You are on page 1of 10

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ AΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ EΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΠ22


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ:
ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

ΤΡΙΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«Μεγάλου Βασιλείου, Εννέα Ομιλίαι εις την εξαήμερον»

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ:
ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
Α.Μ.: 128922

ΤΜΗΜΑ: ΗΛΕ54

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ:


ΠΕΤΣΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2020 - 2021

ΡΟΔΟΣ 08/03/2021

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή……………………………………………………………………..……….3
Η μελέτη της φύσης…………………...………………………………………………3
Το κοσμοείδωλο του Μ. Βασιλείου σε σχέση με το αριστοτελικό…………...………4
Η ειμαρμένη……………..…….…………………………………………………….…7
Συμπεράσματα.…..………………………………………………………………….…9
Βιβλιογραφία…………………………………………………………………………10

2
Εισαγωγή

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, προσπαθώντας να συμβιβάσουν το ήδη


διαδεδομένο ερμηνευτικό σχήμα της κοσμολογίας με τη χριστιανική εκδοχή της στη
Γένεση, συνέγραψαν τις Εξαημέρους.1 Οι εννέα Ομιλίαι εις την εξαήμερον είναι
κηρύγματα που γράφτηκαν και εκφωνήθηκαν από τον Μεγάλο Βασίλειο,
προκειμένου να ερμηνεύσει τη Γένεση, υμνώντας την πλάση ως δημιουργία του Θεού.
Διατύπωσε το μήνυμά του με απλό και εύληπτο τρόπο, χρησιμοποιώντας κατανοητές
αλληγορίες και αποφεύγοντας τη χρήση επιτηδευμένων φιλοσοφικών εννοιών.2
Στην παρούσα εργασία θα εξετάσουμε τους λόγους προτροπής του για τη
μελέτη της φύσης, το κοσμοείδωλό του σε σχέση με το αριστοτελικό και την άποψή
του για την ειμαρμένη.

Η μελέτη της φύσης

«“Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην (Γεν. 1,1)”» (Ομιλία Α΄,
α΄1). Ο Βασίλειος, ξεκινώντας την Ομιλία του με την εναρκτήρια πρόταση της
Γενέσεως, κηρύσσει ότι, στην περίπτωση που κάποιος προτίθεται να πραγματευτεί
την κοσμογονία, πρέπει να μιλήσει για «την Αρχήν της δακοσμήσεως των όσων
βλέπομεν» (ό.π.), αφού η δημιουργία του σύμπαντος δεν εμφανίστηκε αυτομάτως
(όπως υπέθεσαν κάποιοι [υπονοώντας τους παγανιστές φιλοσόφους]), αλλά οφείλεται
στον Θεό. Επομένως, ο ερευνητής πρέπει να μελετά εξετάζοντας συστηματικά «προς
πάσαν κατεύθυνσιν» (ό.π.), προκειμένου να ανακαλύψει τον δρόμο για την
κατανόηση της έννοιας «του Θεού όπως πρέπει» (ό.π.). Έτσι, αφού το σύμπαν έχει
αρχή και δημιουργήθηκε, παροτρύνει τον ερευνητή να μάθει την ταυτότητα εκείνου
που του έδωσε αυτή την αρχή και τον δημιούργησε (Ομιλία Α΄, β΄10).
Ο Βασίλειος αντιλαμβάνεται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο τον κόσμο ως μια
απτή πραγματικότητα, χωρίς να αναζητά καμιά κρυφή υπερφυσική ουσία.
Θεμελιώδες και πρωταρχικό στοιχείο της επιβεβαιωμένης γνώσης αποτελεί το
εμπειρικό δεδομένο, ενώ ένα δεύτερο στοιχείο συνιστά η ενάργεια που εξάγεται
αφαιρετικά από την ερμηνεία του. Για τον Βασίλειο, όσοι εκφράζουν θεωρίες που

1
Κατσιαμπούρα 2005: 147-148.
2
Νικολαΐδης 2017: 37-38.

3
αντίκεινται σε προφανή λογικά συμπεράσματα στηριγμένα σε εμπειρικά δεδομένα,
προκειμένου να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, «αντιβαίνουσιν προς την ενάργειαν».3
Ως εκ τούτου, δεν είναι αρκετή μόνο η εμπειρική μαρτυρία, αφού υπάρχει
περιορισμένη οριοθέτηση στον εμπειρικώς αντιληπτό κόσμο. Ο ερευνητής θα πρέπει
να διευρύνει τα όρια αυτά μέσω της λογικής πνευματικής ενέργειάς του· θα ήταν
αφέλεια να πιστεύει πως μπορεί να πραγματοποιήσει μετρήσεις στη ζώνη των
ουράνιων σωμάτων μόνο μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας· για την εξεύρεση
ορθών αποτελεσμάτων τέτοιου είδους υπολογισμών είναι απαραίτητος ο «λογισμός»,
με τον οποίο επιτυγχάνεται ακριβέστερα η προσέγγιση της αλήθειας, παρά με την
εμπειρία. Άλλωστε, ο φιλόσοφος προβαίνει σε έλεγχο θεωριών με τη βοήθεια
λογικών επιχειρημάτων, τα οποία αφορμώνται από τη δομή αυτών των θεωριών,
καταλήγοντας στην αναίρεσή τους με την αποκάλυψη εσωτερικών αντιφάσεων
μεταξύ των συστατικών τους στοιχείων.4
Για τον Βασίλειο, ο απείρου κάλλους φυσικός κόσμος είναι αξιοθαύμαστος,
μεγαλειώδης και πλήρης νοήματος. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος δεν πρέπει στο προσωρινό
του πέρασμα από αυτόν να μένει αδιάφορος και βουβός, αλλά να τον μελετά, να τον
ερευνά και να τον εξετάζει σε βάθος· γιατί ο κόσμος αυτός είναι για τον άνθρωπο το
μεγαλύτερο σχολείο, μέσα στο οποίο γυμνάζεται, εκπαιδεύεται και μορφώνεται,
αποτελώντας ταυτόχρονα το ενδιαίτημά του και ένα μεγαλοπρεπές έργο τέχνης.5

Το κοσμοείδωλο του Μ. Βασιλείου σε σχέση με το αριστοτελικό

Ο φυσικός/γήινος κόσμος του Αριστοτέλη συντίθεται από τα τέσσερα


στοιχεία της προσωκρατικής φιλοσοφίας: τη γη, το ύδωρ, τον αέρα και το πυρ. Τα
φαντάζεται ως σφαίρες που καταλαμβάνουν διαφορετικούς χώρους (από κάτω προς
τα πάνω αντίστοιχα), αποδεχόμενος τον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους και τη
σύνθεση των σωμάτων από ένα μείγμα τους. Ως υλικό των ουράνιων σωμάτων
προσδιορίζει μία πέμπτη, πύρινη ουσία («πεμπτουσία»), τον αιθέρα.6 Τέσσερα είναι
και τα αίτια που διέπουν τις φυσικές διαδικασίες: το «υλικόν» (η ύλη ενός
πράγματος), το «ποιητικόν» (αυτό που ώθησε το πράγμα να πάρει τη μορφή του), το
3
Βέικος 1973: 13.
4
Βέικος 1973: 14.
5
Βέικος 1973: 20.
6
Vegetti 2000: 238.

4
«μορφικόν» (η ουσία και το είδος του πράγματος) και το «τελικόν» (ο σκοπός του
«γίγνεσθαι» του πράγματος).7
Ο κόσμος του Βασιλείου αποτελείται από τα ίδια τέσσερα στοιχεία,
διατεταγμένα με τον ίδιο τρόπο, με το πυρ να είναι το κυριότερο συστατικό των
ουράνιων σωμάτων. Η διαφοροποίηση της ύλης συνοδεύεται από μια ανάλογη των
ποιοτήτων· η φωτιά είναι θερμή, ο αέρας υγρός, το νερό ψυχρό και η γη ξηρή, χωρίς
όμως οι ποιότητες αυτές να είναι αμιγείς, καταδεικνύοντας τους αμοιβαίους δεσμούς
μεταξύ των στοιχείων, τα οποία κινούνται συνταιριασμένα σε έναν αρμονικό κύκλο
(όπως πρέσβευε και ο Αριστοτέλης). Ο Βασίλειος τείνει προς την αναγωγή της
πραγματικότητας των πάντων σε ποιότητες· ως εκ τούτου, «η ύλη συνίσταται στο
σύνολο των αισθητών ποιοτήτων της»,8 ενώ δεν θεωρείται πια «αρχή» (όπως στην
πλατωνική κοσμολογία), αλλά τμήμα της δημιουργίας, πλασμένη κατάλληλα και
ταυτόχρονα με την πρόθεση κατασκευής του κόσμου από τον Δημιουργό,
προκειμένου να του δώσει μορφή. Αν η ύλη προϋφίστατο της δημιουργίας, τότε ο
Θεός θα εξαρτάτο από αυτήν και θα ήταν ομότιμή Του, κάτι αδιανόητο.9
Το αριστοτελικό κλειστό, πεπερασμένο και ιεραρχημένο σύμπαν αποτελείται
από τις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους περιοχές, την υποσελήνια και την
υπερσελήνια. Η πρώτη υπόκειται σε συνεχείς μεταβολές, με τα σώματα να κινούνται
πεπερασμένα και ευθύγραμμα. Η δεύτερη είναι άφθαρτη και αμετάβλητη, με τους
απλανείς αστέρες να κινούνται αέναα με ομαλές και τέλειες κυκλικές κινήσεις,10
ευρισκόμενοι πάνω στην έσχατη -ως υλικό περίβλημα πεπερασμένων διαστάσεων-
σφαίρα μιας σειράς ομόκεντρων σφαιρών (σύμφωνα με τη θεωρία του Ευδόξου),
πάνω στις οποίες κινούνται τα ουράνια σώματα, γύρω από τη σφαιρική, ακίνητη γη
που είναι στο κέντρο.11
Ο Βασίλειος δέχεται την (ως άνω) αριστοτελική (και πτολεμαϊκή) περιγραφή
και χωροθέτηση της γης, καθώς και την ομαλή κυκλική περιστροφή της σφαίρας των
απλανών αστέρων και της κίνησης του ήλιου γύρω της.12 Το σύμπαν καλύπτεται από
το στερέωμα, ένα στερεό όριο, το οποίο αποτελεί το ακρότατο σημείο του ορατού
κόσμου και το σύνορό του από τον νοητό. Οι δύο κόσμοι δεν έχουν τίποτα κοινό

7
Vegetti 2000: 231.
8
Βέικος 1973: 16-17.
9
Βέικος 1973: 15.
10
Χριστιανίδης κ.ά. 2000: 134.
11
Vegetti 2000: 239.
12
Κατσιαμπούρα 2005: 146, 149.

5
μεταξύ τους, παρά μόνο το φως, το οποίο προϋπήρχε του ήλιου και διαχύθηκε στο
σύμπαν τη στιγμή της δημιουργίας, πλημμυρίζοντας και τους δύο κόσμους. Τίποτα
από τον υλικό κόσμο δεν διαπερνά τον πνευματικό, παρά μόνο οι αθάνατες ψυχές,
που είναι δημιουργήματα του φωτός και προσωρινοί επισκέπτες του χωροχρονικού
σύμπαντος. Κατ’ επέκταση, το στερέωμα είναι αδιαπέραστο και από τον χρόνο, ο
οποίος είναι ένας ιδιάζων τρόπος ύπαρξης του υλικού κόσμου.13
Για τον Αριστοτέλη, ο χρόνος είναι μια διάσταση της κίνησης, χωρίς την
οποία [ο χρόνος] δεν υφίσταται.14 Ο αριστοτελικός κόσμος είναι αιώνιος και
αγέννητος, παρά την επικρατούσα συνεχή μεταβολή στη φύση, καθώς είναι αιώνια
και τα φυσικά είδη από τα οποία απαρτίζεται, ενώ η σταθερότητά τους δεν αποκλείει
τη συνεχή εσωτερική μεταβολή τους.15 Η φυσική μεταβολή ταυτίζεται με την κίνηση
(το ουσιωδέστερο χαρακτηριστικό της φύσης)16, την ατελή «εντελέχεια» του
«δυνάμει» όντος, που σταματά με την επίτευξη του προδιαγεγραμμένου «τέλους»,
του σκοπού του, λειτουργώντας «τελεολογικά».17
Ο Βασίλειος τάσσεται σθεναρά κατά της αριστοτελικής θεωρίας περί της
αιωνιότητας και της ανυπαρξίας αρχής και τέλους του κόσμου, ενώ εγκολπώνεται την
κοσμολογία της Γενέσεως περί της εκ του μηδενός «δημιουργίας του κόσμου από τον
χριστιανικό δημιουργό».18 Ως εκ τούτου, ο αισθητός κόσμος δεν χαρακτηρίζεται από
αναρχία και αιωνιότητα·19 ό,τι έχει χρονική αρχή, αναμφίβολα θα έχει και τέλος
(Ομιλία Α΄,γ΄13). Ο χρόνος -ως απαραίτητο επακόλουθο της δημιουργίας του
περιστρεφόμενου στο διάστημα στερεώματος- συσχετίζει την κοσμική κίνηση και τον
χώρο, μια σχέση που υποδηλώνει ότι δεν ήταν δυνατή η ύπαρξη πρώτης στιγμής του
χρόνου.20 Έτσι, ο χρόνος και η αιωνιότητα, ποιοτικά διαφέρουν απείρως, αφού ο
χρόνος έχει αρχή, ενώ η αιωνιότητα δεν έχει. Ο Θεός δεν δημιούργησε «εν χρόνω»,
αλλά «εν αρχή», δηλαδή στιγμιαία, σε μιαν άχρονη στιγμή, με το στερέωμα να
προηγείται ως παράγοντας του χώρου και της κίνησης, ενώ ο χρόνος αποτελεί
απείκασμα της αιωνιότητας που τον γέννησε.21

13
Βέικος 1973: 18.
14
Κάλφας 2015: 61.
15
Κάλφας 2015: 63.
16
Vegetti 2000: 235.
17
Κάλφας 2015: 59-60, 63.
18
Κατσιαμπούρα 2005: 148.
19
Βέικος 1973: 14.
20
Βέικος 1973: 18.
21
Βέικος 1973: 19.

6
Αντιστοίχως, ο χρονικός κόσμος συνιστά [για τον Βασίλειο] απεικόνιση του
άχρονου προτύπου του, το οποίο είναι έκφραση της σκέψης του Δημιουργού. Το
σύμπαν, αποτέλεσμα ενός μεγαλόπνοου σχεδίου του θείου νου, είναι οργανωμένο, με
τα πάντα να βρίσκονται σε τάξη και σε μια αρμονική συναρμογή, δηλώνοντας την
αγάπη και τη σοφία του Δημιουργού. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, ο Πλάστης
εγκατέστησε το πλέον προνομιούχο και προικισμένο δημιούργημά του, τον άνθρωπο,
ο οποίος -αν και φθαρτός και πρόσκαιρος ως προς την ύλη, αλλά άφθαρτος, άχρονος
και αιώνιος ως προς το πνεύμα- συνιστά τον ζωντανό συνδετικό κρίκο μεταξύ
χρονικού και αιωνίου.22
Η αριστοτελική διμερής ψυχή (απαλλαγμένη από την πλατωνική πλήρη
αυτονομία και ανεξαρτησία της από το σώμα) είναι θνητή ως λειτουργική δομή και
«μορφή» του σώματος, αλλά αθάνατη ως «ενεργητικός νους», αφού -ως προς το
δεύτερο- ομοιάζει με τον θεό.23 Αυτός ο θεός, το αιώνιο «Πρώτο Κινούν Ακίνητο»
έδωσε την πρώτη ώθηση στο εξώτατο συμπαντικό πέρας24 (μέσω των κινούντων των
αστρικών σφαιρών) προκαλώντας τις κινήσεις της σελήνης, του ήλιου και των
επίγειων στοιχείων· δρώντας ως «ποιητικόν» και «τελικόν αίτιον» και ως
«αντικείμενο έρωτος» με τις ιδιότητες μιας ύψιστης θεότητας, είναι άυλο, μη εκτατό,
μοναδικό και τέλειο, καθαρή ενέργεια και μορφή, «νόησις νοήσεως» (νοώντας μόνο
τον εαυτό του). Όμως, δεν γνωρίζει και δεν δημιούργησε το σύμπαν, αλλά εγγυάται
τη σταθερότητα και την ενδογενώς υπάρχουσα ευταξία του, χωρίς, εντούτοις, να
παρεμβαίνει στις ανθρώπινες ζωές και στη φυσική τάξη με την πρόνοιά του, διότι δεν
του το επιτρέπει η ανώτερη των πάντων φύση του να ασχολείται με υποδεέστερά του
θέματα.25

Η ειμαρμένη

Οι Τρεις Ιεράρχες, αναλύοντας και ερμηνεύοντας τα κείμενα της Αγίας


Γραφής, καταδεικνύουν ότι τα πάντα κατευθύνονται από τη θεία Πρόνοια και όχι από
την τύχη ή την ειμαρμένη.26 Για τον Βασίλειο, η δυσκολία των ανθρώπων να
αντιληφθούν ότι όλες οι οντότητες διακυβερνώνται από τη θεία Πρόνοια οφείλεται

22
Βέικος 1973: 20.
23
Vegetti 2000: 244, 247.
24
Κάλφας 2015: 62.
25
Vegetti 2000: 241-243.
26
Νίκου 2007: 104.

7
στη μικροψυχία τους και στο ότι δυσκολεύονται να αποδεχθούν «το αγαθόν πέρας»
που έχει καθοριστεί από τη θεία σοφία για κάθε ένα ον ξεχωριστά.27
Κατά τον Βασίλειο, οι αστρολόγοι παραφράζουν τα λόγια της Γραφής,
προκειμένου να υποστηρίξουν τη «γενεθλιαλογία». Ισχυρίζονται πως η ζωή μας είναι
εξαρτημένη από την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, τα οποία καθορίζουν την τύχη
μας αναλόγως των συνδυασμών και των σχηματισμών τους, που στην
πραγματικότητα, σχετίζονται με τις ατμοσφαιρικές και τις εποχιακές καιρικές
μεταβολές. (Ομιλία Στ΄, ε΄24). Ο Βασίλειος, προκειμένου να καταρρίψει αυτές τις
δοξασίες και να προστατεύσει τους πιστούς από τους αγύρτες αστρολόγους, αναλύει
τον τρόπο με τον οποίο οι τελευταίοι επεξεργάστηκαν τον ζωδιακό κύκλο (όπως τους
εξυπηρετούσε), επειδή αντιλήφθηκαν ότι τους διέφευγαν πολλοί αστρολογικοί
σχηματισμοί (Ομιλία Στ΄, ε΄25-26). Συνεχίζει, καταδεικνύοντας ότι -εφόσον δεν είναι
εφικτή η ανακοίνωση της ακριβούς ώρας γέννησης ενός βρέφους και αφού (όπως οι
αστρολόγοι διατείνονται) κάθε δευτερόλεπτο έχει καθοριστική σημασία για την τύχη
του- δεν μπορεί να προβλεφθεί η μοίρα κανενός (Ομιλία Στ΄, ε΄27-29).
Στη συνέχεια, αναφέρεται στα «αποτελεσματικά» (προγνωστικά βιβλία
ζωδίων), χαρακτηρίζοντάς τα γελοία. Για τους υποστηρικτές τους, αν κάποιος
γεννηθεί στον αστερισμό (επί παραδείγματι) του ταύρου ή του κριού, αναλόγως θα
διαμορφωθεί το ήθος και ο χαρακτήρας του, παίρνοντας τις ιδιότητες του εκάστοτε
επίγειου ζώου και όχι επειδή έτσι αυτά διαμορφώνονται από την ουράνια περιοχή του
ζωδιακού κύκλου που έχει το όνομα αυτού του ζώου. Είναι, λοιπόν, γελοία η θεωρία
ότι ουρανός πήρε ιδιότητες και συνήθειες ζώων, εξαρτώμενος από ξένες επιδράσεις,
έχοντας τις αιτίες του στα «βοσκήματα» (Ομιλία Στ΄, στ΄30-32).
Επίσης, οι αστρολόγοι διατείνονται πως τα ουράνια σώματα ευθύνονται και
για τις πράξεις της αρετής και της κακίας, για ενέργειες, δηλαδή, που κατευθύνονται
και εξαρτώνται από την προαίρεσή μας. Πιστεύουν ότι παίζει καθοριστικό ρόλο για
την τύχη μας το αν μεσουρανούσε «αγαθοποιός ή κακοποιός» αστέρας τη στιγμή που
γεννηθήκαμε. Ο Βασίλειος χαρακτηρίζει αυτές τις θεωρίες ανόητες και ασεβείς· αφού
υπάρχουν κακοποιοί αστέρες, υπεύθυνος για την κακία τους θα είναι εκείνος που τα
δημιούργησε, δίνοντάς τους αυτό το χαρακτηριστικό κατά την κατασκευή τους και
όντας ο ίδιος δημιουργός κακού. Αν, όμως, δεν ισχύει αυτό, τότε οι αστέρες θα είναι
κακοί εκ προαιρέσεως, έχοντας ελεύθερες και αυτεξούσιες τάσεις, συμπέρασμα

27
Νίκου 2007: 111.

8
ψευδές για άψυχα πράγματα. Επίσης είναι παράλογο να μη διανέμεται το καλό και το
κακό σε όλους σύμφωνα με την αξία τους, αλλά να γίνεται κανείς καλός ή κακός,
αναλόγως της θέσης των άστρων (Ομιλία Στ΄, ζ΄33-35).
Αν, λοιπόν, οι αιτίες των κακών και των ενάρετων πράξεων δεν βρίσκονται
στην προαίρεσή μας, αλλά αποτελούν αναπότρεπτα γεγονότα που οφείλονται στη
μοίρα μας, τότε είναι περιττοί και οι νομοθέτες και οι δικαστές που τιμωρούν τις
ανομίες· εξάλλου, το αδίκημα δεν θα ανήκει στον παράνομο, αφού, ακόμα και να το
επιθυμεί, δεν θα μπορεί να συγκρατηθεί, λόγω του ότι η μοίρα που τον εξαναγκάζει
να ενεργήσει τοιουτοτρόπως θα είναι αναπόφευκτη. Έτσι, οι ελπίδες των Χριστιανών
θα αφανιστούν, αφού ούτε το δίκαιο θα επιβραβεύεται, ούτε η ακολασία θα
τιμωρείται, εφόσον οι άνθρωποι δεν θα ενεργούν σύμφωνα με την προαίρεσή τους.
Εξάλλου, όπου υπερισχύει η ειμαρμένη και η μοίρα, δεν ανταποδίδεται η αξία, κάτι
που είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της δικαιοκρισίας (Ομιλία Στ΄, ζ΄37-38).

Συμπεράσματα

Ο Μ. Βασίλειος με τις Ομιλίες του δίνει απαντήσεις επί δογματικών


ζητημάτων που άπτονται της Δημιουργίας και ό,τι έπεται, ενώ παράλληλα προσπαθεί
να παρακινήσει τους πιστούς να στρέψουν το βλέμμα από τη δημιουργημένη πλάση
στον Δημιουργό. Επιπλέον, επιχειρεί να κωδικοποιήσει τη Γένεση, ένα κείμενο
ανοίκειο στην ελληνική κοσμολογική παράδοση και να το εναρμονίσει με την οπτική
του πολιτιστικού του περιβάλλοντος για τον κόσμο, προβάλλοντας ένα χριστιανικό
κοσμοείδωλο με πολλές ομοιότητες, αλλά και διαφορές από το αριστοτελικό.28
Ο κόσμος, για τον Βασίλειο, δεν είναι αιώνιος, αφού έχει αρχή και τέλος.
Είναι «εν αρχή» πλασμένος εκ του μηδενός, με αρμονία, τάξη και συνοχή από τον
Θεό, ο οποίος προνοεί για τα πάντα με τη σκέψη Του, με σοφία και αγάπη, και
ιδιαιτέρως για το πιο ευνοημένο και προικισμένο δημιούργημά του, τον άνθρωπο.
Αυτός, με τη σειρά του, οφείλει να μελετά τη φύση και τον κόσμο στον οποίο ζει,
όντας το σπίτι και το εκπαιδευτήριό του, γνωρίζοντας πως, αν και στον φυσικό κόσμο
η υλική του υπόσταση χαρακτηρίζεται από φθορά και παροδικότητα, εντούτοις, στον
πνευματικό κόσμο η ψυχή του διακρίνεται από αιωνιότητα και αφθαρσία.

28
Νικολαΐδης 2017: 39-40.

9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

α. Πηγές

Βασίλειος Μέγας, 1973, Εξαήμερος, στο: Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου Άπαντα
τα Έργα, τόμος 4, εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Σάκκος, Σ.,
Θεσσαλονίκη: Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς».

β. Μελέτες

Βέικος, Θ., 1973, Το Κοσμοείδωλον του Μεγάλου Βασιλείου, Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο


Ιωαννίνων.
Κάλφας, Β., 2015, Η Φιλοσοφία του Αριστοτέλη, Αθήνα, Σύνδεσμος Ελληνικών
Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, διαδικτυακά διαθέσιμο στο:
https://repository.kallipos.gr/handle/11419/683 (τελευταία πρόσβαση:
14/02/2021).
Κατσιαμπούρα, Γ., 2005, «Διάλογος δύο κόσμων: η πτολεμαϊκή σκέψη στο
Βυζάντιο», στο: Βλαχάκης, Γ., Φιλντίσης, Π. (επιμ.), Οι απόψεις των
Φιλοσόφων της αρχαιότητας για τις φυσικές επιστήμες… και οι επιδράσεις τους
στη σύγχρονη σκέψη, Πρακτικά Συνεδρίου, Ξάνθη: Ε.Ε.Φ., σσ. 145-163.
Νικολαΐδης, Ε., 2017, Επιστήμες και Ορθοδοξία. Από τους Έλληνες πατέρες στην
εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Εκδόσεις Προπομπός.
Νίκου, Α., 2007, Θεία Πρόνοια και Ειμαρμένη κατά τους Τρεις Ιεράρχες [Διατριβή επί
διδακτορία], Θεσσαλονίκη, διαδικτυακά διαθέσιμο στο:
http://hdl.handle.net/10442/hedi/15393 (τελευταία πρόσβαση: 14/02/2021).
Χριστιανίδης Γ. κ.ά., 2000, «Η φυσική και η Κοσμολογία του Αριστοτέλη», στο:
Χριστιανίδης Γ. κ.ά., Οι επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον
νεότερο ελληνισμό, τόμος Β΄, Πάτρα: Ε.Α.Π., σσ. 133-145.
Vegetti, M., 2000, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, Αθήνα: Εκδοτικός οίκος
Τραυλός.

10

You might also like