You are on page 1of 11

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΠ10

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

ΤΕΤΑΡΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ


«ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ:
ΠΑΛΑΤΙΑΝΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
Α.Μ. 128922
ΤΜΗΜΑ: ΗΛΕ4

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ:


ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2017 -2018

Ρόδος 23 Απριλίου 2018

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

• ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………….…...…3
• Η ΓΛΩΣΣΑ………..………..……………………………….…….…....……..3
• Η ΠΑΙΔΕΙΑ….….……….………………………………………………........6
4ος – 8ος αιώνας…………………………………………………………….…..6
9ος – 10ος αιώνας…………….……………………………………….…….…..8
11ος – 15ος αιώνας..………………………………………………………….…9
• ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………….………10
• ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………….………………………………………………11

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην εργασία αυτή θα πραγματευτούμε τις επιδράσεις του ελληνικού


στοιχείου και τη θέση που κατείχε στις δύο πτυχές του βυζαντινού πολιτισμού: τη
γλώσσα και την παιδεία· τι ίσχυε λίγο πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και τις τελευταίες
μέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας· σε ποια γλώσσα λειτουργούσε ο κρατικός
μηχανισμός, η χριστιανική εκκλησία, συνέγραφαν οι λόγιοι και συνεννοούνταν οι
βυζαντινοί και τι σχέση είχε με την αρχαία ελληνική· σε τι βαθμό διδάχτηκε η
αρχαιοελληνική γραμματεία και πώς εντάχθηκε στο βυζαντινό εκπαιδευτικό
σύστημα· επίσης, τι υποστήριξη ή αντιδράσεις συνάντησε από το επίσημο κράτος και
την εκκλησία.

Η ΓΛΩΣΣΑ

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε ένα διεθνικό χωνευτήρι από


διαφορετικούς πολιτισμούς, εθνότητες, φυλές, θρησκείες και τάσεις. Η επικράτηση
του ελληνικού στοιχείου προσέδωσε το ύφος και τα χαρακτηριστικά του Βυζαντινού
πολιτισμού, τόσο στο πεδίο της γλώσσας, όσο και της παιδείας. Η συνέχιση της
ρωμαϊκής πολιτικής για την επίτευξη συνοχής της αυτοκρατορίας συνεχίστηκε με τη
βυζαντινή προσπάθεια, η οποία στηρίχτηκε στην ελληνική γλώσσα και τον
χριστιανισμό, δημιουργώντας βαθμηδόν έναν «ομόγλωσσον» και «ομόδοξον»
κοινωνικό χώρο.1
Ήδη, από την εποχή των ρωμαϊκών κατακτήσεων στην Ελλάδα, Ρωμαίοι της
διανόησης και αριστοκράτες (ως επί το πλείστον) διδάσκονταν ελληνικά, για να
έρθουν σε επαφή με τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Στις ανατολικές επαρχίες της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επικρατούσε η ελληνική ως γλώσσα επικοινωνίας· επίσημη
γλώσσα για τις κρατικές, στρατιωτικές και διοικητικές υποθέσεις παρέμενε η
λατινική. Αυτό ίσχυε και κατά την περίοδο της μεταφοράς της πρωτεύουσάς της από
τον Κωνσταντίνο Α΄ στο Βυζάντιο, όπου ιδρύθηκε η Νέα Ρώμη. Με τον οριστικό
διαχωρισμό της σε δυτική και ανατολική, στη δεύτερη - με την παρέμβαση
διανοούμενων, καθώς και ισχυρών κρατικών και πολιτικών παραγόντων -

1
Καραγιαννόπουλος (1988), σσ.10,13· Πέννα (1999), σ.29.
3
επιτεύχθηκε η αναγνώριση της ισοτιμίας των δύο γλωσσών στους τομείς της
δικαιοσύνης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.2
Η βυζαντινή γραμματεία στην πλειοψηφία της γράφτηκε επηρεασμένη από
τον αρχαϊσμό και τον αττικισμό, στην επονομαζόμενη από τους Βυζαντινούς
«αττική». Η γέννηση των δύο αυτών ιδεολογικών γλωσσικών κινημάτων ανάγεται
στην ελληνιστική περίοδο. Οι αρχαϊστές, χρησιμοποιώντας στη γραφή αρχαϊκούς
γραμματικούς τύπους στράφηκαν στις ελληνικές διαλέκτους, θεωρώντας ότι αρκούσε
η μίμηση των έργων, ιδιαιτέρως εκείνων της δωρικής και της ιωνικής, ώστε να
συγγραφούν νέα έργα ανάλογης ποιότητας και αξίας. Οι αττικιστές δεν συμφωνούσαν
με το στομφώδες ρητορικό ύφος, τον ασιανισμό, όπως επίσης ούτε με την
απλοποιημένη κοινή ελληνική γλώσσα, προβάλλοντας ως πρότυπο το απέριττο αττικό
ύφος.3
Η «αττική» και οι υποστηρικτές της (ανάμεσά τους και το κράτος)
ακολουθώντας τον αρχαϊσμό και τον αττικισμό, ασχολούνταν με το να αναζητούν
σπάνιες λέξεις, γραμματικούς και συντακτικούς τύπους που υπάρχουν όχι μόνο στα
«κλασικά» αττικιστικά κείμενα, αλλά σε όλο το φάσμα της αρχαιοελληνικής
γραμματείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διγλωσσία και την αντίθεση μεταξύ του
τεχνητού και άκαμπτου αττικίζοντα γραπτού λόγου, ως «επίσημης γλώσσας» και της
απλής, ανεπιτήδευτης και περιφρονημένης καθομιλουμένης, της «κοινής», την οποία
χρησιμοποίησαν οι χριστιανοί, πολεμώντας οτιδήποτε οι λόγιοι αττικιστές
υιοθέτησαν ως εξιδανικευμένο πρότυπο, θεωρώντας ότι είναι συγγενές με την
ειδωλολατρία.4
Εξάλλου, αρχής γενομένης με τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην
ελληνική, η πλειοψηφία των χριστιανικών κειμένων, η Καινή Διαθήκη, τα έργα των
Εκκλησιαστικών Πατέρων, η υμνογραφία, οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων
κτλ. γράφτηκαν επίσης στη γλώσσα αυτή.5 Ο Χριστιανισμός υιοθέτησε την
ελληνιστική Κοινή - η οποία ήταν η φυσική μετάλλαξη της αττικής διαλέκτου που
μιλιόταν κατά την ελληνιστική περίοδο, μετά τις εσωτερικές μεταβολές της και τις

2
Γιαννόπουλος (2000), σ.331· Βούρτσης (1999), σ.290.
3
Γιαννόπουλος (2000), σ.332.
4
Γιαννόπουλος (2000), σ.333· Βούρτσης (1999), σσ.286-287.
5
Γιαννόπουλος (2000), σ.331.
4
εξωτερικές επιδράσεις της - ως γλώσσα για την προφορική αλλά και τη γραπτή
διδασκαλία και τη μετάδοσή του (όπως εξάλλου έπραξαν και οι πρώτοι Απόστολοι).6
Από τα τέλη του 5ου, αλλά ακόμα περισσότερο τον 6ο αιώνα, στα χρόνια του
Ιουστινιανού, η ελληνική γλώσσα αντικατέστησε τη λατινική στον τομέα της
νομοθεσίας και της διοίκησης. Οι περισσότερες από τις Νεαρές (νέοι νόμοι) είχαν
γραφτεί στην ελληνική ώστε «να γίνει εύκολα κατανοητή από όλους», όπως
χαρακτηριστικά αναφερόταν σε μία εξ’ αυτών. Από τότε και οι νομικοί που
υποχρεώνονταν να μελετούν το δίκαιο, έπαψαν να κατανοούν τη λατινική γλώσσα,
ενώ μέχρι τον 9ο αιώνα συντελέστηκε η πλήρης γλωσσική και πολιτιστική
μεταστροφή του κράτους στον ελληνισμό.7
Η κοινή βρισκόταν σαφώς σε πλεονεκτικότερη θέση από την αρχαΐζουσα για
διάφορους λόγους: σε αυτή τη γλώσσα ήταν γραμμένο το Ευαγγέλιο· αυτοί που τη
χρησιμοποιούσαν στο γραπτό λόγο, απέφευγαν να χρησιμοποιούν συντάξεις και
λέξεις δυσνόητες για τον αναγνώστη· για μεγάλο χρονικό διάστημα το ανατολικό
τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου η κυριαρχία του ελληνικού και
ελληνίζοντος στοιχείου ήταν αδιαμφισβήτητη, χρησιμοποιείτο από αυτό με πάρα
πολύ μεγάλη ευχέρεια και ευκολία. Ως εκ τούτου, η κοινή, ως ζωντανή και
καθομιλουμένη, ανανεωνόταν και εξελισσόταν και καθίστατο ικανή να ανταγωνίζεται
την αττική, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα εκτοπισμού της, κάτι που ως ένα βαθμό
έγινε μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα. Από κει και πέρα όμως, οι κυρίαρχοι κοινωνικοί
κύκλοι πέριξ του αυτοκράτορα υποστήριξαν την αττική. Κατά τη διάρκεια δε των
ύστερων αιώνων, όσοι ήθελαν να γράψουν στην κοινή, χρειαζόταν πια να τη
σπουδάσουν.8
Εντούτοις, τμήμα του βυζαντινού γραπτού λόγου έχει γραφτεί στη «δημώδη
γλώσσα»· η παρουσία βέβαια λόγιων επιδράσεων, ιδιαιτέρως σε λογοτεχνικά κείμενα
είναι φανερή, ώστε να μιλάμε για μια «μεικτή γλώσσα» που εμπεριέχει ακόμα και
στοιχεία αρχαϊσμού. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι όσοι
τη χρησιμοποίησαν, είτε είχαν λάβει μια ανάλογη μόρφωση, είτε το έκαναν λόγω του
ότι οι κυρίαρχες τάσεις έτειναν προς την κατεύθυνση και την επιλογή της αττικής ως
ενδεδειγμένης και αποδεκτής. Ως ένα βαθμό, ανάλογη (αλλά μικρότερης έκτασης)

6
Βούρτσης (1999), σσ.282-284.
7
Γιαννόπουλος (2000), σ.331· Βούρτσης (1999), σ.291.
8
Γιαννόπουλος (2000), σ.333.
5
επιρροή δέχτηκε και ο προφορικός δημώδης λόγος, ενώ αντιθέτως, οι επιδράσεις που
δέχτηκαν η «κοινή» και η «αττική» από την καθομιλουμένη ήταν λιγότερες.9
Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους, καθώς και τις γλωσσικές
αλληλεπιδρώσες συνιστώσες, απόρροια της διαπολιτισμικότητας εντός της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για πάνω από μία χιλιετία, αλλά και την παραδοχή
ύπαρξης κοινών χαρακτηριστικών (λεξιλογικών, γραμματικών, συντακτικών και
υφολογικών) μεταξύ «αττικής», «κοινής» και «δημώδους», μπορούμε να μιλάμε για
μια «μεσαιωνική ελληνική γλώσσα». Ο χαρακτηρισμός της ως «μεσαιωνικής»
οφείλεται στο ότι κατά τον «μέσο αιώνα» που αναπτύχθηκε, ο οποίος τυχαίνει να
ταυτίζεται χρονικά με τον δυτικοευρωπαϊκό μεσαίωνα (5ο – 15ο αιώνα), προσέλαβε
γνωρίσματα που την κάνουν να ξεχωρίζει από την προηγούμενη αρχαία και την
ακόλουθη νεότερη.10

Η ΠΑΙΔΕΙΑ

Η βυζαντινή παιδεία εμπεριέχει τον τομέα της εκπαίδευσης, της αντιγραφής


παλαιότερων έργων και της συγγραφής νέων, βασισμένων στα πιο παλιά που κυρίως
εξυπηρετούσαν εκπαιδευτικούς στόχους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν η
απόκτηση γνώσεων όσον αφορά τη ρητορική, τη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τη
χρήση της «αττικής». Στη συνέχεια θα διεξέλθουμε αυτόν τον τομέα του βυζαντινού
πολιτισμού, όπως διαμορφώθηκε στη διάρκεια τριών διαδοχικών περιόδων.11

4ος–8ος αιώνας

Κατά τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, παρόλο που επικρατεί ο


χριστιανισμός, η εκπαίδευση αποτελεί συνέχιση της ελληνιστικής και διακρινόταν σε
τρεις βαθμίδες, ως εξής:

9
Γιαννόπουλος (2000), σσ.333-334.
10
Γιαννόπουλος (2000), σ.335.
11
Γιαννόπουλος (2000), σ.337.
6
α) Η «πρώτη βαθμίδα» διαρκούσε τρία χρόνια, ο «γραμματιστής» ήταν ο διδάσκων
της ανάγνωσης, της γραφής, της αριθμητικής, της ωδικής, της μυθολογίας και της
ιστορίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
β) Η «δεύτερη βαθμίδα» διαρκούσε και αυτή τρία χρόνια και ο «γραμματικός»
δίδασκε κατά πρώτο λόγο γραμματική, βασισμένος στην Τέχνη Γραμματική του
Διονυσίου του Θρακός, προκειμένου να αποφεύγεται ο βαρβαρισμός (το γραμματικό
λάθος) και ο σολοικισμός (το συντακτικό λάθος και η παρέκκλιση από τους
υφολογικούς κανόνες). Επίσης υπήρχε η διδασκαλία του Ομήρου και άλλων
κλασικών - και κατά δεύτερο λόγο (συνήθως ελλιπώς) τεσσάρων μαθημάτων από τη
θετική κατεύθυνση, γνωστών ως «τετρακτύς». Έτσι, ολοκληρωνόταν η «εγκύκλιος
παιδεία».
γ) Η «τρίτη βαθμίδα» διαρκούσε από τρία έως πέντε έτη, ίσως και δέκα. Κυρίαρχη
θέση κατείχε η ρητορική· σε ορισμένες πόλεις διδάσκονταν η φιλοσοφία, η νομική
και η ιατρική. 12
Στην Κωνσταντινούπολη που από την ίδρυσή της υπήρξε μεγάλη πνευματική
πρωτεύουσα, λειτουργούσε (με κρατική οργάνωση και επιχορηγήσεις) κέντρο όπου
αντιγράφονταν από καλλιγράφους έργα Ελλήνων λογίων. Επίσης λειτουργούσε
τριτοβάθμιο πανεπιστημιακό ίδρυμα, το Πανδιδακτήριο, όπου διδάσκονταν ρωμαϊκή
και ελληνική ρητορική.13
Όσοι δίδασκαν φιλοσοφία και σοφιστική, παρά το ότι δεν είχαν ασπαστεί τον
χριστιανισμό, μέχρι τον 6ο αιώνα δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με προβλήματα.
Εξάλλου, η μελέτη των αρχαίων θεωρείτο απολύτως αναγκαία για εκείνους που
επιθυμούσαν να υπηρετήσουν επαρκώς τον χριστιανισμό· οι σπουδές αυτές τους
καθιστούσαν ικανούς ως προς τη διατύπωση του δόγματος και την απόκρουση των
επιχειρημάτων από «εθνικούς», αλλά και από χριστιανούς με διαφορετικά δόγματα·
επίσης, διαμορφώνονταν διαπρεπείς και δεινοί ρήτορες και ακόμα καλύτερα,
σπουδαίοι ιεροκήρυκες, πολλοί από τους οποίους εξελίχθηκαν σε μεγάλους πατέρες
της ορθόδοξης εκκλησίας.14
Τον 6ο αιώνα όμως, επί Ιουστινιανού, απαγορεύθηκε δια νόμου να διδάσκουν
οι «εθνικοί»· όσοι παρανόμως συνέχιζαν, πέραν της διακοπής των επιχορηγήσεων,

12
Γιαννόπουλος (2000), σσ.337-338.
13
Γιαννόπουλος (2000), σσ.338-339.
14
Γιαννόπουλος (2000), σσ.339-340.
7
τιμωρήθηκαν, ενώ πολλά «εθνικά» βιβλία ρίχτηκαν στη φωτιά. Η τρίτη – και ως ένα
σημείο και η δεύτερη – εκπαιδευτική βαθμίδα περιορίστηκε αρκετά. Η «θύραθεν
παιδεία» και «έξω σοφία» (αρχαία ελληνική, μη χριστιανική μόρφωση) δεν είχε την
κρατική υποστήριξη. Αυτή η κατάληξη ήταν απόρροια της στάσης που κράτησαν οι
χριστιανοί απέναντι στους αρχαίους συγγραφείς που χαρακτηρίζονταν ως
ειδωλολάτρες· ανησυχούσαν μήπως οι νέοι που τους διδάσκονταν, παρασύρονταν
από τη σαγήνη των λόγων τους και τις ηθικές και ιδεολογικές απόψεις τους, με
αποτέλεσμα να απομακρυνθούν από τον Χριστό.15
Ο Μέγας Βασίλειος συμβούλευε τους νέους να μην παρασύρονται από
αντιλήψεις ασυμβίβαστες με τον χριστιανισμό, πιστεύοντας ότι τα αρχαία κείμενα
έχουν καθαρά προπαιδευτικό χαρακτήρα ως προς την κατανόηση των Γραφών. Έτσι,
η διδασκαλία των αρχαίων γινόταν αποκλειστικά για τον εμπλουτισμό του
λεξιλογίου, την κατανόηση των γραμματικών και συντακτικών κανόνων, καθώς και
την εκμάθηση της ρητορικής.16

9ος–10ος αιώνας

Τον 9ο αιώνα αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τις αρχαιοελληνικές σπουδές


που κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων αιώνων παραμελήθηκαν, όπως επίσης
και οι αντιγραφές χειρογράφων. Η αναθέρμανση αυτή οφείλεται στη σταθεροποίηση
της ορθοδοξίας, στην επικράτηση των εικόνων μετά την εικονομαχία και στη
χρησιμοποίηση της μικρογράμματης αντί της μεγαλογράμματης γραφής στην
αντιγραφή βιβλίων, ανάμεσά τους και των αρχαιοελληνικών. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα, από τη μια να διευκολυνθεί η αναπαραγωγή τους, με μικρότερο κόστος
(αφού χρειαζόταν λιγότερος χώρος και χρόνος) και, από την άλλη να διαβάζονται πιο
εύκολα.17
Η μικρογράμματη γραφή στην αρχή εξυπηρέτησε εκκλησιαστικές και
εκπαιδευτικές ανάγκες, κατά πρώτο λόγο των μοναχών, οι οποίοι τύχαινε να είναι και
οι καλλιγράφοι - αντιγραφείς. Πολλοί εξ’ αυτών, καθώς και μεγάλη μερίδα κληρικών

15
Γιαννόπουλος (2000), σ.340.
16
Γιαννόπουλος (2000), σσ.340-341.
17
Γιαννόπουλος (2000), σσ.342-343.
8
δεν καλοέβλεπαν όλες αυτές τις ενέργειες· δεν αντέδρασαν όμως έντονα, λόγω του
ότι παραδέχονταν τον προπαιδευτικό χαρακτήρα των αρχαίων και επειδή ικανός
αριθμός λογίων με κλασική παιδεία ήταν εκκλησιαστικοί και κρατικοί αξιωματούχοι.
Ανάμεσά τους ξεχώρισε ο Φώτιος, ο οποίος έλαβε κλασική παιδεία και διετέλεσε
αρχικά «πρωτοασηκρήτις» και τελικά πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.18
Εξάλλου, η σωστή χρήση της ελληνικής δεν ερχόταν σε αντίθεση με την
ορθοδοξία· τη θαύμαζαν ακόμα και εκείνοι που δεν την κατανοούσαν και επιπλέον
αποτελούσε όργανο κοινωνικής ανόδου και διάκρισης. Σε τελική ανάλυση, η
εκμάθηση των αρχαίων ήταν αναγκαία, ώστε η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν το
κράτος και η εκκλησία να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο, ως άρμοζε στους επικεφαλής
όλων των θεσμών.19
Τον 10ο αιώνα, ο λόγιος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος,
επιμελήθηκε τη δεύτερη και τρίτη βαθμίδα στην εκπαίδευση (προκειμένου να
αναδειχθούν μέσα από αυτές στελέχη) και φρόντισε να συγκεντρωθούν χειρόγραφα
και να συγγραφούν διάφορα έργα.20

11ος–15ος αιώνας

Τον 11ο αιώνα, η μελέτη των κλασικών έπαψε να είναι από κάποιους, όπως ο
Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ιταλός, κείμενα απλώς με προπαιδευτικό χαρακτήρα.
Ο πρώτος, παρά το ότι ήταν θιασώτης του ορθολογισμού και της αρχαίας
φιλοσοφικής σκέψης, απέφευγε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον θρησκευτικό
ανορθολογισμό (σύμφωνα με τον οποίο τα θεολογικά ζητήματα δεν επιτρεπόταν να
προσεγγίζονται με φιλοσοφική μέθοδο), με την παραδοχή της θέσης του Θεού πέρα
από κάθε λογική. Ο δεύτερος αφορίστηκε, κατηγορούμενος ότι ακολουθούσε τις
θέσεις των φιλοσόφων και όχι των εκκλησιαστικών πατέρων και προσπαθούσε να
δώσει λογική εξήγηση στη θεία ενσάρκωση, θεωρώντας την επιστήμη κομιστή της
αλήθειας. Ούτε η εκκλησία, ούτε το κράτος όμως (της δυναστείας των Κομνηνών)

18
Γιαννόπουλος (2000), σ.344-345.
19
Γιαννόπουλος (2000), σ.345.
20
Γιαννόπουλος (2000), σ.347.
9
αποδέχτηκαν νεωτερισμούς στην εκπαίδευση, η οποία πλέον ελεγχόταν και
προστατευόταν από το πατριαρχείο.21
Την εποχή πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, έδρασε ο Γεώργιος
Γεμιστός ή Πλήθων, μελετητής και υποστηρικτής της πλατωνικής φιλοσοφίας, ο
οποίος προσδοκώντας να συνεισφέρει στη διάσωση του Βυζαντίου, πρότεινε
ρηξικέλευθες και παράτολμες μεταρρυθμίσεις, επηρεασμένες από το συγκεκριμένο
φιλοσοφικό ρεύμα. Τόσο ο Πλήθων, όσο και άλλοι σύγχρονοι ή μεταγενέστεροί του
λόγιοι, με την ενασχόλησή τους με την αρχαιοελληνική γραμματεία, έως την οριστική
πτώση του Βυζαντίου, αλλά περισσότερο μετά από αυτήν, συνέβαλαν στη διάδοση
και τη διδασκαλία της στη Δύση.22

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρξε ένα διεθνικό κοινωνικό, φυλετικό και


θρησκευτικό συνονθύλευμα, φυσική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και
συγχρόνως κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που κυριαρχούσε στο
ανατολικό τμήμα της, με συνδετικό κρίκο την ελληνική γλώσσα, όπως διαμορφώθηκε
στην ελληνιστική περίοδο. Αν και αρχικά η επίσημη γλώσσα για τη διοίκηση του
κράτους υπήρξε η λατινική, αντικαταστάθηκε από την ελληνική, με τις μορφές της
αττικής, της κοινής και δημώδους, με μια λέξη τη «μεσαιωνική ελληνική». Εξάλλου,
την ελληνιστική χρησιμοποίησε και ο χριστιανισμός.
Η παιδεία, με τις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης και την αντιγραφή και μελέτη
των «κλασικών», αλλά και την αναγνώριση της σπουδαιότητας της ρητορικής δεν
είχε πάντα την ίδια αντιμετώπιση από το κράτος και την εκκλησία που θεωρούσαν ότι
μαθητές και διδάσκαλοι δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τα εσκαμμένα όσον αφορά τον
τρόπο μελέτης των αρχαίων. Εντούτοις, κλασική παιδεία έλαβαν μεγάλοι πατέρες της
εκκλησίας και λόγιοι που τελικά μετέδωσαν στη Δύση την αρχαιοελληνική
γραμματεία.

21
Γιαννόπουλος (2000), σ.349.
22
Γιαννόπουλος (2000), σσ.350,352.

10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Ι. Βούρτσης, «Εξέλιξη και διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας» στο Ι.


Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον
Ελληνικό Πολιτισµό, τόμος Α΄, Η έννοια του Πολιτισμού. Όψεις του Ελληνικού
Πολιτισμού, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σσ. 282-284, 286-287, 290-291.
• Ι. Γιαννόπουλος, «Γλώσσα και παιδεία στο Βυζάντιο», στο Ι. Γιαννόπουλος,
Γ. Κατσιαμπούρα, Α. Κουκουζέλη, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος
Β΄, Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Ε.Α.Π., Πάτρα 2000, σσ.
331-335, 337-345, 347, 349-350, 352.
• Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988, σσ. 10,
13.
• Β. Πέννα, «Βυζαντινοί Θεσμοί» στο Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα,
Ελληνική Ιστορία, τόμος Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισμός, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999,
σ. 29.

11

You might also like