You are on page 1of 10

ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

Βιβλίο Έκτο

Πόλη της

Ουράνιας Φωτιάς
CASSANDRA CLARE

μετάφραση: Φωτεινή Μοσχή

PLATYPUS
προλογος:
πεφτοντας σαν τη βροχη1

Ινστιτούτο Λος Άντζελες, Δεκέμβριος 2007

Τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς της Έμμα Κάρστερς,


ο καιρός ήταν τέλειος.
Από την άλλη, ο καιρός στο Λος Άντζελες ήταν συ-
νήθως τέλειος. Η μητέρα και ο πατέρας της Έμμα την
άφησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό με καθαρό ουρανό
στο Ινστιτούτο που βρισκόταν στους λόφους πίσω από
τη Λεωφόρο Πασίφικ Κόουστ και έβλεπε από ψηλά το
γαλανό ωκεανό. Ο ουρανός ήταν μια απέραντη ασυννέ-
φιαστη έκταση που απλωνόταν από τους λόφους του
Πασίφικ Πάλισεϊντς μέχρι τις παραλίες του Ακρωτηρίου
Ντουμ.
Το προηγούμενο βράδυ είχε φτάσει μια αναφορά για

1
Από το Δευτερονόμιο 32:2 καταβήτω ὡς δρόσος τὰ ῥήματά μου, ὡσεὶ ὄμβρος, τα
λόγια μου θα πέφτουν σαν τη δροσιά και τη βροχή (Σ.τ.Μ.).
Cassandra Clare

δαιμονική δραστηριότητα κοντά στις θαλασσινές σπη-


λιές του Λέο Καρίλο. Είχε ανατεθεί στους Κάρστερς να
το διερευνήσουν. Αργότερα, η Έμμα θα θυμόταν τη
μητέρα της να στερεώνει μια ατίθαση τούφα μαλλιών
πίσω από το αφτί της καθώς πρότεινε στον πατέρα της
Έμμα να του σχεδιάσει ένα ρούνο Τόλμης και τον Τζον
να γελάει και να λέει ότι δεν ήταν σίγουρος για το πώς
ένιωθε για τους νεόκοπους ρούνους. Αυτοί που ήταν
ήδη γραμμένοι στο Γκρι βιβλίο ήταν αρκετά καλοί για
τα γούστα του, δεν είχε τέτοια προβλήματα.
Τότε βέβαια η Έμμα δεν έβλεπε την ώρα να φύγουν οι
γονείς της και τους είχε αγκαλιάσει βιαστικά πριν απομα-
κρυνθεί για να ανέβει τρέχοντας τα σκαλιά του Ινστιτού-
του, με το σακίδιό της να χοροπηδάει στους ώμους της
καθώς εκείνοι την αποχαιρετούσαν από την αυλή.
Η Έμμα λάτρευε το ότι μπορούσε να προπονείται στο
Ινστιτούτο. Δεν ήταν μόνο επειδή εκεί έμενε ο καλύτερός
της φίλος, ο Τζούλιαν, αλλά και το ότι όταν βρισκόταν
εκεί πάντα ένιωθε ότι πετούσε πάνω απ’ τον ωκεανό.
Ήταν ένα τεράστιο κτίσμα από ξύλο και πέτρα στο τέλος
ενός μεγάλου χαλικόστρωτου δρόμου που στριφογύριζε
ανάμεσα στους λόφους. Κάθε δωμάτιο, κάθε όροφος έβλε-
πε τη θάλασσα και τα βουνά και τον ουρανό, κυματιστές
εκτάσεις γαλάζιου, πράσινου και χρυσού. Το όνειρο της
Έμμα ήταν να σκαρφαλώσει στη σκεπή με τον Τζουλς
–μέχρι στιγμής πάντα τους εμπόδιζαν οι γονείς– για να
δουν αν η θέα έφτανε μέχρι την έρημο στο νότο.
Η κύρια είσοδος την ήξερε και υποχώρησε εύκολα
κάτω από το γνώριμο άγγιγμά της. Η είσοδος και τα
κατώτερα επίπεδα του Ινστιτούτου ήταν γεμάτα ενή-
λικες Κυνηγούς των Σκιών που πηγαινοέρχονταν πέρα

.2,
Πόλη της Ουράνιας Φωτιάς

δώθε. Κάποιου είδους συμβούλιο, υπέθεσε η Έμμα. Είδε


με την άκρη του ματιού της τον Άντριου Μπλάκθορν,
τον πατέρα του Τζούλιαν, τον επικεφαλής του Ινστι-
τούτου, ανάμεσα στο πλήθος. Μη θέλοντας να καθυστε-
ρήσει χαιρετώντας τον κόσμο έφυγε τρέχοντας προς τα
αποδυτήρια στο δεύτερο όροφο όπου άλλαξε το τζιν και
το μπλουζάκι της και έβαλε τα ρούχα της προπόνησης:
φαρδύ μπλουζάκι, χαλαρό βαμβακερό παντελόνι και το
πιο σημαντικό από όλα: το σπαθί που κρεμόταν χιαστί
στην πλάτη της.
Το Κορτάνα. Το όνομα σήμαινε απλώς “κοντό σπαθί”
αλλά για την Έμμα δεν ήταν καθόλου κοντό. Είχε το
ίδιο μήκος με το βραχίονά της, ήταν από αστραφτερό
μέταλλο και η λεπίδα του ήταν χαραγμένη με λέξεις
που προκαλούσαν πάντα ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά
της: Είμαι το Κορτάνα, από το ίδιο ατσάλι και το ίδιο
μένος με το Ζουαγιούς και το Ντούρενταλ. Ο πατέρας
της της είχε εξηγήσει τι σήμαινε όταν είχε βάλει για
πρώτη φορά το σπαθί στα χέρια της δεκάχρονης Έμμα.
«Μπορείς να το χρησιμοποιείς προς το παρόν στην
εκπαίδευση μέχρι να γίνεις δεκαοχτώ, όταν θα γίνει δικό
σου», είχε πει ο Τζον Κάρστερς, χαμογελώντας της κα-
θώς τα δάχτυλά της χάιδευαν τις λέξεις. «Καταλαβαί-
νεις τι σημαίνει αυτό που γράφει;»
Είχε κουνήσει το κεφάλι της. «Το “ατσάλι” το κατα-
λάβαινε αλλά το “μένος” όχι. “Μένος” σήμαινε θυμός
κάτι που ο πατέρας της την προειδοποιούσε πάντα ότι
έπρεπε να ελέγχει. Τι σχέση είχε αυτό με ένα σπαθί;
«Έχεις ακούσει για την οικογένεια Γουέιλαντ», της είχε
πει εκείνος. «Ήταν διάσημοι οπλουργοί πριν αρχίσουν
οι Σιδηρές Αδελφές να φτιάχνουν όλα τα σπαθιά των

.3,
Cassandra Clare

Κυνηγών. Ο Γουέιλαντ ο Σιδεράς έφτιαξε το Εξκάλιμπερ


και το Ζουαγιούς, τα σπαθιά του Άρθουρ και του Λάνσε-
λοτ και το Ντούρενταλ, το σπαθί του ήρωα Ρολάντ. Και
έφτιαξαν και αυτό το σπαθί, από το ίδιο ατσάλι. Όλα
τα ατσάλια πρέπει να δοκιμάζονται –να υποβάλλονται
σε μεγάλη θερμοκρασία, τόσο δυνατή που θα μπορούσε
σχεδόν να λιώσει το μέταλλο– για να γίνουν πιο δυνα-
τά». Την είχε φιλήσει στο κεφάλι. «Οι Κάρστερς έχουν
στην κατοχή τους αυτό το σπαθί εδώ και πολλές γενιές.
Η επιγραφή μας θυμίζει ότι οι Κυνηγοί είναι τα όπλα
του Αγγέλου. Δοκίμασέ μας με φωτιά και δυναμώνουμε.
Όταν υποφέρουμε, επιβιώνουμε».
Η Έμμα ανυπομονούσε να περάσουν τα έξι χρόνια
που έμεναν μέχρι να γίνει δεκαοχτώ, όταν θα μπορού-
σε να ταξιδεύει στον κόσμο για να πολεμάει δαίμονες,
όταν θα μπορούσε να δοκιμαστεί με τη φωτιά. Κρέμασε
το σπαθί στην πλάτη της και βγήκε από τα αποδυτήρια
ενώ φανταζόταν πώς θα ήταν κάτι τέτοιο. Στο μυαλό
της στεκόταν στην κορυφή των απόκρημνων βράχων
πάνω από τη θάλασσα στο Ακρωτήρι Ντουμ αποκρούο-
ντας μια στρατιά από δαίμονες Ράουμ με το Κορτάνα.
Ο Τζούλιαν ήταν δίπλα της, φυσικά, κραδαίνοντας το
δικό του αγαπημένο όπλο, τη βαλλίστρα.
Στο μυαλό της Έμμα ο Τζουλς ήταν πάντα δίπλα της.
Η Έμμα τον ήξερε από τότε που θυμόταν τον εαυτό
της. Οι Μπλάκθορν και οι Κάρστερς ήταν πάντα στενά
δεμένοι και ο Τζουλς ήταν λίγους μόνο μήνες μεγα-
λύτερός της˙ κυριολεκτικά δεν είχε ποτέ ζήσει σε έναν
κόσμο χωρίς τον Τζουλς. Είχε μάθει να κολυμπάει μαζί
του στη θάλασσα όταν ήταν και οι δύο μωρά. Είχαν μά-
θει να περπατάνε και μετά να τρέχουν μαζί. Την είχαν

.4,
Πόλη της Ουράνιας Φωτιάς

πάρει αγκαλιά οι γονείς του και την είχαν μαλώσει τα


μεγαλύτερα αδέλφια του όταν ήταν άτακτη.
Και οι δυο τους ήταν πολύ συχνά άτακτοι. Το να βά-
ψουν τη φουντωτή λευκή γάτα των Μπλάκθορν –τον
Όσκαρ– μπλε ελεκτρίκ ήταν ιδέα της Έμμα όταν ήταν
και οι δύο επτά χρονών. Ο Τζούλιαν είχε αναλάβει την
ευθύνη γι’ αυτό – το έκανε πολλές φορές. Άλλωστε, της
θύμιζε, εκείνη ήταν μοναχοπαίδι ενώ εκείνος ένας από
επτά αδέλφια – οι γονείς του θα ξεχνούσαν ότι είχαν θυ-
μώσει μαζί του πολύ πιο γρήγορα από ό,τι οι δικοί της.
Θυμόταν όταν είχε πεθάνει η μητέρα του, μόλις είχε
γεννηθεί ο Τάβι και πώς στεκόταν κρατώντας το χέρι του
Τζουλς ενώ το σώμα της καιγόταν στα φαράγγια και ο
καπνός ανέβαινε στον ουρανό. Θυμόταν ότι ο Τζούλιαν
έκλαιγε και θυμόταν να σκέφτεται ότι τα αγόρια έκλαι-
γαν πολύ διαφορετικά από τα κορίτσια, με φρικτούς,
τρανταχτούς λυγμούς που ήταν λες και τους τραβούσαν
απ’ το λαιμό τους με γάντζους. Ίσως να ήταν χειρότερο
γι’ αυτούς γιατί υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να κλαίνε.
«Ουπς!» Η Έμμα παραπάτησε προς τα πίσω. Ήταν
τόσο χαμένη στις σκέψεις της που είχε πέσει με τα μού-
τρα πάνω στον πατέρα του Τζούλιαν, έναν ψηλό άνδρα
με τα ίδια ανακατεμένα μαλλιά που είχαν και τα περισ-
σότερα παιδιά του. «Συγγνώμη, κύριε Μπλάκθορν!»
Της χαμογέλασε. «Δεν έχω ξαναδεί κανέναν τόσο πρό-
θυμο να πάει για μάθημα», της φώναξε καθώς η Έμμα
έτρεχε στο διάδρομο.
Η αίθουσα εκπαίδευσης ήταν ένα από τα πιο αγαπη-
μένα δωμάτια της Έμμα σε ολόκληρο το κτίριο. Έπιανε
σχεδόν ολόκληρο τον όροφο και τόσο ο ανατολικός όσο
και ο δυτικός τοίχος ήταν από διάφανο γυαλί. Μπορού-

.5,
Cassandra Clare

σε κανείς να δει τη γαλάζια θάλασσα σχεδόν από όπου κι


αν κοιτούσε. Η καμπύλη της ακτογραμμής ήταν ορατή
από το βορρά ως το νότο, η απέραντη υδάτινη έκταση
του Ειρηνικού που απλωνόταν προς τη Χαβάη.
Στο κέντρο του καλογυαλισμένου ξύλινου πατώματος
στεκόταν η εκπαιδεύτρια της οικογένειας Μπλάκθορν,
μια επιβλητική γυναίκα με το όνομα Κατερίνα, που εκεί-
νη τη στιγμή μάθαινε στα δίδυμα τη ρίψη μαχαιριού.
Η Λίβι ακολουθούσε τις οδηγίες πειθήνια, όπως πάντα,
αλλά ο Τάι ήταν μουτρωμένος και αντιδραστικός.
Ο Τζούλιαν, με τα χαλαρά ρούχα της προπόνησης,
ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα κοντά στο δυτικό παρά-
θυρο και μιλούσε στον Μαρκ, που είχε το κεφάλι του
χωμένο σε ένα βιβλίο και έβαζε τα δυνατά του για να
αγνοήσει τον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του.
«Δεν νομίζεις ότι το Μαρκ είναι πολύ παράξενο όνο-
μα για Κυνηγό των Σκιών;» έλεγε ο Τζούλιαν καθώς η
Έμμα πλησίαζε. «Αν το καλοσκεφτείς είναι λίγο περίερ-
γο. «Μάρκαρέ με, Μαρκ!»
Ο Μαρκ σήκωσε το ξανθό του κεφάλι από το βιβλίο
που διάβαζε και αγριοκοίταξε το μικρό του αδελφό. Ο
Τζούλιαν στριφογύριζε αφηρημένος ένα ραβδί που κρα-
τούσε στο χέρι του. Το κρατούσε σαν πινέλο, κάτι για
το οποίο η Έμμα πάντα τον μάλωνε. Υποτίθεται ότι ένα
ραβδί έπρεπε να το κρατάει κανείς σαν ραβδί, σαν να
ήταν μια προέκταση του χεριού του όχι σαν εργαλείο
καλλιτέχνη.
Ο Μαρκ αναστέναξε με έμφαση. Στα δεκαέξι του ήταν
αρκετά μεγαλύτερός τους ώστε να βρίσκει όλα όσα έκα-
ναν η Έμμα και ο Τζούλιαν είτε ενοχλητικά είτε γελοία.
«Αν σε ενοχλεί μπορείς να με λες με ολόκληρο το όνομά

.6,
Πόλη της Ουράνιας Φωτιάς

μου», είπε.
«Μάρκο Αντώνιο Μπλάκθορν;» Ο Τζούλιαν σούφρωσε
τη μύτη του. «Παίρνει πολλή ώρα για να το πω. Κι αν
μας επιτεθεί κανένας δαίμονας; Μέχρι να πω το μισό
σου όνομα θα έχεις πεθάνει».
«Γιατί από σένα θα περίμενα να μου σώσεις τη ζωή;»
ρώτησε ο Μαρκ. «Δεν νομίζεις ότι προτρέχεις λίγο μικρό-
βιο;»
«Δεν είναι απίθανο», είπε ο Τζούλιαν, που δεν του
άρεσε καθόλου να τον αποκαλούν μικρόβιο και αναση-
κώθηκε. Τα μαλλιά του πετούσαν ανακατεμένα. Η με-
γαλύτερη αδελφή του, η Έλεν, τον κυνηγούσε συνήθως
με μια βούρτσα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είχε τα μαλλιά
των Μπλάκθορν, όπως τα περισσότερα αδέρφια του –
ατίθασα και κυματιστά, στο χρώμα της σκούρας σοκο-
λάτας. Η ομοιότητά τους πάντα γοήτευε την Έμμα που
έμοιαζε ελάχιστα με τους γονείς της, εκτός αν μετρούσε
το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ξανθός.
Η Έλεν βρισκόταν εδώ και μήνες στην Άιντρις με την
κοπέλα της, την Αλίν. Είχαν ανταλλάξει οικογενειακά
δαχτυλίδια και η σχέση τους ήταν “πολύ σοβαρή”, σύμ-
φωνα με τους γονείς της Έμμα, που σήμαινε κυρίως
ότι αντάλλαζαν γλυκανάλατα βλέμματα. Η Έμμα ήταν
αποφασισμένη πως αν ερωτευόταν ποτέ δεν θα ήταν
με τέτοιο σαχλό τρόπο. Καταλάβαινε ότι είχε γίνει λίγο
θέμα επειδή η Έλεν και η Αλίν ήταν κορίτσια αλλά δεν
καταλάβαινε το γιατί και άλλωστε οι Μπλάκθορν έμοια-
ζαν να συμπαθούν πολύ την Αλίν. Ήταν μια ήρεμη
παρουσία και καθησύχαζε την πάντα ανήσυχη Έλεν.
Η προσωρινή απουσία της Έλεν σήμαινε ότι δεν υπήρ-
χε κάποιος να κόψει τα μαλλιά του Τζούλιαν και το φως

.7,
Cassandra Clare

του ήλιου που έμπαινε στο δωμάτιο έβαφε τις μπούκλες


του χρυσές. Τα παράθυρα στον ανατολικό τοίχο έβλε-
παν στις σκιερές βουνοπλαγιές που χώριζαν τη θάλασσα
από την Κοιλάδα του Σαν Φερνάντο – ξεροί, σκονισμέ-
νοι λόφοι γεμάτοι φαράγγια, κάκτους και αγκαθωτούς
θάμνους. Μερικές φορές, οι Κυνηγοί έκαναν προπόνηση
έξω από το Ινστιτούτο και η Έμμα λάτρευε εκείνες τις
στιγμές, λάτρευε να ανακαλύπτει κρυμμένα μονοπάτια
και μυστικούς καταρράκτες και τις νυσταγμένες σαύρες
που λιάζονταν στους βράχους κοντά τους. Ο Τζούλιαν
ήταν πολύ καλός στο να κάνει τις σαύρες να ανεβαί-
νουν στην παλάμη του και να κοιμούνται εκεί καθώς
τους χάιδευε το κεφάλι με τον αντίχειρά του.
«Πρόσεχε!»
Η Έμμα έσκυψε βιαστικά καθώς ένα σπαθί με ξύ-
λινη μύτη πέταξε δίπλα από το κεφάλι της και έπεσε
στο παράθυρο χτυπώντας τον Μαρκ στο πόδι καθώς
επέστρεφε. Ο Μαρκ πέταξε το βιβλίο του και σηκώθηκε
απότομα, εκνευρισμένος. Ο Μαρκ ήταν ουσιαστικά ο
δεύτερος σε ευθύνη μετά την Κατερίνα αν και προτι-
μούσε το διάβασμα από τη διδασκαλία.
«Τιβέριε», είπε ο Μαρκ «μη μου πετάς μαχαίρια».
«Κατά λάθος», είπε η Λίβι, και μπήκε ανάμεσα στον
Μαρκ και τον δίδυμο αδελφό της. Ο Τιβέριος ήταν με-
λαχρινός σε αντίθεση με τον κατάξανθο Μαρκ, ο μόνος
μετά τον Μαρκ και την Έλεν –που δεν μετρούσαν γιατί
είχαν αίμα Πλασμάτων του Σκότους– που δεν είχε τα
καστανά μαλλιά και τα γαλαζοπράσινα μάτια που ήταν
χαρακτηριστικά της οικογένειας. Ο Τάι είχε σγουρά μαύ-
ρα μαλλιά και γκρίζα μάτια στο χρώμα του σίδερου.
«Όχι», είπε ο Τάι. «Εσένα στόχευα».

.8,
Πόλη της Ουράνιας Φωτιάς

Ο Μαρκ πήρε μια βαθιά ανάσα γεμάτη αγανάκτηση


και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του κάνο-
ντάς τα να πετάνε σαν καρφιά. Ο Μαρκ είχε τα μάτια
των Μπλάκθορν, στο χρώμα του οξειδωμένου χαλκού
αλλά τα μαλλιά του, όπως και της Έλεν, ήταν λευ-
κόξανθα, όπως ήταν της μητέρας τους. Οι φήμες έλε-
γαν ότι η μητέρα του Μαρκ ήταν μια πριγκίπισσα στην
Αυλή των Σίιλι, ότι είχε συνάψει σχέση με τον Άντριου
Μπλάκθορν και είχε κάνει δυο παιδιά, τα οποία είχε
εγκαταλείψει στο κατώφλι του Ινστιτούτου του Λος
Άντζελες ένα βράδυ πριν εξαφανιστεί για πάντα.
Ο πατέρας του Τζούλιαν είχε πάρει τα δυο παιδιά
του που ήταν μισά ξωτικά και τα είχε μεγαλώσει σαν
Κυνηγούς. Το αίμα των Κυνηγών υπερίσχυε και παρόλο
που στο Συμβούλιο δεν άρεσε, δέχονταν στο Κονκλά-
βιο παιδιά που ήταν μισά πλάσματα του Σκότους αρκεί
το δέρμα τους να ανεχόταν τους ρούνους. Η Έλεν και
ο Μαρκ είχαν δεχθεί τους πρώτους τους ρούνους στα
δέκα τους και το δέρμα τους τους ανεχόταν κανονικά,
αν και η Έμμα αντιλαμβανόταν ότι ο Μαρκ πονούσε
περισσότερο από ό,τι ένας συνηθισμένος Κυνηγός. Τον
είχε δει να μισοκλείνει τα μάτια του από πόνο, αν και
προσπαθούσε να το κρύβει, όταν το ραβδί ακουμπούσε
το δέρμα του. Τελευταία πρόσεχε πολύ περισσότερο τον
Μαρκ – το πόσο ελκυστικό ήταν το περίεργο σχήμα του
προσώπου του που είχε κάποια χαρακτηριστικά ξωτι-
κού, το πόσο μεγάλες ήταν οι πλάτες του κάτω από το
μπλουζάκι του. Δεν ήξερε γιατί πρόσεχε αυτά τα πράγ-
ματα και δεν της άρεσε και τόσο. Την έκανε να θέλει να
του μιλάει απότομα ή να κρυφτεί, μερικές φορές και τα
δύο ταυτόχρονα.

.9,

You might also like