Professional Documents
Culture Documents
Ισπανοελληνικό λεξικό
Ισπανοελληνικό λεξικό
ΕΛΛΗΝΟ ΪΣΠΑΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ
ESPAÑOL-GRIEGO
GRIEGO-ESPAÑOL
DICCIONARIO
m
Ε Λ Λ Η Ν Ο Ε Κ Δ Ο Τ Ι ΚΗ
www.ellinoekdotiki.gr
Λε£ικά ξένων νλωσσών Diccionarios de idiomas extranjeros
Ισπανοελληνικό Español-Griego
Ελληνοϊσττανικό Λεξικό Τσέπης Griego-Español Diccionario de bolsillo
ISBN: 978-960-5630-06-5 ISBN: 978-960-5630-06-5
© Copyright: © Copyright:
Δ.Β. ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.Ε.Ε. D.V. ELLINOEKDOTIKI S.A.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή εν Se prohíbe la republicación o, en general, la reproducción comple
όλω ή εν μέρα έστω και μκχ αελιδας ή και περιληπτικό. καιύ ta o parcial, aunque sea de una página, o . en forma de resumen
παρόφροοη ή διασκευή, του παρόντος έργου με οηοκΜόή- como Interpretación, del presente diccionario, de cualquier manera
ποτε τρόπο (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφή- (mecánica, electrónica, fotocopias, grabación o de otro tipo) según
σεως ή άλλως πώς), σύμφωνα με τους Ν.237/1920, 4301/1929 la Ley .237/1920, 4301/1929 y 10074. y las N.L 3S65/S6. 4264/62,
και 10074, τα NA 3565/56, 4264/62. 2121/93 και λοστούς εν 2121/93 y en general según las normas del Derecho Internacional,
γίνει κανόνες Διεθνούς Δικαίου, χωρίς προηγούμενη γρα sin permiso previo escrito por el Editor que conserva, de forma ex
πτή άδεια του Εκδότη, ο οποίος παρακρατεί αποκλεκττικά clusiva y solo para él. la propiedad y la posesión legal del presente.
και μόνο για τσν εαυτό του την κυριότητα νομή και κατοχή
w w w . e lli n o e k d o t ik i .g r
e-mail: info@ellinoekdotiki.gr
παρόν ισπανοελληνικό/ελληνοϊσπανικό λεξικό είναι ένα
TO
χρηστικό, ερμηνευτικό λεξικό. Απευθύνεται στο ευρύ
τερο κοινό που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη ισπανική γλώσσα,
όπως αυτή αποδίδεται στον προφ ορικό και στον γραπτό λόγο,
καθώς και στους σπουδαστές και καθηγητές όλω ν τω ν εκπαιδευ
τικών βαθμίδων αλλά και στους φ υσικούς ομιλητές της ισπανικής
που αναζητούν ένα ολοκληρω μένο και αναλυτικό γλω σσικό ερ
γαλείο.
Περιλαμβάνει αλφαβητικό κατάλογο λημμάτων από τον ευρύ
γραπτό ή προφ ορικό λόγο, καθώς και από το ειδικό, επιστημονι
κό και τεχνικό λεξιλόγιο της ισπανικής γλώσσας. Κάθε λήμμα συ
νοδεύεται από φωνηματική μεταγραφή με βάση το ελληνικό και
λατινικό αλφάβητο, ενώ παράλληλα σημειώνεται και η γραμματι
κή κατηγορία που ανήκει. Σημαντικό προτέρημα του παρόντος
λεξικού είναι η κατάταξη τω ν σημασιών του με βάση τη μεταξύ
τους λογική σχέση. Η αρίθμηση τω ν σημασιώ ν και η κλιμακωτή
παράθεσή τους από τη λογιότερη στην ετυμολογικά επικρατέστε
ρη σημασία επιτρέπει στον χρήστη να επιλέξει αυτή που ταιριάζει
στο εκάστοτε γλω σσικό περιβάλλον, γεγονός που εξασφαλίζει
επιτυχή γλω σσική επικοινωνία. Με ειδικές ενδείξεις αποδίδονται
ειδικές π ληρ οφ ορ ίες δηλαδή αν το λήμμα ανήκει σε κάποια κα
τηγορία, επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα, αν απαντά στον ενικό ή
στον πληθυντικό αριθμό, αν πρόκειται για απρόσωπο ρήμα, αν
έχει μεταφορική ή κυριολεκτική σημασία κ λπ .
Με τα παραδείγματα που παρατίθενται καταδεικνύεται ευκρι
νέστερα η σημασιολογική και συντακτική λειτουργία τω ν λημμά
των, ενώ παράλληλα ορίζονται οι διαφοροποιήσεις τω ν γραμμα
τικών και συντακτικώ ν τους δομών.
Στο τέλος του παρόντος λεξικού εντάσσεται αναλυτικό πα
ράρτημα Γραμματικής με κλιτικούς πίνακες και τω ν τριώ ν συ ζυ
γιών, καθώς και πλήρης κατάλογος τω ν ανώμαλων ρημάτων και
μετοχών, ώ στε ο χρήστης να σχηματίσει εποπτική εικόνα της
ισπανικής γλώ σσας και τω ν γενικών αρχών που τη διέπουν.
5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ/ABREVIATURAS
αντ.: αντωνυμία adj.: adjetivo
αντίθ.: αντίθετο adv.: adverbio
απρ. ρ.: απρόσωπο ρήμα coloq.: coloquial
αριθμ.: αριθμητικό conj.: conjunción
άρθ.: άρθρο exd.: exclamación
αρα: αρσενικό ¡nterj.: interjunción
εηΐθ.: επίθετο metáf.: metáfora
επίρρ.: επίρρημα nVf.: nombre femenino
επιφ.: επιφώνημα n./m.: nombre masculino
θηλ.: θηλυκό nVn.: nombre neutro
καθ.: καθομιλουμένη n7m.+f.: nombre masculino+femenino
κυριολ.: κυριολεκτικά núm.: número
μτφ.: μεταφορικά pl· plural
μτχ·: μετοχή pref.: prefijo
ουα: ουσιαστικό prep.: preposición
πληθ.: πληθυντικός pron.: pronombre
πρόθ.: πρόθεση v.: verbo
Ρ·: ρήμα v.impers.: verbo impersonal
σύνδ.: σύνδεσμος
σύντμ.: σύντμηση
χυδ.: χυδαϊσμός
6
Anat.: Anatomía Mat.: Matemáticas
Bot.: Botánica Med.: Medicina
Dep.: Deportes Mil.: Milicia
Der.: Derecho Min.: Mineralogía
Econ.: Economía Mús.: Música
Fís.: Física Pol.: Política
Gram.: Gramática Quím.: Química
Geom.: Geometría Tecn.: Tecnología
ig i- Iglesia Zod.: Zodíaco
Infor.: Informática Zool.: Zoología
Mar.: Marinería
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜ ΟΥ
Γενικά, οι τόνοι στα ισπανικά, όπως και στις άλλες λατινογενείς γλώσσες, δεν
γράφονται, εκτός και αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι ή ισχύουν ειδικοί κανόνες που
επιβάλλουν τη γραφή τους.
Πιο συγκεκριμένα:
• Όταν η λέξη είναι οξύτονη, τονίζεται γραφικά αν λήγει σε φωνήεν, -η, ή -s.
Για παράδειγμα:
bebé, ladrón, explosión, institución, además, corazón.
Για παράδειγμα:
lápiz, móvil, cáncer, fácil.
Για παράδειγμα:
técnico, mediterráneo, miércoles, música, página.
7
ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΑ
ΣΥΜΦΩΝΑ/ CONSONANTES
Ι
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως ελαφρύ (-μπ).
Για παράδειγμα:
bomba —» [μπόμπα] (παχύ -μπ) αλλά
labor —►[λάμπορ] (ελαφρύ -μπ).
Πριν από τα φωνήεντα -a, -o, -u προφέρεται ως (-κ), όπως στη λέξη κακάο.
Ι
Για παράδειγμα:
caja — [κάχα].
Πριν από τα φ ωνήεντα -e, -i προφέρεται ως (-Θ), όπως στη λέξη θείος.
Αλλά:
chocolate -* [τσοκολάτε] προφέρεται (-τσα), όπως στη λέξη τσάι.
Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -η προφέρεται ως (-ντ).
Ι
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως (-δ).
Για παράδειγμα:
mandar —►[μαντά ρ] αλλά
código - » [κόδιγο].
Προφέρεται ως (-φ).
■
Για παράδειγμα:
fuerza — ►[φουέρθα].
Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -η και πριν από τα φωνήεντα
Ι
-a, -ο προφέρεται ως (-γ).
Για παράδειγμα:
gata — *[γάτα].
Μετά από τα φ ωνήεντα -e, -i προφέρεται ως (-χ).
Για παράδειγμα:
gigante —*■[χιγάν^ε].
Προφέρεται ως (-μ).
Β
Για παράδειγμα:
madre —* [μάδρε].
Προφέρεται ως (-ν).
I
Για παράδειγμα:
nada -* [νάδα].
Πριν από τα σύμφωνα -d, -g, -t προφέρεται αντίστοιχα ως (-ν), (-ντ), (-ν),
(-γκ), (-ν), ( -τα) προφέροντας το (-ν) χωριστά.
Για παράδειγμα:
candela — ►[καν-ντέλα] αλλά
niño — ►[νίνιο] προσφέρεται (-νι) παχύ.
Προφέρεται ως (-π).
I
Για παράδειγμα:
pago -*· [πάγο],
Προφέρεται ως (-κ).
■
Για παράδειγμα:
queja - » [κέχα].
Προφέρεται ως (-ρ), ενώ τα -rr προφέρονται ως (-ρ) μακρόσυρτο.
Προφέρεται ως (-σ) εκτός και αν βρίσκεται μετά από τα σύμφωνα -b, -d, -g,
I
-I, -m, -η, οπότε προφέρεται ως ελαφρύ (-ζ), όπως στη λέξη σμήνος,
Για παράδειγμα:
sal — ►[σάλ].
Ι
ΓΙροσφέρεται ως (-τα).
Για παράδειγμα:
tabla -* [τάμπλα].
Στην αρχή της λέξης ή μετά από τα σύμφωνα -m , -η προφέρεται ως (-μπ).
Ι
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως (-β).
Για παράδειγμα:
vaca - » [μπάκα] αλλά
vivir —►[βιβίρ]. 9
Ισχύει ότι και στο (-ν) αλλιώς προφέρεται ως (-γου).
ΦΩΝΗΕΝΤΑ/VOCALES
Τα φωνήεντα στην ισπανική γλώσσα προφέρονται το (διο με την ελληνική.
Δηλαδή ως (-α), (-ε), (-ι), (-ο), (-ου).
Η μόνη εξαίρεση αποτελεί το -y, που προσφέρεται ως (-γι).
Για παράδειγμα:
yerro —►[γιέρο].
ΟΙ ΜΗΝΕΣ/LOS MESES
Ιανουάριος : enero
Φεβρουάριος ¡febrero
Μάρτιος : marzo
Απρίλιος : abril
Μάιος : mayo
Ιούνιος : junio
Ιούλιος : julio
Αύγουστος : agosto
Σεπτέμβριος : septiembre
Οκτώβριος : octubre
Νοέμβριος : noviembre
Δεκέμβριος : diciembre
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ/LAS ESTACIONES
άνοιξη : primavera
καλοκαίρι : verano
φθινόπωρο : otoño
χειμώνας : invierno
10
01 ΑΡΙΘΜΟΙ/ ΤΑΚΤΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ/
LOS NÚMEROS LOS NÚMEROS ORDINALES
0 :cero 1 ¡ primero (a)
1 : uno(a) 2 ¡ segundo (a)
2 :dos 3 ¡ tercero (a)
3 :tres 4 : cuarto (a)
4 : cuatro 5 ¡ quinto (a)
5 : cinco 6 ¡ sexto (a)
6 :seis 7 ¡ séptimo (a)
7 : siete 8 ¡ octavo (a)
8 :ocho 9 ¡ noveno (a)
9 : nueve 10 : décimo (a)
10 :diez 11 ¡ undécimo (a)
11 :once 12 ¡ duodécimo (a)
12 :doce 13 ¡ decimotercero (a)
13 : trece 14 ¡ decimocuarto (a)
14 ¡catorce 15 ¡ decimoquinto (a)
15 ¡quince 16 ; decimosexto (a)
16 ¡dieciséis 17 : decimoséptimo (a)
17 ¡diecisiete 18 : decimoctavo (a)
18 ¡dieciocho 19 ¡ decimonoveno (a)
19 ¡diecinueve 20 ¡ vigésimo (a)
20 ¡veinte 21 ¡vigésimo(a) primero(a)
21 ¡veintiuno 22 : vigésimo (a) segundo (a)
22 ¡veintidós 30 : trigésimo (a)
30 ¡treinta 40 : cuadragésimo (a)
31 ¡ treinta y uno(a) 50 ¡ quincuagésimo (a)
32 ¡treinta y dos 60 : sexagésimo (a)
40 ¡cuarenta 70 : septuagésimo (a)
50 ¡cincuenta 80 ¡ octogésimo (a)
60 ¡sesenta 90 : nonagésimo (a)
70 ¡setenta 100 ¡ centésimo (a)
80 ¡ochenta 200 ¡ ducentésimo (a)
90 ¡noventa 300 ¡ trecentésimo (a)
100 ¡cien 400 ¡ cuadrigentésimo (a)
200 ¡ doscientos (as) 500 : quingentésimo (a)
300 ¡ trescientos (as) 600 : sexcentésimo (a)
400 ; cuatrocientos (as) 700 ¡ septingentésimo (a)
11
500 : quinientos (as) 800 : octingentésimo (a)
600 : seiscientos (as) 900 : noningentésimo (a)
700 : setecientos (as) 1000 : milésimo (a)
800 : ochocientos (as) 2000 : dos milésimo (a)
900 : novecientos (as) 1.000.000 : millonésimo (a)
1.000 : mil 1.000.000.000.000 :billonésimo (a)
100.000 : cien mil
1.000.000 : un millón
1.000.000.000.000 : un billón
12
ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ
DICCIONARIO
ESPAÑOL-GRIEGO
ντοπώλης μπακάλης,
ábaco [άμπακο] (ουσ7αρσ.) 1: αβάκιο,
A, a [α] (ουσ7θηλ.) το πρώτο γράμμα άβακας, αριθμητήριο, 2: πλάκα (κυ
του ισπανικού αλφαβήτου. ρίως διακοσμητική), 3: τραπέζι σκα-
a [α] (πρόθ.) 1: (κατεύθυνση), προς, κιού.
στον, στη(ν) · ir a Barcelona - πη abad [αμπάδ] (ουσ7αρσ.) ηγούμενος,
γαίνω στη Βαρκελώνη, 2: (χρόνος) μοναχός.
•ya estamos a viernes - είναι ήδη abada [αμπάδα] (ουσΥθηλ.) ρινόκε-
Παρασκευή · a las dos de la tarde - ρος.
στις δύο το απόγευμα · a mediodía abadejo [αμπαδέχο] (ουσ7αρσ.) 1: μπα
- το μεσημέρι, 3: (τρόπος) · escibir α καλιάρος, βασιλίσκος, 2: είδος μύγας,
máquina - γράφω στη γραφομηχανή abadía [αμπαδία] (ουσ7θηλ.) αβαείο,
•está escito a mano - είναι γραμμέ μοναστήρι, πρεσβυτέριο, ιερατείο,
νο στο χέρι · a pie - πεζόςΛή, 4: σε abadesa [αμπαδέσα] (ουσ7θηλ.) ηγου-
(πριν το άμεσο αντικείμενο -πρόσω- μένη.
πο ή ζώο) · oigo a Juan - ακούω τον abajeño [αμπαχένιο] (επίθ.) παράκτιος,
Χουάν, 5: (τοποθεσία) · a la derecha πεδινός καμπίσιος,
- δεξιά · al lado de - δίπλα σε/στον/ abajo [αμπάχο] (επίρρ.) κάτω (de) · el
στην · vive al lado de María - μένει libro está abajo de la mesa - το βι
δίπλα στη Μαρία · al final de - στο βλίο βρίσκεται κάτω από το τραπέζι
τέλος του/της · mi casa está al final •Juan vive abajo - ο Χουάν μένει από
de la calle - το σπίτι μου βρίσκεται κάτω.
στο τέλος του δρόμου, 6: (με ρήματα abalanzar [αμπαλανθάρ] (ρ.) 1: ισορ
αισθήσεως) · huele a cebolla - μυρίζει ροπώ, 2: ζυγίζω,
κρεμμύδι · sabe a tortilla - έχει γεύση abalanzarse [αμπαλανθάρσε] (ρ.) 1:
ομελέτας, 7: (με το ρήμα IR σχηματίζει ορμώ, 2: (sobre) σπεύδω,
τον Μέλλοντα) · voy a leer - θα δια abalear [αμπαλεάρ] (ρ.) πυροβολώ,
βάσω · a que no sabes - βάζω στοί θερίζω.
χημα ότι δεν ξέρεις · a mi gusto - με abalorio [αμπαλόριο] (ουσΥαρσ.) (γυά
την άνεση μου, 8: (παράθεση) · cara λινη) χάντρα,
a cara - πρόσωπο με πρόσωπο, 9: aballar [αμπαγιάρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω,
(τιμή) · el kilo a cinco euros - πέντε καταρρίπτω, 2: κουνώ,
ευρώ το κιλό, 10: (τροπικό) · al sa lir- aballestar [αμπαγιεστάρ] (ρ.) τεντώνω
βγαίνοντας · al contrario - αντιθέτως (σχοινί).
•a causa de - εξαιτίας · a lo mejor - abanar [αμπανάρ] (ρ.) αερίζω, τινάζω,
ίσως · a no ser que - εκτός εάν, 11: (με abanderado [αμπαν'ντεράδο] (ουσ7αρσ.)
ιδιωματισμούς) · a lo que - σχετικά με σημαιοφόρος εκπρόσωπος ενός κινή
•a lo que parece - όπως φαίνεται · α ματος ή μιας οργάνωσης,
que - για να. abanderar [αμπαντεράρ] (ρ.) 1: (Ναυτ.)
ababa [αμπάμπα] (ουσ7θηλ.) παπαρού όταν ένα πλοίο εγγράφεται υπό τη
να. σημαία μιας ξένης χώρας 2: υψώνω,
abacería [αμπαθερία] (ουσ7θηλ.) πα abanderizador [αμπαντεριθαδόρ] (ουσ7
ντοπωλείο, μπακάλικο. αρσ.) αρχηγός δικτύου,
abacero [αμπαθέρο] (ουσ./αρσ.) πα abandonado [αμπαν'ντονάδο] (επίθ.)
15
abandonamiento
16
abocar
17
abocinar
18
absentismo
19
ábside
20
acantonar
abultado [αμττουλτάδο] (επίθ.) ογκώ acabo de oír una mala noticia - μό
δης πρησμένος, λις άκουσα ένα κακό νέο · acabar
abultamiento [αμπουλταμιέν'το] (ουσ./ con - τελειώνω με κάτι · acabé con el
αρσ.) όγκος πρήξιμο, estrés - μου τελείωσε το στρες (δεν
abultar [αμπουλτάρ] (ρ.) εξογκώνω, έχω πια στρες) · acabé con mi novio -
διογκώνω, μεγεθύνω, τελείωσα με το αγόρι μου (χώρισα).
abundancia [αμπουν'ντάνθια] (ουσ./ acabóse [ακαμπόσε] (ουσ,/αρσ.) τέ
θηλ.) αφθονία, λο ς όριο.
abundante [αμπουν'ντάντε] (επίθ.) acacia [ακάθια] (ουσ,/θηλ.) ακακία,
άφθονος, academia [ακαδέμια] (ουσ,/θηλ.) ακα
abundar [αμπουν'ντάρ] (ρ.) αφθονώ. δημία, σχολή,
abur [αμπούρ] (επιφ.) αντίο!, académico [ακαδέμικο] (επίθ.) ακαδη
aburguesamiento [αμπουργεσαμιέν'το] μαϊκός · año académico - ακαδημαϊ
(ουσ,/αρσ.) η μετάβαση στη μεσοαστι κό έτος.
κή ή μεγαλοαστική τάξη. acaecer [ακαεθέρ] (απρ. ρ.) συμβαίνει
aburrido [αμπουρΙδο] (επίθ.) πληκτι (μόνο σε γ'ενικό και γ' πληθυντικό).
κός βαρετός ανιαρός · ser aburrido acaecimiento [ακαεθιμιέν'το] (ουσ/αρσ.)
- είμαι βαρετός · estar aburrido - βα συμβάν, περιστατικό,
ριέμαι. acalorado [ακαλοράδο] (επίθ.) ένθερ
aburrimiento [αμπουριμιέν'το] (ουσ./ μος
αρσ.) πλήξη, βαρεμάρα, ανία. acaloramiento [ακαλοραμιέν'το] (ουσ./
aburrir [αμπουρίρ] (ρ.) κουράζω κά αρσ.) ζέστη, θέρμη,
ποιον, τον κάνω να βαριέται, acalorar [ακαλοράρ] (ρ.) ζεσταίνω,
aburrirse [αμπουρίρσε] (ρ.) πλήττω, θερμαίνω,
βαριέμαι. acalorarse [ακαλοράρσε] (ρ.) 1: ζεσταί
abusar [αμπουσάρ] (ρ.) καταχρώμαι, νομαι, 2: εξάτττομαι, παθιάζομαι,
εκμεταλλεύομαι, acallar [ακαγιάρ] (ρ.) 1: κατευνάζω, κα-
abusivo [αμπουσίβο] (επίθ.) καταχρη ταπραΰνω, 2: σιωπώ,
στικός. acampanado [ακαμ'πανάδο] (επίθ.)
abuso [αμπουσο] (ουσ,/αρσ.) κατά καμπανοειδής
χρηση, εκμετάλλευση · abuso sexual acampar [ακαμ'πάρ] (ρ.) κατασκηνώ
- σεξουαλική παρενόχληση, νω, στρατοπεδεύω,
abyecto [αμπγιέκτο] (επίθ.) ταπεινω acanalado [ακαναλάδο] (επίθ.) αυλα
μένος. κωτός κυματοειδής,
acá [ακά] (επίρρ.) εδώ. acanaladura [ακαναλαδούρα] (ουσ./
acabado [ακαμπάδο] (επίθ.) περατω- θηλ.) αυλάκωμα, αυλάκι,
μένος ολοκληρωμένος τελειωμέ- acanalar [ακαναλάρ] (ρ.) αυλακώνω,
νος. ραβδώνω.
acabamiento [ακαμπαμιέν'το] (ουσ./ acantilado [ακαν'τιλάδο] (ουσ,/αρσ.)
αρσ.) περάτωση, ολοκλήρωση, τε- απόκρημνη ακτή, γκρεμός,
λείωμα. acanto [ακάν'το] (ουσ./αρσ.) άκανθος,
acabar [ακαμπάρ] (ρ.) περατώνω, acantonar [ακαν'τονάρ] (ρ.) (Στρατ.)
ολοκληρώνω, τελειώνω · acabar επισταθμεύω, χωρίζω σε καταλύμα
de+ απαρέμφατο - μόλις έγινε κάτι · τα.
21
acaparador
22
acerca
23
acercamiento
24
acólito
25
acollarar
26
acreditar
φοβίζω. μένος.
acorazado [ακοραθάδο] 1: (ouoVapo.) acostar [ακοστάρ] (ρ.) ξαπλώνω,
θωρηκτό, 2: (επίθ.) θωρακισμένος, acostarse [ακοστάρσε] (ρ.) πάω/ξα
acorazonado [ακοραθονάδο] (επίθ.) πλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ
αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, • siempre me acuesto tarde - πάντα
acorazar [ακοραθάρ] (ρ.) θωρακίζω, ξαπλώνω αργά.
acorchado [ακορτσάδο] (επίθ.) 1: acostumbrado [ακοστουμ'μπράδο]
σπογγώδης, 2: μουδιασμένος, (επίθ.) (estar) συνηθισμένος,
acordado [ακορδάδο] (επίθ.) σύμφω acostumbrar [ακοστουμ'μπράρ] (ρ.)
νος σύμφωνη μένος, (α) συνηθίζω (έχω ως συνήθεια) ·
acordar [ακορδάρ] (ρ.) 1: συμφωνώ, 2: Juan acostumbra a comer con su
αποφασίζω, 3: θυμίζω σε κάποιον, familia los domingos - o Juan συνη
acordarse [ακορδάρσε] (ρ.) (de) θυμά θίζει να τρώει με την οικογένειά του
μαι · todavía me acuerdo de aquel τις Κυριακές
día - ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέ acostumbrarse [ακοστουμ'μπράρσε]
ρα. (ρ.) (α) συνηθίζω (αποκτώ μια συνή
acorde [ακόρδε] (επίθ.) σύμφωνος θεια) · Juan se acostumbró a trabajar
ταιριαστός, tantas horas - o Juan συνήθισε να
acordelar [ακορδελάρ] (ρ.) δένω με δουλεύει τόσες ώρες.
σχοινί. acotación [ακοταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:
acordemente [ακοροτεμέν'τε] (επίρρ.) σημείωση στο περιθώριο, 2: σκηνο
συμφώνως. θεσία.
acordeón [ακορδεόν] (ουσ./αρσ.) ακορ acotar [ακοτάρ] (ρ.) περιορίζω, περι
ντεόν. κλείω.
acordeonista [ακορδεονίστα] (ουσ./ acotillo [ακοτίγιο] (ουσ,/αρσ.) βαριά
αρσ.) ακορντεονίστας. (το είδος σφυριού),
acordonar [ακορδονάρ] (ρ.) 1: περικυ- acracia [ακράθια] (ουσ7θηλ.) αναρχία,
κλώνω με σχοινί, 2: περνάω τα κορ ácrata [άκρατα] (επίθ.) αναρχικός
δόνια. acre [άκρε] (ουσ,/αρσ.) στρέμμα,
acordonado [ακορδονάδο] (επίθ.) πε- acre [άκρε] (επίθ.) 1: δριμύς 2: στυφός
ρικυκλωμένος με σχοινί, πικρός
acornar [ακορνάρ] (ρ.) κουτουλάω με acrecentamiento [ακρεθεν'ταμιέν'το]
τα κέρατα, (ουσ,/αρσ.) αύξηση,
acorralar [ακοραλάρ] (ρ.) 1: (κυριολ.) acrecentar [ακρεθεν'τάρ] (ρ.) αυξάνω,
στριμώχνω, 2: φέρνω κάποιον σε δύ πληθαίνω,
σκολη θέση, 3: μαντρώνω ζώα. acrecer [ακρεθέρ] (ρ.) αυξάνω κάτι,
acorrer [ακορέρ] (ρ.) βοηθώ, μεγαλώνω κάτι.
acortar [ακορτάρ] (ρ.) 1: συντομεύω, acreditación [ακρεδιταθιόν] (ουσ./
2: κονταίνω, θηλ.) διαπίστευση, εγγύηση,
acosar [ακοσάρ] (ρ.) καταδιώκω, κα acreditado [ακρεδιτάδο] (επίθ.) διαπι
τατρέχω. στευμένος εγγυημένος,
acoso [ακόσο] (ουσ,/αρσ.) καταδίωξη, acreditar [ακρεδιτάρ] (ρ.) 1: διαπι
κατατρεγμός, στεύω, εγγυώμαι, 2: εξουσιοδοτώ, 3:
acostado [ακοστάδο] (επίθ.) ξαπλω (Οικον.) δίνω πίστωση.
27
acreedor
28
adaptador
29
adaptar
30
adoctrinamiento
31
adoctrinar
32
aeroplano
33
aeropuerto
34
afrentoso
35
africano
36
agradecer
37
agradecido
38
agujero
39
agujeta
40
μος 2: ύφος · un mercado al aire ajilimójili [αχιλιμόχιλι] (ουσ,/αρσ.)
libre - μια υπαίθρια αγορά, σάλτσα σκόρδου και πιπεριάς,
aireación [αϊρεαθιόν] (ουσ./θηλ.) αέρι ajillo [αχίγιο] (ουσ./αρσ.) σάλτσα από
σμα, εξαερισμός. μείγμα σκόρδου και άλλων συστα
airear [αϊρεάρ] (ρ.) αερίζω, τικών.
airecito [αϊρεθίτο] (ουσ,/αρσ.) αεράκι, ajo [άχο] (ουσ,/αρσ.) σκόρδο,
airosidad [αϊροσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ajobar [αχομπάρ] (ρ.) κουβαλάω στην
(μτφ.) αέρας, χάρη. πλάτη μου.
airoso [άίρόσο] (επίθ.) 1: αεράτος ευάε ajobo [αχόμπο] (ουσ,/αρσ.) βάρος
ρος 2: ακηλίδωτος, φορτίο.
aislado [αϊσλάδο] (επίθ.) απομονωμέ ajofaina [αχοφαίνα] (ουσ,/θηλ.) λεκά
νος μεμονωμένος, νη.
aislador [αίσλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) μονω ajorca [αχόρκα] (ουσ,/θηλ.) μπρασελέ,
τήρας. βραχιόλι.
aislamiento [αϊσλαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) ajomalar [αχορναλάρ] (ρ.) προσλαμ
απομόνωση, αποχωρισμός, βάνω με ημερομίσθιο,
aislante [αϊσλάν'τε] (ουσ,/αρσ.) μόνω ajotar [αχοτάρ] (ρ.) υποτιμώ, περιφρο
ση. νώ.
aislar [αϊσλάρ] (ρ.) απομονώνω, μο ajuar [αχουάρ] (ουσ,/αρσ.) προικιά,
νώνω. προίκα.
ajá [αχά] (επιφ.) έξοχα!, τέλεια!, ajuiciado [αχουιθιάδο] (επίθ.) λογικός
ajar [αχάρ] (ουσ,/αρσ.) κήπος με σκόρ συνετός,
δα. ajuiciar [αχουιθιάρ] (ρ.) λογικεύω,
ajar [αχάρ] (ρ.) 1: καταχρώμαι, 2: τσα ajustado [αχουστάδο] (επίθ.) εφαρ
λακώνω, ζαρώνω, 3: μαραίνω, μοστός σφιχτός στενός κολλητός ·
ajarafe [αχαράφε] (ουσ,/αρσ.) 1: ορο pantalones ajustados - κολλητό πα
πέδιο, 2: ταράτσα, ντελόνι.
ajardinar [αχαρδινάρ] (ρ.) δημιουργώ ajustador [αχουσταδόρ] (ουσ,/αρσ.)
έναν κήπο. στοιχειοθέτης εφαρμοστής,
ajedrea [αχεδρέα] (ουσ,/θηλ.) θυμάρι, ajustamiento [αχουσταμιέν'το] (ουσ./
ajedrez [αχεδρέθ] (ουσ ./αρσ.) σκάκι, αρσ.) διακανονισμός,
ajeno [αχένο] (επίθ.) 1: ξένος που ανή ajustar [αχουστάρ] (ρ.) εφαρμόζω, προ
κει σε άλλον, 2: ανήξερος 3: ελεύθε σαρμόζω, σφίγγω,
ρος. ajuste [αχούστε] (ουσ,/αρσ.) ξεκαθά-
ajenjo [αχένχο] (ουσ,/αρσ.) (flor.) αρ ρισμα.
τεμίσια, άψινθος. ajusticiar [αχουστιθιάρ] (ρ.) εκτελώ (κά
ajetreado [αχετρεάδο] (επίθ.) απασχο ποιον).
λημένος al [αλ] (πρόθ.) (a + el) 1: εις το · ¿ Vamos
ajetrearse [αχετρεάρσε] (ρ.) κουράζο al pueblo? - Πάμε στο χωριό;, 2: α/+
μαι, ταλαιπωρούμαι, αηαρ.= μόλις · al oír la noticia, se
ajetreo [αχετρέο] (ουσ,/αρσ.) τρεχά puso a llorar - μόλις άκουσε το νέο,
ματα, πηγαινέλα. έβαλε τα κλάματα,
ají [άχί] (ουσ,/αρσ.) τσίλι, καυτερή κόκ ala [άλα] (ουσ7θηλ.) 1: φτερό, 2: πτέ
κινη πιπεριά. ρυγα.
41
alabador
42
albur
43
alcachofa
44
alertar
45
aleta
46
alimental
47
alimentar
48
alquilar
49
alquiler
50
altivarse [αλτιβάρσε] (ρ.) δείχνω σπου 1: φοιτητική νεολαία, 2: μαθητικό
δαίος σπουδαιοφέρνω. σώμα.
altivez [αλτιβέθ] (ουσΥθηλ.) υπεροψία, alumno [αλούμνο] (ουσΥαρσ.) 1: μα
αλαζονεία, σπουδαιοφάνεια. θητής 2: σπουδαστής φοιτητής,
altivo [αλτίβο] (επίθ.) υπεροπτικός alusión [αλουσιόν] (ουσΥθηλ.) νύξη,
αλαζονικός υπαινιγμός υπονοούμενο,
alto [άλτο] 1: (ουσΥαρσ.) στάση, 2: alusivo [αλουσίβο] (επίθ.) υπαινικτι
(επίθ.) ψηλός, κός.
altoparlante [αλτοπαρλάν'τε] (ουσΥ alustrar [αλουστράρ] (ρ.) 1: γυαλίζω, 2:
αρσ.) μεγάφωνο, εξωραΐζω, ευπρεπίζω,
altruismo [αλτρουίσμο] (ουσΥαρσ.) aluvial [αλουβιάλ] (επίθ.) προσχωμα
αλτρουϊσμός. τικός.
altruista [αλτρουίστα] 1: (ουσΥαρσ.) aluvión [αλουβιόν] (ουσΥθηλ.) πρό
αλτρουιστής 2: (επίθ.) αλτρουί- σχωση, έργα πρόσχωσης,
στικός. álveo [άλβεο] (ουσΥαρσ.) κοίτη ποτα
altura [αλτούρα] (ουσΥθηλ.) ύψος. μού.
alubia [αλούμπια] (ουσΥθηλ.) φασόλι, alvéolo [αλβέολο] (ουσΥαρσ.) (Ανατ.)
alucinación [αλουθιναθιόν] (ουσΥθηλ.) πνευμονική κυψελίδα,
παραίσθηση, alza [άλθα] (ουσΥθηλ.) αύξηση,
alucinador [αλουθιναδόρ] (επίθ.) ψευ- alzada [αλθάδα] (ουσΥθηλ.) δικαστική
δαισθησιογόνος. ένσταση.
alucinar [αλουθινάρ] (ρ.) 1: έχω παραι alzamiento [αλθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
σθήσεις 2: εξαπατώ, παραπλανώ, εξέγερση,
alucinógeno [αλουθινόχενο] 1: (ουσΥ alzapié [αλθαπιέ] (ουσΥαρσ.) ενέδρα.
αρσ.) παραισθησιογόνο, 2: (επίθ.) alzaprima [αλθαπρίμα] (ουσΥθηλ.) (Μουσ.)
παραισθησιογόνος. μοχλός καβαλέτο έγχορδου οργάνου,
alud [αλούδ] (ουσΥαρσ.) χιονοστιβά alzaprimar [αλθαπριμάρ] (ρ.) παίρνω
δα. ύψος.
aludido [αλουδίδο] (επίθ.) αυτός που alzar [αλθάρ] (ρ.) υψώνω, σηκώνω,
προαναφέρθηκε. allá [αγιά] (επίρρ.) εκεί κάτω, εκεί πέ
aludir [αλουδίρ] (ρ.) υποδηλώνω, ανα- ρα.
φέρομαι. allanamiento [αγιαναμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
alumbrado [αλουμ'μπράδο] 1: (ουσΥ 1: ισοπέδωση, 2: δικαστικός ισχυρι
αρσ.) φωτισμός 2: (επίθ.) πεφωτι σμός
σμένος. allanar [αγιανάρ] (ρ.) εξομαλύνω, ισο
alumbramiento [αλουμ'μπραμιέν'το] πεδώνω.
(ουσΥαρσ.) 1: φωτισμός 2: γέννα, allegado [αγιεγάδο] (επίθ.) κοντινός,
alumbrar [αλουμ'μπράρ] (ρ.) φωτίζω, συγγενής,
διαφωτίζω, allegar [αγιεγάρ] (ρ.) συγκεντρώνω,
alumbre [α λο ύ μ 'μ π ρ ε] (ουσΥαρσ.) στύ- μαζεύω κοντά,
ψη. allende [αγιέν'ντε] (επίρρ.) από την άλ
aluminio [αλουμίνιο] (ουσΥαρσ.) αλου λη μεριά · allende de - εκτός από.
μίνιο. allí [αγ(] (επίρρ.) εκεί.
alumnado [αλουμνάδο] (ουσΥαρσ.) ama [άμα] (ουσΥθηλ.) οικοδέσποινα,
51
amabilidad
52
ambiguo
53
ámbito
54
amotinarse
55
am ovible
56
andadura
57
andaluzada
58
anisado
μος 2: ασθμαίνων.
angélico [ανχέλικο] (επίθ.) αγγελικός, anidar [ανιδάρ] (ρ.) φωλιάζω,
angina [ανχίνα] (ουσ,/θηλ.) φλεγμονή anilla [ανίγια] (ουσ,/θηλ.) κρίκος,
αμυγδαλών, anillar [ανιγιάρ] (ρ.) φτιάχνω ή χρησι
anglicano [ανγλικάνο] 1: (ουσ./αρσ.) μοποιώ κρίκους,
Αγγλικανός 2: (επίθ.) αγγλικανός -ή, anillo [ανίγιο] (ουσ/αρσ.) 1: δακτύ
-ό, αγγλικανικός. λιο ς κύκλος δακτυλίδι, 2: μικρή
anglicismo [ανγλιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) μπούκλα.
αγγλισμός, ánima [άνιμα] (ουσ7θηλ.) ψυχή.
anglosajón [ανγλοσαχόν] 1: (ουσ./ animación [ανιμαθιόν] (ουσ/θηλ.) 1:
αρσ.) Αγγλοσάξων, 2: (επίθ.) αγγλο- ζωηρότητα, κίνηση, 2: εμψύχωση.
σαξωνικός. animado [ανιμάδο] (επίθ.) ζωντανός
angora [ανγκόρα] (ουσ7θηλ.) ανγκο- ζωηρός.
ρά (ύφασμα). animador [ανιμαδόρ] (ουσ7αρσ.) 1:
angostar [ανγκοστάρ] (ρ.) στενεύω, ανιματέρ, 2: αρχηγός φιλάθλων,
angosto [ανγκόστο] (επίθ.) στενός, animadversión [ανιμαδβερσιόν] (ουσ./
angostura [ανγκοστούρα] (ουσ7θηλ.) θηλ.) κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακο
1: στενότητα, 2: στενό πέρασμα, βουλία, εμπάθεια, δολιότητα.
angra [άνγκρα] (ουσ7θηλ.) κολπίσκος animal [ανιμάλ] (ουσ,/αρσ.) ζώο.
ρέμα. animalada [ανομαλάδα] (ουσ,/θηλ.) 1:
anguila [ανγκίλα] (ουσ7θηλ.) χέλι. ανοησία, 2: αίσχος 3: βαρβαρότητα,
angular [ανγκουλάρ] (επίθ.) γωνιώδης animalidad [ανιμαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
γωνιακός, ζωότητα.
ángulo [άνγκουλο] (ουσ7αρσ.) γωνία, animar [ανιμάρ] (ρ.) εμψυχώνω, ζωη
anguloso [ανγκουλόσο] (επίθ.) γωνιώ ρεύω.
δης. animarse [ανιμάρσε] (ρ.) 1: παίρνω
angurria [ανγκούρρια] (ουσ7θηλ.) 1: απόφαση, 2: ζωηρεύω,
ουρολοίμωξη, 2: συχνοουρία. ánimo [άνιμο] (ουσ,/αρσ.) εμψύχωση,
angurriento [ανγκουρριέν'το] (επίθ.) ψυχή, κουράγιο,
άπληστος αδηφάγος, αχόρταγος, animoso [ανιμόσο] (επίθ.) αποφασι
angustia [ανγκούστια] (ουσ7θηλ.) στικός
αγωνία, άγχος, animosidad [ανιμοσιδάδ] (ουσ7θηλ.)
angustiado [ανγκουστιάδο] (επίθ.) αγ μοχθηρία, κακεντρέχεια, αχρειότη
χωμένος. τα.
angustiar [ανγκουστιάρ] (ρ.) αγχώνω, aniñado [ανινιάδο] (επίθ.) παιδαριώ
angustioso [ανγκουστιόσο] (επίθ.) δης παιδιάστικος
αγωνιώδης αγχώδης, aniquilación [ανικιλαθιόν] (ουσ7θηλ.)
anhelante [ανελάντε] (επίθ.) λαχταρι εκμηδένιση, καταστροφή,
στός. aniquilar [ανικιλάρ] (ρ.) εκμηδενίζω,
anhelar [ανελάρ] (ρ.) επιθυμώ διακα- καταστρέφω,
ώ ς λαχταρώ, anís [ανίς] (ουσ,/αρσ.) 1: γλυκάνισος 2:
anhelo [ανέλο] (ουσ7αρσ.) λαχτάρα, σαμπούκα.
σφοδρός πόθος, anisado [ανισάδο] (επίθ.) με γεύση
anheloso [ανελόσο] (επίθ.) 1: πρόθυ γλυκάνισου.
59
aniversario
60
anticorrosivo
61
anticristo
62
antisocial [αν'τισοθιάλ] (επίθ.) αντι antuvión [αν'τουβιόν] (ουσ/αρσ.) γδού
κοινωνικός, πος κρότος δυνατός χτύπος,
antitanque [αν'τιτάνκε] (επίθ.) αντιαρ anual [ανουάλ] (επίθ.) ετήσιος μονοε
ματικός. τής.
antítesis [αν'τίτεσις] (ουσ7θηλ.) αντί anualidad [ανουαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ετή
θεση, διαφορά, σύγκρουση, σια πρόοδος,
antitético [αν'τιτέτικο] (επίθ.) αντιθε anuario [ανουάριο] (ουσ./αρσ.) επε
τικός. τηρίδα.
antojadizo [αν'τοχαδίθο] (επίθ.) ιδιό anubarrado [ανουμπαράδο] (επίθ.) νε
τροπος καπριτσιόζος. φοσκεπής συννεφιασμένος,
antojarse [αν'τοχάρσε] (απρ. ρ.) (όπως anublar [ανουμπλάρ] (ρ.) συννεφιάζω,
gustar) επιθυμώ, θέλω, έχω όρεξη anudar [ανουδάρ] (ρ.) κάνω κόμπο,
για κάτι · se me antoja un chocolate - δένω.
έχω όρεξη για σοκολάτα, anuencia [ανουένθια] (ουσ7θηλ.) συ
antojo [αν'τόχο] (ουσ7αρσ.) ιδιορρυθ γκατάθεση, συναίνεση, συγκατάβα
μία, ιδιοτροπία, παραξενιά, καπρί ση.
τσιο. anulación [ανουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ακύ
antología [αν'τολοχία] (ουσ,/θηλ.) αν ρωση.
θολογία. anular [ανουλάρ] (ρ.) ακυρώνω,
antónimo [αν'τόνιμο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) anular [ανουλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) δαχτυ-
αντώνυμο, π.χ · delante - detrás - μπρο- λΐδι, κρίκος, 2: (επίθ.) δαχτυλιοειδής.
στά-πίσω. anunciación [ανουνθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
antonomasia [αν'τονομασία] (ουσ./ ανακοίνωση, διάγγελμα,
θηλ.) αντονομασία, anunciador [ανουνθιαδόρ] (ουσ7αρσ.)
antorcha [αν'τόρτσα] (ουσ./θηλ.) δαυ εξάγγελος αγγελιοφόρος,
λό ς δάδα. anunciante [ανουνθιάν'τε] (ουσ7αρσ.+
antracita [αν'τραθίτα] (ουσ^θηλ.) (Ορυκτ.) θηλ.) διαφημιστής
ανθρακίτης anunciar [ανουνθιάρ] (ρ.) αναγγέλλω,
ántrax ['αν'τραξ] (ουσ./αρσ.) (Χημ.) άν ανακοινώνω, εξαγγέλλω,
θρακας. anuncio [ανούνθιο] (ουσΥαρσ.) αγγε
antro [άν'τρο] (ουσ,/αρσ.) άντρο, κρη λία, αναγγελία, εξαγγελία,
σφύγετο, κρυψώνα, καταφύγιο, anzuelo [ανθουέλο] (ουσ,/αρσ.) αγκί
antropofagia [αν'τροποφάχια] (ouc / στρι.
θηλ.) ανθρωποφαγία. añadido [ανιαδίδο] (ουσ,/αρσ.) πρό
antropófago [αν'τροπόφαγο] (επίθ.) σθημα, ποστίς.
ανθρωποφάγος. añadidura [ανιαδιδούρα] (ουσ7θηλ.)
antropología [αν'τροπολοχία] (ουσ./ πρόσθεση,
θηλ.) ανθρωπολογία, añadir [ανιαδίρ] (ρ.) αθροίζω, προσθέ
antropológico [αν'τροπολόχικο] τω.
(επίθ.) ανθρωπολογικός. añafea [ανιαφέα] (ουσ./θηλ.) χαρτί συ-
antropólogo [αν'τροπόλογο] (ουσ./ σκευασίας.
αρσ.) ανθρωπολόγος, añagaza [ανιαγάθα] (ουσ,/θηλ.) δόλω
antropomorfismo [αν'τροπομορφίσμο] μα, κόλπο,
(ουσ,/αρσ.) ανθρωπομορφισμός añal [ανιάλ] (επίθ.) ενός έτους χρο-
63
añejar
64
apear
65
apearse
66
apocopar
67
apócope
68
aprobado
69
aprobar
70
arbusto
71
arca
σίγνωστος
arca [άρκα] (ουσΥθηλ.) μπαούλο, κι archivador [αρτσιβαδόρ] (ουσΥαρσ.)
βωτός. 1: αρχειοθέτης 2: αρχείο,
arcada [αρκάδα] (ουσΥθηλ.) 1: αψ(δα, archivar [αρτσιβάρ] (ρ.) αρχειοθετώ,
καμάρα, 2: αναγούλα, archivero [αρτσιβέρο] (ουσΥαρσ.) 1:
arcaduz [αρκαδούθ] (ουσΥαρσ.) σω αρχειοθέτης 2: αρχειοφύλακας,
λήνας, αγωγός, archivo [αρτσίβο] (ουσΥαρσ.) αρχείο,
arcaico [αρκάϊκο] (επίθ.) αρχαϊκός, ardentía [αρδεν'τία] (ουσΥθηλ.) 1: κα-
acaísmo [αρκαΐσμο] (ουσΥαρσ.) αρχαϊ ούρα, 2: φωσφορισμός,
σμός. arder [αρδέρ] (ρ.) καίω, ζεματίζω,
arcaizante [αρκαϊθάν'τε] (επίθ.) αρχαΐ- arderse [αρδέρσε] (ρ.) (en) καίγομαι,
ζων. φλέγομαι · me ardo en dolor - καίγο
arcángel [αρκάνχελ] (ουσΥαρσ.) αρ μαι από πόνο.
χάγγελος, ardid [αρδίδ] (ουσΥαρσ.) τέχνασμα,
arcano [αρκάνο] (επίθ.) απόκρυφος κόλπο.
μυστικός ardiente [αρδιέν'τε] (επίθ.) διακαής
arcediano [αρθεδιάνο] (ουσΥαρσ.) αρ φλογερός θερμός,
χιδιάκονος, ardilla [αρδίγια] (ουσΥθηλ.) σκίουρος,
arcén [αρθέν] (ουσΥαρσ.) νησίδα αυ ardimiento [αρδιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
τοκινητόδρομου, 1: κάψιμο, 2: θάρρος τόλμη,
arcilla [αρθίγια] (ουσΥθηλ.) πηλός, ardor [αρδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ζέστη,
arcilloso [αρθιγιόσο] (επίθ.) αργιλώ θέρμη, καούρα, 2: (μτφ.) ζήλος,
δης. ardoroso [αρδορόσο] (επίθ.) 1: καυ
arcipreste [αρθιπρέστε] (ουσΥαρσ.) αρ τός τρομερός 2: (μτφ.) φοβερός,
χιερέας arduo [άρδουο] (επίθ.) επίπονος κο
arco [άρκο] (ουσΥαρσ.) τόξο, αψίδα, πιαστικός,
καμάρα. área [άρεα] (ουσΥθηλ.) 1: περιοχή, 2:
arcón [αρκόν] (ουσΥαρσ.) σεντούκι, εμβαδόν, επιφάνεια ίση με ένα εκα
μπαούλο, κασέλα, τοστό του εκταρίου,
archiconocido [αρτσικονοθίδο] (επίθ.) arena [αρένα] (ουσΥθηλ.) 1: άμμος 2:
καταφανής φημισμένος πασίγνωστος αρένα.
archidiácono [αρτσιδιάκονο] (ουσΥαρσ.) arenáceo [αρενάθεο] (επίθ.) αμμώδης,
αρχιδιάκονος arenal [αρενάλ] (επίθ.) αμμώδης,
archidiócesis [αρτσιδιόθεσις] (ουσΥθηλ) arenga [αρένγκα] (ουσΥθηλ.) 1: δη
αρχιδιακονία. μηγορία, 2: νουθεσία, παραίνεση,
archiduque [αρτσιδούκε] (ουσΥαρσ.) προτροπή,
αρχιδούκας arengar [αρενγκάρ] (ρ.) 1: δημηγορώ,
archiduquesa [αρτσιδουκέσα] (ουσΥ 2: νουθετώ, παραινώ, προτρέπω,
θηλ.) αρχιδούκισσα. arenillas [αρενίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
archipámpano [αρτσιπάμ'πανο] (ουσΥ πέτρες
αρσ.) σπουδαίο πρόσωπο, arenisca [αρενίσκα] (ουσΥθηλ.) (Ορυκτ.)
archipiélago [αρτσιπιέλαγο] (ουσΥαρσ.) αμμόλιθος
αρχιπέλαγος, arenoso [αρενόσο] (επίθ.) αμμώδης,
archisabido [αρτσισαμπίδο] (επίθ.) πα arenque [αρένκε] (ουσΥαρσ.) ρέγκα.
72
armatoste
73
armazón
74
arrendador
75
arrendajo
76
articular
77
articulista
78
aseveración
αυτό το θέαμα μου προκαλεί αηδία!, asentir [ασεν'τίρ] (ρ.) στέργω, συγκα-
ascua [άσκουα] (ουσΥθηλ.) πυρωμένο τατίθεμαι, συναινώ,
κάρβουνο · estaren ascuas - είμαι σε asentista [ασεν'τίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
αναμμένα κάρβουνα, εργολήπτης,
aseado [ασεάδο] (επίθ.) καθαρός, τα aseo [ασέο] (ουσΥαρσ.) 1: καθαριότη
κτοποιημένος, τα, υγιεινή, 2: ευπρεπισμός 3: τουα
asear [ασεάρ] (ρ.) πλένω, συγυρίζω, λέτα.
καθαρίζω, asepsia [ασέπσια] (ουσΥθηλ.) ασηψία,
asearse [ασεάρσε] (ρ.) ευπρεπίζομαι, aséptico [ασέπτικο] (επίθ.) αντισηπτι
asechanza [ασετσάνθα] (ουσΥθηλ.) κός.
δόκανο, παγίδα, asequible [ασεκίμπλε] (επίθ.) προσι
asechar [ασετσάρ] (ρ.) παγιδεύω, τός προσβάσιμος φιλικός,
asediar [ασεδιάρ] (ρ.) πολιορκώ, aserción [ασερθιόν] (ουσΤθηλ.) βεβαίω
asedio [ασέδιο] (ουσΥαρσ.) πολιορ ση.
κία. aserradero [ασεραδέρο] (ουσΥαρσ.)
asegurado [ασεγουράδο] (επίθ.) ασφα πριονιστήριο,
λισμένος. aserrador [ασεραδόρ] (ουσΥαρσ.) πριο
asegurador [ασεγουραδόρ] 1: (ουσΥ νιστής
αρσ.) ασφαλιστής, 2: (επίθ.) ασφαλι aserradora [ασεραδόρα] (ουσΥθηλ.)
στικός. αλυσοπρίονο.
asegurar [ασεγουράρ] (ρ.) 1: ασφαλί aserraduras [ασεραδούρας] (ουσΥ
ζω, 2: σταθεροποιώ, 3: διαβεβαιώ- θηλ.) πληθ. πριονίδια, πριόνισμα,
νω. aserrar [ασεράρ] (ρ.) πριονίζω,
asemejar [ασεμεχάρ] (ρ.) παρομοιά aserrín [ασερίν] (ουσΥαρσ.) πριονίδι,
ζω, συγκρίνω, aserruchar [ασερουτσάρ] (ρ.) πριονί
asemejarse [ασεμεχάρσε] (ρ.) μοιάζω, ζω.
asendereado [ασεν'ντερεάδο] (επίθ.) aserto [ασέρτο] (ουσΥαρσ.) διεκδίκη
πατη μένος, ση, ισχυρισμός,
asenderear [ασεν'ντερεάρ] (ρ.) κατα asertorio [ασερτόριο] (επίθ.) καταφα
διώκω. τικός.
asenso [ασένσο] (ουσΥαρσ.) συγκατά asesinar [ασεσινάρ] (ρ.) δολοφονώ,
θεση. asesinato [ασεσινάτο] (ουσΥαρσ.) δο
asentada [ασεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) κά λοφονία.
θισμα. asesino [ασεσίνο] (ουσΥαρσ.) δολο
asentaderas [ασεν'ταδέρας] (ουσΥ φόνος.
θηλ.) πληθ. πισινός, asesor [ασεσόρ] (ουσΥαρσ.) σύμβου
asentado [ασεντάδο] (επίθ.) εγκατε λος.
στημένος μόνιμος, asesorar [ασεσοράρ] (ρ.) συμβουλεύω,
asentamiento [ασεν'ταμιέν'το] (ουσΥ παρέχω συμβουλευτικές υπηρεσίες,
αρσ.) εγκατάσταση, τοποθέτηση, asesoría [ασεσορία] (ουσΥθηλ.) παρο
asentar [ασεν'τάρ] (ρ.) καθίζω, εγκαθι χή συμβουλών,
στώ, τοποθετώ, asestar [ασεστάρ] (ρ.) στοχεύω,
asentimiento [ασεν'τιμιεν'το] (ουσΥ aseveración [ασεβεραθιόν] (ουσΥθηλ.)
αρσ.) συγκατάθεση, συναίνεση. βεβαίωση, πιστοποίηση.
79
aseverar
80
astrólogo/a
εκπληκτικός, ροφητικός.
asombrar [ασομ'μττράρ] (ρ.) εκπλήσ aspiradora [ασπιραδόρα] <ουσΥθηλ.)
σω, καταπλήσσω, ηλεκτρική σκούπα,
asombro [ασομ'μπρο] (ουσΥαρσ.) έκ aspirante [ασπιράν'τε] (ουσΥαρσ.+
πληξη, κατάπληξη, θηλ.) υποψήφιος υποψή<ρια.
asombroso [ασομ'μπρόσο] (επίθ.) εκ aspirar [ασπιράρ] (ρ.) 1: εισπνέω, ανα
πληκτικός, καταπληκτικός, πνέω, 2: φιλοδοξώ, αποβλ,έπω.
asomo [ασόμο] (ουσΥαρσ.) ένδειξη, aspirina [ασπιρίνα] (ουσΥθηλ.) ασπι-
asonada [ασονάδα] (ουσΥθηλ.) όχλος, ρίνη.
asonancia [ασονάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: asquear [ασκεάρ] (ρ.) αηδιάζω,
(Γλωσσ.) παρήχηση, 2: (μτφ.) σχέση, asquerosidad [ασκεροσιδάδ] (ουσΥ
asonante [ασονάν'τε] (επίθ.) παρηχη θηλ.) προστυχιά, αηδία,
τικός. asqueroso [ασκερόσο] (επίθ.) αηδια
asonar [ασονάρ] (ρ.) παρηχώ. στικός σιχαμερός σιχαμένος.
aspa [άσπα] (ουσΥθηλ.) φτερά μύλου, asta [άστα] (ουσΥθηλ.) 1: ιστίο, 2: κέ
aspado [ασπάδο] (επίθ.) σταυρωτός ρατο.
διαγώνιος, astado [αστάδο] (επίθ.) κερασφόρος
aspar [ασπάρ] (ρ.) σταυρώνω, κερατοειδής.
aspaventero [ασπαβεν'τέρο] (επίθ.) asterisco [αστερίσκο] (ουσΥαρσ.) αστε
θεατρινίστικος. ρίσκος
aspaviento [ασπαβιέν'το] (ουσΥαρσ.) asteroide [αστεροΐδε] (ουσΥαρσ.) αστε
θεατρινισμός, ροειδής
aspecto [ασπέκτο] (ουσΥαρσ.) όψη, astigmático [αστιγμάτικο] (εττίθ.) αστιγ
εμφάνιση, ματικός
aspereza [ασπερέθα] (ουσΥθηλ.) τρα astigmatismo [αστιγματίμο] (ουσΥαρσ.)
χύτητα, αγριάδα, αστιγματισμός,
asperges [ασπέρχες] (ουσΥαρσ.) ρά- astil [αστίλ] (ουσΥαρσ.) χερούλι, λαβή.
ντισμα. astilla [αστίγια] (ουσΥθηλ.) θραύσμα,
asperjar [ασπερχάρ] (ρ.) ραντίζω, astillar [αστιγιάρ] (ρ.) θρυμματίζω,
áspero [άσπερο] (επίθ.) τραχύς, από astillero [αστιγιέρο] (ουσΥαρσ.) νεώ
τομος στυφός, ριο, ναυπηγείο,
asperón [ασπερόν] (ουσΥαρσ.) αμμό astral [αστράλ] (επίθ.) αστρικός.
λιθος. astringente [αστρινχέν'τε] (επίθ.) στυ-
aspersión [ασπερσιόν] (ουσΥθηλ.) ρά- πτικός
ντισμα, ψέκασμα. astringir [αστρινχίρ] (ρ.) επιδένω,
áspid [άσπιδ] (ουσΥαρσ.) ασπίδα, astro [άστρο] (ουσΥαρσ.) αστέρι,
aspillera [ασπιγιέρα] (ουσΥθηλ.) πολε astrofísica [αστροφίσικα] (ουσΥθηλ.)
μίστρα. αστροφυσική,
aspiración [ασπιραθιόν] (ουσΥθηλ.) astrología [αστρολοχία] (ουσΥθηλ.)
1: εισπνοή, αναπνοή, 2: φιλοδοξία, αστρολογία,
βλέψη. astrológico [αστρολόχικο] (επίθ.) αστρο-
aspirado [ασπιράδο] (επίθ.) αναρρο- λογικός
φητικός astrólogo/a [αστρόλογο/α] (ουσΥαρσ. +
aspirador [ασπιραδόρ] (επίθ.) αναρ- θηλ.) αστρολόγος.
81
astronauta
82
atildar
83
atinar
84
auditivo
85
auditor
86
avaluación
87
avaluar
εκτίμηση, φωνία.
avaluar [αβαλουάρ] (ρ.) εκτιμώ, avenerar [αβενεράρ] (ρ.) δηλητηριά
avalúo [αβαλούο] (ουσ,/αρσ.) εκτίμη ζω.
ση. avenida [αβενίδα] (ουσΥθηλ.) λεωφό
avance [αβάνθε] (συσΥαρσ.) 1: προέ ρος.
λαση, 2: πρόοδος, 3: επίτευγμα, avenir [αβενίρ] (ρ.) συμβιβάζω,
avanzado [αβανθάδο] (επίθ.) προχω aventadora [αβεν'ταδόρα] (ουσ,/θηλ.)
ρημένος, προωθημένος, λιχνιστική μηχανή,
avanzar [αβανθάρ] (ρ.) 1: προχωρώ, 2: aventajado [αβεν'ταχάδο] (επίθ.) εξέ-
προελαύνω, 3: προοδεύω, χων, διαπρεπής,
avaricia [αβαρίθια] (ουσ7θηλ.) φιλαρ- aventajar [αβεν'ταχάρ] (ρ.) υπερέχω,
γυρία, τσιγκουνιά, πλεονεκτώ, ξεπερνώ,
avaricioso [αβαριθιόσο] (επίθ.) άπλη aventar [αβεν'τάρ] (ρ.) λιχνίζω,
στος πλεονέκτης. aventura [αβεν'τούρα] (ουσ,/θηλ.) 1:
avariento [αβαριέν'το] (επίθ.) φιλάρ περιπέτεια, 2: τύχη.
γυρος. aventurado [αβεν'τουράδο] (επίθ.) ρι
avaro [αβάρο] (επίθ.) φιλάργυρος τσι ψοκίνδυνος παρακινδυνευμένος
γκούνης μίζερος, aventurar [αβεν'τουράρ] (ρ.) διακιν
avasallador [αβασαγιαδόρ] (επίθ.) κυ δυνεύω, ρισκάρω,
ριαρχικός aventurero [αβεν'τουρέρο] (ουσ,/αρσ.)
avasallamiento [αβασαγιαμιέν'το] (ουσ./ τυχοδιώχτης.
αρσ.) υποταγή, καθυπόταξη. avergonzado [αβεργονθάδο] (επίθ.)
avasallar [αβασαγιάρ] (ρ.) υποδουλώ ντροπιασμένος,
νω, υποτάσσω, avergonzar [αβεργονθάρ] (ρ.) ντροπιά
avasallarse [αβασαγιάρσε] (ρ.) υπο ζω.
τάσσομαι, υποκύπτω, avergonzarse [αβεργονθάρσε] (ρ.) ντρέ
ave [άβε] (ουσ7θηλ.) πτηνό, πομαι.
avecinarse [αβεθινάρσε] (ρ.) προσεγ averia [αβερία] (ουσ/θηλ.) βλάβη, (Μηχ.)
γίζω, πλησιάζω, αβαρία.
avecindarse [αβεθιν'τάρσε] (ρ.) γειτο averiarse [αβεριάρσε] (ρ.) παθαίνω βλά
νεύω. βη.
avejentar [αβεχεντάρ] (ρ.) γερνάω, averiguable [αβεριγουάμπλε] (επίθ.)
avellana [αβεγιάνα] (ουσ,/θηλ.) φου επαληθεύσιμος
ντούκι. averiguación [αβεριγουαθιόν] (ουσ7
avellano [αβεγιάνο] (ουσ,/αρσ.) φου- θηλ.) 1: επαλήθευση, 2: έρευνα,
ντουκιά. averiguador [αβεριγουαδόρ] (ουσ,/αρσ.)
avemaria [αβεμαρία] (ουσ,/αρσ.) Χαί- ανακριτής ερευνητής
ρε Μαρία (προσευχή). averiguar [αβεριγουάρ] (ρ.) εξακρι
avena [αβένα] (ουσ,/θηλ.) βρώμη, βώνω.
avenamiento [αβεναμιέν'το] (ουσ./ averigüetas [αβεριγουέτας] (ουσ./
αρσ.) αποστράγγιση, αρσ.+θηλ.) αδιάκριτος περίεργος
avenar [αβενάρ] (ρ.) αποξηραίνω, απο κουτσομπόλης,
στραγγίζω, aversión [αβερσιόν] (ουσ,/θηλ.) απέ
avenencia [αβενένθια] (ουσ,/θηλ.) συμ χθεια, αποστροφή, αντιπάθεια.
azar
89
azararse
90
χείο νυχτός πάπια,
bacteria [μπακτέρια] (ουσΥθηλ.) βα
B, b [μπε] (ουσΥθηλ.) το δεύτερο γράμ κτηρίδιο.
μα του ισπανικού αλφαβήτου, bactericida [μπακτεριθίδα] (επίθ.) βα
baba [μπάμπα] (ουσ./θηλ.) σάλιο, κτηριοκτόνος μικροβιοκτόνος.
babadero [μπαμπαδέρο] (ουσΥαρσ.) bacteriología [μπακτεριολοχία] (ουσΥ
σαλιάρα. θηλ.) βακτηριολογία,
babaza [μπαμπάθα] (ουσΥθηλ.) βλέν- bacteriólogo [μπακτεριόλογο] (ουσΥ
να. αρσ.) βακτηριολόγος.
babearse [μπαμπεάρσε] (ρ.) μου τρέ báculo [μπάκουλο] (ουσΥαρσ.) 1: μπα
χουν τα σάλια, λιγουρεύομαι, στούνι, ραβδί, 2: στήριγμα,
babel [μπαμπέλ] (ουσΥαρσ.+θηλ.) bache [μπάτσε] (ουσΥαρσ.) λακούβα,
αταξία, σκανταλιά, πτώση.
babeo [μπαμπέο] (ουσΥαρσ.) σαλιά bachicha [μπατσίτσα] (ουσΥθηλ.) κα
ρισμα. τακάθια.
babero [μπαμπέρο] (ουσΥαρσ.) σα bachiller [μπατσιγιέρ] (ουσΥαρσ.) από
λιάρα. φοιτος λυκείου,
babieca [μπαμπιέκα] (επίθ.) χαζός, bachillerato [μπατσιγεράτο] (ουσΥ
babor [μπαμπόρ] (ουσΥαρσ.) αριστε αρσ.) 1: μέση εκπαίδευση, 2: απολυ
ρή πλευρά του πλοίου, τήριο Λυκείου,
babosa [μπαμπόσα] (ουσΥθηλ.) γυ bachillería [μπατσιγιερία] (ουσΥθηλ.)
μνοσάλιαγκας, φλυαρία.
babosada [μπαμποσάδα] (ουσ./θηλ.) badajazo [μπαδαχάθο] (ουσΥαρσ.) κου
κουταμάρα, χαζομάρα, βλακεία, δούνισμα,
babosear [μπαμποσεάρ] (ρ.) 1: σαλια badajo [μπαδάχο] (ουσΥαρσ.) πολυ
ρίζω, 2: κάνω βλακείες, λογάς.
baboso [μπαμπόσο] (επίθ.) 1: σαλιά badilejo [μπαδιλέχο] (ουσΥαρσ.) μυ
ρης λιγούρης 2: βλάκας, στρί οικοδόμου,
babucha [μπαμπούτσα] (ουσΥθηλ.) badulaque [μπαδουλάκε] (επίθ.) ευή
παντόφλα, θης ηλίθιος,
baca [μπάκα] (ουσΥθηλ.) σχάρα αυτο badulaquear [μπαδουλακεάρ] (ρ.) φέ-
κινήτου. ρομαι σαν ηλίθιος,
bacalao [μπακαλάο] (ουσ,/αρσ.) βακα- bagaje [μπαγάχε] (ουσΥαρσ.) απο
λάος μπακαλιάρος, σκευή.
bacanal [μπακανάλ] (ουσΥθηλ.) όργιο, bagatela [μπαγατέλα] (ουσΥθηλ.) μπι
bacante [μπακάν'τε] (ουσΥθηλ.) βάκ- χλιμπίδι, στολίδι,
χη,γλέντι. bagasa [μπαγάσα] (ουσΥθηλ.) εταίρα,
baceta [μπαθέτα] (ουσΥθηλ.) τράπου bagayo [μπαγάγιο] (ουσΥαρσ.) φόρ
λα. τωμα.
bacía [μπαθία] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, bagazo [μπαγάθο] (ουσΥαρσ.) πολτός
bacilo [μπαθίλο] (ουσΥαρσ.) (Βιολ.) βά ζαχαροκάλαμου,
κιλος (μικρόβιο). bagre [μπάγρε] (ουσΥαρσ.) αίλουρος
bacín [μπαθίν] (ουσΥαρσ.) καθίκι. (ψάρι).
bacinilla [μπαθινίγια] (ουσΥθηλ.) δο bagual [μπαγουάλ] (ουσ,/αρσ.) άγριο
91
bah
92
ballenera
93
ballenero
94
barbicano
bañar [μπανιάρ] (ρ.) λούζω, κάνω μπά barajador [μπαραχαδόρ] (επίθ.) που
νιο. εξαρτάται, που αμφισβητεί,
bañera [μπανιέρα] (ουσΥθηλ.) λουτή baratear [μπαρατεάρ] (ρ.) ξεπουλάω,
ρας μπανιέρα, baratería [μπαρατερία] (ουσΥθηλ.)
bañista [μπανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) απάτη.
κολυμβητής λουόμενος. baratija [μπαρατίχα] (ουσΥθηλ.) χαζό-
baño [μπάνιο] (ουσΥαρσ.) λουτρό, πραγμα, μπιχλιμπίδι,
μπάνιο. baratillo [μπαρατίγιο] (ουσΥαρσ.)
baptista [μπαπτίστα] (ουσΥαρσ.) βα φθηνοπράγματα.
φτιστής barato [μπαράτο] (επίθ.) οικονομικός
baque [μπάκε] (ουσΥαρσ.) γδούπος φθηνός.
βρόντος. baratura [μπαρατούρα] (ουσΥθηλ.)
baqueano [μπακεάνο] 1: (ουσΥαρσ.) φθήνια.
γνώστης της περιοχής 2: (επίθ.) baraúnda [μπαραούνδα] (ουσΥθηλ.)
έμπειρος θόρυβος βαβούρα.
baquelita [μπακελίτα] (ουσ,/αρσ.) βα barba [μπάρμπα] (ουσΥθηλ.) μούσι,
κελίτης. γένια.
baqueta [μπακέτα] (ουσΥθηλ.) μπα barbacoa [μπαρμπακόα] (ουσΥθηλ.)
γκέτα. ψησταριά, μπάρμπεκιου.
baqueteado [μπακετεάδο] (επίθ.) 1: barbado [μπαρμπάδο] (επίθ.) γενειο-
έμπειρος 2: που έχει υποστεί κακο φόρος.
μεταχείριση, barbárico [μπαρμπάρικο] (επίθ.) βαρ-
baquetear [μπακετεάρ] (ρ.) δέρνω, βαρικός.
κακομεταχειρίζομαι, barbaridad [μπαρμπαριδάδ] (ουσ./
baquía [μπακία] (ουσΥθηλ.) εμπειρο- θηλ.) βαρβαρότητα, τρέλα,
γνωμοσύνη. barbarie [μπαρμπάριε] (ουσΥθηλ.)
baquiano [μπακιάνο] 1: (ουσΥαρσ.) αγριότητα, βαρβαρότητα,
γνώστης της περιοχής 2: (επίθ.) barbarismo [μπαρμπαρίσμο] (ουσ./
έμπειρος, αρσ.) βαρβαρισμός.
bar [μπαρ] (ουσΥαρσ.) μπαρ. bárbaro [μπάρμπαρο] (επίθ.) βάρβα
barabúnda [μπαραούνδα] (ουσΥθηλ.) ρος.
οχλοβοή, φασαρία, barbarote [μπαρμπαρότε] (ουσΥαρσ.)
baraja [μπαράχα] (ουσΥθηλ.) τράπου κτήνος.
λα. barbear [μπαρμπεάρ] (ρ.) 1: κουρεύω,
barajar [μπαραχάρ] (ρ.) ανακατώνω, 2: ξυρίζω,
συνδυάζω, barbechar [μπαρμπετσάρ] (ρ.) οργώ
baranda [μπαράν'ντά] (ουσΥθηλ.) κά νω.
γκελο. barbecho [μπαρμπέτσο] (ουσΥαρσ.)
barandal [μπαραν'ντάλ] (ουσΥαρσ.) αγρανάπαυση,
κάγκελο, κουπαστή, barbería [μπαρμπερία] (ουσΥθηλ.)
barandilla [μπαραν'ντίγια] (ουσΥθηλ.) κουρείο.
κουπαστή, barbero [μπαρμπέρο] (ουσΥαρσ.)
barata [μπαράτα] 1: (ουσΥθηλ.) έκπτω κουρέας.
ση, 2: φθηνός 3: (επίρρ.) φτηνά. barbicano [μπαρμπικάνο] (επίθ.) ασπρο-
95
barbilam piño
γένης. βαρόμετρο,
barbilampiño [μπαρμπιλαμπίνιο] (επίθ.) barón [μπαρόν] (ουσ,/αρσ.) βαρώνος.
άμουσος baronesa [μπαρονέσα] (ουσ,/θηλ.) βα-
barbilla [μπαρμττίγια] (ουσ./θηλ.) πη ρώνη.
γούνι, σαγόνι, baronía [μπαρονία] (ουσ,/θηλ.) βαρω-
barbitúrico [μπαρμπιτούρικο] (επίθ.) νία.
βαρβιτουρικός. barquero [μπαρκέρο] (ουσ,/αρσ.) βαρ
barbón [μπαρμπόν] (επίθ.) τριχωτός κάρης.
μαλλιαρός. barqueta [μπαρκέτα] (ουσ,/θηλ.) βαρ
barbot(e)ar (μπαρμποτ(ε)άρ] (ρ.) μουρ κούλα.
μουρίζω. barquilla [μπαρκίγια] (ουσ,/θηλ.) κα
barboteo [μπαρμποτέο] (ουσ,/αρσ.) λάθι.
μουρμούρισμα. barquillo [μπαρκίγιο] (ουσ7αρσ.) χω
barbudo [μπαρμούδο] (επίθ.) μουσά νάκι παγωτού,
τος. barquinazo [μπαρκινάθο] (ουσ,/αρσ.)
barbulla [μπαρμπούγια] (ουσ,/θηλ.) τράνταγμα, ταρακούνημα,
βοή. barra [μπάρα] (ουσ,/θηλ.) 1: βέργα, 2:
barbullar [μπαρμπουγιάρ] (ρ.) 1: θο πάγκος μπάρα · servicio de barra -
ρυβώ, 2: φλυαρώ, αυτοεξυπηρέτηση (selfservice).
barca [μπάρκα] (ουσ./θηλ.) βάρκα, barrabasada [μπαραμπασάδα] (ουσ./
λέμβος. θηλ.) πανουργία,
barcada [μπαρκάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: τα barraca [μπαράκα] (ουσ./θηλ.) καλύ
ξίδι, 2: βόλτα με πλοίο, βαρκάδα, βα, παράγκα.
barcaza [μπαρκάθα] (ουσ,/θηλ.) φορ barragana [μπαραγάνα] (ουσ,/θηλ.)
τηγίδα, μαούνα, παλλακίδα, (καθ.) πουτάνα.
barco [μπάρκο] (ουσ,/αρσ.) πλοίο, κα barranca [μπαράνκα] (ουσ,/θηλ.) χα
ράβι. ράδρα.
bardo [μπάρδο] (ουσ./αρσ.) βάρδος barranco [μπαράνκο] (ουσ,/αρσ.) φα
ποιητής ράγγι.
bardoma [μπαρδόμα] (ουσ7θηλ.) ακα barrear [μπαρεάρ] (ρ.) χτίζω οδό
θαρσία, ρύπος βρομιά, φραγμα.
bario [μπάριο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) βά barrena [μπαρένα] (ουσ/θηλ.) τρυ
ριο. πάνι.
barítono [μπαρίτονο] (ουσ,/αρσ.) βα barrenar [μπαρενάρ] (ρ.) ανοίγω τρύ
ρύτονος. πα με τρυπάνι,
barlovento [μπαρλοβέντο] (ουσ,/αρσ.) barrendero [μπαρενντέρο] (ουσ,/αρσ.)
προσήνεμος (καθ.) ορτσαρισμένος. οδοκαθαριστής
barniz [μπαρνίθ] (ουσ,/αρσ.) βερνίκι, barreno [μπαρένο] (ουσ,/αρσ.) διά
barnizado [μπαρνιθάδο] (ουσ./αρσ.) τρηση.
βερνίκωμα, barreño [μπαρένιο] (ουσ,/αρσ.) λεκά
barnizar [μπαρνιθάρ] (ρ.) βερνικώνω, νη.
barométrico [μπαρομέτρικο] (επίθ.) barrer [μπαρέρ] (ρ.) σκουπίζω, σαρώ
βαρομετρικός νω.
barómetro [μπαρόμετρο] (ουσ,/αρσ.) barrera [μπαρέρα] (ουσ,/θηλ.) μπάρα,
96
bastilla
97
bastimento
99
bendito
ευλογία. αλήτης.
bendito [μπεν'ντίτο] (επίθ.) ευλογημέ bergantín [μπεργαντίν] (ουσ./αρσ.)
νος, αγιασμένος, μπρίκι (είδος ιστιοφόρου).
benefactor [μπενεφακτόρ] (ουσ./αρσ.) bermellón [μπερμεγιόν] (ουσ,/αρσ.)
αγαθοεργός, αγαθοποιός ευεργέτης, βερμιγκόν, ερυθρό χρώμα,
beneficencia [μπενεφιθένθια] (ουσ./ berrear [μπερεάρ] (ρ.) μουγκρίζω,
θηλ.) ευεργεσία, αγαθοεργία, ουρλιάζω,
beneficiar [μπενεφιθιάρΗρ.) ωφελώ, berrido [μπερίδο] (ουσ,/αρσ.) μου-
beneficiario [μπενεφιθιάριο] (ουσ./ γκρητό, ουρλιαχτό, στόνος.
ρσ.) δικαιούχος, berrinche [μπερίντσε] (ουσ,/αρσ.) θυ
beneficio [μπενεφίθιο] (ουσ,/αρσ.) όφε μός στενοχώρια (λέγεται συνήθως
λος, κέρδος, ωφέλεια, για τα μικρά παιδιά).
beneficioso [μπενεφιθιόσο] (επίθ.) επι berrinchudo [μπεριντσούδο] (επίθ.)
κερδής, επωφελής, ευεργετικός, κακότροπος δύστροπος ευέξαπτος,
benéfico [μπενέφικο] (επίθ.) ευεργετι berro [μπέρο] (ουσ,/αρσ.) νεροκάρ
κός ωφέλιμος χρήσιμος, δαμο.
benemérito [μπενεμέριτο] (επίθ.) αξιέ berza [μπέρθα] (ουσ,/θηλ.) λάχανο,
παινος. berzal [μπερθάλ] (ουσ,/αρσ.) λαχανό
beneplácito [μπενεπλάθιτο] (ουσ,/αρσ.) κηπος,
επιδοκιμασία, συγκατάθεση, besar [μπεσάρ] (ρ.) φιλώ.
benevolencia [μπενεβολένθια] (ουσ./ besarse [μπεσάρσε] (ρ.) φιλιέμαι,
θηλ.) ευμένεια, εύνοια, ευδοκία, beso [μπέσο] (ουσ,/αρσ.) φιλί.
benévolo [μπενέβολο] (επίθ.) εύνους bestia [μπέστια] (ουσ,/θηλ.) κτήνος
ευμενής. τέρας ζώο.
bengala [μπενγάλο] (ουσ,/θηλ.) φωτο bestial [μπεστιάλ] (επίθ.) κτηνώδης
βολίδα. bestialidad [μπεστιαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
benignidad [μπενιγνιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κτηνωδία.
καλοσύνη, besugo [μπεσούγο] (ουσ,/αρσ.) χάνος
benigno [μπενίγνο] (επίθ.) ήπιος κα (ψάρι).
λοκάγαθος καλοήθης πράος, besuguera [μπεσουγέρα] (ουσ,/θηλ.)
benjamín [μπενχαμίν] (ουσ,/αρσ.) βε- τηγάνι για ψάρια,
νιαμίν, ο μικρότερος, besuquear [μπεοουκεάρ] (ρ.) φιλώ συ
beodez [μπεοδέθ] (ουσ,/θηλ.) μεθύσι, νεχόμενα,
beodo [μπεόδο] (επίθ.) μεθυσμένος besuqueo [μπεσουκέο] (ουσ,/αρσ.)
μεθύστακας μπεκρής, χαϊδολόγημα,
berberecho [μπερμπερέτσο] (ουσ./ betel [μπετέλ] (ουσ,/αρσ.) ινδοκάρυ-
αρσ.) κυδώνι (είδος θαλασσινού). δο.
berbiquí [μπερμπικί] (ουσ7αρσ.) τρυ betún [μπετούν] (ουσ,/αρσ.) 1: λού
πάνι. στρο παπουτσιών, 2: κατράμι,
berenjena [μπερενχένα] (ουσ,/θηλ.) bi [μπι] (πρόθ.) δι -, αμφι
μελιτζάνα, biberón [μπιμπερόν] (ουσ,/αρσ.) θή
berenjenal [μπερενχενάλ] (ουσ,/αρσ.) λαστρο, μπιμπερό.
μελιτζανόκηπος Biblia [μπίμπλια] (ουσ,/θηλ.) Βίβλος,
bergante [μπεργάν'τε] (ουσ,/αρσ.) bíblico [μπίμπλικο] (επίθ.) βιβλικός.
100
bigote
101
bigotudo
102
boa
νας. πλαδαρός,
bisoñé [μπισονιέ] (ουσ./αρσ.) περου- blandura [μπλαν'ντούρα] (ουσΥθηλ.)
κίνι. απαλότητα, τρυφερότητα,
bisoño [μπισόνιο] (επίθ.) άπειρος blanquear [μπλανκεάρ] (ρ.) ασπρίζω,
ανεκπαίδευτος πρωτάρης, λευκαίνω,
bisté [μπιστέ] (ουσΥαρσ.) φιλέτο, blanquecino [μπλανκεθίνο] (επίθ.) ασπρι-
bisturí [μπιστουρί] (ουσΥαρσ.) νυστέ δερός
ρι. blanqueo [μπλανκέο] (ουσΥαρσ.) λεύ
bisutería [μπισουτερία] (ουσΥθηλ.) κανση.
ψεύτικο κόσμημα, φο μπιζού, blasfemador [μπλασφεμαδόρ] (επίθ.)
bizantino [μπιθαν'τίνο] (επίθ.) 1: βυζα βλάσφημος,
ντινός 2: άστοχος ανώφελος, blasfemar [μπλαφεμάρ] (ρ.) βλασφη-
bizarría [μπιθαρία] (ουσΥθηλ.) 1: γεν μώ.
ναιότητα, 2: γενναιοδωρία, blasfemia [μπλασφέμια] (ουσΥθηλ.)
bizarro [μπιθάρο] (επίθ.) 1: γενναίος 2: βλασφημία,
γενναιόδωρος, blasfemo [μπλασφέμο] (ουσΥαρσ.),
bizcar [μπιθκάρ] (ρ.) αλληθωρίζω, (επίθ.) βλάσφημος,
bizco [μπίθκο] (επίθ.) αλλήθωρος, blasón [μπλασόν] (ουσΥαρσ.) θυρεός
bizcochería [μπιθκοτσερία] (ουσΥθηλ.) οικόσημο,
ζαχαροπλαστείο μπισκότων, bledo [μπλέδο] (ουσΥαρσ.) ασημαντό-
bizcocho [μπιθκότσο] (ουσΥαρσ.) κέικ. τητα · me interesa un bledo - δε με
bizma [μπίθμα] (ουσΥθηλ.) κατάπλα ενδιαφέρει καθόλου,
σμα. blindado [μπλινδάδο] (επίθ.) 1: θωρα
bizquear [μπιθκεάρ] (ρ.) αλληθωρίζω, κισμένος 2: αλεξίσφαιρος
λοξοκοιτάζω, στραβίζω, blindaje [μπλιν'ντάχε] (ουσΥαρσ.) θω-
bizquera [μπιθκέρα] (ουσΥθηλ.) αλλη- ράκιση.
θώρισμα, στραβισμός. blindar [μπλιν'ντάρ] (ρ.) θωρακίζω,
Blancanieves [μπλανκανιέβες] (ουσΥ bloc [μπλοκ] (ουσΥαρσ.) σημειωματά
θηλ.) Χιονάτη, ριο.
blanco [μπλάνκο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) στό blocar [μπλοκάρ] (ρ.) μπλοκάρω.
χος (β) λευκό, άσπρο, 2: (επίθ.) λευ blondo [μπλόν'ντο] (επίθ.) ξανθός,
κός άσπρος. bloque [μπλόκε] (ουσΥαρσ.) 1: μπλοκ,
•me quedé en blanco - έμεινα άφωνος ομάδα, συνασπισμός 2: πλίνθος 3:
• dar en el blanco - βρίσκω στόχο, οικοδομικό τετράγωνο,
blancura [μπλανκούρα] (ουσΥθηλ.) λευ bloquear [μπλοκεάρ] (ρ.) 1: μπλοκά
κότητα, ασπρίλα, ρω, αποκλείω, αποκόβω, 2: περικυ-
blancuzco [μπανκούθκο] (επίθ.) ασπρου κλώνω.
λιάρης ασπριδερός bloqueo [μπλοκέο] (ουσΥαρσ.) 1: μπλό
blandengue [μπλαν'ντένγκε] (επίθ.) κο, αποκλεισμός 2: περικύκλωση,
αδύναμος μαλακός, μαλθακός, bluf [μπλούφ] (ουσΥαρσ.) μπλόφα,
blandir [μπλαν'ντίρ] (ρ.) κραδαίνω, blusa [μπλούσα] (ουσΥθηλ.) μπλούζα,
σείω. blusón [μπλουσόν] (ουσΥαρσ.) που
blando [μπλάν'ντο] (επίθ.) μαλακός, καμίσα,
blanducho [μπλαν'ντούτσο] (επίθ.) boa [μπόα] (ουσΥθηλ.) βόας.
103
boato
104
bombilla
στούκι. λινγκ.
bofetón [μποφετόν] (ουσ,/αρσ.) καρ bólido [μπόλιδο] (ουσ./αρσ.) 1: βολί
παζιά. δα, 2: αγωνιστικό αυτοκίνητο,
boga [μπόγα] (ουσ,/θηλ.) 1: κωπηλα bolígrafo [μπολίγραφο] (ουσ,/αρσ.)
σία, 2: μόδα. στυλό διαρκείας
bogar [μπογάρ] (ρ.) κωπηλατώ, bolillo [μπολίγιο] (ουσ./αρσ.) 1: κου
bogavante [μπογαβάν'τε] (ουσ,/αρσ.) βαρίστρα για δαντέλα, 2: στρογγυλό
1: κωπηλάτης 2: αστακός ψωμί.
bohemio [μποέμισ] (ουσ,/αρσ.) Βοη- bolo [μπόλο] (ουσ7αρσ.) μπάλα του
μός. μπόουλινγκ.
bohío [μποίο] (ουσ7αρσ.) καλύβι, bolsa [μπόλσα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσάντα,
boicot [μποΐκότ] (ουσ,/αρσ.) εμπάρ σακούλα, σάκος σακούλι συσκευα-
γκο, μποϊκοτάζ, σίας 2: θύλακας 3: χρηματιστήριο,
boicotear [μποϊκοτεάρ] (ρ.) μποϊκο bolsillo [μπολσίγιο] (ουσ,/αρσ.) τσέπη,
τάρω. bolsista [μπολσίστα] (ουσ,/αρσ.) χρη
boina [μποΐνα] (ουσ,/θηλ.) μπερές ματιστής.
bojote [μποχότε] (ουσ,/αρσ.) σωρός bolso [μπόλσο] (ουσ,/αρσ.) γυναικεία
στοίβα, τσάντα · bolso de viage - σάκος τα
bol [μπολ] (ουσ,/αρσ.) μπολ. ξιδιού.
bola [μπόλα] (ουσ,/θηλ.) 1: βώλος bolladura [μπογιαδούρα] (ουσ7θηλ.)
μπάλα, 2: ψέμα. 1: βαθούλωμα, 2: εξόγκωμα,
bolada [μπολάδα] (ουσ7θηλ.) ρίψη bollería [μπογιερία] (ουσ,/θηλ.) αρτο
σφαίρας. ποιείο, ζαχαροπλαστείο,
bolado [μπολάδο] (ουσ,/αρσ.) υπόθε bollero [μπογιέρο] (ουσ,/αρσ.) αρτο
ση. ποιός ζαχαροπλάστης,
boleada [μπολεάδα] (ουσ,/θηλ.) γυά bollo [μπόγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: τσουρέκι,
λισμα παπουτσιών. 2: βαθούλωμα,
bolear [μπολεάρ] (ρ.) λουστράρω, bomba [μπόμ'μπα] (ουσ,/θηλ.) 1: βόμ
bolera [μπολέρα] (ουσ,/θηλ.) διάδρο βα, 2: αντλία,
μος του μπόουλινγκ. bombacho [μπομ'μπάτσο] (επίθ.)
bolero [μπολέρο] (ουσ7αρσ.) 1: ψεύ φαρδουλός,
τη ς 2: μπολερό, 3: λουστραδόρος, bombardear [μπομ'μπαρδεάρ] (ρ.)
boleta [μπολέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: πάσο, βομβαρδίζω,
άδεια, εισιτήριο, 2: ψηφοδέλτιο, bombardeo [μπομ'μπαρδέο] (ουσ./
boletería [μπολετερία] (ουσ,/θηλ.) γκι αρσ.) βομβαρδισμός (αεροσκάφος).
σέ εισιτηρίων, πρακτορείο, bombardero [μ π ο μ 'μ π α ρ δ έ ρ ο ] (ουσ./
boletero [μπολετέρο] (ουσ,/αρσ.) εκ αρσ.) βομβαρδιστικό,
δότης εισιτηρίων, bombástico [μπομ'μπάστικο] (επίθ.)
boletín [μπολετίν] (ουσ,/αρσ.) δελτίο, πομπώδης,
boleto [μπολέτο] (ουσ,/αρσ.) 1: εισιτή bombear [μπομ'μττεάρ] (ρ.) 1; αντλώ,
ριο, 2: δελτίο, λαχνός, 2: ανατινάζω,
boli [μπόλι] (ουσ,/αρσ.) συντμ. του bombero [μπομ'μπέρο] (ουσ7αρσ.)
bolígrafo. πυροσβέστης,
boliche [μπολίτσε] (ουσ,/αρσ.) μπόου- bombilla [μπομ'μπίγια] (ουσ,/θηλ.) λαμπτή
105
bombo
106
bóveda
107
bovino
108
brújula
109
brulote
110
bursátil
111
bus
112
πέας καβαλάρης,
caballito [κσμπαγίτο] (ουσΥαρσ.) αλο
C, c [θε] (ουσΥθηλ.) το τρίτο γράμμα γάκι, πόνι · caballito de madera - ξύ
του ισπανικού αλφαβήτου, λινο αλογάκι,
cabal [καμπάλ] (επ(θ.) ακριβής, πλή- caballo [καμπάγιο] (ουσΥαρσ.) άλογο,
ΡΠζ· caballón [καμπαγιόν] (ουσΥαρσ.) κο
cabalgadura [καμπαλγαδούρα] (ουσΥ ρυφογραμμή, ράχη.
θηλ.) άλογο ιππασίας, caballuno [καμπαγιούνο] (επίθ.) αλο
cabalgar [καμπαλγάρ] (ρ.) ιππεύω, γίσιος.
ανεβαίνω στο άλογο, cabanga [καμπάνγκα] (ουσΥθηλ.) με
cabalgata [καμπαλγάτα] (ουσΥθηλ.) λαγχολία, θλίψη,
καβαλαρία. cabaña [καμπάνια] (ουσΥθηλ.) καλύ
cabalista [καμπαλίστα] (ουσ,/αρσ.) βα.
σκευωρός, μηχανορράφος. cabaré [καμπαρέ] (ουσΥαρσ.) καμπα
cabalístico [καμπαλίστικο] (επίθ.) κα- ρέ-
βαλιστικός απόκρυφος, cabaretera [καμπαρετέρα] (ουσΥθηλ.)
caballa [καμπάγια] (ουσΥθηλ.) σκου καμπαρετζού,
μπρί (ψάρι). cabe [κάμπε] (προθ.) κοντά, δίπλα
caballada [καμπαγιάδα] (ουσΥθηλ.) (χρησιμοποιείται στον ποιητικό λόγο).
κοπάδι αλόγων, cabeceada [καμπεθεάδα] (ουσΥθηλ.)
caballar [καμπαγιάρ] (επίθ.) ιππικός, νεύμα, γνέψιμο,
caballejo [καμπαγιέχο] (ουσ./αρσ.) cabecear [καμπεθεάρ] (ρ.) κουνάω το
αλογάκι. κεφάλι, γνέφω.
caballeresco [καμπαγιερέσκο] (επίθ.) cabaceo [καμπεθέο] (ουσΥαρσ.) κου-
ιπποτικός. τούλημα.
caballería [καμπαγερία] (ουσΥθηλ.) cabecera [καμπεθέρα] (ουσΥθηλ.) 1:
άλογο ιππασίας, προσκέφαλο, 2: κεφαλή, 3: επικεφα
caballeriza [καμπαγερίθα] (ουσΥθηλ.) λίδα.
στάβλος. cabecilla [καμπεθίγια] (ουσΥαρσ.) αρ
caballerizo [καμπαγερίθο] (ουσΥθηλ.) χηγός συμμορίας
σταβλίτης, ιπποκόμος, cabellera [καμπεγέρα] (ουσΥθηλ.) κό-
caballero [καμπαγέρο] (ουσΥαρσ.) 1: μη.
καβαλάρης, 2: ιππότης 3: κύριος · cabello [καμπέγιο] (ουσΥαρσ.) τρίχα,
Caballeros, quiero decirles que hoy μαλλιά.
será un día difícil - Κύριοι, θέλω να cabelludo [καμπεγιούδο] (επίθ.) τρι
σας πω ότι σήμερα θα είναι μια δύ χωτός μαλλιαρός,
σκολη μέρα. caber [καμπέρ] (ρ.) χωράω · mi ropa
caballerosidad [καμπαγεροσιδάδ] (ουσΥ no cabe en la maleta - τα ρούχα μου
θηλ.) ιπποτισμός ευγένεια, δεν χωράνε στη βαλίτσα · no cabe
caballeroso [καμπαγιερόσο] (επίθ.) ιπ- duda - δεν χωράει αμφιβολία · cabe
ποτικός. admitir que tiene razón - πρέπει να/
caballete [καμπαγέτε] (ουσΥαρσ.) κα αρκεί να παραδεχτούμε ότι έχει δί
βαλέτο. κιο (ως αποτέλεσμα).
caballista [καμπαγίστα] (ουσΥαρσ.) ιπ cabestrar [καμπεστράρ] (ουσΥαρσ.) χα
113
cabestrillo
114
cadena
115
cadencia
116
caldeo
117
caldera
118
callejuela
119
callista
120
canallada
121
canallesco
122
canturrear
123
canturreo
124
caramelo
125
caramillo
126
carpidor
127
carpintería
128
castañuela
129
castellano
130
cavilar
καθηγητή, αρχηγία.
catedral [κατεδράλ] (ουσΥθηλ.) μη caudillo [καουδίγιο] (ουσ,/αρσ.) αρ-
τρόπολη, καθεδρικός ναός. ΧΠΥώς.
catedrático [κατεδράτικο] (ουσ,/αρσ.) causa [κάουσα] (ουσ,/θηλ.) 1: αιτία, αί
καθηγητής, τιο, λόγος, 2: σκοπός,
categoría [κατεγορία] (ουσ./θηλ.) κα causal [καουσάλ] (επίθ.) αιτιώδης,
τηγορία. causalidad [καουσαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
categóricamente [κατεγόρικαμεν'τε] αιτιότητα,
(επίρρ.) κατηγορηματικά, causante [καουσάν'τε] (επίθ.) αίτιος
categórico [κατεγόρικο] (επίθ.) κατη- υπαίτιος.
γορικός κατηγορηματικός, causar [καουσάρ] (ρ.) προξενώ, προ
catcquesis [κατεκέσις] (ουσ7θηλ.) κα καλώ.
τήχηση. cáustico [κάουστικο] (επίθ.) καυστικός,
catequizar [κατεκιθάρ] (ρ.) κατηχώ, cautela [καουτέλα] (ουσ./θηλ.) προ
caterva [κατέρβα] (ουσ/θηλ.) πλήθος, σοχή, επιφύλαξη, προφύλαξη · con
cátodo [κάτοδο] (ουσ,/αρσ.) κάθοδος, cautela - προσεκτικά,
catolicismo [κατολιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) cautelarse [καουτελάρσε] (ρ.) επιφυ
καθολικισμός, λάσσομαι,
católico [κατόλικο] (επίθ.) καθολικός, cauteloso [καουτελόσο] (επίθ.) προσε
catorce [κατόρθε] (αριθμ. επίθ.) δεκα κτικός επιφυλακτικός,
τέσσερα. cauterizar [καουτεριθάρ] (ρ.) καυτη
catorceavo [κατορθεάβο] (αριθμ. επίθ.) ριάζω.
δέκατος τέταρτος, cautivar [καουτιβάρ] (ρ.) αιχμαλωτίζω,
catre [κάτρε] (ουσ,/αρσ.) πτυσσόμενο φυλακίζω,
κρεβάτι, ράντζο, cautiverio [καουτιβέριο] (ουσ,/αρσ.)
catrecillo [κατρεθίγιο] (ουσ,/αρσ.) πτυσ αιχμαλωσία, φυλάκιση,
σόμενη καρέκλα, cautivo [καουτίβο] (επίθ.) αιχμάλωτος,
cauce [κάουθε] (ουσ,/αρσ.) κοίτη, κρατούμενος,
caución [καουθιόν] (ουσ,/θηλ.) επιφύ cauto [κάουτο] (επίθ.) συνετός προσε
λαξη. κτικός επιφυλακτικός
caucionar [καουθιονάρ] (ρ.) 1: εγγυώ cava [κάβα] (ουσ./θηλ.) κάβα.
μαι, διαβεβαιώνω, 2: προλαμβάνω, cavar [καβάρ] (ρ.) σκάβω,
cauchal [καουτσάλ] (ουσ./αρσ.) φυ caverna [καβέρνα] (ουσ,/θηλ.) σπή
τεία καουτσούκ, λαιο, σπηλιά,
cauchera [καουτσέρα] (ουσ,/θηλ.) δέ cavernícola [καβερνίκολα] (ουσ./αρσ.)
ντρο καουτσούκ, άνθρωπος των σπηλαίων,
caucho [κάουτσο] (ουσ./αρσ.) καου cavernoso [καβερνόσο] (επίθ.) σπη
τσούκ. λαιώδης.
caudal [καουδάλ] (ουσ./αρσ.) 1: ρους, caviar [καβιάρ] (ουσ,/αρσ.) χαβιάρι,
2: περιουσία, 3: αφθονία, πληρότη cavidad [καβιδάδ] (ουσΥθηλ.) κοιλό
τα. τητα, κοίλωμα,
caudaloso [καουδαλόσο] (επίθ.) συνε cavilación [καβιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) σκέ
χόμενης ροής. ψη, συλλογισμός,
caudillaje [καουδιλάχε] (ουσ,/αρσ.) cavilar [καβιλάρ] (ρ.) σκέπτομαι, συλ
131
cayado
132
censor
133
censual
134
cerrado
135
cerradura
136
cilindradora
137
cilindrar
138
ciudadela
139
cívico
140
club
141
clueca
142
cogote
143
cohabitación
144
colon
145
colonia
146
comicidad
147
comicios
148
complaciente
149
complejidad
150
concatenar
151
concavidad
152
condensado
153
condensador
154
conformidad
155
conformismo
156
consagrar
157
consanguinidad
158
cónsul
159
consulado
160
contrabalanza
161
contrabandear
162
convalecencia
163
convalecer
164
coraza
165
corazón
166
corriente
167
corrillo
168
costurara
169
costurero
170
criptográfico
171
criptógrafo
172
cuál
173
cualidad
174
cuenta
175
cuentacorrentista
176
cursilería
177
cursillo
178
chalé [τσαλέ] (ουσ,/αρσ.) έπαυλη, βί
λα, σαλέ.
Ch, ch [τσε] (ουσ,/θηλ.) το τέταρτο chaleco [τσαλέκο] (ουσ,/αρσ.) γιλέκο,
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, chalina [τσαλίνα] (ουσ,/θηλ.) πλατιά
chabacanear [τσαμπακανεάρ] (ρ.) μι γραβάτα.
λάω χυδαία, chalupa [τσαλούπα] (ουσ,/θηλ.) 1:
chabacanería [τσαμπακανερία] (ουσΥ βάρκα, 2: κέικ καλαμποκιού,
θηλ.) χοντροκοπιά, χυδαιότητα, chamaco/a [τσαμάκο/α] (ουσ7αρσ.+
chabacano [τσαμπακάνο] (επίθ.) χο θηλ.) (Μεξικό) αγόρι, κορίτσι,
ντροκομμένος, χυδαίος, άξεστος, chamarilero [τσαμαριλέρο] (ουσ,/αρσ.)
chabola [τσαμπόλα] (ουσ,/θηλ.) πα- παλιατζής
ράγκα. chamarra [τσαμάρα] (ουσ,/θηλ.) σα
chacal [τσακάλ] (ουσ,/αρσ.) τσακάλι, κάκι από δέρμα προβάτου,
chacarero [τσακαρέρο] (επίθ.) χωριά chamarro [τσαμάρο] (ουσ,/αρσ.) τρα-
τικος χιά μάλλινη κουβέρτα,
chacolí [τσακολί] (ουσ,/αρσ.) κρασί chamba [τσάμμπα] (ουσ7θηλ.) 1: λι-
της βόρειας Ισπανίας, μνούλα, 2: χαντάκι,
chacolotear [τσακολοτεάρ] (ρ.) κρο chambelán [τσαμπελάν] (ουσ7αρσ.)
ταλίζω. θαλαμηπόλος,
chacota [τσακότα] (ουσ,/θηλ.) χλεύη, chambón [τσαμμπόν] (επίθ.) αδέξιος
χλευασμός κοροϊδία, chambonada [τσαμ'μττονάδα] (ουσ./
chacotear [τσακοτεάρ] (ρ.) κοροϊδεύω, θηλ.) αδεξιότητα,
αστειεύομαι, chambonear [τσαμ'μττονεάρ] (ρ.) κερ
chacra [τσάκρα] (ουσ,/θηλ.) μικρό αγρό δίζω από τύχη.
κτημα. chambra [τσάμ'μττρα] (ουσ7θηλ.) ρό
chacha [τσάτσα] (ουσ./θηλ.) παραμά μπα σπιτιού,
να, γκουβερνάντα. chamelote [τσαμελότε] (ουσ,/αρσ.)
chachara [τσατσάρα] (ουσ,/θηλ.) φλυα ύφασμα καμηλό,
ρία. chamizo [τσαμίθο] (ουσ,/αρσ.) αχυρο
chacharear [τσατσαρεάρ] (ρ.) φλυα καλύβα.
ρώ. chamorrar [τσαμοράρ] (ρ.) κουρεύω,
chafar [τσαφάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, κατα μαδώ.
στρέφω. chamorro [τσαμόρο] (επίθ.) κουρεμέ
chafarrinada [τσαφαρινάδα] (ουσ./ νος γουλί,
θηλ.) λεκές κηλίδα. champán [τσαμ'πάν] (ουσ,/αρσ.) σα
chafarrinar [τσαφαρινάρ] (ρ.) λεκιάζω, μπάνια.
λερώνω. champiñón [τσαμ'πινιόν] (ουσ./αρσ.)
chaflán [τσαφλάν] (ουσ,/αρσ.) λσξό- μανιτάρι.
τμηση, φαλτσογωνιά. champú [τσαμ'πού] (ουσ./αρσ.) σα
chal [τσαλ] (ουσ,/αρσ.) σάλι. μπουάν.
chalado [τσαλάδο] (επίθ.) ξετρελαμέ champurrar [τσαμπουράρ] (ρ.) ανα
νος τρελός, μειγνύω ποτά.
chalanear [τσαλανεάρ] (ρ.) παζαρεύω, chamullar [τσαμουγιάρ] (ρ.) πολυλο
chalar [τσαλάρ] (ρ.) τρελαίνω. γώ, φλυαρώ.
179
chamuscar
180
chaval
181
chaveta
182
chocar
183
chocarrería
184
chuzonada
185
μασκηνώνω, 2: διακοσμώ μέταλλα,
damasquino [νταμασκίνο] (επίθ.) δα
D, d [ντε] (ουσΥθηλ.) το πέμπτο γράμ μασκηνός,
μα του ισπανικού αλφαβήτου. damnificar [νταμνιφικάρ] (ρ.) βλάπτω,
D. σύντμ. του Don (ουσΥαρσ.) κύριος. dañado [ντανιάδο] (επίθ.) χαλασμέ
Da. σύντμ. της Doña (ουσΥθηλ.) κυ νος με βλάβη,
ρία. dañar [ντανιάρ] (ρ.) βλάπτω, προξενώ
dable [ντάμπλε] (επίθ.) εφικτός, ζημιά.
dactilar [ντακτιλάρ] (επίθ.) δακτυλικός, dañino [ντανίνο] (επίθ.) βλαβερός,
dactilografía [ντακτιλογραφία] (ουσΥ daño [ντάνιο] (ουσΥαρσ.) βλάβη, ζη
θηλ.) δακτυλογραφία, δακτυλογρά- μιά.
φιση. dañoso [ντανιόσο] (επίθ.) ζημιογόνος
dactilógrafo [ντακτιλόγραφο] (ουσΥ βλαβερός,
αρσ.) δακτυλογράφος. danza [ντάνθα] (ουσΥθηλ.) 1: χορός 2:
dactiloscopia [ντακτιλοσκόπια] (ουσΥ καβγάς.
θηλ.) δακτυλοσκόπηση. danzante [ντανθάν'τε] (ουσΥαρσ.) χο
dadaísmo [ντανταϊσμό] (ουσ,/αρσ.) ντανταϊ ρευτής.
σμός danzar [ντανθάρ] (ρ.) χορεύω,
dádiva [ντάδιβα] (ουσΥθηλ.) 1: δωρεά, danzarín [ντανθαρίν] (ουσΥαρσ.) χο
χορηγία, 2: φιλοδώρημα, ρευταράς,
dadivisidad [νταδιβισιδάδ] (ουσΥθηλ.) dar [νταρ] (ρ.) δίνω, παρέχω προσφέ
γενναιοδωρία, ρω, · dar las gracias a alguien - ευχα
dadivoso [νταδιβόσο] (επίθ.) γενναιό ριστώ κάποιον · dar la bienvenida a
δωρος. alguien - καλωσορίζω κάποιον · dar
dado [ντάδο] 1: (ουσΥαρσ.) ζάρι, 2: con alguien - συναντώ τυχαία κά
(επίθ.) (dar) δεδομένος · en la dada ποιον · la habitación da a la calle - το
situación no hay muchas opciones - δωμάτιο «βλέπει» στον δρόμο · este
στη δεδομένη κατάσταση δεν υπάρ espectáculo me da risa - αυτό το θέ
χουν πολλές επιλογές · dado que αμα μου προκαλεί γέλιο · lo doy por
- δεδομένου ότι. perdido - το θεωρώ χαμένο,
dador [νταδόρ] (ουσΥαρσ.) δότης, darse [ντάρσε] (ρ.) (α) επιδίδομαι · se
daga [ντάγα] (ουσΥθηλ.) στιλέτο, dio a trabajar - επιδόθηκε στη δου
dalia [ντάλια] (ουσ,/θηλ.) ντάλια, λειά.
daltoniano [νταλτονιάνο] (επίθ.) δαλ- dardo [ντάρδο] (ουσΥαρσ.) βέλος,
τονικός. dársena [ντάρσενα] (ουσΥθηλ.) προ
daltonismo [νταλτονίσμο] (ουσΥαρσ.) βλήτα.
δαλτονισμός αχρωματοψία, data [ντάτα] (ουσΥθηλ.) ημερομηνία,
dama [ντάμα] (ουσΥθηλ.) κυρία, ντάμα, datación [νταταθιόν] (ουσΥθηλ.) χρο
damajuana [νταμαχουάνα] (ουσΥθηλ.) νολόγηση,
νταμιτζάνα. datar [ντατάρ] (ρ.) χρονολογώ,
damasco [νταμάσκο] (ουσΥαρσ.) 1: dátil [ντάτιλ] (ουσΥαρσ.) χουρμάς,
δαμασκηνό ύφασμα, 2: βερικοκιά, datilera [ντατιλέρα] (ουσΥθηλ.) χουρ
βερίκοκο, μαδιά.
damasquinar [νταμασκινάρ] (ρ.) 1: δα- dativo [ντατίβο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.)
186
decantar
187
decapitar
189
definido
190
demandante
191
demandar
192
deposición
193
depositador
194
desaferrar
195
desafiador
196
desarrapado
197
desarreglado
198
descarga
199
descargadero
200
descortezar
201
descoser
202
desencadenarse
203
desencajado
204
desgarbo
205
desgarrador
206
deslumbrar
207
deslustrado
208
despachurrar
209
despacio
210
despreocupación
211
despreocupado
212
desventaja
213
desventajoso
μειονέκτημα, χνευτής.
desventajoso [ντεσβεν'ταχόσο] (επίθ.) detención [ντετενθιόν] (ουσΥθηλ.)
μειονεκτικός, σταμάτημα, κράτηση,
desventura [ντεοβεντούρα] (ουσΥθηλ.) detener [ντετενέρ] (ρ.) 1: ανακόπτω,
δυστυχία, συμφορά, αναποδιά, σταματώ, 2: συλλαμβάνω,
desventurado [ντεσβεντουράδο] (επίθ.) detenerse [ντετενέρσε] (ρ.) σταματώ,
δυστυχής, δύσμοιρος, detenidamente [ντετενιδαμέν'τε] (επίρρ.)
desvergonzado [ντεσβενγονθάδο] (επίθ.) προσεκτικά,
ξεδιάντροπος αναίσχυντος detenido [ντετενίδο] (ουσΥαρσ.) κρα
desvergüenza [ντεσβεργουένθα] (ουσΥ τούμενος φυλακισμένος,
θηλ.) ξεδιαντροπιά. detergente [ντετερχέν'τε] (ουσΥαρσ.)
desvestir [ντεσβεστίρ] (ρ.) γδύνω, απορρυπαντικό,
desviación [ντεσβιαθιόν] (ουσΥθηλ.) deteriorado [ντετεριοράδο] (επίθ.) φθαρ
1: παρεκτροπή, παρέκκλιση, απόκλι μένος χαλασμένος
ση, 2: σκολίωση, deteriorar [ντετεριοράρ] (ρ.) φθείρω,
desviar [ντεσβιάρ] (ρ.) εκτρέπω, πα deterioro [ντετεριόρο] (ουσΥαρσ.)
ρεκκλίνω, φθορά, ζημιά,
desvincular [ντεσβινκουλάρ] (ρ.) απο- determinación [ντετερμιναθιόν] (ουσΥ
δεσμεϋω, απελευθερώνω, θηλ.) 1: καθορισμός 2: αποφασιστι
desvío [ντεσβίο] (ουσΥαρσ.) παρέκκλι κότητα, 3: απόφαση,
ση, παράκαμψη, determinado [ντετερμινάδο] (επίθ.) 1:
desvirgar [ντεσβιργάρ] (ρ.) διακορεύω, ορισμένος καθορισμένος 2: αποφα
ξεπαρθενεύω, σισμένος.
desvivirse [ντεσβιβίρσε] (ρ.) επιδει determinar [ντετερμινάρ] (ρ.) προσ
κνύω ζήλο. διορίζω, καθορίζω, αποφασίζω,
detalladamente [ντεταγιαδαμέν'τε] (επίρρ.) detestable [ντετεστάμπλε] (επίθ.) απε
λεπτομερώς χθής μισητός αποκρουστικός
detallado [ντεταγιάδο] (επίθ.) λεπτο- detestar [ντετεστάρ] (ρ.) απεχθάνο-
μερής. μαι, μισώ, αποστρέφομαι.
detallar [ντεταγιάρ] (ρ.) εκθέτω λεπτο detonación [ντετοναθιόν] (ουσΥθηλ.)
μερώς έκρηξη.
detalle [ντετάγε] (ουσΥαρσ.) λεπτομέ detonador [ντετοναδόρ] (ουσ,/αρσ.)
ρεια. πυροκροτητής,
detallista [ντεταγίστα] 1: (ουσ./αρσ.+ detonar [ντετονάρ] (ρ.) εκρήγνυμαι,
θηλ.) έμπορος λιανικής 2: (επίθ.) λε detracción [ντετρακθιόν] (ουσΥθηλ.)
πτομερής, δυσφήμιση, διαβολή, συκοφαντία,
detección [ντετεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: διασυρμός.
ανίχνευση, 2: ανακάλυψη, εντοπι- detractor [ντετρακτόρ] (ουσΥαρσ.) δυ-
σμός. σφημιστής συκοφάντης,
detectar [ντετεκτάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, detraer [ντετραέρ] (ρ.) αφαιρώ, απο
2: ανακαλύπτω, εντοπίζω, σπώ.
detective [ντετεκτίβε] (ουσΥαρσ.) ντε- detrás [ντετράς] (επίρρ.) πίσω · detrás
τέκτιβ. de - πίσω από.
detector [ντετεκτόρ] (ουσΥαρσ.) ανι detrimento [ντετριμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
214
diamantista
215
diametral
216
diligente
217
dilucidación
218
discusión
219
discutible
μαχία. απολαμβάνω,
discutible [ντισκουτίμπλε] (επίθ.) συ disfrute [ντισφρούτε] (ουσ7αρσ.) από
ζητήσιμος, λαυση.
discutido [ντισκουτίδο] (επίθ.) αμφιλε disgregación [ντισγρεγαθιόν] (ουσ7
γόμενος. θηλ.) αποσύνθεση, διάλυση, σκόρ-
discutir [ντισκουτίρ] (ρ.) 1: συζητώ, 2: πισμα.
διαπληκτίζομαι, λογομαχώ, disgregar [ντισγρεγάρ] (ρ.) αποσυνθέ
disecar [ντισεκάρ] (ρ.) 1: βαλσαμώνω, τω, διαλύω, διασκορπίζω,
2: αποξηραίνω, 3: ανατέμνω, διαμε disgustar [ντισγουστάρ] (ρ.) δυσαρε-
λίζω. στώ, στενοχωρώ,
disección [ντισεκθιόν] (ουσ ./θηλ.) ανα disgusto [ντισγούστο] (ουσ,/αρσ.) στε
τομή, διαμελισμός. νοχώρια, δυσαρέσκεια,
diseminación [ντισεμιναθιόν] (ουσ./ disidencia [ντισιδένθια] (ουσ,/θηλ.)
θηλ.) διάδοση, διασπορά, εξάπλω- ασυμφωνία,
ση. disidente [ντισιδέν'τε] (επίθ.) 1: δια-
diseminar [ντισεμινάρ] (ρ.) διαδίδω, φωνών, 2: διιστάμενος.
διασπείρω, εξαπλώνω, disidir [ντισιδίρ] (ρ.) διίσταμαι, διχά
diseñador [ντισενιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ζομαι.
σχεδιαστής, disimulación [ντισιμουλαθιόν] (ουσ./
diseñar [ντισενιάρ] (ρ.) σχεδιάζω, θηλ.) απόκρυψη, κάλυψη,
disención [ντισενθιόν] (ουσ7θηλ.) δια disimulado [ντισιμουλάδο] (επίθ.) προ
φωνία, διένεξη, αντιπαράθεση, σποιητός κρυψίνους
diseño [ντισένιο] (ουσ,/αρσ.) σχέδιο, disimular [ντισιμουλάρ] (ρ.) 1: κρύβω,
disentería [ντισεντερία] (ουσ/θηλ.) δυ 2: παραβλέπω, 3: προσποιούμαι,
σεντερία. disimulo [ντισιμούλο] (ουσ,/αρσ.) προ
disentimiento [ντισεντιμιέν'το] (ουσ./ σποίηση.
αρσ.) διαφωνία, disipación [ντισιπαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disentir [ντισεντίρ] (ρ.) (de) διαφωνώ, διασκορπισμός διάλυση,
διίσταμαι, disipado [ντισιπάδο] (επίθ.) διασκορ
disertación [ντισερταθιόν] (ουσ./θηλ.) πισμένος,
διατριβή, πραγματεία, disipador [ντισιπαδόρ] (επίθ.) σπάτα
disertar [ντισερτάρ] (ρ.) πραγματεύο λος.
μαι. disipar [ντισιπάρ] (ρ.) 1: διασκορπίζω,
disforme [ντισφόρμε] (επίθ.) παραμορ διαλύω, 2: ξοδεύω,
φωμένος, τερατώδης dislate [ντισλάτε] (ουσ,/αρσ.) παραλο-
disfraz [ντισφράθ] (ουσ,/αρσ.) μεταμ γισμός παράνοια,
φίεση, αποκριάτικη στολή, dislexia [ντισλέξια] (ουσ,/θηλ.) δυσλε
disfrazado [ντισφραθάδο] (επίθ.) με ξία.
ταμφιεσμένος, dislocación [ντισλοκαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disfrazar [ντισφραθάρ] (ρ.) 1: μεταμ εξάρθρωση, διαμελισμός
φιέζω, 2: αποκρύπτω, dislocarse [ντισλοκάρσε] (ρ.) εξαρ
disfrazarse [ντισφραθάρσε] (ρ.) (de) θρώνω, στραμπουλίζω,
μεταμφιέζομαι, disminución [ντισμινουθιόν] (ουσ,/θηλ.)
disfrutar [ντισφρουτάρ] (ρ.) τέρπομαι, ελάττωση, μείωση.
220
distender
221
distensión
222
doler
223
με στενόχωρε! να σε βλέπω έτ σ ι. donante [ντονάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
doliente [ντολιέν'τε] (επίθ.) πάσχων. δωρητής, δωρήτρια.
dolor [ντολόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πόνος, άλ donar [ντονάρ] (ρ.) δωρίζω,
γος 2: στενοχώρια, θλίψη, donativo [ντονατίβο] (ουσ./αρσ.) δω
dolorido [ντολορίδο] (επίθ.) πονεμένος ρεά, προσφορά,
πληγωμένος doncella [ντονθέγια] (ουσ7θηλ.) 1:
doloroso [ντολορόσο] (επίθ.) οδυνη υπηρέτρια, 2: παρθένα,
ρός λυπητερός, donde [ντόν'ντε] (αναφ. επίρρ.) όπου
domador [ντομαδόρ] (ουσ7αρσ.) θη • la casa donde viví de niño - το σπίτι
ριοδαμαστής όπου έζησα μικρός,
domadura [ντομαδούρα] (ουσ,/θηλ.) dónde [ντόν'ντε] (ερωτηματική αντ.)
δαμασμός χαλιναγώγηση, πού •¿dónde vives?- πού μένεις · ¿de
domar [ντομάρ] (ρ.) δαμάζω, χαλινα dónde eres? - από πού είσαι; · ¿dónde
γωγώ. está Luis? - πού βρίσκεται ο Λουίς.
domesticar [ντομεστικάρ] (ρ.) εξημε dondequiera [ντον'ντεκιέρα] (επίρρ.)
ρώνω, ημερεύω, τιθασεύω, οπουδήποτε,
doméstico [ντομέστικο] (επίθ.) οικια dopar [ντοπάρ] (ρ.) ντοπάρω,
κός κατοικίδιος doping [ντόπιν] (ουσ,/αρσ.) ντοπάρι-
domicilio [ντομιθίλιο] (ουσ,/αρσ.) κα σμα.
τοικία, τόπος διαμονής doquier [ντοκιέρ] (επίρρ.) οπουδήπο
dominación [ντομιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) τε, παντού,
κυριαρχία, dorado [ντοράδο] (επίθ.) χρυσαφένιος,
dominador [ντομιναδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) dorar [ντοράρ] (ρ.) 1: χρυσώνω, επι
κυρίαρχος 2: (επίθ.) αυταρχικός χρυσώνω, 2: ροδίζω,
dominante [ντομινάν^ε] (επίθ.) κυριαρ dormilón [ντορμιλόν] (επίθ.) υπναράς.
χικός dormir [ντορμίρ] (ρ.) κοιμάμαι,
dominar [ντομινάρ] (ρ.) 1: κυριαρχώ, dormitar [ντορμιτάρ] (ρ.) λαγοκοιμά
εξουσιάζω, 2: κατέχω, μαι.
domingo [ντομίνγκο] (ουσ7αρσ.) Κυ dormitorio [ντορμιτόριο] (ουσ,/αρσ.)
ριακή. υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα,
dominguero [ντομινγκέρο] (επίθ.) κυ dorsal [ντορσάλ] (επίθ.) νωτιαίος ρα
ριακάτικος, χιαίος.
dominical [ντομινικάλ] (επίθ.) κυρια dorso [ντόρσο] (ουσ./αρσ.) νώτα, ρά-
κάτικος. ΧΠ·
dominio [ντομίνιο] (ουσ,/αρσ.) 1: κυ dos [ντος] 1: (ουσ,/αρσ.) δύο, 2: (αριθμ.
ριαρχία, εξουσία, 2: πεδίο, επίθ.) δύο, δεύτερος,
dominó [ντόμινό] (ουσ,/αρσ.) ντόμινο. doscientos [ντοσθιέν'τος] (ουσ,/αρσ.)
don1[ντον] (ουσ,/αρσ.) δώρο, χάρισμα. διακόσια, 2: (αριθμ. επίθ.) διακόσιοι,
don2[ντον] (ουσΥαρσ.) κύριος, dosel [ντοσέλ] (ουσ,/αρσ.) 1: θόλος 2:
doña [ντόνια] (ουσΥθηλ.) κυρία, ουρανός κρεβατιού,
donación [ντοναθιόν] (ουσ,/θηλ.) δω dosificación [ντοσιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
ρεά. δοσολογία,
donaire [ντονάιρε] (ουσ./αρσ.) 1: πνεύ dosificar [ντοσιφικάρ] (ρ.) καθορίζω τη
μα, ευφυΐα, 2: κομψότητα. δοσολογία.
224
duplicidad
225
duplo
226
economía [εκονομία] (ουσ7θηλ.) οι
κονομία.
E, e [ε] (ουσ7θηλ.) το έκτο γράμμα του económico [εκονόμικο] (επίθ.) οικο
ισπανικού αλφαβήτου. νομικός.
Ε [ε] σύντμ. του este- ανατολή, economista [εκονομίστα] (ουσ7αρσ.+
e [ε] (συνδ.) αντικαθιστά το y μπροστά θηλ.) οικονομολόγος,
από λέξεις που αρχίζουν με i και h¡. economizar [εκονομιθάρ] (ρ.) εξοικο
ebanista [εμπανίστα] (ουσ,/αρσ.) επι νομώ, αποταμιεύω, κάνω οικονομία,
πλοποιός, ecosistema [εκοσιστέμα] (ουσ7αρσ.)
ebanistería [εμπανιστερία] (ουσ,/θηλ.) οικοσύστημα,
επιπλοποιείο, ecuación [εκουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εξί
ébano [έμπανο] (ουσ,/αρσ.) έβενος. σωση.
ebriedad [εμπριεδάδ] (ουσ7θηλ.) μέ- Ecuador [εκουαδόρ] (ουσ/αρσ.) Ιση
θη. μερινός Εκουαδόρ.
ebrio [έμπριο] (επίθ.) μεθυσμένος, ecuánime [εκουάνιμε] (επίθ.) ισορρο
ebullición [εμπουγιθιόν] (ουσ,/θηλ.) βρα πημένος πράος γαλήνιος,
σμός ecuanimidad [εκουανιμιδάδ] (ουσ./
echacueivos [ετσακουέρβος] (ουσ,/αρσ.) θηλ.) ψυχική ισορροπία,
μαστροπός νταβατζής ecuatorial [εκουατοριάλ] (επίθ.) ιση
echada [ετσάδα] (ουσ/θηλ.) βολή. μερινός
echar [ετσάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, 2: διώχνω, ecuatoriano [εκουατοριάνο] (ουσ7αρσ.)
3: βγάζω, 4: βάζω, 5: σπρώχνω, 6: κάτοικος του Ισημερινού,
κατεδαφίζω, γκρεμίζω, 7: αποδίδω, ecuestre [εκουέστρε] (επίθ.) 1: ιππικός
επιρρίπτω, 8: παριστάνω, 9: αρχίζω 2: έφιππος,
να, 10: υπολογίζω · ¿cuántos años ecuménico [εκουμένικο] (επίθ.) οικου
me echas7- πόσο χρονών με κάνεις;, μενικός.
echarpe [ετσάρπε] (ουσ./αρσ.) εσάρ eczema [εκθέμα] (ουσ,/αρσ.) έκζεμα,
πα, σάλι. edad [εδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: ηλικία, 2: επο
echón [ετσόν] (επίθ.) καυχησιάρης (καθ.) χή·
φιγουρατζής edema [εντέμα] (ουσ./αρσ.) οίδημα.
eclesiástico [εκλεσιάστικο] (επίθ.) εκ Edén [εντέν] (ουσ./αρσ.) Εδέμ.
κλησιαστικός, edición [εδιθιόν] (ουσ7θηλ.) έκδοση,
eclipsar [εκλιπσάρ] (ρ.) επισκιάζω, (μτφ.) δημοσίευση · edición bolsillo- έκδο
συγκαλύπτω, ση τσέπης,
eclipse [εκλίψε] (ουσ7αρσ.) έκλειψη, edicto [εδίκτο] (ουσ./αρσ.) διάταγμα,
eclíptica [εκλίπτικα] (ουσ,/θηλ.) {Αστρον.) διακήρυξη,
εκλειπτική, edificación [εδιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
eco [έκο] (ουσ,/αρσ.) ηχώ, αντίλαλος, 1: οικοδόμηση, 2: διαπαιδαγώγηση,
ecología [εκολοχία] (ουσ,/θηλ.) οικο edificante [εδιφικάν'τε] (επίθ.) 1: εποι
λογία. κοδομητικός 2: παιδαγωγικός
ecológico [εκολόχικο] (επίθ.) οικολο edificar [εδιφικάρ] (ρ.) οικοδομώ,
γικός edificio [εδιφίθιο] (ουσ,/αρσ.) κτίριο, οι
ecologista [εκολοχίστα] (ουσ7αρσ.+ κοδόμημα,
θηλ.) οικολόγος. editar [εδιτάρ] (ρ.) εκδίδω, δημοσι-
227
editor
228
electrocardiograma
229
electrocución
230
embargar
231
embargo
232
embuste
233
embustería
234
emperramiento
235
emperrarse
236
encampanar
237
encañado
238
encasillado [ενκασιγιάδο] 1: (ουσ./ μαντρί.
αρσ.) θυρίδα, 2: (επ(θ.) τυποποιημέ encerrar [ενθεράρ] (ρ.) 1: εγκλείω, πε
νος. ρικλείω, 2: μαντρώνω,
encasillar [ενκασιγιάρ] (ρ.) ταξινομώ, encespedar [ενθεσπεδάρ] (ρ.) στρώ
αρχειοθετώ, νω γρασίδι,
encasquillar [ενκασκιγιάρ] (ρ.) πετα encestar [ενθεστάρ] (ρ.) βάζω καλάθι
λώνω. στο μπάσκετ.
encastillado [ενκαστιγιάδο] (επίθ.) πυρ enchapar [εντσαπάρ] (ρ.) επιμεταλλώνω,
γωτός, πυργοειδής, encharcada [εντσαρκάδα] (ουσ,/θηλ.) νε
encauchar [ενκαουτσάρ] (ρ.) μονώνω ρόλακκος
με καουτσούκ, encharcado [εντσαρκάδο] (επίθ.) πλημ
encausar [ενκαουσάρ] (ρ.) μηνύω, μυρισμένος
encauzar [ενκαουθάρ] (ρ.) 1: διοχετεύω, encharcar [εντσαρκάρ] (ρ.) πλημμυ
2: κατευθύνω, ρίζω.
encefalitis [ενθεφαλίτις] (ουσ,/θηλ.) enchinar [εντσινάρ] (ρ.) σγουραίνω,
εγκεφαλίτιδα, enchiquerar [εντσικεράρ] (ρ.) μαντρώ
encéfalo [ενθέφαλο] (ουσ/αρσ.) εγκέ νω.
φαλος. enchufable [εντοουφάμπλε] (επίθ.) 1:
enceguecer [ενθεγεθέρ] (ρ.) τυφλώνω, συνδεόμενος 2: συγχωνεύσιμος
encelarse [ενθελάρσε] (ρ.) ζηλεύω, enchufar [εντσουφάρ] (ρ.) βάζω στην
encenagarse [ενθεναγάρσε] (ρ.) 1: λα πρίζα, συνδέω,
σπώνομαι, 2: διαφθείρομαι, εκμαυλί enchufe [εντσούφε] (ουσ,/αρσ.) πρίζα,
ζομαι. encía [ενθία] (ουσ,/θηλ.) ούλο.
encendedor [ενθεν/ντεδόρ] (ουσ,/αρσ.) enciclopedia [ενθικλοπέδια] (ουσ,/θηλ.)
αναπτήρας, εγκυκλοπαίδεια,
encender [ενθεν'ντέρ] (ρ.) ανάβω · enciclopédico [ενθικλοπέδικο] (επίθ.)
encender el fuego- ανάβω τη φωτιά εγκυκλοπαιδικός,
• encender la luz- ανάβω το φως · encierro [ενθιέρο] (ουσ./αρσ.) 1: κλεί
encender la tele - ανοίγω την τηλε σιμο, κλεισούρα, εγκλεισμός 2: απο
όραση. μόνωση.
encendidamente [ενθεν'ντιδαμέν'τε] encima [ενθίμα] (επίρρ.) (de) επάνω,
(επίρρ.) παθιασμένα, από πάνω · el libro está encima de
encendido [ενθενδίδο] 1: (ουσ,/αρσ.) la mesa - το βιβλίο είναι πάνω στο
ανάφλεξη, πυροδότηση, 2: (επίθ.) τραπέζι.
αναμμένος, καιόμενος. encina [ενθίνα] (ουσ./θηλ.) λιόπουρ-
encerado [ενθεράδο] (επίθ.) γυαλισμέ νο.
νος με κερί. encinta [ενθίν'τα] (ουσ,/θηλ.) έγκυος ·
encerador [ενθεραδόρ] (ουσ7αρσ.) estar encinta - είμαι έγκυος · quedarse
στιλβωτής, encinta - μένω έγκυος
encerar [ενθεράρ] (ρ.) στιλβώνω, κε encintado [ενθιν/τάδο] (ουσ/αρσ.) κρά
ρώνω. σπεδο.
encerotar [ενθεροτάρ] (ρ.) κερώνω enclaustrar [ενκλαουστράρ] (ρ.) κλεί
κλωστή. νω σε μοναστήρι,
encerradero [ενθεραδέρο] (ουσ,/αρσ.) enclavar [ενκλαβάρ] (ρ.) καρφώνω.
239
enclave
240
energético
241
energía
242
enjalbegado
243
enjalbegar
244
ensamblador
245
ensambladura
246
entre
247
entreabierto
248
enviudar
249
envoltura
250
errata
251
errático
252
esclarecer
253
esclarecido
254
esencial
255
esfera
256
espejo
257
espejuelos
258
esquirla
259
esquirol
260
estatuir
261
estatutario
262
estrafalario
263
estragar
264
estupendo
265
estupidez
266
exangüe
267
exánime
268
exoneración
269
exonerar
270
expulsión
271
expulsor
272
eyector
273
facineroso [φαθινερόσο] (ουσΥαρσ.)
εγκληματίας,
F, f [έφε] (ουσΥθηλ.) το έβδομο γράμ facsímil [φακ'σίμιλ] (ουσΥαρσ.) πιστό
μα του ισπανικού αλφαβήτου, αντίγραφο,
fa [φα] (ουσΥαρσ.) μουσική νότα factible [φακτίμπλε] (επίθ.) εφικτός
δυνατός κατορθωτός πραγματο
fabada [φαμπάδα] (ουσΥθηλ.) φασο ποιήσιμος
λάδα με χοιρινό, facticio [φακτίθιο] (επίθ.) επίπλαστος
fábrica [φάμπρικα] (ουσΥθηλ.) εργο τεχνητός.
στάσιο. factor [φακτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: παρά
fabricación [φαμπρικαθιόν] (ουσΥ γοντας 2: συντελεστής,
θηλ.) κατασκευή, factoría [φακτορία] (ουσΥθηλ.) 1: πρα
fabricante [φαμπρικάν'τε] (ουσΥαρσ.) τήριο, 2: εργοστάσιο,
κατασκευαστής, παρασκευαστής, factótum [φακτότουμ] (ουσΥαρσ.) πο
fabricar [φαμπρικάρ] (ρ.) κατασκευά λυτεχνίτης,
ζω, παρασκευάζω, factura [φακτούρα] (ουσΥθηλ.) 1 τιμο
fabril [φαμπρίλ] (επίθ.) παρασκευαζό λόγιο, λογαριασμός 2: απόδειξη,
μενος. facturación [φακτουραθιόν] (ουσΥθηλ.)
fábula [φάμπουλα] (ουσΥθηλ.) μύθος έκδοση τιμολογίου,
παραμύθι, facturar [φακτουράρ] (ρ.) 1: απο
fabuloso [φαμπουλόσο] (επίθ.) 1: μυ στέλλω αποσκευές ή εμπόρευμα, 2:
θικός 2: φανταστικός, χρεώνω, τιμολογώ,
facción [φακθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χαρα facultad [φακουλτάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
κτηριστικό, 2: φατρία, κλίκα, ικανότητα, δεξιότητα, 2: πανεπιστη
faceta [φαθέτα] (ουσΥθηλ.) όψη, πλευ μιακή σχολή,
ρά. facultar [φακουλτάρ] (ρ.) εξουσιοδο
facha [φάτσα] (ουσΥθηλ.) εμφάνιση, τώ.
φάτσα, παρουσιαστικό. facultativo [φακουλτατίβο] (επίθ.) 1:
fachada [φατσάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πρό προαιρετικός 2: πανεπιστημιακός
σοψη, 2: προσποιητή εμφάνιση, 3: ιατρικός,
fachenda [φατσέν'ντα] (ουσΥθηλ.) αλα facundia [φακούνδια] (ουσΥθηλ.) ευ
ζονεία, υπεροψία, έπαρση, (καθ.) ξι φράδεια.
πασιά. faena [φαένα] (ουσΥθηλ.) εργασία,
fachoso [φατσόσο] (επίθ.) γελοίος δουλειά.
στην εμφάνιση, faisán [φαϊσάν] (ουσΥαρσ.) φασιανός,
facial [φαθιάλ] (επίθ.) του προσώπου, faja [φάχα] (ουσΥθηλ.) 1: ζωνάρι, 2:
fácil [φάθιλ] (επίθ.) 1: εύκολος 2: πιθα κορσές, 3: λωρίδα, 4: επίδεσμος,
νός 3: βολικός άνετος, fajar [φαχάρ] (ρ.) ζώνω, φασκιώνω,
facilidad [φαθιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ευ τυλίγω.
κολία, 2: ευχέρεια, fajín [φαχίν] (ουσΥαρσ.) φαρδιά λω
facilitar [φαθιλιτάρ] (ρ.) 1: ευκολύνω, ρίδα.
διευκολύνω, 2: παρέχω, fajina [φαχίνα] (ουσΥθηλ.) λεπτό ξύλο
fácilmente [φάθιλμέν'τε] (επίρρ.) εύ για τη φωτιά, προσάναμμα,
κολα. fajo [φάχο] (ουσΥαρσ.) δεσμίδα, δέ-
274
familiarizarse
275
famoso
276
fecundizar
277
fecundo
278
fiduciario
σιδηροδρομικός, φεουδαρχία,
ferroso [φερόσο] (επίθ.) σιδηρούχος, feudo [φέουδο] (ουσ,/αρσ.) φέουδο,
ferroviario [φεροβιάριο] (επίθ.) σιδη fiable [φιάμπλε] (επίθ.) αξιόπιστος,
ροδρομικός, fiado [φιάδο] (επίρρ.) πιστωτικά · al
fértil [φέρτιλ] (επίθ.) γόνιμος παραγω fiado - με πίστωση,
γικός εύφορος, fiador [φιαδόρ] (ουσΥαρσ.) πιστωτής
fertilidad [φερτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γο εγγυητής
νιμότητα, παραγωγικότητα, fiambre [φιάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) 1: αλ
fertilizante [φερτιλιθάν'τε] (ουσΥαρσ.) λαντικά, 2: κρύο κρέας,
λίπασμα, fiambrera [φιαμμπρέρα] (ουσΥθηλ.)
fertilizar [φερτιλιθάρ] (ρ.) λιπαίνω, καλάθι για πικ-νικ.
férula [φέρουλα] (ουσΥθηλ.) βέργα, fiambrería [φιαμμπρερία] (ουσΥθηλ.)
βίτσα. ντελικατέσεν.
férvido [φέρβιδο] (επίθ.) φλογερός, fianza [φιάνθα] (ουσΥθηλ.) εγγύηση,
ferviente [φερβιέν'τε] (επίθ.) ένθερ fiar [φιάρ] (ρ.) πιστώνω, εγγυώμαι,
μος φλογερός, fiarse [φιάρσε] (ρ.) (de) εμπιστεύομαι ·
fervor [φερβόρ] (ουσΥαρσ.) θέρμη, ζή me fio m ucho de ti - σε εμπιστεύομαι
λος πάθος, πολύ.
fervoroso [φερβορόσο] (επίθ.) ένθερ fiasco [φιάσκο] (ουσΥαρσ.) αποτυχία,
μος διακαής, φιάσκο,
festejar [φεστεχάρ] (ρ.) 1: γιορτάζω, 2: fibra [φίμπρα] (ουσΥθηλ.) ίνα.
ξεφαντώνω, fibroma [φιμπρόμα] (ουσΥαρσ.) (Ιατρ.)
festejo [φεστέχο] (ουσΥαρσ.) εορτα μύωμα.
σμός. fibroso [φιμπρόσο] (επίθ.) ινώδης,
festín [φεστίν] (ουσΥαρσ.) φαγοπότι, ficción [φικθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απο
τσιμπούσι, κύημα της φαντασίας επινόηση, 2:
festival [φεστιβάλ] (ουσΥαρσ.) φεστι προσποίηση,
βάλ. ficha [φίτσα] (ουσΥθηλ.) 1: καρτέλα, 2:
festividad [φεστιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) πούλι.
γιορτή. fichar [φιτσάρ] (ρ.) αρχειοθετώ,
festivo [φεστίβο] (επίθ.) εορταστικός fichero [φιτσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αρ
χαρούμενος, χείο, 2: αρχειοθήκη,
festón [φεστόν] (ουσΥαρσ.) γιρλάντα, ficticio [φικτίθιο] (επίθ.) 1: εικονικός
fetiche [φετίτσε] (ουσΥαρσ.) φετίχ, πλασματικός 2: πλαστός,
fetichismo [φετιτσίσμο] (ουσΥαρσ.) fidedigno [φιδεδίγνο] (επίθ.) αξιόπι
φετιχισμός. στος.
fetidez [φετιδέθ] (ουσΥθηλ.) δυσωδία, fideicomiso [φιδεϊκομίσο] (ουσΥαρσ.)
δυσοσμία, κακοσμία, καταπίστευμα,
fétido [φέτιδο] (επίθ.) δυσώδης δύσο- fidelidad [φιδελιδάδ] (ουσΥθηλ.) πί
σμος βρομερός, στη, αφοσίωση,
feto [φέτο] (ουσΥαρσ.) έμβρυο, fideo [φιδέο] (ουσΥαρσ.) φιδές
feudal [φεουδάλ] (επίθ.) φεουδαρχι fiduciario [φιδουθιάριο] 1: (ουσΥαρσ.)
κός. (α) θεματοφύλακας (β) καταπιστευ
feudalismo [φεουδαλίσμο] (ουσΥαρσ.) ματοδόχος 2: (επίθ.) πιστωτικός.
279
fiebre
280
finta
281
finura
282
floricultura
283
florido
284
formular
285
formulario
286
fraudulencia
287
fraudulento
289
fuga
290
futuro
291
gaitero [γκαϊτέρο] (ουσΥαρσ.) παίχτης
γκάιντας.
G, g [χε] (ουσ./θηλ.) το όγδοο γράμμα gajes [γάχες] (ουσΥαρσ.) πληθ. απρόο
του ισπανικού αλφαβήτου, πτα, ρίσκα ·gajes del oficio - απρόο
gabán [γαμπάν] (ουσΥαρσ.) εξωτερικό πτα της δουλειάς,
ένδυμα, πανωφόρι, gajo [γάχο] (ουσΥαρσ.) σπασμένο κλα
gabardina [γαμπαρδίνα] (ουσΥθηλ.) ρί.
καμπαρντίνα. gala [γάλα] (ουσΥθηλ.) 1: γκαλά, 2:
gabarra [γαμπάρα] (ουσΥθηλ.) φορτη στολίδι, 3: επίσημο ένδυμα,
γίδα, μαούνα, galáctico [γαλάκτικο] (επίθ.) γαλαξια-
gabarrero [γαμπαρέρο] (ουσΥαρσ.) κός.
μαουνιέρης. galafate [γαλάν'τε] (ουσΥαρσ.) λωπο
gabarro [γαμπάρο] (ουσΥαρσ.) ελάτ δύτης.
τωμα στο ύφασμα, galán [γαλάν] (ουσΥαρσ.) 1: ευγενής
gabela [γαμπέλα] (ουσΥθηλ.) δασμός 2: ερωτικός συνοδός,
φόρος. galante [γαλάν'τε) (επίθ.) 1: ιπποτικός
gabinete [γαμπινέτε] (ουσΥαρσ.) στού 2: ερωτύλος,
ντιο, γραφείο, galantear [γαλαν'τεάρ] (ρ.) ερωτοτρο
gacela [γαθέλα] (ουσΥθηλ.) αντιλόπη, πώ, φλερτάρω, κορτάρω,
γαζέλα. galanteo [γαλαν'τέο] (ουσΥαρσ.) ερω-
gaceta [γαθέτα] (ουσΥθηλ.) εφημερί τοτροπία, φλερτ,
δα. galantería [γαλαν'τερία] (ουσΥθηλ.)
gacetero [γαθετέρο] (ουσΥαρσ.) εφη 1: ιπποτισμός 2: φιλοφρόνηση, κο-
μεριδοπώλης, μπλιμέντο.
gacetilla [γαθετίγια] (ουσΥθηλ.) στήλη galanura [γαλανούρα] (ουσΥθηλ.) γοη
σε εφημερίδα, τεία.
gacetillero [γαθετιγιέρο] (ουσΥαρσ.) galápago [γαλάπαγο] (ουσΥαρσ.) χε
αρθρογράφος. λώνα του γλυκού νερού,
gacha [γάτσα] (ουσΥθηλ.) χυλός από galardón [γαλαρδόν] (ουσΥαρσ.) βρα
βρώμη ή αλεύρι, πολτός, βείο, έπαινος,
gachí [γατσί] (ουσΥθηλ.) όμορφη κο galardonar [γαλαρδονάρ] (ρ.) βρα
πέλα. βεύω, επαινώ,
gacho [γάτσο] (επίθ.) λυγισμένος προς galaxia [γαλάζια] (ουσΥθηλ.) γαλαξί
τα κάτω. ας.
gafa [γάφα] (ουσΥθηλ.) 1: γυαλιά, 2: galbana [γαλμπάνα] (ουσΥθηλ.) νω-
γάντζος ·gafas -γυαλιά, θρότητα, αδράνεια,
gafar [γαφάρ] (ρ.) γαντζώνω, galeno [γαλένο] (επίθ.) ήπιος,
gafe [γάφε] (επίθ.) γκαντέμης κακότυ galera [γαλέρα] (ουσΥθηλ.) γαλέρα.
χος γρουσούζης, galería [γαλερία] (ουσΥθηλ.) 1: γαλα
gagá [γαγκά] (ουσΥαρσ.) βουτυρόπαι ρία, εξώστης, 2: στοά, 3: πινακοθήκη,
δο, λιμοκοντόρος γκαλερί.
gago [γάγκο] (επίθ.) τραυλός, βραδύ galgo [γάλγκο] (ουσΥαρσ.) κυνηγό
γλωσσος, σκυλο.
gaita [γκάιτα] (ουσΥθηλ.) γκάιντα. gálico [γάλικο] (ουσΥαρσ.) σύφιλη.
292
ganapán
293
ganar
294
gavilla
295
gaviota
296
gestor
297
giba
298
gorgotear
299
gorgoteo
ζω. χαρακτική,
gorgoteo [γοργοτέο] (ουσ/αρσ.) γαρ- grabar [γραμπάρ] (ρ.) χαράσσω, ηχο-
γαρισμός. γραφώ.
gorila [γορίλα] (ουσΥαρσ.) γορίλας. gracia [γράθια] (ουσΥθηλ.) 1: χάρη,
gorjear [γορχεάρ] (ρ.) κελαηδώ, 2: συμπάθεια, 3: εύνοια, 4: όνομα ·
gorjeo [γορχέο] (ουσΥαρσ.) τιτίβισμα. gradas -ευχαριστώ ·darlas gradas -
gorra [γόρα] (ουσΥθηλ.) 1: πηλήκιο, δίνω τις ευχαριστίες μου ·este juego
κασκέτο, 2: μπερές σκούφος me hace grada - αυτό το παιχνίδι με
gorrinera [γορινέρα] (ουσΥθηλ.) χοι διασκεδάζει,
ροστάσιο, graciable [γραθιάμπλε] (επίθ.) καταδε
gorrinería [γορινερία] (ουσΥθηλ.) βρο κτικός προσηνής
μιά. grácil [γράθιλ] (επίθ.) χαριτωμένος
gorrino [γορίνο] (ουσΥαρσ.) 1: γου ντελικάτος κομψός,
ρουνόπουλο, 2: μούργος, gracioso [γραθιόσο] (επίθ.) 1: χαριτω
gorrión [γοριόν] (ουσΥαρσ.) σπουρ- μένος 2: αστείος κωμικός,
γΐτι. grada [γράδα] (ουσΥθηλ.) 1: εξέδρα, 2:
gorro [γόρο] (ουσΥαρσ.) σκούφος, σκαλί κερκίδας,
gorrón [γορόν] (ουσΥαρσ.) τρακαδό gradación [γραδαθιόν] (ουσΥθηλ.) δια-
ρος. βάθμιση, κλιμάκωση,
gota [γότα] (ουσΥθηλ.) σταγόνα, στά gradería [γραδερία] (ουσΥθηλ.) κερκί
λα, σταλαματιά, δα, διάζωμα,
goteado [γοτεάδο] (επίθ.) κηλιδιασμέ- grado [γράδο] (ουσΥαρσ.) βαθμός
νος πιτσιλισμένος, βαθμίδα · grado de temperatura -
gotear [γοτεάρ] (ρ.) στάζω, σταλάζω, βαθμός θερμοκρασίας ·estamos en
goteo [γοτέο] (ουσΥαρσ.) στάξιμο, el segundo grado - είμαστε στη δεύ
gotera [γοτέρα] (ουσΥθηλ.) διαρροή τερη τάξη · grados de alcool - βαθ
νερού από το ταβάνι, μοί αλκόολ · grado de parentesco
gótico [γότικο] (επίθ.) γοτθικός, - βαθμός συγγένειας,
gotoso [γοτόσο] (επίθ.) αρθριτικός graduación [γραδουαθιόν] (ουσΥ
gozar [γοθάρ] (ρ.) απολαμβάνω, ευχα θηλ.) 1: αποφοίτηση, 2: διαβάθμιση,
ριστιέμαι, κλιμάκωση,
gozne [γόθνε] (ουσΥαρσ.) μεντεσές graduado [γραδουάδο] (ουσΥαρσ.)
gozo [γόθο] (ουσΥαρσ.) απόλαυση, απόφοιτος,
ευχαρίστηση, ηδονή, gradual [γραδουάλ] (επίθ.) βαθμιαίος
gozoso [γοθόσο] (επίθ.) καταχαρού κλιμακωτός,
μενος χαρμόσυνος, graduar [γραδουάρ] (ρ.) 1: ρυθμίζω, 2:
grabación [γραμπαθιόν] (ουσΥθηλ.) κλιμακώνω,
εγγραφή, ηχογράφηση, graduarse [γκαδουάρσε] (ρ.) αποφοι
grabado [γραμπάδο] (ουσΥαρσ.) 1: τώ.
χαρακτική, 2: ηχογράφηση, 3: γκρα- grafía [γραφία] (ουσΥθηλ.) γραφή,
βούρα. gráfica [γάφικα] (ουσΥθηλ.) διάγραμ
grabador [γραμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: μα, γράφημα, γραφική παράσταση,
χαράκτης 2: μαγνητόφωνο, gráfico [γράφικο] (επίθ.) γραφικός πα
grabadura [γραμπαδούρα] (ουσΥθηλ.) ραστατικός περιγραφικός
300
gratinar
301
gratis
302
guarnecer
303
guarnición
304
gutural
305
θεια, 2: ράσο.
habituado [αμπιτουάδο] 1: (ουσΥαρσ.)
H, h [άτσε] (ουσΥθηλ.) το ένατο γράμ θαμώνας 2: (επίθ.) συνηθισμένος,
μα του ισπανικού αλφαβήτου, habitual [αμπιτουάλ] (επίθ.) συνήθης
haba [άμπα] (ουσΥθηλ.) κύαμος κου συνηθισμένος
κί. habituar [αμπιτουάρ] (ρ.) συνηθίζω,
habano [αμπάνο] (ουσΥαρσ.) κουβα habla [άμπλα] (ουσΥθηλ.) ομιλία, λα
νέζικο πούρο, λιά, λόγος,
haber [αμπέρ] (ρ.) 1: έχω, 2: (απρ. ρ.) hablado [αμπλάδο] (επίθ.) αυτός για
υπάρχει · no he viajado nunca en τον οποίο γίνεται λόγος,
España - δεν έχω ταξιδέψει ποτέ hablador [αμπλαδόρ] (επίθ.) 1: ομιλη
στην Ισπανία · hay mucha gente τικός φλύαρος 2; κουτσομπόλης
aquí - έχει πολύ κόσμο εδώ · ¿hay habladuría [αμπλαδουρία] (ουσΥθηλ.)
comida en el frigo? -υπάρχει φαγητό κουτσομπολιό,
στο ψυγείο;, hablante [αμπλάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.+
habichuela [αμπιτσουέλα] (ουσΥθηλ.) θηλ.) ομιλητής ομιλήτρια, 2: (επίθ.)
φασόλι. ομιλών.
hábil [άμπιλ] (επίθ.) επιδέξιος ικανός, hablar [αμπλάρ] (ρ.) μιλώ · hablar α
habilidad [αμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: alguien - μιλώ σε κάποιον · hablar
επιδεξιότητα, ικανότητα, 2: εξυπνά de/sobre algo/alguien - μιλώ για
δα. κάτι/για κάποιον ·hablar con alguien
habilitación [αμπιλιταθιόν] (ουσΥθηλ.) - μιλώ με κάποιον,
1: ικανότητα, 2: εξοπλισμός σπιτιού, hacedero [αθεδέρο] (επίθ.) εφικτός
habilitado [αμπιλιτάδο] (ουσΥαρσ.) πραγματοποιήσιμος,
ταμίας για πληρωμές, hacendado [αθεν'ντάδό] (ουσΥαρσ.)
habilitar [αμπιλιτάρ] (ρ.) καθιστώ κα γαιοκτήμονας,
τάλληλο, εξουσιοδοτώ, hacendoso [αθεν'ντόσο] (επίθ.) προ
hábilmente [άμπιλμεν'τε] (επίρρ.) επι κομμένος εργατικός δραστήριος,
δέξια. hacer [αθέρ] (ρ.) 1: φτιάχνω, κάνω, 2:
habitable [αμπιτάμπλε] (επίθ.) κατοι κατασκευάζω, δημιουργώ, συνθέτω,
κήσιμος. 3: πραγματοποιώ, 4: ασχολούμαι, 5:
habitación [αμπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) δοκιμάζω, 6: εξαναγκάζω, υποχρεώ
δωμάτιο. νω, 7: καθιστώ κάποιον, 8: npocmoi-
habitáculo [αμπιτάκουλο] (ουσΥαρσ.) ούμαι να κάνω κάτι, 9: εδώ και ·hace
1: χώρος διαμονής 2: καμπίνα (αυτο buen tiempo - κάνει καλό καιρό ·¿qué
κινήτου). haces? - με τι ασχολείσαι,/τι κάνεις
habitado [αμπιτάδο] (επίθ.) κατοικη- εκεί; ·hace mucho que no le veo -πάει
μένος. καιρός που δεν τον βλέπω · estudio
habitante [αμπιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+ español desde hace dos años - σπου
θηλ.) κάτοικος, δάζω ισπανικά εδώ και δύο χρόνια,
habitar [αμπιτάρ] (ρ.) κατοικώ, μένω. hacha [άτσα] (ουσΥθηλ.) τσεκούρι,
habitat [άμπιτατ] (ουσΥαρσ.) φυσικό hachazo [ατσάθο] (ουσΥαρσ.) τσεκου
περιβάλλον διαβίωσης, ριά.
hábito [άμπιτο] (ουσ,/αρσ.) 1: συνή hache [άτσε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία
306
hasta
307
hastial
308
hermanar
δής. άχυρο.
helicóptero [ελικόπτερο] (ουσΥαρσ.) hepatitis [επατίτις] (ουσΥθηλ.) ηπατί-
ελικόπτερο, τιδα.
helio [έλιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ήλιον, heptaedro [επταέδρο] (ουσΥαρσ.) επτάε-
heliógrafo [ελιόγραφο] (ουσΥαρσ.) ηλιο δρο.
γράφος heráldica [εράλδικα] (ουσΥθηλ.) οικο
helioterapía [ελιοτεράπια] (ουσΥθηλ.) σημολογία, εραλδική.
ηλιοθεραπεία, herbáceo [ερμπάθεο] (επίθ.) ποώδης,
helipuerto [ελιπουέρτο] (ουσΥαρσ.) herbajar [ερμπαχάρ] (ρ.) βοσκώ.
ελικοδρόμιο, herbaje [ερμπάχε] (ουσΥαρσ.) βοσκή.
hematíe [εματίε] (ουσΥαρσ.) αιμοσφαί herbario [ερμπάριο] (ουσΥαρσ.) αν
ριο. θολόγιο.
hematología [εματολοχία] (ουσΥθηλ.) herbicida [ερμπιθίδα] (επίθ.) ζιζανιο-
αιματολογία, κτόνος.
hematoma [εματόμα] (ουσΥαρσ.) αι herbívoro [ερμπίβορο] (επίθ.) χορτο
μάτωμα. φάγος.
hembra [έμ'μττρα] (ουσΥθηλ.) 1 : θηλυ herbolario [ερμπολάριο] (ουσΥαρσ.)
κό, γυναίκα, 2: ζώο γένους θηλυκού, 1: βοτανοπώλης 2: βοτανοπωλείο.
hemiciclo [εμιθίκλο] (ουσΥαρσ.) ημι herboristería [ερμποριστερία] (ουσΥ
κύκλιο. θηλ.) κατάστημα θεραπευτικών βο
hemiplejía [εμιπλεχία] (ουσΥθηλ.) ημι τάνων.
πληγία. heredad [ερεδάδ] (ουσΥθηλ.) κτηματι
hemisferio [εμισφέριο] (ουσΥαρσ.) ημι κή περιουσία,
σφαίριο. heredar [ερεδάρ] (ρ.) κληρονομώ,
hemistiquio [εμιστίκιο] (ουσΥαρσ.) ημι heredero [ερεδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: κλη
στίχιο. ρονόμος 2: διάδοχος απόγονος,
hemofilia [εμοφίλια] (ουσΥθηλ.) αιμο hereditario [ερεδιτάριο] (επίθ.) κλη
φιλία. ρονομικός,
hemofílico [εμοφίλικο] (επίθ.) αιμοφι hereje [ερέχε] (ουσΥαρσ.) αιρετικός,
λικός. herejía [ερεχία] (ουσΥθηλ.) αίρεση,
hemoglobina [εμογλομπίνα] (ουσΥ herencia [ερένθια] (ουσΥθηλ.) κληρο
θηλ.) αιμοσφαίριο, νομιά.
hemorragia [εμοράχια] (ουσΥθηλ.) αι herético [ερέτικο] (επίθ.) αιρετικός,
μορραγία, herida [ερίδα] (ουσΥθηλ.) πληγή, τραύ
hemorroide [εμορόϊδε] (ουσΥθηλ.) αι μα.
μορροΐδα, herido [ερίδο] (επίθ.) 1: πληγωμένος
henar [ενάρ] (ουσ,/αρσ.) λιβάδι, τραυματισμένος 2: προσβεβλημέ
henchir [εντσίρ] (ρ.) παραγεμίζω, φου νος.
σκώνω, herir [ερίρ] (ρ.) 1: πληγώνω, 2: θίγω,
hender [εν'ντέρ] (ρ.) χαράζω, προσβάλλω,
hendidura [ενδιδούρα] (ουσΥθηλ.) ρωγ hermafrodita [ερμαφροδίτα] (επίθ.)
μή, χαραγματιά, ερμαφρόδιτος,
henil [ενίλ] (ουσΥαρσ.) αχυρώνας, hermanar [ερμανάρ] (ρ.) 1: ζευγαρώ
heno [ένο] (ουσΥαρσ.) χόρτο, σανός νω, 2: ενώνω.
309
hermanastro
310
hincapié
υδραυλικός, ωφέλιμος,
hidro [ίδρο] (πρόθεμα) ύδρο - (σε σύν higienizar [ιχιενιθάρ] (ρ.) εξυγιαίνω,
θετες λέξεις), higo [ίγο] (ουσΥαρσ.) σύκο.
hidroavión [ιδροαβιόν] (ουσΥαρσ.) higuera [ιγέρα] (ουσΥθηλ.) συκιά,
υδροπλάνο, hija [ίχα] (ουσΥθηλ.) κόρη.
hidroelectricidad [ιδροελεκτριθιδάδ] hijastro [ιχάστρο] (ουσΥαρσ.) πρόγο
(ουσΥθηλ.) υδροηλεκτρισμός, νος.
hidroeléctrico [ιδροελέκτρικο] (επίθ.) hijo [ίχο] (ουσΥαρσ.) υιός γιος
υδροηλεκτρικός, hijuela [ιχουέλα] (ουσΥθηλ.) 1: μερίδιο
hidrófilo [ιδρόφιλο] (επίθ.) απορρο κληρονομιάς μέρισμα, 2: εξάρτημα,
φητικός, υδροχαρής, υδρόφιλος, hila [ίλα] (ουσΥθηλ.) γραμμή, σειρά,
hidrofobia [ιδροφόμπια] (ουσΥθηλ.) hilacha [ιλάτσα] (ουσΥθηλ.) ξέφτι,
υδροφοβία, hilada [ιλάδα] (ουσΥθηλ.) γραμμή, σει-
hidrófugo [ιδρόφουγο] (επίθ.) υδρό- ρά.
φυγος. hiladora [ιλαδόρα] (ουσΥθηλ.) κλώ-
hidrógeno [ιδρόχενο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) στης (μηχάνημα).
υδρογόνο, hilandería [ιλάνδερία] (ουσΥθηλ.) 1:
hidrográfico [ιδρογράφικο] (επίθ.) υδρο- κλωστοϋφαντουργία, 2: κλωστοϋ
γραφικός φαντουργείο,
hidrólisis [ιδρόλισις] (ουσΥθηλ.) υδρό hilandero [ιλανδέρο] (ουσΥαρσ.) κλω-
λυση. στοϋφαντουργός.
hidroplano [ιδροπλάνο] (ουσΥαρσ.) hilar [ιλάρ] (ρ.) κλώθω, γνέθω,
υδροπλάνο, hilarante [ιλαράν'τε] (επίθ.) ιλαρός
hidrosfera [ιδροσφέρα] (ουσΥθηλ.) φαιδρός
υδρόσφαιρα, hilaridad [ιλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) ιλαρό-
hidrostática [ιδροστάτικα] (ουσΥθηλ.) τητα, φαιδρότητα.
υδροστατική, hilaza [ιλάθα] (ουσΥθηλ.) χοντρό νή
hidroterapia [ιδροτεράπια] (ουσΥθηλ.) μα.
υδροθεραπεία, hilera [ιλέρα] (ουσΥθηλ.) σειρά, αρά
hidróxido [ιδρόξιδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) δα, γραμμή,
υδροξείδιο. hilo [ίλο] (ουσΥαρσ.) 1: κλωστή, νήμα,
hiedra [ιέδρα] (ουσΥθηλ.) κισσός, ίνα, 2: σύρμα, 3: πορεία,
hiel [ιέλ] (ουσΥθηλ.) 1: χολή, 2: πικρία, hilván [ιλιβάν] (ουσΥαρσ.) τρύπωμα,
hielo [ιέλο] (ουσΥαρσ.) πάγος, καρίκωμα ρούχου, μοντάρισμα,
hiena [ιένα] (ουσΥθηλ.) ύαινα, hilvanar [ιλβανάρ] (ρ.) τρυπώνω, μο
hierba [ιέρμπα] (ουσΥθηλ.) χόρτο, ντάρω.
χλόη. himen [ίμεν] (ουσΥαρσ.) παρθενικός
hierbabuena [ιερμπαμπουένα] (ουσΥ υμένας.
θηλ.) δυόσμος, himeneo [ιμένεο] (ουσΥαρσ.) γάμος,
hierro [ιέρο] (ουσΥαρσ.) σίδερο, himnario [ιμνάριο] (ουσΥαρσ.) υμνο
hígado [ίγαδο] (ουσΥαρσ.) συκώτι, λόγιο.
higiene [ιχιένε] (ουσΥθηλ.) υγιεινή, κα himno [ίμνο] (ουσΥαρσ.) ύμνος,
θαριότητα, hincapié [ινκαπιέ] (ουσΥαρσ.) έμφα
higiénico [ιχιένικο] (επίθ.) υγιεινός ση.
311
hincar
312
hombro
313
hombruno
314
hoy
315
hoya
316
huy
317
θηλ.) 1: ταύτιση, 2: αναγνώριση, εξα
κρίβωση.
I, i [ι] (ουσ./θηλ.) το δέκατο γράμμα identificar [ιδεν'τιφικάρ] (ρ.) 1: ταυτί
του ισπανικού αλφαβήτου, ζω, 2: αναγνωρίζω, εξακριβώνω,
ibérico [ιμπέρικο] (επίθ.) ιβηρικός. ideología [ιδεολοχία] (ουσΥθηλ.) ιδεο
ibero [ιμπέρο] (επίθ.) ιβηρικός. λογία.
Iberoamérica [ιμπεροαμέρικα] (ουσ./ ideológico [ιδεολόχικο] (επίθ.) ιδεο
θηλ.) Λατινική Αμερική, λογικός
iberoamericano [ιμπρεροαμερικάνο] ideólogo [ιδεόλογο] (ουσΥαρσ.) ιδεο
1: (ουσΥαρσ.) Λατινοαμερικάνος, 2: λόγος.
(επίθ.) λατινοαμερικανικός, idílico [ιδίλικο] (επίθ.) ειδυλλιακός
iceberg [ιθεβέργ] (ουσΥαρσ.) παγό idilio [ιδίλιο] (ουσΥαρσ.) ειδύλλιο,
βουνο. idioma [ιδιόμα] (ουσΥαρσ.) γλώσσα,
icono [ικόνο] (ουσΥαρσ.) εικόνα, ιδίωμα.
iconoclasta [ικονοκλάστα] 1: (ουσΥ idiomático [ιδιομάτικο] (επίθ.) ιδιωμα
αρσ.) εικονοκλάστης εικονομάχος τικός.
2: (επίθ.) εικονοκλαστικός, idiosincrasia [ιδιοσινκράσια] (ουσΥθηλ.)
iconografía [ικονογραφία] (ουσΥθηλ.) ιδιοσυγκρασία,
εικονογραφία, εικονισμός. idiota [ιδιότα] (επίθ.) ηλίθιος ανόη
ictericia [ικτερίθια] (ουσ,/θηλ.) ίκτε τος.
ρος, χρυσή, idiotez [ιδιοτέθ] (ουσ,/θηλ.) ηλιθιότη
ictiología [ικτιολοχία] (ουσΥθηλ.) τα, βλακεία,
ιχθυολογία, idiotismo [ιδιοτίσμο] (ουσΥαρσ.) 1:
ida [ίδα] (ουσΥθηλ.) μετάβαση, ιδιωματισμός 2: άγνοια, αμάθεια,
idea [ιδέα] (ουσΥθηλ.) ιδέα. idiotizar [ιδιοτιθάρ] (ρ.) τρελαίνω κά
ideal [ιδεάλ] 1: (ουσΥαρσ.) (α) ιδανικό, ποιον.
ιδεώδες (β) ίνδαλμα, 2: (επίθ.) ιδανι ido [ίδο] (επίθ.) τρελός, μουρλός,
κός ιδεώδης, idolatra [ιδόλατρα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.)
idealismo [ιδεαλισμό] (ουσΥαρσ.) ιδεα ειδωλολάτρης ειδωλολάτρισσα.
λισμός. idolatría [ιδολατρία] (ουσΥθηλ.) ειδω
idealista [ιδεαλίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ λολατρία,
θηλ.) ιδεαλιστής ιδεαλίστρια, 2: ídolo [ίδολο] (ουσΥαρσ.) είδωλο, ίν
(επίθ.) ιδεαλιστικός δαλμα.
idealizar [ιδεαλιθάρ] (ρ.) εξιδανικεύω. idoneidad [ιδονεϊδάδ] (ουσΥθηλ.) ιδα-
idear [ιδεάρ] (ρ.) επινοώ, σχεδιάζω, νικότητα, καταλληλότητα,
ideario [ιδεάριο] (ουσΥαρσ.) ιδεολο idóneo [ιδόνεο] (επίθ.) ιδεώδης ιδανι
γία. κός κατάλληλος,
ídem [ίδεμ] (επίρρ.) ομοίως παρομοί iglesia [ιγλέσια] (ουσΥθηλ.) εκκλησία,
ως. ναός.
idéntico [ίδεν'τικο] (επίθ.) ταυτόση iglú [ιγλού] (ουσΥαρσ.) ιγκλού,
μος ίδ ιος όμοιος, ignaro [ιγνάρο] (επίθ.) αδαής, αμαθής,
identidad [ιδεν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) ταυ ígneo [ίγνεο] (επίθ.) πυρογενής.
τότητα. ignición [ικνιθιόν] (ουσΥθηλ.) ανάφλε
identificación [ιδεν'τιφικαθιόν] (ουσΥ ξη-
318
imaginario
319
imaginarse
320
implicación
321
implicar
322
impulsar
323
impulsión
324
incinerar
325
Incipiente
326
inconveniente
327
inconveniente
328
indigencia
329
indigerible
330
infalibilidad
331
infalible
332
inglés
333
ingobernable
334
Inocencia
335
inocente
336
instintivo
337
instinto
338
internacional
339
internado
340
inventivo
341
invento
342
irrigar
343
irrisorio
344
jaleo [χαλέο] (ουσΥαρσ.) θόρυβος, οχλα
γωγία, φασαρία, (καθ.) σαματάς,
J, j [χότα] (ουσΥθηλ.) το ενδέκατο jalón [χαλόν] (ουσΥαρσ.) πάσσαλος,
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, στύλος.
ja [χα] (επιφ.) χα!. jamás [χαμάς] (επίρρ.) ουδέποτε, πο
jabalí [χαμπαλί] (ουσΥαρσ.) αγριόχοι τέ.
ρος, αγριογούρουνο, jam elgo [χαμέλγο] (ουσΥαρσ.) γέρικο
jabalina [χαμπαλίνα] (ουσΥθηλ.) 1: θη άλογο.
λυκό αγριογούρουνο, 2: ακόντιο, jamón [χαμόν] (ουσΥαρσ.) χοιρομέρι,
jabón [χαμπόν] (ουσΥαρσ.) 1: σαπούνι, ζαμπόν.
2: κολακεία, jamona [χαμόνα] (ουσΥθηλ.) στρου
jabonada [χαμπονάδα] (ουσΥθηλ.) μπουλή γυναίκα,
σαπούνισμα, jaque [χάκε] (ουσΥαρσ.) ρουά (κίνηση
jabonadura [χαμποναδούρα] (ουσΥ στο σκάκι).
θηλ.) σαπουνάδα. jaqueca [χακέκα] (ουσΥθηλ.) έντονος
jabonar [χαμπονάρ] (ρ.) σαπουνίζω, πονοκέφαλος, ημικρανία,
jaboncillo [χαμπονθίγιο] (ουσΥαρσ.) jara [χάρα] (ουσΥθηλ.) σαΐτα,
αρωματικό σαπούνι, jarabe [χαράμπε] (ουσΥαρσ.) σιρόπι,
jabonera [χαμπονέρα] (ουσΥθηλ.) σα jarana [χαράνα] (ουσΥθηλ.) γλέντι, ξε-
πουνοθήκη, φάντωμα.
jabonería [χαμπονερία] (ουσΥθηλ.) σα- jaranero [χαρανέρο] (επίθ.) γλεντζέ-
πουνοποιία. δικος.
jaca [χάκα] (ουσΥθηλ.) πόνυ. jardín [χαρδίν] (ουσΥαρσ.) κήπος,
jacarandoso [χακαραν'ντόσο] (επίθ.) jardinera [χαρδινέρα] (ουσΥθηλ.) ζαρ
εύθυμος, χαρωπός, ντινιέρα.
jacinto [χαθίν'το] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) υά jardinería [χαρδινερία] (ουσΥθηλ.) κη
κινθος. πουρική.
jactancia [χακτάνθια] (ουσΥθηλ.) καύ jardinero [χαρδινέρο] (ουσΥαρσ.) κη
χημα, κομπασμός, πουρός.
jactarse [χακτάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, παι jareta [χαρέτα] (ουσΥθηλ.) πιέτα,
νεύομαι, περιαυτολογώ, jarra [χάρα] (ουσΥθηλ.) κανάτα,
jade [χάδε] (ουσΥαρσ.) (Ορυκτ.) νεφρί jarrear [χαρεάρ] (ρ.) βρέχει καταρρα-
της. κτωδώς βρέχει ασταμάτητα,
jadeante [χαδεάν'τε] (επίθ.) αγκομαχών. jarrete [χαρέτε] (ουσΥαρσ.) ταρσός,
jadear [χαδεάρ] (ρ.) λαχανιάζω, κοντα jarro [χάρο] (ουσΥαρσ.) κανάτι,
νασαίνω, αγκομαχώ. jarrón [χαρόν] (ουσΥαρσ.) βάζο, ανθο
jadeo [χαδέο] (ρυσΥαρσ.) λαχάνιασμα, δοχείο.
jaguar [χαγουάρ] (ουσΥαρσ.) ιαγουά- jaspe [χάσπε] (ουσΥαρσ.) χαλαζίας,
ρος τζάγκουαρ. jaspeado [χασπεάδο] (επίθ.) διάστι
jalbegar [χαλμπεγάρ] (ρ.) ασβεστώνω, κτος κατάστικτος,
jalbegue [χαλμπέγε] (ουσΥαρσ.) ασβέ- jato [χάτο] (ουσΥαρσ.) μοσχαράκι.
στωμα. jaula [χάουλα] (ουσΥθηλ.) κλουβί,
jalde [χάλδε] (επίθ.) κατακίτρινος. jauría [χαουρία] (ουσΥθηλ.) αγέλη, κο
jalea [χαλέα] (ουσΥθηλ.) ζελέ. πάδι.
345
jazm ín
jazmín [χαθμίν] (ουσΥαρσ.) γιασεμί, jipi [χίπι] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) χίπης, χί-
jebe [χέμπε] (ουσ,/αρσ.) στύψη. πισσα.
jefa [χέφα] (ουσΥθηλ.) αφενπκίνα. jira [χίρα] (ουσΥθηλ.) λωρίδα υφάσμα
jefatura [χεφατούρα] (ουσΥθηλ.) αρ τος.
χηγείο, ηγεσία, διεύθυνση, επιτελείο, jirafa [χιράφα] (ουσ,/θηλ.) καμηλοπάρ
jefe [χέφε] (ουσΥαρσ.) αφεντικό, αρ δαλη.
χηγός ηγέτης διευθυντής, jirón [χιρόν] (ουσ,/αρσ.) κουρέλι,
jengibre [χενχίμπρε] (ουσΥαρσ.) τζί- jocosidad [χοκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) χιού
ντζερ, πιπερόριζα, μορ, αστειότητα,
jeque [χέκε] (ουσΥαρσ.) σεΐχης jocoso [χοκόσο] (επίθ.) αστείος σκω-
jerarca [χεράρκα] (ουσΥαρσ.) ιεράρ πτικός, ευτράπελος, χλευαστικός,
χης αρχηγός, joder [χοδέρ] (ρ.) 1: γαμώ, 2: ενοχλώ,
jerarquía [χεραρκία] (ουσ,/θηλ.) ιεραρ jodido [χοδίδο] (επίθ.) γαμημένος.
χία. jofaina [χοφάινα] (ουσΥθηλ.) λεκάνη,
jerárquico [χεράρκικο] (επίθ.) ιεραρχι jolgorio [χολγόριο] (ουσΥαρσ.) γλε-
κός. ντοκόπι, ξεφάντωμα.
jerez [χερέθ] (ουσΥαρσ.) σέρι, λευκό jolín [χολίν] (επιφ.) γαμώτο!.
κρασί (από το Χερέθ). jornada [χορνάδα] (ουσΥθηλ.) 1: ημέ
jerga [χέργα] (ουσΥθηλ.) γλώσσα μιας ρα, 2: ημερήσια επαγγελματική απα
ομάδας, διάλεκτος, σχόληση.
jergón [χεργόν] (ουσΥαρσ.) αχυρό jornal [χορνάλ] (ουσΥαρσ.) ημερομί
στρωμα. σθιο, μεροκάματο,
jerigonza [χεριγόνθα] (ουσΥθηλ.) κο jornalero [χορναλέρο] (ουσΥαρσ.)
ρακίστικα, αλαμπουρνέζικα, ασυ ημερομίσθιος μεροκαματιάρης.
ναρτησίες, joroba [χορόμπα] (ουσΥθηλ.) καμπού
jeringa [χερίνγα] (ουσΥθηλ.) σύριγγα, ρα.
jeringuilla [χερινγκίγια] (ουσΥθηλ.) υπο jorobado [χορομπάδο] (επίθ.) καμπού
δερμική ένεση, ρη.
jeroglífico [χερογλίφικο] 1: (ουσΥαρσ.) jorobar [χορομπάρ] (ρ.) καμπουριά
ιερογλυφικό, 2: (επίθ.) ιερογλυφικός, ζω.
jersey [χερσέι] (ουσΥαρσ.) πουλόβερ. jota [χότα] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του
jesuíta [χεσουίτα] (ουσΥαρσ.) Ιησουί γράμματος «J».
της. joven [χόβεν] (ουσΥαρσ. +θηλ.)/(επίθ.)
Jesús [χεσούς] (ουσΥαρσ.) Ιησούς, νέος νεαρός,
jeta [χέτα] (ουσΥθηλ.) μούρη, φάτσα, jovencito [χοβενθίτο] (επίθ.) νεαρού-
jibia [χίμπια] (ουσΥθηλ.) σουπιά. λης.
jicara [χίκαρα] (ουσΥθηλ.) φλιτζάνι σο jovial [χοβιάλ] (επίθ.) φαιδρός εύθυ
κολάτας, μος κεφάτος,
jifia [χίφια] (ουσΥθηλ.) ξιφίας, jovialidad [χοβιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) φαι-
jilguero [χιλγέρο] (ουσΥαρσ.) σπίνος, δρότητα, ευθυμία, κέφι.
καρδερίνα, joya [χόγια] (ουσΥθηλ.) κόσμημα, χρυ
jinete [χινέτε] (ουσΥαρσ.) καβαλάρης σαφικό.
ιππέας. joyería [χογιερία] (ουσΥθηλ.) κοσμη
jinetear [χινετεάρ] (ρ.) ιππεύω. ματοπωλείο.
346
junto
347
juntura
348
K, k [κα] (ουσΥθηλ.) το δωδέκατο
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου,
ka [κα] (ουσ7θηλ.) η ονομασία του
γράμματος «Κ».
kaki [κάκι] (επίθ.) χακ(.
kárate [κάρατε] (ουσΥαρσ.) καράτε,
kayac [καγιάκ] (ουσΥαρσ.) καγιάκ.
kilo [κΙλο] (ουσΥαρσ.) κιλό.
kilociclo [κιλοθίκλο] (ουσΥαρσ.) χιλιό
κυκλος.
kilogramo [κιλογράμο] (ουσΥαρσ.) χι
λιόγραμμο,
kilolitro [κιλολίτρο] (ουσΥαρσ.) χιλιό
λιτρο.
kilometraje [κιλομετράχε] (ουσΥαρσ.)
χιλιομετρική απόσταση,
kilométrico [κιλομέτρικο] (επίθ.) χιλιο
μετρικός.
kilómetro [κιλόμετρο] (ουσΥαρσ.) χι
λιόμετρο,
kilovatio [κιλοβάτιο] (ουσΥαρσ.) κιλο
βάτ.
kimono [κιμόνο] (ουσΥαρσ.) κιμονό,
kiosco [κιόσκο] (ουσΥαρσ.) περίπτε
ρο.
349
κα, 2: λακ μαλλιών,
lacar [λακάρ] (ρ.) βερνικώνω με λάκα.
L, I [έλε] (ουσ,/θηλ.) το δέκατο τρίτο lacayo [λακάγιο] (ουσΥαρσ.) υπηρέ
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, της.
la [λα] (ουσ./θηλ.) 1: (οριστικό άρθρ.) laceración [λαθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:
η · la vista - η θέα, 2: (προσωπική κομμάτιασμα, 2: σπαραγμός,
αντ.) την · -¿conoces a mi hermana? lacerar [λαθεράρ] (ρ.) 1: κομματιάζω,
- γνωρίζεις την αδερφή μου; · - SÍ, Ια 2: πληγώνω, σπαράσσω.
conozco - την γνωρίζω, lacio [λάθιο] (επίθ.) 1: ίσιος (μαλλιά), 2:
la [λα] (ουσ./αρσ.) η νότα «λα», αδύναμος,
laberíntico [λαμπερίν'τικο] (επίθ.) λα lacónico [λακόνικο] (επίθ.) λακωνικός
βυρινθώδης, συνοπτικός περιεκτικός επιγραμ
laberinto [λαμπερίν'το] (ουσΥαρσ.) ματικός.
λαβύρινθος, lacrar [λακράρ] (ρ.) σφραγίζω με βου
labia [λάμπια] (ουσΥθηλ.) ευφράδεια, λοκέρι.
ευγλωττία, ευχέρεια λόγου, lacre [λάκρε] (ουσ,/αρσ.) βουλοκέρι,
labial [λάμπιάλ] (επίθ.) χειλικός, lacrimal [λακριμάλ] (επίθ.) δακρυγό-
labio [λάμπιο] (ουσΥαρσ.) χείλος άκρη. νος.
labor [λαμπόρ] (ουσ,/θηλ.) 1: εργασία, lacrimógeno [λακριμόχενο] (επίθ.) δα-
έργο, 2: εργόχειρο, κρυγόνος.
laborable [λαμποράμπλε] (επίθ.) 1: ερ lacrimoso [λακριμόσο] (επίθ.) δακρυ-
γάσιμος, 2: καλλιεργήσιμος, σμένος.
laboral [λαμποράλ] (επίθ.) εργασια lactación [λακταθιόν] (ουσ,/θηλ.) θη
κός. λασμός γαλακτισμός.
laborar [λαμποράρ] (ρ.) εργάζομαι, lactancia [λακτάνθια] (ουσΥθηλ.) γα
laboratorio [λαμπορατόριο] (ουσ,/αρσ.) λούχηση, θηλασμός,
εργαστήριο, lactante [λακτάντε] (επίθ.) θηλάζων.
laborear [λαμπορεάρ] (ρ.) καλλιεργώ lactar [λακτάρ] (ρ.) γαλουχώ, θηλάζω,
τη γη, οργανώνω, lácteo [λάκτεο] (επίθ.) γαλακτοκομι
laboreo [λαμπορέο] (ουσΥαρσ.) όρ κός.
γωμα. láctico [λάκτικο] (επίθ.) γαλακτικός,
laboriosidad [λαμποριοσιδάδ] (ουσ./ ladear [λαδεάρ] (ρ.) προσκλίνω, γέρ
θηλ.) εργατικότητα, ζήλος, νω.
laborioso [λαμποριόσο] (επίθ.) κοπια ladera [λαδέρα] (ουσΥθηλ.) πλαγιά,
στικός, δύσκολος, εργατικός, ladero [λαδέρο] (επίθ.) πλάγιος,
labrador [λαμπραδόρ] (ουσΥαρσ.) γεω lado [λάδο] (ουσ,/αρσ.) πλευρό, πλευ
ργός αγρότης, ρά · estar al lado de - βρίσκεται δί
labranza [λαμπράνθα] (ουσΥθηλ.) γεω- πλα σε · por un lado... - από τη μια
ργία. πλευρά....
labrar [λαμπράρ] (ρ.) 1: οργώνω, καλ ladrar [λαδράρ] (ρ.) γαβγίζω,
λιεργώ, 2: σκαλίζω, ladrido [λαδρίδο] (ουσΥαρσ.) γάβγι
labriego [λαμπριέγο] (ουσΥαρσ.) αγρό σμα.
της ladrillo [λαδρίγιο] (ουσΥαρσ.) πλίνθος
laca [λάκα] (ουσΥθηλ.) 1: βερνίκι, λά τούβλο.
350
lapidar
351
lapidario
352
lechuza
353
lector
354
levantarse
355
levante
356
linaje
357
linaza
ταγωγή. κός.
linaza [λινάθα] (ουσ./θηλ.) λινόσπο- lirio [λίριο] (ουσΥαρσ.) κρίνος,
ρος. lirismo [λιρίσμο] (ουσΥαρσ.) λυρι
lince [λίνθε] (ουσΥαρσ.) λύγκας (ζώο). σμός.
linchamiento [λιντσαμιέν'το] (ουσ./ lisamente [λισαμέν'τε] (επίρρ.) ομοιό
αρσ.) λιντσάρισμα, μορφα.
linchar [λιντσάρ] (ρ.) λιντσάρω, lisiado [λισιάδο] (ουσΥαρσ.) ανάπη
lindante [λιν'ντάν'τε] (επίθ.) συνορια ρος σακάτης 2: (επίθ.) αναπηρικός,
κός, παρακείμενος, σακάτικος,
lindar [λιν'ντάρ] (ρ.) συνορεύω, γειτο lisiar [λισιάρ] (ρ.) σακατεύω, καθιστώ
νεύω. ανάπηρο,
linde [λίντε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) όριο, liso [λίσο] (επίθ.) λείος επίπεδος ίσιος
σύνορο. lisonja [λισόνχα] (ουσΥθηλ.) κολακεία,
lindo [λίν'ντο] 1: (επίθ.) ωραίος χαρι lisonjeador [λισονχεαδόρ] (ουσΥαρσ.)
τωμένος νόστιμος 2: (επίρρ.) όμορ κόλακας.
φα, ωραία, καλά. lisonjear [λισονχεάρ] (ρ.) κολακεύω,
línea [λίνεα] (ουσΥθηλ.) γραμμή · lisonjero [λισονχέρο] (επίθ.) κολακευ
entre líneas - περιληπτικά · línea de τικός.
circulación - λωρίδα κυκλοφορίας · lista [λίστα] (ουσΥθηλ.) κατάλογος
línea de flotación - γραμμή πλεύσης, αναλυτικός πίνακας λίστα,
lineal [λινεάλ] (επίθ.) γραμμικός, listado [λιστάδο] (επίθ.) ριγέ.
lingüista [λινγκουίστα] (ουσΥαρσ.+ listín [λιστίν] (ουσΥαρσ.) τηλεφωνικός
θηλ.) γλωσσολόγος, κατάλογος,
lingüística [λινγκουίστικα] (ουσΥθηλ.) listo [λίστο] (επίθ.) 1: έξυπνος 2: έτοι
γλωσσολογία, μος · ser listo - είμαι έξυπνος · estar
lino [λίνο] (ουσΥαρσ.) λινό (ύφασμα), listo - είμαι έτοιμος,
λινάρι. listón [λιστόν] (ουσΥαρσ.) σανίδα,
linterna [λιν'τέρνα] (ουσΥθηλ.) φακός, lisura [λισούρα] (ουσΥθηλ.) ομαλότη-
lío [λίο] (ουσΥαρσ.) 1: μπόγος 2: μπέρ τα, λειότητα.
δεμα, 3: φασαρία, αναστάτωση, litera [λιτέρα] (ουσΥθηλ.) κουκέτα,
lioso [λιόσο] (επίθ.) μπερδεμένος literal [λιτεράλ] (επίθ.) κυριολεκτικός
liquen [λίκεν] (ουσΥαρσ.) εξάνθημα, επακριβής,
λειχήνα. literario [λιτεράριο] (επίθ.) λογοτεχνι
liquidación [λικιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κός.
εκποίηση, ρευστοποίηση, 2: εξόφλη literato [λιτεράτο] (ουσΥαρσ.) λογο
ση, 3: ξεπούλημα, χρεοκοπία, πτώ τέχνης.
χευση, (καθ.) φαλίρισμα, 4: υγροποίη literatura [λιτερατούρα] (ουσΥθηλ.)
ση τήξη. λογοτεχνία,
liquidar [λικιδάρ] (ρ.) 1: εκποιώ, ρευ lítico [λίτικο] (επίθ.) λίθινος πέτρινος,
στοποιώ, 2: εξοφλώ, 3: ξεπουλώ, χρε litigación [λιτιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) προ
οκοπώ, πτωχεύω, 4: υγροποιώ, σφυγή στα δικαστήρια,
líquido [λίκιδο] (ουσΥαρσ.) υγρό. litio [λίτιο] (ουσΥαρσ.) λίθιο.
lira [λίρα] (ουσΥθηλ.) λύρα. litografía [λιτογραφία] (ουσΥθηλ.) λι
lírico [λίρικο] (επίθ.) λυρικός μουσι θογραφία.
358
los
359
losa
360
θρήνος κλάμα,
llanura [γιανούρα] (ουσΥθηλ.) πεδιά
Ll, II [έγιε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο τέ δα, λιβάδι,
ταρτο γράμμα του ισπανικού αλφα llave [γιάβε] (ουσΥθηλ.) κλειδί,
βήτου. llavero [γιαβέρο] (ουσΥαρσ.) μπρελόκ.
llaga [γιάγα] (ουσΥθηλ.) τραύμα, πλη Ilavín [γιαβίν] (ουσΥαρσ.) κλειδί εξώ
γή, λαβωματιά, πορτας.
llagar [γιαγάρ] (ρ.) πληγώνω, τραυμα llegada [γιεγάδα] (ουσΥθηλ.) άφιξη,
τίζω, λαβώνω, ερχομός.
llama [γιάμα] (ουσΥθηλ.) 1: φλόγα, 2: llegar [γιεγάρ] (ρ.) (α) 1: φθάνω, 2; κα
λάμα. ταφέρνω · ¿a qué hora llega el avión
llamada [γιαμάδα] (ουσΥθηλ.) 1: κλή a Barcelona? - t i ώρα φτάνει το αε
ση, 2: παραπομπή, ροπλάνο στη Βαρκελώνη; · Pedro
llamamiento [γιαμαμιέντο] (ουσΥαρσ.) llegó a ser d octor-o Pedro κατάφερε
κλήση, πρόσκληση, κάλεσμα, να γίνει γιατρός,
llamar [γιαμάρ] (ρ.) 1: τηλεφωνώ, 2: llenar [γιενάρ] (ρ.) γεμίζω, συμπληρώ
φωνάζω, 3: ονομάζω, 4: χτυπώ · νω.
llamo a tu casa pero no contesta lleno [γιένο] (επίθ.) (de) πλήρης γεμά
nadie - τηλεφωνώ σπίτι σου αλλά τος · el armario está lleno de ropa- η
δεν απαντάει κανείς · llama a María ντουλάπα είναι γεμάτη με ρούχα,
que le quiero hablar - φώναξε τη Μα llevadero [γιεβαδέρο] (επίθ.) υποφερ
ρία που θέλω να της μιλήσω · ¿quién τός ανεκτός,
llama al timbre? - ποιος χτυπάει το llevar [γιεβάρ] (ρ.) (α) 1: μεταφέρω,
κουδούνι;, 2: φέρνω, 3: φορώ, 4: πηγαίνω, 5:
llamarada [γιαμαράδα] (ουσΥθηλ.) 1: οδηγώ · Jesús me llevará hasta la
αναλαμπή, φούντωμα, 2: έξαψη, διέ- estación del tren - o Jesús θα με πάει
γερση. μέχρι τον σταθμό του τρένου · te
llamarse [γιαμάρσε] (ρ.) ονομάζομαι, llevo el libro que me pediste - σου
λέγομαι •¿cómo se llama tu hermano? φέρνω το βιβλίο που μου ζήτησες
- πώς ονομάζεται o αδερφός σου;, • Sara lleva una falda preciosa - η
llamativo [γιαματίβο] (επίθ.) επιδεικτι Sara φοράει μια υπέροχη φούστα ·
κός, φανταχτερός χτυπητός, siempre lleva consigo el diccionario -
llamear [γιαμεάρ] (ρ.) φλογίζω, φου πάντα κουβαλάει μαζί του το λεξικό
ντώνω. •José lleva cinco años trabajando en
llana [γιάνα] (ουσΥθηλ.) μυστρί, la misma empresa- o José δουλεύει
llanamente [γιαναμέν'τε] (επίρρ.) απλά, πέντε χρόνια στην ίδια επιχείρηση
ξεκάθαρα, (δηλώνει διάρκεια).
llanero [γιανέρο] (ουσΥαρσ.) καμπί llevarse [γιεβάρσε] (ρ.) συναναστρέ
σιος. φομαι · llevarse bien/mal con alguien
llaneza [γιανέθα] (ουσΥθηλ.) απλότη - τα πάω καλά/άσχημα με κάποιον,
τα. llorar [γιοράρ] (ρ.) θρηνώ, κλαίω,
llano [γιάνο] (επίθ.) 1: πεδινός, 2: επί lloriquear [γιορικεάρ] (ρ.) κλαψουρί
πεδος 3: απλός ξεκάθαρος ζω.
llanto [γιάν'το] (ουσΥαρσ.) οδυρμός lloriqueo [γιορίκεο] (ουσΥαρσ.) κλα-
361
lloro
ψούρισμα.
lloro [γιόρο] (ουσ./αρσ.) κλάμα,
llorón [γιορόν] (επίθ.) κλαψιάρης,
lloroso [γιορόσο] (επίθ.) δακρυσμέ-
νος.
llover [γιοβέρ] (ρ.) βρέχει,
llovizna [γιοβίθνα] (ουσ./θηλ.) ψιχάλα,
ψιχάλισμα.
lloviznar [γιοβιθνάρ] (ρ.) ψιχαλίζει,
lluvia [γιούβια] (ουσΥθηλ.) βροχή,
lluvioso [γιουβιόσο] (επίθ.) βροχερός.
362
ζω, μελανιάζω,
machucho [ματσούτσο] (επίθ.) γέρι
M, m [έμε] (ουσ7θηλ.) το δέκατο πέ κος.
μπτο γράμμα του ισπανικού αλφα macilento [μαθιλέν'το] (επίθ.) χλωμός
βήτου. ωχρός.
maca [μάκα] (ουσ,/θηλ.) ελάττωμα, λε- macillo [μαθίγιο] (ουσ,/αρσ.) πλήκτρο
κές, σημάδι, πιάνου.
macabro [μακάμπρο] (επ(θ.) μακά macizo [μαθίθο] 1: (ουσ,/αρσ.) ορο
βριος, φρικτός, πένθιμος, σειρά, 2: (επίθ.) συμπαγής σφιχτός
macadán [μακαδάν] (ουσ,/αρσ.) σκυ δεμένος.
ρόστρωμα, mácula [μάκουλα] (ουσ./θηλ.) κηλίδα,
macana [μακάνα] (ουσΥθηλ.) ψεμα λεκές.
τάκι. macular [μακουλάρ] (ρ.) λεκιάζω,
macanear [μακανεάρ] (ρ.) ψεύδομαι, macuto [μακούτο] (ουσ./αρσ.) σακί
λέω ψέματα, διο.
macanudo [μακανούδο] (επίθ.) υπέ madama [μαδάμα] (ουσ./θηλ.) τσα-
ροχος, θαυμαστός, τσά, προαγωγός.
macarra [μακάρα] (ουσ./αρσ.) νταβα- madeja [μαδέχα] (ουσ./θηλ.) κουβάρι,
τζής νταής, madera [μαδέρα] (ουσ./θηλ.) ξύλο.
macarrón [μακαρόν] (ουσ./αρσ.) 1: maderaje [μαδεράχε] (ουσ,/αρσ.) ξυ
μακαρόνι, 2: γλύκισμα, 3: (Ναυτ.) λεία.
κουπαστή, maderamen [μαδεράμεν] (ουσ./αρσ.)
macarse [μακάρσε] (ρ.) σαπίζω, ξυλεία.
maceración [μαθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) maderero [μαδερέρο] 1: (ουσ,/αρσ.)
μούλιασμα των τροφίμων, ξυλέμπορος 2: (επίθ.) της ξυλείας,
macerar [μαθεράρ] (ρ.) 1: μαλακώνω, madero [μαδέρο] (ουσ,/αρσ.) κορμός
2: διαβρέχω, μουλιάζω, μαδέρι.
maceta [μαθέτα] (ουσ,/θηλ.) γλάστρα, madrastra [μαδράστρα] (ουσ,/θηλ.) μη
machaca [ματσάκα] (ουσ,/θηλ.) κοπα τριά.
νιστής. madre [μάδρε] (ουσ,/θηλ.) μητέρα, μά
machacar [ματσακάρ] (ρ.) 1: χτυπώ, 2: να.
λιανίζω, συντρίβω, madrero [μαδρέρο] (ουσ,/αρσ.) μαμό-
machaqueo [ματσακέο] (ουσ7αρσ.) θρεφτος μαμάκιας.
κοπάνισμα. madreselva [μαδρεσέλβα] (ουσ./θηλ.)
machete [ματσέτε] (ουσ./αρσ.) μαχαί- αγιόκλημα,
ρα. madriguera [μαδριγέρα] (ουσ,/θηλ.)
machismo [ματσίσμο] (ουσ,/αρσ.) φαλ φωλιά, κρυψώνα, κρησφύγετο,
λοκρατία, σεξισμός, madrina [μαδρίνα] (ουσ./θηλ.) 1: νονά,
machista [ματσίστα] (ουσ,/αρσ.) φαλ 2: κουμπάρα,
λοκράτης σεξιστής. madrugada [μαδρουγάδα] (ουσ/θηλ.)
macho [μάτσο] (ουσ,/αρσ.) αρσενικό, αυγή, ξημέρωμα, χάραμα,
machote [ματσότε] (ουσ,/αρσ.) άντρα madrugador [μαδρουγαδόρ] (επίθ.)
κλας. πρωινός.
machucar [ματσουκάρ] (ρ.) μωλωπί madrugar [μαδρουγάρ] (ρ.) σηκώνο-
363
maduración
364
maletín
365
malevolencia
366
maniatar
367
maniático
368
χειρίδιο, οδηγός 2: (επίθ.) χειροκί μηχανήματα, μηχανισμός
νητος. mar [μαρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: θάλασ
manufactura [μανουφακτούρα] (ουσ./ σα, πέλαγος ωκεανός 2: ακτή.
θηλ.) 1: χειροτεχνία, παραγωγή, 2: maraña [μαράνια] (ουσΥθηλ.) 1: κό
εργοστάσιο, μπος 2: μπέρδεμα, εμπλοκή,
manuscrito [μανουσκρίτο] 1: (ουσ./ maratón [μαρατόν] (ουσ,/αρσ.) μαρα
αρσ.) χειρόγραφο, 2: (επίθ.) χειρό θώνιος.
γραφος. maravilla [μαραβίγια] (ουσΥθηλ.) 1:
manutención [μανουτενθιόν] (ουσΥθηλ.) θαύμα, 2: θαυμασμός,
διατροφή, συντήρηση, maravillar [μαραβιγιάρ] (ρ.) προκαλώ
manzana [μανθάνα] (ουσΥθηλ.) 1: μή θαυμασμό, καταπλήσσω,
λο, 2: οικοδομικό τετράγωνο, maravilloso [μαραβιγιόσο] (επίθ.) θαυ
manzanilla [μανθανίγια] (ουσΥθηλ.) μάσιος εξαίσιος,
αφέψημα χαμομηλιού, marbete [μαρμπέτε] (ουσΥαρσ.) ετι
manzano [μανθάνο] (ουσΥαρσ.) μη κέτα.
λιά. marca [μάρκα] (ουσΥθηλ.) σήμα, μάρ
maña [μάνια] (ουσΥθηλ.) ικανότητα δε κα.
ξιότητα. marcado [μαρκάδο] (επίθ.) έκδηλος
mañana [μανιάνα] 1: (ουσΥθηλ.) πρωί, κατάφωρος φανερός,
2: (επίρρ.) αύριο · me despierto a marcapasos [μαρκαπάσος] (ουσΥαρσ.)
las 8 de la mañana - ξυπνάω στις 8 βηματοδότης,
το πρωί · mañana iré de compras marcar [μαρκάρ] (ρ.) 1: σημαδεύω,
- αύριο θα πάω για ψώνια · por la σημειώνω, 2: δείχνω, 3: καθορίζω, 4:
mañana- το πρωί · mañana por la σχηματίζω αριθμό τηλεφώνου,
mañana - αύριο το πρωί. marcha [μάρτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πο
mañosamente [μανιοσαμέντε] (επίρρ.) ρεία, 2: αναχώρηση, 3: βάδισμα, 4:
επιδέξια, περίτεχνα, έντεχνα, ταχύτητα αυτοκινήτου, 5: εμβατή
mañoso [μανιόσο] (επίθ.) ικανός επι ριο · el proyecto está en marcha - το
δέξιος , περίτεχνος, σχέδιο προχωράει · marcha atrás
mapa [μάπα] (ουσΥαρσ.) χάρτης. - όπισθεν,
maqueta [μακέτα] (ουσΥθηλ.) μακέτα, marchar [μαρτσάρ] (ρ.) 1: προχωρώ,
maquillador [μακιγιαδόρ] (ουσΥαρσ.) βαδίζω, 2: προοδεύω, ευημερώ, ακ
μακιγιέρ. μάζω.
maquillaje [μακιγιάχε] (ουσΥαρσ.) μα marcharse [μαρτσάρσε] (ρ.) φεύγω,
κιγιάζ. αποχωρώ · m añana me marcho de
maquillar [μακιγιάρ] (ρ.) μακιγιάρω, aquí- αύριο φεύγω από εδώ.
maquillarse [μακιγιάρσε] (ρ.) μακιγιά marchitarse [μαρτσιτάρσε] (ρ.) μαραί
ρομαι, βάφομαι, νομαι, φθίνω,
máquina [μάκινα] (ουσΥθηλ.) μηχανή, marchito [μαρτσίτο] (επίθ.) μαραμέ
maquinación [μακιναθιόν] (ουσΥθηλ.) νος.
μηχανορραφία, ραδιουργία, marcial [μαρθιάλ] (επίθ.) στρατιωτι
maquinar [μακινάρ] (ρ.) μηχανορρα κός, πολεμικός,
φώ, ραδιουργώ, marciano [μαρθιάνο] (ουσΥαρσ.)
maquinaria [μακινάρια] (ουσΥθηλ.) αρειανός.
369
marco
370
matemático
371
materia
372
medieval
373
medio
374
mensaje
375
mensajero
376
microbiólogo
377
micrófono
378
misceláneo
379
miserable
380
molinero
381
molino
382
mote
383
motejar
384
murciélago
385
murmullo
386
πράγματα.
nadie [νάδιε] (αντ.) κανείς · no hay
Ν, η [ένε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο έκτο nadie aquí - δεν είναι κανείς εδώ.
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, nafta [νάφτα] (ουσΥθηλ.) νάφθα.
nabo [νάμπο] (ουσΥαρσ.) γογγύλι (φυτό), naftalina [ναφταλίνα] (ουσΥθηλ.) να
ρέβα φθαλίνη,
nácar [νάκαρ] (ουσΥαρσ.) μαργαριτόρ- nailon [νάιλον] (ουσΥαρσ.) νάιλον,
ριζα, σεντέφι. naipe [νάιπε] (ουσΥαρσ.) παιγνιόχαρ
nacarado [νακαράδο] (επίθ.) μαργαρι το, τραπουλόχαρτο,
ταρένιος. naipes [νάιπες] (ουσΥαρσ.) πληθ. τρά
nacer [ναθέρ] (ρ.) 1: γεννιέμαι, φυτρώ πουλα.
νω, βλασταίνω 2: πηγάζω, nalga [νάλγα] (ουσΥθηλ.) γλουτός
nacido [ναθίδο] (επίθ.) γεννημένος, οπίσθια.
naciente [ναθιέντε] (επίθ.) 1¡γεννημένος, nana [νάνα] (ουσΥθηλ.) νανούρισμα,
2: πρόσφατος, nanai [νανάι] (επιφ.) όχι!, καθόλου!,
nacimiento [ναθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) naranja [ναράνχα] 1: (ουσΥαρσ.) πορ
γέννηση, τοκαλί χρώμα, 2: (ουσΥθηλ.) πορτο
nación [ναθιόν] (ουσΥθηλ.) έθνος, κάλι.
nacional [ναθιονάλ] (επίθ.) εθνικός, naranjada [ναρανχάδα] (ουσΥθηλ.)
nacionalidad [ναθιοναλιδάδ] (ουσ./ πορτοκαλάδα,
θηλ.) εθνικότητα, ιθαγένεια, naranjal [ναρανχάλ] (ουσ,/αρσ.) πορ
nacionalismo [ναθιοναλίσμο] (ουσ./ τοκαλεώνας,
αρσ.) εθνικισμός, naranjo [ναράνχο] (ουσΥαρσ.) πορτο
nacionalista [ναθιοναλίστα] 1: (ουσ./ καλιά.
αρσ.+ θηλ.) εθνικιστής, εθνικίστρια, narcisismo [ναρθισίσμο] (ουσΥαρσ.)
2: (επίθ.) εθνικιστικός, ναρκισσισμός, αυτοερωτισμός
nacionalización [ναθιοναλιθαθιόν] (ουσΥ narciso [ναρθίσο] (ουσΥαρσ.) νάρκισ
θηλ.) εθνικοποίηση, πολιτογράφηση, σος.
κρατικοποίηση, narcótico [ναρκότικο] (επίθ.) ναρκω
nacionalizar [ναθιοναλιθάρ] (ρ.) εθνι τικός.
κοποιώ, πολιτικογραφώ, κρατικο narcotizar [ναρκοτιθάρ] (ρ.) ναρκώνω,
ποιώ. nardo [νάρδο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) νάρ
nacionalizarse [ναθιοναλιθάρσε] (ρ.) δος.
αποκτώ ξένη υπηκοότητα, πολιτο- narguile [ναργιλέ] (ουσΥαρσ.) ναργι
γραφοϋμαι. λές.
nada [νάδα] 1: (αντ.) τίποτα · no leimporta narigudo [ναριγούδο] (επίθ.) μυταράς
nada - δεν τον ενδιαφέρει τίποτα 2: nariz [ναρίθ] (ουσΥθηλ.) μύτη.
(επίρρ.) καθόλου · no me gusta nada narizota [ναριθότα] (ουσΥαρσ.) μυτα
el helado - δεν μου αρέσει καθόλου το ράς.
παγωτό. narración [ναραθιόν] (ουσΥθηλ.) αφή
nadador [ναδαδόρ] (ουσΥαρσ.) κο γηση, διήγηση, εξιστόρηση.
λυμβητής, narrador [ναραδόρ] (ουσΥαρσ.) αφη
nadar [ναδάρ] (ρ.) κολυμπώ, γητής·
nadería [ναδερία] (ουσΥθηλ.) ψιλο- narrar [ναράρ] (ρ.) αφηγούμαι, διη
narrativo
388
nervudo
389
neto
δ ης. νερο.
neto [νέτο] (επίθ.) καθαρός, neviscar [νεβισκάρ] (ρ.) ψιλοχιονίζει.
neumático [νεουμάτικο] (ουσΥαρσ.) nexo [νέξο] (ουσ,/αρσ.) σύνδεσμος,
λάστιχο, ελαστικό, ni [νι] (σύνδ.) ούτε · no me gusta ni el té
neumonía [νεουμονία] (ουσΥθηλ.) πνευ ni el café - δε μου αρέσει ούτε το τσάι
μονία. ούτε ο καφές,
neuralgia [νεουράλχια] (ουσΥθηλ.) νευ- nicotina [νικοτίνα] (ουσΥθηλ.) νικοτί
' ραλγία. νη.
neurastenia [νεουραστένια] (ουσΥθηλ.) nicho [νίτσο] (ουσΥαρσ.) κόγχη, τά
νευρασθένεια, φος.
neuritis [νεουρίτις] (ουσΥθηλ.) νευρί nidal [νιδάλ] (ουσΥαρσ.) φωλιά κοτε
τιδα. τσιού.
neurocirujano [νεουροθιρουχάνο] (ουσΥ nido [νίδο] (ουσΥαρσ.) φωλιά,
αρσ.) νευροχειρουργός niebla [νιέμπλα] (ουσΥθηλ.) 1: ομίχλη,
neurología [νεουρολοχία] (ουσΥθηλ.) αντάρα, 2: σύγχυση, σάλος ανατα
νευρολογία. ραχή.
neurólogo [νεουρόλογο] (ουσΥαρσ.) nieto [νιέτο] (ουσΥαρσ.) εγγονός.
νευρολόγος, nieve [νιέβε] (ουσΥθηλ.) χιόνι,
neurona [νεουρόνα] (ουσΥθηλ.) νευ nigromancia [νιγρομάνθια] (ουσΥθηλ.)
ρικό κύτταρο, νεκρομαντεία,
neurosis [νεουρόσις] (ουσΥθηλ.) νεύ nihilismo [νιιλίσμο] (ουσΥαρσ.) νιχιλι
ρωση. σμός μηδενισμός,
neurótico [νεουρότικο] (επίθ.) νευρω nimbo [νίμ'μπο] (ουσΥαρσ.) φωτοστέ
τικός. φανο.
neutral [νεουτράλ] (επίθ.) ουδέτερος, nimiedad [νιμιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: κοι
neutralidad [νεουτραλιδάδ] (ουσ./ νοτοπία, 2: ασημαντότητα.
θηλ.) ουδετερότητα, nimio [νίμιο] (επίθ.) 1: κοινότοπος 2:
neutralización [νεουτραλιθαθιόν] (ουσ./ ασήμαντος,
θηλ.) εξάλειψη, εξουδετέρωση, εκμη- ninfa [νίνφα] (ουσΥθηλ.) νύμφη, χρυ
δένιση. σαλλίδα, νεράιδα,
neutralizar [νεουτραλιθάρ] (ρ.) εξαλεί ninguno [νινγούνο] (αόριστη αντ.)
φω, εξουδετερώνω, κανένας · ninguno de ellos sabe la
neutro [νέουτρο] (επίθ.) ουδέτερος, verdad - κανείς από αυτούς δεν ξέρει
neutrón [νεουτρόν] (ουσΥαρσ.) νε την αλήθεια · ninguna de ellas es mi
τρόνιο, ουδετερόνιο, hermana - καμία από αυτές δεν είναι
nevada [νεβάδα] (ουσΥθηλ.) χιονό η αδερφή μου.
πτωση. niña [νίνια] (ουσΥθηλ.) κορίτσι, κόρη,
nevado [νεβάδο] (επίθ.) χιονοσκεπής νεαρή.
χιονισμένος, niñera [νινιέρα] (ουσΥθηλ.) νταντά,
nevar [νεβάρ] (ρ.) χιονίζει, παραμάνα,
nevasca [νεβάσκα] (ουσΥθηλ.) χιονο niñería [νινιερία] (ουσΥθηλ.) παιδιάρι
θύελλα. σμα, παιδιαρότητα.
nevera [νεβέρα] (ουσΥθηλ.) ψυγείο, niñez [νινιέθ] (ουσΥθηλ.) παιδική ηλι
nevisca [νεβίσκα] (ουσΥθηλ.) χιονό κία.
390
nonagésimo
391
nonato
392
numismática
393
nunca
394
Ñ, ñ [ένιε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο έβδο
μο γράμμα του ισπανικού αλφα
βήτου.
ñandú [νιαντού] (ουσΥαρσ.) νουνδού
(πτηνό).
ñapa [νιάπα] (ουσ,/θηλ.) φιλοδώρημα,
ñaque [νιάκε] (ουσΥαρσ.) παλιατζού
ρες.
ñato [νιάτο] (επίθ.) πλακουτσομύτης.
ñeque [νιέκε] (ουσΥαρσ.) σθένος, δύ
ναμη, αντοχή,
ñiquiñaque [νικινιάκε] 1: (ουσΥαρσ.)
σαβούρα, 2: (επίθ.) άχρηστος,
ñoñería [νιονιερία] (ουσΥθηλ.) χαζο
μάρα.
ñoño [νιόνιο] (επίθ.) χαζοχαρούμενος,
ñu [νιού] (ουσ,/αρσ.) αντιλόπη.
395
oblación [ομπλαθιόν] (ουσΥθηλ.) πρό
σφορο.
O, o [o] (ουσΥθηλ.) το δέκατο όγδοο oblea [ομπλέα] (ουσΥθηλ.) όστια.
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, oblicuo [ομπλίκουο] (επίθ.) λοξός
ο [ο] (διαζευτικός σύνδ.) ή. πλάγιος.
oasis [οάσις] (ουσΥαρσ.) όαση. obligación [ομπλιγαθιόν] (ουσΥθηλ.)
obcecación [ομπθεκαθιόν] (ουσΥθηλ.) υποχρέωση, καθήκον, χρέος,
εμμονή, έντονη επιμονή, obligar [ομπλιγάρ] (ρ.) υποχρεώνω,
obcecar [ομπθεκάρ] (ρ.) 1: τυφλώνω, αναγκάζω,
2: θολώνω, θαμπώνω, (μτφ.) επισκιά obligatorio [ομπλινατόριο] (επίθ.) υπο
ζω. χρεωτικός αναγκαστικός
obedecer [ομπεδεθέρ] (ρ.) 1: υπακούω, oblongo [ομπλόνγκο] (επίθ.) επιμή
ενδίδω, υποχωρώ, 2: οφείλεται. κης.
obediencia [ομπεδιένθια] (ουσΥθηλ.) obnubilarse [ομπνουμπιλάρσε] (ρ.) 1:
υπακοή, ευπείθεια. σαστίζω, 2: θολώνω,
obediente [ομπεδιέν'τε] (επίθ.) υπάκουος obra [όμπρα] (ουσΥθηλ.) 1: έργο, ερ
ευπειθής γασία, πράξη, 2: οικοδομή,
obelisco [ομπελίσκο] (ουσΥαρσ.) οβε obrador [ομπραδόρ] (ουσΥαρσ.) ερ
λίσκος γαστήρι.
obertura [ομπερτούρα] (ουσΥθηλ.) μου obrar [ομπράρ] (ρ.) 1: ενεργώ, 2: δου
σική εισαγωγή, λεύω, 3: χτίζω, οικοδομώ,
obesidad [ομπεσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πα obrerismo [ομπρερίσμο] (ουσΥαρσ.)
χυσαρκία, εργατικό κίνημα,
obeso [ομπέσο] (επίθ.) παχύσαρκος obrero [ομπρέρο] (ουσΥαρσ.) εργά
παχύς. της.
óbice [όμπιθε] (ουσΥαρσ.) κώλυμα, obscenidad [ομπσθενιδάδ] (ουσΥθηλ.)
εμπόδιο. αισχρότητα, ανηθικότητα.
obispo [ομπίσπο] (ουσ,/αρσ.) επίσκο obsceno [ομπσθένο] (επίθ.) αισχρός
πος. ανήθικος πρόστυχος,
obituario [ομπιτουάριο] (ουσΥαρσ.) νε obsequiar [ομπσεκιάρ] (ρ.) δωρίζω,
κρολογία σε εφημερίδα, χαρίζω.
objeción [ομπχεθιόν] (ουσΥθηλ.) αντίρ obsequio [ομπσέκιο] (ουσΥαρσ.) δώ
ρηση, αντιλογία, ένσταση, ρο.
objetar [ομπχετάρ] (ρ.) αντιτείνω, αντι- observación [ομπσερβαθιόν] (ουσΥθηλ)
κρούω, αντιτίθεμαι, παρατήρηση,
objetividad [ομπχετιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) observador [ομπσερβαδόρ] 1: (ουσΥ
αντικειμενικότητα, αρσ.) παρατηρητής, 2: (επίθ.) παρα
objetivo [ομπχετίβο] 1: (ουσΥαρσ.) στό τηρητικός,
χος σκοπός 2: φακός 3: (επίθ.) αντι obsesionante [ομπσεσιονάντε] (επίθ.)
κειμενικός, έμμονος επίμονος,
objeto [ομπχέτο] (ουσΥαρσ.) 1: αντι observar [ομπσερβάρ] (ρ.) 1: παρατη
κείμενο, 2: σκοπός στόχος, ρώ, 2: τηρώ.
objetor [ομπχετόρ] (ουσΥαρσ.) αντιρ- observatorio [ομπσερβατόριο] (ουσΥ
ρησίας. αρσ.) παρατηρητήριο, αστεροσκο-
396
octogenario
397
octogésimo
κονταετής. οδοντίατρος,
octogésimo [οκτοχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) odorífico [οδορίφικο] (επίθ.) εύοσμος
ογδοηκοστός, ευώδης, μυρωδάτος
octano [οκτάνο] (ουσ./αρσ.) οκτάνιο, odre [όδρε] (ουσΥαρσ.) ασκί κρασιού,
octubre [οκτούμπρε] (ουσΥαρσ.) Οκτώ oeste [οέστε] (ουσΥαρσ.) δύση.
βριος. ofender [οφεν'ντέρ] (ρ.) προσβάλλω,
ocular [οκουλάρ] (επίθ.) 1: οφθαλμικός θίγω.
οπτικός 2: αυτόπτης ofendido [οφεν'ντίδο] (επίθ.) προσβε
oculista [οκουλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) βλημένος,
οφθαλμίατρος, ofensa [οφένσα] (ουσΥθηλ.) ύβρις
ocultar [οκουλτάρ] (ρ.) αποκρύπτω, προσβολή,
oculto [οκούλτο] (επίθ.) 1: κρυφός ofensiva [οφενσίβα] (ουσΥθηλ.) επί
απόκρυφος 2: (μτφ.) μυστικός, θεση.
ocupación [οκουπαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ofensivo [οφενσίβο] (επίθ.) υβριστι
απασχόληση, ασχολία, 2: κατοχή, κα κός προσβλητικός,
τάληψη. ofensor [οφενσόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πα
ocupado [οκουπάδο] (επίθ.) απασχο ραβάτης 2: (επίθ.) προσβλητικός,
λημένος πιασμένος κατειλημμένος, oferta [οφέρτα] (ουσΥθηλ.) προσφο
ocupante [οκουπάντε] (ουσΥαρσ.) 1: ρά.
κατακτητής, 2: κάτοχος θέσης oficial [οφιθιάλ] 1: (ουσΥαρσ.) αξιωμα
ocupar [οκουπάρ] (ρ.) 1: καταλαμβά τικός 2: (επίθ.) επίσημος,
νω, κατέχω, 2: απασχολώ, oficiar [οφιθιάρ] (ρ.) ιερουργώ, χορο
ocuparse [οκουπάρσε] (ρ.) ασχολού στατώ.
μαι. oficializar [οφιθιαλιθάρ] (ρ.) επισημο
ocurrencia [οκουρένθια] (ουσΥθηλ.) ποιώ.
ξαφνική ιδέα, έμπνευση, oficina [οφιθίνα] (ουσΥθηλ.) γραφείο,
ocurrir [οκουρίρ] (ρ.) συμβαίνω, oficinista [οφιθινίστα] (ουσΥαρσ.)
ocurrirse [οκουρίρσε] (ρ.) συλλαμβά γραφέας.
νω μια ιδέα. oficio [οφίθιο] (ουσΥαρσ.) επάγγελμα,
ochenta [οτσέν'τα] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. ασχολία.
επίθ.) ογδόντα, oficioso [οφιθιόσο] (επίθ.) ανεπίση
ocho [ότσο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) μος.
οχτώ. ofrecer [οφρεθέρ] (ρ.) προσφέρω, πα
ochocientos [οτσοθιέν'τος] (ουσΥαρσ.), ρουσιάζω,
(αριθμ. επίθ.) οκτακόσια, ofrecimiento [οφρεθιμιέν'το] (ουσΥ
oda [όδα] (ουσ,/θηλ.) ωδή. αρσ.) προσφορά, πρόταση,
odiar [οδιάρ] (ρ.) μισώ. ofrenda [οφρέν'ντα] (ουσΥθηλ.) πρό
odio [όδιο] (ουσΥαρσ.) μίσος, σφορο, αφιέρωμα, ανάθημα,
odioso [οδιόσο] (επίθ.) απεχθής, μι ofrendar [οφρεν'ντάρ] (ρ.) συνεισφέ
σητός. ρω, συμβάλλω,
odisea [οδίσεα] (ουσΥθηλ.) οδύσσεια, oftalmología [οφταλμολοχία] (ουσΥ
odontología [οδοντολοχία] (ουσΥθηλ.) θηλ.) οφθαλμολογία,
οδοντολογία. oftalmólogo [οφταλμόλογο] (ουσΥαρσ.)
odontólogo [οδοντόλογο] (ουσΥαρσ.) οφθαλμίατρος.
398
omóplato
399
onanismo
400
orfebre
401
orfebrería
402
O.V.N.I.
403
:lón
404
ραγινωμένος ώριμος (για φρούτα),
2: εξασθενημένος, άχρωμος (για αν
Ρ» Ρ [πε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο ένατο θρώπους).
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, padecer [παδεθέρ] (ρ.) 1: υποφέρω,
pabellón [παμπεγιόν] (ουσΥαρσ.) πτέ πάσχω, 2: υπομένω,
ρυγα, κωνικό αντίσκηνο, padecimiento [παδεθιμιέν'το] (ουσΥ
pabilo [ παμπίλο] (ουσΥαρσ.) φιτίλι, αρσ.) πάθηση, βάσανο,
pábulo [πάμπουλο] (ουσΥαρσ.) τρο padrastro [παδράστρο] (ουσΥαρσ.)
φή. πατριός.
paca [πάκα] (ουσΥθηλ.) 1: δέμα, 2: padrazo [παδράθο] (ουσΥαρσ.) πατε
μπάλα μαλλιού ή βαμβακιού, ρούλης.
pacato [πακάτο] (επίθ.) άτολμος, συνε padre [πάδρε] (ουσΥαρσ.) πατέρας ·
σταλμένος, los padres - οι γονείς,
pacer [παθέρ] (ρ.) βοσκώ. padrenuestro [πάδρενουέστρο] (ουσΥ
paciencia [παθιένθια] (ουσΥθηλ.) υπο αρσ.) το «Πάτερ ημών» (προσευχή).
μονή. padrino [παδρίνο] (ουσΥαρσ.) 1: ανά-
paciente [παθιέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.+ δοχος νονός 2: κουμπάρος 3: προ
θηλ.) ασθενής 2: (επίθ.) υπομονετι στάτης.
κός παθητικός, padrón [παδρόν] (ουσΥαρσ.) δημοτο
pacificación [παθιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) λόγιο.
ειρήνευση, κατευνασμός paella [παέγια] (ουσΥθηλ.) παέγια (φα
pacificador [παθιφικαδόρ] 1: (ουσΥ γητό).
αρσ.) ειρηνιστής 2: (επίθ.) ειρηνευ paga [πάγα] (ουσΥθηλ.) μισθός πλη
τικός. ρωμή.
pacificar [παθιφικάρ] (ρ.) ειρηνεύω, κα pagadero [παγαδέρο] (επίθ.) πληρω
τευνάζω. τέος.
pacífico [παθίφικο] (επίθ.) ειρηνικός, pagador [παγαδόρ] (ουσΥαρσ.) πλη
pacifismo [παθιφίσμο] (ουσΥαρσ.) ει ρωτής.
ρηνισμός, pagaduría [παγαδουρία] (ουσΥθηλ.)
pacifista [παθιφίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) γραφείο πληρωμών,
ειρηνιστής ειρηνίστρια, 2: (επίθ.) ειρη- paganismo [παγανίσμο] (ουσΥαρσ.) ει
νιστικός δωλολατρία, παγανισμός,
pacotilla [πακοτίγια] (επίθ.) άχρηστος pagano [παγάνο] 1: (ουσΥαρσ.) ειδω
σκάρτος. λολάτρης παγανιστής 2: (επίθ.) ει-
pactar [πακτάρ] (ρ.) συμφωνώ, συνθη δωλολατρικός.
κολογώ. pagar [παγάρ] (ρ.) 1: πληρώνω, 2:
pacto [πάκτο] (ουσΥαρσ.) σύμφωνο, ανταποδίδω, ανταμείβω,
συνθήκη, pagaré [παγαρέ] (ουσΥαρσ.) γραμμά
pachá [πατσά] (ουσΥαρσ.) πασάς, τιο πληρωμής,
pachanga [πατσάνγκα] (ουσΥθηλ.) γλέ- página [πάχινα] (ουσΥθηλ.) σελίδα,
ντι, πανηγύρι, paginación [παχιναθιόν] (ουσΥθηλ.)
pachorra [πατσόρα] (ουσΥθηλ.) 1: νω- αρίθμηση σελίδων, σελιδοποίηση,
θρότητα, οκνηρία, 2: ηρεμία, paginar [παχινάρ] (ρ.) αριθμώ σελίδες
pachucho [πατσούτσο] 1: (επίθ.) πα- σελιδοποιώ.
405
pago
406
pancarta
τσούνι, περιστεράκι,
palillero [παλιγιέρο] (ουσ./αρσ.) θήκη palomita [παλομίτα] (ουσΥθηλ.) ποπ
για οδοντογλυφίδες, κορν.
palillo [παλίγιο] (ουο./αρο.) 1: οδοντο palomo [παλόμο] (ουσ,/αρσ.) αρσενι
γλυφίδα, 2: μπαγκέτα ντραμς. κό περιστέρι,
palique [παλίκε] (ουσΥαρσ.) φλυαρία, palpable [παλπάμπλε] (επίθ.) 1: απτός,
πολυλογία, χειροπιαστός 2: πρόδηλος προφα
paliza [παλίθα] (ουσΥθηλ.) ξύλο, ξυλο νής, οφθαλμοφανής,
κόπημα, ξυλοδαρμός, palpamiento [παλπαμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
palizada [παλιθάδα] (ουσΥθηλ.) περί ψηλάφηση, ψηλάφισμα, πασπάτεμα.
φραγμα από πασσάλους, palpar [παλπάρ] (ρ.) ψηλαφίζω, πα
palma [πάλμα] (ουσΥθηλ.) 1: φοίνικας σπατεύω.
2: παλάμη, 3: θρίαμβος palpitación [παλπιταθιόν] (ουσΥθηλ.)
palmada [παλμάδα] (ουσΥθηλ.) χειρο παλμός χτυποκάρδι,
κρότημα, παλαμάκια, palpitante [παλπιτάν'τε] (επίθ.) 1βαλλό
palmar [παλμάρ] 1: (ουσΥαρσ.) φοινι μενος ταλαντευόμενος 2: ζωντανός
κόδασος 2: (επίθ.) παλαμικός. palpitar [παλπιτάρ] (ρ.) πάλλω,
palmar [παλμάρ] (ρ.) πεθαίνω, pálpito [πάλπιτο] (ουσΥαρσ.) προαί
palmarés [παλμαρές] (ουσΥαρσ.) πί σθηση, διαίσθηση,
νακας ονομάτων νικητών, palúdico [παλούδικο] (επίθ.) ελώδης,
palmario [παλμάριο] (επίθ.) κατάφω paludismo [παλουδίσμο] (ουσΥαρσ.)
ρος ολοφάνερος, ελονοσία, μαλάρια.
palmear [παλμεάρ] (ρ.) χειροκροτώ, χτυ palurdo [παλούρδο] (επίθ.) άξεστος,
πώ παλαμάκια αγροίκος,
palmera [παλμέρα] (ουσΥθηλ) φοίνικας palustre [παλούστρε] (επίθ.) ελώδης,
palmero [παλμέρο] (ουσΥαρσ.) δια- pámpana [πάμ'πανα] (ουσΥθηλ.) αμπε
σκεδαστής που χτυπάει παλαμάκια λόφυλλο.
στο φλαμένκο. pámpano [πάμ'πανο] (ουσ,/αρσ.) κλη
palmeta [παλμέτα] (ουσΥθηλ.) βέργα ματόβεργα,
του δασκάλου, ράβδος, pamplina [παμ'πλίνα] (ουσΥθηλ.) ψευ
palmo [πάλμο] (ουσΥαρσ.) σπιθαμή, τοκολακεία,
palmetear [παλμοτεάρ] (ρ.) χειροκρο pan [παν] (ουσ,/αρσ.) ψωμί· pedazo de
τώ. pan - κομμάτι ψωμί · es pan comido
palmoteo [παλμοτέο] (ουσΥαρσ.) χει - είναι εύκολο,
ροκρότημα, pana [πάνα] (ουσΥθηλ.) κοτλέ,
palo [πάλο] (ουσΥαρσ.) ξύλο, ραβδί, panacea [παναθέα] (ουσΥθηλ.) πανά
ρόπαλο, μπαστούνι, κεια.
paloma [παλόμα] (ουσΥθηλ.) περιστέ panadería [παναδερία] (ουα/θηλ.) αρ
ρι- τοποιείο, φούρνος,
palomar [παλομάρ] (ουσΥαρσ.) περι panadero [παναδέρο] (ουσΥαρσ.) αρ
στεριώνας τοποιός.
palomilla [παλομίγια] (ουσΥθηλ.) πα panal [πανάλ] (ουσΥαρσ.) κηρήθρα,
ξιμάδι βίδας περικόχλιο. κερήθρα.
palomino [παλομίνο] (ουσΥαρσ.) πι pancarta [πανκάρτα] (ουσΥθηλ.) πα-
407
pancista
408
paradisiaco
409
parado
410
párrafo
411
parral
412
pasteurizado
413
pasteurlzar
414
pecar
415
pecera
416
peluquero
417
peluquín
418
percusor
419
percha
420
permisivo
421
permiso
422
pesadumbre
423
pesaje
424
pifia
425
pigmentación
426
pituitario
427
pituso
428
plenipotencia
429
plenipotenciario
430
politécnico
στάσιο. παλάγκο.
pocilio [ποθίγιο] (ουσΥαρσ.) κυπελλάκι, polémica [πολέμικα] (ουσΥθηλ.) πολε
κούπα. μική.
pócima [πόθιμα] (ουσΥθηλ.) αφέψη polen [πόλεν] (ουσΥαρσ.) γύρη.
μα. policía [πολιθία] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
poción [ποθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πόσιμο αστυνόμος 2: (ουσΥθηλ.) αστυνομία
φάρμακο, 2: μαγικό φίλτρο, • policía municipal - δημοτική αστυ
poco [πόκο] 1: (επίθ.) λίγος · hay poca νομία.
gente - έχει λίγο κόσμο, 2: (επίρρ.) policíaco [πολιθίακο] (επίθ.) αστυνο
λίγο · poco más - λίγο ακόμα · poco μικός.
a poco - λίγο-λίγο/σιγά-σιγά. policlínica [πολικλίνικα] (ουσΥθηλ.)
pocho [πότσο] (επίθ.) 1: χλωμός 2: πολυκλινική,
αρρωστιάρικος, policromía [πολικρομία] (ουσΥθηλ.)
poda [πόδα] (ουσΥθηλ.) 1: κλάδεμα, 2: πολυχρωμία,
εποχή κλαδέματος, polícromo [πολίκρομο] (επίθ.) πολύ
podadera [ποδαδέρα] (ουσΥθηλ.) κλα χρωμος.
δευτήρι, polideportivo [πολιδεπορτίβο] (ουσ./
podar [ποδάρ] (ρ.) κλαδεύω, αρσ.) πολυαθλητικό κέντρο,
podenco [ποδένκο] (ουσΥαρσ.) κυνη poliedro [πολιέδρο] (ουσΥαρσ.) πο
γόσκυλο. λύεδρο.
poder [ποδέρ] 1: (ρ.) μπορώ, 2: (ουσ./ polifacético [πολιφαθέτικο] (επίθ.) πο
αρσ.) εξουσία, δύναμη, 3: πληρεξού λύπλευρος,
σιο · poder adquisitivo - αγοραστική poligamia [πολιγάμια] (ουσΥθηλ.) πο
δύναμη · poder absoluto - απόλυτη λυγαμία.
εξουσία. polígamo [πολίγαμο] (επίθ.) πολύγαμος,
poderío [ποδερίο] (ουσΥαρσ.) 1: πλού polígloto [πολίγλοτο] (επίθ.) πολύγλωσ
τος 2: δύναμη, ισχύς, σος πολυγλωσσικός.
poderoso [ποδερόσο] (επίθ.) ισχυρός, poligonal [πολιγονάλ] (επίθ.) πολυγω
podredumbre [ποδρεδούμ'μπρε] (ουσΥ νικός.
θηλ.) 1: αποσύνθεση, 2: διαφθορά, polígono [πολίγονο] (ουσΥαρσ.) πο
podrido [ποδρίδο] (επίθ.) 1: σάπιος 2: λύγωνο.
φαύλος διεφθαρμένος, ανήθικος, polilla [πολίγια] (ουσΥθηλ.) σκώρος.
poema [ποέμα] (ουσΥαρσ.) ποίημα, polimerización [πολιμεριθαθιόν] (ουσΥ
poesía [ποεσία] (ουσΥθηλ.) ποίηση, θηλ.) πολυμερισμός.
poeta [ποέμα] (ουσΥαρσ.) ποιητής polimorfo [πολιμόρφο] (επίθ.) πολύ
poética [ποέτικα] (ουσΥθηλ.) ποιητική, μορφος.
poético [ποέτικο] (επίθ.) ποιητικός polinización [πολινιθαθιόν] (ουσΥθηλ.)
poetisa [ποετίσα] (ουσΥθηλ.) ποιή- επικονίαση, γονιμοποίηση,
τρια. pólipo [πόλιπο] (ουσΥαρσ.) πολύποδας
polar [πολάρ] (επίθ.) πολικός, polio [πόλιο] (ουσΥθηλ) πολιομυελίτι
polarización [πολαριθαθιόν] (ουσΥθηλ.) δα.
πόλωση. polisílabo [πολισίλαμπο] (επίθ.) πολυ
polarizar [πολαριθάρ] (ρ.) πολώνω, σύλλαβος,
polea [πολέα] (ουσΥθηλ.) τροχαλία, politécnico [πολιτέκνικο] (ουσ/αρσ.)
431
política
πολυτεχνείο, φρουτ.
política [πολίτικα] (ουσ./θηλ.) πολίτι pómez [πόμεθ] (ουσΥθηλ.) ελαφρό-
κη. πετρα.
político [πολίτικο] (επίθ.) πολιτικός, pomo [πόμο] (ουσΥαρσ.) 1: πόμολο,
politiquero [πολιτικέρο] (ουσΥαρσ.) λαβή, 2: μπουκαλάκι αρώματος,
πολιτικάντης, pompa [πόμπα] (ουσΥθηλ.) 1: φού
póliza [πόλιθα] (ουσΥθηλ.) χαρτόση σκα, μπουρμπουλήθρα, 2: πομπή, 3:
μο. στόμφος.
polizón [πολιθόν] (ουσΥαρσ.) λαθρε pomposidad [πομ'ποσιδάδ] (ουσ./
πιβάτης. θηλ.) στόμφος,
polo [πόλο] (ουσΥαρσ.) 1: πόλος 2: pomposo [πομ'πόσο] (επίθ.) πομπώ
υδατοσφαίριση, πόλο (άθλημα). δης μεγαλειώδης στομφώδης,
poltrón [πολτρόν] (επίθ.) οκνηρός νω pómulo [πόμουλο] (ουσΥαρσ.) μήλο
θρός τεμπέλης, του προσώπου, ζυγωματικό,
poltrona [πολτρόνα] (ουσΥθηλ.) 1: ανα poncho [πόντσο] (ουσΥαρσ.) πόντσο.
παυτικό κάθισμα, 2: πολυθρόνα, ponderación [πον'ντεραθιόν] (ουσΥ
polución [πολουθιόν] (ουσΥθηλ.) ρύ θηλ.) στάθμισμα.
πανση, μόλυνση, ponderado [πον'ντεράδο] (επίθ.) σταθ
polvareda [πολβαρέδα] (ουσΥθηλ.) σύν μισμένος ισορροπημένος,
νεφο σκόνης! ponderar [πον'ντεράρ] (ρ.) 1: σταθμί
polvera [πολβέρα] (ουσΥθηλ.) που ζω, ζυγιάζω, 2: υπερβάλλω,
δριέρα. ponencia [πονένθια] (ουσΥθηλ.) κοι
polvo [πόλβο] (ουσΥαρσ.) σκόνη, νοποίηση,
pólvora [πόλβορα] (ουσΥθηλ.) μπα ponente [πονέν'τε] (ουσΥαρσ.) κοινο-
ρούτι. ποιητής υπεύθυνος ανακοινώσεων,
polvorear [πολβορεάρ] (ρ.) 1: σκονί poner [πονέρ] (ρ.) βάζω, θέτω, τοπο
ζω, 2: πουδράρω, θετώ.
polvoriento [πολβοριέν'το] (επίθ.) ponerse [πονέρσε] (ρ.) 1: κάθομαι, 2:
σκονισμένος, φορώ, 3: γίνομαι, 4: αρχίζω να · cada
polvorín [πολβορίν] (ουσΥαρσ.) πυρι día a las 6 se pone a la parada del
τιδαποθήκη, autobús - κάθε μέρα στις 6 κάθεται
polla [πόγια] (ουσΥθηλ.) 1: πουλάδα, στη στάση του λεωφορίου · ¡pónte
κλωσσοπουλάκι, 2: (χυδ.) πούτσα. tu abrigo! - φόρα το παλτό σου! ·
pollería [πογιερία] (ουσΥθηλ.) ορνιθο ¡pónte guapo como siempre! - ντύ
τροφείο. σου ωραία όπως πάντα/γίνε όμορ
pollero [πογιέρο] (ουσΥαρσ.) ορνιθο- φος όπως πάντα · se puso a llorar
τρόφος. - άρχισε να κλαίει · ponerse triste -
pollo [πόγιο] (ουσΥαρσ.) κοτόπουλο, στενοχωριέμαι · ¡pónte en su lugar!
poma [πόμα] (ουσΥθηλ.) μήλο. - μπες στη θέση του!.
pomada [πομάδα] (ουσΥθηλ.) αλοιφή, poniente (πονιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δυτι
κρέμα. κός άνεμος πουνέντες ζέφυρος,
pomar [πομάρ] (ουσΥαρσ.) περιβόλι pontazgo [πον'τάθγο] (ουσΥαρσ.) διό
με μηλιές, δια σε γέφυρα,
pomelo [πομέλο] (ουσΥαρσ.) γκρέιπ pontifical [πον'τιφικάλ] (επίθ.) του πο-
432
poroso
433
porque
434
potro
435
poyo
436
prefectura
437
preferencia
438
presentimiento
439
presentir
440
principesco
441
principiante
γκιπικός. ποιώ.
principiante [πρινθιπιάν'τε] (επίθ.) αρ privilegiado [πριβιλεχιάδο] (επίθ.) προ
χάριος, πρωτάρης, νομιούχος προνομιακός
principiar [πρινθιπιάρ] (ρ.) αρχίζω, privilegiar [πριβιλεχιάρ] (ρ.) ευνοώ,
principio [πρινθίπιο] (ουσ./αρα.) 1: αρ υποστηρίζω,
χή, 2: αιτία, 3: καταγωγή, privilegio [πριβιλέχιο] (ουσΥαρσ.) προ
pringar [πρινγκάρ] (ρ.) λεκιάζω ή κηλι νόμιο, πλεονέκτημα,
δώνω με λίπος, proa [πρόα] (ουσΥθηλ.) πλώρη,
pringoso [πρινγκόσο] (επίθ.) 1: λιπα probabilidad [προμπαμπιλιδάδ] (ουσΥ
ρός, 2: λιγδιάρης. θηλ.) πιθανότητα,
pringue [πρίνγκε] (ουσΥαρσ.) λίπος probable [προμπάμπλε] (επίθ.) πιθα
λίγδα, λεκές από λίπος, νός ενδεχόμενος,
prior [πριόρ] (ουσΥαρσ.) ηγούμενος, probablemente [προμπάμπλεμεν'τε]
priorato [πριοράτο] (ουσΥαρσ.) μονα (επίρρ.) πιθανόν, πιθανώς ίσως, εν
στήρι, μονή. δεχομένως,
prioridad [πριοριδάδ] (ουσΥθηλ.) προ probado [προμπάδο] (επίθ.) δοκιμα
τεραιότητα, σμένος.
prioritario [πριοριτάριο] (επίθ.) που probador [προμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) δο
έχει προτεραιότητα, προέχων. κιμαστήριο,
prisa [πρίσα] (ουσ,/θηλ.) βιασύνη · probar [προμπάρ] (ρ.) 1: δοκιμάζω, 2:
tener prisa- βιάζομαι · ¿por qué αποδεικνύω.
tienes tanta prisa? - γιατί βιάζεσαι probeta [προμπέτα] (ουσ,/θηλ.) ογκο
τόσο;. μετρικός σωλήνας,
prisión [πρισιόν] (ουσΥθηλ.) φυλακή, probatorio [προμπατόριο] (επίθ.) απο
prisionero [πρισιονέρο] (ουσΥαρσ.) δεικτικός,
φυλακισμένος κρατούμενος αιχμά probidad [προμπιδάδ] (ουσΥθηλ.) ακε
λωτος. ραιότητα, χρηστότητα,
prisma [πρίσμα] (ουσΥαρσ.) πρίσμα, problema [προμπλέμα] (ουσΥαρσ.) πρό
άποψη. βλημα.
prismático [πρισμάτικο] (επίθ.) πρι problemático [προμπλεμάτικο] (επίθ.)
σματικός προβληματικός,
prismáticos [πρισμάτικος] (ουσΥαρσ.) probo [πρόμπο] (επίθ.) ακέραιος έντι
πληθ. κιάλια, διόπτρες μος.
prístino [πρίστινο] (επίθ.) πρωτόγο procacidad [προκαθιδάδ] (ουσΥθηλ.)
νος αρχικός, αυθάδεια, θρασύτητα.
privación [πριβαθιόν] (ουσΥθηλ.) στέ procaz [προκάθ] (επίθ.) πρόστυχος
ρηση, έλλειψη, ένδεια, απώλεια, χυδαίος αδιάντροπος θρασύς,
privado [πριβάδο] (επίθ.) ιδιωτικός procedencia [προθεδένθια] (ουσΥθηλ.)
ιδιαίτερος προσωπικός, προέλευση,
privar [πριβάρ] (ρ.) 1; στερώ, αφαιρώ, procedente [προθεδέν'τε] (επίθ.) προ
2: αποκλείω, ερχόμενος,
privativo [πριβατίβο] (επίθ.) αποκλει proceder [προθεδέρ] (ρ.) 1; προέρχο
στικός στερητικός, μαι, 2: προβαίνω, 3: συμπεριφέρο
privatizar [πριβατιθάρ] (ρ.) ιδιωτικο μαι, 4: αρμόζει.
442
profetizar
443
profilaxis
445
propina
446
proyección
447
proyectar
448
pulmonía
449
pulpa
μονία. τσιά.
pulpa [πούλπα] (ουσ./θηλ.) σάρκα, punteado [πουν'τεάδο] (επίθ.) κατά
pulpito [πούλττιτο] (ουσ,/αρσ.) άμβω στικτος σημαδεμένος,
νας. puntear [πουν'τεάρ] (ρ.) 1: σημειώνω
pulpo [πούλττο] (ουσΥαρσ.) χταπόδι, κουκκίδα, 2: χτυπώ χορδή, 3: (Ναυτ.)
pulsación [πουλσαθιόν] (ουσΥθηλ.) παλ αναστρέφω την πορεία πλοίου,
μός, σφυγμός, puntera [πουν'τέρα] (ουσΥθηλ.) κλω
pulsador [πουλσαδόρ] (επίθ.) παλμι τσιά.
κός, σφυγμικός, puntería [πουν'τερία] (ουσΥθηλ.) ευ
pulsar [πουλσάρ] (ρ.) 1: πιέζω, 2: πάλ στοχία.
λω, 3: σφύζω, 4: σφυγμόμετρά), puntero [πουν'τέρο] (ουσΥαρσ.) δεί
pulsátil [πουλσάτιλ] (επίθ.) παλλόμε- κτης σημάδι,
νος. puntiagudo [πουντιαγούδο] (επίθ.) αιχ
pulsera [πουλσέρα] (ουσΥθηλ.) βρα μηρός μυτερός
χιόλι. puntilla [πουν'τίγια] (ουσΥθηλ.) καρφί,
pulso [πούλσο] (ουσΥαρσ.) 1: σφυγ ήλος, πρόκα,
μός, 2: σταθερό χέρι. puntillo [πουν'τίγιο] (ουσΥαρσ.) υπέρ
pulverización [πουλβεριθαθιόν] (ουσ./ μετρη ευθιξία,
θηλ.) κονιορτοποίηση, ψεκασμός, puntilloso [πουν'τιγιόσο] (επίθ.) υπε
pulverizador [πουλβεριθαδόρ] (ουσ./ ρευαίσθητος εύθικτος,
αρσ.) ψεκαστήρας, punto [πούν'το] (ουσΥαρσ.) 1: σημείο,
pulverizar [πουλβεριθάρ] (ρ.) ψεκάζω, τελεία, πόντος 2: πλέξη, 3: στόχος
pulla [πούγια] (ουσ,/θηλ.) ταπεινωτικό σκοπός, 4: άποψη,
σχόλιο, χλευασμός, λοιδωρία. puntuabie [πουν/τουάμπλε] (επίθ.) υπο
punción [πουνθιόν] (ουσΥθηλ.) παρα λογίσιμος
κέντηση, διατρύπηση. puntuación [πουν'τουαθιόν] (ουσΥ
puncionar [πουνθιονάρ] (ρ.) παρακε θηλ.) 1: στίξη, 2: βαθμολόγηση,
ντώ, διατρυπώ, puntual [πουν'τουάλ] (επίθ.) ακριβής,
pundonor [πουν'ντονόρ] (ουσΥαρσ.) puntualidad [πουν'τουαλιδάδ] (ουσΥ
αυτοσεβασμός, φιλαυτία, θηλ.) ακρίβεια,
pundonoroso [πουν'ντονορόσο] (επίθ.) puntualizar [πουν'τουαλιθάρ] (ρ.) συ
υπερήφανος φίλαντος. γκεκριμενοποιώ, καθορίζω, προσδι
pungir [πουνχίρ] (ρ.) τρυπώ. ορίζω.
punible [πουνίμπλε] (επίθ.) τιμωρητέος puntuar [πουν'τουάρ] (ρ.) 1: βάζω ση
αξιόποινος, μεία στίξης 2: βαθμολογώ,
púnico [πούνικο] (επίθ.) καρχηδονια- punzada [πουνθάδα] (ουσΥθηλ.) σου
κός. βλιά.
punición [πουνιθιόν] (ουσ,/θηλ.) τιμω punzante [πουνθάν'τε] (επίθ.) σουβλε-
ρία, ποινή, ρός, αιχμηρός,
punta [πούν'τα] (ουσΥθηλ.) αιχμή, ακ punzar [πουνθάρ] (ρ.) τρυπώ, σουβλί
μή, μύτη, άκρη. ζω.
puntada [πουν'τάδα] (ουσΥθηλ.) βε punzón [πουνθόν] (ουσΥαρσ.) καλέμι,
λονιά. διατρητήρας γλυφίδα,
puntapié [πουν'ταπιέ] (ουσΥαρσ.) κλω puñado [πουνιάδο] (ουσΥαρσ.) χού-
450
puyazo
451
κλείνουμε ραντεβού;,
quedarse [κεδάρσε] (ρ.) 1: μένω, πα
Q, q [κου] (ουσΥθηλ.) το εικοστό γράμ ραμένω, 2: κρατώ, 3: ξεγελώ, εξαπα
μα του ισπανικού αλφαβήτου, τώ · se quedó en la oficina dos horas
que [κέ] 1: (αναφορική αντ.) ο οποίος más - έμεινε στο γραφείο δύο ώρες
η οποία, το οποίο, 2: (σύνδ.) που, ότι, παραπάνω · se quedaron con la boca
πως να · el chico del que te hablé - το abierta- έμειναν με το στόμα ανοι
αγόρι για το οποίο σου μίλησα · Ια χτό.
chica que estás esperando - η κοπέ quedo [κέδο] (επίθ.) 1: ακίνητος ήσυ
λα που περιμένεις · el asunto que me χος 2: προσεκτικός,
interesa - το θέμα που με ενδιαφέρει quehacer [κεαθέρ] (ουσΥαρσ.) ασχο
• te dije que tengo mucho trabajo λία, εργασία,
- σου είπα ότι έχω πολλή δουλειά · queja [κέχα] (ουσΥθηλ.) 1: παράπονο,
necesito que me traigas los papeles - 2: διαμαρτυρία,
χρειάζομαι να μου φέρεις τα χαρτιά. quejarse [κεχάρσε] (ρ.) παραπονιέμαι,
qué [κέ] (εωρτηματική αντ.) τι · ¿qué διαμαρτύρομαι,
hora es?- tí ώρα είναι;-¿qué quieres? quéjica [κέχικα] 1: (ουσΥαρσ.) παρα
- τι θέλεις. πονιάρης κατσούφης γκρινιάρης
quebrada [κεμπράδα] (ουσΥθηλ.) φα 2: (επίθ.) παραπονιάρικος κατσούφι-
ράγγι. κος γκρινιάρικος.
quebradizo [κεμπραδίθο] (επίθ.) εύ quejido [κεχίδο] (ουσΥαρσ.) γογγητό,
θραυστος, ασθενικός, στεναγμός,
quebrado [κεμπράδο] 1: (ουσΥαρσ.) quejoso [κεχόσο] (επίθ.) παραπονιά
κλάσμα, 2: χρεοκοπία, πτώχευση, 3: ρης μεμψίμοιρος
(επίθ.) ραγισμένος γεμάτος ρωγμές quejumbre [κεχούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.)
quebradura [κεμπραδούρα] (ουσΥ κλαψούρισμα, γογγητό.
θηλ.) ρωγμή, σχισμή, quejumbroso [κεχουμ'μπρόσο] (επίθ.)
quebrantamiento [κεμπραν'ταμιέν'το] γκρινιάρης παραπονιάρης,
(ουσΥαρσ.) σπάσιμο, θραύση, quema [κέμα] (ουσΥθηλ.) 1: φωτιά, 2:
quebrantar [κεμπραν'τάρ] (ρ.) σπάζω, ανάφλεξη,
ραγίζω, τσακίζω, quemado [κεμάδο] (επίθ.) 1: καμένος
quebranto [κεμπράν'το] (ουσΥαρσ.) 2: μαυρισμένος 3; ενοχλημένος,
1: ζημιά, βλάβη, 2: εξάντληση, 3: πυ quemador [κεμαδόρ] (ουσΥαρσ.) καυ
ρετός. στήρας.
quebrar[^npáp](p.) 1: σπάζω, θραύω, quemadura [κεμαδούρα] (ουσΥθηλ.)
συντρίβω, 2: χρεοκοπώ, πτωχεύω, έγκαυμα.
queda [κέδα] (ουσΥθηλ.) απαγόρευση quemar [κεμάρ] (ρ.) καίω, ζεματώ ·
• toque de queda - στρατιωτικός νό no lo puedes comer porque todavía
μος. quema - δεν μπορείς να το φας γιατί
quedar [κεδάρ] (ρ.) 1: μένω, παραμέ ακόμα καίει,
νω, 2: κλείνω ραντεβού, 3: συναντιέ quemarse [κεμάρσε] (ρ.) καίγομαι ·
μαι · no te preocupes, queda poco ayerme quemé con la plancha - χθες
más - μην ανησυχείς μένει λίγο ακό κάηκα με το σίδερο,
μα · ¿a qué hora quedamos? - τι ώρα quemarropa [κεμαρόπα] (επίρρ.) · α
452
quinceavo
453
quinceañero
454
quizá(s)
λα ηλίου.
quite [κίτε] (ουσΥαρσ.) αφαίρεση, εξά
λειψη.
quizá(s) [κιθά(ς)] (επίρρ.) ίσως, πιθα
νώς πιθανόν.
455
racionalización [ραθιοναλιθαθιόν] (ουσΥ
θηλ.) εκλογίκευση, αιτιολόγηση,
R, r [έρρε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό πρώ racionamiento [ραθιοναμιέν'το] (ουσΥ
το γράμμα του ισπανικής αλφαβή αρσ.) διανομή, κατανομή, διάθεση,
του. racionar [ραθιονάρ] (ρ.) 1: διανέμω, 2:
rabadán [ραμπαδάν] (ουσΥαρσ.) αρ- περιορίζω την κατανάλωση,
χιβοσκός. racismo [ραθίσμο] (ουσΥαρσ.) ρατσι
rabada [ραμπάδα] (ουσΥθηλ.) οπίσθια, σμός φυλετισμός,
γλουτοί. racista [ραθίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
rábano [ράμπανο] (ουσΥαρσ.) ραπάνι, ρατσιστής ρατσίστρια, 2: (επίθ.) φυ
rabí [ραμπί] (ουσΥαρσ.) ραββίνος. λετικός ρατσιστικός,
rabia [ράμπια] (ουσΥθηλ.) λύσσα, ορ racha [ράτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πνοή ανέ
γή, θυμός, μου, 2: αλληλουχία όμοιων γεγονό
rabiar [ραμπιάρ] (ρ.) λυσσώ, επιθυμώ των.
έντονα. radar [ραδάρ] (ουσΥαρσ.) ραντάρ, ρα
rabieta [ραμπιέτα] (ουσΥθηλ.) ξέσπα διοεντοπιστής,
σμα θυμού, radiación [ραδιαθιόν] (ουσΥθηλ.) ακτι
rabino [ραμπίνο] (ουσΥαρσ.) ραββί- νοβολία, εκπομπή κυμάτων,
νος. radiactividad [ραδιακτιβιδάδ] (ουσ./
rabioso [ραμπιόσο] (επίθ.) λυσσασμέ θηλ.) ραδιενέργεια,
νος εξοργισμένος μαινόμενος εξα radiactivo [ραδιακτίβο] (επίθ.) ραδιε
γριωμένος, νεργός.
rabo [ράμπο] (ουσ./αρσ.) ουρά. radiado [ραδιάδορ] (επίθ.) που εκπέ
rabotada [ραμποτάδα] (ουσΥθηλ.) αναι μπει ραδιενέργεια,
δής έκφραση, radiador [ραδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κα
racanear [ρακανεάρ] (ρ.) τεμπελιάζω, λοριφέρ, 2: ψυγείο αυτοκινήτου,
racano [ρακάνο] (επίθ.) οκνηρός τε radial [ραδιάλ] (επίθ.) ακτινωτός ακτι-
μπέλης χαραμοφάης, νικός.
racial [ραθιάλ] (επίθ.) φυλετικός, radiante [ραδιάν'τε] (επίθ.) απαστρά-
racima [ραθίμα] (ουσΥθηλ.) φραγκο πτων, ακτινοβόλος, λαμπρός,
στάφυλο. radiar [ραδιάρ] (ρ.) 1: ακτινοβολώ, λά
racimo [ραθίμο] (ουσΥαρσ.) τσαμπί, μπω, 2: εκπέμπω κύματα,
βότρυς. radical [ραδικάλ] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.)
raciocinar [ραθιοθινάρ] (ρ.) 1: συλλο ρίζα, 2: (επίθ.) ριζικός ριζοσπαστι
γίζομαι, διαλογίζομαι, 2: αιτιολογώ, κός πρωταρχικός βασικός,
raciocinio [ραθιοθίνιο] (ουσΥαρσ.) 1: radicar [ραδικάρ] (ρ.) 1: βρίσκομαι, 2:
συλλογισμός λογική, 2: αιτιολογία, συνίσταμαι,
ración [ραθιόν] (ουσΥθηλ.) μερίδα, radio’ [ράδιο] (ουσΥαρσ.) ακτίνα.
racional [ραθιονάλ] (επίθ.) λογικός έλ radio2[ράδιο] (ουσΥθηλ.) ραδιόφωνο,
λογος σώφρων, νομήμων. radiografía [ραδιογραφία] (ουσΥθηλ.)
racionalidad [ραθιοναλιδάδ] (ουσ./ ακτινογραφία, ραδιογραφία,
θηλ.) λογικότητα, λογική, radiólogo/a [ραδιόλογο/α] (ουσΥαρσ.+
racionalismo [ραθιοναλίσμο] (ουσΥ θηλ.) ακτινολόγος
αρσ.) ορθολογισμός. radioscopia [ραδιοσκόπια] (ουσΥθηλ.)
456
raramente
457
rareza
458
rebote
459
rebozar
460
reconstrucción
461
reconstruir
462
reflexión
463
reflexionar
464
regularmente
465
regurgitación
466
remitir
467
παραπέμπω, 3: υποχωρώ, 4: δίνω renacuajo [ρενακουάχο] (ουσΥαρσ.)
άφεση. γυρίνος
remo [ρέμο] (ουσ,/αρσ.) κουπί, renal [ρενάλ] (επίθ.) νεφρικός,
remojar [ρεμοχάρ] (ρ.) διαποτίζω, rencilla [ρενθίγια] (ουσΥθηλ.) φιλονι
μουσκεύω, κία, διαπληκτισμός.
remojo [ρεμόχο] (ουσΥαρσ.) μούσκε rencor [ρενκόρ] (ουσΥαρσ.) μνησικα-
μα, μούλιασμα. κία.
remolacha [ρεμολάτσα] (ουσΥθηλ.) rencoroso [ρενκορόσο] (επίθ.) μνησί
σακχαρότευτλο, κοκκινογούλι, πα κακος μοχθηρός,
ντζάρι. rendición [ρεν'ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) πα
remolcador [ρεμολκαδόρ] (ουσΥαρσ.) ράδοση.
ρυμουλκό, rendija [ρεν'ντίχα] (ουσΥθηλ.) σχισμή,
remolcar [ρεμολκάρ] (ρ.) ρυμουλκώ, ρωγμή, χαραμάδα,
remolino [ρεμολίνο] (ουσΥαρσ.) δίνη, rendimiento [ρεν'ντιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
στρόβιλος ρουφήχτρα, απόδοση, αποδοτικότητα.
remolonear [ρεμολονεάρ] (ρ.) αδρανώ, rendir [ρεν'ντίρ] (ρ.) 1: αποδίδω, 2: πα
φυγοπονώ, ραδίδω, 3: καταπονώ, κουράζω, 4:
remolque [ρεμόλκε] (ουσΥαρσ.) 1: ρυ παράγω, αποδίδω, εκτελά καλά, 5:
μούλκηση, 2: ρυμουλκό, παρουσιάζω, 5: διαλύω, αραιώνω,
remontar [ρεμον'τάρ] (ρ.) 1: ξεπερνώ, rendirse [ρεν'ντίρσε] (ρ.) παραδίδο-
2: ανέρχομαι, 3: ανυψώνω, μαι, υποκύπτω, υποτάσσομαι,
remontarse [ρεμον'τάρσε] (ρ.) ανέρ renegado [ρενεγάδο] (ουσΥαρσ.) απο
χομαι, ανάγομαι, στάτης αρνησίθρησκος,
remorder [ρεμορδέρ] (ρ.) προκαλώ renegar [ρενενάρ] (ρ.) 1: απαρνούμαι,
τύψεις βασανίζω τη συνείδηση, αποστρέφομαι, 2: αποστατώ, 3: γκρι-
remordimiento [ρεμορδιμιέν'το] (ουσΥ νιάζω.
αρσ.) τύψη, ανησυχία, renglón [ρενγκλόν] (ουσΥαρσ.) αρά
remotamente [ρεμόταμεν'τε] (επίρρ.) δα, γραμμή, σειρά,
1: αόριστα, 2: αμυδρά, ανεπαίσθητα, reniego [ρενιέγο] (ουσ,/αρσ.) βλασφη
(μτφ.) συγκεχυμένα, μία, βρισιά,
remoto [ρεμότο] (επίθ.) μακρινός reno [ρένο] (ουσΥαρσ.) τάρανδος
απόμακρος απώτερος renombrado [ρενομ'μπράδο] (επίθ.)
remover [ρεμοβέρ] (ρ.) 1: ανακατώνω, περίφημος διάσημος ξακουστός
ανακινώ, αναταράζω, 2: μετατοπίζω, επιφανής,
remozar [ρεμοθάρ] (ρ.) ανακαινίζω, renombre [ρενόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.)
ανανεώνω, φήμη, διασημότητα.
remuneración [ρεμουνεραθιόν] (ουσΥ renovación [ρενοβαθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) αμοιβή, ανταμοιβή, ανταπόδο 1: ανανέωση, 2: ανακαίνιση,
ση, αντάλλαγμα, renovar [ρενοβάρ] (ρ.) ανανεώνω, ανα
remunerar [ρεμουνεράρ] (ρ.) ανταμεί καινίζω.
βω, επιβραβεύω, renquear [ρενκεάρ] (ρ.) κουτσαίνω,
renacer [ρεναθέρ] (ρ.) αναγεννιέμαι, χωλαίνω.
renacimiento [ρεναθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) renta [ρέν^α] (ουσΥθηλ.) 1: εισόδημα,
αναγέννηση. 2: μίσθωμα, 3: δημόσιο χρέος.
468
repliegue
469
repoblación
470
resguardo
471
residencia
472
retirarse
473
retiro
474
δρίαση. αρσ.) επένδυση, επικάλυψη,
reunir [ρεσυνίρ] (ρ.) συγκεντρώνω, συ revestir [ρεβεστίρ] (ρ.) επενδύω, επι
νενώνω, συναθροίζω, καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω,
revalorizar [ρεβαλοριθάρ] (ρ.) ανατι- reviejo [ρεβιέχο] (επίθ.) παμπάλαιος,
μώ, αναπροσαρμόζω, revisar [ρεβισάρ] (ρ.) 1: επιθεωρώ, 2:
revancha [ρεβάντσα] (ουσ./θηλ.) ρε επιμελούμαι, 3: αναθεωρώ,
βάνς αντεκδίκηση, revisión [ρεβισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επι
revanchismo [ρεβαν'τσίσμο] (ουσ./ θεώρηση, 2: τσεκάπ, 3: επιμέλεια,
αρσ.) ρεβανσισμός, διόρθωση, 4: αναθεώρηση,
revelación [ρεβελαθιόν] (ουσΥθηλ.) revisionista [ρεβισιονίστα] 1: (ουσΥ
αποκάλυψη, φανέρωση, αρσ.) ρεβιζιονιστής 2:(επίθ.) ρεβιζιο-
revelado [ρεβελάδο] (ουσ,/αρσ.) εμ νιστικός.
φάνιση φωτογραφικών φιλμ. revisor [ρεβισόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ελε
revelar [ρεβελάρ] (ρ.) 1: αποκαλύπτω, γκτής 2: επιμελητής 3: επιθεωρη
2: φανερώνω, 3: εμφανίζω φωτογρα τής.
φία. revista [ρεβίστα] (ουσΥθηλ.) 1: επιθεώ
revender [ρεβεν'ντέρ] (ρ.) μεταπωλώ. ρηση, έλεγχος 2: περιοδικό,
reventar [ρεβεν'τάρ] (ρ.) 1: σκάω, 2: revitalizar [ρεβιταλιθάρ] (ρ.) αναζωο
σπάω, 3: εξουθενώνω, κουράζω, γονώ.
reventón [ρεβεν'τόν] (ουσ,/αρσ.) σκά revivir [ρεβιβίρ] (ρ.) ξαναζωντανεύω,
σιμο, έκρηξη, ξαναζώ, ανασταίνω.
reverberación [ρεβερμπεραθιόν] (ουσΥ revocación [ρεβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.)
θηλ.) αντήχηση, αντανάκλαση, ανάκληση, άρση, ακύρωση,
reverberar [ρεβερμπεράρ] (ρ.) αντη revocar [ρεβοκάρ] (ρ.) ανακαλώ,
χώ, αντανακλώ, revolcarse [ρεβολκάρσε] (ρ.) κυλιέμαι,
reverdecer [ρεβερντεθέρ] (ρ.) αναζωο στριφογυρίζω,
γονώ. revolotear [ρεβολοτεάρ] (ρ.) 1: φτε-
reverencia [ρεβερένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ρουγίζω, 2: πετώ.
ευσέβεια, σεβασμός 2: υπόκλιση, revoloteo [ρεβολοτέο] (ουσΥαρσ.)
reverendo [ρεβερέν'ντο] 1: (ουσ./ φτερούγισμα.
αρσ.) αιδεσιμότατος 2: (επίθ.) σεβά revoltijo [ρεβολτίχο] (ουσΥαρσ.) ανα
σμιος. κατωσούρα, σύγχυση, αναταραχή,
reverente [ρεβερέν'τε] (επίθ.) ευσε revoltoso [ρεβολτόσο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.)
βής ευλαβής, άτακτος ταραχοποιός ταραξίας
reversible [ρεβερσίμπλε] (επίθ.) ανα- revolución [ρεβολουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
στρεφόμενος αντιστρεπτός, επανάσταση, εξέγερση, 2: περιστρο
reverso [ρεβέρσο] (ουσΥαρσ.) 1: ανά φή.
ποδη όψη, 2: ανάστροφος χαστού revolucionar [ρεβολουθιονάρ] (ρ.) επα
κι. ναστατώ.
revés [ρεβές] (ουσΥαρσ.) 1: ανάποδη revolucionario [ρεθολουθιονάριο] 1:
πλευρά, 2: χαοττούκι, 3: μεταστροφή, (ουσΥαρσ.) επαναστάτης 2: (επίθ.)
4: οπισθοδρόμηση · al revés- αντίθε επαναστατικός,
τα/ανάποδα, revólver [ρεβόλβερ] (ουσΥαρσ.) περί
revestimiento [ρεβεστιμιέν'το] (ουσ./ στροφο.
475
revolver
476
romper
477
rompiente
478
rutinario
479
sabroso [σαμπρόσο] (επίθ.) 1: γευστι
κός εύγευστος 2: πικάντικος 3: ζου
S, s [έσε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό δεύτε μερός χορταστικός 4: ευχάριστος
ρο γράμμα του ισπανικού αλφαβή ωραίος.
του. sabueso [σαμπουέσο] (ουσΥαρσ.) λα
sábado [σάμπαδο] (ουσΥαρσ.) Σάβ γωνικό.
βατο. saca [σάκα] (ουσΥθηλ.) σάκα, σάκος,
sabana [σαμπάνα] (ουσΥθηλ.) σαβά sacacorchos [σακακόρτσος] (ουσΥ
να. αρσ.) εκπωματιστήρας ανοιχτήρι,
sábana [σάμπανα] (ουσΥθηλ.) σεντό τιρμπουσόν,
νι. sacapuntas [σακαπούν'τας] (ουσΥαρσ.)
sabandija [σαμπαν'ντίχα] (ουσΥθηλ.) ξύστρα.
κοριός, ζωύφιο, sacar [σακάρ] (ρ.) 1: βγάζω, εξάγω, 2:
sabañón [σαμπανιόν] (ουσΥαρσ.) χιο τραβώ, μετακινώ, 3: γλιτώνω, 4: προ
νίστρα. σβάλλω, 5: παράγω, 6: φανερώνω,
sabedor [σαμπεδόρ] (ουσΥαρσ.) γνώ δείχνω, 7: ξεπερνώ · sacar algo de su
στης. lugar- βγάζω κάτι από τη θέση του ·
saber [σαμπέρ] (ρ.) 1: (για άνθρω sacar buenas notas- παίρνω καλούς
πο) ξέρω, γνωρίζω · ¿sabes que se βαθμούς · sacar ala luz- φανερώνω ·
casarán el mes que viene?- ξέρεις ότι sacar fotos- βγάζω φωτογραφίες,
θα παντρευτούν τον επόμενο μήνα; · sacarina [σακαρίνα] (ουσΥθηλ.) σακ
-no, no lo sé- όχι, δεν το ξέρω, 2: (για χαρίνη, ζαχαρίνη,
φαγητό) (α) έχω γεύση · no me gusta sacerdocio [σαθερδόθιο] (ουσΥαρσ.)
este dulce porque sabe a naranja - ιεροσύνη,
δε μου αρέσει αυτό το γλυκό, γιατί sacerdote [σαθερδότε] (ουσΥαρσ.) ιε
έχει γεύση πορτοκάλι, ρέας κληρικός,
sabiduría [σαμπιδουρία] (ουσΥθηλ.) 1: saciado [σαθιάδο] (επίθ.) κορεσμένος,
σοφία πολυμάθεια, γνώση, 2: σύνε saciar [σαθιάρ] (ρ.) κορεννύω, χορταί
ση. νω, ικανοποιώ,
sabio [σάμπιο] (επίθ.) 1: σοφός, πολυ saciedad [σαθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) χόρ
μαθής 2: συνετός, ταση, ικανοποίηση, κόρος κορε
sable [σάμπλε] (ουσΥαρσ.) ξίφος σπα σμός.
θί. saco [σάκο] (ουσΥαρσ.) 1: σάκος τσου
sablear [σαμπλεάρ] (ρ.) δανείζομαι, βάλι, 2: σακίδιο, σακάκι, τζάκετ,
κάνω τράκα, sacramental [σακραμεν'τάλ] (επίθ.)
sabor [σαμπόρ] (ουσΥαρσ.) γεύση . μυσταγωγικός τελετουργικός,
saborear [σαμπορεάρ] (ρ.) 1: γεύομαι, sacramentar [σακραμεν'τάρ] (ρ.) κοι-
2: απολαμβάνω, χαίρομαι, νωνώ, μεταλαμβάνω.
sabotaje [σαμποτάχε] (ουσΥαρσ.) σα- sacramento [σακραμέν'το] (ουσΥαρσ.)
μποτάζ. μυστήριο,
saboteador [σαμποτεαδόρ] (ουσΥαρσ.) sacrificar [σακριφικάρ] (ρ.) θυσιάζω,
σαμποτέρ, δολιοφθορέας sacrificio [σακριφίθιο] (ουσΥαρσ.) θυ
sabotear [σαμποτεάρ] (ρ.) σαμποτά σία.
ρω. sacrilegio [σακριλέχιο] (ουσΥαρσ.) ιε-
480
salón
481
salpicadero
482
saturación
νόρθωση. αρπάζω.
sanear [σανεάρ] (ρ.) εξυγιαίνω, saqueo [σακέο] (ουσΥαρσ.) δήωση,
sangrante [σανγκράν'τε] (επίθ.) αιμορ- λεηλασία, αρπαγή,
ραγικός. sarampión [σαραμ'πιόν] (ουσΥαρσ.)
sangrar [σανγκράρ] (ρ.) αιμορραγώ, ιλαρά.
αφαιμάσσω. sarcasmo [σαρκάσμο] (ουσ,/αρσ.) σαρ
sangre [σάνγκρε] (ουσΥθηλ.) αίμα. κασμός κυνισμός ειρωνεία,
sangría [σανγκρία] (ουσΥθηλ.) 1: αφαί sarcástico [σαρκάστικο] (επίθ.) σαρκα
μαξη, αιμορραγία, 2: σανγκρία (είδος στικός, κυνικός ειρωνικός,
ποτού). sarcófago [σαρκόφαγο] (ουσΥαρσ.)
sangriento [σανγκριέν'το] (επίθ.) 1: αι σαρκοφάγος,
ματηρός, αιμοσταγής 2: (μτφ.) φαύ sardina [σαρδίνα] (ουσΥθηλ.) σαρδέ
λος σκληρός μοχθηρός λα.
sanguijuela [σανγιχουέλα] (ουσΥθηλ.) sargento [σαρχέν'το] (ουσΥαρσ.) λο-
βδέλλα. Χίας
sanguinario [σανγινάριο] (επίθ.) 1: αι- sarmentoso [σαρμεν'τόσο] (επίθ.) αναρ-
μοβόρος αιμοδιψής 2: απάνθρωπος, ριχόμενος
sanguíneo [σανγίνεο] (επίθ.) αιματώ sarna [σάρνα] (ουσ,/θηλ.) ψώρα.
δης αιμάτινος αιμοφόρος, sarnoso [σαρνόσο] (επίθ.) ψωριάρης
sanidad [σανιδάδ] (ουσΥθηλ.) δημό πανάθλιος,
σια υγεία. sarpullido [σαρπουγίδο] (ουσΥαρσ.) 1:
sanitario [σανιτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) εξάνθημα, 2: τσίμπημα ψύλλου,
υγειονομικός (υπάλληλος) 2: (επίθ.) sarta [σάρτα] (ουσ,/θηλ.) νήμα, σειρά
υγειονομικός • una sarta de recuerdos- μια σειρά
sano [σάνο] (επίθ.) 1: υγιής υγιεινός αναμνήσεων,
2: άθικτος · sano y salvo- σώος και sartén [σαρτέν] (ουσΥθηλ.) τηγάνι,
αβλαβής. sastre [σάστρε] (ουσ,/αρσ.) ράφτης,
santidad [σαν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) αγιό satanás [σατανάς] (ουσΥαρσ.) σατα
τητα, ιερότητα, νάς.
santificar [σαν'τιφικάρ] (ρ.) καθαγιά satánico [σατάνικο] (επίθ.) σατανικός
ζω, αγιάζω, δοξάζω, δαιμονικός,
santiguarse [σαν'τιγουάρσε] (ρ.) κάνω satélite [σατέλιτε] (ουσΥαρσ.) δορυ
τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι. φόρος.
santo [σάν'το] 1: (ουσΥαρσ.) άγιος 2: sátira [σάτιρα] (ουσΥθηλ.) σάτιρα,
(επίθ.) άγιος όσιος ιερός, satirizar [σατιριθάρ] (ρ.) σατιρίζω.
santuario [σαν'τουάριο] (ουσΥαρσ.) satisfacción [σατισφακθιόν] (ουσΥθηλ.)
ιερό, άσυλο, τέμενος, ικανοποίηση,
saña [σάνια] (ουσΥθηλ.) φρενίτιδα, κα satisfacer [σατισφαθέρ] (ρ.) 1: ικανο
ταστρεπτική μανία, ποιώ, 2: εξοφλώ, 3: επανορθώνω,
sapo [σάπο] (ουσΥαρσ.) βάτραχος φρύ- satisfactorio [σατισφακτόριο] (επίθ.)
νος ικανοποιητικός,
saponificar [σαπονιφικάρ] (ρ.) σαπου- satisfecho [σατισφέτσο] (επίθ.) ικανο
νοποιώ. ποιημένος,
saquear [σακεάρ] (ρ.) δηώ, λεηλατώ, saturación [σατουραθιόν] (ουσΥθηλ.)
483
saturar
484
semestral
485
semestre
486
serenata
487
serenidad
488
sillería
489
sillín
490
sobrado
491
sobrante
ζων. υπερφυσικός,
sobrante [σομπράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) sobrenombre [σομπρενόμ'μπρε] (ουσΥ
πλεόνασμα περίσσευμα, 2 : (επίθ.) αρσ.) παρωνύμιο, επονομασία, παρα
πλεονάζων, περίσσιος, τσούκλι.
sobrar [σομπράρ] (ρ.) 1: περισσεύω, sobrepasar [σομπρεπασάρ] (ρ.) υπερ
πλεονάζω, 2: απομένω, βαίνω, ξεπερνώ,
sobre [σόμπρε] 1: (ουσ,/αρσ.) φάκε sobreponerse [σομπρεπονέρσε] (ρ.)
λος, 2: (πρόθ.) πάνω από, επί, περί, αυτοκυριαρχούμαι, αυτοεπιβάλλο-
περίπου · las llaves están sobre la μαι.
puerta - τα κλειδιά είναι πάνω στην sobreprecio [σομπρεπρέθιο] (ουσΥαρσ.)
πόρτα · voy a recogerte sobre las 9 - υπερτίμηση,
θα σε πάρω γύρω στις 9 · le encanta sobreproducción [σομπρεπροδουκ-
hablar sobre la tecnología - του αρέ θιόν] (ουσΥθηλ.) υπερπαραγωγή,
σει πολύ να μιλάει περί τεχνολογίας, sobrepujar [σομπρεπουχάρ] (ρ.) υπερ
sobreabundancia [σομπρεαμπουν'νταν- νικώ, ξεπερνώ,
θία] (ουσΥθηλ.) υπερεπάρκεια. sobresaliente [σομπρεσαλιέν'τε] (ουσΥ
$ο^ββΙΐιτιβηΐ3αόη[σομπρεαλιμεν'τα- αρσ.) ανώτερος βαθμός, άριστα,
θιόν] (ουσΥθηλ.) υπερτροφία, sobresalir [σομπρεσαλίρ] (ρ.) εξέχω,
sobrecalentar [σομπρεκαλεν'τάρ] (ρ.) υπερέχω, ξεχωρίζω, διαπρέπω.
υπερθερμαίνω, sobresaltar [σομπρεσαλτάρ] (ρ.) τρο
sobrecama [σομπρεκάμα] (ουσΥθηλ.) μάζω, φοβίζω,
κουβέρτα, κάλυμμα, sobresalto [σομπρεσάλτο] (ουσΥαρσ.)
sobrecarga [σομπρεκάργα] (ουσΥθηλ.) 1: έκπληξη, 2: αναπήδηση, 3: τίναγ-
υπερφόρτωση, παραφόρτωμα, υπέρ μα.
βαρο. sobrestante [σομπρεστάντε] (ουσΥαρσ.)
sobrecargar [σομπρεκαργάρ] (ρ.) υπερ επιστάτης εργοδηγός
φορτώνω, παραφορτώνω, επιβαρύ sobrevenir [σομπρεβενίρ] (ρ.) επέρχο
νω. μαι, προκύπτω,
sobrecejo [σομπρεθέχο] (ουσΥαρσ.) sobrevivir [σομπρεβιβίρ] (ρ.) επιζώ,
συνοφρύωση. sobriedad [σομπριεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1:
sobreentender [σομπρε(ε)ν'τεν'ντέρ] εγκράτεια, μετριοπάθεια, 2: λιτότη
(ρ.) συνάγεται το συμπέρασμα, εξυ- τα, απλότητα,
πακούεται, υπονοείται, sobrino [σομπρίνο] (ουσΥαρσ.) ανι
sob re e stim a r [σομπρε(ε)στιμάρ] (ρ.) ψιός.
υπερεκτιμώ, sobrio [σόμπριο] (επίθ.) 1: εγκρατής
sobrehumano [σομπρεουμάνο] (επίθ.) μετρημένος μετριοπαθής 2 λιτός
υπεράνθρωπος, απλός 3: νηφάλιος,
sobrellevar [σομπρεγιεβάρ] (ρ.) υπο socarrón [σοκαρόν] (επίθ.) 1: σαρκα
μένω, εγκαρτερώ, αντέχω, στικός χλευαστικός ειρωνικός 2:
sobremanera [σομπρεμανέρα] (επίρρ.) απατεώνας,
υπερβολικά, socavar [σοκαβάρ] (ρ.) υποσκάπτω,
sobremodo [σομπρεμόδο] (επίρρ.) υπονομεύω,
πάρα πολύ. sociabilidad [σοθιαμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
sobrenatural [σομπρενατουράλ] (επίθ.) κοινωνικότητα
492
solicitar
493
solícito
494
sordom udo
495
sorna
496
sucinto
497
sucio
498
suplefaltas
499
suplementario
500
suyo
501
tacón [τακόν] (ουσΥαρσ.) τακούνι ·
zapátos de tacón (alto) - ψηλοτά-
T, t [τε] (ουσ,/θηλ.) το εισκοστό τρίτο κουνα παπούτσια · le gusta llevar
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, tacones - της αρέσει να φοράει ψη-
taba [τάμπα] (ουσΥθηλ.) 1: αστράγα λοτάκουνα.
λος 2: πεντόβολα. taconazo [τακονάθο] (ουσΥαρσ.) τα-
tabaco [ταμπάκο] (ουσΥαρσ.) καπνός κουνιά.
tábano [τάμπανο] (ουσΥαρσ.) αλογό táctica [τάκτικα] (ουσΥθηλ.) τακτική,
μυγα. μέθοδος, στρατηγική,
taberna [ταμπέρνα] (ουσΥθηλ.) ταβέρ táctil [τάκτιλ] (επίθ.) απτός ψηλαφη
να. τός.
tabernero [ταμπερνέρο] (ουσΥαρσ.) τα tacto [τάκτο] (ουσΥαρσ.) 1: αφή, άγγιγ
βερνιάρης μα, 2: αβρότητα, λεπτότητα, τακτ.
tabicar [ταμπικάρ] (ρ.) φράζω με τά tacha [τάτσα] (ουσΥθηλ.) 1: ελάττωμα,
βλες 2: πρόκα.
tabique [ταμπίκε] (ουσΥαρσ.) χώρισμα, tachar [τατσάρ] (ρ.) 1: διαγράφω, εξα
tabla [τάμπλα] (ουσΥθηλ.) 1: τάβλα, λείφω, 2: στιγματίζω, στηλιτεύω, επι
σανίδα, 2: πάλκο (σκηνής), 3: φράγ κρίνω.
μα. tachón [τατσόν] (ουσ,/αρσ.) 1: μου-
tablado [ταμπλάδο] (ουσ,/αρσ.) 1: εξέ τζούρα, 2: διαγραφή,
δρα, ικρίωμα, 2: πάτωμα θεατρικής tahona [ταόνα] (ουσΥθηλ.) αρτο
σκηνής. ποιείο.
tablero [ταμπλέρο] (ουσΥαρσ.) 1: τά tahonero [ταονέρο] (ουσΥαρσ.) αρτο
βλα, 2: σκακιέρα, 3: πίνακας, ποιός.
tableta [ταμπλέτα] (ουσΥθηλ.) 1: δι taima [τάιμα] (ουσΥθηλ.) πονηριά, πα
σκίο, ταμπλέτα, 2: πλακέτα. νουργία.
tabletear [ταμπλετεάρ] (ρ.) κροταλί tajante [ταχάν'τε] (επίθ.) 1: κοφτερός,
ζω. αιχμηρός, 2: οξύς, 3: οριστικός,
tableteo [ταμπλέτεο] (ουσΥαρσ.) κρο- tajar [ταχάρ] (ρ.) κόβω φέτες,
τάλισμα. tajo [τάχο] (ουσΥαρσ.) 1: εντομή, εγκο
tablón [ταμπλόν] (ουσΥαρσ.) 1: χοντρή πή, 2: γκρεμός ρεματιά, χαράδρα, 3:
σανίδα, 2: πίνακας (ανακοινώσεων). απασχόληση, εργασία,
tabú [ταμπού] (ουσΥαρσ.) ταμπού, tal [ταλ] (δεικτική αντ.) τέτοιος · no es
taburete [ταμπουρέτε] (ουσΥαρσ.) σκα de su carácter tal com portam iento -
μνί, σκαμπό, δεν είναι του χαρακτήρα του τέτοια
tacañería [τακανιερία] (ουσΥθηλ.) φι- συμπεριφορά · es im perdonable
λαργυρία, τσιγκουνιά, actuar de ta l m anera - είναι ασυγχώ
tacaño [τακάνιο] (επίθ.) φιλάργυρος ρητο να συμπεριφέρεται κανείς με
τσιγκούνης φιλοχρήματος τέτοιο τρόπο,
taciturno [ταθιτούρνο] (επίθ.) σιωπη taladrar [ταλαδράρ] (ρ.) διατρυπώ,
λ ός ολιγόλογος σκυθρωπός, taladro [ταλάδρο] (ουσΥαρσ.) τρυπά-
taco [τάκο] (ουσΥαρσ.) 1: τάπα, σφήνα,
2: στέκα, παλούκι, 3: αισχρολογία, 4: talante [ταλάν'τε] (ουσΥαρσ.) ψυχική
μάτσο, 5: μπέρδεμα. διάθεση, προθυμία, κέφι.
502
tapiar
503
tapicería
504
temerario
505
temeridad
506
terreno terreno
507
terrestre
508
tirante
509
tirantez
510
tornillo
511
torno
512
tranco
513
tranquilidad
514
trasplantar
515
trasplante
516
tripular
517
triquiñuela
518
tutelar
519
tutor
προστατευτικός.
tutor [τουτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κηδεμό
νας, επίτροπος προστάτης 2: παι
δαγωγός
tutoría [τουτορία] (ουσΥθηλ.) κηδε
μονία.
tuyo [τούγιο] (κτητική αντ.) δικό σου
• ¿este paquete es tuyo1 - αυτό το
πακέτο είναι δικό σου; · esta m aleta
es (la) tuya - αυτή η βαλίτσα είναι (η)
δίκιά σου.
520
último [ούλτιμο] (επίθ.) τελευταίος
τελικός,
U, u [ου] (ουσΥθηλ.) το εικοστό τέ ultra [ούλτρα] (επίθ.) ακραίος,
ταρτο γράμμα του ισπανικού αλφα ultrajante [ουλτραχάντε] (επίθ.) υπερ
βήτου. βολικός προσβλητικός,
u [ου] (διαζευκτικός σύνδ.) ή (αντί του ultrajar [ουλτραχάρ] (ρ.) προσβάλλω,
«ο» μπροστά από ο -, ho -) · m ujer u θίγω.
hom bre - γυναίκα ή άνδρας. ultraje [ουλτράχε] (ουσΥαρσ.) προ
ubérrimo [ουμπέριμο] (επίθ.) πάρα σβολή, ύβρις.
πολύ εύφορος, ultramar [ουλτραμάρ] (ουσΥαρσ.) υπερ
ubicación [ουμπικαθιόν] (ουσΥθηλ.) πόντια χώρα
τοποθεσία, θέση, μέρος, ultramarino [ουλτραμαρίνο] (επίθ.)
ubicar [ουμπικάρ] (ρ.) εντοπίζω, υπερπόντιος,
ubicuo [ουμπίκουο] (επίθ.) πανταχού ultranza [ουλτράνθα] (επίρρ.) πέρα
παρών. για πέρα, μέχρι εσχάτων · a ultranza
ubre [ούμπρε] (ουσΥθηλ.) μαστός, μα - μέχρι εσχάτων,
στάρι. ultrasonido [ουλτρασονίδο] (ουσΥαρσ.)
Ud„ Uds. [ουστέδ, ουστέδες] σύντ. υπέρηχος,
usted, ustedes. ultratumba [ουλτρατούμπα] (ουσΥ
uf! [ουφ] (επιφ.) ουφ!, ωχ!, θηλ.) μεταθανάτια,
ufanarse [ουφανάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, ultravioleta [ουλτραβιολέτα] (επίθ.)
κομπάζω, επαίρομαι. υπεριώδης,
ufanía [ουφανία] (ουσΥθηλ.) καυχη- ulular [ουλουλάρ] (ρ.) ουρλιάζω,
σιολογία, κομπασμός, έπαρση, κο- ululato [ουλουλάτο] (ουσΥαρσ.) ουρ
μπορρημοσύνη. λιαχτό.
ufano [ουφάνο] (επίθ.) καυχησιάρης umbilical [ουμπιλικάλ] (επίθ.) ομφά
κομπαστής, λιος ομφαλικός,
ujier [ουχιέρ] (ουσΥαρσ.) κλητήρας, umbral [ουμ'μπράλ] (ουσΥαρσ.) κα
úlcera [ούλθερα] (ουσΥθηλ.) έλκος, τώφλι.
ulceración [ουλθεραθιόν] (ουσΥθηλ.) umbrío [ουμ'μπρίο] (επίθ.) σκιερός,
έλκωση. umbroso [ουμμπρόσο] (επίθ.) σκιερός,
ulcerar [ουλθεράρ] (ρ.) προκαλώ έλ unánime [ουνάνιμε] (επίθ.) ομόφωνος,
κος. unanimidad [ουνανιμιδάδ] (ουσΥθηλ.)
ulceroso [ουλθερόσο] (επίθ.) ελκώδης, ομοφωνία,
ulterior [ουλτεριόρ] (επίθ.) κατοπινός unción [ουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χρί
μεταγενέστερος, σμα, 2: μύρο.
ultimación [ουλτιμαθιόν] (ουσΥθηλ.) uncir [ουνθίρ] (ρ.) ζεύω.
αποπεράτωση, ολοκλήρωση, undécimo [ουν'ντέθιμο] (αριθμ. επίθ.)
últimamente [ούλτιμαμεν'τε] (επίρρ.) ενδέκατος,
τελευταία, ύστατα, τελικά, ungir [ουνχίρ] (ρ.) 1: μυρώνω, 2: αλοί-
ultimar [ουλτιμάρ] (ρ.) αποπερατώνω, φω.
τελειώνω, ολοκληρώνω, ungüento [ουνγκουέν'το] (ουσΥαρσ.)
ultimátum [ουλτιμάτουμ] (ουσΥαρσ.) αλοιφή.
τελεσίγραφο. únicamente [ούνικαμεντε] (επίρρ.) μό-
521
unicelular
522
uxoricidio
523
αρσ.) αλήτης 2: (επίθ.) περιφερόμε
νος περιπλανόμενος.
V, ν [ούμπε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό vagamente [μπάγαμεν'τε] (επίρρ.) συ
πέμπτο γράμμα του ισπανικού αλ γκεχυμένα, ασαφώς,
φαβήτου, vagancia [μπαγάνθια] (ουσΥθηλ.) τε
vaca [μπάκα] (ουσΥθηλ.) αγελάδα, μπελιά, αεργία, νωθρότητα.
vacaciones [μπακαθιόνες] (ουσΥθηλ.) vagar [μπαγάρ] (ρ.) περιπλανιέμαι, πε
πληθ. διακοπές, ριφέρομαι, τριγυρίζω,
vacacionista [μπακαθιονίστα] (ουσΥ vagido [μπαχίδο] (ουσΥαρσ.) κλάμα
αρσ.+ θηλ.) παραθεριστής παραθε- (νεογέννητου) βρέφους,
ρίστρια. vagina [μπαχίνα] (ουσΥθηλ.) αιδοίο,
vacante [μπακάν'τε] (επίθ.) άδειος κε κόλπος.
νός. vaginal [μπαχινάλ] (επίθ.) κολπικός,
vacar [μπακάρ] (ρ.) αδειάζω θέση. vago [μπάγο] (επίθ.) 1: φυγόπονος τε
vaciado [μπαθιάδο] (ουσΥαρσ.) εκκέ μπέλης 2: ασαφής συγκεχυμένος 3:
νωση, άδειασμα. απροσδιόριστος,
vaciar [μπαθιάρ] (ρ.) 1: αδειάζω, 2: vagón [μπαγόν] (ουσΥαρσ.) βαγόνι,
χύνω. vagoneta [μπαγονέτα] (ουσΥθηλ.) 1:
vaciedad [βαθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) κενό βαγονέτο, 2: φορτηγάκι,
τητα. vaguedad [μπαγεδάδ] (ουσΥθηλ.) ασά
vacilación [μπαθιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: φεια, αοριστία.
δισταγμός 2: κοροϊδία, vaharada [μπααράδα] (ουσΥθηλ.) κύ
vacilante [μπαθιλάν'τε] (επίθ.) 1: δι μα μυρωδιάς
ατακτικός αναποφάσιστος αμφιτα- vahído [μπαΐδο] (ουσΥαρσ.) παροδική
λαντευόμενος 2: αβέβαιος ζάλη.
vacilar [μπαθιλάρ] (ρ.) 1: διστάζω, 2: vaho [μπάο] (ουσΥαρσ.) 1: ατμός 2:
κοροϊδεύω, περιπαίζω, αναθυμίαση,
vacío [μπαθίο] 1: (ουσΥαρσ.) το κενό, vaina [μπαίνα] (ουσΥθηλ.) περίβλημα,
2: (επίθ.) άδειος κενός, κάλυμμα.
vacuidad [μπακουιδάδ] (ουσΥθηλ.) vainilla [μπαϊνίγια] (ουσΥθηλ.) βανί
κενότητα, λια.
vacuna [μπακούνα] (ουσΥθηλ.) εμβό vaivén [μπαϊμπέν] (ουσΥαρσ.) 1: πηγαι-
λιο. νέλα, πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, 2: γύρι
vacunación [μπακουναθιόν] (ουσΥ σμα, ταλάντωση,
θηλ.) εμβολιασμός, vajilla [μπαχίγια] (ουσΥθηλ.) σερβί
vacunar [μπακουνάρ] (ρ.) εμβολιάζω, τσιο.
vacuno [μπακούνο] (επίθ.) βοδινός, vale [μπάλε] 1: (ουσ,/αρσ.) κουπόνι, 2:
vacuo [μπάκουο] (επίθ.) άδειος κενός (επιφ.) εντάξει!,
vado [μπάδο] (ουσΥαρσ.) αβαθές πέ valedero [μπαλεδέρο] (επίθ.) ισχύων,
ρασμα ποταμού, valedor [μπαλεδόρ] (ουα/αρσ.) προ
vagabundear [μπαγαμπουν'ντεάρ] (ρ.) στάτης.
αλητεύω, περιφέρομαι, περιπλανιέ valentía [μπαλεν'τία] (ουσΥθηλ.) 1:
μαι. θάρρος ανδρεία, 2: ανδραγάθημα,
vagabundo [μπαγαμπούν'ντο] 1: (ουσΥ valentón [μπαλεν'τόν] (ουσΥαρσ.) θρα-
524
varadero
525
varado
526
veintena [μπεϊν'τένα] (ουσΥθηλ.) ει υπνία νεκρού,
κοσάδα. veloz [μπελόθ] (επίθ.) ταχύς γρήγο
vejación [μπεχαθιόν] (ουσΥθηλ.) τα ρος.
πείνωση, εξευτελισμός. vello [μπέγιο] (ουσΥαρσ.) χνούδι,
vejamen [μπεχάμεν] (ουσΥαρσ.) τα vellón [μπεγιόν] (ουσΥαρσ.) έριο, δέ
πείνωση. ρας, μαλλί προβάτου,
vejar [μπεχάρ] (ρ.) ταπεινώνω, εξευ velloso [μπεγιόσο] (επίθ.) χνουδωτός,
τελίζω. velludo [μπεγιούδο] (επίθ.) τριχωτός
vejatorio [μπεχατόριο] (επίθ.) ταπει μαλλιαρός,
νωτικός εξευτελιστικός vena [μπένα] (ουσΥθηλ.) 1: φλέβα, 2:
vejez [μπεχέθ] (ουσ,/θηλ.) γηρατειά, ταλέντο, 3: διάθεση,
γήρας. venablo [μπενάμπλο] (ουσΥαρσ.) ακό
vejiga [μπεχίγα] (ουσΥθηλ.) 1: κύστη, ντιο.
2: φουσκάλα, venado [μπενάδο] (ουσΥαρσ.) ελάφι,
vela [μπέλα] (ουσΥθηλ.) 1: κερί, 2: ολο venal [μπενάλ] (επίθ.) 1: φλεβικός 2:
νυχτία, 3: ιστίο, 4: μύξα. εξαγοράσιμος 2: δωροδοκούμενος,
velada [μπελάδα] (ουσΥθηλ.) εσπερί venalidad [μπεναλιδάδ] (ουσΥθηλ.)
δα, βεγκέρα, σουαρέ, δωροληψία, εξαγορά, δωροδοκία,
velador [μπελαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: στρογ vencedor [μπενθεδόρ] (ουσΥαρσ.) νι
γυλό τραπεζάκι, 2: κηροπήγιο, κητής
velamen [μπελάμεν] (ουσΥαρσ.) ιστία, vencer [μπενθέρ] (ρ.) νικώ.
πανιά σκάφους. vencido [μπενθίδο] (επίθ.) νικημένος
velar1 [μπελάρ] (ρ.) επαγρυπνώ, ξα- ηττημένος.
γρυπνώ. ξενυχτώ. vencimiento [μπενθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
velar2 [μπελάρ] (ρ.) 1: καλύπτω, 2: θο λήξη προθεσμίας,
λώνω. venda [μπέν'ντα] (ουσΥθηλ.) επίδε
velatorio [μπελατόριο] (ουσΥαρσ.) σμος.
αγρυπνία για νεκρό, vendaje [μπεν'ντάχε] (ουσΥαρσ.) δέσι
veleidad [μπελεϊδάδ] (ουσΥθηλ.) αστά μο, επίδεση,
θεια, ελαφρότητα, vendar [μπεν'ντάρ] (ρ.) επιδένω,
veleidoso [μπελεϊδόσο] (επίθ.) 1: αστα vendaval [μπεν'νταβάλ] (ουσΥαρσ.) θύελ
θής, 2: ιδιότροπος ιδιόρρυθμος λα
velero [μπελέρο] (ουσΥαρσ.) ιστιοφό vendedor [μπεν'ντεδόρ] (ουσΥαρσ.)
ρο. πωλητής, πλανόδιος,
veleta [μπελέτα] (ουσΥθηλ.) ανεμοδεί vender [μπεν'ντέρ] (ρ.) πουλώ,
κτης. vendible [μπεν'ντίμπλε] (επίθ.) πωλη-
velo [μπέλο] (ουσΥαρσ.) πέπλο, βέλο. τήριος.
velocidad [μπελοθιδάδ] (ουσΥθηλ.) τα vendimia [μπεν'ντίμια] (ουσΥθηλ.) τρύ
χύτητα. γος
velocímetro [μπελοθίμετρο] (ουσΥ vendimiar [μπεν'ντιμιάρ] (ρ.) τρυγώ,
αρσ.) ταχύμετρο, veneno [μπενένο] (ουσΥαρσ.) δηλη
velódromo [μπελόδρομο] (ουσΥαρσ.) τήριο.
ποδηλατοδρόμιο, venenoso [μπενενόσο] (επίθ.) δηλητη
velorio [μπελόριο] (ουσΥαρσ.) αγρ ριώδης φαρμακερός.
527
venera [μπενέρα] (ουσΥθηλ.) αχιβά σκόπος 2: (επίθ.) καιροσκοπικός.
δα. ventajoso [μπεν'ταχόσο] (επίθ.) πλεο
venerable [μπενεράμπλε] (επίθ.) αξιο- νεκτικός, επωφελής ευνοϊκός
σέβαστος σεβάσμιος, ventana [μπεν'τάνα] (ουσΥθηλ.) πα
veneración [μπενεραθιόν] (ουσΥθηλ.) ράθυρο.
σέβας, λατρεία, ventanilla [μπεν'τανίγια] (ουσΥθηλ.) 1:
venerar [μπενεράρ] (ρ.) 1: τιμώ, σέβο θυρίδα, 2: παράθυρο (αυτοκινήτου).
μαι, 2: λατρεύω, ventarrón [μπεν'ταρόν] (ουσΥαρσ.)
venéreo [μ[ενέρεο] (επίθ.) αφροδίσιος, δυνατός άνεμος,
venero [μπενέρο] (ουσΥαρσ.) πηγή, ventear [μπεν'τεάρ] (ρ.) οσφραίνομαι,
κοίτασμα, φλέβα, μυρίζω.
vengador [μπενγαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ventero [μπεν'τέρο] (ουσΥαρσ.) παν
εκδικητής, 2: (επίθ.) εκδικητικός, δοχέας.
venganza [μπενγκάνθα] (ουσΥθηλ.) ventilación [μπεν'τιλαθιόν] (ουσΥθηλ.)
εκδίκηση, 1: αερισμός 2: εξαερισμός.
vengarse [μπενγκάρσε] (ρ.) εκδικού ventilador [μπεν'τιλαδόρ] (ουσΥαρσ.)
μαι. ανεμιστήρας
vengativo [μπενγκατίβο] (επίθ.) εκδι ventilar [μπεν'τιλάρ] (ρ.) 1: αερίζω, 2:
κητικός. εξαπλώνω (μυστικό).
venia [μπένια] (ουσΥθηλ.) άδεια, ventisca [μπεν'τίσκα] (ουσΥθηλ.) χιο
venial [μπενιάλ] (επίθ.) 1: ελαφρός 2: νοθύελλα,
αφέσιμος, ventisquero [μπεχ/τισκέρο] (ουσΥαρσ.)
venida [μπενίδα] (ουσ,/θηλ.) ερχομός χιονοστιβάδα,
άφιξη, επιστροφή, ventolera [μπεν'τολέρα] (ουσΥθηλ.)
venidero [μπενιδέρο] (επίθ.) μελλοντι ριπή ανέμου,
κός μελλούμενος, ventosa [μπεν'τόσα] (ουσΥθηλ.) βε
venir [μπενίρ] (ρ.) έρχομαι, προέρχο ντούζα.
μαι, φτάνω · ¿cuándo viene Carolina? ventosear [μπεν'τοσεάρ] (ρ.) αερίζο
- πότε έρχεται/φτάνει η Καρολίνα; μαι, (χυδ.) κλάνω.
• viene de una fam ilia rica - προέρ ventosidad [μπεν'τοσιδάδ] (ουσΥθηλ.)
χεται από μια πλούσια οικογένεια κλανιά, πορδή.
• cuando le viene la inspiración, ventoso [μπεν'τόσο] (επίθ.) ανεμό
escribe versos - όταν του έρχεται δαρτος ανεμοδαρμένος,
έμπνευση, γράφει στίχους ventrílocuo [μπεν'τρίλοκουο] (ουσ./
venoso [μπενόσο] (επίθ.) φλεβώδης αρσ.) εγγαστρίμυθος,
φλεβικός, ventrudo [μπεν'τρούδο] (επίθ.) κοιλα-
venta [μπέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: πώληση, ράς.
2: πανδοχείο, χάνι. ventura [μπεν'τούρα] (ουσΥθηλ.) τύ
ventada [μπεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) ριπή, χη, ευτυχία,
ανέμου. venturoso [μπεν'τουρόσο] (επίθ.) ευοίω
ventaja [μπεν'τάχα] (ουσΥθηλ.) 1: πλεο νος
νέκτημα, 2: όφελος 3; διαφορά, ver [μπερ] (ρ.) 1: βλέπω, παρατηρώ, 2:
ventajista [μπεν'ταχίστα] 1: (ουσΥ εξετάζω, 3: κρίνω, 4: επισκέπτομαι ·
αρσ.+ θηλ.) οπορτουνιστής καιρο- ¿ves a M a rin a ? - βλέπεις τη Μαρίνα;
528
vergüenza
529
verídico
530
vigésimo
531
vigía
532
visto
533
vistoso
534
voto
535
voz
536
Μ
W, w [ντόμπλε ούβε] (ουσΥθηλ.) το ει
κοστό έκτο γράμμα του ισπανικού
Μ
X, χ [έκις] (ουσΥθηλ.) το εικοστό έβδο
μο γράμμα του ισπανικού αλφαβή
αλφαβήτου, του.
wáter [γουάτερ] (ουσΥαρσ.) τουαλέ xenofobia [ξενοφόμπια] (ουσΥθηλ.) ξε
τα, W .C.. νοφοβία.
web [γουέμπ] (ουσΥθηλ.) διαδύκτιο · xenón [ξενόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ξέ
página web - ιστοσελίδα, νον.
whiskey [γουίσκι] (ουσΥαρσ.) ουίσκι. xerocopia [ξεροκόπια] (ουσΥθηλ.) φω
τοαντίγραφο, αντίτυπο.
xerografiar [ξερογραφιάρ] (ρ.) ξηρο-
γραφώ, φωτοτυπώ.
xilófago [ξιλόφαγο] (επίθ.) ξυλοφάγος.
xilófono [ξιλόφονο] (ουσΥαρσ.) ξυλό-
φωνο.
xilografía [ξιλογραφία] (ουσΥθηλ.) ξυ
λογραφία, φωτοτύπηση.
537
yen [γιέν] (ουσΥαρσ.) γιεν.
yerba [γιέρμπα] (ουσΥθηλ.) χορτάρι,
Y, y [ι γριέγα] (ουσΥθηλ.) το εικοστό βότανο.
όγδοο γράμμα του ισπανικού αλ yermo [γιέρμο] (επίθ.) ακατοίκητος
φαβήτου, άγονος χέρσος,
y [ι] (σύνδ.) και · tú y yo - εσύ και εγώ. yerno [γιέρνο] (ουσΥαρσ.) γαμπρός
ya [για] (επίρρ.) ήδη, πια, πλέον, τώρα · (βαθμός συγγένειας).
cuando entró en la casa, los otros ya yerro [γιέρο] (ουσΥαρσ.) σφάλμα, λά
se hablan ¡do - όταν μπήκε στο σπίτι, θος πλάνη,
οι άλλοι είχαν ήδη φύγει · ya es m uy yerto [γιέρτο] (επίθ.) άκαμπτος σκλη
tarde p ara esto - τώρα είναι πολύ ρός.
αργά γι' αυτό. yesca [γιέσκα] (ουσΥθηλ.) προσάναμ
yacer [γιαθέρ] (ρ.) 1: κείμαι, 2: (con) ξα μα.
πλώνω με κάποιον, κάνω έρωτα, yesería [γιεσερία] (ουσΥθηλ.) γυψο-
yacimiento [γιαθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) ποιείο.
κοίτασμα, yesero [γιεσέρο] (ουσΥαρσ.) γυψαδό
yaguar [γιαγουάρ] (ουσΥαρσ.) ιαγουά- ρος
ρος (τζάγκουαρ). yeso [γιέσο] (ουσΥαρσ.) γύψος,
yámbico [γιάμ'πικο] (επίθ.) ιαμβικός, yo [γιό] (προσωπική αντ.) εγώ · (yo)
yambo [γιάμ'πο] (ουσ,/αρσ.) ίαμβος, soy Sandra - (εγώ) είμαι η Σάντρα.
yarda [γιάρδα] (ουσΥθηλ.) υάρδα (μο yodo [γιόδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ J ιώδιο,
νάδα μέτρησης). yoga [γιόγκα] (ουσΥαρσ.) γιόγκα,
yate [γιάτε] (ουσ,/αρσ.) γιοτ, θαλαμη yogur [γιογούρ] (ουσΥαρσ.) γιαούρτι,
γός, κότερο, yoyó [γιογιό] (ουσΥαρσ.) γιογιό.
yayo/a [γιάγιο/α) (ουσ./αρσ.+ θηλ.) yuca [γιούκα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) γιού-
παππούς/γιαγιά, κα.
yedra [γιέδρα] (ουσΥθηλ.) κισσός, yugo [γιούγο] (ουσΥαρσ.) ζυγός,
yegua [γιέγουα] (ουσΥθηλ.) φοράδα, yunque [γιούνκε] (ουσΥαρσ.) αμόνι.
yeguada [γιεγουάδα] (ουσΥθηλ.) κο yunta [γιούν'τα] (ουσΥθηλ.) ζευγάρι
πάδι αλόγων, ζευγμένων βοδιών.
yelmo [γιέλμο] (ουσΥαρσ.) περικεφα yuxtaponer [γιουξταπονέρ] (ρ.) αντι-
λαία. παραθέτω, αντιπαραβάλλω.
yema [γιέμα] (ουσΥθηλ.) 1: κρόκος, 2: yuxtaposición [γιουξταποσιθιόν] (ουσ./
μπουμπούκι, 3: οφθαλμός. θηλ.) αντιπαράθεση, αντιπαραβολή.
538
σμός δρασκελιά,
zancadilla [θανκαδίγια] (ουσΥθηλ.) τρι
Ζ, ζ [θέτα] (ουσ./θηλ.) το εικοστό ένατο κλοποδιά,
γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, zanco [θάνκο] (ουσΥαρσ.) ξυλοπόδα
zafar [θαφάρ] (ρ.) (Ναυτ.) λασκάρω, ρο.
ξεδένω. zancudo [θανκούδο] (επίθ.) μακρυπό-
zafarse [θαφάρσε] (ρ.) 1: κρύβομαι, 2: δαρος.
απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι, zángano [θάνγανο] (ουσ,/αρσ.) κηφή
zafio [θάφιο] (επίθ.) άξεστος αγροί νας αργόσχολος,
κος. zanja [θάνχα] (ουσΥθηλ.) τάφρος χα
zafiro [θαφίρο] (ουσΥαρσ.) ζαφείρι, ντάκι.
zafra [θάφρα] (ουσΥθηλ.) συγκομιδή zanjar [θανχάρ] (ρ.) επιλύω διαφορές,
ζαχακάλαμου. zapatear [θαπατεάρ] (ρ.) χορεύω χτυ
zaga [θάγα] (ουσΥθηλ.) π(σω μέρος πώντας τις μπότες κάτω, χορεύω με
νώτα. κλακέτες.
zagal [θαγάλ] (ουσΥαρσ.) έφηβος, zapatería [θαπατερία] (ουσ,/θηλ.) υπο
zaguán [θαγουάν] (ουσΥαρσ.) είσο δηματοποιείο, υποδηματοπωλείο,
δος, χολ. zapatero [θαπατέρο] (ουσ,/αρσ.) τσα
zaguero [θαγέρο] (επίθ.) 1: οπίσθιος 2: γκάρης υποδηματοποιός,
αμυντικός (παίχτης). zapatilla [θαπατίγια] (ουσ,/θηλ.) πα
zaherir [θαερίρ] (ρ.) κατακρίνω, απο- ντόφλα.
δοκιμάζω. zapato [θαπάτο] (ουσΥαρσ.) παπού
zahori [θαορί] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μά τσι, υπόδημα,
ντης προφήτης, zar [θαρ] (ουσΥαρσ.) τσάρος,
zaino [θάϊνο] 1: (ουσΥαρσ.) προδότης, zarabanda [θαραμπάν'ντα] (ουσ,/θηλ.)
2: (επίθ.) καστανός (για άλογα). 1: ισπανικός χορός, 2: βαβούρα.
zalamería [θαλαμερία] (ουσΥθηλ.) κο zaranda [θαράν'ντα] (ουσΥθηλ.) κό
λακεία. σκινο, κρησάρα,
zalamero [θαλαμέρο] 1: (ουσΥαρσ.) zarandear [θαραν'ντεάρ] (ρ.) τραντά
κόλακας 2: (επίθ.) κολακευτικός, ζω.
zambo [θάμμπο] 1: (ουσΥαρσ.) μιγάς zarandeo [θαραν'ντέο] (ουσΥαρσ.) τρά
2: (επίθ.) στραβοκάνης. νταγμα, ταρακούνημα,
zambra [θάμπρα] (ουσΥθηλ.) γλένπ zarcillo [θαρθίγιο] (ουσΥαρσ.) σκου
Τσιγγάνων, λαρίκι.
zambullida [θαμ'μττουγίδα] (ουσΥθηλ.) zarco [θάρκο] (επίθ.) γαλάζιος,
βουτιά. zarpar [θαρπάρ] (ρ.) σαλπάρω, απο
zambullirse [θαμ'μπουγίρσε] (ρ.) βου πλέω.
τώ, βουτιέμαι. zarpazo [θαρπάθο] (ουσΥαρσ.) γρα
zampar [θαμ'πάρ] (ρ.) καταβροχθίζω, τζούνισμα ζώου.
κρύβω κάτι βιαστικά, zarza [θάρθα] (ουσ,/θηλ.) βάτος.
zanahoria [θαναόρια] (ουσ,/θηλ.) κα zarzal [θαρθάλ] (ουσ,/αρσ.) δάσος με
ρώτο. βάτους, βατότοπος.
zanca [θάνκα] (ουσΥθηλ.) πατούσα, zarzamora [θαρθαμόρα] (ουσ,/θηλ.)
zancada [θανκάδα] (ουσΥθηλ.) διασκελι βατόμουρο.
539
zarzuela
540
ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ
DICCIONARIO
GRIEGO-ESPAÑOL
certid u m b re, 2: d uda, 3: inseguridad,
4: imprecisión,
A , α [álfa] (nV n.) alfa, prim era letra del α β ε β α ίω το ς [avevéotos] (adj.) 1: no
alfabeto griego, confirm ado, 2: d udoso, dubitativo,
α β α θ ή ς [avacís] (adj.) no p rofundo, 3: incierto,
poco p ro fundo , poco h o n d o, de bajo α β ε β ή λ ω τ ο ς [avevílotos] (adj.) 1: in
fondo. violado, 2: inm aculado, im pecado,
α β α νιά [avañá] (nVf.) 1: calum nia, difa 3: puro.
m ación, 2: d a ñ o , α β έ λτ ε ρ ο ς [avélteros] (adj.) tonto, n e
α β α ρ ή ς [avarís] (adj.) 1: ligero, ingrávi cio, m entecato,
do, 2: im pon d e ra b le, α β ε λ τ η ρ ία [aveltiría] (n7f.) tontería,
α β α ρ ία [avaría] (nVf.) avería, necedad.
α β α σ ά ν ισ τ α [avasánista] (adv.) 1: sin α β ία σ τ α [avíasta] (adv.) 1: sin n in gú n
tortura, sin torm e n to, 2: ligram ente, esfuerzo, 2: sin tensión, 3: sin prisa,
a la ligera, sin pensar bien, α β ία σ τ ο ς [avíastos] (adj.) n o forzado,
α β α σ ά ν ισ τ ο ς [avasánistos] (adj.) 1: no no obligado,
torturado, 2: no a torm entado, α β ίω το ς [avíotos] (adj.) insoportable,
α β α σ ίλ ε υ το ς [avasíleftos] (adj.) sin rey. inaguantable,
α β ά σ ιμ ο ς [avásimos] (adj.) 1: infun α β λ ά β ε ια [avlávia] ( n A ) 1: innocuici-
dado, sin base, 2: insostenible, 3: dad, 2: inofensividad.
inexistente, α β λ α β ή ς [avlavís] (adj.) 1: inofensivo,
α β ά σ τα χ τ ο ς [avástajtos] (adj.) 1. inso inocuo, ileso, 2: intacto, inviolado,
portable, inaguantable, 2: insufrible, indem ne, incólum ne.
ά β α το ς [ávatos] (adj.) 1: inaccesible, α β λ ε ψ ία [avlepsía] (n./f.) 1: inadver
inabordable, intransitable, im prac tencia, 2: negligencia, 3: descuido, 4:
ticable. equivocación,
ά β α φ ο ς [ávafos] (adj.) sin pintar, sin α βο ήθητος [avoízitos] (adj.) 1: sin
teñir. ayuda, 2: sin protección, 3: sin asis
α β ά φ τ ισ το ς [aváftistos] (adj.) no b a u tencia.
tizado, sin bautizar, ά β ο λ ο ς [ávolos] (adj.) 1: incon ve n ie n
α β β ά ς [avás] (n./m.) abad, te, desfavorable, im p rop rio , inade
ά β γ α λ το ς [ávgaltos] (adj.) 1: inexper cuado, 2: in cóm od o , em barazoso,
to, novato, 2: inocente, cándido, can α β ο υ λ ία [avulía] (nVf.) falta d e v o lu n
doroso. tad, indecisión, abulia,
α β γ α τ ίζ ω [avgatídso] (v.) 1: aum entar, ά β ο υ λ ο ς [ávulos] (adj.) sin voluntad,
2: acrecentar, acrecer, 3: in cre m e n indeciso, dubitativo,
tar. α β ο ύ λ ω το ς [avúlotos] (adj.) sin lacrar,
α β δ η ρ ιτ ισ μ ό ς [avdiritism ós] (n7f.) 1: sin sellar.
tontería, 2: vanidad, ά β ρ α σ τ ο ς [ávrastos] (adj.) no hervido,
α β δ η ρ ίτ η ς [avdirítis] (adj.) 1: tonto, no cocido, crudo,
bobo, 2: vanidoso, α β ρ ο δ ία ιτ ο ς [avrodíetos] (n./m .) con
α β έ β α ιο ς [avéveos] (adj.) 1: incierto, holgura, con lujo,
d udoso, 2: inseguro, 3: precario, α β ρ ό ς [avrós] (adj.) 1: delicado, frágil,
α β ε β α ιό τ η τ α [aveveótita] (n7f.) 1: in- 2: bien e d ucado.
543
α βρ ό τη τα
544
α γ λα ό ς
545
ά γ λυ κο
546
αδάμαστος
547
αδάπανος
548
αδιαφορία
549
αδιάφορος
550
αηδόνι
551
αθανασία
552
αισχρός
553
αισχρότητα
554
ακηλίδωτος
555
ακίνδυνος
556
ακύρωση
557
ακυρώσιμος
558
αλλόκοτος
559
αλλοπρόσαλλος
560
αμέριστος
αλωνίζω [alonídso] (ν.) trillar, rastrillar, άμαχος [ámajos] (adj.) fuera de com
αλώνισμα [alónisma] (n./n.) trilla, bate.
αλωνιστής [alonistís] (n7m.) trillador, αμβλύνω [amblíno] (v.) embotar, des
άλωση [álosi] (n./f.) 1: toma, presa, puntar.
captura, 2: baja, caída, descenso, άμβλωση [ámvlosi] (nyf.) aborto, abor
αλώσιμος [alósimos] (adj.) conquista tamiento.
ble, que se puede capturar, αμβροσία [amvrosía] (n./f.) ambrosia,
άμα [áma] (adv.) tan pronto como, néctar de los dioses,
cuando, en cuanto, αμβρόσιος [amvrósios] (adj.) divino,
αμαζόνα [amadsóna] (nVf.) 1: amazo celeste.
na, 2: Amazona, άμβωνας [ámvonas] (nVm.) pulpito,
αμάθεια [amácia] (n7f.) ignorancia, αμέΐ [amé] (interj.) ¡claro que si!,
desconocimiento, incultura, αμέθοδος [amézodos] (adj.) sin mé
αμαθής [amacís] (adj.) ignorante, in todo.
culto, analfabeto, iletrado, αμέθυστος [amécistos] (n./m.) ama
αμάθητος [amácitos] (adj.) novato, tista.
principiante, inexperto, αμείβω [amívo] (v.) 1: recompensar,
αμάλακτος [amálactos] (adj.) inflexi gratificar, 2: premiar,
ble. αμείλικτος [amílictos] (adj.) 1: impla
άμαξα [ámaksa] (n/f.) 1: carruaje, ca cable, inapelable, 2: inflexible, incon
rro, 2: vagón, movible.
αμαξάς [amaksás] (nVm.) cochero, αμείωτος [amíotos] (adj.) irreducible,
αμάξι [amáksi] (n7m.) coche, automó irreductible,
vil. αμέλεια [amélia] (nVf.) negligencia,
αμαξοποιείο [amaksopiío] (n./n.) ca descuido, imprevisión, olvido, aban
rretería. dono, dejadez · airó αμέλεια- por
αμαξοποιός [amaksopiós] (n7m.) ca negligencia,
rrocero, carretero, αμελής [amelís] (adj.) negligente, des
αμαξοστάσιο [amaksostásio] (n7n.) cuidado, abandonado, dejado,
cochera, taller, αμελώ [ameló] (v.) 1: descuidar, aban
αμαξοστοιχία [amaksostijía] (n./f.) donar, arrinconar, 2: olvidarse (de).
tren, ferrocarril, άμεμπτος [ámemptos] (adj.) irrepro
αμάραντος [amárandos] 1: (n7m.) chable, intachable, incensurable,
amaranto, 2: (adj.) inmarchitable, im αμερικανικός [americanicós] (adj.) ame
perecedero, ricano.
αμαρτάνω [ amartáno] (v.) 1: pecar, 2: αμερικανισμός [americanismós] (n7m.)
errar. americanismo,
αμάρτημα [amártima] (n7n.) pecado, αμεριμνησία [amerimnisía] (nyf.) des
αμαρτία [amartía] (nVf.) 1: pecado, 2: cuido, indiferencia, abandono, deja
indecencia, inmoralidad, dez.
αμαρτωλός [amartolós] (adj.) 1: peca αμέριμνος [amérimnos] (adj.) descui
dor, impío, 2: pecaminoso, inmoral, dado, indiferente, despreocupado,
αμαυρώνω [amavróno] (v.) manchar, apático.
empañar. αμέριστος [améristos] (adj.) entero,
561
αμερόληπτος
562
αμφιρρεπής
563
αμφιρρέπω
564
αναίδεια
565
αναιδής
566
ανανεωμένος
567
ανανεώνω
568
αναστολή
569
αναστρέφω
570
ανέλπιστος
571
ανεμιστήρας
decible. incontrolado,
ανεμιστήρας [anemistíras] (nVm.) ven ανεξερεύνητος [anekserévnitos] (adj.)
tilador. inexplorado, inescrutable, inescudri
ανεμοβλογιά [anemovloguiá] (n./f.) ñable.
viruela. ανεξήγητος [aneksíguitos] (adj.) inex
ανεμοδείκτης [anemodíctis] (n./m.) plicable, injustificable,
veleta. ανεξιθρησκία [aneksizrisquía] (nVf.)
ανεμοζάλη [anemodsáli] (n./f.) borras tolerancia religiosa,
ca. ανεξικακία [aneksicaquía] (nyf.) be
ανεμόμετρο [anemómetro] (nVn.) ane nevolencia, tolerancia, indulgencia,
mómetro, abnegación,
ανεμόμυλος [anemómilos] (n7m.) mo ανεξίκακος [aneksícacos] (adj.) bene
lino de viento, volente, tolerante, indulgente,
άνεμος [ánemos] (n7m.) viento, ανεξίτηλος [aneksítilos] (adj.) 1: im
ανεμοστρόβιλος [anemostróvilos] borrable, indeleble, 2: perdurable,
(n./m.) torbellino, remolino, permanente, inalterable,
ανεμώνη [anemóni] (nVf.) anémona, ανεξιχνίαστος [aneksijníatos] (adj.) ines
ανένδοτος [anéndotos] (adj.) inflexi crutable, inescudriñable,
ble, intransigente, ανεπαίσθητος [anepéscitos] (adj.) im
ανέντιμος [anéntimos] (adj.) fraudu perceptible, intangible,
lento, falso, deshonesto, ανεπανάληπτος [anepanáliptos] (adj.)
ανενόχλητος [anenójlitos] (adj.) tran irrepetible,
quilo, sereno, imperturbable, imper ανεπανόρθωτος [anepanórzotos] (adj.)
térrito. irremediable, irreparable, irrecupera
ανεξαίρετα [anekséreta] (adv.) sin ex ble, incorregible,
cepción. ανεπάρκεια [anepárquia] (n7f.) insu
ανεξάλειπτος [aneksáliptos] (adj.) 1: ficiencia.
imborrable, indeleble, 2: perdurable, ανεπαρκής [aneparquís] (adj.) 1: insu
inolvidable, ficiente, escaso, pobre, 2: inadecua
ανεξακρίβωτος [aneksacrívotos] (adj.) do, 3: incompetiente.
inescrutable, inaveriguado, sin com ανέπαφος [anépafos] (adj.) intacto,
probación, ileso, indemne,
ανεξάντλητος [anekslándlitos] (adj.) ανεπηρέαστος [anepiréastos] (adj.)
1: inagotable, inacabable, 2: inextin inafectado, natural, espontáneo,
guible. ανεπίδοτος [anepídotos] (adj.) no en
ανεξαρτησία [aneksartisía] (nVf.) in tregado.
dependencia, autonomía, emanci ανεπίληπτος [anepíliptos] (adj.) inta
pación. chable, irreprochable, impecable,
ανεξάρτητα [aneksártita] (adv.) inde ανεπίσημος [anepísimos] (adj.) infor
pendientemente, mal, no oficial,
ανεξάρτητος [aneksártitos] (adj.) in ανεπιστρεπτί [anepistreptí] (adv.) irre
dependiente, autónomo, emanci- vocablemente, sin devolución,
paso. ανεπίτευκτος [anepítefctos] (adj.) in
ανεξέλεγκτος [aneksélegktos] (adj.) alcanzable.
572
ανθεκτικότητα
573
ανθηρός
574
ανταλλαγή
575
αντάλλαγμα
576
αντικυβερνητικός
577
αντιλαϊκός
578
αντιρρησίας [andírisias] (n./m.) obje- αντίτιμο [andítimo] (nVn.) valor, pre
tor · αντιρρησίας συνείδησης- obje- cio, equivalente,
torde conciencia, αντίτυπο [andítipo] (n./n.) ejemplar,
αντισεισμικός [andisismicós] (adj.) an copia, réplica, calco, reproducción,
tisísmico. αντίφαση [andífasi] (nVf.) contradi
αντισηπτικός [andisipticós] (adj.) an cción, contrasentido,
tiséptico, desinfectante, αντιφάσκω [andifásco] (v.) contrade
αντίσκηνο [andísquino] (n./n.) tienda cirse.
de campaña, αντιφατικός [andifaticós] (adj.) con
αντισταθμίζω [andistazmídso] (v.) com tradictorio, discordante,
pensar, contrabalancear, contrapesar, αντίχειρας [andíjiras] (n./m.) dedo
equilibrar. pulgar.
αντιστάθμισμα [andistázmisma] (n/n.) αντίχριστος [andíjristos] (n./m.) anti
compensación, contrapeso, equilibrio, cristo.
αντίσταση [andístasi] (n7f.) 1: resistencia, αντλία [andlía] (n./f.) bomba, surtidor
oposición, aguante, 2: (Fís.) impedan- • πυροσβεστική αντλία- bomba de
cia. incendios · αντλία βενζίνης- surtidor
αντιστέκομαι [andistécome] (v.) resi de gasolina,
stirse, oponerse, contrarrestar, αντλώ [andló] (v.) bombear, extraer,
αντιστοιχία [andistijía] (n./f.) corre αντοχή [andojí] (n./f.) resistencia,
spondencia, correlación, equivalen aguante.
cia. άντρο [ándro] (n7n.) antro, cueva, ca
αντίστοιχος [andístijos] (adj.) correspo verna, gruta,
ndiente, correlativo, equivalente, αντωνυμία [andonimía] (n./f.) (Gram.)
αντιστοιχώ [andistijó] (v.) corresponder, pronombre,
coincidir, concordar, αντωνυμικός [andonimicós] (adj.) pro
αντιστράτηγος [andistrátigos] (n./m.) nominal.
teniente general, ανυδρία [anidría] (n./f.) sequía, falta
αντιστρέφω [andistréfo] (v.) invertir, de agua, aridez,
cambiar de sentido, ανυπακοή [anipacoí] (n./f.) desobe
αντίστροφα [andístrofa] (adv.) al re diencia, insubordinación, desacato,
vés, inversamente, contrariamente, ανυπάκουος [anipácuos] (adj.) de
αντιστροφή [andistrofí] (n./f.) inver sobediente, insubordinado,
sión, alternación, ανυπαρξία [aniparksía] (n./f.) inexis
αντίστροφος [andístrofos] (adj.) in tencia, ausencia,
verso, contrario, ανυπεράσπιστος [aniperáspistos] (adj.)
αντισυλληπτικός [andisilipticós] (adj.) indefenso,
anticonceptivo, ανυπέρβλητος [anipérvlitos] (adj.) in
αντισυνταγματικός [andisindagma- superable, inmejorable, invencible,
ticós] (adj.) inconstitucional, ανυπεύθυνος [anipéfcinos] (adj.) irres
αντιτάσσομαι [anditásome] (v.) opo ponsable.
nerse, resistirse, ser contrario a. ανυπόγραφος [anipógrafos] (adj.) sin
αντιτάσσω [anditáso] (v.) oponer, firmar, sin firma,
contrarrestar, adversar. ανυπόδητος [anipóditos] (adj.) 1: des
579
ανυπόληπτος
580
απαιτητός
581
απαιτώ [apetó] (ν.) exigir, reclamar, re admisible, inaceptable,
querir, pedir, demandar, απαραίτητα [aparétita] (adv.) indis
απαλείφω [apalífo] (v.) 1: suprimir, pensablemente, necesariamente,
obliterar, 2: (Mat.) destruir, απαραίτητος [aparétitos] (adj.) obli
απαλλαγή [apalaguí] (n./f.) 1: libera gatorio, indispensable, necesario,
ción, exención absolución, 2: desen απαράλλακτος [aparálactos] (adj.)
redo, exculpación, descargo, idéntico, indistinto, indiferenciado,
απαλλάσσω [apaláso] (v.) 1: liberar, igual.
dispensar, eximir, exonerar, 2: absol απαράμιλλος [aparámilos] (adj.) in
ver, exculpar, comparable, inigualable,
απαλλοτριώνω [apalotrióno] (v.) ex απαρασκεύαστος [aparasquévastos]
propiar, enajenar, (adj.) desprevenido,
απαλλοτρίωση [apalotríosi] (n./f.) ex απαρατήρητος [aparatíritos] (adj.) in
propiación, enajenación, advertido, desapercibido,
απαλός [apalós] (adj.) suave, delicado, απαρέμφατο [aparémfato] (n./n.)
tierno, blando, mórbido, (Gram.) infinitivo,
απαλότητα [apalótita] (n./f.) suavidad, απαρέσκεια [aparésquia] (n7f.) des
dulzura, delicadeza, conformidad, disgusto, desagrado,
απαλύνω [apalíno] (v.) suavizar, cal απαρηγόρητος [aparigóritos] (adj.)
mar, ablandar, adulzar, inconsolable, desconsolado,
απάνθισμα [apáncisma] (n7n.) florile απαριθμώ [aparizmó] (v.) enumerar,
gio, compendio, recopilación, contar.
απανθρακώνω [apanzracóno] (v.) car απαρνούμαι [aparnúme] (v.) renegar,
bonizar. renunciar, repudiar, abnegarse,
απανθρωπιά [apanzropiá] (n7f.) cruel απαρτία [apartía] (n./f.) quórum.
dad, inhumanidad, atrocidad, bruta απαρτίζω [apartídso] (v.) 1: componer,
lidad. 2: constituir, integrar,
απάνθρωπος [apánzropos] (adj.) cruel, απαρχή [aparjí] (n./f.) principio, co
inhumano, atroz, bárbaro, brutal, des mienzo.
humanizado, desalmado, απασχόληση [apasjólisi] (n./f.) ocupa
απάντηση [apándisi] (n./f.) respuesta, ción, actividad,
contestación, réplica, απασχολώ [apasjoló] (v.) 1: (trabajo)
απαντώ [apandó] (v.) responder, con emplear, dar trabajo, 2: (teléfono)
testar, replicar, ocupar, 3: (distraer) entretener,
απαξιώνω [apaksióno] (v.) desdeñar, απατεώνας [apateónas] (nVm.) estafa
despreciar, dor, impostor, engañador, tramposo,
απαράβατος [aparávatos] (adj.) invio embustero,
lable. απάτη [apáti] (nyf.) 1: estafa, engaño,
απαραβίαστος [aparavíastos] (adj.) in fraude, embaucamiento, decepción,
violable, no violado, 2: bulo, patraña,
απαράγραπτος [aparágraptos] (adj.) απατηλός [apatilós] (adj.) engañoso,
imprescriptible, inalienable, inaje falso, deceptivo, ilusivo,
nable. απατώ [apató] (v.) estafar, engañar,
απαράδεκτος [aparádectos] (adj.) in defraudar, embaucar.
582
απβχθής
583
απέχω
584
απόδραση
585
αποζημιώνω
586
απολογία
587
απολογισμός
588
αποσπώ
589
απόσταγμα
590
αποφθεγματικός
591
αποφλοίωση
592
αράζω
593
αραιά
594
αρσενικό
595
αρσενικός
596
ασημότητα
597
ασημώνω
ασημώνω [asimóno] (ν.) platear, ar άσος [ásos] (n./m.) 1: (baraja y en ge
gentar, bañar en plata, neral) as, 2: (en general) diestro, ex
ασηπτικός [asipticós] (adj.) aséptico, perto.
antiséptico, esterilizado, ασπάζομαι [aspádsome] (v.) 1: acep
ασηψία [asipsía] (n./f.) 1: (Med.) ase tar, compartir, 2: besar, besuquear,
psia, 2: antisepsia, esterilización, άσπαρτος [áspartos] (adj.) no sembra
ασθένεια [ascénia] (n7f.) 1: enferme do, no cultivado,
dad, 2: padecimiento, dolencia, ασπασμός [aspasmós] (n./m.) beso,
ασθενής [ascenís] (adj.) enfermo, pa besuqueo,
ciente, dolente. ασπίδα [aspída] (n7f.) escudo, adarga,
ασθενικός [ascenicós] (adj.) enfermi brazal, pavés,
zo, frágil, débil, delicado, άσπιλος [áspilos] (adj.) puro, sin man
ασθενοφόρο [ascenofóro] (nVn.) am cha, impecable, intachable, inmacu
bulancia. lado · η Άσπιλη Παρθένος- la Virgen
ασθενώ [ascenó] (v.) 1: enfermarse, Inmaculada,
caer enfermo, 2: padecer, debilizar- ασπιρίνη [aspiríni] (nVf.) aspirina,
se, sufrir. ασπλαχνιά [asplajñá] (n./f.) crueldad,
άσθμα [ászma] (n./n.) 1: (Med.) asma, impiedad, inclemencia, inhumani
2: jadeo, dad, barbaridad,
ασθμαίνω [aszméno] (v.) jadear, άσπλαχνος [ásplajnos] (adj.) cruel, im
ασθματικός [aszmaticós] (adj.) asmá piedoso, despiadado, inhumano, bár
tico. baro.
ασιατικός [asiaticós] (adj.) asiático, άσπονδος [áspondos] (adj.) implaca
ασιτία [asitía] (n./f.) inanición, ham ble, irreconciliable,
bre. ασπράδι [asprádi] (n7n.) clara del
ασκέπαστος [asquépastos] (adj.) des huevo.
cubierto, destapado, άσπρισμα [ásprisma] (n./n.) blanqueo,
άσκηση [ásquisi] (n7f.) 1: ejercicio, 2: blanquemiento.
práctica, entrenamiento, adiestra ασπρόρουχα [aspróruja] (n./n.) ropa
miento. blanca, lencería,
ασκητής [asquitís] (nVm.) ermitaño, άσπρος [áspros] (adj.) blanco,
eremita, asceta, monje, αστάθεια [astácia] (n./f.) 1: inestabili
ασκητικός [asquiticós] (adj.) eremíti dad, desequilibrio, 2: inconstancia,
co. variabilidad,
ασκί [asquí] (n./n.) odre, pellejo, cue ασταθής [astacís] (adj.) 1: inestable,
ro. desequilibrado, 2: inconstante, va
άσκοπος [áscopos] (adj.) inútil, inefi riable, cambiante,
caz, infructuoso, innecesario, insig αστακός [astacós] (n./m.) langosta,
nificante. άστατος [ástatos] (adj.) inestable, va
ασκώ [aseó] (v.) ejercer, practicar, eje riable, inconstante, cambiante,
rcitar, ensayar, άστεγος [ástegos] (adj.) sin hogar, sin
άσμα [ásma] (n7n.) canción, canto, techo.
himno, aria, αστειεύομαι [astiévome] (v.) bromear,
ασορτί [asortí] (adj.) a juego. bufonear, chatear, star de bromas,
598
ασυζήτητος
599
ασυλία
600
άτιμος
601
ατιμώρητος
602
αυτοδίδακτος
603
αυτοδίκαια
604
αφομοιώνω
605
αφομοίωση
consolidar, reo.
αφομοίωση [afomíosi] (n./f.) asimila αφρόκρεμα [afrócrema] (n./f.) flor y
ción, incorporación, nata.
αφοπλίζω [afoplídso] (v.) 1: desarmar, αφρός [afrós] (n./m.) espuma, burbu
2: asombrar, sorprender, chocar, jeo.
αφοπλισμός [afoplismós] (n./m.) 1: αφροσύνη [afrosíni] (n./f.) insensatez,
desarme, 2: asombro, sorpresa, estu imprudencia, locura, absurdo,
pefacción, αφρούρητος [afrúritos] (adj.) no pro
αφόρητος [afóritos] (adj.) insoporta tegido, no defendido,
ble, intolerable, inaguantable, horri αφρώδης [afródis] (adj.) espumoso,
ble · κάνει αφόρητη ζέστη- hace un burbujoso.
calor insoportable, αφυδατώνω [afidatóno] (v.) deshidra
αφορία [aforía] (n./f.) improductivi tar, desecar,
dad, esterilidad, infecundidad, αφυδάτωση [afidátosi] (n./f.) deshi-
αφορίζω [aforídso] (v.) excomulgar, dratación, desecación,
descomulgar, αφύλακτος [afílactos] (adj.) 1: no
αφορισμός [aforismós] (n7m.) 1: (Igl.) guardado, 2: no vigilado, desprote
excomunión, 2: aforismo, proverbio, gido, indefenso,
dicho, refrán, αφυπνίζω [afipnídso] (v.) despertar,
αφορμή [aformó] (n7f.) motivo, causa, avivar, excitar,
ocasión · δίνω αφορμή σε κάποιον- αφύσικος [afísicos] (adj.) innatural,
dar ocasión a alguien, antinatural, artificial, fingido, disimu
αφορολόγητος [aforológuitos] (adj.) lado, anormal,
libre de impuestos, sin impuestos, άφωνος [áfonos] (adj.) mudo, afónico,
αφορώ [aforó] (v.) concernir, atañer, αφώτιστος [afóristos] (adj.) no ilumi
importar, corresponder, competer nado, oscuro,
(α) · όσον αφορά- en cuanto a. άφωτος [áfotos] (adj.) sombrío, en pe
αφοσιώνομαι [afosiónome] (v.) dedi numbras.
carse, entregarse, ofrecerse, αχαλίνωτος [ajalínotos] (adj.) dese
αφοσίωση [afosíosi] (n7f.) dedicación, nfrenado, incontrolado, desatado,
fideldad, lealdad, devoción, αχανής [ajanís] (adj.) inmenso, vasto,
αφότου [afótu] (conj.) desde que, des ilimitado, de gran extensión,
pués. αχαρακτήριστος [ajaractíristos] (adj.)
αφού [afú] (conj.) 1: (tiempo) después incalificable, indiscriminado, indi
de, desde cuando, desde que, 2: stinto.
(causa) puesto que, ya que. άχαρις [ájaris] (adj.) sin gracia, de
αφρίζω [afrídso] (v.) 1: espumar, espu sagradable,
majear, burbujear, 2: (metáf.) encole αχαριστία [ajaristía] (n./f.) ingratitud,
rizar, enfurecer, cabrear, desagradecimiento,
αφρόγαλα [afrógala] (n./n.) nata, cre αχάριστος [ajáristos] (adj.) ingrato,
ma, natilla. desagradecido,
αφροδισιακός [afrodisiacós] (adj.) αχειραφέτητος [ajirafétitos] (adj.) de
afrodisíaco, venéreo, pendiente,
αφροδίσιος [afrodísios] (adj.) vené αχθοφόρος [ajzofóros] (n7m.) mozo,
606
άωτον
607
cío, hondo,
βαθουλώνω [vazulóno] (v.) ahuecar,
Β, β [vita] (η7η.) beta, segunda letra ahondar, abollar,
del alfabeto griego, βάθρο [vázro] (nVn.) base, pedestal,
βαβούρα [vavúra] (nVf.) jaleo, barullo, peana, grada, estrado,
ruido, barahúnda, bulla, βαθύπλουτος [vacíplutos] (adj.) acau
βαγονέτα [vagonéta] (nVm.) camio dalado, muy rico,
neta, furgoneta, βαθύς [vacís] (adj.) profundo, hondo,
βαγόνι [vagóni] (n7m.) vagón, furgón, hundido, ahuecado,
carruaje. βαθυστόχαστος [vacistójastos] 1: (n7m.)
βάδην [vádin] (n./n.) marcha, paso, pensativo, reflexivo, absorto, 2: (adj.)
βαδίζω [vadídso] (v.) marchar, cami profundo.
nar, andar, βαθύφωνος [vacífonos] (adj.) bajo, gra
βάδισμα [vádisma] (n7n.) paso, mar ve.
cha. βακαλάος [vacaláos] (nym.) bacalao,
βαζελίνη [vadselíni] (nVf.) vaselina, abadejo,
βάζο [vádso] (n7n.) florero, jarrón, ja βάκιλος [váquilos] (nVm.) bacilo,
rra. βακτηρίδιο [vactirídio] (n7n.) bacte
βάζω [vádso] (v.) poner, meter, colo ria.
car, situar, depositar, ubicar, βάκχη [vákji] (n7f.) bacante,
βαθαίνω [vacéno] (v.) ahondar, pro βακτηριοκτόνος [vactiriogónos] (adj.)
fundizar, penetrar, bactericida,
βαθιά [vaciá] (adv.) 1: profundamente, βακτηριολόγος [vactiriológos] (n7
a fondo, 2: (sentimientos) entrañable m.+f.) bacteriólogo/a.
mente. βακχεία [vakjía] (n./f.) bacanal, orgía,
βαθμιαίος [vazmiéos] (adj.) gradual, βακχικός [vákjicós] (adj.) báquico, or
progresivo, paulatino, giástico.
βαθμίδα [vazmlda] (nVf.) grado, esca βάλανος [válanos] (n./f.) bellota, gla
lón, escalafón, escala, nivel, nde.
βαθμολογία [vazmologuta] (n7f.) cali βαλάντιο [valándio] (n7n.) cartera, mo
ficación, grado, nota, nedero, bolso,
βαθμολογώ [vazmologó] (v.) calificar, βαλάντωμα [valándoma] (n./n.) ago
graduar, evaluar, tamiento,
βαθμός [vazmós] (n7m.) 1: grado, 2: βαλαντώνω [valandóno] (v.) agotarse,
nota · έχουμε 20 βαθμούς Κελσίου- cansarse.
estamos a 20 grados · πάντα παίρνει βαλβίδα [valvída] (n./f.) válvula, llave,
καλούς βαθμούς- siempre toma βαλεριάνα [valeriána] (n./f.) valeriana,
buenas notas, βαλές [valés] (n./m.) sota,
βαθμοφόρος [vazmofóros] (n./m.) ofi βαλίτσα [valítsa] (nVf.) 1: maleta, ma
cial, suboficial, letín, 2: equipaje,
βάθος [vázos] (nVn.) profundidad, βαλκανικός [valcanicós] (adj.) balcá
fondo, hondura · κατά βάθος- hon nico.
damente/profundamente, βαλλιστικός [valisticós] (adj.) balísti
βαθουλός [vazulós] (adj.) hueco, va co.
608
βαρόμετρο
βάλλω [válo] (ν.) lanzar, tirar, proye βάραθρο [várazro] (n./n.) precipicio,
ctar, arrojar, emitir, barranco, abismo,
βαλς [vals] (n./n.) vals, βαραίνω [varéno] (v.) 1: agravar, recar
βάλσαμο [válsamo] (n./n.) bálsamo, gar, sobrecargar, 2: agobiar,
esencia, perfume, βαρβαρισμός [varvarismós] (n./m.)
βαλσάμωμα [valsámoma] (n7n.) em barbarismo, barbaridad, brutalidad,
balsamamiento, crueldad.
βαλσαμώνω [valsamóno] (v.) emba βάρβαρος [várvaros] (adj.) bárbaro,
lsamar. bruto, cruel, salvaje, bestial,
βάλτος [váltos] (nVm.) pantano, cié βαρβαρότητα [varvarótita] (n./f.) ba
naga, lodazal, dique, embalse, balsa, rbaridad, crueldad, salvajismo, be
marjal. stialidad.
βαλτός [valtós] (adj.) 1: puesto, colo βαρβάτος [varvátos] (n7m.) fuerte, ro
cado 2: intencionalmente, busto, vigoroso, fornido,
βαλτώδης [valtódis] (adj.) pantanoso, βάρδια [várdia] (n./f.) guardia, vigilan
cenagoso, empantanado, cia, turno · νυχτερινή βάρδια- turno
βαμβακέλαιο [vamvaquéleo] (nVn.) de noche,
aceite de algodón, βάρδος [várdos] (n./m.) bardo, poeta,
βαμβακερός [vamvaquerós] (adj.) de trovador, cantante,
algodón. βαρέλι [varéli] (n7n.) barril, barrica, to
βαμβάκι [vamváqui] (n7n.) algodón, nel, cubeta, cuba, barrilero,
borra. βαρελίσιος [varelísios] (adj.) de barril,
βαμβακόσπορος [vamvacósporos] βαρελοσανίδα [varelosanída] (nVf.)
(n./n.) semilla de algodón, duela.
βάμμα [váma] (n./n.) colorante, tinte, βαρελότο [varelóto] (n7n.) petardo,
tintura, pigmento, cohete.
βάναυσα [vánafsa] (adv.) brutalmente, βαρετός [varetós] (adj.) aburrido, fa
groseramente, stidioso, pesado, latoso,
βάναυσος [vánafsos] (adj.) bruto, gro βαρήκοος [varícoos] (adj.) duro de
sero, tosco, áspero, oído.
βαναυσότητα [vanafsótita] (nVf.) bru βαρίδι [varídi] (nVn.) peso, pesa, plo
talidad, grosería, tosquedad, aspere mada.
za, severidad, βαριέμαι [variéme] (v.) aburrirse, fasti
βανδαλισμός [vandalismos] (nym.) van diarse, hartar,
dalismo, salvajismo, barbarie, gambe βαριετέ [varieté] (n7n.) espectáculo/
rrismo. teatro de variedades,
βανίλια [vanília] (n./f.) vainilla, βάριο [vário] (nVn.) (Quím.) bario,
βαπόρι [vapóri] (n./n.) nave/buque de βάρκα [várca] (n./f.) barca, bote, barco,
vapor. chalupa.
βαπτίζω [vaptídso] (v.) 1: bautizar, 2: βαρκάρης [varcáris] (nVm.) barquero,
nominar, denominar, batelero.
βάπηση [váptisi] (n./f.) bautismo, βαρκαρόλα [varcaróla] (n./f.) (Mús.)
βάππσμα [váptisma] (nVn.) bautizo, barcarola,
bautismo. βαρόμετρο [varómetro] (nVn.) baró-
609
βαρόνος
610
βελτιώνω
ón
βελτίωση
612
βλακεία
613
βλακώδης
614
βουλή
615
βούληση
616
βρομοδουλειά
617
βρομοκοπώ
nada. pecho.
βρομοκοπώ [vromocopó] (ν.) heder, βυζί [vidsí] (n./n.) mama, teta, seno,
apestar. pecho.
βρομόπαιδο [vromópedo] (n./n.) ca βυθίζω [vicídso] (v.) 1: hundir, sumer
nalla. gir, sumir, 2: zambullir, 3: bañar,
βρομώ [vromó] (v.) heder, apestar, βύθιση [vícisi] (nyf.) 1: hundimiento,
oler mal. inmersión, 2: zambullida,
βροντερός [vronderós] (adj.) ruidoso, βυθισμένος [vicisménos] (adj.) hundi
sonoro, estruendoso, estrepitoso, do, inmerso, sumergido, sumido,
βροντή [vrondí] (nyf.) trueno, estruen βυθοκόρος [vizocóros] (n./f.) draga,
do, tronido, βυθομέτρηση [vizométrisi] (n./f.) son
βρόντος [vróndos] (nym.) estrépito, deo, auscultación,
ruido, bullicio, βυθομετρώ [vizometró] (v.) sondear,
βροντώ [vrondó] (v.) tronar, retumbar, sondar,
βροντώδης [vrondódis] (adj.) ruidoso, βυθός [vizós] (nym.) fondo,
atornador, ensordecedor, βύνη [víni] (nyf.) malta,
βροχερός [vrojerós] (adj.) lluvioso, βυρσοδεψείο [virsodepsío] (nyn.) cur
pluvioso, tiduría, tenería,
βροχή [vrojQ (n7f.) lluvia, aguacero, βυρσοδέψης [virsodépsis] (nym.) cur
βρόχι [vróji] (nyn.) trampa. tidor.
βρόχ|ν°ς [vrójinos] (adj.) de lluvia, βυρσοδεψία [vírsodepsía] (nyf.) cur
pluvial. tido.
βροχόμετρο [vrojómetro] (n./n.) plu βύσμα [vísma] (n./n.) 1: enchufe, clavi
viómetro, ja, encaje, 2: (Med.) tapón,
βροχόπτωση [vrojóptosi] (nyf.) lluvia, βυσσινής [visinís] (adj.) carmesí,
aguacero, βυσσινιά [visiñá] (nyf.) guindo, guin
βρόχος [vrójos] (nym.) lazo, corredizo, dal.
βροχούλα [vrojúla] (nyf.) llovizna, βύσσινο [vísino] (nyn.) guinda,
βρικόλακας [vricólacas] (n./m.) vam βυσσοδομώ [visodomó] (v.) tramar,
piro. maquinar, urdir,
βρύο [vrío] (n./n.) musgo, βυτίο [vitío] (nyn.) barril, barrica, to
βρύση [vrísi] (nyf.) grifo, fuente, llave, nel.
espita. βώλος [vólos] (nym.) bola, canica,
βρυχηθμός [vrijizmós] (nym.) rugido, βωμολοχία [vomolojía] (nyf.) grosería,
mugido, bramido, ronquido, insolencia, indecencia, procacidad,
βρυχώμαι [vrijóme] (v.) rugir, mugir, βωμολόχος [vomolójos] (nym.) grose
bramar, gritar, roncar, ro, insolente, indecente, procaz,
βρώσιμος [vrósimos] (adj.) comesti βωμολοχώ [vomolojó] (v.) maldecir,
ble. blasfemar, decir obscenidades, decir
βύζαγμα [vídsagma] (nyn.) 1: lactan palabrotas,
cia, mamada, 2: succión, chupada, βωμός [vomós] (n./m.) altar, ara.
βυζαίνω [vidséno] (v.) lactar, ama
mantar, mamar, dar el pecho, criar
• βυζαίνω από το στήθος- criar al
618
turquesa.
γαλακτερός [galacterós] (adj.) lecho
Γ, γ [gáma] (n./n.) tercera letra del alfa so.
beto griego, γαλακτερά [galacterá] (n7n.) pl. pro
γαβάθα [gaváza] (n./f.) tazón, cuenco, ductos lácteos,
escudilla. γαλακτικός [galacticós] (adj.) lácteo,
γαβαθωτός [gavazotós] (adj.) cónca láctico, lactífero,
vo, hueco, γαλακτοκομείο [galactocomío] (n7n.)
γαβγίζω [gavguídso] (v.) ladrar, aullar, lechería, vaquería,
γάβγισμα [gávguisma] (n7n.) ladrido, γαλακτομπούρεκο [galactobúreco]
γάγγλιο [gágklio] (nVn.) ganglio, (n7n.) dulce de leche y sémola,
γάγγραινα [gágkrena] (nyf.) gangre γαλακτοπωλείο [galactopolío] (nVn.)
na. lechería.
γαγγραινώδης [gagkrenódis] (adj.) γαλακτοπώλης [galactopólis] (n7m.)
gangrenoso, lechero, repartidor de leche,
γάδος [gádos] (n7m.) bacalao, γαλακτοφόρος [galactofóros] (adj.)
γάζα [gádsa] (n7f.) gasa, lactífero.
γαζί [gadsí] (n./n.) costura, γαλακτώδης [galactódis] (adj.) lecho
γαζία [gadsía] (nVf.) acacia, so, lactífero, láctico,
γάζωμα [gádsoma] (nVn.) pespunte, γαλάκτωμα [galáctoma] (nVn.) leche,
costura a máquina, crema.
γαζώνω [gadsóno] (v.) pespuntear, co γαλανόλευκος [galanólefcos] (adj.) azul
ser a máquina, y blanco.
γαιάνθρακας [gueánzracas] (n./m.) γαλανός [galanos] (adj.) azul, azulado,
hulla, carbón, γαλαντόμος [galandómos] (adj.) va
γάιδαρος [gáidaros] (n7m.) burro, liente, generoso,
asno, borrico, γαλαξίας [galaksías] (n./m.) galaxia,
γαϊδουράγκαθο [gaidurágkazo] (nVn.) γαλαρία [galaría] (n7f.) 1: galería, 2:
cardo, borriquero, túnel, subterráneo,
γαϊδουριά [gaiduriá] (n./f.) burrada, γαλατάς [galatás] (n./m.) lechero,
grosería, tosquedad, rudeza, brus γαλβανίζω [galvanídso] (v.) galvani
quedad. zar.
γαϊτάνι [gaitáni] (nVn.) cinta, cordel, γαλβανισμός [galvanismós] (n/m.) gal
γαιοκτήμονας [gueoctímonas] (n./m.) vanismo.
terrateniente, latifundista, hacenda γαλβανοπλαστική [galvanoplastiquí]
do, propietario, (n./f.) galvanoplastia,
γάλα [gála] (n./n.) leche, γαλέρα [galéra] (n./f.) galera, galeón,
γαλάζιο [galádsio] (n7n.) azul, azul γαλέτα [galeta] (n./f.) galleta,
celeste. γαληνεύω [galinévo] (v.) calmar, se
γαλάζιος [galádsios] (adj.) celeste, azu renar, sosegar, tranquilizar, pacificar,
lado. apaciguar, aplacar,
γαλαζοαίματος [galadsoématos] (adj.) γαλήνη [galíni] (nJf.) calma, serenidad,
de sangre azul, aristócrata, sosiego, tranquilidad, apacibilidad.
γαλαζόπετρα [galadsópetra] (nVf.) γαλήνιος [galínios] (adj.) sereno, tran
619
Γαλλία
620
γένι
nto.
γδυτός [gditós] (adj.) 1: desnudo, γελώ [gueló] (v.) reir(se), burlarse, mo
nudo, desvestido, 2: descubierto, farse.
abierto. γελωτοποιός [guelotopiós] (n./m.)
γεγές [guegués] (n./m.) imbécil, tonto, bufón, payaso, burlón,
γεγονός [guegonós] (n./n.) 1: suceso, γεμάτος [guemátos] (adj.) lleno, relle
hecho, incidente, 2: acontecimiento, no, pleno, repleto, ahíto, completo,
evento, circunstancia, abundante,
γεια [guiá] (interj.) salud, hola, adiós, γεμίζω [guemídso] (v.) llenar, rellenar,
γειρτός [guirtós] (adj.) doblado, en completar, concluir,
corvado, torcido, plegado, γέμιση [guémisi] (nyf.) relleno,
γείσωμα [guísoma] (nyn.) cornisa, ale γέμισμα [guémisma] (nyn.) relleno,
ro. γεμιστήρας [guemistíras] (nym.) car
γείτονας [guitones] (nym.) vecino, gador (armas).
convecino, Γενάρης [guenáris] (nym.) enero,
γειτονεύω [guitonévo] (v.) ser vecino, γενάρχης [guenárjis] (nym.) patriarca,
lindar, limitar, confinar, γενεά [gueneá] (nyf.) 1: generación, 2:
γειτονιά [guitoñá] (nyf.) vecindad, época.
barrio. γενεαλογία [guenealoguía] (nyf.) ge
γειτονικός [guitonicós] (adj.) vecino, nealogía, antepasados, ascendencia,
contiguo a, próximo, γενέθλια [guenézlia] (n./n.) pl. cum
γειτόνισσα [guitónisa] (nyf.) vecina, pleaños, natalicio,
convecina, γενέθλιος [guenézlios] (adj.) cumplea-
γείωση [guíosi] (nyf.) hacer tierra, con ñero, natal, nativo,
ductor eléctrico, γενειάδα [gueniáda] (n./f.) barba,
γέλασμα [guélasma] (n./n.) engaño, γενειοφόρος [gueniofóros] (nym.) ba
burla, estafa, trampa, fraude, em rbudo, barbado, con barba,
buste. γένεση [guénesi] (nyf.) génesis, crea
γελαστός [guelastós] (adj.) sonriente, ción, origen,
risueño, alegre, γενεσιουργός [guenesiurgós] (adj.) ge
γέλιο [guélio] (n7n.) risa, risotada, nerador, creador,
γελοιογραφία [gueliografía] (n./f.) ca γενέτειρα [guenétira] (nyf.) patria,
ricatura. lugar de nacimiento, tierra natal, ciu
γελοιογράφος [gueliográfos] (nym.) dad natal,
caricaturista, γενετή [guenetí] (nyf.) nacimiento ·εκ
γελοιογραφώ [gueliografó] (v.) cari γενετής- de nacimiento · ταπεινής
caturizar. καταγωγής- de humilde nacimie
γελοιοποίηση [gueliopíisi] (nyf.) irri nto.
sión, burla, mofa, escarnio, γενετήσιος [guenetísios] (adj.) gene
γελοιοποιώ [gueliopió] (v.) ridiculizar, rador, sexual,
burlarse, mofarse, escarnecer, γενετική [guenetiquí] (nyf.) genética,
γελοίος [guelíos] (adj.) ridículo, gro γενετικός [gueneticós] (adj.) genético,
tesco, bufonesco, bufo, hereditario,
γελοιότητα [gueliótita] (nyf.) absur- γένι [guéni] (nyn.) barba, barbilla,
621
γενιά
622
γιακάς
623
γιαλός
624
γλυκερίνη
625
γλυκερός
626
γουδί
627
γουδοχέρι
628
γυμνάζω
629
γυμνασιάρχης
630
demonomancia.
δάκρυ [dácri] (n./n.) lágrima,
Δ, 6, [délta] (η./η.) cuarta letra del alfa δακρυγόνος [dacrigónos] (adj.) lacri
beto griego, mal, lacrimógeno,
δα [da] (conj.) pues, ni. δακρύζω [dracrídso] (v.) lagrimear, llo
δαγκάνα [dagkána] (n7f.) pinza, te riquear, gimotear, llorar,
naza. δάκρυσμα [dácrisma] (n7n.) lagri
δαγκανιάρης [dagkañáris] (adj.) mo- meo.
rdedor. δακτυλήθρα [dactilízra] (nVf.) dedal,
δάγκωμα [dágkoma] (nyn.) mordedu δακτυλικός [dactilicós] (adj.) 1: dacti
ra, mordisco, dentellada, lar, digital, 2: (verso) dactilico,
δαγκωνιά [dagkoñá] (n./f.) mordedu δακτύλιος [dactílios] (n7m.) anillo,
ra, bocado, mordisco, tarascada, anilla.
δαγκώνω [dagkóno] (v.) morder, ta δακτυλογραφία [dactilografía] (nVf.)
rascar. macanografía.
δάδα [dáda] (n./f.) antorcha, tea. δακτυλογράφος [dactilógrafos] (n7m.)/
δαδί [dadí] (n7n.) rama para encender (nVf.) mecanógrafo, mecanógrafa,
el fuego. δακτυλογραφώ [dactilógrafo] (v.) me
δαδούχος [dadújos] (n./m.) él que lle canografiar,
va la antorcha, δακτυλοδεικτούμενος [dactilodictúme-
δαίδαλος [dédalos] (n./m.) dédalo, la nos] (adj.) notorio, célebre,
berinto ·Δαίδαλος- Daedalus. δάκτυλος [dáctilos] (n7m.) dedo,
δαιδαλώδης [dedalódis] (adj.) confu δαλτονισμός [daltonismós] (n7m.) dal
so, laberíntico, tonismo.
δαίμονας [démonas] (n./m.) demonio, δαμάζω [damádso] (v.) domar, domi
diablo, satanás, nar, someter, avasallar,
δαιμονίζω [demonídso] (v.) endemo δαμάλα [damála] (n./f.) vaca,
niar, volver loco, δαμάλι [damáli] (nVn.) ternero, terne
δαιμονικός [demonicós] (adj.) 1: dia ra.
bólico, satánico, demoniaco, perver δαμαλίζω [damalídso] (v.) vacunar,
so, 2: (metáf.) genial, δαμαλισμός [damalismós] (n7m.) va
δαιμόνιο [demonio] (n7n.) 1: demo cunación,
nio, espíritu maligno, 2: (metáf.) ge δαμασκηνιά [damasquiñá] (nVf.) ci
nio. ruelo.
δαιμόνιος [demónios] (adj.) 1: diabóli δαμάσκηνο [damásquino] (nVn.) ci
co, perverso, 2: (metáf.) genial, inge ruela.
nioso. δαμαστής [damastís] (n7m.) doma
δαιμονισμένος [demonisménos] (adj.) dor, amansador,
endemoniado, poseído, endiablado, δαμάστρια [damástria] (n7f.) doma
δαιμονιώδης [demoniódis] (adj.) fre dora, amansadora,
nético, furioso, δανδής [dandis] (n./m.) hombre muy
δαιμονομανία [demonomanía] (n7f.) elegante.
demonomanía, δανείζομαι [danídsome] (v.) pedir prés
δαιμονομαντεία [demonomandía] (nVf.) tamo.
631
δανειζόμενος
632
δεκαέξι
633
δεκαετηρίδα
634
δεσμευτικός
635
δεσμεύω
636
δημοτικό
637
δημοτικός
primaria. ligencia.
δημοτικός [dimoticós] (adj.) munici διαβήτης [diavítis] (n./m.) 1: (Med.)
pal, comunitario, local, diabetes, 2: (Geom.) compás,
δημοτικότητα [dimoticótita] (nVf.) διαβητικός [diaviticós] (adj.) diabéti
popularidad, fama, co.
δημοφιλής [dimofilís] (adj.) popular, διαβιβάζω [diavivádso] (v.) transmitir,
famoso, célebre, conocido, transferir.
δημοψήφισμα [dimopsíñsma] (n./n.) διαβίβαση [diavívasi] (n7f.) transmi
referéndum, plebiscito, sufragio, sión, transferencia,
δημώδης [dimódis] (adj.) popular, del διαβιώνω [diavióno] (v.) vivir, subsi
pueblo, ordinario, vulgar, divulgado, stir.
διά [diá] (prep.) por, a través de, por διαβίωση [diavíosi] (n./f.) vida, nivel de
medio de, mediante, vida, manera de vivir, subsistencia,
διαβάζω [diavádso] (v.) 1: (por placer διαβλέπω [diavlépo] (v.) entrever, in
propio) leer, 2: estudiar, tuir, vislumbrar, otear,
διαβαθμίζω [diavazmídso] (v.) gra διαβλητικός [diavliticós] (adj.) calu
duar, escalonar, mnioso, infamatorio, difamatorio,
διαβάθμιση [diavázmisi] (n./f.) grada διαβόητος [diavóitos] (adj.) notorio,
ción, graduación, célebre, afamado,
διαβαίνω [diavéno] (v.) atravesar, pa διαβολέας [diavoléas] (nVm.) calu
sar, cruzar, recorrer, mniador, infamador, difamador,
διαβάλλω [diaválo] (v.) difamar, infa διαβολεμένος [diavoleménos] (adj.)
mar, calumniar, perverso, satánico, endiablado,
διάβαση [diávasi] (nVf.) paso, tránsito, διαβολή [diavolí] (n./f.) calumnia, di
• διάβαση πεζών- paso de cebra, famación,
διάβασμα [diávasma] (nVn.) 1: lectura, διαβολιά [diavoliá] (n./f.) diablura, tra
2: estudio, vesura.
διαβασμένος [diavasménos] (adj.) 1: διαβολικός [diavolicós] (adj.) diabó
instruido, estudiado, leído, 2: sabio, lico, satánico, demoniaco, malvado,
διαβατήριο [diavatírio] (n./n.) pasa maligno, perverso,
porte. διαβολόκαιρος [diavolóqueros] (nym.)
διαβάτης [diavátis] (n./m.) transeúnte, tempestad, mal tiempo,
caminante, peatón, paseante, διαβολόπαιδο [diavolópedo] n. dia
διαβατικός [diavaticós] (adj.) pasaje blillo, chico travieso,
ro, transitorio, de paso, διάβολος [diávolos] (n./m.) diablo, de
διαβατός [diavatós] (adj.) transitable, monio, satanás · στέλνω στον διά
accesible, pasable, asequible, βολο· mandar a alguien al diablo ·
διαβεβαιώνω [diaveveóno] (v.) ase τι διάβολο;- ¿qué diablos? ·πήγαινε
gurar, afirmar, aseverar, corroborar, στον διάβολοί- ¡vete al diablo!,
confirmar, διαβουλεύομαι [diavulévome] (v.)
διαβεβαίωση [diavevéosi] (n./f.) afi deliberar.
rmación, aseveración, corrobora διαβούλευση [diavúlefsi] (n./f.) deli
ción, confirmación, beración, discusión, debate,
διάβημα [diávima] (n7n.) gestión, di διαβούλιο [diavúlio] (n./n.) consejo,
638
διαδρομή
639
διάδρομος
καλύπτω μια διαδρομή- recorrer un unir ·διαιρώ στη μέση- dividir algo
trayecto. por la mitad,
διάδρομος [diádromos] (n./m.) pasi διαισθάνομαι [dieszánome] (v.) intuir,
llo, corredor, percibir.
διάζευξη [diádsefksi] (n./f.) separa διαίσθηση [diéscisi] (n./f.) intuición,
ción, desunión, disyunción, presentimiento, instinto ·από διαί
διαζύγιο [diadsíguio] (n./n.) divorcio, σθηση- por intuición,
διάζωμα [diádsoma] (ηΛι.) friso, διαισθητικός [diesciticós] (adj.) intui
διαθερμαίνω [diacerméno) (v.) cale tivo, instintivo,
ntar. δίαιτα [dieta] (ηΛ.) régimen, dieta ·
διαθέρμανση [diacérmansi] (ηΛ.) ca κάνω δίαιτα- estar a régimen/dieta,
lentamiento, διαιτησία [dietisía] (n./f.) arbitraje, ar
διαθερμία [diacermía] (ηΛ.) diate bitrio, arbitramiento,
rmia. διαιτητεύω [dietitévo] (v.) arbitrar, in
διάθεση [diácesi] (ηΛ) 1: disposición, termediar, interceder,
2: humor, ánimo ·είμαι στη διάθεση διαιτητής [dietitís] (ηΛη.) árbitro, me
σου- estoy a tu disposición ·ψυχική diador.
διάθεση- estado de animo ·δεν έχω διαιτητικός [diatiticós] (adj.) 1: arbi-
διάθεση για- no tener disposición tal, arbitrario, 2: dietético, de dieta ·
para. διαιτητικός κανόνας- regla arbitral
διαθέσιμος [diacésimos] (adj.) dispo •διαιτητικό φαγητό- comida dieté
nible, accesible, tica.
διαθεσιμότητα [diacesimótita] (n./f.) διαιώνιση [dieónisi] (ηΛ) perpetua
disponibilidad, ción, perpetuidad, perduración,
διαθέτης [diacétis] (ηΛη.) testador, διαιωνίζω [dieonídso] (v.) eternizar,
διαθέτω [diacéto] (v.) 1: disponer, 2: perpetuar, inmortalizar,
colocar, situar, διακαής [diacaís] (adj.) ardiente, abra
διαθήκη [diacíqui] (ηΛ) testamento · sador, ardoroso,
Καινή Διαθήκη- Nuevo Testamiento. διακανονίζω [diacanonídso] (v.) 1: re
διάθλαση [diázlasi] (ηΛ) refracción, gular, regularizar, reglar, 2: acordar,
διαθλαστικός [diazlasticós] (adj.) re llegara un acuerdo.
fractante, refractivo, διακαvovισμός[diacanonismós] (ηΛη.)
διαθλώ [diazló] (v.) refractar, acuerdo, convenio,
διαθρύληση [diazrílisi] (ηΛ) divulga διακατέχω [diacatéjo] (v.) poseer,
ción, propaganda, propagación, διακεκαυμένη [diaquecavméni] (ηΛ)
διαίρεση [diéresi] (ηΛ) 1: (Mat.) di zona tórrida,
visión, 2: partición, separación, 3: διακεκριμένος [diaquecriménos] (adj.)
(Med.) diéresis, distinguido, excelente, notable, ilus
διαιρετέος [dieretéos] (adj.) (Mat.) di tre.
visible, dividendo, διάκενο [diáqueno] (n./n.) vacío, va
διαιρέτης [dierétis] (n./m.) (Mat.) divi ciado, hueco, ahuecamiento,
sor, factor, submúltiplo, διακήρυξη [diaquíriksi] (ηΛ) declara
διαιρετός [dieretós] (adj.) divisible, ción, proclamación, enunciación,
διαιρώ [dieró] (v.) dividir, separar, des διακηρύσσω [diaquiríso] (v.) declarar,
640
διαλάλημα
641
διαλάληση
642
διαπαιδαγώγηση
643
διαπαιδαγωγώ
644
διασταλτός
645
διάσταση
646
διαχειρίζομαι
647
διαχειριστής
648
διθύραμβος
649
διίσταμαι
650
διότι
651
διούρηση
652
δοκός
do. retículo.
δισύλλαβος [disílavos] (adj.) bisílabo, δίχως [díjos] (prep.) sin, fuera de.
διυλίζω [diilídso] (v.) destilar, refinar, δίψα [dípsa] (n./f.) sed.
depurar, filtrar, colar, acrisolar, διψασμένος [dipsasménos] (adj.) se
διύλιση [diílisi] (n./f.) destilación, refi diento,
nación, depuración, filtración, cola διψώ [dipsó] (v.) tener sed.
dura. διωγμός [diogmós] (n./m.) persecu
διυλιστήριο [diilistírio] (ηΛι.) destile ción, expulsión, destierro,
ría, refinería, διώκτης [dióctis] (nVm.) perseguidor,
διφθέρα [difcéra] (n./f.) abrigo de piel, acosador.
διφθερίτιδα [difcerítida] (ηΛ) (Med.) διώκω [dióco] (v.) perseguir, expulsar,
difteria. desterrar, cazar,
δίφθογγος [dífzongos] (n7m.) (Gram.) διώνυμος [diónimos] (adj.) binomio,
diptongo, δίωξη [díoksi] (ηΛ) expulsión, desti
διφορούμενος [diforúmenos] (adj.) tución.
ambiguo, equívoco, de doble senti διώξιμο [dióksimo] (ηΛι.) persecu
do, dudoso · μιλάω διφορούμενα- ción, expulsión, destierro,
hablar con segundas (palabras), διώρυγα [dióriga] (ηΛ) canal · η δι
διφυής [difiís] (adj.) biforme. ώρυγα του Παναμά- el canal de Pa
δίφυλλος [díñlos] (adj.) de dos hojas, namá.
διχάζω [dijádso] (v.) escindir, dividir, διώχνω [diójno] (v.) perseguir, expul
desunir, separar, desjuntar, sar, echar fuera, despedir · διώχνω
διχάλα [dijála] (n./f.) horquilla, horca το κακό ττνεύμα- echar fuera el mal
dura, bifurcación, espíritu.
διχασμένος [dijasménos] (adj.) 1: di δόγμα [dógma] (ηΛ.) dogma, doctri
vidido, desunido, 2: (para personas) na, creencia,
ambiguo, confuso, δογματίζω [dogmatídso] (v.) dogma
διχασμός [dijasmós] (ηΛη.) 1: esci tizar.
sión, 2: ruptura, separación, división, δογματικός [dogmaticós] (adj.) do
διχαστικός [dijasticós] (adj.) divisivo. gmático, doctrinal,
διχογνωμία [dijognomía] (ηΛ.) disen δοκάρι [docári] (ηΛι.) viga, traviesa,
sión, desacuerdo, δοκιμάζω [doquimádso] (v.) 1: probar,
διχογνωμώ [dijognomó] (v.) desacor ensayar, intentar, 2: (comida) degu
dar, oponerse, star.
διχόνοια [dijóña] (ηΛ) discordia, des δοκιμασία [doquimasía] (ηΛ) prueba,
avenencia, disensión, ensayo, intento, experimento,
διχοτόμηση [dijotómisi] (ηΛ) 1: bi δοκιμαστικός [doquimasticós] (adj.)
partición, división, dicotomía, 2: de prueba, tentativo,
(Geom.) bisección, δοκιμή [doquimí] (ηΛ.) prueba, ensa
διχοτομώ [dijotomó] (v.) 1: partir en yo, tanteo,
dos, bisecar, dividir 2: (Geom.) bise- δοκίμιο [doquímio] (ηΛι.) ensayo,
ccionar. δόκιμος [dóquimos] (adj.) versado en,
δίχρωμος [díjromos] (adj.) bicolor, principiante, novicio,
δίχτυ [díjti] (n7n.) red, trama, malla, δοκός [docós] (ηΛ) viga.
653
δολάριο
654
δροσερός
655
δροσερότητα
656
δυσπρόσιτος
dar, disgustar, irritar, caer mal. δύσκολος [díscolos] (adj.) difícil, ar
δυσαρμονία [disarmonia] (n./f.) di duo, complicado, comlejo · σε δύ
scordia, disonancia, disconformidad, σκολη θέση- en peligro · δύσκολη
δυσβάστακτος [disvástactos] (adj.) κατάσταση- situación complicada
insoportable, insufrible, inaguanta • δύσκολος άνθρωπος- carácter di
ble, pesado, agobiante, fícil.
δύσβατος [dísvatos] (adj.) escabroso, δυσμένεια [disménia] (nVf.) desgracia,
abrupto, áspero, desventura, infortunio, desdicha,
δυσδιάκριτος [disdiácritos] (adj.) δυσμενής [dismenís] (adj.) desfavora
indistinguible, indiscernible, imper ble, adverso, hostil,
ceptible. δυσμενώς [dismenós] (adv.) desfavo
δυσεντερία [disendería] (n./f.) (Med.) rablemente,
disentería, δύσμοιρος [dísmiros] (adj.) desven
δυσεπίλυτος [disepílitos] (adj.) inso- turado, desgraciado, infortunado,
luble. desdichado,
δυσεύρετος [disévretos] (adj.) difícil δυσμορφία [dismorfia] (n./f.) deformi
de encontrar, de hallar o de conse dad, desfiguración,
guir. δύσμορφος [dísmorfos] (adj.) defo
δύση [dísi] (n./f.) 1: (horizonte) oeste, rme, desfigurado, feo.
occidente, 2: (sol) ocaso, puesta de δυσνόητος [disnóitos] (adj.) incom
sol. prensible, ininteligible,
δύσθυμος [díscimos] (adj.) malhumo δυσοίωνος [disíonos] (adj.) nefasto,
rado, melancólico, δυσοσμία [disosmía] (n./f.) mal olor,
δύσκαμπτος [díscamptos] (adj.) rígi hedor, peste, fetidez, hediondez,
do, inflexible, duro, firme, δύσοσμος [dísosmos] (adj.) malolie
δυσκαμψία [discampsía] (n./f.) rigidez, nte, apestoso, fétido, hediondo,
inflexibilidad, dureza, firmeza, δύσπεπτος [díspeptos] (adj.) indige
δυσκινησία [disquinisía] (nVf.) len sto.
titud, pesadez, dificultad de movi δυσπεψία [dispepsia] (n7f.) indige
miento. stión, empacho, dispepsia,
δυσκίνητος [disquínitos] (adj.) lento, δυσπιστία [dispistia] (n7f.) increduli
pesado, con dificultad de movimie dad, recelo, desconfianza,
nto. δύσπιστος [díspistos] (adj.) incrédulo,
δυσκοίλιος [disquílios] (adj.) estreñi receloso, desconfiado,
do. δυσπιστώ [dispistó] (v.) recelar, des
δυσκοιλιότητα [disquiliótita] (nyf.) confiar, sospechar, dudar,
estreñimiento, δύσπνοια [díspnia] (nVf.) 1: dificultad
δυσκολεύω [discolévo] (v.) dificultar, de respirar, 2: (Med.) disnea,
complicar, obstaculizar, embrollar, δυσπραγία [dispraguía] (n7f.) rece
enmarañar, sión, depresión · οικονομική δυ-
δυσκολία [discolía] (nVf.) dificultad, σπραγία- contracción económica,
complicación, contratiempo, obstá δυσπροσάρμοστος [disprosármostos]
culo ·χωρίς την παραμικρή δυσκο (adj.) inadaptado,
λία- sin ninguna dificultad. δυσπρόσιτος [disprósitos] (adj.) inac-
657
δυστοκία
658
δωσίλογος
659
εγγράφω [egkráfo] (v.) inscribir, regi
strar, matricular,
Ε, ε [épsilon] (η7η.) quinta letra del al εγγράφως [egkráfos] (adv.) por escri
fabeto griego, to.
c [e] (excl.) oye, oiga, εγγύηση [egkíisi] (nVf.) garantía, fia
εάν [eán] (conj.) si, en caso de. nza, afianzamiento, caución · συ
εαρινός [earinós] (adj.) primaveral, de νταγματικές εγγυήσεις- garantías
primavera, institucionales,
εαυτός [eaftós] (n7m.) uno mismo, si εγγυητής [egkiitís] (n7m.) garante, ga-
mismo, el yo. rantizador, fiador,
εβδομάδα [evdomáda] (nVf.) semana εγγυοδοτώ [egkiodotó] (v.) garanti
• εργάσιμη εβδομάδα- semana la zar.
boral. εγγύς [egkís] (adv.) cerca, al lado, ju
εβδομαδιαίος [evdomadiéos] (adj.) nto.
semanal. εγγύτητα [egkítita] (n7f.) proximidad,
εβδομηκοστός [evdomicostós] (adj.) vecinidad, cercanía,
septuagésimo, εγγυώμαι [egkióme] (v.) 1: garantizar,
εβδομήντα [evdomínda] (núm.) se avalar, 2: afianzar, asegurar,
tenta. εγείρω [eguíro] (v.) levantar, erigir, al
εβδομηντάρης [evdomindáris] (adj.) zar, elevar,
septuagenario, έγερση [éguersi] (nVf.) levantamiento,
έβδομος [évdomos] (adj.) séptimo, erección, alza,
έβενος [évenos] (n7m.+f.) ébano, εγερτήριο [eguertírio] (n./n.) 1: toque
εβενουργός [evenurgós] (n7m.) eba de diana, diana, 2: canto revolucio
nista. nario.
εβραϊκός [evraicós] (adj.) hebraico, εγκαθίδρυση [egkacídrisi] (n./f.) esta
hebreo. blecimiento, instalación,
Εβραίος [evréos] (n7m.) hebreo, ju εγκαθιστώ [egkacistó] (v.) establecer,
dío. instalar, fundar, instaurar,
έγγαμος [égkamos] (adj.) casado, con εγκαίνια [egkénia] (n7n.) pl. inaugu
yugal. ración, estreno, ceremonia de ape
εγγαστρίμυθος [egkastrímizos] (adj.) rtura.
ventrílocuo, εγκαινιάζω [egkeniádso] (v.) inaugu
εγγεγραμμένος [egkegraménos] (adj.) rar, estrenar,
registrado, matriculado, catalogado, έγκαιρα [égkera] (adv.) a tiempo,
εγγονή [egkonó] (n./f.) nieta, oportunamente,
εγγονός [egkonós] (n./m.) nieto, έγκαιρος [égkeros] (adj.) oportuno,
εγγράμματος [egkrámatos] (adj.) le puntual.
trado, culto, instruido, εγκαλώ [egkaló] (v.) acusar, inculpar,
εγγραφή [egkrafí] (n7f.) inscripción, convocar, encartar,
registro, matrícula, εγκάρδια [egkárdia] (adv.) cordial
έγγραφο [égkrafo] (n7n.) escrito, do mente.
cumento, papei ·δημόσιο έγγραφο- εγκάρδιος [egkárdios] (adj.) cordial,
documento público. afectuoso, amable, afable.
660
εγκυμονώ
661
εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνη [egkimosíni] (nyf.) em έδρα [édra] (nyf.) sede, cátedra, esca
barazo, gestación, preñez, gravidez, ño.
έγκυος [égkios] (n./f.) embarazada, εδραιώνω [edreóno] (v.) afirmar, con
encinta, preñada, solidar, asegurar, fortalecer,
έγκυρος [égkiros] (adj.) válido, legíti εδραίωση [edréosi] (nyf.) afirmación,
mo, legal. consolidación,
εγκυρότητα [egkirótita] (nyf.) validez, έδρανο [édrano] (n./n.) banco · ανε
vigencia. βαίνω στο έδρανο- subir al banco,
εγκωμιάζω [egkomiádso] (v.) elogiar, εδρεύω [edrévo] (v.) tener sede, resi
alabar, encomiar, ensalzar, dir, afincarse,
εγκωμιαστικός [egkomiasticós] (adj.) εδώ [edó] (adv.) aquí, acá ·εδώ ακρι
elogiable, elogioso, laudatorio, βώς- aquí mismo ·μέχρι εδώ- hasta
εγκώμιο [egkómio] (nyn.) elogio, ala aquí ·έλα εδώ!- ¡ven aquí! ·airó εδώ
banza, encomio, encomienda, και εμπρός- de aquí en adelante,
έγνοια [égnia] (n./f.) preocupación, in εδώδιμα [edódima] (nyn.) pl. come
quietud, ansiedad, stibles.
εγρήγορση [egrígorsi] (n./f.) vigilan εδώλιο [edólio] (nyn.) banquillo, asien
cia, acecho, to, taburete,
εγχείρηση [egjírisi] (n./f.) operacción. εθελοντής [ecelondís] (nym.) volu
εγχειρίδιο [egjirídio] (n./n.) manual, ntario.
enquiridión. εθελοντικά [ecelondicá] (adv.) volun
εγχειρίζω [egjirídso] (v.) operar, tariamente,
εγχείριση [egjírisi] (nyf.) entrega, εθελοντικός [ecelondicós] (adj.) vo
έγχορδος [égjordos] (adj.) de cuerda, luntario.
έγχρωμος [égjromos] (adj.) en color, εθίζω [ecídso] (v.) habituar, acostu
colorado, colorido, mbrar.
έγχυμα [égjima] (n./n.) infusión, έθιμο [écimo] (n./n.) costumbre, tra
εγχώριος [egjórios] (adj.) del país, lo dición, hábito ·τα έθιμα μιας περιο
cal, nativo, autóctono, aborigen, χής- las costumbres de esta provin
εγώ [egó] (pron.) yo. cia.
εγωισμός [egoismós] (n./m.) egoísmo, εθιμοτυπία [ecimotipía] (nyf.) cere
egotismo, monia, rito, etiqueta, protocolo,
εγωιστής [egoistís] (adj.) egoísta, ego εθιμοτυπικός [ecimotipicós] (adj.) ce
tista. remonial, ritual,
εγωιστικός [egoisticós] (adj.) egoísta, εθισμός [ecismós] (nym.) adicción,
εγωκεντρικός [egoquendricós] (adj.) afición.
egocéntrico, εθνάρχης [eznárjis] (n./m.) jefe de una
εδαφικός [edaficós] (adj.) 1: territorial, nación.
regional, local, 2: del suelo, εθνικισμός [ezniquismós] (nym.) na
εδάφιο [edáfio] (n./n.) párrafo, versí cionalismo,
culo. εθνικιστής [ezniquistís] (n./m.) nacio
έδαφος [édafos] (nyn.) 1: suelo, 2: te nalista.
rritorio, área, región, εθνικοποίηση [eznicopíisi] (n./f.) na
έδεσμα [édesma] (n./n.) vianda. cionalización.
662
εικόνισμα
663
εικονογραφία
664
εκδήλωση
665
εκδηλωτικός
666
εκμετάλλευση
667
εκμεταλλεύσιμος
668
έκταση
669
εκταφή
670
ελασματοποίηση
671
ελασματουργείο
672
εμβολιάζω
673
εμβολιασμός
674
εμπροσθοφυλακή
675
εμπύρετος
εμπύρετος [embíretos] (adj.) febril, afie ενάγω [enágo] (v.) demandar, enjui
brado, calenturiento, ciar, sentenciar,
εμφανής [emfanís] (adj.) manifiesto, εναγωνίως [enagoníos] (adv.) angu
visible, claro, stiosamente,
εμφανίζομαι [emfanídsome] (v.) εναέριος [enaérios] (adj.) aéreo · ενα
aparecer(se), presentarse, asomar, έρια κυκλοφορία- circulación aérea/
brotat. tráfico aéreo,
εμφανίζω [emfanídso] (v.) revelar, mos εναλλαγή [enalaguí] (nVf.) alterna
trar, presentar, ofrecer, ción, alternancia,
εμφάνιση [emfánisi] (n./f.) 1: revelado, εναλλακτικός [enalacticós] (adj.) al
aparición, presentación, 2: (físico de ternativo, alternante · εναλλακτικός
una persona) aspecto, apariencia, τουρισμός- turismo alternativo,
εμφανίσιμος [emfanísimos] (adj.) pre εναλλάξ [enaláx] (adv.) alternativa
sentable, visible, mente.
έμφαση [émfasi] (n./f.) énfasis, intensi εναλλάσσομαι [enalásome] (v.) alte
dad · δίνω έμφαση- dar énfasis, rnar, reemplazar,
εμφατικός [emfaticós] (adj.) enfático, εναλλασσόμενος [enalasómenos] (adj.)
acentuado, intenso, alterno · εναλλασσόμενο ρεύμα- co
εμφιαλώνω [emfialóno] (v.) envasar, rriente alterna,
embotellar, ενανθρώπηση [enanzrópisi] (n7f.)
εμφιάλωση [emfiálosi] (n7f.) envasa encarnación · το μυστήριο της θείας
do, embotellado, ενανθρώπησης- el misterio de la en
έμφραγμα [émfragma] (n./n.) infarto, carnación de Cristo,
εμφύλιος [emfílios] (adj.) civil · εμφύ έναντι [énandi] (adv.) 1: (en general)
λιος πόλεμος- guerra civil, contra, 2: (dinero) a cuenta,
εμφύσημα [emfísima] (n./n.) (Med.) εναντιολογία [enandiologuía] (n7f.)
enfisema, contradicción,
εμφυσώ [emfisó] (v.) soplar, εναντιολογώ [enandiologó] (v.) con
εμφυτεύω [emfitévo] (v.) implantar, tradecir.
radicar, arraigar, εναντίον [enandíon] (adv.) contra, en
έμφυτος [émfitos] (adj.) innato, natu contra (de),
ral, congenito, inherente · έμφυτο εναντιώνομαι [enandiónome] (v.) opo
ταλέντο- talento nato/innato, nerse, contraponerse, ponerse en
έμψυχος [émpsijos] (adj.) 1: viviente, contra.
2: viviente · έμψυχα όντα- especies εναποθέτω [enapocéto] (v.) depositar,
vivientes. colocar, poner,
εμψυχώνω [empsijóno] (v.) animar, εναπομένω [enapoméno] (v.) sobrar,
alentar. ενάρετος [enáretos] (adj.) virtuoso,
εμψύχωση [empsíjosi] (n./f.) anima honrado, prudente,
ción, vivacidad, έναρθρος [énarzros] (adj.) articulado,
ένα [éna] (núm.) un(o) · ένα αγόρι και εναρκτήριος [enarctírios] (adj.) inau
ένα κορίτσι- un chico y una chica, gural · εναρκτήρια ομιλία- discurso
εναγόμενος [enagómenos] (adj.) acu inaugural,
sado, demandado. εναρμονίζω [enarmonídso] (v.) armo
676
ενεργητικότητα
677
ενεργοποίηση
678
εντελώς
679
εντερικός
680
εξακρίβωση
681
εξακριβωτικός
682
εξεταστής
683
εξέταστρα
684
έξοχος
685
εξοχότητα
686
επανάληψη
687
επαναπατρισμός
689
επιβοηθητικός
690
επικερδής
691
επικεφαλής
692
επίσης
693
επισκεπτήριο
694
επιφυλακτικότητα
695
επιφύλαξη
696
εριστικός
trópica.
ερασιτέχνης [erasitéjnis] (n./m.) aficio ερεθίζω [erecídso] (v.) irritar, excitar,
nado. estimular,
εράσμιος [erásmios] (adj.) amoroso, ερέθισμα [erécisma] (n7n.) estímulo,
encantandor. incentivo,
εραστής [erastís] (n7m.) amante, ερεθισμός [erecismós] (n7m.) 1: (sexual)
εργάζομαι [ergádsome] (v.) trabajar, excitación, 2: (en la piel) irritación,
currar, laborar, ερεθιστικός [erecisticós] (adj.) 1: (sexual)
εργαλείο [ergalío] (nVn.) instrumento, excitante, 2: (en la piel) irritante,
utensilio, herramienta · χειρουργικά ερείπιο [erípio] (n./n.) ruina · ερείπια-
εργαλεία- utensilios quirúrgicos, restos, arrebañamientos, residuos,
εργαλειοθήκη [ergaliocíqui] (nVf.) ερειπωμένος [eripoménos] (adj.) des
portaherramientas, moronado, ruinoso, arruinado,
εργασία [ergasía] (n./f.) trabajo, curro, ερειπώνω [eripóno] (v.) arruinar,
labor, empleo, ερείπωση [eríposi] (n7f.) derribo, derri-
εργάσιμος [ergásimos] (adj.) laboral · bamiento.
εργάσιμες ημέρες- días laborales, έρεισμα [érisma] (n7n.) apoyo, base,
εργαστηριακός [ergastiriacós] (adj.) soporte.
laboratorio, έρευνα [érevna] (nVf.) investigación,
εργαστήριο [ergastírio] (nVn.) labora encuesta, averiguación,
torio, taller, ερευνητής [erevnitís] (nVm.) investi
εργάτης [ergátis] (n7m.) trabajador, gador, científico,
obrero, operario, ερευνώ [erevnó] (v.) investigar, en
εργατικός [ergaticós] (adj.) diligente, cuestan averiguar,
laboral, obrero, trabajador, ερημητήριο [erimitírio] (n7n.) ermita,
εργατικότητα [ergaticótita] (nVf.) dili ερημιά [erimiá] (nVf.) 1: desierto, 2: so
gencia. ledad, abandono,
εργένης [erguénis] (n./m.) soltero, ερημικός [erimicós] (adj.) desierto, so
έργο [érgo] (n7n.) 1: (película, teatro) litario, desértico, abandonado · ερη
obra, 2: reforma · έργο τέχνης- obra μική παραλία- playa desierta,
de arte · γίνονται έργα- estar en ερημίτης [erimítis] (nVm.) ermitaño,
obras · καλλιτεχνικό έργο- obra ar ερημονήσι [erimonísi] (n7n.) isla de
tística · φιλανθρωπικό έργο- acción sierta.
filantrópica, έρημος [érimos] 1: (n./f.) desierto, 2:
εργοδηγός [ergodigós] (nVm.) capa (adj.) desierto, deshabitado, solita
taz. rio.
εργοδότης [ergodótis] (n7m.) patrón, ερημώνω [erimóno] (v.) despoblar, des
jefe, director, empresario, habitar, quedar desierto,
εργολαβία [ergolavía] (nVf.) contrata, ερήμωση [erímosi] (nVf.) despobla
εργολάβος [ergolávos] (n7m.) contra ción, despoblamiento,
tista. έριδα [érida] (nVf.) disputa, altercado,
εργοστάσιο [ergostásio] (nVn.) fábri riña, discordia,
ca. έριο [ério] (nVn.) lana,
εργόχειρο [ergójiro] (nVn.) labor, bor- εριστικός [eristicós] (adj.) pendencie
697
ερίτιμος
698
ετεροφυλόφιλος
699
ετήσιος
700
ευκαταφρόνητος
701
ευκινησία
702
ευτελής
703
ευτράπελος
704
εχεμύθεια
705
Εχέμυθος
706
χαλάω τη ζαχαρένια μου για τίποτα
- no me preocupo de nada,
Ζ, ζ [dsita] (nVn.) sexta letra del alfabe ζάχαρη [dsájari] (ηΛ.) azúcar,
to griego, ζαχαριέρα [dsajariéra] (n./f.) azucare
ζαβλακώνω [dsavlacóno] (v.) dejar ro.
estupefacto, ζαχαρίνη [dsajaríni] (n./f.) sacarina,
ζαβολιά [dsavoliá] (n./f.) trampa, fulle ζαχαροκάλαμο [dsajarocálamo] (ηΛι.)
ría, engaño, picardía, caña de azúcar,
ζαβολιάρης [dsavoliáris] (adj.) tram ζαχαροπλαστείο [dsajaroplastío] (nVn.)
poso, fullero, pastelería, confitería,
ζαβός [dsavós] (adj.) torpe, desmaña ζαχαροπλάστης [dsajaroplástis] (n./m.)
do. pastelero, confitero,
ζαβώνω [dsavóno] (v.) combarse, ζαχαροπλαστική [dsajaroplastiquí] (ηΛ)
ζαγάρι [dsagári] n. sabueso, hombre pastelería.
vil. ζαχαροποιία [dsajaropiía] (η Λ ) refi
ζακέτα [dsaquéta] (n./f.) 1: chaqueta, nería azucarera,
2: (larga) americana, ζαχαρώνω [dsajaróno] (v.) azucarar,
ζαλάδα [dsaláda] (n./f.) mareo, vérti acaramelar,
go, aturdimiento, vahído · μου ήρθε ζαχαρωτό [dsajarotó] (adj.) dulce, go
ζαλάδα- me mareé, losina, caramelo,
ζάλη [dsáli] (n./f.) mareo, vértigo, atur ζέβρα [dsévra] (n./f.) cebra,
dimiento, ζελατίνα [dselatína] (n./f.) gelatina,
ζαλίζω [dsalídso] (v.) marear, aturdir, ζεματίζω [dsematídso] (v.) arder, abra
ζαμπόν [dsambón] (n./n.) jamón, sar, quemar,
ζάπλουτος [dsámplutos] (adj.) muy ζεμάτισμα [dsemátisma] (n./n.) ardor,
rico, adinerado, acaudalado, quemadura,
ζάρα [dsára] (ηΛ.) arruga, pliegue, ζενίθ [dseníz] (nVn.) cénit, zenit, apó-
ζαρζαβατικό [dsardsavaticó] (nVn.) geo, auge · στο ζενίθ της καριέρας
vegetal, verdura, legumbre, του- en el cénit de su carrera,
ζαρζαβατικά [dsardsavaticá] (n./n.) pl. ζερβόδεξος [dservódeksos] (adj.) ambi
legumbres, dextro.
ζάρι [dsári] (n./n.) dado, ζερβός [dservós] (adj.) zurdo, zocato,
ζαριά [dsariá] (nVf.) lance de dado, ζερβοχέρης [dservojéris] (adj.) zurdo,
ζαρκάδι [dsarcádi] (n./n.) (Zoo!.) cor ζεσταίνω [dsesténo] (v.) calentar, cal
zo. dear.
ζαρντινιέρα [dsardiniéra] (n./f.) jardi ζέσταμα [dséstama] (n./n.) 1: (comida)
nera. calentamiento, 2: (gimnasia) preca-
ζάρωμα [dsároma] (n./n.) arruga, plie lentamiento.
gue. ζεστασιά [dsestasiá] (η Λ ) calor,,
ζαρώνω [dsaróno] (v.) arrugar, plegar, ζέστη [dsésti] (ηΛ.) calor, ardor, fervor,
ζαφείρι [dsafíri] (n./n.) zafiro, hervor.
ζαφορά [dsaforá] (n./f.) azafrán, ζεστός [dsestós] (adj.) 1: caliente, cá
ζαχαρένιος [dsajaréños] (adj.) azu lido, caluroso, 2: ardiente, abrasador,
carado, acaramelado, dulce · δεν 3: (metáf.) acogedor· ζεστό φαγητό-
707
ζευγάρι
708
ζωγραφιστός
ζόρικος [dsóricos] (adj.) 1: difícil, exi (adj.) par · ζυγοί αριθμοί- números
gente, 2: (carácter) indócil, indiscipli pares.
nado. ζυγός [dsigós] (nVm.) balanza, yugo ·
ζορμπάς [dsorbás] (n7m.) tirano, dés λύνω τους ζυγούς- marcharse,
pota, opresor, ζυγοσταθμίζω [dsigostazmidso] (ν.)
ζούγκλα [dsúgkla] (nJf.) jungla, equilibrar, estabilizar,
ζουζούνι [dsudsúni] (n./n.) insecto, ζυγοστάθμιση [dsigostázmisi] (n./f.)
chinche. estabilización,
ζουζουνίζω [dsudsunídso] (v.) zum ζύγωμα [dsígoma] (n./n.) acercamie
bar. nto.
ζουζούνισμα [dsudsúnisma] (n7n.) ζυγώνω [dsigóno] (v.) acercarse,
zumbido. ζυθοζύμη [dsizodsími] (nVf.) levadura
ζουλάπι [dsulápi] (n./n.) bestia, ani de cerveza,
mal. ζυθοποιείο [dsizopíío] (n./n.) cerve
ζούληγμα [dsúligma] (nVn.) presión, cería.
apretón. ζυθοποιία [dsizopiía] (n/f.) fábrica de
ζουλώ [dsuló] (v.) apretar, aplastar, es cerveza.
trujar, comprimir, ζυθοποιός [dsizopiós] (nVm.) cerve
ζουμ [dsoum] (n7n.) zoom. cero.
ζουμερός [dsumerós] (adj.) jugoso, ζύθος [dsízos] (n./m.) cerveza,
sustancial, ζυμάρι [dsimári] (n./n.) masa, pasta ·
ζουμί [dsumí] (n7n.) 1: jugo, zumo, 2: ανοίγω ζυμάρι- hacer la/una masa,
sustancia, ζυμαρικό [dsimaricó] (n./n.) pasta,
ζουμπούλι [dsumbúli] (nVn.) jacinto, ζύμη [dsímí] (n7f.) pasta, masa, leva
ζουπώ [dsupó] (v.) apretar, empujar, dura.
ζουρλομανδύας [dsurlomandías] (nym.) ζύμωμα [dsímoma] (n./n.) amasadura,
camisa de fuerza, amasamiento, amasijo,
ζουρλός [dsurlós] (adj.) loco, ζυμώνω [dsimóno] (v.) amasar, mez
ζοφερός [dsoferós] (adj.) sombrío, os clar.
curo, lúgubre, tétrico, tenebroso, ζύμωση [dsímosi] (n7f.) fermentación,
ζόφος [dsófos] (nVm.) oscuridad, descomposición · πολιτική ζύμωση-
ζοχάδα [dsojáda] (nVf.) rabieta · έχω descomposición política,
ζοχάδες- tener murria, ζυμωτής [dsimotís] (n./m.) amasador,
ζοχαδιάζω [dsojadiádso] (v.) rabiar, ζω [dso] (v.) 1: vivir, existir, ser, 2: resi
ζυγαριά [dsigariá] (nVf.) balanza, peso, dir, habitar · ζει σαν βασιλιάς- vive
ζύγι [dsígui] (nVn.) peso, pesa, como un rey · ζω μόνος μου- vivo
ζυγιάζω [dsiguiádso] (v.) equilibrar, solo · va ζήσεις/^βΐίζ cumple!,
ζυγίζω [dsiguídso] (v.) pesar, ponderar, ζωγραφιά [dsografiá] (n7f.) pintura,
compensar · ζυγίζω το φορτίο- pe dibujo, viñeta, retrato,
sar la carga, · ζυγίζω την κατάστα ζωγραφίζω [dsografídso] (v.) pintar,
ση- compensar la situación, dibujar, retratar, colorear,
ζύγισμα [dsíguisma] (nVn.) peso, pe ζωγραφική [dsografiquí] (n./f.) pi
saje. ntura.
ζυγός [dsigós] 1: (n7m.) (Zód.) Libra, 2: ζωγραφιστός [dsografistós] (adj.) di
709
ζωγράφος
710
tuosidad, hedonismo,
ηδονιστής [idonistís] (nym.) volup
Η, η [íta] (nyn.) séptima letra del alfa tuoso, hedonista.
beto griego, ηδυπάθεια [idipácia] (nyf.) voluptuo
η [i] (artículo determinado f.) la. sidad, sensualidad,
η [i] (conj.) o, u · θέλεις καφέ ή τσάι;- ηδυπαθής [idipacís] (adj.) voluptuoso,
¿quieres café o té? · τώρα ή προη sensual,
γουμένως;- ¿ahora u antes?, ηδύποτο [idípoto] (nyn.) licor,
ήβη [ívi] (n7f.) 1: pubertad, adolescen ήδυσμα [ídisma] (n./n.) condimento,
cia, 2: pubis, confección,
ηβικός [ivicós] (adj.) púbico, pubiano. ήθη [íci] (nyn.) pl. maneras, modales,
ηγεμόνας [iguemónas] (nym.) monar costumbres · ήθη και έθιμα- usos
ca, príncipe, soberano, y costumbres · γυναίκα ελαφρών
ηγεμονεύω [iguemonévo] (v.) reinar, ηθών- mujer despreciada,
imperar. ηθική [iciquí] (nyf.) moral, ética, mo
ηγεμονία [iguemonía] (n./f.) hegemo ralidad · είναι θέμα ηθικής- es cue
nía, soberanía, supremacía, stión de ética,
ηγεμονικός [iguemonicós] (adj.) he- ηθικό [icicó] (n./n.) moral · έχω πεσμέ
gemónico, majestuoso, monárquico νο ηθικό- estoy bajo de moral,
• ηγεμονική εξουσία- poder hege- ηθικολόγος [icicológos] (n./m.) mora
mónico. lista, predicador,
ηγεσία [iguesía] (n./f.) jefatura, man ηθικολογώ [icicologó] (v.) moralizar,
do, dirección, catequizar,
ηγέτης [iguétis] (n./m.) jefe, líder, ca ηθικοποίηση [icicopíisi] (n./f.) mora
becilla. lización.
ηγήτορας [iguítoras] (n./m.) jefe, líder, ηθικοποιώ [icicopió] (v.) edificar,
dirigente. ηθικός [icicós] (adj.) moral, ético · ηθι
ηγούμαι [igúme] (v.) dirigir, gobernar, κός αυτουργός- cómplice · ηθική
liderar, encabezar, conducir, guiar, βλάβη- daño moral,
ηγουμένη [iguméni] (n./f.) (Igl.) supe- ηθικότητα [icicótita] (n./f.) moralidad,
riora, priora, abadesa, ética.
ηγούμενος [igúmenos] (n./m.) (Igl.) ηθογραφία [izografía] (n./f.) costu
superior, prior, abad, mbrismo.
ήδη [ídi] (adv.) ya, todavía, por ahora · ηθοποιία [izopiía] (n./f.) actuación,
έχω φάει ήδη- ya he comido, acto.
ηδονή [idoní] (nyf.) placer, deleite, de ηθοποιός [izopiós] (n./m.+f.) actor, ac
licia, gozo · επιρρεπής στις ηδονές- triz, intérprete,
propenso a los deleites, ήθος [ízos] (n./n.) carácter, moral,
ηδονίζομαι [idonídsome] (v.) deleitar, ηλεκτραγωγός [ilectragogós] (n./m.)
gozar. conductor de electricidad,
ηδονικός [idonicós] (adj.) placentero, ηλεκτρίζω [ilectrídso] (v.) electrizar,
deleitoso, gozoso, sensual, voluptuo electrificar,
so · ηδονικό θέαμα- escena sensual, ηλεκτρικός [ilectricós] (adj.) eléctrico
ηδονισμός [idonismós] (n./m.) volup • ηλεκτρικό ρεύμα- corriente eléctri
711
ηλέκτριση
712
ημισφαίριο
713
ημιτελής
714
nx<¡>
715
θαλασσοπούλι [zalasopúli] (nVn.) ave
marina.
θ,θ [cita] octava letra del alfabeto θαλασσοταραχή [zalasotarají] (ηΛ.)
griego. marejada, oleaje, mar agitado,
θα [za] (partícula auxiliar para formar el θαλάσσωμα [zalásoma] (ηΛι.) sumer
Futuro) voy a. sión, inmersión, confusión,
θάβω [závo] (v.) enterrar, sepultar, in θαλασσώνω [zalasóno] (v.) sumergir,
humar · θάβω τον νεκρό- enterrar al confundir,
difundo · έθαψαν την υπόθεση- en θαλερός [zalerós] (adj.) en flor, robu
terrar/sepultar el caso, sto, fuerte,
θαλάμη [zalámi] (ηΛ.) nido, θαλερότητα [zalerótita] (η Λ ) flora
θαλαμηγός [zalamigós] (ηΛ.) yate, ción.
balandra. θαλλός [zalós] (n7m.) rama joven,
θαλαμηπόλος [zalamipólos] (n7m.+f.) θάλλω [zálo] (v.) florecer,
camarero/a. θάλπω [zálpo] (v.) animar, alentar,
θαλαμίσκος [zalamíscos] (ηΛη.) caba θαλπωρή [zalporí] (ηΛ.) calurosidad,
ña, camarote, acogida · η θαλπωρή του σπιτιού- el
θάλαμος [zálamos] (n./m.) sala, cáma calor del hogar,
ra, alcoba, estancia, cabina, habitá θάμβος [zámvos] (ηΛι.) sorpresa, asom
culo · θάλαμος αερίων- cabina de bro.
gases. θαμμένος [zaménos] (adj.) enterrado,
θάλασσα [zálasa] (n./f.) mar. sepultado,
θαλασσής [zalasís] (adj.) azul, θαμιστικός [zamisticós] (adj.) (Gram.)
θαλασσινά [zalasiná] (n./n.) pl. mari frecuentativo,
scos · έχω αλλεργία στα θαλασσινά- θαμνοειδής [zamnoidís] (adj.) pobla
soy alérgico a los mariscos, do, espeso, tupido,
θαλασσινός [zalasinós] (adj.) del mar, θάμνος [zámnos] (ηΛη.) arbusto, ma
marino, marinero · θαλασσινός αέ torral.
ρας· aire marino/marinero · θαλασ θαμνώδης [zamnódis] (adj.) poblado,
σινό νερό- agua marina/del mar. espeso, tupido,
θαλάσσιος [zalásios] (adj.) marítimo, θαμπάδα [zambáda] (n./f.) de aspecto
marino · θαλάσσια φώκια- león borroso, opacidad,
marino · θαλάσσια χλωρίδα- flora θαμπός [zambós] (adj.) borroso, tur
marina. bio, difuminado, mate · θαμπό το
θαλασσογραφία [zalasografía] (n./f.) πίο- paisaje borroso,
pintura marina, θάμπωμα [zámboma] (n./n.) deslum
θαλασσογράφος [zalasográfos] (ηΛη.) bramiento, encandilamiento.
el que pinta paisajes marinos, θαμπώνω [zambóno] (v.) deslumbrar,
θαλασσόνερο [zalasónero] (η Λ .) encandilar,
agua marina/del mar. θαμπωτικός [zamboticós] (adj.) des
θαλασσοπλοΐα [zalasoploía] (n./f.) na lumbrante, deslumbrador,
vegación, θαμώνας [zamónas] (n./m.) cliente ·
θαλασσοπόρος [zalasopóros] (n./m.) έγινε θαμώνας στο μαγαζί- se hizo
navegante. cliente.
716
θεϊσμός
717
θέλγητρο
718
θερμοσίφωνας
719
θερμοστάτης
720
θραύση
721
θραύσμα
722
θωρώ
723
idónea.
ιδανικότητα [idanicótita] (nVf.) idea
I, i [iota] (nVn.) novena letra del alfabe lismo.
to griego, ιδέα [idéa] (nVf.) 1: idea, opinión, 2:
ιαγουάρος [iaguáros] (n7m.) (Zool.) concepto, noción, pensamiento ·
jaguar. δεν έχω την παραμικρή ιδέα- no
ιαματικός [iamatiós] (adj.) medicinal, tengo la menor idea · φανατική
terapéutico, curativo · ιαματικές πη ιδέα· concepto fanático,
γές· aguas termales, ιδεάζω [ideádso] (v.) meter ideas, avi
ιαμβικός [iambicós] (adj.) verso yám sar.
bico. ιδεαλισμός [idealismós] (nVm.) idea
Ιανουάριος [ianuários] (nVm.) enero. lismo.
Ιάπωνας [iáponas] (n7m.) japonés. ιδεαλιστής [idealistís] (n7m.) idealista,
Ιαπωνία [¡aponía] (nVf.) Japón, arbitrista.
ιάσιμος [iásimos] (adj.) curable, ιδεολογία [ideologuía] (nVf.) ideolo
ιατρείο [¡atrio] (nVn.) consulta, des gía.
pacho, consultorio, dispensario · ια ιδεολογικός [ideologuicós] (adj.) ideo
τρείο μικρών ζώων- consultorio de lógico.
mascotas, ιδεολόγος [ideológos] (nVm.) ideali
ιατρεύω [iatrévo] (v.) curar, sta, ideólogo,
ιατρική [iatriquí] (nVf.) medicina, ιδεώδης [ideódis] (adj.) idóneo, ideal
ιατρικός [iatricós] (adj.) médico, me • ιδεώδεις συνθήκες- condiciones
dicinal, curativo · ιατρικός επισκέ idóneas.
πτης· visitador médico, ιδιαίτερα [idiétera] (adv.) particular
ιατροδικαστής [iatrodicastís] (n7m.) mente, en particular, especialmente,
médico forense, ιδιαίτερος [idiéteros] (adj.) 1: parti
ιατρός [iatrós] (nVm.+f.) médico, do cular, privado, individual 2: especial,
ctor. específico, excepcional · παραδίδει
ιατροσυμβούλιο [iatrosimvúlio] (n./n.) ιδιαίτερα μαθήματα- da clases pri
consejo médico, vadas/individuales,
ιαχή [iají] (n7f.) grito, alarido, ιδιαιτερότητα [idieterótita] (nVf.) par
ιβηρικός [iviricós] (adj.) ibérico. ticularidad,
(βις [ívis] (n./f.) (Zoo/.) ibis. ιδιαιτέρως [idietéros] (adv.) en priva
Ιγκλά [ígkla] (nVf.) faja, cincha, cinto, do, a parte, privadamente,
ιγμόρειο [igmório] (n./n.) (Anat.) seno, ιδιόγραφος [idiógrafos] (adj.) escrito a
ιδαλγός [idalgós] (n7m.) hidalgo, mano, manuscrito · ιδιόγραφη δια
ιδανίκευση [idaníquefsi] (nVf.) ideali θήκη- testamento ológrafo,
zación. ιδιοκτησία [idioctisía] (nVf.) propie
ιδανικεύω [idaniquévo] (v.) idealizar, dad · πνευματική ιδιοκτησία- pro
ιδανικό [idanicó] (n7n.) ideal, sueño, piedad intelectual · ατομική ιδιο
meta · άτομο με υψηλά ιδανικά- κτησία· propiedad individual,
persona con ideales altos, ιδιοκτήτης [idioctítis] (nVm.) propie
ιδανικός [idanicós] (adj.) ideal, idóneo tario, dueño, casero, amo.
• ιδανική σύζυγος- esposa ideal/ ιδιόκτητος [idióctitos] (adj.) propio,
724
ιέραξ
725
ιεραποστολή
726
ιπποδύναμη
727
ιππόκαμπος
728
ισχυρογνωμοσύνη
729
ισχυροποίηση
730
γκελα (της φυλακής)- detrás de las
rejas.
Κ, κ [cápa] (η./η.) décima letra del alfa καγκελόπορτα [cagkelóporta] (nVf.)
beto griego, cancela.
κάβα [cáva] (n7f.) bodega, cava, καγκουρό [cagkuró] (n7n.) canguro,
καβάλα [cavála] (adv.) a caballo, καγχάζω [cagjádso] (v.) reírse a carca
καβαλάρης [cavaláris] (n7m.) jinete, jadas, reírse vulgarmente,
cabalgador, caballista, καγχασμός [cagjasmós] (nVm.) carca
καβαλαρία [cavalaría] (n./f.) caballe jada, risotada,
ría. καδένα [cadéna] (n7f.) cadena · χρυ
καβαλέτο [cavaléto] (nVn.) caballete, σή καδένα- cadena de oro.
καβαλιέρος [cavaliéros] (n7m.) caba κάδμιο [cádmio] (n7n.) (Qufm.) cad
llero. mio.
καβαλικευτά [cavaliqueftá] (adv.) a κάδος [cádos] (n7m.) cubo, balde, cu
caballo, a horcajadas, beta · κάδος απορριμμάτων- cubo
καβαλικεύω [cavaliquévo] (v.) montar, de basura,
montar a caballo, cabalgar, κάδρο [cádro] (nVn.) marco, encuarde,
καβαλώ [cavaló] (v.) montar a caballo, recuardo.
cabalgar. καδρόνι [cadróni] (n./n.) viga, trave-
καβατζάρω [cavatdsáro] (v.) sobrepa saño.
sar, navegar en círculos, καζάκα [cadsáca] (nVf.) capa, manto,
καβγαδίζω [cavgadídso] (v.) pelear, καζαμίας [cadsamías] (n./m.) almana
reñir, discutir, altercar, que.
καβγάς [cavgás] (n./m.) pelea, riña, καζανάκι [cadsanáqui] n. depósito de
bronca, disputa, agarrada · έχει όρε agua.
ξη για καβγά- a) tiene ganas de pe καζάνι [cadsáni] (nVn.) caldera, calde
lear, b) con ganas de pelea · αφορμή ro · έγινε το κεφάλι μου καζάνι- ten
για καβγά- causa de pelea, go la cabeza como una olla,
καβγατζίδικος [cavgatdsídicos] (adj.) καζανιά [cadsañá] (n./f.) contenido de
pendenciero, agresivo, arisco, la caldera,
κάβος [cávos] (n./m.) cabo, promon καζαντίζω [cadsandídso] (v.) enrique
torio. cerse.
καβούκι [cavúqui] (nVn.) caparazón · καζάντισμα [cadsándisma] n. riqueza,
κλείνομαι στο καβούκι μου- ence καζεΐνη [cadseíni] (nVf.) caseína,
rrarse en el caparazón, καζίνο [cadsíno] (n./n.) casino,
κάβουρας [cávuras] (n./m.) cangrejo, καζμάς [cadsmás] (nym.) piqueta, pico,
καβουρδίζω [cavurdídso] (v.) tostar, καημένος [caiménos] (adj.) miserable,
torrar, asar, chicharrar, desafortunado, desdichado, desgra
καγκελαρία [cagkelaría] (n./f.) canci ciado.
llería. καημός [caimós] (n7m.) lamento, su
καγκελάριος [cagkelários] (n7m.) frimiento,
canciller. καθαγιάζω [cazaguiádso] (v.) consa
κάγκελο [cágkelo] (nVn.) reja, barrote, grar.
verja, antepecho · πίσω από τα κά καθαγίαση [cazaguíasi] (n./f.) consa-
731
καθαίρεση
732
καθορίζω
733
καθορισμένος
734
κακόπιστος
735
κακοπληρωτής
736
καλλονή
737
κάλλος
738
καμουτσίκι
739
καμουφλάζ
740
καπάτσος
741
κάπελας
742
καρκίνος
καράβι [carávi] (nVn.) barco, nave, bu καρδιάς μου- del fondo de mi cora
que, navio, bajel, embarcación, zón · στην καρδιά της πόλης- en el
καραβίδα [caravida] (n./f.) langostino, corazón de la ciudad · μου ράγισες
καραβόπανο [caravópano] (n./n.) lona την καρδιά- me rompiste el corazón
velera. • έχει καρδιά από πέτρα- tiene cora
καραγκιόζης [caragkuiódsis] (n./m.) zón de piedra · του έκανε την καρ
1: figura principal del teatro de som διά περιβόλι- le entristezó mucho ·
bras griego, 2: teatro de títeres, αν και είναι ηλικιωμένος, το λέει η
καραγκιοζιλίκι [caragkiodsilíqui] (nyn.) καρδιά του- por su edad, tiene co-
ridiculez. rage.
καραδοκώ [caradocó] (v.) acechar, καρδιακός [cardiacós] (adj.) cardíaco,
καρακάξα [caracáksa] (n./f.) (Zool.) de corazón · καρδιακό νόσημα-
urraca, cotorra, enfermedad cardíaca · καρδιακός
καραμέλα [caraméla] (n./f.) caramelo, φίλος- amigo de corazón,
καραμούζα [caramúdsa] (n./f.) corne καρδινάλιος [cardinálios] (n7m.) car
ta, flauta. denal.
καραμπόλα [carambóla] (n./f.) rebote, καρδιογράφημα [cardiográfima] (n./n.)
καραντίνα [carandína] (n./f.) cuaren cardiograma,
tena. καρδιογραφία [cardiografía] (nVf.) car
καράτι [caráti] (n./n.) quilate · δαχτυ- diografía.
λίδι δεκαοχτώ καρατίων- anillo de καρδιολογία [cardiología] (n./f.) car
dieciocho quilates, diología.
καρατόμηση [caratómisi] (n./f.) deca καρδιολόγος [cardiológos] (n./m.+f.)
pitación, degollamiento. cardiólogo,
καρατομώ [caratomó] (v.) guillotinar, καρδιοπάθεια [cardiopácia] (n7f.) car-
decapitar, degollar, diopatía · πάσχει από καρδιοπάθεια-
καράφα [caráfa] (n./f.) garrafa, jarra padece una cardiopatía.
• μια καράφα κρασί- una jarra de καρδιοχτύπι [cardiojtípi] (n./n.) palpi
vino. tación, latido,
καρβέλι [carvéli] (n./n.) hogaza, barra καρέκλα [carécla] (n7f.) silla, asiento,
de pan. poltrona, sillón,
κάρβουνο [cárvuno] (n./n.) carbón, καριέρα [cariéra] (n./f.) carrera · κάνω
καργάρω [cargáro] (v.) cargar, καριέρα- hacer carrera,
κάρδαμο [cárdamo] (nVn.) (Bot.) be καρικατούρα [caricatura] (nVf.) cari
rro, mastuerzo, catura.
καρδάμωμα [cardámoma] (n./n.) re καρίκωμα [carícoma] (n7n.) zurcido,
fuerzo. καρικώνω [caricóno] (v.) zurcir,
καρδαμώνω [cardamóno] (v.) refor καρίνα [carina] (n7f.) quilla,
zarse. καριοφίλι [cariofíli] (n./n.) rifle,
καρδερίνα [carderína] (n./f.) jilguero, καρκινοβατώ [carquinovató] (v.) re
καρδιά [cardiá] (n./f.) corazón · έχει troceder, retrasar,
χρυσή καρδιά- tiene un corazón de καρκινοειδής [carquinoidís] (adj.)
oro · με όλη μου την καρδιά- con cancerígeno,
todo mi corazón · από τα βάθη της καρκίνος [carquínos] (n./m.) 1: cáncer,
743
καρμανιόλα
744
καταβροχθίζω
745
καταβυθίζω
746
καταλαβαίνω
747
καταλαμβάνω
748
καταπληκτικός
749
κατάπληκτος
750
καταστροφικός
751
κατάστρωμα
752
κατέχω
753
κατΕψυγμένος
754
καυτηρίαση
755
καυτός
καυτός [caftós] (adj.) muy caliente, ar κείτομαι [quitóme] (v.) yacer,
diente, abrasador, caluroso, κεκλιμένος [quecliménos] (adj.) incli
καύχημα [cáfjima] (n/n.) jactancia, ala nado, oblicuo, proclive · κεκλιμένο
rde, presunción, baladronada, alaban επίπεδο- rampa inclinada,
za. κεκτημένος [quectiménos] (adj.) ob
καυχησιάρης [cafjisiáris] (adj.) jactan tenido.
cioso, presuntuoso, baladrón, fanfa κελάηδισμα [queláidisma] (nVn.) can
rrón. to, trino.
καυχιέμαι [cafjiéme] (v.) jactarse, alar κελαηδώ [quelaidó] (v.) cantar, trinar,
dear, pavonearse, blasonar, fanfarro gorjear.
near. κελάρι [quelári] (nVn.) 1: despensa,
καφάσι [cafási] (n./n.) cajón, sótano, 2: (vino) bodega,
καφασωτός [cafasotós] (adj.) enreja κελαρύζω [quelarídso] (v.) gorgotear,
do. κελάρυσμα [quelárisma] (nVn.) gor
καφέ [café] (nVn.) marrón, goteo.
καφεΐνη [cafeíni] (nVf.) cafeína, κελεπούρι [quelepúri] (n/n.) ganga,
καφενείο [cafenío] (nVn.) café, cafe suerte, chiripa,
tería. κελί [quelí] (nVn.) celda, célula, alvéo
καφεοφυτεία [cafeofítía] (nVf.) cafe lo.
tal. κέλυφος [quélifos] (nVn.) cascarón,
καφές [cafés] (n7m.) café · ένα φλι concha.
τζάνι καφέ- una taza de café · πώς κενό [quenó] (n7n.) vacío, espacio va
πίνας τον καφέ σου;- ¿cómo quieres cío · κενό αέρος- brecha de aire,
tu café?. κενοδοξία [quenodoksía] (n7f.) pre
καχεκτικός [cajecticós] (adj.) enfermi sunción, vanidad, arrogancia, endo
zo, débil, raquítico, samiento,
καχύποπτος [cajípoptos] (adj.) suspi κενόδοξος [quenódoksos] (adj.) pre
caz, receloso, desconfiado, sumido, arrogante, alabancioso, pre
καχυποψία [cajipopsía] (n./f.) sospe suntuoso,
cha, recelo, desconfianza, suspica κενολογία [quenologuía] (nVf.) fatui
cia. dad.
κάψα [cápsa] (n7f.) bochorno, calor κενός [quenós] (adj.) libre, vacío, va
intenso, mucho calor, cante, desocupado,
καψαλίζω [capsalídso] (v.) tostar, cha κενοσοφία [quenosofía] (n7f.) peda
muscar. ntería.
καψερός [capserós] (adj.) pobre, mise κενόσοφος [quenósofos] (adj.) pe
rable, desgraciado, dante.
κάψουλα [cápsula] (n7f.) cápsula, κενότητα [quenótita] (nVf.) vaciedad,
κέδρος [quédros] (n./m.) cedro, vacuidad, hueco.
κέικ [quéik] (n./n.) pastel, tarta, dulce, Κένταυρος [quéntavros] (nym.) cen
κείμαι [químe] (v.) yacer, tauro.
κείμενο [químeno] (nVn.) texto, κέντημα [quéndima] (nVn.) bordado,
κειμήλιο [quimílio] (n./n.) recuerdo, bordadura.
objeto de valor. κεντητός [quenditós] (adj.) bordado
756
κεφαλαιοκρατία
757
κεφαλαιοποίηση
758
κινητήριος
759
κινητικότητα
760
κλητήρας
761
κλητική
762
κοινός
laza. pancita.
κλωτσιά [clotsiá] (n./f.) patada, punta κοιλόπονος [quilóponos] (nVm.) do
pié, coz, coceadura, pernada, lor de barriga,
κλωτσώ [clotsó] (v.) patear, dar una κοίλος [quilos] (adj.) cóncavo, hueco,
patada (a), dar una puntapié (a), dar κοιλότητα [quilótita] (n./f.) cavidad,
una coz (a), hueco, cuenco, ahuecamiento,
κνήμη [cními] (nVf.) espinilla, canilla, κοίλωμα [quíloma] n. oquedad,
κνησμός [cnismós] (n./m.) (Med.) co κοιμάμαι [quimáme] (v.) dormir(se).
mezón, prurigo, picazón, escozor, κοιμητήριο [quimitírio] n. cemente
κνίδωση [cnidosi] (n7f.) picazón, co rio.
mezón, κοιμίζω [quimídso] (v.) dormir, ador
κοάζω [coádso] (v.) croar, mecer.
κοβάλτιο [coválto] (n./n.) (Quím.) co κοιμισμένος [quimisménos] (adj.) dor
balto. mido, durmiente,
κόβω [cóvo] (ν.) 1: cortar, partir, talar, κοινό [quinó] (nVn.) público, audi
escindir, separar, seccionar, trinchar, torio, concurrencia · το κοινό τον
2: dejar · κόβω εισιτήρια- a) sacar χειροκροτούσε όρθιο- el público le
entradas, b) comprar billetes · κόβω aplaudió de pie.
ταχύτητα- reducir la velocidad · θα κοινόβιο [quinóvio] (n./n.) comuna,
σου κόψω τα πόδια- te voy a cortar congregación,
las piernas · δεν μου έκοψε από κοινοβουλευτικός [quinovulefticós]
δειξη· no me ha dado factura · του (adj.) parlamentario · κοινοβουλευ
έκοψα τη φόρα- le refrené · κόψε τική επιτροπή- comunidad parla
τον λαιμό σου- a) haz lo que te da mentaria.
la gana, b) vete a la mierda · δεν το κοινοβούλιο [quinovúlio] (n./n.) par
κόβω va τελειώνω νωρίς- no creo lamento.
acabar temprano · μου κόπηκε η κοινολόγηση [quinológuisi] (nVf.) di
όρεξη- se me han ido las ganas · του vulgación, comunicación,
έκοψε τα φτερά- le cortó las alas · κοινολογώ [quinologó] (v.) divulgar,
το θέαμα του έκοψε την ανάσα- el comunicar, publicar,
espectáculo le ha quitado la respi κοινοποίηση [quinopiisi] (n./f.) comu
ración · κόβω το κάπνισμα- dejar de nicación, notificación, comunicado,
fumar. anuncio, aviso,
κόθορνος [cózornos] (n./m.) coturno, κοινοποιώ [quinopió] (v.) comunicar,
κοιλάδα [quiláda] (n./f.) valle, cuenca, notificar, hacer saber, anunciar, avi
κοιλαράς [quitará] (adj.) barrigudo, sar.
gordo. κοινόχρηστος [quinójristos] (adj.)
κοιλιά [quiliá] (nVf.) vientre, abdomen, público, de uso público, comunal,
barriga, tripa, común · κοινόχρηστος χώρος- es
κοιλιακός [quiliacós] (adj.) abdominal pacio público,
• κοιλιακός πόνος- dolor abdominal, κοινοπραξία [quinopraksía] (n7f.) gre
κοιλιόδουλος [quiliódulos] (adj.) glo mio, consorcio,
tón, tragón, κοινός [quinós] (adj.) común, público
κοιλίτσα [quilítsa] (n./f.) barriguita, • κοινή γνώμη- opinión pública · κοι-
763
κοινότητα
764
κολυμπώ
765
κόμβος
766
κορδέλα
767
κοραλλένιος
768
κουκέτα
769
κουκί
770
κουφιοκέφαλος
771
κούφιος
772
κριτήριο
773
κριτής
774
κυμαινόμενος
775
κυματάκι
776
κώφωση
777
lasciva.
λαγοκοιμάμαι [lagoquimáme] (v.) dor
Λ, λ [lámda] (nVn.) undécima letra del mitar, echar una siesta,
alfabeto griego, λαγοπόδαρο [lagopódaro] (nVn.) pata
λάβα [láva] (nVf.) lava, de liebre,
λαβαίνω [lavéno] (v.) 1: tomar, coger, λαγός [lagós] (n7m.) liebre,
2: (aceptar) recibir, obtener, 3: recau λαγουδάκι [lagudáqui] (n7n.) cone-
dar, 4: hacerse cargo, jito.
λάβαρο [lávaro] (nVn.) estandarte, λαγουδέρα [lagudéra] (n./f.) caña del
bandera, enseña, insignia · σήκωσε timón.
το λάβαρο της επανάστασης- levan λαγούμι [lagúmi] (n7n.) madriguera,
tó la bandera de la revolución, λαγωνικό [lagonicó] (nVn.) perro de
λαβή [laví] (nVf.) asa, agarradera, aga caza.
rradero, mango, λαδερός [laderós] (adj.) aceitoso, prin
λαβίδα [lavída] (nVf.) pinza, tenacillas goso, grasiento, oleoso, oleaginoso,
• χειρουργική λαβίδα- pinza quirúr λάδι [ládi] (n./n.) aceite,
gica. λαδί [ladí] (adj.) verde olivo,
λάβρα [lávra] (n./f.) ardor, calor, λαδιά [ladiá] (n./f.) mancha de aceite,
λαβράκι [lavráqui] (n./n.) 1: lobo ma λαδολέμονο [ladolémono] (nVn.) sal
rino, foca, 2: (coloq.) exclusiva perio sa de aceite y limón,
dística. λαδομπογιά [ladoboguiá] (n./f.) pi
λάβρος [lávros] (adj.) ardiente, impe ntura al óleo,
tuoso, vehemente, λαδόξιδο [ladóksido] (n./n.) salsa de
λαβύρινθος [lavírinzos] (n./m.) labe aceite y vinagre,
rinto. λαδόχαρτο [ladójarto] (n7n.) papel en
λαβωματιά [lavomatiá] (n./f.) herida, cerado.
λάβωμα [lávoma] (n./n.) herida, λάδωμα [ládoma] (n./n.) 1: engrase,
λαβώνω [lavóno] (v.) herir, engrasación, lubricación, 2: (metáf.)
λαγάνα [lagána] (n./f.) pan sin leva soborno.
dura. λαδώνω [ladóno] (v.) 1: engrasar, acei
λαγαρίζω [lagarídso] (v.) aclarar, puri tar, lubricar, 2: (metáf.) sobornar,
ficar, relinar, filtrar, λάζος [ládsos] (n./m.) navaja,
λαγάρισμα [lagárisma] (n./n.) aclara λαζουρίτης [ladsurítis] (n./m.) lapis
ción, purificación, refinado, lázuli.
λαγαρός [lagáros] (adj.) claro, limpio, λαθεύω [lacévo] (v.) errar, equivocar
cristalino. se.
λαγιαρνί [laguiarní] (n./n.) oveja ne λάθος [lázos] (n./n.) error, fallo, equi
gra. vocación, falta, desacierto, contra
λαγκάδι [lagkádi] (n7n.) barranco, ca sentido · κάνω λάθος- cometer un
ñada. error · τυπογραφικό λάθος- fallo ti
λαγνεία [lagnía] (n./f.) lujuria, lascivia, pográfico · από λάθος- por error,
deseo sexual, λαθραίος [lazréos] (adj.) furtivo, clan
λάγνος [lágnos] (adj.) lujurioso, las destino, oculto,
civo, salaz · λάγνο βλέμμα- ojeada λαθρεμπόριο [lazrembório] (n/n.)
778
λαμπρύνω
779
λαμπτήρας
iluminar. gutural.
λαμπτήρας [lamptíras] (n./m.) lámpa λασκάρω [lascáro] (v.) soltar, desatar,
ra, bombilla, aflojar.
λάμπω [lámbo] (v.) brillar, lucir, res λάσκος [láscos] (adj.) flojo, suelto, mo
plandecer, centellear, destellar, vedizo, ancho,
λάμψη [lámpsi] (n./f.) brillo, resplan λασπερός [lasperós] (adj.) lleno de
dor, esplendor, centelleo, destello, fango.
lumbre, luminosidad, λάσπη [láspi] (nyf.) barro, cieno, fan
λανθάνω [lanzáno] (v.) estar escondi go, lodo, lama,
do. λασπώδης [laspódis] (adj.) barrado,
λανθάνων [lanzánon] (adj.) inactivo, enlodado, enfangado, fangoso, lo
latente, durmiente, doso, embarrado,
λανθασμένος [lanzasménos] (adj.) λασπώνω [laspóno] (v.) barrar, enlo
equivocado, erróneo, dar, enlodazar, enfangar.
λανολίνη [lanolíni] (nyf.) (Quím.) la λαστιχένιος [lastijéños] (adj.) de cau
nolina. cho, de goma,
λανσάρισμα [lansárisma] (nyn.) estre λάστιχο [lástijo] (nyn.) neumático, rue
no. da, goma, elástico,
λάντζα [lántdsa] (n./f.) trascocina, fre λατινικός [latinicós] (adj.) latino,
gadero, fregado de platos, lavado de λατομείο [latomío] (nyn.) cantera,
platos. λατόμος [latómos] (nym.) cantero,
λαντζιέρης [landsiéris] (nym.) frega λατομώ [latomó] (v.) explotar cante
dor. ras.
λαξευτός [lakseftós] (adj.) esculpido, λατρεία [latría] (n./f.) adoración, culto,
tallado. veneración,
λαξεύω [laksévo] (v.) esculpir, tallar, λατρευτός [latreftós] (adj.) adorable,
λαογραφία [laografía] (n./f.) folclore, encantador, lindo,
λαός [laós] (nym.) pueblo, gente, λατρεύω [latrévo] (v.) adorar, venerar,
λαούτο [laúto] (nyn.) (Mús.) laúd, rendir culto (a),
λαουτζίκος [lautdsícos] (n./m.) pue λάτρης [látris] (nym.) adorador, vene
blo, plebe, rador, devoto,
λαοφιλής [laoñlís] (adj.) popular, fa λατύπη [latípi] (n./n.) piedra de ca
moso, célebre, ntera.
λάπαθο [lápazo] (n./n.) alazán, λάφυρο [láfiro] (nyn.) botín, despojo,
λαπαροτομία [laparotomía] (n./f.) la presa.
parotomía, λαχαίνω [lajéno] (v.) 1: topar con, dar
λαπάς [lapás] (nym.) 1: papilla, 2: (co- con, 2: parar, suceder, ocurrir,
loq.) persona indolente, λαχαναγορά [lajanagorá] (nyf.) mer
λαρδί [lardí] (nyn.) tocino, cado de vegetales,
λάρνακα [lárnaca] (nyf.) urna, santua λαχανιάζω [lajañádso] (v.) jadear, ace
rio, sepulcro, zar, anhelar,
λάρυγγας [lárigkas] (nyn.) laringe, λαχάνιασμα [lajáñasma] (n./n.) jadeo,
λαρυγγικός [larigkicós] (adj.) gutural, λαχανιασμένος [lajaniasménos] (adj.)
λαρυγγόφωνος [larigkófonos] (adj.) jadeante, desalentado, anheloso.
780
λεμονιά
781
λεμφατικός
782
λίγδωμα
783
λιγνίτης
784
λογική
785
λογικοκρατία
786
λυπάμαι
787
λύπη
λύπη [lípi] (nyf.) pena, tristeza, lástima, λυσσώδης [lisódis] (adj.) furioso, ra
aflicción. bioso, fanático,
λυπημένος [lipiménos] (adj.) apena λυτός [litós] (adj.) suelto, despendido,
do, triste, afligido, flojo · βάζω λυτούς και δεμένους-
λυπηρός [lipirós] (adj.) penoso, lame hago todo lo que puedo,
ntable, patético, desconsolador, λύτρα [lítra] (nyn.) pl. rescate,
λύπηση [lípisi] (nyf.) compasión, lá λυτρωμός [litromós] (nym.) liberación,
stima. salvación, redención, expiación,
λυπητερός [lipiterós] (adj.) penoso, λυτρώνω [litróno] (v.) liberar, salvar,
lamentable, redimir.
λυπούμαι [lipúme] (v.) sentir pena, dar λύτρωση [lítrosi] (nyf.) liberación, sal
lástima. vación, redención,
λυπώ [lipó] (v.) apenar, entristecer, afli λυτρωτής [litrotls] (nym.) liberador,
gir, dar pena, libertador, salvador, redentor,
λύρα [lira] (n A ) lira, λυχνάρι [lijnári] (nyn.) candil,
λυρικός [liricós] (adj.) lírico, λυχνία [lijnía] (n./f.) lámpara, bombilla,
λυρισμός [lirismós] (n./m.) lirismo, foco.
λύση [llsi] (n./f.) 1: solución, 2: desen λωλός [lolós] (adj.) loco, alienado, alu
lace. nado, chalado, alocado,
λύσσα [lisa] (nyf.) rabia, furia, λωποδύτης [lopodítis] (nym.) ratero,
λυσσαλέος [lisaléos] (adj.) rabioso, fu carterista,
rioso, encolerizado, colérico, λώρος [lóros] (nym.) cordón · ομφάλι
λυσσάω [lisáo] (v.) rabiar, estar furioso, ος λώρος- cordón umbilical,
estar fuera de si. λωτός [lotós] (nym.) 1: loto, 2: caqui.
788
belesador · μαγευτική θέα- vistas
mágicas.
Μ, μ [mi] (nyn.) duodécima letra del μαγεύω [maguévo] (v.) hechizar, em
alfabeto griego, brujar, fascinar, seducir, encantar,
μα [ma] (conj.) pero, sino · μα είσαι βέ μάγια [máguia] n.pl. hechicería, bruje
βαιος;- pero, ¿estás seguro?, ría, hechizos,
μαβής [mavfs] (nym.) púrpura, viole μαγιά [maguiá] (nyf.) fermento, leva
ta. dura · έλυσε τα μάγια- deshizo el
μαγαζάτορας [magadsátoras] (nym.) hechizo.
tendero, μαγικός [maguicós] (adj.) mágico, en
μαγαζί [magadsi] (nyn.) tienda, cantador, hechicero,
μαγαρίζω [magarídso] (v.) ensuciar, μαγιό [maguió] (nyn.) bañador,
contaminar, ciscar, desasear, man μαγιονέζα [maguionédsa] (nyf.) ma
char. yonesa.
μαγαρισιά [magarisiá] (nyf.) escre- μάγισσα [máguisa] (nyf.) bruja, hechi
mento, suciedad, cera.
μαγάρισμα [magárisma] (n./n.) polu μαγκάλι [magkáli] (n./n.) brasero,
ción. μάγκανο [mágkano] (n./n.) noria,
μαγγανεία [magkanía] (nyf.) magia, μάγκας [mágkas] (nym.) chulo, rufián,
brujería, hechizo, encanto, matón, pillo,
μαγγανει/τής [magkaneftís] (nym.) μαγκούρα [magkúra] (n./f.) cayado,
mago, brujo, hechicero, bastón, báculo,
μαγεία [maguía] (nyf.) magia, brujería, μαγκώνω [magkóno] (v.) agarrar, en
hechizo, encanto, sortilegio, nigro ganchar.
mancia · ως διά μαγείας- por arte de μαγκούφης [magkúfis] (adj.) misera
magia. ble.
μάγειρας [máguiras] (n./m.) cocinero, μάγμα [mágma] (n./n.) magma,
chef. μαγνησία [magnisía] (nyf.) magnesia,
μαγειρείο [maguirío] (nyn.) cocina, μαγνήσιο [magnísio] (n./n.) (Quím.)
μαγείρεμα [maguírema] (n./n.) cocina, magnesio,
cocción, cocimiento, guiso, μαγνήτης [magnítis] (nym.) imán,
μαγειρευτός [maguireftós] (adj.) coci μαγνητίζω [magnitídso] (v.) 1: ¡ma
do, estofado, guisado, nta r, magnetizar, 2: (metáf.)atraer.
μαγειρεύω [maguirévo] (v.) cocinar, μαγνητικός [magniticós] (adj.) 1: mag
cocer, guisar, nético, 2: atractivo,
μαγειρική [maguiriquí] (n./f.) arte culi μαγνητισμός [magnitismós] (nym.)
nario, arte de la cocina, magnetismo,
μαγειρικός [maguiricós] (adj.) para μαγνητοσκόπηση [magnitoscópisi]
cocinar, de cocina, culinario, (nyf.) grabación, filmación,
μαγεμένος [magueménos] (adj.) 1: μαγνητοσκοπώ [magnitoscopó] (v.)
encantado, hechizado, 2: cautivado, grabar, filmar,
embelesado, fascinado, μαγνητόφωνο [magnitófono] (n./n.)
μαγευτικός [maguefticós] (adj.) má magnetofón, magnetófono,
gico, encantador, cautivador, em μάγος [mágos] (n./m.) brujo, mago,
μαγουλάδες
790
μαλάκωμα
791
μαλακώνω
792
μαρμαρένιος
793
μάρμαρο
794
μαχαιροβγάλτης
795
μαχαιροπίρουνα
796
μεθοδικότητα
797
μέθοδος
798
Μεξικάνος
799
μέρα
800
μεταγλώττιση
801
μεταγραφή
802
μετασχηματισμός
803
μετασχηματιστής
804
μηνιαίος
805
μηνιάτικο
806
μινιατούρα
807
μίξερ
808
μονάζω
809
μονάκριβος
810
μόστρα
811
μοσχάρι
812
μπαγάσας
813
μπαγιάτικος
814
μπιχλιμπίδι
815
μπλε
816
μυαλγία
817
μυαλό
819
ναρκοπέδιο [narcopédio] (nyn.) cam
po de minas,
Ν, ν [ni] (nyn.) decimotercera letra del ναρκοσυλλέκτης [narcosiléctis] (nym.)
alfabeto griego, dragaminas,
va [na] (conj.) que, a, para. ναρκώνω [narcóno] (v.) anestesiar,
ναδ(ρ [nadir] (nyn.) nadir, punto más narcotizar,
bajo. νάρκωση [nárcosi] (nyf.) anestesia,
ναζί [nadsí] (nym.) nazi, narcosis · ολική νάρκωση- anestesia
νάζι [nádsi] (nyn.) mimo, carantoña, total · τοπική νάρκωση- anestesia
zalamería, tópica.
ναζιάρης [nadsiáris] (adj.) mimoso, ναρκωτικά [narcoticé] (n./n.) pl. dro
zalamero. gas, estupefacientes,
Ναζωραίος [nadsoréos] (n./m.) Naza ναρκωτικός [narcoticó] (adj.) anestési
reno, co, narcótico, estupefaciente · ναρκω
ναι [ne] (adv.) sí. τικές ουσίες- sustancias narcóticas,
νάμα [náma] (n./n.) fuente, νατουραλισμός [naturalismós] (nym.)
νάνι [náni] (n./n.) arrullo, canción de naturalismo,
cuna. νατουραλιστής [naturalistís] (nym.)
νανισμός [nanismós] (n./m.) enani naturalista,
smo. νάτριο [nátrio] (nyn.) (Quim.) sodio,
νάνος [nános] (nym.) enano, enanillo, ναυάγιο [naváguio] (n./n.) naufragio,
νανουρίζω [nanurídso] (v.) arrullar, hundimiento,
adormecer, calmar, aquietar, ναυαγός [navagós] (nym.) náufrago,
νανούρισμα [nanúrisma] (nyn.) nana, ναυαγοσώστης [navagosóstis] (nym.)
arrullo, canción de cuna, salvavidas,
ναός [naós] (n./m.) templo, altar, igle ναυαγοσωστικός [navagososticós] (adj.)
sia · καθεδρικός ναός- iglesia cate de salvamento · ναυαγοσωστική λέμ
dral · μητροπολιτικός ναός- iglesia βος- barca de salvamiento,
metropolitana, ναυαγώ [navagó] (ν.) 1: naufragar, 2:
ναργιλές [narguilés] (n./m.) narguile. (metáf.) fracasar,
νάρδος [nárdos] (nym.) (Bot.) valeria ναυαρχείο [navarjío] (nyn.) almira
na. ntazgo.
νάρθηκας [nárcicas] (n./m.) cabestri ναύαρχος [návarjos] (n./m.) almirante,
llo. ναύκληρος [náfcliros] (n./m.) contra
ναρκαλιευτικό [narcaliefticó] (nyn.) dra maestre.
gaminas. ναύλος [návlos] (n./m.) flete, porte,
νάρκη [nárqui] (nyf.) 1: sopor, somno ναυλώνω [navlóno] (v.) fletar,
lencia, 2: (Mil.) mina, trampa explosi ναύλωση [návlosi] (nyf.) fletamento.
va ·χ ειμερία νάρκη- sopor invernal, ναυμαχία [navmajía] (nyf.) batalla na
νάρκισσος [nárquisos] (nym.) narciso, val · η ναυμαχία της Σαλαμίνας- la
junquillo, batalla (naval) de Salamina.
ναρκοθετώ [narcocetó] (v.) minar, ναυμαχώ [navmajó] (v.) combatir en
ναρκομανής [narcomanís] (adj.) dro- el mar.
gadicto, toxicómano. ναυπηγείο [nafpiguío] (n./n.) astillero,
820
νέκταρ
821
νέμω
822
νηστίσιμος
823
νηφάλιος
824
νοσηρός
825
νοσοκομειακός
826
νυχτερινός
ντέρτι [dérti] (n./n.) dolor, tristeza, an ντύνω [díno] (v.) 1: vestir, cubrir, 2: ta
gustia, pena, pizar.
ντετέκτιβ [detéctiv] (n./m.) detective, ντύσιμο [dísimo] (n./n.) vestimenta,
ντέφι [défi] (n./n.) pandereta, atuendo, indumentaria,
ντιβάνι [diváni] (n./n.) diván, νυκτόβιος [nictóvios] (adj.) 1: trasno
ντοκουμέντο [documéndo] (n./n.) do chador, noctámbulo, 2: nocturno,
cumento, céldula. nocturnal,
ντομάτα [domáta] (n./f.) tomate, νυμφεύομαι [nimfévome] (v.) casarse,
ντόμπρος [dóbros] (adj.) muy franco, νύμφευση [nímfevsi] (n./f.) boda, nup
honesto, sincero, cias.
ντόπιος [dópios] (adj.) del lugar, nati νύμφη [nímfi] (nyf.) ninfa, larva,
vo, indígena, aborigen, autóctono, νυμφομανής [nimfomanís] (adj.) nin-
ντορβάς [dorvás] (n./m.) saco, bolsa, fómana.
ντόρος [dóros] (n./m.) bulla, estrue νυμφομανία [nimfomanía] (n./f.) nin
ndo. fomanía.
ντουβάρι [duvári] (n./n.) 1: pared, νυν [nin] (ad(v.)) ahora, en este mo
muro, 2: (metáf.) tonto, bobo, mento, presente,
ντουζίνα [dudsína] (η Λ ) docena, νύξη [níksi] (n./f.) indirecta, alusión,
ντουλάπα [dulápa] (nyf.) armario, ro mención, insinuación · κάνω μια
pero. νύξη- soltar una indirecta,
ντουλάπι [dulápi] (n./n.) armario, ca νύστα [nísta] (η Λ ) sueño, soñolencia,
jón. modorra.
ντουνιάς [duñás] (n./m.) mundo, hu νυσταγμός [nistagmós] (nym.) som
manidad, gente, nolencia, modorra, adormecimiento,
ντούρος [duros] (adj.) tenaz, inflexi somnolencia,
ble. νυστάζω [nistádso] (v.) tener sueño,
ντους [dus] (n./n.) ducha, adormecerse, adormillarse.
ντρέπομαι [drépome] (v.) avergonzar νυσταλέος [nistaléos] (adj.) soñolie
se, dar vergüenza, dar corte, nto, adormilado,
ντροπαλότητα [dropalótita] (nyf.) ti νυστέρι [nistéri] (nyn.) bisturí,
midez, vergüenza, νύφη [nífi] (nyf.) 1: novia, 2: (hermana
ντροπαλός [dropalós] (adj.) vergon del marido) cuñada, 3: (novia del hijo)
zoso, tímido, apocado, nuera.
ντροπή [dropí] (n./f.) vergüenza, hu νυφικό [nificó] (n./n.) traje de novia,
millación, timidez, corte, deshonra, νυφικός [nificós] (adj.) de novia, nup
ντροπιάζω [dropiádso] (v.) avergon cial.
zar, humillar, deshonrar, νυφίτσα [nifítsa] (nyf.) tejón,
ντρόπιασμα [drópiasma] (n./n.) igno νύχι [níji] (n./n.) uña, pezuña,
minia, vergüenza, νυχιά [nijiá] (nyf.) rasguño, arañazo,
ντύμα [díma] (nyn.) cubierta, vesti- νύχτα [níjta] (nyf.) noche,
mienta. νυχτερίδα [nijterída] (nyf.) murciéla
ντυμένος [diménos] (adj.) 1: (persona) go.
vestido, 2: (cosa) cubierto, νυχτερινός [nijterinós] (adj.) nocturno
ντύνομαι [dínome] (v.) vestirse, llevar. • νυχτερινή ζωή- vida nocturna.
827
νυχτιάτικα
828
ξαναζώ [ksanadsó] (v.) revivir,
ξαναζωντανεύω [ksanadsondanévo]
Ξ, ξ [ks¡] (η./η.) decimocuarta letra del (v.) revivir, reavivar, revivificar,
alfabeto griego, ξαναλέω [ksanaléo] (v.) volver a decir,
ξαγκιστρώνω [ksagkistróno] (v.) des repetir.
enganchar, descolgar, ξανακάνω [ksanacáno] (v.) volver a
ξαγρυπνώ [ksagripnó] (v.) desvelarse, hacer, hacer de nuevo, reconstruir,
perder el sueño, ξανακούω [ksanacúo] (v.) volver a oír.
ξάδερφος [ksáderfos] (n7m.) primo · ξαναμιλώ [ksanamiló] (v.) volver a
πρώτος ξάδερφος- primo · δεύτε hablar.
ρος ξάδερφος- primo segundo, ξανανθίζω [ksanancídso] (v.) reflore
ξαίνω [kséno] (v.) peinar, cer, retoñar, florecer de nuevo,
ξακουστός [ksacustós] (adj.) célebre, ξανανιώνω [ksanañóno] (v.) rejuvene
famoso, afamado, notorio, cer, volver a sentirse joven,
ξακρίζω [ksacrídso] (v.) arreglar, re ξανανοίγω [ksananígo] (v.) reabrir,
cortar. abrir de nuevo, volver a abrir,
ξαλάφρωμα [ksaláfroma] (nVn.) alivio, ξαναποκτώ [ksanapoctó] (v.) reco
ξαλαφρώνω [ksalafróno] (ν.) 1: aliviar(se), brar.
aligerar, desahogarse, 2: aplacar, cal ξαναπουλώ [ksanapuló] (v.) revender,
mar · ξαλάφρωσα από το βάρος- me ξαναρχίζω [ksanarjídso] (v.) volver a
alivié del peso/descargar la bilis, empezar, empezar de nuevo, resu
ξαμολάω [ksamoláo] (v.) desatar, mir.
ξανά [ksaná] (adv.) de nuevo, nueva ξανάρχομαι [ksanárjome] (v.) volver
mente, otra vez. a venir.
ξαναβάζω [ksanavádso] (v.) devolver ξαναρχίζω [ksanarjídso] (v.) recomen
a su sitio, reponer, volver a poner, zar.
ξαναβατττίζω [ksanavaptídso] (v.) re ξανάρχομαι [ksanárjome] (v.) volver,
bautizar. regresar, retornar,
ξαναβλέπω [ksanavlépo] (v.) volver a ξαναρωτώ [ksanarotó] (v.) volver a
ver, ver de nuevo, preguntar, preguntar de nuevo,
ξαναβρίσκω [ksanavrísco] (v.) volver a ξανασκεπάζω [ksanasquepádso] (v.)
encontrar, reencontrar, recubrir, cubrir otra vez.
ξανάβω [ksanávo] (v.) excitar, inflamar, ξανασμίγω [ksanasmígo] (v.) reencon
reencender. trarse, reunir,
ξαναγεμίζω [ksanaguemídso] (v.) relle ξανάστροφος [kanástrofos] (adj.) re
nar, recargar, volver a llenar/cargar, verso.
ξαναγεννιέμαι [ksanagueñéme] (v.) ξαναφαίνομαι [ksanafénome] (v.) re
renacer, revivir, aparecer.
ξαναδιπλώνω [ksanadiplóno] (v.) re ξαναφορτώνω [ksanafortóno] (v.) re
doblar, replegar, cargar.
ξαναδοκιμάζω [ksanadoquimádso] (v.) ξαναφηάχνω [ksanaftiájno] (v.) re
volver a probar, intentar de nuevo, construir, reparar, rehacer, hacer de
ξαναζεσταίνω [ksanadsesténo] (v.) nuevo.
recalentar. ξαναφυτεύω [ksanafitévo] (v.) repla
829
ξανθίζω
830
ξεκούμπωτος
831
ξεκουράζω
832
ξεπεσμός
833
ξεπεταρούδι
834
ξεφυλλίζω
835
ξεφυσώ
836
ξυρίζω
837
ξύρισμα
838
uso.
οδηγός [odigós] (n7m.) conductor,
O, o [ómicron] (nVn.) decimoquinta guía.
letra del alfabeto griego, οδηγώ [odigó] (v.) conducir, guiar, lle
o, η, το [o, i, to] articulo determinado var, dirigir,
mase, el, la, lo. οδικός [odicós] (adj.) vehicular, vial,
όαση [óasi] (nVf.) oasis, de carreteras, de caminos · οδικό
οβελίας [ovelías] (n7m.) cordero, δίκτυο- red de carreteras · οδική κυ
οβελίζω [ovelídso] (v.) espetar, κλοφορία· circulación vehicular,
οβελίσκος [ovelíscos] (n7m.) obeli οδογέφυρα [odoguéfira] (nVf.) viaduc
sco. to.
οβίδα [ovída] (nyf.) proyectil, obús, gra οδοιπορία [odiporía] (n7f.) marcha,
nada. viaje, caminata, peregrinación,
οβιδοβόλο [obidovólo] (n./n.) obús, οδοιπόρος [odipóros] (nVm.+f.) cami
ογδοηκοστός [ogdoicostós] (adj.) oc nante, viajero, peregrino,
togésimo, οδοιπορώ [odiporó] (v.) caminar, an
ογδόντα [ogdónda] (núm.) ochenta, dar, viajar, peregrinar,
ογδοντάρης [ogdondáris] (adj.) octo οδοκαθαριστής [odocazaristís] (nVm.)
genario, barrendero,
όγδοος [ógdoos] (adj.) octavo, οδομαχία [odomajía] (n./f.) disturbio,
ογκανίζω [ogkanídso] (v.) rebuznar, οδοντάγρα [odondágra] (n./f.) fór
roznarse, triturar, ceps, pinzas,
ογκόλιθος [ogkólizos] (n./m.) bloque οδονταλγία [odontalguía] (n./f.) dolor
de piedra, roca grande, de muela,
ογκολογία [ogkologuía] (n./f.) onco οδοντιατρείο [odondiatrío] (n./n.) con
logía. sultorio dental,
ογκόπαγος [ogkópagos] (n./m.) ice οδοντιατρική [odondiatriquí] (n7f.)
berg. odontología,
όγκος [ógkos] (n./m.) 1: volumen, bul οδοντίατρος [odondíatros] (n./m.+f.)
to, masa, 2: (Med.) tumor, dentista.
ογκώδης [ogkódis] (adj.) voluminoso, οδοντικός [odondicós] (adj.) dental,
abultado, dentario · οδοντικό νήμα- hilo den
όγκωμα [ógkoma] (n./n.) hinchazón, tal.
ογκώνομαι [ogkónome] (v.) hinchar οδοντίνη [odontíni] (n./f.) dentina,
se, abultar, οδοντόβουρτσα [odondóvurtsa]
οδεύω [odévo] (v.) proceder, avanzar, (n./f.) cepillo de dientes,
adelantar, dirigirse a, ir rumbo, οδοντογλυφίδα [odondoglifída] (n./f.)
οδήγηση [odíguisi] (n./f.) conducción, mondadientes, palillo de dientes,
οδηγητής [odiguitís] (n7m.) líder, guía, οδοντολογία [odondologuía] (n7f.)
οδηγία [odiguía] (n7f.) instrucción, lí odontología,
nea directiva · δίνω οδηγίες- a) dar οδοντόπαστα [odondópasta] (n./f.)
instrucciones, b) guiar · ακολουθώ pasta de dientes, dentífrico,
τις οδηγίες- seguir las instrucciones οδοντόπονος [odondóponos] (nVm.)
• οδηγίες χρήσης- instrucciones de dolor de muelas.
839
οδοντοστοιχία
840
οινοπνευματικός
841
οινοπνευματόμετρο
842
όλος
843
ολοσχερής
844
ομότιμος
845
ομοφροσύνη
846
οποίος
847
όποιος
ται πάντα- tengo un amigo que está cada uno · όπως θέλεις- como quie
siempre a mi lado, ras.
όποιος [ópios] (pron.) el que, quien, οπωσδήποτε [oposdípote] (adv.) como
cualquiera que, quienquiera que · sea, de cualquier modo, sin falta,
όποιος είναι έξυπνος, ας βρει τη όραμα [órama] (n./n.) visión, ensueño,
λύση!- quien sea más inteligente, alucinación,
¡que encuentre la solución!, οραματίζομαι [oramatídsome] (v.) 1:
οποιοσδήποτε [opiosdípote] (pron.) tener visiones, 2: soñar (con), ima
cualquier, cualquiera, quienquiera, ginar.
οπότε [opóte] (conj.) entonces, así οραματιστής [oramatistís] (nym.) vi
que,. dente.
όποτε [ópote] (conj.) cuando, en cua όραση [órasi] (n./f.) visión, vista,
nto, cada vez que · πάρε με τηλέφω ορατός [oratós] (adj.) visible, percepti
νο όποτε μπορείς- llámame cuando ble, distinguible,
puedas. ορατότητα [oratótita] (nyf.) visibili
οποτεδήποτε [opotedípote] (adv.) dad.
cuando, cada vez que. οργανικός [organicós] (adj.) orgánico,
όπου [ópu] (adv.) donde, adonde · οργανισμός [organismós] (n./m.)
πάμε όπου θέλεις!- ¡vamos adonde organismo, organización · Οργανι
quieras!. σμός Ηνωμένων Εθνών (O.H.E)- Or
οπουδήποτε [opudípote] (adv.) don ganización de las Naciones Unidas
dequiera, no importa donde, (ONU) · ανθρώπινος οργανισμός-
οπτασία [optasía] (nyf.) visión, organismo humano,
οπτική [optiquí] (nyf.) óptica, όργανο [órgano) (nyn.) órgano, in
οπτικός [opticós] (adj.) óptico, visual strumento,
• οπτική γωνία- a) punto de vista, b) οργανόγραμμα [organógrama] (nyn.)
perspectiva · κατάστημα οπτικών- organigrama,
tienda de óptica, οργανοπαίχτης [organopéjtis] (n./m.)
οπτιμισμός [optimismós] (nym.) opti organillero, organista, músico, que
mismo. toca un instrumento musical,
οπτιμιστής [optimistís] (adj.) optimi οργανωμένος [organoménos] (adj.)
sta. organizado · οργανωμένη απάτη-
οπτός [optós] (adj.) tostado, cocido, estafa organizada,
οπωροπωλείο [oporopolío] (nyn.) οργανώνω [organóno] (v.) organizar,
frutería, verdulería, οργάνωση [orgánosi] (nyf.) organiza
οπωροπώλης [oporopólis] (nym.) fru ción.
tero, verdulero, οργανωτής [organotís] (n./m.) orga
οπωροσάκχαρο [oporosákjaro] (nyn.) nizador.
fructosa. οργανωτικός [organoticós] (adj.) or
οπωροφόρος [oporofóros] (adj.) fru ganizador,
tal. οργασμός [orgasmós] (nym.) orgas
οπωρώνας [oporónas] (n./m.) vergel, mo, exaltación,
όπως [ópos] (conj.) como, así como · οργή [orguí] (nyf.) cólera, ira, indigna
όπως το πάρει κανείς- como lo ve ción.
848
οριζόντιος
849
οριζοντιότητα
850
ουράνιος
851
ουρανίσκος
852
_______________________________________________________________όψιμος
853
πάγκρεας [págkreas] (nVn.) páncreas,
παγκρεατικός [pagkreaticós] (adj.)
Π, π [p¡] (η./η.) decimosexta letra del pancreático,
alfabeto griego, παγόβουνο [pagóvuno] (n7n.) ice
παγάκι [pagáqui] (n./n.) cubito de berg.
hielo. παγόδα [pagóda] (n7f.) pagoda,
παγανιά [pagañá] (n7f.) trampa, παγοδρομία [pagodromía] (n./f.) pati
παγανισμός [paganismós] (n./m.) pa naje sobre hielo,
ganismo, gentilismo, παγοδρόμος [pagrodrómos] (n7m.+f.)
παγανιστής [paganistís] (adj.) paga patinador, patinadora (sobre hielo),
no, gentil, παγοδρομώ [pagodromó] (v.) patinar
παγερός [paguerós] (adj.) glacial, he sobre hielo,
lado, gélido, frígido · παγερή αδια παγοθήκη [pagocíqui] (nyf.) hielera.
φορία· indiferencia total, παγοθραύστης [pagozráfstis] (n./m.)
παγερότητα [paguerótita] (nVf.) frial rompehielos,
dad, frigidez, παγόνι [pagóni] (n./n.) pavo real,
παγετός [paguetós] (n./m.) helada, παγοπέδιλο [pagopédilo] (n./n.) pa
παγετώδης [paguetódis] (adj.) glacial, tín.
helado. πάγος [págos] (n./m.) hielo · σπάω
παγετώνας [paguetónas] (n./m.) gla τον πάγο- romper el hielo,
ciar. παγούρι [pagúri] (n./n.) cantimplora,
παγίδα [paguída] (n./f.) trampa, cepo, πάγωμα [págoma] (n./n.) congelación
emboscada · στήνω παγίδα- armar • πάγωμα μισθών- congelación del
una trampa · έπεσε στην παγίδα- se sueldo.
cayó en la trampa, παγωμένος [pagoménos] (adj.) hela
παγιδεύω [paguidévo] (v.) atrapar, co do, glacial,
ger, entrampar, armar trampas, παγωνιά [pagoñá] (n./f.) helada, hielo,
πάγιος [págios] (adj.) estable, fijo, fir escarcha.
me · πάγια έσοδα- ingresos fijos, παγώνω [pagóno] (v.) helar(se),
παγιώνω [paguióno] (v.) consolidar, congelar(se), refrigerar(se).
fijar, afianzar, παγωτό [pagotó] (n7n.) helado,
παγίωση [paguíosi] (n./f.) consolida παζάρεμα [padsárema] (n7n.) regateo,
ción, fijación, afianzamiento, παζαρεύω [padsarévo] (v.) regatear,
πάγκακος [págkacos] (adj.) malvado, negociar.
malísimo. παζάρι [padsári] (n./n.) 1: (mercado)
παγκάρι [pagkári] (n./n.) candelabro bazar, 2: (precio) regateo,
de iglesia, παθαίνω [pacéno] (v.) pasar, sufrir, pa
πάγκοινος [págkinos] (adj.) común, decer · καλά va πάθεις!- ¡lo mereces!
ordinario, universal, público, • είδα και έπαθα για να τον πείσω-
πάγκος [págkos] (n./m.) banco, mos sufrí mucho para convencerlo · έπα-
trador · κάθε κατεργάρης στον πά θε εγκεφαλικό- sufrió encefalitis.
γκο του- cada uno en su puesto, πάθημα [pácima] (n./n.) mala expe
παγκόσμιος [pagkósmios] (adj.) mun riencia, mal, infortunio, desgracia,
dial, universal. πάθηση [pácisi] (n./f.) dolencia, afe-
854
πακετάρω
855
πακέτο
856
πανηγυρισμός
857
πάνθεο
858
παραγγέλλω, παραγγέλνω
dos, en todo caso, en cualquier caso, παρά λίγο va- a punto de.
πανύψηλος [panípsilos] (adj.) altísi παραβαίνω [paravéno] (v.) contrave
mo. nir, infringir, transgredir · παραβαί
πάνω [páno] (adv.) sobre, encima, en, νω έναν κανόνα- contavenir una
arriba · πάνω στο τραπ έζι- encima norma.
de la mesa · ήρ θε πάνω σ τη ν ώ ρα- παραβάλλω [paraválo] (v.) comparar,
llego en el momento oportuno, contrastar, equiparar,
πανωλεθρία [panolezría] (ηΛ.) desas παραβάν [paraván] (n./n.) biombo,
tre total, ruina, catástrofe, mampara,
πανώλης [panólis] (ηΛ.) peste, παράβαση [parávasi] (η Λ ) infracción,
πανωφόρι [panofóri] (n7n.) abrigo, transgresión, violación, contaven-
παξιμάδι [paksimádi] (ηΛι.) pan to ción · παράβαση το υ κώ δικα οδικής
stado, tostada, κυκλοφ ορίας- violación a las nor
παπαγάλος [papagálos] (n./m.) loro, mas de circulación,
παπαδιά [papadiá] (η Λ ) esposa del παραβάτης [paravátis] (ηΛη.) trans-
vicario. gresor, violador,
παπάκι [papáqui] (n./n.) patito, παραβγαίνω [paravguéno] (v.) com
παπάρα [papára] (n./f.) pan mojado, petir.
pan empapado, panetela, παραβιάζω [paraviádso] (v.) 1: violar,
παπαρούνα [paparúna] (ηΛ.) amapo forzar, 2: infringir, transgredir, des
la, ababa, adormidera, obedecer,
πάπας [pápas] (n./m.) papa, παραβίαση [paravíasi] (ηΛ.) violación,
παπάς [papás] (n./m.) pope, cura, sa infracción, transgresión · παραβία
cerdote, ση ανθρωπίνω ν δικαιω μάτω ν- vio
πάπια [pápia] (n./f.) pato, lación de los derechos humanos,
παπιγιόν [papiguión] (n./n.) corbata παραβλέπω [paravlépo] (v.) hacer la
de lazo, pajarita, vista gorda, desairar, desatender,
παπικός [papicós] (adj.) papal, ponti descuidar,
fical. παράβλεψη [parávlepsi] (n./f.) negli
πάπλωμα [páploma] (ηΛι.) edredón, gencia, desaire,
manta, cobertor, παραβολή [paravolí] (n./f.) compara
παπονισάδικο [paputsádico] (n7n.) za ción, parábola, metáfora, alegoría,
patería. παραβολικός [paravolicós] (adj.) pa
παπουτσής [paputsís] (nVm.) zapa rabólico, metafórico, alegórico,
tero. παράβολο [parávolo] (ηΛι.) depósito,
παπούτσι [papútsi] (ηΛι.) zapato, papel del estado,
παππούς [papús] (ηΛη.) abuelo, παραγάδι [paragádi] (n./n.) malla de
πάπυρος [pápiros] (ηΛη.) papiro, pescar.
πάρα [pára] (adv.) demasiado, muy. παραγγελία [paragkelía] (ηΛ.) encar
παρά [pará] (prep.) 1: contra, a pesar go, pedido, orden · κα τά παραγγε
de, 2: (hora) menos, 2: pero, sólo · λία - por pedido,
πήγε παρά τη θέλησή του- fue con παραγγελιοδόχος [paragkeliodójos]
tra su voluntad · είναι δύο παρά (n7m.+f.) agente comercial,
είκοσι- son las dos menos veinte · παραγγέλλω, παραγγέλνω [paragké-
859
παράγγελμα
860
παρακρατώ
861
παράκρουση
862
παραπλανώ
863
παράπλευρος
864
παραχαράκτης
865
παραχάραξη
866
παρονομαστής
867
παροξυντικός
869
πατριός
870
πέλαγος
871
πελαγώνω
872
περιδιάβασμα
873
περιδρομιάζω
874
περισσεύω
875
περίσσιος
876
πετρώδης
877
πέτρωμα
878
πισινός
879
πισινός
πισινός [pisinós] (n./m.) trasero, pom- πίτα [pita] (n./f.) empanada, empana
pi. dilla, torta,
πίσσα [pisa] (n./f.) alquitrán, brea, πιτζάμα [pidsáma] (n./f.) pijama,
πισσώνω [pisóno] (v.) alquitranar, πίτουρο [píturo] (n./n.) salvado,
πίστα [pista] (n./f.) pista, salón de bai πιτσιλίζω [pitsilídso] (v.) salpicar, ro
les. ciar.
πιστευτός [pisteftós] (adj.) creíble, ve πιτσιρίκια [pitsiríquia] (n./n.) pl. chi
rosímil, plausible, quillería.
πιστεύω [pistévo] (v.) 1: creer (en), πιτσιρίκος [pitsirícos] (n./m.) chiqui
considerar, 2: confiar (en), llo.
πίστη [pístí] (n./f.) 1: fe, creencia, 2: fi πιτσούνι [pitsúni] (n7n.) (ZooI.) pichón,
delidad, lealtad, convicción, πιτυρίδα [pitirída] (nVf.) caspa,
πιστολάκι [pistoláqui] (n./n.) secador, πλαγιά [plaguiá] (nVf.) ladera, falda,
πιστόλι [pistóli] (n./n.) pistola, revól πλαγιάζω [plaguiádso] (v.) acostarse,
ver. tumbarse, echarse,
πιστολιά [pistoliá] (n./f.) tiro, disparo, πλαγιαστός [plaguiastós] (adj.) incli
pistoletazo, nado, tumbado, oblicuo,
πιστοποίηση [pistopíisi] (n./f.) certifi πλαγίαυλος [plaguíavlos] (n7m.) (Mús.)
cación. flauta travesera,
πιστοποιητικό [pistopiiticó] (n7n.) cer πλάγιος [pláguios] (adj.) oblicuo, late
tificado, certificación · πιστοποιητικό ral, de lado, indirecto,
γεννήσεως- certificado de nacimien πλαδαρός [pladarós] (adj.) blando,
to · πιστοποιητικό γάμου- certificado fofo, flácido.
de matrimonio, πλαδαρότητα [pladarótita] (n7f.) blan
πιστοποιώ [pistopió] (v.) certificar, dura, flacidad.
atestiguar, atestar, πλαζ [plads] (nyf.) playa,
πιστός [pistós] (adj.) 1: fiel, fidedigno, πλάθω [plázo] (v.) moldear, modelar,
leal, 2: (Igl.) creyente, devoto · μένω forjar.
πιστός σ τις ιδέες μου- soy fiel a mis πλάι [plái] 1: (n7n.) lado, costado, flan
ideas. co, 2: (adv.) al lado,
πιστότητα [pistótita] (n./f.) fidelidad, πλαϊνός [plainós] (adj.) contiguo,
lealtad. πλαίσιο [plésio] (n7n.) marco, recua
πιστώνω [pistóno] (v.) dar a crédito, dro, cerco, bastidor,
fiar, abonar, acreditar · πιστώνω τον πλαισιώνω [plesióno] (v.) enmarcar,
λογαριασμό- acreditar la cuenta, encuadrar, encajar,
πίστωση [pístosi] (n./f.) crédito, finan πλάκα [pláca] (n7f.) 1: placa, plancha,
ciación. capa, losa, 2: broma, chiste,
πιστωτής [pistotís] (nVm.) acreedor, πλακάκι [placáqui] (n7n.) azulejo, la
fiador. drillo, baldosa,
πιστωτικός [pstoticós] (adj.) de cré πλακατζής [placadsís] (adj.) guasón,
dito. bromeador.
πίσω [piso] (adv.) detrás, atrás · έμει πλακοστρώνω [placostróno] (v.) em
να πίσω σ το διάβ α σμα - me quedé baldosar, enlosar,
atras al estudio. πλακόστρωτος [placóstrotos] (adj.) em-
880
πλειοδοσία
881
πλειοδότης
882
πλους
883
πλουσιοπάροχος
885
πολιτική
887
πονηρεύω
889
πουτάνα
890
προαύλιο
891
πρόβα
892
προηγουμένως
893
προημιτελικά
894
πρόοδος
895
προοίμιο
896
προσήλωση
897
προσηνής
898
προσχολικός
900
πρώην
901
πρωθιερέας
902
πυκνοκατοικημένος
903
πυκνόρρευστος
904
πως
905
ραδιοθεραπεία [radiocerapía] (nyf.) ra
dioterapia,
Ρ, ρ [ro] (nyn.) decimoséptima letra ραδιολογία [radiologuía] (nyf.) radio
del alfabeto griego, logía.
ραβασάκι [ravasáqui] (nyn.) nota ραδιοτηλεγραφία [radiotilegrafía] (nyf.)
amorosa, carta de amor, radiotelegrafía,
ραββίνος [ravínos] (nym.) rabino, ραδιοτηλεφωνία [radiotilefonía] (nyf.)
ραβδί [ravdí] (n./n.) vara, garrote, ca radiotelefonía,
yado, bastón, báculo, ραδιουργία [radiurguía] (nyf.) intriga,
ραβδιά [ravdiá] (nyf.) bastonazo, maquinación, complot, confabula
ραβδίζω [ravdídso] (v.) varear, gol ción.
pear. ραδιούργος [radiúgos] (adj.) intriga
ράβδισμα [rávdisma] (nVn.) varea, nte, maquinador, confabulador, cons
ράβδος [rávdos] (nyf.) vara, palo, ca pirador.
yado, bastón, lingote, barrote, ραδιουργώ [radiurgó] (v.) intrigar, ma
ραβδώνω [ravdóno] (v.) rayar, dibujar/ quinar, tramar,
hacer rayas, ραδιοφωνία [radiofonía] (nyf.) radio
ράβδωση [rávdosi] (n./f.) raya, surco, difusión.
carril. ραδιοφωνικός [radiofonicós] (adj.) ra
ραβδωτός [ravdotós] (adj.) rayado, diofónico, de radio · ραδιοφω νικός
ράβω [rávo] (v.) coser, σ ταθμ ός- emisora de radio,
ράγα [rága] (n./f.) riel, ραδιόφωνο [radiófono] (n./n.) radio,
ραγάδα [ragáda] (n./f.) estría, grieta, ραθυμία [racimía] (n./f.) indolencia,
ραγδαία [ragdéa] (adv.) impetuosa pereza, apatía, desidia,
mente. ράθυμος [rácimos] (adj.) indolente,
ραγδαίος [ragdéos] (adj.) violento, im perezoso,
petuoso, repentino · ρα γδαία β ρ ο ραίνω [réno] (v.) rociar, salpicar,
χή - lluvia violenta, ρακένδυτος [raquénditos] (adj.) ha
ραγιάς [raguiás] (nym.) esclavo, rapiento, guiñaposo, andrajoso, me
ραγίζω [raguídso] (v.) rasgarse, rajarse, ndigo.
partirse. ρακέτα [raquéta] (nyf.) raqueta,
ράγισμα [ráguisma] (nyn.) grieta, ράκος [ráeos] (nyn.) harapo, pingajo,
abertura, rendija, resquicio, trapo, andajo.
ραγού [ragú] (n./n.) guisado, ρακοσυλλέκτης [racosiléctis] (n./m.)
ραδιενέργεια [radienérguia] (n./f.) ra trapero.
diactividad, ράμμα [ráma] (nyn.) puntada, punto
ραδιενεργός [radienergós] (adj.) ra de sutura · κάνω ρά μ μ α τα - hacer
diactivo · ραδιενεργά κστάλοιπα- una sutura,
residuos radiactivos · ραδιενεργός ραμολιμέντο [ramoliménto] (n./n.)
βροχή- lluvia radiactiva, carcamal,
ραδίκι [radíqui] (n./n.) {Bot.) achicoria, ράμπα [rámba] (n./f.) rampa,
ράδιο [rádio] (n./n.) radio, ραμφίζω [ramfídso] (v.) picotear,
ραδιογράφημα [radiográfima] (n./n.) ράμφισμα [rámfisma] n. picotazo,
radiografía. ράμφος [rámfos] (n./n.) pico.
906
ρείθρο
907
ρείκι
908
ρίψη
909
ριψοκινδυνεύω
910
ρωμαλέος
911
vigoroso, corpulento, fuerte,
ρώμη [rómi] (n./f.) robustez, fuerza
vigor.
Ρωμιός [romiós] (nVm.) (gentilicio)
griego (bizantino y moderno),
ρωμιοσύνη [romiosíni] (η Λ ) helenis
mo, pueblo griego.
Ρωσία [rosía] (η Λ ) Rusia,
ρωτώ [rotó] (v.) preguntar, cuestionar,
interrogar, demandar, pedir, interpe
lar · ρω τώ πληροφορίες- pedir infor
maciones.
912
σάλαγος [sálagos] (n./m.) trueno, es
tampido, estruendo, estrépito,
Σ, σ [sígma] (η./η.) decimoctava letra σαλάμι [salámi] (η Λ .) salchichón, sa-
del alfabeto griego, lami.
σαβάνα [savána] (η Λ ) sabana, σαλάτα [saláta] (nyf.) 1: ensalada, 2:
σάβανο [sávano] (ηΛι.) sudario. (metáf.) almodrote,
Σάββατο [sávato] (η Λ .) sábado. σαλέ [salé] (n./n.) chalé,
Σαββατοκύριακο [savatoqufriaco] (ηΛ.) σαλεύω [salévo] (v.) moverse, agitar,
fin de semana, σάλι [sáli] (η Λ .) chal, mantón,
σαβούρα [savúra] (ηΛ.) lastre, basura, σαλιάρα [saliára] (η Λ ) babero,
desperdicio, σαλιάρης [saliáris] (adj.) baboso,
σαβουρώνω [savuróno] (v.) tragar, en σαλιαρίζω [saliarídso] (v.) babear, ba
gullir. bosear.
σαγηνευτικός [saguinefticós] (adj.) se σαλιγκάρι [saligkári] (η Λ .) caracol,
ductor, encantador, σάλιο [sálio] (η Λ .) saliva, baba,
σαγηνεύω [saguinévo] (v.) seducir, en σαλόνι [salóní] (n./n.) salón,
cantar, fascinar, σάλος [sálos] (ηΛη.) tumulto, escán
σαγήνη [saguíni] (ηΛ.) seducción, en dalo, desorden, alboroto,
canto, fascinación, σαλπάρω [salpáro] (v.) zarpar,
σάγμα [ságma] (ηΛι.) alforja, silla, σάλπιγγα [sálpigka] (ηΛ.) trompeta,
σαγόνι [sagóni] (ηΛι.) mandíbula, corneta, trompa,
mentón, barbilla, σαλπιγκτής [salpigctís] (n./m.) trom-
σαδισμός [sadismós] (nVm.) sadismo, petista.
σαδιστής [sadistís] (n./m.) sádico, σαλπίζω [salpídso] (v.) 1: tocar la trom
σαθρός [sazrós] (adj.) podrido, co peta, tocar la corneta, 2: pregonar,
rrompido, desvencijado, promulgar,
σαΐτα [saíta] (η Λ ) flecha, dardo, lan σάλπισμα [sálpisma] (n./n.) toque de
zadera. diana, retreta,
σαϊτοθήκη [saitocíqui] (ηΛ.) carcaj, σάλτσα [sáltsa] (n./f.) salsa · πικάντικη
σάκα [sáca] (η Λ ) cartera, bolsa, mo σάλτσα- salsa picante,
chila. σαμάρι [samári] (η Λ .) montura, silla,
σακάκι [sacáqui] (n./n.) chaqueta, albarda.
σακατεύω [sacatévo] (v.) lisiar, mutilar, σαματάς [samatás] (nVm.) ruido, es
incapacitar, trépito, tumulto, jaleo, alboroto ·
σακάτης [sacátis] (ηΛη.) lisiado, cojo, έγινε σαματάς σ το γ ραφ είο- se ha
mutilado, incapacitado, producido un jaleo en la oficina,
σακί [saquí] (η Λ .) saco, σαματατζής [samatadsís] (n./m.) rui
σακίδιο [saquídio] (n./n.) mochila, doso, pendenciero,
σακούλα [sacúla] (n./f.) bolsa · πλα σαμπάνια [sampáña] (η Λ ) champán,
σ τική σακούλα- bolsa de plástico, σαμποτάζ [sabotáds] (nVn.) sabotaje,
σάκος [sácos] (n./m.) saco, fardo, boicot, boicoteo,
σακχαροδιαβήτης [sacjarodiavítis] σαμποτάρω [sabotáro] (v.) sabotear,
(n./m.) (M ed) diabetes, boicotear,
σάλα [sála] (η Λ ) sala, salón. σαμποτέρ [sabotér] (nVm.) sabotea
913
σαν
914
σειρά
915
σειρήνα
916
σιδερένιος
917
σίδερο
918
σκευωρία
919
σκευωρώ
920
σκουπιδότοπος
921
σκουπίζω
922
σπάθα
923
σπαθί
9 24
στάδιο
925
σταδιοδρομία
926
στερεοποιώ
927
στερεός
928
στομωμένος
929
στομώνω
930
συγγένεια
931
συγγενεύω
932
συζητήσιμος
933
συζητώ
934
σύμπαν
935
συμπαράσταση
936
συναινώ
937
συναισθάνομαι
938
συνέχεια
939
συνεχής
tinuación. capitulación,
συνεχής [sinejís] (adj.) continuo, con συνθηκολογώ [sincicologó] (v.) pac
tinuado, seguido, tar, tratar.
συνεχίζω [sinejídso] (v.) continuar, se σύνθημα [síncima] (n./n.) 1: consigna,
guir, proseguir, 2: contraseña, señal, santo y seña, 3:
συνεχόμενος [sinejómenos] (adj.) con eslogan.
tiguo (a), inmediato (a), vecino, συνθλίβω [sinzlívo] (v.) aplastar, es
συνεχώς [sinejós] (adv.) continua trujar, comprimir, exprimir, prensar,
mente, continuadamente, consta achuchar,
ntemente, sin parar, συνιδιοκτήτης [sinidioctítis] (n./m.)
συνήγορος [sinígoros] (n7m.) aboga copropietario,
do defensor, συνίσταμαι [sinístame] (v.) consistir,
συνηγορώ [sinigoró] (v.) defender, abo estar compuesto,
gar, interceder, συνιστώ [sinistó] (v.) 1: constituir, for
συνήθεια [sinícia] (nVf.) costumbre, há mar, construir, 2: recomendar, pre
bito. sentar.
συνηθίζω [sinicídso] (v.) acostumbrar, συννεφιά [sinefiá] (n./f.) nubosidad,
soler, habituar, συννεφιάζω [sinefiádso] (v.) nublarse,
συνηθισμένος [sinicisménos] (adj.) 1: anublarse, aneblar,
acostumbrado, habituado, 2: orina- σύννεφο [sínefo] (n7n.) nube,
rio · συνηθισμένη κατάσταση- si συννεφώδης [sinefódis] (adj.) nuboso,
tuación ordinaria, nebuloso, nublado,
συνήθως [sinízos] (adv.) normalme συνοδεία [sinodía] (n./f.) acompaña
nte, por regla general, miento, cortejo, séquito, escolta,
συνημμένος [siniménos] (adj.) adju συνοδεύω [sinodévo] (v.) acompañar,
nto. seguir, escoltar, convoyar,
σύνθεση [síncesi] (nVf.) 1: composi σύνοδος [sínodos] (n./f.) asamblea,
ción, compostura, síntesis, 3: (escrito) sesión, sínodo, concilio · σύνοδος
redacción, κορυφής- Concilio de Gobiernos
συνθέτης [sincétis] (n./m.) composi Estatales.
tor. συνοδός [sinodós] (n./m.+f.) 1: acom
συνθετικός [sinceticós] (adj.) sintéti pañante, 2: seguidor, escolta,
co, elaborado ·συνθετικό ύφασμα- συνοικέσιο [siniquésio] (n./n.) arreglo
tela sintética, para un matrimonio de convenien
σύνθετος [síncetos] (adj.) 1: compue cia.
sto, variado, 2: complicado, συνοικία [siniquta] (n7f.) barrio, ba
συνθέτω [sincéto] (v.) componer, rriada, cercanía,
crear, sintetizar, συνοικισμός [siniquismós] (n7m.) ur
συνθήκη [sincíqui] (n./f.) 1: pacto, banización,
acuerdo, tratado, convenio, 2: condi συνολικός [sinolicós] (adj.) total, en
ción ·αντίξοες συνθήκες- condicio tero.
nes adversas · καιρικές συνθήκες- σύνολο [sínolo] (n./n.) total, conjunto,
condiciones climáticas, suma total,
συνθηκολόγηση [sincicológuisi] (nyf.) συνομήλικος [sinomílicos] (adj.) de la
940
συντελώ
941
συντεχνία
942
συχνότητα
943
σφαγείο
944
σωρεία
945
σωριάζω
9 46
τακτ [tact] (n./n.) tacto, discreción,
τακτικά [tacticá] (adv.) regularmente,
Τ, τ [taf ] (ηΛι.) decimonovena letra del asiduamente, frecuentemente,
alfabeto griego, τακτική [tactiquí] (ηΛ.) táctica,
ταβάνι [taváni] (ηΛι.) techo, techum τακτικός [tacticós] (adj.) 1: regular,
bre. asiduo, sistemático, permanente,
ταβέρνα [tavérna] (nyf.) taberna, tas frecuente, 2: ordenado, bien arregla
ca. do, bien colocado,
τάβλα [távla] (ηΛ.) tabla. τακτικότητα [tacticótita] (ηΛ.) regula
τάβλι [távli] (n7n.) tablas reales (juego) ridad, asiduidad,
•παίζω τάβλι-jugar a tablas reales, τακτοποίηση [tactopíisi] (ηΛ.) orde
ταγάρι [tagári] (n./n.) bolsa, morral, nación, arreglo, colocación,
ταγέρ [taguiér] (ηΛι.) traje de cha τακτοποιώ [tactopíó] (v.) ordenar, po
queta. ner en orden, arreglar,
ταγή [taguí] (n./f.) forraje, τακτός [tactós] (adj.) fijo, estable,
ταγκός [tagkós] (adj.) rancio, firme, clavado · τακτές ημέρες και
τάγμα [tágma] (n./n.) batallón, orden, ώρες- días y horas fijas,
ejército. ταλαιπωρία [taleporía] (ηΛ.) fatiga,
ταγματάρχης [tagmatárjis] (n./m.) co dificultad, penalidad, tormento, su
mandante, sagrento. frimiento,
τάδε [táde] (pron.) tal, fulano, ταλαίπωρος [taléporos] (adj.) desgra
τάζω [tádso] (v.) prometer, hacer vo ciado, infeliz, pobre, miserable,
tos, dar la palabra, ταλαιπωρώ [taleporó] (v.) fatigar, ha
ταΐζω [taídso] (v.) alimentar, dar de cer sufrir, atormentar,
comer, nutrir, ταλανίζω [talanídso] (v.) deplorar, tor
ταινία [tenía] (n./f.) cinta, película, film turar, atenazar, atormentar,
•αυτοκόλλητη ταινία- cinta adhesi ταλάντευση [talándefsi] (ηΛ.) balan
va. ceo, oscilación, vaivén,
ταινιοθήκη [teniocíqui] (ηΛ.) filmo ταλαντεύω [talantévo] (v.) balancear,
teca. oscilar, ondular,
ταίρι [téri] (n./n.) 1: (personas) pareja, ταλαντούχος [talandújos] (adj.) tale
2: (cosas) par, 3: compañero, ntoso, dotado, agraciado, ingenioso,
ταιριάζω [teriádso] (v.) 1: combinar, ταλαντώνομαι [talandónome] (v.) o-
hacer juego (con), emparejar, 2: co scilarse.
rresponder (a), adecuar, ajustar, ταλάντωση [talándosi] (n./f.) oscila
ταιριαστός [teriastós] (adj.) 1. que ción, vaivén, balanceo,
hace juego, 2: adecuado, ταλαντωτής [talandotís] (n7m.) osci
τάισμα [táisma] (n./n.) alimentación, lador.
nutrición. ταλέντο [taléndo] (ηΛι.) talento, apti
τάκος [tácos] (n./m.) cuña, calza, cal tud, capacidad,
zo. τάμα [táma] (n./n.) voto, exvoto,
τακούνι [tacúni] (n7n.) tacón ·παπού ταμειακός [tamiacós] (adj.) de cajero ·
τσια με τακούνι- a) zapatos de tacón ταμειακή μηχανή- caja registradora,
(alto), b) tacones. ταμείο [tamío] (n./n.) 1: caja, 2: (teatro,
947
ταμίας
948
ταχυδρομικός
949
ταχυδρομικώς
950
τερατόμορφος
951
τερατούργημα
952
τηλέγραφος
953
τηλεγραφώ
τηλεγραφώ [tilegrafó] (ν.) telegrafiar, τι [ti] (pron.) que, como ·τι λες;- ¿qué
τηλεθεατής [tileceatís] (n./m.) tele dices? ·τι ωραίοΙ- ¿qué bonito! ·τι
spectador, άλλο;- ¿qué más?,
τηλεκάρτα [tilecárta] (nVf.) tarjeta te τίγρης [tígris] (n./m.) tigre,
lefónica. τιθασεύω [tizasévo] (v.) domesticar,
τηλεκοντρόλ [tilecontról] (n./n.) man amansar, domar,
do a distancia, telemando, τίθεμαι [tíceme] (v.) colocarse, poner
τηλεοπτικός [tileopticós] (adj.) tele se.
visivo, de televisión · τηλεοπτική τίκτω [tícto] (v.) parir, dar a luz.
μετάδοση- transmisión televisiva · τιλιά [tiliá] (n./f.) (Bot.) tilo,
τηλεοπτικός σταθμός- cadena tele τίλιο [tílio] (n./n.) tila,
visiva. τιμαλφή [timalfí] (nVn.) pl. alhajas, jo
τηλεόραση [tileórasi] (n./f.) 1: televi yas, objetos preciosos,
sión, 2: (aparato) televisor, τιμάριθμος [timárizmos] (n./m.) índi
τηλεπάθεια [tilepácia] (nA) telepatía, ce del precio al consumo, coste de
τηλεπικοινωνία [tilepiquínonía] (n./f.) la vida.
telecomunicación, τιμή [timí] (n./f.) 1: (coste) precio, valor,
τηλεσκόπιο [tilescópio] (n7n.) tele 2: honor, honra,
scopio. τίμημα [tímima] (n./n.) coste, costo,
τηλεφωνείο [tilefonío] (nVn.) oficina precio, valor,
de teléfonos, τιμητικός [timiticós] (adj.) de honor,
τηλεφώνημα [tilefónima] (n./n.) lla honorífico ·τιμητική διάκριση- dis
mada telefónica, tinción honorífica,
τηλεφωνητής [tílefonitís] (nVm.) tele τίμιος [tímíos] (adj.) honesto, decente,
fonista · αυτόματος τηλεφωνητής- honrado, digno,
buzón de voz. τιμιότητα [timiótita] (n./f.) honesti
τηλεφωνικός [tilefonicós] (adj.) tele dad, honradez,
fónico ·τηλεφωνικός θάλαμος- ca τιμοκατάλογος [timocatálogos] (n./m.)
bina telefónica ·τηλεφωνικός κατά lista de precios, tarifa,
λογος· a) catálogo telefónico, b) lista τιμολόγηση [timológuisi] (n./f.) tasa
telefónica, ción, facturación,
τηλέφωνο [tiléfono] (nVn.) teléfono · τιμολόγιο [timológuio] (n./n.) factura,
κινητό τηλέφωνο- (teléfono) móvil, cuenta.
τηλεφωνώ [tilefonó] (v.) telefonear, τιμολογώ [timologó] (v.) tasar, poner
llamar por teléfono, precio, facturar,
τηλεχειριστήριο [tilejiristírio] (n./n.) τιμόνι [timóni] (n./n.) 1: (coche) vola
mando a distancia, telemando, nte, 2: timón,
τήξη [tíksi] (n./f.) fusión, τιμονιέρης [timoñéris] (nVm.) timo
τήρηση [tírisi] (n./f.) cuidado, cumpli nel.
miento, observancia, τιμώ [timó] (v.) honrar, premiar,
τηρητής [tiritís] (adj.) preservador. τιμωρία [timoría] (nVf.) castigo, san
τηρώ [tiró] (v.) guardar, observar, aca ción, pena, escarmiento ·επιβάλλω
tar, realizar, cumplir ·τηρώ τη συμ τιμωρία- imponer un castigo,
φωνία- cumplir el acuerdo. τιμωρός [timorós] (nym.) vengador,
954
τονώνω
955
τόνωση
956
τραντάζω
957
τράπεζα
958
τρίκλωνος
959
τρικούβερτος
960
τροχοφόρο
961
τρυγητής
962
τσιφλικάς
τσαντίλα [tsadíla] (n./f.) irritación, ca τσικνίζω [tsicnídso] (v.) quemar, cha
breo, ira, cólera, muscar.
τσάπα [tsápa] (n./f.) azada, azadón, τσικουδιά [tsicudíá] (n./f.) aguardie
τσαπατσούλης [tsapatsúlis] (adj.) de nte.
sastrado, chapucero, farfullero, τσίλι [tsíli] (nyn.) tabasco.
τσάρκα [tsárca] (n./f.) paseo, vuelta, τσιμέντο [tsiméndo] (nyn.) cemento,
caminata ·βγαίνω τσάρκα- salir de τσιμεντώνω [tsimendóno] (v.) ceme
paseo. ntar.
τσαρλατάνος [tsarlatános] (nym.) char τσιμουδιά [tsímudiá] (n./f.) silencio,
latán, bocazas, omisión, callada, mudez ·μη βγάλεις
τσαρούχι [tsarúji] (n./n.) zapato rústi τσιμουδιά/- ¡no digas nada!,
co con pompón, τσίμπημα [tsímbima] (n./n.) pinchazo,
τσάρος [tsáros] (n./m.) zar. pellizco, picadura,
τσατσάρα [tsatsára] (n./f.) peine, τσιμπιά [tsimbiá] (n./f.) pellizco,
τσαχπινιά [tsajpiñá] (n./f.) picardía, τσιμπίδα [tsimbída] (n./f.) pinza,
pillería, τσιμπιδάκι [tsimbidáqui] (nyn.) 1: pin
τσεκ [tsec] (n./n.) cheque, za de depilación, 2: (pelo) horquilla,
τσεκάρω [tsecáro] (v.) comprobar, τσίμπλα [tsímbla] (nyf.) légaña,
confrontar, revisar, chequear, τσιμπολογώ [tsimbologó] (v.) picar
τσεκούρι [tsecúri] (n./n.) hacha, comida, comer sin apetito,
τσεμπέρι [tsebéri] (n./n.) pañoleta, τσιμπούκι [tsimbúqui] (nyn.) pipa,
τσέπη [tsépi] (nyf.) bolsillo ·υπολογι τσιμπούρι [tsimbúri] (n./n.) garrapata,
στής τσέπης- ordenador de bolsillo τσιμπούσι [tsimpúsi] (n./n.) banque
•λεξικό τσέπης- diccionario de bol te.
sillo · έκδοση τσέπης- edición de τσιμπώ [tsimbó] (v.) pinchar, pellizcar,
bolsillo. picar, aguijonear,
τσεπώνω [tsepóno] (v.) meter en el τσίνορο [tsínoro] (n./n.) párpado,
bolsillo, embolsar, τσίπα [tsípa] (n./f.) vergüenza, pudor,
τσιγαρίζω [tsigarídso] (v.) dorar, τσιράκι [tsíráqui] (nyn.) secuaz, apren
τσιγάρο [tsigáro] (n./n.) cigarro, ciga diz.
rrillo, pitillo, τσίριγμα [tsírigma] (n./n.) chillido,
τσιγαροθήκη [tsigarocíqui] (nyf.) pi τσιρίζω [tsirídso] (v.) chillar,
tillera. τσίρκο [tsírco] (n./n.) circo,
τσιγγάνος [tsigkános] (nym.) gitano, τσίρλα [tsírla] (n./f.) diarrea,
τσιγκέλι [tsigkéli] (n./n.) gacho, τσιρότο [tsiróto] (n./n.) esparadrapo,
τσίγκινος [tsígkinos] (adj.) de estaño, τσίτα [tsíta] (adv.) con tirantez, apreta
τσιγκλώ [tsigkló] (v.) aguijonear, damente,
τσίγκος [tsígkos] (nym.) estaño, τσιτσίδι [tsitsídi] (adv.) desnudo,
τσιγκούνης [tsigkúnis] (adj.) tacaño, τσίτσιδος [tsítsidos] (adj.) desnudo,
avaro, roñoso, mezquino, τσιτσιρίζω [tsitsirídso] (v.) crepitar,
τσιγκουνιά [tsigkuñá] (n./f.) tacañería, chisporrotear,
avaricia. τσίτωμα [tsítoma] (n./n.) tensión,
τσίκνα [tsícna] (n./f.) olor a quemado/ τσιτώνω [tsitóno] (v.) estirar,
a chamusquina. τσιφλικάς [tsiflicás] (n./m.) terrate
963
τσιφλίκι
964
τωρινός
965
jar, humectar, hidratar,
υγρασία [igrasía] (nyf.) humedad,
Y, u [ípsilon] (nyn.) vigésima letra del υγρό [ígró] (nyn.) líquido, fluido,
alfabeto griego, υγρομόνωση [igromónosi] (nyf.) prue
ύαινα [íena] (nyf.) hiena, ba de humedad,
υάκινθος [iáquinzos] (nym.) (Bot.) ja υγροποιώ [igropió] (v.) licuar, derretir,
cinto. descoagular,
υαλικά [ialicá] (nyn.) pl. cristalería, υγρός [igrós] (adj.) 1: húmedo, moja
υαλοβάμβακας [ialovámvacas] (nym.) do, 2: líquido ·υγρό σαπούνι- jabón
fibra de vidrio, líquido.
υαλοπωλείο [ialopolío] (nyn.) (tienda) υδαταγωγός [idatagogós] (n./m.) ca
cristalería, ñería.
ύαλος [íalos] (nVm.) vidrio, υδατάνθρακας [idatánzracas] (nym.)
υαλουργία [ialurguía] (nyf.) vidriería, (Quím.) hidrato de carbono,
cristalería, υδατικός [idaticós] (adj.) hidratante,
υαλουργός [ialurgós] (nym.) vidriero, υδάτινος [idátinos] (adj.) acuoso, de
cristalero, agua, acuático,
υάρδα [iárda] (n./f.) yarda, υδατογραφία [idatografía] (n./f.) acua
ύβος [ívos] (n./m.) giba, joroba, rela.
υβρεολόγιο [ivreológuio] (n./n.) in υδατόπτωση [idatóptosi] (n./f.) ca
vectiva, diatriba, scada.
υβρίζω [ivrídso] (v.) insultar, ofender, υδατοστεγής [idotosteguís] (adj.) im
ultrajar, faltar al respeto, decir gro penetrable, impermeable,
serías. υδατοφράκτης [idatofráctis] (nym.)
ύβρις [ívris] (n./f.) injuria, invectiva, presa.
insulto. υδατώδης [idatódis] (adj.) acuoso,
υβριστής [ivristís] (n./m.) insultador, hídrico.
υβριστικός [ivristicós] (adj.) insulta υδραγωγείο [idragoguío] (nyn.) acue
nte, ofensivo, ultrajante, ducto.
υγεία [¡guía] (nyf.) salud, υδραγωγός [idragogós] (n./m.) cañe
υγειονομία [iguionomía] (n./f.) sani ría de agua,
dad, salud, υδραντλία [idrandlía] (n./f.) bomba de
υγειονομικός [iguionomicós] (adj.) sa agua.
nitario, de salud ·υγειονομικός έλεγ υδράργυρος [idrárguiros] (nym.) (Quím.)
χος· control sanitario, mercurio.
υγιαίνω [iguiéno] (v.) gozar de buena υδρατμός [idratmós] (n./m.) vapor de
salud, estar sano, agua, exhalación,
υγιεινή [iguiiní] (nyf.) sanidad, higie υδραυλικός [idravlicós] 1: (nym.) (pro
ne, saneamiento, fesión) fontanero, 2: (adj.) hidráulico
υγιεινός [iguiinós] (adj.) saludable, •υδραυλικό τιμόνι- volante hidraúli-
sano, higiénico, co.
υγιής [iguiís] (adj.) sano, bien de sa υδρεύομαι [idrévome] (v.) abastecer
lud. se de agua,
υγραίνω [igréno] (v.) humedecer, mo υδρευτικός [idrefticós] (adj.) de aba
966
υπαίθριος
967
ύπαιθρος
968
υπερθερμαίνω
969
υπερθετικός
970
υποβαθμίζω
971
υποβάθμιση
972
υποκόμης
973
υποκόπανος
974
υποτιμώ
975
υποτιτλισμός
976
ύψωση
977
rentemente, con apariencia, según
se ve, al parecer,
Φ, Φ [fi] (n./n.) vigésima primera letra φαινομενικός [fenomenicós] (adj.)
del alfabeto griego, aparente, ostensible · φαινομενικές
φα [fa] (Mús.) fa. διαφορές- diferencias aparentes,
Φάβα [fáva] (n./f.) fabada, φ αινομενικότητα [fenomenicótita]
φαβορίτα [favorita] (nVf.) patilla, (nyf.) apariencia,
φαγάνα [fagána] (nVf.) draga, φαινόμενο [fenómeno] (n7n.) fenó
φαγάς [fagás] (adj.) comilón, glotón, meno, apariencia · μετεωρολογικό
tragón, goloso. φαινόμενο- fenómeno meteoroló
φαγγρ( [fagkrí] (n7n.) (Zool.) dentón, gico · γραμματικό φαινόμενο- fe
φαγητό [faguitó] (n./n.) comida · με nómeno gramatical · αυτό ro παιδί
ρίδα φαγητού- ración de comida · είναι φαινόμενο ευφυΐας- este chico
σπιτικό φαγητό- comida casera · es un fenómeno de inteligencia,
πρόχειρο φαγητό- comida rápida φαιός [feós] (adj.) gris,
• μεσημεριανό φαγητό- comida · φάκα [fáca] (n7f.) ratonera,
βραδινό φαγητό- cena, φάκελος [fáquelos] (n./m.) sobre, ex
φαγοπότι [fagopóti] (n7n.) comilona, pediente · ταχυδρομικός φάκελος-
banquete, sobre de correos,
φαγούρα [fagúra] (n./f.) picor, come φακελώνω [faquelóno] (v.) abrir ex
zón, picazón, pediente,
φάγωμα [fágoma] (nVn.) desgaste, co φακή [faquí] (n./f.) lenteja,
rrosión. φακίδα [faquída] (n./f.) peca,
φαγωμάρα [fagomára] (n7f.) lucha in φακιόλι [faquióli] (n./n.) turbante,
terna. φακίρης [faquíris] (n./m.) faquir,
φαγωμένος [fagoménos] (adj.) corroí φακός [facós] (n./m.) 1: lente, 2: (luz)
do, erosionado, linterna · φακοί επαφής- lentes de
φαγώνομαι [fagónome] (v.) desgas contacto,
tarse, corroerse, atormentarse, φάλαγγα [fálagka] (n./f.) falange,
φαγώσιμα [fagósima] (n./n.) pl. ali φαλαγγίτης [falagkítis] (n7m.) falan
mentos, comestibles, gista.
φαγώσιμος [fagósimos] (adj.) come φάλαινα [fálena] (n./f.) ballena,
stible, comible, que se puede comer, φαλαινοθηρικό [falenociricó] (n7n.)
φαεινός [fainos] (adj.) brillante · φαει ballenero,
νή ιδ έα -idea brillante. φαλάκρα [falácra] (n./f.) calva,
q>aT[faí] (n./n.) comida, φαλακρός [falacrós] (adj.) calvo,
φαιδρός [fedrós] (adj.) alegre, airoso, φαλιρίζω [falirídso] (v.) arruinarse,
jovial, gracioso, ridículo, fausto, caer en bancarrota,
φαιδρότητα [fedrótita] (n./f.) alegría, φαλακρότητα [falacrótita] (n/f.) calvi
jovialidad, ridiculez, cie.
φαιλόνιο [felónio] (n./n.) casulla, φαλλικός [falicós] (adj.) fálico.
φαίνομαι [fénome] (v.) parecer, apare φαλλοκρατία [falocratía] (n./f.) ma-
cer, verse, ser visible, asomar, chismo.
φαινομενικά [fenomenicá] (adv.) apa φαλλός [falós] (n7m.) falo, miembro
978
φαρδύς
979
φαρέτρα
981
φήμη
982
φιλόμουσος
983
φιλονικία
984
φοβερά
985
φοβερίζω
986
φούστα
987
φουστάνι
988
φτενός
989
φτέρη
990
φυτοφάγος
991
φυτοφάρμακο
992
φωτοχυσία
993
malintencionado, maligno, malvado,
malévolo, malicioso,
X, X [ j¡] (n./n.) vigésima segunda letra χαίρετε [jérete] (v.) hola,
del alfabeto griego, χαιρετίζω [jeretídso] (v.) saludar,
χαβάς [javás] (n./m.) melodía · (metáf.) χαιρέτισμα [jerétisma] (n/n.) saludo,
συνεχίζει το ν χαβά τ ο υ - sigue en su χαιρετίσματα [jeretísmata] (nyn.) pl.
mundo, saludos, recuerdos · δώσε χα ιρετί
χαβιάρι [javiári] (nyn.) caviar, σματα - a) da (a alguien) mis recuer
χαβούζα [javúdsa] (n./f.) cisterna, de dos, b) saluda (a alguien) por mi
pósito, fosa séptica, parte.
χάβρα [jávra] (nyf.) sinagoga, barullo, χαιρετισμός [jeretismós] (nym.) salu
χάδι [jádi] (nyn.) caricia, mimo, zala do, salutación,
mería, carantoña, χαίρομαι [jérome] (v.) alegrarse,
χαδιάρης [jadiáris] (adj.) acariciador, χαίτη [jéti] (n./f.) crin, melena,
mimoso, carantoñero, melindroso, χακί [jaquí] (nyn.) caqui,
χαδιάρικος [jadiáricos] (adj.) cariñoso, χαλάζι [jaládsi] (n./n.) granizo,
mimoso. χαλαζίας [jaladsías] (nym.) cuarzo,
χάζεμα [jádsema] (n./n.) holgazane χαλαζοβρόχι [jaladsovróji] (n./n.) gra
ría. nizada.
χαζεύω [jadsévo] (v.) pasar el tiempo, χαλάκι [jaláqui] (n./n.) felpudo,
tontear. χαλάλι [jaláli] (adv.) merecidamente ·
χάζι [jádsi] (n./n.) placer, gusto, diver χ α λά λι σου/- ¡te merece!,
sión. χαλαλίζω [jalalídso] (v.) malgastar, de
χαζομάρα [jadsomára] (n./f.) estupi rrochar, perder,
dez, tontería, χαλαρός [jalarós] (adj.) relajado, flojo,
χαζός [jadsós] (adj.) tonto, bobo, idio χαλάρωμα [jalároma] (n./n.) flojedad,
ta. relajamiento, relajación,
χαϊβάνι [jaiváni] (n./n.) asno, burro, 2: χαλαρώνω [jalaróno] (ν.) 1: relajar(se),
(coloq.) tonto, idiota, calmar, aflojar, distender, 2: soltar,
χάϊδεμα [jáidema] (nyn.) caricia, mimo, χαλάρωση [jalárosi] (n./f.) relajamie
χαϊδεμένος [jaideménos] (adj.) mima nto, relajación, flojedad,
do. χάλασμα [jálasma] (n./n.) decadencia,
χαϊδευτικός [jaidefticós] (adj.) acari destrucción,
ciante, cariñoso · χαϊδευτικό ό ν ο χαλάσματα [jalásmata] (n./n.) pl. arrui
μ α · sobrenombre cariñoso, nombre nas, ruinas, restos,
cariñoso. χαλασμένος [jalasménos] (adj.) 1: da
χαϊδεύομαι [jaidévome] (v.) hacerse el ñado, roto, estropeado, 2: podrido,
mimoso. pasado.
χαϊδεύω [jaidévo] (v.) acariciar, mimar, χαλασμός [jalasmós] (n./m.) 1: caos,
χαϊμαλί [jaimalí] (n./n.) amuleto, chu barahúnda, desorden, 2: tumulto,
chería, baratija, confusión, alboroto, 3: demolición,
χαιρεκακία [jerecaquía] (n./f.) maldad, catástrofe,
mala intención, malicia, χαλαστής [jalastís] (n./m.) destructor,
χαιρέκακος [jerécacos] (adj.) malo, demoledor.
994
χαμόγελο
995
χαμογελώ
996
χαρτοπώλης
997
χαρτοσημαίνω
998
χειρωνακτικός
999
χέλ.
1000
χοντραίνω
1001
χοντρικός
1002
χρονολογία
1003
χρονολογικός
1004
χωρώ
1005
estás buscando? · μ η ν το ψάχνεις-
a) no lo busques, b) (coloq.) ¡déjalo
Ψ, Ψ [psi] (η./η.) vigésima tercera letra caer!.
del alfabeto griego, ψαχούλεμα [psajúlema] (nyn.) mano
ψάθα [psáza] (nyf.) esparto, paja, seo.
ψάθινος [psácinos] (adj.) de esparto, ψαχουλεύω [psajulévo] (ν.) 1: mano
de paja, sear, 2: rebuscar,
ψαλίδα [psalída] (nyf.) tijeras, ψεγάδι [psegádi] (nyn.) defecto, man
ψαλίδι [psalídi] (nyn.) tijera, cha, tacha,
ψαλιδιά [psalidiá] (nyf.) tijeretazo, ψείρα [psíra] (nyf.) piojo,
ψαλιδίζω [psalidídso] (v.) tijeretear, ψειριάρης [psiriáris] (adj.) piojoso,
ψάλλω [psálo] (v.) cantar, entonar un ψεκάζω [psecádso] (ν.) 1: rociar, salpi
himno, salmodiar, car, 2: pulverizar,
ψαλμός [psalmós] (nym.) salmo, can ψεκασμός [psecasmós] (nym.) pulve
to. rización.
ψαλμωδία [psalmodía] (nyf.) salmo ψεκαστήρας [psecastíras] (nym.) pul
dia. verizador,
ψάλτης [psáltis] (nym.) salmista, ψελλίζω [pselídso] (v.) balbucear, tar
ψάξιμο [psáksimo] (nyn.) búsqueda, tamudear, titubear,
busca, averiguación, inquisición, ψελλισμός [pselismós] (nym.) balbu
ψαραγορά [psaragorá] (nyf.) mercado ceo, tartamudeo, titubeo,
de pescado, ψέλνω & ψάλλω [psélno & psálo] (v.)
ψαράδικο [psarádico] (n./n.) pesca salmodiar, entonar un himno,
dería. ψέμα [pséma] (nyn.) 1: mentira, 2: fal
ψαράδικος [psarádicos] (adj.) de pe sedad · μ ου είπε ψέματα- me dijo
sca, relativo a la pesca, mentiras · κακά τα ψέματα- es mejor
ψαραίνω [psaréno] (v.) salirle canas, admitir la verdad,
ψαράς [psarás] (n./m.) pescador, pe ψευδαίσθηση [psevdéscisi] (nyf.) ilu
scadero, sión · τρέφω ψευδαισθήσεις- tener
ψάρεμα [psárema] (n./n.) pesca, ilusiones.
ψαρεύω [psarévo] (v.) pescar, ψευδαισθητικός [psevdesciticós] (adj.)
ψαρής [psarís] (adj.) canoso, que tiene ilusorio.
canas. ψευδάργυρος [psevdárguiros] (n./m.)
ψάρι [psári] (n./n.) 1: (animal) pez, 2: (Quím.) zinc,
(comida) pescado, ψευδής [psevdís] (adj.) falso, engaño
ψαρόβαρκα [psaróvarca] (n./f.) barca so, ficticio, deshonesto,
de pesca. ψευδίζω [psevdídso] (v.) cecear, bal
ψαροκόκαλο [psarocócalo] (n./n.) es bucear, tartajear,
pina, raspa, ψεύδισμα [psévdisma] (n./n.) ceceo,
ψαχνό [psajnó] (n./n.) carne deshue balbuceo, tartajeo,
sada, carne magra, ψευδολόγημα [psevdológuima] (n./n.)
ψάχνω [psájno] (v.) 1: buscar, pregun mentira, falsedad,
tar, explorar, 2: averiguar, inquirir, 3: ψευδολογία [psevdologuía] (n./f.) fal
(Inform.) navegar · τι ψάχνεις;- ¿qué sedad.
1006
ψηφοφόρος
1007
ψιθυρίζω
1008
ψωριάζω
1009
realdad.
ωμότητα [omótita] (ηΛ ) 1: crudeza, 2:
Ω, ω [oméga] (η./η.) vigésima cuarta aspereza, dureza,
letra del alfabeto griego, ωοειδής [ooidís] (adj.) oval, ovalado,
ω [o] (interj.) ¡oh!, ¡ay!, ovoide.
ωάριο [oário] (nVn.) óvulo, ωοθήκη [oocíqui] (n./f.) ovario,
ωδείο [odio] (nyn.) conservatorio, ωόν [oón] (n./n.) huevo,
ωδή [odí] (nA ) oda. ωορρηξία [ooriksía] (nyf.) ovulación,
ωδική [odiquí] (nyf.) 1: arte de cantar, ωοτόκος [ootócos] (adj.) ovíparo,
2: clase de música, ώρα [óra] (nyf.) 1: hora, 2: tiempo ·
ωδικός [odicós] (adj.) cantor, canta ώρες εργασίας- a) horas laborales,
nte, cantable, b) horas de trabajo · ώρα ανάγκης-
ωδίνες [odínes] (nyf.) pl. dolores de estado de emergencia · πάνω στην
parto. ώρα- a la hora · ώρες κοινής ησυ
ώθηση [ócisi] (nyf.) 1: empuje, 2: im χίας· horas de silencio común ·
pulso, impulsión, ώρες-ώρες- a veces · φαγητά της
ωθώ [ozó] (ν.) 1: empujar, 2: impulsar · ώρας- comida a la parida · επί ώρες-
ωθώ κάποιον va κάνει κάτι- impul durante horas · πληρώνεται με την
sar a alguien a hacer algo, ώρα- cobra por hora,
ωκεάνιος [oqueánios] (adj.) del océa ωραία [oréa] (adv.) muy bien, estu
no, oceánico, pendamente,
ωκεανογραφία [oqueanografía] (nyf.) ωραίος [oréos] (adj.) 1: guapo, her
oceanografía, moso, bello, bonito, bueno, 2: agra
ωκεανογραφικός [oqueanograficós] dable.
(adj.) oceanográfico. ωραιότητα [oreótita] (nyf.) belleza,
ωκεανογράφος [oqueanográfos] (n./ hermosura,
m.+f.) oceanógrafo, ωράριο [orário] (n./n.) horario · ελα
ωκεανολογικός [oqueanologicós] (adj.) στικό ωράριο- horario flexible · πλή
oceanográfico. ρες ωράριο- horario completo,
ωκεανός [oqueanós] (n./m.) océano ωριαίος [oriéos] (adj.) de una hora, a
• Ειρηνικός ωκεανός- océano Pací cada hora, por hora · ωριαίο πρό
fico · Ατλαντικός ωκεανός- océano γραμμα· programa por hora,
Atlántico, ωριμάζω [orimádso] (v.) madurar,
ωλένη [oléni] (n./f.) (Anat.) antebrazo, ωρίμανση [orímansi] (n./f.) madura
ωμοπλάτη [omopláti] (n./f.) omópla ción.
to. ώριμος [órimos] (adj.) 1: maduro, de
ώμος [ómos] (n./m.) hombro · (metáf.) sarrollado, 2: juicioso,
σηκώνω το βάρος στους ώμους ωριμότητα [orimótita] (n./f.) madu
μου- encargarse de un asunto di rez.
fícil · γέρνω τον ώμο μου (συμπα ωροδείχτης [orodíjtis] (n./m.) maneci
ραστέκομαι)· arrimar el hombro (a lla del reloj,
alguien). ωρολογιακός [orologuiacós] (adj.)
ωμός [omós] (adj.) 1: crudo, 2: áspero, del tiempo · ωρολογιακή βόμβα-
duro · ωμή πραγματικότητα- dura a) bomba de relojería, b) bomba de
1010
ωώδης
1011
ΜίΙίΜ Μ ΗΠΒΜ Ι Β Β Ξ 1 9 · Ι · ί Ι Ι ι ιΗ ( ί · · Ε 1 Ι ϊ 1 Ι Ι 5 · 1 · 3 > 1 4 * 1 » ] ί Μ
ACERTAR acierto acerté acertaré acierte
ACORDAR acuerdo acordé acordaré acuerde
ADVERTIR advierto advertí advertiré advierta
AGRADECER agradezco agradecí agradeceré agradezca
APARECER parezco aparecí apareceré aparezca
APROBAR apruebo aprobé aprobaré apruebe
ATRAVESAR atravieso atravesé atravesaré atraviese
CABER quepo cupe cabré quepa
CAER caigo caí caeré caiga
CALENTAR caliento calenté calentaré caliente
CERRAR cierro cerré cerraré cierre
COMER como comí comeré coma
CONOCER conozco conocí conoceré conozca
CONTAR cuento conté contaré cuente
COSTAR cuesto costé costaré cueste
DAR doy di daré dé
DECIR digo dije diré diga
DESPERTARSE me despierto me desperté me despertaré me despierte
DIVERTIRSE me divierto me divertí me divertiré me divierta
DORMIR duermo dormí dormiré duerma
EMPEZAR empiezo empecé empezaré empiece
ENCONTRAR encuentro encontré encontraré encuentre
ENTENDER entiendo entendí entenderé entienda
ESTAR estoy estuve estaré esté
HABER he hube habré haya
HABLAR hablo hablé hablaré hable
HACER hago hice haré haga
IR voy fui iré vaya
JUGAR juego jugué jugaré juegue
LEER leo leí leeré lea
MORIR muero morí moriré muera
MOSTRAR muestro mostré mostraré muestre
MOVER muevo moví moveré mueva
NEGAR niego negué negaré niegue
OFRECER ofrezco ofrecí ofreceré ofrezca
OÍR oigo oí oiré oiga
OLER huelo olí oleré huela
PARECER parezco parecí pareceré parezca
1012
PEDIR pido pedí pediré pida
PENSAR pienso pensé pensaré piense
PERDER pierdo perdí perderé pierda
PODER puedo pude podré pueda
PONER pongo puse pondré ponga
PREFERIR prefiero preferí preferiré prefiera
QUERER quiero quise querré quiera
REPETIR repito repetí repetiré repita
ROGAR ruego rogué rogaré ruegue
SABER sé supe sabré sepa
SALIR salgo salí saldré salga
SEGUIR sigo seguí seguiré siga
SENTARSE me siento me senté me sentaré me siente
SENTIRSE me siento me sentí me sentiré me sienta
SER soy fui seré sea
SERVIR sirvo serví serviré sirva
SOÑAR sueño soñé soñaré sueñe
TENER tengo tuve tendré tenga
TRAER traigo traje traeré traiga
VENIR vengo vine vendré venga
VER veo vi veré vea
VESTIRE me visto me vestí me vestiré me vísta
VIVIR vivo viví viviré viva
VOLVER vuelvo volví volveré vuelva
1013
rPAMMATIKH/GRAMATICA
OPimKH/INDICATlVO
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
(PRESENTE)
1. Ομαλά ρήματα
Στα ομαλά ρήματα διατηρούμε το θέμα του ρήματος και προσθέτουμε τις πα
ρακάτω καταλήξεις:
1014
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας που τελειώνουν σε -cer/ - cir στο α' ενικό
έχουν την εξής ιδιομορφία:
OFRECER TRADUCIR
Yo ofrezco traduzco
Tú ofreces traduces
Él/Ella/Usted ofrece traduce
Nosotros/as ofrecemos traducimos
Vosotros/as ofrecéis traducís
Ellos/ Ellas/ Ustedes ofrecen traducen
2. Ανώμαλα ρήματα
Τα ανώμαλα ρήματα, όπως τα estar, dar, ser, tener, hacer, poner, saber, decir, ir,
venir σχηματίζουν τους εξής τύπους:
1015
Yo sé digo voy
Tú sabes dices vas
Él/Ella/Usted sabe dice va
Nosotros/as sabemos decimos vamos
Vosotros/as sabéis decís vais
Ellos/ Ellas/ Ustedes saben dicen van
3. Ρήματα με διφθογγισμό
Τα ρήματα αυτά παρουσιάζουν διφθογγισμό στο θέμα τους (σε όλα τα πρόσω
πα εκτός από το β' και γ' πληθυντικό) και σχηματίζουν ομαλά τις καταλήξεις
τους ανάλογα με τη συζυγία που ανήκουν (βλέπε ομαλά ρήματα).
• -AR
Yo pienso vuelo
Tú piensas vuelas
Él/Ella/Usted piensa vuela
Nosotros/as pensamos volamos
Vosotros/aS pensáis voláis
Ellos/Ellas/Ustedes piensan vuelan
1016
• -ER
• -IR
Yo prefiero duermo
Tú prefieres duermes
Él/Ella/Usted prefiere duerme
Nosotros/as preferimos dormimos
Vosotros/as preferís dormís
Ellos/ Ellas/ Ustedes prefieren duermen
4. Αυτοπαθητικά ρήματα
1017
LLAMARSE SENTIRSE IRSE
Υο me llamo me siento me voy
Τύ te llamas te sientes te vas
Él/Ella/Usted se llama se siente se va
Nosotros/as nos llamamos nos sentimos nos vamos
Vosotros/as os llamáis os sentís os vais
Ellos/ Ellas/ Ustedes se llaman se sienten se van
ΓΕΡΟΥΝΔΙΟ
(GERUNDIO)
Κλίνουμε το βοηθητικό ρήμα estar στον ενεστώτα και το ρήμα στο γερούνδιο.
Το γερούνδιο σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του ρήματος τις εξής
καταλήξεις:
• -AR —►ando
Το γερούνδιο των ρημάτων της 3ης συζυγίας (-IR) που παρουσιάζουν διφθογ-
γισμό τον ενεστώτα σχηματίζεται ως εξής:
1018
• Όσα ρήματα μετατρέπουν στον ενεστώτα το e σε ie και το ο σε ue στο γε
ρούνδιο μετατρέπουν το e σε i και το ο σε u.
Για παράδειγμα:
preferir —»prefiriendo,
dormir —»durmiendo,
pedir —►pidiendo,
decir —►diciendo.
Για παράδειγμα:
leer —►leyendo,
ir -+ yendo,
oír —►oyendo.
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
(PRETÉRITO PERFECTO)
• -AR —►-ado
π.χ. cantar -+ cantado
• -ER —►-ido
π.χ. comer —►comido
• -IR —►-ido
π.χ. vivir —►vivido
1019
üqSSIESS&3ES!3S3^^^9
(Yo) he
Tú) has
(Él/ Ella/Usted) ha cantado comido vivido
(Nosotros/as) hemos
(Vosotros/as) habéis
(Ellos/Ellas/Ustedes) han
abrir - » abierto
decir - » dicho
escribir —»escrito
morir —* muerto
resolver —►resuelto
ver —►visto
cubrir —►cubierto
descubrir -* descrito
hacer —►hecho
poner —*■puesto
romper -+ roto
volver —►vuelto
1020
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
(FUTURO IMPERFECTO)
CANTAR COMER
(Yo) cantaré comeré viviré
(Tú) cantarás comerás vivíirás
(Él/Ella/Usted) cantará comerá vivirá
(Nosotros/as) cantaremos comeremos viviremos
(Vosotros/as) cantaréis comeréis viviréis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) cantarán comerán vivirán
Παρατήρηση:
Ορισμένα ρήματα αλλάζουν το θέμα τους στον μέλλοντα. Οι καταλήξεις παρα
μένουν ίδιες. Αυτά είναι τα εξής:
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
(PRETÉRITO IMPERFECTO)
Παρατήρηση:
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας έχουν όμοιες καταλήξεις.
1021
CANTAR COMER VIVIR
(Yo) era
σύ) eras
(Él/Ella/Usted) era
(Nosotros/as) éramos
(Vosotros/as) erais
(Ellos/Ellas/Ustedes) eran
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
(PRETÉRITO INDEFINIDO)
1. Ομαλά ρήματα
Τα ομαλά ρήματα στον αόριστο διατηρούν το θέμα του ρήματος και σχηματί
ζουν καταλήξεις ανάλογα με τη συζυγία που ανήκουν.
Προσοχή:
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας σχηματίζουν όμοιες καταλήξεις.
1022
CANTAR COMER VIVIR
(Υο) canté comí viví
cantaste comiste viviste
(Él/ Ella/ Usted) cantó comió vivió
(Nosotros/as) cantamos comimos vivimos
(Vosotros/as) cantasteis comisteis vivisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes) cantaron comieron vivieron
2. Ανώμαλα ρήματα
Παρατήρηση:
Το ser και το ir κλίνονται όμοια στον αόριστο.
HEB
(Yo) fui di
(Tu) fuiste diste
(Él/ Ella/ Usted) fue dio
(Nosotros/as) fuimos dimos
(Vosotros/as) fuisteis disteis
(Ellos/ Elias/ Ustedes) fueron dieron
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όσα ρήματα έχουν διαφορετικό θέμα στον
αόριστο. Οι καταλήξεις αυτής της κατηγορίας είναι όμοιες για όλες τις συζυ
γίες.
Παρατήρηση:
Τα ρήματα που έχουν ανώμαλο θέμα δεν παίρνουν τόνο.
1023
ESTAR TENER VENIR
1 ANDAR QUERER
(Yo) anduve quise dije
σύ) anduviste quisiste dijiste
(Él/ Ella/ Usted) anduvo quiso dijo
(Nosotros/as) anduvimos quisimos dijimos
(Vosotros/as) anduvisteis quisisteis dijisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes) anduvieron quisieron dijeron*
I PODER PONER
(Yo) pude puse traje
σύ) pudiste pusiste trajiste
(Él/ Ella/ Usted) pudo puso trajo
(Nosotros/as) pudimos pusimos trajimos
(Vosotros/as) pudisteis pusisteis trajisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) pudieron pusieron trajeron*
1024
Τα ρήματα που έχουν απαρέμφατο σε -cir και -aer στον αόριστο έχουν
ανώμαλο θέμα και παίρνουν ένα j.
Αυτά κατ' εξαίρεση σε όσα προαναφέρθηκαν, σχηματίζουν το γ' πληθυντι
κό σε - eron και όχι σε -ieron.
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα ρήματα της 3ης συζυγίας (-IR) που παρου
σιάζουν ανωμαλία και στον σχηματισμό του γερουνδίου.
Για παράδειγμα:
Για παράδειγμα:
1025
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
(PRETÉRITO PLUSCUAMPERFECTO)
Παρατήρηση:
Στον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον σχηματισμό του
παρακειμένου.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
(FUTURO PERFECTO)
Παρατήρηση:
Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο.
1026
CONDICIONAL SIMPLE
CONDICIONAL COMPUESTO
Παρατήρηση:
Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο.
1027
HABER
(Yo) habría
σύ) habrías
(Él/ Ella/ Usted) habría cantado comido vivido
(Nosotros/as) habríamos
(Vosotros/as) habríais
(Ellos/Ellas/Ustedes) habrían
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
(IMPERATIVO)
I CANTAR COMER
σύ) canta come escribe
(Él/Ella/Usted) cante coma escriba
(Vosotros/as> cantad comed escribid
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) canten coman escriban
Αρνητική προστακτική
1028
Στην προστακτική υπάρχουν ορισμένα ρήματα που σχηματίζουν το β' πρόσω
πο ενικού μονοσύλλαβα:
^09!ΟΞ1ΙΙΞΒίΙΕ3ΗΗ3ΒΙ
σύ) da haz di ve oye
(Él/ Ella/ Usted) dé haga diga vaya oiga
(Vosotros/as) dad haced decid id oíd
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) den hagan digan vayan oigan
Αρνητική προστακτική
I3 Q Ü E IZ3 3 E S !^ H ^ ^ H K 3 0 I
(Tú) no des no hagas no digas no vayas no oigas
(Él/ Ella/ Usted) no dé no haga no diga no vaya no oiga
(Vosotros/as) no deis no hagáis no digáis no vayáis no oigáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) no den no hagan no digan no vayan no oigan
Αντίστοιχα:
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ (SUBJUNTIVO)
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
(PRESENTE)
1029
CANTAR COMER VIVIR
Τα ρήματα που παρουσιάζουν ανωμαλία στο α' ενικό του ενεστώτα της ορι
στικής, εμφανίζουν την ίδια ανωμαλία σε όλα τα πρόσωπα του ενεστώτα της
υποτακτικής.
Για παράδειγμα:
1030
PONER CONOCER ιε β ξ β ι TRADUCIR
(Υο) ponga conozca haga traduzca
(Τύ) pongas conozcas hagas traduzcas
(Él/ Ella/ Usted) ponga conozca haga traduzca
(Nosotros/as) pongamos conozcamos hagamos traduzcamos
(Vosotros/as) pongáis conozcáis hagáis traduzcáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) pongan conozcan hagan traduzcan
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
(PRETÉRITO PERFECTO)
Παρατήρηση:
Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο της
οριστικής.
(Yo) haya
σύ) hayas
(Él/ Ella/ Usted) haya cantado comido vivido
(Nosotros/as) hayamos
(Vosotros/as) hayáis
Ellos/ Ellas/ Ustedes hayan
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
(IMPERFECTO)
Παρατηρήσεις:
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας έχουν όμοιες καταλήξεις.
1031
Ο παρατατικός υποτακτικής σχηματίζει δύο τύπους για κάθε πρόσωπο.
• Όσα ρήματα έχουν ανώμαλο θέμα στον αόριστο της οριστικής κρατούν το
ίδιο θέμα στον παρατατικό της υποτακτικής.
1032
DAR QUERER VENIR
Yo diera/iese quisiera/iese viniera/iese
Tú dieras/ieses quisieras/ieses vienieras/ieses
Él/Ella/Usted diera/iese quisiera/iese viniera/iese
Nosotros/as diéramos/iésemos quisiéramos/iésemos viniéramos/iésemos
Vosotros/as dierais/ieseis quisierais/ieseis vinierais/ieseis
Ellos/Ellas/Ustedes dieran/iesen quisieran/iesen vinieran/iesen
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
(PRETÉRITO PLUSCUAMPERFECTO)
Παρατήρηση:
Οι μετοχές είναι ίδιες με αυτές του παρακειμένου οριστικής.
(Υο) hubiera/iese
σύ) hubieras/ieses
(Él/ Ella/ Usted) hubiera/iese cantado comido vivido
(Nosotros/as) hubiéramos/iésemos
(Vosotros/as) hubierais/ieseis
Ellos/ Ellas/ Ustedes hubieran/iesen
1033
ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ
www.elMnoekdotiki.gr
Για αναλυτική παρουσίαση και online ξεφύλλισμα όλων των βιβλίων μας
επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μας:
w w w .e llin o e k d o tik i.g r