You are on page 1of 14

ΜΑΘΗΜΑ : ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄

ΒΙΒΛΙΟ : ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ –ΤΟΜΟΣ Β΄ [Αθανάσιος και Καππαδόκες


Πατέρες]

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡEΙΑΣ (+373)


ΓΕΝΙΚΑ
Υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας ενώ
θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία.
Μετέβαλε την διαστρεβλωμένη από την Αλεξανδρινή σχολή πορεία της
θεολογίας .
Υπέστη διώξεις από τους αιρετικούς και τους Καίσαρες της εποχής
όμως για 4 δεκαετίες (328-373) ήταν το σύμβολο και η κεφαλή που οι
πάντες (ορθόδοξοι και μη) είχαν στραμμένο το βλέμμα τους
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Στα χρόνια του Μ. Αθανασίου η αρχαία Εκκλησία μπορεί να μην ήταν
υπό διωγμό, βρίσκεται όμως σε μια κρίσιμη εποχή όπου ήδη έχουμε
αποδυνάμωση της Παραδόσεως και η ηθικολογική θεώρηση της
διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ειδικότερα στον Αλεξανδρινό χώρο υπήρξε
κρίση πολλαπλή και ριζική :
-Υποβάθμιση της απόλυτης σημασίας της ενανθρώπησης του Λόγου,
αναζωπύρωση των συζητήσεων περί αρχής του κακού και υπερτονισμός
της φιλοσοφικής σκέψης.*
*Ο Αθανάσιος απαντά με τα “Κατά Ελλήνων” και “Περί
ενανθρωπήσεως”
-Οι Αρειανοί στηριζόμενοι σε φιλοσοφικές αρχές μιλούσαν λανθασμένα
για τη σχέση Θεού-Υιού (ο Υιός ως κτίσμα δεν είναι Σωτήρας). Η κρίση
αυτή συνεχίζεται με κακοδοξίες που αμφισβητούσαν το Άγιο Πνεύμα
και τις δύο φύσεις του Χριστού. Έτσι η Εκκλησία γινόταν (από τόπος
σωτηρίας ) ηθικολογικό σύστημα .
*Ο Αθανάσιος απαντά με το “Κατά Αρειανών”
-Ο Καίσαρας είχε λόγο πια στα της Εκκλησίας ,ακόμα και μέσα στις
Οικουμενικές Συνόδους (Νίκαια 325).
*Ο Αθανάσιος μιλά για τη σχέση Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας και
θεμελιώνει τη θεολογία της Οικομενικής Συνόδου.

ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ


α)Ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν».
Η θεολογία του Παύλου και του Ειρηναίου περί αναδημιουργίας των
πάντων στο πρόσωπο του Χριστού είχε ατονήσει.
Ο Αθανάσιος απαντούσε στους κακόπιστους λέγοντας πως το κακό
επινοήθηκε από τον άνθρωπο και δεν έχει δική του υπόσταση. Μόνο η
αγέννητη Τριάδα είναι αυθύπαρκτη και πηγή της αγαθότητας. Ο δε
άνθρωπος δημιουργήθηκε από το μηδέν από το Θεό δια του Λόγου του
«κατ΄εικόνα». Μόνο ό,τι συνδέεται με το Θεό αποκτά ύπαρξη που
σημαίνει πως ο άνθρωπος , όσο έχει θέα Θεού (η εικόνα του Θεού είναι
εντυπωμένη στο Λόγο), μπορεί να επικοινωνεί και να αγάλλεται με τον
Θεό.
β)Επιστροφή του ανθρώπου στο μη ον, στο μηδέν (πτώση).
Ο άνθρωπος οδηγείται στην πτώση και την ανυπαρξία βάζοντας στη
θέση του Θεού μη όντα (ειδωλολατρία). Παύει δηλαδή να έχει σχέση με
το Θεό .
Ο Αθανάσιος θεωρεί τον Άρειο άθεο εφόσον θεωρεί τον Υιό κτίσμα.
Επιπλέον παρατηρούμε πως δυσκολεύεται να εξηγήσει το κακό και την
ανυπαρξία αυτού και χρησιμοποιεί πλατωνικούς όρους (ον, μη ον ,
ψυχή-κάτοπτρο) .
Ο Αθανάσιος επισημαίνει τη δυσκολία του ανθρώπου να γνωρίσει
και να κοινωνήσει το Θεό αλλά και να κατανοήσει την δική του κτιστή
φύση και το αγέννητο του Θεού.
γ) Ο Λόγος «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» .
Ο Θεός επεμβαίνει στην ιστορία της ανθρωπότητας για να τον
θεραπεύσει. Ο δημιουργός Λόγος είναι αυτός που ανακαινίζει τη δική
του εικόνα στον άνθρωπο, αφού ο ίδιος είναι εικόνα του Πατέρα. Έτσι
ο άνθρωπος μπορεί πια να δει την εικόνα και την αλήθεια του Θεού
μέσα από το Λόγο .
Η ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΚΑΙ «Η ΦΥΣΕΙ ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΤΟΥ ΥΙΟΥ.
α)Ο Άρειος εισάγει την αρχή του χρόνου στην ζωή της Αγίας Τριάδας.
Ο Άρειος μιλώντας για τη γέννηση του Υιού εισήγαγε την αντίληψη
πως αγέννητο και άτρεπτο είναι ένα. Αγέννητος είναι μόνο ένας, ο
Θεός, και οτιδήποτε ακολουθεί, ακόμα και ο Υιός, είναι δημιουργήματα
εν χρόνω και μάλιστα με τη θέληση του Θεού. Η θέση αυτή του Άρειου
γινόταν εύκολα δεκτή .
Ο Άρειος στην ουσία εισάγει στη θεολογία τη φιλοσοφική θεώρηση
του «αγέννητου» και ειδικά στη ζωή της Αγίας Τριάδας την αρχή του
χρόνου με τον Υιό να καταλήγει κτίσμα.
Ο Αθανάσιος αντέταξε την αρχή του Αριστοτέλη ότι στη θεότητα δεν
ισχύει «πρότερον και ύστερον» και δεν υπάρχει διάστημα μεταξύ
Πατέρα και Υιού. Υπέδειξε ακόμα την προέλευση του Υιού έξω από το
χρόνο καθώς και την διαδικασία με την οποία προήλθε ο Υιός.
β) Φύσει γέννησις –φύσει Υιός.
Ο Αθανάσιος οδηγήθηκε στη θεολογία της «φύσει γέννησις» .Η
φυσική γέννηση στη θεότητα είναι ξένη ως προς το χρόνο και τη Θεία
Βούληση και προϋποθέτει ταυτότητα γεννώντος και γεννωμένου. Ο Υιός
έχει τη φύση του Πατέρα και είναι ομοούσιος Αυτού. Επίσης είναι
αΐδιος όπως και ο φυσικός του Πατέρας και δεν είναι κτίσμα. Δεν θα
υπήρχε αΐδιος Πατέρας αν δεν υπήρχε και αΐδιος Υιός (όπως ο Ήλιος και
το φως του).Το γεννάν είναι φυσική ιδιότητα του Πατέρα.
Ο Λόγος του Θεού δεν έχει αρχή και φυσικά διαφέρει από το λόγο
του ανθρώπου που είναι προφορικός, χωρίς υπόσταση, ενώ ο Λόγος
είναι φυσικός Υιός-υπόσταση ζώσα και ενεργούσα .
Ο Αθανάσιος δεν εξηγεί το πώς γεννά ο Θεός, αλλά επισημαίνει τη
σημασία και τις συνέπειές του στη σωτηρία του ανθρώπου. Η
επισήμανση αυτή είναι μερική εξήγηση της ζωής της Τριάδας και ο
Αθανάσιος ζητά να μην ψάχνουμε το πώς. Μόνο και μόνο η ομολογία
του κατά φύσιν Υιού αρκεί για την είσοδο στην αλήθεια.
γ)Η φυσική γέννηση του Υιού προηγείται της θείας βούλησης.
Η Θεία Βούληση δεν μπορεί να προηγείται της γέννησης του Λόγου
καθώς κάτι τέτοιο θα μας έκανε να αναζητήσουμε και άλλον Λόγο από
τον οποίο προήλθε και Αυτός .
Αντίθετα η Θεία Οικονομία και η αρχή του διαστήματος (της κτίσης
των όντων) είναι αποτελέσματα της Θεία Βούλησης. Έτσι η οικονομία
της ενανθρώπησης του Λόγου συνδέεται με το χρόνο ,το χώρο ,το
σκοπό και την αιτία και όχι με τη γέννηση του Υιού . Ο Υιός αεί και
όμοιος στην ουσία με τον Πατέρα.
δ) Ομοούσιον
Ο Αθανάσιος χρησιμοποιούσε πιο συχνά τον όρο «εκ της ουσίας του
Πατρός» και όχι το «ομοούσιος» που προτάθηκε από τη Νίκαια ως πιο
ακριβής όρος. Ο πρώτος όρος συνδέθηκε άλλωστε με το κλίμα της
εποχής και τη διαμάχη του αρειανισμού.
Ο Αθανάσιος φαίνεται να αναμείχτηκε σε θεολογικές συζητήσεις που
προκαλούσε ο Άρειος και χρησιμοποιεί σε επιστολές του όρους κλειδιά
(μονογενής, αληθινός, αΐδιος, Υιός αληθινός φύσει, φύσει μονογενής
κ.α.) για να αναπτύξει τη θεολογία του. Από τους όρους αυτούς
προκύπτει αβίαστα και το ομοούσιος. Πολλοί βέβαια αιρετικοί
χρησιμοποίησαν όρους του Αθανασίου με δικές τους ερμηνείες και η
χρήση του «ομοούσιος» τις απέκρουε.
ε)Διάκριση αληθείας και ορολογίας.
Ο Αθανάσιος καθώς περνούν τα χρόνια δε διστάζει να χρησιμοποιεί
διαφορετική ορολογία χωρίς να θυσιάζει την αλήθεια προκειμένου να
προσεγγίσει και μετριοπαθείς αιρετικούς.
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α)Σύναψη Θεού και ανθρώπου
Η Χριστολογία του Αθανασίου και της Εκκλησίας είναι απόλυτα
Σωτηριολογική. Ο Χριστός σώζει τον άνθρωπο ως αληθινός Θεός.
Ο Αθανάσιος καταγράφει από την Παράδοση και αποκρυπτογραφεί
με τη Θεία Φώτιση το σωτηριώδες έργο του Χριστού. Η σωτηρία και
θέωση του ανθρώπου πραγματώνεται μόνο εφόσον υπάρξει σύναψη
του Υιού του Θεού και του κτιστού .
β) Έπρεπε να πεθάνει ο θάνατος. Αφθαρτοποίηση το σώματος.
Για να πετύχει η σωτηρία πρέπει η ενανθρώπηση να είναι
πραγματική. Η Σωτηρία προϋποθέτει το θάνατο της φθοράς με τη
σάρκωση του Λόγου που θα οδηγούσε στην αφθαρσία του ανθρώπινου
σώματος και τη θέωση των ανθρώπων.
γ) Το θεολογείν
Οι αρειανοί θεωρούσαν ως μόνο αγέννητο και αΐδιο τον Πατέρα. Ο
Υιός ,ως τέκνο ,δεν μπορεί να υπάρχει πριν γεννηθεί. Η απόψεις αυτές:
α)Απομονώνουν από το μυστήριο της Αγίας Τριάδας τον Πατέρα.
β)Εισάγεται ο χρόνος στη γέννηση του Χριστού.
γ)Ο Λόγος ως κτίσμα δεν μπορεί να γνωρίζει τέλεια το Θεό. Έτσι ο Θεός
μένει τελικά άγνωστος στον κόσμο αφού δεν επικοινωνεί και βρίσκεται
σε απόσταση από τη δημιουργία.
Ο Αθανάσιος προσπάθησε να απαντήσει στον αγνωστικισμό του
Άρειου με γνώση που αντλούσε από την Παράδοση, τις Γραφές και την
κλασική παιδεία .Η σκέψη του δεν είναι φιλοσοφική αλλά κυρίως
βιβλική, απλή και θεολογική.
Η Γραφή ,για τον Αθανάσιο, είναι αυτάρκης για να δείξει την αλήθεια.
Όταν βέβαια υπάρχουν κακοδοξίες είναι απαραίτητος ο φωτισμός του
Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί κανείς χωρίς φωτισμό και μόνο με τη
φιλοσοφία να φτάσει την αλήθεια. Η Τριάδα μας παρέχεται η ίδια να
μετάσχουμε σε αυτή και να ανανεώσουμε τη Θεία Εικόνα μέσα μας
μέσω του Υιού.
δ) Οι Χριστολογικές δυσκολίες των αρειανών
Οι αρειανοί αναρωτιόντουσαν πως γίνεται ο Θεός να «τραπεί» και να
γίνει άνθρωπος-κάτι αδιανόητο για το θείο.
Άλλοι πάλι κακόδοξοι υποστήριζαν πως επειδή η θεία φύση του Υιού
δε μεταβάλλεται , ο Λόγος ήρθε, «επιφοίτησε» σε άνθρωπο όπως
γινόταν με τους προφήτες.
Μερικοί έλεγαν ακόμα πως ο Λόγος μετέβαλε τη φύση του, δηλ.
έλαβε σώμα «φύσει» και όχι «θέσει». Άρα το σώμα του Λόγου είναι πια
ο Λόγος . Μιλούσαν οπότε για τετράδα!
Ο Αθανάσιος τα απορρίπτει και εξηγεί τη σάρκωση του Λόγου ως
μυστήριο της Θείας Οικονομίας.
ε) «Ο λόγος σαρξ εγένετο» χωρίς να μεταβάλει τη φύση του
Ο Αθανάσιος υιοθετεί ταυτόχρονα δύο θεολογικές θέσεις που
ανταποκρίνονται στο σύμβολο της Νίκαιας (σαρκωθέντα και
εναθρωπήσαντα). Στη μία ο Λόγος έγινε σαρξ (άνθρωπος) και στην άλλη
ο Λόγος έλαβε σαρξ.
Το γεγονός αυτό έχει χρόνο και Θεία Βούληση καθώς ανήκει στη Θεία
Οικονομία. Το ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος δεν επηρεάζει τη Θεία Ουσία
του .Ο Λόγος είναι πάντα Θεός και για ορισμένο χρονικό διάστημα (;;;)
έγινε άνθρωπος ,πραγματικός άνθρωπος.
(Ο όρος Λόγος χρησιμοποιείται από τον Αθανάσιο στη θεολογία της
χριστολογίας και της ενανθρωπίσεως – τον όρο Υιό τον χρησιμοποιεί
για να περιγράψει τη σχέση του με τον Πατέρα)
στ) Η γένεση του ανθρώπου στον Λόγο κατά την ενανθρώπηση
Ο Λόγος μένοντας φύσει Θεός έλαβε σώμα και έγινε άνθρωπος.
Η σάρκωση του Λόγου είχε σαν αποτέλεσμα να μην ενεργεί το σώμα τις
αμαρτίες (λόγωσις) και οι άνθρωποι με τη δύναμη του Λόγου να
μπορούν να ξεπεράσουν τα πάθη και να γίνουν άφθαρτοι και αθάνατοι.
Ο ενανθρωπήσαντας Λόγος ήρθε να ανανεώσει την εικόνα του στον
άνθρωπο ,εικόνα που είχε αλλοιωθεί. Είναι Υιός του Θεού και γίνεται
Υιός του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αυθεντικός και να
γνωρίσει το Θεό ενωμένος με το Λόγο από τον οποίο και εξαρτάται.
Έχουμε δήλαδη τη γένεση του ανθρώπου στο Λόγο (στον Μονογενή ,
πρωτότοκο , καινό άνθρωπο Χριστό).
Ο Λόγος λαμβάνει σώμα και γίνεται άνθρωπος (όχι σώμα) χωρίς να
μιλάμε για ανθρώπινη υπόσταση (;;;) .Το σώμα άλλωστε ως υλικό δεν
έχει υπόσταση. Κάθε τι πνευματικό και υλικό του ανθρώπου ενώνεται
με το Λόγο και γίνεται ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος.
ζ)Στον Λόγο ενώνεται ολόκληρος ο άνθρωπος. Απάντηση στον πρώιμο
απολιναρισμό
Ο Απολινάριος υποστήριζε πως ο Λόγος έλαβε μόνο τη σάρκα και όχι
τον ανθρώπινο νου και την ψυχή. Τα τελευταία τα κατέλαβε ο ίδιος ο
Λόγος. Δεν μπορούσε δηλαδή να δεχτεί τις δύο τέλειες φύσεις του
Χριστού και θεωρούσε πως αν ο Λόγος προσελάμβανε τον τέλειο
άνθρωπο θα έπρεπε να προσλάβει και τις αμαρτίες του.
Ο Αθανάσιος ,από την άλλη ,θέτει την πρώτη βάση για τη θεολογία
της ολοκληρωτικής ένωσης του ανθρώπου με το Λόγο χωρίς όμως να
εμβαθύνει στο πώς.
Όταν λέμε πως ο Λόγος προσλαμβάνει τον άνθρωπο, εννοούμε πως
ανακαινίζει τη δική του εικόνα και αναλαμβάνει το χωρίς υπόσταση
σώμα. Η ανακαίνιση αυτή δε σημαίνει λήψη αμαρτίας αφού το
κατ΄εικόνα είναι «χάρις», δώρο και ενέργεια του Θεού. Το κατ΄εικόνα
παρά την πτώση υπάρχει στον άνθρωπο και ο Λόγος τον προσλαμβάνει
ολόκληρο ,ψυχή και σώμα. Η Εκκλησία άλλωστε μιλά για σωτηρία του
όλου ανθρώπου.
η) Τα ιδιώματα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως διασώζονται
Για να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει ο Χριστός να είναι συγχρόνως και
αληθινός Θεός και αληθινός-ολόκληρος άνθρωπος. Να ενεργεί και με
τις δύο φύσεις του. Η διάσωση τον ιδιωμάτων της θείας και ανθρώπινης
φύσης του είναι απόλυτη.
Ο Χριστός έκανε θαύματα ως άνθρωπος και έπασχε όταν έπασχε το
σώμα του ο Λόγος ήταν εκεί. Τα ανθρώπινα πάθη του Κυρίου
ονομάζονται αδιάβλητα πάθη και αποτελούσαν φυσικές ανθρώπινες
αδυναμίες και δεν ταυτίζονται με την αμαρτία εφόσον ιδιοποιήθηκαν
από το Λόγο. Είναι πάθη όχι του Λόγου του Θεού αλλά σάρκας Κυρίου
που «θεοφορείται» στον Λόγο.
θ)Η προκοπή του Ιησού και η προσκύνηση του Κυρίου
Στο ευαγγέλιο η προκοπή του Ιησού αφορά στην ανθρώπινη φύση του
και όχι στο Λόγο ο οποίος ως άτρεπτος Θεός δεν έχει τέτοιο ιδίωμα. Ο
Ιησούς προκόβοντας και ωριμάζοντας αυξανόταν η φανέρωση της
θεότητας του Λόγου μέσω του Ιησού ως οργάνου.
Όταν προσκυνούμε τον Ιησού, προσκυνούμε και τις δυο φύσεις του. Η
κτιστή του φύση ,το σώμα, θεώθηκε και αφθαρτοποιήθηκε στη
συνάφειά της με το Λόγο.

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Ο Αθανάσιος ήταν ο πρώτος θεολόγος της Οικουμενικής Συνόδου
και οι απόψεις του έγιναν απόλυτος οδηγός στη μετέπειτα Συνοδική
ζωή της Εκκλησίας. Αφορμή για να θεολογήσει στάθηκε η άρνηση των
αρειανών να υιοθετήσουν τη Σύνοδο της Νίκαιας (325).
Η σύγκληση Συνόδου γίνεται από επείγουσα ανάγκη στα πλαίσια
κάποιας κακοδοξίας που απειλεί την πίστη και την ενότητα της
Εκκλησίας. Αν η κακοδοξία δεν είναι νέα τότε η Σύνοδος καταφεύγει
στη Γραφή και την Παράδοση.
Μέλη της Συνόδου μπορεί να είναι μόνο όσοι έχουν ορθή πίστη,
σύμφωνη της Εκκλησίας. Τα μέλη αυτά επιτελούν το έργο τους με τον
φωτισμό και την αποκάλυψη του Αγ. Πνεύματος.
Οι συνοδικοί όροι αποτελούν δηλ. αποκάλυψη του βαθύτερου
πνεύματος των βιβλικών χωρίων και η αναζήτηση του κάτω από το
γράμμα της Γραφής. Ότι νέο εκφράζεται δεν πρέπει να αντιτίθεται σε
αυτά που ήδη διατυπώνει η Γραφή και η Παράδοση.
Η Εκκλησία θα προτιμούσε βέβαια να μείνει στους απλούς βιβλικούς
όρους αν οι κακόδοξοι δεν την ανάγκαζαν να χρησιμοποιήσει και μη
βιβλικούς όρους. Πάραυτα οι άγραφοι όροι των Συνόδων και πιστοί στη
Γραφή είναι και εκφράζουν το βαθύτερο νόημά της.
Οι αποφάσεις των Συνόδων έχουν κυρίως θετικό χαρακτήρα στη
διατύπωση της αλήθεια και δεν κατακρίνει άμεσα την κακοδοξία. Ο
αναθεματισμός των κακόδοξων ακολουθεί τη συνοδική απόφαση ,ώστε
οι πιστοί να τους αποφεύγουν.
Η Σύνοδος δεν είναι αυθεντία ούτε όλη η αλήθεια αλλά μέρος της
αλήθειας το οποίο παρεξηγείται κάθε φορά. Έτσι η Σύνοδος της Νίκαιας
είναι «αυτάρκης» ως προς την αίρεση του Άρειου. Αρκεί για να
ορθοδοξούν οι πιστοί και να κατακριθούν οι αρειανοί.
Η απόφαση μιας Συνόδου ως αυτάρκης είναι ορθή ,θεόπνευστη και
αμετάβλητη. Βέβαια η γλωσσική μορφή που εκφράζεται η αλήθεια
μπορεί να μεταβληθεί.
Ο Αθανάσιος δε διστάζει να προτείνει τον όρο «φύσει Υιός» στη θέση
του ομοούσιος που κάποιοι ορθόδοξοι τον βλέπουν με επιφύλαξη.
Ο Αθανάσιος στο πρόβλημα που αφορούσε τον πόλεμο κατά της
θεολογίας του και των αποφάσεων της Νίκαιας ακολούθησε μια
θεολογική θεώρηση που διέκρινε επίσκοπους και βασιλείς.
Ο αυτοκράτορας μπορεί να έχει τη βασιλεία ,αυτό όμως δεν του
επιτρέπει να αποφασίζει για τα εκκλησιαστικοθεολογικά. Μολονότι οι
αποφάσεις των Συνόδων συνοδεύονται από βασιλικά διατάγματα οι
μόνοι εγγυητές για την ορθότητα των αποφάσεων είναι οι επίσκοποι.
Αυτοί κρίνουν αν ο βασιλέας πιστεύει ορθόδοξα ,μπορούν να τον
συμβουλεύσουν ή ακόμα και να τον απειλήσουν με θεία τιμωρία.
ΕΡΓΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Ο Αθανάσιος παρά τις δύσκολες συνθήκες έγραψε πολλά έργα.
Επιδόθηκε στη συγγραφή από τα 25 ως τα 78 του χρόνια. Τα κείμενά
του δεν έχουν φιλολογική φροντίδα καθώς γράφτηκαν σε τόπους
εξορίας και συντάχθηκαν με βία για να προλάβουν την ενημέρωση.
Στον Αθανάσιο αποδίδονται κείμενα :
Πολεμικά, Επιστολικά, Αντιαρειανικά, Ιστορικοαντιαρειανικά,
Απολογητικά, Ασκητικά, Ερμηνευτικά, Ομιλίες , Αμφιβαλλόμενα
(κάποια κέιμενα γραμμένα στην κοπτική ) και Νόθα (σύγχρονων και
μεταγενέστερών του που χρησιμοποιούν το όνομά του).
*Πλήθος αποσπασμάτων μαρτυρούν πως έγραψε πολλά κείμενα που
έχουν χαθεί.
ΕΙΔΙΚΑ (σελ .310-323) *
Λόγος κατά Ελλήνων : Καταπολεμεί τις εθνικές-ελληνικές αντιλήψεις
περί Θεού, κακού και ειδωλολατρίας. Έχει και θετική παρουσίαση της
γνώσεως του Θεού και δη του θείου Λόγου.
Λόγος περί ενανθρωπήσεως του Λόγου και δια σώματος προς ημάς
επιφάνειας αυτού : Θέτει τις θεολογικές του βάσεις.
Επιστολαί εορταστικαί: Στα γράμματα αυτά γνωστοποιούσε την
ημερομηνία του Πάσχα και την έναρξη της Νηστείας σύμφωνα με την
ανάθεση της Α Οικουμενικής Συνόδου.
Λόγοι κατά Αρειανών 3 : Θέτει τις βάσεις της τριαδολογίας
αποκρούοντας τις θέσεις των αρειανών.
Περί της φυγής αυτού: Απολογείται με βιβλικά παραδείγματα για τη
δραματική φυγή του από την Αλεξάνδρεια
Βίος Αντωνίου : Πρώτη θεολογική θεμελίωση του μοναχισμού.
Επιστολή προς Άμουν μονάζοντα : Συμβουλές για το πώς
αντιμετωπίζονται ακούσια και άλλα σαρκικά αμαρτήματα.
Υποδεικνύεται η ανώτερη του γάμου οδός της παρθενίας.

*Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά μόνο κάποια έργα .


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (+378)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Εισαγωγή
Ο Μ. Βασίλειος θεμελίωσε την καππαδοκική θεολογία που ήταν
συνέχεια της θεολογίας του Αθανασίου. Πριν ακόμα πεθάνει ο
Αθανάσιος το κέντρο της θεολογίας είχε ήδη μεταφερθεί στην
Καισαρεία και την Καππαδοκία γενικότερα.
Ο Βασίλειος υπήρξε πολυτάλαντη φυσιογνωμία .Ρήτορας,
πειθαρχημένος, ευαίσθητος κοινωνικός και ασκητικός παράλληλα. Τρεις
παράγοντες επηρεάζουν τη σκέψη και τη δράση του :
• Το οικογενειακό του περιβάλλον μέσα από το οποίο έζησε την
Παράδοση της Εκκλησίας (γιαγιά Μακρίνα)
• Η παιδεία που απέκτησε στην Καισάρεια, την Κων/λη και την
Αθήνα. Σπούδασε επιπλέον αστρονομία ,μαθηματικά και ιατρική.
• Ο μοναχισμός και η χριστιανική άσκηση όπως τα γνώρισε στην
Αίγυπτο.

Ο Βασίλειος υπήρξε ταλαντούχος και γόνιμος συγγραφέας αλλά


πρωτίστως υπήρξε ποιμένας – όπως αποδεικνύεται από τις τρεις
εκατοντάδες και πλέον Επιστολές του. Βέβαια θα γράψει και σπουδαία
θεολογικο-οικοδομητικά κείμενα που θα επηρεάσουν βαθύτατα τις
επόμενες γενεές. Τα έργα του διακρίνονται σε :
Επιστολές : Περιλαμβάνει 368 επιστολές το περιεχόμενο των οποίων
καλύπτει εκκλησιαστικά προβλήματα διαφόρων ειδών. Κάποιες
πρόκειται και θεολογικές διατριβές μεγάλης σπουδαιότητας.
Ηθικά : Γραμμένα την εποχή της πρώτης ασκήσεως του στα Άννισα
(359) .Περιλαμβάνει 80 «όρους» ,προτροπές για το χριστιανικό βίο
θεμελιωμένες με χωρία της Κ.Δ.
Ασκητικά : Έργο που συντάχθηκε ως απάντηση σε ερωτήσεις μοναχών ή
σε που επινοούσε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται για πρόδρομα
ασκητικο-κανονιστικά κείμενα μεγάλης αξίας και αποδοχής.
Πρόλογοι : Σύντομα κείμενα που προτάσσονταν σε Ασκητικά και Ηθικά.
Προς τους νέους : Μεταξύ 359-362 και απευθύνεται στους νέους μέσα
στην εποχή των Ιουλιανών απαγορεύσεων. Έργο που άσκησε μεγάλη
επίδραση στη χριστιανική παιδαγωγική.
Κατά Ευνομίου : Θεμελιώδες έργο της θεολογίας του.
Εις την εξαήμερον ομιλία Θ΄: Γραμμένο στη δύση της ζωής του .Ένα
έργο που θεμελιώνει το ευνόητο του δημιουργού και της δημιουργίας
από το μηδέν μέσα από την Π.Δ. και τη θύραθεν παιδεία.
Λειτουργικά : Διαμόρφωσε την ακολουθία των Ωρών (7 ευχές και
Ψαλμοί), ενίσχυσε την αντιφωνική ψαλμωδία , εισήγαγε το δοξολογικό
τύπο ( …συν τω Άγιω Πνεύματι) , διευθέτησε τις κινήσεις στο Άγιο βήμα
και πρόσθεσε ευχές στη Θεία Λειτουργία.
Η Λειτουργία που φέρει το όνομά του και διαβάζεται 10 φορές το
χρόνο, δεν την έγραψε αυτός ,αλλά έχει πολλά στοιχεία του.
Εις τους Ψαλμούς ομιλίαι 15 : Ερμηνευτικές ομιλίες στους Ψαλμούς.
Ομιλίαι : Κείμενα ερμηνευτικά και οικοδομητικά δύσκολης
χρονολόγησης.
Περί του Αγίου Πνεύματος : Απάντηση στους πνευματομάχους.
Αποσπάσματα : Ερμηνεία αποσπασμάτων της Κ.Δ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ (+390)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Γρηγόριος υπήρξε ο ποιητής που έγινε μεγάλος θεολόγος.
Απέφευγε συστηματικά τη δραστηριοποίηση του στο έργο της
Εκκλησίας έχοντας κλίση προς το νηπτικό βίο. Όμως ως θεολόγος και
μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε και ποιμαντικό έργο
ανέλαβε.
Προϋποθέσεις της θεολογίας του
Τόσο οι σπουδές όσο και η σχέση του με τον Βασίλειο σημάδεψαν τη
θεολογία του και ανασταλτικά αλλά και δημιουργικά.
Το κύρος του Βασιλείου ανέκοπτε τη θεολογική κορύφωση του
Γρηγορίου αν και τελικά ο Γρηγόριος διεύρυνε τον ορίζοντα του
Βασιλείου.
Εκφράζει την πεποίθηση πως η θεολογία ασκείται με προϋποθέσεις
που η ίδια η Εκκλησία δημιουργεί και κάνει σαφή διαχωρισμό του
θεολογείν και του φιλοσοφείν. Διέκρινε τον κίνδυνο η αλήθεια του
Θεού να μεταστοιχειωθεί σε φιλοσοφία και επισημαίνει πως άλλο η
φιλοσοφική δομή της αλήθειας και άλλο η αλήθεια. Αν και ιδιαίτερα
κριτικός δίνει τη εντύπωση πως χωρίς τη θύραθεν φιλοσοφία η
θεολογία είναι αδύνατη .
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ (+394)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Εισαγωγικά
Ο Γρηγόριος ο Νύσσης υπήρξε ο πρώτος θεολόγος του νηπτικού βίου
και αδερφός του Μ. Βασιλείου . Συνέχισε την τριαδολογία και την
πνευματολογία του αδερφού του , όπως και την χριστολογία του
Γρηγορίου του Θεολόγου. Τις διεύρυνε και τις βελτίωσε.
Οι κακοδοξίες τις εποχής υπήρξαν αφορμή για το μεγαλειώδες έργο
του .Πρόκειται για μια ανθρωπολογική θεολογία αναφέροντας τον
άνθρωπο ως έμψυχο ομοιώματος του Θεού. Κάνει σαφή διάκριση του
κτιστού –άκτιστου. Μιλά για το θείο ως “αγέννητο” και “ατέλευτο” .
Κάνει διάκριση του θείου ως όντως όντος και του εγκόσμιου ως
υφεστώτος μόνο εφόσον σχετίζεται με το Θεό. Από το χώρο της
τριαδολογίας κινείται στο χώρο της Οικονομίας.
Η κατανόηση του έργου του είναι αρκετά δύσκολη λόγω του έντονα
φιλοσοφικού τρόπου εργασίας του. Τον διακρίνει η παραδοσιακότητα
και η δημιουργικότητα. Θεολογεί δηλαδή σύμφωνα με τη διδασκαλία
των Πατέρων αλλά και σημαδεύουν το έργο του τα εκκλησιαστικά
προβλήματα, τα διανοητικά του χαρίσματα, η πλούσια παιδεία του
και οι έντονες θείες εμπειρίες του.
Η Εκκλησία τιμά τον Νύσσης όσο λίγους από τους θεολόγους της και
μάλιστα η Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος τον χαρακτηρίζει “Πατέρα των
Πατέρων”.

You might also like