You are on page 1of 23

PRACTICE TESTS FOR THE ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist

P R AC T I C E T E S T 1 omit (v) παραλείπω


journal (n) επιστημονικό περιοδικό
Writing, Page 20 illustrate (v) επεξηγώ
corporation (n) ανώνυμη εταιρία, οργανισμός trend (n) τάση
requirement (n) απαραίτητη προϋπόθεση rehearse (v) κάνω πρόβα, δοκιμάζω

Listening Part 1, Problems 1-10, Page 21 Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript
alter (v) αλλάζω, τροποποιώ wrap up (phr v) ολοκληρώνω, τελειώνω
policy (n) πολιτική underway (adv) σε εξέλιξη
assignment (n) ανάθεση εργασίας reach out (phr v) απευθύνομαι, προσπαθώ να
exhibition (n) έκθεση, παρουσίαση επικοινωνήσω
admission (n) τιμή εισόδου/εισιτηρίου εκδήλωσης Listening Part 2, Problems 27-32, Page 24
wireless (adj) ασύρματος laboratoty (n) εργαστήριο
simultaneously (adv) ταυτόχρονα volunteer (n) εθελοντής
publicize (v) προωθώ, διαφημίζω arboretum (n) βοτανικός κήπος
request (v) αιτούμαι, ζητώ knowledge (n) γνώση
assistance (n) βοήθεια conduct (v) διεξάγω
clarify (v) αποσαφηνίζω, διευκρινίζω willngness (n) προθυμία
terms (n) όροι συμβολαίου commitment (n) δέσμευση, αφοσίωση
schedule (v) προγραμματίζω pursue (v) ακολουθώ μια επαγγελματική καριέρα
surgery (n) εγχείρηση investigate (v) ερευνώ, διερευνώ
medical (adj) ιατρικός
procedure (n) ιατρική διαδικασία  Listening Part 2, Problems 27-32, Transcript
recover (v) συνέρχομαι, αναρρώνω currently (adv) τώρα, αυτό το διάστημα

Listening Part 1, Problems 1-10, Transcript Listening Part 2, Problems 33-38, Page 25
all the more reason (phr) ένας λόγος παραπάνω defend (v) υπερασπίζομαι
pitch (v) πλασάρω, προσαρμόζω το επίπεδο critic (n) επικριτής
give or take (phr) στο περίπου challenge (v) θέτω υπό αμφισβήτηση
segment (n) τμήμα, κομμάτι
Listening Part 1, Problems 11-20, Page 22 emphasize (v) δίνω έμφαση, τονίζω
application (n) αίτηση consequence (n) συνέπεια
concerned (adj) ανήσυχος, προβληματισμένος argue (v) επιχειρηματολογώ
inquire (v) ρωτώ, ζητώ να μάθω be backed (up) (v) υποστηρίζω, ενισχύω
availability (n) διαθεσιμότητα excessive (adj) υπερβολικός
loan (n) δάνειο social isolation (n phr) κοινωνική απομόνωση
creative (adj) δημιουργικός proportion (n) τμήμα, αναλογία
accountant (n) λογιστής
demonstrate (v) επιδεικνύω, δείχνω Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript
route (n) διαδρομή the onset (of) (phr) η αρχή της εμφάνισης μια
συνήθως αρνητικής συνθήκης
Listening Part 1, Problems 11-20, Transcript dementia (n) άνοια
be a bit of an issue (phr) αποτελώ πρόβλημα, είναι rectify (v) διορθώνω, επανορθώνω
ζήτημα misconception (n) εσφαλμένη αντίληψη, παρανόηση
Listening Part 2, Problems 21-26, Page 23 provide (v) παρέχω
resume (v) ξαναρχίζω, συνεχίζω από εκεί που Listening Part 3, Problems 39-44, Page 26
σταμάτησα portable (adj) φορητός
stress (v) τονίζω detect (v) εντοπίζω, ανιχνεύω

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 1 © Hellenic American Union
harmful (adj) βλαβερός, επιβλαβής dwelling (n) κατοικία
precise (adj) ακριβής convert (v) τροποποιώ, μετατρέπω
instant (adj) άμεσος, ακαριαίος displace (v) εκδιώκω, εξορίζω, εκτοπίζω, μετατοπίζω
pollutant (n) ρύπος numerous (adj) πολυάριθμος
respiratory (adj) αναπνευστικός invasive (adj) παρεισφρητικός, διεισδυτικός
innovation (n) καινοτομία campaign (n) προεκλογική εκστρατεία
accurate (adj) ακριβής accommodate (v) εξυπηρετώ
sensor (n) αισθητήρας inflow (n) εισροή
navigational (adj) σχετικός με την πλοήγηση applicant (n) αιτών, αιτούσα
capability (n) δυνατότητα συσκευής confirm (v) επιβεβαιώνω
particle (n) σωματίδιο, μόριο effective (adj) αποτελεσματικός
mold (n) μούχλα with a bang (phr) με τρόπο εντυπωσιακό, με πάταγο
infect (v) μολύνω, προσβάλλω ένα υπολογιστικό
Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript
σύστημα
correspondent (n) ανταποκριτής
be bound (to) (v phr) είναι βέβαιο
monitor (v) παρακολουθώ, ελέγχω
flaw (n) ελάττωμα
standpoint (n) σκοπιά, οπτική γωνία
software (n) λογισμικό
be exposed to (v phr) είμαι εκτεθειμένος σε,
release (v) Διαθέτω κάτι (π.χ. Ένα προϊόν) δημόσια
εκτίθεμαι σε
essence (n) ουσία
aerial (n) κεραία
proactive (adj) προνοητικός
beam (v) εκπέμπω, μεταδίδω
procedure (n) διαδικασία
breakthrough (n) επίτευγμα
launch (n) εκτόξευση
coarse (adj) άγριος, τραχύς
inspect (v) επιθεωρώ, ελέγχω
particle (n) μόριο, σωματίδιο
density (n) πυκνότητα
spore (n) σπόρος
profound (adj) βαθύς, σπουδαίος
Listening Part 3, Problems 45-50, Page 27 well-being (n) ευεξία
conflicting (adj) αντικρουόμενος strategy (n) στρατηγική
definition (n) ορισμός, ερμηνεία overcome (v) ξεπερνώ
contradict (v) αντιφάσκω, αντικρούω depression (n) κατάθλιψη
establish (v) εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ proven (adj) αποδεδειγμένος
authority (n) αυθεντία consider (v) σκέφτομαι, θεωρώ
vendor (n) πωλητής fall (n) φθινόπωρο
transform (v) μεταμορφώνω cockroach (n) κατσαρίδα
vilify (v) δυσφημώ, κακολογώ
Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript nasty (adj) απαίσιος
famished (adj) που λιμοκτονεί, πολύ πεινασμένος reputation (n) φήμη
improvise (v) αυτοσχεδιάζω vital (adj) που είναι ζωτικής σημασίας
rhyme (v) κάνω ομοιοκαταληξία function (n) λειτουργία
cadence (n) ρυθμός herbalist (n) βοτανοθεραπευτής
repetitive (adj) επαναλαμβανόμενος remedy (n) θεραπεία, γιατρικό
deceptice (adj) παραπλανητικός ease (v) εκτονώνω, μετριάζω, διευκολύνω, απαλύνω
conform (to) (v phr) συμβαδίζω, εναρμονίζομαι
meter (n) μέτρο (της ποίησης) Cloze, Page 30
diabetes (n) διαβήτης (ασθένεια)
Grammar, Pages 28-29 appraisal (n) αξιολόγηση, αποτίμηση
division (n) διάκριση, διαχωρισμός, κατηγορία estimated (adj) εκτιμώμενος
conference (n) πρωτάθλημα, αθλητικός διαγωνισμός afflict (v) επηρεάζω, πλήττω, βασανίζω
furthermore (adv) επιπλέον, επιπρόσθετα neglect (v) παραμελώ, εγκαταλείπω
otherwise (conj) διαφορετικά a matter of urgency (phr) επείγουσα ανάγκη
in addition to (phr) επίσης, επιπρόσθετα accordingly (adv) αναλόγως
decade (n) δεκαετία screening (n) ιατρική εξέταση
property (n) ακίνητη περιουσία
Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 2 © Hellenic American Union
demonstration (n) επίδειξη, παρουσίαση remodel (v) αναδιαμορφώνω
exhibitor (n) εκθέτης terminal (n) τερματικός σταθμός
indicate (v) υποδεικνύω, δείχνω claim (n) αξίωση, απαίτηση, διεκδίκηση
showcase (v) εκθέτω charge (n) χρέωση
treatment (n) θεραπεία demand (adj) ζήτηση
prescription (n) ιατρική συνταγή lecture (v) διάλεξη, ομιλία, παράδοση μαθήματος στο
complication (n) επιπλοκή πανεπιστήμιο
prevent (v) αποτρέπω on a first-come, first-served basis (phr) με σειρά
upshot (n) αποτέλεσμα προτεραιότητας
insulin (n) ινσουλίνη range from… to (v phr) κυμαίνομαι από... έως
account for (phr v) δικαιολογώ, αιτιολογώ, εξηγώ degree (n) πτυχίο
obesity (n) παχυσαρκία income (n) εισόδημα
docile (adj) υπάκουος, δεκτικός revenue (n) κέρδος
latent (adj) ανεκδήλωτος roll up my sleeves (phr) σηκώνω τα μανίκια
sedentary (adj) καθιστικός get down to work (v phr) στρώνομαι στη δουλειά
hue (n) απόχρωση
Cloze, Page 31
glow (n) λάμψη
peacock (n) παγώνι
tinge (n) μικρή ποσότητα χρώματος
dazzling (adj) εκθαμβωτικός
evade (v) αποφεύγω
iridescent (adj) ιριδίζων
dismiss (v) απορρίπτω
fur (n) τρίχωμα, γούνα
charitable (adj) φιλανθρωπικός
mane (n) χαίτη
rack up (v) συγκεντρώνω, συσσωρεύω
whisker (n) μουστάκι
administrative (adj) διοικητικός
plumage (n) φτέρωμα
fundraising (adj) χρηματοδοτικός
outfit (v) εξοπλίζω, προσαρμόζω
stake (n) μερίδιο
implement (v) εφαρμόζω, υλοποιώ
budget (n) προϋπολογισμός
observation (n) παρατήρηση
proceeds (n pl) έσοδα
manifestation (n) εκδήλωση συμπτωμάτων
altercation (n) διαπληκτισμός, λογομαχία
perpetual (adj) αδιάκοπος, αέναος, συνεχής
with hindsight (phr) εκ των υστέρων
motion (n) κίνηση
lapse (n) λάθος, ολίσθημα
fan out (phr v) ανοίγω σα βεντάλια
judgement (n) κρίση, κριτική ικανότητα
draw somebody’s attention (v phr) τραβάω την
allege (v) ισχυρίζομαι, διατείνομαι
προσοχή
reprimand (v) μαλώνω, επιπλήττω
appeal (to) (v) ελκύω, αρέσω, προτιμώ
in detail (phr) λεπτομερώς
fascinate (v) συναρπάζω
magnitude (n) μέγεθος, μεγαλείο
compelling (adj) ενδιαφέρων, συναρπαστικός
principles (n) αρχές
ornamental (adj) διακοσμητικός
impel (v) παρακινώ, ωθώ
marking (n) σημάδι, μοτίβο
propel (v) σπρώχνω, (προ)ωθώ
take up (phr v) καταλαμβάνω
harness (v) δαμάζω, ελέγχω
show off (phr v) κάνω επίδειξη
under (the) circumstances (phr) υπό αυτές τις
Vocabulary, Pages 32-33 συνθήκες
novel (adj) καινοτόμος judge (n) δικαστής, κριτής
archaic (adj) αρχαϊκός, ξεπερασμένος render (v) κάνω, καθιστώ
foremost (adj) ο πιο σημαντικός unit (n) ενότητα, στοιχείο
dental (adj) οδοντικός, οδοντιατρικός redeem (v) εξιλεώνω
excel (v) αριστεύω retrieve (v) ανακτώ, ξαναβρίσκω
outdo (v) ξεπερνώ cache (n) κρυψώνα, κρύπτη
exceed (v) υπερβαίνω cutlery (n) μαχαιροπίρουνα
surmount (v) υπερνικώ artifact (n) τέχνημα, χειροποίητο αντικείμενο
retail (adj) λιανική πώληση revive (v) αναγεννώ, αναζωογονώ

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 3 © Hellenic American Union
Reading, Page 34 Reading, Page 36
individualist (n) ατομικιστής native (adj) ντόπιος, ιθαγενής
confine (v) περιορίζω bloom (v) ανθίζω
serve in the military (v phr) υπηρετώ τη στρατιωτική inflorescence (n) ταξιανθία, διάταξη των ανθών ενός
μου θητεία φυτούπάνω σε βλαστό
popular culture (n) ποπ κουλτούρα cluster (v) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι
signature style (n) χαρακτηριστικό στυλ column (n) στήλη, κορμός
incorporate (v) ενσωματώνω, περιλαμβάνω leafy (adj) φυλλώδης
feature (v) προβάλλω, παρουσιάζω putrid (adj) σάπιος
snout (n) μουσούδα stench (n) δυσοσμία
graze (v) βόσκω reminiscent (adj) που θυμίζει, φέρνει στη μνήμη
radical (adj) ριζοσπαστικός, πρωτοποριακός malodorous (adj) δύσοσμος
depiction (n) απεικόνιση corpse (n) πτώμα
abandon (v) εγκαταλείπω, αφήνω rancid (adj) ξινισμένος, χαλασμένος (για τρόφιμα)
silk screen (n) μεταξοτυπία odor (n) μυρωδιά
contemporary (adj) σύγχρονος, της εποχής pollinate (v) γονιμοποιώ με γύρη
blur the line (v phr) καθιστώ δυσδιάκριτα όρια take advantage (of) (v phr) εκμεταλλεύομαι
testify (v) μαρτυρώ, καταθέτω window of opportunity (phr) μικρό περιθώριο
startling (adj) αναπάντεχος, αιφνιδιαστικός generate (v) παράγω
assertion (n) ισχυρισμός definitive (adj) οριστικός, τελικός
combat (n) μάχη scent (n) άρωμα
evolve (v) εξελίσσομαι volatile (adj) ευμετάβλητος, ρευστός
niche (n) κομμάτι αγοράς, χώρος, θέση compound (n) χημική ένωση
decay (v) αποσυντίθεμαι, χαλάω, σαπίζω
Reading, Page 35
flammable (adj) εύφλεκτος
tray (n) δίσκος σερβιρίσματος
rotting (adj) που σαπίζει
obsolete (adj) απαρχαιωμένος, παρωχημένος
in captivity (phr) σε περιβάλλον αιχμαλωσίας
impact (n) αντίκτυπο
logging (n) υλοτομία
conserve (v) διατηρώ, προφυλάσσω
cultivation (n) καλλιέργεια
eliminate (v) εξαλείφω
distinguish (v) διαχωρίζω, ξεχωρίζω
dependence (n) εξάρτηση
foul (adj) δυσάρεστος, δύσοσμος
fossil fuel (n) ορυκτό καύσιμο
pollen (n) γύρη
benefit (n) όφελος, κέρδος
habitat (n) βιότοπος
discharge (v) εκβάλλω, βγάζω προς τα έξω, εκλύω
specimen (n) δείγμα
landfill (n) χωματερή
facility (n) εγκατάσταση
staff (n) προσωπικό P R AC T I C E T E S T 2
bottleneck (n) σημείο συμφόρησης, αδιέξοδο,
φρακάρισμα Writing, Page 42
build up (phr v) ενισχύω, ενδυναμώνω fee (n) τέλος, χρέωση
momentum (n) ορμή, φόρα bill (n) νομοσχέδιο
pilot program (n) πιλοτικό πρόγραμμα grocery store (n) παντοπωλείο, μπακάλικο
engage (v) προσελκύω, απασχολώ, εμπλέκομαι, ban (v) απαγορεύω
καταπιάνομαι
receptive (adj) δεκτικός Listening Part 1, Problems 1-10, Page 43
sustainability (n) βιωσιμότητα binder (n) κλασέρ, ντοσιέ
initiative (n) πρωτοβουλία figure out (phr v) κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
motivate (v) δίνω κίνητρο Listening Part 1, Problems 1-10, Transcript
force (v) εξαναγκάζω stash (n) κρυψώνα
cabinet (n) ντουλάπι
accomplish (v) κατορθώνω

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 4 © Hellenic American Union
lounge (n) αίθουσα αναμονής Listening Part 2, Problems 27-32, Transcript
pricey (adj) ακριβός valuable (adj) πολύτιμος
commotion (n) αναταραχή, αναστάτωση wary (adj) επιφυλακτικός, προσεκτικός
fire drill (phr) άσκηση ετοιμότητας πυρκαγιάς suspicious (adj) καχύποπτος, δύσπιστος
plumbing (n) υδραυλική εγκατάσταση
flood (v) πλημμυρίζω
Listening Part 2, Problems 33-38, Page 47
lack (of) (n) έλλειψη
gig (n) προσωρινή ανάθεση εργασίας, δουλειά
punishment (n) τιμωρία
Listening Part 1, Problems 11-20, Page 44 tolerate (v) ανέχομαι
physical (adj) σωματικός curriculum (n) (pl curricula) πρόγραμμα διδασκαλίας
tip (n) συμβουλή, υπόδειξη
computerize (v) αυτοματοποιώ
Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript
mold (v) διαπλάθω, σχηματοποιώ, μορφοποιώ
upset (adj) αναστατωμένος
establish (v) καθιερώνω
discontinue (v) διακόπτω, καταργώ
precedent (n) προηγούμενο
Listening Part 1, Problems 11-20, Transcript
gloat (v) θριαμβολογώ, κομπάζω
Listening Part 3, Problems 39-44, Page 48
microbiome (n) μικροβίωμα
to get creamed (phr) χάνω με μεγάλη διαφορά
fight off (phr v) απωθώ, αποκρούω
fatal (adj) θανάσιμος
aid (v) βοηθώ, ενισχύω
booked up (adj) δεσμευμένος, κρατημένος
digestion (n) πέψη
relay (n) ηλεκτρονόμος, ρελέ
fungus (n) (fungi pl) μύκητας
obsessed (adj) εμμονικός
paper cutter (n) χαρτοκόπτης Listening Part3, Problems 39-44, Transcript
freak out (v) αγχώνομαι ή αντιδρώ υπερβολικά circulate (v) κυκλοφορώ
blade (n) λεπίδα diversity (n) ποικιλομορφία
susceptibility (n) ευαισθησία
Listening Part 2, Problems 21-26, Page 45
saturated (adj) μουσκεμένος
podcast (n) διαδικτυακή εκπομπή ήχου
associated (adj) σχετιζόμενος, συνδυασμένος
recount (v) διηγούμαι
pathogen (n) παθογόνος μικροοργανισμός
inspire (v) εμπνέω
correlate (v) συσχετίζομαι
ingredient (n) συστατικό
promote (v) προάγω, προωθώ
ambition (n) φιλοδοξία
air vent (n) αεραγωγός
blogging (n) ιστολόγηση, συγγραφή κειμένων σε
suck (v) αναρροφώ, ρουφώ
ιστολόγιο
substitute (n) υποκατάστατο, αντικαταστάτης
poverty (n) φτώχεια, ανέχεια, εξαθλίωση
dominant (adj) κυρίαρχος
Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript sterile (adj) αποστειρωμένος
pinch (v) τσιμπώ τον εαυτό μου (π.χ. για να recuperate (v) αναρρώνω
βεβαιωθώ πως μια κατάσταση συμβαίνει στην optimal (adj) βέλτιστος, άριστος
πραγματικότητα και δεν είναι αποκύημα της beneficial (adj) ευεργετικός, ωφέλιμος
φαντασίας μου)
on a lark (phr) για διασκέδαση, για πλάκα
Listening Part 3, Problems 45-50, Page 49
tracking device (n) συσκευή εντοπισμού
resonate (v) έχω απήχηση
compass (n) πυξίδα
Listening Part 2, Problems 27-32, Page 46
victim (n) θύμα
Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript
echolocation (n) ηχοεντοπισμός
crime (n) έγκλημα
emit (v) εκπέμπω
valuables (n) πολύτιμα αντικείμενα
high-frequency (adj) που εκπέμπει σε υψηλή
quote (v) απαγγέλλω, παραθέτω
συχνότητα
money pouch (n) τσαντάκι μέσης, πουγκί
bounce off (v phr) αντανακλώ (για ήχο), αναπηδώ,
audience (n) κοινό
ανακάμπτω
insult someone’s intelligence (phr) προσβάλλω τη
puzzle (v) προκαλώ ερωτήματα, σύγχυση ή απορία
νοημοσύνη κάποιου

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 5 © Hellenic American Union
sense (v) διαισθάνομαι Cloze, Page 53
polarity (n) πολικότητα enhancement (n) αναβάθμιση, βελτίωση
capture (v) αιχμαλωτίζω, φυλακίζω opt for (v phr) επιλέγω
mess up (phr v) χαλάω, καταστρέφω adopt (v) υιοθετώ, ενστερνίζομαι
track (v) παρακολουθώ, εντοπίζω resolve (v) παίρνω απόφαση
release (v) απελευθερώνω alternative energy (n) εναλλακτική ενέργεια
aimlessly (adv) άσκοπα energy-efficient (adj) που εξοικονομεί ενέργεια
wear off (phr v) μειώνω, ελαττώνω exertion (n) έντονη προσπάθεια, μόχθος
solely (adv) μόνο, αποκλειστικά exhaustion (n) εξάντληση, εξουθένωση
consumption (n) κατανάλωση
Grammar, Pages 50-51
relent (v) κάμπτομαι, υποχωρώ, ενδίδω
sustain (v) υφίσταμαι
decline (v) φθίνω, παρακμάζω
proliferation (n) εξάπλωση, πολλαπλασιασμός
subside (v) υποχωρώ, παθαίνω καθίζηση
liberal arts (n pl) κλασικές / θεωρητικές σπουδές
moderate (v) περιορίζω, ελέγχω
humanities (n) ανθρωπιστικές επιστήμες
load (n) βάρος
mesh (n) πλέγμα, δίχτυ
burden (n) δοκιμασία, έγνοια, βάρος
distribution (n) κατανομή, διανομή
straw (n) άχυρο
misdiagnose (v) κάνω λάθος διάγνωση
cob (n) κομπ (κατασκευαστικό υλικό από άμμο, πηλό
palate (n) ουρανίσκος
και νερό)
object (to) (v) φέρνω αντίρρηση, αντιτίθεμαι
timber (n) ξυλεία
predator (n) αρπακτικό ζώο
eject (v) εκτοξεύω, βγάζω έξω
poisonous (adj) δηλητηριώδης
expire (v) λήγω, εκπνέω, πεθαίνω
moth (n) νυχτοπεταλούδα, σκόρος
exhale (v) εκπνέω
cripple (v) καταστρέφω, αποδυναμώνω, παραλύω
regardless (n) ανεξαρτήτως, ασχέτως από
lose sight of (v phr) παραβλέπω, ξεχνώ, χάνω τον
retain (v) κρατώ, διατηρώ
στόχο μου
reserve (v) κάνω κράτηση, εξασφαλίζω
spark an outcry (v phr) πυροδοτώ / προκαλώ
remnant (n) κατάλοιπο
κατακραυγή
amenities (n pl) ανέσεις, ευκολίες
record (n) ανώτατη επίδοση
solar panel (n) ηλιακός συλλέκτης
ballooning (n) πετάω μέσα σε αερόστατο
consecutively (adv) διαδοχικά
worn-down (adj) φθαρμένος από τη χρήση,
intermittently (adv) διακεκομμένα, κατά διαστήματα
κατεστραμμένος
afford (to) (v) ανταπεξέρχομαι οικονομικά
Cloze, Page 52
Vocabulary, Pages 54-55
gesture (n) κίνηση, νεύμα
discount (n) έκπτωση
entity (n) οντότητα, φορέας
eligible (adj) κατάλληλος (υποψήφιος)
objective (n) στόχος, σκοπός
feasible (adj) εφικτός, πραγματοποιήσιμος
establishment (n) ίδρυση, σύσταση, επιχείρηση
permissible (adj) επιτρεπόμενος
obtuse (adj) βραδύνους
medieval (adj) μεσαιωνικός
genuine (adj) γνήσιος
all-encompassing (adj) ευρύς, συνολικός
abstract (adj) αφηρημένος
vocal (adj) φωνητικός
visionary (adj) διορατικός, οξυδερκής
ensemble (n) μουσικό συγκρότημα, ορχήστρα
belief (n) αρχή, πίστη, δόγμα
panorama (n) πανόραμα
paraphrase (v) παραφράζω, αναδιατυπώνω
dimension (n) σπουδαιότητα, διάσταση
concept (n) πρωταρχική ιδέα
repertoire (n) ρεπερτόριο
respond to (v phr) απαντώ
make up (phr v) εφευρίσκω, βγάζω από το μυαλό μου
for instance (phr) για παράδειγμα
stand for (phr v) αντιπροσωπεύω, σημαίνω,
palette (n) παλέτα (χρωμάτων, εικόνων κ.ά.)
συμβολίζω
platform (n) εξέδρα, πλατφόρμα
meager (adj) ισχνός, λιγοστός, ανεπαρκής
alternative (adj) εναλλακτικός
deficient (adj) ελαττωματικός, ελλιπής, ανεπαρκής
charge (v) αποκτώ νόημα, ταυτότητα, φορτίζω με (με
erroneous (adj) λανθασμένος, εσφαλμένος
συναίσθημα)

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 6 © Hellenic American Union
misguided (adj) παραπλανημένος crease (n) ζάρα, τσάκιση
influential (adj) που έχει ή ασκεί επιρροή the ring finger (n) παράμεσος
associate (n) συνεργάτης index finger (n) δείκτης χεριού
recipient (n) αποδέκτης, παραλήπτης stencil (n) στένσιλ ζωγραφικής, αχνάρι, διάτρητο
successor (n) διάδοχος (χαρτόνι/πλαστικό για σχεδιασμό)
district (n) περιοχή measure up (phr v) μετράω, έχω διαστάσεις
turnout (n) προσέλευση gender (n) φύλο, γένος
uprising (n) εξέγερση determine (v) καθορίζω
disorder (n) αποδιοργάνωση, αταξία misclassify (v) ταξινομώ / κατατάσσω λανθασμένα
outbreak (n) ξέσπασμα upend (v) ανατρέπω
evaluation (n) αξιολόγηση dogma (n) δόγμα
plead (v) εκλιπαρώ, ικετεύω division of labor (phr) καταμερισμός εργασίας
vouch (v) εγγυώμαι mind (v) προσέχω, φροντίζω
contend (v) ανταγωνίζομαι hearth (n) εστία
advocate (v) υποστηρίζω ownership (n) κτήση, ιδιοκτησία
comprehensive (adj) αναλυτικός, διεξοδικός, εκτενής signature (n) υπογραφή
credit sb with sth (v phr) πιστώνω, αποδίδω longstanding (adj) μακρόχρονος
heading (n) επικεφαλίδα, τίτλος discredit (v) δυσφημώ, αμφισβητώ
caption (n) λεζάντα primitive (adj) πρωτόγονος
length (n) μήκος reasoning (n) λογική
sight (n) θέα, όψη bias (n) προκατάληψη, μεροληψία
severe (adj) σφοδρός, σοβαρός, δεινός
Reading, Page 57
bare (adj) γυμνός, άδειος
modernist (adj) νεωτεριστικός
mere (adj) απλός
controversial (adj) αμφιλεγόμενος
spare (adj) επιπλέον, εφεδρικός
middle-aged (adj) μεσήλικας
input (n) συνεισφορά, σχόλιο
adventure (n) περιπέτεια
remark (n) σχόλιο, παρατήρηση
apparent (adj) προφανής
contribution (n) συνεισφορά
distinction (n) διάκριση, καταξίωση
in connection with (phr) σε σχέση με
groundbreaking (adj) ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός,
coincidence (n) σύμπτωση
επαναστατικός
coordination (n) συντονισμός
stream-of-consciousness (phr) συνειρμικός λόγος
collaboration (n) συνεργασία
trace (v) ιχνηλατώ, εντοπίζω
deal (n) συμφωνία
tangent (n) απότομη αλλαγή θέματος
activity (n) δραστηριότητα
digression (n) παρέκκλιση
forecast (n) πρόβλεψη
vernacular (n) καθομιλουμένη (γλώσσα)
treaty (n) συνθήκη
inner self (n) εσώτερος εαυτός
refrain (v) απέχω, αποφεύγω
disparity (n) διαφορά, ανομοιότητα, ανισότητα
retreat (v) υποχωρώ
praise (n) έπαινος
abstain (v) απέχω από ψηφοφορία
shower (v) δίνω απλόχερα, κατακλύζω
renounce (v) αποκηρύσσω, παραιτούμαι
grandiose (adj) πομπώδης, μεγαλοπρεπής
disturbance (n) ενόχληση, αναστάτωση
self-congratulatory (adj) που συγχαίρει τον
in the wake of (phr) στον απόηχο, ύστερα από
εαυτό του
brace (v) στηρίζω, υποβαστάζω
unfathomable (adj) ακατανόητος
indulge (v) ενδίδω, ικανοποιώ (επιθυμία)
lexicon (n) φρασεολογία
reinforce (v) ενισχύω
obscure (adj) ασαφής, άγνωστος, μυστηριώδης
withstand (v) αντέχω, αντιστέκομαι
allusion (n) μνεία, αναφορά
Reading, Page 56 pun (n) λογοπαίγνιο
tracing (n) ιχνογραφία devote to (v phr) αφιερώνω
digit (n) δάχτυλο footnote (n) υποσημείωση
ratio (n) αναλογία launch (v) εισάγω, εγκαινιάζω, λανσάρω, παρουσιάζω

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 7 © Hellenic American Union
offensive (adj) προσβλητικός honor (v) τιμώ, τηρώ
insight (n) βαθιά γνώση, διορατικότητα, ενόραση make a beeline (phr) ακολουθώ τη συντομότερη οδό
justify (v) δικαιολογώ
Listening Part 2, Problems 21-26, Page 67
subsequent (adj) επόμενος, μεταγενέστερος,
scholastic sports (n) κολλεγιακά αθλήματα
επακόλουθος
sacrifice (v) θυσιάζω
re-evaluate (v) επανεκτιμώ
achievement (n) κατόρθωμα
Reading, Page 58 administrator (n) διευθυντής
trash (n) απορρίματα, σκουπίδια raise (money) (v) συγκεντρώνω χρήματα για ένα
spinal cord (n) σπονδυλική στήλη σκοπό
nutrient (n) θρεπτική ουσία awkwardness (n) αδεξιότητα, αμηχανία
nervous system (n) νευρικό σύστημα mature (v) ωριμάζω
flush out (phr v) ξεπλένω, απομακρύνω
Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript
accumulate (v) συσσωρεύομαι
self-fulling prophecy (phr) αυτοεκπληρούμενη
seek (v) ψάχνω
προφητεία
inject (v) εισάγω με ένεση
dye (n) βαφή Listening Part 2, Problems 27-32, Page 68
innovative (adj) καινοτόμος containment area (n) περιοχή περιορισμού
restorative (adj) αναζωογονητικός, τονωτικός declare (v) διακηρύττω, ανακοινώνω
neurodegenerative (adj) νευροεκφυλιστικός landscape (v) διαμορφώνω, εξωραΐζω μια έκταση
speculate (v) υποθέτω probable (adj) πιθανός
llocation (n) κατανομή, καταμερισμός restore (v) αποκαθιστώ
rinse out (phr v) ξεπλένω investigation (n) έρευνα
dormant (adj) αδρανής
buildup (n) συσσώρευση Listening Part 2, Problems 27-32, Transcript
insufficient (adj) ανεπαρκής douse (v) καταβρέχω, σβήνω (φωτιά)
removal (n) αφαίρεση beautification (n) εξωραϊσμός, καλλωπισμός
expenditure (n) δαπάνη, έξοδο current (adj) τρέχων, τωρινός
confluence (n) συμβολή, συρροή
dump (v) απορρίπτω, ξεφορτώνομαι
P R AC T I C E T E S T 3
Listening Part 2, Problems 33-38, Page 69
perspective (n) οπτική, πλευρά
Listening Part 1, Problems 1-9, Page 65
reliable (adj) αξιόπιστος
frustrated (adj) απογοητευμένος, αγχωμένος
cross-check (v) επαληθεύω μέσω σύγκρισης
disturbing (adj) ανησυχητικός
major (n) ακαδημαϊκή κατεύθυνση σπουδών Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript
particulars (n pl) λεπτομέρειες
Listening Part 1, Problems 1-9, Transcript
clog (v) βουλώνω, φράζω Listening Part 3, Problems 39-44, Page 70
struggle (v) παλεύω, αγωνίζομαι
Listening Part 1, Problems, 10-20, Page 66
focal point (n) επίκεντρο (του ενδιαφέροντος)
accommodate (v) στεγάζω, φιλοξενώ
wealthy (adj) πλούσιος, ευκατάστατος
reschedule (v) επαναπρογραμματίζω μια συνάντηση,
popularise (v) κάνω κάτι γνωστό και δημοφιλές
ένα ραντεβού, μια σύσκεψη
consumerism (n) καταναλωτισμός
negotiate (v) διαπραγματεύομαι
mimic (v) παριστάνω, μιμούμαι
honest (adj) ειλικρινής, τίμιος
hatch (v) εκκολάπτω Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript
advancement (n) πρόοδος curator (n) έφορος (μουσείου)
humorous (adj) αστείος, διασκεδαστικός current (adj) τρέχων, τωρινός
aesthetic (n) αισθητική
Listening Part 1, Problems 10-20, Transcript
victory (n) νίκη
aberration (n) παρέκκλιση, εξαίρεση του κανόνα
commerce (n) εμπόριο

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 8 © Hellenic American Union
tastemaker (n) αυτό(ς) που καθορίζει τι είναι στη viewpoint (n) οπτική, άποψη
μόδα proposition (n) πρόταση
sophistication (n) επιτήδευση, καλλιέργεια, φινέτσα differ (v) διαφέρω
prerogative (n) δικαίωμα deem (v) κρίνω, θεωρώ
democratization (n) εκδημοκρατισμός profit (n) έσοδο
prosperity (n) ευημερία indicator (n) ένδειξη
incomparable (adj) ασύγκριτος
Listening Part 3, Problems 45-50, Page 71
stocks (n pl) μετοχές
preliminary (adj) (πρωτ)αρχικός, προκαταρκτικός
alter (v) τροποποιώ, αλλάζω
stimulation (n) διέγερση
pardon (v) συγχωρώ, δίνω χάρη
immune system (n) ανοσοποιητικό σύστημα
temper (v) μετριάζω, αμβλύνω
link (v) συνδέω
working conditions (n phr) συνθήκες εργασίας
prominent (adj) εξέχων, διαπρεπής
errand (n) θέλημα
therapeutic (adj) θεραπευτικός
scheme (n) πλάνο, σχέδιο
Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript objective (n) στόχος, σκοπός
hemisphere (n) ημισφαίριο balance (v) ισορροπώ
intellectual (adj) πνευματικός
Cloze, Page 75
frontal lobe (n) εμπρόσθιος λοβός
weight loss (n phr) απώλεια βάρους
mild (adj) ήπιος
intentionally (adv) σκόπιμα
post-operative (adj) μετεγχειρητικός
pace (n) ρυθμός, ταχύτητα
regimen (n) αγωγή, δίαιτα
capable (adj) ικανός
Grammar, Pages 72-73 efficient (adj) αποτελεσματικός
hence (adv) επομένως, ως εκ τούτου intricate (adj) περίπλοκος
prestigious (adj) αναγνωρισμένος, έγκυρος competent (adj) ικανός
attendee (n) παρευρισκόμενος significantly (adv) σημαντικά
impoverished (adj) εξαθλιωμένος, φτωχός chronic (adj) χρόνιος
challenging (adj) απαιτητικός life span (n phr) διάρκεια ζωής
exposure (n) έκθεση
Vocabulary, Pages 76-77
award (v) επιβραβεύω
late fees (n phr) τόκοι υπερημερίας
semester (n) ακαδημαϊκό εξάμηνο
disruption (n) διακοπή, αναστάτωση
tuition (n) δίδακτρα
credit (n) πίστωση
freshman (n) πρωτοετής φοιτητής
surplus (n) πλεόνασμα
charming (adj) χαριτωμένος
residue (n) υπόλειμμα
occasionally (adv) ενίοτε, περιστασιακά
balance (n) υπόλοιπο λογαριασμού
absurd (adj) παράλογος
leisure (n) ελεύθερος χρόνος, αναψυχή
lighthearted (adj) εύθυμος, κεφάτος
amusement (n) διασκέδαση
spot (v) εντοπίζω
inquest (n) έρευνα (δικαστική), ανάκριση
Cloze, Page 74 expedition (n) αποστολή
corporate governance (n) εταιρική διακυβέρνηση odd (adj) παράξενος
shareholder (n) μέτοχος bizarre (adj) παράξενος, περίεργος
stakeholder (n) επενδυτής suspend (v) αναστέλλω, διακόπτω
centric (adj) κεντρικός disbelief (n) δυσπιστία
maximize (v) μεγιστοποιώ disclosure (n) αποκάλυψη, γνωστοποίηση
wealth (n) πλούτος, ευημερία disorientation (n) αποπροσανατολισμός
desirable (adj) επιθυμητός disillusionment (n) απογοήτευση
consistent (adj) σύμφωνος purchase (n) αγορά
mutually (adv) αμοιβαία anthology (n) ανθολογία
disparately (adv) ετερογενώς grant (v) χορηγώ, επιτρέπω
contrastingly (adv) αντίθετα, αντικρουόμενα cater to (phr v) ανταποκρίνομαι
obligation (n) υποχρέωση adept (adj) άξιος, ικανός

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 9 © Hellenic American Union
adamant (adj) ανένδοτος, αδιάλλακτος root cause (n) βασική αιτία
auspicious (adj) αίσιος, ευοίωνος enable (v) επιτρέπω
in the vicinity (phr) κοντά, στην περιοχή
Reading, Page 79
proximity (n) εγγύτητα
instantaneously (adv) άμεσα, ακαριαία
scarf (n) φουλάρι, μαντίλι
nickel (n) νικέλιο
bracelet (n) βραχιόλι
abuzz (adj) που βουίζει, σφύζει
earrings (n pl) σκουλαρίκια
be comprised of (v phr) αποτελούμενος
outfit (n) ρουχισμός, σύνολο
atom (n) άτομο
accessories (n plr) αξεσουάρ, εξαρτήματα
hexagonal (adj) εξάγωνος
keep at bay (v phr) κρατάω μακριά
two-dimensional (adj) δυσδιάστατος
keep in check (v phr) υπό έλεγχο
property (n) ιδιότητα
in charge (of) (phr) είμαι υπεύθυνος
unique (adj) μοναδικός
keep under wraps (v phr) αποκρύπτω
electron (n) ηλεκτρόνιο
illustrious (adj) ένδοξος
particle (n) σωματίδιο, μόριο
advocate (n) υποστηρικτής
interference (n) παρέμβαση
domestically (adv) εγχώρια
conductive (adj) αγώγιμος
adhesive (n) κόλλα
breaking strength (n) όριο θραύσης
affix (v) κολλάω
transparent (adj) διαφανής
annex (v) προσαρτώ, οικειοποιούμαι
dream up (phr v) σκαρφίζομαι, εφευρίσκω
append (v) επισυνάπτω, προσάπτω
solar cell (n) ηλιακή κυψέλη
substantial (adj) ουσιώδης, σημαντικός
flexibility (n) ελαστικότητα
outlook (n) θεώρηση, θέση
endless (adj) ατελείωτος
approach (n) προσέγγιση
manufacturing (n) παραγωγή, κατασκευή
posit (v) εισηγούμαι, προτείνω
thickness (n) πάχος
collate (v) αντιπαραβάλλω, σελιδοποιώ
storage capacity (n) δυνατότητα αποθήκευσης
coexist (v) συνυπάρχω
potential (adj) πιθανός, δυνητικός
collocate (v) συνδυάζω, συμπαραθέτω
uniqueness (n) μοναδικότητα
commute (v) μετακινούμαι προς και από το χώρο
cautious (adj) προσεκτικός
εργασίας
optimistic (adj) αισιόδοξος
Reading, Page 78
Reading, Page 80
adapt (v) προσαρμόζομαι
rivalry (n) αντιπαλότητα
mammal (n) θηλαστικό
pit something / somebody against another (phr)
mirror (v) αντικατοπτρίζω
ανταγωνίζομαι
retina (n) αμφιβληστροειδής χιτώνας
bureaucrat (n) γραφειοκράτης
photoreceptor (n) υποδοχέας φωτός
flee (v) τρέπομαι σε φυγή
contribute to (v phr) συμβάλλω, συνεισφέρω
urban planner (n) πολεοδόμος
superior (adj) ανώτερος
disperse (v) διασκορπίζομαι, διαλύομαι
dilate (v) διαστέλλομαι
suburb (n) προάστιο
contract (v) συστέλλομαι
slash (v) σκίζω, χαράσσω, κόβω
pupil (n) κόρη οφθαλμού
heartlessness (n) σκληρότητα
swell (v) πρήζομαι
disregard (n) περιφρόνηση, απαξίωση
collagen (n) κολλαγόνο
dislocate (v) μετακινούμαι, αναγκάζομαι να αλλάξω
fibrous (adj) ινώδης
σπίτι
squeeze (v) σφίγγω, ζουλάω, στριμώχνω
incite (v) υποκινώ, εγείρω
sensitive (adj) ευαίσθητος
opposition (n) εναντίωση, αντίσταση
glare (n) λάμψη
downtown (n) κέντρο της πόλης
upend (v) ανατρέπω
provoke (v) προκαλώ
reflect (v) αντικατοπτρίζω
patchwork (n) μωσαϊκό, που αποτελείται από μικρά
perceive (v) αντιλαμβάνομαι
κομμάτια

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 10 © Hellenic American Union
diverse (adj) ποικιλόμορφος Listening Part 2, Problems 33-38, Page 91
glue (n) κόλλα food label (n) ετικέτα, επισήμανση τροφίμου
automotive (adj) σχετιζόμενος με την αυτοκίνηση dietary (adj) διατροφικός
pedestrian (adj) πεζός eyesight (n) όραση
polar opposite (n) διαμετρικά αντίθετος prominently (adv) εμφανώς, διακριτά
depopulation (n) πληθυσμιακή μείωση intake (n) πρόσληψη, κατανάλωση
neglect (n) αμέλεια saturated fat (n) κορεσμένο λίπος
trans fat (n) ακόρεστο λίπος

P R AC T I C E T E S T 4 Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript


dairy (adj) γαλακτοκομικός
Writing, Page 86 nutritional (adj) θρεπτικός
traffic congestion (n phr) κυκλοφοριακή συμφόρηση
Listening Part 3, Problems 39-44, Page 92
resident (n) κάτοικος
fragmentation (n) κατακερματισμός
urban (adj) αστικός
vulnerability (n) αδυναμία, ευαισθησία
Listening Part 1, Problems 1-10, Page 87 ecosystem (n) οικοσύστημα
interrupt (v) διακόπτω community (n) κοινότητα
effort (n) προσπάθεια
Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript
technique (n) τεχνική
swath (n) μακρύ και στενό κομμάτι
crew (n) συνεργείο
fragmented (adj) κατακερματισμένος,
furniture (n) έπιπλα, επίπλωση
κομματιασμένος
Listening Part 1, Problems 1-10, Transcript pocket (n) τμήμα
terrace (n) εξωτερικός χώρος κτιρίου, βεράντα thrive (v) αναπτύσσομαι, ευημερώ, ακμάζω
estimate (n) εκτίμηση exceptionally (adv) εξαιρετικά
orientation (n) προσανατολισμός, προσαρμογή prey upon (phr v) κυνηγώ
casually (adv) ανεπίσημα voracious (adj) αχόρταγος, ακόρεστος
slob (adj) ακατάστατος, ασουλούπωτος devastating (adj) ολέθριος, καταστροφικός
be doomed (v phr) είμαι καταδικασμένος
Listening Part 1, Problems 11-20, Page 88 soar (v) αυξάνομαι, εκτοξεύομαι (για τιμές)
concern (n) ανησυχία reform (n) μεταρρύθμιση
script (n) σενάριο minimize (v) ελαχιστοποιώ
technical assistance (n phr) τεχνική υποστήριξη intact (adj) άθικτος, ανέπαφος
transportation (n) μετακίνηση
light bulb (n) ηλεκτρική λάμπα, λυχνία Listening Part 3, Problems 45-50, Page 93
purchase (v) αγοράζω hormone (n) ορμόνη

Listening Part 1, Problems 11-20, Transcript Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript
rep (n) αντιπρόσωπος longevity (n) μακροζωία
mortality (n) θνησιμότητα
Listening Part 2, Problems 21-26, Page 89 plausible (adj) αληθοφανής, πιστευτός
literary event (n phr) λογοτεχνική εκδήλωση solid (adj) αξιόπιστος, σταθερός, βάσιμος
honor (n) τιμή, αναγνώριση simulate (v) μιμούμαι, προσομοιάζω
praise (v) απαινώ, εγκωμιάζω accompany (v) συνοδεύω, συντροφεύω
Listening Part 2, Problems 27-32, Page 90 fundamentally (adv) κατά βάση, ουσιαστικά
virtual reality (n) εικονική πραγματικότητα Grammar, Pages 94
refute (v) αντικρούω orbit (v) περιστρέφομαι, κινούμαι σε τροχιά
healthcare (n) υγειονομική περίθαλψη evidence (n) απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο
disoriented (adj) αποπροσανατολισμένος disposal (n) απόρριψη
nausea (n) ναυτία, ζαλάδα randomly (adv) τυχαία
zombie (n) ζόμπι, ζωντανός νεκρός shortage (n) έλλειψη

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 11 © Hellenic American Union
agricultural (adj) αγροτικός in large quantities (phr) σε μεγάλες ποσότητες
unless (prep) εκτός αν severity (n) σοβαρότητα
concede (v) παραδέχομαι, αναγνωρίζω extremity (n) σφοδρότητα, δριμύτητα
saturation (n) κορεσμός
Grammar, Pages 95
leaching (n) έκπλυση
gauge (v) υπολογίζω, μετρώ προσεκτικά
utilize (v) χρησιμοποιώ
bionic (adj) βιονικός
assign (v) αναθέτω
sensory (adj) αισθητήριος
soil (n) χώμα, έδαφος
artificial (adj) τεχνητός
surface (n) επιφάνεια
limb (n) μέρος του σώματος
runoff (n) απορροή
genre (n) είδος
sequel (n) η συνέχεια
ultimately (adv) τελικά
meditate (v) διαλογίζομαι Vocabulary, Pages 98-99
break into (v) κάνω διάρρηξη, εισβάλλω
Cloze, Page 96
knock out (phr v) προκαλώ βλάβη
persistent (adj) ατελείωτος, επίμονος, διαρκής
hint (v) υπονοώ
antiquity (n) αρχαιότητα
pinpoint (v) εντοπίζω
impending (adj) επικείμενος
intervene (v) παρεμβαίνω
temblor (n) σεισμός
mandatory (adj) υποχρεωτικός
scarce (adj) σπάνιος
inevitable (adj) αναπόφευκτος
permit (n) επιτρέπω
endorse (v) υποστηρίζω, υπερθεματίζω
undertake (v) αναλαμβάνω
extinction (n) αφανισμός
toad (n) φρύνος
related (adj) σχετικός
breeding (adj) αναπαραγωγικός
compatible (adj) συμβατός
abruptly (adv) απότομα, ξαφνικά
anchor (v) συνδέομαι
mate (v) ζευγαρώνω
portray (v) απεικονίζω
groundwater (n) υπόγεια ύδατα
commence (v) αρχίζω, ξεκινώ
surmise (v) εικάζω, υποθέτω
implicitly (adv) έμμεσα
forecasting (n) πρόβλεψη
exclusively (adv) αποκλειστικά
Cloze, Page 97 correspondingly (adv) αντίστοιχα
fertilizer (n) λίπασμα caution (v) προειδοποιώ
via (adv) μέσω valid (adj) έγκυρος
per (prep) ανά malicious (adj) κακοπροαίρετος, κακεντρεχής
acre (n) ακρ (μονάδα μέτρησης ίσο με 4 περίπου authorized (adj) διαπιστευμένος, εγκεκριμένος
στρέμματα) accountable (adj) υπόλογος
outcome (n) αποτέλεσμα haul (v) τραβώ, σέρνω
sequence (n) σειρά be of like mind (phr) συμφωνώ, σκέφτομαι με τον
hazard (n) κίνδυνος ίδιο τρόπο
pitfall (n) παγίδα (μεταφορικά) be of two minds (v phr) αμφιταλαντεύομαι
threat (n) απειλή it’s all in the mind (phr) είναι όλα στο μυαλό
mishap (n) αναποδιά be in your right mind (v phr) είμαι στα καλά μου
clout (n) επιρροή, δύναμη chair (n) προεδρεύων, πρόεδρος
manure (n) κοπριά promotion (n) προαγωγή
uphold (v) υπεραμύνομαι, υποστηρίζω keep something to yourself (v phr) κρατάω μυστικό
recycle (v) ανακυκλώνω venue (n) χώρος εκδηλώσεων
sustain (v) συντηρώ, υποστηρίζω attainable (adj) εφικτός
broad (adj) ευρύς burst (v) σκάω, εκρήγνυμαι
widespread (adj) εκτεταμένος, διαδεδομένος extensive (adj) εκτεταμένος
boundless (adj) απεριόριστος applaud (v) επιδοκιμάζω, επικροτώ, χειροκροτώ
incentive (n) κίνητρο recommend (v) προτείνω
sparingly (adv) με φειδώ, συντηρητικά adjacent (adj) διπλανός

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 12 © Hellenic American Union
divergent (adj) διαφορετικός constituent (adj) συστατικός
unanimous (adj) copied from companion norm (n) νόρμα, κανόνας
ομόφωνος conceptualize (v) συλλαμβάνω (ιδέα)
totalitarian (adj) ολοκληρωτικός reject (v) απορρίπτω
nominate (v) προτείνω
Reading, Page 102
licensing (n) αδειοδοτώ
bioprospecting (n) βιοαναζήτηση, βιοδιερεύνηση
factor (n) παράγοντας, συντελεστής
exploit (v) εκμεταλλεύομαι
necessity (n) αναγκαιότητα
marine (adj) θαλάσσιος, υδρόβιος
instalment (n) δόση
ocean-dwelling (adj) που ζει στον ωκεανό
renowned (adj) διάσημος, ξακουστός
frigid (adj) παγωμένος
extravagant (adj) υπερβολικός
scalding (adj) βραστός, καυτός
fundamental (adj) πρωταρχικός, ουσιαστικός
remote (adj) απομακρυσμένος
Reading, Page 100 harsh (adj) άγριος, σκληρός
cement (n) τσιμέντο remotely piloted (phr) καθοδηγούμενος εξ
set about (phr v) ξεκινώ αποστάσεως
supplement (v) συμπληρώνω submersible (adj) καταδυόμενος (για σκάφος), που
proper (adj) κατάλληλος, αρμόζων μπορεί να λειτουργήσει και υποβρυχίως
neutralize (v) εξουδετερώνω delicate (adj) εύθραυστος
nickname (v) βγάζω παρατσούκλι legislation (n) νομοθεσία
smog (n) αιθαλομίχλη, νέφος regulate (v) ρυθμίζω
pave (v) επιστρώνω exploitation (n) εκμετάλλευση
ideal (adj) ιδανικός meaningful (adj) ουσιώδης
oxidize (v) οξειδώνω draft (v) συντάσσω
nitrate (n) νιτρικό άλας funding (n) επιχορήγηση, χρηματοδότηση
sulfate (n) θειϊκό άλας fragile (adj) εύθραυστος
rinse off (phr v) ξεπλένω practical (adj) πρακτικός
obstacle (n) εμπόδιο ethical (adj) ηθικός
adoption (n) υιοθέτηση, υιοθεσία
commercial (adj) εμπορικός
roughly (adv) στο περίπου P R AC T I C E T E S T 5
effectiveness (n) αποτελεσματικότητα
nonetheless (adv) παρ’ όλα αυτά Listening Part 1, Problems 1-20, Pages 109-110
refine (v) βελτιώνω, κάνω καλύτερο heal (v) επουλώνω, θεραπεύω
airborne (adj) μεταφερόμενος μέσω αέρα emotional attachment (n) συναισθηματικός δεσμός
absorb (v) απορροφώ computer animation (n) κινούμενα σχέδια μέσω
evaporate (v) εξατμίζομαι ηλεκτρονικού υπολογιστή
standard (adj) κανονικός, τυπικός
Reading, Page 101 carry-on (adj) (αποσκευή) που μπορείς να
principal (adj) βασικός, κύριος κουβαλήσεις μαζί σου (στην πτήση)
lay out (phr v) εξηγώ, εκθέτω upcoming (adj) προσεχής, ερχόμενος
maintenance (n) διατήρηση, συντήρηση reveal (v) αποκαλύπτω
social order (n) κοινωνική ευταξία, κοινωνικό due date (n) προθεσμία, καταληκτική ημερομηνία
σύστημα
homogenous (adj) ομοιογενής Listening Part 1, Problems 1-20, Transcript
cohesion (n) συνάφεια oriented (adj) προσανατολισμένος
self-sufficient (adj) αυτάρκης sore (adj) πληγωμένος, πονεμένος
subsistence (n) επιβίωση, βιοπορισμός sentimental (adj) συναισθηματικός
heritage (n) κληρονομιά overdue (adj) εκπρόθεσμος, καθυστερημένος
heterogeneous (adj) ετερογενής passé (adj) ξεπερασμένος
primarily (adv) κυρίως distract (v) αποσπώ την προσοχή
integrity (n) ακεραιότητα multitasking (n) πολυδιεργασία, πολυεργασία

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 13 © Hellenic American Union
assure (v) διαβεβαιώνω, σιγουρεύω Listening Part 3, Problems 45-50, Page 115
cliché (n) κλισέ, κοινότoπο, κοινοτοπία proprioception (n) η αντίληψη του σώματος
rile up (phr v) εκνευρίζω, εξοργίζω conscious (adj) συνειδητός
aftermath (n) επακόλουθο, συνέπεια strengthen (v) ενδυναμώνω
collision (n) σύγκρουση limbs (n plr) άκρα, μέλη του σώματος
run a light (v phr) περνάω με κόκκινο φανάρι adjustment (n) ρύθμιση, τροποποίηση, προσαρμογή
sprained (adj) εξαρθρωμένος, στραμπουληγμένος
Listening Part 2, Problems 21-26, Page 111
ankle (n) αστράγαλος
found (v) ιδρύω
alignment (n) ευθυγράμμιση
criticism (n) κριτική, επίκριση, κατάκριση
assessment (n) αξιολόγηση Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript
stretch (v) τεντώνω
Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript
relay (v) αναμεταδίδω, μεταφέρω μήνυμα
principal (n) διευθυντής σχολείου
balance (n) ισορροπία
Listening Part 2, Problems 27-31, Page 112 agility (n) ευκινησία
radio waves (n pl) ραδιοκύματα shift (v) αλλάζω, μετατοπίζω
function (v) λειτουργώ squat (v) κάνω βαθύ κάθισμα
satellite communications (n pl) δορυφορικές bend over (phr v) σκύβω, διπλώνω
επικοινωνίες workout (n) σωματική άσκηση
latency (n) καθυστέρηση hip (n) ισχίο, γοφός
capacity (n) δυνατότητα clump (n) συστάδα, σωρός
trip (v) σκοντάφτω, παραπατώ
Listening Part 2, Problems 33-38, Page 113 sever (v) κόβω, διαχωρίζω
commit (to) (v) δεσμεύομαι tendon (n) τένοντας
Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript rehabilitation (n) επανένταξη, αποκατάσταση
handle (v) (μετα)χειρίζομαι Grammar, Pages 116-117
Listening Part 3, Problems 39-44, Page 114 accredited (adj) πιστοποιημένος, αναγνωρισμένος
multicultural (adj) πολυπολιτισμικός liver (n) συκώτι
brief (adj) σύντομος toxicity (n) τοξικότητα
ragtime (n) ραγκτάιμ (είδος τζαζ μουσικής) inferior (adj) κατώτερος
arise (v) προέρχομαι media outlet (n) μέσο μαζικής επικοινωνίας
syncopation (n) συγχρονισμός meet the standards (v phr) ανταποκρίνομαι στα
improvisation (n) αυτοσχεδιασμός πρότυπα, πληρώ τις προδιαγραφές
blending (n) ανάμειξη, συνδυασμός botulism (n) αλλαντίαση, είδος δηλητηρίασης
(συνήθως από κονσέρβες)
Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript canned (adj) κονσερβοποιημένος, σε κονσέρβα
glean (v) αλιεύω, συγκεντρώνω σιγά-σιγά pod (n) κοπάδι από φάλαινες
melting pot (n) χωνευτήρι (μεταφορικά), inhabit (v) κατοικώ, ζω σε ένα μέρος
συγκερασμός κουλτούρων και πολιτισμών dedicated (adj) αφοσιωμένος
settler (n) άποικος attendance (n) παρουσία, παρακολούθηση
immigrate (v) μεταναστεύω tutorial (n) φροντιστηριακό / ιδιαίτερο μάθημα
marching band (n) φιλαρμονική (ορχήστρα)
hop (n) αναπήδηση Cloze, Page 118
anomaly (n) παρατυπία, ανωμαλία pump (n) αντλία
slur (v) τραυλίζω, γεφυρώνω το κενό ανάμεσα combine (v) συνδυάζω
στις νότες ή τις λέξεις ώστε να ακούγεται ενιαίο divide (v) μοιράζω, διαιρώ
(μουσική) detach (v) αποσπώ
bend (v) παίζω διαφορετικά μια μουσική νότα septum (n) διάφραγμα
slide (v) γλιστρώ resemble (v) μοιάζω
reliance (n) εξάρτηση common (adj) κοινός
corresponding (adj) αντίστοιχος, σχετικός

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 14 © Hellenic American Union
complimentary (adj) δωρεάν whenever the need arises (phr) όταν προκύπτει
chamber (n) θάλαμος ανάγκη
auricle (n) ωτίο (καρδιακός κόλπος) nostalgia (n) νοσταλγία
ventricle (n) (καρδιακή) κοιλία retrospect (n) ανασκόπηση, αναδρομή
variously (adv) ποικιλοτρόπως contemplation (n) περισυλλογή, στοχασμός
alongside (adv) παράλληλα catch up (phr v) ενημερώνομαι
enfold (v) τυλίγω, εμπερικλείω keep track of (v phr) παρακολουθώ την πορεία
enclose (v) περικλείω propulsion (n) προώθηση
encompass (v) περιλαμβάνω, περικλείω automate (v) αυτοματοποιώ
be composed of (v phr) αποτελούμαι fraternity (n) αδελφότητα, σύλλογος φοιτητών
rub (v) τρίβω insensitive (adj) ανάλγητος, αναίσθητος
perpetuate (v) παρατείνω, διαιωνίζω
Cloze, Page 119
hefty (adj) βαρύς
aspiring (adj) φιλόδοξος
sizable (adj) ευμεγέθης
subject (v) υποβάλλω
plentiful (adj) άφθονος, αρκετός
rigorous (adj) απαιτητικός, αυστηρός
hands-on (adj) πρακτικός
ongoing (adj) διαρκής
startling (adj) αναπάντεχος, αιφνιδιαστικός
course (n) σειρά μαθημάτων
unreliable (adj) αναξιόπιστος
agenda (n) ατζέντα, ημερήσια διάταξη
unexpected (adj) απροσδόκητος, αναπάντεχος
rotation (n) διαδοχική σειρά, εναλλαγή θέσεων ή
estate (n) κτήμα
ρόλων
terrain (n) έδαφος
networking (n) συναναστροφή
sphere (n) σφαίρα
a wealth of (phr) πληθώρα
fascination (n) ενθουσιασμός
data (n) δεδομένα
fanciful (adj) φανταστικός, φαντασιόπληκτος
appraise (v) αξιολογώ
a grain of truth (phr) ψήγμα αλήθειας
in turn (phr) διαδοχικά, με τη σειρά
dab (n) μικρή ποσότητα
base (v) βασίζω
knot (n) κόμπος
authentic (adj) αυθεντικός
conservatory (n) ωδείο
facilitate (v) διευκολύνω
amateur (adj) ερασιτεχνικός
collaborate (v) συνεργάζομαι
on a par (phr) στο ίδιο επίπεδο, ισάξιος
certify (v) πιστοποιώ
anticipation (n) προσδοκία
salaried job (n) μισθωτή εργασία
barely (adv) σχεδόν καθόλου
recruitment (n) διαδικασία αναζήτησης νέων
seldom (adv) σπάνια
υπαλλήλων
moral (adj) ηθικός
evaluate (v) αξιολογώ
wage (n pl) ημερομίσθιο, ωρομίσθιο
virtue (n) αξία, αρετή
state (n) κατάσταση
potential (n) δυνατότητα, ικανότητα
dilemma (n) δίλημμα
dominance (n) κυριαρχία, υπεροχή
occurrence (n) περιστατικό, συμβάν
Vocabulary, Pages 120-121 circumstance (n) περίσταση, περίπτωση
faculty (n) τμήμα ή διδακτικό προσωπικό
Reading, Page 122
πανεπιστημίου
multi-faceted (adj) πολύπλευρος
present (adj) παρών
prolific (adj) δημιουργικός, πολυγραφότατος,
imminent (adj) επικείμενος, επερχόμενος
παραγωγικός
formal (adj) επίσημος
intellectual (n) άνθρωπος του πνεύματος
negotiations (n pl) διαπραγματεύσεις
accomplished (adj) επιτυχημένος
become better acquainted (v phr) γνωρίζομαι
ensconce (v) βολεύομαι, τακτοποιούμαι
καλύτερα
eclectic (adj) ετερόκλητος, που συλλέγει διάφορα
consensus (n) συναίνεση, συμφωνία
είδη
physician (n) ιατρός
output (n) πνευματικό έργο
on a regular basis (phr) τακτικά, συχνά
rumination (n) στοχασμός
in a way (phr) με κάποιο τρόπο

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 15 © Hellenic American Union
striking (adj) εντυπωσιακός honor a commitment (phr) τηρώ τη δέσμευση που
disparate (adj) ανομοιογενής, ετερόκλητος έχω αναλάβει
intimidating (adj) τρομακτικός grade (v) βαθμολογώ
breadth (n) εύρος
Listening Part 1, Problems 1-10, Transcript
constant (n) σταθερά
scramble (v) σπεύδω
escape (v) διαφεύγω
pull an all-nighter (v phr) δουλεύω όλη νύχτα για να
commonsensical (adj) πρακτικός
τελειώσω μια εργασία
relevance (n) σχετικότητα, συνάφεια
license (n) άδεια (οδήγησης, εξασκήσεως
backdrop (n) φόντο
επαγγέλματος, χρήσης κ.α)
originate (v) προέρχομαι, κατάγομαι
functionality (n) λειτουργία
Reading, Page 123 fair (adj) δίκαιος
constructivism (n) κονστρουκτιβισμός tap into (phr v) εκμεταλλεύομαι, αποκτώ πρόσβαση
dominate (v) κυριαρχώ
Listening Part 1, Problems 11-20, Page 132
observable (adj) ορατός, αισθητός
relocation (n) μετεγκατάσταση
stimulate (v) κεντρίζω, ερεθίζω
slip (n) απόδειξη πληρωμής
behaviorism (n) συμπεριφορισμός
cognitive (adj) διανοητικός, γνωστικός Listening Part 1, Problems 11-20, Transcript
claim (v) ισχυρίζομαι to the point (phr) επί του θέματος, σχετικός
subjective (adj) υποκειμενικός to not have the faintest idea (phr) δεν έχω την
filter (v) φιλτράρω παραμικρή ιδέα
prism (n) πρίσμα sue (v) υποβάλλω μήνυση
perception (n) αντίληψη evacuate (v) εκκενώνω
interpretation (n) ερμηνεία
context (n) εννοιολογικό πλαίσιο Listening Part 2, Problems 21-26, Page 133
spark (v) πυροδοτώ conflict (n) διαμάχη
debate (n) επίσημη συζήτηση Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript
Reading, Page 124 webinar (n) διαδικτυακό σεμινάριο
legendary (adj) θρυλικός hinder (v) παρεμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω
in the wild (phr) στη φύση impatient (adj) ανυπόμονος
take apart (phr v) αποσυναρμολογώ Listening Part 2, Problems 27-32, Page 134
centrifuge (n) συσκευή φυγοκέντρησης millennial (n) άτομο που ενηλικιώθηκε στις αρχές του
spin (v) στριφογυρίζω 21ου αιώνα
exert (v) ασκώ, χρησιμοποιώ retirement (n) συνταξιοδότηση
rupture (v) διαρρηγνύω, κόβω validate (v) επικυρώνω, νομιμοποιώ
exoskeleton (n) εξωτερικός σκελετός
texture (n) υφή Listening Part 2, Problems 27-32, Transcript
bump (n) εξόγκωμα demographic data (n pl) δημογραφικά δεδομένα
replicate (v) αντιγράφω survey (v) διεξάγω έρευνα
pose (v) υποβάλλω, δημιουργώ dovetail (v) συνδέομαι αρμονικά, συνδυάζω
precisely (adv) με ακρίβεια vibrant (adj) δραστήριος, δυναμικός

Listening Part 2, Problems 33-38, Page 135


P R AC T I C E T E S T 6 scholarship (n) υποτροφία
break up (phr v) διακόπτω, διαλύω, χωρίζω
Listening Part 1, Problems 1-10, Pages 131 interfere (v) παρεμβαίνω, παρεμποδίζω
crowded (adj) γεμάτος κόσμο, συνωστισμένος pursue (v) κυνηγώ, επιδιώκω να επιτύχω κάτι
fall behind (phr v) μένω πίσω Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript
meet a deadline (phr) τηρώ μια προθεσμία jingle (n) σύντομο διαφημιστικό ηχητικό μέρος
deadline (n) προθεσμία

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 16 © Hellenic American Union
Listening Part 3, Problems 39-44, Page 136 essentially (adv) στην ουσία
solar (adj) ηλιακός heating system (n) σύστημα θέρμανσης
vulnerable (adj) ευάλωτος, τρωτός shrimp (n) γαρίδα
raise an issue (phr) θέτω ένα ζήτημα, εγείρω ένα θέμα pigment (n) χρωστική ουσία
bribery (n) δωροδοκία
Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript synthetic (adj) συνθετικός
disruptive (adj) που προκαλεί διάσπαση,
αποδιοργανωτικός Cloze, Page 140
infrastructure (n) υποδομή humanity (n) ανθρωπότητα
satellite (n) δορυφόρος civilization (n) πολιτισμός
surveillance (n) παρακολούθηση double (v) λειτουργώ και ως
power grid (n) ηλεκτρικό δίκτυο scarcity (n) έλλειψη, ανεπάρκεια
susceptible (adj) ευάλωτος, επιρρεπής, επιδεκτικός palatable (adj) εύγευστος, νόστιμος
peak (n) κορυφή reciprocal (adj) αμοιβαίος
capital (n) κεφάλαιο appetizing (adj) νόστιμος, ορεκτικός
frontier (n) όριο, σύνορο comparable (adj) παρόμοιος, συγκρίσιμος
livestock (n) ζώα, ζωικό κεφάλαιο
Listening Part 3, Problems 45-50, Page 137 sustainable (adj) αειφόρος, βιώσιμος
highlight (v) τονίζω
feed (n) ζωοτροφή
renewal (n) ανανέωση
by contrast (phr) αντιθέτως
pedestrian (n) πεζός
raise (v) εκτρέφω
stroll (v) κάνω βόλτα
vigilance (n) επαγρύπνηση, εγρήγορση
socialize (v) κοινωνικοποιούμαι, συναναστρέφομαι
precaution (n) προφύλαξη, πρόνοια, προληπτική
mingle (v) συναναστρέφομαι
δράση
remarkable (adj) αξιοθαύμαστος
bold (adj) γενναίος Cloze, Page 141
electrical current (n) ηλεκτρικό ρεύμα
Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript surge (n) απότομη αύξηση
virtually (adv) κυριολεκτικά
supply (v) παρέχω
crown (v) στέφω
voltage (n) τάση
glory (n) δόξα
variation (n) μεταβολή, διακύμανση, παρέκκλιση
initiate (v) εισάγω, εγκαινιάζω
imperceptible (adj) ανεπαίσθητος
avenue (n) λεωφόρος
defective (adj) ελαττωματικός
boulevard (n) λεωφόρος
circuit (n) κύκλωμα
proclamation (n) προκήρυξη
be derived from (v phr) προέρχομαι από
tear down (phr v) καταστρέφω, κατεδαφίζω
immeasurably (adv) αμέτρητα, απείρως
rubble (n) χαλάσματα, συντρίμμια
flirt (v) φλερτάρω Vocabulary, Pages 142-143
concurrent (adj) ταυτόχρονος
Grammar, Pages 138-139 continuous (adj) διαρκής, συνεχόμενος
survey (n) έρευνα
consecutive (adj) διαδοχικός
embrace (v) ενστερνίζομαι, ασπάζομαι
consequential (adj) επακόλουθος
drought (n) ξηρασία
pile (v) στοιβάζω
tolerance (n) αντοχή, ανοχή
heap (v) στοιβάζω, συσσωρεύω
millet (n) κεχρί (είδος δημητριακού)
stockpile (v) συγκεντρώνω, αποθηκεύω
tout (v) διαλαλώ, διατυμπανίζω
timeworn (adj) φθαρμένος, παρωχημένος,
cash crop (n) σοδειά προς πώληση
γερασμένος
transcript (n) αναλυτική βαθμολογία
preemptive (adj) προληπτικός
registrar (n) υπεύθυνος τήρησης ακαδημαϊκών
institution (n) ίδρυμα
αρχείων
point out (phr v) επισημαίνω
virus (n) ιός
take back (phr v) ανακαλώ
digestive system (n) πεπτικό σύστημα
turn away (phr v) διώχνω, αποδιώχνω

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 17 © Hellenic American Union
align (v) ευθυγραμμίζω, συντάσσομαι, συνάδω convoluted (adj) πολύπλοκος
array (v) παρατάσσω outermost (adj) εξωτερικός
enlist (v) στρατολογούμαι long-term (adj) μακροπρόθεσμος
characterize (v) χαρακτηρίζω maintain (v) διατηρώ
taxation (n) φορολογία stable (adj) σταθερός
detractor (n) επικριτής neuron (n) νευρώνας
proprietor (n) ιδιοκτήτης intricately woven (phr) λεπτομερώς, περίπλοκα
subscriber (n) [subscriber to an idea] συνδρομητής υφασμένος
proponent (n) υποστηρικτής, υπέρμαχος
Reading, Page 145
inherited (adj) κληρονομικός
ligament (n) σύνδεσμος (οστών)
spleen (n) σπλήνα
biomechanical (adj) βιομηχανικός, που αφορά στη
marrow (n) μυελός οστών
λειτουργία ζώντων οργανισμών
affection (n) τρυφερότητα, στοργή
vital signs (n pl) ζωτικές ενδείξεις
convulsion (n) σπασμός
placement (n) τοποθέτηση
stave off (phr v) αποτρέπω
asymmetric (adj) ασύμμετρος
ageing process (n) διαδικασία της γήρανσης
overload (n) υπερφόρτωση
endow (v) προικίζω (μτφ)
recharge (v) φορτίζω
wrought iron (n) σφυρήλατος σίδηρος
hook up to (phr v) συνδέω
apprehend (v) συλλαμβάνω
prototype (n) πρωτότυπο
differentiate (v) ξεχωρίζω, διαφοροποιώ
shrink (v) συρρικνώνω
in error (phr) κατά λάθος
waterproof (adj) αδιάβροχος
blunder (n) ανοησία, σφάλμα
durable (adj) ανθεκτικός
oversight (n) απροσεξία, αμέλεια
enhance (v) ενισχύω, βελτιώνω
mentor (n) μέντορας
deficiency (n) έλλειψη, ανεπάρκεια, ελάττωμα
apprentice (n) μαθητευόμενος
capability (n) ικανότητα, δυνατότητα
in order (phr) σε τάξη
customize (v) προσαρμόζω
on hand (phr) διαθέσιμος
component (n) τμήμα Reading, Page 146
stained (adj) λεκιασμένος drill (v) ανοίγω τρύπα (με τρυπάνι)
derogatory (adj) υποτιμητικός, απαξιωτικός crater (n) κρατήρας
contaminated (adj) μολυσμένος trap (v) παγιδεύω
snail (n) σαλιγκάρι chunk (n) κομμάτι
slug (n) γυμνοσάλιαγκας slam (v) κοπανάω, χτυπάω δυνατά
bait (n) δόλωμα seal (v) σφραγίζω, κλείνω ερμητικά
moist (adj) νωπός origin (n) προέλευση, πηγή
depict (v) απεικονίζω chloride (n) χλωρίδιο
designate (v) προκρίνω, αναδεικνύω, καθορίζω bromide (n) βρόμιο
concentration (n) πυκνότητα, συγκέντρωση
Reading, Page 144
accumulation (n) συσσώρευση, συγκέντρωση
in conjunction (phr) σε συνδυασμό
salinity (n) περιεκτικότητα σε άλατα
elementary (adj) στοιχειώδης
dissolve (v) διαλύω σε υγρό
distinction (n) διαχωρισμός, ειδοποιός διαφορά
composition (n) σύνθεση, σύσταση
dichotomy (n) διχοτόμηση, διαχωρισμός
acidification (n) οξίνιση
former (adj) (που αναφέρθηκε) πρώτος
steadily (adv) σταθερά
coworker (n) συνάδελφος
carbonic acid (n) ανθρακικό οξύ
latter (adj) (που αναφέρθηκε) τελευταίος
benchmark (n) ορόσημο, σημείο αναφοράς
indefinitely (adv) επ’αόριστον
date (v) χρονολογώ, κατατάσσω χρονικά
interplay (n) αλληλεπίδραση
crucial (adj) κρίσιμος
cerebral cortex (n) εγκεφαλικός φλοιός
folded (adj) διπλωμένος

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 18 © Hellenic American Union
P R AC T I C E T E S T 7 Listening Part 2, Problems 33-38, Page 157
procrastinate (v) χρονοτριβώ, αναβάλλω
Writing, Page 152 rank (v) κατατάσσω
abandonment (n) εγκατάλειψη, παραμέληση prioritize (v) ιεραρχώ, δίνω προτεραιότητα
abuse (n) κακοποίηση, κακομεταχείριση Listening Part 2, Problems 33-38, Transcript
Listening Part 1, Problems 1-10, Page 153 tempt (v) δελεάζω, παρασύρω
scheduling (n) προγραμματισμός put off (phr v) αναβάλλω
budget (n) προϋπολογισμός comfort zone (n) οικείο περιβάλλον
carb (n) υδατάνθρακας clique (n) κλίκα
confident (adj) σίγουρος, βέβαιος Listening Part 3, Problems 39-44, Page 158
invasive (adj) παρεισφρητικός, διεισδυτικός syntax (n) συντακτικό
basement (n) υπόγειο hardware (n) λογισμικό, εξαρτήματα ηλεκτρονικού
punishment (n) τιμωρία, ποινή υπολογιστή
Listening Part 1, Problems 1-10, Transcript Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript
scholar (n) μελετητής, ακαδημαϊκός command (v) διατάζω, δίνω εντολή
topping (n) επικάλυψη literally (adv) κυριολεκτικά
icing (n) γλάσο hard-wired (adj) καλωδιωμένος
barrier (n) εμπόδιο vacuum tube (n) λυχνία κενού (που επιτρέπει
heavy-duty (adj) μεγάλης αντοχής την ελεγχόμενη ροή ηλεκτρονίων μέσα σε ένα
wire (n) καλώδιο ηλεκτρονικό κύκλωμα)
humidity (n) υγρασία throw a switch (v phr) κατεβάζω τον διακόπτη
damp (adj) νωπός, υγρός, με υγρασία versatile (adj) πολύπλευρος, πολυτάλαντος, ευέλικτος
conduit (n) αγωγός cloud computing (n) η δυνατότητα αποθήκευσης
Listening Part 1, Problems 11-20, Page 154 αρχείων σε απομακρυσμένους servers που
thesis (n) διατριβή φιλοξενούνται στο Διαδίκτυο
overdue (adj) εκπρόθεσμος, καθυστερημένος tradeoff (n) ανταλλαγή, συμβιβασμός
overcharge (v) χρεώνω παραπάνω χρήματα bridge (v) γεφυρώνω

Listening Part 1, Problems 11-20, Transcript Listening Part 3, Problems 45-50, Page 159
crash (v) κολλάω, σταματώ να δουλεύω export (n) εξαγόμενο είδος/προϊόν
reboot (v) κάνω επανεκκίνηση propaganda (n) προπαγάνδα
dissertation (n) διπλωματική εργασία anime (n) άνιμε, ιαπωνικά κινούμενα σχέδια
lateral (adj) πλευρικός, πλάγιος, έμμεσος visual (adj) οπτικός
wafer (n) δίσκος πυριτίου που αποτελεί βάση για την Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript
κατασκευή τσιπ animated (adj) κινούμενη εικόνα (σειρά εικόνων που
semiconductor (n) ημιαγωγός δίνουν τη ψευδαίσθηση της κίνησης)
Listening Part 2, Problems 21-26, Page 155 abbreviation (n) συντομογραφία
extinct (adj) που έχει εκλείψει, εξαφανισμένος strictly (adv) αυστηρά
pesticide (n) εντομοκτόνο, φυτοφάρμακο hit (n) επιτυχία
repel (v) αποθώ imagery (n) εικόνες
reputable (adj) ευυπόληπτος exaggerated (adj) υπερβολικός
futuristic (adj) φουτουριστικός, που αναφέρεται στο
Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript πολύ μακρινό μέλλον
pest (n) επιβλαβής οργανισμός, ζιζάνιο crisscross (v) πηγαινοέρχομαι
Listening Part 2, Problems 27-32, Page 156 Grammar, Pages 160-161
outcome (n) έκβαση, αποτέλεσμα at the height of someone’s power (phr) στο απόγειο
race (n) φυλή της δύναμης κάποιου
standardize (v) τυποποιώ rumor (n) φήμη, διάδοση
impediment (n) διαταραχή, δυσκολία

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 19 © Hellenic American Union
netiquette (n) εθιμοτυπία διαδικτύου attribute (v) αποδίδω, πιστώνω
caretaker (n) οικονόμος, φροντιστής invariably (adv) σχεδόν πάντα
slice (n) φέτα, κομμάτι mistakenly (adv) λανθασμένα
greased (adj) βουτυρωμένος, λαδωμένος unavoidably (adv) αναπόφευκτα
overlap (v) επικαλύπτω, συμπίπτω take the shine off (v phr) αφαιρώ την αίγλη από
woefully (adv) δυστυχώς, θλιβερά cloud (v) συννεφιάζω, θολώνω, μελαγχολώ
matter of the heart (phr) ζήτημα καρδιάς budding (adj) εκκολαπτόμενος
rural (adj) αγροτικός take the cake (phr) παίρνω το βραβείο
obligate (v) υποχρεώνω take a chance (v phr) ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω
scrutinize (v) περιεργάζομαι, εξετάζω place (v) θέτω
awareness (n) συνείδηση, επίγνωση bargain (n) ευκαιρία, κελεπούρι
exchange (n) ανταλλαγή
Cloze, Page 162
conversion (n) μετατροπή
mill (v) αλέθω
juxtapose (v) αντιπαραβάλλω
steep (v) μουλιάζω, μουσκεύω
come of age (phr) ενηλικιώνομαι
kernel (n) καρπός
reminisce (v) αναπολώ
ahead (adv) μελλοντικά
exemplify (v) αποτελώ παράδειγμα
starch (n) άμυλο
contemplate (v) συλλογίζομαι
germ (n) σπόρος
terminate (v) τερματίζω, λήγω
bond (n) δεσμός
harshly (adv) αυστηρά
coarsely (adv) πρόχειρα, στο περίπου
decisively (adv) αποφασιστικά
grind (v) λιανίζω, αλέθω
adorable (adj) αξιολάτρευτος, αξιαγάπητος
remain (v) απομένω
resilient (adj) προσαρμοστικός
screen (v) ελέγχω συστηματικά
hardy (adj) ανθεκτικός
revise (v) αναθεωρώ
prime (adj) εκλεκτός, εξαίρετος
fermentation (n) ζύμωση
sufficient (adj) επαρκής
Cloze, Page 163 veneer (n) επένδυση, επικόλλημα
scenario (n) σενάριο fabricate (v) κατασκευάζω
one-size-fits-all (phr) που ταιριάζει σε όλους, ενιαίος construct (v) ανεγείρω, οικοδομώ
leadership (n) ηγεσία rule in favor (v phr) αποφασίζω υπέρ
bulk (n) το μεγαλύτερο μέρος violate (v) καταπατώ
range (n) εύρος constitution (n) σύνταγμα
dependent (adj) εξαρτώμενος backing (n) υποστήριξη, ενίσχυση
arise (v) προέρχομαι, προκύπτω at short notice (phr) την τελευταία στιγμή
adjust (v) προσαρμόζω under consideration (phr) υπό σκέψη
dispose (v) πετάω, ξεφορτώνομαι fig (n) συκιά
tendency (n) τάση challenge (n) πρόκληση, δυσκολία
innate (adj) έμφυτος
Reading, Page 166
acquire (v) αποκτώ
genetically modified (adj) γενετικά τροποποιημένος
trait (n) χαρακτηριστικό γνώρισμα
genetic code (n) γενετικός κώδικας
prone (adj) επιρρεπής
inception (n) απαρχή
conducive (adj) πρόσφορος, που συντελεί
tamper (v) επεμβαίνω, ανακατεύομαι
Vocabulary, Pages 164-165 pale by comparison (phr) ωχριώ σε σύγκριση
proceeds (n pl) έσοδα insert (v) εισάγω
procession (n) πομπή from scratch (phr) από το μηδέν, απ’ την αρχή
set out (phr v) σκοπεύω reinvent (v) επανεφευρίσκω
team up (phr v) ενώνω δυνάμεις, συνεργάζομαι bacteria (n pl) βακτήρια
work out (phr v) υπολογίζω, επεξεργάζομαι strip out (phr v) αφαιρώ, απογυμνώνω
step down (phr v) παραιτούμαι anti-malarial (adj) που είναι κατά της ελονοσίας
regarding (prep) σχετικά be underway (v phr) σε εξέλιξη

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 20 © Hellenic American Union
biofuel (n) βιοκαύσιμο Listening Part 1, Problems 10-20, Page 176
yeast (n) μαγιά, ζύμη penalty (n) πρόστιμο, τιμωρία, ποινή
nucleus (n) πυρήνας
implication (n) συνέπεια
Listening Part 1, Problems 10-20, Transcript
dim (adj) μουντός, σκοτεινός
backlash (n) αρνητική αντίδραση
intense (adj) έντονος Listening Part 2, Problems 21-26, Page 177
transplant (v) μεταμοσχεύω overseas (adj) στο εξωτερικό
predictable (adj) προβλέψιμος
Reading, Page 167
progression (n) εξέλιξη, σειρά βημάτων
vanish (v) εξαφανίζω
anxiety (n) άγχος, ανησυχία
term (v) αποκαλώ, ορίζω
hostility (n) εχθρότητα
anagram (n) αναγραμματισμός
estrangement (n) αποξένωση
objective (n) στόχος, σκοπός
closure (n) κλείσιμο Listening Part 2, Problems 21-26, Transcript
feature (n) χαρακτηριστικό, γνώρισμα jam (v) στριμώχνω
self-esteem (n) αυτοεκτίμηση
Listening Part 2, Problems 27-32, Page 178
Reading, Page 168 edit (v) επεξεργάζομαι, επιμελούμαι, αλλάζω
mollusk (n) μαλάκιο valid (adj) έγκυρος
reconstruct (v) αναδομώ, ξαναχτίζω driver’s license (n) άδεια οδήγησης
phylum (n) (στη βιολογία) φύλο
invertebrate (adj) ασπόνδυλος Listening Part 2, Problems 33-38, Page 179
clam (n) αχιβάδα pillar (n) στυλοβάτης, κολόνα (και μεταφορικά)
squid (n) καλαμάρι domain (n) τομέας, πεδίο
subgroup (n) υποκατηγορία interaction (n) συναλλαγή, αλληλεπίδραση,
temperate (adj) ήπιος επικοινωνία
latitude (n) γεωγραφικό πλάτος element (n) στοιχείο
fluctuate (v) διακυμαίνομαι, αυξομειώνομαι Listening Part 3, Problems 39-44, Page 180
gather (v) συγκεντρώνω intellectual rights (n pl) πνευματικά δικαιώματα
isotopic (adj) ισοτοπικός
ice cap (n) παγετωνικό κάλυμμα Listening Part 3, Problems 39-44, Transcript
melt (v) λιώνω additive (adj) προσθετικός
identical (adj) πανομοιότυπος layer (n) στρώμα
far-reaching (adj) εκτεταμένος slice (v) κόβω σε κομμάτια
rapid (adj) ταχύς, γρήγορος thumbtack (n) πινέζα
beehive (n) κυψέλη
startup (n) νέα επιχείρηση
P R AC T I C E T E S T 8 copyright (n) πνευματική ιδιοκτησία
patent (n) πατέντα
Listening Part 1, Problems 1-9, Page 175 resolve (v) επιλύω
syllabus (n) διδακτέα ύλη
routine (n) ρουτίνα, καθημερινότητα Listening Part 3, Problems 45-50, Page 181
harass (v) παρενοχλώ
Listening Part 1, Problems 1-9, Transcript prosecute (v) διώκω (νομικά)
amortization schedule (n) πρόγραμμα αποπληρωμής guilt (n) ενοχή
irk (v) ενοχλώ, εκνευρίζω district attorney (n) εισαγγελέας
socket wrench (n) σωληνωτό κλειδί, κλειδί που έχει τη
μορφή σωλήνα για να σφίγγει τη βίδα Listening Part 3, Problems 45-50, Transcript
workbench (n) πάγκος εργασίας judicial (adj) δικαστικός, νομικός
urban myth (n) αστικός μύθος amendment (n) τροποποίηση
privilege (n) προνόμιο in jeopardy of life or limb (phr) (θέτω) σε κίνδυνο τη
ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 21 © Hellenic American Union
self-incrimination (n) αυτοενοχοποίηση Vocabulary, Pages 186-187
trial by jury (phr) δίκη με ενόρκους dean (n) κοσμήτορας
tyrant (n) τύραννος scarcity (n) έλλειψη
acquit (v) αθωώνω manifest (v) εκδηλώνω, φανερώνω
reexamine (v) επανεξετάζω resolution (n) ανάλυση εικόνας
get another bite at the apple (phr) μου δίνεται μια accumulation (n) συσσώρευση
δεύτερη ευκαιρία perseverance (n) επιμονή
burden of proof (n) βάρος απόδειξης (νομικά) peel (v) ξεφλουδίζω
seed (n) σπόρος
Grammar, Pages 182-183
stem (n) κοτσάνι
mainland (n) ηπειρωτική χώρα
lengthwise (adv) κατά μήκος
radiate (v) απλώνομαι σε ακτίνες
strip (n) λωρίδα
axis (n) άξονας
dispel (v) διαλύω
inconsistency (n) ασυνέπεια, ασυμφωνία
discard (v) ξεφορτώνομαι
median (n) διαχωριστική νησίδα
dispense with (phr v) απαλλάσσομαι
far-off (adj) μακρινός
vibrant (adj) έντονος, ζωηρός
discipline (n) κλάδος, επιστήμη
overlook (v) επιβλέπω
keynote speaker (n) βασικός ομιλητής
administer (v) διοικώ, διαχειρίζομαι
engender (v) δημιουργώ, προκαλώ
sound (adj) άρτιος, ισχυρός
phrase (v) εκφράζω, διατυπώνω
footing (n) βάση, θεμέλιο
foresee (v) προβλέπω
scale (n) κλίμακα, μέγεθος
Cloze, Page 184 arbitrary (adj) αυθαίρετος
spawn (v) γεννώ, επιφέρω, προξενώ conditional (adj) υπό όρους
insofar as (phr) στον βαθμό που through the lens of (phr) υπό το πρίσμα
debate (n) συζήτηση pane (n) τζάμι
distrust (n) δυσπιστία, καχυποψία point of interest (n) σημείο ενδιαφέροντος
discontent (n) δυσαρέσκεια landmark (n) ορόσημο, τοπογραφικό μνημείο
disturbance (n) αναστάτωση inefficient (adj) ανεπαρκής
oversimplification (n) υπεραπλούστευση mode (n) τρόπος, λειτουργία
seize upon (phr v) εκμεταλλεύομαι, δράττομαι της cultivate (v) καλλιεργώ, αναπτύσσω
ευκαιρίας trace element (n) ιχνοστοιχείο
ubiquity (n) πανταχού παρουσία
Reading, Page 188
slap on (phr v) βάζω υπερβολικά γρήγορα
primordial (adj) πρωτογενής
Cloze, Page 185 gravitational (adj) που έχει σχέση με τη βαρύτητα
variant (n) παραλλαγή, εκδοχή ripple (n) κυματάκι
leave one’s mark (v phr) αφήνω το στίγμα μου fabric (n) δομή, διάρθρωση
bustling (adj) ζωηρός, με πολύ κόσμο ultimately (adv) τελικά
flourish (v) ανθίζω propagate (v) διαδίδω, μεταδίδω
miscellaneous (adj) διάφορα cause a stir (v phr) προκαλώ εντύπωση
resources (n pl) πόροι long-sought (adj) πολυπόθητος
floral (adj) άνθινος inflation (n) διόγκωση
eclectic (adj) εκλεκτικός at its peak (phr) στο ζενίθ, στην κορύφωση
stained glass (n) βιτρό expansion (n) επέκταση
ceramic (adj) κεραμικός clarify (v) αποσαφηνίζω, διευκρινίζω
emblematic (adj) εμβληματικός utilize (v) αξιοποιώ, χρησιμοποιώ
revival (n) αναβίωση velocity (n) ταχύτητα
loom (v) επίκειμαι curvature (n) κυρτότητα
subjugation (n) υποταγή
Reading, Page 189
regeneration (n) αναγέννηση, αναβάθμιση
rhetorical (adj) ρητορικός

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 22 © Hellenic American Union
facile (adj) επιπόλαιος bird of prey (n) αρπακτικό πτηνό
incongruity (n) ασυνέπεια prey (n) θήραμα
expectation (n) προσδοκία vulnerability (n) ευπάθεια, αδυναμία, τρωτότητα
underlying (adj) υποβόσκων stinky (adj) βρομερός
obstacle (n) εμπόδιο, πρόσκομμα gland (n) αδένας
unawareness (n) άγνοια secretion (n) έκκριση
be in on something (v phr) γνωρίζω nocturnal (adj) νυκτόβιος
verbal (adj) προφορικός mammalian (adj) σχετικός με τα θηλαστικά
ostensibly (adv) φαινομενικά at close range (phr) σε κοντινή απόσταση
plot device (n) τέχνασμα πλοκής horn (n) κέρατο
deft (adj) επιδέξιος, έξυπνος armor (n) σκληρός εξωσκελετός που προστατεύει τα
profound (adj) ουσιώδης, βαθυστόχαστος ζώα, πανοπλία
avian (adj) σχετιζόμενος με πτηνά
Reading, Page 190
beak (n) ράμφος
shell (n) καβούκι
claw (n) νύχι, δαγκάνα
spike (n) αγκάθι (για ζώο), αιχμή, καρφί
quill (n) φτερό, πούπουλο
noxious (adj) επιβλαβής
spine (n) αγκάθι
scent (n) οσμή, άρωμα
catalog (v) περιλαμβάνω σε κατάλογο
carnivorous (adj) σαρκοφάγος

Practice Tests for the ECPE Book 1 (Revised 2021 Format) Wordlist 23 © Hellenic American Union

You might also like