You are on page 1of 56

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

3. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ


Ή ΤΩΝ ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις - Τα ερωτήματα και η αξία τους

Γιατί ο άνθρωπος εγκληματεί; Αυτό είναι το πιο καίριο, αλλά και το


πιο ανεπίδεκτο μιας σαφούς και αδιαμφισβήτητης απάντησης, ερώ-
τημα του εγκληματολογικού κλάδου.
Συναφές με αυτό το ερώτημα είναι και μία σειρά από άλλα υ-
ποερωτήματα όπως:
- γιατί μία χώρα (ή μία περιοχή της ή μία συνοικία μιας πόλης)
έχει περισσότερη (ή λιγότερη ) εγκληματικότητα από μίαν άλλη;
- μήπως κληρονομείται η εγκληματική συμπεριφορά;
- άραγε, το περιβάλλον (οι κοινωνικές δομές) ή η κληρονομικό-
τητα επηρεάζουν κυρίως ή περισσότερο τη συμπεριφορά ενός ατό-
μου;
- γιατί σε ορισμένες εποχές (οικονομικής κρίσης, ανεργίας, ευ-
ημερίας ή ακόμη και του έτους) αυξάνεται (ή μειώνεται) η εγκληματι-
κότητα;
- γιατί ορισμένα άτομα χαρακτηρίζονται ως εγκληματικά (ή μη
εγκληματικά) και ορισμένες συμπεριφορές ως εγκληματικές (ή μη
εγκληματικές, σύννομες, κοινωνικά αποδεκτές);
- γιατί ορισμένα άτομα δεν εγκληματούν; -ή μήπως όλοι εγκλη-
ματούμε ή είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες;
176 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

3.2. Η αιτιολογική προσέγγιση

Ερωτήματα τέτοιας φύσης, έχουν εκτός από μία καθαρά επι-


στημονική, θεωρητική προέλευση, και μία πρακτική αξία για ορισμέ-
νους επιστήμονες. Και αυτό γιατί η γνώση της αιτίας ή του αιτίου
οδηγεί και στην πρόληψη ή την αποτελεσματική αντιμετώπιση του
αιτιατού, του αποτελέσματος - της εγκληματικότητας στην προκείμε-
νη περίπτωση.
Για άλλους, η αιτιολογική προσέγγιση δεν αποτελεί πλέον τον
κορμό της εγκληματολογίας. Και τούτο γιατί, κατά μία άποψη που
θα δούμε αμέσως πιο κάτω, το έγκλημα κατασκευάζεται –είναι, εν
μέρει τουλάχιστον– μία κοινωνική κατασκευή 1 . Κατασκευάζεται από
τα ΜΜΕ, από την κρατική εξουσία και από το κοινωνικό σύνολο,
όταν προκαλείται «ηθικός πανικός» 2 με ορισμένες συμπεριφορές.
Άλλωστε, η έλλειψη γνώσεων για την εγκληματογένεση δεν ματαιώ-
νει κάθε προσπάθεια πρόληψης των εγκλημάτων. Υφίστανται στρα-
τηγικές και προγράμματα πρόληψης της εγκληματικότητας τα οποία
επιτρέπουν ορισμένες αποτελεσματικές ενέργειες. Για παράδειγμα,
κάποιες πρωτόγονες κοινωνίες θεράπευαν την ελονοσία με φυτά
κινίνης χωρίς να γνωρίζουν πώς μεταδίδονται οι ελώδεις πυρετοί.
Έτσι, από το 1970, ειδικότερα οι ριζοσπάστες εγκληματολόγοι 3 , ε-
στίασαν τη μελέτη τους στο πώς «κατασκευάζονται» το «έγκλημα»
και ο «εγκληματίας». Σύμφωνα δε με σύγχρονες αντιλήψεις, η συζή-
τηση και οι έρευνες γύρω από την αναζήτηση των αιτίων της εγκλη-
ματικής συμπεριφοράς είναι μία δραστηριότητα όχι μόνο μάταιη αλ-
_________________
1. S. Henry/D. Milovanovic, The Constitution of a Constitutive Criminology: A
Postmodern Approach to Criminological Theory, σε: D. Nelken (ed.) The futures of
Criminology, σ. 120-121.
2. Όρος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Stanley Cohen (Folk Devils
and Moral Panics, London 1972), και σημαίνει τη δυσανάλογη και εχθρική αντίδρα-
ση της κοινωνίας προς πρόσωπα ή ομάδες που προσδιορίζονται στερεοτυπικά
από τις αναπαραστάσεις των ΜΜΕ ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες. Στη συνέ-
χεια, η αντίδραση αυτή δημιουργεί απαιτήσεις για περισσότερο κοινωνικό έλεγχο
και μία κλιμακούμενη σπειροειδή αντίδραση.
3. Για τη «νέα» κριτική, ριζοσπαστική, μαρξιστική κλπ. εγκληματολογία, βλ.
παραπάνω 1.6.3.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 177

λά και επιβλαβής, γιατί αποσπά την προσοχή των εγκληματολόγων


από τη διαχείριση της εγκληματικότητας, την πρόληψη των εγκλη-
μάτων και την ανάλυση των πολιτικών για την αντιμετώπιση του ε-
γκλήματος 4 .
Πράγματι, για πολλές δεκαετίες η εγκληματολογική επιστήμη
«διαιώνιζε την αυταπάτη» σχετικά με τη δυνατότητα διατύπωσης
μιας «γενικής θεωρίας αιτιολογίας της εγκληματικότητας» 5 . Από τη
δεκαετία του 1960 όμως δημιουργείται ένα ρεύμα υποβάθμισης της
αιτιολογικής προσέγγισης και ο όρος «αιτία» δεν αναφέρεται πλέον
τόσο συχνά από εγκληματολόγους, ενώ ορισμένοι από αυτούς τονί-
ζουν ότι απλά πρότυπα (μοντέλα) «αιτίου» και «αποτελέσματος»
δεν είναι κατάλληλα για την εξήγηση κοινωνικών φαινομένων» 6 .
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη ενός μεγάλου «σκοτεινού αριθ-
μού» 7 αποτελεί ένδειξη ότι ο συνδυασμός: (α) κατάλληλων περι-
στάσεων, (β) ενός ενδεχόμενου δράστη και (γ) ενός θύματος, μπο-
ρεί να καταστήσει οποιονδήποτε από εμάς δράστη εγκλήματος 8 .
Ωστόσο, παρά τις ιδεολογικές ή μεθοδολογικές επιφυλάξεις που
μπορεί να έχει κανείς σχετικά με την αιτιολογική προσέγγιση του
εγκληματικού φαινομένου, η πορεία μέσα στην εγκληματολογική
σκέψη και στις εγκληματολογικές θεωρίες ή σχολές εξακολουθεί να
έχει πάντα μία ιδιαίτερη γοητεία. Γι' αυτό και επιχειρείται μία τέτοια
σύντομη αναφορά και κυρίως κριτική ανασκόπησή τους.

_________________
4. J. Muncie / E. McLaughlin / M.Langan, (eds.), Criminological Perspectives,
London, etc. 1996, σ. 64
5. S. Cohen, The Failures of Criminology, 1973, όπως αναφέρεται από τον A.
Keith Bοttomley, Criminology in Focus, 1978, σ. 39.
6. L. Wilkins, όπως αναφέρεται από τον H. Mannheim, Comparative Crimi-
nology, τ. 1, 1970, σ. 5.
7. Δηλαδή, πολλών εγκλημάτων που δεν διαλευκαίνονται ή των οποίων οι
δράστες δεν διώκονται ή δεν καταδικάζονται, σύμφωνα με στοιχεία από έρευνες σε
θύματα (έρευνες θυματοποίησης) ή σε δράστες (έρευνες αυτο-ομολογούμενης ε-
γκληματικής συμπεριφοράς. Βλ. για περισσότερα παρακάτω.
8. Πρβλ. A. Keith Bοttomley, ό.π., σ. 82-83.
178 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

3.3. Ορισμοί

3.3.1. Η αιτία, το αίτιο, οι παράγοντες

Ήδη χρησιμοποιήθηκαν ορισμένες έννοιες που απαιτούν μία οριο-


θέτηση.
Ως αιτία, με τη φιλοσοφική και επιστημονική σημασία της λέξης,
ορίζεται «ο λόγος δι’ ον συμβαίνει τι» 9 . Ο όρος «αίτιο» είναι μεταγε-
νέστερος και είναι ταυτόσημος με την αιτία. Στην εγκληματολογική
συζήτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αίτιο το γεγονός του οποί-
ου η επενέργεια ή η μεταβολή ή η ύπαρξη επάγεται τη γένεση άλ-
λου γεγονότος (του εγκλήματος) ή πλειόνων γεγονότων (εγκλημά-
των) που συμβαίνουν είτε συγχρόνως, ομαδικά είτε σε αλληλουχία.
Κάθε τέτοια συζήτηση αναφέρεται δηλαδή στην εγκληματογένεση. Ο
Κ. Γαρδίκας στον τίτλο του πρώτου τόμου της Εγκληματολογίας του
έκανε χρήση του όρου «αίτιο» στον πληθυντικό αριθμό: «τα γενικά
και τα ατομικά αίτια των εγκλημάτων» και υπήγαγε στην πρώτη κα-
τηγορία τέτοιων αιτίων το κλίμα, τις εποχές του χρόνου, την πόλη
και την ύπαιθρο, το οινόπνευμα, τα ναρκωτικά, τον εταιρισμό, τα
τυχερά παίγνια, τη δεισιδαιμονία κλπ. Στη δεύτερη κατηγορία που
αφορούσε τα ατομικά αίτια περιέλαβε το φύλο, την ηλικία, την παι-
δεία, την οικογενειακή κατάσταση, τις σωματικές και ψυχικές ιδιότη-
τες των εγκληματιών κλπ. Υπό αυτή την έννοια ο όρος «αίτια» χρη-
σιμοποιείται ως συνώνυμο με τον όρο «παράγοντες». Οι παράγο-
ντες όμως διαφέρουν, διότι ο καθένας από αυτούς και όλοι μαζί σε
αλληλενέργεια συντελούν στην επέλευση του αποτελέσματος «έ-
γκλημα» ή «εγκληματικότητα».
Η διάκριση ανάμεσα σε «αίτια» και «παράγοντες» γίνεται εμ-
φανής στη γνωστή άποψη του φιλοσόφου John Stuart Mill σχετικά
με το επαρκές ή αναγκαίο αίτιο: Αν το Ε γεγονός σε κάθε περίπτω-
ση ακολουθεί το Α, ανεξάρτητα αν συμβούν ή δεν συμβούν (και)
άλλα γεγονότα, τότε το Α θεωρείται επαρκές αίτιο - αλλά όχι ανα-
_________________
9. Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, Δ. Δημητράκου, τ. Α', Αθήνα 1964,
λήμμα «αιτία».
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 179

γκαίο (Α –> Ε). Αν όμως το Ε γεγονός έπεται του Α, μόνον όταν το


Α και ορισμένοι άλλοι παράγοντες είναι παρόντες, τότε το Α είναι
αναγκαίο αίτιο - αλλά όχι επαρκές. (Α+Φ+Χ+Ψ+Ω –> Ε). Στην ε-
γκληματολογία έως σήμερα δεν φαίνεται να έχει εντοπισθεί ένα «ε-
παρκές αίτιο». (Λ.χ. αν όλοι οι εγκληματίες είχαν τη χρωμοσωματική
ανωμαλία ΧΥΥ –ανωμαλία που δεν έχει εντοπισθεί παρά σε ορι-
σμένους εγκληματίες αλλά και μη εγκληματίες 10 – τότε αυτή θα ήταν
το επαρκές αίτιο.) Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι ούτε η εγκληματικότητα
γενικά, ούτε και κάποιο είδος εγκλήματος μπορεί να οφείλεται σε
ένα μόνο αίτιο που να δημιουργεί σε κάθε περίπτωση αυτό το απο-
τέλεσμα. Έτσι, στην περιοχή της εγκληματικής συμπεριφοράς δεν
μπορεί κανείς να εντοπίσει καταστάσεις στις οποίες τα εγκλήματα
ακολουθούν πάντα ένα συγκεκριμένο γεγονός ή ορισμένο χαρακτη-
ριστικό. Η εγκληματική συμπεριφορά δεν έπεται πάντα της ανεργίας
ή της φτώχειας, αν και είναι δυνατό να υπάρχει έγκλημα όπου υ-
πάρχει ανεργία ή φτώχεια. Το ίδιο και η παραβατική συμπεριφορά
ανηλίκων. Δεν είναι πάντα αποτέλεσμα μιας διαλυμένης οικογένει-
ας, αν και είναι δυνατόν να παρατηρηθεί κάτω από τέτοιες συνθή-
κες. Είναι, επομένως, ορθότερο να γίνεται λόγος για «αναγκαίους»
στην παραγωγή του εγκλήματος «παράγοντες» που επενεργούν σε
συνδυασμό με άλλους παράγοντες 11 .
Η διαδικασία εξήγησης της αιτίας αποκαλείται αιτιολογία. Ο ό-
ρος αυτός παραπέμπει στην ιατρική επιστήμη και ιδίως στην αιτιο-
λογία των νόσων. Με αυτή την έννοια μεταφέρεται και στον εγκλη-
ματολογικό κλάδο και σημαίνει την έρευνα των αιτίων ή με άλλη δια-
τύπωση: τη διερεύνηση των μορφολογικών και λειτουργικών διατα-
ραχών, σε ατομικό (βιολογικό ή ψυχολογικό) ή κοινωνικό επίπεδο
που συντελούν στην ύπαρξη του εγκλήματος.
Ο διάδοχος του Κ. Γαρδίκα, στην τότε έδρα της Εγκληματολο-
γίας στο Νομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ 12 , ο ποινικολόγος και εγκληματο-
λόγος, Ι. Δασκαλόπουλος αναφέρεται σε εγκληματογόνους όρους
_________________
10. Βλ. παρακάτω 3.6.5.
11. Μέγα Λεξικόν, ό.π., λήμμα «αιτία».
12. Βλ. παραπάνω 1.5.1.
180 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

(κίνητρα και αίτια) του εγκλήματος 13 . Ως κίνητρο ορίζει ένα ψυχικό


συμβάν (π.χ. συναίσθημα, ορμή, τάση, αναστολή κλπ.) από το ο-
ποίο εκπηγάζει άλλο ψυχικό συμβάν. Το άλλο ψυχικό συμβάν είναι
«απόρροια» και όχι αιτιατό, γιατί τα ψυχικά συμβάντα δεν έχουν αί-
τια αλλά κίνητρα 14 . Τα κίνητρα είναι σπάνια επαρκώς συνειδητά 15 ,
συνήθως είναι ανομολόγητα, ταπεινά, εγκληματικά 16 (λ.χ. η ανθρω-
ποκτονία που τέλεσε ο Δ είχε ως κίνητρο τη ζήλια).

3.3.2. Οι θεωρίες

Με την αναζήτηση των αιτίων των εγκλημάτων συνδέονται οι ε-


γκληματολογικές θεωρίες. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για
αιτιολογικές θεωρίες. Ο όρος θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες έχει
τουλάχιστον οκτώ διαφορετικές έννοιες. Ενδέχεται να σημαίνει: (α)
μεθοδολογία, (β) κατευθυντήριες γραμμές, (γ) ανάλυση εννοιών, (δ)
ερμηνεία post factum, (ε) εμπειρικές γενικεύσεις, (στ) επαγωγική ή
παραγωγική μέθοδο 17 , (ζ) θεωρία υπό στενή έννοια και (η) θεωρία
υπό ευρεία έννοια. Στην τελευταία αυτή έννοια θα μπορούσε κανείς
να εντάξει και τον όρο «παράδειγμα», κατά μία άποψη. Και μάλιστα
τα εννοιολογικά παραδείγματα, όπως η αντίθεση μεταξύ Gemein-
schaft και Gesellschaft του Tönnies, τα αναλογικά παραδείγματα,
όπως η έλξη και απώθηση που μεταφέρεται στη μετανάστευση και
παλιννόστηση ή τα τυπικά παραδείγματα, όπως η λειτουργική ανά-
λυση του R. K. Merton 18 . Είναι αυτονόητο ότι οι ειδικότερες αναπτύ-
_________________
13. Ι. Μ. Δασκαλόπουλου, Στοιχεία Εγκληματολογίας, τόμος Πρώτος, Γενική
Εγκληματολογία, τεύχος Πρώτον, Η φύσις του εγκλήματος, Αθήναι 1972, σ. 1.
14. Στο ίδιο, σ. 2.
15. Στο ίδιο, σ. 57.
16. Στο ίδιο, σ. 122.
17. Υπενθυμίζουμε ότι επαγωγική μέθοδος σημαίνει συναγωγή γενικών επι-
στημονικών νόμων από ατομικές προτάσεις βάσης, ενώ παραγωγική σημαίνει συ-
ναγωγή πορισμάτων σχετικά με τα εκάστοτε προβλήματα στηριζόμενη σε ήδη θε-
μελιωμένες προτάσεις. Βλ. διεξοδικότερα: Θ. Πελεγρίνη, Λεξικό της Φιλοσοφίας,
Αθήνα 2004, αντίστοιχα λήμματα.
e
18. Βλ. R. Boudon/F. Bourricaud, Dictionnaire Critique de la Sociologie, 3
ed. 1990, σ. 617-620, και Δ. Ν. Κούτρα, Θέματα Φιλοσοφίας, Αθήνα 1991, σ. 20.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 181

ξεις των εννοιών «θεωρία» και «παράδειγμα» εκφεύγουν από τους


σκοπούς ενός πανεπιστημιακού συγγράμματος εγκληματολογίας.
Ορισμένες όμως πρόσθετες επισημάνσεις θεωρούνται απαραί-
τητες για την κριτική αξιολόγηση των εγκληματολογικών θεωριών ή
για την κατανόηση ορισμένων εγκληματολογικών παραδειγμάτων.
Στις ημέρες μας, ίσως ο γενικότερα αποδεκτός ορισμός της
θεωρίας είναι εκείνος που διατυπώθηκε από τον Karl Popper 19 .
«Στις επιστήμες εργαζόμαστε με θεωρίες, δηλαδή με επαγωγικά
συστήματα. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, μία θεωρία ή ένα
επαγωγικό σύστημα είναι μία προσπάθεια εξήγησης και άρα μία
δοκιμή για την επίλυση ενός επιστημονικού προβλήματος. Και δεύ-
τερον, μία θεωρία, δηλαδή ένα επαγωγικό σύστημα, υπόκειται μέσω
των συμπερασμάτων του σε ορθολογική κριτική. [Μία θεωρία] είναι,
κατά συνέπεια, μία προσπάθεια επίλυσης [ενός προβλήματος], η
οποία [επίλυση] υπόκειται σε ορθολογική κριτική» 20 . Συνοπτικότε-
ρος είναι ο ορισμός του Π. Γέμτου: «Θεωρίες είναι σύνολα συνδεδε-
μένων μεταξύ τους υποθέσεων που συστηματοποιούν, ενοποιούν
και εξηγούν ορισμένη περιοχή της πραγματικότητας» 21 .

3.3.3. Το «παράδειγμα»

Η έννοια του «παραδείγματος» εξελίχθηκε από τον Kuhn τη δεκαε-


τία του 1960. Αν υπεραπλουστεύσει κανείς το θέμα και παραμερίσει
τις απόψεις λ.χ. των Popper, Lakatos και Feyerbend, μπορεί μόνο
να τονίσει ότι η επιστημονική κοινότητα και οι αντίστοιχοι επιστημο-
νικοί κλάδοι, κινούνται συνήθως (εργάζονται «φυσιολογικά», κατά
την έκφραση του Kuhn) στο πλαίσιο κυρίαρχων παραδειγμάτων,
όπως αυτά που έχουν καθιερωθεί από τον Νεύτωνα, τον Αινστάϊν ή

_________________
19. M. Killias, Précis de criminologie, 1991, σ. 23.
20. K. Popper, Auf der Suche nach einer besseren Welt, Vorträge und Aus-
sätze aus dreissig Jahren, 5. Auflage München/Zürich 1990, σ. 92.
21. Π. Α. Γέμτου, Η Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα 1987,
τ. 2, σ. 50.
182 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

τον Freud 22 ή όσα μόλις προαναφέρθηκαν. Κάθε κλάδος έχει τα δι-


κά του «παραδείγματα», δηλαδή σύνολα διαδικασιών, αξιών, αντι-
λήψεων και προτύπων (μοντέλων) που προσδίδουν στην επιστη-
μονική κοινότητα τη συνεκτικότητά της 23 . Στην καλύτερη περίπτωση
τα παραδείγματα αυτά βασίζονται στη συναίνεση και σε μία πίστη
σχετικά με τη χρησιμότητα και εγκυρότητά τους. Στην εγκληματολο-
γία γίνεται λόγος για το αιτιολογικό παράδειγμα 24 , καθώς και για τα
τρία βασικά παραδείγματα: το θετικιστικό, της διάδρασης και το σο-
σιαλιστικό με τις αντίστοιχες κατευθύνσεις: θετικιστική, πλουραλιστι-
κή και σύγκρουσης 25 .

3.3.4. Οι Σχολές

Τέλος, ο όρος «σχολή εγκληματολογίας» περιλαμβάνει τους θεμε-


λιωτές ή/και οπαδούς μιας θεωρίας ή απλώς μιας προσέγγισης που
αναφέρεται στα αίτια των εγκλημάτων και στις πολιτικές ή τεχνικές
ελέγχου τους που απορρέουν από αυτή 26 . Ο χαρακτηρισμός «σχο-
λή» χρησιμοποιείται κυρίως για την κλασική και τη θετική σχολή,
καθώς και τη λεγόμενη σχολή του Σικάγου. Ορισμένες σχολές δεν
βασίζονται σε θεωρία αλλά απλώς σε παραδοχές (π.χ. η κλασική).

3.4. Σχολές - θεωρίες - ρεύματα

Οι πρωτο-εγκληματολογικές αντιλήψεις, ορισμένες θεωρίες ή ρεύ-


ματα του 20ού αιώνα, και λιγότερο τα σύγχρονα εγκληματολογικά
παραδείγματα, αποτελούν τις τρεις αναγκαίες περιοχές, στις οποίες
θα κινηθεί η εξέταση της αιτιολογικής προσέγγισης του εγκληματι-
_________________
22. Βλ. H. J. Kerner, Kriminologie Lexikon, 4. Auf. 1991, σ.241 επ. και R. Bo-
udon / F. Bourricaud, ό.π., σ. 106 επ.
23. Όπως αναφέρεται στο: S. Auroux/Yvonne Weil, Vocabulaire des études
philosophiques, Paris 1993, σ. 161.
24. G. Kaiser, Kriminologie, 9 Auf. 1993, σ. 30
25. H. J. Kerner, ό.π., σ. 242.
th
26. Πρβλ. E. H. Sutherland / D. R. Cressey, Criminology, 9 ed., Philadelphia
/ New York/Toronto 1974, σ. 49.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 183

κού φαινομένου.
Στον Πίνακα 3.1 που ακολουθεί απεικονίζεται η εξέλιξη των
προσπαθειών αναζήτησης άλλοτε της αιτίας και άλλοτε των παρα-
γόντων που συντελούν στην ερμηνεία του εγκληματικού φαινομέ-
νου. Οι βασικές σχολές παρουσιάζονται με έντονα γράμματα και
ακολουθούν τα παρακλάδια των σύγχρονων προεκτάσεων.

3.5. Η κλασική σχολή και οι προεκτάσεις της

3.5.1 Οι πρωτοπόροι: Beccaria και Bentham

Ο Mannheim αρχίζει το βιβλίο του «οι πρωτοπόροι της εγκληματο-


λογίας» με τη γέννηση του Cesare Beccaria το 1735 και τελειώνει
με το θάνατο του Gustave Aschaffenburg το 1944. Επειδή, φυσικά,
η αναφορά σε όλους τους θεμελιωτές του εγκληματολογικού κλάδου
δεν είναι δυνατή, εδώ περιοριζόμαστε κυρίως σε εκείνους που έθε-
σαν τους προβληματισμούς με μορφή φιλοσοφικής εικασίας σε α-
ντιδιαστολή με εκείνους που προχώρησαν στη διατύπωση, έστω και
χωρίς πληρότητα, μιας εγκληματολογικής θεωρίας.
Στην Ευρώπη του Μεσαίωνα αλλά ακόμη και μέχρι το 18ο αιώ-
να, οι νόμοι ήταν ανίσχυροι και οι ποινές απάνθρωπες και γι αυτό
πανίσχυρες. Στην εποχή του Διαφωτισμού, όμως, ένας Ιταλός μα-
θηματικός –οικονομολόγος– και πολιτικός επιστήμων, ο Beccaria
(1738-1794), και ένας Βρετανός νομικός και φιλόσοφος, ο Bentham
(1748-1832), αντέδρασαν στην αυθαιρεσία και την αγριότητα του
ποινικο-σωφρονιστικού συστήματος και έθεσαν έτσι τις βάσεις της
αποκαλούμενης πλέον κλασικής σχολής. Ας σημειωθεί ότι παρόμοι-
ες απόψεις υποστήριξε και ο Γερμανός ποινικολόγος Anselm v.
Feuerbach (1775-1833).
184 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.1

Συνοπτική παρουσίαση Σχολών, θεωριών, ρευμάτων της εγκληματολογίας

ΣΧΟΛΕΣ / ΘΕΩΡΙΕΣ / ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΜΕΘΟΔΟΣ


ΡΕΥΜΑΤΑ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ / ΕΡΓΑ

Κλασική Σχολή Beccaria: Περί εγκλημάτων και Φιλοσοφικός στοχα-


ποινών (1764) Bentham: Υπολογι- σμός
σμός ηδονής / δυσαρέσκειας (1789)
Packer: Τα όρια της ποινικής κύ- Θεωρητική ανάλυση
ρωσης (1968)
Martinson: Τί αποδίδει (1974) Δευτερογενής ανάλυ-
ση ερευνών
Andenaes: Τιμωρία και εκφοβισμός Θεωρητική ανάλυση
Σύγχρονα ρεύματα: (1974)
- Θεωρία γενικής J. Q. Wilson: Σκεπτόμενοι Θεωρητική ανάλυση
πρόληψης Το έγκλημα (1975)
- Ορθολογική Επιλογή
Θετική Σχολή ή Βιολογι- Lombroso: Ο εγκληματίας Πειραματική
κός Θετικισμός άνθρωπος (1863)
Ferri:Εγκληματική Κοινωνιολογία Θεωρητική ανάλυση
(1884)
Garofalo: Εγκληματολογία (1885) Θεωρητική ανάλυση
Hooton: Ο αμερικανός εγκληματίας Πειραματική
(1939)
Sheldon: Σωματότυποι (1940) Πειραματική
Gluecks: Σωματική διάπλαση Πειραματική
Σύγχρονα ρεύματα: και παραβατικότητα (1950)
- Βιο-Κοινωνιολογικές E. O. Wilson Συνθετική
Θεωρίες Κοινωνιοβιολογία (1975)
Ψυχολογικές και Tarde: Ποινική Φιλοσοφία (1912) Θεωρητική ανάλυση
Ψυχιατρικές (Θεωρία του μιμητισμού)
προσεγγίσεις Freud: Γενική Εισαγωγή Ψυχαναλυτική θεωρία
στην Ψυχανάλυση (1920) και κλινική εμπειρία
Bandura:Επιθετικότητα (1973) Θεωρία συμπεριφο-
ράς
Μαρξιστική θεωρία Marx: Κομμουνιστικό Μανιφέστο Θεωρητική ανάλυση
(1848) και οικονομικά δεδο-
μένα
Bonger: Εγκληματικότητα και Οικονομικά και εγ-
οικονομικές συνθήκες (1940) κληματολογικά δεδο-
μένα
Dahrendorf: Τάξη και ταξική Θεωρητική ανάλυση
σύγκρουση στη βιομηχανική κοινω-
νία (1959)
Taylor / Walton / Young: Η νέα Θεωρητική ανάλυση
εγκληματολογία
Σύγχρονα ρεύματα:
- Θεωρία κοινωνικής
σύγκρουσης
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 185

Κοινωνιολογικές θεωρί- Durkheim: Η αυτοκτονία (1897) Στατιστικά δεδομένα


ες Park/Burges et al: Η πόλη (1925) Ερευνητικά δεδομένα
(Οικολογική Σχολή Σικάγου)
1. Θεωρίες κοινωνικής Merton: Κοινωνική δομή και ανομία Κοινωνιολογική
δομής (1938) θεωρία
Sellin: Πολιτισμική σύγκρουση και
εγκληματικότητα (1938)
Cloward / Ohlin: Παραβατικότητα Κοινωνιολογική θεω-
και ευκαιρία (1960) ρία και ερευνητικά
δεδομένα
Sutherland: Στοιχεία Εγκληματο- Κοινωνιολογική θεω-
λογίας (1939) (Θεωρία διαφοροποι- ρία και ερευνητικά
ούσας συναναστροφής - θεωρίες δεδομένα
εκμάθησης)
Lemert: Κοινωνική παθολογία Κοινωνιολογική θεω-
(1951) (Θεωρίες ετικέτας) ρία
Hirshi: Αίτια παραβατικότητας Κοινωνιολογική θεω-
Θεωρίες κοινωνικής (1969) (Θεωρίες ελέγχου / κοινωνι- ρία και ερευνητικά
διαδικασίας κών δεσμών) δεδομένα

Πηγές: L. J. Siegel: Criminology, Theories, Patterns, and Typologies, 4th ed., 1992,
σ. 47 και E. Sutherland / D. C. Cressey: Criminology, 9th ed., 1974, σ. 49.

Συνδυαζόμενες οι αντιλήψεις των κυριότερων εκπροσώπων


της ονομαζόμενης πλέον κλασικής σχολής συνοψίζονται στα εξής:
- Η κοινωνία στηρίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο.
- Έμφαση δίνεται στο έγκλημα και μάλιστα στο νομικό ορισμό
του.
- Το άτομο έχει ελευθερία βουλήσεως.
- Η συμπεριφορά του είναι σκόπιμη και ρυθμίζεται από την αρ-
χή του ηδονισμού (επίδραση ηδονιστικής ψυχολογίας του 18ου αιώ-
να). Δηλαδή επιδιώκει την ευχαρίστηση, την ηδονή, και αποφεύγει
τη δυσαρέσκεια, τον πόνο (μιας ποινής) και μάλιστα η αναμενόμενη
ευχαρίστηση από την τέλεση μιας πράξης (του εγκλήματος) σταθμί-
ζεται με την αναμενόμενη δυσαρέσκεια από ένα άλλο γεγονός (την
τιμωρία). Κατά συνέπεια, ο «ηδονιστικός υπολογισμός» και απολο-
γισμός αρκεί για την αιτιολογία της εγκληματικής συμπεριφοράς.
- Η αρχή του ωφελιμισμού (utilitarismus) διέπει την ανθρώπινη
συμπεριφορά και έτσι επιτυγχάνεται η μέγιστη ευτυχία για το μέγι-
στο αριθμό των ανθρώπων. Άρα η ποινή πρέπει να προλαμβάνει
186 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

όλα τα εγκλήματα και ιδίως τα χειρότερα και να λειτουργεί με το μι-


κρότερο δυνατό κόστος (Bentham).
- Η ποινή πρέπει να είναι τόσο αυστηρή ώστε η δυσαρέσκεια
να είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση που συνεπάγεται η πα-
ραβίαση του νόμου. Και πάντως η ποινή πρέπει να είναι (α) ορισμέ-
νη, (β) ανάλογη με το έγκλημα, και (γ) η ίδια για τα ίδια εγκλήματα.
- Η μέθοδος που ακολουθήθηκε από τους ιδρυτές της σχολής
αυτής είναι της φιλοσοφικής θεώρησης.
- Ο στόχος τους ήταν η αναμόρφωση του ποινικού δικαίου και
του σωφρονιστικού συστήματος.
Σε μία, έστω και σύντομη, αξιολόγηση της κλασικής σχολής θα
πρέπει να τονιστεί ότι: (α) η σχολή αυτή σηματοδότησε την απαρχή
της επιστημονικής αναζήτησης των αιτίων της εγκληματικής συμπε-
ριφοράς, (β) κατέστησε ευχερές το έργο του ποινικού δικαστή, ο
οποίος πλέον απλώς καλείται να εφαρμόσει το νόμο και (γ) οι αρχές
της ενέπνευσαν το Γαλλικό Ποινικό Κώδικα του 1791 –έστω και αν
αυτός δεν εφαρμόστηκε προτού τροποποιηθεί– αλλά και γενικά το
σύγχρονο ποινικό δίκαιο 27 . Εξάλλου στις ατέλειες της σχολής αυτής
θα πρέπει να καταγραφεί ότι ο αλγεβρικός υπολογισμός ευχαρίστη-
σης-δυσαρέσκειας, αν ισχύει, είναι νοητός μόνο σε ορισμένα εγκλή-
ματα που απαιτούν περίσκεψη, προετοιμασία και υπολογισμό, ό-
πως είναι κατεξοχήν τα οικονομικά εγκλήματα. Επομένως, δεν δίνει
ικανοποιητική απάντηση στην αιτιολογία όλων των εγκλημάτων. Ε-
πιπλέον, στηρίζεται στην ελευθερία της βουλήσεως με τρόπο τέτοιο
ώστε να αποκλείει οποιαδήποτε περαιτέρω αναζήτηση αιτίων 28 .

3.5.2. Η νεο-κλασική σχολή

Τον 19ο και 20ό αιώνα, βαθμιαία, δημιουργήθηκε η νεο-κλασική


σχολή το πνεύμα της οποίας καθοδήγησε την τροποποίηση του
_________________
27. G. B. Vold / T. J. Bernard / J. B. Snipes, Theoretical Criminology, 4th ed.,
th
New York / Oxford, 1998, σ.25-26 (εφεξής: G. B. Vold et. al., 4 ed.).
28. Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Η γενική πρόληψη των εγκλημάτων, Αθήνα-Κομοτηνή
1982 (ανατύπωση 1995), σ. 125-128.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 187

Γαλλικού Ποινικού Κώδικα το 1810 αλλά και πολλούς άλλους Ευ-


ρωπαϊκούς Ποινικούς Κώδικες. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ κλα-
σικής και νεο-κλασικής σχολής βρίσκεται στη μετατόπιση της έμφα-
σης από την έννοια της βλάβης που προκαλεί το έγκλημα στην έν-
νοια της ποινικής ευθύνης του δράστη. Ορισμένα άτομα, όπως οι
ανήλικοι και ψυχικά ασθενείς, δεν έχουν ελεύθερη βούληση και ε-
πομένως θεωρούνται ακαταλόγιστοι. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να
τιμωρούνται, γιατί η ποινή δεν λειτουργεί αποτρεπτικά.
Η κυρίαρχη τάξη, φαίνεται ότι ανακάλυψε ξανά και υιοθέτησε
τις αντιλήψεις της κλασικής σχολής. Και τούτο γιατί, ιδιαίτερα το κοι-
νωνικό συμβόλαιο και η συνεπακόλουθη υπακοή στους νόμους –
ακόμη και αν αυτοί είναι άδικοι– καθώς και η ποινή που λειτουργεί
ως μηχανισμός επιβολής κοινωνικού ελέγχου, διευκόλυναν το έργο
της. Ωστόσο, σύμφωνα με σύγχρονες απόψεις, που εκφράζονται
από τους νεο-κλασικιστές, η τάξη αυτή επέλεξε ορισμένες μόνο από
τις θέσεις του Beccaria. Οι θεωρητικοί του κοινωνικού συμβολαίου
δεν έλαβαν υπόψη τους ότι το κόστος ορισμένων ομάδων που α-
ποδέχονται το συμβόλαιο αυτό είναι μικρό και τα οφέλη τους μεγά-
λα, ενώ για άλλες ομάδες, κατωτέρων κοινωνικοοικονομικών στρω-
μάτων, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο 29 .

3.5.3. Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής

Στη δεκαετία μεταξύ 1960 και 1970 αναζωογονήθηκε το ενδιαφέρον


για τις απόψεις της κλασικής σχολής με τη μορφή της «ορθολογικής
επιλογής» ή της οικονομετρίας και της «γενικής πρόληψης». Σε αυ-
_________________
29. Πρβλ. την περικοπή από τον Beccaria στην οποία παρουσιάζεται ένας
κλέφτης να συλλογίζεται: «Τί είναι αυτοί οι νόμοι τους οποίους υποτίθεται ότι πρέ-
πει να σέβομαι...; Ποιός έκανε αυτούς τους νόμους; Πλούσιοι και ισχυροί άνθρωποι
... Ας σπάσουμε αυτούς τους δεσμούς που είναι μοιραίοι για την πλειονότητα και
χρήσιμοι μόνο για τους ράθυμους τυράννους...». Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται
rd
από τους G. B. Vold / T. J. Bernard, Theoretical Criminology, 3 ed. 1986, σ. 29
η η
και όχι στην 4 έκδοση. Επειδή η 3 έκδοση βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα του
αρχικού συγγραφέα και διαφέρει σημαντικά από την 4η, στο κείμενο αυτό χρησιμο-
ποιούνται και οι δύο εκδόσεις.
188 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

τό συνετέλεσε η απογοήτευση από: (α) την αδυναμία εντοπισμού


των εγκληματογόνων χαρακτηριστικών και παραγόντων (χαμηλή
νοητική ικανότητα ή τάξη, διαλυμένη οικογένεια, κλπ.), (β) τις απο-
τυχίες της αναμόρφωσης των εγκληματιών, και (γ) τη σημαντική αύ-
ξηση της εγκληματικότητας. Έτσι, για πολλούς εγκληματολόγους
θεωρήθηκε λογικότερη η στροφή της μελέτης προς τη διαδικασία
λήψης αποφάσεων από τον εγκληματία παρά στους εγκληματογό-
νους παράγοντες και στη μάταιη απόπειρα αναμόρφωσης ή σω-
φρονισμού του 30 .
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η οποία εκπροσωπείται
από πλειάδα επιστημόνων με αξιόλογες σχετικές μελέτες, η τέλεση
ενός εγκλήματος αποτελεί μία προσωπική επιλογή, μία ορθολογική
επιλογή 31 . Οι δράστες επηρεάζονται από την απειλή της ποινής ή
από την εφαρμογή της με τη σύλληψη και την καταδίκη. Κατά τη δι-
δασκαλία της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής, όσο πιο αυστηρή,
βέβαιη και χρονικά πλησίον στην τέλεση του εγκλήματος είναι η
ποινή, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες ελέγχου της εγκληματικής
δραστηριότητας. Επίσης, οι θεωρητικοί της ορθολογικής επιλογής
υποστηρίζουν ότι οι δράστες δεν εμπλέκονται τυχαία σε αντικοινω-
νική συμπεριφορά. Ερευνητικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι εξετά-
ζουν πρώτα το στόχο τους, τις δεξιοτεχνίες τους, τις ανάγκες τους,
τα κίνητρά τους, τους φόβους τους. Συνεπώς, το έγκλημα μπορεί να
προληφθεί ή απλώς να μετατοπιστεί, αν πεισθούν οι ενδεχόμενοι
δράστες, ότι οι κίνδυνοι από την παράβαση μιας ποινικής διάταξης
είναι μεγαλύτεροι από το όφελος που θα αποκομίσουν από την πα-
ράβαση αυτή 32 .

3.5.4. Η θεωρία της γενικής πρόληψης

Από την άλλη πλευρά, οι θεωρητικοί της γενικής πρόληψης και μά-
_________________
30. Βλ. L. J. Siegel, Criminology, Theories, Patterns, and Typologies, 4th ed.,
1992, σ. 130-131.
31. Στο ίδιο.
32. Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Η γενική πρόληψη των εγκλημάτων, ό.π., σ. 125-128.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 189

λιστα της εκφοβιστικής, δέχονται ότι αν πράγματι οι εγκληματίες


δρουν ορθολογικά, θα πρέπει να υφίσταται μία αντίστροφη σχέση
μεταξύ ποινής και εγκλήματος. Οικονομολογικές μελέτες βασίζονται
στην αρχή ότι ο ενδεχόμενος δράστης υπολογίζει το κόστος και το
όφελος της εγκληματικής του δραστηριότητας, όπως η οικονομική
άνεση. Έχει λεχθεί μάλιστα χαρακτηριστικά, ότι αν για τον δράστη η
πιθανότητα σύλληψης και τιμωρίας είναι 1/10 και η απειλούμενη
χρηματική ποινή για το συγκεκριμένο έγκλημα είναι λ.χ. 100.000
ευρώ, τότε το κόστος αυτού του εγκλήματος είναι ελάχιστο. Η οικο-
νομική θεωρία προσφέρει όμως και απάντηση στην πολιτική κατα-
πολέμησης της εγκληματικότητας μέσω κατάλληλων παρεμβάσεων
του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, αν οι σύγ-
χρονες κοινωνίες της ελεύθερης αγοράς επέλεγαν να πληρώσουν
το υψηλό κοινωνικό κόστος του εγκλήματος - δηλαδή, εκτός από τη
σημαντική αύξηση των σχετικών κονδυλίων για τους κατασταλτι-
κούς μηχανισμούς, αποδέχονταν και την πιθανότητα να καταδικα-
σθούν και ορισμένοι αθώοι, λόγω ιδιαίτερου ζήλου, τότε η εγκλημα-
τικότητα θα μειωνόταν σημαντικότατα. Κατά συνέπεια, διατηρούμε
την εγκληματικότητα στο συγκεκριμένο επίπεδο, επειδή δεν είμαστε
διατεθειμένοι να επωμισθούμε ένα υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό
κόστος 33 . Ωστόσο, το εγκληματικό φαινόμενο είναι ιδιαίτερα πολύ-
πλοκο. Υπεισέρχονται σε αυτό πολλοί παράγοντες και έτσι τέτοιοι
υπολογισμοί, μαθηματικοί ή μηχανιστικοί, δεν επαρκούν για την αι-
τιολόγηση ή για την πρόληψη της εγκληματικότητας 34 .

3.5.5. Κριτική αποτίμηση

Οι οπαδοί των δύο προαναφερόμενων θεωριών έχουν κατακριθεί


διότι: (α) στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι εγκληματίες ενεργούν
ορθολογικά πριν από την τέλεση ενός εγκλήματος, (β) αγνοούν τις
ιδιαιτερότητες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, και (γ) δεν
λαμβάνουν υπόψη τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες
_________________
33. Πρβλ. G. B. Vold / T. J. Bernard, ό.π., σ. 30-32.
34. Κ. Δ. Σπινέλλη, Η γενική πρόληψη, ό.π., σ. 42 επ.
190 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

που ενδέχεται να επηρεάσουν την εγκληματική συμπεριφορά. Άλ-


λωστε, τα συμπεράσματα ερευνών με αντικείμενο τη διερεύνηση της
εγκυρότητας ή αποτελεσματικότητας της εκφοβιστικής λειτουργίας
της ποινής δεν τεκμηριώνουν ότι οι αυστηρές, εκφοβιστικές ποινές
μειώνουν τους δείκτες της εγκληματικότητας 35 .
Γεγονός παραμένει, πάντως, το ότι η σύγχρονη πολιτική για
την πρόληψη της εγκληματικότητας στην Ευρώπη και στην Αμερική
διαπνέεται ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, από τις αρχές της γενικής και
ειδικής πρόληψης. (Παρενθετικά σημειώνεται ότι η «ειδική πρόλη-
ψη», που αναφέρεται όχι στον οποιονδήποτε ενδεχόμενο δράστη
γενικά αλλά μόνο σε εκείνο που έχει ήδη εγκληματήσει, δεν απα-
σχόλησε ιδιαίτερα τους ιδρυτές της κλασικής σχολής). Η προσήλω-
ση στις γενικο- και ειδικο- προληπτικές λειτουργίες της ποινής ίσως
συνεχίζεται, γιατί η υιοθέτηση άλλων θεωριών, οι οποίες απαιτούν
λ.χ. ισότητα στην κατανομή των ευκαιριών για εκπαίδευση και ερ-
γασία ή άλλες δομικές κοινωνικές μεταβολές, δεν οδηγεί σε εύκολα
εφαρμόσιμες λύσεις κάτω από τις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές
συνθήκες. Γι’ αυτό οι σχεδιαστές της σχετικής πολιτικής αρκούνται
στις αυξομειώσεις των κυρώσεων και στην κατάλληλη διαχείριση
του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης.

3.6. Η θετική σχολή

3.6.1. Lombroso - o ένας από τους τρεις μεγάλους

Περίπου εκατό χρόνια μετά την εμφάνιση της κλασικής σχολής πα-
ρουσιάζεται η θετική. Αν η πρώτη είχε γονιμοποιηθεί από τις ιδέες
του Διαφωτισμού και κυρίως των γάλλων Voltaire, Rousseau και
Montesquieu, η θετική σχολή επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τις αντι-
λήψεις των Comte και Darwin. Στις παρακάτω σελίδες αναφέρονται
ιδίως οι απόψεις της ιταλικής, λεγόμενης και «ανθρωπολογικής»
σχολής. Μνεία στις θέσεις της γερμανικής ή κοινωνιολογικής σχο-

_________________
35. Βλ. και L. J. Siegel, ό.π., ιδίως σ. 150.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 191

λής, η οποία έχει κυριότερο εκπρόσωπο τον ποινικολόγο Franz v.


Liszt (1851-1919), δεν γίνεται, γιατί αυτή η κατεύθυνση παρουσιάζει
περισσότερο ενδιαφέρον για το ποινικό δίκαιο.
Οι βασικές παραδοχές της θετικής σχολής βρίσκονται σχεδόν
στον αντίποδα της κλασικής:
- Η μέθοδος που ακολουθείται είναι της ανθρωπολογικής ε-
γκληματολογίας. Είναι η πειραματική, και όχι ο φιλοσοφικός στοχα-
σμός.
- Σημασία έχει ο εγκληματίας και όχι το έγκλημα - και πάντως
δεν ενδιαφέρει η νομική έννοια του εγκλήματος αλλά το έγκλημα ως
φυσικό γεγονός (Garofalo) 36 .
- Το άτομο δεν έχει ελεύθερη βούληση. Γεννιέται, σε μεγαλύτε-
ρο ή μικρότερο βαθμό, «προγραμματισμένο» να εγκληματήσει. Ε-
πομένως, δεν έχει ευθύνη. Υπάρχει μόνο κοινωνική ευθύνη που
θεμελιώνεται στην επικινδυνότητά του.
- Η ποινή πρέπει να είναι αόριστη.
- Στόχος είναι η αναμόρφωση του εγκληματία.
Κάτω από τη στέγη της θετικής σχολής φιλοξενούνται εγκλημα-
τολόγοι τουλάχιστον δύο κατηγοριών με πλούσιες υποκατηγορίες. Η
πρώτη περιλαμβάνει τόσο εκείνους που αιτιολογούν την εγκληματι-
κή συμπεριφορά μονιστικά, δηλαδή με ένα μόνο (κυρίως) αίτιο όσο
και εκείνους που αναγνωρίζουν μία πλειάδα άλλων συντελεστικών
παραγόντων. Υποκατηγορία αποτελούν εκείνοι που δίνουν προβά-
δισμα στην κληρονομικότητα (π.χ. ο Goring και η άποψή του για
τους γενετικούς παράγοντες μη κληρονομικά μεταβιβαζόμενους ή ο
Jacobs και το σύνδρομο ΧΥΥ) 37 .
Ο Cesare Lombroso (1835-1909), ο Enrico Ferri (1856-1928)
και ο Raffaele Garofalo (1852-1934) αναφέρονται από όλες τις πη-
γές ως οι τρεις σημαντικότεροι εκπρόσωποι της (ιταλικής) θετικής
σχολής. Η θεωρία του Lombroso για τον γεννημένο εγκληματία –
τουλάχιστον στην αρχική της διατύπωση που περιλαμβανόταν σε
252 σελίδες– δεν είχε πολλά κοινά με τις αντιλήψεις των δύο προα-
_________________
36. Σχετικά με τον Garofalo, βλ. παραπάνω 1.5.
37. Βλ. παρακάτω 3.6.3.5.
192 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

ναφερόμενων μαθητών του. Δηλαδή, ο Ferri και ο Garofalo στην


αιτιολογία του εγκλήματος συμπεριέλαβαν παράγοντες βιολογικούς,
ψυχολογικούς και κοινωνικούς 38 .
Στις σελίδες που ακολουθούν θα περιοριστούμε στη συμβολή
του Lombroso. Για τον Ferri και τον Garofalo υπάρχουν αναφορές
σε άλλο τμήμα αυτού του τόμου 39 .
Ο Lombroso, στην ένατη έκδοση του μνημειώδους βιβλίου του
«Ο εγκληματίας άνθρωπος», το οποίο είχε έκταση πάνω από 1.900
σελίδες, αναγνώρισε τη σημασία των ψυχολογικών και περιβαλλο-
ντικών παραγόντων, καθώς και την ύπαρξη και άλλων τύπων ε-
γκληματιών, εκτός του γεννημένου εγκληματία 40 . Αυτός αποτελεί
μόνο το 1/3 περίπου των εγκληματιών και ανήκει σε ένα ξεχωριστό
ανθρωπολογικό τύπο, όπως ορισμένα πτηνά ανήκουν στα αρπακτι-
κά και κάποια φυτά στα παρασιτικά. Γεννήθηκε εγκληματίας με
stigmata hereditatis, σωματικά και ψυχικά. Ανάμεσα στα δεκαοκτώ
χαρακτηριστικά ή στίγματα που ξεχώρισε ο Lombroso σε 383 κρα-
τουμένους συγκρίνοντάς τους με μη εγκληματίες, ήταν: οι διάφορες
αποκλίσεις στο μέγεθος ή στο σχήμα της κεφαλής, η ασυμμετρία
κρανίου ή προσώπου, η προεξέχουσα γνάθος, το ασύνηθες μέγε-
θος των αφτιών, κάποιες ιδιομορφίες στα μάτια, στη μύτη, στα χεί-
λη, στα δόντια, στην τριχοφυΐα ή στο θώρακα, το πιθηκοειδές σαγό-
νι, οι υπερβολικές ρυτίδες, κλπ. Σαράντα τρία τοις εκατό των εγκλη-
ματιών είχαν πέντε ή περισσότερα από τα παραπάνω «στίγματα»
και μόνο 21% είχε ένα 41 . Εκτός από τους «γεννημένους εγκληματί-
ες» ο Lombroso διέκρινε τελικά και άλλους τύπους εγκληματιών.
Έτσι, η θετική σχολή, με τη συμβολή και του Ferri, αναγνωρίζει πέ-
ντε κατηγορίες εγκληματιών, δύο κατηγορίες στις οποίες κυριαρ-
χούν οι ανθρωπολογικοί παράγοντες και τρεις στις οποίες προεξέ-
χουν οι κοινωνικοί:
- εγκληματίες εκ γενετής,
_________________
38. G. B. Vold /T. J. Bernard, ό.π., σ. 37.
39. Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία, ό.π., σ. 84-86.
th
40. G. B. Vold et. al., 4 ed. ό.π., σ. 33.
41. G. B. Vold / T. J. Bernard, ό.π., σ. 50-51.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 193

- εγκληματίες ψυχοπαθείς,
- εγκληματίες από πάθος,
- εγκληματίες περιστασιακοί και
- εγκληματίες από έξη.
Η σχολή προτείνει για κάθε κατηγορία εγκληματιών μία εξατο-
μικευμένη μεταχείριση με σειρά κυρώσεων που αποβλέπουν στην
εξουδετέρωση και εξάλειψη της κάθε κατηγορίας 42 .
Με την καθιέρωση της τυπολογίας των εγκληματιών η θετική
σχολή υποδηλώνει την ύπαρξή της στις ποινικές επιστήμες ακόμη
και σήμερα. Κληρονομιά της θετικής σχολής είναι και οι συγκρίσεις
ανάμεσα σε μία πειραματική ομάδα (εγκληματιών, κρατουμένων)
και μία ομάδα ελέγχου (μη εγκληματιών, λ.χ. στρατιωτών) με σκοπό
να εντοπιστούν αιτιολογικές συναρτήσεις.

3.6.2. Από το γεννημένο εγκληματία στην κληρονομική και οργανική


κατωτερότητα

Από την εποχή του Ομήρου και του δύσμορφου Θερσίτη 43 , των φυ-
σιογνωμιστών, όπως ο Ελβετός Johan Caspar Lavater (1741-
1801) 44 και των μελετητών της «φρενολογίας», όπως ο ανατόμος
Franz Joseph Gall (1758-1828) ως τις ημέρες μας, καταβάλλονται
_________________
42. Για περισσότερα βλ. αντί άλλων Κ. Γ. Γαρδίκα, Εγκληματολογία, τόμ. Α',
η
Τα γενικά αίτια των εγκλημάτων, 5 έκδ., Αθήναι 1966, σ. 52-56.
43. Πρβλ. Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη / Ι. Θ. Κακριδή, Ραψω-
δία Β, 212 –219, «μόνο ο Θερσίτης ο ατσαλόστομος φωνοσκοπούσε ακόμα, / λόγια
στο νου του που ‘χεν άπρεπα πολλά, και τα πετούσε / δίχως ντροπή καμιά, μαλώ-
νοντας με τους ρηγάδες πάντα, / φτάνει ν’ απάντεχε πως θ' άσκωνε μες στους Αρ-
γίτες γέλοιο. / Άντρας δεν έφτασε ασκημότερος κάτω απ' της Τροίας το κάστρο· /
κουτσός από το 'να πόδι, αλλήθωρος, με χωνιασμένους ώμους, / που απά στο
στήθος του εκαλύβωναν και πιο ψηλά θωρούσες / κεφάλι μυτερό, που απάνω του
χνούδι πετούσε ανάριο.»
44. Αντί άλλων βλ. σχετικά Γ. Α. Πανούση, Φυσιογνωμική, μία σύγχρονη ε-
γκληματολογική προσέγγιση, Αθήνα-Κομοτηνή 1988. Στη μονογραφία αυτή παρα-
τίθενται αναλυτικά, εκτός από τις θέσεις του Lombroso, όλες οι προ- και μετά- λο-
μπροζιανές αντιλήψεις καθώς και οι σημερινές προεκτάσεις τους (λ.χ. ρατσισμός,
στιγματισμός κλπ.). Σχετικά με τον Lavater και τον Gall, βλ. σ. 50 (και υποσ.) και σ.
55 επ., καθώς και σ. 95-97.
194 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

προσπάθειες να απομονωθούν τα ιδιαίτερα σωματικά ή ψυχικά χα-


ρακτηριστικά των εγκληματιών.
Την αταβιστική θεωρία του Lombroso ανέλαβε να κατάρριψη ο
Goring με τη μελέτη τριών χιλιάδων άγγλων καταδίκων τους οποί-
ους συνέκρινε με φοιτητές, γιατρούς, υπηρετούντες στο βρετανικό
στρατό, ασθενείς νοσοκομείων κ.ά. Αν η μελέτη του Lombroso είχε
μεθοδολογικές ατέλειες, και η έρευνα του Goring δεν ήταν αψεγά-
διαστη. Λόγου χάρη στηρίχτηκε στην «κληρονομική κατωτερότητα»
και δεν τεκμηρίωσε επαρκώς το ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός
φυσικός τύπος: ο εγκληματικός τύπος ανθρώπου.
Όπως ήταν επόμενο, τα ερευνητικά δεδομένα του Goring αμ-
φισβητήθηκαν. Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Hooton, απογοητευ-
μένος και από τους δύο προηγούμενους ερευνητές, προσπάθησε
σε μία εντυπωσιακή έρευνα 17.000 ατόμων, από τα οποία 14.000
ήταν κρατούμενοι, να ανακαλύψει, κατά την άποψή του, τα ιδιαίτερα
σωματικά χαρακτηριστικά κάθε είδους εγκληματία (ανθρωποκτόνου,
ληστή, βιαστή, κλέφτη) μετρώντας εκατόν επτά διάφορα χαρακτηρι-
στικά. Και αυτή όμως η έρευνα, παρά τα θετικά της στοιχεία, περιεί-
χε πολλές αδυναμίες. Από τις σημαντικότερες είναι τα μεθοδολογικά
ατοπήματα στη δειγματοληψία των καταδίκων και κυρίως η έλλειψη
ορισμού για τον όρο-κλειδί «οργανική / σωματική κατωτερότητα».
Πάντως, ό,τι και αν είναι αυτή, η οργανική / σωματική κατωτερότητα,
που μεταβιβάζεται κληρονομικώς κατά τον Hooton, εντοπίστηκε
στους εγκληματίες-κρατουμένους!

3.6.3. Οι μετα-λομπροζιανοί ερευνητές

3.6.3.1. Εισαγωγικά

Η κληρονομική μεταβίβαση ορισμένων γενετικών χαρακτηριστικών


(λ.χ. χρώμα δέρματος ή οφθαλμών) δημιούργησε το ερώτημα: «μή-
πως κληρονομείται και η (εγκληματική) συμπεριφορά;» 'Η σε πιο
σύγχρονη διατύπωση: «μήπως και η εγκληματική συμπεριφορά εί-
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 195

ναι θέμα γονιδίων» 45 . Ανάλογο, όσο και παραπλανητικό, είναι και το


ερώτημα: η κληρονομικότητα ή το περιβάλλον ευθύνεται για την ε-
γκληματική συμπεριφορά;»

3.6.3.2. Μελέτες γενεαλογικών δέντρων

Οι πρώτες προσπάθειες να αποδειχθεί ένας γενετικός κρίκος με την


εγκληματική συμπεριφορά ήταν απλοϊκές. Αφορούσαν οικογένειες
με εγκληματικούς προγόνους και απογόνους. Η γνωστότερη έρευνα
σε γενεαλογικό δέντρο εγκληματιών έγινε από τον Dugdale (1877)
και εστιάστηκε στην οικογένεια με την ψευδωνυμία Jukes. Η οικογέ-
νεια αυτή ήταν γνωστή για την πενία της και για το ότι πολλά μέλη
της επιδίδονταν στην πορνεία και άλλα ήταν εγκληματικά.
Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το υψηλό ποσο-
στό των εγκληματιών της οικογενείας δεν συνδεόταν με γενετικούς ή
κληρονομικούς παράγοντες 46 . Η ορθότερη εκδοχή βρίσκεται στην
ομοιότητα του περιβάλλοντος στο οποίο ανατρέφονταν όλα τα μέλη
της οικογένειας στην εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς και
των μεθόδων της μέσα στην οικογένεια. Κάποιες νεότερες μελέτες,
όπως αυτή των Sheldon και Eleanor Glueck 47 περιείχαν στοιχεία,
κατά τους ερευνητές, τα οποία αποδείκνυαν, ότι η εγκληματική συ-
μπεριφορά του πατέρα αποτελούσε τον καλύτερο προγνωστικό πα-
ράγοντα για τη μελλοντική εγκληματική πορεία του γιου. Και σε αυ-
τήν όμως την περίπτωση θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει το επι-
χείρημα ότι το δεδομένο αυτό δεν επαρκεί για να ερμηνεύσει τη με-
ταβίβαση της εγκληματικότητας μέσω των γονιδίων. Η διαπαιδαγώ-
γηση από τον πατέρα και η επιρροή του στο παιδί ενδέχεται να έ-
χουν συντελέσει στη δημιουργία του αποτελέσματος.

_________________
45. Το θέμα είχε απασχολήσει και το «The Economist», December 26- Janu-
ary 8, 1993, σ. 33-34 και 36.
46. Για περισσότερα βλ. S. E. Brown / Finn-Aage Esbensen / G. Geis, Crimi-
nology, Explaining Crime and its Context, Cincinnati, Ohio 1991, σ. 265-266.
47. S. and E. Glueck, Unravelling Juvenile Delinquency, New York 1950.
196 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

3.6.3.3. Μελέτες σωματικών τύπων

Η σχολή της βιο-τυπολογίας βασίζεται στην αντίληψη ότι συναρτά-


ται ο βιολογικός τύπος με την εγκληματική δραστηριότητα. (Πρβλ.
Το λεγόμενο: «Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή»). Για ορισμένους,
όπως για τον Γερμανό ψυχίατρο Kretchmer 48 , η σωματική διάπλαση
συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον χαρακτήρα του ατόμου. Ο
Kretchmer αναλύοντας περισσότερα από τέσσερις χιλιάδες άτομα
διέκρινε τέσσερις βασικούς ανθρώπινους τύπους (α) τον λεπτόσω-
μο ή ασθενικό που υπερτερεί στις μικροκλοπές και απάτες, (β) τον
αθλητικό που τελεί συνήθως εγκλήματα βίας, (γ) τον πυκνικό –
κοντό και ευτραφή– που κυριαρχεί μεταξύ των απατεώνων, και (δ)
τον δυσπλαστικό ή μικτό τύπο που επιδίδεται σε εγκλήματα κατά
της γενετήσιας ελευθερίας και σε εγκλήματα βίας. Ωστόσο, το έργο
του Kretchmer περιέχει γενικότητες και αφορισμούς και δεν βασίζε-
ται σε στατιστικές μελέτες και αναλύσεις.
Άλλοι, όπως ο Αμερικανός Sheldon και οι συνεργάτες του 49 ,
πρεσβεύουν ότι ο σωματικός τύπος που καθορίζεται από την εποχή
της εμβρυακής ζωής δημιουργεί ξεχωριστούς τύπους ανθρώπων με
ξεχωριστά χαρακτηριολογικά στοιχεία. Τους τύπους αυτούς ταξινο-
μούν:
- στον ενδομορφικό τύπο: μάλλον ευτραφής, εξωστρεφής, άνε-
τος, και αγαπά την πολυτέλεια,
- στον μεσομορφικό τύπο: μυώδης, δραστήριος, δυναμικός, ε-
πιθετικός, και
- στον εκτομορφικό τύπο: αδύνατος, εύθραυστος, εσωστρεφής,
με αλλεργίες και χρόνια αϋπνία.
Αυτοί οι βασικοί τύποι, παρουσιάζονται με παραλλαγές στις
οποίες μπορεί να κυριαρχούν λ.χ. τα εκτομορφικά χαρακτηριστικά ή
τα μεσομορφικά. Ο Sheldon σε μελέτη του με αντικείμενο νεαρούς
_________________
48. E. Kretchmer, Körperbau und Charakter, Berlin 1921, όπως αναφέρεται
από G. B. Vold / T. J. Bernard, ό.π., σ. 5.
49. Βλ. π.χ. W. H. Sheldon, Varieties of Human Physique, New York/London
1940, και Atlas of Man, New York/London 1954.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 197

παραβάτες βρήκε ότι αυτοί υπερτερούσαν στα μεσομορφικά χαρα-


κτηριστικά και υστερούσαν στα εκτομορφικά. Αντίθετα, η ομάδα φοι-
τητών που χρησιμοποίησε για σύγκριση (ως ομάδα ελέγχου), υπερ-
τερούσε και αυτή στα μεσομορφικά χαρακτηριστικά (3,8 έναντι 4,6
της ομάδας των παραβατών) αλλά είχε και πολλά εκτομορφικά
στοιχεία (3,4 έναντι 2,7 της ομάδας των παραβατών). Μεταγενέστε-
ρη μελέτη στηριζόμενη στα ίδια δεδομένα έδειξε ότι οι μεσομορφικοί
τύποι υπερτερούσαν στην ομάδα των παραβατών 50 .
Η συσχέτιση μεταξύ μεσομορφικών τύπων και παραβατών ε-
παληθεύτηκε και σε νεότερες έρευνες πεντακοσίων ανηλίκων πα-
ραβατών και πεντακοσίων μη παραβατών των Glueck. Μεσομορφι-
κοί τύποι ήταν περίπου το 60% των παραβατών αλλά σημαντικά
λιγότεροι (περίπου 31%) οι μη παραβάτες. Οι Glueck εντόπισαν
ακόμη στους μεσομορφικούς τύπους γενικά χαρακτηριστικά, όπως
επιθετικότητα, φυσική ρώμη, ενεργητικότητα, τάση να εκφράζουν τις
ψυχικές εντάσεις και απογοητεύσεις με αντικοινωνική συμπεριφορά
με παράλληλη έλλειψη σχετικών αναστολών, ευπάθεια σε παιδικές
μολυσματικές ασθένειες, συναισθήματα ανεπάρκειας, συναισθημα-
τική αστάθεια κλπ.
Η εργασία των Glueck, παρά την ορθή μεθοδολογία και τις
προσεκτικές μετρήσεις από ειδικούς (ανθρωπολόγους, ψυχιάτρους,
κοινωνικούς λειτουργούς κλπ.) δεν αποδεικνύει τον «βιολογικό ντε-
τερμινισμό». Τα ευρήματά τους υποδηλώνουν μάλλον μία διαδικα-
σία «κοινωνικής επιλογής». Οι ανήλικοι παραβάτες αλλά και οι
μπασκετμπολίστες δεν στρατολογούνται ανάμεσα στους σωματικά
εύθραυστους ή ευτραφείς!
Πάντως, η τάση να αναζητεί κανείς την αντανάκλαση χαρακτη-
ριολογικών στοιχείων σε φυσικά χαρακτηριστικά συναντάται και στις
μέρες μας. Καναδική μάλιστα μελέτη αναδεικνύει το πρόβλημα επη-
ρεασμού της δικαστικής κρίσης από τη μορφή των δραστών. Έτσι,
οι μη ελκυστικοί δράστες έχουν αυστηρότερη μεταχείριση από τους
δράστες με συμπαθητική ή αδιάφορη αισθητικά εμφάνιση 51 .
_________________
50. G. B. Vold et. al., ό.π., σ. 47-48.
51. Στο ίδιο, σ. 51.
198 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σχετικά στοιχεία που συνέλε-


ξε ο Cortes στη δεκαετία του 1970 από παραβάτες και μη παραβά-
τες (άρρενες και θήλεις). Οι μεσομορφικοί μη παραβάτες είχαν υψη-
λή βαθμολογία στην ανάγκη για πραγμάτωση επιδιώξεων (από 337-
537 έναντι 200 των παραβατών), ενώ οι μεσομορφικοί παραβάτες
είχαν υψηλή βαθμολογία στην ανάγκη για ισχύ (230 έναντι 0.92 των
μη παραβατών) 52 .
Τέλος, στη δεκαετία του 1960 ο σουηδός Kinberg αναμοχλεύει
τις γενετικές αντιλήψεις προβάλλοντας την έννοια της «βιολογικής
μη προσαρμοστικότητας». Σύμφωνα με αυτήν κάθε άτομο αντιδρά
στα εξωτερικά ερεθίσματα ανάλογα με τη βιολογική του δομή 53 .

3.6.3.4. Μελέτες διδύμων

Οι μελέτες διδύμων, λόγω της γενετικής τους ομοιότητας, αποτέλε-


σαν πρόσφορο ερευνητικό έδαφος για την εγκληματολογία. Ο Γερ-
μανός ψυχίατρος Joannes Lange εγκαινίασε τις μελέτες μονοζυγω-
τικών ή μονοωογενών (ΜΖ) και διζυγωτικών ή δυοωογενών (ΔΖ)
διδύμων ανδρικού φύλου που βρίσκονταν σε γερμανικές φυλακές
με σκοπό να συγκρίνει τη συμπεριφορά τους. Η εργασία του με τον
εύγλωττο τίτλο «έγκλημα ως πεπρωμένο» 54 αποκάλυψε, ότι η συ-
μπεριφορά δέκα (10) από τα δεκατρία (13) ζεύγη ΜΖ διδύμων, ήταν
ομοιόμορφη (δηλαδή και τα δύο αδέλφια είχαν ποινικό μητρώο σε
ποσοστό 77%), ενώ μόνο σε δύο (2) από τα δεκαεπτά (17) ζεύγη
ΔΖ διδύμων η συμπεριφορά ήταν ομοιόμορφη. Άλλη μελέτη, λίγο
μεταγενέστερη, πάλι με μικρά δείγματα, έδειξε 66% ομοιόμορφη ε-
γκληματική συμπεριφορά σε ΜΖ ζεύγη διδύμων και σε λίγο μικρότε-
ρο ποσοστό (54%) ομοιόμορφη συμπεριφορά σε ΔΖ 55 .
_________________
52. Στο ίδιο, σ. 49-50.
e
53. R. Gassin, Criminologie, 2 ed., Paris 1990, σ. 173.
54. J. Lange, Verbrechen als Schiksal, Leipsig 1929,όπως αναφέρεται από
S. E. Brown/Finn-Aage Esbensen/G. Geis, Criminology, Explaining Crime and its
Context 1991, σ. 268.
55. Βλ. σχετικά Κ. Γ. Γαρδίκα, ό.π., σ. 756-758. Η σύγκριση μονοζυγωτικών
και διζυγωτικών διδύμων προσφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία για τη «γενετική υπό-
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 199

Μία πολύ νεότερη εμπεριστατωμένη έρευνα του K. O.


Christiansen εκπονήθηκε στη Δανία, όπου τηρούνται, εκτός από το
ποινικό μητρώο, αρχεία διδύμων και εμπεριστατωμένα αστυνομικά
αρχεία από το 19ο αιώνα. Αναφέρεται, λοιπόν, σε 6.000 διδύμους
γεννημένους μεταξύ 1880 και 1910 και παρουσιάζει ενδιαφέροντα
ευρήματα. Η έρευνα που εντοπίστηκε σε 3.586 ζεύγη και τελικά πε-
ριέλαβε 799 ζεύγη που βρίσκονταν σε ένα αρχείο, έδειξε (εγκλημα-
τική) ομοιόμορφη συμπεριφορά σε 35% των ΜΖ ζευγών αρρένων
διδύμων και μόνο σε 13% των ΔΖ ζευγών διδύμων. Στα θήλεα ΜΖ
ζεύγη το ποσοστό (εγκληματικής) ομοιόμορφης συμπεριφοράς ήταν
21% και μόνο 8% στα ΔΖ ζεύγη. Τα ποσοστά της πρόσφατης σχετι-
κά έρευνας ήταν πολύ χαμηλότερα των προηγουμένων αλλά εξακο-
λουθεί να διαφαίνεται μία μεγαλύτερη (εγκληματική) ομοιομορφία
συμπεριφοράς μεταξύ των ΜΖ διδύμων. Ωστόσο, ο Christansen δεν
κατέληξε σε συμπεράσματα παρόμοια με των προηγουμένων που
έδιναν προβάδισμα στην κληρονομικότητα. Άφησε και περιθώρια
επίδρασης από το περιβάλλον, τονίζοντας ότι το περιβάλλον στα
ΜΖ ζεύγη, τείνει να συμπεριφέρεται προς αυτά με τον ίδιο τρόπο 56 .

_________________
θεση» της σχιζοφρένειας. Τόσο στην περίπτωση της σχιζοφρένειας όσο και της
εγκληματικής συμπεριφοράς «η σύγκριση μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων
είναι η καθιερωμένη από τον Galton μέθοδος μελέτης για την επισήμανση γενετικής
προελεύσεως συντελεστών, δεδομένου ότι τόσο τα μονοζυγωτικά όσο και τα διζυ-
γωτικά δίδυμα υποτίθεται ότι εκτίθενται στις αυτές περιβαλλοντικές συνθήκες και
έχουν τα μεν μονοζυγωτικά το αυτό τα δε διζυγωτικά διαφορετικό γενετικό υλικό.»
Κ. Στεφανή, Σχιζοφρένεια, στον τόμο: Στεφανή και συνεργ., «Θέματα Ψυχιατρι-
κής», Αθήναι χ.χρ., σ. 145.
56. Βλ. K. O. Christiansen, A Preliminary study of Criminality among Twins,
και του ίδιου, A Review of Studies of Criminality among Twins, στο: S. A. Mednick /
K. O. Christiansen (eds) Biosocial Basis of Criminal Behavior, 1977, σ. 89-108 και
σ. 45-88 αντίστοιχα, όπως αναφέρεται στο: S. E. Brown/Finn-Aage Esbensen/G.
Geis, ό.π., σ. 289, και σ. 269-270.
200 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

3.6.3.5. Μελέτες συνδρόμου ΧΥΥ

Στο τμήμα αυτό περιοριζόμαστε σε μελέτες χρωμοσωματικών ανω-


μαλιών και κυρίως στην ανωμαλία του συνδρόμου XYY. Από το
1961 που εντοπίστηκε η ανωμαλία αυτή, δημιούργησε ενδιαφέρον
για την τυχόν ύπαρξη εγκληματιών με τέτοιου είδους ανωμαλία.
Από τα εικοσιτρία ζεύγη φυσιολογικών ανθρώπινων χρωμοσωμά-
των, ένα ζεύγος προσδιορίζει το φύλο: οι θήλεις έχουν ένα ζεύγος
ΧΧ, ενώ οι άρρενες XY. Μεταξύ των ανωμαλιών φυλετικών χρωμο-
σωμάτων αναφέρεται: (α) το σύνδρομο Klinefelter ή ΧΧΥ που απα-
ντάται σε αναλογία 2% περίπου των νεογέννητων αρρένων. Σε αυτό
αποδίδεται η γυναικομαστία, η στειρότητα, οι ομοφυλοφιλία, οι φα-
ντασιώσεις κλπ., (β) το σύνδρομο ΧΧΧ που απαντάται σπάνια - σε
συχνότητα ένα τοις χιλίοις στο σύνολο των νεογέννητων θηλέων ή
στο 1% του συνόλου των νοητικά καθυστερημένων θηλέων και (γ)
το σύνδρομο ΧΥΥ που παρουσιάζει συχνότητα 1,5% στο σύνολο
των νεογέννητων αρρένων. Το σύνδρομο αυτό συνοδεύεται από
μέτρια νοητική καθυστέρηση και διαταραχές της συμπεριφοράς α-
ντικοινωνικού τύπου. Το ανάστημα των ατόμων αυτής της κατηγο-
ρίας είναι υψηλό 57 . Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι το επιπλέον
χρωμόσωμα Υ που ενδέχεται να υπάρχει στον καρυότυπο ενός άν-
δρα προσδίδει στο άτομο αυτό εκτός από μεγαλύτερο ύψος, επιθε-
τικότητα και ροπή προς το έγκλημα. Καταρχάς σε μελέτη που έγινε
στη Σκοτία σε εκατόν ενενήντα επτά (197) κρατουμένους βρέθηκε
ένας σημαντικός αριθμός ατόμων με XYY και δημιουργήθηκε η ε-
ντύπωση ότι συναρτάται η ανωμαλία αυτή με τη βίαιη εγκληματική
συμπεριφορά. Η θεωρία είχε κάποια επίδραση στη δικαστική πρα-
κτική. Στη Γαλλία, τουλάχιστον στην περίπτωση του Daniel Hugon
που σκότωσε μία πόρνη 65 ετών, το δικαστήριο επέτρεψε στην υ-
περάσπιση να προσκομίσει στοιχεία σχετικά με το σύνδρομο ΧΥΥ
και τελικά, παρά το γεγονός ότι δεν δέχθηκε μειωμένο καταλογισμό
γι’ αυτό το λόγο, το στοιχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε για να επιμε-
_________________
57. Βλ. Α. Ραμπαβίλα, (Δια)νοητική καθυστέρηση, στον τόμο: Στεφανή και
συνεργ., ό.π., σ. 109.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 201

τρηθεί μία ηπιότερη ποινή. Στην Αυστραλία, άλλος κατηγορούμενος


για ανθρωποκτονία, για τον οποίο το σύνδρομο αποτέλεσε αποδει-
κτικά υλικό για να στηρίξει την έλλειψη καταλογισμού, τελικά δεν
καταδικάστηκε. Σε δικαστήρια των ΗΠΑ το σύνδρομο ΧΥΥ δεν φαί-
νεται να έχει επηρεάσει τις δικαστικές αποφάσεις 58 .
Από την άλλη πλευρά, οι σχετικές βιολογικές έρευνες αποδει-
κνύουν ότι η συγκεκριμένη ανωμαλία βρίσκεται σε μικρό ποσοστό
του πληθυσμού. Λ.χ. σε μελέτη στη Δανία σε τέσσερις χιλιάδες υ-
ψηλά άτομα μόνο δώδεκα είχαν την ανωμαλία αυτή και, από αυτούς
τους δώδεκα, 42% είχε καταδικαστεί για μία ή περισσότερες αξιό-
ποινες πράξεις και 9% είχε μία μόνο εγκληματική καταδίκη. Επειδή
το σύνδρομο είναι στατιστικά σπάνιο φαινόμενο, και επειδή δεν έχει
διαπιστωθεί επαρκώς η σχέση μεταξύ αυτής της ανωμαλίας και της
βίαιης συμπεριφοράς, δεν θα μπορούσε κανείς να καταλήξει στο ότι
ανακαλύφθηκε το «χρωμόσωμα του εγκλήματος» 59 .

3.6.3.6. Μελέτες υιοθεσιών

Οι μελέτες σε υιοθετημένα παιδιά είναι σχετικά πρόσφατες. Η υπό-


θεση που επιχειρείται να επαληθευθεί σε αυτές είναι η ακόλουθη:
εάν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην εγκληματικότητα του βιολογι-
κού γονέα και ιδιαίτερα του πατέρα και του υιοθετημένου παιδιού το
οποίο έχει δοθεί για εξω-οικογενειακή υιοθεσία έγκαιρα και προτού
υποστεί τις εγκληματογόνες επιδράσεις του περιβάλλοντος, τότε
υπάρχει σχέση μεταξύ εγκληματικότητας και γενετικών παραγό-
ντων.
Εξέχουσα θέση στην περιοχή αυτή κατέχει η δανο-αμερικανική
έρευνα σε 14.427 υιοθετημένα παιδιά που είχαν γεννηθεί μεταξύ
1924-1947. Η μεθοδολογία της έρευνας είναι αξιοπρόσεκτη, όπως
και η αμερόληπτη διερεύνηση όλων των παραγόντων. Λ.χ. εξετά-
στηκε ακόμη και το ενδεχόμενο του χαρακτηρισμού ή της «ετικετο-
_________________
58. S. Titus Reid, Crime and Criminology, Hinsdale, Ill. 1976, σ.139.
59. Βλ. R. Gassin, ό.π. ,σ. 441 και 421-422. Επίσης, S. E. Brown/Finn-Aage
Esbensen / G. Geis, ό.π., σ. 278-279 και S. Titus Reid, ό.π., σ. 137-139.
202 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

ποίησης» του υιοθετημένου στην περίπτωση που οι θετοί γονείς


γνώριζαν την καταδίκη του πατέρα. Καθώς το δείγμα ήταν μεγάλο
και υπήρχαν περιπτώσεις που η καταδίκη έλαβε χώρα μετά την υι-
οθεσία, για αυτές πιθανολογήθηκε ότι οι θετοί γονείς δεν πληροφο-
ρήθηκαν τη γονική εγκληματικότητα. Εξάλλου διερευνήθηκε και το
ιστορικό των θετών γονέων για καταδίκες και μελετήθηκαν χωριστά
τα παιδιά με διπλά εγκληματικούς γονείς, βιολογικούς και θετούς.
Στα προσεκτικά διατυπωμένα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές
αναφέρουν ότι οι καταδίκες των βιολογικών πατέρων συσχετίζονται
με τις καταδίκες των υιοθετημένων και έγκαιρα απομακρυσμένων
παιδιών τους. Η σχέση είναι ιδιαίτερα ισχυρή για τους χρόνιους
δράστες (με τρεις ή περισσότερες καταδίκες) πατέρες και γιους. Ω-
στόσο δεν αποδείχθηκε, ότι ο βιολογικός πατέρας και ο υιοθετημέ-
νος γιος του είχαν καταδικαστεί για τα ίδια εγκλήματα. Προφανώς
«κάποιος παράγοντας», κατά τη γνώμη ορισμένων ερευνητών, «με-
ταβιβάζεται από τους καταδικασμένους γονείς, ο οποίος αυξάνει την
πιθανότητα καταδίκης των παιδιών τους... Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα
σχετικά με τους χρόνιους δράστες. Επειδή ο μεταβιβαζόμενος πα-
ράγοντας είναι βιολογικός... Βιολογικοί παράγοντες εμπλέκονται
στην αιτιολογία τουλάχιστον ορισμένης εγκληματικής συμπεριφο-
ράς.» Και καταλήγουν: «Οι βιολογικοί παράγοντες και η αλληλενέρ-
γειά τους με κοινωνικές μεταβλητές είναι δυνατό να αποτελέσουν
χρήσιμη συμβολή στην κατανόηση των αιτίων της εγκληματικής συ-
μπεριφοράς.» 60

3.6.3.7. Κριτική αποτίμηση

_________________
60. S. A. Mednick / W. F. Gabrielli/B. Hutchins, Genetic Factors in etiology of
criminal behavior, στο: J. Muncie / E. McLaughlin / M. Langan, (eds.), ό.π., σ. 67
επ., και ιδίως σ. 79.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 203

Η κόρη του Lombrosο, Gina, γράφει ότι ο πατέρας της συνέλαβε την
ιδέα του «γεννημένου εγκληματία» εξετάζοντας το κρανίο ενός κα-
κοποιού, στο οποίο εντόπισε μία σειρά από ανωμαλίες ανάλογες με
τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται σε λιγότερο εξελιγμένους από
τον άνθρωπο ζωικούς οργανισμούς 61 .
Παρά τις όποιες δικαιολογημένες αντιρρήσεις μπορεί να έχει
κανείς για το έργο του Lombrosο, αυτός ο Ιταλός ιατρός των φυλα-
κών, είναι ο πατέρας της εμπειρικής εγκληματολογίας. Έβγαλε την
εγκληματολογική σκέψη από τις φιλοσοφικές εικασίες. Η θετική
σχολή επηρέασε θετικά την εξέλιξη του ποινικού δικαίου με τη δημι-
ουργία ενός ποινικού δικαίου εγκληματιών –και όχι μόνο εγκλήμα-
τος– που οδήγησε στην εξατομικευμένη μεταχείριση.
Ωστόσο, οι μονολιθικές βιολογικές θεωρίες (δηλ. εκείνες που
δέχονται ότι στην εγκληματική συμπεριφορά οδηγεί μόνο το βιολο-
γικό αίτιο) είναι επικίνδυνες. Μπορεί να οδηγήσουν σε ηθικά απα-
ράδεκτες πρακτικές: στειρώσεις, αμφίβολες επεμβάσεις σε έμβρυα,
αναγκαστικές διακοπές της κύησης, ακόμα και σε γενοκτονίες. Από
την άλλη πλευρά, οι πολυπαραγοντικές προσεγγίσεις ενδέχεται να
προωθήσουν την εγκληματολογική γνώση, έστω και αν δίνουν το
προβάδισμα στους γενετικούς παράγοντες. Μία τέτοια μετριοπαθής
άποψη αναφέρει: «ορισμένα μέλη της κοινωνίας εξαιτίας της σωμα-
τικής ή ψυχολογικής τους συγκρότησης, η οποία σε κάποιο βαθμό
μπορεί να είναι και αποτέλεσμα γενετικής μεταβίβασης, είναι περισ-
σότερο επιρρεπείς στο έγκλημα, αν συνυπάρχουν και άλλοι περι-
βαλλοντικοί παράγοντες» 62 .

3.7. Ο Ψυχολογικός / ψυχιατρικός θετικισμός

_________________
61. Βλ. R. Gassin, ό.π., σ. 156.
62. K. S. Williams, Textbook on Criminology, Great Britain 1991, 1993, σ.
107.
204 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

3.7.1. Εισαγωγικά

Ο ψυχολογικός θετικισμός ήταν η συνέχεια ή η απάντηση στις βιο-


λογικές-οργανικές θεωρίες. Όχι στο σώμα ή στο βιολογικό κρηπί-
δωμα αλλά σε ψυχικές ιδιότητες ή ψυχιατρικές ερμηνείες αναζητούν
τώρα οι επιστήμονες την εγκληματογένεση. Οι δύο φαινομενικά εκ
διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις (οι βιολογικές και οι ψυχολογικές)
έχουν ωστόσο τρία κοινά σημεία:
- Στηρίζονται στη θετικιστική αντίληψη.
- Ξεκινούν από τη μη αποδεκτή σήμερα παραδοχή ότι η «φυσι-
ολογική» κατάσταση είναι η σύννομη συμπεριφορά και η εγκληματι-
κή είναι «μη φυσιολογική» 63 και συνεπώς αυτή η «μη φυσιολογική»
συμπεριφορά εδράζεται σε ψυχικές (ή σωματικές) ανωμαλίες ή μει-
ονεξίες.
- Αποδέχονται ότι το είδος αυτό της ανθρώπινης συμπεριφοράς
δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής ή βούλησης.
Τόσο η ψυχολογία (μελέτη των νοητικών λειτουργιών, της
προσωπικότητας και της συμπεριφοράς), όσο και η ψυχιατρική
(κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τη διάγνωση και τη θεραπεία
των ψυχικών ασθενειών και διαταραχών) και ιδίως η ψυχαναλυτική
σχολή (κατεύθυνση της ψυχιατρικής που βασίστηκε αρχικά στα έρ-
γα και στις τεχνικές του S. Freud που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο
ασυνείδητο και τους αμυντικούς μηχανισμούς του Εγώ) 64 παρέβλε-
ψαν το μακρο-περιβάλλον. Συνακόλουθα, εστίασαν τη μελέτη τους
_________________
63. Διαφορετική γνώμη έχει η K. S. Williams, ό.π., σ. 134, ο δε Στεφανής δι-
ευκρινίζει ότι οι έννοιες «φυσιολογικό-παθολογικό», όταν αναφέρονται στη Σωματι-
κή Ιατρική συνιστούν δύο εξ αντικειμένου διακριτές καταστάσεις, ενώ όταν αναφέ-
ρονται στην Ψυχιατρική εκφράζουν την αυθαίρετη, συμβατική και με ηθικοκοινωνι-
κά κριτήρια τμηματοποίηση του συνεχούς της ανθρώπινης συμπεριφοράς, Στεφα-
νής, Εισαγωγή στην Ψυχιατρική Νοσολογία, στον τόμο: Στεφανή και συνεργ., ό.π.,
σ. 10.
64. Σημειώνεται ότι o Freud χρησιμοποιεί τους ελεύθερους συνειρμούς, την
ανάλυση των ονείρων, των αντιστάσεων και της συναισθηματικής μεταβίβασης για
τη διάγνωση και θεραπεία ψυχικών διαταραχών. Βλ. K. Στεφανή, Οι ψυχοθεραπεί-
ες, σε: Στεφανή και συνεργ., ό.π., Εισαγωγή στην Ψυχιατρική Νοσολογία, σ. 348-
349.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 205

στην ανθρώπινη ψυχή για να ανακαλύψουν τα αίτια της ατομικής


απόκλισης.
Έτσι, η εγκληματική συμπεριφορά συσχετίστηκε με τα δαιμονι-
κά πνεύματα που καταλαμβάνουν τον ψυχικό κόσμο και με την ψυ-
χική ασθένεια γενικά 65 . Επί χρόνια ψυχολόγοι, ψυχίατροι και επαγ-
γελματίες της ψυχικής υγείας διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο
στη θεωρητική θεμελίωση της αναζήτησης των αιτίων της εγκλημα-
τικής συμπεριφοράς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μελετηθούν ή και
να θεωρηθούν υπεύθυνες για το έγκλημα οι δυσλειτουργίες του «ε-
γώ» ή του «υπερ-εγώ», οι διαταραχές της μάθησης και της αντίλη-
ψης, η νοητική καθυστέρηση, τα οργανικά ψυχοσύνδρομα (π.χ. αλ-
κοολική ψύχωση, επιληψία, ψύχωση κατά τη λοχεία), η σχιζοφρέ-
νεια, οι μανιοκαταθλιπτικές νόσοι, οι διάφορες νευρώσεις, οι διατα-
ραχές της προσωπικότητας (π.χ. σεξουαλικές διαστροφές, αλκοολι-
σμός), οι διαταραχές συμπεριφοράς της παιδικής και εφηβικής ηλι-
κίας, κλπ. Με άλλα λόγια, σχεδόν κάθε ψυχική δυσλειτουργία ή δια-
ταραχή θεωρήθηκε υπεύθυνη για την εγκληματική συμπεριφορά.
Στο τμήμα αυτό θα γίνει αναφορά σε επιλεγμένες, και κατά το
δυνατό, αντιπροσωπευτικές, απόψεις. Για κάποιες από αυτές γίνε-
ται συχνά και στις ημέρες μας λόγος, κυρίως, όταν ανακαλύπτεται
ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα λ.χ. αλλεπάλληλες ανθρωποκτονίες
πολλών ατόμων την ίδια χρονική περίοδο ή κατά περιόδους, κατα-
κρεούργηση θύματος μετά από σατανιστικές τελετουργίες, χρησι-
μοποίηση του φονικού μέσου επί ενενήντα φορές –όταν τα τρία
κτυπήματα έχουν ήδη επιφέρει το θάνατο–, ανθρωποκτονία τέ-
κνου(ων) από γονέα ή το αντίστροφο, υποτροπή σε βιασμούς που
επιφέρουν το θάνατο κλπ.

3.7.2. Η ψυχαναλυτική σχολή - Ο Freud


_________________
65. Είναι παροιμιώδεις η ρήση του Άγγλου ιατρού Henry Maudsley (1835-
1918) ο οποίος έγραφε: «Το έγκλημα είναι ένα είδος διεξόδου προς το οποίο δια-
φεύγουν οι άρρωστες τάσεις τους. Θα τρελαίνονταν αν δεν γίνονταν εγκληματίες,
και δεν είναι τρελοί επειδή είναι εγκληματίες.» (Όπως αναφέρεται από τον L. J.
Siegel, ό.π., σ. 37).
206 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

Η ψυχαναλυτική προσέγγιση συνδέεται με το έργο του Sigmund


Freud (1856-1939). Η προσωπικότητα, κατά τον Freud, είναι δομη-
μένη σε τρία επίπεδα. Στο βαθύτερο βρίσκεται το id (Εκείνο), το ο-
ποίο αποτελείται από τις βιολογικές και ψυχολογικές ενορμήσεις
που βρίσκονται στη βάση κάθε συμπεριφοράς. Το Εκείνο είναι το
ασυνείδητο τμήμα της προσωπικότητας με το οποίο ξεκινά τη ζωή
του το άτομο και το οποίο διέπεται από την «αρχή της ευχαρίστη-
σης». Στο εξωτερικό επίπεδο βρίσκεται το superego (Υπερεγώ) ή η
συνείδηση. Το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει τις ηθικές αξίες της κοι-
νωνίας. Αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, την ένταξη στην προσωπικό-
τητα των επιταγών και απαγορεύσεων γονέων / διδασκάλων και
άλλων σημαντικών ατόμων. Μεταξύ του Εκείνο και του Υπερεγώ,
στο συνειδητό επίπεδο, βρίσκεται το Εγώ, το οποίο διαδραματίζει
ένα συντονιστικό και συμβιβαστικό ρόλο. Λειτουργεί δηλαδή ως με-
σολαβητής ανάμεσα στο απαιτητικό Εκείνο και στο απαγορευτικό
Υπερεγώ. Το Εγώ αναπτύσσεται στα πρώτα χρόνια της ζωής του
ατόμου, όταν το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι όλες του οι επι-
θυμίες δεν είναι δυνατόν να ικανοποιούνται πάραυτα. Το Εγώ διέ-
πεται από την «αρχή της πραγματικότητας». Στο «φυσιολογικό»
άτομο τα τρία αυτά στοιχεία της προσωπικότητας είναι σα να βρί-
σκονται σε μία «ισορροπημένη σύγκρουση» και έτσι ελέγχουν την
ανθρώπινη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, όταν το Εκείνο ζητεί ευ-
χαρίστηση / γενετήσια ικανοποίηση, λ.χ. μέσω βιασμού, το Υπερε-
γώ δημιουργεί συναισθήματα ενοχής, ενώ το Εγώ συμβιβάζει την
κατάσταση επιτρέποντας κάποιες άλλες, κοινωνικά αποδεκτές
δραστηριότητες 66 . Ο Στεφανής αναφέρει ότι στην ομαλή ανάπτυξη
της προσωπικότητας, το Εγώ είναι σε θέση να εξισορροπήσει επι-
τυχώς τις ενορμήσεις (σεξουαλικές / επιθετικές) του Εκείνου με τις
απαγορεύσεις του Υπερεγώ και τις ανάγκες του ιδανικού Εγώ, λαμ-
βάνοντας υπόψη του και τις επιταγές της εξωτερικής
πραγματικότητας 67 .
_________________
66. Brown / Esbensen / Geis, ό.π., σ. 283 και L. J. Siegel, ό.π., σ. 168.
67. Βλ. Κ. Στεφανή, Σχιζοφρένεια, σε: Στεφανή και συνεργ., ό.π., σ. 131.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 207

Ο Freud δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εγκληματική συμπε-


ριφορά. Πάντως, θεωρούσε ότι ορισμένοι εγκληματίες ενδέχεται να
έχουν ένα υπεραναπτυγμένο Υπερεγώ, το οποίο δημιουργεί διαρ-
κώς συναισθήματα ενοχής και άγχους. Ένας τέτοιος δράστης αφή-
νει πίσω του ίχνη, ώστε να συλληφθεί και να τιμωρηθεί. Στη μελέτη
του «Το Εγώ και το Εκείνο» εξηγεί ότι η εγκληματική συμπεριφορά
συνδέεται με μία υποσυνείδητη ενοχή που έχει παραμείνει στο άτο-
μο από ένα άλυτο σύμπλεγμα (το Οιδιπόδειο, στον γιο, και της Ηλέ-
κτρας, στην κόρη). Αυτή η ενοχή προϋπάρχει του εγκλήματος. Άρα
το άτομο δεν αισθάνεται ενοχή επειδή διέπραξε έγκλημα. Η ενοχή
δηλαδή δεν είναι αποτέλεσμα του εγκλήματος αλλά κίνητρο. Έτσι, η
μετατροπή της υποσυνείδητης ενοχής σε κάτι άμεσο και πραγματι-
κό, όπως η εγκληματική πράξη, αποτελεί τελικά ανακούφιση, ιδιαί-
τερα αν το Υπερεγώ είναι ανεπαρκώς ή ελλιπώς ανεπτυγμένο. Αν
όμως το Υπερεγώ είναι υπεραναπτυγμένο, τότε το άτομο μπορεί
είτε να έχει ενοχές είτε να αναπτύξει μία νευρωσική αντίδραση 68 .

3.7.3. Οι συνεχιστές του Freud

Συνεχιστές του Freud, όπως ο Erikson (1902-1984) και ο Aichorn


(1878-1949) έριξαν περισσότερο φως στο θέμα της εγκληματικής
συμπεριφοράς. Ο πρώτος, μελέτησε την «κρίση ταυτότητας» - επο-
χή αμφισβήτησης κατά την οποία τα νεαρά ιδίως άτομα προσπα-
θούν να βρουν τον προσανατολισμό τους και τις αξίες τους. Λ.χ. οι
έφηβοι κατά την περίοδο μιας τέτοιας κρίσης ενδέχεται να πειραμα-
τισθούν με εξαρτησιογόνες ουσίες ή με άλλες μορφές αποκλίνουσας
συμπεριφοράς 69 . Ο ψυχολόγος Aichorn, αντίθετα από τον Freud,
βασιζόμενος σε πολύχρονη εμπειρία του σε ένα ίδρυμα για ανήλι-
κους παραβάτες, υποστήριξε ότι οι εγκληματίες έχουν υπο-
αναπτυγμένο Υπερεγώ. Το ατελές Υπερεγώ αφήνει το Εκείνο ανε-
ξέλεγκτο και επιτρέπει στο άτομο να τελεί εγκλήματα δίχως τύψεις.
_________________
68. K. S. Williams, ό.π., σ. 137.
69. Βλ. το κλασικό έργο του A. Aichorn, Wayward Youth, New York [1925],
1963.
208 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

Αυτού του είδους το Υπερεγώ δημιουργείται συνήθως όταν είναι, για


οποιονδήποτε λόγο, απόντες (σωματικά ή/και συναισθηματικά) οι
γονείς κατά την κρίσιμη παιδική ηλικία και λείπει η διαδικασία
ταύτισης 70 . Για τον ψυχαναλυτή Abrahamsen ο εγκληματίας είναι
άτομο που άγεται και φέρεται από το Εκείνο. Αδυνατεί να ελέγξει τα
ένστικτά του και τις ενορμήσεις του που επιζητούν ευχαρίστηση 71 .
Από την άλλη πλευρά, ο ψυχίατρος Halleck, –για να μην εξαντλήσει
κανείς όλους εκείνους που επηρέασε, ιδιαίτερα στο Νέο Κόσμο, ο
Freud– εκτιμά ότι η εγκληματική συμπεριφορά είναι μία εκδήλωση
συναισθημάτων καταπίεσης στα οποία η κοινωνία δεν μπορεί (δεν
θέλει ;) να παρέμβει. Το έγκλημα επιτρέπει στα μη προνομιούχα
άτομα να επιβιώνουν καθώς τους δημιουργεί θετικά ψυχικά αποτε-
λέσματα. Δηλαδή, συντελεί στο να αισθάνονται ελεύθεροι και ανε-
ξάρτητοι. Τους δίνει επίσης τη δυνατότητα μιας έξαρσης και την ευ-
καιρία να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητες και τη φαντασία τους. Α-
κόμη τους παρέχει την ελπίδα θετικού οφέλους και τους επιτρέπει
να θεωρούν τους άλλους υπεύθυνους για τις δυσχέρειες που αντι-
μετωπίζουν (λ.χ. την Αστυνομία). Και τέλος, τους ενθαρρύνει να «ε-
κλογικεύουν» το συναίσθημα της αποτυχίας με συλλογισμούς του
τύπου: «αν δεν είχα μπλεξίματα, θα ήμουνα πετυχημένος» 72 .

3.7.4. Τυπολογίες εγκληματιών

Από την ψυχαναλυτική και άλλες ψυχιατρικές κατευθύνσεις προέ-


κυψαν διάφορες ενδιαφέρουσες τυπολογίες εγκληματιών. Οι τυπο-
λογίες αυτές προκύπτουν από τις ιδιαιτερότητες των εγκληματικών
πράξεων, τα διαφορετικά κίνητρα των δραστών αλλά και των χαρα-
κτηριστικών της προσωπικότητάς τους. Αποτελούν κατηγοριοποιή-
σεις με προεξέχοντα κοινά χαρακτηριστικά. Ορισμένες τυπολογίες
έχουν και εμπειρικά επαληθευθεί. Οι τυπολογίες είναι δυνατόν να
είναι περιγραφικές, διαγνωστικές ή να αποβλέπουν στην αιτιολογική
_________________
70. Vold / Bernard, ό.π., σ. 110-114.
71. L. J. Siegel, ό.π., σ. 169.
72. Στο ίδιο.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 209

προσέγγιση, στην πρόγνωση ή στην κατάλληλη μεταχείριση του


δράστη 73 . Φυσικά, οι πρώτες διακρίσεις εγκληματιών αρχίζουν με τη
θετική σχολή, τον Lombroso και τον Ferri. Ιδιαίτερα αξιοποιούν ορι-
σμένες κατηγορίες από τις πέντε όπου εκείνοι είχαν κατατάξει τους
εγκληματίες, και οι οποίες επηρεάζουν ώς σήμερα το ποινικό δίκαιο
(λ.χ. εγκληματίες καθ’ έξιν, εκ περιστάσεως, εκ πάθους, ψυχοπα-
θείς, και εκ γενετής) 74 .
Επιλεκτικά θα αναφέρουμε παρακάτω ορισμένες τυπολογίες
που επινοήθηκαν με βάση διάφορα ψυχολογικά κριτήρια. Οι τυπο-
λογίες αυτές παρουσιάζουν κυρίως διδακτικό ενδιαφέρον.

3.7.4.1. Ψυχολογικοί τύποι εγκληματιών 75

Ο Jung (1875-1960), μαθητής του Freud, διακρίνει δύο βασικούς


τύπους: τον εσωστρεφή (αγχώδη, νευρωτικό και τον εξωστρεφή
(με έντονες συγκινησιακές αντιδράσεις). Οι δύο αυτοί τύποι βρίσκο-
νται στα δύο άκρα ενός συνεχούς και όλος ο πληθυσμός ανήκει σε
κάποιο σημείο του συνεχούς 76 .
Ο σταθερός εσωστρεφής και ο νευρωσικός εσωστρεφής
υπόκεινται ευχερώς σε διαδικασία εκμάθησης ηθικών κοινωνικών
αξιών. Ο σταθερός εξωστρεφής και ο νευρωσικός εξωστρεφής βρί-
σκονται στον αντίποδα των δύο προηγούμενων κατηγοριών και συ-
νεπώς παρουσιάζουν δυσχέρειες εκμάθησης των ηθικών αξιών.
Ο Eysenck, στο βιβλίο του «Έγκλημα και Προσωπικότητα»
(1977), στηριζόμενος (α) στον Jung, (β) στη διαδικασία εκμάθησης
μέσω αναμενόμενων αμοιβών και κυρώσεων του Skinner (1953) 77

_________________
73. R. Gassin, ό.π., σ. 497-500.
74. Βλ. K. Γ. Γαρδίκα, ό.π., σ. 52-54, και R. Gassin, ό.π., σ. 499.
75. Πρβλ. την κατάταξη που παραθέτει ο Κοτσαλής σε: Λ. Γ. Κοτσαλή, Εισα-
η
γωγή στη Δικαστική Ψυχιατρική, 3 έκδ., Αθήνα 2002, σ. 138.
76. K. S. Williams, ό.π., σ. 139.
77. Βλ. B. F. Skinner, Science and Human Behavior, New York 1953. Ο
Skinner είναι ο ιδρυτής της γνωστής θεραπευτικής προσέγγισης «τροποποίηση της
συμπεριφοράς», βλ. και Ν. Σ. Φωτάκη, Ποινή, τροποποίηση της συμπεριφοράς και
210 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

και (γ) στις αρχές της κλασικής σχολής, κατατάσσει τους εγκληματί-
ες μάλλον στους εξωστρεφείς παρά στους εσωστρεφείς. Και συγκε-
κριμένα διακρίνει τρεις βασικές «διαστάσεις της προσωπικότητας» ή
παράγοντες με τους οποίους συσχετίζεται θετικά η εγκληματική συ-
μπεριφορά, όπως φανερώνουν μελέτες από τον αγγλοσαξονικό,
γερμανικό, γαλλικό και γενικά τον διεθνή χώρο 78 .
Μία άλλη διάκριση αναφέρεται (α) στον εγκληματία με τον πα-
ράγοντα Ψ ή ψυχωτικό (άτομο επιθετικό, ψυχρό, αντικοινωνικό,
συναισθηματικά ρηχό, εγωκεντρικό, δημιουργικό, ισχυρόγνωμον,
απρόσωπο, παρορμητικό), (β) στον εγκληματία με τον παράγοντα
E ή εξωστρεφή (άτομο κοινωνικό, ζωηρό, ανέμελο, ενεργητικό, ε-
ξουσιαστικό, ασταθές, διεκδικητικό, που επιδιώκει τις περιπέτειες
και τις δυνατές συγκινήσεις), και (γ) στον εγκληματία με τον παρά-
γοντα Ν ή νευρωτικό (άτομο αγχώδες, με κατάθλιψη, παράλογο,
δειλό, με συναισθήματα ενοχής, και ευμετάβολη ψυχική διάθεση,
ευσυγκίνητο, με χαμηλή αυτο-εκτίμηση, τεταμένο). Ο Eysenck που
επινόησε τις διακρίσεις αυτές παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι η θεωρία
του δεν επαρκεί για να ερμηνεύσει όλα τα είδη εγκληματιών 79 και γι’
αυτό τελικά μελέτησε με τους συνεργάτες του, όχι μόνο τους παρα-
πάνω τύπους εγκληματιών, αλλά και άλλους 80 .
Από την άλλη πλευρά, άλλοι ερευνητές ξεχώρισαν τους εξής
παραβάτες: το νευρωσικό, με αναστολές και υπερτροφικό Υπερε-
γώ, το μη κοινωνικοποιημένο, επιθετικό με ελλειμματικό Υπερεγώ
και το ψευδο-κοινωνικοποιημένο, μέλος συμμορίας, με ένα διττό
Υπερεγώ, φυσιολογικό προς τη συμμορία και ελλειμματικό προς την
ευρύτερη κοινωνία. Συγκεκριμένα, οι Hewitt και Jenkins αναγνώρι-
σαν ανάμεσα σε πεντακόσιους ανήλικους που παραπέμφθηκαν
στην κλινική που εργάζονταν τις παραπάνω τρεις κατηγορίες ανηλί-

_________________
κοινωνική αναπροσαρμογή. Ψυχολογική άποψη, «Ποινικά» 5, Αθήνα-Κομοτηνή
1980.
78. Muncie/McLaughlin/Langan, ό.π., σ. 81 επ.
79. F. E. Hagan, ό.π., σ. 153, και Κ. S. Williams, ό.π., σ. 139-140.
80. H. J. Eysenck, Personality Theory and the Problem of Criminality, σε:
Muncie/McLaughlin/Langan, ό.π., σ. 81 επ., και ιδίως σ. 84.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 211

κων παραβατών. Κάθε κατηγορία απαιτεί διαφορετική θεραπευτική


μεταχείριση 81 .
Οι Vold και Bernard ύστερα από μία ανασκόπηση μελετών βα-
σιζόμενων σε αποτελέσματα δοκιμασιών προσωπικότητας (test) σε
εγκληματίες και μη εγκληματίες –όπως την πολυπαραγοντική δοκι-
μασία προσωπικότητας της Μινεσότα (MMPI), τη δοκιμασία προ-
σωπικότητας του Eysenck κ.ά.– κατέληξαν στο ότι οι πλείστοι ε-
γκληματίες ανήκουν στους εξής τρεις τύπους 82 : το νευρωσικό ή
συγκρουσιακό που χαρακτηρίζεται από κάποια ψυχική διαταραχή,
το μη κοινωνικοποιημένο ή ψυχοπαθητικό που δεν έχει συναι-
σθήματα ενοχής, και το φυσιολογικό.
Πάντως, εκφράζεται και η άποψη ότι οι διαφορές που παρατη-
ρούνται στην προσωπικότητα των εγκληματιών και μη εγκληματιών
δεν συντελούν ούτε στην κατανόηση των αιτίων της εγκληματικής
συμπεριφοράς ούτε στην αντιμετώπισή της 83 .

3.7.4.2. Οι ανθρωποκτόνοι

Εκτός από τις προαναφερόμενες γενικές τυπολογίες, στη βιβλιο-


γραφία γίνεται μνεία και ιδιαίτερων τυπολογιών, όπως αυτές των
ανθρωποκτόνων ή δολοφόνων 84 .
Ο Blackburn βασιζόμενος σε πενήντα έξι δολοφόνους που νο-
σηλεύονταν σε διάφορα ψυχιατρεία και στον τύπο της προσωπικό-
τητάς τους, έτσι όπως προσδιορίστηκε με την ψυχολογική δοκιμα-
σία MMPI (βλ. παραπάνω) δημιούργησε τέσσερις τύπους ανθρω-
ποκτόνων. Η ταξινόμηση στηρίζεται καταρχήν στη δυνατότητα αυτο-

_________________
81. Κ. Δ. Σπινέλλη, Ο νευρωτικός, ο ακοινωνικοποιημένος και ο ψευδοκοινω-
νικός ανήλικος. Η διδακτική και πρακτική αξία της τυπολογίας των Hewitt και
Jenkins, σε: Εκλογή Θεμάτων Κοινωνικής Προνοίας, 1978, σ. 6-9.
82. Vold/Bernard, σ. 120-121.
83. C. B. Vold et al., ό.π., σ. 98-99.
84. Βλ. γενικά, Ν. Ε. Κουράκη, Η ανθρωποκτονία χθες, σήμερα, αύριο - Βασι-
κά πορίσματα ενός διεπιστημονικού συμποσίου περί ανθρωποκτονίας, (18-
19.5.1998), σε: «Ποινική Δικαιοσύνη», 1999, σ. 1151-1154.
212 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

ελέγχου από τον μελλοντικό δράστη της βίας που προκαλείται συ-
νήθως από θυμό:
Διακρίνονται κατ’ αρχάς δύο βασικοί τύποι. Ο τύπος:
- του υπο-ελεγχόμενου ανθρωποκτόνου που περιλαμβάνει:
(α) τον ψυχοπαθητικό (με χαμηλό βαθμό αυτο-ελέγχου, υψηλή ε-
ξωστρέφεια, επιθετικότητα προς τρίτους και άγχος σε χαμηλό βαθ-
μό), (β) τον παρανοϊκό επιθετικό (με χαμηλό βαθμό αυτο-ελέγχου,
επιθετικότητα προς τρίτους και ψυχωτικά συμπτώματα), και
- του υπέρ-ελεγχόμενου ανθρωποκτόνου που περιλαμβάνει:
(α) τον ελεγχόμενο-κατασταλτικό (με υψηλό βαθμό αυτο-ελέγχου,
χαμηλά επίπεδα επιθετικότητας και άγχους), (β) τον καταθλιπτικό-
με αναστολές (μη παρορμητικό, με υψηλά επίπεδα εσωστρέφειας,
άγχους και κατάθλιψης, καθώς και επιθετικότητα στρεφόμενη προς
τον εαυτό του 85 .
Εξάλλου, ανάλογα με το κίνητρο ή τον τρόπο ή το χρόνο τέλε-
σης της ανθρωποκτονίας, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει, σύμ-
φωνα με ιμπρεσσιονιστικές παρατηρήσεις της ελληνικής κοινωνίας
των τελευταίων δέκα ετών, τους ακόλουθους συνηθέστερους τύ-
πους ανθρωποκτόνων (α) πατροκτόνος, μητροκτόνος, γονεοκτόνος
ή οικογενειοκτόνος 86 , (β) παιδοκτόνος γυναίκα, (γ) μισθοφόρος αν-
θρωποκτόνος (killer), (δ) ζηλόφθονος ή εκ πάθους ανθρωποκτόνος,
(ε) μαζικός ανθρωποκτόνος (mass murderer) και (στ) ανθρωποκτό-
νος κατά συρροή ή διαδοχικός ανθρωποκτόνος (serial murderer). Ο
«ανθρωποκτόνος κατά συρροή» φονεύει σε διαφορετικό χρόνο και
τόπο κατ’ επανάληψη χωρίς να έχει κάποια ψυχική διαταραχή, ενώ
έχει κάποιο κίνητρο. Διαφέρει από το «μαζικό ανθρωποκτόνο» που
_________________
85. Κ. S. Williams, ό.π., σ.157.
86. Για τη βία στην οικογένεια, βλ. σχετική Σύσταση του Συμβουλίου της Ευ-
ρώπης, Conseil de l'Europe, La violence au sein de la famille, Strasbourg 1986 και
Calliope D. Spinellis, Victimisation of Women within the Greek Family, - A crimino-
logical overview and Policy considerations, σε: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσα-
λονίκης, Νόμος, 3, Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη, Πρώτο μέρος, Θεσσαλο-
νίκη 1991, σ. 425-443. Για τη βία γενικά, βλ. Ν. Ε. Κουράκη, Εγκληματολογικοί Ορί-
η
ζοντες, Β’ Πραγματολογική προσέγγιση και επιμέρους ζητήματα, 2 έκδ., Αθήνα-
Κομοτηνή 2005, σ. 19-39.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 213

σκοτώνει στην ίδια γεωγραφική περιοχή ένα αριθμό τυχαία επιλεγ-


μένων θυμάτων σε μικρό χρονικό διάστημα, ύστερα από ξαφνική
αλλαγή διάθεσης και ο οποίος συχνά στη συνέχεια αυτοκτονεί 87 .
Ενδιαφέρον είναι ότι στην Ελλάδα δεν έχουν παρουσιαστεί τα τελευ-
ταία έτη μαζικοί ανθρωποκτόνοι, όπως στη Σκοτία, την Αγγλία ή τις
ΗΠΑ - εκτός και αν τέτοιοι θεωρηθούν ορισμένοι τρομοκράτες με
ανθρώπινα θύματα. Δράστες ανθρωποκτονιών κατά συρροή ήταν οι
δράστες της αποκαλούμενης από τα ΜΜΕ «Εταιρείας Δολοφόνων».
Τους «ανθρωποκτόνους κατά συρροή» οι Holmes και De
Burger ταξινομούν σε τέσσερις τύπους: (α) ο ανθρωποκτόνος που
έχει για κίνητρο οπτικές ή ακουστικές παραισθήσεις λ.χ. «φωνές»
που του υπαγορεύουν να σκοτώνει λ.χ. πόρνες. Αποτελεί όμως
σπάνιο είδος στην κοινωνική πραγματικότητα, γιατί είναι ταυτόχρο-
να και ψυχωτικός και συνεπώς βρίσκεται υπό ιατρική επιτήρηση. (β)
Ο προσανατολισμένος προς μία αποστολή ανθρωποκτόνος, λ.χ. να
λυτρώσει τον κόσμο από μία κατηγορία ατόμων (γυναίκες, ηλικιω-
μένους, μαύρους). Αυτός υπακούει σε μία εσωτερική επιταγή και,
κατά τα άλλα, ζει φυσιολογικά, εργάζεται, οργανώνει καλά τα εγκλή-
ματά του και έχει επίγνωση του ότι εγκληματεί. (γ) Ο ηδονιστικός
ανθρωποκτόνος. Αυτός σκοτώνει από ευχαρίστηση είτε αυθόρμητα
και απρογραμμάτιστα όποιον τύχει είτε προμελετημένα και σε συν-
δυασμό με σεξουαλική και σαδιστική ευχαρίστηση. (δ) Ο εξουσια-
στικά προσανατολισμένος ανθρωποκτόνος που σκοτώνει προμελε-
τημένα για να επιδείξει δύναμη, αφού προηγουμένως ενδέχεται και
να έχει κακοποιήσει σεξουαλικά το θύμα του 88 .
Και το τμήμα αυτό θα ολοκληρωθεί με μία σύντομη αναφορά
στην πάντα επίκαιρη ψυχοπαθητική προσωπικότητα.

3.7.5. Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα

_________________
87. Κ. S. Williams, σ.149.
88. Στο ίδιο, σ. 149-151.
214 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

Η προσωπικότητα αυτή ανήκει στην κατηγορία των ατόμων με δια-


ταραχές της προσωπικότητας ή με ψυχοπαθητική διαταραχή 89 . Το
ψυχοπαθητικό άτομο δεν είναι ούτε ψυχωσικό ούτε νευρωσικό ούτε
νοητικά καθυστερημένο 90 . Η «ψυχοπάθεια» (psychopathy) με αυτή
την έννοια δεν πρέπει να συγχέεται με την ψυχασθένεια ή τις ψυχι-
κές νόσους –ή ορθότερα– τις ψυχικές διαταραχές, όπως αποκαλού-
νται σήμερα. Γι’ αυτό το λόγο και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ο
όρος «ψυχοπαθής» για να χαρακτηρίσει αυτή τη μορφή προσωπι-
κότητας αλλά ψυχοπαθητική ή κοινωνικοπαθητική ή αντικοινωνική
προσωπικότητα.
Μεταξύ των επιστημόνων υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τα
γνωρίσματα της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας. Τα άτομα αυτά
χαρακτηρίζονται από επιθετικότητα, α-κοινωνικότητα και ναρκισσι-
σμό. Είναι συνήθως άτομα ανώριμα, καταστροφικά που δεν αισθά-
νονται ενοχή, δεν δέχονται κανόνες πειθαρχίας, δεν μαθαίνουν από
τις εμπειρίες ή τις κυρώσεις και δεν δίνουν ούτε παίρνουν αγάπη.
Τείνουν να κατηγορούν άλλους για την κατάστασή τους. Έχουν χα-
μηλή αντοχή στις απογοητεύσεις και γενικά η συμπεριφορά τους
τούς φέρνει σε σύγκρουση με το κοινωνικό περιβάλλον 91 .
Έχει λεχθεί ότι ο χαρακτηρισμός «ψυχοπαθητική προσωπικό-
τητα» μοιράζεται απλόχερα από ψυχιάτρους και νοσοκομειακό
προσωπικό σχεδόν σε κάθε εγκληματία 92 . Ουσιαστικά πρόκειται για
μία βολική διάγνωση. Είναι ο «κάλαθος των αχρήστων» των ψυχιά-
τρων στον οποίο τοποθετούν οποιοδήποτε εγκληματία με διαταρα-

_________________
89. Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ο αγγλικός Νόμος για την Ψυχική Υγεία
του 1983, βλ. J. Peay, Mentally Disordered Offenders, in: Maguire/Morgan/Reiner,
The Oxford Handbook of Criminology, Oxford 1994, σ. 1124, βλ. και Λ. Γ. Κοτσαλή,
ό.π., σ. 138.
90. Βλ. Π. Σακελλαρόπουλου, Ψυχανωμαλίες και Τοξικομανίες, σε: Στεφανή
και συνεργ. ό.π., σ. 266.
91. Brown / Εsbensen / Geis, ό.π., σ. 281, καθώς και K. S. Williams, ό.π., σ.
122 και J. Peay, ό.π., σ. 1146, αλλά και Π. Σακελλαρόπουλο, ό.π., σ. 266-267.
92. Vold / Bernard, ό.π., σ. 122.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 215

χές προσωπικότητας ή άλλα προβλήματα, επειδή δεν είναι σε θέση


να τον ταξινομήσουν διαφορετικά 93 .
Ορθότερο είναι πάντως να δεχθεί κανείς την άποψη ότι η ψυ-
χοπαθητική προσωπικότητα διαφέρει από την εγκληματική και ότι η
πλειονότητα των ατόμων με τέτοια προσωπικότητα δεν είναι εγκλη-
ματίες, ενώ η πλειονότητα των εγκληματιών δεν έχουν ψυχοπαθητι-
κή προσωπικότητα. Τέτοιες προσωπικότητες ευδοκιμούν σε πολλά
επαγγέλματα. Και πάντως μία τυπική περίπτωση ψυχοπαθητικής
προσωπικότητας διαφέρει από τον τυπικό εγκληματία. Του πρώτου
οι πράξεις δεν κατευθύνονται τόσο προς ένα σκοπό και οι στόχοι
του είναι λιγότερο κατανοητοί. Προκαλεί στον εαυτό του ανώφελη
θλίψη και ντροπή και συνήθως δεν τελεί σοβαρά εγκλήματα ή ε-
γκλήματα βίας 94 .

3.7.6. Νοητική καθυστέρηση και εγκληματική συμπεριφορά

3.7.6.1. Η θέση του προβλήματος

Η έννοια της νοημοσύνης είναι δυσπροσδιόριστη. Για διδακτικούς


ωστόσο σκοπούς θα ήταν δυνατό να θεωρήσουμε τη νοημοσύνη
ως το σύνολο των ικανοτήτων με τις οποίες ένα άτομο εξασφαλίζει
την επιτυχημένη προσαρμογή του σε νέες καταστάσεις. Οι ικανότη-
τες αυτές συναρτώνται τόσο με σύμφυτες νοητικές ικανότητες όσο
και με τη μάθηση και την πείρα 95 . Η νοημοσύνη επιδέχεται μέτρηση
με ψυχολογικές δοκιμασίες (Stanford-Binet, Wechsler, Raven,
κλπ.), οι οποίες δίνουν τη «νοητική ηλικία»(ΝΗ) ή τον «δείκτη νοη-
μοσύνης» (ΔΝ) ή το «νοητικό πηλίκο»(ΝΠ) ή IQ ενός ατόμου. Η
σχέση της ΝΗ με τη «χρονολογική ηλικία» (ΧΗ) αποτελεί το «νοητι-

_________________
93. Όπως έχει επισημάνει ο P. W. Preu, σε: E. H. Sutherland / D. R. Cressey,
ό.π., σ. 159.
94. Οι απόψεις αυτές αποδίδονται στον Hervey Cleckley συγγραφέα του βι-
βλίου The mask of Sanity, St. Louis 1976, σ. 263, όπως αναφέρεται από τους
Vold/Bernard, ό.π., σ. 122.
95. Βλ. Α. Ραμπαβίλα, ό.π., σ. 106.
216 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

κό πηλίκο» (ΝΠ) ή τον «δείκτη νοημοσύνης» (ΔΝ). Ο δείκτης αυτός


προσδιορίζεται με τον ακόλουθο τύπο:
ΝΠ = ΝΗ / ΧΗ x 100 96
Με βάση το ΔΝ οι νοητικές καθυστερήσεις διακρίνονται σε: ορι-
ακή νοητική καθυστέρηση (ΔΝ = 68 έως 85), ελαφρά (ΔΝ = 52 έως
67), μετρία (ΔΝ = 36 έως 51, βαρεία (ΔΝ = 20 έως 35 και βαρύτατη
(ΔΝ = κάτω του 20 97 .
Η εγκληματολογική συζήτηση σχετικά με τη σχέση υψηλού ΔΝ
και εγκληματικότητας είναι πενιχρή. Αντίθετα, το ζήτημα της νοητι-
κής καθυστέρησης έχει απασχολήσει τους επιστήμονες. Τίθεται, δη-
λαδή, το ερώτημα, αν τα νοητικά καθυστερημένα άτομα που δεν
έχουν ούτε την ικανότητα να αντιληφθούν τους νόμους και κυρίως τι
είναι κοινωνικά αποδεκτό αλλά ούτε και τη δυνατότητα να ελέγξουν
τις συγκινησιακές τους αντιδράσεις και να συμμορφωθούν προς ό,τι
θεωρείται δίκαιο και ορθό, τελικά γι’ αυτό το λόγο εμπλέκονται σε
παραβάσεις των νόμων περισσότερο από ό,τι τα άτομα με υψηλό-
τερους δείκτες νοημοσύνης. Το ερώτημα αυτό, αναμφισβήτητα, α-
κολουθεί την ίδια λογική με το έγκλημα ως αιτιατό σωματικής / ορ-
γανικής μειονεξίας. Η «διαφορετικότητα» όμως του εγκληματία δεν
εντοπίζεται εδώ στη σωματική μειονεξία ή ασθένεια αλλά στη χαμη-
λή του νοημοσύνη.
Το ζήτημα των νοητικά καθυστερημένων εγκληματιών απασχό-
λησε και τον έλληνα νομοθέτη, ο οποίος σε τρεις τουλάχιστον περι-
πτώσεις –σε μία ρητά και σε δύο σιωπηρά– προβλέπει ειδική μετα-
χείριση.
Σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες το άρθρ. 123 ΠΚ προ-
βλέπει «θεραπευτικά μέτρα» μετά από διάγνωση και γνωμοδότηση
από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λει-
τουργών. Αυτά τα μέτρα διατάσσονται «αν ο ανήλικος πάσχει από
ψυχική ασθένεια ή τελεί σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του
λειτουργιών ή από οργανική νόσο ή κατάσταση που του δημιουργεί
σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση οινο-
_________________
96. Στο ίδιο.
97. Στο ίδιο σ. 107.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 217

πνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών... ή εμφανίζει ανώμαλη


καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική του ανάπτυξη» 98 .
Ως προς τους ενήλικους δράστες το άρθρ. 34 ΠΚ που αφορά
τους «ακαταλόγιστους εγκληματίες» περιλαμβάνει και τις περιπτώ-
σεις «ολιγοφρενιών» κατά τη διατύπωση Κ. Γαρδίκα 99 , το δε άρθρ.
36 ΠΚ που αναφέρεται στους «ελαττωμένου καταλογισμού» καλύ-
πτει τις ελαφρύτερες περιπτώσεις με «υπολελειμμένο νοητικό» 100 .
Είναι αυτονόητο ότι το αν ένας νοητικά καθυστερημένος δράστης
εμπίπτει σε κάποια (ή σε καμιά) από τις προαναφερόμενες κατηγο-
ρίες είναι ζήτημα για το οποίο θα αποφασίσει με τη βοήθεια εμπει-
ρογνωμόνων το δικαστήριο 101 . Τέλος, ο νομοθέτης δεν προβλέπει
καμιά κύρωση για τους ακαταλόγιστους (άρθρ. 34 ΠΚ), ενώ προ-
βλέπει για τους ελαττωμένου καταλογισμού (άρθρ. 36 ΠΚ) έκτιση
της ελαττωμένης ποινής σε ιδιαίτερα ψυχιατρικά καταστήματα ή
παραρτήματα φυλακών (άρθρ. 37 ΠΚ) ή, αν είναι ιδιαίτερα επικίν-
δυνοι για τη δημόσια ασφάλεια, στους ίδιους τόπους αλλά με ποινή
της οποίας καθορίζεται μόνο το κατώτατο όριο στην απόφαση
(άρθρ. 38 ΠΚ) 102 .
Το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των εγκληματιών είναι εξαιρε-
τικά λεπτό και πολύπλοκο και απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη. Εδώ μόνο
ορισμένες νύξεις έγιναν για τη νοηματική πληρότητα αυτού του τμή-
ματος.

_________________
98. Για περισσότερα βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, σε: Συστηματική ερμηνεία του Ποινι-
κού Κώδικα - Άρθρα 1-133, με ευθύνη και εποπτεία: Ν. Ανδρουλάκη / Γ.-Α. Μαγκά-
κη / Ι. Μανωλεδάκη / Δ. Σπινέλλη / (!) Κ. Σταμάτη / Α. Ψαρούδα-Μπενάκη – Επιμέ-
λεια: Δ. Σπινέλλη, Αθήνα 2005, σ. 1452 επ.
99. Βλ. Κ. Γ. Γαρδίκα, ό.π., σ. 882.
100. Στο ίδιο σ. 895, βλ. και Λ. Γ. Κοτσαλή, ό.π., σ. 98.
101. Σχετικά με τις κυρώσεις βλ. αναλυτικά Λ. Γ. Κοτσαλή, ό.π., σ. 100 επ.
102. Αντί άλλων βλ. Λ. Γ. Κοτσαλή, Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό
(μέτρια σύγχυση), «Ποινικά» 15, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, ανατύπωση 2001.
218 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

3.7.6.2. Τα αλληλοαναιρούμενα ερευνητικά δεδομένα

Από τις αρχές του 20ού αιώνα η γνωστότερη, αλλά επιστημονικά ε-


λέγξιμη, μελέτη του Gοddard στο γενεαλογικό δέντρο των Kalikak
συσχέτισε τη χαμηλή νοημοσύνη –που θεωρήθηκε ότι μεταβιβάζεται
κληρονομικά– με την εγκληματική δραστηριότητα. Το 1914 ο ίδιος
σε μία περισσότερο εμπεριστατωμένη έρευνα σε δεκαέξι σωφρονι-
στικά ιδρύματα βρήκε ότι οι νοητικά καθυστερημένοι τρόφιμοι κάλυ-
πταν από το 28% έως το 89% του πληθυσμού των κρατουμένων (ο
μέσος όρος ήταν 50% - πολύ μεγαλύτερος από το ποσοστό των
νοητικά καθυστερημένων στο γενικό πληθυσμό). Είναι ευνόητο, ότι
μετά από αυτά τα ευρήματα, προέκυψε πλέον αβίαστα το συμπέ-
ρασμα ότι όλα τα νοητικά καθυστερημένα άτομα είναι εν δυνάμει
εγκληματίες και ότι ο ισόβιος εγκλεισμός τους σε ιδρύματα ή η στεί-
ρωση τους ήταν η ενδεικνυόμενη αντιμετώπιση 103 .
Την εποχή του Α' Παγκοσμίου πολέμου, ωστόσο, ο ορισμός και
η μέτρηση της νοητικής καθυστέρησης αποδείχθηκε ότι δεν είχαν
αξιοπιστία. Μετρήσεις σε στρατευσίμους του Αμερικανικού στρατού
κατέγραψαν ότι ένας στους δύο ήταν νοητικά καθυστερημένοι άρα
και ακατάλληλοι να υπηρετήσουν. Έτσι ο τρόπος μέτρησης αναθε-
ωρήθηκε και ακόμη και ο Goddard δέχθηκε ότι τα δεδομένα του ή-
ταν επισφαλή και αναγκάστηκε να αναδιατυπώσει τις απόψεις
του 104 . Επομένως, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, γενικεύοντας
τα παραπάνω, ότι οι πρώτες σχετικές μελέτες επαλήθευσαν την
υπόθεση ότι οι εγκληματίες –ή τουλάχιστον οι φυλακισμένοι– είχαν
χαμηλότερη νοημοσύνη από τους μη εγκληματίες. Μετέπειτα έρευ-
νες όμως έδειξαν ότι οι περισσότεροι εγκληματίες είχαν φυσιολογική
νοημοσύνη.
Συγκεκριμένα, το 1955 σε έγκριτο βρετανικό περιοδικό αναφε-
ρόταν ότι η «χαμηλή νοημοσύνη διαδραματίζει μικρό ή σχεδόν κα-

_________________
103. Κ. S. Williams, ό.π., σ.184-185.
104. Στο ίδιο.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 219

νένα ρόλο στην εγκληματικότητα» 105 . Έκτοτε και ως τη δεκαετία του


1970 το θέμα αυτό έπαψε να απασχολεί τους ερευνητές. Το 1977
όμως οι Hirshi και Hindelang διερευνώντας μία σειρά μελετών που
αναφέρονταν σε ανήλικους παραβάτες απέδειξαν ότι μεταξύ παρα-
βατών και νομοταγών ανηλίκων υπήρχε μία διαφορά οκτώ μονάδων
στο μέσο όρο του δείκτη νοημοσύνης και ότι η χαμηλή νοημοσύνη
αποτελούσε έναν δείκτη πρόγνωσης εξίσου καλό, όπως η κοινωνι-
κή τάξη ή η φυλή 106 . Ως προς τους ανήλικους παραβάτες, η υπόθε-
ση της σύνδεσης της νοητικής καθυστέρησης και της εγκληματικής
συμπεριφοράς επαληθεύτηκε και από την επαναληπτική έρευνα
ατόμων, από 8 έως 25 ετών του Ινστιτούτου Εγκληματολογίας του
Πανεπιστημίου του Cambridge. Ο μέσος όρος ΔΝ των ανήλικων
που έγιναν παραβάτες ήταν ενενήντα πέντε, ενώ εκείνων που δεν
παραβίασαν τελικά τους νόμους ήταν εκατόν δέκα. Μετά από αυτά
τα ευρήματα η νοητική καθυστέρηση συσχετίστηκε με την παραβα-
τική συμπεριφορά, όπως είχαν συσχετισθεί και άλλοι παράγοντες:
συγκρούσεις μεταξύ γονέων, χωρισμός ή αστάθεια σχέσεών τους,
παραμέληση παιδιού, βάναυση συμπεριφορά προς το παιδί, λαν-
θασμένη αγωγή του, «ταραξίας» κατά την πρωτοβάθμια εκπαίδευ-
ση, οικογένεια με χαμηλό εισόδημα ή με πολλά παιδιά ή με έναν ή
δύο εγκληματικούς γονείς κλπ. 107 . Υψηλά ποσοστά χαμηλού ΔΝ
βρήκαν μελετητές και μεταξύ Δανών ανηλίκων παραβατών 108 .

3.7.6.3. Ανακεφαλαίωση - Συζήτηση

Το ερώτημα «αν η χαμηλή νοημοσύνη συνδέεται με την εγκληματική


συμπεριφορά» απαντήθηκε καταφατικά. Με άλλα λόγια το ποσοστό
των δραστών που βρέθηκε με κάποια μορφή νοητικής καθυστέρη-

_________________
105. M. Woodward, Low Intelligence and Delinquency, σε: British Journal of
Delinquency, τ. 5, 1955, σ. 281.
106. Vold / Bernard, ό.π., σ. 67 και 77.
107. Κ. S. Williams, ό.π., σ. 185-186.
108. T. Moffit et al., Socio-economic status, IQ and Delinquency, σε: Journal
of Abnormal Psychology (1981) τ. 90, σ. 1152-1156.
220 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

σης ήταν πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό στον γενικό


πληθυσμό. Ως προς τους ενήλικους εγκληματίες όμως οι σχετικές
μελέτες έγιναν με βάση στοιχεία που συνελέγησαν με αναξιόπιστες
ψυχολογικές δοκιμασίες σε κρατουμένους, δηλαδή σε ένα μικρό
δείγμα εγκληματιών που κατέληξε στις φυλακές.
Τα τελευταία χρόνια, η αμφισβήτηση σχετικά με τις μετρήσεις
της νοημοσύνης, τις ιδιότητες που μετρούν (π.χ. αφηρημένη / θεω-
ρητική σκέψη, δηλαδή λεκτική κλίμακα, ή δυνατότητα επίλυσης
προβλημάτων, δηλαδή πρακτική κλίμακα) και την προσκόλλησή
τους σε πολιτισμικούς παράγοντες έχει κάπως αμβλυνθεί. Επίσης,
έχουν βελτιωθεί τα σχετικά ψυχολογικά εργαλεία 109 . Το ζήτημα ό-
μως δεν απασχολεί πλέον έντονα τους εγκληματολόγους και επο-
μένως δεν υπάρχει σύγχρονη, έγκυρη απάντηση. Πάντως μπορεί
να αναφερθεί με βεβαιότητα ότι δεν υπήρξαν πρόσφατες μελέτες
που να βρήκαν άμεση σχέση μεταξύ χαμηλού ΔΝ και εγκληματικό-
τητας 110 .
Ως προς τους ανηλίκους τα δεδομένα διαφέρουν. Η στατιστικά
σημαντική συσχέτιση χαμηλής νοημοσύνης και εγκλήματος επιβε-
βαιώθηκε και με μετρήσεις αυτο-ομολογούμενης συμπεριφοράς 111 .
Η συλλογή στοιχείων με βάση τις μελέτες αυτο-ομολογούμενης πα-
ραβατικής συμπεριφοράς (βλ. παραπάνω 2.3.3.8.3.1) μείωσε τον
κίνδυνο η υπερεκπροσώπηση ατόμων με χαμηλό ΔΝ μεταξύ των
παραβατών να οφείλεται σε άλλους λόγους (λ.χ. στο ότι τα άτομα με
χαμηλό ΔΝ δεν είναι σε θέση να αποφύγουν τη σύλληψη και την
φυλάκιση, ενώ τα άτομα με φυσιολογικό ή υψηλό ΔΝ διαπράττουν
κυρίως απάτες, υπεξαιρέσεις ή άλλα οικονομικά εγκλήματα που έτσι
και αλλιώς δύσκολα αποκαλύπτονται και πιο δύσκολα αποδεικνύο-
νται). Κατά συνέπεια, ο σύνδεσμος μεταξύ χαμηλής νοημοσύνης και
παραβατικής συμπεριφοράς ανηλίκων που διαπιστώθηκε από έ-
ρευνες βασισμένες σε ορθή μεθοδολογία, σημαίνει ότι παιδιά που
_________________
109. Κ. S. Williams, ό.π., σ. 187 και 188.
110. L. J. Siegel, ό.π., σ. 178.
111. W. Morrison, Theoretical Criminology: from modernity to post-
modernism, Great Britain 1995, σ. 140.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 221

δεν απέδωσαν σε δοκιμασίες μέτρησης νοημοσύνης έχουν περισ-


σότερες πιθανότητες να γίνουν παραβάτες. Ωστόσο, αυτό δεν συ-
νεπάγεται και το ότι οι ανήλικοι παραβάτες είναι λιγότερο έξυπνοι
από τους μη παραβάτες. Ούτε ότι τόσο η χαμηλή νοημοσύνη όσο
και η παραβατικότητα ή η ένταξη σε χαμηλή κοινωνικoοικονομική
τάξη δεν οφείλονται σε έναν τρίτο παράγοντα λ.χ. στην ακατάλληλη
ανατροφή, σε έλλειψη ερεθισμάτων ή και παντελή έλλειψη υλικών
αγαθών κλπ. 112 .
Αν επιχειρούσε κανείς μία περαιτέρω ερμηνεία των δεδομένων
θα μπορούσε, φυσικά να υποθέσει, στηριζόμενος λ.χ. στη θεωρία
του κοινωνικού ελέγχου και των κοινωνικών δεσμών (βλ. παρακάτω
3.9.3.3) ότι ο χαμηλός ΔΝ οδηγεί σε χαμηλή επίδοση στο σχολείο, η
οποία με τη σειρά της δημιουργεί αρνητική στάση απέναντι στο
σχολείο αλλά και στην επιτυχία μέσω των νόμιμων διαύλων.
Από την άλλη πλευρά, οπαδοί της κοινωνικής διάδρασης (βλ.
παρακάτω 3.9.3.4) θα τόνιζαν την αρνητική αντίδραση των γονέων
που προκαλούν τα παιδιά με χαμηλό ΔΝ. Μία αντίδραση που ενι-
σχύεται όταν συγχρόνως τα παιδιά αυτά είναι υπερκινητικά και χω-
ρίς αναστολές. Τέτοια παιδιά βρίσκονται στο σχολείο σε μία διπλά
μειονεκτική θέση: οι μειωμένες νοητικές ικανότητες δυσχεραίνουν
την αντιμετώπιση των προβλημάτων μάθησης και η επιθετική και
αντικοινωνική τους συμπεριφορά τους αποξενώνει από τους δα-
σκάλους και τους συμμαθητές τους. Έτσι, η σχολική αποτυχία επι-
δεινώνεται και αυτό συνεπάγεται την περαιτέρω ενδυνάμωση της
αντικοινωνικής συμπεριφοράς 113 .
Το δείγμα των ερμηνειών που προηγήθηκαν και που αποδίδο-
νται σε εγκληματολόγους διαφόρων κατευθύνσεων δείχνει τη σημα-
σία του εξεταζόμενου ζητήματος. Το θέμα αποκτά ιδιαίτερη πρακτι-
κή σημασία, αν αναλογισθεί κανείς ότι η για λόγους ευγονικής στεί-
ρωση δεν αποτελεί παρελθόν της Ναζιστικής εποχής ή μελλοντική
επιστημονική φαντασία. Στην πολιτεία της Βιρτζίνια –και δεν είναι η
_________________
112. Πρβλ. Vold / Bernard, ό.π., σ. 78- 79 και σ. 82, και Κ. S. Williams ό.π.,
σ. 188-189.
113. W. Morrison, ό.π., σ. 140-141.
222 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

μόνη πολιτεία που ακολούθησε την πολιτική αυτή– από το 1927


έως το 1972 υποβλήθηκαν σε στείρωση οκτώ χιλιάδες νοητικά κα-
θυστερημένα άτομα. Και αυτά ήταν άτομα που δεν είχαν ούτε τα
μέσα ούτε τους συγγενείς να τα υποστηρίξουν. Άρα, η πολιτική της
στείρωσης είχε εφαρμοστεί επιλεκτικά σε οικονομικά αδύναμους με
νοητική καθυστέρηση. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να μην έχουν
καταμετρηθεί στην Ευρώπη, πάντως υπάρχουν. Στην Αγγλία, λ.χ. η
στείρωση εφαρμόστηκε σε ιδρύματα την περίοδο 1900-1930. Δεν
επιβεβαιώνεται όμως ο αριθμός των στειρώσεων, καθώς τα σχετικά
αρχεία θα δημοσιοποιηθούν το 2030 114 . Στις ΗΠΑ υπάρχουν και
σχετικές δικαστικές αποφάσεις 115 . Όλα αυτά εγκυμονούν μεγάλους
κινδύνους, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του ότι στις ελληνικές
φυλακές, όπως άλλωστε και στις φυλακές άλλων ευρωπαϊκών κρα-
τών, το 1/4 περίπου των κρατουμένων είναι αλλοδαποί 116 - άτομα
που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές ή σε εθνικές ομάδες, τα οποία
κάποιοι θα μπορούσαν να τα χαρακτηρίσουν ως άτομα διανοητικά
καθυστερημένα, όπως συνέβη με τους μετανάστες από την Ιρλαν-
δία το 19ο αιώνα και από τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη στις αρ-
χές του 20ού στις ΗΠΑ 117 . Σημειώνεται ωστόσο παρεμπιπτόντως ότι
_________________
114. Κ. S. Williams, ό.π., σ. 188-89.
115. Στη γνωστή απόφαση Buck v. Bell ο περίφημος δικαστής Holmes έγρα-
φε: «...Θα ήταν καλύτερο για όλον τον κόσμο, αν, αντί να περιμένουμε να εκτελέ-
σουμε εκφυλισμένους απογόνους για εγκλήματα ή να τους αφήσουμε να πεθάνουν
της πείνας λόγω της ιδιωτείας τους, η κοινωνία μπορούσε να εμποδίσει να διαιωνί-
σουν το είδος τους αυτοί που εμφανώς είναι ακατάλληλοι για αυτή τη διαδικασία. Η
αρχή στην οποία στηρίζεται ο αναγκαστικός εμβολιασμός είναι αρκετά ευρεία ώστε
να καλύψει και την κοπή των φαλλόπειων σαλπίγγων.» [274 (1926) US 200].
116. Στις ελληνικές φυλακές περίπου το 1/4 των κρατουμένων είναι αλλοδα-
ποί, βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Το πρόβλημα της υπέρ- και από-φόρτωσης των ελληνικών
φυλακών, στον τόμο που επιμελήθηκαν οι Κ. Δ. Σπινέλλη / Α. Τσήτσουρα, Κρατού-
μενοι και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αθήνα-Κομοτηνή 1996, σ. 65-78 και ιδίως σ.
73.
117. F. E. Hagan, ό.π., σ. 157. Η συζήτηση σχετικά με το ΔΝ, τη φυλή και την
εγκληματικότητα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την «χα-
μηλή» νοημοσύνη των μαύρων που έχει αποδοθεί από τον Jensen στις 80% των
περιπτώσεων σε παράγοντες κληρονομικότητας και όχι σε περιβαλλοντικούς. Βλ.
αντί άλλων Brown/Esbensen/Geis, ό.π., σ. 273-275.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 223

στη χώρα μας η διενέργεια στείρωσης ή ευνουχισμού τιμωρείται ως


βαριά σωματική βλάβη (άρθρ. 308 § 2 ΠΚ) 118 .

3.7.7. Οι θεωρίες συμπεριφοράς - εκμάθησης - o Bandura

Οι ψυχολογικές θεωρίες της συμπεριφοράς στηρίζονται στην παρα-


δοχή ότι οι ανθρώπινες πράξεις ανελίσσονται μέσα από τις εμπειρί-
ες που προέρχονται από τη μάθηση. Πρόδρομος των θεωριών αυ-
τών θεωρείται από ορισμένους εγκληματολόγους 119 ο Γάλλος συγ-
γραφέας της «Ποινικής Φιλοσοφίας», Gabriel Tarde (1843-1904).
Κατ’ αυτόν οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της διαδικασίας της μίμη-
σης. Ο Tarde περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο κάποιος εμπλέκε-
ται στο έγκλημα με τη βοήθεια των εξής τριών νόμων μίμησης: (α)
άτομα σε στενή επικοινωνία μιμούνται το ένα τη συμπεριφορά του
άλλου, (β) η μίμηση διαχέεται από επάνω προς τα κάτω (λ.χ. τα
παιδιά μιμούνται τους μεγάλους, οι φτωχοί τους πλούσιους, τα άτο-
μα με χαμηλό status τα άτομα με υψηλό κ.ο.κ.) και (γ) νέες μορφές
συμπεριφοράς επικρατούν, παρεμβάλλονται και έτσι είτε ενισχύο-
νται οι παλαιές είτε αποδυναμώνονται (λ.χ. η χρήση οινοπνεύματος
ενισχύθηκε με την ταυτόχρονη λήψη ψυχοφαρμάκων, οι ληστείες
τρένων αντικατέστησαν τις ληστείες αμαξών, οι ληστείες τραπεζών
τις ληστείες τρένων κλπ.).
Οι σημερινοί οπαδοί των θεωριών συμπεριφοράς δεν ενδιαφέ-
ρονται για το υποσυνείδητο ή για τα χαρακτηριστικά της προσωπι-
κότητας που αναπτύσσονται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Γι’
αυτούς η ανθρώπινη συμπεριφορά διαμορφώνεται συνεχώς μέσα
από τις καθημερινές εμπειρίες.
Ειδικότερα, η εγκληματική δραστηριότητα, και ιδίως τα εγκλή-
ματα βίας, είναι η απάντηση την οποία έχει μάθει το άτομο να δίνει
σε διάφορες καταστάσεις της ζωής. Επομένως το έγκλημα δεν είναι
_________________
118. Ο Κ. Γαρδίκας πρότεινε de lege ferenda την άσκηση αναγκαστικής στεί-
ρωσης σε περιορισμένη όμως κλίμακα, βλ. K. Γ. Γαρδίκα, ό.π., σ. 843 και γενικά
επί του θέματος σ. 842-847.
119. L. J. Siegel, ό.π., σ. 38.
224 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

αναγκαστικά αποτέλεσμα μη φυσιολογικής ή ηθικά ανώριμης συ-


μπεριφοράς.
Από όλες τις θεωρίες της συμπεριφοράς η θεωρία της κοινωνι-
κής μάθησης βρίσκεται πλησιέστερα στην εγκληματολογία. Και από
όλους τους θεωρητικούς της κοινωνικής μάθησης ο Albert Bandura
αναλύει σαφέστερα τη βίαιη συμπεριφορά. Τα άτομα δεν γεννώνται
βίαια αλλά μαθαίνουν να είναι βίαια παρατηρώντας τους άλλους να
ενεργούν με επιθετικότητα ή να αμείβονται για τη βίαιη συμπεριφο-
ρά τους. Αυτοί οι άλλοι δεν είναι απαραίτητο να αλληλενεργούν με
τα άτομα που βρίσκονται στη διαδικασία εκμάθησης. Έτσι, ο
Bandura υποστήριξε τα αντίθετα από άλλους επιστήμονες –όπως
λ.χ. από τον Sutherland, ο οποίος αναλύοντας τις βασικές αρχές της
θεωρίας του δίνει έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις, εκτιμά ότι ο
ρόλος που διαδραματίζει ο κινηματογράφος ή οι εφημερίδες είναι
«σχετικά ασήμαντος» 120 (βλ. παρακάτω 3.9.3.1)– και δέχεται ότι η
βία, μαθαίνεται ακόμα και από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Τέλος, από τους θεωρητικούς της κοινωνικής μάθησης αναφέ-
ρονται τέσσερις βασικοί παράγοντες συντελεστικοί της επιθετικότη-
τας και της βίας:
- Ο φαύλος κύκλος της ματαίωσης-επιθετικότητας: (Με τον όρο
ματαίωση αποδίδεται ο γνωστός στους ψυχιάτρους όρος
«frustration») ματαίωση αισθάνεται ένα άτομο όταν συναντά εμπό-
δια στην επιδίωξη των στόχων του ή όταν κάποιος του επιτίθεται με
λόγια ή με πράξεις.
- Επιθετικές δεξιότητες: επιθετικές αντιδράσεις τις οποίες μα-
θαίνει κανείς παρατηρώντας άλλα άτομα ή τα ΜΜΕ.
- Αναμενόμενα αποτελέσματα: ο επιτιθέμενος έχει την εντύπω-
ση ότι η επιθετικότητα του θα αμειφθεί είτε με οικονομικά οφέλη είτε
με ψυχολογικά (κερδίζοντας την επιδοκιμασία των άλλων, βελτιώ-
νοντας την αυτο-εκτίμησή του, αμβλύνοντας την ένταση ή το θυμό
του).

_________________
120. E. H. Sutherland / D. R. Cressey, ό.π., σ. 75.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 225

- Συνέπεια μεταξύ συμπεριφοράς και αξιών: ο επιτιθέμενος έχει


την πεποίθηση που του δημιουργήθηκε παρατηρώντας τρίτους ότι
σε μία δεδομένη περίσταση η επιθετικότητα είναι δικαιολογημένη
και πρόσφορη.

3.7.8. Κριτική αποτίμηση

Τον ψυχικά διαταραγμένο εγκληματία πρέπει πρώτα-πρώτα να τον


αντιμετωπίζουμε ως πρόσωπο, ως άτομο, ύστερα ως εγκληματία
και τελευταία ως ψυχικά διαταραγμένο άτομο 121 . Και αυτό γιατί δεν
υπάρχει ένα είδος ψυχικά διαταραγμένου εγκληματία αλλά πολλά
είδη. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι άστεγοι, άλλοι τοξικομα-
νείς, άλλοι με εγκεφαλική βλάβη, άλλοι δράστες οικονομικών εγκλη-
μάτων, και άλλοι δράστες εγκλημάτων βίας. Επισημαίνεται, ότι ανά-
μεσα στις ιδιαίτερες αυτές κατηγορίες εγκληματιών ενδέχεται να υ-
πάρχουν και δράστες χωρίς ψυχικές διαταραχές 122 .
Τα βασικά, γενικής φύσης, ερωτήματα που προκύπτουν στο
τέλος αυτής της συζήτησης και που έχουν μείνει αναπάντητα είναι
δύο:
- Ποιά είναι η σχέση μεταξύ ψυχικών διαταραχών και εγκλημα-
τικής συμπεριφοράς; και
- Τί ποσοστό των κρατουμένων σε φυλακές (όχι σε ψυχιατρεία)
παρουσιάζει ψυχικές διαταραχές;
Η σχέση ψυχικών διαταραχών και εγκλήματος είναι ακόμη α-
προσδιόριστη. Έγκυρα, πρόσφατα ιατρικά δεδομένα καταδεικνύουν
ότι οι περισσότερες ψυχικές διαταραχές μόνο σπάνια συναρτώνται
στατιστικά με την εγκληματική συμπεριφορά και τότε είναι πάλι δύ-
σκολο να αναζητήσει κανείς σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος σε τόσο
διάφορα μεταξύ τους φαινόμενα. Ωστόσο, όλες οι αξιόποινες πρά-

_________________
121. J. Peay, Mentally disordered offenders, σε: M. Maguire / R. Morgan / R.
Reiner, ό.π., σ. 1119 επ., ιδίως σ. 1123.
122. Στο ίδιο, πρβλ. σ. 1123.
226 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

ξεις είναι δυνατόν να «ιατροποιηθούν» σύμφωνα με έγκυρα, ιατρικά


στοιχεία προερχόμενα από την Αγγλία του 1990 123 .
Από την άλλη πλευρά, πρόσφατα ευρήματα από δείγμα 1.365
ενηλίκων αρρένων και 404 νεαρών αρρένων δραστών, υποδηλώ-
νουν ότι κάτι παραπάνω από έναν στους τρεις (ή 37%) παρουσίαζε
κάποια ψυχική διαταραχή σε ευρεία έννοια: 23% έκαναν χρήση ε-
ξαρτησιογόνων ουσιών, 10% είχαν διαταραχή προσωπικότητας, 6%
νεύρωση, 2% ψύχωση και 0.8% οργανική διαταραχή 124 .
Οι ψυχίατροι και ψυχολόγοι που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία
της εγκληματικής συμπεριφοράς επικέντρωσαν τις μελέτες τους στα
ασυνείδητο, το ελλειμματικό Εγώ ή τις δυσλειτουργίες του Υπερεγώ,
τις επιδράσεις της πρώιμης παιδικής ηλικίας και τα χαρακτηριστικά
της προσωπικότητας. Έτσι, παρέβλεψαν τον παράγοντα περιβάλ-
λον δηλαδή τις κοινωνικές καταστάσεις και περιστάσεις. Ίσως ένα
πλεονέκτημα αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι απαντούν σε κά-
ποιο βαθμό στο ερώτημα: «γιατί το έγκλημα διαχέεται σε όλα τα
κοινωνικοοικονομικά επίπεδα;» Τα μειονεκτήματά τους όμως είναι
πολλά. Σε γενικές γραμμές οι ψυχιατρικές / ψυχολογικές θεωρίες:
Είναι περισσότερο προσανατολισμένες στη θεραπεία και λιγότερο
στην ορθή μέθοδο και μέτρηση. Κατά συνέπεια, συχνά χρησιμοποι-
ούν μικρές αριθμητικά «ομάδες ελέγχου» (βλ. παραπάνω 2.3.3.2).
Από την άλλη πλευρά, οι «πειραματικές ομάδες» δεν είναι αντιπρο-
σωπευτικές και περιορίζονται είτε σε κρατουμένους είτε σε μικρά
δείγματα που έχουν παραπεμφθεί σε ψυχιατρικές κλινικές ή ψυχο-
διαγνωστικά κέντρα. Πολλές φορές πρόκειται για μελέτη ατομικών
περιπτώσεων η οποία υπόκειται στον κίνδυνο τις μεροληπτικής πα-
ρατήρησης. Άλλες πάλι μελέτες βασίζονται σε ασαφή προσδιορισμό
των χρησιμοποιούμενων εννοιών ή των διαγνωστικών κατηγοριών.
Τέλος, πολλές θεωρίες αντιμετωπίζουν το έγκλημα ως μία κλινική
περίπτωση, παραβλέποντας ότι αποτελεί μία έννοια σαφώς περιγε-
γραμμένη από το Ποινικό Δίκαιο.
Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω αντιλαμβάνεται τη σημασία
_________________
123. J. Peay, ό.π., σ. 1144.
124. Στο ίδιο σ. 1128.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 227

της ρήσης: «Ο γνωστικός κλάδος της εγκληματολογίας έχει ανάγκη


από κοινωνιολόγους, οι οποίοι να είναι σε θέση να διερευνούν τις
ψυχολογικές μεταβλητές που παρεμβαίνουν και ψυχολόγους [ή ψυ-
χιάτρους] οι οποίοι να έχουν επίγνωση των κοινωνικών καταβολών
των ατομικών διαδικασιών που μελετούν» 125 .

3.8. Οι Μαρξιστικές θεωρήσεις

3.8.1. Εισαγωγικά

Παρά την κατάρρευση του σοσιαλισμού, περί τα τέλη του 20ού αιώ-
να, η μαρξιστική εγκληματολογική κατεύθυνση αποτελεί ακόμη ένα
σημαντικό, σύγχρονο θεωρητικό ρεύμα. Με τη μαρξιστική ιστορικο-
οικονομική ανάλυση η προσπάθεια βιολογικής / ατομικής ερμηνείας
του εγκλήματος μετατίθεται στο οικονομικό / κοινωνικό επίπεδο.
Κοινός παρονομαστής των διαφορετικών ρευμάτων που εκκινούν
από τη μαρξιστική κατεύθυνση είναι η έννοια της σύγκρουσης, γι'
αυτό και γίνεται λόγος για τις θεωρίες της κοινωνικής σύγκρουσης
στις οποίες στηρίζεται η συγκρουσιακή εγκληματολογία (βλ. παρα-
πάνω 1.6.2). Στον αντίποδα της συγκρουσιακής εγκληματολογίας
βρίσκεται η συναινετική, λεγόμενη και παραδοσιακή εγκληματολογί-
α. Υπενθυμίζουμε και εδώ ότι η εγκληματολογία της συναίνεσης
βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει συναίνεση μεταξύ των κοινω-
νών για τις ισχύουσες αξίες, το δε κράτος είναι οργανωμένο, με τέ-
τοιο τρόπο, ώστε να προστατεύει το γενικό δημόσιο συμφέρον ακό-
μη και στην περίπτωση μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης 126 . Όπως
έχει προαναφερθεί (βλ. παραπάνω 1.3.4) όλη η «παραδοσιακή»
εγκληματολογία, στην οποία εμπίπτουν οι προαναφερόμενες προ-
σεγγίσεις της κλασικής και της θετικής σχολής αλλά και ορισμένες
από τις κοινωνιολογικές που θα ακολουθήσουν, προϋποθέτουν την
ύπαρξη μιας συναινετικής κοινωνίας. Και τούτο γιατί το «συναινετικό
_________________
125. Η φράση αποδίδεται στους Monahan και Splane, όπως αναφέρεται από
F. E. Hagan, ό.π., σ. 138.
126. Brown / Esbensen / Geis, ό.π., σ. 396.
228 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

πρότυπο» αφήνει περιθώρια στα άτομα να ακολουθούν ανεπηρέα-


στα την προκαθορισμένη από οργανικούς ή ψυχικούς παράγοντες
εξέλιξή τους.
Προφανώς η κοινωνική πολυπλοκότητα δεν είναι δυνατό να
μελετηθεί μέσα από διπολικές έννοιες (συναίνεση - σύγκρουση) ή
ταξικά συστήματα με δύο τάξεις (την τάξη που κατέχει τα μέσα πα-
ραγωγής και εκείνη που δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από τα χέρια
της). Ωστόσο, ο σημερινός μελετητής του εγκληματολογικού κλάδου
δεν μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη των σχετικών θεωριών
παρακάμπτοντας τον Marx και όσους επηρεάστηκαν σε κάποιο
βαθμό από αυτόν.
Γι' αυτό και αφιερώνεται, αμέσως πιο κάτω, ένα ειδικό τμήμα
στις μαρξιστικές θεωρήσεις, αν και σε διάφορα τμήματα του παρό-
ντος τόμου γίνονται εκτενέστερες ή συνοπτικότερες σχετικές ανα-
φορές.
Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων 229

3.8.2. Ο Marx και η μελέτη της εγκληματικότητας

Ο Karl Marx (1818-1883) δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εγκλημα-


τικότητα. Το έργο του όμως και οι αναλύσεις του, γενικά, αποτελούν
την αφετηρία ή και το βάθρο σκέψης πολλών θεωρητικών της ε-
γκληματολογίας.
Συνήθως, το όνομα του Marx συνδέεται από τους εγκληματο-
λόγους με το γνωστό, σκωπτικό απόσπασμα που περιλαμβάνεται
στις θεωρίες για την υπεραξία:
Ένας φιλόσοφος παράγει ιδέες, ένας ποιητής ποιήματα, ένας
κληρικός κηρύγματα, ένας καθηγητής συγγράμματα, κ.ο.κ.
Ένας εγκληματίας παράγει εγκλήματα... Ο εγκληματίας δεν
παράγει μόνο εγκλήματα αλλά και το ποινικό δίκαιο καθώς και
τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και μαζί με αυτό α-
ναπόφευκτα το σύγγραμμα στο οποίο αυτός ο ίδιος ο καθηγη-
τής ρίχνει τις παραδόσεις του στην αγορά ως «εμπόρευμα»...
Επιπλέον ο εγκληματίας παράγει ολόκληρο το μηχανισμό της
αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης, αστυνομικούς, δικα-
στές, δήμιους, ενόρκους κλπ. ... Δεν παράγει μόνο τα βιβλία
του ποινικού δικαίου και τον ίδιο τον ποινικό νόμο αλλά και
τους νομοθέτες καθώς και την τέχνη, τη φιλολογία, τα διηγή-
ματα και τα τραγικά δράματα που έχουν για θέμα τους την ε-
γκληματικότητα... Ο εγκληματίας διακόπτει τη μονοτονία και
ασφάλεια της αστικής ζωής... Το έγκλημα αφαιρεί από την α-
γορά εργασίας ένα πλεόνασμα πληθυσμού, μειώνει τον αντα-
γωνισμό των εργαζομένων και αποτελεί ως ένα βαθμό τροχο-
πέδη στη μείωση των μισθών... Η επιρροή του εγκληματία
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι πολύπλευ-
ρη. Το επάγγελμα του κλειδαρά θα είχε φτάσει σε ένα τέτοιο
βαθμό τελειότητας, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η δημιουργία
τραπεζικών επιταγών θα είχε τελειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό,
αν δεν υπήρχαν απατεώνες;.. Το έγκλημα, με τη συνεχή ανά-
πτυξη των μέσων προσβολής της ιδιοκτησίας, άσκησε πίεση
για την εφεύρεση νέων μεθόδων προστασίας και η επίδρασή
230 Η αναζήτηση των αιτιών ή των γενεσιουργών παραγόντων των εγκλημάτων

του στην παραγωγή είναι τόσο μεγάλη όσο και οι απεργίες


στην εφεύρεση μηχανημάτων εργοστασίου...» 127

Στα σκωπτικά όσο και διεισδυτικά αυτά σχόλια ο Marx αποδίδει


την εγκληματικότητα στο καπιταλιστικό σύστημα και στην εμπορευ-
ματοποίηση των πάντων, ενώ φαίνεται να σαρκάζει το λειτουργικό/
συναινετικό πρότυπο της κοινωνίας, σύμφωνα με το οποίο υπάρχει
σε πολύ μεγάλο βαθμό σύμπτωση αξιών, αντιλήψεων, στόχων.
συμφερόντων και στάσεων και όχι αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνών.
Από την άλλη πλευρά, ο Friedrich Engels (1820-1895), στενός
συνεργάτης, φίλος και οικονομικό στήριγμα του Marx, ασχολήθηκε
σε κάποιο βαθμό με το έγκλημα στην πρωτοποριακή μελέτη του « Η
κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία του 1844». Εκεί αντιμε-
τωπίζει την εγκληματική συμπεριφορά σαν μία απάντηση στην υ-
πέρτατη εξαθλίωση των εργατών στην οποία τους οδηγεί η καπιτα-
λιστική κοινωνία. Ο εξαθλιωμένος, επομένως, έχει να επιλέξει μετα-
ξύ εγκλήματος, αυτοκτονίας και τρέλας.
Ο Marx, που βίωσε τη βιομηχανική επανάσταση με την εισβολή
του κάρβουνου και της ατμομηχανής, καθώς και τις νέες δυνατότη-
τες μετακίνησης, αλλά και τη δημιουργία μεγάλων βιομηχανικών μο-
νάδων με τους χιλιάδες εργαζόμενους –ακόμα και παιδιά– κάτω
από άθλιες συνθήκες μέσα και έξω από τα εργοστάσια ή τα ορυχεί-
α, κατέληξε, μαζί με τον Engels, στο ότι η καπιταλιστική κοινωνία
φέρνει μαζί της την οικονομική ανισότητα στην οποία η εργατική τά-
ξη –το προλεταριάτο– γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την
αστική, άρχουσα τάξη, τους έχοντες τα μέσα παραγωγής. Έτσι, η
εργατική τάξη βρίσκεται στα κατώτατα κοινωνικά στρώματα και ζει
ηθικά εξαθλιωμένα και άρα παρασιτικά ακολουθώντας εγκληματικές
συμπεριφορές 128 .

_________________
127. K. Marx, Theorien über den Μehrwert, τ. 1, 1905-1910, σ. 385-387, σε
απόδοση Κ. Δ. Σπινέλλη, βλ. και σχετικά Ιακ. Ι. Φαρσεδάκη, Η εγκληματολογική
σκέψη απ' την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1990, σ.
191-193.
128. G. B. Vold et al., ό.π., σ .263.

You might also like