijar, ajustar, controlar, καουτσούκ [cautsúk] (n./n.) caucho,
κανονικά [canonicá] (adv.) normal­ κάπα [cápa] (ηΛ.) capa,
mente, regularmente, καπάκι [capáqui] (η Λ .) tapadera, tapa,
κανονικός [canonicós] (adj.) normal, tapón, cobertera,
corriente, regular · κανονικές συν­ καπακώνω [capacóno] (v.) cubrir, e-
θήκες- condiciones normales, sconder.
κανονικότητα [canonicótita] (ηΛ) no­ καπάρο [capáro] (n./n.) depósito, an­
rmalidad, regularidad, ticipo, desembolso/cuota inicial ·
κανονιοβολισμός [canoniovolismós] δίνω καπάρο- pagar depósito,
(ηΛη.) bombardeo, cañoneo, καπάρωμα [capároma] (n./n.) dinero
κανονιοβολώ [canoniovoló] (v.) bom­ en depósito,
bardear, cañonear, καπαρώνω [caparóno] (v.) dar dinero
κανονισμός [canonismós] (ηΛη.) arre­ en depósito,
glo, reglamento, reglamentación · καπάτσος [capátsos] (adj.) astuto, sa­
κανονισμός του μπάσκετ- reglamen­ gaz, astuto.

741
κάπελας

κάπελας [cápelas] (n./m.) tavernero, καπνοδόχος [capnodójos] (n./m.+f.)


bodeguero, chimenea,
καπελάς [capelás] (n./m.) sombrerero, καπνοδοχοκαθαριστής [capnodojo-
καπελάδικο [capeládico] (n./n.) som- cazaristís] (n./m.) deshollinador,
brería. καπνοθήκη [capnocíqui] (n./f.) taba­
καπέλο [capélo] (n./n.) sombrero, quera.
καπετάνιος [capetáños] (n7m.) capi­ καπνοπωλείο [capnopolío] (n./n.) es­
tán. tanco, tabaquería,
καπηλεία [capilía] (n./f.) tráfico, explo­ καπνοπώλης [capnopólis] (n7m.) es­
tación, aprovechamiento, tanquero,
καπηλεύομαι [capilévome] (v.) trafi­ καπνός [capnós] (n./m.) 1: humo, hu-
car. mazón, 2: (planta) tabaco · δεν μπο­
κάπηλος [cápilos] (n./m.) explotador, ρούσα va αναπνεύσω από τον κα­
καπίστρι [capístri] (nVn.) brida, cabe­ πνό· no podía respirar por el humo ·
stro, rienda, correa, έγινε καπνός- se hizo humo,
καπιταλισμός [capitalismós] (n7m.) καπνοφυτεία [capnofitía] (n./f.) pla­
capitalismo, ntación de tabaco,
καπιταλιστής [capitalistis] (n./m.) ca­ καπό [capó] (n7n.) capó,
pitalista. κάποιος [cápios] (pron.) alguien, al­
καπιταλιστικός [capitalisticós] (adj.) guno, cierto, un tal, fulano · κάποιος
capitalístico. σε ζητάει στο τηλέφωνο- algiuen te
καπλαμάς [caplamás] (n7m.) chapa, llama por teléfono,
echapado. καπότα [capota] (n./f.) 1: (ropa) capa,
κάπνα [cápna] (nVf.) hollín, humo, 2: condón, preservativo,
καπνιά [capniá] (n./f.) hollín, κάποτε [cápote] (adv.) una vez, algu­
καπνίζω [capnídso] (ν.) 1: fumar, 2: na vez, algunas veces, en algún mo­
humear, ahumar · οι στέγες των mento de la vida,
σηπιών κάπνιζαν- las chimeneas κάπου [cápu] (adv.) por, en algún sitio,
humeaban, en/por alguna parte, alrededor · κά­
καπνίλα [capníla] (n./f.) olor del humo, που σε έχω ξαναδεί- te he visto por
fumosidad. alguna parte · κάπου εδώ- por aquí,
κάπνισμα [cápnisma] (nVn.) 1: (cigari- καπούλια [capúlia] (n./n.) pl. ancas,
llo) acción de fumar, 2: fumigación, grupa.
ahumado, κάππαρη [cápari] (n./f.) alcaparra,
καπνιστήριο [capnistírio] (n7n.) lugar καπρίτσιο [caprítsio] (n./n.) capricho,
de fumadores antojo, manía,
καπνιστής [capnistís] (n7m.) fumador κάπρος [cápros] (n./m.) verraco, cer­
• είναι χρόνιος καπνιστής- lleva fu­ do.
mando muchos años, κάπως [cápos] (adv.) 1: en cierto modo,
καπνιστός [capnistós] (adj.) (carne) de alguna manera, 2: un poco, algo
ahumado · καπνιστό χοιρινό- cerdo de · μου φαίνεται κάπως παράξενο-
ahumado, me parece un poco extraño,
καπνοβιομηχανία [capnoviomijanía] κάρα [cára] (n./f.) cráneo,
(n7f.) tabacalera. καραβάνι [caraváni] (n7n.) caravana.

742
καρκίνος

καράβι [carávi] (nVn.) barco, nave, bu­ καρδιάς μου- del fondo de mi cora­
que, navio, bajel, embarcación, zón · στην καρδιά της πόλης- en el
καραβίδα [caravida] (n./f.) langostino, corazón de la ciudad · μου ράγισες
καραβόπανο [caravópano] (n./n.) lona την καρδιά- me rompiste el corazón
velera. • έχει καρδιά από πέτρα- tiene cora­
καραγκιόζης [caragkuiódsis] (n./m.) zón de piedra · του έκανε την καρ­
1: figura principal del teatro de som­ διά περιβόλι- le entristezó mucho ·
bras griego, 2: teatro de títeres, αν και είναι ηλικιωμένος, το λέει η
καραγκιοζιλίκι [caragkiodsilíqui] (nyn.) καρδιά του- por su edad, tiene co-
ridiculez. rage.
καραδοκώ [caradocó] (v.) acechar, καρδιακός [cardiacós] (adj.) cardíaco,
καρακάξα [caracáksa] (n./f.) (Zool.) de corazón · καρδιακό νόσημα-
urraca, cotorra, enfermedad cardíaca · καρδιακός
καραμέλα [caraméla] (n./f.) caramelo, φίλος- amigo de corazón,
καραμούζα [caramúdsa] (n./f.) corne­ καρδινάλιος [cardinálios] (n7m.) car­
ta, flauta. denal.
καραμπόλα [carambóla] (n./f.) rebote, καρδιογράφημα [cardiográfima] (n./n.)
καραντίνα [carandína] (n./f.) cuaren­ cardiograma,
tena. καρδιογραφία [cardiografía] (nVf.) car­
καράτι [caráti] (n./n.) quilate · δαχτυ- diografía.
λίδι δεκαοχτώ καρατίων- anillo de καρδιολογία [cardiología] (n./f.) car­
dieciocho quilates, diología.
καρατόμηση [caratómisi] (n./f.) deca­ καρδιολόγος [cardiológos] (n./m.+f.)
pitación, degollamiento. cardiólogo,
καρατομώ [caratomó] (v.) guillotinar, καρδιοπάθεια [cardiopácia] (n7f.) car-
decapitar, degollar, diopatía · πάσχει από καρδιοπάθεια-
καράφα [caráfa] (n./f.) garrafa, jarra padece una cardiopatía.
• μια καράφα κρασί- una jarra de καρδιοχτύπι [cardiojtípi] (n./n.) palpi­
vino. tación, latido,
καρβέλι [carvéli] (n./n.) hogaza, barra καρέκλα [carécla] (n7f.) silla, asiento,
de pan. poltrona, sillón,
κάρβουνο [cárvuno] (n./n.) carbón, καριέρα [cariéra] (n./f.) carrera · κάνω
καργάρω [cargáro] (v.) cargar, καριέρα- hacer carrera,
κάρδαμο [cárdamo] (nVn.) (Bot.) be­ καρικατούρα [caricatura] (nVf.) cari­
rro, mastuerzo, catura.
καρδάμωμα [cardámoma] (n./n.) re­ καρίκωμα [carícoma] (n7n.) zurcido,
fuerzo. καρικώνω [caricóno] (v.) zurcir,
καρδαμώνω [cardamóno] (v.) refor­ καρίνα [carina] (n7f.) quilla,
zarse. καριοφίλι [cariofíli] (n./n.) rifle,
καρδερίνα [carderína] (n./f.) jilguero, καρκινοβατώ [carquinovató] (v.) re­
καρδιά [cardiá] (n./f.) corazón · έχει troceder, retrasar,
χρυσή καρδιά- tiene un corazón de καρκινοειδής [carquinoidís] (adj.)
oro · με όλη μου την καρδιά- con cancerígeno,
todo mi corazón · από τα βάθη της καρκίνος [carquínos] (n./m.) 1: cáncer,

743
καρμανιόλα

2: (Zod.) Cáncer, productivo, 2: arable, cultivable,


καρμανιόλα [carmañóla] (n7f.) guillo­ καρποφορώ [carpoforó] (v.) fructifi­
tina. car.
καρμίρης [carmíris] (adj.) avaro, taca­ καρπώνομαι [carpónome] (v.) aprove­
ño. charse de algo,
καρμιριά [carmiriá] (n./f.) avaricia, ta- κάρτα [cárta] (n./f.) tarjeta · πιστωτική
caería. κάρτα- tarjeta de crédito · χρεωστι­
καρμπόν [carbón] (n7n.) papel car­ κή κάρτα- tarjeta de debito · κίτρινη
bón. κάρτα- tarjeta amarilla · o διαιτητής
καρναβάλι [carnaváli] (n./n.) carnaval, του έδωσε κόκκινη κάρτα- el árbitro
antruejo, le dio tarjeta roja,
καρνέ [carné] (nVn.) carné, libretta. καρτέλα [cartúla] (n7f.) ficha,
κάρο [cáro] (n./n.) carro, carreta, carre­ καρτέρι [cartéri] (n./n.) emboscada,
tilla, carretón, asechanza, acecho · του έστησε
καρότο [caróto] (n7n.) zanahoria, καρτέρι- tender una emboscada,
καρότσα [carótsa] (n7f.) 1: carroza, 2: καρτερία [cartería] (nVf.) paciencia,
carruaje, 3: carricoche, fortaleza, perseverancia, resistencia,
καροτσάκι [carotsáqui] (n7n.) coche­ καρτερικός [cartericós] (adj.) pacie­
cito de niño, nte, perseverante, resistente, resi­
καροτσέρης [carotséris] (nym.) carro­ gnado.
cero. καρτερικότητα [cartericótita] (nVf.)
καρούλι [carúli] (n./n.) 1: polea, bobi­ perseverancia, resistencia, fortaleza,
na, 2: ruedecilla. καρτερώ [carteró] (v.) aguantar, so­
καρούμπαλο [carúbalo] (n./n.) chi­ portar, resistir, esperar,
chón. καρύδα [carída] (n./f.) coco,
καρπαζιά [carpadsiá] (n./f.) tortazo, καρύδι [carídi] (n7n.) 1: nuez, 2: nuez
golpe en la cabeza, puñetazo, bofe­ de la garganta,
tada · του έδωσα καρπαζιά- le di un καρυδιά [caridiá] (n./f.) nogal,
tortazo. καρυδότσουφλο [caridótsuflo] (nVn.)
καρπαζώνω [carpadsóno] (v.) dar un 1: cáscara de nuez, 2: barco pequéno
tortazo, dar un golpe en la cabeza, y viejo.
abofetear, καρυδώνω [caridóno] (v.) estrangular,
καρπερός [carperós] (adj.) fértil, fe­ forcer, escurrir,
cundo, productivo, καρύκευμα [caríquevma] (nVn.) 1: es­
καρπέτα [carpéta] (n./n.) alfombra, pecia, 2: condimento, aliño,
tapete. καρυκεύω [cariquévo] (v.) 1: sazonar,
καρπός [carpós] (n7m.) 1: fruto, fruta, 2: condimentar, aliñar,
2: (mano) muñeca, 3: (de un esfuerzo) καρυοθραύστης [cariozráfstis] (n7m.)
producto · είναι καρπός ενός πραγ­ cascanueces,
ματικού έρωτα- es fruto de un amor καρυοφύλλι [cariofíli] (n7n.) alelí, cla­
verdadero, vo.
καρπούζι [carpúdsi] (n./n.) sandía, καρφί [carfí] (nVn.) 1: clavo, 2: (metáf.-
καρποφόρος [carpofóros] (adj.) 1: para personas) chivato, soplón,
frutal, fructuoso, fructífero, fecundo, καρφίτσα [carfítsa] (n./f.) 1: (joya) alfi­

744
καταβροχθίζω

ler, broche, 2: (costura) presilla, ψήνω κάστανα- asar castañas · (me­


καρφιτσώνω [carfitsóno] (v.) engan­ táf) δεν χαρίζω κάστανα- no ceder
char, abrochar, fácilmente,
καρφώνω [carfóno] (v.) 1: clavar, cla­ καστανός [castanós] (adj.) de color
vetear, fijar, 2: (metáf.-para personas) castaño, castaño, marrón,
delatar, chivarse, traicionar · μου καστέλι [castéli] (nVn.) fortaleza,
καρφώθηκε η ιδέα να τα παρατή­ κάστορας [cástoras] (n./m.) castor,
σω- me metió la idea de dejarlo καστόρι [castóri] (n./n.) ante,
todo · κάρφωσε τα μάτια του πάνω καστόρινο [castórino] (adj.) de ante,
μου- fijó sus ojos en mí · κάρφωσε κάστρο [cástro] (n./n.) castillo, fortale­
το μαχαίρι στο τραπέζι- clavó el cu­ za, torre.
chillo en la mesa · τα κάρφωσε όλα κατά [catá] (prep.) 1: (oposición) con­
στην αστυνομία- lo delató todo a la tra, 2: (opinión) por, para, a, en, 2:
policía. (conforme a) según, 3: (tiempo) du­
καρχαρίας [cariarías] (n./m.) tiburón, rante · κατά βάθος- en el fondo ·
καρωτίδα [carótida] (nVf.) carótida, κατά γράμμα- a rajatabla · κατά
κάσα [cása] (n7f.) caja, féretro, λάθος- por error · κατά τύχη- por
κασέλα [caséla] (n./f.) baúl, bulto, suerte · κατά τη γνώμη μου- por mí
arca. • κατά διαστήματα- a veces · κατά
κασέρι [caséri] (nVn.) tipo de queso προσέγγιση- aproximadamente,
griego. καταβάλλω [cataválo] (ν.) 1: abatir,
κασετίνα [casetína] (n./f.) estuche, agotar, 2: pagar,
κάσκα [cásca] (n7f.) casco, καταβαραθρώνω [catavarazróno] (v.)
κασκέτο [casquéto] (n./n.) casco, go­ arruinar, destruir,
rra, gorro, bonete, κατάβαση [catávasi] (n7f.) descenso,
κασκόλ [cascól] (n7n.) bufanda, fulard, bajada, declive,
pañuelo, chalina, καταβεβλημένος [catavevliménos] (adj.)
κασμάς [casmás] (n7m.) pico, zapa­ agotado, cansado, débil, debilitado, ex­
pico. hausto, consumido,
κασμίρι [casmíri] (n./n.) casimir, ca­ καταβλητικός [catavliticós] (adj.) de­
chemira, bilitante, enervante,
κασόνι [casóni] (n./n.) baúl, cajón, καταβόθρα [catavózra] (nyf.) 1: hoyo,
κασσίτερος [casíteros] (n./m.) (Quím.) sumidero, 2: tragón,
estaño. καταβολή [cactavolí] (nVf.) 1: (dinero)
κασσιτερώνω [casiteróno] (v.) esta­ entrega, depósito, pago, 2: (organi­
ñar. smo humano) agotamiento, debilita­
κάστα [cásta] (n./f.) casta, escala so­ miento · καταβολή φόρων- pago de
cial. impuestos,
καστανάς [castanás] (n7m.) vendedor καταβρεχτήρας [catavrejtíras] (n./m.)
de castañas, regadero.
καστανιά [castaníá] (nyf.) castaño, καταβρέχω [catavréjo] (v.) 1: mojar, 2:
καστανιέτα [castañéta] (n7f.) casta­ rociar, 3: salpicar, 4: empapar,
ñuela. καταβροχθίζω [catavrojcídso] (v.) en­
κάστανο [cástano] (n7n.) castaña · gullir, devorar, deglutir, tragar.

745
καταβυθίζω

καταβυθίζω [catavicídso] (ν.) hundir, sto, evidente, obvio,


sumergir, naufragar, zambullirse, καταδίδω [catadído] (v.) delatar, de­
καταγγελία [catanguelía] (nyf.) acusa­ nunciar.
ción, denuncia, chivatazo, καταδικάζω [catadicádso] (v.) conde­
καταγγέλλω [catanguélo] (v.) acusar, nar, sentenciar · τον καταδίκασαν σε
denunciar, chivarse, θάνατο- le condenaron a muerte,
καταγέλαστος [cataguélastos] (adj.) καταδίκη [catadíqui] (nyf.) condena,
ridículo. pena, sentencia · η καταδίκη του
καταγελώ [catangueló] (v.) mofar, reír­ κατηγορούμενου- la condena del
se de, burlarse, acusado.
καταγής [cataguís] (adv.) por tierra, en κατάδικος [catádicos] (n./m.+f.) con­
el suelo · κοιμάμαι κβπαγής- dormir denado, condenada,
por tierra, καταδιώκω [catadióco] (v.) perseguir,
καταγίνομαι [cataguínome] (v.) ocu­ acosar, pretender, cazar,
parse, dedicarse, καταδίωξη [catadíoksi] (nyf.) persecu­
κάταγμα [cátagma] (nyn.) fractura, ro­ ción, acoso, búsqueda, caza · μανία
tura. καταδίωξης- manía persecutoria,
καταγοητεύω [catagoitévo] (v.) encan­ καταδολιεύομαι [catadoliévome] (v.)
tar, hechizar, defraudar, traicionar,
κατάγομαι [catágome] (v.) 1: provenir, καταδολίευση [catadolíefsi] (nyf.)
proceder, 2: descender, fraude, traición,
καταγραφή [catagrafí] (n./f.) 1: re­ κατάδοση [catádosi] (nyf.) delación,
gistro, inscripción, matriculación, denuncia,
2: empadronamiento · καταγραφή καταδότης [catadótis] (nym.) delator,
σεισμικής δόνησης- registro de un acusador.
terremoto · καταγραφή γεγονότων- καταδρομέας [catadroméas] (nym.)
registro de hechos, comando,
καταγράφω [catagráfo] (v.) 1: regis­ καταδρομή [catadromí] (n./f.) perse­
trar, inscribir, 2: empadronar, cución.
καταγωγή [catagoguí] (nyf.) origen, καταδυνάστευση [catadinástefsi] (nyf.)
procedencia, opresión, tiranía,
καταγώγιο [catagóguio] (n./n.) antro, καταδυναστεύω [catadinastévo] (v.)
garito, guarida, timba, oprimir, tiranizar, esclavizar, aherro­
καταδεικνύω [catadicnío] (v.) mostrar, jar.
demostrar, probar, evidenciar, καταδύομαι [catadíome] (v.) sumer­
κατάδειξη [catádiksi] (n./f.) demostra­ girse, zambullirse, bucear,
ción. κατάδυση [catádisi] (n./f.) inmersión,
καταδέχομαι [catadéjome] (v.) dig­ zambullida, chapuzón,
narse. καταζήτηση [catadsítisi] (n./f.) bús­
καταδεκτικός [catadecticós] (adj.) afa­ queda.
ble, afectuoso, καταζητώ [catadsitó] (v.) buscar,
καταδεκτικότητα [catadecticótita] (nyf.) κατάθεση [catácesi] (n./f.) 1: depósito,
afabilidad, condescendencia, ingreso, 2: deposición, declaración,
κατάδηλος [catádilos] (adj.) manifie­ testimonio, atestación.

746
καταλαβαίνω

καταθέτης [catacétis] (n./m.) deposi­ muy colorado, muy rojo, de color


tante. rojo intenso,
καταθέτω [catacéto] (v.) 1: depositar, κατακόμβη [catacómvi] (n./f.) cata-
ingresar, 2: deponer, declarar, ate­ cumba.
stiguar. κατάκοπος [catácopos] (adj.) fatiga­
καταθλίβω [catazlívo] (v.) deprimir, do, rendido, agotado, abatido,
oprimir, entristecer, κατακόρυφος [catacórifos] (adj.) ver­
καταθλιπτικός [catazlipticós] (adj.) de­ tical, perpendicular · κστακόρυφη
primente, depresivo, triste, melancó­ πτώση- caída vertical,
lico. κατακράτηση [catacrátisi] (n./f.) re­
κατάθλιψη [catázlipsi] (n./f.) depre­ tención.
sión, tristeza, melancolía, κατακρατώ [catacrató] (v.) retener, re­
καταθορυβώ [catazorivó] (v.) alarmar, frenar, detentar,
disturbar. κατακραυγή [catacravguí] (nVf.) cla­
καταιγίδα [categuída] (ηΛ.) tormenta, mor, indignación, griterío · προκά-
tempestad, aguacero, chubasco, λεσε κοινωνική κατακραυγή- causó
καταιγισμός [categuismós] (ηΛη.) (Mil.) clamor social,
fuego. κατακρεούργηση [catacreúrguisi] (ηΛ)
καταισχύνη [catesjíni] (ηΛ.) vergüe­ masacre.
nza, deshonra, deshonor, humilla­ κατακρεουργώ [catacreurgó] (v.) ma­
ción, desdén, sacrar.
καταισχύνω [catesjíno] (v.) avergo­ κατακρημνίζω [catacrimnídso] (v.) pre­
nzar, humillar, deshonrar, cipitar, arrojar, tirar, echar,
κατακάθι [catacácí] (η Λ .) sedimento, κατακρήμνιση [catacrímnisi] (ηΛ.)
resto, residuo, precipitación,
κατακαίω [cataquéo] (v.) incinerar, κατακρίνω [catacríno] (v.) censurar,
κατάκαρδα [catácarda] (adv.) de cora­ criticar, reprobar, desaprobar,
zón, profundamente · παίρνω κάτι κατακριτέος [catacritéos] (adj.) re­
κατάκαρδα- tomarse a pecho, prensible, censurable, reprobable,
κατακεραυνώνω [cataqueravnóno] (v.) criticable,
fulminar. κατάκτηση [catáctisi] (n./f.) conquista
κατακλέβω [cataclévo] (v.) hurtar, pi­ • η κατάκτηση της ελευθερίας- la
llar, robar, conquista de la libertad · η κατάκτη­
κατάκλεκπος [catáclistos] (adj.) encerra­ ση μιας ξένης πόλης- la conquista
do. de una ciudad,
κατακλύζω [cataclízo] (v.) 1: inundar, καταχτητής [catactitís] (n./m.) con­
anegar, empantanar, 2: llenar, colmar quistador, vencedor,
• o κόσμος κστέκλυσε την πλατεία- κατακτώ [catactó] (v.) conquistar, apo­
la gente colmó la plaza, derarse, dominar,
κατακλυσμός [cataclismós] (n./m.) di­ κατακυρώνω [cataquiróno] (v.) adju­
luvio, cataclismo, tormenta, dicar.
κατάκοιτος [catáquitos] (adj.) conva­ κατακύρωση [cataquírosi] (ηΛ.) adju­
leciente, inválido, incapacitado, dicación.
κατακόκκινος [catacóquinos] (adj.) καταλαβαίνω [catalavéno] (v.) enten­

747
καταλαμβάνω

der, comprender, percibir, nto, cuartel, campamento · βρίσκω


καταλαμβάνω [catalamváno] (v.) ocu­ κατάλυμα- encontrar alojamiento,
par, apoderarse, dominar, someter · καταλυπώ [catalipó] (v.) afligir, abatir,
κατέλαβε μια υψηλή θέση- ocupó entristecer,
un puesto alto · o στρατός κατέλαβε κατάλυση [catálisi] (nVf.) 1: (Qulm.) ca­
τη χώρα- el ejercito se apoderó del tálisis, 2: abolición, supresión,
país · τον κατέλαβε πανικός- le llevó καταλύτης [catalítis] (n7m.) cataliza­
el pánico, dor.
καταλέγω [catalégo] (v.) incluir en una καταλύω [catalío] (v.) abolir, suprimir,
lista. anular, cancelar, derogar · καταλύω
κατάλευκος [catálefcos] (adj.) total­ τους νόμους- abolir las leyes,
mente blanco, κατάμαυρος [catámavros] (adj.) enne­
καταλήγω [catalígo] (v.) terminar, grecido.
llegar, concluir, finalizar, resultar · καταμερίζω [catamerídso] (v.) repar­
κατέληξαν σε συμφωνία- llegaron tir, distribuir,
a un acuerdo · πού θα κστβΛήξα η καταμερισμός [catamerismós] (nVm.)
συζήτηση;- ¿cómo se acabará esta reparto, distribución, división, repar­
conversación?, tición · καταμερισμός εργασίας- re­
κατάληξη [catáliksi] (n./f.) termina­ parto de tareas,
ción, desinencia, conclusión, coro­ κατάμεστος [catámestos] (adj.) com­
lario. pletamente lleno, completo, atesta­
καταληπτός [cataliptós] (adj.) com­ do, superpoblado,
prensible, concebible, entendible. καταμέτρηση [catamétrisi] (n./f.) re­
κατάληψη [catálipsi] (n/f.) 1: ocupa­ cuento, cómputo, escrutinio, cálculo
ción, toma, terminación, 2: desinen­ • καταμέτρηση ψήφων- cómputo de
cia · κατάληψη του Πανεπιστημίου- votos.
ocupación de la Universidad, καταμετρώ [catametró] (v.) hacer re­
κατάλληλος [catálilos] (adj.) adecua­ cuento, computar, realizar el escru­
do, apropiado, conveniente, corres­ tinio.
pondiente, adaptable, condigno, καταμήνιος [catamínios] (adj.) men­
καταλληλότητα [catalilótita] (nyf.) 1: sual, menstrual,
adecuación, 2: conveniencia, καταμηνύω [cataminío] (v.) denun­
καταλογίζω [cataloguídso] (v.) atri­ ciar.
buir, imputar, κατάμονος [catámonos] (adj.) desola­
καταλογισμός [cataloguismós] (n./m.) do, solitario,
atribución, imputación · καταλογι­ κατάμουτρα [catámutra] (adv.) cara a
σμός ευθυνών- atribución de res­ cafa, de frente,
ponsabilidades, καταναγκάζω [catanangádso] (v.) for­
κατάλογος [catálogos] (n7m.) 1: ca­ zar, coaccionar, obligar, compeler,
tálogo, lista, listado, 2: (restaurante) presionar,
carta. καταναγκασμός [catanangasmós] (n/m.)
κατάλοιπο [catálipo] (n./m.) residuo, coacción, obligación, presión, apremia
resto, remanente, καταναγκαστικός [catanangasticós]
κατάλυμα [catálima] (n7n.) alojamie­ (adj.) forzado, forzoso, obligado.

748
καταπληκτικός

καταναλώνω [catanalóno] (ν.) consu­ καταπάτηση [catapátisi] (n./f.) 1: vio­


mir, gastar, lación, atropello, pisoteo, pisotón, 2:
κατανάλωση [catanálosi] (nyf.) con­ ocupación, invasión · καταπάτηση
sumo, gasto, consumición · η κατα­ ανθρώπινων δικαιωμάτων- viola­
νάλωση αλκοόλ απαγορεύεται σε ción de los derechos humanos,
άτομα ηλικίας κάτω των 18 ετών- καταπατητής [catapatitis] (nym.) in­
prohibido el consumo de bebidas truso, precarista,
alcohólicas a menores de 18 años, καταπατώ [catapató] (v.) violar, atro­
καταναλωτής [catanalotís] (nym.) con­ pellar, pisotear,
sumidor, comprador, κατάπαυση [catápafsi] (nyf.) cese, ce­
κατανέμω [catanémo] (v.) repartir, dis­ sación, cesantía, pausa,
tribuir · κατανέμω ευθύνες- repartir καταπαύω [catapávo] (v.) cesar, poner
responsabilidades, término, poner fin (a),
κατανεύω [catanévo] (v.) asentir, apro­ καταπείθω [catapízo] (v.) persuadir,
bar, consentir, convencer,
κατανίκηση [cataníquisi] (nyf.) supe­ καταπέλτης [catapéltis] (n./m.) cata­
ración. pulta, tirador, tirabeque,
κατανικώ [catanicó] (v.) superar, ven­ καταπέτασμα [catapétasma] (nyn.)
cer, derrotar, cortina · έφαγε το καταπέτασμα-
κατανόηση [catanóisi] (nyf.) compren­ comió hasta la muerte,
sión, percepción, entendimiento, καταπιάνομαι [catapiánome] (v.) asir­
κατανοητός [catanoitós] (adj.) com­ se, aferrarse, ocuparse de.
prensible, καταπιέζω [catapiédso] (v.) oprimir,
κατανομή [catanomí] (nyf.) reparto, reprimir, presionar,
distribución, καταπίεση [catapíesi] (nyf.) opresión,
κατανοώ [catanoó] (v.) comprender, represión, agobio, ahogo,
entender, darse cuenta, concebir, καταπιεστής [catapiestís] (n./m.)
κατάντημα [catándima] (n./n.) degra­ opresor, represor,
dación, reducción, mal fin. καταπιεστικός [catapiesticós] (adj.)
καταντώ [catandó] (v.) degradarse, opresivo, represivo, agobiante, an­
reducirse, gustioso.
κατανυκπκός [catanicticós] (adj.) de­ καταπίνω [catapíno] (v.) tragar, deglu­
voto · κατανυκτική προσευχή- ora­ tir, devorar,
ción devota, καταπίπτω [catapípto] (v.) tirarse, caer
καταξιώνω [cataksióno] (v.) recono­ de lo alto, derrocar, derribar,
cer. καταπιστευματοδόχος [catapi-
καταξίωση [cataksiosi] (nyf.) recono­ stevmatodójos] (nym.) fideicomisa­
cimiento. rio.
καταπακτή [catapactí] (n./f.) trampilla, καταπλακώνω [cataplacóno] (v.) 1:
escotillón, sepultar, 2: aplastar, aplanar,
καταπάνω [catapáno] (adv.) 1: contra, κατάπλασμα [catáplasma] (n./n.) ca­
2: por encima de, arriba, sobre · έπε­ taplasma,
σε καταπάνω του- se lanzó contra καταπλέω [catapléo] (v.) atracar,
él. καταπληκτικός [cataplicticós] (adj.)

749
κατάπληκτος

asombroso, sorprendente, fascina­ aterrorizar,


nte. κατάπτυστος [catáptistos] (adj.) des­
κατάπληκτος [catáplictos] (adj.) asom­ preciable,
brado, sorprendido, perplejo, κατάπτωση [catáptosi] (n7f.) depre­
κατάπληξη [catápliksi] (n./f.) asombro, sión, abatimiento, agotamiento, pos­
sorpresa, deslumbramiento, estupor, tración nerviosa · νιώθω κατάπτω­
perplejidad, ση- sentir agotamiento,
καταπλήσσω [cataplíso] (v.) asombrar, κατάρα [catára] (n./f.) maldición, blas­
sorprender, dejar estupefacto, femia, anatema,
κατάπλους [catáplus] (n7m.) llegada καταραμένος [cataraménos] (adj.)
de un barco, maldito, condenado,
καταπνίγω [catapnígo] (v.) 1: sofocar, κατάργηση [catárguisi] (nVf.) supre­
ahogar, asfixiar, ahorcar, 2: oprimir, sión, abolición, derogación,
reprimir. καταργώ [catargó] (v.) suprimir, abo­
κατάπνιξη [catápniksi] (n./f.) 1: sofo­ lir, derogar, anular · καταργώ έναν
cación, ahogo, asfixia, 2: supresión, νόμο/ένα διάταγμα- abolir una ley/
represión, freno · η κατάπνιξη του un decreto,
αγώνα- la represión de la lucha, καταριέμαι [catariéme] (v.) maldecir,
καταπόδας [caté pódas] (adv.) en pie anatematizar · καταριέται τη μοίρα
• τον ακολούθησε καταπόδας- le si­ του- maldice al destino,
guió en pie. καταρράκτης [cataráctis] (n./m.) cata­
καταπολεμώ [catapolemó] (v.) com­ rata, cascada,
batir, luchar contra, batallar, καταρρακτώδης [cataractódis] (adj.)
καταπόνηση [catapónisi] (n./f.) fatiga, torrencial · καταρρακτώδης βροχή-
extenuación, torrencial lluvia,
καταποντίζω [catapondídso] (v.) su­ κατάρρευση [catárefsi] (njf.) derrum­
mergir. bamiento, desmoronamiento, abati­
καταπονώ [cataponó] (v.) fatigar, ex­ miento, caída · η κατάρρευση ενός
tenuar, agotar, κτιρίου- el derrumbamiento de un
κατάποση [catáposi] (n7f.) deglución, edificio.
καταπράυνση [catapráinsi] (n./f.) apa­ καταρρέω [cataréo] (v.) derrumbarse,
ciguamiento, sosiego, calma, alivio, desplomarse, abatirse, caerse,
καταπραϋντικό [catapraindicó] (n./n.) καταρρίπτω [catarípto] (v.) derribar,
sedante, sedativo, paliativo, tranqui­ abatir, desmantelar,
lizante. κατάρριψη [catáripsi] (n./f.) derribo,
καταπραϋντικός [catapraindicós] (adj.) derrumbamiento, derrumbe, arrasa­
calmante, tranquilizante · καταπραϋ­ miento, demolición · η κατάρριψη
ντικά φάρμακα- medicamentos tran­ ενός αεροπλάνου- el derribo de un
quilizantes, avión · η κατάρριψη ενός μύθου- el
καταπραΰνω [catapraíno] (v.) sosegar, derrumbe de un mito,
apaciguar, calmar, καταρροή [cataroí] (n7f.) catarro, res­
καταπτόηση [cataptóisi] (nVf.) intimi­ friado.
dación, consternación, κατάρτι [catárti] (n./n.) mástil, árbol,
καταπτοώ [cataptoó] (v.) intimidar, καταρτίζω [catartídso] (v.) organizar,

750
καταστροφικός

preparar, educar, capacitar, κάτασπρος [cátaspros] (adj.) muy


κατάρτιση [catártisi] (n./f.) formación, blanco, completamente blanco,
educación, instrucción · επαγγελ­ κατασταλάζω [catastaládso] (v.) 1:
ματική κατάρτιση- formación pro­ gotear, escurrir, filtrar, 2: depositar,
fesional. establecer, colocar,
καταρχήν [catarjín] (adv.) primera­ κατασταλτικός [catastaIticós] (adj.)
mente, en principio, en primer lugar represivo, represor · κατασταλτικά
• κατ'αρχάς- primeramente, en prin­ φάρμακα- medicamentos represi­
cipio, en primer lugar, vos.
κατάσβεση [catásvesi] (nVf.) extinción, κατάσταση [catástasi] (nVf.) situación,
κατασβεστήρας [catasvestíras] (nVm.) estado · κατάσταση πολιορκίας- es­
extinguidor. tado de sitio · ψυχική κατάσταση-
κατασκευάζω [catasquevádzo] (v.) 1: estado de ánimo,
construir, edificar, erigir, 2: fabricar, καταστατικό [catastaticó] (n7n.) es­
confeccionar, producir, tatuto.
κατασκεύασμα [catasquévasma] (n7n.) καταστέλλω [catastélo] (v.) reprimir,
1: obra, construcción, estructura, 2: in­ sofocar, contener, represar, refrenar ·
vención, invento, fruto, producto, η αστυνομία κατέστειλε τα επεισό­
κατασκευαστής [catasquevastís] (n7m.) δια· la policía refrenó los episodios,
constructor, fabricante · το προϊόν κατάστημα [catástima] (n7n.) estable­
συνοδεύεται από εγγύηση του κα­ cimiento, tienda, almacén,
τασκευαστή- el producto cuenta con καταστηματάρχης [catastimatárjis]
garantía por el fabricante, (n7m.) dueño de una tienda, patrón,
κατασκευή [catasquevi] (nyf.) construc­ κατάστιχο [catástijo] (nVn.) libro con­
ción, fabricación, confección, estru­ table.
ctura. καταστολή [catastolí] (nVf.) represión,
κατασκηνώνω [catasquinóno] (v.) acam­ sofocación, contención,
par. καταστρατήγηση [catastratíguisi] (n./f.)
κατασκήνωση [catasquínosi] (nyf.) cam­ infracción, usurpación,
pamento, acampamiento, camping, καταστρατηγώ [catastratigó] (v.) usur­
κατασκοπεύω [catascopévo] (v.) espiar, par, infringir, violar,
κατασκοπία [catascopía] (n./f.) espio­ καταστρεπτικός [catastrepticós] (adj.)
naje. destructivo, destructor, catastrófico,
κατάσκοπος [catáscopos] (n./m.) es­ desastroso,
pía, agente secreto, καταστρέφω [catastréfo] (v.) destruir,
κατασπαράζω [catasparádso] (v.) des­ destrozar, arruinar, aniquilar, arrasar,
pedazar, desgarrar, καταστροφή [catastrofí] (n7f.) des­
κατασπατάληση [cataspatálisi] (n7f.) trucción, catástrofe, destrozo, ruina,
derroche, desgaste, desgracia, aniquilación · o σεισμός
κατασπαταλώ [cataspataló] (v.) derro­ προκάλεσε μεγάλες καταστροφές-
char, malgastar, despilfarrar, el terremoto causó grandes desa­
καταστάλαγμα [catastálagma] (nVn.) stres.
1: residuo, sedimento, 2: conclusión, καταστροφικός [catastroficós] (adj.)
terminación. destructivo, catastrófico · κατα-

751
κατάστρωμα

ατροφικές συνέπειες- consecuen­ pamento.


cias destructivas, καταφανής [catafanís] (adj.) evidente,
κατάστρωμα [catástroma] (η./η.) cu­ claro, aparente,
bierta. καταφανώς [catafanós] (adv.) eviden­
καταστρώνω [catastróno] (ν.) planear, temente, claramente,
organizar, κατάφαση [catáfasi] (n./f.) afirmación,
κατάστρωση [catástrosi] (nyf.) pla­ καταφάσκω [catafásco] (v.) asentir,
neamiento, organización, afirmar, acordar,
κατάσχεση [catásjesi] (nyf.) embargo, καταφατικός [catafaticós] (adj.) afir­
bloqueo, secuestro, confiscación · η mativo, cierto, probatorio · κατα­
τράπεζα έκανε κατάσχεση της πε­ φατική απάντηση- respuesta afir­
ριουσίας του- la confiscación de sus mativa.
bienes por el banco, καταφέρνω [cataférno] (v.) conseguir,
κατάσχω [catásjo] (v.) embargar, se­ lograr, alcanzar,
cuestrar, apropiarse por la fuerza καταφεύγω [catafévgo] (v.) recurrir,
(de). acudir, refugiarse · κατέφυγε στη δι­
κατάταξη [catátaksi] (n./f.) clasifica­ καιοσύνη- acudió a la justicia,
ción, catalogación, ordenación, ali­ καταφθάνω [catafzáno] (v.) llegar,
stamiento, acudir, presentarse, personarse,
κατατάσσω [catatáso](v.) clasificar, ca­ καταφορά [cataforá] (nyf.) bajada, re­
talogar, ordenar, alistar, archivar, sentimiento, odio,
κατατείνω [catatíno] (v.) tender a. κατάφορτος [catáfortos] (adj.) sobre­
κατατεμαχίζω [catatemajídso] (v.) tro­ cargado, cargado, lleno,,
cear, fraccionar, fragmentar, καταφρόνηση [catafrónisi] (nyf.) me­
κατατόπια [catatópia] (nyn.) pl. locali­ nosprecio, desprecio, desdén,
dades, lugares, sitios · θα μου δείξεις καταφρονώ [catafronó] (v.) menos­
τα κατατόπια;- ¿me muestras los lu­ preciar, despreciar, desdeñar,
gares de interés?, καταφύγιο [catafíguio] (nyn.) refugio,
κατατοπίζω [catatopídso] (v.) orientar, albergue, amparo,
guiar. κατάφυτος [catáfitos] (adj.) cubierto
κατατρεγμός [catatregmós] (nym.) per­ de vegetación, verde, plantado, lle­
secución. no de plantas,
κατατρέχω [catatréjo] (v.) perseguir, aco­ κατάφωρος [catáforos] (adj.) claro,
sar. evidente.
κατατρομάζω [catatromádso] (v.) κατάφωτος [catáfotos] (adj.) ilumina­
aterrorizarar(se), alarmar(se), asustar(se), do.
intimidar. καταχθόνιος [catajzónios] (adj.) tene­
κατατροπώνω [catatropóno] (v.) de­ broso, infernal,
rrotar, vencer, aplastar · κατατρόπω­ καταχνιά [catajñá] (nyf.) bruma, nie­
σε τον αντίπαλό του- derrotó a su bla, neblina, calima, calina,
enemigo. καταχραστής [catajrastís] (nym.) abu­
κατατρόπωση [catatróposi] (nyf.) de­ sivo, estafador, desfalcador, malver­
rrota, aplastamiento, sador.
καταυλισμός [catavlismós] (nym.) cam­ κατάχρηση [catájrisi] (nyf.) 1: abuso,

752
κατέχω

desfalco, fraude, dicterio, 2: exceso, larmente, principalmente,


exageración, κατεπειγόντως [catepigóndos] (adv.)
καταχρηστικά [catajristicá] (adv.) urgentemente, apremiantemente ·
abusivamente, fraudulentamente, επέστρεψε κατεπειγόντως- volvió
καταχρηστικός [catajristicós] (adj.) urgentemente,
abusivo, fraudulento · καταχρηστι­ κατεπείγων [catepígon] (adj.) urge­
κός σύνδεσμος- conjunción abusi­ nte, acuciador, acuciante,
va. κατεργάζομαι [catergádsome] (v.) ela­
καταχρώμαι [catajróme] (v.) desfalcar, borar, fabricar, producir,
malversar, abusar (de), estafar, κατεργάρης [catergáris] (adj.) picaro,
καταχωρίζω [catajorídso] (v.) regis­ pillo, astuto, granuja, bribón, canalla,
trar, inscribir, astuto.
καταχώριση [catajórisi] (n./f.) registro, κατεργαριά [catergariá] (n./f.) picar­
inscripción, entrada, día, astucia, granujería,
καταψηφίζω [catapsifídso] (v.) votar κατεργασία [catergasía] (η Λ ) elabo­
en contra, oponer, rechazar por vo­ ración, processo · κατεργασία δερ­
tación · τo νομοσχέδιο καταψηφί­ μάτων-zurra.
στηκε- el proyecto de ley se rechazó κάτεργο [cátergo] (η Λ .) galera, barco
por votación, de remos, penal,
καταψήφιση [catapsífisi] (n./f.) vota­ κατέρχομαι [catérjome] (v.) descen­
ción en contra, oposición, der, bajar, declinar,
κατάψυξη [catápsiksi] (ηΛ.) 1: (elec­ κατεστραμμένος [catestraménos] (adj.)
trodomésticos) congelador, nevera, 2: 1: destrozado, aruinado, marchitado,
(acción) refrigeración, enfriamiento, 2: maldito,
καταψύχω [catapsíjo] (v.) congelar, κατεστημένο [catestiméno] (n./n.) la
refrigerar, helar, clase dirigente, establecimiento,
κατεβάζω [catevádso] (v.) bajar, de­ κατευθείαν [catefcían] (adv.) directa­
scender. mente, en forma directa,
κατεβαίνω [catevéno] (v.) bajar(se), κατεύθυνση [catéfcinsi] (n./f.) dire­
descender, apearse · κατεβαίνω τις cción, rumbo, camino,
σκάλες- bajar las escaleras · κατε­ κατευθύνω [catefcíno] (v.) orientar,
βαίνω από το λεωφορείο- bajarse dirigir, guiar, encaminar,
del autobús, κατευνάζω [catevnádso] (v.) calmar,
κατεδαφίζω [catedafídso] (v.) demo­ apaciguar, tranquilizar, aliviar, aquie­
ler, derruir, derribar, tar, moderar,
κατεδάφιση [catedáfisi] (n./f.) demoli­ κατευνασμός [catevnasmós] (n./m.)
ción, arrasamiento, derribo, entreguismo, apaciguamiento, apla­
κατειλημμένος [catiliménos] (adj.) camiento, moderación, atenuación,
ocupado · κατειλημμένη γραμμή- lí­ κατευναστικό [catevnasticó] (η Λ .)
nea ocupada · κατειλημμένη θέση- sedativo, tranquilizante, calmante,
silla ocupada, κατευναστικός [catevnasticós] (adj.)
κατενθοοσιασμένος [catenzusiasménos] tranquilizante, calmante, relajante,
(adj.) entusiasmado, excitado, κατέχω [catéjo] (v.) 1: poseer, ocu­
κατεξοχήν [cateksojín] (adv.) particu­ par, tener, 2: apoderarse (de), hacer

753
κατΕψυγμένος

propio · κατέχω άδεια διδασκαλί­ do, flaco, esquelético,


ας- tengo permiso de enseñanza · κατοίκηση [catíquísi] (nyf.) residen­
κατέχει υψηλό αξίωμα- ocupa un cia.
alto cargo, κατοικήσιμος [catiquísimos] (adj.) ha­
κατεψυγμένος [catepsigménos] (adj.) bitable.
congelado, frígido, κατοικία [catiquía] (nyf.) vivienda,
κατηγόρημα [catigórima] (nVn.) (Gram.) casa, hogar, residencia, domicilio,
complemento, morada · πρέπει να δηλώσεις μό­
κατηγορηματικά [catigorimaticá] (adv.) νιμη κατοικία- tienes que precisar
categóricamente, rotundamente, ta­ domicilio fijo,
jantemente, contundemente. κατοικίδιο [catiquídio] (nyn.) masco­
κατηγορηματικός [catigorimaticós] ta.
(adj.) categórico, rotundo, tajante, κατοικίδιος [catiquídios] (adj.) do­
contundente, concluyente, méstico.
κατηγορία [catigoría] (nyf.) 1: acusa­ κάτοικος [cáticos] (n./m.) habitante,
ción, inculpación, cargo, 2: categoría, residente, morador, poblador,
clase, tipo, κατοικώ [caticó] (v.) residir, vivir, habi­
κατήγορος [catígoros] (n./m.) acusa­ tar · κατοικώ σε διαμέρισμα- vivo en
dor, fiscal, inculpador, un piso.
κατηγορούμενος [catigorúmenos] (nym.) κατολίσθηση [catolíscisi] (nyf.) corri­
acusado, procesado, miento de tierras, desprendimiento
κατηγορώ [catigoró] (v.) acusar, incul­ de tierras,
par, acriminar, culpar, denunciar, κατονομάζω [catonomádso] (v.) de­
κατήφεια [catífta] (n./f.) melancolía, nominar, nombrar,
tristeza, aflicción, κατονομασία [catonomasía] (n./f.) de­
κατηφής [catifís] (adj.) hosco, triste, nominación,
desanimado, κατόπιν [catópin] (adv.) luego, des­
κατηφόρα [catifóra] (nyf.) pendiente, pués (de), a continuación, más tar­
cuesta, bajada, de.
κατηφορίζω [catiforídso] (v.) descen­ κατόπτευση [catóptefsi] (nyf.) obser­
der, bajar, vación, reconocimiento,
κατήφορος [catíforos] (n./f.) bajada, κατοπτεύω [catoptévo] (v.) observar,
descenso · παίρνω τον κατήφορο- examinar, reconocer,
estar en decadencia, κατοπτρισμός [catoptrismós] (nym.)
κατήχηση [catíjisi] (n./f.) catequiza- reflejo, espejismo,
ción, catequesis, catecismo, dotrina. κάτοπτρο [cátoptro] (nyn.) 1: espejo,
κατηχητής [catijitís] (n./m.) catequi­ 2: (Med.) espéculo,
sta. κατόρθωμα [catórzoma] (n./n.) logro,
κατηχώ [catijó] (v.) catequizar, consecución,éxito,
κάτι [cáti] (pron.) algo, un(os/as) · συ­ κατορθώνω [catorzóno] (v.) lograr,
νέβη κάτι περίεργο- pasó algo raro · conseguir, obtener, cumplir,
βρήκε κάτι παλιούς δίσκους- encon­ κατορθωτός [catorzotós] (adj.) posi­
tró unos discos viejos, ble, factible, realizable,
κάτισχνος [cátisjnos] (adj.) demacra­ κάτουρο [cáturo] (nyn.) meada, orina,

754
καυτηρίαση

orín, pipí. por debajo,


κατουρώ [caturó] (v.) mear, orinar, ha­ κατώτατος [catótatos] (adj.) mínimo,
cer pipí. ínfimo.
κατοχή [catojí] (n./f.) posesión, ocupa­ κατώτερος [catóteros] (adj.) más bajo,
ción · τον συνέλαβαν για παράνομη inferior · κατώτερος μισθός- suedo
κατοχή όπλων- le secuestraron por inferior.
posesión ilegal de armas, κατωτερότητα [catoterótita] (n./f.) in­
κάτοχος [cátojos] (n./m.+f.) poseedor, ferioridad,
tenedor, propietario, titular · κάτο­ κατωτέρω [catotéro] (adv.) más abajo,
χος άδειας- el titular del permiso, a continuación, seguidamente,
κατοχυρώνω [catojiróno] (v.) consoli­ κατώφλι [catófli] (n./n.) umbral, bor­
dar, asegurar, garantizar, de, paso, escalera de entrada,
κατοχύρωση [catojírosi] (n./f.) conso­ κάτωχρος [cátojros] (adj.) muy pálido,
lidación · κατοχύρωση δικαιωμά­ demacrado, descolorido,
των-consolidación de derechos, καύκαλο [cáfcalo] (nyn.) calavera,
κάτοψη [cátopsi] (nyf.) plano de un καύλα [cávla] (nyf.) erección, excita­
edificio visto desde arriba, ción.
κατρακύλα [catraquíla] (n./f.) caída, καυλός [cavíos] (nym.) tallo,
declive, descenso, καυλώνω [cavlóno] (ν.) 1: tener una
κατρακυλώ [catraquiló] (v.) rodar, re­ erección, 2: poner caliente a alguien,
volcarse. καυσαέρια [cafsaéria] (n./n.) pl. gases
κατράμι [catrámi] (nyn.) alquitrán · de combustión, aire contaminado,
μαύρο σαν κατράμι- negro como el καύση [cáfsi] (nyf.) 1: combustión, 2:
alquitrán. cremación,
κατραπακιά [catrapaquiá] (n./f.) ma­ καύσιμο [cáfsimo] (n./n.) carburante,
notada, golpe, combustible,
κατσαβίδι [catsavídi] (n./n.) destorni­ καύσιμος [cáfsimos] (adj.) combusti­
llador. ble · καύσιμη ύλη- materia combus­
κατσαδιάζω [catsadiádso] (v.) echarle tible.
a alguien una bronca, καυσόξυλο [cafsóksilo] (n./n.) leña,
κατσαρίδα [catsarída] (n./f.) cucara­ καυστήρας [cafstíras] (n./m.) quema­
cha. dor.
κατσαρόλα [catsaróla] (nyf.) cacerola, καυστικός [cafsticós] (adj.) 1: cáustico,
olla, cazuela, corrosivo, 2: abrasivo, mordaz, iróni­
κατσαρός [catsarós] (adj.) rizado, en­ co, ofensivo,
sortijado, crespo, καύσωνας [cáfsonas] (nym.) oleada
κατσιάζω [catsiádso] (v.) marchitar, de intenso calor,
encoger, καυτερός [cafterós] (adj.) 1: abrasador,
κατσίκα [catsíca] (nyf.) cabra, ardiente, 2: picante · καυτερό φαγη­
κατσούφης [catsúfis] (nym.) melancó­ τό- comida picante,
lico, arisco, hosco, triste, καυτηριάζω [caftiriádso] (ν.) 1: caute­
κατσουφιάζω [catsufiádso] (v.) estar rizar, 2: criticar,
de mal humor, καυτηρίαση [caftiríasi] (n./f.) cauteri­
κάτω [cáto] (adv.) bajo, abajo, debajo, zación.

755
καυτός

καυτός [caftós] (adj.) muy caliente, ar­ κείτομαι [quitóme] (v.) yacer,
diente, abrasador, caluroso, κεκλιμένος [quecliménos] (adj.) incli­
καύχημα [cáfjima] (n/n.) jactancia, ala­ nado, oblicuo, proclive · κεκλιμένο
rde, presunción, baladronada, alaban­ επίπεδο- rampa inclinada,
za. κεκτημένος [quectiménos] (adj.) ob­
καυχησιάρης [cafjisiáris] (adj.) jactan­ tenido.
cioso, presuntuoso, baladrón, fanfa­ κελάηδισμα [queláidisma] (nVn.) can­
rrón. to, trino.
καυχιέμαι [cafjiéme] (v.) jactarse, alar­ κελαηδώ [quelaidó] (v.) cantar, trinar,
dear, pavonearse, blasonar, fanfarro­ gorjear.
near. κελάρι [quelári] (nVn.) 1: despensa,
καφάσι [cafási] (n./n.) cajón, sótano, 2: (vino) bodega,
καφασωτός [cafasotós] (adj.) enreja­ κελαρύζω [quelarídso] (v.) gorgotear,
do. κελάρυσμα [quelárisma] (nVn.) gor­
καφέ [café] (nVn.) marrón, goteo.
καφεΐνη [cafeíni] (nVf.) cafeína, κελεπούρι [quelepúri] (n/n.) ganga,
καφενείο [cafenío] (nVn.) café, cafe­ suerte, chiripa,
tería. κελί [quelí] (nVn.) celda, célula, alvéo­
καφεοφυτεία [cafeofítía] (nVf.) cafe­ lo.
tal. κέλυφος [quélifos] (nVn.) cascarón,
καφές [cafés] (n7m.) café · ένα φλι­ concha.
τζάνι καφέ- una taza de café · πώς κενό [quenó] (n7n.) vacío, espacio va­
πίνας τον καφέ σου;- ¿cómo quieres cío · κενό αέρος- brecha de aire,
tu café?. κενοδοξία [quenodoksía] (n7f.) pre­
καχεκτικός [cajecticós] (adj.) enfermi­ sunción, vanidad, arrogancia, endo­
zo, débil, raquítico, samiento,
καχύποπτος [cajípoptos] (adj.) suspi­ κενόδοξος [quenódoksos] (adj.) pre­
caz, receloso, desconfiado, sumido, arrogante, alabancioso, pre­
καχυποψία [cajipopsía] (n./f.) sospe­ suntuoso,
cha, recelo, desconfianza, suspica­ κενολογία [quenologuía] (nVf.) fatui­
cia. dad.
κάψα [cápsa] (n7f.) bochorno, calor κενός [quenós] (adj.) libre, vacío, va­
intenso, mucho calor, cante, desocupado,
καψαλίζω [capsalídso] (v.) tostar, cha­ κενοσοφία [quenosofía] (n7f.) peda­
muscar. ntería.
καψερός [capserós] (adj.) pobre, mise­ κενόσοφος [quenósofos] (adj.) pe­
rable, desgraciado, dante.
κάψουλα [cápsula] (n7f.) cápsula, κενότητα [quenótita] (nVf.) vaciedad,
κέδρος [quédros] (n./m.) cedro, vacuidad, hueco.
κέικ [quéik] (n./n.) pastel, tarta, dulce, Κένταυρος [quéntavros] (nym.) cen­
κείμαι [químe] (v.) yacer, tauro.
κείμενο [químeno] (nVn.) texto, κέντημα [quéndima] (nVn.) bordado,
κειμήλιο [quimílio] (n./n.) recuerdo, bordadura.
objeto de valor. κεντητός [quenditós] (adj.) bordado

756
κεφαλαιοκρατία

• κεντητό τραπεζομάντηλο- mantel κερδίζω [querdídso] (ν.) 1: ganar,


bordado. triunfar, beneficiarse, 2: sacar pro­
κεντράδι [quendrádi] (nyn.) injerto, vecho, devengar, 3: (dinero) cobrar ·
κεντρί [quendrí] (nyn.) aguijón, κερδίζω τον αγώνα- ganar el parti­
κεντρίζω [quendrídso] (v.) picar, puz- do · κερδίζω έδαφος- ganar terreno
nar · μου κεντρίζει την περιέργεια- • κερδίζω (βγάζω) χρήματα- ganar/
me pica la curiosidad, cobrar dinero,
κεντρικός [quendricós] (adj.) central, κέρδος [quérdos] (nyn.) 1: ganancia,
céntrico · κεντρική θέρμανση- ca­ beneficio, 2: provecho,
lefacción central · κεντρικός αγω­ κερδοσκοπία [querdoscopía] (nyf.)
γός- cañería maestra · κεντρικός explotación, lucro, provecho, espe­
δρόμος- calle principal, culación, agio,
κέντρο [quéndro] (nyn.) centro, co­ κερδοσκοπικός [querdoscopicós] (adj.)
gollo · τηλεφωνικό κέντρο- centro lucroso, especulativo.
telefónico, K8póo<ncómK[querdoscópos] (nVm.+f.)
κεντρομόλος [quentromólos] (adj.) lucrativo, especulador, agiotista,
centrípeto, κερδοσκοπώ [querdoscopó] (v.) lu­
κεντρόφυγος [quendrófigos] (adj.) crarse, aprovecharse, explotar,
centrífugo, κερδοφόρος [querdofóros] (adj.) ren­
κεντώ [quendó] (v.) bordar, table, provechoso, beneficioso, ven­
κεραία [queréa] (nyf.) antena, cuerno, tajoso.
κεραμίδι [queramídi] (nyn.) teja, κερί [querí] (nyn.) 1: cera, 2: vela, cirio,
κεραμικός [queramicós] (adj.) cerámi­ κερκίδα [querquída] (nyf.) grada, hi­
co, de cerámica, lera · σημειώθηκαν επεισόδια στην
κεράσι [querási] (nyn.) cereza, κερκίδα- hubo episodios en la gra­
κερασιά [querasiá] (nyf.) cerezo, da.
κέρασμα [quérasma] (nyn.) regalo, Κέρκυρα [quérquira] (nyf.) Corfú,
invitación, obsequio · μου χρωστάς κέρμα [quérma] (n./n.) moneda,
κέρασμα- te toca invitar, κερνώ [quernó] (v.) invitar, ofrecer,
κερατάς [queratás] (n./m.) cornudo, κερώνω [queróno] (v.) encerar · κερώ­
κερατίτις [queratitis] (n./f.) queratitis νω κλωστή- encerotar,
κεσάτι [quesáti] (nyn.) depresión eco­
κέρατο [quérato] (nyn.) cuerno, nómica.
κερατοειδής [queratoidís] (n./m.) cór­ κεσές [quesés] (nym.) tazón, bol.
nea. κετσές [quetsés] (nyn.) fieltro,
κερατώνω [queratóno] (v.) poner los κεφάλαιο [quefáleo] (nyn.) 1: dinero,
cuernos, ser infiel, capital, 2: capítulo · τα συμφέροντα
κεραυνοβόλος [queravnovólos] (adj.) του κεφαλαίου- los intereses del ca­
fulminante, inesperado, repentino, pital · το κεφάλαιο της ιστορίας- el
κεραυνοβολώ [queravnovoló] (v.) capítulo de la historia,
fulminar. κεφαλαιοκράτης [quefaleocrátis] (nym.)
κεραυνόπληκτος [queravnóplictos] capitalista,
(adj.) fulminado, κεφαλαιοκρατία [quefaleocratía] (nyf.)
κεραυνός [queravnós] (nym.) rayo. capitalismo.

757
κεφαλαιοποίηση

κεφαλαιοποίηση [quefaleopíisi] (n./f.) κεχρί [quejrí] (n7n.) (Bot.) mijo,


capitalización, κεχριμπάρι [quejribári] (n./n.) ámbar,
κεφαλαιοποιώ [quefaleopió] (v.) ca­ κηδεία [quidía] (n./f.) funeral, entierro,
pitalizar. sepelio.
κεφαλαίος [quefaléos] (adj.) mayú­ κηδεμόνας [quidemónas] (n./m.) tu­
scula, capital, versal · κεφαλαίο tor.
γράμμα- letra mayúscula, κηδεμονεύω [quidemonévo] (v.) ser
κεφαλαιούχος [quefaleújos] (n7m.+f.) tutor.
capitalista, κηδεμονία [quidemonía] (n./f.) 1: tu­
κεφαλαιώδης [quefaleódis] (adj.) ca­ toría, tutela, 2: custodia · υπό την
pital, fundamental · παρατήρηση κηδεμονία μου- bajo mi tutela •ανα­
κεφαλαιώδους σημασίας- observa­ λαμβάνω την κηδεμονία κάποιου-
ción de fundamental importancia, tener la tutela de alguien,
κεφαλαλγία [quefalalguía] (n./f.) ce­ κηδεύω [quidévo] (v.) enterrar, sepul­
falalgia. tar, inhumar,
κεφαλάρι [quefalári] (n7n.) fuente, κηλεπίδεσμος [quilepídesmos] (n./m.)
κεφάλας [quefálas] (n7m.) cabezón, braquero.
cabezudo, κήλη [quíli] (nVf.) hernia,
κεφαλή [quefalí] (n7f.) cabeza, jefe · κηλίδα [quilída] (n./f.) mancha, mácu­
είναι η κεφαλή της οικογένειας- a) la, tintura, borrón · βρήκε μια κηλίδα
es la cabeza de la familia, b) lleva los αίματος στα ρούχα του- encontró
pantalones, una mancha de sangre en su ropa ·
κεφάλι [quefáli] (n./n.) cabeza · (dolor) κηλίδα πετρελαίου- pozo de petró­
τo κεφάλι μου πάει va σπάσει- me leo.
duele la cabeza · (pensar) σπάω το κηλιδώνω [quilidóno] (ν.) 1: manchar,
κεφάλι μου- se me rompe la cabeza · ensuciar, 2: (metáf.) deshonrar, ultra­
δουλεύει χωρίς va σηκώνει κεφάλι- jar · κηλίδωσε το όνομά του- des­
trabaja sin levantar cabeza · χτυπάει honró su nombre,
το κεφάλι της στον τοίχο- golpea su κηλίδωση [quilídosi] (n7f.) mancha,
cabeza contra el muro, suciedad.
κεφαλιά [quefaliáj (n./f.) cabezazo, κηπευτικά [quipefticá] (n7n.) pl. hor­
κεφαλικός [quefalicós] (adj.) 1: capi­ talizas.
tal, 2: cefálico · κεφαλικός φόρος- κηπευτικός [quipefticós] (adj.) hortí­
impuesto por persona, cola.
κεφάτος [quefátos] (adj.) de buen hu­ κήπος [quipos] (n./m.) jardín, parque,
mor, alegre, animado, sonriente, vergel, huerto, huerta · ζωολογικός
κέφι (quéfi] (n7n.) buen humor, ale­ κήπος- a) parque zoológico, b) zoo.
gría, entusiasmo, ganas · έχω κέφι κηπουρική [quipuriquí] (nVf.) jardine­
για βόλτα- tengo ganas de pasear · ría, floricultura, horticultura,
είμαι στα κέφια μου- estoy de buen κηπουρικός [quipuricós] (adj.) hor­
humor. tense.
κεφτές [queftés] (n./m.) albóndiga, κηπουρός [quipurós] (n./m.) jardine­
κεχαριτωμένος [quejaritoménos] (adj.) ro, floricultor, horticultor,
gracioso. κηρήθρα [qirízra] (n./f.) panal, resca.

758
κινητήριος

κηροπήγιο [quiropíguio] (n./n.) can­ κιμάς [quimás] (n./m.) carne picada,


delabro, candelera, palmatoria, κιμονό [quimono] (n./n.) quimono,
κηροπλάστης [quiroplástis] (n./m.) κιμωλία [quimolía] (n./f.) tiza,
cerero, velero, κίναιδος [quínedos] (adj.) homo­
κηροπλαστική [quiroplastiquí] (n./f.) sexual.
cerería. κινδυνεύω [quindinévo] (v.) peligrar,
κηροποιός [quiropiós] (n7m.) cerero, correr peligro, arriesgar(se), atrever,
velero. arriscar(se) · κινδυνεύει η ζωή του-
κηροστάτης [quirostátis] (n./m.) can­ su vida está en peligro,
delabro. κίνδυνος [quíndinos] (n7m.) peligro,
κήρυγμα [quírigma] (nVn.) sermón, peligrosidad, riesgo, amenaza · εκ­
arenga, plática, homilía, predicación, θέτω σε κίνδυνο- poner en peligro
prédica. • έξοδος κινδύνου- salida de emer­
κήρυκας [quíricas] (n7m.) predicador, gencia · άγνοια κινδύνου- ignoran­
pregonero, propagandista, cia del peligro · εκπέμπω σήμα κιν­
κήρυξη [quíriksi] (n./f.) proclamación, δύνου- emitir señal de riesgo · βάζει
declaración, divulgación, anuncia­ σε κίνδυνο τη ζωή του- arriesga su
ción · κήρυξη πολέμου- declaración vida.
de guerra, κινδυνώδης [quindinódis] (adj.) peli­
κηρύσσω [quiríso] (v.) proclamar, anun­ groso, arriesgado, aventurado.
ciar, publicar, divulgar, promulgar, Κινέζος [quinédsos] (n7m.) chino,
κήτος [quitos] (n7n.) cetáceo, κίνημα [quínima] (n./n.) movimiento
κηφήνας [quifínas] (n./m.) zángano, • εργατικό/φοιτητικό κίνημα- movi­
holgazán, miento laborista/estudiantil.
κιάλι [quiáli] (n./n.) catalejo, κινηματογράφηση [quinimatográfisi]
κιάλια [quiália] (n7n.) pl. prismáticos, (n./f.) filmación,
anteojos. κινηματογραφία [quinimatografía]
κίβδηλος [quívdilos] (adj.) falso, falsifi­ (n./f.) cinematografía,
cado, ficticio, fingido, κινηματογράφος [quinimatográfos]
κιβώτιο [quivótio] (n./n.) caja, cajón, (n7m.) cine, cinematógrafo,
κιβωτός [quivotós] (n./f.) arca, cofre · κινηματογραφώ [quinimatografó] (v.)
η κιβωτός του Νώε- la arca de Noe. filmar.
κιγκαλερία [quigkalería] (n./f.) quin­ κίνηση [quínisi] (nVf.) 1: movimiento,
callería, ferretería, moción, desplazamiento, 2: acción,
κιγκλίδωμα [quigklídoma] (n./n.) reja, 3: tráfico, atasco · θέτω σε κίνηση-
verja, enrejado, poner en movimiento· κίνηση λογα­
κιγκλίδα [quigklída] (n./f.) reja, verja, ριασμού· movimiento de la cuenta ·
cerca, barandilla, ευγενική κίνηση- acción benévola
κιθάρα [quizára] (nVf.) guitarra, • κίνηση καλής θέλησης- acción de
κιθαρίστας [quizarístas] (nVm.) gui­ buena voluntad · έχει πολλή κίνηση
tarrista. στον δρόμο- hay mucho tráfico por
κιλό [quiló] (n./n.) kilo, kilogramo, la calle.
κιλοβάτ [quilovát] (n./n.) kilovatio, κινητήρας [quinitíras] (n./m.) motor,
κιλότα [quilóta] (n./f.) braga. κινητήριος [quinitírios] (adj.) motriz ·

759
κινητικότητα

κινητήριος δύναμη- fuerza motriz, κλαδεύω [cladévo] (v.) podar,


κινητικότητα [quiniticótita] (n./f.) mo­ κλαδί [cladí] (n./n.) rama, ramo,
vilidad, movimiento, κλάδος [cládos] (n./m.) rama, tallo,
κινητοποίηση [quinitopíisi] (nyf.) mo­ κλαδωτός [cladotós] (adj.) enramado,
vilización, ramoso.
κινητοποιώ [quinitopió] (v.) movilizar, κλαίω [cléo] (v.) llorar, lamentar, lagri­
activar. mar · κλαίω με μαύρο δάκρυ- estoy
κινητός [quinitós] (adj.) móvil, portá­ llorando con todo mi corazón,
til. κλάμα [cláma] (nyn.) 1: (personas) lla­
κίνητρο [quínitro] (nyn.) motivación, nto, lloro, 2: (animales) aullido,
aliciente, incentivo, estímulo, κλανιά [claniá] (nyf.) pedo, ventosi­
κινίνη [quiníni] (n./f.) quinina, dad.
κινώ [quinó] (ν.) 1: mover, menear, po­ κλάνω [cláno] (v.) tirarse un pedo,
ner en movimiento, 2: provocar, κλάξον [clákson] (n./n.) bocina, claxon,
κιόλας [quiólas] (adv.) ya, todavía, por pito.
ahora · τελείωσες κιόλας;- ¿has aca­ κλαρί [clarí] (n./n.) rama,
bado ya?, κλαρινέτο [clarinéto] (nyn.) clarinete,
κίονας [quíonas] (n./m.) columna, κλάση [clási] (n./f.) fraccionamiento,
κιονόκρανο [quionócrano] (nyn.) ca­ clase, calaña, categoría,
pitel. κλασικισμός [clasiquismós] (n./m.)
κιόσκι [quiósqui] (nyn.) quiosco, clasicismo,
κιοτεύω [quiotévo] (v.) acobardarse, κλασικός [clasicós] (adj.) clásico · κλα­
sentir temor, σική μουσική- música clásica · κλα­
κιοτής [quiotís] (nym.) 1: cobarde, pu­ σικές σπουδές- estudios clásicos,
silánime, 2: (metáf.) pollo, gallina, κλάσμα [clásma] (nyn.) (Mat.) fracción,
κιούπι [quiúpi] (n./n.) vasija, porción · ομώνυμα κλάσματα- fra­
κίρρωση [quírosi] (n./f.) (Med.) cirro­ cciones ¡guales,
sis. κλασματικός [clasmatícós] (adj.) fra­
κιρσός [quirsós] (nym.) variz, várice, ccionario,
κισσός [quisós] (n./m.) yedra, hiedra, κλαυθμός [clafzmós] (n./m.) lamento,
κιτρικός [quirticós] (adj.) cítrico, dolor, queja,
κιτρινάδι [quitrinádi] (nyn.) yema, κλαψιάρης [clapsiáris] (adj.) llorón,
mancha amarilla, quejica.
κιτρινίζω [quitrinídso] (v.) amarillear, κλαψουρίζω [clapsurídso] (v.) llori­
palidecer, quear, gimotear, llorar, sollozar,
κιτρίνισμα [quitrínisma] (nyn.) amari- κλαψούρισμα [clapsúrisma] (nyn.)
lleamiento. lloriqueo, llantina, gimoteo, sollozo,
κίτρινος [quítrinos] (adj.) amarillo, κλέβω [clévo] (v.) robar, llevarse, qui­
κιτρινωπός [quitrinopós] (adj.) amari­ tar, hurtar, timar, estafar, desvalijar,
llento, amarillejo, amarilloso, κλειδαράς [clidarás] (nym.) cerrajero,
κίτρο [quítro] (n./n.) (Bot.) citrón, κλειδαριά [clidariá] (nyf.) cerradura,
κλάδεμα [cládema] (n./n.) poda, cerraja, cerrojo,
κλαδευτήρι [cladeftíri] (nyn.) poda­ κλειδαρότρυπα [didarótripa] (nyf.)
dera. ojo de la cerradura.

760
κλητήρας

κλειδί [elidí] (n-/n.) llave, κλεψύδρα [clepsidra] (n./f.) reloj de


κλειδοκύμβαλο [clidoquímvalo] arena, clepsidra,
(n./n.) piano, κλήμα [clima] (n./n.) vid, parra,
κλείδωμα [clídoma] (n./n.) cierre, κληματαριά [climatariá] (nyf.) parral,
κλειδώνω [clidóno] (v.) cerrar con lla­ κληματόφυλλο [dimatófilo] (nyn.)
ve/candado, encerrar, hoja de vid.
κλείδωση [clídosi] (n./f.) 1: (Anat.) arti­ κληρικοκρατία [diricocratía] (nyf.) sa­
culación, 2: juntura, cerdocio.
κλειθροποιός [clizropiós] (nym.) ce­ κληρικός [cliricós] 1: (n./m.) clérigo,
rrajero. sacerdote, 2: (adj.) clerical, eclesiá­
κλείνω [clíno] (ν.) 1: cerrar, encerrar, 2: stico.
apagar · κλείνω ραντεβού- a) pro­ κληροδοσία [clirodosía] (n./f.) legado,
gramar un encuentro, b) quedar con κληροδότημα [clirodótima] (n./n.) le­
alguien. gado, herencia, manda,
κλείσιμο [clísimo] (n./n.) 1: cierre, fin, κληροδοτώ [clirodotó] (v.) heredar,
final, conclusión, 2: (cárcel) clausura, dejar en herencia, legar, testar,
cerramiento, κληρονομιά [clironomiá] (nyf.) heren­
κλεισούρα [clisúra] (n./f.) olor a cerra­ cia, legado,
do. κληρονομικός [dironomicós] (adj.) here­
κλειστός [clistós] (adj.) 1: cerrado, en­ ditario, congénito, ancestral, heredado,
cerrado, 2: apagado, κληρονομικότητα [dironomicótita] (nyf.)
κλειστοφοβία [clistofovía] (nyf.) herencia.
claustrofobia, κληρονόμος [dironómos] (nym.+f.) here­
κλειτορίδα [clitorída] (n7f.) dítoris. dero, sucesor,
κλεπταποδόχος [cleptapodójos] (n7 κληρονομώ [dironomó] (v.) heredar,
m.+f.) encubridor/a. suceder, recibir una herencia,
κλεπτομανής [deptomanís] (adj.) κλήρος [clíros] 1: (nym.) boleto de lo­
cleptómano, cleptomaníaco, tería, lote, 2: (Igl.) clero, clerecía · ρί­
κλεπτομανία [cleptomanía] (n Jf.) χνω/τραβώ κλήρο- jugar a la lotería
cleptomanía, • μου έπεσε o κλήρος- me ha tocado
κλεφτά [cleftá] (adv.) a escondidas, la lotería · ορθόδοξος κλήρος- clero
sigilosamente, ortodoxo,
κλέφτης [cléftis] (n./m.) ladrón, ratero, κληρώνω [diróno] (v.) sortear, rifar,
timador, estafador, atracador, κλήρωση [clírosi] (n./f.) sorteamiento,
κλεφτοπόλεμος [cleftopólemos] sorteo, rifa · η κλήρωση του λαχεί­
(nym.) guerrilla, ου- el sorteo de la Lotería,
κλεφτόπουλο [cleftópulo] (nym.) la­ κληρωτίδα [clirotída] (nyf.) bombo,
dronzuelo, κληρωτός [clirotós] (adj.) recluta,
κλεψιά [clepsiá] (n./f.) robo, estafa, κλήση [clísi] (nyf.) 1¡llamada, 2: llama­
timo, defraudación, atraco, rapiña, miento, citación, 2: multa,
κλέψιμο [clépsimo] (nyn.) robo, hur­ κλήτευση [clítefsi] (nyf.) citación, lla­
to. mamiento, convocatoria, emplaza­
κλεψιτυπία [clepsitipía] (nyf.) plagio, miento.
pirata. κλητήρας [clitíras] (n./m.) ordenanza,

761
κλητική

subalterno, κλίνω [clíno] (v.) 1: inclinar, ladear, 2:


κλητική [clltiquí] (n./f.) (Gram.) voca­ (Gram.) conjugar, declinar,
tivo. κλισέ [clisé] (n./n.) cliché,
κλητικός [cliticós] (adj.) apelativo, κλίση [clísi] (n./f.) 1: inclinación, ladeo,
κλητός [clitós] (adj.) invitado, llama­ 2: (Gram.) conjugación, declinación,
do. 3: tendencia, vocación · δρόμος με
κλίβανος [clívanos] (nVm.) autoclave, κλίση- calle con inclinación · κλίση
horno. των ρημάτων- conjugación de los
κλίκα [clíca] (n./f.) facción, círculo, ca­ verbos · έχει κλίση στον χορό- tiene
marilla. vocación para el bail.
κλίμα [clima] (n7n.) clima · ήπιο κλί­ κλιτός [clitós] (adj.) (Gram.) 1: (susta­
μα- clima suave, ntivos) declinable, 2: (verbos) conju­
κλίμακα [clímaca] (n./f.) escala, gable.
κλιμάκιο [clímáquio] (n./n.) división, κλοιός [cliós] (n./m.) 1: corro, 2: cír­
grupo, escala, escalón, culo · αστυνομικός κλοιός- círculo
κλιμακοστάσιο [climacostásio] (n7n.) policial.
escalera. κλονίζω [clonídso] (v.) conmover, per­
κλιμακτήριος [climactírios] (n./f.) me­ turbar.
nopausia, climaterio, κλονισμός [clonismós] (n./m.) conmo­
κλιμακώνω [climacóno] (v.) aumentar ción, perturbación, choque,
vertiginosamente, intesificar, exten­ κλοπή [clopí] (n./f.) robo, hurto, rapi­
der. ña.
κλιμάκωση [climácosi] (nVf.) escala­ κλούβα [clúva] (n./f.) 1: jaula, prisión,
miento, intesificación, extensión, au­ cárcel, 2: alambrera,
mento · κλιμάκωση κινητοποιήσε­ κλουβί [cluví] (n./n.) pajarera, jaula
ων- intensificación del movimiento, • κλείνω σε κλουβί- encerrar en la
κλιματικός [climaticós] (adj.) climáti­ jaula.
co. κλούβιος [clúvios] (adj.) hueco, vacío,
κλιματισμός [climatismós] (n./m.) cli­ podrido,
matización, aire acondicionado, κ,λ.π. [que lipá] etcétera, etc.
κλιματολογία [climatología] (n./f.) cli­ κλύσμα [clísma] (n./n.) (Meó.) enema,
matología, lavativa, clistel,
κλιματολογικός [climatologicós] (adj.) κλώθω [clózo] (v.) 1: hilar, enroscar, 2:
climatológico, (metáf.) dar vueltas,
κλινάμαξα [clinámaksa] (n./f.) vagón, κλωνάρι [clonári] (n./n.) 1: rama, rami-
κλίνη [clíni] (n./f.) cama, lecho, ta, 2: varilla, varita · κλωνάρι ελιάς-
κλινική [cliniquí] (n./f.) clínica · κλινι­ rama de olivo,
κή μικρών ζώων- a) clínica veterina­ κλώσιμο [clósimo] (n7n.) hilandería,
ria, b) clínica de mascotas, κλώσα [clósa] (n./f.) gallina clueca,
κλινικός [clinicós] (adj.) clínico, κλωσώ [closó] (v.) enclocarse, empo­
κλινοσκέπασμα [dinosquépasma] (n/n.) llar, aclocarse,
cobertor, manta, cobija, frazada, κλωσόπουλο [closópulo] (nVn.) polli­
κλινοστρωμνή [clinostomní] (n./f.) to, polluelo.
colchón. κλωστή [clostí] (n7f.) hilo, hebra, h¡-

762
κοινός

laza. pancita.
κλωτσιά [clotsiá] (n./f.) patada, punta­ κοιλόπονος [quilóponos] (nVm.) do­
pié, coz, coceadura, pernada, lor de barriga,
κλωτσώ [clotsó] (v.) patear, dar una κοίλος [quilos] (adj.) cóncavo, hueco,
patada (a), dar una puntapié (a), dar κοιλότητα [quilótita] (n./f.) cavidad,
una coz (a), hueco, cuenco, ahuecamiento,
κνήμη [cními] (nVf.) espinilla, canilla, κοίλωμα [quíloma] n. oquedad,
κνησμός [cnismós] (n./m.) (Med.) co­ κοιμάμαι [quimáme] (v.) dormir(se).
mezón, prurigo, picazón, escozor, κοιμητήριο [quimitírio] n. cemente­
κνίδωση [cnidosi] (n7f.) picazón, co­ rio.
mezón, κοιμίζω [quimídso] (v.) dormir, ador­
κοάζω [coádso] (v.) croar, mecer.
κοβάλτιο [coválto] (n./n.) (Quím.) co­ κοιμισμένος [quimisménos] (adj.) dor­
balto. mido, durmiente,
κόβω [cóvo] (ν.) 1: cortar, partir, talar, κοινό [quinó] (nVn.) público, audi­
escindir, separar, seccionar, trinchar, torio, concurrencia · το κοινό τον
2: dejar · κόβω εισιτήρια- a) sacar χειροκροτούσε όρθιο- el público le
entradas, b) comprar billetes · κόβω aplaudió de pie.
ταχύτητα- reducir la velocidad · θα κοινόβιο [quinóvio] (n./n.) comuna,
σου κόψω τα πόδια- te voy a cortar congregación,
las piernas · δεν μου έκοψε από­ κοινοβουλευτικός [quinovulefticós]
δειξη· no me ha dado factura · του (adj.) parlamentario · κοινοβουλευ­
έκοψα τη φόρα- le refrené · κόψε τική επιτροπή- comunidad parla­
τον λαιμό σου- a) haz lo que te da mentaria.
la gana, b) vete a la mierda · δεν το κοινοβούλιο [quinovúlio] (n./n.) par­
κόβω va τελειώνω νωρίς- no creo lamento.
acabar temprano · μου κόπηκε η κοινολόγηση [quinológuisi] (nVf.) di­
όρεξη- se me han ido las ganas · του vulgación, comunicación,
έκοψε τα φτερά- le cortó las alas · κοινολογώ [quinologó] (v.) divulgar,
το θέαμα του έκοψε την ανάσα- el comunicar, publicar,
espectáculo le ha quitado la respi­ κοινοποίηση [quinopiisi] (n./f.) comu­
ración · κόβω το κάπνισμα- dejar de nicación, notificación, comunicado,
fumar. anuncio, aviso,
κόθορνος [cózornos] (n./m.) coturno, κοινοποιώ [quinopió] (v.) comunicar,
κοιλάδα [quiláda] (n./f.) valle, cuenca, notificar, hacer saber, anunciar, avi­
κοιλαράς [quitará] (adj.) barrigudo, sar.
gordo. κοινόχρηστος [quinójristos] (adj.)
κοιλιά [quiliá] (nVf.) vientre, abdomen, público, de uso público, comunal,
barriga, tripa, común · κοινόχρηστος χώρος- es­
κοιλιακός [quiliacós] (adj.) abdominal pacio público,
• κοιλιακός πόνος- dolor abdominal, κοινοπραξία [quinopraksía] (n7f.) gre­
κοιλιόδουλος [quiliódulos] (adj.) glo­ mio, consorcio,
tón, tragón, κοινός [quinós] (adj.) común, público
κοιλίτσα [quilítsa] (n./f.) barriguita, • κοινή γνώμη- opinión pública · κοι-

763
κοινότητα

νόςνους- sentido común, tieso, osificar,


κοινότητα [quinótita] (n./f.) comuni­ κοκεταρία [coquetaría] (nyf.) coque­
dad, comuna, sociedad, municipio, tería.
κοινοτικός [quinoticós] (adj.) comu­ κοκέτης [coquétis] (adj.) coqueto,
nitario. κοκκινέλι [coquinéli] (nyn.) vino ti­
κοινοτοπία [quinotopía] (nyf.) de lo nto.
mas común, κοκκινίζω [coquinídso] (v.) ruborizar­
κοινότοπος [quinótopos] (adj.) trilla­ se, sonrojarse, ponerse colorado, en­
do. rojecer.
κοινωνία [quinonia] (n./f.) 1: sociedad, κοκκίνισμα [coquínisma] (nyn.) rubor,
comunidad, 2: (Igl.) comunión, sonrojo, enrojecimiento,
κοινωνικοποιώ [quinonicopió] (v.) so­ κοκκινολαίμης [coquinolémis] (nym.)
cializar. (Zool.) petirrojo,
κοινωνικός [quinonicós] (adj.) social, κοκκινομάλλης [coquinomális] (adj.)
sociable, comunicativo · κοινωνι­ pelirrojo.
κή θέση- estado social · κοινωνική κόκκινος [cóquinos] (adj.) 1: rojo, co­
τάξη- clase social, lorado, 2: (vino) tinto,
κοινωνιολογία [quinoniología] (nyf.) κοκκινόχωμα [coquinójoma] (nyn.)
sociología, arcilla.
κοινωνιολόγος [quinoniológos] (nV κοκκινωπός [coquinopós] (adj.) roji­
m.+f.) sociólogo, zo, rojo, rubicundo,
κοινωνώ [quinonó] (v.) comulgar, κόκκος [cócos] (n./m.) grano, gránulo.
κοινωφελής [quinofells] (adj.) para κοκκώδης [cocódis] (adj.) granular,
beneficio público, κόκορας [cócoras] (nym.) gallo,
κοίταγμα [quítagma] (n./n.) mirada, κοκορεύομαι [cocorévome] (v.) fan­
vistazo, ojeada, farronear, pavonearse, alardear, ja­
κοιτάζω [quitádso] (ν.) 1: mirar, echar ctarse.
un vistazo, ojear, 2: observar, exami­ κοκορόμυαλος [cocorómialos] (adj.)
nar, cuidar, idiota, tonto,
κοίτασμα [quítasma] (n./n.) yacimie­ κοκότα [cocóta] (nyf.) prostituta, co-
nto. cota, puta,
κοίτη [quíti] (nyf.) lecho, cauce, κοκτέιλ [coctéil] (nyn.) coctel,
κοιτίδα [quitída] (nyf.) cuna, κοκωβιός [cocoviós] (nym.) (Zool.)
κοιτώνας [quitónas] (nym.) dormito­ gobio.
rio, residencia, κολάζω [coládso] (v.) escandalizar, pe­
κοκαΐνη [cocaini] (nyf.) cocaína, car, castigar,
κοκαλάκι [cocaláqui] (nyn.) huesito, κόλακας [cólacas] (n./m.) halagador,
gancho para el pelo, adulador, lisonjeador, camelador,
κοκαλένιος [cocaléños] (adj.) óseo, cortejador,
κοκαλιάρης [cocaliáris] (adj.) huesu­ κολακεία [colaquía] (nyf.) halago,
do, delgado, flaco, demacrado, adulación, lisonja, adulonería.
κόκαλο [cócalo] (nyn.) 1: hueso, 2: κολακευτικός [colaquefticós] (adj.)
espina. halagador, adulador, lisonjero, elo­
κοκαλώνω [cocalóno] (v.) quedarse gioso, alabador.

764
κολυμπώ

κολακεύω [colaquévo] (ν.) halagar, κολλώ [coló] (v.) 1: pegar, encolar,


adular, lisonjear, camelar, adherir, engomar, 2: (enfermedad)
κολαρίζω [colarídso] (v.) almidonar, contagiar, infectar, coger · τον κόλ­
κολαριστός [colaristós] (adj.) almido­ λησε στον τοίχο- (metáf.) le puso en
nado. una situación incómoda · κάτι δεν
κολάρο [coláro] (n./n.) 1: collar, 2: (ca­ μου κολλάει στην υπόθεση- algo no
misa) cuello, pega en este caso · κόλλησα γρίπη-
κόλαση [cólasi] (n./f.) infierno, averno, he cogido la gripe,
κολάσιμος [colásimos] (adj.) que me­ κολλώδης [colódis] (adj.) pegajoso,
rece ser castigado, engomado · κολλώδης ουσία- su­
κολασμένος [colasménos] (adj.) 1: stancia pegajosa,
maldito, condenado, 2: lascivo, κολοβός [colovós] (adj.) mutilado, in­
κολατσίζω [colatsldso] (v.) merendar, completo,
κολατσιό [colatsió] (nVn.) merienda, κολοκύθα [coloquíza] (ηΛ.) calabaza,
κολαφίζω [colafídso] (v.) abofetear, κολοκύθι [coloquíci] (η Λ .) calabacín,
κόλαφος [cólafos] (n./m.) bofetada, calabacino,
palmada, manotazo, κολόνα [colóna] (n./f.) columna, po­
κολέγιο [coléguio] (η Λ .) colegio, ste.
κολεκτιβισμός [colectivismós] (ηΛη.) κολόνια [colónia] (n./f.) colonia, per­
colectivismo, fume.
κολίανδρος [colíandros] (n./n.) (Bot.) κολοσσιαίος [colosiéos] (adj.) colosal,
cilantro, grandioso, enorme, inmenso, agi­
κολιέ [colié] (η Λ .) collar, gantado · κολοσσιαία προσπάθεια-
κολιμπρί [colibrí ] (η Λ .) (Zool.) coli­ grandioso intento,
brí. κολοσσός [colosós] (nVm.) coloso,
κολικός [colicós] (n./m.) (Med.) cólico, gigante.
κολίτιδα [colítida] (n./f.) (Med.) colitis, κολοφώνας [colofónas] (ηΛη.) apo­
κόλλα [cóla] (n./f.) 1: (pegar) cola, pe­ geo.
gamento, 2: (papel) folio, hoja, κολπίσκος [colpíscos] (n./m.) bahía,
κόλληση [cólisi] (n./f.) soldadura, golfo, ensenada,
κολλητικός [coliticós] (adj.) 1: (cola) κόλπο [cólpo] (η Λ .) 1: truco, ardid,
adherente, adhesivo, 2: (enfermedad) treta, 2: trampa, artimaña · επικίνδυ­
contagioso, infeccioso · κολλητική νο κόλπο- artimaña peligrosa,
ασθένεια- enfermedad contagiosa, κόλπος [cólpos] (n7m.) 1: golfo, 2:
κολλητικότητα [coliticótita] (nVf.) (mujer) vagina, vulva,
contagiosidad, κολτσίνα [coltsína] (η Λ ) juego de
κολλητός [colitós] (adj.) pegado, uni­ naipes.
do, adherido, contiguo, κολύμβηση [colímvisi] (η Λ ) natación,
κολλητσίδα [colitsída] (n./f.) persona κολυμβητής [colimvitís] (n./m.) nada­
inoportuna, dor.
κολλοειδής [coloidís] (adj.) 1: gluti­ κολυμπήθρα [colimbízra] (ηΛ.) pila
noso, pegajoso, 2: (Quím.) a) (n./m.) bautismal,
coloide, b) (adj) coloidal, κολύμπι [colímbi] (η Λ .) natación,
κολλύριο [colirio] (n./n.) colirio. κολυμπώ [colimbó] (v.) nadar.

765
κόμβος

κόμβος [cómbos] (n./m.) nudo, κομπαστής [combastís] (n./m.) fanfa­


κόμη [cómi] (n./f.) cabello, pelo, rrón, jactancioso,
κόμης [cómis] (nym.) conde, κομπιάζω [combiádso] (v.) titubear,
κόμισσα [cómisa] (n./f.) condesa, κομπίνα [combina] (n./f.) estafa,
κομητεία [comitía] (n./f.) comarca, κομπινεζόν [combinedsón] (nyn.) ena­
κομήτης [comítis] (nym.) cometa, gua.
κομίζω [comídso] (v.) traer, llevar, por­ κόμπλεξ [cómbleks] (n./n.) complejo,
tar. κομπλεξικός [combleksicós] (adj.)
κομιστής [comistís] (nym.) portador, acomplejado,
comisionado, dador, κομπλιμέντο [combliménto] (nyn.)
κόμιστρα [cómistra] (nyn.) pl. impor­ elogio, loa, encomio,
te, tarifa. κομπογιαννίτης [combogianrtis] (nym.)
κόμμα [cóma] (n./n.) 1: partido, 2: charlatán, embacador.
coma, inconsciencia, κομπολόι [combolói] (nyn.) conjunto
κομμάρα [comára] (nyf.) cansancio, de cuentas ensartadas en un hilo
fatiga, agotamiento, para jugar o para entretenerse,
κομματάρχης [comatárjis] (n./m.) jefe κόμπος [cómbos] (nym.) nudo, enla­
de partido, ce.
κομμάτι [comáti] (n./n.) 1: trozo, peda­ κομποσκοίνι [combosquíni] (nyn.) ro­
zo, pieza, 2: parte, fragmento, tramo, sario.
3: (Mús.) tema, temazo · κόβω ένα κομπόστα [combósta] (nyf.) compota,
κομμάτι ψωμί- cortar un trozo de macedonía.
pan · είμαι κομμάτια από την κού­ κόμπρα [cóbra] (nyf.) cobra,
ραση- (metáf.) estoy destrozado por κομφορμισμός [comformismós] (nym.)
el cansancio, conformismo,
κομματιάζω [comatiádso] (v.) trocear, κομφορμιστής [comformistís] (nym.)
partir, despedazar, fragmentar, conformista,
κομματικός [comaticós] (adj.) de par­ κομψός [compsós] (adj.) elegante,
tido, partidista, fino, distinguido,
κομό [como] (nyn.) cómoda, κομψοτέχνημα [compsotéjnima] (nyn.)
κόμμωση [cómosi] (n./f.) peinado, obra de arte,
κομμωτήριο [comotírio] (n./n.) pelu­ κομψότητα [compsótita] (nyf.) ele­
quería. gancia, distinción, fineza,
κομμωτής [comotís] (n./m.) peluque­ κόνδορας [cóndoras] (n./m.) (Zool.)
ro. cóndor,
κομμουνισμός [comunismós] (n./m.) κονία [conía] (n./f.) mortero,
comunismo, κονιάκ [coñák] (n./n.) coñac,
κομμουνιστής [comunistís] (n./m.) κονίαμα [coníama] (n./n.) argamasa,
comunista, mezcla.
κομοδίνο [comodino] (nyn.) mesilla κόνιδα [cónida] (n./f.) huevo de piojo,
de noche, κόνικλος [cóniclos] (nym.) conejo,
κομπάζω [combádso] (v.) alardear, κονικλοτροφείο [coniclotrofío] (nyn.)
κομπασμός [combasmós] (n./m.) alar­ conejera,
de, fanfarronada, jactancia. κονιοποιώ [coniopió] (v.) pulverizar.

766
κορδέλα

κονιορτοποίηση [coniortopíisi] (n./f.) baño, manada, ganado, 2: (caballos)


pulverización, caballada,
κονιορτοποιώ [coniortopio] (v.) pul­ κοπάζω [copádso] (v.) aplacar, calmar,
verizar. apaciguar,
κονίστρα [cónistra] (n7f.) arena, rue­ κοπάνα [copána] (n./f.) novillos,
do, redondel, κοπανίζω [copanídso] (v.) golpear,
κονσέρβα [consérva] (n./f.) conserva, machacar,
lata. κόπανος [cópanos] (nVm.) mano de
κονσόλα [consola] (n./f.) consola, mortero, cretino,
κοντά [contá] (adv.) cerca (de), junto κοπέλα [copéla] (nVf.) chica, mucha­
(a), al lado (de), cha, joven,
κονταίνω [conténo] (ν.) 1: cortar, 2: κοπελιά [copeliá] (n./f.) chica,
acortar, abreviar · κονταίνω το πα­ κοπή [copí] (n./f.) 1: corte, cortadura,
ντελόνι· acortar los pantalones, cisura, 2: (moneda) acuñación · νόμι­
κοντάκι [contáqui] (n./n.) culata, σμα νέας κοπής- moneda de nueva
κοντάρι [contári] (n./n.) lanza, jabali­ acuñación,
na, pértiga, κοπιάζω [copiádso] (v.) fatigarse, es­
κόντεμα [cóntema] (n./n.) acorta­ forzarse, afanarse,
miento, abreviamiento, κοπιάρω [copiáro] (v.) copiar, imitar,
κοντεύω [contévo] (v.) acercarse, fal­ κοπιαστικός [copiasticós] (adj.) fati­
tar poco. goso, penoso, duro, agotador, tra­
κοντινός [continós] (adj.) cercano, bajoso.
próximo, contiguo, vecino, allegado, κοπίδι [copídi] (n./n.) cincel,
κοντολογίς [contologuís] (adv.) bre­ κοπιώδης [copiódis] (adj.) laborioso,
vemente, en pocas palabras, fatigoso, arduo,
κοντομάνικος [contománicos] (adj.) κόπος [cópos] (n./m.)1: fatiga, cansan­
de manga corta, cio, 2: esfuerzo, trabajo,
κοντός [condós] (adj.) bajo, corto, chi­ κόπρανα [cóprana] (n./n.) pl. excre­
co, pequeño, mentos,
κοντοστέκω [contostéco] (v.) vacilar, κοπριά [copriá] (n./f.) estiércol,
κοντοστούπης [contostúpis] (adj.) κοπρίτης [copritis] (n./m.) 1: (persona)
bajo, chaparro, holgazán, perezoso, 2: (animal) perro
κοντόφθαλμος [condófzalmos] (adj.) sin raza.
corto de vista, κοπρόσκυλο [coprósquilo] (n./n.) pi­
κόντρα [cóntra] (adv.) en contra de · caro, holgazán,
πηγαίνω κόντρα σε κάποιον- estar κόπωση [cóposi] (n./f.) cansancio, fa­
en contra de alguien, tiga.
κοντραμπάσο [contrambáso] (n./n.) κόρα [córa] (nVf.) corteza de pan.
contrabajo, κόρακας [córacas] (nVm.) cuervo,
κόντρα πλακέ [contraplaqué] (n./n.) κορακιάζω [coraquiádso] (v.) estar
contrachapada. muy sediento,
κονσέρτο [consérto] (n./n.) concierto, κορακίστικα [coraquística] (n./n.) pl.
κοντράρω [contráro] (v.) oponerse a. vulgarismo, jerigonza,
κοπάδι [copádi] (n7n.) 1: (corderos) re­ κορδέλα [cordéla] (n./f.) cinta, lazo.

767
κοραλλένιος

κοραλλένιος [coraléños] (adj.) de co­ κορσές [corsés] (n./m.) faja, corsé,


ral. κορτάκιας [cortáquias] (nVm.) muje­
κοράλλι [coráli] (nVn.) coral, riego, faldero, ligón,
κορδελιάζω [cordeliádso] (v.) enlazar, κορτάρω [cortáro] (v.) coquetear, flir­
κορδόνι [cordóni] (n7n.) cordón, cor­ tear, cortejar, ligar, galantear,
del. κόρτε [córte] (n./n.) coqueteo, flirteo,
κόρδωμα [córdoma] (n./n.) contoneo, galanteo.
pavoneo. κορυδαλλός [coridalós] (n./m.) alon­
κορδώνομαι [cordónome] (v.) conto­ dra.
nearse, pavonearse, κορυφαίος [coriféos] (adj.) encumbra­
κορεσμένος [coresménos] (adj.) sa­ do, destacado, distinguido,
turado · κορεσμένα λιπαρά- grasa κορυφή [corifí] (nVf.) 1: cumbre, cima,
saturada. pico, vértice, 2: cabeza,
κορεσμός [coresmós] (n7m.) satura­ κορύφωμα [corífoma] (n./n.) culmina­
ción, saciedad, ción, colmo, cúspide,
κόρη [córi] (n7f.) hija, pupila, κορυφώνω [corifóno] (v.) culminar,
κοριός [coriós] (n7m.) chinche · κάνω κορύφωση [corífosi] (n7f.) culmina­
τον ψόφιο κοριό- (metáf.) hacer el ción, colmo, cúspide, clímax, apo­
tonto. geo, augue, cénit,
κορίτσι [corítsi] (nVn.) niña, chica, chi­ κορώνω [corono] (v.) arder,
quita, chavala. κοσκινίζω [cosquinídso] (v.) tamizar,
κορμί [cormí] (n./n.) cuerpo · αθλητι­ cribar, cerner, ahechar,
κό κορμί- cuerpo atlético, κόσκινο [cósquino] (nVn.) tamiz, cri­
κορμός [cormós] (n7m.) tronco, torso, ba.
κορμοστασιά [cormostasiá] (n/f.) com­ κοσμαγάπητος [cosmagápitos] (adj.)
postura, porte, popular.
κόρνα [córna] (nVf.) claxon, bocina, κοσμάκης [cosmáquis] (n./m.) gente­
pito. cilla.
κορνάρω [cornáro] (v.) tocar el claxon/ κόσμημα [cósmima] (nVn.) 1: joya, al­
la bocina, haja, 2: brillante, gema · κρεμαστό
κορνέτα [cométa] (nVf.) corneta, κόσμημα- joya colgada · αυτό το
κορνίζα [cornídsa] (nVf.) marco, cor­ κτίριο είναι το κόσμημα της πόλης-
nisa. este edificio es la joya de la ciudad.
κοροϊδεύω [coroidévo] (v.) burlar(se) κοσμηματογραφίαί^ΓηίΓηβΐος^ίβ]
(de), tomar el pelo, engañar (a), (n./f.) ornamentación, decoración,
mofar(se) (de), befar, zumbarse (de), κοσμηματογράφος [cosmimatográ-
κοροϊδία [coroidía] (n./f.) burla, enga­ fos] (n./m.) decorador,
ño, camelo, mofa · δεν ανέχομαι την κοσμηματοθήκη [cosmimatocíqui]
κοροϊδία- no soporto el engaño, (n7f.) joyero, estuche,
κορόιδο [coróido] (n7n.) bobo, tonto, κοσμηματοπωλείο [cosmimatopolío]
torpe. (nVn.) joyería,
κορομηλιά [coromiliá] (n./f.) ciruelo, κοσμηματοπώλης [cosmimatopólis]
κορόμηλο [corómilo] (n./n.) ciruela, (nym.) joyero,
κόρος [córos] (n./m.) saciedad. κοσμητικός [cosmiticós] (adj.) orna-

768
κουκέτα

mental, decorativo · κοσμητικό επί­ κοτολέτα [cotoléta] (nyf.) chuleta,


θετο- adjetivo calificativo, costilla.
κοσμήτορας [cosmítoras] (n./m.) de­ κοτόπουλο [cotópulo] (n./n.) pollo,
cano. κοτρώνα [cotróna] (nyf.) roca, piedra
κοσμικός [cosmicós] (adj.) 1: cósmi­ grande.
co, universal, mundano, 2: social · κοτσάνι [cotsáni] (nyn.) tallo, pedún­
κοσμική ζωή- vida social · κοσμική culo.
στήλη- columna social, κότσι [cótsi] (n./n.) nudillo, coyuntura,
κόσμιος [cósmios] (adj.) decente, mo­ κοτσίδα [cotsída] (n./f.) trenza,
desto. κότσος [cótsos] (n./m.) moño,
κοσμιότης [cosmiótis] (nyf.) decencia, κοτυληδόνα [cotilidóna] (n./f.) cotile­
modestia, dón.
κοσμογονία [cosmogonía] (n./f.) cos­ κουβαλώ [cuvaláo] (v.) transportar,
mogonía, creación, llevar, traer, acarrear,
κοσμογραφία [cosmografía] (nyf.) κουβάρι [cuvári] (n./n.) ovillo,
cosmografía, κουβαρίστρα [cuvarístra] (nyf.) bobi­
κοσμογυρισμένος [cosmoguirismé- na.
nos] (adj.) trotamundos κουβαρντάς [cuvardás] (adj.) genero­
κοσμοναύτης [cosmonáftis] (nym.) so, altruista,
astronauta, cosmonauta, κουβάς [cuvás] (nym.) cubo, caldero,
κοσμοπολίτικος [cosmopolíticos] κουβέντα [cuvénda] (nyf.) 1: charla,
(adj.) cosmopolita, conversación, 2: palabra,
κόσμος [cósmos] (nym.) 1: universo, κουβεντιάζω [cuvendiádso] (v.) char­
mundo, cosmos 2: (personas) gente, lar, conversar, hablar, chacharear,
las personas, κουβεντολόι [cuvendolói] (nyn.) chi­
κοσμοχαλασιά [cosmojalasiá] (nyf.) sme, habladuría, charla,
estrago, confusión, κουβέρτα [cuvérta] (nyf.) cobertor, man­
κοσμώ [cosmó] (v.) adornar, decorar, ta.
aderezar, guarnecer, κουβούκλιο [cuvúclio] (nyn.) domo,
κοστίζω [costídso] (v.) costar, valer cabina.
• πόσο κοστίζει αυτό το φόρεμα;- κουδουνάκι [cudunáqui] (n./n.) cam­
¿cuánto cuesta este vestido?, panilla.
κοστολόγιο [costológuio] (n./n.) pre­ κουδουνάτος [cudunátos] (adj.) ma­
supuesto, lista de precios, scarada.
κοστολογώ [costologó] (v.) preparar κουδούνι [cudúni] (nyn.) timbre, cam­
el presupuesto de. panilla.
κόστος [cóstos] (n./m.) coste, costo, κουδουνίζω [cudunídso] (v.) sonar,
precio, desembolso · κόστος παρα­ tocar el timbre,
γωγής- coste de producción, κουδουνίστρα [cudunístra] (nyf.) ma­
κοστούμι [costúmi] (nyn.) traje · απο­ traca, carraca,
κριάτικο κοστούμι- disfraz, κουζίνα [cudsína] (n./f.) cocina, hor­
κότα [cóta] (nyf.) gallina, nilla.
κότερο [cótero] (nyn.) yate, κουιντέτο [cuintéto] (n./n.) quinteto,
κοτέτσι [cotétsi] (nyn.) gallinero. κουκέτα [cuquéta] (nyf.) litera.

769
κουκί

κουκί [cuquQ (η./η.) haba, κουνάβι [cunávi] (nVn.) hurón,


κουκίδα [cuquída] (n./f.) punto, κουνελάκι [cuneláqui] (n./n.) conejito.
κούκλα [cúcla] (n./f.) 1: muñeca, 2: (e- κουνέλι [cunéli] (n./n.) conejo,
scaparate) maniquí, κουνενές [cunenés] (nVm.) idiota,
κουκλί [cuclC (n./n.) muñequita. tonto.
κουκλοθέατρο [cuclocéatro] (n7n.) κούνημα [cúnima] (n./n.) meneo, con­
guiñol. toneo, tambaleo,
κούκος [cucos] (n./m.) cuco, κούνια [cúña] (n./f.) cuna, columpio,
κουκουβάγια [cucuváguia] (n./f.) le­ κουνιάδος [cuñádos] (n./m.) cuñado,
chuza, búho, κουνιέμαι [cuñéme] (v.) moverse,
κουκούλα [cucúla] (n./f.) capucha, ca­ menearse, contonearse, tambalear ·
pota. κουνήσου από τη θέση σουΙ- ¡toca
κουκούλι [cucúli] n. capullo, madera!.
κουκουλώνω [cuculóno] (v.) cubrir, κουνούπι [cunúpi] (nVn.) mosquito,
tapar, encubrir, encapuchar, κουνουπίδι [cunupídi] (n./n.) coliflor,
κουκουνάρι [cucunári] (nVn.) piñón, κουνουπιέρα [cunupiéra] (n7f.) mos­
κουκούτσι [cucútsi] (nVn.) hueso, se­ quitero.
milla, pepita, κουνώ [cunó] (v.) menear, tambalear,
κουλός [culos] (adj.) manco, agitar, cimbrar,
κουλούρα [culúra] (n./f.) rosca, κούπα [cúpa] (nVf.) taza · κούπα καφέ-
κουλούρι [culúri] (n7n.) rosquilla, taza de café,
κουλουριάζομαι [culuriádsome] (v.) κουπαστή [cupastí] (n./f.) borda, re­
enrollarse, arrollarse, enroscarse, gala.
κουμαντάρω [cumandáro] (v.) dirigir, κουπί [cupí] (n./n.) remo,
administrar, κουπόνι [cupóni] (nVn.) cupón, vale,
κουμάντο [cumándo] n. regla, man­ boleto.
do. κούρα [cúra] (n./f.) cura, terapia, trata­
κουμαριά [cumariá] (n./f.) madroño, miento · κούρα αδυνατίσματος- te­
κουμάσι [cumási] (n./n.) picaro, bri­ rapia de adelgazamiento,
bón. κουράγιο [curáguio] (n./n.) valor,
κουμπαράς [cumbarás] (n./m.) hucha, κουράζω [curádso] (v.) cansar, fatigar,
alcancía. aburrir, hastiar,
κουμπαριά [cumbariá] (n./f.) compa­ κουράρω [curáro] (v.) curar,
drazgo. κούραση [cúrasi] (n7f.) cansancio, fa­
κουμπάρος [cumbáros] (n./m.) padri­ tiga, cansera,
no, compadre, κουρασμένος [curasménos] (adj.)
κουμπί [cumbí] (nVn.) botón · ράβω cansado, fatigado,
κουμπί- coser el botón· πατάω το κουραστικός [curasticós] (adj.) can­
κουμπί- apretar el botón, sado, pesado, aburrido, exhaustivo,
κουμπότρυπα [cumbótripa] (nVf.) agotador, apurador · κουραστική
ojal. δουλειά- trabajo exhaustivo,
κουμπούρα [cumbúra] (nVf.) pistola, κουραφέξαλα [curaféksala] (n./n.) pl.
κουμπώνω [cumbóno] (v.) abrochar, tonterías.
abotonar. κουρδίζω [curdídso] (v.) afinar, dar

770
κουφιοκέφαλος

cuerda. κουτοπόνηρος [cutopóniros] (adj.)


κούρδισμα [cúrdisma] (n./n.) afina­ astuto, hábil, sagaz, taimado,
ción, concordancia, κουτός [cutós] (adj.) tonto, bobo, ne­
κουρέας [curéas] (n./m.) barbero, pe­ cio, memo,
luquero, κουτούκι [cutúqui] (n./n.) tasca,
κουρείο [curio] (n./n.) barbería, κουτουλώ [cutuló] (v.) topar, cabe­
κουρελής [curelís] (n./m.) harapiento, cear.
andrajoso, guiñapo, κουτουρού [cuturú] (adv.) por suerte,
κουρέλι [curéli] (n./n.) harapo, andra­ al azar · βαδίζω στα κουτουρού- ir
jo, trapo, guiñapo, al azar.
κούρεμα [cúrema] (n./n.) corte de κούτρα [cútra] (n./f.) frente, cabeza,
pelo. κουτρουβάλα [cutruvála] (n./f.) caída,
κουρεύω [curévo] (v.) pelar, cortar el tropezón,
pelo, esquilar, κουτρουβαλώ [cutruvaló] (v.) caerse,
κουρκούτι [curcúti] (n./n.) potage. tropezar,
κουρνιάζω [curniádso] (v.) enganchar, κουτσαίνω [cutséno] (v.) cojear,
anidar, acogerse, κουτσοδόντης [cutsodóndis] (adj.)
κούρος [cúros] (n./m.) antigua estatua desdentado,
que representa a un joven, κουτσομπολεύω [cutsobolévo] (v.) co­
κούρσα [cúrsa] (n./f.) carrera, trayecto, tillear, chismear, charlatanear,
κουρσάρος [cursáros] (n./m.) corsario, κουτσομπόλης [cutsobólis] (adj.) coti­
pirata. lla, cotillero, chismoso,
κούρσεμα [cúrsema] (n./n.) despojo, κουτσομπολιό [cutsobolió] (n/n.) coti­
saqueo, expoliación, pillaje, lleo, cotorreo, chismorreo, habladuría,
κουρτίνα [curtína] (n./f.) cortina, visi­ κουτσοπίνω [cutsopíno] (v.) sorber,
llo. κουτσός [cutsós] (adj.) cojo,
κουσούρι [cusúri] (n./n.) defecto, falla, κουτσούβελο [cutsúvelo] (n./n.) mo­
irr.perfección, deficiencia, coso, niño,
κουστωδία [custodia] (nVf.) escolta, κουτσουκέλα [cutsuquéla] (n./f.) (co-
κουτάβι [cutávi] (n./n.) cachorro, loq.) trampa,
κουτάκι [cutáqui] (n./n.) cajita. κουτσουλιά [cutsuliá] (n./f.) fimo, es­
κουτάλα [cutála] (n./f.) cucharón, tiércol de los pájaros, cagadas,
κουταλάκι [cutaláqui] (n./n.) cuchari­ κουτσουλώ [cutsuló] (v.) echar fimo,
lla · (metáf.) θα σε μαζεύουν με το κούτσουρο [cútsuro] (n./n.) 1: tronco,
κουταλάκι- te vas a poner de muy cepa, tocón, 2: (metáf.) zopenco,
mal humor, κουφαίνω [cuféno] (v.) ensordecer,
κουτάλι [cutáli] (n7n.) cuchara, asordar.
κουταλιά [cutaliá] (n./f.) cucharada, κουφάλα [cufála] (n./f.) 1: hueco, 2: ca­
κουταμάρα [cutamára] (n./f.) tontería, vidad, puta, cabrón,
bebería, necedad, estupidez, κουφαμάρα [cufamára] (n./f.) sordera,
κούτελο [cútelo] (n./n.) frente, κουφέτο [cuféto] n. bombón de al­
κουτί [cutí] (n./n.) caja, mendra cubierto de azúcar, paladi­
κουτοπονηριά [cutoponiriá] (n./f.) a- na.
stucia, habilidad. κουφιοκέφαλος [cufioquéfalos] (adj.)

771
κούφιος

tonto, necio, frívolo, superficial, κράμα [cráma] (nyn.) aleación, mez­


κούφιος [cúfios] (adj.) hueco, vano, cla, amalgama,
vacío, ahuecado, κρανίο [cranío] (n./n.) cráneo,
κουφόβραση [cufóvrasi] (n./f.) bo­ κράνος [crános] (nyn.) casco,
chorno, κρασάς [crasás] (nym.) vinatero,
κουφός [cufós] (adj.) sordo, κρασάτος [crasátos] (adj.) al vino,
κούφωμα [cúfoma] (nyn.) hueco, cavi­ κράση [crási] (nyf.) constitución, com­
dad, oquedad, plexión, temperamento, contrac­
κοφίνι [cofíni] (nyn.) cesta, canasta, ción.
κοφτερός [cofterós] (adj.) cortante, κρασί [crasí] (nyn.) vino · κόκκινο
afilado. κρασί- vino tinto · λευκό κρασί- vino
κοφτός [coftós] (adj.) corto, seco, blanco · ροζέ κρασί- vino rozado,
brusco · μια κοφτή απάντηση- una κράσπεδο [cráspedo] (nyn.) bordillo,
respuesta seca, encintado,
κόχη [cóji] (n7f.) ángulo, rincón, ni­ κραταιός [crateós] (adj.) poderoso ·κρα-
cho. ratá αγάπη- amor poderoso,
κοχλάζω [cojládso] (v.) hervir, burbu­ κράτημα [crátima] (nyn.) 1: retención,
jear, borboll(e)ar, bullir, contención, 2: asimiento,
κοχλίας [cojlías] (n./m.) caracol, torni­ κρατήρας [cratíras] (nym.) cráter,
llo, husillo, tirafondo, κράτηση [crátisi] (n./f.) 1: retención,
κοχύλι [cojíli] (n./n.) concha, detención, arresto, 2: (billetes/hotel)
κόψη [cópsi] (n./f.) 1: corte, arista, filo, prenotación, reserva · κράτηση εισι­
2: borde · στην κόψη του ξυραφιού- τηρίων- prenotación de billetes,
al borde del peligro, κρατητήριο [cratitírio] (nyn.) calabo­
κοψιό [copsiá] (n7f.) muesca, rasguño, zo, celda, penitenzaría, cárcel,
cortadura, cortada, κρατικοποίηση [craticopíisi] (n./f.) na­
κοψίδι [copsídi] (nyn.) pedazo de car­ cionalización, expropiación,
ne. κρατικοποιώ [craticopió] (v.) naciona­
κόψιμο [cópsimo] (nyn.) 1: corte, ci­ lizar, expropiar,
sión, cortada, 2: (Med.) cólico inte­ κρατικός [craticós] (adj.) estatal, del
stinal. estado, gubernamental, gubernativo
κραγιόν [craguión] (nyn.) pintalabios. • κρατικός προϋπολογισμός- presu­
κραδαίνω [cradéno] (v.) blandir, blan­ puesto gubernamental,
dear, agitar, κράτος [crátos] (nyn.) 1: estado, 2: go-
κραδασμός [cradasmós] (nym.) sa­ bernio.
cudida, sacudimiento, convulsión, κρατούμενος [cratúmenos] (nym.)
temblor. detenido, preso, encarcelado,
κρόζω [crádso] (v.) 1: llamar, graznar, κρατώ [crató] (ν.) 1: tener, poseer, 2:
gritar, chillar, 2: (coloq.) reprochar, contener, conservar, 3: retener, arre­
echarle a alguien una bronca, star, detener, 4: resistir, 5: cumplir ·
κραιπάλη [crepáli] (nyf.) 1: borrache­ κρατώ τον λόγο μου- cumplir mi pa­
ra, crápula, embriaguez, 2: holgorio, labra · κρατώ μια υπόσχεση- cum­
libertinaje, plir una promesa,
κράμπα [crámba] (nyf/) calambre. κραυγάζω [cravgádso] (v.) gritar, chi-

772
κριτήριο

llar, exclamar, dar voces/gritos, der, 2: (matar) guindar, ahorcar,


κραυγαλέος [cravgaléos] (adj.) vocife­ κρεοπωλείο [creopolío] (n./n.) carni­
rante, bullicioso, clamoroso, cería.
κραυγή [cravguí] (nyf.) grito, chillido, κρεοπώλης [creopólis] (nym.) carni­
baladro, alarido, aullido, clamor, cero.
κρέας [créas] (nyn.) carne, κρεοφάγος [creofágos] (adj.) carní­
κρεατίλα [creatíla] (n./f.) olor de la voro.
carne. κρεπάρω [crepáro] (v.) explotar, tra­
κρεατοελιά [creatoeliá] (nyf.) verruga, stornar.
κρεατόμυγα [creatómiga] (n./f.) mo­ κρετίνος [cretinos] (nym.) cretino,
scarda. κρημνίζω [crimnídso] (v.) demoler,
κρεατόπιτα [creatópita] (nyf.) pastel desmantelar, arrasar, dar por tierra,
de carne. κρήμνισμα [crímnisma] (nyn.) demo­
κρεατοφάγος [creatofágos] (adj.) car­ lición, desmantelamiento.
nívoro. κρηπίδα [cripída] (n./f.) fundación,
κρεβάτι [creváti] (nyn.) cama, lecho · base.
διπλό κρεβάτι- cama matrimonial, κρησάρα [crisára] (nyf.) criba, tamiz,
κρεβατοκάμαρα [crevatocámara] (nyf.) cernedor.
dormitorio, habitación, cuarto, alcoba, κρησαρίζω [crisarídso] (v.) cribar, ta­
κρέμα [créma] (n./f.) crema · κρέμα mizar, cernir,
ημέρας/νύχτας- crema de dia/de κρησφύγετο [crisfígueto] (nyn.) gua­
noche. rida, refugio, madriguera, cubil,
κρεμάλα [cremála] (nyf.) horca, patí­ κριάρι [criári] (n./n.) carnero,
bulo, calalso. κριθάρι [crizári] (n./n.) cebada,
κρέμασμα [crémasma] (n./n.) ahorca­ κρίκος [crícos] (n./m.) anilla, argolla,
dura. hebilla, eslabón,
κρεμασμένος [cremasménos] (adj.) κρίμα [críma] (nyn.) lástima, pena,
ahorcado, colgado, piedad.
κρεμαστός [cremastós] (adj.) colgado, κρινολίνο [crinolíno] (nyf.) crinolina,
colgante, suspendido · κρεμαστή κρίνος [crínos] (nym.) lirio,
γέφυρα- puente colgante, κρίνω [crino] (v.) juzgar, enjuiciar,
κρεμάστρα [cremástra] (nyf.) 1: per­ criticar, censurar · μην κρίνεις τους
cha, 2: (mueble) perchero, ανθρώπους από την εμφάνισή
κρεματόριο [crematório] (nyn.) cre­ τους- no juzgas a la gente por su
matorio, incinerador, apariencia,
κρεμέζι [cremédsi] (n./n.) carmesí, κριός [criós] (n./m.) 1: (Zool.) carnero,
κρεμμύδι [cremídi] (nyn.) cebolla · 2: (Zod.) Aries,
φρέσκο κρεμμύδι- cebolla fresca, κρίση [crísi] (nyf.) juicio, resolución,
κρέμομαι [crémome] (v.) 1: colgarse, sentencia, crisis,
suspenderse, guindarse, 2: depen­ κρίσιμος [erísimos] (adj.) crucial, deci­
der, estar pendiente (de) · κρέμομαι sivo, de gran importancia,
από τα χείλη σου- estoy pendiente κρισιμότητα [crisimótita] (nyf.) serie­
de ti. dad, severidad, gravedad, rigor,
κρεμώ [cremó] (ν.) 1: colgar, suspen­ κριτήριο [critírio] (nyn.) criterio.

773
κριτής

κριτής [critís] (n./m.) juez, κρυπτογραφία [criptografía] (n./f.)


κριτική [critiquí] (n7f.) crítica, censu­ escritura cifrada, criptografía,
ra. κρυπτογραφικός [criptograficós] (adj.)
κριτικός [criticós] (nVm.+f.) crítico, escrito en clave, criptográfico,
κριτσανίζω [critsanídso] (v.) crujir, κρυπτογραφώ [criptógrafo] (v.) escri­
κροκάδι [crocádi] (n./n.) yema, bir en clave,
κροκόδειλος [crocódilos] (n7m.) co­ κρυστάλλινος [cristálinos] (adj.) cri­
codrilo. stalino.
κρόκος [crócos] (n7m.) yema, κρύσταλλο [crístalo] (η Λ .) cristal,
κρόσσι [crósi] (n./m.) borla, fleco, κρυσταλλώνω [cristalóno] (v.) crista­
κροταλίας [crotalías] (n./m.) serpiente lizar.
de cascabel, κρυφά [crifá] (adv.) a escondidas, a
κροταλίζω [crotalídso] (v.) castañe­ hurtadillas, ocultamente, en secreto,
tear. κρυφακούω [crifacúo] (v.) escuchar a
κρόταψος [crótafos] (n./m.) sien, escondidas,
κροτίδα [crotída] (n./f.) petardo, bu­ κρυφομιλώ [crifomiló] (v.) cuchichear,
scapiés. susurrar.
κρότος [crótos] (n./m.) explosión, es­ κρυφός [crifós] (adj.) oculto, escondi­
truendo. do, secreto, furtivo, privado · κρυφή
κρουαζιέρα [cruadsiéra] (n./f.) cruce­ δράση- acción secreta,
ro. κρύψιμο [crípsimo] (n./n.) ocultación,
κρούση [crúsi] (n7f.) percusión, impac­ ocultamiento, encubrimiento,
to. κρύωμα [críoma] (n./n.) enfriamiento,
κρούσμα [crúsma] (n7n.) caso, resfriado, constipado,
κρούστα [crústa] (n./f.) corteza, costra, κρυώνω [crióno] (v.) 1: tener frío, 2:
caparazón, cáscara, enfriar(se), 3: (salud) resfriarse, con­
κρουστά [crustá] (n./n.) pl. instrume­ stiparse · άναψε το καλοριφέρ, γιατί
ntos de percusión, κρυώνω- enciende la calefacción
κρουστός [crustós] (adj.) denso, com­ porque tengo frío · θα κρυώσει
pacto. το φαγητό- la comida se enfriará ·
κρύβω [crívo] (v.) esconder, ocultar, κρύωσα (είμαι κρυωμένος)- a) me
disimular, con-stipé, b) estoy constipado,
κρύο [crío] (n./n.) frío, κρώζω [cródso] (v.) graznar, croar,
κρυολόγημα [criológuima] (n./n.) res­ crascitar, gañir, ulular, chillar,
friado, constipado, enfriamiento, κρωγμός [crogmós] (n./m.) graznido,
κρυολογώ [criologó] (v.) resfriarse, κτήμα [ctíma] (n./n.) propiedad, finca,
constiparse, enfriarse, terreno, predio, hacienda,
κρυοπάγημα [criopáguima] (n7n.) con­ κτηματίας [ctimatías] (nym.) propie­
gelación, tario, terrateniente, hacendado, due­
κρύος [crios] (adj.) frío, ño de tierras,
κρύπτη [crípti] (n7f.) escondite, cripta, κτηματολόγιο [ctimatológuio] (η Λ .)
gruta, escondrijo, catastro.
κρυπτογράφημα [criptográfima] (ηΛι.) κτηνίατρος [ctiníatros] (n./m.+f.) ve­
mensaje en clave, mensaje cifrado. terinario.

774
κυμαινόμενος

κτήνος [ctínos] (n./n.) bestia, animal, πος· representante gubernamental,


bruto, fiera, κυβερνώ [quivernó] (v.) gobernar, ad­
κτηνοτροφία [ctinotrofía] (n./f.) cría ministrar, dirigir, imperar,
de animales, κυβικός [quivicós] (adj.) cúbico · κυβι­
κτηνοτρόφος [ctinotrófos] (n./m.+f.) κό μέτρο- metro cúbico,
criador de animales, ganadero, κυβισμός [quivismós] (nym.) cubismo,
κτηνώδης [ctinódis] (adj.) bestial, bru­ κύβος [quívos] (n7m.) cubo, dado,
tal, animal, cruel, salvaje, κυδώνι [quidóni] (n./n.) membrillo,
κτηνωδία [ctinodía] (nVf.) bestialidad, κύημα [quíima] (n./n.) feto, embrión,
brutalidad, crueldad, κύηση [quíisi] (n./f.) gestación, emba­
κτήση [ctísi] (nVf.) adquisición, pose­ razo.
sión, pertenencia, propiedad, κυκεώνας [quiqueónas] (n7n.) confu­
κτητικός [ctiticós] (adj.) adquisitivo, sión, desorden, enredijo, enredo,
posesivo, posesorio, κυκλικός [quiclicós] (adj.) circular, cí­
κτίζω [ctídso] (v.) edificar, construir, clico, redondo,
erigir. κύκλος [quicios] (n7m.) círculo, ciclo,
κτίριο [ctírio] (n./n.) edificio · αναπα- κυκλοφορία [quicloforía] (nyf.) circu­
λαιωμένο κτίριο- edificio recons­ lación, tráfico, tráfago, tránsito,
truido · διατηρητέο κτίριο- edificio κυκλοφορώ [quicloforó] (ν.) 1: circu­
reservado, lar, transitar, traficar, 2: distribuir,
κτίσμα [ctísma] (n7n.) edificación, cons­ κύκλωμα [quícloma] (n./n.) circuito,
trucción. círculo.
κτίστης [ctístis] (n./m.) constructor, κυκλώνας [quiclónas] (n./m.) ciclón,
edificador, κυκλώνω [quiclóno] (v.) rodear, cercar,
κτύπημα [ctípima] (n./n.) 1: golpe, acordonar,
palo, leñazo, porazo, 2: (accidente) κύκλωπας [quíclopas] (nVm.) cíclope,
choque. κύκνος [quícnos] (nym.) cisne,
κτύπος [ctípos] (nVm.) 1: golpe, alda­ κυλικείο [quiliquío] (n7n.) cantina,
bada, 2: ruido, 3: (corazón) latido, abasto.
κτυπώ [ctipó] (v.) 1: golpear, pegar, 2: κυλινδρικός [quilindricós] (adj.) cilin­
(huevos) batir, 3: (corazón) latir, 3: (te­ drico.
léfono/timbre) llamar, κύλινδρος [quílindros] (n7m.) cilin­
κυάνιο [quiánio] (n./n.) cianuro, dro.
κυανόλευκος [quianólefcos] (adj.) azul κυλώ [quiló] (v.) 1: (mover algo) rodar,
y blanco, hacer rodar, 2: (fluido) fluir, correr, 3:
κυανός [quianós] (adj.) azulado, (tiempo) pasar · τα χρόνια κυλούν
κυβέρνηση [quivérnisi] (n7f.) gobie­ γρήγορα- los años pasan rápido,
rno, estado, administración, κύμα [quima] (n./n.) ola, oleada, onda
κυβερνήτης [quivernítis] (n./m.) 1: go­ • (metáf.) περνώ από σαράντα κύμα­
bernador, comandante, 2: (ciudad) τα- pasar por muchas dificultades,
alcalde. κυμαίνομαι [quiménome] (v.) oscilar,
κυβερνητικός [quiverniticós] (adj.) fluctuar, vacilar, balancearse,
gubernamental, gubernativo, del κυμαινόμενος [quimenómenos] (adj.)
gobierno · κυβερνητικός εκπρόσω­ fluctuante, oscilante, variable ·κυμαι-

775
κυματάκι

νόμενο επιτόκιο- interés flu-ctuante. dominar, reinar, imperar, mandar,


κυματάκι [quimatáqui] (η./η.) onda, avasallar.
rizo. κυρίευση [quiríefsi] (nJf.) dominio,
κυματίζω [quimatídso] (ν.) ondear, conquista, ocupación, toma,
balancear, κυριεύω [quiriévo] (v.) dominar, con­
κυματισμός [quimatismós] (n./m.) on­ quistar, tomar, capturar, apresar,
dulación. κυριολεκτικά [quiriolecticá] (adv.) pro­
κυματοειδής [quimatoidís] (adj.) on­ piamente dicho,
dulado, ondulante, ondulatorio, κυριολεκτικός [quiriolecticós] (adj.)
κυματοθραύστης [quimatozráfstis] propio, literal · κυριολεκτική σημα­
(n7m.) rompeolas, dique, σία· sentido literal,
κύμινο [químino] (nVn.) comino, κυριολεξία [quirioleksía] (nyf.) pro­
κυνηγετικός [quinigueticós] (adj.) de piedad, exactitud literal,
caza, cazador · κυνηγετικός σκύλος- κύριος [quírios] (nVm.) señor, princi­
perro de caza, pal, dueño,
κυνηγητό [quiniguitó] (nVn.) perse­ κυριότητα [quiriótita] (nVf.) posesión,
cución. pertenencia,
κυνήγι [quinigui] (n7n.) 1: caza, cace­ κυρίως [quiríos] (adv.) principalme­
ría, 2: persecución, 3: búsqueda, nte, sobre todo, mayormente,
κυνηγός [quinigós] (n./m.+f.) cazador, κύρος [quíros] (n./n.) autoridad, vali­
perseguidor, dez, prestigio, legitimidad · επιχεί­
κυνηγώ [quinigó] (v.) 1: cazar, 2: per­ ρηση με κύρος- empresa con pre­
seguir. stigio.
κυνικός [quinicós] (adj.) cínico, κυρτός [quirtós] (adj.) curvo, encorva­
κυνικότητα [quinicótita] (n7f.) cini­ do, inclinado, convexo,
smo, descaro, desfachatez, κυρτότητα [quirtótita] (nyf.) curvatu­
κυνισμός [quinismós] (nVm.) cinismo, ra, convexidad,
desvergüenza, descaro, κυρώνω [quiróno] (v.) confirmar, ratifi­
κυοφορία [quioforía] (nVf.) embarazo, car, sancionar,
κυοφορώ [quioforó] (v.) estar emba­ κύρωση [quírosi] (n A ) confirmación,
razada, en estado, ratificación, sanción,
κυπαρίσσι [quiparísi] (n./n.) ciprés, κύστη [quísti] (nVf.) vejiga, quiste,
κύπελλο [quípelo] (n./n.) trofeo, copa, caja, cofre,
κυρά, κυρία [quirá, quiría] (n./f.) seño­ κυτταρικός [quitaricós] (adj.) celular,
ra, dama. κυτταρίτιδα [quitarítida] (n7f.) celu-
κυριακάτικος [quiriacáticos] (adj.) do­ litis.
minical, de domingo. κύτταρο [quítaro] (n./n.) célula,
Κυριακή [quiriaquí] (nyf.) domingo, κυψέλη [quipséli] (n7f.) colmena,
κυριαρχία [quiriarjía] (nVf.) soberanía, κώδικας [códicas] (n./m.) código, cifra,
dominio, cetro, autoridad, clave.
κυριαρχικός [quiriarjicós] (adj.) sobe­ κωδικοποιώ [codicopió] (v.) codificar,
rano. poner en código,
κυρίαρχος [quiríarjos] (adj.) soberano, κωδικοποιημένα [codicopiiména] (adv.)
κυριαρχώ [quiriarjó] (v.) ser soberano, en cifra.

776
κώφωση

κωλομέρι [coloméri] (n./n.) nalga, κωμόπολη [comópoli] (η Λ ) poblado,


κώλος [cólos] (n7m.) culo, trasero, villa.
κώλυμα [cólima] (nVn.) obstáculo, im­ κωμωδία [comodía] (n./f.) comedia,
pedimento, dificultad, barrera, κώνειο [cónio] (η Λ .) cicuta,
κωλυσιεργία [colisierguía] (ηΛ.) ob­ κωνικός [conicós] (adj.) cónico,
strucción, estorbo, obstáculo, κώνος [cónos] (ηΛη.) cono,
κωλυσιεργώ [colisiergó] (v.) obstruir, κωνοφόρος [conofóros] (adj.) coni­
estorbar, obstaculizar, fero.
κώμα [cóma] (η Λ .) coma, estado de κωπηλασία [copilasía] (ηΛ.) acción de
coma. remar.
κωματώδης [comatódis] (adj.) comato­ κωπηλάτης [copilátis] (n7m.) remero,
so · ασήχθη σε κωματώδη κατάστα­ κωπηλατώ [copilató] (v.) remar,
ση- se ingresó en situación comatosa, κωφάλαλος [cofálalos] (adj.) sordo­
κωμικός [comicós] (adj.) cómico, bur­ mudo.
lesco. κώφωση [cófosi] (ηΛ.) sordera.

777
lasciva.
λαγοκοιμάμαι [lagoquimáme] (v.) dor­
Λ, λ [lámda] (nVn.) undécima letra del mitar, echar una siesta,
alfabeto griego, λαγοπόδαρο [lagopódaro] (nVn.) pata
λάβα [láva] (nVf.) lava, de liebre,
λαβαίνω [lavéno] (v.) 1: tomar, coger, λαγός [lagós] (n7m.) liebre,
2: (aceptar) recibir, obtener, 3: recau­ λαγουδάκι [lagudáqui] (n7n.) cone-
dar, 4: hacerse cargo, jito.
λάβαρο [lávaro] (nVn.) estandarte, λαγουδέρα [lagudéra] (n./f.) caña del
bandera, enseña, insignia · σήκωσε timón.
το λάβαρο της επανάστασης- levan­ λαγούμι [lagúmi] (n7n.) madriguera,
tó la bandera de la revolución, λαγωνικό [lagonicó] (nVn.) perro de
λαβή [laví] (nVf.) asa, agarradera, aga­ caza.
rradero, mango, λαδερός [laderós] (adj.) aceitoso, prin­
λαβίδα [lavída] (nVf.) pinza, tenacillas goso, grasiento, oleoso, oleaginoso,
• χειρουργική λαβίδα- pinza quirúr­ λάδι [ládi] (n./n.) aceite,
gica. λαδί [ladí] (adj.) verde olivo,
λάβρα [lávra] (n./f.) ardor, calor, λαδιά [ladiá] (n./f.) mancha de aceite,
λαβράκι [lavráqui] (n./n.) 1: lobo ma­ λαδολέμονο [ladolémono] (nVn.) sal­
rino, foca, 2: (coloq.) exclusiva perio­ sa de aceite y limón,
dística. λαδομπογιά [ladoboguiá] (n./f.) pi­
λάβρος [lávros] (adj.) ardiente, impe­ ntura al óleo,
tuoso, vehemente, λαδόξιδο [ladóksido] (n./n.) salsa de
λαβύρινθος [lavírinzos] (n./m.) labe­ aceite y vinagre,
rinto. λαδόχαρτο [ladójarto] (n7n.) papel en­
λαβωματιά [lavomatiá] (n./f.) herida, cerado.
λάβωμα [lávoma] (n./n.) herida, λάδωμα [ládoma] (n./n.) 1: engrase,
λαβώνω [lavóno] (v.) herir, engrasación, lubricación, 2: (metáf.)
λαγάνα [lagána] (n./f.) pan sin leva­ soborno.
dura. λαδώνω [ladóno] (v.) 1: engrasar, acei­
λαγαρίζω [lagarídso] (v.) aclarar, puri­ tar, lubricar, 2: (metáf.) sobornar,
ficar, relinar, filtrar, λάζος [ládsos] (n./m.) navaja,
λαγάρισμα [lagárisma] (n./n.) aclara­ λαζουρίτης [ladsurítis] (n./m.) lapis­
ción, purificación, refinado, lázuli.
λαγαρός [lagáros] (adj.) claro, limpio, λαθεύω [lacévo] (v.) errar, equivocar­
cristalino. se.
λαγιαρνί [laguiarní] (n./n.) oveja ne­ λάθος [lázos] (n./n.) error, fallo, equi­
gra. vocación, falta, desacierto, contra­
λαγκάδι [lagkádi] (n7n.) barranco, ca­ sentido · κάνω λάθος- cometer un
ñada. error · τυπογραφικό λάθος- fallo ti­
λαγνεία [lagnía] (n./f.) lujuria, lascivia, pográfico · από λάθος- por error,
deseo sexual, λαθραίος [lazréos] (adj.) furtivo, clan­
λάγνος [lágnos] (adj.) lujurioso, las­ destino, oculto,
civo, salaz · λάγνο βλέμμα- ojeada λαθρεμπόριο [lazrembório] (n/n.)

778
λαμπρύνω

contrabando, λακκούβα [lacúva] (n./f.) bache, gruta,


λαθρέμπορος [lazrémboros] (n./m.) abolladura, hueco, cavidad,
contrabandista, λακτίζω [lactídso] (v.) patear, dar una
λαθρεπιβάτης [lazrepivátis] (nym.) patada a, dar un puntapié,
polizón, viajero clandestino, λάκτισμα [láctisma] (n./n.) patada,
λαθρογαμία [lazrogamía] (nyf.) adul­ puntapié, coz.
terio. λακωνικός [laconicós] (adj.) lacónico,
λαθροθήρας [lazrocíras] (n./m.) caza­ breve, corto · λακωνική δήλωση-
dor furtivo, declaración lacónica,
λαθροθηρία [lazrociría] (n./f.) caza fur­ λαλαγγίτα [lalagkíta] (n./f.) fritura,
tiva. λάλημα [lálima] (nyn.) canto, trino,
λαθρομετανάστευση [lazrometaná- λαλιά [laliá] (n./f.) habla, voz.
stefsi] (nyf.) emigración clandestina, λάλος [lálos] (adj.) locuaz,
λαθρομετανάστης [lazrometanástis] λαλώ [laló] (v.) cantar, trinar, cacarear,
(nym.) emigrante clandestino, λάμα [láma] (nyf.) hoja de metal,
λαθροχειρία [lazrojiría] (nyf.) hurto, λαμαρίνα [lamarína] (nyf.) lámina de
rapiña. metal, chapa, plancha metálica,
λαϊκός [laicós] (adj.) popular, común, λαμβάνω [lamváno] (ν.) 1: tomar, reci­
vulgar, laico, lego · λαϊκό τραγούδι- bir, obtener, 2: hacerse cargo, 3: re­
canción popular, caudar · λαμβάνω υπ'όψιν- a)tomar
λαϊκότητα [laicótita] (nyf.) vulgaridad, en cuenta, b) considerar,
simpleza. λαμέ [lamé] (n./n.) tela de hilos de oro
λαίλαπα [lélapa] (n./f.) vendaval, hura­ o de plata,
cán, tifón, plaga, λάμια [lámia] (nyf.) mujer de mal ca­
λαιμαργία [lemarguía] (nyf.) glotone­ rácter, bruja,
ría, ansia, gula, lambisconería. λάμπα [lámba] (nyf.) 1: bombilla, glo­
λαίμαργος [lémargos] (adj.) glotón, bo, 2: lámpara,
tragón, goloso, comilón, λαμπάδα [lambáda] (nyf.) cirio, vela,
λαιμαριά [lemariá] (n./f.) collar de ani­ velón.
males. λαμπαδιάζω [lambadiádso] (v.) arder,
λαιμητόμος [lemitómos] (nyf.) guillo­ llamear.
tina. λαμπερός [lamberós] (adj.) brillante,
λαιμοδέτης [lemodétis] (n./m.) cor­ luminoso, radiante,
bata. λαμπικάρισμα [lambicárisma] (n./n.)
λαιμόπονος [lemóponos] (n./m.) do­ refinado, destilación, filtración,
lor de garganta, λαμπικάρω [lambicáro] (v.) refinar,
λαιμός [lemós] (nym.) cuello, garga­ destilar, filtrar.
nta. Λαμπρή [lambrí] (nyf.) Pascua,
λακέρδα [laquérda] (n./f.) atún sala­ λαμπρός [lambrós] (adj.) brillante, lu­
do. minoso, fulfurante, radiante, ilustre,
λακές [laqués] (n./m.) lacayo, persona λαμπρότητα [lambrótita] (n./f.) 1: es­
servil, criado, plendor, lucidez, luminiscencia, bri­
λακκάκι [lacáqui] (n./n.) hoyuelo, llantez, brillo, 2: grandiosidad,
λάκκος [lácos] (nym.) fosa, hoyo. λαμπρύνω [lambríno] (v.) abrillantar,

779
λαμπτήρας

iluminar. gutural.
λαμπτήρας [lamptíras] (n./m.) lámpa­ λασκάρω [lascáro] (v.) soltar, desatar,
ra, bombilla, aflojar.
λάμπω [lámbo] (v.) brillar, lucir, res­ λάσκος [láscos] (adj.) flojo, suelto, mo­
plandecer, centellear, destellar, vedizo, ancho,
λάμψη [lámpsi] (n./f.) brillo, resplan­ λασπερός [lasperós] (adj.) lleno de
dor, esplendor, centelleo, destello, fango.
lumbre, luminosidad, λάσπη [láspi] (nyf.) barro, cieno, fan­
λανθάνω [lanzáno] (v.) estar escondi­ go, lodo, lama,
do. λασπώδης [laspódis] (adj.) barrado,
λανθάνων [lanzánon] (adj.) inactivo, enlodado, enfangado, fangoso, lo­
latente, durmiente, doso, embarrado,
λανθασμένος [lanzasménos] (adj.) λασπώνω [laspóno] (v.) barrar, enlo­
equivocado, erróneo, dar, enlodazar, enfangar.
λανολίνη [lanolíni] (nyf.) (Quím.) la­ λαστιχένιος [lastijéños] (adj.) de cau­
nolina. cho, de goma,
λανσάρισμα [lansárisma] (nyn.) estre­ λάστιχο [lástijo] (nyn.) neumático, rue­
no. da, goma, elástico,
λάντζα [lántdsa] (n./f.) trascocina, fre­ λατινικός [latinicós] (adj.) latino,
gadero, fregado de platos, lavado de λατομείο [latomío] (nyn.) cantera,
platos. λατόμος [latómos] (nym.) cantero,
λαντζιέρης [landsiéris] (nym.) frega­ λατομώ [latomó] (v.) explotar cante­
dor. ras.
λαξευτός [lakseftós] (adj.) esculpido, λατρεία [latría] (n./f.) adoración, culto,
tallado. veneración,
λαξεύω [laksévo] (v.) esculpir, tallar, λατρευτός [latreftós] (adj.) adorable,
λαογραφία [laografía] (n./f.) folclore, encantador, lindo,
λαός [laós] (nym.) pueblo, gente, λατρεύω [latrévo] (v.) adorar, venerar,
λαούτο [laúto] (nyn.) (Mús.) laúd, rendir culto (a),
λαουτζίκος [lautdsícos] (n./m.) pue­ λάτρης [látris] (nym.) adorador, vene­
blo, plebe, rador, devoto,
λαοφιλής [laoñlís] (adj.) popular, fa­ λατύπη [latípi] (n./n.) piedra de ca­
moso, célebre, ntera.
λάπαθο [lápazo] (n./n.) alazán, λάφυρο [láfiro] (nyn.) botín, despojo,
λαπαροτομία [laparotomía] (n./f.) la­ presa.
parotomía, λαχαίνω [lajéno] (v.) 1: topar con, dar
λαπάς [lapás] (nym.) 1: papilla, 2: (co- con, 2: parar, suceder, ocurrir,
loq.) persona indolente, λαχαναγορά [lajanagorá] (nyf.) mer­
λαρδί [lardí] (nyn.) tocino, cado de vegetales,
λάρνακα [lárnaca] (nyf.) urna, santua­ λαχανιάζω [lajañádso] (v.) jadear, ace­
rio, sepulcro, zar, anhelar,
λάρυγγας [lárigkas] (nyn.) laringe, λαχάνιασμα [lajáñasma] (n./n.) jadeo,
λαρυγγικός [larigkicós] (adj.) gutural, λαχανιασμένος [lajaniasménos] (adj.)
λαρυγγόφωνος [larigkófonos] (adj.) jadeante, desalentado, anheloso.

780
λεμονιά

λαχανικά [lajanicá] (n./n.) pl. vegeta­ desvalijar,


les. λεία [lía] (n./f.) botín, presa, caza,
λαχανικά [lajanicó] (nyn.) verdura, λειαίνω [liéno] (v.) alisar, limar,
hortaliza, λείανση [líansi] (nyf.) alisadura,
λάχανο [lájano] (n./n.) col, repollo, λείος [líos] (adj.) liso, pulido, llano,
λαχανόκηπος [lajanóquipos] (nym.) λείπω [lípo] (v.) faltar, estar ausente,
huerta, huerto, λειρί [lirí] n. cresta.
λαχανοπωλείο [lajanopolío] (nyn.) λειτουργία [liturguía] (nyf.) 1: funcio­
verdulería, namiento, 2: (Igl.) liturgia, misa,
λαχανοπώλης [lajanopólis] (nyf.) ver­ λειτουργικός [liturguicós] (adj.) fun­
dulero. cional.
λαχείο [lajío] (nyn.) lotería, rifa, λειτουργικότητα [liturguicótita] (nyf.)
λαχνός [lajnós] (n./m.) boleto de lote­ funcionalidad,
ría, lote · τράβηξε τον τυχερό λαχνό- λειτουργώ [liturgó] (ν.) 1: funcionar, 2:
eligió el boleto de lotería que ganó (Igl.) oficiar misa,
el sorteo. λείψανο [lípsano] (nyn.) reliquia, res­
λαχτάρα [lajtára] (n./f.) 1: anhelo, an­ tos mortales,
sia, 2: sobresalto, susto repentino λειψανοθήκη [lipsanocíqui] (nyf.)
antojo, añoranza, santuario, sepulcro,
λαχταρώ [lajtaró] (v.) anhelar, ansiar, λειψός [lipsós] (adj.) deficiente, in­
λαψάνα [lapsána] (nyf.) mostaza sil­ completo, falto (de),
vestre. λειψοφεγγαριά [lipsofegkariá] (nyf.)
λέαινα [léena] (nyf.) leona, luna menguante,
λεβάντα [levánda] (n./f.) lavanda, es­ λειψυδρία [lipsidría] (n./f.) sequía, e-
pliego. scasez de agua,
λεβάντες [levántes] (nym.) levante, λεκάνη [lecáni] (nyf.) 1: palangana,
viento del Este, barreño, 2: (cuerpo) pelvis,
λεβέντης [levéndis] (nym.) gallardo, λεκανοπέδιο [lecanopédio] (nyn.) de­
hombre guapo y valiente, presión, cuenca,
λεβεντιά [levendiá] (nyf.) gallardía, λεκές [lequés] (n./m.) mancha,
valor, ánimo, λεκιάζω [lequiádso] (v.) manchar, en­
λεβέντισσα [levéndisa] (n./f.) gallarda, suciar.
mujer guapa y valiente, λεκτικό [lecticó] (n./n.) dicción, len-
λέβητας [lévitas] (n./m.) caldera, cal­ guage.
dero, palanca, λεκτικός [lecticós] (adj.) verbal,
λεβιές [leviés] (n./m.) palanca, λελέκι [leléqui] (nyn.) cigüeña,
λεγάμενος [legámenos] (adj.) susodi­ λεμβοδρομία [lemvodromía] (nyf.)
cho. regata.
λεγεώνα [legueóna] (nyf.) legión, λέμβος [lémvos] (nyf.) barca, bote ·
λεζάντα [ledsánda] (nyf.) leyenda, en­ σωστική λέμβος- bote salvavidas,
cabezamiento, pie. λεμονάδα [lemonáda] (nyf.) limona­
λεηλασία [leilasía] (nyf.) pillaje, sa­ da, refresco de limón,
queo, desvalijamiento, rapiña, λεμόνι [lemóni] (n./n.) limón,
λεηλατώ [leilató] (v.) saquear, pillar, λεμονιά [lemoniá] (nyf.) limonero.

781
λεμφατικός

λεμφατικός [lemfaticós] (adj.) linfá­ λεπτόσωμος [leptósomos] (adj.) del­


tico. gado, esbelto,
λέμφος [lémfos] (n./f.) linfa, λεπτότητα [leptótita] (η Λ ) delgadez,
λέξη [léksi] (n./f.) palabra, vocablo, fineza, delicadeza, sutileza,
término. λεπτοφυής [leptofiís] (adj.) delicado,
λεξικό [leksicó] (n./n.) diccionario, elegante, fino,
λεξιλόγιο [leksilóguio] (n./n.) vocabu­ λεπτοφυία [leptofiía] (n./f.) delicade­
lario. za, elegancia,
λέοντας [léondas] (n./n.) león, λέπτυνση [léptinsi] (n./f.) atenuación,
λεοπάρδαλη [leopárdali] (n./f.) leo­ adelgazamiento,
pardo. λεπτύνω [leptíno] (v.) atenuar,
λέπι [lépi] (n./n.) escama, adelgazar(se).
λεπίδα [lepída] (n./f.) hoja, filo, λέρα [léra] (ηΛ.) suciedad,
λεπιδωτός [lepidotós] (adj.) escamo­ λερωμένος [leroménos] (adj.) sucio,
so. manchado,
λέπρα [lépra] (n./f.) lepra, λερώνω [leróno] (v.) ensuciar, man­
λεπρός [leprós] (adj.) leproso, char.
λεπταίνω [lepténo] (v.) 1. (persona) λεσβία [lesvía] (n./f.) lesbiana,
adelgazar(se), 2: (cosa) afilar, λέσχη [lésji] (ηΛ.) club, círculo,
λεπτεπίλεπτος [leptepíleptos] (adj.) λέτσος [létsos] (n./m.) patán, palurdo,
fino, refinado, delicado · λεπτεπίλε­ λεύγα [lévga] (n./f.) legua,
πτη σιλουέτα- silueta refinada, λεύκα [léfca] (n./f.) álamo,
λεπτό [leptó] (n./n.) minuto «επιστρέ­ λευκαίνω [lefquéno] (v.) blanquear,
φω σε ένα λεπτό- a) vuelvo en un λεύκανση [léfcansi] (n./f.) blanquea­
minuto, b) vuelvo enseguida, miento.
λεπτοδείκτης [leptodíctis] (n7m.) mi­ λευκαντικός [lefcandicós] (adj.) blan­
nutero. queador.
λεπτοκαμωμένος [leptocamoménos] λευκοκύτταρο [lefcoquítaro] (n./n.)
(adj.) delgado, fino, delicado, leucocito,
λεπτοκαρυά [leptocariá] (n./f.) (Bot.) λευκός [lefcós] (adj.) blanco,
avellano. λευκοσίδηρος [lefcosídiros] (n./m.)
λεπτολόγος [leptológos] (adj.) minu­ hojalata.
cioso, meticuloso, λευκότητα [lefcótita] (n./f.) blancura,
λεπτολογώ [leptologó] (v.) examinar blancor.
minuciosamente, λευκόχρυσος [lefcójrisos] (n./m.) pla­
λεπτομέρεια [leptoméria] (n./f.) deta­ tino.
lle, pormenor, λεύκωμα [léfcoma] (n./n.) 1: álbum,
λεπτομερειακά [leptomeriacá] (adv.) albúmina, 2: (Med.) leucoma,
detalladamente, minuciosamente, λευκωμαηκός [lefcomaticós] (adj.) al­
λεπτομερής [leptomerís] (adj.) deta­ buminoso,
llado, minucioso, λευχαιμία [lefjemía] (ηΛ.) leucemia,
λεπτός [leptós] (adj.) 1: (persona) del­ λεφτά [leftá] (η Λ .) pl. dinero · χρω­
gado, magro, flaco, 2: (cosa) fino, de­ στάω λεφτά- debo dinero · ξέμεινα
licado, sutil, agudo. από λεφτά- me quedé sin dinero/

782
λίγδωμα

duro. ληστής [listís] (n./m.) asaltador, atraca­


λεφτάς [leftás] (n./m.) adinerado, rico, dor, bandido, ladrón,
λεχώνα [lejóna] (nVf.) recién parida, λήψη [lípsi] (n./f.) recepción,
mujer durante la cuarentena, ληψοδοσία [lipsodosía] (n./f.) comer­
λέω [léo] (v.) decir «λέω ψέματα- decir cio, transacción,
mentiras · λες ανοησίες- dices tonte­ λιάζομαι [liádsome] (v.) tomar el sol.
rías · λέω va φύγω- pienso irme, λιακάδα [liacáda] (n./f.) sol · κάνει λια­
λεωφορείο [leoforío] (n./n.) autobús, κάδα- hace sol.
autocar. λιακωτό [liacotó] (n7n.) terraza, ve­
λεωφόρος [leofóros] (nVf.) avenida, randa,
bulevar. λίαν [Kan] (adv.) muy.
λήγουσα [lígusa] (n./f.) (Gram.) última λιανά [lianá] (n7n.) pl. suelto, claro, en
sílaba. detalle · θα στο κάνω λιανά, για να
λήγω [ligo] (v.) terminar, acabar, expi­ το καταλάβεις- te lo diré claro para
rar. que entiendas,
λήθαργος [lízargos] (n./m.) letargo, hi­ λιανίζω [lianídso] (v.) cortar, picar, tro­
bernación, sopor, sueño profundo · cear, tajar,
έπεσε σε λήθαργο- cayó en letargo, λιανικός [lianicós] (adj.) al por menor
λήθη [líci] (n./f.) olvido, • λιανική πώληση- venta al por me­
ληκτικός [licticós] (adj.) final, nor.
λήμμα [lima] (n7n.) vocablo, voz, pa­ λιάνισμα [liánisma] (n7n.) picadillo,
labra. λιανός [lianós] (adj.) delgado, fino, di­
λημέρι [liméri] (n7n.) madriguera, gua­ minuto.
rida. λιανοντούφεκο [lianondúfeco] (n./n.)
λήξη [líksi] (n7f.) 1: término, 2: venci­ escaramuza, rifle,
miento, caducidad ·λήξη συμβολαί­ λιαστός [liastós] (adj.) secado al sol.
ου- caducidad del contacto, λιβάδι [livádi] (nVn.) valle, pradera,
ληξιπρόθεσμος [liksiprócesmos] (adj.) λιβάνι [liváni] (n./n.) incienso,
vencido, caducado · ληξιπρόθεσμα λιβανίζω [livanídso] (v.) incensar,
χρέη- deudas caducadas, λιβανιστήρι [livanistíri] (n./n.) incen­
ληξιαρχείο [liksiarjío] (n7n.) registro sario.
civil. λίβας [lívas] (n./m.) siroco, viento ca­
ληξίαρχος [liksíarjos] (n./m.) secreta­ liente del suroeste,
rio del registro civil, λιβελογράφος [livelográfos] (n./m.)
λήπτης [líptis] (n./m.) destinatario, re­ calumniador,
ceptor. λίβελος [lívelos] (n./m.) pasquín,
λησμονιά [lismoniá] (n./f.) olvido, λίβρα [lívra] (n./f.) libra,
λησμονώ [lismonó] (v.) 1: olvidar, 2: λιγάκι [ligáqui] (adv.) (un) poco · θα
descuidar, desatender, έρθω σε λιγάκι- voy dentó de poco,
λησμοσύνη [lismosíni] (n./f.) olvido, λίγδα [lígda] (n./f.) grasa, mugre, su­
ληστεία [listía] (n./f.) asalto, atraco, ciedad.
robo, hurto, λιγδιάρης [ligdiáris] (adj.) mugriento,
ληστεύω [listévo] (v.) asaltar, atracar, sucio.
robar, hurtar. λίγδωμα [lígdoma] (n./n.) engrase.

783
λιγνίτης

λιγνίτης [lignítis] (n./m.) (Min.) lignito, λίθος [lízos] (n./m.) piedra,


λιγνός [lignós] (adj.) flaco, λιθοστρώνω [lizostróno] (v.) pavimen­
λίγο [ligo] (adv.) poco, tar.
λιγόλογος [ligólogos] (adj.) taciturno, λιθόστρωτο [lizóstroto] (nyn.) empe­
λιγομίλητος [ligomílitos] (adj.) tacitur­ drado, adoquinado,
no, lacónico, breve, λιθόστρωτος [lizóstrotos] (adj.) em­
λίγος [lígos] (adj.) poco · θέλω λίγη ζά­ pedrado, adoquinado,
χαρηi- quiero (un) poco de azúcar, λιθόσφαιρα [lizósfera] (n./f.) litosfera,
λιγόστεμα [ligóstema] (nyn.) dismi­ λικνίζω [licnídso] (v.) balancear, me­
nución, reducción, escasez, cer, arrullar,
λιγοστεύω [ligostévo] (v.) disminuir, λίκνο [lícno] (nyn.) 1: cuna, 2: (metáf.)
reducir, escasear, lugar de nacimiento · το λίκνο του
λιγοστός [ligostós] (adj.) escaso, po­ πολιτισμού- la cuna de la civiliza­
bre. ción.
λιγούρα [ligúra] (nyf.) codicia, mucha λιλιπούτειος [lilipútios] (adj.) liliputien­
hambre, antojo de comer, se, enano · λιλσιούτειο γεύμα- cena
λιγουρεύομαι [ligurévome] (v.) codi­ sencilla,
ciar. λίμα [lima] (nyf.) lima,
λιγουρευτός [ligureftós] (adj.) desea­ λιμάζω [limádso] (v.) pasar hambre,
ble, apetitoso, morirse de hambre,
λιγοψυχιά [ligopsijiá] (nyf.) debilidad, λιμασμένος [limasménos] (adj.) ham­
λιγόψυχος [ligópsijos] (adj.) apocado, briento, famélico,
pusilánime, medroso, cobarde, λιμάνι [limáni] (nyn.) puerto,
λίγωμα [lígoma] (nyn.) desmayo, des­ λιμάρω [limáro] (v.) limar,
fallecimiento, λιμενικός [limenicós] (adj.) de puerto,
λιγώνω [ligóno] (v.) desmayarse, des­ portuario · λιμενικό σώμα- seguri­
fallecerse, marearse, dad portuaria.
λιθάνθρακας [lizánzracas] (n./n.) car­ λιμενοβραχίονας[Ηππ6ηονΉ]ίοη3$](η./ηΊ.)
bón de piedra, muelle, dique, escollera, rompeolas,
λιθαράκι [lizaráqui] (nyn.) piedrita. λιμνάζω [limnádso] (v.) estancarse,
λιθάργυρος [lizárguiros] (nym.) (Quím.) anquilosarse, estacionarse,
litargirio. λίμνασμα [límnasma] (n./n.) estanca­
λιθάρι [lizári] (n./n.) piedra, miento.
λίθινος [lícinos] (adj.) de piedra, λίμνη [límni] (nyf.) lago, laguna, em­
λίθιο [licio] (nyn.) (Quím.) litio, balse, pantano, estanque, charca,
λιθοβολισμός [lizovolismós] (nVm.) λιμνοθάλασσα [limnozálasa] (nyf.)
apedreo, apedreamiento, marisma.
λιθοβολώ [lizovoló] (v.) apedrear, λιμοκτονία [limoctonía] (nyf.) muerte
λιθογλύφος [lizoglífos] (n./m.) lapi­ por inanición,
dario. λιμοκτονώ [limoctonó] (v.) morir por
λιθογραφία [lizografía] (n./f.) litogra­ inanición, pasar hambre,
fía. λιμός [limós] (n./m.) hambre extrema­
λιθογράφος [lizográfos] (n./m.+f.) li­ da.
tógrafo. λιμουζίνα [limudsína] (nyf.) limusina.

784
λογική

λιμπίζομαι [limbídsome] (ν.) tener ga­ λίρα [lira] (η Λ ) libra,


nas de, apetecer, antojarse, λίστα [Ifsta] (n./f.) lista, catalogación,
λιμπρέτο [limbréto] (η Λ .) libreto, catálogo, listado · μαύρη λίστα- lista
λιμώδης [limódis] (adj.) hambriento, negra.
λινάρι [linári] (η Λ .) lino, λιτανεία [litanía] (η Λ ) procesión,
λινός [linos] (adj.) de lino, de hilo, λιτοδίαιτος [litodíetos] (adj.) frugal,
λιντσάρισμα [lintsárisma] (n./n.) lin­ abstemio, abstinente,
chamiento, λιτός [litós] (adj.) sobrio, simple, fru­
λιντσάρω [lintsáro] (v.) linchar, gal · λιτή διακόσμηση- decoración
λιόδενδρο [liódendro] (η Λ .) olivo, simple.
λιοντάρι [liondári] (n./n.) león, λιτότητα [litótita] (η Λ ) sobriedad, fru­
λιοπύρι [liopíri] (η Λ .) clima extrema­ galidad, sencillez, austeridad,
damente caluroso, día abrasador, λίτρο [litro] (n7n.) litro,
λιπαίνω [lipéno] (v.) engrasar, untar, λιχούδης [lijúdis] (adj.) goloso, glo­
lubrificar. tón.
λίπανση [lípansi] (η Λ ) engrase, lubri­ λιχουδιά [lijudiá] (nVf.) golosina.
cación, lubrificación, λιώ νω[Η όηο](ν.^ βΓ6ΐΐΓ(5β)^θ5ΐΊ30θΓ(5θ),
λιπαρός [liparós] (adj.) graso, grasie- desleír, fundir(se).
nto. λοβός [lovós] (ηΛη.) 1: lóbulo, 2: vai­
λίπασμα [lípasma] (η Λ .) abono, bos­ na.
ta, estiércol, gallinanza. λογαριάζω [logariádso] (v.) 1: contar,
λιπόβαρος [lipóvaros] (adj.) de peso enumerar, calcular, computar, 2: te­
insuficiente, demasiado delgado, es­ ner en cuenta, pensar, estimar,
quelético, que falta peso, λογαριασμός [logariasmós] (ηΛη.)
λιποθυμία [lipocimía] (n./f.) desmayo, cuenta, cálculo, calculación, conteo,
pérdida del sentido, computación,
λιπόθυμος [lipócimos] (adj.) desma­ λογάριθμος [logárizmos] (ηΛη.) (Mat.)
yado, inconsciente, sin sentido, logaritmo,
λιποθυμώ [lipocimó] (v.) desmayarse, λογάς [logás] (adj.) hablador, conver­
perder el sentido, destallecer, sador, parlanchín,
λίπος [lípos] (η Λ .) grasa, manteca, λόγγος [lógkos] (ηΛη.) maleza, espe­
pringue, grosura, sebo, sura, natas, matorral,
λιπόσαρκος [lipósarcos] (adj.) descar­ λογείο [lóguio] (η Λ .) escenario,
nado. λόγια [lóguia] (η Λ .) pl. palabras, ru­
λιποτάκτης [lipotáctis] (ηΛη.) deser­ mores · χάνω τα λόγια- perder las
tor, prófugo, renegado, palabras · μετρώ τα λόγια μου- me­
λιποτακτώ [lipotactó] (v.) desertar, dir las palabras,
huir. λογιάζω [loguiádso] (v.) pensar, creer,
λιποταξία [lipotaksía] (ηΛ ) deserción, λογίζομαι [loguídsome] (v.) conside­
λιποψυχώ [lipopsijó] (v.) acobardarse, rar, pensar, razonar,
intimidarse, λογικά [loguicá] 1: (n./n.) pl. 1: razón,
λιπώδης [lipódis] (adj.) graso, grasien- juicio, sentido, sensatez, 2: (adv.) ló­
to, seboso · λιπώδης ιστός- tegido gicamente, razonablemente,
graso. λογική [loguiquí] (η Λ ) lógica, razón.

785
λογικοκρατία

λογικοκρατία [loguicocratía] (n./f.) λογοτέχνης [logotéjnis] (n./m.) lite­


racionalismo, rato.
λογικός [loguicós] (adj.) lógico, razo­ λογοτεχνία [logotejnía] (n./f.) litera­
nable, sensato, tura.
λογικότητα [loguicótita] (nyf.) lógica, λογοτεχνικός [logotejnicós] (adj.)
racionalidad, sensatez, literario · λογοτεχνικό έργο- obra
λόγιος [lóguios] (adj.) letrado, culto, literaria.
instruido, erudito · λόγια έκφραση- λογοτριβή [logotriví] (n./f.) discusión,
frase culta, disputa, controversia,
λογισμός [loguismós] (n./m.) pensa­ λογοφέρνω [logoférno] (v.) reñir, di­
miento, reflexión, cavilación, consi­ scutir.
deración. λόγχη [lógji] (n./f.) bayoneta, lanza,
λογιστήριο [loguistírio] (nyn.) oficina λογχίζω [logjídso] (v.) alancear,
de contabilidad, λοιδορία [lidoría] (n./f.) burla,
λογιστής [loguistís] (n./m.) contable, λοιδορώ [lidoró] (v.) burlarse de, mo­
λογιστική [loguistiquí] (n./f.) contabi­ farse de.
lidad. λοιμός [limós] (nym.) peste, pestilen­
λογιότατος [loguiótatos] (adj.) erudi­ cia, plaga,
to. λοιμώδης [limódis] (adj.) contagioso,
λογογραφία [logografía] (n./f.) prosa, infeccioso, pestilente,
λογογράφος [logográfos] (n7m.+f.) λοίμωξη [límoksi] (nyf.) infección,
prosista. contagio, purulencia, virus,
λογοδιάρροια [logodiária] (nyf.) lo­ λοιπόν [lipón] (conj.) pues, así, enton­
cuacidad, parloteo, ces, por tanto, además, después,
λογοδοτώ [logodotó] (v.) justificarse, λοιπός [lipós] (adj.) restante · και τα
rendir cuentas, λοιπά- etcétera, etc.
λογοκλοπή [logoclopí] (nyf.) plagio, λοκατζής [locatdsís] (nym.) comando,
extorsión, λόξα [lóksa] (nyf.) capricho, peculiari­
λογοκλόπος [logoclópos] (nVm.+f.) dad, autojo.
plagiario, usurpador, λόξιγκας [lóksigkas] (n./m.) hipo,
λογοκοπία [logocopía] (n./f.) locuaci­ λοξοδρόμηση [loksodrómisi] (n./f.)
dad. desvío brusco, desviación, diversión,
λογοκρίνω [logocríno] (v.) censurar, λοξοδρομώ [loksodromó] (v.) desviar
λογοκρισία [logocrisía] (n./f.) censura, bruscamente,
λογοκριτής [logocritís] (nym.) censor, λοξοκοιτάζω [loksoquitádso] (v.) mi­
λογομαχία [logomajía] (nyf.) discu­ rar de manera lasciva a uno.
sión, disputa, controversia, argu­ λοξός [loksós] (adj.) oblicuo, inclina­
mentación, do, sesgado · λοξό βλέμμα- mirada
λογοπαίγνιο [logopégnio] (n./n.) jue­ lasciva.
go de palabras, λόρδα [lórda] (nyf.) hambruna,
λόγος [lógos] (n./m.) 1: promesa, pala­ λόρδος [lórdos] (n./m.) lord,
bra, 2: habla, discurso, 3: razón, moti­ λοστός [lostós] (nym.) palanca de
vo, causa · λόγος της τιμής- palabra hierro.
de honor. λοστρόμος [lostrómos] (nym.) contra­

786
λυπάμαι

maestre, copete, moño,


λοταρία [lotaría] (n./f.) lotería, λόφος [lófos] (n./m.) colina, monte,
λούζω [lúdso] (v.) bañar, lavarse el cerro, montículo,
pelo. λοχαγός [lojagós] (n./m.) capitán,
λουκάνικο [lucánico] (n7n.) chorizo, λοχεία [lojía] (nVf.) cuarentena,
salchicha, longaniza, λοχίας [lojías] (n./m.) sargento,
λουκέτο [luquéto] (n7n.) candado, λόχμη [lójmi] (n./f.) espesura, bosque-
λούκι [lúqui] (n./n.) canalón, tubo de cilio.
desagüe. λόχος [lójos] (ηΛη.) compañía,
λουκουμάς [lucumás] (n./m.) buñue­ λυγαριά [ligariá] (n./f.) mimbre,
lo. λυγεράδα [ligueráda] (ηΛ.) flexibili­
λουκούμι [lucúmi] (n7n.) 1: bombón dad, agilidad, elasticidad,
de merengue blando, 2: (metáf.) λυγερός [liguerós] (adj.) flexible, del­
cosa deliciosa, gado, ágil,
λουλάκι [luláqui] (n./n.) (Bot.) añil, λυγίζω [liguídso) (v.) doblar, flexionar,
azulillo, índigo, torcer, curvar, doblegar(se).
λουλούδι [lulúdi] (n./n.) flor, λύγισμα [líguisma] n. flexión, dobla-
λουλουδίζω [luludídso] (v.) florecer, miento.
λουμίνι [lumíni] (nVn.) mecha, λύγκας [lígkas] (n./m.) (Zool.) lince,
λουόμενος [luómenos] (ηΛη.) bañi­ λυγμός [ligmós] (ηΛη.) sollozo, gemi­
sta. do · κλαίω με λυγμούς- a) sollozar, b)
λούπινο [lúpino] (η Λ .) altramuz, gemir.
λουρί [lurí] (η Λ .) correa, banda, tira, λυδία [lidia] (n./f.) piedra de toque,
λουρίδα [lurída] (η Λ ) cinturón, cinto, λύκαινα [líquena] (n./f.) loba,
tira, franja, λυκάνθρωπος [licánzropos] (n./m.+f.)
λουσάρω [luáro] (v.) embellecer, ador­ hombre lobo,
nar, acicalar, λυκαυγές [licavgués] (n./n.) alba, au­
λουσάτος [lusátos] (adj.) elegante, de rora.
mucho vestir, λύκειο [líquio] (η Λ .) liceo, centro de
λούσιμο [lúsimo] (n./n.) baño, lavado, enseñanza media,
λούσο [lúso] (n./n.) elegancia, λύκος [líeos] (n./m.) lobo,
λουστράρω [lustráro] (v.) sacar brillo, λυκόφως [licófos] (η Λ .) crepúsculo,
sacar lustre, lustrar, bruñir, ocaso.
λουστρίνι [lustríni] (n./n.) charol, λυμαίνομαι [liménome] (v.) 1: infectar,
λούστρο [lústro] (η Λ .) barniz, brillo, contagiar, plagar, 2: hacer estragos
λούστρος [lústros] (ηΛη.) limpiabo­ en.
tas. λύματα [límata] (n./n.) pl. desperdicios
λουτήρας [lutíras] (n./m.) bañera, la­ fluviales.
vabo, baño, λύνω [lino] (v.) 1: desatar, desanudar,
λουτρό [lutró] (n./n.) baño, aseo · ια­ soltar, desliar, 2: resolver, solucionar ·
ματικά λουτρά- aguas termales, λύνω τους ζυγούς- romper filas,
λουτρόπολη [lutrópoli] (n./f.) balnea­ λυπάμαι [lipáme] (v.) compadecer,
rio. sentir lástima, lamentar algo, apesa­
λοφίο [lofío] (nVn.) cresta, penacho, dumbrarse.

787
λύπη

λύπη [lípi] (nyf.) pena, tristeza, lástima, λυσσώδης [lisódis] (adj.) furioso, ra­
aflicción. bioso, fanático,
λυπημένος [lipiménos] (adj.) apena­ λυτός [litós] (adj.) suelto, despendido,
do, triste, afligido, flojo · βάζω λυτούς και δεμένους-
λυπηρός [lipirós] (adj.) penoso, lame­ hago todo lo que puedo,
ntable, patético, desconsolador, λύτρα [lítra] (nyn.) pl. rescate,
λύπηση [lípisi] (nyf.) compasión, lá­ λυτρωμός [litromós] (nym.) liberación,
stima. salvación, redención, expiación,
λυπητερός [lipiterós] (adj.) penoso, λυτρώνω [litróno] (v.) liberar, salvar,
lamentable, redimir.
λυπούμαι [lipúme] (v.) sentir pena, dar λύτρωση [lítrosi] (nyf.) liberación, sal­
lástima. vación, redención,
λυπώ [lipó] (v.) apenar, entristecer, afli­ λυτρωτής [litrotls] (nym.) liberador,
gir, dar pena, libertador, salvador, redentor,
λύρα [lira] (n A ) lira, λυχνάρι [lijnári] (nyn.) candil,
λυρικός [liricós] (adj.) lírico, λυχνία [lijnía] (n./f.) lámpara, bombilla,
λυρισμός [lirismós] (n./m.) lirismo, foco.
λύση [llsi] (n./f.) 1: solución, 2: desen­ λωλός [lolós] (adj.) loco, alienado, alu­
lace. nado, chalado, alocado,
λύσσα [lisa] (nyf.) rabia, furia, λωποδύτης [lopodítis] (nym.) ratero,
λυσσαλέος [lisaléos] (adj.) rabioso, fu­ carterista,
rioso, encolerizado, colérico, λώρος [lóros] (nym.) cordón · ομφάλι­
λυσσάω [lisáo] (v.) rabiar, estar furioso, ος λώρος- cordón umbilical,
estar fuera de si. λωτός [lotós] (nym.) 1: loto, 2: caqui.

788
belesador · μαγευτική θέα- vistas
mágicas.
Μ, μ [mi] (nyn.) duodécima letra del μαγεύω [maguévo] (v.) hechizar, em­
alfabeto griego, brujar, fascinar, seducir, encantar,
μα [ma] (conj.) pero, sino · μα είσαι βέ­ μάγια [máguia] n.pl. hechicería, bruje­
βαιος;- pero, ¿estás seguro?, ría, hechizos,
μαβής [mavfs] (nym.) púrpura, viole­ μαγιά [maguiá] (nyf.) fermento, leva­
ta. dura · έλυσε τα μάγια- deshizo el
μαγαζάτορας [magadsátoras] (nym.) hechizo.
tendero, μαγικός [maguicós] (adj.) mágico, en­
μαγαζί [magadsi] (nyn.) tienda, cantador, hechicero,
μαγαρίζω [magarídso] (v.) ensuciar, μαγιό [maguió] (nyn.) bañador,
contaminar, ciscar, desasear, man­ μαγιονέζα [maguionédsa] (nyf.) ma­
char. yonesa.
μαγαρισιά [magarisiá] (nyf.) escre- μάγισσα [máguisa] (nyf.) bruja, hechi­
mento, suciedad, cera.
μαγάρισμα [magárisma] (n./n.) polu­ μαγκάλι [magkáli] (n./n.) brasero,
ción. μάγκανο [mágkano] (n./n.) noria,
μαγγανεία [magkanía] (nyf.) magia, μάγκας [mágkas] (nym.) chulo, rufián,
brujería, hechizo, encanto, matón, pillo,
μαγγανει/τής [magkaneftís] (nym.) μαγκούρα [magkúra] (n./f.) cayado,
mago, brujo, hechicero, bastón, báculo,
μαγεία [maguía] (nyf.) magia, brujería, μαγκώνω [magkóno] (v.) agarrar, en­
hechizo, encanto, sortilegio, nigro­ ganchar.
mancia · ως διά μαγείας- por arte de μαγκούφης [magkúfis] (adj.) misera­
magia. ble.
μάγειρας [máguiras] (n./m.) cocinero, μάγμα [mágma] (n./n.) magma,
chef. μαγνησία [magnisía] (nyf.) magnesia,
μαγειρείο [maguirío] (nyn.) cocina, μαγνήσιο [magnísio] (n./n.) (Quím.)
μαγείρεμα [maguírema] (n./n.) cocina, magnesio,
cocción, cocimiento, guiso, μαγνήτης [magnítis] (nym.) imán,
μαγειρευτός [maguireftós] (adj.) coci­ μαγνητίζω [magnitídso] (v.) 1: ¡ma­
do, estofado, guisado, nta r, magnetizar, 2: (metáf.)atraer.
μαγειρεύω [maguirévo] (v.) cocinar, μαγνητικός [magniticós] (adj.) 1: mag­
cocer, guisar, nético, 2: atractivo,
μαγειρική [maguiriquí] (n./f.) arte culi­ μαγνητισμός [magnitismós] (nym.)
nario, arte de la cocina, magnetismo,
μαγειρικός [maguiricós] (adj.) para μαγνητοσκόπηση [magnitoscópisi]
cocinar, de cocina, culinario, (nyf.) grabación, filmación,
μαγεμένος [magueménos] (adj.) 1: μαγνητοσκοπώ [magnitoscopó] (v.)
encantado, hechizado, 2: cautivado, grabar, filmar,
embelesado, fascinado, μαγνητόφωνο [magnitófono] (n./n.)
μαγευτικός [maguefticós] (adj.) má­ magnetofón, magnetófono,
gico, encantador, cautivador, em­ μάγος [mágos] (n./m.) brujo, mago,
μαγουλάδες

hechicero, encantador, ilusionista, μαθηματικά [macimaticá] (n./n.) pl.


μαγουλάδες [maguládes] (nVf.) pl. matemáticas,
paperas. μαθηματικός [macimaticós] 1: (n./
μάγουλο [mágulo] (n7n.) mejilla, ca­ m.+f.) (profesión) matemático, 2:
rrillo. (adj.) matemático,
μαδέρι [madéri] (n./n.) madero, μάθηση [mácisi] (n7f.) aprendizaje,
μάδημα [mádima] (n7n.) depluma- instrucción, enseñanza, educación,
ción. μαθητεία [macitía] (n./f.) aprendizaje,
μαδώ [madó] (ν.) 1: caerse el pelo, estudios, formación,
pelar, desplumar, deshojar, 2. (ave/ μαθητευόμενος [macitevómenos] (adj.)
animal) mudar, pelechar, aprendiz, practicante,
μαεστρία [maestría] (nVf.) maestría, μαθητής [macitís] (n./m.) alumno, e-
μαέστρος [maéstros] (n./m.) maestro, scolar, colegial, aprendiz, discípulo,
director · μαέστρος ορχήστρας- di­ estudiante,
rector de orquesta, μαθητικός [maciticós] (adj.) escolar,
μάζα [mádsa] (n7f.) 1: masa, pasta, μαία [méa] (n./f.) matrona, comadro­
grumo, 2: volumen, 3: (personas/co­ na, partera,
sas) muchedumbre, μαίανδρος [méandros] (n./m.) mean­
μάζεμα [mádsema] (nVn.) 1: asamblea, dro.
2: recogimiento, acumulación, enco­ μαιευτήρας [meeftíras] (n./m.) obste-
gimiento. tra, tocólogo,
μαζεύω [madsévo] (v.) 1: recoger, re­ μαιευτήριο [meeftírio] (nVn.) clínica
unir, juntar, 2: encoger, maternal.
μαζί [madsí] (adv.) junto, juntos, jun­ μαιευτική [meeftiquí] (n./f.) obstetri­
tas. cia, tocología,
μαζικός [madsicós] (adj.) masivo, co­ μαϊμού [maimú] (n./f.) mono, macaco,
lectivo. μαϊνάρω [maináro] (v.) virar,
μαζοχισμός [madsojismós] (n./m.) μαίνομαι [ménome] (v.) estar furioso,
masoquismo, estar encolerizado, enfurecerse, en­
μαζοχιστής [madsojistís] (n./m.) ma- colerizarse, enojarse,
soquista. μαϊντανός [maidanós] (n./m.) perejil.
μάζωξη [mádsoksi] (n7f.) 1: concen­ μαΤστρα [maístra] (n./f.) vela mayor,
tración, junta, liga, reunión, agrupa­ μαϊστράλι [maistráli] (n./n.) mistral,
ción, 2: (devotos) congregación. viento sueve del noroeste, brisa,
Μάης [máis] (n7m.) mayo, μαιτρέσα [metrésa] (n7f.) amante,
μαθαίνω [macéno] (v.) 1: aprender, querida.
educarse, profundizar, 2: enterarse μακάβριος [macávrios] (adj.) 1: maca­
(de), 3: (dar clases) enseñar · έμαθες bro, trágico, 2: fúnebre,
ότι παντρεύεται τον επόμενο μήνα;- μακαράς [macarás] (nVm.) polea, bo­
¿te has enterado de que se casa el bina.
mes que viene?, μακάρι [macári] (adv.) ojalá · μακάρι
μάθημα [mácima] (nVn.) 1: lección, va μη βρέξει αύριοί- ¡ojalá no llueva
clase, 2: asignatura, materia, 3: cur­ mañana!.
so. μακάριος [macários] (adj.) dichoso,

790
μαλάκωμα

afortunado, bienaventurado, beato, cia, de lejos, desde lejos,


μακαριότητα [macariótita] (η Λ ) 1: μακροθυμία [macrocimía] (ηΛ.) 1:
beatitud, bienaventuranza, 2: bien­ tolerancia, indulgencia, paciencia, 2:
estar. generosidad, bondad,
μακαρίτης [macarítis] (ηΛη.) difunto, μακρόθυμος [macrócimos] (adj.) 1:
fallecido, muerto, tolerante, indulgente, paciente, 2:
μακαρόνι [macaróni] (η Λ .) maca­ generoso, bondadoso,
rrón. μακροπρόθεσμα [macroprócesma]
Μακεδόνας [maquedónas] (ηΛη.) (adv.) a largo plazo,
macedonio. μακροπρόθεσμος [macroprócesmos]
Μακεδονία [maquedonía] (η Λ ) Ma- (adj.) a largo plazo,
cedonia. μάκρος [mácros] (n./n.) 1: longitud,
μακεδονικός [maquedonicós] (adj.) largo, largura, 2: (metáf.) extensión,
macedonio. μακροσκελής [macrosquelís] (adj.)
μακελειό [maquelió] (nVn.) matanza, largo, extenso · μακροσκελής λό­
masacre, cornicería. γος- discurso extenso,
μακέτα [maquéta] (η Λ ) maqueta, μακροσκοπικός [macroscopicós] (adj.)
modelo. macroscópico,
μακιγιάζ [maquiguiáds] (n./n.) maqui­ μακρύς [macrís] (adj.) largo, extenso,
llaje. prolongado, amplio,
μακιγιάρισμα [maquiguiárisma] (η Λ .) μάλα [mála] (adv.) mucho, muy.
maquillaje, μαλαγάνας [malagánas] (n./m.) astu­
μακιγιάρω [maquiguiáro] (v.) maqui­ to, zorro, mañoso, zalamero,
llar. μαλάζω [maládso] (v.) 1: amasar, so­
μακιγιάρομαι [maquiguiárome] (v.) bar, 2: dar/hacer masaje,
maquillarse, pintarse, μαλακά [malacá] (adv.) suavemente,
μ ακιγιέρ [maquiguiér] (n./m.+f.) delicadamente,
maquillador/a. μαλακία [malaquíal (n./f.) 1: mastur­
μακραίνω [macréno] (v.) alargar, pro­ bación, onanismo, 2: (tontería) gili-
longar, estirar, pollez.
μακριά [macriá] (adv.) lejos, a lo lejos, μαλακίζομαι [malaquídsome] (v.) 1:
μακρινός [macrinós] (adj.) 1: lejano, masturbarse, 2: (metáf.) ser gilipo-
distante, remoto, 2: antiguo, pasado, llas.
μακρόβιος [macróvios] (adj.) longevo, μαλάκιο [maláquio] (n./n.) molusco,
de larga vida, anciano, μαλακός [malacós] (adj.) 1: blando,
μακροβιότητα [macroviótita] (η Λ ) tierno, mórbido, suave, 2: templado,
longevidad, larga vida, apacible.
μακροβούτι [macrovúti] (η Λ .) buceo, μαλακότητα [malacótita] (ηΛ.) blan­
zambullida, inmersión, dura, ternura, dulzura, suavidad,
μακροζωία [macrodsoía] (n./f.) longe­ μαλακτικός [malacticós] (n./n.) 1: sua­
vidad, larga vida, vizante, sedante, paliativo, 2: (medi-
μακροημέρευση [macroimérefsi] (ηΛ.) camiento) emoliente · μαλακτικό
larga vida, longevidad, ρούχων- suavizante de ropa,
μακρόβεν [macrócen] (adv.) a distan­ μαλάκωμα [malácoma] (η Λ .) suavi-

791
μαλακώνω

dad, ablandamiento, μανεκέν [manequén] (nVn.) maniquí,


μαλακώνω [malacóno] (v.) ablandar, modelo.
enternecer, suavizar, μάνι-μάνι [máni-máni] (adv.) apenas,
μάλαμα [málama] (nVn.) 1: (Min.) oro, rápidamente,
2: (metáf.) persona buena, μανία [manía] (n7f.) manía, obsesión,
μαλαματένιος [malamatéños] (adj.) 1: locura, furor,
de oro, 2: (metáf.) bondadoso, μανιάζω [maniádso] (v.) ponerse fu­
μάλαξη [málaksi] (nyf.) masaje, rioso, encolerizarse, enfurecerse ·
μαλαχίτης [malajítis] (Min.) malaqui­ μάνιασε η θάλασσα- el mar se en­
ta. fureció.
μαλθακός [malzacós] (adj.) blando, μανιακός [maniacos] (adj.) maníaco,
suave, bobo, obseso, loco, frenético, lunático, en­
μάλιστα [málista] (adv.) 1: sí, 2: desde carnizado,
luego, por supuesto, claro, μανιασμένος [maniasménos] (adj.)
μαλλί [malí] (nVn.) 1: (oveja) lana, 2: furioso.
(persona) cabello, pelo, μάνικα [mánica] (n7f.) manguera,
μαλλιά [maliá] (n7n.) pl. Pelo, cabello, tubo, manga,
μαλλιαρός [maliarós] (adj.) peludo, μανίκι [maníqui] (nVn.) manga,
velludo, barbudo, μανιτάρι [manitári] (n./n.) seta, cham­
μάλλινος [málinos] (adj.) de lana, piñón.
μαλλιοτραβιέμαι [maliotraviéme] (v.) μανιφατούρα [manifatúra] (nyf.) ma­
pelear con alguien tirándole el pelo, nifactura.
μάλλον [málon] (adv.) quizás, tal vez, μανιφέστο [manifésto] (n./n.) mani­
puede ser, más bien, mejor dicho, fiesto.
μάλωμα [máloma] (n./n.) 1: riña, pelea, μανιώδης [maniódis] (adj.) maniático,
2: reprimenda, reganiña. loco, furioso, empedernido,
μαλώνω [malóno] (v.) reñir, echarle a μανιωδώς [maniodós] (adv.) furiosa­
alguien una bronca, pelear(se). mente, freneticaménte.
μαμά [mamá] (n7f.) mamá, madre, μάννα [mána] (n7n.) maná,
μαμή [mamí] (n7f.) matrona, coma­ μανολία [manolía] (nVf.) (Bot.) ma­
drona, partera, gnolia.
μαμούνι [mamúni] (nVn.) bicho, in­ μανόμετρο [manómetro] (nVn.) (Tecn.)
secto. manómetro,
μαμόθρεφτος [mamózreftos] (adj.) μανούβρα [manúvra] (n./f.) maniobra,
mimado, consentido, μανουβράρω [manuvráro] (v.) manio­
μάνα [mána] (n A ) madre, mamá, brar.
μανάβης [manávis] (nVm.) verdulero, μανσέτα [manséta] (n7f.) bocamanga,
frutero. μανταλάκι [mandaláqui] (nVn.) pinza
μανάβικο [manávico] (n7n.) verdule­ para ropa,
ría, frutería, μάνταλο [mándalo] (nVn.) cerrojo,
μανδαρίνος [mandarinos] (nVm.) pestillo, cierre,
mandarín, μαντάρα [mandára] (n7f.) enredo ·
μανδύας [mandías] (n7m.) capa, túni­ γίναμε μαντάρα- nos metimos en un
ca, manto. enredo.

792
μαρμαρένιος

μανταρίνι [mandaríni] (η7η.) manda­ rpintería.


rina. μαραγκούδικο [maragkúdico] (n./n.)
μοντάρισμα [mandárisma] (n./n.) 1: carpintería, ebanistería,
zurcido, 2: (coloq.) remiendo, μαράζι [marádsi] (nyn.) 1: tormento,
μαντάρω [mandáro] (v.) zurcir, remen­ dolor, sufrimiento, depresión, 2: pena,
dar. amargura,angustia,
μαντάτο [mandáto] (n./f.) noticia, su­ μαραζώνω [maradsóno] (v.) deprimir­
ceso. se, entristecerse, languidecer,
μαντεία [mandia] (n./f.) vaticinio, μάραθος [márazos] (n./m.) (Bot.) hi­
μαντείο [mandío] (nyn.) oráculo, nojo.
μαντευτής [mandeftís] (nym.) adivi­ μαραίνω [maréno] (v.) marchitar, se­
nador. car, languidecer,
μαντεύω [mandévo] (v.) 1: adivinar, 2: μαρασμός [marasmós] (nym.) marchi­
acertar, predecir, tamiento, languidez, abatimiento,
μαντζούνι [mandsúni] (nVn.) poción, μαραφέτι [maraféti] (nyn.) utensilio,
pócima. aparato, artilugio.
μαντζουράνα [mandsurána] (nyf.) μαργαρίνη [margaríni] (nyf.) marga­
(Bot.) mejorana, rina.
μάντης [mándis] (n./m.) adivino, adivi­ μαργαρίτα [margarita] (n./f.) marga­
nador, vidente, rita.
μαντίλα [mandila] (nyf.) pañoleta, μαργαριταρένιος [margaritaréños] (adj.)
μαντίλι [mandíli] (nyn.) 1: pañuelo, 2: perlado.
moquero, 3: (ropa) fular, pañoleta, μαργαριτάρι [margaritári] (nyn.) per­
μάντρα [mándra] (nyf.) 1: tapia, valla, la.
2: (lugar) cercado, redil, μαρέγκα [maréngka] (nyf.) merengue,
μαντρί [mandrf] (n./n.) redil, aprisco, μαρίδα [marida] (n./f.) pescado menu­
μαξιλάρι [maksilári] (nyn.) 1: (cama) do, morralla,
almohada, 2: (sofá) cojí· το παγωτό μαριονέτα [marionéta] (nyf.) mario­
n, almohadilla, neta.
μαξιλαροθήκη [maksilarocíqui] (n./n.) μάρκα [márca] (nyf.) 1: marca, ficha 2:
almohadón, funda, signo, símbolo,
μαόνι [maóni] (nyn.) caoba, μαρκαδόρος [marcadóros] (n./m.) ro­
μαούνα [maúna] (nyf.) barcaza, tulador, marcador,
μάπα [mápa] (nyf.) 1: col, berza, 2: (co­ μαρκάρω [marcáro] (v.) marcar,
loq.) rostro, cara, 3: (metáf.) de mala μαρκήσιος [marquísios] (n./m.) mar­
calidad · το παγωτό ήταν μάπα- el qués.
helado era de mala calidad, μαρκίζα [marquídsa] (nyf.) alero, repi­
μάπας [mápas] (nym.) chiflado, bobo, sa, reborde,
tonto. μάρκο [márco] (n./n.) (moneda) mar­
μαραγκιασμένος [maragkiasménos] co.
(adj.) arrugado, marchito, μαρμαράς [mermarás] (nym.) marmo­
μαραγκός [maragkós] (nym.) carpin­ lista.
tero, ebanista, μαρμαρένιος [marmaréños] (adj.) de
μαραγκοσύνη [maragkosini] (nyf.) ca­ mármol.

793
μάρμαρο

μάρμαρο [mármaro] (nVn.) mármol, μασούλημα [masúlima] (η Λ .) mastica­


μαρμελάδα [marmeláda] (ηΛ.) mer­ ción, mascadura,
melada. μασουλώ [masuló] (v.) masticar, ma­
μαρξισμός [marksismós] (n./m.) mar­ scar.
xismo. μασούρι [masúri] (η Λ .) carrete, bobi­
μαρξιστής [marksistís] (ηΛη.) mar- na, rollo, canilla,
xista. μαστάρι [mastári] (η Λ .) ubre, mama,
μαρούλι [marúli] (n./n.) lechuga, μαστέλο [mastélo] (η Λ .) cubeta, bal­
μάρσιππος [mársipos] (nVm.) (Zool.) de.
marsupio. μάστιγα [mástiga] (η Λ ) plaga, peste,
μαρσιπποφόρος [marsipofóros] (adj.) calamidad,
marsupial. μαστίγιο [mastíguio] (n./n.) látigo, fu­
Μάρτιος [mártios] (ηΛη.) marzo, sta, azote,
μάρτυρας [mártiras] (ηΛη.+f.) 1: testi­ μαστίγωμα [mastígoma] (n./n.) latiga­
go, 2: (Igl.) mártir, zo, azote.
μαρτυρία [martirial (η Λ ) testimonio, μαστιγώνω [mastigóno] (v.) azotar,
testificación, atestiguación, atesta­ fustigar.
ción. μαστίγωση [mastígosi] (ηΛ.) azote,
μαρτυρικός [martiricós] (adj.) 1: testi­ fustigación,
monial, 2: (Igl.) de mártir, μαστίζω [mastídso] (v.) 1: torturar, afli­
μαρτύριο [martirio] (η Λ .) martirio, gir, plagar, infestar 2: (metáf.) acosar,
tormento, suplicio, atormentar, destrozar, causar des­
μαρτυρώ [martiró] (v.) 1: atestiguar, gracias.
testimoniar, deponer, 2: (Igl.) sufrir μαστίτις [mastitis] (n./f.) (Med.) ma­
martirio. stitis.
μας [mas] (pron.) 1: a nosotros, nos, 2: μαστίχα [mastíja] (n./f.) 1: (Bot.) almá­
nuestro · μας αρέσει ναχορεύουμε- ciga, mástique, 2: chicle natural,
, nos gusta bailar · το σπίτι μας- nues­ μαστιχόδεντρο [mastijódentro] (η Λ .)
tra casa. (Bot.) almácigo (árbol).
μάσα [mása] (ηΛ.) (coloq.) comida, μαστόδοντας [mastódondas] (η Λ .)
μασάζ [masáds] (η Λ .) masaje, (Zool.) mastodonte,
μασέλα [maséla] (η Λ ) dentadura, μάστορας [mástoras] (ηΛη.) maestro,
mandíbula, dontadura postiza, experto, perito,
μάσηση [másisi] (n./f.) masticación, μαστορεύω [mastorévo] (v.) reparar,
mascadura, remendar, manosear,
μάσκα [másca] (ηΛ.) máscara, careta, μαστοριά [mastoriá] (n./f.) artesanía,
μασκαράς [mascarás] (n./m.) 1: má­ maestría, destreza,
scara, disfrazado, 2: picaro, pillo, μαστός [mastós] (ηΛη.) 1: seno, mama,
μασκαράτα [mascaráta] (ηΛ.) masca­ 2: ubre.
rada. μαστούρης [mastúris] (ηΛη.) adicto,
μασκαρεύομαι [mascarévome] (v.) 1: yonqui.
disfrazarse de, 2: hacerse pasar por. μαστοφόρος [mastofóros] (adj.) (Zool.)
μασκότ [mascót] (η Λ ) mascota, mamífero,
μασόνος [masónos] (n./m.) masón. μαστραπάς [mastrapás] (ηΛη.) jarrón,

794
μαχαιροβγάλτης

jara, tazón, ματόκλαδο [matóclado] (nyn.) pesta­


μαστροπός [mastropós] (n./m.) proxe­ ña.
neta. ματοτσίνορο [matotsínoro] (nyn.) pes­
μαστροχαλαστής [mastrojalastís] taña.
(n./m.) chapucero, chambón, ματόφρυδο [matófrido] (n./n.) 1: ceja,
μασχάλη [masjáli] (n./f.) axila, 2: entrecejo,
μασώ [masó] (v.) masticar, mascar, tri­ ματόφυλλο [matófilo] (n./n.) párpa­
turar. do.
μάταια [mátea] (adv.) en vano, inútil­ ματς [mats] (nyn.) (Dep.) partido, jue­
mente. go · ένα ποδοσφαιρικό ματς- un
ματαιοδοξία [mateodoksía] (n./f.) va­ partido de fútbol,
nidad, soberbia, presunción, vana­ μάτσο [mátso] (n./n.) 1: (de flores)
gloria, envanecimiento, ramo, 2: (de cosas) manojo, montón,
ματαιόδοξος [mateódoksos] (adj.) 1: 3: (de personas) grupo, 4: (de papeles)
vanidoso, soberbio, presumido, 2: haz, legajo,
fanfarrón, ματσούκι [matsúqui] (nyn.) garrote,
ματαιοδοξώ [mateodoksó] (v.) 1: va­ palo.
nagloriarse, envanecerse, 2: pavo­ ματώνω [matóno] (v.) sangrar, perder,
nearse, presumirse, sangre.
ματαιοπονία [mateoponía] (n./f.) es­ μαυλίζω [mavlídso] (ν.) 1: seducir, 2:
fuerzo inútil, corromper, viciar,
ματαιοπονώ [mateoponó] (v.) esfor­ μαυρίζω [mavrídso] (ν.) 1: ennegrecer,
zarse en vano, pintar de negro, 2: (tomando el sol)
μάταιος [máteos] (adj.) vano, inútil, broncearse,
infructuoso · μάταιες προσπάθειες- μαυρίλα [mavríla] (n./f.) 1: negrura, o-
intentos infructuosos, scuridad, 2: noche,
ματαιότητα [mateótita] (nyf.) vani­ μαυρισμένος [mavrisménos] (adj.) 1:
dad. ennegrecido, denigrado, 2: (por el
ματαιώνω [mateóno] (ν.) 1: cancelar, sol) moreno, bronceado,
anular, 2: frustrar, abortar, derogar, μαύρο [mávro] (n./n.) color negro,
ματαίωση [matéosi] (nyf.) 1: cancela­ μαυροπίνακας [mavropínacas] (n./m.)
ción, anulación, 2: frustración, dero­ 1: pizarra, 2: tablero,
gación. μαυροπούλι [mavropúli] (nyn.) (Zool.)
μάτην [mátin] (adv.) en vano, estornino,
μάτι [máti] (nyn.) ojo. μαύρος [mávros] (adj.) 1: (ser) negro, 2:
ματιά [matiá] (nyf.) ojeada, mirada, (pelo) moreno,
vistazo · θα μπορούσα va ρίξω μια μαυσωλείο [mavsolío] (n./n.) mauso­
ματιά;- ¿podría echar un vistazo?, leo.
ματιάζω [matiádso] (v.) echar mal de μαχαίρι [majéri] (n./n.) 1: cuchillo, 2:
ojo. navaja.
μάτιασμα [mátiasma] (nyn.) mal de μαχαιριά [majeriá] (n./f.) 1: cuchillada,
ojo. navajazo, 2: puñalada,
ματογυάλια [matoguiália] (nyn.) pl. μαχαιροβγάλτης [majerovgáltis] (nym.)
gafas, anteojos. matador, asesino.

795
μαχαιροπίρουνα

μαχαιροπίρουνα [majeropíruna] (nyn.) μεγαλέμπορος [megalémboros] (nym.)


pl. cubiertos, mercader mayorista,
μαχαίρωμα [majéroma] (nyn.) cuchi­ μεγαλεπήβολος [megalepívolos] (adj.)
llada, navajazo, grandioso, superior, ambicioso, gran­
μαχαιρώνω [majeróno] (ν.) 1: acu­ dioso.
chillar, cortar, 2: matar, asesinar, 3: μεγαλοδύναμος [megalodínamos] (adj.)
apuñalar, todopoderoso, omnipotente,
μαχαλάς [majalás] (n./m.) vecindad, μεγαλοδωρία [megalodoría] (nyf.) mu­
μάχη [máji] (nyf.) lucha, combate, en­ nificencia, generosidad,
frentamiento, batalla, μεγαλόδωρος [megalódoros] (adj.)
μαχητής [majitís] (nym.) luchador, munífico, generoso,
combatiente, μεγαλόκαρδος [megalócardos] (adj.)
μαχητικός [majiticós] (adj.) 1: comba­ bondadoso, altruista, de buen cora­
tivo, luchador, militante, 2: (metáf.) zón, magnánimo,
agresivo. μεγαλοκτηματίας [megaloctimatías]
μαχητικότητα [majiticótita] (nyf.) co­ (nym.) hacendado, terrateniente,
mbatividad, μεγαλομανής [megalomanís] (adj.)
μάχομαι [májome] (v.) luchar, comba­ megalómano,
tir, enfrentarse, μεγαλομανία [megalomanía] (nyf.)
με [me] (prep.) con · θέλω va μιλήσω megalomanía,
μαζί του- quiero hablar con él · με μεγαλόπνευστος [megalópnefstos]
τόσα χρήματα που έχει, μπορεί να (adj.) inspirado, iluminado, genial,
αγοράσα ό,τι θέλει- con el dinero μεγαλοποιώ [megalopió] (ν.) 1: (ha­
que tiene, puede comprar lo que le blando/actuando) exagerar, 2: au­
de la gana · με τη βοήθειά του- con mentar.
su ayuda · με τον καιρό- con il tiem­ μεγαλοπράγμων [megaloprágmon]
po. (adj.) emprendedor, ambicioso,
μεγαθήριο [megacírio] (nyn.) mamí­ μεγαλοπρέπεια [megaloprépia] (nyf.)
fero prehistórico, monstruo, grandeza, grandiosidad, magnificen­
μεγαθυμία [megacimía] (nyf.) genero­ cia, majestuosidad, suntuosidad,
sidad, altruismo, μεγαλοπρεπής [megaloprepís] (adj.)
μεγάθυμος [megácimos] (adj.) gene­ 1: majestuoso, 2: grandioso, magní­
roso, altruista, fico, 3: suntuoso,
μέγαιρα [méguera] (nyf.) 1: (ave) ar­ μεγαλορρημοσύνη [megalorimosíni]
pía, 2: (metáf.) bruja, perversa, (nyf.) grandilocuencia, pomposidad,
μεγαλαυχία [megalavjía] (nyf.) gran­ μεγάλος [megálos] (adj.) 1: (tamaño)
dilocuencia, grande, 2: (edad) mayor, adulto,
μεγαλείο [megalío] (n./n.) magnitud, μεγαλόστομος [megalóstomos] (adj.)
grandeza, importancia, esplendidez, pomposo, fanfarrón,
μεγαλειότητα [megaliótita] (nyf.) μεγαλοσύνη [megalosíni] (nyf.) gran­
grandeza, superioridad, alteza, ma­ diosidad, magnificencia,
jestad, majectuosidad. μεγαλόσχημος [megalósjimos] (adj.)
μεγαλειώδης [megaliódis] (adj.) ma­ 1: (Igl.) venerable, 2: grandioso,
jestuoso, magnífico, suntuoso. μεγαλόσωμος [megalósomos] (adj.)

796
μεθοδικότητα

corpulento, robusto, grandullón, μεγάφωνο [megáfono] (η Λ .) megá­


μεγαλούργημα [megalúrguima] (η Λ .) fono, altavoz,
obra maestra, hazaña, proeza, μέγγενη [mégkeni] (η Λ ) abrazadera,
μεγαλουργώ [megalurgó] (v.) conse­ μέγεθος [méguezos] (η Λ .) 1: (de co­
guir grandes obras, sas) tamaño, 2: (volumen) dimensión,
μεγαλουτσικος [megalútsicos] (adj.) 3: (ropa) talla,
grandecito, bastante grande, ma- μεγέθυνση [meguécinsi] (n./f.) 1: au­
yorcito. mento, 2: ampliación,
μεγαλοφροσύνη [megalofrosíni] (ηΛ ) μεγεθυντικός [meguecindicós] (adj.)
arrogancia, soberbia, presunción, aumentativo,
μεγαλόφρων [megalófron] (adj.) arro­ μεγεθύνω [meguecíno] (v.) 1: aume­
gante, soberbio, presumido, ntar, agrandar, 2: ampliar,
μεγαλοφυής [megalofiís] (adj.) genial, μεγιστάνας [meguistánas] (n7m.) mag­
ingenioso, nate, dignatario,
μεγαλοφυϊα [megalofiía] (ηΛ.) genio, μέγιστα [méguista] (adv.) muy, mu­
ingenio. cho, magnánimamente,
μεγαλόφωνα [megalófona] (adv.) en μέγιστος [méguistos] (adj.) máximo,
voz alta. μεδούλι [medúli] (η Λ .) 1: meollo, mé­
Μεγαλόχαρη [megalójari] (ηΛ.) la Vir­ dula, tuétano, 2: (metáf.) sangre,
gen María, la Santa Virgen, μέδουσα [médusa] (ηΛ.) medusa,
μεγαλοψυχία [megalopsijía] (ηΛ.) μεζές [medsés] (ηΛη.) pincho, tapa,
magnanimidad, generosidad, noble­ entremés, aperitivo,
za, altruismo, grandeza de alma, μεζούρα [medsúra] (η Λ ) cinta mé­
μεγαλόψυχος [megalópsijos] (adj.) ge­ trica.
neroso, noble, magnánimo, altruista, μεθαύριο [mezávrio] (adv.) pasado ma­
μεγαλύτερος [megalíteros] (adj.) 1: ñana.
(edad) mayor, 2: (tamaño) más gran­ μεθερμήνευση [mecermínefsi] (η Λ )
de · η μεγαλύτερη αδερφή μου- mi interpretación, explicación, aclara­
hermana mayor · το σπίτι σου είναι ción.
μεγαλύτερο από το δικό μου- tu μεθερμηνευτής [mecermineftís] (ηΛη.)
casa es más grande que la mía. interprete, traductor,
μεγάλωμα [megáloma] (η Λ .) 1: creci­ μεθερμηνεύω [mecerminévo] (v.) 1:
miento, 2: agrandamiento. interpretar, traducir, 2: explicar, acla­
μεγαλώνυμος [megalónimos] (adj.) rar.
ilustro, célebre, μέθη [méci] (n./f.) embriaguez, borra­
μεγαλώνω [megalóno] (v.) 1: (hacer chera.
más grande) agrandar, 2: (una planta) μεθόδευση [mezódefsi] (ηΛ.) manejo
crecer, 3: (los niños) criar, 4: (ser más metódico, plan, programa,
viejo) envejecer, μεθοδεύω [mezodévo] (v.) manejar
μέγαρο [mégaro] (η Λ .) palacio, metódicamente, planear, progra­
μέγας [mégas] (adj.) gran, grande, mar.
grandioso, μεθοδικός [mezodicós] (adj.) metódi­
μεγάτιμος [megátimos] (adj.) ilustro, co, sistemático,
honorable, célebre. μεθοδικότητα [mezodicótita] (ηΛ.)

797
μέθοδος

sistematización, ción, mescolanza,


μέθοδος [mézodos] (nyf.) método, si­ μειοδοσία [miodosía] (n./f.) oferta
stema, técnica, táctica, proceso, más baja en una subasta,
μεθοκόπημα [mezocópima] (nVn.) μείον [míon] (adv.) menos,
embriaguez, borrachera, juerga, μειονέκτημα [mionéctima] (nyn.) de­
μεθοκόπος [mezocópos] (n./m.) be­ sventaja, inconveniente,
bedor, borracho, borrachón. μειονεκτικός [mionecticós] (adj.) des-
μεθοκοπώ [mezocopó] (v.) embria­ aventajoso, inferior,
garse, emborracharse, ir de juerga, μειονεκτικότητα [mionecticótita] (nyf.)
μεθοριακός [mezoriacós] (adj.) fro­ inferioridad, deficiencia,
nterizo, confinante, μειονεκτώ [mionectó] (v.) encontrar­
μεθόριος [mezórios] (n./f.) frontera, se en desventaja/en inferioridad de
límite, confín, condiciones,
μεθόριος [mezórios] (adj.) fronterizo, μειονότητα [mionótita] (n./f.) minoría,
limítrofe. μειοψηφία [miopsifía] (n./f.) minoría,
μεθυλικός [mecilicós] (adj.) metílico, μειώνω [mióno] (ν.) 1: disminuir, redu­
μεθύλιον [mecílion] (n7n.) (Quím.) cir, 2: (precio) rebajar,
metilo. μείωση [míosi] (n./f.) 1: disminución,
μεθύσι [mecísi] (n./n.) borrachera, em­ reducción, 2: (precio) rebaja,
briaguez. μειωτικός [mioticós] (adj.) diminutivo,
μεθυσμένος [mecisménos] (adj.) bo­ ofensivo, peyorativo, despectivo,
rracho, embriagado, ebrio, μελαγχολία [melagjolía] (n./f.) me­
μέθυσος [mécisos] (nym.+f.) borracho, lancolía, tristeza, entristecimiento,
bebedor, alcohólico, borrachín, aflicción.
μεθύστακας [mecístacas] (n./m.) bo­ μελαγχολικός [melagjolicós] (adj.) me­
rracho. lancólico, triste, afligido, apenado,
μεθυστικός [mecisticós] (adj.) 1: em­ μελαγχολώ [melagjoló] (ν.) 1: (uno
briagador, 2: encantador, mismo) sentir melancolía, entriste­
μεθώ [mezó] (v.) emborracharse, em­ cerse, afligir, 2: (a alguien) provocar/
briagarse, causar melancolía,
μείγμα [mígma] (n./n.) 1: mezcla, mez­ μελάνι [meláni] (n./n.) tinta,
colanza, 2: mixtura, amalgama, 3: μελανιά [melaniá] (nyf.) cardenal, mo­
combinación, radura, hematoma, mancha de tinta,
μειδίαμα [midíama] (n./n.) sonrisa, μελανιάζω [melañádso] (ν.) 1: amora­
μειδιώ [midió] (v.) sonreir(se). tarse, 2: (metáf.) quedarse amorata­
μείζων [mídson] (adj.) de gran impor­ do de frío,
tancia, importantísimo, μελανίνη [melaníni] (n./f.) melanina.
μεικτός [mictós] (adj.) 1: mixto, com­ μελανοδοχείο [melanodojío] (n./n.)
puesto, 2: (dinero/sueldo) bruto, tintero.
μειλίχιος [milíjios] (adj.) afable, ama­ μέλας [mélas] (adj.) negro, ennegreci­
ble, dulce, do, oscuro,
μειλιχιότητα [milijiótita] (n./f.) afabili­ μελάσα [melása] (n./f.) melaza,
dad, amabilidad, dulzura, μελάτος [melátos] (adj.) 1: (de miel)
μείξη [míksi] (nyf.) mezcla, combina­ melado, 2: (huevo) blando.

798
Μεξικάνος

μελαχρινός [melajrinós] (adj.) more­ μελοποιώ [melopió] (v.) componer mú­


no. sica.
μελαψός [melapsós] (adj.) moreno, de μέλος [mélos] (n./n.) 1: (personas)
piel oscura, miembro, socio, asociado, 2: (cuerpo)
μέλει [méli] (v.) importar, interesar, con­ órgano, 3: (cosas) segmento,
cernir. μελτέμι [meltémi] (nyn.) viento del
μελένιος [melénios] (adj.) melado, norte.
μελέτη [meléti] (nyf.) 1: estudio, 2: μελωδία [melodía] (nyf.) melodía,
investigación, preparación, conside­ μελωδικός [melodicós] (adj.) melódi­
ración. co, melodioso,
μελετηρός [meletirós] (adj.) 1: estu­ μελωδικότητα [melodicótita] (nyf.)
dioso (de), 2: (coloq.) empollón, melodía.
μελετητής [meletitís] (nym.) estudio­ μελώνω [melóno] (v.) endulzar, dulci­
so, investigador, científico, ficar, azucarar,
μελετώ [meletó] (ν.) 1: estudiar, 2: in­ μεμβράνη [memvráni] (nyf.) mem­
vestigar, examinar, brana.
μέλημα [mélima] (nyn.) cuidado, pre­ μεμιάς [memiás] (adv.) enseguida, in­
ocupación, desvelo, mediatamente, a la vez.
μέλι [méli] (n./n.) miel, μεμονωμένος [memonoménos] (adj.)
μελίρρυτος [melíritos] (adj.) meloso, aislado, apartado, separado,
dulce. μεμπτός [memptós] (adj.) censurable,
μέλισσα [mélisa] (n./f.) abeja · βασί­ criticable,
λισσα μέλισσα- abeja maestra, μέμφομαι [mémfome] (v.) reprochar,
μελίσσι [melísi] (nyn.) panal, censurar, criticar,
μελισσοκομία [melisocomía] (nyf.) api­ μεμψιμοιρία [mempsimiría] (nyf.)
cultura. queja, refunfuño, quejido,
μελισσοκόμος [melisocómos] (nym.) μεμψίμοιρος [mempsímiros] (adj.)
apicultor. quejumbroso, refunfuñón,
μελιτζάνα [melitdsána] (nyf.) beren­ μεμψιμοιρώ [mempsimiró] (v.) que­
jena. jarse, refunfuñar, gruñir,
μέλλον [mélon] (nyn.) futuro, μεν [men] (seguido casi siempre de
μέλλοντας [mélondas] (nym.) (Gram.) αλλά, όμως...) si pero, sin embargo,
Futuro. μενεξές [meneksés] (nym.) violeta,
μελλοντικός [melondicós] (adj.) futu­ μένος [ménos] (n./n.) ira, furia, rabia,
ro, venidero, próximo, furor, enojo,
μελλόνυμφος [melónimfos] (n./m.) μέντα [ménda] (n./f.) menta,
novio. μενταγιόν [medaguión] (nyn.) meda­
μέλλω [mélo] (v.) destinar, determi­ llón, medalla, colgante,
nar. μεντεσές [mendesés] (n./m.) bisagra,
μελόδραμα [melódrama] (nyn.) melo­ gozne.
drama, tragedia, μένω [méno] (ν.) 1: vivir, residir, habitar
μελοδραματικός [melodramaticós] 2: quedar(se), permanecer.
(adj.) melodramático, dramático, Μεξικό [meksicó] (nyn.) México.
trágico. Μεξικάνος [meksicános] (nym.) mexi-

799
μέρα

cano. parcial, partidista, sujetivo,


μέρα [méra] (n./f.) 1: (de la semana) μεροληπτώ [meroliptó] (v.) ser parcial,
día, 2: (día laboral) jornada, 3: fecha ser partidista, ser sujetivo,
• καλημέραΙ- ¡buenos días!, μεροληψία [merolipsía] (n./f.) parciali­
μεράκι [meráqui] (η Λ .) anhelo, deseo dad, partidismo, favoritismo,
ardiente, hacer algo con dedicación, μέρος [méros] (η Λ .) 1: (de algo) parte,
μεραρχία [merarjía] (nVf.) división, 2: (área) lugar, sitio, zona,
μερεμέτι [mereméti] (n./n.) repara­ μερτικό [merticó] (n./n.) parte, por­
ción, reforma, arreglo, ción, ración,
μερεμετίζω [meremetídso] (v.) repa­ μέσα [mésa] (adv.) dentro (de), en · θα
rar, reformar, arreglar, σου τηλεφωνήσω μέσα στα επόμε­
μεριά [meriá] (ηΛ.) lado, flanco, parte, να 20 λεπτά- te llamaré dentro de 20
lugar. minutos · τα κλειδιά είναι μέσα στο
μερίδα [merída] (n./f.) 1: (comida) συρτάρι- las llaves están en el cajón,
ración, 2: (sector) sección, 3: parte, μεσάζων [medsádson] (n./m.) inter­
facción. mediario, mediador, negociador,
μερίδιο [merídio] (η Λ .) parte, por­ μεσάζω [mesádso] (v.) mediar, nego­
ción. ciar.
μερίζω [merídso] (v.) partir, dividir, μεσαίος [meséos] (adj.) 1: mediano, 2:
compartir, (localizar) de en medio, del centro ·
μερίκευση [meríquefsi] (n./f.) especifi­ μεσαίο μέγεθος (médium)- talla me­
cación, particularización. diana.
μερικεύω [meriquévo] (v.) especificar, μεσαίωνας [meséonas] (ηΛη.) edad
particularizar, media, medievo,
μερικός [mericós] (adj.) parcial, μεσαιωνικός [meseonicós] (adj.) me­
μερικώς [mericós] (adv.) en parte, par­ dieval.
cialmente, μεσάνυχτα [mesánijta] (η Λ .) pl. me­
μέριμνα [mérimna] (η Λ ) 1: cuidado, dianoche,
atención, 2: preocupación, 3: des­ μεσεγγύηση [mesegkíisi] (n./f.) se-
velo. questro.
μεριμνώ [merimnó] (v.) 1: cuidar, aten­ μέση [mési] (η Λ ) 1: centro, medio,
der, 2: preocuparse (por), 3: desve­ 2: (cuerpo) cintura, cadera · αφήνω
larse. κάτι στη μέση- dejar algo sin hacer,
μέρισμα [mérisma] (η Λ .) 1: parte, μεσήλικας [mesílicas] (adj.) de media­
porción, 2: (Mat.) dividendo, na edad.
μερισμός [merismós] (ηΛη.) división, μεσημβρία [mesimvría] (n./f.) medio­
reparto. día.
μεροδούλι [merodúli] (η Λ .) paga, μεσημβρινός [mesimvrinós] (ηΛη.)
jornada. meridiano,
μεροκαματιάρης [merocamatiáris] μεσημβρινός [mesimvrinós] (adj.) del
(n^m.) jornalero, mediodía, meridional,
μεροκάματο [merocámato] (n./n.) jor­ μεσημέρι [mesiméri] (n./n.) mediodía,
nal, paga del día. μεσιανός [mesianós] (adj.) medio, me­
μεροληπτικός [merolipticós] (adj.) diano.

800
μεταγλώττιση

μεσίστιος [mesístios] (adj.) a media Μεσσίας [mesías] (n./m.) Mesías, re­


asta. dentor.
μεσιτεία [mesitía] (nVf.) 1: mediación, μεστός [mestós] (adj.) 1: (edad) madu­
2: correduría, corretaje, ro, 2: lleno,
μεσιτεύω [mesitévo] (v.) mediar, inter­ μεστώνω [mestóno] (v.) madurar,
ceder. μετά [metá] 1: (adv.) después, tras, lue­
μεσίτης [mesítis] (n7m.) 1: interme­ go, 2: (prep.) con · τα λέμε μετά/- a)
diario, mediador, 2: corredor, ¡nos vemos después!, b) ¡hasta lue­
μέσο [méso] (n7n.) 1: medio, 2: recur­ go! · μετά από μια δύσκολη μέρα,
so, proceso, técnica · μέσα μαζικής συνεχίζει να χαμογελά- tras un día
ενημέρωσης- medios de comunica­ difícil, sigue sonriendo · μετά χα­
ción · μέσο μεταφοράς- medio de ράς!- ¡con plecer!.
transporte, μεταβαίνω [metavéno] (v.) ir, trasla­
μεσοβέζικος [mesovédsicos] (adj.) darse, desplazarse,
ambiguo, equívoco, evasivo, μεταβάλλω [metaválo] (v.) cambiar,
μεσογειακός [mesoguiacós] (adj.) me­ alterar, variar, modificar,
diterráneo · μεσογειακή κουζίνα/δια­ μετάβαση [metávasi] (n7f.) ida, trasla­
τροφή- cocina/dieta mediterránea. do, desplazamiento,
Μεσόγειος [mesóguios] (nyf.) Medi­ μεταβατικός [metavaticós] (adj.) 1:
terráneo. transitorio, pasajero, 2: (Gram.) tran­
μεσόγειος [mesóguios] (adj.) medite­ sitivo · μεταβατικό ρήμα- verbo
rráneo. transitivo,
μεσολάβηση [mesolávisi] (n./f.) me­ μεταβιβάζω [metavivádso] (v.) tran­
diación, intercesión, negociación, sferir, transmitir, traspasar,
μεσολαβητής [mesolavitís] (n./m.) μεταβίβαση [metavívasi] (n./f.) tran­
mediador, intermediario, negocia­ sferencia, transmisión, traspaso,
dor. μεταβιβάσιμος [metavivásimos] (adj.)
μεσολαβώ [mesolavó] (v.) mediar, in­ transferible.
terceder, negociar, μεταβλητός [metavlitós] (adj.) varia­
μεσονύχτι [mesoníjti] (n7n.) media­ ble, cambiable, modificable.
noche. μεταβολή [metavolí] (n./f.) variación,
μεσοπλεύριος [mesóplevrios] (adj.) cambio, modificación,
intercostal, μεταβολισμός [metavolismós] (n./m.)
μέσος [mésos] (adj.) medio, metabolismo,
μεσοτοιχία [mesotijía] (n./f.) tabique, μεταγγίζω [metagkídso] (ν.) 1: trasva­
pared. sar, 2: transfundir,
μεσουράνηση [mesuránisi] (n7f.) cé­ μετάγγιση [metágkisi] (n./f.) trasvase,
nit, culminación, apogeo, transfusión,
μεσουρανώ [mesuranó] (v.) estar én el μεταγενέστερος [metaguenésteros]
cénit, culminar, (adj.) posterior, ulterior,
μεσοφόρι [mesofóri] (n./n.) enagua, μεταγλωττίζω [metaglotídso] (v.) do­
refajo. blar.
μεσόφωνος [mesófonos] (nVm.) (Mús.) μεταγλώττιση [metaglótisi] (n./f.) do­
barítono, bajete. blaje, traslagón.

801
μεταγραφή

μεταγραφή [metagrafí] (n./f.) 1: tran­ μετάληψη [metálipsi] (n./f.) comu­


scripción, copia, 2: traslado, nión.
μεταγράφω [metagráfo] (v.) trasncri- μεταλλαγή [metalaguí] (n./f.) 1: (for­
bir, copiar, trasladar, ma) transformación, mutación, 2:
μετάγω [metágo] (v.) transportar, trans­ (algo por algo) permutación, 3: mu­
ferir, trasladar, tabilidad.
μεταγωγή [metagoguí] (nyf.) trans­ μεταλλάκτης [metaláctis] (n./m.)
portación, transferencia, traslado, transformador,
μεταγωγός [metagogós] (adj.) trans­ μετάλλαξη [metálaksi] (n./f.) trans­
portador, porteador, formación, mutabilidad,
μεταδίδω [metadído] (ν.) 1: transmitir, μεταλλάσσω [metaláso] (v.) transfor­
2: comunicar, difundir, propagar, mar, cambiar, alterar,
μετάδοση [metádosi] (n./f.) 1: trans­ μεταλλείο [metalío] (n./n.) mina,
misión, 2: comunicación, difusión, μεταλλειολογία [metaliologuía] (nyf.)
propagación, mineralogía, metalurgia,
μεταδοτικός [metadoticós] (adj.) 1: μετάλλευμα [metálevma] (nyn.) mi­
transmisible, 2: (capacidad humana) neral.
comunicativo, 3: (enfermedad) con­ μεταλλικός [metálicos] (adj.) 1: me­
tagioso. tálico, 2: mineral · μεταλλικό νερό-
μεταδοτικότητα [metadoticótita] (nyf.) agua mineral,
capacidad de transmisión, μετάλλινος [metálinos] (adj.) de me­
μεταθανάτιος [metazanátios] (adj.) pos­ tal, metálico,
tumo. μετάλλιο [metálio] (nyn.) medalla,
μετάθεση [metácesi] (n./f.) traslado, medallón, condecoración,
tránsito, aplazamiento, μέταλλο [métalo] (nyn.) metal,
μεταθετός [metacetós] (adj.) transferi- μεταλλουργία [metalurguía] (nyf.) me­
ble, permutable, talurgia.
μεταθέτω [metacéto] (v.) trasladar, μεταλλουργικός [metalurguicós] (adj.)
μεταίχμιο [metéjmio] (nyn.) borde, metalúrgico,
límite. μεταλλωρυχείο [metalorijío] (nyn.) mina,
μετακαλώ [metacaló] (v.) llamar, invi­ μεταλλωρύχος [metaloríjos] (nym.)
tar. minero.
μετακάρπιο [metacárpio] (nyn.) me­ μεταμελη μένος [metameliménos (adj.)
tacarpo. arrepentido,
μετακίνηση [metaquínisi] (n./f.) des­ μεταμέλεια [metamélia] (nyf.) arre­
plazamiento, traslado, pentimiento, remordimiento,
μετακινώ [metaquinó] (v.) desplazar, μεταμελούμαι [metamelúme] (v.) arre­
trasladar. pentirse (de),
μετακομίζω [metacomídso] (v.) 1: mu­ μεταμορφώνω [metamorfóno] (v.)
darse, 2: trasladar(se). transformar, modificar, reformar,
μετακόμιση [metacómisi] (nyf.) 1: mu­ μεταμορφώνομαι [metamorfónome]
danza, 2: traslado, (v.) 1: transformarse, 2: disfrazarse,
μεταλαβαίνω [metalavéno] (v.) co­ μεταμόρφωση [metamórfosi] (nyf.)
mulgar. metamorfosis, transformación.

802
μετασχηματισμός

μεταμορφωτής [metamorfotls] (ηΛη.) μεταποίηση [metapíisi] (n./f.) trans­


transformador, formación, modificación,
μεταμόσχευση [metamósjefsi] (η Λ ) μεταποιήσιμος [metapiísimos] (adj.)
trasplante, transformable, alterable, cambiable,
μεταμοσχεύω [metamosjévo] (v.) tras­ μεταποιώ [metapió] (v.) rehacer, trans­
plantar. formar, cambiar, modificar,
μεταμφιέζομαι [metamfiédsome] (v.) μεταπολεμικός [metapolemicós] (adj.)
disfrazarse, de la posguerra,
μεταμφιέζω [metamfiédso] (v.) disfra­ μεταπολίτευση [metapolítefsi] (n./f.)
zar. cambio político,
μεταμφίεση [metamfíesi] (η Λ ) disfraz, μεταπράτης [metaprátis] (ηΛη.) deta­
μετανάστευση [metanástefsi] (ηΛ) llista, comerciante al por menor,
emigración, migración, peregrinación, μετάπτωση [metáptosi] (n./f.) cambio,
μεταναστεύω [metanastévo] (v.) emi­ transición,
grar, migrar, μεταπώληση [metapólisi] (ηΛ.) re­
μετανάστης [metanástis] (n./m.) emi­ venta, tráfico,
grante, inmigrante, μεταπωλώ [metapoló] (v.) revender,
μετάνιωμα [metánioma] (η Λ .) arre­ traficar.
pentimiento, remordimiento, μεταρρυθμίζω [metarizmídso] (v.) re­
μετανιώνω [metanióno] (v.) arrepe­ formar, rectificar,
ntirse (de), μεταρρύθμιση [metarízmísi] (η Λ )
μετάνοια [metánia] (n./f.) arrepenti­ reforma.
miento, penitencia, μεταρρυθμιστής [metarizmistís] (nVm.)
μετανοώ [metanoó] (v.) arrepentirse reformador,
de. μεταρρυθμιστικός [metarizmisticós]
μετάξι [metáksi] (n./n.) seda, (adj.) reformatorio,
μεταξοσκώληκας [metaksoscólicas] μεταρσιώνω [metarsióno] (v.) elevar,
(ηΛη.) gusano de seda, exaltar, remontar,
μεταξοσκωληκοτροφία [metakso- μεταρσίωση [metarsíosi] (n./f.) eleva­
scolicotrofía] (ηΛ.) sericultura, ción, exaltación, remonte,
μεταξύ [metaksí] (adv.) entre · χθες μετασκευάζω [metasquevádso] (v.)
μεταξύ 13.DO και 15Λ0 ήμουν m rin- alterar, reformar, remodelar, modi­
ayer entre la 1 y las 3 estuve en casa, ficar.
μεταξωτός [metaksotós] (adj.) de μετασκευή [metasqueví] (ηΛ.) alte­
seda. ración, reformación, remodelación,
μεταπείθω [metaplzo] (v.) convencer, modificación,
persuadir, disuadir, μετάσταση [metástasi] (η Λ ) metásta­
μετάπλαση [metáplasi] (η Λ ) remode­ sis, propagación,
lación, transformación, modifica­ μεταστρέφω [metastréfo] (v.) virar,
ción. girar.
μεταπλάσσω [metapláso] (v.) remo- μεταστροφή [metastrofí] (n./f.) viraje,
delar, transformar, modificar, μετασχηματίζω [metasjimatídso] (v.)
μεταπλαστός [metaplastós] (adj.) transformar, alterar, cambiar,
transformable, modificable. μετασχηματισμός [metasjimatismós]

803
μετασχηματιστής

(nym.) transformación, cambio, al­ 1: usado, utilizado, 2: (mercado/cosas/


teración. ropa) de segunda mano,
μετασχηματιστής [metasjimatistís] (n/m.) μετεκπαίδευση [metekpédefsi] (nyf.)
transformador, estudios de postgrado,
μετάταξη [metátaksi] (n./f.) transfe­ μετεμψυχώνομαι [metempsijónome]
rencia, trasmisión, (v.) reencarnarse, transmigrar,
μετατάρσιο [metatársio] (nVn.) meta- μετεμψύχωση [metempsíjosi] (nyf.)
tarso. reencarnación, transmigración,
μετατάσσω [metatáso] (v.) transferir, μετενσάρκωση [metensárcosi] (nVf.)
trasmitir. reencarnación,
μετατοπίζω [metatopídso] (v.) despla­ μετεξετάζω [meteksetádso] (v.) reexa­
zar, trasladar, minar.
μετατόπιση [metatópisi] (n7f.) despla­ μετέπειτα [metépita] (adv.) más tarde,
zamiento, traslado, después.
μετατρέπω [metatrépo] (v.) convertir μετερίζι [meterídsi] (nVn.) bastión,
(en), cambiar, modificar, baluarte.
μετατρέψιμος [metatrépsimos] (adj.) μετέρχομαι [metérjome] (v.) practicar,
convertible, ejercitar.
μετατροπή [metatropí] (nVf.) conver­ μετέχω [metéjo] (v.) participar, tomar
sión, modificación, cambio, parte, contribuir,
μεταφέρω [metaféro] (v.) transportar, μετεωρίζω [meteorídso] (v.) elevar,
traer, llevar, suspenderen el aire,
μεταφορά [metaforá] (nyf.) transpor­ μετεωρίτης [meteorítis] (nVm.) me­
te, tranferencia. teorito.
μεταφορέας [metaforéas] (n7m.) μετεωρολογία [meteorologuía] (n7f.)
transportista, meteorología,
μεταφράζω [metafrádso] (v.) traducir, μετεωρολογικός [meteorologuicós]
μετάφραση [metáfrasi] (nVf.) tradu­ (adj.) meteorológico,
cción. μετεωρολόγος [meteorológos] (nJ
μεταφραστής [metafrastís] (nVm.) tra­ m.+f.) meteorólogo,
ductor. μετέωρο [metéoro] (n./n.) meteoro,
μεταφυσική [metafisiquí] (n7f.) me­ μετέωρος [metéoros] (adj.) 1: suspen­
tafísica. dido, colgado, 2: (carácter) indeciso,
μεταφυσικός [metafísicós] (adj.) me- μετοικεσία [metiquesía] (η Λ ) 1: mu­
tafísico. danza, 2: inmigración,
μεταφυτευση [metafítefsi] (nVf.) tras­ μετοικίζω [metiquídso] (v.) 1:
plante, implante, mudar(se), 2: migrar, emigrar,
μεταφυτεύω [metafitévo] (v.) tras­ μετοίκιση [metíquisi] (n7f.) coloniza­
plantar, implantar, ción, emigración,
μεταχειρίζομαι [metajirídsome] (v.) μέτοικος [méticos] (n7m.) inmigrante,
usar, utilizar, emplear, μετοικώ [meticó] (v.) emigrar, inmi­
μεταχείριση [metajírisi] (nVf.) uso, uti­ grar.
lización, empleo, μετονομάζω [metonomádso] (v.) re­
μεταχειρισμένος [metajirisménos] (adj.) nombrar.

804
μηνιαίος

μετοχετεύω [metojetévo] (ν.) drenar, μετωπικός [metopicós] (adj.) frontal,


μετοχή [metojí] (nyf.) 1: participación, μέτωπο [métopo] (nVn.) frente,
2: (Bolsa) acción, 3: (Gram.) partici­ μέχρι [méjri] (prep.) 1: (lugar) hasta,
pio. 2: (tiempo) para · πήγαινε μέχρι
μέτοχος [métojos] 1: (n7m.+f.) accio­ εκείΙ- ¡vete hasta allí! · πρέπει va το
nista, 2: (adj.) participante, partícipe, παραδώσω μέχρι αύριο- tengo que
μέτρημα [métrima] (n7n.) 1: enumera­ entregarlo para mañana · μέχρι τα
ción, medición, 2: cálculo, σύνορα- hasta la frontera.
μετρημένος [meriménos] (adj.) 1: enu­ μη(ν) [mi(n)] (adv.) no · μη μου πειςΙ-
merado, 2: (comportamiento) mode­ ¡no me digas!· μην το κάνειςΐ- ¡no lo
rado. hagas!.
μέτρηση [métrisi] (nVf.) medición, μηδαμινός [midaminós] (adj.) insig­
cuenta. nificante, nulo, de nada, sin impor­
μετρητά [metritá] (adv.) en efectivo, al tancia.
contado · πληρώνω μετρητά- pagar μηδαμινότητα [midaminótita] (nyf.)
en efectivo, insignificancia, nulidad,
μετρητής [metritis] (nVm.) contador, μηδέ [midé] (adv.) siquiera, ni siquie­
medidor. ra.
μετρητός [metritós] (adj.) mensurable, μηδέν [midén] (nVn.) 1: cero, 2: nada,
que se puede medir, μηδενίζω [midenídso] (ν.) 1: anular, 2:
μετριάζω [metriádso] (v.) 1: moderar, poner a cero,
2: reducir, disminuir, 3: aminorar, μηδενικό [mídenicó] (n./n.) 1: cero, 2:
μετριασμός [metriasmós] (nym.) mo­ nulo.
deración, μηδενισμός [midenismós] (n7m.) ni­
μετρικός [metricós] (adj.) métrico, hilismo.
μετριοπάθεια [metriopácia] (nVf.) mo­ μηδενιστής [midenistís] (n7m.) nihi­
deración, sobriedad, lista.
μετριοπαθής [metriopacís] (adj.) mo­ μηδέποτε [midépote] (adv.) nunca,
derado, sobrio, μήκος [micos] (n7n.) longitud,
μέτριος [métrios] (adj.) mediano, me­ μήκυνση [míquinsi] (n7f.) prolonga­
diocre. ción, alargamiento, extensión,
μετριότητα [metriótita] (n7f.) medio­ μηκύνω [miquíno] (v.) prolongar, alar­
cridad. gar, extender,
μετριόφρονας [metriófronas] (adj.) μηλιά [miliá] (n7f.) manzano,
modesto, recatado, μηλίτης [milítis] (n./m.) cidra,
μετριοφροσύνη [metriofrosíni] (n7f.) μήλο [mílo] (nVn.) 1: (fruto) manzana,
modestia, recato, 2: (rostro) moflete,
μέτρο [métro] (nVn.) metro, medida, μηλολόνθη [milolónci] (n7n.) (Zoo!.)
μετρό [metró] (nyn.) metro · πάω στη abejorro.
δουλειά μου με το μετρό- voy al tra­ μηλόπιτα [milópita] (nVf.) tarta de
bajo en metro, manzana,
μετρώ [metró] (ν.) 1: medir, 2: contar, μηλωτή [milotí] (n./f.) pelusa, piel,
calcular, 3: enumerar, μήνας [minas] (n7m.) mes.
μετωπιαίος [metopiéos] (adj.) frontal. μηνιαίος [miniéos] (adj.) mensual, al

805
μηνιάτικο

mes. μητρόπολη [mitrópoli] (n./f.) 1: metró­


μηνιάτικο [miniático] (n./n.) mensua­ poli, capital, 2: (iglesia) catedral,
lidad, saldo, salario, μητροπολίτης [mitropolítis] (n./m.)
μηνιγγίτιδα [minigkítida] (n./f.) me­ arzobispo,
ningitis. μητροπολιτικός [mitropoliticós] (adj.)
μηνίγγι [minígki] (n./n.) meninge, sien arzobispal, arquiepiscopal.
• με πονάει το μηνίγγι μου- me duele μητρότητα [mitrótita] (n./f.) materni­
la sien. dad.
μηνολόγιο [minológuio] (n7n.) calen­ μητρώο [mitróo] (n./n.) registro · ποι­
dario, almanaque, νικό μητρώο- registro civil,
μήνυμα [mínima] (n./n.) 1: (escrito) μηχανάκι [mijanáqui] (nVn.) moto,
mensaje, 2: recado, aviso, motocicleta,
μήνυση [mínisi] (n./f.) denuncia, de­ μηχανεύομαι [mijanévome] (v.) ma­
manda, querella, quinar, tramar, planear,
μηνυτής [minitís] (n./m.) denunciante, μηχανή [mijaní] (n./f.) máquina,
acusador, demandante, querellante, μηχάνημα [mijánima] (n./n.) 1: apara­
μηνύω [minio] (v.) demandar, acusar, to, 2: máquina, 3: herramienta,
solicitar. μηχανική [mijaniquí] (n./f.) mecánica,
μηνώ [minó] (v.) anunciar, enviar un μηχανικός [mijanicós] (n./m.) mecáni­
recado. co, ingeniero,
μήπως [mípos] (conj.) acaso, por si μηχανικός [mijanicós] (adj.) mecáni­
acaso, a ver si. co.
μηρός [mirós] (n./m.) muslo, μηχανισμός [mijanismós] (n7m.) me­
μηρυκάζω [miricádso] (v.) rumiar, canismo.
masticar, triturar, μηχανογράφηση [mijanográfisi] (nVf.)
μηρυκασμός [miricasmós] (n./m.) ru­ mecanografía,
mia. μηχανολογία [mijanologuía] (n./f.) in­
μηρυκαστικός [miricasticós] (adj.) ru­ geniería.
miante, μηχανολόγος [mijanológos] (n./m.)
μήτε [míte] (adv.) ni siquiera, ingeniero mecánico,
μητέρα [mitéra] (n7f.) madre, μηχανοποίηση [mijanopíisi] (n7f.) ma-
μήτρα [mitra] (η Λ ) útero, matriz, quinización.
μητριά [mitriá] (n7f.) madrastra, μηχανορραφία [mijanorafía] (n./f.) ma­
μητριαρχία [mitriarjía] (nVf.) matriar­ quinación, trama,
cado. μηχανορραφώ [mijanorafó] (v.) ma­
μητρικός [mitricós] (adj.) materno, quinar, tramar, urdir, planear,
maternal. μι [mi] (nVn.) la nota musicarmi".
μητρίτιδα [mitrítida] (n./f.) inflama­ μία [mía] (núm.) una.
ción de la matriz, μιαίνω [miéno] (v.) 1: contaminar, man­
μητριός [mitriós] (nVm.) padrastro, char, 2: profanar,
μητροκτονία [mitroctonía] (n./f.) ma- μίανση [míansi] (n./f.) 1: contamina­
tricidio. ción, mancha, 2: profanación,
μητροκτόνος [mitroctónos] (n7m.+f.) μίασμα [miasma] (n./n.) miasma, in­
matricida. fección.

806
μινιατούρα

μιασματικός [miasmaticós] (adj.) mias­ bulante.


mático, infecto, μικρός [micrós] (adj.) pequeño, chico,
μιγάδας [migádas] (n7m.) mestizo, μικροσκοπικός [microscopicós] (adj.)
mulato. microscópico, minúsculo, pequeñi­
μιγάς [migás] (n7m.) mestizo, mulato, to.
μίζα [mídsa] (nVf.) arranque del co­ μικροσκόπιο [microscópio] (n./n.) mi­
che. croscopio,
μιζέρια [midséria] (nVf.) 1: miseria, μικρότητα [micrótita] (n./f.) peque-
desgracia, desdicha, 2: tacañería, ñez, insignificancia,
ruindad. μικρόφωνο [micrófono] (n./n.) micró­
μίζερος [mídseros] (adj.) 1: miserable, fono.
desgraciado, desdichado, 2: tacaño, μικρόψυχος [micrópsijos] (adj.) 1: mie­
avaro. doso, pusilánime, cobarde, 2: misera­
μικραίνω [micréno] (v.) acortar, achi­ ble.
car, reducir, disminuir, μικτός [mictós] (adj.) mixto, mezclado,
μικρεμπόριο [micrembório] (n7n.) compuesto, distinto, variado,
venta al por menor, venta al detalle, μίλημα [mílima] (n./n.) habla,
μικρέμπορος [micrémboros] (n./m.) μίλι [mili] (n7n.) milla,
detallista, μιλιά [miliá] (n./f.) habla, voz, palabra
μικροαστικός [microasticós] (adj.) pe- • δεν θέλω va ακούσω μιλιά/- ¡no
gueño burgués, quiero oír palabra! · μη βγάλεις μι­
μικροαστός [microastós] (nVm.) pe- λιά/- ¡no digas ni una palabra!,
gueño burgués, μιλιούνι [miliúni] (n./n.) millón,
μικρόβιο [micróvio] (n./n.) microbio, μιλιταρισμός [militarismós] (n7m.)
germen, virus, militarismo,
μικροβιοκτόνος [microvioctónos] (adj.) μιλιταριστής [militaristís] (nVm.) mi­
germicida, litarista.
μικροβιολογία [microviologuía] (nVf.) μιλώ [miló] (ν.) 1: hablar, 2: conversar,
microbiología, charlar · μιλώ Ισπανικά- hablo espa­
μικρογραφία [micrografía] (n./f.) mi­ ñol · δεν μου αρέσει va μιλώ για την
niatura, micrografía. πολιτική- no me gusta hablar de la
μικροκαμωμένος [microcamoménos] política · μου αρέσει va μιλώ (συζη­
(adj.) menudo, pequeño, pequeñito, τάω) μαζί σου- me gusta conversar
chico. contigo · μιλώ στο τηλέφωνο- hablo
μικροκαβγαδάκι [microcavgadáqui] por teléfono,
(n./n.) riña, disputa, μίμηση [mímisi] (n./f.) imitación, mí­
μικροοργανισμός [microorganismós] mica.
(n./m.) microorganismo, μιμητής [mimitís] (nVm.) imitador,
μικροπρέπεια [microprépia] (n./f.) μιμητικός [mimiticós] (adj.) mímico,
mezquindad, bajeza, ruindad, μιμική [mimiquí] (n./f.) mímica,
μικροπρεπής [microprepís] (adj.) mez­ μιμούμαι [mimúme] (v.) imitar, simu­
quino, bajo, ruin, miserable, lar, fingir, remedar,
μικροπωλητής [micropolitis] (nVm.) μίνθη [mínci] (n./f.) (Bot.) menta,
buhonero, baratero, vendedor am­ μινιατούρα [miniatúra] (nVf.) minia­

807
μίξερ

tura. μισογύνης [misoguínis] (nym.) misó­


μίξερ [míkser] (η7η.) batidora, gino.
μίξη [míksi] (nVf.) mixtura, mezcla, μισόκλειστος [misóclistos] (adj.) me­
composición, unión, dio cerrado · το παράθυρο είναι
μισαλλοδοξία [misalodoksía] (nyf.) μισόκλειστο- la ventana está medio
intolerancia, fanatismo, sectarismo, cerrada.
μισαλλόδοξος [misalódoksos] (adj.) μισοκοιμάμαι [misoquimáme] (v.) es­
intolerante, fanatista, sectario, tar medio dormido,
μισανθρωπία [misanzropía] (n./f.) mi­ μισοπάλαβος [misopálavos] (adj.) me­
santropía, isociabilidad. dio loco.
μισάνθρωπος [misánzropos] (n7 μισοπεθαμένος [misopezaménos] (adj.)
m.+f.) misántropo, insociable, hosco, medio muerto, moribundo, agonizan­
huraño. te, expirante,
μισερός [miserós] (adj.) lisiado, cojo, μίσος [misos] (nyn.) odio, aversión,
μισεύω [misévo] (v.) emigrarse, expa­ aborrecimiento,
triarse, marcharse, irse, μισός [misós] (adj.) medio,
μισητός [misitós] (adj.) odioso, dete­ μισοτελειώνω [misotelióno] (v.) me­
stable, apestoso, despreciable, dio acabar,
μίσθαρνος [míszarnos] (nym.) merce­ μισοφέγγαρο [misofégkaro] (nyn.) me­
nario. dia luna.
μίσθιος [míscios] (adj.) trabajador, μίσχος [mísjos] (nym.) tallo, caña,
asalariado, empleado, μισώ [misó] (v.) odiar, detestar, abo­
μισθοδοσία [miszodosía] (nyf.) sala­ rrecer.
rio, sueldo, mesualidad. μίτρα [mitra] (n./f.) mitra,
μισθοδοτώ [miszodotó] (v.) asalariar, μνεία [mnía] (n./f.) mención, referen­
pagar. cia.
μισθολόγιο [miszológuio] (nyn.) nó­ μνήμα [mníma] (n./n.) tumba, sepul­
mina. cro.
μισθός [miszós] (nym.) sueldo, salario, μνημειακός [mnimiacós] (adj.) monu­
mensualidad, paga, mental.
μισθοφόρος [miszofóros] (nym.) mer­ μνημείο [mnimío] (nyn.) monumento,
cenario. estatua.
μίσθωμα [míszoma] (nyn.) alquiler, μνημειώδης [mnimiódis] (adj.) enor­
renta. me, agigantado,
μισθώνω [miszóno] (ν.) 1: alquilar, re­ μνήμη [mními] (n./f.) memoria, recue­
ntar, arrendar, 2: contratar, rdo.
μίσθωση [míszosi] (nyf.) alquiler, re­ μνημόνευση [mnimónefsi] (nyf.) men­
nta, arriendo, arrendamiento, ción, conmemoración,
μισθωτήριο [miszotírio] (nyn.) arrien­ μνημονεύω [mnimonévo] (v.) men­
do. cionar, recordar, conmemorar,
μισθωτής [miszotís] (n./m.) alquilador, μνημονικό [mnimonicó] (nyn.) me­
arrendatario, inquilino, moria, recuerdo,
μισθωτός [miszotós] (adj.) asalariado, μνημόνιο [mnimónio] (nyn.) apunte,
μισό [misó] (nVn.) mitad. memorándum.

808
μονάζω

μνημόσυνο [mnimósino] (n7n.) fune­ μοιρολογώ [mirologó] (v.) lamentar,


ral, exequias, misa de difuntos, llorar.
μνησικακία [mnisicaquía] (n7f.) ren­ μοιχαλίδα [mijalída] (n./f.) adúltera,
cor, resentimiento, odio, prostituta,
μνησίκακος [mnisícacos] (adj.) renco­ μοιχεία [mijía] (n./f.) adulterio,
roso, odioso, μοιχός [mijós] (nVm.) adúltero,
μνηστεία [mnistía] (n./f.) noviazgo, μοκέτα [mocéta] (n/f.) moqueta,
compromiso, μολαταύτα [molatáfta] (adv.) sin em­
μνηστή [mnistí] (nVf.) novia, prome­ bargo, no obstante,
tida. μολεύω [molévo] (v.) ensuciar, man­
μνηστήρας [mnistíras] (n./m.) novio, char, infectar,
prometido, μόλις [mólis] (adv.) apenas, en cuanto,
μοβ [mov] (adj.) morado, malva, vio­ al, nada más.
leta. μολονότι [molonóti] (conj.) aunque, a
μόδα [móda] (n7f.) moda · είναι στη pesar de que.
μόδα- está de moda, μόλος [mólos] (nVm.) muelle, dique,
μοδίστρα [modístra] (n_/f.) modista, μολοσσός [molosós] (n./m.) mastín,
μοιάζω [miádso] (v.) parecerse (a) , μολόχα [molója] (n./f.) (Bot.) malva,
asemejarse (a), semejarse, μολπή [molpí] (nVf.) melodía,
μοίρα [mira] (n7f.) 1: destino, sino, μόλυβδος [mólivdos] (n7m.) (Quím.)
fatalidad, 2: (Mil.) grado, escuadra, plomo.
escuadrilla, μολυβένιος [molivénios] (adj.) de plo­
μοιράζω [mirádso] (v.) repartir, distri­ mo.
buir, dividir, μολύβι [molívi] (n./n.) 1: lápiz, 2:
μοιραίο [miréo] (nVn.) inevitabilidad, (Quím.) plomo,
fatalidad. μόλυνση [mólinsi] (nVf.) contamina­
μοιραίος [miréos] (adj.) fatal, fatídico, ción, contagio, plaga, infección,
mortífero, mortal, μολυντικός [molindicós] (adj.) conta­
μοιραρχία [mirarjía] (n./f.) (Mil.) divi­ gioso, infeccioso,
sión. μολύνω [molino] (v.) contaminar, in­
μοιρασιά [mirasiá] (n./f.) reparto, par­ fectar, contagiar,
tición, distribución, μόλυσμα [mólisma] (n./n.) contagio,
μοίρασμα [mírasma] (nVn.) división, infección, contaminación,
distribución, μολυσματικός [molismaticós] (adj.)
μοιραστής [mirastís] (n./m.) distribui­ contagioso, infeccioso,
dor. μομφή [morfí] (nVf.) reproche, censu­
μοιρολάτρης [mirolátis] (nVm.) fata­ ra, dicterio,
lista. μονάδα [monáda] (η Λ ) 1: unidad, 2:
μοιρολατρία [mirolatría] (nyf.) fata­ (Mil.) campamento,
lismo. μοναδικός [monadicós] (adj.) único,
μοιρολόι [mirolói] (n7n.) canto fúne­ singular, solo,
bre, llanto, lamento, plañido, μοναδικότητα [monadicótita] (ηΛ) sin­
μοιρολογίστρα [mirologuístra] (nVf.) gularidad, particularidad, distinción,
plañidera. μονάζω [monádso] (v.) aislarse, reti-

809
μονάκριβος

rarse, vivir al monasterio, monógamo,


μονάκριβος [monácrivos] (adj.) único, μονογενής [monogenís] (adj.) hijo úni­
solo. co.
μοναξιά [monaksiá] (n./f.) soledad, re­ μονόγραμμα [monógrama] (n7n.) mo­
tiro, aislamiento, nograma.
μονάρχης [monárjis] (n./m.) monarca, μονογραφώ [monografó] (v.) rubricar,
soberano, rey, gobernador, firmar, suscribir,
μοναρχία [monarjía] (n7f.) monarquía, μονόζυγο [monódsigo] (n./n.) barra
soberanía, señorío, dominio, fija.
μοναστήρι [monastíri] (n7n.) mona­ μονοιάζω [moniádso] (v.) reconciliar,
sterio. perdonar.
μοναστηριακός [monastiriacós] (adj.) μόνοιασμα [móniasma] (n7n.) recon­
monástico, ciliación, mediación, acuerdo,
μοναστικός [monasticós] (adj.) mo­ μονοκατοικία [monocatiquía] (n7f.)
nástico. vivienda particular,
μονάχα [monája] (adv.) solamente, μονόκερος [monóqueros] (nym.)
únicamente, simplemente, (Zool.) unicornio,
μοναχή [monají] (n./f.) monja, sor, her­ μονόκλινο [monóclino] (n./n.) indivi­
mana. dual · μονόκλινο δωμάτιο- habita­
μοναχικός [monajicós] (adj.) 1: solita­ ción individual,
rio, insociable, 2: monacal, monásti­ μονοκρατορία [monocratoría] (nyf.)
co. monarquía, autocracia, despotismo,
μοναχοπαίδι [monajopédi] (n./n.) hijo tiranía.
único. μονοκράτορας [monocrátoras] (n./m.)
μοναχός [monajós] 1: (n7m.) monje, monarca, autócrata, déspota, tirano,
fraile, 2: (adj.) solo, μονοκύτταρος [monoquítaros] (adj.)
μονή [moni] (n7f.) monasterio, con­ unicelular,
vento. μονολιθικός [monolicicós] (adj.) mo­
μόνιμα [mónima] (adv.) permane­ nolítico.
ntemente, para siempre, de modo μονόλιθος [monólizos] (nVm.) mono*
definitivo, lito.
μονιμοποιώ [monimopió] (v.) hacer μονόλογος [monólogos] (nVm.) 1:
fijo/permanente · τον μονιμοποίη­ monólogo, 2: soliloquio,
σαν στη δουλειά του- le hicieron fijo μονολογώ [monologó] (v.) hablar solo,
en el trabajo, hablar consigo mismo · όταν έχω
μόνιμος [mónimos] (adj.) fijo, perma­ νεύρα, μιλάω μόνος μου- cuando
nente, estable, estoy negro hablo conmigo mismo,
μονιμότητα [monimótita] (n./f.) per­ μονομανής [monomanís] (adj.) obse­
manencia, estabilidad, sivo, monomaniaco, paranoico,
μόνο [móno] (ad(v.)) sólo, solamente, μονομανία [monomanía] (n7f.) obse­
únicamente, sión, monomanía, paranoia,
μονογαμία [monogamia] (n./f.) mo­ μονομαχία [monomajía] (n./f.) duelo,
nogamia. lucha, combate · τον κάλεσε σε μο­
μονογαμικός [monogamicós] (adj.) νομαχία· le ha convocado a batirse

810
μόστρα

en duelo. raño, poco sociable, insociable, ce­


μονομάχος [monomájos] (n./m.) gla­ rrado.
diador. μονόχρωμος [monójromos] (adj.) mo­
μονομαχώ [monomajó] (v.) batirse en nocromo, de un solo color,
duelo. μοντάρω [montáro] (v.) montar, insta­
μονομέρεια [monoméria] (n./f.) par­ lar, arreglar,
cialidad. μοντέλο [modélo] (n./n.) modelo,
μονομερής [monomerís] (adj.) parcial, μοντερνίζω [modernídso] (v.) moder­
incompleto, inacabado, nizar, renovar, actualizar,
μονομερώς [monomerós] (adv.) par­ μοντέρνος [modérnos] (adj.) moder­
cialmente, no, renovado, actual,
μονομιάς [monomiás] (adv.) de una μονωδία [monodia] (n./f.) (Mús.) solo,
vez, de (un) golpe, μονώνω [monóno] (v.) aislar, obturar,
μονοξείδιο [monoksídio] (n7n.) (Quím.) μόνωση [mónosi] (n./f.) aislamiento,
monóxido. obturación,
μονόξυλο [monóksilo] (nVn.) canoa, μονωτήρας [monotíras] (n./m.) aisla­
piragua. dor.
μονοπάτι [monopáti] (n./n.) sendero, μονωτικός [monoticós] (adj.) aislante,
senda, atajo, ramal, μοριακός [moriacós] (adj.) molecular,
μονόπλευρος [monóplevros] (adj.) uni­ μόριο [mório] (n./n.) molécula, partí­
lateral. cula, átomo,
μονοπώλιο [monopolio] (nVn.) mono­ μορφάζω [morfádso] (v.) gesticular,
polio, venta exclusiva, hacer muecas,
μονοπωλώ [monopoló] (v.) monopo­ μορφασμός [morfasmós] (n./m.) ge­
lizar, vender de manera exclusiva, sto, mueca,
μονορούφι [monorúfi] (adv.) de un μορφή [morfí] (nVf.) forma, figura,
trago, de una vez · το ήπιε μονορού­ imagen.
φι- lo bebió de un trago, μορφίνη [morfíni] (n./f.) morfina,
μόνος [mónos] (adj.) solo, único, sin­ μορφολογία [morfologuía] (n/f.) mor­
gular. fología.
μονός [monos] (adj.) 1: simple, 2: (nú­ μορφονιός [morfopiós] (n./m.) ma­
meros) impar · μονά νούμερα- nú­ cho, guapetón, chulo, dandi,
meros impares, μορφωμένος [morfoménos] (adj.) cul­
μονοσύλλαβος [monosílavos] (adj.) to, educado, letrado, erudito,
(Gram.) monosílabo, μορφώνω [morfóno] (v.) formar, edu­
μονοτονία [monotonía] (n./f.) mono­ car, instruir, enseñar, alfabetizar,
tonía. μόρφωση [mórfosi] (n./f.) formación,
μονότονος [monótonos] (adj.) monó­ educación, cultura,
tono. μορφωτικός [morfoticós] (adj.) cultu­
μονόφθαλμος [monófzalmos] (adj.) ral, educativo · μορφωτικό επίπεδο-
tuerto. nivel cultural,
μονόχειρας [monójiras] (nVm.) man­ μόστρα [móstra] (n./f.) 1: ejemplar,
co. modelo, muestra, 2: feria, esposi-
μονόχνοτος [monójnotos] (adj.) hu­ ción.

811
μοσχάρι

μοσχάρι [mosjári] (nyn.) ternero, be­ μουλάρι [mulári] (nyn.) mulo,


cerro. μουλιάζω [muliádso] (v.) remojar, mo­
μοσχαρίσιος [mosjarfsios] (adj.) de jar, empapar,
ternero, de ternera · μοσχαρίσιος μούλικο [múlico] (n./n.) bastardo,
κιμάς- carne picada de ternera, μούλος [múlos] (n./m.) bastardo,
μοσχάτο [mosjáto] (nyn.) moscatel, μουλωχτός [mulojtós] (adj.) furtivo,
μόσχευμα [mósjevma] (nyn.) injerto, sigiloso, escondido,
μοσχεύω [mosjévo] (v.) injertar, μούμια [múmia] (nyf.) momia,
μοσχοβόλημα [mosjovólima] (nyn.) μουνί [muñí] (nyn.) cono, vulva,
fragancia, perfume, μουνουχίζω [munujídso] (v.) 1: castrar,
μοσχοβόλος [mosjovólos] (adj.) fra­ 2: (metáf.) debilitar,
gante, perfumado, μουνούχισμα [munújisma] (nyn.) cas­
μοσχοβολώ [mosjovoló] (v.) oler bien, tración.
μοσχοκάρυδο [mosjocárido] (nyn.) μουνούχος [munújos] (nym.) castra­
nuez moscada, do.
μοσχολέμονο [mosjolémono] (n./n.) μούντζα [múndsa] (nyf.) gesto ofensi­
lima. vo hecho con la palma de la mano,
μοσχολίβανο [mosjolívano] (n^n.) in­ μουντζούρα [mundsúra] (nyf.) man­
cienso. cha, tiznajo, borrón,
μόσχος [mósjos] (nym.) almizcle, μουντζουρώνω [mundsuróno] (v.)
μοτέρ [motér] (nyn.) motor, manchar, tiznar, emborronar,
μοτοποδήλατο [motopodílato] (nyn.) μουντός [mundós] (adj.) oscuro, te­
cidomotor. nebroso, sombrío · μουντός καιρός-
μοτοσικλέτα [motosidéta] (nyf.) mo­ tiempo tenebroso,
tocicleta. μουράγιο [muráguio] (nyn.) muelle,
μου [mu] (pron.) mi, mío · το σπίτι embarcadero,
μου- mi casa · αυτό το βιβλίο είναι μούργα [múrga] (nyf.) hez.
δικό μου- este libro es mío. μούργος [múrgos] (nym.) perro pas­
μουγκαμάρα [mugkamára] (nyf.) mu­ tor.
dez. μούρη [múri] (nyf.) cara, rostro,
μουγκός [mugkós] (adj.) mudo, calla­ μουριά [muriá] (nyf.) morera,
do. μούρλα [múrla] (n./f.) locura, trastorno
μουγκρητό [mugkritó] (nyn.) mugido, mental, demencia,
bramido. μουρλαίνω [murléno] (v.) enloquecer,
μουγκρίζω [mugkrídso] (v.) mugir, volver loco,
bramar. μουρλός [murlós] (adj.) loco, alocado,
μουδιάζω[ΓΤ^^5θ](ν.)θηίυπΊθθθΓ(5β), dementealelado, lunático,
hormiguear, μουρμούρα [murmúra] (nyfj murmu­
μούδιασμα [múdiasma] (nyn.) hormi­ llo.
gueo, entumecimiento, μουρμούρης [murmúris] (adj.) quejo­
μουδιασμένος [mudiasménos] (adj.) so, quejica, murmullador.
entumecido, μουρμουρητό [murmuritó] (nyn.) mur­
μούλα [múla] (nyf.) (Zool.) muía, mullo, susurro, refunfuño,
μουλαράς [mularás] (n./m.) mulero. μουρμουρίζω [murmurídso] (v.) mur-

812
μπαγάσας

murar, susurrar, gruñir, refunfuñar, gotudo.


μουρμούρισμα [murmúrisma] (nVf.) μουστάκι [mustáqui] (n./n.) bigote,
murmullo, susurro, μουσταλευριά [mustalevriá] (n./f.) pu­
μουρντάρης [murndáris] (adj.) muje­ dín de mosto,
riego. μουστάρδα [mustárda] (η Λ ) mosta­
μούρο [múro] (n./n.) mora, zarzamo­ za.
ra. μουστερής [musterís] (n./m.) cliente,
μουρούνα [murúna] (n7f.) bacalao, μούστος [mústos] (n./m.) mosto,
μουρουνέλαιο [murunéleo] (nVn.) μούτρο [mútro] (nVn.) 1: cara, rostro,
aceite de hígado de bacalao, faz, 2: (carácter) pillo, picaro,
μουρτζούφλης [murdsúflis] (n./m.) μουτρώνω [mutróno] (v.) estar de mal
refunfuñón, humor.
μούσα [músa] (nVf.) musa, μουτσούνα [mutsúna] (η Λ ) cara, fa­
μουσαμάς [musamás] (nym.) lona, ca­ cha.
ñamazo, tela, lienzo, μούχλα [mújla] (η Λ ) moho,
μουσάτος [musátos] (adj.) barbudo, μουχλιάζω [mujliádso] (v.) enmohe­
barbado, con barba, cerse.
μουσαφίρης [musafíris] (nym.) hués­ μούχλιασμα [mújliasma] (n./n.) en-
ped, invitado, mohecimiento.
μουσείο [musió] (n7n.) museo, μουχλιασμένος [mujliasménos] (adj.)
μουσελίνα [muselina] (nVf.) muselina, enmohecido,
μούσι [músi] (nVn.) perilla, barba, μουχρός [mujrós] (adj.) gris, oscuro,
μουσική [musiquí] (η Λ ) música · παί­ μούχρωμα [mújroma] (nVn.) crepús­
ζω μουσική- a) tocar música, b) pin­ culo, anochecer,
char música, μοχθηρία [mojciría] (n./f.) perversi­
μουσικός [musicós] 1: (nVm.+f.) músi­ dad, maldad, malignidad, malevo­
co, 2: (adj.) musical · μουσικό όργα­ lencia, malicia,
νο· instrumento musical, μοχθηρός [mojcirós] (adj.) perverso,
μουσικοσυνθέτης [musicosincétis] malvado, malicioso, maligno, vicio­
(nym.) compositor musical, so, depravado,
μουσικότητα [musicótita] (nVf.) mu­ μόχθος [mójzos] (nym.) esfuerzo, fati­
sicalidad. ga, afán.
μούσκεμα [músquema] (nVn.) moja­ μοχθώ [mojzó] (v.) esforzarse, fatigar­
do · (metáf.) τα κάνω μούσκεμα- me se, afanarse,
cago en la leche, μοχλός [mojlós] (n./m.) palanca, alza­
μουσκεύω [musquévo] (v.) mojar, re­ prima.
mojar, empapar, bañar, μπα [ba] (excl.) ¡que va!, ¡verdad!,
μούσμουλο [músmulo] (nVn.) níspe­ μπαγαπόντης [bagapóntis] (nym.) es­
ro. tafador, defraudador, timador, enga­
μουσούδι [musúdi] (n7n.) hocico, mo­ ñador.
rro. μπαγαποντιά [bagapondiá] (nyf.) en­
μουσουργός [musurgós] (n^m.+f.) gaño.
compositor, músico, μπαγάσας [bagásas] (nym.) picaro,
μουστακαλής [mustacalís] (nym.) bi­ pillo.

813
μπαγιάτικος

μπαγιάτικος [baguiáticos] (adj.) duro, μπαλώνω [balóno] (v.) zurcir, remen­


rancio, pasado, dar.
μπαγκάζια [bagádsia] (n./n.) pl. equi­ μπάμια [bámia] (n./f.) quimbombó.
paje. μπαμπάς [babás] (n./m.) papá, papito.
μπαγκέτα [baguéta] (nyf.) 1: (Mús.) ba­ μπαμπέσης [bambésis] (adj.) fraudu­
tuta, 2: (pan) barra, lento.
μπαγλαρώνω [baglaróno] (v.) ama­ μπαμπεσιά [bambesiá] (n./f.) fraudu­
rrar, atar. lencia.
μπάζα [bádso] (n./f.) restos, desechos, μπαμπούλας [bambúlas] (n./m.) coco,
μπαζούκα [badsúca] (n./n.) bazuca, fantasma, ogro que asusta a los ni­
μπάζω [bádso] (v.) introducir, meter, ños.
insertar · η βάρκα μπάζει νερά- la μπανάνα [banána] (nVf.) plátano, ba­
barca está llena de agua, nana.
μπάιλντίζω [baildídso] (v.) desmayar­ μπανέλα [banéla] (nVf.) ballena,
se, perder la conciencia, μπανιέρα [bañéra] (n7f.) bañera,
μπαίνω [béno] (v.) entrar, introducirse, μπανίζω [banídso] (v.) espiar,
penetrar, encoger, μπάνιο [báño] (n7n.) baño, cuarto de
μπαϊράκι [bairáqui] (n./n.) estandarte, baño, aseo · κάνω μπάνιο- bañarse ·
bandera · (metáf.) σήκωσε μπαϊρά­ πάω στο μπάνιο- ir al baño,
κι- se siente supreminente. μπάντα [bánda] (n./f.) orquesta, ban­
μπάκα [báca] (n./f.) panza, barriga, da.
μπακαλάος, μπακαλιάρος [bacaláos, μπαξές [baksés] (n./m.) huerto, huer­
bacaliáros] (nVm.) bacalao, ta, jardín, parque,
μπακάλης [bacális] (n7m.) abacero, μπαούλο [baúlo] (n./n.) baúl,
tendero. μπαρ [bar] (n./n.) bar.
μπακάλικο [bacálico] (n./n.) abacería, μπάρα [bára] (n7f.) 1: barra, 2: barrote,
tienda de víveres, ultramarinos, 3: (puerta) pestillo,
μπακιρένιος [baquiréños] (adj.) de μπαρκάρισμα [barcárisma] (n./n.) em­
cobre. barco.
μπακίρι [baquíri] (n7n.) cobre, μπαρκάρω [barcáro] (v.) embarcar(se).
μπάλα [bála] (nyf.) pelota, balón, μπάρμπας [bárbas] (n./m.) tío.
bola. μπάρμπεκιου [bárbequiu] (n./n.) bar­
μπαλαντέρ [balandér] (n./m.) como­ bacoa.
dín. μπαρμπέρης [barbéris] (n7m.) pelu­
μπαλαρίνα [balarína] (n./f.) bailarina, quero, barbero,
μπαλέτο [baléto] (n./n.) ballet, μπαρμπούνι [barbúni] (n7n.) salmo­
μπαλιά [baliá] (n./f.) pelotazo, nete.
μπαλκόνι [balcóni] (n./n.) balcón, te­ μπαρμπούτι [barbúti] (n./n.) dados,
rraza. μπαρούτι [barúti] (n./n.) pólvora ·
μπαλόνι [balóni] (nVn.) globo, balón, (metáf.) γίνομαι μπαρούτι- me pon­
μπαλτάς [baltás] (nVm.) hacha, go negro.
μπάλωμα [báloma] (n./n.) 1: (ropa) μπαρουτιάζω [barutiádso] (v.) enfure­
parche, remiendo, culera, 2: (obras) cer, ponerse negro,
retoque, arreglo, apaño. μπαρούφα [barúfa] (nVf.) tontería,

814
μπιχλιμπίδι

bobería, bobada, torpeza · λες μπα- rra, fastidio,


ρούφες- dices tonterías, μπέμπελη [bémbeli] (nVf.) sarampión,
μπάσιμο [básimo] (n7n.) introducción, μπέμπης [bébis] (n./m.) bebé,
entrada. μπέρδεμα [bérdema] (n./n.) lío, rollo,
μπάσκετ [básquet] (nVn.) baloncesto, confusión, complicación, enredo,
μπασκίνας [basquinas] (n7m.) poli, μπερδεμένος [berdeménos] (adj.)
μπάσος [básos] (adj.) bajo · φωνή confuso, perplejo, complicado, en­
μπάσα- voz sumisa, redado.
μπασταρδεύω [bastardévo] (v.) dege­ μπερδεύω [berdévo] (ν.) 1: liar, con­
nerar, deteriorar, fundir, enredar, 2: complicar, dificul­
μπαστάρδικος [bastárdicos] (adj.) 1: tar.
ilegítimo, 2: perro mestizo, μπερδεψιά [berdepsiá] (nyf.) enredo,
μπάσταρδος [bástardos] (n./m.) ba­ complicación,
stardo. μπερμπαντεύω [berbadévo] (v.) ser
μπαστούνι [bastúni] (n./n.) bastón, un mujeriego, vagabundear,
cayado, báculo, μπερμπάντης [bermbádis] (n7m.) mu­
μπαστουνιά [bastuñá] (nyf.) basto­ jeriego, vagabundo, libertino, travieso,
nazo. μπερντές [berdés] (n./m.) cortina,
μπαταρία [bataría] (n7f.) batería, pila, μπέρτα [bérta] (n./f.) velo, manto,
μπαταριά [batariá] (nVf.) descarga, μπετόν [betón] (n7n.) concreto, amal­
μπατάρω [batáro] (v.) volcarse, zozo­ gama de mortero y piedra,
brar. μπετονιέρα [betoñéra] (n./f.) hormi­
μπατζανάκης [badsanáquis] (n./m.) gonera.
concuñado, μπετούγια [betúguia] (nyf.) picaporte,
μπάτης [bátis] (n./m.) brisa, pestillo.
μπατίρης [batíris] (n./m.) pelado, po­ μπήγω [bígo] (v.) hincar, clavar,
bre, sin dinero, μπηχτή [bijtí] (n./f.) indirecta * ρίχνω
μπατσίζω [batsídso] (v.) abofetear, μια μπηχτή- echar una indirecta,
golpear, acachetear, μπηχτός [bijtós] (adj.) entremetido,
μπάτσος [bátsos] (n7m.) 1: golpe, bo­ μπιζέλι [bidséli] (n7n.) guisante,
fetada, palmada, 2: agente de poli­ μπίλια [bília] (nyf.) canica,
cía, poli. μπιλιάρδο [biliárdo] (n./n.) billar,
μπαχαρικό [bajaricó] (n./n.) especia, μπιλιέτο [biliéto] (n./n.) billete, boleto,
μπέης [béis] (n7m.) bey. pasaje.
μπεκάτσα [becátsa] (n./f.) (Zool.) cho­ μπιμπίκι [bibíqui] (n./n.) espinilla, gra­
chaperdiz, becada, no.
μπεκατσόνι [becatsóni] (n./n.) (Zool.) μπινές [binés] (n./m.) maricón, marica,
agachadiza, cabrón,
μπεκρής [becrís] (n./m.) borracho, bo­ μπιντές [bidés] (n./n.) bidé,
rrachín, bebedor, μπισκότο [biscóto] (n7n.) galleta, bi­
μπελαλίδικος [belalídicos] (adj.) mo­ zcocho.
lesto, inoportuno, fastidioso · μπε- μπιφτέκι [biftéqui] (n./n.) albóndiga,
λαλίδικη συνταγή- receta difícil, hamburguesa,
μπελάς [belás] (nVm.) lata, rollo, taba­ μπιχλιμπίδι [bijlibídi] (n7n.) chuche­

815
μπλε

ría, baratija, bisutería, μπομπότα [bombóta] (nyf.) polenta,


μπλε [ble] (adj.) azul, μποναμάς [bonamás] (nym.) aguinal­
μπλέκω [bléco] (v.) enredar, liar, com­ do.
plicar, desconcertar, μποξ [box] (nyn.) boxeo,
μπλέξιμο [bléksimo] (nyn.) enredo, μποξάς [boksás] (n./m.) mantón, pa­
lío, complicación, ñolón.
μπλοκ [blok] (n./n.) 1: bloc, libreta, μπόρα [bóra] (n./f.) chaparrón, chu­
cuaderno, 2: bloqueo · μπλοκ επn a - basco.
γών- libreta de cheques · αστυνομι­ μπορετός [boretós] (adj.) posible, pro­
κό μπλοκ- bloqueo policial, bable, acaecedero,
μπλοκάρω [blocáro] (v.) bloquear, μπορντό [bordó] (adj.) burdeos,
obstruir, estorbar, μπορώ [boró] (v.) poder, ser posible
μπλούζα [blúdsa] (n./f.) blusa, cami­ • μπορώ va κάνω μια ερώτηση;·
seta. ¿puedo hacer una pregunta?,
μπλόφα [blófa] (n./f.) farol, μποσικάρω [bosicáro] (v.) aflojar,
μπλοφάρω [blofáro] (v.) farolear, μπόσικος [bósicos] (adj.) flojo, relaja­
μπογιά [boguiá] (η Λ ) pintura, tintura, do, suelto · (metáf.) κρατάει τα μπό-
color. σικα- mantener el equilibrio,
μπόγιας [bóguias] (n./m.) perrero, μποστάνι [bostáni] (nyn.) huerto,
μπογιατίζω [boguiatídso] (v.) pintar, μπότα [bóta] (nyf.) bota, boto,
colorear. μποτίλια [botília] (nyf.) botella, jarra,
μπογιατζής [boguiadsís] (nym.) pi­ μποτιλιάρισμα [botiliárisma] (nyn.) 1:
ntor. (líquidos) embotellamiento, 2: (calle)
μπόγος [bógos] (nym.) bulto, fardo, atasco, tráfico,
μποέμ [boém] (n./m.) bohemio, μπουγάδα [bugáda] (nyf.) colada, la­
μπόι [bói] (nyn.) estatura, talla, altura, vado.
μποϊκοτάζ [boicotáds] (nyn.) boico­ μπουγάζι [bugádsi] (nyn.) canal,
teo. μπούζι [búdsi] (adj.) helado, frío,
μποϊκοτάρω [boicotáro] (v.) boico­ μπουζί [budsí] (n./n.) bujía,
tear. μπουζούκι [budsúqui] (nyn.) especie
μπόλι [bóli] (n./n.) vacuna, injerto, de mandolina de gran tamaño,
μπόλια [bólia] (nyf.) mantilla, pañue­ μπούκα [búca] (n./f.) boca de arma de
lo. fuego.
μπολιάζω [boliádso] (v.) injertar, va­ μπουκάλα [bucála] (nyf.) garrafa, bom­
cunar. bona.
μπόλιασμα [bóliasma] (nyn.) injerto, μπουκάλι [bucáli] (nyn.) botella,
vacunación, μπουκαπόρτα [bucapórta] (nyf.) e-
μπόλικος [bólicos] (adj.) bastante, scotilla.
abundante, μπουκάρω [bucáro] (v.) entrar,
μπολσεβίκος [bolsevícos] (nym.) bol­ μπουκέτο [buquéto] (nyn.) ramo, ra­
chevique, millete, buqué,
μπόμπα [bómba] (nyf.) bomba, μπουκιά [buquiá] (nyf.) bocado, tro­
μπομπίνα [bobina] (nyf.) bobina, cani­ zo.
lla, carrete. μπούκλα [búcla] (nyf.) bucle, rizado,

816
μυαλγία

rizo. μπούαουλας [búsulas] (nVm.) com­


μηοΰκωμα [búcoma] (η7η.) boca lle­ pás · χάνω τον μπούσουλα- perder
na. la orientación,
μπουκώνω [bucóno] (ν.) 1: llenar, 2: μπουσουλώ [busuló] (v.) gatear,
llenarse la boca, comer mucho, μπούοτος [bustos] (nVm.) busto, tro­
μπουλντόζα [buldódsa] (nyf.) moto- nco.
niveladora, excavadora, buldozer. μπούτι [búti] (n7n.) muslo,
μπουλούκι [bulúqui] (nVn.) muche­ μπουφάν [bufán] (nVn.) cazadora,
dumbre, grupo ambulante, americana,
μπουλούκος [bulúcos] (n7m.) gordito, μπούφος [búfos] (nVm.) 1: (Zool.) le­
gordinflón, regordete, gordito. chuza, 2: (coloq.) tonto, necio,
μπουλόνι [bulóni] (n7n.) cerrojo, pa­ μπουχτίζω [bujtídso] (ν.) 1: hartarse,
sador, perno, saciar, 2: estar harto, fastidiar · έχω
μπουμπούκι [bubúqui] (nVn.) capullo, μπουχτίσει με τη συμπεριφορά του-
brote, yema, estoy harto de su comportamiento,
μπουμπουκιάζω [bubuquiádso] (v.) μπόχα [bója] (nVf.) hedor, tufo,
brotar, echar brotes, μπράβο [brávo] (excl.) ¡bravo!,
μπουμπουνητό [bubunitó] (n7n.) re­ μπράβος [brávos] (nVm.) guardia,
doble. μπράτσο [brátso] (nVn.) brazo,
μπουμπουνίζω [bubunídso] (v.) tro­ μπριγιαντίνη [briguiantíni] (n7f.) bri­
nar, retumbar, llantina.
μπουμπούνισμα [bubúnisma] (nyn.) μπριζόλα [bridsóla] (n./f.) chuleta, bi­
trueno. stec, bisté.
μπουνιά [buñá] (n./f.) puñetazo, golpe μπρίκι [bríqui] (n./n.) cazo pequeño,
• μου έριξε μπουνιά- me dio un pu­ μπριλάντι [brilánti] (nVn.) brillante,
ñetazo. μπρίο [brío] (n./n.) ánimo, vivacidad,
μπουνταλάς [budalás] (n7m.) zoque­ μπρος, μπροστά [bros, brostá] (adv.)
te, tonto, necio, delante (de), enfrente (de), por de­
μπουντρούμι [bundrúmi] (n7n.) cel­ lante · εμπρός(περάστε)!- ¡adelan­
da, mazmorra, te!· έλα μπροστά- ven delante · το
μπουρδέλο [burdélo] (n./n.) burdel. μέλλον είναι μπροστά σου- el futuro
μπουρδούκλωμα [burdúcloma] (n./n.) está por delante,
enredo. μπροστινός [brostinós] (adj.) delante­
μπουρδουκλώνω [burduclóno] (v.) ro, avanzado, primero,
enredarse, μπρούμυτα [brúmita] (adv.) boca
μπουρέκι [buréqui] (nyn.) bollo, abajo.
μπουρζουάς [burdsuás] (n7m.) bur­ μπρούντζος [brúndsos] (n7m.) bron­
gués. ce.
μπουρίνι [buríni] (n7n.) ráfaga, chu­ μπρούσκος [bruscos] (adj.) vino fue­
basco. rte.
μπουρμπουλήθρα [burbulízra] (nVf.) μπύρα [bíra] (n./f.) 1: cerveza, 2: (en
burbuja, pompa, vaso) caña,
μπουρνούζι [burnúdsi] (n7n.) albor­ μπυραρία [biraría] (n7f.) cervecería,
noz. μυαλγία [mialguía] (n7f.) (Med.) mial-

817
μυαλό

gia. δύναμη- fuerza muscular,


μυαλό [mialó] (nVn.) mente, cerebro, μύκητας [míquitas] (n7m.) hongo,
seso · βάζω κάτι στο μυαλό μου- μυλόπετρα [milópetra] (n./f.) piedra
estar obsesionado · κόβει το μυαλό de molino,
του- es muy inteligente, μύλος [mílos] (n./m.) molino, aceña,
μυαλωμένος [mialoménos] (adj.) ló­ μυλωνάς [milonás] (n./m.) molinero,
gico, razonable, sagaz, astuto, per­ aceñero.
spicaz, μύξα [míksa] (n./f.) moco, mucosidad.
μύγα [miga] (n./f.) mosca, μυξιάρης [miksiáris] (adj.) mocoso,
μυγιάγγιχτος [miguiágkijtos] (adj.) quis­ μυξομάντιλο [miksomándilo] (n7n.)
quilloso, meticuloso, delicado, dema­ pañuelo.
siado, sensible, μυξώδης [miksódis] (adj.) mucoso,
μύδι [midi] (n./n.) mejillón, almeja, μυοκάρδιο [miocárdio] (n./n.) miocar­
μυελός [mielós] (n./m.) médula, tué­ dio.
tano. μυριάδα [miriáda] (n./f.) miríada,
μύζηση [mídsisi] (n7f.) succión, μυρίζω [mirídso] (v.) 1: oler, olfatear, 2:
μυζώ [midsó] (v.) succionar, apestarse, ser hediondo · μυρίζομαι
μυημένος [miiménos] (adj.) iniciado, την αλήθεια- entender la verdad,
μύηση [miisi] (n7f.) iniciación, apren­ μυρμήγκι [mirmígki] (n./n.) hormiga,
dizaje. μυρμηγκιάζω [mirmigkiádso] (v.) hor­
μύθευμα [mícevma] (n7n.) ficción, men­ miguear.
tira. μύρο [miro] (n./n.) óleo, unción, cri­
μυθικός [micicós] (adj.) mítico, le­ sma.
gendario · μυθικά πλουτη- riqueza μυροβόλος [mirovólos] (adj.) fraga­
mítica. nte.
μυθιστόρημα [micistórima] (n7n.) no­ μυροπωλείο [miropolío] (n./n.) perfu­
vela, romance, mería.
μυθιστορηματικός [micistorimaticós] μυρσίνη [mirsíni] (n./f.) (Bot.) mirto,
(adj.) novelesco, fantástico, ficticio · μυρωδάτος [mirodátos] (adj.) perfu­
μυθιστορηματική διήγηση- relato mado.
novelesco, μυρωδιά [mirodiá] (nVf.) 1: olor, aro­
μυθιστορία [micistoría] (n./f.) novela, ma, fragancia, 2: (sentido) olfato · με
romance. πήραν μυρωδιά- me han entendido,
μυθιστοριογράφος[ΓΤΉα5ΐοπος^ο$] μυρώνω [miróno] (v.) untar,
(nVm.) novelista, μυς [mis] (nVm.) músculo,
μυθολογία [mizologuía] (n./f.) mito­ μυσαρός [misarós] (adj.) abominable,
logía. detestable, aborrecible, horrible,
μυθολογικός [mizologuicós] (adj.) mi­ μυσταγωγία [mistagoguía] (n./f.) ini­
tológico. ciación, ceremonia sagrada,
μύθος [mizos] (n./m.) mito, fábula, le­ μυσταγωγώ [mistagogó] (v.) iniciar,
yenda, conseja, μυστήριο [mistírio] (n./n.) misterio, ar­
μυθώδης [mizódis] (adj.) fabuloso, cano, enigma · έλυσα το μυστήριο-
fantástico, legendario, mítico, he solucionado el misterio,
μυϊκός [miicós] (adj.) muscular · μυϊκή μυστήριος [mistírios] (adj.) misterioso,
μωσαΐκός

extraño, enigmático, μυώ [mió] (v.) iniciar, dar comienzo (a),


μυστηριώδης [mistiriódis] (adj.) mi­ principiar,
sterioso · μυστηριώδης εξαφάνιση- μυώδης [miódis] (adj.) musculoso,
desaparición misteriosa, corpulento, fornido,
μυστικισμός [mistiquismós] (nVm.) μυώνας [miónas] (nVm.) músculo,
misticismo, μύωπας [míopas] (n./m.) miope,
μυστικιστής [mistiquistís] (nVm.) mí­ μυωπία [miopía] (nVf.) miopía,
stico. μώλωπας [mólopas] (n./m.) cardenal,
μυστικά [misticá] (adv.) en secreto, moratón, hematoma,
secretamente, a hurtadillas, a escon­ μωλωπίζω [molopídso] (v.) magullar,
didas. golpear.
μυστικό [místico] (n7n.) secreto, con­ μωραίνω [moréno] (v.) dejar estupe­
fidencia, entresijo · αποκαλύπτω facto.
ένα μυστικό- revelar un secreto · το μωρία [moría] (n./f.) estupefacción,
μυστικό της επιτυχίας- el secreto del necedad, tontería,
éxito. μωρό [moró] (n7ri.) bebé, niño, nene,
μυστικός [místicos] (adj.) secreto, confi­ μωρολογία [morologuía] (nVf.) to­
dencial · μυστικός πράκτορας- agen­ nterías.
te secreto, μωροπιστία [moropistía] (nVf.) credu­
μυστικότητα [misticótita] (nVf.) se­ lidad.
creto. μωρόπιστος [morópistos] (adj.) cré­
μυστρί [mistrí] (n./n.) palustre, dulo, ingenuo, cándido, candoroso,
μυτερός [miterós] (adj.) puntiagudo, μωρός [morós] (adj.) imbécil, tonto,
picudo, afilado, bobo, alelado,
μύτη [míti] (n7f.) 1: (rostro) nariz, 2: μωρουδιακά [morudiacá] (nVn.) pl.
hocico, pico, punta · η μύτη του μο­ ajuar de niño,
λυβιού·■la punta del lápiz, μωσαϊκό [mosaicó] (nVn.) mosaico,
μύχιος [míjios] (adj.) más íntimo, más μωσαΐκός [mosaicos] (adj.) mosaico ·
secreto. μωσαΐκός νόμος- ley mosaica.
μυχός [mijós] (n7m.) cala, ensenada.

819
ναρκοπέδιο [narcopédio] (nyn.) cam­
po de minas,
Ν, ν [ni] (nyn.) decimotercera letra del ναρκοσυλλέκτης [narcosiléctis] (nym.)
alfabeto griego, dragaminas,
va [na] (conj.) que, a, para. ναρκώνω [narcóno] (v.) anestesiar,
ναδ(ρ [nadir] (nyn.) nadir, punto más narcotizar,
bajo. νάρκωση [nárcosi] (nyf.) anestesia,
ναζί [nadsí] (nym.) nazi, narcosis · ολική νάρκωση- anestesia
νάζι [nádsi] (nyn.) mimo, carantoña, total · τοπική νάρκωση- anestesia
zalamería, tópica.
ναζιάρης [nadsiáris] (adj.) mimoso, ναρκωτικά [narcoticé] (n./n.) pl. dro­
zalamero. gas, estupefacientes,
Ναζωραίος [nadsoréos] (n./m.) Naza­ ναρκωτικός [narcoticó] (adj.) anestési­
reno, co, narcótico, estupefaciente · ναρκω­
ναι [ne] (adv.) sí. τικές ουσίες- sustancias narcóticas,
νάμα [náma] (n./n.) fuente, νατουραλισμός [naturalismós] (nym.)
νάνι [náni] (n./n.) arrullo, canción de naturalismo,
cuna. νατουραλιστής [naturalistís] (nym.)
νανισμός [nanismós] (n./m.) enani­ naturalista,
smo. νάτριο [nátrio] (nyn.) (Quim.) sodio,
νάνος [nános] (nym.) enano, enanillo, ναυάγιο [naváguio] (n./n.) naufragio,
νανουρίζω [nanurídso] (v.) arrullar, hundimiento,
adormecer, calmar, aquietar, ναυαγός [navagós] (nym.) náufrago,
νανούρισμα [nanúrisma] (nyn.) nana, ναυαγοσώστης [navagosóstis] (nym.)
arrullo, canción de cuna, salvavidas,
ναός [naós] (n./m.) templo, altar, igle­ ναυαγοσωστικός [navagososticós] (adj.)
sia · καθεδρικός ναός- iglesia cate­ de salvamento · ναυαγοσωστική λέμ­
dral · μητροπολιτικός ναός- iglesia βος- barca de salvamiento,
metropolitana, ναυαγώ [navagó] (ν.) 1: naufragar, 2:
ναργιλές [narguilés] (n./m.) narguile. (metáf.) fracasar,
νάρδος [nárdos] (nym.) (Bot.) valeria­ ναυαρχείο [navarjío] (nyn.) almira­
na. ntazgo.
νάρθηκας [nárcicas] (n./m.) cabestri­ ναύαρχος [návarjos] (n./m.) almirante,
llo. ναύκληρος [náfcliros] (n./m.) contra­
ναρκαλιευτικό [narcaliefticó] (nyn.) dra­ maestre.
gaminas. ναύλος [návlos] (n./m.) flete, porte,
νάρκη [nárqui] (nyf.) 1: sopor, somno­ ναυλώνω [navlóno] (v.) fletar,
lencia, 2: (Mil.) mina, trampa explosi­ ναύλωση [návlosi] (nyf.) fletamento.
va ·χ ειμερία νάρκη- sopor invernal, ναυμαχία [navmajía] (nyf.) batalla na­
νάρκισσος [nárquisos] (nym.) narciso, val · η ναυμαχία της Σαλαμίνας- la
junquillo, batalla (naval) de Salamina.
ναρκοθετώ [narcocetó] (v.) minar, ναυμαχώ [navmajó] (v.) combatir en
ναρκομανής [narcomanís] (adj.) dro- el mar.
gadicto, toxicómano. ναυπηγείο [nafpiguío] (n./n.) astillero,

820
νέκταρ

arsenal. lencio de muerto · έπεσε νέκρα- hay


ναυπήγηση [nafpíguisi] (nyf.) con­ un silencio total.
strucción de barcos, Νεκρά θάλασσα [necrá zálasa] (n./f.)
ναυπηγός [nafpigós] (nym.) constru­ Mar Muerto,
ctor de buques, νεκρανάσταση [necranástasi] (nyf.)
ναυπηγώ [nafpigó] (v.) construir na­ resurrección, resucitación,
vios. νεκρικός [necricós] (adj.) mortal, ca­
ναυσιπλοΐα [nafsiploía] (nyf.) navega­ davérico, funébre, funerario · νεκρι­
ción. κή σιγή- silencio mortal,
ναύσταθμος [náfstazmos] (nym.) base νεκροθάφτης [necrozáftis] (nym.) en­
naval. terrador, sepulturero,
ναύτης [náftis] (nym.) marinero, nau­ νεκροθήκη [necrocíqui] (nyf.) urna,
ta. νεκροκεφαλή [necroquefalí] (nyf.) ca­
ναυτία [naftía] (nyf.) mareo, náusea, lavera.
basca. νεκρολογία [necrologuía] (nyf.) necro­
ναυτικό [nafticó] (nyn.) marina, flota logía, obituario,
de guerra · εμπορικό ναυτικό- mari­ νεκρολούλουδο [necrolúludo] (nyn.)
na mercante, crisantemo,
ναυτικός [nafticós] (adj.) marítimo, νεκρομαντεία [necromantía] (nyf.) ne-
náutico, naval, cromancia.
ναυτικός [nafticós] (nym.) marinero, νεκρόπολη [necrópoli] (nyf.) necró­
marino. polis.
ναυτιλία [naftilía] (nyf.) navegación, νεκρός [necrós] (adj.) muerto, difunto,
marina mercante, fallecido · θάβω τον νεκρό- sepultar
ναυτιλιακός [naftiliacós] (adj.) maríti­ el difunto,
mo · ναυτιλιακή εταιρεία- empresa νεκροσκοπία [necroscopia] (nyf.) ne­
marítima. cropsia.
ναφθαλίνη [nafzalíni] (n./f.) naftalina, νεκροταφείο [necrotafío] (n./n.) ce­
alcanfor. menterio.
νέα [néa] (nyn.) pl. noticias, noveda­ νεκροτομείο [necrotomío] (nyn.) de­
des, hechos · έμαθες τα νέα;· ¿te has pósito de cadáveres,
enterado de las noticias? · άσχημα νεκροφιλία [necrofilía] (nyf.) necro-
νέα- malas noticias, filia.
νεανίας [neanías] (nym.) joven, joven- νεκροφόρα [necrofóra] (n./f.) coche
cito. fúnebre.
νεανικός [neanicós] (adj.) juvenil, infa­ νεκροψία [necropsia] (n./f.) autopsia,
ntil, jovial · νεανικό ντύσιμο- estilo/ νεκρώνω [necróno] (v.) paralizar, ma­
ropa juvenil, tar, amortiguar, parar,
νεαρός [nearós] (n./m.) joven, mucha­ νέκρωση [nécrosi] (n./f.) necrosis, pa­
cho, mozo, ralización, mortificación,
νέγρικος [négricos] (adj.) negro, νεκρώσιμος [necrósimos] (adj.) fúne­
νέγρος [négros] (nym.) negro. bre, mortuorio · νεκρώσιμη ακολου­
Νείλος [nílos] (nym.) Nilo. θία- acompañamiento fúnebre,
νέκρα [nécra] (nyf.) silencio total, si­ νέκταρ [néctar] (nyn.) néctar.

821
νέμω

νέμω [némo] (ν.) distribuir, barranca,


νέο [néo] (η./η.) noticia, νερουλιάζω [neruliádso] (v.) aguar,
νεογέννητος [neoguénitos] (adj.) re­ νερουλός [nerulós] (adj.) aguado,
cién nacido, acuoso, líquido,
νεολαία [neoléa] (n./f.) juventud, los νεροχελίδονο [nerojelídono] (nVn.)
jóvenes. (Zool.) avefría,
νεολιθικός [neolicicós] (adj.) neolíti­ νεροχύτης [nerojítis] (n./m.) fregade­
co. ro.
νεολογισμός [neologuismós] (n/m.) neo­ νερώνω [neróno] (v.) aguar, echar
logismo. agua (a).
νεόνυμφος [neónimfos] (adj.) recién νετάρω [netáro] (v.) agotar, terminar,
casado. acabar,
νεόπλουτος [neóplutos] (adj.) nuevo νέτος [nétos] (adj.) neto,
rico. νεύμα [névma] (n./n.) señal, seña, ge­
νέον [néon] (nyn.) gas neón, sto, ademán,
νέος [néos] (adj.) 1: (edad) joven, 2: νευράκια [nevráquia] (nyn.) pl. rabie­
nuevo, moderno, reciente, tas.
νεοσσός [neosós] (nym.) 1: (ave) pa­ νευραλγία [nevralguía] (nyf.) neural­
jarito, pollito, polluelo, 2: novato, gia.
pricipiante. νευραλγικός [nevralguicós] (adj.)
νεοσύλλεκτος [neosílectos] (nym.) re­ neurálgico · νευραλγικός πόνος- do­
cluta. lor neurálgico,
νεότητα [neótita] (n./f.) juventud, νευρασθένεια [nevrascénia] (nyf.)
νεοφανής [neofanís] (adj.) nuevo, re­ neurastenia,
ciente. νευρασθενικός [nevrascenicós] (adj.)
νεοφερμένος [neoferménos] (adj.) re­ neurasténico,
cién llegado, advenedizo, νευριάζω [nevriádso] (v.) enfadar(se),
νεράιδα [neráida] (nyf.) hada, enojar(se), poner(se) negro,
νεράντζι [nerándsi] (n./n.) (Bot.) na­ νευρίασμα [nevríasma] (nyn.) exaspe­
ranja amarga, ración, irritación, enfado, enojo,
νερό [neró] (nyn.) agua, νευριασμένος [nevriasménos] (adj.)
νερόβραστος [neróvrastos] (adj.) 1: nervioso, enfadado, enojado,
(comida) hervido, pasado por agua, νευρικός [nevricós] (adj.) nervioso,
2: (metáf.) soso, insulso, diluido · νε­ angustiado, inquieto,
ρόβραστο αστείο- chiste soso, νευρικότητα [nevricótita] (n./f.) ner­
νεροκάλαμο [nerocálamo] (n./n.) jun­ viosismo, angustia, ansiedad, pre-
co, caña. osupación.
νεροκανάτα [nerocanáta] (nyf.) jarro, νεύρο [névro] (n./n.) nervio,
jarra. νευροκαβαλίκεμα [nevrocavalíquema]
νερόμυλος [nerómilos] (n./m.) moli­ (nyn.) calambre de los nervios, tortí-
no. colis.
νεροποντή [neropondí] (n./f.) aguace­ νευρολογία [nevrologuía] (nyf.) neuro­
ro, tormenta, chaparrón, logía.
νεροσυρμή [nerosirmí] (n./f.) cañada, νευρολόγος [nevrológos] (nym.+f.) neu-

822
νηστίσιμος

rólogo. νηνεμία [ninemía] (n7f.) calma, tran­


νευρόσπαστο [nevróspasto] (n/n.) (me­ quilidad.
táf.) marioneta, títere, fantoche, azoga­ νήνεμος [nínemos] (adj.) calmo, cal­
do. mado, sereno, tranquilo,
νευρώδης [nevródis] (adj.) nervoso, νηνεμώ [ninemó] (v.) calmar, serenar,
enérgico. tranquilizar,
νεύω [névo] (v.) inclinar la cabeza, se­ νηολόγηση [niológuisí] (nyf.) registro,
ñalar, llamar con señas, hacer seña­ inscripción, matrícula, matricula-
les, gesticular, ción.
νεφέλη [neféli] (nVf.) nube, νηολόγιο [niológuio] (n7n.) registro
νεφελοειδής [nefeloidís] (adj.) nebu­ mercantil,
loso, vago, confuso, νηοπομπή [niopombí] (nVf.) convoy,
νεφελώδης [nefelédis] (adj.) nuboso, νηοψία [niopsía] (n7f.) inspección de
nublado, nubloso, anubarrado, un navio.
νέφος [néfos] (nVn.) nube contami­ νηπιαγωγείο [nipiagoguío] (n7n.) guar­
nante, fumosidad. dería infantil, parvulario,
νεφοσκεπής [nefosquepís] (adj.) nu­ νηπιακός [nipiacós] (adj.) infantil, ani­
blado, cubierto de nubes, nuboso, ñado, pueril · νηπιακή ηλικία- a)edad
νεφρικός [nefricós] (adj.) renal, infantil, b) niñez,
νεφρίτης [nefritis] (n./f.) jade. νήπιο [nípio] (n7n.) párvulo, niño, in­
νεφρό [nefró] (n./n.) rión. fante, crío,
νέφτι [néfti] (n7n.) aguarrás, νησάκι [nisáqui] (n./n.) isla pequeña,
νεφώδης [nefódis] (adj.) nuboso, cayo.
νέφωση [néfosi] (nVf.) nubosidad, ne­ νησί [nísí] (n7n.) isla,
bulosidad, νησίδιο [nisídio] (nVn.) islote,
νεωκόρος [neocóros] (n./m.) sacri­ νησιώτης [nisiótis] (n./m.) isleño,
stán. νησιωτικός [nisioticós] (adj.) insular,
νεωτερίζω [neoterídso] (v.) 1: innovar, isleño,
modernizar, 2: revolucionar, νήσος [nísos] (n./f.) isla,
νεωτερισμός [neoterismós] (n./m.) νηστεία [nistía] (nVf.) ayuno, vigilia,
innovación, novedad, modernismo abstinencia · ημέρα νηστείας- día
• εισάγω νεωτερισμό- intoducir in­ de ayuno,
novación, νηστευτής [nisteftís] (n7m.) que ayu­
νεωτεριστής [neoteristís] (n7m.) in­ na.
novador, modernista, futurista, νηστεύω [nistévo] (v.) ayunar, guardar
νεωτεριστικός [neoteristicós] (adj.) la vigilia, guardar ayuno · νηστεύω
innovador, το κρέας- abstenerse de comer car­
νηκτικός [nicticós] (adj.) natatorio, ne.
νήμα [níma] (nVn.) hilo, filamento, fi­ νηστικός [nisticós] (adj.) en ayunas,
bra, cordón, hambriento, deshambrido · μένω
νημάτινος [nimátinos] (adj.) filame­ νηστικός- estar en ayunas,
ntoso. νηστίσιμος [nistísimos] (adj.) de ayu­
νηματουργείο [nimaturguío] (nVn.) no, cuadregesimal, cuaresmal · νη­
hilandería. στίσιμο φαγητό- comida cuaresmal.

823
νηφάλιος

νηφάλιος [nifálios] (adj.) sobrio, sere­ νιώθω θλίψη- sentir tristeza,


no. νοερά [noerá] (adv.) mentalmente,
νηφαλιότητα [nifaliótita] (n./f.) sobrie­ νοερός [noerós] (adj.) mental, espiri­
dad, seriedad, sensatez, tual, intelectual,
νιανιά [ñañá] (n./n.) papilla · το κάνω νόημα [nóima] (n./n.) 1: (frase/palabra)
νιανιά, για να το καταλάβεις- te lo sentido, significado, significación, 2:
explico mucho, para que lo entie­ señal, signo · μπαίνω στο νόημα-
ndas. empezar a entender · κάνω νοήμα­
νιαουρίζω [ñaurídso] (v.) maullar, τα- hacer señales,
νιαούρισμα [ñaúrisma] (nyn.) mau­ νοημοσύνη [noimosini] (n./f.) inteli­
llido. gencia.
νιάτα [ñáta] (n./n.) pl. juventud, νοήμων [noímon] (adj.) inteligente,
νίβω [nívo] (v.) lavar(se). entendedor, ingenioso,
νικέλιο [niquélio] (nyn.) (Quím.) ní­ νόηση [nóisi] (nyf.) intelecto, inteli­
quel. gencia, mente, comprensión,
νίκη [níqui] (nyf.) victoria, triunfo, νοητικός [noiticós] (adj.) intelectual,
νικητήριος [niquitírios] (adj.) ganador, imaginario,
de victoria, victorioso, triunfal · νικη­ νοητός [noitós] (adj.) inteligible, ima­
τήρια ομάδα- el equipo ganador, ginario, concebible · νοητή γραμμή-
νικητής [niquitís] (adj.) vencedor · línea imaginaria,
επέστρεψε νικητής- volvió ganador νοθεία [nocía] (nyf.) falsificación, frau­
• οι νικητές του διαγωνισμού- los de, engaño,
ganadores del concurso, νόθευση [nócefsi] (nyf.) adulteración,
νικηφόρος [niquifóros] (adj.) triunfal, falsificación,
vencedor, victorioso, νοθευτής [noceftís] (n./m.) adultera­
νικοτίνη [nicotíni] (nyf.) nicotina, dor, falsificador,
νικώ [nicó] (v.) vencer, ganar, triunfar, νοθεύω [nocévo] (v.) adulterar, falsi­
νίλα [níla] (nyf.) calamidad, desastre, ficar.
νινί [niní] (n./n.) bebé, νοθογένεια [nozoguénia] (n./f.) ilegi­
νιόπαντρος [niópandros] (adj.) recién timidad.
casado. νόθος [nózos] (adj.) ilegítimo, bastar­
νιπτήρας [niptíras] (nym.) lavabo, la­ do · νόθος γιός- hijo ilegítimo,
vamanos, νοιάζομαι [niádsome] (v.) interesarse,
νίπτω [nípto] (v.) lavar(se). preocuparse, importar, concernirse,
νισάφι [nisáfi] (nyn.) basta, νοικάρης [nicáris] (nym.) inquilino,
νιτρικός [nitricós] (adj.) nítrico, alquilador,
νιτρογλυκερίνη [nitrogliqueríni] (nyf.) νοίκι [níqui] (nyn.) alquiler, renta,
nitroglicerina, νοικιάζω [niquiádso] (v.) alquilar,
νιφάδα [nifáda] (n./f.) copo (de nieve), νοικοκυρά [nicoquirá] (nyf.) dueña,
νίψιμο [nípsimo] (n./n.) lavado, lava­ ama de casa, propietaria,
dura. νοικοκύρης [nicoquíris] (nym.) due­
νιώθω [niózo] (v.) 1: sentir(se), percibir, ño, amo.
2: sufrir · νιώθω άσχημα- sentirse νοικοκυριό [nicoquirió] (nyn.) mena­
mal · νιώθω πόνο- sufrir el dolor · je, ajuar.

824
νοσηρός

νομαδικός [nomadicós] (adj.) nóma­ gislativo.


da, errante, ambulante, νομοθετώ [nomocetó] (v.) legislar,
νομάρχης [nomárjis] (n7m.) goberna­ dictar leyes,
dor civil, prefecto, alcalde, νομολογία [nomologuía] (n./f.) juris­
νομαρχία [nomarjía] (n./f.) gobierno prudencia,
civil, prefectura, νομομαθής [nomomacís] (n/m.+f.) ju­
νομάτοι/νοματαίοι [nomáti/nomatéi] rista.
(n7m.) pl. personas, individuos, νόμος [nómos] (nVm.) ley, norma, e-
νομή [nomí] (n7f.) pasto, pastizal, usu­ statuto, fuero · παραβαίνω το νόμο-
fructo. violar la ley · καταργώ ένα νόμο- eli­
νομίζω [nomídso] (v.) creer, pensar, minar una ley · θεσπίζω νόμο- dictar
opinar, suponer, raciocinar, una ley.
νομική [nomiquí] (n7f.) derecho, juris­ νομός [nomós] (n./m.) prefectura, pro­
prudencia, vincia.
νομικός [nomicós] (adj.) jurídico, judi­ νομοσχέδιο [nomosjédio] (n7n.) pro­
cial · νομικός σύμβουλος- consultor yecto de ley · καταθέτω νομοσχέ­
jurídico · νομικό πρόσωπο- persona διο· depositar un proyecto de ley.
jurídica · Νομική σχολή- facultad de νομοταγής [nomotaguís] (adj.) fiel a la
Derecho. ley, que cumple la ley.
νομιμοποίηση [nomimopíisi] (nVf.) νομοτέλεια [nomotélia] (nyf.) determi-
legalización, autorización, nismo.
νομιμοποιώ [nomimopió] (v.) legali­ νομοτελεστικός [nomotelesticós] (adj.)
zar, autorizar, ejecutivo.
νόμιμος [nómimos] (adj.) legal, lícito, νονό [noná] (nVf.) madrina, comadre,
justo, legítimo · νόμιμος κληρονό­ νονός [nonós] (n./m.) padrino, com­
μος- heredero legal/legítimo, padre.
νομιμότητα [nomimótita] (nyf.) legali­ νοοτροπία [nootropía] (nVf.) me­
dad, licitud, legitimidad, ntalidad · συντηρητική νοοτροπία-
νομιμοφροσύνη [nomimofrosíni] mentalidad conservadora/cerrada
(nVf.) respecto en la ley. • υιοθετώ μια νοοτροπία- adoptar
νομιμόφρων [nomimófron] (adj.) res­ una mentalidad.
petuoso de la ley. νόρμα [nórma] (nVf.) norma,
νόμισμα [nómisma] (n7n.) moneda, νοσηλεία [nosilía] (nVf.) atención mé­
νομισματικός [nomismaticós] (adj.) dica.
monetario, financiero · Ευρωπαϊκή νοσηλευτήριο [nosileftírio] (n7n.) hos­
Νομισματική Ένωση- Unión Mone­ pital.
taria Europea, νοσηλεύω [nosilévo] (v.) hospitalizar,
νομισματοκοπείο [nomismatocopío] atender a los enfermos,
(n7n.) casa de moneda, νόσημα [nósima] (n./n.) enfermedad
νομοθεσία [nomocesía] (nVf.) legisla­ • καρδιακό νόσημα- enfermedad
ción. cardíaca.
νομοθέτης [nomocétis] (n7m.) legi­ νοσηρός [nosirós] (adj.) nocivo, perju­
slador. dicial, malsano, morboso · νοσηρή
νομοθετικός [nomoceticós] (adj.) le­ φαντασία- imaginación enferma.

825
νοσοκομειακός

νοσοκομειακός [nosocomiacós] (adj.) monear, dar un sermón,


hospitalario, de enfermería, νούλα [núla] (n./f.) cero, nulo,
νοσοκομείο [nosocomio] (n./n.) ho­ νούμερο [número] (n7n.) 1: (general)
spital, clínica · μπαίνω στο νοσο­ número, 2: (signo) cifra, guarismo,
κομείο· ¡ngresar(se) en el hospital · 3: (ropa) talla · τι νούμερο παπούτσι
στρατιωτικό νοσοκομείο- hospital φοράς;- ¿qué número calzas?,
militar. νουμηνία [numinía] (nVf.) luna nueva,
νοσοκόμος [nosocomos] (n7m.) en­ νους [ñus] (n7m.) mente, razón, inteli­
fermero. gencia, entendimiento, cerebro, seso
νόσος [nósos] (n7f.) enfermedad, pa­ • κοινός νους- razón común,
decimiento, dolencia · ανίατη νό­ νούφαρο [núfaro] (n./n.) nenúfar,
σος- enfermedad incurable, νοώ [noó] (v.) comprender, entender,
νοσταλγία [nostalguía] (n./f.) nostal­ concebir.
gia, añoranza, morriña, νταβαντούρι [davadúri] (nVn.) baru­
νοσταλγικός [nostalguicós] (adj.) no­ llo, jaleo.
stálgico, añorante, νταβατζής [davadsís] (n./m.) chulo,
νοσταλγώ [nostalgó] (v.) echar de me­ νταής [dais] (n7m.) valentón, matón,
nos, añorar, sentir nostalgia, ντάλα [dála] (adv.) exactamente, en
νοστιμάδα [nostimáda] (nVf.) sabor, pleno.
νοστιμεύω [nostimévo] (v.) dar sabor, νταλίκα [dalíca] (n./f.) remolque,
νοστιμιά [nostimiá] (n7f.) sabor, buen ντάμα [dáma] (n./f.) dama, señora,
gusto, sabor agradable, νταμάρι [damári] (n7n.) cantera, lina­
νόστιμος [nóstimos] (adj.) sabroso, je.
rico, apetitoso, gustoso, delicioso, νταμιτζάνα [damidsána] (n./f.) dama­
νοσώ [nosó] (v.) estar enfermo, pade­ juana.
cer una enfermedad, νταμωτός [damotós] (adj.) escaqueado,
νότα [nota] (nyf.) 1: (Mús.) nota, 2: jaquelado,
(Der.) constancia, ντάνα [dána] (nVf.) montón,
νοτερός [noterós] (adj.) húmedo, νταντά [dadá] (n./f.) niñera, tata, aya.
νοτιά [notiá] (n./f.) viento del sur, sur. ντάντεμα [dádema] (n7n.) amama-
νοτιάς [notiás] (n./m.) viento del sur. miento.
νοτίζω [notídso] (v.) humedecer, re­ νταντεύω [dadévo] (v.) mimar, ama­
calar. mantar.
νοτιοανατολικός [notioanatolicós] (adj.) νταραβέρι [daravéri] (n./n.) 1: algara­
sureste. bía, jaleo, 2: negociación, relación, 3:
νοτιοδυτικός [notioditicós] (adj.) su­ (coloq.) intercambio, tráfico,
roeste. νταρντάνα [dardána] (nyf.) corpule­
νότιος [nótios] (adj.) del sur, meridio­ nta.
nal, austral, ντε [de] (excl.) ¡anda!, ¡venga!,
νότος [nótos] (n7m.) sur. ντελικάτος [delicátos] (adj.) delicado,
νουβέλα [nuvéla] (n./f.) novela, bonito, elegante,
νουθεσία [nucesía] (nVf.) consejo, ser­ ντεπόζιτο [depódsito] (nVn.) depósi­
món, arenga, prédica, to, tanque, cisterna · ντεπόζιτο βεν­
νουθετώ [nucetó] (v.) aconsejar, ser­ ζίνης:- depósito de gasolina.

826
νυχτερινός

ντέρτι [dérti] (n./n.) dolor, tristeza, an­ ντύνω [díno] (v.) 1: vestir, cubrir, 2: ta­
gustia, pena, pizar.
ντετέκτιβ [detéctiv] (n./m.) detective, ντύσιμο [dísimo] (n./n.) vestimenta,
ντέφι [défi] (n./n.) pandereta, atuendo, indumentaria,
ντιβάνι [diváni] (n./n.) diván, νυκτόβιος [nictóvios] (adj.) 1: trasno­
ντοκουμέντο [documéndo] (n./n.) do­ chador, noctámbulo, 2: nocturno,
cumento, céldula. nocturnal,
ντομάτα [domáta] (n./f.) tomate, νυμφεύομαι [nimfévome] (v.) casarse,
ντόμπρος [dóbros] (adj.) muy franco, νύμφευση [nímfevsi] (n./f.) boda, nup­
honesto, sincero, cias.
ντόπιος [dópios] (adj.) del lugar, nati­ νύμφη [nímfi] (nyf.) ninfa, larva,
vo, indígena, aborigen, autóctono, νυμφομανής [nimfomanís] (adj.) nin-
ντορβάς [dorvás] (n./m.) saco, bolsa, fómana.
ντόρος [dóros] (n./m.) bulla, estrue­ νυμφομανία [nimfomanía] (n./f.) nin­
ndo. fomanía.
ντουβάρι [duvári] (n./n.) 1: pared, νυν [nin] (ad(v.)) ahora, en este mo­
muro, 2: (metáf.) tonto, bobo, mento, presente,
ντουζίνα [dudsína] (η Λ ) docena, νύξη [níksi] (n./f.) indirecta, alusión,
ντουλάπα [dulápa] (nyf.) armario, ro­ mención, insinuación · κάνω μια
pero. νύξη- soltar una indirecta,
ντουλάπι [dulápi] (n./n.) armario, ca­ νύστα [nísta] (η Λ ) sueño, soñolencia,
jón. modorra.
ντουνιάς [duñás] (n./m.) mundo, hu­ νυσταγμός [nistagmós] (nym.) som­
manidad, gente, nolencia, modorra, adormecimiento,
ντούρος [duros] (adj.) tenaz, inflexi­ somnolencia,
ble. νυστάζω [nistádso] (v.) tener sueño,
ντους [dus] (n./n.) ducha, adormecerse, adormillarse.
ντρέπομαι [drépome] (v.) avergonzar­ νυσταλέος [nistaléos] (adj.) soñolie­
se, dar vergüenza, dar corte, nto, adormilado,
ντροπαλότητα [dropalótita] (nyf.) ti­ νυστέρι [nistéri] (nyn.) bisturí,
midez, vergüenza, νύφη [nífi] (nyf.) 1: novia, 2: (hermana
ντροπαλός [dropalós] (adj.) vergon­ del marido) cuñada, 3: (novia del hijo)
zoso, tímido, apocado, nuera.
ντροπή [dropí] (n./f.) vergüenza, hu­ νυφικό [nificó] (n./n.) traje de novia,
millación, timidez, corte, deshonra, νυφικός [nificós] (adj.) de novia, nup­
ντροπιάζω [dropiádso] (v.) avergon­ cial.
zar, humillar, deshonrar, νυφίτσα [nifítsa] (nyf.) tejón,
ντρόπιασμα [drópiasma] (n./n.) igno­ νύχι [níji] (n./n.) uña, pezuña,
minia, vergüenza, νυχιά [nijiá] (nyf.) rasguño, arañazo,
ντύμα [díma] (nyn.) cubierta, vesti- νύχτα [níjta] (nyf.) noche,
mienta. νυχτερίδα [nijterída] (nyf.) murciéla­
ντυμένος [diménos] (adj.) 1: (persona) go.
vestido, 2: (cosa) cubierto, νυχτερινός [nijterinós] (adj.) nocturno
ντύνομαι [dínome] (v.) vestirse, llevar. • νυχτερινή ζωή- vida nocturna.

827
νυχτιάτικα

νυχτιάτικα [nijtiática] (adv.) por la


noche.
νυχτικό [nijticó] (nVn.) camisón, pija­
ma.
νυχτοφύλακας [nijtofílacas] (n7m.)
centinela, vigilante nocturno,
νυχτώνει [nijtóni] (v.) anochecer · νυ­
χτώνει νωρίς- anochece temprano,
νωθρός [nozrós] (adj.) perezoso, indo­
lente, lento,
νωθρότητα [nozrótita] (nVf.) pereza,
indolencia,
νωπός [nopós] (adj.) fresco, húmedo,
νωρίς [norís] (adv.) temprano, tempra­
nito, pronto,
νώτα [nóta] (nVn.) pl. 1: dorso, espal­
da, 2: retaguardia,
νωτιαίος [notiéos] (adj.) dorsal, espi­
nal.
νωχέλεια [nojélia] (n./f.) indolencia,
lentitud, indiferencia,
νωχελικός [nojelicós] (adj.) indolente,
lento, indiferente, perezoso, flojo.

828
ξαναζώ [ksanadsó] (v.) revivir,
ξαναζωντανεύω [ksanadsondanévo]
Ξ, ξ [ks¡] (η./η.) decimocuarta letra del (v.) revivir, reavivar, revivificar,
alfabeto griego, ξαναλέω [ksanaléo] (v.) volver a decir,
ξαγκιστρώνω [ksagkistróno] (v.) des­ repetir.
enganchar, descolgar, ξανακάνω [ksanacáno] (v.) volver a
ξαγρυπνώ [ksagripnó] (v.) desvelarse, hacer, hacer de nuevo, reconstruir,
perder el sueño, ξανακούω [ksanacúo] (v.) volver a oír.
ξάδερφος [ksáderfos] (n7m.) primo · ξαναμιλώ [ksanamiló] (v.) volver a
πρώτος ξάδερφος- primo · δεύτε­ hablar.
ρος ξάδερφος- primo segundo, ξανανθίζω [ksanancídso] (v.) reflore­
ξαίνω [kséno] (v.) peinar, cer, retoñar, florecer de nuevo,
ξακουστός [ksacustós] (adj.) célebre, ξανανιώνω [ksanañóno] (v.) rejuvene­
famoso, afamado, notorio, cer, volver a sentirse joven,
ξακρίζω [ksacrídso] (v.) arreglar, re­ ξανανοίγω [ksananígo] (v.) reabrir,
cortar. abrir de nuevo, volver a abrir,
ξαλάφρωμα [ksaláfroma] (nVn.) alivio, ξαναποκτώ [ksanapoctó] (v.) reco­
ξαλαφρώνω [ksalafróno] (ν.) 1: aliviar(se), brar.
aligerar, desahogarse, 2: aplacar, cal­ ξαναπουλώ [ksanapuló] (v.) revender,
mar · ξαλάφρωσα από το βάρος- me ξαναρχίζω [ksanarjídso] (v.) volver a
alivié del peso/descargar la bilis, empezar, empezar de nuevo, resu­
ξαμολάω [ksamoláo] (v.) desatar, mir.
ξανά [ksaná] (adv.) de nuevo, nueva­ ξανάρχομαι [ksanárjome] (v.) volver
mente, otra vez. a venir.
ξαναβάζω [ksanavádso] (v.) devolver ξαναρχίζω [ksanarjídso] (v.) recomen­
a su sitio, reponer, volver a poner, zar.
ξαναβατττίζω [ksanavaptídso] (v.) re­ ξανάρχομαι [ksanárjome] (v.) volver,
bautizar. regresar, retornar,
ξαναβλέπω [ksanavlépo] (v.) volver a ξαναρωτώ [ksanarotó] (v.) volver a
ver, ver de nuevo, preguntar, preguntar de nuevo,
ξαναβρίσκω [ksanavrísco] (v.) volver a ξανασκεπάζω [ksanasquepádso] (v.)
encontrar, reencontrar, recubrir, cubrir otra vez.
ξανάβω [ksanávo] (v.) excitar, inflamar, ξανασμίγω [ksanasmígo] (v.) reencon­
reencender. trarse, reunir,
ξαναγεμίζω [ksanaguemídso] (v.) relle­ ξανάστροφος [kanástrofos] (adj.) re­
nar, recargar, volver a llenar/cargar, verso.
ξαναγεννιέμαι [ksanagueñéme] (v.) ξαναφαίνομαι [ksanafénome] (v.) re­
renacer, revivir, aparecer.
ξαναδιπλώνω [ksanadiplóno] (v.) re­ ξαναφορτώνω [ksanafortóno] (v.) re­
doblar, replegar, cargar.
ξαναδοκιμάζω [ksanadoquimádso] (v.) ξαναφηάχνω [ksanaftiájno] (v.) re­
volver a probar, intentar de nuevo, construir, reparar, rehacer, hacer de
ξαναζεσταίνω [ksanadsesténo] (v.) nuevo.
recalentar. ξαναφυτεύω [ksanafitévo] (v.) repla­

829
ξανθίζω

ntar. inesperado, imprevisto,


(ανθίζω [ksancídso] (ν.) amarillear, ξαφρίζω [ksafrídso] (v.) desnatar, es­
ξανθομάλλης [ksanzomális] (adj.) ru­ pumar.
bio. ξεβάφω [kseváfo] (v.) despintar, deste­
ξανθομαλλούσα [ksanzomalúsa] (adj.) ñir, decolorar, desenterrar · ξεθάβω
rubia. τον θησαυρό- desenterrar el tesoro,
ξανθός [ksanzós] (adj.) rubio, blondo, ξεβγάζω [ksevgádso] (v.) enjuagar,
ξανοίγω [ksanígo] (v.) reabrir, aclarar, aclarar.
ξαπλώνω [ksaplóno] (v.) 1: tenderse, ξεβιδώνω [ksevidóno] (v.) desatorni­
tumbarse, echarse, yacer, 2: desca­ llar, desenroscar,
nsar, acostarse, retirarse, ξεβουλώνω [ksevulóno] (v.) destapar,
ξαποσταίνω [ksaposténo] (v.) descan­ descorchar, desatrancar,
sarse, reposarse, ξεβρομίζω [ksevromídso] (v.) limpiar,
ξαπόσταμα [ksapóstama] (n7n.) des­ asear, desgrasar,
canso, reposo, retiro, ξεγαντζώνω [ksegandsóno] (v.) de­
ξαποστέλνω [ksapostélno] (v.) echar, senganchar, descolgar,
enviar, relegar, despachar, ξέγδαρμα [kségdarma] (n./n.) rasgu­
ξαρμάτωμα [ksarmátoma] (n./n.) des­ ño, abrasión, arañazo,
arme. ξεγδέρνω [ksegdérno] (v.) rasguñar,
ξαρματώνω [ksarmatóno] (v.) 1: des­ arañar.
armar, dejar desarmado, 2: desapa­ ξεγελώ [ksegueló] (v.) engañar, burlar,
rejar. defraudar, embaucar, estafar, engai­
ξαρμάτωτος [ksarmátotos] (adj.) des­ tar.
armado. ξεγέλασμα [kseguélasma] (nVn.) en­
ξαρμυρίζω [ksarmirídso] (v.) desalar, gaño, burla, trampa, fraude,
ξάρτια [ksártia] (n./n.) pl. aparejo, jar­ ξεγεννάω [kseguenáo] (v.) alumbrar,
cia. parir, dar a luz.
ξασπρίζω [ksasprídso] (v.) blanquear, ξεγέννημα [kseguénima] (n./n.) alum­
desteñirse, descolorar(se). bramiento, parto,
ξασπρουλιάρης [ksaspruliáris] (adj.) ξεγλίστρημα [kseglístrima] (n./n.) re­
descolorado, blanqueado, sbalón.
ξάστερος [ksásteros] (adj.) 1: despeja­ ξεγλιστρώ [kseglistró] (v.) resbalarse,
do, estrellado, claro, limpio, 2: since­ deslizarse, escurrirse,
ro, honesto, ξενοιασιά [kseñasiá] (nyf.) indiferen­
ξαστερώνω [ksasteróno] (v.) despejar, cia, despreocupación,
aclarar. ξένοιαστος [kségñastos] (adj.) indife­
ξαφνιάζω [ksafniádso] (v.) sorprender, rente, despreocupado,
sobresaltar, asustar, ξεγράφω [ksegráfo] (v.) borrar, tachar,
ξάφνιασμα [ksáfniasma] (n./n.) sor­ ξεγυμνώνω [kseguimnóno] (v.) des­
presa, sobresalto, susto, nudar, desaropar, desvestir,
ξαφνικά [ksafnicá] (adv.) de repente, ξεδιαλέγω [ksedialégo] (v.) clasificar,
repentinamente, de pronto, de gol­ elegir, escoger,
pe, inesperadamente, de improviso, ξεδιάλεγμα [ksediálegma] (n./n.) cla­
ξαφνικός [ksafnicós] (adj.) repentino, sificación, elección.

830
ξεκούμπωτος

ξεδιαλύνω [ksedialíno] (ν.) dilucidar, ξεθωριασμένος [ksezoriasménos] (adj.)


elucidar, esclarecer, desentrañar, dscolorado.
ξεδιαντροπιά [ksediantropiá] (nyf.) ξεκαβαλικεύω [ksecavaliquévo] (v.)
insolencia, descaro, desmontar,
ξεδιάντροπος [ksediántropos] (adj.) ξεκαθαρίζω [ksecazarídso] (v.) aclarar,
desvergonzado, sinvergüenza, esclarecer, sacar algo (en),
ξεδίνω [ksedíno] (v.) relajar, descan­ ξεκαθάρισμα [ksecazárisma] (n./n.)
sar. aclaración, esclarecimiento,
ξεδιπλώνω [ksediplóno] (v.) desliar, ξεκάθαρος [ksecázaros] (adj.) inequí­
desenrollar, desarrollar, desenvolver, voco, claro, evidente,
ξεδιψώ [ksedipsó] (v.) saciar la sed. ξεκαλτσώνω [ksecaltsóno] (v.) quitar
ξεδοντιάρης [ksedondiáris] (adj.) sin los calcetines, descalzar,
dientes, desdentado, ξεκάνω [ksecáno] (v.) destrozar, des­
ξεζουμίζω [ksedsumídso] (ν.) 1: ex­ truir.
traer jugo, 2: exprimir, apretar fue­ ξεκαρδίζομαι [ksecardídsome] (v.) mo­
rte. rirse de risa, desternillarse,
ξεθάβω [ksezávo] (v.) desenterrar, ex­ ξεκαρδιστικός [ksecardisticós] (adj.)
humar. divertidísimo,
ξεθαρρεύω [ksevarévo] (v.) atreverse, ξεκίνημα [ksequínima] (n7n.) comien­
ξεθεμελιώνω [ksecemelióno] (v.) arra­ zo, inicio, principio,
sar, asolar, ξεκινώ [ksequinó] (v.) empezar, iniciar,
ξεθέωμα [ksecéoma] (n./n.) agota­ comenzar, arrancar, emprender,
miento, cansancio excesivo, ξεκλειδώνω [kseclidóno] (v.) abrir con
ξεθεωμένος [kseceoménos] (adj.) ago­ llave.
tado, extenuado, cansadísimo, ξεκληρίζω [kseclirídso] (v.) extermi­
ξεθεώνω [kseceóno] (v.) agotar, can­ nar, extirpar, matar,
sar. ξεκλήρισμα [kseclírisma] (n./n.) exter­
ξεθηλυκώνω [ksecilicóno] (v.) desabro­ minación, extirpación, matanza,
char. ξεκόβω [ksecóvo] (v.) destetar, parar,
ξεθόλωμα [ksezóloma] (n./n.) aclara­ detener, dejar,
ción. ξεκοιλιάζω [ksequiliádso] (v.) destri­
ξεθολώνω [ksezolóno] (v.) aclarar, par.
ξεθυμαίνω [kseciméno] (ν.) 1: amai­ ξεκοκαλίζω [ksecocalídso] (v.) des­
nar, evaporar, vaporizar, 2: desaho­ huesar, quitar las espinas,
garse, aliviar(se). ξεκολλώ [ksecoló] (v.) despegar,
ξεθύμασμα [ksecímasma] (n./n.) eva­ ξεκομμένος [ksecoménos] (adj.) cor­
poración. tado, aislado, separado, apartado,
ξεθυμώνω [ksecimóno] (v.) desenfa­ ξεκουμπίζομαι [ksecumbídsome] (v.)
darse, reconciliarse. retirarse, alejarse, largarse, marchar­
ξεθωpιάζω[ksezoriádso](v.)decolorar(se), se.
desteñirse, despintar, blanquear, ξεκουμπώνω [ksecumbóno] (v.) des­
ξεθώριασμα [ksezóriasma] (n7n.) de- abrochar, desabotonar,
coloramiento, decoloración, deste­ ξεκούμπωτος [ksecúmbotos] (adj.)
ñido. desabrochado, desabotonado.

831
ξεκουράζω

ξεκουράζω [ksecurádso] (ν.) descan­ alargar(se), distanciar(se), irse,


sar, reposar, retirar, ξεμαλλιάζω [ksemaliádso] (v.) desca­
ξεκούραση [ksecúrasi] (nVf.) descan­ bellar, arrancar el pelo, sacar el pelo,
so, reposo, retiro, ξεμαλλιάρης [ksemaliáris] (adj.) 1: des­
ξεκούραστος [ksecúrastos] (adj.) des­ cabellado, 2: (coloq.) desarreglado,
cansado. ξεμανίκωτος [ksemanícotos] (adj.) sin
ξεκουρδίζω [ksecurdídso] (v.) desafi­ mangas.
nar, discordar, ξεμέθυστος [ksemécistos] (adj.) so­
ξεκούρδιστος [ksecúrdistos] (adj.) de­ brio.
safinado. ξεμεθώ [ksemezó] (v.) pasársele a
ξεκούτης [ksecútis] (adj.) tonto, bobo, uno la borrachera, desembriagar,
ξεκουτιαίνω [ksecutiéno] (v.) atontar, desemborrachar(se).
embobar. ξεμένω [kseméno] (v.) quedarse sin,
ξεκουφαίνω [ksecuféno] (v.) ensorde­ quedarse desamparado,
cer, volver sordo, aturdir, ξεμοναχιάζω [ksemonajiádso] (v.) ais­
ξεκρεμώ [ksecremó] (v.) descolgar, lar, arrinconar,
desenganchar, ξεμονάχιασμα [ksemonájiasma] (n7n.)
ξεκωλώνω [ksecolóno] (v.) (coloq.) aislamiento,
cansar mucho, agotar, extenuar, ξεμοντάρω [ksemondáro] (v.) des­
ξελαρυγγιάζομαι [kselariguiádsome] montar, desarmar,
(v.) gritar hasta quedarse ronco, ξεμπαρκάρισμα [ksebarcárisma] (n7n.)
ξελασπώνω [kselaspóno] (v.) 1:salvar, desembarque,
auxiliar, ayudar, apoyar, 2: aliviarse, ξεμπαρκάρω [ksebarcáro] (v.) desem­
ξελεπιάζω [kselepiádso] (v.) desca­ barcar.
mar. ξεμπέρδεμα [ksebérdema] (n7n.) des­
ξελέπισμα [kselépisma] (n7n.) desca­ enredo.
mación. ξεμπερδεύω [kseberdévo] (v.) 1: des­
ξελέω [kseléo] (v.) retractarse, revocar enredar, desenmarañar, desliar, des­
lo dicho. embrollar,
ξελιγώνω [kseligóno] (v.) pasar ham­ ξεμπλέκω [ksebléco] (v.) desenredar,
bre, agotar, desenmarañar, 2: revelar, aclarar una
ξελογιάζω [kseloguiádso] (v.) seducir, situación.
hechizar, encantar, ξεμπροστιάζω [ksebrostiádso] (v.) ex­
ξελόγιασμα [kselóguiasma] (n7n.) se­ poner, desenmascarar,
ducción, hechizo, encanto, ξεμυαλίζω [ksemialldso] (v.) desqui­
ξελογιαστής [kseloguiastís] (n./m.) ciar, trastornar, soliviantar,
seductor. ξεμυάλισμα [ksemiálisma] (nVn.) des­
ξελογιάστρα [kseloguiástra] (n./f.) se­ quiciamiento, trastorno,
ductora. ξεμυαλισμένος [ksemialisménos] (adj.)
ξεμαθαίνω [ksemacéno] (v.) olvidar, alocado, loco por, encaprichado, an­
desaprender, tojadizo.
ξέμακρα [ksémacra] (adv.) a distancia, ξεμυτίζω [ksemitídso] (v.) despuntar,
a lo lejos. aparecer(se), brotar,
ξεμακραίνω [ksemacréno] (v.) alejar(se), ξένα [kséna] (n./n.) pl. extranjero ·

832
ξεπεσμός

έφυγε στα ξένα- se ha ¡do al extran­ jero.


jero. ξενοφοβία [ksenofovía] (n./f.) xeno­
ξεναγός [ksenagós] (n./m.+f.) guía, fobia.
guador, conductor, ξεντερίζω [ksenderídso] (v.) destripar,
ξεναγώ [ksenagó] (v.) guiar, desentrañar,
ξενέρωτος [ksenérotos] (adj.) 1: so­ ξεντύνω [ksendíno] (v.) desnudar, des­
brio, 2: aguafiestas, vestir, quitar la ropa,
ξενία [ksenía] (nyf.) hospitalidad, ξέντυτος [ksénditos] (adj.) desnudo,
ξενίζω [ksenídso] (v.) sorprender, ξενύχτης [kseníjtis] (n./m.) trasnocha­
ξένιος [ksénios] (adj.) hospitalario · o dor, noctámbulo, juerguista,
ξένιος Δίας- Zeus hospitalario, ξενύχτι [kseníjti] (nyn.) trasnocho,
ξενικός [ksenicós] (adj.) extranjero, velada.
ξενιτεύομαι [ksenitévome] (v.) expa­ ξενυχτώ [ksenijtáo] (v.) trasnochar, ve­
triarse, emigrar, lar · ξενυχτώ στο προσκεφάλι του-
ξενιτιά [ksenitiá] (nyf.) extranjero, trasnochar a su lado,
ξενόγλωσσος [ksenóglosos] (adj.) de ξενώνας [ksenónas] (nym.) hospicio,
lengua extranjera, hostal, residencia, albergue juvenil,
ξενοδουλευτής [ksenoduleftís] (nym.) ξεπαγιάζω [ksepaguiádso] (v.) helar(se),
peón, obrero, jornalero, enfriarse, congelarse,
ξενοδοχειακός [ksenodojiacós] (adj.) ξεπαγώνω [ksepagóno] (v.) descon­
hotelero. gelar.
ξενοδοχείο [ksenodojío] (nyn.) hotel, ξεπαρθενεύω [kseparcenévo] (v.) des-
pensión, hostal, albergue, motel, virgar.
ξενοδόχος [ksenodójos] (nym.) hote­ ξεπαστρεύω [ksepastrévo] (v.) exter­
lero. minar, asesinar, matar,
ξενοιάζω [kseniádso] (v.) despreocu­ ξεπάτωμα [ksepátoma] (n./n.) 1: des­
parse, desentenderse, fonda, boquete, 2: (coloq.) cansancio,
ξένοιαστος [kséniastos] (adj.) des­ agotamiento,
preocupado, tranquilo, calmado, ξεπατώνω [ksepatóno] (v.) 1: desfon­
ξενοικιάζω [kseniquiádso] (v.) desal­ dar, abrir boquete, 2: (coloq.) cansar­
quilar, desarrendar, se, agotarse,
ξενοκοιμάμαι [ksenoquimáme] (v.) ξεπερασμένος [kseperasménos] (adj.)
dormir fuera de casa, anticuado, pasado de moda, fuera
ξενόκουμπα [ksenócuba] (nyn.) pl. de moda.
gemelos. ξεπερνώ [ksepernó] (v.) superar, exce­
ξένος [ksénos] (adj.) 1: extraño, ex­ der, sobrepasar, anteponer, aventa­
tranjero, forastero, foráneo, 2: des­ jar · ξεπερνώ τις δυσκολίες- superar
conocido, las dificultades · ξεπερνώ το όριο
ξενότροπος [ksenótropos] (adj.) ex­ ταχύτητας- sobrepasar el límite de
tranjero, estrafalario, velocidad · ξεπέρασε τους φόβους
ξενοφανής [ksenofanís] (adj.) no fami­ του- superó sus temores,
liar, extraño, ξεπεσμένος [ksepesménos] (adj.) de­
ξενόφερτος [ksenófertos] (adj.) ex­ caído, abatido, decadente,
tranjero, que ha venido del extran­ ξεπεσμός [ksepesmós] (nym.) 1: de-

833
ξεπεταρούδι

clive, decadencia, degradación, 2: ξέρα [kséra] (n./f.) escollo, islote,


humillación, ξεραΐλα [kseraíla] (n./f.) sequedad,
ξεπεταρούδι [ksepetarúdi] n. inexper­ aridez.
to, novato, principiante, ξεραίνω [kseréno] (v.) secar, desecar,
ξεπετώ [ksepetó] (v.) 1: brotar, amanar, ξερακιανός [kseraquianós] (adj.) lar­
2: (coloq.) acabar, terminar, guirucho, flaco, esquelético, delga­
ξεπέφτω [ksepéfto] (v.) degradar, re­ do.
bajarse, decaer, disminuir, ξέρασμα [ksérasma] (n7n.) vómito,
ξεπηδώ [ksepidó] (v.) saltar, ξερατό [kserató] (n./n.) vómito,
ξεπλάνεμα [kseplánema] (n7n.) se­ ξερίζωμα [kserídsoma] (n./n.) arran­
ducción, hechizo, que, arrancamiento, erradicación,
ξεπλανεύω [kseplanévo] (v.) seducir, ξεριζώνω [kseridsóno] (v.) arrancar,
sobornar, tentar, desarraigar,
ξεπλέκω [ksepléco] (v.) desenredar, ξερνώ [ksernó] (ν.) 1: vomitar, devol­
desliar, desenmarañar, ver, 2: (coloq.) descubrir, desvelar,
ξεπλένω [ksepléno] (v.) aclarar, enjua­ ξεροκαταπίνω [kserocatapíno] (v.)
gar. tragar en seco,
ξεπληρώνω [ksepliróno] (v.) pagar, ξεροκεφαλιά [kseroquefaliá] (n./f.)
liquidar, compensar, reembolsar · obstinación, terquedad,
ξεπληρώνω τα χρέη μου- pagar las ξεροκέφαλος [kseroquéfalos] (adj.)
deudas. terco, cabezota, testarudo, cabeza
ξέπλυμα [kséplima] (n7n.) 1: enjuage, cuadrada.
lavado, 2: (ropa) aclarado, 3: (dine­ ξεροκόμματο [kserocómato] (n7n.)
ro) liquidación · ξέπλυμα βρόμικου mendrugo,
χρήματος- liquidación de dinero ξερονήσι [kseronísi] (n./n.) isla desier­
ilegal. ta.
ξέπνοος [ksépnoos] (adj.) sin aliento, ξερός [kserós] (adj.) seco, desecado,
jadeante. reseco, áspero, árido · ξερός βήχας-
ξεποδαριάζω [ksepodariádso] (v.) fa­ tos seca · κάτω τα ξερά σου- ¡quítate
tigarse, cansarse de tanto andar, las manos!,
ξεπορτίζω [kseportídso] (v.) despedir, ξέρω [kséro] (ν.) 1: saber, 2: conocer ·
salir. το ξέρωΙ- ¡Lo sé! · Ξέρει τον Αλέξαν­
ξεπούλημα [ksepúlima] (n7n.) liqui­ δρο- conoce a Alejandro,
dación, saldo, ξεσελώνω [kseselóno] (v.) desensillar,
ξεπουλώ [ksepuló] (v.) 1: liquidar, mal­ ξεσηκωμός [ksesicomós] n. levanta­
vender, malbaratar, 2: traicionar, miento, alzamiento, sublevación,
ξεπουπουλιάζω [ksepupuliádso] (v.) motín.
desplumar, ξεσηκώνω [ksesicóno] (v.) levantar,
ξεπροβάλλω [kseproválo] (v.) apare­ sublevar, amotinar, soliviantar,
cer, presentarse, ξεσκαλίζω [ksescalídso] (v.) 1: des­
ξεπροβοδώ [kseprovodó] (v.) acom­ enterrar, desarraigar, 2: sacar algo a
pañar, escoltar, relucir.
ξερά [kserá] (adv.) secamente, en ξεσκαλώνω [ksescalóno] (v.) desgan-
seco. char.

834
ξεφυλλίζω

ξεσκάω [ksescáo] (ν.) 1: relejarse, 2: ξετρυπώνω [ksetripóno] (v.) desente­


divertirse, rrar, poner al descubierto, hallar,
ξεσκεπάζω [ksesquepádso] (ν.) 1: de­ ξετσίπωμα [ksetsípoma] (n./n.) inso­
stapar, desabrigar, 2: (coloq.) descu­ lencia, impudencia,
brir, revelar, ξετσιπωσιά [ksetsiposiá] (nyf.) inso­
ξεσκέπαστος [ksesquépastos] (adj.) des­ lencia, descaro, desvergüenza,
cubierto. ξετσίπωτος [ksetsípotos] (adj.) inso­
ξεσκίζω [ksesquídso] (v.) destrozar, lente, descarado, desvergonzado,
despedazar, rasgar, desgarrar, ξετυλίγω [ksetilígo] (v.) desenrollar,
ξεσκλαβώνω [ksesclavóno] (v.) liberar, desenvolver, desliar, desdoblar,
librar, emancipar, ξεφάντωμα [ksefándoma] n. festejo,
ξεσκονίζω [ksesconídso] (v.) desem­ juerga, jolgorio,
polvar, quitar el polvo, ξεφαντώνω [ksefandóno] (v.) festejar,
ξεσκονιστήρι [ksesconistíri] (nVn.) plu­ estar de juerga, ir de juerga,
mero. ξεφεύγω [ksefévgo] (v.) escapar(se),
ξεσκονόπανο [ksesconópano] (n./n.) escurrirse, escabullirse, eludir,
paño, trapo, ξεφλουδίζω [ksefludídso] (v.) pelar,
ξεσκούφωτος [ksescúfotos] (adj.) des- ξεφόρτωμα [ksefórtoma] (n./n.) des­
capuchado, descubierto, carga.
ξέσπασμα [kséspasma] (n./n.) estalli­ ξεφορτώνομαι [ksefortónome] (v.) des­
do, arranque, arrebato · ξέσπασμα hacerse de alguien/algo, librarse de
θυμού- arranque de cólera, alguien/algo,
ξεσπίτωμα [ksespítoma] (nVn.) des­ ξεφορτώνω [ksefortóno] (v.) descar­
alojamiento, expulsión, gar, quitar el cargo,
ξεσπιτώνω [ksespitóno] (v.) desalojar, ξεφούσκωμα [ksefúscoma] (n./n.) de­
echar de casa, flación.
ξεσπώ [ksespó] (v.) estallar, explotar, ξεφουσκώνω [ksefuscóno] (v.) des­
prorrumpir · ξέσπασε o θυμός του- hinchar, desinflar,
estalló en cólera, ξεφούσκωτος [ksefúscotos] (adj.) des­
ξεστομίζω [ksestomídso] (v.) pronun­ hinchado, desinflado,
ciar, proferir, ξέφραγος [kséfragkos] (adj.) abierto, sin
ξεστουπώνω [ksestupóno] (v.) desta­ barreras, descercado .
par. ξεφράζω [ksefrádso] (v.) desatascar,
ξεστρατίζω [ksestratídso] (v.) extra­ ξέφρενος [kséfrenos] (adj.) frenético,
viarse, vagar, ir sin rumbo fijo, des­ desenfrenado,
pistarse. ξεφτέρι [kseftéri] (adj.) 1: (Zoo!.) gavi­
ξεστραησμένος [ksestratisménos] (adj.) lán, 2: (coloq.) brillante, inteligente,
extraviado, ξέφτι [kséfti] (n7n.) hilacha,
ξέστρωτος [kséstrotos] (adj.) descu­ ξεφτίζω [kseftídso] (v.) deshilacharse.
bierto. ξεφτιλίζω [ksefltilídso] (v.) debatir, ra-
ξεσφίγγω [ksesfígko] (v.) soltar, des­ baja.
atar, aflojar, desapretar, ξεφτισμένος [kseftisménos] (adj.) raí­
ξετρελαίνω [ksetreléno] (v.) enloque­ do, deshilado,
cer, volver loco. ξεφυλλίζω [ksefilídso] (v.) hojear.

835
ξεφυσώ

ξεφυσώ [ksefísó] (ν.) resoplar, jadear, cación, distinción,


suspirar, resoltarse, ξεχωριστά [ksejoristá] (adj.) aparte,
ξεφύτρωμα [ksefítroma] (nVn.) germina­ por separado, separadamente,
ción. ξεχωριστός [ksejoristós] (adj.) particu­
ξεφυτρώνω [ksefitróno] (v.) germinar, lar, excepcional, especial, separado,
aparecer. ξεψαχνίζω [ksepsajnídso] (v.) escudripar,
ξεφωνητό [ksefonitó] (n./n.) grito, chi­ cribar, deshuesar,
llido, vocerío, alarido, chillido, ξεψάχνισμα [ksepsájnisma] (nVn.) es­
ξεφωνίζω [ksefonídso] (v.) gritar, chi­ crutinio.
llar, vociferar, clamorear, dar voces, ξεψειριάζω [ksepsiriádso] (v.) despio­
ξέφωτο [kséfoto] (n./n.) campo, claro, jar.
ξεχαρβάλωμα [ksejarváloma] (n7n.) de­ ξεψυχώ [ksepsijó] (v.) expirar, morir,
sorganización, desmoronamiento, ξηλώνω [ksilóno] (v.) descoser, deshil­
ξεχαρβαλώνω [ksejarvalóno] (v.) des­ vanar, deshacer,
organizar, desmoronar, desvencijar, ξημέρωμα [ksiméroma] (n./n.) ama­
ξεχασιάρης [ksejasiáris] (adj.) olvida­ necer, alba, madrugada, alborada,
dizo. albor.
ξεχειλίζω[ksejilídso](v.)desbordaΓ(se), ξημερώνει [ksimeróni] (v.) amanecer,
derramarse, rebosar, ξημερώνομαι [ksimerónome] (v.) ma­
ξεχείλισμα [ksejílísma] (n./n.) desbor­ drugar, amanecer,
damiento, derramamiento, derrame, ξηρά [ksírá] (n7f.) tierra firme,
ξεχειλώνω [ksejilóno] (v.) ensanchar­ ξηραίνω [ksiréno] (v.) secar, desecar,
se, dar de sí. ξηρασία [ksirasía] (n./f.) sequía, seque­
ξεχειμωνιάζω [ksejimoñádso] (v.) pa­ dad.
sar el invierno, invernar, ξηρός [ksirós] (adj.) seco, desecado, re­
ξεχνώ [ksejnó] (v.) olvidar, olvidarse seco, áspero · ξηρός οίνος- vino seco,
de algo, abandonar, ξηρότητα [ksirótita] (nVf.) sequedad,
ξεχορταριάζω [ksejortariádso] (v.) aridez.
desherbar, desyerbar, ξίγκι [ksígki] (n./n.) sebo, grasa de ani­
ξεχρεώνω [ksejreóno] (v.) liquidar, mal.
saldar, pagar, pagar hasta el último ξίδι [ksídi] (n./n.) vinagre,
céntimo. ξινάρι [ksinári] (n./n.) hacha,
ξεχτένιστος [ksejténistos] (adj.) des­ ξινίζω [ksinídso] (v.) avinagrar,
peinado. ξινίλα [ksíníla] (n./f.) sabor agrio, aci­
ξεχύνω [ksejíno] (v.) 1: asaltar, lanzar­ dez, agrura, acedía,
se, 2: desembocar, ξινόγαλο [ksinógalo] (n./n.) leche cua­
ξεχωνιάζω, ξεχώνω [ksejoniádso, kse- jada.
jóno] (v.) desenterrar, hallar, ξινόγλυκος [ksinóglicos] (adj.) agridul­
ξεχωρίζω [ksejorídso] (v.) 1: separar, ce.
alejar, apartar, 2: distinguir(se), de­ ξινόμηλο [ksinómilo] (n7n.) manzana
stacar · ξεχωρίζει για το ταλέντο agria.
του - destaca por su talento, ξινός [ksinós] (adj.) agrio, fuerte, áci­
ξεχώρισμα [ksejórisma] (n./n.) clasifi­ do, avinagrado · το φαγητό έχει ξινή
γεύση- la comida tiene un sabor áci-

836
ξυρίζω

do · (metáf.) μου βγήκε ξινό- ηο Ιο ξύλινος [ksílinos] (adj.) de madera, de


pasé bien, palo · ξύλινο αλογάκι- caballito de
ξιπασιά [ksipasiá] (n./f.) presunción, madera.
arrogancia, ξυλίζω [ksilídso] (v.) apalear, abofe­
ξιπασμένος [ksipasménos] (adj.) pre­ tear, pegar,
sumido, arrogante, engreído, ξύλο [ksílo] (nyn.) 1: madera, palo, ma­
ξιφασκία [ksifasquía] (n./f.) esgrima, dero, garrote, 2: (fuego) leña,
ξιφίας [ksifías] (n./m.) pez espada, ξυλογραφία [ksilografía] (nyf.) xilogra­
ξιφίδιο [ksifídio] (nyn.) espada, fía, arte de grabar en madera,
ξιφολόγχη [ksifológji] (nyn.) bayone­ ξυλοκέρατο [ksiloquérato] (n./n.) al­
ta. garrobo.
ξιφομαχία [ksifomajía] (n./f.) duelo a ξυλοκόπημα [ksilocópima] (nyn.) pa­
espada. liza, zurra, tunda,
ξιφομάχος [ksifomájos] (n./m.) espa­ ξυλοκόπος [ksilocópos] (nym.) leña­
dachín. dor.
ξιφομαχώ [ksifomajó] (v.) batirse en ξυλοκοπώ [ksilocopó] (v.) pegar, zu­
duelo a espada, esgrimir, rrar, apealear.
ξίφος [ksífos] (n./n.) espada, sable, ξυλόκοτα [ksilócota] (nyf.) agachadi­
florete. za, chocha,
ξιφουλκώ [ksifulcó] (v.) desenvainar, ξυλόσφυρο [ksilósfiro] (nyn.) mazo,
ξόανο [ksóano] (n./n.) 1: estatua de ξυλουργείο [ksilurguío] (nyn.) carpi­
madera, ídolo 2: (coloq.) tonto, es­ ntería.
túpido. ξυλουργός [ksilurgós] (nym.) carpi­
ξόβεργα [ksóverga] (nyf.) varilla, ntero.
ξοδεύω [ksodévo] (v.) gastar, malgas­ ξυλόφωνο [ksilófono] (nyn.) xilófono,
tar, consumir, ξύνω [ksíno] (v.) rascar(se), raspar,
ξόδι [ksódi] (n./n.) lamento, raer.
ξόμπλι [ksómbli] (nyn.) volante, ξύπνημα [ksípnima] (n./n.) despertar
ξοπίσω [ksopíso] (adv.) detrás · έτρεχε • το πρωινό ξύπνημα- el despertar
ξοπίσω του- estaba corriendo detrás por la mañana,
de él. ξυπνητήρι [ksipnitíri] (nyn.) despe­
ξόρκι [ksórqui] (nyn.) conjuro, enca­ rtador.
nto, encantación, hechizo · έλυσε τα ξύπνιος [ksípnios] (adj.) despierto,
ξόρκια- deshizo el hechizo, desvelado, despabilado, listo,
ξοφλημένος [ksofliménos] (adj.) aca­ ξυπνώ [ksipnó] (v.) despertar(se),
bado, pagado, malparado, levantar(se) del sueño, despabilar(se).
ξυλάδικο [ksiládico] (nyn.) maderería, ξυπόλυτος [ksipólitos] (adj.) descalzo,
ξυλάνθρακας [ksilánzracas] (n/m.) carbón ξυραφάκι [ksirafáqui] (nyn.) navaja de
de madera, carbón de leña, carbón afeitar.
vegetal. ξυράφι [ksiráfi] (n./n.) navaja, cuchilla,
ξυλεία [ksilía] (nyf.) madera de con­ ξυρίζομαι [ksirídsome] (v.) 1: afeitarse,
strucción, 2: (mujeres) depilarse,
ξυλιά [ksiliá] (n./f.) palo, garrotazo, es­ ξυρίζω [ksirídso] (v.) afeitar, rapar, ra­
tacazo. surar.

837
ξύρισμα

ξύρισμα [ksírisma] (η./η.) afeitado,


ξύσιμο [ksísimo] (ηΛι.) rascadura, ras­
padura, raedura, arañazo,
ξύσμα [ksísma] (n./n.) rascadura, ra­
lladura.
ξυστά [ksistá] (adv.) superficialmente ·
περνώ ξυστά- pasar muy cerca,
ξύστρα [ksístra] (n./f.) sacapuntas,
ξυστρίζω [ksistrídso] (v.) 1: peinar, al­
mohazar 2: (caballos) almohazar,
ξώπετσα [ksópetsa] (adv.) superficial­
mente.
ξωτικό [ksoticó] (nVn.) duende.

838
uso.
οδηγός [odigós] (n7m.) conductor,
O, o [ómicron] (nVn.) decimoquinta guía.
letra del alfabeto griego, οδηγώ [odigó] (v.) conducir, guiar, lle­
o, η, το [o, i, to] articulo determinado var, dirigir,
mase, el, la, lo. οδικός [odicós] (adj.) vehicular, vial,
όαση [óasi] (nVf.) oasis, de carreteras, de caminos · οδικό
οβελίας [ovelías] (n7m.) cordero, δίκτυο- red de carreteras · οδική κυ­
οβελίζω [ovelídso] (v.) espetar, κλοφορία· circulación vehicular,
οβελίσκος [ovelíscos] (n7m.) obeli­ οδογέφυρα [odoguéfira] (nVf.) viaduc­
sco. to.
οβίδα [ovída] (nyf.) proyectil, obús, gra­ οδοιπορία [odiporía] (n7f.) marcha,
nada. viaje, caminata, peregrinación,
οβιδοβόλο [obidovólo] (n./n.) obús, οδοιπόρος [odipóros] (nVm.+f.) cami­
ογδοηκοστός [ogdoicostós] (adj.) oc­ nante, viajero, peregrino,
togésimo, οδοιπορώ [odiporó] (v.) caminar, an­
ογδόντα [ogdónda] (núm.) ochenta, dar, viajar, peregrinar,
ογδοντάρης [ogdondáris] (adj.) octo­ οδοκαθαριστής [odocazaristís] (nVm.)
genario, barrendero,
όγδοος [ógdoos] (adj.) octavo, οδομαχία [odomajía] (n./f.) disturbio,
ογκανίζω [ogkanídso] (v.) rebuznar, οδοντάγρα [odondágra] (n./f.) fór­
roznarse, triturar, ceps, pinzas,
ογκόλιθος [ogkólizos] (n./m.) bloque οδονταλγία [odontalguía] (n./f.) dolor
de piedra, roca grande, de muela,
ογκολογία [ogkologuía] (n./f.) onco­ οδοντιατρείο [odondiatrío] (n./n.) con­
logía. sultorio dental,
ογκόπαγος [ogkópagos] (n./m.) ice­ οδοντιατρική [odondiatriquí] (n7f.)
berg. odontología,
όγκος [ógkos] (n./m.) 1: volumen, bul­ οδοντίατρος [odondíatros] (n./m.+f.)
to, masa, 2: (Med.) tumor, dentista.
ογκώδης [ogkódis] (adj.) voluminoso, οδοντικός [odondicós] (adj.) dental,
abultado, dentario · οδοντικό νήμα- hilo den­
όγκωμα [ógkoma] (n./n.) hinchazón, tal.
ογκώνομαι [ogkónome] (v.) hinchar­ οδοντίνη [odontíni] (n./f.) dentina,
se, abultar, οδοντόβουρτσα [odondóvurtsa]
οδεύω [odévo] (v.) proceder, avanzar, (n./f.) cepillo de dientes,
adelantar, dirigirse a, ir rumbo, οδοντογλυφίδα [odondoglifída] (n./f.)
οδήγηση [odíguisi] (n./f.) conducción, mondadientes, palillo de dientes,
οδηγητής [odiguitís] (n7m.) líder, guía, οδοντολογία [odondologuía] (n7f.)
οδηγία [odiguía] (n7f.) instrucción, lí­ odontología,
nea directiva · δίνω οδηγίες- a) dar οδοντόπαστα [odondópasta] (n./f.)
instrucciones, b) guiar · ακολουθώ pasta de dientes, dentífrico,
τις οδηγίες- seguir las instrucciones οδοντόπονος [odondóponos] (nVm.)
• οδηγίες χρήσης- instrucciones de dolor de muelas.

839
οδοντοστοιχία

οδοντοστοιχία [odondostijía] (η Λ ) οικειοποιούμαι [iquiopiúme] (v.) usur­


dentadura · τεχνητή οδοντοστοι­ par, apropiarse (de), adueñarse,
χία- dentadura artificial, οικείος [iquíos] (adj.) familiar, íntimo,
οδοντοφυΐα [odondofiía] (nyf.) den­ propio.
tición. οικειότητα [iquiótita] (n./f.) familiari­
οδόντωμα [odóndoma] (n./n.) dentí­ dad, intimidad,
culo, incisión, οικειούμαι [iquiúme] (v.) familiarizar­
οδοντωτός [odondotós] (adj.) denta­ se.
do, dentellado · οδοντωτός τροχός- οίκημα [íquima] (ηΛι.) vivienda, resi­
rueda dentada, dencia, morada,
οδός [odós] (n7f.) calle, carretera, vía, οικήσιμος [¡quisimos] (adj.) habitable,
camino. οίκηση [íquisi] (n./f.) habitación,
οδόστρωμα [odóstroma] (η Λ .) pavi­ οικία [iquía] (n./f.) casa, vivienda, ho­
mento, calzada, gar.
οδοστρωτήρας [odostrotíras] (n./m.) οικιακά [íquiacá] (nVn.) pl. tareas do­
apisonadora, mésticas.
οδόφραγμα [odófragma] (ηΛι.) ba­ οικιακός [iquiacós] (adj.) de la casa,
rricada. doméstico · οικιακής χρήσης- de
οδύνη [odíni] (n./f.) dolor, sufrimiento, uso doméstico* οικιακή βοηθός-
pena, aflicción, criada.
οδυνηρός [odinirós] (adj.) doloroso, οικίζω [iquídso] (v.) colonizar,
penoso. οικίσκος [iquíscos] (ηΛη.) casita,
οδυρμός [odirmós] (n./m.) lamento, οικισμός [iquismós] (ηΛη.) aldea, pue­
οδύρομαι [odírome] (v.) gemir, lamen­ blo, poblado,
tarse (de), plañir, οικιστής [iquistís] (ηΛη.) colono, co­
όζον [ódson] (n./n.) (Quím.) ozono, lonizador,
όζος [ódsos] (nVm.) nudo en el árbol οικογένεια [icoguénia] (ηΛ.) familia ·
o la madera, κάνω οικογένεια- tener familia,
όζω [ódso] (v.) heder, apestar, οικογενειακά [icogueniacá] (adv.) en
όθεν [ócen] (adv.) así, entonces, en familia.
consecuencia, οικογενειακός [icogueniacós] (adj.)
οθόνη [ozóni] (ηΛ.) pantalla, familiar, de familia,
οθωμανικός [ozomanicós] (adj.) oto­ οικογενειάρχης [icogueniárjis] (ηΛη.)
mano, turco. padre de familia,
01 [i] (artículo determinado masculino) οικοδέσποινα [icodéspina] (η Λ ) se­
pl. los. ñora de la casa, ama de casa,
οίδημα [ídima] (n./n.) hinchazón, in­ οικοδεσπότης [icodespótis] (ηΛη.)
flamación, bulto · πνευμονικό οίδη­ señor de la casa,
μα- inflamación pulmonial. οικοδίαιτος [icodíetos] (adj.) dome­
οικειοθελώς [iquiocelós] (adv.) con sticado.
mucho gusto, libremente, volunta­ οικοδομή [icodomí] (ηΛ.) constru­
riamente. cción, obra, edificio, estructura ·
οικειοποίηση [iquiopíisi] (n./f.) usur­ δουλεύει στην οικοδομή- trabaja en
pación, apropiación. la construcción.

840
οινοπνευματικός

οικοδόμημα [icodómima] n. edificio, οικοπεδοφάγος [icopedofágos] (n./m.)


οικοδόμηση [icodómisi] (n./f.) edifica­ apropiador de tierras,
ción, construcción, οίκος [icos] (n./m.) casa,
οικοδομικός [icodomicós] (adj.) de οικόσημο [icósimo] (n./n.) escudo,
construcción · οικοδομικά υλικά- οικοσημολογία [icosimologuía] (n./f.)
materiales de construcción · οικο­ heráldica,
δομικό τετράγωνο- bloque de con­ οικοσκευή [icosqueví] (nyf.) mueble,
strucción, οικοστολή [icostolí] (nyf.) uniforme,
οικοδόμος [icodómos] (n./m.) con­ οικοσύστημα [icosístima] (n./n.) eco­
structor, albañil, sistema.
οικοδομώ [icodomó] (v.) edificar, con­ οικοτεχνία [icotejnía] (n./f.) artesanía
struir. doméstica,
οικοκυρά [icoquirá] (nyf.) ama de casa, οικοτροφείο [icotrofío] (nyn.) inter­
οικοκυρική [icoquiriquí] (n./f.) traba­ nado.
jos domésticos, gestión interna, οικότροφος [icótrofos] (n./m.+f.) in­
οικολογία [icologuía] (n./f.) ecología, terno.
οικολογικός [icologuicós] (adj.) eco­ οικουμένη [icuméni] (n./f.) universo,
lógico · οικολογικά προϊόντα- pro­ mundo.
ductos ecológicos, οικουμενικός [icumenicós] (adj.) uni­
οικολόγος [icológos] (nym.) ecolo­ versal, ecuménico · Οικουμενική Σύ­
gista. νοδος- Concilio ecuménico · οικουμε­
οικονομημένος [iconomiménos] (adj.) νική κυβέρνηση- gobierno universal,
acomodado, οικτιρμός [ictirmós] (nym.) compa­
οικονομία [iconomía] (n/f.) economía, sión, conmiseración,
ahorro · κάνω οικονομία- ahorrar · οίκτος [íctos] (nym.) lástima, piedad,
Υπουργείο Οικονομικών- Ministerio compasión, misericordia,
de Fianzas, οικτρός [ictrós] (adj.) lamentable, la­
οικονομικά [iconomicá] 1: (nyn.) pl. stimoso, deplorable,
finanzas, economía, 2: (adv.) econó­ οικώ [icó] (v.) habitar, residir, vivir,
micamente, οιμωγή [imoguí] (n./f.) gemido, la­
οικονομικός [iconomicós] (adj.) eco­ mento.
nómico, barato, rentable «αντιμετω­ οιναποθήκη [inapocíqui] (n./f.) bode­
πίζω οικονομικό πρόβλημα- afron­ ga.
tar problemas económicos, οινολογία [inologuía] (n./f.) enología,
οικονομολογία [iconomologuía] (nyf.) οινολόγος [inológos] (n./m.) enólogo,
economía, οινοπαραγωγή [inoparagoguí] (nyf.)
οικονομολόγος [iconomológos] (n./ vinicultura,
m.+f.) economista, οινοπαραγωγικός [inoparagoguicós]
οικονόμος [iconómos] (n./m.+f.) ma­ (adj.) vinícola,
yordomo, οινοπαραγωγός [inoparagogós] (nym.)
οικονομώ [iconomó] (v.) economizar, vinicultor.
ahorrar. οινόπνευμα [inópnevma] (n./n.) alco­
οικόπεδο [icópedo] (n./n.) terreno, so­ hol.
lar, parcela. οινοπνευματικός [inopnevmaticós]

841
οινοπνευματόμετρο

(adj.) alcohólico, que contiene al­ cientos.


cohol. οκτακοσιοστός [octacosiostós] (adj.)
οινοπνευματόμετρο [inopnevmató- octingentésimo.
metro] (n7n.) alcoholímetro, οκτώ [octó] (núm.) ocho.
οινοπνευματοποιείο [inopevmatopiío] Οκτώβριος [octóvrios] (n«/m.) octu­
(n7n.) destilería, bre.
οινοπνευματοποιός [inopnevmatopiós] ολάκερος [oláqueros] (adj.) entero,
(n^m.) destilero. completo, total,
οινοπνευματοπωλε(ο [inopnevmato- όλβιος [ólvios] (adj.) próspero, rico,
polío] (n7n.) licorería. afortunado,
οινοπνευματώδης [inopnevmatódis] όλβος [ólvos] (nVm.) prosperidad, ri­
(adj.) alcohólico, queza, fortuna,
οινοποίηση [inopíisi] (nVf.) vinifica­ ολέθριος [olézrios] (adj.) desastroso,
ción. nefasto, fatal, funesto, catastrófico ·
οινοπωλείο [inopolío] (n7n.) taberna, ολέθριες συνέπειες- consecuencias
bodega, catastróficas,
οίνος [ínos] (nVm.) vino, όλεθρος [ólezros] (n./m.) desastre, rui­
οιονεί [ioní] (adv.) cuasi, como si, a na, perdición, catástrofe, calamidad,
manera de. ολιγάρκεια [oligárquia] (nyf.) mode­
οισοφάγος [isofágos] (nym.) esófago, ración, sobriedad, austeridad,
οιστρηλατώ [istrilató] (v.) excitar, in­ ολιγαρκής [oligarquís] (adj.) modera­
spirar. do, sobrio, austero,
οίστρος [ístros] (n7m.) estro, inspira­ ολιγαρχία [oligarjía] (nyf.) oligarquía,
ción. ολιγοδάπανος [oligodápanos] (adj.)
οιωνίζομαι [ionídsome] (v.) presagiar, 1: barato, 2: que gasta poco,
prever. ολιγόκαρδος [oligócardos] (adj.) co­
οιωνός [ionós] (nVm.) augurio, presa­ barde.
gio, auspicio, ολιγολογία [oligologuía] (nVf.) tacitur­
οκλαδόν [ocladón] (adv.) en cuclillas nidad, concisión,
• κάθομαι οκλαδόν- sentarse en cu­ ολιγόλογος [ologólogos] (adj.) taci­
clillas. turno, lacónico, de pocas palabras,
οκνεύω [ocnévo] (v.) holgazanear, ολιγομελής [oligomelís] (adj.) que
aflojarse. consiste de pocos miembros · ολιγο­
οκνηρία [ocniría] (nVf.) pereza, holga­ μελής ορχήστρα- orquesta de pocos
zanería, flojera, miembros · ολιγομελής οικογένεια-
οκνηρός [ocnirós] (adj.) perezoso, hol­ familia de pocos miembros,
gazán, flojo, vago, haragán, ολιγοπιστία [oligopistía] (nVf.) incre­
οκτάβα [octáva] (n7f.) (Mús.) octava, dulidad.
οκταγωνικός [octagonicós] (adj.) oc­ ολιγόπιστος [oligópistos] (adj.) incré­
tagonal. dulo.
οκτάγωνο [octágono] (n./n.) octágo­ ολίγος [olígos] (adj.) pequeño, poco,
no. ολιγωρία [oligoría] (nVf.) negligencia,
οκτάεδρο [octáedro] (nVn.) octaedro, indiferencia, apatía,
οκτακόσια [octacósia] (adj.) pl. ocho­ ολιγωρώ [oligoró] (v.) faltar (a), ser in­

842
όλος

diferente, desinteresarse, ολοκληρία [olocliría] (n7f.) integridad,


ολικά [olicá] (ad(v.)) totalmente, com­ totalidad.
pletamente, ολόκληρος [olócliros] (adj.) entero,
ολικός [olicós] (adj.) total, entero, total, íntegro, completo,
completo, íntegro · ολική νάρκω­ ολοκλήρωμα [oloclíroma] (nVn.)
ση- anestesia total · ολική έκλειψη- (Mat.) cálculo integral,
eclipse total, ολοκληρώνω [olocliróno] (v.) comple­
ολισθαίνω [oliscéno] (v.) resbalar, des­ tar, terminar, acabar, consumar,
lizarse. ολοκλήρωση [oloclírosi] (n./f.) conclu­
ολίσθημα [olíscima] (nVn.) resbalón, sión, terminación, fin, consumación,
desliz. ολοκληρωτικός [olocliroticós] (adj.)
ολισθηρός [oliscirós] (adj.) resbaladizo totalitario, total, integral · ολοκλη­
• ολισθηρό πεζοδρόμιο- acera resba­ ρωτική καταστροφή- desastre total,
ladiza. ολοκληρωτισμός [oloclirotismós] (n7m.)
ολκή [olquí] (n7f.) tracción, calibre, totalitarismo,
ολμοβόλο [olmovólo] (nVn.) obús, ολόλαμπρος [olólambros] (adj.) res­
όλο [ólo] 1: (n./n.) todo, 2: (adv.) siem­ plandeciente,
pre · όλο λόγια είσαιΙ- tú siempre ολόλευκος [olólefcos] (adj.) totalme­
fanfarrón, nte blanco,
ολόγερος [ológueros] (adj.) intacto, ολολυγμός [ololigmós] (n7m.) gemi­
ολόγιομος [ológuiomos] (adj.) lleno, do, lamento,
pleno, completo · ολόγιομο φεγγά­ ολόμαλλος [olómalos] (adj.) de lana
ρι- luna llena, pura.
ολογράφως [olográfos] (adv.) de puño ολόμαυρος [olómavros] (adj.) total­
y letra · υπογράφω ολογράφως- fir­ mente negro,
mar de puño y letra, ολομέλεια [olomélia] (n7f.) pleno, to­
ολόγυμνος [ológuimnos] (adj.) total­ talidad · ολομέλεια της Βουλής- Par­
mente desnudo, lamento en pleno,
ολόγυρα [ológuira] (adv.) alrededor, ολομερής [olomerís] (adj.) completo,
por todas partes, entero.
ολοένα [oloéna] (adv.) siempre, ολομέταξος [olométaksos] (adj.) de
ολοζώντανος [olodsóndanos] (adj.) seda.
lleno de vida, tal cual, ολομόναχος [olomónajos] (adj.) total­
ολόιδιος [olóidios] (adj.) idéntico, mente solo,
ολόισια [olóisia] (adv.) derecho, direc­ ολονυχτία [olonijtía] (nVf.) vigilia,
tamente, todo recto, ολονύχτιος [oloníjtios] (adj.) noctu­
ολόισιος [olóisios] (adj.) recto, dere­ rno, durante la noche, de la noche a la
cho. mañana · ολονύχτιες διαβουλεύσεις-
ολοκάθαρος [olocázaros] (adj.) nítido, consultas/negociaciones nocturnas,
perfectamente limpio, puro ολοπρόθυμος [oloprócimos] (adj.) de
ολοκαίνουριος [oloquénurguios] (adj.) buena voluntad, complaciente,
totalmente nuevo, ολόρθος [olórzos] (adj.) erecto, de pie,
ολοκαύτωμα [olocáftoma] (nVn.) ho­ levantado,
locausto. όλος [ólos] (adj.) todo, entero.

843
ολοσχερής

ολοσχερής [olosjerís] (adj.) entero, pletamente, totalmente, nada, en


total. absoluto.
ολοσχερώς [olosjerós] (adv.) total­ ομάδα [omáda] (n./f.) 1: (deporte)
mente, completamente, equipo, 2: conjunto, grupo, colecti­
ολόσωμος [olósomos] (adj.) de cuer­ vo, 3: (de mala fama) facción,
po entero · ολόσωμο μαγιό- baña­ ομαδικά [omadicá] (adv.) en conjunto,
dor de cuerpo entero, conjuntamente, colectivamente,
ολοταχώς [olotajós] (adv.) rápidame­ ομαδικός [omadicós] (adj.) conjunto,
nte, a toda velocidad, colectivo · ομαδικό άθλημα- depor­
ολότελα [olótela] (adv.) completame­ te colectivo,
nte, totalmente, enteramente, del ομαδοποίηση [omadopíisi] (nVf.) co­
todo. lectividad,
ολότητα [olótita] (n./f.) totalidad, in­ ομαλά [omalá] (adv.) regularmente,
tegridad. normalmente,
ολούθε [olúce] (adv.) por todas partes, ομαλοποίηση [omalopíisi] (nVf.) nor­
por todos lados, malización, regularízación.
ολοφάνερα [olofánera] (adv.) evide­ ομαλοποιώ [omalopió] (v.) normali-
ntemente, e manera clara, zar.
ολοφάνερος [olofáneros] (adj.) evi­ ομαλός [omalós] (adj.) 1: regular, nor­
dente. mal, correcto, 2: (terreno) llano · ομα­
ολοφυρμός [olofirmós] (nVm.) lame­ λή προσγείωση- aterrizaje normal ·
ntación. ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων-
ολοφύρομαι [olofírome] (v.) lame­ correcta realización de la prueba,
ntarse. ομαλότητα [omalótita] (n./f.) regulari­
ολόφωτος [olófotos] (adj.) luminoso, dad, normalidad,
iluminado, alumbrado, brillante, όμβριος [ómvrios] (adj.) pluvial, lluvio­
ολόχαρος [olójaros] (adj.) alegre, lleno so · όμβρια ύδατα- aguas pluviales,
de alegría, ομελέτα [omeléta] (n7f.) tortilla,
ολόχρυσος [olójrisos] (adj.) de oro puro, ομήγυρη [omíguiri] (nyf.) asamblea,
totalmente dorado, compañía, reunión,
ολόψυχα [olópsija] (adv.) de todo co­ όμηρος [ómiros] (nVm.+f.) rehén ·
razón · σου εύχομαι ολόψυχα καλή Όμηρος- Homero,
εππυχίαΙ- te deseo, de todo corazón, ομιλητής [omilitís] (n7m.) conferen­
¡mucha suerte!, ciante, orador, disertante, locutor,
ολόψυχος [olópsijos] (adj.) total, cor­ ομιλητικός [omiliticós] (adj.) habla­
dial. dor, conversador, parlanchín,
ολυμπιάδα [olimbiáda] (n7f.) olim­ ομιλητικότητα [omiliticótita] (nyf.) afa­
píada. bilidad.
ολυμπιακός [olimbiacós] (adj.) olím­ ομιλία [omilía] (nVf.) conferencia, dis­
pico · Ολυμπιακοί Αγώνες- Juegos curso, conversación, habla, homilía,
Olímpicos, όμιλος [ómilos] (nVm.) grupo, club,
ολυμπιονίκης [olimbioníquis] (n7m.+f.) ομιλουμένη [omiluméni] (n./f.) verná­
campeón olímpico, culo, lenguaje coloquial,
ολωσδιόλου [olosdiólu] (adv.) com­ ομιλώ [omiló] (v.) hablar, conversar,

844
ομότιμος

charlar. ομοιότητα [omiótita] (n./f.) semejan­


ομίχλη [omíjli] (nVf.) 1: niebla, neblina, za, similitud, parecido,
2: bruma. ομοίωμα [omíoma] (n./n.) reprodu­
ομιχλώδης [omijlódis] (adj.) 1: nebu­ cción, copia, imitación, efigie,
loso, 2: brumoso, ομοίως [omíos] (adv.) igualmente, lo
ομοβροντία [omovrondía] (nyf.) sal­ mismo.
va, aprobación, aclaración, ομοίωση [omíosi] (n7f.) imagen, simi­
ομογάλακτος [omogálactos] (adj.) her­ litud.
mano de leche, ομόκεντρος [omóquendros] (adj.) co­
ομογένεια [omoguénia] (n7f.) homo­ ncéntrico.
geneidad, ομολογία [omologuía] (nVf.) confe­
ομογενής [omoguenís] (adj.) homo­ sión, declaración,
géneo, de la misma raza, ομόλογο [omólogo] (nVn.) bono,
ομόγλωσσος [omóglosos] (adj.) que ομόλογος [omólogos] (adj.) homólo­
habla el mismo idioma, go.
ομοεθνής [omoeznís] (adj.) compa­ ομολογουμένως [omologuménos]
triota. (adv.) sin duda, sin disputa,
ομοειδής [omoidís] (adj.) de la misma ομολογώ [omologó] (ν.) 1: confesar,
especie. declarar, 2: reconocer, aceptar,
ομόθρησκος [omózriscos] (adj.) de la ομόνοια [omónia] (nVf.) concordia,
misma religión, όμορος [ómoros] (adj.) vecino, conti­
ομοθυμία [omocimla] (nyf.) unanimi­ guo (a), limítrofe · όμορα κράτη- na­
dad. ciones limítrofes,
ομόθυμος [omócimos] (adj.) unáni­ ομόρρυθμος [omórizmos] (adj.) uni­
me. forme, semejante · ομόρρυθμη εται­
όμοια [ómia] (adv.) igualmente, ρεία- empresa limitada,
ομοιογενής [omioguenís] (adj.) ho­ ομορρυθμία [omorizmía] (nVf.) inifor-
mogéneo, midad.
ομοιόθερμος [omiócermos] (adj.) de ομορφαίνω [omorféno] (v.) embelle­
temperatura constante, cer.
ομοιοκαταληκτώ [omoicatalictó] (v.) ομορφιά [omorfiá] (n./f.) belleza, her­
rimar. mosura.
ομοιοκαταληξία [omiocataliksía] (n7f.) όμορφος [ómorfos] (adj.) bello, her­
rima. moso, bonito, guapo, apuesto, bo­
ομοιομορφία [omiomorfía] (n./f.) uni­ nito.
formidad, homogeneidad, ομοσπονδία [omospondía] (nyf.) fe­
ομοιόμορφος [omiómorfos] (adj.) deración, confederación, unión,
uniforme, homogéneo, ομοσπονδιακός [omospondiacós] (adj.)
ομοιοπαθητική [omiopacitiquí](n7f.) federal · ομοσπονδιακό κράτος- na­
homeopatía, ción federal,
ομοιοπαθητικός [omiopaciticó] (adj.) ομόσπονδος [omóspondos] (adj.) fe­
homeopático, derativo, confederado,
όμοιος [ómios] (adj.) semejante, simi­ ομότιμος [omótimos] (adj.) 1: equi­
lar, igual, idéntico. valente, igual, 2: emérito · ομότιμος

845
ομοφροσύνη

καθηγητής- profesor emérito, sueño.


ομοφροσύνη [omofrosíni] (n./f.) una­ ονειροπόλος [oniropólos] (adj.) soña­
nimidad. dor, iluso.
ομόφρων [omófron] (adj.) unánime, ονειροπολώ [oniropoló] (v.) soñar, ha­
ομοφυλία [omofilía] (n./f.) de la mis­ cerse ilusiones,
ma raza. ονειρώδης [oniródis] (adj.) de ensue­
ομοφυλόφιλος [omofilófilos] (adj.) ño, divino,
homosexual, invertido, ονείρωξη [oníroksi] (n./f.) polución
ομόφωνα [omófona] (adv.) unánime­ nocturna.
mente, por unanimidad, όνομα [ónoma] (n./n.) nombre, re­
ομοφωνία [omofonía] (n./f.) unanimi­ nombre, fama,
dad, acuerdo unánime, ονομάζω [onomádso] (v.) nombrar,
ομόφωνος [omófonos] (adj.) unáni­ llamar, denominar, designar,
me · ομόφωνη απόφαση- decisión ονομασία [onomasía] (n./f.) nombre,
unánime. denominación, designación,
ομπρέλα [ombréla] (nyf.) 1: (lluvia) pa­ ονομαστική [onomastiquí] (nyf.)
raguas, 2: (sol/luz) quitasol, (Gram.) nominativo,
ομφάλιος [omfálios] (adj.) umbilical · ονομαστικός [onomásticos] (adj.) 1:
ομφάλιος Αωρος-cordón umbilical, onomástico, 2: nominal · ονομαστι­
ομφαλός [omfalós] (n./m.) ombligo, κή εορτή- fiesta onomástica · ονο­
ομώνυμος [omónimos] (adj.) homóni­ μαστική ψηφοφορία- voto nominal
mo, tocayo, • ονομαστική αξία- valor nominal,
όμως [ómos] (conj.) pero, sino, sin em­ ονομαστός [onomastós] (adj.) renom­
bargo, no obstante, brado, famoso,
ov [on] (nVn.) criatura, ser, existencia · ονοματεπώνυμο [onomatepónimo]
όντα- seres, criaturas, (n7n.) nombre y apellido(s).
ονειδίζω [onidídso] (v.) insultar, cen­ ονοματίζω [onomatídso] (v.) nombrar,
surar, reprochar, poner nombre (a), denominar,
ονειδισμός [onidismós] (n./m.) insul­ ονοματικός [onomaticós] (adj.) (Gram.)
to, censura, reproche, nominal.
όνειδος [ónidos] (n7n.) desgracia, ver­ ονοματοθεσία [onomatocesía] (n./f.)
güenza, ingominia, deshonra, nombramiento, denominación,
ονειρεμένος [onireménos] (adj.) 1: ονοματολογία [onomatologuía] (n./f.)
onírico, 2: celestial, divino, excelente, nomenclatura,
perfecto, maravilloso, ονοματοποιία [onomatopiía] (η Λ )
ονειρεύομαι [onirévome] (v.) soñar onomatopeya.
(con) · ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου- οντότητα [ondótita] (n./f.) entidad,
soñé con mi abuela · ονειρεύεται va ser.
γίνει γιατρός- sueña con ser médico, όντως [óndos] (adv.) verdaderamente,
ονειρικός [oniricós] (adj.) onírico, ima­ efectivamente,
ginario, divino, de sueño, οξεία [oksía] (nVf.) tilde, acento orto­
όνειρο [óniro] (n7n.) sueño, ensueño, gráfico, acento agudo,
ilusión. οξείδιο [oksídio] (n./n.) óxido,
ονειροπόληση [oniropólisi] (n./f.) en­ οξειδώνω [oksidóno] (v.) oxidar.

846
οποίος

οξείδωση [oksídosi] (nVf.) oxidación, οξύφωνος [oksífonos] (adj.) de voz


οξιά [oksiá] (n./f.) haya, aguda.
οξικός [oksicós] (adj.) acético, οπαδός [opadós] (adj.) partidario, se­
όξινος [óksinos] (adj.) ácido, agrio · guidor, adepto,
όξινη βροχή- lluvia ácida. όπερα [ópera] (n./f.) ópera,
οξύ [oksí] (n./n.) ácido · λιπαρά οξέα- οπερέτα [operéta] (n./f.) opereta,
ácido graso · ανθρακικό οξύ- ácido οπή [opí] (n./f.) orificio, hueco, aguje­
carbónico · ουρικό οξύ- ácido úrico, ro.
οξύαυλος [oksíavlos] (n7m.) (Mús.) όπισθεν [ópiscen] (adv.) detrás, atrás,
clarinete. όπισθεν [ópiscen] (n./f.) marcha atrás,
οξύγαλα [oksígala] (n./n.) leche agria, οπίσθια [opíscia] (n./n.) pl. nalgas,
οξυγόνο [oksigóno] (nVn.) oxígeno, trasero.
οξυγονοκόλληση [oksigonocólisi] (nVf.) οπίσθιος [opíscios] (adj.) de atrás,
soldadura, posterior, trasero,
οξυγονούχος [oksigonújos] (adj.) oxi­ οπισθογραφώ [opiszografó] (v.) firmar
genado. al dorso, endosar,
οξυγονώνω [oksigonóno] (v.) oxige­ οπισθοδρόμηση [opiszodrómisi] (n7f.)
nar. retroceso, regresión,
οξυγόνωση [oksigónosi] (nyf.) oxige­ οπισθοδρομικός [opiszodromicós]
nación. (adj.) 1: retrógrado, 2: reaccionario,
οξυδέρκεια [oksidérquia] (n A ) pers­ conservador,
picacia, ingenio, οπισθοδρομώ [opiszodromó] (v.) re­
οξυδερκής [oksiderquís] (adj.) perspi­ troceder.
caz, ingenioso, οπισθοφυλακή [opiszofilaquí] (nyf.)
οξυζενέ [oksidsené] (n7n.) 1: (Quím.) retaguardia,
peróxido de hidrógeno, 2: (coloq.) οπισθοχώρηση [opiszojórisi] (nyf.) re­
agua oxigenada, tirada, retreta,
οξύθυμος [oksícimos] (adj.) iracundo, οπισθοχωρώ [opiszojoró] (v.) retirar­
irascible, colérico, irritable, se, batirse en retirada, replegarse,
οξύμωρος [oksímoros] (adj.) inconsi­ οπλαρχηγός [oplarjigós] (nym.) jefe,
stente. οπλή [oplí] (nyf.) pezuña,
οξύνοια [oksínia] (nVf.) perspicacia, οπλίζω [oplídso] (v.) armar,
sagacidad, οπλισμός [oplismós] (n./m.) arma­
οξύνους [oksínus] (adj.) perspicaz, mento, equipo,
sagaz. οπλίτης [oplítis] (nym.) soldado,
οξύνω [oksíno] (v.) afilar, όπλο [óplo] (n./n.) arma,
οξύς [oksís] (adj.) agudo, puntiagudo, οπλοπωλείο [oplopolío] (n./n.) arme­
cortante · οξεία γωνία- ángulo agu­ ría.
do · οξεία σκωληκοειδίτιδα- apen- οπλοστάσιο [oplostásio] (nyn.) arse­
dicitis aguda, nal.
οξύτητα [oksítita] (n./f.) agudeza, aci­ οπλοφορώ [oploforó] (v.) llevar arma,
dez. estar armado,
οξύτονος [oksítonos] (adj.) (Gram.) οποίος [opios] (pron.) cual, que, quien
agudo. • έχω ένα φίλο o οποίος μου στέκε­

847
όποιος

ται πάντα- tengo un amigo que está cada uno · όπως θέλεις- como quie­
siempre a mi lado, ras.
όποιος [ópios] (pron.) el que, quien, οπωσδήποτε [oposdípote] (adv.) como
cualquiera que, quienquiera que · sea, de cualquier modo, sin falta,
όποιος είναι έξυπνος, ας βρει τη όραμα [órama] (n./n.) visión, ensueño,
λύση!- quien sea más inteligente, alucinación,
¡que encuentre la solución!, οραματίζομαι [oramatídsome] (v.) 1:
οποιοσδήποτε [opiosdípote] (pron.) tener visiones, 2: soñar (con), ima­
cualquier, cualquiera, quienquiera, ginar.
οπότε [opóte] (conj.) entonces, así οραματιστής [oramatistís] (nym.) vi­
que,. dente.
όποτε [ópote] (conj.) cuando, en cua­ όραση [órasi] (n./f.) visión, vista,
nto, cada vez que · πάρε με τηλέφω­ ορατός [oratós] (adj.) visible, percepti­
νο όποτε μπορείς- llámame cuando ble, distinguible,
puedas. ορατότητα [oratótita] (nyf.) visibili­
οποτεδήποτε [opotedípote] (adv.) dad.
cuando, cada vez que. οργανικός [organicós] (adj.) orgánico,
όπου [ópu] (adv.) donde, adonde · οργανισμός [organismós] (n./m.)
πάμε όπου θέλεις!- ¡vamos adonde organismo, organización · Οργανι­
quieras!. σμός Ηνωμένων Εθνών (O.H.E)- Or­
οπουδήποτε [opudípote] (adv.) don­ ganización de las Naciones Unidas
dequiera, no importa donde, (ONU) · ανθρώπινος οργανισμός-
οπτασία [optasía] (nyf.) visión, organismo humano,
οπτική [optiquí] (nyf.) óptica, όργανο [órgano) (nyn.) órgano, in­
οπτικός [opticós] (adj.) óptico, visual strumento,
• οπτική γωνία- a) punto de vista, b) οργανόγραμμα [organógrama] (nyn.)
perspectiva · κατάστημα οπτικών- organigrama,
tienda de óptica, οργανοπαίχτης [organopéjtis] (n./m.)
οπτιμισμός [optimismós] (nym.) opti­ organillero, organista, músico, que
mismo. toca un instrumento musical,
οπτιμιστής [optimistís] (adj.) optimi­ οργανωμένος [organoménos] (adj.)
sta. organizado · οργανωμένη απάτη-
οπτός [optós] (adj.) tostado, cocido, estafa organizada,
οπωροπωλείο [oporopolío] (nyn.) οργανώνω [organóno] (v.) organizar,
frutería, verdulería, οργάνωση [orgánosi] (nyf.) organiza­
οπωροπώλης [oporopólis] (nym.) fru­ ción.
tero, verdulero, οργανωτής [organotís] (n./m.) orga­
οπωροσάκχαρο [oporosákjaro] (nyn.) nizador.
fructosa. οργανωτικός [organoticós] (adj.) or­
οπωροφόρος [oporofóros] (adj.) fru­ ganizador,
tal. οργασμός [orgasmós] (nym.) orgas­
οπωρώνας [oporónas] (n./m.) vergel, mo, exaltación,
όπως [ópos] (conj.) como, así como · οργή [orguí] (nyf.) cólera, ira, indigna­
όπως το πάρει κανείς- como lo ve ción.

848
οριζόντιος

οργιά [orguiá] (n./f.) palmo, cuarta, recto · στέκομαι όρθιος- estar de


οργιάζω [orguiádso] (v.) realizar or­ pie.
gías, desenfrenarse, ορθογραφία [orzografía] (n./f.) orto­
οργιαστικός [orguiasticós] (adj.) or­ grafía.
giástico. ορθογραφικός [orzograficós] (adj.)
οργίζω [orguídso] (v.) fastidiar, enfure­ ortográfico · ορθογραφικός έλεγ­
cer, exasperar, irritar, χος- control ortográfico,
οργίλος [orgullos] (nym.) irascible, ορθογώνιο [orzogónio] (nyn.) rectán­
όργιο [órguio] (n./n.) orgía, escándalo, gulo.
οργισμένος [orguisménos] (adj.) fu­ ορθογώνιος [orzogónios] (adj.) re­
rioso, enojado, colérico, ctangular,
όργωμα [órgoma] (n./n.) labranza, ορθόδοξος [orzódoksos] (adj.) orto­
cultivo. doxo · ορθόδοξη Εκκλησία- Iglesia
οργώνω [orgóno] (v.) labrar, arar · (me­ ortodoxa,
táf.¡οργώνω τις θάλασσες- navegar ορθολογικός [orzologuicós] (adj.) ra­
por los mares · οργώνω τον τόπο- cional · ορθολογική σκέψη- pensa­
atraversar la tierra, miento racional,
ορδή [ordí] (n./f.) horda, ορθολογισμός [orzologuismós] (nym.)
ορέγομαι [orégome] (v.) codiciar, ape­ racionalismo,
tecer. ορθολογιστής [orzologuistís] (nym.)
ορειβασία [orivasía] (nyf.) montañi­ racionalista,
smo, alpinismo, ορθοπεδική [orzopediquQ (n./f.) or­
ορειβάτης [orivátis] (n./m.) montañe­ topedia.
ro, alpinista, ορθοπεδικός [orzopedicós] 1: (n./
ορειβατικός [orivaticós] (adj.) de m.+f.) (profesión) ortopédico, 2: (adj.)
montaña, de alpinista, ortopédico · ορθοπεδικά παπού­
ορεινός [orinós] (adj.) montañoso, τσια- zapatos ortopédicos,
montañés, ορθοποδώ [orzopodó] (v.) prosperar,
ορειχάλκινος [orijálquinos] (adj.) de recobrar, recuperar,
bronce. ορθός [orzós] (adj.) recto, derecho,
ορείχαλκος [oríjalcos] (nym.) bronce, correcto.
ορεκτικό [orecticó] (n./n.) aperitivo, ορθοστασία [orzostasía] (nyf.) estar
refrigerio · ορεκτικά- entremeses, de pie.
ορεκτικός [orecticós] (adj.) apetitoso, ορθότητα [orzótita] (n./f.) rectitud,
apetecible, estimulante, ορθώνω [orzóno] (v.) levantar, elevar
ορεξάτος [oreksátos] (adj.) 1: con ga­ • ορθώνω το ανάστημά μου- ser
nas, 2: con apetito, valiente.
όρεξη [óreksi] (n./f.) 1: gana, 2: apetito ορθώς [orzós] (adv.) correctamente,
• έχω όρεξη για κάτι- tengo ganas justamente,
de algo. οριακός [oriacós] (adj.) marginal, limí­
ορεσίβιος [oresívios] (adj.) montañés, trofe, divisorio,
ορθά [orzá] (adv.) correctamente, de­ ορίζοντας [orídsondas] (n./m.) hori­
bidamente, con razón, zonte.
όρθιος [órcios] (adj.) de pie, derecho, οριζόντιος [oridsóndios] (adj.) hori-

849
οριζοντιότητα

zontal. viento impetuoso,


οριζοντιότητα [oridsondiótita] (n7f.) ορμητικότητα [ormiticótita] (n./f.) im­
horizontalidad, petuosidad, violencia, vehemencia,
ορίζω [orídso] (ν.) 1: limitar, delimitar, ορμόνη [ormóni] (nVf.) hormona,
2: (un concepto/una palabra) definir, ορμονικός [ormonicós] (adj.) hormo­
3: determinar, nal.
όριο [ório] (n7n.) límite, linde, fro­ όρμος [órmos] (n7m.) bahía,
ntera · όριο ταχύτητας- límite de ορμώ [ormó] (v.) lanzarse, abalanzar­
velocidad · ξεπερνώ το όριο- pasar se, precipitarse,
el límite, όρνιθα [órniza] (n./f.) gallina,
οριοθετώ [oriocetó] (v.) limitar, ορνιθοσκαλίσματα [ornizoscalísmata]
ορισμός [orismós] (n7m.) definición, (n7n.) pl. garabatos,
determinación, ορνιθοτροφείο [ornizotrofío] (n7n.)
ορίστε [oríste] (interj.) 1: ¡toma!, 2: granja avícola,
¡pase!, 3: ¿qué?, ορνιθοτρόφος [ornizotrófos] (n7m.)
οριστικά [oristicá] (adv.) definitiva­ avicultor, granjero,
mente. ορνιθώνας [ornizónas] (nVm.) galline­
οριστική [oristiquí] (n./f.) (Gram.) in­ ro, corral.
dicativo. όρνιο [órnio] (n./n.) buitre, ave rapaz,
οριστικοποιώ [oristicopió] (v.) con­ ορντινάντσα [ordinándsa] (n7f.) or­
cluir. denanza.
οριστικός [oristicós] (adj.) definitivo, οροθεσία [orocesía] (n./f.) demarca­
decisivo, final, ción.
οριστικότητα [oristicótita] (nVf.) fina­ οροθέτηση [orocétisi] (nVf.) delimita­
lidad. ción, demarcación, limitación,
ορκίζομαι [orquídsome] (v.) jurar, οροθετώ [orocetó] (v.) demarcar, de­
prestar juramento, dar palabra · ορ­ limitar.
κίζομαι σε ιερά και όσια- jurar por ορολογία [orologuía] (n./f.) terminolo­
éstas. gía · νομική ορολογία- terminología
ορκίζω [orquídso] (v.) hacer jurar, to­ jurídica.
mar juramento, οροπέδιο [oropédio] (n./n.) meseta,
όρκος [óreos] (nVm.) juramento, όρος [óros] (n7m.) 1: término, condi­
ορκωμοσία [orcomosía] (η Λ ) jura, ción, regla, 2: monte, montaña,
ορκωτός [orcotós] (adj.) jurado · ορ­ ορός [orós] (n./m.) suero,
κωτός λογιστής- contable diploma­ οροσειρά [orosirá] (nyf.) sierra, cordi­
do. llera, cadena montañosa,
ορμέμφυτο [ormémfito] (n/n.) instinto, ορόσημο [orósimo] (n7n.) mojón, pos­
ορμέμφυτος [ormémfitos] (adj.) in- te, hito, boya,
stinctivo. οροφή [orofí] (nyf.) 1: (interior) techo,
ορμή [ormí] (nVf.) ímpetu, violencia 2: (exterior) tejado,
pasión, impulso, όροφος [órofos] (n./m.) planta, piso,
ορμηνεύω [orminévo] (v.) aconsejar, ορτύκι [ortíqui] (n7n.) codorniz,
ορμητικός [ormiticós] (adj.) impetuo­ όρυγμα [órigma] (n7n.) trinchera,
so, violento · ορμητικός άνεμος- zanja.

850
ουράνιος

ορυκτέλαιο [orictéleo] (n./n.) aceite οσφραντικός [osfrandicós] (adj.) ol­


mineral, fatorio.
ορυκτό [orictó] (n./n.) mineral, όσφρηση [ósfrisi] (n./f.) olfato,
ορυκτός [orictós] (adj.) mineral · ορυ­ οσφυαλγία [osfialguía] (n./f.) lumba­
κτός πλούτος- riqueza mineral, go.
όρυξη [óriksi] (n./f.) excavación, όταν [ótan] (conj.) 1: cuando, en cua­
ορύσσω [oríso] (v.) excavar, nto, 2: mientras · θα στο εξηγήσω,
ορυχείο [orijío] (nVn.) mina, cantera, όταν μπορέσω- te lo explicaré, cua­
yacimiento, ndo pueda · όταν μαγείρευα, εκεί­
ορφανός [orfanós] (adj.) huérfano, νος μίλαγε στο τηλέφωνο- mientras
ορφανοτροφείο [orfanotrofio] (n7n.) yo cocinaba, él estaba hablando por
orfelinato, horfanato, hospicio, teléfono,
ορχεκτομή [orjectomí] (nVf.) castra­ ότι [óti] (conj.) que.
ción. ó,ti [ó,ti] (conj.) lo que.
ορχήστρα [orjistra] (nyf.) orquesta, ban­ οτιδήποτε [otidípote] pro. lo que,
da · συμφωνική ορχήστρα- orquesta cualquier cosa, cualquiera, todo,
sinfónica, ότου [έως] [ótu (éos)] (prep.) hasta,
όρχις [órjis] (n./m.) testículo, οτοστόπ [otostóp] (n./n.) autostop,
οσάκις [osáquis] (adv.) cuando sea, ουγκιά [ugkiá] (n./f.) onza,
cada vez que. ουδείς [udís] (pron.) nadie, ninguno,
όσιος [ósios] (adj.) sagrado, santo, ουδέποτε [udépote] (adv.) nunca, ja­
οσιότητα [osiótita] (n./f.) santidad, más.
οσμή [osmí] (n7f.) olor, ουδετεροποίηση [udeteropíisi] (nVf.)
όσο [óso] (adv.) tan, tanto, hasta, que, neutralización,
como · όσον αφορά- en cuanto a · ουδετεροποιώ [udeteropió] (v.) neu­
το πουλάω όσο όσο- lo vendo al mí­ tralizar.
nimo precio, ουδέτερος [udéteros] (adj.) neutro,
οσονούπω [osonúpo] (adv.) pronto, neutral.
dentro de poco, ουδετερότητα [udeterótita] (nyf.) neu­
όσος [osos] (pron.) cuanto, como, tralidad, neutralismo,
όσπριο [ósprio] (n./n.) legumbre, ουίσκι [uísqui] (nVn.) whiskey.
οστέινος [ostéinos] (adj.) óseo, ουλαμός [ulamós] (n7m.) pelotón,
οστεώδης [osteódis] (adj.) huesudo, ουλή [ulí] (n./f.) cicatriz,
osudo, ουλίτιδα [ulítida] (nVf.) gingivitis, in­
όστια [óstia] (n./f.) hostia, flamación de las encías,
οστρακιά [ostraquiá] (nVf.) escarlati­ ούλο [úlo] (n7n.) encía,
na. ούρα [úra] (nVn.) pl. orina,
όστρακο [óstraco] (n7n.) concha, ουρά [urá] (nVf.) 1: cola, 2: (animal)
οστρακόδερμος [ostracódremos] (adj.) rabo.
crustáceo, ουραγκοτάγκος [uragkotágkos] (n7m.)
οστρακοειδής [ostracoidís] (adj.) crus­ orangután,
táceo. ουρανικός [uránicos] (adj.) (Fon.) pa­
οσφραίνομαι [osfrénome] (v.) olfa­ latino.
tear, oler. ουράνιος [uránios] (adj.) celestial, ce­

851
ουρανίσκος

leste. tener la obligación de.


ουρανίσκος [uraniscos] (nVm.) paladar, όφελος [ófelos] (n7n.) 1: beneficio,
ουρανοκατέβατος [uranocatévatos] provecho, ganancia, 2: ventaja ·
(adj.) inesperado, imprevisto, repe­ αποκομίζω οφέλη- tener beneficio/
ntino. provecho,
ουρανοξύστης [uranoksístis] (nVm.) οφθαλμαπάτη [ofzalmapáti] (n./f.) es­
rascacielos, pejismo, ilusión,
ουρανός [uranós] (nVm.) 1: cielo, 2: οφθαλμιατρείο [ofzalmiatrío] (n7n.)
techo. clínica oftalmológica,
ουρήθρα [urizra] (η Λ ) uretra, οφθαλμιατρική [ofzalmiatriquí] (η Λ )
ούρηση [úrisi] (η Λ ) orinar, oftalmología,
ουρητήριο [uritírio] (n7n.) urinario, re­ οφθαλμίατρος [ofzalmíatros] (nVm.+f.)
trete. oftalmólogo, oculista,
ουρία [uría] (nyf.) (Quím.) urea, οφθαλμολογία [ofzalmologuía] (ηΛ.)
ουρικός [uricós] (adj.) úrico · ουρικό oftalmología,
οξύ- ácido úrico, οφθαλμός [ofzalmós] (ηΛη.) 1: ojo, 2:
ουρλιάζω [urliádso] (v.) gritar, chillar, yema.
aullar. οφθαλμοφανής [ofzalmofanís] (adj.)
ουρλιαχτό [urliajtó] (n./n.) grito, chilli­ evidente, visible · είναι οφθαλμοφα­
do, aullido, νές ότι είναι ερωτευμένη- es evide­
oúpo [úro] (n./n.) orina, nte que está enamorada,
ουρολογία [urologula] (n./f.) urología, όφις [ófis] (n./m.) serpiente, culebra,
ουρώ [uró] (v.) orinar, οχετός [ojetós] (nVm.) alcantarilla, cloa­
ουσία [usía] (nVf.) substancia, esencia, ca, arroyo,
ουσιαστικό [usiasticó] (nVn.) (Gram.) όχημα [ójima] (nVn.) vehículo, coche,
nombre, sustantivo, όχθη [ójci] (ηΛ.) ribera, orilla, borde,
ουσιαστικός [usiasticós] (adj.) substa- margen,
cial, esencial, όχι [óji] parí. no.
ουσιώδης [usiódis] (adj.) esencial, fun­ οχιά [ojiá] (nyf.) víbora,
damental, capital. οχλαγωγία [ojlagoguía] (ηΛ.) tumul­
oúte [úte] (conj.) ni, tampoco · ούτε το to, alboroto,
ένα ούτε το άλλο- ni el uno ni el otro οχληρός [ojlírós] (adj.) importuno, in­
• ούτε για αστείο- ni de broma · oúte conveniente, molesto,
και εγώ- yo tampoco · ούτε φωνή οχλοβοή [ojlovoí] (n7f.) jaleo, algara­
ούτε ακρόαση- completamente des­ bía, bullicio, clamor,
aparecido, όχλος [ójlos] (n7m.) muchedumbre,
ουτοπία [utopía] (η Λ ) utopía, gentío, multitud, populacho, plebe,
ουτοπικός [utopicós] (adj.) utópico, οχυρός [ojirós] (adj.) fortificado,
ούτως [útos](adv.) · ούτως ώστε- así οχύρωμα [ojíroma] (nVn.) fortaleza,
que · ούτως ή άλλως- de una o atra fortificación,
manera · ούτως ειπείν- digamos, οχυρώνω [ojiróno] (v.) fortificar,
οφειλέτης [ofilétis] (nym.) deudor, οχύρωση [ojírosi] (nyf.) fortificación,
οφειλή [ofilí] (η Λ ) deuda, obligación, όψη [ópsi] (n./f.) vista, aspecto, cara ·
οφείλω [ofílo] (v.) deber, tener que, έχεις άσχημη όψη- tienes mala cara

852
_______________________________________________________________όψιμος

• λογαριασμός όψεως- a) cuenta de


crédito, b) cuenta corriente,
όψιμος [ópsimos] (adj.) tardfo.

853
πάγκρεας [págkreas] (nVn.) páncreas,
παγκρεατικός [pagkreaticós] (adj.)
Π, π [p¡] (η./η.) decimosexta letra del pancreático,
alfabeto griego, παγόβουνο [pagóvuno] (n7n.) ice­
παγάκι [pagáqui] (n./n.) cubito de berg.
hielo. παγόδα [pagóda] (n7f.) pagoda,
παγανιά [pagañá] (n7f.) trampa, παγοδρομία [pagodromía] (n./f.) pati­
παγανισμός [paganismós] (n./m.) pa­ naje sobre hielo,
ganismo, gentilismo, παγοδρόμος [pagrodrómos] (n7m.+f.)
παγανιστής [paganistís] (adj.) paga­ patinador, patinadora (sobre hielo),
no, gentil, παγοδρομώ [pagodromó] (v.) patinar
παγερός [paguerós] (adj.) glacial, he­ sobre hielo,
lado, gélido, frígido · παγερή αδια­ παγοθήκη [pagocíqui] (nyf.) hielera.
φορία· indiferencia total, παγοθραύστης [pagozráfstis] (n./m.)
παγερότητα [paguerótita] (nVf.) frial­ rompehielos,
dad, frigidez, παγόνι [pagóni] (n./n.) pavo real,
παγετός [paguetós] (n./m.) helada, παγοπέδιλο [pagopédilo] (n./n.) pa­
παγετώδης [paguetódis] (adj.) glacial, tín.
helado. πάγος [págos] (n./m.) hielo · σπάω
παγετώνας [paguetónas] (n./m.) gla­ τον πάγο- romper el hielo,
ciar. παγούρι [pagúri] (n./n.) cantimplora,
παγίδα [paguída] (n./f.) trampa, cepo, πάγωμα [págoma] (n./n.) congelación
emboscada · στήνω παγίδα- armar • πάγωμα μισθών- congelación del
una trampa · έπεσε στην παγίδα- se sueldo.
cayó en la trampa, παγωμένος [pagoménos] (adj.) hela­
παγιδεύω [paguidévo] (v.) atrapar, co­ do, glacial,
ger, entrampar, armar trampas, παγωνιά [pagoñá] (n./f.) helada, hielo,
πάγιος [págios] (adj.) estable, fijo, fir­ escarcha.
me · πάγια έσοδα- ingresos fijos, παγώνω [pagóno] (v.) helar(se),
παγιώνω [paguióno] (v.) consolidar, congelar(se), refrigerar(se).
fijar, afianzar, παγωτό [pagotó] (n7n.) helado,
παγίωση [paguíosi] (n./f.) consolida­ παζάρεμα [padsárema] (n7n.) regateo,
ción, fijación, afianzamiento, παζαρεύω [padsarévo] (v.) regatear,
πάγκακος [págkacos] (adj.) malvado, negociar.
malísimo. παζάρι [padsári] (n./n.) 1: (mercado)
παγκάρι [pagkári] (n./n.) candelabro bazar, 2: (precio) regateo,
de iglesia, παθαίνω [pacéno] (v.) pasar, sufrir, pa­
πάγκοινος [págkinos] (adj.) común, decer · καλά va πάθεις!- ¡lo mereces!
ordinario, universal, público, • είδα και έπαθα για να τον πείσω-
πάγκος [págkos] (n./m.) banco, mos­ sufrí mucho para convencerlo · έπα-
trador · κάθε κατεργάρης στον πά­ θε εγκεφαλικό- sufrió encefalitis.
γκο του- cada uno en su puesto, πάθημα [pácima] (n./n.) mala expe­
παγκόσμιος [pagkósmios] (adj.) mun­ riencia, mal, infortunio, desgracia,
dial, universal. πάθηση [pácisi] (n./f.) dolencia, afe-

854
πακετάρω

cción, lesión, enfermedad, παίδεμα [pédema] (n./n.) tormento,


παθητικός [paciticós] (adj.) pasivo, castigo, sufrimiento, molestia,
apasionado, patético · παθητικός παιδεύω [pedévo] (v.) educar, enseñar,
καπνιστής- fumador pasivo, atormentar, hacer sufrir,
παθητικότητα [paciticótita] (n./f.) pa­ παιδί [pedí] (n7n.) 1: niño, chico, cha­
sividad, apasionamiento, patetismo, val, 2: hijo,
παθιάζω [paciádso] (v.) apasionar, πάίδι [paídi] (nVn.) costilla,
παθιάζομαι [paciádsome] (v.) apasio­ παιδιαρίζω [pediarídso] (v.) hacer ni­
narse. ñerías, comportarse como un niño,
παθιασμένος [paciasménos] (adj.) apa­ παιδιατρική [pediatriquí] (n./f.) pe­
sionado, exaltado, excitado, lleno de diatría.
pasión, ardiente, παιδίατρος [pedíatras] (nVm.+f.) pe­
παθογόνος [pazogónos] (adj.) pató­ diatra.
geno. παιδικός [pedicós] (adj.) de niño, infan­
παθολογία [pazologuía] (n./f.) pato­ til · παιδικός σταθμός- a) parvulario,
logía. b) escuela infantil · παιδική ηλικία-
παθολογικός [pazologuicós] (adj.) pa­ infancia.
tológico, enfermizo, παιδοκτονία [pedoctonía] (nyf.) in­
παθολόγος [pazológos] (n./m.+f.) pa­ fanticidio,
tólogo. παιδοκτόνος [pedoctónos] (n7m.)
πάθος [pázos] (nVn.) pasión, obsesión, infanticida,
manía. παιζογελώ [pedsogueló] (v.) entrete­
παιγνιόχαρτα [pegniójarta] (n./n.) pl. nerse, juguetear,
naipes. παίζω [pédso] (v.) 1: (juego/deporte)
παιδαγωγική [pedagoguiquQ (η/f.) pe­ jugar (a), 2: (música) tocar, 3: (teatro,
dagogía. cine) actuar,
παιδαγωγικός [pedagoguicós] (adj.) pe­ παίνεμα [pénema] n. alabanza, elo­
dagógico. gio.
παιδαγωγός [pedagogós] (n./m.+f.) παινεύω [penévo] (v.) alabar, elogiar,
pedagogo, preceptor, institutriz, aclamar, exaltar,
παιδαγωγώ [pedagogó] (v.) educar, παίξιμο [péksimo] (n7n.) jugada, ju­
criar, enseñar, instruir, gueteo, juego,
παιδάκι [pedáqui] (nVn.) niñito, pár­ παίρνω [pérno] (v.) tomar, coger, lle­
vulo, chiquillo, varse, comprar, ganar,
παιδάκι [paidáqui] (n./n.) costilla, παιχνίδι [pejnídi] (nVn.) 1: (general)
παιδαριώδης [pedariódis] (adj.) pue­ juego, 2: (apto) juguete · τυχερά
ril, infantil, παιχνίδια-juegos de azar · πολιτικό
παιδεία [pedía] (nyf.) educación, en­ παιχνίδι-juego político,
señanza · Υπουργείο Παιδείας- Mi­ παιχνιδιάρης [pejnidiáris] (adj.) ju­
nisterio de Educación, guetón.
παιδεραστής [pederastís] (adj.) pede­ παίχτης [péjtis] (nVm.) jugador,
rasta. πακετάρισμα [paquetárisma] (n7n.)
παιδεραστία [pederastía] (n./f.) pede­ empague, envolvimiento,
rastía. πακετάρω [paquetáro] (v.) empaque­

855
πακέτο

tar, envolver, combatir.


πακέτο [paquéto] (n./n.) paquete, πάλη [páli] (η Λ ) lucha, pelea, com­
πάκο [páco] (n./n.) bulto, fardo, mon­ bate.
tón. πάλι [páli] (adv.) otra vez, de nuevo,
πάλα [pála] (n./f.) sable, una vez más.
παλαβομάρα [palavomára] (n./f.) lo­ παλιά [paliá] (adv.) antiguamente, an­
cura, tontería, trastorno, tes, antaño, en el pasado,
παλαβός [palavós] (adj.) chiflado, loco, παλιάνθρωπος [paliánzropos] (n./m.)
chalado, alelado, alunado, malvado, maleante,
παλαβώνω [palavóno] (v.) enloque­ παλιατζίδικο [paliadsídico] (n./n.)
cer, atontarse, tienda de objetos usados,
παλάγκο [palágko] (nVn.) aparejo, παλιατσαρία [paliatsaría] (n./f.) barati­
παλαιικός [paleicós] (adj.) antiguo, jas, trastos viejos, antigualla,
παλαίμαχος [palémajos] (n./m.) vete­ παλιάτσος [paliátsos] (n./m.) payaso,
rano. παλιγγενεσία [paliguenesía] (ηΛ.) re­
παλαιοημερολογίτης [paleoimero- generación, renacimiento,
loguítis] (adj.) el que sigue el viejo παλικαράς [palicarás] (adj.) valiente,
calendario, osado, bravucón,
παλαιολιθικός [paleolicicós] (adj.) pa­ παλικάρι [palicári] (n./n.) mozo, mu­
leolítico. chacho.
παλαιοντολογία [paleondologuía] (n/f.) παλινδρόμηση [palindrómisi] (n/f.)
paleontología, vaivén, oscilación,
παλαιοπωλείο [paleopolío] (n/n.) tie­ παλινδρομικός [palindromicós] (adj.)
nda de antigüedades, retrógrado,
παλαιοπώλης [paleopólis] (n./m.) an­ παλιννόστηση [palinóstisi] (ηΛ.) re­
ticuario. patriación,
παλαιός [paleós] (adj.) viejo, antiguo, παλιννοστώ [palinostó] (v.) repatriar­
anticuado, se, volver a la patria,
παλαιότητα [paleótita] (n./f.) vejez, παλινορθώνω [palinorzóno] (v.) res­
antigüedad, taurar, restablecer,
παλαιστής [palestís] (n./m.) luchador, παλινόρθωση [palinórzosi] (n./f.) 1:
παλαίστρα [paléstra] (n./f.) palestra, restauración, restablecimiento, 2:
arena. rehabilitación,
παλαμάκια [palamáquia] (n./n.) pl. παλινωδία [palinodia] (η Λ ) retracta­
aplausos, palmas · χτυπάω παλαμά­ ción, palinodia,
κια - aplaudir, παλινωδώ [palinodó] (v.) retractar(se).
παλάμη [palámi] (n./f.) palma de la παλιόγερος [paliógueros] (adj.) de­
mano, palmo, crépito.
παλάντζα [palándsa] (η Λ ) balanza, παλιογυναίκα [palioguinéca] (adj.)
παλάσκα [palásca] (ηΛ.) caja de car­ mujerzuela, puta,
tuchos. παλιοκουβέντα [paliocuvénda] (n./f.)
παλάτι [paláti] (ηΛι.) palacio, alcázar, palabrota,
παλέτα [paléta] (η Λ ) paleta, παλιός [paliós] (adj.) 1: antiguo, viejo,
παλεύω [palévo] (v.) luchar, pelear, anticuado, anciano, 2: añejo, añoso.

856
πανηγυρισμός

παλίρροια [palíria] (nyf.) marea, ble.


παλιρροϊκός [paliroicós] (adj.) de ma­ πανάκεια [panáquia] (n./f.) panacea,
rea · παλιρροϊκό κύμα- maremoto, curalotodo,
παλιώνω [palióno] (v.) anticuarse, ha­ πανάκριβος [panácrivos] (adj.) carísi­
cerse viejo, pasar de moda, mo.
παλλαϊκός [palaicós] (adj.) popular, de πανάμωμος [panámomos] (adj.) in­
todo el pueblo, maculado,
πάλλω [pálo] (v.) palpitar, blandir, agi­ πανανθρώπινος [pananzrópinos] (adj.)
tar. universal.
παλμός [palmós] (n./m.) 1: palpita­ πανάρχαιος [panárjeos] (adj.) antiguo,
ción, latido, 2: vibración, πανδαιμόνιο [pandemónio] (nyn.) gri­
παλούκι [palúqui] (nyn.) palo, terío, confusión, pandemónium, caos,
παλτό [paltó] (nyn.) abrigo, πανδαισία [pandesía] (nyf.) banquete,
παμπάλαιος [pampáleos] (adj.) viejí­ festín, celebración, comilona,
simo. πάνδημος [pándimos] (adj.) público,
πάμπλουτος [pámplutos] (adj.) riquí­ general.
simo. πανδοχείο [pandojío] (nyn.) albergue,
πάμπολλοι [pámpoli] (adj.) pl. nume­ pensión, fonda, posada, hostal,
roso, muchos, πανελλήνιος [panelínios] (adj.) de
παμπόνηρος [pampóniros] (adj.) as­ toda Grecia, panhelénico.
tuto, sagaz, πανέμορφος [panémorfos] (adj.) muy
παμφάγος [pamfágos] (adj.) omnívo­ bonito, precioso,
ro, voraz. πανέξυπνος [panéksipnos] (adj.) muy
πάμφθηνος [pámfcinos] (adj.) baratí­ inteligente, listísimo,
simo, tirado, regalado, πανεπιστημιακός [panepistimiacós]
παμψηφεί [pampsifí] (adv.) por una­ (adj.) universitario · πανεπιστημιακή
nimidad (de votos), acordadamente σχολή- escuela universitaria,
• ψ ηφ ίσ τηκε παμψηφεί- se votó por πανεπιστήμιο [panepistímio] (nyn.)
unanimidad, universidad.
παμψηφία [pampsifía] (nyf.) unanimi­ πανεπιστημιούπολη[ρ3η6ρί$ΐίηηίύρο-
dad (de votos), li] (nyf.) ciudad universitaria, campus,
παν [pan] (n./n.) todo, lo mas impor­ πανέρημος [panérimos] (adj.) desola­
tante · η υγεία είναι το παν- la salud do, desierto,
es la cosa más importante, πανέρι [panéri] (n./n.) panera, cesto,
πάνα [pána] (n./f.) pañal. πανζουρλισμός [pandsurlismós] (nym.)
Παναγία [panaguía] (n./f.) La Virgen, tremendo jaleo, caos, alboroto, follón,
παναγιότητα [panaguiótita] (nyf.) san­ πανηγύρι [paniguíri] (nyn.) feria, fie­
tidad. sta.
πανάγιος [panáguios] (adj.) santísi­ πανηγυρίζω [paniguirídso] (v.) feste­
mo. jar, celebrar, divertirse,
πανάδα [panáda] (nyf.) mancha, πανηγυρικός [paniguiricós] (adj.) fes­
παναθηναϊκός [panacinaicós] (adj.) ate­ tivo.
niense. πανηγυρισμός [paniguirismós] (n./m.)
πανάθλιος [panázlios] (adj.) misera­ festejo, celebración.

857
πάνθεο

πάνθεο [pánceo] (n./n.) panteón, partes.


πάνθηρας [pánciras] (n./m.) pantera, παντελής [pandelís] (adj.) completo,
πανί [pañí] (n7n.) 1: paño, tela, 2: (em­ entero, total,
barcación) vela, παντελόνι [pandelóni] (nVn.) panta­
πανιάζω [πανιάζω] (v.) volverse páli­ lón, pantalones,
do, palidecer, empalidecer, παντελώς [pantelós] (adv.) completa­
πανίδα [panída] (nVf.) fauna, mente, totalmente,
πανικοβάλλομαι [panicoválome] (v.) πάντες [pándes] (pron.) pl. todos,
dejarse llevar por el pánico, παντεσπάνι [padespáni] (n./n.) bisco-
πανικόβλητος [panicóvlitos] (adj.) pre­ cho.
so de pánico, aterrado, aterrorizado, παντζάρι [pandsári] (n./n.) rábano ·
πανικός [pánicos] (nVm.) pánico, te­ κοκκινίζω σαν παντζάρι- volverse
rror. rojo como un rábano,
πάνινος [páninos] (adj.) de algodón, παντζούρι [pandsúri] (n7n.) postigo,
de tela. παντοδυναμία [pandodinamía] (n./f.)
πανίσχυρος [panísjiros] (adj.) muy po­ omnipotencia,
deroso. παντοδύναμος [pandodínamos] (adj.)
πανό [panó] (n./n.) pancarta, todopoderoso, omnipotente,
πανομοιότυπο [panomiótipo] (adj.) παντοκρατορία [pandocratoría] (n./f.)
verosímil. omnipotencia,
πανοπλία [panoplia] (n./f.) armadura, παντομίμα [pandomíma] (n./f.) pan­
armamento, tomima.
πανόραμα [panorama] (n7n.) panora­ παντοπωλείο [pandopolío] (n7n.) tien­
ma, panorámica, vista, da de comestibles,
πανοραμικός [panorámicos] (adj.) pa­ παντοπώλης [pandopólis] (n./m.) ten­
norámico, dero.
πανούκλα [panuda] (nVf.) peste, πάντοτε [pándote] (adv.) siempre,
πανουργία [panurguía] (njf.) astucia, παντοτινός [pandotinós] (adj.) perpe­
artimaña, ardid, estratagema, tuo, permanente,
πανούργος [panúrgos] (adj.) astuto, παντού [pandú] (adv.) en todas par­
pillo, picaro, trapacero, tes.
πανσέληνος [pansélinos] (nVf.) luna παντούφλα, παντόφλα [pandúfla,
llena, plenilunio, pandófla] (n./f.) zapatilla, pantufla,
πανσές [pansés] (nVm.) (Bot.) pensa­ παντρειά [pandriá] (nyf.) casamiento
miento, trinitaria, • ηλικία παντρειάς- edad de casa­
πανσιόν [pansión] (n./f.) pensión, miento.
πανσοφία [pansofía] (nVf.) omniscien­ πάντρεμα [pándrema] (n7n.) 1: casa­
cia. miento, 2: unión,
πάνσοφος [pánsofos] (adj.) omni­ παντρεμένος [pandreménos] (adj.)
sciente. casado.
πάντα [pánda] (adv.) siempre · για παντρεύομαι [pandrévome] (v.) ca­
π άντα- a) para siempre, b) eterna­ sarse.
mente. παντρεύω [pandrévo] (v.) casar,
πανταχού [pandajú] (adv.) por todas πάντως [pándos] (adv.) de todos mo-

858
παραγγέλλω, παραγγέλνω

dos, en todo caso, en cualquier caso, παρά λίγο va- a punto de.
πανύψηλος [panípsilos] (adj.) altísi­ παραβαίνω [paravéno] (v.) contrave­
mo. nir, infringir, transgredir · παραβαί­
πάνω [páno] (adv.) sobre, encima, en, νω έναν κανόνα- contavenir una
arriba · πάνω στο τραπ έζι- encima norma.
de la mesa · ήρ θε πάνω σ τη ν ώ ρα- παραβάλλω [paraválo] (v.) comparar,
llego en el momento oportuno, contrastar, equiparar,
πανωλεθρία [panolezría] (ηΛ.) desas­ παραβάν [paraván] (n./n.) biombo,
tre total, ruina, catástrofe, mampara,
πανώλης [panólis] (ηΛ.) peste, παράβαση [parávasi] (η Λ ) infracción,
πανωφόρι [panofóri] (n7n.) abrigo, transgresión, violación, contaven-
παξιμάδι [paksimádi] (ηΛι.) pan to­ ción · παράβαση το υ κώ δικα οδικής
stado, tostada, κυκλοφ ορίας- violación a las nor­
παπαγάλος [papagálos] (n./m.) loro, mas de circulación,
παπαδιά [papadiá] (η Λ ) esposa del παραβάτης [paravátis] (ηΛη.) trans-
vicario. gresor, violador,
παπάκι [papáqui] (n./n.) patito, παραβγαίνω [paravguéno] (v.) com­
παπάρα [papára] (n./f.) pan mojado, petir.
pan empapado, panetela, παραβιάζω [paraviádso] (v.) 1: violar,
παπαρούνα [paparúna] (ηΛ.) amapo­ forzar, 2: infringir, transgredir, des­
la, ababa, adormidera, obedecer,
πάπας [pápas] (n./m.) papa, παραβίαση [paravíasi] (ηΛ.) violación,
παπάς [papás] (n./m.) pope, cura, sa­ infracción, transgresión · παραβία­
cerdote, ση ανθρωπίνω ν δικαιω μάτω ν- vio­
πάπια [pápia] (n./f.) pato, lación de los derechos humanos,
παπιγιόν [papiguión] (n./n.) corbata παραβλέπω [paravlépo] (v.) hacer la
de lazo, pajarita, vista gorda, desairar, desatender,
παπικός [papicós] (adj.) papal, ponti­ descuidar,
fical. παράβλεψη [parávlepsi] (n./f.) negli­
πάπλωμα [páploma] (ηΛι.) edredón, gencia, desaire,
manta, cobertor, παραβολή [paravolí] (n./f.) compara­
παπονισάδικο [paputsádico] (n7n.) za­ ción, parábola, metáfora, alegoría,
patería. παραβολικός [paravolicós] (adj.) pa­
παπουτσής [paputsís] (nVm.) zapa­ rabólico, metafórico, alegórico,
tero. παράβολο [parávolo] (ηΛι.) depósito,
παπούτσι [papútsi] (ηΛι.) zapato, papel del estado,
παππούς [papús] (ηΛη.) abuelo, παραγάδι [paragádi] (n./n.) malla de
πάπυρος [pápiros] (ηΛη.) papiro, pescar.
πάρα [pára] (adv.) demasiado, muy. παραγγελία [paragkelía] (ηΛ.) encar­
παρά [pará] (prep.) 1: contra, a pesar go, pedido, orden · κα τά παραγγε­
de, 2: (hora) menos, 2: pero, sólo · λία - por pedido,
πήγε παρά τη θέλησή του- fue con­ παραγγελιοδόχος [paragkeliodójos]
tra su voluntad · είναι δύο παρά (n7m.+f.) agente comercial,
είκοσι- son las dos menos veinte · παραγγέλλω, παραγγέλνω [paragké-

859
παράγγελμα

lo, paragkélno] (v.) encargar, pedir, παράδεισος [parádisos] (nVm.) paraí­


παράγγελμα [parágkelma] (n./n.) or­ so.
den, mando, παραδεκτός [paradectós] (adj.) acep­
παραγίνομαι [paraguínome] (v.) pa­ table, admisible,
sarse, sobrepasarse, excederse, παραδέχομαι [paradéjome] (v.) acep­
παράγκα [parágka] (nyf.) chabola, tar, admitir, confesar,
παραγκωνίζω [paragkonídso] (v.) su­ παραδίδω [paradído] (v.) dar, entre­
plantar, desbancar, reemplazar, dar gar, impartir, ceder,
de lado. παράδοξος [parádoksos] (adj.) para­
παραγνωρίζω [paragnorídso] (v.) co­ dójico, raro, contradictorio,
nocer muy bien, tener demasiada παράδοξο [parádokso] (nyn.) parado-
confianza con una persona, jo.
παράγοντας [parágondas] (n./m.) fa­ παραδόξως [paradóksos] (adv.) rara­
ctor. mente.
παραγραφή [paragrafí] (nyf.) pre-scrip- παραδόπιστος [paradópistos] (adj.) ava­
ción. ro, codicioso,
παράγραφος [parágrafos] (nyf.) pá­ παράδοση [parádosi] (nyf.) 1: entrega,
rrafo. 2: tradición, costumbrismo, 3: ense­
παραγράφω [paragráfo] (v.) prescribir, ñanza.
escribir demasiado, παραδοσιακός [paradosiacós] (adj.)
παράγω [parágo] (v.) producir, elabo­ tradicional, folclórico · παραδοσια­
rar, derivar, generar, κή μουσική- música tradicional,
παραγωγή [paragoguí] (nyf.) produ­ παραδοτέος [paradotéos] (adj.) a en­
cción, derivación, elaboración, com­ tregar.
posición. παραδουλεύτρα [paraduléftra] (nyf.)
παραγωγικός [paragoguicós] (adj.) criada, sirvienta, asistenta,
productivo, παραδοχή [paradojí] (nyf.) acepta­
παραγωγικότητα [paragoguicótita] ción, admisión,
(nyf.) productividad, παραδρομή [paradromí] (nyf.) inad­
παράγωγος [parágogos] (adj.) deri­ vertencia, imprevisión, descuido · εκ
vado. παραδρομής- por inadvertencia,
παραγωγός [paragogós] (nym.+f.) παραζάλη [paradsáli] (nyf.) aturdi­
productor, productora, miento, confusión,
παράδειγμα [parádigma] (nyn.) ejem­ παραθαλάσσιος [parazalásios] (adj.)
plo, modelo · για παράδειγμα- por costero, litoral, ribereño,
ejemplo. παραθερίζω [paracerídso] (v.) vera­
παραδειγματίζομαι [paradigmatí- near, viajero, turista,
dsome] (v.) tomar ejemplo de. παραθερισμός [paracerismós] (nym.)
παραδειγματικός [paradigmaticós] veraneo.
(adj.) ejemplar, aleccionador, παραθεριστής [paraceristís] (nym.)
παραδειγματισμός [paradigmati- veraneante,
smós] (nym.) castigo ejemplar, παράθεση [parácesi] (nyf.) contrapo­
παραδεισένιος [paradiséños] (adj.) pa­ sición, citación, aposición,
radisíaco. παραθετικός [paraceticós] (adj.) com-

860
παρακρατώ

parativo. (Gram.) pretérito imperfecto, 2: (adj.)


παραθέτω [paracéto] (ν.) contraponer, contiguo.
comparar, citar, ofrecer, παρακέντηση [paraquéndisi] (n/f.) pun­
παράθυρο [paráciro] (n7n.) 1: venta­ ción.
na, 2: (vehículo) ventanilla, παρακινδυνευμένος [paraquindi-
παραθυρόφυλλο [paracirófílo] (nVn.) nevménos] (adj.) arriesgado, peli­
postigo. groso.
παραίνεση [parénesi] (nVf.) exhorta­ παρακίνηση [paraquínisi] (n7f.) induc­
ción, inducción, ción, instigación, exhortación, incita­
παραινώ [parenó] (v.) advertir, ción.
παραίσθηση [paréscisi] (n7f.) alucina­ παρακινώ [paraquinó] (v.) incitar, in­
ción, alucinamiento, ilusión, ducir, instigar,
παραισθησιογόνος [parescisiogónos] παρακλάδι [paracládi] (nVn.) retoño,
alucinógeno. vastago, ramificación, ramillo, rama,
παραίτηση [parétisi] (n./f.) dimisión, παράκληση [paráclisi] (nVf.) ruego,
renuncia, abdicación · υποβάλλω súplica, imploración, petición,
παραίτηση- abdicar del puesto del παρακλητικός [paracliticós] (adj.) su­
trabajo. plicante, implorante,
παραιτούμαι [paretúme] (v.) dimitir, παρακμάζω [paracmádso] (v.) decaer,
renunciar, abdicar (de), declinar.
παρακάλια [paracália] (nVn.) pl. sú­ παρακμή [paracmí] (nVf.) decadencia,
plicas. declive, denegación, decaimiento,
παρακαλώ [paracaló] (v.) rogar, supli­ παρακοή [paracoí] (nyf.) desobedien­
car, implorar · σας παρακαλώ - a) por cia.
favor, b) le ruego, παρακοιμάμαι [paraquimáme] (v.) ador­
παρακαμπτήριος [paracamptfrios] (adj.) mecerse, dormir demasiado,
periférico, carretera de circunvalación, παρακολούθημα [paracolúcima] (n7n.)
desviación, consecuencia, resultado,
παρακάμπτω [paracámpto] (v.) ro­ παρακολούθηση [paracolúcisi] (n/f.)
dear, bordear, desviarse, evitar, 1: seguimiento, observiación, 2: bús­
παράκαμψη [parácampsi] (n7f.) ro­ queda.
deo, desvío, παρακολουθώ [paracoluzó] (v.) seguir,
παρακάνω [paracáno] (v.) excederse, ver, cursar estudios,
extralimitarse, pasarse de la raya, παρακόρη [paracóri] (n./f.) niña adop­
exagerar. tada.
παρακαταθέτω [paracatacéto] (v.) de­ παράκουος [parácuos] (adj.) desobe­
positar, consignar, diente.
παρακαταθήκη [paracatacíqui] (nVf.) παρακούω [paracúo] (v.) oír mal, des­
depósito. obedecer,
παρακατιανός [paracatianós] (adj.) in­ παρακράτηση [paracrátisi] (η Λ ) re­
ferior, de baja clase social, tención, detención · παρακράτηση
παρακάτω [paracátoj (adv.) más aba­ φ όρου- retención de impuestos,
jo, después, παρακρατώ [paracrató] (v.) retener,
παρακείμενος [paraquímenos] 1: (n7m.) detener, contener.

861
παράκρουση

παράκρουση [parácrusi] (n./f.) aluci­ paralelismo,


nación, trastorno, alteración del es­ παραλληλόγραμμο [paralilógramo]
tado mental, n. paralelogramo.
παράκτιος [paráctios] (adj.) costero, παράλληλος [parálilos] (adj.) paralelo,
παρακώλυση [paracólisi] (n./f.) obs­ colateral · παράλληλες γραμμές- lí­
trucción, obstáculo, neas paralelas,
παρακωλύω [paracolío] (v.) obstruir, παραλογίζομαι [paraloguídsome] (v.)
obstaculizar, atascar, decir o hacer disparates, desvariar,
παραλαβαίνω [paralavéno] (v.) reco­ perder el juicio,
ger, recibir, παραλογισμός [paraloguismós] (n./m.)
παραλαβή [paralaví] (n./f.) recogida, disparate, desatino, sinrazón, insen­
recibo. satez.
παραλαλώ [paralaló] (v.) delirar, παράλογος [parálogos] (adj.) absurdo,
παραλαμβάνω [paralamváno] (v.) re­ ilógico, disparatado, descabellado,
coger, recibir, desatinado,
παραλείπω [paralípo] (v.) omitir, pasar παραλυμένος [paraliménos] (adj.) di­
por alto, descuidar, excluir, soluto.
παράλειψη [parálipsi] (n./f.) omisión, παράλυση [parálisi] (n./f.) parálisis,
descuido, incumplimiento, παραλυσία [paralisía] (n./f.) disolu­
παραλέγω [paralégo] (v.) exagerar, ción, libertinaje,
παραλήγουσα [paralígusa] (n./f.) παράλυτος [parálitos] (adj.) paralítico,
(Gram .) penúltima sílaba, inválido,
παραλήπτης [paralíptis] (n7m.) desti­ παραλύω [paralío] (v.) paralizar,
natario, receptor, παραμάνα [paramána] (n./f.) ama de
παραλήρημα [paralírima] (n./n.) deli­ cria, nodriza, imperdible,
rio, alucinación, παραμεθόριος [paramezórios] (adj.)
παραληρώ [paraliró] (v.) delirar, alu­ fronterizo,
cinarse. παραμέληση [paramélisi] (nyf.) aban­
παράλια [parália] (n./n.) pl. litoral, dono, descuido, negligencia, dega-
παραλία [paralía] (n./f.) playa, costa, dez.
orilla del mar. παραμελώ [parameló] (v.) descuidar,
παραλιακός [paraliacós] (adj.) coste­ abandonar(se), desatender, arinco-
ro, litoral · παραλιακός δρόμος- ca­ nar.
lle litoral. παραμένω [paraméno] (v.) permane­
παραλίγο [paralígo] (adv.) por poco, cer, quedarse,
παράλιος [parálios] (adj.) costero, li­ παράμερα [parámera] (adv.) aparte, a
toral. un lado.
παραλλαγή [paralaguí] (n./f.) varia­ παραμερίζω [paramerídso] (v.)
ción, variante, versión, variedad, apartar(se), desviar, aislar,
παραλλάζω [paraládso] (v.) variar, παράμερος [parámeros] (adj.) aparta­
παραλληλίζω [paralilídso] (v.) 1: esta­ do, retirado,
blecer un paralelo, poner en parale­ παράμετρος [parámetros] (n./f.) pará­
lo, 2: comparar (con), metro.
παραλληλισμός [paralilismós] (n./m.) παραμικρός [paramicrós] (adj.) muy

862
παραπλανώ

pequeño, menor, mínimo, insignifi­ παράξενα [paráksena] (adv.) extraña­


cante, ínfimo · θυμώ νει με το παρα­ mente.
μ ικρ ό- se enoja con todo, παραξενεύω [paraksenévo] (v.) extra­
παραμιλητό [paramilitó] (n./n.) deli­ ñar, sorprender, parecer raro,
rio, desvarío, παραξενιά [parakseñá] (n./f.) rareza,
παραμιλώ [paramiló] (v.) delirar, des­ extrañeza, manía, capricho,
variar. παράξενος [paráksenos] (adj.) raro,
παραμονεύω [paramonévo] (v.) ace­ extraño, curioso, caprichoso, insóli­
char, aguardar, vigilar, espiar, to.
παραμονή [paramoní] (n./f.) 1: (tiem­ παραξηλώνω [paraksiióno] (v.) exa­
po) víspera, 2: (lugar) permanencia, gerar.
estancia, estadía, παραπαίω [parapéo] (v.) tambalearse,
παραμορφώνω [paramorfóno] (v.) vacilar, bambolearse, cojear,
deformar, desfigurar, distorsionar, παραπανίσιος [parapanísios] (adj.)
alterar, desformar, excedente, sobrante,
παραμόρφωση [paramórfosi] (nyf.) de­ παραπάνω [parapáno] (adv.) más arri­
formación, desfiguración, distorsión, ba, de más, más, otra vez.
παραμυθένιος [paramicéños] (adj.) fa­ παραπάτημα [parapátima] (nyn.) tras­
buloso, ideal, soñado, pié, desliz, tropiezo, tropezón,
παραμύθι [paramíci] (n./n.) cuento, παραπατώ [parapató] (v.) dar un tras­
fábula, historia, pié, tropezar, dar un paso en falso,
παραμυθιάζω [paramiciádso] (v.) men­ παραπείθω [parapízo] (v.) llevar a con­
tir. clusiones erróneas,
παρανόηση [paranóisi] (n./f.) malen­ παραπειστικός [parapisticós] (adj.)
tendido, equivocación, mala inter­ persuasivo, disuasivo, engañoso,
pretación, παραπέμπω [parapémbo] (v.) remitir,
παράνοια [paránia] (n./f.) paranoia, citar, referir · παραπέμπω σε δίκη-
locura, demencia, remitir al jurado.
παρανοϊκός [paranoicós] (adj.) para­ παραπέρα [parapéra] (adv.) más allá,
noico. παραπέτασμα [parapétasma] (nyn.)
παρανόμι [paranómi] (nyn.) sobre­ cortina, telón, velo,
nombre. παραπέτο [parapéto] (n./n.) parapeto,
παρανομία [paranomía] (nyf.) ilegali­ antepecho,
dad, legitimidad, infracción, delito, παραπετώ [parapetó] (v.) rechazar, re­
crimen. peler, extraviar, traspapelar,
παράνομος [paránomos] (adj.) ilegal, παράπηγμα [parápigma] (n./n.) cuar­
ilícito, clandestino, tel.
παρανομώ [paranomó] (v.) violar la παραπλάνηση [paraplánisi] (n./f.) en­
ley, infringir la ley. gaño, burla, seducción, extravío,
παρανοώ [paranoó] (v.) malentender, παραπλανητικός [paraplaniticós] (adj.)
entender/comprender mal, interpre­ engañoso, engañador, farsante, fingi­
tar mal. dor, seductor,
παράνυμφος [paránimfos] (n./m.+f.) παραπλανώ [paraplanó] (v.) engañar,
padrino/madrina (de boda). burlar, seducir, decepcionar.

863
παράπλευρος

παράπλευρος [paráplevros] (adj.) con­ pesticida.


tiguo, próximo, adjunto, παρασιώπηση [parasiópisi] (nyf.) omi­
παραπλεΰρως [paraplévros] (adv.) sión, ocultación,
cerca, al lado, παρασιωπώ [parasiopó] (v.) omitir,
παραπλέω [parapléo] (v.) costear, bor­ παρασκευάζω [parasquevádso] (v.) pre­
dear, orillar, parar, elaborar,
παραπληγία [parapliguía] (n./f.) para- παρασκεύασμα [parasquévasma] (n/n.)
plegia. confección, preparación,
παραπληγικός [parapliguicós] (adj.) pa- παρασκευή [parasqueví] (nyf.) prepa­
raplégico. ración, elaboración.
παραπλήσιος [paraplísios] (adj.) aproxi­ Παρασκευή [parasqueví] (n./f.) vier­
mado, similar, semejante, análogo, nes · Μ εγάλη Παρασκευή- viernes
parecido. santo.
παραποίηση [parapíisi] (n./f.) falsea­ παρασκήνιο [parasquínio] (nyn.) bas­
miento, falsificación, modificación, tidor.
alteración, distorsión, παρασκιά [parasquiá] (nyf.) penum­
παραποιώ [parapió] (v.) falsear, falsifi­ bra.
car, alterar, modificar, παράσπονδος [paráspondos] (adj.) pér­
παραπομπή [parapombí] (nyf.) remi­ fido, desleal,
sión, citación, referencia, παράσταση [parástasi] (n./f.) sesión,
παραπονιάρης [parapoñáris] (adj.) representación, comparecencia,
querellador, quejoso, quejica. παραστατικός [parastaticós] (adj.)
παραπονιέμαι [parapoñéme] (v.) que­ gráfico, descriptivo, representativo,
jarse, protestar, expresivo,
παράπονο [parápono] (nyn.) queja, παραστέκω [parastéco] (v.) asistir, ayu­
protesta, lamento, dar.
παραπόταμος [parapótamos] (nym.) παράστημα [parástima] (nyn.) postu­
afluente. ra, estatura, porte,
παραπούλι [parapúli] (nyn.) col de παραστράτημα [parastrátima] n. paso
Bruselas. en falso, desliz,
παράπτωμα [paráptoma] (nyn.) falta, παραστρατημένος [parastratiménos]
infracción, pecado, (adj.) extraviado,
παράρτημα [parártima] (nyn.) 1: su­ παρασύνθημα [parasíncima] (nyn.)
plemento, apéndice, 2: (empresa) contraseña,
sucursal. παρασυρμένος [parasirménos] (adj.)
παράσημο [parásimo] (nyn.) conde­ equivocado, engañado,
coración, insignia, galardón, παρασύρομαι [parasírome] (v.) dejar­
παρασημοφορία [parasimoforla] (nyf.) se llevar.
condecoración, παράτα [paráta] (nyf.) desfile, proce­
παρασημοφορώ [parasimoforó] (v.) sión.
condecorar, galardonar, παράταξη [parátaksi] (nyf.) formación,
παράσιτο [parásito] (nyn.) 1: parásito, alineación, orden,
2: interferencia, παράταση [parátasi] (nyf.) amplia­
παρασιτοκτόνο [parasitoctóno] (nyn.) ción, prórroga · δίνω παράταση- dar

864
παραχαράκτης

prórroga · παράταση προθεσμίας πάραυτα [párafta] (adv.) inmediata­


υποβολής απ ήσεω ν- ampliación del mente, enseguida,
plazo para la solicitud, παραφέρομαι [paraférome] (v.) exce­
παρατάσσω [paratáso] (v.) formar, for­ derse, propasarse, extralimitarse,
mar en orden/fila, alinear, παραφθείρω [parafcíro] (v.) corrom­
παρατατικός [parataticós] (adj.) (Gram.) per.
pretérito imperfecto, παραφθορά [parafzorá] (ηΛ.) corrup­
παρατείνω [paratíno] (v.) ampliar, ción, corruptela, vicio, abuso,
alargar, prorrogar, extender, aplazar, παραφίνη [parafíni] (n./f.) parafina.
expandir · παρατείνω τη διαμονή παράφορα [paráfora] (adv.) ardoro­
μου- prorrogar la estancia, samente, con vehemencia, apasio­
παρατεταμένος [paratetaménos] (adj.) nadamente,
prolongado, παραφορά [paraforá] (n./f.) ardor, ve­
παρατήρηση [paratírisi] (ηΛ.) obser­ hemencia, ímpetu,
vación, comentario, παράφορος [paráforos] (adj.) ardie­
παρατηρητήριο [paratiritírio] (ηΛι.) nte, vehemente, impetuoso, arreba­
mirador, observatorio, tado, apasionado,
παρατηρητής [paratiritís] (n./m.) ob­ παραφόρτωμα [parafórtoma] (n./n.)
servador. 1: sobrecarga, recarga, 2: (coloq.)
παρατηρητικός [paratiriticós] (adj.) ob­ molestia.
servador, perspicaz, παραφορτώνω [parafortóno] (v.) 1:
παρατηρητικότητα [parati riticótita] sobrecargar, recargar, 2: (coloq.) mo­
(ηΛ.) observación, perspicacia, lestar.
παρατηρώ [paratiró] (v.) observar, no­ παραφράζω [parafrádso] (v.) interpre­
tar, fijarse, tar, traducir,
παράτολμος [parátolmos] (adj.) teme­ παράφραση [paráfrasi] (n./f.) interpre­
rario, intrépido, arriesgado, tación, traducción,
παρατονία [paratonía] (η Λ ) desento­ παραφρονώ [parafronó] (v.) perder la
no, disonancia, desacorde, razón, volverse loco, enagenarse.
παράτονος [parátonos] (adj.) disonan­ παραφροσύνη [parafrosíni] (n./f.) de­
te, desafinado, mencia, locura, enajenación,
παρατραβώ [paratravó] (v.) 1: prolon­ παράφρων [parfáron] (adj.) demente,
gar, 2: exagerar, loco, enajenado,
παρατράγουδο [paratrágudo] (ηΛι.) παραφυάδα [parafiáda] (n./f.) retoño,
cotilleo, chisme, despropósito, brote.
παρατσούκλι [paratsúcli] (n./n.) apo­ παραφυλάω [parafilágo] (v.) acechar,
do. παραφωνία [parafonía] (n./f.) diso­
παρατυπία [paratipía] (η Λ ) irregula­ nancia, desentono, discordancia,
ridad, ilegalidad, ilegitimidad, infor­ παράφωνος [paráfonos] (adj.) diso­
malidad. nante, discordante, desafinado, des­
παράτυπος [parátipos] (adj.) irregular, acorde.
ilegal, ilegítimo, παραχαράζω [parajarádso] (v.) falsifi­
παρατώ [parató] (v.) abandonar, dejar, car, falsear,
soltar. παραχαράκτης [parajaráctis] (n./m.)

865
παραχάραξη

falsificador, falseador, ría.


παραχάραξη [parajárksi] (n./f.) falsifi­ παρέλαση [parélasi] (n./f.) desfile,
cación, falseamiento, παρελαύνω [parelávno] (v.) desfilar,
παράχορδος [parájordos] (adj.) diso­ παρέλευση [parélefsi] (n./f.) transcur­
nante, desentonado, so, curso, paso,
παραχώρηση [parajórisi] (n./f.) cesión, παρελθόν [parelzón] (n./n.) pasado,
concesión, donación, παρεμβαίνω [paremvéno] (v.) inter­
παραχωρώ [parajoró] (v.) ceder, con­ venir, interponerse, mediar, inter­
ceder, donar, mediar.
παρδαλός [pardalós] (adj.) variado, παρεμβάλλω [paramválo] (v.) interpo­
multicolor, abigarrado, ner, insertar, interferir,
παρέα [paréa] (n./f.) 1: compañía, 2: παρέμβαση [parémvasi] (n./f.) inter­
grupo, pandilla, vención, mediación, interposición,
πάρεδρος [páredros] (nVm.) asesor · παρέμβλημα [parémvlima] (n7n.) in­
δημαρχιακός πάρεδρος- asesor de serción.
alcalde/de un tribunal, παρέμβλητος [parémvlitos] (adj.) in­
παρεισάγω [pariságo] (v.) insertar, sertado, interpuesto,
παρεισαγωγή [parisagoguí] (n./f.) in­ παρεμβολή [paremvolí] (nJf.) inter­
serción. posición, interferencia, entremeti­
παρείσακτος [parísactos] (adj.) intru­ miento.
so. παρεμπιπτόντως [parempiptóndos]
παρεισφρέω [parisfréo] (v.) deslizarse (adv.) a propósito, por cierto,
secretamente, introducirse indebi­ παρεμπίπτω [parempípto] (v.) inter­
damente. venir.
παρέκβαση [parécvasi] (nVf.) digre­ παρεμποδίζω [parembodídso] (v.) ob­
sión, divagación, desviación, staculizar, impedir, obstruir, trabar,
παρέκει [paréqui] (adv.) más allá, más παρεμπόδιση [parembódisi] (n./f.) im­
lejos · ως εδώ και μη παρέκειΙ- ¡ya pedimento, obstrucción,
está!. παρεμφαίνω [paremféno] (v.) impli­
παρεκκλήσι [pareclísi] (n./n.) capilla, car, indicar,
παρεκκλίνω [pareclíno] (v.) desviarse, παρεμφερής [paremferís] (adj.) seme­
παρέκκλιση [paréclisi] (n./f.) desvío, jante, parecido · παρεμφερείς περι­
desviación · παρέκκλιση πορείας- πτώ σεις- situaciones parecidas,
desviación de camino, παρένθεση [paréncesi] (n./f.) parénte­
παρέκταση [paréctasi] (n./f.) exten­ sis, corchete,
sión, prolongación, παρένθετος [paréncetos] (adj.) inter­
παρεκτείνω [parectíno] (v.) extender, puesto, sustituto · π α ρένθετοι γο­
prolongar, νείς- padres sustitutos,
παρεκτός [parectós] (adv.) excepto, παρενθέτω [parencéto] (v.) interpo­
salvo, a menos que. ner, introducir,
παρεκτρέπομαι [parectrépome] (v.) παρεννοώ [parenoó] (v.) malenten-
desviarse, propasarse, der.
παρεκτροπή [parectropí] (nVf.) mala παρενόχληση [parenójlisi] (nVf.) es­
conducta, desvío, desviación, fecho­ torbo, molestia, trastorno, contra­

866
παρονομαστής

riedad. Virgo, 2: (adj.) virgen · παρθένο δά­


παρενοχλώ [parenojló] (ν.) estorbar, σος- bosque virgen.
importunar, trastornar, dar la lata, Παρθενώνας [parcenónas] (n./m.) El
molestar. Partenón.
παρεξήγηση [pareksíguisi] (nVf.) mal­ παρίσταμαι [parístame] (v.) asistir, acu­
entendido, incomprensión, equivo­ dir.
cación, equívoco, παριστάνω [paristáno] (v.) 1: represen­
παρεξηγώ [pareksigó] (v.) malinter- tar, bosquejar, 2: aparentar, parecer,
pretar, tomar a mal. παρκάρισμα [parcárisma] (nVn.) apar­
πάρεργο [párergo] (n./n.) empleo su­ camiento, estacionamiento,
plementario, παρκάρω [parcáro] (v.) aparcar, esta­
παρερμηνεία [parerminía] (nVf.) mala cionar.
interpretación, παρκέ [parqué] (n7n.) parqué, piso de
παρεπόμενα [parepómena] (n./n.) pl. madera,
consecuencias, πάρκο [párco] (n./n.) parque,
παρέρχομαι [parérjome] (v.) pasarse, παροδικός [parodicós] (adj.) pasajero,
transcurrir, transitorio, temporal, efímero,
παρευθύς [parefcís] (adv.) instantá­ πάροδος [párodos] (n./f.) paso, pasaje
neamente, inmediatamente, de una • μ ε τη ν πάροδο το υ χρόνου- con el
vez, enseguida, paso del tiempo,
παρευρίσκομαι [parevríscome] (v.) παροικία [pariquiá] (n7f.) colonia,
acudir, asistir, adagio, comunidad,
παρέχω [paréjo] (v.) proporcionar, su­ παροιμία [parimía] (nyf.) refrán, pro­
ministrar, facilitar, prestar, deparar, verbio, dicho,
ofrecer · παρέχω τις πρώτες β οήθει­ παροιμιώδης [parimiódis] (adj.) pro­
ες- proporcionar ayuda urgente, verbial, legendario, notorio,
παρηγορητικός [parigoriticós] (adj.) παρόμοια [parómia] (adv.) del mismo
consolador, modo, de manera parecida, igual­
παρηγοριά [parigoriá] (nyf.) consuelo, mente.
consolación, aplacamiento, παρομοιάζω [paromiádso] (v.) asimi­
παρηγορώ [parigoró] (v.) consolar, ali­ lar, asemejar, comparar,
viar, solazar, confrontar, παρόμοιος [parómios] (adj.) similar,
παρηκοϊα [paricoía] (nyf.) desobedien­ semejante, parecido,
cia. παρομοίως [paromíos] (adv.) igual­
παρήκοος [parícoos] (adj.) desobe­ mente, de modo semejante,
diente. παρομοίωση [paromíosi] (n./f.) simili­
παρήχηση [paríjisi] (n./f.) aliteración, tud, semejanza, afinidad,
παρθένα [parcéna] (n./f.) virgen, παρόν [parón] (nVn.) presente · προς
παρθενιά [parceñá] (n7f.) virginidad, το παρόν- por ahora,
παρθενικός [pareenicós] (adj.) 1: virgi­ παρονομάζω [paronomádso] (v.) apo­
nal, virgen, 2: primero · παρθενικός dar.
υμένας- himen virginal · παρθενική παρονομασία [paronomasia] (n7f.)
εμφ άνιση- primera presentación, apodo.
παρθένος [parcénos] 1: (n7m.) (Zód.) παρονομαστής [paronomastís] (n./m.)

867
παροξυντικός

(Mat.) denominador, • παροχή ρεύματος- suministro de


παροξυντικός [paroksindicós] (adj.) electricidad,
provocador, irritable, πάρσιμο [pársimo] (n./n.) toma, cap­
παροξύνω [paroksíno] (v.) excitar, pro­ tura.
vocar. παρτενέρ [partenér] (n./m.+f.) pareja,
παροξυσμός [paroksismós] (ηΛη.) exa­ compañero,
ltación, paroxismo, acceso, παρτέρι [partéri] (n./n.) arriate, par­
παροξύτονος [paroksítonos] (adj.) pa­ terre.
roxítono, acentuado en la penúltima παρτίδα [partida] (η Λ ) 1: partida,
sílaba. lote, 2: (metáf.) relación · παρτίδα
παροπλίζω [paroplídso] (v.) desarmar σκάκι- partida de ajedrez · δεν θέλω
un buque, va έχω παρτίδες μ α ζί το υ- no quiero
παρόραμα [parórama] (nVn.) errata, tener relaciones con él.
descuido, desacierto, παρτιτούρα [partitúra] (η Λ ) (Mús.)
παροργίζω [parorguídso] (v.) enojar, partitura,
provocar, irritar, πάρτι [párti] (n./n.) fiesta,
παρόργιση [parórguisi] (n./f.) provo­ παρυδάτιος [paridátios] (adj.) acuá­
cación. tico.
παρόρμηση [parórmisi] (n./f.) impul­ παρυφή [parifí] (ηΛ.) orilla, bordillo,
so, deseo, παρωδία [parodia] (η Λ ) parodia,
παρορμητικός [parormiticós] (adj.) παρών [parón] (adj.) presente,
impulsivo, compulsivo, παρωνύμια [paronimia] (n./f.) apodo,
παρότρυνση [parótrinsi] (n./f.) incita­ mote.
ción, estimulo, παρωνύμιο [paronímio] (nVn.) apodo,
παροτρύνω [parotríno] (v.) incitar, mote.
promover, empujar, estimular, παρωνυχίδα [paronijída] (n./f.) cutí­
παρουσία [parusía] (η Λ ) 1: presencia, cula.
acudimiento, 2: apariencia, aspecto, παρωπίδα [paropída] (n./f.) anteojera,
παρουσιάζω [parusiádso] (v.) presen­ παρωτίτιδα [parotítida] (ηΛ.) papera,
tar, exponer, ofrecer, πας, πάσα, παν [pas, pása, pan] (pron.)
παρουσίαση [parusíasi] (nyf.) presen­ cada uno, todo,
tación, exposición · παρουσίαση β ι­ πασάλειμμα [pasálima] (ηΛι.) unto,
βλίου- presentación de libro, unción.
παρουσιάσιμος [parusiásimos] (adj.) πασαλείφω [pasalífo] (v.) embadur­
presentable, nar, untar, rebozar,
παρουσιαστικό [parusiasticó] (n./n.) πασαρέλα [pasaréla] (nyf.) pasarela,
presencia, apariencia, aspecto físico, πασάς [pasás] (n./m.) pachá, bajá,
παροχέτευση [parojétefsi] (nVf.) cana­ πασατέμπος [pasatémbos] (n./m.)
lización, conducción, pipa de calabaza,
παροχετεύω [parojetévo] (v.) canali­ πασίγνωστος [pasígnostos] (adj.) co­
zar, conducir, nocido, famoso, afamado, célebre,
παροχή [parojí] (ηΛ.) 1: prestación, notorio.
2: suministro, 3: subsidio · παροχή πασίδηλος [pasídilos] (adj.) evidente,
υπηρεσιών- prestación de servicios obvio, aparente, claro.
πάτριος

πασιέντσα [pasiéntsa] (nyf.) (juego de πασχίζω [pasjídso] (v.) esforzarse, afa­


naipes) solitario, narse, luchar, forcejar,
πάσο [páso] (n ,/n.) 1: paso, 2: (abono) πάσχω [pásjo] (v.) padecer, sufrir, ado­
salvoconducto, lecer · πασχαλινά έθ ιμ α - costumbres
πασπαλίζω [paspalídso] (v.) espolvo­ de Pascua,
rear. πάταγος [pátagos] (n./m.) 1: ruido, es­
πασπατευτά [paspateftá] (adv.) a tien­ tampida, estruendo, golpe fuerte, 2:
tas. efecto, impresión,
πασπατευτός [paspateftós] (adj.) pal­ παταγώδης [patagódis] (adj.) estruen­
pable. doso · παταγώδης αποτυχία- fraca­
πασπατεύω [paspatévo] (v.) manosear, so estruendoso,
πάσσαλος [pásalos] (n7m.) poste, πατάκι [patáqui] (nVn.) felpudo,
palo, asta, πατάρι [patári] (n7n.) desván,
πασσάλωμα [pasáloma] (n./n.) pali­ πατάσσω [patáso] (v.) castigar severa­
zada. mente, reprimir,
πάστα [pásta] (nyf.) pasta, pastel, πατάτα [patáta] (n./f.) patata, papa,
παστέλι [pastéli] (nVn.) turrón griego πατέρας [patéras] (n7m.) padre · flá -
de miel y ajonjolí, τερ ημώ ν- padrenuestro,
παστερίωση [pasteríosi] (nyf.) pasteu­ πατερίτσα [paterítsa] (nyf.) muleta,
rización, esterilización parcial, πάτημα [pátima] (n7n.) 1: huella, pisa­
παστεριώνω [pasterióno] (v.) pasteu- da, paso, 2: (coloq.) excusa, pretexto,
rizar, pasterizar, ocasión · δίνω πάτημα- dar ocasión,
παστίλια [pastília] (n./f.) pastilla, gra­ πατημασιά [patimasiá] (n./f.) pisada,
gea. huella.
παστός [pastós] (adj.) salado, πατικώνω [paticóno] (v.) presionar,
παστουρμάς [pasturmás] (n./m.) ce­ apretar.
cina. πατινάζ [patináds] (n./n.) patinaje,
πάστρα [pástra] (n7f.) limpieza, niti­ πατινάρω [patináro] (v.) patinar,
dez. πατίνι [patíni] (n7n.) patín, patinete,
παστρεύω [pastrévo] (v.) 1: limpiar, 2: πάτος [pátos] (n7m.) fondo, suela,
(coloq.) matar, πατούσα [patúsa] (nVf.) planta (del pie).
παστρικιά [pastriquiá] (n./f.) (coloq.) πατριαρχείο [patriarjío] (nVn.) patria­
prostituta, rcado.
παστρικός [pastricós] (adj.) 1: limpio, πατριάρχης [patriárjis] (nVm.) patriar­
2: (coloq.) sinvergüenza, ca.
πάστωμα [pástoma] (nJn.) salazón, πατριαρχικός [patriarjicós] (adj.) pa­
παστώνω [pastóno] (v.) salar. triarcal.
Πάσχα [pásja] (n7n.) Pascua, πατρίδα [patrída] (nVf.) patria, país,
πασχαλιά [pasjaliá] (n7f.) (Bot.) lila, país de origen,
πασχαλινός [pasjalinós] (adj.) pascual, πατρικός [patricós] (adj.) paternal,
de Pascua · πασχαλινά έθ ιμ α - cos­ paterno.
tumbres pascuales, πάτριος [pátrios] (adj.) ancestral, pa­
πασχαλίτσα [pasjalítsa] (n./f.) (Zool.) terno · π άτριο έδαφ ος- tierra ances­
mariquita. tral.

869
πατριός

πατριός [patriós] (nym.) padrastro, παφλασμός [paflasmós] (nym.) bur­


πατριώτης [patriótis] (n./m.) patriota, bujeo, chapaleo, chapoteo,
compatriota, παχαίνω [pajéno] (v.) engordar, cebar,
πατριωτικός [patrioticós] (adj.) pa­ sainar.
triótico. πάχνη [pájni] (nyf.) escarcha,
πατριωτισμός [patriotismós) (n./m.) πάχος [pájos] (n./n.) grasa, grosor, go­
patriotismo, civismo, rdura, espesor,
πατρογονικός [patrogonicós] (adj.) παχουλός [pajulós] (adj.) gordito, re­
ancestral, paternal, gordete, gordo, carnoso,
πατροκτονία [patroctonía] (n./f.) pa­ παχύδερμος [pajídermo] (adj.) paqui­
rricidio. dermo, insensible,
πατροκτόνος [patroctónos] (nym.) pa­ παχύρρευστος [pajírefstos] (adj.) vi­
rricida. scoso · παχύρρευστη κόλλα- pega­
πατρόν [patrón] (nyn.) patrón, mode­ mento viscoso,
lo. παχύς [pajís] (adj.) grueso, gordo, obe­
πατροπαράδοτος [patroparádotos] so, espeso · παχύ έν τερ ο - intestino
(adj.) tradicional, típico, propio, con­ grueso.
sabido. παχυσαρκία [pajisarquía] (n./f.) obesi­
πατρότητα [patrótita] (n./f.) paterni­ dad, grosor, gordura,
dad. παχύσαρκος [pajísarcos] (adj.) obeso,
πάτρωνας [pátronas] (nym.) patroci­ grueso.
nador, patrono, jefe, πάω, πηγαίνω [páo, piguéno] (v.) ir a.
πατρωνία [patronía] (nyf.) patronato, πεδιάδα [pediáda] (nyf.) llanura, llana­
πατρώνυμο [patrónimo] (n./n.) apelli­ da, campo, planicie,
do del padre, πεδικλώνω [pediclóno] (v.) engrillar,
πατσαβούρα [patsavúra] (n./f.) 1: tra­ πέδιλο [pédilo] (n./n.) 1: (calzado) san­
po, guiñapo, 2: (coloq.) mujerzuela. dalia, 2: (Mús.) pedal,
πατσάς [patsás] (n./m.) mondongo, πεδινός [pedinós] (adj.) llanero, nive­
πάτσι [pátsi] (adv.) en paz, empate, lado, raso,
πατώ [pató] (v.) 1: pisar, 2: apretar, πεδίο [pedio] (nyn.) 1: campo, terreno,
πάτωμα [pátoma] (nyn.) suelo, piso, 2: alcance, ámbito · πεδίο μάχης-
πατώνω [patóno] (v.) tocar fondo, campo de batalla,
παύλα [pávla] (n./f.) guión · τελεία και πεζεύω [pedsévo] (v.) desmontar,
παύλαΐ- ¡punto!, πεζικό [pedsicó] (nyn.) infantería,
παύση [páfsi] (nyf.) cese, pausa, inte­ πεζογραφία [pedsografía] (nyf.) pro­
rrupción. sa.
παυσίπονος [pafsíponos] (adj.) cal­ πεζογράφος [pedsográfos] (nym.+f.)
mante, analgésico, prosista.
παύω [pávo] (v.) 1: cesar, acabar, pa­ πεζοδρόμιο [pedsodrómio] (nyn.) ace­
rar, terminar, concluir, 2: boquear, 3: ra, vereda, calzada,
callar. πεζόδρομος [pedsódromos] (n./m.)
παφλάζω [pafládso] (v.) burbujear, calle peatonal,
hervir, borbotear, chapalear, chapo­ πεζοναύτης [pedsonáftis] (nym.) in­
tear. fante de marina.

870
πέλαγος

πεζοπορία [pedsoporfa] (n./f.) mar­ diar, chinchar, contrariar, acosar,


cha, camino, andadura, paseo, πείραμα [pírama] (n./n.) 1: experime­
πεζοπόρος [pedsopóros] (adj.) cami­ nto, 2: ensayo,
nante, andante, andador, andarín, πειραματίζομαι [piramatídsome] (v.)
πεζός [pedsós] (adj.) peatón, pedestre, 1: experimentar, hacer experime­
2: prosaico, ntos, 2: ensayar,
πεζότητα [pedsótita] (nyf.) prosaí-smo. πειραματικός [piramaticós] (adj.) ex­
πεζούλι [pedsúli] (n./n.) parapeto, perimental, probatorio · π ειραματι­
πεθαίνω [pecéno] (v.) morir(se), ago­ κό σχολείο- escuela experimental,
nizar, fallecer, πειραματισμός [piramatismós] (n./m.)
πεθαμένος [pezaménos] (adj.) muer­ experimentación,
to, fallecido, difunto, finado, πειρασμός [pirasmós] (nym.) tenta­
πεθερά [pecerá] (nVf.) suegra, ción · αντισ τέκομ αι στον πειρασμό-
πεθερικά [pecericá] (n./n.) pl. suegros, resistir la tentación,
πεθερός [pecerós] (n./m.) suegro, πειρατεία [piratía] (n./f.) piratería,
πειθαναγκάζω [pizanagkádso] (v.) obli­ πειρατής [piratís] (n./m.) pirata, corsa­
gar, forzar, coaccionar, persuadir con rio, bucanero,
fuerza. πειρατικός [piraticós] (adj.) pirata, pi­
πειθαναγκασμός [pizanagkasmós] (n7f.) rático.
coacción, persuasión con fuerza, πειραχτήρι [pirajtíri] (n./n.) guasón,
πειθαρχία [pizarjía] (n./f.) disciplina, bromista.
obediencia, templanza, πειραχτικός [pirajticós] (adj.) molesto,
πειθαρχικός [pizarjicós] (adj.) discipli­ ofensivo.
nario, disciplinado, obediente, πείσμα [písma] (n7n.) obstinación,
πειθαρχώ [pizarjó] (v.) disciplinar, ser terquedad, cabezonería · κάνω πεί­
disciplinado, obedecer, σμ ατα- ser tenaz,
πειθήνιος [picínios] (adj.) dócil, sumi­ πεισματάρης [pismatáris] (adj.) obsti­
so, manso, nado, terco, cabezón, tenaz, testaru­
πείθω [pízo] (v.) convencer, persuadir, do, cabeza cuadrada,
πειθώ [pizó] (n./f.) persuasión, con­ πεισματικά [pismaticá] (adv.) obstina­
vencimiento, damente, con terquedad,
πείνα [pina] (n./f.) 1: hambre, 2: cares­ πεισμώνω [pismóno] (v.) obstinarse,
tía, pobreza, penuria, 3: deseo, gana, πειστήριο [pistírio] (n./n.) prueba,
πειναλέος [pínaléos] (adj.) famélico, evidencia, comprobación · τα πει­
πεινασμένος [pinasménos] (adj.) σ τήρια του εγκλήματος- la prueba
hambriento, famélico, deshambrido, del crimen,
πεινώ [pinó] (v.) tener hambre, anto­ πειστικός [pisticós] (adj.) convincente,
jarse. persuasivo · πειστικό επιχείρημα-
πείρα [pira] (n./f.) experiencia, destre­ argum ento convincente,
za, pericia · μιλάω εκ πείρας- hablar πειστικότητα [pisticótita] (n./f.) con­
por experiencia, vicción, persuasión,
πείραγμα [píragma] (n./n.) molestia, πελαγοδρομία [pelagodromía] (nyf.)
fastidio. navegación, crucero,
πειράζω [pirádso] (v.) molestar, fasti­ πέλαγος [pélagos] (n./n.) mar, alta

871
πελαγώνω

mar. πενταετία [pendaetía] (n./f.) quinque­


πελαγώνω [pelagóno] (ν.) agobiarse, nio.
angustiarse, πεντακόσια [pendacósii] (núm.) qui­
πελαργός [pelargós] (n./m.) cigüeña, nientos.
πελατεία [pelatía] (nVf.) clientela, πεντακοσιοστός [pendacosiostós]
πελάτης [pelátis] (n./m.) cliente, (adj.) quingentésimo,
πελεκάνος [pelecános] (nVm.) (Zool.) πεντάλ [pendál] (nVn.) pedal,
pelícano, πεντάμορφος [pendámorfos] (adj.)
πελέκι [peléqui] (nVn.) hacha, hermosísimo, guapísimo,
πελεκούδι [pelecúdi] (nVn.) astilla, es­ πενταπλασιάζω [pendaplasiádso] (v.)
quirla. quintuplicar,
πελεκώ [pelecó] (v.) cortar, tallar, πενταπλάσιος [pendaplásios] (adj.)
πέλμα [pélma] (n7n.) planta del pie, quíntuplo,
suela. πεντάρι [pendári] (nVn.) cinco,
πελότα [pelóta] (nVf.) acerico, πενταροδεκάρες [pendarodecáres]
πελτές [peltés] (nym.) confitura, pasta (n7f.) pl. 1: calderilla, 2: (coloq.) poco
(de tomate). dinero,
πελώριος [pelórios] (adj.) enorme, co­ πέντε [pénde] (núm.) cinco,
losal, gigantesco, grandísimo. πεντηκοστός [pendicostós] (adj.) quin­
Πέμπτη [pémpti] (nVf.) jueves, cuagésimo,
πέμπτος [pémptos] (adj.) quinto, πέος [péos] (n7n.) pene,
πεμπτουσία [pemptusía] (nVf.) qui­ πεπειραμένος [pepiraménos] (adj.)
ntaesencia, experimentado, experto, perito, dies­
πέμπω [pémbo] (v.) mandar, enviar, tro.
πένα [péna] (n./f.) pluma, cejilla, πεπεισμένος [pepisménos] (adj.) con­
πενήντα [penínda] (núm.) cincuenta, vencido, confiado,
πενθήμερος [pencímeros] (adj.) de πεπερασμένος [peperasménos] (adj.)
cinco días, finito.
πένθιμος [péncimos] (adj.) fúnebre, πέπλο [péplo] (n7n.) velo,
funeral, lúguble, funéreo, de duelo · πεποίθηση [pepícisi] (nVf.) convi­
πένθιμο εμ β α τήρ ιο - canto fúnebre, cción, convencimiento, certeza, cer­
πένθος [pénzos] (n7n.) luto, duelo, tidumbre, seguridad,
lamento. πεπόνι [pepóni] (n7n.) melón,
πενθώ [penzó] (v.) estar de luto, llevar πεπραγμένα [pepragména] (nyf.) pl.
luto, acongojarse, querellarse, actas.
πενία [penía] (n./f.) indigencia, depri­ πεπρωμένο [peproméno] (nVn.) de­
vación. stino, sino, hado,
πενιχρός [penijrós] (adj.) pobre, mo­ πεπτικός [pepticós] (adj.) digestivo ·
desto, escaso, deficiente, exiguo, πεπτικό σ ύσ τημα- sistema digesti­
πένσα [pénsa] (n7f.) alicate, tenaza, vo.
πεντάγραμμο [pendágramo] (n7n.) πέρα [péra] (adv.) 1: más allá, al otro
(Mús.) pentagrama, lado, 2: aparte de.
πεντάγωνο [pendágono] (n7n.) pen­ περαιτέρω [peretéro] (adv.) más, más
tágono. allá · έφ τασ α στο μ η περαπέρω - lle­

872
περιδιάβασμα

gué a mi límite · ζήτησα περαιτέρω liente, eminente, notable, visible ·


πληροφορίες- he pedido más infor­ β ρίσ κετα ι σε περίβλεπτη θέση- está
maciones, en un lugar visible,
ηεραίωση [peréosi] (n./f.) termina­ περίβλημα [perívlima] (n./n.) envol­
ción. tura, vaina, cubierta, revestido, cá­
πέρας [péras] (n./n.) fin, final, término, scara.
πέρασμα [pérasma] (n7n.) 1: paso, pa­ περιβόητος [perivóitos] (adj.) afama­
saje, 2: camino, senda, do, conocido, famoso, célebre,
περασμένος [perasménos] (adj.) pa­ περιβολάρης [perivoláris] (n./m.) hor­
sado. telano.
περαστικός [perasticós] (adj.) pasaje­ περιβολή [perivolí] (n./f.) vestimenta,
ro, transitorio, huidizo, efímero, atuendo, indumentaria · επίσημη
περατώνω [peratóno] (v.) llevar a περιβολή- vestimenta formal,
cabo, terminar, concluir, acabar, ce­ περιβόλι [perivóli] (nVn.) huerto, huer­
sar. ta, vergel.
περάτωση [perátosi] (n./f.) término, περίβολος [perívolos] (n./m.) recinto,
conclusión, cerco.
περβάζι [pervádsi] (nVn.) alféizar, an­ περιβρέχω [perivréjo] (v.) rociar,
tepecho. περιγέλασμα [periguélasma] (n7n.)
περγαμηνή [pergaminí] (nyf.) perga­ irrisión, burla,
mino. περιγέλαστος [periguélastos] (adj.) ri­
πέρδικα [pérdica] (n7f.) perdiz, dículo.
περηφάνια [perifáña] (nyf.) orgullo, περίγελος [períguelos] (n./m.) hazme­
vanidad, arrogancia, rreír, adefesio, ridiculez,
περηφανεύομαι [perifanévome] (v.) περιγελώ [perigueló] (v.) burlar(se)
enorgullecerse, (de), reírse (de), ridiculizar (a),
περήφανος [perífanos] (adj.) orgullo­ περιγιάλι [periguiáli] (nVn.) playa,
so, engreído, vanidoso, altivo, arro­ orilla.
gante, altanero, περίγραμμα [perígrama] (n./f.) con­
περί [perí] (prep.) de, acerca de, sobre, torno, perfil,
alrededor · μίλαγε περί ανέμω ν και περιγραφή [perigrafí] (nyf.) descrip­
υδάτω ν- a) hablaba en general, b) ción, narración, reseña,
hablaba en común, περιγραφικός [perigraficós] (adj.) de­
περιαυτολογία [periaftologuía] (n./f.) scriptivo, representativo, figurativo ·
elogio de sí mismo, περιγραφικό ύφος- estilo descripti­
περιαυτολογώ [periaftologó] (v.) ja­ vo.
ctarse, pavonearse, vanagloriarse, περιγράφω [perigráfo] (v.) describir,
fanfarrorear. circunscribir, representar, reseñar,
περιβάλλον [periválon] (n./n.) 1: am­ περίγυρος [períguiros] (n7m.) entor­
biente, entorno, 2: medio ambiente, no, contorno, ambiente · κοινωνικός
περιβάλλω [periválo] (v.) rodear, en­ περίγυρος- entorno social,
volver, abrazar, vestir, circundar, cer­ περιδέραιο [peridéreo] (n./n.) collar,
car, abrazar, περιδιάβασμα [peridiávasma] (n7n.)
περίβλεπτος [perívleptos] (adj.) sa­ paseo.

873
περιδρομιάζω

περιδρομιάζω [peridromiádso] (ν.) tra­ planta trepadora,


gar, engullir, comer con glotonería, περικοπή [perícopí] (n./f.) recorte,
περιεκτικός [periecticós] (adj.) denso, reducción, disminución · περικοπή
de gran capacidad, compendioso, μ ισθώ ν- recorte de sueldos,
compacto, περικυκλώνω [periquiclóno] (v.) ro­
περιεργάζομαι [periergádsome] (v.) dear, circuir, circundar, cercar,
examinar, escudriñar, περιλαβαίνω [perilavéno] (v.) regañar,
περιέργεια [periérguia] (n./f.) 1: curio­ reprender,
sidad, sed de saber, rareza, extrañeza περιλαίμιο [perílémio] (n7n.) collar,
• ρώ τησε από περιέργεια- preguntó περιλάλητος [perilálitos] (adj.) céle­
por curiosidad, bre, famoso,
περίεργος [períergos] (adj.) 1: curioso, περιλαμβάνω [perilamváno] (v.) in­
indiscreto, 2: raro, extraño, cluir, contener, comprender, ence­
περιεχόμενο [períejómeno] (nVn.) rrar.
contenido, tema, περίλαμπρος [perílambros] (adj.) bri­
περιέχω [periéjo] (v.) contener, ence­ llante, resplandeciente,
rrar, comprender, englobar, incluir, περιληπτικός [perilipticós] (adj.) re­
adjuntar. sumido, extractado, sucinto, abre­
περίζηλος [perídsilos] (adj.) envidia­ viado.
ble. περίληψη [perílipsi] (nyf.) resumen,
περιζήτητος [peridsítitos] (adj.) muy compendio, extracto, sumario, sínte­
solicitado, rebuscado, sis.
περιηγητής [periiguitís] (n7m.) trota­ περίλυπος [perílipos] (adj.) afligido,
mundos, viajero, turista, apenado, triste, dolorido,
περιθάλπω [perizálpo] (v.) asistir, cui­ περιμαζεύω [perimadsévo] (v.) 1: re­
dar, ayudar, coger, acumular 2: (coloq.) controlar,
περίθαλψη [perízalpsi] (n7f.) asi-stencia, περιμένω [periméno] (v.) esperar,
cuidado, amparo, socorro · υγειονομι­ aguardar · περιμένω το λεω φορείο-
κή περίθαλψη- asistencia sanitaria, esperar al autobús · περιμένω παι­
περιθωριακός [perízoriacós] (adj.) mar­ δί- esperar a un hijo · περίμενε μ ια
ginal. σ τιγμ ή- ¡espera un momento!,
περιθώριο [perizório] (n./n.) margen, περιμετρικός [perimetrícós](adj.) del
borde · ζω σ το περιθώ ριο- vivir al perímetro, del contorno,
margen · βάζω σ το περιθώ ριο- de­ περίμετρος [perímetros] (nVf.) perí­
jar al margen, metro, contorno,
περικάλυμμα [pericálima] (n7n.) cu­ πέριξ [péríx] 1: (adv.) alrededor, 2:
bierta, envoltura, (prep.) alrededor,
περικεφαλαία [periquefaléa] (nA.) casco, περιοδεία [periodía] (n7f.) gira,
περικλείω [periclío] (v.) encerrar, ro­ περιοδεύω [periodévo] (v.) hacer una
dear, abarcar, contener, comprender, gira, recorrer,
incluir. περιοδικό [periodicó] (n./n.) revista,
περικόβω [pericóvo] (v.) recortar, re­ περιοδικός [periodicós] (adj.) perió­
ducir, disminuir, dico.
περικοκλάδα [pericocláda] (n./f.) (Bot.) περίοδος [períodos] (nVf.) periodo,

874
περισσεύω

fase, estadio, época, redado.


περιορίζω [periorídso] (v.) limitar, res­ περίπλους [períplus] (n./m.) periplo,
tringir, reducir, circunnavegación,
περιορισμένος [periorisménos] (adj.) περιποίηση [peripíisi] (n./f.) cuidado,
limitado. atención, asistencia,
περιορισμός [periorismós] (n./m.) 1: περιποιητικός [peripiiticós] (adj.) cui­
limitación, restricción, reducción, 2: dadoso, atento, mirado, afable,
internamiento, encierro, περιποιούμαι [peripiúme] (v.) cuidar,
περιοριστικός [perioristicós] (adj.) li­ atender, asistir,
mitativo, restrictivo, περιπολία [peripolía] (nVf.) patrulla,
περιουσία [periusia] (n./f.) 1: bienes, 2: ronda · κάνω περιπολία- hacer ron­
fortuna · ακίνητη περιουσία- bienes da.
inmuebles · κινητή περιουσία- bie­ περιπολικό [peripolicó] (n./n.) vehícu­
nes muebles · κληρονομώ μια περι­ lo policial,
ουσία- hereder una fortuna, περίπολος [perípolos] (n./f.) patrulla,
περιοχή [periojí] (n7f.) región, distrito, περιπολώ [peripoló] (v.) patrullar, ron­
zona. dar.
περιπαίζω [peripédso] (v.) ridiculizar, περίπου [perípu] (adv.) aproxima­
burlarse (de), mofarse (de), damente, más o menos, alrededor,
περιπαικτικός [peripecticós] (adj.) bur­ cerca de.
lón. περίπτερο [períptero] (n./n.) 1: quio­
περίπατος [perípatos] (n./m.) paseo, sco, estanco, 2: (exposición) pabe­
caminata, vuelta · κάνω έναν περί­ llón.
π ατο- dar un paseo, περιπτερούχος [peripterújos] (n./m.)
περιπέτεια [peripétia] (n./f.) aventura, quiosquero,
peripecia, περίπτυξη [períptiksi] (n./f.) abrazo,
περιπετειώδης [peripetiódis] (adj.) lleno abrazamiento,
de aventuras, aventurado, aventurero, περίπτωση [períptosi] (nVf.) caso, cir­
περιπίπτω [peripípto] (v.) incurrir, cunstancia, ocasión · σπάνια περί­
περιπλανιέμαι [periplañéme] (v.) va­ πτω ση· caso raro,
gar, deambular, vagabundear · πε­ περίσκεψη [perísquepsi] (n./f.) pru­
ριπλανιέμαι στον κόσμο- vagar por dencia, precaución, circunspección,
el mundo, περισκόπιο [periscopio] (n./n.) peri­
περιπλανώμενος [periplanómenos] scopio.
(adj.) vagabundo, περισπασμός [perispasmós] (n./m.)
περιπλέκω [peripléco] (v.) complicar, distracción, despiste, inadvertencia,
embrollar, liar, intrincar, dejar per­ περισπώ [perispó] (v.) distraer,
plejo, confundir, περισπωμένη [perispoméni] (nVf.)
περιπλέω [peripléo] (v.) circunnave­ acento cincunflejo.
gar, costear, bordear la costa, περίσσεια [perísia] (nVf.) abundancia,
περιπλοκή [periploquí] (nVf.) complica­ περίσσευμα [perísevma] (nVn.) sobra,
ción, complejidad, embrollo, enredo, sobrante, exceso, demasía,
περίπλοκος [períplocos] (adj.) com­ περισσεύω [perisévo] (ν.) 1: sobrar,
plicado, complejo, embrollado, en­ quedar, 2: sobreabundar, exceder.

875
περίσσιος

περίσσιος [perísios] (adj.) excedente, περισώζω [perisódso] (v.) salvar, recu­


abundante, superfluo, sobrante, perar, rescatar, recobrar, conservar,
περισσότερο [perisótero] (adv.) más περιτειχίζω [peritijídso] (v.) amurallar,
. μ ου αρέσει όλο και περισσότερο- περίτεχνος [perítejnos] (adj.) 1: recar­
m e gusta cada vez más. gado, 2: florido,
περισσότερος [perisóteros] (adj.) más. περιτομή [peritomí] (nyf.) circuncisión,
περίσταση [perístasi] (nyf.) circun­ περιτονίτιδα [peritonítida] (nyf.) pe­
stancia, ocasión, acontecimiento ritonitis.
coyuntura, περίτρανος [perítranos] (adj.) evide­
περιστασιακός [peristasiacós] (adj.) cir­ nte, obvio, manifiesto, claro,
cunstancial, ocasional, περιτριγυρίζω [peritriguirídso] (v.) ro­
περιστατικό [peristaticó] (nyn.) inci­ dear, cercar,
dente, acontecimiento, caso, suceso, περίτρομος [perítromos] (adj.) aterro­
περιστέλλω [peristélo] (v.) limitar, res­ rizado, asustado,
tringir, reducir, acortar · περιστέλλω περιτροπή [peritropí] (nyf.) turno · εκ
τα έξοδ α της επιχείρησης- limitar περηροπής- por turnos,
los gastos de la empresa, περιττολογώ [peritologó] (v.) hablar
περιστέρα [peristéra] (nyf.) (Zoo!.) pa­ de más.
loma (hembra). περιττός [peritós] (adj.) superfluo, de
περιστέρι [peristéri] (nyn.) (Zool.) pa­ más, inútil, innecesario,
loma. περίττωμα [perítoma] (nyn.) excre­
περ«στερώνας [peristerónas] (n/m.) pa­ mento.
lomar. περιτύλιγμα [peritíligma] n. envoltu­
περιστοιχίζω [peristijídso] (v.) rodear, ra, envoltorio,
circundar, cercar, περιτυλίγω [peritilígo] (v.) envolver,
περιστολή [peristolí] (nyf.) restricción, liar.
limitación, περιτύλιξη [peritíliksi] (nyf.) envoltu­
περιστρέφω [peristréfo] (v.) girar, ro­ ra.
tar, dar vueltas, περιφέρεια [periféria] (nyf.) 1: contor­
περιστροφή [peristrofí] (nyf.) giro, ro­ no, periferia, circunferencia, 2: distri­
tación, vuelta, to, comarca · εκλογική περιφέρεια-
περιστροφικός [peristroficós] (adj.) distrito electoral,
giratorio, rotativo, rotatorio, περιφερειακός [periferiacós] (adj.) 1:
περίστροφο [perístrofo] (nyn.) revól­ periférico, 2: regional,
ver, pistola, περιφέρομαι [periférome] (v.) vagar,
περιστύλιο [peristílio] (nyn.) peristilo, callejear.
claustro. περίφημα [perífima] (adv.) perfecta­
περισυλλέγω [perisilégo] (v.) recoger, mente.
recolectar, περίφημος [perífimos] (adj.) 1: famo­
περισυλλογή [perisiloguí] (nyf.) 1: re­ so, célebre, 2: esplendido,
cogida, recolección, 2: meditación, περίφοβος [perífovos] (adj.) temero­
reflexión. so.
περισφίγγω [perisfígko] (v.) ceñir, es­ περιφορά [periforá] (n./f.) procesión,
trechar. traslación.

876
πετρώδης

περίφραγμα [perífragma] (n./n.) cer­ sado.


cado, seto, cerca, πέρυσι [périsi] (adv.) el año pasado,
περίφραζη [perífraksi] (nyf.) vallado, πέσιμο [pésimo] (n./n.) caída, bajada,
περίφραση [perífrasi] (n./f.) (Gram.) caimiento, descenso,
perífrasis. πέσο [péso] (n./n.) (moneda) peso,
περιφραστικός [perifrasticós] (adj.) πεσκέσι [pesquési] (nyn.) regalo,
(Gram.) perifrástico, πέστροφα [péstrofa] (nyf.) (Zool.) tru­
περιφράσσω [perifrádso] (v.) vallar, ta­ cha.
piar. πέταγμα [pétagma] (nyn.) 1: (avión)
περιφρόνηση [perifrónisi] (nyf.) des­ vuelo, 2: (tirar) tirada,
precio, desdén, menosprecio, πετάλι [petáli] (nyn.) pedal,
περιφρονητικός [perifroniticós] (adj.) πεταλίδα [petalída] (nyf.) (Zool.) lapa,
despreciativo, despreciador, desde­ πέταλο [pétalo] (nyn.) herradura, cas­
ñoso. co, pétalo,
περιφρονώ [perifronó] (v.) despreciar, πεταλούδα [petalúda] (nyf.) maripo­
menospreciar, desdeñar, sa.
περιφρουρώ [perifruró] (v.) guardar, πεταλώνω [petalóno] (v.) herrar,
proteger, salvaguardar, πεταλωτής [petalotís] (nym.) herra­
περίχαρος [períjaros] (adj.) contentísi­ dor.
mo, jubiloso, πέταμα [pétama] (nyn.) acción de ti­
περίχωρα [períjora] (n./n.) pl. alrede­ rar, tirada,
dores, inmediaciones, afueras, πεταχτός [petajtós] (adj.) vivaz, sa­
περιωπή [periopí] (nyf.) de gran valía, liente.
distinción · δεν είναι περιωπής- no πετεινός [petinós] (nym.) gallo,
es de gran valía, πέτο [péto] (n./n.) solapa,
πέρκα [pérca] (nyf.) (Zool.) perca, πετονιά [petoñá] (nyf.) sedal,
περμανάντ [permanánt] (nyf.) perma­ πέτρα [pétra] (nyf.) piedra, pedrusco.
nente. πετράδι [petrádi] (n./n.) piedra pre­
περνώ [pernó] (v.) pasar, atravesar, so­ ciosa.
brepasar. πετραχήλι [petrajíli] (nyn.) estola.
περονιάζω [peroniádso] (v.) pinchar, πετρελαιαγωγόςίρθίΓθΙθβςοςόΒ] (nym.)
περονόσπορος [peronósporos] (n./m.) oleoducto, que produce petróleo,
mildiú. πετρέλαιο [petréleo] (nyn.) petróleo,
Περουβιανός [peruvianós] (adj.) pe­ πετρελαιοκηλίδα [petreleoquilída] (nyf.)
ruano. marea negra,
περουζές [perudsés] (nym.) turquesa, πετρελαιοπηγή [petreleopiguí] (nyf.)
περούκα [perúca] (nyf.) peluca, pozo petrolero,
περπάτημα [perpátima] (n./n.) mar­ πετρελαιοφόρος [petreleofóros] (adj.)
cha, andar, petrolífero, petrolero,
περπατώ [perpató] (v.) andar, cami­ πετριά [petriá] (nyf.) pedrada,
nar, pasear, πέτρινος [pétrinos] (adj.) de piedra,
περσίδα [persída] (nyf.) persiana, pétreo, pedregoso, rocoso,
περσικός [persicós] (adj.) persa, πετροβολώ [petrovoló] (v.) apedrear,
περσινός [persinós] (adj.) del año pa­ πετρώδης [petródis] (adj.) pedregoso,

877
πέτρωμα

rocoso. πηγούνι [pigúni] (n./n.) mentón, bar­


πέτρωμα [pétroma] (η./η.) 1: petrifica­ billa.
ción, 2: roca, πηδάλιο [pidálio] (n./n.) timón,
πετρώνω [petróno] (v.) petrificar(se), πηδαλιούχος [pidaliújos] (n7m.) timo­
quedarse de piedra, nel.
πέτσα [pétsa] (nyf.) 1: (general) costra, πήδημα [pídima] (n./n.) salto, brinco,
corteza, 2: (alimentos) nata , 3: (per­ πηδώ [pidó] (v.) 1: saltar, brincar, reto­
sonas) piel, zar, 2: (coloq.) follar,
πετσέτα [petséta] (n./f.) 1: (baño) toa­ πήζω [pídso] (v.) 1: coagular(se),
lla, 2: (para comer) servilleta, espesar(se), 2: (gente) cuajar(se),
πετσί [petsí] (n./n.) cuero, piel, pellejo, apelotonar, abarrotar,
πέτσινος [pétsinos] (adj.) de cuero, πηκηκότητα [picticótita] (n7f.) coagu­
πετσοκόβω [petsocóvo] (v.) despelle­ lación.
jar, tajar. πηλήκιο [pilíquio] (n./n.) gorra,
πετυχαίνω [petijéno] (v.) 1: acertar, 2: πηλίκο [pilíco] (n7n.) (M at.) cociente,
tener éxito, conseguir, lograr, πήλινος [pílinos] (adj.) de arcilla, de
πετυχημένος [petijiménos] (adj.) 1: barro.
acertado, 2: de éxito, exitoso, logra­ πηλοπλάστης [piloplástis] (n7m.) al­
do. farero.
πετώ [petó] (ν.) 1: (avión) volar, 2: tirar, πηλοπλαστική [piloplastiquí] (n7f.) al­
echar, arrojar, farería.
πεύκο [péfco] (n./n.) pino, πηλός [pilós] (nVm.) arcilla, barro,
πευκόδασος [pefcódasos] (n7m.) pi­ πηλοφόρι [pilofóri](n7n.) cuezo,
nar. πηνίο [pinío] (n./n.) carrete, bobina,
πέφτω [péfto] (v.) caer(se), tirarse, de­ πήξη [píksi] (n./f.) coagulación, agluti­
rrumbarse, hundirse, nación, espesamiento,
πέψη [pépsi] (n7f.) digestión, πήχης [píjis] (n./m.) antebrazo,
πηγάδι [pigádi] (n./n.) pozo, πηχτός [pijtós] (adj.) espeso, denso,
πηγάζω [pigádso] (v.) emanar (de), di­ pastoso, tupido,
manar (de), surgir (de), brotar (por), πια [pia] (adv.) más, ya.
tener origen, provenir (de), πιανίστας [pianistas] (n7m.) pianista,
πηγαιμός [piguemós] (n./m.) ida. πιάνο [piáno] (nVn.) piano,
πηγαινέλα [piguenéla] (n7n.) trajín, πιάνω [piáno] (v.) 1: coger, agarrar, su-
ida y vuelta, vaivén, ajetreo, getar, 2: atrapar, pillar,
πηγαινοέρχομαι [piguenoérjome] (v.) πιάσιμο [piásimo] (n./n.) captura, a-
ir y venir, ajetrearse, cción de coger,
πηγαίνω [piguéno] (v.) ir(se). πιατάκι [piatáqui] (n./n.) platillo,
πηγαίος [piguéos] (adj.) congénito, πιατέλα [piatéla] (n./f.) plato llano,
natural, espontáneo · πηγαίο τα λέ­ fuente.
ντο- talento congénito. πιατικά [piaticá] (n./n.) pl. vajilla,
πηγή [piguí] (nVf.) 1: fuente, manantial, πιάτο [piáto] (n./n.) plato · πλυντήριο
2: recurso · πηγή ενέργειας- fuente πιάτω ν- a) lavavajillas, b) lavaplatos,
de energía · πηγή πλούτου- fuente πιάτσα [piátsa] (nyf.) plaza, parada de
de riqueza. taxis.

878
πισινός

πιγκουΐνος [pigkuínos] (n./m.) pin­ αλήθεια - verdad dolorosa.


güino. πικρόχολος [picrójolos] (adj.) bilioso,
πίδακας [pídacas] (nVm.) surtidor, arisco, malhumorado · πικρόχολο
πιέζω [piédso] (v.) 1: presionar, apre­ ασ τείο - chiste malintencionado,
tar, oprimir, 2: apremiar, apurar, πιλάφι [piláfi] (n./n.) arroz cocido,
πίεση [píesi] (n./f.) presión, tensión, πιλότος [pilótos] (n./m.) piloto,
empuje · α τμ οσφ αιρ ική πίεση- pre­ πίνακας [pínacas] (nVm.) 1: (obra de
sión atmosférica · υψηλή πίεση- pre­ arte) cuadro, 2: (clase) pizarra, 3: (pe­
sión alta. lículas/anuncios) cartelera,
πιεστήριο [piestírio] (nVn.) prensa, πινακίδα [pinaquída] (nyf.) 1: cartel,
πιεστικός [piesticós] (adj.) opresivo, letrero, rótulo, 2: (vehículo) placa de
agobiante, apremiante, matrícula,
πιέτα [piéta] (nyf.) pliegue, πινακοθήκη [pinacocíqui] (n7f.) pina­
πιθαμή [pizamí] (n7f.) palmo, coteca, galería,
πιθανολογώ [pizanologó] (v.) especu­ πινέζα [pinédsa] (n7f.) chincheta.
lar, conjeturar, πινέλο [pinélo] (n./n.) pincel,
πιθανός [pizanós] (adj.) probable, πίνω [pino] (v.) 1: beber, tomar, potar,
posible, factible · όλα είναι πιθανά- 2: brindar · πίνω στην υγειά σου- es­
todo es posible, toy brindando a tu salud,
πιθανότητα [pizanótita] (n7f.) proba­ πιο [pió] (adv.) más.
bilidad, posibilidad, πιόνι [pióni] (n./n.) peón,
πιθανώς [pizanós] (adv.) probable­ πιοτό [piotó] (n./n.) bebida,
mente, posiblemente, a lo mejor, tal πίπα [pipa] (n./f.) pipa,
vez, quizás, πιπεράτος [piperátos] (adj.) picante,
πιθάρι [pizári] (n./n.) tinaja, con sabor a pimienta, sazonado con
πιθηκάνθρωπος [picicánzropos] (nVm.) pimienta.
pitecántropo, πιπέρι [pipéri] (n./n.) pimienta, pime­
πίθηκος [pícicos] (n./m.) mono, ntón.
πικάντικος [picándicos] (adj.) picante, πιπεριά [piperiá] (n./f.) pimiento «καυ­
πικάπ [picáp] (n7n.) tocadiscos, τερή πιπεριά- pimiento picante,
πικετοφορία [piquetoforía] (n./f.) ma­ πιπίλα [pipila] (n./f.) chupe, chupete,
nifestación con pancartas, πιπιλίζω [pipilídso] (v.) chupar, chupe­
πίκρα [pícra] (nyf.) amargura, amar­ tear · πιπιλίζω το μυαλό κάποιου- a)
gor, sinsabor, sinsabor, influir a alguien, b) meter a alguien
πικραίνω [picréno] (v.) 1: (sabor) amar­ ideas.
gar, 2: (a alguien) entristecer, afligir, πιπίζω [pipídso] (v.) piar,
πικρίζω [picrídso] (v.) amargar, saber πίπισμα [pípisma] (nVn.) pío.
a amargo, πιρόγα [piróga] (nyf.) piragua,
πικρίλα [pierda] (nyf.) amargor, πίρος [piros] (n./m.) espita,
πικροδάφνη [picrodáfni] (n7f.) (Bot.) πιρούνι [pirúni] (n7n.) tenedor,
adelfa. πισίνα [pisína] (n./f.) 1: piscina, 2: (Am.
πικρός [picrós] (adj.) 1: (sabor) amar­ Latina) alberga,
go, agrio, 2: doloroso, penoso · πι­ πισινός [pisinós] (adj.) trasero, poste­
κρός καφές- café amargo · πικρή rior.

879
πισινός

πισινός [pisinós] (n./m.) trasero, pom- πίτα [pita] (n./f.) empanada, empana­
pi. dilla, torta,
πίσσα [pisa] (n./f.) alquitrán, brea, πιτζάμα [pidsáma] (n./f.) pijama,
πισσώνω [pisóno] (v.) alquitranar, πίτουρο [píturo] (n./n.) salvado,
πίστα [pista] (n./f.) pista, salón de bai­ πιτσιλίζω [pitsilídso] (v.) salpicar, ro­
les. ciar.
πιστευτός [pisteftós] (adj.) creíble, ve­ πιτσιρίκια [pitsiríquia] (n./n.) pl. chi­
rosímil, plausible, quillería.
πιστεύω [pistévo] (v.) 1: creer (en), πιτσιρίκος [pitsirícos] (n./m.) chiqui­
considerar, 2: confiar (en), llo.
πίστη [pístí] (n./f.) 1: fe, creencia, 2: fi­ πιτσούνι [pitsúni] (n7n.) (ZooI.) pichón,
delidad, lealtad, convicción, πιτυρίδα [pitirída] (nVf.) caspa,
πιστολάκι [pistoláqui] (n./n.) secador, πλαγιά [plaguiá] (nVf.) ladera, falda,
πιστόλι [pistóli] (n./n.) pistola, revól­ πλαγιάζω [plaguiádso] (v.) acostarse,
ver. tumbarse, echarse,
πιστολιά [pistoliá] (n./f.) tiro, disparo, πλαγιαστός [plaguiastós] (adj.) incli­
pistoletazo, nado, tumbado, oblicuo,
πιστοποίηση [pistopíisi] (n./f.) certifi­ πλαγίαυλος [plaguíavlos] (n7m.) (Mús.)
cación. flauta travesera,
πιστοποιητικό [pistopiiticó] (n7n.) cer­ πλάγιος [pláguios] (adj.) oblicuo, late­
tificado, certificación · πιστοποιητικό ral, de lado, indirecto,
γεννήσεως- certificado de nacimien­ πλαδαρός [pladarós] (adj.) blando,
to · πιστοποιητικό γάμου- certificado fofo, flácido.
de matrimonio, πλαδαρότητα [pladarótita] (n7f.) blan­
πιστοποιώ [pistopió] (v.) certificar, dura, flacidad.
atestiguar, atestar, πλαζ [plads] (nyf.) playa,
πιστός [pistós] (adj.) 1: fiel, fidedigno, πλάθω [plázo] (v.) moldear, modelar,
leal, 2: (Igl.) creyente, devoto · μένω forjar.
πιστός σ τις ιδέες μου- soy fiel a mis πλάι [plái] 1: (n7n.) lado, costado, flan­
ideas. co, 2: (adv.) al lado,
πιστότητα [pistótita] (n./f.) fidelidad, πλαϊνός [plainós] (adj.) contiguo,
lealtad. πλαίσιο [plésio] (n7n.) marco, recua­
πιστώνω [pistóno] (v.) dar a crédito, dro, cerco, bastidor,
fiar, abonar, acreditar · πιστώνω τον πλαισιώνω [plesióno] (v.) enmarcar,
λογαριασμό- acreditar la cuenta, encuadrar, encajar,
πίστωση [pístosi] (n./f.) crédito, finan­ πλάκα [pláca] (n7f.) 1: placa, plancha,
ciación. capa, losa, 2: broma, chiste,
πιστωτής [pistotís] (nVm.) acreedor, πλακάκι [placáqui] (n7n.) azulejo, la­
fiador. drillo, baldosa,
πιστωτικός [pstoticós] (adj.) de cré­ πλακατζής [placadsís] (adj.) guasón,
dito. bromeador.
πίσω [piso] (adv.) detrás, atrás · έμει­ πλακοστρώνω [placostróno] (v.) em­
να πίσω σ το διάβ α σμα - me quedé baldosar, enlosar,
atras al estudio. πλακόστρωτος [placóstrotos] (adj.) em-

880
πλειοδοσία

baldosado, enlosado, πλαστικότητα [plasticótita] (n./f.) pla­


πλάκωμα [plácoma] (n./n.) 1: aplasta­ sticidad.
miento, 2: pesadilla, πλαστογραφία [plastografía] (nyf.) falsi­
πλακώνω [placóno] (ν.) 1: aplastar, ficación.
echarse encima, 2: acometer, asaltar, πλαστογράφος [plastográfos] (nym.+f.)
πλανεύω [planévo] (v.) engañar, se­ falsificador, falsificadora,
ducir. πλαστογραφώ [plastografó] (v.) falsi­
πλάνη [pláni] (n./f.) error, equívoco, ficar.
ilusión, engaño, estafa, falsedad, πλαστοπροσωπία [plastoprosopía]
πλανήτης [planítis] (nym.) planeta, (nyf.) falsificación, falsedad,
πλανίδι [planídi] (n./n.) viruta, πλαστός [plastós] (adj.) falso, falsifica­
πλανίζω [planídso] (v.) cepillar, alisar, do, ficticio, simulado,
πλάνο [piáno] (n./n.) plano · σε πρώτο πλαταίνω [platéno] (v.) ensanchar(se),
πλάνο- en primer plano, ampliar(se), amplificar,
πλανόβιος [planóvios] (adj.) errante, πλάτανος [plátanos] (n./m.) platane­
vagabundo, ro
πλανόδιος [planódios] (adj.) ambu­ πλατεία [platía] (n./f.) 1: plaza, 2: pla­
lante, itinerante, viandante, bucho- tea.
nero · πλανόδιος πωλητής- vende­ πλάτη [pláti] (n./f.) 1: (cuerpo) espalda,
dor ambulante, espaldilla, 2: (general) dorso, 3: (mue­
πλαντάζω [plandádso] (v.) entriste­ ble) respaldo,
cerse). πλατίνα [platina] (n./f.) platino,
πλασάρισμα [plasárisma] (n./n.) pro­ πλάτος [plátos] (n./n.) 1: ancho, an­
moción. chura, 2: latitud,
πλασάρω [plasáro] (v.) promover, pro- πλατσουρίζω [platsurídso] (v.) cha­
mocionar. potear.
πλάση [plási] (n./f.) 1: creación, 2: uni­ πλατυποδία [platopodía] (nyf.) pies
verso, naturaleza, planos.
πλασιέ [plasié] (n./m.) representante, πλατύς [platís] (adj.) ancho, anchuro­
distribuidor, vendedor, so, amplio, ampón, holgado,
πλάσμα [plásma] (n./n.) 1: criatura, 2: πλατύσκαλο [platíscalo] (n./n.) rella­
(Biol.) plasma, no.
πλασματικός [plasmaticós] (adj.) 1: πλατφόρμα [platfórma] (n./f.) plata­
ficticio, irreal, 2: (Biol.) plasmático, forma.
πλάστης [plástis] (nym.) 1: creador, πλατωνικός [platonicós] (adj.) pla­
artificie, 2: (utensilio) rodillo, tónico · πλατωνικός έρω τας- amor
πλάστιγγα [plástigka] (n./f.) báscula, platónico,
πλαστικό [plasticó] (nyn.) plástico, πλατωνισμός [platonismós] (n./m.)
πλαστικοποίηση [plasticopíisi] (n./f.) platonismo,
plastificación. πλέγμα [plégma] (nyn.) red, complejo,
πλαστικοποιώ [plasticopió] (v.) pla- plexo · ηλιακό πλέγμα- plexo solar,
stificar. πλειάδα [pliáda] (n./f.) pléyade,
πλαστικός [plasticós] (adj.) plástico, πλειοδοσία [pliodosía] (nyf.) puja, li­
de plástico. citación.

881
πλειοδότης

πλειοδότης [pliodótis] (n./m.) mejor tajoso, beneficioso,


postor, licitador, lucitante. πλεονεκτώ [pleonectó] (v.) aventajar,
πλειοδοτώ [pliodotó] (v.) pujar, licitar, πλεονεξία [pleoneksía] (n./f.) avaricia,
πλειονότητα [plionótita] (n./f.) mayo­ codicia.
ría, pluralidad, πλεούμενο [pleúmeno] (n./n.) barco,
πλειοψηφία [pliopsifía] (nyf.) mayoría πλερέζα [plerédsa] (n7f.) velo de luto,
de votos. πλευρά [plevrá] (nyf.) lado, costado,
πλειοψηφώ [pliopsifó] (v.) obtener la cara, parte · από τη ν πλευρά του-
mayoría de votos, por su parte,
πλειστηριάζω [plistiriádso] (v.) subas­ πλευρίζω [plevrídso] (v.) arrimarse,
tar, vender en subasta, πλευρικός [plevricós] (adj.) lateral,
πλειστηριασμός [plistiriasmós] (n./m.) πλευρίτιδα [plevrítida] (n7f.) pleuritis,
subasta. πλευρό [plevró] n. lado, costado, cos­
πλείστος [plístos] (adj.) muchísimo, tilla · αρ ισ τερό πλευρό- lado izquier­
πλεκτάνη [plectáni] (nyf.) trama, ma­ do · στο πλευρό- al lado,
quinación, confabulación, intriga, πλέω [pléo] (v.) navegar,
πλεκτός [plectós] (adj.) tejido, trenza­ πληβείος [plivíos] (nVm.+f.) plebeyo,
do, entrelazado, πληγή [pliguí] (nyf.) herida, lesión,
πλέκω [pléco] (v.) tejer, hacer punto, llaga, úlcera · μ ην ξύνεις παλιές
trenzar, entrelazar, urdir, tramar, πληγές- no me acuerdes heridas del
πλένω [pléno] (v.) lavar, asear, fregar pasado.
• πλένω σ το χέρι- lavar a mano · πλήγμα [plígma] (n7n.) golpe, palo,
πλένω σ το πλυντήριο- lavar en la desventura, desdicha · δέχτηκα
lavadora, ισχυρό πλήγμα- sufrí una desaven­
πλεξάνα [pleksána] (n./f.) ristra, tura fuerte,
πλεξίδα [pleksída] (n./f.) trenza, πληγώνω [pligóno] (v.) herir, lesionar,
πλέξιμο [pléksimo] (n./n.) punto, cal­ lastimar, dañar,
ceta, trenzado, πληθαίνω [plicéno] (v.) acrecentar, au­
πλεξούδα [pleksúda] (nVf.) trenza, mentar, crecer,
πλέον [pléon] (adv.) más, ya, otra vez · πλήθος [plízos] (n7n.) multitud, mu­
επιπλέον- además, chedumbre,
πλεονάζω [pleonádso] (v.) exceder, πληθυντικός [plicindicós] (adj.) plu­
sobrar, estar de más, redundar, ral.
πλεόνασμα [pleónasma] n. exceden­ πληθυσμός [plicismós] (n./m.) pobla­
te, sobrante, superávit, ción.
πλεονασμός [pleonasmós] (n7m.) re­ πληθώρα [plizóra] (nyf.) abundancia,
dundancia, exceso, abundancia, demasía, exceso,
πλεοναστικός [pleonasticós] (adj.) su- πληθωρισμός [plizorismós] (n./m.) in­
perfluo, de sobra, flación.
πλεονέκτημα [pleonéctima] (n7n.) πληθωριστικός [plizoristicós] (adj.)
ventaja, beneficio, inflacionario, inflaclonista.
πλεονέκτης [pleonéctis] (n./m.) avari­ πληκτικός [plicticós] (adj.) aburrido,
cioso, codicioso, monótono, soso, tedioso,
πλεονεκτικός [pleonecticós] (adj.) ven­ πλήκτρο [plíctro] (nVn.) tecla.

882
πλους

πληκτρολόγιο [plictrológuio] (n/n.) te­ (general) personal,


clado. πληρωμή [pliromí] (nVf.) pago, paga,
πληκτρολογώ [plictrologó] (v.) te­ abono · επ ίπληρω μή- en pago,
clear. πληρώνομαι [plirónome] (v.) cobrar,
πλημμέλημα [plimélima] (n./n.) in­ πληρώνω [pliróno] (v.) pagar, abonar,
fracción, delito, ofensa, saldar.
πλημμελής [plimelís] (adj.) defectuo­ πλήρως [plíros] (adv.) completamen­
so. te, totalmente, del todo,
πλημμύρα [plimíra] (nVf.) inundación, πληρωτέος [plirotéos] (adj.) pagade­
anegación, anegamiento, ro, a pagar, abonable, pagable · πλη­
πλημμυρίδα [plimirída] (n./f.) marea ρω τέες οφειλές- deudas pagables,
alta, pleamar, πληρωτής [plirotís] (n7m.) pagador,
πλημμυρίζω [plimirídso] (v.) inundar, πλησιάζω [plisiádso] (v.) acercar(se),
anegar, empantanar, apantanar, aproximar(se), allegarse, arrimar,
πλην [plin] (prep.) menos, excepto, πλησίασμα [plisíasma] (nVn.) aproxi­
salvo, fuera de, a menos de. mación.
πλήξη [plíksi) (n./f.) aburrimiento, te­ πλησιέστερος [plisiésteros] (adj.) más
dio. próximo, más cercano, al alcance,
πληρεξούσιο [plireksúsio] (n7n.) po­ πλησίον [plisíon] 1: (n./n.) prójimo,
der. semejante, 2: (adv.) cerca (de), junto
πληρεξούσιος [plireksúsios] (adj.) apo­ (a), casi · αγάπα το ν πλησίον σου-
derado. ama a tu prójimo,
πλήρης [plíris] (adj.) completo, cum­ πλήττω [plíto] (ν.) 1: golpear, apelear,
plido, lleno, entero, integral, integro, pegar, herir, 2: aburrirse, fastidiarse,
πληρότητα [plirótita] (nVf.) plenitud, πλιάτσικο [pliátsico] (nVn.) botín,
totalidad. πλίθινος [plízinos] (adj.) de adobe,
πληροφόρηση [plirofórisi] (n./f.) in­ πλίνθος [plínzos] (n./f.) adobe,
formación, advertencia, πλοηγία [ploiguía] (n./f.) pilotaje,
πληροφορία [pliroforía] (n./f.) infor­ πλοηγός [ploigós] (n./m.) capitán, na­
mación, informe, vegante,
πληροφοριακός [pliroforiacós] (adj.) πλοηγώ [ploigó] (v.) pilotar,
informativo, πλοιάριο [ploário] (n./n.) bote, chalu­
πληροφορική [pliroforiquí] (n7f.) in­ pa, pequeña embarcación,
formática, πλοίαρχος [plíarjos] (nVm.) capitán de
πληροφοριοδότης [pliroforiodótis] navio.
(n./m.) informador, informante, πλοίο [plío] (nVn.) barco, nave, navio,
πληροφορούμαι [pliroforúme] (v.) in­ buque, bajel · πολεμικό πλοίο- bu­
formarse, enterarse de algo, que de guerra,
πληροφορώ [pliroforó] (v.) informar, πλοκάμι [plocámi] (n./n.) tentáculo,
comunicar, avisar, hacer saber, πλοκή [ploquí] (n./f.) trama,
πληρώ [pliró] (v.) llenar, colmar, cum­ πλουμίδι [plumídi] (nVn.) adorno,
plir. πλουμιστός [plumistós] (adj.) ador­
πλήρωμα [plíroma] (n./n.) 1: (avión) nado.
tripulación, 2: (nave) marinería, 3: πλους [plus] (n7m.) travesía, trayecto.

883
πλουσιοπάροχος

πλουσιοπάροχος [plusiopárojos] (adj.) πνευστός [pnefstós] (adj.) de viento,


abundante, generoso, πνέω [pnéo] (v.) soplar, resoplar,
πλούσιος [plúsios] (adj.) 1: (persona) πνιγηρός [pniguirós] (adj.) asfixiante,
rico, adinerado, acaudado, acomoda­ sofocante,
do, 2: (general) opulento, abundante, πνιγμός [pnigmós] (n./m.) 1: ahogo, 2:
copioso, profuso, luguriante. asfixia, sofoco,
πλουτίζω [plutídso] (v.) enriquecer(se). πνίγω [pnígo] (v.) 1: ahogar, estrangu­
πλουτισμός [plutismós] (n./m.) enri­ lar, 2: asfixiar, 3: inundar,
quecimiento, πνοή [pnoí] (n./f.) soplo, aliento, hálito,
πλουτοκρατία [plutocratía] (n./f.) plu­ respiración · αφήνω τη ν τελευτα ία
tocracia. μου πνοή- dar el último aliento,
πλούτος [plútos] (nym.) 1: riqueza, 2: πόα [póa] (nyf.) musgo, cespéd.
opulencia, abundancia · φυσικός ποδάρι [podári] (n./n.) pie, pierna,
πλούτος- riqueza natural, pata.
πλυντήριο [plindírio] (n./n.) lavadora ποδαρίλα [podaríla] (nyf.) olor a pie.
• πλυντήριο πιάτω ν- lavavajillas/la- ποδηλασία [podilasía] (nyf.) ciclismo,
vaplatos. ποδηλάτης [podilátis] (nym.) ciclista,
πλύση [plísi] (nyf.) lavado · πλύση ποδήλατο [podílato] (nyn.) bicicleta,
στομάχου- lavado gástrico, bici.
πλυσταριό [plistarió] (nyn.) lavadero, ποδηλατοδρομία [podilatodromía]
πλύστρα [plístra] (nyf.) lavandera, (n7f.) carrera de bicicletas,
πλώρη [plóri] (nyf.) proa, ποδηλατοδρόμιο [podilatodrómio]
πλωτάρχης [plotárjis] (nym.) capitán, (nyn.) velódromo,
πλωτός [plotós] (adj.) navegable, flo­ πόδι [pódi] (nyn.) 1: (hombre) pie, pier­
tante · πλωτή γέφυρα- puente na­ na, 2: (animal) pata,
vegable. ποδιά [podiá] (nyf.) 1: delantal, bata
πνεύμα [pnévma] (nyn.) 1: espíritu, 2: , 2: (niños) babero · σχολική ποδιά-
alma, ánima · πνεύμα αντιλογίας- bata escolar · φ οράω τη ν ποδιά- lle­
espíritu contradictorio, var la bata,
πνευματικός [pnevmaticós] (adj.) es­ ποδόγυρος [podóguiros] (n./m.) do­
piritual, intelectual, bladillo, bajo de un vestido,
πνευματικός [pnevmaticós] (n./m.) ποδόλουτρο [podólutro] (nyn.) baño
confesor. de pies.
πνευματισμός [pnevmatismós] (nym.) ποδοπατώ [podopató] (v.) pisar, piso­
espiritismo, tear.
πνευματώδης [pnevmatódis] (adj.) ποδοσφαιριστής [podosferistís] (nym.)
ingenioso, ocurrente, sesudo, inteli­ futbolista,
gente. ποδόσφαιρο [podósfero] (nyn.) fút­
πνεύμονας [pnévmonas] (nym.) pul­ bol, balompié,
món. πόζα [pódsa] (nyf.) pose,
πνευμονία [pnevmonía] (nyf.) neu­ ποζάρω [podsáro] (v.) posar,
monía, pulmonía, ποθητός [pocitós] (adj.) deseable,
πνευμονικός [pnemonicós] (adj.) pul­ atractivo, codiciable,
monar. πόθος [pózos] (nym.) deseo, ansia,
πολίτης

anhelo, pasión, apetencia · ευσεβής adversario,


πόθος- profundo deseo, πολεμιστής [polemistís] (n7m.) gue­
ποθώ [pozó] (v.) desear, ansiar, anhe­ rrero, soldado, combatiente,
lar, antojarse (por), πολεμίστρα [polemístra] (η Λ ) trone­
ποίημα [píima] (nVn.) poema, ra, aspillera,
ποίηση [píisi] (n./f.) poesía, πόλεμος [pólemos] (nVm.) 1: guerra,
ποιητής [piitís] (n7m.) 1: (poesía) poe­ combate, lucha, 2: pelea, reyerta ·
ta, 2: (Dios) Creador, Παγκόσμιος Πόλεμος- Guerra Mun­
ποιητικός [piiticós] (adj.) poético, dial.
ποικιλία [piquilía] (nyf.) variedad, va­ πολεμοφόδια [polemofódia] (ηΛι.) pl.
riabilidad, diversidad, multiplicidad, municiones,
ποικίλλω [poquílo] (v.) variar, diversi­ πολεμώ [polemó] (v.) guerrear, com­
ficar. batir, luchar, batallar, contender,
ποίκιλμα [píquilma] (n./n.) adorno, πολεοδομία [poleodomía] (ηΛ.) urba­
ποικίλος [piquílos] (adj.) variado, di­ nización.
verso, variopinto, surtido, πόλη [póli] (ηΛ.) ciudad, urbe, villa ·
ποιμένας [piménas] (nVm.) 1: pastor, μ ετακομίζω στην πόλη- mudar a la
ovejero, borreguero, 2: apacentador, ciudad.
ποιμενικός [pimenicós] (adj.) 1: pa­ πολικός [policós] (adj.) polar · πολική
storal, pastoril, agreste, 2: (verso) άρκτος- oso polar,
bucólico. πολικότητα [policótita] (η Λ ) polari­
ποίμνιο [pímnio] (n7n.) rebaño, ma­ dad.
nada. πολιορκητής [poliorquitís] (nym.) sitia­
ποινή [piní] (nVf.) pena, castigo, pena­ dor, asediador, persona acosadora,
lidad, multa · επιβάλλω ποινή- im­ πολιορκία [poliorquía] (ηΛ.) sitio, ase­
poner una pena · θα να τική ποινή- dio, cerco, bloqueo,
castigo mortal, πολιορκώ [poliorcó] (v.) sitiar, asediar,
ποινικολόγος [pinicológos] (nVm.+f.) cercar, poner cerco (a),
penalista, criminalista, πολιούχος [poliújos] (ηΛη.) patrón,
ποινικός [pinicós] (adj.) penal, crimi­ πολιτεία [politía] (ηΛ.) estado, ciudad,
nal, criminoso, delictivo, administración, gobierno, conducta
ποιος [piós] (pron.) quién, cuál, qué. • Ηνωμένες Π ολιτείες Αμερικής- E-
ποιότητα [piótita] (n./f.) calidad, clase stados Unidos de America,
• προϊόν άρ ισ της ποιότητας- pro­ πολίτευμα [polítevma] (n./n.) régimen
ducto de calidad excepcional, (político), constitución · δημοκρα­
ποιοτικός [pioticós] (adj.) de calidad, τικ ό πολίτευμα- régimen democrá­
cualitativo · ποιοτικός έλεγχος τρ ο ­ tico.
φίμω ν· control calitativo de alimen­ πολιτεύομαι [politévome] (v.) partici­
tos. par en la vida política,
πολεμικός [polemicós] (adj.) de gue­ πολιτευόμενος [politevómenos] (adj.)
rra, bélico, polémico, militante, ba­ político, hombre político,
tallador · πολεμικό πλοίο- buque de πολιτευτής [politeftís] (n./m.) estadi­
guerra. sta, político,
πολέμιος [polémios] (n7m.) enemigo, πολίτης [polítis] (nVm.) ciudadano.

885
πολιτική

súbdito, civil, paisano · ακαδημαϊκός múltiples,


πολίτης- estudiante académico, πολλοστός [polostós] (adj.) enésimo,
πολιτική [politiquí] (nVf.) política, πόλο [pólo] (n7n.) (Dep.) polo,
πολιτικοποιώ [politicopió] (v.) politi­ πόλος [polos] (n./m.) polo · πόλος έλ­
zar. ξης- polo de atracción · Βόρειος/Νό­
πολιτικός [politicós] 1: (n./m.) polí­ τιος πόλος- a) Polo Boreal/Austral, b)
tico, diplomático, 2: (adj.) político · Polo Norte/Sur.
πολιτικό κόμμα- partido político · πολτοποιώ [poltopió] (v.) reducir a
πολιτική οικονομία- economía civil pasta, volver papilla,
• πολιτικός γάμος- boda civil, πολτός [poltós] (n7m.) pasta, pulpa,
πολιτισμένος [politisménos] (adj.) 1: puré, amasijo,
civilizado, desarollado, 2: culto, eru­ πολτώδης [poltódis] (adj.) pastoso, pul­
dito. poso.
πολιτισμικός [politismicós] (adj.) de πολύ [poli] (adv.) muy, mucho, de­
civilización, de cultura, cultural, masiado · πολύ λίγο- muy poco ·
πολιτισμός [politismós] (n./m.) civili­ μου λείπει πολύ- le echo mucho de
zación, cultura · Υπουργείο Π ολιτι­ menos.
σμού- Ministerio de Cultura, πολυάνθρωπος [poliánzropos] (adj.)
πολιτιστικός [politisticós] (adj.) cultu­ populoso, poblado,
ral, civilizador · πολιτιστικό κέντρο- πολυάριθμος [poliárizmos] (adj.) nu­
centro cultural, meroso, innumerable, cuantioso,
πολιτογράφηση [politográfisi] (nyf.) πολυάσχολος [poliásjolos] (adj.) muy
adquisición de nacionalidad/ciuda­ ocupado, muy atareado,
danía, nacionalización, πολυβόλο [polivólo] (n./n.) metralleta,
πολιτογραφώ [politografó] (v.) nacio­ ametralladora,
nalizar. πολυγαμία [poligamia] (n./f.) poliga­
πολιτοφυλακή [politofilaquí] (n./f.) mia.
milicia, tropa, πολύγλωσσος [políglosos] (adj.) po­
πολίχνη [políjni] (n./f.) villa, liglota.
πολλά [polá] (adv.) muchos, un mon­ πολύγραφος [polígrafos] (nVm.) mul­
tón de · χρόνια πολλάΐ- a ) ¡muchas ticopista.
felicidades!, b) ¡feliz cumpleaños!· πολύγωνο [polígono] (n./n.) polígo­
έχει πολλά ά τομ α- hay mucha ge­ no.
nte. πολυδάπανος [polidápanos] (adj.) caro,
πολλαπλασιάζω [polaplasiádso] (v.) costoso, dispendioso,
multiplicar, redoblar, πολυεθνικός [polieznicós] (adj.) mul­
πολλαπλασιασμός [polaplasiasmós] tinacional · πολυεθνική εταιρ εία-
(n7m.) multiplicación, compañía/empresa multinacional,
πολλαπλασιαστής [polaplasiastís] πολυεκατομμυριούχος [poliecatomi-
(n7m.) multiplicador, riújos] (adj.) multimillonario,
πολλαπλάσιος [polaplásios] (adj.) múl­ πολυέλαιος [poliéleos] (n./m.) lám­
tiple. para.
πολλαπλός [polapiós] (adj.) múltiple πολυέλεος [poliéleos] (adj.) misericor­
• πολλαπλές επιλογές- selecciones dioso.
πονετικός

πολυετής [polietís] (adj.) que dura trascendental, significativo,


muchos años, πολυσύλλαβος [polisílavos] (adj.) po­
πολυεύσπλαχνος [poliéfsplajnos] (adj.) lisílabo.
misericordioso, πολυτάλαντος [politálandos] (adj.) acre­
πολυθρόνα [polizróna] (n./f.) sillón, ditado, prestigioso, talentoso,
πολυκατοικία [policatiquía] (nVf.) edi­ πολυτέλεια [politélia] (nVf.) lujo, ri­
ficio de apartamentos, bloque, queza, suntuosidad,
πολυκοσμία [policosmía] (n7f.) multi­ πολυτελής [politelís] (adj.) lujoso, su­
tud, muchedumbre, ntuoso, lujuriante, palacial,
πολυλογάς [poli logas] (n7m.) habla­ πολυτεχνείο [politejnío] (n./n.) escue­
dor, parlanchín, charlatán, la politécnica,
πολυλογία [poliloguía] (n./f.) palabre­ πολυτεχνικός [politejnicós] (adj.) po­
ría, verborrea, charlatanería, habla­ litécnico.
duría. πολύτιμος [polítimos] (adj.) 1: valio­
πολυμαθής [polimacís] (adj.) entendi­ so, precioso, costoso, caro, 2: impo­
do, sabio, erudito, rtante, útil · πολύτιμος λίθος- piedra
πολυμελής [polimelís] (adj.) numero­ preciosa · πολύτιμη β οή θεια - ayuda
so, con muchos miembros, importante,
πολυμερής [polimerís] (adj.) com­ πολυφαγία [polifaguía] (nyf.) gloto­
puesto, múltiple, polímero, nería, gula, voracidad,
πολυμήχανος [polimíjanos] (adj.) in­ πολύφωτο [polífoto] (n./n.) lámpara,
genioso, inventivo, πολύχρωμος [políjromos] (adj.) mul­
πολύμορφος [polimorfos] (adj.) mul­ ticolor.
tiforme, polimorfo, πολυώνυμο [poliónimo] (n7n.) (Mat.)
πολύπλευρος [políplevros] (adj.) po­ polinomio,
lifacético. πολύωρος [políoros] (adj.) largo, ex­
πολυπληθής [poliplicís] (adj.) multitu­ tenso.
dinario, múltiple, masivo, numeroso, πόλωση [pólosi] (n./f.) polarización,
πολύπλοκος [políplocos] (adj.) com­ πομάδα [pomáda] (n7f.) pomada, cre­
plicado, embrollado, complejo, in­ ma.
trincado. πόμολο [pómolo] (n./n.) picaporte,
πολύποδας [polípodas] (n7m.) póli­ tirador.
po. πομπή [pombí] (nyf.) cortejo, séquito,
πολυποίκιλος [polipíquilos] (adj.) muy comitiva, deshonra,
variado, diverso, surtido, múltiple, πομπός [pombós] (nVm.) emisor, trans­
πολύπτυχος [políptijos] (adj.) polifa­ misor.
cético, de muchos pliegues, πομπώδης [pombódis] (adj.) pompo­
πολύς [polis] (adj.) mucho/a · με πολ­ so, ostentoso, lujoso,
λή αγάπη- con mucho amor · τα κα- πονάω, πονώ [ponáo, ponó] (v.) 1:
τά φ ερ ε μ ε πολύ κόπο- lo ha logrado doler, sufrir, 2: sentir cariño, 3: afligir,
con mucho esfuerzo · πολύς καιρός- angustiar,
mucho tiempo · πολύ π ερισσότερ ο/ πονεμένος [poneménos] (adj.) dolido,
λ ιγότερ ο- mucho más/menos, dolorido, afligido,
πολυσήμαντος [polisímandos] (adj.) πονετικός [poneticós] (adj.) compa­

887
πονηρεύω

sivo. πορνεία [pornía] (n./f.) prostitución,


πονηρεύω [ponirévo] (ν.) sospechar, πορνείο [pornío] (n./n.) burdel.
πονηριά [poniriá] (nyf.) astucia, mali­ πόρνη [pórni] (nyf.) prostituta,
cia, picardía, artimaña, malignidad, πορνογραφία [pornografía] (n./f.)
πονηρός [ponirós] (adj.) astuto, pillo, pornografía,
picaro. πορνογραφικός [pornograficós] (adj.)
πόνι [póni] (n./n.) (Zool.) poni. pornográfico,
πονόδοντος [ponódondos] (n./m.) πόροι [póri] (n./m.) pl. recursos, me­
dolor de muelas, dolor de dientes, dios económicos,
πονοκέφαλος [ponoquéfalos] (nym.) πόρος [póros] (nym.) 1: poro, 2: con­
dolor de cabeza, cefalalgia, cefalea, ducto, 3: recurso, medio,
πονόλαιμος [ponólemos] (nym.) do­ πόρπη [pórpi] (nyf.) hebilla, broche,
lor de garganta, defiler, prendedor,
πόνος [pónos] (n./m.) dolor, pena, su­ πορσελάνη [porseláni] (nyf.) porce­
frimiento, achaque, dolencia. lana.
πονοψυχ(α [ponopsijía] (n./f.) com­ πόρτα [porta] (nyf.) puerta,
pasión. πορτατίφ [portatíf ] (nyn.) lámpara de
πονόψυχος [ponópsijos] (adj.) com­ mesa.
pasivo. πορτμαντό [portmandó] (nyn.) per­
ποντάρω [pondáro] (v.) apostar, hacer chero.
una apuesta (sobre), πορτμπαγκάζ [portbagáds] (nyn.) ma­
πόντικας [póndicas] (n./m.) rata, letero.
ποντίκι [pondíqui] (nyn.) ratón, πορτογαλικά [portogalicá] (n./n.) pl.
ποντικοπαγίδα [pondicopaguída] (nyf.) portugués (idioma).
ratonera (trampa). πορτογαλικός [portogalicós] (adj.)
ποντικός [ponticós] (n./m.) ratón, portugués.
ποντικοφωλιά [pondicofoliá] (n./f.) Πορτογάλος [portogálos] (nym.) por­
ratonera (madriguera). tugués (gentilicio).
πόντος [póndos] (n./m.) centímetro, πορτοκαλάδα [portocaláda] (nyf.) na­
punto, mar. ranjada, zumo de naranja.
πορδή [pordí] (nyf.) ventosidad, pedo, πορτοκαλεώνας[ροΓ^βΙθόη35] (nym.)
πορεία [poría] (n./f.) marcha, ruta, ca­ (Bot.) naranjal,
mino, curso, rumbo, trayecto · αλλά­ πορτοκαλής [portocalís] (adj.) naran­
ζω πορεία- cambiar la ruta, ja, de color naranja,
πορεύομαι [porévome] (v.) marchar, πορτοκάλι [portocálí] (nyn.) naranja,
caminar, andar, ir. πορτοκαλιά [portocaliá] (nyf.) naran­
πορθητής [porzitís] (adj.) conquista­ jo·
dor. πορτοφολάς [portofolás] (nym.) car­
πορθμείο [porzmío] (n./n.) transbor­ terista.
dador. πορτοφόλι [portofóli] (n./n.) cartera,
πορθμός [porzmós] (nym.) estrecho, billetera, billetero, monedero,
paso. πορτραίτο [portréto] (n./n.) retrato,
πόρισμα [pórisma] (nyn.) conclusión, πορφύρα [porfíra] (n./f.) púrpura,
deducción, resultado, subracción. πορφυρένιος [porfiréños] (adj.) pur­
πούστης

púreo. πουγγί, πουγκί [pugkí] (n7n.) faldri­


πορφυρός [porfirós] (adj.) escarlata, quera, monedero,
πορώδης [poródis] (adj.) poroso, es­ πούδρα [púdra] (nVf.) polvo (maqui­
ponjoso. llaje).
πόσιμος [pósimos] (adj.) potable, be­ πουθενά [pucená] (adv.) en alguna/
bible, bebedero, bebestible, ninguna parte, por algún/ningún
πόσο [póso] (adv.) 1: (cantidad) cuá­ lado · έχεις δει πουθενά τα γυαλιά
nto, 2: (modo) cómo, si · πόσο χρο- μου;- ¿has visto por alguna parte
νών είσαι;- ¿cuántos años tienes? · mis gafas?,
δεν ξέρω κα τά πόσο μ π ορεί να τα πουκάμισο [pucámiso] (nVn.) camisa,
κα τα φ έρ ει- no se si lo puede lograr, πουλάρι [pulári] (n7n.) potro, borri-
ποσό [posó] (n./n.) cuantía, importe, quillo.
ποσολογία [posologuía] (n./f.) poso- πουλερικά [pulericá] (nVn.) pl. aves de
logia. corral, pollos,
ποσοστό [posostó] (n./n.) porcentaje, πούλημα [púlima] (n 7n.) venta,
πόσος [pósos] (pron.) cuánto, πουλημένος [puliménos] (adj.) 1: ven­
ποσότητα [posótita] (nVf.) cantidad, dido, 2: (metáf.) traidor,
ποσοτικός [posoticós] (adj.) cuantita­ πούλι [púli] (nyn.) lentejuela,
tivo. πουλί [pulí] (n7n.) pájaro, ave.
πόστερ [póster] (n7n.) afiche, póster, πούλμαν [púlman] (nVn.) autocar, au­
πόστο [pósto] (n7n.) puesto, tobús.
ποστρεστάντ [postrestánd] (n7n.) li­ πουλόβερ [pulóver] (nVn.) jersey, sué­
sta de correos, ter.
ποτάμι [potámi] (n7n.) río. πουλώ [puló] (v.) vender, comerciali­
ποταμός [potamós] (n7m.) río. zar.
ποταπός [potapós] (adj.) ruin, mezqui­ πούμα [púma] (n7n.) (Zool.) puma,
no, vil, despreciable, astroso, πούντα [púnda] (nVf.) resfriado, co-
ποτάσα [potása] (n7f.) potasa, stipado · άρπαξε πούντα- cogió un
πότε [póte] (adv.) cuándo · πότε πότε- resfiado.
de vez en cuando, πουντιάζω [pundiádso] (v.) resfriarse,
ποτέ [poté] (adv.) nunca, jamás, coger frío,
ποτήρι [potíri] (nVn.) vaso, πούπουλο [púpulo] (n./n.) pluma, plu­
πότης [pótis] (n7m.) bebedor, món.
ποτίζω [potídso] (v.) regar, πουρές [purés] (nVm.) puré,
πότισμα [pótisma] (n./n.) riego, πουρί [purí] (n./n.) sarro, tártaro · ποτ
ποτιστήρι [potistíri] (nVn.) regadera, πουρί- popurrí,
ποτιστικός [potisticós] (adj.) regadío, πούρο [púro] (n./n.) puro · πούρο
ποτίστρα [potístra] (n7f.) abrevadero, Αβάνας- puro habano,
ποτό [potó] (nVn.) bebida · οινοπνευ­ πουρμπουάρ [purbuár] (nVn.) propi­
ματώ δες ποτό- bebida alcohólica na.
• το ρίχνω στο ποτό- echarse a la πουρνάρι [purnári] (n7n.) (Bot.) enci­
bebida, na, acebo,
που [pu] (pron.) que, quien, πούσι [púsi] (n./n.) niebla, neblina,
που [pu] (adv.) dónde, adónde. πούστης [pústis] (n./m.) maricón, ma-

889
πουτάνα

rica. πραματευτής [pramateftís] (nVm.) bu­


πουτάνα [putána] (n./f.) puta, honero, vendedor, ambulante,
πράγμα [prágma] (n./n.) 1: cosa, obje­ πράξη [práksi] (n./f.) acción, acto, ope­
to, 2: materia, ración, obra, hecho,
πραγματεία [pragmatía] (nyf.) trata­ πραξικόπημα [praksicópima] (n./n.)
do, disertación, golpe de estado,
πραγματεύομαι [pragmatévome] (v.) πράος [práos] (adj.) afable, apacible,
tratar, considerar, quieto, calmo, tranquilo, dulce,
πράγματι [prágmati] (adv.) efectiva­ πραότητα [praótita] (n./f.) afabilidad,
mente, realmente, en realidad, dulzura.
πραγματικός [pragmaticós] (adj.) real, πρασιά [prasiá] (n./f.) 1: parterre, 2:
verdadero, auténtico, (Bot.) césped,
πραγματικότητα [pragmaticótita] (nyf.) πρασινάδα [prasináda] (nVf.) verdor,
realidad, actualidad, hierba, césped,
πραγματισμός [pragmatismós] (n./m.) πρασινίζω [prasinídso] (v.) verdear,
pragmatismo, realismo, πράσινος [prásinos] (adj.) verde,
πραγματιστής [pragmatistís] (n./m.) πρασινωπός [prasinopós] (adj.) ver­
pragmático, pagmatista, realista, doso.
πραγματογνώμονας [pragmatognómo- πράσο [práso] (nVn.) puerro,
nas] (n7m.) experto, perito, πρατήριο [pratírio] (n./n.) despacho,
πραγματοποίηση [pragmatopíisi] surtidor · πρατήριο βενζίνης- surti­
(n./f.) realización, ejecución, logro, dor de gasolina,
πραγματοποιήσιμος [pragmatopiísi- πράττω [práto] (v.) obrar, actuar, reali­
mos] (adj.) realizable, factible, zar, hacer, desempeñar,
πραγματοποιώ [pragmatopió] (v.) rea­ πραΰνω [praíno] (v.) calmar, apaci­
lizar, cumplir, lograr, culminar, llevar a guar, sosegar,
cabo. πρεβάζι [prevádsi] (n./n.) alféizar, pra-
πραγμάτωση [pragmátosi] (n./f.) rea­ na, repisa de ventana,
lización. πρέζα [prédsa] (n./f.) 1: pizca, pulgada,
πρακτική [practiquí] (nyf.) práctica, pellizco, 2: dosis, 3: (coloq.) heroína ·
adiestramiento, ejercicio, μ ια πρέζα αλάτι- una pizca de sal.
πρακτικό [practicó] (n./n.) sumario, πρεζάκιας [predsáquias] (n./m.) yon-
acta, expediente, qui, heroinómano.
πρακτικός [practicós] (adj.) práctico, πρεμιέρα [premiéra] (n./f.) estreno,
utilitario, factible, riguroso.
πρακτικότητα [practicótita] (n./f.) sen­ πρέπει [prépi] (v. impers.) deber, hay
tido práctico, que, tener que · καθώ ς πρέπει-
πράκτορας [práctoras] (n./m.+f.) age­ como debe,
nte, representante, πρέπων [prépon] (adj.) apropiado, co­
πρακτορείο [practorío] (n./n.) age­ rrecto, conveniente, justo,
ncia, oficina, buró · τα ξιδιω τικ ό πρα­ πρεσβεία [presvía] (n./f.) 1: embajada,
κτορείο· agencia de viajes, 2: delegación,
πραμάτεια [pramátia] (n./f.) mercan­ πρέσβειρα [présvira] (n./f.) embaja­
cía. dora.

890
προαύλιο

πρεσβευτής [presveftís] (n./m.) emba­ de · υπό το πρίσμα- bajo el prisma,


jador, diplomático oficial, πρισματικός [prismáticos] (adj.) pria-
πρεσβεύω [presvévo] (v.) creer, opi­ mático.
nar. προ [pro] (prep.) ante, delante, antes,
πρεσβύτερος [presvíteros] 1: (nVm.) προαγγέλλω [proagkélo] (v.) anunciar,
presbítero, abate, 2: (adj.) mayor, el anticipar, presagiar,
más anciano, προάγγελος [proágkelos] (nVm.) pre­
πρεσβύωπας [presvíopas] (n./m.) cursor, mensajero, heraldo,
présbita. προαγοράζω [proagorádso] (v.) com­
πρεσβυωπία [presviopía] (nVf.) pres­ prar anticipadamente,
bicia. προάγω [proágo] (v.) promover, as­
πρέφα [préfa] (n./f.) juego de naipes · cender, auspiciar,
(metáf.) δεν πήρα πρέφα ότι έφυγες- προαγωγή [proagoguí] (η Λ ) promo­
no me enteré de que te fuiste, ción, ascenso, adelanto,
πρήζομαι [prídsome] (v.) hincharse, προαγωγός [proagogós] (n7m.+f.)
inflamarse, proxeneta, rufián, alcahuete,
πρήζω [prídso] (v.) 1: hinchar, inflamar, προαίρεση [proéresi] (n7f.) opción,
2: (coloq.) hartar, elección, selección,
πρηνής [prinís] (adj.) boca abajo, de προαιρετικά [proereticá] (adv.) opta­
bruces. tivamente, opcionalmente,
πρήξιμο [príksimo] (nVn.) hinchazón, προαιρετικός [proereticós] (adj.) op­
inflamación, edema, tativo, opcional, facultativo,
πρίγκιπας [prígkipas] (n./m.) príncipe, προαισθάνομαι [proeszánome] (v.)
πριγκιπάτο [prigkipáto] (n./n.) princi­ presentir, presagiar, intuir,
pado. προαίσθημα [proéscima] (nVn.) pre­
πριγκιπικός [prigkipikós] (adj.) prin­ sentimiento, presagio, intuición,
cipesco. προαιώνιος [proeónios] (adj.) ances­
πριγκίπισσα [prigkípisa] (nVf.) prin­ tral, atávico,
cesa. προάλλες [τις] [proáles, tís] el otro
πρίζα [prídsa] (nVf.) enchufe, día.
πριμ [prim] (n./n.) bono, prima (dine­ προαναγγέλλω [proanagkélo] (v.) an­
ro). ticipar, adelantar, predecir,
πρίμα [prima] 1: (nVf.) viento en popa, προανάκριση [proanácrisi] (n./f.) in­
2: (adv.) bien, strucción previa, nvestigación preli­
πριμοδότηση [primodótisi] (nVf.) con­ minar.
cesión de primacías, προανάκρουσμα [proanácrusma] (n7n.)
πριμοδοτώ [primodotó] (v.) primar, preludio.
πριν [prin] 1: (adv.) antes, antaño, 2: προαναφέρω [proanaféro] (v.) men­
(conj.) antes de (que), cionar con anterioridad,
πριόνι [prióni] (n7n.) sierra, serrucho, προασπίζω [proaspídso] (v.) proteger,
πριονίδι [prionídi] (nVn.) serrín, serra­ defender, vindicar,
duras. προάστιο [proástio] (nVn.) arrabal,
πριονίζω [prionídso] (v.) serrar, suburbio.
πρίσμα [prisma] (nVn.) prisma/a la luz προαύλιο [proávlio] (n7n.) patio, por­

891
πρόβα

tal, umbral, προβλήτα [provlíta] (nVf.) muelle, em­


πρόβα [próva] (n./f.) ensayo, prue­ barcadero,
ba, práctica · κάνω πρόβα- hacer la προβολέας [provoléas] (n./m.) pro­
prueba · πρόβα νυφικού- prueba yector.
del vestido de novia, προβολή [provolí] (nVf.) 1: proyección,
προβαδίζω [provadídso] (v.) prece­ 2: promoción,
der. προβοσκίδα [provosquída] (n7f.) trom­
προβάδισμα [provádisma] (n7n.) pre­ pa, probóscide,
cedencia, prioridad, primacía, ante­ προγαμιαίος [progamiéos] (adj.) pre­
lación. matrimonial, prenupcial,
προβαίνω [provéno] (v.) avanzar, pro­ προγενέστερος [proguenésteros] (adj.)
ceder (a) · o πρωθυπουργός προέβη anterior, antecesor, predecesor, ante­
σε δηλώσεις- el primer ministro pro­ pasado.
cedió a declaraciones, πρόγευμα [próguevma] (n7n.) desa­
προβάλλω [proválo] (v.) proyectar, ex­ yuno.
tender, aparecer, alegar, προγευματίζω [proguevmatídso] (v.)
προβάρω [prováro] (v.) probar, ensa­ desayunar, almorzar, merendar,
yar. προγιαγιά [proguiaguiá] (n./f.) bis­
προβατίσιος [provatísios] (adj.) ovino, abuela.
de oveja. πρόγνωση [prógnosi] (n7f.) pronósti­
προβατίνα [provatína] (nVf.) (Zool.) co, previsión, prognosis · πρόγνωση
oveja (hembra). καιρού- previsión del tiempo,
πρόβατο [próvato] (n7n.) oveja, προγνωστικό [prognosticó] (nVn.)
πρόβειος [próvios] (adj.) ovino, pronóstico, predicción,
προβιά [proviá] (n./f.) piel de cordero, προγόμφιος [progómfios] (n7m.) pre­
vellón. molar.
προβιβάζω [provivádso] (v.) ascender, προγονικός [progonicós] (adj.) ances­
promover, auspiciar, tral, hereditario,
προβιβασμός [provivasmós] (n./m.) πρόγονος [prógonos] (nVm.+f.) pro­
ascenso, promoción, genitor, antepasado, antecesor,
προβλεπόμενος [provlepómenos] (adj.) προγονός [progonós] (n./m.) hijastro,
previsto, previsible, προγούλι [progúli] (n./n.) papada,
προβλέπω [provlépo] (v.) prever, adi­ πρόγραμμα [prógrama] (n7n.) pro­
vinar, prevenir, pronosticar, grama, lista, itinerario · πρόγραμμα
πρόβλεψη [próvlepsi] (n7f.) previsión, μαθη μά τω ν- programa del curso,
prevención, pronóstico, προγραμματίζω [programatídso] (v.)
προβλέψιμος [provlépsimos] (adj.) programar, planificar,
previsible, προγραμματισμός [programatismós]
πρόβλημα [próvlima] (nVn.) proble­ (nym.) programación,
ma. προγραμματιστής [programatistís]
προβληματικός [provlimaticós] (adj.) (n7m.) programador,
problemático, προγράφω [prográfo] (v.) proscribir,
προβληματισμός [provlimatismós] expatriar.
(nVm.) problemática, especulación. προγυμνάζω [proguimnádso] (v.) en­

892
προηγουμένως

trenar, ejercitar, preparar, adiestrar, preelectoral · προεκλογική καμπά-


πρόδηλος [pródilos] (adj.) manifiesto, via- campaña preelectoral.
evidente, obvio, aparente, claro, προέκταση [proéctasi] (η Λ ) prolon­
προδιαγραφή [prodiagrafí] (n./f.) es­ gación, perpetuación, proyección,
pecificación, extensión,
προδιαγράφω [prodiagráfo] (v.) pla­ προεκτείνω [proectíno] (v.) prolongar,
near. proyectar, extender,
προδιάθεση [prodiácesi] (n./f.) predis­ προέλαση [proélasi] (n./f.) avance,
posición, propensión, tendencia, adelanto, anticipamiento.
προδιαθέτω [prodiacéto] (v.) predis­ προελαύνω [proelávno] (v.) avanzar,
poner, propender, preparar, suges­ προέλευση [proélefsi] (n./f.) 1: proce­
tionar. dencia, origen, 2: cimiento, raíz,
προδίδω [prodído] (v.) traicionar, de­ προεξαγγελία [proeksagkelía] (ηΛ.)
latar, abandonar, anuncio.
προδικάζω [prodicádso] (v.) 1: prejuz­ προεξέχω [proekséjo] (v.) sobresalir,
gar, 2: preconcebir, προεξόφληση [proeksóflisi] (nyf.) pago
προδικασία [prodicasía] (n./f.) proce­ anticipado,
so, preliminar, προεξοφλώ [proeksofló] (v.) pagar
προδικαστικός [prodicasticós] (adj.) por adelantado,
prejudicial, προεξοχή [proeksojí] (n./f.) saliente,
προδοσία [prodosía] (η Λ ) traición, prominencia, protuberancia,
delación. προεργασία [proergasía] (ηΛ.) prepa­
προδότης [prodótis] (ηΛη.) traidor, rativo, preparación,
delator. προέρχομαι [proérjome] (v.) 1: prove­
προδοτικός [prodoticós] (adj.) traicio­ nir, proceder, originarse, derivar, 2:
nero, traidor, pérfido, comenzar, emanar (de),
πρόδρομος [pródromos] (adj.) pre­ προετοιμάζω [proetimádso] (v.) pre­
cursor, pionero, parar, planificar, aliñar,
προεδρεύω [proedrévo] (v.) presidir, προετοιμασία [proetimasía] (ηΛ.) pre­
προεδρία [proedría] (n./f.) presiden­ paración, preparativo, eleboración.
cia. προέχω [proéjo] (v.) tener prioridad,
προεδρικός [proedricós] (adj.) presi­ sobresalir · προέχει- es urgente,
dencial · προεδρικό διάταγμα- de­ πρόζα [pródsa] (n./f.) prosa,
creto presidencial, προζύμι [prodsími] (nVn.) masa de
πρόεδρος [próedros] (nVm.+f.) presi­ pan, levadura,
dente, presidenta, προηγούμαι [proigúme] (v.) preceder,
προειδοποίηση [proidopíisi] (ηΛ.) ir delante, anteceder,
advertencia, aviso, προηγούμενο [proigúmeno] (n./n.)
προειδοποιητικός [proidopiiticós] (adj.) precedente,
premonitorio, avisador, ale-ccionador. προηγούμενος [proigúmenos] (adj.)
προειδοποιώ [proidopió] (v.) advertir, anterior, precedente, antecedente,
avisar, prevenir, alertar, προηγουμένως [proiguménos] (adv.)
προεικάζω [proicádso] (v.) conjeturar, anteriormente, antes, adelantada­
προεκλογικός [proedoguicós] (adj.) mente.

893
προημιτελικά

προημιτελικά [proimitelicá] (n./n.) pl. safiar, 2: producir, causar,


cuarto de final, προκάτ [procát] (n./n.) prefabricado,
προθάλαμος [prozálamos] (n./m.) προκαταβάλλω [procataválo] (v.) pa­
vestíbulo, antesala, antecámara, gar por adelantado, adelantar, avan­
πρόθεση [prócesí] (n./f.) 1: intención, zar, anticipar el pago,
propósito, voluntad, 2: (Gram.) pre­ προκαταβολή [procatavolí] (n./f.) an­
posición, 3: (Med.) prótesis, ticipo, anticipación · δίνω προκατα­
προθεσμία [procesmía] (n./f.) plazo, βολή- pagar con anticipación,
término, prótesis · εντός της προθε­ προκαταβολικά [procatavolicá] (adv.)
σμίας- dentro del plazo previsto, anticipadamente, con anticipación,
προθήκη [procíqui] (nVf.) escaparate, por anticipado,
πρόθυμα [prócima] (adv.) con preste­ προκαταβολικός [procatavolicós] (adj.)
za, prontamente, diligentamente. anticipado, antecedente, procedente,
προθυμία [procimía] (nVf.) presteza, προκαταλαμβάνω [procatalamváno]
diligencia, prontitud, (v.) prevenir, preparar,
προθυμοποιούμαι [procimopiúme] (v.) προκατάληψη [procatálipsi] (nVf.)
mostrarse dispuesto, aprestarse, prejuicio, discriminación,
πρόθυμος [prócimos] (adj.) dispuesto, προκαταρκτικός [procatarcticós] (adj.)
presto, diligente, solícito, preliminar, previo,
πρόθυρα [prócira] (n7n.) umbral, al προκατασκευάζω [procatasquevádso]
borde de · είμαι σ τα πρόθυρα- estar (v.) prefabricar, fabricar de antemano,
al borde de. προκατειλημμένος [procatiliménos]
προίκα [príca] (nyf.) dote, (adj.) predispuesto, prejuiciado, par­
προικιά [priquiá] (nJn.) pl. ajuar, cial.
προικίζω [príquídso] (v.) dotar, προκάτοχος [procátojos] (adj.) prede­
προικοθήρας [pricocíras] (n./m.) él cesor, antecesor, precursor,
que busca el dote, cazador de dote, προκείμενος [proquímenos] (adj.) en
προϊόν [proión] (n./n.) producto · cuestión.
προϊόντος του χρόνου- avance del πρόκειται [próquite] (v.) tratarse de,
tiempo. ira.
προϊσταμένη [proistaméni] (nJf.) jefa, προκήρυξη [proquíriksi] (n./f.) 1: pro­
responsable de enfermeras, clamación, anunciación, manifiesto,
προϊστάμενος [proistámenos] (n./m.) 2: panfleto,
jefe, patrón, προκηρύσσω [proquiríso] (v.) procla­
προϊστορία [proistoría] (n./f.) prehi­ mar, anunciar,
storia. πρόκληση [próclisi] (n7f.) provoca­
προϊστορικός [proistoricós] (adj.) pre­ ción, desafío, instigación,
histórico, προκλητικός [procliticós] (adj.) pro­
προϊών [proión] (adj.) progresivo, vocativo, provocador, desafiante,
πρόκα [próca] (n7f.) clavo, προκόβω [procóvo] (v.) progresar, ava­
προκαθορίζω [procazorídso] (v.) pre­ nzar, prosperar,
determinar, determinar de antema­ προκομμένος [procoménos] (adj.) tra­
no, predestinar, bajador, emprendedor, laborioso,
προκαλώ [procaló] (v.) 1: provocar, de­ προκοπή [procopí] (nVf.) progreso,

894
πρόοδος

adelanto, avance, προμήθεια [promícia] (nyf.) 1: provi­


προκριματικός [procrimaticós] (adj.) sión, abastecimiento, 2: comisión ·
eliminatorio, preliminar, preparato­ δίνω προμήθεια- pagar comisión,
rio. προμηθευτής [promiceftís] (n./m.)
προκρίνω [procríno] (v.) seleccionar, proveedor, abastecedor,
preconcebir, προμηθεύω [promicévo] (v.) proveer,
πρόκριση [prócrisi] (n./f.) presele- abastecer, surtir, aprovisionar,
cción. προμήνυμα [promínima] (n./n.) pre­
προκυμαία [proquiméa] (n./f.) muelle, sagio.
dique, embarcadero, malecón, rom­ προμηνύω [prominío] (v.) presagiar,
peolas. προνοητικός [pronoiticós] (adj.) pre­
προκύπτω [proquípto] (v.) resultar, de­ cavido, previsor, prevenido,
rivar. προνοητικότητα [pronoiticótita] (nyf.)
προλαβαίνω [prolavéno] (ν.) 1: tener previsión, prevención, precaución,
tiempo, llegar a tiempo, 2: prevenir, πρόνοια [prónia] (nyf.) providencia,
prever. previsión · κοινω νική πρόνοια- pre­
προλεγόμενα [prolegómena] (nVn.) visión social* κράτος πρόνοιας- es­
pl. prólogo, prefacio, introducción, tado de providencia,
προλέγω [prolégo] (v.) predecir, augu­ προνομία [pronomía] (n./f.) prerroga­
rar, presagiar, tiva.
προλεταριάτο [proletariáto] (nyn.) προνομιακός [pronomiacós] (adj.) pri­
proletariado, vilegiado · προνομιακοί όροι συμ­
προλετάριος [proletarios] (nym.) pro­ βολαίου- condiciones privilegiadas
letario. de contrato,
προληπτικός [prolipticós] (adj.) pre­ προνόμιο [pronómio] (n./n.) privile­
ventivo, supersticioso, gio, distinción, prerrogativa,
πρόληψη [prólipsi] (n./f.) 1: preven­ προνομιούχος [pronomiújos] (adj.)
ción, previsión, 2: superstición, pre­ privilegiado, preferente,
juicio. προνοώ [pronoó] (v.) prever, prevenir,
προλογίζω [prologuídso] (v.) prologar, προξενείο [proksenío] (nyn.) consu­
πρόλογος [prólogos] (n./m.) prólogo, lado.
introducción, προξενητής [proksenitís] (n./m.) casa­
προμαντεύω [promandévo] (v.) pre­ mentero, alcahuete,
sagiar. προξενικός [proksenicós] (adj.) con­
πρόμαχος [prómajos] (n./m.) defen­ sular.
sor. πρόξενος [próksenos] (n./m.) cónsul,
προμαχώνας [promajónas] (nym.) προξενώ [proksenó] (v.) causar, oca­
defensa. sionar, producir,
προμελέτη [promeléti] (nyf.) estudio προοδευτικός [proodefticós] (adj.) pro­
previo, premeditación, gresivo, evolucionado, aavanzado.
προμελετημένος [promeletiménos] προοδεύω [proodévo] (v.) progresar,
(adj.) intencionado, premeditado, evolucionar, avanzar,
προμελετώ [promeletó] (v.) preme­ πρόοδος [próodos] (n./f.) progreso,
ditar. adelanto, progresión, avance · τε­

895
προοίμιο

χνολογική πρόοδος- avance tecno­ προπίνω [propino] (v.) brindar,


lógico. πρόπλασμα [próplasma] (n./n.) ma­
προοίμιο [proímio] (nVn.) prólogo, queta, modelo, boceto,
prefacio, preludio, preámbulo, προπληρωμή [propliromí] (n./f.) pago
προοιωνίζομαι [proionídsome] (v.) pre­ anticipado,
sagiarse. προπληρώνω [propliróno] (v.) pagar
προοπτική [prooptiquí] (n7f.) pers­ por adelantado,
pectiva, prospecto, προπληρωτέος [proplirotéos] (adj.)
προορίζω [proorídso] (v.) destinar, pagadero por adelantado,
predestinar, πρόποδες [própodes] (n./n.) pl. pie de
προορισμός [proorismós] (n./m.) de­ la montaña,
stino, predestinación, rumbo, προπόνηση [propónisi] (n./f.) entre­
προπαγάνδα [propagánda] (nVf.) pro­ namiento, adiestramiento, amaes­
paganda. tramiento,
προπαίδεια [propédia] (n./f.) tabla de προπονητής [proponítís] (n./m.) en­
multiplicar, trenador.
προπαντός [propandós] (adv.) sobre προπονώ [proponó] (v.) entrenar,
todo, ante todo, antes que nada, adiestrar.
προπάππος [propápos] (nVm.) bis­ προπορεύομαι [proporévome] (v.)
abuelo. preceder, encabezar,
προπαραλήγουσα [proparalígusa] (nVf.) πρόποση [próposi] (n./f.) brindis ·
antepenúltima sílaba, κάνω μ ια πρόποση- hacer un brin­
προπαρασκευάζω [proparasquevád- dis.
so] (v.) preparar, προπύλαια [propílea] (n./n.) pl. pro­
προπαρασκευαστικός [proparasque- pileo.
vasticós] (adj.) preparativo, prepara­ προπύργιο [propírguio] (nVn.) bas­
torio. tión, fortificación,
προπαρασκευή [proparasqueví] (njf.) προπώληση [propólisi] (nyf.) venta
preparación, apresto, elaboración, anticipada,
προπατορικός [propatoricós] (adj.) προπωλώ [propoló] (v.) vender antici­
ancestral, padamente,
προπέλα [propéla] (n./f.) hélice, πρόρρηση [prórisi] (nVf.) predicción,
πρόπερσι [própersi] (adv.) hace dos profecía, pronóstico,
años. προς [pros] (prep.) hacia, por, contra,
προπέτασμα [propétasma] (n7n.) pa­ a.
rapeto, cortina, προσάγω [proságo] (v.) conducir, pre­
προπέτεια [propétia] (nVf.) insolencia, sentar, comparecer,
descaro, imprudencia, προσαγωγή [prosagoguí] (n./f.) 1:
προπετής [propetís] (adj.) insolente, conducción, 2: presentación, com­
descarado, imprudente, parecencia,
προπηλακίζω [propilaquídso] (v.) ul­ προσάναμμα [prosánama] (nVn.) ye­
trajar, injuriar, sca.
προπηλάκιση [propiláquisi] (nVf.) ul­ προσανατολίζω [prosanatolídso] (v.)
traje, humillación. orientar.

896
προσήλωση

προσανατολισμός [prosanatolismós] προσδιορισμός [prosdiorismós](n./m.)


(n7m.) orientación, dirección, 1: determinación, especificación, fija­
προσάπτω [prosápto] (v.) imputar, ción, 2: (Gram.) complemento,
echar la culpa a alguien, προσδοκία [prosdoqula] (n./f.) espe­
προσαράζω [prosarádso] (v.) encallar, ranza, expectativa, prospectiva,
προσαρμογή [prosarmoguí] (n./f.) 1: προσδοκώ [prosdocó] (v.) esperar, de­
adaptación, ajuste, acoplamiento, 2: sear, estar a la expectativa,
aclimatación, acomodación, προσεγγίζω [prosegkldso] (v.) aproxi­
προσαρμόζω [prosarmódso] (v.) adap­ marse, acercarse, abordar,
tar, ajustar, acomodar, adecuar, προσέγγιση [proségkisi] (n7f.) aproxi­
προσαρμοστικότητα [prosarmosti- mación, acercamiento · κα τά προ­
cótita] (n./f.) adaptabilidad, σέγγιση- aproximadamente,
προσάρτημα [prosártima] (n7n.) προσεγμένος [prosegménos] (adj.)
anexo, accesorio, apendice, adjunto, cuidado.
añadidura, προσεδαφίζω [prosedafídsome] (v.)
προσάρτηση [prosártisi] (nVf.) anexión, aterrizar.
adhesión. προσεκτικός [prosecticós] (adj.) cui­
προσαρτώ [prosartó] (v.) anexionar, dadoso, atento, cauto, cauteloso,
anexar, adherir, adjuntar, prudente,
προσαυξάνω [prosafksáno] (v.) incre­ προσέλευση [prosélefsi] (n./f.) llega­
mentar, aumentar, da, afluencia,
προσαύξηση [prosáfksisi] (n7f.) incre­ προσελκύω [proselquío] (v.) atraer,
mento, aumento, crecimiento, seducir, cautivar,
προσβάλλω [prosválo] (v.) 1: ofender, προσέρχομαι [prosérjome] (v.) acer­
afrentar, ultrajar, insultar 2: atacar, carse, aproximarse, presentarse,
presentar un recurso, asistir.
πρόσβαση [prósvasi] (nVf.) acceso, προσευχή [prosefjí] (nyf.) oración, rezo,
accesión. προσεύχομαι [preséfjome] (v.) orar,
προσβλητικός [prosvliticós] (adj.) rezar.
ofensivo, afrentoso, agraviador, in­ προσεχής [prosejís] (adj.) próximo, ve­
sultante, abusivo, nidero, siguiente, subsiguiente,
προσβολή [prosvoll] (nyf.) ofensa, προσέχω [proséjo] (v.) tener cuidado,
ataque, recurso, prestar atención, atender,
προσγειώνω [prosguióno] (v.) aterri­ προσεχώς [prosejós] (adv.) próxi­
zar. mamente, seguidamente, en poco
προσγείωση [prosguíosi] (n7f.) ate­ tiempo, a corto plazo,
rrizaje · αναγκαστική προσγείωση- προσηγορικός [prosigoricós] (adj.)
aterrizaje de emergencia. (Gram .) apelativo,
προσδένω [prosdéno] (v.) amarrar, προσηλυτίζω [prosilitldso] (v.) con­
atar. vertir.
προσδίδω [prosdído] (v.) añadir, προσηλυτισμός [prosilitismós] (n./m.)
προσδιορίζω [prosdiorldso] (v.) deter­ conversión, proselitismo.
minar, precisar, especificar, estipular, προσηλώνω [prosilóno] (v.) fijar,
fijar, definir. προσήλωση [prosílosi] (nVf.) atención,

897
προσηνής

consagración, dedicación, culo, barrera, impedimento, dificul­


προσηνής [prosinís] (adj.) afable, ama­ tad.
ble. πρόσκοπος [próscopos] (n./m.) explo­
προσθαλασσώνομαι [proszalasóno- rador, boyscout.
me] (v.) amarar, πρόσκρουση [próscrusi] (n./f.) cho­
πρόσθεση [próscesi] (n./f.) adición, que, impacto, colisión,
suma. προσκρούω [proscrúo] (v.) chocar,
προσθετικός [prosceticós] (adj.) adi­ tropezar, colisionar,
tivo. προσκύνημα [prosquínima] (n7n.) pe­
πρόσθετος [próscetos] (adj.) adicio­ regrinación, reverencia, peregrinaje,
nal, accesorio, añadido · πρόσθετος sumisión.
φόρος- impuesto adicional, προσκύνηση [prosquínisi] (nVf.) ado­
προσθέτω [proscéto] (v.) adicionar, ración, reverencia,
sumar, añadir, agregar, προσκυνητής [prosquinitís] (nVm.)
προσθήκη [proscíqui] (n./f.) adición, peregrino,
añadidura, anexión, προσκυνώ [prosquinó] (v.) postrarse,
πρόσθιος [próscios] (adj.) delantero, reverenciar, adorar,
anterior · π ρόσθια κολύμβηση- es­ προσλαμβάνω [proslamváno] (v.)
tilo braza, contratar, emplear, coger,
προσιτός [prositós] (adj.) accesible, πρόσληψη [próslipsi] (n./f.) contrata­
abordable, alcanzadizo, ción, ajuste,
πρόσκαιρος [prósqueros] (adj.) provi­ προσλιμενίζομαι [proslimenídsome]
sional, temporal, efímero · πρόσκαι­ (v.) arribar, atracar, empleo,
ρη ευχαρίστηση- placer efímero, πρόσμειξη [prósmiksi] (n./f.) mezcla,
προσκαλώ [proscaló] (v.) llamar, invi­ προσμένω [prosméno] (v.) esperar,
tar. πρόσοδος [prósodos] (n./f.) renta, in­
προσκεκλημένος [prosquecliménos] greso.
(adj.) invitado, huésped, visitante, προσοδοφόρος [prosodofóros] (adj.)
προσκέφαλο [prosquéfalo] (nVn.) al­ rentable, productivo, lucrativo, pro­
mohada, cabecera, vechoso, ventajoso,
προσκήνιο [prosquínio] (n./n.) pros­ προσόν [prosón] (n7n.) cualidad, cali­
cenio · έρχομαι σ το προσκήνιο- lle­ ficación, atributo, don, mérito,
gar al proscenio, προσορμίζω [prosormídso] (v.) arri­
πρόσκληση [prósclisi] (n./f.) invita­ bar, atracar,
ción, llamamiento, convite, incita­ προσοχή [prosojí] (n./f.) atención, cui­
ción. dado.
προσκόλληση [proscólisi] (n./f.) ape­ πρόσοψη [prósopsi] (nVf.) fachada,
go, adherencia, adhesión, delantera, frente,
προσκολλώ [proscoló] (v.) pegar, en­ προσπάθεια [prospácia] (n./f.) inten­
colar, adherir, to, esfuerzo, conato · μ ε μεγάλη προ­
προσκομίζω [proscomídso] (v.) apor­ σπάθεια- a) con mucho esfuerzo, b)
tar, llevar, traer · προσκομίζω στοι­ esforzando mucho,
χεία* aportar elementos, προσπαθώ [prospazó] (v.) intentar,
πρόσκομμα [próscoma] (n./n.) obstá­ procurar, tratar de, esforzarse.

898
προσχολικός

προσπερνώ [prospernó] (ν.) adelan­ προστριβή [prostriví] (n./f.) frotamie­


tar, sobrepasar, nto, frote, fricción, fricación,
προσποίηση [prospíisi] (n./f.) fin­ προστυχιά [prostijiá] (n./f.) vulgari­
gimiento, simulación, simulacro · dad.
κάνω προσποίηση- hacer/realizar πρόστυχος [próstijos] (adj.) ordinario,
una simulación, vulgar, grosero, obsceno,
προσποιητός [prospiitós] (adj.) fingi­ προσύμφωνο [prosímfono] (nVn.) pre­
do, simulado, falso, hipócrita, contrato.
προσποιούμαι [prospiúme] (v.) fingir, προσυπογράφω [prosipográfo] (v.) re­
simular, aparentar, pretender · προ­ frendar, confirmar,
σποιούμαι τον άρρω στο- a) fingir πρόσφατα [prósfata] (adv.) reciente­
estar enfermo, b)hacerse el enfrer- mente, últimamente,
mo · προσποιούμαι αδια φ ορία - fin­ πρόσφατος [prósfatos] (adj.) reciente,
gir desinterés, προσφέρω [prosféro] (v.) ofrecer, ofren­
προσπορίζω [prosporídso] (v.) pro­ dar, presentar,
porcionar, προσφεύγω [prosfévgo] (v.) recurrir,
προσταγή [prostaguí] (n./f.) mandato, apelar, acudir · προσφεύγω σ τη δ ι­
orden, acordada, comando, directi­ καιοσύνη- recurrir a la justicia,
va. προσφιλής [prosfilís] (adj.) querido,
πρόσταγμα [próstagma] (n./n.) man­ προσφορά [prosforá] (n./f.) oferta,
do, mandato · γενικό πρόσταγμα- ofrenda, ofrecimiento · σε προσφο­
m andato general, ρ ά · en oferta · δίνω προσφορά- ha­
προστάζω [prostádso] (v.) mandar, cer una oferta,
comandar, ordenar, dar ordenes, πρόσφορος [prósforos] (adj.) apro­
προστακτική [prostactiquí] (n./f.) piado.
(Gram.) imperativo, πρόσφυγας [prósfigas] (n./m.) refu­
προστακτικός [prostacticós] (adj.) im­ giado, asilado, emigrante,
perativo. προσφυγή [prosfiguí] (nyf.) recurso,
προστασία [prostasía] (n./f.) prote­ apelación · κάνω προσφυγή κατά
cción, defensa, custodia, amparo · μιας δικα στικής απόφασης- hacer
υπό την προστασία μου- bajo mi un recurso de apelación,
custodia. προσφώνηση [prosfónisi] (n7f.) alo­
προστατευτικός [prostatefticós] (adj.) cución, llamamiento,
protector, preservador. πρόσχαρος [prósjaros] (adj.) jovial, ale­
προστατεύω [prostatévo] (v.) prote­ gre.
ger, defender, custodiar, amparar, προσχεδιάζω [prosjediádso] (v.) pla­
προστάτης [prostátis] (nVm.) 1: pro­ near, tramar, premeditar,
tector, tutor, 2: (Med.) próstata, προσχέδιο [prosjédio] (n./n.) antepro­
πρόστιμο [próstimo] (n./n.) multa, yecto, boceto, bosquejo, esbozo,
sanción, penalidad · επιβάλλω πρό­ πρόσχημα [prósjima] (nVn.) pretexto,
σ τιμ ο· poner una multa · πληρώνω asidero, ocasión · κρατάω τα προ­
πρόστιμο- pagar la multa, σχήματα- comportarse según la
προστρέχω [prostréjo] (v.) acudir, re­ ocasión.
currir. προσχολικός [prosjolicós] (adj.) pre-
προσχώρηση

escolar. προτάσσω [protáso] (v.) anteponer,


προσχώρηση [prosjórisi] (nyf.) adhe­ προτείνω [protíno] (v.) proponer, opi­
sión, acceso, nar, sugerir, plantear,
προσχωρώ [prosjoró] (v.) adherirse, προτελευταίος [proteleftéos] (adj.) pe­
acceder, convenirse, núltimo.
προσωδία [prosodia] (nyf.) prosodia, προτεραιότητα [protereótita] (nyf.) 1:
προσωνυμία [prosonimía] (nyf.) so­ prioridad, anterioridad, 2: preferen­
brenombre, cia · δίνω προτερα ιότητα- dar prio­
προσωπάρχης [prosopárjis] (nym.) ridad · θέτω προτεραιότητες- poner
jefe de personal, prioridades,
προσωπείο [prosopío] (n./n.) máscara, προτέρημα [protérima] (nyn.) cuali­
careta, antifaz, dad, virtud, ventaja, beneficio,
προσωπίδα [prosopida] (n./f.) másca­ πρότερος [próteros] (adj.) precede­
ra, carátula, careta, antifaz, nte, anterior,
προσωπιδοφόρος [prosopidofóros] προτεστάντης [protestándis] (nym.)
(adj.) enmascarado, protestante,
προσωπικά [prosopicá] (adv.) perso­ προτεσταντισμός [protestandismós]
nalmente, en persona, por mí. (nym.) protestantismo,
προσωπικό [prosopicó] (nyn.) perso­ προτίθεμαι [protíceme] (v.) tener in­
nal. tención de, proponerse,
προσωπικός [prosopicós] (adj.) per­ προτίμηση [protímisi] (n./f.) preferen­
sonal. cia, predilección, afición, favoritismo
προσωπικότητα [prosopicótita] (nyf.) • κα τά προτίμηση- a) con preferen­
1: personalidad, carácter, 2: persona­ cia, b) preferentemente,
je · διχασμένη προσω πικότητα- per­ προτιμητέος [protimitéos] (adj.) pre­
sonalidad bipolar, ferible, preferido,
πρόσωπο [prósopo] (nyn.) rostro, προτιμότερος [protimóteros] (adj.) pre­
cara, faz, persona, ferible.
προσωπογραφία [prosopografía] (nyf.) προτιμώ [protimó] (v.) preferir, ante­
retrato. poner, dar preferencia (a),
προσωποκράτηση [prosopocrátisi] προτομή [protomí] (nyf.) busto, pe­
(nyf.) reclusión, cho.
προσωποποίηση [prosopopíisi] (nyf.) προτού [protú] (conj.) antes de (que),
personificación, encarnación, προτρεπτικός [protrepticós] (adj.) in­
προσωποποιώ [prosopopió] (v.) per­ citante, exhortatorio,
sonificar. προτρέπω [protrépo] (v.) incitar, ex­
προσωρινά [prosoriná] (adv.) provi­ hortar (a), instigar, inducir, exhortar,
sionalmente, temporalmente, por προτροπή [protropí] (nyf.) incitación,
ahora. exhortación, instigación,
προσωρινός [prosorinós] (adj.) provi­ πρότυπο [prótipo] (nyn.) prototipo,
sional, temporal, interino, modelo, arquetipo,
πρόταση [prótasi] (nyf.) 1: proposi­ πρότυπος [prótipos] (adj.) experime­
ción, propuesta, 2: (escrito) frase, 3: ntal, ejemplar, prototípico.
(Gram.) oración. προϋπαντώ [proipandó] (v.) salir al

900
πρώην

encuentro, recibir, dar la bienvenida, guardia.


προΰπαρξη [proíparksi] (n./f.) preexis­ προφυλάκιση [profiláquisi] (n./f.) en­
tencia. carcelamiento, prisión preventiva,
προϋπάρχω [proipárjo] (v.) preexistir. προφυλακτήρας [profilactíras] (n7m.)
προϋπηρεσία [proipiresía] (n7f.) ex­ guardabarros, parachoques,
periencia laboral, servicio anterior, προφυλακτικό [profiláctico] (nVn.)
προϋπόθεση [proipócesi] (nVf.) su­ preservativo, condón, profiláctico,
posición, presuposición, condición, προφυλαχτικός [profilácticos] (adj.)
presupuesto, preservativo, preventivo, profilácti­
προϋποθέτω [proipocéto] (v.) presu­ co.
poner. προφύλαξη [profílaksi] (n7f.) preser­
προϋπολογίζω [proipologídso] (v.) cal­ vación, cautela, prevención, profi­
cular, estimar por adelantado, laxis.
προϋπολογισμός [proipologuismós] προφυλάσσω [profiláso] (v.) preser­
(n7m.) presupuesto, var, resguardar, proteger, abdigar,
προφανής [profanís] (adj.) evidente, amparar.
claro, obvio, πρόχειρος [prójiros] (adj.) no prepara­
προφανώς [profanos] (adv.) evidente­ do, improvisado, a sucio,
mente, obviamente, aparentemente, προχειρότητα [projirótita] (n7f.) im­
sin duda, claramente, provisación,
πρόφαση [prófasi] (nVf.) pretexto, προχτές [projtés] (adv.) anteayer,
excusa · με πρόφαση τη ν κίνηση, πρόχωμα [prójoma] (n./n.) trinchera,
άργησε σ τη συνάντηση- como ex­ προχωρώ [projoró] (v.) 1: avanzar,
cusa para su retraso, dijo que había progresar, 2: continuar, proceder,
tráfico. proseguir,
προφασίζομαι [profasídsome] (v.) προώθηση [proócisi] (nVf.) 1: propul­
pretextar, alegar, sión, promoción, 2: desvío, desvia­
προφέρω [proféro] (v.) pronunciar, ción · προώ θηση προϊόντω ν- pro­
προφητεία [profitía] (nVf.) profecía, moción de productos · υπηρεσία
προφητεύω [profitévo] (v.) profetizar, προώ θησης κλήσεω ν- servicio de
predecir. desvío de llamadas,
προφήτης [profítis] (nVm.) profeta, προωθώ [proozó] (v.) propulsar, pro­
προφίλ [profíl] (n7n.) perfil, mover, impulsar, fomentar, impeler,
προφορά [proforá] (n./f.) pronuncia­ πρόωρος [próoros] (adj.) prematuro,
ción, articulación, temprano, tempranero · πρόωρη
προφορικά [proforicá] (adv.) oral­ αν άπ τυξη- desarrollo temprano ·
mente. πρόωρος το κετός- parto prematu­
προφορικός [proforicós] (adj.) oral · ro.
προφορική εξέτα σ η - examen oral, πρύμνη [prímni] (nVf.) popa, toldilla.
προφταίνω [profténo] (v.) llegar a πρυτανεία [pritanía] (n./f.) rectorado,
tiempo, dar tiempo, alcanzar, bastar, πρύτανης [prítanis] (n7m.+f.) rector,
προφυλακίζω [profilaquídso] (v.) apri­ rectora.
sionar, encarcelar preventivamente, πρώην [próin] (adv.) antiguo, ex «πρώ­
προφυλακή [profilaquí] (n./f.) van­ ην σύζυγος- a) (hombre) ex-marido,

901
πρωθιερέας

b) (mujer) ex-esposa. supremacía,


πρωθιερέας [procieréas] (n./m.) pri­ πρωτεξάδελφος [proteksádelfos] (nym.)
mado. primo hermano,
πρωθυπουργός [procipurgós] (n7m.+f.) πρωτεργάτης [protergátis] (n./m.)
primer ministro, pionero.
πρωί [proíl (n./n.) mañana, por la ma­ πρωτεύοντα [protévonda] (n7n.) pl.
ñana, temprano, (Zool.) primates,
πρώιμος [próimos] (adj.) temprano, πρωτεύουσα [protévusa] (nVf.) capi­
precoz, prematuro, tal.
πρωινό [proinó] (n./n.) desayuno · πρωτεύω [protévo] (v.) ocupar el pri­
ετοιμάζω το πρωινό- preparar el mer puesto, ser el primero,
desayuno, πρωτεύων [protévon] (adj.) principal,
πρωινός [proinós] (adj.) matinal, ma­ πρωτιά [protiá] (nVf.) primacía · διεκ-
tutino, madrugador, δικώ τη ν πρω τιά- luchar por la pri­
πρωκτός [proctós] (n./m.) ano, recto, macía.
πρώρα [próra] (n./f.) proa, πρώτιστα [prótista] (adv.) ante todo,
πρώτα [próta] (adv.) primeramente, sobre todo,
primero, en primer lugar, en primer πρωτοβάθμιος [protovázmios] (adj.) de
término, antes, primer grado, básico,
πρωταγωνιστής [protagonistís] (n./m.) πρωτοβουλία [protovulía] (n./f.) ini­
protagonista, actor principal, ciativa · παίρνω τη ν πρω τοβουλία-
πρωταγωνίστρια [protagonístria] (nVf.) tener la iniciativa,
protagonista, actriz principal, πρωτοβρόχια [protovrójia] (nVn.) pri­
πρωταγωνιστώ [protagonistó] (v.) meras lluvias de otoño,
protagonizar, πρωτόγαλα [protógala] (n./n.) calos­
πρωτάθλημα [protázlima] (n./n.) cam­ tro.
peonato. πρωτογενής [protoguenís] (adj.) pri­
πρωταθλητής [protazlitís] (n./m.) cam­ mario, primitivo, originario · πρω­
peón. τογενείς ανάγκες- necesidades pri­
πρωταίτιος [protétios] (adj.) instiga­ marias.
dor. πρωτοδικείο [protodiquío] (nVn.) tri­
πρωτάκουστος [protácustos] (adj.) in­ bunal de primera instancia,
audito. πρωτόδικης [protodíquis] (nVm.) juez
πρωταπριλιά [protapriliá] (n./f.) pri­ de primera instancia,
mero de abril, πρωτόκολλο [protócolo] (nVn.) regis­
πρωτάρα [protára] (n./f.) primeriza, tro, protocolo,
πρωτάρης [protáris] (n./m.) primerizo, πρωτόλειο [protólio] (n./n.) opera
novato, inexperto, prima.
πρωτάρικος [protáricos] (adj.) novato, πρωτομαγιά [protomaguiá] (n./f.) pri­
inexperto, mero de mayo,
πρωταρχικός [protarjicós] (adj.) pri­ πρωτομάστορας [protomástoras]
mordial, esencial, de primer orden. (n./m.) contramaestre,
πρωτεΤνη [proteíni] (n./f.) proteina. πρώτον [próton] (adv.) primero, en
πρωτεία [protía] (n./n.) pl. primacía, primer lugar, por primera vez.

902
πυκνοκατοικημένος

πρωτοπαλίκαρο [protopalícaro] (nyn.) πτητικός [ptiticós] (adj.) volátil,


cabecilla. πτοώ [ptoó] (v.) intimidar,
πρωτόπειρος [protópiros] (adj.) inex­ πτύελο [ptíelo] (nVn.) esputo,
perto. πτυελοδοχείο [ptielodojío] (n./n.) es­
πρωτόπλαστοι [protóplasti] (nVm.) pl. cupidera.
Adán y Eva. πτυσσόμενος [ptisómenos] (adj.) ple­
πρωτοπορία [protoporía] (n./f.) van­ gable.
guardia. πτυχή [ptijí] (n7f.) pliegue, doblez,
πρωτοποριακός [protoporiacós] (adj.) πτυχίο [ptijío] (nVn.) título, diploma ·
vanguardista, innovador, παίρνω πτυχίο- a) obtener el título
πρωτοπόρος [protopóros] (adj.) pio­ universitario, b) titularse en.
nero, iniciador, precursor, πτυχιούχος [ptijiújos] (adj.) licencia­
πρώτος [prótos] (adj.) primer, prime­ do, titulado, diplomado,
ro, primo · ταξιδεύω πρώτη θέσ η- πτυχώνω [ptijóno] (v.) plegar, doblar,
viajar en primera clase · παρέχω τις πτώμα [ptóma] (nyn.) cadáver, muer­
πρώτες βοήθειες- ofrecer primeros to · πάνω από το πτώμα μου- sobre
auxilios. mi cadáver · είμα ι πτώ μα από την
πρωτοστατώ [protostató] (v.) ser ca­ κούραση- estoy muerto del cansan­
becilla. cio, dejar/queder hecho papilla,
πρωτοτοκία [prototoquía] (n./f.) pri- πτώση [ptósi] (nyf.) 1: caída, bajada,
mogenitura. 2: (Gram.) caso · ελεύθερη πτώ ση-
πρωτότοκος [protótocos] (adj.) pri­ caída libre,
mogénito, πτώχευση [ptójefsi] (nyf.) quiebra,
πρωτοτυπία [prototipía] (n./f.) origi­ bancarrota, suspensión de pagos,
nalidad. πτωχεύω [ptojévo] (v.) quebrar,
πρωτότυπος [protótipos] (adj.) origi­ arruinar(se), estar en bancarrota,
nal, castizo, innovativo. πτωχοκομείο [ptojocomío] (nyn.) hos­
πρωτοφανής [protofanís] (adj.) sin picio de pobres,
precedente, innovador, πτωχός [ptojós] (adj.) pobre,
πρωτοχρονιά [protojroñá] (n./f.) día πυγμαίος [pigméos] (adj.) pigmeo,
del Año Nuevo, πυγμαχία [pigmajía] (nyf.) boxeo,
πρωτύτερος [protíteros] (adj.) ante­ πυγμάχος [pigmájos] (nVm.) boxea­
rior. dor, pugilista, púgil,
πταίσμα [ptésma] (n./n.) falta, infra­ πυγμαχώ [pigmajó] (v.) boxear,
cción, delito menor, πυγμή [pigmí] (n./f.) puño,
πτέρυγα [ptériga] (nyf.) ala, pabellón, πυγολαμπίδα [pigolambída] (n./f.) lu­
flanco. ciérnaga,
πτερύγιο [pteríguio] (n./n.) ala, aleta, πύελος [píelos] (n./f.) pelvis,
πτηνό [ptinó] (n./n.) ave, pájaro, πυθμένας [pizménas] (n./m.) fondo,
πτηνοτροφείο [ptinotrofío] (nyn.) hondón,
criadero de pájaros, πύθωνας [pízonas] (nym.) pitón,
πτηνοτροφία [ptinotrofía] (n./f.) avi­ πυκνοκατοικημένος [picnocatiquimé-
cultura, nos] (adj.) densamente poblado, po­
πτήση [ptísi] (n./f.) vuelo. puloso.

903
πυκνόρρευστος

πυκνόρρευστος [picnórefstos] (adj.) πυρηνέλαιο [pirinéleo] (n./n.) aceite


viscoso. de orujo.
πυκνός [picnós] (adj.) denso, espe­ πυρηνικός [pirinicós] (adj.) nuclear ·
so, compacto, condensado · πυκνή πυρηνική φυσική- física nuclear,
β λά στηση - vegetación densa, πυρίμαχος [pirímajos] (adj.) a prueba
πυκνότητα [picnótita] (n7f.) densidad, de fuego, incombustible, refractario,
espesor, compensación, compaci­ πύρινος [pírinos] (adj.) candente,
dad. incandescente, al rojo, de fuego, ar­
πυκνώνω [picnóno] (v.) espesar(se), diente, abrasador,
condensar(se). πυρίτιδα [pirítida] (nVf.) pólvora,
πύκνωση [pícnosi] (n./f.) espesamie­ πυριτιδαποθήκη [piritidapocíquí]
nto, condensación, (n./f.) polvorín,
πυκνωτής [picnotís] (n./m.) conden­ πυρκαγιά [pircaguiá] (nVf.) incendio,
sador. fuego.
πύλη [píli] (n./f.) puerta, entrada, por­ πυροβολαρχία [pirovolarjía] (nVf.) ba­
tilla, portón, tería.
πυλωρός [pilorós] (n7m.) píloro. πυροβολητής [pirovolitís] (nVm.) ar­
πυξίδα [piksída] (n./f.) brújula, tillero.
πύον [pión] (n./n.) pus. πυροβολικό [pirovolicó] (n7n.) artille­
πυρ [pir] (n./n.) fuego · διά πυρός και ría, armería · β αρ ύ πυροβολικό- arti­
σιδήρου- a fuego y hiero · ανοίγω llería pesada,
πυρ- hacer fuego, πυροβολισμός [pirovolismós] (nVm.)
πυρά [pirá] (n./f.) hoguera, disparo, tiro, tiroteo, descarga, ba­
πυρακτώνω [piractóno] (v.) poner al lazo.
rojo vivo. πυροβόλο [pirovólo] (n./n.) arma de
πυραμίδα [piramidal (n./f.) pirámide, fuego, cañón,
πυρασφάλεια [pirasfália] (n./f.) seguro πυροβολώ [pirovoló] (v.) disparar, ti­
contra incendios, rar, tirotear, abalear, fusilar,
πύραυλος [píravlos] (n./m.) cohete, πυρογενής [piroguenís] (adj.) ígneo,
proyectil. πυροδότηση [pirodótisi] (nVf.) deto­
πυργίσκος [pirguíscos] (n7m.) 1: to- nación, arranque, encendido,
rreta, 2: torreón, πυροδοτώ [pirodotó] (v.) detonar,
πύργος [pírgos] (n7m.) torre, πυρόλιθος [pirólizos] (n7m.) pirita,
πυρετός [piretós] (n7m.) fiebre, ca­ πυρομανής [piromanís] (adj.) piróma-
lentura, temperatura · ανεβάζω no, incendiario,
π υρετό- tener fiebre · στον πυρετό πυρομανία [piromanía] (nVf.) piroma-
τω ν εξετάσεω ν- en periodo de exá­ nía.
menes. πυρομαχικά [piromajicá] (n7n.) pl.
πυρετώδης [piretódis] (adj.) 1: febril, municiones,
afiebrado, calenturiento, 2: intenso πυροσβεστήρας [pirosvestíras] (n./m.)
• πυρετώ δας π ροετοιμασίες- prepa­ extintor, extinguidor.
raciones intensas, πυροσβέστης [pirosvéstis] (n7m.) bom­
πυρήνας [pirínas] (n7m.) 1: núcleo, 2: bero.
semilla, hueso. πυροτέχνημα [pirotéjnima] (nVn.) fue-

904
πως

go artificial, cohete, buscapiés, πωλητής [politís] (n./m.) vendedor,


πυρπόληση [pirpólisi] (n./f.) incendio dependiente,
provocado, πώμα [póma] (n./n.) tapón, tapa, cor­
πυρπολικός [pirpolicós] (adj.) incen­ cho.
diario. πωρόλιθος [porólizos] (n7m.) toba,
πυρπολώ [pirpoló] (v.) incendiar, ar­ πωρωμένος [poroménos] (adj.) 1:
der, poner fuego, adicto, aficionado, apegado, 2: in­
πυρρόξανθος [piróksanzos] (adj.) pe­ sensible, cruel,
lirrojo. πώρωση [pórosi] (nVf.) 1: afición, ape­
πυρσός [pirsós] (nVm.) antorcha, go, 2: depravación, corrupción,
πυρώνω [piróno] (v.) calentar, que­ πώς [pos] (adv.) cómo · πώς εισαι;-
mar. ¿cómo estás? · πώς και έτσι;- ¿y eso?
ποώδης [piódis] (adj.) purulento, • πώς το κά να ;- ¿cómo lo hace?,
πώληση [pólisi] (n./f.) venta · χονδρι­ πως [pos] (conj.) que, como, como si
κή πώληση- venta al por mayor · λ ια ­ • κάνε πως δεν καταλαβαίνεις- haz
νική πώληση- venta al por menor. como si no hubieras entendido.
πωλητήριο[ροΙΚιπο] (nVn.) contrato
de venta.

905
ραδιοθεραπεία [radiocerapía] (nyf.) ra­
dioterapia,
Ρ, ρ [ro] (nyn.) decimoséptima letra ραδιολογία [radiologuía] (nyf.) radio­
del alfabeto griego, logía.
ραβασάκι [ravasáqui] (nyn.) nota ραδιοτηλεγραφία [radiotilegrafía] (nyf.)
amorosa, carta de amor, radiotelegrafía,
ραββίνος [ravínos] (nym.) rabino, ραδιοτηλεφωνία [radiotilefonía] (nyf.)
ραβδί [ravdí] (n./n.) vara, garrote, ca­ radiotelefonía,
yado, bastón, báculo, ραδιουργία [radiurguía] (nyf.) intriga,
ραβδιά [ravdiá] (nyf.) bastonazo, maquinación, complot, confabula­
ραβδίζω [ravdídso] (v.) varear, gol­ ción.
pear. ραδιούργος [radiúgos] (adj.) intriga­
ράβδισμα [rávdisma] (nVn.) varea, nte, maquinador, confabulador, cons­
ράβδος [rávdos] (nyf.) vara, palo, ca­ pirador.
yado, bastón, lingote, barrote, ραδιουργώ [radiurgó] (v.) intrigar, ma­
ραβδώνω [ravdóno] (v.) rayar, dibujar/ quinar, tramar,
hacer rayas, ραδιοφωνία [radiofonía] (nyf.) radio­
ράβδωση [rávdosi] (n./f.) raya, surco, difusión.
carril. ραδιοφωνικός [radiofonicós] (adj.) ra­
ραβδωτός [ravdotós] (adj.) rayado, diofónico, de radio · ραδιοφω νικός
ράβω [rávo] (v.) coser, σ ταθμ ός- emisora de radio,
ράγα [rága] (n./f.) riel, ραδιόφωνο [radiófono] (n./n.) radio,
ραγάδα [ragáda] (n./f.) estría, grieta, ραθυμία [racimía] (n./f.) indolencia,
ραγδαία [ragdéa] (adv.) impetuosa­ pereza, apatía, desidia,
mente. ράθυμος [rácimos] (adj.) indolente,
ραγδαίος [ragdéos] (adj.) violento, im­ perezoso,
petuoso, repentino · ρα γδαία β ρ ο ­ ραίνω [réno] (v.) rociar, salpicar,
χή - lluvia violenta, ρακένδυτος [raquénditos] (adj.) ha­
ραγιάς [raguiás] (nym.) esclavo, rapiento, guiñaposo, andrajoso, me­
ραγίζω [raguídso] (v.) rasgarse, rajarse, ndigo.
partirse. ρακέτα [raquéta] (nyf.) raqueta,
ράγισμα [ráguisma] (nyn.) grieta, ράκος [ráeos] (nyn.) harapo, pingajo,
abertura, rendija, resquicio, trapo, andajo.
ραγού [ragú] (n./n.) guisado, ρακοσυλλέκτης [racosiléctis] (n./m.)
ραδιενέργεια [radienérguia] (n./f.) ra­ trapero.
diactividad, ράμμα [ráma] (nyn.) puntada, punto
ραδιενεργός [radienergós] (adj.) ra­ de sutura · κάνω ρά μ μ α τα - hacer
diactivo · ραδιενεργά κστάλοιπα- una sutura,
residuos radiactivos · ραδιενεργός ραμολιμέντο [ramoliménto] (n./n.)
βροχή- lluvia radiactiva, carcamal,
ραδίκι [radíqui] (n./n.) {Bot.) achicoria, ράμπα [rámba] (n./f.) rampa,
ράδιο [rádio] (n./n.) radio, ραμφίζω [ramfídso] (v.) picotear,
ραδιογράφημα [radiográfima] (n./n.) ράμφισμα [rámfisma] n. picotazo,
radiografía. ράμφος [rámfos] (n./n.) pico.

906
ρείθρο

ρανίδα [ranída] (n./f.) gota, quel, balda,


ράντα [ránda] (nVf.) renta, ραφινάρισμα [rañnárisma] (n./n.) refi­
ραντάρ [radár] (n./n.) radar, namiento,
ραντεβού [randevú] (n7n.) cita, en­ ραφινάρω [rafináro] (v.) refinar.
cuentro, reunión · κλείνω ένα ρ α ­ ραφινάτος [rafinátos] (adj.) 1: refina­
ντεβού- concertar una cita · ακυρώ ­ do, 2: acendrado, acrisolado,
νω το ρα ντεβ ού- cancelar la cita · o ράφτης [ráftis] (n./m.) sastre, modisto,
γιατρός δέχεται μόνο μ ε ρα ντεβ ού- ραχατεύω [rajatévo] (v.) holgazanear,
el médico acepta con cita · ερω τικό no hacer nada, ser perezoso,
ρα ντεβ ού- cita amorosa · επαγγελ­ ραχάτι [rajáti] (n7n.) holgazanería,
μ ατικό ρα ντεβ ού- entrevista de desocupación,
trabajo · ραντεβ ού σ τα τυφ λά- cita ράχη [ráji] (n./f.) 1: (cuerpo) dorso,
a ciegas · δίνω ραντεβ ού σ την πλα­ lomo, 2: cima, cumbre,
τεία - quedar en la plaza, ραχιαίος [rajiéos] (adj.) dorsal,
ραντίζω [randídso] (v.) regar, rociar, ραχίτιδα [rajítida] (n./f.) raquitismo,
pulverizar, ραχιτικός [rajiticós] (adj.) raquítico,
ράντισμα [rándisma] (nVn.) riego, ro­ ραχοκοκαλιά [rajococaliá] (nVf.) 1:
ciada, pulverización, (pescado) raspa, 2: (cuerpo humano)
ραντιστήρι [randistíri] (n7n.) pulveri­ espina dorsal,
zador, rociador, ράψιμο [rápsimo] (nVn.) costura, bor­
ράντσο [rándso] (nVn.) 1: hacienda, dado.
rancho, 2: cama plegable, ραψωδία [rapsodia] (n./f.) rapsodia,
ραπάνι [rapáni] rábano, ρεαλισμός [realismós] (nVm.) realis­
ραπίζω [rapídso] (v.) dar una palma­ mo.
da/ bofetada/ manotada, ρεαλιστής [realistís] (nVm.) realista,
ράπισμα [rápisma] (n./n.) bofetada, ρεβίθι [revíci] (nVn.) garbanzo,
golpe con la mano, ρέβω [révo] (v.) agotar, languidecer,
ραπτική [raptiquí] (n7f.) costura, con­ ρέγκα [régka] (nyf.) arenque,
fección. ρεγουλάρω [reguláro] (v.) regular,
ραπτομηχανή [raptomijaní] (nVf.) má­ moderar, controlar,
quina de coser, ρέγουλα [régula] (nVf.) moderación,
ράπτρια [ráptria] (n./f.) costurera, mesura.
ράσο [ráso] (n7n.) sotana, hábito, ρεγουλάρισμα [regulárisma] (n7n.) re­
sayo. gulación.
ραστώνη [rastóni] (n7f.) desidia, ρεζέρβα [redsérva] (n./f.) reserva, rue­
ράτσα [rátsa] (nyf.) 1: raza, 2: tribu, da de recambio,
casta · σκυλί ρά τσα ς- perro de raza, ρεζίλεμα [redsílema] (n7n.) irrisión, bur­
ρατσισμός [ratsismós] (n7m.) racis­ la.
mo. ρεζιλεύω [redsilévo] (v.) ridiculizar,
ρατσιστής [ratsistís] (nVm.) racista, poner en ridículo,
ραφείο [rafío] (n7n.) sastrería, taller de ρεζίλι [redsíli] (n./n.) ridículo · γίνομαι
costura. ρεζίλι- hacer el ridículo,
ραφή [rafí] (nyf.) costura, bastilla, ρείθρο [rízro] (nVn.) canalón, arroyo,
ράφι [ráñ] (n7n.) estante, repisa, ana­ cuneta.

907
ρείκι

ρείκι [ríqui] (nVn.) (Bot.) brezo, retoque.


ρεκλάμα [recláma] (n./f.) anuncio, pu­ ρετσίνα [retsína] (n7f.) vino con resi­
blicidad. na.
ρεκόρ [recór] (v.) récord · παγκόσμιο ρετσίνι [retsíni] (nVn.) resina,
ρεκόρ- récord mundial · ρεκόρ συμ­ ρετσινιά [retsiñá] (nVf.) 1: mancha de
μετοχώ ν· récord de participación · resina, 2: (coloq.) difamación,
σπάω το ρεκόρ- romper el récord, ρετσινόλαδο [retsinólado] (n./n.) acei­
ρέλι [réli] (n./n.) dobladillo, te de ricino,
ρέμα [réma] (n./n.) riachuelo, ρεύμα [révma] (n7n.) 1: corriente,
ρεμάλι [remáli] (n7n.) matón, granuja, electricidad, 2: flujo, movimiento, 3:
bellaco. contracorriente, 4: dirección · εναλ­
ρεματιά [rematiá] (n7f.) barranco, ba­ λασσόμενο ρεύμα- corriente alterna
rranca, barranquera, precipicio, • συνεχές ρεύμα- corriente continua
ρεμβάζω [remvádso] (v.) meditar, so­ • κόπηκε το ρεύμα- se fue la luz ·
ñar despierto, cavilar, πάω ενάντια σ το ρεύμα- ir a contra­
ρεμβασμός [remvasmós] (n./m.) sue­ corriente · οδηγούσε στο α ν τίθετο
ño, ensueño, ensoñación, ρεύμα κυκλοφ ορίας- conducía en la
ρέμβη [rémvi] (n./f.) ensueño, enoña- dirección opuesta.
ción. ρευματισμός [revmatismós] (n./m.)
ρεμούλα [remúla] (nVf.) robo, hurto, reumatismo,
ρεμπελιό [rebelió] (n./n.) holgazane­ ρευματολήπτης [revmatolíptis] (n./m.)
ría. enchufe,
ρεμπελεύω [rebelévo] (v.) holgazanear, ρεύομαι [révome] (v.) eructar,
ρέμπελος [rébelos] (adj.) holgazán, ρευστοποίηση [refstopíisi] (nyf.) li­
vagabundo, cuación, liquidación, licuefacción,
ρεμπεσκές [rebesqués] (n./m.) pillo, ρευστοποιώ [refstopió] (v.) licuar, li­
picaro. quidar, derretir,
ρεπερτόριο [repertório] n. repertorio, ρευστός [refstós] (adj.) líquido, flui­
ρεπό [repó] n. asueto, descanso, do · πλήρωσε σε ρ ευσ τό- pagó en
ρεπορτάζ (n./n.) reportaje, efectivo.
ρεπόρτερ [repórter] (n./m.+f.) perio­ ρευστότητα [refstótita] (n./f.) liquidez,
dista, locutor/a, reportero/a. fluidez.
ρεπούμπλικα [repúmblica] (n./f.) som­ ρεφενέ [refené] (adv.) a escote,
brero alto, ρεφορμιστής [reformistís] (nVm.) re­
ρέπω [répo] (v.) ser propenso a, tener formista,
tendencia a hacer algo, ρεφρέν [refrén] (n./n.) estribillo,
ρεσεψιόν [resepsión] (nVf.) recepción, ρέψιμο [répsimo] (nVn.) eructo,
ρεσιτάλ [resitál] (n./n.) recital, ρέω [réo] (v.) fluir, afluir, correr, ema­
ρέστα [résta] (n7n.) pl. cambio, nar.
ρεστοράν [restorán] (n./n.) restorán, ρήγας [rígas] (n./m.) rey.
restaurante, ρήγισσα [ríguisa] (n./f.) reina, dama,
ρετάλι [retáli] (nVn.) retal, ρήγμα [rígma] (n7n.) fisura, grieta,
ρετιρέ [retiré] (n./n.) ático de lujo, brecha,
ρετουσάρισμα [retusárisma] (n7n.) ρήμα [rima] (n./n.) verbo.

908
ρίψη

ρήμαγμα [rímagma] (n./n.) devasta­ ριζικός [ridsicós] (adj.) 1: radical, 2: to­


ción, ruina, tal · ριζική αλλαγή- cambio radical,
ρημάδι [rimádi] (n./n.) ruina, restos, ριζοβόλημα [ridsovólima] (n7n.) en-
escombros, raizamiento.
ρημάζω [rimádso] (v.) arrasar, devas­ ριζοσπάστης [ridsospástis] (n./m.) co­
tar, destruir, munista, izquierdista,
ρηματικός [rimaticós] (adj.) verbal, ριζοσπαστικός [ridsopasticós] (adj.) 1:
oral. radical, revolucionario, 2: comunista,
ρήξη [rfksi] (n7f.) ruptura, rotura, riña, izquierdista · ριζοσπαστικό κόμμα-
ρηξικέλευθος [riksiquélefzos] (adj.) partido comunista · ριζοσπαστικές
emprendedor, ιδέες- ideas revolucionarias,
ρήση [rlsi] (nyf.) palabra, declaración, ρίζωμα [rídsoma] (nVn.) enraizamie-
dicho, refrán, adagio, nto.
ρητίνη [ritíni] (n./f.) resina, ριζωμένος [ridsoménos] (adj.) enrai­
ρητό [ritó] (nVn.) dicho, refrán, senten­ zado, arraigado, fijo, inveterado,
cia, apotegma, ριζώνω [ridsóno] (v.) enraizar, echar
ρήτορας [rítoras] (n7m.) orador, raíces, arraigar,
ρητορεία [ritoría] (nVf.) oración, ρίμα [rima] (nyf.) rima,
ρητορεύω [ritorévo] (v.) arengar, ριμάρω [rimáro] (v.) rimar,
ρητορική [ritoriquí] (n7f.) retórica, ρίνη [ríni] (nyf.) lima,
ρητορικός [ritoricós] (adj.) retórico · ρινίζω [rinídso] (v.) limar,
ρ η τορ ική ερώ τηση- pregunta retó­ ρινικός [rinicós] (adj.) nasal,
rica. ρινίσματα [rinísmata] (ηΛι.) pl. lima­
ρητός [ritós] (adj.) 1: expreso, formal, duras · ριν ίσματα σιδήρου- limadu­
explícito, 2: terminante, definitivo, ras de hierro,
ρήτρα [rítra] (n7f.) cláusula, término ρινόκερος [rinóqueros] (nVm.) rino­
• ρή τρ α συμβολαίου- término del ceronte.
contrato. ριξιά [riksiá] (ηΛ.) tiro, tirada, echada,
ρητώς [ritós] (adv.) terminantemente, lance.
ρηχός [rijós] (adj.) llano, poco profun­ ρίξιμο [ríksimo] (nVn.) arrojamiento,
do. lanzamiento, impulso, tiro,
ρίγα [ríga] (η Λ ) raya, ριπή [ripí] (ηΛ.) ráfaga, vendaval ·
ρίγανη [rígani] (n./f.) orégano, ριπή ανέμου- ráfaga de viento,
ριγέ [rigué] (adj.) rayado, ρισκάρω [riscáro] (v.) arriesgarse, atre­
ρίγος [rlgos] (n7n.) escalofrío, estre­ verse, probar,
mecimiento, ρίχνομαι [ríjnome] (v.) echarse, lanzar­
ριγώ [rigó] (v.) temblar, estremecerse, se · ρίχνομαι σ το φ α γητό- echarse a
escalofriar, tiritar, comer · ρίχνομαι σ τη μάχη- lanzarse
ριγώνω [rigóno] (v.) rayar, a la batalla ·ο κ ύ β ο ς ε ρ ρ ίφ θ η - a) alea
ριγωτός [rigotós] (adj.) rayado, jacta est, b) la suerte está echada,
ρίζα [rídsa] (η Λ ) raíz, cepa, cepejón, ρίχνω [ríjno] (v.) echar, tirar, arrojar,
ριζά [ridsá] (n7n.) pl. pie de la monta­ lanzar.
ña. ρίψη [rípsi] (nyf.) echada, tiro, lanza­
ριζικό [ridsicó] (n7n.) destino. miento.

909
ριψοκινδυνεύω

ριψοκινδυνεύω [ripsoquindinévo] (ν.) ρόζος [ródsos] (n./m.) nudo, callo, ca­


arriesgar(se), poner(se) en peligro, llosidad,
atreverse, arriscar, ροή [roí] (n./f.) curso, flujo,
ριψοκίνδυνος [ripsoquíndinos] (adj.) ρόκα [roca] (n./f.) rueca,
arriesgado, temerario, aventurado, ροκάνα [rocána] (n7f.) carraca, ma­
arrojado, osado, traca.
ρόγχος [rógjos] (n7m.) ronquido, sil­ ροκάνι [rocáni] (n./n.) cepillo,
bido, estertor · επ ιθανάτιος ρόγχος- ροκανίδι [rocanídi] n. viruta,
estertor agónico, ροκανίζω [rocanídso] (v.) roer, mordis­
ρόδα [róda] (n./f.) 1: rueda, 2: neumá­ quear, mordiscar.
tico. póXcí [rólei] (n./n.) rulo, bigudí,
ρόδακας [ródacas] (n./m.) rosetón, ρολό [roló] (n./n.) 1: rollo, cilindro, 2:
ροδακινιό [rodaquiñá] (n./f.) meloco­ (cortina) persiana,
tonero. ρολόι [rolói] (n7n.) reloj, contador,
ροδάκινο [rodáquino] (n./n.) meloco­ ρόλος [rolos] (n7m.) papel, personaje,
tón. rol.
ροδαλός [rodalós] (adj.) rosado, son­ ρομανικός [romanicós] (adj.) románi­
rosado, rosáceo. co.
ροδάνι [rodáni] (nVn.) torno, ρομάντζα [romándsa] (n./f.) (Mús.) ro­
ροδέλα [rodéla] (nVf.) arandela, manza.
ροδέλαιο [rodéleo] (n./n.) esencia de ρομάντζο [romándso] (n./n.) roman­
rosas. ce, idilio.
ροδής [rodís] (adj.) granate, ρομαντικός [romandicós] (adj.) ro­
ρόδι [ródi] (n./n.) granada, mántico.
ροδιά [rodiá] (n./f.) granado, ρομαντισμός [romandismós] (n./m.)
ροδίζω [rodídso] (v.) tostar(se), dorar(se). romanticismo,
ρόδινος [ródinos] (adj.) de rosa, ro­ ρομβία [romvía] (nVf.) (Mús.) organi­
sado, sonrosado, de color rosa · της llo.
έχουν έρ θει όλα ρόδινα- tiene una ρόμβος [rómvos] (n./m.) rombo,
vida de color rosa, ρόμπα [róba] (n./f.) bata, albornoz,
ροδίτης [rodítis] (n./m.) clarete, vino ρομπότ [rombót] (n./m.) robot,
rosado, ρόπαλο [rópalo] (n./n.) porra, garrote,
ρόδο [ródo] (nVn.) rosa, tranca.
ροδοδάφνη [rododáfni] (nVf.) (Bot.) ροπή [ropí] (nVf.) propensión, inclina­
adelfa. ción, proclividad,
ροδοκόκκινος [rodocóquinos] (adj.) ρόπτρο [róptro] (n./n.) aldaba, llama­
colorado. dor, picaporte,
ροδόσταμο [rodóstamo] (n7n.) agua ρούβλι [rúvli] (n7n.) rublo,
de rosas. ρουζ [ruds] (n./n.) colorete,
ροζ [rods] (adj.) rosado, color de rosa, ρουθούνι [ruzúni] (n7n.) fosa nasal,
ροζιάζω [rodsiádso] (v.) encallecerse, ρουθουνίζω [ruzunídso] (v.) resoplar,
quedarse nudoso, ρουθούνισμα [ruzúnisma] (n7n.) re­
ροζιάρης [rodsiáris] (adj.) nudoso, ca­ soplido.
lloso. ρουκέτα [ruquéta] (nVf.) cohete, pro­

910
ρωμαλέος

yectil. ρυθμίζω [rizmídso] (v.) regular, con­


ρουλεμάν [rulemán] (η./η.) rodamie­ trolar ajustar,
nto. ρυθμική [rizmiquí] (n./f.) rítmica,
ρουλέτα [ruléta] (n./f.) ruleta, ρυθμικός [rizmicós] (adj.) rítmico,
ρουμανικός [romanicós] 1: (n./m.) pl. ρύθμιση [rízmisi] (n7f.) regulación,
(idioma) rumano, 2: (adj.) rumano. ajuste, arreglo, reparación,
Ρουμάνος [rumános] (n./m.) (gentili­ ρυθμιστής [rizmistís] (n7m.) regula­
cio) rumano, dor, ajustador,
ρούμι [rúmi] (n./n.) ron. ρυθμιστικός [rizmisticós] (adj.) regu­
ρουμπινές [rubinés] (n./m.) grifo, lador, regulativo,
ρουμπίνι [rubíni] (n./n.) rubí, ρυθμός [rizmós] (n./m.) ritmo, com­
ρουσφέτι [rusféti] (nVn.) favor, pás, estilo, cadencia,
ρουσφετολογία [rusfetologuía] (n./f.) ρυμοτομία [rimotomía] (n./f.) urbanis­
favoritismo, mo, plano callejero,
ρουτίνα [rutina] (n7f.) rutina, mono­ ρυμούλκα [rimúlca] (n./f.) remolque,
tonía. ρυμούλκηση [rimúlquisi] (n./f.) remol­
ρούφηγμα [rúfigma] (n./n.) chupada, que.
ρουφηξιά [rufiksiá] (n7f.) sorbo, trago ρυμουλκό [rimulcó] (nVn.) remolca­
• το κα τέβ ασε μ ε μ ια ρο υφ ηξιά- lo dor.
bebió de un trago, ρυμουλκώ [rimulcó] (v.) remolcar,
ρουφήχτρα [rufíjtra](nA) remolino, ρυπαίνω [ripéno] (v.) ensuciar, man­
ρουφιάνος [rufiános] (n./m.) rufián, char, contagiar, contaminar, infectar,
ρουφώ [rufó] (v.) sorber, tragar, chu­ ρύπανση [rípansi] (n./f.) suciedad,
par, libar, contagio, contaminación, infección,
ρούχα [rúja] (nVn.) pl. ropa, polución · ατμ οσφ αιρ ική ρύπανση-
ρουχισμός [rujismós] (n./m.) vesti­ contaminación ambiental,
menta, indumentaria, ropaje, ρυπαρός [riparós] (adj.) sucio,
ρούχο [rújo] (n7n.) prenda de vestir, ρυπαρότητα [riparótita] (n./f.) sucie­
ρόφημα [rófima] (n./n.) infusión, bre­ dad, desaseo, obscenidad,
baje, bebida, ρύπος [rípos] (n./m.) 1: suciedad, ho­
ροφός [rofós] (n./m.) (Zool.) mero, llín, desaseo, impureza, 2: residuo,
ροχάλα [rojála] (n./f.) esputo, escupi­ basura,
tajo, baba, ρυτίδα [ritída] (n./f.) arruga,
ροχαλητό [rojalitó] (n./n.) ronquido, ρυτιδώνω [ritidóno] (v.) arrugar,
ροχαλίζω [rojalídso] (v.) roncar, ρυτίδωση [ritídosi] (n./f.) arrugamie­
ρόχθος [rójzos] (n7m.) rujido, estruen­ nto, onda, rizo, escarceo,
do. ρώγα [róga] (n./f.) 1: grano de uva, 2:
ρυάκι [riáqui] (n./n.) riachuelo, arroyo, (cuerpo) pezón,
ρύγχος [rígjos] (n7n.) hocico, morro, ρωγμή [rogmí] (n./f.) fisura, brecha,
ρυζάλευρο [ridsálevro] (n./n.) sémola grieta, hendidura, raja, rendija,
de arroz, ρωμαίικος [roméicos] (adj.) neohelé-
ρύζι [rídsi] (nVn.) arroz, nico.
ρυζόγαλο [ridsógalo] (n./n.) arroz con ρωμαϊκός [romaicós] (adj.) romano,
leche. ρωμαλέος [romaléos] (adj.) robusto,

911
vigoroso, corpulento, fuerte,
ρώμη [rómi] (n./f.) robustez, fuerza
vigor.
Ρωμιός [romiós] (nVm.) (gentilicio)
griego (bizantino y moderno),
ρωμιοσύνη [romiosíni] (η Λ ) helenis­
mo, pueblo griego.
Ρωσία [rosía] (η Λ ) Rusia,
ρωτώ [rotó] (v.) preguntar, cuestionar,
interrogar, demandar, pedir, interpe­
lar · ρω τώ πληροφορίες- pedir infor­
maciones.

912
σάλαγος [sálagos] (n./m.) trueno, es­
tampido, estruendo, estrépito,
Σ, σ [sígma] (η./η.) decimoctava letra σαλάμι [salámi] (η Λ .) salchichón, sa-
del alfabeto griego, lami.
σαβάνα [savána] (η Λ ) sabana, σαλάτα [saláta] (nyf.) 1: ensalada, 2:
σάβανο [sávano] (ηΛι.) sudario. (metáf.) almodrote,
Σάββατο [sávato] (η Λ .) sábado. σαλέ [salé] (n./n.) chalé,
Σαββατοκύριακο [savatoqufriaco] (ηΛ.) σαλεύω [salévo] (v.) moverse, agitar,
fin de semana, σάλι [sáli] (η Λ .) chal, mantón,
σαβούρα [savúra] (ηΛ.) lastre, basura, σαλιάρα [saliára] (η Λ ) babero,
desperdicio, σαλιάρης [saliáris] (adj.) baboso,
σαβουρώνω [savuróno] (v.) tragar, en­ σαλιαρίζω [saliarídso] (v.) babear, ba­
gullir. bosear.
σαγηνευτικός [saguinefticós] (adj.) se­ σαλιγκάρι [saligkári] (η Λ .) caracol,
ductor, encantador, σάλιο [sálio] (η Λ .) saliva, baba,
σαγηνεύω [saguinévo] (v.) seducir, en­ σαλόνι [salóní] (n./n.) salón,
cantar, fascinar, σάλος [sálos] (ηΛη.) tumulto, escán­
σαγήνη [saguíni] (ηΛ.) seducción, en­ dalo, desorden, alboroto,
canto, fascinación, σαλπάρω [salpáro] (v.) zarpar,
σάγμα [ságma] (ηΛι.) alforja, silla, σάλπιγγα [sálpigka] (ηΛ.) trompeta,
σαγόνι [sagóni] (ηΛι.) mandíbula, corneta, trompa,
mentón, barbilla, σαλπιγκτής [salpigctís] (n./m.) trom-
σαδισμός [sadismós] (nVm.) sadismo, petista.
σαδιστής [sadistís] (n./m.) sádico, σαλπίζω [salpídso] (v.) 1: tocar la trom­
σαθρός [sazrós] (adj.) podrido, co­ peta, tocar la corneta, 2: pregonar,
rrompido, desvencijado, promulgar,
σαΐτα [saíta] (η Λ ) flecha, dardo, lan­ σάλπισμα [sálpisma] (n./n.) toque de
zadera. diana, retreta,
σαϊτοθήκη [saitocíqui] (ηΛ.) carcaj, σάλτσα [sáltsa] (n./f.) salsa · πικάντικη
σάκα [sáca] (η Λ ) cartera, bolsa, mo­ σάλτσα- salsa picante,
chila. σαμάρι [samári] (η Λ .) montura, silla,
σακάκι [sacáqui] (n./n.) chaqueta, albarda.
σακατεύω [sacatévo] (v.) lisiar, mutilar, σαματάς [samatás] (nVm.) ruido, es­
incapacitar, trépito, tumulto, jaleo, alboroto ·
σακάτης [sacátis] (ηΛη.) lisiado, cojo, έγινε σαματάς σ το γ ραφ είο- se ha
mutilado, incapacitado, producido un jaleo en la oficina,
σακί [saquí] (η Λ .) saco, σαματατζής [samatadsís] (n./m.) rui­
σακίδιο [saquídio] (n./n.) mochila, doso, pendenciero,
σακούλα [sacúla] (n./f.) bolsa · πλα­ σαμπάνια [sampáña] (η Λ ) champán,
σ τική σακούλα- bolsa de plástico, σαμποτάζ [sabotáds] (nVn.) sabotaje,
σάκος [sácos] (n./m.) saco, fardo, boicot, boicoteo,
σακχαροδιαβήτης [sacjarodiavítis] σαμποτάρω [sabotáro] (v.) sabotear,
(n./m.) (M ed) diabetes, boicotear,
σάλα [sála] (η Λ ) sala, salón. σαμποτέρ [sabotér] (nVm.) sabotea­

913
σαν

dor. (metáf.) aflicción, remordimiento ·


σαν [san] 1: (conj.) como, como si, τον τρώ ει το σαράκι- siente remor­
cuando, si, 2: (prep.) como · σαν τ ε ­ dimiento.
λειώσεις, πάρε μ ε τηλέφω νο- cua­ Σαρακοστή [saracostí] (n./f.) cuares­
ndo termines, llámame · τρέχει σαν ma.
λαγός- corre como un gamo, σαράντα [saránda] (núm.) cuarenta,
σανατόριο [sanatório] (n./n.) sanato­ σαρανταποδαρούσα [sarandapoda-
rio. rúsa] (n./f.) escolopendra, ciempiés,
σανδάλι [sandáli] (n./n.) sandalia, σαρδέλα [sardéla] (n./f.) sardina,
σανίδα [sanída] (n./f.) tabla, tablón, σαρδόνιος [sardonios] (adj.) sardóni­
listón, plancha · σανίδα σω τηρίας- co · σαρδόνιο γέλιο- risa sardónica,
tabla de salvación, σαρίκι [saríqui] (n./n.) turbante,
σανίδι [sanídi] (n./n.) tabla, escenario, σάρκα [sárca] (n./f.) carne, pulpa,
σανός [sanós] (n7m.) heno, paja, σαρκάζω [sarcádso] (v.) burlarse, reír­
σάντουιτς [sánduits] (n./n.) bocadillo, se, mofarse, bufonearse,
emparedado, σαρκασμός [sarcasmós] (nVm.) sar­
σαπίζω [sapídso] (v.) 1: pudrir(se), casmo, mofa, burla, mordacidad,
corromper(se), descomponerse, 2: σαρκαστικός [sarcasticós] (adj.) sar­
echar(se) a perder · σαπίζει στη φυ­ cástico, mordaz, irónico,
λακή- se pudre en la cárcel, σαρκικός [sarquicós] (adj.) carnal, cor­
σαπίλα [sapíla] (n./f.) podredumbre, póreo · σαρκικός έρωτας- amor car­
podredura, putrefacción, corrup­ nal.
ción, descomposición, σαρκοβόρος [sarcovóros] (adj.) car­
σάπιος [sápios] (adj.) podrido, putre­ nívoro.
facto, corrompido, descompuesto, σαρκοφάγος [sarcofágos] 1: (n/f.)
σαπουνάδα [sapunáda] (n./f.) espuma (Arq.) sarcófago, 2: (adj.) carnívoro,
de jabón, σαρκώδης [sarcódis] (adj.) suculento,
σαπούνι [sapúni] (n7n.) jabón, carnoso, gordo, pulposo · σαρκώ δη
σαπουνίζω [sapunídso] (v.) enjabo­ χείλη- labios suculentos,
nar. σάρωθρο [sározro] (n./n.) escoba,
σαπούνισμα [sapúnisma] (n./n.) enja­ σάρωμα [sároma] (n./n.) barrido,
bonado. σαρώνω [saróno] (v.) barrer, aniquilar,
σαπουνόνερο [sapunónero] (n7n.) es­ pasar rápidamente,
puma. σαρωτικός [saroticós] (adj.) radical,
σαπουνόπερα [sapunópera] (n./f.) te­ arrollador, destradow · σαρω τική
lenovela, radionovela, επ ίθεση- ataque arrollador,
σαραβαλιάζω [saravaliádso] (v.) des­ σας [sas] (pron.) vosotros, os, vuestro,
truir, hundir, arruinar, destrozar, ha­ σαστίζω [sastídso] (v.) dejar perplejo,
cer pedazos, aturdir, atarugar, atolondrar, confun­
σαραβαλιασμένος [saravalisménos] (adj.) dir.
desmoronado, ruinoso, decrépito, σάστισμα [sástisma] (nVn.) perpleji­
σαράβαλο [sarávalo] (n7n.) trasto, ca­ dad, confusión, aturdimiento,
chivache, cacharro, σαστισμάρα [sastismára] (nVf.) per­
σαράκι [saráqui] (n./n.) 1: carcoma, 2: plejidad, confusión, aturdimiento.

914
σειρά

σατανάς [satanás] (nym.) satanás, dia­ σβήνω [svíno] (ν.) 1: apagar(se),


blo, demonio, diantre. extinguir(se), 2: borrar, tachar, can­
σατανικός [satanicós] (adj.) satánico, celar, eliminar · σβήνω το τσ ιγά­
diabólico, demoníaco, malvado · ρ ο - apagar el cigarillo · έσβησε η
σ ατανικό σχέδιο- plan satánico · ελπίδα- se apagó la esperanza · o
σατανική σύμπτωση- coincidencia δάσκαλος έσβησε το ν πίνακα- el
diabólica, profesor borró la pizarra,
σάτιρα [sátira] (n./f.) sátira, σβήσιμο [svísimo] (nyn.) 1: extinción,
σατιρίζω [satirídso] (v.) satirizar, supresión, 2: borradura, tachadura,
σατιρικός [satíricos] (adj.) satírico · tachón.
σατιρικό έργο- obra satírica, σβηστός [svistós] (adj.) apagado, ex­
σατράπης [satrápis] (nym.) sátrapa, tinguido.
déspota, tirano, σβολιάζω [svoliádso] (v.) coagularse,
σατραπικός [satrapicós] (adj.) despó­ cuajarse,
tico, tiránico, σβόλος [svólos] (n./m.) terrón,
σάτυρος [sátiros] (n./m.) sátiro, σβουνιά [svuñá] (n./f.) estiércol, bo­
σαύρα [sávra] (n./f.) lagartija, lagarto, ñiga.
escinco. σβούρα [svúra] (nyf.) trompo,
σαφήνεια [safínia] (n./f.) claridad, pre­ σβουρίζω [svurídso] (v.) girar, dar
cisión, nitidez, concisión · εξηγώ με vueltas.
σαφ ήνεια- explicar con claridad, σγουραίνω [sguréno] (v.) rizar(se), on­
σαφηνίζω [safinídso] (v.) esclarecer, dular, ensortijar(se).
precisar, elucidar, poner en claro, σγουρός [sgurós] (adj.) rizado, ensor­
σαφής [safís] (adj.) claro, preciso, defi­ tijado, crespo,
nitivo, cierto · δίνω σ αφ είς οδηγίες- σε [se] (prep.) en, dentro de.
dar direcciones claras, σέβας [sévas] (n./n.) respeto, admira­
σαφώς [safós] (adv.) claramente, sin ción, consideración,
duda, claro, desde luego, por su­ σεβάσμιος [sevásmios] (adj.) respeta­
puesto, ble, venerable,
σάχλας [sájlas] (n./m.) soso, σεβασμιότατος [sevasmiótatos] (nym.)
σαχλαμάρα [sajlamára] (nyf.) estupi­ reverendísimo,
dez, tontería, idiotez, bobada · λέω σεβασμιότητα [sevasmiótita] (nyf.) re­
σαχλαμάρες- decir tonterías, verencia.
σαχλός [sajlós] (adj.) soso, insulso, in­ σεβασμός [sevasmós] (nym.) respeto,
sípido. admiración, consideración,
σάψαλο [sápsalo] (nyn.) matusalén, σεβαστός [sevastós] (adj.) respetable,
carcamal. considerable, apreciable.
σβάρνα [svárna] (n./f.) grada, rastra · σέβομαι [sévome] (v.) respetar, consi­
παίρνω σβάρνα- grada a grada, derar, estimar, admirar,
σβαρνίζω [svarnídso] (v.) gradar, σεζόν [sedsón] (nyf.) época, período
σβελτάδα [sveltáda] (nyf.) agilidad, temporada,
σβέλτος [svéltos] (adj.) ágil, rápido, σειέμαι [siéme] (v.) moverse, estreme­
σβέρκος [svércos] (nym.) nuca, cogo­ cerse, agitarse,
te. σειρά [sirá] (nyf.) 1: línea, fila, andana,

915
σειρήνα

cola, 2: serie, secuencia, sucesión, σεμνότητα [semnótíta] (nyf.) decen­


orden, 3: turno, 4: renglón · κά θομαι cia, modestia, prudencia, cortedad,
σ τη ν τρ ίτη σειρά- estoy sentado en σεμνοτυφία [semnotifía] (nyf.) remil­
la tercera fila · περιμένω σ τη σειρά- go, gazmoñería, mojigatería,
esperar en la cola · σ την επόμενη σεμνότυφος [semnótifos] (adj.) remil­
σειρά- en la fila siguiente · η σειρά gado, recatado, gazmoño, mojigato,
τω ν πραγμάτων- el orden de las σενάριο [senário] (n./n.) 1: argumen­
cosas · τηλεοπ τική σ ειρά- serie tele­ to, 2: (obra) guión,
visiva · είναι η σειρά σου να παίξεις- σεντόνι [sendóni] (nyn.) sábana, lien­
a) es tu turno para jugar, b) te toca zo · αλλάζω σ εντόνια- cambiar las
jugar. sábanas.
σειρήνα [sirína] (nyf.) sirena, σεντούκι [sendúqui] (nyn.) baúl, co­
σεισμικός [sismicós] (adj.) sísmico · fre, cajón,
σεισμική δόνηση- vibración sísmica, σεξ [seks] (nyn.) sexo, coito,
σεισμογράφος [sismográfos] (n./m.) σεξουαλικός [seksualicós] (adj.) sexual,
sismógrafo, σεξουαλικότητα [seksualicótita] (nyf.)
σεισμολογία [sismologuía] (nyf.) sis­ sexualidad,
mología. σερβίρισμα [servírisma] (nyn.) servi­
σεισμολόγος [sismológos] (n7m.+f.) cio.
sismólogo, σερβίρω [servíro] (v.) servir,
σεισμόπληκτος [sismóplictos] (adj.) σερβιτόρος [servitóros] (nym.) cama­
siniestrado de terremoto, rero.
σεισμός [sismós] (nym.) terremoto, seís­ σερβίτσιο [servítsio] (nyn.) cubierto,
mo, sismo, servicio, vajilla.
σείω [sío] (v.) sacudir, mover, agitar, σεργιάνι [serguiáni] (nyn.) paseo,
cimbrear. vuelta.
σέλα [séla] (nyf.) silla de montar, sillín, σέρνω [sérno] (v.) arrastrar, tirar, halar,
σελήνη [selíni] (nyf.) luna · έκλειψη jalar.
σελήνης- eclipse lunar, σηκώνομαι [sicónome] (v.) 1: levan­
σεληνιακός [seliniacós] (adj.) lunar, tarse, 2: alzarse · τι ώ ρα σηκώ νεσαι;-
σεληνιασμός [seliniasmós] (n./m.) ¿a qué hora te levantas?,
epilepsia. σηκώνω [sicóno] (v.) levantar, incorpo­
σεληνόφως [selinófos] (nyn.) luz de rar, elevar, alzar, encaramar · (metáf.)
la luna. σηκώνω τα β άρ η τη ς οικογένειας-
σελίδα [selída] (n./f.) página, plana, levantar la carga de la familia,
σελίνι [selíni] (n./n.) chelín, σήμα [sima] (n./n.) 1: señal, marca,
σέλινο [sélino] (nyn.) apio, signo, insignia, distintivo 2: escudo
σελώνω [selóno] (v.) ensillar, • σήμα κα τσ τεθέν- marca registrada,
σεμινάριο [seminário] (n./n.) semina­ σημαδεμένος [simademénos] (adj.)
rio. marcado, señalado,
σεμνοπρεπής [semnoprepís] (adj.) de­ σημαδεύω [simadévo] (v.) 1: señalar,
coroso, modesto, marcar, 2: apuntar,
σεμνός [semnós] (adj.) decente, mo­ σημάδι [simádi] (nyn.) 1: señal, marca,
desto, prudente, tímido. seña, 2: (cuerpo o rostro) cicatriz, 3:

916
σιδερένιος

(arma) blanco, 3: (huella) rastro, σημερινός [simerinós] (adj.) de hoy,


σημαδούρα [simadúra] (n./f.) boya, actual.
baliza. σήραγγα [síragka] (n./f.) túnel,
σημαία [siméa] (n./f.) bandera, estan­ σήριαλ [sírial] (n./n.) telenovela, cule­
darte, enseña, oriflama, brón.
σημαίνω [siméno] (v.) significar, que­ σησάμι [sisámi] (n./n.) sésamo, ajon­
rer decir, denotar, implicar, dar a en­ jolí.
tender. σήτα [sita] (nyf.) colador, criba, tamiz,
σημαιοφόρος [simeofóros] (nym.+f.) σήψη [sípsi] (n7f.) putrefacción, po­
abanderado, alférez, dredumbre, descomposición,
σήμανση [símansi] (n./f.) señalización, σθεναρός [scenarós] (adj.) robusto,
σημαντικός [simandicós) (adj.) signifi­ fuerte, sólido, vigoroso, corpulento,
cativo, importante, notable, insigne, σθεναρότητα [scenarótita] (nyf.) ro­
considerable, bustez, vigor, corpulencia, fuerza,
σημαντικότητα [simandicótita] (nyf.) σθένος [scénos] (n./n.) fuerza, vigor,
importancia, valor.
σημασία [simasía] (nyf.) 1: significado, σιγά [sigá] (ad ν.) 1: despacio, despa­
significación, 2: importancia ·διφο­ ciosamente, lentamente, 2: en voz
ρούμενη σημασία- doble significado baja ·σιγά σιγά- poco a poco,
•άνευ σημασίας- sin importancia, σιγανός [siganós] (adj.) silencioso, len­
σηματοδότης [simatodótis] (n./m.) to, tranquilo,
semáforo, σιγαστήρας [sigastíras] (nym.) silen­
σηματοδότηση [simatodótisi] (nyf.) ciador, sordina,
señalización, σιγή [siguí] (nyf.) silencio, quietud,
σηματοδοτώ [simatodotó] (v.) seña­ mudez ·ενός λεπτού σιγή-un minu­
lizar. to de silencio,
σημείο [simio] (n./n.) 1: punto, lugar, σιγοβράζω [sigovrádso] (v.) hervir a
sitio, 2: signo, señal, símbolo · ση­ fuego lento,
μείο αναφοράς· punto de referencia σιγοτραγουδώ [sigotragudó] (v.) tara­
•ανώτατο σημείο- el punto más alto rear.
•κεντρικό σημείο- sitio céntrico, σίγουρα [sígura] (adv.) seguro, cierta­
σημείωμα [simíoma] (n./n.) nota, carta mente, con toda seguridad, absolu­
•ερωτικό σημείωμα- carta amorosa, tamente, con certeza,
σημειωματάριο [simiomatário] (nyn.) σιγουρεύω [sigurévo] (v.) asegurar,
bloc de notas, σιγουριά [siguriá] (n./f.) 1: seguridad,
σημειώνω [simióno] (ν.) 1: anotar, to­ crtidumbre, certeza, 2: estabilidad,
mar nota, apuntar, 2: advertir, perci­ σίγουρος [síguros] (adj.) 1: seguro,
bir, hacer notar, cierto, 2: firme, estable,
σημείωση [simíosi] (nyf.) apunte, ano­ σιγώ [sígó] (v.) callar(se), silenciar,
tación, nota · κρατάω σημειώσεις- σιδεράδικο [siderádico] (nyn.) herre­
tomar apuntes, ría, ferrería.
σημειωτέος [simiotéos] (adj.) notable, σιδεράς [siderás] (nym.) herrero,
señalado, σιδερένιος [sideréños] (adj.) de hierro,
σήμερα [símera] (adv.) hoy. férreo, duro ·σιδερένια θέληση- vo­

917
σίδερο

luntad de hierro ·περαστικά, σιδε­ σιτοβολώνας [sitovolónas] (n./m.) tri­


ρένιος/· ¡qué te mejores!, gal, granero,
σίδερο [sídero] (n./n.) 1: hierro, 2: σιφονιέρα [sifoñéra] (n./f.) cómoda,
(aparato eléctrico) plancha (para la σιχαίνομαι [sijénome] (v.) dar asco, re­
ropa/para el pelo), pugnar, detestar, odiar, aborrecer,
σιδέρωμα [sidéroma] (n./n.) plancha­ σιχαμένος [sijaménos] (adj.) aborre­
do. cible, repulsivo, detestable, repug­
σιδερώνω [sideróno] (v.) planchar, nante.
σιδηρόδρομος [sidiródromos] (n./m.) σιχασιάρης [sijasiáris] (adj.) delicado,
ferrocarril, remilgado, apresivo.
σιδηρουργείο [sidirurguío] (nVn.) he­ σιωπή [siopí] (n./f.) silencio, mutismo,
rrería. callada, mudez,
σιδηρουργός [sidirurgós] (nVm.) he­ σιωπηλός [siopilós] (adj.) silencioso,
rrero. callado, reservado,
σιελόρροια [sielória] (nVf.) salivación, σιωπηρός [siopirós] (adj.) silencioso,
σίελος [síelos] (n./m.) saliva, baba, callado, tácito, mudo,
σίκαλη [sícali] (n./f.) centeno, σιωπώ [siopó] (v.) callar(se), silenciar,
σιλουέτα [siluéta] (n7f.) silueta, con­ guardar silencio,
torno, perfil ·προσέχω τη σιλουέτα σκάβω [scávo] (v.) cavar, excavar,
μου- cuido mi silueta, σκάγι [scágui] (n7n.) perdigón, plomo
σιμά [simá] (adv.) cerca, • (metáf.) με πήραν τα σκάγια- me
σιμιγδάλι [simigdáli] (n7n.) sémola, echaron indirectas,
σιμώνω [simóno] (v.) acercarse, σκάζω [scádso] (v.) 1: estallar, prorrum­
aproximarse, pir, explotar, 2: abrirse, resquebrajar­
σινάφι [sináfi] (n./n.) gremio, asocia­ se, 3: escaparse, marcharse, irse,
ción, agrupación, σκαθάρι [scazári] (nVn.) escarabajo,
σινεμά [sinemá] (n7n.) cine, cinema­ σκάκι [scáqui] (n./n.) ajedrez ·παίζω
tógrafo. σκάκι- jugar al ajedrez,
σινιάλο [siniálo] (n7n.) señal, indica­ σκακιέρα [scaquiéra] (nyf.) tablero de
ción. ajedrez.
σιντριβάνι [sindriváni] (nVn.) fuente, σκάλα [scála] (n./f.) escalera, escala,
σιρόπι [sirópi] (n./n.) 1: jarabe, almí­ σκαλί [scalí] (n7n.) escalón, peldaño,
bar, 2: (dulces) sirope, σκαλίζω [scalídso] (v.) escardar, escar­
σιτάλευρο [sitálevro] (n./n.) harina de bar, hurgar, tallar,
trigo. σκάλισμα [scálisma] (n./n.) escarda,
σιταποθήκη [sitapocíqui] (n7f.) gra­ entalladura, tallado, talla,
nero. σκαλιστήρι [scalistíri] (n./n.) escardi­
σιταρένιος [sitaréños] (adj.) de trigo, llo, almocafre,
σιτάρι [sitári] (n./n.) trigo, σκαλιστός [scalistós] (adj.) tallado,
σιτηρά [sitirá] (n./n.) pl. cereales, grabado.
σιτίζω [sitídso] (v.) alimentar, nutrir, σκαλοπάτι [scalopáti] (n./n.) peldaño,
dar de comer, escalón.
σιτιστής [sitistís] (n7m.) comisario, in­ σκαλώνω [scalóno] (v.) encaramarse,
tendente militar, furriel. trepar.

918
σκευωρία

σκαλωσιά [scalosiá] (nVf.) andamio, σκατά [scatá] (n./n.) pl. mierda,


andamiaje, cadalso, σκάφανδρο [scáfandro] (n./n.) esca­
σκάμμα [scáma] (n./n.) cajón de arena, fandra,
hoyo, foso, pozo, σκάφη [scáfi] (n./f.) cubo,
σκαμνί [scamní] (n./n.) taburete, ban­ σκάφος [scáfos] (n./n.) nave,
quillo de los acusados, banqueta, σκάψιμο [scápsimo] (n7n.) excavación,
escabel. σκέβρωμα [squévroma] (n7n.) com­
σκαμπάζω [scambádso] (v.) saber, ba.
comprender, σκεβρώνω [squevróno] (v.) combarse,
σκαμπίλι [scambíli] (n./n.) palmada, alabearse, arquearse,
bofetada, golpe con la mano, σκελετός [squeletós] (n7m.) 1: esque­
σκαμπιλίζω [scambilídso] (v.) dar una leto, 2: armazón, sostén,
palmada, dar una bofetada, σκελετώδης [squeletódis] (adj.) esque­
σκανδάλη [scandáli] (n7f.) gatillo, lético.
desarmador, disparadero ·τραβώ τη σκελίδα [squelída] (nVf.) diente (de
σκανδάλη- tirar de gatillo, ajo).
σκανδαλιά [scandaliá] (nyf.) travesu­ σκέλος [squélos] (n./n.) 1: pierna, pie,
ra, diablura, pata, 2: trama, trecho,
σκανδαλιάρης [scandaliáris] (adj.) σκεπάζω [squepádso] (v.) cubrir, arro­
travieso. par, tapar, abrigar, encubrir,
σκανδαλίζω [scandalídso] (v.) escan­ σκεπάρνι [squepárni] (n./n.) escardi­
dalizar, engolosinar, llo, almocafre, azuela,
σκάνδαλο [scándalo] (n./n.) escánda­ σκέπασμα [squépasma] (n./n.) cubier­
lo, difamación, chismorreo, ta, cobertura, tapadera, ropa,
σκανδαλώδης [scandalódis] (adj.) es­ σκεπαστός [squepastós] (adj.) cubier­
candaloso, difamatorio, to, tapado, arropado, abrigado, en­
σκαντζόχοιρος [scandsójiros] (n./m.) cubierto.
erizo. σκεπή [squepfl (n./f.) techo, tejado,
σκαπανέας [scapanéas] (nVm.) zapa­ σκεπτικισμός [squeptiquismós] (nym.)
dor, gastador, escepticismo,
σκαπάνη [scapáni] (n7f.) azadón, pico, σκεπτικιστής [squeptiquistís] (n./m.)
σκαπουλάρισμα [scapulárisma] (n./n.) escéptico, incrédulo,
fuga. σκεπτικός [squepticós] (adj.) pensati­
σκαπουλάρω [scapuláro] (v.) escaparse, vo, reflexivo, meditabundo, caviloso,
σκαρίφημα [scarífima] (n./n.) dibujo, σκέπτομαι [squéptome] (v.) pensar,
σκάρτος [scártos] (adj.) defectuoso, reflexionar, meditar, cavilar, racioci­
desleal, traidor, nar.
σκαρφαλώνω [scarfalóno] (v.) escalar, σκέτος [squétos] (adj.) puro, neto,
trepar, subir, ascender, σκεύος [squévos] (n./n.) utensilio,
σκαρφίζομαι [scarfídsome] (v.) inven­ aparato, herramienta ·σκεύη κουζί­
tar, imaginar, νας- utensilios,
σκαρώνω [scaróno] (v.) idear, tramar, σκευοφυλάκιο [squevofiláquio] (n7n.)
σκάσιμο [scásimo] (n./n.) grieta, raja, sacristía.
fisura. σκευωρία [squevoría] (n./f.) maquina-

919
σκευωρώ

ción, intriga, conjura, conjuración, σκίουρος [squíuros] (nym.) ardilla,


σκευωρώ [squevoró] (v.) maquinar, in­ σκίρτημα [squírtima] (nyn.) brinco, so­
trigar, conspirar, urdir, tramar, bresalto, cabriola,
σκέφτομαι [squéftome] (v.) pensar, re­ σκιρτώ [squirtó] (v.) brincar, saltar, ca­
flexionar, meditar, cavilar, briolar.
σκέψη [squépsi] (n./f.) 1: pensamie­ σκίσιμο [squísimo] (nyn.) hendidura,
nto, reflexión, meditación, 2: con­ raja, corte, cortadura, rasgón,
cepto, idea, σκιστός [squistós] (adj.) rajado, cor­
σκηνή [squiní] (n./f.) 1: (general) esce­ tado.
na, 2: (camping) tienda de campaña, σκιτζής [squitdsís] (nym.) chapucero,
3: (teatro) escenario ·σκηνή τρόμου- σκίτσο [squítso] (nyn.) dibujo, boceto,
escena de horror ·σκηνή του εγκλή­ caricatura.
ματος- escenario del crimen, σκιτσoγpάφoς[squ¡tsográfos] (nym.+f.)
σκηνικός [squinicós] (adj.) escénico, dibujante, caricaturista,
teatral ·σκηνική παρουσία- presen­ σκιώδης [squiódis] (adj.) sombrío, so­
cia escénica, mbreado, penumbroso, oscuro,
σκηνογραφία [squinografía] (ηΛ) es­ σκλαβιά [scláva] (nyf.) esclavitud, cau­
cenografía, decoración, tividad.
σκηνογράφος [squinográfos] (nVm.+f.) σκλάβα [scláva] (n./f.) esclava,
escenógrafo, decorador, σκλάβος [sclávos] (nym.) esclavo, cau­
σκηνοθεσία [squinocesía] (nyf.) direc­ tivo.
ción. σκλαβώνω [sclavóno] (v.) esclavizar,
σκηνοθέτης [squinocétis] (nym.) direc­ cautivar.
tor. σκλήθρα [sclízra] (n./f.) astilla, espini­
σκηνοθετώ [squinocetó] (v.) dirigir, lla, espina,
poner en escena, σκληραγωγημένος [sdiragoguiménos]
σκήπτρο [squíptro] (nyn.) cetro, (adj.) acostumbrado,
σκι [squí] (n./n.) esquí ·θαλάσσιο σκι- σκληραγωγία [scliragoguía] (nyf.) dis­
esquí acuático, ciplina severa, endurecimiento,
σκιά [squiá] (n./f.) sombra, σκληραγωγώ [scliragogó] (v.) educar
σκιαγράφημα [squiagráfima] (nyn.) severamente, curtir, foguerar.
dibujo, diseño, esbozo, σκληραίνω [sdiréno] (v.) endurecer(se),
σκιαγραφώ [squiagrafó] (v.) 1: dibu­ robustecer,
jar, diseñar, esbozar, 2: bosquejar, σκληρίζω [sclirídso] (v.) chillar, chi­
delinear. rriar.
σκιάζω [squiádso] (v.) 1: hacer sombra, σκλήρισμα [sclírisma] (nyn.) chillido,
sombrear, 2: asustar, atemorizar, σκληρόκαρδος [sclirócardos] (adj.) cruel,
σκιάχτρο [suiájtro] (nyn.) espantapá­ despiadado, insensible, inhumano, en­
jaros, espantajo, durecido.
σκιερός [squierós] (adj.) sombreado, σκληρός [sclirós] (adj.) 1: duro, resi­
umbrío, sombrío, penumbroso, lleno stente, inflexible, firme, 2: cruel, difí­
de sombra, cil, severo, rígido ·σκληρός δίσκος-
σκίζω [squídso] (v.) 1: rajar, rasgar, 2: disco duro · σκληρές διαπραγμα­
partir, romper, desgarrar, desguazar. τεύσεις- negociaciones difíciles.

920
σκουπιδότοπος

σκληρότητα [sclirótita] (n./f.) dureza, σκόρος [scóros] (n./m.) polilla,


¡nflexibilidad, firmeza, crueldad, se­ σκορπίζω [scorpídso] (v.) 1: esparcir,
veridad. dispersar, desperdigar, diseminar,
σκλήρυνση [sclírinsi] (n./f.) endureci­ disparramar, 2: despilfarrar, gastar,
miento. σκόρπιος [scórpios] (adj.) esparcido,
σκν(πα [scnipa] (n./f.) mosquito, dispersado, desparramado,
σκοινί [squiní] (n./n.) cuerda, atadero, σκόρπιός [scorpiós] (nVm.) escorpión,
σκοινοβάτης [squinovátis] (n/m.) equi­ σκόρπισμα [scórpisma] (n7n.) disper­
librista, acróbata, sión.
σκόνη [scóni] (n./f.) polvo, pólvora, σκοτάδι [scotádi] (n./n.) oscuridad,
σκονίζω [sconídso] (v.) empolvar, cu­ penumbra, tiniebla.
brir de polvo, empolvado, σκοτεινά [scotiná] (adv.) a oscuras,
σκονισμένος [sconisménos] (adj.) pol­ σκοτεινιάζω [scotinádso] (v.)
voriento. oscurecer(se)
σκοντάφτω [scondáfto] (v.) tropezar, σκοτεινός [scotinós] (adj.) oscuro, ló­
dar un traspié, brego, tenebroso,
σκόντο [scóndo] (n./n.) descuento · σκοτίζω [scotídso] (v.) oscurecer, ce­
κάνω σκόντο- hacer un descuento, gar, perturbar,
σκόπελος [scópelos] (n7m.) escollo, σκοτοδίνη [scotodíni] (n./f.) aturdi­
σκοπευτήριο [scopeftírio] (nVn.) cam­ miento, desmayo, vértigo, obscure­
po de tiro al blanco, cimiento.
σκοπεύω [scopévo](v.) apuntar, tener σκότος [scótos] (nVn.) oscuridad, pe­
intención de, proponerse, numbra.
σκοπιά [scopiá] (n./f.) puesto, garita, σκοτούρα [scotúra] (n./f.) preocupa­
atalaya ·κάνω σκοπιά- vigilar, ción, inquietud, pesadilla,
σκόπιμα [scópima] (adv.) intenciona­ σκοτώνομαι [scotónome] (v.) matar­
damente, adrede, aposta, a propó­ se, suicidarse, desvivirse,
sito. σκοτώνω [scotóno] (v.) matar, ejecu­
σκόπιμος [scópimos] (adj.) intencio­ tar, asesinar, dar muerte,
nado, pensado, premeditado, hecho σκούζω [scúdso] (v.) chillar, chirriar,
adrede/a propósito · σκόπιμο λά­ clamorear, aullar, gritar,
θος· error intencionado, σκουλαρίκι [scularíqui] (n./n.) pen­
σκοπιμότητα [scopimótita] (nVf.) in­ diente, arete,
tencionalidad, finalidad, σκουλήκι [sculíqui] (n7n.) gusano, lo­
σκοποβολή [scopovolí] (n./f.) tiro al mbriz.
blanco. σκούπα [scúpa] (n./f.) escoba · ηλε­
σκοπός [scopós] (nVm.) 1: intención, κτρική σκούπα- aspiradora,
objeto, objetivo, fin, propósito, 2: σκουπίδι [scupídi] (n./n.) basura, des­
(Mil.) centinela, 3: (Mús.) tonada, perdicio ·σκουπίδια- basura,
σκορ [scor] (nVn.) puntuación, calli- σκουπιδιάρης [scupidiáris] (n7m.) ba­
fícación, grado · ισόπαλο σκορ- a) surero.
empate, b) igual puntuación, σκουπιδοτενεκές [scupidotenequés]
σκοράρω [scoráro] (v.) ganar, marcar, (n./m.) cubo de la basura,
σκόρδο [scórdo] (nVn.) ajo. σκουπιδότοπος [scupidótopos] (n./m.)

921
σκουπίζω

basurero, vaciadero, descargadero, burlesco,


cubo de brasura. σμάλτο [smálto] (n./n.) esmalte,
σκουπίζω [scupídso] (v.) barrer, lim­ σμαλτώνω [smaltóno] (v.) esmaltar,
piar. σμαράγδι [smarágdi] (n./n.) esmeral­
σκούπισμα [scúpisma] n. barrido, lim­ da.
pieza. σμάρι [smári] (n./n.) enjambre, multi­
σκουραίνω [scuréno] (ν.) 1: obscure­ tud.
cer, 2: empeorar, σμήνος [smínos] (n7n.) 1: enjambre,
σκουριά [scuriá] (n./f.) herrumbre, 2: banda, escuadrón ·σμήνος μελισ­
moho, óxido, σών· enjambre (de abejas),
σκουριάζω [scuriádso] (v.) oxidar, σμίγω [smígo] (v.) juntar, reunir, unir,
σκουριασμένος [scuriasménos] (adj.) mezclar.
oxidado, mohoso, herrumbrado, σμίκρυνση [smícrinsi] (n./f.) miniatu­
σκούρος [scúros] (adj.) oscuro, som­ ra.
brío, oscuro, negro, σμικρύνω [smicríno] (v.) aminorar,
σκούφος [scúfos] (nym.) gorro, gorra, σμιλεύω [smilévo] (v.) cincelar, burilar,
boina. σμίλη [smíli] (nVf.) cincel, escalpelo,
σκύβω [squívo] (v.) inclinar(se), buril.
agachar(se), encorvar(se) · σκύβω σμπαραλιάζω [sbaraliádso] (v.) hacer
το κεφάλι- inclinar/bajar la cabeza, pedazos, estrellar,
σκυθρωπιάζω [squizropiádso] (v.) σμύρνα [smírna] (n7f.) mirto, mirra,
fruncir el ceño, estar de mal humor, σοβαρά [sovará] (adv.) seriamente,
σκυθρωπός [squizropós] (adj.) som­ gravemente, en serio,
brío, tosco, melancólico, malhumo­ σοβαρεύομαι [sovarévome] (v.) po­
rado. nerse serio,
σκύλα [squíla] (n./f.) 1: perra, 2: (coloq.) σοβαρολογώ [sovarologó] (v.) hablar
zorra. en serio.
σκυλεύω [squilévo] (v.) saquear, pillar, σοβαρός [sovarós] (adj.) serio, grave,
despojar, σοβαρότητα [sovarótita] (n./f.) 1: se­
σκυλί [squilí] (n./n.) perro, riedad, gravedad, 2: formalidad,
σκυλιάζω [squiliádso] (v.) enfurecerse, σοβαροφανής [sovarofanís] (adj.)
rabiarse. pomposo, presumido, que parece
σκύλιασμα [squíliasma] (n./n.) furia, serio sin serlo,
rabia, furor, σοβάς [sovás] (n./m.) yeso, enlucido,
σκύλος [squílos] (n./m.) perro, can · σοβιετικός [sovieticós] (adj.) soviéti­
σκύλος ράτσας- perro de raza ·αδέ­ co.
σποτος σκύλος- perro alano, σοβινισμός [sovinismós] (nym.) cho­
σκυλόψαρο [squilópsaro] (n./n.) tibu­ vinismo.
rón. σοβινιστής [sovinistís] (n7m.) chovi­
σκυρόδεμα [squiródema] (n7n.) hor­ nista.
migón. σόγια [sóguia] (n7f.) soja,
σκωληκοειδίτιδα [scolicoidítida] (n./f.) σογιέλαιο [soguiéleo] (n./n.) aceite de
apendicitis. soja.
σκωπτικός [scopticós] (adj.) jocoso, σόδα [sóda] (n./f.) agua con gas, soda,

922
σπάθα

gaseosa, σουπιά [supiá] (n./f.) jibia,


σοδειά [sodiá] (n./f.) cosecha, σουπιέρα [sipiéra] (n./f.) sopera,
σοδομισμός [sodomismós] (n./m.) σουρεαλισμός [surealismós] (n./m.)
sodomía. surrealismo,
σόι [soí] (n./n.) 1: familia, 2: linaje, cas­ σουρεαλιστής [surealistís] (n./m.) su­
ta, origen, raza, rrealista.
σοκ [sok] (n./n.) susto, choque, con­ σούρουπο [súrupo] (nVn.) crepúsculo,
moción, postración nerviosa, ocaso, anochecer,
σοκάκι [socáqui] (n7n.) callejón, ca- σουρώνω [suróno] (v.) 1: escurrir, 2:
llenjuela. (coloq.) emborracharse,
σοκολάτα [socoláta] (n./f.) chocolate, σουρωτήρι [surotíri] (nVn.) escurri­
σοκολατένιος [socolaténios] (adj.) cho­ dor.
colatero. σούσουρο [súsuro] (n./n.) susurro, ru­
σοκολατάκι [socolatáqui] (n7n.) bom­ mor, cotilleo, murmullo,
bón. σούστα [sústa] (nyf.) resorte, muelle,
σόλα [sóla] (n./f.) suela, corchete, carruaje,
σολομός [solomós] (nVm.) salmón, σουτζούκι [sutdsúqui] (n./n.) salchi­
σομιές [somiés] (nVm.) somier, cha.
σόμπα [sómba] (n./f.) estufa, σουτιέν [sutién] (n./n.) sostén, sujeta­
σονάτα [sonáta] (n./f.) sonata, dor.
σονέτο [sonéto] (n./n.) soneto, σουφρώνω [sufróno] (v.) 1: arrugar,
σοροπιάζω [soropiádso] (v.) 1: echar fruncir, plisar, 2: (coloq.) robar, pillar
almíbar, 2: (metáf.) ligar, . σουφρώνω τα χείλη- fruncir los
σορός [sorós] (n./f.) restos mortales, labios · σούφρωσε τα κοσμήμστα-
cadáver. robó las joyas,
σοσιαλισμός [sosialismós] (n7m.) so­ σοφία [sofía] (n./f.) sabiduría, sapien-
cialismo. za, saber, cordura,
σοσιαλιστής [sosialistís] (n7m.) socia­ σοφίζομαι [sofídsome] (v.) imaginar,
lista. inventar.
σοσιαλιστικός [sosialisticós] (adj.) so­ σόφισμα [sóñsma] (nVn.) sofisma, fa­
cialista, lencia, falacia,
σου [su] (pron.) tu. σοφίτα [sofíta] (n./f.) buhardilla, des­
σούβλα [súvla] (n./f.) asador, brocheta, ván.
espetón. σοφός [sofós] (adj.) sabio, culto, letra­
σουβλάκι [suvláqui] (nVn.) 1: pinchito, do, erudito,
pincho, 2: broqueta, σπαγκοραμμένος [spagkoraménos]
σουβλερός [suvlerós] (adj.) puntiagu­ (n./m.) avaro, tacaño,
do, agudo, σπάγκος [spágkos] (n./m.) guita, cuer­
σουβλίζω [suvlídso] (v.) pinchar, da.
σουγιάς [suguiás] (nVm.) navaja, σπαζοκεφαλιά [spagkoquefaliá] (n./f.)
σουλτάνος [sultános] (nVm.) sultán, acertijo, rompecabezas, enigma,
σούπα [súpa] (n7f.) sopa, caldo, σπάζω [spádso] (v.) 1: romper, quebrar,
σουπερμάρκετ [supermárquet] (n7n.) partir, estallar, 2: agrietar, desguazar,
supermercado. σπάθα [spáza] (nVf.) sable.

923
σπαθί

σπαθί [spací] (nVn.) espada, sable, pandilla, brigada, cuadrilla ·η αστυ­


bracamarte. νομία εξάρθρωσε τη σπείρα- la poli­
σπάλα [spála] (n./f.) paletilla, cía detuvo la pandilla,
σπανάκι [spanáqui] (n./n.) espinaca, σπειροειδής [spiroidís] (adj.) espiral,
σπάνια [spánia] (adv.) raramente, ra­ acaracolado,
ras veces, con poca frecuencia, σπείρωμα [spíroma] (n7n.) rosca,
σπάνιος [spánios] (adj.) raro, infre­ σπέρμα [spérma] (n7n.) germen, se­
cuente, excepcional, fuera de lo co­ milla, esperma,
mún. σπερματικός [spermaticós] (adj.) se­
σπανιότητα [spaniótita] (n./f.) rareza, minal.
infrecuencia, σπερματοζωάριο [spermatodsoário]
σπανός [spanós] (adj.) imberbe, (n7n.) espermatozoide,
σπαράγγι [sparágki] (nVn.) espárrago, σπεύδω [spévdo] (ν.) 1: acudir, llegar,
σπαραγμός [sparagmós] (nVm.) afli­ 2: apresurarse, darse prisa, afanarse,
cción. σπήλαιο [spíleo] (nVn.) cueva, caver­
σπαράζω [sparádso] (v.) lacerar, muti­ na.
lar, destrozar, σπηλιά [spiliá] (nVf.) cueva, caverna,
σπαραξικάρδιος [sparaksicárdios] (adj.) gruta, antro,
trágico, triste, penoso, desconsolado, σπηλαιώδης [spileódis] (adj.) caver­
σπάργανα [spárgana] (nVn.) pl. man­ noso.
tilla, pañales, σπίθα [spíza] (nVf.) chispa, chispazo,
σπαρματσέτο [sparmatséto] (n./n.) chiribita ·άναψε η σπίθα- encendió
vela. la chispa.
σπαρτά [spartá] (n7n.) pl. sementera, σπιθαμή [spizamí] (nVf.) palmo, cuar­
σπαρταρώ [spartaró] (v.) palpitar, re­ ta.
torcer · σπαρταρώ από τον πόνο- σπιθίζω [spicídso] (v.) centellear, echar
retorcer del dolor, chispas, chispear, centellear,
σπασίκλας [spasíclas] (adj.) empollón, σπιθούρι [spizúri] (nVn.) grano, espi­
σπάσιμο [spásimo] (n7n.) 1: rotura, nilla.
fractura, 2: (Med.) hernia · σπάσιμο σπινθήρας [spincíras] (n7m.) chispa,
νεύρων- ataque de nervios, chispazo, centella,
σπασμός [spasmós] (n./m.) espasmo, σπινθηροβόλος [spincirovólos] (adj.)
convulsión, calambre, contacción. centelleante, brillante, chispeante,
σπασμωδικός [spasmodicós] (adj.) es- σπινθηροβολώ [spincirovoló] (ν.) 1:
pasmódico, convulsivo, agitado, chispear, centellear, destellar, 2: bri­
σπατάλη [spatáli] (nVf.) derroche, des­ llar intensamente,
pilfarro, gasto, dilapidación, σπίνος [spínzos] (n./m.) 1: (Zool.) pin­
σπάταλος [spátalos] (adj.) derrocha­ zón, 2: (persona) flaco, delgado,
dor, despilfarrador, disipador, ga­ σπιουνιά [spiuñá] (nyf.) chivatazo,
stador. σπιούνος [spiúnos] (n7m.) chivato ,
σπαταλώ [spataló] (v.) derrochar, informante, delator,
despilfarrar, desperdiciar, malgastar, σπιρούνι [spirúni] (n7n.) espuela,
gastar. σπιρτάδα [spirtáda] (n7f.) ingenio, in­
σπείρα [spíra] (n./f.) banda, grupo, teligencia.

9 24
στάδιο

σπίρτο [spírto] (nVn.) cerilla, fósforo, σπουδαίος [spudéos] (adj.) importa­


σπιρτόζος [spirtódsos] (adj.) inteli­ nte, significante, notable, considera­
gente, ingenioso, ble, principal,
σπιρτόκουτο [spirtócuto] (nVn.) caja σπουδαιότητα [spudeótita] (nyf.) im­
de cerillas, portancia, significación,
σπίτι [spíti] (n7n.) casa, vivienda, mo­ σπουδασμένος [spudasménos] (adj.)
rada ·εξοχικό σπίτι- casa de campo, educado.
σπιτικό [spiticó] (nVn.) familia, σπουδαστής [spudastís] (n7m.) estu­
σπιτικός [spiticós] (adj.) casero, de la diante, alumno,
casa, hecho en casa ·σπιτικό φαγη­ σπουδή [spudí] (nVf.) estudio, forma­
τό- comida casera, ción, enseñanza · μεταπτυχιακές
σπιτονοικοκυρό [spitonicoquirá] (nVf.) σπουδές- estudio de postgrado ·
dueña de la casa, propietaria, casera, σπουδές στο εξωτερικό- estudios al
dueña. extranjero,
σπλάχνα [splájna] (nVn.) pl. entrañas, σπουργίτης [spurguítis] (nym.) (Zool.)
visceras, órganos vitales, intestinos, gorrión.
σπλαχνικός [splajnicós] (adj.) compa­ σπρωξιά [sproksiá] (n./f.) empuje, em­
sivo, sensible, caritativo, clemente, pellón, empujón,
σπλάχνο [splájno] (n7n.) hijo, descen­ σπρώξιμο [spróksimo] n. empujón,
dencia, entraña, achuchón, impulso,
σπλήνα [spllna] (n./f.) bazo, σπρώχνω [sprójno] (v.) empujar, achu­
σπόγγος [spógkos] (n./m.) esponja, char, impulsar, incitar ·τον έσπρωξε
σπογγώδης [spogkódis] (adj.) espon­ στην καταστροφή- le ha llevado/
joso. empujado al catástrofe,
σπονδή [spondí] (n./f.) libación, σπυρί [spirí] (n./n.) grano, espinilla,
σπονδυλικός [spondilicós] (adj.) ver­ granito.
tebral ·σπονδυλική στήλη- colum­ σπυριάρης [spiriáris] (adj.) lleno de
na vertebral, granos.
σπόνδυλος [spóndilos] (nym.) vérte­ στάβλος [stávlos] (n7m.) establo, cua­
bra. dra, caballeriza, potrero · στάβλος
σπονδυλωτός [spondilotós] (adj.) ver­ για ενοικίαση αλόγων- caballeriza
tebrado. de alquiler,
σπόνσορας [spónsoras] (n7m.) es- σταγόνα [stagóna] (nyf.) gota, caída,
pónsor, patrocinador, cuenta.
σπόντα [spónda] (n7f.) indirecta ·πε- σταγονόμετρο [stagonómetro] (nVn.)
τάω σπόντες- echar indirectas, cuentagotas ·με το σταγονόμετρο-
σπορ [spor] (n7n.) deporte, a cuentagotas,
σπορά [sporá] (n./f.) siembra, σταδιακά [stadiacá] (adv.) paulatina­
σποραδικός [sporadicós] (adj.) espo­ mente, gradualmente,
rádico · σποραδική βροχή- lluvia σταδιακός [stadiacós] (adj.) paulatino
esporádica, • σταδιακή επιδείνωση- empeora­
σπόρος [spóros] (n./m.) semilla, si­ miento paulatino,
miente, grano, semen, espora, στάδιο [stádio] (n7n.) 1: (lugar) esta­
σπουδάζω [spudádso] (v.) estudiar. dio, 2: (tiempo) fase, etapa.

925
σταδιοδρομία

σταδιοδρομία [stadiodromía] (n./f.) στάμπα [stámba] (n./f.) marca, huella,


carrera, estampa, estampilla,
στάζω [stádso] (v.) gotear, σταμπάρω [stambáro] (v.) 1: marcar,
σταθερά [stacerá] (adv.) sin parar, fi­ estampar, 2: distinguir,
jamente. στάνη [stáni] (n./f.) redil,
σταθεροποίηση [staceropíisi] (n./f.) στανιό [stañó] (n./n.) obligación ·με
estabilización, το στανιό- por fuerza,
σταθεροποιητής [staceropiitís] (n./m.) στάξιμο [stáksimo] (n./n.) goteo, infil­
estabilizador, tración.
σταθεροποιώ [staceropió] (v.) estabi­ σταρ [star] (n./m.)/(n./f.) estrella,
lizar. σταράτος [starátos] (adj.) 1: (metáf.)
σταθερός [stacerós] (adj.) estable, franco, honrado, sincero, 2: trigueño,
constante, firme, fijo ·είναι σταθε­ στάση [stási] (n./f.) 1: (vehículos) para­
ρός στις απόψεις του- ser constante da, terminal, 2: (cuerpo) postura, 3:
en sus ideas, (comportamiento) actitud, 4: (huelga)
σταθερότητα [stacerótita] (ηΛ) esta­ sublevación, alzamiento,
bilidad, constancia, firmeza, fijeza, στασιάζω [stasiádso] (v.) rebelarse, su­
σταθμά [stazmá] (nVn.) pl. pesas, blevarse, amotinarse,
σταθμάρχης [stazmárjis] (n./m.) jefe στασιαστής [stasiastís] (n7m.) rebel­
de estación, de, revolucionario, insurrecto,
στάθμευση [stázmefsi] (n./f.) estacio­ στασιαστικός [stasiasticós] (adj.) amo­
namiento, aparcamiento, tinado, rebelde, desobediente,
σταθμεύω [stazmévo] (v.) estacio­ στασίδι [stasídi] (n./n.) banco de igle­
narse), aparcar, parar(se). sia.
στάθμη [stázmi] (ηΛ.) 1: nivel, ploma­ στάσιμος [stásimos] (adj.) estaciona­
da, 2: grado, estrato, rio, estancado, detenido, inmóvil,
σταθμίζω [stazmídso] (v.) pesar, sope­ parado, fijo,
sar, tantear, nivelar, στασιμότητα [stasimótita] (n./f.) esta­
σταθμός [stazmós] (ηΛη.) 1: estación, cionamiento, estancamiento,
2: terminal, parada, 3: escuela ·ρα­ στατικός [staticós] (adj.) estático ·
διοφωνικός σταθμός- estación de στατικός ηλεκτρισμός- electricidad
radio ·τελικός σταθμός- última es­ estática.
tación ·βρεφικός σταθμός- escuela στατιστική [statistiquí] (ηΛ) estadí­
de párvulos, stica.
στάλα [stála] (ηΛ.) 1: gota, 2: pizca, στατιστικός [statisticós] (adj.) esta­
chispa. dístico · στατιστική υπηρεσία- a)
σταλαγμίτης [stalagmítis] (n./m.) es­ servicio estadístico, b) servicio de
talagmita, Estadística,
σταλακτίτης [stalactítis] (n./m.) esta­ σταυροδρόμι [stavrodrómi] (nVn.)
lactita. cruce, encrucijada,
σταματώ [stamató] (v.) 1: parar(se), σταυροειδής [stavroidís] (adj.) cruci­
detener(se), 2: callar(se). forme.
στάμνα [stámna] (n./f.) cántaro, cánta­ σταυρόλεξο [stavrólekso] (ηΛι.) cruci­
ra, jarra, botijo. grama ·λι>νωτο σταυρόλεξο- hacer

926
στερεοποιώ

un crucigrama, στέλεχος [stélejos] (n./n.) 1: órgano


σταυρός [stavrós] (n./m.) cruz ·κάνω directivo, miembro, 2: (Bot.) matriz,
τον σταυρό μου- hacerse la cruz · στέλνω [stélno] (v.) enviar, mandar, ex­
Ερυθρός Σταυρός- Cruz Roja, pedir, despachar, remitir,
σταυροφορία [stavroforía] (nVf.) cru­ στέμμα [stéma] (n./n.) corona, diade­
zada. ma.
σταυροφόρος [stavrofóros] (adj.) cru­ στεναγμός [stenagmós] (n./m.) suspi­
zado. ro, gemido, lamento,
σταυρώνω [stavróno] (v.) 1: crucificar, στενάζω [stenádso] (v.) suspirar, ge­
2: cruzar, hacer la cruz, 3: santiguar, mir, lamentarse, quejarse,
σταύρωση [stávrosi] (n./f.) crucifixión, στενεύω [stenévo] (ν.) 1: estrechar(se),
σταυρωτός [stavrotós] (adj.) cruzado, angostar(se), 2: apretar, ceñir, enco­
σταφίδα [stafida] (nVf.) uva seca, pasa, ger.
σταφύλι [stafíli] (n7n.) uva. στενό [stenó] (nVn.) 1: (mar) estrecho,
στάχτη [stájti] (nVf.) ceniza, 2: (calle) callejón,
σταχτοδοχείο [stajtodojío] (n./n.) ce­ στενογραφία [stenografía] (nVf.) ta­
nicero. quigrafía.
στάχυ [stáji] (n./n.) espiga, στενογραφικός [stenograficós] (adj.)
στεγάζω [stegádso] (v.), alojar, hospe­ taquigráfico,
dar, albergar, acoger, στενογράφος [stenógrafos] (n7m.+f.)
στεγανός [steganós] (adj.) hermético, taquígrafo, taquígrafa,
impermeable, aislado, στενόμακρος [stenómacros] (adj.)
στέγαση [stégasi] (n./f.) alojamiento, rectangular,
albergue, hospedaje, cobijo, στενός [stenós] (adj.) 1: estrecho, an­
στεγαστικός [stegasticós] (adj.) de gosto, 2: ceñido, ajustado, apretado,
alojamiento · στεγαστικό δάνειο- 3: (relación) íntimo, cercano,
préstamo de alojamiento, στενότητα [stenótita] (nVf.) 1: estre­
στέγη [stégui] (n./f.) 1: techo, 2: vivien­ chez, estrechamiento, angostura, 3:
da, alojamiento, cercanía.
στεγνός [stegnós] (adj.) seco, στενοχωρημένος [stenojoriménos]
στέγνωμα [stégnoma] (n7n.) secado, (adj.) triste, preocupado, afligido,
στεγνώνω [stegnóno] (v.) secar(se). angustiado,
στεγνωτήρας [stegnotíras] (n7m.) se­ στενοχώρια [stenojória] (n./f.) disgu­
cador. sto, preocupación, angustia, aflic­
στείρος [stíros] (adj.) estéril, infecun­ ción.
do, árido, improductivo, στενόχωρος [stenójoros] (adj.) moles­
στειρότητα [stirótita] (n./f.) esterili­ to, penoso, incómodo, desacomoda­
dad, infructuosidad, do.
στειρώνω [stiróno] (v.) esterilizar, στενοχωρώ [stenojoró] (v.) disgustar,
στείρωση [stírosi] (n./f.) esterilización, preocupar, angustiar, afligir, apenar,
στέκα [stéca] (n./f.) taco, στέπα [stépa] (n./f.) estepa,
στέκομαι [stécome] (v.) 1: tenerse, στερεό [stereó] (n7n.) sólido,
sostenerse, mantenerse, 2: detener­ στερεοποιώ [stereopió] (v.) solidificar,
se, pararse, estar de pie. consolidar, hacer sólido.

927
στερεός

στερεός [stereós] (adj.) sólido, firme, llo) pechuga,


consistente, στηθοσκόπηση [stizoscópisi] (nyf.)
στερεότητα [stereótita] (n./f.) solidez, auscultación,
firmeza, consistencia, στηθοσκόπιο [stizoscópio] (n./n.) es­
στερεότυπος [stereótipos] (adj.) este­ tetoscopio, fonendo.
reotipo. στηθοσκοπώ [stizoscopó] (v.) auscul­
στερεύω [sterévo] (v.) 1: gastarse, ter­ tar.
minarse, agotarse, 2: secar comple­ στήλη [stíli] (n./f.) columna, pilar ·
tamente, deshidratar, σπονδυλική στήλη- columna verte­
στερεώνω [stereóno] (v.) fijar, afirmar, bral.
asegurar, afianzar, consolidar, στήνω [stíno] (v.) montar, instalar, ar­
στερέωση [steréosi] (nyf.) fijación, fi­ mar, levantar, dejar plantado,
jeza, afianzamiento, consolidación, στήριγμα [stírigma] (n./n.) soporte,
στερεωτικό [stereoticó] (n./n.) fijador, apoyo, sostén, base,
στερημένος [steriménos] (adj.) nece­ στηρίζω [stirídso] (v.) apoyar, sostener,
sitado, privado, carente, falto ·στε­ basar, dar soporte (a),
ρημένη ζωή- vida carente, στήριξη [stíriksi] (n7f.) apoyo, sopor­
στέρηση [stérisi] (nVf.) privación, falta, te.
necesidad, carencia, abstinencia · στητός [stitós] (adj.) vertical, erecto,
στέρηση των δικαιωμάτων- priva­ στιβάδα [stiváda] (nVf.) montón, pila,
ción de derechos, στιβαρός [stivarós] (adj.) robusto,
στεριά [steriá] (nyf.) tierra firme, fuerte, vigoroso,
στέρνα [stérna] (n./f.) cisterna, aljibe, στιβαρότητα [stivarótita] (nyf.) vigor,
depósito. fuerza, firmeza,
στερνός [sternós] (adj.) último, final, στίβος [stívos] (n./m.) pista,
postremo, στίγμα [stlgma] (nVn.) marca, mancha,
στέρφος [stérfos] (adj.) estéril, estigma, tacha ·δίνω στίγμα- dejar
στερώ [steró] (v.) privar, despojar, mi marca/huella,
στεφάνι [stefáni] (nVn.) 1: corona, στιγματίζω [stigmatídso] (ν.) 1: marcar,
guirnalda, 2: (matrimonio) boda, estigmatizar, 2: manchar, 3: tildar,
στεφανιαίος [stefaniéos] (adj.) coro­ στιγμή [stigmí] (nyf.) 1: momento, in­
nario ·στεφανιαία νόσος- enferme­ stante, rato, segundo, 2: punto ·την
dad coronaria, κατάλληλη στιγμή- en el momento
στεφανώνω [stefanóno] (ν.) 1: coro­ adecuado · από στιγμή σε στιγμή-
nar, 2: (matrimonio) casar, dentro de un rato · περ/μενε μια
στέφω [stéfo] (v.) coronar, στιγμή- espera un segundo,
στέψη [stépsi] (nVf.) 1: coronación, 2: στιγμιαίος [stigmiéos] (adj.) mome­
boda, casamiento, ntáneo, instantáneo,
στηθάγχη [stizánji] (n7f.) angina de στιγμιότυπο [stigmiótipo] (n./n.) ima­
pecho. gen, secuencia,
στηθαίο [sticéo] (nVn.) parapeto, στικτός [stictós] (adj.) de puntos, go­
στηθόδεσμος [stizódesmos] (nVm.) teado.
sujetador, στιλβώνω [stilvóno] (v.) sacar brillo,
στήθος [stízos] (n7n.) 1: pecho, 2: (po­ lustrar, pulir, abrillantar, acicalar.

928
στομωμένος

στιλβωτής [stilvotís] (n./m.) limpia­ (poner en línea) alinear ·πόσο στοι­


botas. χίζει το πουλόβερ;- ¿cuánto cuesta
στιλέτο [stiléto] (n./n.) puñal, daga, el jersey? ·της κόστισε o χωρισμός-
estilete. le ha costado el divorcio,
στιλπνός [stilpnós] (adj.) lustroso, pu­ στοίχος [stíjos] (n./m.) fila, hilera, an­
lido, brillante, acicalado, dana, cola, hila,
στίξη [stiksi] (nVf.) puntuación, atilda­ στόκος [stócos] (nVm.) 1: estuco, 2:
miento · σημεία στίξης- signos de (coloq.) tonto, estúpido,
puntuación, στολή [stolí] (n./f.) 1: uniforme, 2: traje
στίφος [stífos] (n./n.) horda, •στρατιωτική στολή- uniforme mi­
στίχος [stíjos] (n./m.) verso, linea, ren­ litar · αποκριάτικη στολή- disfraz/
glón. traje.
στιχουργός [stijurgós] (n./m.+f.) ver­ στολίδι [stolídi] (n./n.) adorno, ornato,
sificador. ornamento, joya,
στιχουργώ [stijurgó] (v.) versificar, com­ στολίζω [stolídso] (v.) adornar, deco­
poner versos, rar, embellecer, aderezar, engalanar,
στοά [stoá] (n./f.) galería, pasaje, so­ acicalar.
portal. στολίσκος [stolíscos] (n7m.) flotilla,
στοίβα [stíva] (n./f.) pila, montón, cú­ στολισμός [stolismós] (n./m.) decora­
mulo ·μια στοίβα βιβλία- un mon­ ción, embellecimiento, adorno, or­
tón de libros, namentación, acicalamiento,
στοιβάζω [stivádso] (v.) apilar, amon­ στόλος [stólos] (n./m.) flota, armada,
tonar, apiñar, abarrotar, escuadra.
στοιχείο [stijío] (n./n.) 1: elemento, στόμα [stóma] (n7n.) boca ·από στό­
dato, 2: carácter, 3: ingredient, evi­ μα σε στόμα- de boca en boca ·μένω
dencia. με το στόμα ανοιχτό- quedarse con
στοιχειοθεσία [stijiocesía] (n./f.) com­ la boca abierta,
posición tipográfica, στοματικός [stomaticós] (adj.) 1: bu­
στοιχειοθέτης [stíjiocétis] (n./m.) com­ cal, oral, 2: verbal, vocal ·στοματικό
positor. διάλυμα- enjuague bucal ·στοματι­
στοιχειοθετώ [stijiocetó] (v.) compo­ κός έρωτας- sexo oral,
ner. στομάχι [stomájí] (n./n.) estómago,
στοιχειώδης [stijiódis] (adj.) eleme­ στομαχικός [stomajicós] (adj.) esto­
ntal, básico, esencial, fundamental, macal · στομαχικές διαταραχές-
στοιχειωμένος [stijioménos] (adj.) trastorno estomacal,
embrujado · στοιχειωμένο aitht- στόμιο [stómio] (n./n.) 1: boca, orificio,
casa embrujada, apertura, 2: entrada,
στοίχημα [stíjíma] (n./n.) apuesta · στόμφος [stómfos] (n./m.) grandilo­
βάζω στοίχημα- a)hacer una apue­ cuencia, pomposidad, desemboca­
sta, b) apostar* κερδίζω το στοίχη­ dura.
μα- ganar en una apuesta, στομφώδης [stomfódis] (adj.) gran­
στοιχηματίζω [stijimatídso] (v.) apos­ dilocuente, rimbombante, farolero,
tar, hacer una apuesta, pomposo, altisonante,
στοιχίζω [stíjídso] (v.) 1: costar, valer, 2: στομωμένος [stomoménos] (adj.) de­

929
στομώνω

safilado. στραμπούληγμα [strambúligma] (n7n.)


στομώνω [stomóno] (ν.) tapar, embo­ torcedura,
tar, despuntar, στραμπουλώ [strambuló] (v.) torcer­
στοργή [storguí] (n./f.) cariño, ternura, se.
afecto, afectuosidad, στρατάρχης [stratárjis] (n./m.) mari­
στοργικός [storguicós] (adj.) cariñoso, scal.
tierno, afectuoso, afectivo, στράτευμα [strátevma] (n./n.) tropa,
στόρι [stóri] (n7n.) persiana, ejército, armada, legión,
στουμπίζω [stumbídso] (v.) golpear, στρατηγείο [stratiguío] (n./n.) cuartel
machacar, general.
στούμπος [stúmbos] (n7m.) mano de στρατηγική [stratiguiquí] (nVf.) 1: es­
mortero, mano de almirez, trategia, táctica militar, 2: método,
στουμπώνω [stumbóno] (v.) llenar procedimiento,
de. στρατηγικός [stratiguicós] (adj.) es­
στοχάζομαι [stojádsome] (v.) pensar, tratégico,
reflexionar, meditar, contemplar, στρατηγός [stratigós] (nVm.) general,
στοχασμός [stojasmós] (n./m.) 1: pen­ στρατιά [stratiá] (n./f.) ejército, tropa,
samiento, reflexión, meditación, ca­ στρατιώτης [stratiótis] (n./m.) solda­
vilación, 2: concepto, idea, do, recluta, guerrero,
στοχαστικός [stojasticós] (adj.) pensa­ στρατιωτικός [stratioticós] (adj.) mi­
tivo, reflexivo, litar · στρατιωτική θητεία- servicio
στόχος [stójos] (n./m.) 1: blanco, dia­ militar · στρατιωτική βάση- base
na, 2: meta, propósito, fin, objetivo, militar · στρατιωτική εκπαίδευση-
στραβοκοιτάζω [stravoquitádso] (v.) entrenamiento militar · στρατιωτι­
mirar con recelo, κός νόμος- ley militar,
στραβοπατώ [stavopató] (v.) dar un στρατοδικείο [stratodiquío] (n./n.)
traspié, dar un paso en falso, consejo de guerra, tribunal militar,
στραβός [stravós] (adj.) 1: torcido, ar­ στρατοκρατία [stratocratía] (nVf.) mi­
queado, 2: (vista) ciego, tuerto, litarismo.
στραβώνω [stravóno] (ν.) 1: torcer, στρατολογία [stratologuía] (n./f.) re­
arquear, curvar, 2: cegar, obcecar, clutamiento, alistamiento,
ofuscar. στρατολογώ [stratologó] (v.) reclutar,
στραγάλι [stragáli] (n7n.) garbanzo στρατονομία [stratonomía] (n./f.) po­
tostado. licía militar,
στραγγαλίζω [stragkalídso] (v.) es­ στρατοπεδεύω [stratopedévo] (v.)
trangular, acampar.
στραγγαλισμός [stragkalismós] (n7n.) στρατόπεδο [stratópedo] (n7n.) cam­
estrangulación, estrangulamiento. pamento, campo,
στραγγαλιστής [stragkalistís] (nVm.) στρατός [stratós] (n7m.) ejército, ar­
estrangulador. mada, milicia · στρατός μισθοφό­
στραγγίζω [stragkídso] (v.) escurrir, ρων- ejercito mercenario,
gotear. στρατώνας [stratónas] (n./m.) cuartel,
στράγγισμα [strágkisma] (n./n.) escu- barracón.
rrimiento, apretón. στρεβλός [strevlós] (adj.) 1: torcido,

930
συγγένεια

encorvado, corvo, 2: defectuoso, avestruz.


στρεβλώνω [strevlóno] (v.) torcer, cur­ στρόφαλος [strófalos] (n./m.) mani­
var, enroscar, retorcer, vela.
στρέβλωση [strévlosi] (n7f.) distor­ στροφή [strofí] (nVf.) 1: (general) giro,
sión, torcimiento · στρέβλωση της vuelta, 2: (calle) cuerva, 3 (Mar.) vira­
αλήθειας- distorsión de la realidad, je.
στρείδι [strídi] (nVn.) ostra, στρόφιγγα [strófigka] (nyf.) grifo, lla­
στρέμμα [stréma] (n./n.) medida de ve de paso,
superficie equivalente a mil metros, στρυφνός [strifnós] (adj.) áspero, agrio,
στρες [stres] (n./m.) estrés, austero, sobrio, acebro, adusto,
στρέφω [stréfo] (v.) girar, virar, στρώμα [stróma] (n7n.) 1: capa, es­
στρίβω [strívo] (v.) girar, torcer ·στρί­ trato, 2: (cama) colchón · κοιμάμαι
βω τσιγάρο- hacer un cigarillo · στρωματσάδα- dormir en el suelo,
στρίβε! (φύγε)- ¡lárgate!, στρώνω [stróno] (v.) tender, cubrir,
στρίγκλα [strígkla] (n./f.) vieja fea, ta­ στρώση [strósi] (n./f.) capa,
rasca, bruja, hechicera, στρωσίδια [strosídia] (n7n.) pl. ropa
στριγκλιά [strigkliá] (n./f.) chillido, de cama.
στριγκλίζω [strigklídso] (v.) chillar, στρωτός [strotós] (adj.) 1: liso, terso,
στριμμένος [striménos] (adj.) 1: retor­ llavo, refinado, 2: tranquilo, suave,
cido, 2: (coloq.) antipático, στύβω [stívo] (v.) exprimir, estrujar,
στρίμωγμα [strímogma] (n7n.) embo­ στυγερός [stiguerós] (adj.) abomi­
tellamiento, apretura, aprieto, nable, horrible, atroz, aborrecible,
στριμώχνω [strimójno] (v.) acorralar, temible,
arrinconar, apretar, estrujar, presio­ στυλ [stil] (n7n.) estilo,
nar. στυλοβάτης [stilovátis] (n./m.) pedes­
στριφογυρίζω [strifoguirídso] (v.) dar tal.
vueltas, rodar, hacer girar, στυλογράφος [stilográfos] (n./m.) bo­
στρίφωμα [strífoma] (nVn.) dobladi­ lígrafo.
llo. στύλος [stílos] (nVm.) columna, poste,
στριφώνω [strifóno] (v.) poner/coser pilar, estilo,
el dobladillo a. στυλώνω [stilóno] (v.) 1: sostener,
στρίψιμο [strípsimo] (nVn.) torsión, apoyar, 2: (metáf.) retorzar.
torcimiento, retorcimiento, στυπόχαρτο [stipójarto] (n./n.) papel
στροβιλίζω [strovilídso] (v.) girar, dar secante.
vueltas. στυπτικός [stipticós] (adj.) astringe­
στρόβιλος [stróvilos] (n7m.) torbelli­ nte.
no, remolino, huracán, ciclón, στύση [stísi] (n./f.) erección,
στρογγυλάδα [strogkiláda] (n./f.) re­ στυφός [stifós] (adj.) áspero, acerbo,
dondez. amargo, acre,
στρογγυλεύω [stroguilévo] (v.) redon­ στωικός [stoicós] (adj.) estoico, inmu­
dear. table, insensible,
στρογγυλός [strogkilós] (adj.) redon­ στωικότητα [stoicótita] (nVf.) estoicis­
do, circular, mo, impasibilidad, insensibilidad,
στρουθοκάμηλος [struzocámilos] (nyf.) συγγένεια [sigkénia] (n7f.) 1: paren­

931
συγγενεύω

tesco, 2: acercamiento, cognación · acuerdo (con),


βαθμός συγγένειας- grado de pa­ συγκατέχω [sigkatéjo] (v.) compartir,
rentesco. συγκατοίκηση [sigkatíquisi] (n7f.)
συγγενεύω [sigkenévo] (v.) 1: empa­ convivencia,
rentar, ser pariente, 2: relacionar, συγκάτοικος [sigkáticos] (n./m.+f.)
conectar. persona que convive con otra,
συγγενής [sigkenís] (adj.) pariente, compañero/a de piso,
familiar. συγκατοικώ [sigkaticó] (v.) convivir,
συγγενικός [sigkenicós] (adj.) familiar, compartir casa,
parecido (a) · συγγενικές σχέσεις- συγκεκριμένα [sigkecriména] (adv.)
relaciones familiares, concretamente, en concreto,
συγγενολόι [sigkenolói] (n./n.) parien­ συγκεκριμένος [sigkecriménos] (adj.)
tes, familia, familiares, concreto, específico, preciso, deter­
συγγνώμη [signómi] (n./f.) perdón, minado.
disculpa · συγγνώμη!- ¡perdón! · συγκεντρώνω [sigkentróno] (v.) con­
ζητώ συγγνώμη- a) pedir perdón, b) centrar, reunir, agrupar, acumular,
disculparse, acopiar.
σύγγραμμα [sígkrama] n. escrito, obra, συγκέντρωση [sigkéndrosi] (nyf.) 1:
συγγραφέας [sigkraféas] (nVm.) escri­ concentración, reunión, centraliza­
tor, autor, redactor, narrador, ción, acumulación, 2: (personal) aten­
συγγράφω [sigkráfo] (v.) escribir, ción, interés,
componer, συγκεντρωτικός [sigkendroticós] (adj.)
συγκαίομαι [sigkéome] (v.) rozarse, centralista,
συγκαλύπτω [sigkalípto] (v.) encubrir, συγκεφαλαιώνω [sigkefaleóno] (v.) re­
cubrir, disimular, distrazar ·οι αρχές capitular.
συγκάλυψαν την υπόθεση- la policiá συγκεφαλαίωση [sigkefaléosi] (n7f.)
encubrió el asunto, recapitulación,
συγκαλώ [sigkaló] (v.) convocar, citar, συγκεχυμένος [sigkejiménos] (adj.)
congregar, llamar · συγκαλώ συμ­ confuso, confundido,desorientado,
βούλιο· convocar a una reunión, συγκίνηση [sigkínisi] (n7f.) emoción,
συγκατάβαση [sigkatávasi] (n./f.) con­ conmoción,
descendencia, complacencia, συγκινητικός [sigkiniticós] (adj.) con­
συγκαταβατικός [sigkatavaticós] (adj.) movedor, emocional, emocionante,
condescendiente, complaciente, emotivo.
συγκατάθεση [sigkatácesi] (n./f.) con­ συγκινώ [sigkinó] (v.) conmover, en­
sentimiento, asentimiento, confor­ ternecer, emocionar,
midad, aprobación, accesión, σύγκληση [sígklisi] (n./f.) convocato­
συγκαταλέγω [sigkatalégo] (v.) eng­ ria, llamamiento,
lobar, concluir, comprender, incluir, σύγκλητος [sígklítos] (n./f.) senado,
adjuntar. συγκλίνω [sigklíno] (v.) converger,
συγκατανεύω [sigkatanévo] (v.) con­ συγκλονίζω [sigklonídso] (v.) estre­
sentir, asentir, acceder, mecer, sacudir, conmover,
συγκατατίθεμαι [sigkatatíceme] (v.) συγκοινωνία [sigkínonía] (n./f.) co­
acceder, consentir (en), estar de municación, transporte público ·

932
συζητήσιμος

αστικές συγκοινωνίες- transporte συγυρίζω [siguirídso] (v.) poner en or­


urbano ·Υπουργείο Συγκοινωνιών- den, arreglar,
Ministerio de Transportes, συγχαίρω [sigjéro] (v.) felicitar,
συγκοινωνώ [sigkinonó] (ν.) comuni­ συγχαρητήρια [sigjaritíria] (n./n.) pl.
car. felicitaciones, enhorabuena ·συγχα-
συγκολλώ [sigkoló] (ν.) pegar, soldar, ρητήριαΙ- ¡felicitaciones!· δίνω συγ­
unir. χαρητήρια- a) dar la enhorabuena a
συγκομιδή [sigkomidí] (n./f.) cosecha, alguien, b) felicitar a alguien,
recolección, συγχαρητήριος [sigjaritírios] (adj.) de
συγκομίζω [sigkomídso] (v.) cosechar, felicitación, congratulatorio,
recolectar, recoger, συγχέω [sigjéo] (v.) confundir, mezclar,
συγκοπή [sigkopí] (nyf.) 1: (Gram.) atolondrar, desconcentrar,
síncope, 2: (Med.) insuficiencia car­ συγχρονίζω [sigjronídso] (v.) sincroni­
díaca. zar, ajustar al tiempo,
συγκροτώ [sigkrató] (v.) contener, συγχρονισμός [sigjronismós] (n./m.)
retener, refrenar, reprimir, sugetar, sincronismo,
mantener, σύγχρονος [sígjronos] (adj.) actual,
συγκρίνω [sigkríno] (v.) comparar, contemporáneo, sincrónico, simultá­
contrastar, confrontar, equiparar, neo, coexistente.
paragonar. συγχρόνως [sigjrónos] (adv.) simul­
σύγκριση [sígkrisi] (nyf.) compara­ táneamente, al mismo tiempo, a la
ción, parangón, confrontación, vez.
συγκριτικός [sigkriticós] (adj.) com­ συγχύζω [sigjídso] (v.) 1: confundir,
parativo, comparable, equiparable abrumar, aturdir, turbar, trastornar,
•συγκριτικός βαθμός- el compara­ 2: abochornar, poner nervioso,
tivo. σύγχυση [sígjisi] (n./f.) 1: confusión,
συγκρότημα [sigkrótima] (nyn.) con­ desconcierto, aturdimiento, trastor­
junto, grupo, agrupación, agrupa- no, perturbación, 2: desquiciamie­
miento, complejo, nto, nerviosismo,
συγκρότηση [sigkrótisi] (nyf.) com­ συγχώνευση [sigjónefsi] (nyf.) fusión,
posición, constitución, formación, unificación,
creación. συγχωνεύω [sigjonévo] (v.) 1: fun­
συγκροτώ [sigkrotó] (v.) componer, dir, fusionar, amalgamar, 2: unificar,
constituir, formar, crear, alear.
συγκρούομαι [sigkrúome] (v.) chocar, συγχώρηση [sigjórisi] (nyf.) perdón,
colisionar, enfrentarse, exculpación, absolución,
σύγκρουση [sígkrusi] (nyf.) choque, συγχωρώ [sigjoró] (v.) perdonar, redi­
colisión, enfrentamiento ·μετωπική mir, absolver, disculpar,
σύγκρουση- choque frontal, σύδεντρο [sídendro] (nyn.) arboleda,
σύγκρυο [sígkrio] (nyn.) frío, estreme­ συζήτηση [sidsítisi] (nyf.) 1: conver­
cimiento, escalofrío, sación, charla, diálogo, 2: debate,
συγκυρία [sigkiría] (n./f.) coincidencia, discusión,
casualidad ·ευτυχής συγκυρία- co­ συζητήσιμος [sidsitísimos] (adj.) dis­
incidencia feliz. cutible, cuestionable.

933
συζητώ

συζητώ [sidsitó] (ν.) 1: conversar, char­ ση εργασίας- contrato colectivo de


lar, conferenciar (sobre), dialogar, 2: trabajo.
debatir, discutir, συλλογισμός [siloguismós] (n./m.) ra­
συζυγικός [sidsiguicós] (adj.) conyu­ zonamiento, reflexión, meditación,
gal, matrimonial ·συζυγική στέγη- σύλλογος [sílogos] (n./m.) asociación,
hogar conyugal, colegio, sociedad,
σύζυγος [sídsigos] (n./m.+f.) cónyuge, συλλυπητήρια [silipítíria] (n./n.) pl.
esposo/a, marido/ mujer, pésame, condolencia,
συκιά [siquiá] (n./f.) higuera, συλλυπητήριος [silipitírios] (adj.) de
σύκο [síco] (n./n.) higo, pésame, de condolencia,
συκοφάντης [sicofándis] (n./m.) ca­ συλλυπούμαι [silipúme] (v.) dar el pé­
lumniador, difamador, same, condolerse,
συκοφαντία [sicofandía] (nVf.) calum­ συμβαίνει [simvéní] (v. impers.) suce­
nia, falso testimonio, denigración, de, ocurre, pasa, acontece ·τι συμ­
difamación, βαίνει;· ¿qué pasa/ocurre?,
συκοφαντικός [sicofandicós] (adj.) συμβάλλω [simválo] (v.) contribuir,
calumnioso, difamador, difamatorio aportar, confluir,
• συκοφαντική δυσφήμιση- difama­ συμβάν [simván] (n./n.) suceso, hecho,
ción calumniosa, incidente, evento, acontecimiento,
συκοφαντώ [sicofandó] (v.) calumniar, caso.
desdorar, infamar, difamar, denigrar, σύμβαση [símvasi] (n./f.) convenio,
συκώτι [sicóti] (n./n.) hígado, acuerdo, convención, contrato, pac­
συλλαβή [silaví] (n./f.) sílaba, to ·υπογράφω σύμβαση- firmar un
συλλαβίζω [silavídso] (v.) silabear, acuerdo · σύμβαση αορίστου/ορι­
συλλαλητήριο [silalitírio] (n./n.) mitin, σμένου χρόνου- contrato definido/
concentración, indefinido,
συλλαμβάνω [silamváno] (v.) 1: (de­ συμβατικός [simvaticós] (adj.) con­
lincuente) detener, arrestar, 2: (ideas- vencional, común,
nociones) concebir, συμβιβάζομαι [simvivádsome] (v.)
συλλέγω [silégo] (v.) coleccionar, co­ conformarse, contentarse, amoldar­
lectar, recoger, reunir, recopilar, aco­ se, adaptarse,
piar, capturar, συμβιβασμός [simvívasmós] (n./m.)
συλλέκτης [siléctis] (n./m.) coleccio­ compromiso, arreglo ·κάνω συμβι­
nista, coleccionador, colector, βασμό- hacer un compromiso,
σύλληψη [sílipsi] (n./f.) 1: (delincuente) συμβίωση [simvíosi] (n./f.) vida en
detención, arresto, encarcelamiento, común, convivencia, simbiosis, co­
2: (ideas- nociones) concepción, habitación,
συλλογή [siloguí] (n./f.) 1: colección, re­ συμβόλαιο [simvóleo] (nVn.) contrato,
cogimiento, 2: (pensar) meditación, convenio, acuerdo ·υπογράφω συμ­
συλλογίζομαι [siloguídsome] (v.) ra­ βόλαιο- firmar un contrato,
zonar, pensar, reflexionar, meditar, συμβολαιογραφείο [simvoleografío]
συλλογικός [siloguicós] (adj.) colecti­ (n./n.) notaría,
vo ·συλλογική ευθύνη- responsabi­ συμβολαιογράφος [simvoleográfos]
lidad colectiva · συλλογική σύμβα­ (n./m.+f.) notario.

934
σύμπαν

συμβολή [simvolí] (n./f.) 1: confluen­ asociarse,


cia, 2: coyuntura, 3: aporte, contri­ συμμερίζομαι [simerídsome] (v.) com­
bución. partir, aceptar ·συμμερίζομαι τη γνώ­
συμβολίζω [simvolídso] (v.) simboli­ μη σου- acepto/comparto tu opinión,
zar, representar, συμμετέχω [simetéjo] (ν.) 1: participar,
συμβολικός [simvolicósj (adj.) sim­ tomar parte, 2: contribuir,
bólico, representativo · συμβολική συμμετοχή [simetojí] (nVf.) participa­
πράξη- acción simbólica, ción ·δηλώνω συμμετοχή- registrar­
συμβολισμός [simvolismós] (n./m.) se/matricularse,
simbolismo, simbolización, συμμέτοχος [simétojos] (adj.) partici­
σύμβολο [símvolo] (n./n.) símbolo, pante, partícipe, concursante,
signo, figura, distintivo, emblema, συμμετρία [simetría] (n7f.) simetría,
imagen. armonía, proporción,
συμβουλεύομαι [simvulévome] (v.) συμμετρικός [simétricos] (adj.) simé­
consultar, pedir consejo, preguntar trico.
la opinión de alguien, σύμμετρος [símetros] (adj.) simétrico,
συμβουλευτικός [simvulefticós] (adj.) armónico, proporcionado,
consultivo · συμβουλευτική διδα­ συμμιγής [simiguís] (adj.) entremez­
σκαλία- enseñanza consultiva, clado, revuelto, mixto · συμμιγής
συμβουλεύω [simvulévo] (v.) aconse­ αριθμός- número mixto,
jar, dar consejo, asesorar, dar conse­ συμμορία [simoría] (n./f.) banda, cua­
jo, recoger, drilla, grupo, pandilla,
συμβουλή [simvulí] (n./f.) consejo, συμμορίτης [simorítis] (n7m.) bando­
asesoramiento, apercibimiento · lero.
δίνω μια συμβουλή- dar un consejo συμμορφώνω [simorfóno] (ν.) 1: con­
• ζητώ τη συμβουλή κάποιου- pedir formar, amoldar, adaptar, 2: alinear,
un consejo, συμμόρφωση [simórfosi] (n./f.) con­
συμβούλιο [simvúlio] (n./n.) consejo, formidad, sumisión, acatamiento,
concilio. συμπαγής [simbaguís] (adj.) compa­
σύμβουλος [símvulos] (nVm.+f.) con­ cto, sólido, macizo,
sejero, asesor · δημοτικός σύμβου­ συμπάθεια [simbácia] (n./f.) simpatía,
λος- consejero municipal ·διευθύνων afecto, compasión, afición,
σύμβουλος- consejero directivo, συμπαθητικός [simbaciticós] (adj.)
συμμαζεύομαι [sumadsévome] (v.) 1: simpático, amble, 2: cordial, afe­
contenerse, refrenarse, encogerse, ctuoso.
συμμαζεύω [simadsévo] (v.) reunir, συμπαθώ [simbazó] (v.) tener simpa­
ordenar, poner en orden, tía, simpatizar, gustar,
συμμαθητής [simacitís] (n./m.) com­ συμπαιγνία [simpegnía] (nVf.) con­
pañero de clase, condiscípulo, fabulación, colusión, conspiración,
συμμαχία [simajía] (n7f.) alianza, liga, complot.
asociación, συμπαίκτης [simpéctis] (n7m.) com­
σύμμαχος [símajos] (adj.) aliado, cóm­ pañero de juego,
plice, socio, σύμπαν [simpan] (n./n.) universo, cos­
συμμαχώ [simajó] (v.) aliarse, ligarse, mos.

935
συμπαράσταση

συμπαράσταση [simbarástasi] (nyf.) συμπλέκω [simbléco] (v.) entrelazar,


apoyo, ayuda, arrimo, empalmar,
συμπαραστέκομαι [simbarastécome] συμπλήρωμα [simblíroma] (ηΛι.) com­
(v.) apoyar, ayudar, arrimar el hombro plemento, suplemento, relleno, atijo.
a alguien, estar al lado de alguien, συμπληρωματικός [simbliromaticós]
συμπατριώτης [simbatriótis] (n./m.) (adj.) complementario, adicional, su­
compatriota, plementario,
συμπεθέρα [simbecéra] (ηΛ.) consue­ συμπληρώνω [simbliróno] (v.) com­
gra. plementar, completar, rellenar, aña­
συμπέθερος [simbéceros] (nVm.) con­ dir.
suegro. συμπλήρωση [simblírosi] (ηΛ) con­
συμπεραίνω [simberéno] (v.) concluir, clusión, terminación, relleno,
colegir, deducir, inferir, συμπλοκή [simploquí] (ηΛ.) conflicto,
συμπέρασμα [simbérasma] (ηΛι.) combate · ένοπλη συμπλοκή- con­
conclusión, deducción, corolario · flicto armado,
βγάζω συμπέρασμα- llegar a una σύμπνοια [símbnia] (nyf.) acuerdo,
conclusión, consenso, pacto,
συμπερασματικός [simberasmaticós] συμπολεμιστής [simbolemistís] (n./m.)
(adj.) concluyente, deducible, con- compañero de armas,
getural. συμπολιτεία [simbolitía] (n./f.) confe­
συμπερασμός [simberasmós] (n./m.) deración, liga, alianza,
deducción, inferencia, συμπολίτης [simbolítis] (ηΛη.) con­
συμπεριλαμβάνω [simberilamváno] ciudadano, paisano,
(v.) comprender, englobar, contener, συμπονετικός [simbonefticós] (adj.)
incluir. compasivo, comprensivo,
συμπεριφέρομαι [simberiférome] (v.) συμπόνια [simbóña] (ηΛ.) compa­
comportarse, portarse, actuar, sión, lástima, misericordia, conmi­
συμπεριφορά [simberiforá] (ηΛ) seración.
comportamiento, comporte, actitud, συμπονώ [simbonó] (v.) compadecer­
actuación, conducta, se, sentir lástima, condolerse,
συμπιέζω [simbiédso] (v.) comprimir, συμπόσιο [simbósio] (ηΛι.) simposio,
aplastar, prensar apelmazar, com­ banquete, celebración,
pactar. συμπράγκαλα [simbrágkala] (n./n.)
συμπίεση [simbíesi] (n./f.) compre­ pl. avíos.
sión, aplastamiento, compactación. σύμπραξη [símbraksi] (nyf.) coopera­
συμπιεστής [simbiestís] (nVm.) com­ ción, colaboración,
presor. συμπράττω [simbráto] (v.) cooperar,
συμπίπτω [simblpto] (v.) coincidir, colaborar,
concordar, concurrir, σύμπτυξη [símbtiksi] (ηΛ.) conden­
σύμπλεγμα [símblegma] (ηΛι.) com­ sación, síntesis, acortamiento, abre­
plejo ·σύμπλεγμα κατωτερότητας- viación.
complejo de inferioridad, συμπτύσσω [simbtíso] (v.) condensar,
συμπλέκτης [simbléctis] (n7m.) em­ sintetizar.
brague. σύμπτωμα [símbtoma] (ηΛι.) sínto-

936
συναινώ

ma, síndrome, indicio, σύμφωνο [símfono] (nyn.) 1: (Gram.)


συμπτωματικός [simptomaticós] (adj.) consonante, 2: (acuerdo) compromi­
sintomático, fortuito, casual, so, pacto.
σύμπτωση [símbtosi] (n./f.) coinciden­ σύμφωνος [símfonos] (adj.) 1: de
cia, casualidad, acuerdo, conforme, 2: acordado,
συμπυκνώνω [simbicnóno] (v.) con­ concertado,
densar, comprimir, espesar, συμφωνώ [simfonó] (v.) 1: estar de
συμπύκνωση [simbícnosi] (nyf.) con­ acuerdo, estar conforme, acordar,
densación, 2: ponerse de acuerdo, concordar,
συμπυκνωτής [simbicnotís] (nVm.) aceptar, conceder,
condensador, συμψηφίζω [sumpsifídso] (v.) com­
συμφέρει [simféri] (v.) interesar, con­ pensar.
venir. συμψηφισμός [simpsifismós] (nym.)
συμφέρον [simféron] (nyn.) interés, compensación ·συμψηφισμός χρε-
conveniencia, ών- compensación de las deudas,
συμφεροντολόγος [simferondológos] συν [sin] (prep.) con, más.
(adj.) interesado, συναγερμός [sinaguermós] (nym.) ala­
συμφιλιώνω [simfilióno] (v.) reconci­ rma, alerta ·σε συναγερμό- en alerta,
liar, mediar, συναγωγή [sinagoguí] (nyf.) asam­
συμφιλίωση [simfilíosi] (nyf.) recon­ blea, reunión, sinagoga,
ciliación. συναγωνίζομαι [sinagonídsome] (v.)
συμφοιτητής [simfititís] (nym.) com­ competir, concursar, rivalizar,
pañero de universidad, συναγωνισμός [sinagonismós] (n./m.)
συμφορά [simforá] (nyf.) desgracia, competición, torneo, rivalidad, emu­
desdicha, adversidad, calamidad, lación.
συμφόρηση [somfórisi] (n./f.) 1: con­ συναγωνιστικός [sinagonisticós] (adj.)
gestión, atasco, 2: apoplejía ·κυκλο- competitivo, competidor, emulador,
φοριακή συμφόρηση- atasco, συναδελφικός [sinadelficós] (adj.)
συμφραζόμενα [simfradsómena] (nyn.) confraternal, de colega · συναδελ-
pl. contexto, entorno, φική αλληλεγγύη- solidaridad entre
σύμφυρμα [símfirma] (nyn.) mezcla, colegas.
σύμφυτος [símfitos] (adj.) inherente, συνάδελφος [sinádelfos] (nym.+f.) co­
nativo. lega, compañero de trabajo,
σύμφωνα [símfona] (adv.) de acuerdo συναδελφοσύνη [sinadelfosíni] (nyf.)
(con), según, conforme (a), con arre­ compañerismo,
glo (a). συναδέλφωση [sinadélfosí] (nyf.) fra­
συμφωνητικό [simfoniticó] (nyn.) ternización,
contrato, arreglo, convenio ·ιδιωτι­ συναθροίζω [sinazrídso] (v.) reunir,
κό συμφωνητικό- convenio privado, juntar, acopiar, aumular, agrupar,
συμφωνία [simfonía] (nyf.) 1: acuerdo, συνάθροιση [sinázrisi] (nyf.) reunión,
tratado, convenio, 2: (Mús.) sinfonía, concentración, acumulación, agru-
συμφωνικός [simfonicós] (adj.) sin­ pamiento.
fónico · συμφωνική ορχήστρα- or­ συναινώ [sinenó] (v.) consentir, apro­
questa sinfónica. bar, dar el visto bueno.

937
συναισθάνομαι

συναισθάνομαι [sineszánome] (ν.) fascinante, fascinador,


sentir, ser consciente (de), estar συνασπισμός [sinaspismós] (n./m.)
consciente, coalición, liga, alianza, asociación ·
συναίσθημα [sinéscima] n. sentimien­ συνασπισμός δυνάμεων- coalición
to, emoción, impresión, de fuerzas,
συναισθηματικός [sinescimaticós] (adj.) συναυλία [sinavlía] (n7f.) concierto, re­
sentimental, emocional, cital.
συναισθηματικότητα [sinescimaticó- συνάφεια [sináfia] (n./f.) relación, co­
tita] (n./f.) sentimentalismo, carácter nexión, correspondencia, coheren­
sentimental, cia, conexo,
συναίσθηση [sinéscisi] (n./f.) sentido, συναφής [sinafís] (adj.) relacionado,
conocimiento, conciencia ·δεν έχει afín, coherente,
συναίσθηση των πράξεων του- no συνάχι [sináji] (n7n.) resfriado, resfria­
tiene conciencia de sus acciones, miento, catarro,
συναλλαγή [sinalaguí] (n./f.) inter­ σύνδεση [síndesi] (n./f.) 1: enlace,
cambio, transacción, conmutación, unión, conexión, 2: liga, ligación ·
permuta. τηλεφωνική σύνδεση- conexión
συνάλλαγμα [sinálagma] (nVn.) divi­ telefónica · δορυφορική σύνδεση-
sa, cambio, conexión satelital.
συναλλαγματική [sinalagmatiquí] (nVf.) σύνδεσμος [síndesmos] (n7m.) 1: aso­
letra de cambio · συναλλαγματική ciación, 2: enlace, conexión, nexo, 3:
επιταγή- letra de cambio, (Gram.) conjunción,
συναλλάσσω [sinaláso] (v.) intercam­ συνδετήρας [sindetíras] (n7m.) suje­
biar. tapapeles,
συναναστρέφομαι [sinanastréfome] συνδετικός [sindeticós] (adj.) de
(v.) relacionarse (con), codearse unión, conjuntivo ·συνδετικός κρί­
(con), alternar (con), κος- enlace conjuntivo,
συναναστροφή [sinanastrofí] (njf.) συνδέω [sindéo] (v.) 1: enlazar, conec­
compañía, relación, tar, juntar, unir, vincular, encadenar,
συνάντηση [sinándisi] (n./f.) encuen­ 2: acoplar,
tro. συνδιαλέγομαι [sindialégome] (v.)
συναντώ [sinandó] (v.) encontrar, conversar, dialogar, hablar, conferir,
topar(se) con. συνδιάλεξη [sindiáleksi] (n./f.) conver­
συνάπτω [sinápto] (v.) 1: unir, adjun­ sación, coloquio, conferencia,
tar, 2: (relaciones) contraer (con) ·συ­ συνδιαλλαγή [sindialaguí] (n./f.) re­
νάπτω γάμο- contraer matrimonio, conciliación, negociación,
συναρμόζω [sinarmódso] (v.) ensam­ συνδιάσκεψη [sindiásquepsi] (n7f.)
blar, acoplar, conferencia, junta,
συναρμολόγηση [sinarmológuisi] (nyf.) συνδικάτο [sindicáto] (n7n.) sindica­
ensamblaje, acoplamiento, montaje, to.
συναρμολογώ [sinarmologó] (v.) mon­ συνδρομή [sindromí] (n7f.) cuota, abo­
tar, armar, no, suscripción, contribución, ayuda,
συναρπάζω [sinarpádso] (v.) fascinar, συνδρομητής [sindromitís] (n7m.)
συναρπαστικός [sinarpasticós] (adj.) abonado, suscriptor.

938
συνέχεια

συνδυάζω [sindiádso] (ν.) 1: combinar, rrear, suponer,


unir, alear, ligar, 2: aparear, acoplar, συνεπαρμένος [sinerparménos] (adj.)
συνδυασμός [sindiasmós] (n7m.) 1: encantado, fascinado, exaltado,
combinación, correlación, aleación, συνέπεια [sinépia] (n./f.) consecuen­
2: acoplamiento, unión, cia, resultado,
συνεδριάζω [sinedriádso] (v.) reunir­ συνεπής [sinepís] (adj.) consecuente,
se. consiguiente,
συνεδρίαση [sinedríasi] (nyf.) reunión, συνεπώς [sinepós] (adv.) en conse­
sesión, audiencia, junta, cuencia, por tanto, por consiguien­
συνέδριο [sinédrio] (n./n.) congreso, te.
conferencia, συνεργάζομαι [sinergádsome] (v.) co­
συνείδηση [sinídisi] (n./f.) conciencia, laborar, cooperar,
συνειδητοποιώ [siniditopió] (v.) darse συνεργασία [sinergasía] (n./f.) colabo­
cuenta (de), enterarse (de), ración, cooperación,
συνειδητός [siniditós] (adj.) conscien­ συνεργάτης [sinergátis] (n./m.) cola­
te, juicioso, borador, cooperador, compañero de
συνειρμός [sinirmós] (ηΛη.) asocia­ trabajo.
ción de ideas, συνεργείο [sinerguío] (ηΛι.) taller, equi­
συνεισφέρω [sinisféro] (v.) contribuir, po ·συνεργείο αυτοκινήτων- taller de
aportar, auxiliar, ayudar, coches.
συνεισφορά [sinisforá] (ηΛ.) contri­ συνεργός [sinergós] (n./m.+f.) coau­
bución, aporte, aportación, ayuda, tor, cómplice, colaborador,
συνεκτικός [sinecticós] (adj.) cohe­ συνεργώ [sinergó] (v.) cooperar, cola­
rente, cohesivo, borar, participar,
συνέλευση [sinélefsi] (n./f.) asamblea, συνέρχομαι [sinérjome] (v.) 1: (perso­
junta, cónclave, reunión · συγκαλώ nas) reunirse, juntarse, 2: (salud) vol­
συνέλευση- convocar una reunión · ver en sí, recuperarse, aliviarse,
γενική συνέλευση- reunión general, σύνεση [sínesi] (nyf.) prudencia, sabi­
συνεννόηση [sinenóisi] (n./f.) 1: acuer­ duría, madurez, sensatez, juicio,
do, 2: entendimiento, συνεσταλμένος [sinestalménos] (adj.)
συνεννοούμαι [sinenoúme] (v.) en­ reservado, prudente, tímido, humil­
tenderse, estar de acuerdo con. de, modesto,
συνενοχή [sinenojí] (n./f.) complici­ συνεταιρίζομαι [sineterídsome] (v.)
dad, codelincuencia, connivencia, asociarse, cooperar, colaborar,
συνένοχος [sinénojos] (ηΛη.) cómpli­ συνεταιρικός [sinetericós] (adj.) so­
ce, codelincuente, cial, de sociedad,
συνέντευξη [sinéndefksi] (ηΛ) entre­ συνεταιρισμός [sineterísmós] (n./m.)
vista, cita ·συνέντευξη τύπου- rue­ cooperativa, sociedad,
da de prensa, συνέταιρος [sinéteros] (ηΛη.) socio,
συνενώνω [sinenóno] (v.) unir, ligar, compañero, asociado,
fusionar. συνετός [sinetós] (adj.) sensato, razo­
συνένωση [sinénosi] (n./f.) unión, fu­ nable, prudente, cauteloso, cauto,
sión. συνέχεια [sinéjia] (ηΛ) continuación,
συνεπάγομαι [sinepágome] (v.) aca­ prosecución ·στη συνέχεια- a con­

939
συνεχής

tinuación. capitulación,
συνεχής [sinejís] (adj.) continuo, con­ συνθηκολογώ [sincicologó] (v.) pac­
tinuado, seguido, tar, tratar.
συνεχίζω [sinejídso] (v.) continuar, se­ σύνθημα [síncima] (n./n.) 1: consigna,
guir, proseguir, 2: contraseña, señal, santo y seña, 3:
συνεχόμενος [sinejómenos] (adj.) con­ eslogan.
tiguo (a), inmediato (a), vecino, συνθλίβω [sinzlívo] (v.) aplastar, es­
συνεχώς [sinejós] (adv.) continua­ trujar, comprimir, exprimir, prensar,
mente, continuadamente, consta­ achuchar,
ntemente, sin parar, συνιδιοκτήτης [sinidioctítis] (n./m.)
συνήγορος [sinígoros] (n7m.) aboga­ copropietario,
do defensor, συνίσταμαι [sinístame] (v.) consistir,
συνηγορώ [sinigoró] (v.) defender, abo­ estar compuesto,
gar, interceder, συνιστώ [sinistó] (v.) 1: constituir, for­
συνήθεια [sinícia] (nVf.) costumbre, há­ mar, construir, 2: recomendar, pre­
bito. sentar.
συνηθίζω [sinicídso] (v.) acostumbrar, συννεφιά [sinefiá] (n./f.) nubosidad,
soler, habituar, συννεφιάζω [sinefiádso] (v.) nublarse,
συνηθισμένος [sinicisménos] (adj.) 1: anublarse, aneblar,
acostumbrado, habituado, 2: orina- σύννεφο [sínefo] (n7n.) nube,
rio · συνηθισμένη κατάσταση- si­ συννεφώδης [sinefódis] (adj.) nuboso,
tuación ordinaria, nebuloso, nublado,
συνήθως [sinízos] (adv.) normalme­ συνοδεία [sinodía] (n./f.) acompaña­
nte, por regla general, miento, cortejo, séquito, escolta,
συνημμένος [siniménos] (adj.) adju­ συνοδεύω [sinodévo] (v.) acompañar,
nto. seguir, escoltar, convoyar,
σύνθεση [síncesi] (nVf.) 1: composi­ σύνοδος [sínodos] (n./f.) asamblea,
ción, compostura, síntesis, 3: (escrito) sesión, sínodo, concilio · σύνοδος
redacción, κορυφής- Concilio de Gobiernos
συνθέτης [sincétis] (n./m.) composi­ Estatales.
tor. συνοδός [sinodós] (n./m.+f.) 1: acom­
συνθετικός [sinceticós] (adj.) sintéti­ pañante, 2: seguidor, escolta,
co, elaborado ·συνθετικό ύφασμα- συνοικέσιο [siniquésio] (n./n.) arreglo
tela sintética, para un matrimonio de convenien­
σύνθετος [síncetos] (adj.) 1: compue­ cia.
sto, variado, 2: complicado, συνοικία [siniquta] (n7f.) barrio, ba­
συνθέτω [sincéto] (v.) componer, rriada, cercanía,
crear, sintetizar, συνοικισμός [siniquismós] (n7m.) ur­
συνθήκη [sincíqui] (n./f.) 1: pacto, banización,
acuerdo, tratado, convenio, 2: condi­ συνολικός [sinolicós] (adj.) total, en­
ción ·αντίξοες συνθήκες- condicio­ tero.
nes adversas · καιρικές συνθήκες- σύνολο [sínolo] (n./n.) total, conjunto,
condiciones climáticas, suma total,
συνθηκολόγηση [sincicológuisi] (nyf.) συνομήλικος [sinomílicos] (adj.) de la

940
συντελώ

misma edad, men, compendio,


συνομιλητής [sinomilitís] (nVm.) in­ συνοψίζω [sinopsídso] (v.) resumir,
terlocutor, sintetizar, recapitular, abreviar,
συνομιλία [sinomilía] (n./f.) conversa­ συνταγή [sindaguí] (nVf.) 1: (comida)
ción, diálogo, coloquio, plática, receta, 2: (médico) prescripción,
συνομιλώ [sinomiló] (v.) conversar, σύνταγμα [síndagma] (n./n.) constitu­
hablar, dialogar, ción, regimiento,
συνομολόγηση [sinomológuisi] (nVf.) συνταγματάρχης [sindamatárjis] (n7m.)
conclusión, acuerdo, estipulación, coronel.
συνομολογώ [sinomologó] (v.) con­ συνταγματικός [sindagmaticós] (adj.)
traer, acordar, concertar, confesar, constitucional · συνταγματικό δί­
estipular. καιο- derecho constitucional,
συνομοσπονδία [sinomospondía] (nVf.) συνταγογραφώ [sintagografó] (v.) re­
confederación, coalición, alianza, cetar, prescribir,
συνομοσπονδιακός [sinomospondia- συντάκτης [sindáctis] (n./m.) redactor,
cós] (adj.) confederal, confederado, persona que edita un texto,
συνομοταξία [sinomotaksía] (n/f.) cla­ συντακτικό [sindacticó] (n7n.) sintaxis,
se, grupo, agrupación, agrupamiento. σύνταξη [síndaksi] (nyf.) 1: (escrito) re­
συνονθύλευμα [sinoncílevma] (n./n.) dacción, sintaxis, 2: jubilación, pen­
mezcla. sión, retiro ·βγήκε στη σύνταξη- se
συνονόματος [sinonómatos] (adj.) to­ jubiló.
cayo, del mismo nombre, συνταξιδιώτης [sindaksidiótis] (n./m.)
συνοπτικός [sinopticós] (adj.) suci­ compañero de viaje,
nto, breve, conciso, sinóptico, corto, συνταξιοδότηση [sindaksiodótisi]
compendioso, (n./f.) jubilación, retiro, pensión,
συνοπτικότητα [sinopticótita] (n./f.) συνταξιοδοτώ [sindaksiodotó] (v.)
brevedad, concisión, jubilar(se), retirar(se).
συνορεύω [sinerévo] (v.) limitar (con), συνταξιούχος [sindaksiújos] (adj.)
lindar (con), colindar (con), rayarse, jubilado, pensionista, pensionado,
συνοριακός [sinoriacós] (adj.) fronte­ retirado.
rizo, limítrofe, colindante, συνταράζω [sindarádso] (v.)' turbar,
σύνορο [sínoro] (n./n.) frontera, límite, agitar, convulsionar,
linde, borde, συντάσσομαι [sintásome] (v.) adhe­
συνουσία [sinusía] (n7f.) coito, acto rirse.
sexual, contacto sexual, συντάσσω [sindáso] (v.) redactar, com­
συνουσιάζομαι [sinusiádsome] (v.) poner, transcribir,
unirse carnalmente, copular, συνταυτίζω [sindaftídso] (v.) identifi­
συνοφρυώνομαι [sinofriónome] (v.) car.
fruncir el ceño, συντείνω [sindíno] (v.) contribuir, ayu­
συνοφρύωση [sinofríosi] (nVf.) frunce, dar.
fruncido. συντελεστής [sindelestís] (n7m.) co­
συνοχή [sinojí] (n./f.) coherencia, co­ eficiente, factor,
hesión, adherencia, συντελώ [sindeló] (v.) contribuir, apor­
σύνοψη [sínopsi] (n7f.) sinopsis, resu­ tar, ayudar.

941
συντεχνία

συντεχνία [sintejnía] (n./f.) gremio, pañar, hacer compañía,


agrupación, συντροφιά [sindroñá] (ηΛ.) compa­
συντεχνιακός [sintejniacós] (adj.) cor­ ñía.
porativo, comunitario, συντροφικότητα [sintroficótita] (ηΛ.)
συντήρηση [sindírisi] (ηΛ.) manteni­ compañerismo,
miento, conservación, σύντροφος [síndrofos] (n./m.) 1:
συντηρητικό [sindiriticó] (n./n.) con­ compañero, camarada, 2: consorte,
servante. pareja.
συντηρητικός [sindiriticós] (adj.) 1: συνύπαρξη [siníparksi] (nyf.) coexis­
conservador, moderado, 2: (política) tencia, convivencia,
tradicionalista. συνυπάρχω [sinipárjo] (v.) coexistir,
συντηρητισμός [sindiritismós] (ηΛη.) convivir.
conservadurismo, συνυπογράφω [sinipográfo] (v.) fir­
συντηρώ [sindiró] (v.) mantener, con­ mar juntamente,
servar, sostener, συνωμοσία [sinomosía] (ηΛ) com­
σύντομα [síndoma] (adv.) breveme­ plot, conspiración, confabulación,
nte, en breve, sucintamente, rápi­ συνωμότης [sinomótis] (ηΛη.) cons­
damente, en poco tiempo, a corto pirador, confabulador, colusor, cóm­
plazo. plice.
συντόμευση [sindómefsi] (ηΛ.) abre­ συνωμοτώ [sinomotó] (v.) conspirar,
viatura, abreviación, confabular, coludir,
συντομεύω [sindomévo] (v.) abreviar, συνώνυμος [sinónimos] (adj.) sinóni­
acortar, compendiar, mo, comparable,
συντομία [sindomía] (n./f.) brevedad, συνωστίζομαι [sinostídsome] (v.)
concisión ·εν συντομία- a) en breve, aglomerarse, apelotonarse,
b) cortamente, συνωστισμός [sinostismós] (n./m.)
σύντομος [síndomos] (adj.) breve, aglomeración, apelotonamiento,
abreviado, corto, conciso, apiñamiento,
συντονίζω [sindonídso] (v.) sintonizar, σύξυλος [síksilos] (adj.) pasmado,
coordinar, organizar, σύριγγα [sírigka] (n./f.) jeringa, jerin­
συντονισμός [sindonismós] (n./m.) guilla.
sintonización, coordinación, coordi­ συριστικός [siristicós] (adj.) sibilante,
namiento, σύρμα [sírma] (n./n.) alambre, cable,
συντονιστής [sindonistís] (n./m.) mo­ hilo.
derador, coordinador, συρματόπλεγμα [sirmatóplegma]
συντρέχω [sindréjo] (v.) 1: socorrer, (ηΛι.) alambrada, tela metálica,
asistir, ayudar, 2: concordar, corres­ συρμός [sirmós] (n./m.) tren, moda,
ponder. σύρραξη [síraksi] (ηΛ) choque, coli­
συντριβή [sindriví] (n./f.) colisión, sión, conflicto ·πολεμική σύρραξη-
συντρίβω [sindrívo] (v.) fragmentar, choque guerrero,
romper, arollar. συρρέω [siréo] (v.) afluir, concurrir,
συντρίμμι [sindrími] (ηΛι.) fragme­ acudir, confluir,
nto, resto, ruinas, συρρικνώνομαι [siricnónome] (v.)
συντροφεύω [sindrofévo] (v.) acom­ encogerse, quedar reducido, arru­

942
συχνότητα

garse. mulador, pila, batería,


συρρίκνωση [sirícnosi] (nVf.) encogi­ συσσωρεύω [sisorévo] (v.) acumular,
miento, reducción, apilar, amasar, amontonar,
συρροή [siroí] (n./f.) afluencia, con­ σύσταση [sístasi] (nVf.) 1: constitución,
fluencia, concurrencia, composición, formación, 2: reco­
συρτάρι [sirtári] (n7n.) cajón, caja, ga­ mendación, referencia, sugerencia,
veta. συστατικός [sistaticós] (adj.) de reco­
σύρτης [sírtis] (n./m.) cerrojo, aldaba, mendación · συστατική επιστολή-
aldabilla. carta de recomendación,
συρφετός [sirfetós] (nVm.) populacho, συστέλλω [sistélo] (v.) contraer, estre­
vulgo, chusma, multitud, char, encoger, constreñir,
συσκέπτομαι [sisquéptome] (v.) deli­ σύστημα [sístima] (n7n.) sistema, mé­
berar, consultar, coferenciar. todo, manera ·ηλιακό σύστημα- sis­
συσκευάζω [sisquevádso] (v.) emba­ tema solar ·εκπαιδευτικό σύστημα-
lar, envolver, empaquetar, sistema educativo,
συσκευασία [sisquevasía] (n7f.) 1: συστηματικός [sistimaticós] (adj.) sis­
embalaje, empaque, paquete, em­ temático, metódico,
paquetado, 2: (líquidos) envasado, συστηματοποίηση [sistimatopíisi] (nyf.)
συσκευή [sisqueví] (nVf.) aparato, sistematización,
σύσκεψη [sísquepsi] (nVf.) conferen­ συστηματοποιώ [sistimatopió] (v.)
cia, reunión, junta, sistematizar, metodizar,
συσκοτίζω [siscotídso] (ν.) 1: oscure­ συστολή [sistolí] (nyf.) 1: contracción,
cer, ensombrecer, nublarse, ofuscar, 2: timidez, vacilación, cortedad,
2: confundir, συστρέφω [sistréfo] (v.) torcer, retor­
συσκότιση [siscótisi] (n./f.) 1: oscureci­ cer.
miento, apagón, 2: confusión, συσφίγγω [sisfígko] (v.) apretar, estre­
σύσπαση [síspasi] (nVf.) contracción, char, estrujar,
espasmo, crispación, contracción, σύσφιξη [sísfiksi] (n./f.) apretón, estre­
συσπειρώνω [sispiróno] (v.) concen­ chamiento, estrujamiento,
trar, reunir, συσχετίζω [sisjetídso] (v.) establecer
συσπείρωση [sispírosi] (n./f.) concen­ una relación recíproca, comparar,
tración, reunión, confrontar, igualar, asemejar,
συσπώμαι [sispóme] (v.) contraerse, συσχετισμός [sisjetismós] (n7m.) co­
crisparse, rrelación,
συσσίτιο [sisitio] (nVn.) rancho, σύφιλη [sífili] (n./f.) sífilis,
συσσωματώνω [sisomatóno] (v.) inte­ συχνά [sijná] (adv.) a menudo, con
grar, incorporar, unir, frecuencia, frecuentemente, asidua­
συσσωμάτωση [sisomátosi] (n7f.) mente.
integración, incorporación, unión, συχνάζω [sijnádso] (v.) frecuentar,
agregación, acudir a menudo,
σύσσωμος [sísomos] (adj.) unido, συχνός [sijnós] (adj.) frecuente, asi­
συσσώρευση [sisórefsi] (nA) acumu­ duo, continuo, habitual,
lación, acumulamiento, apilamiento. συχνότητα [sijnótita] (n./f.) frecuencia,
συσσωρευτής [sisoreftís] (n7m.) acu­ asiduidad, continuidad.

943
σφαγείο

σφαγείο [sfaguío] (η./η.) matadero, σφιχτά [sfijtá] (adv.) fuertemente, es­


σφαγή [sfaguí] (n./f.) matanza, carni­ trechamente,
cería, masacre, σφιχτός [sfijtós] (adj.) 1: apretado,
σφαδάζω [sfadádso] (v.) convulsio­ ajustado, estrecho, ceñido, 2: (avaro)
narse, retorcerse, contorsionarse · tacaño.
σφαδάζω από τον πόνο- contorsio­ σφοδρός [sfodrós] (adj.) violento, in­
narse de dolor, tenso, impetuoso, ardoroso, fuerte ·
σφάζω [sfádso] (v.) matar, acuchillar, σφοδρός άνεμος- viento impetuo­
acribillar. so.
σφαίρα [sféra] (n./f.) esfera, bola, glo­ σφοδρότητα [sfodrótita] (n./f.) violen­
bo, bala. cia, intensidad, vehemencia, ímpetu,
σφαιρικός [sfericós] (adj.) 1: esférico, ardor.
globoso, redondo, 2: global, general σφουγγάρι [sfugkári] (n./n.) esponja,
• σφαιρική άποψη- visión global, σφουγγαρίζω [sfugkarídso] (v.) fregar,
σφαιριστήριο [sferistírio] (n./n.) billar, trapear.
salón de billard. σφραγίδα [sfraguída] (nVf.) sello,
σφαλερός [sfalerós] (adj.) erróneo, σφραγίζω [sfragídso] (ν.) 1: sellar, pre­
falso, falible, cintar, lacrar, 2: (diente) empastar,
σφαλιάρα [sfaliára] (n./f.) guantazo, σφράγισμα [sfrágisma] (nVn.) sellado,
tortazo, manotada, bofetada ·τρώω precinto, lacrado, 2: (diente) empa­
σφαλιάρα- recibir un guantazo, ste.
σφαλίζω [sfalídso] (v.) cerrar, σφρίγος [sfrígos] (n7n.) lozanía, fre­
σφάλλω [sfálo] (v.) cometer un error, scura, viveza, vigor,
equivocarse, errar, fallar, σφυγμός [sfigmós] (n./m.) pulso, lati­
σφάλμα [sfálma] (n./n.) error, fallo, do, pulsación, palpitación,
equivocación, culpa, desacierto, σφυρά [sfíra] (n./f.) martillo, mazo,
σφεντόνα [sfentóna] (n./f.) honda, ti- σφυρηλατώ [sfirilató] (v.) forjar, fra­
rachinas. guar.
σφετερίζομαι [sfeterídsome] (v.) usur­ σφυρί [sfirí] (n./n.) martillo, percutor,
par, apropiarse (de), apoderarse (de), martinete,
adueñarse (de), malversar, desfalcar, σφύριγμα [sfírigma] (nVn.) silbido,
σφετερισμός [sfeterismós] (n/m.) usur­ chifla, chifladura, pitido,
pación, apropiación, adueñamiento. σφυρίζω [sfirídso] (v.) silbar, chiflar,
σφετεριστής [sfeteristís] (n./m.) usur­ σφυρίχτρα [sfiríjtra] (n./f.) silbato, pito,
pador, malversador, estafador, apro- σφυροκοπώ [sfirocopó] (v.) golpear
piador. con martillo, aporrear, batir a gol­
σφήκα [sfíca] (n./f.) avispa, pes.
σφήνα [sfína] (n./f.) 1: cuña, 2: (metáf.) σχάρα [sjára] (n./f.) plancha, parrilla ·
indirecta, κρέας στη σχάρα- carne a la parilla.
σφίγγα [sfígka] (n./f.) esfinge, σχεδία [sjedía] (n./f.) balsa,
σφίγγω [sfígko] (v.) apretar, ceñir, es­ σχεδιάγραμμα [sjediágrama] (n./n.)
trechar, contraer, esquema, croquis, plano, dibujo,
σφίξη [sfíksi] (n./f.) pulso, latido, σχεδιάζω [sjediádso] (ν.) 1: dibujar, di­
σφίξιμο [sfíksimo] (n./n.) apretón. señar, 2: planear, planificar.

944
σωρεία

σχεδιαστής [sjediastís] (n./m.) dise­ σχολιάζω [sjoliádso] (v.) comentar,


ñador. anotar, apostillar,
σχέδιο [sjédio] (n./n.) 1: plan, proye­ σχολιασμός [sjoliasmós] (n./m.) co­
cto, plano, 2: diseño, dibujo, mentario, crítica,
σχεδόν [sjedón] (adv.) casi, más o me­ σχολιαστής [sjoliastís] (n./m.) come­
nos, aproximadamente, apenas, ntarista, anotador, comentador,
σχέση [sjési] (n./f.) 1: relación, afín, 2: σχολικός [sjolicós] (adj.) escolar, es­
parentesco ·διπλωματικές σχέσεις- colástico, académico, estudiantil ·
relaciones diplomáticas, σχολικό έτος- año escolar/académi­
σχετίζομαι [sjetídsome] (v.) relacio­ co ·σχολικός σύμβουλος- consultor
narse, asociarse, estudiantil,
σχετίζω [sjetídso] (v.) relacionar, aso­ σχόλιο [sjólio] (n./n.) comentario,
ciar, conectar, σώβρακο [sóvraco] (n./n.) calzoncillo,
σχετικά [sjeticá] (adv.) relativamente, σώζω [sódso] (v.) salvar, rescatar, libe­
en relación a, con respecto a, al res­ rar.
pecto. σωθικά [socicá] (nVn.) pl. entrañas,
σχετικός [sjeticós] (adj.) relativo, res­ σωληνάριο [solinário] (n./n.) tubo,
pectivo, correspondiente, σωλήνας [solínas] (nVm.) tubería, ca­
σχήμα [sjíma] (n./n.) forma, figura, he­ nal, tubo.
chura. σώμα [sóma] (n./n.) 1: cuerpo, 2: cole­
σχηματίζω [sjimatídso] (v.) formar, gio · δικηγορικό σώμα- colegio de
conformar, configurar, componer, internos · εκλογικό σώμα- colegio
σχηματισμός [sjimatismós] (n./m.) for­ electoral.
mación, conformación, configuración, σωματειακός [somatiacós] (adj.) cor­
composición, porativo.
σχίσμα [sjísma] (n./n.) 1: (Igl.) cisma, 2: σωματείο [somatío] (n./n.) corpora­
desunión, escisión, ción, asociación,
σχισμή [sjismí] (n./f.) grieta, raja, hen­ σωματίδιο [somatídio] (n./n.) grano,
didura, ranura, mota, molécula, corpúsculo, glóbu­
σχοινοβάτης [sjinovátis] (n./m.) equi­ lo, partícula,
librista. σωματικός [somaticós] (adj.) corpó­
σχολαστικός [sjolasticós] (adj.) pe­ reo, corporal, somático · σωματικό
dante, minucioso, escolástico, deta­ βάρος- peso corpóreo · σωματική
llista. διάπλαση- tipo somático ·σωματι­
σχολείο [sjolío] (n./n.) escuela, colegio, κή τιμωρία- pena corporal,
academia ·διευθυντής σχολείου- di­ σωματοφύλακας [somatofílacas] (n7m.)
rector de una escuela/de un colegio guardaespaldas,
• ιδιωτικό/δημόσιο σχολείο- escue­ σωματώδης [somatódis] (adj.) corpu­
la privada/pública, lento, robusto, fornido,
σχολή [sjolí] (nVf.) escuela, facultad, σώος [sóos] (adj.) salvo, intacto, ileso ·
academia · σχολή οδηγών- acadé- σώος και αβλαβής- sano y salvo,
mia de conducción · Ιατρική σχο­ σωπαίνω [sopéno] (v.) callar(se), aca­
λή· facultad de Medicina · Νομική llar.
σχολή- facultad de Derecho. σωρεία [soría] (n./f.) pila, abundancia

945
σωριάζω

(de), montón, cantidad, exceso, σωφρονίζω [sofronídso] (v.) corregir,


σωριάζω [soriádso] (v.) amontonar, castigar, reprimir, rectificar,
apilar, juntar, σωφρονισμός [sofronismós] (n7m.)
σωρός [sorós] (n7m.) montón, pila, corrección, castigo, enmendación,
cúmulo. σωφρονιστήριο [sofronistírio] (nVn.)
σωσίβιο [sosívio] (nVn.) salvavidas, reformatorio,
flotador. σωφρονιστικός [sofronisticós] (adj.)
σωστά [sostá] (adv.) correctamente, reformatorio, correccional, corre­
justamente, exactamente, acertada­ ctivo · σωφρονιστική ποινή- pena
mente. correccional · σωφρονιστικό ίδρυ­
σωστός [sostós] (adj.) correcto, exa­ μα- institución correccional · σω­
cto, justo, preciso, φρονιστικός υπάλληλος- empleado
σωτήρας [sotíras] (n7m.) salvador, re­ correccional,
dentor. σωφροσύνη [sofrosíni] (n7f.) sensa­
σωτηρία [sotiría] (nVf.) salvación, sal­ tez, prudencia, cautela, madurez.
vamento, rescate,
σώφρονας [sófronas] (adj.) sensato,
cauto, prudente, sabio.

9 46
τακτ [tact] (n./n.) tacto, discreción,
τακτικά [tacticá] (adv.) regularmente,
Τ, τ [taf ] (ηΛι.) decimonovena letra del asiduamente, frecuentemente,
alfabeto griego, τακτική [tactiquí] (ηΛ.) táctica,
ταβάνι [taváni] (ηΛι.) techo, techum­ τακτικός [tacticós] (adj.) 1: regular,
bre. asiduo, sistemático, permanente,
ταβέρνα [tavérna] (nyf.) taberna, tas­ frecuente, 2: ordenado, bien arregla­
ca. do, bien colocado,
τάβλα [távla] (ηΛ.) tabla. τακτικότητα [tacticótita] (ηΛ.) regula­
τάβλι [távli] (n7n.) tablas reales (juego) ridad, asiduidad,
•παίζω τάβλι-jugar a tablas reales, τακτοποίηση [tactopíisi] (ηΛ.) orde­
ταγάρι [tagári] (n./n.) bolsa, morral, nación, arreglo, colocación,
ταγέρ [taguiér] (ηΛι.) traje de cha­ τακτοποιώ [tactopíó] (v.) ordenar, po­
queta. ner en orden, arreglar,
ταγή [taguí] (n./f.) forraje, τακτός [tactós] (adj.) fijo, estable,
ταγκός [tagkós] (adj.) rancio, firme, clavado · τακτές ημέρες και
τάγμα [tágma] (n./n.) batallón, orden, ώρες- días y horas fijas,
ejército. ταλαιπωρία [taleporía] (ηΛ.) fatiga,
ταγματάρχης [tagmatárjis] (n./m.) co­ dificultad, penalidad, tormento, su­
mandante, sagrento. frimiento,
τάδε [táde] (pron.) tal, fulano, ταλαίπωρος [taléporos] (adj.) desgra­
τάζω [tádso] (v.) prometer, hacer vo­ ciado, infeliz, pobre, miserable,
tos, dar la palabra, ταλαιπωρώ [taleporó] (v.) fatigar, ha­
ταΐζω [taídso] (v.) alimentar, dar de cer sufrir, atormentar,
comer, nutrir, ταλανίζω [talanídso] (v.) deplorar, tor­
ταινία [tenía] (n./f.) cinta, película, film turar, atenazar, atormentar,
•αυτοκόλλητη ταινία- cinta adhesi­ ταλάντευση [talándefsi] (ηΛ.) balan­
va. ceo, oscilación, vaivén,
ταινιοθήκη [teniocíqui] (ηΛ.) filmo­ ταλαντεύω [talantévo] (v.) balancear,
teca. oscilar, ondular,
ταίρι [téri] (n./n.) 1: (personas) pareja, ταλαντούχος [talandújos] (adj.) tale­
2: (cosas) par, 3: compañero, ntoso, dotado, agraciado, ingenioso,
ταιριάζω [teriádso] (v.) 1: combinar, ταλαντώνομαι [talandónome] (v.) o-
hacer juego (con), emparejar, 2: co­ scilarse.
rresponder (a), adecuar, ajustar, ταλάντωση [talándosi] (n./f.) oscila­
ταιριαστός [teriastós] (adj.) 1. que ción, vaivén, balanceo,
hace juego, 2: adecuado, ταλαντωτής [talandotís] (n7m.) osci­
τάισμα [táisma] (n./n.) alimentación, lador.
nutrición. ταλέντο [taléndo] (ηΛι.) talento, apti­
τάκος [tácos] (n./m.) cuña, calza, cal­ tud, capacidad,
zo. τάμα [táma] (n./n.) voto, exvoto,
τακούνι [tacúni] (n7n.) tacón ·παπού­ ταμειακός [tamiacós] (adj.) de cajero ·
τσια με τακούνι- a) zapatos de tacón ταμειακή μηχανή- caja registradora,
(alto), b) tacones. ταμείο [tamío] (n./n.) 1: caja, 2: (teatro,

947
ταμίας

cine, estación) taquilla «κάνωταμείο- viajante, turista,


hacer caja ·έκλεψαν το ταμείο- han ταξιδιωτικός [taksidioticós] (adj.) de
robado la taquilla, viaje ·ταξιδιωτικό γραφείο- agencia
ταμίας [tamlas] (n./m.+f.) cajero, caje­ de viajes.
ra, tesorero, tesorera, ταξιθέτης [taksicétis] (n./m.) acomo­
ταμιευτήριο [tamieftírio] (n./n.) caja dador.
de ahorros, ταξικός [taksicós] (adj.) clasista ·ταξι­
ταμπακιέρα [tabaquiéra] (n./f.) pitille­ κές διαφορές- diferencias clacistas.
ra, tabaquera, ταξίμετρο [taksímetro] (n./n.) taxíme­
ταμπέλα [tambéla] (n./f.) cartel, letre­ tro.
ro. τάξιμο [táksimo] (n7n.) promesa, voto,
ταμπεραμέντο [temperaméndo] (nVn.) ταξινόμηση [taksinómisi] (nVf.) clasifi­
temperamento, cación, categorización.
ταμπλάς [tamblás] (n./m.) apoplejía · ταξινόμος [taksinómos] (n./m.) clasi­
του ήρθε ταμπλάς- sufrió un ataque ficador.
de apoplejía, ταξινομώ [taksinomó] (v.) clasificar,
ταμπλέτα [tabléta] (n./f.) pastilla, ta­ catalogar, archivar, ordenar,
bleta. ταξιτζής [taksidsís] (n./m.) taxista,
ταμπλό [tabló] (nVn.) panel, τάπα [tápa] (n./f.) tapón, tapa,
ταμπόν [tabón] (nVn.) tampón. ταπεινός [tapinós] (adj.) humilde,
ταμπού [tambú] (n7n.) tabú, apocado, modesto, bajo,
ταμπούρι [tambúri] (nyn.) terraplén, ταπεινοφροσύνη [tapinofrosíni] (n./f.)
muralla, bastión, baluarte, humildad, modestia, bajeza,
ταμπούρλο [tambúrlo] (nVn.) tambor, ταπεινόφρων [tapinófron] (adj.) mo­
ταμπουρώνω [tamburóno] (v.) fortale­ desto.
cer, cerrar con barricadas, fortificar, ταπεινώνω [tapinóno] (v.) humillar,
τανάλια [tanália] (n./f.) tenaza, rebajar, vejar, apocar, ofender,
τανγκό [tangkó] (n7n.) tango, ταπείνωση [tapínosi] (nyf.) humilla­
τανκ [tank] (n./n.) tanque, ción, vejación, degradación, ofensa,
τανύζω [tanídso] (v.) estirar, ταπεινωτικός [tapinoticós] (adj.) hu­
τάξη [táksi] (n./f.) 1: orden, 2: (escuela) millante, ofensivo, ultrajante,
clase, 3: curso, ταπέτο [tapéto] (n./n.) tapete,
ταξί [taksí] (nVn.) taxi, ταπετσαρία [tapetsaría] (n./f.) tapice­
ταξιαρχία [taksiarjía] (nyf.) brigada, ría.
ταξίαρχος [taksíarjos] (n./m.) general τάπητας [tápitas] (n./m.) 1: alfombra,
de brigada, brigadier, 2: (pequeño) tapete,
ταξιδευτής [taksideftís] (nVm.) viaje­ ταπητουργία [tapiturguía] (n./f.) tapi­
ro, turista, cería, fábrica de alfombras,
ταξιδεύω [taksidévo] (v.) viajar, ir de ταπί [tapí] (adj.) pelado, sin una perra,
gira, hacer turismo, sin un duro ·μένω ταπί- quedarse
ταξίδι [taksídi] (nVn.) viaje, excursión, sin un duro,
gira, travesía ·ταξίδι αναψυχής- via­ τάρα [tára] (nJf.) tara,
je de recreo, τάραγμα [táragma] (nVn.) sobresalto,
ταξιδιώτης [taksidiótis] (n./m.) viajero, ταραγμένος [taragménos] (adj.) so-

948
ταχυδρομικός

bresaltado. ταυρομαχία [tavromajía] (n./f.) tauro­


ταράζω [tarádso] (ν.) perturbar, agitar, maquia, corrida de toros,
alterar, disturbar, revolver, alborotar, ταυρομάχος [tavromájos] (n./m.) to­
ταρακούνημα [taracúnima] (n./n.) tre­ rero, matador de toros,
pidación. ταύρος [távros] (nym.) toro,
ταρακουνώ [taracunó] (v.) 1: sacudir, ταυτίζω [taftídso] (v.) identificar, igua­
hacer temblar, 2: inquietar, estreme­ lar.
cerse. ταύτιση [táftisi] (n./f.) identificación,
ταραμάς [taramás] (n./m.) hueva, ecuación.
ταραμοσαλάτα [taramosaláta] (n./f.) ταυτόσημος [taftósimos] (adj.) idén­
entremés de huevas, tico.
τάρανδος [tárandos] (nym.) reno, ταυτότητα [taftótita] (nyf.) 1: identi­
alce. dad, 2: carné · αστυνομική ταυτό­
ταραντούλα [tarandúla] (nyf.) tarán­ τητα· (DNI) carné de identidad ·ταυ­
tula. τότητα μέλους- carné de miembro/
ταραξίας [taraksías] (n./m.) perturba­ de socio.
dor, agitador, alborotador, ταυτόχρονα [taftójrona] (adv.) simul­
ταράτσα [tarátsa] (n./f.) terraza, azo­ táneamente, a la vez.
tea. ταυτόχρονος [taftójronos] (adj.) si­
ταρατσώνω [taratsóno] (v.) 1: apiso­ multáneo, sincrónico, paralelo,
nar, 2: (coloq.) atizar, ταφή [taf(] (n./f.) entierro, sepultura,
ταραχή [tarají] (nyf.) perturbación, des­ inhumación,
orden, alteración, disturbio, alboroto, ταφόπετρα [tafópetra] (nyf.) lápida,
ταραχοποιός [tarajopiós] (adj.) agita­ τάφος [táfos] (n./m.) tumba, sepulcro,
dor, alborotador, sepultura,
ταραχώδης [tarajódis] (adj.) albotora- τάφρος [táfros] (nyf.) zanja, cárcava,
do, amotinado, rebelde, carcavina,
ταρίφα [tarifa] (nyf.) tarifa, precio, τάχα [tája] (adv.) supuestamente, tal
ταρίχευση [taríjefsi] (n./f.) embalsa­ vez, por casualidad,
mamiento, ταχεία [tajía] (nyf.) (tren) expreso,
ταριχευτής [tarijeftís] (n./m.) embal- ταχέως [tajéos] (adv.) rápidamente,
samador. ταχίνι [tajíni] (n./f.) pasta de sésamo,
ταριχεύω [tarijévo] (v.) embalsamar, ταχυγραφία [tajigrafía] (nyf.) taqui­
ταρσανάς [tarsanás] (nym.) astillero, grafía.
τάρτα [tárta] (n./f.) tarta, ταχυδακτυλουργία [tajidactilurguía]
τασάκι [tasáqui] (nyn.) cenicero, (n./f.) prestidigitación.
τάση [tási] (nyf.) 1: tendencia, inclina­ ταχυδακτυλουργός [tajidactilurgós]
ción, propensión, 2: (Fls.) tensión, (nym.) prestidigitador,
τάσι [tási] (n./n.) tazón, copa, ταχυδρομείο [tajidromío] (nyn.) 1:
τάσσομαι [tásome] (v.) declararse por/ correo, 2: (establecimiento) Correos
en contra de. • ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (mall)-
τάσσω [táso] (v.) fijar, tomar partido, correo electrónico,
establecer, ταχυδρομικός [tajidromicós] (adj.) de
τατουάζ [tatuáds] (nyn.) tatuaje. correos, postal ·ταχυδρομικός φά-

949
ταχυδρομικώς

κελος- sobre postal, mar, comprobar, documentrar, pro­


ταχυδρομικώς [tajidromicós] (adv.) bar.
por correo, τεκμηρίωση [tecmiríosi] (n./f.) com­
ταχυδρόμος [tajidrómos] (n./m.) car­ probación,
tero. τέκνο [técno] (n./n.) hijo,
ταχυδρομώ [tajidromó] (v.) enviar por τέκτονας [téctonas] (n7m.) masón,
correo. τεκτονισμός [tectonismós] (n./m.)
ταχυκαρδία [tajicardía] (n./f.) taqui­ masonería,
cardia. τελάρο [teláro] (n./n.) bastidor, cajón
ταχύμετρο [tajímetro] (n7n.) taquí- para frutas,
metro. τελεία [telía] (n./f.) punto,
τάχυνση [tájinsi] (n./f.) aceleración, τελειοποίηση [teliopíisi] (nVf.) perfe­
ταχύνω [tajíno] (v.) acelerar, apurar, ccionamiento,
apresurar, τελειοποιώ [teliopió] (v.) perfeccio­
ταχυπαλμία [tajipalmía] (n./f.) palpi­ nar.
tación. τέλειος [télios] (adj.) 1: perfecto, exce­
ταχύς [tajls] (adj.) veloz, rápido, ligero, lente, 2: acabado, completo,
ταχύτητα [tajítita] (n./f.) velocidad, ra­ τελειότητα [teliótita] (nyf.) perfección,
pidez, aceleración, aceleramiento, excelencia,
ταψί [tapsí] (n7n.) recipiente metálico, τελειόφοιτος [teliófitos] (adj.) licen­
τέζα [tédsa] (adj.) tirante, tenso, agota­ ciado, graduado,
do, estirado ·πέφτω τέζα- caerse de τελείωμα [telíoma] (n./n.) conclusión,
cansancio, terminación,
τεζάρω [tedsáro] (v.) tirar, tensar, τελειωμός [teliomós] (n./m.) final, fin ·
τεθλασμένη [tezlasméni] (n./f.) torci­ δεν έχει τελειωμό- sin ñn.
do, linea quebrada, τελειώνω [telíóno] (v.) terminar, finali­
τεθλιμμένος [tezliménos] (adj.) afligi­ zar, acabar, concluir,
do, triste, desconsolado, τελείως [telíos] (adv.) completamente,
τεθωρακισμένος [tezoraquisménos] totalmente,
(adj.) blindado, acorazado, τελειωτικός [telioticós] (adj.) definiti­
τείνω [tino] (v.) 1: tender, tener inclina­ vo, final.
ción, 2: tirar, 3: tensar, τέλεση [télesi] (n./f.) perpetración,
τειχίζω [tijídso] (v.) amurallar, fortifi­ realización,
car. τελεσιγραφικός [telesigrañcós] (adj.)
τείχος [tíjos] (n7n.) muralla, fortifica­ de ultimátum,
ción. τελεσίγραφο [telesígrafo] (nVn.) ulti­
τεκμαρτός [tecmartós] (adj.) presumi­ mátum ·δίνω τελεσίγραφο- dar un
do, pesunto, supuesto, presumible ultimátum,
• τεκμαρτό εισόδημα- ingreso pre­ τελεσίδικος [telesídicos] (adj.) irrevo­
sunto. cable · τελεσίδικη απόφαση- deci­
τεκμήριο [tecmírio] (nVn.) evidencia, sión irrevocable,
τεκμηριωμένος [tecmirioménos] (adj.) τελεσφόρηση [telesfórisi] (n./f.) efica­
basado en los hechos, comprobado, cia, éxito.
τεκμηριώνω [tecmirióno] (v.) confir­ τελεσφόρος [telesfóros] (adj.) eficaz,

950
τερατόμορφος

exitoso, competente, efectivo, logra­ τεμαχίζω [temajídso] (v.) cortar, tajar,


do · τελέσφορες προσπάθειες- in­ rebanar, partir en trozos,
tentos exitosos, τεμάχιο [temájio] (nVn.) pieza, frag­
τελεσφορώ [telesforó] (v.) salir bien, mento, prenda, porción,
lograr. τέμενος [témenos] (n./n.) santuario,
τελετή [teletí] (n./f.) 1: ceremonia, rito, sepulcro, templo,
2: celebración, festejo, τέμνουσα [témnusa] (nVf.) (Geom.)
τελετουργία [teleturguía] (n7f.) 1: secante.
ritual, rito, solemnidad, 2: (Igl.) litur­ τέμνω [témno] (v.) seccionar, dividir,
gia. partir, cortar,
τελετουργικό [teleturguicó] (nyn.) ri­ τεμπέλης [tembélis] (adj.) perezoso,
tual. vago, holgazán, haragán,
τελετουργικός [teleturguicós] (adj.) 1: τεμπελιά [tembeliá] (nVf.) pereza, flo­
ritual, ceremonial, 2: (Igl.) litúrgico, jera, vagancia, holgazanería,
τελετουργώ [teleturgó](v.) oficiar, τεμπελιάζω [tembeliádso] (v.) holga­
τελευταία [teleftéa] (adv.) últimame­ zanear, vagabundear, ser perezoso,
nte, recientemente, hace poco, τεμπέλικος [tembélicos] (adj.) holga­
τελευταίος [teleftéos] (adj.) último, zán, indolente,
final, posterior, postremo, τεμπεσίρι [tempesíri] (nVn.) tiza,
τελικά [telicá] (adv.) finalmente, a fin τέμπλο [témplo] (n7n.) iconostasio,
de cuentas, perentoriamente, al fin. τενεκεδένιος [tenequedéños] (adj.)
τελικός [telicós] (adj.) final, definitivo, de estaño,
concluyente · τελικός σταθμός- e- τενεκές [tenequés] (nVm.) bidón de
stación terminal ·είμαι στην τελική hojalata, lata,
ευθεία- estar en la línea ñnal ·σε τε­ τένις [ténis] (n7n.) (Dep.) tenis,
λική ανάλυση- en/ a fin de cuentas, τένοντας [ténondas] (nym.) tendón,
τέλμα [télma] (n./n.) pantano, laguna, τενόρος [tenóros] (nVm.) tenor,
barrizal. τέντα [ténda] (nVf.) toldo, tendal, mar­
τελματώδης [telmatódis] (adj.) estan­ quesina.
cado. τέντζερης [téndseris] (n./m.) olla, ca­
τελμάτωση [telmátosi] (nVf.) estanca­ cerola, cazuela,
miento. τέντωμα [téndoma] (n7n.) estirón, ti­
τέλος [télos] (nVn.) fin, final, conclu­ rón.
sión, acabamiento, acabóse •βάζω τεντωμένος [tendoménos] (adj.) ti­
τέλος σε- poner fin a. rante, estirado, extendido,
τελώ [teló] (v.) realizar, llevar a cabo, τεντώνω [tendóno] (v.) tensar, exten­
τελωνειακός [teloniacós] 1: (n./m.) der, estirar, alargar,
(profesión) aduanero, 2: (adj.) de τέρας [téras] (nVn.) monstruo, engen­
aduana, aduanero, dro, bestia,
τελωνείο [telonio] (n7n.) aduana, τεράστιος [terástios] (adj.) enorme,
τελώνης [telónis] (n7m.) jefe de adua­ colosal, gigantesco,
na. τερατομορφία [teratomorfía] (n./f.)
τελώνιο [telónio] (nVn.) duende, dia­ monstruosidad,
blillo. τερατόμορφος [teratómorfos] (adj.)

951
τερατούργημα

monstruoso, τέτανος [tétanos] (nVm.) tétano.


τερατούργημα [teratúrguima] (n7n.) Τετάρτη [tetárti] (n./f.) miércoles,
monstruosidad, τεταρτημόριο [tetartimório] (nyn.) cua­
τερατώδης [teratódis] (adj.) mons­ rto.
truoso, atroz, τέταρτο [tétarto] (n./n.) cuarto (hora,
τερεβινθίνη [terevincíni] (nyf.) tre­ kilo, etc.).
mentina. τέταρτος [tétartos] (adj.) cuarto,
τερέβινθος [terévinzos] (n./f.) (Bot.) τετελεσμένος [tetelesménos] (adj.)
terebinto, realizado, cumplido, hecho, consu­
τερετίζω [teretídso] (v.) gorjear, trinar, mado, acabado,
τερέτισμα [terétisma] (nyn.) gorjeo, τέτοιος [tétios] (pron.) tal, semejante,
trino. parecido.
τερηδόνα [teridóna] (nyf.) caries, τετραγωνίζω [tetragonídso] (v.) cua­
τέρμα [térma] (nyn.) 1: fin, final, termi­ drar, cuadricular,
nal, acabamiento, 2: meta, 3: (fútbol) τετραγωνικός [tetragonicós] (adj.)
portería, (adv.) no más, vale, cuadrado ·τετραγωνικό μέτρο- me­
τερματίζω [termatídso] (v.) terminar, tro cuadrado,
concluir, acabar, finalizar, τετράγωνο [tetrágono] (nyn.) cuadra­
τερματικό [termaticó] (nyn.) terminal, do, cuadrilátero,
τερματικός [termaticós] (adj.) termi­ τετράγωνος [tetrágonos] (adj.) cua­
nal ·τερματικός σταθμός- estación drado.
terminal. τετράδα [tetráda] (n./f.) cuádruplo.
τερματισμός [termatismós] (nyn.) fin, τετράδιο [tetrádio] (nyn.) cuaderno,
terminación, acabamiento, libreta.
τερματοφύλακας [termatofílacas] (nym.) τετράδιπλος [tetrádiplos] (adj.) dobla­
portero. do en cuatro,
τερμίτης [termítis] (nVm.) (Zool.) ter­ τετρακόσιοι [tetracósii] (adj.) cuatro­
mita. cientos.
τερπνός [terpnós] (adj.) agradable, τετρακοσιοστός [tetracosiostós] (adj.)
placentero, grato, cuadringentésimo,
τέρπω [térpo] (v.) dar gusto a, agradar, τετράμηνο [tetrámino] (nyn.) cuatri­
complacer, entretener, satisfacer, en­ mestre.
cantar, divertir, distraer, τετράπαχος [tetrápajos] (adj.) muy gor­
τερτίπι [tertípi] (n./n.) artimaña, do.
τέρψη [térpsi] (n./f.) placer, gusto, de­ τετραπέρατος [tetrapératos] (adj.) a-
leite, agrado, complacencia, stuto, sagaz,
τεσσαρακοστός [tesaracostós] (adj.) τετραπλασιάζω [tetraplasiádso] (v.)
cuadragésimo, cuadruplicar,
τέσσερα [tésera] (núm.) cuatro, τετραπλάσιος [tetraplásios] (adj.) cuá­
τέσσερις [téseris] (adj.) cuatro, druple.
τεστ [test] (n./n.) prueba, ensayo, exa­ τετράποδο [tetrápodo] (nyn.) cuadrú­
men, test, pedo.
τεταμένος [tetaménos] (adj.) tenso, τετριμμένος [tetriménos] (adj.) trilla­
tirante. do, de lo más común.

952
τηλέγραφος

τεύτλο [téftlo] (n./n.) (Bot.) remolacha, rrón, abusador,


τεύχος [téfjos] (n./n.) número, fascí­ τζαναμπέτης [dsanambétis] (adj.) aris­
culo. co.
τέφρα [téfra] (nVf.) ceniza, τζατζίκι [dsadsíqui] (n./n.) pasta de
τεφροδόχη [tefrodóji] (n./f.) urna, yogur, pepino y ajo.
τεφτέρι [teftéri] (n./n.) libro de cuen­ τζιν [dsin] (n./n.) 1: (prenda de vestir)
tas. pantalones vaqueros, 2: (bebida) gi­
τέχνασμα [téjnasma] (n./n.) artificio, nebra ·φοράω τζιν- llevar vaqueros
ardid, treta, truco, • τζινμετόνικ- ginebra con tónica,
τέχνη [téjni] (nVf.) 1: arte, 2: oficio · τζιπ [dsip] (n./n.) jeep, coche todo te­
καλές τέχνες- bellas artes ·γραφικές rreno.
τέχνες- artes gráficas, τζίρος [dsíros] (n./m.) volumen de
τεχνητός [tejnitós] (adj.) artificial, ar­ ventas, facturación · αυξάνω τον
tesano. τζίρο της επιχείρησης- aumentar el
τεχνική [tejniquí] (n7f.) técnica, volumen de ventas en la empresa,
τεχνικός [tejnicós] (adj.) técnico ·τε­ τζίτζικας [dsídsicas] (n7m.) cigarra,
χνική εκπαίδευση- enseñanza téc­ τζίφος [dsífos] (n./m.) cero, fracaso,
nica. τζίφρα [dsífra] (n./f.) firma ·βάζω την
τεχνίτης [tejnítis] (n7m.) técnico, maes­ τζίφρα μου- firmar,
tro, artesano, τζογαδόρος [dsogadóros] (adj.) juga­
τεχνοκράτης [tejnocrátis] (nVm.) tec- dor.
nócrata. τζόγος [dsógos] (n./m.) juego,
τεχνολογία [tejnologuía] (n./f.) tecno­ τήβεννος [tívenos] (n./f.) toga,
logía. τηγανητός [tiganitós] (adj.) frito,
τεχνολογικός [tejnologuicós] (adj.) τηγάνι [tigáni] (n./n.) sartén,
tecnológico · τεχνολογική εκπαί­ τηγανίζω [tiganídso] (v.) freír,
δευση- enseñanza tecnológica, τηγανίτα [tiganíta] (n./f.) buñuelo,
τεχνοτροπία [tejnotropía] (nVf.) estilo, τήκω [tico] (v.) derretir, fundir,
método. τηλεβόας [tilevóas] (n./m.) altavoz,
τεχνουργία [tejnurguía] (n./f.) hechu­ megáfono,
ra, arte, artesanía, τηλεβόλο [tilevólo] (n./n.) cañón,
τεχνουργός [tejnurgós] (nVm.) arte­ τηλεγραφείο [tilegrafío] (n7n.) oficina
sano. de telégrafos,
τεχνουργώ [tejnurgó] (v.) fabricar, τηλεγράφημα [tilegráfima] (nVn.) te­
τέως [téos] (adv.) ex, anterior, legrama ·στέλνω τηλεγράφημα- en­
τζάκι [dsáqui] (n7n.) chimenea, viar un telegrama,
τζαμαρία [dsamaría] (n./f.) cristalera, τηλεγραφητής [tilegrafitís] (n./m.) te­
ventanal, legrafista.
τζάμι [dsámi] (nVn.) vidrio, cristal, τηλεγραφία [tilegrafía] (nVf.) telegra­
τζαμί [dsamí] (n7n.) mezquita, fía.
τζάμπα [dsámba] (adv.) 1: gratis, gra­ τηλεγραφικός [tilegraficós] (adj.) te­
tuito, gratuitamente, de balde, 2: en legráfico.
vano, en balde, τηλέγραφος [tilégrafos] (nyf.) telégra­
τζαμπατζής [dsabadsís] (nym.) go­ fo.

953
τηλεγραφώ

τηλεγραφώ [tilegrafó] (ν.) telegrafiar, τι [ti] (pron.) que, como ·τι λες;- ¿qué
τηλεθεατής [tileceatís] (n./m.) tele­ dices? ·τι ωραίοΙ- ¿qué bonito! ·τι
spectador, άλλο;- ¿qué más?,
τηλεκάρτα [tilecárta] (nVf.) tarjeta te­ τίγρης [tígris] (n./m.) tigre,
lefónica. τιθασεύω [tizasévo] (v.) domesticar,
τηλεκοντρόλ [tilecontról] (n./n.) man­ amansar, domar,
do a distancia, telemando, τίθεμαι [tíceme] (v.) colocarse, poner­
τηλεοπτικός [tileopticós] (adj.) tele­ se.
visivo, de televisión · τηλεοπτική τίκτω [tícto] (v.) parir, dar a luz.
μετάδοση- transmisión televisiva · τιλιά [tiliá] (n./f.) (Bot.) tilo,
τηλεοπτικός σταθμός- cadena tele­ τίλιο [tílio] (n./n.) tila,
visiva. τιμαλφή [timalfí] (nVn.) pl. alhajas, jo­
τηλεόραση [tileórasi] (n./f.) 1: televi­ yas, objetos preciosos,
sión, 2: (aparato) televisor, τιμάριθμος [timárizmos] (n./m.) índi­
τηλεπάθεια [tilepácia] (nA) telepatía, ce del precio al consumo, coste de
τηλεπικοινωνία [tilepiquínonía] (n./f.) la vida.
telecomunicación, τιμή [timí] (n./f.) 1: (coste) precio, valor,
τηλεσκόπιο [tilescópio] (n7n.) tele­ 2: honor, honra,
scopio. τίμημα [tímima] (n./n.) coste, costo,
τηλεφωνείο [tilefonío] (nVn.) oficina precio, valor,
de teléfonos, τιμητικός [timiticós] (adj.) de honor,
τηλεφώνημα [tilefónima] (n./n.) lla­ honorífico ·τιμητική διάκριση- dis­
mada telefónica, tinción honorífica,
τηλεφωνητής [tílefonitís] (nVm.) tele­ τίμιος [tímíos] (adj.) honesto, decente,
fonista · αυτόματος τηλεφωνητής- honrado, digno,
buzón de voz. τιμιότητα [timiótita] (n./f.) honesti­
τηλεφωνικός [tilefonicós] (adj.) tele­ dad, honradez,
fónico ·τηλεφωνικός θάλαμος- ca­ τιμοκατάλογος [timocatálogos] (n./m.)
bina telefónica ·τηλεφωνικός κατά­ lista de precios, tarifa,
λογος· a) catálogo telefónico, b) lista τιμολόγηση [timológuisi] (n./f.) tasa­
telefónica, ción, facturación,
τηλέφωνο [tiléfono] (nVn.) teléfono · τιμολόγιο [timológuio] (n./n.) factura,
κινητό τηλέφωνο- (teléfono) móvil, cuenta.
τηλεφωνώ [tilefonó] (v.) telefonear, τιμολογώ [timologó] (v.) tasar, poner
llamar por teléfono, precio, facturar,
τηλεχειριστήριο [tilejiristírio] (n./n.) τιμόνι [timóni] (n./n.) 1: (coche) vola­
mando a distancia, telemando, nte, 2: timón,
τήξη [tíksi] (n./f.) fusión, τιμονιέρης [timoñéris] (nVm.) timo­
τήρηση [tírisi] (n./f.) cuidado, cumpli­ nel.
miento, observancia, τιμώ [timó] (v.) honrar, premiar,
τηρητής [tiritís] (adj.) preservador. τιμωρία [timoría] (nVf.) castigo, san­
τηρώ [tiró] (v.) guardar, observar, aca­ ción, pena, escarmiento ·επιβάλλω
tar, realizar, cumplir ·τηρώ τη συμ­ τιμωρία- imponer un castigo,
φωνία- cumplir el acuerdo. τιμωρός [timorós] (nym.) vengador,

954
τονώνω

castigador, τοίχωμα [tíjoma] (n./n.) pared, muro,


τιμωρώ [timoró] (ν.) castigar, sancio­ τοκετός [toquetós] (n./m.) parto,
nar. alumbramiento,
τίναγμα [tínagma] (n./n.) 1: sacudida, τοκίζω [toquídso] (v.) prestar con in­
agitación, golpe, 2: sobresalto, susto, terés.
τινάζω [tinádso] (v.) sacudir, agitar, τοκογλυφία [tocoglifía] (n./f.) usura,
cimbrear, τοκογλύφος [tocoglífos] (n./m.+f.)
τίποτα [típota] (pron.) nada, usurero, prestamista,
τιποτένιος [tipotéños] (adj.) insignifi­ τοκομερίδιο [tocomerídio] (n./n.) di­
cante, nulo, videndo.
τιράντες [tirándes] (n./n.) pl. tirantes, τόκος [tóeos] (nym.) interés. ,
τιρκουάζ [tircuáds] (n./n.) turquesa, τοκοχρεολύσιο [tocojreolísio] (nVn.)
τιρμπουσόν [tirbusón] (n7n.) sacacor­ renta vitalicia, anualidad,
chos. τόλμη [tólmi] (n7f.) atrevimiento, in­
τιτάνας [titán] (n./m.) titán, trepidez, temeridad, osadía,
τιτάνιος [titánios] (adj.) titánico, gi­ τολμηρός [tolmirós] (adj.) atrevido, in­
gantesco, colosal, trépido, temerario, osado, valiente,
τιτιβίζω [titivídso] (v.) piar, trinar, τολμώ [tolmó] (v.) atreverse, osar, te­
τιτίβισμα [titívisma] (nVn.) pío, trino, ner valor.
τίτλος [títlos] (n7m.) título, certifica­ τομάρι [tomári] (nVn.) pellejo ·σώζω
ción, diploma ·ακαδημαϊκός τίτλος- το τομάρι μου- salvar mi pellejo,
título universitario ·τίτλος ευγενεί- τομάτα [tomáta] (nyf.) (Bot.) tomate,
ας- título nobiliario, τομέας [toméas] (n7m.) sector, depar­
τιτλούχος [titlújos] (adj.) dignatario, tamento, sección,
titular. τομή [tomí] (n./f.) 1: sección, cisura,
τιτλοφορώ [titloforó] (v.) titular, corte, cercenadura, 2: (Mús.) cesura,
τμήμα [tmíma] (n7n.) 1: sección, de­ cese · καισαρική τομή- operación
partamento, zona, 2: fragmento, cesárea.
división · αστυνομικό τμήμα- esta­ τόμος [tómos] (n./m.) volumen, tomo,
ción de policía ·τμήμα πωλήσεων- τόμπολα [tómbola] (nyf.) tómbola,
departamento de ventas · τμήμα rifa.
ηθών- brigada antivicio, τονίζω [tonídso] (v.) acentuar, dar én­
τμηματάρχης [tmimatárjis] (n7m.) fasis, hacer hincapié, recalcar,
jefe de sección, jefe de división, τονικός [tonicós] (adj.) tónico, ace­
τμηματικός [tmimaticós] (adj.) parcial, ntuado.
fragmentario, τονικότητα [tonicótita] (nyf.) tonali­
τοιούτος [tiútos] (pron.) 1: tal, 2: (co­ dad.
loq.) homosexual, τονισμός [tonismós] (nym.) acentua­
τοιχογραφία [tijografía] (n./f.) fresco, ción.
τοιχοκόλληση [tijocólisi] (n./f.) pega­ τόνος [tónos] (n./m.) (Zool.) atún,
dura de carteles, fijación de carteles, τόνος [tónos] (n./m.) 1: (gráfico de una
τοιχοκολλώ [tijocoló] (v.) pegar car­ palabra) acento, tilde, 2: (música/voz)
teles. tono, 3: (peso) tonelada,
τοίχος [tíjos] (n./m.) pared, muro. τονώνω [tonóno] (v.) tonificar, fortale­

955
τόνωση

cer, robustecer, tuar, poner, depositar, ubicar,


τόνωση [tónosi] (nyf.) tonificación, τόπος [tópos] (n./m.) lugar, sitio, pue­
fortalecimiento, robustecimiento, sto, territorio, área, local ·επί τόπου-
τονωτικός [tonoticós] (adj.) tonifica­ en el acto,
nte, tonificador, tónico, reconstitu­ τοπωνυμία [toponimia] (nyf.) topo­
yente, estimulante, que da vigor, nimia.
τοξεύω [toksévo] (v.) disparar con arco τορνευτός [torneftós] (adj.) torneado,
y flecha, tirar con arco, τορνεύω [tornévo] (v.) tornear,
τοξικομανής [toksicomanís] (nym.) dro­ τόρνος [tórnos] (nym.) torno,
gadicto. τορπίλη [torpíli] (n./f.) torpedo,
τοξικομανία [toksicomanía] (nyf.) dro- τορπιλίζω [torpilídso] (v.) torpedear,
gadicción. τορπιλοβόλο [torpilovólo] (nyn.) lan­
τοξικός [toksicós] (adj.) tóxico, vene­ zatorpedos,
noso · τοξικά απόβλητα- desechos τόσος [tósos] (pron.) tan, tanto,
tóxicos · τοξικές ουσίες- sustancias τοστ [tost] (nyn.) tostada, bocadillo,
tóxicas. τότε [tóte] (adv.) 1: entonces, en aque­
τοξίνη [toksíni] (nyf.) toxina, veneno, lla época, en aquel entonces, 2: des­
τόξο [tókso] (nyn.) arco · ουράνιο pués, 3: además,
τόξο- a) arco de colores, b) arco iris, τουαλέτα [tualéta] (n./f.) 1: aseo, lava­
τοξοβολία [toksovolía] (nyf.) tiro al bo, servicio, 2: (mueble) tocador,
arco. τούβλο [túvlo] (nyn.) 1: ladrillo, 2: (me­
τοξοειδής [toksoidís] (adj.) arqueado, táf.) zoquete,
τοξότης [toksótis] (nym.) 1: arquero, 2: τουλάχιστον [tulájiston] (adv.) al me­
(Zod.) Sagitario, nos, por lo menos, como mínimo,
τοξωτός [toksotós] (adj.) arqueado, τούλι [túli] (nyn.) tul.
τοπάζι [topádsi] (nyn.) topacio, τουλίπα [tulipa] (nyf.) tulipán,
τόπι [tópi] (nyn.) pelota, τουλούμι [tulúmí] (nyn.) pellejo ·
τοπικισμός [topiquismós] (nym.) lo­ κάνω κάποιον τουλούμι στο ξύλο-
calismo, regionalismo, golpear/pegar a alguien con toda mí
τοπικιστής [topiquistís] (nym.) loca­ fuerza ·βρέχει με το τουλούμι- llover
lista, regionalista. a cántaros,
τοπικιστικός [topiquisticós] (adj.) pa­ τούμπα [túmba] (n./f.) salto mortal,
rroquial, regional, vuelco, caída,
τοπικός [topicós] (adj.) local, tópico, τούμπανο [túmbano] (nyn.) tambor
τοπίο [topío] (n./n.) paisaje, vista(s). • o κόσμος το έχει τούμπανο- es el
τοπογραφία [topografía] (nyf.) topo­ secreto de todo el mundo,
grafía. τουμπάρω [tumbáro] (v.) 1: volcar,
τοπογράφος [topográfos] (nym.+f.) girar, voltear, zobrar, 2: camelar, con­
topógrafo, vencer.
τοποθεσία [topocesía] (nyf.) lugar, τουναντίον [tunandíon] (adv.) por el
área, zona, sitio, puesto, localidad, contrario, al contrario, en sentido
τοποθέτηση [topocétisi] (nyf.) coloca­ opuesto,
ción, situación, disposición, τούνελ [túnel] (nyn.) túnel,
τοποθετώ [topocetó] (v.) colocar, si­ τουπέ [tupé] (n./n.) altanería.

956
τραντάζω

τουρισμός [turismós] (n./m.) turismo, τραγανός [traganós] (adj.) crujiente,


τουρίστας [turistas] (n./m.) turista, τραγελαφικός [tragelaficós] (adj.) ex­
τουριστικός [turisticós] (adj.) turístico, traño, grotesco,
de turismo · τουριστικός οδηγός- τραγί [traguí] (n./n.) (Zoo!.) cabrito,
guía turística ·τουριστικό γραφείο- τραγικός [tragicós] (adj.) trágico,
agencia de turismo, τράγος [trágos] (nym.) macho cabrío,
τούρκικα [túrquica] (n./n.) pl. turco τραγούδι [tragúdi] (nyn.) canción,
(idioma). canto · δημοτικό τραγούδι- canto
τουρκικός [turquicós] (adj.) turco, popular.
τουρκοκρατία [turcocratía] (n./f.) do­ τραγουδιστής [tragudistís] (nym.) can­
minación turca. tante.
Τούρκος [túrcos] (adj.) turco (gentili­ τραγουδίστρια [tragudístria] (n/f.) can­
cio). tante.
τουρλώνω [turlóno] (v.) hinchar el pe­ τραγουδιστός [tragudistós] (adj.) can­
cho. tado.
τουρλωτός [turlotós] (adj.) abomba­ τραγουδοποιός [tragudopiós] (nym.)
do, hinchado, compositor de canciones,
τουρνέ [turné] (nyn.) gira de espectá­ τραγουδώ [tragudó] (v.) cantar,
culos. τραγωδία [tragodía] (n./f.) tragedia,
τουρσί [tursí] (nyn.) encurtido, τραγωδός [tragodós] (nym.) poeta
τούρτα [túrta] (nyf.) torta, pastel, trágico.
τουρτουρίζω [turturídso] (v.) tiritar, τρακ [trak] (n./n.) nerviosidad,
τούτος [tútos] (pron.) éste, ese. τρακάρισμα [tracárisma] (n./n.) cho­
τούφα [túfa] (n./f.) 1: (cosa) manojo, 2: que, accidente, colisión,
.(pelo) mechón, τρακάρω [tracáro] (v.) chocar, colisio­
τουφέκι [tuféqui] (n./n.) fusil, nar, tropezarse,
τουφεκιά [tufequiá] (n./f.) tiro, esco­ τρακατρούκα [tracatrúca] (n./f.) pe­
petazo, disparo, tardo.
τουφεκισμός [tufequismós] (n./m.) τράκο [tráco] (nyn.) choque,
fusilamiento, τρακτέρ [tractér] (nVn.) tractor,
τουφεκίδι [tufequídi] (nyn.) disparos, τραμ [tram] (n./n.) tranvía,
τουφεκίζω [tufequídso] (v.) fusilar, τραμπάλα [trambála] (nyf.) balancín,
τράβηγμα [trávigma] (nyn.) tirón, τραμπολίνο [trambolíno] (n./n.) tram­
τραβολογώ [travologó] (v.) maltratar, polín.
tirar bruscamente, zamarrear, τραμπούκος [trambúcos] (nym.) bra­
τραβώ [travo] (ν.) 1: tirar, 2: (extraer) vucón.
sacar, 2: (sacudir) atraer, 3: (padecer) τρανζίστορ [trandsístor] (nyn.) tran­
sufrir, 3: (tiempo) durar, sistor.
τραγανίζω [traganídso] (v.) ronzar, τράνζιτ [trándsit] (nyn.) tránsito,
roer, crujir, τρανός [tranós] (adj.) poderoso, fuer­
τραγάνισμα [tragánisma] (nyn.) roedu­ te.
ra. τράνταγμα [trándagma] (nyn.) sacu­
τραγανιστός [traganistós] (adj.) cru­ dida, agitación, convulsión,
jiente. τραντάζω [trandádso] (v.) sacudir, agi-

957
τράπεζα

tar, convulsionar, τραχύτητα [trajítita] (n./f.) rudeza, as­


τράπεζα [trápedsa] (ηΛ.) banco, pereza, dureza,
τραπεζαρία [trapedsaría] (ηΛ) come­ τράχωμα [trájoma] (n./n.) tracoma,
dor. τρεις [tris] (núm.) tres,
τραπέζι [trapédsi] (n./n.) mesa, τρέλα [tréla] (n./f.) locura, demencia,
τραπεζικός [trapedsicós] (adj.) ban- aturdimiento, chaladura, trastorno,
cario. manía.
τραπέζιο [trapédsío] (ηΛι.) (Geom.) τρελαίνομαι [trelénome] (v.) volverse
trapecio. loco, enloquecerse,
τραπεζίτης [trapedsítis] (n./m.) 1: (pro­ τρελαίνω [treléno] (v.) volver loco, en­
fesión) banquero, 2: (dientes) muela, loquecer.
τραπεζιτικός [trapedsicós] (adj.) ban- τρελοκομείο [trelocomío] (ηΛι.) ma­
cario. nicomio.
τραπεζομάντιλο [trapedsomándilo] τρελός [trelós] (adj.) loco, demente,
(n./n.) mantel, mantelería, chiflado, insensato, alienado, lunáti­
τράπουλα [trápula] (n./f.) baraja, nai­ co, alunado,
pes. τρεμάμενος [tremámenos] (adj.) tem­
τραπουλόχαρτο [trapulójarto] (nVn.) bloroso.
naipe. τρεμολάμπω [tremolámbo] (v.) par­
τράτα [tráta] (nyf.) traína, padear, vacilar,
τρατάρω [tratáro] (v.) agasajar, invitar, τρεμοπαίζω [tremopédso] (v.) parpa­
convidar con, brindar, dear, oscilar,
τραυλίζω [travlídso] (v.) tartamudear, τρεμοσβήνω [tremosvíno] (v.) parpa­
balbucear, balbucir, dear, oscilar,
τραυλός [travlós] (adj.) tartamudo, τρεμούλα [tremúla] (nyf.) temblor,
τραύμα [trávma] (n./n.) herida, lesión, tiritona.
daño. τρεμουλιάζω [tremuliádso] (v.) 1: tem­
τραυματίας [travmatías] (n./m.+f.) he­ blar, estremecerse, 2: (voz) hacer tri­
rido, damnificado, lesionado, nos, trinar,
τραυματίζω [travmatídso] (v.) herir, le­ τρεμούλιασμα [tremúliasma] (n./n.)
sionar, traumatizar, damnificar, estremecimiento, escalofrío,
τραυματικός [travmaticós] (adj.) trau­ τρεμουλιαστός [tremuliastós] (adj.)
mático, traumatizante ·τραυματική tembloroso,
εμπειρία- experiencia traumática, τρέμω [trémo] (v.) temblar, tiritar ·
τραυματιοφορέας [travmatioforéas] τρέμω για τη ζωή μου- temblar por
(n./m.) socorrista, mi vida.
τραυματισμός [travmatismós] (ηΛη.) τρενάρισμα [trenárisma] (v.) demora,
herida, traumatismo, retraso.
τραχεία [trajía] (ηΛ) tráquea, τρενάρω [trenáro] (v.) demorar, apla­
τράχηλος [trájilos] (n./m.) cuello, zar, retrasar,
τραχύνω [trajino] (v.) irritar, volver ás­ τρένο [tréno] (n./n.) tren,
pero. τρέξιμο [tréksimo] (n./n.) 1: carrera, 2:
τραχύς [trajís] (adj.) rudo, áspero, to­ (líquidos) derrame,
sco, duro, adusto, bronco. τρέπω [trépo] (v.) volver, convertir,

958
τρίκλωνος

transformar, 2: piso de tres habitaciones princi­


τρέφω [tréfo] (ν.) alimentar, nutrir, dar pales.
de comer (a) · τρέφω ελπίδες- ali­ τριβείο [trivio] (n./n.) lijadora.
mentar esperanzas, τριβελίζω [trivelídso] (ν.) 1: taladrar, 2:
τρεχάλα [trejála] 1: (nVf.) carrerra, co­ molestar, acosar,
rrida, 2: (adv.) a la carrera, τριβή [triví] (n./f.) rozamiento, roce,
τρεχάματα [trejámata] (n./n.) pl. apu­ fricción, desgaste, frotación,
ros, ajetreos, τρίβω [trívo] (v.) frotar, friccionar, res­
τρεχάμενος [trejámenos] (adj.) co­ tregar, rallar, rozar ·τρίβω τα χέρια
rriente. μου- frotar las manos,
τρεχαντήρι [trejandíri] (nVn.) velero τριγμός [trigmós] (n7m.) crujido, chi­
pequeño y veloz, rrido, rechinamiento,
τρεχάτος [trejátos] (adj.) apurado, co­ τριγυρίζω [triguirídso] (v.) rondar, me­
rredor, que corre, rodear, andorrear, deambular, rodear,
τρεχούμενος [trejúmenos] (adj.) co­ τριγύρω [triguíro] (adv.) alrededor,
rriente. alderredor,
τρέχω [tréjo] (v.) 1: correr, acelerar, 2: τριγωνικός [trigonicós] (adj.) triangu­
(tiempo) pasar, 3: (líquidos) fluir, de­ lar.
rramarse. τριγωνισμός [trigonismós] (n7m.) trian­
τρέχων [tréjon] (adj.) al corriente, en gulación,
curso, τρίγωνο [trígono] (n./n.) triángulo,
τρία [tría] (núm.) tres, τριγωνομετρία [trigonometría] (n./f.)
τριάδα [triáda] (n./f.) 1: (Igl.) Trinidad, trigonometría,
2: trío. τρίγωνος [trígonos] (adj.) triangular,
τρίαινα [tríena] (n./f.) tridente, τρίδυμος [trídimos] (adj.) trillizo.
τριακονταετία [triacontaetía] (n./f.) τριετία [trietía] (nVf.) trienio,
espacio de treinta años, τριζάτος [tridsátos] (adj.) crujiente,
τριακόσιοι [triacósii] (adj.) trescien­ τριζόνι [tridsóni] (n./n.) (Zool.) grillo,
tos. τρίζω [trídso] (v.) crujir, rechinar, chi­
τριακοσιοστός [triacosiostós] (adj.) tri­ rriar.
centésimo, τριήμερο [triímero] (n7n.) periodo de
τριακοστός [triacostós] (adj.) trigési­ tres días,
mo. τριήρης [triíris] (n./f.) trirreme,
τριανδρία [triandría] (n./f.) triunvirato, τρικαντό [tricandó] (n./n.) tricornio,
τριάντα [triánda] (núm.) treinta, sombrero de tres picos,
τριαντάρης [triantáris] (adj.) treintón. τρικλίζω [triclídso] (v.) tambalearse,
τριανταριά [tríantariá] (n7f.) treinte­ ascilar.
na. τρίκλινος [tríclinos] (adj.) de tres ca­
τριανταφυλλής [triantafilís] (adj.) ro­ mas.
sado. τρικλοποδιά [triclopodiá] (nVf.) zan­
τριανταφυλλιά [triantafiliá] (nVf.) ro­ cadilla ‘ βάζω τρικλοποδιά σε κά­
sal. ποιον- poner la zancadilla a alguien,
τριαντάφυλλο [triantáfilo] (nVn.) rosa, τρίκλωνος [tríclonos] (adj.) de tres
τριάρι [triári] (n./n.) 1: el número tres, ramas.

959
τρικούβερτος

τρικούβερτος [tricúvertos] (adj.) de Τρίτη [tríti] (n./f.) martes,


tres cubiertas, τριτοβάθμιος [tritovázmíos] (adj.) de
τρίκυκλο [tríquiclo] (n./n.) triciclo, tercer grado,
τρικυμία [triquimía] (n./f.) tempestad, τριτογενής [tritoguenís] (adj.) tercia­
marejada, oleaje, rio, en tercer grado,
τρικυμιώδης [triquimiódis] (adj.) tem­ τριτοκοσμικός [tritocosmicós] (adj.)
pestuoso, agitado, tercermundista.
τρίλια [trília] (n./f.) gorjeo, trino, τρίτος [trítos] (adj.) tercer(o).
τριλογία [triloguía] (n7f.) trilogía, τρίφτης [tríftis] (n./m.) rallador, rallo,
τριμελής [trimelís] (adj.) de tres miem­ raspador,
bros ·τριμελής επιτροπή- comisión τριφύλλι [trifíli] (n./n.) trébol,
de tres miembros, τρίχα [tríja] (n./f.) 1: pelo, cabello, 2:
τριμηνία [triminía] (n7f.) trimestre, (cuerpo) vello, 3: (animales) cerda,
paga trimestral, τριχιά [trijiá] (n./f.) cuerda,
τριμηνιαίος [triminiéos] (adj.) trimes­ τριχοειδής [trijoidís] (adj.) capilar,
tral. τριχόπτωση [trijóptosi] (n./f.) caída
τρίμηνο [trímino] (n7n.) trimestre, del cabello/del pelo,
τρίμηνος [tríminos] (adj.) trimestral, τριχοφυΐα [trijofiía] (n./f.) crecimiento
τρίμμα [tríma] (nVn.) miga, migaja, capilar.
pedazo. τρίχρωμος [tríjromos] (adj.) tricolor,
τριμμένος [triménos] (adj.) rallado, τρίχωμα [tríjoma] (n./n.) pelaje,
τρίξιμο [tríksimo] (nVn.) crujido, chi­ τριχωτός [trijotós] (adj.) peludo, vellu­
rrido. do, cabelludo,
τρίο [trío] (nVn.) (Mús.) trío, τριψήφιος [tripsífios] (adj.) de tres
τριπλασιάζω [triplasiádso] (v.) tripli­ cifras.
car. τρίψιμο [trípsimo] (n./n.) fricción, frie­
τριπλάσιος [triplásios] (adj.) triple, ga, rozamiento, roce, frotamiento, 2:
τριπλός [triplós] (adj.) triple, masaje.
τρίποδας [trípodas] (nVm.) trípode, τρόλεϊ [trólei] (n./n.) trolebús,
τριποδίζω [tripodídso] (v.) trotar, τρόμαγμα [trómagma] (n./n.) sobre­
τρίποδο [trípodo] (nVn.) trípode, salto, susto,
τρις [tris] (adv.) tres veces, τρομάζω [tromádso] (v.) asustar(se),
τρισάθλιος [trisázlios] (adj.) desventu­ dar(se) un susto, atemorizar(se).
rado, desdichado, miserable, τρομακτικός [tromacticós] (adj.) ate-
τρισδιάστατος [trisdiástatos] (adj.) tri­ .rrador, horroroso, terrible, espanto­
dimensional, de tres dimensiones, so, terrorífico, horroroso,
τρισέγγονο [triségkono] (n./n.) tata­ τρομάρα [tromára] (nVf.) susto, terror,
ranieto. espanto, asombro,
τρισεκατομμύριο [trisecatomírio] (n7n.) τρομερός [tromerós] (adj.) terrible,
trillón. tremendo, atroz,
τρισκατάρατος [triscatáratos] (adj.) τρομοκράτης [tromocrátis] (n./m.)
abyecto. terrorista,
τρισύλλαβος [trisílavos] (adj.) trisíla­ τρομοκράτηση [tromocrátisi] (n./f.)
bo. intimidación.

960
τροχοφόρο

τρομοκρατία [tromocratía] (nyf.) te­ τρόφιμα [trófima] (n./n.) pl. comesti­


rrorismo. bles, alimentos, víveres, suministros,
τρομοκρατικός [tromocraticós] (adj.) τρόφιμος [trófimos] (adj.) interno,
terrorrista ·τρομοκρατική οργάνω­ pensionista,
ση- organización terrorista, τροφοδοσία [trofodosía] (n./f.) aba­
τρομοκρατώ [tromocrató] (v.) aterro­ stecimiento, alimentación, aprovi­
rizar, itimidar. sionamiento,
τρόμος [trómos] (nym.) terror, espa­ τροφοδότης [trofodótis] (adj.) abaste­
nto, amedrentamiento, cedor, alimentador.
τρόμπα [trómba] (nyf.) trompa, bom­ τροφοδότηση [trofodótisi] (ηΛ.)
ba. abastecimiento, alimentación,
τρομπέτα [trombéta] (ηΛ) trompeta, τροφοδοτώ [trofodotó] (v.) abastecer,
τρομπόνι [trombóni] (n./n.) (Mús.) alimentar, dar de comer,
trombón, τροφός [trofós] (nyf.) ama de cría, no­
τρόπαιο [trópeo] (nyn.) trofeo, driza.
τροπάριο [tropário] (nVn.) himno, τροχάδην [trojádin] (adv.) deprisa, co­
τροπή [tropí] (nyf.) giro, cambio, vuel­ rriendo, apresuradamente,
ta, alteración, vuelco, turno, τροχάζω [trojádso] (v.) trotar,
τροπικός [tropicós] (adj.) 1: trópico, 2: τροχαίος [trojéos] (adj.) de tráfico, de
(Gram.) tropical ·τροπικό κλίμα- cli­ circulación,
ma tropical, τροχαλία [trojalía] (n./f.) polea, garru­
τροπολογία [tropologuía] (ηΛ.) modi­ cha.
ficación, enmienda, τροχασμός [trojasmós] (n./m.) trote,
τροπολογώ [tropologó] (v.) modificar, τροχιά [trojiá] (n./f.) órbita, trayecto­
enmendar, ria.
τροποποίηση [tropopíisi] (ηΛ.) mo­ τροχιακός [trojiacós] (adj.) orbital .
dificación, alteración, reforma, cam­ τροχίζω [trojídso] (v.) afilar, agudizar,
bio. aguzar, amolar,
τροποποιώ [tropopió] (v.) modificar, τροχιόδρομος [trojiódromos] (nym.)
alterar, reformar, cambiar, ferrocarril, vía férrea,
τρόπος [trópos] (nym.) 1: manera, τρόχισμα [trójisma] (n./n.) afilado,
modo, forma, medio, método, 2: (pl.) τροχονόμος [trojonómos] (n7m.+f.)
modales ·έχει καλούς τρόπους- tie­ guardia de tráfico,
ne modales, τροχοπέδη [trojopédi] (n./f.) freno,
τρούλος [trúlos] (n./m.) cúpula, obstáculo,
τρουλωτός [trulotós] (adj.) aboveda­ τροχοπέδιλο [trojopédilo] (nyn.) pa­
do. tín.
τροφαντός [trofandós] (adj.) rechon­ τροχοπεδώ [trojopedó] (v.) frenar,
cho, rollizo, robusto, fornido, obstaculizar,
τροφή [trofí] (ηΛ.) alimento, alimenta­ τροχός [trojós] (nym.) rueda, llanta ·
ción, comida, οδοντωτός τροχός- rueda dentada,
τροφικός [troficós] (adj.) alimenticio, τροχόσπιτο [trojóspito] (n./n.) tráiler,
alimental · τροφική δηλητηρίαση- caravana.
intoxicación alimenticia. τροχοφόρο [trojofóro] (nyn.) vehícu-

961
τρυγητής

lo. almorzar, cenar,


τρυγητής [triguitís] (n./m.) vendimia­ τρωκτικό [trocticó] (n./n.) roedor,
dor. τρωτός [trotós] (adj.) vulnerable, frá­
τρυγητός [triguitós] (n./m.) vendimia, gil, débil,
τρυγόνι [trigóni] (n./n.) (Zool.) tórtola, τσαγιέρα [tsaguéra] (nVf.) tetera,
τρύγος [trigos] (n./m.) cosecha, reco­ τσαγκάρης [tsagkáris] (nVm.) zapa­
lectación, vendimia, tero.
τρυγώ [trigó] (v.) cosechar, recolectar, τσάι [tsái] (n./n.) té ·πράσινο τσάι- té
vendimiar, verde.
τρύπα [tripa] (n./f.) agujero, hueco, τσακάλι [tsacáli] (n./n.) coyote, chacal,
hoyo, orificio · τρύπα του όζοντος- τσακίζω [tsaquídso] (v.) 1: romper,
capa de ozono · κάνω μια τρύπα- quebrar, 2: partir, 3: doblar,
hacer un agujero, τσάκιση [tsáquisi] (n7f.) pliegue, raya,
τρυπάνι [tripáni] (n./n.) taladro, arruga.
τρυπανίζω [tripanídso] (v.) taladrar, τσακμάκι [tsacmáqui] (n./n.) mechero,
τρύπημα [trípima] (n7n.) perforación, encendedor,
pinchazo, picadura, τσακωμός [tsacomós] (n7m.) pelea,
τρυπητήρι [tripitíri] (n7n.) taladro, riña, altercado,
punzón. τσακώνομαι [tsacónome] (v.) pelear­
τρυπητός [tripitos] (adj.) agujereado, se, reñir.
perforado, calado, τσακώνω [tsacóno] (ν.) 1: atrapar, pi­
τρύπιος [trípios] (adj.) agujereado, llar, agarrar, coger, 2: pillar, arrestar,
calado. τσαλαβουτώ [tsalavutó] (v.) chapo­
τρυποκάρυδο [tipocárido] (n./n.) tear.
(Zool.) cascanueces, τσαλάκωμα [tsalácoma] (n./n.) arru­
τρυπώ [tripó] (v.) agujerear, pinchar, gamiento, arruga,
picar, perforar, τσαλακωμένος [tsalacoménos] (adj.)
τρύπωμα [trípoma] (n./n.) 1: hilván, raído, desarreglado, con pliegues,
hilvanado, 2: escondida, τσαλακώνω [tsalacóno] (v.) arrugar,
τρυπώνω [tripóno] (v.) refugiarse, es­ plegar.
conderse, τσαλαπατώ [tsalapató] (v.) pisotear,
τρυφεράδα [triferáda] (nyf.) ternura, pisar.
suavidad. τσαμπί [tsambí] (n./n.) racimo,
τρυφερός [triferós] (adj.) tierno, afe­ τσαμπουκαλής [tsambucalís] (adj.)
ctuoso, cariñoso, sensible, afectivo, valentón, matón,
τρυφερότητα [triferótita] (nVf.) ternu­ τσαμπουκάς [tsambucás] (nVm.) inti­
ra, cariño, delicadeza, sensibilidad, midación,
afecto. τσαμπουνάω [tsambunáo] (v.) farfu­
τρυφή [trifí] (n./f.) lujo, comodidad, llar.
confort, voluptuosidad, τσάντα [tsánda] (n/f.) 1: (plástico y en
τρυφηλός [trifilós] (adj.) voluptuoso, general) bolsa, 2: (accesorio de mujer)
lujoso, de lujo, lujurioso, bolso.
τρώγλη [trógli] (n./f.) caverna, cueva, τσαντίζω [tsadídso] (v.) irritar, cabrear,
τρώγω [trógo] (v.) 1: comer, ingerir, 2: desquiciar, rabiar, fastidiar, enojar.

962
τσιφλικάς

τσαντίλα [tsadíla] (n./f.) irritación, ca­ τσικνίζω [tsicnídso] (v.) quemar, cha­
breo, ira, cólera, muscar.
τσάπα [tsápa] (n./f.) azada, azadón, τσικουδιά [tsicudíá] (n./f.) aguardie­
τσαπατσούλης [tsapatsúlis] (adj.) de­ nte.
sastrado, chapucero, farfullero, τσίλι [tsíli] (nyn.) tabasco.
τσάρκα [tsárca] (n./f.) paseo, vuelta, τσιμέντο [tsiméndo] (nyn.) cemento,
caminata ·βγαίνω τσάρκα- salir de τσιμεντώνω [tsimendóno] (v.) ceme­
paseo. ntar.
τσαρλατάνος [tsarlatános] (nym.) char­ τσιμουδιά [tsímudiá] (n./f.) silencio,
latán, bocazas, omisión, callada, mudez ·μη βγάλεις
τσαρούχι [tsarúji] (n./n.) zapato rústi­ τσιμουδιά/- ¡no digas nada!,
co con pompón, τσίμπημα [tsímbima] (n./n.) pinchazo,
τσάρος [tsáros] (n./m.) zar. pellizco, picadura,
τσατσάρα [tsatsára] (n./f.) peine, τσιμπιά [tsimbiá] (n./f.) pellizco,
τσαχπινιά [tsajpiñá] (n./f.) picardía, τσιμπίδα [tsimbída] (n./f.) pinza,
pillería, τσιμπιδάκι [tsimbidáqui] (nyn.) 1: pin­
τσεκ [tsec] (n./n.) cheque, za de depilación, 2: (pelo) horquilla,
τσεκάρω [tsecáro] (v.) comprobar, τσίμπλα [tsímbla] (nyf.) légaña,
confrontar, revisar, chequear, τσιμπολογώ [tsimbologó] (v.) picar
τσεκούρι [tsecúri] (n./n.) hacha, comida, comer sin apetito,
τσεμπέρι [tsebéri] (n./n.) pañoleta, τσιμπούκι [tsimbúqui] (nyn.) pipa,
τσέπη [tsépi] (nyf.) bolsillo ·υπολογι­ τσιμπούρι [tsimbúri] (n./n.) garrapata,
στής τσέπης- ordenador de bolsillo τσιμπούσι [tsimpúsi] (n./n.) banque­
•λεξικό τσέπης- diccionario de bol­ te.
sillo · έκδοση τσέπης- edición de τσιμπώ [tsimbó] (v.) pinchar, pellizcar,
bolsillo. picar, aguijonear,
τσεπώνω [tsepóno] (v.) meter en el τσίνορο [tsínoro] (n./n.) párpado,
bolsillo, embolsar, τσίπα [tsípa] (n./f.) vergüenza, pudor,
τσιγαρίζω [tsigarídso] (v.) dorar, τσιράκι [tsíráqui] (nyn.) secuaz, apren­
τσιγάρο [tsigáro] (n./n.) cigarro, ciga­ diz.
rrillo, pitillo, τσίριγμα [tsírigma] (n./n.) chillido,
τσιγαροθήκη [tsigarocíqui] (nyf.) pi­ τσιρίζω [tsirídso] (v.) chillar,
tillera. τσίρκο [tsírco] (n./n.) circo,
τσιγγάνος [tsigkános] (nym.) gitano, τσίρλα [tsírla] (n./f.) diarrea,
τσιγκέλι [tsigkéli] (n./n.) gacho, τσιρότο [tsiróto] (n./n.) esparadrapo,
τσίγκινος [tsígkinos] (adj.) de estaño, τσίτα [tsíta] (adv.) con tirantez, apreta­
τσιγκλώ [tsigkló] (v.) aguijonear, damente,
τσίγκος [tsígkos] (nym.) estaño, τσιτσίδι [tsitsídi] (adv.) desnudo,
τσιγκούνης [tsigkúnis] (adj.) tacaño, τσίτσιδος [tsítsidos] (adj.) desnudo,
avaro, roñoso, mezquino, τσιτσιρίζω [tsitsirídso] (v.) crepitar,
τσιγκουνιά [tsigkuñá] (n./f.) tacañería, chisporrotear,
avaricia. τσίτωμα [tsítoma] (n./n.) tensión,
τσίκνα [tsícna] (n./f.) olor a quemado/ τσιτώνω [tsitóno] (v.) estirar,
a chamusquina. τσιφλικάς [tsiflicás] (n./m.) terrate­

963
τσιφλίκι

niente, latifundista, trante, acre,


τσιφλίκι [tsiflíqui] (n7n.) latifundio, τσούχτρα [tsújtra] (n7f.) medusa, agua­
τσιφούτης [tsifútis] (adj.) tacaño, ava­ mala.
ro, roñoso, usurero, τσόφλι [tsófli] (n./n.) cáscara, piel,
τσίχλα [tsíjla] (n7f.) 1: (masticar) chicle, τσόχα [tsója] (nVf.) fieltro, paño, envol­
2: (Zool.) tordo, vimiento.
τσόκαρο [tsócaro] (nVn.) 1: zueco, τύλιγμα [tíligma] (nVn.) envoltura,
chanclo, 2: (coloq.) marrana, zorra, enrollamiento, envoltorio, enrosca­
τσολιάς [tsoliás] (nVm.) soldado grie­ dura.
go con uniforme tradicional, τυλίγω [tilígo] (v.) envolver, enrollar,
τσόντα [tsónta] (nVf.) película porno. enroscar, liar,
τσοντάρω [tsondáro] (ν.) 1: (ropa) en­ τύμβος [tímvos] (n7m.) tumba, mau­
sanchar, 2: (coloq.) contribuir con los soleo, túmulo,
gastos. τυμβωρυχία [timvorijía] (nVf.) saqueo
τσοπάνης [tsopánis] (n./m.) pastor, de tumbas,
τσοπανόσκυλο [tsopanósquilo] (nJn.) τυμβωρύχος [timvoríjos] (nVm.) sa­
(Zool.) perro pastor, queador de tumbas,
τσουβάλι [tsuváli] (n7n.) saco, τυμπανίζω [timbanídso] (v.) tocar el
τσουγκράνα [tsugkrána] (nyf.) rastri­ tambor, tamborilear,
llo. τυμπανιστής [timbanistís] (n7m.) tam­
τσουγκρανίζω [tsugkranídso] (v.) ras­ borilero.
trillar. τύμπανο [tímbano] (n./n.) 1: (Mús.)
τσουγκρίζω [tsugkrídso] (v.) chocar, tambor, tamboril, 2: (oreja) tímpano,
estrellar. τυπικός [tipicós] (adj.) 1: formal, recto,
τσούζω [tsúdso] (v.) picar, escocer ·τα 2: típico, peculiar, distintivo,
τσούζω- emborracharse, τυπικότητα [tipicótita] (n./f.) formali­
τσουκάλι [tsucáli] (nVn.) olla de barro, dad, rectitud,
marmita, τυπογραφείο [tipografío] (n./n.) im­
τσουκνίδα [tsucnída] (nVf.) ortiga, prenta.
τσούλα [tsúla] (nVf.) puta, marrana, τυπογραφία [tipografía] (nVf.) im­
τσουλήθρα [tsulízra] (n./f.) tobogán, prenta, tipografía,
τσουλούφι [tsulúfi] (n7n.) mechón de τυπογράφος [tipográfos] (nym.) im­
pelo, flequillo, presor, tipógrafo,
τσουλώ [tsuló] (v.) correr, deslizar, res­ τυποποίηση [tipopíisi] (nVf.) tipifica­
balarse. ción, estandardización,
τσούξιμο [tsúksimo] (n./n.) escozor, τυποποιώ [tipopió] (v.) tipificar, estan­
escocedura, darizar, normalizar,
τσουρέκι [tsuréqui] (nyn.) bollo, mul­ τύπος [tipos] (n./m.) 1: modelo, tipo,
titud. figura, 2: fórmula, 3: (periódico) pren­
τσούρμο [tsúrmo] (nVn.) manojo, gru­ sa.
po. τυπώνω [tipóno] (v.) imprimir,
τσουρουφλίζω [tsuruflídso] (v.) cha­ τύπωση [típosi] (n7f.) impresión,
muscar, quemar, abrasar, τυραννία [tiranía] (n7f.) 1: tiranía, des­
τσουχτερός [tsujterós] (adj.) pene­ potismo, 2: avasallamiento, opresión,

964
τωρινός

3: tortura, tormento, τυφλώνομαι [tiflónome] (v.) quedarse


τυραννικός [tiránicos] (adj.) 1: tirá­ ciego.
nico, despótico, 2: opresivo, 3: ator­ τύφλωση [tíflosi] (n./f.) ceguera,
mentador, τύφος [tifos] (n./m.) tifus,
τυράννισμα [tiránisma] (n7n.) tortura, τυφώνας [tifónas] (n./m.) tifón, torbe­
τύραννος [tíranos] (nVm.) tirano, opre­ llino, huracán,
sor, déspota, dictador, verdugo, τυχαία [tijéa] (adv.) por casualidad, ca­
τυραννώ [tiranó] (v.) tiranizar, domi­ sualmente, accidentalmente, even­
nar, avasallar, oprimir, torturar, ate­ tualmente, de paso,
nazar. τυχαίνω [tijéno] (v.) suceder, avenir,
τύρβη [tírvi] (nVf.) bullicio, movimie­ ocurrir, acontecer, acaecer,
nto, tumulto, τυχαίος [tijéos] (adj.) fortuito, casual,
τυρί [tirí] (n./n.) queso ·τυρίτρψμένο- accidental, común,
queso rallado, τυχερός [tijerós] (adj.) 1: afortunado,
τυροκομείο [tirocomío] (n7n.) que­ de suerte, 2: (juego) de azar ·τυχερά
sería. παιχνίδια-juegos de azar,
τυρόπιτα [tirópita] (n7f.) empanada τύχη [tíji] (n./f.) 1: suerte, azar, destino,
de queso, fortuna, 2: casualidad, abur, acaso ·
τύρφη [tírfi] (n./f.) turba, κατά τύχη- por casualidad · καλή
τύφλα [tifia] (nyf.) ceguera · τύφλα τύχηΐ- ¡mucha suerte!,
στο μεθύσι- borracho como una τυχοδιώκτης [tijodióctis] (nym.) aven­
cuba. turero.
τυφλόμυγα [tiflómiga] (n./f.) la gallina τυχοδιωκτικός [tijodiocticós] (adj.)
ciega (juego). aventurero,
τυφλοπόντικας [tiflopóndicas] (n./m.) τυχόν [tijón] (adv.) por casualidad,
(Zool.) topo, τύψη [típsi] (n./f.) remordimiento, de­
τυφλός [tiflós] (adj.) ciego · τυφλή sazón.
εμπιστοσύνη- confianza ciega, τώρα [tóra] (adv.) ahora, en este mo­
τυφλότητα [tiflótita] (n./f.) ceguera, mento.
τυφλώνω [tiflóno] (v.) cegar, dejar τωρινός [torinós] (adj.) actual, con­
ciego. temporáneo, presente.

965
jar, humectar, hidratar,
υγρασία [igrasía] (nyf.) humedad,
Y, u [ípsilon] (nyn.) vigésima letra del υγρό [ígró] (nyn.) líquido, fluido,
alfabeto griego, υγρομόνωση [igromónosi] (nyf.) prue­
ύαινα [íena] (nyf.) hiena, ba de humedad,
υάκινθος [iáquinzos] (nym.) (Bot.) ja­ υγροποιώ [igropió] (v.) licuar, derretir,
cinto. descoagular,
υαλικά [ialicá] (nyn.) pl. cristalería, υγρός [igrós] (adj.) 1: húmedo, moja­
υαλοβάμβακας [ialovámvacas] (nym.) do, 2: líquido ·υγρό σαπούνι- jabón
fibra de vidrio, líquido.
υαλοπωλείο [ialopolío] (nyn.) (tienda) υδαταγωγός [idatagogós] (n./m.) ca­
cristalería, ñería.
ύαλος [íalos] (nVm.) vidrio, υδατάνθρακας [idatánzracas] (nym.)
υαλουργία [ialurguía] (nyf.) vidriería, (Quím.) hidrato de carbono,
cristalería, υδατικός [idaticós] (adj.) hidratante,
υαλουργός [ialurgós] (nym.) vidriero, υδάτινος [idátinos] (adj.) acuoso, de
cristalero, agua, acuático,
υάρδα [iárda] (n./f.) yarda, υδατογραφία [idatografía] (n./f.) acua­
ύβος [ívos] (n./m.) giba, joroba, rela.
υβρεολόγιο [ivreológuio] (n./n.) in­ υδατόπτωση [idatóptosi] (n./f.) ca­
vectiva, diatriba, scada.
υβρίζω [ivrídso] (v.) insultar, ofender, υδατοστεγής [idotosteguís] (adj.) im­
ultrajar, faltar al respeto, decir gro­ penetrable, impermeable,
serías. υδατοφράκτης [idatofráctis] (nym.)
ύβρις [ívris] (n./f.) injuria, invectiva, presa.
insulto. υδατώδης [idatódis] (adj.) acuoso,
υβριστής [ivristís] (n./m.) insultador, hídrico.
υβριστικός [ivristicós] (adj.) insulta­ υδραγωγείο [idragoguío] (nyn.) acue­
nte, ofensivo, ultrajante, ducto.
υγεία [¡guía] (nyf.) salud, υδραγωγός [idragogós] (n./m.) cañe­
υγειονομία [iguionomía] (n./f.) sani­ ría de agua,
dad, salud, υδραντλία [idrandlía] (n./f.) bomba de
υγειονομικός [iguionomicós] (adj.) sa­ agua.
nitario, de salud ·υγειονομικός έλεγ­ υδράργυρος [idrárguiros] (nym.) (Quím.)
χος· control sanitario, mercurio.
υγιαίνω [iguiéno] (v.) gozar de buena υδρατμός [idratmós] (n./m.) vapor de
salud, estar sano, agua, exhalación,
υγιεινή [iguiiní] (nyf.) sanidad, higie­ υδραυλικός [idravlicós] 1: (nym.) (pro­
ne, saneamiento, fesión) fontanero, 2: (adj.) hidráulico
υγιεινός [iguiinós] (adj.) saludable, •υδραυλικό τιμόνι- volante hidraúli-
sano, higiénico, co.
υγιής [iguiís] (adj.) sano, bien de sa­ υδρεύομαι [idrévome] (v.) abastecer­
lud. se de agua,
υγραίνω [igréno] (v.) humedecer, mo­ υδρευτικός [idrefticós] (adj.) de aba­

966
υπαίθριος

stecimiento ·υδρόβια φυτά- plantas υιοθεσία [iocesía] (n./f.) adopción,


acuáticas, prohijamiento,
ύδρευση [ídrefsi] (n./f.) abastecimie­ υιοθέτηση [iocétisi] (n./f.) 1: adopción,
nto de agua, ahijar, prohijar, 2: arrogar,
υδρόβιος [idróvios] (adj.) acuático, υιοθετώ [iocetó] (v.) adoptar,
acuoso ·υδρευηκό κανάλι- canal de υιός [iós] (n./m.) hijo,
abastecimiento, ύλη [íli] (n7f.) materia ·διδακτέα ύλη-
υδρόγειος [idróguios] (adj.) terráqueo, meteria de los cursos · πλαστική
υδρογόνο [idrogóno] (nVn.) (Quím.) ύλη- materia plástica,
hidrógeno, υλικό [ilicó] (n./n.) material,
υδρογραφία [idrografía] (n./f.) hidro­ υλικός [ilicós] (adj.) material, corporal
grafía. •υλικές ζημιές- daños materiales,
υδροηλεκτρικός [idroilectricós] (adj.) υλισμός [ilismós] (nVm.) materiali­
hidroeléctrico, smo.
υδρόθειο [idrócio] (n7m.) (Quím.) áci­ υλιστής [ilistís] (n./m.) materialista,
do sulfúrico, υλοποίηση [ilopíisi] (nVf.) materializa­
υδροθεραπεία [idrocerapía] (n7f.) hi­ ción, realización, ejecución,
droterapia, υλοποιώ [ilopió] (v.) materializar, reali­
υδροκίνητος [idroquínitos] (adj.) hi­ zar, llevar a cabo, hacer, ejecutar,
dráulico, hidromovido. υλοτομία [ilotomía] (n./f.) tala,
υδροκυάνιο [idroquiánio] (n./n.) υλοτόμος [ilotómos] (n7m.) leñador,
(Quím.) ácido prúsico, talador,
υδρόμυλος [idrómilos] (nVm.) molino υλοτομώ [ilotomó] (v.) talar,
de agua. υμένας [iménas] (n./m.) membrana,
υδροπλάνο [idropláno] (nVn.) hidroa­ himen.
vión. ύμνηση [ímnisi] (n./f.) glorificación,
υδρορροή [idroroD (n./f.) gotera, ca­ υμνητής [imnitís] (n7m.) elogiador,
nal. alabador.
υδροστάθμη [idrostázmi] (n./f.) nivel ύμνος [ímnos] (n./m.) himno, canto,
de agua. elogio, alabanza,
υδροστατικός [idrostaticós] (adj.) hi- υμνώ [imnó] (v.) elogiar, alabar,
drostático. uvi [iní] (n./n.) arado,
υδροστρόβιλος [idrostróvilos] (n./m.) υπάγομαι [ipágome] (v.) someterse,
remolino de agua, hidroturbina. subordinarse,
υδρόφιλος [idrofilos] (adj.) hidrófilo, υπαγόρευση [ipagórefsi] (n./f.) 1: di­
υδροφοβία [idrofovía] (n./f.) hidrofo­ ctado, 2: consejo, sugerencia,
bia. υπαγορεύω [ipagorévo] (v.) dictar,
υδροχόος [idrojóos] (n./m.) (Zod.) υπάγω [ipágo] (v.) 1: someter, subordi­
Acuario. nar, 2: clasificar,
υδρόχρωμα [idrójroma] (n./n.) pintu­ υπαγωγή [ipagoguí] (n./f.) sumisión,
ra al temple, subordinación,
υδρωπικία [idropiquía] (n./f.) hidro­ ύπαιθρο [ípezro] (n./n.) aire libre,
pesía. υπαίθριος [ipézrios] (adj.) al aire libre
ύδωρ [ídor] (n./n.) agua. • υπαίθρια αγορά- mercado al aire

967
ύπαιθρος

libre. (impersonal) hay.


ύπαιθρος [ípezros] (n./f.) campo, aire υπασπιστής [ipaspistís] (nVim.) ayu­
libre. dante, edecán,
υπαινιγμός [ipenigmós] (n7m.) alu­ υπαστυνόμος [ipastinómos] (n./m.)
sión, insinuación, indirecta, subinspector de policía,
υπαινίσσομαι [ipenísome] (v.) aludir, ύπατος [ípatos] (adj.) 1: supremo, 2:
insinuar. (n./m.) cónsul,
υπαίτιος [ipétios] (adj.) culpable, cul­ ύπατος [ípatos] (n./m.) cónsul,
pado, responsable, υπεγγύηση [ipegkíisi] (nVf.) garantía,
υπαιτιότητα [ipetiótita] (nyf.) culpabi­ fianza.
lidad, responsabilidad, υπέδαφος [ipédafos] (nVn.) subsuelo,
υπακοή [ipacoí] (nVf.) obediencia, su­ υπεισέρχομαι [ipisérjome] (v.) des­
misión, acatamiento, docilidad, lizarse, colarse, introducirse, entrar
υπάκουος [ipácuos] (adj.) obediente, (en).
sumiso, dócil, υπεκμισθώνω [ipecmiszóno] (v.) sub­
υπακούω [ipacúo] (v.) obedecer, e- arrendar, realquilar,
scuchar. υπεκμίσθωση [ipecmíszosi] (nVf.)
υπαλλαγή [ipalaguQ (nVf.) sustitución, subarriendo,
υπάλληλος [ipálilos] (n7m.+f.) em­ υπεκφεύγω [ipecfévgo] (v.) eludir,
pleado, dependiente, asalariado, · evadir, rehuir, esquivar,
υπάλληλος γραφείου- empleado de υπεκφυγή [ipecfiguí] (n./f.) rehuida,
collar blanco, evasión.
υπανάπτυκτος [ipanáptictos] (adj.) υπενθυμίζω [ipencimídso] (v.) notifi­
subdesarrollado, retrasado, atrasa­ car, recordar, traer a la memoria,
do. υπενθύμιση [ipencímisi] (nVf.) notifi­
υπανάπτυξη [ipanáptiksi] (nyf.) sub- cación.
desarrollo. υπενοικιάζω [ipeniquiádso] (v.) real­
υπαναχώρηση [ipanajórisi] (n7f.) reti­ quilar.
rada, huida, ida, repliegue, υπεξαγωγή [ipeksagoguí] (n7f.) resta,
υπαναχωρώ [ipanajoró] (v.) volverse sustracción,
atrás, retirarse, retraerse, retractarse υπεξαίρεση [ipekséresi] (n./f.) sustra­
de. cción, hurto, robo, malversación,
υπαξιωματικός [ipaksiomaticós] (n7m.) υπεξαιρώ [ipekseró] (v.) sustraer, hur­
suboficial, tar, malversar,
υπαρκτός [iparctós] (adj.) existente, υπέρ [ipér] (prep.) a favor de, por, en
actual. pro de, sobre, más.
ύπαρξη [íparksi] (nVf.) existencia, ser, υπεραγαπώ [iperagapó] (v.) amar mu­
vida. cho, querer mucho, adorar,
υπαρξισμός [iparksismós] (n./m.) exi- υπεραγορά [iperagorá] (n./f.) super­
stencialismo. mercado.
υπαρξιστής [iparksistís] (n_/m.) exi- υπεραιμία [iperemía] (nyf.) hipere­
stencialista. mia.
υπαρχηγός [iparjigós] (nVm.) subjefe, υπεραμύνομαι [iperamínome] (v.) de­
υπάρχω [ipárjo] (v.) 1: existir, ser, 2: fender, mantener.

968
υπερθερμαίνω

υπεράνθρωπος [iperánzropos] 1: υπεργολαβία [ipergolavía] (n./f.) sub-


(n./m.) superhombre, 2: (adj.) sobre­ contratación.
humano. υπερδιέγερση [iperdiérguersi] (n./f.)
υπεράνω [iperáno] (adv.) por encima sobreexcitación · βρίσκομαι σε
de · υπεράνω πόσης υποψίας- por υπερδιέγερση- estar sobreexcitado,
encima de toda sospecha, υπερδύναμη [iperdínami] (n./f.) su-
υπεραξία [iperaksía] (n./f.) plusvalía, perpotencia.
υπεράριθμος [iperárizmos] (adj.) muy υπερεκτίμηση [íperectímisi] (n./f.) so-
numeroso, abundante, brestimación.
υπεραρκετός [iperarquetós] (adj.) más υπερεκτιμώ [iperectimó] (v.) sobr(e)
que suficiente, estimar.
υπερασπίζω [iperaspídso] (v.) defen­ un8pévra<ni[iperéndas¡](nyf.)h¡perten-
der, abogar, sión, nerviosismo,
υπεράσπιση [iperáspisi] (nyf.) 1: de­ υπερεντατικός [iperendaticós] (adj.)
fensa, protección, 2: muralla, intensivo.
υπερασπιστής [iperaspistís] (n./m.) υπερεπάρκεια [iperepárquia] (n./f.)
defensor. sobreabundancia,
υπεραστικός [iperasticós] (adj.) inter­ υπερευαίσθητος [iperevéscitos] (adj.)
urbano · υπεραστικό λεωφορείο- hipersensible.
autobús interurbano, υπερευχαριστώ [iperefjaristó] (v.)
υπερατλαντικός [iperatlandicós] agradecer infinitamente,
(adj.) transatlántico, υπερέχω [iperéjo] (v.) sobresalir, so­
υπεραφθονία [iperafzonía] (n./f.) so­ brepasar, superar, ser superior,
breabundancia, υπερήλικος [iperílicos] (adj.) muy an­
υπερβαίνω [ipervéno] (v.) 1: sobrepa­ ciano.
sar, exceder, 2: traspasar, υπερήμερος [iperímeros] (adj.) retra­
υπερβάλλω [iperválo] (v.) 1: exagerar, sado.
2: excederse, extralimitarse, υπερηφάνεια [iperífánia] (n./f.) orgu­
υπέρβαρος [ipérvaros] (adj.) obeso, llo, soberbia, altivez, altanería,
demasiado gordo/pesado, υπερηφανευομαι [iperifanévome] (v.)
υπέρβαση [ipérvasi] (nyf.) 1: exceso, ser orgulloso,
extralímitación, 2: transgresión · υπερήφανος [iperífanos] (adj.) orgu­
κάνω υπέρβαση- hacer un exceso · lloso, soberbio, altivo, altanero,
υπέρβαση βάρους- exceso de peso, υπερηχητικός [iperijiticós] (adj.) su­
υπερβατικός [ipervaticós] (adj.) tra­ persónico · υπερηχητικά κύματα-
scendente, trascendental, ondas supersónicas,
υπερβολή [ipervolí] (n./f.) 1: exagera­ υπερηχογράφημα [iperijográfima]
ción, exceso, 2: (Mat.) hipérbola, (n./n.) ecografía,
υπερβολικός [ipervolicós] (adj.) exa­ υπέρηχος [ipérijos] (nym.) ultrasoni­
gerado, desmedido, excesivo, des­ do.
orbitado, hiperbólico · υπερβολική υπερθεματίζω [ipercematídso] (v.) exa­
ταχύτητα- velocidad excesiva, gerar, pujar, exceder,
υπέργηρος [ipérguiros] (adj.) decrépi­ υπερθερμαίνω [ipercerméno] (v.) so­
to, anciano, viejo. brecalentar.

969
υπερθετικός

υπερθετικός [iperceticós] (adj.) su­ ción, arrogancia, soberbia, altanería,


perlativo · υπερθετικός βαθμός- el υπερπαραγωγή [iperparagoguí] (nVf.)
superlativo, superproducción,
υπέρθυρο [ipérciro] (n./n.) dintel, υπερπέραν [iperpéran] (nVn.) de más
υπερίπταμαι [iperíptame] (v.) sobre­ allá, muy lejos ·η φωνή του ακού-
volar, planear, γεται από το υπερπέραν- su voz se
υπερίσχυση [iperísjísi] (n./f.) predomi­ escucha desde muy lejos,
nio, preponderancia, υπερπηδώ [iperpidó] (v.) saltar, sobre­
υπερισχύω [iperisjío] (v.) prevalecer, pasar, superar,
prevaler, predominar, υπερπλήρης [iperplíris] (adj.) colma­
υπεριώδης [iperiódis] (adj.) ultraviole­ do, repleto,
ta · υπεριώδης ακτινοβολία- radia­ υπερπληθυσμός [iperplicismós] (nVm.)
ción ultravioleta, superpoblación,
υπερκόπωση [ipercóposi] (nyf.) exte­ υπερπληρώ [iperpliró] (v.) colmar,
nuación, agotamiento físico, υπερπολυτελής [iperpolitelís] (adj.)
υπερκόσμιος [ipercósmios] (adj.) ce­ suntuoso, lujoso,
lestial, divino, υπερπόντιος [iperpóndios] (adj.) de
υπέρμαχος [ipérmajos] (adj.) defen­ ultramar.
sor, militante, υπερρεαλισμός [iperealismós] (n./m.)
υπερμεγέθης [ipermeguécis] (adj.) surrealismo,
enorme, descomunal, imponente, υπερσιτίζω [ipersitídso] (v.) sobreali­
colosal. mentar.
υπέρμετρος [ipérmetros] (adj.) des­ υπερσιτισμός [ipersitismós] (n7m.)
mesurado, desmedido, despropor­ sobrealimentación,
cionado. υπερσύγχρονος [ipersíjronos] (adj.)
υπερμέτρωπας [ipermétropas] (n./m.) muy moderno,
hipermétrope. υπερσυντέλικος [ipersindélicos] (nVm.)
υπερμετρωπία [ipermetropía] (n./f.) (Gram.) pretérito pluscuamperfecto,
hipermetropía. υπέρταση [ipértasi] (nVf.) hiperten­
υπερνικώ [ipernicó] (v.) superar, so­ sión.
brepasar. υπέρτατος [ipértatos] (adj.) supremo,
υπέρογκος [ipérogkos] (adj.) 1: muy sumo, superlativo,
voluminoso, abultado, 2: excesivo, υπέρτερος [ipérteros] (adj.) superior,
exorbitante, υπερτερώ [iperteró] (v.) ser superior,
υπερόπτης [iperóptis] (nVm.) altane­ destacar, superar,
ro, presumido, υπερτίμημα [ipertímima] (nVn.) au­
υπεροπτικός [iperopticós] (adj.) pre­ mento, incremento,
sumido, arrogante, altanero, υπερτίμηση [ipertímisi] (n7f.) 1: so-
ύπερος [íperos] (n7m.) (Bot.) pistilo, brestimación, 2: revalorización, en­
υπεροχή [iperojí] (n./f.) superioridad, carecimiento, alza,
supremacía, superación, υπερτιμώ [ipertimó] (v.) 1: sobresti-
υπέροχος [ipérojos] (adj.) excelente, mar, 2: revalorizar, encarecer,
maravilloso, extraordinario, υπερτροφία [ipertrofía] (nVf.) hiper­
υπεροψία [iperopsía] (nVf.) presun­ trofia, sobrealimentación.

970
υποβαθμίζω

υπέρυθρος [ipérizros] (adj.) infrarrojo υπηρέτρια [ipirétria] (n./f.) sirvienta,


•υπέρυθρες ακτίνες- rayos infrarro­ criada, asistenta,
jos. υπηρετώ [ipiretó] (v.) 1: servir, estar al
υπερυψώνω [iperipsóno] (v.) alzar, re­ servicio de, 2: hacer la mili,
alzar, ensalzar, exaltar, υπναλέος [ipnaléos] (adj.) soñoliento,
υπερφορτώνω [iperfortóno] (v.) so­ υπναράς [ipnarás] (adj.) dormilón,
brecargar, recargar, υπνηλία [ipnilía] (n./f.) soñolencia,
υπερφόρτωση [iperfórtosi] (n./f.) so­ modorra, somnolencia, adormeci­
brecarga. miento, sopor,
υπερφυσικός [iperfisicós] (adj.) so­ υπνοβασία [ipnovasía] (n./f.) sonam­
brenatural, extraordinario · υπερ­ bulismo.
φυσικές δυνάμεις- fuerzas sobrena­ υπνοβάτης [ipnovátis] (n./m.) sonám­
turales. bulo.
υπερχειλίζω [iperjilídso] (v.) rebosar, υπνοδωμάτιο [ipnodomátio] (n./n.)
derramar, dormitorio, habitación, cuarto,
υπερχείλιση [iper] (nyf.) rebosamie­ ύπνος [ípnos] (n./m.) 1: sueño, 2: (des­
nto. pués de la comida) siesta,
υπερψηφίζω [iperpsifídso] (v.) votar a υπνόσακος [ipnósacos] (nVm.) saco/
favor de. bolsa de dormir,
υπερώα [iperóa] (n./f.) paladar, ύπνωση [ípnosi] (n./f.) hipnosis,
υπερωκεάνιο [iperoqueánio] (n./n.) υπνωτήριο [ipnotírio] (n7n.) dormi­
transatlántico, torio.
υπερωκεάνιος [iperoqueánios] (adj.) υπνωτίζω [ipnotídso] (v.) 1: hipnotizar,
transatlántico, 2: seducir, encantar,
υπερώο [iperóo] (n./n.) buhardilla, υπνωτικό [ipnoticó] (n7n.) somnífe­
υπερωρία [iperoria] (nyf.) hora ex­ ro, sedante, hipnótico, pastilla para
traordinaria ·κάνω υπερωρίες- tra­ dormir.
bajar horas extraordinarias, υπνωτικός [ipnoticós] (adj.) hipnótico,
υπεύθυνος [ipéfcinos] (adj.) 1: respon­ somnífero · υπνωτικό χάπι- pastilla
sable, 2: culpable, para dormir,
υπευθυνότητα [ipefcinótita] (nyf.) re­ υπνωτισμός [ipnotismós] (n./m.) hip­
sponsabilidad, notismo.
υπήκοος [ipícoos] (n7m.+ f.) súbdito, υπό [ipó] (prep.) bajo, por · υπό την
ciudadano, προστασία κάποιου- bajo la cu­
υπηκοότητα [ipicoótita] (n./f.) ciuda­ stodia de alguien ·υπό την επίβλε­
danía, nacionalidad, ψη- bajo la supervisión ·υπό κατα­
υπήνεμος [ipínemos] (adj.) sotavento, σκευή- bajo reconstrucción · υπό
υπηρεσία [¡piresia] (n./f.) 1: servicio, 2: την επήρεια- bajo la influenza ·υπό
sección, 3: (mujer) criada, camarera, περιορισμό- bajo restricciones ·υπό
υπηρεσιακός [ipiresiacós] (adj.) ofi­ σκέψη- bajo consideración ·υπό την
cial, oficioso · υπηρεσιακό έγγρα­ αιγίδα- bajo el patrocinio ·υπό πα­
φ ο- documento oficial, ραίτηση- por renuncia voluntaria ·
υπηρέτης [ipirétis] (nVm.) sirviente, υπό τον όρο- bajo la condición,
criado. υποβαθμίζω [ipovazmídso] (v.) infra­

971
υποβάθμιση

valorar, subestimar, υπόγειος [ipóguios] (adj.) subterrá­


υποβάθμιση [ipovázmisi] (nyf.) infra- neo.
valoración, degradación, υπογραμμίζω [ipogramídso] (v.) su­
υποβαθμισμένος [ipovazmisménos] brayar, resaltar,
(adj.) degradado, υπογράμμιση [ipográmisi] (n./f.) su­
υπόβαθρο [ipóvazro] (n./n.) base, pe­ brayado,
destal, apoyo, υπογραφή [ipografí] (n./f.) firma,
υποβάλλω [ipoválo] (v.) someter, υπογράφω [ipográfo] (v.) firmar, su­
presentar, sugestionar ·υποβάλλω/ scribir, refrendar,
απορρίπτω μια αίτηση- presentar/ υποδαυλίζω [ipodavlídso] (v.) atizar,
denegar una solicitud, avivar.
υποβαστάζω [ipovastádso] (v.) 1: sos­ υποδεέστερος [ipodeésteros] (adj.)
tener, soportar, apoyar, llevar, aguan­ inferior, ínfimo · υποδεέστερη ση­
tar, sobrellevar, μασία- ínfima importancia,
υποβιβάζω [ipovivádso] (v.) 1: descen­ υπόδειγμα [ipódigma] (nyn.) modelo,
der, degradar, rebajar, 2: humillar, ejemplo, protótipo.
υποβιβασμός [ipovivasmós] (nym.) 1: υποδειγματικός [ipodigmaticós] (adj.)
descenso, degradación, 2: humilla­ ejemplar, modélico,
ción. υπόδειξη [ipódiksi] (nyf.) indicación,
υποβλέπω [ipovlépo] (v.) mirar con sugerencia,
desconfianza, mirar de reojo, υποδεικνύω [ipodicnío] (v.) indicar, su­
υποβλητικός [ipovliticós] (adj.) suge­ gerir, recomendar, apuntar, denotar,
stivo, evocador, υποδεκάμετρο [ipodecámetro] (nyn.)
υποβοηθώ [ipovoizó] (v.) asistir, ayu­ decímetro,
dar, apoyar, auxiliar, υποδερμικός [ipodermicós] (adj.) hi-
υποβολέας [ipovoléas] (nym.) apu­ podérmico, subcutáneo,
ntador. υποδέχομαι [ipodéjome] (v.) recibir,
υποβολή [ipovolí] (nyf.) sometimie­ acoger, dar la bienvenida (a),
nto, presentación, sugestión, υποδηλώνω [ipodilóno] (v.) aludir,
υποβόσκω [ipovósco] (v.) estar late­ mencionar, sugerir,
nte. υπόδημα [ipódigma] (nyn.) calzado,
υποβρύχιο [ipovríjio] (nyn.) submari­ zapato.
no, subacuático, υποδηματοποιείο [ipodimatopiío] (nyn.)
υποβρύχιος [ipovrljios] (adj.) subma­ zapatería.
rino. υποδηματοποιός [ipodimatopiós] (nym.)
υποβρυχίως [ipovrijíos] (adv.) bajo zapatero, botinero,
agua, bajo el mar. υποδιαίρεση [ipodiéresi] (nyf.) subdi­
υπογαστρικός [ipogastricós] (adj.) visión.
abdominal, υποδιαιρώ [ipodieró] (v.) subdividir.
υπογάστριο [ipogástrio] (nyn.) abdo­ υποδιαστολή [ipodiastolí] (nyf.) coma
men. decimal.
υπογεγραμμένος [ipoguegraménos] υποδιεύθυνση [ipodiéfcinsi] (nyf.)
(adj.) el que suscribe, subdirección · υποδιεύθυνση τρο­
υπόγειο [ipóguio] (nyn.) sótano. χαίας· subdirección de policía.

972
υποκόμης

υποδιευθυντής [ipodiefcindís] (n./m.) υποθηκεύω [ipociquévo] (v.) hipote­


subdirector, car.
υπόδικος [ipódicos] (adj.) procesado, υποθήκη [ipocíqui] (nyf.) hipoteca,
acusado, inculpado, precepto.
υποδομή [ipodomfl (nyf.) infraestru­ υποθηκοφυλακείο [ipocicofilaquío]
ctura ·οικονομική/πνευματική υπο­ n. registro de propiedad,
δομή- infraestructura económica/ υποκαθιστώ [ipocacistó] (v.) sustituir,
espiritual, reemplazar, subrogar,
υποδόριος [ipodórios] (adj.) subcu­ υποκατανάλωση [ipocatanálosi]
táneo. (nyf.) consumismo bajo,
υπόδουλος [ipódulos] (adj.) vasallo, υποκατάσταση [ipocatástasi] (nyf.)
esclavo. sustitución, subrogación,
υποδουλώνω [ipodulóno] (v.) subyu­ υποκατάστατο [ipocatástato] (nyn.)
gar, esclavizar, avasallar, sustituto, sucedáneo,
υποδούλωση [ipodúlosi] (nyf.) escla­ υποκατάστατος [ipocatástatos] (adj.)
vitud, sometimiento, sustituto, sucedáneo, reemplazante,
υποδοχή [ipodojí] (nyf.) recepción, υποκατάστημα [ipocatástima] (nyn.)
recibimiento, acogida, acogimiento, sucursal, filial,
bienvenida, υπόκειμαι [ipóquime] (v.) estar some­
υποδύομαι [ipodíome] (v.) hacerse tido o sujeto (a), encontrarse bajo,
pasar por, hacer el papel de. υποκειμενικός [ipoquimenicós] (adj.)
υποζύγιο [ipodsíguio] (nyn.) (Zool.) subjetivo,
acémila, animal de carga, muía, asno, υποκειμενικότητα [ipoquimenicóti-
bestia de carga, ta] (nyf.) subjetividad,
υποθαλάσσιος [ipozalásios] (adj.) υποκείμενο [ipoquímeno] (nyn.) su­
submarino, jeto.
υποθάλπω [ipozálpo] (v.) 1: alimentar, υποκίνηση [ipoqulnisi] (nyf.) incita­
fomentar, incubar, dar asilo, 2: alca­ ción, instigación,
huetear, υποκινητής [ipoquinitís] (nyf.) incita­
υπόθεμα [ipócema] (nyn.) base, dor, instigador, promotor, provoca­
υποθερμαίνω [ipocerméno] (v.) tem­ dor.
plar. υποκινώ [ipoquinó] (v.) incitar, insti­
υπόθεση [ipócesi] (n./f.) 1: suposición, gar, promover, azuzar,
sospecha, 2: hipótesis, caso, asunto, υποκλέπτω [ipoclépto] (v.) intercep­
tema, cuenta · κάνω μια υπόθεση- tar.
hacer una suposición ·δεν είναι δική υποκλίνομαι [ipoclínome] (v.) incli­
μου υπόθεση- no es mi problema/ narse, hacer reverencia,
asunto. υπόκλιση [ipóclisi] (nyf.) reverencia,
υποθετικός [ipoceticós] (adj.) 1: su­ υποκλοπή [ipodopí] (nyf.) intercep­
puesto, hipotético, imaginario, 2: tación, intervención · τηλεφωνική
(Gram.) condicional, υποκλοπή- interceptación telefóni­
υπόθετο [ipóceto] (n./n.) supositorio, ca.
υποθέτω [ipocéto] (v.) suponer, presu­ υποκόμης [ipocómis] (nym.) vizcon­
mir, conjeturar. de.

973
υποκόπανος

υποκόπανος [ipocópanos] (n7m.) cu­ υπολογίσιμος [ipologuísimos] (adj.)


lata. calculable, considerable, apreciable.
υποκοριστικό [ipocoristicó] (n7n.) di­ υπολογισμός [ipologuismós] (n./m.)
minutivo. cálculo, cuenta, avalúo,
υποκοριστικός [ipocoristicós] (adj.) υπολογιστής [ipologuistís] (n./m.) 1:
diminutivo, ordenador, 2: (para cálculos) compu­
υπόκοσμος [ipócosmos] (n7m.) ham­ tadora, calculadora,
pa, bajos fondos, inframundo, deli- υπόλογος [ipólogos] (adj.) responsa­
cuentes. ble.
υποκρίνομαι [ipocrínome] (v.) fingir, υπόλοιπο [ipólipo] (n./n.) resto, saldo,
disimular, simular, hacer el papel de. remanente,
υποκρισία [ipocrisía] (nVf.) hipocresía, υπόλοιπος [¡pólipos] (adj.) restante,
fingimiento, simulación, camandu­ υπολοχαγός [ipolojagós] (n7m.) te­
lería. niente.
υποκριτής [ipocritís] (n./m.) hipócrita, υπομένω [ipoméno] (v.) soportar, aguan­
falso, simulado, camandulero, tar, sufrir, padecer, conllevar,
υποκριτική [ipocritiquí] (n./f.) arte υπομισθώνω [ipomiszóno] (v.) sub­
dramático, arrendar.
υποκριτικός [ipocriticós] (adj.) fingi­ υπόμνημα [ipómnima] (nVn.) me­
do. morándum, informe, memoria ·
υπόκρουση [ipócrusi] (nyf.) acompa­ υποβάλλω υπόμνημα- someter un
ñamiento · μουσική υπόκρουση- memorándum,
acompañamiento musical, υπόμνηση [ipómnisi] (n7f.) recuerdo,
υποκρύπτω [ipocrípto] (v.) ocultar · notificación, aviso, recordatorio,
υπέκρυπτε την αλήθεια- ocultaba υπομονετικός [ipomoneticós] (adj.)
la verdad, paciente.
υποκύπτω [ipoquípto] (v.) ceder, su­ υπομονή [ipomoní] (n./f.) paciencia ·
cumbir, avasallarse, κάνω υπομονή- ser paciente,
υπόκωφος [ipócufos] (adj.) sordo, υποναύαρχος [iponávarjos] (n./m.)
υπολανθάνω [ipolanzáno] (v.) estar vicealmirante,
latente. υπόνοια [ipónia] (n7f.) sospecha, ba­
υπολανθάνων [ipolanzánon] (adj.) la­ rrunto ·έχω την υπόνοια ότι- tengo
tente. la sospecha de que.
υπόλειμμα [ipólima] (n./n.) resto, resi­ υπονομεύω [iponomévo] (v.) 1: soca­
duo, deshecho, remanente, var, minar, 2: menoscabar,
υπολείπομαι [ipolípome] (v.) restar, υπόνομος [ipónomos] (nVm.) alcan­
quedar. tarilla.
υπολήπτομαι [ipolíptome] (v.) esti­ υπονοούμενο [iponoúmeno] (nVn.)
mar, apreciar, considerar, respectar, indirecta, insinuación, reticencia ·
υπόληψη [ipólipsi] (n./f.) estima, apre­ πιάνω το υπονοούμενο- entender
cio, consideración, admiración, la indirecta,
υπολογίζω [ipologuídso] (v.) 1: calcu­ υπονοούμενος [iponoúmenos] (adj.)
lar, contar, computar, 2: (para perso­ implícito, concomitante, sobreen­
nas) contar con. tendido.

974
υποτιμώ

υπονοώ [iponoó] (ν.) insinuar, dar a υποσυνείδητος [iposiníditos] (adj.) sub­


entender, consciente,
υποπίπτω [ipopípto] (v.) caer, incurrir, υπόσχεση [ipósjesi] (n./f.) promesa,
υποπροϊόν [ipoproión] (n./n.) subpro­ compromiso, palabra · υπόσχεση
ducto, derivado, γάμου- compromiso matrimonial ·
υποπρόξενος [ipopróksenos] (n./m.) αθετώ μια υπόσχεση- faltar a una
vicecónsul, promesa.
υποπτεύομαι [ipoptévome] (v.) sos­ υπόσχομαι [ipósjome] (v.) prometer,
pechar, desconfiar, comprometerse, dar la palabra,
ύποπτος [ípoptos] (adj.) sospechoso, υποταγή [ipotaguí] (n./f.) sumisión,
υποσημειώνω [iposimióno] (v.) 1: avasallamiento, obediencia,
anotar, apostillar, 2: (escrito) apuntar, υποταγμένος [ipotagménos] (adj.) su­
υποσημείωση [iposimíosi] (n./f.) nota, miso.
anotación, apostilla, apunte, υποτακτική [ipotactiquí] (n./f.) (Gram.)
υποσιτισμός [ipositismós] (nVm.) des­ Subjuntivo,
nutrición. υποτακτικός [ipotacticós] (adj.) subor­
υποσκάπτω [iposcápto] (v.) socavar, dinado, sumiso, obediente · (Gram.)
minar. υποτακτικός σύνδεσμος- conjunción
υποσκελίζω [iposquelídso] (v.) suplan­ subordinada,
tar, desbancar, υπόταξη [ipótaksi] (ηΛ) subordina­
υποστάθμη [ipostázmi] (n7f.) sedi­ ción.
mento, poso, depósito, υποτάσσομαι [ipotásome] (v.) some­
υπόσταση [ipóstasi] (ηΛ) existencia, terse, avasallarse,
fundamento, base. υποτάσσω [ipotáso] (v.) someter, sub­
Οποστατικό [ipostaticó] (n7n.) finca, yugar, avasallar,
υπόστεγο [ipóstego] (n./n.) cobertizo, υποτείνουσα [ipotínusa] (nyf.) hipo­
υποστέλλω [ipostélo] (v.) arriar, bajar, tenusa.
υποστήριγμα [ipostírigma] (ηΛι.) υποτέλεια [ipotélia] (n./f.) subordina­
soporte, apoyo, base, pedestal, arri­ ción, sumisión, sometimiento, ava­
madero. sallamiento,
υποστηρίζω [ipostirídso] (v.) apoyar, υποτελής [ipotelís] (adj.) subordinado,
sostener, mantener, sometido, tributario, subafluente,
υποστήριξη [ipostíriksi] (n./f.) apoyo, υποτίθεται [ipotícete] (v. impers.) se
sostén, arrimadero, arrimo, supone.
υποστιγμή [ipostigmí] (ηΛ) (punto) υποτιθέμενος [ipoticémenos] (adj.)
coma. supuesto, presunto,
υποστολή [ipostoli] (n./f.) arriamie- υποτίμηση [ipotímisi] (n./f.) deprecio,
nto. devaluación, menosprecio, apoca­
υπόστρωμα [ipóstroma] (n./n.) sustra­ miento.
to, substrato, estrato, base, capa, υποτιμητικός [ipotimiticós] (adj.) des­
υποστύλωμα [ipostíloma] (n./n.) base, pectivo, despreciativo ·υποτιμητικό
soporte. σχόλιο- comentario despectivo,
υποσυνείδητο [iposinídito] (ηΛι.) sub υποτιμώ [ipotimó] (v.) depreciar, de-
consciente, subconsciencia. valuar, subestimar, menospreciar.

975
υποτιτλισμός

υποτιτλισμός [ipotitlismós] (nym.) sub- υποχθόνιος [ipojzónios] (adj.) 1: sub­


titulación. terráneo, enterrado, 2: infernal, vil.
υπότιτλος [ipótitlos] (nym.) subtitulo, υποχονδρία [ipojondría] (nyf.) hipo­
υποτροπή [ipotropí] (n./f.) recaída, condría.
reincidencia, υποχόνδριος [ipojóndrios] (adj.) hipo­
υποτροπιάζω [ipotropiádso] (v.) re­ condríaco,
caer, reincidir, volver a caer, υπόχρεος [ipójreos] (adj.) obligado,
υπότροπος [ipótropos] (adj.) reinci­ agradecido, en deuda · σου είμαι
dente. υπόχρεος- te estoy agradecido,
υποτροφία [ipotrofía] (nyf.) beca · υποχρεώνω [ipojreóno] (v.) obligar,
σπουδάζει με υποτροφία- estudia provocar agradecimiento, compla­
con beca. cer.
υπότροφος [ipótrofos] (nym.+f.) be­ υποχρέωση [ipojréosi] (nyf.) obliga­
cario. ción, deber ·έχω υποχρέωση- tengo
υποτυπώδης [ipotipódis] (adj.) rudi­ obligación,
mentario. υποχρεωτικός [ipojreoticós] (adj.) obli­
υποτύπωση [ipotíposi] (n./f.) dibujo, gatorio.
esbozo, bosquejo, υποχώρηση [ipojórisi] (nyf.) retroce­
ύπουλος [ípulos] (adj.) vil, ruin, mali­ so, retirada,
gno, capcioso, υποχωρητικός [ipojoriticós] (adj.) su­
υπουλότητα [ipulótita] (nyf.) traición, miso, conforme,
capciosidad, υποχωρώ [ipojoró] (v.) retroceder, re­
υπουργείο [ipurguío] (nyn.) ministerio tirarse, dar un paso atrás, ceder,
• Υπουργείο Εξωτερικών-Ministerio υπόψη [ipópsi] (adv.) a la atención
de Relaciones Exteriores ·Υπουργείο (de), en cuenta ·μην ανησυχεί το
Παιδείας- Ministerio de Educación · έχω υπόψη μου- no te preocupes, lo
Υπουργείο Δικαιοσύνης- Ministerio tengo en cuenta,
de Justicia, υποψήφιος [ipopsífios] (adj.) candida­
υπουργικός [ipurguicós] (adj.) mini­ to, aspirante, aplicante,
sterial · υπουργικό συμβούλιο- a) υποψηφιότητα [ipopsifiótita] (nyf.)
consejo de ministros, b) consejo mi­ candidatura,
nisterial. υποψία [ipopsía] (n./f.) sospecha, re­
υπουργός [ipurgós] (nym.+f.) minis­ celo, presentimiento ·υπεράνω πό­
tro, ministra, σης υποψίας- por encima de toda
υποφαινόμενος [ipofenómenos] (adj.) sospecha,
infrascrito, el que suscribe, υποψιάζομαι [ipopsiádsome] (v.) sos­
υποφερτός [ipofertós] (adj.) soporta­ pechar, recelar, desconfiar,
ble, tolerable, aguantable, ύπτιος [íptios] (adj.) tendido boca arri­
υποφέρω [ipoféro] (v.) 1: sufrir, sopor­ ba, supino,
tar, aguantar, 2: (enfermedad) pade­ υπώρεια [ipória] (n./f.) (montaña) pie.
cer, adolecer, ύστατος [ístatos] (adj.) último, extre­
υπόφυση [ipófisi] (nyf.) hipófisis, mo · έκανε την ύστατη προσπά­
υποχείριος [ipojírios] (adj.) sometido, θεια- hizo su último intento,
sumiso. ύστερα [ístera] (adv.) después, luego,

976
ύψωση

más tarde, tura.


υστέρημα [istérima] (n./n.) ahorros, υφηγητής [ifiguitís] (n./m.) agregado,
υστερία [istería] (n./f.) histeria, histe­ υφήλιος [ifílios] (n./f.) tierra, globo te­
rismo. rráqueo.
υστερικός [istericós] (adj.) histérico, υφίσταμαι [ifístame] (v.) someter,
υστεροβουλία [isterovulía] (n./f.) se­ sufrir, pasar por una situación ·υφί­
gunda intención, σταμαι πιέσεις- someter presiones,
υστερόγραφο [isterógrafo] (nVn.) post­ υφιστάμενος [ifistámenos] (n./m.) su­
data. bordinado, súbdito,
ύστερος [ísteros] (adj.) posterior, últi­ ύφος [ífos] (nVn.) 1: estilo, 2: tono, 3:
mo, final. aire ·ποιητικό ύφος- tono poético ·
υστερόχρονος [isterójronos] (adj.) pos­ παίρνω ύφος- tener aire (de),
terior, ulterior, υφυπουργός [ifipurgós] (n7m.) vicemi­
υστερώ [isteró] (v.) ser inferior, nistro.
υφάδι [ifádi] (nVn.) trama, υψηλός [ipsilós] (adj.) alto, elevado,
υφαίνω [iféno] (v.) tejer, urdir, zurcir, υψηλότητα [ipsilótita] (nyf.) alteza,
υφαίρεση [iféresi] (nVf.) descuento, υψηλόφρων [ipsilófron] (adj.) arro­
malversación, desfalco, gante, orgulloso,
υφαλοκρηπίδα [ifalocripída] (n7f.) υψικάμινος [ipsicáminos] (nyf.) horno
plataforma continental, arrecite, alto.
ύφαλος [ífalos] (nVm.) roca, escollo, υψίπεδο [ipsípedo] (n./n.) meseta,
ύφανση [ífansi] (n./f.) tejedura, ύψιστος [ípsistos] (adj.) sublime,
υφαντική [ifandiquí] (n7f.) arte de υψίφωνος [ipsífonos] (n7m.+f.) so­
tejer. prano.
υφαντό [ifandó] (n./n.) tejido, υψόμετρο [ipsómetro] (n./n.) altitud,
υφαντός [ifandós] (adj.) tejido en te­ altura.
lar. ύψος [ípsos] (n./n.) altura, estatura ·
υφαντουργία [ifandurguía] (n./f.) in­ τι ύψος έχεις;- ¿cuánto mides? · oí
dustria textil, τιμές έφτασαν στα ύψη- los precios
υφαντουργικός [ifandurguicós] (adj.) están por las nubes,
textil. ύψωμα [ípsoma] (n./n.) elevación, al­
υφαντουργός [ifandurgós] (n7m.) te­ tura.
jedor. υψώνω [ipsóno] (v.) 1: elevar, ascen­
υφαρπαγή [ifarpaguí] (n./f.) robo, der, levantar, alzar, subir, 2: (bandera)
υφαρπάζω [ifarpádso] (v.) arrebatar, izar.
agarrar. ύψωση [ípsosi] (n./f.) elevación, alza,
ύφασμα [ífasma] (n7n.) tela, tejido · ascenso.
μεταξωτό ύφασμα- tela de seda,
υφασματεμπόριο [ifasmatembório]
(nVn.) mercado de telas,
ύφεση [ífesi] (nVf.) depresión, degra­
dación, decadencia · οικονομική
ύφεση- decadencia económica,
υφή [iff] (nVf.) textura, tejido, contex­

977
rentemente, con apariencia, según
se ve, al parecer,
Φ, Φ [fi] (n./n.) vigésima primera letra φαινομενικός [fenomenicós] (adj.)
del alfabeto griego, aparente, ostensible · φαινομενικές
φα [fa] (Mús.) fa. διαφορές- diferencias aparentes,
Φάβα [fáva] (n./f.) fabada, φ αινομενικότητα [fenomenicótita]
φαβορίτα [favorita] (nVf.) patilla, (nyf.) apariencia,
φαγάνα [fagána] (nVf.) draga, φαινόμενο [fenómeno] (n7n.) fenó­
φαγάς [fagás] (adj.) comilón, glotón, meno, apariencia · μετεωρολογικό
tragón, goloso. φαινόμενο- fenómeno meteoroló­
φαγγρ( [fagkrí] (n7n.) (Zool.) dentón, gico · γραμματικό φαινόμενο- fe­
φαγητό [faguitó] (n./n.) comida · με­ nómeno gramatical · αυτό ro παιδί
ρίδα φαγητού- ración de comida · είναι φαινόμενο ευφυΐας- este chico
σπιτικό φαγητό- comida casera · es un fenómeno de inteligencia,
πρόχειρο φαγητό- comida rápida φαιός [feós] (adj.) gris,
• μεσημεριανό φαγητό- comida · φάκα [fáca] (n7f.) ratonera,
βραδινό φαγητό- cena, φάκελος [fáquelos] (n./m.) sobre, ex­
φαγοπότι [fagopóti] (n7n.) comilona, pediente · ταχυδρομικός φάκελος-
banquete, sobre de correos,
φαγούρα [fagúra] (n./f.) picor, come­ φακελώνω [faquelóno] (v.) abrir ex­
zón, picazón, pediente,
φάγωμα [fágoma] (nVn.) desgaste, co­ φακή [faquí] (n./f.) lenteja,
rrosión. φακίδα [faquída] (n./f.) peca,
φαγωμάρα [fagomára] (n7f.) lucha in­ φακιόλι [faquióli] (n./n.) turbante,
terna. φακίρης [faquíris] (n./m.) faquir,
φαγωμένος [fagoménos] (adj.) corroí­ φακός [facós] (n./m.) 1: lente, 2: (luz)
do, erosionado, linterna · φακοί επαφής- lentes de
φαγώνομαι [fagónome] (v.) desgas­ contacto,
tarse, corroerse, atormentarse, φάλαγγα [fálagka] (n./f.) falange,
φαγώσιμα [fagósima] (n./n.) pl. ali­ φαλαγγίτης [falagkítis] (n7m.) falan­
mentos, comestibles, gista.
φαγώσιμος [fagósimos] (adj.) come­ φάλαινα [fálena] (n./f.) ballena,
stible, comible, que se puede comer, φαλαινοθηρικό [falenociricó] (n7n.)
φαεινός [fainos] (adj.) brillante · φαει­ ballenero,
νή ιδ έα -idea brillante. φαλάκρα [falácra] (n./f.) calva,
q>aT[faí] (n./n.) comida, φαλακρός [falacrós] (adj.) calvo,
φαιδρός [fedrós] (adj.) alegre, airoso, φαλιρίζω [falirídso] (v.) arruinarse,
jovial, gracioso, ridículo, fausto, caer en bancarrota,
φαιδρότητα [fedrótita] (n./f.) alegría, φαλακρότητα [falacrótita] (n/f.) calvi­
jovialidad, ridiculez, cie.
φαιλόνιο [felónio] (n./n.) casulla, φαλλικός [falicós] (adj.) fálico.
φαίνομαι [fénome] (v.) parecer, apare­ φαλλοκρατία [falocratía] (n./f.) ma-
cer, verse, ser visible, asomar, chismo.
φαινομενικά [fenomenicá] (adv.) apa­ φαλλός [falós] (n7m.) falo, miembro

978
φαρδύς

viril. φαντασιόπληκτος [fandasióplictos]


φαλτσάρω [faltsáro] (ν.) desafinar, (adj.) fantaseador, iluso, ensoñador,
φάλτσο [fáltso] η. falsete, disonancia, soñador.
φάλτσος [fáltsos] (adj.) disonante, de­ φαντασιώδης [fandasiódis] (adj.) ima­
safinado, desacorde, ginario, fantástico, imaginativo,
φαμίλια [familia] (n./f.) familia, φαντασίωση [fandasíosi] (n7f.) fanta­
φάμπρικα [fábrica] (n./f.) fábrica, sía, imaginación,
φανάρι [fanári] (n./n.) 1: farol, farola, 2: φάντασμα [fándasma] (n./n.) fantas­
(calle) semáforo · άναψε το φανάρι- ma, espectro, aparecido,
el semáforo encendió · ('metáf.) κρα- φαντασμαγορία [fandasmagoría] (n^f.)
τάω το φανάρι- a) acompañar a una fantasmagoría,
pareja, b) ser irrelevante · είναι φως φαντασμαγορικός [fandasmagoricós]
φανάρι- es obvio, (adj.) fantasmagórico,
φαναρτζής [fanardsís] (n./m.) farole­ φαντασμένος [fandasménos] (adj.) pre­
ro. sumido, arrogante,
φανατίζω [fanatídso] (v.) fanatizar, φανταστικός [fandasticós] (adj.) fan­
φανατικός [fanaticós] (adj.) fanático tástico, imaginario, magnífico, ilu­
• φανατικός οπαδός- (seguidor) fa­ sorio.
nático. φανταχτερός [fandajterós] (adj.) os­
φανατισμός [fanatismós] (n./m.) fa­ tentoso, vistoso, extravagante, fla­
natismo. mante.
φανέλα [fanéla] (n./f.) camiseta, fra­ φάντης [fándis] (n7m.) sota · παρου­
nela. σιάστηκε φάντης μπαστούνι- se
φανελάκι [faneláqui] (n./n.) camiseta, apareció muy de repente,
φανερά [fanerá] (adv.) visiblemente, φανφάρα [fanfára] (nyf.) fanfanrria.
a la vista, abiertamente, claramente, φανφαρονισμός [fanfaronismós] (n7m.)
desnudamente, fanfarronada,
φανερός [fanerós] (adj.) visible, evi­ φανφαρόνος [fanfarónos] (n./m.) ja­
dente, claro, obvio, marcado, apa­ ctancioso,
rente. φάουλ [fául] (n7n.) falta,
φανερώνω [faneróno] (v.) poner en φάπα [fápa] (nVf.) palmada, bofetada,
evidencia, revelar, desvelar, sacar a manotada, tortazo,
la luz. φάρα [fára] (n./f.) familia, clan, tribu
φανέρωση [fanérosi] (n./f.) revelación, • αυτός o άνθρωπος είναι άτιμη
aparición, φάρα- esta persona viene de una
φανοστάτης [fanostátis] (n7m.) farol, familia peligrosa,
poste de farol, φαράγγι [farágki] n. desfiladero, gar­
φαντάζομαι [fandádsome] (v.) imagi­ ganta.
narse, idear, fantasear, φαράσι [farási] (n./n.) cogedor,
φαντάζω [fantádso] (v.) destacar, im­ φαρδαίνω [fardéno] (v.) ensanchar(se).
presionar, φάρδος [fárdos] (n7n.) ancho, anchu­
φαντάρος [fandáros] (nVm.) soldado, ra, latitud,
φαντασία [fandasía] (n7f.) imagina­ φαρδύς [fardís] (adj.) ancho, amplio,
ción, fantasía, ficción, creatividad. lato, extenso.

979
φαρέτρα

φαρέτρα [farétra] (n./f.) carcaj, φασαρίας [fasarías] (nVm.) exigente,


φάρμα [fárma] (nVf.) granja, finca, al­ ruidoso, pendenciero, revoltoso,
quería, cortijo, φάση [fási] (n./f.) fase, etapa · σε κρίσι­
φαρμακείο [farmaquío] (nVn.) farma­ μη/δύσκολη φάση- está en una eta­
cia. pa peligrosa/difícil · τελική φάση-
φαρμακερός [farmaquerós] (adj.) ve­ última fase,
nenoso · φαρμακερά λόγια- frases φασιανός [fasianós] (n7m.) (Zool.)
venenosas, faisán.
φαρμακευτική [farmaqueftiquQ (nVf.) φασίνα [fasína] (n./f.) fregado,
(ciencia) Farmacia, φασισμός [fasismós] (nVm.) fascismo,
φαρμακευτικός [farmaquefticós] (adj.) φασίστας [fasístas] (nVm.) fascista,
farmacéutico, medicinal «φαρμακευ­ φασιστικός [fasisticós] (adj.) fascista,
τική εταιρεία- empresa farmacéuti­ φασκιά [fasquiá] (nyf.) pañal,
ca. φασκόμηλο [fascómilo] (n./n.) salvia,
φαρμάκι [farmáqui] (n./n.) veneno, φάσμα [fásma] (nVn.) espectro,
poción, ponzoña, φασματικός [fasmaticós] (adj.) espec­
φαρμακίλα [farmaquíla] (n./f.) amar­ tral.
gura. φασματοσκόπιο [fasmatoscópio] (n7n.)
φάρμακο [fármaco] (n7n.) medicina, espectroscopio,
medicamento, fármaco · χορηγώ φασολάκια [fasoláquia] (n7n.) pl.
φάρμακο- recetar un medicamiento (Bot.) judías verdes,
παρενέργειες ενός φαρμάκου- efe­ φασόλι [fasóli] (n./n.) alubia, judía, ha­
ctos secundarios de un medica­ bichuela, fréjol, frijol,
miento. φάτνη [fátni] (n./f.) pesebre,
φαρμακομύτης [farmacomítis] (n./m.) φατνιακός [fatniacós] (adj.) alveolar,
persona malévola, φατνίο [fatnío] (nVn.) alvéolo,
φαρμακοποιός [farmacopiós] (nVm.+f.) φάτνωμα [fándoma] (n./n.) panel,
farmacéutico, boticario, φατρία [fatría] (nyf.) facción,
φαρμακώνω [farmacóno] (v.) enve­ φατριάζω [fatriádso] (v.) actuar de for­
nenar. ma partidista,
φάρος [fáros] (n7m.) faro, φάτσα [fátsa] (n./f.) 1: (edificios) facha­
φαροφύλακας [farofílacas] (n./m.) to­ da, 2: (rostro) cara, 3: (expresión del
rrero, farero. rostro) mueca, mohín, 4: (adv.) en­
φάρσα [fársa] (n7f.) farsa, chiste · κάνω frente, al otro lado de.
φάρσα- hacer un chiste, φαύλος [fávlos] (adj.) sin escrúpulos,
φαρσέρ [farsér] (n7m.) chistoso, disoluto, libertino, villano, bellaco,
φαρσοκωμωδία [farsocomodía] (nyf.) vicioso, depravado · φαύλος κύκλος-
comedia de golpe y porrazo, círculo vicioso,
φάρυγγας [fárigkas] (n7m.) faringe. φαυλότητα [favlótita] (nVf.) deprava­
φαρυγγίτιδα [farigkítida] (n./f.) farin­ ción, vicio, corrupción, denegación,
gitis. φαφλατάς [faflatás] (nVm.) fanfarrón,
φασαρία [fasaría] (nVf.) jaleo, ruido, charlatán, parlanchín, charlador,
alboroto, barullo, bullicio · κάνω φα- φαφούτης [fafútis] (n7m.) persona sin
aapía- hacer ruido. dientes.
φεύγω

Φεβρουάριος [fevruários] (n./m.) fe­ feudal.


brero. φεουδαρχία [feudarjía] (nyf.) feuda­
φεγγαράδα [fegkaráda] (n./f.) luz de lismo.
la luna. φεουδαρχικός [feudarjicós] (adj.) feu­
φεγγάρι [fegkári] (n./n.) luna · ολό­ dal.
γιομο φεγγάρι- luna llena · είναι με φέουδο [féudo] (n./n.) feudo,
τα φεγγάρια του- es una persona de φερέγγυος [ferégkios] (adj.) solvente,
lunas. confiable, cumplidor,
φεγγαριάτικος [fegkariáticos] (adj.) φερεγγυότητα [feregkiótita] (nyf.) sol­
lunar. vencia.
φεγγαρόλουστος [fegkarólustos] (adj.) φέρελττις [férelpis] (adj.) prometedor,
de luna. φερετζές [feredsés] (n./m.) velo de las
φεγγαρόφως [fegkarófos] (n./n.) luz mujeres musulmanas,
de la luna, φέρετρο [féretro] (nyn.) ataúd, fére­
φεγγίζω [fegkídso] (v.) 1: lucir, 2: (ropa) tro, caja.
ser transparente, φερέφωνο [feréfono] (nyn.) portavoz,
φεγγίτης [fegkítis] (nym.) claraboya, φερμουάρ [fermuár] (nyn.) crema­
tragaluz. llera, cierre de cremallera · ανοίγω/
φεγγοβόλημα [fegkovólima] (nyn.) bri­ κλείνω το φερμουάρ- subir/bajar la
llo, lustre. cremallera,
φεγγοβολώ [fegkovoló] (v.) brillar, lu­ φέρνω [férno] (v.) llevar, traer, aportar
cir, relucir, • μου φέρνετε τον λογαριασμό;-
φεγγρίζω [fegkrídso] (v.) transparen­ ¿me trae (usted) la cuenta? · φέρνω
tar. σε αμηχανία- hacer sentir incómo­
φέγγω [fégko] (v.) alumbrar, lucir, do (a alguien) · η επιχείρηση έφερε
φείδομαι [fídome] (v.) escatimar, guar­ μεγάλα κέρδη- la empresa aportó
dar, ahorrar, economizar · δεν φείδε­ ganancias,
ται χρημάτων- no es avaro · χρόνου φέρομαι [férome] (v.) comportarse,
φείδου- aprovecha el tiempo, φέρσιμο [férsimo] (nyn.) comporta­
φειδώ [fidó] (n./f.) economía, miento,
φειδωλεύομαι [fidolévome] (v.) esca­ φέρω [féro] (v.) llevar, traer,
timar. φέσι [fési] (n./n.) 1: fez, 2: (coloq.) estar
φειδωλός [fidolós] (adj.) 1: económi­ borracho.
co, 2: avaro, tacaño, φέτα [féta] (n./f.) 1: rebanada, loncha,
φελλόδρυς [felódris] (nyf.) (Bot.) al­ rodaja, tajada, 2: queso blanco,
cornoque, φετινός [fetinós] (adj.) de este año.
φελλός [felós] (nym.) corcho, tapón, φέτος [fétos] (adv.) este año.
φεμινισμός [feminismós] (n./m.) fe­ φευγάλα [fevgála] (nyf.) huida, fuga,
minismo. φευγαλέος [fevgaléos] (adj.) fugaz, bre­
φεμινιστής [feministís] (nym.) femi­ ve, efímero, de corta duración,
nista. φευγάτος [fevgátos] (adj.) ido, huido,
φενάκη [fenáqui] (nyf.) 1: peluca, 2: ausente, perdido,
(coloq.) mentira, engaño, φεύγω [févgo] (v.) 1: irse, marcharse,
φεουδάρχης [feudárjis] (nym.) señor partir, 2: retirarse.

981
φήμη

φήμη [fími] (n./f.) fama, reputación, bote, 2: frasco, jarro,


rumor, popularidad · έχει φήμη- te­ φιαλίδιο [fialídio] (n./n.) botellín, fra­
ner fama. sco.
φημίζομαι [fimídsome] (v.) ser famo­ φιάσκο [fiásco] (n./n.) fiasco, fracaso,
so, tener reputación de. desengaño,
φημισμένος [fimisménos] (adj.) famo­ φιγούρα [figura] (n./f.) figura, forma,
so, célebre, renombrado, afamado, φιγουράρω [ñguráro] (v.) mostrarse,
bien conocido, φιγουρατζής [figuradsís] (n./m.) pre­
φημολογούμαι [fimologúme] (v.) ru­ sumido.
morearse, φιγουρατζίδικος [figuradsídicos] (adj.)
φθάνω [fzáno] (v.) 1: llegar, venir, arri­ ostentativo, pretencioso, aparatoso,
bar, 2: alcanzar, cumplir, lograr, φιδές [fidés] (n./m.) fideo,
φθαρμένος [fzarménos] (adj.) gasta­ φ ίδι [fídi] (n./n.) serpiente, culebra · με
do, agotado, acabado, τρώνε τα φίδια (sentirse peligro)-
φθαρτός [fzartós] (adj.) perecedero, estar nervioso · τον έστειλε va βγά­
corruptible, destruible, destructible, λει τα φίδι από την τρύπα (aclarar
φθείρω [fcíro] (v.) deteriorar, desgas­ un asunto)- le ha mandado a encon­
tar, gastar, corromper, degenerar, trar la solución,
degradar, φιδωτός [fidotós] (adj.) serpenteante,
φθήνια [fcínia] (n./f.) precios baratos, φίκος [fíeos] (n./m.) sicómoro,
φθινοπωρινός [fcinoporinós] (adj.) φίλαθλος [fílazlos] (n./m.) seguidor,
otoñal. hincha, forofo, partidiario.
φθινόπωρο [fcinóporo] (n./n.) otoño, φιλαλήθεια [filalícia] (n./f.) veracidad,
φθίνω [fcíno] (v.) decaer, disminuir, sinceridad,
φθίση [fcísi] (n7f.) 1: reducción, 2: φιλαλήθης [filalícis] (adj.) sincero, fran­
(Med.) tuberculosis, tisis, co, veraz, fidedigno, verdadero,
φθισικός [fcisicós] (adj.) tísico, tuber­ φιλανθρωπία [filanzropía] (n./f.) 1: fi­
culoso. lantropía, caridad, 2: benevolencia,
φθόγγος [fzógkos] (n7m.) sonido, voz. generosidad, dadivosidad,
φθονερός [fzonerós] (adj.) envidioso, φιλανθρωπικός [filanzropicós] (adj.)
receloso. filantrópico · φιλανθρωπικός έρα­
φθόνος [fzónos] (n./m.) envidia, re­ νος- colecta filantrópica,
celo. φιλάνθρωπος [filánzropos] (adj.) fi­
φθονώ [fzonó] (v.) envidiar, tener en­ lántropo, caritativo,
vidia (de), φιλαράκος [filarácos] (n./m.) compin­
φθορά [fzorá] (n./f.) 1: deterioro, des­ che, compañero,
gaste, erosión, 2: descomposición, φιλαργυρία [filarguiría] (nyf.) avaricia,
putrefacción, codicia, tacañería, mezquindad,
φθόριο [fzório] (n7n.) flúor, φιλάργυρος [filárguiros] (adj.) avaro,
φθοριούχος [fzoriújos] (adj.) fluorhí­ codicioso, tacaño, mezquino, mise­
drico. rable, misero,
φθορισμός [fzorismós] (n7m.) fluore­ φιλαρέσκεια [filarésquia] (n7f.) co­
scencia. quetería, vanidad,
φιάλη [fiáli] (n./f.) 1: envase, botella, φιλάρεσκος [filárescos] (adj.) coque-

982
φιλόμουσος

to, presumido, vanidoso, ría · πιάνω φιλίες με κάποιον- hacer


φιλαρμονική [filarmoniquí] (n./f.) fi­ amistades con alguien · υπογράφω
larmónica, σύμφωνο φιλίας- firmar contrato de
φιλαρχία [filarjía] (n./f.) ambición de amistad.
poder. φιλιγκράν [filigkrán] (n./n.) filigrana,
φίλαρχος [fílarjos] (adj.) ansioso de po­ φιλικός [filicós] (adj.) 1: amistoso, ami­
der. gable, 2: afectuoso, afable · φιλική
φιλάσθενος [filáscenos] (adj.) enfer­ τιμή- precio mejor/para amigos,
mizo, frágil, delicado, débil, valetudi­ φ ιλικότητα [filicótíta] (n./f.) simpatía,
nario, achacoso, φίλιττπος [fílipos] (adj.) aficionado a
φιλαυτία [filaftía] (nVf.) egoísmo, vani­ los caballo,
dad, individualismo, φ ιλιστρίνι [filistríni] (nVn.) portilla,
φιλειρηνικός [filirinicós] (adj.) pacifi­ φίλιω μα [fílioma] (nVn.) conciliación,
sta, adepto a la paz. reconciliación,
φιλελευθερισμός [filelefcerismós] φιλιώνω [filióno] (v.) reconciliar,
(n./m.) liberalismo, φιλντισένιος [fildiséños] (adj.) de mar­
φιλελεύθερος [fileléfceros] (adj.) libe­ fil.
ral, librepensador, φ ίλντισι [fíldisi] (n./n.) marfil,
φιλέλληνας [ñlélinas] (n./m.) que ama/ φιλοδοξία [filodoksía] (ηΛ ) ambición,
estima a los griegos, aspiración, anhelo, deseo fuerte,
φίλεμα [fílema] (n./n.) regalo, φιλόδοξος [filódoksos] (adj.) ambicio­
φιλενάδα [filenáda] (n./f.) amiga, no­ so, deseoso, con anhelo,
via. φιλοδοξώ [filodoksó] (v.) ambicionar,
φιλεργατικός [ñlergaticós] (adj.) tra­ aspirar.
bajador. φιλοδώρημα [filodórima] (ηΛι.) pro­
φίλεργος [fílergos] (adj.) trabajador, pina, gratificación, adehala · δίνω
emprendedor, laborioso, φιλοδώρημα- dar una propina,
φιλές [filés] (n./m.) red, malla, φιλοδωρώ [filodoró] (v.) dar una pro­
φιλέτο [filéto] (nVn.) filete, entrecot pina a, gratificar,
• καλοψημένο φιλέτο- filete/entrecot φιλοκέρδεια [filoquérdia] (ηΛ.) codi­
bien cocido, cia, avaricia,
φιλεύσπλαχνος [filéfsplajnos] (adj.) φιλοκερδής [filoquerdís] (adj.) avaro,
compasivo, φιλολογία [filologuía] (ηΛ ) filología,
φιλεύω [filévo] (v.) tratar, ofrecer, literatura, estudios de letras,
φ ίλη [fíli] (n./f.) amiga, φιλολογικός [filologuicós] (adj.) filoló­
φιληδονία [filidonía] (ηΛ.) sensuali­ gico, literario, lingüístico,
dad, voluptuosidad, φιλόλογος [filólogos) (n7m.+f.) filólo­
φιλήδονος [filídonos] (adj.) sensual, go, filóloga,
voluptuoso, erótico, φιλομάθεια [filomácia] (n./f.) deseo
φίλημα [fílima] (n./n.) beso, ósculo, de aprender, estudiosidad,
φιλήσυχος [filísijos] (adj.) apacible, tran­ φιλομαθής [filomacís] (adj.) estudio­
quilo, pacífico, so, deseoso de aprender, aplicado,
φ ιλί [filQ (n./n.) beso, ósculo, erudito.
φιλία [filia] (ηΛ ) amistad, camarade­ φιλόμουσος [filómusos] (adj.) amante

983
φιλονικία

de la música, aficionado a la música, pio, pundonor, orgullo, altivez, arro­


φιλονικία [filoniquía] (n./f.) disputa, gancia.
riña, discusión, controversia, argu­ φιλότιμος [filótimos] (adj.) que tiene
mentación, amor propio, generoso, orgulloso,
φιλονικώ [filonicó] (v.) disputar, reñir, arrogante, pundonoroso,
discutir, argüir, litigar, φιλοτιμούμαι [filotimúme] (v.) estar
φ ιλοξενία [filoksenía] (n./f.) hospitali­ dispuesto a.
dad, acogimiento, acogida, φιλοφρονητικός [filofroniticós] (adj.)
φιλόξενος [filóksenos] (adj.) hospita­ lisonjero, adulador, zalamero, lame­
lario, hospitalicio, acogedor, culos, obsequioso,
φιλοξενούμενος [filiksenúmenos] φιλοφρόνηση [filofrónisi] (n./f.) cum­
(n7m.) invitado, huésped, plido, loa, elogio,
φιλοξενώ [filiksenó] (v.) hospedar, φιλοφροσύνη [filifrosíni] (n7f.) corte­
acoger, recibir, sía, gentileza,
φιλοπατρία [filopatría] (n./f.) patriotis­ φιλόφρων [filófron] (adj.) cortés,
mo, civismo, φιλοχρηματία [filojrimatía] (n./f.) co­
φιλόπατρις [filópatris] (nVm.) patrio­ dicia, avaricia,
ta. φιλοχρήματος [filojrímatos] (adj.) co­
φιλοπόλεμος [filopólemos] (adj.) beli­ dicioso, avaricioso, avaro, tacaño,
coso, guerrero, agresivo, φίλτατος [fíltatos] (adj.) muy querido,
φιλόπονος [filóponos] (adj.) trabaja­ bien amado, apreciado, estimado.
dor, laborioso, <p^TpápM^a'[filtrárisma] (n7n.) filtra­
φιλόπτωχος [filóptojos] (adj.) carita­ ción, infiltración,
tivo. φιλτράρω [filtráro] (v.) filtrar, infiltrar,
φίλος [filos] (n./n.) 1: amigo, camara­ depurar, purificar,
da, 2: amante, aficionado · επιστή­ φίλτρο [filtro] (n./n.) filtro,
θιος φ ίλος- amigo íntimo/del cora­ φιλύποπτος [filípoptos] (adj.) suspi­
zón. caz, cauteloso, receloso, sospechoso,
φιλοσοφία [filosofía] (nVf.) filosofía, desconfiado,
φιλοσοφικός [filosoficós] (adj.) filo­ φιλύρα [filíra] (n./f.) (Bot.) tilo,
sófico. φιλώ [filó] (v.) besar,
φιλόσοφος [filósofos] (n./m.) filósofo, φιμώνω [fimóno] (ν.) 1: poner el bozal,
φιλόστοργος [filóstorgos] (adj.) cari­ amordazar, abozalar, embozar, 2: ha­
ñoso, afectivo, cer callar,
φιλοτελικός [filotelicós] (adj.) filatilico. φίμωση [fímosi] (n./f.) fimosis.
φιλοτελισμός [filotelismós] (n./m.) φίμωτρο [fímotro] (n./n.) bozal, mor­
filatelia. daza.
φιλοτελιστής [filotelistís] (nVm.) fila­ φινέτσα [finétsa] (n7f.) sutileza, ele­
telista. gancia, estilo,
φιλοτέχνημα [filotéjnima] (n7n.) obra φ ινιστρίνι [finistríni] (n./n.) portilla,
de arte. φίνος [finos] (adj.) 1: fino, delicado, 2:
φιλότεχνος [filótejnos] (adj.) amante elegante,
de las artes, φ ιντάνι [findáni] (n./n.) retoño,
φ ιλοτιμία [filotimía] (n./f.) amor pro­ φιόγκος [fiógkos] (n./m.) lazo.

984
φοβερά

φιορίνι [fioríni] (η7η.) florín, φλιτζάνι [flitdsáni] (n./n.) taza, vasija,


φις [fis] (n./n.) (siempre en singular) 1: φλόγα [flóga] (n./f.) 1: llama, flama, 2:
enchufe 2: clavija, ardor.
φισέκι [fiséqui] (n./n.) cartucho, φλογέρα [floguéra] (nVf.) flauta,
φίσκα [físca] (adv.) lleno, pleno, reple­ φλογερά [floguerá] (adv.) ardiente­
to, hasta la bandera, mente, apasionadamente, ardorosa­
φισ τίκι [fistíquí] (n./n.) pistacho, caca­ mente, vehementemente,
huete. φλογερότητα [floguerótita] (n7f.) fer­
φ ιτίλι [fitíli] (n./n.) mecha, torcida, es­ vor, ardor,
poleta. φλογερός [floguerós] (adj.) 1: ardiente,
φ ιτιλιά [fitiliá] (nVf.) intriga, flamígero, 2: apasionado, llameante,
φλαμούρι [flamúri] (nVn.) (Bot.) tila, φλογίζω [floguídso] (v.) incendiar, in­
φλαμουριά [flamuriá] (nVf.) (Bot.) tilo, flamar.
φλάμπουρο [flámburo] (nVn.) estan­ φλογοβόλο [flogovólo] (n7n.) lanza­
darte. llamas.
φλάουτο [fláuto] (n./n.) flauta, φλογοβολώ [flogovoló] (v.) llamear,
φλας [fias] (n7n.) 1: (coche) intermi­ φλογώδης [flogódis] (adj.) ardiente,
tente, 2: (cámara fotográfica) deste­ flameante,
llo, flash. φλόγωση [flógosi] (n./f.) inflamación,
φλέβα [fléva] (n./f.) 1: vena, 2: (coloq.) hinchazón,
filón, veta · χτυπά ω φ λέβ α - encon­ φλοιός [fliós] (n7m.) corteza,
trar algo precioso · έχει φ λέβα η θ ο ­ φλοίσβος [flísvos] (n7m.) murmullo de
π οιού - tiene vena de actor. las olas.
Φλεβάρης [fleváris] (nym.) febrero, φλόκος [flócos] (n./m.) foque,
φλεβικός [flevicós] (adj.) venoso, φλομώνω [flomóno] (v.) apestar, in­
φ λεβίτιδα [flevítida] (nVf.) flebitis, festar, sofocar con humo · φ λομώ νω
φλέγμα [flégma] (n./n.) flema, muco- σ το ψέμα- entorpecer con mentiras,
sidad. φλούδα [flúda] (nVf.) 1: (árbol) cáscara,
φλεγματικός [flematicós] (adj.) flemá­ corteza, 2: hollejo, pellejo,
tico, flemoso, φλουρί [flurí] (n7n.) florín, moneda
φλεγμονή [flegmoní] (n7f.) inflama­ de oro.
ción, flemón, hinchazón, φλυαρία [fliaría] (nyf.) cháchara, char­
φλεγμονώδης [flegmonódis] (adj.) la, cotorreo, charloteo,
flemonoso, inflamatorio, φλύαρος [flíaros] (adj.) charlatán, co­
φλέγομαι [flégome] (v.) quemarse, ar­ torra, parlanchín, hablador,
der, incendiarse, llamear, flamear, φλυαρώ [fliaró] (v.) charlar, charlata­
φλέγω [flégo] (v.) quemar, arder, in­ near, cotorrear,
cendiar, φλύκταινα [flictena] (nVf.) ampolla,
φλερτ [flert] (n7n.) coqueteo, φοβάμαι [fováme] (v.) temer, tener
φλερτάρισμα [flertárisma] (n./n.) co­ miedo, asustarse, espantarse · φ ο­
queteo, flirteo, βάμαι κά π ο ιο ν· temer a alguién.
φλερτάρω [flertáro] (v.) coquetear, φοβέρα [fovéra] (nVf.) amenaza, inti­
flirtear, ligar, midación,
φλιπάρω [flipáro] (v.) flipar. φοβερά [foverá] (adv.) horriblemente,

985
φοβερίζω

terriblemente, φόρα [fóra] (n./f.) impulso, ímpetu,


φοβερίζω [foverídso] (ν.) amenazar, velocidád.
intimidar, atemorizar, φορά [forá] (n7f.) vez, curso, marcha ·
φοβέρισμα [fovérisma] (n7n.) intimi­ καμιά φορά- a) a veces, b) algunas
dación, amenaza, veces · κάθε φορά- cada vez · μια
φοβερός [foverós] (adj.) terrible, es­ φορά και έναν καιρό- Érase una vez.
pantoso, horroroso, horrible, tre­ φοράδα [foráda] (nyf.) yegua,
mendo, pavoroso, φορατζής [foradsís] (nVm.) recauda­
φόβητρο [fóvitro] (nVn.) 1: espantajo, dor.
espantapágaros, 2: terror, φορέας [foréas] (n./m.) portador, da­
φοβητσιάρης [fovitsiáris] (adj.) asus­ dor.
tadizo, miedoso, cobarde, φορείο [forío] (nVn.) camilla,
φοβία [fovía] (n./f.) fobia. φόρεμα [fórema] (n./n.) vestido, traje,
φοβίζω [fovídso] (v.) asustar, espantar, atavío, atuendo,
atemorizar, φορεσιά [foresíá] (n./f.) vestimenta,
φόβος [fóvos] (n7m.) miedo, temor, atuendo.
susto, horror, terror, pavor, φορητός [foritós] (adj.) portátil, movi­
φόδρα [fódra] (n./f.) forro, revesti­ ble, móvil · φορητός υπολογιστής-
miento, ordenador portátil,
φοδράρω [fodráro] (v.) forrar, φόρμα [fórma] (n./f.) 1: forma, molde,
φοίνικας [fínicas] (n7m.) palmera, 2: (prenda de vestir) a) (trabajo) mono,
palma. b) (gimnasia) chandal.
φοινικικός [finiquicós] (adj.) fenicio · φορμάρω [formáro] (v.) formar, mol­
φοινικικό αλφάβητο- alfabeto feni­ dear.
cio. φοροδιαφεύγω [forodiafévgo] (v.) eva­
φοίτηση [fítisi] (n./f.) estudios, dir impuestos,
φ οιτητής [fititís] (n./m.) estudiante, φοροδιαφυγή [forodiafiguí] (n./f.)
φ οιτητικός [ñtiticós] (adj.) estudiantil, evasión de impuestos, fraude de im­
φοιτώ [fitó] (v.) estudiar, cursar, ser puestos.
estudiante, φοροεισπράκτορας [foroispráctoras]
φόλα [fóla] (n./f.) (perros, ratas) vene­ (n./m.) recaudador,
no. φορολογητέος [forologuitéos] (adj.)
φολίδα [folída] (n./f.) escama, imponible,
φονεύω [fonévo] (v.) asesinar, matar, φορολογία [forologuía] (n./f.) impue­
ejecutar, dar muerte, sto, contribución, tributo,
φονιάς [foñás] (n./m.) asesino, delin­ φορολογικός [forologuicós] (adj.) de
cuente, homicida, criminal, impuesto, tributario,
φονικό [fonicó] (nVn.) asesinato, ho­ φορολογούμενος [forologúmenos]
micidio. (n./m.) contribuyente,
φονικός [fonicós] (adj.) asesino, crimi­ φορολογώ [forologó] (v.) poner im­
nal, delincuente, mortífero, puestos.
φόνος [fónos] (n./m.) asesinato, cri­ φόρος [fóros] (n./m.) 1: impuesto,
men, delito, homicidio, 2: tributo · φόρος προστιθέμενης
φόντο [fóndo] (n./n.) fondo. αξίας (Φ .Π Α )- impuesto al valor

986
φούστα

agregado · φόρος εισοδήματος- φουντούκι [fundúqui] (n./n.) avella­


impuesto a las ganancias · φόρος na.
τιμής- tributo honorífico, φουντώνω [fundóno] (v.) dilatarse,
φορτηγάκι [fortigáqui] (n./n.) furgo­ hincharse, brotar, estallar,
neta, camioneta, φουντωτός [fundotós] (adj.) frondo­
φορτηγατζής [fortigadsís] (n./m.) ca- so, tupido, denso,
míonero. φούρια [fúria] (n./f.) prisa · σε φούρια-
φορτηγό [fortígó] (n./n.) camión, car­ a prisa.
guero. φουριόζος [furiódsos] (adj.) impetuo­
φορτηγός [fortigós] (adj.) carguero, so, que tiene prisa,
φορτίζω [fortídso] (v.) cargar, φούρκα [fúrca] (n./f.) horca,
φορτικός [forticós] (adj.) pesado, in­ φουρκέτα [furquéta] (n./f.) horquilla,
soportable, aburrido, φουρκίζω [furquídso] (v.) ahorcar,
φορτικότητα [forticótita] (nVf.) im­ φούρναρης [fúrnaris] (n./m.) pana­
portunidad, dero.
φορτίο [fortío] (n7n.) carga, cargame­ φουρνέλο [furnélo] (n./n.) mina,
nto · μέγιστο φορτίο- carga máxima φουρνιά [furñá] (nVf.) hornada,
• πλήρες φορτίο- plena carga, φούρνος [fúrnos] (n./m.) 1: horno,
φορτοεκφόρτωση [fortoecfórtosi] (nyf.) 2: (tienda) panadería · φούρνος μι­
carga y descarga, κροκυμάτων- horno microondas ·
φορτοεκφορτωτής [fortoecfortotís] (nym.) φουρνάκι γκαζιού- hornillo eléctri­
estibador, co/ de gas.
φόρτος [fórtos] (n./m.) carga, φουρτούνα [furtúna] (n./f.) tempes­
φορτσάρω [fortsáro] (v.) forzar, esfor­ tad.
zar, aplicar fuerza (a), φουρτουνιασμένος [furtuñasménos]
φόρτωμα [fórtoma] (n./n.) carga, (adj.) tempestuoso, turbulento,
φορτώνω [fortóno] (v.) cargar, llenar, φούσκα [fusca] (n./f.) 1: vejiga, ampo­
colmar. lla, 2: (líquidos/jabón) burbuja, pom­
φόρτωση [fórtosi] (nVf.) carga, pa, 3: globo,
φορτωτής [fortotís] (nVm.) cargador, φουσκάλα [fuscála] (n./f.) 1: ampolla,
φορώ [foró] (ν.) 1: llevar, ponerse, 2: vejiga, 2: (líquidos) burbuja,
(zapato) calzar · τι νούμερο παπού­ φουσκί [fusquí] (n./n.) estiércol, abo­
τσι φοράς;- ¿qué numero calzas?, no.
φουγάρο [fugáro] (nVn.) chimenea, φουσκοθαλασσιά [fuscozalasiá] (nVf.)
φουκαράς [fucarás] (n7m.) pobre, in­ fuerte oleaje, marejada,
feliz, desdichado, ínfimo, miserable, φούσκος [fúscos] (n./m.) golpe, pal­
φούμαρα [fúmara] (nVn.) pl. fanfarro­ mada, bofetada, manotazo, tortazo,
nadas. φούσκωμα [fúscoma] (n./n.) inflación,
φουμάρω [fumáro] (v.) 1: fumar, 2: bulto, hincazón.
ahumar, φουσκώνω [fuscóno] (v.) hinchar(se),
φούμο [fúmo] (nVn.) hollín, inflar(se).
φούντα [fúnda] (n./f.) borla, φουσκωτός [fuscotós] (adj.) inflado,
φουντάρω [fundáro] (v.) hundir, echar hinchado,
a pique, anclar, sumir. φούστα [fústa] (n./f.) falda · μίνι φού­

987
φουστάνι

στα- mini falda, φράσσω [fráso] (ν.) 1: cercar, obstruir,


φουστάνι [fustáni] (n./n.) vestido, atajar, 2: bloquear, atascar,
φουφού [fufú] (nyf.) brasero, φράχτης [frájtís] (nym.) cerca, valla,
φούχτα [fújta] (n./f.) palma, puñado, φρέαρ [fréar] (nyn.) fuente, pozo,
φραγγέλιο [fragkélio] (n./n.) látigo, φρεάτιο [freátio] (n./n.) fuente, pozo,
φράγκο [frágko] (nVn.) franco, duro φρεγάτα [fregáta] (nyf.) fragata,
• δεν έχω φ ρ ά γκο- no tengo ni un φρενάρισμα [frenárisma] (nyn.) fre­
duro. nazo.
φραγκόκοτα [fragkócota] (nyf.) (Zool.) φρενάρω [frenáro] (v.) frenar,
pintada. φρενήρης [freníris] (adj.) frenético,
Φράγκος [frágkos] (n./m.) europeo, φρενιάζω [freñádso] (v.) enfurecerse,
franco. φρένιασμα [fréñasma] (n./n.) frenesí,
φραγκοστάφυλο [fragkostáfilo] (nVn.) φρενίτιδα [frenítida] (nyf.) frenesí, de­
grosella espinosa, lirio, furor, histeria, locura,
φραγκοσυκιά [fragkosiquiá] (nyf.) φρένο [fréno] (nyn.) freno,
chumbera, φρενοβλάβεια [frenovlávia] (nyf.)
φραγκόσυκο [fragkósico] (n./n.) higo frenopatía, demencia, locura, alie­
chumbo. nación.
φράγμα [frágma] (n./n.) presa, barre­ φρενοβλαβής [frenovlavís] (adj.) loco,
ra. demente, alienado, alunado,
φραγμός [fragmós] (n./m.) 1: barrera, φρενοκομείο [frenocomio] (nyn.) ma­
barreda, barricada, valla, 2: impedi- nicomio.
miento, obstáculo, φρεσκάδα [frescáda] (nyf.) frescor,
φράζω [frádso] (v.) obstruir, bloquear, frescura.
atascar. φρεσκάρω [frescáro] (v.) refrescar, re­
φρακάρισμα [fracárisma] (nyn.) em­ novar.
botellamiento, atasco, φρέσκος [fréseos] (adj.) fresco, recie­
φρακάρω [fracáro] (ν.) 1: obstruir, ce­ nte, recién hecho, nuevo,
rrar, tapar, 2: atascar, φρικαλέος [fricaléos] (adj.) atroz, ho­
φράκο [fráco] (nyn.) frac, rrible, terrible, infame, cruel, bárba­
φραμπαλάς [frambalás] (nym.) faralá, ro.
volante. φρικαλεότητα [fricaleótita] (nyf.) atro­
φράντζα [frándsa] (n./f.) flequillo, cidad, barbaridad,
φραντζόλα [frantdsóla] (nyf.) barra de φρίκη [fríqui] (nyf.) horror, terror,
pan. φρικιάζω [friquiádso] (v.) horrorizar­
φράξια [fráksia] (nyn.) facción, se.
φράξιμο [fráksimo] (nyn.) 1: atasco, 2: φ ρικιαστικός [friquiasticós] (adj.) ho­
obstrucción, impedimiento. rripilante, horroroso, tremendo,
φράουλα [fráula] (nyf.) fresa, φρικτός [frictós] (adj.) horrible, horro­
φρασεολογία [fraseologuía] (nyf.) fra­ roso, terrible, atroz,
seología. φρίττω [friso] (v.) horrorizarse, tem­
φράση [frási] (nyf.) frase, oración, lo­ blar, estremecerse,
cución · φράση σ ύνθετη - frase com­ φρόκαλο [frócalo] (nyn.) basura,
pleja. φρόνημα [frónima] (n./n.) opinión,

988
φτενός

parecer, convecimiento, juicio, φρουτοσαλάτα [frutosaláta] (n./f.)


φρονηματίζω [fronimatídso] (v.) ha­ macedonia, ensalada de frutas,
cer sensato, hacer juicioso, φρυγανιά [frugañá] (n./f.) tostada,
φρόνηση [frónisi] (n./f.) prudencia, φρυγανιέρα [frigañéra] (ηΛ.) tosta­
madurez, sabiduría, cordura, dor, tostadora,
φρόνιμα [frónima] (adv.) prude­ φρυγανίζω [friganídso] (v.) tostar,
ntemente · κάτσε φρόνιμα- estáte φρυγανισμένος [fríganisménos] (adj.)
quieto. tostado.
φρονιμάδα [fronimáda] (nyf.) pruden­ φρύδι [frídi] (n7n.) ceja · πυκνά φρύ­
cia, juicio, sensatez, decencia, madu­ δια- cejas probladas · σηκώνω τα
rez. φρύδια- arquear las cejas,
φρονιμεύω [fronimévo] (v.) volverse φρύνος [frínos] (ηΛη.) sapo,
prudente/juicioso/sensato, φταίξιμο [ftéksimo] (nVn.) culpa · ρί­
φρονιμίτης [fronimítis] (nVm.) muela χνω το φταίξιμο σε κάποιον- echar
del juicio. la culpa a uno · δικό μου το φταίξι­
φρόνιμος [frónimos] (adj.) prudente, μο- tener la culpa,
juicioso, sensato, maduro, tranquilo, φταίχτης [ftéjtis] (n./m.) culpable, de-
φροντίδα [frondída] (n./f.) cuidado, linquente.
atención, preocupación, φταίω [ftéo] (v.) tener la culpa, ser cul­
φροντίζω [frondídso] (v.) cuidar, ocu­ pable.
parse (de), guardar, φτάνει [ftáni] (excl.) ¡basta!, ¡ya!,
φροντισμένος [frondisménos] (adj.) φτάνω [ftáno] (v.) 1: llegar, 2: bastar,
•cuidado. ser suficiente, 3: alcanzar, lograr,
φροντιστήριο [frondistírio] (n7n.) aca­ conseguir, 4: competir, 5: alcanzar
demia. • τι ώρα φτάνει το τρένο;- ¿a qué
φροντιστής [frondistís] (ηΛη.) tutor, hora llega el ten? · οι τιμές έφτασαν
profesor particular, στα ύφη- los precios llegaron a las
φρονώ [fronó] (v.) opinar, creer, consi­ nubes · φτάνω στα άκρα- llegar al
derar, pensar, racionar, razonar, límite · φτάνει και περισσεύει- es
φρούδος [frúdos] (adj.) vano, más que suficiente · αν συνεχίσει
φρουρά [frurá] (n./f.) guardia, guar­ έτσι, θα φτάσει πολύ ψηλά- si sigue
nición, custodia, vigilancia · αλλαγή así, llegará muy alto · δεντονφτάνει
φρουράς- cambio de guadria. κανείς στη μαγειρική- nadie le com­
φρούρηση [frúrisi] (ηΛ ) guardia, cu­ pite en cocinar · μην τρέχεις, δεν σε
stodia. φτάνωΙ- no corras, ¡no te alcanzo! ·
φρούριο [frúrio] (ηΛ.) fortaleza, fuer­ φτάνει πια/, με ζάλησεςΙ- ¡basta!, !no
te. te aguanto!,
φρουρός [frurós] (nym.) guardia, guar­ φταρνίζομαι & φτερνίζομαι [ftarníd-
dián, centinela, some & ftérnisma] (v.) estornudar,
φρουρώ [fruró] (v.) guardar, custodiar, φτάρνισμα & φτέρνισμα [ftárnisma &
defender, preservar, ftérnisma] (ηΛι.) estornudo,
φρουτιέρα [frutiéra] (ηΛ ) frutero, φτάσιμο [ftásimo] (ηΛι.) llegada,
φρούτο [frúto] (n./n.) 1: fruta, 2: fruto · φτελιά [fteliá] (nyf.) (Bot.) olmo,
φρούτα εποχής- frutas estacionales. φτενός [ftenós] (adj.) delgado.

989
φτέρη

φτέρη [ftéri] (n./f.) (Bot.) helecho. miento.


φτέρνα [ftérna] (nyf.) talón, φυγαδεύω [figadévo] (v.) facilitar la
φτερό [fteró] (nyn.) pluma, ala. huida, ayudar a alguien a huir, es­
φτεροκόπημα [fterocópima] (n./n.) conder, ocultar,
aletazo. φυγάς [figás] (n./m.) fugitivo, desertor,
φτεροκοπώ [fterocopó] (v.) aletear, φυγή [figuí] (n./f.) fuga, huida, eva­
φτερούγα [fterúga] (n./f.) ala, alón, sión.
φτερουγίζω [fteruguídso] (v.) aletear, φ υγοδικία [figodiquía] (n./f.) contu­
φτερούγισμα [fterúgisma] (n./n.) ale­ macia.
teo. φ υγόδικος [figódicos] (adj.) contu­
φτέρωμα [ftéroma] (n./n.) plumaje, maz, rebelde,
φτερωτή [fterotí] (nyf.) aspa, φυγοδικώ [figodicó] (v.) no presentar­
φτερωτός [fterotós] (adj.) alado, se ante el judgado, desaparecerse,
φτηναίνω [ftinéno] (v.) bajar el precio, φυγόκεντρος [figóquendros] (adj.) cen­
rebajar. trífugo.
φτήνια & φθήνια [ftíña & fcíña] (nyf.) φυγομαχώ [figomajó] (v.) evitar la lu­
baratura. cha, desertar,
φτηνός & φθηνός [ftinós & fcinós] φυγοπονία [figoponía] (n./f.) pereza,
(adj.) barato, holgazanería, gandulería,
φτιασιδώνω [ftiasidóno] (v.) maqui­ φυγόπονος [figóponos] (adj.) perezo­
llar. so, holgazán, vago, haragán, gandúl.
φτιάχνω [ftiájno] (v.) 1: crear, preparar, φ ύκι [fíqui] (n./n.) alga,
2: (algo estropeado) arreglar, reparar, φυλάγω [filágo] (v.) 1: guardar, prote­
3: (edificio) construir, erigir, ger, reservar, conservar, custodiar, 2:
φτυάρι [ftiári] (n./n.) pala, preservar,
φτυαρίζω [ftiarídso] (v.) mover con φύλακας [fílacas] (nym.) 1: guardián,
pala. guardia, 2: custodio, tutor · φύλακας
φ τύμα [ftíma] (n./n.) escupitajo, es­ ά γγελος- ángel custodio,
puto. φυλακή [filaquí] (n./f.) cárcel, prisión,
φτύνω [ftíno] (v.) escupir, esputar, presidio, mazmorra, celda, encierro
φτύσιμο [ftísimo] (n./n.) escupitajo, • μπαίνω σ τη φυλακή- entrar en la
escupida. cárcel.
φτυστός [ftistós] (adj.) idéntico, igual, φυλακίζω [filaquídso] (n./f.) encarce­
de asombrosa semejanza, lar, recluir, aprisionar, detener,
φτωχαίνω [ftojéno] (v.) empobrecer, φυλάκιο [filáquio] (n./n.) puesto de
hacerse pobre, guardia.
φτώχεια [ftójia] (nyf.) pobreza, mise­ φυλάκιση [filáquisi] (nyf.) encarcela­
ria. miento, reclusión, aprisonamiento,
φτωχικός [ftojicós] (adj.) pobre, esca­ arresto, captura,
so, humilde, φυλακισμένος [filaquisménos] (adj.)
φτωχογειτονιά [ftojoguitoñá] (n./f.) encarcelado, recluso,
barrio bajo/pobre, φύλαξη [fílaksi] (nyf.) guardia, protec­
φτωχός [ftojós] (adj.) pobre, misero, ción, conservación,
φυγάδευση [figádefsi] (nyf.) oculta- φυλαχτό [filajtó] (nyn.) talismán, amu-

990
φυτοφάγος

leto. φυσικός [fisicós] 1: (n./m.+f.) (profe­


φυλάω [filáo] (ν.) vigilar, guardar, sión) físico, 2: (adj.) natural, físico ·
φυλετικός [fileticós] (adj.) racial · φυ­ φυσικός επιστήμονας- científico-
λετικές διακρίσεις- descriminacio­ físico · φυσικό φαινόμενο- fenóme­
nes raciales, no natural,
φυλή [filí] (nyf.) raza, tribu, φυσικότητα [fisicótita] (n./f.) natura­
φυλλάδα [filáda] (nyf.) folleto, pan­ lidad.
fleto. φυσιογνωμία [fisiognomía] (n./f.) fiso­
φυλλάδιο [filádio] (nyn.) folleto, fa­ nomía, semblante, personalidad,
scículo. φυσιοδίφης [fisiodífis] (nym.) natu­
φύλλο [filo] (n./n.) hoja, carta, ralista.
φυλλοβόλος [filovólos] (adj.) de hoja φυσιοδιφικός [fisiodíficós] (adj.) na­
caduca · φυλλοβόλο δέντρο- árbol turalista.
de hoja caduca, φυσιοθεραπεία [ñsiocerapía] (n./f.)
φυλλομετρώ [filometró] (v.) hojear, fisioterapia,
echar una ojeada, φυσιολάτρης [fisiolátris] (n./m.) ama­
φύλλωμα [fíloma] (nyn.) follaje, nte de la naturaleza,
φύλο [filo] (η7η.) sexo, raza, φυσιολογία [fisiologuía] (nyf.) fisio­
φυματικός [fimaticós] (adj.) tubercu­ logía.
loso, tísico, φυσιολογικός [fisiologuicós] (adj.) fi­
φυματίωση [fimatíosi] (nyf.) tubercu­ siológico, natural, normal, regular,
losis. φυσομανώ [fisomanó] (v.) bramar,
φύρα [fíra] (nyf.) derroche, φυσώ [fisó] (v.) soplar · φυσώ τη μύτη
φυραίνω [firéno] (v.) adelgazar, μου- soplar la nariz,
φύραμα [fírama] (n./n.) mezcla, pasta, φυτεία [fitía] (n./f.) plantación,
φυρονεριά [fironeriá] (nyf.) reflujo, φύτεμα [fítema] (nyn.) plantación,
φυσαλίδα [fisalída] (n./f.) burbuja, φυτεύω [fitévo] (v.) plantar, cultivar,
pompa, ampolla, sembrar.
φυσαρμόνικα [fisarmónica] (n./f.) ar­ φυτικός [fiticós] (adj.) vegetal, vege­
mónica. tativo · φυτικές ουσίες- substancias
φυσερό [fiseró] (nyn.) soplillo, fuelle, vegetales,
φύση [físí] (n./f.) naturaleza · νεκρή φυτό [fitó] (n./n.) planta, vegetal,
φύση- naturaleza muerta · πόσης φυτοζωώ [fitodsoó] (v.) vegetar,
φύσεως- todo tipo, φυτοκομείο [fotocomío] (n./n.) inver­
φύσημα [físima] (nyn.) soplo, soplido, nadero.
φυσίγγιο [fisígkio] n. cartucho, φυτοκομία [fitocomía] (n./f.) horticul­
φυσιγγιοθήκη [fisigkiocíqui] (nyf.) tura.
cartuchera, φυτοκόμος [fitocómos] (n./m.+f.) hor­
φυσικά [físicá] (adv.) 1: naturalmente, ticultor, horticultora.
2: desde luego, claro, por supuesto, φυτολογία [fotologuía] (n./f.) botáni­
efectivamente, ca.
φυσική [fisiquí] (nyf.) física, φυτολόγος [fitológos] (nym.+f.) bo­
φυσικοθεραπεία [fisicocerapía] (nyf.) tánico.
fisioterapia. φυτοφάγος [fitofágos] (adj.) herbívoro.

991
φυτοφάρμακο

φυτοφάρμακο [fitofármaco] (n./n.) fósforo.


pesticida, herbicida, φωταγώγηση [fotagóguísi] (nyf.)
φύτρα [fítra] (n./f.) germen, grano, iluminación, alumbrado, alumbra­
φύτρωμα [fítroma] (nyn.) germina­ miento.
ción. φωταγωγός [fotagogós] (nym.) traga­
φυτρώνω [fitróno] (v.) germinar, bro­ luz, lumbrera, claraboya,
tar. φωταέριο [fotaério] (nyn.) gas.
φυτώριο [fitório] (n./n.) vivero, cria­ φωταψία [fotapsía] (n./f.) alumbrado,
dero. iluminación, alumbramiento,
φώκια [fóquia] (nyf.) foca, carnerro, φωτεινός [fotinós] (adj.) 1: lumino­
marino. so, iluminado, radiante, 2: claro ·
φωλιά [foliá] (nyf.) nido, madriguera · φωτεινός σηματοδότης- semáforo
ερωτική φωλιά- un nido de amor, luminoso · φωτεινό παράδειγμα-
φωλιάζω [foliádso] (v.) anidar, acurru­ ejemplo claro,
carse. φωτεινότητα [fotinótita] (nyf.) 1: bri­
φωνάζω [fonádso] (v.) 1: llamar, 2: llo, brillantez, lucidez, luminosidad,
gritar, dar gritos/voces, chillar, 3: 2: claridad,
convocar. φωτιά [fotiá] (nyf.) fuego, incendio ·
φωνακλάδικος [fonacládicos] (adj.) vo­ πιάνω φωτιά- a) incendiar, b) pren­
ciferante. der fuego,
φωνακλάς [fonadás] (adj.) chillón, gri­ φωτίζω [fotídso] (v.) alumbrar, ilumi­
tón, vocinglero, estruendoso, nar, dar luz.
φωνασκώ [fonascó] (v.) chillar, voci­ φώτιση [fótisi] (n./f.) iluminación divi­
ferar. na, aclaración,
φωναχτά [fonajtá] (adv.) en voz alta, φωτισμός [fotismós] (nym.) alumbra­
φωναχτός [fonajtós] (adj.) fuerte, es­ do, iluminación, encendimiento,
trepitoso. φωτοαντίγραφο [fotoandígrafo] (nyn.)
φωνή [foní] (n./f.) 1: voz, 2: grito · fotocopia,
βάζω τις φωνές- echar una bronca φωτοβολία [fotovolía] (nyf.) radiación,
. υψώνω τη φωνή μου- alzar el tono emisión de luz.
de mi voz. φωτοβολίδα [fotovolída] (n./f.) llama­
φωνήεν [foníen] (nyn.) vocal, rada, bengala,
φωνητική [fonitiquí] (nyf.) fonética, φωτοβολώ [fotovoló] (v.) radiar, bri­
φωνητικός [foniticós] (adj.) fonético, llar, lucir.
φωνοληψία [fonolipsía] (n./f.) graba­ φωτογένεια [fotoguénia] (nyf.) foto-
ción. gen ia · έχω φωτογένεια- ser fotó-
φως [fos] (n./n.) luz, claridad · έτος geno.
φωτός- año de luz· φέρνω στο φως- φωτογραφείο [fotografío] (n./n.) es­
sacar a la luz ·φ ω ς της ημέρας- la luz tudio fotográfico,
del día. φωτογραφία [fotografía] (n./f.) foto­
φωστήρας [fostíras] (n./m.) lumbrera, grafía, foto,
φωσφορίζω [fosforídso] (v.) fosfore­ φωτογραφίζω [fotografídso] (v.) foto­
cer. grafiar, hacer una foto,
φώσφορος [fósforos] (nym.) (Quím.) φωτογραφικός [fotograficós] (adj.)

992
φωτοχυσία

fotográfico · φ ω τογραφ ική μηχανή-


cámara fotográfica,
φωτογράφος [fotográfos] (n./m.+f.)
fotógrafo/a.
φωτοκύτταρο [fotoqultaro] (n7n.) cé­
lula fotoeléctrica,
φωτόμετρο [fotómetro] (n7n.) fotó­
metro.
φωτοσκιάζω [fotosquiádso] (v.) dar
sombra a, sombrear,
φωτοσκίαση [fotosquíasi] (nVf.) cla­
roscuro, sombreado,
φωτοστέφανο [fotostéfanos] (nyn.)
aureola, halo,
φωτοσύνθεση [fotosfncesi] (n./f.) fo­
tosíntesis, fotocomposición.
φωτοτυπία [fototipia] (nVf.) fototipia,
fotocopia,
φωτοφράκτης [fotofráctis] (nVm.)
obturador,
φωτοχυσία [fotojisía] (n./f.) ilumina­
ción, luminaria, inundación de luces.

993
malintencionado, maligno, malvado,
malévolo, malicioso,
X, X [ j¡] (n./n.) vigésima segunda letra χαίρετε [jérete] (v.) hola,
del alfabeto griego, χαιρετίζω [jeretídso] (v.) saludar,
χαβάς [javás] (n./m.) melodía · (metáf.) χαιρέτισμα [jerétisma] (n/n.) saludo,
συνεχίζει το ν χαβά τ ο υ - sigue en su χαιρετίσματα [jeretísmata] (nyn.) pl.
mundo, saludos, recuerdos · δώσε χα ιρετί­
χαβιάρι [javiári] (nyn.) caviar, σματα - a) da (a alguien) mis recuer­
χαβούζα [javúdsa] (n./f.) cisterna, de­ dos, b) saluda (a alguien) por mi
pósito, fosa séptica, parte.
χάβρα [jávra] (nyf.) sinagoga, barullo, χαιρετισμός [jeretismós] (nym.) salu­
χάδι [jádi] (nyn.) caricia, mimo, zala­ do, salutación,
mería, carantoña, χαίρομαι [jérome] (v.) alegrarse,
χαδιάρης [jadiáris] (adj.) acariciador, χαίτη [jéti] (n./f.) crin, melena,
mimoso, carantoñero, melindroso, χακί [jaquí] (nyn.) caqui,
χαδιάρικος [jadiáricos] (adj.) cariñoso, χαλάζι [jaládsi] (n./n.) granizo,
mimoso. χαλαζίας [jaladsías] (nym.) cuarzo,
χάζεμα [jádsema] (n./n.) holgazane­ χαλαζοβρόχι [jaladsovróji] (n./n.) gra­
ría. nizada.
χαζεύω [jadsévo] (v.) pasar el tiempo, χαλάκι [jaláqui] (n./n.) felpudo,
tontear. χαλάλι [jaláli] (adv.) merecidamente ·
χάζι [jádsi] (n./n.) placer, gusto, diver­ χ α λά λι σου/- ¡te merece!,
sión. χαλαλίζω [jalalídso] (v.) malgastar, de­
χαζομάρα [jadsomára] (n./f.) estupi­ rrochar, perder,
dez, tontería, χαλαρός [jalarós] (adj.) relajado, flojo,
χαζός [jadsós] (adj.) tonto, bobo, idio­ χαλάρωμα [jalároma] (n./n.) flojedad,
ta. relajamiento, relajación,
χαϊβάνι [jaiváni] (n./n.) asno, burro, 2: χαλαρώνω [jalaróno] (ν.) 1: relajar(se),
(coloq.) tonto, idiota, calmar, aflojar, distender, 2: soltar,
χάϊδεμα [jáidema] (nyn.) caricia, mimo, χαλάρωση [jalárosi] (n./f.) relajamie­
χαϊδεμένος [jaideménos] (adj.) mima­ nto, relajación, flojedad,
do. χάλασμα [jálasma] (n./n.) decadencia,
χαϊδευτικός [jaidefticós] (adj.) acari­ destrucción,
ciante, cariñoso · χαϊδευτικό ό ν ο ­ χαλάσματα [jalásmata] (n./n.) pl. arrui­
μ α · sobrenombre cariñoso, nombre nas, ruinas, restos,
cariñoso. χαλασμένος [jalasménos] (adj.) 1: da­
χαϊδεύομαι [jaidévome] (v.) hacerse el ñado, roto, estropeado, 2: podrido,
mimoso. pasado.
χαϊδεύω [jaidévo] (v.) acariciar, mimar, χαλασμός [jalasmós] (n./m.) 1: caos,
χαϊμαλί [jaimalí] (n./n.) amuleto, chu­ barahúnda, desorden, 2: tumulto,
chería, baratija, confusión, alboroto, 3: demolición,
χαιρεκακία [jerecaquía] (n./f.) maldad, catástrofe,
mala intención, malicia, χαλαστής [jalastís] (n./m.) destructor,
χαιρέκακος [jerécacos] (adj.) malo, demoledor.

994
χαμόγελο

χαλάστρα [jalástra] (nVf.) trastorno, cobrizo,


daño. χάλυβας [jálivas] (n./m.) acero,
χαλάω [jaláo] (ν.) 1: dañar, estropear, χαλύβδινος [jalívdinos] (adj.) de ace­
2: (electrodomésticos) estropearse, 3: ro.
(tiempo) empeorar, 4: (dinero) cam­ χαλώ [jaló] (ν.) 1: (dispositivos)
biar, 5: (carácter) corromper · χάλα­ estropear(se), romper(se), averiar­
σε η τηλεόραση- se estropeó la tv · se, 2: (dinero) gastar, cambiar, 3:
χαλάει o καιρός- el tiempo se em­ (algo) dmoler, destruir, deshacer,
peora · μου χάλασε το κέφι- me ha 4: (carácter) corromper, 5: (tiempo)
cambiado el humor · δεν με χαλάει empeorar, 6: (plan) chafar,
η πρότασή σου- tu propuesta no me χαμαιλέοντας [jameléondas] (n./m.)
parece mal · δεν του χαλάω χατίρι- (Zool.) camaleón,
nunca le digo no · έχεις va μου χα­ χαμαιτυπείο [jametipío] (n./n.) bur-
λάσεις ψιλά;- ¿me cambias dinero? · del, garito,
τον χάλασαν οι κακές παρέες- le han χαμάλης [jamális] (n./m.) 1: maletero,
corrumpido sus amigos, 2: esclavo del trabajo, estibador,
χαλεπός [jalepós] (adj.) arduo, peno­ χαμαλίκι [jamalíqui] (n7n.) esclavitud,
so, difícil. abuso.
χάλι [jáli] (nVn.) condición difícil, en χαμάμ [jamám] (n./n.) baño turco,
malas condiciones, apuro, aprieto, χαμένος [jaménos] (adj.) perdido, ido,
χαλί [jalí] (n7n.) 1: alfombra, estera, 2: ausente · χαμένο κορμί- persona
(pequeño) tapiz, tapete, ruin.
χαλίκι [jalíqui] (nVn.) 1: grava, gravilla, χαμέρπεια [jamérpia] (nVf.) bajeza,
2: guijarro, maldad, mezquindad,
χαλιναγωγώ [jalinagogó] (v.) domar, χαμερπής [jamerpís] (adj.) rastrero,
tirar de la rienda, refrenar, contener, ruin, vil.
χαλινάρι [jalínári] (n7n.) rienda, freno, χαμηλά [jamila] (adv.) abajo, bajo,
brida · λασκάρω τα χαλινάρια- aflo­ χαμηλός [jamílós] (adj.) bajo · άν­
jar las riendas, θρωπος χαμηλών τόνων- persona
χαλινός [jalinós] (n7m.) rienda, freno, humilde.
χαλιφάτο [jalífáto] (nVn.) califato, χαμηλόφωνα [jamilófona] (adv.) en
χαλίφης [jalífis] (n./m.) califa, voz baja · μιλάω χαμηλόφωνα- ha­
χαλκάς [jalcás] (n./m.) aro, anilla, ani­ blar en voz baja,
llo. χαμηλόφωνος [jamilófonos] (adj.) de
χαλκέντερος [jalquénderos] (adj.) in­ voz baja.
fatigable, trabajador, χαμηλώνω [jamilóno] (ν.) 1: bajar, re­
χάλκινος [jálquinos] (adj.) de cobre, bajar, 2: disminuir, aminorar, descen­
χαλκογραφία [jalcografía] (n./f.) cal­ der · χαμηλώνω τα μάτια- bajar los
cografía. ojos · χαμηλώνω τις τιμές- rebajar
χαλκομανία [jalcomanía] (n./f.) calco­ los precios,
manía. χαμίνι [jamíni] (n7n.) pihuelo,
χαλκός [jalcós] (n./m.) cobre · η Εποχή χαμογελαστός [jamoguelastós] (adj.)
του Χαλκού- la era del cobre, sonriente,
χαλκωματένιος [jalcomatéños] (adj.) χαμόγελο [jamóguelo] (n/n.) sonrisa.

995
χαμογελώ

χαμογελώ [jamogueló] (ν.) sonreír, bado.


χαμόδεντρο [jamódendro] (η./η.) ar­ χαράδρα [jarádra] (ηΛ ) precipicio,
busto. tajo, barranco,
χαμομήλι [jamomíli] (n7n.) manzani­ χαράζω [jarádso] (v.) 1: rayar, trazar ra­
lla, camomila, yas, grabar, 2: (día) amanecer,
χαμός [jamós] (n./m.) 1: pérdida, daño, χάρακας [járacas] (n7m.) regla,
2: jaleo, confusión · γίνεται χαμός- χαρακιά [jaraquiá] (ηΛ ) corte, corta­
hay mucho jaleo, dura, línea, raya,
χαμόσπιτο [jamóspito] (n7n.) casu- χαρακτήρας [jaractíras] (n./m.) ca­
cha, choza, chabola, rácter · κρατάω χαρακτήρα- ser
χαμούρα [jamúra] (ηΛ ) puta, zorra, resistente · γραφικός χαρακτήρας-
χάμουρα [jámura] (n7n.) pl. arreos, carácter gráfico/escritura,
χαμπάρι [jambári] (nVn.) una noticia, χαρακτηρίζω [jaractirídso] (v.) cara­
noticias, novedades · παίρνω χα­ cterizar, calificar,
μπάρι- enterarse de una noticia, χαρακτηρισμός [jaractirismós] (n./m.)
χάμπουργκερ [jámburguer] (nVn.) caracterización,
hamburguesa, χαρακτηριστικό [jaractirísticó] (nVn.)
χάμω [jámo] (adv.) abajo, hacia abajo, característica,
por/en tierra, χαρακτηριστικός [jaractiristicós] (adj.)
χάνι [jáni] (n./n.) posada, fonda, me­ característico, típico · χαρακτηριστι­
són. κό παράδειγμα- ejemplo típico,
χάνομαι [jánome] (v.) perderse, χαράκτης [jaráctis] (nVm.) grabador,
χαντάκι [jandáqui] (nVn.) zanja, trin­ χαρακτική [jaractiquí] (ηΛ ) grabado,
chera. χαρακτικός [jaracticós] (adj.) de gra­
χαντακώνω [jandacóno] (v.) desacher, bado.
destruir, destrozar, χαράκωμα [jarácoma] (n./n.) 1: trin­
χάντρα [jándra] (ηΛ ) cuenta, chera, 2: trazado, rayado · στα χα­
χάνω [jáno] (v.) perder · τa χάνω- estar ρακώματα του πολέμου- en las trin­
perdido · χάνω τη γη κάτω από τα cheras de la guerra,
πόδια μου- la tierra tiembla bajo mis χαρακώνω [jaracóno] (v.) rayar,
pies · χάνω τα λόγια μου- confundir χάραμα [járama] (ηΛι.) alba, amane­
mis palabras · έχασα τον δρόμο- cer.
perderel camino, χαραμάδα [jaramáda] (ηΛ) grieta, fi­
χάος [jáos] (n7n.) caos, sura, hendedura, ranura,
χαοτικός [jaoticós] (adj.) caótico, χαράματα [jarámata] (n./n.) pl. ama­
χάπι [jápi] (n./n.) píldora, pastilla, ta­ necer, alba · ξυπνώ από τα χαράμα­
bleta · αντισυλληπτικόχάπι- pastilla τα- pegarse un madragón.
anticonceptiva, χαράμι [jarámi] (adv.) en vano,
χαρά [jará] (ηΛ ) alegría, placer, dicha χαραμίζω [jaramídso] (v.) derrochar,
• παιδική χαρά- parque de niños, malgastar,
χάραγμα [járagma] (nyn.) raya, trazo, χάραξη [járaksi] (n./f.) grabado,
χαραγματιά [jaragmatiá] (ηΛ ) mue­ χαράτσι [jarátsi] (nVn.) contribución,
sca, corte, incisión, raja, impuesto, tasa alta,
χαραγμένος [jaragménos] (adj.) gra­ χαρατσώνω [jaratsóno] (v.) imponer

996
χαρτοπώλης

impuestos, tasar, χαρούμενος [jarúmenos] (adj.) feliz,


χαραυγή [jaravguí] (n./f.) amanecer, alegre, contento,
alba. χαρούπι [jarúpi] (n./n.) algarroba,
χάρβαλο [járvalo] (n./n.) ruina, χαρουπιά [jarupiá] (n7f.) algarrobo,
χαρέμι [jarémi] (n7n.) harén, χάρτα [járta] (n./f.) carta,
χάρη [jári] (n7f.) 1: favor, 2: gracia, en­ χαρταετός [jartaetós] (n./m.) cometa,
canto · σου κάνω χάρη- te hago un χαρτζιλίκι [jartdsilíqui] (n7n.) dinero
favor · για χάρη σου- para ti · χάρη de bolsillo, para gastos personales ·
στη βοήθεια των άλλων- gracias a la δίνω χαρτζιλίκι- dar dinero de bol­
auyda de otros, sillo.
χαριεντίζομαι [jariendídsome] (v.) en­ χάρτης [jártis] (n./m.) mapa,
tretenerse, χαρτί [jartí] (nVn.) 1: papel, hoja, 2:
χαριεντισμός [jariendismós] (n7m.) (baraja) naipe, carta · χαρτί περιτυ­
entretenimiento, lisonja, zalamería, λίγματος- papel de envoltura · κάνω
χαρίζω [jarídso] (v.) regalar, obse­ τα χαρτιά μου- solicitar los papeles ·
quiar. παίζω χαρτιά- jugar a las cartas,
χάρισμα [járisma] 1: (n7n.) carisma, χαρτικά [jarticá] (nVn.) pl. artículos de
don, cualidad, regalo, 2: (adv.) gratis, escritorio,
de balde. χάρτινος [jártinos] (adj.) de papel,
χαρισματικός [jarismaticós] (adj.) ca- χαρτοβασίλειο [jartovasílio] (n7n.)
rismático. papeleo, burocracia,
χαριστικός [jaristicós] (adj.) parcial, χατοβιομηχανία [jartoviomijanía]
predispuesto · χαριστική βολή- tiro (nVf.) industria papelera,
decisivo. χαρτογραφώ [jartografó] (v.) trazar el
χαριτολογώ [jaritologó] (v.) 1: hablar mapa de.
con gracia, 2: bromear, decir chistes, χαρτοκόπτης [jartocóptis] (n7m.) cor­
χαριτωμένος [jaritoménos] (adj.) en­ tapapeles,
cantador, agradable, gracioso, χαρτομάντιλο [jartomándilo] (nVn.)
χάρμα [járma] (n7n.) delicia, maravilla pañuelo,
• χάρμα οφθαλμών- maravilla para χαρτόνι [jartóni] (n./n.) cartón,
los ojos. χαρτονόμισμα [jartonómisma] (nVn.)
χαρμάνι [jarmání] (nVn.) mezcla, billete.
χαρμόσυνη [jarmosíni] (n./f.) regocijo, χαρτοπαίγνιο [jartopégnio] (nVn.)
χαρμόσυνος [jarmósinos] (adj.) ju­ (naipes) juego,
biloso, alegre, festivo · χαρμόσυνη χαρτοπαίχτης [jartopéjtis] (n./m.) ju ­
είδηση- buena noticia, gador de cartas,
χαροκόπι [jarocópi] (n7n.) juerga, χαρτοπετσέτα [jartopetséta] (nVf.) ser­
χαροκόπος [jarocópos] (nVm.) juer­ villeta.
guista. χαρτοπόλεμος [jartopólemos] (n./m.)
χαροπαλεύω [jaropalévo] (v.) agoni­ batalla con serpentinas y confeti,
zar, luchar contra la muerte, χαρτοπωλείο [jartopolío] (n7n.) pa­
χαροποιώ [jaropió] (v.) alegrar, regoci­ pelería.
jar, deleitar, χαρτοπώλης [jartopólis] (n./m.) pa­
χάρος [járos] (n7m.) muerte. pelero.

997
χαρτοσημαίνω

χαρτοσημαίνω [jartosiméno] (ν.) tim ­ χαύνωση [jávnosi] (n7f.) languidez,


brar. estupor,
χαρτόσημο [jartósimo] (n./n.) timbre χαφιές [jafiés] (n./m.) delator,
fiscal, póliza, χάφτω & χάβω [jáfto & jávo] (ν.) 1:
χαρτοφύλακας [jartofílacas] (n./m.) tragar, engullir, 2: engañarse · δεν τα
cartera, portafolios, χάφτω αυτά!- ¡no me engañas con
χαρχαλεύω [jarjalévo] (v.) revolverlo ésto!.
todo. χαχανίζω [jajanídso] (v.) reírse a carca­
χαρωπός [jaropós] (adj.) alegre, con­ jadas, reírse tontamente,
tento, feliz, animoso, jovial, χάχανο [jájano] (n./n.) carcajada,
χασάπης [jasápis] (n./m.) carnicero, χάχας [jájas] (n./m.) inocentón, creti­
χασάπικο [jasápico] (n./n.) carnicería, no.
χάση [jási] (n./f.) (fase lunar) mengua, χαψιά [japsiá] (n./f.) bocado, buche,
χάσιμο [jásimo] (nVn.) pérdida · δεν χαώδης [jaódis] (adj.) caótico,
έχω καιρό για χάσιμο- no tengo χέζω [jédso] (v.) cagar,
tiempo para pedrer · χάσιμο χρό­ χείλι [jíli] (n./n.) labio,
νου - pérdida de tiempo, χειλικός [jilicós] (adj.) labial,
χασίσι & χασίς [jasísi & jasís] (n./n.) χείλος [jilos] (nVn.) 1: (rostro) labio, 2:
hachís. borde, margen · κρέμομαι από τα
χάσκω [jásco] (v.) mirar boquiabierto, χείλη σου- estoy pendiente de tus
χάσμα [jásma] (n./n.) precipicio, abis­ labios · στο χείλος του γκρεμού- al
mo, sima · χάσμα γενεών- bache de borde del abismo,
generaciones, χείμαρρος [jímaros] (n./m.) torrente,
χασμουρητό [jasmuritó] (n7n.) bo­ aluvión · χείμαρρος καταχρήσεων-
stezo. aluvión de abusos,
χασμουριέμαι [jasmuriéme] (v.) bo­ χειμαρρώδης [jimaródis] (adj.) torren­
stezar. cial.
χασμωδία [jasmodía] (n./f.) hiato, χειμερινός [jimerinós] (adj.) de invier­
χασομέρης [jasoméris] (adj.) holga­ no, invernal · χειμερινός κολυμβη­
zán. τής- nadador invernal,
χασομερώ [jasomeró] (v.) perder el χειμώνας [jimónas] (n./m.) invierno,
tiempo, holgazanear, χειμωνιάτικος [jimoñáticos] (adj.) in­
χασούρα [jasúra] (nVf.) pérdida, vernal.
χαστούκι [jastúqui] (n7n.) bofetada, χειραγώγηση [jiragóguisi] (nVf.) di­
tortazo · δίνω χαστούκι- dar una rección, orientación, conducción,
bofetada. consejos, guía,
χαστουκίζω [jastuquídso] (v.) abofe­ χειραγωγώ [jiragogó] (v.) llevar de la
tear. mano, guiar, dirigir,
χατίρι [jatíri] (nVn.) favor · του έκανα χειράμαξα [jirámaksa] (nVf.) carretilla
το χατίρι- lo hice en favor de él · για (de mano).
χατίρι σου- para ti. χειραφέτηση [jirafétisi] (nVf.) eman­
χαυλιόδοντας [javliódondas] (n7m.) cipación,
colmillo, χειραφετώ [jirafetó] (v.) emancipar,
χαύνος [jávnos] (adj.) lánguido. χειραψία [jirapsía] (n./f.) apretón de

998
χειρωνακτικός

manos. pable, tangible · χειροπιαστή από­


χειρίζομαι [jirídsome] (ν.) manejar, δειξη· prueba palpable,
manipular, χειροπόδαρα [jiropódara] (adv.) de
χειρισμός [jirismós] (n./m.) manejo, píes y manos,
manipulación, χειροποίητος [jiropíitos] (adj.) hecho
χειριστήριο [jiristírio] (nVn.) control, a mano.
tablero de instrumentos, χειροσφαίριση [jirosférisi] (n./f.) ba­
χειριστής [jiristís] (nym.) 1: (máquina) lonmano,
manipulador, operador, 2: (avión) pi­ χειρότερα [jirótera] (adv.) peor,
loto -χειριστής αεροσκάφους- pilo­ χειροτέρευση [jirotérefsi] (n./f.) em­
to de aeronave, peoramiento,
χειροβομβίδα [jirovomvída] (n./f.) χειροτερεύω [jiroterévo] (v.) empeo­
granada de mano, rar.
χειρόγραφο [jirógrafo] (n./n.) manus­ χειρότερος [jiróteros] (adj.) peor, pési­
crito. mo · στη χειρότερη περίπτωση- en
χειρόγραφος [jirógrafos] (adj.) escrito el peor caso,
a mano. χειροτέχνημα [jirotéjnima] (n./n.) tra­
χειροδικώ [jirodicó] (v.) abofetear, bajo manual,
χειροθεσία [jirocesía] (n./f.) imposi­ χειροτέχνης [jirotéjnis] (n./m.) arte­
ción de manos, sano.
χειροκίνητος [jiroquínitos] (adj.) ma­ χειροτεχνία [jirotejnía] (n./f.) manua-
nual. lidad.
χειροκρότημα [jirocrótima] (n./n.) χειροτονία [jirotonía] (n./f.) consagra­
aplauso, ovación, ción, ordenación,
χειροκροτώ [jirocrotó] (v.) aplaudir, χειροτονώ [jirotonó] (v.) consagrar,
batir palmas, ordenar.
χειρολαβή [jirolaví] (n./f.) asa, asidero, χειρουργείο [jirurguío] (n./n.) quirófa­
asimiento, no, sala de operaciones,
χειρομαλάκτης [jiromaláctis] (n./m.) χειρουργική [jirurguiquí] (n./f.) ciru­
masajista, gía.
χειρομάλαξη [jiromálaksi] (n./f.) ma- χειρουργικός [jirurguicós] (adj.) qui­
sage. rúrgico · χειρουργική επέμβαση-
χειρομαντεία [jiromandía] (n./f.) qui­ operación quirúrgica,
romancia, χειρούργος [jirúrgos] (n./m.+f.)
χειρομάντης [jiromándis] (n./m.) qui- cirujano/a.
romántico. χειρουργώ [jirurgó] (v.) operar,
χειρονομία [jironomía] (n7f.) gesto, χειροφίλημα [jirofílima] (ηΛι.) besa­
gesticulación, ademán · ευγενική manos.
χειρονομία- gesto de cortesía, χειρόφρενο [jirófreno] (n./n.) freno de
χειρονομώ [jironomó] (v.) gesticular, mano · τραβάω χειρόφρενο- tirar el
χειροπέδες [jiropédes] (ηΛ ) pl. espo­ freno de mano,
sas · φοράω χειροπέδες σε κάποιον- χειρωνακτικός [jironacticós] (adj.)
poner a alguien las esposas, manual · χειρωνακτική εργασία-
χειροπιαστός [jiropiastós] (adj.) pal­ trabajo manual.

999
χέλ.

χέλι [jélí] (nVn.) anguila, milímetro,


χελιδόνι [jelidóni] (n/n.) golondrina, χιλιοστός [jiliostós] (adj.) milésimo,
χελώνα [jelóna] (nyf.) tortuga, χίμαιρα [jímera] (n./f.) quimera,
χέρι [jéri] (n./n.) mano · χέρι βοηθεί- χιμαιρικός [jimaricós] (adj.) quiméri­
ας- echar una mano, co.
χερούλι [jerúli] (nyn.) asa, asidor, ma­ χιμπαντζής [jibandsís] (nym.) chim­
ngo. pancé, mono,
χερσαίος [jerséos] (adj.) terrestre, χιονάνθρωπος [jionánzropos] (n./m.)
χερσόνησος [jersónisos] (nyf.) penín­ figura de nieve, muñeca de nieve.
sula. Χιονάτη [jionáti] (nyf.) Blancanieves.
χέρσος [jérsos] (adj.) baldío, árido, sin χιονάτος [jionátos] (adj.) niveo, blan­
cultivo. co.
χέσιμο [jésimo] (n./n.) cagada, χιόνι [jióni] (nyn.) nieve,
χημεία [jimia] (nyf.) química · οργανι­ χιονιά [jioñá] (nyf.) nevada,
κή/ανόργανη χημεία- Química orgá­ χιονιάς [jioñás] (n./m.) nevasca,
nica/inorgánica, χιονίζει [jionídsi] (v. impers.) (infiniti­
χημείο [jimio] (nyn.) laboratorio de vo- nevar), nieva, está nevando,
química. χιονισμένος [jionisménos] (adj.) ne­
χημικός [jimicós] (adj.) químico •χημι­ vado.
κή αντίδραση- contracción química, χιονίστρα [jionístra] (nyf.) sabañón ·
χήνα [jína] (n./f.) ganso, oca. βγάζω χιονίστρες- tener sabañones,
χήρα [jira] (n./f.) viuda, χιονόβροχο [jionóvrojo] (n./n.) nevi­
χηρεύω [jirévo] (v.) enviudar, sca.
χήρος [jiros] (nym.) viudo, χιονοδρόμος [jionodrómos] (n./m.)
χβες [jces] (adv.) ayer, esquiador,
χθεσινός [jcesinós] (adj.) de ayer, pa­ χιονοθύελλα [jionocíela] (nyf.) venti­
sado. sca, nevada,
χθόνιος [jzónios] (adj.) infernal, χιονόνερο [jionónero] (nyn.) agua­
χιαστί [jiastí] (ad(v.) en cruz, nieve · ρίχνει χιονόνερο- cae/hay
χίλια [jília] (núm.) mil. aguanieve,
χιλιάδα [jiliáda] (nyf.) millar, mil. χιονονιφάδα [jiononifáda] (nyf.) copo
χιλιάκριβος [jiliácrivos] (adj.) querido, de nieve.
amado. χιονόπτωση [jionóptosi] (nyf.) neva­
χιλιετηρίδα [jilietirída] (nyf.) milena­ da.
rio, milenio, χιονοστιβάδα [jionostiváda] (nyf.) alud,
χιλιετία [jilietía] (nyf.) milenio, avalancha,
χιλιόγραμμο [jiliógramo] (nyn.) kilo, χιονοστρόβιλος [jionostróvilos] (nym.)
kilogramo, torbellino de nieve,
χιλιοειπωμένος [jilioipoménos] (adj.) χιούμορ [jiúmor] (nyn.) humor,
gastado, raído, χιουμορίστας [jiumorístas] (nym.)
χίλιοι [jílii] (adj.) mil. humorista,
χιλιόμετρο [jiliómetro] (nyn.) kilóme­ χιουμοριστικός [jiumoristicós] (adj.)
tro. humorístico, humoristra.
χιλιοστόμετρο [jiliostómetro] (nyn.) χιτώνας [jitónas] (nym.) 1: túnica,

1000
χοντραίνω

manto, 2: (Med.) retina, peludo, afelpado,


χιτώνιο [jitónio] (nyn.) chaqueta ame­ χνότο [jnóto] (nyn.) aliento,
ricana, chaquetón, túnica, χοάνη [joáni] (nyf.) crisol,
χλαμύδα [jlamída] (nyf.) clámide, capa, χόβολη [jóvoli] (n7f.) ascua, rescoldo,
manto. χοιρινός [jirinós] (adj.) porcino, de
χλευάζω [jlevádso] (v.) burlarse, gua­ cerdo.
searse, cachondearse, χοιρομέρι [jiroméri] (n./n.) jamón,
χλευασμός [jlevasmós] (nyn.) irrisión, χοίρος [jiros] (nym.) cerdo, puerco,
mofa, burla, guasa, cochino.
χλευαστής [jlevastís] (n7m.) burlón, χοιροστάσιο [jirostásio] (nyn.) pocil­
guasón, socarrón, ga.
χλευαστικός [jlevasticós] (adj.) bur­ χόκεϊ [jóquei] (nyn.) (Dep.) hockey,
lador. χολ [jol] (nyn.) recibidor, salón, vestí­
χλιαρός [jliarós] (adj.) tibio, templado, bulo.
χλιαρότητα [jliarótita] (nyf.) tibieza, χολέρα [joléra] (nΛ ) cólera,
χλιδή [jlidí] (n./f.) lujo, voluptuosidad, χολή [jolQ (ηΛ ) bilis,
opulencia, χοληστερίνη [jolisteríni] (nyf.) cole­
χλιμιντρίζω [jlimindrídso] (v.) relin­ sterina.
char. χοληστερόλη [jolisteróli] (nyf.) cole-
χλιμίντρισμα [jlimíndrisma] (nyn.) re­ sterol.
lincho. χολιάζω [joliádso] (v.) fastidiar, moles­
χλοερός [jloerós] (adj.) verde, cubier­ tar, enojar(se).
to de hierba, verdeante, χόλιασμα [jóliasma] (nyn.) dolor, mo­
χλόη [jlói] (ηΛ ) hierba, césped, lestia.
χλωμάδα [jlomáda] (nyf.) palidez, χολολιθίαση [jololicíasi] (nyf.) litiasis
χλωμιάζω [jlomiádso] (v.) palidecer, biliar.
χλωμός [jlomós] (adj.) pálido, dema­ χολοσκάω [joloscáo] (v.) preocuparse,
crado, decolorido, amarillo, amari­ inquietar.
llento. χολώνω [jolóno] (v.) fastidiar, moles­
χλωρίδα [jlorída] (n./f.) flora, tar.
χλωρίνη [jloríni] (nyf.) lejía, χονδρέμπορος [jondrémboros] (n./m.)
χλώριο [jlório] (nyn.) cloro, mayorista,
χλωριούχος [jloriújos] (adj.) dórico, χονδροειδής [jondroidís] (adj.) grue­
χλωρός [jlorós] (adj.) tierno, verde, so, desmañado, grosero, maleduca­
fresco. do, tosco,
χλωροφόρμιο [jlorofórmio] (nyn.) χόνδρος [jóndos] (nym.) cartílago,
cloroformo, χοντράδα [jondráda] (nyf.) ordinariez,
χλωροφύλλη [jlorofíli] (nyf.) clorofila, vulgaridad, tosquedad, grosería,
χνάρι [jnári] (nyn.) rastro, huella · χοντράδι [jondrádi] (nyn.) terrón, tro­
βαδίζω σ τα χνά ρ ια το υ - seguir sus zo.
huellas. χοντραίνω [jondréno] (v.) 1:engordar(se),
χνουδάτος [jnudátos] (adj.) afelpado, 2: espesar, apretar · χ ο ν τ ρ α ίν ε ι το
χνούδι [jnúdi] (nyn.) pelusa, vello, π α ιχ ν ίδ ι- el juego se pone peligro­
χνουδωτός [jnudotós] (adj.) velloso, so.

1001
χοντρικός

χοντρικός [jondricós] (adj.) al por ma­ ras.


yor. χόρταση [jórtasi] (n./f.) saciedad, har­
χοντροκέφαλος [jondroquéfalos] (adj.) tura.
1: terco, testarudo, cabezota, cabeza χορτασμός [jortasmós] (nVm.) sacie­
cuadrada, 2: estúpido, tonto, dad.
χοντροκομμένος [jondrocoménos] χορταστικός [jortasticós] (adj.) copio­
(adj.) tosco, so, abundante, suculento,
χοντροκοπιά [jondrocopiá] (ηΛ ) tos­ χορτάτος [jortátos] (adj.) harto, satis­
quedad, grosería, trabajo tosco, fecho, lleno,
χοντρός [jondrós] (adj.) gordo, grue­ χόρτο [jórto] (ηΛι.) 1: hierba, heno, 2:
so. (coloq.) marijuana,
χορδή [jordí] (njf.) cuerda, χορτονομή [jortonomí] (n./f.) forraje,
χορδίζω [jordídso] (v.) afinar, pienso.
χορευτής [joreftís] (n./m.) bailarín, χορτοτάπητας [jortotápitas] (n./m.)
χορευτικός [jorefticós] (adj.) de baile, césped.
de danza, χορτοφάγος [jortofágos] (adj.) 1:
χορεύτρια [joréftria] (n./f.) bailarina, (persona) vegetariano, 2: (animal)
χορεύω [jorévo] (v.) bailar, danzar, herbívoro,
χορήγηση [joríguisi] (ηΛ ) concesión, χορωδία [jorodía] (ηΛ.) coro,
prestación, otorgamiento, χορωδιακός [jorodiacós] (adj.) coral,
χορηγία [joriguía] (ηΛ ) donación, χούι [júi] (n./n.) hábito, costumbre,
χορηγός [jorigós] (ηΛη.) patrocina­ χουζούρι [judsúri] (ηΛι.) molicie,
dor, donante, donador, χουνέρι [junéri] (ηΛι.) fiasco,
χορηγώ [jorigó] (v.) conceder, prestar, χουρμαδιά [jurmadiá] (ηΛ.) palmera,
patrocinar, χουρμάς [jurmás] (nVm.) dátil,
χορογραφία [jorografía] (n./f.) coreo­ χούφτα [júfta] (n./f.) puñado,
grafía. χούφταλο [júftalo] (n7n.) carcamal,
χοροδιδασκαλείο [jorodidascalío] vejete.
(ηΛι.) escuela de baile, χουφτιάζω [juftiádso] (v.) asir, coger,
χοροδιδάσκαλος [jorodidáscalos] agarrar.
(ηΛη.) profesor de baile, χρεία [jría] (n./f.) necesidad, utilidad,
χοροεσπερίδα [joroesperída] (ηΛ) fie­ χρειάζομαι [jriádsome] (v.) necesitar,
sta nocturna, baile, 2: (impers.) precisarse, hacer falta,
χοροπήδημα [joropídima] (ηΛι.) brin­ χρειώδης [jriódis] (adj.) necesario, pre­
co. ciso.
χοροπηδώ [joropidó] (v.) brincar, sal­ χρεμετίζω [jremetídso] (v.) relinchar,
tar, dar saltos, χρεμέτισμα [jremétisma] (nVn.) relin­
χορός [jorós] (n./m.) baile, danza, cho.
χορταίνω [jorténo] (v.) hartarse, sa­ χρεόγραφο [jreográfo] (n./n.) bono,
ciar, estar lleno, reserves.
χορταποθήκη [jortapocíqui] (nyf.) gra­ χρεοκοπία [jreocopía] (ηΛ ) quiebra,
nero, cuadra, bancarrota, suspensión de pagos,
χορτάρι [jortári] (n./n.) hierba, χρεοκοπώ [jreocopól (v.) quebrar, sus­
χορταρικά [jortaricá] (n./n.) pl. verdu­ pender pagos, arruinarse, hundirse.

1002
χρονολογία

χρεολυσία [jreolisía] (n7f.) amortiza­ χρησιμεύω [jrisimévo] (v.) servir, ser


ción. útil.
χρέος [jréos] (n./n.) 1: (Econ.) deuda, χρησιμοποίηση [jrisimopíisi] (n./f.)
débito, 2: deber, obligación, encargo utilización,
• κάνωτο χρέος μου- hacer mi deber/ χρησιμοποιώ [jrisimopió] (v.) utilizar,
obligación · εκτελώ χρέη διευθυντή- usar, emplear,
ejecutar el cargo del director, χρήσιμος [jrísimos] (adj.) útil, práctico,
χρεοστάσιο [jreostásio] (nyn.) mora­ conveniente,
toria. χρησιμότητα [jrisimótita] (nyf.) utili­
χρεοφειλέτης [jreofilétis] (nym.) deu­ dad, eficacia,
dor. χρησμός [jrismós] (nym.) oráculo,
χρεώνομαι [jreónome] (v.) cargarse, χρήστης [jristis] (n./m.) usuario,
adeudar. χρίζω [jrídso] (v.) cubrir, revestir, ungir,
χρεώνω [jreóno] (v.) cargar, cobrar, confirmar, untar,
facturar. χρίσμα [jrísma] (n./n.) unción, confir­
χρέωση [jréosi] (nyf.) cargo, cobro, mación.
facturación, factura · χρέωση λογα­ χριστιανικός [jristianicós] (adj.) cri­
ριασμού- facturación en cuenta, stiano.
χρεώστης [jreóstis] (nym.) deudor, χριστιανισμός [jristianismós] (nym.)
χρήμα [jríma] (nyn.) 1: dinero, plata, cristianismo,
moneda, 2: pl. dinero, χριστιανός [jristianós] (nym.) cristia­
χρηματίζω [jrimatídso] (v.) sabornar, no.
corromper, cohechar, Χριστός [Jristós] (n./m.) Jesús Cristo.
χρηματικός [jrimaticós] (adj.) de dine­ Χριστούγεννα [jristúguena] (nyn.) pl.
ro, pecuniario, Navidad.
χρηματιστήριο [jrimatistírio] (nyn.) χριστουγεννιάτικος [jristugueñáticos]
bolsa. (adj.) de navidad, navideño •χριστου­
χρηματιστής [jrimatistís] (nym.) bol­ γεννιάτικο δέντρο- árbol navideño,
sista, agente de bolsa, χροιά [jriá] (nyf.) matiz, tono, tez.
χρηματιστικός [jrimatisticós] (adj.) de χρονιά [jroñá] (nyf.) año.
bolsa, financiero, χρονικό [jronicó] (nyn.) crónica · ποτέ
χρηματοδότης [jrimatodótis] (nym.) στα χρονικά δεν ξανάγινε- no suce­
financiador. dió nunca antes,
χρηματοδότηση [jrimatodótisi] (nyf.) χρόνιος [jrónios] (adj.) crónico, habi­
financiación, tual, perdurable,
χρηματοδοτώ [jrimatodotó] (v.) fi­ χρονικός [jronicós] (adj.) de tiempo ·
nanciar. χρονικό διάστημα- periodo de tiem­
χρηματοκιβώ τιο [jrimatoquivótio] po · (Gram.) χρονικός σύνδεσμος-
(n./n.) caja fuerte, caja de caudales, conjunción de tiempo,
χρήση [jrísi] (n./f.) 1: uso, función, utili­ χρονογράφημα [jronográfima] (nyn.)
zación, 2: empleo, consumo · γενική crónica.
χρήση- de uso común · οδηγίες χρή­ χρονογράφος [jronográfos] (nym.+f.)
σης- instrucciones de uso · χρήση cronista.
ναρκωτικών- consumo de drogas. χρονολογία [jronologuía] (nyf.) fecha,

1003
χρονολογικός

cronología, χρωστάω τη ζωή μου- le debo mi


χρονολογικός [jronologuicós] (adj.) vida.
cronológico, χταπόδι [jtapódi] (nVn.) pulpo,
χρονολογώ [jronologó] (v.) fechar, χτένα [jténa] (n7f.) peine,
datar. χτενίζομαι [jtenídsome] (v.) peinarse,
χρονόμετρο [jronómetro] (n./n.) cro­ χτενίζω [jtenídso] (v.) peinar,
nómetro, χτένισμα [jténisma] (nVn.) peinado,
χρόνος [jrónos] (n./m.) tiempo, año. χτες & χθες [jtes & jces] (adv.) ayer,
χρονοτριβή [jronotriví] (nyf.) demora, χτίζω [jtídso] (v.) 1: edificar, construir,
pérdida de tiempo, 2: crear,
χρονοτριβώ [jronotrivó] (v.) demorar­ χτικιό [jtiquió] (n7n.) tisis,
se, perder el tiempo, tardar, χτύπημα [jtípima] (nVn.) 1: golpe,
χρυσάνθεμο [jrisáncemo] (n./n.) cri­ choque, batido, 2: campanada, 3:
santemo, desdicha, infortunio,
χρυσάφι [jrisáfi] (n7n.) oro. χτυπητός [jtipitós] (adj.) 1: batido, chi­
χρυσαφικό [jrisaficó] (nVn.) joya, llón, 2: (colores) llamativo · χτυπητά
χρυσή [jrisí] (nyf.) ictericia, αυγά- huevos batidos · χτυπητά
χρυσίζω [jrisídso] (v.) dorar, brillar (έντονα) χρώματα- colores llamati­
como el oro. vos.
χρυσοθήρας [jrisocíras] (nVm.) busca­ χτυποκάρδι [jtipocárdi] (nVn.) latido,
dor de oro. χτύπος [jtípos] (n./m.) 1: golpe, 2: (co­
χρυσοκέντητος [jrisoquénditos] (adj.) razón) latido, 3: (teléfono) llamada,
bordado en oro. χτυπώ [jtipó] (v.) 1: golpear, pegar,
χρυσός [jrisós] (adj.) de oro, dorado, batir, 2: (corazón) latir, 3: (teléfono)
χρυσός [jrisós] (n7m.) oro. llamar.
χρυσοχοείο [jrisojoío] (n7n.) joyería, χυδαιολογία [jideologuía] (nVf.) ob­
χρυσοχόος [jrisojóos] (n7m.+f.) joye­ scenidades, grosería,
ro, joyera. χυδαίος [jidéos] (adj.) vulgar, grosero,
χρυσώνω [jrisóno] (v.) dorar •χρυσώ­ χυδαιότητα [jideótita] (nVf.) vulgari­
νω το χάπι- dorar la pildora, dad, grosería,
χρυσωρυχείο [jrisorijío] (n./n.) mina χύμα [jíma] (adv.) a granel,
de oro. χυμός [jimós] (nVm.) zumo, jugo,
χρώμα [jróma] (nVn.) 1: (general) color, χυμώδης [jimódis] (adj.) jugoso,
tinte 2: (para pintar) pintura, χύνω [jíno] (v.) 1: verter, derramar,
χρωματίζω [jromatídso] (ν.) 1: colo­ echar, 2: (coloq.) eyacular,
rear, pintar, 2: (voz) modular, χυτήριο [jitírio] (n7n.) fundición,
χρωματισμός [jromatismós] (nym.) χυτοσίδηρος [jitosídiros] (nym.) hie­
coloración, colorido, color, rro colado,
χρωματιστός [jromatistós] (adj.) de χύτρα [jítra] (n7f.) olla · χύτρα ταχύτη­
color, colorado, τας- olla a presión,
χρώμιο [jrómio] (n./n.) (Qulm.) cromo, χωλαίνω [joléno] (v.) cojear,
χρωστικός [jrosticós] (adj.) colorante, χώμα [jóma] (n./n.) tierra,
χρωστώ [jrostó] (v.) deber · σου χρω­ χωμάτινος [jomátinos] (adj.) de tierra,
στάω χάρη- te debo un favor · του terroso.

1004
χωρώ

χωνευτικός [jonefticós] (adj.) digeri­ χωρικός [joricós] (adj.) aldeano, cam­


ble, digestivo, pesino,
χωνεύω [jonévo] (v.) digerir · δ εν μ π ο ­ χωρίο [jorío] (ηΛι.) pasaje,
ρ ώ v a το χω νέψ ω - no puedo digerir χωριό [jorió] (n./n.) pueblo,
a esé tío. χωριουδάκι [joriudáqui] (n./n.) aldea,
χώνεψη [jónepsi] (nyf.) digestión, χωρίς [jorís] (adv.) sin.
χωνί [joní] (n./n.) embudo, χώρισμα [jórisma] (ηΛι.) 1: separa­
χώνω [jóno] (v.) meter, hincar, ente­ ción, 2: tabique,
rrar. χωρισμός [jorismós] (ηΛη.) separa­
χώρα [jóra] (n./f.) 1: país, 2: lugar, re­ ción, división,
gión. χωριστικός [joristicós] (adj.) separa­
χωρατατζής [joratatdsís] (nVm.) chi­ dor.
stoso, bromista, bufón, χωριστά [joristá] (adv.) separadame­
χωρατεύω [joratévo] (v.) bromear, nte, por separado, aparte,
burlarse. χωριστός [joristós] (adj.) separado,
χωράφι [joráfi] (ηΛι.) huerto, campo, apartado,
vergel. χωρίστρα [jorístra] (n./f.) raya (del
χωρητικότητα [joriticótita] (ηΛ.) ca­ pelo).
pacidad, cabida, χώρος [jóros] (n./m.) espacio, lugar,
χώρια [jória] (adv.) aparte, separada­ sitio.
mente. χωροταξία [jorotaksía] (ηΛ.) planifi­
χωριάτης [joriátis] (nym.) pueblerino, cación.
aldeano, campesino, paleto, χωροταξικός [jorotaksicós] (adj.) pla­
χωριατιά [joriatiá] (ηΛ ) grosería, nificador.
χωριάτικος [joriáticos] (adj.) de pue­ χωροφύλακας [jorofflacas] (n7m.) gen­
blo · χω ριάτικο ψω μί- pan de pue­ darme, guardia civil, gendarme,
blo. χωροφυλακή [jorofilaquí] (ηΛ ) guar­
χωρίζω [jorídso] (ν.) 1: separar(se), dia civil, gendarmería,
dividir, 2: (pareja) divorciar(se), de­ χωρώ [joró] (v.) 1: caber, 2: hay sitio.
jarse.

1005
estás buscando? · μ η ν το ψάχνεις-
a) no lo busques, b) (coloq.) ¡déjalo
Ψ, Ψ [psi] (η./η.) vigésima tercera letra caer!.
del alfabeto griego, ψαχούλεμα [psajúlema] (nyn.) mano­
ψάθα [psáza] (nyf.) esparto, paja, seo.
ψάθινος [psácinos] (adj.) de esparto, ψαχουλεύω [psajulévo] (ν.) 1: mano­
de paja, sear, 2: rebuscar,
ψαλίδα [psalída] (nyf.) tijeras, ψεγάδι [psegádi] (nyn.) defecto, man­
ψαλίδι [psalídi] (nyn.) tijera, cha, tacha,
ψαλιδιά [psalidiá] (nyf.) tijeretazo, ψείρα [psíra] (nyf.) piojo,
ψαλιδίζω [psalidídso] (v.) tijeretear, ψειριάρης [psiriáris] (adj.) piojoso,
ψάλλω [psálo] (v.) cantar, entonar un ψεκάζω [psecádso] (ν.) 1: rociar, salpi­
himno, salmodiar, car, 2: pulverizar,
ψαλμός [psalmós] (nym.) salmo, can­ ψεκασμός [psecasmós] (nym.) pulve­
to. rización.
ψαλμωδία [psalmodía] (nyf.) salmo­ ψεκαστήρας [psecastíras] (nym.) pul­
dia. verizador,
ψάλτης [psáltis] (nym.) salmista, ψελλίζω [pselídso] (v.) balbucear, tar­
ψάξιμο [psáksimo] (nyn.) búsqueda, tamudear, titubear,
busca, averiguación, inquisición, ψελλισμός [pselismós] (nym.) balbu­
ψαραγορά [psaragorá] (nyf.) mercado ceo, tartamudeo, titubeo,
de pescado, ψέλνω & ψάλλω [psélno & psálo] (v.)
ψαράδικο [psarádico] (n./n.) pesca­ salmodiar, entonar un himno,
dería. ψέμα [pséma] (nyn.) 1: mentira, 2: fal­
ψαράδικος [psarádicos] (adj.) de pe­ sedad · μ ου είπε ψέματα- me dijo
sca, relativo a la pesca, mentiras · κακά τα ψέματα- es mejor
ψαραίνω [psaréno] (v.) salirle canas, admitir la verdad,
ψαράς [psarás] (n./m.) pescador, pe­ ψευδαίσθηση [psevdéscisi] (nyf.) ilu­
scadero, sión · τρέφω ψευδαισθήσεις- tener
ψάρεμα [psárema] (n./n.) pesca, ilusiones.
ψαρεύω [psarévo] (v.) pescar, ψευδαισθητικός [psevdesciticós] (adj.)
ψαρής [psarís] (adj.) canoso, que tiene ilusorio.
canas. ψευδάργυρος [psevdárguiros] (n./m.)
ψάρι [psári] (n./n.) 1: (animal) pez, 2: (Quím.) zinc,
(comida) pescado, ψευδής [psevdís] (adj.) falso, engaño­
ψαρόβαρκα [psaróvarca] (n./f.) barca so, ficticio, deshonesto,
de pesca. ψευδίζω [psevdídso] (v.) cecear, bal­
ψαροκόκαλο [psarocócalo] (n./n.) es­ bucear, tartajear,
pina, raspa, ψεύδισμα [psévdisma] (n./n.) ceceo,
ψαχνό [psajnó] (n./n.) carne deshue­ balbuceo, tartajeo,
sada, carne magra, ψευδολόγημα [psevdológuima] (n./n.)
ψάχνω [psájno] (v.) 1: buscar, pregun­ mentira, falsedad,
tar, explorar, 2: averiguar, inquirir, 3: ψευδολογία [psevdologuía] (n./f.) fal­
(Inform.) navegar · τι ψάχνεις;- ¿qué sedad.

1006
ψηφοφόρος

ψευδολόγος [psevdológos] (adj.) men­ guirucho.


tiroso. ψηλόλιγνος [psilólignos] (adj.) largui­
ψεύδομαι [psévdome] (v.) mentir, de­ rucho, alto y delgado,
cir mentiras, fingir, ψηλός [psilós] (adj.) 1: (persona) alto,
ψευδομάρτυρας [psevdomártiras] (n7 2: (cosa) elevado,
m.+f.) testigo falso, ψηλοτάκουνα [psilotácuna] (ηΛι.) pl.
ψευδομαρτυρία [psevdomartiría] (nyf.) zapatos de tacón alto,
falso testimonio, ψήλωμα [psíloma] (ηΛι.) altura, ele­
ψευδορκία [psevdorquía] (ηΛ ) perju­ vación.
rio, falso testimonio/juramento, ψηλώνω [psilóno] (v.) 1: subir, 2: alzar,
ψευδός [psevdós] (adj.) ceceoso, bal­ crecer.
buciente, tartajoso, ψημένος [psiménos] (adj.) asado, to­
ψεύδος [psévdos] (n./n.) mentira, fal­ stado , cocido,
sedad · ασύστολα ψεύδη- mentiras ψήνω [psíno] (ν.) 1: asar, tostar, 2: (co­
desvergonzadas, loq.) a) convencer, b) ligar,
ψευδώνυμο [psevdónimo] (nVn.) seu­ ψήσιμο [psísimo] (n7n.) 1: asado,
dónimo, sobrenombre, tueste, cocción, 2: (coloq.) convenci­
ψεύτης [pséftis] (n7m.) mentiroso, miento.
embustero, ψησταριά [psistariá] (ηΛ ) 1: barba­
ψευτιά [pseftiá] (ηΛ.) mentira, false­ coa, 2: asador, parilla.
dad. ψητό [psitó] (n./n.) asado,
ψεύτικος [pséfticos] (adj.) 1: falso, ψητός [psitós] (adj.) asado, tostado,
fingido, 2: simulado, 3: postizo, ar­ ψηφιακός [psifiacós] (adj.) digital ·
tificial · ψεύτικα δάκρυα- lágrimas ψηφιακά κανάλια- canales digitales,
simuladas · ψεύτικο όνομα- nombre ψηφιδωτό [psifidotó] (ηΛι.) mosaico,
fingido. ψηφιδωτός [psifídotós] (adj.) de mo­
ψευτοκλαίω [pseftocléo] (v.) lloriquear, saico.
ψευτοφτιάχνω [pseftoftiájno] (v.) cha­ ψηφίζω [psifídso] (v.) votar,
pucear. ψηφίο [psifío] (n./n.) dígito, letra · δε­
ψευτοφυλλάδα [psetofiláda] (nyf.) pe- καδικό ψηφίο- número dígito,
riodicucho. ψήφισμα [psífisma] (ηΛι.) resolución,
ψήγμα [psígma] (n7n.) grano, mota, decreto.
ψήκτρα [psíctra] (n./f.) cepillo, escoba, ψηφοδέλτιο [psifodéltio] (n./n.) pa­
brocha, pincel, peleta.
ψηλά [psila] (adv.) en alto, a lo alto, ψηφοδόχος [psifodójos] (nyf.) urna,
ψηλάφηση [psiláfisi] (n./f.) palpación, ψηφοθήρας [psifocíras] (n./m.) que
tiento. busca los votos,
ψηλαφητός [psilañtós] (adj.) 1: palpa­ ψηφοθηρία [psifociría] (ηΛ.) búsque­
ble, tangible, 2: claro, evidente, da de votos,
ψηλαφίζω [psilafídso] (v.) palpar, ten­ ψήφος [psífos] (n./f.) voto · ψήφος
tar. εμπιστοσύνης- voto de confianza,
ψηλαφιστά [psilañstá] (adv.) buscar a ψηφοφορία [psifoforía] (ηΛ ) vota­
tientas. ción, elección,
ψηλολέλεκας [psilolélecas] (n./m.) lar­ ψηφοφόρος [psifofóros] (n7m.+f.) vo­

1007
ψιθυρίζω

tante, elector, ψοφώ [psofó] (v.) 1: morirse, 2: (coloq.)


ψιθυρίζω [psicirídso] (v.) susurrar, agotarse, cansarse,
murmurar, musitar, cuchichear, ψυγείο [psiguío] (nyn.) frigorífico, ne­
ψιθυρισμό [psicírisma] (n./n.) susurro, vera, refrigerador,
murmullo, cuchicheo, ψύκτης [psíctis] (n./m.) 1: nevera por­
ψιθυριστής [psiciristís] (n./m.) mur­ tátil, 2: congelador,
murador. ψυκτικός [psicticós] 1: (n./m.) (profe­
ψιθυριστός [psiciristós] (adj.) murmu­ sión) especialista en la refrigeración,
rado. 2: (adj.) helado, congelado,
ψίθυρος [psíciros] (n./m.) susurro, mur­ ψύλλος [psílos] (n./m.) pulga,
mullo, rumor, ψύξη [psíksi] (nyf.) 1: enfriamiento, 2:
ψιλά [psilá] (n./n.) pl. dinero suelto, congelación,
metálico, monedas · έχεις ψιλά;- ψυχαγωγία [psijagoguía] (nyf.) recreo,
¿tienes monedas? · αυτά είναι ψιλά entretenimiento, diversión,
γράμματα- eso es detalle · παίρνω ψυχαγωγικός [psijagoguicós] (adj.)
κάποιον στο ψιλό- burlarse de al­ recreativo, entretenido, de entrete­
guien. nimiento · ψυχαγωγική εκπομπή-
ψιλικά [psilicá] (nyn.) pl. mercería, ar­ programa de entretenimiento,
tículos menudos, ψυχαγωγώ [psijagogó] (v.) recrear, en­
ψιλοβρέχει [psilovréji] (v. impers.) tretener, divertir, distraer,
(infinitivo- lloviznar), lloviznar, está ψυχανάλυση [psijanálisi] (n./f.) psi­
lloviznando, coanálisis,
ψιλοκόβω [psilocóvo] (v.) picar, ψυχασθένεια [psijascénia] (nyf.) psi­
ψιλοκουβέντα [psilocuvénda] (nyf.) cosis, psicopatía,
chismes, habladurías, ψυχή [psijí] (nyf.) alma, anima, psique,
ψιλοπράγματα [psiloprágmata] (nyn.) ψυχιατρείο [psijiatrío] (n./n.) clínica
pl. bagatelas, cosas de poca impor­ psiquiátrica,
tancia. ψυχιατρική [psijiatriquí] (nyf.) psiquia­
ψιλός [psilós] (adj.) delgado, fino, me­ tría.
nudo. ψυχιατρικός [psijiatricós] (adj.) psi­
ψίχα [psíja] (nyf.) miga, pulpa, quiátrico · ψυχιατρική κλινική- clíni­
ψιχάλα [psijála] (n./f.) llovizna, chispa, ca psiquiátrica,
ψιχαλίζει [psijalídsi] (v. impers.) (infi­ ψυχίατρος [psijíatros] (n./m.+f.) psi­
nitivo- lloviznar), llovizna, está lloviz­ quiatra.
nando. ψυχικός [psijicós] (adj.) 1: psíquico, de
ψίχουλο [psíjulo] (n./n.) migaja, miaja, ánimo, 2: mental · ψυχικό τραύμα-
miga. trauma psíquico,
ψιψίνα [psipsína] (n./f.) minino, ψυχισμός [psijismós] (n./m.) 1: psique,
ψόγος [psógos] (n./m.) culpa, repro­ ánima, 2: mente,
che, censura, ψυχοθεραπεία [psijocerapía] (nyf.)
ψοφίμι [psofími] (nyn.) carroña, psicoterapia · κάνω ψυχοθεραπεία-
ψόφιος [psófios] (adj.) 1: muerto, 2: hacer psicoterapia,
(coloq.) agotado, cansado, ψυχολογία [psijologuía] (n./f.) psico­
ψόφος [psófos] (n./m.) muerte. logía.

1008
ψωριάζω

ψυχολογικός [psijologuicós] (adj.) ψυχρότητα [psijrótita] (n./f.) frialdad,


psicológico · ψυχολογική υποστήρι­ apatía, indiferencia, frigidez,
ξη- apoyo psicológico · ψυχολογική ψυχρούλα [psijrúla] (n./f.) frío, fresqui-
βία- violencia psicológica, to · κάνει ψυχρούλα- hace fresquito.
ψυχολόγος [psijológos] (n7m.+f.) ψυχώ [psijó] (v.) congelar, enfriar, he­
psicólogo/a. lar.
ψυχοπαθής [psijopacís] (adj.) psicó­ ψύχωση [psíjosi] (nyf.) psicosis · έχω
pata. ψύχωση με κάτι- tener psicosis con
ψυχορραγώ [psijoragó] (v.) expirar, ago­ algo.
nizar. ψωμάδικο [psomádico] (nVn.) pana­
ψύχος [psíjos] (n./n.) frío, hielo, dería.
ψυχαναλυτικός [psijanaliticós] (adj.) ψωμάς [psomás] (n./m.) panadero,
psicoanalítico. ψωμί [psomí] (nVn.) pan · μαύρο
ψυχρά [psijrá] (adv.) fríamente, con ψωμί- pan integral,
frialdad. ψώνια [psóña] (nVn.) pl. compras ·
ψύχρα [psíjra] (n./f.) fresco, frío · κάνει κάνω ψώνια- hacer compras · πάω
ψυχρά· hace fresco, για ψώνια- ir de compras,
ψυχραιμία [psijremía] (n./f.) sangre ψωνίζω [psonídso] (v.) comprar, hacer
fría, serenidad, aplomo, impavidez, la compra,
ψύχραιμος [psíjremos] (adj.) que tiene ψώνιο [psóño] (n7n.) 1: compra, 2:
sangre fría, sereno, impávido, calma­ (coloq.) locura, pasión, 3: (coloq. per­
do. sona) chiflado, bobo · έχω ψώνιο με
ψυχραίνω [psijréno] (v.) enfriar, re­ κάτι- estoy apasionado de algo · εί­
frescar. ναι ψώνιο- es muy chiflado,
ψυχρολουσία [psijrolusía] (nVf.) du­ ψώρα [psóra] (n./f.) sarna,
cha de agua fría, ψωραλέος [psoraléos] (adj.) sarnoso,
ψυχρός [psijrós] (adj.) frío, apático, ψωριάζω [psoriádso] (v.) tener sarna.
indiferente, frígido · εν ψυχρώ- con
alevosía.

1009
realdad.
ωμότητα [omótita] (ηΛ ) 1: crudeza, 2:
Ω, ω [oméga] (η./η.) vigésima cuarta aspereza, dureza,
letra del alfabeto griego, ωοειδής [ooidís] (adj.) oval, ovalado,
ω [o] (interj.) ¡oh!, ¡ay!, ovoide.
ωάριο [oário] (nVn.) óvulo, ωοθήκη [oocíqui] (n./f.) ovario,
ωδείο [odio] (nyn.) conservatorio, ωόν [oón] (n./n.) huevo,
ωδή [odí] (nA ) oda. ωορρηξία [ooriksía] (nyf.) ovulación,
ωδική [odiquí] (nyf.) 1: arte de cantar, ωοτόκος [ootócos] (adj.) ovíparo,
2: clase de música, ώρα [óra] (nyf.) 1: hora, 2: tiempo ·
ωδικός [odicós] (adj.) cantor, canta­ ώρες εργασίας- a) horas laborales,
nte, cantable, b) horas de trabajo · ώρα ανάγκης-
ωδίνες [odínes] (nyf.) pl. dolores de estado de emergencia · πάνω στην
parto. ώρα- a la hora · ώρες κοινής ησυ­
ώθηση [ócisi] (nyf.) 1: empuje, 2: im­ χίας· horas de silencio común ·
pulso, impulsión, ώρες-ώρες- a veces · φαγητά της
ωθώ [ozó] (ν.) 1: empujar, 2: impulsar · ώρας- comida a la parida · επί ώρες-
ωθώ κάποιον va κάνει κάτι- impul­ durante horas · πληρώνεται με την
sar a alguien a hacer algo, ώρα- cobra por hora,
ωκεάνιος [oqueánios] (adj.) del océa­ ωραία [oréa] (adv.) muy bien, estu­
no, oceánico, pendamente,
ωκεανογραφία [oqueanografía] (nyf.) ωραίος [oréos] (adj.) 1: guapo, her­
oceanografía, moso, bello, bonito, bueno, 2: agra­
ωκεανογραφικός [oqueanograficós] dable.
(adj.) oceanográfico. ωραιότητα [oreótita] (nyf.) belleza,
ωκεανογράφος [oqueanográfos] (n./ hermosura,
m.+f.) oceanógrafo, ωράριο [orário] (n./n.) horario · ελα­
ωκεανολογικός [oqueanologicós] (adj.) στικό ωράριο- horario flexible · πλή­
oceanográfico. ρες ωράριο- horario completo,
ωκεανός [oqueanós] (n./m.) océano ωριαίος [oriéos] (adj.) de una hora, a
• Ειρηνικός ωκεανός- océano Pací­ cada hora, por hora · ωριαίο πρό­
fico · Ατλαντικός ωκεανός- océano γραμμα· programa por hora,
Atlántico, ωριμάζω [orimádso] (v.) madurar,
ωλένη [oléni] (n./f.) (Anat.) antebrazo, ωρίμανση [orímansi] (n./f.) madura­
ωμοπλάτη [omopláti] (n./f.) omópla­ ción.
to. ώριμος [órimos] (adj.) 1: maduro, de­
ώμος [ómos] (n./m.) hombro · (metáf.) sarrollado, 2: juicioso,
σηκώνω το βάρος στους ώμους ωριμότητα [orimótita] (n./f.) madu­
μου- encargarse de un asunto di­ rez.
fícil · γέρνω τον ώμο μου (συμπα­ ωροδείχτης [orodíjtis] (n./m.) maneci­
ραστέκομαι)· arrimar el hombro (a lla del reloj,
alguien). ωρολογιακός [orologuiacós] (adj.)
ωμός [omós] (adj.) 1: crudo, 2: áspero, del tiempo · ωρολογιακή βόμβα-
duro · ωμή πραγματικότητα- dura a) bomba de relojería, b) bomba de

1010
ωώδης

tiempo. ωτορινολαρυγγολόγος [otorinolari-


ωρολόγιο [orológuio] (n./n.) reloj · gkológos] (nVm.+f.) otorrinolarin-
ω ρ ολό γιο πρόγρα μμα- programa gólogo.
académico, ωφέλεια [ofélia] (n7f.) provecho, utili­
ωρολογοποιείο [orologopiío] (nVn.) dad, beneficio,
relojería. ωφέλημα [ofélima] (n./n.) beneficio,
ωρολογοποιός [orologopiós] (n./m.) ventaja.
relojero. ωφελιμισμός [ofelimismós] (nVm.) uti­
ωρομίσθιο [oromíscio] (n7n.) un hora litarismo.
de salario, sueldo, ωφελιμιστής [ofelímistís] (nVm.) uti­
ωροσκόπιο [oroscópio] (n7n.) horó­ litarista.
scopo, zodíaco, ωφελιμιστικός [ofelimisticós] (adj.) uti­
ωροσκόπος [oroscópos] (nVm.) a- litario.
scendente. ωφέλιμος [ofélimos] (adj.) provecho­
ωρύομαι [oríome] (v.) aullar, chillar, so, útil, beneficioso,
gritar. ωφελιμότητα [ofelimótita] (n./f.) uti­
ως [os] (adv.) como · ως σ υνήθω ς- lidad.
com o siempre · ως πρ ος- en cuanto ωφελώ [ofeló] (v.) ser útil, servir, bene­
a · ως εκ το ύ το υ - por eso · ως εξής- ficiar, ayudar,
desde ahora, ωχ [oj] (interj.) ¡ay!, ¡oh!,
ωσότου [osótu] (conj.) hasta que. ώχρα [ójra] (nyf.) ocre,
ώστε [óste] (conj.) de modo que, para ωχριώ [ojrió] (v.) palidecer,
que, hasta que. ωχρός [ojrós] (adj.) 1: (color) pálido,
ωστόσο [ostóso] (conj.) sin embargo, descolorido, demacrado, 2: débil ·
a pesar de todo, no obstante, ωχρή α νά μ νησ η- recuerdo lejano,
ωταλγία [otalguía] (n./f.) otalgia, dolor ωχρότητα [ojrótita] (nVf.) palidez,
de orejas, dolor de oídos, ωώδης [oódis] (adj.) oval, ovoide.
ωτίτιδα [otítida] (n./f.) otitis.

1011
ΜίΙίΜ Μ ΗΠΒΜ Ι Β Β Ξ 1 9 · Ι · ί Ι Ι ι ιΗ ( ί · · Ε 1 Ι ϊ 1 Ι Ι 5 · 1 · 3 > 1 4 * 1 » ] ί Μ
ACERTAR acierto acerté acertaré acierte
ACORDAR acuerdo acordé acordaré acuerde
ADVERTIR advierto advertí advertiré advierta
AGRADECER agradezco agradecí agradeceré agradezca
APARECER parezco aparecí apareceré aparezca
APROBAR apruebo aprobé aprobaré apruebe
ATRAVESAR atravieso atravesé atravesaré atraviese
CABER quepo cupe cabré quepa
CAER caigo caí caeré caiga
CALENTAR caliento calenté calentaré caliente
CERRAR cierro cerré cerraré cierre
COMER como comí comeré coma
CONOCER conozco conocí conoceré conozca
CONTAR cuento conté contaré cuente
COSTAR cuesto costé costaré cueste
DAR doy di daré dé
DECIR digo dije diré diga
DESPERTARSE me despierto me desperté me despertaré me despierte
DIVERTIRSE me divierto me divertí me divertiré me divierta
DORMIR duermo dormí dormiré duerma
EMPEZAR empiezo empecé empezaré empiece
ENCONTRAR encuentro encontré encontraré encuentre
ENTENDER entiendo entendí entenderé entienda
ESTAR estoy estuve estaré esté
HABER he hube habré haya
HABLAR hablo hablé hablaré hable
HACER hago hice haré haga
IR voy fui iré vaya
JUGAR juego jugué jugaré juegue
LEER leo leí leeré lea
MORIR muero morí moriré muera
MOSTRAR muestro mostré mostraré muestre
MOVER muevo moví moveré mueva
NEGAR niego negué negaré niegue
OFRECER ofrezco ofrecí ofreceré ofrezca
OÍR oigo oí oiré oiga
OLER huelo olí oleré huela
PARECER parezco parecí pareceré parezca

1012
PEDIR pido pedí pediré pida
PENSAR pienso pensé pensaré piense
PERDER pierdo perdí perderé pierda
PODER puedo pude podré pueda
PONER pongo puse pondré ponga
PREFERIR prefiero preferí preferiré prefiera
QUERER quiero quise querré quiera
REPETIR repito repetí repetiré repita
ROGAR ruego rogué rogaré ruegue
SABER sé supe sabré sepa
SALIR salgo salí saldré salga
SEGUIR sigo seguí seguiré siga
SENTARSE me siento me senté me sentaré me siente
SENTIRSE me siento me sentí me sentiré me sienta
SER soy fui seré sea
SERVIR sirvo serví serviré sirva
SOÑAR sueño soñé soñaré sueñe
TENER tengo tuve tendré tenga
TRAER traigo traje traeré traiga
VENIR vengo vine vendré venga
VER veo vi veré vea
VESTIRE me visto me vestí me vestiré me vísta
VIVIR vivo viví viviré viva
VOLVER vuelvo volví volveré vuelva

1 ΠΙΝΑΚΑΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ME ΑΝΩΜΑΛΗ ΜΕΤΟΧΗ

ABRIR : abierto FREÍR : frito


ABSOLVER : absuelto HACER : hecho
BENDECIR : bendito IMPRIMIR : impreso
CUBRIR : cubierto MALDECIR : maldito
DECIR : dicho MORIR : muerto
DESCRIBIR : descrito PONER : puesto
DESCUBRIR : descubierto PRENDER : preso
DESPERTAR : despierto RESOLVER : resuelto
DEVOLVER : devuelto ROMPER :roto
DISOLVER : disuelto SATISFACER : satisfecho
DISPONER : dispuesto SOLTAR : suelto
ENCUBRIR : encubierto VER : visto
ENVOLVER : envuelto VOLVER : vuelto
ESCRIBIR : escrito

1013
rPAMMATIKH/GRAMATICA

Στην ισπανική γλώσσα, τα ρήματα χωρίζονται σε 3 συζυγίες. Για να αναγνωρί­


σουμε σε ποια συζυγία ανήκει κάθε ρήμα, ελέγχουμε την κατάληξη του απαρεμ­
φάτου.

Τα ρήματα της 1ης συζυγίας έχουν κατάληξη: -AR, όπως: cantar.

Τα ρήματα της 2ης συζυγίας έχουν κατάληξη: -ER, όπως: comer.

Τα ρήματα της 3ης συζυγίας έχουν κατάληξη: -IR, όπως: vivir.

OPimKH/INDICATlVO

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
(PRESENTE)

Τα ρήματα στον ενεστώτα χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:

1. Ομαλά ρήματα

Στα ομαλά ρήματα διατηρούμε το θέμα του ρήματος και προσθέτουμε τις πα­
ρακάτω καταλήξεις:

Υο canto como vivo


Tú cantas comes vives
Él/Ella/Usted canta come vive
Nosotros/as cantamos comemos vivimos
Vosotros/as cantáis coméis vivís
Ellos/ Ellas/ Ustedes cantan comen viven

1014
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας που τελειώνουν σε -cer/ - cir στο α' ενικό
έχουν την εξής ιδιομορφία:

Για παράδειγμα: ofrecer, conocer, traducir, conducir.

OFRECER TRADUCIR
Yo ofrezco traduzco
Tú ofreces traduces
Él/Ella/Usted ofrece traduce
Nosotros/as ofrecemos traducimos
Vosotros/as ofrecéis traducís
Ellos/ Ellas/ Ustedes ofrecen traducen

2. Ανώμαλα ρήματα

Τα ανώμαλα ρήματα, όπως τα estar, dar, ser, tener, hacer, poner, saber, decir, ir,
venir σχηματίζουν τους εξής τύπους:

I ESTAR DAR SER


Yo estoy doy soy
Tú estás das eres
Él/Ella/Usted está da es
Nosotros/as estamos damos somos
Vosotros/as estáis dais sois
Ellos/ Ellas/ Ustedes están dan son

TENER HACER PONER


Yo tengo hago pongo
Tú tienes haces pones
Él/Ella/Usted tiene hace pone
Nosotros/as tenemos hacemos ponemos
Vosotros/as tenéis hacéis ponéis
Ellos/ Ellas/ Ustedes tienen hacen ponen

1015
Yo sé digo voy
Tú sabes dices vas
Él/Ella/Usted sabe dice va
Nosotros/as sabemos decimos vamos
Vosotros/as sabéis decís vais
Ellos/ Ellas/ Ustedes saben dicen van

3. Ρήματα με διφθογγισμό

Τα ρήματα αυτά παρουσιάζουν διφθογγισμό στο θέμα τους (σε όλα τα πρόσω­
πα εκτός από το β' και γ' πληθυντικό) και σχηματίζουν ομαλά τις καταλήξεις
τους ανάλογα με τη συζυγία που ανήκουν (βλέπε ομαλά ρήματα).

Στην 1η συζυγία υπάρχουν δύο είδη διφθογγισμού:

• -AR

e —►/e, όπως: pensar, empezar

o —» u e , όπως: volar, recordar

Yo pienso vuelo
Tú piensas vuelas
Él/Ella/Usted piensa vuela
Nosotros/as pensamos volamos
Vosotros/aS pensáis voláis
Ellos/Ellas/Ustedes piensan vuelan

1016
• -ER

e —*¡e, όπως: entender, querer

o — >u e , όπως: poder, volver

ENTENDER (e ■ie) VOLVER


Yo entiendo vuelvo
Tú entiendes vuelves
Él/Ella/Usted entiende vuelve
Nosotros/as entendemos volvemos
Vosotros/as entendéis volvéis
Ellos/Ellas/Ustedes entienden vuelven

• -IR

e —►ie , όπως preferir


o —>υβ,όπως dormir
e —►i, όπως pedir

Yo prefiero duermo
Tú prefieres duermes
Él/Ella/Usted prefiere duerme
Nosotros/as preferimos dormimos
Vosotros/as preferís dormís
Ellos/ Ellas/ Ustedes prefieren duermen

4. Αυτοπαθητικά ρήματα

Μια ακόμα πολύ σημαντική κατηγορία ρημάτων είναι τα αυτοπαθητικά ρή­


ματα. Αυτά μπορεί να είναι ομαλά, ανώμαλα ή με διφθογγισμό και συνοδεύ­
ονται πάντα από τις αυτοπαθητικές αντωνυμίες.

Για παράδειγμα: llamarse, sentirse, irse.

1017
LLAMARSE SENTIRSE IRSE
Υο me llamo me siento me voy
Τύ te llamas te sientes te vas
Él/Ella/Usted se llama se siente se va
Nosotros/as nos llamamos nos sentimos nos vamos
Vosotros/as os llamáis os sentís os vais
Ellos/ Ellas/ Ustedes se llaman se sienten se van

ΓΕΡΟΥΝΔΙΟ
(GERUNDIO)

Κλίνουμε το βοηθητικό ρήμα estar στον ενεστώτα και το ρήμα στο γερούνδιο.
Το γερούνδιο σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του ρήματος τις εξής
καταλήξεις:

• -AR —►ando

π.χ. cantar— *cantando

• -ER/ -IR —►iendo


π.χ. comer —►comiendo
vivir —►viviendo

ESTAR CANTAR COMER


(Yo) estoy
(Tú) estás
(Él/ Ella/ Usted) está
cantando comiendo viviendo
(Nosotros/as) estamos
(Vosotros/as) estáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) están

Το γερούνδιο των ρημάτων της 3ης συζυγίας (-IR) που παρουσιάζουν διφθογ-
γισμό τον ενεστώτα σχηματίζεται ως εξής:

1018
• Όσα ρήματα μετατρέπουν στον ενεστώτα το e σε ie και το ο σε ue στο γε­
ρούνδιο μετατρέπουν το e σε i και το ο σε u.

Για παράδειγμα:

preferir —»prefiriendo,

dormir —»durmiendo,

pedir —►pidiendo,

decir —►diciendo.

Σε όσα ρήματα το θέμα τους λήγει σε φωνήεν, σχηματίζουν το γερούνδιο


σε -yendo.

Για παράδειγμα:

leer —►leyendo,

ir -+ yendo,

oír —►oyendo.

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
(PRETÉRITO PERFECTO)

O παρακείμενος σχηματίζεται όπως και στα ελληνικά με το βοηθητικό ρήμα


haber (έχω) και τη μετοχή.

Οι μετοχές σχηματίζονται ως εξής:

• -AR —►-ado
π.χ. cantar -+ cantado

• -ER —►-ido
π.χ. comer —►comido

• -IR —►-ido
π.χ. vivir —►vivido

1019
üqSSIESS&3ES!3S3^^^9
(Yo) he
Tú) has
(Él/ Ella/Usted) ha cantado comido vivido
(Nosotros/as) hemos
(Vosotros/as) habéis
(Ellos/Ellas/Ustedes) han

abrir - » abierto

decir - » dicho

escribir —»escrito

morir —* muerto

resolver —►resuelto

ver —►visto

cubrir —►cubierto

descubrir -* descrito

hacer —►hecho

poner —*■puesto

romper -+ roto

volver —►vuelto

1020
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
(FUTURO IMPERFECTO)

O μέλλοντας σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο απαρέμφατο (ανεξαρτήτως


συζυγίας) τις εξής καταλήξεις:
-é, -ás, -á, -emos, -éis, -án.

CANTAR COMER
(Yo) cantaré comeré viviré
(Tú) cantarás comerás vivíirás
(Él/Ella/Usted) cantará comerá vivirá
(Nosotros/as) cantaremos comeremos viviremos
(Vosotros/as) cantaréis comeréis viviréis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) cantarán comerán vivirán

Παρατήρηση:
Ορισμένα ρήματα αλλάζουν το θέμα τους στον μέλλοντα. Οι καταλήξεις παρα­
μένουν ίδιες. Αυτά είναι τα εξής:

caber -* cabr- é decir - » dir- é


haber -+ habr- é hacer - » har-é
poder —*· podr- é poner —►pondr- é
querer —►querr- é salir —*· saldr- é
saber -»sabr-é tener -► tendr- é
valer —►valdr- é venir —►vendr- é

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
(PRETÉRITO IMPERFECTO)

O παρατατικός σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του ρήματος τις πα­


ρακάτω καταλήξεις.

Παρατήρηση:
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας έχουν όμοιες καταλήξεις.

1021
CANTAR COMER VIVIR

(Υο) cantaba comía vivía


σύ) cantabas comías vivías
(Él/ Ella/ Usted) cantaba comía vivía
(Nosotros/as) cantábamos comíamos vivíamos
(Vosotros/as) cantabais comíais vivíais
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) cantaban comían vivían

Το ρήμα ser (είμαι) είναι ανώμαλο στον παρατατικό:

(Yo) era
σύ) eras
(Él/Ella/Usted) era
(Nosotros/as) éramos
(Vosotros/as) erais
(Ellos/Ellas/Ustedes) eran

ΑΟΡΙΣΤΟΣ
(PRETÉRITO INDEFINIDO)

Τα ρήματα στον αόριστο χωρίζονται σε 4 κατηγορίες:

1. Ομαλά ρήματα

Τα ομαλά ρήματα στον αόριστο διατηρούν το θέμα του ρήματος και σχηματί­
ζουν καταλήξεις ανάλογα με τη συζυγία που ανήκουν.

Προσοχή:
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας σχηματίζουν όμοιες καταλήξεις.

1022
CANTAR COMER VIVIR
(Υο) canté comí viví
cantaste comiste viviste
(Él/ Ella/ Usted) cantó comió vivió
(Nosotros/as) cantamos comimos vivimos
(Vosotros/as) cantasteis comisteis vivisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes) cantaron comieron vivieron

2. Ανώμαλα ρήματα

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν 3 ρήματα: το ser (είμαι), το ir (πηγαίνω) και το


dar (δίνω).

Παρατήρηση:
Το ser και το ir κλίνονται όμοια στον αόριστο.

HEB
(Yo) fui di
(Tu) fuiste diste
(Él/ Ella/ Usted) fue dio
(Nosotros/as) fuimos dimos
(Vosotros/as) fuisteis disteis
(Ellos/ Elias/ Ustedes) fueron dieron

3. Ρήματα με ανώμαλο θέμα

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όσα ρήματα έχουν διαφορετικό θέμα στον
αόριστο. Οι καταλήξεις αυτής της κατηγορίας είναι όμοιες για όλες τις συζυ­
γίες.

Παρατήρηση:
Τα ρήματα που έχουν ανώμαλο θέμα δεν παίρνουν τόνο.

1023
ESTAR TENER VENIR

(Yo) estuve tuve vine


(Tú) estuviste tuviste viniste
(Él/Ella/Usted) estuvo tuvo vino
(Nosotros/as) estuvimos tuvimos vinimos
(Vosotros/as) estuvisteis tuvisteis vinisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes) estuvieron tuvieron vinieron

1 ANDAR QUERER
(Yo) anduve quise dije
σύ) anduviste quisiste dijiste
(Él/ Ella/ Usted) anduvo quiso dijo
(Nosotros/as) anduvimos quisimos dijimos
(Vosotros/as) anduvisteis quisisteis dijisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes) anduvieron quisieron dijeron*

I PODER PONER
(Yo) pude puse traje
σύ) pudiste pusiste trajiste
(Él/ Ella/ Usted) pudo puso trajo
(Nosotros/as) pudimos pusimos trajimos
(Vosotros/as) pudisteis pusisteis trajisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) pudieron pusieron trajeron*

I SABER HACER TRADUCIR


(Yo) supe hice traduje
σύ) supiste hiciste tradujiste
(Él/ Ella/Usted) supo hizo tradujo
(Nosotros/as) supimos hicimos tradujimos
(Vosotros/as) supisteis hicisteis tradujisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) supieron hicieron tradujeron*

1024
Τα ρήματα που έχουν απαρέμφατο σε -cir και -aer στον αόριστο έχουν
ανώμαλο θέμα και παίρνουν ένα j.
Αυτά κατ' εξαίρεση σε όσα προαναφέρθηκαν, σχηματίζουν το γ' πληθυντι­
κό σε - eron και όχι σε -ieron.

4. Ρήματα με ανώμαλο γερούνδιο

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα ρήματα της 3ης συζυγίας (-IR) που παρου­
σιάζουν ανωμαλία και στον σχηματισμό του γερουνδίου.

Για παράδειγμα:

pedir —*· pidiendo dormir —►durmiedo


preferir —►prefiriendo morir —►muriendo
sentir -♦ sintiendo
seguir —>siguiendo

Αυτά τα ρήματα στον αόριστο σχηματίζονται με ομαλές καταλήξεις της 3ης


συζυγίας αλλά στο γ' ενικό και γ' πληθυντικό κρατούν στο θέμα τους την ανω­
μαλία του γερουνδίου.

Για παράδειγμα:

(Yo) pedí sentí dormí


σύ) pediste sentiste dormiste
(Él/ Ella/ Usted) pidió sintió durmió
(Nosotros/as) pedimos sentimos dormimos
(Vosotros/as) pedisteis sentisteis dormisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) pidieron sintieron durmieron

1025
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
(PRETÉRITO PLUSCUAMPERFECTO)

O υπερσυντέλικος, όπως και στα ελληνικά, σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα


haber (έχω) στον παρατατικό και τη μετοχή.

Παρατήρηση:

Στον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον σχηματισμό του
παρακειμένου.

HABER CANTAR COMER VIVIR


(Yo) había
(Tú) habías
(Él/Ella/Usted) había
(Nosotros/as) habíamos cantado comido vivido
(Vosotros/as) habíais
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) habían

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
(FUTURO PERFECTO)

O συντελεσμένος μέλλοντας σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω)


στον μέλλοντα και τη μετοχή.

Παρατήρηση:
Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο.

HABER CANTAR COMER VIVIR


(Yo) habré
(Tú) habrás
(Él/Ella/Usted) habrá cantado comido vivido
(Nosotros/as) habremos
(Vosotros/as) habréis
(Ellos/ Elias/ Ustedes) habrán

1026
CONDICIONAL SIMPLE

O Condicional σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του μέλλοντα τις κατα­


λήξεις του παρατατικού της 2ης και της 3ης συζυγίας.

HABLAR COMER VIVIR


(Υο) hablaría comería viviría
CTú) hablarías comerías vivirías
(Él/ Ella/ Usted) hablaría comería viviría
(Nosotros/as) hablaríamos comeríamos viviríamos
(Vosotros/as) hablaríais comeríais viviríais
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) hablarían comerían vivirían

I PODER QUERER HACER


(Yo) podría querría haría
(Tú) podrías querrías harías
(Él/Ella/Usted) podría querría haría
(Nosotros/as) podríamos querríamos haríamos
(Vosotros/as) podríais querríais haríais
(Ellos/Ellas/Ustedes) podrían querrían harían

CONDICIONAL COMPUESTO

O Condicional Compuesto σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω)


στον Condicional Simple και τη μετοχή.

Παρατήρηση:
Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο.

1027
HABER
(Yo) habría
σύ) habrías
(Él/ Ella/ Usted) habría cantado comido vivido
(Nosotros/as) habríamos
(Vosotros/as) habríais
(Ellos/Ellas/Ustedes) habrían

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
(IMPERATIVO)

Η προστακτική σχηματίζει 4 πρόσωπα.

I CANTAR COMER
σύ) canta come escribe
(Él/Ella/Usted) cante coma escriba
(Vosotros/as> cantad comed escribid
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) canten coman escriban

Αρνητική προστακτική

σύ) no cantes no comas no escribas


(Él/ Ella/ Usted) no cante no coma no escriba
(Vosotros/as) no cantéis no comáis no escribáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) no canten no coman no escriban

1028
Στην προστακτική υπάρχουν ορισμένα ρήματα που σχηματίζουν το β' πρόσω­
πο ενικού μονοσύλλαβα:

^09!ΟΞ1ΙΙΞΒίΙΕ3ΗΗ3ΒΙ
σύ) da haz di ve oye
(Él/ Ella/ Usted) dé haga diga vaya oiga
(Vosotros/as) dad haced decid id oíd
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) den hagan digan vayan oigan

Αρνητική προστακτική

I3 Q Ü E IZ3 3 E S !^ H ^ ^ H K 3 0 I
(Tú) no des no hagas no digas no vayas no oigas
(Él/ Ella/ Usted) no dé no haga no diga no vaya no oiga
(Vosotros/as) no deis no hagáis no digáis no vayáis no oigáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) no den no hagan no digan no vayan no oigan

Αντίστοιχα:

poner -► pon / no pongas salir -+ sal / no salgas


ser - * sé / no seas tener —♦ten / no tengas
traer -> trae / no traigas venir -► ven / no vengas

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ (SUBJUNTIVO)

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
(PRESENTE)

• O ενεστώτας της υποτακτικής σχηματίζεται βάζοντας στο θέμα τις αντίθετες


καταλήξεις από τον ενεστώτα της οριστικής.

1029
CANTAR COMER VIVIR

(Yo) cante coma viva


σύ) cantes comas vivas
(Él/ Ella/ Usted) cante coma viva
(Nosotros/as) cantemos comamos vivamos
(Vosotros/as) cantéis comáis viváis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) canten coman vivan

• Όσα ρήματα παρουσιάζουν διφθογγισμό στον ενεστώτα οριστικής τον εμφα­


νίζουν και στην υποτακτική έγκλιση.

I CERRAR VOLVER DORMIR


(Yo) cierre vuelva duerma
(Tú) cierres vuelvas duermas
(Él/ Ella/ Usted) cierre vuelva duerma
(Nosotros/as) cerremos volvamos durmamos
(Vosotros/as) cerréis volváis durmáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) cierren vuelvan duerman

Τα ρήματα που παρουσιάζουν ανωμαλία στο α' ενικό του ενεστώτα της ορι­
στικής, εμφανίζουν την ίδια ανωμαλία σε όλα τα πρόσωπα του ενεστώτα της
υποτακτικής.

Για παράδειγμα:

Απαρέμφατο [ Ενεστώτας Οριστικής | Ενεστώτας Υποτακτικής


Poner pongo ponga
Conocer conozco conozca
Hacer hago haga
Traducir traduzco traduzca

1030
PONER CONOCER ιε β ξ β ι TRADUCIR
(Υο) ponga conozca haga traduzca
(Τύ) pongas conozcas hagas traduzcas
(Él/ Ella/ Usted) ponga conozca haga traduzca
(Nosotros/as) pongamos conozcamos hagamos traduzcamos
(Vosotros/as) pongáis conozcáis hagáis traduzcáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) pongan conozcan hagan traduzcan

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
(PRETÉRITO PERFECTO)

O παρακείμενος της υποτακτικής σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber


(έχω) στον ενεστώτα της υποτακτικής και τη μετοχή.

Παρατήρηση:
Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο της
οριστικής.

(Yo) haya
σύ) hayas
(Él/ Ella/ Usted) haya cantado comido vivido
(Nosotros/as) hayamos
(Vosotros/as) hayáis
Ellos/ Ellas/ Ustedes hayan

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
(IMPERFECTO)

• Ο παρατατικός της υποτακτικής σχηματίζεται αν στο θέμα του ρήματος προ­


σθέσουμε τις παρακάτω καταλήξεις:

Παρατηρήσεις:
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας έχουν όμοιες καταλήξεις.

1031
Ο παρατατικός υποτακτικής σχηματίζει δύο τύπους για κάθε πρόσωπο.

HABLAR COMER SALIR


(Υο) hablara/ase comiera/iese saliera/iese
ctú) hablaras/ases comíeras/ieses salieras/ieses
(Él/Ella/ Usted) hablara/ase comiera/iese saliera/iése
(Nosotros/as) habláramos/ásemos comiéramos/iésemos saliéramos/
iésemos
(Vosotros/as) hablarais/aseis comierais/ieseis salierais/ieseis
(Ellos/Ellas/Ustedes) hablaran/asen comieran/iesen salieran/iese

• Όσα ρήματα έχουν ανώμαλο θέμα στον αόριστο της οριστικής κρατούν το
ίδιο θέμα στον παρατατικό της υποτακτικής.

I ESTAR SABER DECIR


(Yo) estuviera/iese supiera/iese dijera/ese
m estuvieras/ieses supieras/ieses dijeras/eses
(Él/Ella/ Usted) estuviera/iese supiera/iese dijera/ese
(Nosotros/as) estuvíéramos/iésemos supiéramos/iésemos dijéramos/
ésemos
(Vosotros/as) estuvierais/ieseis supierais/ieseis dijerais/eseis
(Ellos/Ellas/Ustedes) estuvieran/iesen supieran/iesen dijeran/esen

1 SER/IR HACER DORMIR


(Yo) fuera/ese hiciera/iese durmiera/iese
(Tú) fueras/eses hicieras/ieses durmieras/ieses
(Él/ Ella/ Usted) fuera/ese hiciera/iese durmiera/iese
(Nosotros/as) fuéramos/ésemos hiciéramos/iésemos durmiéramos/
iésemos
(Vosotros/as) fuerais/eseis hicierais/ieseis durmierais/ieseK
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) fueran/esen hicieran/iesen durmieran/ies^n

1032
DAR QUERER VENIR
Yo diera/iese quisiera/iese viniera/iese
Tú dieras/ieses quisieras/ieses vienieras/ieses
Él/Ella/Usted diera/iese quisiera/iese viniera/iese
Nosotros/as diéramos/iésemos quisiéramos/iésemos viniéramos/iésemos
Vosotros/as dierais/ieseis quisierais/ieseis vinierais/ieseis
Ellos/Ellas/Ustedes dieran/iesen quisieran/iesen vinieran/iesen

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
(PRETÉRITO PLUSCUAMPERFECTO)

O υπερσυντέλικος της υποτακτικής σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber


(έχω) στον παρατατικό υποτακτικής και τη μετοχή.

Παρατήρηση:
Οι μετοχές είναι ίδιες με αυτές του παρακειμένου οριστικής.

(Υο) hubiera/iese
σύ) hubieras/ieses
(Él/ Ella/ Usted) hubiera/iese cantado comido vivido
(Nosotros/as) hubiéramos/iésemos
(Vosotros/as) hubierais/ieseis
Ellos/ Ellas/ Ustedes hubieran/iesen

1033
ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ
www.elMnoekdotiki.gr

Για αναλυτική παρουσίαση και online ξεφύλλισμα όλων των βιβλίων μας
επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μας:
w w w .e llin o e k d o tik i.g r

Ενημερωθείτε για τα νέα μας εκδηλώσεις και διαγωνισμούς


στη σελίδα μας στο facebook:
w w w .f a c e b o o k . c o m / e llin o e k d o t ik i

You might also like