Professional Documents
Culture Documents
Στις πηγές των βυζαντινών χρόνων, ιδιαίτερα της ύστερης περιόδου (11ος-15ος
αι.), απαντά η τιμητική προσηγορία κῦρ, κύρης, κυρά, η οποία προσέδιδε ιδιαίτερη
αξία και σεβασμό στα πρόσωπα, στα οποία αποδιδόταν. Τόσο η προέλευση του
επιθέτου, όσο και η εξέλιξή του κατά τους βυζαντινούς χρόνους ελάχιστα έχει
απασχολήσει την έρευνα.1 Ιδιαίτερα όσον αφορά την ύστερη βυζαντινή περίοδο
και πιο συγκεκριμένα τον 13ο αιώνα έχει υποστηριχθεί ότι η προσωνυμία αναφε
ρόταν κατά βάση σε πρόσωπα διακεκριμένα κοινωνικά και οικονομικά, τα οποία
τοποθετούνται στο χώρο της αριστοκρατίας.2 Μέσα από τη μελέτη ωστόσο των
πηγών, ιδιαίτερα των τελευταίων αιώνων (13ος-15ος), είναι εμφανές ότι η προση
γορία χαρακτήριζε επίσης μέλη του μεσαίου κοινωνικού στρώματος, τα οποία
διακρίνονταν για την οικονομική και κοινωνική τους επιφάνεια, αλλά και μέλη
του χαμηλού κοινωνικού στρώματος που ενδεχομένως διέθεταν κάποια οικο
νομική άνεση και διακρινόταν για το ήθος και τη μόρφωσή τους. Σκοπός της
παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της προέλευσης του όρου και της εξέλιξής
του, ο προσδιορισμός της κοινωνικής προέλευσης των προσώπων που έφεραν
τον χαρακτηρισμό, ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (13ος-
15ος αι.), ο εντοπισμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και της θέσης τους
στη βυζαντινή κοινωνία.
Πριν περάσουμε στην πραγμάτευση των επιμέρους ζητημάτων είναι απαραίτη
το να κάνουμε σύντομη αναφορά στη φύση των πηγών που εξετάζονται. Το
υλικό των πηγών, όπου απαντά η τιμητική προσηγορία κυρ είναι αποσπασματικό,
ιδιαίτερα αυτό που αφορά τους πρώιμους και μέσους βυζαντινούς χρόνους, και
1
T. Ganchou, Giacomo Badoer et kyr Théodôros Batatzès ‘chomerchier di pesi’ à Constan
tinople (flor. 1401-1449), REB 61 (2003), 49-95 (στο εξής Ganchou, Badoer), μια προσωπογρα
φική μελέτη, όπου γίνεται σύντομη αναφορά στον χαρακτηρισμό κῦρ, βλ. κυρίως σ. 53-54.
2
Βλ. D. Kyritses (The Byzantine Aristocracy in the Thirteenth and Early Fourteenth Cen
turies, thesis Harvard University Cambridge, Massachusetts 1997, 12-14), ο οποίος θεωρεί ως
αξιόπιστη πηγή για τη μελέτη του όρου τα αυτοκρατορικά έγγραφα και μέσα από τη μελέτη
τους καταλήγει ότι το προσηγορικό κυρ απευθυνόταν κυρίως στην αυτοκρατορική οικογένεια,
σε υψηλούς αξιωματούχους και σε πρόσωπα που τοποθετούνταν στο χώρο της αριστοκρατίας,
για να δηλώσει την ξεχωριστή κοινωνική τους θέση.
2 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
προέρχεται από την επιστολογραφία, από ιστορικά και αγιολογικά έργα. Πιο
πλούσιες είναι οι πληροφορίες των πηγών για την ύστερη βυζαντινή εποχή (11ος-
15ος) και ιδιαίτερα για τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (13ος-15ος αι.). Εκτός
από τις παραπάνω κατηγορίες πηγών, ο προσδιορισμός κυρ απαντά στα χρόνια
αυτά σε διαφόρων ειδών έγγραφα, όπως της αυτοκρατορικής γραμματείας, επαρ
χιακών κρατικών αξιωματούχων, πατριαρχικά, αλλά και ιδιωτικού χαρακτήρα
(πωλητήρια, αφιερωτήρια, διαθήκες κά.). Επίσης σε πηγές που συμπληρώνουν
την εικόνα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης του πληθυσμού, όπως σε νομοθετικά
έργα, στη διπλωματική αλληλογραφία και σε δυτικές πηγές.
Η λέξη κύριος προέρχεται από το ομώνυμο αρχαίο ελληνικό επίθετο, το οποίο
δήλωνε αυτόν που έχει εξουσία σε κάποιον ή σε κάτι, τον κυρίαρχο. Ο όρος χρη
σιμοποιήθηκε ως επωνυμία πολλών θεών, όπως του Δία, του Ερμή και άλλων.3
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο κύριος δήλωνε τον κυρίαρχο,4 τον ιδιοκτήτη5
και επιπλέον χαρακτήριζε τον τριαδικό θεό της χριστιανικής θρησκείας και ιδιαί
τερα τον Ιησού Χριστό.6
Ο κυρ, ως χαρακτηρισμός διακεκριμένων προσώπων δήλωνε κατά τους
πρώιμους βυζαντινούς χρόνους τον κυρίαρχο, τον αφέντη. Σε επιστολή του ο
Ιωάννης Χρυσόστομος τον 4ο αιώνα αναφέρει ότι «ἐπειδὴ δὲ καὶ τὴ κυρίᾳ μου
Καρτερίᾳ πρώην ἦμεν ἐπεσταλκότες, ἔγνωμεν δὲ αὐτὴν μὴ διατρίβειν ἐκεῖσε»,7
ενώ ο Μάρκος Διάκονος στο Βίο του επισκόπου Γάζας Πορφυρίου τον 5ο αιώ
3
H. Liddell – R.Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Β΄, Αθήνα 1934 (μεταφρ.
Ξ. Μόσχος), 802-803 – Εμμανουήλ Κριαρά, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους
Γραμματείας 1100-1669, Θ΄, Θεσσαλονίκη 1985, 51-52.
4
Βλ. σφραγίδα του 8ου αιώνα από τη Χερσώνα, όπου αναφέρεται «Θεοτόκε βοήθει τῷ σῷ
δούλῳ Ἰσαακίῳ ὑπάτῳ καὶ κυρῷ Χερσῶνος» και την ερμηνεία των I. Sokolova, Pečati arhontov
Hersona, ZRVI 18 (1978) 81-97, σ. 94-95 – M. Nystazopoulou-Pélékidou, L’administration loca
le de Cherson à l’époque byzantine (IV-XII s.), στο Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler, 2, Paris
1998, 567-579, σ. 572. Ο J.-C. Cheynet σε πρόσφατη μελέτη για τη βυζαντινή κοινωνία με βάση
σφραγιστικό υλικό βάζει ερωτηματικό δίπλα στη λέξη κύριος σε αναφορά του στην επιγραφή
αυτή από τη Χερσώνα. Βλ. J.-C. Cheynet, La société byzantine. L’apport des sceaux I, Paris 2008,
105.
5
Λ. Αμπελαργά, Ο βίος της αγίας Συγκλητικής. Συμβολή στη διερεύνηση της πρώιμης ασκη
τικής γραμματείας [Βυζαντινά κείμενα και μελέται 31], Θεσσαλονίκη 2002, 294 «ὥσπερ γὰρ τὰ
ὑποζύγια τὴν τῶν κυρίων αὐτῶν ἐργασίαν ποιοῦσι» – G. Anrich, Hagios Nikolaos. Der Heilige
Nikolaos in der griechischen Kirche. Texte und Untersuchungen, 1, Berlin 1913, 228 «γνόντες δὲ
οἱ τοῦ τόπου κύριοί τε καὶ οἰκήτορες». Βλ. και L. Clugnet, Vie de Sainte Marine, Vie (et récits)
de l’Abbe Daniel Scétiote. I. Texte grec, Bibliothèque hagiographique orientale 1 (1901) 36-61,
Βίος αρ. 4, όπου ο κύρης δηλώνει τον πατέρα «Καὶ ὦσὰν αὔξησεν ἠ κόρη εἴπεν ὀ κύρης της».
6
J. O. Rosenqvist, The Life of Saint Irene Abbess of Chrysobalanton: A Critical Edition with
Introduction Translation Notes and Indices, Uppsala 1986, 20.
7
PG 52, 634.
Η προσηγορία κυρ στη βυζαντινή κοινωνία 3
να αναφέρεται στον «δὲ ἐμὸ κύριο Πορφύριο».8 Επίσης στον Βίο του Αγίου Μά
μαντος, που σώζεται σε πάπυρο του 5ου αιώνα, αναφέρεται ο διοικητής της Και
σάρειας της Καππαδοκίας ως «κῦρις ἠγεμών».9
Από τον 6ο αιώνα το επίθετο κυρ άρχισε να χρησιμοποιείται ως τιμητική προ
σηγορία σε αξιοσέβαστα πρόσωπα. Ο Ιωάννης Μαλάλας τον 6ο αι. στη Χρονο
γραφία του αναφέρει ότι «ὁ δὲ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἔπεμψε τὴν ἑαυτοῦ μητέρα
τὴν κυρὰν Ἑλένην εἰς Ἱεροσόλυμα εἰς ἀναζήτησιν τοῦ τιμίου σταυροῦ».10 Επίσης
ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης τον 6ο αι. στο Βίο του Αγίου Σάββα, αναφέρει τον άγιο
ως «ὁ κύρις Σάβας».11 Σε πάπυρο του 6ου/7ου αι. από την Μικρά Απολλινόπολη της
Αιγύπτου αναφέρεται ότι ο tractator Φλάβιος Διόσκουρος δώρισε στον επίσκοπο
της πόλης Σενούθο μια ποσότητα σιταριού και κρασιού σε ετήσια βάση υπέρ της
υγείας της αδελφής του «κυρᾶς Μαροῦτος».12 Ο Θεοφάνης Ομολογητής τον 9ο
αιώνα στη Χρονογραφία του αναφέρει «τὸν κῦριν Κωνσταντῖνον βασιλέα» και
ο Θεόδωρος Στουδίτης τον ίδιο αιώνα αναφέρει σε επιστολή του την πατρικία
«κυρία Εἰρήνη».13 Τον 10ο αιώνα ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός σε επιστο
λές του αποδίδει την προσωνυμία κυρ στους αυτοκράτορες Ρωμανό και Λέο
ντα.14 Παρά το γεγονός ότι οι αναφορές της τιμητικής προσηγορίας κυρ στις
πηγές των πρώϊμων και μέσων βυζαντινών χρόνων είναι αποσπασματικές, εί
ναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι κατά τους χρόνους αυτούς χαρακτήριζε κατά
κύριο λόγο πρόσωπα διακεκριμένα που τοποθετούνται κοινωνικά στο χώρο της
αριστοκρατίας, όπως έναν ηγεμόνα, μια αυτοκράτειρα, έναν αρχιερέα, αλλά και
8
H. Gregoire – M. A. Kugener, Marc le Diacre. Vie de Porphyre, évêque de Gaza, Paris 1930,
κεφ. 45.
9
A. Berger, Die alten Viten des Heiligen Mamas von Kaisareia. Mit einer Edition der Vita
BHG 1019, AnBoll 120 (2002) 241-310, σ. 296 «κῦρι ἡγεμών», σ. 302 «κύριε ἡγεμών, οὗτος ὁ
ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν μάγος»).
10
Ioannis Malalae chronographia, ed. L. Dindorf, Bonn 1831, 319.
11
Ε. Schwartz, Kyrillos von Skythopolis, Leipzig 1939, 65. Βλ. και άλλους Βίους του 6ου και
7 αιώνα, όπου χρησιμοποιείται η τιμητική προσηγορία κυρ για να προσδώσει αξία σε πρόσωπα
ου
σεβαστά (π.χ. το Βίο του Αγίου Δανιήλ του Στυλίτη, ο άγιος αναφέρεται ως κύρις Δανιήλ. Βλ.
H. Delehaye, Les saints stylites, Bruxelles 1923, 82. Βλ. Επίσης το Βίο του Αγίου Νικολάου Μύ
ρωνος, όπου ο γιος ενός καπετάνιου αναφέρεται ως κύρις Ιωάννης και η σύζυγός του κυρά Θά
μαρις, G. Anrich, Hagios Nikolaos, 294), συνήθως κατόχους αξιωμάτων (P. van den Ven, La
vie ancienne de S. Syméon Stylite le jeune, 2, Bruxelles 1970, 304 «ὁ ὁσιώτατος κύρις Θωμᾶς ὁ
κλειδοῦχος», σ. 309 «τοῦ κυροῦ Ἀντωνίου τοῦ πρεσβυτέρου» – B. Flusin, Saint Anastase le Perse
et l’histoire de la Palestine au debut du VIIe siècle, 1, Paris 1992, 79 «Μὴ κοπωθῇς, κῦρι ὁ ἄρχων,
μηδὲ κάμῃς»).
12
Α. Benaissa, Two Bishops Named Senuthes: Prosopography and New Texts, Zeitschrift
für Papyrologie und Epigraphik 166 (2008) 179-194, σ. 186.
13
PG 99, επ. 372.
14
R. J. H. Jenkins – L.G. Westerink, Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters [CFHB
6], Washington 1973, επ. 16.
4 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
24
Actes de Lavra I, αρ. 64 (1162) «δουκὸς καὶ πράκτορος Βολεροῦ Στρυμόνος καὶ Θεσσα
λονίκης κυροῦ Κωνσταντίνου τοῦ Δούκα», αρ. 67 (1196) – J. van Dieten, Nicetae Choniatae
orationes et epistulae [CFHB 3], Berlin 1972, 10 «τῷ πρωτοστράτορι κὺρ Μανουὴλ τῷ Καμύτζῃ»
– A. Heisenberg, Georgii Acropolitae opera, 2, Leipzig 1903 (ανατ. 1978 από P. Wirth· στο εξής
Γεώργιος Ακροπολίτης), 67 – Georges Pachymérès, Relations historiques, ed. A. Failler, 4 [CFHB
24], Paris 1999, 411.
25
Βλ. ενδεικτικά το πρόσταγμα του Ανδρονίκου Γ΄ προς τον πανσέβαστο σεβαστό δούκα
του θέματος Βολερού και Μοσυνοπόλεως Σερρών και Στρυμμόνος κυρ Μανουήλ Λιβερό και τη
σχετική απόφαση του τελευταίου, την οποία υπογράφει ως «ὁ δοῦλος τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου
ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως, δοὺξ θέματος Βολεροῦ καὶ Μοσυνοπόλεως, Σερρῶν καὶ Στρυμ
μόνος, σεβαστός Μανουὴλ ὁ Λιβερὸς», L. Bénou, Le codex B du monastère Saint-Jean-Prodrome
(Serrès) A (XIIIe-XVe siècles), Paris 1998, αρ. 7 και 8 (14ος αι.) (στο εξής Bénou, Prodrome).
26
Βλ. ενδεικτικά ΜΜ IV, 51 (1231) – Actes de Vatopédi II. De 1330 à 1376, ed. J. Lefort – V.
Kravari – Chr. Giros – K. Smyrlis, Paris 2006 (στο εξής Actes de Vatopédi II), αρ. 139 (1373).
27
V. Grecu, Georgios Sphrantzes. Memorii 1401-1477, Bucharest 1966 (στο εξής Γεώργιος
Σφραντζής, Χρονικόν), 538 «βασιλεὺς κὺρ Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς» – Αctes de Chilandar I. Des
origines à 1319, ed. M. Živojinović – V. Kravari – C. Giros, Paris 1998 (στο εξής Actes de Chi
landar), αρ. 19 (1300) «ὁ ὑψηλότατος κράλης Σερβίας καὶ περιπόθητος ἀδελφὸς καὶ γαμβρὸς
τῆς βασιλείας μου κῦρ Στέφανος ὁ Οὔρεσις» – Das Register des Patriarchats von Konstantinopel,
3. Teil, Edition und Übersetzung der Urkunden aus den Jahren 1350-1363, herausgegeben
von J. Koder – M. Hinterberger – O. Kresten [CFHB 19], Wien 2001 (στο εξής PRK III), αρ.
193 (1354): «μέγας ῥὴξ Ῥωσίας κῦρ Ιωάννης», αρ. 244 (1359): «μέγας βοϊβόδας καὶ αὐθέντης
πάσης Οὐγγροβλαχίας κῦρ Ἀλέξανδρος», αρ. 261 (1355): «βασιλεύς Βουλγάρων κῦρ Ἰωάννης
Ἀλέξανδρος Ἀσάνης» – L. Pieralli, La corrispondenza diplomatica dell’imperatore bizantino
con le potenze estere nel tredicesimo secolo (1204-1282), Vaticano 2006 (στο εξής Pieralli, Cor
rispondenza), αρ. 9 (1265) «ὁ εὐγενέστατος δοὺξ Βενετίας … κῦρις Ῥαινέριος Ντζένος». Για την
αριστοκρατία στα χρόνια των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων βλ. κυρίως A. Laiou, The Byzantine
6 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
Aristocracy in the Palaeologan Period: A Story of Arrested Development, Viator 4 (1973), 131-
151 (= Gender, Society and Economic Life in Byzantium, Variorum, Hampshire 1992, VI) – D.
Kyritses, The Byzantine Aristocracy in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries, (thesis
Harvard University) Cambridge, Massachusetts 1997 – K.-P. Matschke – F. Tinnefeld, Die
Gesellschaft im späten Byzanz. Gruppen, Strukturen und Lebensformen, Köln–Weimar–Wien
2001 (στο εξής Matschke–Tinnefeld, Gesellschaft), 18-62 και 158-220.
28
Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, 536 «δεσπότῃ κὺρ Θωμᾷ» – Ducas Istoria Turco-Bizan
tină (1341-1462), ed. V. Grecu, Bucharest 1958, 245 «Ἔστειλε γὰρ ὁ βασιλεὺς τὸν κὺρ Λουκᾶν
Νοταρᾶν τὸν αὐτοῦ μεσάζοντα».
29
Bénou, Prodrome, αρ. 34 (1316-1317), αρ. 191 (1329).
30
Bénou, Prodrome, αρ. 131 (14ος αι.).
31
Bénou, Prodrome, αρ. 138 (14ος αι.), αρ. 192 (1332). Βλ. επίσης Γεώργιος Ακροπολίτης, 67
«τὸν περιπόθητον συμπενθερὸν τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως παντευ
τυχέστατον σεβαστοκράτορα κύριν Ἰωάννην τὸν Τορνίκην».
32
PRK III, αρ. 176 (1350): «οἰκουμενικὸς πατριάρχης κῦρ Κάλλιστος».
33
Pieralli, Corrispondenza, αρ. 7 (1263) «Venerabili patri patrum, beatissimo pape veteris
Rome, parti imperii nostri, domino Urbano» και αρ. 8 (1265) «Τῷ ἁγιωτάτῳ, σοφωτάτῳ, μακα
ριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, τῷ μεγάλῳ ἀρχιερεῖ τοῦ ὑψηλοτάτου ἀποστολικοῦ
θρόνου, κυρῷ Κλήμεντι», όπου είναι εμφανής η ταύτιση του λατινικού dominus με το ελληνικό
κυρ.
34
PRK III, αρ. 178 (1350) – Actes de Vatopédi I : Des origines à 1329, ed. J. Bompaire –
J. Lefort – V. Kravari – Chr. Giros, Paris 2001 (στο εξής Actes de Vatopédi ), αρ. 17 (1265) –
Bénou, Prodrome, αρ. 53 (1339).
Η προσηγορία κυρ στη βυζαντινή κοινωνία 7
Νικόλαο Θεολογίτη που έδρασαν στην περιοχή των Σερρών τον 14ο αιώνα.35
Επιπλέον στο χώρο της κατώτερης αριστοκρατίας θα πρέπει να τοποθετη
θούν πρόσωπα που αναφέρονται ως κυρ και ανήκαν σε αριστοκρατικές οικογέ
νειες, αλλά δεν έφεραν αξιώματα και τίτλους, όπως οι Μανουήλ Ταρχανειώτης
και Γεώργιος Τζαμπλάκωνας στη Θεσσαλονίκη36 και ο Μιχαήλ Συναδηνός στις
Σέρρες.37 Κάποιοι από αυτούς ασχολούνταν με τραπεζικές και εμπορικές δρα
στηριότητες, όπως μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, των Αγγέλων, των
Νοταράδων, των Αργυρών, των Κριτόπουλων.38
Στον ίδιο κοινωνικό χώρο θα πρέπει ενδεχομένως να τοποθετηθούν και πρό
σωπα, τα οποία χάρη στην εύνοια του αυτοκράτορα ή ως αντάλλαγμα για την πα
ροχή υπηρεσιών απέκτησαν σημαντική έγγεια ιδιοκτησία, μέσω του θεσμού της
πρόνοιας-οικονομίας,39 και ανήλθαν κοινωνικά. Αναφέρουμε το παράδειγμα του
κυρ Βασιλείου Μοδηνού, γιού του παπά Μοδηνού, ο οποίος με αυτοκρατορικά
χρυσόβουλα του Μιχαήλ Η΄ (1261-1282) και του Ανδρονίκου Β΄ είχε λάβει στο
κατεπανίκιο Παραστρυμμόνος, στο χωριό Σδραβίκιο γη χιλίων μοδίων και άλλα
35
Bénou, Prodrome, αρ. 161 (14ος αι.).
36
Αυτοί αναφέρονται μόνο ως οικείοι του αυτοκράτορα. Βλ. Actes de Lavra III. De 1329 à
1500, ed. P. Lemerle – A. Guillou – N. Svoronos – D. Papachryssanthou, Paris 1979 (στο εξής
Actes de Lavra III), αρ. 149 (1378). Με το χρυσόβουλο αυτό ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Δ΄
παραχώρησε στον Μανουήλ Ταρχανειώτη ισόβια, με αντάλλαγμα υπηρεσία, το χωριό Λω
ρωτό στη Χαλκιδική. Δεν είναι ωστόσο γνωστή η υπηρεσία που ανέλαβε ο Ταρχανειώτης.
Αναφέρουμε επίσης τους ενδοξότατους κυρ Μιχαήλ και κυρ Κωνσταντίνο Κυπριανό, οι οποίοι
το 1373 αγόρασαν την οικία του Αρσενίου Τζαμπλάκωνα στη Θεσσαλονίκη (Actes de Vatopédi
II, αρ. 139, 1373). Πιθανόν πρόκειται για συγγενείς του πανσεβάστου σεβαστού προκαθημένου
Θεσσαλονίκης το 1317 κυρ Δημητρίου Κυπριανού (Actes de Vatopédi I, αρ. 49, 1317).
37
Bénou, Prodrome, αρ. 55 (14ος αι.), αρ. 56 (1334), αρ. 57 (14ος αι.), αρ. 164 (14ος αι.), αρ.
167 (14ος αι.). Πρβλ. Α. Λαΐου, Κοινωνικές δυνάμεις στις Σέρρες τον 14ο αιώνα, στο Διεθνές
συνέδριο Οι Σέρρες και η περιοχή τους από την αρχαία στη μεταβυζαντινή κοινωνία, Σέρρες 29
Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου 1993, Πρακτικά, Α΄, Θεσσαλονίκη 1998 (στο εξής Λαΐου, Κοινω
νικές δυνάμεις), 203-219, εδώ σ. 209.
38
Il libro dei conti di Giacomo Badoer (Costantinopoli 1436-1440), complemento e indici a
cura di Giovanni Bertelè, 61. Πρβλ. N. Oikonomidès, Hommes d’affaires grecs et latins à Con
stantinople (XIII-XV siècle), Paris 1979, 120-122 – Κ.-P. Matschke, H οικονομία των πόλεων
κατά την υστεροβυζαντινή εποχή (13ος-15ος αιώνας), στο Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, Β΄,
γενική εποπτεία Α. Λαΐου, Αθήνα 2006 (στο εξής Matschke, Οικονομία), 141-191, σ. 173-174.
39
Για το θεσμό της πρόνοιας βλ. κυρίως H. Ahrweiler, La pronoia à Byzance, στο Structures
féodales et féodalisme dans l’Occident méditerranéen (X-XIII siècle), Rome 1980, 681-689 –
G. Ostrogorsky, La Pronoia unter den Komnenen, ZRVI 12 (1970) 41-54 – N. Oikonomidès,
Contribution à l’étude de pronoia au XIII siècle. Une formule d’attribution de paréques à un
pronoiaire, REB 22 (1964) 158-175 – Τ. Μανιάτη-Κοκκίνη, Ο βυζαντινός θεσμός της πρόνοιας.
Συμβολή στη μελέτη του χαρακτήρα του, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1990 – Α. Kazh
dan, Pronoia: the History of a Scholarly Discussion, Mediterrenean Historical Review 10 (1995)
133-163.
8 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
υποστατικά, τα οποία το 1321 βρέθηκαν στην κατοχή της μονής Χιλανδαρίου του
Αγίου Όρους.40 Ανεξάρτητα από την πατρική περιουσία ο Βασίλειος εμφανίζεται
το 1320 να πωλεί στην ίδια μονή κτήσεις του περί τους 2500 μοδίους για 207
υπέρπυρα, γεγονός που τον τοποθετεί στους ανερχόμενους μεγαλοϊδιοκτήτες
γης της περιοχής.41 Τη χρονική στιγμή που τον συναντούμε στις πηγές δεν έφερε
κάποιο τίτλο ή αξίωμα, είναι ωστόσο πιθανό κάτι τέτοιο να συνέβη αργότερα.
Στα όρια ανάμεσα στην κατώτερη αριστοκρατία και τον μεσαίο κοινωνικό
χώρο θα πρέπει ενδεχομένως να τοποθετηθούν πρόσωπα που είχαν αναλάβει ένα
κρατικό αξίωμα για ορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά δε φαίνεται να απέκτησαν
κάποιον τιμητικό τίτλο είτε μεγάλη περιουσία. Τα πρόσωπα αυτά, τα οποία μετά
τη λήξη της θητείας τους αναφέρονται μόνο ως κυρ, φαίνεται ότι εξακολουθούσαν
να συμμετέχουν στα κοινά, καθώς είτε εμφανίζονται ως μάρτυρες σε διάφορες
δικαιοπραξίες είτε αναλάμβαναν κάποιες αποστολές. Αναφέρουμε τον κυρ
Μανουήλ Τρίξα, που είχε χρηματίσει δούκας Θεσσαλονίκης γύρω στο 1290. Το
1297 απαντά ως απεσταλμένος του πρωτασηκρήτη της πόλης στο χωριό Κομίτισα
για τη διευθέτηση μιας διαφοράς ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού και της
μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.42
Από τη μελέτη των πηγών προκύπτει ότι η απόδοση της προσωνυμίας κυρ
σε κάποιον δεν εξαρτιόταν από το αξίωμα ή τον τίτλο που έφερε, αλλά από την
αξία που ήθελε να του προσδώσει αυτός που εξέδιδε το σχετικό έγγραφο. Για
παράδειγμα δεν αναφέρονται ως κυρ όλοι οι κάτοχοι του τίτλου του σεβαστού.
Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ σε χρυσόβουλο, με το οποίο επικυρώνει την
ιδιοκτησία του Ιωάννη Ορέστη στην περιοχή του Μελενίκου, αναφέρει τον τε
λευταίο ως πανσέβαστο σεβαστό οικείο κυρ Ιωάννη Ορέστη.43 Ο οικείος ωστόσο
του αυτοκράτορα, σεβαστός Ιωάννης Σαρακηνός δεν αναφέρεται ως κυρ σε συμ
φωνία που συνήψε με τη μονή Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες.44 Επίσης ο
πανσέβαστος σεβαστός και οικείος του αυτοκράτορα Πατρικιώτης δεν αναφέρεται
ως κυρ σε πρακτικό από τη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.45
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια κατηγορία προσώπων, τα οποία χα
ρακτηρίζονται ως κυρ, διέθεταν οικονομική επιφάνεια και κοινωνική αναγνώ
ριση, αλλά δεν ανήκαν στην αυλική ή την επαρχιακή αριστοκρατία, δεν έφεραν
40
Actes de Chilandar, αρ. 26 (περ. 1281) και Actes de Chilandar, ed. L. Petit, B. Korablev, St.
Petersburg 1911 (στο εξής Petit, Chilandar), αρ. 58 (1321).
41
Petit, Chilandar, αρ. 53 (1320).
42
Actes d’Iviron III. De 1204 à 1328, ed. J. Lefort – N. Oikonomidès – D. Papachryssanthou
– V. Kravari – H. Métrévéli, Paris 1994 (στο εξής Actes d’Iviron III), αρ. 65 (περ. 1290) – Actes
de Vatopédi Ι, αρ. 26 (1297).
43
Actes de Vatopédi I, αρ. 60 (1323).
��
Bénou, Prodrome, αρ. 59 (14ος αι.).
45
Actes de Lavra III, αρ. 122 (1334).
Η προσηγορία κυρ στη βυζαντινή κοινωνία 9
46
Για τον μεσαίο κοινωνικό χώρο στα χρόνια των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων βλ. κυρίως
G. Litavrin, Sovety I rasskazy Kekavmena, Moskau 1972, 332 – H. Beck, Das byzantinische
Jahrtausend, München 1978, 253 – E. de Vries-van der Velden, L’élite byzantine devant l’avance
turque à l’époque de la guerre civile de 1341 à 1354, Amsterdam 1987, 58 – P. Schreiner, Byzanz,
München 21994, 38 – Matschke – Tinnefeld, Gesellschaft, 99-157.
47
Βλ. σχετικά N. Oikonomidès, Hommes d’affaires grecs et latins à Constantinople (XIII-XV
siècles), Paris 1979, 35 κε. – Matschke, Οικονομία, 141-191.
48
Actes d’Iviron III, αρ. 84 (1326). Πρόκειται πιθανόν για τον ίδιο που αναφέρεται ως μάρ
τυρας σε πώληση το 1309, βλ. Actes de Chilandar, αρ. 25 (1309). Βλ. επίσης Petit, Chilandar, αρ.
84 (1322), όπου απαντά επίσης ως μάρτυρας.
49
Actes d’Iviron III, αρ. 78 (1320).
��
Actes de Dionysiou, ed. N. Oikonomidès, Paris 1968, αρ. 14 (1415).
51
P. Schreiner, Texte zur spätbyzantinischen Finanz- und Wirtschaftsgeschichte in Hand
schriften der Biblioteca Vaticana [ST 344], Vaticano 1991, 84-85.
��
Libro dei conti di Giacomo Badoer (Costantinopoli 1436-1440), ed. U. Dorini – T. Bertelè,
Rome 1956 (στο εξής Libro dei Conti), 61.
53
S. Kugeas, Notizbuch eines Beamten der Metropolis in Thessalonike aus dem Anfang des
XV. Jahrhunderts», BZ 23 (1914-19) 143-163, σ. 145-150. Στο ίδιο σημειωματάριο βέβαια κά
ποιος άλλος που είχε νοικιάσει βιβάριο δεν αναφέρεται ως κυρ, όπως επίσης δεν αναφέρονται
ως κυρ οι καταλλάκται Πλατυσκαλίτης και Χαλαζάς σ. 153.
10 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
54
ΜΜ ΙΙ, 326 (1399). Επρόκειτο για εργαστήριο κατασκευής σανίδων, βλ. σχετικά E.
Mitsiou, Aspekte der Wirtschafts- und Sozialgeschichte des späten Byzanz in den Akten des
Patriarchatsregisters, Historicum 96 (2008) 41 σημ. 104. Σε άλλο έγγραφο ο Θωμάς Καλοκύρης
εμφανίζεται ως ενεχυροδανειστής, βλ. ΜΜ ΙΙ, 380 (1400).
55
ΜΜ ΙΙ, 367 (1400).
56
Petit, Chilandar, αρ. 85 (1322), όπου υπογράφει ως μάρτυρας.
57
Actes de Docheiariou, ed. N. Oikonomidès, Paris 1984 (Actes de Docheiariou), n. 49
(1384).
58
Petit, Chilandar, αρ. 106 (1326), αρ. 112 (1327), αρ. 127 (1336).
59
Actes de Chilandar, αρ. 22 (1304).
60
Petit, Chilandar, αρ. 84 (1322).
61
Σ. Καλοπίση-Βέρτη, Οι ζωγράφοι στην ύστερη βυζαντινή κοινωνία. Η μαρτυρία των επι
γραφών, στο Το πορτραίτο του καλλιτέχνη στο Βυζάντιο, επιμ. Μ. Βασιλάκη, Ηράκλειο 1997,
121-159, εδώ σ. 156-157, όπου και οι σχετικές αναφορές.
62
Λαΐου, Κοινωνικές δυνάμεις, 213-214.
63
Actes de Chilandar, αρ. 16 (1296), αρ. 30 (1314). A. Laiou – C. Morrisson, The Byzantine
Economy, Cambridge 2007, 174.
64
Actes de Vatopédi II, αρ. 140 (1374). Στον μεσαίο κοινωνικό χώρο θα μπορούσαν επίσης
να τοποθετηθούν και άλλα πρόσωπα, τα οποία δεν αναφέρονται ρητά ως κυρ, όπως ο Γεώργιος
Βουτζίνος, που το 1326 πούλησε στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους σπίτια στη Θεσσαλονίκη
για 100 υπέρπυρα. Μεταξύ των μαρτύρων του πωλητηρίου αναφέρεται και ο κυρ Δημήτριος
Βουτζίνος, που ήταν προφανώς συγγενής του Γεωργίου, βλ. Actes d’Iviron III, αρ. 84 (1326).
Η προσηγορία κυρ στη βυζαντινή κοινωνία 11
Μερικές φορές είναι διακριτή στις πηγές η κοινωνική άνοδος κάποιων προ
σώπων που ανήκαν στο μεσαίο κοινωνικό χώρο. Αναφέρουμε το παράδειγμα του
κυρ Δημητρίου Γουλή, ο οποίος το 1274 στάλθηκε από τον σεβαστό Θεόδωρο
Παζουδίνο, ως άνθρωπός του, να διεξάγει επιτόπια έρευνα σχετικά με την από
σπαση εδαφών της μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους από τις μονές Μεγίστης
Λαύρας και Ξηροποτάμου. Ο Γουλής επιπλέον συνέταξε έγγραφο περιορισμό των
διαφιλονικούμενων εδαφών.65 Ο ίδιος φαίνεται ότι στα χρόνια που ακολούθησαν
ανήλθε κοινωνικά, καθώς γύρω στο 1290 απαντά ως άρχοντας της Θεσσαλονίκης
και συμμετέχει σε δικαστική κρίση.66
Οι φέροντες την προσωνυμία κυρ είτε ήταν μέλη της αριστοκρατίας είτε του
μεσαίου κοινωνικού χώρου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή των πό
λεων μέσα από τη συμμετοχή τους στα αστικά συμβούλια,67 σε δικαστικές κρί
σεις,68 σε πρεσβείες,69 ενώ συχνά εμφανίζονται ως μάρτυρες σε διάφορες δικαιο
πραξίες, γεγονός που είναι ενδεικτικό της κοινωνικής καταξίωσης, της οποίας
έχαιραν.70
Κάποιοι από αυτούς χρηματοδότησαν την ανοικοδόμηση και διακόσμηση
ναών, όπως μαρτυρείται σε αφιερωματικές επιγραφές του 13ου αιώνα σε εκκλησίες
του ελλαδικού χώρου. Αναφέρουμε τους πανευγενέστατους αδελφούς κυρούς
Νετζάδες, που χρηματοδότησαν την ανοικοδόμηση και το ζωγραφικό διάκοσμο
στον Άγιο Γεώργιο στην Ομορφοκκλησιά κοντά στην Καστοριά.71 Επίσης τον κυρ
Μανουήλ Μουρμουρά που αναφέρεται ως ιδρυτής μιας μικρής εκκλησίας αφιε
ρωμένης στην Αγία Τριάδα στο Κρανίδι Αργολίδας,72 τον κυρ Γεώργιο Πατέλη που
αναφέρεται μεταξύ των χορηγών της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον
65
Actes de Chilandar, αρ. 9 (1274).
66
Actes d’Iviron III, αρ. 65 (1290).
67
Α. Κοντογιαννοπούλου, Αστικά συμβούλια στο Βυζάντιο. Συμβολή στη μελέτη της συλ
λογικότητας κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (13ος-15ος αι.), Μεσαιωνικά και Νέα
Ελληνικά 10 (2009) 18, όπου και οι σχετικές αναφορές των πηγών.
68
Petit, Chilandar, αρ. 151 (1366).
69
Pieralli, Corrispondenza, αρ. 6 (1262) – Actes de Vatopédi I, αρ. 55 και αρ. 56 (1322),
όπου ο οικείος του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ κυρ Μανουήλ Μελιτηνιώτης λειτουργεί ως
απεσταλμένος του προς το Άγιο Όρος - ΜΜ ΙΙΙ, 100 (1324), 129 (1362) «Ἐπεὶ ἐδέησε γενέσθαι
μέσον τῆς βασιλείας ἡμῶν καὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς δουκὸς τῆς Βενετίας καὶ τοῦ κουμουνίου τῆς
Βενετίας τρέβαν κατὰ τὸν εἰθισμένον τρόπον, καὶ ἀποστέλλομεν ἤδη ἐπὶ τούτῳ τοὺς οἰκείους
τῇ βασιλείᾳ ἡμῶν, τόν τε καθολικὸν κριτὴν τῶν Ῥωμαίων, κῦρ Θεοφύλακτον τὸν Δερμοκαΐτην,
καὶ κῦρ Κωνσταντῖνον τὸν Καβαλλαρόπουλον».
70
Actes de Vatopédi I, αρ. 50 (1318), 65 (1327).
71
S. Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions and Donor Portraits in Thirteenth-Century
Churches of Greece, Wien 1992 (στο εξής Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions), 33, 48.
���
Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions, 34, 64.
12 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
Πολεμίτα της Μέσα Μάνης,73 τον κυρ Νικόλαο Τζηακοντόπουλο που ανακαίνισε
το ναό του Αγίου Ιωάννου στον Άγιο Βασίλειο Πεδιάδος στην Κρήτη.74
Εκτός από τα μέλη της αριστοκρατίας και του μεσαίου κοινωνικού χώρου
που αναφέρονται ως κυρ, η προσωνυμία αποδίδεται επίσης σε έγγραφα ιδιωτικού
χαρακτήρα και σε πρόσωπα που προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα και έχαι
ραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους συντοπίτες τους. Για παράδειγμα σε πωλητή
ριο έγγραφο από τη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους το 1301 απαντά μετα
ξύ άλλων παροίκων του Αλεξίου Αμνώνος και ο κυρ Κωνσταντίνος Χαλκίας.75
Αναφέρουμε επίσης τους κυρ Γεώργιο Βοδίνα,76 κυρ Βασίλειο Κουλιλή, κυρ Δη
μήτριο Γαϊτάνη, κυρ Κωνσταντίνο Κορμό, κυρ Νικόλαο Κολοκυνθά, κατοίκους
της Ιερισσού στη Χαλκιδική που απαντούν άλλοι ως μάρτυρες και άλλοι ως
απλές αναφορές σε πωλητήρια έγγραφα και δωρεές προς τη μονή Βατοπεδίου
του Αγίου Όρους μεταξύ 1308 και 1312.77
Στο χώρο της Εκκλησίας τον χαρακτηρισμό κυρ έφεραν, εκτός από τους εκ
κλησιαστικούς άρχοντες που αναφέραμε παραπάνω, πλήθος μοναχοί, ιερείς και
ιερομόναχοι που ξεχώριζαν για τη θέση, το ήθος και πιθανόν για τη μόρφωση ή
την οικονομική τους επιφάνεια.78 Η θέση του ιερέως είναι εμφανώς διακριτή σε
τοπικό επίπεδο, καθώς σε έγγραφο από το αρχείο της μονής Χιλανδαρίου του
Αγίου Όρους, μεταξύ των κατοίκων της Ιερισσού που αναφέρονται ως μάρτυρες
στη διαμάχη της παραπάνω μονής με τη μονή Ξηροποτάμου για την κατοχή ενός
μετοχίου, οι μόνοι που αναφέρονται ως κυρ είναι ο ιερέας κυρ Γεώργιος και ο
ιερέας κυρ Κωνσταντίνος του Ευδόκη.79
Εκτός από τους άνδρες που φέρουν την προσηγορία κυρ, στα έγγραφα εμφα
νίζονται, όπως είδαμε, και γυναίκες που χαρακτηρίζονται ως κυρές. Επρόκειτο
για μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, όπως η κυρά Θεοδώρα Καντακουζηνή
και η μεγάλη δομεστίκισσα κυρά Ευγενία Παλαιολογίνα.80 Επίσης επρόκειτο για
γυναίκες με εξέχουσα οικονομική και κοινωνική θέση. Αναφέρουμε τη μονα
73
Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions, 34, 71.
74
Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions, 93.
75
Actes d’Esphigménou, αρ. 10 (1301).
76
Απαντά επίσης ως πάροικος το 1320 σε πρακτικό των απογραφέων Περγαμηνού και Φα
ρισαίου που σώζεται στη μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους, βλ. Actes de Xénophon, ed. D.
Papachryssanthou, Paris 1986 (στο εξής Actes de Xénophon), αρ. 14 (1320).
77
Actes de Vatopédi I, αρ. 43 (1308-1312).
78
Βλ. ενδεικτικά Actes de Vatopédi I, αρ. 42 (1307) – Actes de Xénophon, αρ. 24 (1336),
όπου ο ιερομόναχος κυρ Ιγνάτιος Συρριαρής αγοράζει οικήματα στη συνοικία του Ιπποδρόμου
στη Θεσσαλονίκη.
79
Αctes de Chilandar, αρ. 9 (1274).
80
Actes de Vatopédi I, αρ. 68 (1329). Βλ. επίσης Bénou, Prodrome, αρ. 201 (14ος), όπου
γίνεται λόγος για την κυρά Ειρήνη Παλαιολογίνα.
Η προσηγορία κυρ στη βυζαντινή κοινωνία 13
χή κυρά Αθανασία Μαγγάφαινα, που δώρισε όλα τα ακίνητά της στη μονή της
Παναγίας Βορεινής, κοντά στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας.81 Είναι συνη
θισμένο στις πηγές, όταν ο άντρας της οικογένειας αναφέρεται ως κυρ, τα γυναι
κεία μέλη της να χαρακτηρίζονται ως κυρές.82
Η τιμητική προσηγορία κυρ απαντά επίσης σε δυτικές πηγές κυρίως από τον
12 αιώνα και εξής με τους όρους dominus και ser, messer, misser. Το dominus και
ο
81
Actes de Vatopédi I, αρ. 15 (1247).
82
Actes de Vatopédi I, αρ. 15 (1247), 65 (1325) σκουτέριος κυρ Θεόδωρος Σαραντηνός και
Κομνηνή Αγγελίνη κυρά Ευδοκία (σύζυγος) – Actes de Vatopédi IΙ, αρ. 110 (1358) κυρ Γεώργιος
Τζυμισκής και κυρά Μαρία (σύζυγος), 121 (1365) κυρ Μανουήλ Χροναίος και κόρη κυρά Άννα
– Bénou, Prodrome, αρ. 75 (14ος) κυρ Κωνσταντίνος Τριπομμάτης και κυρά Ξένη (σύζυγος)
– PRK III, αρ. 184 (1351) κυρ Ισαάκιος Παλαιολόγος ο Ασάνης και κυρά Ειρήνη Ασανίνα
Φιλανθρωπινή (κόρη) – Actes de Chilandar, αρ. 22 (1304) κυρ Γεώργιος Φιλανθρωπηνός και
σύζυγος κυρά Αθανασία Τζαινίσσα της Τζιταπίνης.
83
Urkunden zur Älteren Handels-und Staatsgeschichte der Republik Venedig, ed. G. Tafel – G.
Thomas, I-III, Amsterdam 1964, I, αρ. 85 (1199· στο εξής Urkunden) – Pieralli, Corrispondenza,
αρ. 4 (1261) – Monumenta Peloponnesiaca. Documents for the history of the Peloponnese in
the 14th and the 15th centuries, ed. J. Chrysostomides, Camberley 1995 (το εξής Monumenta
Peloponnesiaca), αρ. 4 (1362).
84
Urkunden I, 318 «Lors ordinerent le noble home messire Goffroy de Villarduin» –
Monumenta Peloponnesiaca, αρ. 18 (1382), αρ. 192 (1397).
85
Βλ. παρακάτω σελ. 16.
86
Βλ. Urkunden I, αρ.1 (814-820) «sanctissimi domini nostri Imperatoris Leonis», αρ. 11
(933) «dominum Marinum Patriarcham … dominum Petrum, eminentissimum Ducem».
87
Urkunden I, αρ. 44 (1136).
88
Urkunden I, αρ. 85 (1199).
14 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
89
Pieralli, Corrispondenza, αρ. 6 (1262).
90
Diplomatarium Veneto-Levantinum sive acta et diplomata res venetas graecas atque
levantis illustrantia a. 1351-1454, pars II, Venetiis 1899 (στο εξής DVL II), αρ. 21 (1357) – Actes
de Lavra III, αρ. 141 (1362). Βλ. επίσης G. Bertolotto, Nuova serie di documenti sulle relazioni
di Genova coll’imperio bizantino, Atti della Società ligure di Storia Patria. Appendice al volume
28, Roma 1902, αρ. 21 (1290) – Documenti sulle relazioni di Genova coll’impero bizantino, ed.
G. Bertolotto, Genova 1898, αρ. 18 (1272) «dominos capitaneos comunis et populi Ianue»
– Actes des notaires génois de Péra et de Caffa de la fin du treizième siècle (1281-1290), ed. G.
Brătianu, Bucarest 1927 (στο εξής Actes des notaires génois), αρ. 12 (1281) (ύπατος του Καφφά)
– L. Belgrano, Documenti riguadanti la colonia genovese di Pera, Genova 1888, αρ. 10 (1304)
«ambaxatores et sindici speciales nobiles et prudentes viri, videlicet dominus Guido Embriacus
et dominus Acursinus Ferrarius».
��
Actes des notaires génois, αρ. 5 (1281) «dominis Leonis de Sexto, socii et vicharii domini
Jacobi Squarzafici». Βλ. επίσης Diplomatarium Veneto-Levantinum sive acta et diplomata
res venetas graecas atque levantis illustrantia a. 1300-1350, pars I, Venetiis 1880 (DVL I), αρ.
76 (1319-1320) «Damna data domino Nicolao Mauro et sociis suis ab hominibus domini
imperatoris».
92
Pieralli, Corrispondenza, αρ. 9 (1265). Ο όρος domina σε επίσημα έγγραφα αποδίδεται
στη βυζαντινή αυτοκράτειρα, βλ. DVL II, αρ. 5 (1351): «Pro qua quidem insula (Chij) misit
primo excellentissima domina Imperatrix Romeorum».
93
Για τη σχέση του συρ με το ser βλ. την επικύρωση συνθήκης μεταξύ του Βυζαντίου και της
Βενετίας το 1442, όπου αναφέρεται «παρόντων μαρτύρων … τοῦ τε περιποθήτου ἐξαδέλφου
τῆς βασιλείας μου κυροῦ Δημητρίου Παλαιολόγου τοῦ Καντακουζηνοῦ καὶ τοῦ περιποθήτου
γαμβροῦ αὐτῆς κυροῦ Λουκᾶ διερμηνευτοῦ τοῦ Νοταρᾶ, Λατίνων δὲ εὐγενῶν καὶ φρονίμων
ἀνδρῶν τοῦ σὺρ Νικολὲ Μαρτζέλω, τοῦ σὺρ Πέρω Πισάνη καὶ τοῦ σὺρ Δομένεγω Μπάλπει»
(ΜΜ ΙΙΙ, 215 [1442] που στο λατινικό κείμενο αναφέρονται ως «latinis ser Nicolao Marcello,
ser Petro Pisani, ser Dominico Balbi» (DVL II, αρ. 188).
Η προσηγορία κυρ στη βυζαντινή κοινωνία 15
94
Pieralli, Corrispondenza, αρ. 19 (1277).
95
ΜΜ ΙΙΙ, 131 (1364). Βλ. και τον απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη «κουνσούλο τῶν
Κατελανῶν» συρ Δαλμάην Σουνήρ, ΜΜ ΙΙΙ, 97 (1290).
96
ΜΜ IV, σ. 79 (13ος αι.) και σ. 104 (13ος αι.).
97
Bénou, Prodrome, αρ. 120 (14ος αι.). Βλ. επίσης Actes de Xénophon, αρ. 5 (1300) – Actes
de Docheiariou, αρ. 22 (1344) «Γλαβᾶς ὁ συρ Μουρῖνος».
98
ΜΜ IV, 81 (1251).
99
Petit, Chilandar, αρ. 130 (1339).
100
Petit, Chilandar, αρ. 132 (1343).
101
Actes d’Esphigménou, αρ. 18 (1330), Συργιάννη Παλαιολόγε Φιλανθρωπηνέ.
102
O ηγεμόνας της Πελοποννήσου Θεόδωρος Α΄ (1382-1407) σε επιστολή του το 1396
προς τον καρδινάλιο της Φλωρεντίας Άγγελο Acciaiuoli προσφωνεί τον τελευταίο «μισὲρ Ἄγ
γελο» Βλ. Monumenta Peloponnesiaca, αρ. 189 (1396). Πρβλ. ΜΜ ΙΙΙ, 248 (1387) «μισὲρ Πέρο
ντὲ Ἀτέναις». Επίσης σε επικύρωση συνθήκης του Βυζαντίου με τη Βενετία το 1418 απαντούν
οι μάρτυρες «κὺρ Ἱλαρίων Ντόρια, κὺρ Δημήτριος Παλαιολόγος ὁ Γουδέλης, κὺρ Νικόλαος Νο
ταρᾶς καὶ κὺρ Δημήτριος Λεοντάριος, Λατίνοι δὲ οἱ εὐγενεὶς ἄνδρες σὲρ Πέτρος Κουρίνο, σὲρ
Φραγκούλης Βενέρη, σὲρ Πέτρος Μοράντε καὶ σὲρ Νικολέτο Τολέρο» (ΜΜ ΙΙΙ, 162), οι οποίοι
στο λατινικό κείμενο αναφέρονται «domino Ylario de Auria … dom. Dimitrio Palaeologo Gu
deli, ac domesticis familiaribus … dom. Nicolao Notara diarminepti militi et dom. Dimitri
Leondari, venetis autem nob. Viris ser Petro Quirino, ser Franculi Venerio, ser Petro Morante
et ser Nicoleto Torello» (DVL II, αρ. 171). Ο Φραγκούλης Βενέρης αναφέρεται το 1423 ως κυρ
(ΜΜ ΙΙΙ, 172).
103
Σ. Θεοτόκης, Αποφάσεις μείζονος συμβουλίου Βενετίας 1255-1669, Αθήνα 1933, αρ. 43
(1317) και αρ. 44 (1317), όπου ο Βενετός ευγενής της Κρήτης dominus Zanino Zane σε άλλο
έγγραφο του ίδιου έτους αναφέρεται ως ser Zaninus Zane.
104
Βλ. ενδεικτικά DVL I, αρ. 75 (1319-1320) «In primis dicit ser Marcus Celsi, quodam
16 Αναστασία Κοντογιαννοπούλου
Οι όροι chier, chyr, quir, chir, που αποδίδονται σε Βυζαντινούς αντί του κυρ
ή του dominus, απαντούν σε κείμενα της καθομιλουμένης γλώσσας, αλλά και σε
κείμενα γραμμένα στη λατινική.105 Οι όροι αφορούν κατά κύριο λόγο πρόσωπα
που ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική κατηγορία.106 Ο όρος chir ωστόσο χρησι
μοποιείται από τον Βενετό έμπορο Giacomo Badoer τον 15ο αιώνα όχι μόνο ως
προτακτικό ονομάτων Βυζαντινών εμπόρων και επιχειρηματιών αριστοκρατικής
καταγωγής, όπως ο Λουκάς Νοταράς, που ανήκε σε γνωστή οικογένεια της
Κωνσταντινούπολης και έφερε σημαντικά αξιώματα του βυζαντινού κράτους,107
αλλά και προσώπων λιγότερο σημαντικών, όπως ο «chir Constantin Crinizopulo
d’Agatopoli»108 και ο ξυλέμπορος chir Μανώλης.109
Παρά το γεγονός ότι η χρήση του προσηγορικού κυρ δεν είναι συστηματική
στις πηγές είναι δυνατό να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα. Η προσωνυμία κυρ
δεν αποτελούσε αξίωμα, ούτε τιμητικό τίτλο. Επρόκειτο αρχικά για χαρακτηρισμό
σε διακεκριμένα πρόσωπα, στα οποία προσέδιδε την αξία του κυριάρχου, του
αφέντη. Σταδιακά επικράτησε η χρήση του όρου ως τιμητικής προσηγορίας
σε εξέχοντα πρόσωπα και γνώρισε μεγάλη διάδοση από τον 11ο αιώνα και
εξής. Από τη μελέτη των πηγών, ιδιαίτερα των τριών τελευταίων βυζαντινών
αιώνων, στους οποίους η προσηγορία γνώρισε μεγάλη διάδοση, προκύπτει ότι
η απόδοση του όρου σε ένα πρόσωπο δεν σχετιζόταν με τον τίτλο ή το αξίωμα
που έφερε, αλλά ήταν στη διακριτική ευχέρεια εκείνου, ο οποίος αναφερόταν σε
αυτό, να του προσδώσει επιπλέον αξία και σεβασμό σε σχέση με τους ομοίους
του. Η μη συστηματική χρήση του όρου στις πηγές καθιστά σαφές ότι επρόκειτο
για μια μορφή άτυπης κοινωνικής ιεράρχησης προσώπων που ανήκαν στην ίδια
κοινωνική κατηγορία.
Όσον αφορά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, ο όρος δεν χαρακτήριζε
μόνο τα μέλη της αυλικής αριστοκρατίας ή της τοπικής αριστοκρατίας στις
επαρχιακές πόλεις, αλλά αποδιδόταν και σε ανερχόμενα κοινωνικά μέλη του
Résumé