You are on page 1of 80

Πτυχές του αστυνομικού μυθιστορήματος

στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Άννα Κοντοπίδου

Α.Ε.Μ. 951
Φιλοσοφική Σχολή Α.Π.Θ.
Μεταπτυχιακό Τμήματος Φιλολογίας
Επόπτρια καθηγήτρια: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου

Αθήνα
2009

1
2
Περιεχόμενα
Εισαγωγή...................................................................................................................................4
1ο κεφάλαιο: Το αστυνομικό λογοτεχνικό είδος στον κόσμο..................................................8
1.1. Εισαγωγή......................................................................................................................8
1.2. Το αστυνομικό μυθιστόρημα – προσπάθεια χάραξης μιας πορείας του σε τόπο και σε
χρόνο..................................................................................................................................10
1.3. Τα συστατικά στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος.......................................18
1.4. Οι αλλαγές που συντελλούνται στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Από την τεχνική του
αινίγματος στην κοινωνική λογοτεχνία..............................................................................27
1.5. Μια συνηγορία της παραλογοτεχνίας.........................................................................35
1.6. Το αστυνομικό μυθιστόρημα......................................................................................39
2ο κεφάλαιο: Το αστυνομικό μυθιστόρημα στον περιοδικό τύπο και οι εκδοτικές απόπειρες
στην Ελλάδα τον 20 αιώνα......................................................................................................44
2.1. Εισαγωγή....................................................................................................................44
2.2. Περιοδικά...................................................................................................................46
2.2.1. Οι ήρωες των αστυνομικών διηγημάτων – τα δάνεια από το εξωτερικό...........49
2.2.2. Οι Έλληνες αστυνομικοί ήρωες – η είσοδος πια των ελληνικών ονομάτων στη
δίωξη του εγκλήματος...................................................................................................54
2.3. Εκδοτικά ....................................................................................................................58
2.4. Αναφορά στους Έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το αστυνομικό
μυθιστόρημα.......................................................................................................................60
2.5. Συμβαίνουν μυστηριώδη πράγματα στην Ελλάδα;....................................................68
2.5.1. Οι εθνικές αστυνομικές λογοτεχνίες ..................................................................69
3. Συμπερασματικά: Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα σήμερα. “Ένα κοινωνικό
μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή;”.....................................................................................71
Βιβλιογραφία...........................................................................................................................74
Κειμενογραφία (ελληνική).................................................................................................76
Χρονολόγιο.........................................................................................................................78

3
Εισαγωγή

Βασικό ερευνητικό άξονα στην παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί το αστυνομικό


μυθιστόρημα στην Ελλάδα ως αυτο προσδιοριζόμενο είδος, δηλαδή το γραμματειακό εκείνο
είδος του οποίου η συγγραφική πρόθεση αλλά και η εκδοτική πρακτική με ρητό και εμφανή
τρόπο μας επιτρέπει να το χαρακτηρίσουμε ως τέτοιο κατά το δεύτερο μισό του εικοστού
αιώνα. Η συνειδητή επιλογή των Ελλήνων συγγραφέων να ακολουθήσουν τα μοντέλα του
αστυνομικού λογοτεχνικού είδους, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε τόσο κατά τη κλασική
περίοδο του αστυνομικού, όπου εννοείται κυρίως το αγγλοσαξονικό ή αλλιώς ευρωπαϊκό
αστυνομικό μυθιστόρημα, όσο και κατά τη περίοδο του αμερικανικού crime novel, θα
αποτελέσει ένα ερευνητικό διακύβευμα στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας.
Με μια πιο σχηματική ανάλυση έχουμε, στο πρώτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου, την
παρουσίαση και ανάπτυξη κάποιων κανόνων που “στήνουν” το ευρωπαϊκό αστυνομικό
μυθιστόρημα με αναφορά στο πατέρα του αστυνομικού Ε.Α. Πόε και τους συνεχιστές του:
Κόλλινς, Ντόυλ, Κρίστι κ.ά., όπως επίσης και την αναφορά στις έννοιες που πλαισιώνουν το
μοντέλο αυτό του αστυνομικού είδους: ένα είδος διανοητικό, απαίτηση για ορθολογιστική
σκέψη, εκγύμναση του μυαλού, τεχνική του αινίγματος, διαλεκτική αθωότητας και ενοχής.
Στη συνέχεια διερευνούμε τους κανόνες που πλαισιώνουν και διέπουν το αστυνομικό
μυθιστόρημα και τα απαραίτητα χαρακτηριστικά και συστατικά τους:, το περιβάλλον-
κοινωνία, το θύμα, ο χρόνος, ο δολοφόνος/εγκληματίας, οι ύποπτοι, οι ντετέκτιβς.

1. Κλειστή κοινωνία με εσωτερική συνοχή, μια κοινωνία αθωότητας όπου ο φόνος


έρχεται και ταράζει την ηρεμία, προκαλεί αναστάτωση. Μόνο η λύση του μυστηρίου
και η τιμωρία του θύτη θα φέρει τη κάθαρση (Αριστοτελική θεωρία) τη στιγμή που
θα επιτευχθεί το ζήτουμενο, που είναι ο διαχωρισμός του καλού και του κακού, του
αθώου και του ενόχου.
2. Ως φυσικό περιβάλλον, στην κλασική περίοδο του αστυνομικού μυθιστορήματος
προτιμάται η ύπαιθρος λόγω του ότι δημιουργεί μεγάλη αντίθεση με την καθεαυτή
εικόνα του φόνου.
3. Το θύμα αποτελεί τη μόνη σταθερά του μυθιστορήματος, είναι και παραμένει ένα
άψυχο σώμα, ένας άντρας ή μια γυναίκα, με καλό ή κακό χαρακτήρα, νεαρής ή
ώριμης ηλικίας. Το θύμα προσδίδει μια ιδιαιτερότητα στο αστυνομικό μυθιστόρημα

4
η οποία είναι το ότι ο συγγραφέας ξεκινάει πάντα από το τέλος, από μια τετελεσμένη
πράξη του παρόντος και κατευθύνεται σε γεγονότα που προηγήθηκαν της πράξης
αυτής του φόνου.
4. Ο χρόνος λοιπόν είναι το επόμενο στοιχείο, στο αστυνομικό μυθιστορήμα ανοίγει
την αυλαία ένα παροντικό γεγονός, η ανακάλυψη ενός πτώματος, και μέχρι το τέλος
ο αναγνώστης προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του παρελθόντος μέχρι να
αποκαλυφθεί και να ανασυγκροτηθεί η στιγμή του φόνου.
5. Ο δολοφόνος είναι μια εικόνα παντοδύναμη, με εξαίρεση -ή μέχρι- τη στιγμή της
αποκάλυψής του, και πρώτιστα αρνητική.
6. Με την πράξη του φόνου η εκάστοτε κοινωνία χάνει την αθωότητά της. Μια ομάδα
ανθρώπων -οι ύποπτοι- εξετάζεται, μπαίνει στο μικροσκόπιο, με σκοπό τη
διαλεύκανση της αλήθειας. Με την παρουσίαση των ενόχων ξετυλίγεται ένας
μικρόκοσμος.
7. Ο ντετέκτιβ, ερασιτέχνης ή επαγγελματίας πρέπει να είναι αμέτοχος με την όλη
ιστορία και άγνωστος στους πρωταγωνιστές της. Εικόνα συχνά γραφική, άγαμος ή
ευτυχισμένος σύζυγος, με βοηθό ή χωρίς, πρόσωπο μετρίου αναστήματος, έξυπνη,
σπιρτόζα προσωπικότητα, με ιδιοτροπίες και αδυναμίες.

Στο δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου εξετάζεται το αστυνομικό μυθιστόρημα


μέσα από το πρίσμα χαρακτηριστικών όρων, διερευνάται δηλαδή η σχέση του αστυνομικού
μυθιστορήματος με κοινωνικές-ανθρωπολογικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία, με το
αστικό μυθιστόρημα και κατά πόσο αυτό επηρεάζεται από ιστορικοπολιτικούς όρους και
οικονομικές συνθήκες, από τις ανθρώπινες σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας, τη νέα σύσταση
των κοινωνιών και τη μετανάστευση.
Η αλλαγή που συντελείται στο αστυνομικό μυθιστόρημα και η ροπή του προς μια πιο
ρεαλιστική ή κοινωνική λογοτεχνία επισημαίνονται στη συνέχεια του κεφαλαίου. Η
ενασχόληση με το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Αμερική από εκπροσώπους του όπως ο
Χάμετ και ο Τσάντλερ, αλλάζει τα δεδομένα και τους κανόνες του είδους και προσφέρει στο
αναγνωστικό κοινό ένα διαφορετικό λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Εδώ η λογοτεχνία είναι στενά
συνυφασμένη με το αστικό περιβάλλον και την πληθώρα ανθρώπων και διαφορετικών
πολιτισμών. Η αστυνομική γραφή προκύπτει από τα δελτία ειδήσεων, τον τύπο,
συνοδοιπορεί με την πραγματική καθημερινή ζωή. Το έγκλημα εγκολπώνεται στην
κοινωνία, στα σκοτεινά δρομάκια των μεγαλουπόλεων, στα υπόγεια και αφορά βίαιες
ανδρικές μορφές, εντυπωσιακές γυναικείες φιγούρες καθώς και παράνομες δραστηριότητες.

5
Το αφήγημα σε αυτήν την περίπτωση συμπίπτει με τη δράση, οι δύο ιστορίες, η
ανακάλυψη ενός ή περισσότερων πτωμάτων και η αναζήτηση του ή των ενόχων
συγχωνεύονται. Όλα είναι ενδεχόμενα και πιθανά, ενώ η εικόνα του ντετέκτιβ αλλάζει
ριζικά, από έναν άνθρωπο αμέτοχο και απρόσβλητο σε ένα άνθρωπο συχνά νεαρότερης
ηλικίας, με τη μορφή του γόη, που διακυβεύει την υγεία του, ακόμα και τη ζωή του. Το
σύγχρονο πλέον αστυνομικό μυθιστόρημα συνδυάζει την περιέργεια με το σασπενς, την
αγωνία, τη δράση, το μυστήριο και τη βία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής της παρουσίας των
αστυνομικών μυθιστορημάτων στον ελληνικό χώρο. Η αστυνομική λογοτεχνία περιορίζεται
στην Ελλάδα του 20ου αιώνα στον περιοδικό τύπο και στα δάνεια τα προερχόμενα από το
εξωτερικό. Παρουσιάζονται λοιπόν εδώ τα πρώτα λαϊκά περιοδικά που φιλοξένησαν
μεταφρασμένες ιστορίες ξένων ηρώων προερχομένων από Ευρώπη και Αμερική, αρκετά
δημοφιλών στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό της εποχής. Τα Μυστήριο και Μάσκα,
αποτελούν τα γνωστότερα περιοδικά που ακολουθούν τα μοντέλα του ξένου περιοδικού
τύπου της pulp fixtion λογοτεχνίας.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στους ήρωες-δάνεια από το εξωτερικό που έγιναν
γνωστοί και εξαιρετικά δημοφιλείς στην Ελλάδα μέσω των μεταφράσεων. Οι Έλληνες
συγγραφείς και αναγνώστες μένουν προσκολλημένοι στα ξένα ονόματα των Σέρλοκ Χολμς,
Πουαρώ, Λέμι Κόσιον. Παρατηρούμε εδώ την έλλειψη του ελληνικού στοιχείου από τις
αστυνομικές ιστορίες, ακόμα και τη στιγμή που οι “εισαγωγές” ιστοριών από το εξωτερικό
περιορίζονται και οι Έλληνες συγγραφείς δημιουργούν οι ίδιοι τις συνέχειες των
περιπετειών των δημοφιλών ηρώων.
Εξετάζεται επίσης ο ρόλος της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα των ξένων
μυθιστορημάτων σε όλη τη διάρκεια της πορείας του αστυνομικού μυθιστορήματος κυρίως
κατά τον εικοστό αιώνα και πώς οι Έλληνες και κατά πόσο επηρεάζονται από τους
μακρινούς κόσμους των μυστηρίων.
Η αλλαγή, η οποία παρατηρείται, συντελλείται σταδιακά, όταν Έλληνες συγγραφείς
επέλεξαν το αστυνομικό μυθιστορήμα και ακολούθησαν τις ξένες επιρροές, θεωρώντας ότι
το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα δεν αποτελεί παρθενογένεση παρά στηρίζεται σε
ξενόφερτες γραφές και μεταφράσεις σημαντικών έργων του είδους από το εξωτερικό.
Γίνεται αναφορά στα ονόματα και στα έργα των Ελλήνων αστυνομικών συγγραφέων από τα
πρωτοεμφανιζόμενα κείμενα ως τη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία, χρονολογίες σταθμοί
της ιστορίας του αστυνομικού (μια απόπειρα καταλογοποίησης). Επιπλέον διερευνάται αν
και κατά πόσο υπήρξε εκδοτική στήριξη για μια δημιουργία εθνικής αστυνομικής

6
λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Παράλληλα η κατασκευή ηρώων που να είναι πιο κοντά στα ελληνικά πρότυπα,
ντετέκτιβς και ερευνητές με ελληνική ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία καθώς και η
τοποθέτηση των αστυνομικών ιστοριών στο ελληνικό περιβάλλον προαναγγέλλουν μια ρήξη
στην πορεία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η επιλογή προβολής του ελληνικού
ιστορικού γίγνεσθαι και του ελληνικού κοινωνικού υποβάθρου ως φόντο, τη στιγμή που το
ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι έτοιμο να δεχτεί την τοποθέτηση του εγκλήματος στον
οικείο του χώρο αναπόδραστα δημιουργεί νέους “πρωταγωνιστές”, τις μεγαλουπόλεις
Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που θα αποτελέσουν αγαπημένα πλέον σκηνικά των Ελλήνων
συγγραφέων τα οποία και επιλέγουν για να πλαισιώσουν τη μυστηριώδη πλοκή. Η σύγχρονη
πόλη προσφέρει καταφύγιο στο έγκλημα, τόσο με τη δομή της όσο και με την ανθρώπινή
της σύσταση.
Οι προσπάθειες των Ελλήνων συγγραφέων να δημιουργήσουν μια σειρά
αστυνομικών ιστοριών που θα αποτελέσουν το βασικό κορμό των κειμένων της ελληνικής
αστυνομικής λογοτεχνίας εξετάζονται στη συνέχεια. Από τον πρωτεργάτη των αστυνομικών,
Γιάννη Μαρή, και τον πρόγονο πολλών άλλων κυνηγών του εγκλήματος αστυνόμο Μπέκα,
στην Κακούρη και τον εξίσου δραστικό αστυνόμο Γεράκη, που ακολουθούν ίσως το
μοντέλο ενός Πουαρώ προσαρμοσμένου στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής, ως το
σημερινό Χαρίτο του Μάρκαρη, τον αστυνόμο με το μετριοπαθή χαρακτήρα και το ανήσυχο
πνεύμα, επισημαίνουμε τη διέυρυνση του λογοτεχνικού είδους και τις νέες διεκδικήσεις του
απέναντι στον λογοτεχνικό κανόνα, συνεξετάζοντάς το με άλλα παραδείγματα εθνικών
αστυνομικών λογοτεχνιών.

7
1ο κεφάλαιο: Το αστυνομικό λογοτεχνικό είδος στον κόσμο.

1.1. Εισαγωγή

Το ζήτημα που θα συζητηθεί στο παρόν κεφάλαιο είναι η ένταξη του


αστυνομικού μυθιστορήματος στο παγκόσμιο λογοτεχνικό κανόνα, οι πρώτες απόπειρες
συγγραφής βιβλίων με αστυνομική πλοκή και περιεχόμενο, η εδραίωση του είδους και η
εξέλιξή του. Τα κείμενα που μας αφορούν είναι αυτά που αυτοχαρακτηρίζονται
“αστυνομικά”, που εμπεριέχουν ένα αίνιγμα, ένα μυστήριο προς επίλυση, θύματα, υπόπτους
και ενόχους, τα βιβλία που ολόκληρη η πλοκή τους κι όχι ένα μέρος της αφορά ένα
έγκλημα. Στη παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας απαριθμείται ένας μεγάλος αριθμός
μυθιστορημάτων, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το Ντοστογιέφσκι, εντός του
περιεχομένου των οποίων ενυπάρχουν στοιχεία των μετέπειτα αστυνομικών βιβλίων, πολύ
πριν εδραιωθεί το αστυνομικό ως ξεχωριστό είδος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινά μια συζήτηση από εκπροσώπους των
“ανώτερων” πολιτισμικών στρωμάτων γύρω από τη σύσταση ενός λογοτεχνικού κανόνα,
είναι η εποχή που συντελείται μια προσπάθεια δημιουργίας εθνικών λογοτεχνιών. Το
αστυνομικό δε συμπεριλαμβάνεται στις μελέτες και στους ογκώδεις τόμους των μεγάλων
μελετητών της λογοτεχνίας, ούτε στις ιστορίες λογοτεχνίας που γράφονται τον 20ο αιώνα.
Ούτως ή άλλως το αστυνομικό ως ξεχωριστό είδος έπεται χρονικά αλλά δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι ήδη από τη γέννεσή του θεωρείται υποδεέστερο και αντιμετωπίζεται με τάσεις
παραγκωνισμού και απόρριψης.
Αναλογιζόμενοι ότι η ύπαρξη των λογοτεχνικών ειδών ξεκινά από τη σύμπραξη
των κειμένων με τους αναγνώστες θεωρούμε ότι πρέπει να εξισωθεί η αστυνομική
λογοτεχνία με τα υπόλοιπα κειμενικά είδη με ισότιμους όρους. Με τη προϋπόθεση αυτή
ανοίγεται μπροστά μας ένας νέος τύπος αναγνώστη, αυτός που δείχνει τη προτίμησή του στο
αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και αυτός που αντιμετωπίζει με δυσπιστία, καχυποψία
οτιδήποτε ακόμα και μη αστυνομικό, καθώς κι ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος που μπορεί
να μελετηθεί εξίσου όπως τα υπόλοιπα.
Ένας απ’ τους χαρακτηρισμούς που κυριαρχούν αναφορικά με το αστυνομικό
μυθιστόρημα, και συναντάται ευρέως στον ελληνικό χώρο που άλλωστε μας αφορά, είναι το
επίθετο λαϊκός. Η διχοτομία ανάμεσα στη λαϊκή λογοτεχνία και τη “σοβαρή”, τη λόγια
αφορά περισσότερο έναν εξωλογοτεχνικό δυϊσμό. Το αστυνομικό βιβλίο θεωρείται λαϊκό

8
βιβλίο, αφορά το λαό χωρίς όμως να προέρχεται από αυτόν, τόσο στη θεωρία όσο και σε
ζητήματα αισθητικής. Το είδος της λογοτεχνίας που μας αφορά στηρίζει μια αντίθεση
περισσότερο ταξική με τα υπόλοιπα είδη, στην Ελλάδα κι όχι μόνο, το λαϊκό βιβλίο
καθορίζεται πάντοτε από το “μη λαό”, οπότε αναφερόμαστε σε μια κοινωνικοπολιτική
διάσταση όταν μιλάμε για κείμενα εντός και κείμενα εκτός λογοτεχνικού κανόνα και
ιστορίας της λογοτεχνίας1.
Στον ελληνικό χώρο σημειώνονται δύο είδη “λαϊκής” λογοτεχνίας, η παλαιά,
αγροτικοδημοτική και η νέα, αστικολαϊκή λογοτεχνία, ένα προϊόν του 20ου αιώνα, που
συχνά συναντάται και ως “παραλογοτεχνία”. Το πρώτο είδος είναι πρωτογενές, προέρχεται
από το λαό ενώ στο δεύτερο που θα μας απασχολήσει εκτενέστερα παραγωγός και
καταναλωτής διαχωρίζουν τους ρόλους τους. Αναλόγως με τις επιταγές και τις προτιμήσεις
του αγοραστικού κοινού διαμορφώνεται το περιεχόμενο, η μορφή, η τιμή των λαϊκών
βιβλίων, μέρος τους είναι και αυτά με αστυνομική πλοκή, τα έργα της παραλογοτεχνίας και
κάτω από αυτές τις συνθήκες δημιουργίας και προώθησής τους “συνομιλούν” εξαρχής και
με ιδιαίτερη ευκολία με όρους bestseller2.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα ως λαϊκό είδος συνδέεται με νέους όρους και
τρόπους ζωής, με την αστικοποίηση, τη Βιομηχανική Επανάσταση, με τις τεχνολογικές
καινοτομίες. Ο ρόλος του είναι διττός, απ’ τη μία πιστοποιεί και διευρύνει ένα χάος, σε
φιλοσοφικό επίπεδο με τις έννοιες του καλού και του κακού, σε κοινωνικό επίπεδο, το
έγκλημα και η τιμωρία του, ενώ απ’ την άλλη συντηρεί και τιμά τις κλασικές λογοτεχνικές
αρετές, όπως η ύπαρξη σε αυτό αρχής, μέσης και τέλους. Η αστυνομική λογοτεχνία
θεωρείται υποδεέστερη των άλλων αλλά επιτυγχάνει ένα σημαντικό σκοπό, διασώζει την
τάξη σε μια εποχή αταξίας3, κι αυτή αφορά και την τάση της κοινωνίας αλλά και την τάση
της λογοτεχνίας προς κάτι το χαοτικό.

1 Γιώργος Βελουδής, Ψηφίδες, για μια θεωρία της λογοτεχνίας, “ΓΝΩΣΗ”, 1992, σελ. 56.
2 ό.π., σελ. 57- 58.
3 Χόρχε Λουί Μπόρχες, “Το αστυνομικό διήγημα”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986,
σελ. 414.

9
1.2. Το αστυνομικό μυθιστόρημα – προσπάθεια χάραξης μιας
πορείας του σε τόπο και σε χρόνο.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του αστυνομικού είδους αποτελεί η αμεσότητα που


δημιουργείται μεταξύ του αναγνώστη και του κειμένου, η μαγεία και το μυστήριο που μετά
το πέρας των σελίδων χάνεται αφού ο αναγνώστης γνωρίζει πια ό,τι γνωρίζει και ο
συγγραφέας. Το ενδιαφέρον να ξαναδιαβαστεί ένα αστυνομικό βιβλίο, όταν πια το κακό έχει
αποκαλυφθεί και τιμωρηθεί, χάνεται. Στη σχέση αστυνομικής λογοτεχνίας και
αναγνωστικού κοινού αναπτύσσεται ένας ιδιόμορφος τύπος εθισμού, σαν το αλκοόλ ή το
όπιο, είναι μια σχέση αγωνίας και έντασης όπου ο αναγνώστης ζητά ολοένα και
περισσότερες ιστορίες για να ικανοποιήσει την περιέργεια του και να ζήσει ξανά το
σασπένς. Έτσι εξηγείται και η ταχύτατη και τις περισσότερες φορές προχειροφτιαγμένη
παραγωγή αστυνομικών έργων.
Οι κύριες έννοιες του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η διαλεκτική της
αθωότητας και της ενοχής. Το μυστήριο περιπλέκεται ανάμεσα σε πρόσωπα της ιστορίας
που κινούνται γύρω από ένα έγκλημα, είναι οι ύποπτοι γύρω απ’ τους οποίους υπάρχει ένα
πέπλο μυστηρίου, κινήτρων, μυστικών, που τους καθιστά άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε
λιγότερο υπαίτιους του κακού. Επίσης κύριο συστατικό είναι η συγκάλυψη της αλήθειας, ο
αθώος μοιάζει με ένοχο τη στιγμή που ο ένοχος κρύβεται πίσω από μια πλασματική
αθωότητα. Κανόνας της κάθε ιστορίας και χρέος απέναντι στον αναγνώστη είναι η
αποκάλυψη του πραγματικού ενόχου και η τελική κάθαρση. Το στήσιμο μιας αστυνομικής
ιστορίας παρουσιάζει πολλά κοινά με την αριστοτελική περιγραφή της τραγωδίας, τόσο στις
βασικές έννοιες όσο και στη σταθερότητα και την τυπικότητα των χαρακτήρων4.
Μια αστυνομική ιστορία μυστηρίου περιέχει έναν ντετέκτιβ, ο οποίος
συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ένα αριθμό χαρακτηριστικών που τον καθιστούν
αναγνωρίσιμη personna στα λογοτεχνικά κείμενα, ένα άλυτο μυστήριο, που τις
περισσότερες φορές ξεκινά με ένα φόνο και φυσικά τη διαδικασία της έρευνας κατά την
οποία πρέπει να βρεθεί και η λύση, η απόδοση δικαιοσύνης και η επαναφορά των
προηγούμενων, φιλήσυχων και ειρηνικών στιγμών της καθημερινής ζωής των ηρώων. Το
αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί ένα παζλ στοιχείων που ανακαλύπτονται με φειδώ και
σταδιακά στον ερευνητή και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη, που ενώνοντάς τα
σχηματίζεται το γεγονός και φωτίζονται οι προηγούμενες σκοτεινές στιγμές του5.
4 W. H. Auden, “Το ένοχο πρεσβυτέριο”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 170.
5 Charles J. Rzepka, Detective fiction, Cultural History of Literature, σελ. 10.

10
Ξεκινώντας την προσπάθεια αποτύπωσης μιας ιστορίας του αστυνομικού είδους
είναι δεδομένη η αναφορά στον πατέρα του αστυνομικού Ε. Α. Πόε. Την αυλαία λοιπόν των
αστυνομικών ιστοριών ανοίγει ο Ε. Α. Πόε με τον πρώτο ντετέκτιβ της ιστορίας του
αστυνομικού μυθιστορήματος Αύγουστο Ντυπέν, άνθρωπο αριστοκράτη και ευπατρίδη που
μοιράζεται τη ζωή και την εστία του με ένα φίλο, ένα μοντέλο που θα χρησιμοποιηθεί
αργότερα από τον Ντόιλ. Η θεματική αυτή της συντροφικότητας δεν αποτελεί
χαρακτηριστικό μονάχα του αστυνομικού μυθιστορήματος ούτε φυσικά είναι αποκλειστικό
προϊόν του 20ου αιώνα. Πηγαίνοντας πιο πίσω στην ιστορία της ευρωπαικής λογοτεχνίας,
απ’ την εποχή του Διαφωτισμού ο Ντιντερό χτίζει ένα διανοητικό παιχνίδι στο οποίο
πρωταγωνιστούν δύο πρόσωπα που στόχο έχουν να φτάσουν μέσω της διαλεκτικής σε ένα
συγκεκριμένο σημείο, το ίδιο και ο Θερβάντες που ακολουθεί το μοντέλο αυτό των δύο
συνομιλητών και συνοδοιπόρων.
Οι πραγματικές ρίζες της αστυνομικής ιστορίας εντοπίζονται μετά την
Αναγέννηση, στα πεζά κείμενα εκείνης της περιόδου όπου οι κεντρικοί ήρωες τους
καλούνται να εξιχνιάσουν υποθέσεις και να αποκαλύψουν τους ενόχους παράνομων
πράξεων. Η πεζογραφία της εποχής και όχι μόνο φυσικά, απαιτούσε την αποκάλυψη ενός
μυστηρίου, όχι απαραιτήτως με εγκληματικό χαρακτήρα, ως συστατικό μιας ενδιαφέρουσας
αφήγησης. Ως παράδειγμα μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν οι μυστηριώδεις θάνατοι
των Γοτθικών Μυθιστορημάτων οι οποίοι εξιχνιάζονταν από περιστασιακούς ερευνητές.
Απ’ τη στιγμή της ανάπτυξης των μεγαλουπόλεων, της συσσώρευσης πληθυσμού, της
δημιουργίας αστικού περιβάλλοντος, προκύπτει μεγέθυνση και πολλαπλασιασμός της
εγκληματικότητας και των φαινομένων της. Η αύξηση των υποθέσεων, τα πολλαπλά
κρούσματα βίας και ο αριθμός θυμάτων ρίχνουν στο δρόμο του εγκλήματος πληθώρα
υποστηρικτών του νόμου και κυνηγών του άδικου, του σκοτεινού, του περιθωριακού με
σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης6.
Είναι αρκετοί οι συγγραφείς που τοποθετούν στις ιστορίες τους, που κατά βάση
έχουν άλλους στόχους, στοιχεία αστυνομικής λογοτεχνίας για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον
των αναγνωστών τους, όπως ο Ντοστογιέφσκι που συχνά διερευνά εγκλήματα με
ψυχολογικούς ή φιλοσοφικούς στόχους ή ο Κάφκα με τη Δίκη ή το Πύργο που σχετίζονται
με εξιστορήσεις ερευνών αλλά βέβαια δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν αστυνομικά κείμενα.
Τα πρώτα καθαρά αστυνομικού περιεχομένου και χαρακτήρα κείμενα είναι οι Φόνοι της
οδού Μόργκ, το Μυστήριο της Μαρί Ροζέ και το Κλεμμένο γράμμα, των οποίων δημιουργός
6 Γιώργος Μπλανάς, “Ποίος ήτο ο φονεύς του φονέως”, εισαγωγή στο έργο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Τρία
αστυνομικά προβλήματα για τον Αύγουστο Ντυπέν, Οι φόνοι της οδού Μόργκ, το μυστήριο της Μαρί Ροζέ, το
Κλεμμένο γράμμα, Ερατώ, Αθήνα 2005, σελ. 13.

11
δεν είναι άλλος απ’ τον Ε.Α.Πόε. Ο Πόε ζούσε απ’ το επάγγελμα του δημοσιογράφου,
χώρος που του προσέφερε αρκετή τροφή για το συγγραφικό του έργο. Πολλές ιδέες του
είναι σαφές ότι πηγάζουν απ’ την αρθρογραφία της εποχής που είχαν ως περιεχόμενο την
αστυνομική επικαιρότητα του καιρού του. Τα διαβάσματα του Πόε επίσης τον επηρέασαν
στο έργο του, ο ίδιος υπήρξε μανιώδης αναγνώστης του Ντίκενς που ήταν εξαιρετικά
διάσημος στην Αμερική. Ο τελευταίος κατ’ επιλογή εισήγαγε στο έργο του το έγκλημα και
το χρησιμοποίησε ως όπλο του ενάντια στην κοινωνική αδικία7.
Γυρίζοντας ξανά στον ιδρυτή του αστυνομικού μυθιστορήματος Πόε
συμπεραίνουμε ότι σκοπός του συγγραφέα ήταν η δημιουργία μιας σειράς κειμένων που δεν
είχαν σκοπό να αντικατοπτρίσουν τη πραγματικότητα, δεν αφορούσαν δηλαδή τόσο τη
ρεαλιστική γραφή όσο ένα είδος διανοητικής, ακόμα και φανταστικής γραφής η οποία θα
εκπορεύεται τόσο από τη φαντασία όσο και απ’ το σύνολο της διάνοιας. Το αποτέλεσμα που
στήνεται στο χαρτί είναι ένα παιχνίδι, ένα τρικ, η λύση ενός μυστηρίου που στοχεύει στην
ανάδειξη του πιο κοφτερού μυαλού. Ο άνθρωπος αυτός που θα απασχολήσει το μυαλό του,
“τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου του”, με σκοπό τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος, πρέπει
να είναι ξεχωριστός, να ζει μια απομονωμένη και ιδιαίτερη ζωή, να μη διακόπτεται η ροή
των σκέψεών του από άλλα ασήμαντα πράγματα της καθημερινότητας, να καλλιεργεί τις
ιδιοτροπίες και να έχει οπωσδήποτε κάποιον δίπλα του να συντηρεί το συγκεκριμένο αυτό
προφίλ του. Η εικόνα του αγγλοσαξονικού ντετέκτιβ, έτσι όπως δημιουργήθηκε απ’ τον
Πόε, συντηρήθηκε και συνεχίστηκε από τους επόμενους, μοιάζει με την εικόνα του
απομονωμένου φιλόσοφου ή επιστήμονα, των οποίων η παρουσία μέσα στη πόλη συνδυάζει
την αίσθηση του πλήθους και της μοναξιάς και κρατά τη σκέψη τους ξάγρυπνη8.
Τις πρώτες αστυνομικές ιστορίες του Πόε ακολουθεί μια σειρά πολυγραφότατων
συγγραφέων από τον αγγλοσαξονικό κυρίως χώρο τηρώντας και συνεχίζοντας το μοντέλο
του αστυνομικού που μέχρι και σήμερα αποκαλείται κλασική περίοδος του αστυνομικού
μυθιστορήματος ή “Α΄σχολή” της αστυνομικής λογοτεχνίας. Κύριο μέλημα αυτής της
σχολής αποτελούσε η δημιουργία ενός συστήματος λογικής, ενός ορθολογιστικού τρόπου
σκέψης μέσα στο οποίο συγγραφείς και δημιουργοί λογοτεχνικών έργων “τακτοποιούσαν”
το σύνολο κάποιων ενδείξεων. Το συνολικό πλαίσιο είχε ως βάση του την ύπαρξη ενός
μυστηρίου και την απαραίτητη παρουσία ενός ντετέκτιβ, όπως είναι οι ιστορίες των Ντυπέν,
Πουαρώ, Χολμς, πατήρ Μπράουν, που καλούνταν να απακαταστήσει τη διαταραγμένη
7 Γιώργος Μπλανάς, “Ποίος ήτο ο φονεύς του φονέως”, εισαγωγή στο έργο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Τρία
αστυνομικά προβλήματα για τον Αύγουστο Ντυπέν, Οι φόνοι της οδού Μόργκ, το μυστήριο της Μαρί Ροζέ, το
Κλεμμένο γράμμα, Ερατώ, Αθήνα 2005, σελ.14-15.
8 Χόρχε Λουί Μπόρχες, “Το αστυνομικό διήγημα”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986,
σελ. 406.

12
λογική και να επιφέρει τη δικαιοσύνη και την τάξη9.
Οι αστυνομικές ιστορίες της πρώτης περιόδου ή αλλιώς detective stories
αποτελούν ένα δίπολο δύο κεντρικών ηρώων, ο πρώτος, κοφτερό μυαλό, λιγομίλητος,
κυκλοθυμικός, αποτραβηγμένος συχνά από τη ζωή ή ακριβέστερα από κάθε είδους
κοσμικότητες και υπερβολές, συχνά μοναχικός, άνθρωπος με ιδιαιτερότητες και ιδιοτροπίες
που επιλέγει πάντοτε να εκφράσει τη τελευταία λέξη που είναι η καταλυτικότερη στη λύση
του εκάστοτε μυστηρίου και την υπόδειξη του ενόχου/εγκληματία. Ο ίδιος έχει κάτι από τη
ψυχολογία του ηθοποιού και της παράστασης, τη στιγμή που η παρουσία του φαίνεται
πολλές φορές αποστασιοποιημένη στο χώρο, καθώς και το φινάλε που ο ίδιος κατασκευάζει
είναι συχνά εντυπωσιακό και τον καθιστά κύριο πρωταγωνιστή μιας αυλαίας που κλείνει
μετά από μια σειρά καίριων αποκαλύψεων για το έργο10. Ο δεύτερος σύντροφος αυτής της
ιδιότυπης ερευνητικής ομάδας είναι ένας “αφελής” βοηθός, συχνά σε ρόλο αφηγητή,
παρουσία απαραίτητη στην εξέλιξη της πλοκής που μέσω ερωτήσεων, αποριών, γενικά
διαλεκτικής μεθόδου με το σύντροφο και ουσιαστικά “εκπαιδευτή” του, επιτυγχάνεται η
τελική διαλεύκανση του όποιου εγκλήματος αλλά και η ώθηση προς την ορθή κατεύθυνση
της σκέψης του αναγνώστη11.
Το σχήμα αυτό δε συναντάται στη μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή του
αστυνομικού είδους, παρά είναι ένα δημιούργημα των συγγραφέων στο συγκεκριμένο χώρο
και χρόνο με σκοπό την ανάδειξη του ορθολογισμού, της λαμπρής σκέψης του ερευνητή,
της τάξης τόσο των σκέψεων σε ένα διανοητικό σύστημα όσο και της τάξης, της ασφάλειας,
της ισορροπίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι λογοτεχνικές δημιουργίες που στήριξαν το
μοντέλο ερευνητής – παντογνώστης, ακέραιος χαρακτήρας, με το κοφτερό μυαλό και τα
εκλεπτυσμένα γούστα και βοηθός – σύντροφος, πιστός ακόλουθος της ζωής και της λογικής
του πρώτου, είναι σαφώς περιορισμένες και λίγες φορές ξεπέρασαν το συγκεκριμένο
χωροχρόνο και υιοθετήθηκαν από τους συνεχιστές του είδους. Έτσι το χαρακτηρίζει μια
μοναδικότητα και φυσικά μια πρωτοτυπία, το διέπει μια δική του σειρά και λογική συνέχεια,
έχει τους δικούς του κανόνες και η όλη σύστασή του συζητιέται και μελετάται παρόλο που
δεν υιοθετείται στα μεταγενέστερα κείμενα της λογοτεχνικής παραγωγής. Στον ελληνικό
χώρο δεν παρατηρείται ένα αμιγώς τέτοιο μοντέλο τύπου Πουαρώ, Χολμς, Ντυπέν, πατήρ
Μπράουν, παρά η αστυνομική λογοτεχνία απ’ την εμφάνιση της είχε κοινωνικές, πολιτικές ή
και ιστορικές προεκτάσεις.

9 Στ. Βαλούκος, Ηρ. Πουρώ, “Μέθοδοι και στυλ ενός κυνηγού δολοφόνων”, αφιέρωμα Αγκάθα Κρίστι,
περιοδικό Διαβάζω, αριθ. 149, 31.07.86, σελ. 22.
10 ό.π., σελ. 23.
11 ό.π., σελ. 24.

13
Θα ήταν λίγο μονόπλευρο να υποστηριχτεί ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα
αυτής της πρώτης περιόδου, της κλασικής δηλαδή σχολής, είναι πλήρως απαλλαγμένο και
αποκομμένο από το κοινωνικό περιβάλλον. Για παράδειγμα θα χρησιμοποιήσουμε τη
συγγραφέα Αγκάθα Κρίστι η οποία ήταν μια συστηματική παρατηρήτρια του κοινωνικού
της περίγυρου και με αυτόν τον τρόπο έγραφε και τα μυθιστορήματά της. Η ίδια,
πολυγραφότατη και εξαιρετικά δημιουργική, τοποθετεί μια πληθώρα μυστηρίων, φόνων και
εξιχνιάσεών τους περιγράφοντας τύπους ανθρώπων, χαρακτήρων, με τάσεις ψυχογραφικές,
τοποθετημένους σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, τόσο φυσικό όσο και κοινωνικό. Η
Κρίστι είναι μια απ’ τις συγγραφείς που εξασκεί και η ίδια τη διανοητική της ικανότητα, την
παρατηρητικότητα και την ετοιμότητά της, ενώ δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο ό,τι της
προσφέρεται από το χώρο στον οποίο ζει και κινείται. Το βασικό χαρακτήρα των έργων της
τον εμπνεύστηκε παρατηρώντας κάποιους Βέλγους πρόσφυγες, την εποχή του Α΄
Παγκοσμίου πολέμου, που είχαν κατασκηνώσει σ’ ένα μεγάλο οικόπεδο απέναντι από το
σπίτι της στο Λονδίνο.
Αξίζει στο σημείο αυτό να γίνει μια αναφορά στη Λέσχη Αστυνομικών
Συγγραφέων του Λονδίνου, μια λέσχη που αποτελούνταν από όλα σχεδόν τα τρανταχτά
ονόματα των συγγραφεών αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως ο Τσέστερτον, η Κρίστι, η
Σάγιερς και άλλους μεγάλους εκπροσώπους του είδους στη Μεγάλη Βρετανία. Ο σύλλογος
αυτός που ήταν απαλλαγμένος από εκδοτικούς οίκους, αφορούσε μόνο τους δημιουργούς
της αμιγώς αστυνομικής λογοτεχνίας και η ένταξη σε αυτόν γινόταν μετά από ψηφοφορία,
την ένταξη επισφράγιζε ένας όρκος, με σκοπό κυρίως την τέρψη των μελών του12.
Αρκετό ενδιαφέρον έχει ο όρκος των μελών της λέσχης που σηματοδοτεί και
αποκαλύπτει κατά κάποιον τρόπο την εικόνα του αστυνομικού συγγραφέα στην Αγγλία,
γενέθλια χώρα του είδους, κάτι που επικράτησε εν ολίγοις και στη μετέπειτα αστυνομική
λογοτεχνία άλλων χωρών. Ο συγγραφέας λοιπόν στον όρκο του αυτό υπόσχεται να παίξει
τίμια το παιχνίδι με το κοινό και με τους συναδέλφους του. Οι ντετέκτιβς πρέπει να φτάνουν
στην τελική λύση του μυστηρίου, όχι κατά τύχη, ούτε εξαιτίας διαφόρων συμπτώσεων, σε
αντίθετη περίπτωση θα αυτοσατυρίζονταν και δε θα προκαλούσαν εντύπωση, θαυμασμό και
τάσεις ταύτισης στους αναγνώστες και οπαδούς του είδους. Αντιθέτως ο ντετέκτιβ ή ο
αστυνομικός πρέπει να εξιχνιάζει το έγκλημα βάσει της πνευματικής του διαύγειας, της
μεγαλοφυίας του, της διορατικότητάς του και να ξαφνιάζει ευχάριστα τους αναγνώστες
αλλά και να εκμηδενίζει τους άλλους ήρωες των μυθιστορημάτων13. Επιπλέον δεν πρέπει να
12 Dorothy L. Sayers, “Εισαγωγή” στο έργο Ο πλωτός ναύαρχος, συλλογικό αστυνομικό μυθιστόρημα από τα
μέλη της Λέσχης Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου, Άγρα, 1993, σελ. 11.
13 ό.π., σελ. 11.

14
εφευρίσκει ανύπαρκτα μέσα που επιφέρουν το θάνατο και αγγίζουν τη σφαίρα του
φανταστικού, ούτε δηλητήρια ή άλλες ουσίες άγνωστες στους αναγνώστες. Γενικότερα το
μυστήριο που τυλίγει τους ήρωες των μυθιστορημάτων, τις δολοφονίες ή τις εξαφανίσεις
πρέπει να είναι πλήρως εξηγήσιμο, έτσι ώστε να πείθεται ο αναγνώστης για την ποιότητα
των όσων διαβάζει και για την υψηλή διανόηση του δημιουργού του εκάστοτε έργου.
Οι συγγραφείς των αστυνομικών μυθιστορημάτων οφείλουν να δημιουργούν και
μεταξύ τους μια υγιή σχέση, να μην προδίδουν τις λύσεις των υπό έκδοση μυθιστορημάτων
των συναδέλφων τους και να προσφέρουν συμβουλές τεχνικής φύσεως σε όποιον τις
χρειάζεται κατά τη συγγραφή της αστυνομικής τους ιστορίας. Επίσης η γλώσσα που
χρησιμοποιείται πρέπει να είναι προσεγμένη και κατανοητή για να επιτυγχάνεται ένα
καθόλα ορθό και υψηλό αποτέλεσμα. Ένας απ’ τους σκοπούς της λέσχης αστυνομικών
συγγραφέων του Λονδίνου είναι να διατηρήσει το αστυνομικό μυθιστόρημα στο ανώτατο
επιτρεπτό από τη φύση του επίπεδο και να το απελευθερώσει από τη βλαβερή κληρονομιά του
εύκολου εντυπωσιασμού, της φλυαρίας και της ασυναρτησίας που το μείωσαν κατά το
παρελθόν14.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα, όσον αφορά τουλάχιστον την ιστορία – αίνιγμα,
χαρακτηρίζεται από μια δυαδικότητα, από δύο χρονικές ακολουθίες, τις ημέρες της έρευνας
που είχαν ως αφετηρία το έγκλημα και τις μέρες του δράματος που οδήγησαν στο να
τελεστεί το έγκλημα αυτό. Το δεδομένο σε αυτό το σχήμα είναι το ότι η πρώτη ιστορία που
εμπεριέχει τη στιγμή του φόνου, δε μπορεί παρά να είναι αληθινή, η ύπαρξη δηλαδή του
εγκλήματος δε μπορεί παρά να υφίσταται για να ξεκινήσει η δεύτερη ιστορία και να
ολοκληρωθεί η σύσταση του αστυνομικού έργου. Από τη στιγμή που θα ανακοινωθεί το
έργο ο συγγραφέας καλείται να παρουσιάσει τη συνέχειά της, την έρευνα δηλαδή, προς
πληροφόρηση του αναγνώστη. Σύμφωνα με το S. Todorov, υπάρχει σε αυτό το σημείο η
σύνδεση του αστυνομικού μυθιστορήματος με το ρώσικο φορμαλισμό του 1920, στη σχέση
μύθου και πλοκής, όπου ο μύθος συντελείται από αυτό που συνέβη στη ζωή ενώ η πλοκή
αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει αυτό το μύθο15.
Κι ενώ η πρώτη ιστορία, αυτή του εγκλήματος είναι ουσιαστικά απούσα, μιας
και η “αλήθεια” της ξετυλίγεται κατά την εξέλιξη του μυθιστορήματος, η δεύτερη ιστορία
βρίσκεται μεταξύ της ιστορίας του εγκλήματος και του αναγνώστη. Τα κύρια
χαρακτηριστικά της, έτσι όπως παρουσιάζονται από το συγγραφέα είναι η σαφήνεια, η

14 Dorothy L. Sayers, “Εισαγωγή” στο έργο Ο πλωτός ναύαρχος, συλλογικό αστυνομικό μυθιστόρημα από τα
μέλη της Λέσχης Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου, Άγρα, 1993, σελ. 11-12.
15 S. Todorov, “Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος,
Άγρα, 1986, σελ. 225-227.

15
απλότητα, η αμεσότητα, ενώ το ύφος είναι διαφανές και πολλές φορές ανύπαρκτο16. Στόχος
του κάθε συγγραφέα αστυνομικών έργων αποτελεί η παράθεση πληροφοριών γύρω από το
έγκλημα και τους υπόπτους που πρέπει να πείσουν τον αναγνώστη και να τον οδηγήσουν
στις σκέψεις προς την αναζήτηση του ενόχου και εντέλει της αλήθειας. Από το σημείο αυτό
κι έπειτα το περιεχόμενο της κάθε πληροφορίας καθορίζεται από τη προσωπικότητα αυτού
που τη διαβιβάζει, εκεί κρίνεται και η ποιότητα του κάθε έργου και η ικανότητα του κάθε
συγγραφέα στο να κατασκευάσει ένα θελκτικό αποτέλεσμα που θα ακονίσει το μυαλό του
αναγνωστικού κοινού. Ο συγγραφέας δεν είναι παντογνώστης στην ιστορία του όπως στο
κλασικό μυθιστόρημα, παρά τοποθετεί στο παιχνίδι του μυστηρίου και της αναζήτησης και
τη δική του φαντασία17.
Κλείνοντας την αναφορά στη πρώτη περίοδο του αστυνομικού είδους πρέπει να
τονίσουμε ότι μπορεί η μετέπειτα αστυνομική παραγωγή να τροποποιείται αισθητά και
πολλές αλλαγές να συντελλούνται σε αυτή αλλά κάπου στο βάθος η όλη φιλοσοφία της
κλασικής αυτής περιόδου του είδους δε ξεχάστηκε με το χρόνο. Η πρώτη περίοδος του
αστυνομικού μυθιστορήματος μπορεί να παρουσιάζει πολλές διαφοροποιήσεις από τις
μετετέπειτα δημιουργίες αστυνομικών κειμένων αλλά όπως είναι φυσικό κι επόμενο οι
αλλαγές αυτές ούτε συντελλέστηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε διαίρεσαν το είδος
σε δύο εντελώς διαφορετικά στρατόπεδα. Η λογοτεχνική γραφή έτσι κι αλλιώς αποτελεί ένα
τόσο ζωντανό κομμάτι της ζωής μας με πτυχές που συνεχώς μεταμορφώνονται,
εμπλουτίζονται, αλληλοσυμπληρώνονται που δε θα μπορούσε ένα μέρος του να νεκρωθεί
αιφνίδια χωρίς να επηρεάσει ένα άλλο.
Οφείλουμε να παραθέσουμε σε αυτό το σημείο και μια δεύτερη άποψη πέραν
αυτής που τονίζει τις διαφορές, που είναι μεν υπαρκτές και αποτελούν δείκτη διαχωρισμού
των αστυνομικών κειμένων μεταξύ τους. Η δεύτερη αυτή άποψη εμπεριέχει τα στοιχεία
εκείνα των μυθιστορημάτων της πρώτης περιόδου του αστυνομικού που γίνονται δεκτά και
υιοθετούνται από τα νέο-αστυνομικά έργα και τους δημιουργούς τους. Η αστυνομική
λογοτεχνία, είτε ως διανοητικό παιχνίδι, είτε ως απεικόνιση της κοινωνίας και των θεσμών
της, παρόλες τις διαφοροποιήσεις που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τις ανάγκες των
αναγνωστών της, στηρίζεται σε συγκεκριμένα μοντέλα, φόρμουλες που την χαρακτηρίζουν
και μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο, δημιουργώντας συνδετικούς κρίκους, μια συνέπεια και
συνέχεια ανάμεσα στα έργα του είδους, στους γεωγραφικούς τόπους και σε διαφορετικές
εποχές. Σε αυτό βέβαια σπουδαιότερο ρόλο παίζουν οι πρωτοπόροι της κλασικής περιόδου
16 S. Todorov, “Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος,
Άγρα 1986, σελ. 228.
17 ό.π. σελ. 229.

16
του αστυνομικού. Η διάδοση του μοντέλου του Σέρλοκ Χολμς καθορίζει επακριβώς τις
ιστορίες εκείνης της περιόδου, τόσο στη σύνθεση της πλοκής όσο και στα χαρακτηριστικά
των ντετέκτιβ και στη διανοητική πορεία. Για παράδειγμα τον τρόπο του Χολμς υιοθετεί ο
Ρουλεταμπίγ για να λύσει το Μυστήριο του Κίτρινου Δωματίου (1907) και ο πατήρ Μπράουν
του Τσέστερτον κατά την ενασχόλησή του με μυστηριώδεις γρίφους18. Τέτοιες φόρμες
επαναλαμβάνονται σε κάποιες περιπτώσεις και πέρα από τη πρώτη περίοδο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, για τη Γαλλία, ο Χάρυ Ντίκσον του Ζαν Ραι, και για
την Αμερική, ο σύγχρονός του Νίρο Γουλφ, που έκανε την εμφάνισή του το 1934 στο
μυθιστόρημα του Ρεξ Στάουτ Αιχμηρή Λόγχη19.
Μπορεί οι εποχές να άλλαξαν, πολλά νέα στοιχεία να εμφανίστηκαν στο
προσκήνιο, αλλά με κάποιο τρόπο αυτή η αίσθηση των πρώτων αστυνομικών
μυθιστορημάτων δε σταμάτησε να πλανάται στις σελίδες των νέων κειμένων του είδους,
αλλά και στις νέες τάσεις της λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση της τέχνης που επιβάλλει η νέα
εποχή. Το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα το βρίσκεις σχεδόν κάθε βδομάδα στα μεγάλα
περιοδικά ποικίλης ύλης, ωραία εικονογραφημένο, να αποτίνει τον δέοντα σεβασμό στην
παρθενική αγάπη και στο σωστό είδος καταναλωτικών αγαθών. Ίσως ο ρυθμός του να είναι
μια ιδέα πιο γρήγορος και ο διάλογος κάπως πιο ετοιμόλογος. Τώρα οι ήρωες πίνουν
παγωμένα Ντάκιουρι και όχι πολύ παλιό πόρτο, φορούν ρούχα βγαλμένα από τη Vogue και
ζουν σε ντεκόρ που θυμίζει το House Beautiful, όλα είναι πιο σικάτα, όχι όμως και πιο
αληθινά. Οι ήρωες περνούν πιο πολύ καιρό σε ξενοδοχεία του Μαϊάμι και σε καλοκαιρινά
θέρετρα του Κέιπ Κοντ, και δεν κάνουν τόσο συχνά τη βόλτα τους δίπλα στο παλιό ηλιακό
ρολόι του ελισαβετιανού κήπου. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για την ίδια προσεκτική
συγκέντρωση υπόπτων, για το ίδιο εντελώς ακατανόητο κόλπο...20.

18 Πέτρος Μαρτινίδης, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας, υποδομή, 1994, σελ. 162.


19 ό.π. σελ. 162.
20 R. Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, λυχνάρι, Αθήνα 2007, σελ. 21.

17
1.3. Τα συστατικά στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Η σύσταση του αστυνομικού μυθιστορήματος περιέχει απαραιτήτως το θύμα, το


δολοφόνο, τους υπόπτους και τους αστυνομικούς/ντετέκτιβ. Τα πρόσωπα αυτά
περιβάλλονται από ένα συγκεκριμένο χώρο, τις περισσότερες φορές μια κλειστού τύπου
κοινωνία με εσωτερική συνοχή, μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ηρεμία και
μακαριότητα και της οποίας τα ήρεμα νερά έρχεται να ταράξει ένα έγκλημα. Το έγκλημα, ο
φόνος φαίνεται να είναι εντελώς αταίριαστος με το κοινωνικό πλαίσιο που επιλέγεται να
παρουσιαστεί, δημιουργεί μια κρίση η οποία θα εξομαλυνθεί μόνο αφού ο φόνος
διαλευκανθεί, η αθωότητα εδραιωθεί και η κοινωνία επιστρέψει στους κανονικούς της
ρυθμούς.
Την εποχή που κυριαρχούσε το κλασικό αγγλοσαξονικό αστυνομικό
μυθιστόρημα, το έγκλημα τοποθετούνταν στην αγγλική ύπαιθρο, σε επαύλεις αριστοκρατών
και ειδυλιακά τοπία. Οι εικόνες αυτές του φυσικού περιβάλλοντος προτιμούνταν από τους
συγγραφείς εκείνης της εποχής ως αντίθεση με τις αποτρόπαιες σκηνές των φόνων. Το
όμορφο και φιλήσυχο τοπίο έρχεται σε αντιδιαστολή με τη μακαβριότητα και την
εγκληματική πράξη. Το πτώμα καταφέρνει και ξαφνιάζει περισσότερο όταν βρίσκεται
τοποθετημένο σε βιβλιοθήκες, δίπλα στα ακριβά σερβίτσια με τις πορσελάνες ή στις
παραλίες ή σε κλειδωμένα δωμάτια με βελούδινες κουρτίνες και θέα αγροκτήματα και
λίμνες, κι αυτό γιατί αλλοιώνει περισσότερο την ειρηνική και αρμονική ζωή.
Κατά τη χρονική περίοδο που το αστυνομικό μυθιστόρημα βρισκόταν στα χέρια
των ευρωπαίων δημιουργών της κλασικής περιόδου του είδους ο χώρος που επιλεγόταν και
που εκτελούνταν το έγκλημα και οι έρευνες για την εξιχνίασή του περιοριζόταν στη σφαίρα
του ιδιωτικού21. Ο φόνος τις περισσότερες φορές εκτός του ότι “μόλυνε” έναν χώρο οικείο
προς τα εμπλεκόμενα μέλη αλλά και προς τους αναγνώστες, δωμάτια του σπιτιού ή
εξωτερικοί του χώροι, κήποι και αυλές, επιπλέον κατασκεύαζε και ένα χώρο μέσα στον
οποίο κινούνταν οι ύποπτοι και απομονώνονταν από τον έξω κόσμο. Μεγάλα σπίτια ή
επαύλεις φιλοξενούσαν έναν αριθμό ανθρώπων, συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος του
θύματος, προσωπικού του σπιτιού και ολόκληρη η έρευνα αλλά και η εξέλιξη του
μυθιστορήματος αφορούσε και περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο γύρω από αυτά.
Ελάχιστες φορές ο μυθιστορηματικός φακός έστρεψε τη προσοχή του και τοποθέτησε στο
21 Βασ. Σπηλιόπουλος, “Ο χώρος και ο χρόνος σαν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διάπραξη του
εγκλήματος”, αφιέρωμα Αγκάθα Κρίστι, περιοδικό Διαβάζω, αριθ. 149, 31.07.86, σελ. 40.

18
κέντρο κάποιου έργου νέα πρόσωπα. Μετά την ανακάλυψη του πτώματος φαίνεται σα να
“κλειδώνει” το καστ των λογοτεχνικών ηρώων και η προσοχή των αναγνωστών δεν
επιτρέπεται να αποσπαστεί πέρα από τις κινήσεις και τη συμπεριφορά, τα κίνητρα και το
χαρακτήρα του συγκεκριμένου αριθμού εμπλεκομένων. Επιπλέον όλη αυτή η παρουσία ενός
πλέγματος που δημιουργεί ο χώρος του ιδιωτικού, του οικείου που είναι σα να κλείνει τις
βαριές του πόρτες, αφήνει την υπόνοια ότι ο ένοχος δε θα ξεφύγει αλλά και ότι το κακό δε
θα “μιάνει” τον έξω κόσμο.
Ο χώρος του σπιτιού προσθέτει ακόμα ένα συστατικό στο αστυνομικό
μυθιστόρημα εκείνης της εποχής και αυτό είναι η σκιαγράφηση του θεσμού και της δομής
της οικογένειας. Κλασικό σκηνικό που επιλέγεται είναι το ψηφιδωτό μιας οικογένειας,
συχνά πολυπληθούς. Είναι ακόμα ένα ζήτημα που ανήκει στο οικείο αλλά με ένα ιδιαίτερα
παράδοξο τρόπο. Το έγκλημα είναι προσωπική υπόθεση. Επίσης το έγκλημα τοποθετημένο
μέσα στην οικογένεια αφορά τόσο τα γυναικεία μέλη της όσο και τα αντρικά. Σημαντική
είναι η παρουσία και η περιγραφή των γυναικών σε τέτοιου είδους αστυνομικά
μυθιστορήματα, γυναίκες είτε δυναμικές είτε πιο συνεσταλμένες θωρακίζονται μέσα στους
τοίχους των σπιτιών τους και μπορούν με περισσή ευκολία να κρύβουν οποιοδήποτε
μυστικό φυσικότερα. Μέσα από ένα απόσπασμα του έργου της Αγκάθα Κρίστι με τίτλο
Ποντικοπαγίδα διακρίνουμε αυτό το συντηρητικό κόσμο που φιλοξενεί και συνδέει το χώρο
με τη γυναικεία παρουσία, “Η Μόλλυ στάθηκε για λίγο ακίνητη σαν άγαλμα...Μετά στράφηκε
αργά προς το φούρνο και τον άνοιξε. Η μυρωδιά του φαγητού την έκανε να συνέλθει.
Ξαναβρέθηκε στο σπιτικό της...Η οικογένεια! Τι ωραίο πράγμα! Μαγείρεμα, σιγύρισμα...Αυτό
που κάνουν όλες οι γυναίκες, χρόνια, χρόνια τώρα. Ο τρόμος, ο φόβος, εκείνο το σουβλερό
συναίσθημα του πανικού, της έφυγαν. Η γυναίκα στη κουζίνα της είναι ασφαλής, ναι
ασφαλής.”22
Ένας ακόμα “τόπος” ο οποίος χρησιμοποιείται για να φιλοξενήσει την
εγκληματική πράξη είναι τα μέσα μεταφοράς, αμαξοστοιχίες και κρουαζιερόπλοια
αποτελούν ιδανικά μέρη για να συντελεστεί ένα έγκλημα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της
εποχής. Μιλάμε κι εδώ για περιορισμένους, κλειστούς χώρους, με συγκεκριμένους
υπόπτους. Εκτός των άλλων και μόνη η έννοια του “ταξιδιού” ταιριάζει με το φόνο, με το
πέρασμα στην άλλη ζωή. Σύμφωνα με το έργο του Έργουιν Μπεργκχάους και το βιβλίο του
Ιστορία των σιδηροδρόμων (1964), όπως αναφέρει ο Βρετανός θεωρητικός της αστυνομικής
λογοτεχνίας Πίτερ Χέινινγκ, ο πρώτος φόνος στην ιστορία των “σιδηροτροχιών” είναι αυτός

22 Νένη Ευθυμιάδη, “Άγκαθα Κρίστι: αξίες και πρόσωπα”, αφιέρωμα Αγκάθα Κρίστι, περιοδικό Διαβάζω,
αριθ. 149, 31.07.86, σελ. 44.

19
του Λάιου από τον Οιδίποδα. Το κλασικό έργο στην αστυνομική λογοτεχνία Έγκλημα στο
Όριεντ Εξπρες της Άγκαθα Κρίστι είναι ένα απ τα αντιπροσωπευτικότερα του είδους μαζί με
έργα άλλων Βρετανών, Αμερικανών αλλά και Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Γιάννη
Μαρή και του Νίκου Μαράκη23.
Επίσης εγκλήματα σημειώνονται σε χώρους κολεγίων και Πανεπιστημίων, η
σύνδεση του μυστηρίου με τον τόπο της γνώσης και της μάθησης προκαλεί ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στους δημιουργούς και τους αναγνώστες. Ο παραλληλισμός της αναζήτησης της
αλήθειας και της αποκάλυψης του ενόχου συνάδουν με τη πορεία προς τη γνώση, το πάθος
του καθηγητή και του επιστήμονα ακολουθούν την εμμονή του ντετέκτιβ αλλά και του
αναγνώστη για τη λύση του αινίγματος. Στον ακαδημαϊκό χώρο η αλήθεια έχει καθολικό
χαρακτήρα, η γνώσις ενός συγκεκριμένου φόνου και η γνώσις μιας αφηρημένης ιδέας
παραλληλίζονται επιτυχημένα και αλληλοδιακωμωδούνται24. Εκτός των άλλων η ακαδημαϊκή
κοινότητα ταιριάζει απόλυτα με το κλειστό περιβάλλον το οποίο επιλέγεται για να
“λειτουργήσει” ουσιαστικότερα η αναζήτηση του θύτη και η τελική τιμωρία του.
Το θύμα αποτελεί τη μοναδική σταθερά του μυθιστορήματος, είναι και
παραμένει ένα άψυχο σώμα, ένας άντρας ή μια γυναίκα, με καλό ή κακό χαρακτήρα, τις
περισσότερες φορές και με τα δύο, νεαρής ή ώριμης ηλικίας. Το θύμα προσδίδει μια
ιδιαιτερότητα στο αστυνομικό μυθιστόρημα, η οποία είναι το ότι ο συγγραφέας ξεκινάει
πάντα απ’ το τέλος, από μια τετελεσμένη πράξη του παρόντος και κατευθύνεται σε γεγονότα
που προηγήθηκαν της πράξης αυτής του φόνου.
Τα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα ξεκινούν από μια μη αναστρέψιμη
πράξη, αυτή της δολοφονίας, ιδιαίτερο στοιχείο αποτελεί το ότι ο αναγνώστης παρόλο του
ότι πρόκειται για μια απάνθρωπη και αδικαιολόγητη πράξη δε στέκεται σε αυτή παρά την
προσπερνάει βιαστικά προχωρώντας τις λιγοστές σελίδες που κι ο ίδιος ο συγγραφέας της
έχει αφιερώσει. Το θύμα σαφώς και δεν είναι ο πρωταγωνιστής της αστυνομικής ιστορίας,
βρίσκεται στο πάτωμα, δε κινείται, δεν κρύβει εντός του καμία ένταση, καμία δράση,
στερείται ενδιαφέροντος, σασπένς.
Το επόμενο στοιχείο που χαρακτηρίζει το αστυνομικό μυθιστορήμα είναι η
διαχείρηση του χρόνου της αφήγησης. Την αυλαία ανοίγει ένα παροντικό γεγονός, η
ανακάλυψη ενός πτώματος, ενώ στη πορεία ενώνονται κομμάτια του παρελθόντος μέχρις
ότου να αποκαλυφθεί η στιγμή του φόνου. Το παρόν και το παρελθόν διαμορφώνουν μια
διαλεκτική σχέση με κύριο στόχο την ανακάλυψη της αλήθειας. Κατά τη διάρκεια σχεδόν
23 Χόρχε Λουί Μπόρχες, “Το αστυνομικό διήγημα”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986,
σελ. 406.
24 W. H. Auden, “Το ένοχο πρεσβυτέριο”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 171.

20
κάθε μυθιστορήματος υπάρχει μια σκηνή που βρίσκεται “παγωμένη” στο χρόνο και αφορά
το θάνατο, μια πράξη χωρίς επιστροφή, έναν ανασταλτικό παράγοντα που καθορίζει την
ιστορία που ακολουθεί, ξετυλίγει την πλοκή, ένα κουβάρι γεγονότων, ονομάτων,
τοποθεσιών. Ο χρόνος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει να σημειωθεί εδώ, από τη στιγμή
που λίγα λεπτά της ώρας έχουν τεράστια σημασία στο αστυνομικό μυθιστόρημα παρά σε
οποιοδήποτε άλλο λογοτέχνημα25.
Κεντρικός χαρακτήρας, φανερός ή κρυφός, σε όλη τη διάρκεια ενός
αστυνομικού μυθιστορήματος, το προς αναζήτηση πρόσωπο, το όνομα ενός ήρωα από το
κατάλογο των υπόπτων, ο άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας ή ο ίδιος ο αφηγητής κάποιες
φορές, είναι αυτό του ενόχου – δολοφόνου, του θύτη. Ο ήρωας αυτός κατέχει παντοδύναμη
θέση και τις περισσότερες φορές αρνητικό, κακό χαρακτήρα26. Είναι το πρόσωπο που
διασπά την κοινωνική συνοχή, που εμποδίζει την αρμονικότητα και καταπατά το διακίωμα
της ζωής και της αξιοπρέπειας. Η ύπαρξη αυτής της μορφής είναι σαφώς απαραίτητη, είναι
ακριβώς αυτή που συντελλεί στην έναρξη της αναζήτησης, της δράσης και της έντασης.
Ο δολοφόνος αποτελεί μια μυστηριώδη, σκοτεινή και επιβλητική φιγούρα, τη
στιγμή που εκπροσωπεί μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων, την έννοια του κακού, του
αποτρόπαιου, του εγκληματικού, που είναι τίθεται εκτός της κάθε υγιούς κοινωνίας και
διαφοροποιείται ξεκάθαρα από αυτή. Οι τύψεις και οι ενοχές είναι σαφές ότι δε χωράνε στην
εικόνα του φονιά, του εγκληματία, ποιος ο λόγος άλλωστε τη στιγμή που η πράξη του φόνου
είναι τετελεσμένη και το αποτέλεσμα μη αναστρέψιμο. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που ο
δολοφόνος μετανοιώνει και εντάσσεται στους κόλπους της κοινωνίας, γιατί με την επιλογή
αυτής της λύσης από τους συγγραφείς των αστυνομικών κειμένων ταράζεται η συνοχή και ο
βασικός ορισμός τους, και με βάση τον ορισμό αυτό πράγματι ο δολοφόνος αποτελεί την
άλλη άκρη του νήματος της αστυνομικής ιστορίας.
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο δολοφόνος
καταλήγει πρόσωπο συμπαθές από το αναγνωστικό κοινό. Θεωρώντας δεδομένο ότι οι
ήρωες των αστυνομικών κειμένων αγγίζουν την πραγματικότητα και δεν αποτελούν
σκιώδεις χαρακτήρες, απομακρυνόμαστε από τη σκέψη των απόλυτα κακών ή απόλυτα
καλών πρωταγωνιστών στις εκάστοτε ιστορίες27. Έτσι κι αλλιώς αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το
αποτέλεσμα που θα δημιουργούνταν δεν θα ήταν ιδιαιτέρως πιστευτό.
Ο ένοχος προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από το περιβάλλον του θύματος και
25 Βασ. Σπηλιόπουλος, “Ο χώρος και ο χρόνος σαν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διάπραξη του
εγκλήματος”, αφιέρωμα Αγκάθα Κρίστι, περιοδικό Διαβάζω, αριθ. 149, 31.07.86, σελ. 40.
26 W. H. Auden, “Το ένοχο πρεσβυτέριο”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 173.
27 Somerset Maugham, “Η παρακμή και η πτώση του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του
αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 195.

21
ανήκει τις περισσότερες φορές στην ίδια κοινωνική τάξη με αυτό κι όχι σε κατώτερες. Ο
κύκλος των υπόπτων αποτελείται από άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος, του φιλικού,
του επαγγελματικού, ενώ υπηρέτες, καμαριέρες μένουν συχνά σε βοηθητικούς κι όχι
πρωταγωνιστικούς ρόλους28. Όλοι οι ύποπτοι είναι ικανοί για το έγκλημα και βρίσκονται
εντός της σφαίρας των οικείων του θύματος, η μεταξύ τους σχέση είναι ιδιαίτερα έντονη
μιας και αποδεικνύεται ότι πολλές φορές το κακό βρίσκεται πραγματικά πολύ κοντά μας.
Το πρόσωπο του δολοφόνου έρχεται σε αντιδιαστολή με εκείνο του θύματος, ο
ένας είναι υπαίτιος της κατάστασης στην οποία περιέρχεται ο άλλος. Τη σχέση αυτή
χαρακτηρίζει και η αντιφατικότητα του καλού και του κακού τα οποία συμβαδίζουν στη
κοινωνία. Είναι σαφές με ποια πλευρά τάσσεται ο αναγνώστης του αστυνομικού είδους και
μάλιστα η επιλογή αυτή είναι άμεση μιας και οι ρόλοι μέσα σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα είναι
ξεκάθαροι και εύκολα αναγνωρίσιμοι. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις, όχι τόσο ως προς την
επιλογή του καλού που αντιπροσωπεύεται από την αποκάλυψη του ενόχου και τη τιμωρία
του, αλλά από τη στιγμή που ο αναγνώστης κατανοεί την αντιστοιχία καλού – κακού,
αθωότητας – ενοχής, αντιμετωπίζει θετικότερα απ’ όσο θα έπρεπε τον υπαίτιο του
εγκλήματος. Την εξήγηση σε αυτό έρχεται να καλύψει το γεγονός ότι ο αναγνώστης δε
δένεται με το θύμα, δεν τρέφει γι αυτό κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια, κι αυτό συμβαίνει λόγω
του ότι δεν έχει στη διάθεσή του πολύ χρόνο για να το γνωρίσει. Το θύμα παρουσιάζεται
συνήθως στην αρχή του κάθε βιβλίου και σε λίγες μόλις σελίδες. Το πρώτο γεγονός που
περιγράφεται τις περισσότερες φορές είναι ο θάνατός του και ελάχιστα ο προηγούμενος βίος
του. Αυτό παίζει αρκετά σημαντικό ρόλο στη σχέση του αναγνώστη με τους υπόπτους και
εντέλει με το θύτη. Έχουν σημειωθεί περιπτώσεις στην αστυνομική λογοτεχνία που ο θύτης
αναπτύσσει σχέσεις με τον αναγνώστη, τη στιγμή που ο δεύτερος επιθυμεί ίσως ακόμα και
τη μη τιμωρία του. Πολλές φορές η λύση έρχεται από το συγγραφέα πριν φτάσει ο
αναγνώστης σε κατάσταση απογοήτευσης. Κι αυτή είναι τις περισσότερες φορές η
αυτοκτονία του θύτη ως δίκαιο “τέλος” για τον φόνο που διέπραξε29.
Ποια είναι η αιτία που οπλίζει το χέρι του δολοφόνου; Τα κίνητρα των φόνων
ποικίλουν, τις περισσότερες φορές φαινομενικά ερωτικά εγκλήματα ή εγκλήματα αντιζηλίας
κρύβουν στη πραγματικότητα οικονομικές διαφορές, παράνομες δοσοληψίες και
εκβιασμούς. Γενικά φαίνεται ότι το ερωτικό στοιχείο μέσα στο αστυνομικό μυθιστόρημα
αποπροσανατολίζει τον κεντρικό σκοπό του, το “ξεστρατίζει”. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η

28 Stephen Knight, “The Golden Age”, The Cambridge Companion to Crime Fiction, edited by Martin
Priestman, σελ. 78.
29 Somerset Maugham, “Η παρακμή και η πτώση του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του
αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 196.

22
διαλέυκανση της υπόθεσης και οι ερωτοτροπίες δε μπορεί να παίζουν κεντρικό ρόλο γιατί
αλλοιώνουν το προφίλ του δολοφόνου, που από αντικείμενο αδυσώπητου τρόμου τρέπεται
σε crime passionel30. Στη πορεία του αστυνομικού είδους όπου παρατηρείται ευρύτατη
εισαγωγή κοινωνικών στοιχείων σε αυτό, αλλάζει και η εικόνα του δολοφόνου και
εισάγονται ερωτήματα για το ποιόν, τις προσδοκίες, το παρελθόν και τα συναισθήματά του.
Μέχρι τότε όμως ο θύτης αντιπροσώπευε κάτι σταθερό και αμετακίνητο, την έννοια του
κακού, της καταπάτησης, της αφαίρεσης, της παραφροσύνης. Το βασικό είναι η τέλεση ενός
φόνου και μάλιστα φόνου ενός συγκεκριμένου ατόμου να δικαιολογείται πλήρως, έτσι ώστε
να κάνει την ιστορία να φαίνεται πιθανή κι ο φόνος να έχει βαρύτητα, να άξιζε το κόπο31.
Κάτι τέτοιο δίνει και νόημα στον αναγνώστη να στραφεί στην αναζήτηση του ενόχου, να
ασχοληθεί με το εν λόγω μυστήριο.
Η παρουσία του δολοφόνου είναι αυτή που κεντρίζει περισσότερο τη προσοχή
και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, η αποκάλυψή του αποτελεί το στοίχημα που βάζει ο κάθε
λάτρης του αστυνομικού είδους με το συγγραφέα. Γι αυτό το λόγο και είναι απαραίτητο ο
συγγραφέας να τηρεί τους όρους του fair – play, να “χτίζει” μια υπόθεση τόσο έξυπνη αλλά
και αληθοφανή, χωρίς να μπλέκει το αστυνομικό είδος με το φανταστικό. Ο εγκληματίας θα
πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει προαναφερθεί κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος πριν
γίνει η τελική αποκάλυψή του. Ανάμεσα στους κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται από
το συγγραφέα είναι και η αποφυγή χρήσης πανομοιώτυπων διδύμων ή κλωνοποιημένων
ανθρώπων, αντιθέτως η εύρεση του ενόχου πρέπει να πείθει το αναγνωστικό κοινό, να
εντάσσεται στις προσδοκίες του και να μην υποτιμά τη νοημοσύνη του. Σε αντίθετη
περίπτωση μόνο δυσαρέσκεια και απογοήτευση μπορεί να επιφέρει. Οι κανόνες αυτοί του
fair – play σκοπό έχουν να παρουσιάσουν το αστυνομικό μυθιστόρημα με τη μορφή ενός
παζλ ή μια παρτίδας σκακιού, σωστά και με ακρίβεια δομημένο32.
Στόχος των συγγραφέων αστυνομικών βιβλίων είναι η κατασκευή ενός καλού
παιχνιδιού, ενός ντετεκτιβικού παιχνιδιού τυπωμένου πάνω στο χαρτί, προς τέρψη των
αναγνωστών. Μια αστυνομική ιστορία δεν αποτελεί παρά μια εκγύμναση του μυαλού, μιας
διανοητικής πρόκλησης μέσω της τεχνικής του αινίγματος. Οι δημιουργοί τέτοιων ιστοριών
κρύβουν μέσα τους μια ενεργητικότητα, μια σειρά ενστίκτων που μεταφέρουν στο χαρτί,
χωρίς οι ίδιοι να παίρνουν τη θέση αιμοδιψών ατόμων, αυτός είναι κι ένας λόγος που
αποφεύγουν τη φυσική βία, κατά την πρώτη περίοδο του αστυνομικού, όταν αυτό βρισκόταν
30 Somerset Maugham, “Η παρακμή και η πτώση του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του
αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 202-203.
31 ό.π. σελ. 199.
32 John Scaggs, Crime Fiction, the New Critical Idiom, Routledge Taylor & Francis Group, London and New
York, σελ. 36-37.

23
αποκλειστικά στα χέρια των αγγλοσαξόνων. Επίσης οι συγγραφείς αστυνομικών κειμένων
είναι συνηθισμένοι στην ιδέα, και εκεί οδηγούν τους αναγνώστες τους, ότι ένας δολοφόνος
υπάρχει για να ανακαλυφθεί και με αυτήν την προϋπόθεση γράφουν τα έργα τους33. Ο
δολοφόνος πρέπει να αποκαλύπτεται και να τιμωρείται, σαν μια μορφή εξιλέωσης της
κοινωνίας απέναντι σε κάθε μορφή του κακού. Στην εκάστοτε αστυνομική ιστορία ο φονιάς
δεν πρέπει να έχει μέλλον, παρά να τιμωρείται από θεία ή ανθρώπινη δίκη.
Η πράξη της δολοφονίας καταφέρνει να οδηγήσει την κοινωνία σε μια μορφή
αποδιοργάνωσης. Η καθημερινότητα αλλάζει, οι άνθρωποι αλλάζουν, κυριαρχούν
αισθήματα φόβου και καχυποψίας, ενώ η βία και το κάθε μορφής έγκλημα απομακρύνουν
από τη κοινωνία τη διαύγεια, την καθαρότητα και την αθωότητα. Μετά από μια αποτρόπαιη
πράξη όπως είναι ο φόνος προκύπτει ένας αριθμός υπόπτων, ατόμων πιθανώς ενόχων που
είτε είχαν σχέση με το θύμα ή τα θύματα ή βρίσκονταν στο συγκεκριμένο χώρο τη δεδομένη
χρονική στιγμή του φόνου. Γύρω απ’ τους υπόπτους πλανάται ένα αίσθημα αμφιβολίας και
καχυποψίας, το οποίο και μεγαλώνει το ενδιαφέρον των αναγνωστών καθώς οξύνει τη
σκέψη τους και θέτει τη λογική τους σε λειτουργία.
Οι βασικότερες αιτίες που καθιστούν κάποιον ένοχο είναι η ευχή του ή η πιθανή
πρόθεσή του να προβεί στην εγκληματική πράξη, όπως στο φόνο, κίνητρα που μπορεί να
έχει ο ύποπτος για να κινηθεί εναντίον του θύματος, όπως για παράδειγμα ερωτικά ή
οικονομικά, και φοβάται ή ντρέπεται να αποκαλύψει. Επίσης ύποπτος είναι κάποιος που
παρακάμπτει το ρόλο της αστυνομίας, την περιφρονεί ή αρνείται να συνεργαστεί μαζί της ή
ακόμα κάποιος που προσπαθεί να διαστρεβλώσει ή να αποκρύψει στοιχεία προστατεύοντας
ένα στενό πρόσωπο που ανήκει στο κύκλο των υπόπτων34. Όλο αυτό το πλαίσιο μέσα στο
οποίο εντάσσονται οι ύποπτοι, οι ανακρίσεις, οι κατηγορίες, οι αμφιβολίες στηρίζουν το
παιχνίδι που έχει ως στόχο να στήσει η αστυνομική ιστορία, μέσω ακριβώς αυτής της
διαλεκτικής αθωότητας και ενοχής.
Κλείνοντας το ζήτημα με τα συστατικά που απαρτίζουν το αστυνομικό
μυθιστόρημα θα αναφερθούμε στο ίσως πιο καταλυτικό, το στοιχείο εκείνο που σηματοδοτεί
και χαρακτηρίζει την κάθε αστυνομική ιστορία, το πιο απαραίτητο και διάσημο κομμάτι της,
την ύπαρξη του ντετέκτιβ. Ο άνθρωπος αυτός με την παρουσία του κινεί τα νήματα στην
αναζήτηση του ενόχου, στην απονομή δικαιοσύνης και στην αποκατάσταση της τάξης.
Ερασιτέχνης ντετέκτιβ ή επαγγελματίας αστυνομικός στιγματίζει με τη παρουσία και τη

33 Dorothy L. Sayers, “Εισαγωγή” στο έργο Ο πλωτός ναύαρχος, συλλογικό αστυνομικό μυθιστόρημα από τα
μέλη της Λέσχης Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου, Άγρα, σελ. 10.
34 W. H. Auden, “Το ένοχο πρεσβυτέριο”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ.
174-175.

24
δράση του το αστυνομικό είδος, είναι η κύρια πρωταγωνιστική μορφή. Ο ντετέκτιβ πρέπει
να είναι άγνωστος στο εμπλεκόμενο περιβάλλον όπου συντελέστηκε το έγκλημα και
αμέτοχος στο μυστήριο που καλείται να εξιχνιάσει, επίσης να μην έχει κάποιο κίνητρο ως
προς την εγκληματική πράξη ή ιδιαίτερο σκοπό και κέρδος.
Ο άνθρωπος που καλείται να εξιχνιάσει ένα έγκλημα μπορεί είτε να εργάζεται
στο αστυνομικό σώμα της κάθε περιοχής που λαμβάνει χώρα η ανόσια πράξη ή να είναι
ιδιοκτήτης κάποιου μικρού γραφείου που να αναλαμβάνει την εξιχνίαση δολοφονιών,
εξαφανίσεων ή άλλων μυστηρίων, είτε να κάνει κάποιο παρεμφερές επάγγελμα που
σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης ή επαγγελματικά να έχει επαφή με το θύμα,
όπως δικηγόροι, εισαγγελείς, γιατροί και ιατροδικαστές. Επίσης ιδιαιτέρως δημοφιλείς είναι
οι ερασιτέχνες ντετέκτιβ που τις περισσότερες φορές δεν έχουν καμία σχέση με το χώρο του
εγκλήματος, αλλά χαρακτηρίζονται για το κοφτερό μυαλό τους και βοηθούν ουσιαστικά το
ρόλο της αστυνομίας ή ακόμα και το ξεπερνούν πολλές φορές. Δημοσιογράφοι, φοιτητές,
άτομα απ’ το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον του θύματος, άτομα απ’ το χώρο των υπόπτων
που προσπαθούν να αποδείξουν την αθωότητά τους.
Στον ελληνικό χώρο συναντώνται όλες σχεδόν οι παραπάνω κατηγορίες.
Αστυνομικά μυθιστορήματα που έχουν μείνει στην ιστορία, διαβάζονται και αποτελούν
θέμα συζήτησης μέχρι σήμερα, αλλά και άλλα που γράφονται στη συγχρονία μας έχουν ως
σήμα κατατεθέν τους το όνομα και τη παρουσία κάποιου δημοφιλέστατου στο αναγνωστικό
κοινό αστυνομικού. Οι αστυνόμοι Μπέκας, ο Γεράκης, ο Κ. Χαρίτος, ο Γ. Στάικος είναι
μερικά απ τα παραδείγματα ηρώων στην Ελλάδα που μάχονται για την εξιχνίαση του
εγκλήματος μέσω μιας επαγγελματικής ιδιότητας. Επίσης στα ελληνικά δεδομένα ο χώρος
του εγκλήματος σχετίζεται με τη δημοσιογραφία, ως τόπου άντλησης ιστοριών με
αστυνομικό περιέχομενο. Επίσης πολλοί συγγραφείς του αστυνομικού είδους προέρχονται
από το ημερήσιο-περιοδικό τύπο.
Ένα τελευταίο ερώτημα, ο προσδιορισμός του οποίου κλείνει τον αριθμό των
συστατικών που συνθέτουν το αστυνομικό μυθιστορήμα, είναι το είδος και η σύνθεση του
αναγνωστικού του κοινού. Ένα στοιχείο που παρουσιάζεται στις σχέσεις αστυνομικών
έργων και αναγνωστών τους είναι οι παράλληλοι δρόμοι που σχηματίζονται μεταξύ του
ντετέκτιβ, του αναγνώστη και του συγγραφέα. Ο αναγνώστης παίρνει το ρόλο του ντετέκτιβ
και ο ντετέκτιβ το ρόλο του συγγραφέα, τη στιγμή που προσπαθούν και οι δύο να
εντοπίσουν τον εγκληματία τοποθετώντας τα γεγονότα στη σωστή τους σειρά όπως τα
κομμάτια ενός παζλ που πρέπει να συμπληρωθεί σωστά για να αποκαλύψει τη κρυμμένη

25
εικόνα35.
Σύμφωνα με την άποψη του S. Todorov ο συγγραφέας είναι για τον αναγνώστη
ό,τι ο εγκληματίας είναι για τον ντετέκτιβ. Εξωκειμενικά λοιπόν ο παντογνώστης
συγγραφέας αντιστοιχεί με την εσωκειμενική παρουσία του παντογνώστη εγκληματία. Είναι
τα δύο πρόσωπα που γνωρίζουν τη λύση του μυστηρίου, ενώ αντίστοιχα στο δρόμο της
αναζήτησης βρίσκονται ο αναγνώστης και φυσικά ο ερευνητής. Στο σχήμα αυτό φαίνεται
πως ουσιαστικά ανταγωνιστική δεν είναι η σχέση συγγραφέα – αναγνώστη αλλά αντίθετα
αναγνώστη – ντετέκτιβ, σε έναν αγώνα με κύριο σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας και
την αποκατάσταση της τάξης και του δικαίου36.
Ποιοι είναι ακριβώς εκείνοι που επιλέγουν να παιρνούν τον ελεύθερο χρόνο
τους κρατώντας ένα αστυνομικό αστυνομικό μυθιστόρημα; Είναι το άτομο εκείνο που
υποφέρει από την αίσθηση της αμαρτίας, που αρέσκεται να γίνεται κοινωνός μιας
εγκληματικής πράξης χωρίς όμως να δέχεται οποιουδήποτε είδους κυρώσεις37. Ο
αναγνώστης αστυνομικών ιστοριών ηδονίζεται στο να διαβάζει και να πληροφορείται τις
πράξεις ενός δολοφόνου, νοιώθοντας ταυτοχρόνως την ικανοποίηση ότι έχει αποσυνδεθεί
από αυτόν σε όλα τα επίπεδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ο αναγνώστης συμβαίνει
να ταυτίζεται με το δολοφόνο και να συναινεί στην απόκρυψή του, δημιουργώντας μία
σύγχυση για την τελική επιβολή της αθωώτητας πάνω στην ενοχή, για την εδραίωση της
τάξης πάνω στην αταξία38.

35 Μichel Cohen, Murder most fair, Τhe Appeal of Mystery Fiction, σελ. 128.
36 Charles J. Rzepka, Detective fiction, Cultural History of Literature, σελ. 14.
37 W. H. Auden, “Το ένοχο πρεσβυτέριο”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 181.
38 ό.π. σελ. 181.

26
1.4. Οι αλλαγές που συντελλούνται στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Από την τεχνική του αινίγματος στην κοινωνική λογοτεχνία.

Οι μεγάλες αλλαγές στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας συντελλούνται λίγο


πριν και κυρίως λίγο μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Είναι η σημαντική περίοδος μεταφοράς
του αστυνομικού είδους, η υιοθέτηση και η αποδοχή του στην Αμερική, από τους
συγγραφείς και το αναγνωστικό κοινό της. Τα πρώτα κείμενα της αμερικανικής
αστυνομικής λογοτεχνίας δημοσιεύονται στη Γαλλία με την επωνυμία serie noir, γνωστό και
στα ελληνικά δεδομένα ως “μαύρο μυθιστόρημα”. Σε αυτή τη νέα μορφή του αστυνομικού,
οι δύο ιστορίες, του φόνου και της αναζήτησης του ενόχου, της αγγλοσαξονικής σχολής
συγχωνεύονται σε μία. Το αποτέλεσμα που προκύπτει απέχει αρκετά από τα ως τότε έργα
του είδους. Εδώ πλέον η πρώτη ιστορία αναιρείται τη στιγμή που δίνεται ιδιαίτερη πνοή στη
δεύτερη. Το έγκλημα δεν προηγείται της εξιστόρησης, το αφήγημα συμπίπτει με τη δράση
και δεν παρουσιάζεται πια με τη μορφή απομνημονευμάτων . Το σχήμα “πανοπτικόν” σε
αυτήν την περίπτωση αναιρείται, ο αφηγητής παύει να είναι ο κύριος επόπτης των
γεγονότων, τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε καν αν θα μείνει ζωντανός ως το τέλος της
ιστορίας39.
H χρυσή εποχή του αστυνομικού μυθιστορήματος θεωρείται αυτή ανάμεσα
στους δύο μεγάλους πολέμους, ενώ ο απόηχός της συνεχίζεται και μετά τη δεκαετία του 40
όπου οι ιστορίες με αστυνομικό περιεχόμενο επιλέγονται από εκδότες και αναγνωστικό
κοινό. Την περίοδο αυτή εδραιώνεται και μια σειρά από νόρμες που εισάγονται από τα
μεγάλα ονόματα του είδους και υιοθετούνται στην πορεία από τους συνεχιστές τους. Ήδη
από τα μέσα της δεκαετίας του 20 οι Α. Κρίστι και Σ. Σ. Βαν Νταιν εισάγουν στις ιστορίες
τους το μεγάλο αριθμό υπόπτων, οι χαρακτήρες των οποίων ξετυλίγονται, οι κινήσεις και τα
κίνητρά τους περιγράφονται μέχρι να αποκαλυφθεί εντέλει ο ένοχος40.
Ο φόνος είναι το κεντρικό σημείο σε κάθε αστυνομικό μυθιστορήμα αυτής της
περιόδου και γύρω του στήνεται ολόκληρη η πλοκή. Το 1902 ο Τσέστερτον διατυπώνει την
άποψη ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το ρομάντζο της σύγχρονης πόλης. Κι όμως το
έγκλημα που πρωταγωνιστεί στο κάθε έργο που παράγεται βρίσκεται ακόμα περιορισμένο
σε ένα διαμέρισμα ή σε μερικούς κακόφημους, κακοφωτισμένους δρόμους. Ο Ράιημοντ
39 S. Todorov, “Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος,
Άγρα 1986, σελ. 230.
40 Stephen Knight, “The Golden Age”, The Cambridge Companion to Crime Fiction, edited by Martin
Priestman, σελ. 77.

27
Γουίλιαμς διακρίνει την αστυνομική ιστορία ως μια εξέλιξη της παραδοσιακής αστυνομικής
λογοτεχνίας όπου το έγκλημα συντελλούνταν ως επί τω πλείστω στην ύπαιθρο, ο χώρος
είναι αυτός που αλλάζει όχι μόνο ως φυσικό περιβάλλον αλλά και ως ολόκληρη ιδεολογία,
που από τη μία τα νήματα ελέγχει μια νεοσύστατη αστική εξουσία και από την άλλη ο
πεπαλαιωμένος πια φεουδαρχικός πλούτος41.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα στήνει τη πλοκή του γύρω από ένα φόνο οπότε
αυτομάτως στερείται της ηθικής έξαρσης των άλλων λογοτεχνικών ειδών. Ο φόνος
αποτελεί την ήττα του ατόμου και κατ επέκταση την ήττα της ανθρώπινης φυλής επομένως
δε μπορεί να στερείται από κοινωνικές επιπτώσεις42. Κοινωνικά συμφραζόμενα
παρουσιάζουν όλα τα κείμενα με αστυνομική πλοκή, είτε αναφερόμαστε στην κλασική
περίοδο του αστυνομικού είτε στη νουάρ σύγχρονη εκδοχή του. Ανάλυση χαρακτήρων και
κοινωνικών τάξεων υπάρχουν παντού, η διαφορά συντελλείται στις πολιτικές και
οικονομικές αλλαγές του κάθε τόπου καθώς και την ιστορία του, τις ανάγκες και τις αλλαγές
στη νοοτροπία του κάθε λαού. Ούτως ή άλλως δε πρέπει να ξεχνάμε ότι πλέον σήμερα η
παραγωγή αστυνομικών μυθιστορημάτων κινείται σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε χώρα έχει να
επιδείξει έναν αριθμό κειμένων και δημιουργών προάγοντας την κοινωνική και πολιτική του
ιστορία, με αποτέλεσμα το αστυνομικό να μετράει περισσότερα και ποικίλα δείγματα
στάσεων και αντιλήψεων σε ολόκληρο το κόσμο, με κοινό και ενωτικό, τις περισσότερες
φορές, χαρακτήρα.
Πολλοί είναι οι μελετητές του είδους που το συνδέουν με διάφορα πολιτισμικά
μοτίβα. Οι D. Porter, S. Knight, M. Kayman και D. A. Miller τοποθετούν στο τραπέζι των
συζητήσεων όσον αφορά το αστυνομικό μυθιστόρημα κοινωνικοπολιτικές θεωρίες όπως του
Althusser και του Antonio Gramsci. Κρατικοί φορείς, κοινωνικοί θεσμοί, όπως η οικογένεια,
το σχολικό περιβάλλον, η εκκλησία δημιουργούν και φυσικά υπακούουν σε πολιτισμικά
μοντέλα ψυχαγωγίας, ιδιαιτέρως προσφιλή προς το λαό στα οποία ανήκει και η αστυνομική
λογοτεχνία. Η θεωρία του Gramsci σχετικά με τη δημιουργία μιας ηγεμονίας μπορεί να
χρησιμεύσει στην κοινωνικοπολιτική σύσταση της νέας μορφής της αστυνομικής
λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα το αστυνομικό μυθιστόρημα σε όλες τις χρονικές του
περιόδους υποτάσσεται και στηρίζει φόρμες που παρουσιάζονται υγιείς και φυσικές στα
μάτια όλων των κοινωνικών τάξεων οι οποίες και θέτουν στο περιθώριο ό,τι και όποιους
τους αντιτίθενται43.

41 Stephen Knight, “The Golden Age”, The Cambridge Companion to Crime Fiction, edited by Martin
Priestman, σελ. 77.
42 R. Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, λυχνάρι, Αθήνα 2007, σελ. 10.
43 Charles J. Rzepka, Detective fiction, Cultural History of Literature, σελ. 21.

28
Το μαύρο μυθιστόρημα σε μια εκδοχή του αποκαλείται μυθιστορήμα αγωνίας
(roman a suspense), το σασπένς στρέφεται γύρω απ’ την ασφάλεια των πρωταγωνιστών, οι
οποίοι διαρκώς βρίσκονται σε κίνδυνο. Ανάμεσα στο noir μυθιστόρημα και στο
μυθιστόρημα αγωνίας εμφανίζονται έργα του είδους, δημιουργώντας μια μετάβαση, όπως
των Χάμμετ και Τσάντλερ όπου οι κύριοι πρωταγωνιστές παρουσιάζονται ευάλωτοι
μπροστά σε παράνομες και μυστηριώδεις δραστηριότητες των σκοτεινών μεγαλουπόλεων
στις οποίες ζουν και εργάζονται. Οι διάσημοι ντετέκτιβ τους γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν
στα λαϊκά περιοδικά της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης, ιδιαίτερα στη Μαύρη Μάσκα, όπου
προωθήθηκε και τελειοποιήθηκε το είδος των ιστοριών αυτών44. Από τη περίοδο του Ντ.
Χάμμετ κι έπειτα η “σκληρή” αστυνομική ιστορία φιλοδοξεί να ενταχθεί στη σφαίρα του
ρεαλιστικού, του πραγματικού, ο Χάμμετ φαίνεται ότι με τη συγγραφική τακτική του
“παρέδωσε το έγκλημα στους ανθρώπους που έχουν λόγο να το διαπράξουν”. Με την είσοδο
στην κειμενογραφία του Ρ. Τσάντλερ συνεχίζεται αυτή η τακτική και εδραιώνεται η άποψη
ότι η κοινωνική αδικία, οι παρεκλίσεις της εξουσίας από το δίκαιο και το ορθό καθιστούν το
νόμο και την τάξη υπαρκτά μόνο στα λόγια. Οι αστυνομικές ιστορίες πλέον πλάθονται από
τη καθημερινότητα, τα δελτία ειδήσεων, τον τύπο, είναι η ίδια η ζωή που δίνει υλικό στο
συγγραφέα45.
Ο ίδιος στο δοκίμιό του με τίτλο Η απλή τέχνη του φόνου προσδιορίζει τα
συστατικά στοιχεία εκείνα του είδους που δίνουν τροφή στο ρεαλιστή συγγραφέα για να
γράψει μια αστυνομική ιστορία. “Ο ρεαλιστικός συγγραφέας”, λέει, “που γράφει για το φόνο,
γράφει για ένα κόσμο όπου οι γκάνγκστερς μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις, όπου τα
ξενοδοχεία, οι πολυκατοικίες και τα καλά εστιατόρια ανήκουν σε ανθρώπους που έκαναν τα
λεφτά τους από τα πορνεία, όπου μια σταρ του κινηματογράφου μπορεί να είναι ο
πληροφοριοδότης μιας συμμορίας και ο συπμαθητικός κύριος που στέκεται στο διάδρομο να
είναι αρχηγός κακοποιών. Για έναν κόσμο όπου ο δικαστής, με την αποθήκη του γεμάτη
λαθραία ποτά, μπορεί να στείλει στη φυλακή κάποιον που πάνω του βράθηκε ένα μικρό
μπουκαλάκι με αλκοόλ, όπου ο δήμαρχος της πόλης σας μπορεί να παραβλέψει μια δολοφονία
για να βγάλει λεφτά, όπου κανένας άνθρωπος δεν είναι ασφαλής όταν περπατάει σε έναν
σκοτεινό δρόμο, διότι ο νόμος και η τάξη υπάρχουν μόνο στα λόγια. Για ένα κόσμο όπου
μπορεί να βρεθείτε μάρτυρας ληστείας μέρα μεσημέρι, αλλά να προτιμήσετε να χαθείτε μέσα
στο πλήθος παρά να μιλήσετε, γιατί οι ληστές έχουν φίλους που οπλοφορούν ή γιατί στην

44 Αλέξης Ζήρας, “Τυπολογικοί άξονες στη διαγραφή του Φίλιπ Μάρλοου”, αφιέρωμα Ρέημοντ Τσάντλερ,
περιοδικό Διαβάζω, αριθμ.193, 08.06.88, σελ. 24.
45 Somerset Maugham, “Η παρακμή και η πτώση του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του
αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 211-212.

29
αστυνομία μπορεί να μην αρέσει η κατάθεσή σας και γιατί είναι βέβαιο ότι ο συνήγορος
υπεράσπισης θα έχει όλη την άνεση να σας ταπεινώσει και να σας εξευτελίσει ανοιχτά στο
δικαστήριο, μπροστά σε ένα απάνθισμα διανοητικά καθιστερημένων ενόρκων, με μια το πολύ
πολύ ανούσια παρέμβαση του πολιτικού κατηγόρου”46.
Με τη γεωγραφική αυτή μετατόπιση του αστυνομικού μυθιστορήματος και τις
αλλαγές στον τρόπο γραφής και το αποτέλεσμα, διπλασιάζεται η περιέργεια και το σασπένς
των αναγνωστών. Στο μαύρο μυθιστόρημα τα πάντα είναι ενδεχόμενα, όλα μπορούν να
συμβούν και να ανατραπούν. Επίσης αυξάνεται κατά κόρον η ταχύτητα κατά την οποία
εκτυλίσσονται τα γεγονότα της αστυνομικής ιστορίας. Το απρόσβλητο του ντετέκτιβ που
ίσχυε στο κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα τώρα ανατρέπεται, στη νέα εποχή του
αστυνομικού ο ντετέκτιβ διακυβεύει την υγεία και πολλές φορές την ίδια τη ζωή του μέσα
σε μια θύελλα ταχύτατων γεγονότων. Το μυθιστορήμα – αίνιγμα κινείται γύρω από ένα
τέχνασμα παρουσίασης ενώ το σύγχρονο μαύρο μυθιστορήμα γύρω από το αναπαριστάμενο
κοινωνικό περιβάλλον. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση το μυστήριο μπλέκεται με πολλές και
διάφορες μορφές βίας47.
Το προφίλ του ντετέκτιβ στο αστυνομικό μυθιστόρημα που άπτεται και
εφαρμόζει στο σημερινό κόσμο, δε μπορεί παρά να κατασκευάζεται έτσι ώστε να μη
“ξενίζει” τον αναγνώστη. Από τη στιγμή που οι συγγραφείς μεταφέρουν το έγκλημα απ’ τα
αριστοκρατικά σαλόνια στα σκοτεινά στενοσόκακα δε μπορεί παρά δημιουργούν ήρωες που
να εναρμονίζονται με το κοινωνικό τους περίγυρο. Ο ντετέκτιβ λοιπόν των νέων
αστυνομικών έργων είναι ένας σχετικά φτωχός άνθρωπος, αλλιώς δε θα μπορούσε να
κυκλοφορεί ανάμεσα στους συνηθισμένους ανθρώπους. Καταλαβαίνει τους ανθρώπους,
αλλιώς δε θα ήξερε τη δουλειά του. Δε θα χρησιμοποιήσει άτιμα μέσα για να κερδίσει
χρήματα, αλλά δε θα ανεχτεί την έλλειψη σεβασμού, χωρίς να πάρει εκδίκηση ανεπηρέαστος
απ’ τα προσωπικά του συναισθήματα. Είναι ένας άνθρωπος μοναχικός και υπερήφανος, και
αν τολμήσεις να του φερθείς διαφορετικά, θα μετανοιώσεις την ώρα και τη στιγμή που τον
συνάντησες. Μιλάει όπως μιλούν οι άνθρωποι της εποχής του – δηλαδή, κάπως άξεστα αλλά
ετοιμόλογα, με σπαρταριστή αίσθηση του παραλόγου, με απέχθεια για τους παραμυθάδες και
περιφρόνηση για τους μικροπρεπείς48.
Αυτό που κυριαρχεί στο αστυνομικό μυθιστόρημα του σήμερα είναι η
απομυθοποίηση του δαιμόνιου ντετέκτιβ, του στυλ και των άψογων μεθόδων του ή του
46 Somerset Maugham, “Κρίσεις για τον Ρέημοντ Τσάντλερ και το αστυνομικό αφήγημα”,μτφ Ανδρέας
Αποστολίδης, αφιέρωμα Ρέημοντ Τσάντλερ, περιοδικό Διαβάζω, αριθμ.193, 08.06.88, σελ. 18.
47 S. Todorov, “Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος,
Άγρα 1986, σελ. 231-232.
48 R. Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, λυχνάρι, Αθήνα 2007, σελ. 33.

30
σκληρού αλύγιστου ήρωα και της μοιραίας γυναίκας ή οποία μαγνητίζει τους πάντες στο
πέρασμά της και παίζει καταλυτικό ρόλο στις αποφάσεις των ηρώων και στην εξέλιξη της
πλοκής. Αυτό έχει ως σκοπό την προσαρμογή της ιστορίας στο πνεύμα της εποχής και στις
ανάγκες των αναγνωστών για μια αναπαράσταση της καθημερινότητάς τους. Ενώ στη
πρώτη περίοδο του αστυνομικού μυθιστορήματος ο ντετέκτιβ τύπου Πουαρώ ή Χόλμς δεν
έπαυε να μας θυμίζει ότι κρύβει άσσους στο μανίκι και ότι η σκέψη του προηγείται της
σκέψης του αναγνώστη, στη δεύτερη περίοδο ο ντετέκτιβ δεν είναι τόσο αλάνθαστος. Είναι
πολλές οι φορές που αντιθέτως δεν συνδυάζει σωστά τα γεγονότα και οδηγείται σε
λανθασμένα μονοπάτια, είτε από λάθος κρίση είτε επειδή παραπλανήθηκε από κάποιον που
κακώς εμπιστεύθηκε μέσα σε έναν κόσμο που βασιλεύει η ανηθικότητα και η ανεντιμότητα.
Οι διαφορές μεταξύ της κλασικής περιόδου της αστυνομικής λογοτεχνίας και της σύγχρονης
εξέλιξής της δημιουργούν σκέψεις σε μελετητές του είδους ότι το hard-boiled αστυνομικό
μυθιστόρημα θα μπορούσε να αποκαλεσθεί και “anti-detective” novel49.
Ο ντετέκτιβ στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι και ο κεντρικός
ήρωας, γύρω από τις περιπέτειές του στήνεται το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής για αυτό και
ο χαρακτήρας, οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς του μας ενδιαφέρουν
περισσότερο. Ο ρόλος του θύματος εν αντιθέσει περιορίζεται πολύ περισσότερο, ο πρότερος
βίος του νεκρού δεν ενδιαφέρει πια, ίσως ούτε και ο τρόπος θανάτου του ή το τι αφήνει
πίσω. Φαίνεται σα να είναι ο θάνατος περισσότερο εναρμονισμένος με τον κόσμο μέσα στον
οποίο ζούμε, το πτώμα δεν σοκάρει, καθώς η πράξη της δολοφονίας αποτελεί μια κοινωνική
υπόθεση και ο θύτης δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο πρόσωπο παρά σε ένα σύστημα
υπαρκτό που λειτουργεί τις περισσότερες φορές κάτω από την ανεκτικότητα ή και τα
νήματα των ισχυρών. Η αποκάλυψη του θύτη προφανώς δεν δίνει την ψευδαίσθηση στον
αναγνώστη του σήμερα ότι επέρχεται η εξιλέωση, ότι νικιέται το κακό, ότι η ανθρωπότητα
καθαίρεται. Δυστυχώς το “κλείσιμο” της κάθε υπόθεσης αποδεικνύει περίτρανα ότι ο
κόσμος απλά συνεχίζει τη πορεία του, η ζωή ακολουθεί τους ρυθμούς της συγχωνεύοντας το
καλό και το κακό στην καθημερινότητά μας.
Τέτοιου τύπου ιδιωτικού ερευνητές κάνουν απόπειρες να εξιχνιάσουν εγκλήματα
και να φέρουν στο φως την αλήθεια ενώ παράλληλα καλούνται να έρθουν αντιμέτωποι με
ένα διεφθαρμένο πολιτικό και νομοθετικό σύστημα και με την κοινωνία που το αντανακλά
και το στηρίζει. Οι ίδιοι παραμένουν έντιμοι, φτωχοί και τις περισσότερες φορές μόνοι, τη
στιγμή που διαρκώς διακυβεύουν τη σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα 50. Οι κινήσεις,
49 Μichel Cohen, Murder most fair, Τhe Appeal of Mystery Fiction, σελ. 129.
50 Αλέξης Ζήρας, “Τυπολογικοί άξονες στη διαγραφή του Φίλιπ Μάρλοου”, αφιέρωμα Ρέημοντ Τσάντλερ,
περιοδικό Διαβάζω, αριθμ.193, 08.06.88, σελ. 25.

31
ο χαρακτήρας και οι συνήθειές τους φαινομενικά ταιριάζουν με το περιβάλλον μέσα στο
οποίο μπλέκουν, το καλό δηλαδή σε αυτή τη περίπτωση δεν απέχει πολύ απ’ το κακό, έχει
και αυτό προσβληθεί κατά κάποιο τρόπο με σκοπό να επιβιώσει σε μια σκληρή πλέον
κοινωνία. Κακές συνήθειες και έξεις, άφθονο αλκοόλ, γυναίκες αμφιβόλου ηθικής, τζόγος,
ανθυγειινή ζωή κατασκευάζουν έναν κόσμο, μέρος του οποίου είναι και οι ήρωες των noir
ιστοριών, οι οποίοι προσπαθούν όμως να κρατήσουν στην επιφάνεια ενός κόσμου
καινούριου που βουλιάζει τις ηθικές αξίες, που ακόμα κάποιοι άνθρωποι ακλώνητα
πιστεύουν, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την εντιμότητα, την εμπιστοσύνη.
Ένας δεύτερος τύπος του μυθιστορήματος αγωνίας είναι αυτό όπου ο
πρωταγωνιστής – ντετέκτιβ θεωρείται ύποπτος στην εξεταζόμενη υπόθεση και καλείται να
αποδείξει την αθωότητά του. Ο ίδιος βγαίνει απ’ το κοινωνικό περιβάλλον, οι σκέψεις και οι
πράξεις του κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο πιο προσωπικό, ενώ το έγκλημα πλέον
επαγγελματοποιείται, αναφερόμαστε δηλαδή σε πιο οργανωμένες μορφές εγκλήματος. Ο
ήρωας αυτών των ιστοριών είναι και ο κύριος ύποπτος απ’ την αστυνομία και καλείται
εκτός από την ανακάλυψη του ενόχου να αποδείξει και τη δική του αθωότητα, αποκλειστικά
με τις δικές του δυνάμεις και με κίνδυνο της ζωής του. Το πρόσωπο αυτό συγκεντρώνει
πολλές ταυτότητες, του ντετέκτιβ, του ενόχου, του ενδεχόμενου θύματος51.
Το πορτραίτο του ήρωα – ντετέκτιβ, είτε αυτός είναι επαγγελματίας είτε είναι
ερασιτέχνης, εξαρτάται πολλές φορές από τη χώρα προέλευσής του. Στο αμερικανικό
μυθιστόρημα που συζητάμε εδώ, μιας και οδήγησε το είδος σε διαφορετικά μονοπάτια,
εμφανίζεται, όπως αναφέρθηκε, ο συχνά σκληροτράχηλος γόης που θέτει τη ζωή του σε
κίνδυνο, ένα πρόσωπο του οποίου πολλές φορές η μορφή μπλέκεται με εκείνη του
κακοποιού εγκληματία. Παράλληλα με τη δημιουργία εθνικών αστυνομικών ιστοριών
κατασκευάζονται και ανάλογοι τύποι ηρώων που να ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία των
εκάστοτε λαών. Αυτή η διαφοροποίηση στις μορφές των κεντρικών ηρώων των
μυθιστορημάτων σηματοδοτεί έναν αντικατοπτρισμό της κοινωνικής πραγματικότητας της
κάθε χώρας και του κάθε λαού. Για παράδειγμα το ελληνικό κοινό των δεκαετιών του 50 και
του 60 μπορεί να διαβάζει μανιωδώς τις μεταφρασμένες ιστορίες των αμερικανών ηρώων,
τοποθετημένες όμως στο δικό τους περιβάλλον και αφορώντας έναν κόσμο τόσο μακρινό
όσο πολλές φορές και εξωπραγματικό∙ αλλά όταν αποφασίζουν συγγραφείς συστηματικά να
παρουσιάσουν μια εθνική αστυνομική λογοτεχνία ο πρώτος ήρωας που τους έρχεται στο
μυαλό δεν έχει τη μορφή και τα χαρακτηριστικά του Σαμ Σπέηντ (Ντ. Χάμετ), του

51 S. Todorov, “Τυπολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος”, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος,


Άγρα 1986, σελ. 238.

32
Κοντινένταλ Οπ (Ντ. Χάμετ) ή του Τιμ Κόριγκαν (Ellery Queen). Αντιθέτως στη Β. Ευρώπη
κατασκευάζεται ένας εργένης ντετέκτιβ – αστυνομικός ως όργανο της έννομης τάξης, ενώ
συνηθισμένη φυσιογνωμία, οικογενειάρχης τις περισσότερες φορές και πάντα καλοφαγάς,
εμφανίζεται ο αστυνόμος του Νότου.
Ο M. Carlotto αναφέρει ότι το νουάρ μυθιστόρημα είναι η λογοτεχνία της
πραγματικότητας. Αυτό που επιτυγχάνεται τόσο στη νέα όσο και στη γηραιά ήπειρο είναι οι
μετασχηματισμοί του εγκλήματος, έτσι όπως τους ορίζει η κοινωνικοπολιτική κατάσταση,
τα ανθρώπινα μωσαϊκά που συνωστίζονται στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, η
παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σε συγκεκριμένο χωροχρόνο. Σε αυτό το σημείο
διακρίνεται η ικανότητα του αστυνομικού είδους να προσαρμόζεται στις διάφορες εποχές
και τους τόπους προκειμένου να τους αναπαραστήσει και να αφηγηθεί τις ιστορίες τους με
το καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο άνθρωπος σκοτώνει και εγκληματεί πάντα για τις ίδιες αιτίες,
γι’ αυτό και στις περισσότερες ιστορίες παρουσιάζονται κοινά κίνητρα και αφορμές. Το
κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει είναι αυτό που αλλάζει κάθε φορά και προσαρμόζεται
ανάλογα με την πραγματικότητα του κάθε τόπου και τα χαρακτηριστικά κάθε λαού 52. Αυτό
το πλαίσιο είναι που προσαρμόζεται ως φόντο στις αστυνομικές ιστορίες που προσφέρονται
στο αναγνωστικό κοινό. Τέλος επιτυγχάνεται μια ισχυροποίηση των δεσμών μεταξύ του
συγγραφέα και των αναγνωστών του, τη στιγμή που ο πρώτος στηρίζει το έργο του συνεχώς
στη πραγματικότητα, δανείζεται υλικό από τη καθημερινότητα των συνανθρώπων του και
μελετά τις διάφορες μεταμορφώσεις του εγκλήματος 53.
Κλείνοντας την αναφορά αυτή στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα πρέπει
να παραθέσουμε και μια εικόνα απ’ την αρνητική κριτική που έχει υποστεί το είδος και
ασφαλώς αυτή η τελευταία δεν είναι λιγοσέλιδη. Κάποιοι κρτικοί του είδους διατυπώνουν
τη θεωρία ότι η αστυνομική ιστορία έδωσε τα καλύτερα της δείγματα στο τέλος του 19ου
αιώνα και χρεωκόπησε τη στιγμή που δόθηκε σε αυτό κοινωνική και ηθική διάσταση. Αυτό
που χρέωναν στους συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών ήταν η έλλειψη δημιουργικής
φαντασίας και η κακή μίμηση της αυτοματοποιημένης γραφής των προκατόχων τους με
σκοπό τη γρήγορη και άνευ κόπου μεγάλης παραγωγής με σκοπό το κέρδος, καθώς και την
παντελή απουσία λογοτεχνικής ευαισθησίας ή συγγραφικής τεχνικής.
Στις δύο δεκαετίες του μεσοπολέμου το αστυνομικό είδος γίνεται ιδιαιτέρως
δημοφιλές και οι λόγοι που συνέτρεξαν γι αυτό ήταν κοινωνικοπολιτικοί, πρώτα στην
Αμερική και σταδιακά στα παραδοσιακά κέντρα του είδους στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα η
52 Μassimo Carlotto, “Το ατελιέ μου. Διαιρώ την πλοκή σε σκηνές”, Γράφοντας – στην κουζίνα του
συγγραφέα, περιοδικό Δέκατα, χειμώνας 2008, σελ. 159.
53 ό.π. σελ. 158.

33
ανάγνωση αλλά κυρίως η εγχώρια παραγωγή αστυνομικών βιβλίων ξεκινά λίγο αργότερα.
Οι λόγοι πάντως σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη ανάπτυξης των μυθιστορημάτων
μυστηρίου και αγωνίας είναι οι ίδιοι παντού, κάπου έπρεπε να αποδωθούν ευθύνες για
πολλά προβλήματα που επέφεραν οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές
αλλαγές. Η σύγχρονη εποχή είχε ανάγκη από την κατασκευή ενός “δακτυλοδεικτούμενου
κακού” το οποίο έπρεπε να απομακρυνθεί και μάλιστα ταχύτατα από κοντά μας. Ο διώκτης
αυτού του κακού είναι ο συγγραφέας-παντογνώστης ο οποίος κινεί τα νήματα και γνωρίζει
καλά που να κατευθύνει την ενοχή και να εξασφαλίσει την τάξη και την ευνομία, μέσα από
μια άτυπη σύμβαση που έχει συναφθεί με το κοινό του54.

54 Edmund Wilson, “Γιατί οι άνθρωποι διαβάζουν αστυνομικές ιστορίες;”, Ανατομία του αστυνομικού
μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 140-141.

34
1.5. Μια συνηγορία της παραλογοτεχνίας.

Ο όρος παραλογοτεχνία είναι αρκετά πιο νέος απ’ τον όρο λαϊκή λογοτεχνία. Η
τελευταία φαίνεται να είναι πιο ξεκαθάρη στα μάτια δημιουργών, κριτικών και μελετητών
της θεωρίας και της ιστορίας της λογοτεχνίας. Η λαϊκή λογοτεχνία προϋπάρχει του όρου
παραλογοτεχνία, ως στενά συνδεδεμένη με την παράδοση, ένα προϊόν της
προεπαναστατικής εποχής, που παρέπεμπε στην αγροτική ύπαιθρο, την προφορικότητα και
τη συλλογική δημιουργία όσον αφορά τον ελληνικό χώρο. Είχε σίγουρα ένα ιδεολογικό
υπόβαθρο, συγκεκριμένα όρια, μορφή και περιεχόμενο γι αυτό και ήταν νομιμοποιημένη και
αποδεκτή από κριτικούς και δημιουργούς. Η παραλογοτεχνία αποτελούσε περισσότερο ξένο
τόπο ή αδιάφορο, πιο ταιριαστό σε άλλες μορφές λόγου όπως η δημοσιογραφία ή η
κοινωνιολογία55.
Η παραλογοτεχνία είναι αποκύημα του 19ου αιώνα, της γραφής και της
διάδοσης του τύπου, απομακρύνεται από την προβιομηχανοποιημένη εποχή και συνδέεται
με το νέο κυρίαρχο φαινόμενο που ονομάζεται αστικό. Η νέα αστική τάξη αναπτυγμένη στο
αντίστοιχο οικιστικό περιβάλλον, η επιτάχυνση του χρόνου, ο περιορισμός φαινομένων
αναλφαβητισμού και η επικράτηση του επίκαιρου και του εφήμερου γίνονται στοιχεία το
καθημερινού βίου56. Πιο συγκεκριμένα οι μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών τροφοδοτούν
τις πόλεις δημιουργώντας μεγάλα αστικά κέντρα με κυρίαρχη τη πρωτεύουσα της οποίας ο
πληθυσμός αυξάνεται κατακόρον. Εκτός του αστικού περιβάλλοντος, από τα μέσα του 19ου
αιώνα παρατηρείται είσοδος στον ελληνικό χώρο μεταφρασμένων μυθιστορημάτων, με
χώρα προέλευσης κυρίως τη Γαλλία, που αποτελούν το βασικό μοντέλο των εγχώριων
παραλογοτεχνικών κειμένων. Τέλος η νέα αστική τάξη μεγαλώνει κάτω από ένα
διαφορετικό μορφωτικό καθεστώς, κάτι που συνηγορεί στην ανάπτυξη κάθε μορφής τέχνης
και καλλιεργεί και σε μεγάλο βαθμό την ελληνική παραλογοτεχνία57.
Επομένως οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες, απ’ τη στιγμή που
αναπτύσσονται σε διαφορετικούς χρόνους και κάτω από διαφορετικές συνθήκες και
ανάγκες, παρουσιάζουν μόνο κάποια κοινά στοιχεία. Ο όρος παραλογοτεχνία ουσιαστικά
μας παραπέμπει σε μια λαϊκή λογοτεχνία, μια λογοτεχνία γραμμένη για το λαό, με ευρεία

55 Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου, στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Σοκόλη, Αθήνα
2007, σελ. 11.
56 ό.π. σελ. 13.
57 ο.π. σελ. 15.

35
κατανάλωση, με σκοπό την αναψυχή και την τέρψη, την τάση προς μια ψυχαναγκαστική
φυγή και μπορεί να αφορά περισσότερα του ενός λογοτεχνικά είδη που ενέχουν αυτά τα
χαρακτηριστικά. Επίσης τα έργα της λαϊκης λογοτεχνίας στηρίζονται κατά βάση σε μια
επαναλαμβανόμενη σειρά πραγμάτων, πλοκής, πρωταγωνιστών, φινάλε.
Ποιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το αναγνωστικό κοινό αυτών των έργων ;
Στη δεκαετία του 1810 συναντούμε γαλλικούς χαρακτηρισμούς για μυθιστορήματα που
άνηκαν στο χώρο της παραλογοτεχνίας όπως: roman pour femmes de chambre
(μυθιστορήματα για καμαριέρες), roman pour cuisinieres (μυθιστορήματα για μαγείρισσες),
roman pour portieres (μυθιστορήματα για θυρωρίνες). Αξιοπρόσεκτο είναι το ότι όλοι αυτοί
οι όροι αφορούν ένα γυναικείο κοινό λαϊκών στρωμάτων. Αργότερα στη δεκαετία του 1830
οι όροι πληθαίνουν και στρέφονται περισσότερο γύρω από το ποιόν και το οικονομικό
αντίτιμο των εν λόγω κειμένων, όπου η φθηνή λογοτεχνία παραπέμπει και στην ευτελή
λογοτεχνία. Για παράδειγμα litterature a deux sous (λογοτεχνία για δυο πεντάρες),
litterature a bon marche (φθηνή λογοτεχνία), litterature legere (ελαφρά λογοτεχνία),
litterature a six sous (λογοτεχνία για έξι πεντάρες), literature facile (εύκολη λογοτεχνία),
ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι αγγλικοί όροι pulp fiction, pulps, literature of
entertainment, throw away literature (λογοτεχνία για πέταμα). Στα ελληνικά συναντάμε
παρόμοιες εκφράσεις όπως ελαφρά φιλολογία και διασκεδαστική τέχνη (Ξενόπουλος 1935),
λαϊκή λογοτεχνία, λαϊκό ρομάντζο και άλλα58.
Η ζήτηση των λαϊκών λογοτεχνικών μυθιστορημάτων που κάνει επιτακτική την
ανάγκη μιας άμεσης, ταχύτατης παραγωγής τους έχει ως αποτέλεσμα να ταυτίζει τα
συγκεκριμένα μυθιστορήματα με μορφές εκβιομηχάνισης. Από τη στιγμή που μεγάλοι
λόγιοι και ποιητές, από τον William Blake ως τον Baudelaire, θεωρούν την εκβιομηχάνιση
ως μεγάλη πνευματική απειλή, το λαϊκό μυθιστόρημα ή επιφυλλιδικό παρουσιάζεται ως
βιομηχανοποιημένο προϊόν κερδοσκοπίας και αντιμετωπίζεται ως μια μορφή εκχυδαϊσμού
και υπονόμευσης της τέχνης59. Είναι σαφές ότι η ύπαρξη της παραλογοτεχνίας σηματοδοτεί
και μεγιστοποιεί ακόμα περισσότερο την “άλλη”, την ανώτερη, την ωφέλιμη λογοτεχνία.
Συζητήσεις στο εάν και σε ποιο ποσοστό η παραλογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί ισότιμη
μορφή τέχνης, έστω ως απλή αναφορά στον λογοτεχνικό κανόνα, στο εάν μπορεί να
διακριθεί σε αυτή μια αισθητική αξία, γίνονται κατά κόρον και παρουσιάζουν διισταμένες
απόψεις στις ιστορίες λογοτεχνίας τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο, στο
ελληνικό δηλαδή τοπίο.

58 ο.π. σελ. 23.


59 ο.π. σελ. 30.

36
Η απαξίωση φαίνεται πολλές φορές και από την ορολογία που χρησιμοποιείται
όπως ψευδολογοτεχνία ή υπολογοτεχνία. “Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται” λέει ο
Καβάφης...Τον λόγο τον έχουν κι εδώ οι λόγιοι. Αυτοί κυρίως ρευστοποιούν τις αξίες και τα
ιδεολογήματα που επιβάλλει κάθε εποχή με τα μέσα της (εκπαίδευση, Τύπο, θεσμούς,
συλλόγους, διαγωνισμούς, βραβεία κτλ.)”. Επίσης ο ρόλος των λογιών σε παγκόσμιο επίπεδο
φαίνεται και από την παρακάτω άποψη ύπαρξης ενός κοινωνικού διχασμού: “Υπάρχουν στη
Γαλλία δύο λαοί, όχι από διαφορά οικονομική αλλά, το χειρότερο, από διαφορά εκπαιδευτική
και πνευματική” ( Michelet, 1854)60.
Επιπλέον η ανάγκη ικανοποίησης ενός πραγματικά διψασμένου κοινού για
τέτοιου είδους ιστορίες απλοποιεί τις τεχνικές γραφής της και εισάγει συγκεκριμένη
φόρμουλα και θεματολογία. Η φόρμουλα αποτελεί ένα είδος που ακολουθείται από τους
συγγραφείς και ουσιαστικά συγκεντρώνει στα έργα τους συγκεκριμένους τύπους
χαρακτήρων, σκηνών και πλοκής αναμενόμενα στο αναγνωστικό κοινό, όπως για
παράδειγμα ο σκληρός τύπος που κινεί τα νήματα στο hard-boiled αστυνομικό ανάγνωσμα ή
η σαγηνευτική γυναίκα που χρησιμοποιείται ως δόλωμα για την επίτευξη παράνομων
πράξεων ή παραπλάνησης των αντιπάλων61. Τα δεδομένα συστατικά των μυθιστορημάτων
άλλωστε δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο κείμενα της παραλογοτεχνίας παρά
αποτελούν χαρακτηριστικό και κάθε λογοτεχνικού είδους, είτε πρόκειται για “υψηλή” είτε
για “χαμηλή” λογοτεχνία. Η ύπαρξη ή μη κάποιας φόρμουλας δεν είναι καταδικαστέα.
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι αφηγηματικοί τύποι να υπακούουν σε τυποποιημένα
μοντέλα και να ακολουθούν συγκεκριμένες μανιέρες62.
Τα μυθιστορήματα της παραλογοτεχνίας λοιπόν, όπως βλέπουμε, έχουν μια
συγκεκριμένη τυπολογία, μια ταχεία παραγωγή αλλά και μια ευρεία κατανάλωση. Είναι ένα
είδος κειμένων των οποίων η ζήτηση συνεχώς αυξάνεται και η γραφή ολοένα και
αυτοματοποιείται και όπως και τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη υπακούει σε συγκεκριμένους
κανόνες. Οι κανόνες αυτοί είναι η υπέρβαση ενός αισθητικά φροντισμένου και εκφραστικά
καλωπισμένου λόγου, μια γραφή τυποποιημένη, διαφανής και ουδέτερη. Οι εκφράσεις που
χρησιμοποιούνται είναι κοινότυπες, οι εικόνες πολλαπλά ειδωμένες μέσα από μια
στερεότυπη και απλοϊκή γλώσσα. Γενικά η ανάγκη έκφρασης, ιδεών και συναισθημάτων
καθώς και ο προσεγμένος, εξευγενισμένος λόγος των δημιουργών της λογοτεχνίας
θυσιάζονται στο βωμό διαφορετικών, πιο επικοινωνιακών όρων της παραλογοτεχνίας αλλά

60 Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου, στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Σοκόλη, Αθήνα
2007, σελ. 24.
61 Charles J. Rzepka, Detective fiction, Cultural History of Literature, σελ. 12.
62 Πέτρος Μαρτινίδης, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας, υποδομή, 1994, σελ. 147.

37
και ολόκληρου του νέου τρόπου ζωής μας. Η “σοβαρή” λογοτεχνία προάγει τον δημιουργό
της, το πομπό ενώ στο λαϊκό ανάγνωσμα κύριο μέλημα αποτελεί η εικόνα του δέκτη.
Σύμφωνα με το George Simenon, συγγραφέα πολλών αστυνομικών μυθιστορημάτων με
πρωταγωνιστή στον επιθεωρητή Μαικρέ, που ο ίδιος χαρακτήρισε το έργο του ως ημί-
λογοτεχνία (semi-litterature), ο ορισμός της παραλογοτεχνίας έχει ως εξής: Ονομάζω λαϊκό
μυθιστόρημα ένα βιβλίο που δεν ανταποκρίνεται στο συγγραφέα του, δηλαδή στην ανάγκη του
για καλλιτεχνική έκφραση, αλλά σε μια ζήτηση εμπορική”63.
Μελετητές των παραλογοτεχνικών κειμένων και συγκεκριμένα του αστυνομικού
είδους που μας ενδιαφέρει εδώ, όπως ο S.S.Van Dine, συναινούν στο ότι είναι περιττή η
ανάπτυξη δεσμών μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, καθώς και οι προσπάθειες
μίμησης των χαρακτηριστικών του ενός είδους από το άλλο τη στιγμή που η κάθεμια με το
ύφος και το περιεχόμενό της αποτελούν ένα αχώριστο ζεύγος όπου το ένα μέλος
συμπληρώνει το άλλο. Ο S.S.Van Dine παραθέτοντας τους κανόνες συγγραφής του
αστυνομικού μυθιστορήματος αναφέρει ότι: Το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί
συγκεκριμένο είδος. Ο αναγνώστης δε γυρεύει σ αυτό ούτε λογοτεχνικούς φαρμπαλάδες, ούτε
υφολογικές δεξιοτεχνίες, ούτε βαθειές αναλύσεις, αλλά μόνο κάποιο πνευματικό ερέθισμα ή
κάποιο είδος διανοητικής δραστηριότητας σαν και αυτή που δοκιμάζει παρακολουθώντας
έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή λύνοντας σταυρόλεξα64.

63 Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου, στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Σοκόλη, Αθήνα
2007, σελ. 67.
64 ό.π. σελ. 78.

38
1.6. Το αστυνομικό μυθιστόρημα

Ξεκινώντας θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τον όρο παραλογοτεχνία και


για να γίνει αυτό με επιτυχία θα πρέπει ίσως πρώτα να ορίσουμε τι περιέχει αυτή η ιδιαίτερη
κατηγορία κειμένων, η οποία χρεώνεται εξ αρχής έναν αξιολογικό χαρακτήρα, “σέρνοντας”
σχεδόν πάντα δίπλα της ένα εμφανές αρνητικό πρόσημο. Το σύνολο των κειμένων
παραλογοτεχνίας απαρτίζεται από αστυνομικά μυθιστορήματα, έργα φαντασίας, ρομάντζα,
γουέστερν και εικονογραφημένα κόμικς. Τα χαρακτηριστικά αυτών των κειμένων είναι η
ευρεία λαϊκή κατανάλωση που συνεπάγεται και μια μεγάλη παραγωγή τέτοιου είδους
κειμένων, επανεκδόσεις και μεταφράσεις τους.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα άργησε είναι η αλήθεια να βρει και να κρατήσει
ένα δικό του αναγνωστικό κοινό, όταν όμως συντελλείται αυτό, παρατηρείται μια
ανθεκτικότητα και μια συνέπεια στους υποστηρικτές του. Για το αν το συγκεκριμένο είδος
μπορεί να αξιολογηθεί και να χαρακτηριστεί ως καλό ή κακό, βαρυσήμαντο ή ασήμαντο, θα
πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν και κατά πόσο υπάρχουν επίπεδα στη τέχνη ανώτερης και
κατώτερης γραφής. Όπως ισχυρίζεται ο μελετητής και συγγραφέας του αστυνομικού Ρ.
Τσάντλερ σημαντικότερο απ’ αυτό είναι το ζήτημα ότι δεν υπάρχουν ζωτικής ή μη σημασίας
είδη τέχνης, η οποία είναι στην εποχή μας ένα είδος εν ανεπαρκεία65.
Το να ασχοληθεί με επιτυχία ένας συγγραφέας με το αστυνομικό μυθιστόρημα
αποτελεί δύσκολο πράγμα. Τα καλά δείγματα του είδους σπανίζουν σε σχέση με τα
μυθιστορήματα των άλλων λογοτεχνικών ειδών. Η διάδοσή τους όμως παραμένει μεγάλη
και σταθερή, το αναγνωστικό κοινό φαίνεται να τα προτιμά και να τα στηρίζει, ακόμα κι αν
δεχτούμε την άποψη ότι η προσφορά τους είναι μικρή. Αυτή η ανθεκτικότητα των
αστυνομικών ιστοριών συντελλεί στην ενδυνάμωση ενός ανταγωνισμού μεταξύ των
δημιουργών του είδους. Ο Χέμινγουεϊ λέει ότι ο καλός συγγραφέας ανταγωνίζεται μόνο τους
νεκρούς. Ο καλός συγγραφέας αστυνομικών αναγνωσμάτων (και δε μπορεί, θα πρέπει να
υπάρχουν μερικοί τέτοιοι) ανταγωνίζεται όχι μόνο όλους του άταφους νεκρούς, αλλά και τις
στρατιές όσων είναι ζωντανοί. Και επί ίσοις όροις, σχεδόν, διότι ένα από τα χαρακτηριστικά
του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους είναι ότι το πράγμα που ωθεί τους αναγνώστες σ’
αυτό, δεν παύει ποτέ να είναι της μόδας. Η γραβάτα του ήρωα μπορεί να είναι λίγο ντεμοντέ,
και ο καλός πληκτικός επιθεωρητής μπορεί να φτάνει στο τόπο του εγκλήματος με αμαξάκι

65 R. Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, λυχνάρι, Αθήνα 2007, σελ. 11.

39
αντί μ’ ένα αεροδυναμικό σεντάν που η σειρήνα του ουρλιάζει, αλλά αυτό που κάνει μόλις
φτάσει εκεί, είναι να χαζολογάει με χρονοδιαγράμματα τρένων και κομματάκια καμένου
χαρτιού, και με το ποιος τσαλαπάτησε την όμορφη ανθισμένη κουμαριά κάτω απ’ το
παράθυρο της βιβλιοθήκης66.
Η παραλογοτεχνία αποτελεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος με καθαρά αστικό
χαρακτήρα. Κέντρο της είναι η σύγχρονη πόλη και μάλιστα μια νοσηρή πόλη μέσα στην
οποία εκτυλίσσεται μια σκληρή καθημερινότητα ανθρώπων με έντονα αισθήματα φόβου,
καχυποψίας, βίαιων τάσεων. Η συσσώρευση πολλών και διαφορετικών πληθυσμιακών
ομάδων στις μεγαλουπόλεις πολλαπλασιάζουν τις σκοτεινές πλευρές της που γίνονται πηγές
αστείρευτου πλούτου για τα παραλογοτεχνικά είδη και κυρίως για το αστυνομικό
μυθιστόρημα67. Κύριο χαρακτηριστικό των μεγάλων αστικών κέντρων αποτελεί μια
πολύπλευρη ποικιλία κοινωνικών φαινομένων τα οποία απεικονίζονται επιτυχώς τις
περισσότερες φορές μέσω του λογοτεχνικού λόγου∙ επιπλέον τα περισσότερα απ’ τα
αντιπροσωπευτικότερα έργα που περιγράφουν αυτά τα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα και
προβλήματα του αστικού κόσμου έχουν αστυνομική πλοκή.
Όσο το αστυνομικό είδος αυξάνει τη παραγωγή του, όπου ολοένα και νέοι
συγγραφείς παρουσιάζονταν στο προσκήνιο και οι ήδη υπάρχοντες γίνονταν ιδιαιτέρως
γνωστοί και πολυγραφότατοι, ακουγόταν από την κριτική έντονα ερωτήματα σχετικά με το
ποιόν των μυθιστορημάτων και για το ταλέντο των δημιουργών τους. Η ταχύτατη
παραγωγή και το πρόχειρο εκδοτικό αποτέλεσμα έκαναν τους κριτικούς να σνομπάρουν το
είδος και στους συναδέλφους λογοτέχνες άλλων ειδών να το ειρωνεύονται και να το
αποδοκιμάζουν. Εδώ, χρησιμοποιώντας και πάλι την άποψη του Ρ. Τσάντλερ, σχετικά με τη
σύγκριση των ειδών, αν αυτή μπορεί να γίνει, το μέσο αστυνομικό ανάγνωσμα πιθανότατα
δεν είναι χειρότερο απ το μέσο μυθιστόρημα, αλλά το μέσο μυθιστόρημα δεν το βλέπεις ποτέ.
Δεν εκδίδεται. Το μέσο – ή το λίγο πάνω απ το μέσο – αστυνομικό ανάγνωσμα εκδίδεται68.
Ένα επιτυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα και ένα μέτριο δημιούργημα του ίδιου είδους
φτιάχνεται από τα ίδια συστατικά, το θύμα, τους υπόπτους, τον ένοχο και φυσικά τον
ντετέκτιβ, την ίδια προσπάθεια στησίματος της πλοκής και διάχυσης του ανάλογου σασπένς.
(...) το καλό μυθιστορήμα δεν ανήκει καθόλου στο ίδιο είδος βιβλίου με το κακό μυθιστόρημα.
Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα – και με τον ίδιο τρόπο, σε μεγάλο βαθμό69.
Κατά τις δεκαετίες 1960-1970 αρχίζει και μελετάται η ιστορία και η τυπολογία

66 R. Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, λυχνάρι, Αθήνα 2007, σελ. 12.
67 Λίζυ Τσιριμώκου, Εσωτερική ταχύτητα, δοκίμια για τη λογοτεχνία, Άγρα, 2000, σελ. 93.
68 R. Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, λυχνάρι, Αθήνα 2007, σελ. 13.
69 ό.π. σελ. 13

40
του είδους καθώς και να καταγράφονται οι υποενότητές του. Το αστυνομικό μυθιστόρημα
πλέον καταφέρνει και αγγίζει ένα ευρύτατο πλαίσιο θεμάτων και στυλ, φλερτάρει έντονα
και με άλλα λογοτεχνικά είδη, και η μεγάλη αυτή ποικιλία του σε περιεχόμενο και γραφή το
κάνει να κινείται τόσο προς τα λαϊκά αναγνώσματα όσο και προς τις υψηλότερες μορφές
λογοτεχνίας. Φαίνεται επίσης να ξεπερνά οποιαδήποτε στενά γεωγραφικά όρια με τη μορφή
ενός corpus κειμένων αναγνωρίσιμων σε ευρύ αναγνωστικό κοινό και με κοινά
χαρακτηριστικά που κάνει αισθητή την παρουσία του σε ολόκληρο το κόσμο. Σήμερα το
αστυνομικό μυθιστόρημα αφήνει την εστία του, το τόπο καταγωγής του, είτε αναφερόμαστε
στο βρετανικό στυλ είτε στις σκληρές αμερικάνικες ιστορίες για να ταξιδέψει και να
εγκατασταθεί σε όλα τα γεωγραφικά μήκη του κόσμου70.
Είναι αρκετοί οι συγγραφείς σε πολλές χώρες του κόσμου που ακολουθούν το
μοντέλο των χαρακτήρων, τις καταστάσεις και τη γενικότερη αίσθηση των ιστοριών
μυστηρίου ενώ οι ίδιοι δεν συγκαταλέγονται στους αμιγείς εκφραστές του αστυνομικού
είδους, ούτε τα έργα που γράφουν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αστυνομικά
μυθιστορήματα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ίδιοι είναι μεν υποστηρικτές της αστυνομικής
λογοτεχνίας αλλά κυρίως γιατί είναι αναγνώστες του είδους και θαυμαστές του. Η γνωριμία
τους με τον Χάμετ και τον Τσάντλερ κινείται στο ίδιο μήκος κύματος όπως αυτή με τους
Χέμινγουεϊ και Φώκνερ, και φαίνεται λοιπόν ότι οι δημοφιλείς Αμερικανοί ήρωες των
αστυνομικών ιστοριών είναι παγκοσμίως γνωστοί. Η δική τους επαφή με την αστυνομική
παράδοση ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 30 και το περιβάλλον των ιστοριών του Σιμενόν.
Συγγραφείς όπως οι Borges, Robbe-Grillet, Umberto Eco, Kobo Abe είναι γνώστες του
παραδοσιακού αστυνομικού μυθιστορήματος έτσι όπως γνωρίζουν και χρησιμοποιούν
στοιχεία απ’ το σύγχρονο hard-boiled μυθιστορήμα71.
Σήμερα λοιπόν μπορεί να υποστηριχτεί ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει
εισαχθεί στο λογοτεχνικό κανόνα μιας και αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό του
παγκόσμιου πολιτισμού, τη στιγμή που είναι μεγάλος ο αριθμός των συγγραφέων που
ασχολούνται με αυτό. Ένα απ’ τα σημαντικά στοιχεία που χαρακτηρίζει το αστυνομικό
είδος είναι και οι ομάδες στις οποίες ανήκουν οι συγγραφείς που ασχολούνται με αυτό. Το
σημείο που θέλουμε να καταλήξουμε εδώ είναι η εμπλοκή μεγάλου αριθμού συγγραφέων
του γυναικείου φύλου με το αστυνομικό είδος. Πράγματι είναι πολλές οι γυναίκες που όχι
μόνο ασχολήθηκαν με το αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και ταύτισαν σε πολλές
περιπτώσεις το όνομά τους με αυτό. Πολλοί μελετητές χαρακτηρίζουν την αστυνομική
70 Postcolonial Postmortems, Crime fiction from a transcultural perspective, edited by Christine Matzke and
Susanne Muhleisen, σελ. 2.
71 Μichel Cohen, Murder most fair, Τhe Appeal of Mystery Fiction, σελ. 127.

41
λογοτεχνία γυναικείο χώρο, ίσως περισσότερο αναφερόμενοι σε κείμενα της πρώτης
περιόδου του είδους. Με πρώτη διδάξασα την Α. Κρίστι, μια συγγραφέα πρότυπο που δεν
μπορούμε φυσικά να παρακάμψουμε. Εκτός από την βρετανή κυρία του αστυνομικού
μυθιστορήματος, πολλά είναι τα γυναικεία ονόματα που με ιδιαίτερη τόλμη και δεξιοτεχνία
αναφέρονται σε δολοφονίες, πτώματα, σε ένα κόσμο που σαφώς έχει δυο πλευρές και καμία
του δε παραμένει στο σκοτάδι, όπως η Αμερικανίδα Anna Catherine Green, Margery
Allingham, Dorothy Sayers, Patricia Highsmith και άλλες72.
Με τις αλλαγές στο αστυνομικό μυθιστόρημα και την είσοδο του σκληρού
αμερικανικού έργου πολλοί μελετητές του είδους θα υποστηρίξουν ότι η γυναικεία
παρουσία στο χώρο μειώνει τη δράση της. Το αστυνομικό μυθιστόρημα των δεκαετιών 20
και 30 φαίνεται να ανήκει περισσότερο στο ανδρικό φύλο, ίσως εξαιτίας της κοινωνικότερης
και σκληρότερης πραγματικότητας της νέας εποχής ενώ πολλές φορές διακρίνονται σε αυτό
σεξιστικά ή μισογυνικά υπονούμενα73. Παρόλα αυτά σήμερα οι γυναίκες που ασχολούνται
με αυτό το είδος ολοένα και πληθαίνουν. Το φαινόμενο πήρε σημαντικές διαστάσεις, κυρίως
από τη δεκαετία του 80 και μετά, δημιουργώντας μεγάλο αριθμό υποστηρικτών και
θαυμαστών των μυθιστορημάτων γυναικείας ταυτότητας. Τα ηχηρά ονόματα του χώρου,
προερχόμενα τόσο από την Ευρώπη όσο και από Αμερική, δεν διστάζουν να αποκαλύψουν
τις αποκρουστικές πλευρές ενός κόσμου με αρκετή σκληρότητα, τόση που φτάνει στα όρια
μιας συγκαλυμμένης πλέον ευαισθησίας. Η P. D. James, η Ellis Peters και η Mary Higgins
Clark, είναι λίγα απ’ τα ονόματα που σημειώνουν επιτυχίες σήμερα. Επίσης η Ruth Rentel
από το 1974 έγινε κάτοχος πολλών λογοτεχνικών βραβείων, ως συγγραφέας
μυθιστορημάτων ψυχολογικού μυστηρίου. Πολλές είναι οι συγγραφείς που ακολουθούν τα
χνάρια της δημιουργώντας ένα ολόκληρο σώμα μυθιστορημάτων με σκληρά εγκλήματα,
προσωπικά δράματα και κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, όπως η Elisabeth George,
η Martha Grimes, η Patricia MacDonald, η Penelope Evans και η σημαντικότατη Patricia
Cornwell, ως μια απ’ τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις του σύγχρονου αστυνομικού
μυθιστορήματος74.
Στο χώρο του αστυνομικού βιβλίου εισέρχονται δυναμικά και άλλες ομάδες
συγγραφέων όπως οι έγχρωμοι, ο Chester Himes, οι Εβραιοαμερικάνοι, οι λατίνοι, που
επιλέγουν μέσα από τα μυθιστορήματά τους να ηρωοποιήσουν μειονοτικές ομάδες. Οι
κοινωνικοπολιτισμικές προεκτάσεις του είδους δε διακρίνονται μόνο στο περιεχόμενο του
72 John G. Cawelti, “Canonization, Modern Literature and the Detective Story”, Theory and practice of
classic detective fiction, edited Jerome Delamater, Ruth Prigozy, Hofstra University, σελ. 6.
73 ό.π. σελ. 7.
74 “Αστυνομικό μυθιστόρημα Χ: Γυναίκες συγγραφείς”, Νίνα Κ. 28 Αυγούστου 2006. διαθέσιμο στη
διεύθυνση: http://eglima. wordpress.com

42
κάθε έργου, στο χωροχρόνο που είναι γραμμένο και στις σκιαγραφήσεις των χαρακτήρων
των ηρώων του αλλά και στην ταυτότητα του συγγραφέα του. Το αποτέλεσμα των
παραπάνω είναι η πορεία από έναν Αγγλοαμερικάνικο εθνικισμό σε μια διεθνοποίηση του
είδους75.

75 John G. Cawelti, “Canonization, Modern Literature and the Detective Story”, Theory and practice of
classic detective fiction, edited Jerome Delamater, Ruth Prigozy, Hofstra University, σελ. 8.

43
2ο κεφάλαιο: Το αστυνομικό μυθιστόρημα στον περιοδικό
τύπο και οι εκδοτικές απόπειρες στην Ελλάδα τον 20 αιώνα.

2.1. Εισαγωγή

Η πορεία του αστυνομικού μυθιστορήματος έτσι όπως διαγράφεται τόσο στον


ελληνικό χώρο όσο και στο εξωτερικό ξεκινά από τα λαικά περιοδικά και τις φθηνές
εκδόσεις που αφορούσαν κυρίως τις μεσαίες και χαμηλές κοινωνικές τάξεις σε ένα πιο
εκλεκτικό και εκλεπτυσμένο αανγνωστικό κοινό. Στα πρώτα αστυνομικά έργα την εμφάνισή
του κάνει ένας ορθολογιστής ντετέκτιβ ενώ στη συνέχεια ο κρατικός αστυνομικός
πράκτορας, κομψός και γοητευτικός, δυναμικός και με αυτοπεποίθηση ως πρότυπο για τη
σύγχρονη κοινωνία. Στον ελληνικό χώρο όσον αφορά τους πρωταγωνιστικούς ρόλους
περισσότερο επικράτησε η μίμηση των ξένων προτύπων και η ανάγκη περιγραφής της
εκάστοτε εποχής και απόδοση της ατμόσφαιράς της.
Τα πρώτα μυθιστορήματα, τόσο σε ξένο όσο και σε ελληνικό έδαφος, θυμίζουν
έργα της μπελ εποκ με φόντο βικτωριανά σαλόνια, και καλοντυμένους πρωταγωνιστές
παρμένους μέσα από τους αριστοκρατικούς κύκλους. Ευγενικοί τζέντλεμεν και κομψές
συνεσταλμένες κυρίες της καλής κοινωνίας ακροβατούν μεταξύ του καλού και του κακού,
του φωτός των πολυελαίων και των πλούσιων τραπεζιών και του σκότους, των σκιών στους
κήπους και των ψιθύρων πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες πολυάριθμων δωματίων των μυθικών
επαύλεων. Από τον Πόε και τον Κόλινς μέχρι το Νιρβάνα ή την Κακούρη, ο ρομαντισμός
μια εποχής πέρασε και στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Τα δεδομένα αλλάζει το ταξίδι του αστυνομικού μυθιστορήματος στη νέα
ήπειρο και οι κρίσιμες οικονομικές μεταβολές που επηρεάζουν σε παγκοσμιο επίπεδο. Μετά
το 1929 και το οικονομικό κραχ στην Αμερική, εμφανίζεται ένα άλλο πρόσωπο του
αστυνομικού μυθιστορήματος. Συγγραφείς όπως ο Ντάσιελ Χάμετ και ο Ρέημοντ Τσάντλερ,
μεταφέρουν το σκηνικό των αστυνομικών μυθιστορημάτων στις λαικές γειτονιές των
μεγαλουπόλεων. Η αμερικανική κοινωνία, η ανέχεια, η ανεργία, το κύμα των μεταναστών
και η πολυπολιτισμικότητα, το συνοθύλευμα ανθρώπων και νοοτροπιών ευνόησαν και
ευνοούν το έγκλημα. Αστυνομικοί που χρηματίζονται, εγκληματίες και προαγωγοί, ανήθικες
γυναίκες μπλέκουν σ’ ένα χορό που ξεκινά με την εύρεση ενός πτώματος και τελειώνουν με
την απονομή δικαιοσύνης αφού ξεδιπλωθεί και ίσως ξεγυμνωθεί μία απ’ τις πτυχές του 20ου

44
αιώνα.
Εκτός από την αλλαγή στους ήρωες και το περιβάλλον των αστυνομικών έργων
αλλάζουν πλέον και οι τεχνικές του φόνου. Οι δηλητηριάσεις και οι “πικροί καφέδες”76, οι
θάνατοι με το “γάντι” δίνουν τη θέση τους σε πιο βίαια και αιματηρά εγκλήματα. Μιλώντας
με μια παρομοίωση τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα είχαν “γυναικείο” χαρακτήρα, σε
αντίθεση με τα κείμενα της μετέπειτα εποχής που με τη σκληρότητά τους τις περισσότερες
φορές συνδέονταν με το ανδρικό χέρι. Την αιώνια διαμάχη του καλού με το κακό διαδέχεται
αυτή της ελευθερίας και του σκότους77. Είμαστε πλέον στην εποχή του Ψυχρού πολέμου και
νέα παρακλάδια έρχονται να προστεθούν στο αστυνομικό είδος, όπως το κατασκοπευτικό,
είναι η σειρά του Τζ. Μποντ και του Γιαν Φλέμινγκ να συγκινήσουν το αναγνωστικό κοινό.
Η αστυνομική λογοτεχνία δεν αφήνει αδιάφορο και τον κινηματογράφο. Έργα των Κόναν
Ντόιλ, Αγκάθα Κρίστι, Μορίς Λεμπλάν εμφανίζονται κατά κόρον στη μεγάλη οθόνη. Τα
φιλμ νουάρ κερδίζουν έδαφος βασισμένα σε μυθιστορήματα όπως το Γυάλινο κλειδί του
Ντάσιελ Χάμετ ή ο Μεγάλος ύπνος του Ρ. Τσάντλερ. Την ίδια τύχη έχουν και οι ταινίες
κατασκοπείας του αγγλικής καταγωγής Έρικ Άμπλερ, του οποίου τα μυθιστορήματα
διαχέουν έναν εκπληκτικό κοσμοπολιτισμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης, της Πατρίτσια
Χάισμιθ και του Γιαν Φλέμινγκ78.
Συμπερασματικά βλέπουμε ότι στήνεται μια ολόκληρη βιομηχανία γύρω απ’ το
αστυνομικό είδος και διαμορφώνεται ένα ευρύ κοινό φίλων και αναγνωστών του. Η Ελλάδα
που μας ενδιαφέρει εδώ περισσότερο δεν μένει ανεπηρέαστη παρά ακολουθεί και
δραστηριοποιείται στο χώρο της αστυνομικής φιλολογίας. Παρακάτω θα δούμε πως από το
μεσοπόλεμο και μετά νουβέλες και μυθιστορήματα μεταφράζονται από την ευρωπαική και
αμερικανική παραγωγή, ενώ παράλληλα Έλληνες συγγραφείς κάνουν τις πρώτες
λογοτεχνικές απόπειρες στο συγκεκριμένο χώρο.

76 Αναφορά στο γνωστό μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι, Πικρός καφές, Λυχνάρι.
77 Πέγκυ Κουνενάκη, “Αναζητώντας το δολοφόνο...η αστυνομική λογοτεχνία είχε πάντα φανατικούς
θαυμαστές αλλά και πολέμιους”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 2.
78 Τάσος Γουδέλης, “Κινηματογράφος και μυστήριο, ξένες αστυνομικές ιστορίες – σταθμοί στη μεγάλη
οθόνη”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 28

45
2.2. Περιοδικά

Η ιστορία του αστυνομικού διηγήματος στην Ελλάδα συνδέεται στενά με τον


περιοδικό τύπο. Φθηνές αρχικά εκδόσεις, στραβοκομμένες, κακοτυπωμένες, ευτελέστατες
αλλά κατά τ’ άλλα ιδιαιτέρως ηρωικές στα μάτια του αναγνωστικού τους κοινού
αποτέλεσαν μέρος του ελληνικού pulp fiction που πέρασε στην Ελλάδα από το εξωτερικό.
Τα βιβλία τσέπης και τα περιοδικά που φιλοξενούσαν αστυνομικές ιστορίες βοήθησαν στην
εξάπλωση του είδους, τη στιγμή που μετεξέλιξαν την αστυνομική λογοτεχνία σε προιόν
ευρείας κατανάλωσης. Ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου η διάδοση της ήταν
θεαματική ως μια λογοτεχνία που προσφερόταν στους πολλούς.
Ένας από τους πρωτοπόρους που προώθησε το αστυνομικό είδος ήταν ο
Απόστολος Μαγγανάρης, όνομα θρυλικό στον περιοδικό τύπο, που την 1η Οκτωβρίου 1935
έδωσε στο ελληνικό κοινό την πρώτη έκδοση του περιοδικού Μάσκα με εκδότη τον Μιχάλη
Σαλίβερο. Το περιοδικό είχε ευρεία κυκλοφορία με περιεχόμενα μεταφρασμένων έργων
ξένων συγγραφέων, κολοσσών του είδους. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η Μάσκα
σταματά προσωρινά, η εκδοτική ανησυχία όμως του δημιουργού της και η προώθηση της
λαικής λογοτεχνίας δε σταματά παρά συνεχίζεται με την έκδοση δύο μικρότερων σε έκταση
περιοδικών με παρόμοιο περιεχόμενο, την Αράχνη και τον Άσσο, που καλύπτουν τη περίοδο
1942-1943, το πρώτο με 34 τεύχη και το δεύτερο με 24 από τους Απ. Μαγγανάρη και
Απόλλωνα Παπαδημητρίου των εκδόσεων “Άγκυρα”79.
Μετά την Κατοχή και συγκεκριμένα στις 10 Οκτωβρίου 1946 η Μάσκα
επανεκδίδεται με την προσπάθεια του Μαγγανάρη και με εκδότες και τυπογράφους τους
αδερφούς Ρόδη. Στόχος των εκδοτών ήταν το περιοδικό να αγγίζει όσο το δυνατόν
περισσότερο τα ευρωπαικά και αμερικανικά πρότυπα. Αυτή η περίοδος αποκαλείται η
χρυσή περίοδος της Μάσκας από την οποία προέρχονται 188 τεύχη. Εκείνη την περίοδο
κάνει την εμφάνιση του και το περιοδικό Σφίγγα που με 40 τεύχη ανεβάζει τον πήχη όσον
αφορά την αισθητική εμφάνιση του περιοδικού τύπου που τείνει να γίνεται ωραιότερος και
κομψότερος. Μερικά από τα ονόματα που εμφανίζονται στο περιοδικό τύπο την περίοδο
αυτή είναι οι: Βάσος Ηλιόπουλος, Παν. Αντωνόπουλος, Γεωργία Δεληγιάννη, Ορφέας
Καραβίας, Πολύβιος Βασιλειάδης, Ηλίας Μπακόπουλος, Στέλιος Ανεμοδούρας, Νίκος
Μαράκης, Γιάννης Καμπούρης, Δημήτρης Χανός80.

79 Δημήτρης Χανός, “Μάσκα και Απόστολος Μαγγανάρης, ο δημοσιογράφος που άλλαξε τον περιοδικό Τύπο
και εξέδωσε τα πρώτα στυνομικά περιοδικά”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 4.
80 ό.π. σελ. 4.

46
Η τρίτη περίοδος του περιβόητου περιοδικού Μάσκα ήταν πιο βελτιωμένη από
ποτέ με εκδότη αυτή τη φορά τον Νίκο Θεοφανίδη εξέδωσε 128 τεύχη. Την περιορισμένη
πια έκδοση αστυνομικών ιστοριών ξένων συγγραφέων αρχίζει και αποκαθιστά η συγγραφή
διηγημάτων με ήρωες όλους τους δημοφιλείς άσσους του εξωτερικού αλλά από ελληνικό
αυτή τη φορά χέρι. Έτσι ο Γιώργος Μαρμαρίδης χρησιμοποιεί τους πρωταγωνιστές που
είχαν ζήτηση τότε, “Αράχνη”, “Νυχτερίδα”, “Χ”, “Λωποδύτη-Φάντασμα”. Η περίοδος αυτή
σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τον αστυνομικό περιοδικό τύπο81.
Ο εμπνευστής της Μάσκας, Απ. Μαγγανάρης, δεν μένει ανενεργός παρά εκδίδει
ένα μικρότερο σε έκταση περιοδικό τη Μασκούλα, αντίστοιχο με τη Σφίγγα, δημοσιεύοντας
τις περιπέτειες του γνωστού ήρωα Λέμι Κόσιον, ο οποίος στη συνέχεια δίνει το όνομα του
στο περιοδικό αυτό. Τις ιστορίες συνεχίζει και γράφει ο συνεργάτης της Μάσκας Γ.
Μαρμαρίδης. Το 1963 τη Μάσκα αναλαμβάνει ο Σπύρος Δαρεμάς με υπεύθυνο έκδοσης τον
Νίκο Τσεκούρα και βασικό βοηθό τον συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών Τζίμμυ Κορίνη,
χωρίς όμως να κυκλοφορεί κάποιο πρωτότυπο διήγημα. Το περιοδικό Μάσκα το 1986
αγοράζεται από το Δημήτρη Χανό ο οποίος εκδίδει 40 τεύχη που περιείχαν γνήσιες
μεταφράσεις αμερικανικών περιοδικών, καθώς και ανατυπώνει 129 τεύχη της προπολεμικής
Μάσκας82.
Το δεύτερο μεγάλο περιοδικό που εξέδιδε αστυνομικές ιστορίες και
συναγωνιζόταν τη Μάσκα, αρχικά τουλάχιστον, ήταν το Μυστήριο του Ν. Θεοφανίδη,
ιδιοκτήτη επίσης του λαικού περιοδικού Ρομάντσο. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού
εκδίδεται μόλις 10 μέρες μετά από το αντίστοιχο της Μάσκας, δηλαδή στις 10 Οκτωβρίου
1935 με ικανοποιητική πορεία που άρχισε σταδιακά να φθίνει μέχρι το κλείσιμό του με το
90ο τεύχος στις 23 Ιουνίου 193783.
Το περιοδικό Μυστήριο επανακυκλοφορεί από τον Μαγγανάρη τη δεκαετία του
70 μετά το κλείσιμο της Μασκούλας, καλοτυπωμένο και με προσεγμένη εμφάνιση, με
αρχισυντάκτη αρχικά τον Αλέκο Μαρκόπουλο και στη συνέχεια τον Νίκο Μειμάρη. Οι
αστυνομικές ιστορίες των Ντετέκτιβ Χ, Αράχνη, Ζορό και άλλων μεταφράζονται από το
εξωτερικό αλλά και νέες δημιουργούνται από το χέρι Ελλήνων συγγραφέων χωρίς να
υστερούν σε τίποτα από τις πρώτες. Το Μυστήριο κατά την πρώτη περίοδο έκδοσής του
(1335-1937) φτάνει τα 90 τεύχη, τη δεύτερη, δηλαδή μεταπολεμικά, τα 28, ενώ την τρίτη
περίοδο τα 415 τεύχη. Φαίνεται λοιπόν εδώ ξεκάθαρα η θερμή υποδοχή των αναγνωστών
στην προσπάθεια των εκδοτών να προωθήσουν στην αγορά ένα προιόν αντίστοιχο των
81 ο. π. σελ.4.
82 ο. π. σελ.5.
83 ο. π. σελ.4.

47
ευρωπαικού και αμερικανικού περιοδικού τύπου με το νέο Μυστήριο, σαφώς ανακαινισμένο,
με δίχρωμη εσωτερική εκτύπωση και άριστη εμφάνιση84.
Τα δύο μεγάλα περιοδικά στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος
ακολουθεί και μια σειρά άλλων μικρότερων σε διάδοση και κυκλοφορία. Ο Γεώργιος
Παπαδημητρίου (1898 – 1970) εξέδωσε το αστυνομικό περιοδικό Μαύρο χέρι, χωρίς βέβαια
ιδιαίτερη επιτυχία, αφού στο κοινό κυκλοφόρησαν μόνο 4 τεύχη85. Επίσης το περιοδικό
Αίνιγμα του εκδότη Δημήτριου Περαντζάκη και το περιοδικό ΠΑΜΕΜ που εξέδιδε ο
Γιάννης Καμπούρης, στο οποίο έγραφε τις ιστορίες του ήρωα Νικ Βάλετ, όπως και στα
περιοδικά Μυστήριο και Μάσκα.
Οι δεκαετίες του 70 και του 80 αλλάζουν τα δεδομένα και περιορίζουν κατά
πολύ το περιοδικό τύπο και την ανάγνωση γενικότερα. Σε ένα μεγάλο μέρος σε αυτό
συμβάλλει η διάδοση της τηλεόρασης που άρχισε να μπαίνει σταδιακά στα περισσότερα
ελληνικά σπίτια. Σημαντικό στοιχείο πάντως αποτελεί το ότι τα δύο αυτά περιοδικά και οι
προσπάθειες των συντελεστών τους βοήθησαν πολύ στη γνωστοποίηση και προώθηση
αστυνομικών ιστοριών, ηρώων και ξένων συγγραφέων στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό
καθώς και οδήγησαν αρκετούς Έλληνες συγγραφείς να πειραματιστούν στο αστυνομικό
λογοτεχνικό είδος.

84 ο. π. σελ. 5.
85 Δημήτρης Χανός, Η λαική λογοτεχνία (το λαικό μυθιστόρημα), τόμος Β, σελ. 31.

48
2.2.1. Οι ήρωες των αστυνομικών διηγημάτων – τα δάνεια από το
εξωτερικό.

Τα λαϊκά περιοδικά εξέδιδαν μια μεγάλη γκάμα από ιστορίες τρόμου,


φαντασίας, κατασκοπείας και αστυνομικά και καουμπόικα έργα. Ονόματα όπως αυτά, ο
Πίνκερτον, υπαρκτό πρόσωπο, ο Χόλμς, ο Πουαρώ, ο Λέμι Κόσιον, η Νυχτερίδα και το
Γεράκι πρωταγωνιστούσαν σε περίπτερα και πάγκους πλανόδιων πωλητών. Όπως ειπώθηκε
τα κατορθώματα των ηρώων αυτών καθώς και οι χαρακτήρες τους αναπλάθωνταν,
συνεχίζονταν, συμπληρώνονταν από Έλληνες συνεργάτες των λαϊκών περιοδικών. Τομή για
το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί η δεκαετία του 50 με την εμφάνιση Ελλήνων
συγγραφέων που παρά τα ικανοποιητικά τιράζ των περιοδικών και των βιβλίων τσέπης που
μετέφραζαν ιστορίες ξένων, ξεκίνησαν δειλά αλλά σταθερά να πλάθουν Έλληνες ήρωες που
ταίριαζαν καλύτερα στην ελληνική νοοτροπία και πραγματικότητα.
Οι ήρωες με τα ξενικά ονόματα που αγωνίζονταν ενάντια στα εγκλήματα,
ενάντια στο κακό, την αδικία έφεραν ελληνικά εμβλήματα, μιας και παρά τη μακρινή
καταγωγή τους οι πένες που δημιουργούσαν τις περιπέτειές τους ήταν ελληνικές και λίγο
πολύ οι ήρωες αυτοί έκρυβαν εντός τους ένα συγκαλυμένο ελληνικό ταπεραμέντο
δημιουργώντας την αίσθηση του οικείου στους αναγνώστες. Μιλώντας για τη δημιουργία
αστυνομικών ιστοριών μπορούμε πλέον να αναφερθούμε σε μια βιομηχανία αστυνομικής
λογοτεχνίας, όπου εγχώρια προιόντα ρίχνονταν στην αγορά με αμερικανικές ετικέτες86. Από
ένα χρονικό σημείο και μετά οι ιστορίες των Ελλήνων συγγραφέων ξεπερνούσαν αυτές των
ξένων συναδέλφων τους.
Ένας αστυνομικός ήρωας με ελληνοαμερικανική καταγωγή ήταν ο Νικ Βάλετ
που εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού ΠΑΜΕΜ (από τα αρχικά των λέξεων
Περιπέτεια, Αγωνία, Μίσος, Έρωτας, Μυστήριο) που εξέδιδε ο συγγραφέας και δημιουργός
του Γιάννης Καμπούρης. Παραθέτωντας ένα απόσπασμα αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο του
συντρόφου του Σέρλοκ Χολμς, γιατρού Ουότσον, γνωρίζουμε τον ντετέκτιβ Νικ Βάλετ από
κοντά, στην πρώτη θέση του ιταλικού πλοίου “Σαντίλλιο” που έκανε το ταξίδι από το Κέιπ
Τάουν με κατεύθυνση την Αίγυπτο και στη συνέχεια την Ιταλία. “...Απέναντί μου στην
τραπεζαρία, είχε θέση κάποιος παράξενος τύπος. Ένας καλοδεμένος κύριος, ως 30 χρόνων,
αναστήματος μετρίου, μελαχρινός, με κατάμαυρα μαλλιά και με πολύ παχειά φρύδια. Υπέθεσα
στην αρχή ότι θα ταν Ιταλός, γιατί καταβρόχθιζε τα μακαρόνια που μας σερβίριζαν (...) Μου

86 Γιώργος Χατζηδάκης, “Έρχονται οι Ελληνοαμερικανοί!”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 9.

49
φάνηκε σαν γνώριμο το πρόσωπο αυτό. Προσπαθούσα να θυμηθώ πού είχα ξανασυναντήσει
αυτόν τον άνθρωπο αλλά παρ΄όλη την προσπάθειά μου δε το κατόρθωσα (...). - Μάλιστα
κύριε... μου είπε τώρα σε ελληνική γλώσσα. Είμαι Έλλην και ονομάζομαι Νικ Βάλετ! Δηλαδή
Νικόλαος Βαλέτος, απ’ την Κεφαλλωνιά. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. - Σεις; Σεις; Καλά είπα
ότι κάπου σας έχω δη. Δηλαδή τη φωτογραφία σας! Στο “Σταρ” ή στο “Νταίηλυ Μαίηλ” του
Γιοχάνεσμπουργκ! Ώστε σεις; Ο ντετέκτιβ Νικ Βάλετ! (...) Από τις εφημερίδες του
Γιοχάνεσμπουργκ ήξερα ότι ο ιδιωτικός αστυνομικός Νικ Βάλετ είχε κληθεί επειγόντως από
την Νέα Υόρκη, όπου εργάζετο ως ντετέκτιβ δια λογαριασμό των μεγάλων γραφείων
πληροφοριών και ερευνών των Μπάρκερς Μπρόδερς, της Μπροντγουαίη, εις το Τρανσβααλ
για την υπόθεση του δισεκατομυριούχου και ιδιοκτήτου αδαμαντωρυχείων εις το Κιμπερλέι
της Νοτίου Αφρικής, σερ Γουίλιαμ”87.
Ένας ακόμα από τους πρώτους χάρτινους ήρωες, εγχώριους πλέον ντετέκτιβς
ήταν ο αστυνόμος Τζιμ Κάρβας του Νίκου Μαράκη ο οποίος πήρε σάρκα και οστά στη
μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η εμφάνιση ενός τέτοιου ήρωα τη συγκεκριμένη εποχή δημιούργησε
ποικίλες αντιδράσεις τόσο στο χώρο της αστυνομίας όσο και στο χώρο της Αριστεράς μιας
και από τη μια η αστυνομία ένοιωθε ότι χαρακτηριζόταν από ανηθικότητα και η Αριστερά
ότι της παρουσιαζόταν μια αστυνομία με ανθρώπινο χαρακτήρα. Αντίθετη άποψη
διαμόρφωνε το αναγνωστικό κοινό το οποίο καλοδέχτηκε τους νέους ήρωες που
ακροβατούσαν τις περισσότερες φορές μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, οπότε συνδύαζαν το
ξενικό μυστήριο στο οποίο οι αναγνώστες ήταν συνηθισμένοι με το οικείο εγχώριο στοιχείο.
Το λαϊκό ανάγνωσμα την περίοδο εκείνη λειτούργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει
ανακούφιση σε καιρό προσπάθειας να παραμεριστεί και να αποτελέσει παρελθόν η πολιτική
διαμάχη και ο εμφύλιος σπαραγμός. Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής ελληνικών ιστοριών
δεν αποτελούν άρτιες αισθητικά αφηγήσεις αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λειτούργησαν
δραστικά αν αναλογιστούμε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσα στην οποία
εντάσσονται88.
Δέκα χρόνια αργότερα ένας ακόμα ελληνοαμερικάνος κάνει την εμφάνισή του
αυτή τη φορά με στέγη του τα στούντιο της ελληνικής ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, με πατέρα
το δημοσιογράφο Ανδρόνικο Μαρκάκη. Είναι ο γνωστός Τζόννυ Φιλ που οι ραδιοφωνικές
του περιπέτειες από το 1956 κέρδισαν ένα μέρος των ακροατών και των οπαδών του
αστυνομικού είδους. Στο παρακάτω απόσπασμα παρουσιάζεται ένα κομμάτι των
περιπετειών του διάσημου ντετέκτιβ. “...Ο αστυνόμος Σπάρταλης και ο άλλος μπήκαν σ’ ένα
87 Γιώργος Χατζηδάκης, “Έρχονται οι Ελληνοαμερικανοί!”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 9.
88 Ανδρέας Αποστολίδης, “Η γοητεία των λαικών ντετέκτιβ”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ.
7.

50
μακρύ γυαλιστερό αμερικάνικο αυτοκίνητο. Αυτός ο άλλος δεν ήταν παρά ο Τζόνυ Φιλ.
Κάθισε στο τιμόνι – δικό του ήταν τ’ αμάξι – τέντωσε τις ποδάρες του, δίπλα του ο Σπάρταλης
και ξεκίνησαν. Ο Τζόνυ Φιλ ήταν δέκα μέρες τώρα που τεμπέλιαζε στην Αθήνα. Ο Οκτώβριος
ήταν στις αρχές του ακόμη και οι Αθηναίοι χόρταιναν τις παράξενα ζεστές μέρες του και τη
σκόνη των δρόμων που ανασκάπτονταν από τα συνεργεία, όλοι μαζί λες και είχαν βάλει
στοίχημα με τον ουρανό να δώσουν στις βροχές υλικό για λάσπη. Μα ωστόσο, όπως και να
’ταν ο Φιλ την χαιρόταν την Αθήνα. Με τις ομορφιές ή με τα χάλια της ήταν λίγο πολύ ο τόπος
που έπειτα από το Θιάκι, τον θεωρούσε σαν πατρίδα του, κι ήταν δεμένος μαζί της με χίλιες
δυο αναμνήσεις. Με τον Νέστορα Σπάρταλη γνωρίζονταν έξι σχεδόν χρόνια. Από τότε που ο
Σπάρταλης πήγε στην Νέα Υόρκη με μια ειδική αποστολή για να μετεκπαιδευθεί μαζί με
άλλους, στις σύγχρονες μεθόδους διώξεως του εγκλήματος και να παρακολουθήση από κοντά
τον παλμό του γιγαντιαίου αυτού οργανισμού που λέγεται Ομοσπονδιακή Αστυνομία και έχει
σαν αποστολή να χώνη αδιάκοπα τη μύτη της στα σπλάχνα του υποκόσμου. Γίνανε φίλοι.
Πρώτο γιατί ήταν Έλληνες και οι δύο κι ο Τζόνυ Φιλ είχε να προσφέρη στον
καινουργιοφερμένο την πείρα και τις γνώσεις του από μια ολόκληρη ζωή στην αμερικανική
μεγαλούπολη και δεύτερο γιατί ανεκάλυψαν πως είχαν και οι δύο την ίδια τρέλα ή το πάθος
για το επάγγελμα του αστυνομικού. Έτσι ο Τζόνυ Φιλ στις διακοπές του ετούτες στην Αθήνα το
θεώρησε απαραίτητο να συναντήσει τον παλιό του φίλο κι έτσι και ο Σπάρταλης τον ξεσήκωσε
εκείνο το απόγευμα για το πτώμα που πήγαιναν να συναντήσουν στην οδό Γκρέτση 10”89.
Ο δημιουργός του Τζόνυ Φιλ τον παρουσιάζει ως παιδί της ομογένειας, λίγο πριν
την ηλικία των 40 χρόνων, με καταγωγή από την Ιθάκη, που μεταναστεύει στην Αμερική,
σπουδάζει, αποδεικνύει το ταλέντο και τις ικανότητές του και προκόβει. Στο πρόσωπό του
δηλαδή ξετυλίγεται και πραγματοποιείται αμιγώς το αμερικανικό όνειρο αυτοπροσώπως. Ο
Τζόνυ Φιλ γνώρισε μεγάλη επιτυχία, οι περιπέτειές του έγιναν βιβλία και το όνομά του
βρίσκεται ανάμεσα στους Έλληνες άσσους διώκτες του εγκλήματος. Μερικοί από τους
αντιπροσωπευτικότερους τίτλους των αστυνομικών του ιστοριών είναι : “Η πανσιόν
Ρηγίλλης 38”, “Ένα πτώμα στο Ψυχικό”, “Η γυναίκα με τ ασημένια νύχια”, “Ο σκοτωμένος
ζητάει άλλοθι” και άλλα90.
Ένας ακόμα Ελληνοαμερικανός πράκτορας που εμφανίζεται στην αστυνομική
κειμενογραφία είναι ο “πράκτωρ 5” ή Τζίμης Κρίστοφερ ή Δημήτριος Χριστοφορίδης,
ιστορίες του οποίου εμπεριέχονται σε τεύχη του περιοδικού Μάσκα, οι ιστορίες του
υπογράφονται από τον Κέρτις Στιλ, θεωρείται όμως ότι κάποιος Έλληνας συγγραφέας

89 Γιώργος Χατζηδάκης, “Έρχονται οι Ελληνοαμερικανοί!”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 9.


90 ο. π. σελ. 10.

51
κρύβεται πίσω από το όνομα αυτό. Επισης ο πολυγραφότατος Νίκος Ρούτσος έγραψε τις
περιπέτειες του Ελληνοαμερικανού ιδιωτικού ντετέκτιβ Τζον Γκρικ, οι οποίες
κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία φυλλάδια. Στη πραγματικότητα τρεις γενιές
δημοσιογράφων και συγγραφέων είναι γνωστό ότι ασχολήθηκαν με τη πλαστογράφηση
ονομάτων ξένων συναδέλφων τους χωρίς να επηρεάσουν ή να θίξουν τη φήμη τους91.
Ως απάντηση στο ερώτημα γιατί οι συγγραφείς επέλεγαν ως τόπο προέλευσης,
εργασίας, μαθητείας των δημοφιλών ντετέκτιβ την Αμερική αποτελεί το ότι η Αμερική
αποτελούσε τόσο μητρόπολη των συστημάτων δίωξης όσο και κοιτίδα του εγκλήματος.
Στην Αμερική επίσης γεννήθηκε το νουάρ μυθιστόρημα, η crime novel, η λογοτεχνία με
κέντρο το βίαιο έγκλημα, τους σκοτεινούς δρόμους των μεγαλουπόλεων, τους επικίνδυνους
εγκληματίες και τις αποτρόπαιες πράξεις. Η Αμερική αποτελεί και γενέτειρα των
περιβόητων ιδιωτικών αστυνομικών του Σαμ Σπέιντ (Ντ. Χάμετ), του Φίλιπ Μάρλοου (Ρ.
Τσάντλερ) και Νίρο Γουλφ (Ρεξ Στάουτ), γνωστών στο ελληνικό κοινό.
Εκτός από τους Ελληνοαμερικανούς ήρωες στην ιστορία του ελληνικού
αστυνομικού μυθιστορήματος σημειώνονται και “ελληνο – αμερικάνοι” συγγραφείς. Και
αναφερόμαστε βέβαια όπως και προηγουμένως στην πλαστογράφιση ονομάτων συγγραφέων
του εξωτερικού από Έλληνες είτε γιατί η παραγωγή αστυνομικών ιστοριών από το
εξωτερικό ήταν περιορισμένη και κάποτε εξαντλούνταν ή η υιοθέτηση ξένων ονομάτων
γίνονταν για λόγους μάρκετινγκ και προώθησης των αστυνομικών διηγημάτων στην
Ελλάδα, μιας και το ξένο διήγημα κέντριζε περισσότερο το αναγνωστικό κοινό και γέμιζε τα
ταμεία των εκδοτών. Έτσι ο Τάσος Αυλωνίτης έγραψε ιστορίες με το Λωποδύτη –
Φάντασμα, η Ειρήνη Καλκάνη με τον Ντετέκτιβ Χ, ο Ηλίας Μπακόπουλος με τον Ντετέκτιβ
Χ και τον Ζορρό, ο Γιώργος Τσουκαλάς με τον Ντετέκτιβ Χ, η Γεωργία Αναστασιάδη –
Δεληγιάννη με τον Ζορρό, ο Στέλιος Ανεμοδούρας με τον Ζορρό και την Αράχνη, ο
Γιώργος Μαρμαρίδης με τον Ντετέκτιβ Χ και τη Νυχτερίδα. Ακόμα και ο Απόστολος
Μαγγανάρης έγραφε ιστορίες εκτός των άλλων με τον Σάιμον Τέμπλαρ, τον ονομαζόμενο
Άγιο92.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ήρωας του Πίτερ Τσένει, Λέμι Κόσιον,
τον οποίο “υιοθέτησε” ο Γιώργος Μαρμαρίδης υποσκελίζοντας το “βιολογικό” του πατέρα,
και προσφέροντας στο κοινό γλαφυρότατες και γεμάτες ζωντάνια ιστορίες. Ωστόσο ο
πρώτος Ελληνοαμερικανός ήρωας εμφανίστηκε στη Σμύρνη και άκουγε στο όνομα Νικ
Πίνσον. Οι ιστορίες του κυκλοφόρησαν το 1914 σε χειρόγραφα φυλλάδια και δημιουργός
91 ο. π. σελ.10.
92 Φίλιππος Φιλίππου, “Έλληνες συγγραφείς, συνολική αναφορά σε αυτούς που γοήτευσαν και δημιούργησαν
μυθικούς αστυνομικούς και ντετέκτιβ”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 22.

52
του ήταν ο γνωστός σε μας εμπνευστής του περιοδικού Μάσκα και αρωγός του αστυνομικού
μυθιστορήματος στην Ελλάδα Απόστολος Μαγγανάρης. Επίσης στη Μάσκα, κατά τη
προπολεμική πρώτη περίοδο ο Γιώργος Τσουκαλάς πολλαπλασίαζε τις περιπέτειες του
“Ντετέκτιβ Χ” καθώς αναφορά πρέπει να γίνει και στον Ορφέα Καραβία που φιλοτέχνησε
τα κατορθώματα του ήρωα Φέλιξ Καρ93.

93 Γιώργος Χατζηδάκης, “Έρχονται οι Ελληνοαμερικανοί!”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ.


10.

53
2.2.2. Οι Έλληνες αστυνομικοί ήρωες – η είσοδος πια των
ελληνικών ονομάτων στη δίωξη του εγκλήματος.

Τα πρώτα λαϊκά φυλλάδια φυλλοξενούσαν περιλήψεις ή διασκευές μεγάλων


μυθιστορημάτων με ήρωες όπως ο Ροκαμβόλ, ο Σέρλοκ Χομς, ο Νατ Πίκερτον. Ο πρώτος
Έλληνας ήρωας που εμφανίζεται στις αστυνομικές σειρές των λαϊκών φυλλαδίων φαίνεται
να είναι ο Φον Κολοκοτρώνης, ένα πρόσωπο υπαρκτό, εγγονός του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη. Τις περιπέτειες του ήρωα αυτού έγραφε ο Αριστείδης Κυριακός
επηρεασμένος από τις ιστορίες του Χολμς94.
Ο σπουδαιότερος ίσως και γνωστότερος όλων των Ελλήνων αστυνομικών που
έχει στο ενεργητικό του πολυάριθμες λύσεις μυστηρίων και εξιχνιάσεις φόνων ακούει στο
όνομα αστυνόμος Μπέκας και αποτελεί ένα δημιούργημα του πολυγραφότατου Γιάννη
Μαρή, δημοσιογράφου και συγγραφέα, το όνομα του οποίου εμφανίζεται σε πολλά λαϊκά
περιοδικά και αστυνομικά μυθιστορήματα τις δεκαετίες του 50 και του 60 στην Ελλάδα.Ο
Μαρής σκιαγραφεί τον κεντρικό του ήρωα επηρεασμένος από τον Γάλλο συνάδελφό του
αστυνόμο Μεγκρέ, ήρωα του Ζ. Σιμενόν, προσαρμοσμένο στην ελληνική νοοτροπία και
κοινωνία. Οι πρώτες προσπάθειες του αστυνόμου Μπέκα πάταξης του εγκλήματος
χρονολογούνται το καλοκαίρι του 1953 στις σελίδες του μυθιστορήματος Έγκλημα στο
Κολωνάκι∙ το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει την αρχή μιας σειράς ιστοριών με κεντρικό ήρωα
τον αστυνόμο Μπέκα ή το δημοσιογράφο Μακρή τους οποίους δέχτηκαν θερμά οι οπαδοί
του αστυνομικού είδους μέχρι και σήμερα. Ο δρόμος ανοίγει πλέον και για άλλους Έλληνες
συγγραφείς να πλάσουν τους δικούς τους ήρωες πια απαλλαγμένους από το ευρωπαικό ή
αμερικανικό περιβάλλον και ενταγμένων πια πιο κοντά στο ελληνικό κοινωνικό και
ιστορικό γίγνεσθαι.
Ένα παράδειγμα αποτελούν οι αστυνομικές ιστορίες που σχετίζονταν με την
Κατοχή και την Αντίσταση όπου ήρωες και προδότες συνάρπαζαν το ελληνικό κοινό
ξυπνώντας νωπές μνήμες του πολέμου, μια αντιπαράθεση του καλού και του κακού πιο
ξεκάθαρου και ασφαλούς από τα γεγονότα του 46 – 49, μετατοπίζοντας δηλαδή τη προσοχή
από τις εμφύλιες διαμάχες. Λίγο πριν την είσοδο του αστυνόμου Μπέκα εμφανίζονται στη
μετεμφυλιακή Μάσκα με την υπογραφή του Π. Πετρίτη, ψευδώνυμο του γνωστότατου
συγγραφέα Νίκου Μαράκη, ιστορίες με κεντρική ηρωίδα την Μις Γκοστ ή Φροιλάιν Γκοστ,
κατά κόσμον Αγγέλα Μαρκάτου, μια πατριώτισσα που πολεμούσε τους Γερμανούς,

94 Φίλιππος Φιλίππου, κριτική στο έργο του Κυριάκου Κάσση, Ελληνική παραλογοτεχνία
& κόμικς 1598 – 1998, Ιδιωτική έκδοση, 1998, στο Βήμα, 14/02/1999.

54
εργαζόμενη για λογαριασμό του Ελληνικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής που έδρευε
στο Κάιρο. Από τις ιστορίες αυτές εμπνεύστηκε αργότερα ο Στέλιος Ανεμοδούρας και
έγραψε τις ανάλογες περιπέτειες του Γιώργου Θαλάσση, ή Παιδί – Φάντασμα, γνωστός ως
Μικρός Ήρωας95.
Το 1966 ο Ανδρόνικος Μαρκάκης δημιουργεί έναν ακόμα Έλληνα ήρωα, τον
δικηγόρο Ορέστη Λαμπίρη, που πρωταγωνιστεί στη ραδιοφωνική σειρά Το σπίτι των
ανέμων. Αστυνομικά μυθιστορήματα με φόντο την Κατοχή έγραφε και ο Γιάννης Β.
Ιωαννίδης με τίτλους Θάνατος στο Σούνιο και Ο χορός του θανάτου. Τη περίοδο εκείνη η
μοναδική γυναίκα που γράφει αστυνομικές ιστορίες είναι η Αθηνά Κακούρη που δημοσιεύει
τις ιστορίες της στο περιοδικό Ταχυδρόμος, με κεντρικούς ήρωες αστυνομικούς ή απλές
νοικοκυρές. Δικαίως θεωρούμε ότι η Κακούρη δικαιωματικά κερδίζει το τίτλο της
Ελληνίδας Αγκάθα Κρίστι96.
Τη λήθη της εμφύλιας διαμάχης έρχεται να διακόψει το Απριλιανό πραξικόπημα
που κόβει και την πορεία των αστυνομικών αναγνωσμάτων. Το αστυνομικό διήγημα χάνει
τους φίλους και υποστηρικτές του σε μια περίοδο κατάλυσης της δημόσιας ισορροπίας και
ηρεμίας. Τα λαϊκά αναγνώσματα δεν φαίνεται να ταιριάζουν πλέον στο βαρύ κλίμα των
νέων πολιτικών εξελίξεων. Εξάλλου όπως έχει ειπωθεί αυτή η περίοδος της δεκαετίας του
70 σχετίζεται στενά με ένα νέο είδος ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, την τηλεόραση, που έχει
ήδη γίνει απαραίτητη στα νοικοκυριά του εξωτερικού και κάνει την εμφάνισή της και στα
ελληνικά σαλόνια.
O θάνατος του Γιάννη Μαρή το 1979 τερμάτισε τη χρυσή αυτή εποχή για το
αστυνομικό μυθιστόρημα που ξεκίνησε δειλά από τη δεκαετία του 30 και κορυφώθηκε το 50
και το 60. Από κει και πέρα και κυρίως τα χρόνια της δικτατορίας το ελληνικό αναγνωστικό
κοινό στρέφεται σε πιο εύπεπτες αισθηματικές ιστορίες τύπου Άρλεκιν. Με την επανέκδοση
του περιοδικού Μάσκα από το Δημήτρη Χανό αρκετοί εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν
καλοδουλεμένες αστυνομικές σειρές και Έλληνες συγγραφείς, λίγοι βέβαια αρχικά, κάνουν
τα πρώτα τους βήματα στην αστυνομική λογοτεχνία ακολουθώντας τα χνάρια του Μαρή.
Δημιουργοί και τίτλοι που εμφανίζονται τα πρώτα χρόνια του 80 είναι το μυθιστόρημα του
Στυλιανού Μωυσίδη Ο θάνατος στην Ολυμπία το 1981, το έργο του Δημήτρη Χανού
Ανατομία ενός εγκλήματος το 1982 και το Ένα κι ένα κάνουν όσο θες των Τιτίνα Δανέλλη
και Μάνου Κοντολέοντα. Τα βιβλία αυτά ανοίγουν την αυλαία για μια νέα φάση του

95 Φίλιππος Φιλίππου, “Έλληνες συγγραφείς, συνολική αναφορά σε αυτούς που γοήτευσαν και δημιούργησαν
μυθικούς αστυνομικούς και ντετέκτιβ”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 23.
96 ο. π. σελ. 24.

55
αστυνομικού μυθιστορήματος με εντελώς διαφορετικούς όρους από τα προηγούμενα
χρόνια97.
Ένα από τα πρώτα κείμενα με τα οποία εισερχόμαστε στη νέα αυτή περίοδο για
το αστυνομικό, που από δω και πέρα μέχρι τις μέρες μας ολοένα και θα κορυφώνεται, είναι
το μυθιστόρημα του Φώντα Λάδη Άνθρωποι και κούκλες το 1982, με πρωταγωνιστή μιας
σειράς ιστοριών τον ιδιωτικό αστυνομικό Φοίβο Μαύρο. Στην συνέχεια ακολουθεί ο
συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου με δύο μυθιστορήματα με αστυνομική πλοκή χωρίς την
παρουσία όμως αστυνομικών και ντετέκτιβ σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πρόκειται για το
Κύκλος θανάτου το 1987 και Το χαμόγελο της Τζοκόντας το 1988. Από κει και πέρα
εμφανίζεται συχνά σε αστυνομικά μυθιστορήματα ο πρωταγωνιστής της ιστορίας να είναι
ένας ερασιτέχνης ντετέκτιβ είτε γιατί βρισκόταν σε μεγάλη συναισθηματική σχέση με το
θύμα και θεωρούσε χρέος του να αποκαταστήσει τη μνήμη του τιμωρώντας τον ένοχο, είτε
γιατί βρισκόταν ο ίδιος σε θέση βασικού υπόπτου και ήθελε να αποδείξει την αθωότητά του.
Σε αυτές τις περιπτώσεις δε παρακάμπτεται μια βασική αρχή του αστυνομικού
μυθιστορήματος που είναι η δεδομένη αθωότητα του ντετέκτιβ εξαρχής γιατί παρόλο που
αυτός που ερευνά δεν έχει ορισμένες δικαιοδοσίες έχει με το μέρος του τον αναγνώστη. Σε
αυτήν την περίπτωση ανήκουν τα πρώτα μυθιστορήματα του Φιλίππου, για παράδειγμα στο
Κύκλο θανάτου, όπου ο πρώην ναυτικός Νικηφόρος Νικηφορίδης επιχειρώντας να αποδείξει
την αθωότητά του ερευνά το οικείο περιβάλλον του θύματος.
Την ίδια εποχή εμφανίζεται ο Πάρις Αριστείδης με το μυθιστόρημα Η αγάπη της
γάτας το 1988 με ήρωα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Χ. Ζάρα και στη συνέχεια ο Στυλιανός
Χαράτσης με το Οι κώδικες της Σίνδου το 1989, ο Στάθης Βαλούκος με το Να σκοτώνεις το
διάβολο το 1989 και ο Στέλιος Κούλογλου με το έργο Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο το
1988. Εκτός από τα νέα αυτά ονόματα εκδίδεται εκείνη την περίοδο και το βιβλίο του
παλιότερου συγγραφέα και γνώριμου ονόματος από την εποχή των περιοδικών Μάσκας και
του Μυστηρίου Τζίμη Κορίνη Οι δολοφόνοι κάνουν λάθη το 199098.
Όπως και σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, άλλοτε λίγο και άλλοτε περισσότερο, οι
αλλαγές συντελούνται ανάλογα με τις κοινωνικές ή πολιτικές μεταβολές, έτσι και στο
αστυνομικό, ίσως περισσότερο από άλλα είδη, συχνά τα δεδομένα αλλάζουν. Αυτό γίνεται
γιατί το αστυνομικό μυθιστόρημα περιγράφει, αναλύει, ανήκει στην πραγματικότητα,
επόμενο λοιπόν είναι να επηρεάζεται από τις αλλαγές της. Στη δεκαετία του 90 πολλά είναι
τα νέα στοιχεία που αλλάζουν τα δεδομένα, ένα απ’ τα μεγαλύτερα είναι η αλλαγή στη

97 ο. π. σελ. 24.
98 ο.π. σελ. 25.

56
σύσταση των πόλεων εξαιτίας της εισόδου των μεταναστών και των οικονομικών
προσφύγων, η αστυφιλία που ήδη είχε κάνει την εμφάνισή της και καθιερωθεί στα ελληνικά
πράγματα, έκαναν πιο έντονη την ανάγκη για μια καθαρά αστική λογοτεχνία. Ο
συνωστισμός, η τσιμεντοποίηση, η ανεργία, η εισροή του ξένου στοιχείου και το
οργανωμένο έγκλημα που αναπτύσσεται με γοργότερους ρυθμούς ακολουθώντας τα ξένα
πρότυπα των μεγαλουπόλεων, γεμίζουν τις δημοσιογραφικές σελίδες και δίνουν τροφή στη
μυθοπλασία.
Οι κοινωνικές μεταβολές οπλίζουν το χέρι των συγγραφέων να καταγράψουν
ουσιαστικά καταστάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας των οποίων οι αναγνώστες
αποτελούσαν πλέον κοινωνοί και θεατές. Ένας από τους πρώτους συγγραφείς της νέας
αυτής περιόδου υπήρξε ο Ανδρέας Αποστολίδης, πολύ γνωστός και για τις μεταφράσεις
έργων ξένων λογοτεχνών για τις εκδόσεις Άγρα. Τα βιβλία του Χαμένο παιχνίδι και
Φάντασμα του μετρό, 1995 και 1996, έχουν φόντο το κέντρο της Αθήνας και πρωταγωνιστές
αστυνομικούς και δικηγόρους. Στη συνέχεια ο Πέτρος Μάρκαρης παρουσίασε το βιβλίο του
Νυχτερινό δελτίο το 1995, πρώτο από μια σειρά μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον
αστυνόμο Χαρίτο, απόγονο του αστυνόμου Μπέκα και κατ’ επέκταση του Σιμενικού
Μεγκρέ. Το 1996 δημοσιεύεται το τρίτο μυθιστόρημα του Φίλιππου Φιλίππου με τίτλο Το
μαύρο γεράκι, πάλι με κέντρο τον υπόκοσμο του κέντρου της πρωτεύουσας και την ίδια
χρονιά η Μπαλάντα του λύκου του Πάρη Αριστείδη και το 1997 το Έγκλημα στο Παρατηρητή
του Αργύρη Παυλιώτη99.
Εκτός από το περιβάλλον της πρωτεύουσας, αστυνομικά μυστήρια και επίδοξοι
ερευνητές εμφανίζονται και στον ελληνικό βορρά. Ο Πέτρος Μαρτινίδης τοποθετεί το δικό
του αίνιγμα στο πανεπιστημιακό χώρο της Θεσσαλονίκης με πρωταγωνιστές απ’ τον
ακαδημαικό κύκλο. Το πρώτο του μυθιστόρημα έχει τίτλο Κατά συρροήν και εμφανίζεται
στα βιβλιοπωλεία το 1998. Ο ίδιος ο Μαρτινίδης, αρχιτέκτων και ακαδημαϊκός φαίνεται να
αισθάνεται πιο οικεία στο χώρο του campus novel χωρίς να αφαιρεί από το έργο του
αστυνομικές αξιώσεις. Το αστυνομικό μυθιστόρημα και κατ’ επέκταση το λαϊκό ανάγνωσμα
φαίνεται να τον απασχολεί εκδίδοντας μια σημαντική μελέτη με τίτλο Συνηγορία της
παραλογοτεχνίας.

99 ο. π. σελ. 25.

57
2.3. Εκδοτικά

Όσον αφορά τέλος το εκδοτικό κομμάτι των κειμένων αυτών, κάτι που παίζει
σαφώς μεγάλο ρόλο για τη διάδοσή τους, μπορούμε να χαράξουμε μια νοερή γραμμή, αυτή
της δεκαετίας του 80. Μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο η λαϊκή λογοτεχνία επομένως και το
αστυνομικό ανάγνωσμα ήταν ένα προιόν που το έβρισκε κανείς είτε κρεμασμένο με
σκοινάκια στα περίπτερα είτε σε πάγκους πλανόδιων εμπόρων. Οι εκδόσεις των περιοδικών
που φιλοξενούσαν τα αναγνώσματα αυτά ήταν αρκετά πρόχειρες και σε αρκετές
περιπτώσεις ευτελείς που κατά κάποιον τρόπο καθόριζαν μια ταξική τους θέση απέναντι
στα άλλα λογοτεχνικά είδη. Η εμφάνιση των κειμένων αυτών αποτελούσε για πολλούς,
εκτός βέβαια απ’ το περιεχόμενό τους, μια απ’ τις αιτίες περιθωριοποίησης της
αστυνομικής ή αισθηματικής λογοτεχνικής παραγωγής και χαρακτηρισμού της ως
παραφιλολογία. Αυτό βέβαια σηματοδοτούσε και το αντίθετο, από τη στιγμή που το
αναγνωστικό κοινό περιορίζονταν στις χαμηλά κοινωνικές τάξεις, οπότε και η αγορά
τέτοιων εντύπων έπρεπε να ταιριάζει με την οικονομική κατάσταση των αναγνωστών,
επομένως οι εκδότες διαμόρφωναν το αισθητικό αποτέλεσμα των λαϊκών κειμένων
αναλόγως με το συμφέρον και το κέρδος τους.
Η διάδοση της ποπ κουλτούρας στην Ελλάδα συντελείται απ’ τις εκδόσεις
Πεχλιβανίδη με ένα κάπως πιο αξιοπρεπές εκδοτικό αποτέλεσμα. Το 1951 εισάγουν τα
Κλασσικά εικονογραφημένα και συνεχίζουν με τα γνωστά βιβλία τσέπης. Στα τέλη της
δεκαετίας του 50 γίνεται επίσης μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των λαϊκών κειμένων από
την Ελένη Βλάχου και τις εκδόσεις Γαλαξίας. Όπως ειπώθηκε η προσπάθεια βελτίωσης των
εκδόσεων ήταν στενά συνυφασμένη με το αναγνωστικό και φυσικά αγοραστικό κοινό,
επομένως διαμορφωνόταν και αναλογικά με το μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων. Ο
εκδοτικός οίκος Λυχνάρι ξεκινάει τη δεκαετία το 60 και εκδίδει άπαντα τα έργα της
Αγγλίδας συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών και του Εσπραγιά100. Επίσης στα τέλη της ίδιας
δεκαετίας οι εκδόσεις Άγκυρα εγακαινιάζουν μια σειρά βιβλίων τσέπης με καλές επιλογές
αλλά λιγότερα όμορφο εξωτερικό αποτέλεσμα. Επανάσταση στην εκδοτική ιστορία των
αστυνομικών αποτελούν τα “Βίπερ” του εκδοτικού οργανισμού “Πάπυρος Πρες” και στη
συνέχεια, στα χρόνια του 80, η αγορά ανανεώνεται αισθητά με την κυκλοφορία των Bell.
Από κει και πέρα η τύχη των αστυνομικών κειμένων αλλάζει. Η είσοδός τους στα
βιβλιοπωλεία της χώρας επιμελημένα από μεγάλους εκδοτικούς οργανισμούς αλλάζει τα

100Νίκος Βατόπουλος, “Τα βιβλία τσέπης, το αστυνομικό μυθιστόρημα μεταπολεμικά συνδέθηκε με το


περίπτερο και πέρασε πολλές εκδοτικές φάσεις”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 32.

58
δεδομένα στην αντιμετώπιση του είδους το οποίο κερδίζει συνεχώς έδαφος. Οι λογοτεχνικές
εκδόσεις Άγρα, Γαβριηλίδης, Καστανιώτης, Πατάκης, Ωκεανίδα, Πόλις, Ίνδικτος και άλλες
αρχίζουν και περιλαμβάνουν στην εκδοτική τους δραστηριότητα τα έργα νέων συγγραφέων
αστυνομικών μυθιστορημάτων, κάτι που συνεχίζεται με επιτυχία ως σήμερα101.

101Νίκος Βατόπουλος, “Τα βιβλία τσέπης, το αστυνομικό μυθιστόρημα μεταπολεμικά σνδέθηκε με το


περίπτερο και πέρασε πολλές εκδοτικές φάσεις”, εφημ. Καθημερινή, αφιέρωμα 28.06.1998, σελ. 32.

59
2.4. Αναφορά στους Έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το
αστυνομικό μυθιστόρημα.

Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσουμε να δούμε τα ονόματα και τα έργα των


συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα κατά τον 20ο
αιώνα, με ιδαίτερη έμφαση στο δεύτερο μισό του.
Από τους πρώτους συγγραφείς λαϊκών μυθιστορημάτων με
αστυνομικό/κατασκοπευτικό περιεχόμενο είναι ο Αριστείδης Κυριακού με το Η σύζυγος του
κατασκόπου Κάιζερ, το 1918 και ο Γιώργος Τσουκαλάς με το Μυστήρια των κατασκόπων, το
1931. Τα μυθιστορήματα αυτά αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης για τα έργα που κυκλοφόρησαν
αργότερα, την περίοδο της Κατοχής, όπως εκείνα του Γιάννη Ιωαννίδη, του Θανάση Τσόγγα
και του Νίκου Μαράκη καθώς και των περιπετειών του Μικρού Ήρωα που έγραψε ο
Στέλιος Ανεμοδούρας102.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης (1919 - ) δημοσιογράφος και λογοτέχνης ασχολήθηκε με
τα αστυνομικά και κατασκοπευτικά μυθιστορήματα, επιλέγοντας για τις ιστορίες του το
φόντο της κατοχής, ένα οικείο περιβάλλον που φιλοξενούσε βιώματα ολόκληρου του
ελληνικού κόσμου την εποχή αυτή. Δύο απ’ τα κυριότερα έργα του ανήκουν στο
αστυνομικό είδος και εκδίδονται το 1967 στο Μετρό Αθηνών με τίτλους Θάνατος στο Σούνιο
και Ο χορός του θανάτου. Ο ίδιος έγραψε σε πολλά περιοδικά, ανάμεσα σε αυτά και το
περιοδικό Μυστήριο103.
Αναγνωσματογράφος και επιφυλλιδογράφος στα περιοδικά Μάσκα και
Μυστήριο, και στο ΠΑΜΕΜ στο οποίο υπήρξε διευθυντής και εκδότης, ο Γιάννης
Καμπούρης (1906 – 1979) έγραψε ιστορίες με αστυνομικό περιεχόμενο καθιστώντας τον
ένα από τα σημαντικά ονόματα στην εισαγωγή του αστυνομικού είδους στην Ελλάδα. Τίτλοι
των αναγνωσμάτων του που εκδόθηκαν στο λαικό περιοδικό ΠΑΜΕΜ το μυθιστόρημα
κατασκοπείας Ασαφ (Ασία – Αφρική), η ιστορία μιας δικαστικής πλάνης, Υπόθεση Έιρενς, το
αστυνομικό ρομάντζο Έρως και αίμα και η νουβέλα με επίσης αστυνομικό περιεχόμενο Το
ζωντανό πτώμα104.
Ο δημοσιογράφος Ορφέας Καραβίας επέλεξε τη συγγραφή παρά τις σπουδές του
στην ιατρική επιστήμη. Ο ίδιος επέλεξε να γράφει αστυνομικές ιστορίες με το ψευδώνυμο
Φέλιξ Καρ στα περιοδικά Μυστήριο, Μάσκα και Ρομάντζο, δημιουργώντας τον αστυνομικό
102 Φίλιππος Φιλίππου, κριτική στο έργο του Κυριάκου Κάσση, Ελληνική παραλογοτεχνία
& κόμικς 1598 – 1998, Ιδιωτική έκδοση, 1998, στο Βήμα, 14/02/1999.
103 Δημήτρης Χανός, Η λαική λογοτεχνία (το λαικό μυθιστόρημα), τόμος Β, σελ. 138.
104 ό.π. , σελ. 141.

60
ήρωα Μάρτιν Μπεγκ και τον επιθεωρητή Ντέιβις. Η συγγραφική του δράση ξεκινά το 1935
με το Ο άνθρωπος με το ξύλινο χέρι, Ο χάρος θερίζει και το 1936 με το Ξεσκίζοντας
ανθρώπινες σάρκες, στο περιοδικό Μυστήριο της α΄ περιόδου και συνεχίζει το 1943 με το
Μια γραμμή από αίμα στο περιοδικό Άσσος, Νο. 16 και το 1944 με το Μια πιστολιά τα
μεσάνυχτα στο περιοδικό Αράχνη, Νο. 30. Το 1946 επίσης δημοσιεύεται στο περιοδικό
Μάσκα που διανύει πλέον τη δεύτερη περίοδό του το Ο δρόμος του σιωπηλού θανάτου, το
1947 το Απόψε τα μεσάνυχτα και το Ξύπνησε το κτήνος, ενώ το 1948 το κείμενο Ο σατανός
ενσαρκωμένος, όλα στο περιοδικό Μάσκα105.
Άλλος ένας λογοτέχνης που ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνία ενώ
έχει σπουδάσει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι ο Ντίνος Κοκκίνης (1926 - ), ο
οποίος έγραψε και εξέδωσε ο ίδιος το αστυνομικό μυθιστόρημα Κάθε νύχτα κι ένας φόνος,
το 1959. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1974, εκδίδεται άλλο ένα έργο με τον ίδιο τίτλο
από τον Ανδρέα Κουβελογιάννη (1939 - ), δημοσιογράφο και εκδότη της εβδομαδιαίας
εφημερίδας Αθηναικές Νύχτες106. Ο Τζίμμυ Κορίνης αποτελεί ακόμα ένα όνομα που
εμφανίζεται στα αθηναϊκά περιοδικά Μυστήριο, Μάσκα – στο οποίο υπήρξε διευθυντής
σύνταξης και ένας απ’ τους βασικούς συγγραφείς του – Φαντασία, Πρώτο, Ελληνίδα,
Φαντάζιο, Μπουκέτο κ.α. Τα αστυνομικά βιβλία τουΤζίμμυ Κορίνη είναι , Οι δολοφόνοι
κάνουν λάθη το 1990, Θύελλα στη Μακεδονία και Παιχνίδι με το θάνατο,την ίδια χρονιά,
καθώς και το Ο θάνατος δεν απογειώθηκε, το 1993.
Από το σημείο αυτό και ύστερα, προχωρώντας προς το δεύτερο μισό του 20ου
αιώνα η αστυνομική λογοτεχνική παραγωγή αυξάνεται ραγδαία. Είναι η περίοδος που κάνει
την εμφάνισή του στο περιοδικό τύπο το δίδυμο Νίκος Μαράκης (1904 - 1973) και Γιάννης
Μαρής (1918 – 1979). Ο πρώτος ενώ ξεκίνησε ως φοιτητής της Φιλοσοφικής σχολής, αντί
να ασχοληθεί με την εκπαιδευτική δραστηριότητα έγινε αστυνομικός ρεπόρτερ. Εργάστηκε
σε αρκετά περιοδικά και εφημερίδες, οπως Πατρίς, Χρόνος, Αθηναϊκή, Απογευματινή,
Ελληνικός Ταχυδρόμος, Ελευθέρα γνώμη, Βήμα, Νέα. Έγραψε πολλά αισθηματικά
μυθιστορήματα στο περιοδικό Ρομάντσο, αστυνομικά και ιστορίες κατασκοπίας στο
περιοδικό Μάσκα. Τα έργα του που δημοσιεύτηκαν στην εφημεριδα Νέα είναι Η
κατάσκοπος με τα γκρίζα μαλλιά και Στα δίχτυα της Ιντέλιτζενς Σέρβις το 1946, Κυνηγώντας
τα γερμανικά οπλιταγωγά στο Αιγαίο, Η ξανθή Κίρκη του γερμανικού ναυαρχείου, Έλληνες
σαμποτέρ στα νύχια της Γκεστάπο, Σάντα Φε – το γερμανικό καράβι του διαβόλου και Η
απαγωγή του στρατηγού Κραιπε. Την ίδια χρονιά στο περιοδικό Ταχυδρόμος ο Μαράκης

105 ό. π. σελ. 144.


106 ό. π. σελ. 144 - 145.

61
δημοσιεύει Το νησί με τα πεθαμένα κοράλια, Θυσίες στο πέλαγος, Ο γύρος του κόσμου μ ένα
ελληνικό φορτηγό και Το νησί με τις ματωμένες γαρδένιες. Το 1947 εκδίδονται από τις
εκδόσεις Ατλαντίς τα έργα Φόνος στην οδό Πατησίων, Ο πράσινος πιγκουίνος και Το λιμάνι
των χαμένων καραβιών, καθώς και το μυθιστόρημα Μάρκο Πόλο στα βιβλία τσέπης
Μάσκας. Το 1948 στη Μασκούλα οι τίτλοι Μάρκο Πόλο, Το μυστικό του ζωντανού Βούδα
Χερνάντο Κορτεζ και Οι θησαυροί των Αζτέκων ανήκουν στο Νίκο Μαράκη, όπως και το
έργο Η Ταμάρα και οι Κινέζοι της στην εφημερίδα Νέα107.
Δεύτερο όνομα που άνοιξε την αυλαία μιας νέας εποχής για το αστυνομικό
μυθιστόρημα είναι ο Γιάννης Μαρής, ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου, που εκτός του ότι
ήταν πολυγραφότατος, δημιούργησε έναν ήρωα πρότυπο της ελληνικής αστυνομικής
λογοτεχνίας και αποτέλεσε πρόγονο όλων σχεδόν των σύγχρονων συγγραφέων του είδους.
Ο Μαρής καλλιέργησε το κοσμοπολιτικό μυθιστόρημα και προτιμήθηκε από το
αναγνωστικό κοινό όσο κανείς και εκτιμήθηκε ίσως και περισσότερο από τους
μεταγενέστερους. Το μοντέλο του δημιουργού του αστυνόμου Μπέκα υιοθετήθηκε από
πολλούς συνεχιστές του αστυνομικού και οι ιστορίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο
διάσημος τιμωρός των ελληνικών εγκλημάτων αποτυπώθηκαν στη μικρή και τη μεγάλη
οθόνη με επιτυχία μέχρι τις μέρες μας. Ο ίδιος εργάστηκε στις εφημερίδες Μάχη, Αθηναική,
Απογευματινή και Ακρόπολη. Επίσης υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Πρώτο σε όλη τη
διάρκεια της έκδοσής του. Τίτλοι των έργων του από τις εκδόσεις Ατλαντίς είναι οι εξής:
Έγκλημα στο Κολωνάκι, Έγκλημα στα παρασκήνια, Σκληρό παιχνίδι, Το διπλανό δωμάτιο,
Περιπέτεια, Υποψίες, Μπούμεραγκ, Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα, Η εξαφάνιση του Τζων
Αυλακιώτη, Αυστηρώς προσωπικό, Η τρίτη αλήθεια, Επιχείρηση εκδίκηση, Η μελωδία του
θανάτου, Επικίνδυνο καλοκαίρι, Ιντερμέτζο, Το χαμόγελο της Σφίγγας, Υπόθεση εκβιασμού,
Νυχτερινό τηλεφώνημα, Σκοτεινό μεσημέρι, Περίπτωση ανάγκης, Το χαμόγελο της Πυθίας, Ο
δολοφόνος φορούσε σμόκιν, Έγκλημα στη Μύκονο, Εκείνη τη νύχτα, Μια γυναίκα απ το
παρελθόν, Ταξίδι χωρίς γυρισμό, Ζήτημα εμπιστοσύνης, Περιπέτεια στο Άγιο Όρος, Το
μυστικό του Άσπρου Βράχου, Αμφιβολίες, Διακοπές στη Μύκονο, Απαγωγή108.
Ο Ανδρόνικος Μαρκάκης (1924 - ), δημοσιογράφος και λογοτέχνης, εργάζεται
επίσης στον περιοδικό τύπο, συγκεκριμένα στις εφημερίδες Αλλαγή, Μεσημβρινή, Έθνος,
Καθημερινή, Εθνικός Κήρυξ. Η ενασχόλησή του με την αστυνομική λογοτεχνία αρχίζει το
1956 με τις ραδιοφωνικές εκπομπές και το αστυνομικό θέατρο. Οι ήρωες του ακούν στα
ονόματα Τζον Γκρηκ, Τζόνι Φιλ, Μισέλ Μαρσέ, ενώ τα αστυνομικά του μυστήρια

107 ό. π. σελ. 159 - 160.


108 ό. π. σελ. 160.

62
ξετυλίγονται στα βιβλία τσέπης των εκδόσεων Ατλαντίς: Η γυναίκα με τα ασημένια νύχια,
Πανσιόν Ρηγίλλης 38 και Ένα πτώμα στο Ψυχικό109. Παρόμοια δράση είχε και ο Ηλίας
Μπακόπουλος (1917 – 1981) που εργαζοταν ως αρθρογράφος σε εφημερίδες (Πατρίς και
Ελληνικόν Μέλλον) και περιοδικά (Μπουκέτο, Θεατής, Θησαυρός, Τραστ, Γυναίκα, Μάσκα),
ενώ είχε κι αυτός σπουδάσει γιατρός. Γνωστά του μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν σε
βιβλία τσέπης της Μάσκας είναι: Στάνλει – Ρεπορτάζ στη Ζούγκλα, Μαγγελάνος – Στις
θάλασσες του Νότου, Η αρχή και το τέλος του Λωποδύτη – Φάντασμα, Ο ντετέκτιβ “Χ” κλέβει
την ατομική βόμβα, Το σημάδι του Ζορρό, Το σπαθί του Ζορρό, καθώς και πολυάριθμες
περιπέτειες του Ντετέκτιβ “Χ”, του Αράχνη, του Ζορό και του Πιτσιρίκου στο περιοδικό
Μάσκα110. Ένα ακόμη όνομα που συνδέεται με τη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων
είναι αυτό του Τάκη Παπαγεωργίου. Δύο απ’ τα βιβλία ακολουθούν το χαρακτηρισμό του
αστυνομικού έργου από τις εκδόσεις Ατλαντίς με τίτλους Μίλησα με τη νεκρή και Το τέλειο
άλλοθι111.
Από τον κόσμο των επιστημών προέρχεται και ο Νίκος Ρούτσος (1904 – 1981),
ο οποίος αντί να ακολουθήσει μια καριέρα στη νομική μετά από ανάλογες σπουδές στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, επέλεξε κι αυτός την αρθρογραφία. Έγραψε τις πρώτες περιπέτειες
του Γκαούρ Ταρζάν, αντίπαλου του Ταρζάν στη Ζούγκλα, επίσης ιστορίες του ιδιωτικού
ντετέκτιβ Τζων Γκρηκ, συνεργάστηκε με τα περιοδικά Θησαυρός και Οικογενειακός
Θησαυρός, ενώ ασχολήθηκε και με τη στιχουργική με συνθέτη το Β. Τσιτσάνη112. Γνωστός
για τις αστυνομικές του ιστορίες είναι και ο Νίκος Φώσκολος (1927 - ) με μεγάλες επιτυχίες
στο Ελληνικό Ραδιόφωνο και τη θεατρική σκηνή113.
Ο Δημήτρης Χανός (1928 - ) άφησε επίσης τη Νομική για τη δημοσιογραφία, ενώ
από μικρός ασχολιόταν με τη συγγραφή μυθοπλαστικών έργων. Εργάστηκε ως διευθυντής
σύνταξης σε εφημερίδες και περιοδικά ανάμεσα στα οποία η Μάσκα και το Μυστήριο. Ο
ίδιος έγραψε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα όπως
Douglas Steele, Jim Brandon, James Hanson, Jin Hunter, Martin Beg και άλλα. Ενδεικτικοί
τίτλοι της δουλειάς του Χανού είναι Κινέζικος εφιάλτης το 1960 και Αποστολή στη Κίνα το
1971114. Σημαντικό έργο του, που πρέπει να σημειωθεί, είναι η επιτυχημένη προσπάθειά του
συλλογής της λαϊκής λογοτεχνίας μέσα από τις καταγραφές του περιοδικού τύπου του
περασμένου αιώνα.

109 ό. π. σελ. 177.


110 ό. π. σελ. 181.
111 ό. π. σελ. 189.
112 ό. π. σελ. 197.
113 ό. π. σελ. 216.
114 ό. π. σελ. 221 - 3.

63
Μετά το κλείσιμο των μεγάλων λαϊκών περιοδικών που φιλοξενούσαν
κατακόρον αστυνομικές ιστορίες, καθώς και αποτελούσαν συγγραφική στέγη πολλών
συγγραφέων του είδους, τα πράγματα αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς. Το αστυνομικό
μυθιστόρημα κυρίως από τη δεκαετία του 90 και μετά, ως τις μέρες μας, αποδεσμεύεται από
δύο παράγοντες οι οποίοι το επηρέαζαν κατά πολύ. Πρώτον το αστυνομικό βιβλίο παύει να
αποτελεί αποκλειστικά προϊόν μετάφρασης και δεύτερον παύει να περιορίζεται στην αγορά
του “περιπτέρου”. Μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι πλέον αναλαμβάνουν και εκδίδουν σειρές ξένων
συγγραφέων, πολλοί εκδότες βρίσκονται εν αναμονή νέων μυθιστορημάτων διάσημων
Ελλήνων συγγραφέων που είτε ξεκίνησαν με το αστυνομικό είτε καταπιάστηκαν με αυτό
στην πορεία της συγγραφικής τους δράσης.
Η νέα αυτή εποχή της αστυνομικής φιλολογίας συνεχίζει και τιμά τους
προκατόχους της, “όλοι είμαστε παιδιά του Γιάννη Μαρή”, δηλώνει σε άρθρα του ο
συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου. Ξεκινώντας την περιδιάβαση στους συγγραφείς που
σήμερα καθιστούν αμείωτο το ενδιαφέρον μας για αστυνομική πλοκή και δράση,
συνεχίζουμε καταγράφοντας με αλφαβητική σειρά τα ονόματα και το έργο τους.
Ο Ανδρέας Αποστολίδης (1953 - ) λοιπόν ως μεταφραστής και συγγραφέας εκδίδει
από τις εκδόσεις Άγρα, των οποίων αποτελεί συνεργάτης λόγω του μεταφραστικού του
έργου μεγάλων συγγραφέων όπως ο Ρέημοντ Τσάντλερ, ο Ντάσιελ Χάμετ, η Πατρίτσια
Χάισμιθ και ο Τζέιμς Ελρόι, την αστυνομική νουβέλα Το χαμένο παιχνίδι (1995), Το
φάντασμα του μετρό (1996), Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες (1998) , Εγκλήματα
στην πανσιόν Απόλλων (2000), Λοβοτομή, ελληνικό ταμπλόιντ (2002). Επίσης το 2003
εκδίδει το έργο Διαταραχές στα Μετέωρα από τις εκδόσεις Ωκεανίδα και το 2005 το
μυθιστόρημα Βουντού – Χ ΜΕΝ εναντίον ανθρώπων της σκιάς από τις εκδόσεις Μίνωας. Ο
συγγραφέας Σεραφείμ Βάγιας (Αθήνα, 1937 -) μπαίνει επίσης στο χώρο του αστυνομικού
μυθιστορήματος με το βιβλίο του Κάνε μου μια καλή κηδεία, το 2001, από τις εκδόσεις
Ιωλκός, στο οποίο θίγει σύγχρονα ζητήματα, παρόλο που η γραφή του είναι λίγο
πεπερασμένη115.

Στον ελληνικό χώρο, όσον αφορά το αστυνομικό μυθιστόρημα, η γυναικεία


παρουσία ανάμεσα στους συγγραφείς δεν είναι ιδιαίτερα ηχηρή, στην αρχή τουλάχιστον.
Μία απ τις γυναίκες συγγραφείς αστυνομικών έργων είναι η Τιτίνα Δανέλλη η οποία
αποφασίζει να συμμετάσχει σε ένα λογοτεχνικό είδος που δεν έχει από την αρχή πολλούς

115 Φίλιππος Φιλίππου, “έγκλημα, η σκιά πίσω από τον τοίχο, τέσσερις συγγραφείς αστυνομικών
αναγνωσμάτων αμιλλώνται με έπαθλο την κατάκτηση του κοινού”, Το Βήμα, 16/02/2003.

64
θαυμαστές και κυρίως έχει αρκετούς αντιπάλους, το αστυνομικό. Η αρχή συντελείται το
1981 με τη βοήθεια του Μάνου Κοντολέων στο αστυνομικό μυθιστόρημα Ένα κι ένα
κάνουν όσο θες από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η ίδια σπούδασε Ιταλική φιλολογία και έζησε
στην Ιταλία για ένα διάστημα, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε περιοδικά
και εφημερίδες. Το βιογραφικό της σημείωμα εξηγεί την επιλογή και κατασκευή της
βασικής ηρωίδας της που είναι δημοσιογράφος και φυσικά γυναίκα. Ένα ακόμα αστυνομικό
μυθιστόρημα γράφεται πολύ αργότερα, το 2003 μαζί με τον Θανάση Μπαλοδήμα, με τίτλο
Εκ των πραγμάτων, από τις εκδόσεις Περίπλους. Επίσης το 2007 δημοσιεύει το κοινωνικό
μυθιστόρημα με στοιχεία αστυνομικού έργου, Ο ταγματάρχης, από τις εκδόσεις Πύλη, μαζί
με τον Θανάση Παπαρήγα116.
Η Αθηνά Κακούρη (1928 - ), συγγραφέας που ξεκινά τη δράση της από τη
δεκαετία του 60 με πληθώρα αστυνομικών διηγημάτων στο περιοδικό Ταχυδρόμος,
πολυγραφότατη μέχρι και σήμερα, αποτελεί μια γέφυρα των πρώτων χρόνων διάδοσης του
αστυνομικού μυθιστορήματος με το σήμερα. Το μυθιστόρημα Κυνηγός φαντασμάτων καθώς
και τα διηγήματα της στο περιοδικό Ταχυδρόμος της προσδίδουν το τίτλο “Ελληνίδα
Αγκαθα Κρίστι”. Μέρος των αστυνομικών της ιστοριών δημοσιεύτηκαν στη συλλογή Αλάτι
στα φυστίκια το 1974 ενώ τα κείμενα αυτά τα συναντήσαμε ξανά τυπωμένα την τελευταία
δεκαετία. Εκτός από την προτίμηση της Κακούρη προς το αστυνομικό, ως μια απ’ τις
πρώτες γυναίκες που ασχολήθηκαν με το είδος στην Ελλάδα, η ίδια στρέφεται από νωρίς και
σε άλλα λογοτεχνικά είδη. Φαίνεται καθαρά η προτίμησή της να “παντρεύει” κείμενα
διαφορετικών χώρων, το αστυνομικό με το κοινωνικό μυθιστόρημα, τη λογοτεχνία με την
ιστορία.
Από τον ακαδημαϊκό χώρο, και μάλιστα από τις πολυτεχνικές επιστήμες και
συγκεκριμένα την Αρχιτεκτονική, ξεπηδά ένα μεγάλο ταλέντο στο χώρο της αστυνομικής
και όχι μόνο συγγραφής, ο Πέτρος Μαρτινίδης, που κάνει την εμφάνισή του το 1998 με το
μυθιστορήμα Κατά συρροήν από τις εκδόσεις Νεφέλη. Συνεχίζει με τα βιβλία Σε περίπτωση
πυρκαϊάς (1999), Παιχνίδια μνήμης (2001) , Δεύτερη φορά νεκρός (2002), Μοιραίοι
αντικατοπτρισμοί (2003), Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (2005), Ο Θεός να φυλάει τους άθεους
(2006), όλα από τις εκδόσεις Νεφέλη. Το φόντο που επιλέγει ο Μαρτινίδης να εντάξει τους
χαρακτήρες του και να ξετυλίξει την πλοκή του είναι ο οικείος γι’ αυτόν ακαδημαϊκός,
επομένως τα μυθιστορήματά του έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνδέουν αρμονικά
το αστυνομικό μυθιστόρημα με το campus novel.

116 Φίλιππος Φιλίππου, “έγκλημα, η σκιά πίσω από τον τοίχο, τέσσερις συγγραφείς αστυνομικών
αναγνωσμάτων αμιλλώνται με έπαθλο την κατάκτηση του κοινού”, Το Βήμα, 16/02/2003.

65
Ο συγγραφέας Γ. Νίκας προσφέρει στο ελληνικό κοινό μυθιστορήματα με πολλά
νουάρ στοιχεία. Οι έκδηλες αναφορές του στο ξένο αστυνομικό μυθιστόρημα προέρχονται
από τους αμερικανούς εμπνευστές του hard – boiled ή αλλιώς σκληρού αστυνομικού
μυθιστορήματος, υιοθετώντας ένα στυλ που απέχει από τα ελληνικά δεδομένα τόσο σε δομή
όσο και σε τεχνοτροπία. Η κύρια διαφορά μεταξύ του Νίκα με τους υπόλοιπους Έλληνες
συγγραφείς είναι ότι ο πρώτος αποκλείει από τα βιβλία του τον ελληνικό τόπο και την
ελληνική νοοτροπία, το φόντο των έργων του είναι τις περισσότερες φορές οι Ηνωμένες
Πολιτείες και οι ήρωες του Αμερικανοί, με αποτέλεσμα το έργο του να μη φωτίζει τις πτυχές
της ελληνικής κοινωνίας όπως των συναδέλφων του117. Τα πρώτα πέντε βιβλία του
εκδίδονται από τις εκδόσεις Πατάκη και οι τίτλοι τους είναι Η μαύρη Αφροδίτη (1998), Μια
τουαλέτα για τα Ιμαλάια (1998), Ένα σχεδόν τέλειο έγκλημα (1998), Φάτσα νυφίτσας (2000),
Σε πιστεύω, μωρό μου (2000). Τα βιβλία αυτά βέβαια, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας
χρονολογούνται την περίοδο 1976 – 1978). Το 2002 γράφει το έργο Τσακ Ντελαμάρ,
ιδιωτικός ντετέκτιβ από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 2003 το Ρέκβιεμ για έναν πρέσβυ και το
2004 το Ταξίδι στη κόλαση, και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ τέλος το
2005 εκδίδει το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Ένα εκατομμύριο δολλάρια, τέσσερις και μία
αστυνομικές ιστορίες από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Ο Νάσος Χριστογιαννόπουλος (Αθήνα, 1945 - ), αν και νομικός, κάνει
συγγραφικές απόπειρες και μάλιστα εισέρχεται και στο χώρο του αστυνομικού
μυθιστορήματος με το βιβλίο του Έγκλημα στο μέγαρο μουσικής, το 2002 από τις εκδόσεις
Εμπειρία εκδοτική, στο οποίο φαίνεται να υπάρχουν αρκετές επιρροές από τον Γιάννη Μαρή
κι άλλους εκπροσώπους του είδους. Τα θέματά του αγγίζουν πολλές πτυχές των σύγχρονων
κοινωνικών προβλημάτων και στήνονται σε αρκετές μεγαλουπόλεις του σήμερα118.
Ο Δημήτρης Μαμαλούκας (1968) είναι ένας από τους ιδιαιτέρως ταλαντούχους
συγγραφείς του σήμερα όσον αφορά το αστικό μυθιστορήμα με έντονα νουαρ στοιχεία. Ο
ίδιος πτυχιούχος της φιλοσοφίας, αρθρογράφος στην Κυριακάτικη Αυγή και στο περιοδικό
Διαβάζω ανεβάζει κατά πολύ τον πήχη σε ό,τι αποκαλούμε σήμερα ελληνική αστυνομική
φιλολογία. Τα έργα του που εντάσσονται στο είδος που συζητάμε είναι Ο μεγάλος θάνατος
του Βοτανικού (2003), Η απαγωγή του εκδότη (2005), Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου
Μόστρα (2007), όλα απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη, καθώς και το μυθιστόρημα Η μοναξιά
της ασφάλτου (2008), από το Λιβάνη.
O Νεοκλής Γαλανόπουλος αποτελεί ένα παράδειγμα νέου συγγραφέα,
117 Φίλιππος Φιλίππου, “έγκλημα, η σκιά πίσω από τον τοίχο, τέσσερις συγγραφείς αστυνομικών
αναγνωσμάτων αμιλλώνται με έπαθλο την κατάκτηση του κοινού”, Το Βήμα, 16/02/2003.
118 βλ. ό.π.

66
γεννημένος το 1972 και δικηγόρος στο επάγγελμα, ο οποίος με το βιβλίο του Η παραλλαγή
του Γιώργου Δαρσινού, από τις εκδόσεις Τόπος, σειρά cult stories, το 2007, ξαναθέτει το
δίλημμα επιλογής των δύο μεγάλων σχολών αστυνομικής λογοτεχνίας, την αγγλική ή την
αμερικανική. Για τον συγγραφέα είναι ξεκάθαρο ότι τα λογοτεχνικά είδη δεν πρέπει να
μπλέκονται μεταξύ τους παρά να κρατούν την καθαρότητά τους, έτσι και το αστυνομικό
μυθιστόρημα δεν πρέπει να ξεφεύγει από την ορθοδοξία της αστυνομικής λογοτεχνίας που
δημιούργησε ο ευρωπαϊκός χώρος. Το αστυνομικό κείμενο λοιπόν πρέπει να δομείται όπως
η κατασκευή ενός δύσκολου αινίγματος που φυσικά εμπεριέχει και την επινόηση μιας
έξυπνης λύσης. Το χαρακτηριστικό του είδους είναι η ύπαρξη του γρίφου, το κουίζ ή η
ακροστοιχίδα κι αυτό είναι που προβάλλει ο Γαλανόπουλος μέσα από το κεντρικό ήρωα του
έργου του119. Το δεύτερο αστυνομικό του βιβλίο με τίτλο Θάνατος από το πουθενά (2008),
επίσης απ’ τις εκδόσεις Τόπος, επιμένει στο ίδιο αγγλικό μοντέλο στα πλαίσια του Πουαρώ
και της Μις Μαρπλ, εντάσσοντας το έγκλημα σε οικείο χώρο και περιβάλλοντάς το από μια
σειρά ανθρώπων – συγγενών – υπόπτων που καθένας έχει κακές σχέσεις με το θύμα και
πιθανά οφέλη απ’ το χαμό του.

119 Δημοσθένης Κούρτοβικ, “Η νέα παλιά παραλλαγή, Τα Νέα, 19/01/08.

67
2.5. Συμβαίνουν μυστηριώδη πράγματα στην Ελλάδα;

Μιλήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο για το ότι οι εκδότες περιοδικών και


μυθιστορημάτων που σχετίζονταν με τη λαϊκή λογοτεχνία και συγκεκριμένα με το
αστυνομικό μυθιστόρημα που μας ενδιαφέρει, ζητούσαν από τους Έλληνες συγγραφείς να
γράψουν ιστορίες τοποθετημένες στο εξωτερικό, σε μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και κυρίως
της Αμερικής ή σε μέρη εξωτικά, τοποθετώντας το αστυνομικό είδος εκτός ελληνικών
συνόρων. Πριν μερικές δεκαετίες το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ξεπερνούσε τις λίστες
των “μπεστ σέλερ”, είχε περιορισμένο, αν και φανατικό, αναγνωστικό κοινό. Η Αθηνά
Κακούρη αναφέρει για τη περίοδο που έγραφε στο περιοδικό Ταχυδρόμος : “θυμάμαι τον
Γιώργο Ρούσσο που μου έλεγε ότι θέλει ένα αστυνομικό τη βδομάδα που να μη συμβαίνει στην
Ελλάδα, νομίζω μας επηρέασε αυτή η αντίληψη πως στην Ελλάδα δε συμβαίνουν μυστηριώδη
πράγματα”120.
Όσο αλλάζουν τα πράγματα στον ελληνικό αλλά και στο διεθνή χώρο τόσο θα
διαμορφώνεται, θα εμπλουτίζεται, θα πληθαίνει το αστυνομικό είδος. Κι αυτό γιατί η
αστυνομική λογοτεχνία είναι πλέον στενά συνυφασμένη με την κοινωνική πραγματικότητα,
αφορά ολοένα και περισσότερους αναγνώστες οι οποίοι φαίνεται να πρωταγωνιστούν ξανά
εκ των έσω, έτσι όπως στην κλασική περίοδο του αστυνομικού καλούνταν να λύσουν ένα
αίνιγμα και φαίνεται να συμμετείχαν στο λογοτεχνικό πάρε – δώσε, έτσι και σήμερα
συμμετέχουν εκ των πραγμάτων σε μια “τυπωμένη” πραγματικότητα, σε μια σειρά
προβλημάτων, εικόνων, ψυχολογικών πορτραίτων που σαφώς δεν ανήκει γι’ αυτούς στη
σφαίρα του ανοίκειου. Η μεταφορά των εγκλημάτων στον ελληνικό χώρο, στην Κηφισιά, το
Παγκράτι, την πλατεία Θεάτρου, στην Βασιλέως Ηρακλείου, την Άνω Πόλη, την περιοχή
Ιπποκρατείου, δημιουργεί μεταβολές στην ελληνική νοοτροπία, στη στάση μας απέναντι
στο αστυνομικό βιβλίο αλλά και στο κοινωνικό γίγνεσθαι, κατά την Κακούρη : ο,τιδήποτε
μας κάνει να ασχοληθούμε και με τον εαυτό μας είναι καλό” 121.
Για να ακριβολογήσουμε η μεταφορά αυτή δεν ξεφεύγει πολύ από τις επιταγές
του εξωτερικού, που πάντα μας επηρέαζε και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα. Το
αστυνομικό μυθιστόρημα εν ολίγοις ακολουθεί τη διεθνή αστυνομική λογοτεχνία σε δύο
πράγματα, πρώτον στο ότι η παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή αλλά και το αναγνωστικό
κοινό αλλάζουν τρόπο θεώρησης του αστυνομικού, το οποίο πλέον αντιμετωπίζεται ως

120 Όλγα Σέλλα, “Εθνική Ελλάδος αστυνομικής λογοτεχνίας. Δέκα Έλληνες συγγραφείς ανταποκρίθηκαν
στην παραγγελία γράψτε ένα διήγημα που να έχει έγκλημα και πτώμα”, Καθημερινή, 06/05/07.
121 βλ. ό.π.

68
“σοβαρό” μυθιστόρημα και δεύτερον ότι οι δύο πόλοι Αμερική και Αγγλία, ίσως και Γαλλία
σε μικρότερο όμως βαθμό, χάνουν το μονοπώλειο και τη μακρόχρονη αστυνομική
λογοτεχνική τους παράδοση.

2.5.1. Οι εθνικές αστυνομικές λογοτεχνίες

Τα τελευταία χρόνια ακμάζουν ιδιαιτέρως οι εθνικές αστυνομικές λογοτεχνίες.


Υπάρχει σε αυτή τη φράση μια μεγάλη αντίθεση μεταξύ των προηγούμενων δεκαετιών όπου
οι συγγραφείς και το αναγνωστικό κοινό προτιμούσαν να τοποθετείται το έγκλημα και
γενικότερα το μυστηριώδες και το σκοτεινό μακρύτερα από την εγχώρια καθημερινότητα,
τους απλούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, τη μικρή πόλη, τη γειτονιά, το οικείο
περιβάλλον. Το αστυνομικό μυθιστόρημα πλέον έχει μια καταγωγή, γεννιέται και κινείται σε
συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, δεν αποτελεί εισαγόμενο προϊόν, καθώς και προβάλλει την
κοινωνική ή/και πολιτική κατάσταση της κάθε χώρας, καταλήγοντας σε μια παγκόσμια
ομοιογενοποίηση αναφερόμενο σε κοινούς προβληματισμούς. Πρωτεύον μέλημα της
εκάστοτε εθνικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι η ανάδειξη της ιστορίας κάθε χώρας, της
κουλτούρας και της νοοτροπίας της αποτυπώνοντας όμως παράλληλα την πραγματικότητα
όπως αυτή είναι δίχως να την εξειδανικεύει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα γένεσης αστυνομικών κειμένων σε εθνικό επίπεδο
αποτελεί η ιταλική φιλολογία. Στην Ιταλία τη δεκαετία του 30 ευδοκιμούσε η διάσημη σειρά
I Gialli (Οι Κίτρινοι) των εκδόσεων Mondadori, η οποία φιλοξενούσε όπως οι αντίστοιχες
ελληνικές σειρές, αγγλοσαξονικές μεταφράσεις αστυνομικών κειμένων. Ο Ιταλός
συγγραφέας Αλμπέρτο Σαβίνιο εξέφρασε την άποψη ότι η Ιταλία δεν έχει τις απαραίτητες
συνθήκες να δημιουργήσει εθνική αστυνομική λογοτεχνία για τον λόγο του ότι “η
αστυνομική πλοκή “γλυκαίνει” αφόρητα στο ιταλικό έδαφος”122. Η αλλαγή συντελλείται από
τον Ιταλό Αντρέα Καμιλέρι, ο οποίος είναι απ’ τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς του
ιταλικού εδάφους, γνωστός για τις ιστορίες του αστυνόμου Μονταλμπάνο, τοποθετημένες
στις σικελικές επαρχίες. Τα μυθιστορήματα του Καμιλέρι έχουν μεταφραστεί και προτιμηθεί
σε μεγάλο βαθμό από το ελληνικό κοινό. Η μεσογειακή κουλτούρα φαίνεται εδώ να
συνεπαίρνει τους Έλληνες αναγνώστες και να υπογραμμίζει τις ομοιότητες των δύο χωρών.
Οι Ιταλοί ήρωες, η μαφία, δίνουν απλόχερα τροφή σε πολλούς συγγραφείς
Ιταλούς και μη να προβούν στο χτίσιμο μιας αστυνομικής φιλολογίας. Οι ιταλικές πόλεις

122 Μαίρη Παπαγιαννίδου, “Ιταλικό, ελληνικό, νορβηγικό, κινεζικό...”, Το Βήμα, 19/08/07.

69
αναδεικνύονται σε μεγάλο βαθμό τόσο εντός όσο και εκτός ιταλικών συνόρων, όπως η
Σικελία του Καμιλέρι, η Σαρδηνία του Μαρτσέλο Φόις και του Τζόρτζιο Τόντε, η Νάπολη
του Μαουρίτσιο Μπράουτσι, η Ρώμη του Τζανκάρλο ντε Κατάλντο, η Μπολόνια του
Λοριάνο Μακιαβέλι123. Εκτός από τους Ιταλούς συγγραφείς, ο ιταλικός χώρος επιλέγεται ως
φόντο για τις αστυνομικές ιστορίες και από ξένους, για παράδειγμα η Αμερικανίδα Ντόνα
Λεόν κατασκευάζει τον επιθεωρητή Μπρουνέτι, καθώς και ο δικός μας Δημήτρης
Μαμαλούκας τοποθετεί τους Ιταλούς ήρωές του Πάολο Καστελίνι, Κάρλα Περούτσι και
Αντόνιο Τζουλιάνι στο ιταλικό Λέτσε και τη Νάπολη. Η Ιταλίδα Ντανίλα Κομάστρι
Μοντανάρι συνδύασε επιτυχώς την ιστορία με το αστυνομικό μυθιστόρημα, εκδίδοντας τη
δωδεκάτομη σειρά Οι έρευνες του Πόπλιου Αυρήλιου στην αρχαία Ρώμη (στα ελληνικά οι
δύο πρώτοι τόμοι μεταφράστηκαν από τις εκδόσεις Άγρα)124. Το άκρως ελκυστικό φόντο
της ιστορίας για τα αστυνομικά μυθιστορήματα επιλέγει η Έλις Πίτερς, με μια πληθώρα
αστυνομικών μυθιστορημάτων με βάση τη κέλτικη ιστορία αλλά και ο δικός μας
Παναγιώτης Αγαπητός με την τοποθέτηση των εγκλημάτων του στο Βυζάντιο.
Ομοίως με το ιταλικό παράδειγμα, η ισπανική Βαρκελώνη μπορεί να
περηφανευτεί για τη διάσημη στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος Alicia Gimerez
– Bertlett και την εμφάνιση μιας από τις πολλές πλέον τόσο σε Ευρώπη όσο και σε Αμερική
γυναικείας μορφής εναντίον του εγκλήματος, επιθεωρητή Petra Delicado125. Επίσης ο
Ισπανο – Μεξικανός Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II καταγίνεται επιτυχώς με αστυνομικές ιστορίες
στη μεγαλούπολη του Μεξικού, ο Ολλανδός Ρόμπερτ Βαν Γκούλικ κάνει την αρχή
γνωστοποιώντας μας το πρόσωπο του Κινέζου δικαστή Τι, ενώ πλήθος Κινέζων
συγγραφέων παίρνει τα ηνία στην αστυνομική λογοτεχνία. Στη Σοβιετική Ένωση την
εκπροσώπηση του είδους κατείχαν οι αδερφοί Βάινερ μέχρι τη δημιουργία της νέας γενιάς
συγγραφέων, όπως για παράδειγμα η Αλεξάνδρα Μαρίνινα, που χαρακτηρίστηκε ως η
Ρωσίδα Αγκάθα Κρίστι126.

123 Μαίρη Παπαγιαννίδου, “Ιταλικό, ελληνικό, νορβηγικό, κινεζικό...”, Το Βήμα, 19/08/07.


124 βλ. ό.π.
125 G. J. Demko's Landscapes of crime, “The Europeans are Coming, The Europeans are Coming....”, www.
dartmouth.edu
126 Μαίρη Παπαγιαννίδου, “Ιταλικό, ελληνικό, νορβηγικό, κινεζικό...”, Το Βήμα, 19/08/07.

70
3. Συμπερασματικά: Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην
Ελλάδα σήμερα. “Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική
πλοκή;”.

Η ερευνητική μας πορεία αποτέλεσε μια επιχείρηση παρουσίασης του ελληνικού


αστυνομικού μυθιστορήματος, όσον αφορά το “πάντρεμά” του με άλλα λογοτεχνικά είδη
και την αλλαγή της πορείας πλεύσης του σε περιεχόμενο και σε στόχους, την πιθανή
μετατόπιση στο λογοτεχνικό κανόνα. Σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι το σύνολο των
Ελλήνων συγγραφέων, των εκδοτικών κινήσεων και των αναγνωστικών πρακτικών και
επιθυμιών κινούνται σύμφωνα με τα παγκόσμια πλαίσια σε κάθε μορφή λογοτεχνίας και
γενικότερα καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι αλλαγές που συντελλούνται στο ελληνικό
αστυνομικό μυθιστόρημα, που μας ενδιαφέρει εδώ, ακολουθούν τις αμερικανικές κυρίως,
αλλά όχι μόνο, και τις ευρωπαϊκές αλλαγές που παρατηρούνται στο είδος τον 20ο αιώνα.
Το βέβαιο είναι ότι οι αλλαγές αυτές δεν σημειώνονται παράλληλα, αλλά με διαφορά
κάποιων δεκαετιών, κάτι που είναι λογικό αν αναλογιστούμε τις κατά καιρούς ιδιαίτερες και
διαφορετικές εγχώριες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις.
Η σύνθεση του κοινωνικού ιστού και περιθωρίου που διαμορφώνεται και
μετεξελίσσεται στην Ελλάδα τον εικοστό αιώνα αντανακλάται σαφέστατα μέσα από το
αστυνομικό βιβλίο. Ποιες είναι οι συνθήκες που καθυστερούν την ανάπτυξη του και ποιες
αυτές που το καθιστούν ένα από τα πρώτα στις προτιμήσεις του ελληνικού αναγνωστικού
κοινού; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην τάση που ενδυναμώνεται ολοένα και
περισσότερο προς ένα αστικό, κοινωνικό μυθιστόρημα, οι ανθρωπολογικές του
αναπαραστάσεις μέσα από τη συσσώρευση του πληθυσμού στις πόλεις, κυρίως την Αθήνα
και τη Θεσσαλονίκη που αποτελούν και κυρίαρχους τόπους που φιλοξενούν το ελληνικό
έγκλημα, και η οικονομική και φυλετική-περιβαλλοντική μετανάστευση ως κύρια
φαινόμενα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα στρέφεται πια προς μια πιο ρεαλιστική ή κοινωνική
λογοτεχνία με αποτέλεσμα να αλλάζουν οι κανόνες του είδους και να προσφέρεται στο
αναγνωστικό κοινό ένα διαφορετικό λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Σε αυτό το χρονικό σημείο η
λογοτεχνία είναι στενά συνυφασμένη με το αστικό περιβάλλον και την πληθώρα ανθρώπων
και διαφορετικών πολιτισμών. Η αστυνομική γραφή προκύπτει από τα δελτία ειδήσεων, τον
τύπο, την πραγματική, σκληρή και βίαιη καθημερινή ζωή. Το έγκλημα εγκολπώνεται στην
κοινωνία, στα σκοτεινά δρομάκια των μεγαλουπόλεων, στα υπόγεια αφιλόξενων

71
μεταβιομηχανικών κτιρίων και αφορά βίαιες ανδρικές μορφές, εντυπωσιακές γυναικείες
φιγούρες καθώς και πολλές παράνομες δραστηριότητες τόσο αφανών όσο όμως και
επιφανών ανθρώπων του κοινωνικού συνόλου. Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα στην
Ελλάδα συνδυάζει την περιέργεια με το σασπένς, την αγωνία, τη δράση, το μυστήριο και τη
βία και δεν υστερεί σε τίποτα πια με το αντίστοιχο είδος του εξωτερικού.
Εκτός από την αναπαράσταση της σύγχρονης πόλης στο αστυνομικό
μυθιστορήμα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εικόνα του ντετέκτιβ-ερευνητή που
σύμφωνα με το υλικό των μυθιστορημάτων της ελληνικής παραγωγής έχει πολλές πτυχές,
δεν μιμείται σε καμία περίπτωση τους ήρωες των ξένων hard-boiled αμερικανικών
αναγνωσμάτων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Οι κύριοι πρωταγωνιστές των ελληνικών
κειμένων ταιριάζουν περισσότερο στην εγχώρια πραγματικότητα και είναι πέραν του
δέοντως πετυχημένοι για το λόγο του ότι είναι πιστευτοί. Οι Έλληνες ήρωες ελάχιστες
φορές περιγράφονται και λειτουργούν με τρόπο υπερβατικό, αλλά αντίθετα είναι κάποιοι
από τους “καθημερινούς ήρωες” της πραγματικότητάς μας. Δημόσιοι υπάλληλοι ή
ερασιτέχνες ερευνητές, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, απλοί φοιτητές, επιβάτες αμαξοστοιχιών,
συγγενείς θυμάτων αποτελούν μερικές από τις εικόνες των λογοτεχνικών ηρώων.
Το περιεχόμενο των αστυνομικών βιβλίων σήμερα “συνεργάζεται” και
επικοινωνεί με πολλούς και διάφορους χώρους τόσο των άλλων λογοτεχνικών ειδών, όσο
της ιστορίας και του επιστημονικού χώρου. Μια ακόμα διάσταση των καινοτομιών που
συντελούνται σε αυτό είναι ο πολυθεματικός του χαρακτήρας. Είναι τελικά το αστυνομικό
μυθιστόρημα στην Ελλάδα σήμερα “ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή;” Η
απάντηση γίνεται όλο και περισσότερο καταφατική∙ στη δεκαετία του ΄70, το αστυνομικό
περιορίζεται και μειώνεται κατά πολύ η απήχησή του, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της
δικτατορίας και της χούντας κάνουν το αναγνωστικό κοινό να αδιαφορεί και να αντιδρά σε
ο,τιδήποτε φέρει το τίτλο “αστυνομικό”. Το αστυνομικό μυθιστόρημα τη συγκεκριμένη
χρονική στιγμή εντάσσεται περισσότερο ίσως από ποτέ στη μερίδα αυτή των αναγνωσμάτων
με γενικό τίτλο “παραφιλολογία”, φθηνά δηλαδή λαϊκά έντυπα με τα οποία διασκέδαζαν οι
αναγνώστες των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων.
Από τη δεκαετία όμως του ΄90, το αστυνομικό μυθιστόρημα κερδίζει εμφανώς
έδαφος, προσεγγίζεται θερμά τόσο από συγγραφείς όσο και από τους εκδοτικούς οίκους και
το αναγνωστικό κοινό. Η κυριότερη διαφορά του είναι ότι πλέον το αστυνομικό “φλερτάρει”
με πολλούς χώρους και γραφές, το κοινωνικό μυθιστόρημα, το ιστορικό μυθιστόρημα, το
πολιτικό μυθιστόρημα, το campus novel. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα γίνονται ιδιαιτέρως
δημοφιλή και ανήκουν πλέον σε μια πιο ελιτίστικη γραφή. Μεταλλάσεται σε ένα

72
μυθιστόρημα των μεγαλουπόλεων, των σύγχρονων προβλημάτων, της δύναμης των ΜΜΕ,
της εικόνας και του διαδικτύου, της πολυπολιτισμικότητας, των μεταναστών, της
οικονομικής κρίσης, των παράνομων κυκλωμάτων.
Η σύγχρονη μετατόπιση του εγκλήματος έγκειται στο ότι πλέον αυτό δεν αφορά τον
περιθωριοποιημένο , τον κλωσσάρ, τον αδικημένο σε προσωπικό ή σε κοινωνικό επίπεδο.
Το έγκλημα φεύγει από τη σφαίρα του ιδιωτικού και γίνεται δημόσιο, αφορά περισσότερους
και πλήττει περισσότερους. Αποκαλύπτεται μεν το έγκλημα ή ο ένοχος, αλλά ξεφεύγει, τη
“γλιτώνει”, γιατί βρίσκει καταφύγιο στους κόλπους της κοινωνίας ή της εξουσίας.
Συμπερασματικά, ακόμα και αν δεν μπορούμε να αποφανθούμε για μια οριστική
κεντρομώλο μετατόπιση του αστυνομικού είδους σε σχέση με το λογοτεχνικό κανόνα,
ωστόσο η ίδια η συγγραφική πράξη και η εκδοτική πρακτική επισημαίνουν μια ποιοτική
αναβάθμιση, μια ρήξη, μια τομή στην ιστορία του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

73
Βιβλιογραφία

Γιώργος Βελουδής, Ψηφίδες, για μια θεωρία της λογοτεχνίας, “ΓΝΩΣΗ”, 1992.

Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Δοκίμια των: G. K. Chesterton, Bertolt Brecht,


W. H. Auden, Tzvetan Todorov, Mary McCarthy, Walter Benjamin, Ernst Bloch, Jorce Luis
Borges, Raymond Chandler, Endmund Wilson, Somerset Maugham, Maxim Gorki, George
Orwell, Marshall McLuhan, Siegfried Kracauer, Uri Eisenzweig, μεταφράσεις των: Βαγγέλη
Μπιτσώρη, Ανδρέα Αποστολίδη, Λήδας Παλλαντίου, Παναγιώτη Ευαγγελίδη, Αχιλλέα
Κυριακίδη, εκδόσεις Άγρα, 1986.

Charles J. Rzepka, Detective fiction, Cultural History of Literature

Γιώργος Μπλανάς, “Ποίος ήτο ο φονεύς του φονέως”, εισαγωγή στο έργο Έντγκαρ Άλλαν
Πόε, Τρία αστυνομικά προβλήματα για τον Αύγουστο Ντυπέν, Οι φόνοι της οδού Μόργκ, το
μυστήριο της Μαρί Ροζέ, το Κλεμμένο γράμμα, Ερατώ, Αθήνα 2005

Raymond Chandler, Η απλή τέχνη του φόνου, Λυχνάρι, Αθήνα, 2007.

Αφιέρωμα στην “Αγκάθα Κρίστι”, Διαβάζω, αρ. 149, 31.7.86.

Αφιέρωμα στον “Ρέημοντ Τσάντλερ”, Διαβάζω, αρ. 193, 8.6.88.

Αφιέρωμα: “Το έγκλημα, απόπειρες ερμηνείας”, Διαβάζω.

Dorothy L. Sayers, Ο πλωτός ναύαρχος, συλλογικό αστυνομικό μυθιστόρημα από τα μέλη


της Λέσχης Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου, Άγρα, 1993.

Πέτρος Μαρτινίδης, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας, Υποδομή, 1994.

Stephen Knight, “The Golden Age”, The Cambridge Companion to Crime Fiction, edited by
Martin Priestman, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://books.google.com/books?
id=9vTsSixUodYC&printsec=frontcover&dq=The+Cambridge+Companion+to+Crime+Fict
ion#v=onepage&q=&f=false

John Scaggs, Crime Fiction, the New Critical Idiom, Routledge Taylor & Francis Group,
London and New York, 2005.

Μichel Cohen, Murder most fair, Τhe Appeal of Mystery Fiction, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
http://books.google.com/books?
id=r1uwj5Co6NgC&printsec=frontcover&dq=Murder+most+fair#v=onepage&q=&f=false

Charles J. Rzepka, Detective fiction, Cultural History of Literature, διαθέσιμο στη


διεύθυνση: http://books.google.com/books?
id=iYq7D2VCmc0C&printsec=frontcover&dq=detective+fiction#v=onepage&q=&f=false

Αφιέρωμα στην Αστυνομική λογοτεχνία, Δέκατα, χειμώνας 2008.

Αφιέρωμα στην αστυνομική λογοτεχνία, Εφημ. Καθημερινή, 6/5/07.

74
Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου, στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα,
Σοκόλης, Αθήνα, 2007.

Λίζυ Τσιριμώκου, Εσωτερική ταχύτητα, δοκίμια για τη λογοτεχνία, Άγρα, 2000.

Postcolonial Postmortems, Crime fiction from a transcultural perspective, edited by


Christine Matzke and Susanne Muhleisen, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
http://books.google.com/books?
id=9VOxl5eVbjEC&printsec=frontcover&dq=Postcolonial+Postmortems#v=onepage&q=&
f=false

John G. Cawelti, “Canonization, Modern Literature and the Detective Story”, Theory and
practice of classic detective fiction, edited Jerome Delamater, Ruth Prigozy, Hofstra
University, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://books.google.com/books?
id=UIrr2lOnkp8C&pg=PP1&dq=Theory+and+practice+of+classic+detective+fiction#v=one
page&q=&f=false

G. J. Demko's Landscapes of crime, “The Europeans are Coming, The Europeans are
Coming....”, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
http://www.dartmouth.edu/~gjdemko/toc.htm

“Αστυνομικό μυθιστόρημα Χ: Γυναίκες συγγραφείς”, Νίνα Κ. 28 Αυγούστου 2006.


διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://eglima. wordpress.com

Φίλιππος Φιλίππου, κριτική στο έργο του Κυριάκου Κάσση, Ελληνική παραλογοτεχνία
& κόμικς 1598 – 1998, Ιδιωτική έκδοση, 1998, στο Βήμα, 14/02/1999.

Φίλιππος Φιλίππου, “Έγκλημα, η σκιά πίσω από τον τοίχο, τέσσερις συγγραφείς
αστυνομικών αναγνωσμάτων αμιλλώνται με έπαθλο την κατάκτηση του κοινού”, Το Βήμα,
16/02/2003.

Δημοσθένης Κούρτοβικ, “Η νέα παλιά παραλλαγή, Τα Νέα, 19/01/08.

Όλγα Σέλλα, “Εθνική Ελλάδος αστυνομικής λογοτεχνίας. Δέκα Έλληνες συγγραφείς


ανταποκρίθηκαν στην παραγγελία γράψτε ένα διήγημα που να έχει έγκλημα και πτώμα”,
Καθημερινή, 06/05/07.

Μαίρη Παπαγιαννίδου, “Ιταλικό, ελληνικό, νορβηγικό, κινεζικό...”, Το Βήμα, 19/08/07.

Πατρίτσια Χάισμιθ, Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας [και δράσης], Πατάκη, 2007.

Δημήτρης Χανός, Η λαϊκή λογοτεχνία (το λαϊκό μυθιστόρημα), τ. Β, περιοδικές εκδόσεις


“Μάσκας”, Αθήνα, 1987.

75
Κειμενογραφία (ελληνική)

Παύλος Νιρβάνας, Έγκλημα στο Ψυχικό, Ίνδικτος.

Γιάννης Μαρής, Έγκλημα στο Κολωνάκι


Έγκλημα στα παρασκήνια
Μπούμεραγκ
Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα
Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη
Αυστηρώς προσωπικό
Η τρίτη αλήθεια
Επιχείρηση εκδίκηση
Η μελωδία του θανάτου
Επικίνδυνο καλοκαίρι
Ιντερμέτζο
Το χαμόγελο της Σφίγγας
Υπόθεση εκβιασμού
Νυχτερινό τηλεφώνημα
Σκοτεινό μεσημέρι
Περίπτωση ανάγκης
Το χαμόγελο της Πυθίας
Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν
Έγκλημα στη Μύκονο
Εκείνη τη νύχτα
Μια γυναίκα απ το παρελθόν
Ταξίδι χωρίς γυρισμό
Ζήτημα εμπιστοσύνης
Περιπέτεια στο Άγιο Όρος
Το μυστικό του Άσπρου Βράχου
Αμφιβολίες
Διακοπές στη Μύκονο
Απαγωγή (άπαντα, εκδόσεις Ατλαντίς).

Αθηνά Κακούρη, Αλάτι στα φυστίκια, Εστία.


Η κομμένη κεφαλή, Εστία.
Οι κήποι του διαβόλου, Εστία.
Κυνηγός φαντασμάτων, Εστία.

Ανδρόνικος Μαρκάκης, Ένα πτώμα στο Ψυχικό, Μοντέρνοι καιροί.

Πέτρος Μάρκαρης, Νυχτερινό δελτίο, Γαβριηλίδης.


Άμυνα ζώνης, Γαβριηλίδης.
Ο Τσε αυτοκτόνησε, Γαβριηλίδης.
Βασικός μέτοχος, Γαβριηλίδης.
Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης.

Πέτρος Μαρτινίδης, Κατά συρροήν, Νεφέλη.


Σε περίπτωση πυρκαγιάς, Νεφέλη.
Παιχνίδια μνήμης, Νεφέλη.

76
Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί, Νεφέλη.
Δεύτερη φορά νεκρός, Νεφέλη.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, Νεφέλη.

Αργύρης Παυλιώτης, Αρμαγεδών, Πατάκη.


Ολέθριος δεσμός, Νησίδες.
Το επικηρυγμένο πρόβλημα, Πατάκη.
Παράξενοι ελκυστές, Πατάκη.

Τιτίνα Δανέλλη – Θανάσης Μπαλοδήμος, Εκ των πραγμάτων, περίπλους.

Ανδρέας Αποστολίδης, Το φάντασμα του μετρό, Άγρα.


Το χαμένο παιχνίδι, Άγρα.

Φίλιππος Φιλίππου, Το μαύρο γεράκι, Πόλις.


Κύκλος θανάτου, Πύλη.

Τάσος Κοντέλης, Σφαίρες Σωκράτη, όχι κώνειο, Κέδρος.

Θοδωρής Καλλιφατίδης, Ένα απλό έγκλημα, Γαβριηλίδης.

Γιάννης Ράγκος, Η στάση του εμβρύου, Ίνδικτος.


Μυρίζει αίμα, Ίνδικτος.

Ελληνικά εγκλήματα 1, Καστανιώτη.

Ελληνικά εγκλήματα 2, Καστανιώτη.

Μαρλένα Πολιτοπούλου, Δώδεκα θεοί, τρεις φόνοι, Κέδρος.

Κώστας Ζαφείρης, Η εκδίκηση του τυπογράφου, Μεταίχμιο.

Δημήτρης Μαμαλούκας, Θάνατος στο Βοτανικό, Καστανιώτη.


Η απαγωγή του εκδότη, Καστανιώτη.
Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, Καστανιώτη.

Σάκης Σερέφας, Θα γίνω ντιζέζ, Μεταίχμιο.

Γιώργος Λακόπουλος, Έγκλημα στο Da capo, Καστανιώτη.

Νεοκλής Γαλανόπουλος, Θάνατος από το πουθενά, τόπος.

Χάρης Χριστοφορίδης, Ρέιβεν Σίτυ, ελληνικά γράμματα.

....

77
Χρονολόγιο

1918 Αριστείδης Κυριακού, Η σύζυγος του κατασκόπου Κάιζερ.


1929 Παύλος Νιρβάνας, Έγκλημα στο Ψυχικό (επανέκδοση 2006 εκδ. Ίνδικτος).
1931 Γιώργος Τσουκαλάς, Μυστήρια των κατασκόπων.
1938 Ελένη Βλάχου, Το μυστικό της ζωής του Παύλου Βερίνη, εφημ. Καθημερινή.
Δεκ. 50
1953 Γιάννης Μαρής, Έγκλημα στο Κολωνάκι, περιοδικό Οικογένεια.
1954 Χρήστος Χαιρόπουλος, Τα καλλιστεία του θανάτου.
Μάριος Βαλέρης, Κρουαζιέρα με το θάνατο.
Τάκης Παπαγεωργίου, Το τέλειο άλλοθι.
Ντίνος Κοκκίνης, Ο δολοφόνος αγρυπνεί.
Διονύσης Τζεφρόνης, Τα 5 κλειδιά, Εικόνες.
Ανδρόνικος Μαρκάκης, Η γυναίκα με τα ασημένια νύχια,
Ένα πτώμα στο Ψυχικό, Μοντέρνοι καιροί.
1958 Στρατής Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης,
Μυθιστόρημα των τεσσάρων (συλλογικό μυθιστόρημα), εφημ Ακρόπολις.
Νίκος Μαράκης, Ο πράσινος πιγκουίνος, Ατλαντίδα.
Φόνος στην οδό Πατησίων, Ατλαντίδα.
Νίκος Ρούτσος, περιπέτειες του Γκαούρ Ταρζάν.
1959 Νίκος Φώσκολος, Ο θάνατος θα ξανάρθει (θεατρικό), Αστυνομικές ιστορίες.
Γιάννης Β. Ιωαννίδης, Θάνατος στο Σούνιο, Ο χορός του θανάτου.
1963 Αθηνά Κακούρη, Τα 218 Ονόματα, αστυνομικά διηγήματα, ιδιωτική έκδοση.
1973 Κυνηγός φαντασμάτων, Πλειάς (2007 Εστία).
1974 Αλάτι στα φυστίκια και άλλα αστυνομικά διηγήματα, Ερμής.
2000 Έγκλημα της μόδας, αστυνομικά διηγήματα, Εστία.
2001 Η κομμένη κεφαλή, αστυνομικά διηγήματα, Εστία127.
2001 Οι κήποι του διαβόλου, αστυνομικά διηγήματα, Εστία128.
Κλείνει η χρυσή εποχή το 1979 με το θάνατο του Γ. Μαρή.

127Όλα τα διηγήματα της έκδοσης αυτής έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Ταχυδρόμος την περίοδο 1959 –
1966 και στη συλλογή Αλάτι στα φυστίκια, Ερμής 1974.
128Τα περισσότερα διηγήματα της έκδοσης αυτής έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Ταχυδρόμος την περίοδο
1959 – 1966 και στη συλλογή Αλάτι στα φυστίκια, Ερμής 1974.

78
Δεκ. 80
1981 Τιτίνα Δανέλλη - Μάνος Κοντολέων, Ένα κι ένα κάνουν όσο θες, Καστανιώτη.
2003 Τιτίνα Δανέλλη - Θανάσης Μπαλοδήμας, Εκ των πραγμάτων, Περίπλους.
2007 Τιτίνα Δανέλλη, Ο ταγματάρχης, Πύλη.
1987 Φώντας Λάδης, Άνθρωποι και κούκλες.
1987 Φίλιππος Φιλίππου, Κύκλος θανάτου
1988 Το χαμόγελο της Τζοκόντας.
1988 Πάρις Αριστείδης, Η αγάπη της γάτας.
1988 Στέλιος Κούλογλου, Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο.
1989 Στυλιανός Χαρατσής, Οι κώδικες της Σίνδου.
1989 Στάθης Βαλούκος, Να σκοτώνεις το διάβολο.

Δεκ. 90
1990 Τζίμμυ Κορίνης, Οι δολοφόνοι κάνουν λάθη, εκδ. Βασδέκης.
1990 Θύελλα στη Μακεδονία, εκδ. Βασδέκης.
1990 Παιχνίδι με το θάνατο, εκδ. Βασδέκης.
1993 Ο θάνατος δεν απογειώθηκε, Λιβάνη – Νέα Σύνορα.

συγγραφείς που χρησιμοποιούν αστυνομική πλοκή


1993 Χριστόφορος Κάσδαγλης, Επικίνδυνη ευρεσιτεχνία.
1994 Μυρτώ Ταπανλή, Αντιστοιχίες.
1995 Ανδρέας Αποστολίδης, Χαμένο παιχνίδι, Άγρα.
1995 Γιώργος Αλεξανδρινός, Ένας Έλληνας φοιτητής αυτοκτόνησε στο Παρίσι.

1995 Πέτρος Μάρκαρης, Νυχτερινό δελτίο.


1996 Φίλιππος Φιλίππου, Το μαύρο γεράκι.
1996 Πάρις Αριστείδης, Μπαλάντα του λύκου.
1996 Γιάννης Παπαδόπουλος, Χωρίς κίνητρο.
1996 Ανδρέας Αποστολίδης, Το φάντασμα του μετρό, Άγρα.
1997 Αργύρης Παυλιώτης, Έγκλημα στο Παρατηρητή.
1998 Πέτρος Μαρτινίδης, Κατά συρροήν, Νεφέλη.
1998 Ανδρέας Αποστολίδης, Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες, διηγήματα, Άγρα.

79
1998 Γ. Νίκας, Μια τουαλέτα για τα Ιμαλάια, Πατάκη129.
1998 Γ. Νίκας, Ένα σχεδόν τέλειο έγκλημα, Πατάκη130.
1998 Γ. Νίκας, Η μαύρη Αφροδίτη, Πατάκη131.
1999 Πέτρος Μαρτινίδης, Σε περίπτωση πυρκαϊάς, Νεφέλη.

2000 Ανδρέας Αποστολίδης, Εγκλήματα στην πανσιόν Απόλλων, Άγρα.


2000 Γ. Νίκας, Φάτσα νυφίτσας, Πατάκη132.
2000 Γ. Νίκας, Σε πιστεύω, μωρό μου, Πατάκη133.
2001 Πέτρος Μαρτινίδης, Παιχνίδια μνήμης, Νεφέλη.
2001 Σεραφείμ Βάγιας, Κάνε μου μια καλή κηδεία, Ιωλκός.
2002 Ανδρέας Αποστολίδης, Λοβοτομή, ελληνικό ταμπλόιντ, Άγρα.
2002 Πέτρος Μαρτινίδης, Δεύτερη φορά νεκρός, Νεφέλη.
2002 Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Έγκλημα στο μέγαρο μουσικής, Εμπειρία εκδοτική.
2002 Γ. Νίκας, Τσακ Ντελαμάρ, ιδιωτικός ντετέκτιβ, Νεφέλη.
2003 Ανδρέας Αποστολίδης, Διαταραχές στα Μετέωρα, Ωκεανίδα.
2003 Δημήτρης Μαμαλούκας, Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού, Καστανιώτη.
2003 Πέτρος Μαρτινίδης, Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί, Νεφέλη.
2003 Γ. Νίκας, Ρέκβιεμ για έναν πρέσβυ, Πατάκη.
2004 Γ. Νίκας, Ταξίδι στη κόλαση, Πατάκη.
2005 Ανδρόνικος Μαρκάκης, Ένα πτώμα στο Ψυχικό, Μοντέρνοι καιροί.
2005 Ανδρέας Αποστολίδης, Βουντού – Χ ΜΕΝ εναντίον ανθρώπων της σκιάς, Μίνωας.
2005 Δημήτρης Μαμαλούκας, Η απαγωγή του εκδότη, Καστανιώτη.
2005 Πέτρος Μαρτινίδης, Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, Νεφέλη.
2005 Γ. Νίκας, Ένα εκατομμύριο δολλάρια, τέσσερις και μία αστυνομικές ιστορίες, Νεφέλη.
2006 Πέτρος Μαρτινίδης, Ο Θεός να φυλάει τους άθεους, Νεφέλη.
2007 Νεοκλής Γαλανόπουλος, Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού, Τόπος.
2007 Δημήτρης Μαμαλούκας, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, Καστανιώτη.
2008 Νεοκλής Γαλανόπουλος, Θάνατος από το πουθενά, Τόπος.
2008 Δημήτρης Μαμαλούκας, Η μοναξιά της ασφάλτου, Λιβάνη.

129 ό. π.
130 ό. π.
131 Η νουβέλα, σύμφωνα με το συγγραφέα είναι γραμμένη την περίοδο 1976 - 1978.
132 ό. π.
133 ό. π.

80

You might also like