You are on page 1of 11

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΠ10

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ


«Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ANNALES ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ
FERNAND BRAUDEL ΚΑΙ
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ»

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ:
ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
Α.Μ. 128922
ΤΜΗΜΑ: ΗΛΕ4

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ:


ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2017 -2018

Ρόδος 6 Ιανουαρίου 2018

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

• Εισαγωγή……………………………………………………………….…..…3
• Ο Fernand Braudel και η Ιστοριογραφική Σχολή των Annales…….…...…….3
• Η σχέση της Σχολής των Annales με τη Θεωρία του εξελικτισμού και την
Πολιτισμική Εξελικτική Αρχαιολογία……………………………………...…5
• Η σχέση της Σχολής των Annales με την Πολιτισμική Ιστορική
Αρχαιολογία.…………………………………………………………..………6
• Η σχέση της Σχολής των Annales με τη Νέα ή Διαδικαστική
Αρχαιολογία……………………..……………………………………..……...7
• Η σχέση της Σχολής των Annales με τη Μεταμοντερνιστική ή
Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία……………………………………….…...…8
• Συμπεράσματα……………………………………………………………….10
• Βιβλιογραφία…………………………………………………………………11

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα της παρούσας εργασίας, κρίνεται


απαραίτητο, αρχικά να αναλυθεί η Σχολή των Annales με την αντίληψη του
ιστορικού χρόνου μέσα από τη ματιά του Fernand Braudel και την ιστοριογραφική
της προσέγγιση. Έπειτα, να προχωρήσουμε στη σύγκρισή της με τα υπόλοιπα
ρεύματα της Ιστοριογραφίας – Αρχαιολογίας, εντοπίζοντας τυχόν ομοιότητες και
διαφορές, όσον αφορά τις θεωρίες τους για την ιστορία, τον πολιτισμό και την
πολιτισμική αλλαγή, από τη θεωρία του εξελικτισμού και την Πολιτισμική
Αρχαιολογία, μέχρι τη Διαδικαστική και τη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία.

Ο FERNAND BRAUDEL ΚΑΙ


Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ANNALES

Η ιστοριογραφική Σχολή των Annales, ξεκίνησε το 1929 με την έκδοση από


τους L. Fevre και M. Bloch, του περιοδικού Annales d’histoire economique et sociale
(στο οποίο οφείλει και το όνομά της). Προώθησε έναν καινοτόμο τρόπο έρευνας της
ιστοριογραφίας, υποστηρίζοντας (σε πρώτη φάση) ότι αυτή θα πρέπει να
συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, για την εξαγωγή συμπερασμάτων.1 Μελετά
διαφορετικές διαδικασίες σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές κλίμακες,
υπογραμμίζοντας το βαθύτερο νόημα και τη συμβολή των «πολιτισμικών δυνάμεων»
με τις νοοτροπίες και τις ιδεολογίες τους, στη διαμόρφωση της ιστορίας.2
Σημαντικότατος σταθμός στην εδραίωση και τον τρόπο σκέψης της Σχολής,
υπήρξε η έκδοση του βιβλίου του Fernand Braudel, Η Μεσόγειος και ο Μεσογειακός
Κόσμος την Εποχή του Φιλίππου Β’ της Ισπανίας, το 1949. Εξέχουσα θέση σ’ αυτό το
βιβλίο κατέχει η «αντίληψη του χρόνου». Όπως ο ίδιος λέει, φτάνει «στην
αποσύνθεση του χρόνου», μιλώντας φυσικά για τον ιστορικό χρόνο, ο οποίος δεν έχει
μία μόνο υπόσταση, αλλά πολλαπλές και αλληλένδετες. Σύμφωνα λοιπόν με τον
Braudel και, κατ’ επέκταση, τη Σχολή των Annales, η ερμηνεία της ιστορίας και της
πολιτισμικής αλλαγής από την ιστοριογραφία πραγματοποιείται με την εξέταση

1
Βόγλη (2015), σ.178.
2
Σμπόνιας (1999), σ.158.

3
παράλληλων και αλληλένδετων διαδικασιών που συντελούνται συγχρόνως σε τρία
διαφορετικά επίπεδα χρόνου και διαδικασιών: α) της «μακράς διάρκειας των δομών»
και του «γεωγραφικού χρόνου», β) της «μέσης διάρκειας των συγκυριών» και του
«κοινωνικού χρόνου» και γ) της «σύντομης διάρκειας των γεγονότων» και του
«ατομικού χρόνου».3
Στη «μακρά διάρκεια» εντάσσονται όλα εκείνα τα σταθερά στοιχεία που δεν
μεταβάλλονται σχεδόν καθόλου ή πάρα πολύ αργά με το πέρασμα κάποιων αιώνων
και που, την αλλαγή τους οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν στην
καθημερινότητά τους. Αυτά αποτελούν τις δομές μέσα στις οποίες δρα κάθε λαός -
πολιτισμός, όπως γεωγραφικές, ιστορικές, οικολογικές, τεχνολογικές, πολιτισμικές,
ιδεολογικές και νοοτροπίες που τη χαρακτηρίζουν.4 Έχουμε «την ιστορία του
ανθρώπου σε σχέση με τον περίγυρό του», η οποία επαναλαμβάνεται κυκλικά,
επίμονα, διαρκώς και αδιαλείπτως.5
Στη «μέση διάρκεια» έχουμε τις «συγκυρίες», ενέργειες και καταστάσεις, που
εμφανίζονται περιοδικά και αναστατώνουν τις δομές για κάποια χρόνια ή δεκαετίες,
χωρίς όμως να τις μεταβάλλουν. Η ύπαρξή τους γίνεται αντιληπτή, αφού επηρεάζει
θετικά ή αρνητικά την καθημερινότητα των κοινωνιών και μπορεί να είναι της ίδιας
κατηγορίας με τις δομές, δηλαδή κλιματικές, κοινωνικές, δημογραφικές,
πολιτισμικές, πολιτικές και κυρίως οικονομικές.6 Είναι η «κοινωνική ιστορία, ιστορία
των ομάδων και των ομαδοποιήσεων».7
Τέλος, στη «σύντομη διάρκεια» περιλαμβάνεται πλήθος «γεγονότων»
περιορισμένης έκτασης που έχουν μικρή διάρκεια και αφορούν ατομικές δράσεις,
όπως της «πολιτικής ή στρατιωτικής ιστορίας».8 Η ιστορία σε αυτό το επίπεδο
χρόνου αφορά την «παραδοσιακή ιστορία», της οποίας τα γεγονότα διακρίνονται από
την ανθρώπινη – ατομική διάστασή τους· γεγονότα που όταν συμβαίνουν προκαλούν
μεγάλη «ταραχή» και είναι τα πιο επικίνδυνα· διαδραματίζονται σε σύντομο χρονικό
διάστημα και περιγράφονται από τους ανθρώπους που τα βιώνουν.9

3
Σμπόνιας (1999), σσ.158-159· Μπενβενίστε (1999), σσ.229-230·Braudel (1984), σ. 19.
4
Σμπόνιας (1999), σσ.158-159· Γιαννόπουλος (1999), σσ.31-32.
5
Braudel (1991), σ.13.
6
Γιαννόπουλος (1999), σ.33.
7
Braudel (1991), σσ.13-14.
8
Σμπόνιας (1999), σ.159.
9
Braudel (1991), σσ.13-14.

4
Συνοπτικά, όλη η φιλοσοφία του Braudel φανερώνεται στην εξής φράση:
«Είτε πρόκειται για το παρελθόν είτε για το παρόν, μία σαφής συνειδητοποίηση της
πολλαπλότητας του κοινωνικού χρόνου είναι απαραίτητη για μία κοινή μεθοδολογία
των ανθρωπιστικών επιστημών».10
Πριν την εμφάνιση των Annales, συγχρόνως και μετά από αυτούς, υπήρξαν
και άλλα ιστοριογραφικά – αρχαιολογικά ρεύματα, τα οποία είχαν κοινά στοιχεία ή
διαφορές με εκείνους, όπως θα δούμε παρακάτω.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES


ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΞΕΛΙΚΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

H Σχολή των Annales έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εξελικτική θεωρία


(18ου – 19ου αιώνα) η οποία, ενισχυμένη από τον δαρβινισμό («θεωρία περί εξέλιξης
των ειδών»), πίστευε ότι το ανθρώπινο γένος έχει κοινή καταγωγή και ενιαία πορεία
εξέλιξης· από την αρχική, απλουστευμένη, κατώτερη, ζωώδη μορφή της, έως την
ανώτερη και πιο εξελιγμένη, μέσω της πνευματικής του ανάπτυξης, στο πλαίσιο της
προσαρμοστικότητας στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον και τις εκάστοτε
συνθήκες, με στόχο την επιβίωση, υπό τον κανόνα της επικράτησης του ικανότερου.11
Πιστευόταν λοιπόν, πως οι παρελθοντικοί πολιτισμοί μπορούν να μελετηθούν,
να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν με τη χρησιμοποίηση δεδομένων και
συμπερασμάτων που έχουν εξαχθεί από την Εθνολογία και τη μελέτη των σύγχρονων
πολιτισμών, αντιπαραβάλλοντας και προσαρμόζοντάς τα σε εκείνους του
παρελθόντος, αναλόγως του εξελικτικού σταδίου στο οποίο βρίσκονταν κάθε φορά.
Έτσι, ουσιαστικά έφτασε σε τέλμα, αποδεικνύοντας την ανικανότητα και την
αδυναμία της να επιτύχει την κατανόηση του παρελθόντος και καθώς η πολιτισμική
αλλαγή αποδιδόταν σε φυλετικές, ανατομικές και βιολογικές διαφοροποιήσεις,
προήγε τον ρατσισμό και τον δυτικοευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό.12

10
Braudel (1987), σ.17.
11
Σμπόνιας (1999), σσ.107,144,149· Κουκουζέλη (2003), σ.251.
12
Κουκουζέλη (2003), σσ.251-252.

5
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES ΜΕ ΤΗΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Η Σχολή των Annales, αναλύοντας τα ιστορικά γεγονότα σε τρία επίπεδα


χρόνου, ξεφεύγει από την καταγραφή – ταξινόμηση των ιστορικών πηγών και την
απλή χωρική και γραμμική χρονολογική τοποθέτηση των αρχαιολογικών πολιτισμών
που ακολουθεί η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία και η γεγονοτολογική Ιστορία.
Επιπλέον, δε συμφωνεί με τη μονόπλευρη εξωτερική οπτική της περί πολιτισμικής
αλλαγής, αφού πιστεύει και σε αυτήν που προέρχεται εκ των έσω.13
Τέλη 19ου με αρχές 20ου αιώνα, γεννήθηκε η έννοια των «αρχαιολογικών
πολιτισμών», οι οποίοι ταυτίστηκαν με πραγματικούς πολιτισμούς που θεωρητικά
υπήρξαν οι προγονικοί των σύγχρονων εθνικών κρατών. Έτσι, στην προσπάθεια να
διευκρινιστεί η πορεία τους μέσα στους αιώνες, άρχισε να γίνεται μια συστηματική
χρονολογική και γεωγραφική καταγραφή και ταξινόμηση αρχαιολογικών ευρημάτων,
αναλόγως της τεχνοτροπίας, του είδους, κοινών χαρακτηριστικών, της
επαναλαμβανόμενης εμφάνισης και της κατανομής τους στον τόπο εύρεσής τους. Η
διαφορετικότητά τους θεωρήθηκε ότι αποτελεί δείκτη γεωγραφικής και χρονολογικής
έκτασης αυτών των αρχαιολογικών πολιτισμών, των οποίων η ονομασία προέκυπτε
συνήθως από τον τύπο των ευρημάτων, τον τόπο, ή μυθικές αναφορές (π.χ.
Νεολιθικός, Κυκλαδικός, Μινωικός κλπ) .14
Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι η όποια αλλαγή στο εσωτερικό αυτών των
πολιτισμών ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων. Αυτό σήμαινε ότι οι
πολιτισμοί αλληλεπιδρούσαν και οι μεταβολές προέρχονταν από τη μεταξύ τους
επαφή. Υποτίθεται ότι οι ανώτεροι επηρέαζαν τους κατώτερους με τη μετάδοση του
δικού τους πολιτισμού μέσω της μετανάστευσης, της αποικιοκρατίας, της εισβολής, ή
του εμπορίου. Με αυτό το σκεπτικό όμως παραβλεπόταν η δυνατότητα της αλλαγής
εκ των έσω και ο παράγοντας της ατομικής πρωτοβουλίας, σε κάποιους πολιτισμούς
(σημαντικότατος παράγοντας για τη Σχολή των Annales).15

13
Braudel (1991), σσ.13-15.
14
Σμπόνιας (1999), σσ.108-112· Κουκουζέλη (2003), σ.255.
15
Κουκουζέλη (2003), σσ.255, 257-258.

6
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES ΜΕ ΤΗ
ΝΕΑ Ή ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Η Σχολή των Annales και η Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία (δεκαετίες


1960-1970) έχουν κάποια κοινά σημεία αναφοράς. Για να γίνει αντιληπτή μια
κοινωνία των αρχαίων χρόνων, δεν ήταν αρκετή η απλή (αυθαίρετη και υποθετική)
ταύτισή της με αρχαιολογικά ευρήματα και εθνικά κράτη και, κατ’ επέκταση, η
σύνδεσή τους με «αρχαιολογικούς πολιτισμούς».16
Έτσι, ορίστηκε εκ νέου η έννοια του όρου, αφού υπήρχε πλέον η παραδοχή
(και από τις δύο Σχολές) ότι ο αρχαιολογικός πολιτισμός είναι ένα σύνθετο
«λειτουργικό σύστημα», αποτελούμενο από υποσυστήματα αλληλένδετα μεταξύ
τους, τα οποία συνέβαλαν στη λειτουργία του, αναπτύσσοντας μία «Δομική Ιστορία».
Βέβαια, σε αντίθεση με τους Annales, η Νέα Αρχαιολογία υποστήριζε ότι η
λειτουργία αυτή πετύχαινε τη σταθερότητα και την ισορροπία των συστημάτων. Ως
εκ τούτου, έδωσαν (και οι δύο) έμφαση στην επιστημονική και διεξοδικότερη μελέτη
των εν λόγω υποσυστημάτων (διατροφικού, οικονομικού, κοινωνικού, εμπορικού,
πολιτικού, τεχνολογικού, ιδεολογικού, θρησκευτικού κ.α.), με τη συνεργασία και
άλλων επιστημονικών κλάδων. Έτσι, επιχειρήθηκε να κατανοηθεί η συμβολή και η
λειτουργία του κάθε υποσυστήματος στην επίτευξη της προσαρμογής του πληθυσμού
και την πολιτισμική αλλαγή εντός ενός «πολιτισμικού συστήματος», αλλά και
μεταξύ διαφορετικών.17
Η Νέα Αρχαιολογία για να βγάλει συμπεράσματα, συνέλεγε ενδελεχώς τα
δεδομένα, εφαρμόζοντας επιστημονικά θεωρητικά πρότυπα και υποθέσεις για τις
οποίες, ερευνώντας, «παρήγε» γενικευμένες και καθολικές απαντήσεις ώστε να
εξηγήσει το παρελθόν. Έτσι, έφτασε σε ατελέσφορη, ανεφάρμοστη και μη αποδεκτή
(από τους Annales) διαδικασία κανόνων και προτύπων.18
Σύμφωνα με τη Νέα Αρχαιολογία, οι πολιτισμοί στην πλειοψηφία τους
εξελίσσονταν, από την πιο απλή στην πιο πολύπλοκη οργάνωση της κοινωνίας, δια
μέσου κάποιων προδιαγεγραμμένων σταδίων, σύμφωνα με το νεοεξελικτικό μοντέλο
του E.R. Service (ομάδα, φυλή, φυλαρχία, κράτος). Μελετώντας λοιπόν τα
προαναφερθέντα πολιτισμικά συστήματα, τα ενέτασσαν στα στάδια αυτά,

16
Σμπόνιας (1999), σσ.116-119, 155-159.
17
Σμπόνιας (1999), σσ.116-119, 155-159· Κουκουζέλη (2003), σσ.260-261, 264· Bintliff (1991), σ.18.
18
Κουκουζέλη (2003), σσ.262-263.

7
πιστεύοντας ότι έχουν βασικές ομοιότητες μεταξύ τους (έθεταν δηλαδή κανόνες και
πρότυπα ένταξής τους, θεωρία που δεν αποδέχεται η Σχολή των Annales). Στο
πλαίσιο αυτό, η Νέα Αρχαιολογία προωθούσε την εγκατάλειψη της εθνοκεντρικής
οπτικής και την υιοθέτηση της ιστορικής θεώρησης κάθε έθνους, ως κομμάτι της
πανανθρώπινης ιστορίας.19
Εκ του αποτελέσματος όμως, φαινόταν ότι η αλλαγή επερχόταν κυρίως από
εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. προσαρμογή σε περιβαλλοντικές αλλαγές) και
εξακολουθούσαν να παραγκωνίζονται οι εσωτερικοί, ιδεολογικοί - συμβολικοί
παράγοντες και η συμμετοχή του ατόμου, το οποίο παθητικά υφίστατο καταστάσεις
που δεν μπορούσε να θέσει υπό τον έλεγχό του. Σε αυτό το σημείο λοιπόν υπάρχει
μία διαφορά με τη Σχολή των Annales, σύμφωνα με την οποία η αλλαγή ερχόταν και
από το εσωτερικό τους, δεδομένης της σπουδαιότητας της ατομικής δράσης και των
συμβολικών δομών.20

Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ANNALES ΜΕ


ΤΗ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΤΙΚΗ Ή
ΜΕΤΑΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Όπως και η Σχολή των Annales (με την οποία υπάρχει η μεγαλύτερη ταύτιση),
η «Μεταμοντερνιστική ή Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία» (δεκαετία 1980 κ.ε.)
εκμεταλλεύεται τις πηγές και εξετάζει τους παρελθοντικούς πολιτισμούς και τις δομές
τους εκ των έσω, μπαίνοντας τη θέση των «δρώντων ατόμων», σε σχέση με τα
εκάστοτε ιστορικά δεδομένα και τα συμβολικά νοήματα, προκειμένου να υπάρξει
«μια από κάτω προς τα επάνω άποψη της κοινωνίας».21
Σύμφωνα με τη Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία (και τους Annales), πρέπει να
εξετάζονται οι (δυσδιάκριτοι, αλλά αναπόσπαστοι) εννοιολογικοί, ιδεολογικοί και
συμβολικοί παράγοντες που δραστηριοποιούνταν στο εσωτερικό του αρχαίου
πολιτισμού, διαμορφώνοντας τη δομή του με τη δράση των ανθρώπων του. Μέσα σε
αυτό το εσωτερικό, υπήρχαν συγκρούσεις, αντιθέσεις, ροή και ενέργεια, με τα άτομα

19
Σμπόνιας (1999) σ.120· Κουκουζέλη (2003) σσ.266-267.
20
Σμπόνιας (1999), σσ.116-119, 155-159· Κουκουζέλη (2003), σσ.260-261· Bintliff (1991), σ.18.
21
Κουκουζέλη (2003), σσ.272-273.

8
που, ως μέλη της κοινωνίας, με τις δοξασίες, τις συμπεριφορές, τις φιλοδοξίες και τις
πεποιθήσεις τους, επιδρούσαν άμεσα στον συμβολικό και στον υλικό πολιτισμό
(χρησιμοποιώντας τους συνειδητά), δρούσαν (και αντιδρούσαν), με στόχο και
αποτέλεσμα την πολιτισμική αλλαγή.22
Υπό το πρίσμα της συμβολικής δομής και της εσωτερικής δράσης, οι
παρελθοντικοί πολιτισμοί πρέπει να εξετάζονται μέσα από την οπτική των «δρώντων
ατόμων», ως πρωταγωνιστών της πολιτισμικής αλλαγής. Η αρχαιολογία πρέπει να
έρθει στη θέση εκείνων των ανθρώπων, να προσπαθήσει να βιώσει την
καθημερινότητά τους και να κατανοήσει πώς σκέφτονταν, τι πίστευαν, τι
προσδοκούσαν, ώστε να ερμηνεύσει γιατί έδρασαν όπως έδρασαν. Δεν θα πρέπει,
δηλαδή, να κρίνει (αποκλειστικά) μέσα από τη σύγχρονη θεώρηση των πραγμάτων.
Κατ’ επέκταση, θα πρέπει να αποδοθεί και το νόημα των ερμηνειών που δίνονται από
τους σύγχρονους αρχαιολόγους και να διερευνηθούν τυχόν λανθάνουσες πολιτικές
σκοπιμότητες.23
Επιπλέον, όλο αυτό το εγχείρημα, θα πρέπει να είναι συνυφασμένο με το
εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο, το οποίο του δίνει μια ιδιαιτερότητα και μια
μοναδικότητα, με αποτέλεσμα να καταρρίπτεται η γενικευμένη, αποσπασμένη από
την ιστορία και (μονόπλευρη) εξωτερική θεώρηση (της Νέας Αρχαιολογίας) όλων
των πολιτισμών.24
Πάλι εδώ βλέπουμε μια «Δομική Ιστορία», η οποία όμως δίνει μεγάλη
έμφαση στις συμβολικές δομές και μια εσωτερική, ιδεολογική και ατομική
μετάφραση στα υλικά δεδομένα του εξεταζόμενου πολιτισμού, εισχωρώντας στο
μυαλό του ανθρώπου, αναλύοντας την πολιτισμική αλλαγή.25
Εν κατακλείδι, η Αρχαιολογία παύει να θεωρείται θετική επιστήμη, αφού η
μελέτη και η ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς (η οποία είναι απρόβλεπτη και
μεστή νοημάτων) δεν μπορεί να δημιουργήσει σταθερούς, καθολικούς
επιστημονικούς κανόνες. Άρα, είναι μια κοινωνική επιστήμη, που προσπαθεί να
ερμηνεύσει τη συμβολική δομή των πολιτισμών και να ασκήσει κριτική του
παρελθόντος και του παρόντος, με σκοπό την αλλαγή της σημερινής
πραγματικότητας, για ένα καλύτερο αύριο.26

22
Κουκουζέλη (2003), σσ.269-271.
23
Κουκουζέλη (2003), σσ.272-275.
24
Κουκουζέλη (2003), σσ.272-273.
25
Bintliff (1991), σ.18.
26
Κουκουζέλη (2003), σσ.273-274, 280.

9
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ιστορικός χρόνος, παρελθόν, παρόν· Ιστορία, Ιστοριογραφία, Αρχαιολογία·


εξελικτισμός, πολιτισμός, πολιτισμική αλλαγή· δομές, συγκυρίες, γεγονότα. Πλούσια
σε ορολογίες, θεωρίες, οπτικές και μεθοδολογίες η ιστορία της Ιστοριογραφίας και οι
προσεγγίσεις των αρχαιολόγων και των ιστορικών στην προσπάθειά τους να
γνωρίσουν το παρελθόν, να γράψουν Ιστορία. Αμφισβητήσεις, αλληλοαναιρέσεις,
αλλά και αλληλοσυμπλήρωση, αναλόγως της θεώρησης της κάθε ιστοριογραφικής
Σχολής.
Για τον ιστορικό των Annales, ο μελετητής, θα πρέπει να καταλάβει τη
βαθύτερη σημασία όσων εξετάζει· να μη μένει προσκολλημένος στα ιστορικά
τεκμήρια αυτά καθ’ αυτά· να μελετά τις αλληλεπιδρώσες δομές, λαμβάνοντας υπόψη
την (κατά Braudel) «πολλαπλότητα του ιστορικού χρόνου», τη διαφορετικότητα και
τη βαρύτητα των συμβολικών νοημάτων και της ατομικής δράσης, τα οποία δεν
μπορούν να ενταχθούν σε κανόνες και στεγανά· να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις,
απαντώντας στα ερωτήματα που του δημιουργούνται από τις ιστορικές μαρτυρίες,
ερευνώντας τις συνδυαστικά με άλλα δεδομένα, από κάθε οπτική γωνία, χωρίς
παρωπίδες, προκρίνοντας τον διεπιστημονικό διάλογο, ώστε να κατανοήσει τον
πολιτισμό, την πολιτισμική αλλαγή και την Ιστορία.

10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Ε. Βόγλη, «Είναι πράγματι τόσο σημαντική η ιστορία της σχολής των


Annales;», στο Ε. Βόγλη, Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη
και το επάγγελμά του;, κεφ.7, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών
Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015, σ.178 (http://hdl.handle.net/11419/3827,
ημερομηνία:11/12/2017).
• J. L. Bintliff, ‘The contribution of an Annaliste/structural history approach to
archaeology’ στο J. L. Bintliff (επιμ.), The Annales School and Archaeology,
Leicester University Press, Λέστερ/Λονδίνο 1991, σσ. 1-33 [σσ. 18-19].
• F. Braudel, H Μεσόγειος και ο Μεσογειακός Κόσμος την Εποχή του Φιλίππου
Β´ της Ισπανίας, τόμος Α´, Ο ρόλος του περίγυρου, μτφ. Κ. Μιτσοτάκη,
Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1991, σσ. 9-15.
• F. Braudel, Μελέτες για την ιστορία, μτφ. Ο. Βαρών & Ρ. Σταμούλη, Ε.Μ.Ν.Ε. –
ΜΝΗΜΩΝ, Αθήνα 1987, σσ. 13-84.
• F. Braudel, συνέντευξή του με τίτλο ‘Une vie pour l’histoire. Propos recueillis par
François Ewald et Jean-Jacques Brauchier, Magazine Littéraire 212, 1984
(Νοέμβριος), σσ. 18-24 [σ. 19]).
• Ι. Γιαννόπουλος, «Ιστοριογραφία: θεωρία και μέθοδοι. Η διασταύρωση των
ιστορικών χρόνων» στο Ι. Γιαννόπουλος, Σ. Ζουμπάκη, Ε. Ζυμή, Θ. Ιωάννου,
Α. Μαστραπάς., Ελληνική Ιστορία, τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σσ.31-33.
• Α. Κουκουζέλη, «Κλάδοι και προβληματική της Αρχαιολογίας. Η ερμηνεία
της πολιτισμικής αλλαγής» στο Α. Κουκουζέλη, Ε. Μανακίδου, Κ. Σμπόνιας,
Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2003, σσ. 251-
252, 255-258, 260-264, 266-267, 269-275, 280.
• Ρ. Μπενβενίστε, «Αναγνώσεις της Μεσογείου», στο Σύγχρονα θέματα, 71-72
(Απρ.-Σεπτ), 1999, σσ.229-230
(http://pandemos.panteion.gr/index.php?op=record&pid=iid:3999&lang=en,
ημερομηνία:11/12/2017).
• Κ. Σμπόνιας, «Πολιτισμικές προσεγγίσεις και ερμηνείες του παρελθόντος»
στο Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον
Ελληνικό Πολιτισµό, τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σσ. 107-108, 110-112,
116-120, 144, 149, 155-156, 158-159.

11

You might also like