You are on page 1of 10

Ι.

Ναός Αγίας Σοφίας:


Δημιουργική χρήση έναντι χρησικτησίας

Κατερίνα. Ι .Καρούσου

“H Δέσποινα εταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν η ‘κόνες.

- “Σώπασε Kυρά Δέσποινα, και σεις ‘Kόνες μην κλαίτε·

Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σας είναι”.

Την Τρίτη, 29 Μάϊου το 1453, όταν η φράση «Εάλω η πόλις»


άρχισε να ακούγεται σε κάθε σοκάκι της
Κωνσταντινούπολης, αυτόματα σηματοδότησε το τέλος της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η «πτώση της Βασιλεύουσας»,
βέβαια, ήταν συμβολική εφόσον ουσιαστικά, τον καιρό
εκείνο, το Βυζάντιο έλεγχε ελάχιστα εδάφη και η πτώση του
ήταν αναπόφευκτη.

Η φράση του δημοτικού τραγουδιού «γιατί είναι θέλημα


Θεού η πόλη να τουρκέψει» επιδεικνύει την περιρεόυσα
ατμόσφαιρά της εποχής, που καλούσε τη Πόλη να πληρώσει
για τις αμαρτίες της. Πέραν της κακής διοίκησης, των
ερίδων και διαπλοκών και των πολιτικών διαφθορών, οι
δεισιδαιμονίες και οι προκαταλήψεις που ήθελαν την Πόλη
να τουρκέψει, συνέβαλαν στο δράμα που ακολούθησε.
Κατά την διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η αυτοκρατορία
απλώνονταν από την Αίγυπτο, την Συρία, την Αρμενία,
μέχρι το ποταμό Δούναβη και της ακτές της Ισπανίας.
Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι, Γότθοι,
Σλάβοι, Βούλγαροι, Ιλλυριοί, Γαλάτες κ.ά. συγκροτούσαν
ένα υπερεθνικό κράτος με αποστολή εξόχως οικουμενική. Η
θέση των Ελλήνων Ορθοδόξων, που ονομάζονταν Ρωμιοί,
έχαιρε σεβασμού μέσα στο Βυζάντιο, εφόσον το Ελληνικό
στοιχείο ταυτίζονταν με το κράτος, τη γλώσσα και το
πολιτισμό, αλλά ιδιαίτερα την συνείδηση των λαών.

Από την άλλη πλευρά, οι Λατίνοι, τους Ρωμιούς τους


ονόμαζαν Γραικούς (Graeci). Επίσης, όταν ιδρύονταν ένα
ισχυρό κράτος, σαν αυτό του Όθωνα του Α΄ (962) το
ονόμαζαν Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για να
εξασφαλίσουν την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα υπόλοιπα
Χριστιανικά Βασίλεια.

Πέραν της ενοποιημένης ιδέας της Ρωμιοσύνης, στα χρόνια


της άλωσης οι Χριστιανοί ήταν διχασμένοι σε ενωτικούς και
ανθενωτικούς σε σχέση με τις δύο Ρώμες. Αλώστε, το
Βυζάντιο είχε ήδη παραδοθεί στη Δύση. Με αμέτρητα
πλεονεκτήματα και Συνθήκες που παρείχαν πλήρη
ασυδοσία, ετεροδικία και φορολογική ατέλεια, οι Δυτικοί
απολάμβαναν πλήρως, στρατιωτική, οικονομική και
πολιτική υπεροχή. Αυτό που επιδίωκαν, όμως, ήταν η
πνευματική υποταγή των Ελλήνων που μερικώς επιτευχθεί,
καθώς όλη η αρχαιοελληνική και μοναστηριακή
πραγματεία μεταφέρθηκε στη Δύση και χρησιμοποιήθηκε
κατά το δοκούν. Άλλωστε και ο όρος Βυζάντιο είναι ένας
νεολογισμός που εισήγαγε το 1562 ο Γερμανός ουμανιστής
Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516–1580).

Μετά από μισό αιώνα, το δημοτικό τραγούδι της Άλωσις της


πόλης επιστρέφει στο στόμα του Ελληνικού λαού για να
θρηνήσει την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, να
επαναφέρει τη μουσουλμανική χρήση του Ι. Ναού της Αγίας
του Θεού Σοφίας.

Στη σύγχρονη εποχή, όμως, αυτό το δημοτικό τραγούδι θα


πρέπει να αναλυθεί με βάση τα στοιχεία που έχει ο λαός την
τωρινή στιγμή και με όλες τις εμπειρίες που έχουν
αποκτηθεί στην διάρκεια του μισού αιώνα.

Ποια είναι λοιπόν στα αλήθεια η δραματική αυτή περίοδος


που δακρύζουν οι εικόνες και κλαίει η κυρά Δέσποινα; Και,
ποιες είναι εκείνες οι συνθήκες που θα τα κάνουν και πάλι
δικά μας;

Στην ιστορία του Ι. Ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας, η


χρήση του ποικίλει ανάμεσα σε Χριστιανική (Ορθόδοξη και
Καθολική) και Μουσουλμανική. Από το 1935 και για 85
χρόνια μέχρι και την τωρινή επαναφορά της
μουσουλμανικής του χρήσης, ο Ι. Ναός ήταν μουσείο και
από το 1981 με τη συνθήκη της UNESCO, έχει ενταχθεί στο
κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής
Κληρονομιάς. Η Γενική διευθύντρια του οργανισμού κ.
Audrey Azoulay, στη δήλωση της πάνω στο θέμα, αναφέρει:
Η Αγία Σοφία είναι ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα και
μία μοναδική μαρτυρία για αλληλεπιδράσεις μεταξύ
Ευρώπης και Ασίας, κατά τη διάρκεια των αιώνων. Το
καθεστώς του ως μουσείο αντικατοπτρίζει την παγκόσμια
φύση της κληρονομιάς του και το καθιστά ένα ισχυρό
σύμβολο διαλόγου.

Αν κάποιος δεν γνωρίζει το Ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας,


το κείμενο αυτό θα μπορούσε να αφορά έναν οποιοδήποτε
αρχαιολογικό χώρο ή ακόμα και νεότερο μνημείο με ειδικά
αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που ορίζονται ως
αριστουργηματικά. Επίσης επισημαίνεται ότι το μνημείο
έχει εξαιρετική και παγκόσμια αξία.

Ο άρρηκτος δεσμός του Ναού με τον λειτουργικό του


χαρακτήρα φαίνεται να έχει χαλαρώσει από την ώρα που
χαρακτηρίστηκε μουσείο και παγκοσμιοποιήθηκε, όχι με
τον τρόπο της Βυζαντινής Οικουμενικότητας αλλά με τον
σύγχρονο πολυεθνικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα
με το Άρθρο 5 του Νόμου 3028/2002, ο οποίος είναι
απολύτως σύμφωνος με την ερμηνεία που θέτει το ICOM
(International Council of Museums), ως μουσείο
θεωρείται: H υπηρεσία ή ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα, με ή χωρίς ίδια νομική προσωπικότητα που
αποκτά, δέχεται, φυλάσσει, συντηρεί, καταγράφει,
τεκμηριώνει, ερευνά, ερμηνεύει και κυρίως εκθέτει και
προβάλλει στο κοινό συλλογές αρχαιολογικών,
καλλιτεχνικών, εθνολογικών ή άλλων υλικών μαρτυριών
του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του, με σκοπό τη
μελέτη, την εκπαίδευση και τη ψυχαγωγία.

Από την άλλη πλευρά, η ετυμολογία της λέξης Ναός στην


ελληνική γλώσσα, προέρχεται από το
αρχαιοελληνικό ναίω που σημαίνει κατοικώ, ως ο οίκος του
Θεού και λατρευτικός χώρος συνάθροισης των πιστών. Ως
δημόσιος χώρος, η τέχνη που τον διακοσμεί, η Βυζαντινή
τέχνη- είναι κι αυτή δημόσια και λειτουργική.

Από τις ετυμολογίες των δύο όρων, μουσείο και Ναός, είναι
ξεκάθαρο ότι ο Ι. Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, από το
1935, αποχαρακτηρίστηκε από το λειτουργικό σκοπό του
και ως εκ τούτου οι εικόνες έχασαν κι αυτές τη πρεσβεία
τους, άρα και τη μεταμορφωτική τους δύναμη που καθιστά
τη μνημειακή Βυζαντινή τέχνη λειτουργική.

Στη διάρκεια λοιπόν της ζωής του Ναού, οι εικόνες


δάκρυσαν σε κάθε περίοδο του αποχαρακτηρισμού της
χριστιανικής λειτουργίας του και ίσως πολύ περισσότερο
στη μουσειακή του χρήση εφόσον με αυτή αποδομείται
ολοκληρωτικά η μεταμορφωτική τους δύναμη και τη θέση
της παίρνει ένα μουσειακό έκθεμα που πιθανότατα
υπολείπεται άλλων, εφόσον ο πυρήνας της διάδρασης του
έχει χαθεί. Συγκεκριμένα, η κυρα-Δέσποινα, από
Υπερμάχος Στρατηγός, έγινε ένα έκθεμα.

Στα πλαίσια λοιπόν μίας παρατεταμένης σύγχρονης


Εικονομαχικής περιόδου που ουσιαστικά αρχίζει με την
παράδοση του πνευματισμού του Βυζαντίου στη Δύση, είναι
αναγκαίο να αναλογιστούμε μήπως ευθυνόμαστε κι εμείς,
ως Ρωμιοί, για το κλάμα της κυρά-Δέσποινας και τα δάκρυα
των Εικόνων. Μια τέτοια παραδοχή είναι βέβαια δύσκολη,
γιατί αφορά στην ενηλικίωση του Ελληνικού γένους,
συγκεκριμένα, στη κατάρριψη των προκαταλήψεων μας για
πολιτιστική υπεροχή και συγχρόνως για εξωτερική
καταπίεση, που δημιουργούν παθητική στάση έναντι μίας
κριτικής στάσης που θα μπορούσε να ανοίξει νέους
ορίζοντες στη κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική μας
διάσταση.

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μέσα από τον στίχο του δημοτικού


τραγουδιού, το πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας
θα ‘ναι. Σε ποιους χρόνους και ποια ακριβώς θα είναι πάλι
δικά μας; Όπως επίσης, η κτητική πτώση στο δικά μας, σε
τι αποσκοπεί;

Το πρώτο σκέλος του στοίχου αφορά στο χρόνο.

Αν εστιάσουμε στην πολιτιστική υπεροχή του παρελθόντος


μας και αποβλέπουμε στο μέλλον που θα την περιέχει στη
μουσειακή της κατάσταση, το παρόν είναι απόλυτα
παθητικό.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι oι αρχαίοι Έλληνες είχαν


δύο λέξεις για το χρονική διάσταση: Τον χρόνο και τον
καιρό. Ενώ το πρώτο αναφέρεται σε μετρήσιμο μέγεθος, το
δεύτερο αφορά σε ένα αόριστο σχήμα, απροσδιόριστου
χρόνου, που γίνεται κάτι ξεχωριστό. Ενώ ο χρόνος είναι
ποσοτικός, ο καιρός έχει ποιοτικό χαρακτήρα και μπορεί να
περιέχει πολλές χρονολογικά ταξινομημένες ακολουθίες.
Στα Βυζαντινά χρόνια οι άνθρωποι ακολούθησαν την
αρχαία ελληνική έννοια της λέξης καιρός, εξηγώντας ένα
σύνολο από παρόντες κατάλληλες στιγμές.

Το πάλι με χρόνους, με καιρούς, περιέχει τόσο την


ποσοτική, όσο και την ποιοτική διάσταση του χρόνου που
αποδίδεται μέσα από την ακολουθία του παρελθόντος, του
παρόντος και του μέλλοντος. Επομένως, περιμένοντας
στωικά το μέλλον βασιζόμενοι στην κληρονομιά μας, χωρίς
να είμαστε ενεργοί στο παρόν, καθώς ο χρόνος κυλάει, ο
καιρός σταματά, και ως εκ τούτου, τέτοιου τύπου
χρησικτησίες όπως αυτή της επαναφορά της
μουσουλμανικής χρήσης της Αγίας Σοφίας, είναι
αναπότρεπτες.

Περνώντας στο δεύτερο σκέλος του στίχου, δηλαδή,


στο πάλι δικά μας θα ‘ναι, θα χρειαστεί να
επαναπροσδιοριστεί ο σκοπός και η ουσία των δικών μας.

Στην δήλωση της Γενικής Διευθύντριας της UNESCO,


Audrey Azoulay, στον ιστότοπο του οργανισμού αναφέρεται
ότι η Αγία Σοφία (Hagia Sophia) είναι μια ιδιοκτησία
(property) που είναι εγγεγραμμένη στη Λίστα Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO. Η λέξη Αγία (Hagia), γραμμένη
ή προφορική, στα αγγλικά, δεν σημαίνει τίποτε απολύτως.
Επίσης, ο Αγγλικός όρος property, δηλαδή ιδιοκτησία ή
περιουσία στα Ελληνικά, αφορά στην κατοχή ενός
αντικειμένου από τον ιδιοκτήτη του και χωρίς το
χαρακτηρισμό της Αγίας Σοφίας ως Ιερό Ναό, κάθε είδους
νομή γίνεται δυνατή.

Επίσης, η κυρία Audrey Azoulay, προσθέτει ότι το κράτος


οπού βρίσκεται το μνημείο έχει συγκεκριμένες δεσμεύσεις
και νομικές υποχρεώσεις και για οποιαδήποτε μετατροπή
πρέπει να ειδοποιηθεί η UNESCO εκ των προτέρων για να
υπάρξει διαδικασία αξιολόγησης, εάν χρειάζεται, από τη
Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Η πεποίθηση του ανήκειν, γεγονός που εκδηλώνεται στον


εξωτερικό κόσμο με εμφανείς πράξεις είναι κάτι που έχει
συμβεί συχνά. Ένας νομέας φέρεται σαν να είναι κύριος του
κινητού ή ακινήτου κάνοντας ενέργειες όπως, στη
περίπτωση ενός κτήματος, να φυτεύει το χωράφι, να
συλλέγει τους καρπούς του, να το περιφράζει ή ακόμη να το
μισθώνει σε άλλους, δημιουργώντας την εύλογη πεποίθηση
στους τρίτους πως το κινητό ή το ακίνητο του ανήκει. Δεν
πρέπει όμως να αγνοηθεί ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης
στέκεται παθητικός σε αυτή τη άνομη πράξη.

Ο, αδιαμφησβήτητα, σημαντικός κατάλογος των Μνημείων


της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αφορά στον
πολιτισμό, ως το σύνολο των τεχνικών και πνευματικών
επιτευγμάτων του ανθρώπου ανά την υφήλιο. Είναι λοιπόν
εύλογο, κάποιος να αναρωτηθεί αν τα στοιχεία που
περιλαμβάνει αυτό το δημοτικό τραγούδι, που αγγίζουν
τόσο πολύ την ψυχή του Έλληνα, έχουν θέση στα
πολιτιστικά αυτά σχήματα ή αφορούν, στο μεγαλύτερο
μέρος τους, την κουλτούρα του Ελληνικού γένους, που
μπορεί να θεωρηθεί η δυναμική του και το αναπόσπαστο
συστατικό του.

Ο πολιτισμός μπορεί να αποτελεί μία σταθερά αλλά η


κουλτούρα αφορά μία δυναμική.

Η έννοια της κουλτούρας είναι ευμετάβλητη εξαιτίας


διαφόρων παραγόντων για κάθε κοινωνία (π.χ. θρησκεία,
ήθη, έθιμα, τελετουργίες, πολιτικές, στρατηγικές, κ.α.). Ως
εγγενής και ευμετάβλητος κοινωνικός μηχανισμός
λειτουργεί στο διηνεκές, χωρίς τους κινδύνους πού διέπουν
ένα πολιτιστικό αγαθό. Οπότε η έννοια της διαφύλαξης ή
της λήθης ενός στοιχείου της κουλτούρας ενός έθνους ή μίας
κοινωνίας, είναι μία απόφαση που αφορά στο κοινωνικό
περιβάλλον της και μόνο σε αυτό.

Συνοψίζοντας, για να είναι πάλι δικά μας χρειάζεται να


είμαστε ενεργοί στους χρόνους και τους καιρούς, στα
πλαίσια τόσο της διαχρονίας όσο και της συγχρονίας.
Επίσης, για να είναι πάλι δικά μας θα πρέπει, ενεργώντας
στο παρόν, να αντλήσουμε από την κουλτούρα μας.

Κατά την Άλωση, η λαϊκή ψυχή, παραδίδει το Ι. Ναό της


Αγίας του Θεού Σοφίας στην πιο μεγάλη του ώρα,
μεγαλόπρεπο και αμόλυντο στην ιστορία, κοσμούμενο με
τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες. Στο
στίχο κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος,
δημιουργείται μία εμπνευσμένη αρμονική ακολουθία από
τον ήχο στα όργανα και από εκεί στα πρόσωπα, που είναι
άρρηκτα δεμένα μαζί του, και μαζί και ο λαός που τα
διαφυλάσσει. Αλλά η έννοια της διαφύλαξης της
μεγαλοπρέπειας δεν θα πρέπει να συγχέεται με μία
αποστασιοποιημένη, παθητική συμπεριφορά, αλλά μία
δημιουργική σύγχρονη προσέγγιση στα δικά μας.

Δικά μας είναι μόνο αν μπορέσουμε να δεξιωθούμε την


επανάκτηση του δικαιώματος στην ενεργή συμμετοχή τους
στη σύγχρονη ζωή μας , έτσι ώστε να παρέχουμε τις
εγγυήσεις ότι ο λαός καθίσταται ο φορέας του δικαιώματος
αυτού και συγχρόνως της ευθύνης του, όπως επίσης και
αυτός που είναι ικανός να οργανώσει τις απαραίτητες
αντιστάσεις έναντι των ανισορροπιών από τις οποίες
απορρέει το κλάμα της κυρά-Δέσποινας και
των Εικόνων καθώς αποσχίζονται από το περιβάλλον τους.

Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο Medium ( 15 Ιουλίου 2020)


https://medium.com/@kkaroussos

Η Κατερίνα Καρούσου είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και


εικαστικός. Πρόεδρος της Αρχειοθήκης Καρούσου
εργάζεται για τη δημιουργική διαχείριση της Βυζαντινής
μνημειακής τέχνης. www.karoussosarchives.com

You might also like