You are on page 1of 22

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

ΠΟΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ


ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΔΙΔΕΤΑΙ Η ΤΕΛΕΣΗ
ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ. ΠΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΑΣΚΕΙΤΑΙ Η
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 3160/2003 ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΟΙ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ IN REM. ΕΝΣΤΑΣΗ
ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ 1.

Γεωργίου Οικονόμου

Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ρόδου

(….). Ο Εισαγγελέας Πλημ/κών σύμφωνα με τις διατάξεις του


παρόντος άρθρου αλλά και του άρθρου 25 του ν. 1756/1988
«Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης
Δικαστικών Λειτουργών» δικαιούται να ενεργεί: α)
προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση
άσκησης ποινικής δίωξης και β) προανάκριση για να βεβαιωθεί
αξιόποινη πράξη.
Ο Εισαγγελέας μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή
ένας από τους Αντιεισαγγελείς που υπάγονται σ' αυτόν κατά την
ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται
οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση.
Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα
240 και 241 ΚΠΔ δηλαδή χωρίς κανένα περιορισμό ως προς τον
τόπο και το χρόνο, αφού δεν αποτελεί κώλυμα ούτε η νύχτα ούτε η
Κυριακή ή άλλη αργία. Ωστόσο δεν πρέπει να γίνεται σε
ακατάλληλο τόπο και χρόνο. Επίσης διενεργείται πάντοτε
εγγράφως και χωρίς καμία δημοσιότητα, με την παρουσία δι-
καστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή αν δεν
υπάρχουν αυτοί, με παρουσία δύο μαρτύρων που έχουν τις
προϋποθέσεις του άρθρου 150 ΚΠΔ, δηλαδή να έχουν ηλικία άνω
1
Μέρος της Εισαγγελικής πρότασης στο υπ’ αριθμ. 15/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών Ρόδου [Π.Κυραλέου, Πρόεδρος, Ι.Γερωνυμάκης και Δ.Ρεπούσης Μέλη], η
οποία (πρόταση) ασχολήθηκε με την προκαταρκτική εξέταση στο πλαίσιο αίτησης του ηθικού
αυτουργού ακύρωσης της προδικασίας, όπου μετά από εκτενέστατη αιτιολογία με
παραπομπή σε θεωρία και νομολογία περιγράφεται η διαδικασία και τα δικαιώματα του
κατηγορουμένου από την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς μέχρι το πέρας της ανάκρισης
τόσο προ όσο και υπό την ισχύ του ν. 3160/2003, από την οποία προκύπετι (εν προκειμένω),
ότι ο Ανακριτής νόμιμα επεξέτεινε την ποινική δίωξη και στον ηθικό αυτουργό, ο οποίος δε
στερήθηκε κανενός δικαιώματος ούτε είχε προβάλλει αντιρρήσεις πριν κατά τη διάρκεια ή
μετά την απολογία του ή όταν κατέθετε προσφυγή στο Συμβούλιο εναντίον των
περιοριστικών όρων που του είχαν επιβληθεί.
των 17 ετών, (επειδή ο άνω των 17 ετών και μέχρι το 18° έτος
συμπληρωμένο θεωρείται ανήλικος σύμφωνα με το άρθρο 121 ΠΚ
όπως ισχύει σήμερα, θα πρέπει οι μάρτυρες να έχουν ηλικία άνω
των 18 ετών), να μην είναι εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τρίτο
βαθμό με αυτόν που συντάσσει την έκθεση ή τον κατηγορούμενο ή
τον πολιτικώς ενάγοντα, να μην είναι προφανώς μεθυσμένοι ή
διανοητικά άρρωστοι, αν δεν υπάρχουν ούτε αυτοί οι μάρτυρες, η
προκαταρκτική εξέταση διενεργείται και χωρίς αυτούς.
Αν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται ύστερα από μήνυση ή
έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της
προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η
τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από 48
ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται χωρίς όρκο. Το άτομο
αυτό έχει τα εξής δικαιώματα:
Να παρίσταται με συνήγορο.
Να αρνηθεί συνολικώς ή μερικώς την παροχή εξηγήσεων.
Να λάβει προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την παροχή των
εξηγήσεων η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που
διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, χωρίς κανένα χρονικό
περιορισμό πλην εκείνου των 4 μηνών για το πέρας της
προκαταρκτικής εξέτασης σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3 εδ. α΄
του άρθρου 31 ΚΠΔ.
Να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας.
(Πριν από την τελευταία τροποποίηση της παρ. 2 του παρόντος
άρθρου το άτομο αυτό είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη χορήγηση
αντιγράφου μόνο της μήνυσης ή της έγκλησης).
Να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσάγει άλλα
αποδεικτικά μέσα προς απόκρουση των σε βάρος του
καταγγελλόμενων.
Να ασκήσει τα δικαιώματα είτε αυτοπροσώπως είτε
εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96
παρ.2 ΚΠΔ, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη
εμφάνιση του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την
προκαταρκτική εξέταση. (Πριν από την τελευταία τροποποίηση
της παρ.2, το άτομο αυτό είχε μόνο το δικαίωμα να παρίσταται με
συνήγορο).
Ενώ εφαρμόζονται ανάλογα στα πλαίσια της
προκαταρκτικής εξέτασης και οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ.1
περ. γ΄, δ΄ και ε΄ ΚΠΔ.
Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν στην παρ. 2 του άρθρου
31 ΚΠΔ η προκαταρκτική εξέταση αναβαθμίζεται και
εξομοιώνεται λειτουργικά με την προανάκριση, ενώ με την
συγκέντρωση όλων των αποδεικτικών στοιχείων θα περιορισθεί το
φαινόμενο της επιπόλαιης άσκησης ποινικών διώξεων (Α.Ζα-
χαριάδης, ο.π.).
Ο διορισμός του συνηγόρου πρέπει να γίνεται είτε με
προφορική δήλωση κατά την εξέταση του ατόμου που
καταχωρίζεται στην σχετική έκθεση, είτε με έγγραφη δήλωση κατά
τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ.2 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ. Στην
περίπτωση αυτή η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει
να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική
αρχή ή δικηγόρο. Τέτοιος δικηγόρος μπορεί να είναι και ο ίδιος
που διορίζεται με την παραπάνω δήλωση ως πληρεξούσιος,
{ΣυμΑΠ 869/2001 Ποιν.Δικ.2001 σελ. 1007, Πραξ Λογ ΠΔ 2001
Σελ.182, Ποιν.Χρον. ΝΒ 324, Συμ.Εφ.Αθ 724/1997 Υπεράσπιση
1998 σελ. 813).
Αυτός που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση
υποχρεούται να ενημερώνει τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω
δικαιώματα του, δηλαδή ότι έχει δικαίωμα να λάβει προθεσμία
για να εξετασθεί, αλλά και το δικαίωμα που έχει να αρνηθεί να
δώσει εξηγήσεις εν όλω ή εν μέρει, διότι του αναγνωρίζεται το
δικαίωμα σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης, να λάβει γνώση
όλων των εγγράφων της δικογραφίας καθώς επίσης να λάβει
αντίγραφα αυτών, να παρίσταται αυτοπροσώπως ή μετά ή δια
συνηγόρου, να προτείνει μάρτυρες και να προσάγει κάθε
αποδεικτικό στοιχείο που κρίνει ότι είναι απαραίτητο να
αποδείξει τους ισχυρισμούς του (άρθρο 31 παρ.2), ότι οι επιδόσεις
των εγγράφων της σχετικής υπόθεσης θα επιδίδονται έγκυρα σ'
αυτόν και στη διεύθυνση που θα δηλώσει ως κατοικία ή διαμονή
του, ότι κάθε αλλαγή της διεύθυνσης του πρέπει να δηλώνεται
εγγράφως στον Εισαγγελέα που έδωσε τη σχετική παραγγελία για
την προκαταρκτική εξέταση, ότι αν δηλώσει διεύθυνση κατοικίας
ή διαμονής που είναι ανύπαρκτη ή ελλιπή ή αρνηθεί να δηλώσει
τα πιο πάνω στοιχεία, οι επιδόσεις θα γίνονται στο γραμματέα της
Εισαγγελίας που βρίσκεται ή εκκρεμεί η υπόθεση του, ότι αν
διορίσει αντίκλητο, οι επιδόσεις θα γίνονται μόνο προς αυτόν
(άρθρο 273 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ).
Οφείλει επίσης να υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο την
υποχρέωση του, κατά το προηγούμενο εδάφιο και τις συνέπειες σε
περίπτωση παράλειψης, μνημονεύοντας ρητά το γεγονός αυτό
στην έκθεση εξέτασης του (άρθρο 273 παρ. 1 εδ. δ ΚΠΔ).
Επίσης ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση οφείλει να
ενημερώσει τον εξεταζόμενο ότι αν δηλώσει διεύθυνση κατοικίας ή
διαμονής στην αλλοδαπή, όλες οι επιδόσεις θα γίνονται στον
συνήγορο που διορίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ.2 ΚΠΔ
και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Ότι
αν ο εξεταζόμενος δεν διορίσει συνήγορο, οφείλει να διορίσει
αντίκλητο έναν από τους συνηγόρους της έδρας του οικείου
πλημμελειοδικείου στον οποίο γίνονται όλες οι επιδόσεις. Ότι αν
παραλείψει να διορίσει αντίκλητο, ή η επίδοση στον αντίκλητο
είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητα του ως αντικλήτου, οι
επιδόσεις θα γίνονται στο γραμματέα της Εισαγγελίας του
πλημμελειοδικείου στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται η
προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 273 παρ.1 εδ. ε ΚΠΔ ).
Ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση δεν οφείλει πια να
ενημερώνει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για την πράξη που
αφορά η εξέταση, με τη σκέψη ότι δεν χρειάζεται πια η ενημέρωση
του υπόπτου, αφού του αναγνωρίζεται το δικαίωμα λήψης όλων
των εγγράφων της δικογραφίας και όχι μόνο της έγκλησης, που
προέβλεπε το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς.
Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που
έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο,
δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει
στο αρχείο της Εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή
εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες
κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίσθηκε, η προκαταρκτική
εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέταση του.
Η παροχή εξηγήσεων μπορεί να γίνει τόσο προφορικά όσο
και εγγράφως, στη δεύτερη περίπτωση οι έγγραφες εξηγήσεις
κατατίθενται από τον καθ1 ου η προκαταρκτική εξέταση
αυτοπροσώπως ή δια του συνηγόρου του, που διορίσθηκε νόμιμα
και συντάσσεται έκθεση εγχείρησης. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι
κατά την προκαταρκτική εξέταση, έστω και αν αυτή στρέφεται
κατά ορισμένου προσώπου, διενεργείται έρευνα για την
διαπίστωση τέλεσης αξιόποινης πράξης. Η σημασιολογία του όρου
«προκαταρκτική εξέταση» και η θέση του θεσμού αυτού στο
δικονομικό μας σύστημα άλλαξαν με το νέο νόμο.
Η προκαταρκτική εξέταση καθίσταται υποχρεωτική στα
πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και
στα κακουργήματα.
Η αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών με τη μορφή που
περιγράφονται στο άρθρο 31 παρ.2 ΚΠΔ είναι σύμφωνη με το
άρθρο 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ , που από τη διατύπωση του πρέπει να
τονισθεί, ότι ομιλεί για κατηγορούμενο με διατυπωμένη σε βάρος
του κατηγορία.
Η παρουσία δικηγόρου δεν προϋποθέτει απαραίτητα την
αυτοπρόσωπη εμφάνιση του υπόπτου. Τούτο συνάγεται από τη
γραμματική ερμηνεία της διάταξης, η οποία αναφέρει ότι,
παρέχεται η δυνατότητα του καλούμενου προσώπου να ασκήσει
τα δικαιώματα του είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενο από
συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ.2 ΚΠΔ, εκτός αν
θεωρείται αναγκαία η ταυτοπρόσωπη εμφάνιση του, κατά την
κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση.
Επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση, ότι όπως
λειτουργούσε μέχρι σήμερα η προκαταρκτική εξέταση δύσκολα
μπορούσε να αποτρέψει την άσκηση ποινικής δίωξης και
επιβάρυνε χρονικά την προδικασία με μια άσκοπη τυπική
διαδικασία. Προκειμένου λοιπόν να λειτουργήσει αυτή
ουσιαστικά και να αποτρέψει την αβασάνιστη άσκηση ποινικών
διώξεων, έπρεπε να δοθούν και γι’ αυτό δόθηκαν στον ύποπτο τα
πλήρη δικαιώματα του κατηγορουμένου, ώστε ο Εισαγγελέας
κατά την εκτίμηση του αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την
άσκηση ποινικής δίωξης, να έχει πλήρη γνώση των θέσεων των
διαδίκων. Από την άλλη πλευρά γίνεται αντιληπτό ότι η
διερεύνηση αυτής της προκαταρκτικής εξέτασης θέτει ουσιαστικά
την προανάκριση σε αχρησία, εφόσον οι διάδικοι, και ιδίως ο
κατηγορούμενος έχουν πλέον στην προκαταρκτική εξέταση
ακριβώς τα ίδια δικαιώματα που έχουν στην προανάκριση. Το
γεγονός αυτό είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε παράκαμψη του
θεσμού της προανάκρισης και σε απευθείας παραπομπή του
κατηγορούμενου στο ακροατήριο κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ εκεί όπου
αυτό επιτρέπεται και εφόσον βέβαια υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις
ενοχής του. Αυτό φαίνεται ότι το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο
συντάκτης του νομοσχεδίου, με το άρθρο 8 του οποίου προσθέτει
νέο εδάφιο στο τέλος του άρθρου 244 ΚΠΔ, με το οποίο
προβλέπεται, ότι η διενέργεια προανάκρισης θα είναι πλέον
εντελώς εξαιρετική και θα λαμβάνει χώρα μόνο για την διεξαγωγή
συγκεκριμένων εξαιρετικών πράξεων, όπως λ.χ. για την
εξακρίβωση της ταυτότητας του κατηγορούμενου, όταν υπάρχουν
αμφιβολίες, (Α.Χαραλαμπάκης ό.π ).
Είναι αλήθεια ότι ολοκληρωτική εξομοίωση της τελευταίας
μορφής κατηγορουμένου με την περίπτωση του «ρητά»
κατηγορουμένου δεν είναι δυνατή, κυρίως γιατί εδώ η παύση της
ιδιότητας δεν προϋποθέτει έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού
βουλεύματος ή αμετάκλητης καταδικαστικής ή αθωωτικής
απόφασης, όπως απαιτεί το άρθρο 73 ΚΠΔ. Ωστόσο δεν μπορεί
δογματικά και δεν πρέπει δικαιοπολιτικά να αγνοηθεί το γεγονός
ότι είναι πάντως κατηγορούμενος και από την άποψη αυτή έχει τα
δικαιώματα που ο νομοθέτης αναγνωρίζει στον «ρητά»
κατηγορούμενο (άρθρα 100-104), (Βλ. Μαργαρίτης, «Μελέτες για
εμβάθυνση στην ποινική δικονομία» ό.π., Ζησιάδης, «Ποινική
Δικονομία» ό.π., Καίσαρης, «Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας» ό.π.,
Καρράς, «Απαράδεκτη δικονομική πρακτική» ό.π.).
Η θέση αυτή, σύμφωνα με την οποία υπάρχει
κατηγορούμενος στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης,
ενισχύεται και από το γεγονός ότι η προκαταρκτική εξέταση, με
ρητές διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας, ταυτίζεται με
άλλα στάδια της ποινικής διαδικασίας στα οποία αναμφισβήτητα
υπάρχει πρόσωπο με ιδιότητα κατηγορουμένου:
1. Η διάταξη του άρθρου 244 ΚΠΔ ορίζει ότι η προανάκριση
δεν είναι αναγκαία σε όσα πλημμελήματα έγινε προκαταρκτική
εξέταση. Η ρύθμιση αυτή αποδεικνύει με σαφήνεια την από το
νομοθέτη εξομοίωση της προκαταρκτικής εξέτασης με την
προανάκριση, της οποίας ο χαρακτήρας ως μέρος της ποινικής
δίκης ουδέποτε αμφισβητήθηκε ούτε θεωρητικά ούτε
νομολογιακά.
2. Πάγια ο ΄Αρειος Πάγος δέχεται ότι οι δικονομικοί
κανόνες που ρυθμίζουν την κατά παραπομπή αρμοδιότητα
(άρθρα 136 επ.) εφαρμόζονται στην κύρια διαδικασία, στην
προδικασία και την προκαταρκτική εξέταση.
3. Οι λόγοι αποκλεισμού και εξαίρεσης (άρθρα 14 επ.) που
ισχύουν για την κύρια διαδικασία και την προδικασία γίνεται
δεκτό ότι καλύπτουν και το χώρο της προκαταρκτικής εξέτασης.
4. Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης
εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ.2 α οι ρυθμίσεις των
άρθρων 240 και 241 ΚΠΔ που αφορούν τον τόπο, το χρόνο, τη
μυστικότητα και τον έγγραφο τύπο της κύριας ανάκρισης και
προανάκρισης αναμφισβήτητων δηλαδή σταδίων της ποινικής
δίκης.
5. Γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι και στο στάδιο της
προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να γίνει κατάσχεση και ότι η
άρση αυτής είναι αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών
με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 268 παρ.3, 370
β και 310 παρ.2 ΚΠΔ. Τόσο όμως η κατάσχεση ως ενέργεια όσο και
η άρση αυτής από το συμβούλιο είναι πράξεις δικονομικές που
παρατηρούνται στο χώρο της προανάκρισης ή της κύριας
ανάκρισης, σε στάδια δηλαδή όπου η εκκρεμότητα της δίκης είναι
δεδομένη.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω η λήψη αντιγράφων της
μήνυσης και των λοιπών εγγράφων που υπάρχουν σε βάρος του
αναφερόμενου στην έγκληση κατά τη διενέργεια της
προκαταρκτικής εξέτασης είναι νόμιμη ενέργεια και εντάσσεται
στα πλαίσια άσκησης των νομίμων δικαιωμάτων που του παρέχει
ο δικονομικός νομοθέτης, για την εξασφάλιση κάθε νόμιμου
δικαιώματος του. Επίσης μπορεί να προτείνει εξετασθούν
μάρτυρες υπεράσπισης. Αυτά αναφέρει σε Διάταξη της η
Εισαγγελέας Εφετών Ιωαννίνων από το έτος 2002 ακόμη, δηλαδή 3
χρόνια πριν από την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 31 με το
άρθρο 5 του ν. 3346/17-6-2005 ,(Διατ.Εις.Εφ.Ιωαν. 19/23-7-2002
ό.π. Γ. Σύλικος ό.π.) .
Τα άρθρα 31 παρ.3 και 243 παρ.4 ΚΠΔ (που προστέθηκαν με
τα άρθρα 2 και 11 του ν. 3160/2003) ορίζουν ότι η διάρκεια της
μεν προκαταρκτικής εξέτασης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες,
της δε προανάκρισης τους 6 μήνες. Ωστόσο διατυπώνεται η άποψη
ότι οι χρονικοί περιορισμοί υποδηλώνουν τη βούληση του
νομοθέτη για επιτάχυνση της διαδικασίας, όμως, καμιά
ακυρότητα δεν δημιουργείται από τη μη τήρηση αυτών, καθόσον
δεν απαγγέλλεται, ενώ δεν αναφέρεται στα δικαιώματα του
κατηγορούμενου, έτσι ώστε να θεμελιώνεται απόλυτη ακυρότητα.
Ο χρονικός αυτός περιορισμός θέλει να θέσει φραγμό στην
(μερικές φορές ) άσκοπη διακίνηση των δικογραφιών και κυρίως
στην παραμονή αυτών στα προανακριτικά γραφεία για μεγάλο
χρονικό διάστημα χωρίς λόγο. Πέραν αυτού σε περίπτωση κατά
την οποία η υπερβολική καθυστέρηση, κατά το στάδιο της
προδικασίας, προστεθεί στην αντίστοιχη της κύριας διαδικασίας,
υπάρχει κίνδυνος παραβίασης του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ που
ορίζει : «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του
δικασθή .... και εντός λογικής προθεσμίας», (Εγκύκλιος Παν.
Μπρακουμάτσου ό.π.).
Με την αντικατάσταση του άρθρου 105 με το ν. 2408/1996
που ισχύει από 4-6-1996, σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική
έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το
απαράδεκτο καθεστώς της παραβίασης των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής)
προανάκρισης, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της
επικοινωνίας του με το συνήγορο πριν από την εξέταση του ως
μάρτυρα, γεγονός που έθαλπε, κατά κοινή πείρα, την πρακτική
αυθαίρετων προσβολών σε βάρος των κατηγορουμένων από
μερίδα αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του
άρθρου 2 παρ.2 α του ν. 2408/1996 καθίσταται πλέον υποχρεωτικό
εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υ-
πάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία
διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη εισαγγελική
παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση
κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της
μαρτυριοποίησής του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του
δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου
ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση
του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και
δεν λαμβάνεται υπόψη, διότι εφαρμόζεται κατά τα λοιπά η
διάταξη της παρ.2 του άρθρου 31, η δε ακυρότητα που δημιουργεί
είναι απόλυτη και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη (Ολ.ΑΠ
2/1999 ΝοΒ ΣΕΛ.510 με παρατηρήσεις Χ.Δ.Α. Υπεράσπιση 2000
σελ.268 με σημείωμα Λάμπρου Μαργαρίτη, Ποιν.Χρον. ΜΘ 811
με παρατηρήσεις Ηλ. Αναγνωστόπουλου, Ποιν Δικ. 2000 σελ.30 με
παρατηρήσεις Κ.Κοκκινάκη, ΠραξΛογ ΠΔ 2000 σελ. 4 με
παρατηρήσεις Γ.Συλίκου, ΑΠ 40/2001 Ποιν.Χρον. ΝΑ 685, ΑΠ.
676/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 220, ΑΠ 697/2001, ΑΠ. 1918/2001, ΑΠ
1642/2001 Ποιν.Δικ. 2002 σελ. 233, Συμ.ΑΠ. 1160/2000 Ποιν.Δικ.
2001 σελ 102, ΑΠ. 503 και 504/ 2000 Ποιν.Χρον.Ν 974, ΑΠ.
858/2000 Ποιν.Χρον. ΝΑ 151, Πραξ Λογ ΠΔ 2000 σελ 242 με
παρατηρήσεις Γ.Συλίκου, ΑΠ. 676/2001 Ποιν.Λόγος Α 1404, ΑΠ
697/2001 Ποιν.Λόγος Α 1412, ΑΠ. 538/2002 Ποιν.Λόγος Β 635).
Ενδεικτικά με την ΑΠ 909/2001 απόφαση αναιρέθηκε για
απόλυτη ακυρότητα καταδικαστική για κλοπή απόφαση, διότι
συνεκτιμήθηκε για την κρίση του δικαστηρίου και η απολογία του
κατηγορουμένου, «ο οποίος ομολόγησε ενώπιον των αστυνομικών
αρχών» χωρίς να διευκρινίζεται σε ποιο ακριβώς στάδιο της
προδικασίας λήφθηκε η απολογία, ώστε να κριθεί αν μπορούσε να
αποτελέσει τμήμα της δικογραφίας, ενώ με τις ΑΠ. 1991/2002
Πραξ Λογ ΠΔ 2002 σελ.487 και ΑΠ. 1641/2001 Ποιν Δικ 2002 σελ
233 αποφάσεις αναιρέθηκε απόφαση για απόλυτη ακυρότητα,
διότι έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και αξιολόγησε αποδεικτικά
και την ένορκη κατάθεση του αναιρεσείοντος κατά τη διάρκεια
της αστυνομικής προανάκρισης στις δυο πρώτες και δύο εκθέσεις
ανώμοτης εξέτασης του αναιρεσείοντος και του
συγκατηγορούμενου του, για παράβαση του νόμου περί
ναρκωτικών στην τρίτη. Τέλος έγινε δεκτό ότι η λήψη υπόψη από
το δικαστήριο ανώμοτης κατάθεσης υπόπτου κατά την
αυτεπάγγελτη προανάκριση συνιστά απόλυτη ακυρότητα της
διαδικασίας και υπέρ άλλου συγκατηγορύμενου, (ΑΠ 1400/2001
Ποιν. Λόγος Α 2242, ΠοινΔικ 2002 σελ.1170).
Επίσης απαγορεύεται, επί ποινή απόλυτης ακυρότητας, η
αξιόποινη σε βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης κατάθεσης
τρίτου προσώπου, το οποίο αργότερα προσέλαβε την ιδιότητα του
κατηγορουμένου. Όμως στην περίπτωση αυτή απαραίτητο είναι ο
κατηγορούμενος να εναντιωθεί στην ανάγνωση της έγγραφης
κατάθεσης στο ακροατήριο και αυτό να αποδεικνύεται. Επίσης
στην αίτηση αναίρεσης πρέπει να διευκρινίζεται ότι η ανώμοτη
κατάθεση διαβιβάστηκε παρά την εναντίωση του
κατηγορουμένου, ο οποίος ασκεί την αναίρεση. Ότι η ανωμοτί
κατάθεση που διαβιβάσθηκε περιείχε επιβαρυντικά γι' αυτόν
στοιχεία καθώς επίσης με ποιο τρόπο αξιοποιήθηκε σε βάρος του
από το δικαστήριο, (ΑΠ. 1824/2002 Πραξ Λογ ΠΔ 2002 σελ 486).
Για τις καταθέσεις του μετέπειτα κατηγορούμενου, που δόθηκαν
στο πλαίσιο της ΕΔΕ, ισχύει ό,τι προβλέπει το άρθρο 31 παρ.2
ΚΠΔ και για την προκαταρκτική εξέταση, με την οποία
εξομοιώνεται η ΕΔΕ. Η εξέταση του προσώπου που μεταγενέστερα
απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορούμενου στο πλαίσιο τέτοιων,
παράλληλων προς την ποινική δίκη, διαδικασιών δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί αποδεικτικά στην ποινική δίκη.
Απαγόρευση αυτοενοχοποίησης και αποδεικτική
αξιοποίηση μαρτυρικών καταθέσεων του μετέπειτα
κατηγορούμενου στην ποινική διαδικασία, (Δ.Συμεωνίδης, με
αφορμή το βούλευμα Συμ.ΑΠ 92/2004 ΠοινΔικ 2004 σελ. 453).
Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον ο εισαγγελέας
εφετών διαπιστώσει ότι ο εισαγγελέας πρωτοδικών αδικαιολόγητα
βραδύνει, αδρανεί ή δυστροπεί ή και αρνείται να ασκήσει τα
καθήκοντα του, μπορεί να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση
και αναλόγως του αποτελέσματος αυτής να παραγγείλει τον
εισαγγελέα πρωτοδικών να ασκήσει την προσήκουσα ποινική
δίωξη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ανατεθεί η διενέργεια
της προκαταρκτικής εξέτασης σε αντιεισαγγελέα εφετών και όχι
στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (Εγκλ.Εις ΑΠ3/2001 ΠοινΔικ
2002 σελ.33).
Η ανάγνωση στο ακροατήριο και η αποδεικτική αξιοποίηση
σε βάρος του κατηγορουμένου της ένορκης κατάθεσης, που έδωσε
ως μάρτυρας κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση, συνεπάγεται
απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, (ΑΠ 538/2002 Πραξ Λογ
ΠΔ 2002 σελ.1 ).
Μέχρι τώρα η νομολογία μας δεχόταν ότι δημιουργεί
απόλυτη ακυρότητα η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του
κατηγορουμένου της ανώμοτης κατάθεσης του, τώρα δέχεται ότι
τα ίδια αποτελέσματα συνεπάγεται και η αξιοποίηση ακόμη και
της ένορκης κατάθεσης του, (Παρατηρήσεις Γ. Συλίκου στην ΑΠ
538/2002 Πραξ Λογ ΠΔ 2002 σελ.1).
Εφόσον η εξέταση των κατηγορουμένων κατά τη διάρκεια
της αυτεπάγγελτης προανάκρισης έγινε σύμφωνα με ό,τι ισχύει
για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου και με την τήρηση των
δικαιωμάτων που του χορηγούνται κατ' αυτή, οι σχετικές εκθέσεις
(απολογίες) είναι απολύτως έγκυρες και αποτελούν μέρος της
δικογραφίας, οπότε νομίμως παρέμειναν μέσα σε αυτή,
(Συμ.Εφ.Αθην. 2466/2002 ΠοινΔικ 2002 σελ.1251).
Δεν λαμβάνεται υπόψη η κατάθεση μάρτυρα αστυνομικού,
ο οποίος καταθέτει όσα γνωρίζει από τον συγκατηγορούμενο του
κατηγορουμένου, (Πεντ.Εφ.Αθην. 649/1999 Πραξ Λογ ΠΔ 2002
σελ 274). Η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του
κατηγορουμένου της ένορκης ή ανώμοτης κατάθεσης που έδωσε
στην προανάκριση, πριν να στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του,
απαγορεύεται επί ποινή απόλυτης ακυρότητας, (ΑΠ 1991/2002
ΠραξΛογ ΠΔ 2002 σελ 487, ΑΠ.761/2002 Πραξ Λογ ΠΔ 2002 σελ
276).
Όπως επίσης, αν αξιοποιηθεί σε βάρος του κατηγορουμένου
ή γενικότερα εάν αναγνωσθεί στο ακροατήριο η ανώμοτη
κατάθεση τρίτου προσώπου, ο οποίος αργότερα προσέλαβε την
ιδιότητα του κατηγορουμένου, παρά την εναντίωση του
κατηγορουμένου, συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, (ΑΠ.
1824/2002 Πραξ Λογ 2002 σελ. 486).
Η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ορίζεται κατά
κανόνα σε 4 μήνες και κατ' εξαίρεση όταν υπάρχουν ειδικοί λόγοι
που δικαιολογούν την παράταση κατ' άρθρο 31 παρ.3 ΚΠΔ ή αυτή
διενεργείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ύστερα από
παραγγελία του εισαγγελέα εφετών, αυτή παρατείνεται για
άλλους 4 μήνες ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών. Η
έρευνα ως ανακριτική πράξη, διεξάγεται μόνο αν άρχισε κύρια
ανάκριση ή προανάκριση .Συνεπώς δεν επιτρέπεται έρευνα στα
πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης και αν τυχόν διεξαχθεί θα
πρόκειται για απολύτως άκυρη πράξη, (ΑΠ. 1328/2003 ΠοινΔικ
2003 σελ.780).
Οι διατάξεις για την εξαίρεση εφαρμόζονται αναλογικά και
στην προκαταρκτική εξέταση, (Πλημ.Αθην. 1389/2001 Ποιν.
Λόγος Α. 637).
Δεν επάγεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο,
ούτε θεμελιώνει λόγο αναίρεσης (απόλυτη ακυρότητα της
διαδικασίας κατ' άρθρο 171 παρ.1 περ. δ) η ανάγνωση και
αποδεικτική αξιοποίηση κατάθεσης του κατηγορουμένου, που
έδωσε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης, αν αυτή
δόθηκε για αδικήματα διαφορετικά από αυτά που δικάζονται και
η κατάθεση αυτή αποτελεί τη βάση των εγκλημάτων που
αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος
δικάστηκε και καταδικάστηκε για την εν γνώσει του παράσταση
ψευδούς γεγονότος ως αληθούς κατ' άρθρο 230 ΠΚ και της
ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης κατ' άρθρο 225 ΠΚ, διότι πήγε στην
αστυνομία και κατήγγειλε ψευδώς κλοπή του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου,
η κατάθεση του αυτή ενώπιον του ανακριτικού υπαλλήλου
χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα δύο αδικήματα για τα οποία
παραπέμφθηκα και καταδικάστηκε. Ζήτησε από το δικαστήριο να
μην αξιολογηθεί η κατάθεση του στην αστυνομία επικαλούμενος
το άρθρο 31 παρ.1 ΚΠΔ αλλά το αίτημα του απορρίφθηκε και στη
συνέχεια ζήτησε την αναίρεση της απόφασης, αλλά η αναίρεση
του απερρίφθη, (ΑΠ.34/2003 Ποιν. Λόγος Γ 67).
Όταν η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται από τους
γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους κατόπιν
παραγγελίας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, τα θέματα που
ανακύπτουν επιλύονται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών
που την παρήγγειλε. Εάν ο ανακριτικός υπάλληλος που διενεργεί
προκαταρκτική εξέταση κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα
πλημμελειοδικών χορήγησε μόνο αντίγραφο της μήνυσης και
αρνήθηκε τη χορήγηση αντιγράφων των λοιπών εγγράφων της
δικογραφίας, ο αναφερόμενος στη μήνυση πρέπει να υποβάλει
αίτηση, στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος παρήγγειλε
τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, με την οποία να ζητεί
να παραγγελθεί ο ανακριτικός υπάλληλος να χορηγήσει τα
αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας. Εάν υποβάλει τη
σχετική αίτηση στον εισαγγελέα εφετών η αίτηση απορρίπτεται ως
απαράδεκτη (Διατ.Εις.Εφ.Αθην. 6/2004 Πραξ Λογ ΠΔ 2004 σελ.
62).
Η διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 εδ. β ΚΠΔ δεν απαγγέλλει
ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής ανάγνωσης και
αξιολόγησης μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκε, είτε
κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσας διοικητικής εξέτασης, η
οποία μετά την ισχύ του ν.3160/2003 εξομοιώνεται με την
προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για
συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά τη λήψη αυτών στο ανακριτικό
στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου
που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας
πράξης. ΄Ομως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ
μέρους του συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες
δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του
κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται
στο άρθρο 72 ΚΠΔ δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο
171 παρ.1 περ. δ΄ και 481 παρ.1 περ. β΄ ΚΠΔ, διότι αφορά την
υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα
σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του, ως ειδικότερη έκφραση του
δικαιώματος του για «δίκαιη δίκη» που του εξασφαλίζει το άρθρο
6 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο δικαίωμα του που απορρέει από το
άρθρο 223 παρ.4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών,
από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για
αξιόποινη πράξη, (Ολ.Συμ.ΑΠ 11/2004 Πραξ Λογ ΠΔ 2004 σελ.
375).
Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικούς εκ μέρους του
συμβουλίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν
ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρο
72 ΚΠΔ) δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171
παρ.1 περ. δ΄ και 481 παρ.1 περ. β΄ ΚΠΔ, διότι αφορά την
υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιω-
πής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του
δικαιώματος του για «δίκαιη δίκη», που του εξασφαλίζει το άρθρο
6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ.4
ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα
μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Κάθε
πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε
πλήρη ισότητα μεταξύ άλλων και την εγγύηση να μην
αναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να
ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό αποτέλεσμα με τον
εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του
εαυτού του επάγεται, και η μετά την κτήση της ιδιότητας του
κατηγορουμένου η λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεση του, όσων
επιβαρυντικών για τον ίδιο έχει αυτός καταθέσει σε χρόνο
προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας αυτής. Η απόλυτη αυτή
ακυρότητα αναφέρεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου
και δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 31 παρ.2
εδ. β ΚΠΔ δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής
ανάγνωσης και αξιολόγησης μαρτυρικών καταθέσεων, (Ολ.ΑΠ
1/2004 Νομ. Χρονικά 2004 τ. 27 σελ.2).
Στο άρθρο 43 ΚΠΔ ορίζεται ότι ο εισαγγελέας όταν λάβει τη
μήνυση ή την αναφορά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης
είναι υποχρεωμένος να κινήσει την ποινική δίωξη
παραγγέλλοντας ανάκριση ή προανάκριση ή εισάγοντας την
υπόθεση με απ' ευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροα-
τήριο, στις περιπτώσεις που η εισαγωγή αυτή επιτρέπεται. Έτσι, το
άρθρο αυτό θεσπίζει την αρχή της νομιμότητας της ποινικής
δίωξης, δηλαδή την υποχρέωση, το καθήκον του εισαγγελέα ή του
δημοσίου κατήγορου να κινήσει την μήνυση κ.λ.π του εγκλήματος
είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμη και επιδεκτική δικαστικής
εκτίμησης.
Ως αναφορά θεωρείται έγγραφο που περιέχει αιτιάσεις κατά
ενέργειας ή παράλειψης αρχής ή οργάνου αυτής και αίτηση για
επανόρθωση ή αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης. Η αναφορά
απευθύνεται στην αρμόδια αρχή ή την προϊσταμένη αυτής ή την
εποπτεύουσα αυτήν, μπορεί δε να υποβάλλεται με οποιοδήποτε
πρόσφορο μέσο.
Πως κινείται η ποινική δίωξη: Σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 43 παρ.1 ΚΠΔ η κίνηση της ποινικής δίωξης από τον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών γίνεται με τους εξής τέσσερις
τρόπους: α) με παραγγελία στον ανακριτή για διενέργεια κύριας
ανάκρισης, β) με παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης γ) με
εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο του μονομελούς πλημμε-
λειοδικείου, όταν αυτό επιτρέπεται και δ) με την αρχειοθέτηση της
μήνυσης, αναφοράς ή έγκλησης στο αρχείο αγνώστων δραστών
κατ' άρθρο 245 παρ.3 ΚΠΔ.
Σε κακούργημα όμως ή πλημμέλημα αρμοδιότητας
τριμελούς πλημμελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνον
εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή
προανακριτικές πράξεις και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να
κινηθεί η ποινική δίωξη.
Η διάταξη αυτή στοχεύει αφενός μεν στην προστασία της
προσωπικότητας του πολίτη από αβάσιμες εγκλήσεις, μηνύσεις ή
αναφοράς και αφετέρου δε στην ελάφρυνση του έργου των
εισαγγελικών και δικαστικών αρχών με περαιτέρω αποτέλεσμα
την επιτάχυνση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Ωστόσο εισάγονται και δύο εξαιρέσεις σύμφωνα με τις
οποίες, η προκαταρκτική εξέταση μπορεί να μην ενεργηθεί
εφόσον: α) έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και β) έχει
προηγηθεί έκταση (αστυνομική) προανάκριση που αναφέρεται
στο άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ και προκύπτουν και στις δύο πε-
ριπτώσεις επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης.
Από τα παρακάτω βέβαια συνάγεται ότι ο εισαγγελέας, έστω
και αν προηγήθηκε διοικητική εξέταση, δεν εμποδίζεται να
διατάξει και προκαταρκτική εξέταση.
Ως δικαιολογητικός λόγος της προκαταρκτικής εξέτασης
εγγράφεται η ανάγκη διάγνωσης εκ μέρους του εισαγγελέα
αφενός μεν της ουσιαστικής και νομικής βασιμότητας της
καταγγελίας (μήνυσης ή έγκλησης ή αναφοράς), που δεν είναι
κατά κανόνα ευχερής σε αυτήν την πρώτη φάση, αφετέρου δε
πλέον της λογικής βασιμότητας (επάρκειας) ή μη των ενδείξεων
ενοχής που απαιτεί ο νομοθέτης για την κίνηση (ορισμένης)
ποινικής δίωξης. Με προφανή στόχο συνεπώς την ενίσχυση του
ελέγχου συνδρομής των προϋποθέσεων κίνησης της ποινικής
δίωξης, ο δικονομικός νομοθέτης ενέταξε με σαφέστερο τρόπο
πλέον την προκαταρκτική εξέταση στους θεσμούς της ποινικής
δίκης και υπερβαίνοντας τις παλιότερες αμφισβητήσεις για τον
ποινικό ή μη χαρακτήρα της- της προσέδωσε εναργέστερο
δικονομικό λόγο. Ρόλο με τον οποίο προωθούνται αμφότεροι οι
στόχοι της ανακριτικής αυτής διαδικασίας, ήτοι η αποφυγή
άσκοπων ποινικών διώξεων που επιβαρύνουν τα κρατικά όργανα
και σχετικοποιούν την αυθεντία τους και αφετέρου η προστασία
αθώων πολιτών από τον άδικο στιγματισμό επιπόλαιων διώξεων.
Ζήτημα ανακύπτει, για τα πλημμελήματα που λόγω ειδικής
δωσιδικίας δικάζονται από το τριμελές εφετείο, και τα οποία υπό
άλλες συνθήκες θα δικάζονταν από το μονομελές
πλημμελειοδικείο, αν υποχρεούται ο εισαγγελέας να διατάξει τη
διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Επειδή ο δικονομικός νομο-
θέτης για την υποχρεωτικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης
λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα της πράξης σε συνδυασμό με το
είδος του δικαστηρίου και όχι μόνον το είδος του δικαστηρίου,
δεν οφείλει να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Τούτο διότι το ανώτερο δικαστήριο επιλέχθηκε για την εκδίκαση
τέτοιων πλημμελημάτων, από το φόβο μήπως για ορισμένη
κατηγορία πολιτών δεν υπάρχει το απαιτούμενο σθένος για
πραγματική απονομή δικαιοσύνης.
Η βασική νομική συνέπεια από την κίνηση της ποινικής
δίωξης είναι το γεγονός ότι αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της
ποινικής διαδικασίας-δίκης. Οι νομικές συνέπειες από την κίνηση
της ποινικής δίωξης είναι: α) η εκκρεμοδικία, το ανεπίτρεπτο
δηλαδή της άσκησης δεύτερης ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη
του ίδιου προσώπου και β) το νόμιμο της δωσιδικίας της
δικαστικής αρχής που πρώτη επιλήφθηκε αρμοδίως της υπόθεσης.
Ποιος ασκεί την ποινική δίωξη: α) Ο κατά τόπον αρμόδιος
εισαγγελέας πλημμελειοδικών, β) ο εισαγγελέας του Αρείου
Πάγου και γ) ο κατά τόπον αρμόδιος εισαγγελέας εφετών. Στις
περιπτώσεις β' και γ' ύστερα από προκαταρκτική εξέταση που θα
ενεργήσουν οι ίδιοι προσωπικά ή με κάποιον από τους
αντεισαγγελείς τους κατ' άρθρο 35 ΚΠΔ, δ) η Ολομέλεια του κατά
τόπο αρμόδιο εφετείου που συνεδριάζει ως συμβούλιο, με σχετική
παραγγελία είτε στον εισαγγελία πλημμελειοδικών είτε στον
εισαγγελέα εφετών (άρθρο 29ΚΠΔ), ε) ενώ ο Υπουργός
Δικαιοσύνης έχει πλέον δικαίωμα να παραγγείλει στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για
κάθε αξιόποινη πράξη κατ' άρθρο 30 παρ.1 ΚΠΔ ή να ζητήσει από
τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παραγγείλει η
διενεργούμενη ανάκριση και η εισαγωγή της υπόθεσης στο
ακροατήριο να γίνουν κατ' απόλυτη προτεραιότητα.
Για να προβεί ο εισαγγελέας στην άσκηση ποινικής δίωξης
δικαιούται να ελέγξει το κατά νόμο βάσιμο της κατηγορίας, όχι
όμως και την ύπαρξη «σοβαρών ενδείξεων ενοχής» του
κατηγορουμένου. Αρκούν «απλές ενδείξεις» ουσιαστικής
βασιμότητας.
Με τις ρυθμίσεις που έγιναν με το ν. 3160/2003 ο
εισαγγελέας δεν είναι πλέον «υποχρεωμένος» να κινήσει την
ποινική δίωξη, αν υφίσταται κάποια τουλάχιστον υπόνοια ότι
τελέστηκε αξιόποινη πράξη, αλλά εφεξής για να κινηθεί η ποινική
δίωξη απαιτείται «να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις». Με τη νέα
αυτή ρύθμιση αποδεσμεύεται ο εισαγγελέας από την υποχρέωση
να κινήσει την ποινική δίωξη, ακόμα και όταν οι υπάρχουσες
ενδείξεις είναι πολύ ασθενείς, χωρίς να παρέχουν βάσιμη
προσδοκία ενίσχυσης τους με άσκηση ποινικής δίωξης και κίνηση
της περαιτέρω ποινικής διαδικασίας. Δηλαδή, η αρχή της
νομιμότητας, που συνίσταται ακριβώς στο ότι η ποινική δίωξη
είναι κατά κανόνα υποχρεωτική για τον εισαγγελέα, καθίσταται
περισσότερο ευέλικτη, αφού πλέον παρέχεται η ευχέρεια στον
εισαγγελέα να εκτιμήσει, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση
προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, οπότε και μόνο είναι
υποχρεωμένος να κινήσει την ποινική δίωξη.
Δεν αποτελεί έναρξη της ποινικής δίωξης η χωρίς
παραγγελία του εισαγγελέα ενεργηθείσα αυτεπάγγελτη
προανάκριση θέση στο αρχείο. Ο εισαγγελέας κρίνει τρεις
προϋποθέσεις, το νομικά αβάσιμο, το ουσιαστικά αβάσιμο και το
ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης. Η κρίση αυτή μπορεί να γίνει
χωρίς καμία άλλη ενέργεια μόνο από το περιεχόμενο της μήνυσης
ή της αναφοράς ή ύστερα από προκαταρκτική εξέταση, αλλά και
στις δυο περιπτώσεις πριν κινήσει την ποινική δίωξη. Η
αυτεπάγγελτη βέβαια προανάκριση δεν θεωρείται άσκηση
ποινικής δίωξης και επομένως στην περίπτωση αυτή μπορεί ο
εισαγγελέας να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο, αν κρίνει ότι δεν
πρέπει να κινήσει την ποινική δίωξη.
Η θέση της δικογραφίας στο αρχείο έχει την έννοια της
τήρησης αυτής σε εκκρεμότητα με την προοπτική της εξιχνίασης
του διωχθέντος εγκλήματος.
Η απόρριψη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών μήνυσης
και η θέση της στο αρχείο ως προφανώς αβάσιμης, την οποία από
λάθος εξέλαβε ως έγκληση συνιστά υπέρβαση της εξουσίας του. Η
καταγγελία από αυτόν που δωροδόκησε δικαστικό επιμελητή
συνιστά μήνυση και όχι έγκληση αφού ζημιωθείσα είναι η
πολιτεία και όχι αυτός που δωροδόκησε.
Η καταγγελία αποτελεί μήνυση και όχι έγκληση αφού με τη
σχετική απαγόρευση προστατεύεται αγαθό του κοινωνικού
συνόλου και όχι του ατόμου. Άσκηση μήνυσης προφανώς
αβάσιμης κατ' ουσία και έκδοση από τον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών απορριπτικής διάταξης συνιστά υπέρβαση
εξουσίας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, γι’ αυτό και
ακυρώνεται η εκδοθείσα διάταξη.
Υποβάλλεται προς έγκριση στον εισαγγελέα εφετών η
αρχειοθέτηση της δικογραφίας που είχε σχηματισθεί σε βάρος δυο
δημοσιογράφων και δυο αστυνομικών υπαλλήλων για συμμετοχή
κατ' άρθρο 46 παρ.1 ή 2 ΠΚ στην παράβαση του άρθρου 10 του ν.
2447/1996 (περί παρανόμων υιοθεσιών), αφού συντρέχει εν
προκειμένω ειδικός λόγος άρσης του άδικου για τις πράξεις αυτές
κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 5 παρ.1 του ν. 2713/1999,
όπου προβλέπεται η άρση του άδικου χαρακτήρα της αξιόποινης
πράξης αστυνομικού της Υπηρεσίας Εσωτερικών της ΕΛ.ΑΣ., ο
οποίος κατόπιν εντολής του προϊσταμένου του συμβάλλει υπό
συμμετοχική μορφή στην ανακάλυψη ή την σύλληψη προσώπου
που τελεί κάποιο έγκλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του
ίδιου νόμου.
Νομικά αστήρικτη είναι η μήνυση ή η αναφορά όχι μόνο
όταν η αναφερόμενη σ' αυτή αξιόποινη πράξη δεν είναι
αξιόποινη, ή υπάρχει λόγος ο οποίος αποκλείει το άδικο, ή λείπει
εξωτερικός όρος του αξιόποινου, αλλά και όταν δημιουργήθηκε
λόγος που εξαλείφει το αξιόποινο, ή κωλύει τη δίωξη (όπως η
έλλειψη έγκλησης, αίτηση της αρχής, αρμοδιότητα, εκκρεμοδικία
κ.λ.π) Τίθεται στο αρχείο ως νομικά αβάσιμη η δικογραφία που
είχε σχηματισθεί σε βάρος του κατηγορουμένου για
ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατ' εφαρμογή του άρθρου 302
παρ.2 ΠΚ, αφού η άσκηση ποινικής δίωξης εν προκειμένω
συνιστούσε ιδιαίτερη σκληρότητα ενόψει του ότι η παθούσα ήταν
θυγατέρα του δράστη και η ψυχική οδύνη που δοκιμάζει αυτός
από το θάνατο της είναι από μόνη της επαρκέστατη τιμωρία.
Νομικά αβάσιμη ή νομικά αστήρικτη (έννοιες ταυτόσημες)
κρίθηκε ότι είναι η μήνυση ή η αναφορά στις εξής περιπτώσεις:
1) Όταν η καταγγελλόμενη πράξη δεν είναι αξιόποινη κατ'
άρθρο 14 ΠΚ.
2) Όταν λείπει εξωτερικός όρος του αξιοποίνου.
3) Όταν από την τέλεση της πράξης συμπληρώθηκε ο χρόνος
παραγραφής.
4) Όταν υπάρχει δικονομικό κώλυμα.
5) Όταν υπάρχει εκκρεμοδικία.
Η πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, με την οποία
αρχειοθετείται η μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς
κατ' ουσία αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, δεν
παράγει δεδικασμένο. Εφόσον όμως η απορριπτική διάταξη
εγκριθεί από τον εισαγγελέα εφετών, δημιουργείται περιορισμένο
οιονεί δεδικασμένο, το οποίο ισχύει κατά το στάδιο που
προηγείται της άσκησης της ποινικής δίωξης, δίνει το δικαίωμα
στον εισαγγελέα να απορρίψει κάθε νέα καταγγελία κατά του
ίδιου προσώπου, που βασίζεται στα ίδια περιστατικά ή σε
επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση τους, και κάμπτεται μόνο
όταν προκύψουν νεότερα περιστατικά ή συμπληρωθούν οι
διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης ποινικής δίωξης.
Με τις νέες ρυθμίσεις ύστερα από το ν. 3160/2003 ο
εισαγγελέας αποκτά καθαρά δικαιοδοτικές εξουσίες και δρα με
διακριτική ευχέρεια τόσο κατά την κίνηση, όσο και κατά την
άσκηση της ποινικής δίωξης. Και στα δυο αυτά στάδια εφαρμόζει
την αρχή της σκοπιμότητας, κατά την οποία η κίνηση της ποινικής
δίωξης δεν είναι πλέον υποχρεωτική γι’ αυτόν, ούτε η προσφυγή
στο δικαστικό συμβούλιο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης σε
ορισμένες περιπτώσεις.
Ο εισαγγελέας δικαιούται να αρχειοθετήσει τη μήνυση,
αναφορά ή έγκληση είτε απευθείας, χωρίς να μεσολαβήσει
προκαταρκτική εξέταση είτε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής
εξέτασης ή αστυνομικής προανάκρισης κατ1 άρθρο 43 παρ. 1ΚΠΔ.
Διευρύνονται αρκετά με τις νέες ρυθμίσεις οι λόγοι
αρχειοθέτησης της μήνυσης, αναφοράς ή έγκλησης. Η
αρχειοθέτηση γίνεται σε πρώτο στάδιο, απευθείας ή μετά από
προκαταρκτική εξέταση, όταν συντρέχουν οι εφαρμοζόμενοι μέχρι
σήμερα τρεις λόγοι, όταν δηλαδή οι καταγγελίες κρίνονται νομικά
ή ουσιαστικά αβάσιμες ή ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης και σε
δεύτερο στάδιο μετά πάντοτε από προκαταρκτική εξέταση και
όταν ακόμη συντρέχει περίπτωση που κρίνει ότι δεν προκύπτουν
επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατ' άρθρο
43 παρ.2 ΚΠΔ.
Πρόσθετοι λόγοι για την κίνηση της ποινικής δίωξης για
πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και
στα κακουργήματα είναι οι εξής δυο: α) να διενεργηθεί
προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση ή ένορκη
διοικητική εξέταση και β) να προκύπτουν από την προκαταρκτική
εξέταση επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της. Έτσι η
προκαταρκτική εξέταση για πλημμελήματα αρμοδιότητας
τριμελούς πλημμελειοδικείου καθίσταται υποχρεωτική.
Με βάση τα παραπάνω ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση,
την έγκληση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, με
παραγγελία για ανάκριση ή προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο
43 ΚΠΔ όπως ισχύει.
Στα κακουργήματα και τα πλημμελήματα αρμοδιότητας του
τριμελούς πλημμελειοδικείου ο εισαγγελέας κινεί την ποινική
δίωξη μόνο εφόσον έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή
αυτεπάγγελτη έκτακτη προανάκριση κατά το άρθρο 243
παρ.2ΚΠΔ ή ένορκη διοικητική εξέταση, και προκύπτουν επαρκείς
ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη.
Κατά συνέπεια, των παραπάνω, η κίνηση της ποινικής
δίωξης με παραγγελία ανάκρισης γίνεται με βάση τα δεδομένα,
που έχει ο εισαγγελέας, από την προκαταρκτική εξέταση ή από την
αυτεπάγγελτη προανάκριση ή από την ένορκη διοικητική εξέταση.
Με την τροποποίηση του άρθρου 43 παρ.1 που έγινε με το ν.
3160/2003 που καθιέρωσε υποχρεωτική τη διενέργεια
προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης σε πλημμελήματα
αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και σε
κακουργήματα, επιδιώκεται αφενός μεν η διασφάλιση της
προστασίας της προσωπικότητας των πολιτών από προπετείς
μηνύσεις και αναφορές, και αφετέρου δε η σοβαρή ελάφρυνση
στην προδικασία και στα ακροατήρια.
Διαφορά κίνησης και άσκησης της ποινικής δίωξης. Ο
εισαγγελέας ως ασκών την ποινική δίωξη, ενεργεί ελεύθερα μέσα
στα πλαίσια του νόμου, χωρίς να μπορεί να παρακωλυθεί ή να
εξαναγκαστεί σε ενέργεια κάποιας πράξης από εκείνες που
συνιστούν την άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά οι πράξεις αυτές
εφόσον απευθύνονται στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο ή στον
ανακριτή, που ασκεί ανεξάρτητη δικαιοδοσία, αποτελούν απλές
προτάσεις ή αιτήσεις, στις οποίες δεν έχουν υποχρέωση αυτά ή
εκείνος να ενδώσουν, χωρίς άλλο, ενώ η πράξη του εισαγγελέα
που αποτελεί την κίνηση της ποινικής δίωξης είναι κατά κανόνα
υποχρεωτική και για τα δικαστήρια και για τον ανακριτή, αυτή δε
είναι η βασική ειδοποιός διαφορά μεταξύ της πράξης κίνησης της
ποινικής δίωξης και της πράξης άσκησης της ποινικής δίωξης.
Μόλις κινηθεί η ποινική δίωξη επέρχονται οι ακόλουθες
συνέπειες.
1) Εκκρεμοδικία που συνεπάγεται το απαράδεκτο νέας
ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη (Πλημ.Αθην. 5447/2000
Ποιν.Δικ. 2001 σελ. 25, Εφ.Θεσ. 1430/1999 Ποιν.Δικ 2000 σελ.18).
Αν για την ίδια αξιόποινη πράξη κινήθηκαν κατά του ιδίου
προσώπου δυο ή περισσότερες ποινικές διώξεις, οι μεταγενέστερες
της πρώτης κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω της υφισταμένης
εκκρεμοδικίας από την άσκηση της πρώτης ποινικής δίωξης, η
οποία κωλύει την εκ νέου ποινική δίωξη, διότι αυτή αναλώθηκε με
την άσκηση της πρώτης. Η αρχή της εκκρεμοδικίας προκύπτει από
τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠΔ, οι οποίες αποκλείουν
τη σύγχρονη εκδίκαση του ίδιου εγκλήματος από περισσότερα
αρμόδια δικαστήρια. Για τη δημιουργία όμως της εκκρεμοδικίας
απαιτείται και ταυτότητα της πράξης, η οποία υπάρχει όταν η
μεταγενέστερη πράξη συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια
πραγματικά περιστατικά από τα οποία απαρτίζεται και η πρώτη,
(ΑΠ. 858/2004 Πραξ. Λογ ΠΔ 2004 σελ.234).
2) Αδυναμία ανάκλησης της ποινικής δίωξης, που σημαίνει
ότι δημιουργείται αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου, το
οποίο θα την περατώσει με βούλευμα ή με απόφαση, ενώ με την
άσκηση της ποινικής δίωξης η υπόθεση ξεφεύγει από την
αρμοδιότητα του Εισαγγελέα και δεν μπορεί να την ανακαλέσει.
3) Απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου, από
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται ρητά η ποινική δίωξη με ότι
αυτό συνεπάγεται σε δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ' άρθρα 95-
105.
4) Το αμετάβλητο της τοπικής αρμοδιότητας, έστω και αν, εν
τω μεταξύ, ο κατηγορούμενος αλλάξει τόπο κατοικίας ή διαμονής.
Αυτό δεν επηρεάζει την κατά τόπο αρμοδιότητα των ανακριτικών
υπαλλήλων ή του δικαστηρίου.
5) Ο θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της
ποινικής δίκης, δηλαδή ο ποινικός ή νομικός χαρακτηρισμός της
πράξης με βάση τον οποίο θα διεξαχθεί η περαιτέρω πορεία της
ποινικής διαδικασίας. Με το ν. 3160/2003 ουδεμία σχεδόν
μεταβολή επέρχεται στην περίπτωση που η μήνυση ή η αναφορά ή
η έγκληση και γενικότερα η καταγγελία κρίνεται ότι δεν
στηρίζεται στο νόμο ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή
είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της Ο Εισαγγελέας, στις
περιπτώσεις αυτές, εξαρχής αρχειοθετεί την καταγγελία (άρθρο 43
παρ.2) ή απορρίπτει με διάταξη του την έγκληση (άρθρο 47).Μόνη
μεταβολή που επέρχεται αποτελεί το γεγονός ότι πλέον και η
έγκληση (πέραν της μήνυσης ή της αναφοράς) μπορεί εξαρχής να
απορριφθεί ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της.
(Εγκ.Προϊστ.Εισ Πρωτ.Αθην.ο.π).
Νομοθετικό κενό υπάρχει σχετικά με τα εγκλήματα των
ανηλίκων, αν δηλαδή υποχρεούται ο Εισαγγελέας να διατάξει την
διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, όπως ακριβώς και στις
περιπτώσεις των εγκλημάτων που τελούνται από ενηλίκους. Κατά
μια άποψη δεν υποχρεούνται διότι: α) η αρμοδιότητα των
δικαστηρίων ανηλίκων καθορίζεται με διαφορετικό τρόπο σε
σχέση με εκείνα των ενηλίκων και β) η σύνθεση και η αποστολή
των δικαστηρίων ανηλίκων είναι τελείως διαφορετική από εκείνη
των ενηλίκων, (Χ.Σεβαστίδης, «Τροποποιήσεις του ν. 3160/2003
του ΚΠΔ» ό.π.).
Εξουσία του ανακριτή Άρθρο 250 Ο ανακριτής έχει το
δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι
συμμετείχαν στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να επεκτείνει την
ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν είναι συναφής.
Αν κατά την πορεία της ανάκρισης ανακαλυφθούν και
άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, ο
ανακριτής τις ανακοινώνει στον Εισαγγελέα, χωρίς εν τω μεταξύ
να εμποδίζεται να ενεργεί τις κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις
για τη βεβαίωση τους. Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας
ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του κώδικα.
Επιτρεπτή είναι η επέκταση της δίωξης, όταν ο ανακριτής
απαγγέλλει κατηγορία για αξιόποινη πράξη, για την οποία
κινήθηκε η ποινική δίωξη, και κατά οποιουδήποτε συμμέτοχου
στην αξιόποινη πράξη, του οποίου η συμμετοχή προέκυψε από
την ανάκριση.
Η διάταξη αυτή αποτελεί συνέπεια της αρχής ότι η ποινική
δίωξη ασκείται in rem και όχι in personam. Σύμφωνα με την
οποία η παραγγελία του Εισαγγελέα αφορά την πράξη και όχι
τους πράξαντες. Εάν επομένως, κατά την διάρκεια της ανάκρισης
αποκαλυφθεί ότι στην πράξη συμμετείχαν και άλλα πρόσωπα
πέραν των (ενδεχομένως) αναφερομένων στην Εισαγγελική
παραγγελία, ο ανακριτής έχει την δυνατότητα (και την
υποχρέωση συνάμα) να επεκτείνει και επ' αυτών τη δίωξη, χωρίς
να απαιτείται γι αυτό η άσκηση συμπληρωματικής δίωξης από τον
Εισαγγελέα, (Ι.Ζησιάδης, «Ποινική Δικονομία» τ. Α' σελ.195).
Ο ανακριτής δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στην
αντίθετη ενέργεια, στον περιορισμό δηλαδή της ποινικής δίωξης
ως προς ορισμένους των συμμέτοχων, δεδομένου ότι αυτή η
αρμοδιότητα ανήκει μόνο στο Δικαστικό Συμβούλιο, (Μπάκας,
Ποιν.Χρον.ΛΗ' 554).
Εάν κατά την διάρκεια της ανάκρισης αποκαλυφθούν και
άλλες αξιόποινες πράξεις, ο ανακριτής δεν έχει το δικαίωμα να
επεκτείνει τη δίωξη, ανακοινώνει όμως αυτό στον Εισαγγελέα,
χωρίς να εμποδίζεται να ενεργεί τις κατεπείγουσες ανακριτικές
πράξεις, προκειμένου να βεβαιωθούν.
Σύμφωνα με το άρθρο 43 ο Εισαγγελέας όταν λάβει την
μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, με
παραγγελία για ανάκριση ή προανάκριση. Στα κακουργήματα
και τα πλημμελήματα αρμοδιότητας του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη μόνο
εφόσον έχει ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη
έκτακτη προανάκριση κατά το άρθρο 243 παρ.2 ή ένορκη
διοικητική εξέταση, και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να
κινηθεί η ποινική δίωξη.
Κατά συνέπεια, των παραπάνω, η κίνηση της ποινικής
δίωξης με παραγγελία ανάκρισης γίνεται με βάση τα δεδομένα,
που έχει ο Εισαγγελέας, από την προκαταρκτική εξέταση ή από
την αυτεπάγγελτη προανάκριση ή από την ένορκη διοικητική
εξέταση.
Επομένως ο ανακριτής δεν έχει δικαίωμα να επεκτείνει τη
δίωξη και για άλλα εγκλήματα για τα οποία δεν έχει Εισαγγελική
παραγγελία και αν το πράξει δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα
της διαδικασίας κατ' άρθρο 171 παρ. 1 β'.
Ο ανακριτής αν επεκτείνει την κατηγορία και σε άλλη
αξιόποινη πράξη, πέρα από εκείνη για την οποία ο Εισαγγελέας
άσκησε την ποινική δίωξη και παρήγγειλε την ενέργεια
ανάκρισης, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της πράξης του αυτής,
που καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτή μεταγενέστερες
πράξεις της ποινικής διαδικασίας κατ' άρθρο 175, αφού δεν
τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής
δίωξης. Αλλά τέτοια περίπτωση ακυρότητας δεν συντρέχει όταν ο
ανακριτής επεκτείνει την κατηγορία σε επιβαρυντική περίπτωση
του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, (Α.Π.
562/1997 ΝοΒ 46 σελ.255)
Ένα θέμα που απασχολεί τη θεωρία και τη νομολογία είναι
αν και κατά πόσο ο ανακριτής έχει το δικαίωμα να μεταβάλει τον
τρόπο της συμμετοχής στην πράξη σε σχέση με την αρχικώς
ασκηθείσα ποινική δίωξη. Αν με τον τρόπο αυτό μεταβάλλεται η
κατηγορία, ακόμη και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία
είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από το συμβούλιο ή το
δικαστήριο. Η εξουσία αυτή για τον ανακριτή αμφισβητείται
ιδιαίτερα. (Εφ.Αθην. 1399/1988 Ποιν.Χρον.ΛΗ'788 με αντίθετη
Εισαγγελική πρόταση Γ.Κουβέλη και αντίθετες παρατηρήσεις
Α.Κωνσταντινίδη, Συμ.Πλημ.Αθην. 588/1989 Ποιν. Χρον. ΛΘ' 252
με αντίθετη Εισαγγελική πρόταση Λ.Λαζαράκου, Συμ.Πλημ.Αθην.
2855/1989 Ποιν.Χρον. ΛΘ' 911 με αντίθετη μειοψηφία,
Συμ.Πλημ.Αλεξ. 315/1991 Υπεράσπιση 1991 σελ. 1156 με
αντίθετη Εισαγγελική πρόταση Ρ.Τάτση, Συμ.Πλημ.Αθην.
1949/1992 Ποιν. Χρόν. ΜΒ'869 με Εισαγγελική πρόταση
Γ.Κτιστάκη, Συμ.Πλημ.Αθην. 3035/1993 Υπεράσπιση 1994 σελ. 107
με Εισαγγελική πρόταση Κ.Χατζηπαζαρλή). Η απάντηση στο
παραπάνω θέμα είναι αρνητική, διότι αφού ο ανακριτής δεν έχει
το δικαίωμα να αποφαίνεται για την ουσία της υπόθεσης, ζήτημα
το οποίο ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του συμβουλίου,
τα όρια δε της διαφωνίας του με τον Εισαγγελέα περιορίζονται
αυστηρά από το άρθρο 247 ΚΠΔ, γι’ αυτό ο ανακριτής δεσμεύεται
από την Εισαγγελική παραγγελία ακόμη και σε σχέση με τον
τρόπο συμμετοχής στο έγκλημα για τον κάθε κατηγορούμενο (….).

You might also like