You are on page 1of 6

NIKOS KACHTITSIS, VULNERABLE POINT, 1949 Fourteen Poems of Youth

ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ, ΤΡΩΤΟ ΣΗΜΕΙΟ, 1949, Δεκατέσσερα Νεανικά Ποιήματα


Μετάφραση Γιώργος Δανιήλ
 
 
 
Δεν ήθελα την αιωνιότητα
Καιρό μόνο ζητούσα
 
Δ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ
 
 
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΛΩΤΟΥ ΚΙ Ο ΛΩΤΟΣ
 
Είσαι το μυστικό δέντρο
που μ’ ανάστησε
μες στον ανήλεο
Φλεβάρη.
Το δέντρο που μ’ έθρεψε
με το αθώο γάλα
των περασμένων.
 
Είσαι το δέντρο του Λωτού
κι εγώ είμ’ ο Λωτός
που ωριμάζει αργά
κι αφού πια ωριμάσει
πεθαίνει από αηδία.
 
 
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
 
Μοιάζω με άνθρωπο
που μόλις ήρθε
από κηδεία
με ποτισμένο το μαντίλι του
σ’ αρώματα πικρά.
 
Εδώ λοιπόν δε θάβουν
τους νεκρούς τους ;
Τάφους δε βλέπω εδώ.
Που ‘ναι τα κυπαρίσσια
οι ροδοδάφνες
οι μυρτιές ;
 
 
ΑΔΙΕΞΟΔΟ
 
Ο σωσίας μου
συλλέκτης μεσαιωνικών κλειδιών
ζει κάπου αλλού,
στη Λιθουανία υποθέτω
ή πιθανόν στη Σαμαρκάνδη.
 
Και δέ θ’ αυτοκτονήσει
πριν ανταμώσουμε και πάλι
στο Εδιμβούργο.
 
 
AETATIS 23
 
Ο καιρός είναι νέος
κι εμείς είμαστε πολύ γέροι.
 
Στο παγωμένο απογευματινό
φως του Νοέμβρη
ο άνεμος σφυρίζει
κατεβαίνοντας
απ’ τα μουντά
βουνά της Αλβανίας.
 
Και μια βοσκοπούλα
παίζει τα’ αρχαίο σουραύλι
για τις ριγηλές ανεμώνες
και τα φίδια.
 
 
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ
 
Μνήμες, μην έρχεστε!
 
Η μουσκεμένη
εχθρική γη μυρίζει
σαν το νιόσκαφτο μνήμα
του Κρίνου Κοριτσιού
της θύμησης μου.
 
Η σαλαμάνδρα
υφαίνει ντροπαλό
τραγούδι
κι εγώ μαζεύω
κόκκινα φύλλα, έντομα κι άνθη του αγρού
για το λεύκωμα σου.
 
 
ΧΑΜΕΝΟΣ
 
Δεν μπορώ πια να περάσω
μες’ από τούτη την αλέα του Χρόνου
δίχως τα κίτρινα μου γάντια
και τη μάσκα της αυστηρότητας.
Γιατί χιλιάδες φιλύποπτα μάτια
πίσω από τους θάμνους
με κατασκοπεύουν.
 
Όχι, δεν είναι τούτη
η εποχή μου.
Ωστόσο περιμένω μ’ ελπίδα
την ημέρα
που τα ηλιοτρόπια
κι οι μανόλιες
θ’ ανθίσουν για πάντα.
 
Τότε θα χρειαστεί να τιμωρήσω
το φίδι που φτύνει
το φαρμάκι του στη σάρκα μου.
 
 
ΑΔΡΑΝΕΙΑ
 
Ο μολυβένιος ουρανός
μου σφεντονίζει ένα τρελό φεγγάρι
καταπρόσωπο,
κι η Γη
θρηνεί τα τέκνα της
που χάθηκαν
στα πορφυρά πεδία των μαχών.
 
Απόψε ο νους μου παέι
σ’ αυτούς που κάνουν το ταξίδι
Κορνουάλη – Σφαξ
Κι Αμβούργο – Άγνωστο.
 
 
ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ
 
Στάθηκα στην καμπή του δρόμου
στο βουνό με τα βράχια,
κι ένα βοσκόπουλο
μου πρόσφερε μαύρο
γλυκό ψωμί, νερό
και πικραμύγδαλα.
 
Λιβάδια ζοφερά την αυγή,
ομιχλώδη βουνά της Μουργκάνας,
τοπία νεκρά,
μου’ χετε κλέψει τα νιάτα
και το γέλιο.
 
 
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
 
Τ’ ωχρό φεγγάρι
μοιάζει με το κεφάλι
ανήσυχου παιδιού
που ερωτεύτηκε
τη δασκάλα του
και μιάν άνοιξη πέθανε
από βλογιά
 
Απόψε ο μανιασμένος άνεμος
μου θυμίζει έντονα
νύχτες αγάπης
στην οδόν Αγίου Ανδρέου.
 
 
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
 
Είν έξοχη η στογμή
όταν ανοίγεις
το κουτί της φαντασίας σου
και ξεχειλίζουν αρώματα
μεθυστικά
θυμίζοντας σου
την από καιρό χαμένη βεντάλια της Πενθεσιλείας
που βρέθηκε απροσδόκητα ένα απόγευμα
σε κάποιο βελουδένιο κήπο …
 
Μα γρήγορα τα μάτια σου εξαντλούνται,
μια στιγμή ήταν αυτό, τίποτα παραπάνω,
και μονομιάς
όλα χάνονται :
οι ταινίες
τα γράμματα
τα ξηραμένα άνθη.
 
 
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ
 
Μ’ αρέσει η φιλία
της ομίχλης
μ’ όλο που νιώθω
ένα υγρό φορτίο
αηδίας
στο λαιμό μου
όταν της κουβεντιάζω
 
Μα σαν αποτραβιέμαι
με σιωπηλά φευγαλέα βήματα
μες στα ερείπια,
τότε υποφέρω αληθινά
και μ’ αγωνία την περιμένω
να’ ρθει πάλι
με νέα οράματα
καινούρια μουσική.
 
 
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΨΗΛΟ ΚΑΠΕΛΟ
 
Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία
ότι μια νύχτα καταθλιπτική
που θα πλανιέμαι ολομόναχος
σ’ έναν καταχνιασμένο δρόμο,
θα ξεπροβάλει κάποιο χέρι
απ’ το παράθυρο ενός μαύρου ταξί
και θα με πιστολίσει από μοιραίο
αναπόφευκτο λάθος.
 
Μα τέτοιο λάθος
θα’ ταν το πιο τέλειο
στη ζωή μου,
η τελευταία
κι εκλεκτότερη μου
εμπειρία.
 
 
ΑΔΕΙΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
 
Λυκόφωτο γκρίζο
στην παγερή οδόν Αυτοκτονίας
κι οι ανεμοδείκτες
όλοι γυρνούν προς τον τάφο
εκείνου του υστερικού αηδονιού
που δολοφόνησαν χτές βράδυ.
 
Κάποιο γήινο μάτι
σέ μιάν απόμακρη γωνιά αυτού
του έρημου πάρκου κατασκοπεύει
τα χαλύβδινα αγάλματα
και τις μοναχικές σιλουέτες
που τριγυρίζουν δίχως λόγο
στα ομιχλώδη μονοπάτια
σφυρίζοντας πένθιμους σκοπούς.
 
Μόλις γλιτώσω
απ’ αυτήν την ασπρίλα
θα πρέπει ν’ αγοράσω ένα πιστόλι
για να σκοτώσω το φάντασμα
που κουρνιάζει στο κρανίο μου
και με κατηγορεί κάθε φορά που λείπω.
 
Τα μεσάνυχτα οι φτωχοί ποιητές
με χειρόγραφα στις τσέπες
των φθαρμένων μαύρων κοστουμιών τους
στέκουν ακίνητοι σαν παγωμένοι
στο πλακόστρωτο του λιμανιού
προσμένοντας μ’ απελπισία τον Άνθρωπο
που δεν έρχεται από πουθενά
και που δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει
αφού δεν υπάρχει.
 
Όταν ήμουν παιδί
μισούσα ένα κοκαλιάρικο κορίτσι
και το βασάνιζα συνέχεια
μες στον περίβολο του κήπου.
 
Ύστερα από ‘ναν τρομερό σεισμό
που κλόνισε το νοσοκομείο
κι ολόκληρη την πόλη,
τα τζάμια του αδειανού κτιρίου
οι καθρέφτες και τα ανθογυάλια,
όλα κείτονται χάμω συντρίμμια
κι άνεμος κουβαλά
ένα σιδερένιο φέρετρο στον ορίζοντα.
 
Τεντώνει τ’ ωχρό του χέρι
να πάρει το ξεφλουδισμένο πορτοκάλι
από το πιάτο…
μάταια όμως˙ δεν μπορεί να το φτάσει.
 
 
ΤΡΩΤΟ ΣΗΜΕΙΟ
 
Μες σ’ όλο τούτο τα’ απέραντο
διάστημα του Χρόνου
η επιφάνεια της Γης άρχισε πια
να διαβρώνεται
ενώ αυτή ακόμα περιφέρεται
με λυσσαλέο σφύριγμα
στο Χάος.
 
Και δε θα σταματήσει ποτέ
αν ένας αρχιτέκτων
δεν την χτυπήσει με σφυρί
 στο πιο τρωτό της σημείο.
 
Μα μέχρι τότε
υπάρχει άφθονος καιρός
και τα κτίρια τα χτίζουν
μ’ ανθρώπινα κόκκαλα,
οι άνθρωποι σπάζουν τα ρολόγια τους
να σταματήσει ο χρόνος
βάφουν τα πρόσωπα τους
με διάφορα χρώματα
για να προφυλαχτούν
απ’ τον επερχόμενο Καύσωνα.
 
Κι όπως κυλούνε τα χρόνια
ολισθαίνουν βαθμιαία στον τρόμο
αλλά και στην ψευδαίσθηση
πως θα βγουν σώοι
από την τελική καταστροφή
 
 
 
 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΝΙΗΛ,
Ο ΛΕΠΙΔΟΠΤΕΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ, ΑΘΗΝΑ 1981

You might also like